ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-080-3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
• ΝΑΣ καβαλλάρης. φτά νει αργά τη νύχτα στον στενό και έρημο δρόμο, ■ πού βρίσκεται πίσω από τό Λούβρο, τό όνομαστό παλάτ* του Παρισιού οπού υιένουν αυ τή- την εποχή οι Βασιληάδες τής Γαλλίας. Δέν. έχει άντιληφθή ακόμα πώς τρεις ίσκιοι, · κρυμμένοι στο σκοτάδι, παρα μονεύουν τις κινήσεις του. Πρέ πει ώς τόσο να φοβάται, για τί, καθώς ξεπεζεύει από τό ά λογό του, στέκει μερικές στι/ μες ασάλευτος καί ρίχνει δια περαστικές ματιές δεξιά κι* · άριστερά, προσπαθώντας νά ξεχωρίση άν ύπάρχη τίποτα ύποπτο γύρω του. "Ολα δείχνουν ήσυχα καί γοώήνια. ·Ή νύχτα είναι γλυΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2..
κειά καί τό ασήμι των άστρων σκορπίζει μιά θαμπή- ανταύ γεια πάνω από τό κοιμισμέ νο Παρίσι καί τυλίγει σ' ένα διαφανή βαθυγάλαζο πέπλο τό γεμάτο μεγαλοπρέπεια α νάκτορο του · Λουδοβίκου τού - 13ου καί τής άμορφης καί νε αρής γυναίκας του τής "Αν νας τής Αυστριακής. Κανείς . δέν υποψιάζεται πώς εδώ κάπου κοντά παρα μονεύει απόψε ό θάνατος. Μά ό νυχτερινός -καβαλλάρης, πού φορεΐ πλατύγυρο καπέλλο μέ φτερό στο κεφάλι κι5 έχει το χέρι στή λαβή τού σπαθιού του; δέν φαίνεται νά τον λο γαριάζει πολύ. Αφήνει τό άλογό του σέ μιά συστάδα • δέντρων καί ρίχνει μιά τελευ ταία ματιά γύρω του. — "Ολα θά πάνε καλά, ψι-
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
««<««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««4 θυρίζει χαμογελώντας. Τά πλοκάμια του Καρδιναλίου δεν έφτασαν άττόψε στο Λού βρο. "Υστερα, διασχίζει μέ ε λαφρό καί βιαστικό βήμα τον έρημο δρόμο καί „φτάνει έξω από τή χαμηλή άνεπίσημη πόρτα τοϋ παλατιού. Στέκει καί χτυπάει τρεΐς φορές συν θηματικά. Ή πόρτα ανοίγει αθόρυβα. Περνάει μέσα καί ή πόρτα τό ϊδιο αθόρυβα κλεί νει πίσω του. Μιά γυναίκα του παλατιού τον υποδέχεται. — "Ήρθατε επί τέλους, κύ ριε ντε Σαμπριέν. Πνίγεται από ανυπομονησία ή βασίλισ σα. Φοβήθηκε μήπως τής συ νέβη τίποτα κακό, του λέει. Ελάτε μαζί μου. Σάς περιμέ νει. Ό νυχτερινός επισκέπτης ακολουθεί σιωπηλός τή γυναί κα. "Ανεβαίνουν μερικές σκο τεινές, σκάλες, περνούν ένα στενό διάδρομο πού φωτίζε ται άμυδρά καί στέκουν έξω από την πόρτα ενός δωμα τίου. Ή γυναίκα χτυπάει ελα φρά. — Είναι μέσα καί σάς πε ριμένει, τοϋ λέει, καί απομα κρύνεται. Μέσα στο δωμάτιο είναι πραγματικά μόνη της ή Βα σίλισσα. Ό ντέ Σαμπριέν, καθώς περνάει τό κατώφλι, κάνει μιά βαθειά υπόκλισι βγάζοντας τό καπέλλο του. — Ταπεινότατος δούλος σας, λέει. "Έλαβα τήν είβοποίησί σας. Περιμένω διαταγές άπό τήν Μεγάλειότητά σας. Ή *Άννα ή Αυστριακή τον
κυττάζει μερικές στιγμές α μίλητη. Ό νεαρός αυτός ευ πατρίδης είναι ένας άπό τούς πιο άφοσιωμένους φίλους της. Ώς τόσο μέσα της υπάρχει αύτή τήν κρίσιμη στιγμή κάπο'ιος δισταγμός. Δεν ξέρει άν είναι σωστό νά τοϋ άναθέση μιά τόσο επικίνδυνη απο στολή. "Αλλά δέν έχει καιρό νά διαλέξη. — Μπορείτε νά ταξιδέψετε απόψε; τον ρωτάει. — Καί στήν άκρη τοϋ κό σμου είμαι έτοιμος νά ταξι δέψω, απαντάει. Φτάνει νά τό διατάξη ή Βασίλισσά μου. — "Ώ! "Όχι. Δέν πρόκεται γιά τόσο μακρυά!, λέει εκείνη καί προσπαθεί νά χαμογελάση. Υπάρχει δμως έ νας σοβαρός λόγος νά ταξιδέ ψετε απόψε γιά τήν "Αμιένη. Είναι δυο λέξεις πού πρέπει νά μάθη άπό τό στόμα σας ο δούκας τοϋ Σαίντ "Ετιέν. Υ πολογίζω ότι· τά ξημερώματα θά βρίσκεται έκεΐ, συνεχίζον τας τό ταξίδι του γιά τό Πα ρίσι. Πρέπει νά τον προειδο ποιήσουμε. Ή άφιξί του έδώ θά τοϋ στοιχίση τή ζωή. Ό Καρδινάλιος τον συκοφάντη σε στον Βασιλέα καί, μόλις φτάσει στο Παρίσι, θά τον πιάσουν. -έρετε τί τον περιμέ νει ύστερα. Ή Βαστίλη, τά βασανιστήρια, ό θάνατος... Καί όλα αυτά γιατί είναι έ νας άπό τούς άφωσιωμένους φίλους μου. Τί λέτε, κύριε ντέ Σαμπριέν; — Ή Μεγαλειότης σας νά μείνη ήσυχη. Θά ξεκινήσω άμέσως.
ΙΠΠΟΤΗΣ
.
ί
— "Έχετε ύπ3 οψι σας πώς
Θά του τό δείξετε και Θά κα;
ή άπαστολή σας αυτή είναι γεμάτη κινδύνους; — Θά τούς υπερπηδήσω! — Και ότι μπορεί εκείνοι πού μέ μισούν νά σάς στήσουν ένέδρες; — Οι εχθροί τής Μεγαλει ότητας σας είναι καί δικοί μου!... — Καί ότι μπορεί πολε μώντας μαζί τους νά χάσετε τη ζωή σας; — "Αν χρειαστή νά πεθάνω, θά είμαι ευτυχείς γιατί θυσίασα τη ζωή μου γιά τή Βασίλισσα τής Γαλλίας!... — Σάς ευχαριστώ, κύριε ντε Σ αμπρί εν. ΕΤσθε ένας γεν ναίος ευπατρίδης... —· Ποιά εΐναι τά λόγια πού πρέπει νά πώ στον δούκα, Μεγάλε ιοτάτ η; Ή Βασίλισσα μένει γιά λί γο σκεπτική. — Θά του πήτε, λέει ύστε ρα άπό μιά μικρή σιωπή, αυ τές τις δυο λέξεις: «Συνάντησις ματαιοΰται». Τίποτε άλ λο. Κι5 εκείνος θά καταλάβη. — ΕΤ<μαι έτοιμος νά ξεκι νήσω γιά την Άμιένη, Μεγά λε ιοτάτη ! — Μιά στιγμή!, κάνει ή Βασίλισσα. Πρέπει νά έχετε κάτι μαζί σας. ένα σημάδι άναγνωρίσεως ώστε ό δούκας νά πιστέψη τά λόγια σας καί νά πεισθή πώς είστε άπεσταλυένος μου. Καί, καθώς μιλάει, ξεκρεμάει άπό τό λαιμό της ένα κολλιέ μέ μαργαριτάρια καί τού τό δίνει. — Π άρτε αυτό, τού λέει.
ταλάβη. "Οταν γυρίσετε μου τό έπιατρέψετε, — Θά μού δόσετε τό κολ ■ λιέ σας; ρωτάει παραξενεμένος ό ευπατρίδης. — Είμαι βέβαια ότι δέν πρόκειται νά χαθή, λέει εκεί νη χαμογελώντας. Είναι δώρο τού Βασιλέως. Μού τό χάρι σε την ημέρα τών γενεθλίων μου πριν άπό καιρό, όταν άκόμα ζούσαμε άγαπημένοι καί δέν είχε απλώσει τά δί χτυα του γύρω άπό τό παλά τι ό Καρδινάλιος. Ό δούκας ήταν σ’ αυτή τή γιορτή καί τό γνωρίζει. Ό Θεός μαζί σας, κύριε ντε Σαμπριέν. Ό ευπατρίδης κάνει μιά καινούργια ύπόκλισι καί κρύ βει τό κολλιέ στον έπενδύτη του. — Ελπίζω σύντομα νά έχε τε ευχάριστα νέα μου, Μεγαλειοτάτη, λέει. Χαίρετε. "Υστερα άπό λίγο, άνοίγει πάλι άθόρυβα ή μικρή πόρτα τού παλατιού καί ό ντέ Σα μπριέν γλυστράει στον έρημο δρόμο. "Ολα είναι πάντα ή συχα καί γαλήνια καί τίποτα δέν υποψιάζεται. Προχωρεί μέ γοργό βήμα προς τή συστάδα τών δέντρων, όπου πριν λίγη ώρα άψησε τ’ άλογό του, σαλ τάρει άπόα/ω του καί τραβάει τά γκέμια. "Υστερα άπό δυό λεπτά καλπάζει στή μεγάλη λεωφόρο πού φέρνει στήν έξο δο τής πόλεως. Ούτε καί τώρα άντιλαμβάνεται πώς τρεΐς καβαλλάρη δες, πού φορούν στολές τής σωμοποφυλακής τού Καρδι
£ Ο 'Μ ί Κ Ρ Ο I «<<<<«<«<<««<^<<<<<<<<<«<«^<<<«<«<<<<«<«<<«<<<«<<«<«<<<<<<<<«<<««««^ ναλίου , (*) τον έχουν πάρει τό κατόπι από μακ,ρυά και δεν τον αφήνουν από τά μάτια τους. Ούτε φυσικά μπορεί νά 5ή τό απαίσιο χαμόγελο·πού κρέμεται στά πρόσωπά τους; (*) ! Ο 5 Αριμ άνδο ς ν τ ύ^ Πλς σ ί ς, ό καρδινάλιος δούξ του Ρισελιέ ( 1585—1642), γέμισε μια με γάλη περίοδο τής Ιστορίας τής Γαλλίας μέ τή δράσι του. Άφοΰ σπούδασε^ την στρατιωτική /τέ χνη κΓ ήταν γίνη αξιωματι κός, ξαφνικά άλλαξε γνώμη κι5 έ γινε ιερωμένος. Τό 1622, άφοΰ πέρασε από διάφορα αξιώματα, έ γινε καρδινάλιος του Ρισελιέ καί τό 1624 ό Βσσιληάς τής Γαλλί ας Λουδοβίκος ό 13ος τον έκανε πρωθυπουργό του. Άπό τότε αρ χίζει ή παντοδυναμία του πρώην καρδιναλίου. Οί μηχανοραφίες δί νουν καί παίρνουν. Αρχίζουν οΐ πολιτικές δολοφίες, τις όποιες ό
Καθώς
όμως
άβουλος καί αδύνατος ^ Βασιλέας Λουδοβίκος αδυνατεί νά στοοματη ση. Ή σκοτεινή φυσιογνωμία του Ρισελιέ διευθύνει τά πάντα. Κα νείς από τό παλάτι δέν τολμάει νά τον αντιμετώπιση. εκτός άπό τη Βασίλισσα πού του φέρνεται μέ περιφρόνησι. 57Αννα η Αυ στριακή είναι μι'ά δυναμική γυ ναίκα παρ’ όλο τό νεαρό τής ήλικίας της —αυτή τήν εποχή εί ναι 23 χρόνων— καί δέν παραδέ χεται τις μεθόδους του Ρισελιέ. Προσπαθεί νά πείση ^ τον σύζυγό της νά τον άπομακρύνη άπό τήν εξουσία. Αλλά ό Λουδοβίκος εί ναι τυλιγμένος στά δύχτια τού καρδιναλίου — πρωθυπουργού καί δέν μπορεί νά σαλέψη. Ό Ρισελιε μισεί θανάσιμα τήν "Αννα τήν Αυστριακή. "Ενας σιωπηλός άλ λα φοβερός πόλεμος ξεσπάει με ταξύ αυτού καί τής Βασίλισσας. Στον πόλεμο αυτό δέν υπάρχει έλεος; Ό ένας άπό τούς δυο πρέ-, πει νά λείψη άπό τή, μέση.- Κάθε φίλος τής "Αννας είναι θανάσι-
έτοιμάζεται νά πηδήση στο άλογό του δέχεται μιά ξαφνική έπίθεσι.
ΙΠ
Π
Ο
Τ
Η
Σ
.
*
/
«««««««««<«««««<«««««««««««««««««««««««««««««« !Α*Λν«
ΙΜΑΜι
ί&ί&ί:
ΜΒββΙΪΙΙ
^!^·χ?&ν:’:ν·"'·5Χ·χ«·χ·!·χ·χ·χ"Γ·&·χ";·:·:ϊ;·'Λ·!'Χ·χ·χ«
«*:■
«•χ-
'0 μικρός Άνρυ Ντυβερνουά βλέπει μέ ανησυχία πλοίο που τους πλησιάζει. Η «ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΣ»
ΠΑΝΩ στη γέψυρα του τρικάταρτου «Παναγία του Ρέμς», πού διασχί ζει αυτό τό δειλινό του 1624 τό στενό τής Μάγχης μέ κατεύθυνσι προς τις γαλλικές ακτές, δυο άνθρωποι κυττάζουν ανήσυχα προς ένα ση.μεΐο του πελάγους, δπου δια γράφεται ή σιλουέττα ένός πλοίου. Τό πλοΐο αύτό εχει μος εχθρός του Ρισελιέ *Η σύκο, φαντία οργιάζει. Οί Γάλλοι γυ ρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Τό αΐμα βάφ&ι τοός δρόμους, 'Ο έμΦύλιος πόλεμος εχει ^ φουντώσει. Σ’ αυτό τό σημείο βρίσκονται τά πράγματα στη Γαλλία τη στιγ μή που άρχίζει ή ιστορία μας.
τό
άγνωστο
ανοιχτά δλα του τά πανιά κου φαίνεται πώς έρχεται προς τό μέρος τους. Ό πλοίαρχός του τρικά ταρτου, ό καπιταίν Πώλ Φερνέ, ένας γερός θαλασσόλυκος άπό τη Βρεττάνη, κυττάζει μέ ιό κανοκυάλι στερεωμένο στά μάτια,, προσπαθώντας νά ςεχωρίση τό σκαρί καί τη ση μαία του αγνώστου σκάφους, πού ολοένα καί τούς πλησιά ζει. Δίπλα του στέκει ένα παι δί, ό ’Ανρύ Ντυβερνουά, ένα αγόρι δεκάξη πάνω - κάτω χρόνων, πού άποτελεΐ μιά χτυπητή αντίθεαι μέ τό γέρο θοώασσινό. Είναι ενα όμορ φο παιδί μέ λίγες φακίδες στο πρόσωπο κι* ευγενικό πάρουν
I σκχοπικό. Φοράει Ιναν γκρίζο δερμάτινο επενδυτή χωρίς μα νίκια, πλατύγυρο καπέλλο μέ φτερό στο κεφάλι, σύμφωνα μέ τή μόδα τής εποχής, κοντή κι λότα, μακρυές μεταξωτές κάλ τες και μαλακές δερμάτινες μπότες πού φτάνουν λίγο πιο κάτω από τά γόνατά του. 5 Απ’ τό ζωστήρα του κρέμεται ένα σπαθί. Ό Φερνέ αφήνει τό κανοκυάλι καί γυρίζει προς τό μέρος του. — Είναι γαλλικό, κύριε Ντυβερνουά, του λέει. "Έχει τήν κιτρινοκόκκινη παντιέρα στο πλωριό άλμπουρο. Πολύ φοβάμαι πώς θά έχουμε φα σαρίες ύστερα από λίγο! — "Ισως είναι για μένα, λέει ήρεμα τό παιδί. — Χμ! Αυτό είναι ίσα ίσα πού φοβάμαι. Κάποιος πληροφόρησε τό Ρισελιέ πώς γυρίζεις στή Γαλλία κι5 εκεί νος στέλνει τώρα ένα περιπο λικό τής αστυνομίας μέ τούς σωματοφυλακές του νά σέ συλ λάβουν. Ανέκαθεν δεν τού α ρέσουν οί Ντυβερνουά, πού στάθηκαν αφυπνισμένοι φίλοι τής Βασίλισσας. Αφού σκό τωσε τόσο ύπουλα τον πατέ ρα σου στιγματίζοντάς τον μέ μιαν άτιμη κατηγορία, ζητάει τοορα νά εξόντωση καί σένα! Τό παιδί αναστενάζει. Ή άνάμνησι τού αγαπημένου του πατέρα πού δέν ζεΐ πιά τον γεμίζει μελαγχολία. — Θά πουλήσω ακριβά τή ζωή μου, πλοίαρχε!, λέει. Δέν πρόκειται νά τούς άφήσω νά μέ πιάσουν ζωντανό.
ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
ί
Ό καπετάνιος τόν κυττάζει ξαφνιασμένος. — Τί; Θέλεις νά χτυπηθής μαζί τους; ρωτάει. — Ναι!, αποκρίνεται το παιδί καί τό βλέμμα του δεί χνει μια σιδερένια θέλησι. Θά χτυπηθώ μαζί τους. — Αυτό δέ γίνεται!, λέει ό Φερνέ. — Γιατί; Ποιος θά^μ’ ε μποδίσω νά τούς χτυπήσω; Ό Θαλασσόλυκος χαμογε λάει. — Μά τό Θεό, μ’ αρέσεις έτσι πού μιλάς, κύριε Ντυβερ νουά. "Ομως δέ θά σ’ άφήσω νά τα βάλης μέ τά κοράκια του Ρισελιέ. Θά σέ σκοτώ σουν τό δίχως άλλο. Κι5 εγώ έδωκα τό λόγο μου στον λόρ δο Μπούκκινχαμ, τόν προστά τη σου καί φίλο τού πατέρα σου, νά σέ αποβιβάσω ζωντα νό στή Γαλλία. Μονάχα σέ έσχατη ανάγκη θά χρησιμο ποίησης τό σπαθί σου. Τότε θά μπω στο γλέντι κι5 έγώ καί δλο τό πλήρωμα τής «Πανα γίας». Θά τούς χτυπήσουμε παρέα. "Εχω κάποιο σχέδιο στο νοϋ μου. Φώναξε τόν υπη ρέτη σου. Τό παιδί δεν φέρνει άντίρρησι. — "Ισως έχεις δίκηο, πλοί αρχε, λέει. Δέν πρέπει νά βά λω σέ μπελάδες τό καράβι σου... Θά κάνω δ,τι μου πής. Μονάχα σέ έσχατη ανάγκη... — Τό καράβι δέ λογαριά ζεται !, αποκρίνεται άνασηκώνοντας τούς ώμους ό Φερνέ. Έμενα μ5 ενδιαφέρει πριν απ’ δλ« ή ζωή σου. Είμαστε δλοι
ΙΠΠΟΤΗΣ > 9 4<««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««<«« μέ τό μέρος τής Βασίλισσας και ξέρω πώς έσύ χρειάζεσαι στο έθνος. Σέ έσχατη ανάγκη όμως θά παλαίψουμε. Φώναξε τον Τριμπουσόν.... Άλλα ό Τριμπουσόν, ό υ πηρέτης του μιικρού Άνρυ Ντυβενουά, δεν τον ακούει. "Έ τους ναύτες κάτω στην πΛωρη. Τούς έχει... ζαλίσει μέ την ...κεραυνοβόλα δράσι του! — Έγώ λοιπόν δέν εΐμα» ό πρώτος τυ^όντας, τής λέει. Είμαι... πολύ ζάρικος καί δέ λογαριάζω τίποτα δταν μέ πιάσει τό... μπουρίνι! "Έτσι κι’ εκείνη τή μέρα βλέπω καβάλλα στ" άλογο δέκα ασκημο μούρηδες ληστές νά έρχονται κατά πάνω υου. «"Άλτ!» μου φώναζαν. «Απάνω τά χέρια!» Τότε έγώ τραβάω τό σπαθί μου «"Εμένα μέ λένε Τριμπουσόν!» τούς φωνάζω. «Καί ό Τριμπουσόν δέν παραδίνεται! Πολεμάει σά λιοντάρι καί δέν υποχωρεί ποτέ! Παραμέρισε νά περάθω!» Μά εκείνοι τό πήρανε στ" άστεΐα καί αρχί σαμε νά κοροϊδεύουνε. Τότε θυμώνω περισσότερο. Πατάω τά σπηρούνια στά πλευρά του άλογου μου καί έψορμώ... — Μόνος σου; ρωτάει μέ θαυιμασμό ένας ναύτης. — Μόνος μου! Ό Τριμπου σόν σέ τέτοιες στιγμές δέ θέ λει κανένα παρέα. "Εφορμώ λοιπόν καί έφορμοΰν κι" αυ τοί. Δέκα εκείνοι, ένας έγώ. "Απάνω μου έκεΐνοι, απάνω τους έγώ. «Πίσω καί σάς έ φαγα!» τούς φωνάζω. Καί τι
νάζω τό σπαθί μου προς τά έμπρός καί σουβλίζω τον πρώ το. Τον πετάω τον πρώτο καί αρπάζω τον δεύτερο. Τού κα τεβάζω μιά σπαθιά καί τον κόβω στη μέση. "Έρχεται ή σειρά τού τρίτου. Αυτός ήτανε λίγο ζόρικος. Μέ παίδεψε πεντέξη δευτερόλεπτα. Τον ξοφλάω όμως κι" αυτόν καί πιάνω τον τέταρτο. Τό σπαθί μου διασταυρώνεται μέ τό σπαθί του. Τον κάνω κιμαδιαστο καί πιάνω τον έβδομο καί τον όγδοο. •— Καλά. Ό πέμπτος κι" ό έκτος τί έγιναν; ρωτάει κά ποιος. Ό Τριμπουσόν ξεφυσάει. — Ό πέμπτος κι" ό έκτος ...πάθανε συγκοπή άπό τό φό βο τους! Κατάλαβες; — Ναί. Κατάλαβα. — Βγάζω λοιπόν άπό τή μέση τον έβδομο καί τον όγ δοο καί σβερκώνω τούς δυο τελευταίους. Αυτούς τούς γλέν τησα μέ την ψυχή μου. Που σέ πονεΐ καί πού σέ σφάζει. Τούς έκανα μπλέ - μαρέν στο ξύ λο. — Είσαι θηρίο, Τριμπουσόν! — Είμαι καί φαίνουμαι!, λέει υπερήφανα έκεΐνος. "Όλη η Γαλλία τό ξέρει ποιος είναι ό Τριμπουσόν. "Όταν φτάσου με στο Ρουέν, θά βγούνε νά μέ υποδεχτούνε μέ τις μουσι κές, γιατί ξέρουνε ότι τέτοια παλληκάρια σάν καί μένα μο νάχα κάθε χίλια χρόνια βγαί νουνε ! Καθώς μιλάει όμως, τό κα ράβι συναντάει κάποιο μεγα-
10
Ο : Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
««««««««««««««<«««««««««««««««««<«<«««««««««««
Οι 1 ναύτες ξεκαρδίζονται λυτερο κύμα και κουνιέται α πότομα. "Ενας, άδειος τενεκές στά γέλια καί προσπαθούν να του λαδιού^ πού βρίσκεται κά τον καθησυχάσουν. που εκεί κοντά στη ' σκάλα —- Δέν· είναι τίποτα, Τρι.μπουσόν ! " Ενας τενεκές έπε τού καταστρώιματός, κατρακυ σε. λάει καί, καθώς πέφτει άπο σκαλοπάτι · σέ ' σκαλοπάτι, Ό κοντόχοντρος υπηρέτης, · τοΰ Ντυβερνουά ρίχνει δεξιά κάνει έναν διαβολεμένο θόρυ κι* αριστερά* τούς πρσβολςΐς· βο. .. .των γουρλωρέ νων ματιών Ό Τριμπουσόν γίνεται πρά του κι5 όταν βεβαιώνεται πώς σινο-ικίτρινος, τινάζεται τρο μαγμένος από τή θέσι του, τοΰ λένε την αλήθεια, βγαίνει σταματάει την κουβέντα στη άπ5 τά σακκιά.· μέση και τρυπώνει πίσω από — ν Ελεγα κι5 έγώ!, λέει κάτι σακκιά. και φουσκώνει σά διάνος. ^Ε — Χριστούλη μου!, ξεφω λεγα κι5 έγώ πώς τολμήσανε νίζει.· Κουρσάροι πλακώσανε ' νά φανούνε κουρσάροι στη καί μάς ρίχνουνε κανονιές! Μάγχη άφού ξέρουνε πώς τα Βοήθεια καί μέ φάγανε μπα ξιδεύω... έγώ! μπέσικα ! Κι5 ετοιμάζεται ν5 άρχίση
Στέκει ξαφνικά καί βλέττει εναν κοντόχοντρο άντρα ιτον στιγώνει £νας ληστης.·
τον
μα
ΙΠΠΟΤΗΣ
11
Μ ·
<««<«««««««««««<<««««««««««««««««««««««««««««««
—- Άν κρύψεις αύτον τηού £η τσμε, λέει άνοια ό αξιωματικός, •θά το πληρώσής μέ τό κεφάλι σου.!
πάλι μιά Ιστορία για ένα α πό τά... καταπληκτικώτξρα κατορθώιματά του στη Μεσό γειο, άλλα σταματάει γιατί επί τέλους ακούει πού τον φω νάζουν. — Τριπουσόν, ό αφέντης σου ξελάρρυγγιάστηκε να σέ ζητάει. Σέ περιμένει στη γέ φυρα!, του λέει ό τιμονιέρης πού έχει φτάσει ώς εδώ κάτω για να τον άνακαλύψη. — ’Έφτασεεεε!, αποκρίνε ται σέρνοντας τη φωνή του ό Τριμπουσόν. 'Έφτασεεεε!... Καί, ολοστρόγγυλος κα* θώς εΐναι, αρχίζει να σκαρφαλώνη μέ χωρικές κινήσεις σ^ή σκάλα... άναβάλλοντας - γιά
άλλη φορά την κουρσάρικη ι στορία του... «ΕΝ Ο Ν Ο ΜΑΤI ΤΟΥ ΒΑΙΙΛΕΩΣ»
ΙΑ ώρα άργότερα έ'χει νυχτώσει. Τώρα, τό ά γνωστο πλοΐο, πού δεν εΐναι άλλο άπό τό «Κρουά Μπλέ», τό καταδιωκτικό, πού άνήκει στην προσωπική φρου ρά τού καρδιναλίου, βρίσκεται εκατό μέτρα μονάχα μακρυά άπό τό τρικάταρτο τού καπιταίν Φερνέ. Άπό τη γέφυρα του σηκώνουν φωτεινά σήματα άναγνωρίσεως καί μιά βαρεία φωνή άκούγεται άπό τον τη λεβόα : —Έδώ περιπολικό «Κρουά
Μ
\ϊ
6
Μ
ί
Κ
Ρ
Ο
ϊ
««««««««««««««««<<«««««««««««««««««««««««««<««« Μπλέ». Έν όνο μάτι τοΰ Βασιλέως σάς διατάσσουμε νά στα ματήσετε. "Εχουμε ένταλμα συλλήψεως για εναν επιβάτη σας. — Δεν υπάρχει κανένας έπιβάτης στο καράβι μου!, α παντάει φωνάζοντας θυμωμέ να ό Φερνέ. Έκτος από έμενα καί τό πλήρωμά μου δεν υ πάρχει άλλος στο πλοΐο μου... — Αυτό θά τό δούμε σε λί γο !, έρχεται κοφτή ή άπάντησι από τον τηλεβόα. Σταμα τήστε ! — Ό διάολος νά σάς πάρη κανάγηδες!, λέει μέσα από τά δόντια του ό γέρο θαλασσόλυκος. 5Αφού δεν μπορώ νά κάνω διαφορετικά, θά σταμα τήσω. Αλλά νά μη με λένε Φερνέ, άν δεν γυρίσετε μέ ά δεια χέρια στον αφεντικό σας... ΚΓ υστέρα φωναχτά δίνει διαταγές στους ναύτες νά μα νουβράρουν τά πανιά καί ή «Παναγία του Ρέμς» σταμα τάει καταμεσής στο πέλαγος. Σ5 αυτό τό μεταξύ, μιά βάρ κα ξεκινάει από τό άλλο πλοίο φορτωμένη σωματοφύλακες, πού έχουν άνάμεσά τους κά* ποιον πού φοράει στολή λοχα γού. Ή βάρκα πλησιάζει τό τρικάταρτο καί οι επιβάτες της σκαρφαλώνουν από μιά σκοινένια σκάλα πού τούς ρί χνουν άπό τό κατάστρωμα. Είναι δέκα ώπλισμένοι μέχρι τά δόντια άνδρες, πού κυτταζουν μέ άσκημο μάτι τον κα πετάνιο καί τό πλήρωμα. — Έσύ είναι ό καπετάνιος «■’ αυτό τό πλοΐο; ρωτάει ό ά-
ξιωματικός τον ασπρομάλλη ναυτικό καί τού ρίχνει μιά λο ξή ματιά. — Ή αφεντιά μου είναι. Μάλιστα!, αποκρίνεται ό Φερ νέ. — 3Από πού έρχεστε; — Άπό τό Ντόβερ. Φορτώ σαμε δέματα μέ μαλλί καί τά πάμε στο Καλαί. Δέν είναι ή πρώτη φορά που κάνουμε αυ τό τό ταξίδι. Επιβάτες δέν έχουμε! — Είμαι ό λοχαγός Ροσεφόρ!, λέει ό άξιωμοπΊκός. Α νήκω στήν υπηρεσία τής Αυ τού Πανιερώτητος τοΰ Καρδι ναλίου καί έχω ένταλμα συλ λήψεως γιά κάποιον Άνρύ Ντυβερνουά πού ταξιδεύει μ’ αυτό τό πλοίο. — Άνρύ Ντυβερνουά; ρω τάει μέ τό άθωότερο ύφος τού κόσμου ό Φερνέ καί αλλάζει ένα βλέμμα συνεννοήσεως μέ τούς ναύτες πού βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο κατάστρω μα. Πρώτη φορά ακούω αύτό τό όνομα. 'Όσοι ταξιδεύουν μέ τό καράβι μου είναι μπρο* στά σας. Ό Ροσεφόρ ζαρώνει τά φρύ δια. —- "Αν τον κρύβης, θά κρε μαστής μαζί του!, λέει άγρια. Αυτό στο λέω γιά νά τό ξε ρής. Δέν υπάρχει κανείς στή Γαλλία πού νά καυχιέται πώς κοροΐδεψε τον Καρδινάλιο. Ρίχνει ένα διαπεραστικό βλέμμα στο πλήρωμα καί κο:τόπι γυρίζει στούς σωματοφύ λάκες. — Εφτά άπό σάς άρχίστε τις έρευνες!, διατάζει.
ΙΠΠΟΤΗΣ
13
<««««««««««««««««««««««««<«««««««««««««««««««« Κ,ι’ δταν εκείνοι ψεύγουν στρέφεται προς τούς άλλους πού περιμένουν. — Δέστε αυτούς τούς πει ρατές!, λέει καί δείχνει τον πλοίαρχο και τούς ναύτες του. Έτσι θά είμαστε πιο ήσυχοι. Το βλέμμα του γεροθαλασ.σόλυικου σκοτεινάζει. —- Δεν πιστεύω νά μιλάς σοβαρά, λοχαγέ!, λέει. Έκεΐνος δεν καταδέχεται νά άπαντήση. Κυττάζει μονά\ ^ χα τους στρατιώτες του. — Κάνετε αυτό πού σάς είπα!, διατάζει. Οΐ σωματοφύλακες πηγαί νουν προς τό μέρος του πλοι άρχου. 3 Αλλά δεν έχουν λογάριασει καλά τά πράγματα, γιατί ό ασπρομάλλης θαλασ σινός5 είναι πολύ πεισματά ρης καί χειροδύναμος. 3Αφήνει νά τον ζυγώσουν κι3 δταν φτά νουν κοντά του, σαλτάρει πλά για καί οί βαρείες γροθιές του διαγράφουν ένα φοβερό τόξο στον άέοα καί κάνουν τά σα γόνια των δύο στρατιωτών πού ετοιμάζοντας νά τον δέσουν νά φεύγουν άπ’ τη θέσι τους. — Απάνω τους παιδιά!, φωνάζει. Οι άνδρες τού καπετάν Φερνέ δεν προ-σκηνάνε ! Εμπρός, παλληκάρια μου! Καί τότε γίνεται κάτι πού δεν τό περιμένει κανείς. Οί ναύτες, πού μέχρι εκείνη τη στιγμή έχουν ένα;μισοκακόμοι ρο ύφος, αλλάζουν απότομα, ηλεκτρισμένοι άπ3 τη φωνή τού καπετάνιου τους, σκορπίζουν καί κινούνται γοργά. Είναι ά οπλοι μ5 αυτό δεν τό λογαριά ζουν αυτή τήν ώρα. Ρίχνονται
στούς σωματοφύλακες καί μια άγρια, μά άνιση πάλη αρχί ζει στο σκοτάδι. Τήν ίδια στιγμή ό Ροσεφόρ τρίζει τά δόντια. — Σκοτώστε τους!, διατά ζει. Δε μάς χρειάζεται κανείς ζωντανός 2 "Υστερα, ξεχωρίζοντας τον Φερνέ ανάμεσα στούς άλλους, όρμάει μέ γυμνό τό ξίφος ε ναντίον του. -έρει πώς αυτόν πρέπει νά χτυπήση γιά νά ύποκύψουν οί ναύτες του. -—- Είσαι ένας γερο-ήλίθι ός!, φωνάζει. Στο είχα πή. Οί εξυπνάδες δεν περνάνε στον Καρδινάλιο. Παραδόσου! Μά ό Φερνέ κρατάει στά χέρια του ένα τσεκούρι καί δέν παραδίνεται. — Ζητώ ό Βασιληάς!, φω νάζει. Καί, καθώς βλέπει τό μα κρύ σπαθί ν3 άστράφτη πάνω άπ3 τό κεφάλι του, τινάζεται προς τά πίσω καί αποφεύγει τό χτύπημα. Ό Ροσεφόρ ό μως δέν τον αφήνει. Τά μάτια του άστράφτουν γεμάτα έχθρα καί τό ώπλισμένο χέρι του ση μαδεύει τήν καρδιά τού γέροθαλασσόλυκου. Ό Φερνέ βλέ πει τον κίνδυνο. Είναι χαμέ νος. Κάνει μιά απελπισμένη κίνησι. Πετάει τό τσεκούρι προς τό μέρος του. Μά εκεί νος είναι σβέλτος καί έξυπνος. Σκύβει καί μένει άνέγγιχτος. — "Εφτασε ή τελευταία στιγμή σου!, μουγγρίζει ό α ξιωματικός. — "Οχι ακόμα, κύριε!, άκούγεται μιά παιδική φωνή στο σκοτάδι.
14
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
«««<«<«<«<<<<«««<<««««««<«<«««<«<<«««<«««<<«<<««<««««««<< Ό Ροσεφορ γυρίζει ξαφνια σθένος καί τά μάτια του γε μίζουν έκπληξι. -εχνάει τον πλοίαρχο καί κυττάζει τούτον το νέο., ΊΓΓ·ού στέκει μπροστά του με ξεγυμνωμένο τό ξίφος του. — Ποιος είσαι εσύ; ρωτάει άγρια. — Με λένε "Ανρύ Ντυβερνουά !, άποκρίκεται τό παι* δί. Καί σπούδασα ξιφασκία στην ξιφασκιακή Ακαδημία τού·Λονδίνου. ΈκεΤ μ5 έμαθαν μαζί με τ’ άλλα νά μη δολο φονώ άοπλους ανθρώπους! — Έσύ, λοιπόν, είσαι ,ό Ντυβερνουά; — Όλόκληρος, κύριε. Στη διάθεσί σας. — Σε συλλαμβάνω!5 λέει κΓ ή φωνή του μοιάζει σά σφύριγμα φιδιού. Παραδόσου γυιέ τού προδότη! Καί, καθώς μιλάει, σαλτάρει σαν αίλουρος προσπαθών-' τας νά τον χτυπήση με τό σπα ποκρουει με τέχνη το χτύπη μα. -— Αυτό που είπες δέν θά τό ξαναπής, χαφιέ τού Καρδι νάλιου!, λέει με σφιχτά δόν τια. Κανείς Ντυβερνουά δέν πρόδοσε τη Γαλλία! Καί επιτίθεται. Τά ξίφη βροντούν στο σκοτάδι, δια σταυρώνονται καί βγάζουν χρυσές σπίθες. Είναι γερός στο σπαθί ό Ροσεφορ. Μά κι* ό 'Ανρύ δέν πάει πίσω. Τό λα στιχένιο κορμί του τινάζεται πότε εμπρός καί πότε πλάγια καί τό ώπλισμένο του χέρι κι νείται άνετα καί τεχνικά. Αυ
τό ζη τό δά λη
κάνει τον Ροσεφορ νά άφρίαπό λύσσα. Δέν μπορεί νά παραδεχτή πώς ένα τόσο παιδί τόλμησε νά τά βάμαζί του.! . -—- Είμαι τό πρώτο παιδί τής Γαλλίας!, λεει προσπα θώντας νά χαμογελάση. Τό πιο σωστό λοιπόν είναι νά πετάξης αυτό τό σίδερο.πού κρα τάς καί νά σηκώσης τά χέ ρια. 5Έτσι υπάρχει ελπίδα νά φτάσης ζωντανός στη στερηά! — Τώρα πού-θά σέ στείλω. στην κόλασι, άποκρίνεται τό παιδί καθώς αποκρούει ένα πλάγιο ' χτύπημα, θά πάψης νά λές κουταμάρες! Νά θυ μάσαι. πάντα πώς μέ λένε Ντυβερνουά! — Κι5 εμένα μέ λένε Ροσε φόρ ! Μην τό ξεχνάς! Πολεμάνε κι5 οί δυο άγρια. Γύ.ρω τους, δεξιά κι5 αριστε ρά τους, πολεμάνε οι άλλοι. Οί ναύτες κι5 οι σωματοφύλακες τού Ρισελιέ. Βλαστημάνε καί ξεφωνίζουν. Τά.ουρλιαχτά κι5 οί βρισιές τους γεμίζουν τό σκοτάδι. Μά τούτοι εδώ οί δυο, ό άντρας καί τό παιδί, αδιαφορούνε γιά δ,τι γίνεται γύρω τους. Χτυπιούνται μέ λύσσα. "Έχουν αρχίσει μ·ά μάχη χωρίς οίκτο καί έλεος. Τά σπαθιά ανταμώνονται στον αέρα, σχηματίζουν γωνίες καί τόξα, αγγίζουν τό στήθος, περνούν -ξυστά από τά πλευ ρά καί τούς ώμους τους, σφυ ρίζουν απαίσια. Ό αγώνας εί ναι γιά ζωή ή γιά Θάαντο. Μ ο νάχα εκεΐνο-ς που θά κερδίση σ5 αυτή τή μάχη έχ.ει ελπίδες νά ζήση!
ΙΠΠΟΤΗΣ
15
«<««««««««««««««<«««««««««««««<««««««««««««<««« ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ, Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ
ΤΟ μεταξύ όμως,—ενώ ό σκληρός αγώνας' συ νεχίζεται στο κατάστρω μα— .κάτω, μέσα στο σκάφος του τρικάταρτου, "συμβαίνουν μερικά τταράδοξα πράγματα. Ό παλληκαράς χονδρο-Τριμπουσόν... τρέμει σά νά τον επιασαν ξαφνικά θέρμες ! Τά δόντια του βροντούνε άγρια καί κινδυνεύει από τι ,μιά στιν μή στην άλλη νά... καταπιή τη γλώσσα του! — Πα. * Πα... Πα... να... να.:, γι... γι... γι.,.ά μου! τραυλίζει. Τί γί... γί... γί... νε... *νέ... ται... ται... έ... έ.. ■ 6ώ! ·" 1 Λίγη ώ.ρα πριν πλησιάση τό περιπολικό τού Καρδινα λίου, ό πλοίαρχος Φερνέ έδωκε ώρισμένες οδηγίες στο πλή ρωμα. "Υστερα βρήκε μιά κρυ ψώνα γιά τον Άνρύ Ντυβερνουά, απάνω στο πλωριό, άλ μπουρο, δπου, δσο καί άν έψα χναν, δε θά μπορούσαν νά τον άνακαλύψο.υν οί σωματοφύλα κες. Τό παιδί δέχτηκε νά κρυ φτή. Μα. δπως είδαμε, δταν άρχισαν οι φασαρίες, στο κα τάστρωμα μπήκε στη μέση καί άρχισε νά χτυπιέται μέ τον Ροσεφόρ. Ό Φερνέ κατό πιν βρήκε καί μιά κρυψώνα γιά τον Τριμπόυσόν. — Έσυ θά κρυφτής κάτω στη σεντίνα, είπε στον υπη ρέτη. Έκεΐ δε θά μπορέσουν νά σέ βρουν οί άνθρωποι τού Ρισελιέ. Ό Τριμπόυσόν χαμογελάει
και φουσκώνει σαν διανος. — 5Εγώ νά κρυφτώ; Δεν μέ ξέρεις φαίνεται καλά, πλοί αρχε! Ό Τριμπόυσόν δεν κρύβεται ποτέ... των ποτών! "Εχω δρεξι νά χτυπηθώ μ’^ έ να ολάκερο στράτευμα απ’ αυτούς τούς μισθοφόρους τού Κ αρδινάλίου. Ό Φερνέ προσποιείται πώς τον πιστεύει καί, επειδή ξέρει δτι ό υπηρέτης τού ’Ανρύ εί ναι λίγο «τρελλούτσ ικος» καί μπορεΐ νά κάνη καμμιά κουτά μάρα, τον πιάνει μέ τό καλό. — ξέρω Τριμπόυσόν παιδί μου, τού λέει. Θά χτυ πήσουμε τούς σωματοφύλα κες. Μην αμφιβάλλεις γι’ αυ τό. Αλλά δλα θά γίνουν μέ κάποιο σχέδιο. Τό σχέδιο αυ τό προβλέπει δτι εσύ θ’ άναλάβης τη φρούρησι τής... σεντίνας (*). Ό Τριμπόυσόν.... μαλακώ νει αμέσως. — "Αν πρόκειται γιά σχέ διο, λέει, αλλάζει τό πράγμα. Αναλαμβάνω την φρούρησι τής σεντίνας ύπευθύνως. Θά Υην υπερασπίσω... μέχρι θα νάτου ! Καί, δταν φτάνει ή ώ ρα, ό Τριμπόυσόν μπαίνει στην κρυψώνα του,, βέβαιος πώς δεν... κρύβεται, αλλά έκτελεΐ. πολεμική ύπηρεσίαΓ Κρύβεται λοιπόν καί περιμέ νει μέσα στο κατασκότεινο καί (*) Σέντινα λέγονται στα ■πλοία τά διπυθμένα. ^Το κατώτε ρο δηλαδή Μέρος του καραβ ι ου. ενα εΐδος μακρό-ατενου νατ.μηλοΟ τούνελ,, δπου νύνονται δλα τά βρωμά νερά καί τά λάδια.
«Ο
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
««««««««««««<««««<«««««««««««««««««<««««««««««< γεμάτο βρω-μόνερα διαμέρι σμα αυτό τοΟ σκάφους, δχτου είναι κάτι παραπάνω από άσφαλές. Κάνεις δεν θά σκεφθή νά τον άναζ ιτήση εδώ κά τω... Πρίν προχωρήσουμε όμως καί για νά κογ τλάβη ό άναγνώστ.,ς ποιος ακριβώς είναι ό ξακουστός αυτός παλληκαράς ό Τοιμπουσόν. είναι ανάγ κη νά τον περιγράφουμε. Φαντασθήτε ένα βαρέλι πού στη ρίζεται απάνω σέ δυο λιγνά πόδια πού μοιάζουν σά σπιρ τόξυλα. Στο απάνω μέρος του βαρελιού τοποθετήστε ένα κοντό λαιμό κι5 ένα χοντρό κε φάλι και έχετε μιά καρικατού ρα του... άνεκδιήγητου αυτού υπηρέτη. Τό πρόσωπό του στο λίζεται άπό μιά ύπεοβολικά μεγάλη καμπουοωτή μύτη πού θυμίζει παπαγάλο. Κάτω άπό τη μύτη υπάρχει ένα κομμάτι ...ιμαδη υένης οδοντόβουρτσας, πού πρέπει νά είναι τό μου στάκι του. Πιο κάτω, ύστεοα άπό δυο σαρκώδη χείλια, στο σαγόνι του κρέμεται ένα κοντό καί λεπτό ύπογένειο ό μοιο μέ... ποντικοουιρά. 'Ως καί στά μάτια του είναι... πρω τότυπος ό Τριμπουσόν! Τό έ να του μάτι, τό δεξί, είναι ςέ Θωρο γαλανό καί τό άλλο, τό άριστεοό, είναι κοασάτο καί κυττάζει πάντα δεξιά. Έτσι, όταν κουβεντιάζει σέ σένα, τό βλέμμα του ταξιδεύει στον δι πλανό του καί, όταν κουβεν τιάζει στο διπλανό του, τό μά τι του καοφώνεται σέ σένα. Παρ’ όλα όμως αυτά τά εξω τερικά του χάλια, ό Τριμπου-
σόν έχει καλή καρδιά κι9 εύ· γενικά αισθήματα. Μονάχα πού στιγμές - στιγμές δειλιά ζει καί τά κάνει... θάλασσα! Του άρέσει νά λέη ιστορίες πιο άπίστευτες κι’ άπ’ τά πα ραμύθια, γιά κατορθώματα του πού... ποτέ δέν έγιναν στην πραγματικότητα καί πού μονάχα τά... ονειρεύεται. Κατά τά άλλα ό Τριμπουσόν είναι ένας πολύ άξιοπρεπής ύπηρέτης, πού ξέρει νά γιαλύζει τίς μπότες του κυ ρίου του, νά ράβη τά κουμπιά τού επενδυτή του όταν ξυλώνονται, νά σιδερώνη ρούχα, νά περιποιήται τό άλογο, νά μη ζητάει μισθό καί νά μη δια μαρτύρεται όταν... πεινάει. Τό μοναδικό ελάττωμά του εί ναι τά... χέρια του. "Οταν άποφασίζει καιμμιά φορά πραγ ματικά νά πολεμήση, οι γρο θιές του γίνονται σιδερένια σφυριά πού συντρίβουν καί τό σπαθί του ρομφαία άκατανί κητη... Στην υπηρεσία του νεαρού Άνρύ Ντυβερνουά μπήκε υπό περίεργες συνθήκες. Γνωριστή κάνε ύστερα άπό ένα γερό... ξυλοδαρμό! Τό παιδί είχε ξε κινήσει άπ’ τό Ρουέν, την πα τρίδα του, γιά την Αγγλία, όπου θά σπούδαζε τη στρατι ωτική τέχνη. Ένα μεσημέρι, περνώντας άπ’ τον δημόσιο δρόμο, άκούει άνθρώπινα βογγητά. Κατέβηκε άπό τ’ άλογό του καί μπήκε στο δάσος. Τό τε είδε τον Τριμπουσόν γονα τιστό, γυμνό ως τή μέση μέ δεμένα τά χέρια στον κορμό ενός δέντρου... νά τρώη τής
ΙΠΠΟΤΗΣ 17 ««««««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««««< χρονιάς του! "Ενας κακομού τσουνος άντρας τον χτυπούσε μ’ ένα βαρύ μαστίγιο. Κι5 αυ τός βογγούσε καί ζητούσε βο ήθεια. Ό Άνρύ τον λυπήθηκε, μπήκε στη μέση, διασταύρωσε τό σπαθί του με τον άγνωστο, πού δπως έμαθε κατόπιν ήταν ένας ληστής, τον τραυμάτισε κι* δτοα/ εκείνος χάθηκε τρέχοντας μέσα στο δάσος, ελευ θέρωσε τον Τριμπουσόν. "Υστερα από δλα αυτά θά νόμιζε κανείς πώς ό Τριμπουσόν θά ευχαριστούσε καί θά φιλούσε τά χέρια τού σωτήρα του... "Ομως ό Τριμπουσόν... θύμωσε! — "Επρεπε νά μ* άφή σης!, είπε στο παιδί. Δεν εί σαι έν τάξει. — Νά σ’ άφήσω; παραξε νεύτηκε. Νά σ’ άφήσω νά σε δέρνη; — Ναι. Θά τον κανόνιζα μιά χαρά, αλλά μπήκες εσύ στη μέση καί μού χάλασες τη δουλειά... Δεν πρόφτασα νά... θυμώσω! — Δηλαδή; — Είχα τό σχέδιό μου ε γώ! Εμένα μέ λένε Τρκμπουσόν καί δεν τό βάζω κάτω εύ κολα! Αλλά βλέπεις μού την έσκασε μπαμπέσικα. Μ5 έπιά σε, μ5 έδεσε καί μέ σακάτεψε στο ξύλο. "Ωχ! Ή πλάτη μου. "Επρεπε νά μ’ άφήσης νά φάω κι5 άλλο ξύλο νά... θυμώσω περισσότερο... νά τού ριχτώ! Ό νεαρός Άνρύ Ντυβερνουά σταυροκοπήθηκε. —Καλά, αφού είναι έτσι, γειά σου... Μέ συγχωρεΐς... Άλλα, καθώς έτοιμάστηκε
νά σ αλτ άρει στη σέλα τού α λόγου του, είδε τον Τριμπου* σόν νά χάνη τό... χρώμα του. — Τί; Θά μ’ άφήσης τώ ρα μόνο; ρώτησε. Κι5 άν ξαναγυρίση πάλι καί μέ γραπώ σει; Τό παιδί χαμογέλασε. Μά δέν μού είπες πώς θά τον... κανόνιζες μιά χαρά άν είχες λυτά τά χέρια σου; Νά πού τώρα δέν είσαι πιά δεμέ νος. Ό Τριμπουσόν έξυσε τό κε φάλι του μέ αμηχανία. —Γιά καλό καί γιά κακό πάρε με μαζί σου... γιατί δέν έχω θυμώσει άκό-μα αρκετά!, είπε. Ό Άνρύ κατάλαβε. Τον λυ πήθηκε καί τον πήρε μαζί του. Στο δρόμο έμαθε την ιστορία του. Ήταν ένας φουκαράς, πού δέν είχε κανένα στον κό σμο καί πού ζοϋσε από μικρό κλοπές. Είχαν ρημάξει τά χω ριάτικα κοτέτσια μέ τον άλ λον, εκείνον πού τον έδερνε. Ήτανε συνεταίροι μά την η μέρα εκείνη ό Τριμπουσόν ξα φνικά αποφάσισε νά διαλύση... τον συνεταιρισμό καί νά γίνη τίμιος άνθρωπος. Αυτό δέν άρεσε στον σύντροφό του καί τον τιμώρησε μέ μαστίγω μα πού θά συνεχιζόταν ακό μα, άν δέν έμπαινε στη μέση τό παιδί. — Καί τώρα τί θά κάνης; τόν ρώτησε ό ’Ανρύ. — Χμ ! Δέν ξέρω ακόμα, άποκρίθηκε αναστενάζοντας. — "Ερχεσαι μαζί μου; "Ε χω ανάγκη από έναν υπηρέτη. Τά μάτια τού Τριμπουσόν
Λβ#»» ΙΙ11^*βί®1®8 Ϋ4^®?Μ0® ·ψφΜ,'' ■' ν:,*·'· ,Η Ρ% νΐΜ^ ΜΜ :(·:ί<·:·:·:
1 τ··^<
&»§§
ϋ3Ρ§
ν«?: ·:--·'<·
·:·μο ΛΜΛ;
β·:^
ΙΚϋ»! §§1§1$§| ϋΐϋ
ίί·ί:5?ν
ΡΡ» §§»/
Χ'.!>ώΓ
§ί«$ Λ·ώ*ί«%«κ
ΜΙ
δυο γυναίκες ξεφωνίζουν τρομαγμένες ένώ
μικ:τΓττοτϊ)ς Βι «σταυρώνει το στκχ&ί του με
τους ·<χγνωστούς
;|Ι%ι ,ί.-χ-χ-ν:.·:·:·:·
ί:ίΛ':·;^’?ίκ*>
20 αστράψανε άττό χαρά. — Μέ θέλετε; άρχισε τώρα νά μιλάει στον πληθυντικό. Μου τό λέτε σοβαρά; — Έν τάξει, Τριμπουσόνί 3Από σήμερα άνήκεις στην υ πηρεσία μου !, είπε μέ έπίση μο ύψος τό παιδί. Μέ λένε 3Ανρύ Ντυβερνουά... Κι3 έτσι ό 3Ανρύ^πήρε μαζί του στην Αγγλία τον Τριμπου σόν και τώρα ξαναγυρίζει πά λι μαζί στη ί αλλία, υστέρα άπό άπουσία δυο χρόνων, μέ τό τρικάταρτο του καπετάν Φερνέ. Ο ΤΡΙΜΗΟΥΣΟΝ ΑΝΔΡΑΓΑΘΕΙ
ΥΤΟΣ λοιπόν είναι ό περίφημος Τριμπουσόν καί αυτή είναι ή άληθινή του ιστορία. Καί τώρα, πού είναι τρυπωμένος στη σεντίνα τής «Παναγίας του Ρέμς» καί ακούει άπ3 τό κα τάστρωμα τις φωνές καί τό ποδοβολητό των σωματοφυλά κων, πού έρχονται άπό τό άλ λο πλοίο νά συλλάβουν τον Μικρό Ιππότη — έτσι συνηθί ζει νά λέη τον κύριό του ό Τρι μπουσόν—, ετοιμάζεται νά... δράση! Μά ξαφνικά ένας παράξε νος θόρυβος φτάνει στ3 αυτιά του. Είναι ένας θόρυβος πού έρχεται άπό πολύ ' κοντά. Γουρλώνει τό γαλανό του μά τι καί μισοκλείνει τό κρασάτο, προσπαθώντας ν3 άντιληφθή τί ακριβώς συμβαίνει, καί άπό» τομα άοχίζει νά τρέμη καί κιν δυνεύει νά καταπιή τη γλώστ®υ.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
— Πα... Πα... Πα... να..., να... γι... γι... ά μου!, τραυ λίζει._Τί... Τί... γί... γί... γί... νε.. νε ται εδώ μέσα; Ό θόρυβος είναι δίπλα του. Κάποιος εχθρός λοιπόν πρέ πει ύπουλα νά τον έχη ζυγώ σει στο σκοτάδι. 3/Ισως κιό λας νά τον σημαδεύη μέ τό σπαθί του έτοιμος νά τού τρυπήση την καρδιά. — Πίσω, άθλιε!, φωνάζει παίρνοντας θάρρος άπό την ίδια του τή φωνή. Πίσω καί σ: έφαγα! 3Αλλά ό θόρυβος δέ σταμα τάει. "Ολο καί πλησιάζει πιο πολύ προς τό μέρος του καί, ξαφνικά, ό Τρί'μπουσόν νοιώ θει κάτι σουβλερό νά άκουμπάει στην γάμπα του. Τώ ρα είναι βέβαιος πώς τον άγγίζει ή αιχμή ενός ξίφους καί ...ξαναχάνη τή φωνή του! — Βο... Βο... ή... η... θει.. θει... α!..., τραυλίζει. Καί τό βάζει στά πόδια. Τσαλαβουτάει στά βρωμόνερα, σκοντάφτει, σηκώνεται, ξα νασκουντάφτει, πέφτει καί δέν τολμάει νά γυρίση πίσω του. Τρέχει μέ τή ψυχή στο στό μα, βγαίνει απ’ τή σεντίνα, σκαρφαλώνει σέ μ νά σκάλα καί τότε μονάχα καταλαβαί νει πώς... ένα ποντίκι είναι αυτό πού τον έτρεψε σέ άτα κτη φυγή καί έρχεται ξωπίσω του! 3 Αλλά ό Τρι μπουσόν έ χει πάρει τώρα φόρα καί δέν σταματάει. 3Ανεβαίνει τή σκά λα καί τρυπώνει πίσω άπό έ να σωρό δέματα., ν3 άνασάνη. Έδώ τον περιμένει όμως μια καινούργια λαχτάρα! Τ®
ΙΠΠΟΤΗΣ 21 «««««««««<««««««<«««««««««<<««««««<««<<«««<«<<«<«<<«««« άμπάρι —γιατί δίπλα σ’ ένα άντιληφθούν. Θά τον δουν καί αμπάρι βρίσκεται— είναι γε θά πέσουν απάνω του σάν... μάτο σωματοφύλακες πού πα τά κοράκια! ραμερίζουν τα δέματα καί ψά — Αναθεματισμένο ποντί χνουν μέ τή φασαρία τους ν’ κι, τί μου έκανες!, λέει μέσα άνακαλύψουν τον Άνρυ. από τά δόντια του. Αλλά νά Τώρα αρχίζει ένα καινούρ μ ή μέ λένε Τριμπουσόν, άν γιο... τρέμουλο. 5Από τή θέσι δέν σ' εκδικηθώ άγρια... πού βρίσκεται, βλέπει τους Καθώς όμωξ μιλάει, κάτι σωματοφύλακες ν’ άνασημώ γίνεται πού του κόβει τό αίμα. νουν τό κεφάλι του^ προς τ’ Ένά δέμα από αυτά πού βρί απάνω καί να κυτταζουν τό σκόνται στο χείλος τού άμπα βουνό μέ τα δέμοπα. ριοΰ απ’ τό πολύ... τρέμουλο —Σαν ν' ακόυσα βήματα!, φεύγει από τή θέσι του καί λέει ένας. πέφτει βαρύ απάνω στούς σω — Λες να είναι αυτός πού μοίτο-φύλαικε-ς. ι'Ακούγετα(ι έ ζητάμε; ρωτάει ένας άλλλος. να άγριο ουρλιαχτό καί ό Τρι•— 'Αμ'^ ποιος άλλλος; Νά μπουσόν παρακαλάει ν’ άνοι δής πού κάπου εδώ γύρω μας ξη ή θάλασσα νά τον κατακρύβεται, λέει ένας τρίτος. πιή! Μά, πριν προφτάσει νά — Μέ εύχαρίστησί μου θά τελειώση τήν προσευχή του, τον περάσω στο σπαθί μου, ένα δεύτερο δέμα πέφτει στ5 άν τον πιάσουμε!, άκούγεται αμπάρι. Κι’ ύστερα αμέσως πάλι νά μιλάει ό πρώτος. Δι άλλο κι’ άλλο. Όλάκερο τό ψάω γιά αίμα απόψε! βουνό πού έχουν σχηματίσει Ό φουκαράς ό Τριμπουτούτα τά δέματα πέφτει στ’ σόν, μ' όλα τούτα τά λόγια αμπάρι καί θάβει κάτω από πού φτάνουν σάν κανονιές τό ασήκωτο βάρος του τούς στ5 αυτιά του, γίνεται χειρό σωματοφύλακες τού Ρισελιέ, τερα. πού φωνάζουν απεγνωσμένα — Αμάν! Θά πάω άδικα καθώς βλέπουν δτι πέσανε σέ σάν τό σκυλί στ5 αμπέλι!, δόκανο... συλλογίζεται. Θεούλη μου, κά Ό μόνος πού δέν μιλάει εί νε με νά... θυμώσω... ναι ό Τριμπουσόν. Καθώς βλέ Αλλά, αντί νά θυμώση, πει τά δέματα νά φεύγουν κά τρέμει περισσότερο καί τό τω από τά πόδια του, άρπάζε τρέμουλο τού κορμιού του με ^αι από ένα σκοινί καί κρέυεταδίδεται στά δέματα πού άται στον αέρα. ^Υστερα, όταν νάμεσά τους έχει τρυπώσει κι* καταλαβαίνει τί έχει συμβή, αρχίζουν νά τρέμουν κι' αυτά! σαλτάρει καί ρίχνει μιά περι Καί, καθώς τρέμουν, αρχίζουν φρονητική ματιά στο αμπάρι, νά κουνιούνται καί κουνιέται — Άμ’ τί νομίζατε!, λέει μαζί τους κι5 ό Τριμπουσόν! κι’ ένα χαμόγελο θριάμβου ζω Τώρα τό βλέπει πώς είναι χα γραφίζεται στο χοντρό πρό μένος! Δέν γίνεται νά μην τον σωπό του. Νομίζατε πώς θα
22
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Ζ
<<<<««<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<«<«<<<<<<<<<<<<<<«<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<
θέσι. Τον στριμώχνει -στην ά τά βγάλετε πέρα μέ τον Τοικρη τής κουπαστής και δλοι μπουσόν; Κορόϊδα! Τό τρε μούλα... ήταν προδιαγεγραμ πού παρακολουθούν τούτη τή μάχη ξεφωνίζουν χαρούμενα. μένο σχέδιο! "Έτρεμα αλλά είχα τό σκοπό μου πού... έτρε — Μπράβο, μικρέ! μα. Τώρα εκεΐ μέσα που βρι :— Απάνω του Ανρύ ! σκόσαστε ούτε δέκα βίντζια δέ — Γειά σου, μικρέ Ιππό μπορούν να σάς βγάλουν... τη ! "Όχι, παίζουμε! Ό Ροσεφόρ μέσα στο σκο Φτύνει περιφρονητικά προς τάδι τρίζει τά δόντια του υέ τό μέρος τού αμπαριού και λύσσα. Είναι ή πρώτη φορά σεινάμενος και καμαρωτός αρ • που αυτός, πού είναι όνομα χίζει ν’ ανεβαίνει ' τή σκάλα στός ως τό «πρώτο σπαθί» τής γιά ν’ άναγγείλη στους άλ Γαλλίας, τήν παθαίνει· καί έλους πού βρίσκονται στο κα ξευτελίζεται άπό ένα παιδί. τάστρωμα τον θρίαμβό του. Αλλά δέν θ’ άφήση νά ' τον. χτυπήση. Αγαπάει τή ζωή ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ του ό λοχαγός τού Ρισελιέ. ΤΟ κατάστρωμα όμως/ή Καί, καθώς ό Νίτυβερνουά δρσυμπλοκή . βρίσκεται μάει απάνω του μέ προτετα στο τέρμα της. Οι σω μένο τό ξίφος γιά τό τελευ ματοφύλακες πατάχτηκαν από ταίο χτύπημα, γέρνει απότο τούς ναύτες στη θάλασσα κι’ μα προς τά πίσω έξω άπό τά εκείνοι πού παλεύουν τώρα α κάγκελα τής κουπαστής, πα·ίρ πεγνωσμένα κι’ δσο γίνεται . νει μιά-τούμπα στον αέρα καί. πιο άγρια είναι ό. Ροσεψόρ και πέφτει στή θάλασσα. τό παιδί, — Είσαι ένας δειλός κι’ έΌ καπιταιν Φερνέ και μερι νας τιποτένιος!, τού φωνάζε·ι κοί από τούς άντρες του θέ ό μικρός Ιππότης καθώς σκσλουν νά βοηθήσούν τον μικρό βει έξω άπό τά κάγκελα καί Ντυβερνουά. "Αλλά εκείνος δέ προσπαθή νά τον διακρίνη στο σκοτάδι. Μά ελπίζω νά σέ συ τούς αφήνει. ναντήσω πάλι.' — Αφήστε με! Αυτός μού * — *Αν δέν τον φάνε τά σκυ ανήκει!, φωνάζξΐ. λόψαρά!, φωνάζει ό καπιταιν Ό λοχαγός τού Ρισελιέ εί Φερνέ. Θά καλοπεράση. ναι χλωμός τώρα. Τό ·πρόσοιΚαί άυέσως γυρίζει στού^ πό του έχει τσακίσει από την ναύτες του. κούρασι καί είναι φανερό πώς — Εμπρός, παιδιά... ’Α• άπό λεπτό σέ λεπτό εξαντλούν .νοΐχτε τά πανιά. Θά ξεκινή1 ται οι δυνάμεις του. "Ολα δεί σου με κι’ ό Θεός βοηθός. Βλέ χνουν πώς δεν θ’ άντέξη πο πω πώς κατεβάζουν· δεύτερη λύ. Καί πραγματικά μ’ ένα βάρκα'άπό τό περιπολικό. Μυ τεχνικό χτύπημα ό μικρός ίπρίστηκαν πώς έγιναν φασαρίπότης τον φέρνει σέ δύσκολη
ΙΠΠΟΤΗΣ
23
<*««««««««««««««««««««««<««««««««««««««<««««««« ες καί στέλνουν , ένισχύσεις. "Οσο νά' μαζέψουνε τούς σω ματοφύλακες και τον άξιωματιικό τους απ' τή Θάλασσα, υ πάρχει ελπίδα νά ξεφύγουμε μ έσα στο σκοτάδ ι. ΟΙ ναύτες δεν περιμένουν δεύτερη κουβέντα. Σκαρφαλώ νουν στα ξάρτια, κινούνται γοργά/ εκτελουν πρόθυμα τις διαταγές τού γερο^θαλασσόλυκου καΐ ύστερα από λίγα λεπτά ή «Παναγία του Ρέμςγ άρχίζει νά ταξιδεύη- πάλι. · — Τί. γίνανε σί εφτά σωμα τοφύλακες; ρωτάει ξαφνικά τό παιδί πού θυμάται. Είχανε κατέβει κάτω νά ψάξουνε νο μίζω. — Είναι έντάξει καί σέ χαι ρετάνε, αφεντικό!, άκούγεται ή φωνή τούΤριμπουσόν δίπλα του. Τούς κανόνισα καί’ τούς έφτά! |Καί ό ,παλληκαράς ιστορεί τά καθέκαστα.. Μονάχα πού αποφεύγει νά κάνη κουβέντα γιά τό... ποντίκι, καί γιά τό τρέμουλο. -— Μόλις τούς είδα μαζεμέ νους κάτω στο βάθος τού α μπαριού, λέει καί φουσκώνει άπό υπερηφάνεια, κατάστρωσα το σχέδιό μου καί άρχισα* νά τούς βομβαρδίζω με τά δέ ματα. Τούς κανόνισα μιά χαρα. Δεν-πρόκειται νά ζωντα* νέψη κανείς άπ' τούς έφτά. — Είσαι εντάξει, Τριμπουσόν!, λέει.ό πλοίαρχος. — Ευχαριστώ πολύ! κάνει καί στρίβει τή μαδημένη οδον τόβουρτσα πού έχει κάτω άπό Τή μύτη του. Καί άλλοι εκα
τόν έφτά νά ήτανε, θά τούς κοττάφερνα. Σ' αυτό τό μεταξύ δεν βλέ πουν πιά τό περιπολικό. Χα σομερνάεΓ νά μαζέψη, ψάχνων τας μέσα στο σκοτάδι, τούς σωματοφύλακες καί τον Ροσε»· φόρ πού βρίσκονται στή Θά λασσα καί χάνει- τά ίχνη τής «Παναγίας τού Ρέμς», πού ύ στερα άπό δυο ώρες έχει φτά σει στις γαλλικές ακτές. Ε δώ αποβιβάζονται ό Ντυβερνουά καί ό Τριμπουσόν. Τό παιδί ευχαριστεί τον πλοίαρ χο κι5 εκείνος τού σφίγγει τό Χέρ».
— Σου εύχομαι καλή τύχη', παιδί μου!, τού λέει. Στο πανδοχείο «Γαλανή Ακτή» θά βρήτε δυο άλογα πού σάς πε ριμένουν. Μ' αυτά θά ξεκινή σετε άμέσως γιά τό Ρουέν. — Καί σύ, πλοίαρχε; ρω τάει ό Άνρύ.' -— Έγώ θά ξ αναγυρίσω στήν Αγγλία, "απαντάει με λαγχολικά εκείνος. "Υστερα ά πό όσα έγιναν δεν Θά μ5 άρε σε νά πέσω στά χέρια τόύ Ρι σελιέ. Λοιπόν:, γειά σου καί ό Θεός μαζί σου, παιδί μου. Μην ξεχάσης τό ιερό χρέος πού έ χεις. Ν' άποκαταστήσης τή μνήμη τού συκοφαντημένου πατέρα σου. — Γι' αυτό γυρίζω, πλοί αρχε, στή Γαλλία, λέει ό μι κρός 'Ανρύ. Ελπίζω σύντομα νά μάθης ευχάριστα νέα. Χαι ρετισμούς στον δούκα τού Μπούικκινχαμ,· Νά τον διαβε βαίωσης πώς θά κάνω τό κα θήκον μου.
24
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»?>>»3>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΥΟ μέρες αργότερα, 6 μικρός Ιππότης και ό Τρι,μπουσόν φτάνουν στο Ρουέν. Είναι μιά συγκινη τική στιγμή. Π,ριν είκοσιπέντε μήνες ακριβώς ξεκίνησε άπό εδώ χαρούμενος και γεμάτος όνειρα ό Άνρύ Ντυβερνουά για νά σπουδάση στην "Αγ γλία. "Αφησε τον πατέρα του ευτυχισμένο κι" ένδοξο μυστικοσυμβουλο του Βασιληά καί τώρα πού γυρίζει δεν πρόκει ται νά συνάντηση παρά έναν νεοσκαμμένο τάφο καί ερεί πια. "Ενα λιγόλογο γράμμα πού πήρε πριν λίγες μέρες άπ" τον "Αβά - Πιέρ, παληό; οίκογενειακό τους φίλο, του ε ξηγούσε τά καθέκαστα. Ό Μωρίς Ντυβερνουά, συκοφαντημένος άπό τον Ρισελιέ, πέθανε μ" έναν ατιμωτικό θάνα το στην πλατεία τής Γρέβης. Καί τώρα γι" αυτό άκριβώς επιστρέφει εδώ, αφήνοντας στη μέση τις σπουδές του. Πρέπει νά άποκαταστήση τή μνήμη του πατέρα του. — Ό Μωρίς Ντυβερνουά, τού είπε ό λόρδος Μπούκκινχαμ την τελευταία μέρα πού έφευγε άπ" την "Αγγλία, υ πήρξε ανέκαθεν άφωσιωμένος στον Βασιλέα καί στη Βασί λισσα. Μην πιστέψεις πώς ή ταν δυνατό νά προδώση τή φι λία αυτή. Εΐναι μιά αισχρή συκοφαντία. Ό Ρισελιέ ζητού σε έναν τρόπο νά τον άπομα° κρύνη άπό τό Αοΰβρο, τό πα λάτι τού Βασιλιά, γιατί ήταν εμπόδιο στα σκοτεινά σχέδιά
του. Καί βρήκε τον τρόπο αυ τό, σκαρώνοντας μιά δήθεν συνομοσία εναντίον τού Αουδοβίκου, τής οποίας αρχηγός ήταν δήθεν ό πατέρας σου! Καί δυστυχώς πέτυχε. "Ομως σε σένα τώρα απομένει νά α πόδειξης τήν αλήθεια. Είσαι γενναίο παιδί. Πρέπει ν" άγίο νιστής, νά κάνης τ’ ά δύνατα, νά βγάλης τήν κηλίδα... Οί άνθρωποι τού Ρισελιέ θά σέ κυνηγήσουν καί θά σοΰ στή σουν παγίδες. Δέν πρέπει νά λυγίσης. Νά θυμάσαι πάντα πώς είσαι ένας Ντυβερνουά καί νάχης, όπως οι πρόγονοί σου, μοναδικό σκοπό τής ζω ής σου τήν τιμή καί τή δόξα. "Ολα αυτά^τά συλλογίζε ται τώρα, καθώς φτάνει —νύ χτα—ό Άνρύ Ντυβερνουά στο Ρουέν. "Από μακρυά, βλέ πει, τον μεγάλο προγονικό του πύργο μισογκρεμισμένο. Ό καρδινάλιος διέταξε, ύστερα άπό τήν καταδίκη τού πατέ ρα ταυ, καί τον γκρέμισαν. Βλέπει τά ερείπια καί ένα χέ ρι τού σφίγγει τήν καρδιά. Νοιώθει μιά απέραντη θλίψι καί ή θλίψι αυτή χσλυβδώνει τή θέλησί του ν" αγωνιστή. Μπροστά αυτός, πίσω ό Τριμπουσόν, διασχίζουν τούς σκοτεινούς κι" έρημους δρό μους καί στέκουν έξω άπό τήν πόρτα ενός μικρού σπιτιού πού περιβάλλεται μέ κήπο. "Εδώ μένει ό "Αβάς - Πιέρ. Τό παιδί θέλει νά μάθη απ’ τό στόμα του όλες τις λεπτομέοειες. Χτυπάει τήν πόοτα καί ύστερα άπό λίγο ό άβάς τον υποδέχεται και τον άγκα^
ί π η ο τ
η
ϊ
1$
«<«««««««««««««4«4<««««4««««««<4<4«<4<4««4«<«4444<44444444« λιάζει μέ συγκίνησι. Του διη γείται καί του περιγράφει μέ λεπτομέρειες την σατανική πλεκτάνη κι5 δταν τελειώνει του δίνει μια επιστολή. — Είναι οι τελευταίες λέ ξεις που έγραψε ό πατέρας σου, του λέει. Είναι ένα γράμ μα γιά σένα. "Οταν, λίγο πριν από την εκτέλεση τον εξομο λόγησα, μοΰ τό έδωκε καί του ύποσχέθηκα πώς θά φτάση στά χέρια σου. Ό Άνρύ σκίζει τό φάκελλο. Εΐναι ένα σύντομο σημείο μα. «Άνρύ, παιδί μου, τού γράφει. Κοα/είς από τούς Ντυβερνουά δεν υπήρξε προδό της. Κράτησε ψηλά τό μέτοπό σου. ^Πεθαίνω συκοφάντη μένος μά είμαι ήσυχος γιά τη μνήμη μου. Αργά ή γρήγορα θ' άποδειχθή ή αλήθεια. 3 Αγ ον ί σου γιά την τιμή καί τή δό ξα τής οικογένειας σου, /πού είναι τιμή καί δόξα γιά τή Γαλλία. Ό πατέρας σου». Τό παιδί μέ δακρυσμένα μάτια φέρνει στά χείλη του τούτο το χαρτί καί τό φιλάει. — Μείνε ήσυχος, πατέρα, λέει. Ποτέ δέν θά ξεχάσο τί πρέπει νά κάνο. Τό ίδιο βράδυ ό Άνρύ πη γαίνει στον τάφο τού πατέρα του. Γονατίζει καί μένει κά μποση ν ώρα σιοπηλός. Προ σεύχεται καί υπόσχεται. ΚΓ όταν σηκώνεται, στά μάτια του δέν υπάρχουν δάκρυα.Στο βλέμμα του καθρεφτίζεται ή φοβερή άπόψασι. Νά νικήση ή νά πεθάνη! ^ — Τί θά κάνης τώρα, παι δί μου; ροτάει ό ’Αβάς.
— Θά πάο στό Παρίσι, πάτερ!, απαντάει τό παιδί. Εκεί θ’ άρχίσο τον πόλεμο... Καί τά ξημερώματα δυο καβαλλάρηδες —ό 3Ανρύ Ντυβερνουά καί ό Τριμπουσόν— βγαίνουν άπ5 τή μεγάλη πύλη τού Ρουέν καί μπαίνουν στό δρόμο, πού θά τούς φέρει στις πιο απίθανες καί απίστευτες περιπέτειες. Τό παιδί δέν φαν τάζεται κάν δτι θά μείνη στην ιστορία τής Γαλλίας μέ τό ό νομα «Ό Μικρός Ιππότης του Παρισιού». ΕΠΙΘΕΣ1Σ ΛΗΣΤΩΝ
ΑΜΑΞΑ, πού ταξιδεύει αυτή τήν ώρα στον με γάλο δημόσιο δρόμο μέ κατεύθυνσι προς τό Παρί σι, φαίνεται δτι έρχεται από πολύ μακ·ρυά, γιατί τά άλογα πού τήν σέρνουν είναι γεμάτα σκόνη καί λάσπες. Καί παρό λο πού δείχνουν πολύ κουρα σμένα, ό άμαξας πού φοράει οίκοστολή καί ψηλό καπέλλα εξακολουθεί κάθε τόσο νά τά μαστιγώνη, προσπαθώντας νά τά κάνη νά τρέξουν περισσό τερο. Ή άμαξα άπό τήν έξο> τερική έμφάνισί της καί άπό τον θυρεό, πού έχει σχεδια σμένο στά πλάγια καί στό πίσω μέρος, φαίνεται δτι α νήκει σέ πρόσωπο πού κατέ χει κάποιο μεγάλο άξίωμα στό παλάτι τού Βασιληά Λου δοβίκου τού 1 3ου. Αυτή τή στιγμή δμως, οί επιβάτες της είναι δυο γυναί κες. "Ενα κορίτσι δεκάξη πά νω - κάτω χρόνων μέ ευγενικέ
26
Ο
Μ
ί
Κ· Ρ
Ο
ϊ
««««««<««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««« πρόσωπο, πού τό πλαισιώνουν ξανθές'μπουκλες, και μια η λικιωμένη κυρία μέ γκρίζα μαλλιά και αριστοκρατική έμφάνισ,ι. Καί οί δυο έπι-βάτιδες έχουν χλωιμό από την κόπωσι του. ταξιδιού πρόσωπο καί δε μιλούν. Είναι φανερό πώς βιάζονται να φτάσουν ό σο γίνεται πιο γρήγορα στο τέρμα τού ταξιδιού. Τα μά τια τού κοριτσιού δείχνουν α νησυχία. Τα δάχτυλά^της παί ζουν νευρικά μ5, ένα μαντήλι άπό μουσελίνα... · —- Δεν μού εξήγησες τί άκριδώς συνέβει, Σουζάν, λέει υστέρα άπό λίγο. Κάτι μού κρύβεις. Είμαι βέβαιη πώς ξέ ρεις την αλήθεια καί δεν τή
λές. Γιά νά σέ στείλη ή έξαδέλφη_ μου ή Βασίλισσα νά μέ ζητήσης μέ τόση βία, θά πή πώς κάτι σοβαρό συ μ βαίνε». —Σάς βεβαιώ, πριγκήπισσα, απαντάει ή γυναίκα μέ σεβασμό. Δέν μού είπε τίπο τα παραπάνω άπό εκείνα πού σάς είπα. Μού είπε: «Είναι άνάγκη νά γυρίση άμέσως ή Αουσιέν στο Παρίσι! Πήγαινε στο Σκαλιμπώ νά.τή φέρης. Πρέπει νά τής μιλήσω...» — Δέν σού είπε τίποτα άλ λο ; ' — "Οχι. Αυτά μονάχα που σάς είπα. — Περίεργο!, άναστενάζει τό κορίτσι. Γιά ποιο λόγο τά χα ή τόση βία;.
*'■— Έιτί τέλους! λέει γελώντας σατανικά ό Ρισελιέ. Ινα ένθάμιο άπό τη Βασίλισσα...
"Εχω
I
Π
Π
Ο . Τ
Η
Σ
27
'Ο Άνρύ Ντυβ-ερνουα νοιώθει νά τοΰ σφίγγεται ή καρδ.ά καθώς περνάει την είσοδο τής Φοβερή ς Β αστ ίλης.
— Ναι. Έδειχνε* μια παρά ξενη βία. 9Ηταν πολύ βιαστι κή και τρομαγμένη, σαν κάτι νά την βασάνιζε. Σά νά την παραμόνευε κάποιος κίνδυνος. ΉΣουζάν διστάζει νά συ νέχιση. Κυττάζει . γύρω της, σάν νά υποψιάζεται πώς κά ποιος τρίτος^ μπορεί ν5^ άκούση την κουβέντα τους. "Ύστε ρα. σκύβει προς τό αύτΐ τής Αουσιέν: — Μου μυρίζεται καρδινά λιος· πάλι!, λέει. . Το κορίτσι κάνει μιά φοβι σμένη κίνησι και τά γαλάζια μάτια της γεμίζουν ανησυχία. — Ό Ρισελιέ; ρωτάει με σιγανή φωνή — Ναί. Αυτός ό δαίμονας,
πού μ.ισεΐ θανάσιμα τή Βασίλισσά μας καί κατάψερε νά χωρίση σέ δυο αντίμαχό μένα στρατόπεδα τούς Γάλλους! Εΐχε έπισκεφθή προχθές τό Βασιλέα. "Οταν έφυγε, έγινε ένας μεγάλος καυγάς στο πα λάτι. Λίγο αργότερα, μέ φώναξε ή Βασίλισσα «πήγαινε νά μου φέιρης αμέσως τή Λουσιέν!», μου είπε. Καί ξεκίνη σα νύχτα, γιά τό Σκαλιμπώ. Ή μικρή πριγκήπισσα κά τι ετοιμάζεται νά ρωτήση.. "Ομως ξαφνικά στυλώνει τ? αυτιά καί ή κουβέντα μένει ;στά χείλη της. Ποδοβολητό αλόγων άκούγεται κοντά τους καί μιά άγρια φωνή πού δια τάζει :
28
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
«««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««««< —Κράτησε τά γκέμια σου, άμαξα! Σταμάτα, γιατί σέ σκοτώνω! Οί δυο γυναίκες κυττσζουν τρομαγμένες ή μιά την άλλη. — Παναγία μου!, ξεφωνί ζει το κορίτσι. Τί νά συμβαίνη; Ή Σούζαν σκύβει Απ' τό παράθυρο τής άμαξας. Ρίχνει μιά ματιά έξω καί ξαναβάζη μέσα τό κεφάλι της. — Είναι τρεις ληστές1, λέει μέ ξεψυχισμένη φωνή. Χαθήκαμε! Δεν πρέπει νά σταματήσουμε. Την ίδια γνώμη όμως έχει κι* ό άμαξας. Γιατί, παρά την απειλητική διοπαγή, έξακολουθεΤ νά μαστιγώνη τ’ άλογα πού τρέχουν τώρα περισσότε ρο. Άλλα οί καβαλλάρηδες δεν αστειεύονται. Μιά πιστολιά άκούγεται κι’ ό άνθρωπος μέ τό ψηλό καπέλλο καί την οίκοστολή αφήνει τά γκέμια άπό τά χέρια του. *Ένα μολύ βι τον πέτυχε στο στήθος. Γέρνει - πλάγια καί γκρεμίζε ται άπό τό κάθισμά του σ’ έ να χαντάκι πλάϊ στο δρόμο. Άλλα ούτε τούτη τή φορά ή άμαξα σταματάει. Απεναν τίας τ’ άλογα, τρομαγμένα ά πό τον πυροβολισμό καί νοι ώθοντας πώς δεν υπάρχει πια τό στιβαρό χέρι τού άμαξιλάτη νά τά κατευθύνη, αρχίζουν ασυγκράτητα νά τρέχουν σαν αφηνιασμένα. — Θεέ μου!, ξεφωνίζει ή ήλικιωμένη κυρία. Λίγο πιο πέρα άρχίζει ό γκρεμός! Εί μαστε χαμένες.
Ή Αουσιέν προσπαθεί ν’ άνοιξη τήν πόρτα. — Νά πηδήσουμε!, φωνά ζει. Νά πηδήσουμε! Αλλά ή πόρτα άπό τά α πότομα τραντάγματα τής ά μαξας, πού κυλάει άκυβέρνητη πότε στή μιά άκρη τού δρό μου καί πότε στήν άλλη μέ κίνδυνο άπό στιγμή σέ στιγ μή ν’ άνατραπή, έχει σφηνώ σει καί δέν άνοιγει. — Παναγία! Λυπήσου μας!, παρακαλάει τό κορίτσι καί βγάζει τό κεφάλι έξω άπ’ τό παράθυρο. Αλλά τήν ίδια στιγμή πέ φτει προς τά πίσω. "Ενας ά πό τούς καβαλλάρηδες πυρο βολεί. Ή σφαίρα περνάει ξυ στά πάνω άπό τον ώμο της καί καρφώνεται στο εσωτερι κό τού άμαξιοΰ. — Θέλουν νά μάς σκοτώ σουν !, κάνει άπελπισμένη ή Σουζάν. ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΩ ή άμαξα μέ τις δυο γυναίκες κατευθύνεται Ακυβέρνητη προς τό γκρεμό, οί τρεις καβαλλάρη δες σταματούν. Μένουν πίσω καί από τή θέσι αυτή παρα κολουθούν τήν τραγωδία. — "Ετσι εΐναι καλύτεροί, λέει ό ένας πού μοιάζει γ;ά άρχηγός. Τό πράγμα θά φανή γιά δυστύχημα καί κανείς δέ θά βάλη μέ τό νού του ότι κάτω άπό τις κουρελιασμένες αυτές φορεσιές κρύβονται σω ματοφύλακες τού καρδιναλίου. —Ή ’Άννα ή Αυστριακή θά
I
η
π
ο
τ
η
ι
φαρέση αύριο μαύρα χιά τήν ωραία ξαδέλψη της!, λέει καν χάζοντας ένας άλλος. Και νά μου τρυπήσης τη μύτη, άν ή Πανιέρότης του δεν πάη μέ δακρυσμένα μάτια νά τη συλλυπηθή! — Μά τό Θεό μ" αρέσει τ’, Αφεντικό μας!, λέει ό τρίτος. Πιάνει πουλιά στον αέρα. "0λα τά μυρίζεται και τίποτα δεν του ξεφεύγει. "Έβαλε στο μάτι τον ντε Σαμπριέν... πάει κι" αυτός. "Έγινε μακαρίτης! Κα] νά δής πώς χάρηκε δταν του πήγαμε τό κολλιέ μέ τά μαργαριτάρια πού είχε κρυμ μένο στον έπενδύτη του ό σκο τωμένος. "Αστράψανε τά μά τια του καθώς τό πήρε στά χέρια του και τό καμάρωνε. «Περί μένα» μάς είπε «πώς θά βρίσκατε κάποιο γράμμα α πάνω του. Μά αυτά αξίζει ό σο χίλια μαζί γράμματα!» Τί τά θέλεις, μ" αρέσει τ" αφεν τικό μας! "Απότομα όμως, καθώς μι λάει, ζαρώνει τά φρύδια. Δυο άγνωστοι καβαλλάρηδες φαίνονται στο βάθος τού δρόμου. Βγήκαν από τό μονοπάτι του δάσους καί κυττάζανε ξαφνια σμένοι την ακυβέρνητη άμαξα. — Ποιοί είναι αυτοί; ρω* τάει ό σωματοφύλακας. "Ολοι γυρίζουν καί κυττάζουν κατά τό μέρος πού δει* νει. "Ενας άντρας κι* ένα παι ί είναι οι.δυο καβαλλάρηδες^ Ό μικρός Ιππότης ^ "Ανρύ Ντυβερνουά καί ό «ζόρικος» υπηρέτης του, πού έχουν ξεκι νήσει απ’ τό Ρουέν καί συνε χίζουν τό ταξίδι γιά τό Παρί
ϊΐ σι. Δέν έκλεισε άττ5 τό· πρωί τό στόμα του 6 Τριμπουσόν. "Έχει ζαλίσει τον "Ανρύ μέ τίς απίστευτες ιστορίες Του. Καί τούτη ακόμα τή στιγμή, πού βγαίνουν άπ" τό δάσος, τού μιλάει γιά τά... μεγάλα κατορθώματα; του στη Μαύρη "Ήπειρο όπου, εννοείται δέν είχε πατήσει ποτέ... — Τον καιρό λοιπόν πού ή μουνα στην "Αφρική, λέει, εί δανε καί πάθανε γιά νά μέ στείλουνε πίσω στη Γαλλία. — Γιατί; ρωτάει τό παιδί καί χαμογελάει. — Δέν είχα αφήσει λιον τάρι γιά λιοντάρι ζωντανό!, λέει ό Τριμπουσόν καί χαϊ δεύει · υπερήφανα την ποντικά ουρά πού κρέμεται στο πη γούνι του. Δέκα τή μιά μέρα, είκοσι την άλλη, πενήντα την παράλλη. Μπάμ ! Καί κάτω! Πότε μέ την πιστόλα μου, τό τε μέ τό σπαθί μου. Μέ ε?χε φοβηθή τό μάτι τους! «Αμάν κύριε Τριμπουσόν!» μοΰ λέει ό Βασιληάς τών άραπάδων «κάνε καί λίγο κράτει γιατί χαθήκαμε! "Έτσι που πας θά έρημώση ή ζούγκλα καί δέν θά μείνη ούτε γιά δείγμα έ να λιοντάρι οπήν "Αφρική! Λυ πήσου μας!» Τούς λυπήθηκα καί γύρισα στη Γαλλία φορ* τω μένος χρυσάφι. Δέν είχα ό μως βλέπεις μυαλό καί... -αφνικά σταματάει νά μι λάει καί γουρλώνει τά μάτια του. Κάποια πιστολιά άκούγε ται. Είναι ή πιστολιά πού ξά πλωσε νεκρό τον άμαξηλάτη. Ό Τριμπουσόν γίνεται χλω μός καί τρέμει. Σοώτάρει
ΪΟ . Ο Μ I Κ Ρ ο 1 «4«4«««««««<«<««««««««««««««««««««««««««««<«4<««4 τ' αλογό του καί τρυττώνε: ανάμεσα στα δέντρα. Μάς φάγανε μπαμπέσι κα, κύριε 'Ανρύ!, φωνάζει. Μέ τραυματίσανε! "Ωχ! Πα ναγιά μου, είμαι πληγωμένος! Απάνω τους να πάρω πίσω τό αΐμα μου! — "Αφησε τις σαχλαμάρες κι*· έλα μαζί μου, Τρίιμπουσόν!, διατάζει τό παιδί. Κά τι συμβαίνει στο δημόσιο δρό· μο. Ό πυροβολισμός ήταν μακρυά! Καί πατάει τό σπηρούνια του αλόγου του. Ό Τριμπουσόν ψάχνεται κυττάζει δεξιά, κυττάζει άριστερά δεν βλέπει κανέναν, δεν ακούει άλλη πιστολιά καί, κάνοντας την άνάγκη' φιλοτιμία,, ξανανεβαίνει στο άλογό του καί ακολου θεί τον ’Ανρύ. · Καί τότε, καθώς βγαίνουν άπό τό μονοπάτι στο δρόμο, βλέπουν την άμαξα πού καλ πάζει προς τον. γκρεμό.- Τό παιδί καταλαβαίνει αμέσως τγο
τρεχει προς τα εκεί και με μια σβέλτη κίνησι πηδώντας άπό τη σέλα του άλογου του στην άδεια θέισι του αμαξηλάτη πιάνει τα γκέμια. Τα άφηνιασμένα άλογα, νοιώθοντας πά λι πώς κάποιο σιδερένιο χέρι κρατάει τά χαλινάρια τους, σταματούν τον άγριο καλποοσμό. Καί είναι καιρός, Αίνα μέτρα πιο κεΐ χάσκει ένα σκο τεινό βάραθρο. "Ενα λεπτό καθυστέρησι καί δλα θά ήταν χαμένα. Τό παιδη όδηχώντας έπι6έξιας υποχρεώνει τάλογα νά
ξαναμποΰν στο δημόσιο δρό μο καί τώρα πού - πέρασε κά θε κίνδυνος πηγαίνει να δή ποιοι είναι οί επιβάτες τής ά μαξας. Καθώς πηγαίνει όμως, βλέπει 'τόν Τριμπουσόν... νά είσπράττη συγχαρητήρια! Ό χοντρός υπηρέτης έχει ^ανοί ξει —-χειροδύναμος καθώς εί ναι— τη σφηνωμένη πόρτα τού αμαξιού καί οί δυο γυναί κες χλωμές άπό τον κίνδυνο πού διατρέξανε τον ευχαρι στούν πού τις ε-σωσέ. — Σάς παρακαλώ! Σάς παρακαλώ ! λέει ό · Τριμπουσαν καί καμαρώνει σάν γύ φτικο σκεπάρνι. Δεν υπάρχει λόγος νά μ5 εύχαριστήτε. "Ε κανα τό καθήκον μου.· Καί σα ράντα· ακόμα άλογα άφηνιασμένα νά είχε -ή άμαξά σας θά τά κατάφερνα. Μιά φορά πού ήμουνα στην Αυστρία, μ ιό; ά μαξα είχε τριάντα πέντε άλο γα... Αλλά δεν προχωρεί περισ σότερο. Καθώς βλέπει τον 'Ανρύ νά πλησιάζη... καταπί νει τή γλώσσα του καί παρα:μερίζει κάνοντας μιά ύπόκλισι. Τό παιδί χαιρετάει ευγενι κά καί ρωτάει τις δυο γυνοακες πώς συνέβη νά χάσουν τον άμαξηλάτη τους. Έκεΐνες ίστο ρούν μέ δυο λόγια την περιπέτειά τρυς. — Βοηθήστε μας, κύριε, νά ξεφύγουμε, λέει ·ή Αουσιέν υέ δακρυσμένα μάτια. Εΐναι ά~ νάγκη νά φτάσω απόψε στο Παρίσι... — Θά φτάσετε δεσποσύνη, λέει τό παιδί. Ήσυχάστε. Μονάχα πού πρέπει νά ξεμπερ
ί η η ο τ η ϊ 3ΐ ««««««<«α«««««4«<«<4<««««««««««Κ«««<4«««««<«4<««««€Ϊ δέψούμε πρώτα μ5 αυτούς. τά έμπρός τό ώττΑισμένο του • χέρ ι* * Ετοι μάσου νά πεθάνης ί Καθώς μιλούσε, είχε 8ή .τούς τ(ρεΐς' σωματοφύλακες, — Μήν είσαι βιαστικός, κύ του Ρισελιέ νά έρχωνται προς ριε!, απαντάει χαμογελώντας τό μέρος του. Μέ μια σβέλτα τό παιδί καί γλυστράει πλά κίνηση' βγάζει τό πιστόλι, για ξεφε-ύγοντας τό ' χτύπημα. του σημαδεύει και πυροβολεί. Μπορεί σέ λίγο ν’ άλλάξης "Ενας από τούς τρεΐς άνατρέγνώμη! ' ' πεται και πέφτει. Μά σχεδόν ■ Καί, καθώς αποκρούει μιά άμέσως σηκώνεται και άντι- • δεύτερη σπαθιά πού έρχεται πυροβολεΐ. Τό παιδί, σκύβει, από τό μέρος τού άλλου άντι ξεφεύγει τή σφαίρα κάΐ σαλπόλου του, γέρνει · προς τά τάει στο άλογό του. Οι γυναί εμπρός, τό' σπαθί του άκουκες τρομαγμένες κρύβονται μπάει στή χαίτη τού αλόγου στο βάθος του άμαξιόύ και ό του καί μέ μιά κίνησι αστρα Τριμπουσσν... πίσω από τις πής φτάνει πολύ, κοντά καί ρόδες του. χτυπάει κατάστηθα τον καυ— 5Απάνω τους, κύριε Άνχησάρη σωματοφύλακα. Εκεί ρύ!, Φωνάζει.· Απάνω τους νά νος αφήνει, ένα βογγητό καί μη μάς πάρουν τον αέρα οι γκρεμίζεται. κανάγηδες. . — Στο είχα π ή νά μήν εί Ό Άνρύ,· άφού άδειάζει τά σαι τόσο βιαστικός, κύριε-, πιστόλια του, τραβάει τό'σπα λέει τό παιδί καί από ένστι θί του καί χτυπιέται μέ τούς κτο σκύβει καθώς ακούει . νά καβαλλάρηδες. ’Έχςυν ζυγώ σφυρίζει ή λεπίδα ενός άλλου σει καί επιτίθενται. Όρμάνε σπαθιού πάνω από τό κεφά απάνω του βγάζοντας άγριες λι σου. κραυγές λύσσας, γιατί ό έ “εφεύγει κι’ απ’ αυτό τό ύπουλο χτύπημα καί· μέ μιά νας απ’ τούς συντρόφους τους πληγώθηκε, Τό παιδί όμως σβέλτη κίνήσι υποχρεώνει τό δέ χάνει την ψυχραιμία του. ■ άλογό του νά σαλτάρη πλά "Ησυχα, μελετημένα, μέ' γορ για. "Υστερα ορμάει σαν σί γές· καί σβέλτες κινήσεις, σαν φουνας απάνω στον άλλο·. Τώ νά πρόκειται γιά ένα μάθημα ρα που είναι ένας κι’ ένας τά ξιφασκίας καί όχι γιά μια πράγματα είναι πιο. εύκολα. σκληρή μάχη, αποκρούει τά. Τά σπαθιά διασταυρώνονται· χτυπήματα γυρίζοντας εδώ πάλι, αστράφτουν οί ατσαλέ κύ'έκεΤ κάνοντας τούς άντιπάνιες λεπίδες καί ό θάνατος λου,ς νά αφρίζουν απ’ τό θυ παραμονεύει κάπου έκεΐ κον τά. "Ενας από τους δύο -πρέ μό τους. -τ— "Ο,τι.καί νά κάνης, δέ πει νά πεθάνη. θά γλυτώσης από τή μύτη τού — Πεταξέ τό σπαθί σου σπαθιού μου, «μωρό!, μουγγρύ καί παραδόσου!, φωνάζει τό ζει ό πιο μεγαλόσωμος από παιδί. τους δυό καθώς τινάζει προς —Αυτό δέ γίνεται !,· άπο-
32
0
Μ
3
Κ
Ρ
Ο
ϊ
<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<* κρίνεται ό άλλος και τά μά τια του άστράψτουν άττό μιάν/ άγρια μανία. Πρώτα θά σέ σκοτώσω. "Υστερα βλέπου με. "Έχει δή τον πρώτο σωμα τοφύλακα πού ζυγώνει ύπου λα τον ’Ανρύ. Ελαφρά πληγώ μένος άπό τή σφαίρα του παι διού έρχεται προς τό μέρος του κρατώντας τό πιστόλι του στο χέρ,ι. Αλλά λοναριά/ει χωρίς Τον Τριμπουσόν. Ό... παλληκαράς υπηρέτης του μι κρού Ντυβερνουά, πού έχει τρυπώσει κάτω άπό τ’ αμά ξι και παρακολουθεί τρέ μ όν τας την άγρια συμπλοκή, βλέπει τον κίνδυνο πού δια τρέχει ό κύριός του καί έπί τέλους αποφασίζει ν’ άρχίση τή δράσι του! Τινάζεται ορθός και βγά ζει τό ξίφος του και επιτίθε ται. — Απάνω τά χέρια όλοι γιατί σάς έσφαξα!, φωνάζει. Ό σωματοφύλακας μέ τό πιστόλι γυρίζει ξαφνιασμένος καί, καθώς βλέπει αυτό τόν κοντόχοντρο μέ την κωμική έμ φάνισι άνθρωπο, πού έρχεται νά του χαλάση τά σχέδια, σφίγγει τά δόντια. Στρέφει τό πιστόλι προς τό μέρος του καί πιέζει τή σκανδάλη. Ό άέρας γεμίζει καπνούς καί μπαρούτι. Ό Τριμπουσόν ό μως τώρα έχει... θυμώσει! Πηδάει πλάγια καί ή σφαίρα πάει χαμένη. Τό επόμενο δευ τερόλεπτο, τό βαρελοειδές κορμί του πού έχει μιά κατα πληκτική ευκινησία, πραγμα τοποιεί ένα πήδημα καί πέ
φτει σαν ^ ένας... έλέφσν-τας άπάνω στον δολοφόνο. Ό σω* ματσφύλακας δέχεται ένα φο βερό χτύπημα στο κεφάλι καί πέφτει άνάσκέλα, χωρίς πνοή: Ό Τριμπουσόν πατάει θρι αμβευτικά στο στήθος του. — Έτιμωρήθηκες, άθλιε!, λέει. "Επρεπε νά ξέρης ποιος είναι ό Τριμπουσόν! Τήν ίδια στιγμή τό παιδί τσακίζει μέ τό σπαθί του τον τρίτο καβαλλάρη πού γκρεμί ζεται κι* αυτός βογγώντας ά πό τό άλογο. — Έν τάξει, κύριε Άνρύ!,, φωνάζει ό παλληκαράς υπηρέ της του. Τούς φάγαμε. ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ
ΕΚΑ λεπτά άργότε,ρα, ή άμαξα μέ τις δυο γυ ναίκες, άφήνοντας πίσω της τούς τρεΐς πληγωμένους ανθρώπους τού Ρισελιέ, συνε χίζει τό δρόμο της προς τό Παρίσι. Αμαξάς είναι ό Τριμπουσόν καί, μά τήν άλήθεια, κάνει θαυμάσια τή δουλειά του. Μέσα στ* άμάξι είναι τό παιδί κι5 οί δυο γυναίκες. Τό κορίτσι μέ τις ξανθές μπούκλες τόν κυττάζει μέ θαυμα σμό. Αλλά καί ή Σούζαν δέν βρίσκει λόγους νά τόν εύχαριστήση. — Σάς χρωστούμε τή ζωή μας, κύριε, τού λέει Ποτέ δέν θά τό ξεχάσουμε. — Όνομάζουμε ’Ανρύ Ντυ βερνουά, λέει τό παιδί. Τό σπαθί μου καί ή ζωή μου εί ναι πάντοτε στή διάθεσι έικείνων πού κινδυνεύουν.
ΙΠΠΟΤΗΣ
33
««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««<««««« — Ντυβερνουά; ρωτάει ή κοπέλλα ξαφνιασμένη. — Μάλιστα. ’Ανρύ Ντυβερ νουά. — Κι5 ό Μωρίς Ντυβερ νουά; ρώτησε ή ηλικιωμένη κυρία. —- * Ηταν πατέρας μου!, αποκρίνεται μελαγχολικά τό παιδί. — Γνώρισα τον πατέρα σας, λέει ή Λουσιέν. Στο πα λάτι τον έβλεπα τακτικά. 9Η ταν ένας πραγματικός εύγενής... Ή Βασίλισσα θά χά ρη δταν μάθη πώς γυρίσατε στη Γαλλία. — έ,ρει πώς ό πα τέρας σας υπήρξε θύμα του καρδιναλίου... — Θά ήθελα νά μιλήσω στην Αυτής Μεγαλειότητα, αναστενάζει ό "Ανρύ. Αλλά πριν άπ5 αυτό θά πρέπει νά συναντήσω κάποιον... "Έχει σκοτεινιάσει πιά 6“ ταν ή άμαξα φτάνει στο Πα ρίσι. — Που θά σταθώ; ρωτάει σκύβοντας ό Τριμπουσόν που ξέρει καλά τούς δρόμους τής γαλλικής πρωτευούσης γιατί έχει ζήσει πολλά χρόνια εδώ. Σέ ποιο δρόμο θά σταθούμε; ’— Στο Αούβρο, αποκρίνε ται τό κορίτσι. . , —Στο παλάτι; κάνει ό Τρι μπουσαν καί, γουρλώνει τά μά τια του. — Ναί. Στο παλάτι. -— "Αμάν, Τριμπουσόν!, λέει ό υπηρέτης καί τραβάει ενθουσιασμένος τά γκέμια. "Έκανες την τύχη σου. Μοΰ μυ
ρίζετοα πώς θά γίνης αυλικός... Αίγο αργότερα όμως, ό Τρι μπουσόν χάνει τό κέφι του. "Οταν φτάνουν έξω άπό το Αούβρο· καί αποβιβάζονται οι δυο γυναίκες μαζί μέ τον "Ανρυ, δυο άντρες μέ μακρυές μπέρτες πηγαίνουν κοντά στο παιδί! — Είστε ό κύριος Ντυβερ νουά; ρωτούν. — Μάλιστα!, αποκρίνε ται ό μικρός ιππότης καί φέρ νει τό χέρι στη λαβή τού ξί φους του. , — Μην κάνεις κουταμάρες μικρέ!, τού λέει ό ένας άπό τούς αγνώστους άγρια. Καί, πριν προφτάσει νά κάνη δεύτεοη κίνησι, τού κλεί νουν τό στόμα καί, μπροστά στά έντρομα μάτια τών γυναι κών, τον αρπάζουν. Τό παιδί παλεύει άπεγνωσμένα. "Ομως οί δυο αυτοί άντρες είναι χει ροδύναμοι καί τεχνίτες σέ κάτ> τέτοιες απαγωγές, πού γί νονται πολύ συχνά αυτή τήν εποχή στο Παρίσι. Τον μετα φέρουν σ' ένα κλειστό μακού άμάξι πού περιμένει πιο έκεί. "Υστερα άπό μΐσή ώρα 6 νεαρός Άνρύ Ντυβερνουά περ νάει τή μεγάλη πόρτα τών φυ λακών τής Βαστίλλης. Μονά χα ένα θαύμα μπορεί νά τον σώση άπό τον φριχτόν αυτό τάφο τών ζωντανών άνθρώπων! Γιατί, όπως λέει ό λαός, «όποιος μπαίνει στή Βαστίλλη δέ βγαίνει ποτέ ζωντανός!»
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ-
ΙΠΠΟΤΗΣ
Ί-ΚΩΝ ΠΕΡΊ Π ΕΤΕ I ΩΝ
Γραφεία: 406ός Αέκκα 22 ■ν’ Άριθ. - 1! Φ Τιμή δραχ. 2 — ■ 111111 Ιί*3—
——
ι ■
-1 ΊΙ I ■ ΙΙ·> I »Ι· I ·τι· ί·Ι ——τι·· II
I I■
————
—μΙ——^——1
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Ρεωργιάδης, ' Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)-ντής: Στ. Άνεμοδουρας, *Αριστείβου 174. Προ^στ. Τυπ.:. Α. Χατζή βασιλείου, Αμαζόνων 25
Στο τεύχος 2,.· πού κυκλοφορεί·.την ερχόμενη εβ δομάδα μέ τον τίτλο:
ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ ό Μιικρός Ιππότης αντί κράζει τό θάνατο καί κατορ θώνει κάτι, πού κάνει ολόκληρη τή Γαλλία
να τον
θα,υμάαηΓ "Οσο για τον Τριμπουσόν, φοβάται,, τρέ μει καί... άνδραγαθεΐ! Δεν πρέπει νά χάση κανείς τό τεύχος 2!
'
τσ# ΕΚηΡψΡ
τα ΓΜ Λ77
ΐκγττη κηεΓ-^% κη !£Χ£ί ΤΡετγ- ν μπήζει κάποιο* ΙΒΡΓΒΝΗ! ^ ΕΚΕ'/
ΜΕΣΑ ΣΤΗ 3ΑΣΤΙΛΛΗ
στη Γαλλία μπορούν νά καυχηθούν δτι κατάφεραν νά ΝΕΑΡΟΣ ’Ανρύ Ντυ; βγουν ζωντανοί από εδώ! ’Άν βερνουά, τό τολμηρό είχα, τουλάχιστον, τό σπαθί παιδί, καθώς περνάει ;μου, δλα θά ήταν διαφορετικά. ανάμεσα στους δυο άγνωστους Δεν έχει τό σπαθί του 6 πού τον συνέλαβαν, τη μεγά μικρός ιππότης. Μέσα στην λη πόρτα των φυλακών της άμαξα, με τήν^ οποία τον μεΒαστίλλης, νοιώθει ένα παγω τέφεραν ως εδώ, τον άφώπλί μένο χέρι νά του σφίγγη την σον όταν θέλησε ν’ άντιστακαρδιά. Δεν έχει πια καμμιά θή. Καί τώρα είναι άοπλος, αμφιβολία πώς έπεσε σε δό ανίκανος νά παλαίψη. "Ομως κανο (*) καί, καθώς βαδίζει, δεν βάζει τό κεφάλι του κάτω τό μυαλό του δουλεύει εντατι ό ’Ανρύ. Είναι αποφασισμέ κά προσπαθώντας νά βρη έ νος νά παίξη κορώνα - γράμ ναν τρόπο σωτηρίας. ματα τη ζωή του έστω κΓ άν — Πρέπει νά γλυστρήσοο πρόκειται νά πεθάνη. Χίλιες από τον τάφο αυτό!, σκέπτε Φορές καλύτερος ό θάνατος μέ ται, πριν με κλείσουν στά σκο τό σπαθί στο χέρι παρά τό τεινά καί ανήλιαγα υπόγειά αργό ξεψύχισμα ανάμεσα στις του, απ’ βπου θά είναι αδύ αλυσίδες. νατο νά ξεφύγω. Ελάχιστοι ^ Στό· .μεγάλο προαύλιο υ πάρχουν 'μερικοί στρατιώτες, (*) Διάβασε τό ττρωτο τεύχος: πού τον κυττάζουν κοροϊδευτι«Για την Τιμή και τη Δόξα».
©
ΤΙΜΗ
ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
4
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
«««««««««««««««««««««««««««««««««<«<<<<<<<<<<<<,?<<<<<<<^ κά. Είναι ή πρώτη φορά πού βλέπουν έναν τόσο μικρό φυ λακισμένο. — Πάει! Χάλασε τό φρού ριο!,^ λέει ό ένας απ’ αυτούς. Αφού άρχισαν να στέλνουν και μωρά εδώ μέσα. Τί φοβη θήκανε απ’ αυτό τό παιδί και τό φέρανε στη Βαστίλλη; Ό ’Ανρύ δεν προφταίνει ν’ άκούση τη συνέχεια της κου βέντας, γιατί εκείνοι πού τό; συνοδεύουν είναι βιαστικοί. Τον σπρώχνουν σε μιά χαμηλή στοά, πού φωτίζεται μ’ ένα φανάρι τού λαδιού κρεμασμέ νο στο ταβάνι. Προχωρούν κά μποσο ακόμα καί στέκουν έ ξω από μιά πόρτα. Χτυπάνε καί περνάνε μέσα. "Ενας άν θρωπος με βλέμμα φιδιού κά θεται πίσω από ένα τραπέζι Φοράει μιά μαύρη ρόμπα καί τό πρόσωπό του μοιάζει μέ νεκροκεφαλή. "Έχει μπροστά του ένα χοντρό κατάστιχο κι’ ένα φτερό πού τό χρησιμοποιεί γιά πέννα. Δίπλα στο κατά στιχο υπάρχουν μιά πήλινη κανάτα μέ κρασί κι5 ένα πο τήρι. "Εχει αδειάσει, φαίνε ται, αρκετό, γιατί τά χνώτα του βρωρούν απαίσια. ^ —Καλώς τό πουλάκι μου !, λέει καγχάζοντας καθώς βλέ πει τό παιδί. Τα φιδίσια μάτια του περι εργάζονται τον ’Ανρύ άπ5 την κορυφή ως τά νύχια. — Πώς σε λένε; ρωτάει. — Είμαι γυιός τού Μωρίς Ντυβερνουά!, αποκρίνεται μέ σταθερή φωνή τό παιδί. Λέγο μαι 5Ανρυ Ντυβερνουά... Μ5 έ πλασαν έξω από τό Λούβρο τή στιγμή πού βοηθούσα δυο
κυρίες νά κατέβουν από την αμαξά τους. Δεν ξέρω γιά ποιό λόγο μέ φέρανε εδώ... — Δέν τό κατάλαβες; λέει καί καθώς χαμογελάει δείχνει τά κίτρινα δόντια του ό άν θρωπος μέ τή μαύρη ρόμπα. Σοβαρά λές πώς δέν τό κατά λαβες; *— Ναι. — Σέ είδανε αδύνατο, κύ ριε Ντυβερνουά, καί σέ φέ ρανε ν’ άλλάξης τον αέρα σου στά υπόγεια τής Βαστίλλης’ Καί ξεσπάει σ’ ένα δυνατό γέλιο. Μαζί του γελούνε τώ ρα γιά τό «έξυπνο» άστεΐο καί οί δυο άγνωστοι πού συνέλα βαν τό παιδί. Ό μικρός ιπ πότης νοιώθει μέσα του νά φουντώνη ένας φοβερός θυμός. °Ομως προσπαθεί νά δείξη ψύχραιμος. Κάτι πέρασε σαν αστραπή στο μυαλό του. ’Άν πετύχη... — "Ωστε εσύ είσαι ό Άνρύ Ντυβερνουά!, λέει ό άνθρωπος ;μέ τά φιδίσια (μάτια, καί τρα βάει μπροστά του τό χοντρό κατάστιχο. Ό γυιός τού Μωρίς Ντυβερνουά; — Μάλιστα. — Δέν πάει πολύς καιρός πού μούκανε μιάν έπίσκεψι κι5 ό πατέρας σου. Αλλά εκείνος ήταν πολύ πεισματάρης καί δέν ήθελε νά τό παραδεχτή πώς ώργανώθηκε μιά συνωμο σία εναντίον τού βασιληά. — Ό πατέρας μου δέν ή ταν δολοφόνος!, τον κόβει α πότομα τό παιδί. Τον συκο φάντησαν καί τον καταδίχα σαν άδικα! Έκεΐνος άνασηκώνει τούς ώμους καί τον κυττάζει λοξά.
I
Π
Π
Ο
τ
Η
9
%
Ύίηβρα Αρχίζει νά ξεφυλλί ζη Το κατάστιχο. Παίρνει τό φτερό κι5 ετοιμάζεται νά γράψη· Λ Λ — Είσαι καί συ ζόρικος, βλέπω!·, λέει κοροϊδευτικά. Άλλα σέ λίγο θά γίνης ήμε ρος σαν αρνάκι. Υπάρχει ε δώ μέσα ένας θάλαμος γιά βασανιστήρια, πού κάνει φρό νιμους σαν κορίτσια όλους ε κείνους πού θέλουν νά παρα στήσουν τούς έξυπνους. Στο λέω γιά νά τό ξέρης... Τό παιδί αισθάνεται ένα σύγκρυο νά τό κυριευη. Μά τό μυαλό του δεν σταματάει^ νά σκέπτεται. "Εχει έπισηιμάνε^ι με τό μάτι ένα σπαθί, πού κρέμεται στον τοίχο πίσω άπό τή ράχη εκείνου πού του μιλάει. Μετράει την άπόστασι καί λογαριάζει τις κινήσεις πού πρέπει νά κάνη γιά νά τό φτάση... — "Εχετε ένταλυα συλλή-1 ψεως; ρωτάει ό άνθρωπος με τή μαύρη ραμπα.^ Ό ένας από τούς δυο άγνω στους σκύβει καί κάτι του ψ'θυρίζει στ5 αυτί. Εκείνος κου νάει τό κεφάλι του. Ό Άνού ρίχνει μιά πλάγια ματιά στον άλλον πού στέκει δίπλα του. Δέιν φαίνεται νά τον προσέχη. Παρακολουθεί τούς δυο πού κουβεντιάζουν χ α μηλόφωνα. Σφίγγει τά δόντια. Είναι μιά ευκαιρία. "Η τώρα ή ποτέ! "Ολες οί ϊνες του κορμιού του τεντώνονται καί οί σιδε ρένιοι μυώνες του μπαίνουν σέ κίνησι. Κάνει ένα βήμα πλά γιο, τεντώνει τό πόδι καί κα ταφέρνει ένα γερό λάκτισμα στο στομάχι εκείνου πού στέ
κει δίπλα του. Ταυτόχρονα τα χέρια του απλώνονται γοργά, φουχτιάζουν τή βαρεία πήλι-: νη κανάτα πού βρίσκεται στο τραπέζι, τήν άνασηκώνουν καί τήν κατεβάζουν μέ δυναιμι στά δυο κεφάλια πού σι γοκουβεν τ ιάζοον. Μισό λεπτό αργότε ρα σαλτάρει απάνω στο τρα πέζι, ξεκρεμάει από τον τοίχο τό σπαθί, τό τραβάει άπό τή θήκη καί ένα χαμόγελο θρι αμβευτικό αστράφτει στο ό μορφο πρόσωπό του. Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ
ΛΑ αυτά έχουν γίνει μέ μιά κεραυνοβόλα ταχύ τητα καί οί τρεΐς άν θρωποι, πού βρίσκονται αυτή τή^στιγμή στο δωμάτιο αυτό του φρουρίου, αισθάνονται πο λύ άσχημα. Ό άνθρωπος μέ τα φιδίσια μάτια έχει πέσει μέ τά μούτρα στο τραπέζι, α νίκανος νά σαλέψη άπό τό δυ νατό χτύπημα πού δέχτηκε. Ό δεύτερος κρατάει τό στο-' μάχι του καί βογγάει διπλός μένος στά δύο. Ό τρίτος ό μως, πού τραυματίστηκε επι πόλαια άπό τήν κανάτα, έχει συνέλθει κι5 ύστερα άπό τήν πρώτη έκπληξι άφίνει ^μιά ά γρια βλαστήμια νά του ξεψύγη καί, σέρνοντας τό ξίφος του, επιτίθεται. — Είσαι τρελλός, Ντυβεονουά, γιά νά νομίζης πώς θά ξεφύγης άπό εδώ μέσα!, λέει μέ σφιχτά τά δόντια. — Μή βιάζεσαι νά βγάζης συμπεράσματα!, αποκρίνεται τό παιδί καθώς διασταυρώνει τό σπαθί μαζί του καί άπο*
Ο
6 Ο Μ I Κ Ρ Ο 2 ««««««««««««««<Μ«««««««««««««««««««««««««««««* κρούει μέ τέχνη τό χτύττημα. "Οποιος είναι βιαστικός σκον τάφτει, κύριε! Καί, καθώς μιλάει, τεντώνει τό χέρι και ή μύτη τού σπα θιού του διαπερνάει τό μπρά τσο τού αντιπάλου του. Τό ξί φος του πέφτει στο πάτωμα. Βγάζει ένα βογγητό καί σκύ βει νά τό πιάση μέ τό αριστε ρό του χέρι. 5Αλλά ό νεαρός Ντυβερνουά δεν τον αφίνει. Σαλτάρει άπ5 τό τραπέζι καί μέ μια δυνατή γροθιά τον α νατρέπει. Ό ψηλός άντρας νοιώθει δλα τά πράγματα νά παίρνουν μιάν απίθανη βόλτα γύρω του, ζαλίζεται καί ^τι νάζεται στον απέναντι τοίχο σάν άδειο σακκί. Τό παιδί τρέχει τώρα προς την πόρτα, τήν ανοίγει, βγαί
νει έξω καί * τήν κλειδώνει μ* ένα κλειδί που βρίσκεται α πάνω στήν κλειδαριά της. "Υ στερα μέ γοργές κινήσεις, πα τώντας αθόρυβα καί μέ τό γυ μνό σπαθί του στο χέρι, γλυστράει προς τήν έξοδο τής στοάς. Πριν βγή στο προαύ λιο κοντοστέκεται. Δυο απ’ τούς στρατιώτες κουβεντιά ζουν μέ τόν σκοπό τής πύλης; Πώς θά περάση άνάμεσά τους; Ό μικρός ιππότης κυττάζει^τά υψηλά τείχη πού τριγυρνάνε τούτο τό φοβερό φρού ριο. Είναι αδύνατο νά ξεφύγη από έκεΐ. Πρέπει νά βρή)άλ λον τρόπο, πιο σίγουρο. Άλλά ό τρόπος αυτός εΐνου α νάγκη νά βρεθή πολύ σύντο μα. Γιατί σέ λίγο θά είναι άρ^ γά καί δλα θά πάνε χαμένα.
Τό ηρωικό παιδί σαλτάρει απάνω στο τραπέζι και τό σπαβί του αποκρούει τό πρώτο χτύπημα!
ΙΠΠΟΤΗΣ 1 ►»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»>»*»»»»»»»»»»»»»
—Τώρα δά σου πώ/ κύριε καρδινάλιε, γιατί σ’ εψερα εδώ!, λέει ό Τριμπουσσν.
Εκείνοι πού εΐναι κλειδωμέ νοι στο δωράτιο αρχίζουν κιό λας νά βροντούν την πόρτα καί φωνάζουν. Κάποιος θα τους άκουση. Κι* υστέρα θά σημάνη συναγερμός και το βα ρύ κανόνι πού βρίσκεται στίς επάλξεις του πύργου θά βρον τήση ξυπνώντας τους σωματο φυλακές καί τή χωροφυλακή του καρδιναλίου. — Κάτι πρέπει νά κάνω, λέει τό παιδί καθώς κυττάζει δεξιά κι5 αριστερά. Κάτι πρέπει^νά κάνω... -αφνικά, τό μάτι του πέ φτει στο φανάρι του λαδιού, που κρέμεται άπ? τό ταβάνι καΐΛ φωτίζει θαμπά τή στοά. Βρήκε τί πρέπει νά κάνη. Γυ ρίζει προς τά πίσω, κάνει με
ρικά βήματα καί σηκώνει τό σπαθί του. Τό φανάρι δέχεται ένα δυνατό χτύπημα, γίνεται χίλια κομμάτια καί τά σπα σμένα του τζάμια πέφτουν μέ πάταγο στο πάτωμα. "Ενα πη χτό σκοτάδι άπλώνεται στή στοά. Οί στρατιώτες που κουβεν τιάζουν μέ τον συνάδελφό τους στην είσοδο τού φρουρίου άκοΰνε τό θόρυβο καί κυττάζουν γύρω τους γιά μιά στιγμή παραξενεμένοι σάν νά ζητουν νά μαντέψουν από πού προέρχε ται ό θόρυβος αυτός. "Υστε ρα, άφίνουν στή μέση τήν κου βέντα καί τρέχουν πρό^ τή στοά. Ό Άνρύ κολλάει τη ρά χη του στον τοΐχο. Γίνεται έ*· να μέ τή νύχτα καί περιμένει.
I 6 Μ ί Κ Ρ ΰ ϊ ί<<44<4<<<<<4Μ<<<4<ί<4444ΐ<«Μ4Μ<*4<4ί<<<4<«<<Κ<<4<<<Μ<<<4<44Μ<<4<4<<44Μ<<44«4<<<4 Οί δυο οτρατιώτες περνούν τρέχοντας από μπροστά του άλλα δεν τον βλέπουν, Στέ κονται μερικά μέτρα πιο έκεΐ και παραξενεύονται περισσό τερο δταν άκούνε μια πόρτα που βροντάει. — Κάποια φασαρία γίνε ται στο γραψεΐο τού άρχ(φύ λακα!, λέει ό ένας από τούς δυο. Και κάποιος έσπασε τό Φανάρι του διαδρόμου. — Πάμε προς τά έκεΐί, λέει ό άλλος. Και αρχίζουν νά προχω ρούν ψηλαφητά μέσα στο πη χτό σκοτάδι. Την ίδια στιγμή ό 5Ανρύ Ντυβερνουά γλυστράει προς την έξοδο και βγαίνει στο προαύλιο. Βαδίζοντας στη σκιά, πλησιάζει χωρίς νά γίνη αντιληπτός στο πίσω μέρος τής σκοπιάς. Ό φρουρός στρα τιώτης μέ τό όπλο στον ώμο, στέκει ακίνητος. Τό παιδί πέ φτει στις υγρές πλάκες καί σέρνεται σά φίδι μέ την κο λιά προς τό μέρος του. Τώρα βλέπει καθαρά τη ράχη του. Πλησιάζει λίγο ακόμα καί άπότοιμα τινάζεται ορθός. Ή μύτη τού σπαθιού του άκουμπάει στο λαιμό τού στρατιώ τη* — ’Άν κινηθής, εΐσαι χα μένος!, τού λέει χαμηλόφωνα. Τσιμουδιά, άν αγαπάς τη ζωή σου. Ό στρατιώτης κάνει μια κίνησι τρομαγμένος. Μά τό σπαθί τού 'Ανρύ Ντυβερνουά μένει στη θέσι του. Ή αιχμή του τρυπάει ελαφρά τό δέρ μα τού φρουρού. Τά μάτια του γεμίζουν φόβο, καθώς βλέπε; μπροστά του εκείνον πού πριν
μια ώρα έφεραν μέ την κλει στή άμαξα οί χωροφύλακες τού καρδιναλίου. — Τό παιδί!, λέει μέ πνι χτή ανάσα. Τό παιδί! — Δώσε μου τό όπλο σου !, διατάζει ό 5Ανρύ. Ό στρατιώτης βλέπει στι δέν μπορεί νά κάνη διαφορετ κά καί παραδίνει τό όπλο του. Ί ό παιδί τό παίρνει στά χέρια του καί μέ μιά σβέλτη κίνησι γυρίζει τήν κάννη προς τό μέ ρος του καί τον σημαδεύει. — ’Άν φωνάξης πριν περά σω τήν εξώπορτα, τού λέει, θά πυροβολήσω! Καί νά τό ξερής !^ Δέν θά φταίοο εγώ αν ή σφαίρα σου τρυπήση τήν καρδιά! Καί, καθώς μιλάει, οπισθο χωρεί μέ γοργό βήμα, σημα δεύοντας πάντα τον στρατιώ τη πού μένει ασάλευτος. Μέ τό αριστερό του χέρι σηκώνει τήν άμπάρα τής πόρτας, τήν ανοίγει καί βγαίνει. "Οταν φτάνει στις μεγάλες πέτρινες σκάλες πού φέρνουν στο δρό μο, γυρίζει τή .ράχη. Δέκα μέ τρα πιο έκεΐ βλέπει τήν κλε1στή μαύρη άμαξα μέσα στήν όποια τον έφεραν εδώ. Ή θέσι τού αμαξά είναι άδειρχ. Ό ό δηγός της θά πήγε σέ καυμιά από τις γύρω ταβέρνες, όπου συχνάζουν οί στρατιώτες, ·/ άδειάση κανένα ποτήρι κρασί. Ό 'Ανρύ δέν σκέφτεται καί πολύ. Τρέχει, σαλτάρει απά νω, πιάνει τά γκέμια καί μαστιγ-ώνει τά άλογα. "Υστερα από ένα λεπτό τό κλειστό μαύ ρο αμάξι κυλάει σαν δαιμονι σμένο προς τήν πλατεία τού Λούβρου, διασχίζοντας τούς
ΙΠΠΟΤΗΣ
9
««««««««««<««««««««««««««««««««««««««««««««««
4
δρόμους του Παρισιού. Κανείς δεν μπορεί να ύποψιαστή, πώς ή άμαξα αυτή, που έχει τό έμ βλημα τής αστυνομίας, οδη γείται άπό έναν δραπέτη των Φ υλοκών τής Β αστ ίλλη ς ! Ο ΤΡI ΚΗΠΟΥΣ ΟΝ ΚΑΙ Η ΜΥΤΗ ΤΟΥ
ΑΙΡΟΣ αμως είναι να ξαναγυρίσουμε κι3 έμεΐς έξω άπό τό παλάτι του Λουδοβίκου του 13ου, πρίν φτάση εκεί ό μικρός ιππότης. "Έχουν γίνει κι5 εδώ, σ’ αυτό τό μεταξύ, μερικά παράξενα πράγματα, πού είναι προς δό ξα καί τιμή του... «παλληκαρά» Τρκμπουσόν. Ό Τριμπουσόν, ό υπηρέτης του "Ανρύ Ντυβερνουά, ξύνει τή μύτη του! Κάθε φορά που ό βαρελοειδής αυτός άνθρω πος βρίσκεται σε άμηχανία, ξύνει την παπαγαλίσια μύτη του για... νά κατεβάση ιδέες! Ή σύλληφις, ή άπαγωγή του κυρίου του καί ή μεταφορά του στην άμαξα τής άστυνομίσς έγιναν μέ καταπληκτική ταχύτητα καί τό βραδυκίνητο μυαλό του δε μπορεί άκό'μα νά καταλάβη. -—Μά τί συνέβη; άναρωτιέται. Είμαι ξύπνιος ή ονειρεύο μαι Τσιμπάει τό χέρι του. —__"Όχι. Δεν κοιμάμαι!, λέει, -όπνιος είμαι. Γιά νά εί μαι λοιπόν ξύπνιος θά πή πώς όλα αυτά πού γίνανε εδώ ή ταν άληθινά. "Άρα ό πιτσιρί κος ό άφέντης μου, βρίσκεται σέ κίνδυνο. Καί ξαφνικά...θυιμώνει!
— "Απάνω τους λοιπόν!, φωνάζει κι5 άποφασίζει νά τρέξη πίσω άπό τήν άμαξα. Απάνω τους, Τριμπουσόν! "Αλλά όσο νά κατεβάση ι δέες, νά καταλάβη τί έχει συμβή καί ν5 άποφασίση νά κινηθή, ή άμαξα μέ τό παιδί καί τούς δυο άγνωστους έχει γίνει άφαντη μέσα στο σκοτάδι. Μέ νει λοιπόν στά κρύα τού λου τρού ό Τριμπουσόν καί ξαναρ χίζει νά ξύνη τή μύτη του! Σ’^ αυτό τό μεταξύ οί δυο γυναίκες, ή μικρή πριγκήπισσα Αουσιέν, ή έξαδέλφη τής Βασίλισσας τής Γαλλίας, καί ή κυρία έπί τών Τιμόνν Σουζάν, πού στέκουν μπροστά στήν πόρτα τών άνοοκτόρων τού Λούβρου, δεν έχουν συνέλθει κι" αυτές ακόμα άπό τήν έκπληξι. Στέκουν άσάλευτες, σάν νά τις χτύπησε κεραυνός. Μέσα στήν ιμαύρη κλειστή ά μαξα, πού χάθηκε στο βάθος τού δρόμου, βρίσκεται τό γεν ναίο παιδί, ό μικρός ιππότης, πού ;μέ τόση παλληκαριά λί* γες ώρες νωρίτερα, στο δημό σιο δρόιμο τού Ρουέν, τούς έ σωσε δυο φορές τή ζωή, συγ κροτώντας τά άφηνιασμένα άλογά στο χείλος τού γκρεμού καί νικώντας τούς τρείς λη στές. -— Θεέ μου!, λέει τό κορί τσι μέ τις ξανθές μπούκλες. Είναι τρομερό. Αυτοί πού τον πήραν είναι άνθρωποι τού Ρισελιέ. "Αναγνώρισα τον έναν άπ’ αυτούς. Ή Σουζάν κουνάει τό κε φάλι. — Δεν υπάρχει άμφιβολία
10
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
<««<««««««<«««««««««««««««««««<«««««««««<«««««« πώς θά τον πάνε στη Βαστίλλη, λέει. Ό καρδινάλιος κα ταλαβαίνει πώς αυτό τό παι δί, ό τελευταίος άπόγονος των Ντυβερνουά, μπορεί να του δημιουργήση φασαρίες. — Μά πώς τό έμαθε πώς θάρχόταν μαζί μας στο Παρί σι; ρωτάει ή Λουσιέν. — Κάποιος από τούς τραυ ματισμένους ληστές, πού δεν ήσαν ληστές αλλά μεταμφιε σμένοι σωματοφύλακες του Ρι· σελιέ, κατάφερε μέ τό άλογό του νά φτάση εδώ πριν από μάς καί νά τον ειδοποίηση γιά δσα έγιναν. Κι’ εκείνος έστει λε καί του έστησε παγίδα. Ό καρδινάλιος δεν ήθελε μέ κα νένα ^ τρόπο νά γυρίσης στο Παρίσι καί νά συναντηθής μέ
τή Βασίλισσα. Δέν τό πέτυ χε καί τώρα θά ξεσπάση στο παιδί πού μάς βοήθησε. Σκό τωσε τον πατέρα. Τώρα έχει στά χέρια καί τό γυιό. — Πρέπει νά κάνουμε κάτι νά τον σώσουμε!, λέει μέ σπα ραγμό ή Λουσιέν. Ή Βασίλισ σα πρέπει νά πείση τον Βασι λέα νά έμποδίση αυτό τό έγ κλημα. Πάμε αμέσως νά την δούμε. Ό Τριμπουσόν τις βλέπει πού φεύγουν καί χάνονται ιτίσω απ' τή μεγάλη πόρτα τού Λούβρου καί εξακολουθεί νά ξύνη τή μύτη του! ^Ακούσε τις κουβέντες καί κατάλαβε. — Τριμπουσόν, δέν είσαι έν τάξει!, λέει. Δέν έπρεπε νά άφήσης νά πάρουν τον μικρό
Απότομα στεκουν. Δέκα μέτρα πιο έκε» βλέπουν τους σωματοφύλακες.
ΙΠΠΟΤΗΣ Η «««««««««««««««<«««««««««««««««««««««««««<««<«<
—Είμαι χαμένη!. λέει ή Βασίλισσα,καί αναλύεται σέ λυγμούς.
κάτω από τά μάτια σου. Τί κολοκύθια παλληκαράς είσαι, αφού αρπάξανε τον αφέντη σου καί δε σάλεψες; Καί, καθώς μονολογεί, ά·= νοίγει τά πέντε δάχτυλά του και τά κολλάει στο μούτρο του. — Νά! Πάρτα γιά νά μή στά χρωστάω, κύριε Τριμπουσόν!, λέει. Την ίδια στιγμή δμως κρύ βεται πίσω από ένα δέντρο και σταματάει νά.μιλάη. Μιά μεγαλοπρεπής άμαξα με θυ ρεό φαίνεται στο βάθος τού δρόμου καί έρχεται καί στα ματάει έξω άπό τό ανάκτορο^. Ό άμαξηλόπης πηδάει από τή θέσι του καί ανοίγει τήν πάρ τα. Ό Τρίίμπουσόν γουρλώνει
τά δίχρωμα μάτια του. Ό άν θρωπος πού κατεβαίνει είναι ό Ρισελιέ! Ό καρδινάλιος λέει κάτι στον άμαξα του καί μέ βιαστικά βήματα μπαίνει στο Λούβρο. — Τί νά ζητάη τάχα τέ τοιαν ώρα στο παλάτι ό Ρισελιέ; αναρωτιέται ό υπηρέ της. Κάτι σοβαρό πρέπει νά συιμβαίνη... Καί αρχίζει νά ξύνη πάλι τή μύτη του... νά κατεβάση ιδέες! Ο ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΣ ΚΑ! Ο...ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ!
ΣΤΕΡΑ από δέκα λεπτά, ό καρδινάλιος ξαναβγαί νει άπό τό Λούβρο. Εί ναι κατσούφης καί αμίλητος.
12
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
ί
«««««««««««««««««««<<«<«««««««««««««<«««««««««« Ό Λουδοβίκος δεν τον δέχτη κε. 9Ηταν από νωρίς αδιάθε τος και έχει ξαπλώσει κατά παραγγελίαν των γιατρών του. Ό Ρισελιέ μπαίνει στην άμα ξα· — Πήγαινε με στο σπίτι ί, διατάζει τον άμαξα. Ρίχνεται στο κάθισμα και βυθίζεται σέ σκέψεις. Τά πράγ ματα δεν ήρθαν δπως τά περί' μενε απόψε. Αυτή ή αναβολή τής συναντήσεως μέ τον Βα σιλέα είναι μια ατυχία. Από ψε λογάριαζε νά δώση τό τε λειωτικό χτύπημα. *Ηταν συ γουρος πώς ό 'Βασιληάς 9ά τον δεχόταν και δλα τά είχε προβλέψει. Μονάχα την ξαφν κή αδιαθεσία του δεν πρόβλεψε. 5Αλλά και αύριο ίσως δεν θά είναι αργά. Βγάζει άπό την τσέπη του ένα κολλιέ μέ μαργαριτάρια καί τό κυττάζει. Τά μκκρά μάτια του ά*· στράφτουν γεμάτα κακία. — Αυτό τό κολλιέ, "Άννα Αυστριακή, είναι που θά σέ κάνη νά χάσης τό θρόνο τής Γαλλίας !, λέει μέο'α άπό τά δόντια του. Τότε θά καταλάβης πώς κανείς δεν μπορεί νά τά βάλη μαζί μου, δσο ψηλά κι: αν βρίσκεται! Τό κολλιέ αυτό μέ τά μαρ γαριτάρια είναι, δπως θυμά ται ό άναγνώστης, τό κολλιέ τής Βασίλισσας πού τό είχε πσραδώσει στον άπεσταλμένο της Ντέ Σαμπριέν ώς δείγ μα άναγνωρίσεως προς τον δούκα τού Σαιντ Έτιέν, άφοσιωμένο φίλο της καί εχθρό τού καρδιναλίου: «Πήγαινε νά τον προφτάσης στην Άμιένη»,
τού είχε πή, «Νά τού πής δτι πρέπει ν5 άναβάλη την άφιξί του στο Παρίσι γιατί οί άν θρωποι τού Ρισελιέ θά τον δο λοφονήσουν. Γιά νά σέ πιστέψη, δείξε του αυτό τό κολλιέ. Τό γνωρίζει. Είναι ένα δώρο πού μοΰ έκανε ό Βασιλεύς στην εορτή τών γενεθλίων μου, όπου ήταν προσκεκλημένος καί αυτός. "Υστερα μοΰ τό ε πιστρέφεις. Προσοχή μονάχα μή πέση σέ κακά χέρια...» (*) Ό Ντέ Σαμπριέν δμως δεν πρόφτασε νά φτάση στήν Άμιένη. Οί σωματοφύλακες τού καρδιναλίου, πού τον παρακο λουθούσαν, τον σκότωσαν καί, ψάχνοντας νά βροΰν κάποια ε πιστολή πού λογάριαζαν πώς είχε μαζί του, βρήκαν τό κολ λιέ τής Βασίλισσας. Αυτό τό κολλιέ είναι πού έχει αυτή τή στιγμή στά χέρια του ό Ρισελιέ. Στο μυαλό του έχει καταστρώσει ένα σατανικό σχέ διο. Θά δείξη τό κόσμημα στον Βασιλέα, φτιάχνοντας μιά ψεύτικη ιστορία δτι τάχα ή Υψηλή σύζυγός του μή εκ τιμώντας τό πολύτιμο δώρο του τό χάρισε σέ κάποιον άπό τούς ευνοούμενους της, προσ βάλλοντας μ’ αυτό τον τρόπο τήν τιμή τού Στέμματος. Ό Λουδοβίκος θά πέση στήν πα γίδα, θά πιστέψη τά δσα θα: τού πή, καί ή "Άννα ή Αυ στριακή, ή θανάσιμος άντίπσλος τής Πανιερότητας του, θά διωχτή άπό τό θρόνο τής Γαλ λίας... (*) Διάβασε το ττρόοτο τέθνος: «Γ ιά την Τιμή καί τη Δόξα».
I
Π
Π
Ο
Τ
Η
Σ
— Μιά μικρή αναβολή πή ρες, "Αννα!, λέει μέσα άπο τά δόντια του ό Ρισελιέ κα θώς είναι ξαπλωμένος στο βά θος τής άμαξας. Αλλά αυτή ή αναβολή δέ θά σέ ώφελήση σέ τίποτα. Ό Βασιλεύς έχει εΐδοποιηθή κιόλας πώς τό πε ρίφημο καλλιέ δεν βρίσκεται στά χέρια σου. Μονάχα που, γιά νά πιστέψη τήν ιστορία μου, πρέπει νά του τό παρα δώσω εγώ. Ή έκδίκησίς μου Θά όλοκληρωθή αύριο... Καί χαμογελάει ευχαριστη μένος. -αψνΐ'κά όμως νοιώθει ένα δυνατό τράνταγμα καί τι νάζεται προς τά εμπρός. Ή άμαξα έχει σταματήσει από τομα. — Είσαι ό χειρότερος άμαξηλάτης του κόσμου!, φωνά ζει θυμωμένος καί βροντάει τή γροθιά του προς τό μέρος του καθίσματος του άμαξα. -Αύριο θά σέ άπολύσω, ηλίθιε! Καί, γκρινιάζοντας, ανοίγει τήν πόρτα καί κατεβαίνει θυμιωμένος. Μά τώρα θυμώνει πε ρισσότερο! Γίνεται έξω φρέ νων καθώς κυττάζει γύρω του. Έδώ δεν είναι τό σπίτι του! Ή άμαξα έχει σταματήσει σέ μιάν ερημική καί σκοτεινή πλα τεΐα. Είναι έτοιμος νά βρίση πά λι τον άμαξα του, όταν τον βλέπει νά στέκη μπροστά του κρατώντας μιά πιστόλα στο χέρι καί νά τον σημαδεύη, Μά.., "Αλλο πάλι αυτό! Δεν είναι ό άμαξας του αυτός. Κά τι πάει νά πή, αλλά ό άλλος τον προλαβαίνει. —Ταπεινότατος δούλος τής
13
Πανιερότητός σας!, λέει κά νοντας μιά βαθύτατη κωμική ύπόκλισι ό Τριμπουσόν, γιατί αυτός είναι πού κρατάει τήν πιστόλα καί τον σημαδεύει, Νά μέ συγ^ωρήιτε πού σας έ φερα ως έδω κάτω, αλλά ήταν ανάγκη νά σάς πω δυο κου βέντες ιδιαιτέρως στ5 αυτί μέ τήν ησυχία μου... — Ποιος είσαι εσύ; ρωτάει άγρια ό καρδινάλιος. — Όνομάζουμαι Τριμπουσόν, αποκρίνεται καί κάνει μιά νέα κωμική ύπόκλισι ό υπηρέ της. Ανήκω εις τήν υπηρεσία του μικρού Άνρύ Ντυβερνουά καί έγινα άμαξας σας γιά νά σάς φέρω ως εδώ καί νά υπο βάλω τά ταπεινότατα σέβη μου... — Πού είναι ό άμαξηλάτης .μου, αχρείε; φωνάζει ό Ρισελιέ. — Ό άμαξάς σας χαίρει άκρας υγείας, Έξοχώτατε! "Εχει σπασμένα πέντε πλευρά καί ματωμένο τό κεφάλι καί περιμένει νά τον βγάλουν α πό κάποια υπόνομο πού τον έρριξα. Ή Πανιερότης σας πρέπει νά μέ πιστέψη... Δεν ήθελα νά τού κάνω κακό, αλλά μου άσκημομίλησε καί ό Τρ;μπουσόν δέν τά σηκώνει κάτι τέτοια... — Παλιάνθρωπε!, αγριεύει τώρα πιο πολύ ό καρδινάλιος καί δοκιμάζει νά τραβήξη τό ξίφος του πού βρίο'κεται κάτω από τον μανδύα του. Δέν ξέ ρεις πώς μ5 αυτό πού έκανες καταδίκασες μονάχος σου τον εαυτό σου σέ θάνατο; -— Κάνε μου τή χάρι νά
ϊ4 καθήσης φρόνιμα!, διαταζε\ χαμογελώντας ό Τριμπουσον. "Αφησε τό σπαθί στη θέσι του, γιατί θ3 αναγκαστώ νά σου ρίξω! Κι* έπειτα μάζεψε τή γλώσσα σου! Μια φορά, ό ταν ήμουνα στην Ισπανία, έ κοψα σαράντα γλώσσες και τις κρέμασα χαϊμαλί στο λα·μό τού άλογου μου, γιατί εκεί νοι που τις είχανε μέ είπανε πάλη άνθρωπο δπως καί σύ τώρα! Λοιπόν, λάβε τα μέτρα σου καί σήκωσε τά χέρια ψη λά! Ό Ρισελιέ κυττάζει τώρα φοβισμένος αυτόν τον κοντό χοντρο άνθριωπο πού κάνει τό σο...φοβερά καί τρομερά πράγ ματα καί σηκώνει τά χέρια... —"Έτσι μπράβο! Τώρα γί νεσαι καλό παιδί!, λέει ό Τριμπουσόν. Τον πλησιάζει περισσότερο καί μέ σβέλτες κινήσεις του παίρνει τό ξίφος καί τον ψά χνει. Στην τσέπη του βρίσκει τό κολλιέ μέ τά μαργαριτά ρια. —"Οχι αυτό! Μην τό παίρνης! Είναι τής Βασίλισσας!, ξεφωνίζει ό καρδινάλιος, μά σχεδόν αμέσως μετανοιωμένος δαγκώνει τά χείλη του γιατί τού ξέφυγε αυτό τό μυστικό. "Οσα λεφτά θέλεις, σου δίνω. Αλλά μην παίρνης τό κολλιέ. —Τής Βασίλισσας εΐπες^; Τόσο τό καλύτερο. Γιά νά βρί σκεται στά χέρια σου, θά πή πώς τό έκλεψες. Έκτος άν θέ* λης νά μέ κάνης νά^πιστέψω πώς σου τό έκανε δώρο επει δή τήν... αγαπάς τόσο πολύ! Καί, καθώς μιλάει, ρίχνει
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
τό κολλιέ μέ τά μαργαριτάρια στην τσέπη του. — Είσαι ένας ληστής !, γρυλλίζει ό Ρισελιέ. — 3'0χι χειρότερος από σέ να!, άποκρίνεται ό Τριμπουσόν. Καί τώρα θά σου πώ για τί σ3 έφερα ως εδώ. ΟΙ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΙΝΟΥΝ
ΙΝΕΤΑΙ μιά μικρή σιω πή. Ό Ρισελιέ, ό ισχυρό τερος (περισσότερο ακό μα κι3 από τό Βασιλέα) άν θρωπος τής Γαλλίας, νοιώθει μιά φοβερή λύσσα νά φουντώνη μέσα του. Δέν μπορεΐ νά τό χωνέψη πώς έπεσε σέ τέ τοια παγίδα αυτός, πού είναι άφθαστος στο νά στήνη πα γίδες στούς άλλους. "Έγινε γε λοίος! Δέν υπάρχει χειρότε ρος έξευτελισμός άπ3 αυτόν. Νά στέκεται μέ ψηλά τά χέ ρια μπροστά σ? αυτόν τον χοντροϋπηρέτη, πού τον σημα δεύει μέ τήν πιστόλα του. Τό βλέμμα του μέσα στο σκοτάδι αστράφτει γεμάτο έχθρα καί τά δάχτυλά του ανοιγοκλεί νουν νευρικά. — Μου χρειάζεται λοιπόν ένα χαρτί !,^ λέει ^ό Τριρπουσόν πού σπάει πρώτος τή σιω πή. , — "Ενα χαρτί; ρωτάει αυ τός. Τί χαρτί; — "Ενα χαρτί μέ μιά καλλιγραφημένη υπογραφή από τήν αφεντιά σου, πανιερώτα-τε! Ό μικρός αφέντης μου, ό 3Ανρύ Ντυβερνουά, κατ3 εν τολήν σου, πιάστηκε απόψε
ΙΠΠΟΤΗΣ
15
«««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««««««<« από τούς χωροφύλακες και μεταφέρθηκε στη Βαστίλλη. 'Αγαπάοο πολύ τον πιτσιρίκο, καρδινάλιε, και μου κακοφά νηκε πολύ αυτό πού εικόνες. Γιατί τό παιδί είναι άθώο καί δεν πείραξε κανένα. Λοιπόν, θά μοϋ δώσης αυτή τη στιγμή ένα σημείωμα πού θά λέη πώς κατά λάθος συνελήψθη ό Άνρύ Ντυβερνουά καί πώς αμέ σως πρέπει νά του δοθή ή ε λευθερία του. Αυτό τό χαρτί θά τό πάρω στα χέρια μου καί θά πάω κατ’ ευθείαν στις φυλακές. — Αυτό δε γίνεται!, τον κόβει απότομα ό καρδινάλιος. Ό πρωθυπουργός του Βασ1λέα Λουδοβίκου του 13ου δεν δέχεται έκδιασμους! Ό Τρι,μπουσόν... ξύνει τή .μύτη του. — Πώς τό είπες αυτό; ρω τάει. — Είπα δτι δεν δέχοομαι εκβιασμούς. —- Τότε δέξου αυτό γιά... προκαταβολή! Καί, καθώς μιλάει, σηκώνει τό χέρι του καί του δίνει μιά γροθιά στο στομάχι. Ό καρ δινάλιος βγάζει ένα βογγητό. — Αυτό είναι ένα μικρό χά δι!, λέει ό Τριμπουσόν. ’Άν εξακολούθησης νά λες κουτα μάρες, θά φας μιά πραγματι κή γροθιά καί δεν άνακατεύουμαι! Έμενα πού με βλέπεις με λένε Τριμπουσόν καί, όταν ήμουνα στήν Αβησσυνία, σκό τωσα μέ μιά γροθιά... πέντε ελέφαντες. Λοιπόν δέ σηκώνω πολλές κουβέντες! Ό Ρισελιέ γίνεται χλωμός.
Αυτός ό βαρελοειδής άνθρω πος φαίνεται Ικανός γιά δλα. —Λοιπόν θά γράψης καί θά ύπογράψης τό χαρτί πού θά δίνη διαταγή ν' αφή σου ν έλεύθερο τον 'Αν,ρύ. Θά πάω ό ί διος στ ή Βαστίλλη μ’ αυτό τό χαρτί καί θά τον παραλά βω. Σ' αυτό τό μεταξύ όμως, επειδή ξέρω τί αλεπού είσαι καί πώς μπορείς νά ειδοποίη σης τούς ανθρώπους σου νά μέ συλλάβουνε καί μένα, θά σε δέσω σ' αυτό τό δέντρο. Δέ θά περιμένης καί πολύ. Μέ την αμαξά σου θά πάω καί μέ τήν αμαξά σου θά γυρίσω. Κατάλαβες; Απότομα όμως ό Τριμπουσόν νοιώθει ...ένα καρύδι νά στέκεται οπό λαιμό του καί μπερδεύει τά λόγια του. Κά που έκεΐ κοντά άκούγεται πο δοβολητό αλόγων. Δυο έφιπ ποι χωροφύλακες πού έκτελούν περιπολία, φαίνονται στον άντικρυνό δρόμο. — Βοήθεια, χωροφύλακες! Βοήθεια!, βγάζει μιά άγρια κραυγή ό Ρισελιέ. Έδώ! Βοή θεία. Καί, καθώς ό Τριμπουσόν κυττάζει γύρω του τρομαγμέ νος; ό καρδινάλιος βρίσκει τήν ευκαιρία καί όρμάει απάνω του. Ό υπηρέτης τού μικρού Ντυβερνουά νοιώθει ένα δυνα τό χτύπημα στο κεφάλι καί ζαλίζεται. — Παναγία μου!, ξεφωνί ζει. Θά μέ φάνε άδικα! Πίσω δλος ό κόσμος γιατί θά αίματοκυλιστή τό Παρίσι απόψε! Τον έχει πιάσει πάλι εκείνο τό ήρω'ίκό ...τρέμουλο καί ση-
16
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
««««««««««<««««««««««««««««««««««««««««««««««« κώνει την άγριοποδάρα του και δίνει μιά δυνατή κλωτσιά του καρδινάλιου. Τό χτύπημα είναι δυνατό και ή πανιερότης του κυλιέται βογγώντας κάτω από την άμαξα. — Βοήθεια!, φωνάζει ξε·ψυχισμένα. Οι δυο καβαλλάρηδες πού έχουν ζυγώσει τώρα αρκετά, αναγνωρίζουν τό άμάξι. — Ή άμαξα τής πανιερότητάς του!, λέει ό ένας και σαλτάρει από τό άλογό του. Έδώ κάτι σοβαρό έγινε. — Πιάστε τον!, βογγάει μέ φωνή πού μόλις άκούγετα, ό Ρισελιέ. Ξεπεζεύει κι5 ό άλλος καί τρέχουν κοντά του. Τον άνασηκώνουν καί τον τοποθετούν μέσα στ5 άμάξι. Ό Ρισελιέ πονάει καί κρύος ίδρωτας τρέ χει από τό μέτωπό του. Είναι έτοιμος νά χάση τις αισθήσεις του. — Μή τον άφίνετε νά σάς ξεφύγη !, λέει. Πιάστε τον. Τό κολλιέ μέ τά μαργαριτάρια. Πιάστε τον! Αλλά ό Τριμπουσόν εΐνσ' πολύ μακρυά τώρα. Τρέχει σάν...λαγός καί πιο γρήγορα ακόμα, διασχίζοντας πλατείες καί δρόμους. Έχει τήν ιδέα πώς τον κυνηγάει ένας λόχος σωματοφύλακες καί κάνει φτε ρά. — Αμάν, Χριστούλη μου, χάθηκα!, λέει καθώς τρέχει. Ένα ολάκερο στράτευμα έρ χεται τό κατόπι μου καί μέ κυνηγάει. Μανούλα μου, τί εί ναι αυτό πού έπαθα απόψε; Κανείς δεν τον κυνηγάες
5Αλλά έκεΐνος δέ λέει νά πάρη ανάσα. Έπί τέλους πίσω από μιά γωνιά, σταματάει. "Ολα τά γύρω είναι έρημα. Κυττάζει πίσω του, δεξιά κι’ (αριστερά- του. Κανείς. Ησυ χία. — Μου φαίνεται πώς τούς ξέφυγα!, λέει αναστενάζοντας. Τώρα μπορεί νά στ ρίψη τό μουστάκι του θριαμβευτικά. — Μπράβο, Τριμπουσόν! Τά έβαλες μ’ ένα ολάκερο σύν ταγμα καί ξέφυγες ! Είσαι πο λύ - πολύ έν τάξει! — Παναγία μου!, ξεφωνί ζει. Ανακαλύψανε τά ίχνη μου πάλι! Δρόμο Τριμπουσόν... Καί αρχίζει νά τρέχη. Τρέ χει, τρέχει. Αλλά ή άμαξα τον παρακολουθεί καί όλο τον ζυγώνει περισσότερο. "Έχει φουσκώσει, ή ανάσα του κόβε ται καί καταλαβαίνει τά γό νατά του νά λυγίζουν. Δέ θ' άντέξη πολύ καί θά τον πιό σου ν. — Χάθηκα!, λέει. Τρέχει ακόμα λίγο, αλλά ή άμαξα βρίσκεται τώρα πολύ πιο κοντά του. Σταματάει λοιπόν καί σηκώνει τά χέρια. —· Παραδίνομαι!, φώναζε». Μή ρίχνετε! Παραδίνομαι. Ή άμαξα σταματάει κι* α πό τή θέσι του άμαξα έρχεται η άπάντηισι. Είναι μιά φωνή πού τον κάνει ν5 άνασκιρτήση. —_Έμπα μέσα, Τριμπουσόν! -ελαρυγγιάστηκα νά σοϋ φωνάζω νά σταματήσης, αλ λά εσύ ούτε σημασία μου έ δωσες ! ■—- Ό μικρός 5Ανρύ!, ξε·>
ΙΠΠΟΤΗΣ
17
««««««««««««««««<««<««««««««««««««««««««<«««««4 ψωνίζει χαρούμενος ό υπηρέ της πού αναγνωρίζει τη φωνή τού κυρίου του. Ό κύριος Ντυβερνουά! —- Ναί. Έγώ, Τριμπουσόν! Αλλά προς Θεού σταμάτα νά φωνάζης ονόματα!' Μόλις γλύστρησα απ’ τη Βαστίλλη καί σ' όλους τούς τοίχους τού Πα ρισιού υπάρχουν -αυτιά. Έ μπα μέσα νά ξεκινήσουμε α μέσως... Ό Τριμπουσόν δεν περιμέ νει δεύτερη κουβέντα. Τρυπώ νει στην άμαξα, ξαπλώνει στο κάθισμα καί, καθώς άρχίζουν τά άλογα νά καλπάζουν, νοιώ θε: μιάν απερίγραπτη ευδα'μονία...
τον καρδινάλιο. Στά όπλα ό λες οι φρουρές. Τό παιδί, πού όδηγεΐ αυτή τη στιγμή την άμαξα τής α στυνομίας, λογαριάζει νά φτάση στην πύλη τού 'Αγίου Γερμανού. ’Εκεΐ βρίσκεται τό παληό πανδοχείο «Τό Πράσινο ,3έλος» πού ό ιδιοκτήτης του είναι ένας άπό τούς φαναπκώτερους φίλους τού λόρδου Μπούκκιγχαμ. Γι’ αυτόν έχει ένα συστατικό γράμμα ό ’Ανρύ Ντυβερνουά άπ’ τό Λον δίνο. Έκεΐ λοιπόν πρέπει νά φτάση άπόψε. Αλλά τό πράνμα, όπως καταλαβαίνει σέ λί γο, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ό μεγάλος δρόμος πού φέρ νει προς τά έκεΐ είναι κλει Ο ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ στός. ΚΑΝΕΙ ΘΑΥΜΑΤΑ — Πρέπει ν’ άφήσουμε τή’> ΥΤΗ ή ευδαιμονία όμως άμαξα!, φωνάζει στον Τριδεν είναι νά κρατήση ρπουσόν. γιά πολύ. Γιατί λίγο Αυτή τή στιγμή βρίσκονται αργότερα ολάκερο τό Παρίσι σέ μιά σκοτεινή πάροδο. Τό αναστατώνεται. Κ ινητοποιοϋνπαιδί πηδάει άπό τή θέσι τού ται όλες οι φρουρές καί οί σω - άμαξηλάτη καί ξυπνάει τον ματοφύλακες. Ή εΐδησις έχει Τριμπουσόν πού ροχαλίζει μα ,μεταδοθή από στόμα σέ στό κάρια ξαπλωμένος στο κάθι μα καί οι δρόμοι, ιδιαίτερα ε σμα τής άμαξας. Ό υπηρέτης κείνοι πού φέρνουν προς την τινάζεται τρομαγμένος. έξοδο τής πολιτείας, έχουν ί; Τί τρέχει πάλι; ρω ,πιαστή. τάει. — Απόπειρα δολοφονίας ε — Τρέχει, λέει τό παιδί, ό ναντίον τού Ρισελιέ!, Φωνά τι πρέπει ν’ άφήσουμε τήν ά ζουν οι αξιωματικοί. "Ενας μαξα. Κατέβα! κρατούμενος πολύ επικίνδυνος — Ν’ άφήσουμε τήν άμαξα; δραπέτευσε απ’ τη Βαστίλλη. παραξενεύεται ό Τρι-μπουσόν Κανείς δεν θά πέραση έξω α καί κατσουφιάζει γιατί χάνει πό τό Παρίσι! Ν’ αρχίσουν τήν ησυχία του. Τέτοια ωραία έρευνες στούς δρόμους. Πρέ άμαξα. Δέν είναι αμαρτία, κύ πει ^μέ κάθε θυσία νά συλληριε ’Ανρύ; φθούν κι’ ό δραπέτης κι’ έικεΐ— Έλα, ξύπνα!, γκρίνιανος πού θέλησε νά δολοφονήση ζει τό παιδί. Ό δρόμος εΐ-
•'ΐ >*.·
-Μ:
:Ί#1 '*Μ0
-;1|·:·&ΐ
;^Λν-: . Λ:?,;ϊ;.,.·'ΐ'&νλ·4'
··.'*
^«^33ΒΪ££ίζ{*,ί Α^ιτ} τήν τπό κρίσιμη στιγμή* ό Τρίτον έτδίμκζξΐ τήν,.,κερβίυ νβδό^α έττίΝσί του...
20
0
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
1
««««««««««««««««<«««««<««<««««««««««««««<«««««« ναι κλειστός μπροστά μας. Ρίξε μια ματιά και θά καταλάβης. Οι στρατιώτες πηγαι νοέρχονται μέ τά όπλα στον ώμο. — "Ωχ! Χριστούλη μου! Πάλι φασαρίες θά έχουμε α πόψε!, αναστενάζει ό Τριμπουσόν και πηδάει άπό την άμο,ξα. Πάλι φόνο θά κάνω α πόψε ! Αρχίζουν νά προχωρούν μέ προφυλάξεις στο σκοτάδι, γυ ρίζοντας πίσω καί ακολουθών τας αντίθετη κατεύθυνσι άπό τή θέσι που βρίσκονται οί στρατιώτες. Ό νεαρός Άνρύ Ντυοερνουά ξέρει καί κάποιον άλλο δρόμο που φέρνει στο «Πράσινο Βέλος». Είναι ένας σχεδόν άδιάβατος δρόμος που δεν τον χρησιμοποιούν παρά μονάχα σε ώρα ανάγκης οι αγρότες πού βρίσκονται σ’ αυ τή την περιοχή. Άπό εδώ λοι πόν πρέπει νά περάσουν γιά νάναι ασφαλείς. "Υστερα θά μπουν σ’ ένα μικρό δάσος κι’ όταν τό περάσουν κι5 αυτό, δλα θά πάνε καλά. — "Εχω νά σου πώ πολλά πράγματα, κύριε Άνρύ, λέει ό Τριμπουσόν καθώς βαδίζουν. Απόψε τάβαλα μ5 ένα ολάκε ρο σύνταγμα χωροφύλακες καί αιχμαλώτισα τόν καρδινάλιο1 Τό παιδί πού ξέρει πόσο καυχησιάρης καί παραμυθάς είναι τούτος ό υπηρέτης που τόν συνοδεύει, δεν δίνει σημα σία στά λόγια του. Μονάχα κουνάει τό κεφάλι. — Καλά ! Καλά !, του λέει. Μου τά διηγείσαι αργότερα. Τώρα δεν χρειάζονται κουβέν
τες. Βάδιζε όσο μπορείς πιο αθόρυβα. Προχωρούν, άνηψ ορίζουν, κατηφορίζουν καί κινδυνεύουν κάθε στιγμή νά τσακιστούν. Αλλά δεν μπορούν νά κάνουν διαφορετικά. Ό Άνρύ βαδίζει πρώτος καί τά μάτια του δ·απεραστικά, ψάχνουν μέ προ σοχή τό σκοτάδι. Σέ κάθε ύ ποπτο θόρυβον σταματάει. Σταματάει κι’ ό Τριμπουσόν πού έρχεται πίσω του. "Εχουν κι* δυο τά σπαθιά τους στο χέρι. Τό παιδί, τό ξίφος πού πήρε απ’ τή Βαστίλλη. Κι’ ό Τριμπουσόν τό σπαθί πού πή ρε άπό τόν Ρισελιέ. "Εχει ό μως στή υέση καί τήν πιστο λά του. "Εχουν φτάσει τώρα στήν άοχή τού δάσους. Ξα φνικά, ό Άνρύ καρφώνεται α κίνητος στή θέσι του. — Προσοχή!, λέει χαμηλό φωνα. Προσοχή μή μάς μυρι στούν ! Ό Τριμπουσόν μένει ασά λευτος κάτω άπό ένα δέντρο καί γουρλώνει τά μάτια. Δέ κα μέτρα πιο εκεί τρείς σωμα τοφύλακες κάθονται γύρω ά πό μιά φωτιά καί κουβεντιά ζουν μεγαλόφωνα. — Αφήστε με νά τούς κα νονίσω εγώ!, λέει ό Τριμπουσόν. Θά τούς αίφνιδιάσω κο:' θά τούς κάνω νά τό βάλουν στά πόδια. "Ετσι σέ μισό λε φτό θά... εκκαθαρίσω τό έδα φος καί ό δρόμος θά είναι ε λεύθερος. Αλλά, καθώς μιλάει, κάτι πέφτει απάνω στο κεφάλι του. "Ενα ώριμο μήλο πέφτει καί κάνει γκέλ απάνω στο κεφά
I
Π
Π
©
Τ
Η
Σ
21
««««<««««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««« λι τσυ. Ό Τριμπουσόν...γονα τίζει ! -— Χριστούλη μου!, ξεφω νίζει. Μου τή σκάσανε στον ύπνο! Βοήθεια! Ταυματίστηκα! Φέρτε ένα φορείο νά μέ πάρετε! Και φέρνει τό χέρι στο κε φάλι του ψάχνοντας νά βρή τά αϊματα. Ό Άνρύ θά ξεκαρδι ζότανε στά γέλια μέ τόν.,.παλληικαρά υπηρέτη του, άν ήσαν διαφορετικά τά πράγματα. 5Αλλά δεν υπάρχει καιρός νά γελάση, γιατί οι σωματοφύλα κες ακούσανε τις φωνές του Τριμπουσόν και σηκώνονται όρθιοι μέ τά χέρια στις λαβές των σπαθιών τους. — Τις εΤ; άκούγεται μιά βαρειά φωνή. Τό παιδί άποφεύγει νά μιλήση. —Τίς εΐ; ξανακούγεται πιο άγρια αυτή τή φορά ή φωνή. Ό 'Ανρύ δέ μιλάει, άλλα ό Τρι,μπουσόν, πού έχει ανα καλύψει επιτέλους ότι δέ μπο ρεί νά είναι τραυματισμένος από ένα μήλο πού έπεσε α πάνω στο κεφάλι του, θυμώ νει! Σαλτάρει λοστόν άπάνω καί, πριν προφτάση τό πα'δί νά τον συγκρατήση, τρέχει και μπαίνει ανάμεσα στον κύριό του και στούς σωματοφύλακες. — Είμαι ό Τριμπουσόν!, φωνάζει. Παραμερίστε νά πε ράσουμε. Διαφορετικά θά... φάμε τά μουστάκια μας! Δυνατά γέλια έρχονται σάν απάντηση αλλά ταυτόχρονα καί τρεΐς βροντές άπό πιστό λια πού εκπυρσοκροτούν γε μίζουν τον αέρα. Οι σφαίρες
περνούν πάνω απ' τό κεφάλι του Τριμπουσόν. ’Αλλά εκεί νος ούτε καταδέχεται νά φυλαχτή. Βγάζει την πιστόλα του καί σημαδεύει. Παρ’ όλο πού τρέχει τό χέρι του, ή σφαίρα πετυχαίνει ένα σωματοφύλακα στά πόδια κι* αυτός πέφτει κάτω ουρλιάζοντας. Οί άλλοι, πού δέν προφταίνουν τώρα νά ξαναγεμίσουν τά δπλα τους, όρμάνε άπάνω στον Τριμπουσόν μέ γυμνά τά ξίφη. —Τώρα θά μάθης πώς σκο τώνουνε, κοιλαρά!, φωνάζει ό ένας. — Άφησέ τόνε σέ μένα!, φωνάζει ό άλλος. Θά τον ξεκοιλιάσω εγώ! Ό Τριμπουσόν γίνεται κί τρινος καί.,.τό βάζει στά πό δια. — Πίσω καί σάς έφαγα ό λους!, φωνάζει καί τρέχει. Οι στρατιώτες όμως είναι πιο σβέλτοι άπ5 αυτόν κι5 εί ναι σίγουρο πώς ύστερα άπό ένα λεπτό θά τον φτάσουν. Αλλά τότε γίνεται κάτι πού δέν τό περιμένουν καί σταμα τάνε. Μέσα άπ’ τό σκοτάδι ξεπετάγεται ό ’Ανρύ! Μέ προ τεταμένο τό σπαθί του, τό ή« ρωϊκό παιδί άντιμετωπίζει πά λι τό θάνατο. Τά ξίφη δια σταυρώνονται καί τό σκοτάδι γεμίζει άπό τον ήχο του ατσα λιού πού βροντάει. Είναι δυο κι5 αυτός είναι ένας, μά στο γυμνασμένο χέρι του τό ξίφος κάνει θαύματα. Μέ γοργές κι νήσεις άποκρούει καί επιτίθε ται. Πότε σαλτάρει πίσω γιά ν’ άποφύγη ένα χτύπημα, πότε ττηδάει μπροστά νά χτυπήση.
22 Ο ΜΙΚΡΟΙ ««««<<««<<«««««««<««<««<««<<««««<<«««««««<«««««<<<«««« πότε γυρίζει βόλτα τούς αν τιπάλους του και πότε τούς κάνει να οπισθοχωρούν τρο μαγμένος. — Είσαι γερός στο σπα θί φίλε!, του φωνάζει ό ένας. Μά δέ θά γλυτώσης. — Μ3 αρέσεις πού λες ώραΐα αστεία, σωματοφύλα κα!, αποκρίνεται τό παιδί. 3Αλλά φύλαξε την όρεξί σου για αργότερα! Καί κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός, τινάζει το χέρι μέ τέχνη καί ή μύτη τού σπαθιού του διαπερνάει τον βραχίονα του αντιπάλου του. Έκεΐνος βγάζει μια κραυγή πόνου καί γονατίζει. Τό ξίφος ξεφεύγει από τά χέρια του. —Θά μπορούσα νά σέ σκο τώσω, κύριε!, λέει τό παιδί καί στηρίζει τό σπαθί του στο λαιμό τού σωματοφύλα κα. Αλλά δεν έχω τίποτα μαζί σου. Καθώς όμως μιλάει, πηδάει προς τά πίσω, γιατί ό σύν τροφος τού πληγωμένου όρμάει εναντίον του. Ό 3Ανρύ κάνει μιά κίνησι καί τό σπα θί τού σωματοφύλακα τρυπάε τον αέρα. Την αμέσως έπόυε* νη στιγμή επιτίθεται, αλλά δεν έχει τύχη. Ό άλλος φυ λάγεται καί αποφεύγει τό χτύ πημα. Τό παιδί αμύνεται τώ-/ ρα καί αποκρούει. Κάνει μερι κά βήματα προς τά πίσω καί ξαφνικά νοιώθει νά χάνη τήν ισορροπία του. Κάπου μπερ δεύονται τά πόδια του, γέρ νει απότομα καί πέφτει ανά σκελα. — ” Εφτασε ή τελευταία
σου στιγμή, παληόπαιδο!, φωνάζει ό σωματοφύλακας. Ετοιμάσου νά πεθάνης! Καί ρίχνεται απάνω του μέ προτεταμένο τό ξίφος. Ό Ά*ρύ δεν προφταίνει νά σηκωθή, Καταλαβαίνει πώς είναι χα μένος. "Ομως καί στή θέσι αύ~ τή πού βρίσκεται αποκρούει μερικά χτυπήματα. 5Αλλά ώς πότε; Δέ θά μπορέση ν’ άντέξη πολύ* Ό αντίπαλός του είναι άποφασισμένος νά τον σκοτώση. Καί τότε, σ’ αυτή τήν πιο κρίσιμη στιγμή τού σκληρού αγώνα, επεμβαίνει...ό Τριμπου σόν! Αυτό τό κινούμενο βαρέ λι, πού, όταν...δεν τρέμει, μπο ρεί νά κάνη θαύματα, βλέπον τας τον κύριό του νά κινδυνεύη, ξετρυπώνει από κάποιο θάμνο όπου ήταν κρυμμένος καί, κρατώντας ένα χοντρό κλαδί από δέντρο, επιτίθεται κεραυνοβόλα. Τό ρόπαλο βρον τάει δυό φορές στο κρανίο τού στρατιώτη καί ό Άνρύ τινά ζεται όρθιος. — Είσαι εντάξει, Τριμπουοόν!, τού λέει. Δρόμο τώρα νά προλάβουμε πριν βρεθούνε τίποτα άλλοι μπροστά μας.. — "Οσοι καί νά βρεθούνε, μή σέ νοιάζη!, λέει προστα τευτικά ό υπηρέτης. Έγώ εί μαι εδώ! Μιά φορά στή Γουα τεμάλα μ3 ένα τέτοιο ρόπαλο καθάρισα... πενήντα δύο λη στές πού θέλανε νά μού κά νουνε τον έξυπνο... Καί αρχίζει νά διηγήται έ να καταπληκτικό παραμύθι. Αλλά τό παιδί δέ μ,ιλάει.^Βιά ζεται τώρα νά περάση τό δά
ΙΠΠΟΤΗΣ
23
«<<<««<«<<«<<««««««<<<«<«<«<«<««««««««<««<<«««<««<«««<««««< σος. "Ενα χιλιόμετρο πιο εκεί είναι το «Πράσινο Βέλος». Και στο «Πράσινο Βέλος» θά βρού νε ένα ασφαλές καταφύγιο...
ρό τών ανακτόρων, θέλω νά τό φρράς Γ», μου είπε θυμωμένος. 5/Αχ, είμαι πολύ δυστυχισμέ νη, Λουσιέν! -—- Μά γιατί; ρωτάει ή μι ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΟΛΑΙΕ κρή μέ απορία. — Γιατί τό κολλιέ αυτό ΑΝΝΑ ή Αυστριακή, ή βρίσκεται τώρα στά χέρια του Βασίλισσα τής Γαλ Ρισελιέ, Λουσιέν! λίας, ακούει την μικρή έξαδέλφη της, την πριγκήπισ- — Στά χέρια του καρδινα λίου; σα Λουσιέν, μέ προσοχή. Τό — Ναι. κορίτσι διηγείται τις περιπέ — Μά πώς έγινε αυτό; τειες του ταξιδιού από τό Σκαλιμπώ στο Παρίσι καί, ό Ή 5Άννα ή Αυστριακή έξηταν τελειώνη, διατυπώνει μια γεί τά καθέκαστα στήν μικρή θερμή παράκλησι: έξαδέλφη της. Τής λέει γιά τήν αποστολή τού Ντέ Σαμ— Πρέπει νά ένδιαφερθήτε, πριέν στήν Άμιένη προς τον Μεγαλειοτάτη, τής λέει, γι’ δούκα τού Σαίντ Έτιέν καί αυτό τό παιδί πού στάθηκε τής περιγράφει μέ λεπτομέ σωτήρας μου. Δεν πρέπει νά ρειες πώς δολοφονήθηκε ό άτό άφήσετε στά νύχια τού Ριπεσταλμένος της από τούς σο> σελιέ. ματοφύλακες τού καρδιναλίου, Ή Βασίλισσα κουνάει θλιμ οί οποίοι βρήκαν τό κολλιέ της μένα τό κεφάλι. απάνω του καί τό παρέδωκαν — Δυστυχώς, αγαπητή μου στον Ρισελιέ. Λουσιέν, δέν είναι δυνατό νά — Ό Ρισελιέ έχοντας τώ κάνω τίποτα γι’ αυτόν τον μι ρα τό κόσμημα αυτό στά χέ κρό ιππότη, πού είναι καί ρια του, μέ εκβιάζει. Είμαι βέ γυιός ενός από τούς πιο άφωβαια ότι αυτός θυμησε στο σιωμένους φίλους μου. Δέν υ Λουδοβίκο τό γεγονός δτι δέν πάρχει τρόπος νά τον βοηθή τό φορώ καί μέ τον τρόπο που σω. μονάχα αυτός ξέρει νά συκο— Κι5 ό Βασιλεύς; ? — Ό Βασιλεύς μέ μισεί φαντή, άφησε νά έννοηθή δτι τό δώρο τοΰ Βασιλέως τό χά αυτές τις ήμέρες περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Προ ρισα σέ κάποιον από τούς ευ χθές, εντελώς απρόοπτα, θυ νοούμενους μου. Ένώ ή πραγ μήθηκε ένα κολλιέ μέ μαργα ματική αλήθεια είναι αυτή ριτάρια πού μου είχε κάνει πού σοΰ είπα. Τό είχα δώσει δώρο στήν επέτειο τών γενε στον άτυχή Ντέ Σαμπριέν,πού θλίων μου. «Γιατί δέν τό φο τόσο άγρια δολοφονήθηκε, ως ράς;» μέ ρώτησε. «Τό έχω δώ σήμα άναγνωρίσεως, κατά τη σει νά ρού τό επιδιορθώσουν», συνάντησί του μέ τον δούκα. απάντησα. «Μεθαύριο στον χο Λογάριαζα πώς σέ μιά - δυο
Η
24
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»> μέρες θά τό είχα πάλι στά χέρια μου. — Είναι φοβερό αυτό !, λέει τό κορίτσι. Καί ό Βασι λεύς πίστεψε την συκοφαντία; Ή "Αννα ή Αυστριακή ανα στενάζει. — Πολύ φοβάμαι πώς ναί{ Αυτή ή απρόοπτη άξίωσί του καί ό τρόπος που μέ ρώτησε μέ βάζουν σέ μια θανάσιμη α γωνία. Σύ μονάχα, Αουσιέν, μπορείς νά ιμέ βγάλης από τή δύσκολη αυτή θέσι! — 5Εγώ; Μά πώς; — Αυτός ακριβώς είναι ό λόγος πού σέ κάλεσα επειγόν τως στο Παρίσι. Ξέρω πώς α νάμεσα στά κοσμήματά σου υπάρχει κι* ένα κολλιέ όμοιο περίπου μέ τό δικό μου. Ή διαφορά ανάμεσα στά δύο εί ναι ελάχιστη. Χρειάζεται με γάλη προσοχή για νά τά ξε χωρίσης. Θέλω, Αουσιέν, νά μου δανείσης αυτό τό κολλιέ. Πρέπει νά τό φορέσω στον αυ ριανό χορό των ανακτόρων. Ό Λουδοβίκος φυσικά δέν θά 6ποψιαστή τήν αλλαγή καί δέν θά π ι στέψη τή συκοφαντία τού Ρισελιέ. "Ετσι θά ήσυχάση. Ή μικρή πριγκήπισσα ση κώνεται. — Πηγαίνω νά σάς τό φέ ρω, Μεγάλειοτάτη !, λέει. — Ναί, Αουσιέν. Αυτό θά ήταν τό καλύτερο. "Ισως χρει·· ασθή νά τού κάνω καμμιά μι κρή αλλαγή ώστε νά μ ή διαφέρη σέ τίποτα από τό δικό μου. Τό κορίτσι βγαίνει από τό δωμάτιο τής Βασίλισσας καί πηγαίνει στο διαμέρισμά της,
πού βρίσκεται στήν άλλη πτέ ρυγα των ανακτόρων. "Υστε ρα από δέκα λεπτά όμως έπ;στρέφει μέ μιά παράδοξη χλω ράδα στο πρόσωπο. — Τό έφερες, Αουσιέν; ρω τάει μέ λαχτάρα ή "Αννα ή Αυστριακή. Ή μικρή πριγκήπισσα κου νάει τό κεφάλι. — Τό κολλιέ δέν ύπάρχε1 πιά ανάμεσα στά κοσμήματά μου, αποκρίνεται. Τό έκλεψαν. -— Δυστυχία!, ξεφωνίζει ή Βασίλισσα καί κρύβει τό πρό σωπό της ανάμεσα στις πα λάμες της. Πώς είναι δυνατό; Τό κορίτσι κάνει μιά κίνησι απελπισίας. — "Εψαξα παντού! Ανα στάτωσα τό δωμάτιό μου. "Ο λα τά άλλα κοσμήματα, καί πολύ ακριβότερα απ’ αυτό, ή ταν στή θέσι τους. Τό κολλιέ έχει έξαφονιστή. Ή Βασίλισσα ρίχνεται σ5 ένα κάθισμα. — Θεέ μου!, λέει μέ ρα γισμένη φωνή. Είμαι χαμένη. Καί ξεσπάει σέ λυγμούς. ΣΤΟ «ΠΡΑΣΙΝΟ ΒΕΛΟΣ»
ΥΟ σκιές πλησιάζουν τό πανδοχείο τού «Πρά σινου Βέλους». "Ολα γύρω είναι βυθισμένα στο σκο τάδι καί μιά καταθλιπτική σι ωπή σκεπάζει τήν άκρη αυτή του Παρισιού. Οι δυο σκιές στέκουν έξω από τήν πόρτα καί, πριν χτυπήσουν, κυττάζουν γύρω τους μέ προσοχή. — Έδώ είναι; ρωτάει ό Τριμπουσόν. -— Ναί. Έδώ!, άποκρίνε-
(
π
ή
Ο
Τ
Η
ϊ
«««««««««««««««««<«««««««««««««««««««««««««««« ται το παιδί. Φτάνει νά μή βρίσκωνται τίποτα σωματοφύ λακες μέσα. Μένουν διατακτικοί μερικές στιγμές ακόμα και άφουγκράζονται. Δέν άκούν τίποτα. "Ο λα μέσα στο πανδοχείο δεί χνουν ήσυχα. Ό Άνρύ Ντυβερνουά χτυπάει την πόρτα μέ συνθηματικό τρόπο, σύμφωνα μέ τις οδηγίες που έχει άπό τό Λονδίνο. Πρώτα τρεις φν ρές. "Υστερα μιά μικρή δια κοπή, άλλες δυο φορές και κα τόπιν, ύστερα άπό μια λιγόλεπτη διακοπή τρεΐς φορές πά λι. Άπό τό εσωτερικό του πανδοχείου άκούγονται βήμα τα. "Ενα μικρό παραθυράκι στο επάνω μέρος τής πόρτας ανοίγει και μέσα στο σκοτά δι ό Άνρυ Ντοβερνουά και ό Τριμπουσόιν ξεχωρίζουν δυο μάτια νά τούς εξετάζουν περί εργα. — Ποιοι είστε; ρωτάει ό άνθρωπος μέσα άπ’ τό παρά θυρο. — Θέλουμε τον κύριο Β Α λόη !, λέει τό παιδί. Ερχόμα στε απ’ τό μέρος τής θάλασ σας κι* έχουμε ένα γράμμα να τού δώσουμε. Ό άνθρωπος χάνεται άπ5 τό παράθυρο καί σε λίγο α νοίγει ή πόρτα. Τό παιδί καί ό υπηρέτης του μπαίνουν μέ σα καί ή πόρτα κλείνει αμέ σως πίσω τους. "Ενας άντραο, που έχει ρίξει πάνω άπό τή νυχτικιά του ένα παλτό, κρατάει στά χέρια ένα φανάρι καί εξετάζει τούς δυο νυχτερινούς επισκέπτες.
^— Είστε ό κ. Βιλλάρ; ρο> τάει τό παιδί. -— Ναί. Ό ίδιος. — Μέ λένε Άνρυ Ντυβερ νουά. Άπό εδώ είναι ό υπηρέ της μου. Τό πρόσωπο τού ιδιοκτήτη τού πανδοχείου, πού μέχρι ε κείνη τή στιγμή είναι κατσούφικο καί γεμάτο υποψία, φω τίζεται άπό ένα χαμόγελο. ^— Επιτέλους!, κάνει κα λόκαρδα. Πές μου πώς είσαι ό Άνρύ! Σέ περίμενα νωρι τέρα. — "Ημαστε προσκαλεσμέ νος στά άνάκτοραί, λέει έπεμβαίνοντας ό Τρυμπουσόν. Μάς κρατήσανε μέ τό ζόρι στο τρα πέζι κι’ όσο νά τελειώσουμε.. Ό Άνρύ γελάει. _—Μή τον πιστεύετε!, λέει. Είχαμε φασαρίες απόψε καί καθυστερήσαμε ! -— Περάστε νά καθήσετε κάπου, λέει ό Βιλλάρ. Σίγου ρα θά πεινάτε. Κάθονται σ’ ένα τραπέζι καί τούς σερβίρει κρασί καί καπνιστό κρέας. •— Δέν έχω τίποτα άλλο έ τοιμο αυτή τή στιγμή, τούς λέει. Βολευτήτε άπόψε μ5 αυ τά καί αύριο θά σάς κάνω ένα πριγκηπικό γεύμα... Καθώς τρώνε, τό παιδί τού διηγείται τις περιπέτειές του στο πλοίο πού τον έφερε άπ’ την Αγγλία, (*) τή συμπλο κή μέ τούς ληστές στο δημό σιο δρόμο, τή γνωριμία του μέ την μικρή πριγκήπισσσ Αουσιέν, τή σύλληψί του έξω (*) Διάβασε το ττρώτο τεύχος: «Για την Τιμή καί τη Δόξα».
26
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
««««««««<««««««««<«««««««««««««««««««««<«<««««<4 άπό τά άνάκτορα, τή μεταφο ρά του στη Βαστίλλη καί την άπόδρασί του άπό εκεί. ^Υ στερα, του δίνει τό γράμμα του δούκα του Μπούγκιγχαμ. —-Δυσκολευτήκαμε νά φτά σουμε ώς εδώ, καταλήγει, για τί οι δρόμοι είναι κλειστοί ά πό στρατιώτες καί σωματοφύ λακες... — Αυτό τό ξέρω, λέει ό Βιλλάρ. Λίγο νωρίτερα, πέρα σε άπό εδώ μια περίπολος καί οι στρατιώτες μου είπαν γιά κάποιον πού δραπέτευσε απ’ τό φρούριο. Αλλά τά έκ τακτα μέτρα δεν είναι μόνο γι’ αυτόν. Καταζητούνε καί κάποιον πού άπεπειράθη νά δολοφονήση, όπως λένε, τον Ρισελιέ. — Εμένα ζητάνε!, λέει
κινδυνεύοντας νά πνίγη ό Τριμπουσόν, πού είναι μπουκο μένος καί μασάει. Έγώ εί μαι ό...δολοφόνος! Ό Βιλλάρ τον κυττάζει τρομαγμένος. Ό Άνρύ του ρί χνει μιά ματιά κοροϊδευτική. Τον ξέρει πόσο εύκολα κατα σκευάζει ψεύτικες ιστορίες. — "Ελα, άφησε τίς κου ταμάρες, Τρίιμπουσόν!, τον μαλλώνει. — Τί, δέ μέ πιστεύεις; κά νει ενώ σπρώχνει ένα τεράστιο κομμάτι καπνιστό κρέας στο στόμα του. Νομίζεις πώς λέω ψέματα; Καταπίνει τή...μπουκιά του καί σηκώνεται. Τραβάει τό σπαθί πού έχει στη μέση του καί δείχνει τή λαβή του στο παιδί καί στον πανδοχέα.
Ό Βιλλάρ έξετάζει μέ προσοχή τους δυο νυχτερινούς επισκέπτες.
ΙΠΠΟΤΗΣ
27
««««««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««
"Ενα άγριο άνθρωττοκυνηγητό αρχίζει μέσα στους δρόμους του Παρισιού.
— Και τούτο τί είναι; ρω τάει και δείχνει ένα μονόγραμ μα χαραγμένο στο μέταλλο. — Το μονόγραμμα του Ρισελιέ!, ξεφωνίζει ό 'Ανρύ. — Ναί! Ναί! Αυτό είναι τό σπαθί του καρδιναλίου!, συμφωνεί και ό Βιλλάρ. "Ω στε...εσύ; — Ναί! Έγώ!, κάνει^ ό Τριμπουσόν καί κατεβάζει τρία ποτήρια κρασί, τό ένα πίσω από τ’ άλλο για να γλυ· στρήση μια άλλη... μπουκιά πού έχει ρίξει στο στόμα του. Έγώ, ό Τριμπουσόν ό τρομε ρός, πού δε φοβάται Χάρο! Ό Βιλλάρ χλωμιάζει. Έχει μπροστά του λοιπόν έναν κα ταπληκτικό άνθρωπο, πού τόλ
μησε νά τά βάλη με τον ισχυ ρότερο πολιτικό άνδρα τής Γαλλίας! ^— Έσύ είσαι ό Τριμπουσόν; ρωτάει. — Έγώ είμαι! Μάλιστα! ^ — Είσαι βέβαιος πώς λες την αλήθεια; ρωτάει ό ’Ανρυ, πού παρ5 όλο πού έχει τό σπα θί του καρδιναλίου μπροστά του, δέ μπορεί νά πιστέψη σ’ αυτά πού ακούει. — Αέω την αλήθεια!, επι μένει ό υπηρέτης. Ό Τριμπουσόν δέν είπε ποτέ στη ζωή του ψέματα! ^— Εμένα ιμού λές!, κάνει τό παιδί κι’ άνασηκώνει τούς ώμους. "Ομως ξαφνικά σουρώνει τά
28
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
«««««««««««««««<«««««««««««««««<«««««««««««««« φρύδια και τά μάτια του στρογγυλεύουν άττό την έκπληξι. Ό Τριμπουσόν μέ μια μεγαλοπρεπή χειρονομία, που θά την ζήλευε κι5 ένας γνήσιος μαρκήσιος, βάζει τό χέρι στην τσέπη του. "Υστερα τό βγά ζει και πετάει κάτι άπάνω στο τραπέζι. — "Ενα κολλιέ!, ξεφωνίζει ό Άνρύ. — Πραγματικά μαργαρι τάρια!, κάνει μέ ξεψυχισμένη φωνή ό Βιλλάρ. Τό παιδί παίρνει στά χέ ρια του τό κολλιέ καί τό εξε τάζει μέ προσοχή. Τούτο πά λι είναι άνω ποταμών! Ό Τριμπουσόν τον κάνει νά πέφτη από κατάπληξι σέ κατά· πληξι απόψε! — Που τό βρήκες αυτό; ρω τάει. Τούτο τό κολλιέ άντ1προσωπεύει μιά ολάκερη πε ριουσία. Κάνει πάνω από εί κοσι χιλιάδες φράγκα. — Είκοσι χιλιάδες φράγ κα; ξεφωνίζει ό Τριμπουσόν καί τρίβει τά χέρια του. Εί κοσι χιλιάδες; Την πιάσαμε την καλή! —· Που τό βρήκες; ξαναρωτάει αυστηρά ό Άνρύ. Δέν πιστεύω νά τό έκλεψες; — Δηλαδή..., κομπιάζει ό υπηρέτης. Δηλαδή κι3 εκείνος πού τό είχε στην τσέπη του τό είχε κλέψει από κάποιον άλλο.. — Άπό τίνος την τσέπη τό πήρες; — Άπό την τσέπη τής πα ν ιερότητάς του. Αλλά καί η πανιερότης τό είχε..κλέψει άπό τή Βασίλισσα...
— Απόψε θά τρελ>αθώ!, φωνάζει τό παιδί. —Προ παντός ψυχραιμία!, λέει θριαμβευτικά ό Τριμπου'σόν. ’Άφησέ με πρώτα νά σάς πώ την ιστορία μου. "Υστερα θά καταλάβης. Καί στους δυό έκπληκτους φίλους του, στον Άνρύ Ντυβερνουά καί στον πανδοχέα Βιλλάρ, ό ύπηρέτης αρχίζει νά διηγήται την νυχτερινή του πε ριπέτεια. Είναι ή μόνη...αλη θινή ιστορία πού είπε στη ζωή του... ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΚΥΝΗΓΙ
ΤΑΝ ό Τριμπουσόν τε λειώνει την ιστορία του, είναι περασμένα μεσά νυχτα. — Αυτό τό κολλιέ, λέει τό παιδί, θά έπιστραφή στη Βα σίλισσα. Δέν πιστεύω νά έχης αντίρρηση Τριμπουσόν; — /Εγώ; 'Ό... "Ο... Ό... χι!, αποκρίνεται καί ξεροκα ταπίνει εκείνος. Αλλά δέν πρέ πει νά μάς δώση καί κάτι; Εί κοσι χιλιάδες φράγκα τής χα ρίζουμε ! — Δέν τής χαρίζουμε τί ποτα, Τριμπουσόν! Τής επι στρέφουμε κάτι πού είναι δι κό της. — Αν είναι έτσι... Ας της τό χαρίσουμε!, άναγκάζεται ό Τριμπουσόν νά συμφωνήση. Σ3 αυτό τό μεταξύ ό Β ιλλάρ έχει διαβάσει τό γράμμο. — Ό δούκας τού Βούκκιγχαμ, λέει, σάς άνοίγει μιά α περιόριστη πίστωσι. 3Από σή μερα έγώ είμαι ό τραπεζίτης
Ο
ί
η
(1
6
ί
Η
ϊ
σου, κύριέ Ντυβερνουά. 'Ό,τι σου χρειαστή, θά το έχης. Ό πανδοχέας κυΤτάζει γύ ρω του και προσθέτει χαμη λόφωνα : — Επίσης μού γράφει νά σού δώσω μερικές διευθύνσεις και μερικά ονόματα προσώ πων που μένουν στο Παρίσι. "Όλα αυτά τά πρόσωπα ξέ ρουν πολύ καλά δτι ό πατέ ρας σου ήταν άθώος. Καί ό μως κράτησαν εχθρική στάσι απέναντι του καί βοήθησαν τον Ρισελιέ νά διαπράξη τό έγκλημα. — Μάς χρειάζονται σύντο μα αυτά τά ονόματα!, λέει ό Τριμπουσόν καί χαϊδεύει την ποντικοουρά πού κρέμεται στο πηγούνι του. Θά τούς άναλά-· βω όλους αύτούς εγώ! Ό Βιλ,λάρ τούς οδηγεί ύ στερα από λίγο σ’ ένα ευρύ χωρο δωμάτιο πού βλέπει στο πίσω μέρος του δρό'μου. — 5Εδώ θά κοιμηθήτε, τούς λέέΐί . Ύστερα ρωτάει: .. — "Έχετε άλογα; — Δυστυχώς όχι, λέει τό παιδί. Μ" αυτές τίς φασαρίες μείναμε δίχως άλογα. — Δεν υπάρχει λόγος νά στενο-χωριέστε! Θά σάς έτοιμάσιω δυο άπ5 τά καλύτερα πού έχω. Νά κοιμηθήτε ήσυ χοι. ’Άν παρουσιαστή άνάγκη, θά σάς ξυπνήσω εγώ. — Λες νά έχουμε επισκέ ψεις απόψε; ρωτάει ό Τριμπου σόν πού είναι έτοιμος ν’ ά ο χ ίση... νά τρέμη. Βαρέθηκα νά βλέπω νά ξεφυτρώνουν κάθε στιγμή μπροστά μου σά μα
,
.
.
Β
νιτάρια σωματοφύλακες^ τού Ρισελιέ! ’Όχι πώς φοβάμαι, Αλλά συχαίνουμαι τά αϊμα·* τα; Ό Βιλλάρ χαμογελάει καί άνασηκώνει τούς ώμους. -—: Κανείς δεν ξέρει τί μπό' ρεΐ νά γίνη !, λέει. "Οποιος φυλάει τά ρούχα του έχει τά μισά. Πριν φύγη, δίνει ενα χαρ τί στον Άνρύ. — Αυτά εΐναι τά πρόσω πα πού πρέπει νά συνσντήσης, κύριε Ντυβερνουά, τού λέει. ΕΤναι γραμμένα σέ τού το τό χαρτί. Είτε μέ τό καλό είτε μέ τό άγριο, πρέπει νά υποχρεωθούν νά πούν την α λήθεια γιά τον πατέρα σου. — Ευχαριστώ, λέει τό παι δί. Θά κάνω ό,τι χρειάζεται. — Καί κάτι άλλο. Θά σάς τό πώ τώρα γιά νά τό ξέρετε. Στην οδό Βοο-γίων, πλάι στον χείμμαρο πού διασχίζει την μικρή πλατεία τού 'Αγίου Σε βαστιανού, είναι τό πανδοχείο «Δυο Γέφυρες». Ανήκει στον αδελφό μου τον Φερνάντ. Σέ περίπτωση πού γιά τον ένα ή τον άλλο λόγο δέ θά μπθ' ρέσετε νά μέ συναντήσετε, άπευθυνθήτε στον Φερνάντ. Θά οάς έξυπηρετήση σέ ό,τι ζη τήσετε. Θά τον ειδοποιήσω έγώ καί θά ξέρη ποιοι εΐστε... Τούς καληνυχτίζει καί φεύ γει. ΚΓ ύστερα από λίγο, τό δωμάτιο γεμίζει από βροντές κι5 έναν άνατριχιαστικό θόρυ βο γυαλικών καί παληοσιδερικών πού κατρακυλάνε έδιώ κι5 έκεΐ: Ό Τριμπουσόν ροχα λίζει μακάρια!
10 Ο ΜΙΚΡΟΣ »»»»}»»»»»»»>»>&»»$»»»»»»>»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»» Τό μακάριο όμως αυτό ρο χαλητό διακόπτεται τά ξημε ρώματα από άγριους κρότους καί ψωνές, πού γεμίζουν τό δρόμο έξω από την είσοδο του πανδοχείου. Ό Άνρύ, που κοιμάται πολύ έλαφρά, τινάζε ται από τό κρεββάτι του. Αυ τή ή φασαρία δεν τού αρέσει καθόλου, -υπνάει τον Τριμπου σόν καί αρχίζουν κι5 οί δυο νά ντύνωνται βιαστικά. Γιά κάθε ενδεχόμενο, πρέπει νά εί ναι έτοιμοι. — Μά σάς λέω πώς δεν εί ναι εδώ κανείς απ’ αυτούς πού ζητάτε!, Ακούγεται ή φωνή του Βιλλάρ. Γιατί νά σάς πώ ψέματα; —- Θά ψάξουμε καί θά δού με άν λές Αλήθεια ή ψέματα!, -απαντάει κάποιος. Εμπρός, παιδιά! Ψάξτε όλες τις κά μαρες. Τούτος ό Βιλλάρ είναι εχθρός του καρδιναλίου καί μπορεί κάπου νά τούς εχη θρυμμένους. •Σχεδόν άμέσως άκουγεται ποδοβολητό στην ξύλινη σκά λα πού φέρνει οπήν κάμαρη τους. Κάποιοι ανεβαίνουν βια στικά. — Χριστούλη μου!, ξεφω νίζει ό Τριμπουσόν. Γιά μένα ψάχνουν! Χαθήκαμε! ^ Καί τρέμει καί ^τρυπώνει κάτω άπό ενα τραπέζι. Τώρα πού νομίζει πώς Ασφαλίστηκε ...δίνει κουράγιο στον μικρό κύριό του. -—- Θάρρος, κύριε Άνρύ^ί, φωνάζει. Απάνω τους νά τούς φάμε τό μάτι! Δώσε τους νά καταλάβουνε. Έδώ είμαι ε γώ !
Τό παιδί κυττάζει γύρω του. Δέν είναι εύκολο νά ξεΦάγουν. Νά, τώρα βροντούν τήν πόρτα. Θά τήν σπάσουν. Είναι κλεισμένοι σ’ ένα κλου βί. "Ενα παράθυρο υπάρχει μονάχα στήν κάμαρη πού βλέ πει προς τό πίσω μέρος του πανδοχείου. Τό παιδί σαλτάρει προς τά έκεΐ. "Ομως δέν προφταίνει νά κάνη ένα βήμα. Ή πόρτα πέφτει με πάταγο καί δυο αγριεμένοι σωματοφύ λακες μέ γυμνά τά σπαθιά, μπαίνουν μέσα. -—- Ποιος είσαι σύ; ρωτάνε άγρια καθώς βλέπουν τον μι κρό Ντυβερνουά. Τό παιδί γυρίζει απότομα καί μέ τό σπαθί στο χέρι τούς περιμένει. Δέν αποκρίνεται. Μονάχα στέκει καί τούς κυττάζει έτοιμο ν’ απόκρουση τήν έπίθεσι. — Αυτός είναι!, γρυλλίζει ό ένας. Απάνω του! Τά τρία σπαθιά διασταυ ρώνονται καί οί μυτερές λε πίδες τους αστράφτουν μέσα οπό στενόχωρο τούτο δωμά τιο τού πανδοχείου. Τό παιδί αγωνίζεται ά π ε λ π ισμένα. Στέλνει δεξιά κΓ Αριστερά χτυπήματα καί τό ψίφος του κόβει τό δρόμο στο ατσάλι πού Απειλεί τό στήθος καί τά πλευρά του. ζιφαμαχεΐ μέ Ο λους τούς κανόνες. Οί άλλοι όμως, οί δυό σωματοφύλακες, δέν λογαριάζουν τίποτα, -εχνούν τά προσχήματα καί βλα στημούν καί μουντάρουν καί προσπαθούν νά χτυπήσουν ό πως μπορούν. Ό ένας μάλι στα, ένας ψηλός καί σωματώ*
ί ίΐ ' η Ο ? Η Σ ..... 81 α««4«««««αα4α«««««««<«4«α««α«4«4«α«ϊ44<4<4<44<4<«4«4<44ϋ« δης ώς έκεΐ πάνω άντρας, πού δεν μπορεί νά χώνεψη τό πώς τολμάει νά χτυπιέται μαζί του ένα τόσο δά παιδί, σφίγγει κάθε τόσο τά δόντια καί φοβε ρίζει. — Παραδάσου, πιτσιρίκο!, του φωνάζει. Γιατί δεν άστε'εύουμαι. Θά σέ σουβλίσω ^μέ τό σπαθί μου καί θά κλαΐς! — ’Άν τά καταφέρης, χα λάλι σου!, αποκρίνεται ψύ χραιμα ό Άνρύ. ^ — Μά ποιος διάολος είσαι καί πιστεύεις πώς θά ξεφύγης!, του φωνάζει ό άλλος^. Μέ λένε Γκαρπέτ κι5 δλο ^τό Παρίσι ξέρει πώς δεν υπάρ χει δεύτερος στο σπαθί σάν καί μένα. •— Καί κάποιος άλλος εί χε πή μιά τέτοια κουβέντα σ’ ένα καράβι. Τον λέγανε Ροσεφόρ. Μά έπεσε στη θάλασ σα όταν είδε τά σκούρα! — Ό Ροσεφόρ; -ιφομάχησες μέ τό Ροσεφόρ; ρωτάνε κι* οι δυο μαζί. —- Ναι!, λέει τό παιδί χα μογελώντας. Καί 5έν έχασα. Λοιπόν φυλάξου, λεβέντη μου ! Καί, καθώς μιλάει, σαλτάρει καί ή ,μύτη τού σπαθιού του τρυπάει τον ώμο του σω ματοφύλακα που λέγεται Γκαρπέτ. Μά, την ίδια στιγ μή, ό άλλος μουντάρει σάν λιοντάρι απάνω του. Ό μι κρός Ντυβερνουά δέχεται ένα δυνατό χτύπημα στον καρπό καί τά δάχτυλά του παραλύ ουν. Τό ξίφος του πέφτει στό πάτωμα. Άφίνει μιά κραυγή πόνου. "Ομως δέ χάνει τό κο<> ράγια του. Σκύβει. Άλλα ό
άλλος δεν τον άφίνει. Τά παι δί τον βλέπει νά όρμάη σάν τίγρις απάνω του καί μέσα στη ζάλη του ξεχωρίζει την αστραφτερή λεπίδα τού ξίφους του νά σημαδεύη τήν καρδιά του. Τινάζεται προς τά πίσω, γέρνει πλάγια καί ξεφεύγει τό χτύπημα. — Τώρα θά σέ σουβλίσω μέ τήν ησυχία μου!, μουγγρίζει λυσσασμένος ό σωματο φύλακας κύ ετοιμάζεται για τό τελειωτικό χτύπημα. Δέ μπορείς νά ξαναπάρης τό ξί φος σου καί τό δικό μου, όπως βλέπεις, είναι ατά χέρια μου. Στοιχηματίζω πώς σέ λίγο θά βάλης τά κλάματα! Τό παιδί τον βλέπει τώρα πού έρχεται μέ αργό βήμα προς τό μέρος του. *Έχει τό κεφάλι του ανάμεσα στους ώ μους καί τά μάτια του αστρά φτουν απαίσια. «Είμαι χαμέ νος!», συλλογίζεται. «Είμαι χαμένος!». Καί νοιώθει κρύον ιδρώτα νά κατρακυλάη από τό μέτωπό του. Όπισθοχωρεΐ με ρικά βήματα. Μά ό σωματο φύλακας ολοένα καί πλησιά ζει περισσότερο. «Θεέ μου, βρήθησέ με !», παρακαλεί ό Άνρύ. Δέν υπάρχει άλλο μέ ρος νά όπισθοχωρήση πιο πο λύ. ’Έχει στριμωχτή στον τοί χο καί τίποτα δέ μπορεί νά τον σώση από τή μύτη τού σπαθιού πού τον σημαδεύει. Είναι άοπλος στή διάθεσι ενός αγριμιού πού τον κυττάζει μέ μίσος. —’Άν προφτάσης, κάνε τήν προσευχή σου, ^ιωρό!, καγχά ζει ό σωματοφύλακας. Σέ λί-
'γο θά εχης γίνει ^.άγγέλάκι ί<ςχι θά ταξιδεύης στον ουρα νό ! Τό σπαθί σηκώνεται καί ό Άνρύ σκύβει για ν' αποφυγή τό φοβερό χτύπημα. Μά τού το τό χτύπηιμα δεν είναι για νά δοθη ποτέ! Τούτη ακριβώς Τη στιγμή βλέπει τον αντίπα λό του νά κλονίζεται, νά γυρίζη πρός τά πίσω ξαφνιασμέ νος, νά βλαστηιμάη άγρια, νά π.οοσπαθή νά συγκράτηση., νά χάνη τέλος την ισορροπία του καί νά ξαπλώνεται φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Τό παι δί βγάζει μιά κραυγή χαροω. Ό Τριμπουσόν έχει έπέμβ£ΐ...κεραυνοβόλα! 'Έχει συρθή κάτω από τό τραπέζι πού ήταν κρυμμένος κύ έχει άρ~ πάξει τά πόδια τού σωματοφύλακα καί τά τραβάει^ από τομα πρός τά πίσω. Τούτο_ τό κόλπο τού Τριμπουσόν κάνει τον σωματοφύλακα νά σωρια στή στο πάτωμα καί γλυτώ νει από βέβαιο θάνατο τον Άνρύ... Γιά μιά στιγμή δμως. Για τί ό σωματοφύλακας σηκώνε ται απειλητικός πάλι. Μά δεν μπορεΐ νά πλησιάση καί νά πλήξη μέ τό σπαθί του τον άοπλο Άνρύ. Γιατί πρέπει νά κάνη δυο βήματα μπροστά. Κι5 έτσι θά άφήση στή διά θεα ι τού Τριμπουσόν ένα πεταγμένο σπαθί — τό σπαθί τού πρώτου πληγωμένου σιωματοφύλακα. Νά σκύψη καί νά τό πιάση κΓ εκείνο πάλι δεν του είναι μπορετό, γιατί 6 Ιριμπουσόν καραδοκεί μέ μιά καρέκλα στο χέρι. Μόλις σκύ-
ψη, θά του τήν καγαφέρη ατά κεφάλι, Νά κράτηση μακρυά μέ τό σπαθί του τον βαρελόειδή αντίπαλό του πάλι θά εί ναι επικίνδυνο γιατί έτσι θά βρή ευκαιρία ό Άνρύ καί (Τ άναπληρώση τον Τριμπουσόν στήν επίθεσι. Γιά τρία λεπτά καί οί τρεϊς αντίπαλοι έμειναν ακίνητοι στή θέσι τους. Ό Άνρύ Ντυβερνουά γονατιστός, περίτρο μος έτοιμος νά έπωφεληθή α πό τήν παραμικρή άστοχη κίνησι τού σωματοφύλακα. Ό Τριμπουσόν, γελαστός καί πο λυμήχανος, έτοΊ'μος νά τού σερβίρη τήν καοεκλιά, καί ό σωματοφύλακας στή μέση, μέ καρφωμένη τή ματιά στο σπαθί πού βρισκόταν χάμω.. άαφνικά, ό δαιμόνιος Τριμπουσόν άφησε τήν σκόπιμη κραυγή πού ήταν μοιραία γιά τον σαστισμένο σωματοφύλα κα: — Απάνω του Άνρύ! * Ό σωματοφύλακας έκανε έ να βήμα μπρος. Μά πριν ή ά κρη του σπαθιού του άγγίξη τον μικρό ιππότη, δέχτηκε τήν καρέκλα τού Τριμπουσόν ατό κεφάλι πού τον άφησε αναί σθητο. Στο μεταξύ όμως έχει σηκωθή ό άλλος σωματοφύλακας, ό πληγωμένος, καί ετοιμάζε ται νά πάρη από κάτω τό σπα θί του. Μά ό Τριμπουσόν μέ μιά δυνατή τακουν ιά τού τσα κίζει τον καρπό τού χεριού, Συγχρόνως, μέ τό άλλο του χέρι, τού δίνει μιά περιποιημένη γροθιά στο στομάχι καί τον διπλώνει σόον εφημερίδα.
ΙΠΠΟΤΗΣ
33
— Έμενα με λένε Τριμπουσόν!, φωνάζει. "Οταν ήμουνα στο Αλγέρι, είχα τσακίσει μέ μια καρέκλα ογδόντα τρία κε φάλια !... Καθώς μιλάει όμως, ετοι μάζεται νά... τρυττώση πάλι κάτω από τό τραπέζι. 5Από τή σκάλα άκούγονται καινούρ για βήματα. — Έδώ Τριμπουσόν!, φω νάζει τό παιδί καθώς σκύβε1 καί παίρνει τό σπαθί του. Άττ’ τό παράθυρο. Δέυ υπάρχει άλ λος δρόμος! "Έλα μαζί μου. Ό Τριμπουσόν σταματάει την έπίθεσι...£ναντίον του τρα πέζιου καί τρέχει κοντά του. Ό Άνρύ σπάει τά τζάμια καί ρίχνει μιά ματιά προς τά έ ξω. Κάτω απ’ τό παράθυρο υπάρχουν δυο ξεκούραστα ά λογα. Ό '3ιλλάρ έχει κρατή σει τό λόγο του. — Σωθήκαμε!, λέει χαρού,μενα ό μικρός Ντυβερνουά. Εμπρός, πήδα πρώτος, Τριμπουσόν. Ό υπηρέτης δε θέλει δεύ-' τερη κουβέντα. Πηδάει σάν... αετός στο κενό, παίρνει μερι
κές του,μπες στο χώμα καί σκαρφαλώνει στο ένα από τά δυο άλογα. Μισό λεπτό αργό τερα, σαλτάρει καί τό παιδί. Ζυγιάζει τό κορμί του καί, καθώς πηδάεη βρίσκεται και5 ευθείαν στη σέλα του αλόγου που περιμένει. — Δρόμο, Τριμπουσόν!, διατάζει. Οι δυο καβαλλάρηδες ξεκ’νουν. Μά σχεδόν αμέσως οί σφαίρες αρχίζουν νά σφυρί ζουν σά δαίμονες γύρω τους. Οι σωματοφύλακες τούς εΐδα' καί πυροβολούν από τ’ άλλα παράθυρα του πανδοχείου. — Θαρρώ πώς αύτή τή φο·' ρά θά γίνουμε μακαρίτες!, ξε φωνίζει τρομαγμένος ό Τριμπουσόν. Χριστούλη μου, βά λε τό χέρι σου γιατί χαθήκα. με! Άλλα τώρα δεν είναι μο νάχα οι σφαίρες. Πέντε σω ματοφύλακες καβάλλα στ3 ά λογα τρέχουν ξοπίσω τους φωνάζοντας. Καί, μέσα στο ή ρεμο αυτό ξημέρωμα του Πα ρισιού, αρχίζει ένα άγριο ανθρωποκυνήγι...
ΤΕΛΟ Σ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ Γραφεία:
ΒΙΒΛΙΑ
ΙΠΠΟΤΗΣ
ΗΡΩΙΚΩΝ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
Ό8ος Λέκκα 22 ❖ Άριθ. 2
Ό* Τιμή βραχ. 2
Οικονομικές Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστείβου 174. Προϊστ. Τυ-ττ.: Α. Χατζηβασιλείον, Αμαζόνων 25
Στο επόμενο τεύχος, τό 3, πού κυκλοφορεί ερχόμενη έβδομάδα μέ τον τίτλο:
την
0 ΑΝΙΚΗΤΟΣ ΞΙΦΟΜΑΧΟΣ ό Μικρός Ιππότης και ό...τρομερός Τ,ριμπουαόν αν τιμετωπίζουν ολόκληρη τή σωματοφυλακή τού Καρ διναλίου και πολεμούν με αμέτρητους αντιπάλους, για νά φτάσουν ώς τή Βασίλισσα καί νά τή σώσουν! "Ενα τεύχος, δπου ό ηρωισμός τού μικρού μο νομάχου προκαλεΐ ρίγη ενθουσιασμού και δάκρυα!
Ο ΧΡΥΣύΙΣΚΟΡΠΙΟΣ ΣΚ/7 ΠΕΛ9ΡΙΟ ΛίΟΜΤΒΡ/ ΧΥΜΡει /7ΑΛ στομ ρρχαΓντη ΤΑΣ 2ω>ή<λαζ ΤΑ//)/ /ά/Α 17/ΓΜΡ ΟΜΘΣ Ο ΜΑ V Μ
^ ΤΟΝ ΒΙΕ! Π^Γ£1&Ρ^Μ. Κ0Ν7ΡΣ7ΡΝ ΚΡΡάΐΒ. Μ ΣιΝΠΐ Γ)ΟΛ V ΑΙΧΗΜΑ'β
^ ΦΪΛΒΈΟΥ ΡΝΝΡΙΣΑ/Ρ
ΑίΟΝΤΡΡΐ!
Μμ ΖΟΑ/ΤΑ 'ΜΡ ΤΟΥΣ Οε/ΡΡΞΗΣ/ £/*/?/
β/Λΰ/ΜΏΐ'' ΣΤΑΙΟΥ !
Ο ΜΙΚΡΟΣ
/\ Ψ™ 1 £ν\
γ7- λ?&'{*£$
3^7 *£§-£ :&;■ Λ /{ ;.';
ρ|γ'
ϋΜρ
στο ξύλο άν πέσω στά χέρια τους. Αυτοί οί μαντράχαλοι δεν αστειεύονται... Ι ΔΥΟ καβαλλάρηδες, — Μη φοβάσαι, Τριμπουό μικρός Ντυβερνουά σόν!, τού φωνάζει τό παιδί. μέ την άψοβη καρδιά Θά τούς ξεφύγουιμε! και ό «παλληκαράς» βαρελοει —ΕΤ... ΕΤ... πα... πα... εγώ δής υπηρέτης του ό Τριμπου δτι φοβάμαι; λέει κλαψιάρικα σόν, καλπάζουν σαν σίψουό υπηρέτης. Έγώ γιά σένα νας διασχίζοντας τούς δρό μονάχα φοβάμαι. Χριστούλη μους του Παρισιοΰ/ καθώς μου! Τί είναι αυτά πού μάς τούς κυνηγουν οί εξαγριωμένοι ρίχνουνε; Κανόνια έχουνε α σςο μ ατοφύλακες του Ρισελιέ. πάνω στ5 άλογά τους; Πολύ (*) Οί σφαΤρες σφυρίζουν πά μοβόροι άνθρωποι αυτοί οί νω άπ5 τά κεφάλια τους καί σωματοφύλακες. 5Ώχ! Θά μέ τό ποδοβολητό των αλόγων ο φάνε ύπουλα! Πάω χαμένος λοένα καί άκούγεται πλησιέάδικα! στερα. — Πάψε νά λές κουταμά —Χρι... χρι... στούλη μου!, ρες, Τριμπουσόν!, του φωνά“ παρακαλάει ό Τριμπουσόν. ζει ό Άνρύ. Καί φρόντισε νά Κάνε τό θαύμα νά γλυτώσουμη ;μένης πίσω. 'Έλα κοντά με, γιατί θά μέ σακατέψουνε μου! Ό μικρός ιππότης ξέρει κα {*) Διάβ-ασε το προηγούμενο λά όλους αύτούς τούς δρόμους τεύχος: «Μέ τό σπαθί στο χέρι» ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ
Ο
ΤΡΜΗ ΑΡΑΧΜΕΣ 2.
4
Ο
* Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
«<««««<«««««««<«««««««««<«««««««««««««««««««««« και έχει άττό τώρα στο νοΰ του τό μέρος άπ’ δττου θά μπορέ σουν νά ξεφύγουν.· Προς τά έκεΐ λοιπόν κατευθύνεται, δια σχίζοντας σάν αστραπή στε νοσόκακα και μεγάλες λεωφό ρους. Μπροστά αυτός, πίσω ό Τριμπουσόν και πολύ πιο πίσω οί καβαλλάρηδες που τούς κυνηγάνε... Μερικά παράθυρα ανοίγουν βιαστικά καί αγουροξυπνημέ να πρόσωπα με τρομαγμένα μάτια πράο παθουν νά μαντέ ψουν τί συμβαίνει αυτό τό ξη μέρωμα και τι σημαίνουν οι πυροβολισμοί. Καθώς άναγνω ρίζουν δμοος απ’ τις στολές τούς σωματοφύλακες του καρ διναλίου, κλείνουν βιαστικά και σταυροκοπούνται πίσω απ’ τις γρίλλιες. — Ιησού Χριστέ, Μαρία Παρθένα, παρακαλουν. Προστατέψτε αυτούς πού κυνηγούν οι άνθρωποι τού Ρισελιέ. Ό Άνρύ Ντύβερνουά στρί βει τώρα σ’ έναν στενό ανη φορικό δρόμο, περνάει, μέσα σ’ έναν άλλον, πού έρχεται κάθετα προς αυτόν, και ύπο χρεώνοντας τό άλογό του νά γυρίση μπαίνει σ’ έναν κατή φορο πού φέρνει σε μιά μεγά λη τάφρο. — ΓΊοΰ πάμε; ρωτάει_κλα ψιάρικα ό Τριμπουσόν. -αναγυρίζουμε πίσω; Θά πέσουυε άπάνω τους. — Μη μιλάς!, διατάζει νευ ρικά τό παιδι' καί κρατάει τά γκέμισ. ’Έλα και στάσου εδώ. Στέκουν με κομμένη ανά σα και· περιμένουν πίσω από έναν μισοερειπωμένο μύλο,
Άπό έδώ μπορούν νά παρα κολουθούν χωρίς νά φαίνωνται. Σε λίγο βλέπουν στον ανηφο ρικό δρόμο τούς σω<ματοφύλα κες. Είναι τέσσερις και κρα τούν γυμνά τά σπαθιά τους. Σταματούν γιά λίγο. Κυττάζουν γύρω τους. Δέ βλέπουν κανένα καί, νομίζοντας πώς έκεΐ^οι πού κυνηγούν έχουν συνεχίσει τό δρόμο πίσω άπό την πλαγιά τού άντικρυνού λόφου, πατούν με τούς πτερ νιστήρες τά πλευρά των άλο γων τους καί καλπάζουν προς τά έκεΐ. ’Έχουν χάσει τά ίχνη τους. — Έπΐ τέλους! Τούς... κα τατροπώσαιμε !, λέει ό Τοιμπουσόν πού έχει ξαναβρή πά λι τη φωνή του. ^Ηταν και-
•ρος! Τό παιδί τον κυττάζει καί χαμογελάει. — Εντάξει, Τριμπουσόν! Τούς ξεφύγαμε!, λέει. Ό Τριμπουσόν παίρνει το γνωστό ήρωϊκό ύφος, του καί στρίβει τό μουστάκι του, πού μοιάζει μέ... μαδημένη οδον τόβουρτσα. — ’Άν τούς βαστάει ας δο κιμάσουν πάλι!, λέει. "Επρε πε νά ξέρουν δτ ι ό Τρϋμπουσόν δεν τά σηκώνει κάτι τέ τοια! Ευτυχώς πού ...τρύπο> σα κάτω άπό τό τραπέζι ό ταν ,μπήκαν στην κάμαρα τού πανδοχείου. — Μά τόσο πολύ φοβήθη κες; ρωτάει προσπαθώντας νά συγκρατήση τη ^σοβαρότητα του ό Άνρύ καί χαμογελάει κρυφά. — Ό Τριμπουσόν δέν· φο.·
&
ι η
η
ο ΐ
η
«
,
βόπαι ττοιΐ!, άττσκ,ρινετοΐί κ> ψτά ό υπηρέτης. — Μά τότε; Γιατί κρύφτη κες; λ χ , , . — Είχα το σχέδιό μου:, λέει φουσκώνοντας ό Τριμπου σόν. 'Αν δεν κρυβόμουνα και οι δυο θά είμαστε τώρα... μα καρίτες! — ζιεκινάιμε!, του λέει το παιδί. Τώρα οί σωματοφυλα κές θά βρίσκονται πια μακρυά. Σταμάτα να στρίβης τό μουστάκι σου, Τριμπουσόν, και πιάσε τά γκέμια! ΟΙ ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΦΤΑ ΛΗΣΤΕΣ
·
ΑΘΩΣ αρχίζουν πάλι τό δρόμο τους, χωρίς νά καλπάζουν πιά, ακολου θώντας αντίθετη κατεύθυνοι από εκείνη πού πήραν οί δι ώκτες τους, ό Τριμπουσόν κα τά τη συνήθειά του βρίσκει την ευκαιρία νά διηγηθή ένα καινούργιο... παραμύθι στόν κύριό του. -— Αυτό τό κόλπο τού τρα πεζιού, λέει, τό εφαρμόζω συ χνά. Μέ τον ίδιο- τρόπο έξώντωσα πριν δυο χρόνια στην 51 ·· ταλία μιά ολόκληρη συμμορία ληστών... Τό παιδί γυρίζει καί τόν κυττάζει ξαφνιασμένο. — Πριν δυο χρόνια ήσουν στην Ιταλία; ρωτάει. — Ναί, γιατί; Είναι παρά ξενο νά ήμουνα στην Ιταλία; — Μά πριν δυο χρόνια, άν θυμάμαι καλά, ήσουν μαζί μου στο Λονδίνο καί δεν τό κούνησες βήμα από κοντά μου.
, ,
$
. Ό Τριμπουσόν ξύνει τή μύ τη του. •
·— Γίαρντόν!, λέει χωρίς νά χάση την ψυχραιμία του: Τέσ σερα χρόνια ήθελα νά πω. ^ Καί δίχως νά κοκκινήση κσ θολού, σάν νά μην τον έπιασαν νά λέει ένα τόσο χοντρό ψέμμα, συνεχίζει την ιστορία του: —- Πριν τέσσερα χρόνια λοιπόν μέ τό κόλπο τού τρα πεζιού εξόντωσα ογδόντα ε φτά φοβερούς καί τρομερούς ληστές καί έγινα διάσημος! Βρισκόμαστε - πεντέξη παρέα σέ^ μιά ταβέρνα τής Ρώμης καί διασκεδάζαμε, δταν φά νηκε ένα ολάκερο στράτευμα από ληστές. ^Ηταν όλοι ώπλι σμένοι ώς τά δόντια καί ά γριοι. "Ολοι τής παρέας μου πήρανε δρόμο πηδώντας από τά παράθυρα καί γίνανε... καπνός. Έγώ τρύπωσα κάτω από ένα τραπέζι καί περίμενα.^Όπου λοιπόν μπαίνει ό πρώτος ληστής μέ γυμνό σπα θί έτοιμος νά πάρη κεφάλια. 4Απλώνω τό χέρι καί τον άρπάζω από τον αστράγαλο καί τον τραβάω πίσω. Χάνει τήν ισορροπία του καί ξαπλώνε ται φαρδύς πλατύς κάνω. Τό τε έγώ μ’ ένα καρεκλοπόδαρο πού κρατούσα στο άλλο μου χέρι τού δίνω μιά στο κεφάλι καί πάρτον κάτω. Μπαίνει ό δεύτερος. Τον αρπάζω μέ τό ίδιο κόλπο, τον κοπανάω, πάρ τον κάτω κι5 αυτόν! Μπαίνει ό τρίτος —έγώ πάντα κάτω απ’ τό τραπέζι— τον άρπάζω, εις ενέργεια τό καρεκλο πόδαρο... σέκος κι* αυτός!
1 Νά μη στά πολυλογώ, τούς κατάψερα μέσα σέ μιά ώρα και ένα τέταρτο και τούς ογ δόντα έ'ψτά καί, δταν φτάσα νε οι καραμπινιέρομ δεν ττραφταίνανε νά τούς μαζεύουνε και νά τούς φορτώνουν στά κάρρα γιά νά τούς πάνε στις φυλακές. Τό παιδί, πού ξέρει πόσο καυχησάρης είναι ό χοντρός υπηρέτης του, δεν πιστεύει φυ σικά ούτε λέξι από την και νούργια αυτή ιστορία καί αρ χίζει νά τον... δουλεύει. — Πόσοι είπες πώς ήτα^ οι ληστές, Τριμπουσόν; — 1 Ογδόντα εφτά! — Σάν πολλοί ήσαν, Τριμπουσόν. Κάνε τους πιο λί γους !
Κ
Ο
1
Ό Τριμπουσόν ξύνει πάλι τή μύτη του. — Χμ ί Δηλαδή δεν είχα καί κανένα κατάστιχο νά τούς γράφω!, λέει. "Αν δεν ήσαν ογδόντα εφτά μπορεί νά ήσαν εβδομήντα εφτά. — Κάνε λίγο σκόντο άκόμα, Τριμπουσόν!, του λέει τό παιδί καί τον κυττάζει λοξά. Κατέβαινε! —■ "Ε! Καλά!, κάνει κοκκι νίζοντας ό υπηρέτης. Μπορεί νά ήταν πενήντα. Μιά φορά ε κείνο πού ξέρω είναι δτι έσπα σα είκοσιπέντε καρεκλοπόδαρα στά κεφάλια τους καί ό ταβερνιάρης μου έκανε... μήνυσι γιά φθορά ξένης ιδιοκτη σίας ! Τό παιδί ετοιμάζεται νά λ
Λ Ό Τριμπουσόν θέλοντας καί μη αρχίζει νά τταρακολονθη τον Ρόσ*φορ καί την παρέα τον...
I ά ή ό
ί
η
1
$
'Ο μικρός 1 Ανρύ αρπάζει αέσα ^ιγ’ τις φλόγες την μικρή τ-ριγκηττισσα Λουσιέν!
του ζητήση νά κάνη καινούρ γιο... σκόντο στα καρεκλοπό6αρα, άλλα δεν προφταίνε-. Αυτή ακριβώς τή στιγμή, κα θώς περνούν απ' τό πίσω μερος ένός παληου πύργου, βλέ πει μια τούφα μαύρου καπνού και ιμεγάλες γλώσσες φωτιάς νά βγαίνουν από ένα ψηλό πα ράθυρο... — Φωτιά!, ξεφωνίζει τρο μαγμένος ό Τριμπουσόν ^πού εχει 8ή κι9 αυτός τις φλόγες. βρίσκονται στην άλλη άκρη τού Παρισιού, σχεδόν κοντά στά τείχη, και τούτο τό τοπίο φαίνεται εντελώς έρημο. Ό πύργος εΐναι τριγυρισμένος άπό έναν μεγάλο έγκαταλει.μ μένο κήπο και φαίνεται άκαΤοίκητος.
—- Περίεργο!, ψιθυρίζει ό ’Ανρύ. Θαρρώ πώς άκουσα μιά φωνή νά ζητάει βοηθέ α. Ό Τριμπουσόν όμως εχει δη κάτι πιο ενδιαφέρον. —- Κύτταξε εκεί, κύριε!, λέει και δείχνει τρεΐς καβαλλάρηδες πού βγαίνουν βιαστι κό] άπό τήν πίσω πόρτα τού κήπου και καλπάζουν προς τό βάθος τού δρόμου. — Ό Ροσεφόρ !, ξεφωνίζει ό ιμικρός Ντυβερνουά πού έχει άναγνωρίσει τον έναν άπό τούς τρεΐς καβαλλάρηδες; Ό λοχαγός τών σωματοφυλάκων τού καρδιναλίου... (*) Αυτός είναι! Θά τον αναγνώριζα ά(*) Διάβασε το τεΟχος: «Γιά τήν τιμή καί τή δόξα».
8 5 Μ I Κ Ρ 0 2 «4α<4«4α4««α«««ί44««αα«44«4««44«κ«α<Μ««««α«4«<4αΜ««««4 νάμ&σα αέ χίΛιους άνθρώττους. Κάποια καινούργια ατιμία έ χει σκαρώσει. Θά τους πάρου με τό κατόπι, Τριμπουσόν! Έ,μπρός... Μά, την ίδια στιγμή, μια διαπεραστική γυναικεία κραυ γή φτάνει στ5 αυτιά τους. Α νάμεσα στις φλόγες και στους1 καπνούς ξεχωρίζουν στο πα ράθυρο τώρα μιά γυναίκα, πού φωνάζει καί κάνει απελπισμέ νες κινήσεις και ζητάει βοή^ θεία, — Πάρε τό κατόπι τον Ρόσεφορ καί την παρέα του, Τρι μπουσόν!, διατάζει τό παιδί. Θά συναντηθούμε στις «Διό Γ έφυρες». —Με... μέ... τά σωστά οσυ τό λες; ρωτάει καί αρχίζει νά τρεμη ό παλληκσράς Τριμπου σόν. -— Φοβάσαι; κάνει τό παι δί. —"Οχι. Δέ φοβάμαι. Άλλα πώς νά σ5 άφήσω μόνο σ’ αυ τή τήν ερημιά; —Κ άνε αυτό που σου λέοο? διατάζει άγρια ό μικρός Ντυβερνουά. Ό Τριμπουσόν· βλέπει πώς δέ μπορεί... νά γλυστρήση καί, κάνοντας τήν ανάγκη φ'λοτιμία, αναγκάζεται νά συμμορφωθή. Τραβάει τά γκέμια τού άλογου του καί παίρνει ξοπίσω τούς τρεΤς καβαλλάρηδες. , · „ — Θεούλη μου, μ’ επιασε ή καρδούλα μου!, λέει κλαψιά ρίκα. Βάλε τό χέρι σου, Χριστούλη μου, νά μή μέ μυρι» στοϋν γιατί, άν μέ πιάσουν,
θά μέ κάνουνε,.. μπλε - μσρέν στο ξύλο.., ΤΟ ΤΡΟΜΕΡΟ ΛI ΛΗΜΜΑ-
ΗΝ ίδια στιγμή ό Άνρύ Ντυβερνουά καβάλλα στ’ άλογό του περνάει τήν μισογκρεμισμένη πόρτα του κήπου καί φτάνει στην ε ξώπορτα τοΰ πύργου, ξεπε ζεύει καί,, χωρίς νά λογαρτά ση τίποτα, άρχίζει ν’ άνεβαίνη σαλτάροντας τρία - τρία τά πέτρινα σκαλοπάτια. Πρέ πει νά βιαστή άν θέλη νά προφτάση. ΚΤ ένα λεπτό καθυ-· στέρησι - μπορεί νά είναι μοι ραία. "Εχει λογαριάσει ρί χνοντας ένα βιαστικό1 βλέμμα απ’ έξω πέος τό παράθυρο άπ’ όπου βγαίνουν οι φλόγες πρέ πει νά είναι στο τρίτο πάτω μα. Σ’ αυτό τό πάτωμα λοι πόν —σ5 ένα δωμάτιο του τρί του πατώματος —βρίσκεται μιά ανυπεράσπιστη γυναίκα, θύμα ποιος ξέρει ποιας σατα νικής πλεκτάνης των ανθρώ πων του Ρισελιέ, μιά γυναίκα πού κινδυνεύει νά χαθή μέσα στις φλόγες. Ή παρουσία τού Ρόσεφορ σ5 αυτό τό μέρος ση μαίνει πολλά πράγματα. "Ο λα αυτά τά σκέπτεται καθώς ανεβαίνει τή σκάλα κι5 οσο α νεβαίνει, νοιώθει τή μυρουδιά των πραγμάτων που καίγονται κι5-αισθάνεται τόν^ζεστό αέρα πού σκορπίζει στο εσωτερικό τού πύργου ή φωτιά. Ανεβαί νει μέ κομμένη ανάσα. Μερικά σκαλιά ακόμα καί φτάνει. Πέντε, τρία σκαλιά ακόμα.,·.
Τ
ΙΠΠΟΤΗΣ α *<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<«<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<< — "Ε! Έσύ πού μπαίνεις στά ξένα σπίτια χωρίς νά ρω τάς κανέναν! Στάσου! Ό 'Άνρύ γυρίζει ξαφνιασμένος. "Ενας ψηλός άνδρσς μέ γενει άδα έρχεται τό κατόπι του καί φωνάζει. Ανεβαίνει κι5 αυτός τρέχοντας τή σκάλα, μά δεν είναι τόσο σβέλτος σάν τό παιδί. Ανεβαίνει άγκομαχώντας. — Γύρισε πίσω!, τοϋ φω νάζει άγρια. Μιά γυναίκα κινδυνεύει ί, αποκρίνεται ό ■ Ντυβερνουά. ’Έλα νά τή βοηθήσουμε! — Γύρισε πίσω άν δεν θέλης νά σου τσακίσω τά κόκκαλα, πιτσιρίκο!, φωνάζει έ-· κείνος καί τραβάει τό σπαθί του. Ποιος σέ προσκάλεσε καί μπερδεύεσαι σέ . ξένες δου λειές; "Άφησε τή γυναίκα ή συχη... Ό μικρός Ιππότης μένει γιά μιά στιγμή αναποφάσι στος. Είναι φανερό πώς ό άν θρωπος αυτός δε θέλει νά τον άφήση νά προσφέρη βοήθεια στή γυναίκα πού κινδυνεύει νά καή ζωντανή. Λοιπόν δεν πρέπει νά περιμένη. Φέρνει τό χέρι στή λαβή τού σπαθιού του. — "Αν θέλης νά μού τσά κισης τά κόκκαλα, έλα επάνω, κύριε!, τού φωνάζει. Καί σσλτάροντας δρασκελί ζει τά τρία σκαλιά πού .απο μένουν καί βρίσκεται στο διά δρομο. Ό καπνός εδώ είναι πιο πηχτός καί, μέ ένα βια στικό βλέμμα πού ρίχνει γύ ρω του, καταλαβαίνει. Νά ή
κάμαρη. Άπό τις χαραμάδες τής πόρτας βγαίνουν οί κα πνοί. .Τρέχει προς τά έκεΐ καί ρίχνει ολάκερο τό βάρος τού κορμιού του επάνω της. ’Τά ξύλα τρίζουν Μά ή πόρτα μέ νει ασάλευτη. Μιά δεύτερη προσπάθεια μένει τό ίδιο πά λι χωρίς αποτέλεσμα. •— Θεέ μου !, παρακαλεΐ'Το παιδί μέ αγωνία. Βοήθησέ με νά σοόσω αυτό τό πλάσμα σου πού κινδυνεύει. Οί καπνοί τον πνίγουν καί κάνουν δύσκολη τήν αναπνοή. Άπό μέσα ακούει τις σπαρα χτικές κραυγές τής γυναί κας. Άπό τό μέρος τής σκά λας φτάνουν στ" αυτιά του οί φωνές κι" οί βλαστήμιες τού άγνωστου άντρα, πού έρχεται νά. τόν έμποδίση. Μιά φοβε ρή απελπισία γεμίζει τήν καρ διά τού ηρωικού παιδιού. "Αν δεν θά μπορέση νά σπάση τήν πόρτα! Ρίχνεται πάλι- απάνω ' της. Πονάει τό κορμί του αλλά ή ,πόρτα δεν ανοίγει. Είναι κλειδωμένη άπ" -έξω κι" έχει φτιαχθή άπό χοντρό ξύλο. Ό μικρός Ντυβερνουά κυττάζει δεξιά κι" αριστερά ζη τώντας νά βρή κάτι πού θά τόν βοηθήση.. Τό μάτι του πέ φτει σέ μιά σιδερένεια πανο πλία, άπό εκείνες πού φορού σαν τόν παληό καιρό οί ιππό τες όταν ξεκινούσαν γιά τόν πόλεμο. Τώρα στολίζει τόν διάδρομο τού πύργου. Εΐύαι δυο βήματα πιο έκεΐ. Πλό'ϊ στήν πανοπλία, εξάρτημά της πολεμικό, υπάρχει κρεμασμέ- . νο ένα βαρύ τσεκούρι. Ή έλ-
10
Ο
Μ
8
Κ
Ρ
ο
Σ
«««««««««««<«««««««««««««««««<«««««««««««««««< πίδα αρχίζει νά φουντώνη πά λι μέσα του. 4Αρπάζει τό τσε κοϋρι καί τρέχει πάλι στην πόρτα. Βάζοντας δλες τις δυ νάμεις πού διαθέτει σέ κίνη ση καταφέρνει βαρεία χτυπή ματα στην πόρτα. Τό ξύλο άρ χίζει νά τρίζη υπόκωφα. — Βοήθεια!, άκούγεται πάλι ή φωνή τής γυναίκας. — Θάρρος, κυρία!, φωνά ζει τό παιδί. Θάρρος! Ή σω τηρία είναι κοντά. Ή πόρτα κλονίζεται. Μερι κές τσεκουριές ακόμα. Αίγα ακόμα χτυπήματα! Ή πόρτα αρχίζει νά φεύγη από τή θέσι της. Λίγο ακόμα! — Τώρα θά σέ μάθω εγώ, ανόητε, πώς δέν πρέπει νά
μπερδεύεσαι σέ ξένες δουλει ές! Ό Άνρύ ρίχνει μιά μοτπά προς τό . μέρος τής σκάλας. Στο κεφαλόσκαλο φαίνετο:ι τώρα, άγκο μ αχώντας από τό βιαστικό άνέβασμα, ό ψηλός άντρας (μέ τό σπαθί. Τό παι δί σφίγγει τά δόντια. Ή στιγ μή είναι κρίσιμη. Βρίσκεται σέ πολύ δύσκολη θέσι. Πρέπει νά διαλέξη: Ν’ άμυνθή ή νά συνέχιση τήν προσπάθεια γιά τό σπάσιμο τής πόρτας; Τί νά κάνη, Θεέ μου; Αίγα δευ τερόλεπτα τού μένουν. Αλλά μέσα σ’ αυτό τό ελάχιστο χρο νικό διάστημα πολλά μπο ρούν νά συμβούν.
'Ο άνθρω/ττος μέ τη γενειάδα τι νάζεται προς τά πίσω, καθώς ^ γροθιά τοθ παιδί ©0 σνναν τάει τά σαγάνι
ΙΠΠΟΤΗΣ
Π
«««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««^
— Κ«ΐ μήιν ξεχάσετε, Μεγα λειάτιαίτιε, ν« ττήΐτε στη Βασίλισ σα νά φορέση άττόψε το μ<χργαρ ιταρένιο κολλιέ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΩΒ ΡΑΣΟ
ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΣ^ Ρισελ ιέ, ό παντοδύναμος πρωθυπουργός τού Λουδοβίκου του 13ου τοϋ Βα σιληά τής Γαλλίας, κατεβαί νει από την .μεγαλοπρεπή α μαξά του και μπαίνει στο α νάκτορο του Λούβρου. Φοράει τό μώβ ράσο του κι5 ένας μεγάλος σταυρός στο λισμένος μέ διαμάντια κρέμε ται στο στήθος του. 01 αυλικοι μέ τις χρυσοκέντητες στο λές κάνουν βαθειές υποκλίσεις και χαιρετούν, καθώς περνάει από μπροστά τους. Αυτός α παντάει μέ μια ελαφρά κλίσ^ι τής κεφαλής χαμογελώντας μέ καλοσύνη. Διασχίζει μέ στα
θερό βήμα, πού δείχνει περ'σσότερο στρατιώτη παρά ιερω μένο, τούς μεγάλους διαδρό μους τού παλατιού, και μπαί νει στο γραφείο τού Βασιλέ-
ως. Ό Λουδοβίκος χλωμός; α σθενικός όπως πάντα, χωρίς διάθεση υποδέχεται τον ύπουρ γό του ψιθυρίζοντας ένα χαι ρετισμό μέσα από τά δόντια του. Κρατάει ένα ^ μεταξωτό αρωματισμένο μαντήλι στά χέ ρια και σκουπίζει τούς κό μπους τού ιδρώτα πού σχημα τίζονται στο μέτωπό του. Αι σθάνεται καί σήμερα άσχημα... — Τί νέα μοΰ φέρνετε καρδινάλιε; ρωτάει^ βαρετά. Είναι αλήθεια λοιπόν πώς ©1
12
'
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
««««««««««««««««««««<«««<««««««««««<«««««««<«««
Ισπανοί ετοιμάζουν συμμασα δέ θά λείψη, νά τιμήση ιμέ χία μέ τούς "Αγγλους; τήν παρουσία της τό χορό. — Χμ ! Ή ' Μεγάλειότη.ς 5Από τά μάτια του Ρισελιέ σας δεν πρέπει ν5 ανησυχή, περνάει μιά παράξενη αστρα λέει ό Ρισελιέ -.χαμογελώντας. . πή: Κάτι άστράψτει καί σβύΦυσικά, οι "Αγγλοι έχουν πάν νει σχεδόν αμέσως μέσα στο τα στο νου τους τον πόλεμο βλέμμα του καί τό πρόσωπό καί αναζητούν πάντα συμμά του παίρνει μιά λυπημένη έκχους. Μάλιστα, σήμερα μου φρασι. Είναι ένας άφθαστος άνέψεραν πώς ένας μυστικός υποκριτής. απεσταλμένος τους ταξιδεύει -— Θά ήμουν ευτυχής αν γιά την Αυστρία. Ή Γαλλία μπορούσα νά παρασταθώ κι5 όμως είναι πανέτοιμη, Μεγαεγώ στο χορό αυτό, λέει... "Αλλά δυστυχώς... * · λειότατε. Δέ θά τολμήσουν νά κινηθούν οί εχθροί της. — Τι; Ή ΓΊανιερότης σας — Ή ΓΊανιερότης σας είναι δέν θαρθή απόψε στά ανάκτο βέβαια γΓ αυτό; ρα; — Απολύτως, Μεγαλείο·· Ό καρδινάλιος προσπαθεί τατε! νά χαμογελάση. . — Τότε πρεπέι νά σάς πι — Νομίζω, λέει, πώς ή πα στέψω. ρουσία μου δέν θά ήταν τόσο — Βεβαίως Μεγαλειότατε! ευχάριστη στήν Βασίλισσα μου. Εξακολουθεί νά τπστεύη Ό Ρισελιέ αλλάζει άκόμσ’ μερικές λέξεις μέ τον Αουδοπάντοτε ότι είμαι εχθρός της, βίκο γιά τις εξωτερικές και ενώ δέν υπάρχει πιο άφοσιωεσωτερικές υποθέσεις τού βα μένος θεράπων από τήν ταπει σιλείου καί ύστερα, μέ τον τρό νότητά μου. Είμαι πρόθυμος πάντοτε νά θυσιάσω τά πάν^ πον πού έγνώριζε μόνο αυτός, φέρνει τη συζήτησι στον βρστοί γι’ αυτήν. "Ομως οι συκο δυνό χορό πού είναι νά δοθή φάντες καί οί κόλακες πού τήν στά ανάκτορα." τριγυρίζουν... — Περιττόν νά συνεχίστε, — Ή Μεγάλειότης της ή Βασίλισσα, ή υψηλή σύζυγός δούξ τού Ρισελιέ!, τον κόβει σας, λέει κάνοντας μιά υπό- ' ό Αουδοβΐκος. Γνωρίζω* καλύ κλισι, θά στολίση πάλι από τερα από κάθε (άλλον τά αι ψε την μεγάλη αυτή συγκένσθήματα άφοσιώσεως πού τρέ φετε προς εκείνην καί προς έτρωσι των εύγενών τής Γαλ· λίας μέ τήν παρουσία της... μένα. Θά δυσαρεστηθώ πολύ αν δέ σάς δώ άπόψε μεταξύ — Μά^ βεβαίως, απαντάει ό Αουδοβΐκος ρουφώντας μέ τών προσκεκλημένων μου. τή μύτη του μιά πρέζα αρω Ό .καρδινάλιος κάνει μιά ματισμένου ταμπάκου πού καινούργια ύπόκλισι. παίρνει από ένα μικρό μαλα — Έφ’ όσον ή επιθυμία ματένιο κουτί στολισμένο μέ σας είναι αυτή, Μεγαλειότα σμάλτο. Βεβαίως, ή Βασίλισ τε...
ΙΠΠΟΤΗΣ
13
«««<««««««««<<«««<<<«««<<«<«<««««<«<«<««««<««««««<<<««< — Λοιπόν σύμφωνοι; ρω τάει. — Μάλιστα, Μεγάλειότατε. Σύμφωνοι. Ό Ρισελιέ είναι ^ έτοιμος τώρα νά φύγη, αλλά, σαν ■ νά θυμάται μόλις τούτη την τε λευταία στιγμή κάτι, κοντο στέκεται. Κυττάζει λοξά τον Βασιλέα. — Και μη λησμονήσετε. Μεγάλειότατε, αυτό πού σάς είπα και πριν από λίγες μέ ρες... Υπενθυμίστε στήν Αυ τής Μεγαλειότητα τή Βασί λισσα νά φορέση απόψε αυτό τό περίφημο κολλιέ μέ τα μαρ γαριτάρια, πού τής χαρίσατε πέρισυ τήν ήμερα των γενεθλί ων της. Τής πηγαίνει θαυμά σια καί κάνει πιο εκθαμβωτι κή τήν ομορφιά της. Ό Λουδοβίκος δεν μιλάει. Μονάχα κουνάει τό κεφάλι.· Αλλά όταν ό Ρισιλιέ βγαίνει άπ’ τό γραφείο του καί μένει μόνος, τό πρόσωπό του συσπάται νευρικά και ζαρώνει τά φρύδια του. — Ό καρδινάλιος, λέει μο νολογώντας, είναι σίγουρος πώς τό κολλιέ δεν βρίσκεται πιά στά χέρια τής Βασίλισ σας... Θά γίνω λοιπόν καταγέ λαστος αν τούτο είναι αλή θεια... — Έ! "Οχι λοιπόν, κυρία "Αννα Αυστριακή!, λέει σφίγ γοντας τις γροθιές του. "Αν τό κολλιέ δέν υπάρχει απόψε στο λαιμό άου, αυτό θά σημαίνη πώς σέ κάποιον τό χάρισες! Κι5 άν αύτό'είναι αλήθεια, ό ωραίος λαιμός σου θά παρα5θθή πολύ σύντομα στο δή
μιο. Δέν ,μέ είπαν άδικα Λου δοβίκο Δίκαιο.... Θά γίνη δι καιοσύνη. Και μέ βιαστικό βήμα βγαί νει άπ’ τό γραφείο του και κα τευθύνεται στά ιδιαίτερα δια·* μερίσματα τής συζύγου του; ίΟ ΚΟΛΛΙΕ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ
ΤΑΝ-ύστερα από λίγο βγαίνει από τό μπουν ^ τουάρ τής Βασίλισ σας, είναι κάπως πιο ήσυχος. Ή "Αννα ή Αυστριακή μ5 ένα μικρό ψέμμα τον καθησύχασε» •— Ή Μεγάλε ιότης σας νά μείνη ήσυχος, τού είπε. Τό ■ κολλιέ' θά στολίζει απόψε τό λαιμό μου στο χορό. "ΟποΡς σάς είπα τό έδωκα άπό προ χτές στον χρυσοχόο νά μοϋ τό διορθώση. Περιμένω νά μοϋ τό φέρουν άπό στιγμή σέ στιγ μή. "Οταν μένει όμως μόνη, ό λη αυτή ή προσπάθεια πού έ χει κάνει νά δειχτή ψύχρα1μη μπροστά στον ' Βασιληά τήν τσακίζει καί σωριάζεται σ' ένα κάθισμα. — "Ολα τελείωσαν!, ψιθυ ρίζει. Σέ λίγες ώρες θ’ άποκα λυφθή ή αλήθεια. χ Σκέπτεται γιά μιά στιγμή νά τά φανερώση όλα στον Αου δ ο βίκο. . Νά .τού άποκαλύψη πώς έδωσε τό κολλιέ στον ντέ Σαμπριέν νά τό χρησιμοποιήση σάν δείγμα άναγνωρίσεως κατά τή συνάντησί του μέ τον δούκα τοΰ' Σαίντ Έτιέν, αλ λά δέν τολμάει. Δέν θά τήν πι στέψη. Θά προτιμήση νά πι-·
Ο
14
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
Μ»»»»»»»»»»*»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» στέψη τις συκοφαντίες του Ρισελιέ. ^— Θεέ μου, παρακαλεΐ. Ε σύ, πού ξέρεις πόσο αθώα εί μαι καί πώς δεν έκανα τίπο τα πού νά προσβάλλη το Στέμμα, βοήθησέ ;με! Τά δακροσμένα μάτια της καρφώνονται κάθε τόσο στο ,μικρό ρολόϊ πού κρέμεται με μια ψιλή χρυσή αλυσίδα στο στήθος της. Δεν είναι ακόμα μεσηιμέρι. "Εως τό βράδυ πού θά γίνη ό χορός, μεσολαβουν δέκα πάνω - κάτω ώρες. Ποι ος -ξέρει; Κάτι μπορεί νά γί νη. Αλλά στήν ψυχή της δεν υπάρχει πιά ίχνος ελπίδας. Κάθε λεπτό πού περνάει τήν βυθίζει στήν πιο φριχτή άπελ πισία. Ή τελευταία ελπίδα της είναι ή Λουσιέν,. "Ομως κι5 αυτή δεν γύρισε ακόμα... — Γιατί αργεί, Θεέ μου! Σηκώνεται απ’ τό κάθισμα και πηγαινοέρχεται νευρικά στο δωμάτιό της. Πηγαινοέρ χεται, κυττάζει τό ρολόϊ της κι* δλο ρίχνει ματιές απ’ τό κουφωτό παράθυρο προς τή μεγάλη πλατεία πού βρίσκε ται μπροστά στο παλάτι. Οί άνθρωποι βαδίζουν άδιάφορο». Κανείς δε μπορεί νά μαντέψη τήν τραγωδία τής ψυχής της. — Πόσο ευτυχισμένοι είναι οι άπλοι άνθρωποι!, αναστε νάζει. "Αχ, νάξεραν πόσο τούς ζηλεύω... Τραβάει ένα μεταξωτό κορ δόνι πού κρέμεται σε μιά γω νιά τού δωματίου. Άκούγεται ό ήχος κουδουνιού καί σέ λίγο ανοίγει δειλά ή πόρτα. Ή έ μπιστη τής "Αννας κυρία επί
των τιιμών^ Σουζάν ντέ Μπαρλέτ έμψανίζεται στο κατώφλι. — ^ "Εχεις τίποτα νεώτερο, Σουζάν; ρωτάει με φωνή πού τρέμει ή Βασίλισσα. Ή γυναίκα χαμηλώνει τά μάτια καί αναστενάζει — Δυστυχώς τίποτα, Μεγα
λειοτάτη! — Δεν έπρεπε νά τήν άφήσουμε νά φύγη μόνη, Σουζάν! ^ — "Οταν τής πρότεινα /ά τήν συνοδεύσω, άρνήθηκε. «Μό νη^ μου» μου είπε «θά κινηθώ πιό^άνετα. Δεν θά ,μέ υποψια στούν. "Αν ;μάς δοΰν πάλι μα ζί, μπορεί νά μάς παρακολου θήσουν». Αυτά μοΰ είπε κι’ έ φυγε μέσα στή νύχτα. Τώρα, ύστερα άπό τόσες ώρες πού πέρασαν χωρίς νά φανή, άρχ σα ν’ ανησυχώ καί πολύ φοβά μαι... — Δυστυχισμένη Αουσιέν!, αναστενάζει ή Βασίλισσα. Εί ναι φοβερό! Καί νά σκέπτου* μαι δτι εγώ τήν έσπρωξα σ5 αυτή τήν περιπέτεια!, — Ή έξαδέλφη σας, Μεγο λειοτάτη, σάς λατρεύει! Δεν μπορούσε νά σάς βλέπη νό υποφέρετε. — ?Ηταν μιά τρέλλα! ^— Ναί, βέβαια. ^Ηταν πο λύ τολμηρό αυτό πού άποφά σισε νά κάνη. "Ομως έλεγ* πώς δεν υπήρχε άλλος τρόποι νά ξαναβρή τό κολλιέ. Είνα βεβαία πώς ό αρχηγός τάή σωματοφυλάκων τού Ρισελιί κατ’ εντολή τού καρδινάλιοι έκλεψε τό περιδέραιό της, ποί τόσο μοιάζει με τό δικό της Ή Έριέττα, ή έμπιστη θαλα μηπόλος της, τής τό είπε κα
ΙΠΠΟΤΗΣ
10
«««<«<«««««««««<«««««««««««<««««««««««<««««««««< θαρά. 1 Ο λοχαγός Ροσεφόρ καυχιόταν πώς τώρα ό υπουρ γός κρατάει άπό όλες τις πλευ ρές δεμένη τή Μεγαλειότητα της! Φρόντισαν νά κλέψουν το μαργαριταρένιο κολλιέ τής Αουσιέν, γιατ! μάντεψαν πώς αυτό θά μπορούσε νά σάς βγάλη άπό τή δύσκολη θέσι πού βρισκόσαστε. "Αν τό εί χατε και τό φορούσατε στον αποψινό χορό, κάνεις δεν θά μπορούσε νά καταλάβη ότι δεν είναι τό δικό σας. Τό ξέ ρετε δά πόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους τά δυο κολλιέ. Ή "Αννα ή Αυστριακή κά νει μιά κίνησι απελπισίας. — Θεέ μου!, άναστενάζε'. "Αν ήταν τουλάχιστον διαφο ρετικά τά πράγματα! — Φυσικά άν ήταν διάφορε τικά, λέει ή Σουζάν, άν ήταν διαφορετικά, άπόψε κι’ δλας ό Ροσεφόρ θά έπρεπε νά στο λή στή Βαστίλλη. "Ομως δεν μπορείτε νά μιλήσετε στον 3α σιλέα εναντίον του. Με ποιά δικαιολογία θά ζητήσετε τήν τιμωρία του ανθρώπου αυτού, πού εΤναι_τό δεξιό χέρι τού Ρισελιέ; -έρουν αυτοί τί κτνουν! ΕΤσθε υποχρεωμένη νά σιωπήσετε. Διαφορετικά, ό Βασιλεύς θά μάθη ότι τό κολ λιέ πού σάς έκανε δώρο τήν η μέρα των γενεθλίων σας δεν βρίσκεται πιά στήν κατοχή σας. — Πρέπει νά βρούμε τήν Αουσιέν!, λέει ή Βασίλισσα. Θά ήταν φοβερό άν τής συ νέβη τίποτα κακό! Πήγαινε, Σουζάν. Φ ρόντισε νά μάθης τί άπέγινε ή Αουσιέν. Θά σέ
περιμένω μέ αγωνία, Σουζάν. 5Αλλά πέρασε τό μεσημέρι, ήρθε τ’ άπόγεμα, έφτασε τό βράδυ καί οί υπηρέτες άναψαν τά μεγάλα καντηλέρια των διαδρόμων τού Αουβρου. Ή ώρα τής χοροεσπερίδας πλη σιάζει γοργά καί καμμιά και νούργια πληροφορία δεν υ πάρχει γιά τήν Αουσιέν. Ή Βασίλισσα "Αννα είναι χλωμή σάν νεκρή. "Ολα είναι χαμένα. Καμμιά ελπίδα πιά δεν μπορεί νά ύπάρξη. — Τέλειωσαν δλα, λέει ενώ ένα πικρό χαμόγελο σχεδιάζε ται στο πρόσωπό της. Μένει γιά μιά στιγμή σκε φτική. "Υστερα, σάν νά παίρ νει οριστικά τήν άπόφασι για κάτι πού έχει άπό νωρίς στο μυαλό της, ανοίγει ένα συρ τάρι, βγάζει ενα μικρό κρυ στάλλινο μπουικαλάκι ρίχνει μερικές σταγόνες σ’ ένα ποτή ρι μέ νερό καί ετοιμάζεται νά τό πιή... — "Ετσι θάναι καλύτερα, ψιθυρίζει. Θά τελειώση άπόψε ή ζωή μου μ’ αυτό τό δηλητή ριο. Ή χοροεσπερίς τών άνακτόρων θά έχη μιά περίφημη άτραξιόν άπόψε. Τον θάνατο τής Βασίλισσας τής Γαλλίας. Μέ νίκησες, Ρισελιέ! Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΙΓΚΗΠί.ΣΣΑ
ΑΑΑ καιρός είναι νά ξα ναγυρίσουμε κοντά στόν μικρό μας φίλο τον Άνρύ Ντυβερνουά, που τον άφήσαμε σέ μιά δύσκολη στιγμή ν’ άγωνίζεται νά σπάση τήν πόρτα ενός δωματίου τού πύο-
16
γου, μέσα στον οποίο μια γυ ναίκα σπαράζει προσπαθών τας ν’ αποφυγή τον φριχτό θά νατό μέσα στις φλόγες. Μέ τό τσεκούρι στο . χέρι . καταφέρνει δυνατά χτυπήματα στην πόρτα τό ήρωϊκό παιδί, ενώ με την άκρη του ματιού του παρακολουθεί τον ψηλό άντρα πού έρχεται με γυμνό σπαθί εναντίον του. Δεν άπέ.χει παρά λίγα βήιματα τώρα από κοντά του. Ό Άνρύ κατα φέρνει τό τελευταίο χτύπημα. Ή πόρτα κλονίζεται φεύγει α πό τις στρόφιγγες της και πέ φτει μέ πάταγο. Άπό τό ά νοιγμά της ένα φοβερό κύμα άπό φλόγες και καπνούς ξενύ νεται στο διάδρομο. Ό μι κρός ιππότης, σκεπάζοντας τό πρόσωπό του μέ τό μανδύα του, ρίχνεται μέσα στη φωτιά. "Ολα μέσα στη στενόχωρη τούτη κάμαρη φλέγονται. Εί ναι σάν νά μπαίνη στην κόλα σε Οί φλόγες τον τσουρουφλί ζουν και ό καπνός •που φέρνει ασφυξία. "Ομως δε λογαριά ζει τίποτα. "Ενας άνθρωπος κινδυνεύει. Μιά γυναίκα, κλει σμένη εδώ μέσα άπό -κακούρ γους, κινδυνεύει νά καή.· -εσκεπάζοντας τό πρόσωπό του, προσπαθεί · νά διακρινή ράσα στά σύννεφα του κα πνού. Ακούει ένα άδύνατο βογγητό. Έδώ κάπου πρέπει νά είναι. Νάτη! Είναι πεσμέ νη στο πάτωμα και δέ μπορεί νά σαλέψη. Έχει χάσει τις αι σθήσεις της. Τό παιδί σκύβει και μέ σβέλτες - κινήσεις την άνασηκώνει. Μέ δυο σάλτα υ στέρα περνάει τό τείχος τής
©
ΜΙΚΡΟΣ
φωτιάς καί βρίσκεται έξω στο διάδρομο.
-—- Θεέ μου!, κάνει ξαφνια σμένος καθώς τώρα μπορεί νά διακρίνη τό πρόσωπο τής λ.ποθυιμισμένης γυναίκας. Είναι ή Λουσιέν! Ή μικρή πριγκίπισσα Λουσιέν! Την ίδια στιγμή όμως μιά βαρειά φωνή του υπενθυμίζει ατι κάπου εκεί κοντά παραμέ νει ό θάνατος. -— "Αφησε την κοπέλλα πού κρατάς καί κύτταξε νά υπε ράσπισης τώρα τον εαυτό σου, παληόπαιδο!, φωνάζει 6 ψηλός άνδρσς μέ τη γενειάδα. Ό Άνρύ, κρατώντας πάν τα την αναίσθητη Λουσιέν στο ένα του χέρι, τραβάει μέ τό άλλο τό σπαθί του κα', σαλτάροντας πλάγια, άποφεύ γει τό πρώτο χτύπημα. ^ I ό σπαθί του διασταυρώνει μέ το σπαθί ταυ αντιπάλου του καί, εκεί δίπλα στις .φλόγες καί μέσα στσύς καπνούς, άρχίζει ένας άγριος αγώνας, πού εί ναι γιά ζωή ή γιά θάνατο.. Παρ’ όλη τη δύσκολη θέσι του, ό Άνρύ Ντυβερνουά πολεμάει ανδρεία καί κινείται άνετα σάν ένας έμπειρος ξιφομάχος. Στριφογυρνάει σάν σβούρα γύρω άπό τον αντίπαλό του καί τό σπαθί του, απειλητικό τινάζεται κάθε τόσο προς τα εμπρός. · —- ’Άφησέ με νά περάσω !, φωνάζει τό παιδί. Δέν βλέπεις πού ή κοπέλλα είναι άναίσθη τη καί κινδυνεύει νά πεθάνη; "Ενα σαρκαστικό γέλια έοχ-εται σάν άπάντησι: -— Μά γιά νά πεθάνη την
ΙΠΠΟΤΗΣ
ΐ?
<««<«««««««««««««««««««««««««<««««««««««««««««< κλείσανε τά.αφεντικά εκεί μέ σα, κορόϊδο! Δεν τό κατάλα βες; Την Αφήσανε νά ψηθή και σύ θέλησες νά παράστήσης τον ιτπτότη και ήρθες και ·μπεο δεύτηκες στα πόδια μας! .Τώ ρα θά ψηθής μαζί της καί θά τραγουδάς ωραία καθώς θά γίνεσαι ψητός ! Τό παιδί νοιώθει έγσ δυνα τό χτυποκάρδι. Οι φΛογες ό σο πάνε ζυγώνουν προς τό μέ ρος του. Ή φωτιά ξαπλώνεται στο διάδρομο καί κάθε λεπτό πού περνάει δυναμώνει καί πε ρισσότερο. Αλλά δεν είναι μόνο οί φλόγες. Τώοα από τη σκάλα» έρχεται κι’ άλλος νά ' τά βάλη μαζί του. "Ενας α σκημομούρης άντρας μέ κα μπουρωτή μύτη τρέχει νά βοη θήση τον άνθρωπο μέ την γε νειάδα πού χτυπιέται μαζί του. — Ακόμα δεν τον σκότω σες, Μαρτέν; ουρλιάζει ό καινουργιοφερμένος. 'Άφησέ με νά τον ξεμπερδέψω εγώ! Τώ ρα θά μάθης νά κάνης τον έ ξυπνο, μωρό! Ό Άνρύ τον βλέπει πούόρμάει σάν σίφουνας απάνω του κραδαίνοντας τό σπαθί του καί βλέπει την ατσάλινη λεπίδα νά άστράφτη πάνω α πό τό κεφάλι του. Τό σπαθί σφυρίζει σάν ψίδι, καθώς σκί ζει τον αέρα, μά τό παιδί, μ5 όλο τό βάρος τής κοπέλλας πού σηκώνει, κινείται σβέλτα καί ξεφεύγει τό θάνατο. Ό "Αντρας, ’λυσσασμένος άπό την αποτυχία, αφήνει μια βα ρειά βλαστήμια καί χυμάει πάλι απάνω του. Μά αυτή τή
φορά τό ξίφος του μικρού Ντυ βερνουά τινάζεται ξαφνικά προς τά έμπρός καί ό καινουο γ ι οψ ερ μ έ ν ο ς π έ φτ ε ι απάνω στή μύτη του. ^— Εοήθεια, Μαρτέν!, φω νάζει. Μή τον άφήσης νά έλευθερώση τό κορίτσι! Ριχτόν κέ αυτόν μαζί της στή φωτιά! Καί, καθώς φωνάζει, κάνει μιά τελευταία προσπάθεια να έπιτεθή, μά δεν τά κοτταφέρ" νει. Σηκώνει τά χέρια, διπλώ νεται στά γόνατά του καί σω ριάζεται βαρειά πληγωμένος στο πάτω/μα. — Τώρα- οί δυο μας !, μουγ γρίζει άγρια ό Μαρτέν. Δεν θά σ' άφήσω νά μου ξεφύγης ! Φυλάξου! — Τό ίδιο πρέπει νά κάνης καί σύ, κύριε!, λέει ό μικρός Ντυ'βερνουά. Φυλάξου άπ5 'τό σπαθί μου. . Καί κάνει δυο βήματα πί σω. Σηκώνει τό σπαθί του καί ίμέ μιαν-γοργή κίνησι άπο κρούει τή λεπίδα πού σημα δεύει τό στήθος του. Ό άλλος σφίγγει τά δόντια καί- ξεφοσάει σαν φάλαινα. Αφρίζει άπό τήν οργή πού τον πνίγει καί επιτίθεται πάλι. Μά καί αυτή τή φορά τό λαστιχένιο κορμί τού παιδιού τινάζεται πλάγια καί τό ξίφος του δι ασταυρώνεται στον αέρα μέ το σπαθί τού αντιπάλου του. ! ά σπαθιά βροντούν καί α στράφτουν κι5 έχει ένα άγρα μεγαλείο αυτή ή σκληρή μάχη ανάμεσα στούς καπνούς καί στις φλόγες. Ό μικρός Άνρύ όμως θέλει- νά τελειώση δσο γίνεται πιο σύντομα. Αφήνει
β κ·Μ·& «ώΚΪΜ β «I*
8<·κ«·:·:-^
:$5$
ΡΙ
β^'ίί·<<-? •Λν»ί 8;»
ι·ιι^
Γ^ν^ϊ&'-Ψ'·· ;·-...
γΪ ι
Υΐϊ\ ■>κ·κ>ί
&ί·£'■$->: ϋΓ ΤΡί.“'
ί1||
Λ.ν,'
Ιβϋϋ ί$·-:$ί Και τότε ανάμεσα στό ικκι$1 κ«ΐ στονς §υ>& &ντρ&ς ΐβ^Ινας σκληρός Αγώνας, &νώ οϊ φλέγνς μαίνονται γΰρ»! ;
20
...........
....................
5
ΜΙΚΡΟΣ
<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<< «««<«<«««<«««««««««<«««««
νά γλυστρήση άπ’ τά χέρια του στο πάτωμά ή λιττοθυμι σεμένη Λουσιέν και επιτίθεται. Τώρα είναι ασυγκράτητος και κανείς ·5έν_μπθ·ρεϊ νά τον σταματήση. -αφνιασ μένος από την ορμή· του μικρού άγοριού, ό άντρας με τη γενειάδα οπι σθοχωρεί. Τά μάτια του γεμί ζουν τρόμο καί τό πρόσωπό του .μουσκεύει απ’ τον ιδρώτα. — Ό διάβολος νά σε ττάρη, Μαρτέν! γρυλλίζει μονολο γώντας. Δέ θ3 άφήσης βέβαια νά σέ νικήση ένα μωρό! 5Αλλά δεν προφταίνει νά πή άλλη κουβέντα. "Ενα καινούρ γιο φοβερό σέ σφοδρότητα χτύπημα κάνει τό σπαθί του νά ξεφύγη από τά χέρια του καί νά τιναχτή στον αέρα. ου το είχα πη ! ί=.πρε πε νά φυλαχτής !, τού φωνάζει ό μικρός Άνρύ. Ό Μαρτέν δέ μιλάει. Σκύ βει νά πιάση τό σπαθί του. Αλλά ό Ντυβερνουά δεν τον αφήνει. Σαλτάρει απάνω του καί ή γροθιά του βροντάει μέ δύναμι ανάμεσα στά δυο φρύ δια τού αντιπάλου του. Εκεί νος γέρνει προς τά πίσω καί δοκιμάζει νά βγάλη ένα κοντό μαχαίρι πού έχει στη ζώνη του. 3 Αλλά μιά καινούρ για γροθιά τού ξεριζώνει τό σαγόνι-καί τινάζεται στον α πέναντι τοίχο. Τό κεφάλι- του χτυπάει βαρειά, ζαλίζεται, χά νει τις αισθήσεις-καί κυλιέται στο πάτωμα άφίινοντας ένα βογγητό πόνου.. —Επιτέλους τελείωσα μ3 αύ τούς τούς κακούργους!, ανα στενάζει τό παιδί. Σ3 ευχαρι
στώ Θεέ μου, πού μέ βοήθη σες ! Καί τρ έχοντας πηγαίνει στο μέρος πού έχει αφήσει τή Αουσηέν, την σηκώνει, την φορτώνεται στούς ώμους του καί κατεβαίνει γοργά τή σκά λα. Βγαίνει στον κήπο καί παίρνει βαθειές αναπνοές. Τά πνευμόνια του γεμίζουν καθα ρό αέρα καί νοιώθει πιο άλαφρύ τό κεφάλι του τώρα.· Κυττάζει γύρω του. Δέν υπάρχει κανείς. Ή ίδια ερημιά, παπλώ νει τή λιποθυμισμενη κοπέλλα στο χώμα καί προσπαθεί νά τήν συνεφέρη. — Λουσιέν! Πριγχήπισσα Λουσιέν! λέει. Μέ άκοϋτε; Ή κοπέλλα άνοιγει γιά μια στιγμή τά μάτια, άλλά τά ξα νακλείνη σχεδόν άμέσως. Οι φοβερές στιγμές άγωνίας πού πέρασε τής έχουν φέρει μιάν άπερίγραπτη εξάντλησε Δέν τον Αναγνώρισε ! . — Πρέπει νά βρεθή ένας γιατρός, λέει ό ’Ανρύ. Μονά χα ένας γιατρός ξέρει τί·πρέ πει νά τής κάνη γιά νά συνελθη.
Τό άλογό του περιμένει πιο έκεΐ. "Ανεβαίνει στή σέλα κρα τώντας στο ένα χέρι του τή λιποθυμισμενη κοπέλλα καί τραβάει τά γκέμια. — Καί τώρα γραμμή γιά τις «Δυο· Γέφυρες», λέει. Έκεϊ ό άδελφός σου Βιλλάρ θά μπο ρέση νά βρή ένα γιατρό νά τής προσφέρη βοήθεια. Περνάει τήν εξώπορτα.. του κήπου κΓ ύστερα άπό λίγο ό Άνρύ Ντυβερνουά καβάλλα στ3 άλογό του καί κρατώντας
ΙΠΠΟΤΗΣ'
■ 21
««««««««««««««<««««««««««««««««««««««««<«««««<4 στην αγκαλιά του, σαν έναν ανεκτίμητο θησαυρό, την μι κρή έξαδέλφη τής Βασίλισ σας τής Γαλλίας, πού την έ σωσε αϊτό ένα βέβαιο θάνατο, καλπάζει προς τό μέρος του ποταμού.
ναχος στον κόσμο; Δεν παρακάλάω γιά τον εαυτό μου, Χριστούλη μου... Βοήθησέ με νά γλυτώσω άπό τό ξύλο πού μέ περιμένει, γιά νά γλυτώσω καί τον κύριό μου άπό τά βά σανα νά... ψάχνη γιά άλλον υπηρέτη ! Ο ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ Αυτά λέει καί κάτι άλλα ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΘΑΛΑΣΣΑ παρόμοια ό Τριμπουσόν, κα ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ, πού θώς παρακολουθεί τούς τρεις παρακολουθεί τούς καβαλλάρηδες ^άπό αρκετή άτρεις καβαλλάρηδες πόστασι. "Εκείνοι προχωρούν ανάμεσα στους οποίους είναι ξέγνοιαστοι καί δεν τον έχουν κΓ ό λοχαγός των σωματοφυ άντιληφθή. Οι δυο πηγαίνουν λάκων του Ρισελιέ Ροσεφόρ... μπροστά καί μερικά βήματα κλαίει τη μοίρα του! πίσω τους πηγαίνει ό τρίτος. «Αυτός ό τρίτος πρέπει νά εί — Χριστούλη μου! παρσκαλάει καθώς πηγαίνει ξοπί ναι ό υπηρέτης τους», σκέπτε σω τους. Προστάτεψέ με σή ται ό Τριμπουσόν. μεροί· γιατί μου μυρίζεται... ά —Αύτός μου φαίνεται, λέει γριο ξύλο! Είδα ένα άσκημο μονολογώντας, πώς είναι του όνειρο, άπόψε καί δεν'τά βλέ χεριού μου... "Αλλά οί άλλοι πω καθόλου καλά τά πράγ είναι... επικίνδυνοι! ματα! "Ήμουνα λέει άνεβαΤούς τταρακολουθεί κάμπο σμένος' σέ μια καρέκλα κι5 αυ ση ώρα. Άνηφορίζουν στο λό τή ή καρέκλα στηριζότανε φο τής Μονμάρτρης καί φαί στη μύτη μιας κουκουβάγιας νονται ευχαριστημένοι, γιατί κι" ή κουκουβάγια καθόταν άκουβεντιάζουν μεγαλόφωνα πάνω στην προβοσκίδα έΆς καί κάθε τόσο γελούν. "Ύστε ελέφαντα. Καί ό ελέφαντας ό ρα άπό λίγο σταματούν έξω λο γκρίνιαζε καί κουνούσε την άπό μιά ταβέρνα, πού έχει προβοσκίδα του κι" εγώ κου σχεδιασμένο στήν επιγραφή νιόμουνα στον άέρα καί φώνα της ένα άσπρο άλογο. Παρο:·· ζα καί κάθε στιγμή κινδύνευα δίνουν τά άλογά τους στον υ νά τσακιστώ. "Άσκημο όνειρο, πηρέτη καί μπαίνουν μέσα, Χριστούλη μου. Θά μέ ταρά Ό Τριμπουσόν κοντοστέκε ξουνε στο ξύλο σήμερα! Κά ται καί ξύνει κατά τή συνή νε λοιπόν τό θαύμα Σου, τό θειά του τήν παπαγαλίσια μύ ξύλο πού θά φάω νά... είναι τη του γιά νά... κατεβάση ι ελαφρύ καί μαλακό γιατί θά δέες. — Νά μπώ ή νά μ ή μπώ; μέ πιάση ή καρδιά μου κι" άν αναρωτιέται. Νά τούς περι πάθω τίποτα κακό, τί θά γίν'η αυτός ό πιτσιρίκος ό Ντυβερ·· μένω άπ" έξω ή νά μπώ κι" ε νουά, πεντάρφανος καί όλομό γώ μέσα;
©
22
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
©
I
«<««««<«««««««««««««<«««««««««««««««««««««««««« Αναστενάζει. — Κομμάτια νά γίνη !, λέει στο τέλος. Θά μπω μέσα και δ,τι β.ρέξη άς κατεβάσει. Πλησιάζει περισσότερο, δέ νει τό άλογό του σ’ ένα δέν τρο ικαί μπαίνει μεγαλόπρεπώς στην ταβέρνα. Με την πρώτη ματιά πού ρίχνει, βλέ πει τον Ροσεφόρ και τον άλ< λον, πού κάθονται σέ μιά γωνιά καί κουβεντιάζουν. Πεονάει από μπροστά τους, χω ρίς εκείνοι νά καταδεχτούν νά τον κυτ τάξουν, καί κάθεται σ’ ένα τραπέζι. Παραγγέλνει κρασί καί ό Ταβερνιάρης του φέρνει μιά γεμάτη ξύλινη κα νάτα κι5 ένα πήλινο ποτήρι. Ό Τριμπουσόν διψάει καί κατε βάζει τό πρώτο. "Υστερα ξα ναγεμίζει τό ποτήρι του. -— Εις υγείαν, Τριμπουσόιν!, λέει στον εαυτό του καί κατεβάζει μονορούφι τό δεύτε ρο. Μέ τό τρίτο ποτήρι είναι εντάξει! Αρχίζει νά ζαλίζεται καί τά βλέπει όλα.ν ωραία! Αδειάζει καί τό τέταρτο καί τώρα βλέπει σάν κουνούπια τον Ρόσεφορ καί την παρέα του. "Οποιος έχει κουράγιο άς τού -μιλήσει τώρα! Στρί βει τό μουστάκι του καί πα ραγγέλνει κι5 άλλο κρασί. — Δέ μου λες ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι; ρωτάει μεγα λόφωνα τον ταβερνιάρη. Ό ταβερνιάρης του κάνε1 νόημα νά ,μή μιλάει τόσο βυνα τα καί φέρνει τό δάχτυλό του στά χείλη. 5Αλλά ό Τριρπουσόν κοπανάει καί τό πέμπτο ποτήρι καί δέ λογαριάζει τί
ποτα. -έχασε καί τό άσκημο ανειρο πού είδε. — Σε ερωτώ!, λέει πια δυ νατά τώρα. Ποιοι εΐναι αυτοί οι δυο πού κουβεντιάζουνε στη γωνία; "Οποιοι κι’ άν είναι ό μως, πήγαινε νά τούς πής πως τό κορίτσι πού θέλανε νά κά ψουνε ζωντανό είναι έντάξει καί χαίρει άκρας υγείας. Το έσωσε ό Τριμπουσόν μέσα άπό τις φλόγες. Τούτες οί τελευταίες λέξεις πού λέγονται πιο δυνατά, ξα φνιάζουν τον Ρόσεφορ καί τον φίλο του. Γυρίζουν ξαφνιασμέ νοι προς τό μέρος τού μεθυσμέ νου υπηρέτη καί τον κυττάζουν μ’ άσκημο μάτι. λ— Ποιος είσαι σύ πού μι λάς έτσι; τον ρωτάει σουρώ νοντας τά φρύδια ό λοχαγός. Ό Τριμπουσόν σηκώνεται από τη θέσι του καί κάνει με ρικά βήματα προς τό μέρος τους. Μόλις καί μετά βίας κα τορθώνει νά συγκρατήση την ισορροπία του. "Ολα γύρω του στριφογυρνάνε. Παρ' δλα αυ τά δμως δεν ξεχνάει νά κάνη μιά βαθύτατη ύπόκλισι βγά ζοντας τό πλατύγυρο καπέλλο του. — Τριμπουσόν ό γνωστός καί διάσημος!, λέει. Είμαι εις τις διαταγές σας. -—· Κάτι είπες πριν γιά κά ποιο κορίτσι; ρωτάει ό Ρόσε φορ. Τί εννοούσες; Ό Τριμπουσόν, πού, δπως είπαμε, τούς βλέπει τώρα Ο λους σά μυρμήγκια, χαμογε λάει... καί καμαρώνει παίρνον τας σπουδαίο ύφος. —Εννοούσα τό κορίτσι τού
ΙΠΠΟΤΗ!
_
2%
$«««««««««<«<««««««««««««««««««««««<««««««««««« πύργου!, λέει. Εσείς βάλατε τή φωτιά γιά νά τό κάψετε. Έγώ όμω(; έσβυσα τή φωτιά και τό γλύτωσα. — "Έσβυσες τή φωτιά; ρω τάει και τινάζεται όρθιος ό Ρό σεφορ. Τόλμησες νά σβύσης τή φωτιά; — Μάλιστα. "Έφτυσα και τήν έσβυσα! Κάτι τέτοιες φω τιές έγώ τις γράφω στά πά λη ά μου τά παπούτσια. Μιά φορά που εΤμουνα στή Γουατε μ άλα, έσβυσα μονάχος μου μιά φωτιά πού εΐχε άπλωθή σ’ ένα δάσος είκοσι χιλιόμε τρα ! — Τί έγινε τό κορίτσι; ρω τάει ό λοχαγός μέ σφιχτά δον τια και σέρνει τό σπαθί του. Πού πήγες τό κορίτσι πού γλύ τωσες άπ" τή φωτιά; — Τό κορίτσι είναι εντάξει και σέ χαιρετάει, κύριε... Αλ λά νά σου πω πού είναι... δεν ξέρω! — "Άθλιε!, ουρλιάζει ό Ρό σεφορ κα] όρμάει απάνω του μέ γυμνό τό ξΐφος. Ό Τριμπουσόν όμως όσο ζαλισμένος κι" άν είναι ξέρει νά φυλαχτή... καί τό βάζει στά πόδια. "Ανεβαίνει σ" ένα τραπέζι, σ αλτ άρει σ" ένα άλ λο, τρυπώνει πίσω από τον πάγκο, αναποδογυρίζει τά πο τήρια, και αρχίζει έναν άγριο ...κανατοπόλεμο εναντίον τού λοχαγού των σωματοφυλάκων τού καρδιναλίου. — Πίσω γιατί σάς έφαγα ολους!, φωνάζει. Μή ξεχνάτε πώς μέ λένε Τριμπουσόν! Ή πρώτη κανάτα πού έξψενδονίζεται εναντίον τού Ρό-
σεφορ πετυχαίνει στή μύτη τον ταβερνιάρη πού τρέχει νά τον συγκράτηση. Ό δυστυχι σμένος άνθρωπος κρύβεται κάτω από ένα τραπέζι καί βά ζει τά κλάματα. — Θεέ μου ! Πάει τό μαγα ζί μου!, φωνάζει. Αυτός ό τρελλός θά καταστρέψη τό μα γαζί μου! Ή δεύτερη κανάτα πού φεύ γει από τά χέρια τού Τριμπου σόν πηγαίνει καί βροντάει στο κούτελο τού λοχαγού. Ό Ρόσεφορ βγάζει μιά κραυγή πόνου καί κάνοντας μερικά βή ματα προς τά πίσω... κάθεται σέ μιά καρέκλα! Ή τρίτη κα νάτα πρίζει τό μάτι τού φίλου τού λοχαγού, πού έχει ορμήσει προς τό μέρος τού Τριμπουσόν. — "Ώχ! τό μάτι μου!, ξε φωνίζει. Πάει τό μοπάκι μου! Ό φίλος μας τώρα καταλα βαίνει ότι είναι καιρός νά τού δίνει. Ό πρώτος γύρος τον α νέβει ξε νικητή. "Αλλά στο δεύ τερο δέν έχει καί πολύ εμπι στοσύνη ό Τριμπουσόν. ~ετρυ πώνει λοιπόν από τον πάγκο καί κατευθύνεται προς τήν πόρτα. "Αλλά λογαριάζει χω ρίς τον... Ρόσεφορ. Ό λοχα γός τού Ρισελιέ, πού έχει συ νελθεί σ" αυτό τό μεταξύ, κα θώς βλέπει τον υπηρέτη νά περνάει σειστός καί λυγιστός μπροστά του, ρίχνεται απάνω του. Ό Τριμπουσόν τό βάζει πάλι στά πόδια, τρέχει, άλλα, λίγο πριν φτάσει στο κατώ φλι σκουντάφτει κάπου καί σω ριάζεται φαρδύς - πλατύς στο πάτωμα.
24
Ο
Μ
I
\
<5·
Κ
Ρ
©
I
«««««««««««««<«<««««««««««««««««««««««««<«««««„ Ό Ρόσεφορ σηκώνει τό . σπαθί του. — Τώρα θά σέ μάθω εγώ πώς ιμέ λένε, άθλιε!, Του λέει. — Παναγίτσα μου! ξεφω νίζει ό Τρί'μπουσόν καθώς βλέ πει τή λεπίδα νά σημαδεύη τό στήθος του... Σέ... Σέ... Σέ.... ξέρω! Δεν είναι ανάγκη νά μέ. μάθης πώς σέ λένε. Είσαι ό κύριος Ρόσεφορ... Κύριε Ρο~ σεφοράκΓ μου, σέ παρακαλώ, μην κάνεις άστεΐα... και θά μέ πιάση ή καρδιά μου! Ό λοχαγός στέκει ξαφνια σμένος. Μά και βέ'βαια κάπου έχει ξαναδή αυτή την ηλίθια φάτσα. Αυτός ό κοντόχοντρος άνθρωπός ήταν μέσα οπό τοικάταρτο, ,μέσα στην «Πανα γία του Ρέμς», όπου πήγε νά * συλλάβη τον μικρό Άνρύ Ντυβερνουά πού ερχόταν άπ’ τό Λ ονδΐνο. "Ενα σατανικό χα μόγελο σχεδιάζεται στο πρό σωπό· του. — Χμ! Έσύ λοιπόν είσαι; ρωτάει. —' Ναί... Ναέ.. Έγώ'εΐμα;·. Έγώ, αλλά βάλε τό ώραα σπαθί σοο στη θήκη του, για τί δέ μπορώ νά τό βλέπω!, λέει κλαψιάρικα ό Τριμπουσόν. Ό Ρόσεφορ βάζει τό ξΐφος στή μέση του καί, άρπάζον τας μέ τά δυο σπβαρά χέρια του τον Τρι,μπουσόν, τον άνασηκώνει άπό τό πάτωμα καί τον υποχρεώνει νά καθήση σέ μιά καρέκλα. — Έσύ είσαι ό ύπηρέτης του Ντυβερνουά; τον ρωτάει. -— Μά... Μά... λίστα! Έ...
>I
. Ε...
5 Γ—
Ε... γω είμαι...
— Που είναι ό κύριός σου; Ό Τρι,μπουσόυ γουρλώνει τά μάτια. —■ Ποιος κύριός μου; άναστενάζει. "Αχ, μήπως έχω πιά. κύριο; — "Ελα! "Ελα άφησε τίς άνοησίες καί άπάντησε σ’ αυ τό πού σέ ρωτώ! Που βρίσκε 'ται ό Άνρύ Ντυβερνουά; Πλή >ωσε μερικούς από τούς π ιό άφοσιωμένους άνδρες μου καί κατάφερε νά ξεφύγη άπό τή Βαστίλλιη καί τώρα γυρίζει στο Παρίσι καί κάνει τον έξυ πνο! "Ε! "Όχι λοιπόν. Σέ πληροφορώ έγώ ό Ρόσεφορ ό τι δέν θά μπορέση νά χαρή γιά πολύ γι’ αυτές τίς εύκο λες νίκες του. Πές μου λοιπόν που είναι ό Ντυβερνουά, άν α γαπάς τή ζωή σου! Διαφορε τικά... Καί φέρνει τό χέρι του στη λαβή του σπαθιού του. —^ Μή ! Μή ! Νά χαρής τη μανούλα σου, κύρ λοχαγέ! Μήν... κάνεις άστεΐα μέ' τά σπαθιά! Πάρτο άπό μπρο στά μου, δέν μπορώ νά τό βλέ πω! -— Αοιπόν πού είναι ό κύρι ός σου; Θά μού πής, ναί ή οχι;
Ό Τριμπουσόν, παρ’ όλο πού κάθεται, αισθάνεται νά τού κόβουνται τά γόνατα. "Αν μιλήση, είναι χαμένος ό Άν* ρύ. Οί άνθρωποι τού καρδινα λ ίου, πού τον καταδιώκουν παντού, θά τον στείλουν, άν τούς πή που μπορούν νά τον
ί
ίΐ
η
Ο - Τ
Η
1 .
2$
««««««««««««««««««««««««««««««αα^^α^^^^^
. βρουν, κατ’ ευθείαν στη Βα στίλλη. "Αν πάλι δεν μιλήση, θά πληρώση αυτός τά σπα σμένα, μιά και τον έχουν τώ ρα πρόχειρο στα χέρια τους... Τό βραδυκίνητο μυαλό του προσπαθεί νά βρή έναν τρόπο νά βγή, απ’ αυτό τό αδιέξοδο και ξαφνικά... βάζει τά κλά ματα, — "Αχ, λέει και κουνάει α πελπισμένα τά χέρια του. Μή πως έχω π ιά* κύριο; Πέθανε ό φουκαράς καί ταξιδεύει τώρα στον... ουρανό! — .Καί τό κορίτσι; ρωτάει καί τον κυττάζει δύσπιστα 6 λοχαγός. ----- Πάει καί τό κορίτσι τό καύμένο μαζί του. "Αχ, εΐναι φοβερό! —- Μά, για στάσου! Έσύ δεν εΐπες πριν από λίγο δτι έσβυσες τή φωτιά καί γλύτω σες από τις φλόγες την κο;· πέλλα; — Ναί. 5Αλλά τώρα ξελέοο. Ό Ρόσεφορ θυμώνει τώρα γιατί καταλαβαίνει πώς τον κοροϊδεύουν καί σηκώνει τό χέ ρι καί τό κατεβάζει μέ δύναμι στο πρόσωπο του Τριμπουσόν. Εκείνος βάζει τις φωνές σαν νά τον σφάζουν. — Βοήθεια! Μέ σκωτόνουνε! Χριστούλη μου, ή καρδού λα μου! Βοήθεια! — Δέστε τον!, διατάζει ό αξιωματικός, θά τον πάρου με μαζί μας δεμένο καί ξέρω εγώ έναν τρόπο που θά λυθή ή γλώσσα του. Θά τού κάνου με έναν ώραΐο περίπατο.
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΟΚΑΝΟ
•ΤΟ μεταξύ, ό μικρός Αν ρύ Ντυβερνουά, καβάλλλα στ5 άλογό του καί κρατώντας^ πάντα στην αγκα λιά του την αναίσθητη π.ριγκήπισσα Λουσιέν, καλπάζει προς τις «Δυο 'Γέφυρες». Μο νάχα έκεΐ θ ά είναι σε ασφά λεια αυτός καί τό κορίτσι. Ό αδελφός του Βιλλάρ (*) θά τους βοηθήση. Έκεΐ στο παν δοχείο του, θά μπορέσουν νά βρούν ένα γιατρό που τούτη τή στιγμή τούς είναι απαραί τητος. ■Πιέζει λοιπόν ό Άνρύ μέ τους πτερνιστήρες τά πλευρά του άλογου καί τό ευγενικό ζώο, ^σάν νά καταλαβα ίνη τί ζητούν ατά αυτό, συνεχίζει τον καλπασμό του καί διασχί ζει σάν αστραπή τούς δρό μους φέρνοντας τά δυο παιδιά στη ράχη του. ^-αψνικά όμως ό Άνρύ κρα τάει τά γκέμια. Στο . βάθος τού δρόμου βλέπει δυο σωμα τοφύλακες —τούς αναγνωρί ζει αμέσως από τις μαύρες στολές τους. "Ερχονται προς τό μέρος του. Ό μικρός Ιππό της νοιώθει ένα ρίγος νά περ νάει τό κορμί του. Θεέ μου, άλλο εμπόδιο! Τούτες οι δυο, τελευταίες μέρες είναι οί πιο δύσκολες τής ζωής του. Καί τώρα δέν εΐναι μοναχός. "Εχει μιά καινούργια ευθύνη απάνω του. Πρέπει νά προστατεύση αυτή τήν μικρή έξαδέλφη τής (*) Διάβασε τό τεύχος: τό σπαθί στο χέρι».
«Μέ
26
Ο.
ΜΙΚΡΟΣ
«««««<««<««««««««««««««««««««««««««<«««««««««« Βασίλισσας, πού φαίνεται πώς ό Ρισελιέ κι' οι άνθρωποί του «μισούν θανάσιμα για λό γους, πού προς τό παρόν του είναι άγνωστοι. Τό μυαλό του παιδιού δου λεύει γοργά. Πρέπει ν5 άπαφύγη τή συνάντησι μέ τους σωματοφύλακες. Μπορεί νά μή τον γνωρίζουν. Άλλα ή λιποθυμισμένη κοπέλλα πού έ χει μαζί του θά κίνηση τις υ πόνοιες τους και θά τον στα ματήσουν. Θά τον ρωτήσουν, θά θελήσουν νά μάθουν κι* ε κείνος θά πρέπει νά δώση ε ξηγήσεις. Κρατάει λοιπόν τά γκεμια τού άλογου του, τό σταματάει και τό υποχρεώνει νά στραφή προς μιά πάροδο. Μ3 αυτό
'Ο
«ττταλληκαράς»
τον τρόπο υπάρχει ελπίδα νό γλυτώση άπ5 αυτή την άνεπιθύμητη συνάντησι. "Ομως οί σωματοφύλακες, πού συνεχίζουν άπό τή νύχτα τις περιπολίες άναζητώνταί τον δραπέτη τής Βαστίλλης, καθώς τον βλέπουν ν' άλλάζΓ δρόμο, υποψιάζονται, καί όρ· μούν, καβάλλα στ’ άλογο τους, προς τό μέρος του. — Άλτ! — /Έ! Έσύ, έκεΐ κάτω σταμάτα! Οί φωνές τους φτάνουν στ αυτιά του σάν βροντές. Τον εί δαν! Σφίγγει τά δόντια κα σκύβει ολάκερος στή ράχτ τού αλόγου του.
— Εμπρός, λεβέντη μου!
Τριμττουσον πάει... περίπατο ροιτό §αρα!...
δεμένος
χε«-
ΙΠΠΟΤΗΣ
27
«««<««««««««««««««<««««««««««««««««««««««««««<«
Τό αλόγα σαλτάρει στον άέρα ΐΚΌΐι πραγματοποιεί ©θανάτου πάνω άπο τή'ν τάφρο!
λέει. Πρέπει νά τούς ξεφύγουμε. Τό ζώα αρχίζει πάλι νά καλπάζη σαν σίφουνας. Άλ λα κι* οι άλλοι, αυτοί πού τον κυνηγούν, έχουν ξεκούραστα άλογα. Οι άνθρωποι πού κυ κλοφορούν αυτή την ώρα στους δρόμους παραμερίζουν τρομαγμένοι. Δεν είναι φυσι κά ή πρώτη φορά πού βλέπουν τέτοια άνθρωποκυνήγια. Στην εποχή πού ζοΰνε —1624— τό θέαμα των σωματοφυλά κων, πού διασχίζουν τούς δρό μους πυροβολώντας καί κυνη γώντας εχθρούς τού Ρισελιέ, δεν είναι σπάνιο. Τούτη τή φορά αμως παραξενεύονται γιατί βλέπαν νά κυνηγούν ένα αγόρι πού δεν έχει περάσει ά-
ενα
πήδημα
κόμα τά δεκάξη του χρόνια καί πού κρατάει μ ιά κοπέλλα στά χέρια του. — Τώρα ό καρδινάλιος τά βάζη και με τά παιδιά!, λέει κάποιος. —Αλλοίμονο στή Γαλλία!, κουνάει τό κεφάλι του κάποι ος άλλος. Ό Άνρύ δμως δεν τούς α κούει. Ούτε οι σωματοφύλα κες μπορούν βέβαια ν3 ακού σουν καί τό άγριο κυνήγι συ νεχίζεται. Απότομα όμως ή καρδιά τού παιδιού γεμίζει α πελπισία. Καθώς τρέχει βρί σκεται μπροστά σ3 έναν αδι έξοδο δρόμο. Δεν υπάρχει πέ ρασμα. Χωρίς νά τό καταλάβη, μπήκε σ5 αυτό τό αδιέξο δο στενοσόκακο καί τώρα ό
28
· Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
«<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««4 κίνδυνος είναι θανάσιμος. Δέ' επιτίθεται! Οί δυο σωματο θά μπόρεση νά ξεφύγη, γιατί φύλακες τον βλέπουν νά όρ εκείνοι πού έρχονται ξοπίσω μάει σάν κεραυνός απάνω του .βρίσκονται τώρα πολύ τους καί τά χάνουν. Είναι πρ α γμ ατ ικ ά κ άτ ι π αρ απ άν ω κοντά του. Καθώς τον βλέ από τόλμη αυτό πού 'κάνει πουν πιασμένο στο δόκανο, βγάζουν άγριες κραυγές χα τούτο τό μικρό αγόρι. Είναι μιά τρέλλα. ράς. Κουνάνε τά γυμνά σπα Τεντώνουν τά χέρια καί τά θιά τους καί έρχονται προς τό σπαθιά τους τινάζονται προς μέρος του. ΊΊαιραδόσου) -μικρέ!, του . τά εμπρός. "Ομως ό ’Ανρύ μέ μιαν ασύλληπτη ταχύτητα α φωνάζει ό ένας. 'Παραδόσου ποκρούει.. Τό ξίφος του δια άν αγαπάς τή ζοοή σου. Δια σταυρώνεται μέ τά ξίφη των φορετικοί εΐχαι χαμένος! σωματοφυλάκων καί την Ιδια Ό μικρός ιππότης τό κατα λαβαίνει. Είναι χαμένος. Δέν στιγμή ό ένας από τούς δυο πού βρίσκεται μπροστά του υπάρχει λόγος νά του τό φω νοιώθει τό μπράτσο του νά νάξουν. Τό βλέπει .καί μόνος του. "Αν τον συλλάβουν, θά παραλύει καί γκρεμίζεται α τον στείλουν σ’ ένα υγρό σκό πό τό άλογο. τεινό υπόγειο τής Βαστίλλης, — Μέ χτύπησε!, βογγάει. Ό μικρός ιππότης βλέπει όπου σαπίζουν οί φίλοΊ τής Βασίλισσας πού στάθηκαν ε τώρα τον άλλον πού έρχεται απάνω του. Ή κοφτερή λεπί χθροί τού Ρισελιέ. /Ένας ά γριος θάνατος τον περιμένει δα αστράφτει στον ήλιο, κα έκεΐ. ’Άν δοκιμάση νά ξεφύγη, θώς σημαδεύει τό κεφάλι του. πάλι ό θάνατος τον περιμέ Ό ’Ανρύ πέφτει μέ την κοιλιά νει. Μά ένας θάνατος παλληστη ράχη τού άλογου του καί καρίσιος μέ τό σπαθί στο χέτό πρόσωπό του άκουμπάει στη χαίτη του. Τό σπαθί περ ρι· — Παραδόσου!, του ξανσ- . νάει σφυρίζοντας άγρια λίγο πιο πάνω από. τους ώμους φωνάζουν. ’Όχι, δέ θά τταραδοθή! του. Δέν τον αγγίζει. Ό ΆνΣτο ένα χέρι κρατάει τό κο ρύ άφηνε! μιά κραυγή θριάμ ρίτσι, πού έχει αρχίσει νά συ βου. Ή λεπίδα σκίζει τον α νέρχεται. Μέ τ’ άλλο τραβάει έρα χωρίς νά τού κάνη κακό. Ό σωματοφύλακας όρμάει τό σπαθί του. πάλι απάνω του αφρίζοντας — "Ενας απόγονος των από λύσσα γιά τήν αποτυχία Ντυβερνουά, πού δόξασαν τή Γαλλία,, δέν παραδίνεται!, του. Αλλά τό παιδί δέν τον κραυγάζει... Άνοΐξτε δρόμο! περιμένει. Έχει σπάσει τώρα τον κλοιό καί ξεχύνεται σάν Καί μέ μιά σβέλτη κίνηση αστραπή στον ανοιχτό δρόμο. αντί νά τούς περιμένει, γυρί ζει τό άλογό του καί όρμάει Τό άλογό του καλπάζει μέ απάνω τους. Αντί νά άμυνθή μιαν ασύλληπτη, ταχύτητα.
ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Α συναντηθούμε πάλι! τού φων.άζε ι κουνών τας τό σπαθί του ό άνθρωπος, τού Ρισελιέ. Νά πα ρακαλής μονάχα ν" άργήση Ο σο γίνεται αυτή ή συνάντηση για)π 5έ ■ θά γλυ|τώσης] άπο 'τή μύτη, τού σπαθιού μου. ■—- Έν τάξει, κύριε!,, απο κρίνεται μεγαλόφωνα τό παι δί. Προς τό παρόν όμως μά ζεψε την παρέα σου άπ" τό χώμα. Μια, σψαΐρα σφυρίζει κΤ έρχεται σάν άπάντησι. "Ομως 6 μικρός Ντυβερνουά δεν την προσέχει. Είναι κάτι άλλο πού τον γεμίζει καινούργιες ανησυχίες ξαφνικά. Ειδοποιη μένοι, άγνωστο πώς, τρέχουν προς τό (μέρος τής συμπλο κής άλλοι τέσσερις καβαλλάρηδες. "Έρχονται κατ’ απάνω τ'ου προσπαθώντας νά του κλείσουν τη διάβασι. "Αλλά τό παιδί δέ σταματάει. Τρα βάει τά γκέμια καί τό άλονό του μουντάρει καί σπάει τίς γραμμές τους. Σάν αέρας περ νάει άνάμεσά Τους ό 'Άνρύ καί, πριν προφτάσουν νά τού ριχτούν, βρίσκεται κιόλας πο λύ μακρυά. — Μπράβο, λεβέντη μου!, λέει χαϊδεύονταε τό άλογό του. Είσαι ένα αληθινό παλ· ληικάρι! Τό ευγενικό .ζώο, σά νά καταλαβαίνη τον έπαινο, -αφή νει ένα χαρούμενο χρεμέτισμα. Τό στόμα του είναι γεμάτο άφρούς καί μουσκεμένο τό κορ
Θ
μί του^άτΥ Τον ιδρώτα, μά δέ λέει νά σταματήση, "Απεναν τίας.· Τρέχει ολοένα καί πε ρισσότερο. "Αντε/ λεβέντη μου ! Τους ξεφυγαμε πάλι! •Πίσω του έρχονται πάντα οι τέσσερις καβαλλάρηδες. Τον κυνηγούν, μά, κάθε λεπτό πού περνάει, ή άπόστασι πού τον χωρίζει άπ" αυτούς μεγαλώ νει. Το άλογο πού διάλεξε ό Βιλλάρ είναι άφταστο σέ γρη γοράδα. Τώρα καλπάζει πλάϊ σέ μιά βαθειά τάφρο, από ε κείνες πού υπάρχουν αυτή τήν εποχή ατά περισσότερα μέρη τού Παρισιού (.*), καί κατευθύνεται προς τό μέρος μιας ξύλινης κινητής γέφυρας. "Απ’ αυτή τή γέφυρα θά μπορέση νά περάση απέναντι. "Υστε ρα θά μπερδευτή στούς στε νούς δρόμους καί θά χάσουν τά ίχνη του. "Ομως κάτι πάλι γίνεται καί ό μικρός ιππότης νοιώθει ένα καινούργιο χτυποκάρδι. "Από τό μέρος τής γέφυρας Φανερώνονται ξαφνικά άλλοι (*) Τήν εποχή αύιτή --έτος 1624— οΐ μεγάλες πολιτείες εί χαν ακόμα τείχη, και κάστρα για τήν άμυνά τους. Έξω <*πό τά τείχη υπήρχε πάντα μιά φορ άει ά καί βαθειά τάφρος, πού δεν ήταν εύκολα νά τήν περάση ό έχΐ8]ρός. Μέσα από τά τείχη υπήρ χε άλλη τάφρος, πού, σέ περίπτωσι, πού θά περνούσε ό εχθρός τά τείχη, θά εμπόδιζε τήν.προές λασί του. Πιό μέσα ακόμη1/ στο έσωτερικό τής ΐτόλεως. υπήρχαν κΤ άλλες τάφροι, δηλαδή δαθειά χαντάκια μέ κινητές γέφυρες, πού άποτέλουσαν τήν > δεύτερέ καί τήν τρίτη γραμμή άμύνης σέ ώρα ανάγκης.
Θ ΰωματοφύλακες. Είναι πέντε 61 καβαλλάρηδες πού, αυτή τή φορά καλπάζουν πρός το μέρος του. ^— Θεέ μουί, άναστενάζε! μέ άπελπτσία το παιδί. Αέν θά σταματήσουν λοιπόν σήμε ρα νά φανερώνωνται κάθε τό σο μπροστά μου σωματοφύ λακες; Είναι ύποχρεωιμένός πάλι νά σταματήση. Κυττάζει άνήσυχος γύρω του. Πίσω του έρ χονται εκείνοι που τον κυνη γούν. "Από μπροστά του έρ χονται κατ’ απάνω του όί άλ λοι. "Έχουν περάσει κιόλας τή γέφυρα καί βγάζουν άγριες κραυγές καθώς πλησιάζουν. Βρίσκεται πάλι κλεισμένος σ’ έναν κλοιό. Κι5 αυτή τή φορά δεν έρ χονται νά χτυπηθούν άντρίκια μαζί του. "Αρχίζουν νά πυρο βολούν. Οι έμπροσθογεμεΐς π> στολές τους στέλνουν καφτά μολύβια πρός τό μέρος του. Πυροβολούν κι" άπό τις δυο μεριές κι" ο! σφαίρες διασταυ ρώνονται σέ άπειλητικές τρο χιές θανάτου πότε πάνω άπό τό κεφάλι του, πότε πλάϊ του, πότε κάτω άπό τήν κοιλιά τού αλόγου του. Τό μυαλό του δουλεύει γοο γά, προσπαθώντας νά βρή έ ναν τρόπο νά ξεφύγη άπό τό φοβερό αυτό αδιέξοδο. Είναι μιά κρίσιμη στιγμή. Κι5 άπ" τις δυο μεριές τον ζυγώνουν. Βρίσκεται στή μέση, άνάμεσα στις δυο περιπόλους καί σέ λίγο, καθώς πλησιάζουν ή μία τήν άλλη, θά τον συλλα βουν. Τά ποδοβολητά, οι πυ
Μ
I
Κ
Ρ
θ
2
ροβολισμοί καί οί κροα/γές φτάνουν σάν βρυχηθμοί δαιμό-' νων στ5 αυτιά, του. Δέν πρέπει νά ^τόν συλλάβουν ! "Όχι, δέν πρέπει! Καί τότε ό μικρός Άνρύ Ντυβερνουά παίρνει μιά άπεγνωσμένη άπόφασι. Μπορεί νά πετύχη. "Άν δέν πετύχη θά βρή έναν τραγικό θάνοττο καί μαζί του κι" ή μικρή πριγκήπισσα Λουσιέν. "Αλλά δέν υ πάρχει άλλη λύσι. "Έτσι κι" άλλοι ως, αν πέσουν στά χέρια των άνθρώπων τού καρδινα λίου, θά πεθάνουν. Ρίχνει μιά ματιά δεξιά κι" αριστερά. Τώ ρα δέν τον χωρίζουν παρά με ρικά μέτρα άπό τις περιπό λους. Οι σωματοφύλακες, πού δέν προφταίνουν πιά νά ξανα γεμίσουν τις πιστόλες τους, έχουν τραβήξει τά σπαθιά τους καί προχωρούν έτοιμοι νά καταφέρουν τό τελειωτικό χτύπημα. — Θεέ^ μου, βοήθησέ με !, παρακαλεΐ ό "Ανρύ. ^Καί, γυρίζοντας τή ράχη τού άλογου του πρός τήν τά φρο, καλπάζει πρός τό βάθος τού δρόμου. Οί διώκτες του βγάζουν φωνές θριάμβου. Εί ναι σίγουροι τώρα πώς τον κρατούν. Ή κατεύθυνσι πού έχει πάρει θά τον φέρει σέ λί γα λεπτά σ’ ένα στενοσόκακο πού κόβεται άπόταμα άπό τά υψηλά τείχη ενός ποώηού κά στρου. Δέ θά μπόρεση νά προ χωρήση περισσότερο. Θά τον άποκλείσουν καί δέ θά μπο ρέση νά κάνη διαφορετικά. Θά παραδοθή. Μουντάρουν λοι-
ΙΠΠΟΤΗΝ πόν ενωμένες τώρα κι5 οι δυο περίπολοι πίσω του. — *Άλτ!, του φωνάξουν. Πάροδό σου! Μά, ξαφνικά, γίνεται κάτι πού δέν το περιμένει κανείς. Πολύ πριν φτάσει στο τείχος του πύργου, ό Άνρύ γυρίζει. Το άλογό του παίρνει μιαν α πότομη στροφή απάνω στά πόδια του και τώρα τό παιδί είναι φάτσα μέ φάτσα μέ τούς σωματοφύλακες. "Ενας αυτός δέκα εκείνοι! Γυρίζει, μά δέ σταματάει; Τά πόδια του αγ καλιάζουν σφιχτά τά πλευρά του άλογου καί όρμάει σαν ·υί φουνας απάνω τους. Εκείνοι, ξαφνιασμένοι, ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες φωναχτά μεταξύ τους καί κινούνται βια στικά νά πιάσουν όλο τό φάοδος τού δρόμου. Μά είναι αρ γά. Δέν προφταίνουν. Τό πα>δί περνάει σάν αστραπή ανά μεσα από τις γραμμές τους, μέ κατεύθυνσι προς τήν άνοιχτή τάφρο. — Τί κάνει αυτός; Τρελλά θηκε; φωνάζει κάποιος. — Είναι σίγουρα τρελλός! Θά τσακιστή μέσα στο χαν τάκι ! Αλλά τό ηρωικός άγόρι, πού δέν λογαριάζει τίποτα καί πού ή καρδιά του είναι άφο βη σάν καρδιά ένός λιόντα·· ριού, συνεχίζει νά καλπάζη αέ μιάν άσύληπτη ^ ταχύτητα προς τήν ίδια κατεύθυνσι. Καί σέ μιά στιγμή, καθώς φτάνει στά χείλη τού βαράθρου, τό άλογο, ύπακούοντας σ’ ένα πρόσταγμα των σιδερένιων μπράτσων του, άνασηκώνει τά
31 μπροστινά του πόδια τινάζει τά πισινά καί σαλτάρει σάν νά τό σπρώχνει ένα αόρατο ε λατήριο στον αέρα. Διαγρά φει ένα τόξο θανάτου πάνω α πό τό στόμα τού ανοιχτού βά ραθρου καί προσγειώνεται στήν απέναντι όχθη! Ή συνάντησι μέ τό έδαφος τραντά ζει^ τό ζώο καί τά δυο παιδιά πού βρίσκονται στή ράχη του. — Σωθήκαμε!, φωνάζει ό Άνρύ κι5 ένα χαμόγελο θρι άμβου γεμίζει τό πρόσωπό του. Ρίχνει ένα βλέμμα στήν απέναντι πλευρά τής τάφρου. Οί σωματοφύλακες τον κυττά ζουν ασάλευτοι, μήν τολμών τας νά πιστέψουν τά μάτια τους. "Ενας όμως απ’ όλους δοκιμάζει νά τον μιμηθή. Τοα βάει τά γκέμια τού αλόγου του καί σαλτάρει. Μιά κραυ γή, ένα άγριο ουρλιαχτό, γε μίζει τον αέρα. Ό καβαλλάρης καί τ’ άλογο κατρακυλούν στο γκρεμό! ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΜΗ ΝΥΧΤΑ
Ι ΣΗ ωρα αργότερα, ή πριγκήπισσα Αουσιέν είναι ξαπλωμένη σ’ έ να καθαρό κρεββάτι μιας κά μαρης, στο πανδοχείο «Δύο Γέφυρες». Ό Βιλλάρ, στον ο ποίο εξήγησε τά καθέκαστα τό παιδί, δέχεται πρόθυμα νά προσφέρη βοήθεια. — "Ολοι οι άνθρωποι τού Βασιληά καί τής Βασίλισσας τής Γαΐλλίας, λέει, είναι κάτι παραπάνω άπό αδέλφια μου.
Μ
12
.
Ο
μ
1
Κ
Ρ
Ο
ί
Ύστερα οπτά λίγο, |νας γι
πώς αυτός είχε τό μαργαρίτα
ατρός εξετάζει προσεχτικά τή Λουσιέν. "Έχει μερικά εγ καύματα, άλλά 5έ διατρέχει κανένα κίνδυνο. Ή έξάντλησι που παρουσιάζει οφείλεται στην αγωνία και στο τσάκ-σμα των νεύρων, πού τίς προ κάλεσε ή φοβερή περιπέτεια. Δίνει μερικά φάρμακα και α λοιφές καί διατάζει ακινησία, τουλάχιστον γιά μιά - δυο μέ ρες· , Τό άπόγεμα ύστερα από τις περιποιήσεις πού τής κά ναν συνέρχεται εντελώς. — Δεν ξέρω πώς νά σάς ευχαριστήσω, κύριε Ντυβεόνουά, λέει στο παιδί καί στο χλωμό καί κουρασμένο πρόσω πό της τά μάτια της λάμπουν γεμάτα; ευγνωμοσύνη. Μου σώσατε τή ζωή! Θεέ μου, τί φοβερή κόλασι! — Μήν τά σκέπτεσθε π ά αυτά, πριγκήπισσα!, λέει χα μογελώντας γλυκά ό Άνού. Σέ λίγο θά εΐσθε εντελώς κα λά. 5Βκεΐνο μονάχα πού δεν μπορώ νά καταλάβω εΐνα'ι πώς βρεθήκατε σ’ αύτόν τον έρημο καί εγκαταλειμμένο πύργο. —Ό Ρόσεφορ. Αυτός ήταν πού θέλησε μ’ αύτόν τον φθβε ρό τρόπο νά μέ σκοτώση. •Καί ή Λουσιέν διηγείται πώς ξεκίνησε τήν περασμένη νύχτα απ’ τό παλάτι νά τον άνταμώση. Θέλοντας νά ξανα βρή τό κλεμένο κολλιέ της, πού θά μπορούσε νά βγάλη τή Βασίλισσα από μιά δύσκο λη θέσι. Τού περιγράφει πώς ό Ρόσεφορ τής ώμολόγησε
ρένιο περιδέραιο. — Τώρα όμως πού ξέρεις αυτό τό μυστικό μπορεί νά μου δημιουργήσης φασαρί ες τής είχε πή ό λοχαγός. Γιά καλό καί γιά κακό λοιπόν, πρέπει νά λάβω τά μέτοα μου. — Καί μαζί μέ δυο άλ λους, έξηγεΐ ή Λουσιέν, μέ ώδήγησαν στον έρημο πύργο κΓ αφού έβαλαν φοοτιά σέ μιά κάμαρα, μέ ρίξανε μέσα στις φλόγες καί μέ κλειδώσα νε. Θάβρίσκα έναν φριχτό θά νατο. Ευτυχώς όμως .ή Θεία Πρόνοια σάς έστειλε προς τά εκεί καί μέ σώσατε. Είναι ή δεύτερη φορά πού παρουσιά ζεστε μπροστά μου καί μου σώζετε τή ζωή... Δέ θά τό ξεχάσω ποτέ. Ή έξαδέλφη μου ή Βασίλισσα θά σάς εύγνοομονεΐ τό ίδιο, όπως κι5 εγώ, αιωνίως! — Μιά στιγμή, πριγκήπισσα, λέει ό Άνρύ πού θυμάται μόλις τώρα πώς έχει ένα κολ λιέ από μαργαριτάρια στην τσέπη του, τό κολλιέ πού πή ρε από τον Ρισελιέ ό Τριμπου σόν (*). Μιά στιγμή, πριγκήπισσα. · Ψάχνεται. Ναί, το κολλιέ βρίσκεται πάντα στήν εσωτε ρική τσέπη τού έπενδύτη του. Τό βγάζει καί τό δείχνει στήν Λουσιέν, — Γνωρίζετε αυτό τό περι δέραιο; τή ρωτάει. (*) Διάβασε το τεύχος: τό σπαθί στο χέρι».
«Μέ
ΙΠΠΟΤΗΣ
33
««««««««««««««««««««««««««««««««««««<<<ί<<<<<<<<<<<<<< Τό κορίτσι βγάζει μιά κ,ραυ γή χαράς. , . — Τό μαργαριταρένιο κολλιέ τής Βασίλισσας!,. λέει..·. Μά αυτό είναι κάτι παραπάνω από θαύμα. Πώς βρέθηκε στα χέρια σας; Ό ’Ανρύ τής έξηγεΐ τα κα θέκαστα. — Πρέπει νά τό πάτε αμέ σως στο παλάτι!, του λέει. Απόψε, στον χορό των ανα κτόρων, πρέπει ή έξαδέλφη μου νά φορέση αυτό τό περι δέραιο ! "Αχ, δεν; μπορείτε νά ψαντασθήτε ποιά πολύτιμη υ πηρεσία θά προσφέρετε στον Θρόνο τής Γαλλίας, άν προφτάσετε νά τής τό δώσετεπρίν άπό τό χορό. Αλλά μονάχα στά χέρια τής Βασίλισσας και σέ κανέναν άλλον. Του λέγει πώς έχει άκριβώς όλη ή ιστορία και τό παιδί καταλαβαίνει πώς αυτή τή στιγμή κροττάει στά χέρια του τήν τύχη τής Βασιλίσσης. —Τί ώρα θά γίνη ό χορός; οωτάει. — Στις 9 τό βράδυ. · —'Ωραΐα. Τό κολλιέ θά φ^ά ση οπωσδήποτε, πριν άπό τό χορό, στά χέρια τής Αυτής Με χαλειότητος. Μέ τή διαφορά τώς θά μου ύποσχεθήτε κάτι, ιτριγκήπισσα. Δεν θά τό κου νήσετε άπ’ τό κρεββάτι σας. Ό γιατρός είπε δτι πρέπει νά μείνετε ακίνητη. — Σάς τό υπόσχομαι Άνρύ, λέει τό κορίτσι καί αισθά νεται κάτι νά φτεροκοπάει χα ρούμενα στήν καρδιά της. Σάς τό υπόσχομαι.
Τό παιδί παίρνει τό χέρι της και άποθέτει ένα αδελφι κό φίληιμα. — Είμαι πολύ ευτυχισμέ νος, πριγκή πίσσα, πού θά μπορέσω νά προσφέρω μιά υ πηρεσία στή Βασίλισσά -μας, Καί λίγο άργότερα —όταν πιά τό σκοτάδι αρχίζει νά πέφτη καί δεν υπάρχει φόβος νά άναγνωρισθή— ό ’Ανρύ Ντυβερνουά καβάλλα στ’ άλογό του -ξεκινάει άπό τό φτωχικό πανδοχείο γιά τά μεγαλοπρε πή ανάκτορα του Λούβρου. Τό κορίτσι τον άποχαιρετά μέ συγκίνησι. Δεν ξέρει ακόμα ο'π ό φοβερός Ρόσεφορ βρίσκε ται πάλι στά ίχνη της καί α πό στιγμή σέ στιγμή κινδυ νεύει νά πέση γιά μιά ακόμα φορά στά χέρια του. Τό ίδιο ,καί τό παιδί πού καλπάζει αυτή τή στιγμή στους κακο φωτ ισ μένους δρόμους τού Παρίσιου δέ μπορεί ν ά μαντέψη πώς μπαίνει σέ μιά καινούρ για περιπέτεια. Ούτε μπορεί φυσικά νά φαντασθή πώς ή Βασίλισσα τής Γαλλίας αύτή τή στιγμή, γεμάτη απελπισία καί απογοήτευση έτοιμάζετα, ν’ ά δειάση τό περιεχόμενο ε νός ποτηριού, που περιέχει με ρικές σταγόνες άπό ένα δρα στικό δηλητήριο. "Ενα δηλη τήριο πού θά τής χαρίση τό θάνατο, αφού δέν μπόρεσε νά ξαναβρή τό χαμένο μαργαρι-' ταρένιο κολλιέ της. Ή αποψινή νύχτα είναι μιά κρίσιμη νύχτα γιά ολόκληρη τή Γαλλία...-
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΙΠΠΟΤΗΣ
ΗΡΩΙΚΩΝ.
Γραφεία: Όδός Λέκκα 22 Φ Άριθ. 3
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ Φ Τιμή
2
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ, Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, *Αριστεί* δου 174. Προΐστ. Τυπ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25
Τό επόμενο τεύχος τού «Μ. Ιππότη», το Λ, πού κυκλοφορεί την έρχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά τεύχη πού έχε= τε διαβάσει ποτέ! Στο τεύχος αυτό, ό ηρωικός μικρός ιππότης παίζει πάλι κορώνα - γράμματα τη ζωή του για νά σώση τη βασίλισσα και την άμορφη πριγκηποπούλα Λουσιέν!
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΠΥ70Σ ΰ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΘΡ ΗΤΑ Μ ΕΜΠΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ! ΕΜΟ ΤΕ ΤΟΙΟ ΔΕ/ν ΕίχΕ/ΚΗΕΓΚΗ^Κΐ' ΕΚΕ/ΝΟΣ Ο ΛΗΣΤΗΣ ΗΟΥ ΕΟΕ\ ΤΕΘΗ ΣΤΟΥΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΕΣ; *
ΝΟΤΕΣ ΤΟΥ ε/κε τ?Μ:
ΟΥΜΠΣΟΓ,
ΜΟΥ ΕΠΕΤΕθΗΚβίν
Γ/ΟΤ/ ΝΟΜΙΖΗΝ ΗΡΣ ΜΣΤΟΣΕΡΡΟΟΛΟ Γ/ρ, δβΣ/Λ/ΣΣΡ ΤΟΥ ΣΚΟΡ* ογ εχοϋμ γη’αψίΛΐ ΤΟΥΣ Λ/Η ΤΗΣ εη/ΤΕ
ΟΟΥΜ τογι γηακ/*2αϋ£ΥΩ ΓΑΛΛΟ/Λ ΚΗΚΟηη^πι ’Ξηυ \
ΚΡΕΓΚΡ ΘΥΜΗΘΗΚΕ ΣΤ ΗΛΗθΕΐΗ Ο7λ„ ... Ί/ν ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ Ε/ΧΕΣ9ΖΕ7 ΟΠΟ βε %β/Ω 0ΟΝΗ 70 ΔνΟ ΡίΤΛΟΥΣ ΕΞΕΡ£\ ΝΟΤΕΣ, 770/ ΤΟΥΣ Ε/ΧΡΛ/ ΕΠΙ7ΕΘΗ γΆ ----- -------- ΛΗ ΜΕΡΙΚΟΙ ΜΡΧΡΘ/ΛΗΕΤίτ Ο ΕΑΟΝ ΡΠθ ΤΟΥΣ ΕΞΕΡΟΥ
Μη ΣΚΟΤΙΖΕ Σ!/ ΗΛΑΟ α?/ΛΕ ΜΟΥ ΟΟ ΟΡΡΝ' ΤΙΣ9ΕΓ9 Π ’
ΡΥΤΟΥΣ.'
ΗΡΘΕ ΗΣ7/ΓΜΗ Λ/Ρ ΔΡΡΣΟΥΜΕΣΖΟΡΤΡ'
ΟΡΜΕ ΡΗ ΛΉ ΖΕΣΟΥ Σ9ΣΡΥΠΡΜΕ ΜΕ τρ &ΡΣ//ΗΣΣΡ ΙΟΥ! ΕΛΡΤΒ, ΡΑ/ΡΗ / ΖΟΥΛΟΥ'ΕΛΡΤ£!
ΣΥ/ΥΕΧ/ΖΕ7ΗΙ
Ο ΜΙΚΡΟΙ
μεγάλη ευθύνη πού άνέλαβε: . Κάθε τόσο σταματάει και κυττάζει .γύρω του. Πρέπει ν5 ά* ΑΝΡΥ Ντυβερνουά, κα ποφύγη κάθε συνάντησι με θώς διασχίζει · αυτή τη τούς σωματοφύλακες τού Ρινυχτερινή ώρα, καβάλπού διατρέχουν τήμ πά λα στ* άλογό του, τούς σελιέ, κα λι προσπαθώντας νζανακαλύ·· κοφωτ ισ μένους ' δρόμους του ψουν 'τά ’ΐχνη του. Θά ήταν Παρισιού; -έχοντας στήν τσέ τόσο φοβερό ν5 άποτύχη! Ή πη του τό μαργαριταρένιο Βασίλισσα "Αννα περνάει κολλιέ, νοιώθει ' μια δυνοίτή στιγμές *.αγωνίας κι5 ή τιμή συγκ-ίνησι. Απόψε, υπερπη τού θρόνου βρίσκεται στά χέ δώντας κάθε εμπόδιο, πρέπει ρια του. Πρέπει γι5 αυτό Τσα•να μπή στο Λούβρο καί νά ϊσα νά φυλάγεται, καί νάχη α παραδώση στά ίδια τά χέρια νοιχτά τά μάτια του; έτοιμος τής Βασίλισσας τό. πολύτιμον’ .αντιμετώπιση μέ τό σπαθί τούτο περιδέραιο, άπ* τό ό στο χέρι κάθε απρόοπτο. ποιο έξαρτάται ή ευτυχία της κι* ή ευτυχία τού -λαού τής Ή πριγκήπισσα Λουσιέν, ή Γαλλίας (*). Προχωρεί μέ μικρή έξαδέλφη τής "Αννας προφυλάξεις, -γιατί ξέρει τη τής Αυστριακής, τού είπε πριν ••ξεκίνηση από τό πανδοχείο (*) ' Διάβασε τό προηγούμενο «Δυο · Γέφυρες»: τεύχος: «'Ο ανίκητος ξιφομά 1—Νά προσέχης,'κύριε Ντυχος». ■ ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.'
ΜΙΑ ΛΕΠΤΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Ο
4 Ο Μ I Κ Ρ Ο Σ «««««<««««««««««««««;««««««««««««««<<<«<<«<<<<<<<<<<<<<, βερνουά, Διατρέχεις σοβαρό (κίνδυνο. Ό Ρισελιέ θα που λούσε καί την ψυχή του ακό μα στο διάβολο γιά νά μπό ρεση νά ξαναπάρη αυτό τό κολλιέ μέ τά μαργαριτάρια. Δεν πρέπει νά σε αναγνωρί σουν. Καί, σαν ψτάσης στο παλάτι, θά πρέπει νά βρής έ ναν τρόπο νά μπής κρυφά. Άν σε δουν καί καταλάβουν πώς ζητάς την έξαδέλφη μου, θά υποψιαστούν, θά σέ συλλάβουν καί θά βρουν τά μαργα ριτάρια απάνω σου. Τότε, δ· λα θά είναι χαμένα. Τό περι δέραιο αυτό μονάχα στά χέρια τής Βασίλισσας θά τό δώσης καί σέ κ α ν έ ν α ν άλ λο. Ή Μεγάλειότητά της πρέ πει νά τό φορέση απόψε στον χορό των ανακτόρων. ’Άν ευφανιστή χωρίς αυτό, ό Ρισελ'έ θάχη νικήσει κι5 αυτή θά κα ταστροφή. Καλή τύχη καί ό Θεός μαζί σου, κύριε Ντυβεονουά. Θά περιμένω μέ αγωνία τό γυρισμό σου. — "Ολα θά πάνε καλά, πριγκήπισσα, τής είπε τό παι δί καί τής χαμογέλασε γλυ κά. Τό σπαθί των Ντυβερνουά είναι πάντα στη διάθεσι του Βασιλικού Οίκου τής Γαλ λίας. Θά κάνω τό καθήκον μου. "Οταν γυρίσω, θά φέρω ευχά ριστα νέα... Τώρα λοιπόν, καθώς πλη σιάζει στο Λούβρο καί βλέ πει από μακρυά τά φωτισμένα παράθυρα τού παλατιού, νοιώ θει μιά δυνατή συγκίνησι. Στο βάθος, είναι υπερήφανος γιά τη λεπτή αποστολή πού άνέλαβε. Είναι υπερήφανος, μά
ταυτόχρονα τρέμει γιά τή με γάλη ευθύνη πού έχει φορτωθή τώρα στούς ώμους του. Άπό ένα τίποτα μπορεί δλα ν’ α ναποδογυρίσουν καί άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη ή Βα σίλισσα τής Γαλλίας νά γίνη τό θύμα τής σατανικής πλεκτάνης τού Ρισελιέ. —’Όχι, δεν πρέπει ν’ αποτύχω!, συλλογίζεται τό παι δί. Φτάνει νά βρω έναν τρόπο νά μπω στο παλάτι. "Υστερα, κανείς δέ θά μπορέση νά μ5 έμποδίση νά φτάσω στο σκο πό μου... ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΩΝ
ΠΟΤΟΜΑ δμως σταμα τάει. Κρατάει τά γκέμια τού αλόγου του καί τό έξυπνο ζώο,, σάν νά καταλαβαίνη δτι κάτι σοβαρό συμ βαίνει, μένει ασάλευτο στη σκιά. Στήν απέναντι γωνιά τού δρόμου, ό ’Ανρύ έχει δια κρίνει δυο σκιές πού γλυ* στρούν αθόρυβα στο σκοτάδι. Στέκουν στήν κώχη μιάς πόρ τας καί κουβεντιάζουν χαμηλό φωνα. Δέ μπορεί νά καταλάβη τί λένε, γιατί βρίσκεται μα κρυά. Άπ’ τις χειρονομίες ό μως πού κάνουν καταλαβαίνει πώς πρόκειται γιά μιά συζήτησι σοβαρή. Τό παιδί ετοιμάζεται ν’ άλλάξη δρόμο, αλλά τήν τελευ ταία στιγμή μετανοιώνει. Ή σιλουέττα τού ενός άπό τούς δυο δέν τού είναι άγνωστη, -επεζεύει αθόρυβα άπό τ’ ά λογο καί μέ πλάγια βήματα, έχοντας τή ράχη του κολλη
μένη στον τοίχο, πλησιάζει προς το μέρος τους* Ναι, 5έ γελάστηκε! Ό ένας ,άπό τούς δυο είναι ό Ροσεφόρ... ^— Αστός πάλι εδώ!,, λέει μέσα από τα δόντια του ό Άνρύ. Σίγουρα, κάποια και νούργια άτι,μια θά έταιμάζη. Καί δεν έχει άδικο. 5Από τις πρώτες λέξεις, καταλαβαί νει. —Είναι μια ευκαιρία από ψε, λέει ό Ροσεφόρ. Λίγο πριν από τά μεσάνυχτα θά τελείω ση ό χορός. Ό δούικας του Σαίντ Έτιέν θά έπιστρέψη στο μέγαρό του δπως πάντοτε, χω ρίς συντροφιά. Θά τον περι μένετε στη λεωφόρο μέ τις φίλλύρες. Έκεΐ θά τού έπιτεθήτε ξαφνικά! . . "Ενα σατανικό χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπό του. — Τά ξημερώματα θά βρουν τό πτώμα του καί ολοι θά πιστέψουν πώς έπεσε σ’ ένεδρα κακοποιών πού τον λή στεψαν. Κανείς δεν θά βάλη στο νού του τον καρδινάλιο καί ή "Αννα ή Αυστριακή θά είναι απαρηγόρητη. Ό άλλος άνασηκώνει τους ώμους. — Έν τάξει, λοχαγέ! Ό δούκας θά πεθάνη απόψε. "Ε φερες τά λεφτά; Ό Ροσεφόρ τού δίνει ένα δερ ματ ινο σακουλάκ ι. -— Πάρε αυτά. Είναι ή προ καταβολή. Τά υπόλοιπα θά σου τά δώσω τό πρωΐ. όταν πιά θά έχη τελειώσει ή δου λειά... Ό άγνωστος παίρνε* τά
χρήματα ατό χέρι του* Τά ζυ γιάζει στη φούχτα του. Άπό τό βάρος τους φαίνεται ευχα ριστημένος. -—· Σύμφωνοι, λέει. "Ολα θά τελειώσουν μιά χαρά, απόψε. "Υστερα απ’ τό χορό, ό δού κας θά νοιώση τις παγω'μένες λεπίδες άών σπαθιών μας νά τον χαϊδεύουν. Ή παν*ερότης του νά μένη ήσυχη... "Αλλωσ τε, δεν εΐναι ή πρώτη φορά που έμπιστεύεται σέ μένα. Ό Άνρύ νοιώθει μιά ανα τριχίλα σ’ ολάκερο τό κορμί του. Άπ’ τη Αουσιέν έχει α κούσει τό δναμα του δούκα καί ξέρει πώς αυτόν ξεκίνησε ν’ άνταμώση κατ’ εντολήν τής Βασίλισσας ό Ντε Σαμπριέν, μά δεν πρόφτασε. Καί τώρα νά που υστέρα άπό τόσες μέ ρες, τον θυμήθηκε ό καρδινά λιος κι’ έτοιμάζει ,μιά δολο φονική ένέδρα εναντίον του. Κάτι πρέπει νά κάνη γιά νά ματα*ώση αυτό τό έγκλημα. Ή ευγενική ψυχή του έξεγείρεται καί τό χέρι του άθελα ουχτιάζει τή λαβή του σπσιου^του. "(θμως όχι "Ως τά μεσάνυχτα έχει καιρό. Πρός τό παρόν, τού είναι αρκετά δσα έμαθε. Πρέπει νά συναντήση τή Βασίλισσα καί υστέ ρα ξέρει τί έχει νά κάνη... Μένει λοιπόν ακίνητος, κρυμμένος στή σκιά, καί πε ριμένει . 4Ο άγνωστος πού πή ρε τά λεφτά, φεύγει σέ λίγο* Τον βλέπει πού απομακρύνε ται καί χάνεται στον απέναν τι δρόμο. Πηγαίνει σίγουρα νά προετοκμάση τό φόνο. Ό Ροσεφόρ μένε* στή θέσι του.
δ · ύ Μ I κ Ρ' Ο 2 ^<^<«Η«αί<44ΐ<4<<<α4<αί<α4<4ΐα4^αα<«««<«««««<«<«α«<««α<^α«4 Τον. κυττάζει'τταυ φεύγει και χαμογελάει... —“Αύριο, ψιθύριζες ολόκλη ρο το Παρίσι θά κλαΐη τό ό·μορφόπα ιδο,· τον Σ αίιντ Έτ ι έν. αλλά ό καρδινάλιος θά διασκεδάζη... , ’ "Απότομα δμως' τό χαμόγε* λο σβύνει και τό πρόσωπό του παίρνει μια άγρια εκφρςχσι. Τά μάτια τΟυ κυττάζουν γύρω ξα φνιασμένα και σουρώνει τά φρύδια του.· Τό άλογο-του μι κρού 3Ανρύ Ντυβερνουά βρόν-, τησε τό πόδι του στο χώμα και ό θόρυβος αυτός ξαφνιά ζει τον αρχηγό των σωματοφυ λάκων τού, Ρισελιέ. Τό παιδί τον βλέπει που προσπαθεί νά ξεχωρίση., τί γίνεται στο σκο τάδι καί κρατάει την ανάσα
του. Δεν είναι ώρα νά χτυπηθη μαζί του. Κι3 ή-ελάχιστη καθυστέρησι ,μπορεΐ νά τού κοστίση .άκρίβά.' "Ορως εκεί νος δεν σκέπτεται τόϊδιο. Υ ποψιάζεται πώς κάποιος κρύ βεται έκεΐ* κοντά καί παρακο λούθησε τις ύποπτες κουβέν τες του κι3 αυτό δεν τον συμ φέρει... Τραβάει τό· σπαθί του καί προχωρεί προς τό μέρος τής σκιάς. Τό παιδί νοιώθει ένα δυνατό χτυποκάρδι. Ή συνάν τηση αυτή μπορεί νά τού χαλάση ολα τά σχέδια. Τά δά χτυλά του τυλίγονται στη λα βή τού ξίφους του. Γ»ά κάθε ενδεχόμενο· πρέπε» ■ νά είναι έτοιιμος. Τον βλέπει νά έρχεται προς
I
Η
ό
Τ
Η
— Αστό σάς
I
9
»»>>>»»»»»»»»»»»»»
άνήικει, Μεγαλειοτάτη! λέει ό μικρός...
τό μέρος του1. Ό άλλος δεν τον έχει δ ή ακόμα. Ψάχνει, Όλοένα δμως και πλησιάζει περισσότερο. Και ξαφνικά στέ κει. Τον εΐδε. Βλέπει τή σκιά του παιδιού στο σκοτάδι καί. στέκει. —Ποιος είναι εκεί; ρωτάει· άγρια. "Έβγα άπ5 τον κρύψωνα σου, άνθρωπε, άν αγαπάς τή ζωή σου! Ό Άνρυ δεν απαντάει. Μο νάχα τραβάει τό σπαθί του. Στη θέσι που βρίσκεται δέ μπορεί νά κάνη διαφορετικά. Ό θόρυβος του ατσαλιού που βγαίνει από τή θήκη του κά νει τά μάτια του Ροσεφόρ νά λάμψουν παράξενα. — Κοώά τό είχα καταλά βει, λέει με σφιχτά δόντια,
•πώς κάποιος παραμόνευε! Τώ ρα, λοιπόν, θά μάθης, άθλιε! —Σέ προειδοποιώ πώς τό σπαθί μου είναι αρκετά μα·* κρύ!, φωνάζει τό παιδί. Άν' προχωρήσης λίγο ακόμα, δέ θά φταίω εγώ άν σκοντάψης απάνω του !· — Αυτή ή φωνή!, κάνει ξα φνιασμένος ό λοχαγός. Αυτή ή φωνή δεν μου είναι άγνωστη!... — Ξινά* ^ ή δεύτερη φορά πού συναντιόμαστε,- λοχαγέ!, λέει ό Άνρύ. Τό πιο σωστό εί ναι νά μου γυρίσης τις πλά τες καί νά φυγής, ^ — Ό Ντυβερνουά!, ξεφω νίζει ^ό Ροσεφόρ. Αναγνωρί ζω τή φωνή του! Καί, φουντωμένος από μιαν
I
........................... .....
Ασυγκράτητη λύσσα, όρμάει απάνω του. Ή έπίθεσις είναι βίαιη καί ό μικρός "Ανρύ βρί σκεται σε δύσκολη Θέσι. "Ο μως δέ χάνει τό θάρρος του, Σηκώνει τό σπαθί του σαν άσπίδα καί τό ξίφος του Ρο σεφόρ, πού έχει τιναχτή προς τά εμπρός, Αναγκάζεται νά λοξοδρόμηση. Την αμέσως έπόμενη στιγμή τό παιδί σαλ= τάρει πλάγια καί πραγματο ποιώντας μια γοργή κίνηση α ποκρούει ένα δεύτερο χτύπη μα. Ό λοχαγός του Ρισελιέ τρίζει τά δόντια. Τά μάτια του παρακολουθούν κάθε κίνη σί του. Προβλέπει από που πρόκειται νάρθή τό χτύπημα, γλυστράεη ελίσσεται, φέρνει βόλτα τον αντίπαλό του, τον κουράζει... — Στο έχω πή κι5 άλλη φο ρά!, φωνάζει ό Ροσεφόρ. Εί μαι τό πρώτο σπαθί τής Γαλλίας. Λοιπόν, μήν αγωνίζεσαι άδ ικα! — Καί κάποτε άλλοτε τό είπες αυτό, κύριε, αποκρίνε ται χαμογελώντας τό παιδί, ένώ εξακολουθεί νά χειρίζεται •μέ τέχνη τό ξίφος του. Καί άλ λοτε τό είπες, μά έπεσες στή θάλασσα γιά νά γλυτώσης άπ" τό σπαθί μου... -— "Αχρείε! —Μετρημένα τά λόγια σου, φονιά!, απαντάει κοφτά τό παιδί. — Αυτό πού είπες θά τό πλήρωσής, άθλιε! — Μονάχα σε ανυπεράσπι στα κορίτσια τις απειλές σου ! "Εμένα (μέ λένε "Ανρύ Ντυβερνουά καί κανένας από τούς
6
Α4
ί
Κ
Ρ1
ΰ
ϊ
ένδοξους προγόνους μου δεν δοκίμασε νά ρίξη στις φλόγες αιχμάλωτες γυναίκες! "Ενώ ε σύ... Καί, καθώς μιλάει, βλέπει τον Ροσεφόρ νά φέρνη τό α ριστερό χέρι στή μέση του. Κοπαλαβαίνει. Δεν χρειάζεται πολύ νά καταλάβη τί σημαί1 νει τούτη ή κίνησι. Τον βλέ πε1 πού έχει φουχτιάσει τή λαβή τού πιστολιού του. Δέ μπορεί νά τά βγάλη πέρα μέ τό σπαθί καί λογαριάζει τώρα νά σκοτώση μέ τό πιστόλι. — Έ, όχι! Δέ θά σ’ άφήσω, δολοφόνε!, λέει άγρια. Καί, χωρίς νά λογαριάζη τον κίνδυνο, ρίχνεται απάνω του. Τό χέρι, πού κρατάει τό πιστόλι έτοιμο νά πιέση τήν σκανδάλη, δέχεται ένα φοβε ρό χτύπη,μα από τό ξίφος τού παιδιού καί τά δάχτυλα πα ραλύουν. Τό όπλο πέφτει στό χώιμα καί χάνεται στό σκοτά δι. Ό Ροσεφόρ βγάζει ένα ουρλιαχτό πόνου. Καί, πριν πραγματοποιήση δεύτερη κί νηση ένα καινούργιο χτύπη μα πετάει δέκα μέτρα μακρυά τό σπαθί του. —Θά μπορούσα νά σέ σκο τώσω τώρα!, λέει μέ σφιχτά δόντια ό "Ανρύ. "Αλλά δεν εί μαι δολοφόνος καί βιάζομαι πολύ. "Οταν ξανασυναντηθούμε, ελπίζω νάχω καιρό στή διάθεσί μου. Τότε, πρίν σέ ξα πλώσω νεκρό, θά σοΰ κάνω με ρικά μαθήματα καλής συμπε ριφοράς... η — Δέν τολμάς νά μέ σκοτώσης !, γρυλλίζε,ι ό Ροσεφόρ. — Σέ συχαίνουμαι σάν ένα
ΙΠΠΟΤΗΣ 9 <«««««««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««« κόλυνε στή νυχτερινή αυτή έπίσκεψι. "Εδώ υπάρχουν μερι κά φωτισμένα παράθυρα..Τά παράθυρα όμως είναι πολύ ψη λά καί είναι σχεδόν αδύνατο νά φτάση ως εκεί πάνω... ζαφνικά τό βλέμμα του καρφώ νεται σ» έναν υδροσωλήνα. Εί ναι ένας σωλήνας, πού έρχεται από ψηλά καί πού φτάνει σχε δόν στο έδαφος. "Απ’ αυτόν πρέπει νά περνάνε τά νερά τής βροχής, πού συγκεντρώνονται στις ταράτσες τού παλατιού. Ό υδροσωλήνας περνάει πλάι από ένα παράθυρο. ΜΙΑ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗ — Αυτό είναι μιά λύσι, λέει ΕΚΠΛΗΞΙΣ ό Άνρύ. ’Άν μπορέσω νά σκαρφαλώσω ως εκεί πάνω... Ο ΠΑΙΔΙ πραγματοποιεί Ρίχνει μιά ματιά γύρω του. μιά μεγάλη βόλτα ανά Επικρατεί ησυχία. Δεν υπάρ μεσα στους δρόμους τού Παρισιού γιά νά ξαναγυρίση χει κανείς γιά νά τον δή. Πλη σιάζει τον υδροσωλήνα καί μέ πάλι στην περιοχή τού Λού βρου. Θέλει νά είναι βέβαιος, σβέλτες κινήσεις αρχίζει τή δύσκολη άναρρίχησι. Τά γερά καί σε περίπτωσι ακόμα πού μπράτσα του καί τό λαστιχέ τον παρακολούθησαν, πώς έ νιο κορμί του κινούνται γοργά χουν χάσει τά ίχνη του. "Α ποφεύγει τη φωτισμένη πλα καί σε λίγο τό ηρωικό παι τεία τού παλατιού, όπου βλέ δί έχει φτάσει στο ύψος τού παραθύρου. "Από τό μισάνοι πει τά πρώτα αμάξια με τούς προσκεκλημένους νά φτάνουν. χτο τζάμι ρίχνει μιά ματιά Μπαίνει σε μιά πάροδο καί στο εσωτερικό τού δωματίου. Είναι μιά ευρύχωρη κάμαρη περνάει σ" έναν έρημο δρόμο, οπό πίσω ακριβώς μέρος τών καί μέσα δεν υπάρχει κανείς. ανακτόρων. Κατεβαίνει απ’ τ" Τώρα είναι μιά ευκαιρία, "Α άλογο καί, κρατώντας το απ’ νεβαίνει λίγο πιο πάνοο κι" ύ τά γκέμια, προχωρεί πεζός στερα, πραγματοποιώντας έ να επικίνδυνο πήδημα, άφίνει στο σκοτάδι. "Υστερα από λί τό κορμί του νά πέση στο γο, άφίνει τό ζώο νά τον περ'μένη σε μιά πυκνή συστάδα περβάζι τού παραθύρου. "Ενα λεπτό αργότερα περνάει μέσα δέντρων καί, βαδίζοντας αθό ρυβα, εξετάζει μέ προσοχή τό στο δωμάτιο. Πλησιάζει πατώντας στις πίσω ίμερος τού μεγάλου ανα κτόρου, προσπαθώντας νά βρή μύτες τών παπουτσιών του προς τήν πόρτα κι" είναι έέναν τρόπο πού θά τον διευ βρωμερό ψίδι!, αποκρίνεται το παιδί. Και ,μέ γοργά βήιματα τρέ χει προς τό ίμερος του άλογου του. Σαλτάρει στη ράχη του καί τραβάει τά γκέμια. — Κι5 όμως είναι ένα παλληκάρι!, αναστενάζει ό Ροσεψόρ καθώς ακούει τον καλπα σμό πού σβύνει στο βάθος τού σκοτεινού δρόμου. ’Άν μπο ρούσε νά πάρη με τό μέρος του αυτό τό παιδί ό καρδινά λιος, θά κέρδιζε πολλά πράγ ματα...
Τ
10
·
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
I
<«««««<««««<<««««««<«<«<««<««<««««««««<«««««««««««« του καί νά μίλάη ιμέ μιά κυρία τολμάς νά ψουχτιάσ.η τό πόμο λο νά την άνοιξη. Μά αναγ επί τών τιμών τής Βασίλισ σας, γιατί έτσι φαίνεται άπό κάζεται νά οπισθοχώρηση βια τό ντύσιμό της ή γυναίκα πού στικά. Ακούει κουβέντες, και .είναι .μαζί του. Ό'μικρός Ντυβήματα που πλησιάζουν. Κρύ βεται πίσω άπό μιά ντουλάπα βερνουά νοιώθει μιά παράξενη άνησυχία νά γεμίζη την καρ καί περιιμένει μέ τό χέρι στη ' διά του. λαβή τού σπαθιού του.. Ευτυ χώς που πρόφτασε'. Σχεδόν α -—- Λοιπόν, λέγε! Ζάκ, μι μέσως ή πόρτα άνοιγε1 *καί λάει πρώτη ή γυναίκα. Τί εί μπαίνουν ένας άντρας και μια ναι εκείνο πού σ’ έφερε τέ γυναίκα. τοιαν ώρα εδώ; Τό παιδί δαγκώνει τά χεί -—- Μά'τό Θεό, άξίζει τον λια του νά ·μή ξεφωνίση. Ό ■ κόπο! Πήγα στο σπίτι τού ένας άπό τούς δυο εΐνα1. ό Ζάκ καρδιναλίου, μά δεν τον πρόΜπαρντέ, τό γκαρσόνι τού ψτασα. Μοΰ είπαν πώς βρί πανδοχείου «Δυο Γέφυρες». Τί σκεται εδώ... Ζήτησα τον Ρονά ζητάη τάχα τούτος" ό άν σεφόρ, άλλά ούτε κΓ αυτόν θρωπος καί πώς καταφέρνει νά βρήκα. Καί δμως είναι άνάγκυκλοψορή στους διαδοόαους κη νά μιλήσω σέ κάποιον άπό
— Χρκττουλή μου, βάλε τό γεράκι σου, λέει κλαψιάρικα Τρι μπουσαν. Μβνονλα μον άρχίζω νά γίνουμε ψητός !
ό
11
ΙΠΠΟΤΗΣ
««««««««<««««<««««<«««««««««««««««« «««««««««««ο
— Σ-εΐς. εξοχότατε, ξέρετε καλύτερα άπό κάθε άλλον γιατί άργεΐ νά φανή ή Βασίλισσα, λέει στόν Ρισελιέ ό υττασιτιστης του.
τούς δυο αμέσως... — Είναι σοβαρό; ρωτάει ή γυναίκα. —-Πολύ σοβαρό! Είμαι βέ βαιος πώς θά μέ πλήρωσή κα λά γιά τό νέο πού του φέρνω ή πανιερότης του... ' * Ή γυναίκαΊμένει γιά μερι κές στιγμές σιωπηλή. ' Κάτι σκέπτεται. "Υστερα, σάν νά παίρνη μιά .ξαφνική άπόφασι,· τον πιάνει από τό χέρι. — "Ελα μαζί -μου, του λέει. Θά βρω έναν τρόπο νά επικόινωνήσης μέ τον καρδινάλιο... Ή πόρτα ξανανοίγει και ό Ζάκ, ό υπάλληλος τόυ Φερνάντ Βιλλάρ, καί ή κυρία επί των τ«,μών, χάνοντα1 στο διά δρομο. Τό παιδί καταλαβαίνει
τώρα πώς κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Ό νους του: πάει σέ χίλια δυο πράγματα καί * ξαφνικά νοιώθει σά ,μιά μα χαιριά στην καρδιά. —- Ή Λουσιέν!, λέει. Ή Λουσιέν κινδύνευε1! Σίγουρα, αυτός ό Ζάκ .είναι ένας από τούς χιλιάδες πληροφοριοδό τες του καρδιναλίου, πού έ χουν γε,μίσει,τά σπίτια καί τά καταστήματα του Παρισιού, αυτή την εποχή. "Ακούσε τά καθέκαστα, ,μέ είδε νά φεύγω καί άπεφάσισε νά κερδίση με ρικά χρήματα, προδίδοντας τό κρησφύγετο του κοριτσιού στον Ρισελιέ καί στούς ανθρώ πους του!... Μιά. καινούργια άγων ία γε-
12 μίζει την ψυχή του. Ή Λουσιέν βρίσκεται σε κίνδυνο! Αέν ξέρει τί πρέπει νά κάνη. 5Από τη μια ,μεριά, ή Βασίλισσα. 5Από την άλλη, ή Αουσιέν. "Έ πειτα και ή ένέδρα πού έχουν στήσει απόψε στον δούκα του Σαίντ Έτιέν! Θεέ μου, τί πρέ πει νά κάνη; Τ,ρία εγκλήματα προετοιμάζονται και αυτός βρίσκεται κλεισμένος σ’ αυτή την κάμαρη αναποφάσιστος, χωρίς νά έχη τη δύναμι νά κάνη κάτι. Γιά μια στιγμή σκέπτεται νά· τά έγκοτταλείψη όλα, νά τρέξη κοντά στή Αουσιέν, νά τήν προφυλάξη α πό τον κίνδυνο. Μά πάλι πώς ν5 άφήση τή Βασίλισσα αβοή θητη σέ μιά τέτοια κρίσιμη στιγμή τής ζωής της;^ — Ψυχραιμία, Άνρύ!,, λέει στον εαυτό του. Χωρίς ψυχραι μία, τίποτα δεν θά μπορέσης νά πετυχης. Εμπρός, λοιπόν! Πρώτα πρέπε1 νά παραδώσης αυτό τό κολλιέ πού έχεις στήν τσέπη σου στή Βασίλισσα κι’ έπειτα βλέπουμε... ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΝΟΤΓΕΙ τήν πόρτα άθόρυβα και ρίχνει μιά ματιά στο διάδρομο. Είναι έρημος. Ή φρουρά καί οι υπηρέτες είναι στο μπρο στινό ιμέρος τού παλατιού, α πασχολημένοι μέ τήν υποδοχή των προσκεκλημένων. Βγαίνει από τήν κάμαρη καί προχωρεί μέ προφυλάξεις. "Οταν κάπο τε, μικρός ακόμα, ακολουθού σε τον πατέρα του στο Λού βρο, ήξερε πώς τά διαμερί
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
X
σματα τής Βασίλισσας βρί σκονται στή δεξιά πτέρυγα των ανακτόρων. Προς τά εκεί λοιπόν πρέπει νά κατευθυνθή τώρα. Περνάει τό διάδρομο, κατε βαίνει μιά σκάλα καί φτάνε; στο εσωτερικό προαύλιο. Έδώ κυκλοφορούν μερικοί στρατιώ τες τής φρουράς τών ανακτό ρων πού κουβεντιάζουν καί ά στε ιεύονται μεγαλόφωνα. Προ σπαθώντας νά βρίσκεται πάν τα στή σκιά, διασχίζει τό προαύλιο χωρίς νά τον δουν καί φτάνει στήν άπέναντι σκά λα. Μέ γοργές κινήσεις άνεβαίνει καί βρίσκεται σ’ έναν προθάλαμο, πού είναι γεμά τος μέ κάνιστρα άπό άκριβά άνθη. Είναι άνθη πού έχουν στείλει άπό νωρίς διάφοροι ά πό τούς εύγενεΐς προσκεκλη μένους τής χοροεσπερίδας προς τή Βασίλισσα. Ό ’Ανρύ ρίχνει μιά ματιά στά επισκεπτήρια πού βρί σκονται άνάμεσα στά λουλού δια. Τά πιο γνωστά ονόματα τού Παρισιού άντιπροσωπεύονται έδώ. Είναι έτοιμος νά πέραση στο άντικρυνό δωμά τιο. Αλλά δεν προφταίνει. Α κούει βήματα πού πλησιάζουν. Κάποιος έρχεται μέ άργό βή μα προς τον προθάλαμο. Κυττάζει γύρω του. Δέν υπάρχει μέρος νά κρυφτή. ’Άν τον δούν είναι χαμένος. -αψνικά όμως έχει μιά έ ξυπνη ήμπνευσι. Αρπάζει ένα καλάθι μέ τριαντάφυλλα πού βρίσκεται κοντά του καί τό κρατάει στά χέρια του. Μέ μιά ματιά διαβάζει τό έπισκεπτή-
ΙΠΠΟΤΗΣ 13 ««««««««««««««<««««««<«««««««««««««««««<<«««<««< ριο και προχωρεί εντελώς α διάφορος. —- Έ! Έσύ, μικρέ, πού πας; "Ενας ψηλός ώς εκεί πάνοο υπηρέτης μέ λιβρέα του φο> νάζει. Τό παιδί γυρίζει τάχα ξαφνιασμένο. — Δέ βλέπετε; λέει. Είναι τά άνθη του στρατάρχου Κασάρ. "Έχω εντολή να τά πα ραδώσω στην ίδια τη Βασίλισ σα. — ’Άφησέ τα εκεί μαζί μέ τά άλλα λουλούδια, τον δια τάζει ό υπηρέτης. Ή Βασί λισσα είναι απασχολημένη τώ ρα... Ή Αυτής Μεγάλειότης θά τά δη αργότερα... —- Έγώ πρέπει νά έκτελέσω τη διαταγή του στρατάρ χη!, λέει ό μικρός. Θά παραδώσω αυτό τό κάνιστρο στά χέρια της. ^ λ , — Κι5 έγω σου λεω πως δεν θά περάσης !, απαντάει α πειλητικά ό υπηρέτης. — Είσαι πολύ περίεργος, κύριε!, λέει τό παιδί. 3Αγνο είς λοιπόν τις διαταγές του στρατάρχου Κασάρ; —- Εμπρός, έξω!, γκρινιάζει ό υπηρέτης καί τον πληοιάζει μέ απειλητικές διαθέ σεις. "Άφησε τά λουλούδια καί πήγαινε! Εμπρός! Ό μικρός Ντυβερνουά βλέ πει τώρα δτι έχει μπλέξει μ5 ένα στραβόξυλο καί καταλα βαίνει δτι μέ τό καλό δεν θά μπορέση νά τά βγάλη πέρα. Ό υπηρέτης είναι αποφασι σμένος νά τον έμποδίση νά περάση στο διάδρομο πού φέρ νει στο διαμέρισμα τής "Άν
νας τής Αυστριακής. Θ’ άφήση λοιπόν νά τον διώξουν από τό ^Λούβρο, μέσα στο οποίο μπήκε σέ τόσους κινδύνους, τώρα πού πλησιάζει στο τέρ μα τής αποστολής του; "Όχι! Ό Άνρύ είναι πεισματάρης καί δεν εννοεί νά υποχώρηση. Καθώς λοιπόν ό υπηρέτης τον πλησιάζει, σηκώνει τό πανέρι καί μέ μιά μελετημένη άπό πρίν κίνηση τό πετάει στο πρόσωπό του. Ό άνθρωπος μέ τή λιβρέα αισθάνεται τ’ αγκά θια των λουλουδιών νά τον γρατζουνάνε καί ξεφωνίζει τρομαγμένος. Τήν ϊδ*α στιγμή δμως τό παιδί τινάζει προς τά εμπρός τό χέρι και ή γρο θιά του συναντάει τό στομάχι του. Ό υπηρέτης κάνει μερικά βήματα προς τά πίσω. Κάπου μπερδεύονται τά πόδια του καί ξαπλώνεται φαρδύς πλα τύς στο πάτωμα. Βγάζε* ένα βογγητό, αλλά σχεδόν αμέ σως συνέρχεται. —Βοήθεια! Βοήθεια!, φω νάζει. Ή φρουρά στά δπλα! Ό Ντυβερνουά διμως σ’ αυ τό τό μεταξύ έχει περάσει τήν άντικρυνή πόρτα καί τρέχει στο διάδρομο. Μιά κυρία έπί των τιμών, πού τον βλέπει, ξε φωνίζει καί λιποθυμάει άπό τον τρόμο της. Τό παιδί σαλτάρει πάνω άπό τό κορμί της ανατρέπει κάποιον υπηρέτη πού πάει νά του κόψη τό δρό μο, βάζει μιά τρικλοποδιά σ’ έναν άλλον πού έρχεται κατ’ απάνω του καί φτάνει έξω άπό τό διαμέρισμα τής Βασίλισ σας. Φρυχτιάζει τό πόμολο, ή-
14
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
►»»»»>»»»»»»»»»»>»»>»»»»»»»»»>»»»»»»>»»»»»»»»»»»» νοίγει την πόρτα και περνάει σά σίφουνας τό κατώφλι. Κλει δώνει από μέσα την πόρτα καί λαχανιασμένος βγάζει τό καπέλλο του καί κάνει μια βαθειά ύπόκλισι στη Βασίλισσα πού μένει άφωνη από τον τρό μο, καί την έκπληξι. — Ή Μεγαλειότητά σας, λέει τό παιδί, ελπίζω να με συγχώρηση γιά τον τρόπο πού διάλεξα νά μπω στο διαμέρι σμά της. Άλλα δεν υπήρχε άλλος... Ή "Άννα ή Αυστριακή κυττάζει αυτό τό άγνωστο παιδί* αμίλητη. Σχεδόν δεν καταλα βαίνει τί τής λέει. Κρατάει στά χέρια της ένα ποτήρι, μέ σα στο όποΐο έχει .ρίξει μερ·~ κές σταγόνες από ένα δραστ'κό δηλητήριο. Είναι τό μέσον πού έχει διαλέξει νά πεθάνη, γιατί δεν θέλει νά έξευτελιστή, πηγαίνοντας στο .χορό απόψε χωρίς τό περιδέραιο με τά μαργαριτάρια. Μίση ώρα νωρίτερα, τής έ κανε ·μιά έπίσκεψι ό βασιληάς. Την είδε χλωμή καί σχεδόν άρ ρωστη. Προσποιήθηκε πώς δεν καταλαβαίνει τίποτα. — Οί προσκεκλημένοι άρχι σαν νά φτάνουν, τής είπε. Σέ λίγο πρέπε1 νά έμφσνισθούμε μαζί στήν αίθουσα του χορού. Ή Βασίλισσα προσπάθησε νά δείξη ψύχραιμη. —-Μά δε βλέπεις, αγαπητέ μου; Ετοιμάζομαι. Σέ λίγο θά είμαστε στο χορό. Ό Λουδοβίκος κοντοστάθηκε. — "Ήθελα νά σου πω ακό μα κάτι, πρόσθεσε. Νά μήν
ξεχάσης νά φορέσης τό κολλιέ με τά μαργαριτάρια απόψε, "Άννα. — Μά φυσικά! Δε θά τό ξεχάσω, άποκρίθηκε εκείνη καί δοκίμασε νά χαμογελάση. Φυ σικά θά φοράω τό κολλιέ. 'Όταν έμεινε μόνη ή Βασί λισσα τής Γαλλίας έπαψε νά χαμογελάη καί ξέσπασε σέ λυγμούς. Δεν υπήρχε πιά άλ λη λύσις. "Έπρεπε νά σταματήση επί τέλους αυτό τό μαρ τύριο. Μονάχα τό δηλητήριο θά μπορούσε νά τή λυτρώση από αυτή τή φοβερή αγωνία... Κρατάει λοιπόν τό ποτήρι στο χέρι, όταν ξαφνικά βλέπει τό άγνωστο παιδί νά όρμάη σά σίφουνας μέσα στήν κάμα ρά της καί νά τής μιλάη βια στικά καί μέ κοντή ανάσα. λ-— Ποιος είσαι εσύ; ρωτάει. Πώς τόλμησες νά φτάσης α πρόσκλητος έδώ; — Μέ λένε Άνρύ Ντυβερνουά, Μεγαλειοτάτη, αποκρί νεται τό παιδί. 9Ηταν ανάγκη νά σάς συναντήσω απόψε πριν άπ" τό χορό. Ή έξαδέλφη σας Αουσιέν μου εξήγησε τί ακρι βώς οσς κρατάει σέ άγοονία. — Ή Αουσιέν; Πού είναι ή Αουσιέν; τον κόβει ή Βασί λισσα καί τά μάτια της γεμί ζουν άπό· ελπίδα. Είδες τήν Αουσιέν; — Θά σάς εξηγήσω μιά άλλη φορά, Μεγαλειοτάτη, γιά τό θανάσιμο κίνδυνο πού πέρασε. Οί άνθρωποι τού Ρι~ σελίέ μέ επί κεφαλής τον Ρορεφόρ... — Αυτός λο*πόν πάλι; *— Μάλιστα, Μεγάλε ιρτά-
ΙΠΠΟΤΗ! 13 ««««««««««««<««««««««««««««<«««««««««««««««««« τη. .Αυτός! "Ομως τώρα-δεν οτάτη. Πρέπει νά άττομακρυνυπάρχει καιρός. Άκοΰτε τί γί··. θώ όσο είναι ακόμα καιρός... νεται έξω από την πόρτα σας. ’ Ή Βασίλισσα -βγάζει" από Χτυπουν καί ζητουν νά μέ συλτό δάχτυλό της ένα -δαχτυλιόι λάβουν. Άλλα δέ θά προψτάκαί τό-περνάει ■ στο χέρι τού σουν. παιδιού. Και.μέ βιαστικές κινήσεις — Αυτό είναι ένα άσήμαντό πα'δΐ ξεκουμπώνει τον δερ το δώρο,^γιά *τή μεγάλη έξυμάτινο επενδυτή του και βγά πηρέτησι πού μού προσέφερες, ζει άπό την τσέπη του τό κολμικρέ Ντυβερνουά, τού λέει. λιέ. Ή Βασίλισσα κάνει μια Κράτησέ. το. "Ισως'σού χρηκίνησι σά νά .μή' πιστεύη στά σιμεύση. Δέν θά ξεχάσω ποτέ μάτια της. τί σού οφείλω. · ^—· Τό περιδέραιό μου μέ Ό . Άνρύ φιλάει μέ σεβα τά μαργαριτάρια!, ξεφωνίζει. σμό τό χέρι της κι’ ετοιμάζε — Δέ γελαστήκατε, Μεγά ται νά φυγή. Πηγαίνει προς λε ιοτάτη, λέει τό παιδί καί τής τήν πόρτα. τό δίνει. Είναι τό περιδέραιό — "Οχι από εκεί!,' τού φω σας. Μέχρι προχτές τό είχε νάζει.· Θά πέσης απάνω τους! στην τσέπη του ό καρδινά Έλό: άπ5 εδώ. λιος,- αλλά κάποιος κατάφερε Στό βάθος τού δωματίου ι> νά τού τό πάρη. Σάς τό έπ,~ πάρχεί ένα παράθυρό; Τον ο στρέφω αφού σάς -ανήκει... δηγεί προς, τά εκεί. . Ή Άννα ή Αυστριακή παίρ —■ Μπορείς νά. πηδήσης άνει τό καλλίέ καί αγκαλιάζει πό εδώ, τού λέεί. Θά βρεθής τον μικρό Άνρό. Τα μάτια στον κήπο τού παρεκκλήσι θυ της είναι γεμάτα δάκρυα. τών ανακτόρων. .Άπό -εκεί θά — Πώς νά σ5 ευχαριστήσω, μπορέσης νά φτάσης ,σ ένα μικρέ μου φίλε; Δέ μπορείς χοιμηλό μαντρότοιχο. "Υστερα νά καταλάβης πόσο μεγάλη υ άπ5 τον μαντρότοιχο είναι ό πηρεσία προσφέρεις στη Βαδρόμος. ΎγίαινεΠΌ Θεός νά σίλισσά'σου αυτή τη στιγμή... αέ πρόστατεύη! Είσαι ένας αληθινός Ιππότης. — Ευχαριστώ, ΜεγάλειοτάΜου έσορσες τή ζωή! τη!, λέει τό παιδί καί .δρα— Είμαι ευτυχής που μπό ρεσα νά εξυπηρετήσω τή Με- * σκελίζει τό παράθυρο. Θά δια βιβάσω στη Λουστέιν τους χαι γαλειότητά σας, λέει τό παι ρετισμούς σας. δί καί κάνει μιά νέα ύπόκλισι. "Ομως τώρα πρέπει νά φύγω «ΜΕ ΝΙΚΗΣΕΣ, ΑΝΝΑ»! τό ταχύτερο. ΤΗ φασαρία έξω ΞΩ άπό τό Λούβρο έρχοναπό τά διαμερίσματά σας με γαλώνει. ,ται καί σταματούν τό ένα . -— Μά θέλω νά μάθω... •ύστερα άπό τ’ άλλο τά — Ή Λουσιέν θά σάς έξημεγαλοπρεπή αμάξια πού φέρ γήση τά καθέκαστα, Μεγάλε ινουν τους προσκεκλημένους
Ε
1θ Ο Μ I Κ Ρ Ο I «««««««<«««««««««««««<«««««««««««««««««««««««« στον αποψινό χορό των άνακτόρων. Κυρίες μέ κρινολίνα, πού φτάνουν ώς τούς αστρα γάλους και άψίνουν να φαίνωνται .μόνο οι μεταξωτές γόβες πού φορούνε, μαρκησίες και κόμησσες φορτωμένες μέ δια μάντια πού αστράφτουν, νέες και ώριμες κυρίες μέ τολμηρά έξωμα φορέματα και άσπρες άρωματισμένες περούκες, δού κες, μαρκήσιοι και κομήτες μέ κομψά βελούδινα καί άτλαζωτά κοστούμια, λογής - λογής χρώματα, μέ ακριβές δαντέλλες στά μανίκια, κατεβαίνουν άπό τις άμαξες. Μιά σειρά άπό αυλικούς μέ χρυσοκέντητες στολές καί μ>ά ολάκερη στρατιά άπό υπηρέ τες τούς υποδέχονται καί τούς οδηγούν στην άπέραντη αίθουσα,' πού φωτίζεται άπό μεγά λους κρυστάλλινους πολυελαί ους καί πού οι τοίχοι της εί ναι διακοσμημένοι μέ χρυσάφι καί λογής - λογής καλλιτεχνι κά γυψοτεχνήματα. Μεγάλοι πίνακες όνομ αστών ζωγράφων τής εποχής, πού παριστάνουν βασιλικά κυνήγια καί ιστορι κές μάχες, στολίζουν την αί θουσα. "Ολα εδώ μέσα, ό πλούτος καί η πολυτέλεια, μοιάζουν μ5 ένα θαυμάσιο ό νειρο γεμάτο φως καί χρώμα τα. Ό χορός δεν έχει αρχίσει άκόμη. "Ολοι περιμένουν τον Βασιληά καί τη Βασίλισσα, πού θά δώσουν τό σύνθημα τής ένάρξεως. Οι προσκεκλη μένοι πηγαινοέρχονται, κου βεντιάζουν, σχηματίζουν μι κρούς ομίλους, χαμογελούν,
πίνουν άναψυκτκά καί άκούνε τούς γλυκούς ήχους πού σκορ πίζουν οί άρπες καί τά βιο λιά. Ό δούκας τού Σαίντ Έτιέν, ένας όμορφος ύψηλός νέος ντυμένος μέ γκρενά βελούδο, όιηγεΐτα' μερικές άστεΐες ι στορίες σέ μιά συντροφιά άπό κυρίες καί κυρίους καί χαμο γελάει ξέγνοιαστα. Είναι πολύ ευτυχισμένος απόψε πού ύστε ρα άπό ένα μακρυνό ταξίδι ξαναβρίσκεται πάλι άνάμεσα στούς φίλους του καί άναπνέει την άτμόσφαιρα τού Παρ1σιού. Δέν υποψιάζεται την παγί δα θανάτου, πού τού έχουν στήσει γ'ά τά μεσάνυχτα, ού τε μπορεί νά φανταστή ότι α πό κάπου τον παραμονεύουν καί παρακολουθούν μ5 άγρυ πνο μάτι τίς κι/νήσεις του. Στην άκρη τής αίθουσας, τυλιγμένος στον κόκκινο μαν δύα του, σοβαρός, στέκει ό καρδινάλιος. Χαιρετάει μέ μιά έλαφρή κλίσι τού κεφαλιού τούς γνωστούς του καί τό βλέμμα του γεμάτο άνυπομονησία καρφώνεται κάθε τόσο στην κορυφή τής μεγάλης μαρ μάρινης σκάλας άπ' όπου προκειται νά εμφανιστούν σέ λί γο ό Λουδοβίκος ό 13ος καί ή Βασίλισσα "Αννα. — Αργούν, λέε1 σέ μιά στιγμή χαμηλόφωνα στον 0πασπιστή του, τον λοχαγό Γκα,ρνώ, πού στέκει πλά'ί του Δέν νομίζεις πώς άργοΰμ Γκαρνώ; Ό άξιωματικός χαμογελάν
ΙΠΠΟΤΗΣ ί$ «««««««««««««««««««««««««««««<«««<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<^ κάνοντας μιά περίεργη γκρ<·λέει ειρωνικά ό Γκαρνώ. ματσα. Ό Ρισελιέ παίρνει ένα Θλιμ — Η πανιερότης σας ξέ μένο ύφος. ρει καλύτερα από μένα πού ο — Ακόυσα πώς Θά τού φείλεται αυτή ή καθυστέρησ1. συ,μβή κάποιο δυστύχημα, λέει Ή Βασίλισσα δέ θά κατάφερε κι5 αναστενάζει ενώ στά μά άκάμα νά βρή τό περίφημο τια του χοροπηδούν χαρούμε κολλιέ της. να δυο μικρά διαβολάκια. Ο καροινάλιος άνσσηκώινει — Ναί. Κάτι τέτοιο θά τού τους ώμους κι5 ένα σατανικό συιμβή λίγο πριν από τά με χαμόγελο σχεδιάζεται στα σάνυχτα στή λεωφόρο μέ τις χείλη του. φιλλύρες. —Ούτε πρόκειται νά τό βρή — Τον καϋμένο!, αναστε ποτέ, Γκαρνώ!, λέει. Ό Λου νάζει πάλι ό καρδινάλιος. Καί δοβίκος θά την υποχρέωση αύ είναι τόσο νέος. ριο νά παραιτηθή από τό θρό Αυτήν ακριβώς τή στιγμή νο κΓ εκείνη, από φόβο μ ή ξεπλησιάζει προς τό μέρος του σπάση τό σκάνδαλο, θά φυγή ένας άξιωιματικός. πολύ σύντομα απ’ τή Γαλλία. — Κάποιος Ζάκ Μπαρντέ Έτσι ό δρόμος θά μείνη γιά σάς ζητεί, πανιερώτατε, λέει •μάς ελεύθερος:, Γκαρνώ, και καί υποκλίνεται. Είναι ανάγ θά σταματήσουν οι διαπραγ κη νά σάς μιλήση. ματεύσεις μέ τούς "Αγγλους — Ζάκ Μπαρντέ; κάνει καί καί τούς Ισπανούς. Θέλω έ σουρώνει τά φρύδια σαν νά ναν πόλεμο, Γκαρνώ, καί θά προσπαθή νά θυμηθή ό Ρισετον έχω. Ή Γαλλία πρέπει νά λιέ. Μπαρντέ, είπατε; ταπείνωση την υπερήφανη — Μάλιστα. Αγγλία. — Α! Ναί. Τώρα θυιμάιμαη /νιένει ,μιά -μιά στιγμή σιω Είναι κάποιος φίλος μας από πηλός. Τό βλέμμα του τώρα τις «Δυο Γέφυρες». Πρέπει νά πέφτει στή συντροφιά, ανάμε έχη κάτι σοβαρό νά ,μού άναγ* σα οπήν οποία βρίσκεται ό γείλη γιά νά μέ κυνηγήση έως Σαίντ Έτιέν. εδώ. Πήγαινε, Γκαρνώ, καί — Αλήθεια, βλέπω πώς τά στείλε τον στον Ροσεφόρ. κατάφερε νά φτάση στο Παρί σι κι3 ένας ακόμα Θανάσιμος Ό υπασπιστής απομακρύ εχθρός μας... ^ νεται προς τήν έξοδο. Ό άξιω— Λετε γιά τον δούκα τού μ ατ ικ ό ς δ μ ω ς κοντ οστέικ ετ α ι Σαίντ Έτιέν; ρωτάει ό αξιω λίγο. ματικός πού παρακολουθεί τό — Ό λοχαγός Ροσεφόρ μέ βλέμμα τού Ρισελιέ. παρακ άλεσε νά αναφέρω στήν Εξοχότητά σας δτ» ό άγνω — Ναί, γι’ αυτόν ακριβώς. στος πού σάς έπετέθη μιά νύ — Είναι ή τελευταία έιμφάχτα τής περασμένης εβδομά νισι πού κάνει σ’ αυτόν τον δας, συνελήφθη. Τον -μετέφερε μάταιο κόσμο άπόψε ό δούξ.
Τό
#
ηρωικό παιδί
διασταυρώνει
άφοβα ·τό ξίφος του μέ τον σω μάτοφύλοοκα,
ενώ
ο Τριμπουσόν παρακολουθεί κατάπληκτος.
20
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
ϊ
««««««««<««««<<<««««^«««««««««««««««««««««««««« έδώ καί κρατεΐτα1 σ’ ένα δω μάτιο τής φρουράς. — Τον έφερε έδώ, στά ανά κτορα; ρωτάει ξαφνιασμένος ό Ρ ισελιέ. — Μάλιστα. Έχει τή γνώ μη ότι πρέπει νά τον δήτε α μέσως. Αυτός ό άνθρωπος, λέει, ξέρει πολλά (μυστικά καί ϊσως, άν του μιλήσετε σείς ό ίδιος, τά αποκάλυψη... — -έχασε λοιπόν ό καλός μου Ροσεφόρ ότι υπάρχουν αίθουσες βασανιστηρίων που λύνουν άλες τις γλώσσες; ρεοτάει καί χαμογελάει. Μένει μιά στιγμή σκεφτι κός. — Καλά. Θά φροντίσω νά τον δώ απόψε αυτόν τον άν θρωπο. " 1 σως έχη τούς λόγους του πού τον έφερε έδώ ό Ρο σεφόρ. Είδοποίησέ τον ότι κα τά τή διάρκεια του χορού θά βρώ μιά ευκαιρία... "Αλλά ξαφνικά σταματάει νά μιλάη. Ή μεγάλη πόρτα πού βρίσκεται στην κορυφή τής μαρμάρινης σκάλας, άνοίγει· — Ή Αυτού Μεγάλειότης ό Βασιλεύς καί ή Βασίλισ σα!, άκούγεται μιά φωνή. Καί ή ορχήστρα αρχίζει νά παίζη τό βασιλικό εμβατήριο. "Ολοι οι προσκεκλημένοι γυ ρίζουν προς τό ιμέρος τών Βα σιλέων. Ή "Αννα ή Αυστριακή κρεμασμένη στο μπράτσο του Λουδοβίκου τού 1 3ο·υ κατεβαί νει ,μαζί του τή σκάλα. Είναι κάπως χλωμή, αλλά αστρά φτει από ομορφιά. Ό Ρ ισελιέ στερεώνει τις διόπτρες στά μάτια του καί προσπαθεί νά
ξεχωρίση τό κόσμηιμα πού φο ράει στο λαιμό ή '3ασίλισσα. Ένα χαμόγελο κρέμεται στά χείλη του. -α'φνικά όμως χλωμιάζει καί σφίγγει τά δόντια. Ναί, δε γελιέται. Ή Βασίλισ σα "Αννα έχε1 κρεμασμένο στο λαιμό της τό μαργαριταρένιο κολλιέ... — Μά πώς είναι δυνατό; οσαροοτιέται καί κρύβει μέσα στον ίμανδύα του τις διόπτρες. Πώς είναι δυνατό; Ρίχνεται σ’ ένα κάθισμα. — Μέ νίκησες, "Αννα!, ψι θυρίζει. Αλλά δεν θά χαρής γ·ά πολύ αυτή τή νίκη. Ό Ρίσελιέ ξέρει νά έκδιικήται. Καί τό βλέμμα του, γεμάτο σκοτάδι καί έχθρα, καρφώνε ται καί πάλι στο λαιμό τής Βασίλισσας, πού χαιρετάει σκορπίζοντας ευτυχισμένα χα μόγελα στούς προσκεκλημέ νους της... ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ
ΕΤΟ μεταξύ, ό ’Ανρύ Ντυβερνρυά, πού έχει πηβή ξει από τό παράθυρο τού διαμερίσματος τής Βασίλισ σας, είνα« σέ δύσκολη θέσι. Τό παιδί, καθώς βρίσκεται στο πίσω μέρος τού παρεκκλη σίου, κυττάζει γύρω του μέ ♦ προσοχή, προσπαθώντας νά ξεχωρίση τον δρόμο πού πρέ πει νά άκολουθήση μέσα στο σκοτάδι. Αλλά τά δέντρα του κήπου σ’ αυτό τό σημείο εί ναι πολύ πυκνά καί δέν δια κρίνει τίποτα. "Αρχίζει νά γλυστράη μέσα στή σκιά, ακο λουθώντας στήν τύχη μιά κα-
I
Π
Π
Ο
Τ
Η
I
21
<««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««« τεύθυνσι. Ελπίζει πώς σέ λί γο θά μπόρεση νά προσαναταλισθή, νά βρή τον ,μαντρότοίχο, νά σκαρφάλωση, νά βγή στο δημόσιο δρόμο καί νά τρέξη προς βοήθεια τής Λουσιέν. Προχωρεί κάμποσο καί βρίσκεται σ’ ένα στενό πέ ρασμα. Κάνει μερικά βήματα προς τά έκεΐ. Μά απότομα σταματάει. 5Ακούει κουβέντες. Δεν μπορεί νά ξεχωρίση τί λέ νε εκείνοι πού κουβεντιάζουν, αλλά νομίζει, έχει άμυδρώς την ιδέα, πώς ή μιά άπό τις δύο φωνές του είναι γνώριμη. Προχωρεί λίγο ακόμα, περ νάει μπροστά άπό την είσοδο του παρεκκλησίου, δρασκελί ζει τά σιδερένια κάγκελα του κήπου καί βγαίνει σέ μιά σκο τεινή αυλή. Στέκεται καί κυττάζει γύρω του. Δέ βλέπει πουθενά τον χαμηλό μ άντροτοίχο, γιά τον όποΐο τού μί λησε ή Βασίλισσα. Πάνω άπ5 τό κεφάλι του, ψηλά τείχη μέ πολεμίστρες κλείνουν άπ5 δ λες τις πλευρές την αυλή. Ή ψυ χή του γεμίζε1 απελπισία. Θεέ μου, δεν θά προφτάση νά βοηθήση τή Λουσ'έν! "Ενα δυ νατό χτυποκάρδι τον κυριεύει. — Θαρρώ πώς έχασα τό δρόμο·, λέει. Προχωρεί πρός τό βάθος τής αυλής. Έδώ υπάρχουν στη σειρά μερικά δωμάτια πού σί γουρα πρέπει νά είναι κοιτώ νες τών άνδρών τής φρουράο. Πάλι ακούει κουβέντες. Κόίποιοι μιλούν σέ μιά άπ5 αυ τές τις κάμαρες. Δέν πρέπει νά τον δούν. Ταυτόχρονα στ’ αύτιά του φτάνςι ό θόρυβος
βημάτων πού αντηχούν βαρειά στο λιθόστρωτο. — Ή περίπολος τών ανα κτόρων!, ψιθυρίζει. Είμαι χα μένος. Τά βήματα άκούγονται πιο κοντά. Τό παιδί κρύβεται στην κώχη μιας πόρτας καί περι μένει. Τά βήματα πλησιάζουν. Φέρνει τό χέρι στη λαβή τού σπαθ»οΰ του. Φυσικά, θά μπο ρούσε νά πάη φανερά προς τό μέρος τών στρατιωτών καί νά τούς πή ποιος λόγος τον έφε ρε αυτή τή νυχτερινή ώρα στά άνάκτορα. 5Αλλά δέν έχει τό δικαίωμα ν’ άποκαλύψη τό μυ στικό τής Βασίλισσας. Καλύ τερα χίλιες φορές νά διακίνδυνεύση τή ζωή του παρά ν’ άποκαλύψη ένα μυστικό πού δέν τού άνήκει. Τώρα βλέπει τις σκιές τών άνδρών τής πε ριπόλου πού διαγράφονται στο σκοτάδι. Δέν τον έχουν δή άκόμα. Αλλά σέ λίγο θά είναι πολύ κοντά του καί θά τον δούν σίγουρα. ’Άν μπορούσε νά κρυφτή γιά ένα - δυο λε πτά κάπου όσο νά περάσουν. Μηχανικά πιάνει τό πόμο λο τής· πόρτας. Τό γυρίζει άθόρυβα. Δέν είναι κλειδωμέ νη. Σπρώχνει καί _τρυπώνει μέσα στο δωμάτιο. Ξανακλεί νει πίσω του καί νομίζει...πώς ονειρεύεται! Βλέπει... τον Τρ.μπουσόν δεμένο χειροπόδαρα νά... λέη ιστορίες σ’ έναν σω ματοφύλακα τού Ρισελιέ πού τον φρουρεί. -— Ό Τριμπουσόν!, ξεφω νίζει ξαφνιασμένο τό παιδί. — Ό κύριος Άνρύ!, λςςι
•22 · Ο ΜΙΚΡΟΙ ««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««< και γουρλώνει τά μάτια του ό Τρ «μπουσόν. Ό σωματοφύλακας όμως, που για μια στιγμή φαίνεται νά τά χάνη, ξαφνιασμένος από τούτη την απρόοπτη έπίσκεψι, συνέρχεται καί, φέρνει τό χέρι στο σπαθί του. — Κάθησε φρόνιμα!, τον διατάζει ό Άνρυ πού έχει σύ ρει κιόλας τό ξίφος του. ’Άν αγαπάς τη ζωή σου, μείνε α κίνητος καί μη βγάλης τσι μουδιά ! — Κάνε αυτό πού σου λέει, φίλε!, τον συμβουλεύει κιζ ό Τριμπουσόν. Τ’ αφεντικό μου είναι καλό παιδί καί δεν θά σε πειράξη άν είσαι φρόνι μος... Θ ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ ΨΗΝΕΤΑΙ !
ΑΛΑ, πριν προχωρή σουμε, καιρός είναι νά εξηγήσουμε πώς βρέθη κε ^αύτή τη νυχτερινή ώρα σέ τούτο τό δωμάτιο* των ανακτό ρων ό «παλληκαράς» Τριμπουσόν. Ό αναγνώστης θυμάται πώς ύστερα από μια ηρωική ...ικ αν ατομαχ ία μέσα σε Ρ^ά ταβέρνα τόύ λόφου τής Μονμάρτρης, (*) ό Τριμπουσόν πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Ροσεφόρ καί τήν παρέα του. Ό λοχαγός των σωματοφυλά κων του Ρισελιέ αναγνώρισε αμέσως τό σπαθί πού είχε κρε μασμένο στή μέση του ό Τρυ μπουσόν καί τού τό πήρε. — Αυτό είναι τό ξίφος τού ('*) Διάβασε το προηγούμενο τεννρς: «Ανίκητος ξιφομάχος».
καρδιναλίου, τού λέει, Πού τό βρήκες; ^ — Ρώτησε τον Ρισελιέ νά στο πή!, αποκρίνεται ό Τριμπουσόν. Μού τό χάρισε. Μα ζί μ5 ένα κολλιέ πού...-βρήκα, στ.ήν τσέπη του..·. — Αχρείε! Τολμάς ακόμα νά κοροϊδεύης; Καί σηκώνει τό ξίφος νά τον χτυπήση. — Αμάν, Χριστούλη μου!, κάνει κλαψιάρικα ό Τριμπουσόν. Έσύ, βλέπω, είσαι πο λύ .ζόρικος... Γιατί βαράς, κύ ριε; Επειδή· σού ’ είπαμε τά χα τήν αλήθεια, βαράς; Ό Ροσεφόρ τον κυττάζει νευριασμένος. — Γιατί κλαίς, άθλιε; τον ρωτάει. Σέ χτύπησα πού κλαίς; Δέ μέ χτύπησες αλλά θά... μέ χτυπήσης καί κλαίω προκαταβολικά, συνεχίζει κλα ψιά'ρικα ό Τριμπουσόν. Γιατί βαράς, κύριε; — Πού είναι τό κολλιέ; ρω τάει ό Ροσεφόρ. -— Δέν ξέρω πού είναι... — Πρόσεξε καλά! Πριν λί γη ώρα ·σέ ρώτησα πού βρί σκεται αυτό τό μωρό, ό κύ ριός σου ό Ντυβερνουά, πού τόλμησε νά γλυτώση από τίς φλόγες τη Αουσιέν καί άρνήθηκες·νά μού απάντησης. Τώ ρα σέ ρωτάω για τό κολλιέ καί άρνεΐσαι πάλι. Θά μετανοιώσης πολύ σύντομα γι’ αυ τό; Γυρίζει σέ κείνους πού τόν1 συνοδεύουν. . — Εμπρός, δέστε τον!, διατάζει, ζέρω εγώ έναν τρό-
ΙΠΠΟΤΗΣ . 23 ««««<«««««<<««««««<«««««««««<««««««««««««<«««««<< πο^ που θά κάνη νά λυθή ή γλώσσα του και νά γίνη υπερ βολικά φλύαρος... < . Είναι λοιπόν τώρα κάμπο-. ση ώρα πού τον έχουν δέσει τον Τριιμπουσόν απάνω στ’ ά λογό του κι5 έχουν -ξεκίνησε1 από την ταβέρνα. Αφήνουν τό λόφο, κατηφορίζουν προς την πόλι καί τον πηγαίνουν στη Βαστίλλη. — Άμ’ τό είδα εγώ τό ό νειρο, παραμιλάει ό Τριμποϋσόν καθώς περνάει τη μεγάλη πύλη τού φοβερού φρουρίου. Είδα στον ύπνο >μου έκτος άπό τ’ άλλα ότι φούρνιζα ψωιμιά σ’ ένα φούρνο. Ό φούρνος εί ναι ή φυλακή καί *τά ψωμιά τό ξύλο πού θά...φάω! Χριστού-, λη μου,, βάλε τό χεράκι σου νά άντέξω, γιατί δέ θέλω νά μοΰ φύγη λέξι γιά τίς «Δυό Γέφυρες». ’Άν ανοίξω τό στό μα μου, ό Άνρύ καί ή κοπελλα είναι χαμένοι. Θά τούς πιά-' σουν σαν τά ποντίκια στη φά κα... Στο προαύλιο τον κατεβά ζουν άπό τ’ άλογο καί τού λύ νουν τά χέρια. Τον περνάνε ά πό διάφορους στενούς θολω τούς διαδρόμους καί τόν_ μπά- . ζούν σέ μιά στρογγυλή κάμα ρα. Ό Τ,ρΓμπουσόν καθώς κυττάζεί γύρω του, αρχίζει νά κά νη την... προσευχή του. — Πα.. πα.. να., γι.. γί·.. τσα μου! Πάω χαμένος σαν τό σκυλί στ’ αμπέλι·! Τί εί ναι τούτα πού βλέπω εδώ μέ σα, Χριστούλη μου; . "Ενα σωρό εργαλεία γιά βασανιστήρια γεμίζουν αύτή τή μεγάλη κάμαρη. Ρόδες, α
γκίστρια, μαστίγια με σιδε ρένια άγκάθια, πυρωμένα σί δερα πού μένουν νύχτα - μέρα στή φωτιά, ' σκοινιά, μακρυά πηρούνια σάν κ*’ αυτά πού λέ νε πώς έχουν οι σατανάδες στήν κόλαση.καζάνια όπου κο χλάζει .βραστό λάδι κι’ ένα σωρό άλλα άνατριχιαστικά σύνεργα.., · -—, Λοιπόν, γιά νά δούμε . τώρα, κύριε Τριμπρυσόν, παλληκαρά, τού λέει κοροϊδευτικά ' ό Ροσεφόρ, θά εξακολούθησης νά λες «δεν ξέρω» σέ ό,τ.ι σ’ έρωτούν; Θ’ αρχίσουμε άπ’ τά ...όρέχτικά πρώτα... Εμπρός, παιδιά, άρχίζουμε! Δυό πελώριοι άντρες, γυ μνοί ώς τή ιμέση, αρπάζουν τον δυστυχισμένο βαρελοειδή ύττήρέτη καί τον κρεμούν άπό μιά τροχαλί.α με τά χέρια ψη λά. ’Έτσι, καθώς βρίσκέτα1 ξαφνικά στον άέρα, ό Τρκμπου. σόν γουρλώνει τά ράτια καί .τινάζει τά πόδια σάν βάτρα χος. Αλλά νά ήταν τό κρέμα σμα μονάχα; Τά πράγματά σέ λίγο γίνονται χειρότερα. Σ’ έ να νεύμα, τού Ροσεφόρ σέρ νουν καί τοποθετούν' κάτω ά πό τον κρεμασμένο ένα μεγά λο καζάνι μέ βραστό λάδι. Οι καφτόί άτμοί πού άναδίδονται τον τσουρουφλίζουν.. — Παναγίτσα μου!, ξεφω νίζει ό Τριμπουσόν. Μά τί' εί μαι; Γιά κοτόπουλο μέ περά σανε καί μέ κρεμάσανε εδώ γά νά μέ... μ σβήσουν; •— Λοιπόν, θά μού-πής τώ ρα πού βρίσκεται ό Ντυβερνουά; τον ρωτάει ό λοχαγός. Μά-άφού σού είπα δεν
24
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
I
««««««««««««««««««Μ««««««<«<ζ<<ζ«««««««««««««««««4 ξέρω, Λέει κλαψιάρικα ό Τριμπουσόν. ’Άν ήξερα... Μακάρι νά ήξερα... Καί, γιά να σέ βγάλω οπτό τον κόπο νά μέ ρωτάς,, ούτε που είναι τό κολλιέ δεν ξέρω ούτε που είναι ή Λουσιέν. Λοιπόν, έλα, άφησε τ’ αστεία, Ροσεφοράκι .μου, και πές τους νά μέ κατεβά σουνε από εδώ πάνω νά πάω στή δουλειά μου. ’Ώχ, Παναγίτσα μου, αρχίζω νά γίνουμαι ψητός... Και καθώς αρχίζει νά...γί νεται ψητός, ό Τριμπουσόν θυ μάται πάλ1 τά παλιά του..-.κα τορθώματα και σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή που περνάει είναι έτοιμος νά σερβίρη πάλι ένα παραμύθι. — "Οταν ήμουνα στήν 5Α φρική, λέει, κάτι τέτοιο θέλα νε νά μου κάνουνε κι5 οί άραπάδες. Θέλανε νά μέ κάνουνε ψητό μέ πατατάκια στο φούρ νο κι3 επειδή βρήκανε πώς ήτανε λίγο σκληρό τό κρέας μου, μέ κρεμάσανε πάνω από ένα καζάνι μέ βραστό νερό γιά νά μαλακώσω... — Έλα, άφησε τις σαχλαμάρεςτώρα!, γκρινιάζει ό Ροσεφόρ. — Μά τό Θεό σου λέω, κύ ριε λοχαγέ! Τί, δέ μέ πιστεύ εις; Μέ τσουρουφλίσανε λοι πόν, αλλά υστέρα τούς τσου* ♦ ρούφλισα εγώ! -εκρεμάστηκα καί τούς άρπαξα καί τούς έ κανα.. .στιφάδο! Ώ! Χριστούλη μου ! Αρχίζω νά ψήνουμαι. Ελάτε, παιδιά, μήν κάνετε α στεία. Τραβήχτε πιο έκεΐ τό καζάνι γιατί... μέ ενοχλεί! Οί δυο βασανιστές ξεσπάνε
σέ δυνατά γέλια μέ τήν Ιστο ρία τού Τριμπουσόν καί τον κυττάζουν στιγμές - στιγμές μέ θαυμασμό. Δεν θέλεις νά είναι άλήθεια αυτά πού λέει; Ό Ροσεφόρ όμως, πού βλέπει δτ« δέ θά μπορέση νά τού άποσπάση τό μυστικό πού τού χρειάζεται, γίνεται περισσότε ρο νευρικός. ’Άν ήταν στο χέ ρι του θά τον έρριχνε ολάκερο αυτή τή στιγμή μέσα στο βρα στο κατράμι νά πάψη νά κοροϊδεύη. Αλλά τον θέλει ζων τανό. Ό καρδινάλιος πρέπει νά ξαναβρή μέ κάθε τρόπο τό κολλ»έ. Καί τούτος ό υπηρέ της μέ τήν κωμική έμφάνισι ξέρει σέ ποιά χέρια βρισκό ταν τό κολλιέ. — Θά τον άφήσετε εδώ κρε μασμένο, δσο νά γυρίσω !, δια τάζει. Μπορεί σ’ αυτό τό με ταξύ νά θυμηθή μερικά πράγ ματα. ’Άν όμως έξακολουθή νά μάς κάνη τον έξυπνο, δεν μένε1 παρά νά τού κάνουμε έ να μπάνιο σέ βραστό λάδι. — Χριστούλη μου!, ξεφω νίζει ό Τριμπουσόν καθώς τον ακούει. Αυτός είναι χειρότε ρος άνθρωπαφόγος άπό τούς άραπάδες! ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΤΡΟΧΟΥ
ΜΩΣ, παρ’ δλο πού ό Τριμπουσόν κοντεύει νά γίνη... βραστός άπό τούς άτμούς τού κατραμιού, ε ξακολουθεί νά κρατάη κλειστό τό στόμα του. Είναι πεισμα τάρης καί δέν καταφέρνουν νά τού πάρουν λέξι άπό τό στό μα. Τό άπόγεμα τού δίνρνν
ΙΠΠΟΤΗΣ
21
«««««««««««««««««««««<««<««««««««««««««««««««« ένα γερό ξύλο, άλλα και πάλι δεν κάνουν τίποτα. — Αυτός είναι χειρότερος άπό...γάιδαρος στην υπομονή και στην επιμονή!, σφυρίζει με λύσσα ό Ροσεφόρ. Βάλτε τον στον τροχό! Τώρα ό Τριμπουσόν άρχι ζε ι πραγματικά να τά χρειά ζεται! Ό τροχός είναι μια μεγάλη ρόδα με γρανάζια άνάμεσα στα οποία περνούν καί τσακίζουν τά χέρια και τά πό δια του άνθρώπου πού υπο βάλλεται σ5 αυτό τό μαρτύριο, γιά νά κάνη άποκαλύψεις. Αυ τή τη, φορά κρύος ιδρώτας τον μουσκεύει και... τρέμει στά σοβαρά. — Μου φαίνεται ότι τελε'ώνουνε τ5 άστεΐα, Τριμπουσόν!, λέει. Τώρα θά σε χορέ ψουνε στο ταψί... Μ αν ούλα μου, τί... γλέντι θά γίνη1 Πα.. Πα.,ναγίτσα μου, βάλε τό χέρι σου. Οΐ δυο βασανιστές τον δέ νουν με σβέλτες κινήσεις στη ρόδα καί ό ένας άπ3 αυτούς άρχιζει νά τής δίνη στροφές μέ μιά μανιβέλα. Ό Τρίμπουσσν νοιώθει στην άρχή σάν νά τον ξεβιδώνουν. — Λοιπόν, θά μου πής τώ ρα πού βρίσκεται ό Ντυβερνουά; ρωτάει ό Ροσεφόρ. Ό υπηρέτης δαγκώνει τά χείλια του. Θά προτιμούσε νά κόψη μέ τά δόντια τη γλώσσα του παρά νά μιλήση. — Ποΰ είναι τό κολλιέ; ξα~ ναρωτάει ό Ροσεφόρ. — "Ωχ ! Παναγίτσα μου ' Δέν ξέρω ποΰ είναι τό κολλιέ. Εμένα μοΰ τό χάρισε ό καρ
δινάλιος. Καλά δέν ήθελα εγώ νά τό πάρω! Αλλά μέ ζόρι σε... Λέω λοιπόν άς τού κά νω τό.,.χατήρι, άφού μού το δίνει δώρο, καί τό πήρα. _Τί ήθελα νά τό πάρω; "Ωχ! ζεβιδώθηκα... -— Τί τό έκανες τό κολλιέ; ^— Τό.,.πέταξα στά σκου πίδια μιά καί δέ μπορούσα νά τό φοράω εγώ... Τό πέταξα σ5 ένα τενεκέ σκουπιδιών καί τό πήρε τό κάρρο τοΰ σκουπιδιάρη. Αμάν, νά χαρής τη μανούλα σου„ κύριε Ροσεφόρ, πές σ’ αυτόν τον μαντράχαλο νά σταματήση νά γυρίζη τη ρό δα. Κάνε μου τη χάρι! "Ετσι πού νά σού κόβη μέρες καί νά μού δίνη χρόνια ό "Αγιος Σοολ πίκιος, πές του νά σταματή ση. "Ωχ! "Ωχ! Θά μέ φάτε μπαμπέσικα εδώ μέσα... Ό Ροσεφόρ παρακολουθεί μέ σταυρωμένα χέρια τό μαρ τύριό του άσυγικίνητος. — Θέλω νά μάθω τρία πράγματα, τοΰ λέει. Πού εί ναι τό κολλιέ, πού βρίσκεται ό Ντυβερνουά καί ποΰ έχετε κρύψε1 τή' Αουσιέν. ’Άν μου απάντησης, θά σωθής. Διαφο ρετικά είσαι χαμένος! — Μά άφοΰ δέν ξέρω τίποτ α!, βσγγ άε ι ό Τρ κ μ π ο υ σόν. "Ελα, λοχαγάκι μου, νά χαρής τό ωραίο... μουστακάκι σου, πές τους νά σταματήσου νε γιατί νύχτωσε καί δέν είναι ώρα γι’ άστεΐα. 3Άν άγριέψω, θά γίνουμε μαλλιά κουβάρια εδώ μέσα ...καί δέν άνακατεύουμαι! "Ωχ! Πίσω, καταραμέ νε δφι! Χριστούλη μου, μοΰ πριονίζουνε τά πόδια.
Ο
26
ΜΙΚΡΟΣ
«««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««1 — Λοιπόν, θά μιλήσης; ξαναρωτάει άγρια ό Ρασεφόρ. Τό αργοκίνητο μυαλό του Τρ'μπο.υσάν, παρ5 όλους τούς φοβερούς πόνους πού αισθά νεται, προσπαθεί να βρή έναν τρόπο να σταματήση έστω.και προσωρινά αυτό τό φριχτό μαρτύριο. "Αν είχε λυτά τά χέρια του,, θά έξυνε τη μύτη Του, όπως τό έχει συνήθεια, γ«ά νά κατεβάση καμιμιά ιδέα. Αλλά καί με δεμένα τά χέρια τούρχεται ή...εμπνευσι. — Θά μιλήσω!, βογγάει. — ”Α! Έπί τέλους αρχί ζεις καί βάζεις μυαλό!, λέει γελώντας ό Ροσεψόρ. Λο'πόν, λέγε.·..— Θά μιλήσω, αλλά θά μι λήσω μονάχά 'στόν φίλο μου
τον καρδινάλιο, λέει ό Τριμπου σόν. — ’Ά! Πάλι κοροϊδεύεις; κάνε1 απειλητικά εκείνος. — "Οχ1. Μά τό Θεό, κύριε Ροσεφοράκι μου, δεν κοροϊ δεύω! ’Αλλά τά μυστικά πού θέλω νά πω,, μονάχα ό καρδι νάλιος πρέπε1 νά τά ιμάθη. “έ·· ρω εγώ πράγματα · γιά τή... Βασίλισσα, πού θά σηκωθή ή τρίχα σου άν τά μάθης... • Ό Ροσεφόρ τον κυττάζει πα ραξενεμένος. Μερικές, στιγμές δείχνει αναποφάσιστος. Σκέ πτεται. Νά λέη τάχα άλήθε'α ό κοντόχοντρος άνθρωπος μέ την ηλίθια φάτσα; ’Αλλά ποιός ξέρει;. Καμμ^ά φΰρά από ε κεί πού δεν περιμένει κανείς μαθαίνει τά πιο απίθανα πράγ ματα.
.ν.ν
χ·»;
Μανίτσα
μου!
Πάλι
ξύλο μ οΰ μυρίζεται! λέει ό Τριμπουσόν.
. · 27 «««««««««««««««<«««««««««««<««««««««««««<<««««« ΙΠΠΟΤΗΣ
Δυο καβαλλάρηδες· πήραν την κο πέλα καί τράβηξαν προς* τό μονασ τηρι...
—-* Λες αλήθεια; τον ρωτάει Αλλά .ό καρδινάλιος δεν είναι ■καί τον κεραυνοβολεί μέ τό. φι ' εκεί. Έχει ξεκινήσει γιά τό δίσιο βλήμμα του. ’Άν λες ψέ χορό των ανακτόρων.. ματα, να ξερής πώς θά πεθά— Θά πάμε στό παλάτι, νης μέσα αέ φριχτά βασανι του λέει ό λοχαγός. · -Αλλά στήρια! πρόσεξε, μην προσπαθήσης — Χριστούλη μου!., άνου νά κάνης πάλι τον έξυπνο. Θά στενάζει ό Τριμπουσόν. Άφόύ σέ τρυπήσω χωρίς χασομέρι σου λέω την αλήθεια, γιατί μέ τό σπαθί μου. αγριεύεις πάλι; Θά μιλήσω — Μά τί λές τώρα, κύριε στον καρδινάλιο γιά δλα. Γιά λοχαγέ; Παιδιά είμαστε; Πεν τό κολλιε, γιά τον Ντυβερτοβολά · παίζουμε; ’ Εδώ . πρόνουά, γιά την Αουσιέν καί γιά κειτα> γιά σοβαρά πράγμα τή...Βασίλισσα·! . τα...· — Κατεβάστε. τον απ’ τον ’ Καί βγάζοντας τή γροθιά τροχό!, διατάζει ό Ροσεφόρ. του από τό. παράθυρο του α Θά τον πάω στην πανιερότη μαξιού πού τον μεταφέρει στό τα του. Λούβρο, την κουνάει απειλη "Υστερα από μιά ώρα ό Ροτικά. ’σεφόρ μέ τον Τριμπουσόν φτά — Τρέμε, Βασίλισσα τής νουν στο μέγαρο του Ρισελιέ. "Γαλλίας!, λέει*. Ό Τριμπου-
I®
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
I
«««««<«««««««««««««««««<««««««««««««««««««««<<«< σόν σου κηρύσσει από απόψε τον πολεμο'. 5Από μέσα σου όμως ό καη μένος ό Τριμπουσόν κάνει μιά προσευχή: — Χριστούλη μου, παρακαλάει, προστάτεψέ με απόψε γιατί προβλέπω ότι θά μέ τα ράξουνε στη γρονθοκλωτσοπατηνάδα όταν καταλάβουν πώς τούς κοροΐδεψα. ΕΜΠΟΡΙΟ ... ΦΙΛΙΩΝ!
ΑΛΑ ό καρδινάλιος εί ναι στην αίθουσα του χορού και πρέπει να πε ριμένουν. Ό Ροσεφόρ τότε, πού έχει κύ άλλη εντολή νά ρκτελέση — πρέπει νά οργά νωση την παγίδα γιά τον δού κα του Σαίντ Έτιέν — τον παραδίνει σ’ ένοα; σωματοφύ λακα. — Κράτησέ τον, του λέει, σ5 ένα δωμάτιο τής αυλής. Δέ' σε τον και πρόσεχέ τον. Σέ λίγο θά γυρίσω νά τον πάρω. Θά ειδοποιήσω στο μεταξύ και τον καρδινάλιο... ’Έτσ* ό Τριμπουσόν κατα φέρνει επιτέλους νά έκπληρώση τό μεγάλο όνειρο τής ζωής του. Νά μπή στά ανάκτορα του Αούβρου. Αλλά, Θεέ μου, σέ τί χάλια και υπό ποιες συν θήκες ! Ό σωματοφύλακας κλείνεται μαζί του σέ μιά κά μαρη τής αυλής και περιμένει την επιστροφή τού λοχαγού του. Ό Τριμπουσόν είναι δεμέ νος καί ό σωματοφύλακας εί ναι σίγουρος πώς δεν μπορεί νά τό σκάση.
— I ι εκανες; τον ρωτάει καί σέ φέρανε εδώ; — Είμαι φίλος τού Ρισελιέ!, αποκρίνεται υπερήφανα ό Τριμπουσόν. — Σαν νά μην τά λές κα λά, φίλε! ’Άν ήσουνα φίλος τού καρδινάλιου, δέν υπήρχε λόγος νά μού πή νά σέ δέσω. — Χιμ Σ Αυτά είναι τά...μυ στικά τού κράτους !, λέει εκεί νος κι5 αναστενάζει. Κι5 άλλη μιά φορά μού έχει συμβή κά τι τέτοιο. "Οταν ήμουνα στην Αφρική, έτσι μέ δέσανε, όταν μέ παρουσιάσανε στο σουλτά νο τής Ζανζιβάρης... — "Έχεις ταξιδέψει στην Αφρική; ρωτάει κι* ανοίγει τό στόμα του γεμάτος θαυμασμό ό σωματοφύλακας. Ό Τριμπουσόν χαμογελάει θριαμβευτικά. — Μιά καί δυο φορές μο νάχα; Εικοσιτρία ταξίδια έχω κάνει στην Αφρική ως αύτή την ώρα πού κουβεντιάζουμε. Δέν έχεις ακούσει νά γίνεται κουβέντα γιά τον παλληκαρά Τριμπουσόν; — "Οχι. — Έ! Έγώ είμαι ό Τριμπουσόν ! •— Καί τί έκανες στην Άψρικήή — Εμπόριο... φιδιών ! Α γόραζα φίδια δέκα σκούδα τη δωδεκάδα καί τάφερινα εδώ καί τά πουλούσα σαράντα... — Φίδια; Καί τί τά κάνα νε στή Γαλλία τά φίδια; — Ήταν περιζήτητα από τούς πυργοδεσπότες... Είχανε κι5 αυτοί φίδια στους πύργους τους, αλλά 6 Θεός νά τά κάνη
I
Η
ίΐ
δ
ί
Η
ί
...
««««««««««««««««««««««««««<«<«<<««<«««««««<«««««
ψίδια... Κάτι φιδάκια δυο-τοία μέτρα τό ττολύ! Ένώ εκείνα πού έφερνα εγώ ήταν από πε νήντα μέτρα κι5 απάνω. Γά κουβαλούσα εδώ λοιπόν άπό την Αφρική για να πιάσουνε σόϊ... Αλλά έγώ είμαι καί διά σημος κυνηγός θηρίων... — Κυνηγούσες καί λιοντά ρια; ρωτάει ό δεσμοφύλακας πού δσο περνάει ή ώρα θαυμά ζει καί περισσότερο τον Τριμπουσόν. — Λιοντάρια; "Αλλο τίπο τα ί Λιοντάρια νά δούνε τά μά τια σου! — Καί πώς τά σκότωνες; — "Λ! "Οσο γι3 αυτό, εΐ·· χα μια μέθοδο εντελώς δική μου. Δε μεταχειριζόμουνα ό πλο, άλλα μονάχα τά χέρια μου. Ό σωματοφύλακας γουρλώ νει τά μάτια του. — Μά πώς; άπορεΐ. — Νά... ^Όταν έβλεπα ά πό μακρυά ένα λιοντάρι, στε κόμουν καί τό περίδενα. "Ο ταν έφτανε κοντά μου, άρπα ζα >μέ τό δεξί μου χέρι τό ένα σαγόνι τοθ λιονταριού καί μέ τό αριστερό τό κάτω σαγόνι. "Ετσι κράταγα ανοιχτό τό στόμα του ώσπου... ψοφούσε άπό την πείνα!... Ό δυστυχισμένος ακροατής τού Τριμπουσόν αισθάνεται σάν νά τού κοπανίσανε τό κε φάλι μ3 ένα βότσαλο καί άνοι γε ι τό στόμα του δυο πιθαμές άπό κατάπληξι. Δεν μπορεί νά τό χωρέση ό νούς του ένα τέ τοιο πράγμα. -— Πώς τό είπες αυτό γιατί δεν τό κατάλαβα; ρωτάει καί
κουνάει τό κεφάλι του νά ςεζαλιστή. -— Σοΰ είπα. "Επιανα τό ένα σαγόνι τού λιονταριού μέ τό ένα μου χέρι... 3Αλλά δεν προφταίνει νά συνεχίση. Αυτή ακριβώς τή στιγ μή ανοίγει ή πόρτα καί μπαί νει στην κάμαρη ό 3Ανρύ. Ό σωματοφύλακας, πού δεν έχει ξεζαλιστή ακόμα άπό τό.,.νέο κατόρθωμα πού τού ξεφούρνι σε ό Τριμπουσόν, τά χάνε1. Μά σε λίγο συνέρχεται καί δο κιμάζει νά βγάλη τό σπαθί του. — Κάθησε φρόνιμα!, τού φωνάζει ό 3Ανρύ. "Ομως εκείνος δεν τον α κούει. Σ αλτ άρει πλάγια καί επιτίθεται. Τό παιδί τινάζεται πρός τά πίσω, σηκώνει γοργά τό σπαθί του καί αποκρούει τό πρώτο χτύπημα. Οι δυο λε πίδες ^διασταυρώνονται καί βροντούνε άγρια, ένώ άπ3 έξ<:ο άκούγονται τά βήματα τής πε ριπόλου πού περνάει. Μπρο στά στά γουρλωμένα μάτια τού Τριμπουσόν, αρχίζει μα σκληρή μάχη καί τό πα'δί ποάλές φορές βρίσκεται σέ δύ σκολη θέσι, γιατί έχει νά κά νη μ3 έναν αντίπαλο πού χα ρίζεται μέ μαεστρία τό ξίφος του. — 3Απάνω του, 3Ανρύ !, φω νάζει ό Τριμπουσόν. 3Απάνω του καί τον φάγαμε! "Αχ, νά είχα λυτά τά χέρια μου. Θά τον σούβλιζα μέ τό πρώτο! ^ Αλλά ό νεαρός Ντυβερνουά δεν έχει ανάγκη άπό συμβου λές. -έρει τί πρέπει νά κάνη. Μ3 ένα σάλτο βρίσκεται άπά-
$6'
ο.
Μ
I
κ
μ
ο
ί
γρασία. Προχωρούν αμίλητοι νω 'στό τραπέζι κι5 από τη- θέ-, κι5 ύστερά ανεβαίνουν μερικές σι αυτή, πριν ά άλλος προφτάπέτρινες σκάλες. Βγαίνουν μέ ση. νά φυλαχτή, ή μύτη 'τοϋ σα στην έκκλήσίά. σπαθιού του τρυπάει τό στη/ θος του, Ό σωματοφύλακας -— Θαρρώ πώς δεν κάναμε βγάζει ένα βογγήτό και άνάτίποτα!, λέει τό παιδί καθώς κυττάζει γύρω του. Δέ βλέποο τρέπεται... τίποτα -πού νά δείχνη τό πώς -----Είσαι έντάξει, ’Ανρύ!, φωνάζει* ό Τ-ριιμπουσόν. Τώρα θά τά καταφέρουμε νά βγού με άπό έδώ μέσα... γιά νά συνέλθη θέλει τρεΐς μή -7“ Μήν απελπίζεσαι!, του νες νοσοκομείο. Έλα νά κό δίνει κουράγιο ό Τριμπουσόν. ψης τά· σκοινιά. Σέ λίγο θά καταλά'βης. Τό παιδί πηδάει πάλι στα Τον παρασύρει ' στο βάθος πάτωμα, ελευθερώνει τον Τρ;·· τού ιερού. Ό 3Ανρύ τον βλέπει μπουσόν καί πλησιάζει προς νά άνασηκώνη ένα μοχλό καί την πόρτα. — Πάρε τς> σπαθί, του, Τρισέ λίγο ένα βαρύ κομμάτι τοί μπουσόν, κί’ έλα μαζί μου!, χου παροιμερ’ίζει -καί σχηματί' ζεται ένα στενό άνοιγμα. Τό διατάζει. κουρασμένο πρόσωπο τού παι — Οχι απο εκειι , λεει ο διού φωτίζεται άπό ένα χαμόυπηρέτης καθώς παίρνε» τό *γελο. σπαθί* τού σωματοφύλακα. — Μπράβο, Τριμπουσόν! Ξέρω εγώ έναν καλύτερο “δρό Είσαι λεβέντης!, τού λέει. μο. 3Από εδώ... . — Πάντοτε ό Τριμπουσόν Τό παιδί γυρίζει και τον ήταν λεβέντης!, απαντάει γε κυττάζει. Ό Τριμπουσόν προ μάτος... ταπεινοφροσύνη εκεί χωρεί στο βάθος' τής κάμα νος καί φουσκώνει σά διάνος. ρης καί άνασηκώινει ένα κομ Τώρα βρίσκονται στο δρό μάτι τού πατώματος. μο. Είναι εντελώς έρημος. —-Άπό εδώ μέ φέρανε, λέει. . — Φτάνει νά βρούμε τό ά Άπό εδώ ό δρόμος είναι τπό λογό μου, λέει τό παιδί. σίγουρος. 5Ακόλουθήσέ με... Ευτυχώς τό άλογο βρίσκε Ό 5Ανρύ τον ακολουθεί. Κα- , ται πάντα στο σημείο πού το τεβαίνουν μερικές σκάλες καί “άφησε πριν λίγη ώρα. Ό νεα σέ λίγο βρίσκονται σ’ ένα θο ρός Ντυβερνουά σαλτάρει στη λωτό υπόγειο διάδρομο. — Είναι μιά μυστική έξοσέλα. — Εμπρός, Τριμπουσόν!, δος, λέει ό Τρϊμπουσόν,. πού 1 διατάζει. Σκαρφάλωσε στά περνάει κάτω άπό την εκκλη καπούλια! "Έχουμε πολλή σία.· Άπό εδώ* μέ περάσανε. δουλειά απόψε... Σέ λίγο θά βρεθούμε στο δρό —/Ωχ! Χριστούλη μου, άμο. Νέο Προχωρούν μέ δυσκολία -μέ ■ ναστενάζει ό υπηρέτης. ξύλο μοΰ μυρίζεται! σα στα σκοτεινά. Είναι ένα υ Καί σκαρφαλώνει στο πίσω πόγειο γεμάτο μούχλα καί υ
I
Π
ίΊ
0
ί
Μ
ί
μέρος του άλογου πού αρχίζει νά· καλπάζη μέσα στη νύχτα..-
II
-— Προδότη !, γρυλλίζει τό παιδί. Τά ξέρω δλα! Δέ μπο ρείς νά μέ γελάσης ! . Απόψε Η ΠΡI ΓΚIΠΟΠΟΥΑΑ μπήκες στο Λούβρο, συναντή ΚΑΙ Ο ΠΡΟΔΟΤΗI θηκες μέ τούς ανθρώπους τού ΤΟ πανδοχείο «Οί δυο Ρισελιέ καί πρόδωσες τό κρη Γέψυρες», οπού φτάνουν σφύγετό τής κοπέλλας. ■ "Ή σέ λίγο,. δλα είναι ανά μουν κι" εγώ στο Λούβρο άπο-> στατα. Ό Φερνάντ Βιλλάρ εί ψε καί σέ. είδα.' ναι κίτρινος σαν πεθαμένος. Ό Γκαρντέ γίνεται κίτρινος "Έχει ριχτή σ3 ένα κάθισμα καί αρχίζει νά τρέμη πιο ποκαι κλαίει. Τά τραπέζια κι5 ο< λύ..·. ^ ^ καρέκλες είναι αναποδογυρι — Μά σάς βεβαιώ, κύριε... σμένες. Ποτήρια καί κανάτες Κάνετε λάθος! . ' είναι πεταμένες στο πάτωιμα. ν ίδια στιγμή όμως, κα Μοιάζει σάν νά πέρασε από ε θώς μιλάει, φέρνει τό χέρι στη δώ ένας άγριος σίφουνας. Ή ζώνη του προσπαθώντας νά καρδιά του Άνρύ σφίγγεται. τραβήξη τό στιλέτο του. Μά 6 —- Πού είναι ή Λουσιέν; Τριμπουσόν είναι πλάϊ του. ρωτάει μέ κοντή ανάσα. Ό υπηρέτης σηκώνει τη χε — Ή Λουσιέν... Ή Λου ρούκλα του καί ή γροθιά του σιέν! Δεν πάει πολλή ώρα πού πέφτει σάν σφυρί στο πρόσω ήρθαν δυο καβαλλάρηδες και πο τού Γκαρντέ. Ό σπιούνος την πήρανε... ζαλίζεται, παίρνει μιά βόλτα — Προδοσία!, ουρλιάζει ό στις φτέρνες του καί πηγαί Τριμπουσόν. Προδοσία. Μας νει καί βροντάει μέ τό κεφάλι τη σκάσανε στον ύπνο! στον απέναντι τοίχο. Το παιδί ρίχνει μια ματιά — Καί τώρα, δέσε τον ί, γύρω του καί τό βλέμμα του διατάζει τό παιδί. Δέσε τον ξαφνικά σκοτεινιάζει και γίνε καί ψάξε τις τσέπες του. Στοι ται άγριο σάν μιά φουρτουνια χηματίζω πώς τά λεφτά πού σμένη θάλασσα. Έχει δή τον πήρε γιά την ατιμία πού έκα νε, τάχει μαζί του τώρα... Ζάκ Γκαρντέ. — Πού είναι ή Λουσιέν; τον Ό Τριμπουσόν, πού βρίσκει ρωτάει. την ευκαιρία νά βγάλη... τό Εκείνος ξαφνιασμένος τον δάνεικό ξύλο πού έχει άρπάκυττάζει ηλίθια. ξει άπ" τό πρωΐ, εκτελεΐ μέ -— Ή Λουσιέν; κάνει τρέγοργές κινήσεις τή διαταγή μ όντας. Ή Λουσιέν,; Μά δεν ■ τού κυρίου του. Καί, πριν κα σάς είπε ό κύριος Βιλλάρ; λά - καλά καταλάβη τί τού γί * Ηρθαν και την πήραν δυο κα νεται, ό Γκαρντέ είναι δεμέ βαλλάρηδες μέσα από τά χέ νος χειροπόδαρα καί τρώει... ρια-μας πριν λίγη ώρα. "Αλλά, τής χρονιάς του. "Οταν...κου Θεέ μου, δεν μπορέσαμε νά ράζεται, ό Τριμπουσόν αρχί την βοηθήσουμε. ζει νά τον ψάχνη. Τού βρίσκει
Ε
ύ·2
,
μια πιστολά, ένα μαχαίρι τι5 ένα πουγγΐ ·μέ χρυσά νομίσμα τα. — Τά αργύρια τής προδο σίας τού Ιούδα!, ξεφωνίζει καί δείχνει τά χρήματα στον Άνρύ. "Υστερα ρίχνει τό ττουγ γί ...στην τσέπη του καί α γριεύει πιο πολύ. — Λεφτά δεν σου χρειάζον ται, προδόταρε!,. λέει. Γι’ αυ τό...τά κρατάοο εγώ! Κατά σχονται ! Σ’ αυτό τό μεταξύ τό παι δί, πού εξακολουθεί πάντα νά έχη συννεφιασμένο πρόσωπο, πλησιάζει τόν σπιούνο. -—-Που είναι ή Λουσιέν; ρω τάει άγρια. — Μη μέ σκοτώσης ί, πα·· ρακαλάει. Λυπήσου με. Θά σου πω άμέσως. ΤΔκορίτσι τό πήγαν στο μοναστήρι τού "Α γίου Γερμανού... —- "Αθλιε!, μουγγρίζει ό Άνρύ. ’Άν έχη πάθει τίποτα κακό, νά ξέρης πώς δεν πρό κειται νά ζήσης...
β
Μ
!
Κ
Ρ 6 ϊ
κάνανε μέ τό καροτσάκι περί πατο οί... είκοσι νταντάδες μου! . — Θά ' πάρη ένα άλογο άπ’ τον κ. Βιλλάρ καί θά πας στην αρχή τής λεωφόρου καί εκεί θά περιμένης καί όταν δής τόν δούκα τού Σαίντ Έ« τιέν, νά τον σταματήσης καί νά τόν προειδοποιήσης δτι πιο πέρα, στο βάθος τής δένδροστοιχίας, παραμονεύουν κατ’ εντολήν τού Ρισελιέ νά τόν σκοτώσουν τρεΐς ληστές. — "Ωχ! Παναγίτσα μου, πάλι φασαρίες Θάχουμε!, α ναστενάζει ό Τριμπουσόν. Δέν κάνει νά σέ περιμένω νά γυρίσης νά πάμε παρέα; — "Όχι. "Ισως θά είναι τό τε πολύ αργά. Λοιπόν, μην άμελήσης! Μιά ώρα πρίν από τά μεσάνυχτα πρέπει νά είσαι έκεΐ. Δέν είναι δύσκολο ν’ α ναγνώρισης τόν δούκα τού Σαίντ Έτιέν. — "Όσο γι’ αυτό, μείνε ή συχος. Θά τόν αναγνωρίσω καί θά μ3 αναγνώριση αμέσως^ "Όταν ήμαστε μικροί, μαζί ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ κυνηγούσαμε... σπουργίτια μέ ΕΣΑ σέ λίγες στιγ ξόβεργες... μές, ό νεαρός ΝτυΤό παιδί, μ3 όλη τή στενο βερνουά έχει πάρει χώρια του, δέ μπορεί νά μη τήν άπόφασί του. Θά ξεκινήση χαμογέλάση. "Ύστερα γυρίζει άμέσως γιά τό μοναστήρι τού στον ιδιοκτήτη τού πανδο "Αγίου Γερμανού. Μά, πριν χείου. φύγη, έχει γιά κάτι άλλο νά — Κύριε Βιλλάρ, τού λέει. φροντίση. - Μην άφήσης από τά μάτια σου αυτό τό φίδι τόν Μπαρντέ! __ -— "Ελα εδώ, Τριμπουσόν. "Όταν γυρίσω, θά λογαρια -έρεις τή λεωφόρο μέ τις φιλστούμε ! Λοιπόν, καλή άντό:λυρες; Ό Τριμπουσόν χαμογελάει. μωσ ι! . Καί πιέζει τά σπειρούνια — Καί βέβαια τήν ξέρω..; στά πλευρά τού αλόγου του. "Όταν ήμουνα μωρό, έκεΐ μού
Μ
ΙΠΠΟΤΗΣ
33
«««««««««««««««««««««««<««««««««<««««««««««««« Τό ζώο όρμάει μέσα στο σκο τάδι σαν θύελλα. _ Μισή ώρα αργότερα, είναι έξω απ’ τό μοναστήρι. "Ενα δέντρο υπάρχει κάπου εκεί κοντά. Σκαρφαλώνει και χρη σιμοποιώντας σά γέφυρα τά χοντρά κλαδιά του, πηδάει μέ σα στην αυλή του μοναστη ριού. "Ολα δείχνουν κοιμισμέ να κι’ έρημα. Προχωρεί προς τη μεγάλη πόρτα πού φέρνει στο δεύτερο προαύλιο, ~α<ρν'·κά τό παιδί στέκει ασάλευτο. Ή πόρτα ενός κελιού ανοίγει ξαφνικά καί ,μιά λουρίδα από φώς χαράζει τό σκοτεινό χώ μα. Στέκει στη σκιά καί νοιώ θει ένα χέρι νά .τού ψουχτιάζη την καρδιά. Μιά άπεγνω* σμένη κραυγή σπάει τη βαρειά σιωπή πού άπλώνεται γύρω. — Ή Λουσιέν, λέει τό παι δί. Είναι ή φωνή τής Λουσιέν. Τραβάει τό σπαθί του καί μουντάρει σάν αστραπή προς τά εκεί. Ναι. Τώρα βλέπει τό κορίτσι ωχρό καί ξεμαλλιασμέ νο, νά παλεύη με κάποιον πού φοράει ένα μακρύ πράσινο ρά σο κι’ ένα καλογερίστικο σκου φο στο κεφάλι. Δεν είναι μό νος. Τέσσερις - πέντε καλόγε ροι είναι μαζί του καί προ σπαθούν νά καθησυχάσουν τήν Λουσιέν, πού αγωνίζεται απε γνωσμένα νά ξεφύγη άπό τά χέρια του. Τήν ϊδια στιγμή κάποιος φέρνει ένα ξεκούραστο άλογο έξω άπό τήν πόοτα καί ό άνθρωπος ρέ τό πράσ νο ράσο σαλτάρει στή ράχη του καί κρατώντας τήν κοπέλΤΕΛΟΣ
λα στά χέρια του ξεχύνεται προς τήν πόρτα τού ροναστηριού. — ’Άλτ !, βγάζει μιά άγρια κραυγή τό παιδί. Σταμάτα, ληστή ! — ’Ανρύ!, άκούγεται σάν άπάντησι ή σπαραχτική φωνή τής κοτΐέλλας. ’Ανρύ, βοήθεια! Τον έχει αναγνωρίσει καί ζητάει βοήθεια! Ό νεαρός Ντυβερνουά μουντάρει σάν τρελλός ρπροστά στο άλογο σηκώνοντας τό σπαθί του. Μά ό καβαλλάρης είναι σβέλτος καί με ριάν απότομη κίνησι τινάζει τό πόδι του καί χτυ πάει κατάστηθα τό παιδί πού θέλει νά τον έμποδίση νά φύγη. Ό ’Ανρύ ζαλίζεται καί πέ φτει ανάσκελα. Τό ' παιδί δοκιράζει νά σηκωθή. Ταυτόχρο να ακούει φωνές καί ποδοβο λητά. Είναι οί άλλοι καλόγε ροι πού έρχονται νά τον πιάσουν. Με ασύλληπτη ταχύτη τα τινάζεται ορθός καί παρ’ όλο τον πόνο πού αισθάνεται, τρέχει πίσω άπό τον καβαλλάρη, Ή ρεγάλη πόοτα είναι α νοιχτή ακόμα. Τήν περνάει σάν αστραπή καί τρέχει προς τό άλογό του. Σαλτάρει στή σέλα καί με γυμνό σπαθί ρί χνεται σ’ έναν άγριο καλπα σμό ακολουθώντας τον καβαλλάοη ρέ τό πράσινο ράσο πού κρατάει τήν κοπέλλα. Είναι έ νας απελπισμένος καλπασμός ανάμεσα σε γκρεμούς καί επι κίνδυνα μονοπάτια, πού τον φέρνει κάθε στιγμή πού περ νάει ολοένα καί πιο κοντά προς τον θάνατο...
ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ Γραψεΐα:
ΒΙΒΛΙΑ
ΙΠΠΟΤΗΣ
ΗΡΩΙΚΩΝ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
'ϋδος Λέκκ-α 22 ❖ ’Αριθ. 4 Φ Τιιμη δραχ. 2
Οικονομικές Α) ντής: Γεώρ. § εωργιάδης, Σψιγγος 38. Δημοσιογραφικές Α)ντής: Στ. 'Ανεμοδουράς, Άριστείδοι; 174. Προΐστ. Τυττ.: Α. Χοπζηβασιλείου,
Στο έπο-μενο τεύχος, τό 5, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη έβδοράδα με τόν τίτλο:
0 ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ Ίφ' Μ|* ό μικρός, αλλά αδάμαστος
ιππότης/με νέα καταπλη
κτικά κατορθώματα του, σώζει τη ιμικρή πριγκήπισσα γιά νά πέση τελικά σε μια νέα παγίδα θανάτου!
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΜΥΣ ΤΗΡΙΟΥ Τό 5 είναι ένα τεύχος γεμάτο ηρωισμό, αυτοθυ σία, κωμικά επεισόδια, άπροσδόκητη δράσι! Θά χά σουν πολλά δσοι χάσουν τό τεύχος 5!
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΣΚΌΡΠΙΟΣ
ΤΗΝ /Δ//? &ΡΠ, ΣΤΗ ρ/ ΔΥΡ «0 ΚΟΠΟ!Ω! ΤΗΛ/ ΕΥΟΥΝ ΠΟΛΥ ρΣυε/μη..
μ ’ενρ ρη/θπρο πλμη
ΚΗΕΓΚΗ ΠΕΕ/νΗ ΜΠΡΩΙ
βπ' 7ΡΥΙ£ί\ΕΦλΗ-/~^ τες
«τ αρηη /ζ^ψ {
?£/ τοη καη^ψί> ι καπαιΰΥί^Γ/ Μα
/]£ γκε 0*βΡ·λ ΓΥΡΕγ££ ΜΕΣ ΣΤΗΘΟΥΜΕ...
7\ϊΰνΓΗΑ0^Γ ΓγρκγΖ Ω ΥΜΕ. .. 77 &ΠΕΟ* * \£Κ£/: πτ^Μ
ΡΛΑΡ Ε/Α/Ρ/ ΡΡΓβΓ/07/
ΓΥΡΕΥΟΥΜΕ ΠΜΡΙ£.' Τ· < ΚΗΕΓ&°ΣΡΥΓΟΠΟΥ ΗΡΕΜΕΤΠΙ \'&■'ΡΥΤΟ/
ο ΛΕΥΤΕΡΟΣ «ΡΚόηαίΟΖι
ΣΓΩ ΛΗ/Α4Ρ ΣΒΥ’ ΕΗΗ Ε/ΓΗ^ΩΙ β/νΒΡΡΠΟ'
χτγπρ γηογ/ίρ. .τ~τ—ά
Τ/ΥΡ/Ο Πβ ΤΟ ΟΡΣ/ΛΕ/Ο }Ε/Α/Ρ/ Ο/... του*ργεογ,\< - · ··* / -Μ&Μ: \ ζχορη/ογΜ —
V \
\ ν
)( —41
ί =~*
Ο ΤΡΙΜ,ΠΟΥΣΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ
στος απο τον χορο των ανα κτόρων στο σπίτι του. Ό Τριμπουσόν, όπως ξέρει ο αναγνώστης, κάτι τέτοιες έέπικίνδυνες αποστολές τίς... μασσάει! Αλλά επειδή...τρέ μει λιγάκι, κατεβάζει τέσσερις κανάτες μέ κοκκινέλι τοΰ Ρή νου γιά νάρθή ή καρδιάς του στον τόπο της. Και όλο τό φέρνει βόλτα και όλο ξεκινάει και όλο... καθισμένος στο τρα πέζι βρίσκεται. — Τί ώρα >μοΰ είπε ό πιτσι ρίκος νά ξεκινήσω, κύριε Βιλλάρ; ρωτάει τον πανδοχέα. — Μιά ώρα πριν άπό τά μεσάνυχτα. Δηλαδή στις έντε κα. — Έν τάξει! ’Έχουμε και ρό μισή ώρα ακόμα. Θ’ άδειάσω κανένα ποτήρι κρασί καί θά σοΰ πω κι’ άλλη μιά ιστο ρία γιά νά καταλάβης ποιος
ΦΙΛΟΣ μας...ό παλληκαράς Τρί'μπουσόν έτοίίμάζεται νά κάνη μια καινούργια... ήρωϊκή έξόρμησι άπό τό πανδοχείο «Δυο Γέφυ ρες»,^ γιά τή λεωφόρο μέ τις φιλλύρες. Έκεΐ πρόκειται νά συνάντηση κατ’ εντολήν τοΰ κυρίου του, του μικρού Άνρύ Ντυβερνουά, , τον δούκα τού Σαίν Έτιέν, άφοσιωμένο φί λο τής Βασίλισσας τής Γαλ λίας. Πρέπει νά τον ειδοποίη ση οτι ό λοχαγός τής φρουράς των Σωματοφυλάκων τοΰ Ρισελιέ, ό σατανικός Ροσεφόο, έχει οργανώσει δολοφονική ένέδιρα εις βάρος του (*), όταν εκείνος θά έπιστρέφη ξέγνοια(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος «Καλπασμός προς τό Θά νατο».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2,
^
4
ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
►?»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> είμαι εγώ ό Τριιμπουσόν πού σου κουβεντιάζω... Ό Φερνάντ Βιλλάρ άναστε νάζει. 'Απ’ τή στιγμή πού έ φυγε ό^Ανρύ Ντυβερνουά, α κολουθώντας τά ίχνη εκείνων πού άρπαξαν αιχμάλωτη την μικρή πριγκήπισσα Λουσιέν και κατευθύνεται στο μοναστή ρι του ' Αγίου Γερμανού, ό Τριμπουσόν τον έχει τρελλάνει μέ τις ιστορίες του και τά...κα τορθώματα του! Αναστενάζει λοιπόν'ό δυστυχισμένος πανδοχέας και σκουπίζει τά.δακρυσμένα μάτια του, γιατί α γωνίζεται νά καθαρίση μερι κά κρεμμύδια για τό αυριανό στιφάδο των πελατών του καί τον τσούζουνε τά μάτια του καί' δλο δακρύζει. — Τί; "Αρχισες από τώρα νά κλαΐς; τον ρωτάει ό Τρι·· μπουσόν. "Αφησε πρώτα νά σου πώ τήν ιστορία καί ύστε ρα βάζεις τά κλάμματα... * — Μά δεν κλαίω!, διαμαρ τύρεται ό 'Βιλλάρ. Είναι τά κρεμμύδια πού καθαρίζω... , Ό Τ,ρΐίμπουσόν τον κυττάζει λοξά καί χαμογελάει. — ! Αλλού αυτά.! Αλλού αύτά! Σε μάς δεν περνάνε κά τι τέτοια, κύ,ρ - Βιλλάρ! =έρω πώς είσαι άνθρωπος μέ λεπτή .ψυχή καί συγκινεΐσάι. Αλλά, νά ξερής! Στή ζωή πρέπει νά είσαι σκληρός άντρας όπως ε γώ... Καθώς μιλάει δμως γίνεται ...πράσινος καί γουρλώνει τό κρασάτο μάτι του καί μισο κλείνει τό γαλάζιο. — Πα.. Πα... Πα...ΓΊαναγί· . τσα μου!, ξεφωνίζει. Τί είναι
αυτό πού. μέ κυττάζει έτσι! Καί τρομαγμένος τινάζεται προς τά πίσω. Κάπου μπερ δεύονται δμως τά πόδια του καί πέφτει φαρδύς - πλατύς στο πάτωμα ανάσκελα. —Βοήθεια!, φωνάζει. Στεί λανε θηρία εναντίον μου! Φέρ τε μου τά σπαθιά καί τις πι στόλες μου κΓ άνοΐχτε πόρτες καί παράθυρα νά φύγω... Ό Βιλλάρ ξαφνιασμένος τρέχει· καί τον άνασηκώνει. — Μά δεν είναι τίποτα, κύ ριε Τρι μπουσόν, τού λέει. ^— Τι... Τι... Τί... θά πή δέν εΐναι τίποτα; συνεχίζει κλαψιάρικα εκείνος. Δέ βλέ πεις τά μάτια τους πού φεγ γοβολάνε ιμέσα στο σκοτάδι. Είναι μιά τίγρις, μιά αιμοβόρα τίγρις, πού στείλανε ό Ροσεφόρ κύ ή παρέα του νά μέ κατασπαράξη! Βοήθεια, για τί χανόμαστε δλοι! — Μά δέν είναι τίποτα!, σταυροκοπιέται ό ποα/δοχέας. Ή γάτα τού μαγαζιού μου εί ναι, κύριε Τρι μπουσόν... Μην κάνετε έτσι! Ό Τριμπουσόν ξύνει τή... μύτη του. — "Ε; Τί; ρωτάει.^ Γάτα είναι άύτό τό θηρίο πού έχεις στο μαγαζί σου καί μούκοψε τό αίμα; "Ωχ! Ή καρδούλα μου! Παρά λίγο... νά τή σκο τώσω ! Κάθεται πάλι στήν καρέ κλα του καί... συνέρχεται κα τεβάζοντας μιά καινούργια κανάτα κρασί. — Τί τις θέλεις τις γάτες στο μαγαζί σου!, άναστενάζει καθώς σκουπίζει τά χείλια
ι ή ή ο ΐ μ ι . & ««««4«44«««α««4«α««α««««««4α<««4<α<4««κα<ααα4καααααϋ Ιόιλ Νά, τώρα, ττοςρά λίγο νά κάνω λάβας εγώ και νά γίνω ψονηάς! Διώχτη νά πάη στην οργή!... Ν ^ Ό Βιλλάρ κουνάει τό κε φάλι του. —Έν τάξει, κύριε Τριμπουοόν. Θά τή διώξω! — Λοιπόν, τί λέγαμε; ρω τάει ό Τριμπουσόν. ’Ά! Ναι! Θά σου πώ άκόιμα μιά ιστο ρία μέ τον Ρασεφόρ νά καταλάβης τί θά πή παλληκαράς σάν καί μένα! Ό Θεός νά σέ φυλάη νά μή μπής ποτέ σου στη Βαστίλλη. "Αν τύχη δμως καί μπής εκεί μέσα, κάνε τό σταυρό σου καί άφησε κάθε ελπίδα. Μονάχα άν είσαι. . Τριμπουσόν, μπορείς νά γλοτώσης. Αλλά Τριμπουσόν σάν καί μένα γεννιέται ένας κάθε ...χίλια χρόνια! Μέ πάνε λοι πόν που λες στην αίθουσα των βασανιστηρίων - καί μέ κρεμά νε σέ κάτι τσιγκέλια. Μου δί νουμε ένα γερό ξύλο μέ κάτι βούρδουλες πού είχαν άγκοθια! Αλλά έγώ μιλιά! ^«Που είναι ό ’Ανρύ Ντυβερνουά;» μέ ρωτάει ό Ροσεφόρ, «Δέν^ ξέ ρω !» "Οπου, βλέποντας αυτός δτι είμαι βράχος ατράντα χτος, φουσκώνει καί ξεφου σκώνει καί διατάζει νά μέ βά λουνε σ’ ένα καζάνι μέ κατρά μι πού κόχλαζε. Τό βγάζουνε απ’ τή φωτιά καί τό βάζουν στη μέση τής αίθουσας, μέ γδύνουνε καί μέ ρίχνουνε μέ σα... Ό Βιλλάρ σταματάει ;ά Ικαθαρίζη τά κρεμμύδια καί Υον κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια.
— Σέ βάλανε σέ βραστό κατράμ ι; — Ναί. — Καί ζής ακόμα; Ό Τριμπουσόν χαμογελάει καί στρίβει τό μουστάκι του. —^ "Οπως βλέπεις, ζώ ακό μα! Αλλά μην είσαι βιαστι κός καί θά καταλάβης. Μέ βά ζουνε λοιπόν στο καζάνι ιμέ τό βραστό κατράμι κι’ εγώ...τρα γουδάω! Αυτό τούς κάνει έντύπωσι καί σταυροκοπιουνται. Μέ ρωτάει πάλι ό Ρασεφόρ γιά την κοπέλλα, γιά τον Ά;ρύ καί γιά τό κολλιέ, άλλα έ·>οό... τό κορόϊδο! «Δέν ξέροο τίποτα!» «Καλά», μου λέει ό Ρασεφόρ. "Αμα ψηθής καλά, θά δούμε άν θά μιλήσης ή. ό χι!» Καί θρονιάζεται σέ μιά καρέκλα καί αρχίζει νά διαβάζη _ την έφημερίδα του. Οί δυο άλλοι μαντράχαλοι, οί βα σανιστές δηλαδή, βγήκανε έξω νά πιούνε τό καφεδάκι τους. Περνάει μισή’ ώρα, περνάει μιά, περνάνε δυο ώρες καί αρ χίζω · νά αίσθάνωμαι...ρίγη. Κρύωνα έτσι γυμνός πού ή μουνα καί άρχισα νά τρέμω. Ό Ροσεφόρ τό χαβά του. Διά βαζε την εφημερίδα του. «Μά γιατί κρυώνω;» αναρωτιέμαι. Καί τότε καταλαβαίνω πώς τό (κατράμι τόση ώρα βγαλμένο από τή φωτιά δέν έβραζε πια κι’ είχε γίνει πάγος. Μιά καί δυο λοιπόν δέ χάνω καιρό. Βγαίνω από τό καζάνι καί πη γαίνω - στον Ροσεφόρ. «ζΈ! Κύρ λοχαγέ!», τού λέω. «Γί θά γίνη μ’ αυτή τή δουλειά: Θ’ αρπάξω καμμιά περιπνευ μονία! Ή δόστε μου νά ξανα-
6
ό
Μ
!
Κ
Ρ
0
2
<««<«««««««««««<«««««<«««<«««<«««««««««««««««««« φορέσω τά ρούχα μου η ξανα βάλτε στη φωτιά τό^κατράμι νά βράση νά ξαναμπώ μέσα... νά ζεσταθώ λιγάκι!» Τότε ε κείνος μέ κυττάζει έκπληκτος. «Ζής ακόμα;» με ρωτάει. «Ζώ! », του λέω. «Είσαι θηρίο, Τριμπουσόν!», μοϋ λέευ «Εί μαι και φαίνουμαι!» του λέω. Και τότε μέ ττάει στον καρδι νάλιο... Κατάλαβες; Αλλά ό δυστυχισμένος Βιλλάρ έχει ...λιγοθυμήσει άκούγοντας τό καινούργιο... κατόρ θωμα του ΤριμτΓουσόν καί δεν καταλαβαίνει τίποτα! Η ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΙΗΣΙΣ
ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ^ τρο μαγμένος από τήν...έκδήλωσι αυτή θαυμα σμού πρός τό πρόσωπό του,
Π«ν«γίτ®·α μονϊ
ξεφωνίζει 6
συνεφέρνει τον πανδοχέα καί αποφασίζει, για απόψε του λάχιστον, νά ,μήν του πή καυμια καινούργια ιστορία καί ξαναλιποθυμήση ό άνθρωπος. "Υστερα λοιπόν από λίγο, 6 Βιλλάρ συνέρχεται καί ό Τριμπουσόν καβσλλάει σ’ ένα ξεκούραστο άλογο πού τού έ χουν ετοιμάσει, χώνει δυο ιτιστόλες στη μέση του, κρεμάει καί τό σπαθί του καί ετοιμά ζεται νά ξεκινήιση. Ό Βιλλάρ βγαίνει στην εξώπορτα νά τον άποχαιρετήση. Ό Τριμπουσόν κυττάζει γύρω του σάν νά ζητάη κάτι πού · δεν τό βλέπει. — Πού είναι.οΐ μουζικάντες; ρωτάει τον πανδοχέα. — Ποιοι ,μουζικάντες; κάνει ξαφνιασμένος ό Βιλλάρ. — "Αντε, άντε!, κάνει ό
Τριμ-ττον^άν.
Μια
τίγρις!
Μ·
ι
.
η η 6
ΐ
η
ι
ί
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>>»»»»>>»»*»»»»»»»»»»»»»
—
Σάς
την
έσκασα,
ττοαδι ά!
Τριμπουσόν και άλλοιθωρίζει. Έτσι στα μουγγά θά γίνη ή άναχώρησίς μου γιά μιά τόσο άγρια μάχη πού θά δώσω μέ τους ληστές; Έπρεπε νά εί χες φέρει τη φιλαρμονική νά μέ συνοδέψη τουλάχιστον κα νένα ...χιλιόμετρο!... — Νά μέ συγχωρήτε, κύριε Τριμπουσόν!, λέει ό πανδο χέας. Περάστε άπόψε... χωρίς μουσική και άλλη φορά... Ό Τριμπουσόν κάνει μιά μεγαλοπρεπή χειρονομία. —-Καλά^ Καλά!, λέει. Δεν πειράζει. Φέρε καμμιά κανάτα κοκκινέλι, γιοττί ή νυχτερινή υ γρασία μέ κάνει καί...τρέμω... Ό Βιλλάρ αφήνει τά κρεμ μύδια πού κρατάει άπάνω σ5 ένα τραπέζι καί έκτελεΐ την παραγγελία. Ό Τριμπουσόν
δεν είμαι εγώ ό δούκας.
παίρνει στά χέρια του τήν κα νάτα καί, πριν τήν κατεβάση στο στομάχι του, βγάζει έναν αποχαιρετιστήριο λόγο. — Λοιπόν, συχωράτε με καί ό θεός νά σάς συχώρε ση !, λέει μέ στόμφο. Μπορεί καί νά σκοτωθώ πολεμώντας τούς ληστές, μπορεί όμως καί νά ζήσω. Γιά ένα πρέπει όμως νά είστε βέβαιοι. Θά τούς έςολοθρεύσω! Απόψε στή λεω φόρο μέ τίς φιλλύρες θά τούς κάνω γυαλιά - καρφιά! Εμέ να μέ λένε Τριμπουσόν. Κι* έσύ, κύρ - Βιλλάρ, σταμάτα νά κλαΐς γιατί θά μέ.,.πιάσουνε καί μένα τά κλάμματα καί τό τε βλαστήμα τα! Κατεβάζει μονορούφι τό κοκκινέλι, πετάει τήν κανάτα καί πατάει τά σπειρούνια στά
βί πλευρά του άλογου του. — Λοιπόν, φωνάζει, σάς α φήνω γειά! — Στο καλό και μέ τη νί κη!, απαντάει ό Βιλλάρ και καθώς τον βλέπει ν’ απομα κρύνεται στο σκοτάδι, σταυρακοπιέται. Θεέ μου, λέει, κά νε νά ξεμεθύση δσα νά φτάση στη λεωφόρο μέ τις φιλλύρες, γιατί πολύ φοβάμαι πώς θά τα κάνη θάλασσα άπόψε! Αλλά ό Τριμπουσόν 6έ σκέ πτεται έτσι. Τώρα ή παλληκαριά έχει... φουντώσει μέσα του και τό κρασί πού βράζει στο •στομάχι του τον κάνει θηρίο ανήμερο... Καλπάζει λοιπόν προς τη. λεωφόρο μέ τις φιλλυρες καί μετράει πόσους λη στές πρόκειται νά... εξόντωση μέ τό σπαθί και τΙς πιστόλες του., — Θά χτυπήσω τον πρώτο, λογαριάζει μεγαλόφωνα. Θά μου-ριχτή ό δεύτερος. Θά τον ξαπλώσω κι’ αυτόν νεκρό. 4Ο τρίτος κι* ό τέταρτος θά τό βάλουνε στά πόδια, όταν θά μάθουν δτι ό Τριμπουσόν είναι εκείνος πού τούς πολεμάει. Ό πέμπτος θά πέση άπάνω στη μύτη του ξίφους μου και τον έκτο θά τον πιάση... συγκο πή.... Έν τάξει, λοιπόν! Θά τούς καθαρίσω δλους και έτσι θά... ησυχάσουμε κι’ εγώ και ό δούκας τού Σαιντ Έτιέν καί ό πιτσιρίκος ό Άνρύ καί ή πι τσιρίκα πριγκήπισσα Λουσιέν. Μπράβο, Τριμπουσόν! Είσαι ένας άφθαστος ήρωας... Αυτά λοιπόν σκέπτεται καί αυτά λογαριάζει καθώς ζυγώ νει στη σκρτεινή λεωφόρο μέ
|
£
ρ
0
^
τίς φιλλύρες. 5Εδώ τά δέντρα είναι πυκνά καί από τίς δυο πλευρές του δρόμου. Τά μεγά λα κλαριά τους σχηματίζουν έναν πράσινο θόλο πού τό φως των άστρων δέν μπορεί νά τον πέραση, κι* έτσι ή νύχτα φαί νεται πιο σκοτεινή. — Σάν νά τά βλέπω πολύ σκούρα τά πράγματα, λέει ύ στερα από λίγο ό Τριμπουσόν καί νοιώθει σά νά τον πιάνη... λόξυγκας... Ή αλήθεια είναι πώς ή νύ χτα είναι γέμάτή σκιές. Τά φύλλα των δέντρων καθώς σα λεύουν άπό τό νυχτερινό αερά κι κάνουν παράξενους θορύ βους καί ό Τριμπουσόν κάθε τόσο στέκει, κυττάζει γύρου του, εξαγριώνεται καί... ανα τριχιάζει ! — ’Άλτ! Τίς εί!, φωνάζει. ’Αλτ ή πυροβολώ! Αλλά, φυσικά, δέν παίρνει άπάντησι καί προχωρεί. "Υ στερα άπό λίγο πάλι τον πιά νει...τρεμούλα. —- Χριστούλη μου, παρακαλάει, σταμάτα αυτό τό αερά κι, γιατί μέ κάνει καί νευρ.άζω καί θά μέ πιάση ή καρ δούλα μου! ’Άχ, τι κάνει κι* αυτός ό δούκας τού Σαίντ Έ τιέν τόσην ώρα στο παλάτι; Κάθεται καί τά κοπανάει κι’ εγώ τον περιμένω εδώ καί ξε ροσταλιάζω καί παίζω κορώ να γράμματα τό κεφάλι μου. ζ,αφνικά δμως κάτι σφυρίζει πάνω απ’ τό κεφάλι του καί... χάνει τη μιλιά του. Κάτι σφυ ράει σάν φίδι κι* έρχεται καί τυλίγεται γύρω του καί ό Τριμπουσόν παίρνει μιά τούμπα
ΙΠΠΟΤΗΣ
β
►»»»»»»»»»»»>»»»»»>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>. στον άέρα και πεψτει στα πο δια τού αλόγου του. — Μανούλα μου!, ξεφωνί ζει. Τί ήταν αυτό; Πα... Πα... ναγία μου, άρχισε νά βρέχη... ψίδια! Και δοκιμάζει νά σηκωθη άλλά δεν τά καταφέρνει. Καί τότε μονάχα καταλαβαίνει τί έχει συμβή. Κάποιος του πέταξε μια θηλειά, ένα σκοινί, καί τον γκρέμισε απ’ τη σέλα τού αλόγου του. Καί τώρα που. έχει σφίξει ή θηλειά βρίσκε ται δεμένος, μέ τά χέρια κολ λημένα στά' πλευρά του, ανί κανος νά κινηθή. Την ΐ§ια στιγμή, βλέπει τ,ρεΐς ίσκιους νά ξεφυτρώνουν απ’ το σκο τάδι καί νάρχωνται προς το μέρος του. — Μέ πιάσανε στον ύπνο !, λέει ό Τριμπουσόν. Τώρα οι τρεΐς άγνωστοι β.ρί σκονται κοντά του. "Ενας, πού κρατάει ένα φανάρι τού λαδιού στο χέρι, φωτίζει το πρόσω πό του. · — Δεν είναι αυτός!, λέει ό ένας καί στραβομουτσουνιά ζει. — Καί βέβαια δεν είναι!, συμφωνεί ό άλλος. — Σας την...·έσκασα, παι διά!, λέει ό Τριμπουσόν. Δεν είμαι, εγώ!... Καί χαμογελάει ηλίθια. — Δηλαδή; Γ Ποιός δεν εί σαι; ρωτάει ό ένας από τούς τρεΐς πού μοιάζει μέ αρχηγό. —- ’Έλα τώρα, καημένε!, κάνει ό Τριμπουσόν. Τί παρι στάνεις τον κουτό; Αναγνώ ρισε τό λάθος σου καί λύσε μου τά χέρια. ’Άλλον θέλατε
νά πιάσετε καί ρίξατε την α πόχη σέ μένα. ^ — ^Δηλαδή; Ποιόν θέλαμε νά πιάσου με; — Καλά ντέ! Τώρα δέν εί ναι ανάγκη νά κρυβόμαστε πίσω από τό δάχτυλό μας. Τον δούκα τοΰ Σαίντ Έτιέν θέλα τε νά πιάσετε! Οΐ τρεις ληστές — για-ί οι τρεΐς άγνωστοι, όπως θά κατάλαβε ό ^ αναγνώστης, εί ναι αυτοί πού έστειλε ό Ροσεφόρ νά στήσουν παγίδα στο·/ Σαίντ Έτιέν — τινάζονται ξα φνιασμένοι σάν νά τούς χτύ πησε κεραυνός. — Καί πού τό ξέρεις εσύ; ρωτάει ό αρχηγός τους άγρια. Τώρα ό Τριμπουσόν κατα λαβαίνει δτι έκανε μιά και νούργια γ-κάψα. Την έπαθε 1 Αλλά τό αργοκίνητο μυαλό του προσπαθεί νά βρή έναν τρόπο νά διορθώση τά πράγ ματα. — Μά γι’ αυτή τή δουλειά μ’ έστειλε εδώ ό Ντυβερνουά, τ’ αφεντικό μου!, λέει. - Καθώς βλέπει όμως νά σου ρώνουν τά φρύδια τους καί νά φέρνουν τά χέρια στις λαβές των σπαθιών τους, καταλαβαί νει πώς τά έκανε θάλασσα, — ’Ώχ! Χριστούλη μου, λέει από μέσα του. Μόύ φαί νεται πώς έκανα κ{’ άλλη γκάφα! — Καί ποιος είναι αυτός ό Ντυβερνουά πού μάς λές; ρωτάει πάλι ό' αρχηγός. · Αλλά ό πονηρός Τριμπουσόν έχει βρή τώρα την απάν τησε — Τί; Δέν ξέρετε τον Ντυ-
10 Ο ΜΙΚΡΟΙ <«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««« βερνουά, τον αδελφικό φίλο του καρδιναλίου; "Ε! Λοιπόν, ντροπή σας! "Εχει γούστο νά μή γνωρίζετε καί μένα, τον Τρ ιμπουσόν τον δ ι άσημο!... Ελάτε, λύστε μου τα χέρια στα γρήγορα, γιατί όπου νάναι θά φανή κι* εγώ πρέπει νά παρακολουθήσω τήν... έκτέλεσι. ΓΥ αυτή τή δουλειά με στείλανε εδώ... Οί ληστές κυττάζαυν ό ένας τον άλλο. Νά λέη τήν αλήθεια τούτος ό άνθρωπος; Είναι ει λικρινής ή τάχα τους κοροϊ δεύει; Αλλά ό Τριιμπουσόν έ χει πάρει τώρα φάρα καί δέ... σταματάει: — Μέ στείλανε νά δω τί θά κάνετε, λέει. Καί νά ξέρετε, αν δεν υπογράψω εγώ, δέν... έχει λεφτά!
Αυτό τό τελευταίο επιχεί ρημα εΐναι... συντριπτικό καί οί ληστές αναγκάζονται νά λύ σουν τά χέρια του Τριμπουσόν καί νά τον σηκώσουν... μέ τι μές από τό έδαφος. — Νά μάς συγχωρήτε, κύ ριε Τριμπουσόν!, του λένε καί τον ξεσκονίζουν. ■ — Συχωρεμένοι νάστε!, τούς λέει κάνοντας μιά άπό τίς συνηθισμένες μεγαλοπρε πείς χειρονομίες του. Σάς συ* χωράω... "Αλλη φορά όμως παρακαλώ... νά μήν έπαναληφθή! ΜΑΧΗ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Ο
Ι ΤΡΕΙΣ ληστές τώρα ετοιμάζονται νά κάνουν μερικές ακόμα έρωτη-
Τά λυκόπουλα τού πύργου πέφτουν απάνω στον Ιτοιμα νά τον κατασπαράξουν»
μικρό
Ιππότη
ΙΠΠΟΤΗΣ
11
«<«««««««««««««<««««««««««««««««««««<«<«««««<<«<<
Καί τότε ξαφνικά το ηρωικό παιδί δέχεται
ενα δυνατό χτύπημα
ατό πίσω μέρος τού κρανίου.
σεις στον Ιριμπουσον για να πεισθοΰν ττιό θετικά γιά τά ό σα τούς λέει, άλλα δεν προ φταίνουν γιατί από μακρυά άικουγεται τό αργό περπάτη μα ενός άλογου. — Έρχεται!, ψιθυρίζει ο άρχηγός των ληστών. Έτοιμαστήτε... Ό Τριιμπουσόν τραβάει το άλογό του άπό τή μέση του δρόμου και τό κρύβει πίσω ά πό ένα μεγάλο δέντρο. Πίσω άπό τό ίδιο δέντρο κρύβεται κι5 αυτός. Άπό τή θέσι αυτή παρακολουθεί με άγρυπνο μά τι όλες τις κινήσεις των λη στών. Έχουν τραβήξει τά σπαθιά τους καί περιμένουν. Τό άλογο ολοένα καί πλησιά ζει περισσότερο. Τώρα μπο
ρούν νά ξεχωρίσουν κάτω άπό τήν δενδροστοιχία τον όμορφο καβαλλάρη μέ τή χρυσάφια στολή του, που άστράφτει μέ σα στή νύχτα. Προχωρεί προς τό μέρος τους εντελώς άνύποπτος καί σιγοτραγουδάει ένα τραγουδάκι τής εποχής. — Είναι ό δούκας!, λέει μέσα άπό τά δόντια του ό έ νας άπ’ τους ληστές. Τον α ναγνωρίζω. Προσοχή μ ή μάς ξεφύγη. Ό άλλος πού ετοιμάζει τό σκοινί γιά τό λάσσο, χαμογε λάει. — Θά τόν τυλίξω μιά χα ρά ,μέ τή θηλειά, λέει. Θά ξαφνιαστή λιγάκι τό πουλάκι μου, άλλά αυτό δεν θά κρατήση πολύ. Θά του ριχτούμε μέ
η ομι.κρος $€««««««««<«««««««««<«««««««««««««<«««««««<««««« τά σπαθιά καί θά τον κομμα τιάσουμε. — Παναγίτσα μου!,, ανα τριχιάζει ό Τριμπουσόν πού τούς ακούει. Ετοιμάζεται ν’ άρχίση νά τρέμη, αλλά ξαφνικά ...αλλά ζει γνώμη. ' — Τριμπουσόν, προσοχή!, λέει. 5Εδώ πρέπει νά δείξης την παλληκαριά σου. "Έφτασε ή ώρα ! Σταμάτα νά τρέ,μης, γιατί θά σου... κοπανίσω γρο θιά στη μούρη πού θά πάη καπνός! Λοιπόν, έτοιμάσου... Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ό δούκας καβάλλα στ5 άλογό του καί σιγοτραγουδώντας πάντα περνάει ξέγνοιαστος ·α πό· μπροστά τους. Ό ληστής άνασηκώνει τό χέρι καί τινά ζει τό σκοιινΐ ;μέ τή θηλειά προς τό μέρος του. Ταυτόχρο να δμως άκούγεται ή χοντροψωνάρα του Τριμπουσόν: • —- Φυλάξου, βούκα ! Προ σοχή ! Ληστές! Τό σκοινί σφυρίζει στον αέ ρα. 5Αλλά ό δούκας, ειδοποιη μένος άπ5 τή φωνή, τινάζεται προς τά πίσω καί πραγματο ποιεί με μιάν ασύλληπτη τα χύτητα δυο κινήσεις. Πηδάει από τό άλογό του καί τρα βάει τό ξίφος του. Σχεδόν συγχρόνως, ό ένας ληστής πού βρίσκεται κοντά στον Τριμποϋ σόν καί τον ακούσε νά φωνάζη, όρ-μάει απάνω του. Μά ό Τριμπουσόν... τρώει σίδερα αυτή τή στιγμή. Μέ τις δυο πιστόλες στά χέρια, τον ύ•ποδέχεται δπως του αξίζει. — Πίσω, λήσταρχε!, ουρ λιάζει. Σ" έφαγα!
/ Καί πιέζει τή σκανδάλη. Τά χέρια του τρέμουν λιγάκι, αλ λά ό ληστής^δέχεται κατάστη θα δυο σφαίρες καί κατρακυ λάει διπλωμένος στά δύο σάν καραγκιόζης, στο χώμα. — "Υπνον έλαφρόν!, λέει ο Τριμπουσόν καί κυττάζει γύ ρω του. Πάει ό πρώτος! Τώ ρα πάμε γιά τον δεύτερο ! "Αλλά ό δεύτερος καί τρί τος ληστής, βέβαιοι * πώς ό σύντροφός τους θά «τακτοποι ούσε» τον Τριμπουσόν, πού κοπάφερε τόσο έξυπνα νά τούς ξεγελάση, ρίχνονται στον δού κα τού Σαίντ Έτιέν. Ό δού κας αμως είναι ένα παλληκάρι είκοσιπέντε χρόνων, από τά πρώτα σπαθιά τής Γολλίας. Παλεύει λοιπόν καί μέ τούς δυο κακούργους καί χειρίζεται τό ξίφος του μέ τέχνη, απο κρούοντας τά ύπουλα χτυπή ματα. Στιγμές - στιγμές, υ ποχωρεί, αμύνεται. "Υστερα δ μως επιτίθεται καί ή μύτη τού σπαθιού του ζυγώνει θανάσιμα τούς αντιπάλους του. Μά κι5 οί δυο ληστές ξέρουν νά φυλα χτούν. Οί λεπίδες βροντούν μέ σα στή νύχτα καί τό άστρο:φτερό ατσάλι σχηματίζει ευ θείες, τόξα καί τεθλασμένες. Οί ληστές χτυπούν λυσσασμέ να. "Αλλά ό δούκας ήέν βιάζε ται. Επιδιώκει νά τούς κού ραση, πριν καταφέρη τό τε λειωτικό χτύπημα... —Στοιχηματίζω χίλια χρυ σά1 σκούδα, λέει καθώς μ" ένα χαμόγελο φέρνει μπροστά στο στήθος του τό ξίφος σάν α σπίδα κι" αποκρούει μιά με λετημένη σπαθιά, πώς πληρώ-
ΙΠΠΟΤΗΣ
13
«««««<««««««««««««««««««<«««««««««<«««««««««<«« Βήκατε απ’ τον Ρισελιέ για νά μέ όχοτώσετε. Μά δεν θά τά καταφέρετε. — Ή Βασίλισσα ττού σέ προστατεύει, θά.φορέση μαύ ρα αύριο δταν θά σέ- βρουν σφαγμένο σ' αυτό τό δρόμο !, γρυλλίζει ό ένας άπ5 τούς λη στές. — Μή λερώνης τό όνομά της μέ τό · βρώμικο στόμα σου!, άγριεύει ό δούκας. •Και απότομα τό σιδερένιο μτιράτσό του τινάζεται μέ δύναμι προς τά εμπρός καί καρ φώνει τό στήθος του κακούρ γου. —Δέ θά ξαναμιλήσης πιά γιά τή Βασίλισσα τής Γαλλί ας !, του λέει καθώς τον βλέ πει νά γονατίζη. Καλό ταξίδι στην κόλασι, δολοφόνε!... "Ομως, καθώς μιλάει κι5 έ χει ξεχαστή βλέποντας τον αν τίπαλό του νά κυλιέται στο χώμα, ό άλλος ληστής έχει αρ γήσει εναντίον του καί ζυγιά ζει τό σπαθί του πάνω από τό κεφάλι του. Ό δούκας κυττάζει μ" έντρομο βλέμμα την αστραφτερή λεπίδα καί αντι δρά. Τινάζεται πλάγια, ξεφεύ γει τό χτύπημά/ αλλά χάνει τήν ισορροπία του καί κυλιέ ται στο χώμα. Τώρα βλέπει πώς είναι χαμένος. Τό ξίφος έχει φύγει από τό χέρι του καί - μάταια αγωνίζεται νά τό φτάση. — Ετοιμάσου νά πεθάνης τώρα, δούκα του Σαίντ Έτιέν!, μουγγρίζει ό ληστής καί ση·,μ οδεύει μέ τή μύτη του ρπαθιου του τήν καρδιά του. '
"Έφτασε ή τελευταία στιγμή σου! ^ "Αλλά λογαριάζει · χωρίς... τόν Τριμπουσόν! Γιατί ό βα» ρελοειδής παλληικαρας υπηρέτης^του μικρού "Ανρύ Μτυβερνουά, που παρακολουθεί κρυμ μένος π;ίσω από ένα δέντρο τόσην^ ώρα τήν ξιφομαχία, μουντάρει σάν κεραυνός! — Πίσω όλος ό κόσμος!, φωνάζει. "Έρχεται ό Τριμπαυσόν! Κρατάει τό σπαθί στο χέ ρι καί ή .ιμακρυά λεπίδα του βροντάει απάνω στο σπαθί του κακούργου, πού ζυγιάζε ται πάνω από τό στήθος του άοπλου δούκα. Ό κακούργος ξαφνιασμένος σφίγγει τά δόν τια καί γυρίζει προς τό μέρος του. Τό ξίφος τού Τριμπουσόν διασταυρώνεται μέ τό δι κό του καί αρχίζει μιά σκληρή μάχη, πού κρατάει μονάχα..., μισό δευτερζλεπτο! Γιατί, μέ τό δεύτερο χτύπημα, τό σπα θί τού Τριμπουσόν φεύγει α πό τά χέρια του καί ταξιδεύει στον αέρα ενώ αυτός... τό βά ζει στά πόδια! — Βοήθεια!., ξεφωνίζει. Βο ήθεια, γιατί χαθήκαμε! Μα'νούλα μου, μέ σφάξανε! "Αλλά σ" αυτό τό μισό δευ τερόλεπτο έχει δώσει τήν ευ καιρία στο δούκα νά ξαναπαρη τό σπαθί του καί νά τιναχθή όρθιος, Μιά στιγμή αργό τέρα, κόβει τό δρόμο τού λη στή καί μέ δυο σβέλτες σπα θί ές τόν ξαπλώνει στο έδαφος, -----"Εν τάξει, τελειώσαμε!, λέει καί βάζει τό ξίφος στη θήκη του.
14 Ο Μ I Κ Ρ Ο 1 ««««<«««««<««:«<«««««««««««««««««««««««<«««««««« • Τώρα όμως κυττάζει γύρω του νά βρή τον Τριμττουσόν πού ακόμα... τρέχει! Του φω νάζει. Εκείνος σταματάει, γυρίζει καί, καθώς βλέπει δτι δεν υπάρχει κανένας άλλος έ κτος από τον δούκα όρθιος... παίρνει κουράγιο καί ξαναγυρίζει...^ — "Έπρεπε νά μου τον άψήσης εμένα, δούκα!, λέει. Βιάστηκες καί γλύτωσε άπό τά χέρια μου... Θά τον έκα να... κιμά! Ό δούκας χαμογελάει, κα θώς τον βλέπει νά χειρονομή καί ν" απειλή... ουρανόν καί γη! λ ,' -— Ποιος είσαι έσι'; Τον ρωτάει. — Είμαι ό Τριμπουσόν!, αποκρίνεται καί φουσκώνει. Ό Τριμπουσόν ό διάσημος! — Μοΰ έσωσες τη ζωή δυο φορές, τού λέει. "Ήσουν μαζί τους; Ό Τριμπουσόν αναστενά ζει· — Μ" έστειλε ό κύριός μου ό Άνρύ Ντυβερνουά νά σάς ειδοποιήσω, δούκα, γιά την ένέδρα πού σάς είχαν στήσε·, αλλά με πιάσανε... — "Ανρύ Ντυβερνουά; ρω τάει ξαφνιασμένος ό δούκας. Ό μικρός γυιός τού άφοσιωμέ νου φίλου τής Βασιλίσσης Μω ρίς Ντυβερνουά, πού τόσο ά δικα έστειλε στο θάνατο ό Ρισελιέ; λ ι ί -ν ,ιστα. — Μά τότε εξηγούνται ό λα... Δεν έχω την τιμή νά γνω ρίζω τον μικρό κύριό σου. "Αλ λά πρέπει οπωσδήποτε νά
τον συναντήσω. Πού βρίσκε ται τώρα; Ό Τριμπουσόν αναστενάζει γιά δ ευ τέρα φορά. — "Ενας Θεός μονάχα ξέ ρει πού βρίσκεται. "Έφυγε γιά τό μοναστήρι τού Άγιου Γερ μανού, προσπαθώντας νά βρή τά ίχνη τής πριγκήπισσας Αου σιέν, πού τήν άρπαξαν οί άν θρωποι τού καρδιναλίου. Καί ό Τριμπουσόν διηγεί ται στον δούκα τού Σαίντ Έτιέν μέ λίγα λόγια τό πώς ό κύριός του έσωσε μέσα άπό τίς φλόγες τήν έξαδέλφη τής Βασίλισσας, τό πώς τήν με τέφερε στο πανδοχείο «Δυό Γέφυρες» καί τό πώς τήν ξα· ναπήραν άπό εκεί οι σωματο φύλακες. "Οταν τελειώνει, τό πρόσωπο τού νεαρού ευπατρί δη είναι συνωφρυωμένο. — Τό μοναστήρι αυτό, λέει, είναι μιά φωληά οργάνων τού Ρισελιέ... Ό μικρός Άν ρύ Ντυβερνουά κινδυνεύει. Πρέ πει νά τον βοηθήσουμε. "Ε μπρός, Τριμπουσόν, ανέβα στ" άλογό σου κι" έλα μαζί μου. Πρέπει νά προφτάσουμε. "Ε μπρός ! Ό δούκας σαλτάρει στή σέ λα τού άλογου του καί πα τάει τούς πτερνιστήρες στά πλευρά του. Τό ευγενικό ζώο ξεχύνεται σά θύελλα στο σκο τάδι. Πίσω ακολουθεί ό Τριμπουσόν. — "Ώχ! Χριστούλη μου! αναστενάζει γιά τρίτη φορά καθώς χοροπηδάει στή ρά)(η τού άλογου του. Πάλι φασρμ ρίες θάχουμε άπόψξ..,
ΙΠΠΟΤΗΣ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ
ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ
I ΦΑΣΑΡΙΕΣ όμως δεν είναι απόψε για τον Τριμπουσόν. Πραγ ματικές φασαρίες έχει ρύ Ντυβερνουά, πού καλπάζει αυτή την ώρα καβάλα στ5 ά λογό του, κυνηγώντας τον κα λόγερο με τό πράσινο ράσο πού κρατάει αίχιμάλωτη τη μι κρή Αουσιέν. Είναι ένας άγρι ος καλπασμός, πού σε κάθε βήμα κρύβει τό θάνατο. Μπροστά αυτός και πίσω τό παιδί. Ό μικρός ιππότης ακούει τις σπαρακτικές κραυ γές του κοριτσιού, πού πα λεύει απεγνωσμένα νά ξεφύγη από τα χέρια του άπαγω.γέως της και ζητάει βοήθεια. — Κουράγιο, Αουσιέν!, φωνάζει ό Άνρύ. Κουράγιο: Βρίσκομαι κοντά σου. Και όλο σπειρουνιάζει τά πλευρά τού αλόγου του προσ παθώντας νά τό κάνη νά τρέξη πιά γρήγορα. "Ομως τό Φιλότιμο ζώο, κουρασμένο κα θώς είναι από τό πολύωρο τρέ ξιμο, όσο κι* άν αγωνίζεται, δεν τά καταφέρνει νά προφτάση τό ξεικούραστο άλογο του καλόγερου. Απεναντίας, ή άπόστασι ανάμεσα στούς δυο καβαλλάρηδες ολοένα καί με γαλώνει καί τό παιδί νοιώθει τήν καρδιά του νά γεμίζη α πελπισία. — Θεέ μου!, παρακαλεΐ. Βοήθησέ με νά σώσω τή Αου σιέν από τά καινούργια βασα νιστήρια πού τής ετοιμάζουν. Είναι ένα αθώο πλάσμα πού
©
|| δεν έχει βλάψει κανένα... Ή νύχτα είναι σκοτεινή καί τά μέρη αυτά έντελώς ά γνωστα γιά τον μικρόν ιππό τη. Ένώ, γιά τον άλλο, όλα ό είναι Άν- γνωστά. Ξέρει τά μονο πάτια καί τά περάσματα καί μπορεί νά φυλάγεται. Αλλά τό παιδί δεν λογαριάζει τον κίνδυνο. Όλοένα καί περισσό τερο βιάζει τ’ άλογό του νά τρέξη πιο πολύ. Σκαρφαλώνει στούς ορθούς ανήφορους καί μουντάρει στούς απότομους γκρεμούς, καλπάζει στά στε νά μονοπάτια, πού πλάϊ τους χάσκουν σκοτεινά βάραθρα, καί κάθε λεπτό παίζει κορώνα γράμματα τή ζωή του. -Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν καταφέρνει τίποτα. Ό καβαλλάρης μέ τό πράσινο ράσο πού κρατάει στήν άγκαλιά του τό δυστυχισμένο κορίτσι όλοένα καί ξεμακραίνει. — ’Άν μπορούσα τουλάχι στον νά πυροβολήσω!, λέει τό παιδί. Αλλά δεν μπορεί. Υπάρ χει κίνδυνος ή σφαίρα του νά χτυπήση τή Αουσιέν καί τότε όλα θά είναι χαμένα. Μονάχα μέ τό σπαθί του μπορεί νά παλαίψη. Μά καί τούτο προς τό παρόν είναι αδύνατο. Γιατΐ ό άλλος βρίσκεται πολύ μα κρυά καί σέ λίγο δέν τον βλέ πει πιά. ’Έχει χαθή στή στρο φή ενός ανήφορου καί δέν φαί νεται. Τό παιδί βρίσκεται πολύ π: σω καί περνάει τώρα ένα στε νό μονοπάτι, πού είναι σκαμ μένο στήν πλαγιά τού βουνού. Αριστερά του υψώνεται τό
ϊ6
'
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
®
Σ
»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»ν>» βουνό. Δεξιά, χάσκει ένας ά γριος γκρεμός. Μά δεν θά στα ματήση. Καλπάζει μέ μιαν άσύλητττη ταχύτητα προσπαθώντας νά φτάση στη στροφή μέ την ελπίδα πώς θά ξαναδή τον καλόγερο μέ την αιχ μάλωτη κοπέλλα. Όμως ξαφνικά νοιώθει .ένα χέρι μέ σιδερένια δάχτυλα νά τού φουχτιάζη την καρδιά. Στην ίδια στροφή φαίνονται δυο καβαλλάρηδες, ό ένας πριν από τον άλλο πού έρ χονται προς τό μέρος του καί τού κόβουν τό δρόμο. Μέσα στο σκοτάδι διακρίνει τις στο λες πού φορούν. 7— Σωματοφύλακες τού Ρισελιέ!, ψιθυρίζει- μέσα από τά δόντια του.. Κρατάει τά γκέμια. Τό μο νοπάτι είναι τόσο στενό, πόύ δέ μπορεί νά κάνη διαφορετι κά. Θεέ -μου ! Θά χάση τά ίχνη τής Αοϋσιέν! Κόμποι παγω μένου ίδρωτα κατρακυλούν απ’ τό μέτωπό του. Μιά δυνατή α γωνία τον πνίγει. Εκείνοι τώ ρα είναι πολύ κοντά του και τό παιδί φέρνει τό χέρι στη λαβή τού σπαθιού του. Είναι σέ δύσκολη θέσι. νΑν τουλά χιστο οί δυο σωματοφύλακες περνούν τυχαία από εκεί πη γαίνοντας προς τό μοναοπήρ!··; Όμως όχι. Είναι σταλμέ νοι από τον καλόγερο μέ τό πράσινο ράσο κι3 αυτό τό κα ταλαβαίνει σχεδόν αμέσως. Ό ένας από τούς δυο, πού προ χωρεί πρώτος καί βρίσκεται τώρα πολύ κοντά του, χαμο γελάει παράξενα,
-— Γύρισε πίσω! μωρέ!, τού φωνάζει ειρωνικά. Δέν τό ξέρεις πώς σ’ αυτές τις ερη μιές, γυρίζουν -τή νύχτα φαν τάσματα πού αρπάζουν τά μι κρά παιδιά; Εμπρός! Γύρισε πίισω’ κ,Γ ερχόμαστε τό κατό πι σου. Θά πάμε στο μοναστή ρι παρέα νά κουβεντιάσουμε. Ό Άνρύ νοιώθει τό αίμα νά σψυροκοπάει άγρια τά μηνίγγια του. Νά γυρίση πίσω; Μά αυτό θά είναι τό ίδιο σάν ν3 άφηνε σέ βέβαιο θάνατο τή Αουσιέν. Αυτό δέ μπορεί νά γίνη ποτέ... Καί χωρίς νά συλ λογιστή τίποτα τραβάει τό σπαθί του. — Παραμερίστε νά περά σω !, είναι ή άπάντησί του. Δέν πίστεψα ποτέ στά φαν τάσματα καί είναι περιττό ν’ αστειεύεστε, κύριε... . — Τώρα θά σέ μάθω, πιτσι . ρίκο, νά μην παίρνεις γΓ α στεία τά λόγια μου!, φωνά ζει εκείνος γελώντας. "Αρπαχτη λοιπόν γιά νά μάθης! Καί τήν Τδια στιγμή τό παι δί κλείνει τά μάτια, γιατί μιά εκτυφλωτική λάμψις αστρά φτει μπροστά του καί ό τόπος γεμίζει βροντές.. Ό σωιματοψύ λακ ας πυροβόλησε καί μιά σφαίρα περνάει ξυστά καί τρυ 'πάει τό καπέλλο τού νεαρού Ντυβερνουά. Ό μικρός ιππό της σκύβει καί αυτό πού κά νει είναι μιά τρέλλα. Τραβάει τά γκέμια καί υποχρεώνει τό άλογό του νά πραγματοποίη ση ένα πήδημα θανάτου προς τά εμπρός. Μιά δεύτερη σφαί ρα σφυρίζει πλάϊ στο δεξί του αυτί σάν σφήκα μά δέν τον
ι
π η ο τ
η
ί
1?
>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»>>»»»»»>»»»>»>»»»»»»»>»»> αγγίζει. Τό επόμενο όμως δευ τερόλεπτο τό σπαθί,’ του σηκό νεται και πέφτει μέ μιαν α σύλληπτη ταχύτητα κ,αί τσακί ζει τό χέρι πού κρατάει τό πιστόλι. Ό σωματοφύλακας βλαστημάει καί βγάζει ένα ά γριο βογγητό. Τά ' δάχτυλά του αφήνουν τό όπλο πού πέ φτει καί χάνεται στο σκοτάδι. "Εχει τραβήξει όμως τώρα τό σπαθί του αφρίζοντας από λύσσα. — Αυτό ήταν τό τελευταίο άστεΐο πού έκανες στη ζωη σου, μωρό !, γρυλλίζει. Καί γυρίζει προς τά ’πλάγια τ’ άλογό του για να καταφέρη πιο σίγουρα τό θανά σιμο χτύπημα. Μά τό ζώο πα ραπατάει, τά πίσω του πόδια βρίσκονται στο κενό καί μαζί μέ τον καβαλλάρη του κατρα κυλάνε στο βάραθρο. Τό παιδί ακούει τό ουρλιαχτό του αν θρώπου καί τό τρομαγμένο χρεμέτισμα του αλόγου πού γκρεμίζονται καί νοιώθει νά του σφίγγεται ή καρδιά. — Δεν φταίω εγώ, λέει. Ε σύ πυροβόλησες πρώτος. Αλλά δεν έχει τελειώσει α κόμα. Τώρα έρχεται καταπά νω του ό δεύτερος σωματοφύ λακας. Μέ τεντωμένο τό ώπλι σμ,ένο του χέρι όρμάει καβάλ-, λα στ* άλογο πρός’τό μέρος του παιδιού. Ή μύτη τού σπα θιοΰ του σχεδόν άγγίζει τον μικρό ιππότη. Μά ό Άνρύ εί ναι πιο σβέλτος καί έξυπνος. Αφήνει τό κορμί του νά πέση στο έδαφος καί αποφεύγει τό χτύπημα. Στερεωμένος στά δυ© του πόδια μπορεί νά πα-
λαίψη πιο άνετα σέ τούτο τό στενό κι* επικίνδυνο μονοπάτι παρά καβάλλα στ*. άλογο. Σαλπάρει πλάγια κι5 απο κρούει ένα δεύτερο χτύπημς*. Ταυτόχρονα επιτίθεται. Τό ξί φος του τινάζεται προς τ5 α πάνω καί ή βαρειά ατσάλινη λεπίδα διασταυρώνεται μέ τό σπαθί τού αντιπάλου του. Τά 6υό σπαθιά βροντούνε καί α στράφτουν γεμίζοντας μέ με ταλλικούς ήχους καί χρυσάφιά αστέρια τή σκοτεινή νύ χτα· Είναι μιά σκληρή μάχη πού δέν κρατάει δμως πολύ. Γιατΐ ό ’Ανρύ ξέρει τί κάνει. Ό σωματοφύλακας πάνω στο ά.λογο δέν μπορεί νά έλιχθή ό πως χρειάζεται. Τό μονοπάτι είναι στενό καί κάθε παραπά τημα σημαίνει θάνατο. Τό παι δί δμως έχει κατεβή απ’ τ’ ά λογό του καί μπορεΐ νά κινηθή όπως θέλει. Πηγαίνει δεξιά κι* αριστερά, σκύβει, οπισθο χωρεί, τινάζεται προς τά ε μπρός. Κουράζει τον καβαλλάρει καί τό ζώο. Κι* δταν κα ταλαβαίνει πώς ήρθε ή στιγμή καταφέρνει τό χτύπημα. Μ’ έ να ξαφνικό πήδημα βρίσκεται πίσω του καί, καθώς εκείνος γυρίζει ξαφνιασμένος καί ση κώνει τό σπαθί του έτοιμος νά τό κατεβάση στο κεφάλι του, τό ξίφος τού παιδιού τού συν τρίβει τά δάχτυλα καί ή ατσά λινη λεπίδα φεύγει από τά χέ ρια του καί τινάζεται στόν^ α έρα. Τήν ίδια στιγμή η μύτη τού σπαθιού τού Άνρύ Ντυβερνουά άγγίζει τό στήθος του.
? Λ * Λ
*
(0 ’ΑνρΟ γινάζ'ΐται “ΠΡΟος τ* Ιαπρβς κ·π ^«ταφέρ-ν*! ιιι« δυν«τη σττ^Ιιέί.
2ΰ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
««««««««««4«««<««4««<««4«<««4«««««<«««α«αααααααα^ — Ακίνητος, σωματοφύλα κα!, διατάζει* - — Μή μέ σκοτώσης !, ξεψω νίζει καί γίνεται χλωμός. — Δέ μ’ αρέσει νά σκοτο:νω ανθρώπους!, λέει τό παιδί. Π έταξε πρώτα - πρώτα τά πι στόλια σου! Κι* ύστερα κου βεντιάζουμε ! Ό σωματοφύλακας, πού νοιώθει την ατσάλινη λεπίδα απάνω στο στήθος του, δεν μπορεί νά κάνη διαφορετικά. Πετάει τά πιστόλια πού είναι στις θήκες τής σέλας του ά λογου του και στέκει ακίνη τος. ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΚΟΜΗ
Ο ΠΑΙΔΙ λέει μέ απει λητική φωνή στον σώμα τοφύλακα: /— Καί τώρα θά σέ ρωτήσω κάτι. /Άν μ5 απάντησης σω στά καί δεν θέλησης νά κά νης τον έξυπνο, δεν έχεις νά φοβηθής τίποτα. — Θά κάνω ό,τι μου πής, άποικρίνεται ό σωματοφύλακας τρέμοντας. —- "Ετσι μπράβο! Τώρα μ. λάς ώραΐα!, λέει τό παιδί. Θέλω λοιπόν νά μου πής πρώ τα - πρώτα άν άνταμώσατε στο δρόμο κάποιον καλόγερο μέ πράσινο ράσο·. — Ναι τον άνταμώσαμε. Μά δέν εΐναι καλόγερος. Εί ναι ένας άπ’ τούς κανδηλανάφτες του μοναστηριού του 'Α γίου Γ ερμανοΰ. —- Κρατούσε μιά κοπέλλα μαζί του; — Μάλιστα. Κι5 αυτό είναι
Τ
άλήθεισ. —'έρεις που τήν πηγαίνει; Ό σωματοφύλακας άνασηκώνει τούς ώμους, —- Αυτό δέν μάς τό είπε, ■λέει. Ό νεαρός Άνρύ Ντυβερνουά σπρώχνει λίγο τό ξίφος του καί ή μύτη τής ' λεπίδας κεντάει τό δέρμα τού συνομι λητή του έκεϊ· προς τό μέρος τής καρδιάς. — Πρόσεξε!, τού λέει. Σου ύποσχέθηκα νά σου χαρίσω τή ζωή. Καί θά κρατήσω τό λό γο μου. "Ομως θαρρώ πώς άρχίζεις νά λές ψέμματα. — Σου ’αρκίζουμαι! κάνει τρομαγμένος εκείνος. — Αοιπόν, ξαναρωτάει τό παιδί σάν νά μήν ακούσε. Που πηγαίνει τό κορίτσι ό κανδηλανάφτης του 'Αγίου Γερμα νού; Μήν άργής νά δώσης άπάντησι. Είμαι πολύ βιαστι κός καί μπορεΐ τό χέρι μου νά κινηιθή, λίγο προς τά εμπρός. Τρτε 6έ θά φταίω εγώ άν σού συμβή τίποτα κακό. Ό. σωματοφύλακας κυττάζει γύρω του τρομαγμένος σάν νά φοβάται νά μιλήση. -—- Περιμένω!, λέει τό παι δί. Αλλά ή υπομονή έχει τά όριά της. — Καλά. Θά σού πώ. Λοι πόν τήν πάει στον πύργο τού κόμητος Σαβινύ. — Στον πύργο τού Σαβινύ; ξαφνιάζεται ό Άνρύ. Ό κόμης Σαβινύ είναι ένας άπό εκείνους, πού ξέρουν τήν άθωότητα τού πατέρα του, τού Μωρίς Ντυδερνουά, καί ώς τό σο βοήθησε τόν Ρισελιέ νά Ιι-
!
η
Π
Ο
Τ
Η
I
21
«««<«««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««* ατττράξη τό έγκλημα. Αυτό το όνομα βρίσκεται ανάμεσα στ’ άλλα ονόματα πού του σημεί ωσε σ’ ένα χαρτί ό πανδοχέσ>; τού «Πράσινου Βέλους». (*) Αυτό τό 'χαρτί τόχει στην τσέπη του ό "Ανρύ. — Στοϋ κόμητος Σαβινύ λοιπόν πηγαίνουν την Λουσιέν; ξαναρωτάει. — Ναί. Έκεΐ...^ -— Καί για ποιο λόγο; — Χ|ΐα! Αυτό δεν τό ξέρω. Θαρρώ πώς ό κόμης έχει προ σωπικά.μέ τη Βασίλισσα καί γιά νά την έκδικηθή... "Ίσως όμως είναι καί κάποια άλλη α φορμή. Λένε πώς ό κόμης θέ λει νά παντρευτή την πριγκήπισσα. Αυτός φυσικά έχει πε ράσει τά πενήντα καί ή κοπέλλα είναι δεν είναι δεκάξη χρό νων. Μά αυτό δεν έχει νά κά νη. — Λοιπόν πάμε μαζί στον πύργο! διατάζει τό παιδί, θά μου χρησιιμέψης γιά οδηγός. — Αυτό είναι μιά τρέλλα!, λέει ό σωματοφύλακας. — Πρέπει νά σώσω την πριγκήπισσα! άποκρίνεται κοφτά ό μικρός ιππότης. Θά προχωρής μπροστά εσύ καί θ; ακολουθώ εγώ. Σε προει δοποιώ καί πάλι·.· "Έχω ένα πι στόλι, με γεμάτες καί τις δυο κάννες, μαζί μου. "Αν δοκιμάσης νά μέ γελάσης θά βρεθής μπερδεμένος! Ό σωμο τοφύλακας κουνάει τό κεφάλι. Τό παιδί σαλπάρει στ" άλογό του καί ξεκινούν. περνούν τό (*) Διάβασε το τεΟχος «Μέ στο χέρι».
γο
επικίνδυνο μονοπάτι, άνηφορίζουν, ξ ανακατεβαίνουν, σκαρ φαλώνουν σε μιά καινούργια πλαγιά καί μπαίνουν σ’ ένα μικρό δάσος. Λίγο ύστερα άπ" τό δάσος είναι ό πύργος τού κόμητος Σαβινύ. — Θαρρώ πώς εγώ δεν χρει άζοιμαι πιά, λέει ό σωματοφύ λακας. Ό πύργος είναι άπέναντί μας... Μπορώ νά φύγω; Δεν πρέπει νά μέ -δουν γιατί μέ ξέρουν. — "Οχι άκόμα!., λέει τό παιδί. "Ακριβώς επειδή σέ ξέ ρουν μου χρειάζεται. Μη ξε χνάς πώς μου ύποσχέθηκες πώς θά κάνης ο,τι σοϋ πώ. Λοιπόν θά προχωρήσης καί θά χτυπήσης την πόρτα του φυλά κίου. "Υστερα ξέρω εγώ τί θά κάνω. Κατόπιν θά είσαι ελεύ θερος. Μιά σκιά περνάει άπό τό βλέμμα του σωματοφύλακα. Μά ό νεαρός "Ανρύ Ντυβερνουά είναι πολύ βιαστικός καί δέν την προσέχει.. "Αφήνει τό άλογό του ανάμεσα στά δέν τρα καΓάκολουθεΐ πεζός άπό μακρυά. Τον βλέπει πού φτά νει στην πόρτα καί ξεπεζεύει. "Έχει άρχίσει νά ξημερώνει μά τό σκοτάδι δέν έχει φύγει εντελώς. Τό παιδί γλυστράει προς τό μέρος τής σκιάς καί πλησιάζει στην πόρτα. Στέκει μερικά βήματα πιο εκεί καί μέ τή ράχη ·κολλημένη στον τοίχο περιμένει. "Εκείνος πού θ" ά νοιξη την πόρτα δέν θά.τον δή. "Έχει τραβήξει τό σπαθί του καί περιμένει. Ό σωματοφύ λακας χτυπάει τό βαρύ "ρόπ τρο κι" ύστερα άπό λίγο ή βα
22
0
Μ
8
&
Ρ
0
I
««<«««««««<««««««««««<«««««««««««««««««««««««« ρειά πόρτα ανοίγει καί φαί νεται στο κατώφλι ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας πού μο!ά ζει μέ υπηρέτη. Φαίνεται παραξενεμένος πού βλέπει τον πρωϊνό επισκέπτη. — Γύρισες κιόλας, Έμίλ; ρωτάει. Ό σωματοφύλακας τού κλεί νει τό μάτι κι5 εκείνος κάνει μερικά βήματα προς τα πίσω. Έχει καταλάβει πώς κάτι τό έκτακτο συμβαίνει καί δεν μι λάει. Την ίδια στιγμή μ3 ένα πλάγιο πήδημα ό ’Ανρύ φτά νει στην πόρτα περνάει μέσα καί σημαδεύει μέ τό σπαθί του τό λαιμό του υπηρέτη. — Τσιμουδιά!, διατάζει. *Αν φωνάξης βοήθεια, εΐσαι χαμένος. Δεΐξε μου που βρί σκεται ή πριγκήπίσσα Λουσιέν! Ό υπηρέτης τον κυττάζει σαστισμένος καί κάνει μια κίνησι σαν νά θέλη να φύγη. "Ο μως ό μικρός ιππότης δεν τον αφήνει. — 3/Αν δοκιμάσης νά κινηθής ή μύτη του σπαθιού μου θά σου τρυπήση την καρδιά, άχρεΐε! Που είναι ή κοπελλα; Ό υπηρέτης κάτι πάει νά πή, μά την ίδια στιγμή άκού γεται ένα σιγανό σφύριγμα καί δυο τεράστια λυκόσκυλα όρμουν μέ άγρια ουρλιαχτά από τό βάθος τής αυλής. Ό σωματοφύλακας είχε σφυρί ξει. Τό παιδί γυρίζει ξαφνια σμένο. Μέ μιά βιαστική ματιά καταλαβαίνει τί έχει συμβή. Τά δυο εξαγριωμένα λυκόσκυ
λα έρχονται εναντίον του. Μέ μιά σβέλτη κίνησι τινάζεται προς τά πίσω. Αφήνει τον υ πηρέτη γιά ν3 αντιμετώπιση έναν καινούργιο Θανάσιμο κίν δυνο. Τά σκυλιά δείχνουν τώ ρα τά μυτερά δόντια τους κι5 έρχονται νά τον κατασπαρά ξουν. Ό μικρός Ντυβερνουά νοιώθει γιά μιά στιγμή τό αΐμα του νά παγώνη. Μά άμέσως συνέρχεται. Τό μυαλό του δουλεύει γοργά κι3 έπιτίθεται. Μ’ ένα απότομο σάλτο τεντώνει τό χέρι καί τό σπα θί του περνάει τό στήθος του πρώτου λυκόσκυλου. Το δεύτε ρο δμως έχει γαντζωθή πάνω στούς ώμους του καί τά σουβλερά του δόντια είναι έτοιμα νά σφηνωθούν στο λαιμό του 1 — 3Απάνω του, Σκαρόν !, φωνάζει ό υπηρέτης στο σκυ λί. — Πνιχτόν, Σκαρόν!, μουγ γρίζει ό σοα μ ατοφύλακας. 3Αλλά τό παιδί, πού έχει ξαπλώσει πιο εκεί νεκρό τό πρώτο αγρίμι, ελευθερώνει τά χέρια του καί μέ μιαν αστρα πιαία κίνησι τραβάει από τή ζώνη τό πιστόλι του. Μισό λε πτό αργότερα τό ζώο, ουρλιά ζοντας μέ μιά σφαίρα στήν καρδιά, τινάζεται προς τά πΓ σω καί κυλιέται στο χώμα. Μέ τό σπαθί στο δεξιό καί στ3 ά ριστερό του χέρι τό πι στόλι πού έχει μιά σφαίρα α κόμη, παίρνει μιά βόλτα στις φτέρνες του. Βλέπει τον σώμα τοφύλακα νά βγαίνη από μιά χαμηλή καμάρα πού βρίσκε ται πλάι στήν είσοδο. Κρα-
ΙΠΠΟΤΗΣ τάει ένα μολυβδοβόλο (*) και τον συνοδεύει. Ό Άνρύ πιέζει την σκανδάλη μέ μιάν ασύλλη πτη ταχύτητα κι3 έκεΐνος που θέλει νά τον σκοτώση δεν προ φταίνει. Διπλώνεται στα δυο βαρεία πληγωμένος και βογγάει. Την αμέσως έπόιμενη στιγμή γυρίζει προς τό μέρος του υπηρέτη. Μά δεν τον βλέ πει πιά. Κυττάζει γύρω του μέ άπορία. Είναι μυστήριο τί έγινε! Δεν υπάρχει αμφιβολία πώς τρέχει νά ειδοποίηση τη Φρουρά. — Πρέπει νά προφτάσω!, λέει ό μικρός ιππότης ρέσα άπό τά δόντια του. 3Απ’ τις πιστολιές και τά ουρλιαχτά των σκυλιών θά ξύπνησαν οί ένοικοι τού πύργου. 3,Αχ Θεέ μου, φανζρωσέ μου τη Αουσιέν! Κάνει μερικά βήματα προ χωρώντας μέ προφυλάξεις στο βάθος τής αυλής. 3 Εκεί απέ ναντι είναι ή κεντρική είσοδος του πύργου. 3Άν μπορέση νά φτάση ώς εκεί... 3Αλλά δέν προφταίνει. 3Ακούει_ποδοβολη τά καί κουβέντες, -ύπνησε ή φρουρά τού πύργου! Καί δέν είναι πιά σκοτάδι γιά νά μπο ρέση νά γλυστρήση αθέατος κάπου. Ή μέρα έρχεται γορ γά. Τό χρυσάφι τού ήλιου άκουμπάει στις πολεμίστρες καί στά τείχη. Ό νεαρός Ντυβερνουά νοιώθει μιά δυνατή άνωνία νά τον παιδεύη. Σφίγ (*) Μ ο λ υ> β δ ο 6 ύ λ ο ηταιν Ενα τουφέκι μέ μακρυέχ ^ κάννη. έμπροσ&ογεμές. 'Ο μακρινός: ιτρό_ γόνος τώ·ν σημερινόν πολεμικών
τ@νΦΦκι&ν.
23 γει τή λαβή τοΰ σπαθιού του καί κρύβεται στήνμέση μιας πόρτας. ^Ομως κάποιος τον βλέπει. Είναι ένας σωματοφύλακας. Τον βλέπει καί τρέχει προς τό μέρος του κραδαίνοντας τό γυ μνό του ξίφος. — Χό ! Χό !, φωνάζει. Έσυ λοιπόν είσαι πού σήκωσες τον κόσμο ατό πόδι; Πέταξε αυτό τό σίδερο που κρατάς καί σή κωσε ψηλά τά χέρια, ' γιατί, μά τον 'Άγιο Σουλπίκιο τον προστάτη μου, θά σέ σουβλί σω χωρίς νά βγάλης κίχ! 3Αλλά τό παιδί δέν ακούει. Στυλοδνει τά πόδια καί σηκώ νει τό σπαθί του. Αποκρούει τήν πρώτη έπίθεσι. Τά σπα θιά βροντούνε καί διασταυρώ νονται μέ λύσσα. Μιά άγρια μάχη αρχίζει. Ό άγουροξυπνη μένος άντρας, ξαφνιασμένος από τον τρόπο, πού τό μικρό αγόρι ξέρει νά αμύνεται καί νά χτυπάει, τρίβει τά δόντια καί βλαστημάει. Ό 3Ανρύ ό μως, παρ3 όλη τήν κούρασί του, εξακολουθεί νά κινήται ψύχραιμα, φέρνοντας κάθε στιγμή σέ πολύ δύσκολη θέσι τον αντίπαλό του. Τον βλέπε^ι νά ίδρώνη. άν καί ή πρωϊνή ώ χρα είναι δυνατή, νά φυσομα νάει καί νά τινάζεται κάθε τό σο μέ τρόμο προς τά πίσω. Είναι τώρα έτοιμος νά καταφέρη τό αποφασιστικό χτύπη μαΜά όλα ξαφνικά παίρνουν μιάν απίθανη βόλτα. Ή πόρ τα πού βρίσκεται πίσω από τή ράχη τού παιδιού^ άνοιγες αθόρυβα καί στο κατώφλι φαί
24
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
«««««««<«««««««««««««««<«««««««««««««««««««««« νεται ό άνθρωπος <μέ τό πρά σινο ράσο- Κρατάθι ένα βαρύ ρόπαλο. Ζυγώνει ύπουλα μέ βήμα λεοπάρδαλης τον μικρό Ντυβερνουά* Στο πρόσωπό του σχεδιάζεται ενα σατανικό χαμόγελο καί τά ,μάτια του άστράψτουν απαίσια. Σηκώνει τά χέρια καί, καθώς τό παιδί αγωνίζεται ανύποπτο, κατεβά ζει με δύναμι τό ρόπαλο στο κεφάλι του. Ό Μικρός Ιππότης νοιώθει ένα φοβερό πόνο και έχει την έντύπωσι πώς κάποιος άγριος σεισμός σαλεύει τη γη. Ζαλί ζεται,. βλέπει όλα τά πρόγμσ τα νά στριφογυρίζουν σαν με θυσμένα γύρω του και γονατί ζει. Τό σπαθί φεύγει από τό χέρι του καί πέφτει ιμέ τό πρόσοοπο στις πλάκες βγάζοντας ένα βογγητό. — Τον κατάφερες μιά χα ρά!, λέει ό1 σωμοτΓΟφύλακας στον κανδηλανάφτη του ' Αγίου Γερμανού. ?Ητσν πολύ ζόρικος καί είχα άρχίσει νά κου ράζομαι. Τώρα πρέπει νά ει δοποιήσουμε τον κύριο κάμη.
ματα έχουν φτάσει στο μονα στήρι. Οί καλόγεροι όμως τούς υποδέχονται μέ παγερότητα καί προσποιούνται δτί δεν κα ταλαβαίνουν τί τούς ρωτούν. — Δεν έφεραν εδώ χτες τή νύχτα μιά κοπέλλα; ρωτάει ό δούκας. . — "Οχι δεν έφεραν. — Ούτε φάνηκε κανένα παι δί ναρθή νά την άναζητήση; — 'ο*'·
— Τότε τί είναι αυτό; __ Καί ό δούκας τού Σαίντ Έτιέν δείχνει στον ηγούμενο ένα μπρούντζινο κουμπί μέ τό μονόγραμμα τοΰ μικρού Άνρύ Ντυβερνουά. Τό κουμπί αυτό τό έχει βρή στην αυλή τού μο ναστηριού κι5 ό Τριμπουσόν τό αναγνώρισε αμέσως. "Εχει φύγει από τον έπενδύτη τού μι Κιρού του κυρίου, όταν τό παι δί, προσπαθώντας νά σταματήση τό άλογο τού κανδηλα νάφτη. μέ τό πράσινο ράσο, σωριάστηκε στο έδαφος. — Αυτό τό κουμπί έχει φύ γει από τον έπενδύτη ενός μι κρού ευπατρίδη φίλου ;μου, συ Ο ΤΡΙΜιΠΟΥΣΟΝ νεχίζει ό δούκας επειδή ό η ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ γούμενος· δέν απαντάει. Αυτό σημαίνει πώς ό μικρός πέρα ΔΟΥΚΑΣ του Σαίντσε από εδώ. Έτιέν καί ό Τιρμπου σόν, καβάλλα στ’ άλο — Δέν πέρασε κανείς ξέ νοςτόαπό τό μοναστήρι μας. γά τους, καλπάζουν σ' αυτό Ό δούκας τον κυττάζει λο μεταξύ προς τό λόφο τού μο ξά. "Υστερα χαιρετάει καί φεύ ναστηριού τού ' Αγίου Γερμα γουν -μαζί μέ τον Τρίιμπουσόν. νού. Πέρασαν πρώτα από τό ΚΓ οί δυο είναι σίγουροι πώς πανδοχείο «Δυο Γέφυρες» πλη ό ηγούμενος δέν λέει την άλή· ροφορήθηκαν ότι ό .μικρός 5Αν ρύ Ντυβερνούά δεν γύρισε καί θεία καί γι’ αυτό αποφασί ζουν νά στήσουν καρτέρι έξω τώρα ανήσυχοι συνεχίζουν τό από τό μοναστήρι. Προσποιου δρόμο τους. Κατά τά ξημερώ
©
ΙΠΠΟΤΗ!
21
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ο νται πως καλπάζουν προς τον κατήφορο γιά να επιστρέφουν στην πόλι. Άπό τό .μοναστήρι πού τούς βλέπουν νά φεύγουν, ησυχάζουν. "Υστερα από λί γο όμως, ξαναγορίζουν από έ να άλλο μονοπάτι καί βρί σκουν ένα μέρος άπ5 όπου οέ φαίνονται. Είναι μιά συστάδα δέντρων. Δένουν τα άλογά τους και περιμένουν. *Έτσι ό Τριμπουσόν βρίσκει την εύκαι ρία νά διηγηθή ένα καινούρ γιο... παραμύθι γιά τά κατορθώιματά του. — 5Εγώ, κύριε δούκα, λέει, αν μ’ άφηνες, θά τον εϋρισκα τον πιτσιρίκο. — Πώς θά τον εύρίσκες; άπορεΐ εκείνος. — Θά έπιανα όλους τούς καλογέρους. Θά τούς κλείδω να στο υπόγειο καί κατόπιν θά άρχιζα: τις έρευνες. — Θά τάβαζες με εξήντα καλογέρους; ρωτάει ό δούκας ξαφνιασμένος. Ό Τριμπουσόν χαμογελάει βαρυσήμαντα καί στρίβει τό μουστάκι του. -— Καί τί είναι εξήντα κα λόγεροι; Έγώ τά έβαλα κά ποτε στην Αφρική με εκατόν εξήντα καί τούς κατάφερα ό λους μιά χαρά! Δεν είναι τί ποτα! Άπόφασι θέλει τό πράγμα. Φτάνει νά τό λέει ή καρδιά σου! Ό δούκας, πού δεν ξέρει α κόμα με ποιόν... καλληκαρά έ χει νά' κάνη, τον κυττάζει με θαυμασμό. Ό ύπηρέτης λοι πόν τού Άνρύ Ντυβερνουά εί ναι μιά... προσωπικότης.
— Άθήλεια' λοιπόν; τον ρωτάει. — Αλήθεια. — Κι’ έχεις ταξιδέψει στην Αφρική; Ό Τριμπουσόν τού ρίχνει μιά ματιά σόν νά βλέπει αλο γόμυγα. — Μιά καί δυο φορές μο νάχα. Δεν έχεις ακούσει, δού κα, γιά τόν Τριμπουσόν τον όνομαστό κυνηγό ελεφάντων; — Τ°*ι· — Εγώ είμαι ό Τριμπουσόν! Νά σού πω ιστορίες πού νά σού σηκωθή ή τρίχα! Γιατί έγώ δεν είμαι μόνο κυνη γός, αλλά καί... γιατρός ελε φάντων. Καί νά ξέρης ότι οί ελέφαντες είναι τά πιο ευγνώμονα πλάσματα τού κόσμου. Νά σού πω μιά ιστορία πού μοΰ συνέβει με τούς έλέφαντα?; ; Ό δούκας κάτι άρχίζει νά μυρίζεται. Κουνάει λοιπόν τό κεφάλι καί περιμένει. — "Οταν ήμουνα λοιπόν στην Αφρική, αρχίζει ό Τριμπουσόν χωρίς νά κοκκινίζη καθόλου γιά τό ψέμμα πού ε τοιμάζεται νά πή, συνάντησα στη ζούγκλα έναν ελέφαντα πού κούτσαινε. Τόν λυπήθηκα καί δεν τόν σκότωσα. Περίερ γος όμως νά δω γιά ποιο λό γο κουτσαίνει, τόν παρακολού θησα κάμποσο καί τότε κατά λαβα ότι ένα μεγάλο αγκάθι είχε καρφωθή στο μπροστινό δεξιό πόδι καί τού προκαλούσε φριχτούς πόνους. Ή καρ διά μου σφίχτηκε. "Ας κάνω ένα καλό, λέω. Κάνε τό καλό καί ρίχτο στο γιαλό, λ&ει ή
26 Ο ΜΙΚΡΟΣ ««««««««««««««<«««««««««««««««««««««««««<<<<<;?<<<« παροιμία. Τον πιάνω λοιπόν και τον αναποδογυρίζω... — Αναποδογύρισες έναν ε λέφαντα; κάνει ξαφνιασμένος ό δούκας. "Εναν ελέφαντα πού ζυγίζει έκατό τόννους; — Ναί!, λέει ψύχραιμα ό Τρί'μπουσόν καί χαϊδεύει τήν ποντιικοουρά πού έχει για μου σι στο πηγούνι του. Τον ανα ποδογύρισα. Τον αναποδογυ ρίζω λοιπόν καί τού βγάζω τό αγκάθι από τό πόδι καί ύστε ρα άπό λίγο τον αφήνω έλεύθερο καί συνεχίζει ευχαριστη μένος τό δρόμο του. — Μωρέ είσαι φοβερός, Τριμπουσόν! — Είμαι καί φαίνουμαι!, αποκρίνεται μέ υπερηφάνεια καί άλλοιθωρίζει. Άλλα δεν τε λειώνει εδώ ή ιστορία. Πρέπει
ν’ άκούσης καί τη συνέχεια γιά νά καταλάβης πόσο ευγνώμονα είναι αυτά τά πα χύδερμα... καί νά φρίξης! "Υ στερα άπό κάμποσον καιρό λοιπόν ξαναγύρισα στη Γαλ λία —είχαν περάσει ένα - δυο χρόνια— κι3 ένα βράδυ πήγα· νω σ’ ένα τσίρκο όπου κάνα νε άνάμεσα στ’ άλλα νούμερα καί επιδείξεις γυμνασμένων ε λεφάντων. Έτυχε νά έχω χά σει... τριακόσιες χιλιάδες σκούδα τό προηγούμενο βρά δυ στο καζίνο καί τά ψιλά μου ήταν μετρημένα. Βγάζω λοι πόν ένα εισιτήριο τρίτης θέσεως καί μπαίνω στο τσίρκο. Κάθουιμαι στη θέσι μου καί παρακολουθώ τήν πα-ράστασ». "Οσπου βγαίνουν καμμιά φο ρά οί γυμνασμένοι ελέφαντες
40 Άνρυ σοολτάρβι ίτττάνν του σαν μια &γρια τίγρις...
ΙΠΠΟΤΗΣ 27 «««««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««««««<
Τά δυο παιδιά αέ χτυποκάρδι 6ι «σχίζουν
τον
θολωτά
διάδρομο
του πύργου...
και αρχίζουν τήνέπίδειξί τους, ζαφνικά, βλέπω έναν ελέφαν τα νά ξιεχωρίζη από τούς άλ λους, νά πληαιάζη στο μέρος πού καθόμουνα, ν απλώνει την προβοσκίδα του, νά την τυλίγη στη μέση μου, νά με σηκώνη από την τρίτη θέσι πού καθόμουνα και νά μέ... πη γαίνη στην πρώτη θέσι! Κα τάλαβες, κύριε δούκα, τί είχε συιμβή; Ό ελέφαντας αυτός ήταν εκείνος πού του είχα βγάλει τό αγκάθι από τό πό δι όταν τον συνάντησα στη ζούγκλα και δταν μέ είδε μέ αναγνώρισε. Θυμήθηκε τό κα λό πού του είχα κάνει καί εις ...ένδειξιν ευγνωμοσύνης μ3 έβ γάλε από τη φτηνή θέσι πού καθόμουνα καί μ5 έβαλε στην
άκριβώτερη. Αυτό θά πή ευ γνωμοσύνη ! Ό δούκας κυττάζει -μέ γουρ λωμένα ιμάτια τόν τερατολόγο κι3 έτοι,μάζεται νά του δώση μιά... γερή καρπαζιά γιά νά τόν συνεφέρη, αλλά δέν προ φταίνει. "Ενας νεαρός βοσκός, πού βόσκει σ5 αυτή την πλα γιά τά πρόβατά του, έχει ζυ γώσει κοντά τους. Βλέπει τόν καλοντυμένο ευπατρίδη καί τόν βαρελοειδή υπηρέτη νά κουβεντιάζουν καί νά παραμο νεύουν τό μοναστήρι, βλέπει καί τά δυο άλογά τους πιο πέ ρα δεμένα καί παραξενεύεται. — Νά κάποιος πού θά ·μπο ρέση νά ιμάς δώση καμμιά χρή σι μη πληροφορία, σκέπτεται ό δούκας. νΙσως κάτι έχει δή
2Β
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««<««««<, η κάτι έχει ακούσει. Καί δεν εχει άδικο. "Υστε ρα από λίγο έχουν γίνει φίλοι με τό παιδί. Πίνουν γάλα κι5 ό δούκας, τον πληρώνει ηγεμο νικά. Σιγά - σιγά, φέρνει την κουβέντα σ5 αυτό πού τούς εν διαφέρει. Ό βοσκός, πού.διανυκτερεύει λίγο πιο πάνω, τά εχει δη ολα. — Ναι, πραγματικά, έφε ραν εδώ μια κοπέλλά τή νύ χτα, τούς λέει. "Υστερα δμως την πήραν. "Ακουγα τις φωνές της. Άλλα φοβήθηκα, Αυτοί έβώ οί καλόγεροι είναι πολύ άγριοι. Κατόπι, είδα έναν καβαλλάρη πού προσπαθούσε νά φτάση εκείνον πού κρατού σε τό κορίτσι. Κάλπαζε σαν αστραπή. "Υστερα χάθηκαν στο σκοτάδι. —>Κατά πού τράβηξαν; ρω τάει μέ ενδιαφέρον ό δούκας. —-Ό δρόμος πού πήραν πή γαίνει προς τον πύργο του Σαβινύ, λέει ό βοσκός. Αλ λά δεν ξέρω- πάλι. Ό Σαίντ - Έτιέν πετάει έ να χρυσό νόμισμα στο βοσκό κι5 ύστερα γυρίζει στον Τριυπουσόν. — Εμπρός, ποώληκ.αρά μου!, τού λέει και σαλτάρει στ’ άλογό του. Θαρρώ πώς σήμερα θά κυνηγήσουμε ^μαζί ελέφαντες στο κάστρο τού κό~ ■μητος Σαβινύ. — Πα... Πα... Παναγίταα μου! κάνει ό Τριμπουσόν κα θώς . ξεκινούν. 5Εγώ μονάχα... στην Αφρική ξέρω νά κυνη γάω ελέφαντες. Τί δουλειά έ χω μέ τούς ελέφαντες... τής Γαλλίας;
ΤΟ ΤΡΕΛΑΟ ΠΗΔΗΜΑ '
ΤΑΝ φίλος μας ό μι κρός Άνρύ Ντυβερνουά ανοίγει τά μάτια έχει τήν αίσθησι πώς γυρίζει από ένα άσκημο όνειρο. Αι σθάνεσαι έναν δυνατό πόνο στο πίσω μέρος τού κρανίου και είναι ακόμα ζαλισμένος. «Πού βρίσκομαι;» αναρωτιέ ται. Κυττάζει γύρω του. "Ενα μισοσκόταδο επικρατεί εδώ μέσα. Είιναι ξαπλωμένος σέ ύ γρές πλάκες καί γύροο του ύ’ ψώνονται σκοτεινοί τοίχοι. Σι γά - σιγά αρχίζει νά θύματα.. Κάποιος τον χτύπησε μ’ ένα· βαρύ ρόπαλο στο κεφάλι τή στιγμή, πού μονομαχούσε μ5 έναν σωματοφύλακα στήν. αυ λή τού πύργου τού Σαβινύ. "Ενοιωσε ένα δυνατό πόνο καί, σάν μέσα σ’ ένα θολό σύννε φο, -θυμάται νά είδε τον άν θρωπο μέ τό πράσινο ράσο πού χαμογελούσε σατανικά κι5 ύστερα έχασε τις αισθή σεις του. Τώρα, ξέρει πώς βρέθηκε ε δώ. Ό νούς του πηγαίνει αμέ σως στήν μικρή πριγκήπισσα. Μιά καινούργια αγωνία τον τυ λίγει. — Ή Αουσιέν!, ψιθυρίζει. Τί απογίνε ή Αουσιέν; Σηκώνεται μέ δυσκολία καί στηρίζεται στον τοίχο γιά νά μην ξαναπέση. Βρίσκεται σί γουρα σ5 ένα από τά υπόγεια τού πύργου. Πόση ώρα δμως τάχα βρίσκεται εδώ; Κυττάζει ■πάλι γύρω του. Είναι σάν νά τον έχουν ρίξει σ’ ένα βαθύ
Ο
πηγάδι, Οί τοίχοι έΐνΰα χτι σμένοι μέ χοντρές τετράγωνες πελεκητές πέτρες πού στά ζουν υγρασία και μούχλα. Ψη λά υπάρχουν δυο μικρά κιγ·· κλιδόψραχτα παράθυρα, κάτι σαν στρογγυλοί φεγγίτες, τό ένα απέναντι από τό άλλο. 5Από τό ένα μπαίνει λιγοστό φως. Τό άλλο βρίσκεται στόν μεσότοιχο πού χωρίζει τή φυ λαϊκή τόυ μέ τό διπλανό υπόγείο. — Θεέ ιμου, λέει τό παιδί. Πώς θά μπορέσω νά βγω άπο εδώ μέσα; Μηχανικά φέρνει τό χέρι στη θέσι του ξίφους του. Μά τό σπαθί του δεν βρίσκεται πιά στη θέσι του. Τού τό πή ραν. "Οπως του πήραν καί τό πιστόλι του. Είναι στη διάθε α ι λοιπόν τώρα αυτού τού πε ρίφημου Σαβινύ, πού μισούσε τόσο πολύ τον πατέρα του. "Ενας Θεός μονάχα ’ ξέρει ποια τύχη τον περ«μένει. -αφνικά όμως σταματάει νά σκέπτεται. Κάτι ακούει καί ή καρδιά του αρχίζει νά χτυ πάει βιαστικά. Κάτι σάν ένας βαθύς στεναγμός άκούγετα . "Αθελα του καρφώνει 'τά μά τια στο ψηλό παράθυρο τού μεσότοιχου. Άπό έκεΐ έρχε ται ό στεναγμός. Τό παιδί νοιώθει ένα παράξενο αίσθημα χαράς καί λύπης μαζί. "Εχει .αναγνωρίσει αυτή τή φωνή. Εί ναι ή Λουσιέν πού αναστενά ζει. Ή Λουσιέν λοιπόν βρίσκε ται στο διπλανό μέρος τού υ πογείου. "Ενας τοίχος τούς χωρίζει καί όμως είναι σά νά βρίσκωνται χιλιάδες μιλιά
μοοκρυά ό ένας άπό τον άλλο. Ό τοίχος μέ τίς χονδρές πελε κητές πέτρες είναι αδιαπέρα στος. "Αχ, νά μπορούσε νά φτάση αυτόν τον στρογγυλό φεγγίτη μέ τά κάγκελα. Μά είναι τόσο ψηλά. •Παρ’ όλα αυτά δέν χάνει τίποτα ϋά δοκιμάση. Ό τοί χος έχει μερικές προεξοχές/ Τά δάχτυλά του γαντζώνονται σέ μιάν απ’ αυτές καί τό πόδι του πατάει σέ μιάν άλλη. Αρ χίζει νά σκαρφαλώνη Τά χέ ρια τόυ ματώνουν καί τά γό νατά του πονούν. Μά τό παιδί δέν λογαριάζει τίποτα. "Ανε βαίνει. Ή καρδιά του γεμίζει χαρά. "Ομως απότομα γλυστράει. Δέν τά κατάφερε. Δο κιμάζει απ’ την άρχή. "Υστε ρα άπό λίγο γλυστράει πάλι. "Ομως τήν τέταρτη φορά τό λαστιχένιο κορμί του, χρησι μοποιώντας καί τίς πιο ασή μαντες προεξοχές, καταφέρνει νά·συρθή σάν μιά σαύρα άπά νω στον υγρό τοίχο καί τά δά χτυ'λά του φτάνουν τά σιδερέ νια κάγκελα καί τυλίγονται σάν άρπάγες γύρω τους. Τώ ρα όλα τά άλλα είναι ένα παιχνιδάκι γιά τον Άνρύ. Μέ μιάν θαυμασία κίνησι έλξεως φτάνει τό παράθυρο καί κάθε ται στο μικρό πεζούλι του, Τό βλέμμα του, διαπεραστικό, βυ θίζεται στο σκοτεινό δωμάτιο. Ναί. Δέ γελάστηκε. Ή Λου σιέν είναι έκεΐ. — Λουσιέν!, φωνάζει όσο γίνεται πιο σιγά. Λουσιέν! Τό κορίτσι ξαφνιασμένο κυττάζει ψηλά. Τον βλέπει κι’
30 6 Μ ! & Ρ 5 2 ►»»»»»»»»>»»^>»>»>>>>»>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>>>>>>>>>>>>>>> ένα χαρούμενο ξεφωνητό γε μίζει τό σκοτάδι. — Άνρύ!, λέει μέ συγκίνησι. — Ναι. Έγώ εΐμαι Αουσιέν. Μή φοβάσαι. Γιατί σέ φέ ρανε εδώ; Ή Λουσιέν αναστενάζει. λ ^ Ό κόμης Σαβινύ θέλει νά μέ παντρέστη, λέει. Έγώ άρνήθηκα. Μά τώρα μου εί παν πώς, άν εξακολουθήσω νά επιμένω, θά βρουν έναν ^τρό πο νά μέ άναγκάσουν νά πώ τό ναι, Άνρύ! ’Άν δέν τον παντρευτώ, θά σέ στείλουν στά βασανιστήρια τής Βαστίλης. Μου τό είπαν καθα ρά. ’Άχ5 είμαι πολύ δυστυχι σμένη. — Δέν πιστεύω νά δέχτη κες ! —Ή,ρέπει νά δεχτώ, Άνρύ. Διαφορετικά, θά σέ στείλουν στο φρούριο πού είναι τό ίδιο σά νά σέ καταδικάσουν στον πιο φριχτό θάνατο. — Μή φοβάσαι γιά μένα!, τη μαλλώνει τό παιδί. Έχου με τό δίκηο καί ό Θεός δέν θά μάς άφήση άβοήθητους. Στυλώνει τ’ αυτιά του. Α κούει βήματα. Κάποιος ζυγώ νει στην πόρτα του. Μένει άσάλευτος. Τό μυαλό του δου λεύει βιαστικά. Μιά τρελλή ιδέα περνάει άπό τό νου του. "Ακούει τό κλειδί πού γυρίζει στην κλειδαριά και ή βαρειά πόρτα άνοίγει. Ένας ψηλός άντρας πού κρατάει έ ναν ορμαθό κλειδιά στο ^έρι περνάει τό κατώφλι. Κυτταζει
γύρω του. Ό ’Ανρύ κρατάει την αναπνοή του καί νοιώθει την καρδιά του νά χτυπάει δυ νατά. Ό ψηλός άνδρας προχω ρεΐ καί δείχνει σαστισμένος. Τώρα τον άναγνωρίζει. Είναι ό σωματοφύλακας πού μαζί μονομαχούσε στην αυλή. ;— Τί διάολο έγινε; τον α κούει νά γρυλλίζη. Φάντασμα ήτανε καί ξέφυγε άπό την κλει δαριά; Τό παιδί σφίγγει τά δόν τια. "Αφήνει τά δάχτυλά του νά γλυστρήσουν άπό τά κάγκελα καί, τινάζοντας τό λαστιχένιο κορμί του προς τά έξω, πέφτει απάνω στον σωματοφύλακα σάν μιά άγρια τίγρις πού πα ραιμανεύει κρεμασμένη σ’ ένα δέντρο. Ό άνθρωπος, ξαφνια σμένος, βγάζει μιά κραυγή καί δοκιμάζει νά φέρη τό χέρι στο σπαθί του. Μά δέν προ φταίνει. Τό ήρωϊκό παιδί είναι πιο σβέλτο. Ή σιδερένια γρο θιά του τινάζεται προς τά έμπρός καί προσγειώνεται σάν ένα βαρύ σφυρί στο σαγόνι του. Μιά καινούργια γροθιά κάνει τον σωιματοφύλακα νά κυλιστή μ’ ένα βραχνό βογγη τό στήν άλλη γωνιά τού υπο γείου. Τώρα ό Άνρύ είναι έλεύθε ρος νά κινηθή δπως θέλει. Τρέ χει κοντά του. Τού παίρνει τό σπαθί του καί σηκώνει τά κλει διά πού είναι πεσμένα στις υ γρές πλάκες. Με γοργές κινή σεις βγαίνει άπό τήν υπόγεια φυλακή του, τραβάει πίσω του τή βαρειά πόρτα καί τήν κλει-
ι
(\
η
ϋ
ί
Ν
ί
δώνει, φυλακίζοντας έτσι τον σωματοφύλακα. Στέκει στο διάδρομο καί κυΤτάζει γύρω του. Τίποτα δεν άκούγεται. Προχωρεί βιαστικά προς τή διπλανή πόρτα. Δοκιμάζει έ να, δύο, τρία, πέντε κλειδιά. Επιτέλους καταφέρνει καί την άνοιγει. — Λουσιέν!, ψιθυρίζει. "Ε λα μαζί μου! Τό κορίτσι δεν πιστεύει τά μάτια του. Τρέχει καί ρίχνε ται στην αγκαλιά του. — Θεέ μου! Είναι αλήθεια ή όνεΐ'ρεύουμαι; λέει. Πώς έ φτασες εδώ; —Δεν τελειώσαμε ακόμα, τής λέει τό παιδί. Πρέπει νά βγούμε πρώτα από τούτην την κόλασι. "Υστερα θά σου έξηγήσω. ΟΙ ΔΥΟ ΣΑΒΙΝΥ
Ρ I ΣΚΟΝΤΑ 1 σ’ ένα μακρύ διάδρομο, έναν στενόμακρο θολωτό δι άδρομο, πού στάζει υγρασία. Προχωρούν μέ προσοχή χω ρίς νά ξέρουν άν ακολουθούν τόν_ σωστό ή όχι δρόμο. -αφνικά όμως νοιώθουν ένα δυνατό ρίγος. Τά δυο παιδιά στέκουν άκίνητα. Κάπου έκεΐ κοντά άκούγονται βήματα καί ομιλίες. Πλάϊ τους άκριβώς υ πάρχει μιά πόρτα. Ό 5Ανρύ φουχτιάζει τό πόμολο καί τό γυρίζει. Ευτυχώς ή πόρτα δεν εΐναι κλειδωμένη. Τρυπώνουν στο σκοτεινό ά νοιγμα καί ξανακλείνουν. Τά βήματα πλησιάζουν. Δεν- στέ κουν όμως. Εΐναι τρεΐς άντρες
ϋ απ’ τό ^ προσωπικό τού πύρ γου πού περνούν κουβεντισά ζοντας. Τό παιδί αφήνει ν’ α πομακρυνθούν κάμποσο κύ έ τσι μάζεται ν5 άνοιξη πάλι τήν πόρτα. Μά απότομα σταμα τούν. * Από τό βάθος αυτού τού σκοτεινού υπογείου δωματίου, δπου βρίσκονται, άκούγεται ένα βογγητό. — Κάποιος άνθρωπος βρί σκεται εδώ μέσα, λέει ό ’Ανρύ. Πλησιάζει περισσότερο καί ανατριχιάζει ολόκληρος. "Ε νας άνθρωπος ίδιος σκελετός μέ ρουφηγμένα μάγουλα, ά^σπρα μακρυά γένια καί κούρε λιασμένα ρούχα, πού δείχνουν όμως ότι εΐναι φτειαγμένα α πό ακριβό ύφασμα καί ανή κουν σε ευγενή εΐναι ξαπλω μένος στο πάτωμα. — Θεέ μου!, ξεφωνίζει τό παιδί. Σκύβει πάνω άπό τό κε φάλι τουκαί τώρα νοιώθει μιά δυνατή παγωνιά νά τον τυλίγη. Στά χέρια καί στά πόδια τού δυστυχισμένου αυτού άνθροοπου εΐναι περασμένοι χαλ κάδες κι’ οί χαλκάδες συγκρα τούνται άπό χοντρές άλυσίδες πού εΐναι περασμένες σέ άλλες σιδερένιες θηλειές χτισμένες στο πάτωμα. Τό παιδί προσ παθεί νά τον άνασηκώση. — Ποιος εΐσθε, κύριε; τον ρωτάει. Ό άνθρωπος — σκελετός βγάζει ένα σιγανό βογγητό. — Ποιος εΐσθε; ξαναρωτάει ό μικρός ιππότης. Πέστε μου τί πρέπει νά κάνω γιά νά σάς βοηθήσω.
$2
0
Μ
ί
Κ
ί*
ΰ
ί
Ηα4ί{<ίϋ<44444«α4<ααΗ*4<4«α«4««4α4«4<<<<<««4<4«««α<α<α4Κ4«αακ<α “ Τίποτα δέ μπορείς νά κάνης ττιά για μένα, παιδί μου, Σέ μερικές στιγμές θά έχω πεθάνει- Τί ημερομηνία έχουμε σήμερα; — Είναι Νοέμβριος.· Τ ι. έτος; ■—"Έχουμε Νοέμβριο 1624. —"Ενα χρόνο και τέσσερις μήνες λοιπόν βρίσκομαι μέσα σ’ αυτό τον τάφο; Θεέ μου! — Μά πέστε μου, κύρ,ε ποιος εΐσθε; ρωτάει τό παιδί. — Είμαι ό κόμης ντέ Σαβίνυ, ό ιδιοκτήτης αυτού τού πύργου. Πριν δεκάξη μήνες έ νας κακούργος ανεψιός μου έ χοντας γιά συνεργάτες μερικά καθάρματα μ5 έρριξε σ’ αυτό τό υπόγειο όπου θά πέθαινα σέ λίγο... Έπωψελήθηκε μιας καταπληκτικής όμοιότητος πού έχουμε γιά νά μέ θανάτω ση καί σφετερίζεται τώρα τους τίτλους καί την περιου σία μου. Εμφανίζεται σ’ ολον τον κόσμο ως Άντρέ Σαβινύ, ενώ ό πραγματικός Σαβινύ εί ναι μπροστά σας σ’ αυτήν Γην αξιοθρήνητη κατάστασι. Ό Θεός θά τον τιμωρήση. Βρώμι κο νερό καί μουχλιασμένο ψω μί ήταν σ’ όλο αυτό τό διάστη μα ή τροφή μου. Καταλαβαί νω ότι έφτασε τό τέλος μου. Παρ’ όλα αυτά προσπα θούν νά τον βοηθήσουν. "Ο μως όλα αποδείχνονται μά ταια. Σέ λίγο ό πραγματικός κόμης Άντρέ Σαβίνύ είναι νε κρός. /
ί/
ΜΥΣΤΗΡΙβΑΗΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣIΣ
ΕΚΑ λεπτά άργότερα, βγαίνουν πάλι στο σκοτεινό διάδρομο. Ιό φοβερό μυστικό, πού.εντελώς τυχαία έμαθαν, τούς βαραίνε’. Ό Άνρύ Ντυβερνουά ξέρει τώ ρα τί έχει νά κάνη καί τώρα μπορεί νά έξηγήση πώς ό δο ξασμένος Μωρίς Ντυβερνουά, ό πατέρας του, συκοφαντήθηκε. / Αρχίζουν νά προχωρούν πάλι. Στο βάθος υπάρχει μιά πόρτα απ’ όπου μπαίνει τό φώς τής ημέρας.^ — Νομίζω πώς , είμαστε στον σωστό δρόμο ί, λέει, τό παιδί. ^ — Θεέ μου, βοήθησέ μας νά ξεφύγουμε απ’ αυτή τήν κό λασι!, αναστενάζει ή Αουσιέν. Ό ’Ανρύ τήν ανοίγει. Περ νούν τό κατώφλι καί βγαίνουν έξω. — Είμαστε ελεύθεροι!, ξε φωνίζει ή Αουσιέν. — ’Όχι ακόμα! ά κούγεται μιά βαρειά φωνή. Τό παιδί γυρίζει ξαφνικά. Μερικά μέτρα πιο εκεί τρείς σωματοφύλακες έχουν φανερω θή. Ό ένας απ’ αυτούς κρατάει ένα πιστόλι στο χέρι καί τούς σημαδεύει. — Φύγε, Αουσιέν! φω νάζει ό μικρός ιππότης. Καί, χωρίς νά λογαριάση τον κίνδυνο, ρίχνεται προς τό μέρος έκεινοΰ πού κρατάει το πιστόλι. Μιά βροντή άκούγειαι καί μιά σφαίρα περνάει
ΙΠΠΟΤΗ! ' 33 «<««««««««««««««««««««««««««<«««««««««<<<<<<<<<<<<<<<, πάνω απο το κεφάλι του παι διού. Την ϊδια στιγμή όμως τό χέρι πού τον σημαδεύει δέτ χεται μια σπαθιά. — "Αφησε τον μικρό σέ μέ να!, φωνάζει ό ένας. Έσυ πιά σε τό κορίτσι καί τράβατο μέ σα στον πύργο. — Είναι χαμένη !, σκέπτε ται ό μικρός ιππότης. Δεν θα μπορέση να τρέξη πολύ. Ένώ ξιφομαχεί ό νους του είναι σ’ εκείνην·. Καθώς γυρί ζει νά 6ή τή Αουσιέν, τό σπα θί φεύγει από τά χέρια του καί πετάγεται μακρυά. — Ετοιμάσου νά πεθάνης τώρα, πιτσιρίκο!, ουρλιάζει ό άλλος καί σηκώνει τό ξίφος. Τό παιδί κάνει μερικά βή ματα πίσω. 5 Αλλά βλέπει πώς όλα σέ λίγο θά έχουν τε λειώσει. Χωρίς τό σπαθί του, είναι στην απόλυτη διάθεσι τού σωματοφύλακα. "Ομως ξαφνικά κάτι γίνεται. 5Από τό βάθος του δάσους φαίνονται δυο καβαλλάρηδες. — Πίσω όλοι γιατί σάς έ κανα κιμά!, άκούγεται μιά α γριοφωνάρα. Τό παιδί έχει αναγνωρίσει τή φωνή του Τριρπουσόν. Ό σωματοφύλακας, ξεχνάει τον Άνρύ καί γυρίζει προς τό μέοος τής φωνής. Τότε ό μικρός ιππότης επιτίθεται κεραυνοβό λα. Μ’ ένα βήμα βρίσκεται κοντά του καί οί. γροθιές του κινούνται .μέ ταχύτητα. Ό σω υατοφύλακας γονατίζει καί πέφτει αναίσθητος στο χώρα. Ό Τριμπουσόν έχει ρίξει έ-^ ναν από τούς ανθρώπους τού ΤΕΛΟΣ
πυργου χάμω καί παίζει... πο δόσφαιρο. λ -— Νά για νά μάθης ποιος είναι ό Τριιμπουσόν!, φωνάζε’. Ό νεαρός Ντυβερνουά βλέ πει μερικά μέτρα πιο εκεί τον δούκα τού Σαίντ - Έτ.ιέν νά ξαπλώνη νεκρό μέ τό σπαθί του τον σωματοφύλακα πού κυνηγούσε τή* Αουσιέν. ;— Σάς ευχαριστώ, κύριε δούκα, λέει τόπαιδί. Σώσατε τη ζωή τής Αουσιέν καί τή δι κή μου. — Είμαστε ίσα κι5 ίσα, κύ ριε .Ντυβερνουά!, αποκρίνεται χαμογελώντας εκείνος: Τώ ρα καιρός νά γυρίσουμε στο παρίσι. όμως πριν βγή τό σκυ λολόϊ τού πύργου. Καί ξεκινούν αμέσως. "Υστερα από λίγο όμως σταματούν ξαφνιασμένοι από την αγριοφωνάρα τού Τριμπου σόν: — "Αλτ! "Ολος ό λόχος αλτ !, φωνάζει ό χοντρουπηρέτης καί κυττάζει γύρω του. — Τί συμβαίνει, Τριμπουσόν; ρωτάει ό δούκας. — Χριστούλη μου!, · Ό κ ύριος Ντυβερνουά δέν εί ναι πιά ραζί. μας! -Κυττάζουν παραξενεμένοι δεξιά καί αριστερά. Ή Αου σιέν γίνεται χλωμή. "Ενα χέ ρι φουχτιάζει τήν καρδιά τού βούκα. Πραγματικά τό παιδί δέν είναι πιά μαζί τους καί δέν φαίνεται πουθενά, Ό μικρός ’Ανρύ Ντυβερνουά έχει γίνει άφαντος.
ΤΟΥ ΠΕΜΠ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ Γραφεία:
ΒΙΒΛΙΑ
ΙΠΠΟΤΗΣ
ΗΡΩΙΚΩΝ
. ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
'Οδός Λέκκα 22 ❖ Άριθ. 5 ■Φ* Τιμή δραχ. 2
Οικονομικός Λ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Άριστείδου 174. Προϊστ. Τυπ.: Α. ΧατζηβασιΑείου, Αμαζόνων 25
Ιέ Αίγ@ ό «Μικρός "Ηρως» θά προσφέρη σ5 δλα τά Ελ ληνόπουλο ένα υπέροχο 5 ώ ρ ο, πού θά τά γέμιση χαρά!
Τό επόμενον τεύχος, το 6, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
τό εκπληκτικό παιδί μέ τό ανίκητο σπαθί καί την α τρόμητη καρδιά συνεχίζει τον αδυσώπητο πόλεμό του εναντίον των εγκληματικών εχθρών τής βασίλισσας καί τών ανθρώπων πού έστειλαν τον αθώο πατέρα του στο δήμιο! "Ενα τεύχος πού θά σάς κάνη νά δακρύσετε από ενθουσιασμό, συγκίνησι καί γέλιο!
ι ο
χρυσός ςχοαριος.
\αυτω
ταπρατ-\
ΨΤ7#Μ£ !ί7βΜε\1 ΓΡΗΓΟΡΑ ΛΤ/' ^ ΑΦΗΣΕ ΤΟΥΣ 9/ΥΒΡο ΠΩΥΣ ΜΑΣ ΑΒΑΤΑ- /
βηςαυραυςτου
ΣΠΟΡΑ/ΩΥ >
αα/υ/ςαυα τα πολοιηπ/
γ-Α
Γ £Μ ΤΑΞΕί! I ΑΣ &ΛΠ/ΣΟΥ 1 Μ£ ΟΠ ΒΒ !
Ο/ΥΤΒΡΠ | ΠΒΜΕ ΜΒ ι ΑΥΤΟΥ***.
·
Ί ΐ/ ιιΐΊ Μ : ; : ι· / τ
:;/////;
*
> ψΜξί ε/ΜΡ'ζηκ
ΑΛΛΑ ο 2ΟΥΛΟΥ ΜΕ ΤΟ/Υ ^ ΖΑ/ΥΤΑ &ΡΙΣΚΟΑΤΠ! ΚΟΛ/ΤΑ. ΤΟ ΟΕΥΠΛ/Ο ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΜΥΡΙ ΣΕΤ&! ΤΟΝ ΑΕΡΑ.
/ Οι β/ΛΟΐ ΣΑΣ
Σ/0ΥΓΑΝ ΠΑΠ \ΟΟΒΑΑΑΡ/7Λ/ ΤΑ* [ΑΣτγΐΥΟΑηβ.' ν
ΕΤΣΙ ήΕΧ; ΠΑΜΕ ΛΟ/Πβ/Υ */ 'ΣΜΕ/Σ ΠΑ/ΔΙΑ Γ/ΑΌ ΒΑΡΡΒ αη Ακου9 κι οαας τα αραταλ
Λια/ΥΤΑΡΤ..Α
.
Ο ΜΙΚΡΟΙ
'Μ >1
$ ■
'
|
|
5. !
Λ' ίι
ϊ^ρρ
3
Η ιι I11
(
1
ίν
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΙΠΠΟΤΗΣ;
Ι ΕΓΙΝΕ λοιπόν τό ηιρωϊκό παιδί, ό μικρός 'Ανρύ Ντυβερνουά; Οί τρεΐς καβαλλάρηδες πού κουν αυτή τή στιγμή στο μι κρό δάσος, κυττάζουν ό ένας τον άλλον ανήσυχοι. Δέ μπο ρούν νά δώσουν μιά εξήγηση. Δέκα λεπτά νωρίτερα, έξω άπό τον πύργο τού κόμητα Σαβινύ, άγωνιζόταν σαν λιον τάρι μαζί τους. ΚΓ ύστεοα άπ5 τή σκληρή μάχη πού δώ σανε μέ τους σωματοφύλακες, όταν ξεκίνησαν, ήταν πά λι μαζί τους καί τό πρόσω πό του άστραφτε άπό χαρά. Είχε πετύχε ι τό σκοπό του. Ή μικρή πριγκήπισσα Λοι> σιέν ήταν έλεύθερη μακρυά άΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
Τ
πό κάθε κίνδυνο (*). Καί, ενώ δλα πήγαιναν καλά καί κάλπαζαν προς τήν πλαγιά τού λόφου γιά νά μπουν στο μεγάλο δημόσιο δρόμο, πού θά τούς έφερνε στο Παρίσι, στέ ξαφνικά είδαν πώς ό 5Ανρύ δεν ήταν πιά μαζί τους... Γι5 αυτό κυττάζουν ό ένας τον άλλον ανήσυχα τώρα καί δεν ξέρουν τί πρέπει νά κά νουν. Ό δούκας τού Σαίντ Έτιέν έχει ζαρώσει τά φρύδια. Ή Λουσιέν έχει χλωμιάσει κι* είναι έτοιμη νά ξεσπάση σέ λυγμούς. Καί ό Τριμπουσόν... ξύνει κατά τή συνήθειά του ττι μύτη του γιά νά κατεβάση ιδέες... — Αυτό είναι μυστήριο!, (*) Διάβασε^ τό προηγούμενο τεύχος «'Ό Πύργος τού Μυστη ρίου».
4
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
►»>»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»» λέει και κάνει τό σταυρό του. Λέτε ν’ άνοιξε ή γης και νά τον κατάπιε; — Μή λες κουταμάρες, Τριιμπουσον!, τον κόβει ό δούκας. Κάτι άλλο πρέπει νά συμβοάνη... — Τί άλλο; ρωτάει και άλλοιθωρίζει ό βαρελοειδής υπηρέτης. — Χμ! Δεν ξέρω! Πάν τως κάτι σοβαρό. — "Ωχ ! Χρίστο όλη -μου!, αναστενάζει ό Τριμπουσόν. Πάλι λαχτάρες θάχουμε. Βά λε τό χέρι σου, Παναγίτσα μου, νά τον ξαναβροΟμε, για τί δεν αντέχω ιτιά...στο ξύλο! — Πρέπει νά γυρίσουμε πάλι προς τό μέρος του πύρ γου, λέει ιμέ σπαραγμό ή Λουσιέν. —"Ωχ! Ή καρδούλα μου! αναστενάζει πάλι ό Τριμποο· σόν. Καλά τό κατάλαβα ε γώ! Τό είδα πάλι τό άτιμο το όνειρο. "Ημουνα λέει μέσα σ’ ένα τσαγκαράδικο καί τό το αγκ αράδ ικ ο αυτό στη ρ ιζότανε απάνω σέ μιά καρφίτσα καί ή καρφίτσα άπάνω σ’ έ να καρύδι κι’ εγώ έκανα... γαργάρα μέ ξυλόπροκες! "Ενα τέτοιο όνειρο είχα δή καί πριν εφτά χρόνια, όταν ήμουνα στίς Ινδίες, καί τό όνειρο ξεδιάλυνε όταν... μ* έ φαγε ένας κροκόδειλος! "Α νοιξε τή στοματάρα του καί μέ κατάπιε...σοα/ ψίχουλο! — Σ’ έφαγε κροκόδειλος; ρωτάει τρομαγμένο τό κορί
τσι πού γιά μιά στιγμή ξε χνιέται. Σ’ έφαγε κροκόδεί'λος; Καί πώς είσαι ζωντανός τώρα; Ό Τριμπουσόν στρίβει τό μουστάκι του καί χαμογελάει μυστηριωδώς. — Αυτά είναι τα μυστικά ...τής υπηρεσίας!, λέει. — "Αφησε τά παραμύθια, Τρ ι μπουσόν!, τον σταματάει ό δούκας. Κρυφτήτε μέσα στά δέντρα καί άπομακρυνθήτε άπό τό μονοπάτι... Ακούω άλογα νά κατηφορίζουν προς τα εοω. Κρύβονται πίσω άπό μιά συστάδα δέντρων καί περιμέ νουν. Πραγματικά, υοτερα ά πό λίγο, φαίνονται έφτά σω ματοφύλακες πού καλπάζουν προς τήν πλαγιά. Περνούν ά πό μπροστά τους χωρίς νά τούς δουν καί χάνονται προς τό μέρος του δημόσιου δρό μου πού φέρνει"προς τό Πα ρίσι. — Αυτοί ξεκίνησαν άπό τον πύργο γιά μάς, λέει ό δούκας. Μά θαρρώ πώς ό κό πος τους πάει χαμένος... Ού τε τούς πέρασε άπό τό νου πώς μπορεί νά βρισκόμαστε τόσο κοντά ακόμα. Τώρα ό μως είναι καιρός νά δούμε τί πρέπει νά κάνουμε γιά τον μικρό φίλο μας τον Ντυβερνουά. Αυτή ή ξαφνική έξσφάνισί του δέ μ’ αρέσει καθό λου. "Ισως βρίσκεται σέ κίν δυνο. ..
3 π η β ΐ η ι ... § <««««««««««<«««««««««««««««<«««««««««««««««««<«
ξαναγυρίζει μόνος στον πύρ γο. Ο ΗΡΩ-Ι-ΚΟ παιδί, — ’Άν τούς αποκάλυπτα πραγματικά, βρίσκεται σε κίνδυνο. Ό Άνρύ ξα- τό σχέδιό μου, λέει μονολο γώντας, θά ήθελαν νά μ* έμ ναγυρίζει μόνος στον πύργο, ποδίσουν καί δεν θά μ“ άφη γιατί θέλει νά ξεκαθαρίση τους λογαριασμούς του μέ ναν νά κάνω αυτό πού σκέ πτομαι. /Αλλά εγώ, θέλω νά τον ψευτάκο μη, Σ αιβινύ, πού συναντηθώ μέ τον Σαοινύ, είναι ένας από εκείνους πού μια που μού δίνεται ή ευκαι ψευδομαρτύρησαν εις βάρος ρία. Ευτυχώς ή Λουσιέν βρί του αγαπημένου του πατέρα, σκεται τώρα ασφαλισμένη σέ τού δοξασμένου Μωρίς Ντυβερνουά, πού, κυνηγημένος α καλά χέρια καί ύστερα άπό δυο ώρες θά έχη φτάσει στο πό τον Ρισελιέ, έπειδή ήταν Παιρίσι... αφοσιωμένος φίλος τής Βσ Βγαίνει από τό δάσος καί σίλισσας τής Γαλλίας, κατα ακολουθώντας αντίθετη κατεύ δικάστηκε σέ θάνατο ώς αρ θυνσι άπ5 αυτήν πού ακολου χηγός μ·ΐάς ανύπαρκτης συνω θούν οι φίλο-ι του, πλησιάζει μοσίας εναντίον τού Λουδοβί προς την δυτική πλευρά τού κου τού 13ου. "Ολοι έκεΐνοι πύργου. "Έχει έπισημσνει α πού συκοφάντησαν τον πατέ πό νωρίς ένα σημείο τού μι ρα τού Άνρύ είναι σημειωμέ α ©γκρεμισμένου τείχους καί νοι σ’ ένα χαρτί. Και το χαρ από έκεΐ λογαριάζει νά μπή. τί αυτό, πού πήρε 6 Άνρύ Αυτή τή φορά δεν θά ζυγώση από τα χέρια τού πανδοχέα καβόλου στη μεγάλη εξώπορ τού «Π ράσ ινου Β έλους>> Β ■ λτα. Άπό τό μέρος άλλωστε λάρ, είναι τώρα στην τσέπη πού βρίσκεται τώρα, βλέπει του. Τό άνομα του Σαβινυ στην κεντρική είσοδο τού πυρ ^ιγουράρει ανάμεσα στ5 άλ γου συγκεντ ρ ω μ έν ου ς πολ λα και τό ήρωϊκό παιδί θέλει λούς υπηρέτες νά κουβεντιά τώρα νά κουβεντιάση μαζί ζουν μεγαλόφωνα καί .νά προ του. σπαθούν νά βοηθήσουν νους "Υστερα λοιπόν αϊτό τη πληγωμένους — άπό τή συμ μάχη πού δόθηκε έξω από τον πλοκή πού π,ροηγήθηκε — πύργο κι3 αφού συνώόευσε σωματοφύλακες. τούς φίλους του, την Λουσιέν. Αφήνει λίγο πιο κάτω τό ταν δούκα τού Σ-αΐντ Έτιέν άλογό του, γεμίζει τά δυό πι καί τον Τριμποοσόν ώς τό δά στόλια του, δοκιμάζει τό επτά σος, βέβαιος τώρα δτι δεν δ<ιθί του καί προχωρε7 μέ προ έτρεχαν κανένα κίνδυνο, ξεμά φυλάξεις. Ρίχνει ματιές γύρω κρυνε κι* έμεινε πίσω χοορίς του. Δέν τον έχε; δ ή κανείς. νά τό κοπτοίλάβουν κα' τώρα — Καί τώρα οΐ δυό μας, ΠΑΝΩ ΧΤΑ ΤΕΙΧΗ
Τ
6 0 Μ I I Μ 1 <««««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««««««
κύριε ψευτοικόμη !, λέει. Και, αρχίζει νά σκαρψαλώνη στο τείχος. Ή δουλειά αυ τή είναι για τό γυμνασμένο κορμί του παιδιού ένα παιχνι·· δάκι. "Υστερα από λιγ;χ λε πτά, πατάει σέ μιά μισογκρε μ καμένη πολεμίστρα. Άττό έ δώ σαλτάρει σ5 ένα μικρό πλάτωμα, ανεβαίνει μερικά σκαλιά καί βρίσκεται στην πρώτη ταράτσα του πύργου., Σέρνεται με την κοιλιά στις πλάκες, δρασκελίζει ένα χα μηλό πεζούλι, ανεβαίνει μια ορθή πέτρινη σκάλα καί βγαί νει στήν τελευταία ταράτσα. "Εχει αρχίσει νά νυχτώνη πιά. Οι πρώτες σκιές σκεπά
ζουν τά υψηλά τείχη. Ό ή λιος σιγά - σιγά χάνεται πί σω από τά άντνκρυνά βουνά. Σέ λίγο θά βγουν τ’ άστέρια. Τό παιδί κυττάζει γύρω ταυ κι’ ένα χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπό του. "Έχει δη μιά καυινάδα. — Δέ λογάριασα άσκημα, λέει. 5Από έικεΐ θά κάνω την έπίσκεψί μου... Μά ξαφνικά παύει νά χαμογελάη καί τά μάτια του στενεύουν καί καρφώνονται στήν απέναντι γωνία. "Ενας σωματοφύλακας έρχεται προς τό μέρος του. Τό παιδί κρύ βεται πίσω από ένα πεζούλι. —"Ε! Ποιος είναι εκεί πού
Τό ττρόσωττο ττού θά δεχθη αυτό τό δώοο, τγτϊκ, είναι καταδικασμένος σέ σίτσυοο
λέει
ό έτπσκέ-
θάναΤΦ.
ι η η ό τ η ι ? ►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»’»»»»'»»>>
σαλεύει; φωνάζει ό σωματο φύλακας. Ό Άνρυ δέ μιλάει. Φέρνει μονάχα τό χέρι στη λαβή του ξίφους του. Ό άλλος όμως, πού είναι φρουρός σ’ αυτή τήν τελευταία ταράτσα του πύργου, είναι σίγουρος πώς κάτι ύποπτο συμβαίνει και πλησιάζει. Τώρα κρατάει γυ μνό τό ξίφος του. Ζυγώνει τό χαμηλό ^ πεζούλι καί βλέπει τον μικρό. — Χό! Χό!, γελάει καί τό γέλιο του μοιάζει οά βροντή. Καλά τό μυρίστηκα. "Εβγα άπό τήν κρυψώνα σου πιτσιρ ιρίκο, πριν κουνήσω τό χέρι μου καί σου χωρίσω στα δυο τό κεφάλι..; Ό μικρός Ντυβερναυά ό
μως δεν έχει καμμιά διάθεσι νά παραδοθή. Τινάζεται ορ θός καί με μιά σβέλτη κίνησι τραβάει τό σπαθί του. Ό σω ματοφύλακας ξαφνιασμένος, γιατί δεν περιμένει πώς εΐναι δυνατό νά τού άντισταθή αυ τό τό αγόρι, πού δεν φαίνεται παραπάνω άπό δεκάξη χρό νων,^ σφίγγει τά δόντια καί σηκώνει τό δικό του. — "Οχι κουταμάρες, μι κρέ!, γρυλλίζει. Σε μένα δεν περνάνε έξυπνάδες... Μά τό παιδί είναι έτοιμο κιόλας καί Αποκρούει τό χτύ πημα. Ή λεπίδα του σπα θιού τού σωματοφύλακα γλυστράει στή λεπίδα τού σπα θιού τού Άνρυ καί τρυπάει τον αέρα. Τήν Αμέσως έπό-
« Ο ΜΙΚΡΟΣ «««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ο** μενη στιγμή ό μικρός ιππότης σαλτάρει πλάγια και πατών τας στη ράχη του ύψηλοΰ τεί χους αποκρούει μια δεύτερη ορμητική έπίθεσι. — Ό διάβολος να μέ πάρη!, γκρινιάζει ό άντρας. Θαρρώ πώς είσαι μάστορας στο σπαθί, · άλλα έμενα μέ λένε Μπαλσιέ και δλο τό Πα ρίσι ξέρει πώς είμαι σβέλ τος και χτυπάω ίσια στήν καρδιά. Λοιπόν μήν κάνης α στεία ! —Και ποιος σάς είπε πώς άστειεύοσμαι, κύριε; λέει τό παιδί. Φυλαχτήτε γιατί καί τό άικό μου μπράτσο λένε πώς είναι γοργό καί χτυπάει σίγουρα... Τώρα ό σωματοφύλακας σαλτάρει κι5 αυτός στη ράχη τού τείχους κι5 οι δυο άντίπαλοιι άρχίζουν νά χτυπιούν ται μέ λύσσα. Πάνω σ’ αυτό το στενό πεζούλι, τριάντα μέ τρα καί περισσότερο πάνω ά-' πό τή γη, κάθε παραπάτημα σημαίνει θάνατο. Μια αδέξια κίνησι κι3 έκεΐνος πού θά τήν κάνη είναι καταδικασμένος νά γκρεμιστή από αύτό τό ύψος στή βάσι τής εξωτερικής πλευράς του πύργου καί νά χάση χωρίς αμφιβολία τή ζωή του. Τό παιδί προσέχει. Αλ λά τό ίδιο προσέχει κι* ό άλ λος. Κι* οι δυο, καθώς δια σταυρώνουν τά σπαθιά τους, κινδυνεύουν κάθε τόσο νά γκρεμιστούν. Ό Ντυβερνουά καταλαβαίνει πώς αυτός ό Μπαλσιέ ξέρει νά χτυπάη καί
νά φυλάγεται. Είναι ορμητι κός σαν ένα άγριεμένο ποτά μι, μά έχει τή δύναμι από τή μια στιγμή στήν άλλη νά συγ κρατιέται καί ν’ άποκρουη προστατεύοντας τό στήθος του. Τό παιδί αναγκάζεται νά όττισθοχωρή ολοένα καί πε ρισσότερο, ζητώντας νά βρή τήν ευκαιρία νά καταφέρη έ να άποτελεσματικό χτύπημα. Μά^ή ευκαιρία αυτή άργεΐ νά δοθή καί ό μικρός ιππότης έ χει^ φτάσει κιόλας στήν άκρη του τείχους καί δέν υπάρχει πια καμμιά δυνατότητα νά κινηθή προς τά πίσω. Κόμποι παγωμένου ίδρωτα κατρακυ λούν άπ’ τό μέτωπό του καί νοιώθει ένα σφίξιμο στήν καρ διά, ενώ τό πρόσωπο του αν τιπάλου έχει πάρει μια έκφρασι άγριας χαράς. —- Ετοιμάσου τώρα, πι τσιρίκο, νά πεθάνης !, φωνά ζει ο σωματοφύλακας άγρια. Δέν υπάρχει πια τρόπος νά μαΰ^ ξεφύγης! Έκτος άν προ τιμάς νά πέαης άπό τώρα στή Υή··· Καί, καθώς μιλάει,, κάνει ένα βήμα καί τινάζει τό σπα θί του σημαδεύοντας τήν καρ διά τού ’Ανρύ. Τό παιδί μέ μ>ιά σβέλτη κίινησι φέρνει τό ξίφος του μπροστά σαν άσπίδα κι’ οί δυο ατσάλινες λεπί δες, καθώς ανταμώνονται στον άέρα, βγάζουν χρυσά φι ές σπίθες. Ό σωματοφύλα κας βλαστημάει. Κάνει δυο βήματα προς τά πίσω καί, υστέρα, δίνοντας ένα καινούρ-
ΙΠΠΟΤΗΣ 9 ►»»» »»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»5>»»»»»»»»»»»»»»
γιο σάλτο ττρός τά εμπρός μέ προτεταμένο σαν ακόντιο τό ξίφος του, επιτίθεται σαν σίφουνας. Ό μικρός Ντυβερνουά βλέπει αυτή τή στιγμή τό θάνατο νά έρχεται απάνω ίου. "Ομως τό τελευταίο δευ τερόλεπτο κάνει μιά απελπι σμένη κίνησι. Γέρνει πλάγια, ρίχνοντας όλθ' τό βάρος του κορμιού του προς την εσωτε ρική πλευρά του τείχους, καί, καθώς εκείνος πού έχει όρμησει εναντίον του δεν βρί σκει πια καμμιά άντίοπασι, παρασυρμένος άπό τήν κεκτημένη ταχύτητά του, φτάνει στήν άκρη τής πολεμίστρας καί δεν μπορεί νά συγκρατηθή πουθενά. Μισό δευτερόλε πτο αργότερα, βρίσκεται στο κενό καί πέφτει άπό τό με γάλο αυτό ύψος οπό έδαφος, αφήνοντας ένα τρομαγμένο ουρλιαχτό. Τό παιδί κλείνει τά μάτια γιά νά μή δη καί βουλώνει Τ* αυτιά του. Είναι πραγματικά τραγικός αυτός ό θάνατος. "Υστερα άπό λίγο όμως, συ νέρχεται καί, περνώντας μέ προσοχή τή ράχη του τείχους, φτάνει πάλι στήν ταράτσα. Πηδάει, ρίχνει γοργές ματιές γύρω του καί γλυσπράει τιρός τό μέρος μιας πέτρινης κα πνοδόχου. Σκαρφαλώνει στήν κορυφή της κί’ ύστερα αφήνει τό. κορμί* του νά κοεμαστή στο εσωτερικό της. Λογαριά ζει πώς ή καπνοδόχος αυτή έρχεται άπό κάποιο τζάκι του πύργου κΓ αρχίζει νά κστε-
βαίνη, χρησιμοποιώντας τά μικρά σιδερένια σκαλοπάτια πού υπάρχουν στο εσωτερικό της για τούς καπνοδοχοκαθα ριστές. ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΜΕ ΤΑ ΦΙΔΙΑ
ΤΟ μεταξύ, στο εσωτε ρικό του πύργου έχουν γίνει πολλά καί διάφο ρα πράγματα. Πρώτα - πρώ τα ό ψευτοκόμης Σαβινύ — ό αναγνώστης θυμάται πώς ό αληθινός κόμης πέθανε φυ λακισμένος στα υπόγεια τού μεγάλου αυτού κάστρου (*) —είναι έξω φρένων. Ό υπη ρέτης πού έρχεται νά τού άναγγείλη πώς ή μικρή πριγκήπισσα Λουσιέν καί ό νεα ρός 'Ανρύ Ντυβερνουά κατάφεραν νά ξεφόγσυν, δέχεται κατακέφαλα ένα βαρύ ανθο δοχείο καί βγαίνει παραπα τώντας στο διάδρομο. *Ένας άλλος υπηρέτης, πού .τρέχει νά βοηθήση τον πρώτο, γονα τίζει καί χάνει τις αισθήσεις του άπό ένα χτύπημα πού δέ χεται με μια βαρειά καρέκλα στο στήθος. — "Έξω όλοι!, ουρλιάζει βγάζοντας άφρούς άπό τό στόμα του ό κόμης. ΕΤσαστε όλοι ανίκανοι καί δειλοί. "Ε ξω, καθάρματα! Αφήσατε νά σκοτώσουν τά δυο σκυλιά μου, ένώ έπρεπε νά πεθάνετε όλοι γιά νά τά υπερασπίσε τε, καί σάς συγχώρησα. Τώ (*) Διάβασε τό τεύχος Πύργος του Μυστηρίου».
«Ό
10
©ΜΙΚΡΟΣ
«««««««««<«««««««<«««««««««««««««««««««««««««< ρα όμως το πράγμα παράγινε! Φεύγουν από τά χέρια σας οί δυο αιχμάλωτοι καί ερχόσαστε ωραία - ωραία νά μου τό αναγγείλετε σαν νά μή συμβαίνει τίποτα. Δεν ξέ ρω τί μέ κρατάει καί δεν τρα βάω τό σπαθί μου νά σάς κομματιάσω, δειλοί! "Εξω, αχρείοι! Τώρα άπακαμωμένος πέτ ψτει σ' ένα κάθισμα καί ξεφυσάει. Ύστερα σηκώνεται πάλι, άνοιγακλείνει τά δάχτυ λα των χεριών του, παραμι λάει σάν τρελλός, πηγαινοέρ χεται άπό τη μια άκρη τής κάμαρης στην άλλη καί άφρι ζε»· , — Πρέπει νά τούς πιάσου^ με πάλι!, γρυλλίζει. "Αν ξε-
φύγουνε, δλα άνατρέπονται! Χτυπάει ένα μπρούτζινο τάσι πού βρίσκεται στον τοί χο. ^ Ό ήχος του, ήχος βα ρείας καμπάνας, σκορπίζεται σ’ ολάκερο τον πύργο καί σέ λίγο^ άνοιγει ή πόρτα καί μπαίνει ένας γεροδεμένος σω ματοφύλακας. — Πάρε όσους άντρες έ χεις διαθέσιμους!, διατάζει. Πάρε όσους μπορείς καί κυ νήγησε τούς δυο δραπέτες. Τό κορίτσι καί τό παιδί. Τούς θέλω ζωντανούς ή πεθαμέ νους! Δεν πρέπει νά φτάσουνε στο Παρίσι. Καταλαβαί νεις; Τσακιστήτε νά τούς προλάβετε. Ό σωματοφύλακας φεύγει καί ό ψευτοκόμης πέφτει πότ-
Πίσω ολο-ς ό κόσμος γιατί Θά φάμε τά μουστάκια μας
τ οανλ ισξ 6 Τ© ι Ηττονσσν.
!
ΙΠΠΟΤΗΣ 11 «««««««««««««««««««««««««««««««««««««<««««<«««
'Η θλιβερή συνοδεία μέ τον μελό Θάνατο Βούκα του Σαίντ - Έτιέν κατευθυνεται στην -π-λατεϊα της Γρέβης.
λι σ’ ένα κάθισμα. "Αν δεν ξαναφέρουν τά κορίτσι εδώ, τό σχέδιό του ναυαγεί. Καί ολα ήταν έτοιμα! Ό γάμος θά γινόταν έστω καί μέ τη β»α κι<* αυτός θά διαχειριζό τανε από έδώ κι* εμπρός την τεράστια περιουσία τής μι κρής πριγκή πίσσας, χωρίς κανείς νά μπορή νά τον έμπα· δίση. Κι5 άργότερα ξέρει τί θά κάνη... — Ένα τυχαίο δήθεν δυ στύχημα καί μένω... χήρος!, λέει καί χαμογελάει σατανι κά. "Ύστερα όλο τό χρυσάφι και τά χτήματα τής Λουσιέν θά είναι δικά μου. Καί δν σ’ αυτό τό μεταξύ ή "Αννα ή Αυστριακή πεθάνη, δπως λο
γαριάζει ό φίλος μου ό Ροσεφόρ, τότε όλα θά πάνε καλά. Καί αυτός ό ηλίθιος ό βασιληάς Λουδοβίκος θά γίνη τυ φλό όργανο των σχεδίων μου, άφου εγώ θά είμαι στά μέσα καί στά έξω του παλατιού ως ...απαρηγόρητος σύζυγος τής πριγκή πίσσας, - πού θ’ ανα παύεται τόσο νέα στάς αιω νίους μονάς!... Φτάνει μονά χα νά την ξαναφέρουν πίσω ζωντανή ή πεθαμένη. Γιατί καί πεθαμένη μπορώ νά την παντρευτώ κι3 υστέρα λέω ότι ό θάνατός της έπήλθε λίγες ώρες μετά άπό τό γάμο! Χτυπάει πάλι δυο φορές τό μπρσύτζινο τάσι. Τώρα είναι κάπως πιο ήρεμος. Μπαίνει
12 Ο Μ I Κ Ρ Ο 1 #<«<««<«««<««««<«««««««««<«««««<«««<«<«««<«<«««««<««
ένας γέρος υπηρέτης. Κάνει μιά βαθειά ύπόκλισι και πε ριμένει. — 7Ηρθε ό άνθρωπος που περί.μένα; ρωτάει. — Μάλιστα, κύριε. "Εχει φέρει μαζί του καί τό μικρό ξύλινο κιβώτιο. — Πές του νά περάση. "Υστερα από μερικά λε πτά, ξανανοίγει ή πόρτα καί ό υπηρέτης ξαναγνρίζει συνο δεύοντας έναν ψηλό άντρα, τυλιγμένο σέ μιά μαύρη μπέρ τα. Φοράει πλατύγυρο κ απέλ λα καί τό πρόσωπό του είναι ωχρό σάν τό πρόσωπο ενός νεκρού. Τά μάτια του λάμ πουν παράξενα. Ό ψευτοικόμης μέ μιά κίνησι τού χεριού του διώχνει τον υπηρέτη. "Υ στερος δείχνει στον επισκέ πτη ένα κάθισμα. Εκείνος κάθεται καί, καθώς άνοίγει τη μπέρτα του, φαίνεται ένα ξύ λινο ^κουτί, στο μέγεθος μιας μικρής βαλίτσας. — Έδώ μέσα είναι αυτά πού μου ζητήσατε, κύριε κό μη, λέει καί άκουμπάει τό κουτί απάνω στο τραπέζι. Ό ψευτοκόμης χαμογελάει. — Είσαι βέβαιος, ρωτάει, πώς θά κάνουν τη δουλειά τους; — Σάς δίνω έγγύησι μέ τό κεφάλι μου, κύριε. Ό Σάρλ Καντέλ είναι γνωστό πώς κάνει πάντα παστρικές δουλειές. Τό πρόσωπο πού θά δεχθή αυτό τό δώρο είναι κα ταδικασμένο σέ σίγουρο θά νατο...
Τά μάτια τού ψευτοκόμη αστράφτουν από ικανοποίησε —Θέλω νά δω τό εμπόρευ μα πού ,μού πουλάς!, λέει. ΚΓ άν τά πράγματα) πάνε κατ’ ευχήν, όπως ελπίζω, δε θά ξεχάσω την υπηρεσία πού προσέφερες στη Γαλλία... Ό άνθρωπος μέ τη μαύρη μπέρτα κάνει μιά ελαφρά ύπόκλισι καί ξεκλειδώνει τό κουτί, Ό Σαβινύ .ρίχνει μιά ματιά στο περιεχόμενό του καί, παρ’ όλο πού είναι προ ετοιμασμένος για εκείνο πον θά δή, δεν μπορεί νά συγκρά τηση μιά κίνησι φρίκης. Δυο μικρά πράσινα φίδια είναι κουλουριαισμένα μέσα οπό κι βώτιο καί κινούνται ελαφρά άνασ ηκώνοντ ας τά κ ε·φ άλ ι α τους. —Αυτά λέγονται ί ο χ ό α, λέει ό άνθρωπος >μέ τη μπέρ τα. Είναι άπ5 τά πιο φαρμα κερά φίδια πού έχω στο ερ γαστήριό μο^ν Οι πρόγονοί τους έχουν μεταφερθή από μακρυνούς τόπους στη Γαλλία... ΚV επειδή ό ψευτοκόμης δείχνει φοβισμένος καί άτομαχρύνεται άπ* τό κουτί, ό άλλος χαμογελάει. — Μη φοβάστε, τού λέει. Τά φίδια αυτά προς τό πα ρόν είναι ακίνδυνα. Είναι υ πνωτισμένα κι5 έχω άφαιρέσει τό δηλητήριο πού υπάρχει κάτω από τά δυο μπροστινά τους δόντια. Σέ εφτά μέρες όμως θά είναι πάλι φορτω-μένα φαρμάκι καί θάχουν άπ*-
ΙΠΠΟΤΗΣ
13
<«««««««««««««««<««««««<«<«««««««««««««««««««««< κτήσει όλες τις δυνάμεις τους. Θά έπανέλθουν στη φυ σιολογική τους κατάστασι καί θά μπο,ροϋν νά χρησιμοποιηθούν. Φτάνει νά τοποθετήοετε κοντά τους ένα μικρό κλαδί ευκαλύπτου. Τό άρω μα των φύλλων του δέντρου αυτού θά τά ζωντανέψη καί θά τούς άνοιξη... την ορεξι! Καταλάβατε; Ό ψευτοκόμης μένει· γ'ιά λίγο αμίλητος. Φαίνεται- σάν κ άτ ι νά λαγ α ρ ι άζη. —Ναι. Σύμφωνοι, λέει. "Υ στερα από μιά βδομάδα εί ναι ή δοξολογία καί ή παρέλασις. Τότε θά μάς χρεια στούν. Καλά τά υπολόγισες. Ό Καντέλ κλείνει καί κλει δώνει τό κουτί καί παραδίνει τό κλειδί στον κόμητα. Εκείνος τό παίρνει καί βγάζει άπό τον κόρφο του ενα μικρό πουγγί. Τό πετάει απάνω στο τραπέζι. Ό μεταλλικός ήχος των νομισμάτων γεμίζει ευ· χσρίστησι τον επισκέπτη. Ό κόμης τον κυττάζει λοξά. — Πάρε αυτά τά χρήμα τα, Καντέλ, του λέει. Καί τσι μουδιά σε κανέναν. Πιθανόν, υστέρα από μερικές μέρες, νά μάθης νέα γιά τά φίδια σου. Μά δεν πρέπει ν’ άνοιξης τό στόμα σου. Είμαστε σύμφω νοι; ■— "Οσο γι’ αυτό ό κύριος κόμης νά είναι ήσυχος. Δεν μου πέφτει λόγος νά μπερ δευτώ σέ ξένες υποθέσεις. Τά σέβη μου, κύριε κόμη. Χαίρε τε καί ό Θεός μαζί σας...
Κάνει μιά βαθειά υπόκλιση παίρνει τά χρήματα κι5 ετοι μάζεται νά φύγη. — Μιά στιγμή, κύριε Καν τέλ, του λέει ό κόμης. Επι στρέφεις στο Παρίσι; — Μάλιστα, κύριε. — Τότε θά Θελήσης ίσως νά μου προσψέρης μιά μικρή έ κδ ούλ ε υσ ι ά κ όμ η; — Ευχαρίστως... Ό ψευτοκόμης κάθεται στο γραφείο του καί γράφει μερι κά λόγια σ’ ένα χαρτί. Τό δι πλώνει, τό σφραγίζει μέ βου λοκέρι καί τό δίνει στον άν θρωπο μέ τον μαύρο μανδύα. — Θά σού ήμουν υποχρε ωμένος αν παρέδιδες αυτό τό κουτί μαζί μέ τό κλειδί στη διεύθυνσι πού σού γράφω. Εξηγώ μέσα στο γράμμα μου μερικά πράγματα στον ποραλήπτη του. Είναι ό κ. Σαβουατύρ. "Αν έχης την καλωσύνη, έξήγησέ του καί προ σωπικούς τά δσα είπες σέ μέ να.^ "Εχω μιλήσει μαζί του καί ξέρει γιά ποιο ζήτημα πρόκειται. "Ετσι θά είναι κα λύτερα. Σ’ ευχαριστώ. — Νά μείνη ήσυχος ό κύ ριος κόμης, λέει εκείνος. Καί τό γράμμα καί τό κουτί θά παραδοθούν άπό μένα τον ί διο στα χέρια τού κυρίου Σα βουατύρ... Ό ψευτοκόμης τον συνο δεύει ώς τό κατώφλι. "Υστε ρα κλείνει την πόρτα. — Θαρρώ πώς τά πράγ ματα μπαίνουν σέ καλό δρό μο, λέει μονολογώντας καθώς
14
έπιστρέφει στο γραφείο του. "Αν μου ξαναφέρουν καί τή μικρή πριγκήπισσα, δλα θά πάνε θαυμάσια. ΕΝΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
ΑΦΝίΚΑ δ μ αχ; παύει νά η μιλάη. Τό χαμόγελο πού ΒββΜ κρέμεται στα χείλη του σβύνει καί το πρόσωπό του κάνει έναν παράξενο μορφα σμό. Τά μάτια του στρογγυ λεύουν καί καρφώνεται ακί νητος στη θέσι του σαν νά τον χτύπησε κεραυνός. — Τί σημαίνει αυτό; ρω τάει καί δοκιμάζει νά βγάλη το σπαθί του. Στη μέση τής κάμαρης στέκει ασάλευτος ό μικρός Άνρύ Ντυβερνουά. Κ,ρατάει στο χέρι τό πιστόλι του καί τον σημαδεύει. — "Ησυχα, κύριε!, διατά ζει τό παιδί. Μακρυά τό χέρι απ’ τό σπαθί σου. ’Άν κά νης την ελάχιστη κίνηση θά πιέσω την σκανδάλη, καί δεν θά στενοχωρηθώ καθόλου άν σε σκοτώσω! — Τί ζητάς άπό μένα; ρω τάει πάλι ό ψευτοκόμης καί ή φωνή του αυτή τή φορά τρέ μει. Δεν μπορώ νά καταλάβω πώς βρέθηκες έδώ μέσα καί τί ζητάς. Τό παιδί άνασηκώνει τούς ώμους. — "Οσο γι’ αυτό δεν εί ναι καθόλου μυστήριο, λέει καί δείχνει τό τζάκι. Άπ’ τήν κυρία είσοδο φυσικά 6έν θά μ’ άφηναν ' νά περάσω καί
Ο
Μ
I
&
ρ
Ο
X
προτίμησα νά φτάσω ώς έδώ άπό μιά καμινάδα πού βρί σκεται στήν ταράτσα. Στά θηκα τυχερός, γιατί αυτός ό δρόμος μ’ έφερε κατ’ ευθείαν στήν κάμαρά σου. "Οσο γιά τό τί ζητάω, αυτός είναι άλ λος λογαριασμός. "Ομως δεν θ’ άργησης νά τό μάθης. Μα κρυά τό χέρι σου άπ’ τό σπα θί ! Καθώς μ'ΐλάει έχει δή τόν ψευτοκόμη πού φουχτιάζει τή λαβή τού ξίφους ταυ καί μ’ ένα σάλτο βρίσκεται κοντά του. Μέ μιά γοργή κίνησι τό παίρνει τό σπαθί καί τό τσα κίζει στά δυο άπάνω στο γό νατό του. — Αυτό δεν σου χρειάζε ται!, του λέει. Εκείνος γίνεται χλωμός καί σφίγγει τά δόντια. — Αυτό θά μου τό πληρώ σης!, μουγγρίζει. — ^Καί τώρα κάθησε στο γραφείο σου!, διατάζει τό παιδί. — Θά μετανσιώσης γιά ό λα αυτά! Δεν φέρνονται έτσι σ’ έναν κόμη Σαβινύ! — Σταμάτα νά λές κουτα μάρες!, τόν κόβει απότομα τό παιδί καί τόν κυττάζει λο° ξά. Ξέρω καλά ποιος είσαι! Ό πραγματικός κόμης Άντρέ Σαβινύ πέθανε πριν λίγες ώρες στά χέρια μου σ’ ένα άπό τά μπουντρούμια του πύργου, όπου τόν είχες φυ λακίσει έδώ κι* ένα χρόνο γιά νά σφετερισθής τούς τίτλους καί τήν περιουσία του. Έσν
ΙΠΠΟΤΗΣ 3» ««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««ο
δέν είσαι άλλος άττό τον Μάρ κο Σαβινύ τον δολοφόνο του... — Είσαι τρελλός! — Έπωφελήθηκες τής κα ταπληκτικής ομοιότητας που έχεις μαζί του και διέπραξες ένα ακατονόμαστο^ έγκλημα ένατντίον του έξαδέλφου σου. Μά ή θεία Πρόνοια πού δεν αφήνει τίποτα σκοτεινό, μέ βοήθησε νά μάθω την άλήθεια. Ό κακούργος έχε ι , χάσει τό χρώμα του. Αυτά πού α κούει τον κάνουν νά τρέμη. Καταλαβαίνει ότι αυτό τό παιδί, πού στέκει μπροστά του, ξέρει τό φοβερό μυστικό του και τίποτα δεν μπορεί νά τον σώση. Μέ αργό βήμα πη γαίνει καί κάθεται στό γρα φείο του. Τό βλέμμα του εί ναι γεμάτο σκοτάδι·. Είναι φανερό πώς αγωνίζεται νά φανή^ ψύχραιμος, ενώ μέσα του έχει φουντώσει μιά φοβε ρή λύσσα. — Καί τώρα πάρε ένα χαρτί καί γράψε 6„τι θά σου πώ. — Δέν σέ καταλαβαίνω... — Κάνε σ.ύτό πού σου λέω!, άγριεύει τό παιδί καί τον σημαδεύει πάλι μέ τό πι στόλι του. Ξέρεις ποιος είμαι άφού μέχρι πριν λίγες ώρες μέ κροτούσες αιχμάλωτο στα υπόγεια του πύργου. Θά σου υπενθυμίσω όμως μερικά πράγματα γιά νά κατσλάβης καί νά μην παρσσταίνης τον ανήξερο. Πριν δυο μήνες, εσύ καί μερικοί άλλοι συκοφάν
τες, κατ’ έντολήν τού Ρ ισελιέ, στείλατε στην πλατεία τής Γρέβης έναν άθώο: Τον Μωρίς Ντυδερνουά, τον πατέ ρα μου. Κι* εκεί ό δήμιος τον αποκεφάλισε μ5 ένα τσεκούρι σαν νά ήταν ό τελευταίος των κακούργων. Κι3 όμως όλοι ξέ ρατε πώς ένας Ντυβερνουά δέν μπορεί νά είναι προδό της. *Ητ.αν ένας άφοσιωμένος υπήκοος τής Βασίλισσας καί δεν σάς άρεσε, γιατί στε κόταν κάθε τόσο εμπόδιο στα σατανικά σχέδιά σας. Καί τώρα εγώ, ό γυιός τού συκο φάντη μένου καί άδιικοσκοτοο" μενού αυτού ευπατρίδη, έοχομαι σέ σένα πού είσαι έ νας από τούς φονιάδες του καί ζητάω νά όμολογησης την ατιμία πού έκανες. Αύρα μεθαύρ-ο θάρθή καί ή σειρά των άλλων... — Σού ορκίζομαι!, κάνει κλαψιάρικα ό ψευτοκόυης καί τρέμει περισσότερο. Έγώ δέν έχω κοιμμιά σχέσι μ3 αυτή την ιστορία. Μη μέ σκατώσης! Τό παιδί τον κυττάζει μέ περιψρόνησι. — Δειλέ!, τού λέει. Θά μπορούσα νά σέ σκοτώσω καί κανείς δέ θά μπορούσε νά μέ κατηγορήση γι3 αυτό, όπως δέ θά μπορούσαν νά κα τηγορήσουν έναν άνθρωπο πού τσακίζει τό κεφάλι ενός φσομακερού σκορπιού. Ξέρω καλά ποιος είσαι. Καί τώρα, πριν λίγες στιγμές ακόμα, κάποιο καινούργιο έγκλημα
(6
0
Μ
8
Κ
Ρ
©
1
V»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» πραετο ί μάζες. Β ρ ι οκό μουνα κρυμμένος στο τζάκι κα] σέ ακούσια πού κουβέντιαζες μ5 εκείνον πού φορούσε τη μαύ ρη μπέρτα. Δεν κατάλαβα κα λά ποιο θά είναι τό τελευταίο θύμα σου, μά σου δίνω τό λό γο μου πώς αυτό θά είναι τό τελευταίο. Θά καταγγείλω τον φόνο τού αληθινού Σαοινύ και ή Δικαιοσύνη τής Γαλ λίας δέ θά λογάριάση αυτή τή φορά τούς ισχυρούς προ στάτες σου. "Εχει παγώσει. Τά λόγια τού παιδιού αντηχούν στ5 αυ τιά του σάν βροντές. Μέσα στο βλέμμα του διαβάζει· την καταδίκη του. Πρέπει νά βρεθή ένας τρόπος νά ξεφύγη. "Αχ, άν μπορούσε ν’ άνοιξη τό δεξιό συρτάρι! τού γρα φείου του... — Λοιπόν, γράφε!, δια τάζει ό Άνρύ. Ό ψευτοκόμης παίρνει ένα χαρτί και κρατάει κιόλας την πέννα στά χέρια του. Τρέμει, γιατί μαντεύει τί πρόκειται νά τού ζητήση νά γράψη και νά υπογράψη. "Ομως ελπίζει. Στο δεξιό συρτάρι του γρα φείου του υπάρχει ένα γεμά το πιστόλι. ’Άν προφτάση νά τ άρπάξη στά χέρια του, ό λα θά πάρουν μιάν ανάποδη βόλτα γΓ αυτόν πού διατάζει τώρα. — Τί θέλεις νά γράψω; ρωτάει. Τό παιδί τού υπαγορεύει: —«Έγώ, ό Μάρκος Σαβυ νύ, έξσδελφος του Άντρέ Σα-
βινύ, τού οποίου σφετερίστη κα τούς τίτλους καί την περι ουσία καί τον φυλάκισα στά υπόγεια τού πύργου του, ο μολογώ πώς όσα κατέθεσα στο δικαστήριο εις βάρος τού Μωρίς Ντυβερνουά, ήταν ψέ ματα. Αναγνωρίζω πώς μέ την ψεύτικη κατάθεσί μου έ στειλα στον θάνατο έναν ό θώο...». Ό ψευτοκόμης γράφει καί υπογράφει. Τό παιδί παίρνει τό χαρτί στά χέρια του, τό διαβάζει, τό διπλώνει καί τό βάζει στήν τσέπη τού έττενδυτη του. Μά αυτή ή στιγμή πού χαλαρώνει την προσοχή του, είναι αρκετή για τον ψευ τοκόμη. λΑέ μια γοργή κίνησι ανοίγει τό συρτάρι, φουχτιάζει τό πιστόλι καί σημαδεύει τον μικρό Ντυβερνουά. 5Από ένστικτο τό παιδί, καθώς βλέ πει την σκοτεινή κάννη νά ση μαδεύει την καρδιά του, κάνει ένα πλάγιο βήμα καί τήν^ ί δια στιγμή μιά φοβερή λάμψι τό τυφλώνει καί μιά άγρια βροντή γεμίζει την κάμαρη. "Ενα σύννεφο καπνού μπαίνει ανάμεσα του καί στον κα κούργο. — Είχες πιστέψει πώς κέρδισες τό παιχνίδι, βρωμόπαιδο!, άκούγεται- νά καγχάζη ό ψευτοκόμης. "Ομως την έπαίθες. Τώρα ξάπλωσες φρό νιμα - φρόνιμα στο πάτωμα καί θά βάιλης σέ μπελάδες τούς υπηρέτες μου νά σφουγχαρίζουν τά αίματα... Μά δέν προφταίνει νά συ-
ΙΠΠΟΤΗΣ
17
»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»» ν-εχίση. Άπό την άλλη άχρη τής κάμαρης έρχεται μιά και νούργια βροντή. Αυτή τή φο ρά πυροβολεί ό νεαρός Ντυβερνοι/ά. Ή σφαίρα τσακίζει το χέρι που κρατάει το πι στόλι και ό καγχασμός τού ψευτοκόμη γίνεται ένα πνιχτό βογγητό. Ό κακούργος, πού ετοιμάζεται να πυροβόληση πάλι, διπλώνεται στα δύο καί πέφτει σπαράζοντας στο πά τωμα... Τό παιδί τώρα πρέπει να κινηθή γοργά. Οί πυροβολι σμοί έχουν άναστατώσει τον πύργο. ΆκούγοντοΊ κιόλας τά βήματα ά/θρώπων πού βρέχουν στο διάδρομο. Σέ λί^ γο θά βρίσκωνται μέσα στην κάμαρη. Ή έξοδος όμως δεν εΐναι μακρυά. Τρέχει προς τό τζάκι καί τό λαστιχένιο κορ μί του άρχίζει μέ σβέλτες κι νήσεις νά σκαρφαλώνη οτό εσωτερικό τής καμινάδας.
3 0 0
Ο ΤΡ ΜΠ ΎΙ Ν ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ
ΑΙ είναι καιρός γιατί, •καθώς άναρριχάται, στ5 αυτιά του φτάνουν οι φωνές των υπηρετών πού προ σπαθούν ν’ άνασηκώσουν τό βαρειά πληγωμένο καί άναίσθητ ο άφ εντ ;κό τους. — Είναι μυστήριο!, άχούγεται νά λέη ένας. Κάποιος πρέπει νά ήταν λί'γο πιο πριν εδώ μέσα. Κι’ όμοος δεν βλέ πω τίποτα. ^ — Κ άπου θά κρύβεται!, λέει ένας άλλος. Πρασο-χή!
Μττορεΐ νά μάς έπιτεθή ξα φνικά. Τό παιδί δεν μπορεί ν’ άκούση περισσότερα, γιατί σ’ αυτό τό μεταξύ όλο καί σκαρ φαλώνει πιο ψηλά καί σέ λί γο έχει φτάσει κιόλας στην ταράτσα του πύργου. ’Από ε δώ περνάει, σάν φάντασμα α νάμεσα στις πολεμίστρες, πηδάει στο μικρό πλάτωμα, κατεβαίνει την σκάλα, φτά νει στο μισο-γκρεμισμένο τεί χος καί αφήνει τό κορμί του νά γλυστρήση στο έδαφος. Τό σκοτάδι είναι γύρω του πηχτό καί όλα δείχνουν ήσυ χα. Ευτυχώς όλα πήγαν κα λά. Μέ προφυλάξεις προγωρεΐ προς τό μέρος τών δέντρων όπου έχει αφήσει τ’ άλογό του. Ευτυχώς έχει έπισημάνει καλά τό στενό μονοπάτι και βρίσκει εύκολα τό δρόμο. Νά! Φτάνει κιόλας. Τώρα μπορεί νά ξεχωρίση τή σι·· λουέττα του αλόγου του. Λί γο ακόμα κι’ έφτασε κοντά του. Μερικά βήματα ακόμα καί θά σαλτάρη στη ράχη του. Μά ξαφνικά νοιώθει μιά δυνατή παγωνιά νά του τυλίγη τήν^ καρδιά. Κάποιος ί σκιος έχει, γλυστρήσει πίσω του αθόρυβα καί στηρίζει την κάννη ενός πιστολιού στο δεξ' του νεφρό. Είναι χαμένος. — Απάνω τά χέρια γιατί στην άναψα!, άκούγεται μιά βραχνή φωνή. ’Άν δοκιμάσης νά ξεφύγης, θά σέ τινάξω στόν άέρα κ<χ] θά πάς σάν
;φ%νά·Κ' ,ν.ννίν :·,·.·.νν;
ΙϋϋΙΙΙϋ
#111111 :Λ¥Α¥::;¥ίΑ<:δ>¥?ίί ■;&*<·:
^::Λ::::;:;!·ί·^·:::·ϊ·::::Ι:::
«ΜΙΜ
Μ8&&
5
Κ<Λ·ΚνΛνΖ%νίνΛ*.νΚν ϊ
ίίί;:^!ί«ΐ^# |.ν · '*·!*!·Μ*!*··!»Μν!,!νΜ·Χ'!ν
«II
■Μ^ΜΜίΜΨτΜ^Μ· :;>;«;ψχί; :·:¥:·:-:;:
Την τ«λβυτ·ίί* ατιγμη 4 σωματοφύλακας χάνει Ιτην
ατέ
.νί'ΜίΨίν
Ρ^ΙΐΙΙ^Ι
20
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««««««««4 άγγελάκι στον ουρανό!... Ό μικρός Άνρύ όμως έχει ξαναβρή σχεδόν αμέσως την ψυχραιμία του και ξέρει πώς μονάχα κάτι που πρέπει νά κάνη μέ κεραυνοβόλα ταχύτη τα μπορεί νά τον σώση. Προσ ποιείται λοιπόν πώς σηκώνει τά χέρια, μά τήν ϊόια στιγ μή κινείται σαν αστραπή, παίρνει μιά βόλτα πάνω στις φτέρνες του και ή γροθιά του τινάζεται μέ δόναμι προς τά εμπρός καί βροντάει στο πρό σωπο του ανθρώπου πού τόν απειλεί. Τό επόμενο δευτερό λεπτο έχει τραβήξει τό σπα θί του καί έπιτίθεται... — Χριστούλη ιμ ου!, άκουγεται ή ϊβια φωνή στο σκο τάδι. Μέ ψάγανε μπαμπέσι κα! "Ωχ! Τί αστροπελέκι ή ταν αυτό πού έπεσε στο κεφαλάκι μου; Βοήθεια γιατί πλάκωσε τό βαρύ πυροβολικό καί χανόμαστε! Ιό παιδί, πού έχει σηκώ σει τό σπαθί του καί είναι έτοιμο νά χτυπήση τόν άν θρωπο πού βρίσκεται στο σκοτάδι, μένει ασάλευτο. *Έ χει αναγνωρίσει τή φωνή. — Τριμπουσόν!, λέει χα μηλόφωνα. Έσύ είσαι; Αλλά καί ό βαρελοειδής υπηρέτης, γιατί αυτός είναι δπως θά κατάλαβε ό άναγνώστης, έχει αναγνωρίσει τή φω νή ταυ μικρού Άνρύ. Γουρλώ νει τά μάτια καί αφήνει μιά πνιχτή κραυγή: ^ —Ό κύριος Ντυβερνουά !, λέει. "Ωχ, Παναγίτσα μου!
Καλά πού μίλησες, γιατί τώ ρα θά ήσουνα... μακαρίτης. Ευτυχώς πού πρόφτασες καί μούόωκες τή γροθιά στο μά τι καί μου τό έκανες μπλε μαρέν! — Νά μέ συμπαθάς, Τριμπουσόν!, λέει τό παιδί. Δέ οέ γνώρισα. Μά πώς βρέθη κες εδώ; Πριν προφτάση όμως νά δώση άπάντησι ό Τριμπουσόν, μέσα από τά δέντρα προβάλλουν δυο σκιές. Είναι ή Λουσιέν καί ό δούκας του Σαίντ Έτιέν. — Έπί τέλους, 5Ανρύ!, λέει τό κορίτσι καί τρέχει κοντά του. Είχαμε άπελπιστή πώς θά σέ ξαναβλέπαμε! Καί του εξηγούν μέ λίγα λόγια πώς, δταν τόν έχασαν ξαφνικά από κοντά τους, πί στεψαν πώς τόν είχαν σύλλα βε ι καί ξαναγύρισαν κοντά στον πύργο νά παραμονέψουν. "Υστερα, είδαν τό άλογο καί αποφάσισαν νά περιμένουν δσο νά ξημερώση για νά δουν τί έπρεπε νά κάνουν. — Είχα ένα λογαριασμό μέ κάποιον κύριο!, λέει τό παιδί καί χαμογελάει. Μου τόν εξόφλησε καί έχω τό χαρ τί στην τσέπη μου. Τώρα μπορούμε νά ξεκινήσουμε πα ρέα γιά τό Παρίσι... "Υστερα από λίγο, οι τρεις άντρες καί τό κορίτσι καβάλλα στ’ άλογά τους καλπά ζουν ποός τόν μεγάλο δημό σιο δρόμο. — Βάρδα άπό κοονένα κα-
ΙΠΠΌΤΗΣ
21
««««««««««««««««««««««<«««««««<««««««««««««««« πρέπει νά την ακούσετε. Πού λέτε λοιπόν, πριν πέντε χρό νια, μαθαίνω ότι κάποιος φί λος μου, που βρισκόταν στη Μασσαλία, μ’ έβρισε. "Αμέ σως φουντώνει τό αίμα μου καί ξεκινάω μέ τά πόδια απ’ τό Παρίσι καί πηγαίνω στη Ο ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ Μασσαλία. ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ — Μέ τά πόδια; ΥΤΥΧΩΣ όμως δεν έχουν — Ναί. Μέ τά πόδια. Φτά κανένα κακό συναπάντηνω λοιπόν στη Μασσαλία καί μα και ό Τριμπουσόν, αρχίζει ένα άγριο ξυλοκόπη που έχει τόσο...φοβερή δίψτ, μα. Μέ.. τάραξε στις γροτό ρίχνει στό... κρασί όταν Θιές! φτάνουν στό πανδοχείο «Πρά —Καί ύστερα γύρισες πάσινο Βέλος» όπου τούς περι "λι μέ τά πόδια, κύριε Τριμένει ειδοποιημένος από τον μπουσόν; ρωτάει μέ θαυμα αδελφό του ό Ζάχ Β ιλλάρ». σμό ή μικρή πριγκήπισσα "Ολοι τρώνε με μεγάλη όοε» Αουσιέν, ξι, άλλα περισσότερο ό Τρ-ι— "Όχι, λέει ό Τριμπουμπουσόν πού πεινάει σάν...ε σόν καί γουρλώνει τά υάτια. λέφαντας. Καταβροχθίζει ένα Μέ...βάλανε σ’ ένα φορείο καί ολόκληρο βοδινό μπούτι, κα μέ φέρανε στό Παρίσι! τεβάζει και μια νταμιζάνα "Υστερα από λίγο — έχει κρασί καί... συνέρχεται! δη μερώσει σ' αυτό τό μετα —Δεν τό κουνάω από εδώ ξύ — χωρίζουν. Ό Βούκας ό κόσμος νά χαλάση!, λέει. σφίγγει θερμά τό χέρι τού Έκτος άν με πειοάξη κανείς. παιδιού. Τότε μπορώ νά κάνω πεζοπο — Νά ύπολογίζης πάντα ρία διακόσια ...χιλιόμετρα! στη φιλία μου, Άνού, τού ^— Τα παραλέ^!, τον μαλ» λέει. Σου χρωστώ τη ζωή υου. λωνει τό παιδί ενώ κρυφογεΤό σπαθί >μου είναι στη διά λάει. Τά παραλές, Τριμπουθεα ί σου. σόν! — Ευχαριστώ, κύριε δού — Τί; Δεν τό πιστεύεις; κα,^ λέει ό μικρός ΝτυβερΔεν μ5 έχεις δη θυμωμένο ε νουά. Κι5 εγώ σάς χρπστώ μένα! Νά σάς διηγηθώ μιά τό ίδιο τη ζωή μου. Είμαι ιστορία γιά νά καταλάβετε. πάντοτε στη διάθεσί σας... —Πάλι ιστορίες; τον πει ^ Μιά ώρα αργότερα, ό Άν» ράζει χαμογελώντας ό δού ρύ συνοδεύει τη Λουσιέν έως τό Λούβρο. κας. — Δυο λόγια είναι, αλλά — Θά μιλήσω στη Βασί κό συναπάντησα πάλι!, λέει ό Τριμπουσόν πού έχει ξαναβρή την «παλληκαιριά» του. "Οποιος βρεθή απόψε στο δρόμο μου θά την πάθη για καλά! Διψάω γιά.,.αΤμα άπόψε...
11
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
«««««««<«««««««««««««««<«««««««««««««<««««««««
λισσα, του λέει καθώς τον άττοχαιρετσει, για τούς κινδύ νους πού διέτρεξες γιά μένα. Ή έξαδέλφη μου γνωρίζει νά άνπαμείβη έκείνους πού τής προσφέρουν υπηρεσίες. —Δεν ζητάω τίποτα, Λουσιέν, άποκρίνεται τδ παιδί καί κοκκινίζει ελαφρά. Ή με γαλύτερη ανταμοιβή γιά μέ να θά εΐναι νά σέ βλέπω πότε-πότε. Τότε 6ά είμαι πραγ ματικά ευτυχισμένος. Ή καρδιά του κοριτσιού σκιρτάει χαρούμενα. — Καί σέ μένα αρέσει ή συντροφιά σου, 3Ανρύ. Θέλεις νά βλεπώμα;στε; — *Ώ! Ναι!, κάνει ό *Ανρύ καί χαμογελάει γλυκά. — Τότε, περίμενέ με σύν τομα στο «Πράσινο Βέλος». Θά σου φέρω νέα κι* άπ5 τή Βασίλισσα. Καί χωρίζουν^ Ό νεαρός Ντυβερνουά επιστρέφει στο πανδοχείο, δπου ό Τριμπουσόν... ροχαλίζει μακαρίως. Τό παιδί ξαπλώνει, ξεκουράζεται ώς τό μεσημέρι καί φεύγει. Τό ίδιο συμβαίνει καί τις τρεΐς ημέρες πού άκολουθοϋν. Εξαφανίζεται κάθε τόσο κι3 δταν γυρίζη, έχει κι* από ένα καινούργιο χαρτί στην τσέπη του. — "Έχω τώρα τέσσερα γράμματα στην τσέπη μου, λέει στον Ζάκ Βιλλάρ, τον πανδοχέα πού τούς φιλοξενεί κατ’ εντολήν τού .Λόρδου Μπούκιγχαμ. Καί στά τέσσε ρα αυτά γράμματα εκείνοι
πού τά υπογράφουν δηλώνουν καθαρά πώς δσα κατέθεσαν εις βάρος τού πατέοα μου, ήταν ψέματα καί αναγνωρί ζουν τήν αθωότητα του. Τώ ρα δε μου μένει παρά ένα μο νάχα. Τό γράμμα του Τίρ μπλεϋ. "Οταν το πάρω κι* αυ τό θά παρουσιαστώ στον Βα σιλέα καί θά ζητήσω τήν άποκατάστασι τής μνήμης τού Μωρίς Ντυβερνουά. Ό Βιλλάρ χαμογέλασε μέ καλωσύνη. — Είσαι άξιος γυιος του πατέρα σου!, λέ. σ**ό παιδί Τά κατάφερες μιά χαρά. "Οσο γιά τον Τίρ μπλεϋ πρέ πει νά προσέξης. Είναι ύπου λος καί καταχθόνιος . — Δεν θά ησυχάσω, λέει αποφασιστικά τό παιδί, άν δεν ξεπληρώσω τό χοεος πού έχω στον πατέρα μου... Σ3 αυτό τό μεταξύ ό Τριμπουσόν αναπαύεται στ.ς δάφνες του! 3Αναπαύεται ο λο τό σώμα του έκτός^άπό τήν ασταμάτητη... γλώσσα του. Αυτή δεν έννοεΐ ν’ άναπαυθή. Είναι άπερίγοαττΎΟ τό τί... λέει. "Εχει ταράξει σ*πς ιστορίες τον κ. Βιλλάρ καί δεν τον άφήνει σέ χλωρό κλα δί. Του διηγείται τά κατορθώ ματα του στην Αφρική καί ό καλός άνθρωπος... ανατριχιά ζει καθώς τον ακούει·. Εκεί νος δ μ ως, κατά τή συνήθειά του, μένει ασυγκίνητος καί δεν... κοκκινίζει γιά τά κατα πληκτικά ψέματα πού λέει. Εκεί κοντά στο πανδοχείο
I
η
Π
Ο
Τ
Η
X
περνάει ένα ποτάμι και ό Βιλλάρ γιά νά ξαλαφρώση λί γο από τις ιστορίες του, τον πείθει νά πάη γιά ψάρεμα. — Έ5ώ πιο κάτω στο πο τάμι, κύριε Τριμπουσόν, του λέει, υπάρχει άφθονο ψάρι. Δεν πηγαίνεις ώς έκεΐ... νά πέρασης την ώρα σου; Μπο ρεί νά πιάσης και κανένα ψάΡ1'" Ό Τριμπουσόν δεν χαλάει χατήρΐ'. Πηγαίνει στην όχθη, παίρνοντας καλάμι, άγκίστρια και άλλα σύνεργα.. Έ κτος απ’ αυτά όμως παίρνει και μιά μποτίλλια κονιάκ γιά νά κόβη κάθε τόσο... τή δίψα του. Κατά τό μεσημέρι· γύρι ζε ι ένθουσ ιασ μ ένος. — Τί έγινε; τον ρωτάει ό Β ιλλάρ. — Είχα τύχη!, τού λέει. Έπιασα τέσσερα ψάρια! Δεν πιστεύω νά μην είσαι εύχο:ρι·' στημένος... —Είσαι έν τάξει·, Τρίιμπου σόν!, τού λέει ό πανδοχέας, κυττάζόντας τά ψάρια που εί ναι μικροσκοπικά. Θά βολευτή τό... έγγοινάκι τής γάτας μου! — Νά σου πω όμως μιά ι στορία που μου συνέβη την ώρα που ψάρευα, νά φρίξης! ,— Πάλι ιστορίες; άνοστενάζει ό Βιλλάρ. — Ναι. Αλλά τούτη που θ’ άκούσης δεν μοιάζει· μέ καμμιά άλλη. "Ακου λοιπόν νά οής ποιος εΐναι ό φίλος σου ό Τριμπουσόν.,. ^Οταν έ φτασα στην όχθη και κάθησα
23
νά ψαρέψω, μου πέφτουν τά δολώματα στο νερό. "Εμεινα λοιπόν μέ τό καλάμι στο χέ ρι καί έκλαιγα τή μοίρα μου. Γιατί χωρίς_ δόλωμα· πώς νά ψαρέψω; -αψνιικά, έκεΐ που καθόμουνα, βλέπω ένα ψίδι νά σέρνεται στά πόδια μου καί νά έχη στό στόμα του ενα βάτραχο·. «Νά κάτι που κά νει^ γιά δόλωμα!», λέω. Καί, μιά καί δυό, πιάνω τό φίδι καί του παίρνω τον βάτραχο. Ίον κομματιάζω, βάζω δόλω μα στ’ άγκίστρι μου καί ψα ρεύω. ’Αλλά τό φίδι ήταν ά·· κό,μα έκεΐ κοντά μου. "Εκλαιγε τό φουκαριάρικο που του πήρα τό μεζέ καί μέ κύτταζε όλο παράπονο. Τότε έγώ τό λυπήθηκα επειδή είμαι πονό ψυχος κι’ έπειδή δεν εΐχα τί ποτα άλλο πρόχειρο νά του δώσω, του ανοίγω τό στόμα καί του ρίχνω κάμποσο κον-ιάκ άπό τό μπουκάλι που είχα μαζί μου. Τό φίδι παρηγορήθηκε τότε, μου... χαμο γέλασε καί απομακρύνθηκε αργά γλύψοντας... τά χείλια του. Κατάλαβα ότι ήταν ευ χαρι στημένο καί ησύχασα. Συνέχισα λοιπόν τό ψάρεμα κι’ υστέρα άπό μίση ώρα νοι ώθω κάτι νά μέ γαργαλάη στό πόδι μου... Κυττάζω καί τί βλέπω; — Τί βλέπεις; ρωτάει ό δυστυχισμένος πανδοχέας που έχει άλλοιθωρίσει. — Δεν τό κατάλαβες; — "Οχι,.
/
•—Βλέπω πάλι τό φίδι στά
24
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
I
«<«<«««««««««««««««««««««««««««««<«««««««««<««* ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ πόδια μου και είχε τρία βαΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ τραχάκια στο στόμα του... «Κατεργάρα!» του λέω. «Μου ΑΛΑ οι... διακοπές του ξσνάψειρες δόλωμα γιατί σου κυρίου Τριμπουσόν την άρεσε τό κονιάκ! "Ε;» Τό ψί άλλη μέρα τό πρω'ί δι κούνησε... τ’ αυτιά του... σταματούν απότομα. Ή πριγκήπισσα Λουσιέν φτάνει κά— Τί κούνησε; κάνει μέ γουρλωμένα μάτια ό πανδο τωχρη στο «Πράσινο Βέλος». Φαίνεται τρομαγμένη καί στά χέας. μάτια της ζωγραφίζεται μιά — Τ’ αυτιά του!, λέει ψύ φοβερή αγωνία. Ό μικρός χραιμα ό Τριμπουσόν. — Μά έχουν αυτιά τά ψί Ντυβερνουά, πού την βλέπει ξαφνικά μπροστά του σέ μιά δια; τόσο έξαλλη κατάσταση τά — Τό δικό μου είχε. Καί χάνει. Την παίρνει στην κά μάλιστα κάτι ^ αυτιά τόσα! μαρη του. Κλείνει την πόρτα. Σάν του γαϊδάραν... — Είναι φοβερό!, τού λέει — "Έλα, Χριστέ καί Πα τό κορίτσι καί ρίχνεται στην ναγιά!, στ αυροικοπι έτα ι ό αγκαλιά του μέ λυγμούς. άνθρωπος. Έσύ θά μέ τρελ— Τί συμβαίνει, Λουσιέν; λάνης! την ρωτάει τό παιδί ενώ προ 5Αλλά ό Τριμπουσόν... α σπαθεί νά την καθησυχάση. Πές μου τί συμβαίνει... γρόν ήγόρασε. Καί τότε εκείνη πέφτει σ’ — "Οταν κούνησε λοιπόν τ’ αυτιά του, συνεχίζει, κα ένα κάθισμα. —Οι σωματοφύλακες χτες τάλαβα ότι ήθελε λιγάκι κονι σοκάκι ακόμα. Παίρνω τά τή νύχτα, λέει, μπήκανε ατό σπίτι τού δούκα τού Σαίντ βατράχια καί του ρίχνω πάλι Έτιέν καί τον συλλάβανε κατ’ μερικές σταγόνες απ’ τό εντολήν τού Ρισελιέ! μπουκάλι μου... — Πιάσανε τον δούκα; πα •— Ύστερα; ραξενεύεται τό παιδί. Καί ^ — "Υστερα, όταν τό είδα μέ ποιά δικαιολογία; νά ξαναψεύγη, τά μαζεύω καί — Τον κατηγορούν για έ ψεύγω κι’ εγώ. σχατη προδοσία καί σήμερα — Γ ιατί; τ’ άπόγεμα γίνεται ή δίκη — Γιατί-, έτσι πού πήγαι του. Είναι σίγουρο πώς θά νε τό πράγμα, θά κοπάναγε τον καταδικάσουν σέ θάνατο. όλο τό κονιάκ τό ψίδι κι’ έγώ Πρόκειται για μιά απ’ τίς θάμενα μέ τή μπουκάλα στο αισχρές συκοφαντίες τού χέρι. καρδιναλίου, μέ τίς όποιες Καί στρίβει θριαμβευτικά κάθε τόσο βρίσκει τήν ευκαι τό μουστάκι του. ρία στέλνη στο δήμιο εκεί
ΙΠΠΟΤΗΣ
23
►»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»» νους πού δεν συμφωνούν μέ την πολιτική του. Ό "δούκας όπως ξέρεις, είναι ένας από τούς πιο άφοσιωμένους φί λους τής Βασίλισσας καί αυ τή εΐναι πού μέ στέλνει σε σένα. Πρέπει νά κάνης τ’ α δύνατα δυνατά, *Ανρύ, νά τον σώσης! — Και ό Βασιλέας; ρω τάει ό μικρός Ντυβερνουά. Ή Λουσιέν κουνάει θλιμ μένα τό κεφάλι. — Ό Λουδοβίκος δεν έχει πιά καμμιά δύναμι. Είναι έ να παιχνίδι στά χέρια τού καρδιναλίου και των ανθρώ πων του. Θέλει ν’ άντισταθή, ζητάει ν’ άντιδράση σ’ αυτά πού γίνονται γύρω του, άλλα δεν τολμά. Φοβάται. — Ποιόν φοβάται; — Τον Ρισελιέ. Μια σκιά περνάει από τό βλέμμα τού παιδιού. — Και πού βρίσκεται τώ ρα ό δούκας; ρωτάει. — Στο φρούριο τού Σίντ. Οι φυλακές αυτές είναι χει ρότερες απ’ τής Βαστίλλης. Τον πήγαν εκεί γιατί βιάζον ται νά τον σκοτώσουν. Ή δί κη του θά είναι πολύ σύντο μη. Αύριο τό πρωί θά τον στείλουν στην πλατεία τής Γρέβης. Ή Βασίλισσα τρέμει για τη ζωή του. Είναι σίγου ρη πώς, αν αύριο δέν γίνη κα νένα θαύμα, θά τον αποκεφα λίσουν. Κι’ ύστερα φοβάται πώς θάρθή κι5 ή σειρά των άλλων άφ ωσ ι ω μ ένων φ ίλω ν της. "Ισως κι’ αυτής τής ι
δίας. Ό καρδινάλιος δέν θά διστάση. Ό θάνατός της θάταν ένα θεϊκό δώρο γι’ αυτόν. Θά έφευγε από τό δρόμο του τό μοναδικό εμπόδιο πού λο γαριάζει... — Νά πής στη Βασίλισ σα, Λουσιέν, λέει ύστερα από μικρή σκέψι τό παιδί, δτι θά γίνουν τ’ αδύνατα δυνατά γιά τη σωτηρία τού δούκα. "Εχω κάτι στο μυαλό μου. "Αν ή Θεία Πρόνοια μάς βοηθήση, όλα θά πάνε καλά... Κάτι· θέλει νά προσθέση α κόμα, μά σταματάει. "Ενας ψηλός άντρας περνάει αυτή τη στιγμή τό κατώφλι τού πανδοχείου. Τον βλέπει ατό τό παράθυρο καί, παρ’ όλο πού δέν καταφέρνει νά δή τό πρόσωπό του, τον αναγνωρί ζει αμέσως. — Ό Ροσεφόρ!, λέει. Τό κορίτσι τρομάζει. — Ό Ροσεφόρ εδώ; Είμα στε χαμένοι! "Ερχεται γ·ά σένα, Άνρύ! —Σίγουρα, ό λοχαγός τών σωματοφυλάκων τού Ρισελιέ σε παρακολούθησε, Λουσιέν. 7 ώρα θά ζητάη πληροφορίες από τον Βιλλάρ γιά τό πρό σωπο πού ήρθες νά έπισκεφθής. Αλλά ό Βιλλάρ δέν εί ναι από εκείνους πού λύνουν τή γλώσσα τους εύκολα. "Ο μως γιά κάθε ένδεχόμενο εσύ πρέπει νά φυγής αμέσως. "Οσο γιά μένα... θά τά βγά λω πέρα μονάχος μαζί του. — Θεέ μου! Δέν θέλω νά ξαναπέσω στά χέρια του.
26 Ο ΜΙΚΡΟΙ «««««<««««««««««««««««««««««««««««««««««««««<«
— Μή φοβάσαι. *Έλα μα ζί μου. Πλησιάζει στ ή γωνιά τού δωματίου του, τραβάει ένα μεγάλο μπαούλο πού βρίσκε ται έκ<ε? και παρουσιάζεται μπροστά τους ένα στρογγυλό άνοιγμα στο πάτωμα. Τό παιδί προχωρεί πρώτο καί α κολουθεί ή Λουσιεν. Κατεβαί νουν μια στενή ξύλινη σκάλα, περνούν σ’ ένα υπόγειο, βγαί νουν στό πίσω μέρος τής αυ λής τού πανδοχείου καί φτά νουν στό στσύλο. Έδώ υπάρ χουν κάμποσα άλογα. — Διάλεξε ένα άπ’ αυτά, Λουσιεν, τής λέει. Μ’ αυτό θά γυρίσης στό Λούβρο δσο γί νεται πιο γρήγορα. Έγώ θά μείνω νά κουβεντιάσω μέ τον Ροσεφόρ. "Ίσως αυτή ή έπί-
— Π&;3€
σκεψ.1 πού ήρθε νά μάς κάνη, βγή σε καλό τού δούκα... — Φοβάμαι γιά σένα, "Ανρύ, λέει τό κορί'τσι. ^ — Μήν ^άργτ^ς,, Λουσιέν!, τή σταματάει το παιδί. Τήν βοηθάει ν’ άνέβη οπό άλογο. °Ύστερα τής δίνει τό πιστόλι του. — "Έχει δυο σφαίρες, Γην λέει. Μή διστάσης νά τό χρ;| σιμοποιήσης, άν συνάντησης έμπόδιο στό δρόμο σου. Τήν οδηγεί στην πίσω πόρ τα τού πανδοχείου, τήν βοη θάει νά περάση στον ^ έρημο δρόμο καί τής φιλάει τό χέρι. — Καλή άντάμωσι, Λου σ ι έν... Ό Θεός μ αζ ί σου!, •τής λέει. Το κορίτσι τον χαιρετάει μέ συγκίνησι.
§ώτΘ τό πιντόλι. λέ ει τό -ϊτοαδΐ ©·τη Α©ι/Θ·ιέν Μττ©©^ νο σοβ
νοειασθτί...
ΙΠΠΟΤΗΣ 27 «««««««<«««««««««««««««««<««««<«««««««««<««««««
Χριστούλτϊ μου!
Τί αστροπελέκι Τριμπουσόν.
— Θά ξανασυναντηθουμε, 3Ανρύ!, του φωνάζει. Και πατάει τά σπηρούνια στα πλευρά του αλόγου της. Ό μικρός Ντι/βερνουα την παρακολουθεί όσο που χάνε ται στο βάθος του δρόμου και γυρίζει πάλι στο δωμάτιό του ακολουθώντας τον υπόγειο διάδρομο... Ο ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ ... ΠΑΠΙΑ!
ΑΘΩΣ φτάνει όμως στο δωμάτιό του, άκούει φω νές κα] θόρυβο άπό γυα λικά πού σπάζουν. Ό θόρυ βος έρχεται άπό τό ισόγειο του πανδοχείου καί καταλα βαίνει πώς άρχισαν κιόλας οί φασαρίες. Μά κι* ό σαματάς
^ταν
αυτό!
ξεφωνίζει
ό
αυτός δον δεν έφτανε στ5 σύτιά του, πάλι θά καταλάβαι νε, γιατί όνάμεσα σ3 όλο τού το τό πανδαιμόνιο ξεχωρίζει την... ηρωική κραυγή του Τρ·μπουσόν. — Πίσω όλος ό κόσμος, γιατί θά φάμε... τά μουστά κια μας! Τό παιδί χαμογελάει. Παίρνει ένα πιστόλι, τό περ νάει στη μέση του καί φέρνει τό χέρι στη λαβή του σπα θιού του: — Καιρός είναι νά μπερ δευτώ κι* έγώ στη φασαρία!, λέει καί προχωρεί προς τη σκάλα. Ό Το-ι-μπουσόν άρχι σε τον καυγά με τον Ροτεφόρ, αλλά μπορεΐ νά μην τά καταφέρη ώς τό τέλος.
2δ Ο Μ I Κ Ρ Ο Σ <««««««««««««««««««««««<«««««««<««««««««<««««««
Και δεν έχει άδικα. Ό Τριμττουσόν αγωνίζεται... ηρωι κά, αλλά όσο περνάει ή ώρα τόσο καί... τρέμει πιο πολύ! Πριν λίγες στιγμές ακόμα, ό βαρελοειδής ύπηρέτης του νεαρού Ντυβερνουά έπαιρνε θρονιασμένος μπροστά στο τραπέζι... τό πρωϊνό του, πού όταν μια μεγάλη λεκάνη σα λάτα με κρεμμύδι, μερικές ρέγγες και ένα κομμάτι άπο γουρουνόπουλο της σούβλας. "Ετρωγε κι’ είχε αδειάσει, την πέμπτη κατά σειρά κανάτα αέ κρασί,, όταν είδε τον Ρο* •^εφόρ νά μπαίνη στο πανδονεΤο, τυλιγμένος μέ μιά υ.αχρυά μαύρη μπέοτα~ — Πανοογίτσα μου!, κάνει χαθώς τον βλέπει. Μάς περί χυκλώσανε και πάμε χαμένοι. Χριστούλη μου, βάλε τό χε ράκι σου! Καί·, κινδυνεύοντας νά πνί γη γιατί έχει μιά ολόκληρη ρέγγα στο στόμα του, σηκώ νεται κι5 έτοιμάζεται νά τό βάλη ατά πόδια. "Ομως ξα φνικά ακούει μιά βαρεία φω νή: — Ακίνητος, κύριε Τριμπουσόν, καί τά χέρια ψηλά! — Τι... Τι... Τί...συμβαί νει, κύριε; ρωτάει καί γουρ λώνει τά μάτια γιατί βλέπει δυο βήματα πιο έκεΤ τον Ρο σεφόρ νά τον κυττάζη χα μογελώντας σατανικά καί νά τον σημαδεύει μέ τό πιστόλι του. Έγώ... δέν... δέν... είμαι ό Τριμπουσόν! — "Ελα, σήκωσε τά χέρια ψηλά!, διατάζει· άγρια αυτή
τη φορά ό λογαγός των σω ματοφυλάκων του Ρισελιέ... -έρω πολύ καλά ποιος είσαι καί δέν υπάρχει λόγος νά παρασταίνης τώρα την...πάπια! Ό Τριμπουσόν χλωμιάζει ξαφνικά. — Πώς τό είπες αυτό; ρω τάει. Είπες τον Τριμπουσόν ...πάπια; Έ! Λοιπόν, άρπα» χτη!
,
.
Καί, πριν προψτάση ό Ρο σεφόρ νά πυροβόληση ή νά ψυλαχτή, δέχεται ολάκερη τη λεκάνη μέ την κρεμμυδοσαλά τα ατά μούτρα. Τά ζουμιά τον περιχύνουν καί γίνεται ύ7Γερβολικά γελοίος. Τό πιστό λι ξεφεύγει από τά δάχτυλά του. 5Αλλά ό Ροσεφόρ δέν είναι από εκείνους που τά χάνουν εύκολα. Πασοελειμμένος μέ τά κρεμμυδόζουμα, δέν εννοεί νά τό βάλη κάτω. Τραβάζει τό σπαθί του καί όρμάει απάνω του. Μά καί ό Τριμπουσόν τραβάει τό δικό του... καί τό βάζει στά πόδια! — Πίσω γιατί σάς πετσό κοψα όλους!, φωνάζει καί, καθώς τρέχει, τρυπώνει κάτω από τό τραπέζι. Πίσω γιατί θά κάνω φόνο πρωί-πρωΐ! Ό Ροσεφόρ σφίγγει τά δόντια. — Τώρα θά σε μάθω έγώ, γου ρουν ι, πώς σκοτώνουν!, μουγγρίζει. Καί μέ γυμνό τό σπαθί του όρμάει προς τό τραπέζι, κά τω απ’ τό οποίο έχει τρυπώ σει ό Τριμπουσόν. Τον βλέ πει πού έρχεται καταπάνω
I Π Π Ο Τ Η I
19
«««««««««««««««««Μ««««««««4α«α4<<«44<«ί<<«<α<«α«««χι
του καί γουρλώνει τά μάτια. —■ Χριστουλη μου!, λέει κλαψιάρικα. Τώρα θά μέ σφάξη σαν βάτραχο! Πραγματικά, ή στιγμή εί ναι κρίσιμη. Ή γυμνή λεπίδα αστράφτει απαίσια καί σέ λίγο· θά πέση βαρεία απάνω στον Τριμπουσόν. "Ομως ξα φνικά άκούγοινται ποδοβολη τά στή σκάλα. Ό μικρός ιπ πότης μέ τό σπαθί στο χέρι πηδάει τρία - τρία τά. σκα λοπάτια καί τρέχει προς τό μέρος τού Ροσεφόρ. — Φυλάξου, λοχαγέ Γ φω νάζει. ’Άφηισε ήσυχο τον άν θρωπο κι5 άν αγαπάς τή ζωή σου, γύρισε κατά μένα. Έδώ, Ροσεφόρ! Εκείνος ακούει τή Φωνή καί γυρίζει· ξαφνιασμένος. Μιά απερίγραπτη λύσσα γε μίζει τό βλέμμα του, καθώς άντ ικρ ύζε ι τ ό πα ιδ ί. — Χμ! Εσένα ζητούσα!, λέει μέ σφιχτά δόντια. ’ Αφ ήνε ι τον Τρ ιιμ πουσό ν καί, παίρνοντας μιαν άπότομη στροφή πάνω στις φτέρνες του, τινάζει· προς τά εμπρός τό σπαθί του. — Εσένα ήρθα νά πιάσω!, γρυλλίζει. Εσένα κι* αυτή τή μικρή σπιούνα τής ”Αννας τής Αυστριακής, πού ήρθε πριν λίγες στιγμές νά σού κάνη έπίσκεψι! Τώρα εί σαι χαμένος! Θ’ άκολουθήσης κάποιον άλλον, που αύριο τό πρωί θά κάνη περίπατο στήν πλατεία τής Γρέβης.
Η ΛΟΥΣΙΕΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ
ΛΕΠ I ΔΑ άστράρτε ι απειλητικά, μά τό παι δί φυλάγεται. Μ’ εναν έξοχο διαξιφισμό, αποκρούει καί ό Ροσεφόρ δαγκώνει λυσ σασμένος τά χείλη του. Τήν ίδια στιγμή υποχρεώνεται νά υποχώρηση καί τινάζεται πλάγια. Τά σπαθιά διασταυ ρώνονται καί βροντούν άγρια βγάζοντας σπίθες. Αγωνίζον ται σκληρά καί μέσα στά μά τια τους διακρίνεται ή απόφασι νά νικήσουν ή νά πεθάνουν. Στριφογυρίζοίυν, σ:χλ>τάρουν πότε έδώ καί πότε ε κεί, ανατρέπουν καρέκλες πού βρίσκονται· μπροστά τους. ^— Απάνω του, κύριε Άνρύ!, φωνάζει ό Τριμπουσόν πού είναι τρυπωμένος ακόμα κάτω απ’ τό τραπέζι. Απά νω του νά τού φάμε τό...μά τι ! Μά ό Ροσεφόρ δεν είναι εύκολη λεία. Είναι μάστορας στο σπαθί καί ξέρει ν’ άπο* κρούη καί νά επιτίθεται. ^— Δέ σημαδεύεις καλά!, λέει· γλυκά τό παιδί καθώς γέρνει πλάγια καί τό σπαθί τού λοχαγού γλυστράει απά νω στή λεπίδα τού δικού του. Λογαριάζω μιά απ’ αυτές τίς μέρες ν’ άνοίξω σχολή ξιφα σκίας στο Παρίσι. Για σένα, Ροσεφόρ, τά μαθήματα θά εί ναι εντελώς δωρεάν! Τί λές; Δέχεσαι; — Ουτιδανέ!, βρυχάτσι ε κείνος καί σηκώνει τό ξίφος του. Νά, έτσι χτυπούν!, λέει
Η
$ϋ
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
>»»»»»»»»»,»»>»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»» τό παιδί χαμογελώντας παν» τα. ^ ιΚαί μέ μια γοργή κίνησι, ρίχνοντας δλο τό βάρος του λαστιχένιου κορμιού του προς τά έμπρός, τινάζει τό σπο.θί του, άποκρούει τό χτύπημα καί ή κοφτερή λεπίδα διατρυ πάει τον ώμο του λοχαγού των σωματοφυλάκων τού Ρ ισελιέ. Ό Ροσεφόρ αφήνει έ να μουγγρητό πληγωμένου άγριμιού καί κλονίζεται. Κά νει μερικά βήματα πίσω καί φέρνει τό χέρι στον ώμο του. Ή παλάμη του γεμίζει αίμα. — Κέρδισες!, λέει μέ φω νή που δείχνει την όργή πού τον πνίγει καί πέφτει σ’ ένα κάθισμα. Είσαι τυχερός. Τό σπαθί του πέφτει στο πάτωμα καί τό πρόσωπό του συσπάται από τον πόνο. — Έπί τέλους, κερδίσα με !, άκούγεται ή φωνή τού Τριμπουσόν. ^ Βγαίνει άπό τό τραπέζι κάτω άπό τό όποιο ήταν μέ χρι τούτη τή στιγμή κρυμμέ νος καί στρίβει θριαμβευτικά τό μουστάκι του. 'Ύστερα, παίρνει τό σπαθί τού Ροσε φόρ καί τό τσακίζει στα δυο άκουμπώντας το στο γόνατό του. — Γιά νά ξερής ποιος εί ναι ό Τριμπουσόν!, λέει. Για νά ξερής καί νά μήν τά ξαναβάλης μαζί μου. Είχες άγιο πού μπήκε .στη μέση τ’ αφεν τικό. Διαφορετικά δέ γλύτω νες άπό τά χέοια μου πού νάχες δράκου ρίζα... — * Αφησε τις πολλές κου βέντες, Τριμπουσόν!, τον
μαλλώνει τό παιδί. 'Ύστερα γυρίζει στον παν δοχέα, πού σ' όλο αυτό τό διάστημά π α ρ ακολουθούσε ψύχραιμα καθισμένος στον πάγκο του την ξιφομαχία, έ τοιμος νά έπέμβη μονάχα σέ περίπτωσι άνάγκης. — Περί ποιήσου τον τραυ ματία, κύριε Βιλλάρ, τού λέει. 'Ύστερα κλείσε τον σέ μια κάμαρη. Είναι αιχμάλωτός μας. Θά μάς χρειαστή ίσως αργότερα. Κάτι έτοιμάζεται νά πρό σθεση ακόμη, άλλα σταμα τάει. Τρεΐς πυροβολισμοί, ό ένας πίσω άπό τον άλλο, άκούγονται έξω άπό τό πανδο χείο. Τό παιδί κυττάζει γύρω ίου ξαφνιασμένο. Ό Γριμπου σόν κρύβεται πίσω άπό μια καρέκλα καί...τρέμει. — Χριστούλη μου!, Μάς βομβαρδίζουνε!, ξεφωνίζει. Στο πρόσωπο του Ροσε φόρ σχεδιάζεται ένα σατανι κό χαμόγελο. — Αυτό είναι ένα σύνθη μα!, λέει. — Τί σύνθημα; ρωτάει ά γρια ό Ντι/βερνουά. —Μέ ειδοποιούν, λέει, πώς ή μικρή φιλενάδα σου συνεΑήφθη. Τό πανδοχείο έχει κυκλωθή άπ5 τούς; σωματοφύ λακες τής Αυτου Πανιερότητός τ^ς καί σύ δέν πρόκειται πιά νά ξεφύγης. "έχασα νά σου πώ δτι έχω ένα ένταλμα συλλήψεως γιά σένα καί τον υπηρέτη σου στην τσέπη μου! Ό μικρός Ιππότης γίνεται χλωμός. "Ένα χέρι τού σφίγ-
ι η η ο τ η χ II ««««««««««««««««««««««««««««<««<«««««««««««<*<«* χει ούτε σκιά φόβου. Κομψός καί ωραίος μέσα στην χρυσο κέντητη άπό γκρενά βελούδο φορεσιά του, θυμίζει τούς ιπ πότες τοΰ παλιού καιρού, πού δέν λογάριασαν ποτέ τό θά νατο. — Τί έχεις ν’ άπολογηθής, κατηγορούμενε; τόν ρωτάει ό πρόεορος τοΰ δικαστηρίου. "Ακόυσες γιατί σέ κατηγο ρούν. 5Απολογ_ήσου! Ό Σαιντ Έτιέν σηκώνεται ορθός καί ρίχνει μιά ήρεμη ματιά γύρω του. Ή αίθουσα τοΰ δικαστηρίου είναι γεμάτη κόσμο. Μιά σειρά άπό λογ χοφόρους τόν χωρίζει άπό τό ακροατήριο. Πίσω άπ3 αυτούς όμως, ανάμεσα στο πλήθος, πού έχει συγκεντρωθή γιά νά παρακολουθήση τή δίκη του, ξεχωρίζει ένα παιδί. Ή καρ διά του σκιρτάει, άλλά τό πρόσωπό του μένει ψυχρό καί αδιάφορο. "Υστερα γυρί ζει ατούς δικαστές του. — Εΐμαι^άθώος!, λέει. Κα τέθεσαν έδώ πώς συνεργάζο μαι μέ τούς Ισπανούς γιά νά υποδουλώσω την πατρίδα μου. Είναι· .μιά αισχρή συκο ΜΙΑ ΑΔΙΚΗ φαντία. "Ολα αυτά σκηνο3εΔΙΚΗ τηθηκαν άπό τόν καρδινάλιο Δ1Κ Η του δούκα τού πού έπιθυμεΐ τό θάνατό μου, Σαιντ Έτιέν είναι μιά γιατί στάθηκα πάντοτε εμπό κωμωδία. Δεν διαρκεΐ διο στά σατανικά σχέδιά του. παρά μονάχα δυο ώρες κι* Είμαι οί πιστός υπήκοος τοΰ λίγοι ψευδομάρτυρες πού ε Βασιλέα καί τής Βασίλισσας ξετάζονται καταθέτουν ένα τής Γαλλίας. Δέν ζητάω την σωρό φανταστικά πράγματα. επιείκειά σας. “έρω πώς θά Τελευταίος καλείται ό κατη μέ στείλετε στο δήμιο καί γορούμενος ν' άπολογηθή. πώς αύριο ό λαός θά πρασΕίναι χλωμός άλλά στο ύπεκληθή στην πλατεία τής Γρέρήφανο βλέμμα του δέν υπάρ βης νά παρακολουθήση την γει την καρδιά. Ή .μικρή πριγκή τπσσα κινδυνεύει! Αυ τό είναι ένα χτύπημα πού δεν τό περίμενε. "Οσο για τό έΑ τολμα και τούς σωματοφύλα κες ούτε τούς λογαριάζει. Ε κείνο πού τον ένοιαψερει αυ τή την ώρα είναι ή Λουσ.έν και μονάχα αυτή. 'Όχι! Είναι κι3 ό δούκας τού Σαιντ Έτιέν. Φυσικά κι* αυτός, πού πρόκειται εντελώς άδικα νά όδηγηθή στο Ικρίωμα, τον ένδιαφέρει. — Εμπρός, Τριμπουσόν!, 51 στάζε ι. Φεύγουμε ! 3' Εχουμε πολλή δούλε ιά! ίζει έπειτα προς τό μέ ρος του πληγωμένου Ροσεφόρ καί τον κυττάζει άσκημα. — Φεύγω Ροσεφόρ!, τού λέει. 3 Αλλά σέ προειδοποιώ δτι, άν πάθη τίποτα κακό ή Λουσιέν στα χέρια τών σωμα τοφυλάκων σου, ό Ρισελιέ εί ναι χαμένος! Και μέ βιαστικά βήματα απομακρύνεται προς τό βά θος του πανδοχείου. Πίσω του τρέχει χοροπηδώντας ό βαρελοε ιδής Τρ ιμπουσόν.
Η
$1 Ο Μ ϋ χ Ρ 0 $ <«Μ4««44«α«Μα«<&«««α<*«Μ«Μ«ξ«««««««€«««««««««4«ϋί«« καρατομησί μου. Αύτό όμως δεν μέ τρομάζει. Θά πεθάνω σαν άντρας ί — Δέ μπορώ νά κρατηθώ! Θά βάλω τις φωνές!, λέει 6 Τριμπουσόν σκύβοντας στ’ αύτί τού Άνρύ Ντυβερνουά που κάθεται δίπλα του. Ό δούκας τά λέει πολύ - πολύ έν τάξεΝ — Σιωπή!, διατάζει χα μηλόφωνα τό παιδί. Θά τά κάνης θάλασσα! Είναι κι5 οι δυο τους, ό μι κρός ιππότης κι* ό βαρελοειδής υπηρέτης του, ανάμεσα στο πλήθος που παρακολου θεί τη δίκη. ΦοροΟν ψεύτικες περρούκες καί ρούχα τού λα ού. Κανείς δεν μπορεί νά τούς ύποψιαστή. Αλλά ό Τριμπουσόν κάθε λεπτό που περνάει γίνεται καί π ιό...επικίνδυνος. —Νά σηκωθώ; ρωτάει. Θέ λω νά δράσω... κεραυνοβόλα! — "Οχι. ακόμα! Κάνε υ πομονή... Σ’ αυτό τό μεταξύ ό δού κας, πού έχει τελειώσει την απολογία του, κάθεται πάλι στο εδώλιο καί αγορεύει τώ ρα ό Είσαγγελεύς. Είναι έ νας πύρινος λόγος, γεμάτος μίσος καί πρόσκλησι. — Ζητώ την καταδίκη τού δούκα τού Σαίντ Έτιέν!, λέει κατσλήγοντας. "Ενας ψίθυοος άκούγεται μέσα στο πλήθος. Ό δούκας χαμογελάει, μ’ ένα χαυόγελο γεμάτο βαρειά πίκρα. Ό 5Ανρύ νοιώθει ένα σύγκρυο. — Τό δικαστήριο άποσύρεται σέ σύσκεψι!, λέει ό κλη τήρας. Ό κατηγορούμενος θά
μεταφειρθή ατό διπλανό δω μάτιο μέχρις οτου έκδοθή ή άπόφασις. — Ετοιμάσου, Τριμπουσόν!, λέει τό παιδί. Θά μέ τρησης ως τά εκατό καί κα τόπιν θά βάλης φωτιά στο φυτήλι. Είναι πολύ μικρό, γι’ αυτό πρέπει νά άπομαικρυν θής σύντομα. "Υστερα θά κατέβης στο δρόμο καί θά περίμένης κοντά στά άλογα. Ό Θεός βοηθός. Έγώ πηγαίνω στο δωμάτιο πού έχουν τό δούκα. — Νά μείνης ήσυχος!, α ποκρίνεται ρέ ύφος επίσημο ό Τριμπουσον. Ή μπόμπα Θά κάνη τη δουλειά της... ΕΝΑ ΤΟΛΜΗΡΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΑΙ χωρίζουν. Τό παιδί φτάνει έξω από την πόο τα τής κάμαρης δπου έ χουν μεταφέρει τό δούκα. "Ε νας σ ωμ ατοφ ύλ ακ ας στ έκε ι στο κατώφλι. Τό παιδί έχει πάρει ύφος χαμινιού, πού το δικαιολογεί καί τό φτωχικό ντύσιμό του. Κάτω δμως^όπό τά λαϊκά ρούχα του υπάρχει κρυ-υμένο τδ σπαθί καί τό πι στόλι του. — Κύριε σωματοφύλακα, τού λέει, είμαι ό γυιός τού υ πηρέτη τού δούκα καί τον έ χω στο στομάχι γιαπί πριν μια βδομάδα μέ σακάτεψε στο ξύλθ'. Δεν μ’ αφήνεις νά τον φτύσω στά μούτρα νά τό θυμάται όσο νά τού κόψουν τό κεφάλι; , Ό σωματοφύλακας γελάει. — "Ελα!, έμπα μέσα, άλ-
Κ
ΙΠΠΟΤΗΣ
33
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» λά νά τελείωσης σύντομα. Τό παιδί περνάει το κα τώφλι. Έκεΐ στο βάθος κά θεται ό δούκας. Καθώς βλέ πει τον 3Ανρύ, από τό βλέμ^· μο τα·υ περνάει μια άστραπή ελπίδας. Οι σωματοφύλακες πού τον φρουρουν κυττάζουν μ3 εκπληξι τον μικρό. — "Αφήστε τον πιτσιρίκο νά ψτύση τον κύριο! "Εχει προηγούμενα μαζί του. Τό παιδί νοιώθει τό αΤμα νά σφυροκοπάη ατά μηνίγνια του. Πλησιάζει τον δούκα καί του μισοκλείνει τό μάτι. Ό Σαίντ Έτιέν καταλαβαίνει.Ή θαμπή έλπί'δα γίνεται μια φω τεινή φλόγα στην καρδιά του. Ξαφνικά δμως ένας άπ" τούς σωματοφύλακες βγάζει μιά άγρια κραυγή: — Πιάστε τον μικρό. Τον αναγνωρίζω. ^Λέγεται Ντυβερνουά κι3 είναι φίλος τού δούκα! Τό παιδί παγώνει. Οί σω ματοφύλακες, όρμούν εναντίον του. Ό "Ανρύ δμως δεν λο γαριάζει θάνατο. Τινάζει από πάνω του τά κουρέλια καί τραβάει τό σπαθί του. Πέντε σπαθιά στρέφονται προς τό μέρος του. — Παραδόσου!, ουρλιάζει ένας σωματοφύλακας. — Αυτό δέ γίνεται!, απο
κρίνεται τό παιδί ψύχραιμα. Ό μικρός ιππότης ^ απο κρούει τά πρώτα χτυπήματα, λΑά ό κλοιός γύρω του κάδε στ ι γμ ή γ ίνέτα ι στενότερος. Σέ λίγο θά ύποκύψη... 3Αλλά ό Τριμπουσόν αγρυ πνεί. "Ενας φοβερός σεισμός συγκλονίζει τό κτίριο·. "Ενας άγριος κρότος άκού/εται καί απεγνωσμένες κραυγές φτά νουν στήν κάμαρη. Αυό άπ3 τούς σωματοφύλα κες έχουν οονατραπή. Οί άλ λοι τρέχουν προς τήν πόρτα. — "Εμπρός, δούκα!, φω νάζει τό παιδί. Τρία άλογα μάς περιμένουν. Γοργά περνούν την πόρτα καί μπερδεύονται μέσα στο ττ^-τθος πού τρέχει προς τήν έξοδο. —Θαρρώ πώς σωθήκαμε!, λέει χαρούμενα τό παιδί. "Ομως ξαφνικά μιά σειρά άπό λογχοφόρους όρμούν καί κλείνουν τήν έξοδο προς τό δρόμο. — Είμαστε χαμένοι, λέει μ' απελπισία ό δούκας. '— Μή χάνης τό κουράγιο σου, δούκα! ψιθυρίζει τό παι δί. Δέ χάθηκε τίποτα ακόμη... Καί μέσα στο μυαλό του φουντώνει ένα καινούργιο τολ μηρό σχέδιο...
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ Γραφεία:
ΒΙΒΛΙΑ
ΙΠΠΟΤΗΣ
ΗΡΩΙΚΩΝ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
*05ός Αέκκα 22 Φ ’Αριθ. 6 Φ Τιμή δραχ. 2
Οίκονομιχός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, 'Αθηνών και Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιοόττολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: Άν. Χατζηβασιλείου/ Άμο&ζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο έπόμενσ τεύχος, το 7, πού κυκλοφορεί την έρχό,μενη έβδαμάδα μέ τον τίτλο:
0 ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΤΟΥ ΕΠΙΦΟΡ0Υ το ηρωικό παιδί μέ τό ανίκητο σπαθί και την άτρόμητη καρδιά συνεχίζει τον άγώνα του για τό Δίκαιο! Και άντιμετωπίζει για μια φορά άκόμα τό θάνατο και τά βασανιστήρια!
Ο χρνίΰί ΣΚΟΡΠΙΟΣ Γά£Λ/ προφττιιορυο ρπαι. ο ιόντο εη/ τ/αετο/ κο/ ψτρνε/ τον τρονα κο/ ρ · 'V ΤΡ/ν Τ7ΡΝΙΚΟ..
ϊ
ΡΙΤίΗΓέ Ρ ΔΥΟ ΛΕΠΤΟ Ο/ 1 ΛΝίτει ΔΥΟ 4 ΛΥΩΝ το/ 00/ ) Π ΣΠ/ΚΣΨΟΛΗΣ < ΤΟΥΣ οεφτε/ ΣΤΟ. Χεο/ο του ορ 1 ΚΟΝΤΟ ΤΡί \ 2 ΟΥΓΟΛΗΣ)
0£ίΡΟ=00/γ.
ον κι ο γεοεεν/ι <*ε το (εροχγΜεοτο /εροΣΥΜ-γχο Ν ΦΟΡΗΚΒ Ρκύ» ν. δοΛΟε/Λ/'εόέτρΜ ΪΚ£/ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΚΥ
να γ'
'Φ* 3§| 4 % ζζΜβΜίί. ΜΙ
|βί '&!ί
^ΗΙΗΙΗΗΙ
«® Β Η Β ® 8»Ϊ*Μ »
§ ® ■:\. :7ς=§ι§ 8 1
ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΧΑΜΕΝΑ ...
/
θή αυτό τό άπόγειμα του 1 624 απ’ όλες τις άκρες του Παρι σιού για, νά παρακολούθηση Ο δικαστήριο, πού σέ λί τή συνταραχτ ι κή δίκη, στρ ι μώγο έπρόκειτό.νά καταδιχνεται τώρα στις σκάλες προ κάσή σέ θάνατο έναν α σπαθώντας νά φτάση στην έ θώο, είναι γεμάτο από μαύ ξοδο· γιά νά σωθή. Κανείς δέν ρους καπνούς πού μυρίζουν ξέρει τί ακριβώς συμβαίνει καί μπαρούτι" καί θειάφι.. - Στους ο! άνθρωποι είναι τρομαγμέ διαδρόμους επικρατεί ένα ά“ νοι καί πανικόβλητοι. Απελ περί γραπτό πανδαιμόνιο. Οϊ πισμένες φωνές γεμίζουν τον φοβισμένες κραυγές του πλή αέρα: : ' . θους μπερδεύονται μέ τά βια στικά παραγγέλματα, πού δί Φωτιά! νουν οι άξ κυματικοί στους λογ — Βοήθεια! , ! χοφόρους · καί ατούς σωματο — Θά καούμε ζωντανοί.! -. φύλακες. Μερικές πόρτες έχουν . —- Αφήστε μας νά βγούμε φύγει από τή θεσι τους καί ό στο δρόμο! λα τά τζάμια του μεγάλου Μά οι λογχοφόροι, που φρμυ κτιρίου· έχουν γίνει κομμάτια . ροΰν τό δικαστήριο, όκτελώναπό τή δυνατή έκρηξι τής βόμ τας τις διαταγές τών βαθμο βας του Ύρ ιμπουοόν. (*) Τό φόρων τους, έχουν σχηματίσει πλήθος, πού έχει συγκεντρωέναν αδιαπέραστο κλοιό οτγ βάσί τής σκάλας καί δέν αφή ■(*)■ Διάβασε χο τεύχος «Όί νουν κανένα νά προχωρήση σΜίματρφύλακες έφαρμοσν». . :
1;
Τ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.
■ ■>»
4
Ο
Μ
I
κ
Ρ
Ο
Σ
»»»»»>»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>3ι>>>>>>
"Εχουν άντιληφθή ότι όλη αυ τή ή ιστορία έχει δημιουργη9ή για νά διευκολύνη τή\/ άπόδ,ρασι του δούκα του Σαίντ Έτιέν κα] παίρνουν δρακόντια μέτρα για νά μην ξεφύνη ό μελλοθάνατος. — Δεν θά πέραση κανείς 7, φωνάζουν. Θά γίνη έρευνα. — Αφήστε μας ! ουρλιάζει τό πλήθος. — Θά ψοφήσουμε σαν τά ποντίκια μέσα στις φ>ο>ες και στους καπνούς! — Πίσω όλοι! Γυρίστε πί σω!, διατάζουν απειλητικά οί στρατιώτες. Ανάμεσα σ5 αυτή τή γενι κή σύγχυσι και τις φωνές, οί δυο φίλοι, ό νεαρός Άνρύ Ντυ βερνουά καί ό μελλοθάνατος δούκας τού Σαίντ Έτιέν, θα νάσιμοι· εχθροί του καρδινα λίου Ρισελιέ καί άφοσιωμένοι φίλοι τής Βασίλισσας τής Γαλλίας, άγωνίζσνται άπεγνωσμένα νά κινηθούν. Δεν απέ χουν παρά λίγα μονάχα μέ τρα από τήν είσοδο, άλλα εΤναι αδύνατο νά φτάσουν έκεί. Ό δρόμος είναι κλειστός. — Είμαστε χαμένοι!, λέει γεμάτος απελπισία ό δούκας. Φρόντισε τουλάχιστον νά σωθής.έσύ, Άνρύ. "Επαιξες κο ρώνα - γράμματα τή ζωή σου για νά «μέ σώσης. Ό Θεός δέν θέλησε νά μάς βοηθήση. Φύγε, Άνρύ. Σε λίγο θά είναι άργά. — Θά κάνουμε μια προ σπάθεια άκόμα!, λέει μέ σφι χτά τά δόντια τό παιδί. Δέ χάθηκε άκόιμα κάθε ελπίδα. "Ομως τίποτα δέ γίνεται. Μάταια άγωνίζσνται ν5 ανοί
ξουν δρόμο. Οί λογχοφόροι, πού έχουν ένισχυθή τώρα μέ σωματοφύλακες, άπωθούν βάρ βαρα τό πλήθος καί τό υπο χρεώνουν νά ^ τραβηχτή προς τά π ίσα). Οί άνθρωποι σκορπί ζουν. Τά σπαθιά αστράφτουν άπειλητικά πάνω άπό τά κε φάλια τους καί οί μακρυές λόγχες καταφέρνουν χτυπήμστατα δεξιά - άριστερά. — Μάς σκοτώνουν!, φωνά ζουν. —^ Γυρίστε πίσω ! Μιά αμάδα άνθρώπων μπαί νει ανάμεσα στον δούκα καί τό παιδί καί τούς χωρίζει. Ό ’Ανρύ χάνει γιά μιά στιγμή τον φίλο του άπ’ τά μάτια του. Ό ανθρώπινος χείμαρρος τον παρασύρει μακρυά, προς τό επάνω μέρος τής σκάλας. Οί φωνές καί τά ουρλιαχτά των πληγωμένων δυναμώνουν τον πανικό. Πολλοί πέφτουν βγάζοντας βογγητά. Αλλά κα νείς δέν τούς προσέχει. Ό καθένας προσπαθεί νά σώση τον εαυτό του. Ό Σαίντ Έ τιέν έχει μείνει πολύ πίσω. Παρασυρμένος άπό τό άσυγκράτητο ρεύμα, ό μικρός Ντυβερνουά έχει φτάσει στήν κο ρυφή τής σκάλας. "Αδικα προ σπαθεί νά συγκρατηθή. — Προς τά πίσω, δούκα!, φωνάζει. — Φύγε, Άνρύ !, άκούγεται μιά φωνή. Σώσε τον εαυτό σου! Τό παιδί νοιώθει ένα χέρι μέ μυτερά νύχια νά τού σφίγγη τήν καρδιά. Μερικά μέτρα πιο έκεΐ οί σωματοφύλακες έ χουν πιόοσει καί σέρνουν άγρια
ιππότη! » νι«κα«ί€«««««««<α<Μ««««««««««€<*ΜΚ«κ«««<«4««««4α«««
τον δούκα. Τον αναγνώρισαν, τον συνέλαβαν και τον σέρνουν βάναυσα προς τό δωμάτιο τής φρουράς. Είναι άργά πια για κάθε βοήθεια. Τώρα πρέπει νά φροντίση γιά τή δική του σω τηρία. ’Άν μπόρεση νά γλυστ ρήση από εδώ μέσα, υπάρ χει ελπίδα νά βρή αργότερα έναν τρόπο νά τον βοηθήση. — Μή φοβάσαι·, δούκα!, του φωνάζει. Θά συναντηθού με πάλι. Καλή αντάμωση φίλ·ε! Καί, άνοίγοντας δρόμο ανά μεσα στους ανθρώπους που συνωθούνται γύρω του, κατευθύνεται με γοργό βήμα^ στο διάδρομο που οδηγεί στην αί θουσα τού δικαστηρίου. Μά ξαφνικά στοματάει. — Έ! Έσύ, μικρέ! Απά νω τά χέρια! Γυρίζει προς τό μέρος τής φωνής. "Ενας σωματοφύλακας τον σημαδεύει με τό πιστόλι του. Ή σκοτεινή κάννη του εί ναι στραμιμένη εναντίον του. Ό Άνρύ σηκώνει τά χέρια. — Πήγες νά μάς τή σκά σης, πιτσιρίκο, μά τήν επαθες ! 3 Ε,μπρός ! Β άδ ιζε τώρα. Αύριο θά πάτε παρέα μέ τό φίλο σου στην πλατεία τής ίρέβης. "Αντε! Κουνήσου! Τί περιμένεις; «ΚΡΙΜΑ ΣΤΗΝ ΜΠΟΜΠΑ!»
ΑΤΙ περιμένει τό παιδί. Μιά ευκαιρία ενός δευτε ρολέπτου περιμένει. Καί καθώς ό σωματοφύλακας τού μιλάει καί χαλαρώνει τήν προ σοχή του, τινάζεται προς τό
μέρος^του καί ^ κινείται γορ γά. Τά δάχτυλά του τυλίγον ται στον καρπό τού ώπλισμένου χεριού σάν μιά σιδερένια τανάλια, ενώ ταυτόχρονα ή γροθιά του κατεβαίνει μέ δύναιμι στο στομάχι του. Εκεί νος πιέζει τή σκανδάλη βλα στημώντας. Μά ή σφαίρα πάει χομένη καί καρφώνεται στο ταβάνι. Μιά δεύτερη γροθιά τό,ν κάνει νά γσνοπίση, βγά ζοντας ενα βογγητό πόνου. Γό παιδί δρασκελίζει τό κορμί του καί πέφτει στο πάτωμα, διασχίζει σάν αστραπή τον διάδρομο!, ενώ πίσω τουί α κούει άγριες απειλητικές κραυ γές καί μπαίνει στήν αίθουσα τού δικαστηρίου. Έδώ χάνε ται μέσα στά σύννεφα τού μαύ ρου καπνού. Ή βόμβα τού Τρ ;ιμ πουσόν κ απ ν ί ζε ι άκό μ α άναδίνοντας μιά βαοειά μυ ρουδιά. Τό παιδί ξέρει πώς δεν έχει νά φοβηθή τίποτα από αυτή τή βόμβα. Οί άλλο; όμως δεν τολμούν νά προχωρήσουν περισσότερο, γιατί λογαριά ζουν πώς από στιγμή σέ στιγ μή μπορεί νά σημειωθή κά ποια καινούργια εκρηξι. Στέ κουν στο κατώφλι καί φωνάζουιν... Ό 3Ανρύ προσπαθεί τώρα ανάμεσα στους πηχτούς κα πνούς νά ξεχωρίση τό τρίτο παράθυρο. Τό έχει έπισημάνει από νωρίς γιά κάθε ενδεχόμε νο. Είναι ένα παράθυρο πού βλέπει προς τό δρόμο. "Εξω από αυτό τό παράθυρο είναι ένας ψηλός ευκάλυπτος. Άπο έκεί μονάχα μπορεί νά σωθή.
&
.
ΛΛΛ
'
6' ■
μ
ι
κ Ρ
6
ϊ
Δέν υπάρχει γι’ αυτόν άλλος νω μέτρων. 5Αλλά δέν μπορεί τρόπος σωτηρίας. νά περι-μένη περισσότερο. ’ΑΠροχωρεί ψηλαφητά. Πρέ πό στιγμή σέ στιγμή, μπορεί πει νά βιαστή. Μερικές σφαί νά τον πετυχη καμ-μιά άπό τις ρες σφυρίζουν πάνω από ιό σφαίρες πού ρίχνουν εναντίον κεφάλι του. Οι διώκτες του δέν του. . ; τολμούν νά προχωρήσουν, μ,ά Κάνει μιά προσευχή ιμέσα αρχίζουν τώρα νά πυροβολούν. του καί ΐινάζεται'μέ τεντωμέ4· 01 άπειλητικές κραυγές καί οι να τα χέρια προς τά έιμττρός. πυροβολισμοί φτάνουν στ*, αυ 1 Αρπάζεται άπό -ένα χοντρό τιά του. Προχωρεί λίγο άκό“„ κλαρί καί τό κορμί του ταλαν μα. Νά τό παράθυρο. Παίρ τεύεται γιά μερικές στιγμές νει ιμιά βαθειά ανάσα καί σαλστον άέρα σάν εκκρεμές/. .Υ τάοει στο πρεβάζι του. Στέκει στέρα γαντζώνεται σ’ ένα άλ γιά ένα λεπτό ορθός. Τό δέν λο καί μέ σβέλτες κινήσεις άοτρο^ βρίσκεται ένα μέτρο πιο χίζει νά κατεβαίνη. Αίγα λε έχει. ’Άν δέν καταφέρη νά πτά άργότερα. πατάει στο .έ δαφος. Κυττάζει γύρω·του. 9 γαντζωθή στά κλαριά του, εί κόσμος πού βρίσκεται συγκενναι χαμένος. Κάτον άπό τά πό ,τρωιμένος έξω απ’ τό δικαστήδια του; ό δρόιμος βρίσκεται σέ βάθος είκοσι καί παραπά -ριΟ' τον παρακολουθεί μ5 έκ^
'Ο
μικρός
Άνρύ
Ντυβερνουά τγ αό -περιμένει την ευκαιρία κινεί. ται άπίστε υτα γοργά. - ·. "
(
η
«
Ο
ί
Η
!
9
Τό λαστιχένιο κορμί τού παιδιού πού εχει γαντζωτή στο δέντρο . ζυγιάζεται σαν εκκρεμές στον άέρσ.
πληξι. Ανάμεσα στο πλήθος βουν! "Αν πέση όμως στά χέ είναι, καί κάμποσοι φίλοι του. ρια τους^αλα,θά πάνε χαμέ Σαίντ Έτιέν. "Ενας απ’ αυ να. Θά είναι · αυτό μιά κατα τούς τον αναγνωρίζει. στροφή χωρίς προηγούμενο. — Ό μικρός ιππότης!, ψι Δεν φοβάται ' γιά τον εαυτό θυρίζει στο διπλανό του.. του. Είναι δυο άνθρωποι πού — Είναι ό Άνιρύ Ντυβερέχουν τούτη τη στιγμή την α νουά!,. λέει ένας άλλος. πόλυτη ανάγκη του. Ό δού -----Θά τον πιάσουν!, ξεφω κας του Σαίντ' Έτιέν, πού κίν-' νίζει ό πρώτος. Κύτταξε... δυνεύεί νά. 'καρατομηθή, καί ή Πραγματικά, μερικοί σωμα μικρή πριγκήπισσα Λουσιέν, τοφυλακές έχουν 5ή τό παιδί ή εξ αδελφή τής Βασίλισσας καί τρέχουν προς τό μέρος τής Γαλλίας,· πού έχει πέσει του. Ό ιμικρός ιππότης νοιο> πάλι στά χέρια τοΟ Ροσεφόρ θει ένα δυνατό χτυποκάρδι. τού λοχαγού τής σωματοφυλα Τούς μετράει μέ τό μάτυ Εί κής τού Ρισελιέ% ναι εφτά γεροδεμένοι άντρες — Είμαι χαμένος !, σκέπτε ται καί τραβάει τό σπαθί τού. μέ γυμνά^ σπαθιά.^ Σίγουρα δέ θά-.μπορέση νά τά βγάλη πέ /Αλλά, πριν πεθάνω, θά πόλε* ρα μαζί τους. Θά τον συλλάμήσω σάν άντρας!
$ Ο Μ I & Ρ ΰ 2 ««4««««<4<4«Μ««4Μ<ΜΜ4<Μ<4Η<«4«4«€<««4<««ΜΜΜ4<Μ4<ίΜί4<««4<4<« Μένει ασάλευτος και περί* μένει μέ καρφωμένο τό βλέμ μα στους σωματοφυλακές πού έρχονται προς τό μέ,ρος του. Πλησιάζουν βγάζοντας άγριες πολεμικές κραυγές. -— Μή τούς άφήσετε νά τον π ι άσ ουν !, άκ ο ύγετ α ι μια φ ω νή· · — Ό μικρός Ντυβεονουά δον πρέπει νά πέση στα χέρ;α τους! "Ενα βογγητό σαν τό μούγγρισμα μιας αγριεμένης θά λασσας γεμίζει ξαφνικά τον α έρα και ολόκληρο τό πλήθος, σάν ένα ασυγκράτητο ζωντανό ποτάμι, ξεχύνεται στο δρόμο και μπαίνει ανάμεσα στους σωματοφύλακες; και στο παι δί πού κινδυνεύει. — Κάτω ό Ρισελιέ!, φω νάζουν. Ό Σαίντ Έτιέν είναι αθώος! —- Ζητώ ό Βασιληάς! Χάρ ι στο δούκα! — Κάτω τά χέρια άπό τό γυιό του δοξασμένου Μωρίς Ντυβερνουά! — Φύγε, ’Ανρύ! Οι σωματοφύλακες, ξαφνια σμένοι άπό τούτο τό άγριο ξέ σπασμα, μάταια προσπαθούν ν’ ανοίξουν δρόμο. Δεν τούς αφήνουν νά προχωρήσουν. "Ε να ανθρώπινο κύμα έχει πέσει απάνω τους καί τούς άπομα^κρύνει. Ό μικρός Ντυβερνουά ακούει τίς κραυγές του πλή θους, βλέπει εκείνους πού μέ τόση αυτοθυσία αγωνίζονται γιά τη σωτηρία του, καί νοιώ* Βει μιά βαθειά ευγνωμοσύνη νά πληιμμυρίζη την καρδιά του γιά τό ανώνυμο αυτό πλήθος.
Τά μάτια του δακρύζουν. —- Υπάρχουν λοιπόν ακό μη τίμιοι άνθρωποι στη Γαλ λία!, ψιθυρίζει. Αυτό μού δί νει καινούργια δύναμι! Βγάζει τό κ απέλλα του καί τό κουνάει χαρούμενα στόν αέρα. — Ζήτω οι Γάλλοι πολί τες!^, φωνάζει. Ποτέ δέ θά τό ξεχάσω οτ ι μου σώσατε τη ζωή! Σύντομα θά μάθετε ευ χάριστα νέα γιά τον δούκα: Ύστερα, τρέχοιντας, μπαί νει σε μιά πάροδο, στρίβει μιά γωνιά, αφήνει πίσω του τη μι κρή πλατεία μέ τά πλατάνια τής οδού Μπενσόν καί φτάνει έκεΐ πού τον περιμένει ό Τριμποοσόν μαζί μέ τά τρία ά λογα. Ό υπηρέτης γουρλώνει τά μάτια του καθώς τον βλέ πει μόνο. — Ό δούκας; ρωτάει. — "Ολα ήρθανε ανάποδα, Τριμπουσόν!, λέει. Μά θά δο κιμάσουμε πάλι. Εμπρός! Προς τό παρόν, φεύγουμε... Καί σαλτάρει στ5 άλογό του. Ό Τριμπουσόν τον μιμεί ται. Καί, καθώς αρχίζουν νά κ αλπάζουν, άναστενάζε ι: — Κρίμα στη μπόμπα μου!, λέει. Τό κόλπο δεν έ~ πι ασε! ΕΝΑ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΣΧΕΛΙ Ο
ΙΑ ώρ^α άργότερα,^ τό ήρω'ΐκό παιδί καί ό Τ ρ ιμπουσόν, βρ ίσκονται στό πανδοχείο «Δυο Γέφυ ρες». Έδώ είναι πρός τό πα ρόν ασφαλείς. Κανένας δέν θά σκεφτή νά τούς ζητήση έδώ.
Μ
ΙΠΠΟΤΗΣ
9
►»»» »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» Ό Τριμπουσόν είναι ξαπλω μένος σέ τέσσερις καρέκλες καί... χωνεύει! Ό Άνρύ πη γαινοέρχεται -μέσα στην κάμα ρη, προσπαθώντας νά κατά στρωση ένα καινούργιο σχέδιο σωτηρίας για τον δούκα. 5Απ’ τό μυαλό του περνάνε ένα σω ρό ιδέες, μά δεν μπορεΐ νά κατάληξη σε καμμιά. — Καλά σου έλεγα εγώ νά μ’ άφησης νά φτιάξω τη μπό μπα δπως ήξερα, λέει ό Τριμπουσόν. Τώρα δλα θά είχα νε τελειώσει. Τό δικαστήρ.ο θά είχε τιναχτή στον αέρα και ό δούκας θά ήταν ελεύθερος. Αλλά εσύ δεν ήθελες ν’ άνο'ξη μύτη! Μονάχα γιά φασα ρία! ^Ενας δυνατός κρότος και καπνός. Τίποτ’ άλλο! (*) -—- Δέ μάς έφταιγε ό κό σμος πού ήταν συγκεντρωμέ νος στην αίθουσα!, λέει τό παιδί. Γιατί νά σκοτώσουμε άνθρώπους; Αέν ήταν σωστό. Εμάς -μάς χρειαζότανε νά δη’ μιουργηθή μονάχα ένας πανι κός και ιμιά σύγχυσι χωρίς αν θρώπινα θύματα. Έπωφεληθήκαμε δσο ήταν δυνατό. Μά δεν προφτάσαμε ν’ αποτελειώσου με την προσπάθεια... Ό Τριμπουσόν αναστενάζει. — Έ, κατακαημένε Τριμπουσόν!, λέει. Ποτέ νά μην πεθάνης! Μονάχα εγώ τά κα ταφέρνω σέ κάτι τέτοιες δου λειές. Μιά φορά στην Αφρική μέ μιά τέτοια μπόμπα έβύθί σα... όλο τό στόλο του Σάχη τής Περσίας στη ζούγκλα! (*) Διάβασε το τεύχος σωματοφύλακες έψορμοΟν».
«01
Τό παιδί γυρίζει ξαφνιασμέ νο σάν νά δέχτηκε...>μιά γρο θιά στο ιμάτι. — Πώς τό είπες αυτό; ρω τάει. —Οπα δτι έβύθισα τό στό λο τής Περσίας!, επιμένει ό Τριμπουσόν χωρίς νά κοικκινίζη καί στρίβει ήρωϊκά τό μου στάκι του. Μιά μέρα πού 6 στόλος είχε βγή περίπατο... —-Στη ζούγκλα; , — Ναι. Στη ζούγκλα! Πε ρίεργο σου φαίνεται; — Βγαίνουνε τά καράβια περίπατο στη ζούγκλα; -— Αυτά βγαίνανε. Είχανε ...καρούλια στις κσρένες τους καί, όταν ό Σάχης ήθελε να τούς άλλάζη αέρα, τά έβγαζε στη στερηά! "Όλο θαλασσ.νός αέρας, δπως ξέρεις, βλά πτει. Τά έβγαζε λοιπόν περί πατο ν5 άναπνεύσουν καί λίγο πεύκο νά τούς περάση τό συνάχ ι... — Είχανε συνάχι τά καρά βια; κάνει καί σφίγγει τά δόν τια του τό παιδί γιατί έχει πνιγή από την άγανάκτησι γιά την ψεματάρα πού του σερβί ρει μέ τόση απάθεια ό Τον μπουσόν. Συναχώνονται λοι πόν καί τά πλοία; — Μάλιστα! Στην Αφρική τό συνάχι είναι ένα πολύ συ νηθισμένο πράγμα! "Έχεις δή συναχωμένο... σπίτι; Νά τό βλέπης νά φτερνίζεται καί νά σου καίγεται ή καρδιά... — Σταμάτα, Τριμπουσόν, γιατί σ’ έσφαξα!, φωνάζει τό παιδί. Σταμάτα! Εκείνος κουνάει τό κεφάλι κι’ άνασηκώνει τούς ώμους.
10 · ■ Ο Μ I Κ Ρ Ο '2· «<<<<<<<<<<<«<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<*<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<< ρειά σιωπή, απλώνεται μέσα ■.—•/Εν τάξει, σταματάω!^ στην κάμαρη. .Άλλα να μη μου λες ότι σου ^ ^ Είδα εγώ ,μέ τά ίδια μου λέω. ψέματα.! •Ό Άνι'ρύ κάτι έτοιμάζεται . τά μάτια, συνεχίζει ό.Βιλλάρ, τους σωματοφύλακες- πού πέ νά πή άκάμα, άλλα δεν προ ρασαν καβάίλλα στ5 άλογά φταίνει,. :γιατί κάποιας χτυ τους νά ειδοποιήσουν τον δή πάει την .πόρτά του δωματίου. . Ανοίγει καί μπαίνει ό πανδο-' μιο, χέας. Ό Φερνάντ Βιλλάρ είναι ■— Τον δήμιο·; ρωτάει ξα χλωμός. ’ · ·· φνιασμένο;. το παιδί καί μια τολμηρή Ιδέα περνάει άπό τό Καταδίκασαν, κύριε/ τον νου του. Που .μένει ό δήμιος; δούκα σε θάνατο.!, λέει. Ή ά—- Πεντακόσια μέτρα' μα πόψασι τού' δικαστηρίου βγίγ- . κρύ ά άπό εδώ. Είναι ένας κον κε πριν λίγη ώρα; Αύριο θά τόχοντρος άνθρωπος, που τον στείλουν στην πλατεία της παίρνει έκατό σκούδα για κά Γρέβης. .· . θε έκτέλεσι. ·— Χρίστο ύλη μου!, ξεφ Ιο νίζει ό Τριμπουσόν. Δεν θάθε— ■/Έχει οικογένεια; λα νάμουν στη Θέσι του ! — Όχι. Είναι ένας γερεπ Τό. παιδί 8έ μιλάει. Τά μά μαγκόύφης, πού μεθάει άπό το. πρωί ώς τό βράδυ. Αλλά λέτια- του β ο αρκώνουν. Μια β α1-
η
η
ο .τ
η
χ *
.
·
·
·
..
««««««««««««««««^«««««^«««««««««««««««««««««^
'Ο μίικρσς ' Ιππότης χρησιμοποιώντας για σκαλοπάτια την πλάτηι του Τρι μπονσον σ αλτάρει στο παράθυρο.
— Έν τάξει, κ. Ντυβερ^ νε πώς χειρίζεται τον ιμτταλτά με εξαιρετική τέχνη, Μέ τό ναυά. Δεν έχω άντίρρησι. Μο πρώτο χτύπημα αποχωρίζει τό νάχα που· πρέπει νά νυχτώ4 κορμί από τό κεφάλι. Κι3 έ ση πρώτα για νά-φτάσουμε α παρατήρητοι ως έκεΐ. τσι, καθώς λένε,, δεν βασανί • — Σ άμφωνο 11 ζονται τα θύματά τουλ. Ό πανδοχέας φεύγει και Θέλω νά τον γνωρίσω, μένουν πάλι ,μόνοι στο δωμά κύριε Βιλλάρ, αυτόν τον άν τιο ό Τιρίιμπουσόν καί τό παί* θρωπο, λέει ύστερα από μικρή δΐ« Ό. μικρός ιππότης έχει, μ.ά σκέψι τό παιδί. Πρέπει νά του παράξενη έκφρασι στο πρόσω μιλήσω. . . πο. Μέσα στα ',μάτ ι α του ά• Ό πανδοχέας φαίνεται ν’ ά πορή. Μιά σκιά φόβου περνάει- ' στράφτει ή ελπίδα. Κάνει μεάπό τό βλέμμα. του. ; 1 ρίκα βήματα κι’ ύστερα έρχε» .. — Μή φοβάσαι, κύριε Βιλται και στέκει μπροστά στον λάρ. Δεν πρόκειται- νά μπερ- ' Τριιμπουσόν. δευτής σε φασαρίες. Μονάχα Είσαι παλληκάράς, Τρί το άπίτί του θέλω νά μου δείμπουσόν; τον ρωτάει, ξηςί Τίποτ’ άλλο... · ■— .Είμαι καί ,φα ίνουμα^, Ό άνθρωπος, άνασηκώνει ■ λέει· εκείνος χωρίς νά κινηθή τούς ώμους. ’ ' από τις τέσσερις καρέκλες ·
'
,
'
12
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
'«<<«««<«<««««<«««««««««<«««««««««««<«««««««««««« πού είναι· ξαπλωμένος. Γιατί-; "Έχει κάνεις άντίρρησι; — Λοιπόν, αύριο θά γίνης ήρωας, Τρ ιμ πουσό ν !, συνεχ ίζει τό παιδί. — Νά γίνω! Γ ιατί νά μή Υ·νω;
χ
λ
Τό παιδί κάνει μερικά βή ματα μέσα οπό δωμάτιο κι5 ύ στερα _στέκεται πάλι. — ζέρεις πώς εμφανίζεται ο δήιμιος απάνω στην εξέδρα πού στήνουν στην πλατεία γιά την έκτέλεσι; ρωτάε ι. — "Οχι! — "Ε Λοιπόν, θά σου πώ εγώ, Τριιμπουσόν. Ό δήμιος φοράει μιά μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, πού τού κρύβει ο λάκερο τό πρόσωπο, αφήνον τας μονάχα δυο τρύπες ανοι χτές γιά τά μάτια. Κι5 αυτό γίνεται γιατί δεν πρέπει τό πλήθος πού παρακολουθεί τις καρατομήσεις νά τον αναγνώ ριση. Κατάλαβες; — Ναι. Κατάλαβα. Αλλά γιατί μου τά λες τέτοια ώρα αυτά τά πράγματα; Θά μου κοπή ή δρεξι καί θά κοιμηθώ πάλι νηστικός απόψε! Τό παιδί χαμογελάει. — Χμ ! Πρέπει νά μάθης ό λες αυτές τις λεπτομέρειες, Τριιμπουσόν, γιατί αύριο τό πρωί θά σου χρειαστούν!... -—- Δηλαδή; ρωτάει καί γουρλώνει τά μάτια του ό Τριμπουσόν γιατί κάτι αρχίζει νά μυρίζεται. Δηλαδή, τί θελε'ς νά πής; — Θέλω νά πώ, Τριμπουσόν, συνεχίζει ήρεμα τό παι δί, πώς τό ρόλο του δημίου §ώ*ι« στην πλατεία τής Γρέ-
βης,^ θά τον παίξης εσύ. Θά φορέσης^ την κουκούλα στο κε φάλι καί, όταν θά σου φέρουν τόν δούκα του Σαίντ Έτιέν για νά τόν καρατορήσης.... Αλλά ό νεαρός Ντυβερνουά δεν προφταίνει νά τελείωση. Τά μάτια του Τριρπουσόν άλλοιθωρίζουν παράξενα, τά δόν τια του αρχίζουν νά βροντούν σάν πέταλα άλογου καί τό πρόσωπό του γίνεται μπλε. "Ενας κόρπος τόν πνίγει στο λαιμό καί, καθώς κάνει ν5 άνασηκωθή, γκρεμίζεται άπ5 τις καρέκλες καί ξαπλώνεται φαρ δύς - πλατύς στο πάτωμα. — Χριστούλη μου!, βογγάει όταν ξαναβρίσκει τη φω νή του. Τί λαχτάρα είναι αυ τή πού πας νά μου κάνης; Πα... Πα... Παναγία μου. Τό άφ εντ ικό ' μου τ ρελλ άθηκε ! Β οήθεια! Φωνάχτε ένα γιατρό νά... τόν δέσουνε... Σηκώνεται, κάνει μερικά βήματα προς την πόρτα, την άνοιγε ι καί κατεβαίνει εφτά εφτά τις σκάλες. — "Ενα γιατρό γιατί χα θήκαμε!, φωνάζει. Ό πιτσιρί κος τήν...ψώνισε! Τό παιδί τόν ακούε Γκαί χα μογελάει. Είναι βέβαιος πώς σέ λίγο ό Τριρπουσόν, όταν... χωνέψη τό σχέδιό του,, θά γυρίση πάλι καί δεν θά έχη κάμβ ριά άντίρρησι νά κάνη δ,τι τού πη... Λ
Ο ΤΡ IΜΠΟΥΧΟΝ ΚΑ! ΤΑ... ΚΕΦΑΛΙΑ!
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, ό Τριμ πουσόν πηγαίνει ως τήν πόρτα τού π«ν$ο-
ι
η
η
ο
τ
η
ι
ι§
««««««««<«««««««««««««<««««««««««««««««««««<««* χείου φωνάζοντας. Ό Βιλλάρ, πού τρέχει τό κατόπι του, τον συγκροτεί. — Τί τρέχει; τον ρωτάει. Πού πας; Ό Τριμπουσόν συνέρχεται. — Γιά κύτταξέ με καλά!, τού λέει. Ό πανδοχέας τον κυττάζει. — Μά δεν καταλαβαίνω, κ ύρ ι ε Τρ ιμποοσόν! — Μήπως καταλαβαίνω ε γώ; Κύτταξε δμως καλά. "Έ τσι κατ’ ευθείαν στα μάτια! Μπράβο! Τώρα, πές μου, μοιά ζω μέ...δήμιο; — Ελάτε δά, κύριε Τριμπουσόν! "Αστειεύεσθε; — "Όχι. Δεν άστειεύουμαι καθόλου! Δε μοιάζω μέ μπό για; Ό άνθρωπος κάνει τό σταυ ρό του. — Ποιος ξέρει; Καμμιά νευ ρική κρίσι θά ήρθε τού δυστυ χισμένου, σκέπτεται. ’Άς προ σπαθήσω νά τον συνεφερω. Τον πιάνει από τό μπράτσο καί τον τραβάει στο εσωτερι κό του πανδοχείου. Τον υπο χρεώνει νά καθήση σ’ ένα τρα πέζι. Τού φέρνει καί μιά κα νάτα κρασί. — Πιε λίγο, κύριε Τριμπουσόν! Θά σού κάνη καλό! Ό Τριμπουσόν κατεβάζει μονορούφι την πρώτη κανάτα, ζητάει δεύτερη, την καταπί νει, καί συνέρχεται...λίγο. — Λοιπόν, αύριο γίνομαι δήμιος!, λέει καθώς σκουπίζει τά χείλια του. Πώς σού φαί νεται, κύριε Βιλλάρ; Ό Βιλλάρ χαμογελάει.
/— Τί; Δεν σού γεμίζω τό μάτι; ^—Όχι, Δέ λέω αυτό. "Αλ λά, τέλος πάντων. "Ας άφήσουμε αυτή τη συζήτησε Γ ιά νά γίνης δήμιος πρέπει νά εί σαι γεννημένος γ ιά τέτοιες δουλειές. ^ Ό καθένας βέβαια δεν μπορεί νά γίνη δήμιος. "Έ πειτα αυτό είναι μιά τέχνη. Ό Τριμπουσόν στρίβει τό μουστάκι του. Τό κρασί τον έχει κάνει πάλι.,.παλληκαρά! — Δηλαδή; — Έ! Δεν είναι εύκολο νά ...κόβης κεφάλια! Ό Τριμπουσόν χαμογελάει συγκαταβατικά. Κυττάζει τον συνομιλητή του σάν μυρμήγκι. ^ — Λοιπόν, εγώ στην "Αφρι κή έκοψα μέ μιά μπαλταδιά ο γδόντα εφτά κεφάλια! Αυτά πού γίνονται εδώ στο Παρίσι είναι... κοροϊδίες! Κόβεις ένα κεφάλι καί κάτι τρέχει στά... γύφτικα! "Η νά κόβης ή νά μήν κόβης. Νά είσαι δήμιος ή νά μήν είσαι... "Εγώ πού λες όταν έκοψα τά ογδόντα εφτά κεφάλια... — "Ογδόντα έφτά κεφάλια; ρωτάει κι" ανατριχιάζει ό παν δοχέας. Λές^ αλήθεια; — Μά τί, παιδιά είμαστε τώρα νά λέμε...ψέματα; — Παναγία μου! Είσαι φο· βερός, κ. Τριμπουσόν! — Είμαι σκληρός άντρας, τό παραδέχουμαι, λέει μέ συγ κατάβασι ό Τριμπουσόν. "Αλ λά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στο άλλο. Σοΰ έχω πή πώς κάποτε αποκεφάλισα έναν ελέφαντα μ5 ένα σουγιά-
I*· . ·■ ο ΜΙΚΡ02 **»»»»»»»»»> »>»»»>»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»*»»» δάκι πού είχα για νά καθαρί ζω τά νύχια μου; ' ;—Μ7 ενα σουγιαδάκι-; γουρ · λιώνει. τά μάτια του και ζαλί ζεται ο πανδοχέας. Μά πώς είναι δυνατά; · . . •— Καί όμως, φίλε μου! .Ε γώ. τά κατάφορα. Μια μέρα πού λες, βρισκόμουνα ολομό ναχος στη ζούγκλα κι’ έκανα, τον 'πε,ρίπατό μου, δταν βλέ πω μπροστά μου καμμιά δεκαρ ι ά έλέφαντες... . —. Τρ ιμ πουσόν! · Ό' χοντροϋπηρέτης γυρίζει ξαφνιασμένος: 'Ο νεαρός 7 Ανρύ Ντύβερνουά είναι στη σκά λα καί του φωνάζει. -—"Α φ ησ ε τ ι ς ΐστ ο ρ ί ες, Τ. ρ ι ■■ μ πουσόν, του λέει, κι7 έτοΐιμάοσυ νά κάνουμε μια έπίισκεψι. Ό Τριμπουσόν, πού έχει ξεχαστη σ’ αυτό τό μεταξύ καθώς ...σερβίρει τά φαντα στικά κατορθώιμάτά -του στον δυστυχισμένο πανδοχέα, συ. νέρχεται μονομιάς και ξαναθυ• μόαοπ την πλατεία της Γρέβης. "Όχι. Δεν του αρέσει αυ τή ή δουλειά. Καλύτερα, πού λέει ό λόγος, νά καταπιή ένα τσουβάλι ξυλρπροκες πα(ρά νά φόιρέση τήιν μαύρη κουκούλα ■ τού· δημίου, Αρχίζει λοιπόν νά..,ξύνη τη μύτη του για νά κατεβάση καμμιά μεγαλεπηβολη . ιδέα, πού νά τον γλυτοδση απ’ αυτή τήν ιστορία. Και ξαφνικά χαμογελάει. Βρήκε! . Σηκώνεται και πηγαίνει προς, στο μέρος του παιδιού. — Θέλω άδεια, αφεντικό!,τού λέει. · * ^ Ό ’Ανρύ τον κυττάζει παραξενεμένός. · .
—ο "Αδεια; μ— Ναι. Θέλω καμμιά βόο, μάδα άδειά γιατί έλαβα πριν λίγη ώρα ένα γράμμα από τή γυναίκα μου. Είναι βαρεία άρ• ρωστη καί μου γράφει νά πάω κοντά της, γιατί δεν υπάρχει κανείς στό^σπίτι νά φροντίση. γιά τά οχτώ παιδιά μου. Πρέ πει λοιπόν νά πάω εγώ νά τά περιποιηθώ. "Αχ, είμαι πολύ δυστυχισμένος, αφεντικό! Τό παιδί χαμογελάει καθώς βλέπει τον Τριμπουσόν πού ά: γυρίζεται νά δακρύση. . —Ευχαρίστως θά σού έ δινα άδεια, φίλε μου, τού λέει, άν δέν συνέβαινε νά λάβοο κι’ εγώ. ένα.γράμμα από τή γυ ναίκα σου, ακριβώς σήμερα. Πήρα λοιπόν ένα γράμμα της καί μου γράφει νά μή σού δώ σω άδεια γιαπί, δταν πηγαίνης σπίτι, τά κάνεις θάλασσα. Δέν αφήνεις -ούτε αυτήν ούτε· τά παιδιά σέ ησυχία. Γκρινιά,ζεις καί τούς αναστατώνεις. ; Ό Τριμπουσόν γουρλώνει τά μάτια του. — "Ελαβες γράμμα από τή γυναίκα μου; ρωτάει. — Ναι.. "Ελαβα..'.·' —- "Ε! Λοιπόν είσαι.*.εΐσαι ό μεγαλύτερος ψεύταρος τού κόσμ ου, ’ άφ εντ ικό! — · Γιοπί;' 'ρωτάει· χαμογε λώντας ό ’Ανιρύ. —- Γιατί ούτε παντρεμένος είμαι, ούτε γυναίκα έχω ούτε παιδιά! Τήν πάτησες τήν πε; πονό.φλούδα, κυρ ι ε Άνρύ ·! Σ οί τήνέσκασα!
ι η η ο τ η 2 ««««««^«<«««<««««««««««««««««^^«««««««««««««««« Ο ΔΗΜΙΟΣ; . ," ΤΟΥ, ΠΑΡ ΙΣΙΟ/
'
δσο γίνεται πιο άθόρυβα σ’ αυτό τό σπίτι. Τά παράθυρα είναι μισάνοιχτα. Κάνει ζέστη ΣΤΕΡΑ από λίγο έχει νυχτώσει. Οι δρόμοι γύ τούτο τό βράδυ καί ό δήμιος, πού έχει πλαγιάσει ξέγνοια ρω άττό τό πανδοχείο στος για νά είναι ξεκούρσστος «Δυο ".Γέφυρες», ερημώνονται. τό πρωί πού θά...πιάοη δου ,Κσΐ τότε . ,τρεΐς σκιές γλυλειά, δεν τά έχει κλείσει εν στροΰν αθόρυβα στο σκοτάδι. τελώς, γιά νά παίρνη αέρα. Μπροστά βαδίζει ό Φερνάντ Τά δωμάτια φαίνονται σκοτει Βιλλάρ, κρατώντας ένα φανά ρι του λαδιού·. · Ακολουθεί ό· νά, Κανένα φως. — Θά μπούμε άπ\ .αυτό τό νεαρός ’Ανρύ Ντυβερνουά καί παράθυρο, I ριμπουσόν !, λέει τελευταίος έρχεται ό Τριμπου·1 6 ’Ανρύ, Θά σκαρφαλώσω πρώ σαν . πού περπατάει, σάν πρό τος. "Υστερα θά σέ τραβήξω βατο... επί· σφαγήν/ Κρατάε,ι καί σένα μέσα. στα χέρια του ένα σκοινί. ; — Δεν... Δεν... κάνει νά 1—- Δεν επίασε'τό κόλπο, πε.'..πε,.,ριμένω εγώ απόξω; μονολογεί κλαψιάρικα. ’Ώχ ί ρωτάει 6 υπηρέτης πού από Χριστούλη μ,ουΛ. τί έχω νά τρα τό τρέμουλο κοντεύει νά κα~ βήξω άν με άνακσ> ύψουνε κάεω.άττό τη μαύρη κουκούλα , ταπί ή τη γλώσσα του. Τί.,. Τί πού 3ά φορέσω Ρ Θά ,μέ. ταρά-’ ...χρειάζομαι εγώ; . —- Δεν είπαμε, Τριμπουσόν ξουνε στο ξύλο/ Παναγίτσα πώς είσαι παλληκαράς; ρω μου καί θάνσι.,,μέρα μεσημέτάει τό παιδί. ρι-· ^— Ναι. Τό είπαμε. Αλλά Διασχίζουν κάμποσα στενό- · σόκακσ καί μερικά λεπτά άρ* 1 τώρα τό...ξελέμε! γοτερα σταματούν έξω άπο έ — -Έλα τώρα! Μή λές α να χαμηλό σπίτι, Ό Βιλλάρ - στεία!, τόν μαλλών'ει. Σκύψε, δείχνει την πόρτα. νά πατήσω στην πλάτη σου νά γ— 3Εδώ . μένει ό δήμιος, σκαρφαλώσω ώς εκεί πάνω. λέει... Τό όνομά του, δον σάς Ό Τριμπουσόν σκυβεί, τό χρειάζεται, είναι Ζάν Μττερπαιδί ^ πατάει απάνω του καί τράν. "0(τ ι έχετε · νά κάνετε, σέ λίγο έχει σαλτάρει πάνω πρέπει να τό τελειώσετε νω στο παράθυρο. Ρίχνει μια βια ρίς, ..γιατί πριν καλά - καλά· στική .ματιά στό εσωτερικό ξημερώση θαρθούν νά τον πά- . τοΰ δωματίου. ,.Δεν. υπάρχει ρουν μέ την άμαξα. _ · * κανείς. Ό Μπερτράν κοιμάται Τό.-παιδί' ευχαριστεί τον στη διπλανή κάμαρη. Σκύβε1, πανδοχέα κι5 εκείνος φεύγει. απλώνει τά χέρια του καί πιάΤώρα ό ■ Ανρύ πού μένει μόνος ,νει τόν Τριμπουσόν. Βαδίζον μέ 'τόν Τριμπουσόν, φέρνε1 τας τώρα κι’ οι .δύο αθόρυβα, πλήσιάζουν μιά κλειστή πόρμιά βόλτα γύρω από τό σπίτι προσπαθώντας νά ** βιρή τόν .τα. Ό ’Ανρύ τραβάει τό σπα· πρόπο μέ τ,ρν όποιο θά μπουν θί τομ. Από μέσα όοκούγεται
Υ
16
©ΜΙΚΡΟΙ
►»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»*» ένα βαρύ ροχαλητό. Τό παιδί φουχτιαζει τό πόμολο και τό γυρίζει έλαφρά. Ή πόρτα α νοίγει. "Ενα φανάρι ακουμπι σμένο σ’ ένα τραπέζι, φωτίζει την κάμαρη. Σ’ ένα κρεββάτι κοιμάται ό δήμιος. — Νά του ρι^χτώ; ρωτάει ό Τριμπουσόν που, κατά τη συ νήθειά του, υστέρα από τό τρέμουλο αρχίζει νά...άγριεύη. Μια ψυχή θά βγή πού θά βγή ! Δέ μ5 αρέσουν τά...χασομέρια. Και καθώς μιλάει σκοντά φτει σέ μιά καρέκλα. Ή καρέ κλα πέφτει μέ θόρυβο και πά νω άπ5 την καρέκλα παίρνει μιά τουμπα και ξαπλώνεται στο πάτωμα ό Τριμπουσόν. —Β οήθε ι α!, ξεφωνίζει. Μάς στήσανε ένέδρα! "Ωχ, ή καρ δούλα μου! Την ίδια στιγμή ό άνθρω πος πού κοιμάται ξυπνάει και τ ινάζετ α ι τρομαγμ ένας. — Ποιος είναι εκεί; μουγ κρίζει και δοκιμάζει νά πιάση ένα πιστόλι πού βρίσκεται κά τω από τό μαξιλάρι του. Μά τό παιδί πού βρίσκεται τούτη τη στιγμή στη σκιά μέ μιά αστραπιαία κίνησι σσλτάρει δίπλα του καί ή μύτη του σπαθιού του άκουμπάει στο στήθος τού αγουροξυπνημένου ανθρώπου. — Τσιμουδιά, κύρ Μπερτράν άν άγαπάς τή ζωή σου ’, τού λέει. — Χό! Χό!, κάνει εκείνος ζαρώνοντας τά φρύδια του. Κατάλαβα εΤσαστε κλέφτες1 "Αν ήρθατε νά πάρετε άπό μέ να λεφτά, τήν κάνατε τή δου
λειά σας. Δέ θά βρήτε ούτε μι σό σκούδο! -— Μάζεψε τή γλώσσα σου γιατί στην κόβω!, φωνάζει ό Τριμπουσόν πού έχει σηκωθή σ3 αυτό τό μεταξύ άπό τό πά τωμα. Κλέφτης είσαι σύ καί όλο σου τό σόϊ! Εμένα μέ λένε Τριμπουσόν! Τό παιδί μέ μι α κινησι α— πομακρύνει τον... παλληικαρά υπηρέτη του καί βγάζοντας ά πό τήν τσέπη του πετάει α πάνω στο κρεββάτι ένα σα κουλάκι μέ χρυσά νομίσματα. — "Αν κάνης δ,τι σού πού με, κύρ Μπερτράν, λέει, αυτά τά πεντακόσια σκούδα είναι δικά σου. Δεν είμαστε κλέ φτες. Θά κάνης δ,τι σού πού με κι5 ύστερα θά σέ δέσουμε. Θά ιμάς δαινείσης τά ρούχα καί τήν κουκούλα σου. Αύριο ίο μεσημέρι θάρθουνε νά σέ ^λύ σουνε καί Θάσαι πάλι ελεύθε ρος. "Αν όμως έχης άντίρρησι, τότε θ’ αλλάξουν οι τρόπε ι μας.! Ίο άγριο μούτρο τού δη μίου ημερεύει. Φουχτιάζει τό πουγγί μέ τό χρυσάφι καί τό ζυγιάζει στήν παλάμη του. -— "Αν είναι σωστά πεντακόσα, λέει, μπορούμε νά κου βεντιάσουμε ! -— Χριστούλη μου ! Θά δε χτή !, κάνε ι κλαψ ι άρ ικα ό Τρ ι μπουσάν. Είμαι πάλι για...ξύ λο αύριο... ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Μιά ώρα αργότερα τό παιδί βγαίνει άπό τό σπίτι τού Ζάν Μπερτράν ευχαριστημένο, ί ο πρώτο μέρος τού τολμηρού
ΙΠΠΟΤΗ!
η
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»> σχεδίου ττήγε καλά. Απόψε όμως έχει πολλή δουλειά ακό μα. Καί πρώτα - πρώτα κάνει μια έπίσχεψι στο μέγαρο του φυλακισμένου δούκα. "Ενας γέρος υπηρέτης τον υποδέχε ται με κλαμένα μάτια. Τό παι δί του λέει τ’ όνομά του. — Αγαπάς τό δούκα; τον ρωτάει. — "Ενας Θεός μονάχα ξέ ρει πόσο τον αγαπάω!, ανα στενάζει ό υπηρέτης. Στά χέ ρια μου μεγάλωσε. — Λοιπόν, άν θέλης νά τον σώσουμε, δεν χρειάζονται δά κρυα. Στείλε απόψε νά ειδο ποιήσουνε όλους τούς φίλους καί συγγενείς του. Πρέπει νά βρίσκωνται από νωρίς στην πλατεία τής Ερέβης μέ τά σπαθιά τους. Νά πάρουν θέσι κοντά στην εξέδρα. Θά εί ναι έτοιμοι. Μόλις ακούσουν μιά κραυγή «Ζητώ ό Βασι λεύς!», θά κινηθούν εναντίον των λογχοφόρων καί τών σω ματοφυλάκων του Ρισελιέ. «Ζήτω ό Βασιλεύς!» θά είναι τό σύνθημα... Τό παιδί καληνυχτίζει τον υπηρέτη καί αρχίζει πάλι καβάλλα στ’ άλογό του νά διασχίζη τους σκοτεινούς δρόμους του Παρισιού. "Υστερα άπό λίγο έχει φτάσει ,έξω άπό τά ανάκτορα. Πηδάει απ’ τ’ άλο γό του καί στο σκοπό πού τού κλείνει τό δρόμο δείχνει τό δα χτυλιό ι πού του έχει κάνει δώρον ή Βασίλισσα. (*) (*) Διάβασε τό τεύχος «ΚσλττΜτμβς πρός τό 6ών«*τ#.,.»
^—Υπηρεσία Βασιλίσσης!, λέει. Ό σκοπός αναγνωρίζει τό βασιλικό διαμάντι καί κυττάζει παραξενεμένος τό -μικρό παιδί. — Μιά στιγμή!, λέει. Νά ειδοποιήσω τον αξιωματικό τής φρουράς. Μερικές στιγμές αργότερα, ό αξιωματικός οδηγεί τό νεα ρό Ντυβερνουά στά διαμερί σματα τής Βασίλισσας τής I αλλίας, πού είναι άγρυπνη καί προσεύχεται. Τό παιδί τρέχει κοντά της κάνοντας μιά βαθειά ύπάκλισι. — Ή Μεγάλειότητά Σας κυρία, πρέπει νά μέ συγχωρήση γι’ αυτή την σέ τόσο ακα τάλληλη ώρα επίσκεψη τής λέει. "Ομως ήταν ανάγκη νά σάς ενοχλήσω. Ό δούκας, ό πως ξέρετε, οδηγείται αύριο τά ξημερώματα στο ικρίωμα. . — Αλλοίμονο!, άναστενάζει ή ’Άννα ή Αυστριακή. "Ε νας ακόμα αθώος. "Ενα θύμα ακόμα τού καρδιναλίου... Μού ανακοίνωσαν τό άπόγεμα την άπόφασι τού δικαστηρίου. — Δέν πρέπει νά τον αφή σου με νά πεθάνη!, λέει μέ άπόφασι τό παιδί. "Εχετε ά~ φοσιωμένους φίλους, κυρία. "Εχετε τους σωματοφύλακες τής προσωπικής φρουράς σας. Φροντίστε νά βρίσκωνται αύ ριο τό πρωί γύρω απ’ τό ίκρίω μα όπου πρόκειται νά γίνη ή καρατόμησις. Θά τον πάρου με απ’ τά χέρια τους... Καί ό μικρός Άνρύ τής ε ξηγεί μέ λίγα λόγια τό σχέ διό τ®υ.
ρΐϊϋ ΒΜ·.·ι.·^Λ,λν ' «'-*ί*ί .νΜ;'*ν·.·<ν>:·:ν
#$8ϊΜ
χ-'.,ί'.
της -Βκτελέ^Μίς *ττλ-ήκτί^, ’ΤΟδΓΟ'
Τρι νγρικτογ' πού κρύβεται
20
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
2
<<<<<«<<<<<<<<<<<<««««<««««««««««««««««««««««««««««««« — Μά αυτό που σχεδιάζεις είναι μια τρέλλα!, του λέει. — Δεν υπάρχει άλλος τρό πος !, άποκρίνεται το παιδί. Δώστε τις διαταγές πού χρει άζονται. Ειδοποιήστε όσους περ ισσότερους μπορείτε... Ή Βασίλισσα ’Άννα κου νάει τό κεφάλι. — Σύμφωνοι. Θά κάνω ό,τι μου λες, μικρές ιππότη. Είσαι ένα παιδί με άφοβη καρδιά. Τό παιδί ετοιμάζεται νά φύγηι. Είναι όμως καί κάτι που θέλει νά ρωτήση. Μιά έρώτησι του ζεματάει τά χείλη. — Ή Αουσιέν, Μεγάλειοτάτη; ρωτάει. Μάθατε νέα α πό την πριγκήπισσα Αουσιέν; Ή Βασίλισσα χαμογελάει. — Ή Αουσιέν κατάφερε νά γλυστρήιση άπό τά χέρια του Ροσεφάρ, του λέει. Είχε ένα πιστόλι μαζί της. "Οπως μοΟ είπε, τής τό είχες δώσει εσύ. Αυτό τό πιστόλι την έσωσε!— Ευχαριστώ τον Θεό!, λέει τό παιδί. — Θά τής διαβιβάσο: τους χαιρετισμούς σου, κύριε Ντυ βερνουα. — Ευχαριστώ, Μεγάλε ι ατά τη. Είμαι ευτυχισμένος πού έ μαθα πώς βρίσκεται έν άσφαλείςα Χαίρετε! "Υστερα από λίγο ό Άνρύ φτάνει στο «Πράσινο Βέλος». Ό Βιλλάρ ακούει μέ προσοχή τά όσα τού λέει. °'Οσο ό μι κρός προχωρεί στην ανάπτυξι τού σχεδίου, τόσο καί περισ σότερο τά μάτια τού γιγαν τόσωμου πανδοχέα στρογγυ λεύουν άπό την έκπληξή — Κιν&υνβύεις!, τ#ύ λέει.
Θά σε σκοτώσουνε! ^ — Δέν θά προφτάσουν !, λέει^ χαμογελώντας τό παιδί. Στείλε μονάχα τούς ανθρώ πους σου νά ξεσηκώσουν -ό λους τούς εχθρούς τού Ρισελιέ. "Οσο περισσότεροι τόσο κα λύτερα. Άπό τά ξημερώματα πρέπει ν’ αρχίσουν νά συγκεν τρώνονται στην πλατεία τής Πρέβης. Τό σύνθημα είναι: «Ζήτω ό Βασιλεύς!» —Θά κάνω ό,τι μου λές ?, αναστενάζει ό Βιλλάρ. Ό Θε ός νά σέ προστατεύη, Άνρύ... Καί καθώς στέκει στην έξο)· πόρτα καί βλέπει τό παιδί νά καλπάζη καβάλλα στ5 άλογό του καί νά χάνεται στο σκοτά δι χαμογελάει. — ’Ίδιος ό πατέρας του ό δοξασμένος Μωρίς Ντοβενουά πού υπηρέτησε υπό τις διατα γές τού Βασιλέως Ερρίκου τού Δ'. Τολμηρός, άφοβος καί... ξεροκέφαλος! ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ
ΤΟ μεταξύ_ό δούκας τού Σαΐντ - Έτιέν περνάε^ι φοβερές ώρες μέσα στο φρούριο του Σίντ. Αργά τό βράδυ διαβάστηκε ή άπόφασι τού δικαστηρίου. — Δούκα τού Σαίντ - Έ τιέν καταδικάζεσαι εις θάνα τον, τού είπε ό πρόεδρος. Θα καρατσμηθής ώς προδότης τής πατρίδας αύριο τό πρωί στήν πλατεία τής Γρέβης... —- Είστε δολοφόνοι! κραυ γάζει ό δούκας. Είμαι αθώος. Ζέ^τω ή Γαλλία! "Υστερα άπο μισή ώρ® τόν
I
Π
η
Ο
Τ
Η
2
21
««««««««««««««««<««««««««<«««««««««««««««««««« έφεραν και τον έκλεισαν ατό σκοτεινό μπουντρούμι τής φυ λακής του. Μά ούτε τούτη την τελευταία νύχτα τής ζωής του θέλησαν νά τον άψήσουν ήσυ χο. Λίγο πριν, από τά (μεσάνυ χτα ένας καβαλλάρης ήρθε και στάθηκε έξω άπό τή με γάλη πόρτα του φρουρίου. — Υπηρεσία καρδιναλίου, λέει στον φρουρό στρατιώτη. Ειδοποίησε τον διοικητή σου. Μερικά λεπτά άργότερα ό διοικητής διαβάζει ένα γράμ μα πού φέρνει την ύπογραφή του Ρισελιέ. Τό τραχύ πρόσω πό του συννεφιάζει. — Είναι φοβερό! λέει μέ σα άπό τά δόντια του. Δεν βασανίζουν έναν μελλοθάνοπτο. "Ομως δεν μπορώ νά κάνω διο,φορετικά. Πρέπει νά υπακού σω Ό δούκας έχει πλαγιάσει στο ξύλινο σκληρό κρεββάτι του κελλιοϋ του όταν άκούγεται τό τρίξιμο τής βαρείας κλειδαριάς τής πόρτας. "Ενας άπό τούς δεσμοφύλακες έμφο:·· νίζεται. — Άκολούθησέ με βούκα, του λέει. Ό Σαιντ - Έτιέν χαμογε λάει πικρά. — "Εφτασε λοιπόν ή ώρα; —"Οχι. Ακόμα. 5Αλλά πρέ πει νά μέ άκολουθήσης... Ό δούκας τον ακολουθεί. Περνούν μερικούς θολωτούς δι άδρομους και μπαίνουν * σέ μιά ευρύχωρη αίθουσα πού φω τίζεται μέ πυρσούς. Ό δού κας μέ την πρώτη ματιά πού ρίχνει στο εσωτερικό τής κά μαρης καταλαβαίνει. Είναι ή
αίθουσα τών βασανιστηρίων. Πριν προφτάσει όμως νά κινηθή δυο γιγαντόσωμοι άνθρω ποι πέφτουν απάνω του καί τον κρατούν ακίνητο. Δυο άλ λοι τού περνούν βιαστικά χον τρούς χαλκάδες μέ άλυσσίδες στά χέρια καί τον υποχρεώ νουν νά καθήση σ’ ένα σκαμνί. -— Μά τί ζητάτε ακόμα ά πό μένα; ρωτάει ό δούκας. Σέ λίγο ξημερώνει καί στην πλα τεία τής Γρέβης θά μέ περιμένη ό δήμιος. Γιατί νέα βασα νιστήρια; — Είναι κάτι πού πρέπει νά μάς πής πριν πεθάνης! άκούγεται μιά βαρειά φωνή. "Αν είσαι λογικός δέν έχεις νά φοβηθής τίποτα! Ό Σαιντ Έτιέν γυρίζει ξαφνιασμένος. "Ενας κοώόγερος μέ πράσινο ράσο έχει μπή στην αίθουσα. Στά χείλη του κρέμεται ένα σατανικό μειδί αμα καί μέσα στο βλέμμα του αστράφτει μιά φοβερή έχθρα. Τά μάτια του, μάτια φαρμα κερού φιδιού, έχουν καρφωθή στο κουρασμένο άπό τήν αγω νία καί τή θλίψι πρόσωπο τού νέου. — Τί θέλεις νά ,μάθης; ρω τάει ό δούκας. — "Εχεις κάποιο νεαρό φί λο, τού λέει αυτός. Είναι εκεί νος πού τ’ άπόγεμα έκανε τή φασαρία ατό δικαστήριο προ σπαθώντας νά σ’ έλευθερώση. Μού χρειάζεται ή διεύθυνσί του. Ό δούκας τον κυττάζει λοξά — Δέν ξέρω τήν διεύθυνσί του! αποκρίνεται κοφτά. Μά
22
- .
Ο
Μ
ί
Κ
ρ
Ο
1
««««<«««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««« κι’ αν ήξερα δέν θ’ άνοιγα τό στόμα μου. νά προδώσω ένα φίλο. -—Τ'5 ομολογείς λοιπόν πώς τον ξέρεις; .ρωτάει μέ κακία 6 άνθρωπος μέ τό πράσινο ρά^ σο. Γνωρίζεις τον Άνρύ Ντυβερνόυά; —ί1-· Είναι φίλος μου ! Δέν τό άρνούμαι. Μά δέν πρόκειται νά μάθετε από μένα που μένει. —- "Ίσως αλλάξεις γνώμη σέ λίγο! λέει ό ·καλόγηρος. Μπορεί νά θυμηθής... Καί καθώς μιλάει κάνει έ να αδιόρατο νεύμα σ’ έναν α πό τούς βασανιστές πού στέ κει δίπλα· του. Μερικά βήματα πιο έκεΐ - μέσα σέ μιά δυνατή φωτιά υπάρχουν δυο .τρία πυ ρωμένα σίδερα. 1 Αρπάζει ένα καί τό παραδίνει στον άνθρω πο μέ τό πράσινο ράσο. Εκεί νος σηκώνεται καί πλησιάζει τον δούκα. "Ενα δυνατό ρίγος διαπερνάει ολόκληρο τό κορμί τού νέου καθώς τον βλέπει νά έρχεταΓ κοντά του. Λοιπόν θυμήθηκες ρ ρω τάει. Ό Σαίντ Έτιέν σφίγγει τά δόντια. —- "Όχι. Δέν θυμήθηκα! Τότε αυτός μέ μιαν απότο μη κίνησι σηκώνει τό. σίδερο, καί τό καρφώνει στή ράχη του, Μιά φοβερή κραυγή πόνου βγαίνει από τό στόμα του δυ στυχισμένου δούκα. Τό πρό σωπό του κάνει μιά φριχτή σύσπασι. καί ό δέρας γεμίζει α πό τή μυρουδιά τής σάρκας πού καίγεται. • — Πού μένει ό 5Ανρύ Ντ υ βέ ρνουά; ρωτάει χαμογελών
τας ό καλόγηρος. - — Δέν ξέρω! απαντάει μέ ξεψυχισμένη φωνή ό μελλοθά νατος καί προσπαθεί νά έλευθερώση μάταια, τά χέρια του .από τις βαρείες άλυσσίδες πού τον κρατάνε ακίνητο... Δέν ξέρω! Καί πέφτει λιπόθυμος. Ό καλόγερος τραβάει τό καφτό σίδερο από τή ράχη του. Μιά. βαθειά μαύρη πληγή £χει σχη ματίφθεί στο μέρος πού ά· κουμπούσε. —: Ρίχτε· του νερό νά συνέλ■ θη !· ^ δ ιατ άζε ι. Θά συνεχ ίσω τήνάνάκρισι. Πρέπει νά μιλήση! Μά την ίδια στιγμή μπαί νει στην αίθουσα ό διοικητής 'του' φρουρίου: — Ό επίο-χοπος Νταλσ·;πιέ!, λέει βιαστικά. ?Ηρθε νά έξομολογήση^ τον μελλοθάνα το... Όδηγήστε τον ά μ έρως στο κελλί του. Ό Νταλσντιε μπαινοβγαίνει στά ανάκτορα καί άν ό Βασιλεύς μάθη δτι τον ύπαβάλλατε σέ βασανι στήρια απόψε... Ό Ρισελιέ είναι πάνω από τό Βασιλέα!, λέει ξερά ό καλόγερος. — Κανείς δέν είναι πιο. πά νω από τον Βασιλέα κύριε! Τον κόβει απότομα ό διοικη τής τού φρουρίου πού είναι έ νας παληό.ς έντιμός στρατιώ.της. Ό Βασιλεύς είναι ή Γαλ λία! Κι’ ύστερα γυρίζοντας στους δυο θεσμοφύλακες πού τον ακολουθούν διατάζει. —: Βγάλτε τις άλυσσίδες από τά χέρια τού δούκας καϊ
I
Π
Π
Ο
Τ
Η
2
««<<«««««««««««<«««««««««««««««««<«««««««««««<«4 ψραντιστε να τον συνεφερετε "Υστερα οδηγήστε τον στο κεΛλί- τουν Θά ο'τείιλω έκεΐ τον επίσκοπο. ·
— 9 Ηρθα νά σέ προειδοπο. ήσω δούκα, τού λέει χαμηλό φωνα πώς δλα είναι έτοιμα γιά την άπελευθέρωσί σου. Αύριο τό πρωί στην πλατεία1 ΕΝΑ ΤΟΛΜΗΡΟ ΠΑΙΔΙ τής Γρέβης θά είναι συγκεν τρωμένοι όλοι οί φίλοι σου. ΑΘΩΣ ό δούκας ανοίγει Κάνε κουράγιό... Θά είσαι έ τά μάτια βλέπει πάνω τοιμος όταν άκούσης «Ζήτω 6 από τό κεφάλι του δυο Βασιλεύς!» Αυτό είναι τό συν ανθρώπους. Αισθάνεται ένα θημα. Δεν θά σ’, άφήσουμε νά .δυνατό πόνο στην πλάτη ' καί πεθάνης. βογγάει μά μέσα στο βλέμμα Ό δούκας αισθάνεται τά του κάποια θαιμπή. ελπίδα φεγ γοβολάει. Ό ένας από τους • μάτια του υγρά. Ή συγκίνησι τον πνίγει. Σφίγγει .τό χέρι δυο εΐναί ό επίσκοπος Νταλαν τού Παιδιού. * τ ιέ. Ό άλλος —αχ Θεέ μου — Θυμάσαι ’Ανρύ τον κα δεν τολμάει νά τό πιστέψη ί Ό άλλος που φοράει ένα .μα- , λόγερο με τό πράσινο ράσο; ρωτάει. κρύ ράσο κι* ένα πλατύγυρο ■— Τον καλόγερο πού άρπα καπέλο διακόνου κάνω απ’ το ξε τη Αουσιέν καί την μετέφε όποΐο κρύβεται τό μισό σχε ρε από τό μοναστήρι· τού * Α δόν πρόσωπό του, είναι ό Άνγίου Γερμανού στον πύργο ρύ Ντυβερνουά! 1 Απλώνει τό τού,Σαβινύ;- (*) χέρι του καί σφίγγει τό χέρι — Ναί. Αυτόν ακριβώς έν-. του επισκόπου, νοώ. Φυλάξου! Βρίσκεται αυ —. Σάς ευχαριστώ σεβατή τη στιγμή μέσα στο φρού σμιώτστε, λέει μέ φωνή που ριο. ’Άν σέ φναγνωρίση είσαι τρέμει από συγκίνησή χαμένος. Αίγο πρωτήτερα μου ■ Ό επίσκοπος ρίχνει μια μα κάρφωσε ένα· πυρωμένο σίδε τιά προς την πόρτα. Ό δεσμό ρο στή ράχη. "Ήθελε νά μάθη φύλακας βρίσκεται έξοο στο πού μπορεί νά σέ συνάντηση. διάδρομο καί μιλάει με κά Ό καρδινάλιος θέλει νά σέ ποιον συνάδελφό του. συλλαβή. Πρόσεχε ’Ανρύ... , — ΗΤταν υποχρέωσί μου Τό παιδί άνασηκώνει τους νά σε βοηθήσω δούκα,, ψιθυρί ώμους: ζει. ~έρω πώς είσαι αθώος καί — Κάτω από τό ράσο πού τούτο τό παιδί πού είναι άφοφοράω, δούκα,, βρίσκεται κρυμ σιωιμενος φίλος σου. μ’ έπεισε μόνο τό σπαθί μου, λέει. Δέν νά τον πάρω, μαζί μου απόψε θά τον άφήσω νά μοΰ κάνη ώς βοηθό... Ευτυχώς δεν τον κακό. "Ομως έχεις δίκηο. Δέν γνώρισαν. πρέπει -νά μ’ άναγνωρίση. Ό μικρός Ιππότης έχε» σκύψει σ’ αυτό τό μεταξύ στο (*) Διάβασε τώ τεΰ'χος «Καλ αυτί τού Σαίντ - Έτιέν.. πασμός προς το θάνατό..,^
14
Χρειάζεται νάμοαστε προσεχτι κοί. "Ολα κρέμονται σέ μιά κλωστή...
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
πος ασθενικού χαρακτήρα πού φοβάται τον καρδινάλιο αλλά θά δοκιμάση. Εκμυστηρεύε ται την πρόθεσί του στον μι ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ κρό Ντυβερνουά. Τό παιδί α ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ ναστενάζει. ΝΥΧΤΑ αρχίζει νά πα — · Πολύ, φοβάμαι σεβασμιλεύει ,μέ την -μέρα που ώτατε πώς θά κοπιάσετε άδι έρχεται δταν ό επίσκο κα. Ό Βασιλεύς δέν θά τολπος Νταλαντιέ μαζί μέ τον μήση. "Αλλιώς τε νομίζω πώς βοηθό του διάκονο, πού δεν είναι αργά πιά. "Οσο νά σάς είναι άλλος από τον νεαρό δεχτή ό Βασιλεύς ό δούκας θά Άνρύ Ντυβερνουά βγαίνουν βρίσκεται στην πλατεία τής από τη μεγάλη πόρτα του Γ’ρέβης... φρουρίοο του Σίντ. Διασχί Ό επίσκοπος κάτι ετοιμά ζουν σιωπηλοί τη μεγάλη πλα ζεται ν’ άπαντήση άλλά από τείια καί μπαίνουν σ5 ένα έρη τομα καρφώνεται ακίνητος μο δρόμο. Είναι κι5 οι δυο στη (μέση τού δρόμου. Τό παι τους βυθισμένοι σέ πικρές σκέ δί γυρίζει ξαφνιασμένο. Πίσω ψεις. Ό επίσκοπος Νταλανάπό τον σεβασμιώτατο Ντατιέ πού έχει δεχτή γιά κάθε λαντιέ στέκει ό καλόγερος^ μέ ενδεχόμενο την έξομολόγησι τό πράσινο ράσο. Τους έχει τού μελοθανάτου είναι τώρα παρακολουθήσει χωρίς νά τον περισσότερο άπό κάθε άλλη άντιληφθούν καί τώρα ή μέση φορά βέβαιος πώς ό δούκας τού σπαθιού του άκουμπάει είναι αθώος. Ό ίδιος ό Σαίντ άπειλητικά στά νεφρά τού ε - Έτιέν ζήτησε νά έξομολογηπισκόπου. — Σεβασμιώτατε, λέει χα θή. — Μπορεί σεβασμιωτατε, μογελώντας απαίσια. Μη δο κιμάσετε νά φωνάξετε ή νά είπε, νά μην προ φτάσουν οί φίλοι μου νά μέ απελευθερώ άντισταθήτε. Δέν έχω παρά νά κάνω μιά μικρήςκίνησι καί σουν καί νά πεθάνω. Πρέπει ή μύτη του σπαθιού θά διαπενά είμαι λοιπόν έτοιμος δταν ράση τό κορμί σας. Λοιπόν θά παρουσιασθώ ενώπιον του δειχτήτε λογικός. Θεού. — Τί θέλεις καί ποιος εί Τώρα λοιπόν ό επίσκοπος σαι; ρωτάει μέ φωνή που τρέ’ Ντολοοντιέ πού έχει ακούσει μει ό επίσκοπος. την έξομολόγησι τού νέου και Ό καλόγερος δέν άπαντάει είναι βέβαιος πώς ό Ρισελιέ αμέσως. Γυρίζει προς τό ^μέ έτοιμάζει καινούργιο έγκ?\ημα ρος του παιδιού πού στέκει σκέπτεται νά κάνη ένα διάβη μερικά βήματα πιο εκεί και μα στον Βασιλέα ζητώντας παρακολουθεί τη σκηνή μέ θο χάρι γιά^όν βούκα τού Σαίντ - Έτιέν. -έρει πώς ό Λουδοβί λό βλέμμα. "Ενας άγριος θυ μός έχει φουντώσει μέσα τοι κος ό 13ος είναι ένας άνθρω
Η
ΙΠΠΟΤΗΣ
2$
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»> καθώς άντικρύζει τον κακούρ γο. 7— Κι’ εσύ νεαρέ διάκονε ε πίσης πρέπει νά είσαι φρόνι μος, Λέει.^ Διαφορετικά μέ λύ πη μου θά σάς σκοτώσω καί τούς δυο και κανείς ποτέ δέν θά ,μάθη ποιος ήταν ό δολοφό νος σας... Σύμφωνοι; Τό παιδί παίρνει μιά βαθειά ανάσα. Ευτυχώς δέν τον αναγνώρισε. Τό πλατύγυρο καπέλλο πού φοράει τού κρύ βει τό μισό πρόσωπο. Έχει καιρό λοιπόν νά κινηθή. ^ — Θά κάνω ο,τι μου πήτε κύριε, απαντάει καί ή φωνή του δείχνει φόβο. Θά είμαι φρόνιμος... — "Έτσι μπράβο! Ό άνθρωπος μέ τό πράσ·νο ράσο παύει νά απειλή ;αέ τό σπαθί του τον επίσκοπο καί έρχεται καί στέκει μπρο στά του. — Θέλω νά σάς ρωτήσω κάτι σεβασμιώτατε, λέει καί τον κυττάζει λοξά μέ τά φιδί σια μάτια του. — Ποιος είσαι σύ πού μπο ρεΐς νά σταματάς στη ,μέση τού δρόμου σάν ένας ληστής τον επίσκοπο τού Παρισιού; κάνει ό Νταλαντιέ πού έχει ξαναβρή τώρα τό θάρρος του. Τί ζητάς από μένα; Ό άλλος άνασηκώνει τούς ώμους. — ^5 Εξομολογήσατε πρί ν από λίγο τον δούκα τού Σαίντ - Έτιέν; ρωτάει. — Ναί... — Φυσικά θά σάς μίλησε γιά τή ζωή του, γιά τά αμαρ τήματα του καί γιά τό έγκλη
μα πού διέπραξε εναντίον τής Γαλλίας ερχόμενος σέ επαφή μέ τούς Ισπανούς. — Ό δούκας είναι αθώος' αποκρίνεται κοφτά ό επίσκο πος. — "Ω! "Οσο γι’ αυτό... "Αλλο είναι εκείνο πού μ3 εν διαφέρει. Θά σάς μίλησε βέ βαια καί γιά τούς φίλους του. "Ετσι δέν είναι; Θά ήθελα λοι πόν νά μάθοο άν σάς έκανε λό γο καί γιά κάποιον νεαρό πού προσπάθησε χτές νά τόν απε λευθέρωση από τό δικαστή ριο. 5 Εννοώ κάποιον Άνρύ Ντυβερνουά. Μήπως σάς είπε πού μένει αυτός ό μικρός; Ό επίσκοπος γίνεται από τομα χλωμός. Τό βλέμμα του γεμάτο αγωνία διασταυρώνε^ ται μέ τό βλέμμα τού παιδιού πού βρίσκεται δυο βήματα πιο εκεί. —Δέ μπορώ ν’ απαντήσω! λέει. Ή έξαμολόγησις είναι μυστική καί γίνεται μόνον ενώ πιον τού Θεού. Δέν έχω δικαί ωμα ν’ άποκαλύψω τά μυστι κά ενός ανθρώπου πού εξομο λογείται. Ό άλλος κατσουφιάζει, άφή νει κατά μέρος τά προσχήμα τα. — Τότε ίσως αυτό σέ κά νει νά τά άποκαλύψης! γρυλλίζει καί σηκώνει τό σπαθί του καί σημαδεύει την καρδιά τού Νταλαντιέ. Εμπρός! Δέν μου περισσεύει καιρός γιά κουβέντες. Θά μετρήσω ώς τά τρία. "Αν δέν μιλήσης . Αλλά δέν προφταίνει νά τελείωση, — 3Από έδώ κύριε! τόν
16 - · τ . · - Ο ΜΙΚΡΟΣ «««««««««««««<««««««<«««<««««««<«««<««<<«««««««« :όβει ή φωνή του παιδιού πού τ' αυτό τό μεταξύ έχει πάτα ξε ι τό ράσο και τό καπέλο που φοράει. Προς τά εδώ κύ ριε! Ό καλόγερος γυρίζει ξα φνιασμένος. Ό νεαρός 'Ανρυ στέκει μπροστά του ιμέ τό ξί φος στο χέρι και χαμογελάει. Τον αναγνωρίζει και σκοτεινι άζει τό βλέμίμα του. . . — Ό Ντυβερνουά! ξεφωνί ζει. Έσυ λοιπόν κρυβόσουν κάτω απ’ τό ράσο; :— Νσί.. ' Ολόκληρός ! Στις διαταγές σου κακοΰιργε.' —- Βρωιμόπαιδο! μουγκρί ζει. καί κάνοντας μιαν άπότο'.μη στροφή άρμάει σόον'τίγρις προς τό ,μέρος του παιδιού. Τώρα θά καταλάβης ποιος εί μαι! '
Μά· τό παιδί'που έχει προ*· βλέψει .αυτή τήν έπιθεσι ση κώνει τό ξίφος του καί οί άτσά λ ι νες λεπίδες δ ι ασταυρώνονΓ ται^ στον άέρα. Αποκρούει το. χτύπημα κάνει δυο βήματα π; * σω κα ί έπ ιτ ίθετ α ι; * Τά δυο σπαθιά βροντάνε στο ιμισοσκό · ταδο κι·· ένας αγώνας ζωής ή θανάτου αρχίζει. Είναι κι5 οι δυο γεροί- ξιφομάχοι. • Θά^έχω πολλά πράγμα.τα να πώ' στον Καρδινάλιο!· λέει 6 καλόγερος με τό πρά σινο ράσο καθώς τινάζεται πλάγια νά ξεφυγει ένα χτύπη μα, Θά του πω πώς ό επίσκο πος Ντσλσντιέ πού · παριστάνει τον άγιο είναι παρέα με τον προδότη Σαίντ - Έτιέν άφου σέ ένστυσε διάκονο καί σέ πήρε μαζ' του νά κουβεν- ·
Καί τότ*ε .ό Άνρυ Ντυβερνουά διασταύρωνες τό σττα$1 τό-ν κακούργο που φοράει τύ πράσινο ράσο.
του
μέ
I
η
Π
Ο · Τ
Η
Σ ·
-
27
«««««*««««<<«<«««««««««««««««««<««««««·«<«««<<<<«<<«
Χάθηκε!... 'έ να γιατρό!
τιάσετε με τον δούκα. Κάποια ατιμία σκαρώσατε άπόψε. Μά σάν σέ σκοτώσω θά τρέξω πά λι στο φρούριο ..νά* τούς ανοί ξω τά μάτια. — Και στον πύργο του Σα βκνύ θέλησες νά μέ σκοτώσης. σκουλήκι!, λέει ήσυχα τό παι 5μ Μά δέ μπόρεσες. Τώρα ό μως ξέρεις πολλά μυστικά γ.:ά νά ζήσης. Φυλάξου κακούρ γε ! Και καθώς μιλάει πραγμα τοποιεί ένα τολμηρό πήδημα. "Έρχεται προς τ5 αριστερά του αντιπάλου του, τινάζει προς τά έμπρός μέ δύναμι τό ωπλι σμένσ του χέρι, και ή μύτη τού σπαθιού του καρφώνεται άκριβώς στο μέρος τής . καρδιάς τού ανθρώπου μέ τό πράσινο
ράσο. Έκεΐνος σηκώνει τά χέρια ψηλά σά νά τον χτύπη σε κεραυνός. Βγάζει ένα πνι χτό5 ούρλιαχτόν διπλώνεται: στά δύο και πέφτει στο χώμα.. — Έπλήρωσες κατά τά έρ γα σου!, λέει τό παιδί. "Υστερα γυρίζει προς τό μέρος τού επισκόπου πού έχει παροκολουθήση χλωμός τη φο βερή. σκηνή. — "Έπρεπε νά πεθάνη σεβασμιώτατε^ λέει. Διαφορετι κά πριν καλά - καλά ξημερώ σει θά σάς άυνελάμβαναν- και θά σάς έστελναν στη Βαστίλλη. — 9 Ηταν ένας απεσταλμέ νος τού εωσφόρου! ψιθυρίζει ρ επίσκοπος.
2Β ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΔΗΜΙΟΣ
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
χτυπάει καταλαβαίνει ότι ήρ θαν οί λογχοφόροι νά τόν πά ρουν γιά νά τόν συνοδέψουν ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ ροχα στήιν πλατεία τής Γρέβης πού λίζει σαν χαλασμένος έχει όρισθή γιά την έκτελεσι. οδοστρωτήρας καί βλέ ;— "Ε! κύρ Μπερτράν! άπει γλυκά όνειρα δτοαν χτυ κούγεται μια φωνή άπ3 έξω. πάει βαρεία ή πόρτα.^ Ό βα-ημέρωσε. "Αντε ξύπνα για^ί ρελοειδής υπηρέτης του μικρού έχεις δουλειά σήμερα. Ντυβερνουά ανοίγει πρώτα τό — "Εφτασα! αποκρίνεται γαλάζιο μάτι του καί κυττάκλαψιάρικα. "Εφτασα! ζει γύρω. Παραξενεύεται. Που Ντύνεται βιαστικά, κρύβει βρίσκεται τάχα; "Υστερα α κάτω από τή φαρδειά ρόμπα νοίγει καί τό άλλο, τό κρασά τού δημίου τό σπαθί του καί το μάτι του. Θυμάται καί δυο πιστόλια, φοράει στό κε αρχίζει... να τρέμη! Βρίσκε φάλι καί τή -μαύρη κουκούλα ται στο σπίτι του δημίου καί ανοίγει την πόρτα. Ευτυ Μπερτράν. χώς πού τό σουλούπι του δέν — Χριστούλη μου!, λέει διαφέρει καθόλου άπό τό σου καί ανακάθεται στο κρεββάτι λούπι τού πραγματικού δη του. "Εφτασε ή ώρα πού θά μίου καί οι στρατιώτες δέν τόν μέ κάνουνε ,μπλέ μαρέν στό ύ ποψ ι άζαντ α ι. Π αραξενεύοντ α ι ξύλο! Παναγίτσα μου βάλε όμως γιατί φοράει άπό τόσο τό χεράκι σου νά ξεμπλέξιω νωρίς τήν μαύρη καλύπτρα μέ όσο γίνεται... λιγώτερες στό κεφάλι. ζημιές! — Χό! Χό! γελάει ένας Στό άλλο δωμάτιο είναι δε στρατιώτης. Άπό τώρα μαμένος χειροπόδαρα ό Ζάν σκαρεύτηκες; Βγάλε αυτή τήν Μπερτράν, ό πραγματικός δή κουκούλα νά πάρης αέρα! καί μιας, τη θέσι τού οποίου πρό άπλώνει τό χέρι του. κειται νά πάρη σήμερα ό ΤριΌ Τριμπουσόν οπισθοχω μπουσόν. Κράτησε τό πουγγί ρεί τρομαγμένος καί κινδυνεύει μέ τά χρυσά σκούδα καί ύστε νά χάση τή μιλιά του. "Αν τού ρα παρακάλεσε νά τον δέσουν βγάλουν τήν καλύπτρα θά καί νά τόν φιμώσουν όσο μπο τόν αναγνωρίσουν αμέσως. ρούν καλύτερα. — Μή... Μή!... κάνει μέ — Θέλω νά πιστέψουν, εί κοντή άνάσα. πε στον νεαρό Ντυβερνουά καί — Γιατί τό φόρεσες αυτό στον Τριμπουσόν, ότι μού ε τό πράγμα άπό τώρα; ρωτάει πιτεθήκατε ξαφνικά καί δέ ένας άλλος. μπόρεσα ν5 άντισταθώ. "Οταν — Τό... έχω τάμα!... Είδα μέ βρουν σ3 αυτά τά χάλια θά ένα άσκημο όνειρο απόψε καί τό πιστέψουν. φοβάμαι πώς σέ λίγο θ3 αρχί Τώρα λοιπόν ό Τριμπουσόν σουν νά πέφτουν... καρπαζιές καθώς ανακάθεται στό κρεβ Οί στρατιώτες γελούνε γιά βάτι καί ακούει την πόρτα νά τό έξυπνο... αστείο γιατί φυ·
©
I
ίΐ
Π
Ο
ί
Η
ί
ϋΊικά δεν μπορούν νά δουν τό πρόσωπο του Τριμπουσόν νά καταλάβουν την αγωνία πού τον βασανίζει. — Όιρεξάτος ξύπνησες σή μερα κυρ Μπερτράν! Τού λέ νε. "Άντε λοιπόν νά ξεκινήσου με. Πάμε! -— ΓΊα... Πα... με! Εϊπα... πα... πα... εγώ νά μην πάμε; Εκείνη την εποχή μέ αμάξι πού τό φρουρούσαν οι λογχο φόροι έφτανε στον τόπο τής έκτελέσεως ό δήμιος. Κι’ αυτό γιατί πάντοτε υπήρχε κίνδυ νος νά δολοφονηθή από τούς πολίτες πού ήταν χωρισμένοι σέ δυο άντιμαχόμενες μερίδες. Σέ κείνους πού καμάρωναν καί ζητωκραύγαζαν γιά τις ε κτελέσεις των εχθρών τού Καρ δινάλίου. Καί σέ κείνους πού έτριζαν τά δόντια καί ζητού σαν ευκαιρία νά εκδικηθούν. Αυτός ακριβώς ήταν καί ό λό γος πού οι δήμιοι όταν έκτέ λουσαν τούς καταδίκους δημο σία φορούσαν μάσκες ή κου κούλες γιά νά μην αναγνωρί ζονται. — "Αντε λοιπόν νά πηγαί νουμε κυρ Μπερτράν. "Ενα κλειστό αμάξι περιμέ νει έξω από την πόρτα. Μπαί νει ό Τριμπουσόν καί ή συνο δεία ξεκινάει. Δεξιά κι’ άριστερά του κάθονται δυο στρα τιώτες κι* απ’ έξω τόιν συνο δεύουν τέσσερις καβαλλάρηδες. — Σάν πολύ... επίσημα μέ πάτε! αναστενάζει ό Τριμπου σόν. "Ενας στρατιώτης τον κυττάζει λοξά.
Μ —- Σά να πηγαίνεις πρώτη φορά σέ εκτέλεσι κάνεις! τού λέει. Δεν ξέρεις τάχα πώς κά θε τόσο έτσι σέ πάμε στην πΛατεία τής Γρέβης. — Ναί, βέβαια! κάνει ό Τριμπουσόν καί δαγκώνεται. Ένόμιζα ότι... πήγαινα γιά πρώτη φορά. Ό στρατιώτης σουρώνει τά φρύδια του καί ό αυτοσχέδιος δήμιος αρχίζει πάλι τό τρε μούλα. — Παναγίτσα μου!, λέει μέσα του. Θ’ αρχίσουνε από τώρα νά μέ δέρνουν καί θά μ^’ έκτελέσουνε σίγουρα πριν από τό δούκα! ’Άρχισα νά μπερ δεύω τά λόγια μου καί δεν ξέ ρω τί λέω. Καλύτερα νά στα ματήσω νά κουβεντιάζω γιατί ...δεν άνακατεύουμαυ ’Άχ μω ρέ πιτσιρίκο τί μού σκάρο.)σες ί ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΓΡΕΒΗΣ
Π’ όλες τις άκρες τού Παρισιού αρχίζουν νά μαζεύωνται άνθρωποι στην πλατεία τής Γρέβης. Πριν καλά - καλά ξημερώσει οϊ περίεργοι φτάνουν στην πλατεία προσπαθώντας νά^ ε ξασφαλίσουν μιά καλή θέσι κοντά στο ικρίωμα. —τ- Δεν αποκεφαλίζουν κάθε μέρα δούκες ! λέει ένας. —Έγώ είμαι περίεργος νά δώ τί χρώμα θά έχη τό αΐμα τού Σαΐντ - Έτιέν, λέει κά ποιος άλλος. -—- Λένε πώς όλοι αυτοί οι αριστοκράτες είναι γαλαζοαίματοι, αστειεύεται ένας τρί-
ί-δ. ΐΌζ. Για νά δούμε! Για νά δούμε!... Γελάει δυνατά. και γελούν και οι άλλοι πού βρίσκονται κοντά τού. Υπάρχουν όμως καί κάμποσοι μέσα στο πλή θος πού ί μένουν σκεφτικοί καί αμίλητοι. Μέσα στο βλέμμα τους μπορε-ΐ κανείς εύκολα νά διαβάση τή φρίκη πού τούς προξενούν παρόμοιες έ ξυπνά.δες. Αλλά δεν μιλούν. Έχουν τό λόγο τους. Ξέρουν πώς οι δρσ,μοΓ κι’ όι πλατείες είναι γε μάτοι από κατασκόπους του Ρισελιέ πού παρακολουθούν μιέ τεντωμένα αυτιά κι5 είναι έτοΐιμοι νά στείλουν στά φοβε ρά υπόγεια τής Βαστίλλης έ,κεΐνον πού θά ταλμήση νά πή μιά διφορούμενη λέξι. Σήμερα όμως συμβαίνει. καί κάτι άλλο παράξενο,. Δέν είναι μονάχα ό λαός πού ήρθε νά παρακολούθηση την έκτελεσ]. Ανάμεσα στο πλήθος πού κουβεντιάζει μεγαλόφωνα, γελάε,ι καί αστειεύεται είναι καί πολλοί ευγενεΤς. "Ολοι τους έχουν πάρει θέσεις γύρου από τό ικρίωμα, καί δείχνουν ψυχροί καί αδιάφοροι. Κάτω δ,μως από τούς μακρυούς μαν δύες τους σφίγγουν νευρικά τις λαβές των σπαθιών τους καί περιμένουν.· Στο κέντρο τής πλατείας .. είναι στημένο τό ικρίωμα. Μιά τετράγωνη ξύλινη εξέδρα ντυ μένη μέ μαύρο ύφασμα. Κι’ ά-. πάνω σ’ αυτήν ένα φαρδύ κού τσουρο. ’Εκεΐ άκουμπάει τό κέ' φάλι του. ό μελλοθάνατος λί γες στιγμές πριν απ’ τό τέ λος. Καί δυο βήματα πιο. έκεΐ
ΰ ·. Μ
ί
κ
Ρ
0
2
ττεριμενέυένα φρεσκοσκόνιάμ.ένο τσεκούρι. Τό όργανο τού θανάτου... βΞαφνικά ό θόρυβος κοπάζει* θεάνθρωποι στομστοΰν νά μι λούν κ αί. ν’ άστε ι εύοντ α ι. ’Από τό βάθος τού δρόμου φαίνεται τό κλειστό αμάξι που μεταφέ ρει τον δήμιο. Τό πλήθος πα ραμερίζει για ν’ άνοιξη ένα φαρδύ πέρασμα. "Ενας αόρι στος ψίθυρος κάτι σαν σιγανό βογγητό γεμίζει την πλατεία. Ό Τριμπουσόν ρίχνει μιά μα τιά από μιά χαραμάδα του παραθύρου προς τά έξω. Κρύ ος ιδρώτας , μουσκεύει τό πρόσωπό του. Χιλιάδες άγριε μένα μούτρα ρίχνουν ματιές γεμάτες μίσος προς τό αμάξι του. -— Τί τον θέλανε τόσο κό σμο καί τον μαζεύουν; ρω τάει. Δέν είναι ηλίθιοι; ’Εγώ στη θέσι τους δέν θά ξεμύτιζα κάτι τέτοιες μέρες από τό σπί τι μου. —Γιατί; ρωτάει ένας στρα τιώτης. —τ- Γιατί δέ ξέρει κανείς α πό τή μιά στιγμή στην άλλη τί .γίνεται. · · : . Ό στρατιώτης τον κυττάζει πάλι παράξενα. Αυτές οι. κουβέντες δέν του αρέσουν κα θόλου. Μιά θαμπή υποψία τρυ πώνει στο μυαλό του. Σάν πο λύ-διαφορετικός τού φαίνεται σήμερα ό Ζάν Μπερτράν. Έ πειτα καί ή φωνή του. Αυτή ή φωνή δέν είναι του Μπερτράν. —Μά γιατί αλλάζεις τή ψω νή σου όταν μιλάς; τον ρω
τάει,
I
ίΐ Μ 0
ΊΓ
Η
1
·
.
.. '■
·
\
II
; Ό Τρ·ιμποοσον κάθεται σε νει σήμερα μέ τόν δήμιό καί άνομένα κάρβουνα. προσπαθεί νά τον ψαρεψη. Μά ' Τι... Τί..; Είπες; δεν υπάρχει πια καιρός. * Τό -:— Εΐπα οτι ή φωνή σου εί αμάξι έχει σταματήσει μπρο ναι κάπως βραχνή σήμερα. στά στο ικρίωμά καί ή πόρτα —- Δεν,., Δεν.,, έκανα γάρ* ανοίγει.. ' ' · " γάρα και γί’ αυτό είναι βρσ* — Καττέβα κυρ Μπερτράν! φωνάζει * ένας’ καβσλλάρης. χνή.Λ ' Ό στρατιώτης ποοσπαιεΐ- • Φτάσομε! Ό Τρ ι μπουσόν πού έχει 'πά ται οτι χαμογελάει άλλα .μέ σα .του .δουλεύει ή υποψία. Βέ. ρει τώρα τήν κρυάδα κατεβαί βαια άν είχε δικαίωμα θά του νει μέ σταθερό βήμα άπς> τήν άφαιρούσε αυτή τή στιγμή. άμαξα καί ανεβαίνει τή σκά* λα του ικρ ιώματος. τήν κσλυπτρα από τό πρόσω πο και θά βεβαιωνόταν αμέ — Σαν καλά πάμε, λέει σως άν είχε δίκηο ή οχι νά. τον άπό μέσα του. Λεν. μέ μυρ.-, υποψιάζεται. Μά δεν έχει δι στήκανε. Μπράβο. . Τριμπουκαίωμά. Ό δήίμ ιος απ' τή · σόν! Είσαι ατσίδας! στιγμή πού θά ψτάση στην Ρίχνει μια ματιά στον κό πλατεία τής Γρέβης, σάν εκτε σμο πού βρίσκεται στην πλα λεστής του νόμου, είναι πρό τεία. Χιλιάδες βλέμματα είναι σωπο σεβαστό και κανείς δέ συγκεντρωμένα απάνω του. μπορεί νά παραβιάση τό μυ Μέσα του αισθάνεται μια πα στικό του. 'Λλλά μια καί δέ ράξενη υπερηφάνεια καί φουμπορεί αυτός θ’ άναφέρη στον ■• Ό'κώνει σά διάνος. αξιωματικό του. ΚΓ αυτός — Θά τούς βγάλω -λόγο ?, μπορεί -με τρόπο ν’ "άνακάλύ λέει. Μια πού θά τό .φάω " το ψη τήν αλήθεια. ξύλο γιατί νά ,μήν κάνω καί τό κέφι μου; · "Έχεις ακούσει να γίνε • Προχωρεί λοιπόν προς την ται κουβέντα γιά κάποιον Τριιμπουσόν; τού κόβει τις άκρη τής εξέδρας γύρω απ’ σκέψεις όαυτοσχέδιος δήμιος. τήν οποία φρουρούν οί λογχο^— ’Όχι,' Δεν έχω ακούσει, - φόροι κι’ ετοιμάζεται νά μ κλή ση· όταν ανάμεσα στο πλήθος λέει ό στροτπώτης. Γιατί ρω·· τάς; ' ^.· ξεχωρίζει τον νεαρό ’Ανρυ —- Κρίμα στο μπόϊ σου! Ντυβερνουά. Τό παιδί πού κυ Γιατί ό Τριμπουσόν . είναι ό κλοφορεί δεξιά κΓ αριστερά μεγάλε ίτερος παλληικαράς καρφώνει τό διαπεραστικό του τού Παρισιού. βλέμμα απάνω, στον Τρ ι μπου — Δεν τον ξέρω! σόν. γιατί καταλαβαίνει πώς —- Έ! Λοιπόν σύντομα θά κάποια κουταμάρα ’ ετοιμάζει τον γνωρίσης καί θά τρ-ίψης ται πάλι νά κάνη κΓ εκείνος τά μάτια σου.,. μπαίνει - στο νόημα καί ανα Ό στρατιώτης είναι σίγου; βάλλει... τό λόγο του. ρος πώς κάτι περίεργο συμβάί Τήν ίδια στιγμή φαίνεται
ϋ ΰ μ ι κ ψ ο χ <<<<<<4<<<<<<<4<<<<4€€€€€4Η4444Μ4€4*Μ4<<4<<<<444<<<<<4<4<<<<<4<4<4«<<«ζΜ4«««<«««< από μακρυά το όονοιχτό αμάξι που φέρνει τον μελλοθάνατο. Τό σέρνουν δυο άλογα. Ό δού κας του Σαίντ - Έτιέν .με άνοιχτό πουκάμισο καί δεμένα τό; χέρια πίσω στη ράχη είναι ορθός καί τό πρόσωπό του· έ χει μια θανάσιμη ωχρότητα. Τό πλήθος, οι οπαδοί του Ρισελιέ, καθώς τό αμάξι διασχί ζει την πλατεία τον βρίζουν μέ πρόστυχα λόγια. ΈκεΤνος όμως ανάμεσα στους φρουρούς πού τον συνο δεύουν είναι σά να, μην· βλέ πει καί να μην ακούει. Είναι χλωμός αλλά ψύχραιμος καί γεμάτος αξιοπρέπεια. Τό α μάξι σταματάει μπροστά στο ικρίωμα καί τον κατεβάζουν. Ανεβαίνει τή χαμηλή σκάλα τις εξέδρας καί στέκει ακίνη τος. Τό βλρμμα του διαγράψει ένα τόξο γύρω σ’ δλην την πλατεία. Γροθιές σηκώνονται απειλητικά καί άγριες κραυ γές γεμίζουν τον αέρα. — Θάνατος στον προδότη 1 — Κόφτε του τό κεφάλι α μέσως ! — Εμπρός δήμιε τη δου λειά σου! Ό Τριμπουσόν πού έχει μπή τώρα στο πετσί του ρό λου πού παίζει τον αρπάζει μέ βόη/αυσο τρόπο καί τον σπρώχνει προς τό κούτσουρο όπου πρέπει ν’ άκουμπήση τό κεφάλι του ό μελλοθάνατος. Καθώς όμως τον πρώχνει του ψιθυρίζει χαμηλόφωνα. — Κουράγιο δούκα. ΕΤμα' ό φίλος σου ό Τριμπουσόν. 'ΚΓ ύστερα προσθέτει μεγα λόφωνα.
^ — Σκύψε προδότη νά σου κόψω τά μαλλιά γιά νά είναι ελεύθερος ό σβέρκος σου πού σέ λίγο θά χαί'δέψη τό τσεκού ρι μου! Ό δούκας δεν μπορεί νά μιλήση. Μιά δυνατή συγκίνησι τον πνίγει. Θεέ μου πόσο ψυχραμος πρέπει νά φαίνεται τούτη τή στιγμή πού από μιά τρίχα κρέμεται ή ζωή του. Ό Τριμπουσόν κρατάει τώρα ένα μεγάλο ψαλλίδι στο χέρι. Καί καθώς σκύβει τάχα νά του κό ψει τά μαλλιά, κόβει μέ μιά σβέλτη κίνησι τά σκοινιά πού τον κρατούν δεμένο. — Μέ μιά κίνησι πού θά κά νης, τού ψιθυρίζει, τά χέρια σου θά είναι ελεύθερα. ’Ακούιμ πησε τώρα τό κεφάλι σου ε κεί. Καί του δείχνει τό χοντρό κούτσουρο. Ό δούκας ύπακούει σάν νευράσπαστο. Ό Τριμπουσόν άρπάζει στά ^χέ ρια του τό φοβερό τσεκούρι. Τό ζυγιάζει στά χέρια του κΓ ύστερα τό άνασηκώνει στ όναέρα. Τό πλήθος κρατάει την αναπνοή του. Σέ μισό δευτε ρόλεπτο όλα θά έχουν τελειώση* "Ομως απότομα μιά άγρια κραυγή σκεπάζει ολάκερη την πλατεία. — Ζήτω ό Βασιλεύς! Είναι τό σύνθημα. Ό Τριμπουσόν αναγνωρίζει τή φωνή τού Άνρύ Ντυβερνουά. — Χριστός ’Ανέστη! φωνά ζει καί πετάει την κάλύπτρα πού κρύβει τό πρόσωπό του. Πίσω γιατί κόβω κεφάλια σή’ μέρα! Είμαι 6 Τριμπουσόν!
8
Π
η
Ο
Τ
Η
Σ
33
►»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»>»>»»»»»»»»»»>>>>»»»>»»»»»»> Τήιν ίδια στιγμή ό δούκας τινάζεται δρθιος. Ό Τριμπουσόν πού κρατάει το κοφτερό τσεκούρι στα χέρια του και τό στρ ιφογυρίϊζε ι άπε ι λητ ι κά στον αέρα του δίνει τό σπα θί του. -— Εμπρός δουκα! φώνα ζε ι. Είσα ι έλεύθερος! Μερικοί πού τολμούν νά σαλπάρουν προς την εξέδρα άνατρέπονται. Τό σπαθί στα χέρια του Σαίντ - Έτιέν κά νει θαύματα. 5Αλλά καί τό τσε κούρι τού Τρυμποοσόν που έ χει αγριέψει τώρα δεν πάει πίσω. -— Πίσω όλος ό κόσμος σή μερα ! Καί στην πλατεία όμως έ χει ξεσπάσει μια φοβερή τα ραχή. Οί κραυγές «Ζητώ ό Βα ΤΕΛΟΣ
σιλευς!», γεμίζουν τον άέρα καί ένα άγριο βογγητό απλώ νεται σ’ ολόκληρη την πλα τεία. — Σώστε τον δουκα! — Είναι άθώος! — Κάτω ό Ρισελιέ! Τά σπαθιά καί τά πιστόλια αστράφτουν κι5 ανάμεσα σ’ ό λους αυτούς πού συμπλέκον ται, τό παιδί, ό ήρωϊκός Άνρύ Ντυβερνουά μέ τό ξίφος στο χέρι άγωνίζεται απεγνωσμένα νά φτάση στο ικρίωμα σπάζον τας τη γραμμή των λογχοφό ρων πού προσπαθούν νά αιχ μαλωτίσουν τον δούκα καί τον Τριμπουσόν. Είναι πραγματι κά μιά κρίσιμη στιγμή. 5Από μιά κλωστή, από ένα τίποτα έξαρτάται ή επιτυχία ή ή κα ταστροφή...
ΤΟΥ ΕΒΔΟΜΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
μ ί * * * *
Κυκλοφορεί, στή Θέσι τού «Μ. Ιππότη», ένα από τά πιο συναρπαστικά καί πιο παράξενα άναγνώσματα, πού έχετε διαβάσει ποτέ!
Υ ί
Τό Παιδί πού έσωσε τον κόσμο.
*
ϊ
!
* *
*
ο.
Μ ί Κ ΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ Γραφεία:
ΒΙΒΛΙΑ
ΗΡΩΙΚΩΝ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
'Οδός Αέκκα 22 ❖ Άριθ. 7
“λ Τιμή δραχ; 2
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδόυράς, ’Αθηνών και Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιούπολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: ?Αν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο έπόμενο τεύχος; τό 8, πού κυκλοφορεί την ' ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΜΕΓΑΛΗ Μ ό μικρός ιππότης, έπειτα άπό ηρωικές συγκρούσεις, κατορθώνει νόο νικήση τις δυνάμεις τού κακού καί νά σώση τή Βασίλισσα καί τό· θιρόνο τής Γαλλίας άπό τις σατανικές σκευωρί ες τού' Καρδιναλίου! Μέ τα τεύχος αυτό; τελειώνει τό ώραΐο βιβλίο τού «Μικρού Ιππότη» καί- μπορείτε νά τό βιβλιοδέτησετε στα γραψεΐα μας (Αέκκα22) μέ 5 μόνο δραχμάς, πλουτίζοντας έτσι τή βιβλιοθήκη σας!
Η ΒΡΧΗΠ*9 £ψΥΓ£ Ρ/7 777 Χ£
ζ7πςου
ηη λ/ρμρ
V _
7ΤΟΥ·1 0ΑΜΠ/ΣΕ Λ4&Σ
κρ
ζ'Μ&ϊΆ1/^
Ρ/ΟΣ'!
ι-**
Ιταγϊ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣΙΏ\
_Α77/ 39 ω ΥΓΟΥΜΒ /
ΕΑΡΜΡΛ/ Ε/ΙΡΙ \ ΡΏυΓΗ ■ Δελ ΒΕΣ 7 η ζ&Ηΐυυ κηι γο Κ ΒΛΤ/Α£ίηΣύϋ: Γ?
Σ0ΡΧΡΓΕ! Ο Τ7ΡΕΓΚβ' ΡγΤΗ γη ΟΟΡΡ ΩΜΟΣ ΔΕΛ/ Μ03 V -ΣΟίΣγτε/ ;
Ρ' ’ ργ ΤΟΣ ΜΕ 73 77/-
εταΛ/^/Λ/Ρ/ ά/ΜΟΣ
Ρβ ' α κοα/τροζ ε/Λπ/ > οηγεα/β'
—<
/-
ΗΰΥ'
ντ-'
νατό. "Ομως·δε λέει νά.'σταμ.ατήση. ζιέρει πώς ή έλάχιστη αναβολή θά φέρη σίγουρα μ;ά· ΝΕΑΡΟΣ -’Ανρυ Ντυφοβερή καταστροφή.,. βερνουά παίζει σήμερα Ό αέρας είναι γεμάτος α πάλι κορώνα γράμματα πό βροντές π; σταλιών 'παύ έκ-, τη ζωή του, παλεύοντας νά. σώση άπό τά χέρια τού δη πυρσοκροτουν, από μέταλλά κούς κρότους σπαθιών· πού δια μίου. τό κεφάλι ενός αθώου.. Αυτό τό ιστορικό πρωινό, του σταυρώνονται με λύσσα και α 1624, πού άποτελεΐ ένα θα πό κραυγές και βλαστήμιες Ό λαος' έχει μοιραστή στά μπό προμήνυμα τών μεγάλων δύο. Τό σύνθημα - «Ζητώ ό Βα γεγονότων πού -θά συγκλονί σιλεύς!» επαναλαμβάνεται α σουν τη Γαλλία αργότερα, ,τό παιδ] ιμέ τη γενναία καρδιά πό στόμα σέ στόμα και οί εχ κρατώντας τό σπαθί στο χέρι θροί του Ρισελιε — λαός και προχωρεί άφοβα ανάμεσα στο . ευγένείς — όρμάνε σά λιον π>ήθο.ς πού μάχεται μέ μιαν τάρια πρός τό ικρίωμα ζητών τας νά σπάσουν τις γραμμές απερίγραπτη λύσσα στην πλα τεΐα τής Πρέβης. (*) Κάθε . τών λογχοφόρων και ν5 -άπελ-ευ θερώσουν · τον μελλοθάνατο στιγμή- πού περνάει τον φέρ νει και πιο κοντά πρός τον θά-(·*) (·*) Σαίντ Έτιέν. Άπο την άλλη μεριά οι φίλοι τού Καρδινα (·*) Διάβαίηι τυ π.οσητοόαενο λίου άγωνίζονται · τό . ίδιο ά τεύχος «'Ο Καλόγερος του Εωσ γρια και πέφτουν άπάνω τους φόρου». ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΙΚΡΙΩΜΑ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΑΪ 2,.
4
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
I
>>»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»».» σάν ένας άγριος σίφουνας ζη τώντας νά τους «κάψουν τό δρό μο, νά τούς εμποδίσουν. Είναι μια σκληρή κα] πρωτοφανής μάχη πού θά έχη ώς έπαθλο την ελευθερία ή τον θάνατο. Αυτό τό ξέρει καλά ό Άνρύ Ντυβερνουά πού έχει ορ γανώσει κατ' εντολήν τής Βα σίλισσας τήν τολμηρή αυτή ε πί χείρησι πού άν πετύχη θά σώση τον δούκα του Σαιντ Έτιέν από τήν ύπουλη παγίδα τού Ρισελιέ. Γι3 αυτό παλεύει τώρα προσπαθώντας νά πέρα ση ανάμεσα σ3 αυτήν τήν α γριεμένη ανθρωποθάλασσα, νά φτάση στο Ικρίωμα όπου ό κα ταδικασμένος σε θάνατο δού κας και ό αυτοσχέδιος δήμιος ό Τριιμπουσόν αγωνίζονται νά δ'ασπάσουν τον κλοιό πού έ χει σχηιματισθή γύρω τους α ϊτό τούς στρατιώτες και τούς οωματοφύλακες τού καρδινα λίου. "Αν τούς αιχμαλωτίσουν είναι χαμένοι. Άλλα κι3 οι δυο πολε,μούνε άντρίκια και απο κρούουν τις άγριες, επιθέσεις. Δεν τούς αφήνουν νά ζυγώ σουν. Ό Σαιντ Έτιέν χειρί ζεται μέ παλληκαριά ^ό σπα θί του. Μέ γοργές κινήσεις κα ταφέρνει θανάσιμα χτυπήμα τα. Και ό Τριιμπουσόν όμως δεν πάει πίσω. Τούτος ό άν θρωπος μέ τή βαρελοειδ ή έμφάνισι είναι νά μήν πάρη... φόρα! Μιά καί παίρνει όμως ...τίποτα δέ μπορεί νά τον σογ κρατήση πιά. Μέ τό φρεσκοακονισμένο τσεκούρι, μέ τό ο ποίο ήταν νά έκτελεσθή ό δού κας, σκορπίζει τώρα δεξιά κι3 αριστερά πραγματικά κεραυ
νό βόλα χτυπήματα. — Χριστούλη μου!, φωνά ζει. Μωρέ^τί γίνεται εδώ; "Ε ναν χτυπάω... σαράντα ξεφυ τρώνουνε! Βάστα καρδούλα μου γιατί θά... λιγοθυμήσω.^ Είναι στιγμές πού τον πιά νε ι.,.τό τρέμουλο κι3 εΐναι πά λι στιγμές πού γίνεται θηρίο ανήμερο! Τότε στριφογυρίζει σά σβούρα, σαλτάρει σάν λύ κος κα^ΐ πέφτει σάν μεθυσμέ νος ταύρος...σέ γυαλάδικο. —Πίσω όλοι!, φωνάζει. Εί μαι ό Τριιμπουσόν καί δέ ση κώνω κουβέντες. Πίσω γιατί θά φάμε τά μουστάκια μας καί θανσι μέρα μεσημέρι ! "Ενας είν α ι ό Τρ ΐ| μ π ο υ σόν! Καί καθώς φωνάζει χτυπάει πότε εδώ και πότ<_ εκεί καί τό τσεκούρι του βροντάει καί κομ υαΓ.άόει τούς σιδερένιους θώ ρακες τών λογχοφόρων πού πέφτουν βαοε ά πληγωμένοι γύρω του. 0 ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ · ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ
ΣΟ ήρωϊκά όμως κι3 άν ποώεύουν, είναι φανερό πώς δέν θά μπορέσουν ν’ άντέξουν γιά πολύ. Οί στρα τιώτες κι3 οί σωματοφύλακες επιτίθενται μέ λύσσα καί κά θε στιγμή πού περνάει, ό κλοι ός γίνεται στενώτερος. — Θά μέ πιάσουνε καί θά μέ ταράξουνε πάλι στο ξύλο!, αναστενάζει ό Τριμπουσόν κα θώς αποκρούει μέ τό τσεκού ρι του μιά σπαθιά. Θά φάω ξύλο πού 6ά τό θυμάμαι σ3 όλη μου τή ζωή... άν μείνω ζωντα νός. Γιατί όπως πάνε τά πράγ
Ο
ί
Π
ί>
Ο
ΐ
Η
2
ματα, μτταρεΐ και να μέ σου βλίσουνε !... Και δεν έχει άδικο νά φο1· βαται. "Ενας απ’ τους γιγαν τόσωμους λογχοφόρους εχει όρμήσει τούτη ακριβώς τή στιγμή εναντίον του έτοιμος να τον διαπεράση σάν... κοτό πουλο. — Φυλάξου!, του λέει ο δούκας. Κάποιος έρχεται πί σω σου! Ό Τριμπουσόν γυρίζει, γουρλώνει τά μάτια καί νοιώ θει νά τού λύνωνται τά γόνα τα. — Μανοόλα μου!, βγάζει μιά τρομαγμένη κραυγή. "Έ πεσα σε... ένέδρα. Μέ σκοτώ νουνε μπαμπέσικα. Μά καθώς φωνάζει καί. . τρέμει από οργή έχει και τό νού του νά δη πώς θά ξεφύγη ! Σαλπάρει πλάγια και ση κώνει τό τσεκούρι. Ή λόγχη περνάει μισό πόντο πάνω α πό τον ώμο του και σκίζει ένα κομμάτι άπο τή ζακέτα πού φοράει. Τούτο τό σκίσιμο τό περνάει για τραύμα θανάσιμο και αρχίζει νά βογγάη ό Τριμπουσόν... — Σ’ αφήνω γειά, κυρ δού κα!, φωνάζει. Ό Θεός μέ παίρνει κοντά του! Συχωράτε με! Κι5 ετοιμάζεται νά γονατ ί ση. Μά καθώς φέρνει τό χέρι στον ώμο του και 6έ βλέπει αί ματα... ξαναζωντανεύει. Ή λόγχη δέν τον πέτυχε. Άλλα δέν προφταίνει νά χαρή και πολύ γιατί σχεδόν αμέσως ό στρατιώτης πού έπιτίθεται ξε φωνίζει ξαφνιασμένος:
Α
3
^ — Βρέ! Βρέ ! Ό παραμυ θάς ! Χμ! Έσύ λοιπόν είσαι πού μοΰ τήν έσκασες εκείνο τό βράδυ στο Λούβρο ! Μού ζάλισες πρώτα τό κεφάλι μέ τά λιοντάρια πού σκότωνες σά... μερμήγκια στην Αφρι κή κι5 ήρθε κατόπιν εκείνος ο πιτσιρίκος και σέ πήρε από τά χέρια μου! (*) Στάσου λοιπόν νά δής τώρα! — "Όχι! Δέν ήμουνα εγώ ! φωνάζει ό Τριμπουσόν. Κά ποιο λάθος κάνεις, χρυσέ μου άνθρωπε! Νά χάρης... τό μού σι σου, μη μέ χτυπάς! Άλλα ό άλλος έχει σηκώ σει πάλι τή λόγχη και σφίγ γει τά δόντια. Αυτό τό μισό δευτερόλεπτο πού βλέπει τή λόγχη νά έρχεται εναντίον του, είναι τό πιο φοβερό τής ζωής τού Τριμπουσόν. Μέ τό τσε κούρι πού_ κρατάει δέ μπορεί ν' απόκρουση τή μακρυά λόγ χη πού τον σημαδεύει σάν κε ραυνός. — Χάθηκα Παναγίτσα μου!, ψελλίζει. Και κότνει μερικά βήματα πίσω, αλλά κάπου σκοντάφτει καί πέφτει ανάσκελα. Τήν ί δια στιγμή ό στρατιώτης μουν τάρει σάν τίγρις απάνω του. "Ομως ή ζωή είναι γλυκεία και ό Τριμπουσόν δέν θέλει νά πεθάνη. Καθώς βλέπει λοιπόν τον αγριεμένο λογχοφόρο νά σκύβη γιά νά τον σημαδέψη καλύτερα, διπλώνει τά γόνα τά του κι’ ύστερα άπίστευτα γοργά τά τινάζει μέ δύναμι (*)ν Διάβασε τό τεύχος «Καλ πασμός προς τό Θάνατο!»
4
$
προς τά εμπρός, Τά χοντρο πάπουτσά του προσγειώνον ται στο στομάχι του στρατιώ τη,. που οπισθοχωρεί βγάζον τας, εν α βογγητό πόνου. — Σ’ έφαγα!, φωνάζει ό Τριμ πουρόν πού κατά τή, συ νήθειά του έχει-, ξαφνικές με ταπτώσεις παλληκαριάς και δειλίας, Έγώ ξεπάστρεψα μια φορά στη ζούγκλα μέσα σ5 έ να τέταρτο... ογδόντα λιοντά ρια και νόμιζες πώς θά σε φο βόμουνα; "Αμ’ δέ σφάξανε ! Καί καθώς μιλάει, τινάζε ται ορθός καί με τον μ παλτά του .καταφέρνει ένα δυνατό χτύπημα, στο χέρι ένός στρα-■ τ: ώτη . π ο ύ πλη σ ι άζε ι ύπουλ α τον δούκα. Ό Σαίντ Έτιέν πού αγωνίζεται απεγνωσμένα
Καί
τότε- ό
Μ
ι
&' ί
ά
1
αποκρούοντας τις λυσσασμέ νες έπΐιθέσεις, κινδυνεύει . σο βαρά κ-αί ό Ί ρ.ιιμπουσόν άρχίζει πάλι νά παλεύη δίπλα του'Όίμως'^ή μοίρα κυνηγάει σή μερα τόν βαρελοέιδή υπηρέτη του νεαρού 'Ανρύ Ντυβερνουά. Τρεΐς σωματοφύλακες μέ γυ μνά σπαθιά αφήνοντας στους άλλους τόν δούκα, ρίχνοντα.ι εναντίον του. Ό Τριμποοσόι/ τούς βλέπει μέ την άκρη τού ματιού του καί ανατριχιάζει, ■ -—- Δέν εϊσαστε άντρες!, τούς φωνάζει γυρίζοντας προς το μέρος τους. "Αν εϊσαστε άντρες, ελάτε ένας ένας όχι τρεις τρεΐς μαζί!... · Έκεΐνοι δ μ ως δέν αποκρί νονται. Τόν ζυγώνουν όλοένά καί ■.περισσότερο καί τά μάτια
Τρ<ΐιμπουσόν άττοφα σίζει νά δράση... κεραννοδόλα καί παίρνει Ινα άγριο μ®κροβ©{πΊ....
I
η
η
ο
τ
η
ί
I
►»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»►>»»»»:►»»»►»»»»»»»»»»»»»»>>5»
—7 Ηϊσσστε άνίκανοι !
Φώναξε ό Ρ-ισελιέ. ντοόττίισ'σε αλους!
τους αστράφτουν άπό έχθρα Ό Τρίιμπουσόν βλέπει τά πράγματα, πάλι... μαύρα. Τού τη τή φορά δε γλυτώνε*. Γι’ αυτό πρέπει νά δράση...- κεραυνοβόλα πριν πλησιάσουν περισσότερο.· * —- Ακίνητος!, του φωνάζει κάποιος. -τ- Νά μένη... τό βύσσινο!, απαντάει ό Τριμπαυσόν. Και την ϊδια στιγμή τούς γυρίζει τις πλάτες και κάνει ένα γραφικότατο...· μακροβουτι! Τινάζεται σά λάστιχο και τό βαρελοειδές κορμί, του περ νάει σάν... πττά}μ®νο·ποΰρο πά νω άπό τά κάγκελα του ι κριώματος καί πέφτει σάν ου ρανοκατέβατος μπόγος απά νω στο πλήθος. Τά πόδια του
'Ένα
τταιδί
σάς
μπερδεύονται ' ανάμεσα στα κεφάλια του κόσμου, γίνεται με,άλη φασαρία, δέχεται· με ρικές γερές γροθιές στο πρό σωπο άπό τους .εξαγριωμένους ανθρώπους καί όταν επ' τέ λους βρίσκει την ισορροπία του, καταλαβαίνει, ότι είναι σκαρφαλωμένος στό σβέρκο έ* νός ψηλού σωμοποφύλακα πού γαυγίζει. Ό σωματοφύλακας έχει άνασηκώσει τό αστραφτε ρό σπαθί του κΓ ετοιμάζεται νά τό κοττεβάση στο κεφάλι κάποιου. Ό Τρίιμπουσόν πού. βλέπει αυτόν τον κάποιον πού πρόκειται νά'δεχθή τό- θανά σιμο χτύπημα, ’ κερώνει καί γουρλώνει τά μάτια του. Εί ναι ό Άνρύ Ντύβερνουά! Τό παιδί δέν έχει άντιληφθή
I
...
τον κίνδυνο πού διατρέχει για τί έχει γυρισμένη την πλάτη προς τό μέρος τού σωματοφύ λακα πού τον ζυγώνει ύπουλα. "Εχει γυρίσει τις πλάτες και διασταυρώνει τό σπαθί του μέ δυο στρατιώτες πού τού κλεί νουν τό δρόμο προς τό ικρίω μα όπου αγωνίζεται νά φτάση για νά βοηθήση τον δούκα. Ό Τριιμπουσόν όμως είναι ...παρών! — Τό νου σου αφεντικό!, φωνάζει. Καί μονομιάς, καθώς είνα; σκαρφαλωμένος στο σβέρκο του σωματοφύλακα, σκύ βει καί ανοίγει τη στοματά ρα του καί καρφώνει τά δόν τια του στο ώπλισμένο μπρά τσο πού έτο μόζεται νό( κά νη τη θανάσιμη κίνησι. Ό σω ματοφύλακας βγάζει ένα ουρ λιαχτό από τον δυνατό πόνο καί αφήνει τό σπαθί νά πέση από τό χέρι του. Την αμέσως επόμενη στιγμή ό Τριμπουσόν κινείται γοργά καί κατα φέρνει τρεΐς γροθιές την υ.ά πίσω από την άλλη στ5 αυτιά τού αντιπάλου του πού ζαλί ζεται καί γονατίζει. Ό χοντροϋπηρετης πατάει απάνω του,, αρπάζει τό σπαθί του καί τρέχει πλάϊ στον ’Ανρύ. ευχαριστώ, του λέει. Μου έσωσες τή ζωή. Αλλά πώς βρέθηκες εδώ; —Είδα πώς κινδύνευες νά δεχτής μια σπαθιά στο κεφά λι καί... σάλτοαρα καί σέ γλύ τωσα. Αλλά δεν υπάρχει λό γος νά μ5 ευχάριστης! Φυλά ξου !... Ή μάχη συνεχίζεται κάμ·
ΰ
μικρό!
πόσην ώρα ακόμη σκληρή καί άγρια. Οί φίλοι του καρδινα λίου δεν θέλουν νά έγκατ αλεί ψουν τόν^ αγώνα. Αλλά καί ο: φίλοι τού δούκα είναι αποφα σισμένοι νά κερδίσουν. Καί σέ λίγο ή νίκη είναι μέ τό μέρος τους. Οί σωματοφύλακες κι’ ο» λο γ χο φόρο ι κ ατ ατροπώνοντ α ι καί αφήνουν τρέχοντας την πλατεία γιά νά σωθούν. Ό λαός τούς κυνηγάει μέ πέτρες καί ξύλα καί δ,τι άλλο πρό χειρο έχει ατά χέρια του. Ό ’Ανρύ κι’ ό Τριμπουσόν έχουν φτάσει σ5 αυτό τό μεταξύ στην εξέδρα. Ό Σαίντ Έτιέν είναι εξαντλημένος από τον άνισο αγώνα. "Έχει μερικά ελα φρά τραύματα σέ διάφορα μέ ρη του κορμιού του αλλά δέν τά λογαριάζει. Καθώς βλέπει τον Ντυβερνουά, ρίχνεται στην αγκαλιά του. — Πώςνά σ5 ευχαριστήσω; του λέει καί τά μάτια του δα κρύζουν από συγκίνησι. Είσαι ένα πραγματικό παλληκάρι! — Δέν έχουμε καιρό, δού κα! Σέ λίγο ίσως στείλουν ενισχύσεις. Πρέπει νά φύγου με!, τον κόβει τό παιδί. Ό Θεός μάς βοήθησε... Πηδάνε από τό πίσω μέρος του ικριώματος, επάνω στο όποιο λίγο έλειψε νά άποκεφαλισθή ό δούκας, διασχίζουν την πλατεία τρέχοντας καί. φτάνουν σέ κάποια πάροδο. Έδώ τούς περιμένουν τρία ά λογα. Σαλτάρουν στη ράχη τους καί οί τρεΐς καβαλλάρηδες, ό Άνρύ Ντυβερνουά, ό δούκας τού Σαίντ Έτιέν καί ό Τριμπουσόν, χάνονται στο
» η η ο τ η 2 9 ►»»» »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» βάθος του δρόμου αφήνοντας πίσω τους ένα μεγάλο σύννε φο σκόνης... 0 ΚΑΡΔΙΝΑΛΙΟΣ ΜΑΙΝΕΤΑΙ
^ ϋί IΑ ωρα αργότερα, ό καρδινάλιος Ρ ι σελιέ ίϋψϋΐτΓηγαινοέρχεται σά μια αγριεμένη τίγρις μέσ* στο γρα φεΐο του. Τό πρόσωπό του εΐ ναι χλωμό καί τα χέρια του τρέμουν. Είναι φοβερά ώργισμένος καί βροντάει κάθε τό σο τη γροθιά του απάνω στο γραφείο του. — Είστε ηλίθιοι όλοι σας ί, φωνάζει. Είστε δειλοί καί δεν αξίζετε τίποτα! Σάς έξευτέλισε ένα παιδί δεκάξη χρόνων. "Ένα μωρό! Κατάφερε να σκα ρώση δλην αυτή τήιν ιστορία καί νά πάρη -μέσα από τά χέ ρια σας τον δούκα του Σαίντ Έτιέν. Τον πιο θανάσιμο εχ θρό μου, ενώ εσείς κοιμόσα στε τον ύπνο τού... δικαίου. Είναι ντροπή σας. "Ενα παι δί! Οί τρεΐς άξιωιματικοί που στέκουν μπροστά του τά έ χουν χαμένα. Είναι οί τρεΐς λοχαγοί τής φρουράς, των λογ χοφόρων καί των σωματοφυλά κων. Ό τελευταίος, τον οποίο γνωρίζει πολύ καλά ό άναγνώστης, είναι ό λοχαγός Ροσεφόρ. Άκού/νε τό ξέστηασμα τής άργής τού Ρισελιέ καί δεν τολ μούν νά τον κυττάξουν στά μάτια. Καταλαβαίνουν πώς έ χει δίκηο ό,τι καί νά πή. — Τούς καταδιώξατε; ρω τάει ύστερα από μιά μικρή σιωπή.
— Τους καταδιώξαμε μά στάθηκε αδύνατο νά τούς προφτάσουμε, λέει ό αξιωματικός της φρουράς. Είχαν πολύ κό σμο με τό μέρος τους καί μάς εμπόδισαν νά κινηθούμε. — Έγώ ερεύνησα στά δυο πανδοχεία των αδελφών Βιλλάρ, λέει ό Ροσεφόρ. Δεν φά νηκαν καθόλου από εκεί. — Ούτε στο σπίτι του έπέστρεψε ό δούκας, συμπληρώνει ό λοχαγός των λογχοφόρων. Πήγα ό ίδιος μέ μιά περίπο λο καί τον αναζήτησα. "Έψα ξα: άλες τις κάμαρες καί τά υπόγεια τού μεγάρου του. Δεν ύτ,ήρχε εκεί. — Δεν πιστεύω ν5 άνοιξε ή γη καί νά τούς κατάπιε!, λέει κοροϊδευτικά ό Ρισελιέ. Κά που μέσα στο Παρίσι πρέπει νά βρίσκωνται. — Αυτό είναι σίγουρο ?, συμφωνεί ό Ροσεφόρ. Δεν πέ ρασαν τά τείχη. Οί φρουρές στις πύλες διπλασιάστηκαν καί ειδοποιήθηκαν νά παρακο λουθούν μέ άγρυπνο μάτι καί νά ελέγχουν εκείνους πού θέ λουν νά βγουν από την πάλι. — Καί ό δήμιος; — Τον βρήκα σέ κακά χά λια, στο δωμάτιό του, λέει ό λοχαγός τής φρουράς. Ήταν δεμένος χειροπόδαρα καί φι μωμένος. Μάς είπε πώς ένα παιδί κι5 ένας άντρας μπή καν την περασμένη νύχτα στην κάμαρή του κι5 ενώ κοιμόταν του έπετέθησαν. Δεν πρόψτασε νά άμυνθή καί τον έδε σαν. (*) (*) Διάβασε τό τεύχος λόγερος τοΟ Εωσφόρου».
«Κα
10
■'
/
Ο
Μ
I
κ
Ψ
Ο
1
«««««««««««««««««««««««<««««««<<«<«<<«««««««««««« — Κι3 ολα αυτά έγιναν χω ρίς έσεΐς νά :μαρ:στήτε τίπο-· τα!, ξε σπάει πάλι ό καρδινά λιος. θεέ μου ! Είναι φοβερό.· Δέ θά μπορούσα ποτέ νά πι στέψω πώς μέ τ.ριγυρνάνε τό σο ανίκανοι, άνθρωποι! Είναι κάτι παραπάνω, από απίστευ το! "Ενα παιδί νά ξεσηκώση τό" λαό σε στάσι μέσα στην κ σρ51 ά του Π αρ ι σ ιου ! '·— Ό νεαρός Ντυβερνουά δεν κινήθηκε μονάχος του, λέει ό Ροσεφόρ. — Τί θές ^νά πής,· ' ^ - , -— Θέλω νά πώ πώς κάποιο υψηλό πρόσωπο .τόιν’ βοήθησε σ’ αυτές του τις- ένέργειες. Διαφορετικά δεν θά μπορούσε νά. πετύχη τά όσα πέτυχε, —- Ποιο υψηλό πρόσωπο εν-.
νοείς; ρωτάει ό καρδινάλιος^ Ό Ροσεψόρ φαίνεται γιά μιά στιγμή νά διστάζη. — Λέγε,· λοιπόν!' -— Την. Βασίλισσα εννοώ, παν αγιότατε.! · · Τα βλέμμα του Ρισελιέ γε μίζει θολά σύννεφα. — Αυτό δεν χρειάζεται νά ιμου τό πής. Τό έχω μαντεύ σει." Δεν εΤναι άλλωστε ή πρώ τη φορά πού ή "Άννα ή Αυ στριακή τον χρησιμοποιεί σέ διάφορες επικίνδυνες αποστο λές. 3Εμεΐς ,δμως πάντοτε τον αφήσαμε νά γλυστρήση από τά χέρια· μας. Πέφτει βαρύς σ3 ένα κάθι σμα. Αισθάνεται πολύ άσχη μα. Μιά βαρειά σιωπή απλώ νεται μέσα στο γραφείο του.
^Ηρθανε δνο λιοντάρια, λέει ό Τριμ-πΌΊ/σ-σν, . κουβέντα πάν« ά -ιό το κεφάλι μου.
καί -ττιάσανε . ■
ΙΠΠΟΤΗΣ
Π
«<<«««««««« «««<<*««*«««««««««««««««««««<«««««««<«
Τό ηρωικό παιδί διασταυρώνει τδ .σπαθί του μέ τον σωματοφύλα κα του Καρδινάλιου, ένώ ό Τριμπουσδν... έτ^εμ βαίνει.
Οί άξιωμοοτικοί ρίχνουν μ οπτές ό ένας στον, άλλον.· Είναι φα νερό πως αισθάνονται τόν' ε αυτό τους μειωμένο υστέρα α πό όσα έγιναν. — Μάς χρειάζεσθε άλλο, ε ξοχότατε; ρωτάει ό λοχαγός, τής φρουράς. Ό Ρισελιέ άνασηκώνει τό κεφάλι. —-Όχ ι.!, λεει. Μπορείτε . νά πηγαίνετε. Θέλω νά συνεχίσετε τις έρευνες. Αύτός ό νεα ρός ταραχοποιός καΐ.ό υπηρέ της τού πρέπει νά συλληφθουν. "Ύστερα γυρίζει στον Ροσεφόρ. —1 Έσύ λοχαγέ, νά μείνης. Οί 6υό αξιωματικοί φεύγουν κί5 όταν κλετνη πίσο:> τους ή
πορτά, ό Ρ ι σ ελ ι έ σηικώνετ α ι άττό τό κάθισμά του. Κάνε: μερικά βήματα μέσα στην κάτ μαρη ιμέ σκυφτό τό κεφάλι. Έχει τά χέρια του πίσω στην πλάτη καί τά δάχτυλά του άνο ι γοκλέ ίνο υν νευρ ικ ά. Κ άτ ι σκέπτεται. Στο μυαλό του μ’ά φοβερή, ιδέα οτριφογυρνάει. Διστάζει ν’ άποφασίση. Αλλά τό δυνατό μίσος του στο τέ λος νικά. "Έρχεται καί στέκει μπροστά στον ' Ροσεφόρ. Τό σκοτεινό του βλέμμα διασταυ ρώνεται μέ τό βλέμμα του· λο χαγού του. Εκείνος καταλα βαίνει πώς ή άπόφασι έχει παρθή πιά άριστικά. . — Λοιπόν, πρέπει νά τε λειώνουμε, λοχαγέ!, του λέει.
η
ο
Μέχρι σήμερα είχα μερικούς δισταγμούς. 5Αλλά ύστερα α πό τά όσα έγιναν πρέπει νά πρσγματοποιηθή τό σχέδιο. Μο, : χα άν απαλλαγούμε απ' αύτ,,^ θά μπορέση ή Γαλλία νά άναπνεύση. Θά σταιμστή σουν οι δολοπλοκίες καί ή αν τί δρασις στο έργο μου. Ό Ροσεφόρ κάνει μιά υπόκλισι. —- Θά τελειώνουμε, παναγιώτατε, λέει. — "Εστειλε τό κιβώτιο ό Σαβινύ; (*) — Μάλιστα. Ό Σάρλ Καντέλ ό ίδιος παράδωσε στον Σαβουατύρ τό κιβώτιο μέ τά φίδια. Τού εξήγησε πώς πρέ πει νά τά χρησιμσποιήση. Μέ τή διαφορά δτι ό Σαδ-ινύ δεν θά μπορέση νά χαρή γι5 αυτά πού θά γίνουν. — Γιατί; ρωτάει ξαφνια σμένος ό καρδινάλιος. — ΓΊεθανε χθές, ύστερα α πό μιά γερή σπαθιά πού δέ χτηκε άπ5 τον 5Ανρύ Ντυβερνουά. — Πάλι αυτός; κάνει μέ σφιχτά δόντια. Ό λοχαγός κουνάει τό κε φάλι του. — Ή ποναγιότης σας δεν πρέπει νά λυπάται πολύ, λέεο Τώρα πού έλειψε ό Σαβινύ, θά υπάρχη ένας μάρτυρας λιγώτερος. Ό Ρισελιέ κάνει πάλι με ρικά βήματα σκεφτικός. —- Έχεις εμπιστοσύνη στο Σαβουατύρ; ρωτάει. (*) Διάβασε τό τεύχος Σοοτοφύλακες έφορμούν».
«Οί
μικροί
^ — ’ Από λυτ η, έ ξοχ ώτ ατ ε ί Εΐναι ^ άνθρωπος άφοσ ιωιμένος σέ σάς καί θά ευχαριστηθή πολύ όταν πάψη νά είναι Βα σίλισσα τής Γαλλίας ή "Αννα ή Αυστριακή. χαμόγελο "Ενα σατανικό σχεδιάζεται στο πρόσωπο του Ρισελιέ. Τό βλέμμα του α στράφτει παράξενα. —- Έν τάξει, λοχαγέ!, λέει ύστερα από λίγο. Σου αναθέ τω υπευθύνως νά οργάνωσης μέ όλες του τις λεπτομέρειες τό σχέδιο καί νά τό βάλης σ’ εφαρμογή. Προσοχή νά μήν άποτύχουιμε. Ό Ροσεφόρ κάνει μιά και νούργια ύπόκλισι. — Ή παναγιότης σας νά μένη ήσυχος, λέει. "Υστερα α πό μερικές μέρες ό Λουδοβί κος ό 13ος θά κηδεύη μέ τιμές τήν υψηλή σύζυγό του. Ο ΤΡΙΜΠΌΥΣΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ
ΤΌ μεταξύ οί τρεϊς φίλοι μας, ό μικρός ’Ανρύ Ντυδερνουά, ό δούκας του Σαίντ Έτιέν καί ό Τριμπουσόν, έχουν φτάσει στο μέγα ρο τής κόιμησσας Μελβίλ, τής κυρίας επί των τιμών τής Βα σίλισσας. Στο μέγαρό της, πού τριγυρίζεται από ένα με γάλο κτήμα καί πού βρίσκεται κοντά στον Κεραμεικό, εΐνα. καί οι τρεΐς σίγουροι πώς βρί σκονται έν άσφαλεία. Κανείς δέν θά σκεφτή νά τούς άναζητήση έδώ. Αλλά καί άν τό σκεφτή, δέν θά ταλμήση ποτέ νά κάνη έρευνα. Ή κόμησσα Μελβίλ είναι μιά απ’ τίς ίσχυ-
ι
η
η
ο
τ
η
ι
η
««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««κι ρότερες προσωπικότητες ήν εποχή αυτή στο Παρίσι καί 6 καθένας φοβάται νά τά βάλη μαζί της. Ακόμα και αυτός ό πανίσχυρος Ρισελιέ. Έδώ τούς ώδήγησε ό Σαίντ Έτιέν πού έχει κάποια συγγέ νεια μέ την κόμησσα. Ή ίδια ή κυρία Μελβίλ τούς υποδέ χτηκε μέ χαρά καί άνέλαβε α μέσως νά μεταβίβαση την ευ τυχή πληροφορία για τη σω τηρία τους στη Βασίλισσας — Έδώ μπορείτε νά μείνε τε όσο νά ησυχάσουν τά πράγ ματα, τούς λέει. Κάνεις δεν θά τολμήση νά σάς ενόχληση. Είναι λοιπόν κι’ οι τρεις ευ χαριστημένοι καί περισσότερο απ’ όλους ό Τριιμπουσόν, πού ζεΐ ζωή χαρούμενη. Ή κόμησ σα έχει εφτά αδελφές πού μέ νουν μαζί της καί οί όποιες εί ναι... ξετρελλαρένες μέ τον Τριμπουσόν. Δέν χορταίνουνε ν’ άκοϋνε τις ιστορίες του. ^Υστε ρα από έίκοσιτέσσερις ώρες, τις έχει κατακτήσει καί τις ε φτά. — "Ωστε έτσι λοιπόν, κύ ριε Τριιμπουσόν! "Εχετε πάει στήν Αφρική. — Μόνο στήν Αφρική; "Ε χω ταξιδέψει στήν Κίνα, στην '! απών ία, στις Ί νδ ί ε ς^, στήν Αυστραλία, στο Μεξικό, στον Καναδά καί στήν ’Αλάσκα α κόμα. ’Αλλά πάντα μέ τράβα γε τό Παρίσι καί ξαναγύριζσ. "Ηξερα ότι ή Γαλλία έχει τήν ανάγκη μου καί δέ μπορούσα ν’ άοήσω τον Ρισελιέ νά κάνη ό,τι θέλει. Γι’ αυτό κάθε τόσο γύριζα πάλι στο Παρίσι. -— Καί είναι αλήθεια λοι
πόν πώς κυνηγούσατε λιοντά ρια καί τίγρεις; — "Α! "Οσο γι’ αυτό, όλος ό κόσμος τό ξέρει! Δέν άφησα λιοντάρι γιά λιοντάρι ζωντανό. Μιά φορά μάλιστα μ’ έφο:γε ένα λιοντάρι. — Σάς έφαγε λιοντάρι; κά νουν τρομαγμένα τά κορίτσια. Ό Τρκμπουσόν στρίβει τό μουστάκι του ευχαριστημένος. — Ναί. Βέβαια μ’ έφαγε. Αλλά ό Τριμπουσόν δέν... χω νεύεται εύκολα! Νά σάς πώ μάλιστα πώς έγινε αυτό, νά μείνετε... κόκκαλο! Μιά φορά λοιπόν, περνούσα ένα στενό μονοπάτι στήν άκρη ενός γκρε μου. Είχα σκοτώσει καμμιά διακοσαριά ελέφαντες καί ή μουνα ευχαριστημένος. Καθώς προχωρούσα λοιπόν, βλέπω μιά τίγρι μπροστά μου. Δέν είχα μαζί μου τίποτα. Ό σου γιάς μου μοΰ είχε σπάσει τή στιγμή πού σκότωνα τον τε λευταίο ελέφαντα. "Ημουνα λοιπόν εντελώς άοπλος καί κα θώς καταλαβαίνετε, έκανα...ό πισθεν. Αλλά καθώς κάνοο ό πισθεν, βλέπω ένα λιοντάρι νάρχεται πίσω μου. ^Ηταν α δύνατο νά γλυτώσω. Νά -φύ γω φυσικά δέ μπορούσα. I ά δυο θηρία μέ είχανε στ ή μέση καί πλάϊ βρισκόταν ό γκρε μός. Τί έπρεπε νά κάνω λοι πόν; — Τί κάνατε; ρωτούν μέ α γωνία οί αδελφές τής κυρίας Μελβίλ. —'Κάθησα άπλούστατα καί μ’ έφαγε τό λιοντάρι! — Μά πώς; Καί τώρα πώς εϊσαστε ζωντανός;
I* Ό Τριμπουσόν ρίχνει μια ματιά θριαμβευτική γύρω του. — ,ΛΑν τό βρήτε! Τά ττρόσωπα των κοριτσιων τον κυττάζουν μέ απορία. Φυ σικά δέν μπορούν·· νά καταλά βουν πως γίνεται νά είναι ζων τανός ένας άνθρωπος πού τον ...έφαγε ένα λιοντάρι. "Αλλά ό Τρ ιμπουσόν. είναι..,, άφθα στος σε κάτι τέτοια. —— Νά σάς τό εξηγήσω ε γώ λοιπόν, λέει. Την ώρα πού μέ κατάπινε τό λιοντάρι, τοϋ .,.γαργάλησα τό λαιμό. Τότε αυτό άρχισε νά γελάή! Κι5 άπ" τό πολύ γέλιο μ’ ...έφτυσε καΐ ξαναβγήκα ζωντανός από τό στόμα του. Οί εφτά κοπέλλες έχουν ζαλιστή καί κουνάνε τό κεφάλι .τους γιά νά σύνέλθουν. Μά ό !ρ ιμπουσόν δεν τις άφίνει... — "Άλλη μιά φορά τή γλυ~ τωσα πάλι παρά τρίχα... χά ρις στη σιδερένια πανοπλία πού φορούσα... "Έχετε δρεξι ν’ ακούσετε την Ιστορία; :— Ποοναγία μου!., λέει ένα κορίτσι. Μήπως σάς ξανάφαγε κανένα" λιοντάρι; — "Όχι. Αυτή τή. φορά πα ρά. λίγο νά μέ.,,φάη. "ΊΗμουνσ λοιπόν άλλη μιά φορά στην Α φρική καί κυνηγούσα πεταλού δες. Φορούσα τή σιδερένια πανοπλ ία μου κι* ή μ ουνα σοτστ ό ς ιππότης. > — Γιατί φορούσατε σιδερέ νια πανοπλία; τον ρωτάνε οί κοπέλλες. —- Γιατί μ" ενοχλούσανε τά ...κουνούπια! Ό σιδερένιος „ θώροκας καί ή περικεφαλαία §έν τ5 άφηνοα/ νά μέ τσιμπάνε..
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
Μιά μέρα λοιπόν κοττά τό μεσημεράκι ξαπλώνω κάτω από ένα φοιν,ικόδεντρο νά ξεκου ραστώ καί παίρνω έναν υπνά κο. -σφνικά όμως ξυπνάω άπό κουβέντες^ πού ακούω δίπλα μου Ό Ανοίγω. τά μάτια καί τί νά δω; Δυο λιοντάρια στεκόν τουσαν πάνω άπό τό κεφάλι μου καί κουβεντιάζανε. "Ήτανέ ένα αρσενικό· κι" ένα θηλυ κό. 5Αντρόγυνο φαίνεται. Λοι πόν ακούω τό αρσενικό νά λέη στο θηλυκό: «Τί λες; Σ* άρέσει αυτός ό μεζές;» Καί έδει χνε ερένα. —· Μά καλά., μιλάνε τά λιον τάρια; ρωτάει μιά κοπέλλα μέ απορία. .-— Τά λιοντάρια μιλάνε σαν τούς ανθρώπους, όταν είναι μόνα τους!,, λέει σοβαρά χω ρίς νά... κοκκινίση ό Τριμπουσόν. .. · —- Νά, κάτι πού δέν τό ή ξερα!, λέει' ένα άπό τά κορί τσια. Ό Τρ ιμπουσόν κουνάει το χέρι του καί άλλοιθωρΐζει, "Έχετε νά μάθετε, τώρα πού γνωριστήκαμε, πολλά πράγματα άπό μένα! · ·— Λοιπόν; Τί έγινε κατό πιν κύριε Τριμπαυσόν; — Ά! Ναί! Δέν τελείω σα. Λοιπόν τό αρσενικό, λιον τάρι μ" έδειξε στο θηλυκό καί τό ρώτησε άν τού άρεσα γιά μεζές. Τό θηλυκό τότε έσκυψε, πιό πολύ καί μέ μύρισε, “Ό ταν είδε τό θώρακα καί τά άλ λα σιδερικά μέ τά όποΐα ή μουν τυλιγμένος, κατσούφιασε. «Δέν ντρέπεσαι;» λέει στο αρ σενικό. «Κονσέρβα θά φάω
ί
η
η
ό
ϊ.
η
*
**
— Βλέπω τρία πουλιά, άλλά τό ένα είναι μαύρο. Δέν μπορεί λοιπόν νά εΐναι πέρ δικα. . · . — Πέρδικα εΐναι, έπιμένει ό Τριμπουσόν.· °Αλλά νά σάς εξηγήσω τί συνέβη. Τά δυο ά· νοιχτόχρωμα πουλιά που βλέ πετε τά σκότωσα πριν άπ’ το Ο ΡΟΣΕΦΟΡ μεσημέρι. Τό άλλο τό σκότω ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΔΙΑ ' σα τ’ άπόγεμα. Εΐναι φυσικό ΗΝ άλλη μέρα τό. πρωί λοιπσν νά; εΐχε μάθει τον θά νατο των δύο συναδέλφων του ό Τριμπουσόν .πήγε για κυνήγι. Μέσα στο άπέκαί Φόρεσε μαύρα.για νά-δείραντο κτήμα που τριγύριζε τό ξη τό πένθος του! "Οταν τό χτύπησα λοιπόν, φορούσε τά μέγαρο Μελβίλ, έμαθε πώς υ πένθιμα του φτερά γι’ αυτό τό πήρχαν πέρδικες. 1 — Τρελλαίνομαι για πέρ βλέπετε έτσι. δικες!, λέει στην κόμησσα. — Παράξενο!, λέει μίά κο-· πέλλα. * Μπορώ νά κυνηγήσω; — Δέν είναι καθόλου παρά — Μετά χαράς, κύριε .Τριξενο!, λέει μέ έμφασι ό Τριμπουσόν. Φορτώνεται τό. δπλο λοιπόν μπουσόν. -Τέτοια πράγματα γίνονται κάθε μέρα! ό Τριμπουσόν, κρεμάει τό δί χτυ στον ώμο του καί πάει για — Νά κάνετε δώρο τις πέο* δίκες στη Ζινέτ, λέει τό ένα κυνήγι. ·Τό. βράδυ^ γυρίζει νι κορίτσι. /Έχει αύριο-τά γενέ κητής και τροπαιουχος. — Τί έγινε; τον ρωτούν μέ . θλιά της καί φυσικά θά δέχε περιέργεια τά κορίτσια. · ται δώρα.: — Σκότωσα τρεις πέρδ'. Ή Ζινέτ είναι ή μικρότερη κες!, λέει καί ρίχνει βλέμμα άπό τις εφτά άδελφές που... καταπίνει πιο εύκολα άπ’ όλες τα θριάμβου γύρω του. Κου ράστηκα λίγο άλλα έκανα κα τά φανταστικά κατορθώματα που διηγείται ό Τριμπουσόν. λή εσοδεία. "Ενα άπό τά κορίτσια ανοί Γι’ αυτό κι* αυτός, μόλις πλη γει τό δίχτυ του, όπου όμωςροφορείται τό νέο... ξύνει τ'ι βλέπει σκοτωμένες δυο πέρδι μύτη, του· για νά κατεβάση, κες κι* έναν κόρακα. Τον κό κατά τή συνήθειά του, κορμιά ρακα τον άναγνωρίζει αμέσως ιδέα καλύτερη.. άπό τό μαύρο γυαλιστερό χρώ — Βρήκα!, λέει ύστερα άπό λίγο.. Οί πέοδικες μια καί μα του. — Οί πέρδικες είναι δυο. είναι καί...ή πενθηφορούσα μα^ κύριε Τριμπουσόν!,· τού λέει, ζί τους, δέν κάνουν, για δώρο. Μπορεί νά πάη ΥοσυσουΓ’ά — Τρεις είναι !· Δέν βλέ καί νά μέ... ταράζουνε πάλι πε ις; πάλι; Πάμε νά φύγουμε!». Καί φύγανε. Και έτσι, γλύτωσα! · · _ * ■ ; Καί οί έφτά αδελφές της κόμησσας' Μελβίλ, μαρμαρώ σανε ...όπως ήταν φυσικό, άλ λα ό Τριμπουσόν δεν καταδέ χτηκε.νατό προσέξη...
Τ
8®
Ο
Μ
4
&
Ρ
Ο
1
*»»»»»»»»»»»»»»»»^»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>» στο ξύλο! Θά κάνω ένα τπό αριστοκρατικό δώρο στη δεοπτοινιδα Ζινέτ. Θά τής αγο ράσω μιά ανθοδέσμη. · Τά κορίτσια γελάνε. — Δεν πιστεύω, κύριε Τρ·· μπουσόν ν’ αγοράσετε την αν θοδέσμη σας από τον κύριο Σ αβουατύρ!, τον πειράζουνε — 3 Απ’ τον Σαβουατύο; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα. Ποιος είναι αυτός ό Σ αβουατύρ; — Ό ανθοπώλης που προ μηθεύει λουλούδια στο παλά τι. Προμηθευτής τής Βοοσιλ1κής Αυλής. Ό Τρι μπουσόν σηκώνει τούς ώμους. — Και γιατί τάχα νά μη γίινη. καί δικός μου προμηθευ τής; Μέ περνάτε δηλαδή γιά ...μισή μερίδα; "Ενας είναι ο Τριιμπουσόν στο Παρίσι! Καί μιά καί του σφηνώθηκε αυτή ή ιδέα στο μυαλό, κανείς δεν μπορεί νά του τή βγάλτε Ή διαταγή είναι ρητή: Κα νείς δεν πρέπει νά ξεμυτίση από το μέγαρο. Οι άνθρωποι του Ρισελιέ παραμονεύουν παντού. Αλλά ό Τριμπουσόν δεν λογαριάζει κάτι τέτοια! Φεύγει λοιπόν κρυφά τό όά\λο πρωΐ γιά του κυρίου Σ αβουα τύρ καί τό μεσημέρι βρίσκε ται στο αριστοκρατικό ανθο πωλείο. Πριν μπή κάνει μερικές βόλ τες απ’ έξω καί τέλος τρα βάει προς τήν πόρτα προσπο:· θώντας νά δείξη οσο γίνεται περισσότερη αξιοπρέπεια... ζαψνικά όμως νοιώθει νά τον πιάνη... τρέμουλο! Τά γό
νατά του λυγάνε καί κολλάει τή μύτη του...στή βιτρίνα. Δυο βήματα πιο έκεΐ βλέπει τον Ροσεφόρ! Ό λοχαγός των σωματοφυλάκων του Ρισελιέ, που φαίνεται βυθισμένος σέ σοβαρές σκέψεις, περνάει από μπροστά του χωρίς νά τον προσέξη καί μπαίνει στο αν θοπωλείο. Τώρα ό Τριιμπουσόν σταματάει νά τρέμη. — "Οχι παίζουμε !, λέει. Μέ είδε καί νά... του πήγε! Τον έπιασε ψό'βος καί τρόμος καί τρύπωσε στο μαγαζί γιά νά μή τον πειράξω. Μπράβο Τριμπουσόν! 5Αφού άρχισε να σέ φοβάται ό Ροσεφόρ, θά πή ότι είσαι πραγματικός παλληκαράς. ’Άς του δίνω λοιπόν τώ ρα πριν μέ δή καί μέ σβερκώση ! Κάνει μερικά βήιμοοτα αλλά σέ λίγο πάλι στέκεται. — Καί όμως τά κορίτσια π ερ ι μ ένου ν ε τ ά λ αυλού δ ι α !, λέει. Τούς υποσχέθηκα νά εί ναι από του κυρίου Σαβουα τύρ, καί θά είναι! Ας ξαναγυρίσω. Ξαναγεμίζει καί μπαίνει στο ανθοπωλείο. Αλλά δέν βλέπει πουθενά τον Ροσεφόρ. Ποιος ξέρει τί νά έγινε. "Ενας νεα ρός υπάλληλος κυττάζει από κορυφής μέχρις ονύχων μέ κά ποια περιφρόνησι τον Τρι·· μπουσόν. Αλλά του κολλάει στά μούτρα ένα σακκουλά κι μέ χρυσά σκούδα ό Τριμπουσόν καί ό υπάλληλος αρχίζει νά κάνη υποκλίσεις. Ό υπη ρέτης δίνει τήν παραγγελία κι3 εκείνος αρχίζει νά έτοιμάζη τήν ανθοδέσμη.
ΙΠΠΟΤΗΣ ϊ7 ►»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Καθώς, περιμένει όμως ό Τριμπουσόν, ακούει χαμηλό φωνες ομιλίες ατό διπλανό δω μάτιο. Ζυγώνει προς την κλει στής πόρτα και στυλοόνει τό αυτί. ,— Λοιπόν, κύριε Σαβουατύρ, ςδλα θά είναι έν τάξει τή δεύτερα; ρωτάει ό Ροσεψόρ. — Μά και βέβαια, κύριε λοχαγέ. Ή πανιερότης του πρέπει νά είναι ήσυχος. — Και τά ψίδια; — Εξακολουθούν νά βρίσκωνται σέ κατάστασι νάρ κης. Την ώρα δμως πού θά χρειαστή νά δράσουν, θά ξυ πνήσουν. Εκείνος πού μου τά έφερε έκ μέρους τού κόμητος Σαβινύ, μοϋ τά εξήγησε δλα. ’Αρκεί .μέσα στην ανθοδέσμη νά ,μπή κι’ ένα μικρό κλαδί α πό ευκάλυπτο. Τότε θ’ αρχί σουν νά δουλεύουν τά δοντά κια τους και δλα θά πάνε μιά χαρά... — Ό καρδινάλιος έχει εμ πιστοσύνη σέ σένα, κύριε Σαβουατύρ, και ελπίζει πώς ιμέ τή βοήθειά σου θά λειψή τό εμπόδιο... — Θά λείψη !, άκούγεται μέ βεβαιότητα ή άπάντησις. Την Δευτέρα ό κόσμος θά πλη ροφορηθή ενδιαφέροντα γεγο νότα και κανείς δεν θά ύποψιαστή πώς μέσα σ’ αυτά τά άμορφα λουλούδια κρυβόταν ό θάνοττος. Ό Τριμπουσόν δεν είναι καί τόσο έξυπνος. "Ομως από τά λίγα λόγια πού ακούει κατα λαβαίνει πώς κάποιο καινούρ γιο έγκλημα τού Ρισελιέ ετοι μάζεται Καί τή φ©ρά αυτή
μέσα στο έγκλημα είναι ιμπερδειμένος ό Σαβουατύρ, τά λου λούδια του καί δυο φίδια. — Πρέπει νά τού δίνω, λέει από ,μέσα από τά δόντια του. Ανθοπωλείο μέ φίδια πρώτη φορά ανταμώνω στή ζωή μου. Πρέπει νά φύγω γιατί δεν ξέ ρεις καμμιά φορά τί γίνεται. Μπορεί νά ζωντανέψη^ κανένα φίδι καί τότε είμαι χαμένος. Έδώ είναι Παρίσι. Αέν είναι Αφρική. Στήν Αφρική τά... μαισσάω κάτι τέτοια πράγμα τα. Αλλά εδώ αλλάζει! Πληρώνει, παίρνει τήν αν θοδέσμη καί βγαίνει Θριαμβευ τικά. Ό υπάλληλος, πού έχει πάρει ένα γερό πουρμπουάρ, τον συνοδεύει ως τήν πόρτα μέ υποκλίσεις. — Μωρέ μου φαίνεται δτι έχω γεννηθή γιά αριστοκρά της!, λέει χαμογελώντας. Σκο τώθηκε νά ^μέ πρασκυνάη ό άνθρωπος. Αυτό θά πή νά σέ λένε Τριιμπουσόν. ΜΙΑ ΠΑΓΙΔΑ
ΑΛΑ δεν είναι , μόνος ό Τριμπουσόν πού λείπει από τό μέγαρο τής κυ ρίας Μελβίλ σήμερα. Περίπα το έχει βγή καί ό .μικρός φί λος μας7 ό ’Ανρύ Ντυβερνουά. Καβάλλα στ’ άλογό του, ιμέ κατεβασιμένο ώς τά φρύδια τό πλατύγυρο καπέλλο του, έτσι πού νά τού κρύβη τό μ ισό πρό σωπο, διασχίζει τούς δρόμους του Παρισιού καί κατευθύνεται προς τήν δδόν Σοτντέ δπου πηγαίνει ν’ άνταμώση κάποιον μέ τόν ©πο?· έχει δναν έκκρε-
-ν.ν*
;ι;·ν *
.•Ι'ί'Χ;
Τ#τϊ
&«ν·
&ατ ράπτη
κρας.
τητο'της
*·αλτ.άρ8ΐ
ϊΤϋ'ν
και
τά - #π α*3ί τ ου
των
Φαρμακερών
*.
που, «τίτ§ίλού?
20
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
2
«<«««««««<««««««««««««««««««««««««««««««««««««
μή λογαριασμό: Τον κόμητα Τί-.ριμττλεϋ. Είναι κι5 αυτός έ νας από εκείνους πού έγιναν όργανα του Ρισελιέ καί τόσο άδικα συκοφάντησαν τον πα τέρα του πού πέθανε μαρτυρι κά στην πλατεία της Γρέβης. Έχει στην τσέπη του πέντε χαρτιά. "Ολα τούτα φέρνουν τις επιγραφές εκείνων πού έ γιναν αφορμή νά καταδικασθή ένας αθώος. Μια επιγραφή του λείπει ακόμα. "Ενα σημείωμα μέ την υπογραφή του Τίρμπλεϋ στο όποιο νά όμολογή τό ανήκουστο έγκλημα πού ώμολόγησαν κι5 οι άλλοι. — Ό Τί.ρμπλεϋ είναι ό πιο ύπουλος απ’ όλους, τού έχει πή ό 3ιλλάρ. Πρέπει νά προ·· σέξης. Ό ’Ανρύ θά προσέξη. Αλ λά έστω κι’ άν πεθάνη δεν θά φοβηθή. Έχει όρκιστή νά κά νη τό χρέος του άποκαθιστώντας τήν μνήμη τού ηρωικού Μωρίς Ντυβερνουά, του πατέ ρα του καί τίποτα δεν μπορεί νά τον συγκρατήση στην εκ τέλεσι του καθήκοντος αυτού. Στήν οδό Σαντέ τό παιδί κατεβαίνει από τό άλογο καί πριν πλησιάση τή μεγάλη σ'δερένια εξώπορτα τού μεγά· ρου, τό άφίνει νά τον περιμένη ανάμεσα σέ μιά συστάδα δέντρων πού βρίσκονται μερι κά μέτρα πιο εκεί. "Υστερα ζυγώνει καί χτυπάει τό βαρύ σιδερένιο ρόπτρο. "Ενας γέ ρος υπηρέτης τού ανοίγει καί τον κυττάζει ξαφνιασμένος. Κάπου τον έχει ξαναδή αυτόν τον νεαρό, αλλά δεν μπορεί νά θυμηθή π©ύ ακριβώς.
^— Είναι ανάγκη νά δώ τον κόμητα Τίρμπλεύ, λέει ό ’Αν ρύ. •— Σάς περιμένει; ρωτάει ό υπηρέτης. — 'Οχυ Αλλά δεν έχει ση μασία αυτό. Πές του μόνο ότι έρχομαι άττό τον πύργο τού κόμηιτος ΣαβΙινύ1. Πρέπει νά τού μιλήσω για μιά πολύ ε πείγουσα ύπόθεσι πού τον ένδ'αφέρει προσωπικώς. " Ό υπηρέτης άνασηκώνει τούς ώμους. — Ό κύριος είναι μερικές μέρες πού δέν δέχεται κανέ να, λέει. 3Αλλά άν εΐσθε απε σταλμένος τού κ. Σαβινύ, τό πράγμα αλλάζει. Πιθανόν νό σάς δεχθή. Περιμένετε ένα λε πτό νά τον ειδοποιήσω. Φεύγει καί ό ’Ανρύ Ντυβερ νουά περιμένει στο χώλ. "Υ στερα από λίγο ό υπηρέτης επιστρέφει. ’Άν πρόο'εχε λίγο περισσότερο θά μπορούσε ό μικρός Ντυβερνουά νά ξεχωρί ση ένα παράξενο χαμόγελο οτό πρόσωπό του. "Ομως δέν πρόσεξε. — Ό κόμης σάς περιμένει, λέει στο παιδί. Ελάτε μαζί μου. Μπροστά ό υπηρέτης, πίσω ό ’Ανρύ, προχωρούν καί δια σχίζουν ένα φαρδύ διάδρομο πού σέ διάφορα σημεΐα του δεξιά κι5 αριστερά αστράφτουν παληές σιδερένιες πανοπλίες ιπποτών. Φτάνουν σ’ ένα εσω τερικό χώλ καί στέκουν έξω από μιά πόρτα. Ό υπηρέτης τήν ανοίγει καί παραμερίζει. — Περάστε, λέει. Ό κ. κό μης θά είναι σέ δυο λεπτά εδώ.
ι
(ΐ
η
ο
τ
μ
ι
<«««««<«««««« ««««««<>;«<««««««««<<<««««««««««««««««<««««««* Τό παιδί ανύποπτο περνάει τό κατώφλι. Ή πόρτα ξανα κλείνει αργά πίσω του. Κυττάζει γύρω του. Βρίσκεται σ’ ένα δωιμάτιο επιπλωμένο μέ βαρειά έπιπλα παληού ρυθ μού. Τά παράθυρα είναι σκε πασμένα μέ γκρενά βελουδέ νιες κουρτίνες. "Ενα «μισοσκό ταδο επικρατεί στην κάμαρη. ^ — "Εδώ ιμέσα φαίνεται πώς δεν αγαπούν τον ήλιο, σκέπτε ται ό μικρός ιππότης. Ό Άνρύ περιμένει κάμπο σο άλλα δεν φαίνεται κανείς. Μιά παράξενη ανησυχία τρυ πώνει στην καρδιά του. Ή ώ ρα περνάει καί ό Τίρμπλεϋ δέν κάνει την έμφάνισί του. Ό μι κρός ιππότης τότε πλησιάζει προς την πόρτα θέλοντας νά πληροφορηιθή από τον υπηρέ τη τί ακριβώς συμβαίνει. Δο κιμάζει νά την άνοιξη καί τότε μ" έκπληξί του διαπιστώνει πώς είναι κλειστή. Την κλεί δωσε ό υπηρέτης χωρίς εκεί νος νά τό άντιληφθή. Μά τότε; Γιά νά τον κλει δώσουν καί νά τον άφήσουν μόνο νά περκμένη σε τούτο τό δωιμάτιο, θά πή πώς τά πρόςγματα δεν είναι καί τόσο καλά. Είνα ι λοιπόν φυλακ ι σ μένος ; "Έπεσε σέ παγίδα; "Αρχίζει νά βροντάη ,μέ τις γροθιές του την πόρτα. Φωνάζει. "Αλλά κα νείς δεν του άπαντά. "Ενα σύγκρυο τον κυριεύει. 9Ηρθε κι’ έπεσε λοιπόν μονάχος του στά δόντια τού λύκου; Είχε δίκηο ό Βιλλάρ. Ό Τίρμπλεϋ ξέρει νά στήνη δόκανα καί εί ναι πολύ πιο ύπουλος από τρυς άλλους. Σφίγγει τή λα
βή τού σπαθιού του. "Ο/π κι" δον γίνη δμως, θά πουλήση α κριβά τή ζωή του. "Εκείνοι πού θά τον πλησιάσουν πρώτοι θά καταλάβουν πώς ό γυιός τοΰ Μωρίς Ντυβερνουά δεν είναι εύκολη λεία. Άν μπορούσε τουλάχιστον νά ξεφύγη από τά παράθυρα! Πλησ ι άζε ι τί ς βελουδένιες κουρτίνες. Τις άνασηκώνει μιά μιά φέρνοντας βόλτα ολάκερο τό δωιμάτιο. Πίσω από τις κουρτίνες δεν υπάρχουν παρά θυρα. "Άλλοτε στις θέσεις αυ τές ήταν παράθυρα. Μά τώρα δλα αυτά τά ανοίγματα είναι κλειστά, χτισμένα μέ χοντρές πέτρες. Πέφτει σέ μιά ^πολυθρόνα απογοητευμένος, ααφνικά δ μως νοιώθει κάτι παράξενο νά συιμβαίνη. Ή πολυθρόνα κου νιέται. "Ενας οξύς μεταλλικός ήχος άκούγεται. Τό μυαλό τού παιδιού από ένστικτο έγκαπαλείπει τό κάθισμα απίστευτα γοργά καί τινάζεται προς τά πλάγια. Μέ τρόμο τότε βλέπει ένα τετράγωνο κομιμάτι τοΰ πατώματος νά ύποχωρή. Ή πολυθρόνα άνατρέπεται καί χάνεται πέφτοντας στο κενό μ’ ένα βαρύ θόρυβο. Τήν ίδια στιγμή ακούει βήιματα καί κουβέντες. Τραβάει τό ξίφος του καί τρέχει καί κρύβεται πίσω άπό μιά κουρτίνα. Καί είναι καιρός, γιατί υσπερα α πό ένα λεφτό ή πόρτα ανοί γει καί μπαίνουν δυο άνθρω ποι. Ό ένας σίγουρα είναι ό κόμης Τίρμπλεϋ. Τον αναγνω ρίζει αμέσως. Είναι όπως τού τον έχουν περιγράφει. Ένας
α
■
ΰ
μ
ι
κ
ψ
ο
%
μούτρα έκανε όταν άνοιξε καί ψηλός άντρας ντυμένος στα τον κατάπιε τό,..πάτωμα κι’ μεταξωτά, μέ σατανική έκψρα·· ύστερα βρέθηκε στην ύπσνόμο. σι στά ι μ άτια.. Ό άλλος είναι Ό υπηρέτης γελάει. ό υπηρέτης. Ό κόμης προχω _— Φυσικά, δεν θά. έμεινε ρεί προς τό μέρος τής κατα πακτής και σκύβει. πάνω από . καθόλου ευχαριστημένος! τό σκοτεινό· άνοιγμα. Θόρυ Τό παιδί κρυμμένο πιαω α πό τή βαρεία βελούδινη κουρ βος· από τρεχούμενο νερό άτίνα, βλέπει καί ακούει. Νοι κούγεται, * . ·' · ώθει μ ιά δυνατή όργή νά φουν-—- Χμ ί Δεν τό περί μενέ •φυ τώνη μέσα του καί σφίγγει τή σικό αυτός ό νεαρός πώς θά λαβή του γυμνού σπαθιού του. την πάθαινε έτσι, λέει και χα Μέχρι αυτή τή στιγμή πιστεύ μογελάει. Πρώτα εσύ, Τζίμζ ουν πώς τό κόλπο · τους" έχει πού τον άναγνώρίσες, · άξίζε,ις πετύχει καί είναι ήσυχοι. Ου-. κάθε έπαινο.· Ό υπηρέτης . υποκλίνεται ' τε, υποψ- άζονται πώς ξ>υό βή' ματα π ιό έκεΤ παραμονεύει ε ταπεινά. · * κείνος πού νομίζουν τώρα νε — "Ημουν στον πύργο του κρό, "Ομως ξαφνικά καθώς-κά κόμητος Σαβινυ; όταν τον εί νει μιαν απρόσεχτη, κίνησι ό δα νά παλεύη σά λιοντάρι μέ Άνρύ. ή κουρτίνα κινείται ε τούς σωματοφύλακες, άποκρίλαφρά. Ό υπηρέτης πρώτος νέται. Δεν ήταν φυσικά δυνα κυττάζει παραξενεμένος .προς τό- νά τον ξεχάσω. τό μέρος του. Δεν του διέφυγε —·' "Επειτα καί νά μη τον αναγνώριζες, πραδόθηκε μόνος αυτός ό ανεπαίσθητο ς, ό σχε^ του, συμπληρώνει ό Τ,ίρμπλέϋ δον" ανύπαρκτος θόρυβος πού κάνει ή κουρτίνα απάνω ατούς καί πατάει ένα μοχλό πού βρί χαλκάδες της. Μ/ ένα πήδημα σκεται πλάϊ στο άνοιγμα. Τό βγάζει τό πιστόλι . του καί πάτωμα ξανάρχεται αργά στη σ αλτ άρει προς τά έκεΤ. "Εχει θέσι του κα] τίποτα δεν δεί χνει· πώς κάτω από τό παχύ καταλάβει. —^ "Εβγα απ' την κρυψώνα χαλί πού τό σκεπάζει κρύβε σου βρωμόπαιδο !·. γρυλλίζει·. ται ένα βάραθρο. Προδόθηκ'ε. Ό νεαρός Ντυβερνουά ξέ-. μόνος του, Τζίμ,· λέγοντας πώς ρει ότι δεν πρέπει ...νά περιμέέρχεται από μέρους τού ·Σα~ •νη νά του τό πουν δεύτερη φο . βινύ, πού .. ξέρουμε όλο ι πώς ρά. Μέ μιαν απίστευτα γοργή δεν ζή ιτιά, χτυπημένος από κίνησι παραμερίζει την κουρ τό σπαθί αυτού τού παληότίνα καί - τινάζεται στη μέση παιδου. Ευτυχώς τώρα μπορώ τής κάμαρης. Ό υπηρέτης χα νά κοιμάμαι ήσυχος αφού ξέ μογελάει. απαίσια καί πιέζει ρω πώς αυτός ό νεαρός ψευ τοπαλληκαράς γυιός τού Ντυ-· την σκανδάλη. Τό παιδί όμως σκύβει καί ή σφαίρα περνάει βερνουά ταξιδεύει τώρα στην κόλασε Την έπαθε σαν άγράμ ξυστά από τον ώμο του. Ταυ τόχρονα τό .σπαθί του σηκώνεματος! "Ηθελα · νάβλεπα τί
\
η
η
ο
τ
«
ϊ
■
η
<* < ««<<4<«<«<«<?<€<·€««<<<<«<««<«<«<«<<<<*,<£«<<**<<,*«<£««<«<«,
ται και πεψτει με δύναμι. Ό — ’ Αποχαιρέτησε λοιπόν • υπηρέτης δεν προφταίνει νά τή ζωή, μωρό!/; καγχάζει ό πυροβόληση δεύτερη φορά. Τίρμπλεϋ.. Πέφτει βογγώντας στο πάτω "Ομως τούτο ακριβώς τό μα. πιο κρίσιμο δευτερόλεπτο ό μ.,κρός ιππότης κάνει μιά κί— Κακούργε \ / μουγγρίζει ό Τίρμπλεϋ που βλέπει με τρο νησι πού δεν τήν έχει υπολο μαγμένο βλέμμα τον πιστό γίσει ό άλλος. Λυγάει στ ά δυο τό, κορμί τόυ, γονατίζει καί του υπηρέτη νά σωριάζεται. Είσαι λοιπόν ζωντανός ακόμα; . .πέφτει προς τά εμπρός.. * Τό ;— Καθώς βλέπετε! , άπο-· σπαθί τού. κόμη τρυπάει τό κρίνεται κοροϊδευτικά τό παικενό. Τήν ίδια στιγμή τό ξίφος δί. του παιδιού τινάζεται προς τά — Τώρα δμως δεν πρόκει επάνω καί χτυπάει μέ δύναμι ται νά γλυτώσης! τό ώπλισμένο χέρι τού κόμη Και τραβώντας τό ξίφος του τα. Τό χτύπημα είναι σφοδρό όρ-μάει σά σίφουνας προς τό καί τό σπαθί τού Τίρμπλεϋ μέρος τού μικρού ιππότη μέ φεύγει άπό τά δάχτυλά του, ..σφιχτά δόντια. "Ομως ό Άνδιαγράψει ένα τόξο στον αέ ρύ δε σαλεύει. - Τον περιμένει. ρα καί πέφτει μαχρυά στο πά Μέ· μ:ά σβέλτη κίνησι άπο^ τωμα. ’Αφήνει μιά βαρειά βλα κρούει την ατσάλινη λεπίδα στήμια καί όρμάει νά τό σηπου απειλεί τό στήθος του και κώση. "Ομως 'ό 'Ανρύ προ κάνοντας μιά. κεραυνοβόλα φταίνει καί τό πατάει.. προβολή, τινάζει τό ώπλισμέ— Φρόνιμα κόμη!, διατά νο χέρι του ;μέ ασύλληπτη Τα ζει. Στάσου ακίνητος γιατί χύτητα. Αλλά καί ό άλλος ξέ αυτή τή φορά τ’ άστεία τελει ρει νά φυλάγεται. ώσανε. Είμαι αποφασισμένος — Δεν μέ πέτυχες, νεαρέ !, νά σέ σκοτώσω σόον ένα συχαγρυλλίζει ό κόμης. Τώρα φυ μερό σκουλίκι πού βρωμίζει λάξου άν αγαπάς τη ζωή σου.. τον αέρα μέ τήν ανάσα του. Τό σπαθί του τούτη τη στιγ ? Δέν θά αισθανθώ καμμιά τύμ ή είναι πραγματικά ίδια ρομ ψι γι’ αυτό. φαία πού φέρνει μαζί της τό Ό Τίρμπλεϋ στέκει ασάλευ θάνατο.' Έχει υπολογίσει τό τος. Τό πρόσοπτό του είναι χτύπημα καί είναι σίγουρος χλωμό σάν τό πρόσωπο ενός χίλια τά εκατό γιά τήν επιτυ πεθαμένου. Τά μάτια του ως χία του. Ό νεαρός Ντμβερτόσο αστράφτουν γεμάτα λύσ νουά καταλαβαίνει τον κίνδυ σα. · , · ’ νο. Ή βαρειά λεπίδα κρέμε • — Τί ζητάς άπό μένα; ρωται πάνω απ' τό κεφάλι, του. τάετ. ; ’Άν δεν προφτάση είναι χαμέ — Αυτό δέν είναι άνάγκη νος. Μέ μιά γοργή ματιά βλέ νά σού τό πω!, λέει τό παιδί πει τή μύτη της νά τον ζυγώκαί τον κυττάζει λοξά. Τό ξέ ρεις καλά γιατί ήρθα. Λοιπόν νη.
ϊ*
προχώρησε και κάθη,σε στο γραφείο σου! Θά γράψης δ,τι σου πώ. Είσαι ένας από εκεί νους που στείλανε τον πατέρα μου στον δήμιο. Θά γράψης καϊ^ θά υπογράψης ένα χαρτί πού νά λέη την αλήθεια. "Οτι δηλαδή ό Μωρίς Ντυβερνουά δεν υπήρξε ποτέ προδότης καί άδικα συκοφαντήθηκε. Ό Πρμπλεύ δαγκώνει τά χείλη καί σφίγγει τίς γροθιές του. — Ποτέ δέν θά υπογράψω ένα τέτοιο χαρτί! — Χμ !, χαμογελάει ό Άνρύ. Καί άλλοι τό είπανε αυτό, μά την τελευταία στιγμή αλ λάξανε γνώμη. Καί καθώς μιλάει σηκώνει τό χέρι του καί τό κατεβάζει μέ δύναμι στο πρόσωπο τού συκοφάντη. — Αυτό είναι μιά προειδο ποίησή!, λέει. ν ! ίρμπλεϋ κλονίζεται, μά στηρίζεται κάπου κι* ετοιμά ζεται νά έπιτεθή. Μέ μιά α στραπιαία :κίνησι αρπάζει ένα μπρούτζινο καντηλέρι πού βρί σκεται άπάνω στο γραφείο του καί τό πετάει προς τό μέρος του παιδιού. Ό νεαρός Ντυ βερνουά αμως σκύβει καί τό καντηλέρι βροντάει στον απέ ναντι τοίχο. Την αμέσως επό μενη στιγμή ή γροθιά του τι νάζεται σάν κεραυνός καί πέ φτει σαν ένα σιδερένιο σφυρί στο στομάχι τού κόρη. Εκεί νος βγάζει ένα βογγητό κι5 ε τοιμάζεται νά πέση. Τό παιδί όμως τον συγκροτεί καί τον σέρνει στην καρέκλα τού γρα φείου του, Τον υποχρεώνει νά
Ο
Μ
I
κ
ρ
ύ
X
καθήση. Σπρώχινε ι μπροστά του τήν πέννα καί τό χαρτί. — Γράψε !, τον διατάζει κι3 ή φωνή του είναι γεμάτη α πειλή. Ό Τίρμπλεϋ πού έχει χά σει τώρα τελείως τό ηθικό του, δέν έχει τό κουράγιο ν’ άρνηθή. Παίρνει τό φτερό καί γρά ψει καί υπορράψει τά δσα τού υπαγορεύει. Τό παιδί βάζει στην τσέπη του τό χαρτί. — Καί τώρα θά φύγω, κό μη, λέε'. ’Άν είσαι φρόνιμος δέν έχεις νά φοβηθής τίποτα. "Αν όμως δοχιράσης νά φ£ονά·· ξης, τότε δέ θά φταίω εγώ γιά τό δ,τι μπορεί νά έπακολουθήση. ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ
ΚΟΜΗΣ ^ δέν, μιλάει. || Μέσα στο βλέμμα του ψ δμως φεγγοβολάει μιά άγρια άστραπή. ! ό παιδί α πομακρύνεται, πιάνει τό πε σμένο στο πάτωμα σπαθί τού Τίρμπλεϋ, τό σπάει στο γό νατό του καί προχωρεί προς τήν πόρτα. Δέν απέχει παρά μονάχα δυο βήματα, όταν άκούη έναν παράξενο θόρυβο καί νοιώθει τό πάτωμα νά κινήται κάτω από τά πόδια του. Καταλαβαίνει αμέσως. Τούτη ή κάμαρη είνα ιγεμάτη κατα πακτές. Ό κόμης έχει κινήσει πάλι κάποιον αόρατο μοχλό καί τό πάτωμα υποχωρεί αφή νοντας ένα σκοτεινό άνοιγμα στο σημείο αυτό. Τό παιδί οιώθει νά γκρεμίζεται οπέ χάος μά τήν τελευταία στιγ μή τά χέρια του γαντζώνονται
ι
η
η
ο
ΐ
η
ϊ
23
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»>»»>»>»»»»»»»»»» στο ^ χείλος τής καταπακτής και δεν πέφτει. Κρέμεται ό μως στο κενό κι1 από κάτω ακούει τά νερά νά κυλούνε μέ ορμή. Είναι χαμένος άν δεν κινη.θή γοργά. Ό Τίρμπλεϋ βγά ζοντας έναν απαίσιο γρυλλισμό, έρχεται κατ’ απάνω του. Ό νεαρός ’Ανρυ τούτη τή φο ρά νοιώθει έναν πραγματικό φόβο νά τον κοριεύη. Πρέπει νά προφτάση ! Μέ μιά σβέλτη κίνηση πρα γματοποιώντας μιά δύσκολη έλξη τινάζει τό λαστιχένιο κορμί του προς τ: άπάνω καί μέ 'μιά δεύτερη κίνησι βρίσκεται ορθός πλάϊ στο σκοτεινό στόιμα πού οδηγεί προς τό θάνατο. Καί είναι και ρός. "Ενα, μισό δευτερόλεπτο αργότερα, όλα θά ήταν χαμέ να. 5Από μιά κλωστή κρεμό ταν ή ζωή του. Γιατί ακριβώς υστέρα από μισό δευτερόλε πτο ό κόρης, σφίγγοντας τά δόντια καί κρατώντας ένα μι κρό σιδερένιο άγαλμα, που βρήκε μπροστά του σ’ ένα τραπέζι, τον ζυγώνει. Τό βα ρύ σίδερο σηκώνεται στον αέ ρα κι" είναι έτοιμο νά πέση καί νά συντρίψη τό κρανίο του παιδιού. — Δεν θά ξεφύγης, ληστή !, γρυλλίζει ό κόμης. Δώσε μου πίσω τό χαρτί! — Τό χαρτί μοΰ χρειάζε ται!, απαντάει κοφτά ό Αν ρυ καθώς σκύβει κι" αποφεύ γει τό χτύπημα. Δεν πρόκει ται νά τό πάρης! Μά ό Τίρμπλεϋ είναι τυ φλός από τή λύσσα που τον παιδεύει καί όρμάει άπάνω του. Αλλά δεν έχει λογαριά
σει καλά τά πράγματα, -έχα σε τό βάραθρο πού χάσκει μπροστά του καί καθώς επι τίθεται. τό πόδι του βρίσκεται στο κενό. Κλονίζεται, χάνει τήν ισορροπία του καί χάνεται μέσα στο σπόμα τής καταπα κτής. Ό νεαρός Ντυβερνουά ακούει ένα άγριο ουρλιαχτό πού πνίγεται μέσα στον πα φλασμό τοΰ νερού πού σκεπά ζει τον κόμητα. — "Οποιος σκάβει τό λάκ κο τοΰ άλλουνοΰ, πέφτει ό ί διος μέσα!, λέει μελαγχολικά. "Οιμως δεν υπάρχει καιρός τώρα γιά μελαγχολικές σκέ ψεις. Πρέπει νά φύγη, από τού το τό μέγαρο όσο γίνεται πιο γρήγορα. "Ανοίγει τήν πόρτα, περνάει τό διάδρομο, βγαίνει στο δρόμο, τρέχει προς τό ά λογό του καί σαλτάρει στή ράχη του. — Καί τώρα, στο μέγαρο Μελβίλ!, λέει. Αύριο μεθαύριο θά ζητήσω νά παρουσιαστώ στο Βασιλέα. Θά τοΰ δείξω αυτά τά χαρτιά καί φυσικά θ’ αναγνώριση τις υπογραφές. Τότε θά καταλάβη τον σατα νικό ρόλο πού έπαιξε ό Ρισελιέ στήν καταδίκη τού αθώου πατέρα μου... Καθώς καλπάζει όμως, καί κάνει τούτες τις σκέψεις, βλέ πει ξαφνικά έναν καβαλλάρη νά τού κόβηι τό δρόμο. Ή στο λή του δείχνει πώς είναι ένας από τούς σωματοφύλακες τοΰ καρδιναλίου. —"Αλτ !, άκούγεται^βαρειά ή φωνή του. Στόματα άν αγα πάς τή ζωή σου,>, νεαρέ Ντυ βερνουά !
~ .
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
2
<««««<««««««««««««««««««««<««««««<««««<«««<««««* Τό παιδί νοιώθει ενα δυνα τό χτυποκάρδι. Τον αναγνώρι σαν λοιπόνI Στη βιασύνη του •να εγκατάλειψη τό μέγαρο τού Τίρμπλεϋ ξέχασε να κατεβάση τό πλατύγυρο καπέλλο του ως τα φρέίδια γιά νά κρύψη τό μισό πρόσωπό του καί τον αναγνώρισαν. Κρατάει ταγκέ-· μια καί τό άλογο σταματάει. Ό σωματοφύλακας πλησιάζει με. γυμνό. σπαθί ττρός τό ίμε ρός του. Τώρα φυσικά τον α ναγνωρίζει κΓ ό Άνρύ. Είναι, ένας από τούς φρουρούς τού δικαστηρίου πού συνώδευαν τον μελλοθάνατο δούκα Σαΐντ Έτιέν στην πλατεία της Γρέβης. / λ - . , ·. — Τί ζητάς από μένα; ρω
τάει τάχα με απορία τό παιδί.
■—- ’Άφησε^τΐς εξυπνάδες!, γκρινιάζει εκείνος. Ό λοχαγός μου ό Ροσεφορ σέ χρειάζεται! Ό Ντυβερνουά δεν έχει καμμ^ιά διάθεοι -νά παραδοθή χω ρίς νά παλαίψη. Καθώς βλέ πει λοιπόν τον σωματοφύλα κα νά τον πλησιάζη, τραβάει γοργά τό σπαθί του καί είναι έτοιμος ν' άμυνθή. > , -— Χμ [· Θέλεις λοιπόν νά σέ σφάξω; τού φωνάζει. Π έ ταξε τό σπαθί σου καί σήκω σε, τά χέρια ψηλά! — "Αν σού χρειάζεται .τό σπαθί μου., ελα κοντά νά τό πάρης !, αποκρίνεται αποφα σιστικά τό παιδί. "Ενας Ντσ βερνουά δεν παραδίνει ποτέ τό
—Γράψε! διάταξε ό νεαρός Άνρύ Ντυβερνουά. "Αν *« μ8τ®ν©.ιώσης ττολύ γρπγρρα:.
άρνηθίίς.
I. η
Π
Ο
Τ · Η
2
,
—Τό ηξιείκχ· πός .μια μέρα ίχχ γίνω... ^ σίραιαρ-χης4&ε·ι ΊΗριμπουσόν και φίλησε, .το χέρι της Βασίλισσας,
ξίφος του! Αυτό τό ξέρεις. "Έχουν συγκεντρωθή μερι κοί περίεργοι' διαβάτες γύρω τους. Μά καθώς τούς^βλέπουν έτοιμους νά χτυπηθούν, άπομακιρυνόνται τρομαγμένοι. ^ Ό καθένας φοβάται καί δεν θέλει νά μπλέξη. —’ Παραμέρισε νά περά σω.! ,· φωνάζει ό "Ανρύ. Ό σωματοφύλακας δμως δεν έχει φαίνεται ορεξι γιά πολλές κουβέντες. "Όχι μονά χα δεν παραμερίζει, αλλά άπεναντίας επιτίθεται μέ λύσ σα. Πιέζοντας μέ τά σπηρούνια τά πλευρά του αλόγου του, όρμάει προς τό μέρος του μι κρού ιππότη. Τό παιδί πού έ χει προβλέψει αυτή την κίνη ση είναι έτοιμο. Βλέπει τον
27
ό
σωματοφύλακα . πού έρχεται κραδαίνοντας τό βαρύ σπαθί του καί μέ μιά σβέλτη κίνησι αποκρούει τό χτύπημα. Οι δυο λεπίδες βροντούνε κι" αστρά φτουν καί γεμίζουν σπίθες τον αέρα. Ό καβαλλάρης, βλέπον τας τη σπαθιά πού είχε προ ετοιμάσει νά πηγαίνη χαμένη, ^κρ.ινιάζει καί βλαστημάει. Ό "Ανρύ όμως ψύχραιμος πάντα, υποχρεώνει τό άλογό του νά κάνη μιά στροφή επί τόπου καί τινάζοντας τό ώπλίσμένρ του χέρι πρός τά εμπρός απει λεί σοβαρά τά πλευρά του άντιπάλου του. Μά τούτη ή κίνησι λίγο έλλειψε νά του στοι χίση τή ζώή. Καθώς ό άλλος ξεφεύγει τό χτύπημα, τό παι δί τινάζεται πιο πολύ προς τά
2Β
Ο
Μ
I
!&
Ρ
Ο
Σ
μέ τό σπαθί του ένα θανάσιμο χτύπημα. — Χριστούλη μου! Πάει τ’ αφεντικό!, ψελλίζει. Καί χωρίς νά τό πολυσκεφτή, σ αλτ άρει σάν αστραπή ανάμεσα στους δυο καβσλλάρηδες μέ την ανθοδέσμη στο χέρι. — "Αλτ! Σωματοφύλακα, στάσου!, κραυγάζει. 5 Εκείνος ξαφνιασμ ένο ς γυρίζει νά δη ποιος του φωνάζει ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ μ’ αυτόν τον επιτακτικό τόνο ΤΟΥ ΤΡΙΜΠΟΥΣΟΝ καί μένει μέ ανοιχτό στόμα ΒΑΡΕΛΟ ΕΙΔΗΣ ύπηκαθώς βλέπει τον Τρ.μπουσόν. — "Α! Κι5 εσύ εδώ λοιπόν ρέτης τού μικρού Ντυβερνουά γυρίζει πραγ είσαι; μουνγρίζει. "Αρπαχτη γιά νά μάθης! ματικά από τό ανθοπωλείο του Καί ξεχνώντας τό παιδί, τι Σαβουατύρ κρατώντας την με νάζει τό σπαθί του προς τό γαλοπρεπή ανθοδέσμη γιά την μέρος τού υπηρέτη. 5Αλλά ό Ζινέτ, τον μικρότερη- αοδελφή Τριμπουσόν την αγαπάει τή τής κόιμησσας Μελβίλ. Κατευζωή του καί τρυπώνει κάτω θύνεται προς τό μέγαρο καμα από τό άλογό του. Καί τότε ρώνοντας σάν... γύφτικο σκεγίνεται κάτι που σώνει την καπάρνι όταν ξαφνικά γουρλώνει τάστασι καί φέρνει τή σωτη τά μάτια του καί κατά τη συ ρία. νήθειά του, άλλοι δωρίζει. Κα Τά λουλούδια πού κρατάει θώς στρίβει τη γωνιά καί μπαί στην αγκαλιά του ό Τριμπουνει στην οδό Κάρλτον, βλέπει σόν γσργαλάνε καί τσιμπάνε τον Άνρύ νά διασταυρώνη τό την κοιλιά τού άλογου τού σω σπαθί του μέ τον σωματοφύ ματοφύλακα καί τό δυστυχι λακα. σμένο ζώο που πρώτη φορά — Χρ! Τον κατεργάρο!, παθαίνει μια τέτοια δουλειά, λέει. Δεν είμαι λοιπόν μονάχα αρχίζει νά τσινάη καί νά χοεγώ σκασιάρχης σήμερα. Καί ροπηδάη σάν παλαβό. Ό σω άλλος βγήκε περίπατο! ’Άς ματοφύλακας τά χάνει καί τολμήση λοιπόν νά μου πή μάταια τραβώντας τά γκέμια κουβέντα! προσπαθεί νά τό συνεφέρη. Τό πράγμα όμως χειροτερεύει "Αλλά καθώς μιλάει μονά γιατί ό Τριμπουσόν ολοένα χος του, βλέπει τό παιδί νά κλονίζεται από τή ράχη, τού ά καί γαργαλάει περισσότερο λογου του καί τον σωματοφύ την κοιλιά του αλόγου πού οπό λακα έτοιμο νά τού κατσφέρη τέλος άγριευει και ορθώνοντας
εμπρός για νά τον φτάση και τότε χάνει την ισορροπία του και κινδυνεύει νά πέση στο έ δαφος. Ένα τέτοιο όμως πέ σιμο σέ τούτη την κρίσιμη στιγιμή της άκληρης μάχης, ισοδυινσιμεΐ μέ θάνατο. Καί ό λα Ισως θά τελείωναν άσκημα για τον μικρό ιππότη εδώ, αν δεν φαινόταν ξαφνικά σάν από μηχανής Θεός ό...Τριμπου·σόν!
Ο
I
ίϊ
ή
Ο
ΐ
Η
ί
&»
<««««««««««««««€4€«««<€€««««4««4<<<«444€«««««««««<€<«€« τά μπροστινά του πόδια άρ χιζε ι νά καλπάζη σάν αφηνια σμένο προς το βάθος του δρό μου, παρασύροντας μαζί του καί τον καβαλλάρη του. Ό Άνρύ Ντΰβερναυα, πού σ’ αυτό τό μεταξύ έχει βρή την ισορροπία του, βγάζει μια χαρούμενη κραυγή. — Τριμπουσόν, είσαι ό σωτήρας μου !, λέει. — Είμαι καί φαίνου,μαι!, αποκρίνεται σοβαρά αυτός. Καί τό παιδί πού τώρα μό λις προσέχει τή μισό μαθημένη ανθοδέσμη, παραξενεύεται. — Που τά πας αυτά τά λο υλούδ ι α; ρ ωτ άε ι. Ό Τριμπουσόν στρίβει τό μουστάκι του. — *Έ! "Εχουμε κι5 εμείς τις αδυναμίες μας!, λέει μέ ύ φος βαρυσήμαντο. — Καβάλλησε στο άλογο, λοιπόν. Θά πάμε παρέα νά γ ν 03 ρ ίσ ου με την... αδυναμία σου. Ό βαρελοειδής υπηρέτης σ αλτ άρει στά καπούλια τού αλόγου καί σέ λίγο καλπάζουν προς τό μέγαρο τής κόμησσας Μελβίλ. Η
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Β®
ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ
ΥΤΗ ή ημέρα πού την γιορτάζει όλο τό ΠαρίΟΓΛ σι, αρχίζει χαρούμενα. Ο! μουσικές από την αυγή γυ ρίζουν ατούς δρόμους καί παιαν ί ζουν πατρι ωτικά θού ρ ι α. Ή πόλις είναι γεμάτη σημαίες καί οι στρατιώτες πού πρόκει ται νά παρελάσουν μπροστά στούς Βασιλείς, ετοιμάζουν
τις αστραφτερές πανοπλίες τους. "Ολο τό Παρίσι είναι χαρούμενο σήμερα. Μόνο τρεΐς άνθρωποι φαί νονται μελαγχολιικοί γιατί δέν θά μπορέσουν νά παρακολου θήσουν την άμορφη γιορτή. Ό Άνρύ Ντυβερνουά, ό δούκας του Σαίντ Έτιέν καί ό Τριμπουσόν. Δέ μπορούν νά βγουν από τό μέγαρο τής κυ ρίας Μελβίλ δπου φιλοξενούν ται γιατί διατρέχουν τον κίν δυνο νά άναγνωρισθουν καί νά συλληφθουν. "Υστερα από τό επεισόδιο μέ τον σωματοφύλα κα κοντά στην οδό Σαντέ, ό Ρισελιέ έδωκε καινούργιες εν τολές στούς ανθρώπους του καί ύποσχέθηκε γερή αμοιβή γιά τή σύλληψι τού μικρού ιπ πότη. Ό ίδιος ό Ροσεφόρ, πσρ5 δλες τις «σκοτούρες» του, δέν ξεχνάει τό ήρωϊκό παιδί. Οι τιερίττολοι έχουν πυκνωθή καί αυτό τό ξέρουν οί τρεΐς φίλοι. Είναι κι5 οι τρεΐς μελαγχολικοί αλλά περισσότερο λυπημένος μέχρι... δακρύων, είναι ό Τριμπουσόν. Δέν μπο ρεί νά τό χωνέψη δτι είναι δυ νατό νά μείνη κλεισμένος εδώ μέσα ενώ ολόκληρο τό Παρίσι γιορτάζει —Άν ήμουνα μονάχος μου καί δέν... φοβόμουνα γιά σάς, λέει σοβαρά, θά έκανα τον πε ρίπατό μου σήμερα. Αλλά έ χω ...ευθύνες καί πρέπει νά σάς προσέχω. Τό παιδί καί ό δούκας χα μογελούν. — Καί τον Ροσεφόρ, δέν
53 τον ψοβάσαι; τον πειράζει. ό ’Α/νρύ. Ό Τριμπουσόν άνασηκώνει τους ο^μοσς περιφρονητικά. — Τον Ροσεψόρ δεν τον λο γαριάζω. Αυτός μέ φοβάται και όχι έγώ. Προχτές πού τον συνάντησα στο δρόμο, τώβαλε στό' πόδια μόΛις με είδε! — Είδες τον Ροσεφόρ; ρω τάει ό δούκας. — Συναντηθήκαμε έξω άπό τό ανθοπωλείο του Σσβου* ατύρ. Καί λοιπόν όταν με. εί δε, τρύπωσε στο μαγαζί καί πήγε καί κρύφτηκε στο γρα φείο του ανθοπώλη κι5 έπιασε κουβέντα περιμένόντας νά φύ γω για νά ξαναβγή; ■— Μπράβο, ; Τριμπουσόν, είσαι θηρίο! — Είμαι καί ανάγκη δεν έ χω κανένα. Καθώς όμως ό Τριμπουσόν κουβεντιάζει, αρχίζει νά^.ξυνη τη μύτη του.. Κάτι θυμάται: — Δεν μου λες αφεντικό, ρωτάει* πουλάνε καί φίδια στα ανθοπωλεία; Ό Ντυβερνουά γελάει. — Καί όμως, λέει σοβαρά ό Τριμπουσόν, μέσα στο αν θοπωλείο ακόυσα τον Ροσε φόρ νά κουβεντ ιάζη ιμέ τον Σα6ουατύρ για δυό φίδια πού θά στόλιζαν μια ανθοδέσμη. ’Άν κατάλαβα καλά, θά κρύβανε τά φίδια ανάμεσα στα λου λούδια μαζί μ* ένα κλαδί ευκά λυπτο. — Κάτι, θά ονειρεύτηκες, τόν μαλλώνει ό δούκας. Ό Σαβουατυρ είναι ό ανθοπώλης τής Βασιλικής Αυλής. Πώς μπορεΐ νά πουλάη φίδια;·
6
Μ
I
X
Ρ
6
ϊ
-—. Καί όμως, τό ακόυσα μέ τ’ αυτιά μου. — Ευκάλυπτος... Φίδια... λέει σά νά παραμιλάη ό Άνρύ. Μά ναί, τώρα θυμάται. "Ό ταν μπήκε στον πύργο Σαβινύ ακούσε μιά παρόμοια συζήτησι του ψευτοκόμη μέ κά?· ποιον άνθρωπο πού φορούσε μαύρη μπέρτα, γι5 αυτά τά φί δια καί για κάποιον ανθοπώλη Σαβουατύρ. Ναι. Τώρα θυμά ται καί μιά αστραπή περνάει από τό νου του. -— θά προσφέρουν σήμερα ανθοδέσμη στη Βασίλισσα; ρωτάει τον δούκα ταραγμένος. — Ναί. Έτσι συνηθίζεται/ Μά γιατί ρωτάς; — Ή Βασίλισσα κινδυνεύ ει!, φωνάζει ό μικρός ιππό της καί τινάζεται ορθός. Έλλάτε μαζί μου. — ’Ώχ! Πάλι δουλειές ά νοιξα, γκρινιάζέι ό Τριμπουσόν. Χριστούλη ■ μου, βάλε τό χεράκι σου γιατί δέν αντέχω σέ άλλο ξύλο! 0... ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ!
ΠΑΡΕΛΑΣΙ έχει αρχί σει. Ό Λουδοβίκος ό 13ος καί ή "Άννα ή Αυ στριακή/ οί Βασιλείς τής Γαλ λίας, παρακολουθούν άπό την εξέδρα πού έχει στηθή είδικώς γι’ αυτή την έορτάσιμη μέρα στην πλατεία Βαντόμ, τούς στρατιώτες πού παρελαύνουν. Πίσω τους στέκει ή μικρή πριγκήπισσα Αουσιέν καί λίγο πιο πέρα σέ στάσι προσοχής βρίσκονται οί ύπασπισταί μέ σα σέ στολές πού λαμπσκο-
Η
ι
ή
ή
ό
ί
η
I
πουν, 4 Η ΙΒ ασίλ ισσα κρατάε ί μια ανθοδέσμη πού μόλις πριν από λίγο της προσέφεραν·. Εΐ*ναι φτιαγμένη άπό . μεγάλα τριαντάφυλλα και χρυσάνθεμα. — Δεν είναι περίεργο, Λου δοβίκε; ρωτάει.. Κυτταξε εδώ... Ό Βασιλεύς κυττάζει αυτό ' πού του δείχνει. .· — "Ενα κλαρί άπό ευκάλυ πτο, λέει. * • — Ναί. "Ενα κλαρί άπό ευ κάλυπτο. Είναι ή πρώτη φορά πού βλέπω ανάμεσα σέ μια ανθοδέσμη τριαντάφυλλα καί χρυσάνθεμα ευκάλυπτο. - Περί εργό... . - Ξαφνικά όμως σταματάει νά μιλάη. Μιά ! φοβερή αναταρα χή γίνεται άνάμεσα στό πλή θος .πού έχει συγκεντρωθή στην πλατεία, .Βαντόιμ. Τρείς άνθρωποι σπρώχνοντας δεξιά, .αριστερά τρέχουν σά δαιμονι σμένοι προς τό μέρος τής ε ξέδρας. Μπροστά ό Άνρύ, πί σω^ ό· Τριμπουσόν καί τελευ ταίος ό δούκας του Σαίντ Έτιέν. —: Πίσω όλος. ό κόσμος !, φωνάζει όΤριμπουσόν. Ή Βα σίλισσα κινδυνεύει! Οι άνθρωποι παραμερίζουν τρομαγμένοι.λ Κι5· αυτοί οι στρατιώτες πού κρατουν την τάξι στην παράταξη, τά χά νουν καί πριν προφτάσουν νά κινηθούν, ο! τρείς φίλοι έχουν, διασπάσει τ.ίς. γραμμές τους καί φτάνουν στην εξέδρα.' — Ό Ντυβερνουά!, ξεφω νίζει ή Βασίλισσα, Ό "Ανρύ!, κάνει χαρού μενη ή Λουσιέν.
ϋ Μονάχα ό Λουδοβίκος δεν μιλάει, αλλά τά μάτια του γε μίζουν έκπληξι καί απορία κα θώς βλέπει ένα παιδί -νά σαλτάρη στην εξέδρα,, ν’ σρπάζη άπό τά; χέρια τής Βασίλκτσας’ την .ανθοδέσμη καί νά την πετάη χάμω. Δυο μικρά φίδιρ τινάζουν τά κεφάλια τους^ καί δείχνουν τά δόντια .τους,, .έτοι μα νά έπιτεθουν. -— Παναγία μου!, κάνει τρομαγμένη ή Βασίλισσα καί γίνεται χλωμή. Τό παιδί όμως προφταίνει. Έχει τραβήξει κιόλας τό.σπα θί του καί μέ δυο σβέλτες κινήσεις τσακίζει, τά κεφάλια των .ερπετών πού σφαδάζουν τώρα μπροστά στα πόδια τών Βασιλέων ανίκανα νά βλάψουν. — Τί σημαίνει αυτό; ρω τάει ό Λουδοβίκος. — "Απόπειρα . δολοφονίας κατά τής Βασίλισσας!, λέει τό παιδί καί κάνει μιά βαθύ τατη ύπόκλισΓ. Μέ συγχωρήτε, Μεγάλειότατε για τον τρόπο πού εμφανίστηκα ενώπιον σας. Αλλά δέ μπορούσε νά γίνη διαφορετικά. Την ιδ.ια μέρα τό άπόγευμα', στη μεγάλη αίθουσα τού θρόνου, στό Λούβρο, γίνεται μιά επίσημη τελετή. Ό Λου δοβίκος, εις. ένδειξιν εύγνωμοσύνης για τό ήρωϊκό κατόρθωμα, ονομάζει τον μικρό "Ανρύ ΝτΰβερνΟυά-, ιππότη. — Είσαι σωτήρ τής Γαλ λίας, τού λέει. Ή πατρίς σέ ευγνωμονεί. Διάβασα τά χαρ-
α
««
6
μ
\
κ
ι»
ο
ϊ
<««<<<«««««««««««««««««««««««*
τιά ττού μου έδωκες. 5Από τή θέσι αυτή δηλώνω πώς δεν υ πήρξε προδότης ό πατέρας σου. Τό δοξασμένο όνομα των Ντυ'βερνουά θά παραμείνη λευ κό και έντιμο οπούς αιώνες, ό πως ανέκαθεν ήταν. 3Από σή μερα εσύ, ό Άνρύ Ντυβερνουά, παίρνεις τον τίτλο του ιππότη... — Ευχαριστώ, Μεγαλείοτατε, λέει τό παιδί μέ δακρυσμένα μάτια. —Καί συ, δούκα τού Σαίντ Έτιέν, πού άδικα σύρθηκες, στην πλατεϊα τής Γρέβης, Τ σάι από σήμερα ελεύθερος. Οι πραγματικοί ένοχοι τού εγ κλήματος, θά τιμωρηθούν ό πως τούς αξίζει. "Υστερα ό Λουδοβίκος γυ ρίζει στον Τριμπουσόν. Ό χοντροϋπηρέτης μέ την ηρωι κή καρδιά, στέκει πλάϊ στήν μικρή Αουσιέν, πού τσ πρόσω πό της άστράψτει από χαρά. — Έλα εδώ, Τριμπουσόν !, τού λέει. Ό Τριμπουσόν προχωρεί μέ καμάρι, ρίχνοντας δεξιά καί αριστερά ματιές θριάμβου. — Έμαθα ότι είσαι ένας άντρας μέ ψυχή λιονταριού!, λέει. — Είμαι καί φαίνουμαι!, αποκρίνεται ό βαρελοειδής υ πηρέτης. Μιά φορά στήν Α φρική, όταν κυνηγούσα λιον τάρια... — Σταμάτα!, τού ψιθυρίζει
άπότομα ό Άνρύ. Σταμάτα! Καί τον τραβάει απ’ τήν ζακέττα. Ό Τριμπουσόν σταματάει δυσαρεστημένος καί κατεβά ζει τά μούτρα του. — Καλά!, λέει. Σταμα τάω... — Λοιπόν, Τριμπουσόν, συ νεχίζει επίσημα ό Βασιλεύς, επειδή είσαι γενναίος καί έν τιμος, σέ προσλαμβάνω από σήμερα στήν υπηρεσία τών α νακτόρων μέ τον βαθμό τού λοχαγού τής φρουράς. Ό χοντροϋπηρέτης κάνει μιά βαθειά ύπόκλισι. Γονατί ζει καί φιλάει τό χέρι τού Λουδοβίκου. "Υστερα φιλάει καί τό χέρι τής Βασίλισσας. — Σάς ευχαριστώ, Μεγαλειοτάτη!, λέει. Τό ήξερα εγώ πώς μιά μέρα θά γίνω στρα τάρχης τής Γαλλίας!... Ή "Αννα ή Αυστριακή χα μογελάει μέ καλωσύνη. Τό βλέμμα της πηγαίνει σέ μιά νοονιά τής αίθουσας τού θρό νου, όπου κρυφοκουβεντιάζουν ό νεαρός ’Ανρύ Ντυβερνουά καί ή πριγκήπισσα Αουσιέν. — "Ολοι θά γίνουμε ευτυ χείς μιά μέρα!, λέει. Ή Γαλ λία, πού περνάει αυτή τήν ε ποχή δύσκολες στιγμές, θά ξαιναβρή τό δρόμο τής χαράς καί τής καλωσύνης. Θά λει ψού ν τά μίση καί οι δολοπλο κίες καί τό χαρούμενο χαμό γελο θαρθή πάλι στά χείλη τών ανθρώπων...
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Προσοχή Μερικά πράγματα που πρέπει νά ξέρουν δλοι οι αναγνώστες μας: 1 ) "Οσοι θέλουν νά τους στείλουμε τεύχη ταχυδρομιικώς, πρέπει νά στέλνουν και τά ταχυδρομικά έξοδα, πού είναι 20 λεπτά για κάθε τεύχος. Επίσης δσοι θέ λουν έκπτωσι. νά στέλνουν καί την ταυτότη,τσ, πού θά τούς έπιστρέψεται μαζί μέ τά τεύχη. 2) Κάθε τόμος κοστίζει 20 δρχ. καινούργιος. Γιά δσους έχουν ταυτότητα κοστίζει 15 δρχ. Γ ιά νά σταλή ταχυδρομικώς ένας τόμος, χρειάζονται γραμματό σημα 2 δρχ. _ 3) Ή β ιδλιοδεσία κάθε τόμου κοστίζει 5 δρχ. καί δεν παίρνει έκπτωσι. 4) Παρακαλούνται οι αναγνώστες νά βάζουν τά σω στά γραμμοπσσημα στά γράμματά τους, γιατί αναγ καζόμαστε νά τά πληρώνουμε εμείς διπλά! Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ 'Όλοε τά γράμματα, τά ταχυδρομικά δέματα καί οι επιταγές, νά στέλνωνται στη διευθυνσι: Γεώργιον Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Αθήνας
Οί Κύπριοι άναγνώσται μας Μ'ποροϋν νά προμηθεύωνται δλα τά παρελθόντα τεύ χη «λΑ. "Ηρωος», «Ύπερανθρώπου» καί «Τάργκα», α πό τό Βιβλιοπωλεΐον ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, Βαρόσια Κύπρου. *
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗ Γραφεία:
ΒΙΒΛΙΑ
'Οδός Αέκκα 22
ΙΠΠΟΤΗΣ
ΗΡΩ-ΙΚΩΝ 4·
Άρ-ικΤ 8
■ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ Α Τιμή δραχ. 2
υικονομικάς Δ;ντης: I εωρ. ϊ εωργιαόης, 2.ψιγγος 38.. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνέμοδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, νΑνω Ήλιούπόλις. Προϊστάμενός Τοτγοραφείου: Άν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Μέ τό τεύχος αυτό) συμπληρώθηκε τό υπέροχο βιβλίο «Ό Μικρός-/Ιππότης», πού έκανε τόσες καρ διές παιδιών να χτυπήσΌυν' άπό' συγκίνησι και ένθουσιασμό! "Οσοι- θέλουν, μπορούν νά φέρουν τα τεύχη στα γραφεία μας (Αέκκα 22) και να* τα δέσουν . μέ χρυσοτυπωμένο πανί και μέ 5 μόνο δραχμές. Την ερχόμενη Π α ρ α σ κ ε υ ή, 17 Δεκεμβρίου . (24 Δεκεμβρίου γιά τις έπαρχίες)·, κυκλοφορεί . τό πρώτο τεύχος τρϋ νέου μάς συνταρακτικού άναγνώσματος ·
Ε ΡΑΥ
ΟΣ
Τό Παιδί πού έσωσε τόν κόσμο . ΕΤνα.ι τό πιο παράξενο, πιο πρωτότυπο, πιο συγκλονιστικό, πιο διασκεδαστικό και πιο. γοητευτι κό άνάγνωσμα πού έχετε διαβάσει ποτέ!
Τήν Παρασκευή/17 Δεκεμβρίου (24 Δεκεμβρίου γιά τις επαρχίες)
Ο ΧΡΥΣΟΣΓΗΟΡΡ/ΟΣ ρρςστους
ρροοοΔεζ ςοο
Λ/Β ΣΤΟΜΟΤΡΙΟΟΛ/ ΤΟ ΜΡχμ ΓΡΗΓΟΡΟ' χ
ΣΤΗΛΐΠ/ίΡβξΛ/ίΙ ΖϋΐΓΚΛββ/νΤΗΧ£/ ί β™»β£ϋΤ//<μ ΜΚΗ&ρ,ακρΗ* ΑΌ£Γκη. ι α&κ ΒΗ " "1
& τ 4&
££££Ρ£ !' ΣΤΟΘΗΤΤ 'Ο/ΧΗ ΘΗΟΟΠε'
ΡΥΤΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΓΥΜ&ΟΛΟ' ΡΑΓΟΚ£/Σ 'ΣΣΣΛ/Ο ΚΟΣΓΚΟ' / ΜΡΟΡΣ/Σ Α/ΟΡΧΕΣΜ Οήπ / τε ΘΒΛΣ/Σ ΣΤΗ ΧΡΡΡ Γ,άI λ α /-? ΐν Τ"/7 ίί) / Α ΓΊΥ / Λ/Ζ7Κ β/ΛΩΣ : ΣΟΥ ΤΟ.ΣθΡ/2-9 */οζγ λ/ετρρεγηγο
ΜΟΣΥΡΗ ΤΟΥ
,
αρου μου!
.
ΛΥΟΟΜΡ/ ΠΟΛΥ ΟΟΥ Δ£/ΡΟΣΑΣ/Σ/ΥΟ ΜΣ/ΟΕΤΣ ΜΟΖΥΡϊΡ*
Λ'0£Γ*β!
ΛΥΤΟ Σ/Λ/Ο/Ο- \ ΔΥ/νΡΤΡ 'δΡ/ιτΜ
ΜΡι Ρ0Α/Γ0 ΣΧΣ( I
ΠΟΥ ΣΥΟΥΡΤΊΓ■-■
ΟΛ,ΡΤ^Ο ΜΟΥ / ; ^'Ζ7/»Υ ΤΗ/νζΡΥΓ } «ΛΟΟΜΤ/Ο ' ■"=3
^