ISBN: 978-618-5531-83-6
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Ά ιτ ό δ ο σ ι ς Μ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΦΘΗΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Α Θ Η Ν Α I
Τί είναι εκείνο εκεί; Ρώτησε ό μικρός Τζάκ τον Ντΐκ Σάινιδ.
ΤΟ «ΠΙΛΓΚΡΙΜ»
ν ίιέ
ΤΙ Σ 2 τοΟ Φλεβάρη του 1873, τό μπρί κι - γολέτα «Πίλγκριμ» έπλεε σέ 43, 57' μοίρες νό τιου πλάτους και 165, 19' μοίρες δυτικού μήκους, αητό τον μεσημβρινό του Γκρηνουϊτς. Ειδικά εξοπλισμένο στο Σαν Φραντσίσκο για τό χοντρό ψάρεμα των νότιων θαλασσών, τό καράβι αυτό ήταν ιδιοκτησία του Τζέϊ.μς Β. Βέλντον, πλούσιου καλιφορνέζου εφοπλιστή. Κυβερνήτης του, έδώ κι5 αρκετά χρόνια, ήταν ό πλοίαρχος Χόλ. Τό «Πίλγκριμ» ήταν ένα από τά πιο μικρά, αλλά ίσως τό καλύτερο απ’ τά τόσα καράβια πού έστελνε κάθε χρόνο ό Βελντον, πιο εκεί άπό τό Βερίγγειο πορ θμό, στην Τασμανία, τό Άκρωτήρι Χόρν και τον Α τλαντικό Ωκεανό. Σκαρί καλοτάξιδο κι5 ευκίνητο, ήταν κατάλληλο γιά νά ελίσσεται άνάμεσα στα έπικίνδυνα παγάβου-
3
να ττοδ άρμένιζσν στό Ν&τιό ήμι'σφβιφιΰ. Ό πλοίαρχος Χόλ, έμπειρος^ ναυτικός, γνώριζε κά~ λά δλα τά περάσματα των πάγων, πού φτάνουν τό καλοκαίρι ώς τή Νέα Ζηλανδία καί τ’ άκρωτήρι τής Καλής Ελπίδας, σέ γεωγραφικό πλάτος πολύ χαμη λότερο από κείνο πού παρατηρεΐται στις βόρειες θά λασσες. Ό πλοίαρχος Χολ, πού έκτος των άλλων ήταν α συναγώνιστος στον χειρισμό του καμακιού, είχε υπό τις διαταγές του πλήρωμα, πού τό (Αποτελούσαν πέν τε άντρες κι* ένας δόκιμος. Φυσικά αυτοί δεν μπορού σαν νά φτάσουν για τό κυνήγι τής φάλαινας καί τό κομμάτιασμά της, όμως ό Βέλντον, όπως καί πολλοί άλλοι εφοπλιστές ναυτολογούσε στο Σαν Φραντσίσκο μόνο δσους χρειάζονταν για την κυβέρνησι του σκά φους. Στη Νέα Ζηλανδία άφθονουσαν οι άνθρωποι του καμακιού, ναυτικοί απ’ δλα τά μέρη του κόσμου, τυχοδιώκτες, λιποτάκτες κΓ ένα σωρό· άλλοι πού ζη τούσαν δουλειά καί τά κατάφερνα πολύ καλά σάν ψαράδες. Στο τέλος τής εποχής του ψαρέματος τούς πλή ρωναν καί τούς άφηναν εκεί νά περιμένουν τή νέα περίοδο, πού θά ξανάρχονταν τά φαλαινοθηρικά. Τό ίδιο γινόταν καί στο «Πίλγκριμ». Τή χρονιά αυτή πέρασε την περίοδο του^ ψαρέμα τος μέσα στά όρια του πολικού άνταρκτικου κύκλου, αλλά τά βαρέλια του δεν κατάφεραν νά γεμίσουν μέ φαλαινόλαδο κι* ακατέργαστες μπαλένες. Αιτία ήταν πού τά κήτη^ είχαν αρχίσει νά σπανί ζουν, από τό εντατικό κυνήγι πού τούς έκαναν, καί τό εΐδος τής γνήσιας φάλαινας κόντευε νά έξαφανιστή. Άπόμεναν μόνο τά «Τζουμπαρτ», τά γιγάντια μαστοφόρα πού οί επιθέσεις τους ήταν εξαιρετικά ε πικίνδυνες, κι’ οι ψαράδες αναγκάζονταν νά περιορί ζονται σ* αυτά, ενώ παλιότερα τά άπέφευγαν. Κοντολογής ό χρόνος εκείνος στάθηκε άτυχος γιά τό «Πίλγκριμ». Τις πρώτες μέρες του Γενάρη, στήν καρδιά δηλαδή του καλοκαιριού του νότιου ήμισφαίριου, ό πλοίαρχος Χολ (αναγκάστηκε ν’ άφήση τούς ψαρότοπους, γιατί τό ναυτολογημένο στήν τύχη πλή ρωμά του του είχε δημιουργήσει ένα σωρό δυσάρε στες ιστορίες. "Ανοιξε δλα τά πανιά θέλοντας νά τούς ξεψορτωθή τό γρηγορότερο καί στις 15 του μηνάς τούς ξε-
μίτάρκ&ρε έκεϊ άτι* βιτιόϋ τους είχε ττσραλάβει. Τό μό νιμο πλήρωμα όμως δεν ήταν καθόλου ευχαριστημέ νο. Αεί πανε^ παραπάνω άπο διακόσια βαρέλια, για νά συμπληρωθή δπως έπρεπε τό φορτίο του καραβιού μέ φαλαινόλαδο. Χειρότερο ψάρεμα δεν είχαν ξανακάνει. Ό πλοίαρχος Χολ λοιπόν έπέ’στρεφε απογοητευ μένος. ”Αδικα προσπάθησε νά βρή καινούργιο πλή ρωμα στο ’Ώκλαντ γιά νά συνέχιση. Οι ναυτικοί έ λειπαν όλοι μέ τ’ άλλα καράβια. Αποφάσισε ν* άφήση οριστικά το "Ωκλαντ. Τότε ακριβώς τέσσερα πρόσωπα του ζήτησαν νά ταξιδέψουν μέ τό «ΓΗ λ γκρι μ». Πρόσωπα στά όποΐα δέν μπορούσε νά άρνηθή. ^Η ταν ή γυναίκα του ιδιοκτήτη του καραβιού, κυρία Βέλντον, ό πεντάχρονος γυιός της Τζάκ κι5 ένας συγγε νής της πού τον έλεγαν «έξάδελψο - Βενέδικτο», κα θώς καί μιά γριά - νέγρα ή Νέν. Μιά κακοτυχία τούς είχε αφήσει στη Νέα Ζηλαν δία, γιατί, ενώ έπρόκειτο νά επιστρέφουν ^μαζί μέ τον κύριο Βέλντον στο Σάν Φραντσίσκο, είχε άρρωστήσει βαρειά ό μικρός Τζάκ. Βιαστικές δουλειές α νάγκασαν τον πατέροε νά^φύγη μόνος του. •Είχαν περάσει τρεις μήνες άπό τότε. Ό μικρός έ γινε καλά κι5 ετοιμάζονταν ήδη γιά την άναχώρησι όταν έφτασε τό «Πίλγκριμ». Γιά νά έπιστρέψη στο Σάν Φραντσί'σκο ή κυρία Βέλντον εκείνη την εποχή, έπρεπε νά πάρη κάποιο άπό τά πλοία πού έκαναν δρομολόγια άπ’ τη Μελ βούρνη στον ισθμό τού Παναμά. Φτάνοντας εκεί, έ πρεπε νά περιμένη καμμιά δεκαπενταριά μέρες, γιά νά πάρη αμερικάνικο πλοίο, πού έκανε τη γραμμή άπό τον ισθμό μέχρι την Καλιφόρνια. Πολύς χαμένος καιρός καί πολλές άλλαγές πλοίων καί μετακομίσεις. Γιά ν' άποφύγη ολ’ αυτά, ζήτησε άπό τον πλοίαρχο Χόλ νά την πάρη μέ τό «Πίλγκριμ» στην πατρίδα της μαζί μέ την συντροφιά της -τον μικρό Τζάκ, τον έξάδελφό Βενέδικτο καί τη Νέν, πού την είχε μεγαλώσει στά χέρια της άπό μικρή. Μεγάλο τόλμημα νά περάσουν μ ένα ιστιοφόρο τρείς χιλιάδες λεύγες. Τό καράβι του πλοίαρχου Χόλ, δμως, ήταν πολύ καλοτάξιδο κΓ ή εποχή ήταν καλή. Ό καπετάνιος δέχτηκε καί παραχώρησε την καμπίνα του στην κυρία Βέλντον, γιά νά έχη δσο τό δυνατόν περισσότερες ανέσεις.
Ή μόνη καθυστέρησι του «Ηίλγκριμ», ήταν πώς έ πρεπε νά «πιάση» στο Βαλπαραΐζο γιά νά ξεφορτώση. Ή .κυρία Βέλντον ήταν μιά πολύ δυνατή γυναίκα. Δεν την τρόμαζε καθόλου ή ιδέα του δύσκολου ταξι διού της, μ3 ένα καράβι όχι πολύ βαρύ και όχι αρκετά μεγάλο. "Ήξερε πώς ό σύζυγός της είχε απόλυτη εμ πιστοσύνη στον πλοίαρχο Χόλ. Πρέπει όμως νά πούμε δυο λόγια καί γι3 αυτόν τον έξάδελφο Βενέδιικτο, πού θά ταξίδευε μαζί της: ^Ηταν καλός άνθρωπος, πενηντάρης πάνω - κάτω. Παρ3 όλον το μισό αιώνα όμως πού κουβαλούοτ στίς πλάτες του, τό μυαλό του δεν εΐχε πάψει ποτέ νάναι όλότελοο παιδικό. Μάλλον μακρύ μπορούσες νά τον πής, παρά ψηλό καί μόιλλον στενό, παρά αδύνατο. Μεγάλο, κοκκαλιάρικο κεφάλι, μέ πολλά μαλλιά, έ δειχνε άπό μακρυά πώς ήταν ένας αγαθός επιστήμο νας. Πρέπει νά σημειακή πώς «εξάδελφο Βενέδικτο» τον φώναζε όλος ό κόσμος κι3 όχι μονάχα οί συγγε νείς του. Κι3 ήταν αλήθεια άπό κείνους τούς τύπους πού νομίζεις πώς είναι ξαδέλφια μέ όλους τούς αν θρώπους. "Αδέξιος, μακροχέρης καί^ μακροπόδαρος, ευχαρι στιόταν μέ τό τίποτα, ξεχνούσε πολλές φορές νά φάη καί νά πιή κι3 είχε μιά πλήρη αναισθησία στο κρύο καί στη ζέστη. Έικ πρώτης όψεως έμοιαζε πιο πολύ σάν νά ανήκε στον φυτικό κόσμο, παρά στον ζωϊκό. Εί^ε χρυσή καρδιά καί την πρόθεσι νά βοηθήση όλους τους ανθρώπους, μόνο πού δεν είχε την ικανότητα νά τό κάνη. Ή αδυναμία του αυτή τον έκανε συμπαθέ στατο καί ή αγαθότητά του χαριτωμένο. Πρέπει εδώ νά προστεθή πώς ό έξάδελφος Βενέδικτος δύν ήταν κανένας τεμπέλης. "Αντίθετα ήταν έργατικώτατος καί είχε ένα μεγάλο πάθος: Τήν έντο-μολογία. Κι3 ακόμα πιο συγκεκριμένα, τον ένδιέφερε ένας ώρισμένος κλάδος τής εντομολογίας, εκεί νος των αρθρωτών. Πρέπει νά ύπολογίσωμε δε πώς αυτή ή ομοταξία διαιρείται σέ δέκα τό ελάχιστο τά ξεις, όπως τά όρθόπτερα, τά νευρόπτερα, ύμενόπτερα, λεπιδάπτερα, κολεόπτερα, δίπτερα, θυσανόπτερα κλπ. Σέ μερικές άπό τις τάξεις αυτές, λόγου χάριν στά κολεόπτερα, είναι γνωστά τριάντα χιλιάδες είδη ένώ στά δίπτερα έξήντα. Όλοκάθαρο είναι, ύστερ3 άπ3 αυτά, πώς τό πεδίο
της μελέτης είναι εύρύτατο, τόσο πού φτάνει για νά άσχ αληθή μ* αυτό ένας άνθρωπος σ’ ολόκληρη τη διάρκεια τής λ ζωής του. Κι* ακριβώς ό έ'ξάδελφος Βενέδικτος ήταν αυτός ό άνθρωπος, που είχε αφιερώσει τη ζωή του στον κλά δο των άρθρωτών, τής εντομολογίας. * Αδύνατο νά^ μέτρηση κανείς πόσες καρφίτσες βρί σκονται διαρκώς χωμένες στα μανίκια, τό κολλάρο καί τό γιλέκο του. "Οταν γύριζε απτό τούς επιστημονι κούς του περιπάτους, ό σκούφος του παρουσίαζε οψι συλλογής, έτσι όπως ήταν καταστόλιστός μέσα κι* έξω μέ καρφιτσωμένα έντομα. ΤΙ ρέπει νά πούμε άκόμα πώς τό πάθος του αυτό ήταν πού τον εΐχε κάνει ν* άκολουθήση1 την κυρία Βέλντον στη Νέα Ζηλανδία καί ότι πραγματικά πλού τισε αρκετά τη συλλογή του σ’ αυτό τό μέρος. Τώ ρα βιαζόταν νά έπιστρέψη στο Σαν Φραντσίσκο γιά νά κάνη την κατάταξι καί ταξινόμηση των εντόμων πού είχε πιάσει·. Καθόλου παράξενο λοιπόν, πού ή βιασύνη του αυ τή τον έκανε ν’ άκολουθήση την κυρία Βέλντον στο ταξίδι του γυρισμού μέ τό «Πίλγκριμ». Στις 22 τού Γενάρη ή εξαιρετική αυτή γυναίκα εΐχε απολύσει τούς ντόπιους υπηρέτες της πού είχε προσλάβει στο ’Ώκλαντ καί ήταν καθ’ όλα έτοιμη γιά τον απόπλου. Μπάρκαρε όπως είπαμε μαζί μέ τον μικρό Τζάκ τον γιό της, μέ τον έξάδελφο Βενέδικτο καί τή γριά - νέγρα τή Νέν. Ό έξάδελφος Βενέδικτος έφερε τήν πολύτιμη συλ λογή των εντόμων του μέσα σ’ ένα λαμαρινένιο κου τί1 καί δέν χρειάζεται νά τονίσω με πώς εΐχε φροντί σει νά τό σιγουρέψη: όσο τό δυνατόν καλύτερα, μιά πού λογάριαζε τήν άξία του σχεδόν στο διπλάσιο απ’ όλα τά φαλαινόλαδα καί τό φορτίο τις μπαλένες πού ύπήοχαν στο «Πίλγκριμ». Τήν ώρα πού έπρόκειτο νά σηκώσουν τήν άγκυρα γιά νά σαλπάρουν, ό πλοίαρχος Χολ πλησίασε τήν κυρία Βέλντον. — Κυρία, είπε, τό θελήσατε -μόνη σας νά ταξιδέ ψετε μέ τό «Πίλγκριμ» καί γι’ αυτό κάθε ευθύνη, γιά ό,τιδήποτε σάς συμβή, εΐναι δική σας. Εκείνη τον παρατήρησε μέ κάποια ανησυχία καί ρώτησε:
— Τί εννοείται; 7
— 'Απλώς ότι κάνω κάτι χωρίς τη διαταγή του συζύγου σας καί οπωσδήποτε ενα μπρίκι σαν το «Πίλγκριμ» δεν μττορεΐ νά έγγυηθή την ίδια ασφάλεια μέ τά ύπερωκεάνεια τής γραμμής. _ — Πιστεύετε πώς άν ήταν εδώ ό σύζυγός μου, θά δίσταζε νά ταξιδέψη μέ τό «'Πίλγκρί'μ», κύριε ττλοίαρζω ούτ’ εγώ. Μ5 όλο πού πέρασε μια άτυχη περίοδο στο ψάρεμα, τό «Πίλγκριμ» μένει πάντοτε ένα γερό καί καλοτάξιδο καράβι. Με την παρατήρησί μου έ κτος των άλλων, ήθελα νά σάς εξηγήσω καί δτι δεν θά βρήτε εδώ τις ανέσεις στις όποΐες είσθε συνηθι σμένη... — Έάν πρόκειται γιά τίς ανέσεις, κύριε Χολ, α πάντησε ή κυρία Βέλντον, σάς πληροφορώ πώς δέν είμαι καθόλου δύσκολη ταξιδιώτισσα. Έρριξε ,μιά τελευταία ματιά στον γυιό της καί ξανάπε: — Τί περί μένομε λοιπόν; "Ας σαλπάρατ'ε. Τρεις μέρες ΰστερ’ απ’ αυτή τη συζήτηση τό «Πίλγκριμ» συνάντησε δυνατούς αντίθετους ανατολικούς ανέμους καί αναγκάστηκε νά παρεκλίνη από την πο ρεία του. Στις 2 Φεβρουάριου λοιπόν, ό πλοίαρχος βρισκό ταν πάντα έξοο από τό κανονικό δρομολόγιό του, σαν νά έπρόκειτο νά παρακάμψη τό άκρωτήρι Χόρν, αντί νά πλησιάζη τις ακτές του Νέου Κόσμου. ΝΤΙΚ ΣΑΝΔ ί Ν δέν λογαριάσης την καθυστέρησι από τον δυνατό άνεμο, ή θάλασσα ήταν ήρεμη καί τό ταξί δι συνεχιζόταν καλά. Ή κυρία Βέλντον είχε τακτοποιηθή όσο γινόταν κα λύτερα μέσα στην καμπίνα του πλοιάρχου, πού εΐχε χρειαστή νά έπιρείνη πάρα πολύ γιά νά την καταφέρη νά τη δεχθή. Μαζί της είχε τον μικρό Τζάκ καί τη γριά Νέν καί γευμάτιζε έκεΐ μέσα μαζί μέ τόν^πλοίαρχο καί τον έξάδελφο Βενέδικτο, γιά τον όποιο είχαν σκαρώσει μιά πρόχειρη καμπίνα στην πλώρη. Ό καπετάνιος κράτησε την καμπίνα πού υπήρχε
άτα «Πίλγκριμ» για τον δεύτερο, Αφού Ακριβώς δεν υπήρχε... δεύτερος πλοίαρχος!λ Τό μπρίκι - γολέτα μπορούσε θαυμάσια νά κάνη καί χωρίς αυτόν. Τό πλήρωμά του τό αποτελούσαν άξιοι ναυτικοί, πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους. ^Ηταν όλοι τους οπό τή Δυτική Αμερική και γνωρίζονταν από αρκετά χρό νια. Φέρνονταν μ* ευγένεια και σεβασμό στην κυρία Βέλντον, γιατί αγαπούσαν καί σέβονταν τον σύζυγό της. Καθώς ήταν λίγοι, δούλευαν συνήθως πολύ, αλλά ανταμείβονταν πλουσιοπάροχα για τούς κόπους τους, σέ κάθε τέλος περιόδου. Γιά τήν έφετεινή ατυχία τους ήταν έξω φρένων μ5 εκείνους τούς τυχοδιώκτες τής Νέας Ζηλανδίας πού τούς είχαν αναγκάσει νά διακόψουν τό ψάρεμα. Μόνο ένας δεν ήταν ’Αμερικάνος, πάνω στο «Πίλγ κριμ». Ό Πορτογάλος μάγειρος Νεγκορό. Ό Νεγκορό είχε προσληφθή τώρα τελευταία, για τί ό προηγούμενος μάγειρος τού πλοίου είχε μείνει στο "Ωκλαντ. ΕΤχ-ε παρουσιασθή μόνος του γιά νά ζητήση αυτή τή θέσι - άνθρωπος λιγομίλητος καί σκυ θρωπός, καθόλου κοινωνικός, κλεισμένος στον εαυτό του, αλλά καλός στή δουλειά του. Ό πλοίαρχος Χολ δεν ήταν ευχαριστημένος. Ό Νεγκορό δεν τού άρεσε καί στενοχωριόταν πού ή βια στική τους άναχώρησι δεν τοΰ είχε επιτρέψει νά ζη τήση περισσότερες πληροφορίες γιά τό άτομό του. Ό Πορτογάλος ήταν σαράντα χρόνων πάνω - κάτω ξερακιανός, μέ κατάμαυρα μαλλιά καί εύρωστος. Α πό κάτι κουβέντες πού τού ξέφευγαν πότε - πότε μπο ρούσες νά ύποθέσης πώς είχε κάποια μόρφωσι. Ποτέ όμως δεν μιλούσε γιά τον εαυτό του καί γιά τήν οίκογένειά του. Άττό που ερχόταν; Πού είχε ζήσει; Τί σκεπτόταν γιά τό μέλλον; Ό Θεός ξέρει. Είχε δηλώσει μόνο πώς θά ξεμπαρκάριζε στο Βαλπαραϊζο. Χωρίς αμφιβολία ήταν παράξενος άνθρωπος. "Ολη τή μέρα ήταν κλεισμένος στήν κουζίνα του καί σπάνια τον έβλεπε τό* κατάστρωμα. Μ’ όλο πού δεν φαινόταν νάχη ξαναδουλέψει ώς μάγειρος σέ κα ράβι, ωστόσο δεν τον πείραζε καθόλου ή θάλασσα
9
και μάλιστα έδειχνε πιο ενδιάθετος σαν ξεσηκωνόταν καμριά τρικυμία. Είπαμε όμως πώς, έκτος από τούς πέντε άντρες του «Πίλγκριμ», υπήρχε κι* ένας δόκιμος. Τον έλεγαν Ντϊκ Σόονδ κι* ήταν ένα άγόρι δεκαπέν τε χρόνων, από άγνωστο πατέρα και μητέρα. Τον είχαν βρή^ έκθετο αμέσως ύστερα από τη γέννησί του και τον είχε μεγαλώσει ^ή Δημόσια Πρόνοια. Τό μό νο σίγουρο, είναι πώς είχε γεννηθη στη Νέα Ύόρκη. Εΐχε μέτριο ανάστημα άλλα ήταν γερός και με δυνατά χέρια. Φαινόταν από μακρυά πώς ή καταγω γή του ήταν άγγλοσαξωνική. Τό πρόσωπό του έδει χνε εξυπνάδα κι’ ενεργητικότητα. 9Ηταν τολμηρός, άλλα όχι μέχρι απερισκεψίας. Τό γελαστό; αλλά και σοβαρό ταυτόχρονα πρόσωπό του, προκαλοοσε έντύπωσι. Δεν ξεχνούσε την δυσάρεστη κοινωνική του θέσι Φαινόταν όιαως αποφασισμένος νά νικήση τη ζωή και νά γίνη μιά μέρα ξεχωριστός άνθρωπος. Μπορούμε νά πούμε μάλιστα έδώ,^πώς τό είχε κιόλας καταφέ ρει ώς ένα σημείο, αφού όλοι τον έλογάριάζαν από τώρα γιά πραγματικόν άντρα, βλέποντάς τον νά έκτελή με προθυμία καί έπιδεξιότητα όποιαδήποτε δουλειά καί νά μην ύποχωρή ποτέ, μπροστά σε όπο ι αδήπ οτ ε δυσκολία. "Ως^ οκτώ χρόνων μεγάλωσε σέ δημόσια ιδρύματα καί πήγε καί__ σέ σχολείο, όπου άρχισε νά μαθαίνη γράμματα. Εΐχε όμως ένα άκατανίκητο πάθος γιά τη θάλασσα καί σ’ αυτή την ίδια ηλικία μπαρκάρισε ώς μούτσος σ’ ένα μεγάλο φορτηγό. Χάρις σέ ώρισμένους άξιωματικούς, πού τον πρό σεξαν καί τον φρόντισαν, απέκτησε .μιά αξιόλογη ναυ τική μόρφωσι κι* έφτασε νά γίνη δόκιμος. Τότε πού ό πλοίαρχος Χολ ήταν καπετάνιος σ’ ένα φορτηγό καί τον είχε μούτσο, τον πρόσεξε ιδιαίτερα καί τόν συμπάθησε τόσο, ώστε τον παρουσίασε στον έφοπλιστή Τζέϊμς Βέλντον. Αυτός ένδιαφέρθηκε πά ρα πολύ γιά τό ορφανό καί τό βοήθησε ν’ άποτελειώση τις σπουδές του καί νά γίνη ένας καλός χριστια νός. Αλλά ένας τέλειος ναυτικός δέν έπρεπε νά γνωρίζη μόνο τά μυστικά τής πλοηγήσεως. Τό χοντρό Θα λάσσιο ψάρεμα ήταν μιά πολύ καλή προπαρασκευή γιά τή ναυτική του σταδιοδρομία. Έτσι μπάρκαρε ώς δόκιμος στό «Πίλγκριμ», πού
10
τό κυβερνούσε ό προστάτης του, πλοίαρχος Χολ. Εύκολο είναι νά καταλάβηι κανείς, πόσο άφοσιωμένος ήταν ό Ντΐίκ Σάνδ στην οικογένεια Βέλντον, πού της χρωστούσε τό παν. Επομένως ήταν μεγάλη ή χαρά του πού θά ταξίδευε μαζί τους και ή κυρία Βέλντον, πού τη θεωρούσε σαν μητέρα του. Εκείνη μέ τή σειρά της αγαπούσε και εκτιμούσε τόσο τις ίκανότητές του καί την ωριμότητά του, ώστε τού έμπιστευόταν χωρίς κανέναν φόβο τό Τζάκ. Ό Ντίκ Σάνδ έτρεφε λατρεία για τον μικρό πού κ ι’ αυτός τό αγαπούσε σαν νάταν ό μεγάλος άβελφός του. Ό δόικ ιμος είχε συνεχώς μαζί του τον Τζάκ καί τον μάθαινε δ,τι μπορούσε καί δ,τι τού προξενούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον επάνω στο καράβι καί στο ταξίδι. "Έτσι καί ή υγεία του πήγαινε συνεχώς καλύτε ρα από τον καθαρό άέρα καί τά μάγουλά του είχαν πάρει νά κοκκινίζουν. Ό πλοίαρχος Χολ, σ’ αυτό τό μεταξύ, κ'ρατούσε για τον εαυτό του την ανησυχία του γιά εκείνον τον σφοδρό άνατολικό άνεμο, πού έννοοοσε νά κρατάη τό σκάφος έξω από την κανονική πορεία του. Φοβόταν περισσότερο έξ αίτιας τής κυρίας Βέλντον - πώς φθάνοντας στον τροπικό τού ΑίγόΙκερεο, μπορούσε νά συ ναντήσουν καμμιά_μπουνάτσα πού θά τούς καθυστε ρούσε πιο πολύ. Ευχόταν νά συναντήσουν κανένα ύπερωκεάνειο στον δρόμο τους γιά νά τήιν μπαρκάρη, τέτοια όμως πιθανότητα ήταν πάρα πολύ μικρή, για τί βρίσκονταν σ’ ένα γεωγραφικό πλάτος πολύ ψη λότερο απ’ αυτό πού ακολουθούσαν τά πλοία τής γραμμής εκτός τού ότι οί συγκοινωνίες ήταν καί α ραιότατες. "Ολα, λ ο ιπόν^ έδειχναν πώς τίποτα δεν θά τάραζε τη μονοτονία των τελευταίων ημερών, δταν ένα πρωί πού ό μικρός Τζάκ βρισκόταν μαζί μέ τόν Ντίκ Σάνδ στο κατάστρωμα, σήκωσε τό χεράκι του κι’ έδειξε πέρα. Ό Ντίκ στράφηκε χαμογελώντας, έτοιμος νά τού έξηγήση κάποια καινούργια αθώα άπορία του: — Τί πράγμα, Τζάκ; — Νά... Εκεί - κι’ έδειξε πάλι άνάμεσα στο κε νό που σχημάτιζαν μπρος τους ό φλόκος κι* ό κόντραφλόκος.
δόκιμος παρατήρησε μέ μεγάλη προσοχή τό σημείο εκείνο. Πετάχτηκε όρθιος, έκανε τά χέρια του χωνί μπρο στά στο στόμα και φώναξε: — Ναυάγιο στη θάλασσα! ΝΑΥΑΓΙΟ 0 ΛΟΚΑΗΡΟ τό πλήρωμα ξεσηκώθηκε σ' κείνη τη φωνή. Ό ίδιος καπετάνιος άφησε την κα μπίνα του κι5 ώρμησε τρέχοντας προς την πλώρη. Ή κυρία Βέλντον, ή Νέν, ως κι* ό έξάδελφος Βενέδικτος, πού συνήθως, ήταν αδιάφορος για κάθε τι πού δεν είχε σχέσι μέ την εντομολογία, έγειραν στην κου παστή για νά παρατηρήσουν καλύτερα τό ναυάγιο, πού είχε πρωταντικρύσει ό μικρός Τζάκ. Μόνο ό Νεγκορό δεν άφησε τήν κουζίνα του κι* ή ταν ό μόνος πού δεν ένδιαφέρθηκε καθόλου για όλ5 αυτά. — Τί νά είναι άραγε; ρώτησε ένας ναύτης. — Ασφαλώς κάποια έγκαταλελειμμένη σχεδία, απάντησε ένας άλλος. — "Ισως νά υπάρχουν ναυαγοί επάνω της, είπε ή κυρία Βέλντον. — Θά μάθωμε, δήλωσε ό καπετάνιος. Δεν νομίζω όμως πώς είναι σχεδία. Μοιάζει περισσότερο μέ πλοίο γερμένο στο πλευρό. — Θέ μου! Λες νάναι κανένα θαλάσσιο τέρας πολύ πιθανόν μαστοφόρο; ρώτησε ό έξάδελφος Βενέδικτος. — Δεν φαντάζομαι, απάντησε ό Ντίκ Σάνδ. Ό κύριος Χολ στράφηκε στον τιμονιέρη. — Μπόλτον, είπε, κάντε στροφή γιά νά τό πλησιάσωμε. — Μάλιστα κύριε. — "Ε, κι* έγώ σάς λέω πώς είμαι βέβαιος ότι πρόκειται γιά κήτος!, έκανε πεισματικά ό έξάδελφος Βενέδικτος. — Δεν αποκλείεται, άποκρίθηκε ό πλοίαρχος για τί τό βλέπω νά γυαλίζη· στον ήλιο. Ή κυρία Βέλντον είπε χαμογελώντας: — Όπωσδήποτε, εξάδελφε, θά είναι ψόφιο τό θα λάσσιο τέρας σας, γιατί δεν μορ φαίνεται νά κουνιέ ται καθόλου...
— Μπά! Τι λέτε, έξαδέλφη!, φώναξε πιό πεισμω μένος εκείνος. Πρώτη φορά θά δούμε φάλαινα νά κοι μάται στην επιφάνεια; — "Όχι, μόνο πού τη φορά τούτη πρόκειται γιά πλοίο!, δήλωσε ό κύριος Χολ. — Θά^ τό ιδοΟμεί^, τσίριξε ό έξάδελφος ^ Βενέδικτος, μέ ύψος μαθητου πού στοιχηματίζει στις κούρ σες. — Πρόσεχε, Μπόλτον, είπε ό καπετάνιος. Μή ζυγώσης πάρα πολύ, γιατί μπορεί νά μάς προξενηση καμμιά ζημιά - εμείς δέν φαντάζομαι πώς μπορούμε νά τό βλαψωμε περισσότερο... "Ορτσα! -Μέ μιά άπότομη κίνησι τού τιμονιού, τό «ΐΠίλγκριμ» έστριψε πάνω στά νερά. Ο ναύτες παρατηρούσαν από μακρυά τό ναυάγιο καί σκέπτονταν πώς ίσως είχε πολύτιμο φορτίο, πού θά ήταν δυνατόν νά τό σώσουν, μεταφέροντάς το' στο «Πίλγκριμ», γιατί σ’ αυτή την περίπτωση ^θά,τούς ανήκε τό τρίτο τής αξίας του. "Ισως μ’ αυτό νάβγαζαν τά σπασμένα τής άτυχης χρονιάς στο ψάρεμα.^ Σ’ ένα τέταρτο τής ώρα, τό είχαν πλησιάζει στο μισό μίλι. 9 Ηταν πραγματικά ένα του μπαρ ισμένο καράβι, πού δέν έβλεπες πιά τά κατάρτια του. Πού καί πού διακρίνονταν σχοινιά στά ξάρτια καί μερικές σπασμένες άλυσίδες. Στο δεξιό πλευρό του έχαινε μιά πελώρια τρύπα. — Σίγουρα έχει συγκρουσθή μέ κάποιο άλλο πλοίο!, φώναξε ό Ντίκ Σάνδ. — Ναι, είπε ό καπετάνιος. Καί είναι μυστήριο πώς δέν έχει βουλιάξει άκόμα. — Ελπίζω, είπε ή κυρία Βέλνταν, νά σώθηκε τό πλήρωυά του πάνω στο άλλο πλοίο πού τό χτύπησε. — Μακάρι, κυρία. Μπορεί όμως αυτοί πού τούς χτύπησαν νά συνέχισαν τον δρόμο τους, οπότε θά δο κίμασαν νά σωθούν μέ βάρκες. — Φαντάζεστε πώς μπορεί νά γίνη μιά τέτοια τε ρατωδία; — Δυστυχώς τά παραδείγματα είναι πολλά κυ ρία... Ειδικά γ:5 αυτό τό πλοίο, πιστεύω πώς έτσι θά συνέβη, γιατί δέν βλέπω πουθενά καμμιά οπτό τις βάρκες του... Στην άπόστασι πού βρισκόμαστε από τά νησιά τής Ωκεανίας, δέν φαντάζομαι νά κατάφεραν νά φτάσουν πουθενά, ο! δύστυχοι ναυαγοί...
13
^— Κι* αν υπάρ^η κανείς άκάμα μέσα στο ττλοΐο; ρώτησε ή κυρία Βέλντον. — Σχεδόν αβύνατο, απάντησε 6 Χόλ. Θά μάς είχε δή καί θά μάς έκανε σινιάλο. "Αλλά θά βεβαιωθού με... Όρτσα, Μπολ τον... "Ορτσα. Τό «Πίλγκριμ» είχε φτάσει πολύ κοντά καί κανείς ττιά δεν μπορούσε ν’ άμφι'βάλλη: Οί ναύτες είχαν εγ κατάλειψη τό ναυάγιο. "Αξαφνα ό Ντίκ Σοονδ έκανε σ’ όλους νόημα νά σωπάσουν. — Ακούστε!, φώναξε. "Έγινε σιωπή· κι’ ύστερα ό δόκιμος ξανάπε: — Μού φαίνεται πώς άκούω γαύγισμα σκύλου! Πραγματικά άκούγονταν γαυγίσματα άπό τό μέ ρος τού ναυαγίου. Ωστόσο οί άνθρωποι απ’ τό «ιΠίλγκριμ» δεν μπο ρούσαν νά δουν ακόμα τη γέφυρά του καί επομένως ούτε τό ζώο. — Κι* ένα σκυλί μονάχα νά υπάρχη έκεΐ μέσα πρέ πει νά τό σώσουμε, είπε ή κυρία Βέλντον. — Ναι! Ναι, μαμά!, φώναξε ό μικρός Τζάκ. Θά τού δώσω νά φάη πολύ κι’ εκείνος θά με άγαπήση νά τό 6ής! Θά τού δώσω κι* ένα μεγάλο γλυκό! —- Σσσστ, μη βιάζεσαι έκανε ή κυρία Βέλντον. Μού φαίνεται πώς τό καημένο τό ζωντανό θά προ τιμούσε ένα καλό μπιφτέκι, άπό τό γλυκό σου. — Θά τού δώσω τη μερίδα μου απ’ τή σούπα!, δήλωσε ό μικρός. Τά γαυγίσματα άκούγονταν κσθαρώτερα. Τά δυο καράβια, δεν τά χώριζαν πιά παραπάνω άπό εκατό μέτρα. Τότε εΐδαν ένα μεγάλο σκυλί νά σκαρφαλώνη στο παραπέτο, γαυγίζοντας απελπισμένα.^ Ό καπετάνιος φώναξε στον λοστρόμο: — Χόβικ! Σταθήτε. Ρίξτε μιά βάρκα στη θάλασ σα. — Μη. φοβάσαι σκυλάκι μου!, στρίγγλισε ό Τζάκ. Τώρα, ερχόμαστε! Μαζεύτηκαν γρήγορα γρήγορα τά πανιά. Το «Πίλ γκριμ» έμεινε άκίνητο στά εκατό μέτρα άπό τό ναυά γιο. Στη βάρκα κατέβηικαν ό πλοίαρχος Χόλ, ό Ντίκ Σάνδ καί δυο ναύτες. Ό σκύλος γαύγιζε πάντα δαιμονισμένα καί προ-
14
σπαθοΰσε νά σκαρφαλώστε στο μπροστινό μέρος της πλώρης· Γαύγιζε λυσσασμένα. Θαρρείς και τά γαυγίσματά του δεν ήταν τηά έπίκλησι ττρός τους σωτήρες πού πλησίαζαν, γιατί κυττούσε στη μέση του «Πίλγκριμ», πού δέν υπήρχαν άνθρωποι - έκτος άν ήταν ικανείς κάτω απ’ την κουβέρτα. «’Ίσως νά είναι κάποιος ναυαγός σ’ αυτό τό συν τρίμμι», σκεπτόταν ή κυρία Βέλντον. Ή βάρκα πλεύριζε στο ναυάγιο. Ή συμπεριφορά του σκύλου γινόταν όλο καί πιο παράξενη. Γαύγιζε μέ ολοένα μεγαλύτερη^ μανία καί1 όργή. — Τι έχει πάθει; ρώτησε ό πλοίαρχος. Ούτε αυτός, ούτε κανείς άλλος οσΓ τό πλήρωμα, είχε προσέξει ^πώς ή μανία εκείνου του ζώου εΐχε ξε σπάσει άκρί'βώς τη στιγμή, πού πάνω στο κατάστρςομα του «Πίλγκριμ», έκανε την έμφάνισί του ό Νεγκορό. Έταν όμως δυνατόν έκεΐνο τό ζώο νά γνώριζε τον μάγειρο του πλοίου; Απίθανο. Ό Πορτογάλος παρατήρησε τό ζώο ατάραχος, γιά μιά στιγμή σούφρωσε τά φρύδια καί ξαναχώθηκε στην κουζίνα του. Ή βάρκα εΐσε ωστόσο παρακάμψει τό ναυάγιο κΓ έφτανε αητό την άλλη πλευρά του, πού ήταν γραμμέ νο τό ονομα: «Βάλντεκ». "Αλλο τίποτα. Ούτε ένδειξι του λιμανιού απ’ όπου προερχόταν. Άπό τό σκαρί του καί κάτι άλλες λεπτομέρειες πού μόνο έμπειροι ναυτικοί θά μπορούσαν νά δια κρίνουν, ό πλοίαρχος Χολ κατάλαβε πώς ήταν ναυπη γημένο στην Αμερική. Καί τό ονομά του βέβαια συ νηγορούσε μ’ αυτή την εκδοχή. Έκεΐνο τό τραγικό συντρίμμι, ήταν κάποτε ένα μπρίκι τών πεντακοσίων τόννων. Μέ τό άναποδογύρισμά του, ή τρύπα πού του εΐχε ανοίξει βρέθηκε κον τά ένάμισυ μέτρο πάνω άπό την επιφάνεια τής θά λασσας κι’ έτσι έξηγιόταν πού δέν εΐχε βουλιάξει ακόμα. Στη γέφυρα, πέρα ώς πέρα, δέν υπήρχε ψυχή. Ό σκύλος άφησε την πλώρη, γλύστρησε στην κεν τρική μπουκαπόρτα κι’ άρχισε νά γαυγίζη πάλι άπό κεΐ. — Δέν εΐναι μόνο του στο πλοίο αυτό τό ζώο!, είπε ό δόκιμος. — Έτσι θαρρώ, άπάντησε ό πλοίαρχος. Ή βάρκα άκούμπησε στο ναυάγιο.
15
Μ* ενα δυνατώτερο κύμα τό τελευταίο αυτό θά πήγαινε μονομιάς στον βυθό. Ή γέφυρα του ήταν κατακομ ματιασμένη άπ’ τή μια μεριά ώς την άλλη. Κι" όμως άν παρατηρούσες ολόγυρα τή θάλασσα, δεν υπήρχε ούτε ένα από τά εξαρτήματα του «Βάλντεκ» στό^νερό, σημάδι πού πιστοποιούσε πώς ή σύγκρουσις είχε γίνει εδώ κι* άρκετές μέρες. — Κι* άν γλύτωσε κάποιος, είπε ό πλοίαρχος Χολ σίγουρα θάχη πεθάνει ό δύστυχος από την πείνα και τή δίψα, γιατί τά νερά έχουν φτάσει στην αποθήκη. — Κι5 όμως!, μουρμούρισε ό Ντίκ Σάνδ. Ό σκύ λος δεν θά γαύγιζε έτσι... Έκεΐ μέσα υπάρχουν πλά σματα ζωντανά! Κή έκανε έναν κρότο μέ τά δάχτυλά του καλώντας τό ζώο, πού πήδησε αμέσως στην κουπαστή βούτηξε στη θάλασσα κι5 άρχισε νά κολυμπάη άργά προς τή βάρκα. Φαινόταν πολύ έξηντλημένο. — Τό κακόμοιρο, είναι ξεθεωμένο στη δίψα!, φώ ναξε ό δόκιμος κι* έτρεξε σέ μιά λεκάνη μέ γλυκό νε ρό πού υπήρχε στή βάρκα. Και πραγματικά, μόλις σκαρφάλωσε έκεΐ πάνω ώρμησε μέ λαχτάρα προς τό νερό κι* όχι στο ψωμί πού του έδωσαν κάτι ναύτες. Στο μεταξύ άρχισαν ν’ ανεβαίνουν πάνω στο «Βάλντεκ>>. Τό αμπάρι του ήταν πλημμυρισμένο ώς τή μέση μέ νερά. Δεν υπήρχε καθόλου εμπόρευμα. Τό μπρίκι είχε μόνο άμμοσαβούρα, πού τό έκανε νά γέρνη αριστερά, καί νά μένη πάνω στή. θάλασσα σ5 αυτό τό πλευρό του. Κατά συνέπεια δέν υπήρχε καί ναυαγός γιά νά σώσουν. — Κανείς, είπε ό πλοίαρχος. — Κανείς, έπανέλαβε κι* ό δόκιμος, άφου έκανε τό γύρο του αμπαριού. Τό σκυλί όμως εξακολουθούσε νά γαυγίζη παρά ξενα, πάνω από τή γέφυρα. ^ — *Άς ανεβούμε πάλι, είπε ό Χολ στον δόκιμο. "Έφτασαν στή γέφυρα. Ό σκύλος έτρεχε καί γαύγιζε. Έλεγες πώς προ σπαθούσε νά τούς τραβήξη στήν καμπίνα. Τον άκολούθησαν. Άντίκρυσαν πέντε κορμιά νέγρων - πέντε 1$
-πτώματα - πού βρίσκονταν ξαπλωμένα στο πάτωμα. Ό Ντΐκ Σάνδ δμως παρά την έντύπωσι πού είχαν άλοι στην αρχή, πώς έπρόκειτο γιά νεκρούς, τρέχον τα ς άπό τό ένα στο άλλο, διαπίστωσε πώς άνέπνεαν ακόμα. — Στη βάρκα!, φώναξε ό πλοίαρχος. Ήρθαν κι* οι άλλοι δυο ναύτες απ’ αυτήν, γιά νά βοηθήσουν στη μεταφορά των ναυαγών. Σ3 ελάχιστο διάστημα οΐ πέντε μαύροι βρέθηκαν ξαπλωμένοι στο μικρό πλεούμενο. Ήταν όλοι αναί σθητοι. Τό «Πίλγκριμ» ευτυχώς ήταν κοντά κι* έφτασαν γρήγορα. Τούς ανέβασαν μέ σχοινιά και τούς ξάπλωσαν στο κατάστρωμα. Τό σκυλί στάθηκε κοντά τους, γρυλλίζοντας λυπητερά. — 01 δύστυχοι!, φώναξε ή κυρία Βέλντον. Ό Ντίκ Σάνδ φώναξε: Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗ Σ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
5
~ Μην άνησυχήτε, κυρία. Εΐναι ζοοντανοι και θά τούς σώσουμε. / Ό πλοίαρχος Χολ γύρισε προς το μέρος της κου ζίνας: — Νεγκορό! Στο άκουσμα τού ονόματος τού Πορτογάλου, τό σκυλί τινάχτηκε μέ ορθωμένες τις τρίχες τού κορμιού του κι* έδειξε αγριεμένο τά κοφτερά του δόντια. Ό μάγειρος δεν φάνηκε. — Νεγκορό!, ξαναφώναξε δυνατότερα ό κύριος Χολ. Ό σκύλος μούγγρισε μέ λύσσα. Ό Πορογάλος άφησε^ επί τέλους την κουζίνα. Μό λις έμφανίσθηκε στη γέφυρα, τό ζώο ρίχτηκε κατα πάνω του μανιασμένο. Πήδηξε ολόισια στον λαιμό του. Ό Νεγκορό πού κρατούσε ένα χοντρό ραβδί, μπό ρεσε νά τό άπομακρύνη. Μερικοί ναύτες έτρεξαν κοντά του καί κατάφεραν μέ κόπο νά τό συγκρατήσουν. — Γνωρίζετε αυτόν τόν σκύλο; ρώτησε ό πλοίαρ χος τον μάγειρο. — "Οχι δά! - γνωριμίες μέ σκυλιά!, έκανε ό Νεγ κορό. Πρώτη φορά τό βλέπω! — Παράξενο!, ψιθύρισε 6 Ντικ Σάνδ. ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ ΤΟΥ «ΒΑΑΝΤΕΚ» ΟΛΕΣ ^τίς αφρικανικές χώρες τού Ι σημερινού,^ εξακολουθεί ακόμα σέ μεγάλη έκτασι τό εμπόριο τών σκλάβων. (*). Καράβια φορτωμένα μέ σκλάβους ξεκινούν κάθε χρόνο από την "Αγκόλα καί Μοζαμβίκη, για νά μεταφέρουν τούς δύστυχους νέ γρους στις διάφορες πολιτείες τού Νέου Κόσμου. Ό πλοίαρχος Χολ τό γνώριζε αυτό πολύ καλά. Σκέφθηκε λοιπόν πώς οί πέντε μαύρος πού έσωσαν άττ5 τό «Βάλντεκ», θά άνήκαν άσφαλώς σέ κάποιο φορτίο σκλάβων, πού τούς προόριζαν γιά τίς μακρυνές άκτές τού Ειρηνικού. "Απ" τη στιγμή λοιπόν πού (*) ’Άς μην 'ξεχνάη ό αναγνώστης, ττώς την έττο-χή ίγοΟ γράφτηκε τό β;'6λίο αυτό, τό φρικισστ ικό έμττόρίο τών σκλά βων συνεχιζόταν άκόμα.
18
βρέθηκαν σέ αμερικανικό πλοίο, αποκτούσαν αυτο μάτως την έλευθερία τους κι’ ό καπετάνιος δεν έβλε πε την ώρα νά συνέλθουν, για νά τούς άναγγείλη τό ευχάριστο νέο. λ ^ Πραγματικά, οι ναυαγοί συνήλθαν άπό^τίς ^ακού ραστες περιποιήσεις τής κυρίας Βέλντον, τής Νέν και του1 Ντΐκ Σάνβ. Ό πιο ηλικιωμένος απ’ αυτούς ανέκτησε πρώτος τις αισθήσεις του - θαταν πάνω - κάτω έξήντα χρό νων - κι* απάντησε στα αγγλικά σ' δ,τι τον ρώτησε ό καπετάνιος του «ίΠίλγκριμ»: — Τό καράβι σας έπεσε θύμα συγκρούσεως; — Μάλιστα. Πάνε δέκα μέρες τώρα... *Ηταν νύ χτα κι* είχε δυνατή τρικυμία. Είμαστε κοιμισμένοι. — Τό πλήρωμα του «Βάλντεκ» τι απογίνε; — Καθώς ανεβήκαμε στη γέφυρα οί σύντροφοί μου κι* έγώ δέν υπήρχε πια κανείς έκεΐ πάνω... — Μήπως πέρασαν στο πλοίο πού σάς χτύπησε; — Μακάρι! — Σείς δέν τό είδατε νά γυρίζη γιά νά σάς βοηθήση; — 'Όχι. — Υποθέτεις πώς μπορεί νά βυθίστηκε μετά τη συγκρουσι; — Δέν βούλιαξε, απάντησε ήρεμα ό νέγρος. Τόδαμε νά φεύγη μες στη νύχτα. Αυτό τό βεβαίωσαν καί οί υπόλοιποι ναυαγοί, δσο κι* άν φαινόταν άπίστευτο. — 5Από που ερχόταν· τό «Βάλντεκ;» — 5Απ’ τη Μελβούρνη. — Δεν είστε δούλοι λοιπόν; — "Όχι!, φώναξε περήφανα ό μαύρος. Είμαστε υ πήκοοι τής Πενσυλβανίας - ελεύθεροι άμερικανοί πο λίτες. — Μήν άνησυχήτε, φίλοι μου. είπε ό πλοίαρχος. Όπωσδήποτε ή έλευθερία σας δέν κινδυνεύει, οσο βρισκόσαστε πάνω στο άμερικανικό μπρίκι «!Πίλγκριμ». Ή Ιστορία των πέντε νέγρων ήταν όπτλή: Μόνο ό πιο ηλικιωμένος άπ5 αυτούς υπήρξε σκλά βος,^ ώς την ^ηλικία των έξη χρόνων. Αργότερα ελευ θερώθηκε καί οί σύντροφοί του ήταν παιδιά έλευθερωμένων σκλάβων, δηλαδή έλεύθεροι. Δούλευαν στο αγρόκτημα κάποιου Εγγλέζου στη
Μελβούρνη κι9 δταν μάζεψαν αρκετά χρήματα, μπάρ καραν στο «Βάλντεκ» για νά έπιατρέψουν στην 9Α μερική. Μετά τή συγκρουσι καί δταν έτρεξαν πάνω στο κατάστρωμα; ναύτες καί πλοίαρχος τού πλοίου είχαν έ'ξαφανιστή. Ό μεγαλύτερος λεγόταν Τόμ καί ή αναμφισβήτητη πείρα τής ζωής πού διέθετε, τον είχε κάνει φυσικό αρχηγό τής μικρής συντροφιάς τους. Οί άλλοι ήταν πολύ νεώτεροι, από είκοσιπέντε μέ χρι τριανταδυο χρόνων. ?Ηταν 6 Μπάτ - 6 γυιός τού Τόμ, ό "Ακταίων, ό Ώστιν καί ό Ηρακλής. "Ολοι ^ τους γεροδεμένοι καί μεγαλόσωμοι, θά ήταν δίχως^ άλλο περιζήτητοι στις αγορές τής Κεντρικής "Αφρικής. Τις πρώτες μέρες πού εΐχαν άπομείνει πάνω στο «Βάλντεκ» βρήκαν μερικά τρόφιμα άλλα κόντευαν νά πεθάνουν από τή δίψα, γιατί ή δεξαμενή τού πλοίου ήταν πλημμυρισμένη από τήν αρχή καί δέν υπήρχε στάλα νερό. Μ9 άλλα λόγια τό «Πίλγκριμ» έφτασε ακριβώς στήν ώρα. "Έτσι λοιπόν είχαν σωθή πέντε άνθρωποι κι9 ένας σκύλος - ό Δίγκος - πού λυσσούσε δταν έβλεπε τον Νεγκορό. ^Ηταν μολοσσός τού είδους τής Νέας Όλλανδίας. "Ανήκε στον καπετάνιο τού «Βάλντεκ» καί οί νέ γροι γνώριζαν πώς αυτός ό τελευταίος τον είχε βρή πριν δυο χρόνια, μισοπεθαμένο από τήν πείνα καί τή δίψα στή δυτική ακτή τής "Αφρικής, κοντά στις εκ βολές τού ποταμού Κόγκο. Έκτος από νηστικό καί διψασμένο, ήταν^καί περί λυπο, σημάδι μάλλον πώς είχε άποχωριστή αναπάν τεχα τό προηγούμενο αφεντικό του. Στο περιλαίμιό του υπήρχαν τ" αρχικά: «Σ. Β.» Λοιπόν ό Δίγκος ήταν ένας υπέροχος έκπρόσωπος τής Νέας Όλλανδίας, ΤΗταν ευκίνητος καί δυνοπός καί δταν σηκωνόταν στα πίσω πόδια του. έφτανε στο ανάστημα ενός άνθρώπου. "Ασφαλώς θά κυνηγούσε ά φοβα τζάγκουαρ, πάνθηρες καί αρκούδες. ^ Στον θυμό του ήταν επιβλητικός. Μ" όλο πού δέν έδειχνε κοινωνικός - ιδιαίτερα μέ τον Νεγκορό - κάθε άλλο ήταν παρά κακός. Μπορεί νά μή συμπαθούσε τούς μαύρους καί νά τούς άπέφεύγε - όπως είχε πα ρατηρήσει ό Τόμ στο «Βάλντεκ» μά δέν τούς έκανε κακό. Μπορεί νά τον κακομεταχειρίστηκαν οί ίθάγενεΐς 20
της "Αφρικής την εποχή που περιπλανιόταν στη ζούγ κλα. «Σ. Β.» 5] Ε ΑΙΓΕΣ ώρες τό ^ναυάγιο^ εΐχε^ χαθή στην άκρη του ορίζοντα. Τις έπόρενες μέρες ή μονο τονία του ταξιδιού που για μ;ά στιγμή εΐχε άναταραχτή, ξανάρχισε πάλι ’ίδια κι* άπαράλλαχτη. Ο! πεντε μαύροι φαίνονταν καλοί άνθρωποι καί ή ταν πάντοτε πρόθυμοι νά βοηθήσουν οπουδήποτε, άν καί σπάνια χρειάζονταν τίς υπηρεσίες τους, άφου ό καιρός εξακολουθούσε νά παραμένη καλός. Άττ3 όλους τους ό Ηρακλής - φαίνεται κάποιος θά εΐχε προφητεύσει τό ανάστημα πού θάπαιρνε καί γΓ αυτό τον ονόμασαν έτσι - τού ήταν ένας πραγματι κός Ηρακλής, κοντά δυο μέτρα ψηλός, μέ πελώρια στήθια καί μπράτσα, πλησίασε περισσότερο τήν οι κογένεια Βέλντον κι’ άπέκτησε γρήγορα τή συμπά θεια τού μικρού Τζάκ, άφου δεν έχανε ευκαιρία νά παίξη μαζί του. Ακόμα καλός φίλος του Τζάκ έγινε ό Λίγκας. Πριν περάσουν λίγες μέρες, ό γυιός τής κυρίας Βέλντον α νέβαινε καβαλλητά στή ράχι του κΓ εκείνος τον σερ γιάνιζε στο κατάστρωμα! Εννοείται πώς ό Τζάκ μέ τούς καινούργιους φίλους πού έπιασε, κάθε άλλο παρά ξέχασε ή παραμέλησε τον παλιό, δηλαδή τον Ντίκ Σάνδ. Ό μόνος - έκτος Τσως του Νεγκορό - πού αντιπά θησε επίσης τον Λίγκο, ήταν ό έξάδελφος Βενέβικτος. — Άκοΰς έσύ, έξαδέλφη!, έλεγε στήν κυρία Βέλ ντον. Τό βρωμόσκυλο, φίλε μου! Δυο ολόκληρες ώρες έφαγα νά τό... ψειρίζο: κι5 αποτέλεσμα μηδέν! Δεν είχε επάνω του ούτε ένα έντομο! — "Άν του βρίσκατε κανόναν ψύλλο δεν θά τον σπάζατε δηλαδή; ρώτησε μέ γουρλωμένα μάτια ό καπετάνιος Χολ, πού ήταν κοντά. Ό έξάδελφος απάντησε μέ ύφος προσβεβλημένης αξιοπρέπειας: — Κύριε, πρέπει νά ξέρετε πώς όταν μιά μέρα ένα κουνούπι τσίμπησε τον Τζών Φραγκλίνο, εκείνος τό άφησε νά πετάξη λέγοντας: «Πήγαινε! Ό κόσμος μάς χωράει άνετα καί τους δυό μας!
Και μέ τέτοια στιγμιότυπα οί μέρες κι/λουσαν πάν τα μονότονα. Ή κυρία Βέλντον για νά μην πηγαίνη -χαμένος ό καιρός, μάθαινε τον μικρό Τζάκ νά γράφη καί νά διαβάζη. Τό μικρό παιδί είναι πιο εύκολο νά μάθη γράμμα τα μέ τά πρακτικά παιγνίδια, παρά μέ τη θεωρίαΌ Τζάκ μάθαινε νά διαβάζη μέ κάτι μεγάλα κινη τά γράμματα, ζωγραφισμένα πάνω σέ ξύλινους κύ βους, μέ κόκκινη μπογιά. Ή μητέρα του σχημάτιζε μιά λέξι, του την έδει χνε αρκετή ώρα κι5 υστέρα μπέρδευε τούς κύβους του καί τον άφηνε νά παιδευτή γιά νά την ξανασχηματίση. Στις 9 Φεβρουάριου τό πρωί ό Τζάκ βρισκόταν στη γέφυρα καί έπαιζε έτσι μέ τούς κύβους του.. Οΐ κύ βοι θάταν πενήντα πάνω - κάτω. Έκτος από τά κε φαλαία υπήρχαν καί πεζά καί αριθμοί. Έκεΐ κοντά του τριγύριζε ό Δίγκος άπό αρκετή ώ ρα, γρυλλ ίζοντας παράξενα. "Άξαφνα τό μεγαλόσω μο σκυλί χύθηκε προς τό μέρος του, άρπαξε στά δόν τια του έναν κύβο καί πήγε καί τον άφησε παράμερα. Ό μικρός οστό μείνε άναυδος καί τον κυττουσε μ’ ανοιχτό τό στόμα. Ό Δίγκος ώρμησε τότε γιά δεύτερη φορά καί πή ρε δεύτερον κύβο στά δόντια του, γιά νά πάη νά τον άφήση κι* εκείνον κοντά στον πρώτο. Οι κύβοι πού είχε ξεχωρίσει μ’ αυτόν τον εκπλη κτικό τρόπο τό σκυλί, είχαν ζωγραφισμένα έπάνω τους τά ψηφία «Σ» καί «Β». Ό Τζάκ ξεφώνισε θυμωμένος, πιθανόν επειδή φο βήθηκε πώς ό Δίγκος θά του... έτρωγε τό παιγνίδι του. Ή μητέρα του, ό πλοίαρχος κι* ό Ντίκ Σάνδ, έτρεξαν κοντά του ανήσυχοι. Βλέποντας τί συνεβαινε ησύχασαν. Ό δόκιμος πήγε κοντά στο ζώο γιά νά πάρη πίσω τούς κύβους αλλά έκεΐνο τού έδειχνε τά δόντια του γρυλλ ίζοντας απειλητικά. Τελικά ό Ντίκ Σάνδ κατάφερε νά τούς άποσπάση καί νά τούς έπιστρέψη στον Τζάκ μόλις δμως τό έ κανε, ο Δίγκος ώρμησε γιά δεύτερη φορά καί τούς ξαναπήρε στά δόντια του, άφήνοντάς τους παράμερα. Μάλιστα τώρα άκούιμπησε πάνο> τους καί τά δυρ του
μιτραστινά ποδιά, σαν ναθελε νά τούς προστοπέψη και νά μήν άφήση κανέναν νά τούς ξαναπάρη. Τά υπόλοιπα γράμματα τοΟ αλφαβήτου δεν φαίνον ταν νά τον ενδιαφέρουν καθόλου. — Παράξενο, είπε η κυρία Βέλντον. — Παράξενο αληθινά, είπε κΓ ό πλοίαρχος Χόλ. — Σ. Β., ξανάπε κΓ ό καπετάνιος σάν ηχώ. Εί ναι τά ίδια γράμματα πού υπάρχουν χαραγμένα στο περιλαίμιό του! Και ρώτησε τον γέρο - νέγρο τον Τόμ, πού πλη σίαζε κείνη την ώρα: -— Είπατε πώς αφεντικό τού ζώου αυτού από και ρό, ήταν ό πλοίαρχος τού «Βάλντεκ;» — Μάλιστα κύριε. Περίπου δυο χρόνια. — Κι* ό άνθρωπος αυτός τό περιμάζεψε από τις Αφρικανικές ^άΐκτές; ^ 'λ — Ακριβώς. Στις εκβολές τού Κόγκο. — Δέν έμαθες ποτέ σέ ποιόν ανήκε; — Ποτέ. Ό κύριος Χόλ σώπασε κι5 έπεσε σέ σκέψεις. Ή κυρία Βέλντον τον πλησίασε παραξενεμένη από τό ύφος του. — Σάς ξύπνησαν καμμιά ανάμνηση καπετάνιε, αυ τά τά δυο ψηφία; ρώτησε. — Μάλιστα, κυρία... Τό πιθανώτερο όμως είναι πώς πρόκειται γιά κάποια περίεργη σύμπτωσι... — Ποιά; — Τά ψηφία αυτά θά μπορούσαν νά εξηγηθούν... — Δηλαδή; — Ιδού, τό 1781 πριν δυο χρόνια, ένας εξερευ νητής άπεσταλμένος τής Γαλλικής Γεωγραφικής Υ πηρεσίας τού Παρισιού, πήγε μέ πρόγραμμα νά διά σχιση την Αφρική από Δυσμάς προς Άνατολάς. Γιά αφετηρία προτίμησε τις εκβολές τού Κόγκο. Βάδισε ώς τό άκρωτήρι Ντέλταγκ, στις εκβολές τού Ροβουμα γιά νά άκολουθήση τό ρεύμα τού ποταμού αυτού. Τ' όνομά του ήταν Σαμουήλ Βερνόν. — Σαμουήλ Βερνόν!, έκανε έκπληκτη ή κυρία Βέλντον. — Μάλιστα. Τ5 αρχικά τού ονόματος του ταιριά ζουν μέ τά γράμματα πού ξεδιάλεξε αυτό τό σκυλί, πού είναι χαραγμένα και στο περιλαίμιό του. — Και τι άπέγινε ό Εξερευνητής;
23
Κάνεις δεν ξανάκουσε γι* αυτόν τίποΐά. — Και τι πιστεύετε, καπετάνιε; ρώτησε πάλι ή κυρία Βέλντον. — Φαντάζομαι πώς δεν θάφτασε στον προορισμό του η γιατί πιάστηκε αιχμάλωτος από τούς ιθαγενείς η γιατί πέθανε στον δρόμο. — Καί ό Δίγκος; — Μπορεί να ήταν δικός του. "Ισως φάνηκε πιο τυχερός απ’ τον αφεντικό του καί κατάφερε νά έπιστρέψη στην παραλία όπου τον άνεκάλυψε ό πλοίαρ χος του «Βάλντεκ». Την ώρα πού συζητούσαν έτσι, ένας άνθρωπος φά νηκε πάνω στη γέφυρα. 7Ηταν ό Νεγκορό. Δεν τον πρόσεξε κανένας, μόνο ό Δίγκος, πού άρ χισε όπως συνήθως νά γαυγίζη μανιασμένα καί νά δείχνη τά δόντια του. Ό Πορτογάλος τρύπωσε πάλι αμέσως κάτω από τό κατάστρωμα. Πρόλαβε όμως κΓ έκανε μια απει λητική χειρονομία προς τό μέρος του σκυλιού. — Κάτι πολύ μυστήριο συμβαίνει!, μουρμούρισε ό πλοίαρχος Χόλ, πού είδε τά πάντα. — 3'Α, νά μπορούσε νά μιλήση ο Δίγκος, καπετά νιε!, φώναξε ό Ντίκ Σάνδ. Θά μάς έλεγε ακριβώς τί ^συμβαίνουν αυτά τά δυο γράμματα καί γιατί μι σεί τόσο πολύ τον Νεγκορό·.. Ό μεγαλόσωμος σκύλος, πού είχε ήσυχάσει κά πως, στο άκουσμα τού ονόματος πετάχτηκε πάλι όρ θιος γρυλλίζ όντας άγρια καί μέ ανορθωμένο τό τρί χωμά του. Η ΜΕΓΑΛΗ ΦΑΛΑΙΝΑ
Τ Ο ΠΕΡΙ ΣΤΑΤΙΚΟ αυτό εΐχε δώσει θέμα συζητήσεως ακόμα κι5 ανάμεσα ατούς ναύτες τού καραβιού, για τις επόμενες μέρες. Μόνο πού αυτοί είχαν καταλήξει σε εκπληκτικά συμπεράσματα. Άμόρ φωτοι, αγαθοί καί δεισιδαίμονές, ήσαν βέβαιοι πώς ό Δίγκος ήταν ένας σκύλος πούξερε νά διαβάζη - για τί όχι καί νά γράφη - πολύ πιο καλά από ’να ναύτη κι5 άν δεν μιλούσε ώς τώρα, δεν ήταν πού δεν μπο ρούσε. Ασφαλώς είχε τούς λόγους του νά κρατάη αυ τή τή σιωπή. — Μια μέρα, είπε ό Μπόλτον ό τιμονιέρης, ένα ω ραίο πρωΐ θά μάς ρωτήση τί καιρό έχομε καί πού πά-
24
με κι* έαεΐς θάμαστε υποχρεωμένοι ν* άποκριθοΟμε! — Τόσα ζώα μιλούν!, παραδέχτηκε ένας ναύτης. Παπαγάλοι - κίσσες! Γιατί νά μή μιλάη κΓ ένας σκύλος όταν του κάνει κέφι; Σίγουρα είναι δυσκολό τερο νά κουβεντιάζης μ’ ένα τόσο καμπουρωτό ράμ φος, παρά μέ τό στόμα - άλλοιώτικα θάχαμε ράμ φος καί τού λόγου μας, μου φαίνεται! — "Εχεις δίκιο, εΐπε ένας ψηλός θαλασσινός πού έκτελοΰσε χρέη λοστρόμου. ΚΓ όμως κάτι τέτοιο δέν έχει ξαναγίνει ποτέ... 01 καλοί εκείνοι άνθρωποι πολύ θά παραξενεύον ταν, άν κάποιος^ τούς έλεγε, άξαφνα, πώς ένας Δα νός επιστήμων είχε πριν λίγα χρόνια έναν σκύλο πού μιλούσε αληθινά. Εννοείται δτι, ενώ μπορούσε νά ττροφέρη καθαρά καμμιά εικοσαριά λέξεις περίπου, δέν ένοιωθε καί^ τή σημασία των. Πιθανόν τό θαυμα τουργό αυτό ζώο νάχε κάποια ξεχωριστή διάρθρωσι στά φωνητικά του όργανα, πού τού έπέτρεπε νά βγάζη κανονικούς ήχους, σάν τούς παπαγάλους πού έπίσης δέν καταλαβαίνουν τί λένε, ενώ απλώς αποστη θίζουν καί μιμούνται τον ήχο μιας οποιοσδήποτε λέ ξης.
Κοντολογής ό Δίγκος είχε γίνει ό ήρως τού «Πίλγκριμ» κι3 όμως εξακολουθούσε πάντα νάναι μετριο παθής καί σιωπηλός μ5 όλους τούς άλλους, έκτος άπό τον μικρό Τζάκ πού τού έκανε χίλια παιγνίδια. ΚΓ ό Νεγκορό εξακολουθούσε πάντα νά τον άποφεύγη όσο μπορούσε. Στις 10 τού Φλεβάρη ό βορειοδυτικός άνεμος πού τούς είχε ξεστρατίσει τόσο καιρό, άρχισε νά καταλαγιάζη. Ό πλοίαρχος ήλπιζε ότι θάλλαζε επιτέλους ό καιρός. Τό ίδιο πρω'ί'^ή φωνή ενός ναύτη έσκισε την ησυ χία τού ταξιδιού: — Φάλαινα δεξιά! — Φάλαινα!, έκανε έκπληκτος ό καπετάνιος καί σπρωγμένος άπό τό ένστικτο τής δουλειάς του, ωρμησε στη γέφυρα. Ή κυρία Βέλντον, ό Ντίκ Σάνδ ώς κΓ αυτός ό έξάδελφος Βενέδικτος - καί εννοείται - κΓ ό μικρός Τζάκ, έτρεξαν κΓ αυτοί άπό κοντά. ΚΓ αλήθεια άπό έναν αναβρασμό στά κύματα σ’ Ινα σημείο τέσσερα μιλιά άποσταοΊ περίπου, ήταν
·.
................
25
φανερό πώς κάποιο τεράστιο θηλαστικό βρισκόταν έκεΤ πέρα. Ό πλοίαρχος Χολ πήρε το κανοκυάλι καί κύτταξε. Τράβηξε την προσοχή του ή στήλη τ’ άφρισμένα νερά πού πετούσε ή φάλαινα από τά ρουθούνια της. — Δεν είναι καθαυτό φάλαινα, δήλωσε. Θαρρώ πώς είναι ένα «τζουμπαρτ». Τό μάκρος της θάναι γύ ρω στα είκοσι μέτρα! — Έξη τέτοιες θά γέμιζαν μιά χαρά ένα μπρίκι σάν τό δικό μας, φώναξε κάποιος ναύτης. — Ναί, μουρμούρισε ό πλοίαρχος και ξανακύτταξε γιά νά δ ή καλύτερα. — "Αν την πιάναμε, θά γεμίζαμε εκατό βαρέλια φαλαινόλαδο, είπε ένας άλλος. Ό καπετάνιος έσφιξε τά χείλια. Ό Ντίκ Σάνδ είπε: — Είναι όμως αλήθεια έπίσης πώς τό κυνήγι μιας τέτοιας φάλαινας είναι πολύ δύσκολο κι* έπικίνδυνο.. —- Ναί, έκανε ό κύριος Χολ γρήγορα, σάν νάχε α κριβώς αυτή τή σκέψι στο μυαλό του. Τό είδος αυτό έχει μιά τρομερή ουρά, που θά μπορούσε νά συντρίψη μ* ένα μόνο χτύπημα τό πιο γερό σκαρί... 1 Ωστό σο... άξίζει τον κόπο νά δοκιμάση κανείς. — Μαμά!, φώναξε 6 Τζάκ. "Ηθελα ναβλεπα άπό κοντά μιά τέτοια φάλαινα! — Έστω!, φώναξε ό πλοίαρχος, υποχωρώντας στή ζωηρή έσωτερική του έπιθυμία. Θά σου κάνω αυτό τό χατήρι μικρέ μου!... Μάς λείπει βέβαια τό βοηθητικό -πλήρωμα... Πάντως δέν θάναι ή πρώτη φορά που θά χειριστώ τό καμάκι κι* ίσως νά τά καταφέρνω ακόμα καλά... — Ζήτω·! Ζήτω!, άποκρίθηκε τό πλήρωμα. Οί ετοιμασίες έγιναν γρήγορα μέσα σέ μιά τρο μερή άνακατοσούρα. Στή βάρκα ποι^ θά κατέβαζαν γιά τό κυνήγι θάμπαιναν τέσσερις ναύτες, ό λοστρό μος Χόβικ κι* ό καπετάνιος. Επειδή γιά κάθε ενδεχόμενο έπρεπε ν5 άπομείνη καί κάποιος έπάνω στο μπρίκι, ό πλοίαρχος φώναξε τον Ντίκ Σάνδ. — Θά μείνης εδώ κατά τό σύντομο διάστημα τής απουσίας μου, του είπε. "Εστω και γιά λίγη ώρα, είναι σπουδαίο που θά γίνης πλοίαρχος σ’ ένα μπρί κι, στην ηλικία σου... Αυτά τά είπε βέβαια γιά νά τον παρηγορήση, για-
26
τι καταλάβαινε πώς ό δόκιμος θαδελε 5σο τίποτ* λο, νά πάρη μέρος στο κυνήγι^ τής φάλαινας. 'Ωστόσο δέν φανέρωσε καθόλου την άπογοήτευσί του. Υπάκουος καί πειθαρχικός στάθηκε προσοχή κι* άποκρίθηκε. — Μάλιστα, καπετάνιο. — "Ισως χρειαστή νά μάς άκολουθήσης, άν απο μακρυνθούμε πολύ, κυνηγώντας τη φάλαινα. Ζήτησε τότε νά σε βοηθήσουν ό Τόμ κι3 οι σύντροφοί του. Τά καταφέρνουν καλά δταν τούς δείξεις τί πρέπει νά κά νουν. — Τί πρέπει νά κάνουμε; φώναξε ό γιγαντόσωμος Ηρακλής άκούγοντας τά λόγια του κι3 άρχισε ν3 α νασκουμπώνεται. — Τίποτα γιά την ώρα, φίλε μου, απάντησε χα μογελώντας ό πλοίαρχος. Καί ξανάπε στο δόκιμο: — "Ολα θά πάνε καλά. Όπωσδήπστε όμως, ό,τιδήποτε κι3 άν συμ'βή, σου απαγορεύω νά ρίξης άλλη βάρκα στη θάλασσα! — Μάλιστα, καπετάνιο. — "Αν χρειαστή νά μάς πλησιάσετε θά σου κάνω σήμα μέ τή σημαία. — Μείνετε ήσυχος. — Σάς παρακαλώ, κύριε πλοίαρχε, φώναξε ό μι κρός Τζάκ, δέ θέλω νά την πονέσετε την καημένη τή Φαλαινίτσα... Πέστε της μόνο πώς τήν παρακαλώ πο λύ νάρθή νά τή δώ! Πίστευε άκόμα πώς όλ’ αυτά γίνονταν γιά νά έ κτε λ ε στη ή επιθυμία του. Ό Χόβικ γέλασε δυνατά. — Μεΐνε ήσυχος, μικρούλη!, είπε. Θά τή ζυγώ σουμε μόνο, θά τής βγάλουμε τό καητέλλο μας καί θά τήν προσκαλέσουμε μέ τήν «έτικέττα», νάρθη νά έπισκεφθή τά βαρέλια μας! — Ναί! Ναι!, φώναξε ό Τζάκ χτυπώντας τά χε ράκια του. — Νά προσέχετε!, είπε ή κυρία Βέλντον στον Χόλ τήν ώρα πού όλοι οι άλλοι γελούσαν. — Ήσυχάστε, κυρία. Κι3 εσύ. Ντίκ, είπαμε: Τόνα μάτι στο καράβι καί τάλλο στή (^αλαινόβαρκα. Οι άλλοι είχαν μπή στό ελαφρό πλεούμενο καί πε ρί μεναν τον πλοίαρχο. Έρρί'ξε μιά τελευταία ματιά ολόγυρα, χαμογέλασε στον δόκιμο πού βρισκόταν
κιόλαξ ατό Τιμόνι και κατέβηκε κι5 άότόξ. Ή βάρκα ξεμάκρυνε. Τότε ό Δίγκος άνασηκώθηκε στά πισινά του πόδια και στηρίχτηκε μέ τά μπροστινά όρθιος στην κουπα στή. "Εβγαλε ένα πένθιμο ουρλιαχτό. Ή κυρία Βέλντον χλώμιασε. # — Δίγκο! , φώναξε ανήσυχη και ταραγμένη. "Ετσι δίνεις θάρρος στους φίλους σου; Γαύγισε χαρούμενα νά τούς^ κατευοδόσης! Τό ζώο όμως πήγε απλώς κοντά της μέ σκυφτό κε φάλι και τής έγλειψε τό χέρι. —- Κακό σημάδι!, μουρμούρισε ό γέρο - Τόμ. Δεν κουνάει την ουρά του... Την ίδια στιγμή όμοος ό σκύλος πετάχτηκε όρθιος και μούγγρισε μέ μανία. Ή κυρία Βέλντον στράφηκε κατάπληκτη. Ό Νεγκορό έβγαινε στη γέφυ,ρα κείνη την ώρα για νά παρακολούθηση τό κυνήγι τής φάλαινας. Ό Δίγκος χύμηξε καταπάνω του νά τον κατασπαράξη. Ό μάγειρος άρπαξε ένα σίδερο πού βρέθηκε μπρος του, γιά νά υπερασπιστή τον εαυτό του. — Έδώ Δίγκο!, φώναξε ό Ντικ Σάνδ, τρέχοντας κιόλας προς τό μέρος του. Ό σκύλος υπάκουσε απρόθυμα. Στάθηκε σάν νά δίσταζε, έτριξε μιά φορά τά δόντια του, γρυλλίζοντας υπόκωφα στον Πορτογάλο κΓ ύστερα πήγε κοντά στον νεαρό δόκιμο. Ό Νεγκορό δεν είπε τίποτα. Είχε γίνει κάτασπρος. "Αφησε τό σίδερο και γύρισε μέ σκυμμένο κεφάλι στην κουζίνα του. — Ηρακλή, είπε ό Ντικ Σάνδ στον γίγαντα πού είχε σπεύσει κΓ αυτός κοντά, έχετε διαρκώς τον νοΰ σας σ3 αυτό τον άνθρωπο... — "Έννοια σας, άποκρίθηκε έκεΐνος καί περιορί στηκε νά σφίξη την τρομερή γροθιά του. Ή κυρία Βέλντον κΓ ό δόκιμος έστρεψαν τότε την προσοχή τους στή θάλασσα,. "Έλαμναν μισή ώρα οι ναύτες τού «Πίλγκριμ» καί ή βάρκα μέ τον καπετάνιο Χολ όρθιο στήν πλώρη καί μέ τό καμάκι στά χέρια, είχε ζυγώσει άρκετά τή φάλαινα. Μέ ανοιχτά πόδια, γιά νά έχη σταθερή βάσι, ήταν έτοιμος άπό τώρα γιά τό χτύπημα, μ3 όλο πού άπεχαν καμμιά διακοσαριά μέτρα.
28
*Ώς τώρα τό κήτος 64ν φαινόταν ν& τούς Ιχη άντιληφδπ'/ έτσι Αθόρυβα που κωπηλατούσαν, Ώστοσ© εκείνη τή στιγμή ό Χόβικ μουρμούρισε: ^ — Σά νά μου φαίνεται πώς μάς πήρε μυρωδιά ή κοπελλιά μας... "Αρχισε νά ξεψυσάη σιγανώτερα... — Σιωπή!, ψιθύρισε 6 κοπετάνιος. Ό ναύκληρος έκανε σιωπηλά μανούβρα γιά νά βρεβουν κοντά στη φάλαινα από τ' αριστερά και συγχρό νως φρόντιζε νά βρίσκωνται πάντοτε μακρυά από την τρομερή ουρά της. ιΠέρασαν μερικές στιγμές γεμάτες αγωνία κι' α πόλυτη σιγή. Είχαν πλησιάσει στά τρία... δύο μέτρα. Ό Χολ ζύγισε καλά τό βαρύ καμάκι και ύστερα τό τίναξε μ' όλη του τή δύναμι. Αμέσως ουρλιαξε: — Πίσω ολοταχώς! Και μιά δεύτερη φωνή βγαλμένη από τό λαρύγγι του Χόβικ, άποκρίθηκε: — Ένα φαλα ινίδιο! Κι' αλήθεια: "Οπως τό κήτος εΐχε γείρει από τό χτύπημα μές στή θάλασσα, φάνηκε τό μικρό της πού Θήλαζε - άν γίνεται νά όνομάσης μικρό, ένα ζώο όκτώ μέτρα μάκρος.^ Παραδόξως όμως δέν τούς έπετέθη όπως περίμεναν. Έκανε μιά λοξή βουτιά μαζί μέ τό μικρό της καί με τά ξανο&νεβαίνοντας στήν επιφάνεια άρχισε νά σκίζη τά νερά μέ άπίστευτη ταχύτητα. Πριν γίνη αυτό, ό πλοίαρχος καί οι ναύτες τής βάρκας είχαν διακρίνει πώς ήταν μία τεράστια φάλαινα. Τό μάκρος της θά ζύγωνε τά τριάντα μέτρα. Ή ψαλαινόβαρκα παρα συρμένη άπό τό κήτος έσχιζε τήν Θάλασσα σάν βέλος. Ό Χόβικ τήν κυβερνούσε ατάραχος παρ' όλα τά τεράστια σκαμπανεβάσματα, Ό πλοίαρχος Χολ φώναζε συνεχώς: — Πρόσεχε, Χόβικ! Ή φάλαινα δέν φαινόταν νά σκέπτεται νά σταματήση, ούτε νά κόψη ταχύτητα. Κι* όπως έδειχνε τό λόξεμα τού σχοινιού τό ζώο βυθιζόταν όλοένα κάτω απ' τά νεοά. — Διάβολε!, φώναξε ό πλοίαρχος. Έτσι όπως πάει Θά μάς τελείωση όλο» τό σκοινί μας! — Καί θά μάς παρασύρη πολύ μακρυά άπό τό «Πίλγκριμ», πρόσδεσε ό λοστρόμος. Ό καπετάνιος μουρμούρισε πεισματικά:
29
—- Θέλει δεν θέλει θά ξσνοΰβγή στό νερό για ν* άναπνεύση. Καί αλήθεια δπως λογάριαζαν, ή φάλαινα βγήκε στην επιφάνεια. Τό καμάκι εξακολουθούσε πάντα νάναι μπηγμένο στο πλευρό της. Άπόμεινε ακίνητη περιμένοντας τό παιδί της, πού είχε μείνει πίσω μετά άπ' αύτό τό τρελλό τρέξιμο. Τά κουπιά άρχισαν νά δουλεύουν, γρήγορα. Την πλησίασαν. Δυο ναύτες οπλίστηκαν μέ μακρυά ακόντια. Κι* ό πλοίαρχος Χολ μέ καινούργιο καμάκι. — Προσοχή!, φώναξε ό καπετάνιος. Σημαδέψτε καλά! Έτοιμος Χόβικ; — "Ετοιμος καπετάνιο. Γιατΐ όμως στέκεται α κίνητη ύστερα από τέτοιο τρέξιμο; ^— Και έμενα μου φαίνεται παράξενο. Ωστόσο την ζύγωσαν. Ή φάλαινα στριφογύρισε στην ϊδια θέσι. ^^ Προσοχή!, φώναξε ό καπετάνιος. Ετοιμάζεται νά μάς έπιτεθή! Χόβικ γρήγορα στο τιμόνι. Και αλήθεια ή φάλαινα είχε στραφή ν’ αντιμετώπι ση τη βάρκα. Χτυπώντας λυσσασμένα τά νερά μέ τά πελώρια πτερύγιά της χύθηκε επάνω τους. Ό λοστρόμος έστριψε αμέσως. Ή φάλαινα πέρα σε πλάϊ τους χωρίς νά άγγί'ξη τη βάρκα. Ή «Τζούμπαρτ» στάθηκε. Δυο στήλες από αίμα καί_νερό ανακατεμένα τινάχτηκαν ψηλά. -αναρίχτηκε στη βάρκα μ' ένα τεράστιο άλμα. Ό Χόβικ μπόρεσε νά την άποφύγη γιά μιά ακόμη φ°ρά% Τρία καμάκια ακόμα μπήχτηκαν αλύπητα στό κορ μί του ζώου. Περνώντας όμως, ή ουρά του χτύπησε μέ τόση δύναμι τό νερό πού ξεσήκωσε ένα πελώριο κύμα. Ή βάρκα γέμισε νερά. — Τον κάδο!, φώναξε ό καπετάνιος. Δυό ναύτες παράτησαν τά κουπιά καί άρχισαν ν' αδειάζουν τά νερά όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Τό κήτος ξετρελλαμένο από τον πόνο, δέν σκεπτό ταν πιά νά φύγη. Στράφηκε ακόμα μιά φορά καί χύμηξε επάνω στή; βάρκα, πού δπως ήταν γεμάτη νερά δέν μπορούσε νά κυβερνηθή τό ίδιο εύκολα. Ό Χόβικ έστριψε τό τιμόνι αλλά τό πελώριο πτε ρύγιο τής ράχης τής φάλαινας τούς χτύπησε στό πλευρό.
30
..
,
Ό Χόβικ έπεσε άνάσκέλα Τρία καμάκια Αστόχη σαν Από τό τράνταγμα καί έπεσαν στη θάλασσα. Τότε ττλάϊ στο κήτος φανερώθηκε καί τό μικρό φαλαινάκι. Ή μητέρα του έτρεξε κοντά του. 8 Από δώ καί πέρα θά πολεμούσε πιο λυσσασμένα. Ό πλοίαρχος Χολ άρπαξε τη σημαία καί άρχισε νά την κουνάη σάν τρελλός προς την πλευρά του «Πίλγκριμ». Τί περισσότερο όμως μπορούσε νά κά νη ό Ντίκ Σάνδ; 5Από ώρα, τά πανιά του καραβιού φούσκωναν στον άνεμο. Δυστυχώς όμως τό μπρίκι δ!έν εΐχε μηχανή για νά τρέξη^γρηγορότερα. Παρ’ δλο που ό Χολ του τό εΐχε απαγορεύσει, είχε ρίξει τη βάρκα της πλώρης στο νερό, γιά νάναι έτοι μη νά σώση τον καπετάνιο καί τους άνδρες. Αυτή τη, στιγμή ή φάλαινα έπετέθή πάλι. Ερχό ταν ολόισια καταπάνω στή βάρκα. ^ — Προσοχή, Χόβικ ί, φώναξε γιά τελευταία φορά ό πλοίαρχος Χόλ. 8Αλλά ό λοστρόμος ήταν άοπλος. Τό τιμόνι εΐχε σπάσει. Μάταια προσπαθούσε νά τό άντικαταστήση μ8 ένα σπασμένο κουπί. Οί ναύτες κατάλαβαν πώς ήταν χαμένοι. Έβγα λαν όλοι μαζί μιά τρομερή κραυγή μέ τήν ελπίδα πώς θά τούς άκουγαν άπτ* τό «Πίλγκριμ». Ή ουρά του τέρατος χτύπησε τή βάρκα στά υφαλα καί τήν τίνα ξε στον αέρα τρία κομμάτια, πού ξανάπεσοτν Ανάμε σα στ8 αερισμένα κύματα. Γιά μιά στιγμή φάνηκε ό καπετάνιος ν3 Ανεβάζη τον λοστρόμο πάνω σ8 ένα συντρίμι. Ή φάλαινα όμως βρισκόταν στο κατακόρυφο τής μανίας της. "Ίσως καί στους τελευταίους σπασμούς τής αγωνίας της. Χτυπούσε μανιασμένα τά νερά ο πού Ακόμα κολυμπούσαν εκείνοι οί δύστυχοι. Γιά λίγο δεν διακρινόταν τίποτ8 άλλο Από ένα τεράστιο νέφος υδρατμών. Μετά Από ένα τέταρτο ό Ντίκ Σάνδ μέ τούς νέγρους, έφτανε στον τόπο τής καταστροφής μέ τήν άλλη βάρκα. Δέ βρήκε ψυχή ζωντανή. Υπήρχαν μόνο μερικά συντρίμια τής φαλαινόβαρκας καί πηγαινοέρχονταν πάνω στά κοκκινισμένα νερά...
31
Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΣΑΝΔ
7
Μέσα στην άπόγνωσί τους για τη φοβε ρή τραγωδία^ δεν πρόφτασαν νά σκεψθοϋν τίποτ’ άλ λο, οί ταξιδιώτες του «Πίλγκριμ». Ό πλοίαρχος Χολ κι* οί άνδρες του, είχαν χαθή γιά πάντα. Σαν έφτασαν στον τόπο του δυστυχήματος, ή κυρία Βέλντον γονάτισε, σήκωσε τά χέρια προς τον ουρανό καί είπε: — "Ας προσευχηθούμε! Ό μικρός Τζάκ γονάτισε κοντά της κι5 άρχισε νά κλαίη. Τό έξυπνο άγόρι τά είχε καταλάβει, δυστυχώς όλα. Ό Ντίκ Σάνδ, ή Νέν, ό γέρο - Τόμ κι* οί σύντρο φοί του, στάθηκαν όρθιοι γύρω τους. "Όταν τελείωσε ή προσευχή, ή κυρία Βέλντον είπε πάλι: ^ "Ας παρακαλέσωμε τώρα τον θεό, φίλοι μου, νά μάς δώση κουράγιο καί δύναμι. Πραγματικά ή θέσι τους ήταν φοβερή. Τό καράβι τους είχε μείνει χωρίς καπετάνιο καί χωρίς πλήρωμα. Βρίσκονταν μες οπή μέση του ωκεα νού, πολύ μακρυά από κάθε στεριά, στο έλεος τών α νέμων καί τών κυμάτων. Βέβαια έμενε ακόμα ό Ντίκ Σάνδ. Αυτός όμως δεν ήταν παρά ένα παιδί1 δεκαπέντε χρόνων. Παρ’ όλ* αυ τά έπρεπε ν5 αντίκαταστήση καί τον καπετάνιο καί τό πλήρωμα... Καί τό χειρότερο ήταν που βρισκόταν καί μιά γυναίκα κι* ένα μικρό παιδάκι, μέσα στο πλοΐο. Φυσικά δεν ξεχνάμε τούς νέγρους. Ήταν όλοι τους καλοί καί γεροί άντρες, γεμάτοι θάρρος καί προθυμία νά υπακούσουν σ' όποιονδήποτε θάταν σε θέσι νά τά βγάλη πέρα. Αέν είχαν όμως την παραμικρή ιδέα τής τέχνης του ναυτικού. Ό Ντίκ Σάνδ με τά χέρια σταυρωμένα στο στή θος, ακίνητος έμενε γιά ώρα μέ τό βλέμμα καρφωμέ νο στά νερά, στο μέρος εκείνο πού χάθηκε ό αγαπη μένος του προστάτης. Κάποια στιγμή άνασήκωσε τά μάτια του καί κύτταξε ολόγυρα στον ορίζοντα, μέ την ελπίδα πώς ί σως είχε ψανή κανένα καράβι, νά ζητήσουν βοήθεια ή
32
Ή βάρκα τινάχτηκε στον άέρα σέ τρία κομμάτια
τουλάχιστον νά επιβιβάσουν σ’ αυτό την κυρία Βέλντον και τον Τζάκ. Ό ωκεανός ήταν εντελώς έρημος. Γύρω από τό «Πίλγκριμ» δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, παρά μονάχα θάλασσα κΓ ουρανός. Τι επρεπε νά κάνη τώρα; -αφνικά, φάνηκε ό Νεγκορό πάνω στη γέφυρα. Αυτός ό άνθρωπος είχε παρακολουθήσει πιο πριν ολη την καταστροφή, με φανερό ενδιαφέρον, χωρίς ό μως τό πρόσωπό του νά δείξη κανένα συναίσθημα. Τί είχε νοιώσει άραγα γιά τό δυστύχημα; Δεν πήρε, μέρος στην προσευχή τής κυρίας Βέλντον γιά τους χαμένους συντρόφους, μόνο τώρα ζύ γωσε στο μέρος πού στεκόταν ό Ντι-κ Σάνδ καί στά θηκε κΓ αυτός ακίνητος απέναντι του. — Μέ θέλετε τίποτα; ρώτησε ό δόκιμος. — "Ηθελα νά μιλήσω στον πλοίαρχο Χολ ή άν δεν υπάρχη εκείνος στον λοστρόμο Χόβικ, είπε ψυχρά ε κείνος. Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗ Σ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
3
Ό ΝτΙκ Σάνδ τον παρατήρησε κατάπληκτος κι’ είπε: __ — Δεν καταλαβαίνω. Ξέρετε πολύ καλά, πώς σκο τώθηκαν καί οι δυο. —■ Καί ποιος θά διευθύνη τό πλοίο; ρώτησε αναι δέστατα ό Νεγκορό. Ό δόκιμος απάντησε ξερά και χωρίς κανέναν δι σταγμό: — Έγώ. — Έσεΐς ! ^ Ό Πορτογάλος έκανε μιά περιφρονητική κίνησι. Καί πρόσθεσε: — Πλοίαρχος δεκαπέντε χρόνων; — Μάλιστα! Πλοίαρχος δεκαπέντε χρόνων!, έπανέλαβε και τό αγόρι και ζύγωσε πιο κοντά τον μά γειρο. Ή κυρία Βέλντον είπε κι* έκείνη: — Μην ^ξεχνάτε, κύριε, πώς στο «Πίλγκριμ» υπάρ χει οστό δω καί πέρα μονάχα ένας πού διατάζει: Ό πλοίαρχος Ντίκ Σάνδ. Οί υπόλοιποι πρέπει νά μά θουν νά τον άκουνε, Ό Νεγκορό κάτι πήγε νά πή. "Υστερα όμως μετάνοιωσε. "Εσκυψε τό κεφάλι μουρμουρίζοντας κάτι ακατά ληπτα, αλλά ασφαλώς ειρωνικά λόγια καί γύρισε ι στην κουζίνα του. Φαίνεται λοιπόν πώς ό Ντίκ Σάνδ είχε πάρει την άπόφασί του. Θάταν όμως δυνατό νά φέρη εις πέρας ένα τόσο δύσκολο έργο; Κύτταξε τά πανιά κι* ύστερα χαμήλωσε τό βλέμ μα στο κατάστρωμα. Πόσο μεγάλη ευθύνη έπεφτε πάνω του! Έμενε ολομόναχος, μέ μόνους συμβούλους τον ή λιο τό φεγγάρι καί τ’ Αστέρια πού θά τούλεγαν κάθε στιγμή: «Σ’ αυτό τό σημείο βρίσκεται τό καράβι σου!» "Υστερα δμως θάπρεπε νά βρή τον δρόμο πού θ’ ακολουθούσε μέ τό υποδεκάμετρο καί μέ την πυ ξίδα. Ή κυρία Βέλντον κατάλαβε τί στρόβιλος από σκέ ψεις τον Αναστάτωναν. Τον ζύγωσε. — Ό πλοίαρχος πέθανε, τουπέ γλυκά. Τό πλή ρωμα χάθηκε μαζί του. Τώρα κρεμόμαστε δλοι από τά χέρια σου. Ό Τόμ κι* οί φίλοι του είναι καλοί καί πρόθυμοι. Μπορούν νά σέ βοηθήσουν.
34
.. — Έλπί£« νά καταφέρω ν& τόυς μ ιατρέψω $4 Α ληθινούς^ ναύτες, κυρία, άπάντησε. Μέ τόν καιρό αύτόν θάναι εύκολο.». *Αν έχουμε^ τρικυμία».. Τότε θά παλαίψουμε, κυρία, για νά σώσουμε εσάς και τό παι δί σας..^ Μέ τή βοήθεια του Θεού. — Τώρα ξέρεις σέ ποιο σημείο βρίσκεται τό «ΓΊίλγκριμ»; ^ — Δεν είναι δύσκολο νά τό μάθουμε. Μιά ματιά θά βουμε στον χάρτη, πού τδχει σημειώσει ό πλοίαρ χος Χόλ. — Καί ξέρεις πώς θά δώσης τη σωστή κατεύθυνσι στο καράβι; — Βεβαίως. Θά τραβηξωμε ανατολικά, προς τά αμερικανικά παράλια. Ή κυρία Βέλντον δίστασε μιά στιγμή κι* ύστερα είπε: — Έχεις καταλάβει, Ντίκ πώς αυτή η άνεπανόρθωτη καταστροφή μας αναγκάζει νά άλλάξουμε τούς άρχικούς μας σκοπούς; Δεν είναι απαραίτητο νά φτάσωμε στο ΒαλπαραΤζο τώρα πιά. Μάς άρκεΐ νά πιάσωμε στο κοντινότερο λιμάνι τής αμερικανικής παραλίας. — Καί βέβαια, κυρία, άποκρίθηκε ό δόκιμος. Μή φοβάστε. Θά καταφέρουμε νά φτάσωμε στήν άκτή τής "Αμερικής, πού άπλώνεται άλλωστε σέ τόσο άπέραντο μάκρος προς τον νότο. —■ "Έτσι, είπε κάπως ήσυχασμένη ή κυρία Βέλ ντον. Σ" ένα όποιοδήποτε σημείο τής αμερικανικής ηπείρου. Αυτό είναι τό ουσιώδες. Ό Ντίκ Σάνδ πήγε στήν καμπίνα τού πλοίαρχου καί βρήκε τον χάρτη μέ τό στίγμα τής περασμένης μέρας, πού εΐχε καθορίσει ό Χόλ. "Ανακοίνωσε λοιπόν στήν έπιβάτιδά του πώς τό σκάφος βρισκόταν σέ 43,35' πλάτος καί 164,13' μήκος, αφού εδώ καί εί κοσι τέσσερις ώρες, εΐχε μείνει σχεδόν στην ίδια θέσι» Ή κυρία Βέλντον, βλέποντας στον χάρτη δτι ή παραλία τής Νότιας "Αμερικής^ απλωνόταν άτέλειωτη δεξιά τους καί δτι ολόκληρος ό ωκεανός χωρούσε σ" ένα τετράγωνο χαρτί, πίστεψε πώς δεν ήταν εξαιρετι κά δύσκολο νά φτάσουν στήν πατρίδα τους. Ό Ντίκ Σάνδ δμως ήξερε πού καλά πόσο μακρυά ήταν έκεΐνο πού φαινόταν κοντά σέ μιά κόλλα χαρ τιού. Εΐχε ήδη έξοικειωθή μέ τούς ναυτικούς χάρτες καί τά μεγάλα ταξίδια. 'Ωστόσο δεν σκέφθηκε νά έ-
ξηγήση στην κυρία Βέλντον πώς Ιιτεφτε Ιξω ατις ύ* ποδέσεις της. Φώναξε^ τούς νέγρους καί τούς μίλησε μέ λόγια α πλά, καλώντας τους νά βοηθήσουν δσο μπορούσαν γιά την κοινή σωτηρία. "Οπως πάντα, οι άνθρωποι ε κείνοι φάνηκαν προθυμότατοι. ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Πλοίαρχος τοθ «Πίλγκριμ» λοιπόν, ή ταν ό Ντίκ Σάνδ. "Ενας πλοίαρχος πού είχε νά έκτελέση δυσκολότερο έργο από κάθε άλλον, γιατί δεν τού άρκούσε^νά δίνη μιά διαταγή. "Έπρεπε καί νά την έξη γη σ’ έκεΐνον πού θ5 αναλάμβανε την έκτέλεσί της. "Ωστόσο τά κατάφεραν. Σήκωσαν πανιά καί ξε κίνησαν* Ό Ντίκ Σάνδ πίστευε πώς είχε όλες τις απαραί τητες γνώσεις γιά νά παρακολουθή την πορεία τού σκάφους, μέ την πυξίδα καί το δρομόμετρο. Υπήρ χαν δμως τά θαλάσσια ρεύματα πού θά μπορούσαν νά τον ξεγελάσουν καί πού μόνο μέ Αστρονομικές πα ρατηρήσεις θά μπορούσε νά τά ύπολογίση. Ό νεαρός δόκιμος, δμως, δεν ήταν σέ θέσι νά τις κάνη άκόμα. Έβαλε στο τιμόνι τον γέρο - Τόμ γιά νά τον μάθη νά όδήγή τό σκάφος μέ τή βοήθεια τής πυξίδας, ώστε νά τον αντικαθιστά τις ώρες πού ή κούρασι κι5 ή νύ στα θά τον ανάγκαζαν νά αποχώρηση αυτός γιά λίγο. Ό άέρας άρχισε νά δυναμώνη και έπί τέλους άλ λαξε κι* έγινε ευνοϊκός γιά νά μπούν στον κανονικό τους δρόμο. Γέρνοντας ανάλαφρα στο δεξί πλευρό του, γλυστροΰσε μέ ταχύτητα πάνω στά νερά τό «Πίλγκριμ» κι" άφηνε πίσω του ενα φαρδύ άφρισμένο αυλάκι. — Νά, πού τέλος πάντων τραβάμε γιά κεΐ πού πρέπει, κυρία!, είπε ό Ντίκ Σάνδ. Εκείνη τού έσφιξε θερμά τό ^έρι. Είχε καθησυχάσει πάρα πολύ πιά. Πήγε καί κλείστηκε στην καμπίνα της καί έπεσε σέ μιά βαθειά νάρκη^ Οί καινούργιοι ναύτες έμειναν στο κατάστρωμα, έτοιμοι στην κάθε στιγμή νά έκτελέσουν τήν πρώτη διαταγή τού καινούργιου πλοίαρχου. Οσο δμως δυ-
νδμωνέ 6 άέρας, πού έρχόταν συνεχώς άττδ τήν ίδιά διεύθυνσι δεν είχαν τι να κάνουν. Τόσο καλά λοπτόν πήγαιναν όλα, ττού θάταν αδι κία άν και ό έξάδελφος Βενέδικτος δεν διάλεγε την ϊδια ακριβώς περίοδο, γιά νά άνακαλύψη τα... έντομό του! Έπρόκειτο γιά ένα σπάνιο άρθρόποδο πού μόλις την τελευταία στιγμή το είχε γλυτώσει από τον μά γειρο Νεγκορό, ό όποιος ήθελε νά τό λυώση μέ τό πα πούτσι του, επειδή τό βρήκε στήν κουζίνα του. Τώρα, τό είχε ξεμοναχιάσει και τό παρατηρούσε κατασυγκινημένος μέ τον φακό του. Νά πή κάνεις πώς δεν τό συγκίνησε τό φοβερό δυ στύχημα του Χολ και του πληρώματος, θάναι μεγά λο ψέμα. Μά τό ν3 άνακαλύψη ένα τέτοιο σπουδαίο ζωΐφιο, είναι θέμα πού ανήκει καθαρά στήν επιστή μη. Πίστευε ακράδαντα πώς - αντίθετα μέ τις από ψεις τών άλων σοφών συναδέλφων του - ανήκε στο γένος τών «ψορασπιδών», γνωστών πιο πολύ από τό χρώμα τους. Ό ρυθμός τής ζωής στο καράβι ξανάγινε ό γνώρι μος. Κι3 όμως στις ψυχές όλων εκείνη ή τραγωδία, πού είχαν παρακολουθήσει μέ τα ίδια τους τά μάτια δεν έπρόκειτο νά σβηστή γιά πάρα πολύ καιρό. Τή μέρα εκείνη ό Ντικ Σάνδ βρισκόταν πανταχοΰ παρών γιά νά καταφέρνη νά βγάλη πέρα τό δύσκο λο έργο του καί νά μάθη στούς νέγρους τί έπρεπε νά κάνη ό καθένας τους, συγχρόνως δέ νά τούς έπιβλέπη κιόλας, άν έκαναν σωστά όσα τούς έλεγε. Ό Νεγκορό, απασχολημένος πάντα στην κουζίνα του, δεν φαινόταν στο κατάστρωμα περισσότερο από τις άλλες φορές. Ό Ηρακλής οπωσδήποτε ήταν πάντοτε έτοιμος νά τον άρπάξη μέ τις πελώριες χερούκλες του, σέ μιά λέξι τού Ντίκ Σάνδ. Ό άνεμος κράτησε ώς τή νύχτα καί ή πορεία τού σκάφους έμεινε σταθερή. Ό νεαρός πλοίαρχος έκανε σχολαστικό έλεγχο στήν κατεύθυνσί τους, χρησιμοποιώντας όλη μέρα τό δρο μόμετρο καί τήν πυξίδα. · Τό καράβι είχε δυο πυξίδες.^ ^ V Ή μιά βρισκόταν κοντά στο τιμόνι. Ή άλλη ήταν
37
κρεμασμένη στό κιγκλίδωμα της καμπίνας ΐνόυ χτές Ανήκε στον πλοίαρχο Χολ,
Το «Πίλγκρι-μ» λοιπόν ήταν Αρκετά καλά έφσδισσμένο οστ* αυτή την πλευρά, γιατί άν, γιά οΐανδήποτε λόγο ή μιά πυξίδα παρουσίαση παρέκκλιση το λάθος βρίσκεται αμέσως μόλις παραβληθή μέ τη δεύ τερη. Ό Ντίκ Σάνδ είπε σ5 όλους νά προσέχουν σαν τα μάτια τους τα πολύτιμα αυτά όργανα. Μά, δυστυχώς, τη νύχτα^τής 12ης προς 13ης Φε βρουάριου, έγινε^μιά φοβερή ζημιά: Ή πυξίδα που κρεμόταν στο κιγκλίδωμα τής κα μπίνας Από έναν χάλκινο κρίκο, έπεσε στο δάπεδο κι* έσπασε. Τό πλήρωμα την ανακάλυψε τό πρω'ί' και κανείς δεν έμαθε πώς έσπασε έκεΐνος ό κρίκος. Τό βέβαιο ήταν πώς είχε σπάσει καί ή βλάβη της ήταν αδύνατο νά διορθωθή. Ή στενοχώρια του Ντίκ Σάνδ ήταν πολύ μεγάλη, ό δυνατός χαρακτήρας του όμως τον έκανε νά τό πάρη πολύ γρήγορα απόφαση μιά πού τό κακό δεν υπήρχε τρόπος νά διορθωθή. Έλαβε μόνο^όλα του^τά μέτρα γιά την ασφάλεια τής πυ'ξίδας του τιμονιού, ώστε νά μη συμβή καί σ’ αυτή κανένα παρόμοιο ατύχημα. ^ "Αρχισε νά κλέβη μερικές ώρες ύπνου τη μέρα, γιά νά μένη έκεΐνος στο τιμόνι ολόκληρη τή νύχτα. — Μέ τον ευνοϊκό αύτόν άνεμο, έλεγε κάθε τόσο στήν κυρία Βέλντον, δεν μπορεί ν' άργήσωμε νά φτάσωμε στή μεσημβρινή Ακτή τής Αμερικής. Δεν υπάρ χει Αμφιβολία πώς τό πρώτο Ακρογιάλι πού θά συνάντήσωμε, θάναι κάπου κοντά στο Βαλπαραΐζο. "Ετσι περνούσε ή ζωή στο «ιΠίλγκριμ». Ή έρημιά τής θάλασσας σ' εκείνα τα πλάτη, δέν ένέπνεε καθόλου Ανησυχίες γιά μιά πιθανή σύγκρου ση ωστόσο ό Ντίκ Σάνδ είχε πάρει αυστηρά μέτρα γιά τή νυχτερινή έπαγρύπνησι. Τό βράδι τής 13 προς 14 Φεβρουάριου, ό δόκιμος, νικημένος Από την κούραση άφησε γιά λίγο τό τι μόνι στόν Τόμ. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό, πού ή ψυ χρή Ατμόσφαιρα τ’ ανάγκασε νά κατέβουν χαμηλά. Τά ψηλότερα πανιά ήταν εντελώς χαμένα μέσα στο σκοτάδι.
Ό Ηρακλής κι* ό Άκταίων φρουρούσαν στην πλώ ρη^ Στην πρύμνη ένα φανάρι πού κρεμόταν πάνω άπό την πυξίδα, προσπαθούσε απεγνωσμένα νά φωτίση δυο μέτρα όλόγυρά του. Κατά τις τρεΐς τό πρωί τά μάτια του γέρο - Ταμ άρχισαν νά βαραίνουν. Τον έπιασε ένας παράξενος λήθαργος πού του έφερνε ή υγρασία. Σέ λίγο, δχι μόνο δεν μπορούσε πια νά δή, μά και νά τον σκουν τούσες, δεν θά τό καταλάβαινε. Κι* άλήθεια δεν είδε κάποια σκιά πού γλύστρησε πάνω στο κατάστρωμα. Ή σκιά αυτή ανήκε στον Νεγκορό. Ό μάγειρος πλησίασε με άθόρυβα γατίσια βήμα τα στο τιμόνι κι’ έκρυψε ένα βαρύ άντικείμενο μέσα στη θήκη τής πυξίδας. Έπειτα, αφού παρατήρησε γιά μερικές φορές τή φωτεινή πλάκα της, ξανάφυγε πάλι, χωρίς κανείς νά τον άντιληφθή. νΑν ό Ντικ Σάνδ έβλεπε έκεΐνο πού είχε κρύψει ό Πορτογάλος πίσω· άπό την πυξίδα, θά έσπευδε νά τό βγάλη. Ήταν ένα κομμάτι σίδερο, πού άλλαζε την κατεύθυνσι τής μαγνητικής βελόνης. Την έκανε νά δεί'χνη βορει ονατολικά άντι γιά τον Βορρά - δημιουργούσε δηλαδή παρέκκλισι τεσσάρων τετάρτων ή μισή ορθή γωνία. Ό Τόμ δέν άργησε νά ξυπνήση άπό τον πρόσκαι ρο λήθαργο του. Τά μάτια του έπεσαν μονομιάς στήν πυξίδα καί σκέφθηκε ένοχα πώς είχε άποκοιμηθή στο τιμόνι και εΐχε αφήσει ακυβέρνητο τό καράβι, νά πάρη λανθα σμένο δρόμο. Γύρισε τό τιμόνι, γιά νά φέρη τό πλοΐο προς άνσ τάλάς... τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Κι5 όμως τό «Πίλγκριμ» πήγαινε τώρα νοτιοανατο λικά, ΚΓ ενώ λοιπόν όλοι πίστευαν πώς τό καράβι τους αρμένιζε στον σωστό δρόμο, έκεΐνο άκολουθούσε λαν θασμένη πορεία, κατά 45 μοίρες... ΘΥΕΛΛΑ
Τ
ΙΠΟΤ’ άλλο άξιο λόγου δέν συνέβη στο καράβι την έπόμενη έβδομάδα, μετά τό επεισόδιο πού άναφερσμε πιο πάνω.
3©
'Ο άνεμος πού έπνεε άπό βορειοδυτικά δυνάμωνε συνεχώς και τό «Πίλγκριμ» έπλεε μέ μέση ταχύτητα 160 περίπου μίλια τό 24ωρο. Ήταν τό πιο πολύ πού θά μπορούσε κάνεις νά πε ρί μένη άπό ενα καράβι της χωρητικότητός του. Ό Ντικ Σάνδ υπολόγιζε πώς έπρεπε νάχαν πλη σιάσει σέ ζώνες πού συχνάζουν τά ύπερωκεάνεια πού διασχίζουν τά δύο ημισφαίρια και τού φαινόταν εξαι ρετικά παράξενο, πώς δεν είχαν συναντήσει άκόμα κανένα. Θυμόταν κι* άπό άλλες φορές, πώς στο πλάτος και στο μήκος πού βρίσκονταν τώρα, πάντα συναντούσαν κανένα άγγλικό ή άμερικάνικο πλοίο, ερχόμενο οστό τό άκρωτήρι ^Χόρν προς τον Ισημερινό ή πού κατέ βαινε προς τό νοτιότατο άκρο τής Νότιας Αμερικής. Δεν μπορούσε φυσικά νά ξέρη πώς βρίσκονταν ήδη σ’ ένα πλάτος άπίστευτα μεγαλύτερο, πάρα πολύ νοτιότερα άπ’ δσο υπολόγιζε. Αυτό είχε δύο αιτίες: Τά θαλάσσια ρεύματα πρώτα - πού δεν γνώριζε την ισχύ τους και πού μπορούσαν νά παρασέρνουν έ ξω άπό την πορεία του τό καράβι και δεύτερο την πυξίδα, άπό τό σατανικό τέχνασμα πού τής είχε παί ξει ό Νεγκορό... Στις 20 Φεβρουάριου τό βαρόμετρο άρχισε νά κατεβαίνη αισθητά κι’ αυτό έβαλε σέ σκέψεις τον δεκαπενταετή πλοίαρχο. Σίγουρα ερχόταν βροχή κι* επειδή άργούσε, αυτό έπρεπε νά σημαίνη πώς και ή κακοκαιρία θά βαστούσε πολύ. "Αριστος μετερεωλόγος ό πλοίαρχος Χολ. εΐχε με ταδώσει τις περισσότερες άπό τις γνώσεις του στον προστατευόμενό του. Ήξερε πώς δυνατή και παρατεταμένη βροχή σήυαινε ισχυρούς και επικίνδυνους άνέμους. Κι’ αλή θεια ό άνεμος είχε φτάσει στήν ταχύτητα τών τριανταενός μιλιών τήν ώρα. Ό Ντικ Σάνδ πήρε όλες τις προφυλάξεις γιά νά μήν πάθουν ζημιά τά πανιά και τά ξάρτια τους. Διέταξε και κατέβασαν τον κόντρα παπαφίγκο καί τον μικρό φλόκο κι’ άποφάσισε νά κάνη τό ίδιο και μέ τον παπαφίγκο και νά μαζέψη κατά τά δύο τρίτα και τό ιστίο τής γάμπιας. Τό «Πίλγκριμ» δεν εΐχε διπλό πανί γάμπιας, δπως -»
τά μοντέρνο: ιστιοφόρα. Κάτι τέτοιο θά εύκόλυνε κα τά πολύ τις μανούβρες τους, ενώ τώρα έπρεπε νά σκαρφαλώσουν στα κατάρτια και νά μαζέψουν ένα πανί πού τό μαστίγωνε ό άνεμος αλύπητα. Τελικά τό μάζεψαν μέ μεγάλη δυσκολία καί τό σκάφος άνέκοψε τον τρελλό κι5 επικίνδυνο δρόμο του/ Στις 21 καί 22 Φεβρουάριου ή κατεύθυνσι κι5 ή δύναμι του άνεμου, παρέμειναν τά ίδια. Την τελευταία μέρα ό Ντίκ Σάνδ λογάριασε πώς έπρεπε νάχαν διανύσει 728 χιλιόμετρα. Ό ουρανός ήταν απειλητικός. Κάθε τόσο τον σκέπαζε μια μαύρη, ηλεκτρισμένη ομίχλη.^ Ό νέος πλοίαρχος ανησυχούσε σοβαρά καί δεν ά φηνε στιγμή τό κατάστρωμα. Δεν έχανε όμως τό θάρ ρος του κι* ήξερε νά κρύβη στο βάθος τής καρδιάς τις ανησυχίες του. Στις 23 τό πρω'ί ό άνεμος άρχισε νά πέφτη. Αυτό όμως δεν τον ξεγέλασε. Κι3 είχε δίκιο σ· ο,τι πίστευε, γιατί τό απόγευμα ξεσηκώθηκε αληθινά μανιασμένος αέρας κι’ έπιασε δυνατή θαλασσοταραχή. Στις τέσσερις περίπου, ανέβηκε στο κατάστρωμα ό Νεγκορό κι5 ήταν μια από τις ελάχιστες φορές πού βρισκόταν πάνω. Φαίνεται πώς ό Λίγκος θά κοιμόταν σε καμμιά ά κρη καί δεν ακούστηκε καθόλου. Ό μάγειρος στάθηκε κάπου μισή ώρα άμίλητος καί κυττούσε πέρα τον ορίζοντα. 3Ή ήταν άπίστευτα τολμηρός άνθρωπος ή δεν μπο ρούσε νά ύποπτευθή πόσο επικίνδυνη ήταν εκείνη ή τρικυμία. Τό σίγουρο είναι πώς δεν σκοτίστηκε καθό λου καί όχι μόνο αυτό, παρά στά χείλια του άνθισε ένα διαβολικό χαμόγελο. Γιά μιά στιγμή άνέβηκε στή σκάλα τού καταρτιού καί παρατήρησε άπό ψηλά μ3 επιμονή σέ κάποιο σημεΐο. 'Ύστερα τά μάτια του άστραψαν. Κατέβηκε πάλι στο κατάστρωμα καί πήγε πάλι στήν κουζίνα του. 24 Φεβρουάριου μέ 9 Μαρτίου, ή κατάστασι σχε δόν καθόλου δέν μεταβλήθηκε. Ό ουρανός ήταν πάντοτε σκεπασμένος μέ ολόμαυ ρη _ομίχλη. -έσπασαν δυνατές μπορες. 41
Μερικές φορές κεραυνοί χτύπησαν πολύ κοντά τους μες στη θάλασσα. Στις εννιά του Μάρτη ό δόκιμος στεκόταν στην πλώρη καί παρατηρούσε τον ουρανό καί τη θάλασσα καί τά κατάρτια του καραβιού πού ή δυναμι του ά νεμου είχε αρχίσει νά τα λυγί'ζη. — Τίπ-οτ’ ακόμα, Ντίκ; ρώτησε ή κυρία Βέλντον. — Τίποτα, κυρία. -—· Κατά τη γνώμη σου, δεν πρέπει νάναι μακρυά πια ή ^παραλία τής Αμερικής; — Όχι, κυρία καί μου φαίνεται παράξενο πού δεν φάνηκε ακόμη. —Κέ όμως, πάντα τό πλοΐο μας δεν ακολουθεί σωστό δρόμο; — Πάντα, κυρία, από τη μέρα πού σηκώθηκε ό βορειοανατολικός άνεμος. "Εχουν περάσει είκοσιεπτά μέρες... — Μά πόσο μακρυά είμαστε τότε; — Τεσσερισήμισυ χιλιάδες μίλια περίπου. Είναι τό μόνο πού είναι βέβαιο, έπειδή τό είχε σημειωμένο ό πλοίαρχος Χόλ. — Καί μέ τί ταχύτητα έτρεχε τό καράβι; — Μέ εκατόν ογδόντα μίλια τό εικοσιτετράωρο, περίπου. Γι* αυτό είναι περίεργο πού δεν συναντήσα με στεριά ακόμα καί περισσότερο πού δεν διασταυ ρωθήκαμε μέ κανένα ύπερωκεάνειο. — Μήπως δέν ύπελόγισες σωστά την πορεία μας; — Μην άμφιβάλλετε, κυρία, πώς την έχω υπολο γίσει μέ τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Θά ρίξω με κι’ αυτή τή στιγμή τό δρομόμετρο καί θά διαπιστώ σετε πώς πηγαίνομε μέ δέκα μίλια τήν ώρα, γιατί ή ταχύτητά μας έχει αύξηθή. Ό δόκιμος φώναξε τόν γέρο - Τόμ καί τού είπε νά ρίξη τό δρομόμετρο, δουλειά πού είχε μάθει νά τήν κάνη πολύ καλά. Τό έφεραν ^δεμένο γερά σέ μιά πετονιά καί τό πέταξαν στή θάλασσα. Θά είχαν ξετυλίξει* καμμιά εικοσαριά μέτρα, όταν ή πετονιά χαλάρωσε στά χέρια τού νέγρου. — Κύριε Ντίκ!, φώναξε έντρομος. — Τί τρέχει; ^ — Ή πετονιά κόπηκε! — Κόπηκε!, ψέλλισε ό Ντίκ απελπισμένος. Αυτό Θά ττή πώς χάσαμε τό δρομόμετρό μας.
42
Ό γέρο - Τόμ ανέβασε γρήγορα - γρήγορα τήν πετονιά καί φάνηκε ή κομμένη άκρη της. Κι* όμως ήταν ολοκαίνουργια. Ό Ντίκ Σάνδ τό έξέτασε καί βρήκε ότι πραγματι κά το σημείο πού έσπασε ήταν πολύ ξέφτισμένη. Πώς όμως είχε συμβή αυτό; Ό νεαρός πλοίαρχος άρχισε νά υποπτεύεται πώς κάτι παράξενο συνέβαινε. Λεν είπε τίποτα. Κι* αν δεν μπορούσαν νά λογαριάσουν μέ απόλυτη ακρίβεια την ταχύτητά τους, μπορούσαν νά την υπο λογίσουν μέσες - άκρες άπό τό αυλάκι πού άφηνε πί σω του τό «ίΠίλγκριμ». Τό κυριώτερο ήταν ν* ακολου θούν τη σωστή κατεύθυνσι κι* αυτό γινόταν μέ τήν πυξίδα τους... “Όσο γιά τό ταξίδΐι τους γινόταν ολοένα πιο γρή γορο, γιατί ό άνεμος φυσούσε κι5 έκεΤνος όλο καί πιο μανιασμένα. Τήν άλλη μέρα τό πρωΐ, τό βαρόμετρο εΐχε πέσει στά 716 χιλιοστά. Αυτό σήμαινε πώς ή ταχύτητα τού άνεμου θά ξεπερνούσε τά έξήντα μίλια τήν ώρα. Ό Ντίκ Σάνδ Αποφάσισε ν' άφαιρέση τό άλμπου ρο τού παπαφίγκου καί νά μαζέψη τά πανιά, Αφήνον τας μόνο έκεΐνο τού κόντρα - φλόκου καί τής γάμπιας. Ό χειρισμός δεν έγινε τόσο γρήγορα όσο ήταν απαραίτητο καί στο μεταξύ ή θύελλα αγρίευε. 01 νέγροι κι5 ό Ντίκ Ανέβηκαν στά κατάρτια ενώ ό Τόμ στεκόταν στό τιμόνι. Ό Ηρακλής έμεινε στό κατάστρωμα, γιά νά λασκάοη τά σχοινιά όταν τού έλεγαν. Εκατό φορές κινδυνέυσαν νά πέσουν στή θάλασ σα αλλά τελικά κατάφεραν νά κατεβάσουν τό άλμπου ρο τού παπαφίγκου, χωρίς κανένα Ατύχημα. Παρ' όλο πού τό «Πίλγκριμ» Απόμεινε^ μονάχα μέ τον κόντρα - φλόκο καί τό μισό πανί τής γάμπιας, έξακολουθούσε Ακόμα νά τρέχη τρελλά. Στις 12 τού Μάρτη, ό καιρός άλλαξε ξανά πρός τό χειρότερο. Σίγουρα θάχαν σέ λίγο νά παλαίψουν μέ Αληθινή λαίλαπα καί γι' αυτό δέν ήταν σωστό νά όπάρχουν ούτε κι* αύτά τά πανιά. Ό Ντίκ διέταξε νά κατεβάσουν τό πανί τής γάμ πιας, Αλλά δέν τό κατάφεραν.
Τή στιγμή εκείνη μια τρομακτική σέ δύναμι πνοή του άνεμου το ξέσκισε. Ή άντε να έπεσε καί τραυμάτισε τον ’Ωστιν, πολύ ελαφριά ευτυχώς. Ό Ντίκ Σάνδ στενοχωριόταν τώρα σέ μια μονάχα σκέψι: "Ετσι δπως έτρεχε σαν τρελλό τό καράβι τους, μπορούσε νά πέση επάνω στή στεριά πού έπρεπε νά πλησιάζουν. Γύρισε στήν πλώρη γιά νάχη τό νου του. Αίγα λεπτά πιο ύστερα φάνηκε στο κατάστρωμα ό Νεγκορό. "Αξαφνα — κΓ άθελα του — άνασήκωσε τό χέρι, σάν νάδειχνε κάποια στεριά άνάμεσα στή Θαμπή κο σμοχαλασιά. Γέλασε μοχθηρά καί χωρίς ν’ άναφέρη τίποτα σέ κανέναν γι’ αυτό πού είδε, ξαναγύρισε στή θέσι του. ΣΤΕΡΙΑ
Η
ΘΥΕΛΛΑ πήρε τότε τήν πιο τρομερή
μορφής της. Ό άνεμος ερχόταν άπό νοτιοδυτικά μ’ ενενήντα μι λιά τήν ώρα! ^Ηταν μιά πραγματική καταιγίδα, άπό κείνες πού ρίχνουν τά καράβια στή στεριά, χωρίς μεγάλη δυσκο λία.^ Τό «Πίλγκριμ» έτρεχε χωρίς καθόλου πανιά πιά, ό άνεμος όμως πού χτυπούσε πάνω στο σκαρί καί στά ξάρτια του, έφτανε γιά νά τού δίνει πολύ μεγά λη ταχύτητα. Ό Ντίκ Σάνδ δέν άφηνε στιγμή τό τιμόνι. Δεν κοιμόταν πιά καθόλου καί ή κυρία Βέλντον, πού φοβόταν μήπως άρρωσταινε, τον ίκέτευσε νά άναπαύεται καί λίγο καί στο τέλος τον κατάφερε. Τό ακόλουθο περιστατικό, συνέβη ακριβώς τήν ώ ρα πού 6 νεαρός πλοίαρχος κοιμόταν, τή νύχτα δη λαδή τής 13ης προς 14 τού Μάρτη: Ό Τόμ κι3 ό Μττάρτ βρίσκονταν στή πρύμνη, όταν τούς πλησίασε ό Νεγκορό, πού σπανιώτατα, όπως ξέρομε, τον έβλεπε τό κατάστρωμα. Σέ μιά στιγμή καί σ’ ένα φοβερό τράνταγμα τού πλοίου, ό μάγειρος φάνηκε πώς θά κατρακυλούσε στη
θάλασσα, αν δεν προλάβαινε ν’ άρπαχτή άπό τή θή κη τής πυξίδας. Ό Τομ έβγαλε μια κραυγή, φοβούμενος πώς ή πυ ξίδα Θά ξεκολλούσε μαζί με τον Νεγκορό. Ό Ντϊκ Σάνδ ετρειξε στην πρύμνη άνήσυχος. Ό Νεγκορό είχε σηκωθή σ’ αυτό τό μεταξύ άλλα είχε άψαιρέσει πίσω άπό την πυξίδα τό σίδερο πού είχε βάλει πέρα καί τό είχε πετάξει κιόλας στη θά λασσα, πριν ό νεαρός δόκιμος προλάβη νά άντιληφθή τό παραμικρό. "Άραγε ήθελε τώρα πια νά πάρη την κανονική της διεύθυνσι ό μαγνητικός δείκτης; Ασφαλώς ναι. Ό νοτιοδυτικός άνεμος ευνοούσε τά σχέδιά του... — Τί· συμβαίνει; ρώτησε ό Ντϊκ Σάνδ. Ό γέρο - Τόμ φώναξε θυμωμένος: — Αυτός ό μάγερας τής συμφοράς, έπεσε πάνω στην πυξίδα! Ό δόκιμος έσκυψε άνήσυχος κι* εξέτασε τό πολύ τιμο όργανο, διαπίστωσε όμως πώς δεν είχε πάθει τίποτα. Μ’ όλο πού δεν μπορούσε ν3 άποδώση δόλο οπόν Νεγκορό γι’ αυτό πού είχε συμβή, ρώτησε αυστηρά, παραξενεμένος πού τον έβλεπε πάνω στη γέφυρα μιά τέτοια ώρα: — Τί θέλεις εδώ; -— Έδώ μ’ αρέσει νά κάθωμαι!, άποκρίθηκε αναι δέστατα εκείνος. — Γιά έπανέλαβέ το!, φώναξε ό Ντϊκ Σάνδ κοκ κινίζοντας άπό θυμό. — Λέω, πώς δεν υπάρχει κανείς κανονισμός πού νά μ’ απαγορεύει νά κάνω τη βόλτα μου πάνω στο πλοίο! — Λοιπόν αυτόν τον κανονισμό τον ορίζω εγώ άπό δώ καί πέρα!, δήλωσε ψυχρά ό Ντϊκ Σάνδ. Σου άπαγορεύω νά ξαναπατήσης τό πόδι σου στην πρύμνη! — Σοβαρώς; έκανε ειρωνικά ό Νεγκορό. Καί μ’ όλο πού ήταν τόσο ψυχρός κι3 άπαθής συ νήθως, έκανε μιά χειρονομία γεμάτη απειλή έναντίον του δοκίμου. Δεν πρόφτασε όμως νά κάνη ούτ’ ένα βήμα. Ό Ντίκ Σάνδ τράβηξε ξαφνικά ένα πιστόλι άπό Την τσέπη του καί τόν καθήλωσε,
“ Μάθε, Νεγκορό, είπε μέ μόλις συγκρατημένη όργή, πώς την πρώτη φορά που θά ξαναψερθής όπως φέρθηκες αυτή τη στιγμή ή πού^ θά τολμήσης νά πσρακουσης διαταγή μου, θά σου σπάσω τό κρανίο! Αυτό θά τό κάνω, γιατί είμαι υποχρεωμένος νά υπε ρασπίσω ώρισμένους ανθρώπους πού ταξιδεύουν μέ τό «Πίλγκριμ»... Ό Ηρακλής εμφανίσθηκε κοντά τους πάνω στήν ώρα. — Καπετάνιο, μούγγρισε, μήπως προτιμάτε νά ρίξω^αύτό τό μούτρο γιά μεζέ ατά ψάρια; Ελπίζω τουλάχιστον νά μή τά δηλητηριάσουμε! — "Όχι ακόμα, απάντησε ό Ντίκ Σάνδ. /Ο Νεγκορό^ έφυγε μουρμουρίζοντας λυσσασμένος μέσ’ απ* τά δόντια του: λ — Νά ξερής, βρωμερέ άράπη, πώς αυτό θά μου τό πληρώσης ακριβά! ^Ωστόσο ό άνεμος είχε κάνει στροφή 45 μοιρών ■κι* ό δόκιμος παραξενευόταν γιατί πουθενά στή θά λασσα δέν φαινόταν ^αύτή ή αλλαγή. Τό πλοίο διατηρούσε τήν ίδια πάντα πορεία κι5 όμως ή θάλασσα αντί νάρχεται άπό πίσω τους, τούς χτυπούσε στο αριστερό πλευρό. Αυτό τού έφερε μιά σκέψι: «Μήπως τό σπάσιμο τής πρώτης πυξίδας, είχε καμμιά σχέσι μέ τό πέσιμο τού Πορτογάλου πάνω στή δεύτερη; Καί αν ναί, τί ήταν δυνατόν νά έπιδιώκη ό σκοτεινός αυτός άνθρωπος; Μήπως υπήρχε λό γος πού δέν θά τού άρεσε νά βγή στήν αμερικανική παραλία;» Αέν μπορούσε νά τό ξερή. Συζητώντας τό θέμα μυστικά μέ τήν κυρία Βέλντον, διαπίστωσε πώς ούτε κι* έκείνη δέν ήταν σέ θέσι νά βρή μιά βάσιμη δικαιολογία, γιά ένα τέτοιο τρομερό έγκλημα τού Νεγκόρό. 'Αποφιάσισαν μόνο νά τον επιτηρούν στενά καί γιά πιο μεγάλη ασφάλεια έβαλαν τον Δίγκο στήν πρύμνη φρουρό. Καί ή τρικυμία συνεχώς δυνάμωνε. Ανάμεσα 14 καί 16 τού Μάρτη, δέν βρήκαν ούτε μιά στιγμή γαλήνης γιά νά άπλώσουν κανένα πανί·. Τό «Πίλγκρι μ» εξακολουθούσε νά ταξιδεύη μέ α συνήθιστη ταχύτητα καί παρ’ ρλ’ αυτά στεριά δέν φαινόταν πουθενά.
Ό Ντίκ Σάνδ δεν μπορούσε να υπόθεση πια τί ποτα. Κόντευε νά τρελλαθή. ^Ηταν^ ποτέ δυνατό νά είχε κάνει τόσο μεγάλο λάθος στους υπολογισμούς του, ώστε νά μ ή βρίσκη την παραλία τής Αμερικής, πού άπλώνεται ατέλειωτη σάν φράχτης άνάμεσα σέ δυο ωκεανούς; Μήπως εΐχε καταποντισθή σάν τη μυ θική Άτλαντίδα; Κι' αυτό ακόμα πέρασε από τό μυαλό του. "Οση ώρα δεν βρισκόταν στο τιμόνι, ήταν συνε χώς μέ τον χάρτη στά χέρια και τον ρωτούσε απε γνωσμένα, νά τού λύση τό τρομερό αυτό αίνιγμα. Στις 21 τού Μάρτη ωστόσο, κατά τις οκτώ τό πρωί, ό Ηρακλής που έκανε βάρδια στην πλώρη, ξεφώνισε μ' όλη του τη δύναμι: — Στεριά! Στεριά! Ό δόκιμος έτρεξε κοντά του μέ λαχτάρα. — Έκεΐ!, τούδειξε μέ^τό χέρι ό γίγαντας. Ό βόγγος τ' ουρανού καί τής θάλασσας, μόλις τον άφηναν ν' άκούη τά λόγια του. — Είδες στεριά; ρώτησε. — Μά ναι! είπε ό γίγαντας έκπληκτος καί έδειξε πάλι. Ό Ντίκ Σάνδ κυττούσε άπό την αρχή, μόνο δεν μπορούσε νά διακρίνη τίποτα. Τάχα ό Ηρακλής δεν έδειχνε καλά σέ ποιο ακρι βώς σημείο υπήρχε ή στεριά ή απλώς τά μάτια του έβλεπαν μακρύτερα άπό τού δοκίμου; Τό σίγουρο είναι πώς λίγο άργότερα καί ένώ εΐχε τρέξει καί ή κυρία Βέλντον κοντά τους, ό Ντίκ Σάνδ είπε συγκινημένος: — ιΝαί! Ναί! Είναι μιά στεριά! Επιτέλους! Κάτι σάν κορυφογραμμή είχε φανή άνάμεσα στά σύννεφα. Ό δόκιμος γύρισε στο τιμόνι. ^ "Εβλεπαν επί τέλους τη στεριά πού τόσο εΐχαν λαχταρήσει κι' όμως ή^ θέα της τον τρόμαζε^ γιατί ήξερε πώς μέ τήν κατεύθυνσι πού φυσούσε ό άνεμος, τό ναυάγιο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο. Πέρασαν δυο ώρες ακόμα. Χωρίς πανιά τό «Πίλγκριμ» τραβούσε καταπάνω στο άκρωτήρι, πού τώρα είχε ύψωθή απειλητικό α κριβώς έμπρός τους. Πέρασαν κι' άλλες τρεις ώρες. Τό άκρωτήρι ήρθε κάπως πρός τ’ άριστερά τους
άλλα ή χώρα πού θ5 άπλωνόταν πίσω του, δεν είχε ακόμα φανερωθή. ;Κι’ όμως ο ουρανός είχε κάπως καθαρίσει και μια απέραντη χώρα σάν την Αμερική μέ τις τρομερές οροσειρές της, θαπτρεπε νά διακρίνεται από σαράντα χιλιόμετρα μακρυά. Κύτταξε^ καί μέ το κανοκυάλι γύρω - γύρω άλλα πάλι, δεν είδε τίποτα. Το μεσημέρι κατά τις δύο, κάθε ίχνος στεριάς είχε χαθή πίσω τους. Και μπροστά όμως, δέν φαινόταν άλλο άπό τον έρημο ορίζοντα. Ό Ντίκ Σάνδ έτρεξε^ κάτω στην καμπίνα όπου έ μενε ή κυρία Βέλντον μέ τον μικρό Τζάκ και βρισκό ταν κι3 ό έξάδελφος Βενέδικτος εκείνη την ώρα. —^Ηταν ένα νησί! φώναξε καθώς έμπαινε. — Μησί;^ Μά^ ποιο; — Θά μας τό πή ό χάρτης, κυρία. "Εφερε ^τόν χάρτη ^άπό την καμπίνα του τρέχον τος, τον άνοιξε και είπε σέ λίγο: λ—Ιδού: Ή στεριά πού είδαμε δέν είναι δυνατόν νάναι τίποΤ άλλο άπό τούτη τη μικρή τελίτσα εδώ. Τό Νησί τού Πάσχα — μες στή μέση του Ειρηνικού. , — Καί πόσο άπέχει άπό τήν Αμερικανική παραλία; — ιΚ-οντά δυο χιλιάδες μίλια. — Δηλαδή σχεδόν δέν προχωρήσαμε άπό τή θέσι πού ξεκινήσαμε, μ’ όλο αυτό τό ταξίδι; ρώτησε ή κυρία Βέλντον γουρλώνοντας τά μάτια. — Τί νά σάς πώ, κυρία!, μουρμούρισε ό δόκιμος τρίβοντας^ τό μέτωπό του άμήχανα. Όμαλογώ πώς δέν μπορώ νά δώσω καμμιά έξήγησι σ’ αυτή τήν άπίστευτη καθυστέρησι. Καμμιά έκτος άπό μία — πώς μπορεί ή πυξίδα νά μέ κοροΐδευε! Αυτό όμως δέν γί νεται. Ή μαγνητική βελόνη δείχνη πάντα τον βορρά κι5 εμείς ταξιδέψαμε μέ τον άνεμο στην πρύμνη, προς τά βορειοανατολικά. Ωστόσο τώρα πιά τό πλοίο μας δέν είναι χαμένο μές στήν_άπεραντωσύνη του ωκεα νού. Βρήκαμε ένα σημάδι, -έρουμε πώς βρισκόμαστε κοντά στή νήσο Πάσχα, δυο χιλιάδες μίλια μακρυά άπό τή στεριά. "■Ετσι οί ελπίδες τού Ντίκ Σάνδ, μεταδόθηκαν καί σ’ αυτούς πού άκουσοτν τά λόγια του. Ή κυρία Βέλντον τον πίστεψε.
48
'Ο μανιασμένος αέρας έσερνε τό «Πίλγκριμ».
Στις 27 τοΟ Μάρτη τό βαρόμετρο άρχισε ν’ άνεβαίνη. Αίγες γραμμές μόνο άλλα φαινόταν πώς ή βελτίωσι του καιρού θά συνεχιζόταν. Πραγματικά ό αέρας έπεσε τή νύχτα. ^ Στις 29 καλωσύνεψε ακόμα πιο πολύ. Ό αέρας έπεσε κι5 άλλο. Ό Ντίκ Σάνδ έβαλε τούς νέγρους ν’ ανεβάσουν ένα πανί καί ν' αντικαταστήσουν και τό κατακουρελιασμένο τής γάμπιας. Γιά μερικές μέρες ακόμα ό καιρός σημείωσε πα ράξενες αλλαγές, πού έβαλαν τον νεαρό δόκιμο σέ καινούργιες ανησυχίες. Ό άνεμος άρχισε νά φοσάη καί πάλι ορμητικός καί τό βαρόμετρο νά ξαναπέφτη. ^Εφτασε έτσι ή 5η του Απρίλη. Είχαν περάσει παραπάνω από δυό μήνες, απ’ τή μέρα πού άφησαν τή Νέα Ζηλανδία. Μήπως λοιπόν ή στεριά τής Αμερικής έφευγε κι’ Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗ Σ
ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
4
έκείνη εμπρός τους, σπρωγμένη άπό τ&ν άνεμο; * Η ταν ανεξήγητο. Ό δόκιμος ανέβαινε κι* ό ίδιος πολλές ^φορές στο κατάρτι, άπό τη λαχτάρα του καί κυττοΰσε μέ τό κυάλι άλλα δεν φαινόταν τίποτα. Ό Τόμ κι" οί φίλοι του γελάστηκαν αρκετές φο ρές, πιστεύοντας πώς είχαν διακρίνει ^ ξηρά. *Ηταν κάτι παράξενα άπό μ ακρα σύννεφα μονάχα, που τους ξεγελούσαν. Στις δεκάξη τού Απρίλη όμως, δεν χωρούσε πια καμμιά άμφιβολία: Πρωί-πρωί ό Ντίκ Σάνδ ανέβηκε στη σκοπιά. Έκείνη^ την ώρα οί πρώτες ηλιαχτίδες σκόρπιζαν την κουρτίνα τής όμίχλης. "Απ’ τού δεκσπεντάχρονου πλοίαρχου τό στόμα ξέφυγε ή πολυπόθητη εϊδησι, μές στο ξέσπασμα μιας κραυγής: — Στεριά! Στεριά εμπρός!
*' *ΜΛ'. '
ΣΧΕΔΙΑ 0 /\0! έτρεξαν μέ λαχτάρα πάνω στο κα
τάστρωμα, έκτος άπό τον Νεγκορό. Στα άνατολικά τους καί σέ μια άπόστασι περί που τεσσάρων μιλιών, διακρινόταν μιά χαμηλή πα ραλία, πού εκτεινόταν ώς εκεί πού έπαιρνε τό μάτι. Τό «Πίλγκριμ» έπλεε ολοταχώς προς τό μέρος της. "Οταν ζύγωσαν άκόμα περισσότερο, εΐδαν^ένα ψη λό άκρωτήρι πού σχημάτιζε πίσω του κάτι σαν όρμο. Υπήρχε άρκετή βλάστησις. Έκτος απ' αυτά τίποτ^άλλο. Κανένα σπίτι, κα νένα λιμάνι, καμμιά εκβολή ποταμούς Τό καράβι έξακολουθούσε πάντα νά τρέχη ^μέ με γάλη ταχύτητα καί ό Ντίκ Σάνδ δέν μπορούσε νά κάνη τίποτα γιά νά τό σταματήση. ^ Μπρος τους ολόκληρη ή περιοχή ήταν φραγμένη άπό άμέτρητές ξέρες κι" ή θάλασσα έσπαγε πάνω τους άφρίζοντας. Ό δόκιμος πήρε τό τιμόνι. Ή όρμή τού ανέμου εξακολουθούσε νά δυναμώνη. Τό «Πίλγκριμ» βρέθηκε γρήγορα μόνο ένα μίλι άπόστασι άπό τήν παραλία. Φαινόταν αδύνατο νά περάση όλες εκείνες τις ξέ ρες, πού τό πηγαινέλα των κυμάτων ίκανε τό νερό
νά φαίνεται σαν ν&δειαζε τελείως. Ξαφνικά ό Δίγκος που πηγαινοερχόταν στο κα τάστρωμα, όρμησε προς την κουπαστή και άρχισε νά γαυγίζη περίλυπα. ^ Ό Νεγκορο άσφαλώς τον ακούσε, γιατί, μ* δλο που φοβόταν εξαιρετικά τό σκυλί, δεν μπόρεσε νά μή βγή κι* έκεΐνος στο κατάστρωμα. Γιά καλή του τύχη ό Δίγκος, άπασχολημένος μέ τό νά κυττάζη εκείνη τη στεριά, δεν τον πρόσεξε. Τό πρόσωπο του Πορτογάλου είχε πάρει μ ιά τρο μερή εκφρασι, κυττούσε ^ όμως χωρίς κοονέναν <γό&ο τον λαβύρινθο που σχημάτιζαν μπρος τους οι ξερες. Γνώριζε μήπως τό σημείο αυτό τής άκτής, όπου ό άνεμος είχε^ φέρει τό «Πίλγκριμ»; Ό Ντιικ Σάνδ είπε στήν κυρία Βέλντον που ώς συνήθως βρισκόταν κοντά του:
"Αξαφνα ένα πελώριο κύμα ήρθε και σήκωσε τό πλοΐο και τό πέταξε στήν ακτή. Τά κατάρτια έσπασαν και κατρακύλησαν μέ πά ταγο πάνω στο κατάστρωμα. Σέ δέκα λεπτά οι τα ξιδιώτες του μπρικιού πατούσαν πάνω στήν άγνω στη έκείνη παραλία. Τάχα σέ ποιο σημείο τής Αμερικανικής ηπείρου νάχαν ναυαγήσει; Κανείς δέν ήξερε. "Ισως καί κοντά στο Περού, όπως πίστευε ό δό κιμος. *Ηταν μιά άκρογιαλιά στενή μέ βράχια ολόμαυ ρα, που τήν έκλεινε ένας απότομος γκρεμός, γεμά τος σπηλιές. Στήν κορυφή αυτού τού γκρεμού, μπο ρούσαν νά διακρίνουν ένα πυκνό δάσος, που φαίνε ται πώς συνεχιζόταν ώς τ* άντίπερα βουνά. Στον αέρα πετούσαν διάφορα είδη πουλιών. Χελι δόνια ντυμένα στά μαύρα πούπουλα και μ* ατσαλέ νιες ανταύγειες στήν κορφή τού κεφαλιού τους κι* άλλα που είχαν ένα ωραιότατο καστανόξανθο χρώ μα, καθώς και γκρίζες πέρδικες. Ό Ντικ Σάνδ κΓ ή κυρία Βέλντον παρατήρησαν πώς αυτά τά πουλιά δεν ήταν άγρια καί σ’ άφηναν χωρίς φόβο νά τά πλησιάζηο Τόσο έρημη λοιπόν ήταν έκείνη ή παραλία, πού δέν είχε άκουστή ποτέ καμμιά ντουφεκιά, γιά νά μάθουν νά φοβώνται τούς ανθρώπους;
51
Πάνω στα βράχια κοντά στη θάλασσα, περπατού σαν μερικοί πελεκάνοι·. Ένας γλάρος ήρθε άπ3 τ3 ανοιχτά κι3 άρχισε νά φτερουγάη πάνω άπό τά συντρίμμια του «Π ίλγ κρι μ». Αυτά ήταν δλα τά ζωντανά πλάσματα πού υπήρ χαν σ' έκεΐνο τό μέρος και έπϊ πλέον ένα σωρό σπά νια έντομα, πού είχε την τύχη ν' άνακαλύψη ό έξάδελφος Βενέδικτος. "Οσο κι3 άν κυττουσαν ολόγυρα, δεν μπόρεσαν νά διακρίνουν καμμιά καλύβα ή άλλης λογής κατοικία, κανέναν καπνό ν3 άνεβαίνη στον ουρανό. Ό Ντικ Σάνδ τάβλεπε δλ3 αύτά^ παραξενεμένος. — Που βρισκόμαστε άραγε; ψιθύρισε. Γύρω τους πηγαινοερχόταν μονάχα ό Δίγκος, μέ — Δεν έχω πιά ελπίδες πώς θά βρούμε κανένα μέρος ν3 αράξουμε. Τίποτα δεν μπορεί νά σώση το καράβι. Σέ λιγότερο άπό μισή ώρα, θάχη διαλυθη πάνω στις ξέρες... Ανάμεσα στη σωτηρία τη δική του ή τή δική σας, είμαι υποχρεωμένος νά διαλέξω τό δεύτερο. — Έκανες δ,τι ήταν δυνατόν νά γίνη, Ντίκ; — "Ετσι πιστεύω, κυρία. Και άρχισε αμέσως νά έτοιμάζη τά πάντα γιά την προσάραξι, μέ τή βοήθεια των φίλων του. Ό Τόμ και οι σύντροφοί του βρίσκονταν κάθε στι γμή κοντά τουΌ Ντικ Σάνδ διέταξε ξαφνικά μέ δυνατή φωνή: — Χύστε τό λάδι, στή θάλασσα! Οί νέγροι έξετέλεσαν άμέσως^τή διαταγή. "Ολα τά βαρέλια του λαδιού πού υπήρχαν στο σκάφος ρίχτηκαν στή θάλασσα, πού αμέσως γαλή νεψε ανάμεσα στις ξέρες. Τό «ιΠίλγικριμ» άρχ'ΐσε νά περνάη άνάμεσά τους, πηγαίνοντας προς τήν παραλία. τή μουσούδα στή γή κι3 ένα υπόκωφο γρύλισμα έ βγαινε συνεχώς δοτό τό λαρύγγι του. — Ντίκ, πρόσεξες τον Δίγκο; ρώτησε σέ μιά στι γμή ή κυρία Βέλντον. — Ναί] είναι πολύ παράξενος, είπε ό δόκιμος. Ή γυναίκα ξανάπε: — Που νάναι ό Νεγκορό; — Πηγαινοέρχεται κι3 αυτός σάν τον Δίγκο, άποκρίθηκε ό Ντικ Σάνδ. Ωστόσο έδώ πέρα φφ
έλεύθερος νά κάνη δ,τι του αρέσει. Δεν έχω Ιτιά δι καίωμα νά του δίνω διαταγές. Πραγματικά ό Νεγκορό έξέταζε μέ πολύ μεγάλη προσοχή την παραλία κι* εκείνον τον γκρεμό. Λες και πάλευε νά θυμηθή εκείνο το μέρος. Γνώριζε τό τε πού βρίσκονταν; Τό πιθανότερο ήταν ότι θ’ άρνιόταν ν’ άπαντήση σέ μιά τέτοια έρώτησι. Ό Ντίκ σκέφθηκε πώς τό καλύτερο θάταν νά μη του δώσουν σημασία. Τον άφησε νά φύγη χωρίς νά τού πή τίποτα. Ό Νεγκορό βάδισε προς την κατεύθυνσι ενός μι κρού ποταμού πού διακρινόταν πέρα. Σέ λίγο έξαφανίσθηκε ανάμεσα στά βράχια. Ό Δίγκος γαύγισε γιά μιά στιγμή θυμωμένα κι5 ύστερα δεν ξανακούστηκε. Έπρεπε τώρα πιά νά βροΰν ένα πρόχειρο κατα φύγιο γιά ν* άναπαυθούν και νά αποφασίσουν τί θάπρεπε νά κάνουν από δώ κι5 εμπρός. Τρόφιμα υπήρχαν αρκετά. Χωρίς νά σκεφθούν τί θά μπορούσε νά τούς προσφέρη έκεΐνος ό τόπος, 5λα τά κασόνια- τού «Πίλγκριμ» ήταν στή διάθεσί τους. Τά νερά δεν είχαν προλάβει νά τά καταστρέφουν άκόμα. Ό Τόμ^καί οί άλλοι τέσσερις νέγροι, περιμάζεψαν πολλά χρήσιμα πράγματα — μπαούλα μέ γαλέτες, άλλα τρόφιμα καί έφεραν καί γλυκό νερό από τό ποτάμι. Ό γιικρός Τζάκ^ ανακάλυψε μιά ευρύχωρη σπηλιά καί χώθηκαν όλοι έκεΐ μέσα. ^Υστερα από δέκα λεπτά ξανάρθε ό Νεγκορό καί πάντοτε αμίλητος γευμάτισε μαζί τους. ^Ηταν μία τό μεσημέρι. Ό Δίγκος αγρυπνούσε στήν είσοδο τής σπηλιάς καί όλοι ένοιωθαν ασφαλισμένοι, μέ τή βεβαιότητα πώς τό υπέροχο ζώο θά τους ειδοποιούσε αμέσως μόλις αντιλαμβανόταν τίποτα παράξενο. Ή κυρία Βέλντον πήρε στά χέρια της τον μικρό Τζάκ καί είπε: — Ντίκ Σάνδ, καλέ μου φίλε, σ’ ευχαριστώ έκ μέρους όλων γιά τήν άφοσίωσι πού έδειξες ώς τώρα. Δεν είσαι όμως ακόμα έλεύθερος. Καί στή στεριά εδώ θάσαι ό οδηγός μας, όπως καί στή θάλασσα ήρρυν ό καπετάνιος μας. Σου έχομε δλόι άπόλυτη
ί
■**
ι
*
έμτπστοσύνη. Πές τί πρέπει νά κάνωμε. Όλοι τον κυττούσαν ατά μάτια περί μένοντας την άπάντησί του. Ακόμα κι* ό Νεγκορό, ποθητόν παρατηρούσε μ* ένα άλλόκοτο βλέμμα και παράξενη επίμονη. — 'Κυρία, είπε ό δόκιμος ύστερα άπό μικρή σκέψι, αυτό που μάς ενδιαφέρει πρώτα-πρώτα, είναι νά μάθωμε σε ποιο μέρος μάς έρριξε ή τύχη. Βρισκό μαστε τάχα σέ καμμία πάμπα του Περού; Αυτό μέ κάνει νά^ πιστεύω ή έρημιά ολόγυρά μας. *Αλλ* άν είναι αλήθεια αυτό, μπορεί νά είμαστε μακρυά άπό κάθε κατοικημένη περιοχή. — Και σ* αυτή τήν περίπτωση τί νομίζεις πώς πρέπει· νά γίνη; — Πιστεύω πώς δέν πρέπει νά έγκαταλείψωμε αυ τό τό καταφύγιο, πριν βεβαιωθούμε γιά τό μέρος που βρισκόμαστε. Κι* έπειδή ή κυρία Βέλντον τον παρατήρησε άπορημένη, ξανάπε: — Αύριο μπορούν νά φύγουν δυο άπό μάς γιά μιά έξερεύνησι. "Ισως συναντήσωμε κανέναν ιθαγε νής, νά μάς δωση^ τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε. Δεν είναι δυνατό να μ ή βρεθή άνθρωπος σέ ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων. — Να χωριστούμε! είπε ανήσυχα ή κυρία Βέλντον. — Έχω τή γνώμη πώς είναι, άπαραίτητο, άπάντησε ό Ντίκ Σάνδ. ’Άν δέν μπορέσωμε νά μάθωμε τίποτα κι* ή χώρα είναι πραγματικά έρημη, πράγμα απίθανο, τότε θά κυττάξωμε νά βρούμε άλλον τρόπο γιά νά βγούμε άπ* τή δύσκολη θέσι που βρισκό μαστε. — Και ποιοι θά πάνε γι* αυτή τήν^ έξερεύνησι; — θά δούμε... Όπωσδήποτε όμως, σείς και ό γιός σας, ό έξάδελφος Βενέδικτος και ή Νέν, δέν πρέπει νά άφήσετε καθόλου τή σπηλιά. Οί υπόλοιποι φίλοι μας θά μείνουν έπίσης γιά νά σάς προσέχουν καί ένας μόνον — μάλλον ο Τόμ *— θάρθη μαζί μου. Δέν χρειάζονται περισσότεροι. Πιστεύω πώς ό Νεγκορό θά θέλη νά μείνη έδώ. — Πιθανόν, απάντησε ό Πορτογάλος.^ — Και τό πολύ - πολύ νά πάρωμε και τόν Δίγκο στήν περιοδεία μας. Ό σκύλος άκούγόντας τ* όνομά του φανερώθηκε στο έμπα τής σπηλιάς και γαύγιρε έπιδρκι μαστικά.
Μ* όλες τις αμφιβολίες της γιά^τό αν έπρεπε νά χωρίσουν, ή κυρία Βέλντον αναγκάστηκε στο τέλος νά παραδεχθή πώς ό Ντίκ είχε δίκιο και τά πρά γματα ήταν καλύτερο νά γίνουν έτσι. Ό δόκιμος ρώτησε: __ — Κι" έσεΐς, έξάδελφε Βενέδικτε, τι γνώμη έχετε γιά το σχέδιό μου; — Δεν έχω γνώμη. Τά βρίσκω σωστά δλα και θά κάνω, ό,τι μου πήτε.^ Θέτε νά μείνωμε έδώ πέρα καμμιά-δυό μέρες; ΚΤ εγώ το θέλω.· Ή άκτή ετούτη δω, είναι γεμάτη ζουζούνια! — Νά μην άπομακρύνεσθε όμως πολύ, κύριε Βε νέδικτε... — Νάσαι ήσυχος, παιδί μου. — Και προπάντων, είπε χαμογελώντας ό γέρο Ταμ, μη μάς κουβαλήσετε πάρα πολλά κουνούπια! Ό εντομαλόγος^ πήρε σε λίγο τό πολύτιμο κουτί του και βγήκε από τη σπηλιά. Ό Νεγκιορό έφυγε κι* αυτός την ίδια σχεδόν στιγμή. Φαίνεται πώς ήταν αποφασισμένος νά φροντίση μονάχος τον έαυτό του. "Έστριψε πάλι πίσω απ’ τούς βράχους καί χάθηκε προς την κατεύθυνσι ^τοΰ ποταμιού. Ό Τζάκ αποκοιμήθηκε. Ή κυρία Βέλντον τον άφησε στη φροντίδα τής Νέν και κατέβηκε στ’ ακρογιάλι μαζί μέ τον Ντίκ καί τούς^ νέγρους. Είδαν τό κουφάρι τού «Πίλγκριμ» ξεβρασμένο σχε δόν ολόκληρο πάνω στη βραχώδη ακτή. Ή καρδιά τους σφίχτηκε στο θλιβερό θέαμα. Είχαν αγαπήσει τό καράβι τους ύστερα άπό ένα τόσο μακρύ ταξίδι. Κι" ωστόσο ό Ντίκ Σάνδ αίσθάνθηκε πάλι κατάπληξι, ξέροντας πώς στις άμερικανικές παραλίες οί παλίρροιες ήταν πολύ ελαφρές, τόσο πού δε θά μπο ρούσαν νά ξεσκεπάσουν άλόκληρο τό πλοίο. Δεν είπε τίποτα. Στο «ιΠίλγκρι μ» βρήκαν τέσσερα τουφέκια «ρέμινγκτον» σέ πολύ καλή κατάστασι καί καμμιά εκατοστή φυσέκια. Μ’ αυτό τον όπλισμό θάχαν σίγουρα κάποια άσφάλεια παραπάνω, άπό καμμιά έπίθεσι ίνδιάνων ή ληστών, μ5 δλο πού δεν φαινόταν πιθανόν κάτι τέτοιο.
55
ΐκτος άπό τα όπλα καί τά τρόφιμα ττηραν καί τά χρήματα του πλοίου. *Ηταιν πάνω - κάτω πεντακόσια δολλάρια. Ωστόσο τά χρήματα τής κυρίας Βέλντον ήταν πε ρισσότερα αλλά δεν βρέθηκαν. Ποιος τά είχε πάρει; Οι ύποψίες έπεσαν φυσικά στον Νεγκορό κι* δμως ό Ντίκ Σάνδ δεν ήθελε νά βγάλη τέτοιο συμπέραΟ'μα, πριν άνακρίνη τον Πορτογάλο. Ό ήλιος έγερνε στον ορίζοντα. Τό σούρουπο κράτησε πολύ λίγο κι* ύστερα σκο τείνιασε απότομα^, επιβεβαιώνοντας^ τη γνώμη τού δόκιμου, πώς βρίσκονταν σ’ ένα σημείο άνάμεσα στον τροπικό τού Αίγόκερω και στον Ισημερινό. παναγύρισαν γρήγορα στη σπηλιά. Εΐχε γυρίσει σ’ αυτήν κι’ ό έξάδελψος Βενέδικτος, μόνο πού ήταν έξω φρένων. — Είναι κοροϊδία - φώναζε - νά κάνω πέντε μ’ έξη χιλιάδες μίλια, ν’ άντιμετωπίσοα τόν μανιασμένο ώκεανό, νά ναυαγήσω καί νά μη βρω ούτ’ ένα άμερικανικό έξάποδο, πού είναι τό μεγοολύτερο στόλισμα για ένα εντομολογικό μουσείο! Άκοϋς εσύ, σαύρες και σκόρ πιοι καί σαρανταποδαρούσες! Τέτοια έχω μέ τό τσου βάλι! Ό Νεγκορό ωστόσο δέν φάνηκε. — Τί νάγινε; είπε ή κυρία Βέλντον. — Τί μάς ενδιαφέρει κυρία; ρώτησε άνασηκώνοντας τούς ώμους ό Μπάτ. — Θά προτιμούσα νά είναι κοντά μας για νά τόν βλέπω, άποκρίθηκε εκείνη. — Ασφαλώς, πρόσθεσε κι’ ό δόκιμος. Αφού όμως μάς έγκατέλειψε μόνος του, δεν μπορούμε να κάνου με τίποτα, ούτε νά τόν υποχρεώσω με νά γυρίση. — ’Άν ξαναφανή άργότερα, είπε ή κυρία Βέλντον, θά πή πώς πήγε νά κρύψη σε σίγουρο μέρ^ος εκείνα πού έκλεψε. Όπωσδήποτε, αφού δεν μπορούμε νά άποδείξωμε την ένοχή του, ^τό καλύτερο είναι νά τόν άγνοήσωμε καί νά τόν άφήσωμε νά πιστέψη πώς μάς κοροΐδεψε. Αλλά κΤ δταν άκόμα βγήκαν καί τόν φώναξαν μέ σα στη νύχτα, δέν πήραν καμμιά άπάντησι. Λοιπόν έφυγε οριστικά; Κι’ άν ναί, πώς τόλμησε νά τό κάνη όλομόναχος, σέ μιά άγνωστη χώρα; Μήπως απλώς χάθηκε μέ τό
σκοτάδι και δεν μπορούσε νά βρη τον δρόμο της έτπστροφήζ για τη σπηλιά; ^ Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν δυνατά γαυγίσματα ταυ Δίγκου από την παραλία. Ό Ηρακλής, ό Μπάτ ό *Ωστιν κι* ό Ντικ κατέ βηκαν τρέχοντας τά βράχια προς τό ακρογιάλι λ καί προχώρησαν ώς την έκβολή του μικρού ποτάμιου. Δέν βρήκαν ωστόσο κανόναν και δεν ακόυσαν τί ποτα. ’Ακόμα κι* ό Δίγκος είχε σωπάσει. Γύρισαν. Ή κυρία Βέλντον δέν μπορούσε νά κοιμηθή από την ανησυχία της. Είχε ένα παράξενο σφίξιμο στην ψυχή της. Φοβό ταν μήπως αυτή ή χώρα δεν τής χάριζε τήν τόσο πο λυπόθητη ασφάλεια πού είχε πιστέψει πώς θάβρισκε. Πώς δέν θά ξεκουραζόταν ά:πό τά τόσα της βάσανα καί από τήν αγωνία της γιά τον αγαπημένο της μι κρό. ΧΑΡΡΙΣ \Ά ΗΜΕΡΩΣΕ ή έβδομη μέρα του Απρίλη. Ό *Ωστιν πού ήταν τελευταία βάρδια, είδε τον Δίγκο νά όρμάη γαυγίζοντας προς τό ποτάμι. Ό Ντικ Σάνδ καί ή κυρία Βέλντον άκολουθούμενοι από τούς μαύρους, βγήκαν στή στιγμή νά (δουν τί συμβαίνει. — Θάναι κάποιο ζωντανό πλάσμα - πιθανόν άν θρωπος, είπε ό δόκιμος. — Πάντως όχι ό Νεγκορό, απάντησε ό γέρο - Τόμ. Τότε ό σκύλος θά γαύγιζε λυσσασμένα. — ΚΓ αν δέν ε!ν* αυτός, ποιος άλλος μπορεί νάναι; ρώτησε ή κυρία Βέλντον, κυττάζόντας ανήσυχη, τον Ντικ Σάνδ. — Θά δούμε, κυρία... Εσείς, πάρτε τά όπλα σας καί πάμε. 'Ωττλίστηκαν μ" ένα τουφέκι κι* ένα μαχαίρι ό κα θένας καί ξεκίνησαν. Ό Δίγκος έμενε πάντα στο ίδιο μέρος τής όχθης το ποταμού κι* εξακολουθούσε νά γαυγίζη. Τήν ϊδια στιγμή ένας άντρας φανερωνόταν πίσω α πό τό τελευταίο γύρισμα τού γκρεμού. Έκανε χειρονομίες προσπαθώντας νά ήσυχάση τον Δίγκο καί ήταν φανερό πώς δέν είχε καμμιά πρόθεσι
57
να τά βάλη μέ τό δυνατό κι* έττικίνδυνο ζώο. — Δεν ε?ν’ ό Νεγκορό, φώναξε ό Ηρακλής. — "Οχι· άποκ ρίθηκε ό δόκιμος. "Ισως είναι κάποιος π ου ^ θά μάς πή έπι τέλους που βρισκόμαστε καί θά βγούμε από την ανάγκη νά χωρίσουμε. Ό άγνωστος έδειξε σημεΐα πολύ μεγάλης έκπλη ξης που τους είδε. Φαίνεται πώς δεν περίμενε ποτέ νά δη Ανθρώπους σ’ εκείνο τό μέρος. Στην Αρχή μάλιστα άρπαξε τό δπλο σαν τους εΤδε νά προχωρούν προς τό μέρος του, και οπισθοχώρησε μερικά βήματα, σάν έτοιμος νά τρέξη νά όχυρωθή πί σω απ’ τά βράχια. Ό Ντιικ του κούνησε τότε τό χέρι σ’ έναν έγκάρδιο χαιρετισμό καί ό άνθρωπος σταμάτησε διατακτι κός. Ήταν ένας ψηλός καί δυνατός άντρας, ώς σαράν τα χρόνων. Είχε ζωηρά μάτια καί μαλλιά καί γένεια γκρίζα. Ήταν ηλιοψημένος καί φορούσε ένα δερμά τινο σακκάκι καί πλατύγυρο καπέλλο, καί παντελόνι χωμένο μέσα σέ πέτσινες μπότες μέ σπηρούνια. Ό Ντίικ Σάνδ κατάλαβε πώς δεν εΤχε νά κάνη μέ κα νέναν ιθαγενή τής πάμπας, άλλα μ’ έναν απ’ τούς τυχοδιώκτες εκείνους - σπάνια έντιμους - πού μπορεί νά συνάντησης στις μάκρυνες περιφέρειες τής γής. — Καλώς ήλθατε, νεαρέ μου φίλε, είπε σφίγγοντας τό χέρι πού του έτεινε ό δόκιμος. 'Κ ι* έκανε ένα νεύμα μονάχα προς τούς νέγρους, χωρίς νά πή λέξι* ^ — ΕΤσθε "Αγγλος;^ — Αμερικανός, απάντησε ό Ντικ Σάνδ· •— Νότιος; -— Βόρειος. Ή άπάντησι αύτή φάνηκε νά ευχάριστή εξαιρετικά τον άγνωστο πού έσφιξε μέ περισσότερη θέρμη τό χέρι του δόκιμου. — Μπορώ νά μάθω πώς βρεθήκατε σ’ αυτό τό μέ ρος, φίλε μου; ρώτησε. ’Αντΐ δμοος για τον Ντίκ Απάντησε ή κυρία Βέλντον πού είχε πλησιάσει κοντά: — Είμαστε ναυαγοί; κύριε. Τό πλοίο μας συνετρίβη στους βράχους. Μήπως μποοεΐτ’ έσεΐς νά μάς δια φωτίσετε, σέ ποιο μέρος βρισκόμαστε; ^ Ό άνθρωπος έκεΐνος φάνηκε νά παραξενεύεται μέ την έρώτησι.
— Μά, φιλικά οτήν 1ΐάραλία της Νότιας 9Αμερι κής, Απάντησε. Δέν το ξέρατε; ^ —- Ή τρικυμία μάς άνάγκασε νά ξεφύγω-με άπ© τήν πορεία μας, απάντησε ό Ντίκ Σάν6. Που όμως άκρ^ιβώς έχωμε πέσει; Μήπως στην παραλία του Περού; — Όχι, νέε μου. Ακόμα νοτιώτερα: Στη Βολι βία. — Και ποιο εΐν" έκεΐνο το άκρωτήρι; — Δεν ξέρω νά σάς πώ τ" όνομά του. Είναι πρώ τη φορά που φτάνω ώς τήν παραλία, ενώ άντίθετα έχω γυρίσει πολλές φορές τό εσωτερικό τής χώρας και τό ξέρω καλά.^ — Συγχωρήστε με γιά τήν αδιάκριτη έρώτησι, εί πε ή κυρία Βέλντον. Δέν μοιάζεται γιά Βολιβιανός. — Είμαι κι* εγώ "Αμερικανός όπως κι* εσείς κυρία απάντησε ό άγνωστος καί στάθηκε στη λέξι «κυρία» περί μένοντας νά του πή τόνομά της. — Βέλντον, είπ" εκείνη. — "Ονομάζομαι Χάρρις καί είμαι από τή Νότια Καρολίνα. "Έχω είκοσι χρόνια εδώ πέρα καί καταλα βαίνετε πόσο μ* ευχάριστή νά βλέπω συμπατριώτες μου. — Μένετ" έδώ κύριε Χάρρις; ,— Όχι, πιο νότια - στά σύνορα τής Χιλής. Τώρα πήγαινα βορειοανατολικά, στήν "Ατοοκάμα. — Καί ταξιδεύετε μόνος; — Μή νομίσετε πώς είναι ή πρώτη φορά που κά νω αυτό τό ταξίδι, απάντησε ό Χάρρις. Διακόσια μι λιά άπό δώ βρίσκεται τό πουέμπλο του Σάν Φελίππε πού έχει τό ράντσο του ό αδελφός μου. "Εκεί πηγαί νω κι" άν θέλετε νά μ" ακολουθήσετε θάστε εύπρόσδεκτοι. "Ασφαλώς ό αδελφός μου θά φροντίση νά φτά σετε ταχέως καί ασφαλώς στήν Άτακάμα. Καί γυρίζοντας ξαφνικά προς τό μέρος τών νέγρων ρώτησε: —-Κι" εσείς καί οί σκλάβοι σας... Δέν έχομε, σκλάβους πια στην "Αμερική, κύριε, τον έκοψε ή κυρία Βέλντον. Είναι καιρός πού οί Βό ρειοι, κατήργησαν τή δουλεία καί ακολούθησαν καί οί Νότιοι τό παράδειγμά τους. — Μάλιστα - μάλιστα!, φώναξε ό Χάρρις χαμο γελώντας. -έχασα πώς αυτή ή ιστορία κανονίστηκε μέ τον έμφύλιο πόλεμο του 1862... Συμπαθάτε με, καλά παιδιά, πρόσθεσε μέ μιά έλαφριά ειρωνεία. Βλέ-
ΐτδν^άς τους στην όιτήρεάιά σάς ώστόάό... , — Δεν είναι ούτε θάναι στην υπηρεσία μου ποτέ, απάντησε πάλι ή κυρία Βέλντον.^ — Τιμή μας νά σάς υπηρετούμε κυρία!, έπενέβη τότε ό γέρο - Τόμ. Ό κύριος Χάρρις ωστόσο άς μάθη πώς δεν ανήκουμε σέ κανέναν. Ό υιός μου και οι άλ λοι έχουν γεννηθή ελεύθεροι. — Τά συγχαρητήριά μου!, είπε ό Χάρρις μέ ύφος πού δεν μπόρεσε νά πείση κανέναν πώς ήταν σοβαρό. Ούτ’ έδώ έχομε δούλους εξ άλλου και μπορείτε νά πάτ’ ελεύθεροι όπου σάς αρέσει, χωρίς νά διατρέχε τε τον παραμικρό κίνδυνο. Αποφασίσανε τελικά νά ξεκινήσουνε, την άλλη μέ ρα τό πρωί' κιόλας, γιά τό πουέμπλο του Σαν Φελίπ πε, μέ οδηγό τον Χάρρις, πού ήρθε κι5 εκείνος στη σπηλιά τους γιά νά περάση αυτή τη νύχτα. Μετά τό φαγητό πού ετοίμασε ή γριά - Νέν, ό Ντίκ Σάνδ πήρε ιδιαιτέρως τον ξένο καί ρώτησε: — Μήπαχ; συναντήσατε πουθενά έχτές τό βράδι έ ναν Πορτογάλο, κύριε Χάρρις όνόματι Νεγκορό; — Νεγκορό; "Οχι... Ποιος εΐν5 αυτός ό Νεγκορό; έκανε ό ξένος. — *Ηταν μάγειρος στο καράβι μας. Τον χάσαμε. — Μήπως πνίγηκε; — "Οχι βέβαια. "Ως χτες το βράδι πού σάς λέω ήταν μαζί μας καί βέβαια δεν θά πνιγόταν στην ξηρά. — Δεν είδα κανέναν έκανε ό Χάρρις παραξενεμένος. "Αν ό μάγειρός σας τόλμησε νά χωθή μέσ^α στο δάσος μόνος του είναι σίγουρα χαμένος! Μπορεί όμως πάλι καί νά τον φτάσωμε. — Ναι... μπορεί..., έκανε ό Ντίκ. Ξεκίνησαν την άλλη μέρα, μέ τά όπλα στά χέρια καί φορτωμένοι μέ τις προμήθειες. 100 ΜΙΛΙΑ ΣΕ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ Χωθήκαν
στο πυκνό δάσος. Μπροστά
πήγαιναν ό Χάρρις κι5 ό Ντίκ Σάνδ κΤ υστέρα έρχον ταν οί νέγροι φορτωμένοι μέ τίς προμήθιες. ^Ακολου θούσε ή κυρία Βέλντον πάνω στο άλογο του Χάρρις πού 8έν ήταν μαζί του όταν τον πρωτόδανε, γιατί τό εΐχε Αφήσει νά βοσκάη στην Ακροποταμιά. Τελευταίος βάδιζε ό Ηρακλής ώπλισμένος μ* ένα
^τσεκού^ι, τΐδυ τοχέ ΐτεβασμένο στη ζώνη τόύ.^ Ό Αίγκος δεν στεκόταν ποτέ στην ίδια θέσι. Τρι γύριζε τρέχοντας όλούθε κι3 έκανε σαν νάχε βάλει στοί χημα μέ τον εαυτό του νά μην άψήση οΰτ’ ένα φύλλο άπ3 ολόκληρη τή ζούγκλα πού νά μην τό μυρίση. "Αν ένδιαψέρεστε και για τον έξάδελφο Βενέδικτο έκανε κι3 έκεΐνος σχεδόν την ίδια δουλειά μέ τον Δίγκο. Μέ τό τσίγκινο κουτί του κρεμασμένο από ένα λου ρί στο μπράτσο του, μέ την απόχη στ3 άλλο χέρι κι3 έναν φακό κρεμασμένο άπ3 τον λαιμό του σάν μενταγιόν μιά μπροστά έτρεχε καί μιά πίσω. "Αδικα η κυρία Βέλντον, πού ανησυχούσε γι3 αυ τόν, τοΰ^εΐπε νά μείνη στη γραμμή. — Μά, έξ αδελφή, άποκρίθηκε, όταν δώ ένα έντομο πρέπει νά τρέξω! — "Οταν δήτε ένα έντομο νά τ3 άφήσετε νά πάη στην ευχή, τού θεού, άλλοιώτικα στο τέλος θά μ3 άναγκάσετε νά σάς πάρω τό κουτί σας. — Θά μού πάρετε τό κουτί μου; ξεφώνισε εκείνος μέ γουρλωμένα μάτια. Μάλιστα. Καί τό δίχτυ!, τού απάντησε ψυχρά γιά νά τον φοβίση. — Τό δίχτυ μουί^Έ, τότε, δέν μού παίρνετε καί τά γυαλιά μου; 3Ακούς λόγια! Βέβαια δέν θά τολμή σετε νά τό κάνετε αυτό! ^ — Θά τολμήσω καί σ’ ευχαριστώ μάλιστα πού μού θύμισες τά γυαλιά! Θά σου τά πάρω κι3 έτσι θάσαι υποχρεωμένος νά μέ υπακούς... τυφλά! Καμμιά ώρα περίπου κράτησε ή τρομάρα τού έξάδελφου Βενέδικτου από κείνη τη συζήτησι. Μετά άρ χισε πάλι νά ξεμακραίνη. Έφ3 όσον όμως, καί χωρίς τά σύνεργά του, πάλι δέν θά έμενε στη θέσι του, τον άφησαν στην ησυχία του. Ή κυρία Βέλντον εΐπε μονάχα στον Ηρακλή νά τον προσέχη. Ό γίγαντας πήρε ζεστά τον καινούργιο ρόλο του κι* έγινε ή σκιά τού έντομολόγου. Πολλές φορές όταν ξεμάκραινε πολύ κυνηγώντας κάποιο έντομο καί δέν εννοούσε νά έπιστρέψη, ό Η ρακλής τον άρπαζε στις χερούκλες του καί τον κου βαλούσε πίσω στη συνοδεία, σάν νάταν κι3 ό ίδιος 6 έξάδελφος Βενέδικτος κανένα από τά περίεργα λεπιδόπτερά του.
Ό Ντίκ Σάνβ Μΰ ΐφβλε ιτάντα νά μΑΝ τδ κά$β Τί, δλο ροίτοΟσε τδν Χάρρις διάφορα πράγματα που ίπεφταν στην άντίληψί του. , Κι* ό Χάρρις, πού τού έκαναν ^έντυπωσι, τόσες ε ρωτήσεις ρώτησε άν δεν είχε ξανάρθει ποτέ του στη Νότια Αμερική ό δόκιμος. — "Ω. φώναξε, δταν έμαθε πώς ούτε αστός ούτε η κυρία Βελντον, είχαν έπισκεφθή άλλη φορά αστό το μέρος. Ή χώρα μας είναι πολύ διαφορετική άπό τα Περού, τή Βραζιλία καί τήν^ "Αργεντινή Δημοκρατία. Ή βλάστησι θά σάς άφήση άναυδους. Είχατε μεγάλη τύχη πού ναυαγήσατε εδώ. — Μάς ώδήγησε ό θεός και οχι ή τύχη, εΐπε ό Ντίκ Σάνο. — Μάλιστα!, είπε εκείνος με τον ειρωνικό τόνο του πού έδειχνε πώς έλά^ιστα θά^ μπορούσε^ ποτέ νά πιστέψη στις θείες έπεμβασεις γιά τις άνθρώπινες υ ποθέσεις. Πραγματικά ή βλάστησις πύκνωνε καί γινόταν ολο καί πιο υπέροχη καθώς προχωρούσαν. *Ηταν πραγματικά κρΐμα πού ό έξάδελφος Βενέδικτος ήταν έντομολόγος καί οχι βοτανολόγος, γιατί τότε θάχε μελετήση καί νά συίλλέξη άπειρα σπανιώτατα δείγματα. Ό Ντίκ Σάνδ πού^ εΐχε αρκετά μεγάλες γνώσεις πάνω σ" αυτόν τον κλάδο, ρώτησε σε μιά στιγμή πα ράξενε μένος τον Χάρρις: — Θαρρούσα πώς έπρεπε νά βρίσκονται άφθονα καουτσουκόδενδρα στή Βολιβία καί δεν εχω δη άκόμα κανένα. — Υπομονή νέε μου ! "Οταν φτάσωμε στο ράντσο τού άδελφοΰ μου, θά βρήτε δσα θέλετε άπό δαυτα. Πριν άπό τή δύσι του ήλιου, είχαν διανύσει παρα πάνω άπό δεκαπέντε χιλιόμετρα. Έκεΐ έκαναν τήν πρώτη τους στάσι, γιά νά περά σουν τήι νύχτα. Βολεύτηκαν κάτω άπό ένα πελώριο δέντρο πού στά πυκνά φύλλα του κούρνιοοζαν μυριάδες παπαγάλοι πού ξελαρυγγιάζονταν χαλώντας τόν κόσμο. Ό Ντίκ σκέφθηκε νά πυροβόληση στον άέρα γιά νά τούς κάνη νά πετάξουν μακρυά καί νά ήσυχάσουν λιγάκι. Ό Χάρρις δμως δεν τόν άφησε, λέγοντας πώς τό
καλύτερο ήταν νά μήν προδώσουν τήν παρουσία τους σ’ έκεΐνες τις άγριες έρημιές. Ετοίμασαν φαγητό άπ" τις προμήθειες του «Πίλγκριμ» καί γευμάτισαν δλοι^ μαζί. "Ήπιαν νερό άπό ένα ρυάκι που περνούσε κοντά τους κι9 έφαγαν φρούτα άπό τό δέντρο πού βρίσκον ταν κάτω άπ9 τη φυλλωσιά του, πράγμα για τό ό ποιο ο! παπαγάλοι διαμαρτυρήθησαν έντονα μέ τρο μερές στριγγλιές. Ήρθε τό βράδι καί ό άνεμος κόπασε τελείως. Ή φύσις όΐλόκληρη άρχισε ν9 άποκοιμιέται . ^Πς καί οι παπαγάλοι έπαψσν τις φωνές ους. — Ν9 ανάψουμε φωτιά, εΤπε ό Ντίκ Σάνδ. — Δεν εΐναι ανάγκη, τον συμβουλέυσε ό Χάρρις, Αέν κάνει καθόλου κρύο εύτυχώς καί τό δέντρο αυτό μάς προστατεύει άπό την υγρασία. Σάς έπαναλαμβάνω νεαρέ μου φίλε, πώς ποέπει νά περάσωμε όσο γίνεται πιο άπαρατήρητοι. Ούτε ντουφεκιές ούτε φω τιές, ούτε φωνές, άν είναι δυνατόν. Στις εφτά τό άλλο πρωΐ ή μικρή συντροφιά ξανάρ χισε την πορεία της. Περπατούσαν άμιλητοι κι9 ό Ντίκ Σάνδ ένοιωθε πιο παράξενα άπ" όλους. Σκεφτόταν πώς τό παρθένο έκεΐνο δάσος δέν έμοια ζε καθόλου μέ όσα είχε άκθύσει γιά τίς πάμπες, πού έπρεπε νάναι άπέραντες πεδιάδες μέ κακτοειδή. Βέβαια ό 9Αμερικανός οδηγός τους εΤχε δηλώσει πώς έκεΐνο τό κομμάτι τής Νοτίου "Αμερικής άποτελού σε έίξαίρεσι γιά τη μορφολογία καί τό κλίμα του, άλλά αυτό δέν έφτανε γιά νά νικήση τίς άμφιβολίες του καί νά του βγάλη τίς περίεργες σκέψεις άπό τό μυαλό ου. "Εκείνη τη μέρα τον ρώτησε πολλές φορές σχετικά μ" αυτό τό ζήτημα κι9 ό Χάρρις του έδωσε ακριβέστα τες πληροφορίες όσον άφορά τη Βολιβία, πού τον ι κανοποίησαν. — "Εχετε δίκιο, νέε μου, είπε. Τούτο τό μέρος εί ναι παράξενο, σάν νά βρέθηκε σέ κάποια άκρη τής "Αμερικανικής "Ηπείρου ένα κομμάτι άπό έναν άλλο κόσμο. Δέν πρέπει όμως ν" άνυπομονεΐς. Γρήγορα θά δήτε καί την πραγματική πάμπα, πού είναι άκριβώς έτσι όπως τήν περιγράφουν τά βιβλία καί βρίσκεται δυτικά άπό τίς Κορδελιέρες καί τήν οροσειρά των "Αν.. ...
.
...
.
63
δέων, σ* δλη την ανατολική άκρη τής ηπείρου, ώς τον ωκεανό. ( — Θά περάσουμε από τις "Ανδεις τότε; — Όχι. Δεν θ' απομακρυνθούμε άπ* αυτό τό ορο πέδιο, που οί ψηλότερες κορυφές του είναι όχι περισ σότερο από πεντακόσια μέτρα. "Αν ήταν γιά νά πε ράσουμε από τις Κορδελιέρες, μέ τά μέσα πού έχομε στη διάθεσί μας, ποτέ δεν θά αναλάμβανα νά σάς οδηγήσω σέ μιά τέτοια περιπέτεια. — Καί δεν φοβάστε μήπως χαθούμε σ3 αυτό τό δάσος, πού δεν τδχετε ξαναπεράσει άλλη φορά; — Όχι, φίλε_μου. "Εχω μάθει νά περνώ αυτά τά παρθένα δάση, ζέρω νά βρίσκω τον δρόμο από την κλίσι ώρισμένων δέντρων, την κατεύθυνσι πού έχουν τά φύλλα τους και τις ανωμαλίες τού εδάφους. Ήσυχάστε. Θά σάς οδηγήσω σώους και ασφαλείς έκεΐ πού πρέπει. ■Κι* ό Ντίκ Σάνδ τάβρισκε δλ* αυτά λογικά καί σω στά κι* δμως εξακολουθούσε νάχη αμφιβολίες καί φό βους παράξενους, πού δεν τούς εμπιστευόταν σέ κανέναν γιατί κι* ό ίδιος ακόμα, καλά - καλά δεν ήξερε τί λογής ήταν. Κύλησε ό καιρός μ* αυτόν τον τρόπο καί τό ταξίδι τους ανάμεσα 8 καί 12 τού Απρίλη συνεχίστηκε χω ρίς κανένα απρόοπτο. Έκοτναν δεκατέσσερα ώς δεκαεπτά τό πολύ χιλιό μετρα κάθε μέρα. Ή υγεία αλών των μελών τού μικρού καραβανιού ήταν πολύ καλή. Ό μικρός Τζάκ μόνο είχε αρχίσει νά υποφέρη απ’ αυτή τη σκληρή ζωή μές στο δάσος. Επίσης ό έξάδελφος Βενέδικτος, μπορεί νά μήν ύπέφερε βέβαια, ήταν ωστόσο δυσάρεστη μένος φανερά. Έτρεχε δεξιά κι* αριστερά ελεύθερα, γιατί είχαν βαρεθή νά τού φωνάζουν, κι* δμως δέν μπορούσε ν* όονακαλύψη κανένα έντομο άξιο γιά νά πλουτίση τή συλλογή του. Καί οί πυγολαμπίδες ακόμα, δέν παρουσιάζονταν τά βράδια, γιά νά φωτίσουν τον επιστήμονα μέ τούς φωσφωρισμούς τού κορμιού τους. Ή φύσις τον άπαρνιόταν σκληρά καί τού χαλούσε καθημερινώς καί περισσότερο τό κέφι του. "Αλλες τέσσερις μέρες συνεχίστηκε άπαράλλαχτη ή πορεία τους. 64
....
Έκεΐ... εκεί, εκοονε ό γέρο Τσμ. Κατά τις δεκάξη τού Απρίλη, λογάριαζαν πώς εί χαν διανύσει πιά, περίπου εκατόν εβδομήντα χιλιό μετρα. "Αν δεν είχε κάνει λάθος ό Χάρρις, τό πουέμττΛο του Σαν Φελίππε δέν θάπρεπε πιά ν’ άπέχη παραπά νω από είκοσι χιλιόμετρα από τό μέρος πού βρίσκον
ταν. Σέ λιγότερο από σαρανταοκτώ ώρες, ή συντροφιά θάβρισκε επιτέλους ενα ανθρώπινό καταφύγιο γιά νά άναπαυθή. Κι* δμως σ’ δλο αυτό τό διάστημα κι* ενώ είχαν περάσει· σχεδόν ολόκληρο τό οροπέδιο δεν εί χαν πουθενά συναντήσει κανέναν νομάδα. Ό Ντίκ Σάνδ καταριόταν μυστικά την τύχη τους, πού δέν είχαν ναυαγήσει σέ κανένα άλλο μέρος τής άπέρανης παραλίας τής Νότιας Αμερικής. Σ’ αυτή την περίπτωσι θά είχαν συναντήσει ασφαλώς ανθρώ πους και χωριά ολόκληρα καί ή κυρία Βέλντον μέ τον Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗ Σ
ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
5
μικρό Τζάκ, θάχαν βρή πολλά καταφύγια για νά ξε κουραστούν καλύτερα. 'Παρ5 αλο όμως πού ή χώρα φαινόταν εντελώς^ έρη μη την ήμερα, τη νύχτα τά αγρίμια άρχισαν νά κά νουν πιο συχνή καί π;ό πυκνή τήν παρουσία ους. Που καί που άκουγαν κάτι μακρυνά λυπητερά σκουξίματα. Ό Χάρρις έλεγε πώς ήταν κάποια μεγάλα τεμπέ λικα ζώα, πού κατοικούν σ’ έκεΐνα τά δάση καί οί ντόπιοι τά ονομάζουν «άϊς». Ί ήν ημέρα εκείνη, καθώς διαρκούσε ή μεσημεριά τικη στάσις τους, ένα διαπεραστικό σφύριγμα έσκισε τον αέρα, πού έκανε τήιν κυρία Βέλντον νά τιναχτή τρομαγμένη.
— Τί είναι; ρώτησε ανήσυχη. — Κάποιο φίδι!, φώναξε ό Ντίκ Σάνδ κι5 άρπαξε τό όπλο του. /Κι* αλήθεια υπήρχε κίνδυνος νά είχε τρυπώσει κα νένα ^ερπετό στη χλόη κοντά τους. Καθόλου παράξε νο να ήταν κανένας «σαύκουρος», ένα είδος βόα πού νό μάκρος του φτάνει πολλές φορές τά δώδεκα μέτρα* Ο Χάρρις όμως τούς εξήγησε πώς δέν ήταν δυνα τόν νά έπρόκειτο γιά ένα «σουκουρο», γιατί1 τά ερπε τά αυτά δέν σφυρίζουν. Το σφύριγμα αυτό τό έκαναν κάτι ακίνδυνα καί άκακα τετράποδα πού άφθονουσσν στήν περιοχή. — Ήσυχάστε, είπε. Μήν κάνετε καμμιά κίνησι πού μπορεΐ νά τρομάξη κάποιο^ άπ5 αυτά τά ζώα. -— Μά τί είδους ζώα είναι; ρώτησε ό Ντίκ Σάνδ πού δέν έχανε ευκαιρία νά ρωτάη. Κι* ό Χάρρις πού του απαντούσε καί τού εξηγού σε τά πάντα πρόθυμα, είπε κι* αυτή τή φορά: — Είναι αντιλόπες, νεαρέ μου φίλε. — Πόσο θάθελα νά τις δώ!, φώναξε ό μικρός Τζάκ χτυπώντας τά χεράκια του. — Είναι πολύ δύσκολο νά τό καταφέρομε, άποκρίθηκε ό Αμερικανός. — "Ίσως μπορέσομε νά τις ζυγώσοομε, διαφώνησε ό δόκιμος. — Σάς λέω πώς μόλις κάνετε δυο βήματα, είπε χαμογελώντας ό Χάρρις, ολόκληρο τό κοπάδι θά τό βάλη στά πόδια. Μήν κουράζεστε άδικα. Ό Ντίκ Σάνδ όμως δέν ήθελε νά δεχτή τόσο εύκο λα τήν έξήγησι.
66
Μέ τό ντουφέκι στο χέρι Ικανέ μερικά βήματα μέ σα στις πυκνές φυλλωσιές. Μιά ντουζίνα χαριτωμένα τετράποδα μέ μυτερά κέ ρατα πήδησαν τότε τρομαγμένα και πέρασαν οπτό έμμπρός του σαν αστραπή. Είχαν ένα όλοπόρφυρο χρώμα καί καθώς έτρεχαν θαρρούσες καί πετουσαν ομόχρωμες λάμψεις κάτω α πό την κοιλιά τους. — Σου τάπα!, έκανε ό "Αμερικάνος. Κι* άν όμως δεν πρόλαβαν αλήθεια νά δουν τις αν τιλόπες, είδαν ένα άλλο κοπάδι ζώων, λίγο αργότερα. Στις τέσσερις τό άητόγευμα στάθηκαν σ’ ένα ξέφωτο. 5Από μιά λόχμη καμμιά έκατοστή^ βήματα άπόστασι, ξεπετάχτηκαν τρία ποτνόψηλα ζώα κι* άρχι σαν νά τρέχουν μέ απίστευτη γρηγοράδα. Ό δόκιμος τη φορά αυτή, καί παρά τις συστάσεις του άμερικάνου, σήκωσε τό δπλο του κι5 ή σφαίρα φυ σικά αστόχησε. -— Μη ρίχνης! Μη ρίχνης!, φώναξε ό Χάρρις. -— Είναι καμηλοπαρδάλεις!, είπε άντί γιά άλλη άπάντησι ό Ντίκ. — Καμηλοπαρδάλεις; Που είναι τις;^ρώτησε ό μι κρός Τζάκ καί άνασηκώθηκε δσο μπορούσε πάνω στη σέλλα του άλογου πού τον κρατούσε ή μητέρα^ του. — Καμηλοπαρδάλεις; έκανε κι* ή κυρία Βέλντον. Κάνεις λάθος αγαπητέ Ντίκ. Δεν υπάρχουν τέτοια ζώα στη Νότια "Αμερική. — Τότε; ρώτησε ό δόκιμος. — Δεν ξέρω τί νά υποθέσω, άποκρίθηκε ό Χάρρις. Θά σε γέλασαν τά μάτια σου, νεαρέ φίλε μου. Δυ στυχώς δεν πρόλαβα νά δώ καλά: Μήπως ήταν στρου θοκάμηλοι; — Όχι δά!, φώναξαν μαζί ό Ντίκ καί ή κυρία Βέλ ντον. — Οι στρουθοκάμηλοι είναι πτηνά, πρόσθεσε ό δόκιμος. Έχουν μόνο δυο πόδια. — Σύμφωνοι, είπε ό "Αμερικάνος. Κι* αύτά^τά ζώα πού είδαμε τώρο: νά τρέχουν τόσο γρήγορα, έχω την ιδέα πώς ήταν δίποδα. — Δίποδα! — Νομίζω πώς ήταν τετράποδα!, είπε κυρία Βέλ ντον. — Κι" εγώ!, φώναξε ό γέρο - Τόμ.
67
Κι' 'έγώ - κ\* &γώΓ, φώναξαν, ο! άιτόλοιιτοι ύ° ΥΡ&ι.
Ό Χάρρις έσκασε στα γέλια.
Στρουθοκάμηλοι μέ τέσσερα πόδια!, Ικανέ. Πάτε μέ τρελλάνετε! — Γι' αστό λέω πώς δεν ήταν στρουθοκάμηλοι πα ρά καμηλοπαρδάλεις. ;— Δεν είναι δυνατόν νεαρέ μου. Ασφαλώς δεν διακρίνατε/ καλά% Καταλαβαίνω τό λάθος σας. Σάς ξε γέλασε ή ταχύτητά τους, πού έκανε τά πόδια τους νά μπερδεύονται άπό μακρυά. Μην ξεχνάτε άκόμα πώς καί πολλοί κυνηγοί συχνά κάνουν τό ίδιο λάθος. Ή έξήγησι αυτή φαινόταν πολύ λογική. Ή στρουθοκάμηλος έχει πολλά κοινά σημεία μέ την καμηλοπάρδαλη. Μόνο πού τής λείπουν, βέβαια, δυο πόδια. ^ Έξ άλλου^έκεΐνο πού βεβαίωνε πώς δλα τά μέλη τής συντροφιάς είχαν κάνει λάθος, ήταν πώς στην Α μερικανική "Ηπειρο δεν υπάρχουν καμηλοπαρδάλεις. Ό Ντίκ Σάνδ σούφρωσε τότε τά φρύδια του. — Λοιπόν έχω τήν γνώμη, είπε πώς ούτε στρουθο κάμηλοι υπάρχουν στον Νέο Κόσμο! —■ Δέν έχεις δίκιο, νεαρέ μου φίλε. "Η τουλάχιστον «μισοέχεις», γιατί στή Νότια Αμερική υπάρχει ένα ξεχωριστό είδος, πού τό ονομάζουν «ναντσύ». Είναι αυτές πού είδατε νά φεύγουν τώρα δά. Τό «ναντού» είναι αλήθεια πώς είναι ίμαντόποδο, πού άφθανεΐ στις πεδιάδες τής Νότιας Αμερικής. "Εχει περισσότερο άπό δυο μέτρα ανάστημα καί είναι ρωμαλέο σαν στρουθοκάμηλος, μέ μόνη διαφορά άπ’ αυτήν πώς έχει μόνο τρία δάχτυλα στά πόδια του πού καταλήγουν σέ χοντρά κοφτερά νύχια. Ό Χάρρις ξανάπε: — Έξ άλλου δέν Αποκλείεται νά συναντήσομε πα ρακάτω καί κανένα άλλο κοπάδι Απ' αυτά τά ζώα, ώστε νά σάς φύγη ή περιέργεια κΓ ή Αμφιβολία. Προ πάντων όμως, νεαρέ μου φίλε, μή ξεχνάτε τις συμ βουλές μου καί μήν πυροβολήτε κανένα ζωντανό. Δέν έχομε Ανάγκη άπό τροφή καί είναι περιττό νά κινδυ νεύσουμε νά προδώσουμε τήν παρουσία μας, τώρα στο τέλος. Ό Ντίκ Σάνδ δέν μιλούσε καθόλου, αλλά σκεπτό ταν πολύ. Τό άλλο πρωί ξεκίνησαν πάλι.
6$
Ή τελευταία; μέρα τ6υ ταξιδιού τους πέρασε χώ* ρίς έπεισόόιο. Ό καιρός άλλαξε. 3 Από τή γη έξατμιζόταν το νερό και σηκωνόταν μια πυκνή ομίχλη^ Ή εποχή των βροχών ήταν κοντά και για καλή τους τύχη ήταν κοντά και τό τέρμα τής επίπονης διαδρο μής τους. Ό Χάρρις λογάριασε τον δρόμο που είχαν διανύσει και δήλωσε πώς δεν άπεΐχαν πια περισσότερο από δέκα χιλιόμετρα. Όπωσδήποτε, για τή νύχτα πού θά περνούσε, πή ραν και πάλι τις συνηθισμένες τους προφυλάξεις. Ό Ντικ Σάνδ φρόντισε επίμονα νά ιμήν παραλείψουν τό παραμικρό. Κουρασμένοι όπως ήταν ύστερα,^ αποκοιμήθηκαν κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές μιας συστάδας δέν τρων. Γρήγορα κιόλας τινάχτηκαν άπό τον ύπνο τους τρομαγμένοι άπό μιά φοβερή κραυγή. — Τι τρέχει; φώναξε ό Ντικ και πετάχτηκε όρθιος μέ τήν καραμπίνα στο χέρι. — Θρίαμβος!, άποκρίθηκε ή μάλλον οϋρλιαξε ό άνθρωπος πού έστεκε δίπλα του, μές στο σκοτάδι καί πού δέν ήταν άλλος άπό τον σοφό έντομολόγο έξάδελφο Βενέδικτο. — Τί έκανε, λέει; Τι πάθατε; "Ολοι οί υπόλοιποι είχαν μαζευτή κοντά σ’ αυτό τό μεταξύ. — Κάτι μέ τσίμπησε! — Φίδι; , — Τά φίδια δαγκώνουν συνήθως!, απάντησε μέ παγερή αξιοπρέπεια ό έξάδελφος Βενέδικτος. "Ενα έν τομο ήταν αλλά τό τσάκωσα! Τδπιασα, επιτέλους^! — Ζούληξέ το λοιπόν κι5 άφησέ μας νά κοιμηθού με!, φώναξε νευριασμένος ό Χάρρις. — Νά ζουλήξω ένα έντομο!, βόγγηξε ό ^έξάδελφος Βενέδικτος σάν νά τον είχαν μαχαιρώση. Πώς σάς πέ ρασε τέτοια τρομερή ιδέα; Καί μάλιστα τέτοιου εί δους έντομο! — Κανένα κουνούπι; ρώτησε ό Αμερικανός. — "Οχι... Μύγα! Μά τί μύγα! Μέγας είσαι Κύ ριε! "Εκανα τήν καταπληκτικώτερη άνακάλυψι! Ό άγοτθός άνθρωπος παραληρούσε κυριολεκτικά ά-
69
ίτο τη χαρά του. Κυττοΰσε κα ξοονάκυττόυσε τη μύγα του και μόνο πού δεν τή φιλούσε. ^ — Θά μάς πήτε επιτέλους τί εΐναι; ρώτησε ή κυ ρία Βέλντον. — Ενα καταπληκτικό δίπτερο, ξαδελφούλα μου! -— Μήπως είναι δηλητηριώδες; ^ λ— Ούτε ιδέα! Δηλαδή ευτυχώς πού δεν είμαστε ζώα, γ^ιστΐ άλλοιώτικα θά κινδυνεύαμε άπό δαύτή τή συχαμένη! Τούς ανθρώπους όμως δεν μπορεί νά τούς βλάψη. "Αχ, τό καημένο μου - το λατρευτό μου τό έντομάκι! — Ποια μύγα εννοείτε, ξάδελφε Βενέδικτε; ρώτησε ανυπόμονα ό Ντίκ Σάνδ. Θά μάς σκάσετε! —- Ετούτη δώ τή μύγα πού κρατώ τώρα δά στά δάχτυλά μου, καλό μου παιδί!, άποκρίθηκε 6 έντομολόγος πού καθόλου δεν προσπαθούσε νά τούς σκάση μόνο δεν ήξερε τι έκανε και τι έλεγε άπό τήν πολλή χαρά του. Τούτη τή μυγούλα! Μιά μύγα «τσέ - τσέ»! Ή τιμή καί τό καύχημα μιάς άλλης ηπείρου! Είμαι ό πρώτος άνθρωπος πού ανακαλύπτει μύγα τσέ - τσέ, στήν 5Αμερική! Ό δόκιμος δέ ^εΐχε πιά τό θάρρος νά ρωτήση καν σέ ποιο μέρος τού κόσμου υπάρχουν αυτές οί φοβερές μύγες. ^ , "Οταν ύστερα άπό τό επεισόδιο όλοι έπεσαν πάλι νά κοιμηθούν, εκείνος δεν μπόρεσε νά κλείση μάτι ά πό τήν αγωνία καί τήν ανησυχία. Η ΦΟΒιΕΡΗ ΑΕΞΙ ίϊ ΚΥΡΙΑ Βέλντον ήταν έξηντλημένη.
Ό
μικρός Τζάκ μέ τό προσωπάκι του πότε χλωμό καί πότε φλογισμένο άπό τον πυρετό, ήταν νά τόν λυπά σαι. Ή μητέρα του ούτε στις φροντίδες τής Νέν δεν τον άφηνε πιά κι* ήθελε όλο νά τόν κρατάη στά χέρια της, παρά τή δική της κούρασι. 9Ηταν καιρός νά φτάσουν. "Οπως τούς έλεγε ό Χάρρις, τό^βράδι τής μέρας εκείνης πού τώρα μόλις ξημέρωνε θάφταναν στό πουέμπλο του Σάν Φελίππε στο ράντσο τού αδελφού του. Ό Ντίκ Σάνδ ωστόσο εΐχε παρατηρήσει πώς, όσο πλησίαζαν στο τέρμα τού ταξιδιού τους, έκεΐνο^ γι νόταν όλοένα πιο άνήσυχος καί πιο νευρικός, ένω τό σωστό καί λογικό θάταν νά συμβαίνη τό αντίθετο.
Τι συμφέρον δμως μττορεΐ νά είχε ό άνθρωπος αυτός_ γιά νά τούς κοροϊδέψη; -εκίνησαν πάλι. Το δάσος άραίωνε. Τά δέντρα σκορπισμένα εδώ κι9 έκεΐ σέ συστάδες δεν σχημάτιζαν πια αδιαπέραστο τείχος στο μάτι. Τις πρωινές ώρες δεν ήρθε κανένα καινούργιο έπεισόδειο νά μεγαλώση τις ανησυχίες του Ντίκ. Όστόσο ό δόκιμος σημείωσε μυστικά δυο παρά ξενα γεγονότα: Πρώτα-πρώτα, πρόσεξε πώς ή διαγωγή του Δίγκου είχε γίνει πολύ περίεργη. Ένώ τό σκυλί σ’ δλη τη διαδρομή πού είχαν κά νει, φαινόταν νά τούς άκολουθή ήρεμο — τό πολύ πολύ νά μύριζε κανέναν θάμνο εδώ κι* έκεΐ και νάφηνε κανένα λυπητερό γρύλλισμα — τώρα άρχισε νά γαυγίζη θυμωμένα, τό ίδιο δπως τότε πού είχε προ>τοδή τον Νεγκορό, πάνω στο κατάστρωμα του «Πίλγκριμ». Τήν υποψία πού πέρασε από τό μυαλό του Ντίκ, ήρθαν νά τήν επιβεβαιώσουν κάπως τά λόγια του γέ ρο-Τόμ, πού τον πλησίασε καθώς βάδιζαν: — Λεν είναι περίεργο, κύριε Ντίκ; Ό Δίγκος είναι πολύ θυμωμένος και τό τρίχωμά του έχει άνασηκωθή ολόκληρο... Σάν νά μυρίζεται μακρυά... — Τον Νεγκορό; — ίΝαί, τον Νεγκορό! ψιθύρισε ό νέγρος. Τό βρί σκετε άδύνοπο νά μάς ακολούθησε αυτός ό άνθρω πος σ9 δλον τον δρόμο; — "Όχι. Πιθανόν νά μήν εΐναι μακρυά μας. — Μά γιατί; — Δεν ξέρω... Μπορεί νά μή γνώριζε αυτόν τον τόπο καί νάχε συμφέρον νά μάς άκολουθήση ή... __ *Ή· ι ·β ··· —"Η μπορεί νά τον γνώριζε πολύ καλά — νάχε ξανάρθει! Στράφηκε καί φώναξε: — Νεγκορό! Νεγκορό! Ό Δίγκος τινάχτηκε κι9 άρχισε νά πηδάη καί νά γαυγίζη μανιασμένα. Σέ μιά στιγμή χύθηκε μπροστά, σάν νάθελε νά ξετρυπώση τον Πορτογάλο πίσω από κάποιο δέντρο. Ό Χάρρις πλησίασε μέ τά δόντια σφιγμένα. — Τι ζητάτε από τον σκύλο; ^ρώτησε. "Ανοησίες, κύριε Χάρρις, άποκρίθηκε ό γέρο-Τόμ
71
ήρεμα. Λέγαμε μήπως μυρίστηκε τον χαμένο σύν τροφό μας. —Ά!... Εκείνον τον μάγειρο τού καραβιού σας; —Ακριβώς. Άν δίναμε σημασία στον Δίγκο, θά μπορούσαμε νά ύποθέσωμε πώς βρίσκεται εδώ κοντά. -----Θάταν πολύ περίεργο, μουρμούρισε ο Χάρρις. Ωστόσο άν θέλετε, μπορούμε νά κάνω με μία έρευνα εδώ γύρω. Μπορεί στο κάτω - κάτω νάχη ανάγκη από ηυεια αυτός ο καημένος. —"Αποκλείεται, είπε ήρεμα ό Ντίκ Σ^άνδ. ’Άν ό Νεγκορό βρήκε τρόπο νά ψτάση ώς εδώ πέρα,^ θά βρή και γιά νά πάη οπουδήποτε άλλου. Δεν είναι άνθρωπος πού χάνεται. -— Οπως νομίζετε. — Σώπα πιά, Δίγκο!, φώναξε ό δόκιμος. Τό δεύτερο πράγιμα, πού παρατήρησε αυτός ό τε λευταίος εκείνη τη μέρα, ήταν τό άλογο του Αμερι κανού, πού μετέφερε την κυρία Βέλντον και τον μι κρό. Τό ζώο ούτε οσφραινόταν ανυπόμονα τον αέρα, ούτε βίαζε τό βήμα του. Δεν χρεμέτιζε χαρούμενα. Κι" δμως, άν τό πουεμπλο τού Σάν Φελίππε ήταν ό τόπος του κι" έμενε έκεΐ ταχτικά, έπρεπε νά δείχνη δλ" αυτά τά σημάδια, αφού είχαν πλησιάσει πιά τόσο κοντά. «Δεν είναι τό άλογο πού γυρίζει στον σταύλο του, ύστερα από ένα μακρυνό κι" επίπονο ταξίδι», συλλο γιζόταν ό Ντίκ Σάνδ. Ό Χάρρις πήγαινε πάντοτε μπροστά. Δεν ήταν δμως πιά ήσυχος. Τά μάτια του συνεχώς στριφογύριζαν δεξιά κι" α ριστερά, σάν ανθρώπου πού δεν είναι βέβαιος γιά τον εαυτό του ή γιά τον δρόμο πού ακολουθεί. Ή κυρία Βέλντον τάβλεπε δλ" αυτά μέ τρόμο. Άν είχαν χάσει τον δρόμο τους μιά καθυστέρησή θά μπορούσε νά σήμαινε ακόμα καί τον θάνατο τού Τζάκ. "Έπειτα από δυο χιλιόμετρα πεδιάδα, ξαναφάνηκε τό δάσος. Στις έξη τ" απόγευμα έφτασαν σ" ένα σύδεντρο, όπου υπήρχαν φανερώτατα "ίχνη από πατημασιές με γάλων ζώων. Ό Ντίκ Σάνδ παρατήρησε μ" ένα κρυφό άνατρίχιασμα αυτές τις πατημασιές.
7%
.
.
.
.
Φ\Ύστερα σήκωσε τα μάτια ψηλότερα. Σέ^ύψος μεγαλύτερο άπό ένάμισυ μέτρο, τά κλα διά των δέντρων ήταν πρόσφατα τσακισμένα. Μόνο ελέφαντες - απ’ δσο ήξερε - 6ά μπορούσαν νά δημιουργήσουν έκεΐνα τ’ αχνάρια, άλλα ελέφαντες δεν υπάρχουν στα δάση τής Αμερικανικής Ηπείρου. "Επρεπε λοιπόν νά άποκλεισθή ή ύπόθεσις πώς είχαν περάσει ελέφαντες άπό κεΐ. Ό Ντίκ Σάνδ δεν είπε σέ κανέναν τίποτα γι’ αυτό. Ούτε ρώτησε σχετικώς τον Αμερικανό αυτή τη φορά. ΕΤχε πιά σχηματίσει τη γνώμη του γιά τον Χάρρις. Περί'μενε μόνο την κατάλληλη περίπτωσι γιά νά του βγάλη τη μάσκα κι* δλα έλεγαν πώς ή περίπτωσι αυτή δεν θ5 άργουσε νά φανή. Τό παιδί πού στάθηκε άξιος καπετάνιος στον ω κεανό ένοιωθε την άνάγκη νά φανή τό ίδιο άξιος καί τώρα. "Αν δεν είπε τίποτα στήν κυρία Βέλντον, τό έ κανε γιά νά μήν πολλαπλασιάση τις άνησυχίες πού καταλάβαινε πώς εΤχε κιόλας. Γιά τον ίδιο λόγο δεν είπε τίποτα κι* δταν άντίκρυσε κοντά σ’ ένα ποτάμι εκατό βήματα πιο πέρα κάτι πελώρια ζώα πού έτρεχαν άνάμεσα στις καλαμιές, καί τήν πρώτη στιγμή παραλίγο νά φωνάξη: — ΕI πποπόταμοι! Γιατί άκριβώς έπρόκειτο γι’ αυτά τά παχύδερμα με τό μεγάλο κεφάλι, τό φαρδύ, διαρκώς νυσταγμένο μούτρο, τά μεγάλα δόντια πού βγαίνουν έξω άπό τό στόμα πού είναι πελώριο καί τά κοντά πόδια. Κι5 δμως δέ υπήρχε ποτέ περίπτωσι, νά υπάρχουν ιπποπόταμοι στήν ’Α^μερική... Πολύ κοπιαστική ήταν ή πορεία τους εκείνη τή μέρα. "Ολοι είχαν έξαντληθή - ακόμα κι5 ό Ντίκ Σάνδ βρισκόταν στήν ύπερέντασι εκείνων τών δυνάμεων πού φέρνει· ή συναίσθησι τού καθήκοντος. Τό άπόγευμα κατά τις τέσσερις, ό γέρο - Τόμ άνακάλυψε πάνω στή χλόη ένα άντικεί'μενο πού τράβη*Ηταν ένα είδος μαχαιριού με παράξενο σχήμα, ιαέσα σέ μιά φιλντισένια θήκη, μέ χοντροκομμένα κι* ακαλαίσθητα στολίδια καί σκαλίσματα. Τό έδεκξε στον Ντίκ κι* αυτός μέ τή σειρά του τό παρουσίασε στον Αμερικανό λέγοντας: 73
-— Κάπου έδώ κοντά, βρίσκονται ιθαγενείς δίχως άλλο. — Ναί, άττοκρίθηκε ό Χάρρις. Ωστόσο. — Τί; — Ωστόσο πρέπει νά είμαστε πια πάρα πολύ κοντά στο πουέμπλο... καί δεν μπορώ νά γνωρίσω τό μέρος... — Μήπως έχάσατε τον δρόμο λοιπόν; φώναξε ό Ντί'κ ζωηρά. — "Όχι βέβαια. Τό πουέμπλο δεν μπορεί ν' άπέχη παραπάνω από πέντε χιλιόμετρα απ' αστό τό σημείο, θέλησα μόνο νά πάρω τον συντομώτερο δρόμο μέσ* άπ’ αυτό τό δάσος καί πιθανόν νά μην έκανα καλά. — Πιθανόν, είπε κι·9 ό δόκιμος. — Τό καλύτερο θάταν νά προχωρήσω μόνος μου από δω καί πέρα, γιά νά διαπιστώσω... — Όχι, κύριε Χάρρις!, τον διέκοψε ό Ντίκ Σάνδ μέ παγερή φωνή. Δέν θά χωριστούμε! — "Οπως νομίζετε, άποκρίθηκε ό Αμερικανός. Τη νύχτα όμως θάναι δύσκολο νά σάς οδηγήσω. — Δέν πειράζει. Θά σταθμιεύσωμε. Ευχαρίστως θά δεχθή νά περάση μια τελευταία βραδιά κάτω άπ5 τά δέντρα ή κυρία Βέλντον. Αύριο μόλις ξημερώση θά ξαναπάρωμε τον δρόμο. Πέντε χιλιόμετρα δέν είναι τίποτα... Τη στιγμή εκείνη ό Δίγκος άρχισε νά γαυγίζη μα νιασμένα. ^ ^— Έδώ, Δίγκο!, φώναξε ό δόκιμος, αέρεις καλά πώς δέν είναι· κανείς... Ή κυρία Βέλντον δέν είπε τίποτα, όταν άρχισαν τις προετοιμασίες γιά την τελευταία τους στάθμευσι. Ό Ί ζάκ βρισκόταν ακίνητος στην αγκαλιά της κι* έκαιγε άπ5 τον πυρρτό. Βρήκαν ένα πυκνό σύδεντρο καί ξάπλωσαν εκεί από κάτω. -αφνικά, ό γέρο -Τόμ πού βοηθούσε κι* εκείνος στις μικρές προετοιμασίες γιά τή· διανυκτέρευσι στα μάτησε απότομα καί τέντωσε τό χέρι, μέ μιά έκφρασι φρίκης στο στρογγυλό πρόσωπό του. — Κύριε Ντίκ! Κυττάξτε! — Τί συμβαίνει γέρο μου; ρώτησε ό δόκιμος, μ' ίνα ύφος ανθρώπου πού τά περιμένει πιά δλα.
— Έκεΐ! Έκεΐ!, έκανε ό Τόμ τρέμοντας. Κάτω 74
άπ5 τα δέντρα!... Ανθρώπινα μέλη κομμένα... κάτω στη γη.^ Ό Ντϊκ Σάνδ πήδηιξε κοντά του- λαχανιάζοντας καί τά μάτια του άνοιξαν πελώρια. — Σώπα, Τόμ!, ψέλλισε. Σώπα! Υπήρχαν στ5 αλήθεια εκεΐ πέρα πού έδειχνε ό νέ γρος ανθρώπινα χέρια κομμένα, κρίκοι καί σπασμέ νες αλυσίδες, καθώς καί μια βουκέντρα. Ευτυχώς πού ή κυρία Βέλντον δεν εΐδε τό φριχτό εκείνο θέαμα. "Οσο για τον Χάρρις, εκείνος καθόταν παράμερα. "Αν όμως τον παρατηρούσε κανείς από κοντά, θά του έκανε έντύπωσι· ή φοβερή άλλαγή στο πρόσωπό του. Είχε μια άγρια, μια τρομακτική έκφρασι. Ό Δίγκος έφτασε κοντά στον Ντίκ Σάνδ καί γαύ γισε μανιασμένα, μπροστά στά ματωμένα λείψανα. Ό δόκιμος αναγκάστηκε νά τον τραβήξη μέ τό ζό ρι από κεΐ πέρα. Ό γέρο - Τόμ, καθώς άντίκρυσε τή βουκέντρα καί τή σπασμένη αλυσίδα, πάγωσε κι* άπόμεινε ακίνητος σάν άγαλμα. Μέ τά μάτια ανοιγμένα διάπλατα από τον τρόμο, τραύλισε μέ φωνή κομπιαστή αυτά τά λόγια: — Τάχω ξαναδή... Τά ξέρω... Πάνε πολλά χρόνια... "Ήμουν παιδάκι τότε·... Κι" όμως τάχω ξαναδή!... Αυ τή ή βουκέντρα... Αυτές οι αλυσίδες! — Σώπα, Τόμ!, ψιθύρισε ό δόκιμος μες στ* αυτί του. Προς χάριν τής κυρίας Βέλντον καί όλων μας... Σώπα. Καί τον τράβηίξε από τό χέρι. Διάλεξαν ένα άλλο μέρος λίγο πιο πέρα, γιά νά περάσουν τή νύχτα. "Εστρωσαν γιά φαγητό αλλά δεν τό πείραξε κα νείς. Τό σκοτάδι εΐχε γίνει βαθύ. Τον ουρανό τον σκέπαζαν βαρειά, κατά μαύρα σύν νεφα. Δυτικά άρχισε ν’ άστράφτη. Ό άνεμος εΐχε κοπάσει τελείως καί δέν κουνιόταν φύλλο. Ό Ντίκ Σάνδ, ό Μπάτ κι’ ό *Ωστιν, άγρυπνοϋσαν παρέα. Προσπαθούσαν νά ξεχωρίσουν μέσα στήν η λεκτρισμένη νύχτα κανέναν ύποπτο θόρυβο. Τίποτα
75
ωστόσο δεν τάραζε τη γαλήνη και τό σκοτάδι τής ζούγκλας. Ό Τομ έμενε Ακίνητος μέ τό κεφάλι σκυμμένο σαν νάταν βυθισμένος μέσα σέ Φ-ριχτές παιδικές αναμνή σεις του. Ή κυρία Βέλντον είχε ξεχαστή νά κουνάη τον μι κρό Τζάκ, που κοιμόταν άνήσυχα στην αγκαλιά της. Ό έξάδελφος Βενέδικτος μονάχα κοιμόταν βαθειά, γιατί ήταν ό μόνος που δεν συμμετείχε στη γενική απογοήτευα ι. Ή δύναμί του νά προαισθάνεται δεν ήταν τόσο με γάλη. Πέρασε αρκετή ώρα. Κατά τις έντεκα, ακόυσαν ένα παρατεταμένο βαθύ μουγγρητό κι" ήταν σότν νά τούς διαπέρασε δλους ένα παγωμένο ρεύμα. Ό Τόμ τινάχτηκε όρθιος, μέ τό χέρι τεντωμένο κι* έδειξε ανάμεσα στά δέντρα, πέρα. Ό Ντίκ Σάνδ άρπαξε τό χέρι του, μά δέν πρόλαβε καί νά τον έμποδίση νά φωνάξη: — Ένα Λιοντάρι! "Ενα λιοντάρι! Ό γέρο - νέγρος είχε χωρίς Αμφιβολία Αναγνωρί σει τό μουγγρητό αυτό, πού τόσες φορές είχε ξανα κούσει πριν πολλά χρόνια. — Λιοντάρι!, είπε σιγανότερα κι* άλλη^μιά φορά. Ό Ντίκ Σάνδ δέν μπορούσε νά κρατηθή περισσό τερο πιά. Φούχτωσε τό μαχαίρι του κι* ώρμησε μανια σμένος προς τό μέρος πού κοιμόταν ό Χάρρις. Ό Αμερικανός είχε έξαφανιστή μαζί μέ τό άλογό του. Ό Ντίκ τάχασε. Τό μυαλό του θόλωσε. Λοιπόν δέν βρίσκονταν εκεί πού νόμιζαν. Τό «Πίλγκριμ» δέν είχε ναυαγήσει στην παραλία τής Νότιας Αμερικής. Τό νησάκι πού συνάντησαν, δέν ήταν τό νησί τού Πάσχα. Ήταν κάποιο άλλο, στά δυτικά μιας άλλης ηπείρου, δπως τό νησί Πάσχα στά δυτικά τής "Αμερικής. Ή πυξίδα τον είχε γελάσει σ* ένα μεγάλο διάστη μα τού ταξιδιού, μέ τρόπο πού είναι γνωστός σ" εμάς. Παρασυρμένοι άπ* τή θύελλα σέ λαθεμένη πορεία, πέρασαν τό άκρωτήρι Χόρν κι* άπ" τον Ειρηνικό μπή καν στον "Ατλαντικό. Ή ταχύτητα του πλοίου, που δέν είχε τά μέσοε νρε
761
την υπολογίση όπως έπρεπε, ήταν διπλή άπ’ ο,τι νό μιζε καί είχε γίνει τέτοια άττό τή δύναμι της θύελλας. Νά, λ οπτόν γιατί δλα τά προϊόντα της Νότιας Α μερικής έλειπαν από τή χώρα εκείνη, πού καμμιά σχέσι δεν είχε μέ τό οροπέδιο τής Άτακάμα καί τίς Βολιβιανές πάμπες. Καμηλοπαρδάλεις κι* όχι στρουθοκάμηλοι, ήσαν τά ζώα πού είχαν δή νά τρέχουν στο ξέφοοτο. Κάτω από την πυκνή συστάδα των δέντρων, είχαν περάσει έλέφαντες. Ό έξάδελψος Βενέδικτος είχε ττιάσει· στ* αλήθεια μια μύγα «τσέ - τσέ» καί τά παχύδερμα πού διέκρινε ό Ντίκ Σάνδ πίσω από τίς καλαμιές τής άκροποταμιάς, ήταν πραγματικά ιπποπόταμοι. Τελευταία, έκεΐνο τό άνατριχιαστικό μουγγρητό πού ακόυσαν πριν λίγο μές απ’ τό δάσος, ήταν μουγ γρητό λιονταριού. Οΐ βουκέντρα, τό μαχαίρι· μέ τά παράξενα σκαλίσματα, ανήκαν ασφαλώς σέ κάποιον δουλέμπορο. Τά κομμένα χέρια, χέρια σκλάβου. Ό Πορτογάλος Νεγκορό κι* ό Αμερικανός Χάρρις χωρίς αμφιβολία ήταν σύντροφοι. ■Κι* οί φοβερές λέξεις, πού ό δεκαπενταετής πλοίαρ χος Ντίκ Σάνδ κρατούσε τόσον καιρό μέσα του, ανέ βηκαν αναπόφευκτα στα χείλη του σ’ ένα ξέσπασμα: — ΕΤυαστε στήν Αφρική! Στήν * Αφρική τού * Ι σημερινού! Στήν Αφρική τού δουλεμπορίου καί τών σκλάβων! ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΙΟ
Τ
Ο ΕΜΠΟΡΙΟ αυτό τής ντροπής καί τής Φρίκης, γεννήθηκε πριν πολλά χρόνια στά κράτη τής Ευρώπης πού κατείχαν ύπερατλαντικές αποικίες. Οί νόμοι τό απαγορεύουν, έδώ καί πολύ καιρό. Ω στόσο αυτό εξακολουθεί νά άκμάζη καί σέ ιδιαίτερη κλίμακα στήν Κεντρική Αφρική. ■Είμαστε στον δέκατο ένατο αιώνα κι* όμως είναι πολλά κράτη πού ισχυρίζονται δτι είναι χριστιανικά κι5 ακόμα δέν υπέγραψαν τή συνθήκη γιά τήν κατάργησι τής δουλείας. Ψέμα είναι πώς το δουλεμπόριο δέν γίνεται πιά κι* ή ^αγοραπωλησία τών άνθρωπίνορν πλασμάτων έχει
Ό άναγνώστης πρέπτει νά τό γνωρίζη αυτό. Π ρέ πει να ξέρη γι5 αυτά τά άνθρωποκυνήγια, που απει λούν νά ερημώσουν μιά δλόκληρη ήπειρο. ^Πρέπει νάχη ύπ’ δψι- του πότε και πώς γίνονται οί άπάνθρωπες αυ τές αρπαγές, πόσο στοιχίζουν σέ αίμα, τι πυρκαγιές προκαλούν και λεηλασίες καί, τέλος ποιο συμφέρον τά υποκινεί. Τον ΙΕ' αιώνα άρχισε τό εμπόριο τών νέγρων. Νά τά περιστατικά πού οδήγησαν στην άρχή του: Οταν διώχτηκαν οί μουσουλμάνοι από1 την Ισπα νία, βρήκαν καταφύγιο στήν άντικρυνή από τό Γιβραλτάρ παραλία. 01 Πορτογάλοι δμως; πού εΐχαν ε κείνο τό μέρος στην κατοχή τους, τούς κυνήγησαν λυσσασμένα. Πολλοί απ' αυτούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι καί όδηγήθησαν πάλι στην Πορτογαλία. Οί άνθρωποι ε κείνοι· έχασαν την ελευθερία τους κι3 έγιναν οί πρώτοι έξ Αφρικής δούλοι πού γνώρισε ή δυτική Ευρώπη. Οί οικογένειες τών μουσουλμάνων, πού οί περισ σότερες ήταν αρκετά πλούσιες, πρότειναν νά τούς ε ξαγοράσουν, αλλά οί Πορτογάλοι· δέν δέχθηκαν. Χρή ματα εΐχαν κι* εκείνο πού τούς έλειπε ήταν τά εργα τικά χέρια. Δηλαδή οί σκλάβοι. Γότε καί οί οικογένειες τών μουσουλμάνων, αφού δέ μπορούσαν μέ τό χρυσάφι νά ξαναπάρουν πίσω τούς άγαπημένους τους, πρόσφεραν δυο ή καί περισ σότερους νέγρους τής Αφρικής, γιά τον κάθε δικό τους. 01 Πορτογάλοι δέν εΐχαν λόγο πιά νά μή δε χτούν, γιατί ή νέα πρότασις ήταν έξαιρετική συμφέρουσα. Έτσι άρχισε στήν Ευρώπη τό εμπόριο τών δούλων. Μέ τό τέλος τού 16ου αιώνα, τό έμπόριο αυτό είχε ξαπλωθή παντού καί δέν ερχόταν καθόλου σέ αντίθε οι μέ τά ήθη τής εποχής. Τό προστάτευαν όλα τά κράτη γιά νά μπορέσουν γρηγορώτερα καί ασφαλέ στερα νά αποικήσουν τίς χώρες τού Νέου Κόσμου, .Κι* ήταν αλήθεια πώς οί νέγροι· τής Αφρικής εΐχαν πολύ μεγαλύτερη αντοχή καί μπορούσαν νά έπιζήσουν εκεί όπου οί λευκοί πέθαιναν κατά χιλιάδες. Ή μεταφορά ^τους ^άρχισε νά γίνεται μέ ειδικά πλοία, κατ5 εύθεΐαν άπό τή Μαύρη "Ηπειρο στήν Α μερικής Αυτή ή καινούργια πλευρά, ενός υπερατλαντικού δουλεμπορίου, έγινε άφορμή νά δημιουργηθούν |να η
πλήθος^ σχετικά γραφεία, σέ διάφορα παράλια της Αφρικής. Τό «εμπόρευμα» στον τόπο τής... παραγω γής είχε μικρότερο κόστος καί πολλά άλλα πλεονε κτήματα. "Οσο κι* άν ήταν απαραίτητη ή άποίκησι του Νέου Κόσμου, καμμιά δικαιολογία δεν μπορεί νά δοθή στο εμπόριο αυτό τής ανθρώπινης σάρκας. Σιγά - σιγά άρχισαν νάΛ υψώνονται φωνές διαμαρτυρίας άπ* όλα τά μέρη του κόσμου καί οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έ καναν διαβήματα γιά νά καταργηθή. Στά 1751 έγινε ή πρώτη μεγάλη κίνησι γιά την κατάργησι τής δουλείας. Αυτό συνέβη στην καρδιά τής Βόρειας Αμερικής, έκεΐ όπου ύστερα άπό έκατό χρόνια ξέσπασε ό έμφυλιος πόλεμος που είχε σάν μία από τις αιτίες του τό πρόβλημα των δούλων. Οί ύποστηρικτές τής δουλείας άρχισαν νά ήττώνται καί στις χώρες πέιρ’ άπ3 τόν "Ατλαντικό. Πρώτα στην "Αγγλία κι5 υστέρα στη Γαλλία, πολλαπλάσιάζσντ&ι οί οπαδοί τής κατάργησης. Ή αρχή είχε γί νει·. Στά 1807, ή "Αγγλία έδωσε τό επίσημο παρά δειγμα καί κατήργησε την αγοραπωλησία των δού λων στις δικές της Αποικίες. Ή Γαλλία την μιμήθηκε στά 1814. Οί δυο δυνάμεις υπέγραψαν σχετικά μιά συνθήκη που την τροποποίησε ό Ναπολέων Αργότερα, κατά τη συνθήκη των Έκατό Ήμερων. Ή συνθήκη αυτή δμως, μόνο θεωρητική αξία είχε. Οί δουλέμποροι· εξακολουθούσαν πάντα νά διασχίζουν τις θάλασσες καί νά μοσχοπουλουν τό «εμπόρευμά» τους, στά διάφορα αποικιακά λιμάνια. "Αρχισαν νά παίρνωνται τότε πρακτικώτερα μέτρα γιά τήν καταπολέμησι· τής φρίκης. Οί Ηνωμένες Πολιτείες στά 1820 καί ή "Αγγλία στά 1824, κήρυξαν προυξι πειρατείας τό δουλεμπό ριο καί εκείνους που τό ασκούσαν, πειρατές, μέ τι μωρία τήν ποινή τού θανάτου. "Άρχισε μιά συνεχής καί αλύπητη καταιδίωξις κι" έγιναν πολλές έκτελέσεις. Καί δμως αυτός ό νέος νόμος πού καταργούσε τή δουλεία, δεν ϊσχυε άναδρομικά. Δεν μπορούσαν νά δημιουργηθούν πιά καινούργιοι δούλοι, υπήρχαν δμως πάντα οί παλαιοί. Πάλι ή "Αγγλία πρώτη απελευθέρωσε ^τους δούλους στις αποικίες της, δηλαδή διακόσιες έξήντα χιλιάδες
ψυχές. 79
Στον -έμφύλιο πόλεμο του 1859, συμπληρώθηκε τό ευγενικό έργο καί ό νόμος καταργήσεως της δουλείας ξαπλώθηκε σ" όλη την έκτασι τής Βόρειας Αμερικής. Σήμερα λοιπόν τό δουλεμπόριο εξακολουθεί νά γί νεται μόνο στις πορτογαλικές καί Ισπανικές αποικίες καί στίς τουριστικές αραβικές χώρες τής Ανατολής. Στο έσωτερικό λοιπόν τής 3Αφρικής καί υστέρα από πολέμους πού στοιχίζουν ποταμούς αίματος, ολόκλη ρες φυλές νέγρων μετατρέπονται σέ δούλους. Τό α παίσιο είναι πώς τούς πολέμους αυτούς τούς κάνουν οί διάφοροι φύλαρχοι μεταξύ τους. Οι δουλέμποροι α κολουθούν δυο διαφορετικές κατευθύνσεις. "Αλλοι αρ μενίζουν δυτικά, προς την πορτογαλική άποικία τής "Αγκόλας, κι" άλλοι ανατολικά προς την Μοζαμβίκη. Εκεί φορτώνονται οι δύστυχοι σκλάβοι γιά την Κούβα, τη Μαδαγασκάρη, την "Ασία ή τή Μέκκα καί τή Μασκάτη καί ελάχιστοι άπ" αυτούς φτάνουν ζων τανοί στον τελικό προορισμό τους. Τ" άγγλογαλλικά καράβια δέν μπορούν νά εμποδί σουν αποτελεσματικά αυτό τό εμπόριο, γιατί τό μήκος των παραλίων είναι τεράστιο. Είναι όμως τάχα αρκε τά σημαντικός, σήμερα, ό αριθμός αυτών τών συχαμ ερών έξαγωγών; Ναί, γιατί φθάνουν ογδόντα χιλιάδες σκλάβων κά θε χρονιά στίς παραλίες κι" αυτοί αποτελούν μονάχα τό ένα δέκατο τών ψυχών πού Θυσιάζονται, όταν λογαριάσης κι" εκείνους πού σφάζονται στο έσωτερικό τής Μαύρης "Ηπείρου. Χωριά όλόκληρα έχουν μείνει ακατοίκητα κι" ερει πωμένα, μαυρισμένα από τή φωτιά. Στα ποτάμια άργοκυλάνε ατέλειωτα τ’ ανθρώπινα κουφάρια καί μόνο θηρία πάνε κι" έρχονται σ" απέραντες εκτάσεις. Ό διάσημος εξερευνητής Λίβινκστον, γράφει πώς, μετά άπό^ένα τέτοιο ανελέητο άνθρωποκυνήγι, δέν εί ναι^ δυνατό ν" αναγνώρισης περιοχές, πού τις πέρασες πριν από έναν μήνα μονάχα... Κι" άλλοι εξερευνητές, ό Γκράν, ό Σπέκε, ό Καμε,ρούν, ό Στάνλεϋ, αναφέρουν ακριβώς τά ίδια πράγμα τα, για τό δασώδες όρσπέδσ τής Κεντρικής "Αφρι κής, πού αποτελεί αιώνιο πεδίο μαχών, μεταξύ τών διαφόρων φυλών. Μήπως λοιπόν θά καταργηθή ή σκλαβιά τών νέγρων στήν "Αφρική, μόνο όταν πια δέν θάχη άπομείνει ούτε ϊνας νέγρος σ" αυτήν; Μήπως θάχουν κι" αύτ·ί τήν
'Ο βασι-ληας πήρε φόκο., σαν νάταν βαρέλι μέ πετρέλαιο. ϊδισ μοΐρα μέ την αυστραλέζικη φυλή τής Νέας Όλλανδίας; Πρέπει έδό^ νά τονίσωμε πώς γνωστοί αντιπρόσω ποι ευρωπαϊκών δυνάμεων, δεν ντρέπονται νά δείχνουν εξαιρετική έπιείκεια γι·* αυτό τό άνατριχιαστικό εμπό ριο. Τίποτα δεν είναι περισσότερο αληθινό απ’ αυτό: Στα παράλια περιπολούν τά καράβια των πολιτισμέ νων λαών και στο εσωτερικό τους τό δουλεμπόριο ορ γιάζει·. Καραβάνια όλόκληρα μέ σκλάβους περνούν κάτω απ’ τις βουλωμένες μύτες κρατικών υπαλλήλων κι* ή σφαγή δέκα νέγρων, για κάθε σκλάβο πού τό σκάζει, συνεχίζεται σε πολλά μέρη. Καταλαβαίνει λοιπόν καθένας τι τρομερή έντύπωσι έκαναν σ" όλους τά λόγια τού Ντϊκ Σάνδ: — Είμαστε στήν Αφρική! Στήν "Αφρική τού Ι σημερινού! Στήν "Αφρική τού δουλεμπορίου και τών δύστυχων σκλάβων! Και δεν έπεφτε έξω. Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ
ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
φ
Ήταν Αλήθεια ή "Αφρική με τούς αιτεί ρους κινδύ νους της. Σέ ποιο όμως μέρος τής Μαύρης Ηπείρου τούς εί χε γράψει ή μοίρα τους νά ναυαγήσουν; Το δίχως άλλο στη δυτική παροολία καί, τό χειρό τερο^ ό δόκιμος φοβόταν πώς βρίσκονταν σέ κάποιο σημείο τής ακτής τής "Αγκόλας. Νοτιότερα ό Καμερούν και βορείως ό Στάνλεϋ, μπό ρεσαν νά έξερευνήσουν την περιοχή, έπειτα από έναν χρόνο περίπου. Ή χώρα αυτή όμως πού άποτελεΐται από τήν Μπενγκουέλα, τό Κογκό καί τήν "Αγκόλα, ήταν, ώς τότε τελείως άγνωστη, έκτος φυσικά από τήν παραλία της. Κανείς ^δέν τόλμησε νά χωθή στό^ εσωτερικό. Τό φοβερό κλίμα, σι φοβερότεροι, ιθαγενείς - άνθρωποφάγοι οί πιο- πολλοί - ή δυσπιστία των δουλεμπόρων, πού υποπτεύονταν τον κάθε ξένο πού θά επιχειρούσε νά περάση στο βασίλειό τους, έκαναν τήν έπαρχία τής "Αγκόλας τό πιο έπικίνδυνο ϊσως μέρος του κό σμου. Τι ήξερε ό Ντίκ Σάνδ γιά τή χώρα αυτή πού τους έσπρωξε ή προδοσία; Ελάχιστα πράγματα. "Οσα μόνο είχαν αναφέρει οί ιεραπόστολοι οστό τον 1 6ο ώς τον 1 8ο αιώνα που έκαναν τή διαδρομή από τό Σάν 'Πάολο ώς τό Ζαΐρη, διά μέσου του Σάν Σαλ βαντόρ. "Ακόμα κι" έκεΐνα πού είχε γράψει ό Αίβινκστον, μετά τό ταξίδι του του 1853. Ή θέσι τους ήταν αληθινά τρομερή. ΧΑΡΤΙ Σ ΚΑΙ ΝΕΓΚΟΡΟ I ΗΝ επόμενη μέρα, ύστερα^ από τον τε λευταίο σταθμό του Ντίκ Σάνδ καί των συντρόφων του, δυο άνθρωποι συναντήθηκαν μες στο δάσος, σέ άπόστασι πέντε περίπου χιλιομέτρων απ’ αυτούς. Ήταν ό Χάρρις κι" ό Νεγκορό. Κάθησαν στή ρίζα μιας τεράστιας μπανανιάς, πλάϊ σ’ ένα ερημικό ρυάκι. Φαίνεται πώς ή συνομιλία τους θάχε αρχίσει από πιο πριν. Ό Νεγκορό έλεγε:
82
— Λοιπόν, Χάρρις, δεν μπόρεσες νά τραβήξης βα θύτερα στην * Αγκόλα τή συντροφιά τού δεκαπεντάχρονου αυτού καπετάνιου; — "Όχι, συνεταίρε!, άπσκρίθηκε έκεΐνος. Καί μά θε πώς και τόσο πήγαινε πολύ! "Από δω και μέρες μ^" είχε μυριστή ό νεαρός φίλος μας και λίγο - λίγο τα κατάλαβε όλα. "Οσο για τα δεκαπέντε χρόνια, καλύ τερα νάχα καναν - άλλο μεγαλύτερον νά καταφέρω... Δεν αστειευόταν.., — Εκατόν εξήντα χιλιόμετρα καί τάχαμε στο χέ ρι αυτά τά κουτορνίθια, κομμένε Χάρρις!, μουρμού ρισε ό Νεγκορό άπ ογοητευμένος. Και έτσι όμως, δεν πρέπει νά μάς^ξεφύγουν... — "Από πού νά ξεφύγουν; εΐπε ό Χάρρις, βρε Νεγ κορό, θά τούς πήγαινα παρακάτω, αλλά στά μάτια τού Σάνδ, είδα ολοκάθαρα τη διάθεσι νά μ" άστράψη καμμιά σφαίρα στο κεφάλι... — "Έχω κι" εγώ ανοιχτούς λογαριασμούς μέ δαύτον, έκανε ό Πορτογάλος. — Ά! Θά τούς πλήρωσής δπως σ" αρέσει, συνέ ταιρε, τούς λογαριασμούς σου!, φώναξε ό Χάρρις εύ θυμα. Πού λές - έχει γούστο! - στην αρχή τοχανε χάψει γιά τά καλά πώς βρίσκονταν στην έρημο τής Άτακάμας, μά ύστερα άρχισε τό σαμισμύθι νά μού ζητάει καουτσουκόδεντρα και κάκτους. Πού ήθελες, σε παρακαλώ, νά τού βρω τέτοια λογής πράματα, μες στη μέση τής "Αφρικής; Κι" ύστερα μού λές... Μω ρέ νά βλογάς τό διάβολο πού τούς έφερα κι" ως εδώ! Ή μάνα γύρευε κίνα. Ό γυαλάκιας κυνηγούσε κου νούπια. Πήγαινε νά μού στρίψη. "Ωσπου στο φινάλε τούς έκανα ψιλά τις καμηλοπαρδάλεις, γιά στρουθο καμήλους! Πού στο δαίμονα πρόκανε κι" έμαθε τόσα πράματα τό τσίμπλικο; "Άσε πού μετά πλακώσανε οί έλέφαντες και οί ιπποπόταμοι!, και πώς νά μην έρθουνε; Τόπος τους είναι, πού θά πηγαίνανε; Και πάει κι" ό γέρος στο φινάλε και μού ξετρυπώνει κάτι κομμένα χέρια κι" ένα δίκρανο καί κάτι σπασμένες αλυσίδες - μ" εννόησες; - καί βγάζει κι" ένα λιοντάρι μιά κορώνα σέ «λά -'μινόρε » καί μούθελες νά κάτσω καί περισσότερο! 0ά τούς έλεγα, κοντολογής, πώς φύσηξε τραμουντάνας καί ξεσήκωσε έλέφαντες, ίππο ποτά μου ς καί λιοντάρια καί τά τίναξε στην "Αμερι κή! Αέ λές πού πρόκανα καί καβάλλησα τ’ άλογο κι" Ιγινα σκόνη!...
"Εχεις δίκιο!, τοΐπτε ό Νεγκορό κουνώντας τό κεφάλι· νευριασμένος. ^
— Τό λοιπόν; — Τό λοιπόν, νά τό βράσω τό δίκιο σου! Θά προ τιμούσα νά μην εΐχες και νά τούς εΐχες τραβήξει πά ρα μέσα! — ΤΙ νά του πής τώρα! έκανε ό Χάρρις. "Έκανα δ,τι μπορούσα συνέταιρε, σοί> λέω. Δέ γινότανε περισ σότερο. Γιά νά μή σου πώ πώς και του λόγου σου ακόμα, έγινες εμπόδιο! — Σούστριψε; -— Καθόλου. "Έχουν έναν τετράποδο στρατιώτη πού τόνε λένε Δίγκο και πού, άν πής πώς σέ συ μπαθή, θάναι μεγάλο ψέμα. Αυτουν οΰ πάλι- τι τού κά νες; — Τίποτα, γρύλλισε ό Νεγκορό. "Οπου νάναι δμως θά τ" ανοίξω τό καύκαλο μέ καμμιά σφαίρα! — "Οπως θά την έτρωγες κι* ή αφεντιά σου άν έ κανες πώς ξεμύταγες τη μούρη σου άπό κανα - δέν τρο, εκατό μέτρα μακρυά άπό τον Ντίκ Σάνδ! Τι τά θές - τι τά γυρεύεις: "'Αν δέν εΐχε «ηθικές βάσεις» αυτός ό μικρός θάτανε τσίφτης! — Τι μου τσαμπουνάς! Θά τον κάνω γώ, νά χορέψη! — "Οπως σ" αρέσει. Βλέπω τά ταξίδια δέν σ’ άλ λαξαν στάλα, συνέταιρε! "Έγινε μ ιά λιγόστιγμη σιωπή καί ξανάπε ύστερα ό Χάρρις: — Συναντηθήκαμε τόσο απροσδόκητα, βρε Νεγκο ρό, κοντά στο ναυάγιο, στο στόμιο του Λούγκα καί πρόλαβες νά μου συστήσης την παρέα σου καί νά μέ βάλης νά τούς τραβήξω όσο μπόραγα στά ενδότερα Τΐ έκανες δμως τά δυο αυτά χρόνια, δέν τούς τδπες. Δυο χρόνια ζωής δλο περιπέτειες, σάν τη δίκιά μας, είναι πολλά συνέταιρε! Θυμάμαι- πού ξεκίνησες μιά μέρα οδηγώντας ένα καραβάνι σκλάβους γιά λογα ριασμό τού γέρο - Άλβέζ. Μετά χάθηκες καί δέν ξα νακούσαμε τίποτα γιά πάρτη σου. Έγώ νά σου πώ, σ" είχα ξεγράψει! ^ — Καλοσύνη σου!, τού λέει ό Νεγκορό. Καί άπό λίγο νά μην έπεφτες έξω! — Μιά φορά θά γίνη κι* αυτό - μή σκάς,
— Ωραίος είσαι !
—Δέ βαρυέσαι! Κανείς δεν γερνάει στα παλιοε πάγγελμα! Δεν μπορείς να εμπορεύεσαι ανθρώπους κύριε - άσχετο πούναι μαΟροι - καί νάχης την άπαιτησι να τά τινάξης στο τσαρδί σου, πάνω στο κρεββάτι! Πως έγινε αυτό τό «παραλίγο» που λες; Σ' έβαιναν στο χέρι; — Βεβαίως! — "Αγγλοι;
— Μπά. Συμπατριώτες μου^ — Είχες παραδώσει τό «πράμα»; —·_ Ευτυχώς καί πρόκανα, άλλοιώς θά μ3 είχανε κρεμάσει σέ κανα - κατάρτι·. Καί μόνο πού μέ κατήγ γειλαν, έφαγα ισόβια. Μ3 έστειλαν στο σωφρονιστή ριο, αδελφέ μου! Στο Σαν Πάολο τής Λουάντα! — "Ακου σωφρονιστήριο, πού νά πάρη καί να σηκώση!, φώναξε ο Αμερικάνος. Δέ σέ κρεμάγανε κα λύτερα; Είναι τόπος αυτός γι' ανθρώπους τής φάρας μας; — -έρεις κάτι; τουπέ ό Νεγκορό. Απ3 τη φυλακή την κοπανάς καί καμμιά δόσι. "Αν ξέρης κανένα νά τοχη σκάση από την κρεμάλα, θά σου πώ μπράβο! — Την κοπάνισες, συνέταιρε; — "Αμ3 πώς! Μέ ρίξανε στη «στενή» ^άλλά σέ δε καπέντε μέρες τρύπωσα στ5 αμπάρι ένοΰ εγγλέζικου πού πήγαινε για τό ΤΩκλαντ.. ^Ωκλαν^- ξ3 ^Ωκλαντ, εγώ νά φύγω ήθελα κι3 όπου νάναι. Πώς δέ μέ ανα κάλυψαν σ3 δλο τό δρόμο, αυτό ’ναι κατόρθωμα, Χάρρις! —Καί δέν πλέρωσες ούτε εισιτήριο!, εΐπε ό Α μερικανός γελώντας. Κακοαναθρεμμένος εΐσαη συνέ ταιρε! Ταξιδεύεις - μασσάς τσάμπα στ3 αμπάρια, τί θά γίνουν αυτοί οί φουκαράδες ποϋχουνε τά καράβια; — Αυτό νά μου πής;, έκανε ό Πορτογάλος. Στι γμή δέν τό σκέφθηκα - θά στείλω κανα - τσεκ σ3 ε κείνον τον πλοιοκτήτη! — Μην τό παροίλείψης - δέ βαρυέσαι! Αφού γύ ρισες μιά φορά, αυτό 3ναι τό σπουδαίο. Μέ τον ίδιο τρόπο ήρθες κι3 εδώ; — Τί λές, βρε! Αές πώς μέ μάγεψε τό ταξίδι μέ σα στ3 αμπάρι ένα μήνα; Τούτη τή φορά αποφάσισα νά ξαναγυρίσω στήν^Αγκόλα νά ξαναρχίσω τό εμπό ριο. Γιά δεκαοχτώ μήνες... Σώπασε άξαφνα ό Νεγκορό καί χλώμισσε. ^Αρπα ξε τρν Χάρρις από τό μπράτσο κρεϊ του τρσψιξε.
— Κύττα!, ψιθύρισε δείχνοντας πέρα με τ άλλο χέρι-. Δέ σού φαίνεται κάτι νά σαλεύη κεί κάτω στους παπύρους; — Έχεις δίκιο!, τραύλισε ό Αμερικανός κι* άρπα ξε τό τουφέκι του. Σηκώθηκαν αρθιοι και ξανακοίταξαν. Στο τέλος ό Χάρρις εΐπε: — Τίποτα δεν είναι·. Φουσκώνουν τα νερά του ρυα κιού άπτωτη βροχή. ιΜέ κατατρόμαξες, -έχασες τά τερ τίπια τού δάσους, συνέταιρε, σέ δυο χρόνια! -ανακάθησαν στη θέσι τους κι5 ό Πορτογάλος ήσυχασμένος εΐπε πάλι: — Δεκαοχτώ μήνες τό λοιπόν στο ^Ωκλαντ! “Όλα τά επαγγέλματα άλλαξα γιά νά τά φέρω βόλτα. — 1 Ακόμα και τον τίμιο άνθρωπο, Νεγκαρό; — Μάλιστα! "Ως κι" αυτό! — ^Τί θά τράβηξες! — "Ωσπου ήρθε στο φινάλε τό φαλαινοθηρικό «Πίλγκριμ». — Αυτό, που ναυάγησ" εδώ έξω; ^— Αυτό. "Οπως ξέρεις έχω ξανακάνει σέ καράβι· μάλιστα ήμουνα και δεύτερος σ' ένα δουλεμπορικό. Παρουσιάστηκα λοιπόν στον πλοίαρχο αλλά τό τσούρ μο ήτανε συμπληρωμένο. Γιά καλή μου τύχη, την κο πάνησε ό μάγειρος. "Αμα ψάχνανε θά βρίσκανε κα λύτερον άπό μένα, μόνο δεν είχανε καιρό. Τό λοιπόν έγινα και μάγειρος! — Καί τί δουλειά είχε τό «Πίλγκριμ» στην Αφρι κή; — Αυτό ούτε ό πλοίαρχός του ό Σάνδ δεν τό ξέ ρει! - μπορεί καί νά μη τό μάθη ποτέ... Τραβούσαν γιά τό Βαλπαραΐζο κι* όταν μπάρκαρα, ήμουν απο φασισμένος γιά τή Χιλή. Ήταν ό μισός δρόμος άπό τη Νέα Ζηλανδία ίσαμε την "Αγκόλα. Θά έρχόμουν κοντά δυό χιλιάδες χιλιόμετρα πλησιέστερα στην "Α φρική. Δυο έβδομάδες μετά που φύγαμε δμως, συνέ βη νά φόη μ ιά φάλαι να, τον καπετάνιο καί τό πλή ρωμα όλόκληρο. Μείναμε τό λοιπόν μόνο δυό ναυτι κοί στο καράβι: Ό δόκιμος κι* έγώ! — Έγινες καπετάνιος; — Τό σκέφθηκα στην άρχή άλλά δεν μέ γούσταραν. 5Ηταν καί πέντε νέγροι άπάνω - έλεύθεροι - που δέ σηκώνανε άστεία τά μπράτσα τους. Τά κανόνισα τό λοιπόν άλλοιώς... Η
— *Όστε δεν σας έφερε ή τύχη στην 5Αγκόλα; — Αέν ανακατεύτηκε ή τύχη σ' αυτή την υπόθεση διόλου. Στην Αγκόλα φτάσαμε επειδή τοθελα^ εγώ. Ό Ν-εγκορό διηγήβηκε στον Χάρρις μ3 δλεςτίς λε πτομέρειες το βρωμερό κατόρθωμά του κι3 εκείνος τον θαύμασε. Στο τέλος όμως εΐπε: — Ωστόσο τώρα, ξέρουν που βρίσκονται... — Δεν πά νά τό ξέρουν ! — Τι έχεις σκοπό νά κάνης; — Έχω τά σχέδιά μου. Πές μου πρώτα δμως τά νέ για τ' αφεντικό μας, τον "Αλβέζ. — Καλοστεκούμενος ό γέρο - μπαγαπόντης! Θά κάνη μεγάλη χαρά πού θά σέ ξαναδή. — Στήν άγορά του Μπιχέ είναι; — Όχι. Στο κατάστημά του στο Καζοντέ, έδώ κι* ένα χρόνο. — Οι δουλειές καλά; — Καλά, πού νά πάρ3 ό διάβολος! Μ3 όλο πού γίνονται- στή ζούλα πιά καί τά καράβια, πορτογαλι κά κι3 εγγλέζικα, μάς έχουν αλλάξει τον άδόξαστο. Νά φανταστής πώς άλα τα παραπήγματα τής Αγ κόλας τώρα πού μιλάμε, είναι γεμάτα σκλάβους καί δεν μπορούμε νά κάνουμ-3 εξαγωγή. Λίγους - λίγους δμως, τούς διοχετεύουμε. Οί ~Αγγλοι δλο απλώνονται στήιν Αφρική. Οί διοικητές έχουν πάψει νά «λαδώνον ται» - ώς κι3 οί κατώτεροι υπάλληλοι άκόμα. Ό 3Αλβέζ, ρτονηρός τό γύρισε ατά πρακτορεία τού εσωτε ρικού. Σκοπεύει νά κατηφορίση στο Νυάνγκουε καί την Ταγκανίκα, νά δώση υφάσματα καί νά πάρη φίλν τισι- καί σκλάβους. -Καλά κρατάνε καί στή Μοζαμβί κη οί δουλειές. Στέλνουνε πολύ «πράμα», από κεΐ πέ ρα, στήλΜαδαγασκάρη. Εκείνοι πού μάς τά χαλάνε, είναι τού διαβόλου οί ιεραπόστολοι. "Υστερα ό^κανάγιας ό Λίβινγκστον έξερεύνησε την περιοχή των λι μνών καί κατηφορίζει στήν Αγκόλα. Λένε γιά κάποιον Καμερούν, πού θέλει, λέει νά περάση την ήπειρο άπ3 τ3 ανατολικά στά δυτικά. *Άσε πού φαίνεται τό ίδιο θά κάνη κι3 ό "Αμερικανός ό Στάνλεϋ. "Ολοι αυτοί στο φινάλε, θά μάς κλείσουνε τό σπίτι! Ή μόνη σω τηρία είναι νά μή γυρίση κανένας τους πίσω στήν^ Ευ ρώπη, νά πή αυτά πού εΤδε στήν Αφρική... Αυτά εί ναι τά νέα. Καί τώρα θά μου πής του λόγου σου, τί σκοπεύεις νά κάνης μέ δαύτους;
87
Μερικούς θά τους πουλήσω σκλάβους, Απάντη σε ό Νεγκορό. Τούς ρέστους... Δεν τελείωσε αυτό πού Βάλεγε, άλλα ή άγρια έκφρασί του συμπλήρωνε πολύ καλύτερα τή φράσι του. — Π ο ιούς θά πουλήσης; ρώτησε ό Χάρρις^. — Τούς νέγρους. Ό γέρος - Τόμ - μπορεί νά μην άξίζη πολλά, οι υπόλοιποι όμως είναι νέοι καί χει ροδύναμοι... Χρυσές δουλείες θά κάνουμε μέ δαότους στην αγορά του Καζοντέ. — Ούτε κουβέντα. Αυτοί αξίζουν γιά είκοσι από τούς ντόπιους ό καθένας τους. Δούλοι· πού γεννήθη καν στην "Αμερική, είναι σπάνιο εμπόρευμα, γιά τις αγορές^ τής "Αγκόλα. Για πές μου: Στο «Πίλγκριμ» δεν υπήρχαν τίποτα ψιλά; — Καμμιά κατοστη δολλάρια, απάντησε ό Νεγκο ρό. Αογαριάζω όμως μερικές εισπράξεις... — Τΐ λογής, συνέταιρε; — Τίποτα σπουδαίο, απάντησε ό Νεγκορό καί δαγ κώθηκε. — Τότε πρέπει νά βάλουμε στο χέρι τό «πράμα». — Είναι· πολύ δύσκολο; — Δέ βαρυέσαι! Δεκαπέντε χιλιόμετρα πιο κάτω, είναι κατασκηνωμένο ένα καραβάνι σκλάβων - στην Κοάντζα. Μέ περιμένει κεΐ πέρα ό "I μπ - Χαμίς, ό "Άραβας οδηγός μου, γιά νά μέ πάη^ στο Καζοντέ. "Έχει· καί μερικούς ιθαγενείς στρατιώτες μαζί του, μάς φτάνουν καί περισσεύουνε γιά τον Σάν καί την παρέα του. Φτάνει ν’ άποφασίση νά τραβήξη κατά την Κοάντζα ό ποίαρχός μας. — Κι" αν πάη, γι" αλλού; -— Εκεί θά πάη. Τού κόβει, αλλά δέν φαντάζεται τον κίνδυνο πού διατρέχει, Θ" άποφασίση νά γυρίση στην παραλία. Καί σίγουρα όχι· άπό τον δρόμο πού ήρθαμε, γιά νά μη χαθή στο δάσος., Χωρίς αμφιβολία 8" άκολουθήση κάποιο άπό τά ποτάμια πού τραβάνε γιά τη θάλασσα. Δέν τού,μένει τίποτ’ άλλο νά κάνη καί θά κάνη αυτό - τον ξέρω καλά·.. — Πιθανόν..., είπε ό Νεγκορό... — "Όχι πιθανόν: Σίγουρα! Νεγκορό, είναι σάν νάχω δώσει ραντεβού μαζί του, στην Κοάντζα! — "Αφού είναι έτσι, άς τού δίνομε!, είπε ό Νεγκο ρό. Τον ξέρω κι" έγώ τον Ντίκ Σάνδ καί λοιπόν δέν πρόκειται νά καθήση καί νά μάς περιρένη...
-— Πάμε άφοΰ είναι έτσι, συνέταιρε! 88
Σηκώθηκαν ταυτόχρονα και τότε ό θόρυβος έκεΐνοζ ττοΰχε τραβήξει την προσοχή τους καί την πρώτη φο ρά, ξανακούστηκε. *Ηταν σαν κάτι ν3 αναδευόταν ανά μεσα στους παπύρους. Ό Νεγκορό άρπαξε πάλι τό χέρι του Χάρρις. "Ενα υπόκωφο γαύγισμα ακούστηκε κι* ένας σκύ λος πήδηξε μέσα άπ3 τα φύλλα μ3 όλάνοιχτο τό στό μα, έτοιμος νά χυμήξη καταπάνω τους. — Ό Δίγκος!, φώναξε ό ^Χάρρις. — Δε μου γλυτώνει αυτή τή φορά!, γρύλλισε ό Πορ τογάλος μανιασμένος. Καί μ3 αυτά τά λόγια, άρπαξε τό όπλο τοΰ φίλου του καί πυροβόλησε γρήγορα. "Ενα πονεμένο οϋρλιασμα άποκρίθηκε στην του φέκια κι3 ό Δίγκος τινάχτηκε κι3 έξαφανίστηκε πίσω από τή διπλή σειρά των παπύρων, πού φύτρωναν στις όχθες του ρυακιού. Ό Νεγκορό χύθηκε προς τά εκεί. Πιτσιλιές από αίμα έβαφαν πού καί πού τά χαλί κια καί τά φύλλα. — Σέ πλήρωσα, βρωμόσκυλο, επιτέλους!, μούγγρισε ό Νεγκορό καί τά μάτια του άστραψαν από κα κία. Ό Χάρρις δεν έβγαλε λέξι σ3 όλο αυτό τό διάστη μα. Μόνο όταν ξαναγύρισε κοντά του ό σύντροφός του, τού είπε — Βρε Νεγκορό, ό σκύλος αυτός δεν σέ χώνευε καθόλου! — Τώρα, πιά, θά πάψη νά μ3 εχθρεύεται!, άπάντησε ό Πορτογάλος. •— Καί γιατί σουχε τέτοια σκυλίσια μανία; — Είχαμε ανοιχτούς λογαριασμούς. #—Τΐ λογής;^ / Ό Νεγκορό δεν απάντησε. Ό Χάρρις κατάλαβε πώς τού έκρυβε κάποια παλιά του περιπέτεια. Δέν έπέμεινε νά μάθη περισσότερα. Πήραν τήν όχθη τού μικρού ποταμιού, ξεκινώντας γιά τήν Κοάντζα.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΟΥ κάκου προσπαθούσε ό Ντίκ Σάνδ, Τ νά καταλάβη πώς ή *Αμερική οπού έπρεπε κανονικά νά βρίσκωνται·, άντικαταστάθηκε τόσο ξαφνικά μέ τη φοβερή ^Αφρική. — Εΐναι ή Αφρική! Ή "Αφρικής!, έλεγε και ξανάλεγε και τό μυαλό του δεν μπορούσε νά ξεκολλήση άπ" αυτή την ιδέα. θυμήθηκε ένα - ένα δλα τά περιστατικά του τα ξιδιού του «ΙΠίλγκρίιμ» και βρήκε πώς^δέν μττορουσε νάχε συμβή τίποτ’ άλλο, απτό τό νά του χάλασαν την πυξίδα. «Βέβαια», σκεπτόταν. «Μου· έμεινε μόνο μ ιά πυξί δα και δέν μπορούσα νά κάνω παραβολή στις ενδεί ξεις της. "Εκείνη τή νύχτα ξύπνησα από τις φωνές τού Τόμ... Στήν πρύμνηι ήταν ό Νεγκορό... Είχε πέσει πάνω στήν πυξιδοθήκη... Μήπως τής έκανε τίποτα;» Σιγά - σιγά φωτιζόταν τό μυαλό του - άλλοι μονο όμως, πολύ άργά. "Ολες οί άμφί'βολίες που είχε γιά τή διαγωγή τού Νεγκορό, διαλύονταν. ;Μά ποιο ήταν λοιπόν αυτό τό τέρας καί τι γύρευε άπ" τους ταξιδιώτες τού «Πίλγκριρ»; 9Ηταν τόσο ίκοαός ναυτικός, ώστε νά τους φέρη σ" ένα ώιρισμένο σημείο τής "Αφρικανικής παραλίας; "Οσα σκοτεινά σημεία κι" άν άπόμεναν στο πα ρελθόν, τό παρόν ήτοίν ολοκάθαρο. Ό δόκιρος ήξερε πιά μέ βεβαιότητα πώς βρίσκον ταν στήν "Αφρική καί, τό πιθανότερο, στήν άνατριχιαστική όπαρχία τής "Αγκόλας, διακόσια σχεδόν χιλιό μετρα άπό την άκτή. " Ηξερε άκόμα πώς ήταν αναμφισβήτητο γεγονός ή προδοσία τού Χάρρις. Σίγουρα ήταν παλιοί φίλοι μέ τον Νεγκορό καί ασφαλώς μ ιά κακή σύμπτωσι τούς είχε φέρει νά συ ναντηθούν, γιά νά τούς παίξουν εκείνο τό σατανικό παιγνίδι Γιατί όμως τό έκαναν αυτό; Μπορούσε νά υπόθε ση πώς ό Πορτογάλος ήθελε να αίχμαλωτίση τούς πέντε νέγρους, γιά νά τούς πουλήση, σ" αυτή τή χώρα τού δουλεμπορίου. Πώς άπό ένα ταπεινό αίσθημα μί σους ήθελε νά έκδικηθή αυτόν, έπειδή του φέρθηκα
90
Βττως άξιζε. Τι σκόπευε δμεος να κάνη με τ^ν κυρία Βέλντον και τόν μ ικιρό Τζάκι; Μ’ όλο πού ή θέσι τους ήταν τραγική,, 6 Ντίκ Σάνδ κρατούσε άπτόλυτη ψυχραιμία. 9Ηταν άττοφασισμένος νά υπεράσπιση* μ3 όλες του τις δυνάμεις τήν ^κυρίά Βέλντον και τόιν μικρούλη, καθώς καί όλους τούς άλ λους πού του εΐχε έμπιστευθή ό Θεός. Γλυκοχάραζε. Έκτος άπ’ αυτόν καί τον γέρο - Τόμ, όλοι οί άλ λοι ήταν βυθισμένοι στον υττνο. Ό δόκι μος πήγε κοντά του καί του εΐπε μέ χαμηλή φωνή: —- Τόμ, τόχεις καπχλάβει πια πώς βρισκόμαστε στην Αφρική... — Μάλιστα... Τό^ ξέρω, κύριε Ντίκ. — Μην πής λοιπόν ούτε λέξι γι" αυτό στην κυρία Βέλντον ούτε στους συντρόφους σου... Θά τό ξέρωμε μόνο οι δυο μας καί θά φοβόμαστε μόνο έμεΐς... — Μείνετε ήσυχος, κύριε Ντίκ... — Πρέπει νά άγρυπνουμε, Τόμ. Όλόγυρά μας βρί σκονται άπαίσιοι εχθροί. Ό νέγρος άκουγε με προσοχή καί ό δόκιμος του α νέπτυξε όλο τά σχέδιό του. Γιά τον Ντίκ Σάνδ, ή σειρά των συμπτώσεων πού ανάγκασε τόν Χάρρις νά τό σκάση βιαστικά, σήμαινε πώς δέν τούς είχε φέρει ώς εκεί πού ήθελε καί γι’ αυτό 6 κίνδυνος πού τούς απειλούσε, δέν μπορούσε νάταν άμεσος. Όσο γιά τόν Νεγκαρό, πού ό Αίγκος τις τελευ ταίες μέρες είχε μαρτυρήσει καθαρά τήν παρουσία του έκεΐ κοντά,^ό "Αμερικανός θά εΐχε πάει νά τόν βοή γιά νά σκεφθουν τόν τρόπο καί τόν χρόνο τής έπιθέσεώς τους. Ή μόνη σωστή άπόφασι πού έπρεπε νά πάρουν ήταν νά προσπαθήσουν νά φτάσουν τό γρηγορώτερο στήν παραλία. Νότια ή βόρεια τής άκτής, θάβρισκαν κάποια πορτογαλική βάσι καί οί προστατευόμενοί του θά κατάφερναν νά βρουν ένα μέσον, γιά νά γυρίσουν στις πατρίδες τουςν Ό Χάριρις είχε δίκιο όταν έλεγε πώς ό Ντίκ Σάνδ δέν θά ξαναπερνοΰσε άπό τόν ίδιο δρόμο του δάσους γιά νά ξαναγυρίση. Εκτός πού θάταν επικίνδυνο, για τί δέν γνώριζαν τό μέρος, θάφηνσν ασφαλώς καί ίχνη ολοκάθαρα στο πέρασμά τους. Ό μόνος τρόπος γιά
91
νά τ® άττοφύγουν αύτό, θάταν ν* άκαλουδοβσξτν τις β~ χθες κάποιου άπό τούς ποταμούς πού χύνονταν ατή θάλασσα. "Έτσι γλύτωναν κι* από τον κίνδυνο των θηρίων, πού ώς τώρα είχαν μείνει μακρυά τους γιά καλή τους τύχη.
Αυτά δλα συζήτησε ό δόκιμος μέ τον Ταμ. Μέ τό ξημέρωμα ξύπνησαν και οι υπόλοιποι ναυα γοί. Ή κυρία Βέλντον άφησε τον μικρό μισοκοιμισμένο στήν αγκαλιά τής Νέν. Ζύγωσε τον Ντίκ Σάνδ και ρώτησε: — Δέ βλέπω τον κύριο Χάρρις... — Ό Χάρρις δεν είναι μαζί μας πιά, άπάντησε χωρίς δισταγμό έκεΐνος. — Προχώρησε μπροστά. —Έφυγε, κυρία... Κι* άκόμα καλύτερα, είναι ένας προδότης και μάς παρέσυρε ώς εδώ πέρα, κατόπιν συμφωνίας μέ τον Νεγκορό. Ή καλή γυναίκα χλώμιασε καί τον κύτταξε κατά πληκτη. Τό μυαλό της φτερσύγισε αμέσως στον μικρό άρ ρωστο. — Μέ τί σκοπό άραγε; τραύλισε. — Δέν μπορώ νά ξέρω. Είμαστε υποχρεωμένοι νά ξαναγυρίσουμε τό συντομώτερο στην παραλία. — Προδότης! ΤσνοιωΒα!, είπε σιγά ή κυρία Βέλ ντον. Πιστεύεις λοιπόν, Ντίκ, πώς ήταν συνεννοημένος μέ τον Νεγκορό; — Χωρίς άμφιβολία. Αυτός ό παλιάνθρωπος μας ακολούθησε σ’ αλο τον δρόμο άπό κοντά. Πιστεύω πώς κατά τύχη συναντήθηκαν οί δυο τους... — Εύχομαι νά μη χωρίσουν ώσπου νά τούς ξανα6ρώ!, είπε ό Ηρακλής δισκόπτσντάς τον. Θά τούς συντρίψω τά κεφάλια, του ενός πάνω στου άλλουνου! — Και τό παιδί μου; φώναξε μ* άπόγνωσι η κυρία Βέλντον. "Έλεγα πώς θά ξεκουραζόταν καί θά γινό ταν καλά τό καημένο στο πουέμπλο του Σαν Φελίππε. — Ό Τζάκ θά συνέλθη αμέσως μόλις πλησιάσωμε τη θάλασσα. — Μά είσαι έντελώς βέβαιος, Ντίκ, πώς μάς πρόδωσε ό Χάρρις;
— Δυστυχώς κυρία... Τή νύχτα ό Τόμ κι" έγώ ά-
92
νο&αλόψ&μι τήν ιτροδοσίβ του,,, Πρόφτασε κ\* ίφυγι, διαφορετικά Θά τον σκότωνα. ^ — Καί το άγρόκτημα έκεΐνο; -— Δεν υπάρχουν ούτε άγ ρο-κτήματα ούτε χωριά έδώ γύρω, άποκρίθηκε ό δόκιμος μέ σοβαρή φωνή. Σάς ξαναλέω ττώς είναι άνάγκη νά 4π ιατρέψωμε το ταχύτερο στην παραλία, μ* όλο πού ξέρω πόσο θάναι κουραστικό... —- "Απ' τον ίδιο δρόμο, Ντίκ; — Όχι, θ’ άκολουθήσωμε τό ποτάμι καί θά μάς βγάλη στη θάλασσα πολύ εύκολώτερα καί χωρίς τό σο κόπο... Εσάς καί τό παιδί σας θά σάς πάρω μ' έμεΐς... — Βέβαια - βέβαια, έκανε ό Όστιν. Δυο χοντρά κλαδιά μέ λίγα χορτάρια^ στή μέση καί θά σκαρώ σουμε ένα θαυμάσιο φορείο. — Ευχαριστώ, καλοί μου φίλοι, εΐπε η κυρία Βέλντον συγκινημένη. Οταν δεν θά μπορώ νά περπατή σω, δεν θ' άρνηθώ την τόσο ευγενική προσφορά σας... Γιά την ώρα είμαι γερή. "Ας ξεκινήσωμε λοιπόν... — Εμπρός!, φώναξε ό Ντίκ Σάνδ. Ό Ηρακλής πήρε τον Τζάκ από τά χέρια τής γριά - Νέν καθώς ξεκινούσαν. Εκείνος πού βρισκόταν σέ φσβερώτερη κατάστασι άπ* δλους, ήταν ό καημένος ο έξάδελφος Βενέδικτος. "Οχι πού τον ένοιοοζε ή προδοσία του Χάρρις - πολύ πιθανό νά μην είχε άντιληφθή πώς έλειπε - άλλά για τί είχε πάθει μ ιά ανεπανόρθωτη καταστροφή: Είχε χάσει τά γυαλιά καί τον φακό του. Ευτυχώς καί χωρίς νά τό ξέρη έκείνος, ό Μπάτ εί χε ανακαλύψει στά χόρτα τά πολύτιμα αυτά αντικεί μενα άλλά ό Ντίκ τον είχε διατάξει νά τό κροοτήση μυστικό, θάταν βέβαιοι έτσι πώς άγαθός επιστή μονας δεν θάτρεχε δεξιά κι* αριστερά... Δεν θάχαν κάνει περισσότερα από πενήντα βήματα όταν σταμάτησε ξαφνικά 6 γέρο - Τόμ. — -Κι* ό Δίγκος; ρώτησε. — Λείπει ό Δίγκος, αλήθεια!, είπε ό Ηρακλής καί φώναξε πολλές φορές τό σκυλί μέ τη βροντερή φωνή του. Δεν Ακούστηκε όμως κανένα γαύγισμα. Ό Ντίκ Σάνδ σώπασε στενοχωρημένος. Ή έξαφάνισι του Δίγκου ήταν γι’ αυτούς πολύ μεη
γάλη Αττάλεια. Το ύπέροχο ζώο μπορούσε να γλύτωνε άττό κάθε αιφνιδιασμό.
τους
— "Ισως ν’ ακολούθησε τον Χάρρις... —- Αποκλείεται, Απάντησε ό <Ντΐκ μέ πεττοίθησι. "Ίσως μόνο ν5 ακολούθησε τά ίχνη τού Νεγκορό, πού μυριζόταν συνεχώς την παρουσία του. — Αυτός ό βρωμερός μάγειρος θα του άστραψε ;κ α μ μ ι ά ντουψεκ ι ά!, ψ ώναξε^ ό 1Η ρακλή ς άνήσυ χος. — "Αν δεν πρόλαβε πρώτος ό Αίγκος νά του σκί ση τον λαιμό είπε ό Μπάτ. — Όπωσδήποτε δεν γίνεται νά τον περί μένω με, δήλωσε ό Ντίκ Σάνδ. "Αν ζή, θάρθη Ασφαλώς νά μάς βρή... Εμπρός. "Ας ξεκινήσωμε..·. Έκανε πολλή ζέστη. Άπ5 τά χαράματα είχαν σηκωθή ολόμαυρα σύν νεφά κι* είχαν κλείσει τον ουρανό... Ευτυχώς το δάσος, λόγω καί του ποταμιού, είχε αρκετή δροσιά. Αουλουδια σέ μυριάδες χρωματισμούς υπήρχαν γύ ρω τους. Πού καί πού έφτανε στά ρουθούνια τους ή μυρωδιά τής βοτνίλλιας αλλά δεν μπορούσαν νά βρουν από ποιο φυτό έβγαινε αυτή ή μυρωδιά... Προχωρούσαν γρήγορα άλλά προσεκτικά. Σέ πολλά σημεία υπήρχαν πρόσφατα ίχνη από πέ ρασμα Ανθρώπων καί ζώων. 'Από μακρυά είδαν βουβάλια καί καμηλοπαρδάλεις - πού έλειπε ό Χάρρις αυτή τή φορά γιά νά τις πή στρουθοκαμήλους. "Ως τό μεσημέρι, είχαν διανύσει πέντε χιλιόμετρα. Άπό τούς δυο τυχοδιώκτες δεν είχε δοθή σημείο
ζωής.
Τό ίδιο δμως κι* από τον Αίγκο. Στάθηκαν κοντά σ’ ένα συγκρότημα από καλάμια καί κρύφτηκαν άνάμεσά τους. "Εφαγαν χωρίς ν’ Ανταλλάζουν παρά έλάχιστες λέ ξεις. Ή κυρία Βέλντον είχε διαρκώς τά μάτια στο άρ ρωστο παιδί της.Λ "Υστερα κυττούσε τον Ντίκ Σάνδ καί τούς γερο δεμένους καί θαρραλέους νέγρους καί συλλογιζόταν πώς^ μέ τέτοιους συντρόφους, δέν έτρεπε νά χάνη έντελώς τίς έλπίδες της... .
94
*
**
-?
ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΚΟΛΑΣ 0 ΤΖΑΚ
ξύπνησε ξοοφνικα κι* αγκάλιασε
τό λαιμό τής μητέρας του. Τά μάτια του ήταν ζωηρότερα και δεν τον είχε τπάσει άκόιμα πυρετός. — Νοιώθεις καλύτερα χρυσό μου; ρώτησε ή κυ ρία Βέλντσν μέ λαχτάρα. λ — Ναι, μανούλα... Διψώ. Του εφεραν δροσερό νερό άπό τό ποτάμι. — Που είναι ό Ντίκ; ρώτησε υστέρα. — Έβώ, Τζάκ, απάντησε ό δόκιμος.
— Κι* ό Ηρακλής; — Παρών!, φώναξε ό γίγαντας καί τον ζύγωσε. — Κι* ό φιλαράκος μου τό άλογο; — Πάει νά φάη σανό, κύριε Τζάκ!, άπάντησε ό Ηρακλής. Θαμαι δμως έγώ τ’ άλογό σου άπό δω καί πέρα - μή χολοσκάς! Θά σέ πάρω στην πλάτη μου καί θά κάνουμε έναν καλπασμό τρελλό. *Ή μή πως δεν σ' αρέσει; — Ναί, μά δεν θάχης χαλινάρια! —Νά μου βάλετε!, είπε ό γί γαντας μέ τ* αγαθό του τό χαμόγελο. Δύσκολο ποάαα είναι, κύριε Τζάκ; Καί θά τά τραβάτε δσο σάς κάνει κέφι! — Θά τραβάω σιγά -σιγά, γιά νά^μήν πονέσης! Που είναι τό άγρόκτημα τού κυρίου Χάρρις; — Κοντεύομε νά φτάσωμε, μωρό μου, εΐπε ή κυρία Βέλντσν. — -εκινάμε λοιπόν; φώναξε ό Ντίκ Σάνδ καί ση κώθηκε, γιά νά διακόψη την έπικίνδυνη αύτή συζήτησι. Μάζεψαν τά πράγματά τους κι* έφυγαν πάλι. Ή Αφρική είναι γεμάτη μονοπάτια ατέλειωτα, σπαρμένα μ5 ανθρώπινα λείψανα, τά μονοπάτια άπ5 όπου όδηγούν τούς δυστυχισμένους σκλάβους. Σ' ένα τέτοιο μέρος βρέθηκε ή συντροφιά σέ λίγο. Σπαρμένα κόκκαλα έδώ κι* εκεί καί σέ πολλά άπ* αυ τά βρίσκονταν επάνω οί κρίκοι καί οί αλυσίδες τού σκλάβου... Ή κυρία Βέλντον τά κυττουσε, μά έμοιαζε σάν νά μην έβλεπε τίποτα. Ό δόκιμος έτρεμε στην Ιδέα πώς ίσως τού γύρευε κάποια σχετική έξήγησι. Υπολόγιζε νά φτάσουν στήν παραλία, χωρίς νά τής εξήγηση πώς ό Χάρρις τούς
..
. .
,
95
είχε τραβήξει προδοτικά, μέσα στα ένδότερα, μιας Α φρικανικής έπαρχίας. ^ „ Νωρίς τό απόγευμα πέρασαν εν αν βάλτο. Μαλί στα ό έξάδελφος Βενέδικτος από Απροσεξία χώθηκε ώς τα γόνατα μέσα καί μόλις την τελευταία στιγμή κατάφερε να τον γλυτώσουν. Μετά Από τό δυσάρεστο αυτό επεισόδιο, Απόμα κρα άρχισε νά μπουμπουνίζη. Ή μπόρα κοοτέφθανε φοβερή. ΟΙ κατακλυσμοί στην "Αφρική είναι τρομακτικοί. Καταρράκτες τρέχουν Απ’ τούς ουρανούς καί οί ά νεμοι είναι τόσο ισχυροί πού δεν μπορούν νά τούς Αντί σταθούν ούτε τά π ιό χοντρά δέντρα. Ό Ντίκ Σάνδ τάξερε όλ" αυτά κι* Ανησυχούσε. "Ήξερε πώς δεν ήταν δυνατόν νά διανυκτερεύσουν στο ύπαιθρο. ΓΊοΟ θάβρίσκαν όμως μέρος νά περάσουν τή νύχτα τους; Μιά χαμηλή λοφοσειρά προς τον βορρά, έκοβε τον βαλτότοπο. Μπορεί νά μήν έβρισκαν κι* εκεί καταφύ γιο, δεν θά κινδύνευαν όμως κι* Από τήν πλημμύρα. — Π ιό γρήγορα!, έλεγε κάθε τόσο ό Ντίκ Σάνδ. Κουράγιο! Πρέπει νά κάνωμε πέντε χιλιόμετρα Ακό μα καί δέν θά κινδυνεύομε πιά. -— Εμπρός!, φώναζε κι* ό Ηρακλής. Ό Αγαθός αυτός γίγαντας είχε δρεξι νά τούς πάρη όλους στά χέρια του καί νά τούς κουβαλήση. Μέ τό ξέσπασμα τής μπόρας, βρίσκονταν Ακόμα τρία χιλιόμετρα μακρυά Από τό μέρος πού ήθελαν νά φτάσουν. Σκοτείνιασε μονομιάς κι* ή μέρα έγινε σκοτεινή σάν βράδι. Γσλαζοκόκκ'ΐνες Αστραπές έσκισαν τον ουρανό καί τύλιξαν τήν πεδιάδα μ" ένα φωτεινό, πολύχρωμο δί χτυ. Ό Τιζάκ τρομαγμένος κούρνιασε στήν πελώρια Αγ καλιά τού Ηρακλή. — Μή φοβάσαι, μικρέ μου, τούλεγ’ εκείνος εύθυμα. "Αν κάνη πώς μάς ζυγώνη ό κεραυνός θά τόνε σκίσω στά δυο μέ τό ένα μου χέρι! Είμαι πολύ δυνατώτερος Από κείνον! Κι* αλήθεια ό Τζάκ έπαιρνε δύναμι καί κουράγιο Απ’ τά λόγια του. 9§
Τά νερά ανέβαιναν χωρίς έλεος.
Ό Ντίκ Σάνδ πλησίασε μια στιγμή τον γέρο Τόμ και τον ρώτησε: — Τι νομίζεις πώς πρέπει νά κάνωμε; — Νά προχωρήσουμε, κύριε Ντίκ. "Αν μείνωμε σ’ αυτό τό γούβωμα, ή βροχή θά τό μεταβάλη σέ κανο νική θάλασσα. — "Ετσι πιστεύω κι* εγώ, I όμ. "Ομως... Μάς χρει άζεται ένα καταφύγιο... Πού θά τό βρούμε; Ό Ντίκ σώπασε απότομα. Μιά αστραπή δυνατότερη από τις υπόλοιπες, είχε φωτίσει τον κάμπο πέρα - πέρα. — Τ’ εΐν’ εκεΐ; φώναξε. — Τό είδα κι* έγώ, άποκρίθηκε ό γέρο - νέγρος. — Δεν σ°£ φάνηκε σάν κατασκήνωσι; — Μάλιστα, κύριε Ντίκ. Νομίζω πώς στ’ αλήθεια είναι κατασκήνωσι. Και μάλιστα ιθαγενών... Στο φως μιας άλλης αστραπής μπόρεσαν νά δουν καθαρότερα. 0 ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
7
Μια κατασκήνωσι έπιανε ένα .κομμάτι τής απέραν τη ο πεδιάδας. Πάνω άπό εκατό τριγωνικά άντίσκηνα ήταν παρατεταγμένα εκεί πέρα. 51 Ηταν συμμετρικά και είχα1! ύψος από τέσσερα ως πέντε μέτρα. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά ωστόσο - οΰτ" ένας Φύ λακας. "Άραγε ήταν κλεισμένοι όλοι μέσα, περί μένοντας νά περάση ή θύελλα ή μήπως και είχαν έγκαταλείψει την κατασκήνωσι; «Θά τό μάθω!», συλλογίστηκε καί είπε στους άλ λους; — Μην κουνήσετε άπό δω. Θά πάω νά ίδώ άπό κον τά. Μπορώ νά πλησιάσω χωρίς νά με δούνε... ^ Ή συντροφιά σταμάτησε κι* ό δόκιμος ξεκίνησε. Ή βροχή άρχισε σιγά - σιγά. Ή κυρία Βέλντον ζύγωσε τον γέρο - Τόμ. — Τι συμβαίνει; ρώτησε. — Διακρίναμε μιά κατασκήνωσι, κυρία απάντησι αυτός. "Ίσως μάλιστα νά είναι κανένα χωριό. Ό άρ χηγός μαζ πηγαίνει νά εξακρίβωση τι άπό τά δυο κ άν μπορούμε νά πλησιάσουμε. Ή κυρία Βέλντον έμειν" ευχαριστημένη άπό τό νέο Σέ τοία λεπτά μόλις, 6 Ντίκ είχε έπιστρέψει. — "Ελάτε!, φώναξε χαρούμενα. — Τήν έχουν έγκαταλείψει; ρώτησε ό Τόμ. ^ — Δεν πρόκειται γιά κατασκήνωσι ούτε γιά χα: ριό αλλά γιά μυρμηγκοφωλιές!, απάντησε ό δόκιμοι — Μυρμηγκοφωλιές; ξεφώνισε ό έξάδελφος Βεν? δικτος, που φάνηκε νά παίρνη ζωή άκούγοντας αύτ τή λέξι. ^ — Μάλιστα, είπε ό Ντίκ. Είναι κάτι μυρμηγκοψ: λιές τέσσερα μέτρα ψηλές και θά πάμε νά τρυπς σουμ" έκεΐ μέσα... — Τέσσερα μέτρα!, φώναξε ό έντομολόγος^ Θ': ναι λοιπόν, νεαρέ μου, σι φωλιές πού κατασκευάζοι οί τερμίτες οί αδηφάγοι! Μόνο αυτά τά έντομα χτίζοι τέτοιου είδους μνημεία, πού τά ζηλεύουν κι" οί καλ τεροι άρχιτέκτονες.^ — "Ο,τι κι" άν είναι, κύριε, πρέπει νά τούς διώξσ με άπό κεΐ μέσα καί νά νοικιάσουμε ένα δωμάτιο! — Θά μάς κατασπαράξουν καί μέ τό δίκιο του άν κάνουμε κάτι τέτοιο! — Γρήγορα. "Άς μή χάνομε καιρό.
98
“■ Γιά οτοομάτα, άγάρι μουί, φώναξε δ Ιξάβελφδξ Βενέδικτος με γουρλωμένα μάτια. ^ Είχα τη γνώμη πώς τέτοιοι τερμίτες υπάρχουν μονάχα στην "Αφρική! — Κουνηθήτε λοιπόν!, φώναξε χλωμ ιάζοντας ό Ντΐκ Σάνδ. Θελετε νά γίνουμε μούσκεμα; ιΚαι εννοείται πώς φώναξε έτσι, γιά νά μην άκούση την τελευταία λέξι του έντομολόγου, ή κυρία Βέλντον. Τον ακολούθησαν. Μανιασμένος αέρας ώρμησε στον κάμπο, σέρνον τας μαζί του χοντρές στάλες βροχής. Σέ λίγο ή άνεμοθύελλα θά ξεσπούσε σ’ όλο τό με γαλείο της. Κοντοζύγωσαν γρήγορα σ’ έναν από κείνους τους κώνους. Ό έξάδελφος Βενέδικτος έμεινε κατάπληκτος πού δεν είδε πουθενά ούτε έναν άπό τούς νοικοκύρηδες τής φωλιάς. Μήπως την είχαν έγκαταλείψει λοιπόν; Βάλθηκαν νά μεγαλώσουν την είσοδο καί ύστερα χώθηκαν όλοι μέσα. Μιά ευχάριστη σύμπτωση τούς είχε χαρίσει1 ένα καταφύγιο, καλύτερο άπό μιά τέντα, καλύτερο κι·9 άπό μιά καλύβα αγρίων - πιο στερεό καςπιό άσφαλές. Δεν μπορούσε πιά νά τούς τρομάξη ή μανία τής καταιγίδας εκεί μέσα καί θά κοπάφερναν έπί τέλους νά ξεκουραστούν. *Ηταν ένας άπό τούς κώνους πού περιγράφει ^ό Καμερούν καί πού άν λάβωμε υπ9 όψιν τον όγκο των εντόμων πού τάχουν χτίσει, σέ αναλογία, είναι τό ί διο άξισθαύμαστα μέ τις πυραμίδες τής Αίγύπτου. ΤΟ ΥΓΡΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ Ε ΞΩ ξεσπούσε ή μπόρα άσυγκράτητη σέ μανία. Ή βροχή δεν έπεφτε σέ σταγόνες άλλά σέ πο τάμια. Ευτυχώς γιά την συντροφιά των φίλων μας, τά τοι χώματα των κώνων εκείνων, ήταν κατασκευασμένα έ τσι ώστε νά άντέχουν σέ όσοδήποτε νερό, χωρίς νά διαποτίζωνται. Τί είδους μυρμήγκια τάχα νά κατοικούσαν αυτές χίς φωλιές;
99
“Ο έξάβελψος θενέδικτος ΑπΑνηκτε χωρίς τόν πα ραμικρό δισταγμό σ' αυτή τήν έρώτησι: — Οί τερμίτες οί «πολεμόχαροι», Τό εΐχε καταλάβει άπό τό κοκκινωπό χρώμα τής λάσπης πού ήταν χτισμένο. "Αν ήταν πιο μαυριδεροί, θάταν οί τερμίτες οί «δηκτικοί». "Οπως βλέπει ό καθένας, τά έντομα αυτά έχουν πολύ άνησυχαστικές όνομασίες, πού μόνο σέ θεότρελλους έντομολόγους σαν τον έξάδελφο Βενέδικτο μπο ρούν ν* άρέσουν. — Φίλοι μου, είπε ατούς νέγρους ό ΝτΙκ Σάνδ πρέ πει νά φράξωμε την τρύπα τής εισόδου γιατί μπάζει νερά. Γιά νά ανανεώνεται όμως ό αέρας, πρέπει ν5 ανοίξουμε μιά μικρή τρύπα στην κορυφή. "Ετσι έκαναν καί δούλεψαν αρκετά καί οί έξη γιά νά τό καταφέρουν. Πήραν άπό την ίδια ύλη πού ήταν κατασκευασμέ νος ολόκληρος ό κώνος κι* έκραξαν την είσοδο. *Ηταν παράξενο πώς αντί νά διαλύεται, κολλούσε καλύτερα μέ τό νερό καί γινόταν πιο συμπαγής. Ό μόνος πού δεν βοηθούσε ήταν ό έξάδελψος ^Βενέδικτος καί τούτο όχι όσιό τεμπελιά άλλά έπειδή έ κανε μέ τη σειρά του τις επιστημονικές του παρατη ρήσεις. Τριγυρνούσε κι* έξήταζε τίς κυψέλες τών τερ μιτών κι9 ένα σωρό άλλα πράγματα, πού μόνο εκείνος μπορούσε νά τούς δώση σημασία. Σέ μιά στιγμή στάθηκε καί φώναξε: — Λοιπόν οί ιδιοκτήτες τού σπιτιού δέν είναι παρά λίγες ώρες πού έφυγαν άπό δώ μέσα ! — Καί ποιος λέει όχι, κύριε Βενέδικτε; ρώτησε ό Σάνδ. Πριν λίγο ή πολύ καιρό, μιά φορά μάς φιλο ξένησαν υπέροχα καί θά περάσωμε τήν πιο άσφαλισμένη νύχια πού μπορούσαμε νά φανταστούμε. — Κι9 όμως πρέπει^νά ξέρης, νεαρέ μου, πώς εί ναι πάρα πολύ σπουδαίο νά μάθω με, τί άνάγκασε τά έντομα αυτά ν’ άφήσουν τό σπίτι τους... Νά: Έδώ υγροί άκόμα χυμοί, σημαίνουν πώς έφυγαν απόψε κι9 άλας! — Τί σημαίνει αυτό; — Σημαίνει ότι κάποιο ένστικτο τάκανε νά τό στρίψουν! Τί άραγε; Ό δόκιμος Ανησύχησε σ9 αυτά τά λόγια άλλά 6έν τόδειξε. Τό βράδι προχωρούσε. Ή ώρα έφθασε έννιά.
10©
Ό έξάδελφος Βενέδικτος βάστήξε άρκετά άκομα την κουβέντα του για τούς τερμίτες. *Όλα έδειχναν πώς ό κατακλυσμός εκείνος θά βαστοΰσε ακόμα πολύ. Ό Ντίκ Σάνδ καθισμένος σέ μιά γωνιά κρατούσε τό κεφάλι του, πού ήταν γεμάτο χιλιάδες σκέψεις. Έκεΐνο πού τον βασάνιζε περισσότερο, ήταν πώς θά γινόταν να μή μάθη τίποτα από τη φοβερή αλήθεια ή κυρία Βέλντον. 9Ηταν περιττό ν’ ^άνησυχήση περισσότερο ή υπέ ροχη γυναίκα, πού είχε ήδη τή στενοχώρια του γιου της. ν Τή στιγμή όμως εκείνη ή κυρία Βέλντον τον ζύ γωσε και τουπέ σιγά στο αυτί: — Τά γνωρίζω όλα, καημένε μου φίλε! Μήν απελ πίζεσαι. Ό Θεός ϊσως θέληση νά μάς σώση - άς γίνη τό θέλημά Του! Στήν ξαφνική αυτή άποκάλυψι, ό Ντίκ δεν είχε ν* απάντηση τίποτα. Σιγά - σιγά αποκοιμήθηκαν ένας - ένας. Πόσες ώρες πέρασαν; Τουλάχιστον ό νεαρός δόκιμος του «Πίλγκριμ», δέν 9ά_μπορούσε νά τό υπολογίση. -ούφνικά, τινάχτηκε από τον ύπνο του. Τά νερά όρμοϋσαν με ^απίστευτη ορμή μέσα στό... σπίτι τους καί είχαν φτάσει σ" αυτόν. Φαίνεται πώς τό φράξιμο πού τής είχαν κάνει, δέν ήταν όσο έπρε πε ανθεκτικό στήν ορμή του νερού. Τούς ξύπνησε όλους καί ευτυχώς πού οί κυψέλες γύρω - γύρω, τούς βοηθούσαν νά σκαρφαλώσουν πά ρα πάνω καί νά κοιμηθούν στά τοιχώματά τους. Πραγματικά, ανέβηκαν, ανέβαινε όμως ολοένα καί τό νερό. Ό Ντίκ αφού ασφάλισε στό ψηλότερο σημείο πού μπορούσε τά όπλα καί τά λιγοστά τρόφιμα,. στάθη κε αμίλητος. "Έβλεπε τά νερά πού εξακολουθούσαν νά ψηλώνουν μ5 ασυνήθη γρηγοράδα. — Κύριε Ντίκ, ρώτησε ό Μπάτ, νά πάω απ’ έξω νά ρίξω μιά ματιά νά δώ τί συμβαίνει; Θά κάνω βου τιά καί θά βγώ από κάτω άπ’ τήν πόρτα. — Θά προσπαθήσω νά τό κάνω εγώ, απάντησε. — "Οχι!, φώναξε ζωηρά ό Τόμ. "Αφήστε τον γιο μου νά δοκιμάση, κύριε Ντίκ. Τά καταφέρνει πάρα
101
^ττολύ καλά... Έσεΐς είστε τελείως Απαραίτητος έδώ μέσα... Καί πρόσθεσε μέ φωνή πιο σιγανή: — Μην ξεχνάτε την κυρία Βέλντον καί τον μικρό Τζάκ. — Πολύ καλά, απάντησε ό δόκιμος. Πήγαινε λοι πόν, Μπάτ. Θά δής άν τά νερά κινδυνεύουν νά σκεπά σουν ολόκληρο τον κώνο, όπότε πρέπει νά κυττάξουμε νά φύγωμε τό γρηγορώτερο άπό δώ μέσα. Ό Μπάτ πήρε βαθειά άνάσα καί βουτηξε. Πέρα σαν μερικά λεπτά κι* ό Ντίκ ήταν βέβαιος πώς ό νέ γρος θά βρισκόταν πιά έξω, όταν τον είδε νά ξαναπαρουσιάζεται. — Λοιπόν; ρώτησε μ5 αγωνία. — Ή είσοδος δεν είναι ανοιχτή, φώναξε ό Μπάτ λαγανιασμένος; 1 Απλώς ή λάσπη^ αυτή πούναι φτια γμένη ή φωλιά, έχει ποτιστή άλόκληρη. Δεν μπορεί δμως κανείς νά βγή έξω άπό κεΐ κάτω. Δεν είχαν λοιπόν νά κάνουν τίποτ’ άλλο άπό τό νά περιμένουν. ΊΒτσι κι* έγινε. Πέρασαν ώρες καί τό νερό διαρκώς ανέβαινε. Σκαρφάλωσαν κι' εκείνοι όλο καί ψηλότερα, γιά νά βρίσκωνται έξω άπό τήν επιφάνεια του καί τούς βοηθούσαν σ' αυτό οι κυψέλες πού υπήρχαν στο εσω τερικό του κώνου. Έτσι θέλοντας καί μή πλησίαζαν λίγο - λίγο προς τήν κορυφή του. Τί θά γινόταν άν τελικά^ ή στάθμη τών νερών σκέ παζε ολόκληρη τή φωλιά τών τερμιτών; -αφνικά μιά φωνή άκούστηκε πλάι στο αυτί του Ντίκ Σάνδ: — Διάβολε! Νά, λοιπόν, ποιά ήταν ή αιτία! Ό Ηρακλής ύψωσε τό φανάρι πού είχε άνάψει καί φωτίστηκε ή μορφή του έξάδελψου Βενέδικτου. Στο πρόσωπό του μπορούσες νά διακρίνης τήν πιο μεγάλη ίκανοποίησι. — Μάλιστα!, είπε θριαμβευτικά. Νά ό λόγος πού τά τετραπέρατα ζωύφια παρατήσανε τή φωλιά τους άγαπητοί μου! Προαισθάνθηκαν τήν πλημμύρα! *Ω, αύτό τό ένστικτο! Οί τερμίτες, φίλοι μου μάς βάλανε κάτω! Είναι πιο έξυπνοι άπό μάς, χωρίς άμφιβολία! Κι5 αυτό δηλαδή ήταν δλο κι* όλο τό συμπέρασμα πού έβγαλε 6 έντομολόγος άπό τήν τραγική κατάστοοσί τους. 102
Στη μικρή τρυπούλα που είχαν ανοίξει στήν κο ρυφή του κώνου, άρχισε νά χαράζη ένα φως, τό φως Της. ημέρας. Ξημέρωνε. Τά μαχαίρια των νέγρων μπήκαν σ’ ενέργεια για νά μεγαλώσουν τήν τρύπα αυτή, αφού μόνο από κεί νη θά μπορούσαν νά βγουν άπ* τή φυλακή τους. Τό άνοιγμα φάρδυνε τόσο, πού θά μπορούσε νά πέραση άνετα έξω ένας άνθρωπος. Ό Ντικ Σάνδ σκαρφάλωσε πρώτος. Μιά κραυγή δυσάρεστης έκπληξης ξέφυγε τότε απ’ τό λαρύγγι του. Ένα βέλος πέρασε σφυρίζοντας απειλητικά πλάϊ στο κεφάλι του. Πρόλαβε νά δη μιά κατασκήνωσι σέ άπόστασι πε ρίπου εκατό μέτρων, στήν κορυφή τού λόφου και δέκα βήματα μόλις, κοντά τους, μες στήν πλημμυρισμένη πεδιάδα, μεγάλες πιρόγες γεμάτες μέ ιθαγενείς πο λεμιστές. "Από μιά τέτοια πιρόγα ήρθε και τό βέλος πού πέ ρασε δίπλα στο κεφάλι τού δόκιμου, ό όποιος φρόν τισε φυσικά νά τό κατεβάση στη στιγμή. Εξήγησε μέ λίγα λόγια τι έτρεχε, στούς συντρό φους του. "Υστερα άρπαξε τό τουφέκι του κα«ι σκαρφάλωσε και πάλι στο άνοιγμα τού κώνου, μαζί μέ τον Ηρα κλή, τον Μπάτ, τον Άκταίονα καί τον ’Ωστιν. Μ:ά ομοβροντία τους υποδέχθηκε τήν πιο κοντινή βάρκα. Τρεις ιθαγενείς έπεσαν.
"Άγρια ουρλιαχτά ανακατεμένα μέ ντουφέκια ότπάντησαν στις δικές τους. Τί θά μπορούσαν νά κάνουν δμως ό Ντίκ Σάνδ καί οί δύστυχοι νέγροι, εναντίον εκατό τουλάχιστον "Α φρικανών πολεμιστών, πού τούς κύκλωναν από παντού; Αυτοί οί τελευταίοι έπετέθησαν μέ μανία καί ή μυρ μηγκοφωλ ιά έπεσε στά χέρια τους, ύστερα άπό σύν τομη μάχη. Ή κυρία Βέλντον καί ό μικρός γιος της άρπάχτηκαν βάρβαρα, χωρίς νά προλάβουν νά πουν ούτε μιά λέξι γι’ αποχαιρετισμό στούς άλλους. Μαζί μέ τον έξάδελφο Βενέδικτο τούς έβαλαν σέ
103
μια βάρκα και τον Ντίν Σάνδ μέ τούς νέγρους και τή γριά - Νέν σέ μια άλλη. Οί δυο πιρόγες πήραν διαφορετικές κατευθύνσεις μέσα στην πλημμυρισμένη πεδιάδα. Είκοσι μαύροι ήταν πάνω στην πιρόγα αυτή, πού την ακολουθούσαν κι5 άλλες πέντε. Πριν συλληφθούν, οι ναυαγοί του φΠίλγκριμ» είχαν σκοτώσει αρκετούς αντιπάλους τους και ασφαλώς οί "Αφρικανοί θάχαν κιόλας έκδικηθή σκληρά τον θάνατο τών συντρόφων τους, άν δεν είχαν πάρει αυστηρές διατοογές νά μην πειράξουν κανέναν τους. Σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει στούς πρόποδες τού λόφου - άς πούμε στη στεριά. Την ώρα πού ή βάρκα πλεύριζε, ό Ηρακλής βρέ θηκε ποώτος έξω μ" ένα τεράστιο πήδημα. Δυο πολεμιστές τον κυνήγησαν, αλλά ό γίγαντας άρπαξε το τουφέκι τού ενός καί στριφογυρίζοντάς το σάν ρόπαλο στον αέρα, τούς συνέτριψε τά κρανία καί τούς ξάπλωσε καί τούς δύο νεκρούς. "Υστερα τρέχοντας σάν ζαρκάδι εξαφανίστηκε μέ σα στη βλάστησι. Μέ μεγαλύτερη μανία ύστερ" απ’ αυτό τό πάθημα οι υπόλοιποι "Αφρικανοί πέταξαν βάναυσα στη γή τον Ντίκ Σάνδ καί τούς συντρόφους του, γιά νά τούς αλυσοδέσουν σέ λίγα λεπτά, δπως τούς σκλάβους. ΑΠ’ ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΝΤΙΚ ΣΑΝΔ
ο
ΚΟΑΝΤΖΑ είναι ένας ορμητικός ποτα μός πού χύνεται στον "Ατλαντικό ωκεανό, λίγο πιο πέρα από τό σημείο πού ναυάγησε τό «ΐΠίΛγκριμ»! Πολύ σοφή ήταν ή άπόφασι τού Ντίκ Σάνδ καί, άν δεν είχε μεσολαβήσει εκείνη ή θύελλα καί εΐχαν κατα φέρει νά φτάσουν την ίδια νύχτα στις όχθες του καί νά σκαρώσουν μιά σχεδία, σέ πολύ λίγον καιρό θά βρίσκωνταν στην παραλία καί ασφαλώς θάβρίσκαν Πορτογαλική "Αρχή, οπότε θά ήταν πιά σέ άσφάλε σ. Δυστυχώς όμως ή μοΤρα τούς χτύπησε σκληρά, στέλνοντάς τους σ’ εκείνη τή φωλιά τών τερμιτών, λί γα μόνο μέτρα από τήν κατασκήνωσι τού καραβανιού τών σκλάβων, γιά τούς όποιους είχε μιλήσει ό Χάρρις στον Νεγκορό. Μόλις έφθασαν στήν κατασκήνωσι, τούς μεταχειρί104
άδηκαν σαν δλους τους υπόλοιπους σκλάβους. Τους δέσανε ανά δυό, λαιμό μέ λαιμό. Μεταχειρίστηκαν γι’ αυτό κάτι μακρυά ξύλινα δίκρανα καί στην κάθε δι χάλα τους κλεινόταν ένας λαιρός μέ σιδερένια μπά ρα μπροστά. ?Ηταν ακόμα δεμένοι μέ χοντρές αλυ σίδες, μέση μέ μέση% Είχαν λοιπόν τά πόδια έλεύθερα για νά περπατούν και τά χέρια για νά σηκώνουν δέματα, όμως δεν μπο ρούσαν νά τά χρησιμοποιήσουν και γιά νά προσπα θήσουν νά τό σκάσουν. Ή κατασκήνωσι απλωνόταν πάνω σ5 ένα ψήλωμα, που στην κορυφή του ορθωνόταν μιά πελώρια συκο μουριά. Κάτω άπ5 τά απέραντα κλαδιά της μπορού σαν νά δρουν πεντακόσιοι· άνθρωποι σκιά - ίσως πε ρισσότεροι. 'Άν κάνεις δέν τ’ άντικρύση μέ τά μάτια του, είναι άδύνατο νά.σχηματίση μιά έντύπωσι γιά τά γιγαντιαία αυτά δέντρα τής Κεντρικής Αφρικής. Ιον Ντικ Σάνδ τον απομόνωσαν, χωρίζοντάς τον
άπό τούς συντρόφους του. Δέν τον έδεσαν^μέ κανόναν, ζευγάρι, γιατί ήταν λευ κός καί δέν τολμούσαν νά τον μεταχειριστούν σάν τούς άλλους. Τού είχαν έλεύθερα χέρια καί πόδια αλλά ένας «χέλντιβαρ», δηλαδή ένοπλος φύλακας, επιφορτισμέ νος νά μαστιγώνη αλύπητα σ’ ολόκληρη τη διαδρομή τού καραβανιού καί νά σκοτώνη στο τέλος εκείνους πού δέν μπορούν νά συνεχίσουν, λυγώντας κάτω απ’ τις κακουχίες, ήταν επιφορτισμένος νά τον παρακολουθή στενά. Την κυρία Βέλντον δέν την ξανάδε ούτε μπόρεσε νά μάθη τίποτα γι' αυτήν. Τήν άλλη μέρα τό καραβάνι, μέ πεν,τακόσιους δύ στυχους δούλους καί τριακόσιους πολεμιστές βαστάζους, φύλακες, πράκτορες «χέλντιβαρς» καί αρχηγούς ξεκίνησε. Ό Μπάτ μέ τον Τόμ - πατέρας καί γιος - ήταν δεμένοι στο ίδιο δίκρανο, όπως κι* ό Άκταίων μέ τον Ώστιν. Αυτοί πήγαιναν μέ την έμπροσθοφυλακή, ενώ ό Ντίκ Σάνδ βρισκόταν πίσω - πίσω καί δέν τον άφηνε ό «χέλντιβαρ» νά ταχύνη τό βήμα του γιά νά πλησιάση τούς φίλους του. Ή γριά - Νέν βρισκόταν στή μέση τής συνοδείας, δεμένη -μαζί μέ μιά άλλη νέγρα, πού είχε μαζί της
105
και δυο μικρά: "ένα βρέφος στην άγκαλιά κι3 ένα παιδάκι, τριών χρόνων που βάδιζε πλάϊ της. Ή Νέν πήρε το μεγαλύτερο στην αγκαλιά της και ή δύστυχη μητέρα την ευχαρίστησε μ' ένα δάκρυ. Ό Ντίκ Σάνδ κατάλαβε πώς τό καραβάνι δεν θ' αργούσε νά φτάση στον προορισμό του. Μ' όλο πού δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τών άραπάδων, άκουγε μια λέξιΐ πού ανέβαινε κάθε τόσο στα χείλια τους όταν κουβέντιαζαν: Τό Καζοντέ. "Ηξερε πώς ήταν ένα από τά μεγαλύτερα σκλαβο πάζαρα τής Κεντρικής Αφρικής. Συλλογιζόταν με αγωνία την κυρία Βέλντον και τον μικρό Τζάκ, πού δεν ήξερε πού βρισκόταν. Μόνη κι' αβοήθητη^ ή καλή γυναίκα - γιατί βέβαια δεν μπο ρούσε νά λογαριάζη στη βοήθεια τού έξάδελφου Βενέδικτου - με τό άρρωστο μικρό στην αγκαλιά της, ποιος ξέρει τί θ' απογινόταν. Όλες τους τις ελπίδες τις στήριζε στον γιγαντό σωμο Ηρακλή, πού είχε καταφέρει· νά δραπετεύση. "Ηξερε πώς τον τριγύριζαν από παντού εχθροί άνθρωποι καί θηρία. Είχε παρ' όλ' αυτά την πεποίθησι πώς ό πιστός καί γενναίος νέγρος δεν θάμενε χωρίς νά κάνη κάτι γιά νά τούς βοηθήση. Ή πορεία ως τό Καζοντέ ήταν περίπου τετρακό σια χιλιόμετρα. Ό Ντίκ Σάνδ λογάριαζε πώς ήθελαν είκοσι μέρες πορεία ώσπου νά φτάσουν. Κράτησε σημειώσεις λοιπόν κατά τη διαδρομή, πού τις παραθέτομε: 25 — 27 Απριλίου: Περάσαμε ένα χωριό κυκλω μένο άπό καλαμιές. Οϊ κάτοικοί του πρέπει νάταν γε ωργοί, γιατί παντού γύρω υπήρχαν σπαρμένα^ χωρά φια. Πιάσαν δυο μαύρους αιχμαλώτους καί τούς Αλυ σόδεσαν. Σκότωσαν δεκαπέντε. Οί υπόλοιποι έφυγαν τρέχοντας. Τό χωριό κάηκε. Τήίν άλλη. μέρα περάσαμε ένα μεγάλο πολυθόρυβο ποτάμ^ι. Αυό μαύρες δεμένες στο ίδιο δίκρανο - ή μιά κροςτούσε μωρό - γλύστρησαν κι' έπεσαν μέσα. Α μέσως τις καταβρόχθισαν οι κροκόδειλοι. Τά τέρατα αύτά γεμίζουν τόν τόπο. Κινδυνεύουμε νά βρεθούμε στ' ανοιχτά σαγόνια τους, έκεΐ πού περπατάμε. 28 Απριλίου: Περνάμε ένα δάσος μέ σιδηρόδεντρα. Δυνατή βροχή καί λάσπες. Ή πορεία είναι έ-
106
ξαντλητική. Είδα τη δύστυχη Νέν. Σέρνεται μέ πολύ κόπο. Ή συντρόφισσά της κουτσαίνει. ΑΤμα τρέχει άφθονο άπ' τις πληγές πουχει· κάνει στη ράχι της τό μαστίγιο. Τι θ' άπογίνη ό Ηρακλής; 20 — 30 Απριλίου: Αρχίζουν τά πρώτα κρύα του αφρικανικού χειμώνα. Τον ' Απρίλη τελειώνει ή πε ρίοδος τών βροχών, που θά ξαναρχίση τό Νοέμβριο. Οί πεδιάδες είναι· πλημμυρισμένες άκόμα. Κανένα ί χνος τ\ εϊδησι απάτην κυρία Βέλντον. Φαντάζομαι πώς θά τους πάνε στο Καζοντέ μπροστά άπό μάς. Α νησυχώ πολύ. Τον καημένο τον Τζάκ θά τον καίη πά λι ό πυρετός. Νάναι< ζωντανός τάχα; 1 — 6 Μαΐου: Κάναμε πολλούς σταθμούς, περ νώντας πεδιάδες πλημμυρισμένες άκόμα. Πολλές φο ρές τά νερά έφταναν ώς τη μέση μας. Κι* όμως πρέ πει πάντα νά περπατάμε. Μέσα στά νερά φυτρώνουν κάτι παράξενα λαχανικά. Τά πόδια μας γλυσΤρο0ν πάνω τους και πέφτουν πολλοί. Τά νερά εΤναι γεμάτα ψαράκια, που οι ντόπιοι τά πιάνουν και1 τά πουλουν στά καραβάνια κατά χιλιάδες. Δεν υπάρχει1 τρόπος νά κατασκηνώση κανείς τη νύχτα. Περπατάμε καί στο σκοτάδι·. Αύριο οί σκλάβοι θά είναι πάλι^ λιγώτεροι. νΟποιος πέσει δέν έχει κέφι νά ξσνασηκωθή. Αίγα 5ευτεοόλεπτα κάτω απ' τό νερό, τό καλύτερο τέλος για τά βάσανα·.., Δέν έχω δικαίωμα νά έγκαταλείψω την κυρία Βέλ ντον καί τον Τζάκ! Πρέπει νά βαστήξω. Φοβερές κραυγές μες στη νύχτα. Είκοσι στρατιώτες κόβουν κλαδιά απ' τά δέντρα που στάζουν ρετσίνι. Τά χρη σιμοποιούν γιά δαυλούς. Οί κροκόδειλοι κάνουν θραύσι. Γυναίκες αρπάχτη καν άπ' τά πλάγια τού καραβανιού. *Ένα άπ' τά τέ ρατα αυτά μ* άγγιξε περνώντας πλά’ί^ μου. 9Αρπαξε έναν αίχμάλωτο σπάζοντας τό δίκρανό του. Τΐ τρο μερό ουρλιαχτό - δέν θά πάψη ποτέ ν' άντηχή μέσα στ' αυτιά μου. 7 — 8 Μαΐου. Μετρήσανε τά θύματα. Λείπουν εί κοσι σκλάβοι. Έψαξα μέ τό μάτι γιά τον Τόμ καί τούς άλλους φίλους. Δοξάζω τό Θεό που εΤναι- ζων τανοί. Πρέπει άλήθεια νά Τον ευχαριστώ γΓ αυτό ή θάταν πιο καλά νά τελείωνε τό μαρτύριό τους; ΚΓ αυτό ^Εκείνος τό ξέρει.
107
Ό Τόμ βαδίζει μπροστά - μπροστά. Κατάφερε νά γυρίση και νά μέ κυττάξη. Δέν μπορώ νά δώ ^πουθενά τή Νέν. Βρίσκεται μέ σα στο μπουλούκι· τού κέντρου η μην είναι άπ’ αυτούς πού χάθηκαν την τρομερή νύχτα; Έπειτα από εικοσιτετράωρη πορεία, περάσαμε πιά την πλημμυρισμένη πεδιάδα. Σταματήσαμε σ’ έναν λόφο. Βγήκε ό ήλιος και μάς στέγνίοσε λίγο. Τό φαγητό είναι άθλιο. Λίγη μανιόκα και μια φούχτα καλαμπόκι. Τό νερό πού πίνουμε εί ναι θολό. Οί αίχμάλοοτοι ξοστλώθηκαν στη γή, σάν νά μη θέλουν νά ξανασηκωθοϋν. Είναι δυνατόν νά μπόρεσαν ν’ άνθέξουν τέτοια βά σανα ή κυρία Βέλντον και τό παιδί; "Οχι, σίγουρα ή δόλια μητέρα δεν θά μπόρεσε νά βαστήξη - ήταν τόσο λεπτή! Κρούσματα· ευλογιάς πάλι στο καραβάνι. Έδώ τή λένε «ντουέ». Οί άρρωστοι έκτελοΰνται από τούς «χέλντιβαρς» - πολύ γρήγορη θεραπεία... Μέ κυκλώνουν ζωντανοί σκελετοί. Δεν έχουν πιά ού τε τή δυναμι. ν* αναστενάξουν. Έπί τέλους είδα τή Νέν. Δεν κρατάει πιά τό αρα πάκι στήν αγκαλιά της ή δύστυχη. Είναι πιά μόνη καί μια άλυσίδα κρέμεται από τή μέση της. Έρριξε ένα κομμάτι, της στον ώμο για νά μή τή σέρνη. Κατάφερα νά τήν πλησιάσω. Δέ φάνηκε νά μέ γνωρίζη. "Αλλαξα τόσο πολύ; Μέ κυτταξε γιά ώρα καί στο τέλος τά μάτια της πλημμύρισαν καί ψιθύρισε: — Καλά πού ήρθατε, κύριε Ντίκ... Έγώ σέ λίγο θά πεθάνω. — Μή χάνης τό θάρρος σου καλή μου Νέν, τής εί πα χωρίς νά τήν κυττάζω, γιατί έγώ δέν είχα τό θάρ ρος νά τή βλέπω - ήταν σάν φάντασμα. — Θά πεθάνω καί δέν θά ξαναδώ πιά τήν καλή μου^κυρία καί τό μικρό μου αγγελούδι... Λυπήσου με, Θεούλη μου! Θέλησα να την κρατήσω γιατί έτρεμε ολόκληρη, αλλά ξαφνικά μέ τράβηξε ένα δυνατό χέρι. Κι5 ή δύστυχη Νέν γύρισε στο κοπάδι τών σκλά βων με μιά βουρδουλιά. Μου ήρθε νά χυμήξω πάνω σ’ αυτό τό τέρας. Τό πολύ - πολύ νά μέ σκότωνε. "Ενας Αφρικανός ήρθε καί μέ πήρε πάλι στο τέ λος -τέλος τής ουράς. Πρόφερε σκληρά ένα δνομ#:
— Νεγκορό! Ό Νεγκορό! Λοιπόν δική του είναι ή διαταγή νά μέ μετοοχειρίζωντοοι διαφορετικά άπ" τούς άλλους συν τρόφους τής δυστυχίας μου... Ποια τύχη νά μέ ττεριμένη; 10 Μαΐου: Σήμερα περάσαμε^δυό καμμένα χωριά, πού οι φλόγες δεν έχουν τελειώσει ακόμα τό έργο τους. Στά γύρω δέντρα κρέμονται· δεκάδες πτώματα. *Από δώ πέρασε ή αρπαγή. Διακόσιοι πέθανοον γιά νά ττιαστούν δώδεκα σκλάβοι·. Είναι βράδι, στήν κατασκήνωσι. "Αρκετοί αιχμάλωτοι δραπέτευσαν άπόψε, σπάζον τας τά δίκρανά τους. Τούς ξανάπισσαν και δυό - τρεις πέθαναν απ’ τό ξύλο. Ή προσοχή των φρουρών πολ λαπλασιαστή κε. Μακρυά γρούζουν οι Ιπποπόταμοι. “Ύαινες κλαΐνε και μουγγρίζουν λιοντάρια. Κάποια λίμνη ή ποταμός βρίσκετ’ έκεΐ πέρα. Είμαι φοβερά έξαντλημένος, αλλά δεν μπορώ νά κλείσω μάτι. Χιλιάδες σκέψεις όρμουν σάν στοιχειά στο μυαλό μου και τό γρατζουνάνε μέ τά νύχια τους. Στά ψηλά χορτάρια κάτι σαλεύει. Κάποιο αγρίμι. Δεν θά ταλμήση νά βγή παραέξω· γιά νά μπή στήν κατασκήνωσι. Είναι οί φωτιές. Κι* όμως... Νά: "Ενα ζώο βγήκε άπό τά καλάμια. Είμαι όλότελα άοπλος, ή ζωή μου ωστόσο ίσως νά νοι χρήσιμη ακόμα·, γιά τήν κυρία Βέλντον και τον Τζάκ, όπως καί γιά τούς συντρόφους μου. Προσπαθώ νά διακρίνω. Δέν υπάρχει φεγγάρι. Δυό μάτια σπιθί ζουν στο σκοτάδι. Φαίνονται καί ξαναχάνονται άνάμεσα στούς παπύρους. "Ή ύαινα θάναι ή λεοπάρδαλη. Τά μάτια χάνονται κι" ακούω ένα σόρσιμο στη χλόη. "Ενα ζώο πήδηξε πάνω μου. Ετοιμάζομαι ν’ αμυνθώ άλλά εκείνο βγάζει χα ρούμενα γρυλλίσματα καί τρίβεται ρπάνω μου. Είναι ό Δίγκος! "Ακόμα δέν μπορώ νά τό πιστέψω^. "Αγαπημένε μου Δίγκο! Πώς μέ ξετρύπωσες; Μου γλείφει τά χέρια - καλέ μου, μοναδικέ μου πιά φ]λε! Λοιπόν, δέν σέρτκότωσαν; "Όχι, μή γαυγίζεις... Ξέρω τί θέλεις νά μου πής Δίγκο! Δέν πρέπει· νά κάνης θό ρυβο - μπράβο. Πόσο είσαι έξυπνος! Τρίβει συνεχώς τό λαιμό του στά χέρια μου. Τό περιλαίμιό του μέ γρατζουνάει. ’Άν ήμουν κι" έγώ τό ίδιο έξυπνος μ* Ικεΐνον, θά τό είχα καταλάβει πολύ ένωρίτερα. Δέν
είναι. το περιλαίμια πού μου ξύνει τό χέρι, πα-ρά 5να καλάμι περασμένο κεΐ μέσα. Ένα κομμάτι από καλά μι. Τό βίγάζω μέ λαχτάρα. Μέσα έχει ένα σημείωμα. Ό Δίγκος κουνάει την ουρά του. Πρέπει όμως νά πε ριμένω τό ξημέρωμα για νά τό διαβάσω. Θάθελα νά μείνη ό Δίγκος κοντά μου, άλλα τό υ πέροχο ζώο μου γλείψει τα χέρια και πάει κι5 έρχε ται άνήσυχο. Μου δείχνει πώς ^πρέπει νά ψύγη. Πήγαινε, φίλε! Σ' ευχαριστώ! Μ5 ένα πλάγιο πήδημα κι" ένα λυπητερό γρύλλισμα, χάνεται μες στις λόχμες. Ό Θεός άς τον προστατεόη απ' τά δόντια κανενός λιονταριού. Σίγουρα τρέχει κοντά σ’ εκείνον πού μου τον έστει λε. Τό χαρτάκι πού ήταν στο καλάμι μου καίει τά δά χτυλα. Ποιος τό έχει γράψει; Ή κυρία Βέλντον; Ό Ηρα κλής; Πώς τό πιστό ζώο πού τό πιστεύαμε για νεκρό, κατάφερε ν’ άνακαλύψη την πρώτη ή τον δεύτερο; Τι μου γράφουν; Σχέδιο γιά δραπέτευσι ή νέα από αγαπημένα πρόσωπα; 'Ό,τι κι5 άν είναι, τό άποψινό επεισόδιο ήταν ή με γαλύτερη παρηγοριά στά^ βάσανά μου, άπό τη μέρα πού πέσαμε στά χέρια τών τεράτων αυτών... * "Άργησε πάρα πολύ νά ξημερώση. Δεν έκλεισα μά τι. Γίνεται μιά νύχτα νά κρατήση πολύ περισσότε ρο άπ’ άλες τις άλλες; ^ Ακούω τά θηρία πού ουρλιάζουν κΓ ανησυχώ γιά τον Δίγκο. Μέ τό πρώτο γλυκοχάραμα κύτταξα νά μη μέ βλέ πουν και προσπάθησα νά διαβάσω. Δέν τά κατάφερνα ακόμα. Χρειάστηκε νά περάση άλλο ένα τέταρτο τής ώρας. Νά, τϊ έλεγε τό σημείωμα: _ «Την κυρία Βέλντον μέ τον κύριο Τζάκ, τούς με ταφέρουν πάνω σε μιά «κιτάντα». Ό Χάρρις κΓ ό Νεγκορό τή συνοδεύουν. Ό έξάδελφος Βενέδικτος είναι- κΓ εκείνος μαζί τη£. Προχωρούν τρεΐς - τέσ σερις σταθμούς μπροστά. Βρήκα τον Δίγικο πλη γωμένο άπό σφαίρα. Ευτυχώς βρήκα κάτι σπου δαία βότανα. Τώρα είναι περδίκι. Μην άπελπιζόσαστε κύριε Ντίκ. Δέν τοσκασα γιά νά γλυτώσω, παρά γιά νά προσπαθήσω νά σάς φανώ χρήσιμος. Ηρακλής»
110
.
*όστε ή κυρία Βέλντον κι5 ό Τζάκ βρίσκονται- σΐή ζο^ή κι* ούτε ύπόφεραν τά βασανιστήρια τής ττεζαπο ρίας. Λόξα σοι, ό Θεός! Αυτή ή «ικιτάντα», ένα κρε μαστό φορείο από καλάμια, είναι αρκετά αναπαυτική. Τι γυρεύουν μαζί της ό Χάρρις κι* ό Νεγκορό; Ασφαλώς την πηγαίνουν στο Καζοντέ. 11 — 15 Μαΐου: Ή πορεία συνεχίζεται πάντα. Οι σκλάβοι σέρνονται όλο μέ περισσότερη· δυσκολία. Τ’ αχνάρια τών βημάτων τους είναι ματωμένα. Φαντά ζομαι πώς θά θέλωιμε ακόμα δέκα μέρες ως το Κα ζοντέ, .έτσι όπως πάμε. Πολλών όμως τά βάσανά τους θά τελείωναν πιο μπροστά... κι* ωστόσο έγώ πρέπει νά φτάσω. Είναι φοβερό. Κοντά μου βρίσκονται μερικοί δύ στυχοι που τό κορμί τους είναι ολόκληρο μιά πληγή. Τά σχοινιά που τους δένουν μεταξύ τους, τους ξεσχί ζουν τις σάρκες. ^ Μιά μητέρα κρατάει ακόμα στην αγκαλιά της τό μωρό της, πού τής πέθαν5 έχτές απ' την πείνα. Δεν μπορεί νά τό άποχωριστή. Ό δρόμος είναι σπαρμέ νος μέ πτώματα. Ή ευλογιά μάς έκανε καινούργια έπίσκεψι. Σ’ ένα μεγάλο δέντρο είδαμε κρεμασμένους τέντε σκλάβους. Τό άσχημο είναι πώς πολλοί άπ* τούς ζωντανούς κυττάζουν τούς κρεμασμένους μέ ζήνεια... 16 — 24 Μαΐου: Είμαι όλότελα τσακισμένος πιά. Ξέρω πώς δέν έχω δικαίωμα νά σταματήσω κι* όμως γο κάθε μου βήμα νομίζω πώς θάναι τό τελευταίο. Α πορώ πώς είναι δυνατό νά περπατάω άκόμα. Περνάμε μέσα σέ μιά θάλασσα από «νυάσι», κάτι φηλά και πυκνόφυλλα χόρτα. Πολύ εμποδίζουν τό περπάτημα. Ευτυχώς τά παπούτσια μου κρατούν γε,ρά. Δέν θάβγαινα ποτέ ζωντανός από δώ μέσα, άν περπατούσα ξυπόλητος, όπως σί μαύροι. Οί πράκτορες άρχισαν νά παρατάνε τούς πολύ άρ ρωστους απ’ τούς σκλάβους, πού καθυστερούν την πορεία μας. Τά τρόφιμα τελειώνουν. Φυσικά δέν μπο ρούν νά στερήσουν από τις μερίδες τών βαστάζων για τί θά επαναστατήσουν. Τόσο τό χειρότερο γιά τούς αϊνυαλώτουο. Ό άρχηγος είπε: — "Ας φάη^ό ένας τον άλλον! Τις τελευταίες μέρες πεθαίνουν πολλοί νέοι σκλά βοι-, χωρίς φανερή αίτια. Θυμάμαι κάτι πού έχω δια-
δάσει στο σύγγραμμά του δόκτορος Λιιδινγκσΐονί «01 δυστυχισμένοι παραπονούνται πώς πονάει ή καρδιά τους και πέφτουν αλήθεια στη γή, σφίγγον τας^ το χέρπέπάνω της. Δεν είναι, άρρώστεια. Είναι τό σπάσιμο τής καρδιάς ενός ανθρώπου ελεύθερου, πού τον μετέτρεψαν ξαφνικά σέ σκλάβο και δεν μπορεί ν5 άντέξη...» Σήμερα σκότωσαν^ μέ τσεκουριές είκοσι αιχμαλώ τους πού δεν μπορούσαν να βαδίσουν γρήγορα. Ό "Άραβας αρχηγός "Ί μπ Χαμίς - για τον όποΐο είχε μιλήσει ό Χάρρι.ς στον Νεγκορό, δεν έκανε καμμιά παρατήρησι γι^αυτό στους «χέλντιΐβαρς». Ή σκηνή ήταν τρομακτική. _ Μέσα στη σφαγή αυτή χάθηκε κι* ή καημένη ή Νέν. Σκόνταψα πάνω στο πτώμα της περνώντας. Και δεν μπορώ νά κάνω τίποτα γι* αυτήν. Ούτε καν νά τή θά ψω! Είναι πρώτη από τούς ναυαγούς του «Πίλγκρι,μ» πού έπεσε θύμα τής διπλής προδοσίας του Νεγκορό και του Χάρρις. Πότε καί πόσοι έχουν άκόμα σειρά; Καημένη Νέν! Ολες τις νύχτες άδικα περίμενα τον Δίγκο. Μή πως συνέβη τίποτα κακό σ’ αυτόν καί στον Ηρα κλή; Δεν θέλω ούτε νά τό σκέπτωμαι κάτι τέτοιο. Ή σιωπή αυτή δεν σημαίνει τίποτ" άλλο, παρά μονάχα πώς ό γιγάντιος φίλος μου δεν έχει νά μου πή τί ποτα καινούργιο. Κάνει, σωστά νά είναι προσεκτικός καί νά φυλάγεται... ΣΤΟ ΚΑΖΟΝΤΕ 1 Ο ΚΑΡΑΒΑΝΙ έφθασε μ5 αυτόν τον τρό πο στο Καζοντέ. Μπορεί οι περισσότεροι από τούς σκλάβους νάχανε μείνει στον δρόμο, πάντοτε δμως αυτοί πού έμεναν, ά φηναν μεγάλα κέρδη στους έμπορους. Ή ζήτησι ήταν μεγάλη καί οι τιμές τους ανέβαιναν συνεχώς στά σκλα βοπάζαρα τής Αφρικής. Τό Καζοντέ απέχει πεντακόσια χιλιόμετρα από τις έκβολές τού Κοάντζα καί είναι- ένα από τά πιο μεγά λα «λακονίς», δηλαδή από τις σπουδαιότερες αγορές τής έπαρχίας τής Αγκόλας. Τό παζάρι· λάβαινε χώ-
112
.
_
..................
Ό Λίγκας ρίχτηκε οτό λαιμό του.
ρα στην «τσιτόκα» - τή μεγάλη πλατεία. 5Από κεΐ α γοράζουν τούς σκλάβους και ξεκινούν μετά τά καρα βάνια για τις περιοχές των μεγάλων λιμνών. . Τό Καζοντέ χωρίζεται· σέ δυο τμήματα: 3Από τή μια μεριά είναι ή συνοικία των Πορτογάλων, Αράβων και εντόπιων εμπόρων, μέ τις παράγκες της κι3 άπ3 την άλλη τό σπίτι του βασιλιά, ενός γέρο - αλκοολι κού που ζή απτό φόρους «εις είδος» πού του προσφέρουν γενναιόδωρα οί έμποροι·. Την εποχή εκείνη, τήν εμπορική συνοικία του Κα ζοντέ, τήν κυβερνούσε ό Ζοζέ 3Αντόνιο 3Αλβέζ, ό άφεντικός τού Χάρρις, καί τού Νεγκορό, ένας από τούς μεγαλύτερους σκλαβέμπτορους πού φάνηκαν ποτέ καί πού μιλάει γι3 αυτόν μέ λεπτομέρειες ό Καμερούν. Εκεί είχε τό κυριώτερο κατάστημά του, αλλά είχε κι3 άλλα στο Μπιχέ, τήν Κασάγκα, καί τή Μπενγκουέλα, δπου μετά από ένα χρόνο περίπου, τον συνάντησε ό Καμερούν. Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
8
Η κατοικία του βασιλιά του Καζοντέ ήταν §να συ νονθύλευμα από βρωμερές καλύβες, πού απλώνονται σέ έκτασι δυο σχεδόν τετραγωνικών χιλιομέτρων. Πολ λές απ' αυτές είναι φτιαγμένες μέ καλαμένιες μάν τρες. Μερικά παραπήγματα στη σειρά γιά τούς δού λους του και άλλες καλύβες γιά τις συζύγους του. * Ηταν ένας μανιακός επικίνδυνος, πού ακρωτήρια ζε τούς υπηκόους του, αξιωματικούς και τούς υπουρ γούς του, γιά νά διασκεδάζη! Σ' άλλους έκοβε αυ τιά και μύτες και σ' άλλους χέρια και πόδια. Κανό ναν δέν Θά στενοχωρούσε στο Καζαντέ ό θάνατος τού βασιλιά του, Μοΐνι Λούγκσ, εκτός μόνο από τον Άλβέζ, τον δουλέμπορο. Τά πήγαιναν θαυμάσια οι δυο του και τον έμπορο τον συνέφερε νάχη τη φιλία τού ανθρώπου πού κυ βερνούσε ολόκληρη την επαρχία. Μόλις έφτασε λοιπόν στο Καζοντέ τό καραβάνι· των σκλάβων, τό ώδήγησαν κατ' ευθείαν στη μεγάλη πλα τεία. 7 Ηταν 26 Μαΐου. Τριανταοκτώ ολόκληρες μέρες είχε κρατήσει τό ταξίδι τους. Τούς υποδέχτηκαν μέ ταμπούρλα, ζητωκραυγές, νουφεκιές στον αέρα και ουρλιαχτά. Οί βαστάζοι άφησαν τά φορτία τους άπό φίλντισι καί ^ελεφαντόδοντα καί περίμεναν νά τά παραδώσουν στούς έμπορους. Οι αιχμάλωτοι έ'ξηντλημένοι κλείστη καν στά παραπήγματα όπου περίμεναν ήδη κι' άλλοι. Τούς ελευθέρωσαν μάλιστα άπό τά δίκρανα καί τούς^ άφησαν μόνο τις αλυσίδες στη μέση. Τον γέρο - Τόμ καί τούς συντρόφους του τούς ξε χώρισαν καί τούς έρρίξαν σέ μ ιά στενή παράγκα όπου τούς κλείδωσαν. Ό Ντίκ Σάνδ έμεινε πάλι μόνος του στην πλατεία υπό την άγρυπνη παρακολαύθησι ενός «χέλντιβαρ». Ή κυρία Βέλντον δέν φαινόταν πουθενά. Ό δόκιμος κάθησε στη, γη, μές στη σκόνη τής πλα τείας, όταν ξαφνικά, ό τόπος σείστηκε άπό φωνές καί ζητωκραυγές. Τά πλήθη ούρλιαζαν: — Ό 'Αλβέζ! Ό 'Αλβέζ! Φάνηκε ό άνθρωπος πού κρατούσε τη μοίρα τόσων
114
δύστυχων υπάρξεων στα χέρια του. Μαζί του ήταν ό Κοΐμπρα, τό πρωτοπαλλήκαρό του, ό έπιτελικός νους που διοργάνωνε τ’ άνθρωποκυνήγια. ιΠρός μεγάλη απογοήτευα ι τού Ντιικ Σάνδ, ούτε ό Χάρρις ούτε δ Νεγκορο ήσαν μαζί μέ την άκολουθία του. ^ Τάχα δεν θά τους έβλεπε ποτέ στο Καζοντέ;^ Σ’ αυτό τό μεταξύ ό αρχηγός του1 καραβανιού "I μπ Χαμίς, έσφιγγε τά χέρια μέ τον ’Αλβέζ και τον Κοΐ μπρα. Πήρε πολλά συγχαρητήρια, μ* δλο πού ό "Αλβέζ σούφρωσε τά φρύδια βλοσυρός, μόλις έμαθε πόσοι σκλάβοι είχαν πεθάνει στον δρόμο. Όπωσδήποτε ή δουλειά είχε πάει καλά. Ό Ντιικ Σάνδ κατάλαβε πώς θά είχε συναντήσει τον Νεγκορο και τόν Χάρρις γιατί ζήτησε νά δή τούς νέγρους τού «Π ίλγκρι μ». Τούς έφεραν αμέσως μπροστά του. Ή «γριά - μαϊ μού» όπως τόν έλεγαν οϊ υπάλληλοί του, θεώρησε κα λό νά τούς^ καλοσωρίση ειρωνικά. — Εμείς είμαστε έλεύθεροι πολίτες, κύριε!, τού είπε ό Τόμ. "Αμερικανοί! Ό "Αλβέζ μέ τά ελάχιστα έγγλέζικα πούξερε, κα τάλαβε τι τούχε πή ό ^γερο - νέγρος. Χαμογέλασε ειρωνικά και φώναξε εγκάρδια: — Βεβαιότατα! Βεβαιότατα! "Αμερικανοί! Κα λώς μούρθατε! — Καλώς τ" αγόρια!, έκανε κι" όΛ Κοΐμπρα μ" εν θουσιασμό - ήταν γιος τού Διοικητού τού Μπιχέ αυ τός ό τυχοδιώκτης. Στάθηκε μπρος στον *Ωστιν, όπως ένας έμπορος πού θέλει, νά έξετάση τό έμπόρευμά του κι" άρχισε νά τού πασπατεύη τό στήθος και τά μπράτσα. Τέλος θέλησε νά τού άνοίξηι καί τό στόμα γιά νά έξετάση τά δόντια του, αλλά τότε άρπαξε την πιο γερή γρο θιά πού έχει φάει ποτέ γιος Αιοικητοΰ καί κουτρουβαλισστηκε στη γη μουγγρίζοντα^. Μερικοί πολεμιστές χύθηκαν πάνω στον 9Ωστιν έ τοιμοι νά τόν θανατώσουν γι" αυτό το τόλμημά μου, μά ό "Αλβέζ τούς σταμάτησε μέ μιά επιβλητική χει ρονομία, σκασμένος στά γέλια γιά τό πάθημα τού Κοΐμπρα, πού είχε χάσει, τουλάχιστον τέσσερα δόντιρε άττό κείνη τη γροθιά.
ν Ή «γριά
μαϊμού» δέν ήθελε νά παθαίνη φθορά τό «καλό έμπόρευμά» του και στό κάτω - κάτω τρελλαινόταν για χωρατά κΓ εΐχε καιρό νά γελάση τόσο δσο εκείνη τή φορά. Τότε ό «χέλντιβαρ» πού επιτηρούσε τον Ντίκ Σάνδ έσπρωξε τον δόκι.μο κοντά στον "Αλβέζ. Αυτός ήξερε ασφαλώς ποιος ήταν καί γιά^ τούτο άψου τον παρατήρησε δυο στιγμές μοχθηρά, του είπε: — Του λόγου σου είσαι ό μικρός Γιάνκης; — Μάλιστα, Γιάνκης!, άποκρίθηκε ό Ντίκ Σάνδ. Τί γυρεύετε από μένα καί τούς φίλους μου; Ό "Αλβέζ είπε μερικές φορές: — Γιάνκης, ό Γιάνκης, ό μικρός Γιάνκης. Έκανε πώς δέν κατάλαβε αυτό πού τον είχε ρω τήσει ό δόκιμος ή δέν τοχε καταλάβει στ" αλήθεια; Ό νεαρός ξαναρώτησε τό ίδιο πράμα τον Κοΐμπρα αυτή τη φορά, πού δσο κι* άν ήταν άλλοιωμένα τά χα ρακτηριστικά του από τις καταχρήσεις καί τό αλκοόλ έδειχναν την ξένη καταγωγή του. Ό Κοΐμπρα τον κύτταζε άφηρημένα καί δέν απάν τησε - μόνο έκανε άλλη μια απειλητική χειρονομία προς τό μέρος τού ^Ωστιν. Ό "Αλβέζ είχε πιάσει συζήτησι- μέ τον "Ίμπ Χαμίς στο μεταξύ. "Ασφαλώς κουβέντιαζαν για τον Ντίκ Σάνδ καί τούς συντρόφους του καί. βέβαια θά τούς χώριζαν καί πάλι καί ζήτημα ήταν άν θά τούς δινόταν ποτέ άλλη ευκαιρία ν" ανταλλάξουν δυο λόγια. — Φίλοι, μουρμούρισε χαμηλόφωνα ό Ντίκ Σάνδ, σάν νά μιλούσε στον εαυτό του, πήρα ένα γράμμα του Ηρακλή μέ τον Δίγκο. "Ακολούθησε από μακρυά τό καραβάνι μας. Ό Χάρρις κι" ό Νεγκαρό έχουν την κυρία Βέλντον. Δέν ξέρω που την πηγαίνουν. Δέν τούς είδα καθόλου στο Καζοντέ. Κάντε υπομονή καί κουρά γιο. Νάστε έτοιμοι - μπορεί ό Θεός νά μάς λυπηθή. — Ή Νέν; ψιθύρισε ό γέρο - Τόμ. — ΓΊέθανε. — Αυτή πρώτη, έκανε ό δύστυχος νέγρος άνασηκώνοντας τούς ώμους. —- Καί τελευταία!, είπε ό Ντίκ Σάνδ μέ σφιγμέ να δόντια. Γιατί εμείς γνωρίζομε... Τήν ώρα εκείνη ένα χέρι· άκούμπησε στον ώμο του καί ακούσε τ" ακόλουθα λόγια, στον τρυφερό καί ει ρωνικό τόνο πού τόσο καλά γνώριζε; ιΗ
— Μπά! Ό νεαρός μου φίλος αν δέν γελιέμαι! Δέν μπορώ νά σου περιγράφω τη χαρά μου πού σέ ξαναβλέπω! Ό Ντίκ στράφηκε και βρέθηκε φάτσα μέ φάτσα μέ τον Χάρρις. — Που είναι ή κυρία Βέλντον; ρώτησε μόλις συγ κροτώντας την οργή του. — "Αλλοίμονο!, τραύλισε μέ συμπόνια ρ τυχο διώκτης. Δυστυχή μητέρα! Μπορούσε νά ζήση πε ρισσότερο; — Πέθανε; βόγγηξε ό Σάνδ. Και τό παιδάκι; — Μά γι" αυτό πέθανε ή καημενούλα, είπε ό Χάρρις κουνώντας τό κεφάλι. "Επειδή δέν μπόρεσε ν* άνθέξη τον θάνατό του... Τόσες κακουχίες για ένα μικρουλι... Αυτοί που αγαπούσε στον κόσμο ό Ντίκ Σάνδ, δέν υπήρχαν πια. Τι έννοιωσε τάχα ό νεαρός δόκιμος σαν ακούσε αυ τά τά λόγια; Μιά φοβερή έπιθυμία νά έκδικηθή κι* ένας θυμός τρομακτικός, πλημμύρισαν τό στήθος του. Τά μάτια του πέταξαν φωτιές μίσους. — Ααιπόν^δέν χρειάζομαι πιά!, φώναξε. Χύθηκε πάνω στον Χάρρις, τράβηξε τό μαχαίρι που είχε ό τυχοδιώκτης περασμένο στή ζώνη του και τού τό μπήξε μ" ορμή στην καρδιά. — Καπάρα!, βόγγηξε ό Χάρρις κι" έπεσε νεκρός. ΤΟ ΠΑΖΑΡ I ΤΟΥ ΚΑΖΟΝΤΕ ΙΙΪε ΤΗΝ ταχύτητα τής αστραπής είχε γί νει ή έπίθεσις τού δόκιμου. Κανείς1 δέν μπόρεσε νά κινηθή προς τό μέρος του γιά νά τον προλάβη. Ό Χάρρις ήταν νεκρός πιά, όταν οι ιθαγενείς ρίχτηκαν επάνω του νά τον πνίξουν. Τότε όμως έκοονε τήν έμφάνισί του ό Νεγκορό. Τούς σταμάτησε μέ μιά φωνή καί μέ μιά κίνησι τού χεριού του. Σηκώθηκαν καί τράβηξαν πέρα τον σκοτωμένο. Ό "Αλβέζ κι" ό Κοΐμπρα·, καταθυμωμένοι·, ήθελαν νά έκτελέσουν τον Ντίκ Σάνδ εκείνη τή στιγμή. Ό Νεγκορό όμως τούς ψιθύρισε χαμηλόφωνα στ* αυτί, πφς αν περίμεναν λίγο, θά τον περιποιόνταν
πολύ καλύτερα... Διέταξαν νά τον πάρουν και νά τον προσέχουν άγρυπνα. ^Επιτέλους είχε ξαναδή τον Νεγκορό ό δόκιμος, για ^ πρώτη φορά, άπό τότε πού έφυγαν απ’ την πα ραλία. Γνώριζε πώς αυτό το* τέρας ήταν ό μοναδικός ένοχος γιά την καταστροφή του «Πίλγκριμ». Τον μι σούσε χίλιες φορές περισσότερο άπό τον συνένοχό του, ποΰχε σκοτώσει·. Κι·" όμως τώρα πού σκότωσε τον Χάρρις, δέν καταδέχτηκε νά γυρίση νά κυττάξη καν τον Νεγκορό την ώρα πού τον έπαιρναν και δεν τουπέ ούτε μια λέίξι. Είχε μάθει γιά τόν θάνατο τής κυρίας Βέλντον και του Τζάκ. Τίποτ" άλλο δέν τόν ενοιαζε. Πού τόν πή γαιναν; Νά τόν σκοτώσουν; Θά τέλειωνε. Τόν σφιχτόδεσαν πισθάγκωνα και τόν πέταξαν στο βάθος μιας παλιοπαράγκας χωρίς παράθυρα, πού έ βαζε ό "Αλβέζ τούς καταδικασμένους σέ θάνατο σκλά βους - ένοχους ανταρσίας ή άλλων πράξεων βίας. _ Δέν μπορούσε νά έπικοινωνήση μέ κανέναν άπ" τόν έξω κόσμο έκεΐ μέσα, όμως ήταν ικανοποιημένος πού είχε πάρει έκδίκησι γιά κείνους πού λάτρευε. Δέν θάναι υπερβολή νά πούμε πώς τώρα βιαζόταν νά πεθάνη. ""Ισως πίστευε πώς θά τούς ξανασυναντούσε. Εννοείται πώς ό Νεγκορό δέν τόν εΐχε λυπηθή, ό ταν δέν άφησε τούς Ιθαγενείς νά τόν σκοτώσουν. "Η θελε άντιθέτως νά τού έπιβάλη· φρικιαστικά μαρτύρια πού τά γνωρίζουν μόνο οί ιθαγενείς τής Κεντρικής "Αφρικής. "Ελειπε μόνο ό Ηρακλής γιά νά έξασφαλίση τέ λεια την έκδίκησι του. Δυο μέρες ύστερα, άρχισε τό μεγάλο «λακσνί» τού Καζοντέ. Δέν αγοράζονται και πουλιούνται μόνο σκλάβοι, σ" αυτό τό μεγάλο παζάρι τής "Αγκόλας. "Εκεΐ φθά νουν όλα τά προϊόντα και οι^ παραγωγό^ τής "Αφρι κανικής γής. Δύσκολο νά δοθη μια έστω άμυβρή Ιδέα γιά τό τι γίνεται στο «λακονί». Περίπου πέντε χιλιάδες άνθρωποι-, μαζί μέ τούς σκλάβους τού γέρο - "Αλβέζ κι" άνάμεσά τους και τούς συντρόφους τού Τόμ, πλημμύριζαν την πλατεία. Αύτοι οι τέσσερις νέγροι - ό Ηρακλής όπως ξέρομε έλειπε - θάταν περιζήτητοι σάν δείγματα ξενικής ρά τσας, πού τούς έκαναν νά ξεχωρίζουν στη στιγμή. 118
40 *Αλβέζ μέ ταν Κοίμπρα είχαν έρθει, πρώτοι πρώτοι. Πλήθος ιθαγενείς, άντρες και γυναικόπαιδα, ξεσή κωναν ένα τρομερό βσύϊσμα. Γιά τούς Αφρικανούς, άντρες καί γυναίκες, τό «λακανί» είναι, σαν γιορτή. ΦοροΟν Λοιπόν όλα τά στολί δια καί τις καλύτερες αμφιέσεις που έχουν. Κομμώσει απίθανες. Μαλλιά μέ τέσσερις χωρί στρες -καί μπουκλες. Περικεφαλαίες μέ κόκκινα φτε ρά. "Αλλα μαλλιά σέ σχήμα κεράτου καί άλλα παστωμένα μέ παχύ, κόκκινο λάδι. Αφάνταστο πλήθος από χτένες καί- χτενάκια. Καρφίτσες σιδερένιες, φιλ ντισένιες και κάποτε κι* ολόκληρο μαχαίρι, μπηγμέ νο πάνω στο ψηλότερο τσουλούφι, πού από τά λάδια έχει γίνει· σκληρό σάν μπαγιάτικο ψωμί. Γυάλινα μαρ γαριτάρια - τά πιο ψεύτικα που γίνονται. - σχηματί ζουν πάνω στά στήθεια τους ολόκληρα χαλιά, πολύ χρωμα σάν μωσαϊκό. Αυτιά τρυπημένα από σκουλα ρίκια, καρφωμένα από πολύτιμο ξύλο. Χάλκινοι κρί κοι. 1 Αλυσίδες από μουστάκια αραβοσίτου, άκόμα καί μικρές κολοκύθες κούφιες καί γεμάτες μέ καπνό δηλαδή ταμπακέρες - δλ* αυτά κρέμονται, άπό τρυ πημένα αυτιά, που άπό τό τέντωμα κοντεύουν νά φτά σουν στους ώμους. Γιά έναν Αφρικανό που δέν φοράει ρούχα, έξω άπόΛ μ ιά χάρτινη φουστίτσα, τ5 αυτιά του, αντικαθι στούν τις τσέπες τού ευρωπαίου. Διάφορα πολύχρωμα τατουάζ πάνω στο μελαψό δέρμα τους. Δέντρα, πουλιά φεγγάρια στη χάση τους καί καμπύλες γραμμές πού ό Λίβινγκστον τις συσχέ τισε μέ την τεχνοτροπία των αρχαίων αιγυπτιακών ϊ χνογραφη μ άτων. 3Αλλά υπάρχουν καί οι πιο ντυμένοι. Μιά ποδιά άπό δέρμα άντιλόπης πού φθάνει ώς τά γόνατα οί κύ ριο:·, καί οί κυρίες πράσινες ώς επί τό πλεΐστον φού στες, κεντημένες μέ μεταξωτή κλωστή καί λευκά πετραδάκια, πού τή συγκρατούν στή μέση μέ μιά ζώ νη μαργαριταρένια. Αυτά τής άριστοκρατίας τού Καζοντέ. Ή φοβερή ευφορία τού εδάφους συγκέντρωνε στο «λακονί» τά καλύτερα τρόφιμα τής χώρας πραγμα τικά άριστα σέ ποιότητα. Ρύζι, καλαμπόκι, σουσάμι, πιπέρι, τής Ουρουά, μανιοκα, σόργο, μοσχοκάρυδο, αλάτι καί φοινικόλαδο. Τό ζωϊκό βασίλειο άντιπροσώ-
11»
ΐ¥£υάν κατσίκες, γουρούνια, κριάρια χωρίς μαλλί άλ λα μέ^ γένεια ικαϊ κέρατα - ταταρικής καταγωγής πουλιά ψάρια κι3 ακόμα χίλια δυο. Χειροτεχνία. Πιατικά μέ ζωηρά χρώματα, αέ ποι κιλία διακοσμήσεων. Πιο πέρα ποτά εγχώρια καί μικροί άραπάδες πού τά διατυμπανίζουν γιά τούς μπεκρήδες, μέ κάτι φω νές διαπεραστικές σάν σάλπιγγες. Τό πιο ενδιαφέρον απ’ δλα όμως στο παζάρι του Καζοντέ, τά υφάσματα καί τό φίλντισι. Χιλιάδες πήχες από τό «χούκας» καί «μερικόν» κά τι σάν ακατέργαστο περκάλι απ’ τό_Σάλεμ. "Υστερα τό «κανίκι» - μπλέ βαμβακερό. ιό «σοχαρί», όλο μπλε καί άσπρα τετράγωνα καί κόκκινες γραμμές. Καί τό πιο άκρΐιβό, τό «ντιούλι», μεταξωτό τής Σουράτα, σέ φόντο πράσινο, κίτρινο ή κόκκινο. Κάθε τρία μέτρα του, ογδόντα δολλάρια, είναι χρυσοΰφαντο. Τό φίλντισι πάλι, έρχεται από κάθε γωνιά τής Κεν τρικής *Αφρικής. Προορίζεται γά τό Χαρτούμ, τή Ζανζιβάρη,, τό Νατάλ. Πεντακόσιες χιλιάδες κιλά φίλ ντισι κάθε χρόνο, εξαγωγή στην Αγγλία καί την υ πόλοιπη Ευρώπη. Καημένοι ελέφαντες! Τό ζευγάρι οι χαυλιόδοντες ζυγίζουν συνήθως είκοσι οκτώ λίμπρες, πού στοίχιζαν τό 1874 πεντακόσια φράγκα. Υπάρ χουν ωστόσο καί μερικοί πού φθάνουν νά ζυγίζουν έίξηνταπέντε λίμίτρες κι5 άπ3 αυτούς βγαίνει καί τό καλύτερο φίλντισι, θαμπό, νά τό περνάη τό φως κι3 εύκολο στην κατεργασία. Καί πώς κανονίζονται οί λογαριασμοί στο «λακονί» ανάμεσα σέ πωλητές καί αγοραστές; "Ενα είναι τό νόμισμα: Ό σκλάβος. Οί ντόπιοι· πληρώνουν μέ κάτι λευκές χάντρες, τά κοτσοκόλας. Περασμένες σέ δέκα σειρές, όσο πού νά φέρνουν γύρω δυο φορές τον λαιμό, μάς κά νουν ένα φούντο κι’ ή άξια τους είναι άληθινά με γάλη. Ό Λίβινγκστον, ό Καμερούν κι* ό Στάνλεϋ, φρόν τιζαν πάντα νά προμηθεύωνται αρκετό άπ3 αυτό τό συνάλλαγμα στά ταξίδια τους. Είναι- βέβαια καί τά «πισέ» τής Ζανζιβάρης, άλλο νόμισμα, καθώς καί τά β ο γ κ ο ύ α ς, είδος κοχύλια τής ανατολικής ακτής. Οί άνθρωποφάγες φυλές, κά νουν ανταλλαγές καί μέ άνθρώπινα δόντια. "Ενα κα θώς πρέπει- στολίδι στό «λακονί» είναι καί τό κολλιέ
120
οστό δαΟτσ, περασμένο σέ διπλή σειρά. Μά δσο περ νάνε τά χρόνια ή αξία των ανθρώπινων δοντιών, σαν νόμισμα ξεπέφτει. Περίπου αυτή είναι ή δψι του μεγάλου παζαριού. Οί φωνές πού προέρχονται απ’ την έξαψι των πωλη τών και ή μανία των αγοραστών, δεν μπορούν νά πε ριγράφουν. Το μεσημέρι ο Άλβέζ έδωσε διαταγή νά του φέ ρουν στήν πλατεΤα τούς σκλάβους πούθελε νά άνταλλάξη. *Ηταν πάνω - κάτω δυο χιλιάδες δύστυχα αν θρώπινα πλάσματα - σάν εμπόρευμα όμως, ήταν σέ καλή κατάστασι. "Οσο έμειναν στο Καζσντέ, ξεκου ράστηκαν και τούς τάϊσαν καλά. Βέβαια οι καινουργιοφερμένοι δεν μπορούσαν νά συγκριθουν μέ τούς προηγούμενους κι’ άν τούς κρατούσαν νά φάνε μερι κές μέρες ακόμα, θάχαν πολύ μεγαλύτερο κέρδος. Ω στόσο ή ζήτησι από τήν ανατολική παραλία ήταν με γάλη, πράγμα πού ήταν ατυχία για τον Τόμ και τούς συντρόφους του. Οι «χέλντιβαρς» τούς έσπρωξαν στο ανθρώπινο κο πάδι πού πλημμύριζε τήν πλατεία.^ Τούς είχαν δεμένους^ μέ χοντρές αλυσίδες καί μόνο οί ματιές τους μπορούσαν νά φανερώσουν τή λύσσα καί τή ντροπή πού αισθάνονταν. — Ό κύριος Ντίκ δέν είναι πουθενά, ψιθύρισε ό Μπάτ κυττάζοντας ολόγυρα. — ’Όχι, είπε ό Άκταίων, δέν πρόκειται νά τον πουλήσουν. — Θά τον σκοτώσουν - άν ίσως δέν τοκαναν ακόμα βεβαίωσε ό γέρο - Τόμ. "Οσο για μάς μάς μένει μο νάχα μιά έλπίδα: Νά μάς άγοράση δλους μαζί ό ί διος έμπορος. Θάταν μιά παρηγοριά νά μή χωρίσωμε. Ό Μπάτ ξέσπασε σέ λυγμούς. ^ — Δέν μπορώ νά σέ φανταστώ σκλάβο, νά δουλεύης μακρυά από μένα, πατέρα μου!, βόγγηξ,ε. —· ’Όχι, δέν θά χωρίσωμε, έκανε ό Τόμ ταροογμένος καί μετανοιωμένος ποϋχε μιλήσει έτσι. Θά τά καταφέρωμε νά μείνωμε μοοζίβέβαια!. — "Αχ, νά ήταν ό Ηρακλής εδώ πέρα!, μούγγρισε ό ^Ωστιν. ’Αλλά ό γίγαντας δέν φαινότοίν πουθενά. 5Από κεί νη τή νύ^τα πού έστειλε τό σημείωμα στον Ντίκ Σάνδ δέν ξαναδωσε σημεία ζωής.
·*■
121
^ Έπρεπε λοιπόν νά τον ζηλεύουν, γιατί και πεθα μένος νοόταν δεν θά έσερνε την ασήκωτη (αλυσίδα τής σκλαβιάς. Πάντως οί δούλοι άρχισαν νά πουλιούνται. Οί πράκτορες του "Αλβέζ πηγαινοέρχονταν μες στο πλήθος σέρνοντας πίσω τους άντρες, γυναίκες καί παιδιά, χωρίς καμμιά στενοχώρια άν χώριζαν μανά δες άπό τα παιδιά τους καί συζύγους άπτό τις γυναί κες τους. "Αραβες καί ’Ασιάτες μεσίτες, τούς έπιαναν ζου λούσαν τα μπράτσα τους, κυττουσαν τα δόντια τους καί κουνούσαν τα κεφάλια. Πήγαιναν πιο πέρα. Τούς έβαζαν νά τρέξουν γιά νά δουν την ευκινησία τους κι* αυτοί οί δυστυχισμένοι, μ'* δλο πού ήταν μι σοπεθαμένοι απ’ την ντροπή άναγκάζονταν νά υπα κούσουν, γιατί τδ μαστίγιο παραμόνευε την κάθε κίνησι^ την κάθέ γκρι μάτσα τους. Χώριζαν αντρόγυνα κι* άδέλφηα, χωρίς νά τούς άφήισουν ούτ* ενα χάδι ν* άνταλλάξουν - ούτε μιά λέξ,ι. Ένα τελευταίο βλέμμα μονάχα μες στην κοσμοπλημμυρισμένη πλατεία τού Καζοντέ. Πολλοί βέβαια, τύχαινε νά πουληθούν καί; μαζί, άλλά αυτό μόνο λίγες φορές. Οί έμποροι, πού αγόραζαν γυναίκες δεν αγόραζαν καί άντρες, όπως καί τό αντίθετο. Γι* άλλη δουλειά τούς ήθελαν αυτοί καί γι' άλλη εκείνοι. Οί αποχωρισμοί αυτοί δημιουργούσαν σκηνές σπα ραγμού, πού διασκέδαζαν αρκετά τό πλήθος - αυτά τά μαύρα ζώα, είχαν αισθήματα! *Ωστόσο ή ομάδα τού Τόμ είχε την απρόοπτη ευ τυχία νά μη χωρίση. Παζαρεύτηκαν με πολύ πείσμα άπ5 τούς εμπόρους τού Ουτζιτζί. Ό "Αλβέζ έτριβε τά χέρια του ευχαριστημένος. Οί τιμές πήγαιναν ψηλά. "Έτρεχαν άπό κάθε γωνιά τής πλατείας οί έμποροι, γιά νά δουν τούς σκλάβους ε κείνους πού ή τιμή τους έσπασε κάθε ρεκόρ, στήν άγορά τού Καζοντέ. Φυσικά ό "Αλβαρέζ έκρυβε την προέλευσί τους μέ κάθε φροντίδα κι* εκείνοι οί δύ στυχοι. δέν ήξεραν τη γλώσσα γιά νά φωνάξουν πώς ήταν ελεύθερο;. "Αμερικανοί πολίτες. Ιδιοκτήτης τους έγινε κάποιος πλούσιος "Αραβας έμπορος. Θά τούς μετέφερε στις όχθες τής Ταγκανίκα κι* άπό κε? θά τούς πήγαιναν στά πρακτορεία τής Ζανζιβάρης.
122
^ ©ά κατάφερναν άραγε νά φθάσουν ώς έκεΐ; Είχαν νά περάσουν τις πιο έπικίνδυνες και γεμάτες άρρω στε ιες περιοχές τής Αφρικής. Δυόμιση χιλιάδες χιλόμετρα πορεία μέ τέτοιες συνθήκες κι* ανάμεσα σέ πολέμους των διαφόρων φυλάρχφν. Θάχε τη δύναμι ν’ άντέξη ό γέρο - Ταμ ή θά πέθαινε στον δρόμο, όπως ή καημένη ή Νέν; Τούς πήραν λοιπόν από την πλατεία κι* έτσι δεν πρόφτασαν νά παρακολουθήσουν τά γεγονότα πού ξε τυλίχτηκαν λίγο αργότερα, στην αγορά του Καζοντέ. ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΠΟιΝΤΣΙ ΣΤΟΝ ΚΑΖΟΝΤΕ
ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΟΥ
ΙοεβΙ ΑΦίΝΙ ΚΟ πανδαιμόνιο από τούμπανα, κύμβαλα και άλλα αφρικανικά μουσικά όργανα! Οί αγοραπωλησίες σταμάτησαν και οί τελάληδες πρόφτασα νά πάρουν ανάσα. Ό βασιλιάς του Καζοντέ Μόϊνι Λούγκα τιμούσε τό μεγάλο παζάρι μέ την υψηλή του παρουσία. Τον ακολουθούσε μιά απίθανη ακολουθία από γυναίκες, υπαλλήλους, στρατιώτες και σκλάβους. Ό ’Αλβέζ κι’ οι άλλοι μεγαλέμποροι τρέξανε νά τον προϋπαντήσουν. ^Τόν χαιρέτησαν μέ υπερβολικές εκδηλώσεις σεβασμού, πού αυτό τό ανθρώπινο κτήνος μέ τη βασιλική κορώνα εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Κατέβηκε από τό φορείο του μές στη μέση τής πλατείας. Ήταν μόνο πενήντα χρόνων, άλλά θά τον έπαιρνες εύκολα γιά ογδόντα. "Εμοιαζε σάν γριά - μαϊμού στά βαθειά γεράματά της. Τό στέμμα του - άς πούμε ήταν μιά τιάρα στολισμένη, μέ νύχια λεοπάρδαλης βαμμένα κόκκινα καί τούφες από λευκά μαλλιά αν θρώπου. Φορούσε δυο δερμάτινες ποδιές στη μέση του, τερατωδώς βρώμικες, αλλά κεντημένες μέ μαρ γαριτάρια. Τά χέρια κι* οί γάμπες του ήταν γεμάτα από βρα χιόλια, ώσπου ν’ άπορής πώς τά σήκωνε. Ό Μόϊνι Λούγκα έλεγε πώς είχε θεία καταγωγή. "Αν κανείς εξέφραζε αμφιβολία, τον έστελνε κατ' ευ θείαν στον άλλο κόσμο κι3 έτσι κανείς πιά δεν αμφέ βαλλε γι’ αυτό. Έπινε περισσότερο απ’ όλους - ά...
.
123
φου ήταν ^ καί βασιλιάς - άλλά κα! Ακολουθούσαν άπό κοντά.
ό\
υπουργοί Υου
Θά μπορούσες νά ιτής: Ή Αυτού "Αλκοολική Μεγαλειότης! Οί περισσότερες άπό τίς^κάθε ηλικίας γυναίκες του χαρεμιού του τον ακολουθούσαν σ’ αυτή την έπίσκεψί του στο παζάρι. Ή πρώτη σύζυγος, ή Μόϊνα, άπό βασιλ'κή γενιά δπω<£ καί οί υπόλοιπες, ήταν μιά απαίσια μέγαιρα, σαράντα χρόνων περίπου. Φορούσε ένα εΐδος παλτού μέ ζωηρούς χρωματισμούς. Τά μαλλιά της ήταν ^χτενι σμένα πατώματα - πατώματα, σαν φανταχτερή κορ νίζα, γύρω άπό τό μικροσκοπικό κεφάλι της. Ήταν ένα τέρας ασχήμιας, μέ στολίδια οπουδήποτε ήταν δυνατόν νά στερεωθούν στο κορμί της. Οί υπόλοιπες ήταν ντυμένες λιγώτερο πλούσια, μά ήταν καί πιο νέες. Μόλις τον χαιρέτησε ό "Αλβέζ, ό Μόϊνι Λούγκα ζή τησε νά του στείλη κι5 άλλο ρακί γιατί τό προηγού μενο φορτίο τούχε τελειώσει. — Καλώς μάς ήρθες βασιλιά στο παζάρι τού Καζοντέ!, άλάλαξαν οί έμποροι. — -εράθηκε τό λαρύγγι μου!, άποκρίθηκε ό μο νάρχης. — Ή μεγαλειότης σου, τουπέ ό Άλβέζ θά είσπράξη τό μερίδιό της άπό τις συναλλαγές τής αγοράς. — Δέν έχετε τίποτα νά πιω; ρώτησε ό Μόϊνι Λούγκα. —- Ό φίλος μου ό Νεγκορό είναι ευτυχής πού ξα ναβλέπει τή Μεγάλειότητά σας, ύστερ’ άπό τόσα χρόνια. — Διψώ!, φώναξε ό γέρο - μπεκρής καί άνάδινε ολόκληρος μιά άνυπόφορη μπόχα χωνεμένου κρασιού. — 'Κεράστε τον βασιλιά δροσερό ύδρομέλι!, φώ ναξε ό "Αλβέζ, κάνοντας τον άνήξερο. ^ — "Αηδίες!, μούγγρισε ό Μόϊνι Λούγκα. Διψώ για ρακί σάν αυτό πούχει ό φίλος μου "Αλβές. Γιά κά θε σταγόνα τής υγρής φωτιάς του, θά τον πληρώσω... — Μέ μιά σταγόνα αίμα λευκοί)!, φώναξε ό Νεγ κορό. — Μάλιστα!, έσκουξε ό Λούγκα. Νά θανατώσω έναν λευκό! Τά μάτια του πέταξαν φλόγες.
124
— Αότός 6 λευκός, ξαν&ίτε & Μεγκσρά, σκότισε Ιναν άφοσιωμένο φίλο του ’Αλβέζ. — Τον πράκτορά μου τον Χάρρις, βεβαίωσε ό "Αλβέζ. Θέλω νά έκδικηθώ τον θάνατό του. Ό Μόϊνι Αούγκα χτύπησε τά χέρια του, πούβγαλαν κοκκάλινο ήχο. -1— Θά τον στείλουμε στους Άσσούας!, φώναξε. Στον βασιλιά Κασσόγκο, στον άνω Ζαΐρη! Θά τον κόψουν κομματάκια και θά τον φάνε ζωντανό! "Οταν 9ά τρώνε τά χέρια και τά πόδια του, εκείνος θά ζή ακόμα και θά τους βλέπει! Ό Λίβινγκστον άναφέρει. μέ λεπτομέρειες τις φρι χτές λεπτομέρειες τών^ συνηθειών αυτών τών "Ασσούας και το όνομα του τρομερού βασιλιά τους. "Οσο όμως κι* άν θάταν τρομερός ό θάνατος του Σάνδ, δεν άρεσε στον Νεγκορό. — Ό σύντροφός μου πέθανε έδώ!, φώναξε. — Έδώ πρέπει νά πεθάνη κι" ό δολοφόνος του!, συμπλήρωσε ό *Αλ6έ£. — Σάς κάνω τή χάρι!, δήλωσε μεγαλόψυχα ό βα σιλιάς. Είπαμε όμως: Γιά κάθε σταλαματιά αΐμα, μιά σταλαματιά υγρής φωτιάς! — Υγρής φωτιάς!, άποκρίθηκε ό "Αλβέζ κουνών τας τό κεφάλι του προς τά κάτω. Καί θά δήτε σήμε ρα, πώς τ’ άξιζε ι αυτό τό όνομα. Θά την κάνω με νά βγάλη φλόγες. Ό γερο^- "Αλβέζ θά προσφέρη πόντοι στον βασιλιά Μόϊνι- Αούγκα! Ό αλκοολικός χτύπησε τά χέρια άλλη μιά φορά από τη χαρά του, που την συμμερίσθηκαν και οί υ πουργοί του κι* οι γυναίκες του . "Έπειτα άπό τη δίψα τους γιά οινόπνευμα, θά έσβη ναν καί τή δίψα τους γιά αίμα. Κακόμοιρε Ντίκ Σάνδ! Κουβάλησαν στη στιγμή ένα μεγάλο χάλκινο κα ζάνι στο κέντρο τής πλατείας. Θά χωρούσε διακόσιες οκάδες το λιγώτερο. "Αδέιασαν μέσα βαρέλια οινό πνευμα, όχι πολύ καλής ποιότητος αλλά καθαρό. Προσέθεσαν κανέλα κι* άλλα αρώματα, πού θά τόκαναν πιο πικάντικο. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω άπ’ τον βασιλιά. Ό Μόϊνι- προχώρησε μέ λαχτάρα προς τό καζάνι καί παραλίγο νά σκόνταβε καί νάπεφτε μέσα, άν δεν προλάβαινε ό "Αλβέζ νά τον κρατήση.
125
*0 δουλέμπορος τοΟδαλε βστ§ρα §να δαδί οπδ χέ ρι καί τ' άναψε. Φώναξε: -— Φωτιά! — Φωτιά!, γρύλλισε κι* ό Αούγκα μέ λαμπερά μά τια. Πλησίασε το ξύλο στο οινόπνευμα καί τ* άναψε. Μια γαλαζωπή φλόγα απλώθηκε τεμπέλικα στην έπιφάνεια του καζανιού, υστέρα όμως άρχισε νά χοροπηδάη καί νά τρί'ζη, γιατί ό *Αλβέζ είχε ρίξει καί μερικές φούχτες αλάτι, γιά νά τό κάνη δυνατώτερο. Κρατώντας μιά τεράστια κουτάλα ό δουλέμπορος άρχισε νά τ' άνακατεύη. Οΐ ανταύγειες φώτιζαν τρο μαχτικές φάτσες. Ό Μόϊνι Αούγκα προχώρησε κι* άρπάζοντας την κουτάλα από τά χέρια του 'Αλβέζ, τη βούτηξε στο καζάνι. Τή^ γέμισε καί την έφερε στά χείλια^του. -Εκανε ένα «μπάψφ» καί πήρε φόκο, σαν νάταν κα ν α - βαρέλι, μέ πετρέλαιο. Τρομερά ξεφωνητά στην πλατεία - ό χορός των νέ γρων σταμάτησε. Ένας υπουργός του Αούγκα, χύθηκε απάνω του νά τον σβήση, αλλά, ποτισμένος δπως κι* ό βασιλιάς του μέ άλκοόλ, ως τό τελευταίο του κύτταρο, άρπαξε κι* εκείνος φωτιά σε μιά στιγμή. Σίγουρα μ' αυτόν τον τρόπο μπορούσε ν' άνάψη όλόκληρη ή Αυλή του Μόϊνι Αούγκα^ Ό Άλβεζ κι* ό Νεγκορο δέν ήξεραν τί νά κάνουν γιά νά βοηθήσουν τη Μεγοολειότητά του. Οΐ γυναίκες τδβαλαν στά πόδια τσιρίζσντας. Ό Κοΐμπρα τδστριψε γρήγορα, γιατί ήξερε πώς μπορούσε ν' άρπάξη κι* εκείνος φόκο, τό ίδιο εύκολα. Ό βασιλιάς κι* ό υπουργός του πεσμένοι, στη γη, κουτρουβαλιάζσνταν καί σπάραζαν από τούς τρομε ρούς πόνους καί ούρλιαζαν άνατριχισστικά. Στά τόσο βαθειά ποτισμένα μέ άλκοόλ σώματα, τό κάψιμο άναδίδει· μονάχα μιά μικρή άνοιχτογάλαζη φλόγα, τό νερό δμως δέν μπορεί νά τη σβήση. *Ακό μα κι' όν καταψέρης νά τό σβήση ς άπ' έξω, εξακο λουθεί νά καίγεται άπό μέσα. "Οταν έχει, φτάσει, στούς ιστούς τό οινόπνευμα, δέν μπορεί τίποτα νά σταματήση τό κάψιμο. Αίγα δευτερόλεπτα πιο ύστερα, ό Μόϊν: Αούγκα κι* ό υπουργός του ήταν πεθαμένοι άλλά καίγονταν τού καλού καιρού. Στο τέλος δεν άπόμειναν παρά
12ό
δυο - τρία καρβουνάκια και μικρούτσιικα κομματάκια άττ* τούς σκελετούς τους - άκρες δάχτυλων άττ5 τά χέρια και τά πόδια. Η ΕΚΑΤΟΜΒΗ 0 I ΠΙΟ γέροι από τούς ιθαγενείς θυμώνταν, από τότε που άκόμα τρώγανε άνθρώπους, πώς είχαν δή πολλούς νά καίγωνται στις προκαταρκτικές τελετές. 3Ή ξέραν πώς κρατούσε πάρα πολύ τό κάψι μο ένός ανθρώπινου κορμιού κι* όμως έκεΐνο του Μόϊνι Αούγκα έγινε στάχτη μέσα σ’ έλάχιστα λεπτά. Τούς έμεινε ανεξήγητο αυτό, γιατί θά τό άπέδιναν στη θεϊκή, καταγωγή του, άν δεν είχε συμβή τό ίδιο καί μέ τον υπουργό του. !Γιά καλό - κακό ό ’Αλβέζ δεν εμφανίσθηκε που θενά, για νά μ ή- τον κατηγορήσουν ώς υπεύθυνο για δ,τι έγινε. Ό Νεγκορό για νά τον εξασφάλιση πε ρισσότερο, διέδωσε πώς ό θάνατος του Μόϊνι Αούγκα ήταν υπερφυσικός, τέτοιος πού μόνο οι εκλεκτοί του Μανι·το ύ, του Πατέρα των Ψυχών, έχουν τό προνόμιο νά βρίσκουν. Σε τέτοιες εξηγήσεις δεν ήταν καθόλου δύσκολοι οι ιθαγενείς τής Κεντρικής Αφρικής. "Οσο παράξε νες καί παιδαριώδει ς ήταν, τόσο πιο εύκολα καί π ιό βαθειά τις πίστευαν. Ή φλόγα πού έκαψε τον Μόϊνι Αούγκα ήταν ιερή κι* έπρεπε επομένως νά του κάνουν μ ιά κηδεία άξια οχι· γιά άνθρωπο παρά γιά Θεό. "Ολες τις ευκολίες τις είχαν στά χέρια τους γιά κάτι τέτοιο. Είναι απίστευτο τό πόσο στοίχιζε σέ αίμα ό θά νατος ένός βασιλιά καί δμως ό Αίβινγκστον κι* ό Κα μερούν αναφέρουν στις σημειώσεις τους φρικιαστικά γεγονότα,, πού είναι άδιαφειλ ανίκητα ντοκουμέντα. Κληρονόμος τού βασιλιά τού Καζσντέ ήταν ή Μόϊνα, ή πρώτη σύζυγός του. Διέταξε νά γίνουν αμέσως αί ετοιμασίες γιά τήν κηδεία γιά δυό^ λόγους. Πρώτα - πρώτα έτσι- ασκούσε από μιάς αρχής κυ ριαρχικά τήν εξουσία της καί δεύτερον ώς βασίλισ σα άπέφευγε τή σκληρή μοίρα τών υπολοίπων γυναι κών τού Μόϊνι Αούγκα, πού τίς είχε καί άχτι, επει δή ήταν νεώτερες καί πιο όμορφες.
127
^ Διέταξε και διαλάλησαν πώς ή κηδεία θά γινόταν τό άλλο βράδι, μέ όλες τις πατροπαράδοτες τελε τουργίες και θυσίες. Οί προετοιμασίες άρχισαν. Στο πλάι του μεγάλου δρόμου του Καζοντέ, περνούσε ένας μικρός παραπό ταμος του Κοάντζα. Θά του άλλαζαν προσωρινά τό δρόμο, γιά νά σκάψουν στην κοίτη του τον τάφο του βασιλιά. "Υστερα από την ταφή θά ξανάδιναν τον πα λιό του δρό,μο στο ποτάμι·. Εκατοντάδες ιθαγενείς έργάσθηκαν σκληρά κι* έ φτιαξαν τό φράγμα πού θάσπαζαν ύστερα, γιά νά ξαναπάρουν τον κανονικό τους δρόμο τά νερά. Ό Ντίκ Σάνδ θά ήταν ένα αποκτά πολλά θύματα, Ό Νεγκορό είχε πάρει την άπόφασί του. Είχε δή τον τρόπο πού ό δόκιμος σκότωσε τον Χάρρις καί δει λός όπως ήταν, βιαζόταν νά τον ξεφορτωθή, γιά νά μην πάθη κι3 εκείνος τά ίδια. "Οσο ένοιωθε οτι ό Ντίκ Σάνδ ζούσε, είχε αρχίσει νά μην αισθάνεται καλά. *Από έναν φυλακισμένο καί δεμένο χειροπόδαρα άνθρωπο όμως, δεν μπορεί κανείς νά φοβάται τίποτα καί γι* αυτό αποφάσισε νά τον έπισκεφθή. Τό μεσημέρι πήγε στο κελλί του. Ήταν από κείνους τούς βδελυρούς ανθρώπους πού χαίρονται νά βλέπουν τά θύματά τους νά υποφέρουν. Ό Ντίκ Σάνδ ήταν τρομερά άδυνατισμένος άπ’ τις κακουχίες. Τό κορμί του πονούσε από τά σχοινιά πού τον έσφιγγαν. Περίμενε γαλήνιος τη μοΤρα του κι* ωστόσο μόλις εΐδε τον Νεγκορό, άφρισε κι* έκανε νά ριχτή απάνω του, δίχως άλλο αποτέλεσμα από τό νά βγάλη ένα πονεμένο βόγγο. Τότε κατάλαβε πώς δεν μπορούσε νά κάνη τίποτ3 άλλο από τό νά τον περιφρόνηση. — Πέρασα νά σάς άποχαιρετήσω, τού είπε ό Νεγ κορό πειραχτικά καί νά σάς διαβεβαιώσω πώς λυ πάμαι πού δέν μάς παρασταίνετε πάλι τον καπετά νιο, όπως τότε, στό «Πίλγκριμ» - θυμάστε; Δέν πήρε άπάντησι. — Τί διάβολο! Δέν γνωρίζετε τον μάγειρό σας; φώ ναξε ό Νεγκορό χασκογελώντας. Ήρθα νά ρωτήσω τί επιθυμείτε νά σάς σερβίρω γιά τό γεύμα! Μ3 'αύτά τά λόγια μαζί, τού τράβηξε καί τρεις γε ρές κλωτσιές, έτσι όπως ήταν πεσμένος στό πάτωμα. Ό δόκιμος έσφιξε τά δόντια καί δέν έβγαλε άχνα.
128
— Θάθελα καί κάτι άλλο νά σάς πώ: Τι σπου δαίος καπετάνιος που εΐσθε! Μάθαμε πώς πηγαίνατε λέει·, για την Αμερική καί φτάσατε στην Αφρική - μά έσεΐς δεν έχετε τό ταίρι σας! Πάλι δεν άπάντησε ό νέος. Τδΐερε πώς ό άθλιος εκείνος του είχε κάνει εκείνη την άσχημη φάρσα καί τά λόγια του ήταν ομολογία γι5 αυτό. Ό Νεγκορό λύσσαξε ξαφνικά γιά την απάθεια τού Ντίκ. — Σειοά σου καί σειρά μου!, ξεφώνισε κοκκινί ζοντας. Τώρα εΐμ* εγώ ό καπετάνιος! Ή ζωή σου βρί σκεται στα χέρια μου! — Την έχεις, άπάντησε ήρεμα ό δόκιμος. Ή δική σου όμως βρίσκεται στα χέρια τού Θεού καί θά σέ κρίνη. — "Αν τού καίγεται καρφί τού θεού γιά τούς άνθοώπους. Φώναξε μανιασμένος ό Πορτογάλος, ήρθε ή ώρα νά ένδισφερθή καί γιά σένα. — Είμαι- έτοιμος νά παρουσιαστώ μπροστά του, απάντησε ό Ντίκ Σάνδ άτάραχος. ■— Μένα μού λες! Ελπίζεις ακόμα νά σέ βοηθή σουν. Λοιπόν νά μη σού περνάη καθόλου απ’ τό μυα λό τέτοια ιδέα! Στο Καί οντέ^ό Άλβ-έζ κι* εγώ είμα στε παντοδύναμοι. Θαρρείς πώς σΐ φίλοι σου είν* εδώ ακόμα; Έ, όχι: Πουλήθηκαν! Τους πήραν γιά τη Ζανζιβάρη, μά θάναι* τυχεροί άν δεν ψοφήσουν στον δρόμο! — Ό Ηρακλής εΐν* έλεύθερος! — Ό Ηρακλής!, γρύλλισε ό Νεγκορό καί τοάβηξε μιά κλωτσιά στο κεφάλι, τού δεμένου παιδιού. Τάχει τινάξει από καιρό αυτός! Τον καταβρόχθισαν τά θηρία! — Ό Δίγκος είναι ζωντανός ακόμα, ψιθύρισε ό δό κιμος νοιώθοντας τον κόσμο νά στροβιλίζεται γύρω του. ^Εσφιξε τά δόντια καί συνέχισε: -— Φτάνει· αυτός γιά σένα, Νεγκορό! Σέ ξέρω κα λά. Είσαι δειλός.Ό Δίγκος θά σε βρή μιά μέρα καί θά σου ξεσκίση τό· λαιμό μέ τά δόντια του. — Παλιοβλάκα!, φώναξε ό Νεγκορό γελώντας άγοισ. Τον Δίγκο σου τον ντουφέκισα έγώ ό ίδιος. Πάει· καλιά του κι* έκεΐνος κι* ή κυρα - Βέλντον κι* ό γιόκας της! Κι* εσύ θά πεθάνης κι* οί νέγροι· - κα νείς δέ θά μείνη άπτό τούς ναυαγούς τού «ΙΠίλγκριμ»! Ο ΛΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
9
-— Ούτε σύ!, τουπέ ό Ντίκ ^Σάνδ ήσυχα. Ό Νεγκορο κιτρίνισε άττό την αταραξία του. Έ πεσε πάνω του αφρίζοντας κι* ήταν έτοιμος να τον πνίξη, άλλα την τελευταία στιγμή σκέφθηκε πώς έ τσι. θά τον γλύτωνε άπ’ τά βασανιστήρια. Τον παρά τησε κι* έφυγε τρέμοντας. Ή σκηνή ωστόσο εκείνη, αντί νά άποκαρδιώση τον δόκιμο, τον έκανε νά νοιώση περισσότερο θάρρος και πεΐσυα. Βάλθηκε νά έλευθερώση τά χέρια του από τά δεσυά του. Τό ένα ήταν κάπως πιο χαλαρό. Παι δεύτηκε πολύ αλλά δεν μπόρεσε νά κάνη τίποτα, ώ σπου κουράστηκε κι* έμεινε ακίνητος, άποκαμωμένος νοιώθοντας φοβερούς πόνους σ’ όλο τό καρυί. Βυθίστηκε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο πού κράτησε δυο ώρες. "Οταν ξύπνησε είχε ξαναβρή ένα μέρος άπό τις δυνάμεις του. Καταπιάστηκε πάλι μέ τον αγώνα νά έλευθερώση τό ένα του χέρι καί στο τέλος τά κατάφερε, τούτη τή φορά. Είχε περάσει περισσότερη άπό τή μισή νύχτα. Ό «χέλντιβαρ» έξω άπό τήν πόρτοχ του κοιμόταν βαθειά, γιατί ήταν μεθυσμένος. Κρατούσε ακόμα στο χέρι του μια μπουκάλα άπό οινόπνευμα, πού ήταν πιά άδεια. Ό Ντίκ Σάνδ συλλογίστηκε νά τον άΦοπλίση. ’Άν δοκίμαζε νά δραπετεύση τά όπλα του θά τού χρειά ζονταν άσφαλώς. Τήν ίδια στιγμή όμως άκουσ’ ένα ελαφρό ξύσιμο στο κατώφλι τής παράγκας. Κατάφερε μέ τό ελεύθερο χέρι του νά συρθή ως τήν πόρτα, χωρίς νά ξυπνήση τον φρουρό. Δεν εΐχε γελαστή. Τό ξύσιμο άκουγόταν τώρα πιο καθαρά. «Ό Ηρακλής!», συλλογίστηκε ό δόκιμος. «Είναι ο Ηρακλής!» Παρατήρησε τον κοιμισμένο καί ζυγώνοντας περισ σότερο στήν πόρτα, ψιθύρισε τ* όνομα ^τού γίγαντα "Ενα σιγανό καί μουλωχτό γαύγισμα τού άποκρίθηκε «Δεν είναι ό Ηρακλής άλλά ό Δίγκος», σκέφθηκ; πάλι ό Ντίκ. «Μέ άνακάλυψε επιτέλους! Μού φέρνε τάχα κανένα σημείωμα τού Ηρακλή πάλι; Αφού Δίγκος είναι ζωντανός ό Νεγκορο μού εΐπε ψέματι καί ίσως...» "Ενα πόδι σκύλου πέρασε κάτω άπό τή χοντρή χο 130
ραμάδα της στραβής πόρτας καί βιέκοψε τούς συλ^ λογισμούς του, "Αν ό Δίγκος είχε κανένα; σημείωμα, θά τδχε βέβαια στον λαιμό καί οχι στο πόδι του. Έπρεπε νά μεγαλώση τη χαραμάδα για νά μπόρεση τό πιστό ζώο νά πέραση. Την ώρα όμως πού άπλωνε τό χέρι του, αντήχησαν άλλα θυμωμένα γαυγίσματα πού δεν ήταν τού Δίγκου. Τον είχαν μυρκττή τά σκυλιά τών ιθαγενών. Το πόδι του ζώου έξαφανίστηκε. Ιέ μιά στιγμή άκούστηκαν ντουφεκιές. Ό «χέλντιιβαρ» μισοξύπνησε. Ό Ντίκ Σάνδ μην μπορώντας νά κάνη τίποτ’ άλλο, ξ αναγύρισε έρποντας στη γωνιά του. Μέ αγωνία θανάτου στην καρδιά του, παρατηρούσε ;άπό τις χαραμάδες τής πόρτας, την καινούργια μέρα πού ερχόταν - την τελευταία. Οί δουλειές στο ποτάμι ωστόσο προχωρούσαν μέ γρηγοράδα καί ακρίβεια. "Έστρωσαν την κοίτη μέ ζωντανές γυναίκες δεμένες πάνω σέ χοντρούς πασσάλους, μπηγμένους βαθειά στη λάσπη. Οι γυναίκες αυτές ήταν σκλάβες του Μόϊνι Λούγκα. Συνήθως τις θάβανε ζωντανές μαζί μέ τον αφέντη τους, μά τώρα είχε ληφθή άπόφασι νά τις πνί ξουν στο ποτάμι. Τό έθιμο ήταν νά ντύνεται τό λείψανο μέ τά πο λυτελέστερα ρούχα του γιά νά κατέβη στον τάφο, πλήν τώρα ένα λείψανο δεν υπήρχε, έκτος από μερικά οίκτρά καρβουνάκια. Φτιάξανε λ οπτόν ένα ανθρώπινο ομοίωμα από άχυρο καί μέσα του έρραψαν τά καρβου νάκια αυτά. "Έπειτα τό έντυσαν μέ τά ρούχα του νε κρού. Του φόρεσαν ακόμα καί τά γυαλιά του έξάδελφου Βενέδιικτου. Μετά τό ήλιοβασίλεμα, συγκεντρώθηκε μιά μεγάλη πομπή, απ’ τον μεγάλο δρόμο του Καζοντέ, ως τό μέρος τής ταφής. Παντού άκουγες φωνές καί ξόρκια μάγων κι* έβλε πες χορούς μακάβριους κι" άνατριχιαστικούς. Ό ’Αλβέζ μέ τον Κοΐμπρα καί τον Νεγκορό, οί ά ραβες έμποροι σκλάβων καί οί πολεμιστές ένώθηκαν μέ τό πλήθος. Τό ομοίωμα του νεκρού, πάνω σ’ ένα μεγάλο φορείο βρισκόταν στο τέλος τής πομπής. Ή Μοΐνα ντυμένη επίσημα, περπατούσε πίσω του.
*ϋτ&ν Ιφτασαν δλοι- στήν Ακροποταμιά, είχε χτώσει για τά καλά.
νυ
Τεράστιες λαμπάδες οστό ρετσίνα δμως, πού τις κρατούσαν εκατοντάδες ανθρώπων και τις κινούσαν, ερριχναν ένα φως άπλετο καί φαντασμαγορικό. Ό τάφος φάνηκε καθαρά. "Γά μαύρα κορμιά στο βάθος του, σπάραζαν στις αλυσίδες πού τά κρατού σαν. Περίμεναν μοιραία νά περάση 6 ποταμός από πάνω τους, στον παλιό του δρόμο. Οί περισσότερες ήταν νέες κοπέλλες καί λίγες εί χαν πιά δάκρυα νά χύσουν γιά τον άδικο καί πρόωρο χαμό τους. "Ανάμεσα στις συζύγους πού είχαν ντυθή έπίσημα ή Μόϊνα διάλεξε εκείνες πού θά πέθαιναν. Ή μιά απ’ αυτές - ή δεύτερη σύζυγος τού Λούγκα - έγινε ένα κουβάρι κάτω στη γή, γιά νά γίνη βασιλική πολυθρό να, όπως δταν ζούσε ό μακαρίτης. Ή τρίτη κρατούσε το άχυρένιο ομοίωμα καί ή τέ ταρτη ξάπλωσε μπρος στά πόδια του γιά μαξιλάρι. Στην άκρη τού τάφου βρισκόταν μπηγμένος ένας μεγάλος πάσαλος, βαμμένος κόκκινος. Επάνω του βρι σκόταν σφιχτοδεμένος ένας λευκός, ένα από τά τόσα θύματα τής άνατριχιαστικής εκατόμβης. 9 Ηταν ό Ντίκ Σάνδ. Στο κορμί του φαίνονταν ολοκάθαρα τά σημάδια των μαρτυρίων πού διέταξε ό Νεγκορο νά τού επιβλη θούν. Τώρα περίμενε κι" αυτός τον θάνατο, μαζί μέ τις σκλάβες καί τίς γυναίκες τού Λούγκα, χωρίς καμμιά έλπίδα. Μά πριν από τό σπάσιμο τού φράγματος πού θά ελευθέρωνε τά νερά, υπήρχαν βρισμένες διαδικασίες ακόμα. Ή Μόϊνα έκανε ένα κίνημα μέ τό χέρι καί ό δήμιος τού Καζοντέ έσφαξε μ" ένα μαχαίρι τη γυναίκα τού βασιλιά πού έκανε τό μαξηλάρι στά πόδια του. 9Ηταν τό σύνθημα γιά ν* άρχίση ή φοβερή σφαγή. Πενήντα γυναίκες χάθηκαν κάτω απ’ τίς μαχαιριές των νέγρων χασάπηδων. Ή κοίτη τού ποταμού γέ μισε αίμα αντί γιά νερό. Μισή ώρα οί σπαραχτικές κραυγές των δύστυχων θυμάτων, ανακατεύονταν μέ τίς χαρούμενες ιαχές τού πλήθους, πού γλεντούσε ά γρια. Στο τέλος πάλι ή βασίλισσα έδωσε τό σύνθημα κι9 άρχισαν νά σπάνε τό φράγμα.
ίά Ικανίχν^σιγσ - αιγά γιά να μήν είναι γρήγορος ό θάνατος τών^ θυμάτων. Τό νερό σκέπασε πρώτα τό βάθος του τάφου και υστέρα σκέπασε τις ξαπλωμένες μαύρες. Αρκετή ώρα σπάραζαν οι δύστυχες παλεύοντας τού κάκου μέ την ασφυξία. Ό Ντικ Σανό μέ τά νερά ώς τά γόνατα, έκανε μια τελευταία προσπάθεια νά απαλλαγή από τά δεσμά του. Τά νερά ανέβαιναν χωρίς έλεος. Τά τελευταία μαύρα κεφάλια εξαφανίστηκαν κάτω από τ’ άφρισμένο νερό, πού έπαιρνε τον παλιό δρόμο του. Τίποτα δεν έδειχνε πιά, πώς έκεΐ πέρα υπήρχε ένας τάφος, μ:ά τρομακτική εκατόμβη·, πού έγινε γιά νά τιμηθή ένας νεκρός μέθυσος - βασιλιάς. Μά τήν τελευταία στιγμή δυο πελώρια χέρια σπά ζοντας τον πάσσαλο σήκωσαν σάν παιγνιδάκι τον νεα ρό Ντικ ψηλά απ’ τό νερό. Είχε σωθή! Μέ δυσκολία γράφονται αυτές οι γραμμές καί τις υπαγορεύει μονάχα τό^ καθήκον, γιά τήν αγάπη τής αλήθειας, δσο κι’ άν είναι αποτρόπαιη.^ Ό πολιτισμός - δέν πρέπει ^νά ξεχνάμε - βρίσκε ται σέ απίστευτα χαμηλό σημείο σ’ αυτή τή χώρα. ΛΙΒΙΝ'ΓΊΚΣΤΟΝ 0 ΧΑΡΡ I Σ κι5 6 Νεγκορό είχαν πή ψέματα πώς ή κυρία Βέλντον κι’ ό μικρός Τζάκ είχαν πεθάνει. τΗταν στο Καζοντέ, μαζί μέ τον έξάδελφο Βενέδικτο. Δέν είχαν καμμία επαφή μέ τόν υπόλοιπο κόσμο καί δέν είχαν μάθει τίποτ’ απολύτως απ’ δσα φοβερά συνέβησαν. Ή κυρία Βέλντον δέν ήξερε ακόμα ούτε ποιά τύχη τήν περίμενε. Εκείνος πού τήν είχε καλά, ήταν ό έξάδελφος Βενέδικτος, γιατί παρ’ όλο πού είχε χάσει τά πολύτιμα γυαλιά του, υπήρχε τόσος πλούτος από έξάποδα σ’ εκείνο τό μέρος, πού είχε συλλάβει αρκετά απ’ αυτά, πλουτίζοντας τή συλλογή του. ’Έβαζε τις βάσεις γιά τό νέο του σύγγραμμα: «Ή Αφρικανική Εντομολο γία». Τρεις μέρες μετά από τήν κηδεία του Μόίνι Λούγκα, στις έξη Ιουνίου, ό Νεγκορό μπήκε στο πρακτο ρείο καί τράβηξε στην καλύβα πού βρίσκονταν οι τρείς φυλακισμένοι. 133
Ή
κυρία
Βέλντον ήτάν μόνη, °0 έξάδελφος Βενέ»
δικτος είχε βγή στη μεγάλη άλλά φραγμένη μέ μια πανύψηλη μάντρα αυλή, για νά συλλέξη έντομα κι5 ό μικρός έπαιζε κι" εκείνος εκεί έξω. Ό Νεγκορό έσπρωξε την πόρτα και είπε χωρίς προλόγους: — Κυρία, ό Τόμ κι* οί σύντροφοί του πουλήθηκαν. — Ό Θεός άς τούς λυπηθή, μουρμούρισε ή γυναί κα, σκουπίζοντας κάποιο δάκρυ. — Ή Νέν τά τίναξε στο δρόμο κι* ό Ντίκ Σάνδ άπεδήμησε εις Κύριον! ^— Πέθανε ή Νέν! Κι* ό Ντίκ!, τραύλισε ή κυρία Βέλντον τσακισμένη. -— Μάλιστα. ^Πλήρωσε μέ τή ζωή του τό θάνατο τού Χάρρις πού δολοφόνησε. Εϊσαστε μονάχη στο Καζσντέ - μονάχη στα χέρια καί τό έλεος τού παλιού μά γειρου τού «Πίλγκριμ». Καταλαβαίνετε; — Λοιπόν; έκανε ή γυναίκα ορθώνοντας τό κεφά λι· της. — Κυρία, άν ήθελα, έπαιρνα έκδίκησι για δσα μού κάνατε στό_ «?Πίλγκρι<μ», άλλά μού αρκεί ό θάνατος τού Σάνδ. -αναρχίζω λοιπόν την παλιά δουλειά μου. -ανσγίνομαι. έμπορος. Εσείς, ό γιος σας κι5 έκεΐνος ό μυγοκυνηγός, έχετε άξια εμπορική πού εννοώ νά την πληρωθώ. Λοιπόν θά σάς πουλήσω. — Είμαι· άνθρωπος ελεύθερος!, φώναξε ή κυρία Βέλντον. — "Αν μού γουστάρη, σάς κάνω σκλάβα! — Ποιος θ' άγοράση μιά λευκή σκλάβα; — "Ενας άνθρωπος θά πληρώση όσαδήποτε τού ζητήσω: Ό Τζέϊμς Β. Βέλντον. £ — Ό άντρας μου!, φώναξε ή κυρία Βέλντον. — "Ακριβώς αυτός. Θά σάς άποδώσω σ" αυτόν, άλλά θά μέ πληρώση καί γιά σάς καί γιά τον μικρό καί γιά τον ξάδελφό σας. Θέλω νά πώ πώς θά μέ πληρώση άκριβά— Πότε λογαριάζετε νά τό κάνετε αυτό; — "Οσο γίνεται πιό γρήγορα. — Καί πού θά κάνετε τήν άνταλλαγή; — "Εδώ. Είμαι- βέβαιος πώς ό κύριος Βέλντον δέν θά δι-στάση νάρθη ατό Καζοντέ. — Μπορεί νάχετε δίκιο. Ποιος όμως θά τον ειδο ποίηση;^ — "Εγώ. Θά πάω νά τον βρώ στο Σάν Φραντρί-
σκο. Είμαι βέβαιος πώς δεν θάχη άντίρρησι για εκα τό χιλιάδες δολλάρια. — νΑν τάχη θά τά δώση, απάντησε ήρεμα ή κυρία Βέλντον. Μή φαντάζεσθε δμως πώο ό σύζυγός μου θά σάς ττιστέψη, δταν του πήτε πώς είμαι αιχμάλωτη στο Καζοντέ. Επομένως δεν πρόκειται· ούτε νάρθη ού τε νά σάς πλήρωσή. — Θάρθη μέ τά τέσσερα, άποκρίθηκε μ* αναίδεια ό Νεγκορό, γιατί θά του πάω ένα δικό σας γράμμα, πού θά του έξηγήτε την ατυχία σας και θά μέ περι γράφετε σάν κάποιον πιστό υπηρέτη σας, πού τον έστειλαν εκείνοι πού σάς κρατούν. — Νά μου κοπή τό χέρι άν γράψω τέτοιο γράμμα! απάντησε ψυχρά. — Τί: Άρνήσθε; — Κατηγορηματικά. Οί άπειροι κίνδυνοι πού θάχε νά αντιμετώπιση ό Τζέϊμς Βέλντον σ’ αυτό τό ταξίδι και ή έλλειψ-ι κάθε έμπιστοσύνης στον Νεγκορό, πού θά μπορούσε θαυ μάσια νά κράτηση κι* έκειναν αιχμάλωτο, δταν τσέ πωνε τά λεφτά, την έκαναν νά πάρη αυτή τή ρητή άπόφασι. — Θά τό γράψετε και καλλιγραφικό μάλιστα!, βρυχήθηκε ό Νεγκορό. — Ποτέ. — Συλλογιστήτε το καλύτερα. Θυμηθήτε πώς ύπάσχει και τό παιδί... Ή άμοιρη γυναίκα πάγωσε, αλλά δεν μίλησε. — Κυρά μου, είπε τότε ό Πορτογάλος, σκεψθήτε τα καλά. Θά περιμένω οχτώ μέρες κι* άν δεν μού γρά ψετε ώς τότε τό γράμμα πού σάς ζήτησα, θά τό μετανοιώσετε πικρά... "Οταν εΐπε αυτά έφυγε δπως είχε έρθει. Ή κυρία Βέλντον σκέψθηκε πώς ή μεγάλη εμπορική άξια πού τής είχε δώσει ό Νεγκορό, ήταν κάποια άσφάλεια γι’ αυτήν. Δεν μπορούσε νά στηρίζεται στις υποσχέσεις του, μπορούσε δμως νά στηριχθή στο συμφέρον του. Σκεπτόταν πώς δταν θά ξαναρχόταν, θά μπορούσε νά τον καταφέρη ν5 άλλάξη τουλάχιστον τον τόπο τής ανταλλαγής. Γιά νά τής δώση οκτώ μέρες διορία, θά πή πώο τού χρειάζονταν τόσες, γιά νά έτοιμαστή γιά τό ταξίδι του. ΕΤχε λοιπόν καιρό νά σκεφθή ψυχραι μότερα στο μεταξύ. Εκείνη τή στιγμή μπήκε μέσα ό μικρός Τζάκ. 135
— Τι έχεις, μανούλα; ρώτησε καταλαβαίνοντας τή Γτενοχώρια της. — Τίποτα, χρυσό μου... Συλλογιέμαι τον μπαμπα. Ξ>άθελες νά τον δής; — *Ω, ναι μαμά! Θάρθη εδώ; — "Οχι παιδί μου... Δεν πρέπει νάρθη. — Ναί. Βέβαια... Θάλπαμε... — Μέ τον Ντίκ, τον Ηρακλή καί τον μπαρμπα Τόμ; — Ναί, χρυσό μου..., ψέλλισε σκύβοντας τό κεφάλι για νά μη δη τα δάκρυα της. — Σουγραψε ό μπαμπάς; — "Οχι, Τζάκ. — Νά τού γράψης έσυ πρώτη λοιπόν. — Ναί... "Ίσως, άποκρίθηκε ταραγμένη. Τό μυαλό της έτρεχε. "Ενας από τούς λόγους που την έκαναν ν" άρνηθή την πρότασι τού Νεγκορό, ήταν καί πώς είχε μια απόκρυφη ελπίδα, ότι θά μπορούσε νά έλευθερωθή, δίχως την έπέμιβασι του συζύγου της. Λίγες μέρες πριν είχε ακούσει τυχαία κάποια συζήτησι του γέρο - Άλβέζ μέ κάποιον μιγάδα άπό τό Ουτζιτζί. Μιλούσαν γιά τή δουλειά τους καί τάχαν μέ τούς "Άγγλους, πού τούς έκαναν διαρκώς χαλάστρες μέ τούς εξερευνητές καί τούς ιεραπόστολους πού έ στελναν συνεχώς σ’ εκείνα τά μέρη. "Οσο κι* άν εί χαν σφάξει αρκετούς απ" αυτούς, έφθαναν άλλοι πε ρισσότεροι. Ό μιγάς άπό τό Ουτζιτζί, του μιλούσε γιά τό κατάντημα των εμπόρων τού Νυάγκουε τού Ουτζιτζί καί τής Ζανζιβάρης, καθώς καί όλης τής πε ριοχής τών μεγάλων λιμνών. Άπό κεΐ είχαν περάσει ό Σπέκε, ό Γκράν, ό Λίβιγκστον καί πολλοί άλλοι. Το κακό ήταν πώς τον τελευταίο καιρό είχε αρχί σει νά άπλώνετα; ή επιδημία τών εξερευνητών καί στη δυτική Αφρική. Τό Καζοντέ ήταν τό μόνο πού είχε μείνει απλησίαστο, αλλά δέν συνέβαινε τό ίδιο καί μέ τό Μπιχέ καί την Κασάγκα, όπου ό Άλβέζ διατη ρούσε πρακτορεία. Κάποιος Καμερούν έπρόκειτο νά διάσχιση άπ5 άκρη σ' άκρη την Αφρική, ξεκινώντας άπό τή Ζανζιβάρη καί Φτάνοντας στην Αγκόλα. Κι* είναι αλήθεια γνωστό πώς λίγα χρόνια πιο υστέρα, ό Καμερούν άπό τά νότια κι9 ό Στάνλεϋ άπ5 τά βόρεια, πέρασαν άπό τις ανεξερεύνητες αυτές περιοχές καί περιέγραψαν όλη τη φρίκη τού δουλεμπορίου. Φοβούν ταν όμως πώς εκείνες κιόλας τις μέρες, μπορούσε νά 136
φτάση στο Καζοντέ ό δόκτωρ Ντάβιντ Λίβινγκστον. Αυτή ή είδησι ήταν ποϋδωσε στην κυρία Βέλντον κουράγιο. Ό ερχομός του Λίβινγκστον και τής φρου ράς του, ή μεγάλη έπιρραή. και ή βοήθεια των Πορτο γαλικών "Αρχών τής "Αγκόλας, ίσως χάριζαν την ε λευθερία σ" αυτήν και στο παιδί της, όπως και στον έξάδελφο Βενέδικτο. Υπήρχε όμως στ" αλήθεια πιθανότης νά περάση από κεϊ ό Λίβινγκστον; Ναι, γιατί για νά συμπληρωθή ή εξερεύνησί του, έπρεπε νά περάση άπό τ© Κα ζοντέ. Ό Ντάβιντ Λί'βινγκστον γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου τοΟ 1813 κι" ήταν τό δεύτερο άπό τά έξη παιδιά των γονέων του. Μέ την ακατάβλητη θέλησι καί μελέτη, κατάψερε νά γίνη γιατρός και θεολόγος. Τό 1840 αποβιβάστηκε οπό "Ακρωτήριο γιά πρώ τη φορά γιά νά συνάντηση έναν ιεραπόστολο. Τό 1 844 ξανάφτασε στο Κόλεμπεργκ. Τό 1849 έφυγε άπ" τό μέρος εκείνο μέ την γυναίκα, τά τρία παιδιά του καί δυο φίλους, τούς Μούραιη καί "Όσβελ καί ανακάλυ ψε τη λίμνη ί κάμ. Δεν μπόρεσε νά προχωρήση πέρα άπ" αυτή γιατί οι ιθαγενείς τον παραμόνευαν μέ κα κές διαθέσεις. "Έκανε καί δεύτερη απόπειρα αλλά μόνο στήν τρί τη _κατάφερε νά πετύχη. - ©κίνησε μέ συνοδεία μερικούς ντόπιους καί μπήκε στή Λιτουμπαρούμπα στις 31 Δεκεμβρίου τού 1853. Βρήκε τή χώρα των Μπεχουάν λεηλατημένη άπ" τούς Μπόερς. Στις 15 "Ιανουάριου του 1854 έφτασε στους Μπαμαγκουάτι. Στις 23 Μαρτίου στο Λινάντι, όπου ό νεαρός βασιλιάς Σεκελετού, τον υποδέχτηκε μέ εξαιρετικές τιμές. Έκεΐ ό δόκτωρ αναγκάστηκε νά μείνη^ αρκετόν καιρό, γιατί άρρώστησε άπό τούς τρο μερούς πυρετούς. Μέ την ευκαιρία μελέτησε τά ηθη καί έθιμα τής χώρας καί εξακρίβωσε πρώτη φορά τις σφαγές πού γίνονταν έξ αιτίας του δουλεμπορίου. "Ε να μήνα πιο ύστερα κατηφόρισε τον Σιομπέ κι" έφτα σε στο Ζαμβέζη. Πέρασε τήν Κατόγκα καί τή Λιμπούτα. "Έφτασε στή συμβολή του Ζαμβέζη μέ τον Λεέμπα καί συνέλαβε τήν ιδέα ν’ άκαλουθήση δυτικά τό ποτάμ-ι ώς τις Πορτογαλικές κτήσεις. Γιά νά προετοιμαστή έπέστρεψε στο Λινάντι ύστερα άπό άπουσίο: δυο μηνών. Στις 1 1 Νοεμβρίου έφτασε στίς εκβολές τού Λεέ137
μττα μέ συνοδεία από εΐκοάι επτά Μακαλόλο, δηλα δή μαύρους τής φυλής τού Σεκελετού. "Έφτασε στους Μπαλάντας και συναντήθηκε μέ τον Μακόντο, πού ερ χόταν από την ανατολή. Πρώτη φορά πατούσε πόδι λευκού σ’ εκείνα τά μέρη. Στις 20 Φεβρουάριου ^κα τασκήνωσε πιο πέρα, στις όχθες τής λίμνης Ντιλόλο. "Ένας άνθρωπος χωρίς τη δύναμι τού Λίιβινγκστον, θά τά παρατούσε από δω καί κάτω. Επιθέσεις αγρίων φυλών, ανταρσίες των δικών του, άρρώστειες, συνωμό τησαν όλα εναντίον του. Ό δόκτωρ κατάφερε καί βγή κε νικητής, για νά φτάση στην ακροποταμιά τού Κοάγ κα στις 4 "Απριλίου. "Έξη μέρες πιο ύστερα μπήκε στην Κασάγκα όπου τον είδε ό δουλέμπορος "Αλβεζ. Στις 31 Μαΐου έφτασε στο Σάν Πάολο τής Λούον τας. Επίσης γιά πρώτη φορά καί ύστερα^ από δύο ετών ταξίδι ή "Αφρική είχε έξερευνηθή πλάγια, από τά Νότια στα Δυτικά. Στις 24 Σεπτεμβρίου άφησε τή Λουάντα καί ακο λούθησε τήν ακροποταμιά τού Κοάντζα πού στάθηκε τόσο τραγική γιά τούς ναυαγούς τού «Πίλγκριμ». Στον δρόμο του συνάντησε άπειρα καραβάνια σκλά βων. Πέρασε πάλι από τήν Κασάγκα καί τον Κοάγκο καί συνάντησε τον Ζαμβέζη. στο ύψος τού Καβάβα. Στις 8 "Ιουνίου βρισκόταν στή λίμνη Ντιλέλο καί κατεβαίνοντας τό ρεύμα τού Ζαμβέζη, έπέστρεφε στο Αινάντι, πού τό έγκατέλειψε πάλι στις 3 Νοεμβρίου τού 1 855. Τό δεύτερο μέρος τού ταξιδιού του, θά είχε σκοπό τό πέρασμα τής "Αφρικής οστό δυτικά προς τ" ανατολικά καί θά τον έφθανε στην ανατολική παραλία. Μετά τούς καταρράκτες τής Βικτωρίας, τόν Βροντε ρό Καπνό κατά τούς ντόπιους παράτησε τόν Ζαμβέζη καί προχώρησε βορειοανατολικά. Πέρασε άπ" τούς Μποπόκας, αποκτηνωμένους άπ" τό χασίς κι" έπισκέφθηκε τόν δυνατώτερο άρχοντα τής περιοχής Σεμαλεμπούε. Πέρασε τόν Καφούε, ξανασυνάντησε τόν Ζαμ βέζη, έτπσκέφθηκε τόν βασιλιά Μπουρούμπα, άντίκρυσε^τά χαλάσματα τής παλιάς πορτογαλέζικης πόλης Ζούμπο καί στις 17 "Ιανουάριου 1856, συναντήθηκε μέ τόν άρχοντα Μπέντε πού πολεμούσε τούς Πορτο γάλους. Τελικά στις 2 Μαρτίου, ξανάφτασε στις ό χθες τού Ζαμβέζη, στο Τέτε. Στις 22 "Απριλίου ά φησε τό άλλοτε πλουσιώτατο αυτό μέρος καί κατη φόρισε στο δέλτα τού ποταμού. "Έφτασε στο Κουϊ-
138
λιμάνε, στίς 20 του Μάη, ακριβώς τέσσερα χρόνια άπ* τη μέρα ττού πρωτάφησε τό "Ακρωτήρι. Μπαρκάρησε στις 12 Ιουλίου για τό Μαυρίκιο καί στις 22 Δεκεμβρίου πάτησε τό πόδι του στην Αγγλία, έττειτα από απουσία δεκαέξη έτών. Του άπένεΐ'μαν τό βραβείο της Γεωγραφικής Εται ρείας του Λονδίνου καί του Παρισιού, δι οργάνωσαν προς τιμήν του φανταχτερές εορτές καί δεξιώσεις. Καμμιά τι-μή δεν του έλειπε, ή δόξα τόν είχε στεφανώ σει, καθένας στη θέσι του θά έμενε στον τόπο του γιά ν’ απόλαυση τ’ αγαθά της. Μά εκείνον κάτι τόν τρα βούσε στην παράξενη Μαύρη Χώρα - ίσως ή ξωτική ομορφιά της, ίσως τό σπαρακτικό παράπονο των σκλά 6ων, που περίμεναν νά λυτρωθούν. Ξανάφυγε την 1 Μαρτίου 1 858, μαζί μέ τόν αδελ φό του τόν Κάρολο, τόν πλοίαρχο Μπέντενφίελντ καί τους γιατρούς Κίρκ, Μυλερ, Θόρντσν καί ΜπάΤνες. "Έφτασε τό Μάη στη Μοζαμβίκη, μέ σκοπό νά εξε ρεύνηση τό λεκανοπέδιο του Ζαμβέζη. "Ανάπλευσαν τό μενάλο ποτάμι μ" ένα μικρό ατμό πλοιο. "Έφτασε στο Τέτε στις 8 Σεπτεμβρίου. Στο Χίρε τόν "Ιανουάριο του 1859. Τόν "Αποίλη στη λί μνη Χιρούα, στη χώρα των Μανένγιας. Στίς 10 Σε πτεμβρίου άνακαλυψαν τή λίμνη Νυάσα. Έπέ'στρεψσν στους καταρράκτες Βικτώρια, στίς 19 του Αύγου στου 1 860. Στίς 31 του Γενάρη 1861, έφτασε στίς έκβολές του Ζαμβέζη ό έ'πίσκοπος Μάκενζυ μέ τους ιεραπο στόλους του. Τόν Μάρτη έξερεύνησαν τόν Ροβουμα κι* έπέστοεψσν στη Νυάσα τόν Σεπτέμβρη. Στίς 30 Ια νουάριου 1862 έφθασε ή κυρία Λίβινγκστον. Αυτά έ γιναν κατά τά πρώτα χρόνια τής αποστολής. Στο με ταξύ ό Μάκενζυ κι" ένας ιεραπόστολος, είχαν πεθάνει απ’ τό φριχτό κλΐμα τής περιοχής καί στίς 27 "Απρι λίου έκλεισε τά μάτια γιά πάντα καί ή κυρία Λίβινγ κστον, μες στην άγκαλιά του συζύγου της. Τόν Μάη ό δόκτωο έκανε κΓ άλλη άνίχνευσι· οπόν Ροβουμα. Στο τέλος Νοεμβρίου πέθανε κΓ 6 Θόοντον. Ό Λίβινγκ στον έστειλε στην "Αγγλία τόν αδελφό του καί τόν δόκτορα Κίρκ, που τους είχαν έξαντλήσει φοβερά οί άορώστειες. Ό ίδιος πήγε γιά τρίτη φορά στη λίμνη Νυάσα καί τελείωσε την ύδρογραφικη της μελέτη. Τοεΐς μήνες αργότερα έφτασε στη Ζανζιβάρη, ενώ στίς 20 "Ιουλίου, μετά πέντε χρόνια, ξαναγύρισε στο Λον-
139
δίνο. Δημοσίευσε τό έργο: «Έ'ξερεύνησι του Ζαμβέζη^καί των παραποτάμων του». Στις 28 του Γενάρη του 1866 ξανάψτασε στη Ζανζιβάρη κΓ άρχισε τό τέ ταρτο ταξίδι του. Είδαν τα μάτια του άνατριχιαστικές σκηνές δουλεμπορίου καί στις 8 Αύγουστου μπή κε στο Μακαλεόζε. Αίγες εβδομάδες υστέρα, τό πιο μεγάλο μέρος της συνοδείας του λιποτάκτησε καί γύ ρισε στη Ζανζιβάρη, δπου διεδόθη πώς ό Αίβινγκστον είχε πεθάνει. Δεν ήταν αλήθεια, άλλα ό δότκωρ δεν έπέστρεψε, γιατί ήθελε νά έξερευνήσει τη χώρα πού βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες Νυάσα καί Ταγκανίκα. Στις 10 Δεκεμβρίου μέ οδηγούς μερικούς ντό πιους, άνέπλευσε τον ποταμό Αουάγκουα καί στις 2 του Απρίλη ανακάλυψε τη λίμνη Λιέμπα. "Ενα μήνα πάλαιψε μέ τον θάνατο, -αναγύρισε στη λίμνη Μοέρο στις 30 Αύγουστου. Μελέτησε τη βόρεια άκρη της καί στις 21 Νοεμβρίου έφτασε στην πόλι Καζεμπέ. Προχώρησε νότια καί υστέρα από έξη εβδομάδες εί δε τή λίμνη Μπανγκουέλο. Εκεί καθυστέρησε ώς τις εννέα Αύγουστου, προσπαθώντας ν’ άνηψορίση προς την Ταγκανίκα. Τό ταξίδι εκείνο ήταν φοβερό. 5 Από τις 7 του Γε νάρη τοΰ 1867 ό ηρωικός αύτός άνθρωπος ήταν τόσο εξαντλημένος πού δεν μπορούσε πια νά περπατήση καί τον κουβαλούσαν στα χέρια. Τό Φεβρουάριο έφτα σε στο Ούτζιτζί, οπού τον περίμεναν μερικά πράγμα τα πού τούστειλε ή Ανατολική Εταιρεία τής Καλκού-
τας. ^ Μόνο μια επιθυμία του άπέμεινε πιά: Νά φτάση ώς τις πηγές τοΰ Νείλου περνώντας την Ταγκανίκα. Στις 21 τού Σεπτέμβρη έφτασε στο Μπαμπάοε τής Μανυέμπα, ^χώρα άνθρωποφάγων. Πέρασε τον Λουαλάμπα, πού ό Στάνλεϋ αργότερα διαπίστοοσε πώς δέν ήταν άλλος απατόν άνω Ζαΐρη ή Κόγκο. Ό Αίβινγκστον έμεινε ογδόντα μέρες βαρειά άρ ρωστος στη Μαμοχέλα, μέ τρείς ανθρώπους του μόνο κοντά του; Στις 21 Ιουλίου του 1871, ξανάφυγε επι τέλους γιά την Ταγκανίκα. Στις 23 Όκτωβρίου μό λις κατάφερε νά φτάση στο Ούτζιτζί, πραγματικός σκελετός. ,Τήν ^ εποχή αυτή, μή έχοντας κανένα νέο στήν Εύρώπη από τον δόκτορα τον πίστευαν δλοι νεκρό. Κι* ό ^ίδιος αύτός δέν φανταζόταν πώς ήταν δυνατό νά λάβη πιά βοήθεια από πουθενά. 140/ .
* Εντεκα μέρες μετά πού έφτασε στο Ούτζιτζί, άκούστηκαν πυροβολισμοί απ’ τό μέρος τής λίμνης. Ό δόκτωρ έτρεξε νά δη τι συνόβαινε. Βρέθηκε μπρο στά σ’ έναν άνθρωπο - έναν λευκό. — Είστε ό δόκτοορ Λίβινγκστον; ρώτησ5 εκείνος. — Μάλιστα, απάντησε βγάζοντας τό καπέλλο. ^ — Εύχαριστω τό Θεό πού μου έπέτρεψε νά σάς συναντήσω! — Κι* έμενα είναι απέραντη ή χαρά μου πού σάς καλωσορίζω! Ό λευκός ήταν ό Αμερικανός Στάνλεϋ, άνταποκριτής του «ιΚήρυκα της Νέας Ύόρκης», σταλμένος απ’ τον διευθυντή του νά βρή τον Λίβινγκστον. Χωρίς δισταγμό καί ύστερα από ένα ταξίδι αφάν ταστο σέ κινδύνους κατάφερε νά φτάση στο Ούτζιτζί, ακολουθώντας τό ίδιο σχεδόν δρομολόγιο μέ τούς Σπέκε καί Μπάρτον. Στις 27 Δεκεμβρίου, ύστερα από οκτώ μέρες θα λάσσιο ταξίδι·, ό δόκτωρ κι* αυτός έφτασαν στο Ουρίμπα. "Υστερα πήγαν στην Κούίχάρα. Στις 12 του Μάρτη αποχαιρετίστηκαν. — Κάνατε κάτι πού λίγοι θά τό κατάφερναν, τού είπε ό Λίβινγκστον. Πετύχατε^ καλύτερα από τούς έπαγγελματίες έξερευνητές. Σάς ευχαριστώ. Ό Θεός νά σάς εύλογη. — Ή χάρι Του νά σάς όδηγήση νά μάς γυρίσετε δυνατός, αγαπητέ δόκτωο, απάντησε ό Στάνλεϋ κι* άπόταυα έστριψε τό κεφάλι γιά νά μη δη ό άλλος τά δάκρυά του. Αντίο, άγαπητέ φίλε! — Αντίο, άποκρΐθηκε ό Λίβινγκστον αδύναμα. Ό δόκτωρ εξακολούθησε τις άνιχνεύσεις του. Πή γε στη Μούρα, τό Τοχιτούνκουε καί στις 27 Απριλίου βάδιζε προς τό χωριό Τσιταμπό. Αυτό είχαν μάθει ό Άλβέζ κι* ό συνάδελφός του απ’ τό Ούτζιτζί. Φο βόταν πώς ό Λίβινγκστον, ψάχνοντας γιά άγνωστες περιοχές θά κατέβαινε στην Αγκόλα. Μελετώντας τίς επαρχίες πού τις μάστιζε τό δουλεμπόριο, θάφτανε ασφαλώς στο Καζοντέ. Τό δρομολόγιο ήταν τόσο φυ σικό. σά/ ναταν ήδη κανονισμένο. Ή κυρία Βέλντον δικαίως πίστευε πώς ό μεγάλος Εξερευνητής μπορού σε νάφτανε εγκαίρως. ’Αλλά στίς 13 Ιουνίου, την παραμονή τής μέρας πού ό Νεγκορο θά τής ζητούσε τό γοάμμα γιά τον άντρα της, μαθεύτηκε μιά θλιβε ρή είδησι - γιά τον * Αλβέζ καί Τούς συνεργάτες του, *
ΐ4ΐ
έξαιρετικά εύχάριστη: Ό δόκτωρ Λίβινγκστον είχε άφησε ι οουτόν τον κό σμο, την πρωτομαγιά του 1873, μέ τό χάραμα τηο μέρας. ΤόνΈΓχαν βρη γονατισμένο μπροστά στο κρεββάτ: του, σέ μια στάσι προσευχής. Ο ΜΑΓΟΣ 0 ΤΑΝ ό Νεγκορο έκανε την έμφάνισί του, ή κυρία Βέλντον είχε πάρει την άπόφασί της καί του μίλησε ψυχοά καί ήρεμα: — Αφού σκεφθήκατε μια συμφέρουσα επιχείρηση μη την καταστρέφετε μέ απαράδεκτους ορούς. Μπο ρείτε νά κερδίσετε τα χοήματα πού ζητάτε για την ελευθερία μας. Ό σύζυγός μου δμως δεν πρέπει νάρθη στο Καζοντέ, πού ή τύχη ένός λευκού δέν μπορεί νάναι εξασφαλισμένη ούτε κάν από σάς„. Θέλοντας καί μή ό Νεγκορο αναγκάστηκε νά συυφωνήση μαζί της. Ή συνάντησις μέ τον Βέλντον θό γινόταν στο Μοσαμαντές, ένα μικρό λιμανάκι στη νό τια ακτή της 5Αγκόλας. Ή έξυπνη γυναίκα έγραφε σχετικά στον άντρα της άφήνοντάς τον νά πιστεύη προσωρινά τον Νεγκορο γιά πιστό της υπηρέτη. Εκείνος τσέπωσε τό γράμμα καί μέ είκοσι νέγρους συνοδεία, πήρε βόρεια κατεύθυνσι. Γιατί τάχα; Ωστόσο γιά την κυρία Βέλντον ή ζωή συνεχιστή κε μονότονη. Στίς 17 Ιουλίου έκανε ζέστη άνυπόαορη. Ακόμα κι’ ό έξάδελφος Βενέδικτος, ποός μεγάλη του λύπη είχε άναγκαστή νά διακόψη τά αγαπημένα του κυ νήγια. Τρύπωσε σέ μιά γωνιά κι* άρχισε ν’ άποκοιμιέτα:, όταν άκουσε ένα βόμβο. Τινάχτηκε. — Ένα έξάποδοί, ουρλιαξε. Μποοεΐ νάταν μύωψ καί νά μην εΐχε τά γυαλιά του, δμως είχε μιά θαυμάσια ακοή πού μπορούσε χωρίς συζήτησι νά ξεχωρίση τό ένα έντομο άπ’ τό άλλο, άπό τό βούϊσμά τους καί μόνο. Τί έξάποδο δμως νάταν; Τό ένστικτό του του έλεγε πώς έπρόκειτο γιά κάτι σπουδαίο. Κάτι καταπληκτικό: Γιά τό έντομο τής ζωής του. Καί τό ζουζουνάκι σταμάτησε νά βομ-βίζη καί άρχισε νά σουλάτσέρνη πάνω στά μαλλιά του,
14£
Γ.
3 ?ν
ίβΕνοιωθε αβάσταχτη επιθυμία νά το καπακώση μέ το χέρι του κι* όμως συγκρατιώταν, οστό φόβο μήπως το στραπατσάρη. Πρέπει νάταν μεγάλο έξάποδο. «Θεούλη μου», σκέφθηκε, κάνε το νά κατηφορίση στην άκρη τής μύτης μου! Μισοκλείνοντας τά μάτια, θά μπορέσω νά διακρίνω τά πάντα: Τάξι, είδος, γένος καί1 ποικιλία πού ανή κει !» Καί ώ, του θαύματος, ή προσευχή του είσακούσθηκε. Αίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μέ τό έντομο κρε μασμένο στην άκρη τής καμπυλωτής μύτης του τού δόθηκε ή ευκαιρία νά κραυγάση, μέ τό αίμα παγωμέ νο από τη συγκίνησι. — Μέγας είσαι, Κύριε! Ό φυματιώδης μ αντί κό ρος ! Μέ τη φωνή καί τό τράνταγμα δμως τό ζουζούνι πέταξε τρομαγμένο.^ — Νά πάρ* ό διάβολος!, μουγγρισε ο έξάδελφος Βενέδικτος κατατρομαγμένος καί τό κυνήγησε. Μπροστά ό ένας καί πίσω ό άλλος, βγήκαν στον κήπο. Πώς μπορούσε καί τον διέκρινε ήταν θαύμα φαίνεται πώς ή συγκίνησι καί ή λαχτάρα του γιά κεί νο τό σπανιότατο καί πολυτιμότατο έντομο τού πολ λαπλασίαζαν τη δύναμι τής όρασής του. Ό μαντίκορος ωστόσο έφτασε στη ρίζα τού ψηλού τοίχου τής αυλής καί βρίσκοντας μια τρύπα, χώθηκε κεϊ άπό κάτω κι* έξσφανίστηκε. Ό έντομολόγος φοβή θηκε πώς θά τον έχανε καί λίγο έλειψε νά πάθη συγ κοπή. Παρατήρησε μέ τρομερή έκπληξι πώς ή τρύπα εκείνη είχε εξήντα πόντους φάρδος κι* ήταν σκαμμέ νη βαθειά έτσι πού ^ χωρούσε νά περάση. Αέν δί στασε. Χώθηκε κεΐ μέσα κι* ούτε κατάλαβε πώς βρι σκόταν πια έξω άπ* τή φυλακή του, ούτε τον ένοιαζε. Ό μαντίκορος ήταν εκεί μπροστά του καί έστρωνε τις κεραίες του φιλάρεσκα. Ό έξάδελφος Βενέδικτος έ κανε καμπουρωτή τήν παλάμη του καί τόν καπάκωσε αλλά ακούστηκε ένα «φφφρρτ» καί τό ζουζούνι πέταξε πάλυ "Ηξερε πώς δέν μπορούσε νά πάη πολύ μακρυά. Γιά κακή του τύχη όμως, τό κτήμα τού *Αλβέζ πού βρισκόταν στήν άκρη του, συνόρευε μ* ένα πυκνότατο δάσος. Κι* ό μαντίκορος τραβούσε όλόϊσια προς τά εκεί, ώσπου χάθηκε μέσα στά δέντρα. Πίσω του κι* ό Βενέδικτος, λαχανιασμένος σαν σκύλος αλλά μέ τήν
143
άττοφασι νά τόν συλλαβή η νά πεθάνή. ^— Νά πάρη ό διάβολος!, ξαναφώναξε. Φεύγει! Α χάριστο έξάπσδο! Κι3 εγώ θέλω νά τοΟ δώσω την κα λύτερη θέσι στη συλλογή μου! Μά θά σ' ακολουθήσω ώς την άκρη του κόσμου! "Αρχισε νά τρέχη πέρα - δώθε μες στο δάσος. Παν τού έβλεπε τον μαντίκσρο νά φτερουγίζη στον αέρα πιθανόν μόνο τη φαντασία του. 'Ωστόσο πηδούσε δε ξιά κι" αριστερά μέ τις ποδάρες του, σαν ακρίδα καί έκλεινε τά χέρια του σάν φάκες γιά νά τον πιάση. Ξαφνικά κι3 αντί νά πιάση τον μαντίκορο, βγήκε ένα γιγάντιο πλάσμα πίσω άπ3 τά δέντρα και άρπα ξε τον έξάδελφο Βενέδικτο άπ3 τον γιακά, σηκώνοντάς τον ψηλά σάν δέμα. Πρέπει νά σημειώσωμε εδώ, πώς ή κυρία Βέλντον ανησύχησε πολύ, μή βλέποντας τον αγαθό έξάδελψό της νά^γυρίζη στην ώρα του από τό κυνήγι του. Δεν μπορούσε νά φανταστή τ3 είχε γίνει - τό κουτί του ή ταν έκεΐ καί ή καλή γυναίκα ήξερε θαυμάσια πώς καί νά τον παρακαλούσαν δεν έφευγε χωρίς αυτό. Κι3 ό μως... Κι* έκείνη κι3 ό Τζάκ έψαξαν παντού καί δεν τόν βρήκαν πουθενά. Τό ίδιο έκαναν κι3 ό 3Αλβέζ κι3 οί άνθρωποί του, σάν έμαθαν γιά την εξαφάνισί του αλλά πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο βρήκαν την τρύπα κάτω από τόν ξύλινο τοίχο του κήπου καί κατάλαβαν πώς βγήκε από κεΤ. Λεν υπήρχε αμφιβολία πώς θά τόν κατασπάραξε κανένα θηρίο στο δάσος. Ή κυρία Βέλντον τόν έκλαψε πικρά κι·3 ό γέρο - 3Αλβεζ βλαστήμησε άγρια πολλές φορές γιατί αύτό τού δημιουργούσε άνωμαλίες καί οι κονομικό κίνδυνο. Ωστόσο εκείνες τις μέρες συνέβη ένα καιρικό φαινό μενο σπανιώτατο γιά την εποχή. Στις 19 Ιουνίου άρχισε νά βρέχη γερά καί νά μή σταματάη, ενώ ή πε^ ρίοδος τών βροχών είχε τελειώσει από τά μισά τού 3Απρ ιλίου. 4Κ περιφέρεια τού Καζοντέ πλημμύρισε. Τά χαμη λά έδάφη φορτωμένα μέ έτοιμοθέριστα σπαρτά, σκε πάστηκαν άπ3 τό νερό. Ή βασίλισσα Μόϊνα κι3 οί υ πουργοί της δεν μπορούσαν νά βρούν τρόπο ν3 αντι μετωπίσουν τό κακό. Κάλεσαν τους καλύτερους μά γους, ποϋχαν τη δύναμι νά φέρνουν ή νά σταματάνε τις βροχές. Κουράστηκαν άδικα. "Οσο κι3 άν έψελναν κι3 άν κου-
144
νοΟσαν τά φυλαχτά Τόυς μέ τα κουδουνακια,^οσό κι άν κατέφυγαν στο τρομερά κέρατο μέ τις τρεις μύτες γεμάτο λάσπη και μέ φλούδες, όσο κΓ άν ξόρκισαν φτύνοντας κατάμουτρα τους πιο μεγάλους τιτλούχους της Αυλής, δέν γινόταν τίποτα. Γάτε η Μόϊνα σκέφθηκε νά φωνάξη έναν διάσημο μάγο που βρισκόταν κατά σύμπτωσι στά βόρεια της Αγκόλα. Σ' όλη τή χώρα είχαν νά κάνουν γιά τις ε πιτυχίες του έναντίον τής αναβροχιάς καί τής πλημ μύρας. υ τρομερός αυτός μάγος έδωσε επίσημα την εΐδησι του ερχομού ταυ στο Καζοντέ, μέ δυνατά κουδουνί σματα. Μπήκε στην πόλι καί προχώρησε ίσια προς την πλατεία. Γρήγορα ο λαός τον πήρε στο κατόπι καί ή βροχή σιγάνεψε τόσο έκείνη τή ώρα, ώστε ήταν σημάδι Ολοφάνερο του τί μπορούσε νά κάνη αυτός ό άνθρωπος, χωρίς πολύ κόπο. Αντήχησαν κραυγές γε μάτες ενθουσιασμό κΓ ευγνωμοσύνη. Έταν ένας όμορφος αληθινά νέγρος, πολύ ψηλός, γεροδεμένος κΓ επιβλητικός. Το πελώριο στήθος του ήταν χαρακωμένο μέ λευκές γραμμές, καμωμένες άπο κιμωλία. Φορούσε φούστα από πανί χορτάρινο καί στο λαιμό περιδέραιο από ασπρισμένα κρανία πουλιών. Έπί πλέον, μιά περίεργη λεπτομέρεια πού δεν άρ γησαν νά προσέξουν όλοι: Έταν μουγγός. Έβγαινε μόνο μιά σφυριχτή φωνή σαν ρόγχος, κάθε τόσο απ' τό λαρύγγι του. , Πήρε τον μεγάλο δρόμο τού Καζοντέ καί διευθύνΘηκε προς τήν βασιλική κατοικία. Ή βασίλισσα Μόϊνα μέ τήν ακολουθία της φάνηκε στον δρόμο, γιά νά τον προϋπάντηση. Ό μάγος προσκύνησε βαθειά κΓ ύστερα πετάχτηκε όρθιος θαμπώνοντας τούς πάντες μέ τό τεράστιο ανάστημα του. Σήκωσε τά χέρια κΓ άρχισε νά δείχνη τά σύννεφα πού έτρεχαν στον ουρανό. Έκανε α πότομες κινήσεις όλο μεγαλοπρέπεια. Φαινόταν Θυ μωμένος. "Αρπαξε άπ5 τό χέρι τή βασίλισσα του Καζοντέ καί τήν τράβηξε μαζί του. Μερικοί αύλικοί άγανακτισ μένοι έκαναν νά τού ριχτούν για νά ^τιμω ρήσουν τό θράσος του, αλλά μιά ματιά πού τούς έρριξε ή Μόϊνα έφτασε γιά νά καθήσουν στ3 αυγά τους. Μπροστά ό μάγος κΓ ή βασίλισσα καί πίσω ό χλος πού ξεσήκωνε μιά αφάνταστη βοή, έφτασαν έξω άπό τό κτήμα τού 'Αλβέζ. Ή πόρτα ήταν κλειδαμπα-
ο
δεκαπενταετης πλοίαρχος
10
ρωμενη άλλα ό μάγος της έδωσε μια μέ την πλάτη του και τη γκρέμισε. Ό 3Αλβέζ μέ τους μαύρους του ώρμησε έξω καταγανακτισμένος κι5 έτοιμος νά τιμωρήση τον αναιδή που είχε κάνει κεΐνο τό άστεΐο, οπισθοχώρησε όμως έντρομος και ύποκλίθηκε βαθειά, βλέποντας τη Μόϊνα. Τήν ίδια στιγμή φάνηκαν στην είσοδο ή κυρία Βέλντον μέ τον μικρό Τζάκ, που είχαν βγή κι5 εκείνοι νά δουν τι συνέααινε. 3Από ένα παράξενο καπρίτσιο των στοιχείων τής φύσεως, άρχισε εκείνη την ώρα νά βρέχη δυνατότερα. Θριαμβευτικά ό μάγος έδειξε τη γυναίκα και το παιδί, μέ μιά χειρονομία τρομερής οργής, που δεν ά φηνε αμφιβολίες: Ή λευκή εκείνη μέ τό παιδί της ^ήταν πηγή κάθε δυστυχίας καί όλου τού κακού πού εΐχε βρή τον τόπο τους. ’Αλάλαξε ό λαός κι5 έκανε νά χυθή εναντίον τους. Ό 3Αλβέζ χλόμιασε, αλλά ό μάγος πρόλαβε κι’ άρπαξε στα χέρια τον Τζάκ. Τον σήκωσε φηλά κι3 ετοιμάστηκε νά τον πετάξη - μέ μιά κίνησι σάν νάθελε νά τον πετάξη πάνω στά σύννεφα. Ό γέρο - 3Αλβέζ χύθηκε προς τό ^μέρος του, αλλά σ3 ένα κίνημα τής Μόϊνας, οί στρατιώτες της συνέλαβαν κι3 αυτόν καί τούς μαύρους του. Ή κυρία Βέλντον είχε λιποθυμήσει στο μεταξύ. Τήν ώρα που έπεφτε, ό μάγος την άρπαξε από τή μέση καί κρατώντας καί τον μικρό Τζάκ μέ τό άλλο χέρι, άρχισε νά τρέχη χοροπηδώντας φρικιαστικά. Ό μάγος καπευθύνθηκε ολόισια στο δάσος, χωρίς ούτε μιά φορά νά γυρίση πίσω τό κεφάλι, ώσπου κα τάλαβαν πώς ήθελε νά μείνη, μόνος κι·3 έτταψαν νά τον παρακολουθούν. Έτρεξε πέντε χιλιόμετρα χωρίς νά σταματήση στιγμή, ώσπου έφθασε στήν όχθη ενός ορμητικού πο ταμού. ΈκεΤ πίσω από κάτι ολόρθα, πυκνά χόρτα, ήταν κρυμμένη μιά πιρόγα. Ό μάγος άφηο'ε μέσα σ3 αυτήν τον μικρό Τζάκ καί τή μητέρα του, έσπρωξε τό ελαφρύ πλεούμενο μέ τό πόδι του καί πηδώντας κι3 ό ίδιος μέσα, πήρε ένα μα κρύ κοντάρι κι3 άρχισε νά τό σπρώχνη. ^ — Καπετάνιο μου, φώναξε γελώντας, σού παρα δίνω τήν κυρία Βέλντον καί τον νεαρό μας φίλο, Μα 146
*
“V
κάρι όλοι οί καταρράκτες του ουρανού, ν* άδειάσουν πάνω στους ηλίθιους του Καζοντέ! Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ 0 ΑΝΘΡΩΠΟΣ γτού εΐττε αυτά τά λόγια ήταν ό Ηρακλής και μιλούσε στον Ντίκ Σάνδ! Ό πρώτος ήταν αγνώριστος έτσι όπως εΤχε μασκαρευτή σέ μάγο κι* ό δεύτερος χλωμός κι* άδύνατος ακόμα, άκουμπούσε στο μπράτσο του έξάδελφου Βενέδικτου. Είναι αδύνατον νά φανταστή κάνεις τη χαρά και τις αγκαλιές πού ακολούθησαν όταν συνήλθε ή κυρία Βέλντον καί γνώρισε τον νεαρό δόκιμο πού τον εΐχε γιά πεθαμένο. Κι5 ό μικρός Τζάκ ήταν τρελλός άπό τή χαρά του κι* έκανε στον Ντίκ Σάνδ καί στον Δίγκο - γιατί κι* αυτός ήτανε παρέα τους - χίλια χάδια. Ό Ηρακλής ήταν πού είχε άρπάξει τον έξάδελφο Βενέδικτο την ώρα πού γυρνουσε στο δάσος κι* αυτός ό ίδιος πού είχε πηδήΐξει στο ποτάμι την ώρα πού οι ιθαγενείς έσπαζαν τό φράγμα γιά νά γεμίσουν τον υγρό τάφο του Μόϊνι Λούγκα καί, ξεκολλώντας τον πάσσαλο άπ’ τή λάσπη, είχε πάρει μαζί του τον αι χμάλωτο Ντίκ Σάνδ, σώζοντάς του τή ζωή. ’Από τον έξάδελφο Βενέδικτο ό γενναίος νέγρος εΐχε μάθει τό μέρος πού κρατούσαν την κυρία Βέλντον κι* έτσι είχε παίξει έκεΐνο τό επικίνδυνο παιγνίδι στο Καζοντέ. 1 Ωστόσο ό αγαθός νέγρος άρχισε, νά κλαίη σάν παιδάκι, όταν έμαθε τά νεα γιά την τύχη, των αγαπη μένων του συντρόφων. Του κάκου ή κυρία Βέλντον προσπάθησε νά τον παρηγόρηση, λέγοντάς του πώς θά τούς ξανάβρισκαν. Όπωσδήποτε ό νεαρός δόκιμος ήταν πάλι άρχηγός καί ξανάβαζε σ* έφαρμογή τό παλιό του σχέδιο νά ακολουθήσουν δηλαδή τον ποταμό, γιά νά φτάσουν οπήν άνατολική παραλία τής Αφρικής. Τό ρεύμα κυλούσε τώρα προς τά βόρεια καί ήταν ενδεχόμενο νά συναντήσουν τά νερά του Κόγκο. Σ* αυτή τήν περίπτωσι αντί νά φτάσουν στή Λουάντα θάφταναν στή Γουϊνέα, αλλά αυτό δεν είχε σημα σία, γιατί κι* εκεί θάβρισκαν όπωσδήποτε βοήθεια. Στήν άρχή ό δόκιμος εΐχε τήν ιδέα πώς έπρεπε νά ταξιδεύουν μόνο τήν νύχτα, γιά νά μήν κινδυνεύουν
νά τους δουν άλλα έτσι ή διάρκεια του τοοξιδιου^ τους θά διπλασιαζόταν, Σκέφθηκε λοιπόν νά^ σκεπάσουν την πιρόγα τους μέ πυκνά χόρτα. Μ' αυτό το καμουφλάζ καί νά τούς διέκριναν άπό μακρυσ, θα νόμιζαν πώς ήταν ένα δεμάτι χόρτα, πού κυλούσε στο ποτάμι. Το*ταξίδι τους ωστόσο ήτοτν τ^ολυ μεγάλο. ^ Κάθε υέ*οα έπρεπε νά φροντίζουν καί γιά την τροφή τους. Γι* αυτό άπρεπε νά βγαίνουν στην όχθη να κυνηγουν, δταν δεν τούς άρκουσε τό ψάρεμα. Ένα βράδι ό έξάδελφος Βενέδικτος εΐχε μιά μεγά λη καί απροσδόκητη χαρά. Ό μ α θ' η, τ ή ς του, όπως^όνόμαζε τον Ηρακλή, του εΦερε γευάτος συγκίνησι ενα φρικτό ζωύφιο πού ανακάλυψε πάνω σέ κάτι φύλλα. Είναι αφάνταστη ή χαρούμενη φωνή πού έβγαλε ό έντομολόγος στο άντίκρυσμά του. Πσοσλίγο νά τό βάλη μέζ στο μάτι του γιά νά τό δή καλά - δπως τώ ρα δεν είχε πιά φακό η γυαλιά έστω γιά νά τό παρα τήρηση - κι* υστέρα είπε μέ φωνή πού έτρεμε: —· Ηρακλή, σου τά συγχωρώ δλα! Χαλάλι σου! Έξσδέλφη! Ντίκ! “Ένα μοναδικό έξάποδο - γνήσιο άΦρ-κάνκο. Τούτο δώ δεν πρόκειται νά μου τό πάρουν σπ5 τά νέρια οσο ζώ - θά ποέπη νά μου τό κόψουν μέ μαχαίρι γιά νά τό κατορθώσουν! — Τόσο πολύτιμο είναι λοιπόν; ρώτησε ή κυρία Βέλντον. — Πολύτιμο, δεν πάει νά πή τίποτα! Είναι ακρι βώς ανεκτίμητο! Δέν είναι ούτε νευρόπτερο, ούτε κολεόπτεοο. ιιάλλον πρέπει νά καταταχθή στο είδος τών άοαχνσειδών, πλήν ουοπ ούτε άράχνη είναι, γιατί θά είχε οκτώ πόδια, ενώ αυτό έχει μονάχα έξη! ΤΩ. φί λοι μου! Ό Θεός δέ μ’ άφησε νά κλείσω τά μάτια, π-οΐν κάνω ιιιά μεγάλη επιστημονική άνακάλυψι, πού νά Φερνή τ' όνομά μου. Σκεφθήτε: «Ό Βενεδικτιανός Έδάπους!» 'Ωστόσο ή πιρόγα τους κυλούσε πάνω στά μουντόχρα>υα νερά τού ποτσυού. Στις 10 Ιουλίου τό βράδι υόνο, φάνηκε ένα χωρά στη δε€ά όχθη τού ποταμού. Καμμιά τριανταριά κα λύβες ήταν χτισμένες πάνω σέ πασάλους, μπηγμέ νους στον βυθό. Τά νερά κυλούσαν άπό κάτω τους καί άπό κεΐ έπρεπε νά πέραση κι* ή πιρόγα τους, για τί σητ’ τήν Αριστερή δχθη τό ποτάμι ήταν ςπταρμένρ μέ βράχια.
Το χωριό ήταν κατοικημένο. *Εδώ κι* έκεΐ άναβαν φωτιές κι* άκούγονταν φωνές κι5 ουρλιαχτά. Ή νύχτα ήταν καθαρή και φωτεινή. Αναγκασ μένοι να περάσουν οπωσδήποτε νύχτα, δεν δίστασαν. "Ορθιος στην πλώρη ό Ντίκ Σάνδ, έδινε τις απαραίτητες οδηγίες γιά νά μην χτυπήσουν πάνω σε κανέναν πάσσαλο. Πέρασαν στιγμές φρικτής αγωνίας. Κρατούσαν και τις ανάσες τους. Δυο ιθαγενείς κάθονταν ανακούρκουδα πάνω στους πασσάλους και κουβέντιαζαν ήσυχα. Τό μουρ μου ρητό τους άκουγόταν ολοκάθαρα. Θά τούς έβλεπαν τάχα; Λιγώτερο από τριάντα μέτρα τούς άπόμεναν γιά νά φτάσουν κι* ό Ντίκ Σάνδ τούς είδε άξαφνα νά σηκώνονται και νά δείχνουν τό δεμάτι των χόρτων μέ ζωηρές φωνές. Κατάλαβαν γρήγορα τί έτρεχε. Οι μαύροι είχαν α πλώσει δίχτυα γιά ψάρεμα καί τό βαρύ έκεΐνο δεμά τι —όπως τό πίστευαν— κινδύνευε νά τά σπάση. "Αρχισαν νά ξεφωνίζουν ζητώντας βοήθεια, γιά νά μαζέψουν. Πέντε ή έξη ακόμα έτρεξαν στά οριζόντια δοκάρια πού βρίσκονταν πάνω ατούς πασσάλους, ξεφω νίζοντα ς δα ι μ ον ι σ μ έ να. Στην πιρόγα αντίθετα απλωνόταν νεκρική σιωπή. Ό Ντίκ έδινε τά παραγγέλματά του στον Ηρακλή μέ νοήματα. Που καί που άκουγόταν τό πνιχτό γρύλλισμα του Δίγκου, πού τούσφιγγε τις μασέλες ό Τζάκ μέ τά^μικρά^του χεράκια. ’Άκουγαν παγωμένοι τόνήχο των νερών πού έδερναν τούς πασσάλους καί τις αγριοφωνάρες των νέγρων. Ό δόκιμος δέν είχε πή τίποτα αλλά δέν είχε καμμιά αμφιβολία πώς τη χοδρα την κατοικούσαν άνθρωποφάγοι —οι Καννίβαλοι τού "Ανω Καζοντέ. Τρεΐς -τέσσερις φορές στά ξέψωτα πού έβγαιναν γιά κυ νήγι, είχε δη Φωτιές καί ανθρώπινα κόκκαλα, άπομεινάρια κάποιου φρικτού γεύματος. Ή αγωνία του λοιπόν τώρα ήταν χίλιες φορές με γαλύτερη απ’ όλων των συντρόφων του. Οι άγριοι μάζευαν στο μεταξύ τά δίχτυα τους, όσο γρηγοροότερα μπορούσαν. ’Άν προλάβαιναν νά τά ση κώσουν, ή βάρκα θά περνούσε, διαφορετικά οί ταξι διώτες ήταν χαμένοι, γιατί θά μπερδεύονταν σ’ αυτά καί θά σταματούσαν, φύτε νά σταθούν μπορούσαν ούτε νά λοξοδρομή-
ΟΌυν. Τό ρεύμα ήταν πολύ δυνατό σ’ αυτό τό μέ ρος. Σέ μισό λεπτό είχαν φτάσει κάτω άπ’ τά δοκά ρια. Περνώντας όμως, τό δεμάτι των χόρτων δεν χωρού σε νά περάση άπό τά στενά μπηγμένα παλούκια. *Ένα κομμάτι τους χτύπησε στον πάσσαλο και τά χόρτα χύθηκαν στά νερά. Κάποιος έβγαλε ένα ουρλια χτό. Πρόλαβε τάχα νά δη τί κρυβόταν κάτω άπό τά χόρτα; Πάντως ό Ντίκ Σάνδ μέ τους συντρόφους του είχαν περάσει. Σπρωγμένοι άπ’ τό ισχυρό ρεύμα, έχασαν γρήγο ρα άπό τά μάτια του$ τό νεροχώρι. — Στρίψε αριστερά!, φώναξε ό Ντίκ Σάνδ. Ή κοί τη ξαναγίνεται πλωτή άπό δώ και κάτω. — Όπως διατάζεις, καπετάνιο μου!, άπάντησε ό Ηρακλής, σπρώχνοντας γερά τον πάτο μέ τό κοντά ρι του. ιΏς τό χάραμα δέ φάνηκε κάνεις ούτε στο ποτάμι ούτε στην όχθη του. Γ;ά μεγαλύτερη άσφάλεια όμως, δεν άφησαν στι γμή την πιρόγα τους νά πλησιάση τή δεξιά όχθη. Άπό τις 11 ώς τίς 14 Ιουλίου, τό έδαφος γύρω τους άλλαζε οψι. Γινόταν πιο άγονο και τό πρόβλημα τής τροφής τους ώρθωνόταν μπρος τους σχεδόν ά λυτο. Τό ποτάμι κυλούσε μάλλον βόρεια, παρά δυτικά. Ό Ντίκ Σάνδ στενοχωριότοα; πολύ μ* αυτό. Στις 14 τού μηνός τό πρωΐ όμως, άλλαξε πορεία. Ό μικρός Τζάκ πού κοαθόταν στήν πλώρη κι* έπαιζε μέ τό Δίγκο, είδε ν’ άπλώνεται μπρος του, μιά μεγάλη υδάτινη επιφάνεια. — Ή θάλασσα!, φώναξε. Ό δόκιμος πετάχτηκε στη στιγμή κοντά του. — "Όχι ακόμα ή θάλασσα, είπε. Είναι μόνο ένα μεγάλο ποτάμι πού κυλάει δυτικά κι* έχει τό δικό μας παραπόταμο. "Ίσως ό Τδιος ό Κόγκο. — Ό Θεός νά δώση, Ντίκ!, εΐπε ή κυρία Βέλντον. Κι* αλήθεια άν ήταν 6 Κόγκο πού έπρόκειτο σέ λίγο νά έξερευνήση ό Στάνλεϋ, οί φίλοι μας δέν είχαν πιά παρά ν’ ακολουθήσουν τό ρεύμα του, γιά νά φτά σουν στις Πορτογαλικές βάσεις, στις εκβολές του. Ό Ντικ Σάνδ ηλπιξε νά ήταν έτσι καί ολα φανέρωναν
ττώς αυτό ήταν καϊ τό πιθανότερο. 3Από τις 15 ως τις 18 Ιουλίου, ή πιρόγα κυλούσε πάνω στ3 αστραφτερά νερά του ποταμού και ή χώρα που περνούσε ήταν πιο λίγο άγονη. "Εξακολουθούσαν ωστόσο πάντα νάχουν τό πλεούμενο σκεπασμένο μέ τά ξερόχορτα, για προφύλαξι. Περίμεναν πιά άπό μέρα σέ μέρα, να δουν τα βά σανά τους νά παίρνουν τέλος. Στις 18 "Ιουλίου όμως άκρυβως... Κατά τις τρεις τό πρωί άκούστηκε άπό τά δυτικά μιά υπόκωφη βοή. Ό Ντίκ Σάνδ ήταν ό πρώτος πού την ακούσε καί σκούντησε σιγά τον κοιμισμένο Ηρακλή προσέχοντας νά μην ξυπνήση καί τούς άλλους. Ψιθυριστά του φανέρωσε τί έτρεχε κι" ό γίγαντας έστησε_ τ" αυτιά του. — Είναι ό βόγγος τής Θάλασσας!, μουρμούρισε στο τέλος καί τά μάτια του έλαμψαν. — "Όχι, ψιθύρισε ό Ντίκ. Φοβάμαι πων δεν είναι... Αλλά άς περιμένωμε τη μέρα κι" άς προσέχουμε ως τότε. Ό Ηρακλής γύρισε οπήν πρύμνη. Ή βάρκα κυλουσε, ή βοή μεγάλωνε καί ή μέρα φά νηκε στο τέλος. Πέρα μπροστά τους, σέ άπόστασι περίπου χίλια μέτρα φάνηκε κάτι σάν σύννεφο πού κρεμόταν στον αέρα. Οι πρώτες ηλιαχτίδες σχημάτισαν άπ" τή μιά ώς την άλλη άκρη του, ένα υπέροχο ουράνιο τόξο. — Στην όχθη αμέσως!, ούρλιαξε ό Ντίκ Σάνδ καί ή φωνή του ξύπνησε την κυρία Βέλνταν. Καταρρά κτης μπροστά μας! Γρήγορα στην όχθη! Καί δεν είχε γελαστή. Έκεΐ κάτοψή κοίτη του ποταμού σταματούσε καί τά νερά κυλούσαν μέ τρομερό θόρυβο σ" ένα βάραθρο τριάντα μέτρων. Χίλια μέτρα άκόμα καί ή πιρόγα τους θά βρισκόταν μέσα σ’ εκείνη την τρομακτική δίνη. «Σ. Β.» 0 ΗΡΑΚΛΗΣ έσπρωξε αριστερά τή βάρ κα μ" ένα χτύπημα τού κονταριού του. Στήν αριστερή ακροποταμιά οργίαζε ένα πυκνό καί μεγάλο δάσος. Οι άκτίνες τού ήλιου δέν κατάψερναν νά διαπερά σουν τις φυλλωσιές του καί νά πέσουν στή γή.
151
Ό Ντίκ Σάνδ παρατηρησέ μέ φρίκη αυτή την ιτέριοχή που κατοικούσαν οι άνθροαττοφάγοι του Κόγκο. ΤΙ φοβερή ατυχία, την παραμονή ίσως τής άφιξής τους στις Πορτογαλικές βάσεις! Μόνο ό θεός μπορούσε νά τούς σώση από δώ κΤ εμπρός. "Οσο πλησίαζαν στην όχθη, ό Δίγκος έδειχνε πα ράξενα σημάδια ανυπομονησίας άλλα καί πόνου μαζί. Ό Ντίκ τον παρατηρούσε επίμονα καί προσπαθούσε νά καταλάβη. Τάχα είχε μυριστή κανόναν ιθαγενή, κρυμμένον πίσω απ' τις λόχμες; "Απ’ την πλάνη του τον έβγαλε ή αθώα φωνή του Τζάκ; — Τί έχεις καί κλαΐς, καλέ μου Δίγκο; το άγοράκι αγκάλιασε τό σκυλί. Εκείνο όμως τού ξέφυγε καί μέ μια βουτιά βρέθη κε στο νερό. Βγήκε στην όχθη κΤ εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα. Δεν ήξεραν τί νά σκεφθουν. Λίγο πιο ύ στερα βγήκαν κΤ εκείνοι ανάμεσα στά νερόχορτα. Ό Ηρακλής έδεσε τη βάρκα γερά σέ μιά ρίζα. Στο δάσος δεν υπήρχε ούτ’ ένα μονοπάτι. Κι’ ό μως^ στη χλόη υπήρχαν πατημασιές. Σίγουρα είχαν περάσει απτό κει ιθαγενείς ή ζώα, τώρα τελευταία. Ό Ντίκ μέ τό ντουφέκι κι* ό Ηρακλής μέ τό τσε κούρι του στο χέρι, προχώρησαν μερικά βήματα. Εί δανε τότε τον Δίγκο πού μέ τό μουσούδι στη γή βά διζε σάν ν' ακολουθούσε παλιά αχνάρια καί γαύγιζε ο λοένα πιο λυπητερά. — Προσοχή!, φώναξε ό δόκιμος. Κυρία Βέλντον, έξάδελφε Βενέδικτε, Τζάκ, μην άπομακρυνθητε ρούπι από κοντά μας - Ηρακλή, έχε τό νου σου! Ό Δίγκος σήκωσε ψηλά τό κεφάλι καί μέ μικρά πηδήματα προσπαθούσε νά τούς κάνη νά τον ακολου θήσουν. Σέ λίγο πρόβαλε μπρος τους μιά έρειπωμένη καλύβα, στη ρίζα μιας μεγάλης συκομουριάς. Ό Δίγκος ούρλιαζε λυπητερά. — Εΐναι κανείς εκεί; φώναξε ό Ντίκ Σάνδ κρα τώντας έτοιμο τό ντουφέκι. Δέν πήρε άπάντησι καί μπήκε στην καλύβα. Οι υ πόλοιποι τον ακολούθησαν. Τό χώμα εκεί μέσα ήταν σπαρμένο μέ ανθρώπινα κόκκαλα. Ό άέρας καί οί βροχές τά είχαν κάνει κατάλευκαΑ — "Ενας άνθρωπος πέθαν' εδώ μέσα, είπε ή κυ ρία Βέλντον. — ΚΤ ό Δίγκος τον ήξερε καλά, είπε ό δόκιμος. 152
Μπορεί νατοον^τό Αφεντικό του - κυττά^τε! Έκεΐ πού έδειχνε, στον ξεφλουδισμένο κορμό της συκομουριάς πού ή καλύβα άκουμπούσε πάνω του, ήταν χαραγμένα δυο μεγάλα κόκκινα γράμματα, υπσοσβησμένα, άλλα ακόμα μπορούσες να τά διαβάσης. Ό Δίγκος βρισκόταν έκεΐ κι5 άκούμπησε τά μπρο στινά του πόδια επάνω τους, σαν νά τούς τάδειχνε, —- «Σ. Β.»!, φώναξε ό δόκιμος. Τά αρχικά πού υ πάρχουν οπό περιλαίμιό του! Έσκυψε την ίδια στιγμή και σήκωσε ένα τενεκε δένιο παλιόκουτο, γεμάτο σκουριά, πού βρισκόταν πε σμένο κοντά στον σκελετό. Τό άνοιξε καί μέσα βρήκε ενα κομμάτι κιτρινισμένο χαρτί. Διάβασε μέ φωνή τρεμάμενη αυτά: «Με δολοφόνησε καί μέ λήστεψε ό οδηγός μου Νεγκορό. 3 Δεκεμβρίου 1871. Έδώ. 120 μίλια απ’ την παραλία. Δίγκο!... Βοήθεια!... Σαμουήλ Βερνόν» Αυτό τό χαρτί έλεγε τά πάντα. Ό Βεονόν ξεκίνησε μέ συντοοφο τον Δίγκο μέ σκοπό την έξερεύνησι τής Κεντρικής Αφρικής. Όδηγός του ό Νεγκορό. Τά χρή ματα του εξερευνητή του άνοιξαν την ορεξι κι* Απο φάσισε νά τά κάνη δικά του. Τον χτύπησε θανάσιμα σ5 αυτή την καλύβα, τον λήστεψε καί τον παράτησε. Φαίνεται πώς φεύγοντας έπεσε στά χέρια των Πορτο γάλων. Γνώριζαν πώς ήταν συνεργάτης του ’Αλβέζ καί τον έπιασαν. -έρομε γιά την καταδίκη του καί άλα τά υπόλοιπα κατορθώματα αυτού τού κτήνους. *Ηταν φανερό πώς ό δύστυχος Βερνόν κατάφερε πριν πεθάνη νά γράψη εκείνα τά λόγια, μέ την ημε ρομηνία τού εγκλήματος καί τούς λόγους του - κα θώς καί τό άνομα τού δολοφόνου. Έπειτα μέ τό μστουμένο του δάχτυλο έγραψε τ* αρχικά του πάνω στον γυμνό κορμό πού θ’ άντικαταστούσε γι’ αυτόν, τήν επιτάφια πλάκα. Ό Δίγκος θάμεινε πολλές μέοες κοντά του κΓ έμαθε τόσο καλά νά τά ξεχωρίζη. Έ πειτα γύρισε στην παραλία σίτου τον περιμάζεψε ό πλοίαρχος τού «Βάλντεκ». Ασφαλώς έτσι έγιναν τά πράγματα. Ό Ντίκ κΓ ό Ηρακλής ήταν έτοιμοι νά θάψουν τά λείψανα, άταν ό σκύλος χύθηκε ξαφνικά έξω από τήν καλύβα, μέ λυσσασμένα γσυγίσματα. Ταυτόχρονα σχεδόν ακούστηκαν κραυγές τρόμου από κεΐ κοντά. Ό Ηρακλής κΓ ρ Ντίκ Σάνδ ώρμησαν κΓ εκείνοι
έξω άπ’ την καλύβα. Ή κυρία Βέλντον με τον Τζάκ καί τον έΐζαδελφο Βενέδικτο, τούς μιλήθηκαν. Είδαν εν αν άνθρωπο να κατρακυλάη στη γη μαζί μέ τον Δίγκο, πού είχε χώσει τά φοβερά του δόντια βαθειά στο λαρύγγι του. Ό άνθρωπος εκείνος ήταν ό Νεγκορό. ^Πηγαίνοντας στίς έκ'βολές του ιΚόγκο για να μπαρκάρη στην Αμερική, είχε αφήσει τούς ανθρώπους του κι* ήρθε μόνος στο μέρος πού δολοφόνησε τον Βερνόν. "Ασφαλώς όχι από ιδιοτροπία. Τό κατάλαβαν δλο: σαν είδαν μια καινουργιοσκοομμένη γούβα στη ρίζα ε νός δέντρου, γεμάτη χρυσά γαλλικά νομίσματα. Λοι πόν εκεί είχε κρύψει τά χρήματα του Βερνόν δστερ’ από τή δολοφονία του, σκοπεύοντας νά γυρίση μια μέρα νά τά πάρη και πριν άπτ* τη σύλληψί του από τούς Πορτογάλους. "Ενώ μάζευε τό χρυσάφι όμως, τον μυρίστηκε ό Δίγκος καί χύθηκε στον λαιμό του. Μ" δλη την ξαφνική έπίθεσι ωστόσο, ό άθλιος πρόλαβε νά χτυπήση τό ζώο. Τήν ίδια στιγμή ώρμουσε εναν τίον του 6 Ηρακλής, γρούζοντας μανιασμένα: — Παλιάνθρωπε! Στάσου νά σε πνίξω! Δεν χρειαζόταν. Ό Πορτογάλος ήταν κιόλας νε κρός. Μπορεί νά πή οποίος θέλει, πώς ή ουράνια Δι καιοσύνη αποφάσισε νά πλήρωσή τό έγκλημά του στον ίδιο τόπο πού τδκανε. "Αλλά κι" ό Δίγκος θανάσιμα χτυπημένος απ’ τή μαχαιριά, σύρθηκε μέ κόπο μέσα στήν καλύβα κι" άφησε τή στερνή του πνοή κοντά στον σκελετό του αγαπημένου του αφεντικού, Σα μουήλ Βερνόν. Ό Ηρακλής τούς έθαψε καί τούς δυο στον ίδιο τά φο κι" δση ώρα έκανε αυτή τή δουλειά έκλαιγε μέ δυ νατά άναφυλλητά καί όλοι οί υπόλοιποι γύρω του ακόμα και ό έξάδελφος Βενέδικτος. Υστερα ό Ντίκ Σάνδ κουβέντιασε μέ τήν κυρία Βέλντον τι θάπρεπε νά κάνουν από δώ κι" έμπρός. Ό Νεγκορό είχε πειθάνει, δέν μπορεί όμως νάχε αφήσει πολύ μοοκρυά τή συνοδεία του, πού δέν θ" αργούσε νά τον άναζητήση. Τώρα ήξεραν πια πώς τό μεγάλο ποτάμι ήταν δ Κόγκο και πώς βρίσκονταν μάλιστα 120 μιλιά απ’ τήν παραλία. ^ Στο μέρος έκείνο δμως ό ποταμός δέν είναι πλω τός. Ένας μεγαλόπρεπος καταρράκτης, ό Ντάμο κα ί 54
ΐέ ίχά®® τπίσ
δρέ-μο γι
ουμενο, λ ^ ^ ^ Έπρεπε έπσμένως νάπάνε άττο τήν δχθη δεξ^ιά η άριστερά, ώς ττέντε χιλιόμετρα κι* δτοον περνούσαν τον καταρράκτη, να φτιάξουν μια σχεδία για να συνεχίσουν. *— Λεν μένει άλλο απ’ τό νά δούμε ττοιά άττό τ|ς δυο ακροποταμιές μάς συμφέρει ν' ακολουθήσομε, εί πε ό Ντιΐκ Σάνδ. Κι* οΐ δυο εϊν’ επικίνδυνες, επειδή θά υπάρχουν ιθαγενείς. 5Από τούτη τήν δχθη δμως ό κίν δυνος είναι πιο μεγάλος, γιατί υπάρχουν άκόμα κι5 οι άνθρωποι τού Νεγκορό. — Νά περάσω με στην άντικρυνή, απάντησε ή κυ ρία Βέλντον. — Κι5 όμως μπορεί νά τήν κόβη κανένας γκρε μός, είπε ό δόκιμος. "Ίσως ό Νεγκορό ήρθε από δω, επειδή αυτός είναι ό συντομότερος δρόμος γιά τις εκβολές τού Κόγκο. Μπορεί βέβαια νά ήρθε καί μόνο γιά τα χρήματα. "Ας μή διστάζομε περισσότερο.. Πάντως πριν περάσωμε αντίκρυ μαζί σας, κυρία, πρέ πει νά εξετάσω άν ύπάρχη πέρασμα. Ή άπάφασι. πάρθηκε κι5 ό νέος ετοιμάστηκε νά φύγη. — Δέν θάταν καλύτερα νά μή χωρίσομε, Ντίκ; ρώτησε ή κυρία Βέλντον ανήσυχα τήν τελευταία στι γμή, σάν νά τήν τάραζε κάποιο κακό προαίσθημα. — "Όχι, επιτρέψτε μου νά πάω μόνος. Είναι απα ραίτητο γιά τήν άσφάλειά σας. Δέν θ’ αργήσω έξ άλλου περισσότερο από μια ώρα. Ηρακλή, έχε τό νού σου! Ή πιρόγα ξεκίνησε προς τήν άπέναντη όχθη. Ή κυρία Βέλντον κι’ ό Ηρακλής κρυμμένοι στους παπυ ρους τήν παρακολουθούσαν από μσκρυά. Γρήγορα ό Ντίκ έφθασε στή μέση τού ποταμού. Τό ρεύμα έκεΐ γινόταν ισχυρότερο, όχι δμως επικίν δυνο, γιατί τό ποτάμι κυλούσε σέ ομαλό έδαφος. "Ε να τέταρτο αργότερα, έφθασε αντίπερα. Τήν ώρα ό μως πού ζύγωνε στήν δχθη, ακούστηκαν άγρια ουρ λιαχτά.^ Ιθαγενείς ώρμησαν πάνω στά ξερόχορτα, πού σκέπαζαν άκόμα τήν πιρόγα. 9 Ηταν σι άνθρωποψάγοι από τό νεροχώρι πού εί χαν περάσει. Όχτώ μέρες ακολουθούσαν υπομονετι κά τή δεξιά δχθη, γιατί τούς είχαν διακρίνει τήν τε λευταία στιγμή πού περνούσαν κάτω από τούς πα1Μ
άάλόυς μέ τ'ίς καλύβες τους. ^Ηξεραν πώς ή λεία γ/ αυτούς ήταν σίγουρη, άψου δπωσδήποτε οί ταξιδιώ τες θά έφταναν στον καταρράκτη και θ’ Αναγκάζον ταν νά βγουν στη μία ή στην άλλη όχθη. Ό Ντίικ Σάνδ ένοιωσε πώς ήταν^ χαμένος. Στη στι γμή όμως σκέφθηκε τι θά μπορούσε νά κάνη, ώστε ό χαμός του νά ωφελούσε τουλάχιστον τούς υπόλοι πους συντρόφους του. Οι καννίβαλοι τραβούσαν σάν τρελλοί τά χόρτα α πό την πιρόγα γιά νά εξακριβώσουν άν υπήρχαν κι’ άλλα θύματα κι’ ό δόκιμος όρθιος^ κι’ έντρομος μέ τό τουφέκι του στο χέρι, τούς κρατούσε σέ άπόστασι. Εκείνοι μόλις είδαν πώς ήταν μόνος του, έξεδήλωσαν την άπογοήτευσί τους μέ τρομερά ουρλιαχτά. Τότε όμως ένας απ’ αυτούς σηκώθηκε κι’ έδειξε πέρα^, την κυρία Βέλντον καί τούς άλλους, πού είχαν βγή στην όχθη καί παρακολουθούσαν μέ φρίκη τή φοβερή σκηνή. Οι καννίβαλοι χύθηκαν πάνω στήν βάρκα. Σκαρ φάλωσαν κι’ άρχισαν νά τή σπρώχνουν πρός^τήν άντικρυνή δχθη. Δέν ζύγωναν τον Ντίκ Σάνδ πού στεκό ταν όρθιος στην πλώρη. Φαίνεται γνώριζαν πόσο φο βερά ήταν τά δπλα αυτά πού σκόρπιζαν τον θάνατο από μακρυά. Ό ένας όμως άρπαξε το κοντάρι πού βρισκόταν στήν πρύμνη κι’ άρχισε νά σπρώχνη τό βυθό. Ζύγωναν σιγά - σιγά άντίκρυ. ’Έφθασαν σέ λίγο στή μέση τού ποταμού καί οι υπόλοιποι βρί σκονταν στήν πιρόγα ή μές στο νερό κρατημένοι απ’ αυτήν. Αέν έμεναν πιά, παραπάνω άπό^ εκατό μέτρα, από τό μέρος πού στέκονταν ή κυρία Βέλντον μέ τούς συν τρόφους της. — Φεύγατε!, ούρλιαζε ό Ντίκ Σάνδ. Κανείς όμως δέν κουνήθηκε. "Ελεγες καί τά πόδια τους είχαν ριζώσει στή γή. Δέν τούς πήγαινε ή καρ διά νά φύγουν αλλά ήξεραν πώς καί νά τδκαναν πάλι δέν θά μπορούσαν νά ξεφύγουν από τούς τρομερούς εκείνους Αγριάνθρωπους. Τό πολύ σέ μιά ώρα θάπεφταν στά χέρια τους. ^ Τότε ή ιδέα πού ό Ντίκ Σάνδ πάσχιζε τόσην ώρα νά βρή, πέρασε σάν αστραπή από τό μυαλό του καί τό φώτισε. Αδίστακτα σήκωσε τό τουφέκι καί^πυροβόλησε τον άνθρωποφάγο παύ κρατούσε τό κοντάρι. "Εβγαλ’ ένα 156
.............. ...
άπαισιο ούρλιαχτέ καϊ ΙίτεΛΤ^ <Ρτ5 ν&βό μαζί μ!
*δ
κοντάρι που ξέψυγε άιτ* τά χέρια του, 01 καννίβαλοι άρχισαν νά ξεφωνίζουν πανικόβλη τοι. Ή πιρόγα πού δεν υπήρχε πιά τρόπος να κυβερνηθή, παρασύρθηκε άπ5 τό ρεύμα κι5 άρχισε νά κατηφορίζη προς τον καταρράκτη. Ή κυρία Βέλντον κι* ό Ηρακλής κατάλαβαν πώς ό δόκιμος προσπαθούσε νά τούς σώση,^ παρασύρον τας μαζί του και τά ανθρώπινα κτήνη στην άβυσσο. Ό μικρός Τζάκ κι" ή μητέρα του έπεσαν γονατι στοί στην ακροποταμιά. Ό Ντίικ λάνδ τούς κούνησε τό χέρι. Ό Ηρακλής άπλωσε απελπισμένα τό δικό του προς τό μέρος του αλλά γιά πρώτη φορά παρατή ρησε πόσο κοντό είναι τό χέρι ενός άνθρώπου. Οι καννίβαλοι πού βρίσκονταν στην πιρόγα, θέλον τας νά φτάσουν στην ακροποταμιά, πήδησαν όλοι μα ζί από πάνω της, μέ αποτέλεσμα νά την αναποδογυ ρίσουν. Ούτ’ εκείνη την κρίσιμη ώρα έχασε την ψυχραιμία του ο δόκιμος. ν Αρπαξε τό αναποδογυρισμένο έλαφρό πλεούμενο απ' τις δυο κουπαστές του καί κρότησε τό κεφάλι του στο κοίλωμά του. "Έτσι θά μπορούσε ν’ άναπνέη καί^ θά γλύτωνε απ’ την πίεσι τού αέρα, πού θά μπορούσε νά τον πνίξη κατά την πτώσι. "Έ μενε μόνο τό μέρος πού θαπεψτε αλλά αυτό δεν μπο ρούσε νά τό κανονιση εκείνος. Τ' άφησε λοιπόν στον Θεό. Οί πιθανότητες ήταν ελάχιστες. Λεν έχανε τίπο τα νά δοκιμάση. Πέρασαν μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Τελευταία του πράξι· ήταν νά σφίξη απελπισμένα τά δάχτυλά του, στις κουπαστές τής πιρόγας πού κρατούσε. Μετά έ νοιωσε τό ρεύμα νά τον τραβάη αμείλικτα καί νά γκρε μίζεται σχεδόν κάθετα. Ή πιρόγα βυθίστηκε στη σπηλιά πού είχαν σκάψειΈπό χιλιάδες χρόνια τά νερά στη ρίζα τού γκρεμού. Δέν έχασε τις αισθήσεις του. "Άριστος κολυμβη τής όπως ήταν, κατάλαβε πώς τά υπόλοιπα έξαρτιώνταν άπό τά χέρια του. Ένα τέταρτο άργότερα έφτανε στην αριστερή όχθη καί συναντούσε τούς φίλους του, που τούς είχε οδη γήσει ώς έκεΐ ό Ηρακλής. Οι καννίβαλοι χάθηκαν στ’ άφρισμένα νερά.
157
4^ ΤΙΣ είκοσι Ιουλίου, δηλαδή μετά §υό μέρες, ή κυρία Βέλντον κι* οΐ φίλοι της συνάντησαν ένα καραβάνι που κατευθυνόταν στις έκβολές του Κόγ κο. *Ηταν τίμιοι Πορτογάλοι έμποροι ελεφαντόδοντου. Υποδέχθηκαν τούς βασανισμένους συντρόφους μέ συγ κινητικές εκδηλώσεις και έτσι τό τελευταίο μέρος τού ταξιδιού τους έγινε μέ τούς καλύτερους δρους. "Ασφαλώς τό καραβάνι αυτό τούς τό έστειλε ή Θεία Πρόνοια. Δεν θάταν δυνατό να συνεχίσουν τό ταξίδι ^μέ σχεδία, όπως λογάριαζαν γιατί ό Κόγκο από κεΐ καί πέρα, ώς τις έκβολές του, ήταν μια σει ρά άτέλειωτη από καταρράκτες. Ό Στάνλεϋ μέτρησε ακριβώς εξηινταδύο σ’ εκείνο τό μέρος. Στις 1 1 Αύγουστου, ό Ντίκ Σάνο ή κυρία Βέλντον, ό Τζάκ, ό έξάδελφος Βενέδικτος καί ό Ηρακλής έφθαναν στην "Εμπόμπα, δπου βρήκαν έιτίσης συγκι νητική φιλοξενία. 'Ένα πλοίο θάφευγε γ:ά τον "Ισθμό του Παναμά καί μ" αυτό ή κυρία Βέλντον κι" οί φίλοι εΐχαν την ευτυχία νά φτάσουν στην "Αμερικανική γη, υστερ’ από τόσες απίστευτες περιπέτειες. Ειδο ποίησαν τηλεγραφικώς τον Τζέϊμς Βέλντον για τον γυρισμό τους - κι" άλήθεια έκεΐνος τούς είχε από και ρό γιά χαμένους. Στις 25 Αύγουστου έφτασαν επί τέλους στην Καλιφόρνια σιδηροδρομικώς. .Ο Ντίκ Σάνδ έγινε πια πραγματικός γιος κι" ό Ηρακλής ό καλύτερος φίλος τής ευτυχισμένης οικο γένειας. Γιά τον έξάδελφο Βενέδικτο πρέπει νά πούμε κά τι περισσότερο. "Αμέσως μόλις φτάσανε καί αφού έσφιξε τό χέρι τού κυρίου Βέλντον ό διακεκριμένος επιστήμονας κλει δώθηκε καλά στο έργαστήριό του καί ξανάρχισε τη δουλειά του, μέ τον ίδιο τρόπο, σάν νά την εΐχε διακόψει μόλις χτές τό βράδι γιά νά πάη νά κοιμηθή. Υπολόγιζε νά συγγράψη μια έμπεριστατωμένη με λέτη γιά τον «Βενεδικτιανό Έξάποοα». Τί φωνή α πελπισίας και σπαραγμού όμως ξέφυγε άπ" τό λα ρύγγι του, όταν μ" ένα φακό έξέτασε έπιτέλους τον θησαυρό του, τό μοναδικό κι" ανεκτίμητο δείγμα τού εντομολογικού κόσμου τής Μαύρης "Ηπείρου, πού κατάφερε νά φέρη μαζί του!
151
Κύριε των Δυνάμεων! Τό «Βενεδικτιανό Έξάποδο», δεν ήταν ούτε... έξά ποδο, έστω! 9Ηταν μια κοινότατη αράχνη, μόνο ττού ό πελώριος Ηρακλής την είχε γραπώσει άγαρμπα και της είχε ξεκολλήσει τά δυο μπροστινά πόδια! Αυτά τά έκανε ή φριχτή μυωπία του επιστήμονα, πού δικαίως άρρωστη σε άπ* τό κακό του. Μά γρήγορα ξσνάγινε καλά και ξέχασε τό πάθημά του. Τρία χρόνια αργότερα ό μικρός Τζάκ, οκτώ χρό νων πιά, προώδευσε στο σχολείο του κι* ό Ντικ πού τον διάβαζε μελετούσε κι* ό ίδιος μέ τη μανία του ανθρώπου πού αισθανόταν ένοχή, γιατί δεν εΐχε κα ταφέρει νά έκτελέση όπως έπρεπε τό καθήκον του από έλλειψι γνώσεων. Δεκαοχτώ χρόνων μόλις τελείωσε μέ άριστα καί μέ ξεχωριστό βραβείο τίς ναυτικές του σπουδές. Όνομάστηκε πλοίαρχος καί άνελαβε ένα από τά πλοία του Οίκου Τζέϊμς Β. Βέλντον. Τό έκθετο ορφανό του Σάντυ - Χούκ, συγκέντρωνε από τώρα την έκτίμησι καί τον σεβασμό όλων, μόνο πού ή απλότητα καί ή υετριοφροσύνη του τον έκαναν νά μην τό προσέχη κα θόλου. Δεν έπαψε ποτέ ωστόσο νά τον βασανίζη μιά ε φιαλτική· σκέψι: Τί γίνονταν ό γέρο - Τόμ, ό Μπάτ, ό Άκταίων κι* ό *Ωστιν; Καί ή κυρία Βέλντον τό ί διο στενοχωριόταν γι’ αυτό άπ* την άρχή εΐχε βάλει τον άντρα της νά ψάξη γιά τούς αγαπημένους συν τρόφους. "Ολο τό διάστημα πού πέρασε κι* ό εφοπλιστής κι* ό Ηρακλής είχαν φάει τον κόσμο νά τούς άνακαλύψουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος όμως τά κστάφεοαν, χάρις στούς τόσους ανταποκριτές πού εί χε ό κύριος Βέλντον σ’ όλα τά μέρη τής υδρογείου. Ό Τόμ καί οί φίλοι· του είχαν πουληθή στή Μαδαγα σκάρη οπού έπρόκειτο νά ελευθερωθούν οί σκλάβοι σέ λίγο καιρό. Ό Ντικ Σάνδ ήθελε νά πληρώση τά λύτρα γιά νά τούς έλευθερώση, από τίς οικονομίες του, αλλά ό κύ ριος Βέλντον δέν τό παραδέχτηκε μέ κανόναν τρόπο. "Ενας ανταποκριτής του τακτοποίησε τό θέμα καί ένα ωραίο πρωί, στις 15 Νοεμβρίου του 1 877, τέσσε ρις νέγροι χτύπησαν τήν πόρτα του μεγάρου του έφοπλ ιστού. *Ηταν ό γέρο - Τόμ, ό Μπάτ, ό Άκταίων κι* ό 9Ω-
159
στιν. Οί αγαθοί νέγροι, πού γλύτωσαν από τόσα και τόσα, παρά λίγο νά πνίγονταν τώρα από τις αγκα λιές και τά φιλιά των φίλοον τους. Μόνο ή καημένη ή Ν<εν έλειπε άπό έκείνοιις πού τό «Πίλγκριμ» πέταξε στη φοβερή αφρικανική άκτή τής Αγκόλας, καθώς κι* ό γενναίος Δίγκος. '.Οπωσδήποτε - εκείνη τή μέρα έγινε μιά λαμπρή γιορτή στο σπίτι του κυρίου Βέλντσν κι3 ή πιο αξέ χαστη στιγμή της, ήταν όταν ή κυρία Βέλντον ήπιε στήν υγεία του δεκαπεντάχρονου πλοιάρχου Ντίκ ΣάνδΤΕΛΟΣ
ΤΟ
I
δ
ΤΡΙΤΟ
ΒΙΒΛΙΟ
ΤΗΣ
ΣΕΙΡΑΣ
ΜΑΣ, ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΜΕΓΑ ΛΗ.. ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΞΙ:
ΕΚΤΟΡΟΖ ΜΑΛΟ
ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ 1 Β δ β
.8
Τό πολύκροτο μυθιστόρημα πού δεν άφησε α συγκίνητη κοβμ.μιά γενεά., πού πρσχάλεσε δάκρυα συγκινήσεις σέ μικρούς καί μεγάλους.
ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ V Οί περιπέτειες ενός μικρού παιδιού., πού μόνο κι* έρημο γυρίζει τον κόσμο για νά βρή τούς γονείς του.
£