ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-072-8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
ΣΠΑΘΙΑ ΚΑΙ ΨΑΛΜιΟ!
Ο ΠΡΩΤΟ καφτό μολύβι περνάει σφυρίζοντας σά σφήκα πάνω απ’ τό κε φάλι τους. Το δεύτερο γκρειμίζει ένα κομμάτι από τον τοΐ χο τού σπιτιού κι5 ύστερα αρ χίζουν να πέφτουν βροχή γύ ρω τους οι σφαίρες. — Παραδοθήτε, ώρέ γκια ούρηδες ! Ή φωνή έρχεται από τό βά θος τού δρόμου καί είναι γε μάτη απειλή. Οί. δυο άνθρωποι όμως, ένας άντρας κι5 ένα παι δί, έχουν ταμπουρωθή. τώρα πίσ:ο από ,μιά γωνία και στέλ νουν μέ τις πιστόλες τους τήν άπάντησι. Μερικά ουρλιαχτά κα] κόμπασα βογγητά πόνου έρχονται από τό -μέρος των Τούρκων, πού τούς έχουν μπλο κάρει. ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
— θαρρώ πώς λιγοστέψα νε οι μποσρμάδες!, λέει ό άν τρας καθώς σκύβει καί σημα δεύει μέ τις δυο πιστόλες του, μια σέ κάθε χέρι. ·Σέ λίγο, θά δουλέψη χατζάρι-!... Τό παιδί δέ μιλάει. Πυρο βολεί κι5 ένα καινούργιο ουρ λιαχτό φτάνει στ* «ύτιά τους. Φορουν κι* οι δυο κοντές ναυ τικές βράκες καί στραβο·βαλ ίμενα φέσια στο κεφάλι, πού τούς δίνουν έναν αέρα λεβεν τιάς. Τό παιδί είναι ένα αμού στακο ακόμα παλληκάρι, μά ή κορμοστασιά του δείχνει μάλλον ένα γεροδεμένο· άντρα. Έχει σκούρο από τον ήλιο καί τήν άλμύρα του πέλαγους πρόσωπο καί στα μάτια του φεγγοβολάει ένα άγριο πεί σμα. Τό κοφτό πηγούνι του δείχνει θέλησι καί ακατάβλη το θάρρος μαζί. Ό άλλος εΤ·
4
Ό
Μ I
Κ Ρ Ο Σ
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>»>>>>>>>>>>>>>»>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>»>>»>>»>>>>>»»>»»» ναι ένας -μεσόκοπος άντρας μέ μακρύ μουστάκι γυριστό προς τά κάτω και κοντοκομμένο γέ νι. Έχει τετράγωνους ωμούς, κοντό σβέρκο καί κορμί παλαι στη. "Ομως τό πρόσωπό του διατηρεί μια περίεργη γλυκεία έκφρασι καί όλο χαμογελάει καί ψέλνει τροπάρια ευλαβικά καθώς πυροβολεί. — Δεύτε λάβετε τελευταΐον ασπασμόν.... "Αγιος ό Θεός. "Αγιος ισχυρός... — Παραδοθήτε, ώρέ γκια ούρηδες, αν αγαπάτε τη ζωή σας!... Τώρα ή φωνή άκούγεται α πό πιο κοντά καί τό παιδί ση μαδεύει κατά τό μέρος της. Εκείνος που φωνάζει αφήνει ένα βραχνό ρόγχο καί μέσα στο σκοτάδι τον βλέπουν ν5 σνασηκώνει τά χέρια, νά παίρ νει μια βόλτα στις φτέρνες του καί νά πέφτη μέ τά μού τρα ατό χώμα. — Σέ ζηλεύω, Μωχαμέτη !, αναστενάζει ό άντρας. Θά πέ σης μέ τά μούτρα τώρα στόι πιλάφι σάν φτάσης στον Πα ράδεισο ! •— Φυλάξου Στραπάτσο!, τον κόβει τό παιδί. Ό Στραπάτσος σαλτάρει πλάγια καί τραβάει τό σπαθί ταυ. "Ενας Τούρκος, πού σέρ νεται σά φίδι., έχει ζυγώσει ύ πουλα προς τό μέρος του κι3 είναι έτοιμος νά τον χτυπήση μέ τό χατζάρι του. Μά δέν προφταίνει. Τό γιαταγάνι τού Στραπάτσου αστράφτει στον αέρα καί πέφτει βαρύ σά λε πίδα καρμανιόλας στο σβέρ κο του...
— Αίωνία αυτού ή μνήμη !, ψέλνει ό Στραπάτσος καθώς τόν βλέπει νά κυλιέται στο χώμα. Δι5 ευχών τών 4Αγίων Πατέρων ημών... — Πόσοι μείνανε, Γεράσι με; ρωτάει τό παιδί καθώς ξα ναγεμίζει τό πιστόλι του. Αυτός ρίχνει μια ματιά, βγάζοντας γιά ένα δευτερόλε πτο τό κεφάλι του απ’ τη γω νία προς τό βάθος τού δρό μου. —Έψτά τό αλον„ καπετά νιο! Δέν είναι πολλοί. Θαρρώ πώς είναι ώρα γιά γιουρούσι. Αρκετά χασομερήσαμε. —Έν τάξει! Απάνω τους! Μ ο υντ ά ρ ο υν σά λ ι ο ντ άρια μέ τά γιαταγάνια στο χέρι. Οι Τούρκοι όμως δέν γκιοτεύουν. Μέ άγριους αλαλαγμούς όρ~ ιμούν κι5 εκείνοι εναντίον τους. Τά πιστόλια τώρα δέν χρειά ζονται. Οι ατσάλινες λεπίδες αστράφτουν στο σκοτάδι καί βγάζουν σπίθες,, καθώς βρον τούν ή μια πάνω στην άλλη. Τό παιδί κινείται σβέλτα. Πό τε σκύβει γιά ν5 άποφύγη ένα χτύπημα, πότε τινάζεται ορθό γιά να χτυπήση,, πότε σ αλτ ά ρει γιά νά έπιτεθή σάν ασυγ κράτητος σίφουνας. Στά σι δε ρένια του δάχτυλα, τό σπαθί κάνει θαύματα. ' 'Πλάϊ του μέ τά πόδια ανοι χτά, ριζωμένος στο έδαφος, ό Γεράσιμος Στραπάτσος δου λεύει κύ αυτός μέ μαστοριά τό σπαθί. Καί κάθε τόσα, σέ κάθε θανάσιμο χτύπημα πού δίνει, ψέλνει σέ ήχο πλάγιο: —Δεύτε λάβετε τελευταΐον ασπασμόν... Κύριε ελέησαν,
Μ η Ο Υ Ρ Α Ο Τ ! Ε Ρ Η I
I
η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»#»»»»»»»»»»»»»»»»*
,Κύ.ριε έλέησον, Κύριε έλέησον. Μαικαρία ή οδός ήν πορεύεις σήμερον... "Ύστερα όμως από λίγο σταματούν οι ψαλμοί. "Όλα έ χουν τελειώσει. "Ο δράμ-ος εί ναι γεύματος απ’ τούς νεκρούς στρατιώτες τής τούρκικης περ ιττόλοα -— Θαρρώ πώς τελείωσε τό πανηγύρι καπετάνιο!, λέει κά νοντας τό σταυρό του και ψι θυρίζοντας |υά προσευχή τώ ρα μέσα από τά δόντια του ό Στραπάτσος. Πάλι δεν έπεσε στο δόκανο ό Νικήτας ό "Αστρακάρης! — "Έτσι μου φαίνεται και μένα!, αποκρίνεται χαμογε λώντας τό παιδί. Μονάχα πού κάποιος πρέπει νά τούς ειδο ποίησε για τον ερχομό μας. Πώς μάθανε πώς ήρθαμε στο νησί καί μάς στήσανε καρτέρι;β , ; Ό Στραπάτσος άνασηκώνει τούς ώμους. — "Ένας Θεός μονάχα τό ξέρει. Οι σπιούνοι ποτέ δέ λεί ψανε. Τό πρόσωπο του παιδιού συννεφιάζει. — Κάποιος θά πέση ρμοος κάποτε στα χέρια μου, λέει. Καί δέ θά περάση-, ιμά τό Θεό, καθόλου άμορφα. 5 Αναστενάζε ι. — Καιρός όμως νά τού δί νουμε για τό αρχοντικό τού Καραδημήτρη. Θά μάς περι μένουν. — Καί σίγουρα κάποια ψυ χή, λέει μισοκλείνοντας πονη»· ρά τό μάτι ό άντρας, θά στέκη πίσω από τις γρίλιες καί
θ5 άγαντευει με άγωνία τις ρούγες καρτερώντας τον ερχο μό σου. -—- Εντάξει! "Έχεις δίκηο, Γεράσιμε. ΚΓ εγώ αγαπώ την αρραβωνιαστικιά μου. "Όσο πιο γρήγορα φτάσουμε τόσο τό καλύτερο. Κι5 οί δυο σύντροφοι, ό Νι κήτας ό "Αστρακάρης κι’ ό Γε ράσιμος Στραπάτσος, αρχί ζουν ν’ άνηφορίζουν τό νησιω τικό καλντιρίμι, πού φέρνει στο παλιό αρχοντικό τού πρθ'* εατού τής "Αμοργού Καραδη μήτρη,. Έκεΐ δεν είναι μονάχα ή ’Ανθη ή αρραβωνιαστικιά τού παιδιού που τούς περιμέ νει. Είναι καί κάποιος άλλος πού έχει φτάσει από πολύ μακρυά καί πού πρέπει δίχως άλλο νά κουβεντιάση. απόψε—αυτή τή νύχτα τού 1 81 8— μέ τό ηρωικό "Ελληνόπουλο γιά π ράγι μ ατ α πού έν·51 αφέρουν την ελευθερίαν τού σκλαβωμέ νου Γένους από τον Όθωμανικό ζυγό. ΕΝΑ ΤΡΟΜΕΡΟ «ΜΟΡΟ»
ΤΑ ΠΗΧΤΑ φρύδια τού καπουδάν Ρεσίτ πασά είναι ζαρωμένα καί τά σκούρα μάτια του φεγγοοο·λούν γεμάτα έχθρα, καθώς ά“ κούει τον έμπιστό του τον Γιουσούφ νά τού ίστορή τά κα θέκαστα. 5Ακοομπησμένος στήν κουπαστή τής καπιτάνας (*) ακούει καί τό βλέμμα του (*) Κοπτιτάνα. στα πρίν καί -κατά γρν . 'Ελληινακή 5 Επανάστσσι του 1821 χρόνια, λεγόταν το πλοίο του ναυάρχου καί καπετόον πασάς όταν 6 ναύαρχος.
^
Ο
είναι ' καρφωμένα στην άκρη του ορίζοντα. Φοράει μαλαμα τένιους χαλκάδες στ" αυτιά καί χαϊδεύει την κεντημένη μέ μπλε σμάλτο ασημένια λαβή τού χατζαριού του. Τά λόγια τού Γιουσούφ είναι σά μαχαι ριές πού πέφτουν Ταα στην καρδιά. "Ομως, έξω άττό γο ζάρωμα των ψρυδιών καί τό παράξενο φεγγοδόλημα των ματιών του, τίποτα άλλα δεν δείχνει τή μεγάλη φουρτούνα πού έχει ανάψει μέσα του καί τον παιδεύει. Ό αέρας έχει πέσει από νω ρίς ικαί τό μεγάλο καράβι μέ ξεψυχισμένα πανιά στέικει καο ψωμένο στη μέση τού πέλα γους, ανίκανο νά σαλέψη,. Ατ
Μ | κ ρ
*0
^
λάζι άρυτίθωτο ή θάλασσα κι1 ούτε μια ιδέα ανέμου1. Πιο ε κεί, κατά τή δεξιά μ πάντα, στέκουν ασάλευτα τό Τδιό καί τ’ άλλα καράβια πού ακολου θούν την καπιτάνα. Είχαν βά λει πλώρη γιά τά νησιά, μά νά πού τώοα στέκουν εδώ σά νάχουν φουντάρει καί τις δυο άγκυρες καί σκαμπανεβάζουν ελαφρά. — Γιά λέγε λοιπόν παρα κάτω, ώρέ Γ ιουσούφ. Ό άράπης έχει τελειώσει την ιστορία του εδώ καί κάμποσην ώρα, μά ό καπουδάν Ρεσίτ δέν τό έχει προσέξει. — Στα είπα δλα, πασά μου, αποκρίνεται αυτός. Δέν έχει άλλο.
Εγώ ξέρω πασά μ οι» πώς μπορείς νά πιάσης τον Άστρακάρη
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΧ
5
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»)
Τό 'Έλλττνόϊττ'ουλο δίνει μέ βαθ'ειά ισυγκίν-τισι
τδ·ν δρ'κο στη Φιλική
Έιται ρ>εία.
Εκείνος γυρίζει καί τον κυττάζει. — Καί ό γκιαούρης, ώρέ Γιουσούφ, πού κάνει δλα τού τα πού λες, ποιος είναι; — "-Ενα βυζανιάρικο. Είναι δεν είναι δεικάςη χρόνων. Μά, κατά πού λένε στα νησιά, έ χει ψυχή λιονταριού καί ξέρει νά πολεμάει σαν άλγερινός κουρσάρος. Είναι μικρός στά χρόνια, (μά γεροδεμένος σαν παληός θαλασσόλυκος μέ πεί ρα καί γνωσι. Δεν γκιοτεύει «μπροστά σέ τίποτα. Φανερώ νεται! μέ τό λατίνι του σέ στιγ μές πού δεν τό περιμένει κα νείς καί κάνειι ρεσάλτα σέ με γάλα πλεούμενα. —Μ3 ένα λατινάδικο, μωρέ, τά κάνη δλα αυτά; τον κόβει
ειρωνικά ό καποοδάν πασάς. Μέ μιά βάρκα κουρσεύει; Ό Γ ιουσούφ άνασηκώνει τούς ώμους. — "Έτσι ακούστηκε! Γλυστράει σά φάντασμα στά μπουγάζια, κρύβεται πίσω α πό κάβους; χόνεταιι σέ έρη μους κόρφους κι* όταν ανοίγει τά πανιά του καί βγαίνει στο πέλαγο, σηκώνει μιά παρά ξενη παντιέρα στο πλωριό άλ μπουρο. Είναι ένα άσπρο σινιάλο μέ μπλέ σταυρό στη μέ ση. — Χμ!, χαμογελάει ^ τώρα ό πασάς. Καί τά πιστεύεις ε σύ δλα τούτα τά παραμύθια, Γιουσούφ; Είναι νά πιάνη κα νείς την κοιλιά τού από τά γέ λια, καθώς σέ ακούει νά ίστο-
ράς τέτοια πράγματα. "Από πότε, μωρέ άράπτακα, τά μω ρά αρχίσανε νά γίνωνται κουρ σάροι και νά διαφεντεύουν την Άσπρη, Θάλασσα; (*) — Νά μέ συμπαθάει ή α φεντιά σου, πασά μου. Μά τούτο το μωρό, όπως τό λες, δεν είναι σάν τούς άλλους κουρσάρους. Δεν αγγίζει άλ λα καράβια εκτός από τά τούρκικα. Καί τό κούρο ο δεν είναι γιιά κέρδος. Πολεμάει καί κάνει ρεσάλτα γιά νά έλευ τερώση τους ραγιάδες. Έτσι λένε τουλάχιστο. —^ Καί^τά βάζει, μωρέ Γιουσούφ, μέ τον Σουλτάνο; Ό άράπης αναστενάζει. -—- Δέν τους ξέρεις καλά, πασά μου, τους ραγιάδες. Ρώ τα καί μένα πού έζησα χρόνια στην Αθήνα. Είναι πεισματά ρηδες σά μουλάρια κι5 όταν βάλουν κάτι στο νοΰ τους δέν τό ξεχνάνε. Γιατί τάχα είναι λίγο τούτο πού γίνεται αυτό τον καιρό στά βουνά; Δέν εί δες πού στο Μωρηά ξεσηκώ θηκαν καί στη Ρούμελη ζητά νε νά κάνουνε βιλαέτια δικά τους; Ό Ρεσίτ σφίγγει τά δόν τια. — Οί Ρουσόι φταίνε γιά βλα! λέει*. Αυτοί τούς σηκώ» νουνέ κάθε τόσο τά μυαλά κι" {*} Άσπρη Θάλασσα. στά Χρόινκχ πού αρχίζει ^ η ιστορία γας λεγόταν τό Αίγαΐο και κατ5 επέικιτασι η Μεσόγειος. σέ άντίδίεσι ,ϋέ τη Μαύρη Θάλασσα, όίτως λεγόταν τότε ό Εύξεΐ'νος Πόχτος, Λατίνι, ήταν πολύ μικιρο και ταχύ καράβι. Ρεσάλτο,
ση-μαίνει
έττίθεσι.
υστέρα τούς άφήνουν καί φεύ γουν. Τά ίδια θά πάθουνε και τώρα. Τούτη τή φορά όμως, σάν ξεχυθούν οί άρβανιτάβες στο Μωριά, δέ θά μείνη ούτε ένα κεφάλι ραγιά στη θέσι του. Καί πώς τό λένε ώρέ Γιουσούψ, αυτό τό (μωρό; Ξε χνάω τ3 όνομά του. — Νικήτα. Νικήτα Άστρα*· κάρη, αφέντη μου. — 3Έ! Λο ιπόν! Άκου, άράπη, αυτό πού σοΰ λέει ό καπουδάν Ρεσίτ πασάς καί γράψε την ώρα. 3Εγώ θά τόνε βρω, όπου κι3 άν κρύβεται τούτον τον γκιαούρη τον Ά στρα κάρη, καί θά τον πάω στο Ίσταμπούλ νά τον σου βλίσουνε ! Έχει πολλούς συν** τροφούς; — Ακόυσα πώς έχει πά νω από διακόσους νοματέους στο λατίνι του. — Καί τούς διακόσους, Γιουσόύφ, θά τούς πιάσω. Θά κάνουν καλή φιγούρα τά κορ μιά τους κρεμασμένα στ3 άλ μπουρα. Νά μη μέ λένε Ρεσίτ, άν δέ τούς κρεμάσω όλους στά κατάρτια όσο νά χορτά σουν από τά κρέατά τους τά άγρια πετούμενα τ3 ουρανού. «ΦΤΌΥ ΣΤΑ ΓΕΝΙΑ ΣΟΥ, ΣΚΥΛΕ!»
ΛΕΟΥΝ προς τή Σέρι φο τά τουρκικά καρά βια. Σ3 εκείνα τά νερά υπάρχουν πληροφορίες πώς έ χει φανερωθή τον τελευταίο καιρό ό Νικήτας Άστρακάρης μέ τό καράβι του, πού σκίζει σά σαΐτα τά πέλαγα καί πέ~
Π
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
9
»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»> φτει σάν κεραυνός στα τούρκι κα, πού ταξιδεύουνε στο Αι γαίο. -— Καπουδάν πασά, είπε ό Σουλτάνος στον Ρεσιτ πριν μια βδομάδα. Πάρε την καπιτάνα σου κα] οσα καράβια θέ λεις μαζί σου και έβγα στο πέλαγος ν' αντάμωσης αυτόν τον άπιστο κουρσάρο, πού ρε ζιλεύει τή σημαία μας μέ τά ρεσάλτα πού κάνει. Μά τον Αλλάχ, Ρεσιτ, σ' αγαπάω σαν παιδί μου. "Ομως τούτη τή φορά, άν δέ μοΰ φέρης τό κεφάλι τού Νικήτα Άστρακάρη, -μάθε πώς θά σοΰ πάρω τό δικό σου. -— Θά τον φέρω ζωντανό ή πεθαμένο, πολυχρονεμένε Πατισάχ, είπε καί προσκύνησε ό πασάς. Νά μείνης ήσυχος. —- ’Άιντε, καπουδάν! Θά περ ιμένω. Είναι όμως κάμποσες μέρες τώρα,, πού άδικα ψάιχνει καί ά δικα περιπλανιέται στά πέλαγα ό Ρεσιτ μέ την αρμάδα του. "Οταν βρίσκεται στον κά βο Μαλέα, μαθαίνει πώς τό λατίνι τού παιδιού πού κυνη γάει φανερώνεται έξω> οστό την Εύβοια κι* όταν φτάνει στην Εύβοια τό ελληνικό κουρσάρι κο γίνεσαι άφαντο καί φανερώ νεται κοντά στη Ναύπακτο. Τά ιμαντάτα πού τού φέρνουν κάθε τόσο απ’ τά νησιά πού ζυγώνει είναι άσκημα. Πότε μια κορβέτα τουρκική τινάχτη κε στον άέοα, πότε ένα (μπρί κι αιχμαλωτίστηκε καί πότε πάλι ένα ολάκερο μπάρκο πή γε άπατο στο βυθό. Παντού δίνει σημάδια τής παρουσίας
του τό λατίνι μέ τήν άσπρη σημαία καί τον γαλάζιο σταυ ρό, μά άπό τή μιάν ώρα στήν άλλη χάνεται σάν φάντασμα καί δεν μπορεί ν’ άνακαλύψη τά ίχνη του ό Ρεσιτ.
— Αές νά τό μπλοκάρουμε στή Σέριφο, Γιουσούφ; —Αυτό κανείς δεν τό ξέρει, καπουδάν πασά μου!, λέει ό άράπης. Είναι κι5 ό διαολόκαι ρος, βλέπεις. Μάς κρατάει δε μένους καταμεσής στο πέλα γος. Ό καιρός όμως φτιάχνει κατά τ’ άπόγεμα καί τά πα νιά φουσκώνουν απ’ τον αγέ ρα. Ή αρμάδα αρχίζει νά τα ξί δευη. Κατά τό: σούρουπο φτάνουν στή Σέριφο. Ό Ρεσιτ στέλνει μια φελου κα στή στερηά. ^— Νά μού φέρετε τρεις α πό τούς προεστούς τού νη σιού!, διατάζει. Ή φελούκα φεύγει< καί γυ ρίζει σέ λίγο. Τρεΐς γέροι νη σιώτες οδηγούνται μπ,ροστά του. Ό καπουδάν πασάς κά θεται σταυροπόδι στο καρέ τού καραβιού καί φουμάρει ναργιλέ. — "Ακόυσα, λέει διαδοχι κά καί στά τρία πρόσωπα των τρομαγμένων γερόντων, πώς κατά τά μέρη, σας φάνη κε αυτός ό ληστής ό Άστρακάρης. Μπάς καί ξέρετε, μω ρέ, κοτά πού τράβηξε; — Δέν τον είδαμε, πασά μου, αποκρίνουνται μ’ ένα στόμα αυτοί. Δέν φάνηκε απ’ τά νερά τού νησιού μας ό ’Αστρακάρης. —Δηλαδή στραβομάρα πά
ίο
Ο
Μ ι Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» θατε και δεν είδατε ολόκληρο λατίνι να βολτατζάρη και να κάνη καρτέρι κάτω από τη -μύ τη σας; Τώρα τό ύψος του είναι ά γριο καί τό' χέρι του που χαϊ δεύει το καφετί μούσι του τρέ μει από τό θυμό. — "Οχι, δεν είδαμε τίποτα, πασά μου.... — "Ολοι^ τα ίδια λέτε!, γρυλλίζει αυτός. "Ολοι οί ά πιστοι γίνατε ένα μαζί του και τον βοηθάτε καί τον κρύ βετε. Μά εμένα μέ λένε Ρεσίτ καί δέ μπορείτε νά μέ γελάσε τε εύκολα. — Σου ορκιζόμαστε, πασά μου, δεν σοΰ κρύβουμε τίπο τα. Ό Ρεσίτ χαμογελάει κοροϊ δευτικά. Τους ξέρει όλους τού
τους τους ραγιάδες μέ τό μι σοκακόμοιρο ύφος. Υποκρί νονται, μά στα κρυφά σκά βουν τό λάκκο τού Σουλτάνου. Προσκυνάνε τώρα, γιατί δέ μπορούν ακόμα νά δείξουνε τά. δόντια τους. "Οταν ετοι μαστούν όμως, δέ 6ά διστά σουν νά πάρουνε τ’ άρματα νά σηκώσουν μπαϊράκι δικό τους. — "Ωστε δεν ξέρετε τίποτα >/ ε; — "Όχι δεν ξέρουμε! Γυρίζει πρός τό μέρος των τριών ώπλκαμένων ναυτών πού στέκουν πλάϊ στους προε στούς. — Είναι καλά ακονισμένα, ώρέ, τά χατζάρια σας; Εκείνοι κουνάνε τό κεφάλι καί φέρνουν τό χέρι στην καρ διά.
ΜΠΟΥΡ^ΟΤΙΕΡΗΙ
11
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»
Ό Ν'ΐκήιτας γαντζώνεται στη σκοΐ'νένια σκάλα
τού
τούοκικρυ
κασα βτοΟ... — Π άρ τε τους λοιπόν ετού τους εδώ άπό μπροστά μου και τραβάτε τους στην κου βέρτα. Δέστε τους καί βάλτε τους νά γονατίσουν. "Υστερα κόφτε τους τά κεφάλια. Τά ξη μερώματα θά τά στείλετε πε σκέσι στο νησί νά τά δουν καί θά τους πήτε πώς ή ίδια τύ χη περιμένει δλους εκείνους πού κρστάνε το στόιμα τους κλειστό καί βοηθάνε τον γκια ούρη κουρσάρο. Μιλάει ήσυχα καί χαμογε λάει, καθώς στέλνει στο θά νατο τρεΐς αθώους. "Ομως κά ποιος του χαλάει ξαφνικά τό κέφι του καί τό χαμόγελο^ χά νεται απ’ τό σκούρο μούτρο του. Ό ένας άπό τούς τρεις, ό πιο άσπρομάλλης γέρος, κα
θώς τόν σέρνουν έξω απ' τό καρέ, στυλώνεται στα πόδια καί γυρίζει καί τόν βλέπει·1. — Σκύλε!, τόν βρίζει. Δέ μπορείς νά τά βάλης μαζί του καί ,ξεσπάς σέ .μάς τούς ανή μπορους καί άοπλους γέρον τες. Μάθε όμως, άπιστε, πώς ό Άστρακάρης, θά πάρη σύν τομα έκδίκησι γιά τό αίμα μας. Φτού στά γένια σου, σκύ λε ! Καί τόν φτύνει κατάμου τρα. Είναι όμως ή τελεταίσ κίνησι πού κάνει. Γιατί την ί δια στιγμή οί Τούρκοι πέφτουν απάνω του καί τόν λ ιονίζουν μέ τά σπαθιά τους. Τά Φοβε ρά ώς τόσο προφητικά λόγια του σκορπίζουν δέος. Τό κο ροϊδευτικό χαμόγελο έχει σβύ-
12
1 ''~1
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»: σει άττό τό πρόσωπο τοϋ καπουδάν πασά καί τό χέρι πού χαϊδεύει τό καφετι μούσι του τρόμει. "Ενας αόριστος φόβος αρχίζει νά τρυπώνη στην καρ διά του. Ο ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ
ΝΛΣ λιγνός κιτρινιάρης άνθρωπος · ζυγώνει με μια βάρκα την άλλη* μέ ρα τό .μεσημέρι στό μεγάλο τούρκικο καράβι,, την καπτιτάνα του Ρεσίτ, πού ετοιμάζε ται νά κάνη πανιά. Ό Τούρ κος φρουρός πού στέκεται στη σκάλα του φωνάζει νά άπορα·* κρυνθή. Δεν επιτρέπεται σ" ό ποιον - όποιον νά πλησιάζη στα πολεμικά καράβια τού Σουλτάνου. Οί καιροί είναι πονηροί καί πρέπει ό καθένας νά προσεχή. — Είναι ανάγκη νά μιλήσω στον καπουδάν πασά!, φωνά ζει ό κιτρινιάρης. — Ποιος εΐσαι τού λόγου σου πού^ θέλεις νά μιιλήσης τού πασά; τον ρωτάει ό ναύτης*
^
^
^
— Δε με ξέρει. Αλλά πές του πώς μέ λένε μισέ Τζανέτο (*) ή ότι είμαι φράγκος. Δεν έχει νά χάση άν με γνωρίση. Σέ λίγο, ό μισέ Τζανέτος γίνεται δεκτός από τον Ρεσίτ πασά. Ό Τούρκος ναύαρχος κυττάζει με κάποια περιψρόνησι τό λιγνό ανθρωπάκι, πού κάνει ένα σωρό τεμενάδες καί χαμογελάει. (*) Μ ι σ έ σττι φραγκσλεβαντίνικη γλώσσα σημαίνει «κύρι -
ος».
4 — Έζήτησες νά μέ δής; τον ρωτάει. — Ναι, πασά μου. *Ητ<χν ανάγκη νά σέ δω. -έρω κάτι πού σέ ενδιαφέρει. "Έμαθα ότι ζητάς τον Ρωμηό κουρσά ρο Ν ικήτα " Αστρακάρη... Τό πρόσωπο τού Ρεσίτ, κα θώς ακούει τούτο τό όνομα, συσπάται νευρικά καί κατσου φιάζει. Τά μάτια του πετοΰν σπίθες. — Ναί. Τον ζητάμε. Καί τί σ’ ενδιαφέρει εσένα αυτό; λέει απότομα. Ό μισέ Τζανέτος κάνει έναν καινούργιο τεμενά. -— Έγώ ξέρω, αφέντη μου, έναν τρόπο πού θά μπόρεσης νά τον πιάσης... •—■ Μίλα καλά, ώρέ!, αγρι εύει ό Τούρκος πού όσο πάει γίνεται καί πιο νευρικός. Μί λα καλά ? — Θαρρώ πώς δέ μιλάω ά σκημα, πασά μου... Ό Ρεσίτ καταλαιβάίνει τώ ρα πώς πρέπει ν5 άλλάξη τα κτική. Γ ίνεται ευγενικός καί προσπαθεί νά μαλακώση, τό αγριεμένο πρόσωπό του. — Κάθησε, μισέ, τού λέει. Κάθησε... "Υστερα χτυπάει τά χέρια του. —Φέρτε σερμπέτι νά τον κε ράσουμε τον μισέ Τζανέτο!, διατάζει τον ναύτη που έμφανί ζεται. "Αντε, μπρέ, γρήγορα νά γλυκάνουμε τό φίλο μας... Ό κιτρινιάρης φράγκος κά θεται καί παίρνει τώρα ένα μισοκακόμοιρο ύφος. — Φτωχός άνθρωπος είμαι, πασά μου... -επεσμένος έμπο-
ΜΠΟΥΡλΟΤΙΕΡΗΣ
13
»»»»»»>>»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»* ρος από τή Σμύρνη και δεν μπορώ να υποφέρω πιά τή στέρηση, και τή μιζέρια. σέρω, έχω ακουστά για τήν κουβαρντοσύνη σου και τήν απλοχε ριά σου και σκέφτηκα πώς αν τί να ζητιανέψω τήν ελεημοσύ νη σου, θά μπορούσα μέ μιά πληροφορία... -— Πόσα θέλεις, μισέ Τζανέτο; Έγώ δεν είμαι αχάρι στος άνθρωπος, λέει ό πασάς κι" αγωνίζεται νά κάνη δσο γί νεται πκό απαλά τήν τραχειά φωνή του. Μίλα ελεύθερα. "Ε κατό τάλλαρα; Τό λιγνό ανθρωπάκι ανα στενάζει. — Τί είναι εκατό τάλλαρα, αφέντη μου, γιά μιά ένδοξη και ξακουστή αυτοκρατορία σάν τήν Τουρκία; "Ενα ψίχου λο. Μά και γιά μένα; Τ'ί νά μου κάνουν εκατό τάλλαρα; — "Άντε νά σου δώσω τό τε πεντακόσια μιισέ Τζανέτο. Παραπάνω ούτε γρόσι. Μήν ξεχνάς πώς μπορώ νά σου πάρω τό κεφάλι, χωρίς νά δώσω τίποτα. Ό κιτρινιάρης κάνει έναν τεμενά καί προσκυνάει. -— Τί θά κερδίσης, καπουδάν πασά, αν μέ σκοτώσης; Τίποτα. Γιατι στο χέρι μου είναι νά πάρω μαζί μου τό μυ στ ικό... —Λοιπόν; τον κόβει αυτός. Δέχεσαι! μέ πεντακόσια; -— Βάλε κάτι παραπάνω πασά μου, παρακαλάει κλα ψιάρικα ό Φράγκο ς. — 'Άϊντε λοιπόν έξακόσια ...χαλάλι σου... Κι3 απλώνει τό χέρι κι3 α
νοίγει ένα κουτί από ελεφαν τόδοντο που βρίσκεται πλάϊ του. Τραβάει ένα μικρό σάκου λάκι μέ χρυσά νομίσματα καί τού τά δίνει. — Νά είμαστε έξηίγηιμένοτ, μισέ Τζανέτο. Άν δε μ" αρέ σει τό μ'αντάτο πού θά μου δώσης, στά παίρνω πίσω. Έκεΐνος κρύβει τά λεφτά στον κόρφο του. — Θά σ’ αρέσει, αφέντη μου... Θά σ3 αρέσει... Κι5 ύστερα σέρνεται πιο κοντά του καί μιλάει χαμηλό φωνα. — Άν θέλης νά πιάσης τον Άστρακάρη ξεκίνα αμέ σως γιά τήν "Αμοργό. Έκεΐ θά βρής τό ραγιά πού ζητάς. Μά κι" άν δέ βρής, τον Τδι-ο, θά βρής τήν κοπέλλα πού αγα πάει καί πρόκειται νά κάνη γυναίκα του. — Ποια είναι αυτή, μωρέ; ρωτάει καί τά μάτια τού Ρεσίτ αστράφτουν. — Ή κόρη τού προεστού Καραδημήτρη,.. "Ανθή τή λένε. Είναι κορίτσι όμορφο· κι" ό Σουλτάνος, άν τού τήν πας, θά σέ γέμιση, δώρα καί τιμές. Μά δεν είναι αυτό μονάχα. Άν δέ βρής τον "Αστρακάρη καί πάρης τήν κοπέλλα, είναι σά νάχης τον ϊδιονε στά χέρια σου. Γιατί ό νεαρός κουρσά ρος είναι τρελλός μαζί της καί θά κάνη τ3 αδύνατα νά τήν μενεις και τον πας πεσκεσι στον Σουλτάνο. — Μού λές αλήθεια, μωρέ; — Τήν αλήθεια σού λέω, καπουδάν πασά., Μονάχα μή
14
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
?»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»* χαασαμερνας. "Οσο ταχύτερα φτάσεις, τόσο πιο καλά. Στο πρόσωπο του Ρεσίτ σχεδιάζεται· ένα άσκημο χαμό γελο. — "Αιντε χαλάλι σου, Φ'ράγκε,. τά τάλλαρα! Μ5 αρέ σανε τά νέα πού μούφερες. Θά οαλτάρω αμέσως γιά την Α μοργό. Μά πρόσεξε άν μέ γέ λασες, θά σέ βρω οπού κι5 άν θάσαΐ' και δε Θά γλυτώσης σ.π5 τό χατζάρι μου. "Αιντε, πήγαινε τώρα. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΡΚΟΣ
ΤΟ αρχοντικό του Καραδημήτ,ρη έχουν χαρές. Κάθε έπίσκεψι του ήροώκοΰ Ελληνόπουλου και πανηγύρι γιά τό νησί, γι ατί δλοι αγαπούν καί θαυμά ζουν τον Νιικήτα "Αστρακάρη πού ,μέ τό λατίνι του «Ελευ θερία ή Θάνατος» σκορπίζει τό φό,βο καί τον τρόμο στα τούρκικα καράβια πού δυνα στεύουν τούς ρωμηούς. "Ολοι τον καμαρώνουν, .μά άπ5 όλους πιο πολύ καί μέ τό δίκηο της ή Άνθη, ή μελαχροινή όμορφη μοναχοκόρη τού Καραδημήτρη, πού είναι αρραβωνιαστι κιά του. "Εχουν περάσει δα κτυλίδια κι5 αγαπιούνται ιμ’ έ να αγνό καί δυνατό αίσθημα. Τρέμει ή καρδιά της όταν αυ τός φεύγει. Δεν ξέρειι άν θά τον ξσναδή. Κι* όταν έρχεται, όλα γίνονται ωραία καί χα ρούμενα. — Μια μέρα θά σταματή σουν τούτα τά ταξίδια, Ανθή, τής λέει. Τότε θά παντρευτού
Ε
με καί θά μείνω γιά πάντα στο νησί, κοντά σου. Τότε θά ζήσουμε ευτυχισμένοι. *— Μακάρι, αναστενάζει^ ή όμορφη, κοπέλλσ. "Ομως πότε θαρθή αυτή ή μέρα; ^ . — Είναι κοντά, πολύ κον τά, μη σέ νοιάζει;. Ή λευτεριά τού Γένους έρχεται. Μαζί μ’ αυτήν θά γιορτάσουμε καί τούς γάμους μας. Τώρα υπάρ χει ένα άλλο· χρέος. Μεγαλύ τερο καί ί>ερώτ·ερο απάτην α γάπη μας, 5Ανθή. Ό αγώνας εναντίον τού τυράννου. Την άλλη μόρα ό "Αστρα·· κάρης δίνει τον όρκο στη Φι λική Εταιρία. Στο σπίτι^ τού Καραδημήτρη βρίσκεται ό 5Αναγνωσταράς, πού έχει έρθει είναι από την Πόλι να κατηιχήση στη μυστική οργάνωση πού ε τοιμάζει τον αγώνα, όλους ε κείνους πού είναι έτοιμοι ^ νά πολεμήσουν γιά την Ελλάδα. —- 7Ηρθα επίτηδες γιά σέ να από την "Υδρα, Νικήτα, τού λέει ό 5Αναγνωσταράς. Εκεί κάτω ακόυσα νά μιλούν γιά σένα μέ θαυμασμό. ΚΓ ό ίδιος ό Μιιαούλης, αυτός ό γέ ρος θαλασσόλυκος, σέ καμα ρώνει. — Κάνω ό,τι μπορώ, απο κρίνεται τό παιδί καί χαμηλώ νει σάν κορίτσι ντροπαλά τά μάτια ατούς επαίνους. Ό κά θε "Ελληνας έχει· καθήκον νά βοηθήση γιά τό ξεσκλάβωμα τής βασανισμένης μας πατρίδας. Είναι οί δυό τους σ5 ένα μι κρό δωμάτιο, στο πίσω μέρος τού σπιτιού. Τούς αφήνουν ε πίτηδες μονάχους νά μι ίλή-
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
15
>»»>»»»»»»>$>»»»»»>»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»>»»» σαυν. Ό 5 Αναγνωσταράς κυττάζει κοοτήματα τό παιδί. — Στοχάζεσαι τόν εαυτό σο-ιτ Ικανό Νικήτα νά κράτησηγ τον όρκο στην Εταιρία, πού έχει· για σκοπό την έλευθέρωση καί την ευτυχία του Έ θνους; ρωτάει. — Ναι!, απαντάει χωρίς δισταγμό τό Ελληνόπουλο. Στοχάζουμαι τον εαυτό μου ικανό... Ό 3 Αναγνωστ αράς κυττάζει μέ θαυμασμό το παιδί. —Είσαι* ένας πραγματικός άντρας^,, τού λέει. — Είμαι ένας "Ελληνας, αποκρίνεται τό παιδί απλά. Κι’ όλοΈι "Ελληνες θέλουν τη λευτεριά τους. Ό απεσταλμένος τής Φιλι κής Εταιρίας δε μιλάει. Βγά ζει από τον κόρφο του ένα α σημένιο εικόνισμα καί τ' ά κου μπάει στο· τραπέζι. Τό παι δί γονατίζει σταυροκόπιέται κα| βάζει την παλάμη του α πάνω στην εικόνα. Ή στιγμή αυτή είναι ή μεγάλη στιγμή τής ζωής του. — Θά λες ό,τι λέω, τού ε ξηγεί ό Άναγνωσταράς. Είναι ό (μεγάλος όρκος... Τδ 4 Ελληνόπουλο· κουνάε ι το κεφάλι καί, καθώς ό άσπρο υάλλης πατριώτης αρχίζει νά δ'αβάζη, ό Νικήτας έπαναλα,μ βάνει μέ φωνή, πού τρέμει ε λαφρά για τη μεγάλη τιιμή πού τού γίνεται, τά λόγια του: —* Ορκίζομαι· ενώπιον τού αληθινού Θεού οίκειοθελώς δτι θέλω είμαι επί ζωής μου πιε στός είς την Εταιρία κατά I
1
πάντα. "Ορκίζομαι δ,τι θέλω τρέφει αδιάλλακτο μίσος ε ναντίον των τυράννων τής πα τρίδας μου, των οπαδών των καί των οι μ αφρόνων μέ τού τους. Θέλω ενεργεί κατά πάν τα τρόπο πρός βλάβην των καί πρός αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν ή περί στά σις τό συγχωρήσει. Τά λόγια άντηιχοΰν προφη τικά μέσα στο μικρό αυτό κα μαράκι1 τού παληού αρχοντι κού τής Αμοργού κι3 οι δυο πατριώτες,, ό άντρας καί τό παιδί, κατηχητής καί κατηχού μένος, νοιώθουν τά μάτια τους υγρά. "Οταν ό όρκος τελειώ νει, ό 3 Αναγνωστ αράς αγκα λιάζει! καί φιλάει πατρικά ατό μέτωπο τον Άστρακάρη. — Καί τώρα Νικήτα, τού λέεκ, ανήκεις καί σύ στη με γάλη μυστική στρατιά πού θά σπάση τις αλυσίδες τής σκλα βιάς! Ό Θεός νά είναι πάντα μαζί σου... Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο δεν απαντάει. Τά σκούρα μά τια του όμως είναι γεμάτα φως. "Οραματίζεται από τοδρα τον μεγάλο αγώνα πού θά ξεσπάση σαν ένα φοάερό η φαίστειο καί θά φούντωσή σά μιιά γι γάντι αία φλόγα, τον Μάρτη τού 1821, τρία χρόνια αργότερα. «ΉΡΘιΑιΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ!»
ΤΑ μεσάνυχτα, τό λατίνι «Ελευθερία ή Θάνατος» πρόκε ι τ α ι. νά ξεκ ι νήση γιά τ3^ανοιχτά. Στο αρχοντι κό τού Καραδηίμήτρη κάνουν
16
Ο
Μ 1 Κ Ρ Ο I
.»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»» το αποχαιρετιστήριο τραπέ ζι. Εΐναι προσκαλεσμένοι τά παλληικάρια κιι’ οϊ προύχοντες τού νησιού. Τρώνε καί πίνουν και σηκώνουν τα ποτήρια τους στην υγειά του Άστρακάρη. -— Καλό ταξίδι, καπετάνιο, και νίκες κατά των βαρβά ρων ! -—· Μέ τη βοήθεια τού Χρι στού, λέει τό παιδί χαμογε λώντας. "Υστέρα από λίγο, ό Άναγνωσταράς παίρνειι τό λαγού το στο χέρι του και τραγου δάει ένα καινούργιο τραγούδι πού φέρνει δάκρυα στα μά τια: «"Ως πάτε παλληικάρια θά ζουμε στη σκλαβιά, •μονάχοι σάν λιοντάρια στους Βράχους στα Βουνά» Ή μπάσα φωνή του είναι γεμάτη συγκίνησι καί μοιάζει μέ τη λαχτάρα ολάκερου τού Γένους πού στενάζει κάτω α πό τό έυγό. — Νά μού ζήσης, αηδόνι!, φωνάζει ό Στραπάτσος πού για νό: μη δουν τά δάκρυσμά1■■ να μάτια του οι άλλοι καιταπί νει ιμιά ολάκερη κανάτα μέ κοκικινέίλι. Νά μού τό μάθης, καί μένα αυτό τό τραγούδι νά τό διδάξω στο τσούρμο (*) νά τό λέμε όταν αρμενίζουμε. — Ό Γεράσιμος, εξηγεί ό Νικήτας εύθυμα, είναι τενορίνος καί δάσκαλος τής μουσι κής. "Αλλοτε ήτανε αριστερός ψάλτης σέ μια έκκληισιά τής Κειφαλλωνιάς. Μιά μέρα δμως (*)' Τσούρμο, άναι πλήρωμα ενός καραβιοΟ
το
έστειλε στον Παράδεισο τρεις Τούρκους μ5 ένα... καρεκλοπόδαρο καί τον πιάσανε.Τόν πιά σανέ, τον φορτώσανε σ’ ένα καράβι καί τον πηγαίνανε νά τον πουλήσουνε στα σκλαβο πάζαρα τής ,μπαρμπαριάς για ...καρδερίνα! Τότε τον ψάρε-* ψα εγώ από τό τούρκικο κα ράβι καί από τότε δέ λέει νά ξειχολλήση από κοντά μου. —- Νά τον χαίρεσαι τέτοιον παλληικαρά!, φωνάζει ό Καρα δηιμητρης. — Έγώ παληκαράς; δια μαρτύρεται ό Στραπάτσος παίρνοντας τό θεοφοβούμενο ύφος του. Λάθος κάνεις, α φέντη,. Είμαι ένα ταπεινό αν θρωπάκι του Χριστού καί τής Παναγίας, πού δεν έχω τη δύ νο:μι νά βλάψω μυρμήγκι! — Μονάχα Τούρκους σκο τώνει, ξεσπάει σέ γέλιια τό παιδί. Άλλα τούς σκοτώνει μέ εολάβεια, ψέλνοντας τό αλλη λούια ! "Ολοι γελάνε. Μά ξαφνικά τά χαχανητά κι5 οι φωνές σκε πάζονται από μιά άγρια κραυ γή πού έρχεται απ’ έξω: — Οΐ Τούρκον! "Ηρθανε οί Τούρκοι! Κάποιος βροντάει δυνατά την πόρτα. Τινάζονται όρθιοι καί σωπαίνουν. Οι γυναίκες τρέμουν καί γίνονται χλωμές. Άπό μακρύ ά, άκούγονται του φεκιές. Τό παιδί προχωρεί μέ σταθερό βήμα κι5 ανοίγει την πόρτα. "Ενας ναύτης μπαίνει άλαφ ιοσμένος, άνασαίνοντας βιαστικά. Ό Άστρακάρης τον άναγνωρίζει άρέσως. Εΐναι έ νας άπ’ τό καράβι του.
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ I Ε Ρ Η ί
\7
»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»% — Τι έτρεξε, μωρέ Κωνσταντή; ρωτάει ανήσυχος. — Δυο τούρκικα ντελίνια μπήκαν, καπετάνιο, στον κόρ φο τής Παναγιάς τής Όδηγήτρας χωρίς νά τά μυριστή κα νείς. Φουντάραν στο γιαλό καί βγάλανε μέ τις σαΐτες τους πάνω από πεντακόσιους άρ,ματω'μένοος. "Ερχονται τώ ρα κατά δω... Τά μάτια ταυ Νικήτα σκο τεινιάζουν. — Καί δεν τους είδατε, μωρέ, πριν φτάσουν; ρωτάει άγρια. — * Ηρθαν από τήν άλλη μ πάντα του νησιού. Ποιος νά τους δή;^ — Καί που βρίσκονται τώρα;
,
"
,
„
— Ζυγώνουν. Έγώ έκοψα από τό μονοπάτι καί τούς πρόλαβα. Τούς προσπέρασα κι1 ήρθα νά σέ ειδοποιήσω. Τό παιδί μένει αμίλητο για λίγο. Μιά βαρεία σιωπή έχει απλωθεί .μέσα στη ιμεγάλη κάμαρη. Κανείς δέ σαλεύει. "Υστερα άκούγεται ψύχραιμη η φωνή του: — Νά πας αμέσως στο κα ράβι, Κωστντή, καί νά μου στείλης τό μισό τσούρμο. Θά τούς χτυπήσουμε τούς σκύ λους. Έιμεΐς θά τ αμ πουρ ωθού με εδώ μέσα. Οι ναύτες μου θά τούς χτυπήσουν από πίσω. "Αλντε, τρέχα όσο μπορείς πιο γρήγορα. — Πάω, καπετάνιο! Ό ναύτης φεύγει· σαν α στραπή καί χάνεται στο σκο τάδι. Τό παιδί τώρα δίνει βια στικιές διαταγές.
— Οί γυναίκες θά πάνε στά^πίσω δώιματα !, διατάζει. 5Εκεΐ θά εΐναι ασφαλισμένες από τή μάχη,. ^ Εμείς οι άντρες θά .μείνουμε νά τούς χτυπήσου με^ Θά κρατηθούμε δοο νάρθούν οί ναύτες άπ5 τό γιαλό. "Εχει κανείς άντίρρη-σι; "Ολοι είναισύμφωνοί) νά· πολειμήσουν. Κανένας δέ φο βάται. — "Αφηισέ με νά ;μείνω μαζί σου, Νικήτα, πσροκαλάει ή Ανθή. Τό Ελληνόπουλο· τής ρίχνει ένας βλέιμ.μα γειμάτο λατρεία. "Οχι, 5Ανθή, τής λέει. Δεν είναι- σωστό νά κινδυνέφης· — Μπορώ νά πολεμήσω κι5 εγώ Νικήτα. — Δέ χρειάζεται. Τήν αγκαλιάζει; καί τή φίρ λάει αγνά στο -μέτωπο. — Κάνε αυτό πού σου λέω, 3 Ανθή. — Φοβάμαι για σένα, Νι κήτα! Τό ηρωικό παιδί χαμογε λάει. — Εμένα μέ γνωρίζουν τά βόλια, Ανθή. Δέν μέ πειρά ζουν. Σέ λίγο δλα θά έχουν τε λειώσει καλά καί θά συνεχίσουμε τό γλέντι μας. Οί γυναίκες φεύγουν καί τώ ρα οί άντρες που άποιμένουν μόνοι κινούνται- γοργά καί α πό φασιστικά, έκτελώντας τις εντολές πού δίνει ό Άστρακά·· ρη-ς.. "Ολοι υπακούνε γιατί α μέσως καταλαβαίνουν πως τό αμούστακο αυτό παλληιχάρι, πού ξέρει νά τά προβλέπει δ λα, είναι γεννημένο για άρχη-
Το παιδί μέ τδ σπαθί στο χέΐ ι πραγματοποιεί ενα
φοβερό πηδτι,μα.
20
Ο
Μ 1
Κ Ρ Ο 2
►»»»»»»»>»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» γός. Ταμπουρώνουν βιαστικά τά παράθυρα, μανταλώνουν τις πόρτες. Ό Κσραδημήτρης μοίραζε ιι πιστόλια, όπλα, φυσέκια και μπαρούτι:. Τό υ πόγειο του αρχοντικού του εί ναι ένα μυστικό οπλοστάσιο. Μονάχα ό Στραπάτσος δεν έχει σαλέψει από τή θέισι του. Ψύχραιμος και γελαστός σιγοψέλγει χαϊδεύοντας τό για ταγάνι του: «Τή Ύπε'ρμάχω Στρατηγω τά Νικητήριια Ώς λυτρωθεΐσα των δεινών ευχαριστήρια...» — Στόματα τις ψαλμωδί ες, Γεράσ ΐ/μ ε ί, τον μ σ,λλώνε ι τό παιδί. "Έχουμε πολύ δου λειά απόψε. — "Άφησε ιμε νά στρώσω τή φωνή μου, καπετάν Νική τα, παραπονιέται ό σύντρο φός του. Μυρίζομαι- πώς σέ λίγο 0" άρχήσω νά ψέλνω τό «Δεύτε λάβετε τελευταΐον α σπασμόν» και δέ θέλω νά τό λέω φάλτσα. Τό παιδί σπρώχνει μπρο στά ένα μικρό σακκί μέ .μπα ρούτι-, χοντρά στρατσόχαρτα καί σύρμα πού έχει φέρει άπ" τό υπόγειο ό Καραδηιμήτρης. — Μάς χρειάζονται μπουρ·· λότα, Γεράσιμε!, του λέει. Πάρε τά χέρια σου πριν φτά σουν οΊ Τουρκαλάδες. Ό Στραπάτσος χαμογε λάει. — Τώρα μάλιστα! Είπες την πιο σωστή κουβέντα πού ακόυσα σήμερα, καπετάνιο. Σέ λίγο θάχης τά μπουρλότα σου! ιΚαί, σιγοψιθυρίζοντας μιά
προσευχή, ρίχνεται μέ τά μού τρα στήΛδουλειά. Τά δάχτυλά του κινούνται μέ μιαν αφάντα στη γρηγοράδα κι" οί μικρές μπόμπες σέ λίγο είναι έτο> μες. ΙΈ-ΙΤΑΝ ΑΣΤΡΑΚΑΡιΗιΣ
ΣΤΕΡΑ από δέκα λεπτά δλα είναι έτοιμα για τή ράχη πού πρόκειται, ν’ άρχίση. "Ολοι οί άντρες έχουν πάρει τις θέσεις τους πίσω α πό τις μικρές το-υφ εκ ίστρες των παραθύρων, πού βλέπουν στο δρόμο. Ό Νικήτας πίσω από τό μεσαίο παράθυρο· ρί χνει στο καλτιρίμι. Βλέπει τώρα τούς Τούρκους πού έρ χονται. Τό ποδοβολητό τους άκούγεται απειλητικό. Είναι πραγματικά πολλοί. "Ενας ο λάκερος στρατός. Κρστάνε μπαλτάδες, γυμνά γιαταγά νια καί δπλα. — Σαν πολλούς τούς βλέ πω. ψιθυρίζει ό Στραπάτσος, πού βρίσκεται πλάϊ στο Ελ ληνόπουλο. Θαρρώ πώς δέ θά τά βγάλω πέρα νά τούς ψάλω όλους! "Έπρεπε νά κάνω γαρ γάρα νά καθαρίσω τό λαρύγ γι μου. Τό παιδί παρ’ όλη τή δύ σκολη θέσι τους, δεν μπορεί νά μή χαμογελάση. — Είσαι λεβέντης μωρέ Γε ρ άσ ιιμ ε !, τ ού λέε ι. Ά1 ιντε κ ι ’ αρχίζει τό πανηγύρι! 01 Τούρκοι έχουν ζυγώσει τό σπίτι· καί πυροβολούν. Ό "Αστρακάρης δίνει τό σύνθη μα. Γιά τό Χριστό καί γιά
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ
·
21
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
την Ελλάδα παιδιά!, φωνά ζει. Φωτιά! Οι ταμττουρωμένοι αρχίζουν νά ρίχνουν. Ό αέρας γεμίζει άπό^ βροντές και καπνούς πού μυρίζουν μπαρούτι. Μέ ^ήν πρώτη, μπαταρία οι Τούρκοι αίφνιδιάζονται. Μερικοί κυλι ούνται βαρεία πληγωμένοι ή νεκροί. Οί άλλοι σταματούν για μιά στιγμή. "Υστερα ό μως συνέρχονται καί με άγρι ες καί βραχνές πολεμικές κραυγές αρχίζουν την έπίθεσι. Οί "Ελληνες πολεμάνε άντρίκια. Μά είναι λίγοι* καί οι άλ λοι εΐναιι πολλοί. Τά μολύβια τσακίζουν τά παράθυρα κι3 οί σφαίρες μπαίνουν από παντού μέσα στις κάμαρες. Δυόι-τρεΐς από τούς προοκαλεσμένους τοΰ Καραδηιμήτρη τραυματί ζονται·. — Δέν είναι τίποτα, παι διά!, φωνάζει ό Νικήτας, Πρέ πει νά τούς κρατήσουμε δσο νά φτάσουν οί ναύτες άπ3 τό καράβι. Τότε θά τούς τσακί σουμε. "Ομως τά πράγματα δέν είναι τόσο εύκολα. Τό λατίνι «Ελευθερία ή Θάνατος» είναι μακρυά, στ αν κόρφο τού Ψα λιδιού κι3 οί Τούρκοι βρίσκον ται έξω από τό σπίτι. Πόσο· θά μπορέσουν ν’ άντε ξου ν οί πολιο-ρκηΐμένοι; "Εχει περάσει κάμποση ώρα κι3 όλο κερδί ζουν έδαφος οί πολιορκητές. — ’Έλα μαζί μου, Στρα πάτσο!, διατάζει τό παιδί. 3Εσείς οί άλλοι συνεχίστε νά ρίχνετε άπτ3 τά παράθυρα. Πά ρε καί τά μπουρλότα μαζί σου, Γεράσιμε.??
Μπροστά τό άφοβο Έλληνό π ούλο πίσω ό Στραπάτσος, περνούν στην αυλή κι3 ανεβαί νουν την ορθή πέτρινη σκάλα πού φέρνει στην ταράτσα. — 3Εδώ πάνω μάλιστα!, λέει ό Κεφαιλλωνίτης. 3Εδώ παίρνεις καί καθαρό αέρα! Τό παιδί ρίχνει μια ματιά πάνω από τό πεζούλι. Μυρ μηγκιά οί Τούρκοι. — "Αναψε τό τσακμάκι σου!, διατάζει*. Ό Στραπάτσος ανάβει την ίσκα. Τα παιδί αρπάζει μιά απ’ τις μπόμπες, πλησιάζει τό φυτίλι της στη φωτιά καί την πετάει από ψηλά στις γραμμές των Τούρκων. Άκούγεται ένας φοβερός κρότος τού συνταράζει τό σπίτι άπ3 τά θεμέλια. Ό δρόμος γεμίζει κραυγές καί πανικό. Σ3 αυτό τό μεταξύ ό Στραπάτσος πε τάει. δεύτερη μπόμπα. Τερά στιες φλόγες ξεπηδούν κι3 έ νας δ εύτ ερο ς έκκωΦ αντ ικό ς κρότος ακολουθεί. Άκο-ύγονται βογνητά καί βλαστήμιες. — Πανηγύρι μέ τά ούλα του!, λέει γελώντας ό κεφαλλωνίτης ενώ ανάβει τό φυτίλι μιας άλλης μπόμπας. Δέν εί ναι άσκημα! Τώρα οί Τούρκοι, πού έχουν καταλάβει από πού γίνεται ή έπίθεσι-, σκορπίζουν καί ταμπουρώνονται στις γύρω γω νίες. Χαλάζι πέφτουν οί σφαί ρες στην τάράτσα. Μιά σφαί ρα τραυματίζει στον ώμο τον Στραπάτσο. — Δέν είναι τίποτα, καπε τάνιο!, λέει. Μιά γρατζουνιά. Χαΐ μέ το άλλο χέρι φκ-
22
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
..■>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»: σψ·ενδο·νίζει τό τελευταίο ση σαστίζουν. Μά ό Νικήτας μπουρλότο- πού τούς απομένει. δεν τούς αφήνει νά συνέλθουν. Την ίδια στιγμή όμως, σκύ Κρατώντας τό σπαθί του σά βοντας απ' τό* δεξιό μέρος τής ρομφαία, παίρνει ριά βόλτα ταράτσας, ό Νικήτας βλέπει πάνω στις φτέρνες του. Ή ■κάτι πού κάνει πό αίμα του κοφτερής λεπίδα θερίζει. Δια νό: παγώση. Οί Τούρκοι προσ γράψει έναν θανάσιμο κύκλο παθούν νά γκρεμίσουν τή με κι' όλοι εκείνοι πού δοκιμά γάλη; εξώπορτα τού αρχοντι ζουν νά τον ζυγώσουν δέχονται κού. Χτυπούν μέ μπαλτάδες άγρια χτυπήματα καί σωριά και σ ιδερέν ιου ς λοστού ς ! ζονται χάμω. Την αμέσως έττό — Δ^ν θ' άντέξη πολύ !, μενη στιγμή, γέρνει· προς τά λέει ό Στραπάτσος πού έχει πίσω καί τραβάει τό πιστόλι τρέξει κοντά στο παιδί. του. Τά κοφτά μολύβια πού Σχεδόν αμέσως ή πόρτα φεύγουν από τή διμούτσουνη πέφτει μέ πάταγο και στη κάννη του πετυχαίνουν ανάμε στενή είσοδο τού σπιτιού σα στά φρύδια δυο άλλους, μπουκάρουν σά λυσσασμένοι πού ετοιμάζονται νά μουντά λύκοι οι Τούρκοι·. 'Άν σπά ρουν. Πέφτουν ανάσκελα ουρ σουν τις άλλες πόρτες καί λιάζοντας σάν άγριό γάτοι. μπουν στις κάμαρες., αυτοί — Ανάπαυσαν τούς δού πού έχουν ταμπουρωθή στά λους σου έν τόπφ χλοερω !, άπαράθυρα είναι χαμένοι. Καί κούγεται νά ψέλνη δυο βήματα τότε τό παιδί αποφασίζει νά πιο έκεΐ ό Στραπάτσος. "Αγι κάνη μ ιά τρέλλα. ος ό Θεός, άγιος ισχυρός, ά — Θά σαλτάρουμε από δώ γιος αθάνατος, ελέησαν ημάς. καί θά πέσουμε απάνω τους! Τό γιαταγάνι του άνε'βοκαλέει. Μονάχα έτσι μπορούμε τέβαινε, μέ τό ρυθμό τού ψαλνά τούς κόψουμε τό δρόμο·. μού. Σηκώνεται καί πέφτει Ό Γεράσιμος γουρλώνει τά ρυθμικά σάν ένα σφυρί καί μάτια, άλλα δέ φέρνει άντίρτσακίζει τά φεσοφορ εμένα μέ ρηισι. τά σαρίκια κεφάλια των Τούρ — Έν τάξει ! Νά πέσου κων. με! Έγώ δέ χαλάω καρδιές... — Μακαριό ή οδός ήν πο Αλλά τό παιδί δεν έχει και ρεύει σήμερον. ρό για κουβέντες. Μέ γυμνό Καί, καθώς ψέλνει δίνει ένα τό δαμασκηνό σπαθί στο χέρι, σάλτο καί τσακίζει στά δύο τινάζει τό λαστιχένιο κορμί ένα χέρη πού τινάζεται <μ' ένα του έξω από τό πεζούλι κι' α χατζάρι έτοιμο νά χτυπήση πό τό ύψος αυτό ρίχνεται πισώπλατα τό παιδί! Ό Νι στους πρώτους, πού έχουν πα κήτας από τρίχα ξεφεύγει τό τήσει την είσοδο. Πίσω του α θάνατο. κολουθεί ό Στραπάτσος. Οί — Είσαι εντάξει, ΓεράσιΤούρκοι, πού ξαφνιάζονται α μ ε !, του φ ωνάζ ε ι. Παρά λ ί γο πό αυτή την πρωτότυπη επίθε θά γινόμουν μακαρίτης!
ΜΠΟΥ,ΡΑΟΤΙ ΕΡΗΣ 23 ^»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>:»
Ταυτόχρονα, σαλτάρει πλά για και τό δαμασκηνό σπαθί του ρίχνει ανάσκελα δυο άλ λους, πού ετοιμάζονται- νά του ριχτούν. Οι Τούρκοι έχουν τσα κίσει. Βλέποντας πώς δέ μπο ρούν νά τά βγάλουν πέρα τό σοι πολλοί, αυτοί μέ δυο αν θρώπους πού πολεμούνε σαν θηρία, χάνουν τό ηθικό τους. Μά τό σύνθηιμα τού πανικού τό δίνει μιά κραυγή. Κάποιος από τούς στρατιώτες έχει άναγνωρ ίσ ε ι τό 4 Ελληνόπουλο. — ΕΤνα.ι ό σεϊτάν ’Αστρακάρης!, ουρλιάζει. Χαθήκαμε! Γό δνερα τού παιδιού, πού είναι γνωστό ανάμεσα στους Τούρκους, σκορπίζει αυτή την κρίσιρη στιγμή φόβο καί τρό'μο σέ κείνους, πού αγωνίζον ται τόσην ώρα νά περάσουν τήν είσοδο τού σπιτιού. — Ό γκιαούρ ό Άστρακάιρηις! Καί ξαφνικά δλοι γυρίζουν τις πλάτες. Καί μ5 δση λύσσα παλεύουν ώς τώρα νά νική σουν, μέ άλλη, τόση βιασύνη αγωνίζονται* νά βγούν απ' τήν πόρτα, τσαλαπατώντας ό έ νας τον άλλο·,, νά βγούν στο δρόμο, νά σωθούν. — Κ ερδ ί σ σι μ ε !, φώναζε ι θριαμβευτικά ό Στραπάτσος. Σαν άπάντησι σ5 αυτή τη φωνή τού θριάμβου, φτάνουν στ5 αυτιά τους πυροβολισμοί καί άλλες κραυγές: — Ελευθερία ή θάνατος! Γιούργια, λεβέντες! — Οί ναύτες απ’ τό λατί νι φτάνουνε!, ξεφωνίζει 6 Ά-
στραΐκάρης. Μέ τη βοήθεια τού Θεού δλα πάνε καλά. "Ομως άπότορσ χλωμιάζει. Στυλώνει τ’ αυτί καί νοιώθει νά χάνεται ή μιλιά του. Μιά γυναικεία σπαραχτική κραυγή φτάνει από τό πίσω μέρος τού σπιτιού. — Βοήθεια! Νικήτα, βοή θεια. Αναγνωρίζει τή φοονή τής άρραβοονιαστικιάς του, τής Ανθής. — Οί Τούρκοι .μπήκαν στά πίσω δωμάτια!, λέει ό Στρα πάτσος. Τό Ελληνόπουλο αισθάνε ται σά νά ταυ δώσανε μιά μα χοι.ριά στήν καρδιά. — Νά προφτάσουμε, Γεράσιρε!, φωνάζει. Νά προφτάσουιμε. Καί σρράει σάν πληγωρένο λιοντάρι προς τό μέρος τού σπιτιού, δπου έχουν κρυφτή οί γυναίκες. «ΠΑΕΙ Η ΑΝΘΗ!»
ΜΩΣ τώρα είναι άργά. Ρ Καθώς φτάνει ό Νική^ τας στα πίσω δωράτια, τό γυναικομάνι, πού βρίσκεται κλεισμένο εκεί μέσα, ρίχνεται μέ θρήνους καί απελπισμένα ξεφωνητά άπάνω του. — Πάει ή Ανθή, καπετάνιο ρου! ’Ώ, συμφορά μας! — Πού είναι; ρωτάει καί τον πνίγει ή αγωνία. — Οί Τουρκαλάδες τήν πή ρανε! Σπάσανε τις πίσω πόρ τες τού στπτι-ού, ρπήχαν στά δωράτια, τήν διάλεξαν ανάμε σα ρσς καί τήν πήρανε. "Αχ,
24
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»,
πώς σπάραζε ή δυστυχισμένη. Τό *Ελληνόπουλο δεν Βόλεϊ νά μάθηι περισσότερα. Κατα λαβαίνει. —Στο γιαλό, Στραπάτσο ! διατάζει. Έκεΐ θά την πάνε. Κ ατ ηιψ ορίζουν τ ρέχοντ α ς οάν αγριοκάτσικα τούς γκρε μούς. Πηδούν από χαντάκια και κάθε στιγμή κινδυνεύουν νά τσακιστούν. 5Από 'μακρυά βλέπουν^τά δυο τουρκικά ντε·· λίνια. Είναι στά πανιά. "Ετοι μα νά σαλπάρουν. "Οσο σκο τάδι κι’ αν εΐναη μπορούν νά ξεχωρίσουν' μιά σειρά από βάίρκες πού ξεκινούν άπ3 τή στερηιά. Είναι φορτωμένες α πό Τούρκους πού επιστρέφουν στά καράβια τους. Πρέπει νά τούς προφτάσουν. Σ ίγουρα σέ μιά άπ3 αυτές τις βάρκες βρί σκεται σκλάβα ή 3Ανθή. Ή καρδιά τού παιδιού ματώνει. Μπαίνουν σ3 ένα στενό μονο πάτι πού φέρνει πιο σύντομα στον κόρφο τής Παναγιάς τής Όδηγήτρας. Σχεδόν κατρα κυλούν. Δεν περπατούν. Ή τε λευταία Βάρκα, πού έχει καθυ στερήσει κάπως, είναι έτοιμη νά δεκινήιση σταν φτάνουν στην ακτή. Μ3 ένα πήδηιμα ό Νικήτας σαλπάρει καί με τό σπαθί του χτυπάει στά τυ φλά. Ό Στραπάτσος τον ακο λουθεί. Πέφτουν κι3 οί δυο σά σίφουνας μέσα στη βάρκα καί οί γυμνές λεπίδες αστρά φτουν στο σκοτάδι σκορπίζον τας τό θάνατο. Οί Τούρκοι τά χάνουν καί δεν προφταίνουν ν3 αμυνθούν. Οί πιο πολλοί ρί χνονται στη θάλασσα νά σω θούν. Τούς άλλους τούς χτυπή
μένους, τούς ρίχνει ό Στραπά τσος στο νερό. -—3Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου, Κύριε..., ψέλνει ενώ ξαλαφρώνει από τούς Τουρκα λάδες τή βάρκα, ή τής Τριάδος έφανερώθη. προσκύνησις... Ευλογητός ό Θεός... -—Στά κουπιά, Γεράσιμε!, φωνάζει τό παιδί. Ρίχνονται κι3 οί δυο στά κουπιά κι3 ή βάρκα γλυστράει σά γλάρος απάνω στο κύμα. Οί άλλες βάρκες έχουν φτάσει κιόλας στά ντελίνια. Βλέπουν τούς Τούρκους, πού σκαρφα λώνουν στις κουπαστές από τις ανεμόσκαλες. — Τί πάμε νά κάνουμε κα τά κεΐ; ρωτάει ό Στραπάτσος. — Πάμε για την 3 Ανθή, Γε ράσιμε. —Σου λύκου τό στόιμα πά με, καπετάνιο! —Φοβάσαι, μωρέ; αγριεύει τό παιδί. τ— Δέ φοβάμαι. Μά τρέμει τό φυλλοκάρδι μου για σένα. ■— Μη σέ νοιάζει γιά μένα! Τά δυο ντελίνια έχουν σαλ πάρει καί μ3 ανοιχτά πανιά κάνουν μανούβρες νά ξεμπου κάμουν από τον κόρφο. Δέν έ χουν δή τή βάρκα μέ τούς δύο ψυχωμένους "Ελληνες, τον άν τρα καί τό παιδί, πού έρχεται ξοπίσω τους. -— Πάει τό ένα!, αναστε νάζει1 ό Στραπάτσος καθώς τά κουπιά γίνονται φτερά ατά χαλύβδινα μπράτσα του. Βγή κε από τον κόρφο ! -— Θά σκαρφαλώσουμε στο άλλο! αποκρίνεται μέ πείσμα τό παιδί,
25 η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΜΠΟΥΡΛΟΐΙ Ε Ρ Η ϊ
— Σέ ποιο όμως από τά δυο είναι ή κοπέλλα; Τό ξέρ£!ς;
,·
Αλήθεια, αυτό αναρωτιέται κι* ό ίδιος. Σέ ποιο απ' τά δυο καράβια έχουν μεταφέρει1 την Άνθη; "Ομως δέ γίνεται '-ά σταματήσουν. Είναι πολύ καν τά τώρα στο δεύτερο ντελίνι·. "Έχει ξεκινήσει. Μια ανεμό σκαλα όμως μένει κρεμασμένη ακόμα στην πρύμη του. Τό παιδί μανουβράρει τά κουπιά και φέρνει τή βάρκα πλάι στο καράβι. Σηκώνεται ορθός καί γατζώνεται·. "Υστερα ιμέ σβέλ τες κινήσεις σκαρφαλώνει καί πιάνεται στην κουπαστή. Μ3 ένα σάλτο πηδάει στο κατά στρωμα καί. σά φάντασμα, γλυστράει σκυφτός προς τό μέρος τής τΐιμονιέρας. 5Εδώ στέκαν ακουμπισμένοι οί δυο βαρδυανοί, πού κρατούνε την πορεία. Σ ιγοκουβεντιάζουν. Δεν τον έχουν δη. Φουχτιάζει τή λαβή τού χα τζαριού, πού έχει στη ιμέση του, καί προγωρεΐ. Πρέπει νά κινηθή κεραυνοβόλα καί αθό ρυβα. λΛονάχα έτσι θά πετύχη αυτό πού θέλει. Πλησιάζει. Δεν απέχει παρά δυο μέτρα ακόμα από κοντά τους. "Ενα βήμα ακόμα. "Ομως ξαφνικά, καθώς βαδίζει, κάπου μπερ δεύεται τό πόδι, γλυστράει καί πέφτει. Ό κρότος ξαφνιά ζει τούς δυο ναύτες. Γυρίζουν απότομα τον βλέπουν, κατα λαβαίνουν άπ5 τά ρούχα του πώς δεν εΐλαι δικός τους καί ταύ ρίχνονταν Πριν προφτάση νά σηκωθή, ό ένας από τούς δύο έχει πέσει κιόλας απάνω
του καί μέ τό γόνατό του πιέ ζει άγρια τό στήθος του. — Αλλάχ! Αλλάχ!, ιμουγ γ ρ ί ζ ε ι. " Εν ας γκ ι α ούρ ! Τό παιδί παλεύει- απεγνω σμένα νά ξεφύγηι. Μά ό Τούρ κος είναι χειροδύναμος καί δέ σαλεύει. Τώρα φέρνει τό χέρι ατό ζουνάρι του νά τραβήξη τό μαχαίρι. Άλλα δεν είναι μο νάχα αυτός. Νότος κι5 ό άλλοςπού φτάνει- βλαστημώντας. 'Έχει έτο-ιμ-ο γυμνό τό χατζά ρι του νά τον καρφώση. — Ετοιμάσου, γκι-αούρ, νά πεθάνης!, γρυλλίζει. Ό Νικήτας βλέπει την κο φτερή λεπίδα νά σηκώνεται στον αέρα, ν5 άστράφτη καί νά ζυγιάζεται πάνω απ’ τό κε φάλι του. "Ενα δευτερόλεπτο ακόμα κι5 είναι χαμένος. Άλ λα δέιν έχει κομ-μιά δρεξι νά πεθάνη, απόψε. Κάνει μια α πελπισμένη προσπάθεια. Μέ τό ελεύθερο χέρι του, φουχτιό ζει τό λαιμό εκείνου πού έχει γονατίσεΐι στο στήθος του. Τά δάχτυλά του σά μια σιδερέ νια τανάλια τυλίγονται γύρω από τό λαρύγγι του καί ό Τούρκος νοιώθει την ανάσα του νά κόβεται. Μονομιάς τό παιδί βάζοντας σέ κίνηισι καί "■ήν τελευταία Τνα τού κορμιού του μαζεύει καί σχεδόν ταυ τόχρονα τεντώνει τά πόδια του, πού βροντούν μέ δύναμι απάνω στο στομάχι τού Τουρκαλά. Εκείνος αφήνει ένα πνι χτό βογΥητό άπ5 τον πόνο, τι νάζεται προς τά πίσω καί σω ριάζεται τρία μέτρα πιο εκεί. Την ίδια στιγμή ό Νικήτας βλέπει τό μαχαίρι τού άλλου
26
ό
ΜΙΚΡΟΣ
*»>} »>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»:, ■
ναύτη· να κατεοαίνη, σημαδεύοντας τό λαιμό του. Γοργά, άφίνει τό σώμα του νά ,κυλήση πλόιγια καί ή λεπίδα καρ φώνεται· μισή σπιθαμή μακρύα απ’ τό δεξιό του αυτί στο κατάστρωμα. 5Από μια τρίχα ξέφυγε τό θάνατο. Ό Του ρικ ο ς, λ υσ σ 03σιμ ένας γ ιά την αποτυχία του, ετοιμάζε ται νά χτυπήση πιο σίγουρα τώρα. Μά ό Νικήτας δεν τον αφήνει. Μέ μια σβέλτη κίνησι άγκοίλιάζει τό πόδι· του και τό τραβάει απότομα προς τά ε μπρός, ενώ ταυτόχρονα τινά ζεται· ορθός και ή βαρεία γ,ρο θιά του πέφτει σά ρόιπαίλο α νάμεσα στα φρύδια του. Ό ναύτης παραπατάει1 σά μεθυ σμένος κλονίζεται καί πέφτει
ανάσκελα. Τό κεφάλι του χτυπάει βαρεία σ’ ένα σίδερο. Τι νάζει τά πόδια δυο -τρεις φο ρές κι5 ύστερα μένει ασάλευ τος, κυττάζοντας μέ τά άψυχα μάτια του τά άστρα. Τό πα.δί παίρνει μιά βα θεΐα ανάσα. Τούτη ακριβώς τη στιγμή σκαρφαλώνει κι5 ό Στραπάτσος στην πρύμη καί τρέχει κοντά του. · — Τούς κατάφερες μιά χα ρά, καπετάνιο!, του λέει. Νά τους ψάλλω λιγάκι; — "Αφρισε τις ψαλμωδίες καί μίλα σιγώτερα, Γεράσι με^ γιατί δέν είμαστε μόνοι εδώ μέσα!, τον κόβει· τό παι δί. "Ελα μαζί μου... •Μπροστά τό τολμηρό Ελ ληνόπουλο, πίσω ό Στροπά-
— Που είναι τό κορίτσι; ρωτάει
άγρια τό Έίλληνόττουλο.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
27
*/»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»5>
έχουν ριχτεί μέ τά μούτρα στο φαΐ καί τρώνε πιλάφι στην πλώρη. — Μά τά γένια τού Μωχαμέτη, ψιθυρίζει ό Στραπάτσος δέ μπορούσα ποτέ νά φαντα στώ πώς είναι τόσο εύκολος ό περίπατος μέσα σ’ ένα κα ράβι τού Σουλτάνου! Στέκουν σέ μια γωνιά τού διαδρόιμου καί παραμονεύουν. "Έξω από την πόρτα τού ΚΑΚΑ ΜΑΝΤΑΤΑ μπάς - Ρεΐζ πηγαινοέρχεται ΣΤΕΡΑ από λίγο έχουν ένας ψηλός άράπης σω'ματοφύ φτάσει έξω από την καλακο?ς. Φοράει φέσι· μέ πράσι ιμπίνα του. Οί ναύτες εί νο σαρίκι καί είναι ώπλισμέναι τούτη την ώρα —όσοι· δεν νος σάν αστακός. Γιά νά πε έχουν υπηρεσία— στά κρεβράσουν στην καμπίνα, θά χρει βάτια τους. Εκείνοι πού έ αστή πρώτα νά τά βάλουν μα χουν γυρίσει τσακισμένοι καί ζί του. 5Από τη θέσι πού βρί κουρασμένοι άπ5 τη στερηά, σκονται, τον βλέπουν χωρίς
τσος, γλυστρουν τώρα προς την καρδά του καραβιού. Πό τε σκύβουν, πότε σταματούν κι' άφουγικράζ όντας, πότε σέρ νονται σαν δυο μεγάλες σαύ ρες μέ την κοιλιά. Όλοένα ό μως και προχωρούν. Ό Νική τας έχει τό σχέδιό του. Τον μπας - ρεΐζ, τον καπετάνιο, θέλει νά συνάντηση.
Υ
28
Ο
Μ 1 Κ Ρ Ο Σ
»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»
νά τούς βλέττηι. Τό παιδί τον παρακολουθεί μέ λοξό -μάτι καί περιμένει την ευκαιρία να έπιτεθή. Έχει σφαχτά τά δόν τια καί τά δάχτυλά του ανοι γοκλείνουν νευρικά. Περιμέ νει. Καί σέ μ ιό: στιγμή πού ό άράπης γυρίζει τις πλάτες, σαιλτάρει απάνω του καί μέ τά πόδια γατζώνεται στη -μέ ση του, ενώ μέ τις φαρδειές παλάμες του τού κλείνει· τό στόμα. Ταυτόχρονα, ό Στραπάτσος σηκώνει· τή σιδερένια γροθιά του καί την κατεβάζει μέ δυναμι στο κεφάλι του. Ό σωματοφύλακας ζαλίζεται καί βγάζοντας ένα σιγανό σφύριγ μα. διπλώνεται στά δύο. Μιά δεύτερη γροθιά τον κάνη1 νά κοιμηθή. Τον σέρνουν παράμε ρα καί τον κρύβουν σέ μιά σκοτεινή κώχη. Την επόμενη στιγμή, βρί σκονται· πάλι έξω από την πόρτα τού καπετάνιου. Μέ μιά κλωτσιά τό παιδί την ανοίγει καί μέ τό πιστόλι στο χέρι όρμάει μέσα στην κάμαρα. Ό Τούρκος γυρίζει ξαφνιασμένος "καί φέρνει τό χέρι· στο γιαταγάνι του. Μά σχεδόν α μέσως τά μάτα του στρογγυ λεύουν· από τον τρόμο, καθώς αναγνωρίζει εκείνον πού τον σημαδεύει. — Ό Άστρακάρης!, λέει μέ ξεψοχισμένη φωνή. — Όλάκερος, πασά! "Ά φησε τό γιαταγάνι στη θέσι του καί σήκωσε τά χέρια ! Ό Τούρκος υπακούει καί τό πρόσωπό του γίνεται κίτρι νο σάν τό λεμόνι. Ό Στραπάτσος άκουμπάει τή μύτη τού
σπαθιού του σ.τό στήθος του. ^— Τί θέλετε από μένα; ρω πάει. -— Πού εΤνα:· ή κοπέλλα; τού λέει άγρια ό Νικήτας. Έκεΐνος είναι σάν νά μη κσταλαιβαίνη. Τό βλέμμα του γεμίζει απορία. ■— Ποιά κοπέλλα ζητάτε α πό μένα; — Μίλησε κι" άσε τά κορδελλάκια, άπιστε!, μουγγρίζει ό Στραπάτσος. — Μά τή σεπτή κάρα τού Προφήτη, δεν έχω καμμιά κο πέλλα στο καράβι μου. Άν ζη τάτε όμως τήν κόρη, τού Καραδηιμήτρη δεν είναι· εδώ. — Πού είναι; ρωτάει μ’ α γωνία τό παιδί. — Τήν πήγαν στο ντελίνι τού καπουδάν Ρεσίτ πασά. Σ" αυτό πού βγήκε πρώτο από τον κόρφο. — Γιά πού τραβάει τό κα ράβι τού πασά; — Γιά τά στενά είναι ή ρό τα του. Στήν Ίσταιμπούλ πη γαίνει τήν κοπέλλα. "Ακόυσα πώς ό Ρεσίτ σκέφτεται νά τήν παραδώση στο Σουλτάνο γιά τό χαρέμι του... , Τό νέο αυτό είναι φαρμακε ρό. Ό Νικήτας αισθάνεται οάν νά δέχτηκε ένα φοβερό χτύπημα. Ζαλίζεται. "Είναι οάν νά χάνεται τό πάτωμα άπ" τά πόδια του. Μιά βόλτα παίρ νει γύρω του ή κάμαρη. Είναι σάν νά συγκλόνισε τή γή έ νας άγριος σεισμός. Νοιοοθει υγρά τά μάτια του. — Τί; Κλαΐς; τον ρωτάει παραξενεμένος ό Στραπά τσος. Ντροπή, Νικήτα!
Μί1ϊ)¥ϊ*Λ0Τΐ£ΡΗί
%§
»»:*»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»^»>»»»^»»»»»»»»»
Τό παιδί συνέρχεται άμεσως. Δεν ωφελούν τά δάκρυο,μένα μάτια. Νά κινηθή χρει άζεται. —- Μου λες την αλήθεια, μπάς - Ρεΐζ; ρωτάει. — Μά τον "Αλλάχ! την α λήθεια σου λέω, γραικέ! Κά τι ξέρω κι" εγώ άπ" άγάττη καί σέ λυπάμαι. Ό Νικήτας δεν περιμένει ν" άκούση. περισσότερα. Σαν α στραπή ξεχύνεται έξω άπ" την καμπίνα καί φτάνει στο κατά στρωμα. Ό Στραπάτσος άγκομαχάει νά τον φτάση. Τρέ χουν τώρα ό ένας μπρος κι" ό άλλος πίσω χωρίς προφύλαξη δίχως νά λογαριάσουν τούς ναύτες καί τή φρουρά. Αυτοί, καθώς τούς βλέπουν, ρίχνον ται απάνω τους μέ φωνές καί ουρλιαχτά. 'Μά τό παιδί δεν έ χει καιρό νά παλαίψη. 1Αρπά ζεται σ’ ένα σκοινί που βρί σκεται μπροστά του, τινάζει τό λαστιχένιο κορμί ψηλά, α νατρέπει· μέ μιά κλωτσιά στο στήθος κάποιον πού μέ τό γι αταγάνι του1 πάει νά του κόψει τό δρόμο, σαλτάρει στην κου παστή καί από κεΐ ρίχνεται στη θάλασσα. Πιο πίσω ακο λουθεί ό Στραπάτσος,, χτύπων τας δεξιά κι" αριστερά μέ τό σπαθί του. Μέ δυσκολία τά καταφέρνει νά φτάση στην κου παστή. — Σάς την έσκασα Τουρκαλάδες!, φωνάζει. Κ αίκ αθώ ς κ άττο ι ο ς βγ άζε ι την πιστόλα του καί του ρί χνει παίρνει μιά τούμπα στον αέρα καί βουτάει κι" αυτός στη θάλασσα,
— Ό μικρός τρέλλάθηκε! Μττρρρ!. Μττρ.ρρ !... γρυλλίζει ό πρώην ψάλτης καί τά δον τια του βροντούν καθώς αρχί ζει τις πρώτες απλωτές. Είναι καιρός αυτός πού διάλεξε νά κολυμπήσουμε; ...Μπρρρ! Πά γος είναι ή θάλασσα! Την ίδια στιγμή όμως έρ χονται· ^βροχή οί σφαίρες. Πυ ροβολούν από τό τούρκικο καί οί σφαίρες σφυρίζουν κι" άν α σημώνουν γύρω του μικρούς πίδακες, καθώς πέφτουν στο νερό. Ό Στραπάτσος παύει τότε νά τουρτουρίζη, μαζεύει δσο μπορεί πιο πολύ αέρα στα πνευμόνια του, παίρνει έ να βαθύ μαικροβούτι καί παύει νά σκέπτεται... ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΛΑΓΟΥΜΙ
Ο ΛΑΤΙΝΙ «"Ελευθερία ή ^ Θάνατος» γλυστάει σαν φάντασμα πίσω α πό τον σκοτεινό κάβο καί στέ κεται άνΟ'.χτά, αντίκρυ στο Ψαροχώρι. "Ως αυτή την τε λευταία στιγμή, όλοι περί μ ε ν αν πώς ό Νικήτας "Αστρακάρης θ" άλλάξη γνώμη καί πώς δέ θά πραγμ άτοποιήση την τρέλλα πού έχει σχεδιάσει). Τώρα αμως που δίνει διαταγή νά κατεβάσουν τά πανιά, χω ρίς νά φουντάρουν τις άγκυ ρες, καί τον βλέπουν νά έτοι^ μάζη τή βάρκα καταλαβαίνουν ότι δέν αστειεύεται. — Μά τό λες μέ τά σωστά σου, καπετάνιο, τον ρωτάει ό Στραπάτσος, πώς θά μπής στο παλάτι τού Σουλτάνου νά πάρης την "Ανθή;
Τ
ίΰ
...
41
...................................... ,
.
— Ναι. Τό λέω μέ τά σω* οτά μου. Θά μπω και θάναι μέρα: μεσημέρι, Γεράσιμε! Δέκα ψυχωμένοι άντρες α πό τό πλήρωμα κάθονται στα κουπιά. Ό Στραπάτσος εΐναιι ανάμεσα τους. Τελεοτταίο μπαίνει στη βάρκα τό παιδί. — Νά είσαι απτικό έτοιμος για φευγάλα, καπετάν Μάρκο, λέει στον ασπρομάλλη λο στρόμο του. Σέ αφήνω στό πό δι μου. ’Άν δής πώς αργώ νά γυρίσω, άνοιξε τά πανιά και κάνε βόλτες στό πέλαγος. "Υ στερα από τρεΐς μέρες φεύγα για τό ψαλίδι. Κρήψε τό κα ράβι στη σπηλιά και περίμενε. Σέ ιμιά βδομάδα άν δέ φα νώ, θά ττή πώς χάθηκα. Τότε άνοιξε τό γράμμα πού σου ά φησα. Τό διαβάζης καί κάνεις κατά πού γράφω. — Ή Παναγιά μαζί σου, καπετάνιο!, λέει γεμάτος συγ κίνηση ό γέρος ναύτης. Ή βάρκα απομακρύνεται γοργά, καθώς οι άντρες λά μνουν αθόρυβα τά κουπιά, καί χάνεται στό σκοτάδι. "Υστε ρα από λίγο, ό Νικήτας κΓ οι σύντροφοί του φτάνουν στη στερηά. Αυτό εδώ τό μέρος είναι ένας ψαρότοπος μέ λιγο στά σπίτια. Στό μικρό φυσικό λιμανάκιι του ξεκουράζονται δε μένα λογής - λογής ψαροκάι κα. Το Ψαροχώρτ βρίσκεται μιά ώρα δρόμο έξω από τά παληά γκρεμισμένα τείχη( τήςΚωνσταντινούπολης κι3 οι κά τοικοί του είναι "Ελληνες ψα ράδες, πού έχουν μοναδική δουλειά νά προμηθεύουν λα χταριστά ψάρια γιά τό πλού
6 Μ ! Κ Ρ 6 £ σιο τραπέζι τού Σουλτάνου στό Σ αράϊ. "Αποβιβάζονται τό παιδί κΓ ό Στραπάτσος κι3 ή βάρκα α λαργεύει πάλι έπιστρέφοντας στό καράβ ι. Π αρακολουθούν γιά λίγο τούς συντρόφους τους πού φεύγουν και κατόπι μέ βιαστικό βήμα διασχίζουν τούς στενούς έρημους δρόμους καί στέκουν έξω από ένα χα μηλό σπίτι. Χτυπούν την Ττόρτα κι3 ύστερα από μερικά λε πτά κάποιος ανοίγει από μέ σα, κρατώντας ένα λύχνο· του λαδιού. Είναι· ένας ψηλός άν τρας, αγουροξυπνημένος μέ κατσουφιασμένα μούτρα. Μά, καθώς αναγνωρίζει- τό παιδί πού στέκεται μπροστά του, τά μάτια του φωτίζονται από μ ιάν άπε ρ ί γρ απτ η έκφραση χαράς. — Ό Νικήτας!, λέει. Ό καπετάν "Αστροχάρης! — Ό ίδιος, καπετάν Χοομόδρακα!, αποκρίνεται τό 'Ελλη νόπουλο. 7 Ηταν ανάγκη νά σου μιλήσω καί ήρθα κατά τά λημέρια σου... Τό παιδί καί ό Στρσπάτσος περνούν μέσα κιι3 ή πόρ τα ξανακλείνει πίσω τους. Τούς βάζει νά καιθήισουν σέ μιά κάμαρη καί ό Νικήτας τού εξηγεί μέ λίγα λόγια τό σκο πό τού ταξιδιού του. Ό Χαμόδροικας, πού είναι στενός συνεργάτης του νεαρού κουρ σάρου σ3 αυτά τά μέρη, τον ακούε ι συλλογισμένος. — "Ενας μονάχα τρόπος υ πάρχει γιά νά φτάσης στό Σαράί, τού λέει.
;Μ ηόΥΡΑόίίΕΡΗΪ
II
^»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>^>>»»»»»»»»»»»»»>»
Ποιος; ρωτάει μ5 άγω" νία τό παιδί. —: Τό λαγούμι. Είναι μια υπόνομος που αρχίζει· από τό μέρος τής θάλασσας. Μά τώ ρα πάνε πολλά χρόνια πού δεν την πέρασε :κανείς. Είναι ένας δρόμος ξεχασμένος, πού τον χρηρτιμοποίησαν την εποχή πού πρωτοχτίστηκε τό παλά τι. Έικεΐ μέσα γκρέμισε τον πρωτομάστορα καί τούς βοη θούς του ένας παληός σουλτά νος, ό Σουλε'ιμάν, αν έχης α κουστά. Αυτοί είχαν χτίσει τό Σαράι καί δεν ήθελε νά τούς άψήση ζωντανούς, μια κι* ήξε ραν τά σχέδια καί τά μυστικά περάσματα του παλατιού. Αύ τό τό έμαθα πριν από πολύ καιρό από τον ίδιο τον πατέ ρα μου, όταν ακόμη· ζουσε. Κάποτε πού περνούσαμε μέ τη βάρκα από εκεί, μου έδειξε ιό άνοιγμα τού λαγουμιού καί μου είπε την ιστορία. "Ήξερε πέος ή υπόνομος έφτανε μέσα στο παλάτι, μά σέ ποιο μέρος άκριιβώς τελείωνε δεν ήξερε. — Πρέπει νά μου τό δείξης αυτό τό πέρασμα! λέει ό Νι κήτας πού έχει πάρεγ κιόλας την άπόίφασι. "Απ" τό λαγούμι· θά μπούμε ατό σαράϊ! "Υστερα γυρίζειι στον Στρα πάτσο. — Τί λές, Γεράσιμε; ρω τάει·. — Έν τάξει, μικρέ!, απο κρίνεται έκεΐνος καί χαμογε λάει Εΐμαιυμαζί σου. Έγώ εί μαι πιο τρελλός από σένα. Δέ μπορώ νά σ" άφήσω μονάχο νά ...κρυολογήισης άπ" τά ρεύ ματα τού λαγουμιού!
ΠΑΡΑΞΕΝΟ ί
ΙΣΚΙΟΙ
,.
ΥΓΩΝΕ! νά ξημερώση, όταν οΐ τρεΐς άνθρωποι φτάνουν στην άκρη ενός γκρεμού, πού πέφτει κάθετα στη θάλασσα. Ό Χαμό δράκας τούς δείχνει τό άνοιγμα. "Α γρια ρείκια καί αγκαθωτοί θά μνοι τό κρύβουν καί κανείς δέ μπορεί νά ύποψιαστή πώς πί σω από αυτή την πυκνή βλάστησι βρίσκεται* ένα λαγούμι πού φτάνει στην καρδιά τού παλατιού. Τό παιδί σφίγγει τό χέρι τού οδηγού τους καί τον ευχαριστεί. — Καλήν αντάμωση, καπε τάνιε, του λέει·, καί$σ5 ευχαρι στώ. — Στην ευχή τού Χρίστου, αποκρίνεται. Ό Θεός νά δώση νά πετύχετε! Τό ήρωίκό Ελληνόπουλο χώνεται, πρώτο στην τρύπα κι5 ακολουθεί ό Στραπάτσος. Στην αρχή είναι υποχρεωμένοι νά σέ'ρνωνται μέ την κοιλιά. "Υστερα δμως αρχίζει ένας ψη λός τσιμεντένιος θόλος καί μπορούν νά βαδίσουν ορθοί. "Οσο προχωρούν, τό σκοτάδι γίνεται· πιο πηχτό καί τό φα νάρι τού λαδιού, πού κρατάει στο χέρι, του ό Στραπάτσος, μόλις πού φέγγει μισό: μέτρο μπροστά του. Βαδίζουν μέ δυ σκολία. Τό έδαφος είναι· γλυστερό καί ανώμαλο. Μιά βα ρεία μυρουδιά μούχλας καί υ γρασίας χτυπάει στα ρουθού νια τους. Μεγάλες μαύρες νυ χτερίδες φτεροκοπούν τρομαγ-
%%
0
ΜΙ ΚΝ 1
»»»»»»»>>>»>»»>>>>»^>>>>>>>>>»>»^>*»»»»>»»»»»»»»>»»»»»»»>>>>;
μένες καθώς περνάνε
κοντά
τους. — Θαρρώ πώς πηγαίνουμε στην κόλασι!, γκρινιάζει ό Στραπάτσος. —Πρόσεχε μπροστά σου!, αποκρίνεται τό παιδί. Έδώ υ πάρχουν σκάλες! Κατεβαίνουν μερικά σκαλο πάτια, ανεβαίνουν άλλα, περ πατούν πάλι σ’ ένα ίσωμα, α κολουθούν μιά μεγάλη, καμπύ λη και αρχίζουν ν’ άνηψορί ζουν. — Αυτή ή υπόνομος, λέει ό Νικήτας, πρέπει στα παλιά χρόνια νά ήταν ενα υπόγειο ποτάμι- πού ξεράθηκε. Αργό τερα, δταν σκάβανε τά θεμέ λια γιά·τό παλάτι-, βρήκαν τήν ξερή κοίτη του και ό Σουλ τάνος διέταξε νά την στερεώ σουν και νά τήν χτίσουν μέ πλάκες. Του χρειαζότανε τό λαγούμι αυτό και τό χρησιμο ποιούσε γιά τις μυστικές εξό δους του. Θυμάμαι τώρα πού κάτιι σχετικό διάβασα σ’ ένα παληό βιβλίο δταν πριν από μήνες είχα τραυματιστή και μέ νοσήλευαν οι καλόγεροι στο μοναστήρι· τής Πάρου. Πού νά τό φανταστώ τότε ότι μπορούσα κάποια μέρα νά κά νω τον περίπατό μου έδώ μέ σα; — Γιά άκου!, τον κόβει ό Στραπάτσος. ■Βαρεϊς καί ρυθμικοί κρότοι φτάνουν στ’ αυτιά τους. — Τί νά είναι; αναρωτιέται μεγαλόφωνα ό Νικήτας. Είναι σάν νά δουλεύη κάτι καταχθόνιο κάπου έκεΐ κοντά. Οί κρότοι είναι υπόκωφοι καί
φτάνουν στ’ αυτιά τους σέ κα νονικά, πάντα τά ίδια, χρονικά_διαστήματα. Ξαφνικά ένα δυνατό ρεύμα άέρος σβυνει τό φως τού φα ναριού. Ό Στραπάτσος αφή νει ιμά βλαστήμια νά τού ξεφύ γη. — Ό διάολος νό μέ πάρη, αν βλέπω τή μύτη μου!, μουγ Τρίζευ. -— Θαρρώ πώς θά δυσκολευ τούμε νά τ’ ανάψουμε1!, λέει τό παιδί. Τώ ρα είνα ι π ρ αγματ ικά σάν νά βρίσκωνται στην κόλασι. Τό σκοτάδι είναι άδισπέρα στο καί δέν μπορούν νά σαλέ ψουν. Ό Νικήτας βγάζει.1 τό τσακμάκι, του καί προσπαθεί νά τ’ άνάψη. Χωρίς φως είναι αδύνατο νά προχωρήσουν. Α πότομα όμως άφίνει τό τσακ μάκι νά πόση από τά χέρια του καί από ένστικτο κάνει μιά κίνηισι προς τά πλάγια. Τήν ίδια στιγμή ακούει νά σφυρίζη. κάτι· πάνω από τό κε φάλι του απαίσια. Ταυτόχρο να μιά πνιχτή κραυγή φτάνει στ’ αυτιά του από τό μέρος πού πρέπει νά στέκη ό Στρα πάτσος. Τό παιδί πιέζει· τή σκανδάλη τού πιστολιού του σημαδεύοντας στά τυφλά προς τό αντίθετο μέρος. Στη λάμ ψη τού πυροβολισμού ξεχωρί ζει μερικούς ίσκιους. "Ενας απ’ αυτούς σίγοοραδέχτηκε ένα μολύβι κατάστηθα γιατί τό λαγούμι γεμίζει από ένα δυνατό βογγητό·. Τό ηρωικό Ελληνόπουλο σφίγγει τά δόν τια. Δέ μπορεί ακόμα νά καταλάβη τί ακριβώς έχει συμ^
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
βή. Πυροβολεί γΐ'ά δεύτερη φο ρά και ή υπόνομος γεμίζει ττά λι βροντές και καπνούς. Τώ ρα ένα άγριο ουρλιαχτό έρχε ται από πολύ κοντά. Κάποιος διπλώθηκε στα δυο και κυλί στηκε ατά ποδιά του. — Γεράσιμε!, φωνάζει τό παιδί. Δεν παίρνει καΐμίμιά άπάντη σι. — Γεράσίιμε!, ξανσφωνάζει. Μίλησε νά καταλάβω πού βρίσκεσαι! -— Έδώ, καπετάνιο ! Ή φωνή-όμως πού έρχεται απ’ τό σκοτάδι πνίγεται από τομα. — Έδώ, καπετάν Νικήτα! Αυτή τή φορά ακούει τον βαρύ γδούπο πού κάνουν δυο κορμιά καθώς παλεύουν και πέφτουν στο χώμα. Μαζί μέ τις κοντές ανάσες καί τον γδούπο, μπερδεύεται τώρα κι* ο θόρυβος από τζάμια πού σπάνε. Είναι· σίγουρα τά τζά μια του λαδοφάναρου. Χωρίς νά βλέπη, οδηγημένος μονά χα από τά αγκομαχητά, ό Νι κήτας όριμάει προς τά έκεϊ. Περνάει τό άδειο πιά πιστόλι στο ζουινσρι του καί φουχτιάζει τή λαβή του σπαθιού του. — Κρατήσου, Γεράσιμε!, φωνάζει. Μά, καθώς σαλτάρει, κά ποιος πέφτει ανάμεσα στά πό δια του καί'τό ηρωικό Ελλη νόπουλο νοιώθει νά χάνη τό
33
έδαφος, νά τινάζεται ψηλά καί νά ξαναπέφτη ανάσκελα μερι κά βήματα πίσω. Αισθάνεται ένα φοβερό πόνο, .μά δέ λυγί ζει. Τινάζει προς τά εμπρός τά χέρια καί οι γροθιές του πέφτουν σ’ ένα γλοιώδες καί ίδρωμένο μούτρο. "Ενα σιγα νό σφύριγμα περνάει πλα1 του. Την αμέσως επόμενη στιγμή, βάζοντας όλες του τις δυνάμεις σ’ ενέργεια, καταφέρ νει νά κυλήση πλάγια. Ξεφεύ γει ένα χτύπημα καί τό λαστι χένιο κορμί του ξαναβρίσκει τή φόρμα του. Στυλώνεται στά πόδια του, άκουμπάει τή ράχη στον τσιμεντένιο τοίχο καί τραβάει τό γιατρ^άνι του. Ή λεπίδα διαγράφει ένα ά γριο τόξο καί κομματιάζει· κά ποιον πού μουντάρει μουγγρί ζοντας απάνω του. 'Μά αυτή είναι ή τελευταία κίνησι πού κάνει. Σχεδόν αμέ σως κάτι βαρύ χτυπάει μέ α φάνταστη δύναμι τό κεφάλι του πίσω απ’ τό δεξιό αυτί. Τό παιδί αφήνει ένα βογγητό πόνου καί δοκιμάζει νά φυλαχτή παίρνοντας μια στροφή πλάγια. "Ενα δεύτερο· χτύπη μα όμως, πιο δυνατό απ’ τό πρώτο, τον κάνη νά γονατίση,. Νοιώθει σάν νά κατρακυλάει σ’ ένα άπατο βάραθρο, ακούει ένα απαίσιο γέλιο καί χάνει τίς αίσθήσειις του. Τό λαγούμι έχει· γεμίσει από παράξενους ίσκιους...
ΤΕΛΟΣ Σ.υγγραφεύς:
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
’Απαγορεύεται ή άναδημοοίευσις
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ
Ρ Μ Β !
Γραφεία:
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
'Οδσς Λέκκα 22 ❖
Άριθ. ΐ
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
Φ Τιμή δραχ. 2
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, "Αθηνών και Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιούττολις. Προϊστάμενος Τυπο.ραφείου: 5Αν. Χατζηβασιλείου, "Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Ιί<ΙΙ»ΙΙΜ·ιΙ|Ι^ιΙΙ«ΙΙιΙΙ1Ιι|ΐ|Ιίΐ ||Ι I II...II Ηι ■ ιΙΜΙΙΊ
Στο τεύχος 2, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη έ'βδο■ ιμάδα ·μέ τον τίτλο:
Η ΑΙΧ ό Νικήτας Άστρακάρης και ό Γεράσιιμος Στραπάτσος αντιμετωπίζουν χίλιες φορές τό θάνατο και δοκι μάζουν αφάνταστες περιπέτειες, στην ηρωική προσ πάθεια τους να σώσουν την "Ανθή από τό χαρέμι του Σ ουλτάνου!
"Ενα τεύχος γεμάτο συγκινήσεις, δράσι, ηρωι σμούς, μυστήριο, συναρπαστικά επεισόδια, δάκρυα, γέλια καί... ψαλμωδίες του Στραπάτσου!
Η ΛΕΑΝΑ, Η ΜΙΚΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΤΡΕΜΕΙ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΗ ΙΤΗ 2ΡΥΓΚΛΑ.__________ 9ΕΕ ΜΟΥ.1 ΝΑΤΟί ΝΟΜΙΚΟ Π9Ι ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΑΜΠΟΥ.ΕΠ.ΤΕΑΟΥΣ.'
ΣΤΑ ΒΑΘΗ
ΤΗΓ ΑΠΑΤΗΤΗΣ 20 ΥΓΚ Λ ΑΣ 2Η Ο ΚΥΡΙΟΣ Τ9Ν ΑΓΡ|0|γ ΑΝΘΡ&09Ν ΚΑΙ ΘΗΡΙ5Ν. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΧ Ζ3ΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΜΥΧΤΗΡΙ&
ο ΤΑΜ Π*
ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ; ΕΙΝΑΙ ΜΑΐ\)Σ; ΕΙΝΑΙ Ε ΝΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ* Τ^Υ ΑΙΚΑίογ ΠΡΟΙΚΙΣΜΕ ΝΟΙ ΜΕ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΕΣ ΑΥΝΑΜΕίΣ.01 ΚΑΚΟΙ Ό/ν ΤΡΕΜΟΥΜ.ΟΙΑΑΙΚΗΗΕΝΟΙ ϊ ΑΥΤΟΙ*
ΤΥΝΕΧ 12 Ε ΤΑ *
Ο «ιΓΚΙΑΟΥΡ ΝιΙ'ΚΉΤΑΣ»
ΛΑ αυτή την κρίσιμη ώρα κρέμονται σέ μια κλωστή. 5 Από τη μια στιγμή στήν άλλη, ή σκοτει νή υπόνομος πού ψέρνει στα υπόγεια του παλατιού τού Μαγμουτ Σουλτάν μπορεί να γίνη ό τάφος του ήρωϊκου Νι κήτα Άστρακάρη κι5 όλα νά σταματήσουν εδώ και νά σβύσουν τά όνειρα κι3 οί ελπίδες. Τό παιδί, ζαλισμένο από τό δυ/νατό χτύπημα πού είχε δε χτή τόσο ύπουλα στο πίσω μέρος του κρανίου, νοιώθει νά χάνεται τό έδαφος κάτω από τά πόδια του. Είναι σά νά γκρεμίζεται σ’ ένα βαθύ πη γάδι πού μοιάζει μέ κόλασι. Αφήνει ένα βογγητό και τό ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ
γιαταγάνι γλυστράει απ’ ' τά χέρια του. Τό κορμί του βρον τάει βαρειά χάμω καί ό Νική τας μ’ έναν απερίγραπτο τρό μο διαπιστώνει πώς χάνει τις αισθήσεις του. — Είμαι χαμένος... Είμαι χαμένος... Αυτές οι δυο* λέξεις, σάν δυο πυρωιμένα κοορφιά, σφη νώνονται στο μυαλό του καί μ ονσμ ι άς κστ αλ αβαί νε ι πώς πρέπει ν’ άντιδράση. Σάν ένα φλογερό αστέρι έρχεται καί φεγγοβολάει μπροστά ’ στά μισόσβυστα μάτια του, γλυκό όραμα, τό πρόσωπο τής Αν θής, τής όμορφης αρραβωνια στικιάς του πού βρίσκεται στά χέρια των Τούρκων. Είναι μιά μορφή πού κλαίει καί ικε τεύει καί τον αναστατώνει. *Ό-
4
Ο
Μ I Κ Ρ Ο I
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>
χι, δεν πρέπει νά μείνη σκλάπτό, βογγάει τώρα πεσμένος στα πόδια του μέ σπασμένο βο; ή 9 Ανθη. (*)_ Στη σκέψί αυτή, τά νεύρα μπράτσο. Κι5 από τή μια στιγ του τεντώνονται και δλες οι μή στην άλλη τό βαρύ γιατα Τνες ταυ κορμ.ού του μπαίνουν γάνι βρίσκεται τυλιγμένα στη σέ κίνησι. Μια δυνατή οργή φούχτα τού παιδιού. Τώρα ή Φουντώνει μέσα του και νοιώ σύγκρουσι γίνεται πιο σκλη ρή καί πιο άγρια. Σέ κάθε θει τις δυνάμεις του νά ξαναγυρίζουν. Τινάζεται ορθός και βήμα παραμονεύει ό όλεθρός. σφίγγει τά δόντια. Κάνει με- Μά τό ατρόμητο Ελληνόπου ρ ,<ά βήματα πίσω κι9 υστέρα λο, πού έχιει καρδιά λιόντατιου, δέ φοβάται. Παλεύει σάν οάν αφηνιασμένο άγριο άλογο ρίχνεται προς τά έμπρός μέ δέκα μαζί άντρες κι5 ή ατσά προτεταμένα τά χέρια. Οι ί λινη κοφτερή λεπίδα θερίζει σκιοι, που έχουν γεμίσει τό σάν καρμανιόλα γύρω του. σκοτεινό λαγοΰμ ι, ξαφιν ιόζον — Έδώ, Γεράσιμε!, ψωνάτα ι. Τό σκοτάδι γεμίζει ουρ ζε1 · λιαχτά καί πανκό. "Ένας α 9Απτό κάπου έκεΐ κοντά έρ συγκράτητος σίφουνας γίνε χεται σάν άπάντηισι ή φωνή ται τό παιδί καί πέφτει απά τού αχώριστου συντρόφου του, τού Στραπάτσου. Άκούγεται νω τους καί τούς σκορπίζει. — Ό γκιαούρ ξαναζωντά ένα ρυθμικό γκάπ-γκούπ, πού τό συνοδεύει σάν υπόκρουσι ή νεψε!, άκούγεται ίμια κραυγή. — Ό γκιαούρ! Ό γκια φάλτσα φωνή τού Κεφ άλλων ν τη: ούρ ! -— Ευλογητός εΐ, Κύριε, δίΟί γροθιές του σαν σιδερέ δαξόν με τά δικαιώματα σου. νια σφυριά τινάζονται μέ α Μετά των ανάπαυσαν σύλληπτη ταχύτητα προς ό τον δούλαναγγέλων σου... λες τις κατευθύνσεις, διαγρά "Οσο φάλτσα σμως κΓ άν φουν τόξα κι5 ευθείες καί τσα ψέλνει ό Γεράσιμος Στραπάκίζουν κάθε εμπόδιο πού βρί τσος, αυτή τή στιγμή ό Νική σκεται μπροστά τους. Είναι νομίζει πώς ακούει τά Χε ένας αγώνας φάτσα μέ φάτσα τας μέ τό θάνατο. Μια μάχη μέ τό ρουβείμ νά τραγουδούν. Ή εϊπώς ό φίλος του είναι χάρο πού δέιν έχίει άλλη σμοια δησι τον γεμίζει μιά απε ξαναδή μάτι ανθρώπου. Επι ζωντανός χαρά καί αυτά τά τίθεται κι5 αποκρούει. Απο ρίγραπτη γκάπ καί γκούπ, πού σημαί κρούει κι* επιτίθεται. νουν πώς γυμνάζει κι5 αυτός Σέ λίγο έχει κιόλας ένα τις γροθιές του απάνω στα κε σπαθί ατό χέρι του. Εκείνος, ψάλια των Τούρκων, τον κά πού τό κρατούσε, πριν ένα λε- νουν νά πάρη καινούργια δύνομι. (*) Δτάιβασε^ το ττοοηιΥ'-ϋινενο — Στο ψαχνό, Γεράσιμε!, τε&νοό: «'Γιά το Χριστό καί την του φωνάζει. Στο ψαχνό! 'Ελλάδα».
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ί Ρ Η ί "Απότομα όμως σωπαίνει. Κάποιος πού βρίσκεται πίσω του και δεν τον έχει άντιληφθή γαντζώνεται στη ράχη του και νοιώθει δυο χέρια να του φου" χτιάζιουν τό λαιμό. — Σταιμάτα τις τρέλλες, γικιαούιρ Ν ικήτα!, σφύριζει μια βραχνή φωνή γεμάτη λύσ σα καί έχθρα στ" αυτί του. Πα ραδσσου καί πέταξε τό γιατα γάνι πού κρατάς. "Έτσι υπάρ χει ελπίδα νά σέ συχωρήοη ό καπουδάν Ρεσίτ πασάς... Τό παιδί δέ μιλάει. Σφίγ γει μονάχα τά δόντια καί, κά νοντας μερικά βήματα προς τά πίσω, πέφτει μ" ορμή στον πέτρινο τοίχο τής υπονόμου. Έκεΐνος πού βρίσκεται σκαρ φαλωμένος στή ράχη του νοι ώθει τό κεφάλι του νά τσαικίζε ται σάν καρπούζι, καθώς βρο'ν τάει απάνω στήν πέτρα, καί τά χέρια του έχουν τυλιχτή οά φίδια στο λαιμό τού Νική τα παραλύουν. Σ’ ένα τιναγ μό του λαστιχένιου κορμού του άπσλάσσεται απ’ τό πε ριττό βάρος καί · μέτό σπαθί ατό χέρι όρμάει πάλι προς τά εμπρός καί σκοντάφτει... απά νω στον Στραπάτσο! Ό κον τόχοντρος Κεφαλλωνίτης, μή μπορώντας νά διακρινή μέσα στο σκοτάδι ποιος βρίσκεται μπροστά του. σηκώνει ένα βα ρύ ρόπαλο πού κρατάει καί εί ναι έτοιμος νά τό κατεβάση ατό κεφάλι τού παιδιού, ενώ : ταυτόχρονα ψέλνει σέ ήχο... πλάγιον τέταρτον: — Ανάπαυσαν αυτόν, Χρι στέ,, έν ΓΊαραδείσφ όπου ουκ έστιν πόνος, ου λύπη, ου στε
§ ναγμός. Μετά των "Αγίων άνάπαυσαν... "Αφησε τ" άστεΐα, Στρα πάτσο^!, γρυλλίζει τό παιδί καί τού αρπάζει τό χέρι. Είπα με νά ψέλνης τους ΧούρΚους όχι όμως καί τους φίλους σου. — Καπετάνιο μου! ξεφωνί ζει μέ λαχτάρα ό Κεφαίλλωνί·· της. Τί πήγα νά κάνω, καπετά νιο μου! Καί ρίχνεται στήν αγκαλιά του. ^— Έν τάξει, Γεράσιμε!, κάνει τό παιδί καθώς νιώθει έτοιμα νά σπάσουν τά κόκκαλά του άπό' τή θερμή περίπτυξι τού συντρόφου του. Είμαι ακόμα ζωντανός, αλλά σέ λί γο θά τά τινάξω άν εξακολού θησης νά μέ σψίγγης έτσι! ΤΟ ΦΥΤιΗΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΗΝ άλλη στιγμή, ψάχνον τας στά σκοτεινά, βρί σκουν ένα φανάρι από εκείνα που είχαν μαζί τους οι Τούρκιοι. Τό δικό τους δεν ύ“ πάρχει πια. "Εσπασε. Τ' ανά βουν καί ρίχνουν μιά ματιά γύ ρω τους. Τό θέαμα είναι άναγοιχι αστικό. Μετρούν δέκα νε κρούς. — Δεν είναι καί λίγοι!, α ναστενάζει ό Στραπάτσος. — θαρρώ πώς δεν υπάρ χουν άλλοι, λέει τό παιδί. Χά καταφέρομε μιά χαρ_ά, ώς εδώ. Καί τώρα εμπρός, -αναρ χίζουμε πάλι τό δρόμο μας καί ό Θεός βοηθός... "Αρχίζουν νά , βαδίζουν. — Είμαι περίεργος μονά χα νά μάθω, λέει ό Στραπά-
Τ
έ
ό Μ 1 Κ β 6 ϊ
»»»»»»»»»>>»>&>»>>>>&>>>»»>>»&&»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»:
τσος καθώς προχωρούν, ποιος τους ειδοποίησε και μάς ετοι μάσανε μια τέτοια υποδοχή... —"Εχεις ακουστά γιά τον Ρεσιτ πασά; ρωτάει τό παι δί. — 'Οχι. — Έ! Λοιπόν αυτός ό Τουρκάλας είναι ένας σωστός σατανάς. "Ολα τα έχει προβλέψει, μια και είναι σίγουρος πώς θά του κάνουμε βίζιτα α ναζητώντας τήιν Άνθη. "Εβα λε κάτω τά πράγματα καί τά ; μελέτησε με προσοχή. Σκό φτηκε όλους τους τρόπους πού θά ήταν δυνατό νά χρηστμοποι ήσουμε για νά φτάσουμε στο παλάτι. Κι’ ανάμεσα σ’ άλους τούς άλλους θυμήθηκε καί την υπόνομο. Τώρα λοιπόν πρέπει
Σταυατοϋ-ν
καί
βλέπουν
νά είμαστε προσεχτικοί, για τί δεν αποκλείεται νά μάς έ· χη ετοιμάσει κάποιο καινούρ>ιο δόκανο πιο πήρα. Καθώς προχωρούν, κοντο στέκουν κάθε λίγο καί άφουγκράζονται. Ή υπόνομος δεν ακολουθεί πιά ευθεία γραμμή. Τώρα υπάρχουν απότομες στροφές καί ό δρόμος γίνεται όλο καί περισσότερο ανηφόρι κός. Που καί που συναντούν καί πέτρινα σκοτλιά. — Καί κάτι άλλο δέ μπο ρώ νά καταλάβω, λέει ο Στρα πάτσος. Θυμάμαι, πριν μάς επιτεθούν, πού ακούσαμε κάΐΤι παράξενους θορύβους; — Ναι. ^Ηταν σά νά έσκα βαν κάπου εδώ κοντά. — Γιατί νά σκάβουν;
κάποιον πού κάτι παράξενο ετοιμάζει.
Μ.ηά¥ί!ΛόίΐέΡΗ2 ............ .. 9 »»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»>&>>>>>»»»»»»»»
— Αυτό ούτε κι’ εγώ μπο ρώ να τό εξηγήσω, λέει ό Νι κήτας. Ή αλήθεια είναι πώς τό πράγμα μέ παραξένεψε. ’Αλλά 5έιν προστάσαμε νά τό κολασκεφτούμε. Μάς ριχτήκα νε... Τώρα ανεβαίνουν μια άλλη πέτρινη σκάλα. Ανεβαίνουν μέ προσοχή. Ή υπόνομος παίρνει μια στροφή προς τά δεξιά. Προχωρούν και μπαί* νουν σέ μια καινούργια κα μπή. -αψνιικά δμως στέκουν. Τό παιβί νοιώθει τά δάχτυλά του Στραπάτσου νά σφίγγουν τό μπράτσο του. Γυρίζει καί -ιόν κυττάζει. 5Εκείνος τού κά νει νόηιμα νά μείνη σιωπηλός καί τού δείχνει ιμέ τό μάτι έ ναν Τούρκο που είναι ξαττλω-
μένος μέ την κοιλιά κατά γης καί κάτι κάνει. Έχει δίπλα ίου ακουμπισμένο ένα λαδοφάναρο καί εργάζεται. Αέ μπορούν νά καταλάβουν τί κά νει. Εκείνος, άπορρ αφημένος από τη δουλειά του, δέν φαίνε ται νά τούς έχει άντιληφθή ή, κι5 άν τούς εΐδε, δέ νοιάζεται γιά την παρουσία τους. Είναι φανερό πώς κάτι ετοιμάζει καί βιάζεται νά τό άποτελειώση. Ό Στραπάτσος, πού κρατάει ένα ρόπαλο^ —-λάφυίρο α πό τη μάχη πού^ προηγήθηκε — φτύνη τις φούχτες του κι* έτοιμάζεται νά έπιτεβή. -— ΝΓ αρχίσω νά... ψέλνω; ρωτάει χαμηλόφωνα. Τό παιδί τού ρίχνει μια
01 301Λ ΙΟΧ ίθγθφ 300 *31 >3£>00ΐηγλ 300 3γ *500101150<3 !'][
..31039 3ΐηο ΒτίηοΑοΧ
9
Α3γ ·ρΐ3γηθ'9
ΐΒ^ριγϋηο ' ] »ι γη>ΐι^ —
:!' 3γ! 1 ΟΌ<53_| /01113Υ9^
·οτ1υο99 ΟΙ ΑΠθθ50€ΐηθ:ΛΐΟ ΙΟΧ 5ηοι ΟΟΛΟΙΙ -ο ■ ΛιΠοΠόο 'ηοΐϊΙηοΑογ ηοι ίιΧ 00» ΙθΑΐ310X0 ^301 ·ϊ1 30' ΑΟΓΒΛΟήοϋ ι3011 ^ ηοΐΐ Ίθ'1ΧίΟ]( 31Λ311 ΟΑΟΦΧ
ειχ
-φίποχ ΌΊζΟΙΙ 301 ΙΟΧ Χ>103·Χ 301 ΟΐΟγρϊΙΧίΟ 13 30130 θ! >1 5'ΠΟ'Ι ΐΑίΟΧΟ ΟΟΐΑοΧ ΟΑ0^ *Α,ηθ0ΑΠΓΐθ ΟΛ 5ηθΑΟΧ1ΑΟ ΑΠΟΑΟΧ 5ΠΟΙ ΙΟΧ 5ηθ1 (Όόηλ ΙΟΙΛΟΑΐ γπΐ ν-----ΟΛ30
ο\α/
-ΟΧ ΑΟΙ 301Λ 301 γ!>----- 5313γι1ί0 Ο'Πρ ΙΟΧ 5ηθ1 Όΐγ3θφ3Χ 301 £110 09ΑΟ11 • ίΒ^Ι ^ΠφΟ 1130χ ' ’ΛίΠΟΆ 150'ΐφθ'0 11 Α3§ 5 031^0 ^ '30039θΦ 3ΐΛιΠΟΑίΟ±1 Ο'ϊΐ 10311 ΟΙ 01130 5 ηοι 301Γΐθ1θΧ 301 Π011 ν Ο γιο" (θί'3011 ^Ληο^οοχ,Ιαο 30Α όοοί 5φ 1Οϊ1ί!013 ~ΟΑί]3 ΤοτΙρΧ 5ΐ2ΐογ.ιι - 5,1390:0φ ιοί ΑΟΑφγΐΙΟ^ 130Χ 50Φ093 01Ο 5οι -Α,οοτ11ιιο;ογ9 Αηογηχοόιοχ ιοχ 131130) ΙΌ ΛΟ 5Π01 ΙΟΧ 5Π01 30!§ -011 3010 1013Π39<5311Γΐ 'ϋΐ9 Λ'ΠθΧ3 ΟΙ Λ(39 ΐρΡ-^ΧΙ-Ο ?Χ£) Ε-03Γ! Π011 ιοχ ηοτί9^0110 51αι Ίαόχρ Ιαγγο λΐΐΐ 5(30 ΟίΤΐ ΛΐΙΐί 01130 0Α3 Γ| 001Α31 ιολι3 ηοιι Ίαποχο οά^, *5ηοι 019011 ν 3010 Ια 10390)3 ΐΐή 13X3
1130>{ ·01Λ3Γΐΐ01 ΟΙΟ 53101011 010ΐΐ3Α 30-1 ΧιΧΟΟΟ 300 Λ.ηθ1ΛΟ(59 ΙΟΧ ογγίο ΑΟΙ 0110 (030111 5θΛ -.3 Ο ΟΙΙ'ΓίηΟΊ ΟΙΓί, Α,ΠΟΑιϋίΟΙΙ Ί3Α -109^00 11 Αη09ΡΥ301ΟΧ 3θγθΧ - ργοχ' αιΟιι 'ρχ'ΐαΑίηφ οα" ιοί •·3^ΌϊΊ|1013 5ο03τ! οι -30 301 τΐ
ηοιι 30γθΧι0ιΠ0'_1_ ηοι 5θ(5ιι" ΙαΑηοοΙχ οιόΑ
3Γ(' Αηθ(5301Αηθγ\/
-οό
*ογοιι
ΟΙ 13Α,ΟΟΧ-ΙΐΟΟΑΟ 5θΓΐ:100039 ο {-ιχ ηοι ργηιΧρρ ριο οοοτΙγοα ·>0 ΙΑΟΑΟΙΟΐΑ ΟΙ 13ΑΑΐφθ 191011 ο_]_ ·ποοιοιιο(5ι ^ ηοι ιοΙιίΑρ.ιι >30 Ια ιοα]3 ηοι ογίιιρ οΐιρ Γοι -3X03 ηοι. οιΙιοΙΑΑηότΙ ολ“]
τ ο 4 χ 8
μ
ο
οα
ιοαι3
Ιαί 300013 γ310X10
3η3γηο9 51αΐΑ3φ3 ο 093 -ηο '5ηογγρ ;5ηοι ·3γΙ: 5Ϊ3ϊ13κ :5Γί -οο3<γοιι οο'οο Λΐαθ0_ο ΆΟχιΙαιΧιό 5ρτί ΙΟΧ 13001όοΑογ' ΛθΧ]3 11^0 οΐιρ 5ιΟί00Λ 0311 ηγοιι 3ί1οχι1αΛθ'Φ ΊΠηοΆογ οι οιηο εο οθ3τ1 Φ9? 5ηοΛοίΛιΓΟ^ 3Λ;ηοφρ0 5ρτ1
30Α
3 ΑΟ^Ρ1 δ^Χ 2
4 Ιαί) ΓΐΟΑ,ηρ 5 3ΓΙ
οΧίΟΙ ΑΟΙ 3ΑΟΟ]γΙβΑ ΙΟΧ 3Αθφ -30Χ^ ; ] ο γ3Αιόηο φ ' ΒΛΟΟΟΤίιί013 > •ηοι 3011ΑΟ9 ρι οΐιρ οθ3τί αΒ^ι^' -η01 φ ' [ 3γϊί ορ<3ΐ|33''' ησο ■ ο) όοιι -ρΛΐαΐ.0 ιοΙαίΛοιίρ Ια ρ|\| — ■ •ριρόοΧ' Λίαι^ίιΑ -Α]φθ ηοι ΟΑ 1130Χ ,130ΠνΟΑ. ΙΟΧ ΟΑη9Α1Χ 0γΐρΑ3Γΐ: ΑΟΙ 13Α'10*90γ οιοχ' 5οιΐα3>ΐίΐ|\ΐ 0> ’ύιΐΓίοΑηρ 3τ1 5οα3γΙοι ϊΙ.ξΑο Φοαι ιοαι3 οοηοΑ -ίο" ιοχ 50X^01 ο ρΐ30θ9 131<^ -οχο 13X3 οί3Γϋιο οι οιηο £^; •ηοΧιοι ηοι"5ο03ΐτΙ- χ)α,3 £ο ιβΑ Ιιγοιοχ ηοιι ιγίαιηφ ολ.3 (η ριι ..οοφ 135Ρ9 ^γΙΛΓιχ> ϋι Ιαιηο ΐ30'>ι ηοι ρΐ3γηο9 Ιαί Ι3θθ>ΐ3γ3ΐ 'ϊβΧ -3 5-ΐ3θ!ΐαΑΐχ 53Αο)οΑ 3γΙ 5οχιόηο ]_ Ο, *ρϋΟ0ΟΧ ν ΛηθΟ)ν00θΧ3§ " 0Λ Αηοόοιιη οόφ_ι_ ·οιγθ9ΐΦ^ρ ρΐΓ< Γίοχ Α00Χ3 Α;39 'ΟΧΙΙΟΤίΑοοΙ'υι •ηοι 011Α09 ρι οΐιρ οο3τ1ι ΐ33γ ' \ 51αΐ]τΙθΛΐηγ — Ίφ3Χ -ΟΙ 101399>ι ηοι ΟΑ 5θ 1 ΓΐΌΑΟτί 1300010α - ΙΟΧ ^
ν
^
V-/ /
V
13)^01XI ΟίΟΛΟ £ 1X 13113 Υ9 -· 5ο 1 -ΙίΧΙΜ ο 'οΟφ^. Ί 3^)0τΐίΐ 013 ιιρχ 13X0€ ΟΙ ηοιι ν 11 οιοτίίιο / & θΧΠ(533Ρΐ V ν 'ηοχιι3(ηο_!_ ηοι οίοβΧ ριο οίι »ρττΐ ΟΙ ΟΑ,3ϊΙιΓΟφ(5θΧ^ 13Χ3Λ ’ΠΟΙ 5οφη οχιΡρίΛίΦχΑ οι Ια^οοόίιι ΟΑ 5θθτ1θ "οόίοχ 13X3 Α3§ 5θ1 -Ιιχΐ[\| ο> *' 3^ρι φηοοιοχι 51ιιια οογγοφΒχ Ο, *Ιΐγ)3Χ ριο· ογοιΧ >Ρ9 οι ΐ3Αςί0φ ιοχ ραοΓΐ οιΦΑ
.....................
«
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙ ΕΡΗΣ
9
«δεύτε λάβετε τον τελευταΐον τι θά γινότανε. Υπάρχει έλπί ασπασμόν» πολύ σύντομα! δα νά βγαίναμε μέ μερικές μο — Προς τό παρόν θά γλεν νάχα γρατζουνιές άπ" τήν έτήσετε ωραία, μά τον "Αλλάχ, κρηξι. "Ομως, εδώ πού είμα γκιαούρηδες!, φωνάζει κοροϊ στε, θά γίνουμε κιμάς καί ψιδευτικά κάποιος. Ό Ρεσίτ λ οκο μένος μάλιστα. πασάς σάς ήθελε ζωντανούς —· Θαρρώ πώς προτιμώτεγια νά σάς σουβλίση. Μά τό ρο είναι νά κάνουμε κάτι άλ ίδιο είναι. Θά γίνετε ψητοί λο, άπο^ρίνεται τό παιδί. τώρα μέ τό δυναμίτη. Καί, σχεδόν αμέσως, τεν Και φεύγουν τρέχοντας. τώνεται καί, δίνοντας μιαν α Τιρέχουν καί τό ποδοβολητό πότομη κλίσι στο δεμένο κορ τους σβύνει πέρα, μακρυά, μί του προς τά πλάγια, αρχί στο βάθος τού λαγουμιού. ζει νά κυλάη σάν βαρέλι προς — ΕΤσαστε χαμένοι!, γκρι ίο μέρος τού αναμμένου ψυτη υιάζει ό Στραπάτσος καθώς λ ιού. Ό Στραπάτσος γουρ τεντώνει τά μπράτσα του λώνει τά μάτια. προσπαθώντας νά λασκάρη -— Τί πάς νά κάνης εκεί; τά σκοινιά. "Ολα τά περί μέ ρωτάει τρομαγμένος. Δέ τό να, ;μά πώς μπορούσα νά ^γί βλέπεις πώς τό φυτήλι σώνενω πυροτέχνημα δεν τό εΐχα ται κάθε λεπτό πού περ σκεφτή... Ούτε ψύλλος στον νάει καί πιο πολύ; ' Ο Ν ιικήτ ας " Αστ ρ ακά ρ η ς κόρφο μου... "Αγωνίζεται, μά δέ κατα δεν δίνει άπάντησι. Άγκομαφέρνει τίποτα. Τά σκοινιά ξε χώντας προχωρεί πάντα κυ σκίζουν τις σάρκες του, μά λώντας καί ζυγώνει τό αναμ δεν χαλαρώνουν. "Αναστενά μένο φυτήλι, πού εξακολουθεί νά καίγεται αφήνοντας ένα άζει. — Τί λέει, καπετάνιο; Ν" νατριχιαστικό σιγαλό σφύριγ αρχίσω νά ψέλνω γιά... λογα μα. ριασμό μας αυτή τη φορά; ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ Ό Νικήτας δμως δέ μιλάει. ΤΟΥ ΡΕΣΙΤ Κυττάζει τη μικρή γλώσσα ΚΑΠΟΥΔΑΝ Ρεσίτ τής φωτιάς πού σέρνεται σά πασάς έχει ζαρώσει φίδι στο έδαφος και ολοένα; τά φρύδια καί τό βλέμ ζυγώνει καί περισσότερο τον μα του, δσο περνάει ή ώρα, σκαμμένο τοΐχο μέ τό δυναμί τη. Μέ τό βλέμμα καρφωμένο γίνεται θολό από τή λύσσα. προς τά εκεί σκέπτεται. Τό Είναι ορθός καί κάθε τόσο πη μυαλό του δουλεύει γοργά, ε γαινοέρχεται μέσα σ’ ένα βαξετάζοντας κάθε πιθανότητα ρειά επιπλωμένο δωμάτιο τού Σεραγιου, σάν νά περιμένη σωτηρίας. — "Άν μπορούσαμε νά κυ κάποιον. "Από τό ανοιχτό πα λήσουμε πίσω από τά σκαλο ράθυρο φαίνονται γαλήνια τά πάτια, λέει ό Στραπάτσος, κά γαλάζια νερά τού Βασπόρου,
©
10
Ο
Μ ι Κ Ρ Ο Σ
►»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
όπου ταξιδεύουν <μέ τά πανιά μικρά και μεγάλα καράβια. Πέρα, μαικρυά, στον^ μικρό όρμο του Κεράκιο1, πού αυτή την εποχή είναι ένα είδος πο λεμικού ναυστάθμου, είναι α ραγμένα στή σειρά τά ντελίνια τής αρμάδας. Πιο μέσα, στήν απέναντι στερηά, υψώ νονται μεγαλοπρεπείς οί τρου λοι τής 'Αγίας Σοφίας, πού έχει μεταβληθή σέ τζαμί καί, σκόρπιοι σ5 ολάκερη τήν υπό λοιπη πολιτεία, υψώνουν προς τον1 ουρανό τις μύτες τους οί μιναρέδες. Μένει γιά μερικές στιγμές ακίνητος στο παράθυρο. "Υ στερα γυρίζει κα] χτυπάει ένα βαρύ φρεσκογυαλισμένο τάσι
πού κρέμεται στον τοίχο. "Ε νας απ’ τούς σωροποφυλακές του μπαίνει κάνουντας ένα β αθύ τεμενά. — Δέ φάνηκε κανείς, Σεφ· κέτ; ρωτάει. —"Οχι, πολυχρονεμένε πα σά ρου. Κανείς ακόμα. — 3Απ’ τό λαγούμι τί νέα εχεις;
— Κι5 από εκεί, πασά δέν φάνηκε κανείς. — Καί όμως πρέπει κάπου εδώ κοντά νά βρίσκεται ό γκι αούρης. "Ενας ψαράς είδε έξω από τά στενά χτές τό ξημέρωμα τό λατίνι του. Πώς γίνε ται νά μή ψανή; Ό σωματοφύλακας δέ μι λάει. Γίνεται μιά μικρή σιω-
*Η υίκρή Φλόγα ολοένα και περισσότερο ζυγώνει στο δννααίτη
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
11
.»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>
'Η βάρκα μέ
τίτν άμορφη, που ττ^όχιει-τοα νά βρ.η ι'*γρο τάφο στο Βάσπορο διασχίζει ιτά σκοτεινά «νειρά.
πή. "Υστερα άιτό λίγο άκούγε ται ττάλι ή φωνή του Ρεσίτ. — Ή κοπέλλα ττου βρίσκε ται; ρωτάει. — Είναι έκεΐ πού διάταξες, πασά μου. — Μίλησε; — Όχι. Στέκει μονάχα συλλογισμένη μέ δακρυσμένα :μάτια και λέξι δέ βγάζει από τό στόιμα της. Μονάχα κάθε τόσο αναστενάζει. "Ενα άσκημο χαμόγελο σχε βιάζεται στο -μούτρο τού καπουδάν πασά. — Θ’ άναστε,νάζη πολύ α κόμα!, λέει. Κι’ όταν την κλεί σουν στο χαρέμι, θ’ άναστενάζη περισσότερο. ’Άϊντε, Σεφ-
κέτ, και πές τους νά *μοΰ τή φέ ρουνε εδώ. Ό σοοιματοφύλαικας κάνει έ ναν καινούργιο τεμενά καί φεύ γει. "Υστερα από λίγο, δυο άλλοι Τούρκοι φέρνουν σέρνον τας την Άνθη Καραδημήτρη. Ή όμορφη Ελληνόπουλα εί ναι χλωμή. Μέσα στα δάκρυσμένα όμως μάτια της αστρά φτει μια σιδερένια θέλησι. — Λοιπόν, γκιουζέλ, ρω τάει κοροϊδευτικά ό πασάς, μή’τως θυμήθηκες τώρα που έχει τό λιρέρι του ό άρραβωνιαστικός σου; — "Οχι. Δέ θυμήθηκα!, α ποκρίνεται ή κοπέλλα. — Κι’ όμως πρέπει νά θυ-
12
0 Μ I Κ Ρ Ο Σ <<<<<<<<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<«<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<<
μηθής. Γιά τό καλό σου σου μιλάω. "Αν μου πής πού κρύ βεται κάθε τόσο μέ τό καράβι του ό γκιαουρ Νικήτας, θά σέ ξαναπάω εγώ ό ίδιος στο νησί σου καί θά σέ παραδώσω στον πατέρα σου. "Αν όμως ' έξσικοίλουθής νά μή θυμάσαι... 6ά μετανοιώσης! — Είμαι 'Ελληνίδα,. λέει η Άνθη καί τά μάτια της γεμί ζουν αστραπές πού ξαφνιά ζουν. Είμαι Έλληνίδα καί δέν προδίνω κανένα χριστιανό. — -έρεις τί σέ περ ιμένει; ρωτάει τώρα άγρια ό Ρεσίτ. — -έρω — Καί δέ φοβάσαι; — Είμαι έτοιμη νά πεθάνω γιά την πατρίδα μου. Δέ φο βάμαι ! Ό καπουδάν πασάς δαγκώ νεται. Μιά δυνατή λύσσα τον πνίγει. Δέ μπορεί νά συγκρατηθή. Σηκώνει τό βαρύ χέρι του καί τό κατεβάζει μέ δύνα μι- στο πρόσωπο1 τής κ απέλ λας. —Νά γιά νά μάθης!, μουγ γρίζει. Τό κορίτσι στέκει ακλόνητο στη Θέσι του. — Είσαι ένας δειλός!, τού λέει. Οι αληθινοί άντρες δέν χτυπούν ποτέ μιά αιχμάλωτη γυναίκα. — Βούλωσε τό στόμα σου, άπιστη σκύλα!, ουρλιάζει συ-* τός καί ξανασηκώνει τό χέρι του καί την χτυπάει πάλι. Σέ μένα, τάν καπουδάν Ρεσίτ, δέν περνούν κάτι τέτοια. Νά τό ξέρης! "Ενα χαμόγελο γεμάτο πε ρ ιφρόνησι είναι ή άπάντησι
τής Ανθής. Πονάει από τό ά νανδρο χτύπημα. Μά δέν θέλει νά τό δείξη. Χαμογελάει περι φρονητικά. "Ομως αυτό τό χα μόγελο είναι κι* ή καταδίκη της. Γιατί από τή μιά στιγμή στήν άλλη ό Ρεσίτ αλλάζει γνώμη; κι5 ή λύσσα πού τον πνίγη γίνεται μεγαλύτερη. — Γελάς, βρωμογκιοοούρί σα; μοογγρίζει. Γελάς, γιατί νομίζεις πώς, δ,τι κι* άν μου πής, θά σέ άφήσω νά βρω μιζης τον αέρα μέ τήν ανάσα σου! Μά τό σπαθί δμως τού προφήτη, δέ θά ζήσης πολύ ακόμα. Τώρα θά μάθης! Χτυπάει πάλι τό μπρούτζινο τάσι καί ό σωματοφύλακάς του μπαίνει στήν κάμαρη. — Θυμάσαι, Σεφκέτ, τί σού είπα πριν από. λίγο; τον ρωτάει. Σού είπα πώς χυτή τή ρωμηά ήταν νά τή στείλω στο χαρέμι τού Πατισάχ. Αλ λά τώρα άλλαξα γνώμη. Τέ τοια φίδια μπορούν νά χαλά σουνε τό κέφι του πολυχρονε μένου μας Σουλτάνου. Σού δίνω μπουγιουρντί λοιπόν νά τήν πνίξης. Τό βράδυ, όταν νυ χτώση, στείλε δυο από τούς ανθρώπους μας μέ μιά βάρκα να τήν πάρουν. Θά τής περάοουν μιά βαρειά πέτρα στο >αιμό σάν χαιμαλί καί θ* ανοι χτούν λίγο πιο έξω νά τή φουντάρουν... Κατάλαβες; — Κατάλαβα, έφέντη. — Τώρα πήγαινε καί βέ χρειάζεται νά στο ξαναπώ. ιΚι* ύστερα γυρίζει προς τό μέρος τής Ανθής. Ή χλωρά δα τού θανάτου έχει άπλωθή στο πρόσωπό της.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
13
»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
— Κατάλαβες καί σύ; τή ρωτάει κοροϊδευτικά. — Είσαι ένας φονιάς!, του λέει τα κορίτσι. — Π άρτε τη από μπροστά μου!, γρυλλίζει άγρια ό Ρεσίτ. Π άρτε την πριν τή σκοπώ σω μέ τα ίδια μου τα χέρια! ΜΕ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ!
ΓΛΩΣΣΑ τής φωτιάς (προχωρεί άργά προς τή φωληά του δυναμίτη·. Άπό λεπτό σέ λεπτό, ή φλό γα 6ά φτάση στο τοΐχο καί τότε ή φοβερή έκρηξι θά μετάβάλη σ' ένα σωρό από άμορ φες σάρκες καί κόκκαλσ τού·· τους τούς δύο τολμηρούς "Ελ ληνες, πού ήρθαν εδώ να παί ξουν κορώνα - γράμιματα τή ζωή τους για νά πάρουν από τα χέρια των Τούρκων τήν ό μορφη μελαχροινή κόρη τού Καραδημήτρη. Θρόμβοι ιδρώ τα μουσκεύουν τό πρόσωπο τ ο-ΰ Γερ άσ ρμου Σ τ ρ απάτσου, καθώς παρακολουθεί τον Νική τα πού χειροπόδαρα δεμένος κατρακυλάει σά βαρέλι προς τό μέρος τού αναμμένου φυτηλιοΰ. Άλλα καί τού παιδιού τό βλέμμα είναι γεμάτο άγω ν ία. Γιατί, κάθε στιγ-μή πού περνάει, είναι καί ένα βήμα σίγουρο προς τό θάνατο. Θά προφτάση; Δε θά προ φτάση; Κι' άν φτάση ως έκεΐ πριν γίνη ή έκρηξι, πώς θά μπόρεση νά άχρηστεύση αυτό τό πυρωιμένο φίδι πού παύει πια νά σέρνεται στο έδαφος, αφήνοντας πίσω του ιμιά σκού ρα γραμμή άπό στάχτη, καί
ανεβαίνει τώρα στον τοίχο; Μιά προσπάθεια ακόμα. Μερι κές βόλτες στο υγρό τσιρέντο ακόμα. Δεν άπέχει παρά μο νάχα δυο βήματα. Τό λαστι χένιο κορμί τού παιδιού, ζυγώ νει. Τώρα στά ρουθούνια του χτυπάει ή μυρουδιά τού καη μένου φυτηλιοΰ. Ό ιδρώτας τής αγωνίας τον τυφλώνει. Πέφτει στά μάτια του καί δεν τον αφήνει νά δ ή καθαρά, νά ξεχωρίση τί γίνεται μισό μέ τρο μπροστά του. «Θεέ μου βοήθησέ με!» παρακαλεΐ ό Νικήτας. «Βοήθησέ με νά προλάβω τήν καταστρο φή. 'Άν χαθώ, είναι χαμένη καί ή Ανθή ! » Νοιώθει πολύ κουρασμένος. "Ολα τά τελευταία περιστατι κά τον έχουν κουράσει. Αλλά τούτη ή γεμάτη αγωνία προσ πάθεια νά πλησιάση στο ση μείο του τοίχου, όπου βρίσκε ται φυτεμένος ό δυναμίτης, τον έχει τσακίσει. Αίγο ακόμα όμως καί όλα θά τελειώσουν. 'Βάζει σέ κίνησι όσες δυνάμεις τού απομένουν καί τό κορμί του αρχίζει νά κυλάη πάλι. "Έφτασε! Νά τό αναμμένο φυτήλι. Ή μικρή φλόγα τσιρίζ όντας ανεβαίνει στον τοίχο. Ό Νικήτας σφίγγει τά δόντια καί μέ μιά σβέλτη· κίνησι παίρνει μιά στροφή ανακάθε ται καί κλείνει ανάμεσα στή ράχη του καί στον τοΐχο τό φυτήλι. Τεντώνει τό κορμί του καί ρίχνει ολάκερο τό βάρος του προς τά πίσω. "Ενα χαμό γελο ίκανοποιήισεως φωτίζει τό πρόσωπό του. Τώρα θά σβύση ή γλώσσα τού θανά
14 Ο ΜΙΚΡΟΣ »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>5
του. Δέ γίνεται νά μη σβύση. Χαμογελάει ευτυχισμένος. Περιμένει ένα λεπτό. “Ό μως ξαφνικά αισθάνεται κάτι νά τσουρουψλίζη την πλάτη του. Ό αέρας γεμίζει από μυ ρουδιά καμμενού πανιού και νοιώθει ενα δυνατό κάψιμο στην πλάτη. Τό χαμόγελο χά νεται και τό βλέμμα του γεμί ζει απελπισία. Δεν έκανε τί ποτα! Τό φυτήλι δεν έσβυσε! Εξακολουθεί τώρα πιο βιοοστι κά τό δρόμο του προς τό τέρ μα. Μια δυνατή απογοήτευαι γεμίζει την ψυχή του. Παρα λύει. Δεν έχει κουράγιο νά κουνήση ούτε τό πιο μικρό· δα χτυλάκι του. Είναι χαμένοι ί Και τότε απότομα νοιώθει κάτι βαρύ νά ιπέψτη απάνω του. Ό Γεράσιμος Στραπάτσος, πού παρακολουθεί οστό την πρώτη στιγμή τις κινή σεις του, έρχεται ξοπίσω του κυλώντας κι5 αυτός τό δεμένο κορμί του στο βαρέλι. Ό Κεφαλλωνίτης αισθάνεται μιά βαθιΕίά άνακούψισι, καθώς βλέ πει τό παιδί νά κλε,ίνη άνάμεοα στον τοίχο καί στήν ράχη του τό φυτήλι καί νά τό πιέζη. Είναι σίγουρος πώς θά σβύση. — Τή σκαπουλάραμε! λέει χαρούμενα. Αλλά ή φωνή ξεψυχάει σχε δον αμέσως στο λάρυγκά του. "Έχει δη πώς πιο πυκνοί κα πνοί βγαίνουν τώρα πίσω από τή ράχη τού παιδιού. Κατα λαβαίνει. Τό παιχνίδι χάνεται. Τό φυτήλι δεν έσβυσε καί συ νεχίζει τήν πορεία πού οδηγεί ρτήν καταστροφή. Αυτή τήν
κρίσιμη στιγμή, ό Στραπάτσος καταλαβαίνει πώς όλα μπορούν νά χαθούν, άν δεν κινηιθή σάν αστραπή κι5 άν δεν δράση κεραυζοβόλα. Μπορεί νά είναι αργά. Μά θά δοκιμάση... —Παραμέρισε, καπετάν Νι κήτα!, φωνάζει. "Ομως τό παιδί δεν μπορεί νά κινηθή. Τον ακούει, μά δεν έχει τή δύναμι νά σαλέψη. Τό τε ό Στραπάτσος κυλώντας πάντα σά βαρέλι ρίχνεται α πάνω του. Τό βαρύ κορμί του συγκρούεται μέ τό μπαϊλντισμένο κορμί τού Παιδιού καί τό τινάζει δυο μέτρα πιο πέ ρα. — Νά μέ συμπαθάς, μά δέ γίνεται διαφορετικά, καπετά νιο!, τού λέει. Καί τήν ίδια στιγμή παίρνει τή θέσι πού είχε πριν ό Νικήτας. Μά τούτη τή φορά δεν γυρίζει τήν πλάτη στον τοίχο. Στέκει φάτσα μέ φά τσα μέ τή φωτιά πού σαλεύει ύπουλα. Τό πρόσωπό του φα νερώνει τήν αγωνία πού τον παιδεύει. Μέσα στο μυαλό του έχει φουντώσει μιά τρελλή ιδέα. Είναι τό μόνο μέσο πού τούς μένει νά ξεφύγουν τό θάνατο. Φτάνει νά προφτάση. Μέ δεμένα τά χέρια καί τά πό δια ό κοντόχοντρος άντρας μέ άχρηστα τά σιδερένια του μπράτσα, αγωνίζεται ν5 άνασηκωθή. Είναι φοβερά δύσκο λο, μά όχι κι5 ακατόρθωτο. Μο νάχα πού σέ μιά άλλη περίστασι θά μπορούσε νά τό καταφέρη πιο εύκολα. Τώρα βιά ζεται, γιατή ή ζωή καί των
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ 15 »»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»
δυο τους κρέμεται από δευτε ρόλεπτα. ,Ίο φυτήλι πού καί γεται είναι αρκετά ψηλά. Καί, για νά πετύχη αυτό πού σχε διάζει νά κάνη, πρέπει νά εί ναι ορθός, αγωνίζεται υπεράν θρωπα καί ό ίδρωτας τον μου σκεύει. ΠαγωμένοΊ κόμποι κατρακυλούν από τό μέτωπό του. Άν ασημώνεται. Μά ξανα πέφτει. Δοκιμάζει πάλι, μά βρίσκεται σε λίγο ξαπλωμέ νος πάλι ανάσκελα. Τώρα ή μικρή φλόγα είναι πολύ κον τά στη φωληά Τού δυναμίτη καί ό Στραπάτσος την παρα κολουθεί με έντρομοί βλέμμα. Μια κίνησι απελπισίας ακόμα. Μιά τελευταία κίνησι. Στέκει επιτέλους ορθός! -- Είναι άργά, Γεράσιμε!, ψιθυρίζει τό παιδί. Αυτός όμως δεν αποκρίνε ται. 5Ανοίγει μονάχα τό στό μα καί μέ μιά σβέλτη κίνησι τού κεφαλιού αρπάζει μέ τά δόντια τό φυτήλι καί τό σφίγ γει ανάμεσα στις μασέλλες του. Ή φλόγα αφήνει ένα α παίσιο τσιριχτό ήχο, καθόος βρίσκεται μέσα στο στόμα του. Μιά άγρια σύσπασι τού προσώπου του δείχνει τον φο βερό πόνο πού τον παιδεύει. Καίγεται ή γλώσσα του! Μουγγρίζει σάν πληγωμένος ελέφαντας, αλλά δεν τό αφή νει. Καί, ύστερα από ένα λε πτό, την τελευταία Τσα-Τσα στιγμή πού τούς μένει, τρα βιέται απότομα προς τά πί σω καί άφήνη τό βαρύ κορμί του νά κυλήση ανάσκελα στις πλάκες. Τό φυτήλι ξεκολλάει άπ5 τή δέσμη του δυναμίτη,
όπου ήταν σφηνωμένο, καί μέ νει ανάμεσα στα δόντια του αβυστό πια! Τό φτύνει λίγο πιο πέρα καί ξεχνώντας τούς πόνους γυρίζει προς τό μέρος τού παιδιού. — Ή παράστασι τελείω σε !, τού φωνάζει. Νυν άνάπαυ σαν τον δούλον σου. Κύριε... **
ΜΙΕ'ΣΛ
ΣΤΟ ΙΕΡΑ-Γ
ΙΑ καταθλ ιππική σιω πή απλώνεται γύρω ϊτους. Μονάχα ή βαρειά καί λαχανιαστή αναπνοή τους άκούγεται μέσα στην υπόνομο ■ τώρα. "Ενα λαχάνιασμα σά νά έτρεχαν χιλιόμετρα ολάκε ρα καί νά στάθηκαν τώρα κά που νά ξαποστάσουν. Μήπως δ μ ως όλη αυτή ή αγωνία πού πέρασαν δεν ήταν ένας αγώ νας ταχύτητας μέ τό θάνατο; "Ενας αγώνας απ’ τον όποΐο βγήκαν νικητές.... 'Αλλά βέν έχουν τελειώσει ακόμα. Τό δυσκαλώτερο έγινε. Τώρα απομένει κάτι πιο εύκο λο·. Ν5 απαλλαγούν από τά σκοινιά. Υπάρχει ένας τρό πος πού θά τον βάλουν σ' ε φαρμογή. Κανείς δεν ξέρε; τί γίνεται από τή μιά στιγμή στήν άλλη. Άν οι Τούρκοα ξαναγυρίσουν —καί τούτο βέν είναι απίθανο αφού δεν ακόυ σαν τήν εκ'ρηξι— πρέπει νά είναι έτοιμοι. — Καλύτερα νά βιαστού με!, λέει τό παιδί πού σπάει πρώτο τή σιωπή. ' Η λ ιγόλεπτ η ανάπαυα ι τού ξαναφέρνει πάλι όλη τήν ενεργητικότητα καί τή δίαν-
Μ
16
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»
γεια του μυαλού του. Ή αγω νία πέρασε. Τώρα μπορούν να λογαριάζουν ψύχραιμα και με τρηιμένα τό κάθε τι. Μέ γορ γές κινήσεις, σέρνοντας την κοιλιά του όίτάνω στο υγρό έ δαφος, πλησιάζει τον Στραπά τσθ'. ■— Γύρισε μου την πλάτη σου, του λέει. Θά σου λύσω τά χέρια. 5Εκείνος καταλάβαινει. — Έχεις ωραίες ιδέες, κα ποτάμιο·!, απαντάει πρόθυμα και καθώς μιλάει νοιώθει νά τον πονάει ή τσουρουφλισιμένη γλώσσα του. Άιντε νά τιελειώ νουμε! Ό Στραπάτσος τού γυρί ζει τις πλάτες κι5 ό Νικήτας βάζει σ3 ενέργεια τά δόντια του. Καρφώνει τά δόντια στον χοντρό κάμπο πού κρατεί αιχ μάλωτο τά χέρια τού συντρό φου του καί χρησιμοποιώντας τα σά γυμνασμένα δάχτυλα λασκάρει σιγά - σιγά τη θηλειά. Τό σκοινί χαλαρώνεται κΓ ύστερα από-λίγο μέ μιά μικρ' προσπάθεια ό Κεφαλλω νιτης ελευθερώνει τά χέρια του. — Σήμερον τής ατεκνίας τά δεσμά διαλύονται, αρχίζει νά ψέλνη καί ή φάλτσα φωνή του γεμίζει τό λαγούμι. Πρέ σβευε Χριστώ τφ Θεώ, σωθήναι τάς ψυχάς ημών. — Βγάλε τό σουγιά σου, τού λέει τό παιδί, καί ελευθέ ρωσε τά πόδια σου. "Υστερα κόψε καί τάι δικά μου σκοινιά ί Ό Στραπάτσος δέν περι μένει νά τού τό πουν, “έρει τί έχει νά κάνη. "Εχει κιόλας τό
ο ούγιά στά χέρ ια του καί δου λεύει περίφημα. Σ3 ένα λεπτό όλα έχουν τελειώσει καί σηκώ νονται κΓ οι δυο όρθιοι. Κά νουν μερικές κινήσεις νά ξε μουδιάσουν καί. είναι έτοιμοι. Ό Κεφσλλωινίτης μαζεύει τό ρόπαλο από χάμω καί τό παι δί περνάει πάλι στη μέση του τό γιαταγάνι. Τό λαδοφάναρο δέν έχει σβύσει. Τό παίρνουν κι5 είναι έτοιμοι πά ξεκινή σουν. — Δέν πιστεύω νά συνεχί σου με τον περίπατο, καπετά νιο, λέει ό Στραπάτσος. Ό α έρας εδώ μέσα είναι ανθυγιει νός. Καλύτερα νά γυρίσουμε στο Ψαροχώρι. (*) Τό παιδί τον κυττάζει λο— ζειχνας, <1 ερασί'με, για πσ ό λόγο τρυπώσαμε εδώ μέ σα; — Τριίττώσαμε! Αλλά νά δούμε πώς θά ξετρυπώσουμε! ί ά πράγματα είναι πολύ ζόρι κα καί δέν ανακατεύομαι! — Θά προχωρήσω τότε «μό νος μου!, λέει ό Νικήτας. *Ηρ 6α ν3 απελευθερώσω την Άν θη. Καί θά πετύχω ή θά πεθάνω... — Έν τάξει!, αναστενάζει ό Στραπάτσος. "Αν είναι νά πεθάνης, δεν μπορώ νά σ3 ά· φήσω μόνο. Κάποιος πρέπει νά βρίσκεται κοντά σου... νά σε ψάλη! "Αρχιζαν πάλι νά προχω ρούν μέ προφυλάξεις. Δέν ά(*) Διάβασή τό *πίοο ηγούμενο τιενκιος: «Για τό Χ·ραστό καί την Ελλάδα».
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η I
17
.»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*
κούνε ούτε βλέπουν τίποτα ΰ“ ποπτο καί μι-σή ώρα αργότε ρα, ύστερα από μια απότομη καμπή πού παίρνει ή υπόνο μος, βρίσκονται μπροστά σέ μιαν ορθή σιδερένια σκάλα. — Θαρρώ πώς φτάσαιμε ί, λέει μέ άνακούψισι ό Στραπώ τσος. τ— Αυτό πιστεύω κι5 εγώ, συμφωινεΐ το παιδί. :Εδώ τελει ώνει τό λαγούμι κι5 απ’ αυτή τή σκάλα πρέπει νά μπαίνουν στα υπόγεια του παλατιού. 'Κοντοοτέκουιν λίγο. 'Α-φοσγ κράζονται καί. κυττάζοντας ψηλά, προσπαθούν νά ξεχωρί σουν μέσα στο σκοτάδι μέχρι που φτάνει αυτή ή σκάλα. "Υ στερα, παίρνοντας την από φαση χωρίς ν5 αλλάξουν κου βέντα;, αρχίζουν1 νά σκαρφα; λώνουν. Ή. σκάλα αυτή πρέ πει νά έχη περισσότερα από εκατό σκαλοπάτια, γιατί ό ταν φτάνουν στο τελευταίο·, είναι κατάκοποι. Τώρα πα τούν πάλι σέ πλακόστρωτο έ δαφος. Κύτταξοιν γύρω τους. Βρίσκονται μέσα σ' ένα υγρό θολωτό δω\μ άτ ι ο. — Νά μιά πόρτα, ψιθυρίζει τό παιδί σκύβοντας στ' αυτί του Στραπάτσου. Πραγματ ικά ατό δεξιό τους χέρι ξεχωρίζει ανάμεσα στους σκούρους τοίχους μιά -μικρή σι δερένια πόρτα. — Σιβύσε τό ψώς!, διατά ζει ό Νικήτας. Τώρα, ψαχουλευτά στο σκο τάδι, προχωρούν προς τά ε κεί. Φτάνουν καί σταματούν πάλι. Τό παιδί κολλάει τ’ αυ τί του στο σίδερο. Τίποτα.
Κανένας θόρυβος. Τά χέρια του γλυστρουν ψάχνοντας όλη την επιφάνεια τής πόρτας. Τά δάχτυλά του συναντούν μιά μ π ε τ ούγ ι α. 5 Ακο ύ γ ετ α ι εν α τρίξιμο. Σπρώχνει. Ή πόρτα υποχωρεί. Ή καρδιά του χτυ πάει δυνατά. 5Επί τέλους! Τώρα μπορούν σίγουρα νά πούν ότι ζυγώνουν στο τέρμα. "Ενα ρεύμα ψυχρού αέρα τούς χτυπάει στο πρόσωπο. Τώρα βοηθάει κι5 ό Στραπάτσος κι’ ή πόρτα ανοίγει ολάκερη. Ρί χνουν μιά -ματιά στο εσωτερι κό. Τό δωμάτιο αυτό έχει με ρικά κιγκλιδόφραχτα παράθυ ρα, απ’ τά όποια μπαίνει λι γοστό ψώς. 5Από τή μυρουδιά τού αέρα, καταλαβαίνουν πώς βλέπουν προς τή θάλασσα. Τώρα εΐ-ναι σίγουροι πώς βρί σκονται στο σεράϊ, που είναι χτισμένο πλάι στο Βόσπορο. —"Ελα μαζί μου, Γεράσι με!, ψιθυρίζει τό παιδί. Μέ προφυλάξεις περνάει^ τό κατώφλι. Πίσω ακολουθεί ό Στραπάτσος. Απέναντι τους ακριβώς βρίσκεται -μιά άλλη πόρτα. "Αν εΐ-ναι κΓ αυτή άνοί'χτή... Κ ατε υθύνοντ α ι π ατώντ α ς ατό: νύχια των ποδιών τους προς τά εκεί. "Ενα βήμα ακό μα καί φτάσανε... "Ομως τό βήμα αυτό δ-έ γί νεται ποτέ. Ό Νικήτας νοιώ θει ξαφνικά κάτι βαρύ καί α σήκωτο νά πέφτη στο κεφάλι του. Είναι ένα φοβερό χτύπη* μα πού τον ζαλίζει καί, πριν προφτάση νά φυλαχτή, ένα δεύτερο- τον αναγκάζει νά διπλωθή στα δύο καί νά πέση
,ν.ν.ν.;
!ϋ
ν^νΤί ΓΓ·;
.•.V.·.
.ν.ν
νΛν«γΛ..
Το μττουρλότο γεμάτο θάνατο γλυστράει μέσα στη νύχτα σαν ενα φάντασμα μέ τιμονιέρη τον
Νικήτα Άστοακάοη.
.ν.ν.
"•Χ)γιγ3 X -ο» Λίαχ V οι ν Λ 3»ιίιόΏ ^ <7 \ ηοϋ \Ιιιη» ζ ΛΟΟΧ^ 5θΟΤΐιΟ Χ)3§1 ΙίγΟΧ ΟΙ □ --|ίΐ031Χ ..ογόηοΊΐτΙ λοχ ΙιοΙιιόοοϊόχ ολ 13γ;30 ηο χν οοΌγΙ οχο χοηοτί ρ ΟΧ οχηγ · · ■ ΐ 5'ΠΟΧ ΟΧίΟΟΧίΆΟΧ °5°9Λ§ ΛΟΧ ΛηΟΟΉΟΟϊΙϊΟΧ Ο,Λ ΛΠΟΟρΧί^Χ ^300 γΠΟΧΤίΟΧΟΐ] £ 5&1 53ι§ι1ΐϋιΠΌΟίϊ'ΧΙΑ ]ΙΟ " 10'ΥΟΛ Ό30'1 Ιΐγθ>{ 4Οΐγ'3ΧΐλΐΙ>1. 30-10 ίΐ£5Χ)ϊ1 30‘ΧΙ 5η01 300 003X00 £1Χ 'Φογν,ο ο ΐ33γ ΌΛΌχγιπο^ οχο ο:Οηο Ιιορί-ΟΓοΟΟχ 5ηοχ Ο0 5ροιοχ χιώς] ο 5οοχ οο.ηοχγ/£ -— "•οιο’οχ Ό1.Λ!3^3'910 (αχ 0X0 0001X1 2·ήηθΛ -3Τίκί31ΐ 5ΠΟΧ ΟΛ \θΧΐγΌΧ 0'Λ)ΧιΠ§ ’^ΟΤί9>ίφ Αη€0γ3Α.ΠΟ ΟΑ 3/1000 -ΟΙΙΓί Λ3γ "50/13 9 »>Β1Χα3ΐ9ΐθ5θ^ ΐ33γ ' ;^3οιτ1ηοΛ2θΧν “οο οη§. ΟΧ [ΟΧ ΟΐΙ,ΙΛΟΧί'φ 1Χ)Άι|3 — 'ΟχοΓίιΙοιηχΧ ο χολ -πρ ΟΙ Λθ5’1^3 λοι/ποιι ΌλθΟ0 -Ιιγ Π0Ο9 9^ 3ιοιΙι,λχιο5 ιχο Λι.οορογοχοχ 30Λ 13γ?0 Λ3γ Ό1X •·ΌΓΙ ΟΧ 13Λιΐ3γΧ ΐς-ΐόϋ 0_1_ Ό'ΐο 1X3110 ΛΐηΟγβλΟΓίοΧ 5 Π ΟΧ οΟιροτί ΟΛίΟΟ/'ογ,ΟΤί 0_|_ *!)·ηθΧ 5οΦ3γΓ οχ 5θθ!χ ΛΠΟΟ'ΐό'ηΛ 30Λ 53X001X001X0 οπρ 5ηοχ 13λο>ι οχΐίλλορ ο_[ Ί3Όλ,λθ'9 1°* ογΙοχο ΐ30γΐ3Λ.ηο 13X3 Λ3ρ ιχοι Λ 7λόχοχ> (χρ ηγοχι οι ιι 5οοοι 5ολ -3Γΐ·ΙιχηχΧ 1Χ3Λ13 ’ποοχοχοαχ^ ηοτίιΐοοο^ η οχ ίχοοοφ Ιιχ :3} -ιο{ίοθΛλθΛγ£ τΓοχ οίχηο {ΐο ολ -3θχφ 5ογΙΑολι3χο 5π0Ό9 50/;=}^ Ί3η3γθΟ ΙΙΟΧ 'ηοχ 3θϋ3ΧΟΐδ·έ £Χ 5θΰΐΧ ΟΧ)ΟΓΐΙί9 ΟΧΐό'3'ίΙ '}3Ύβ οι υ ΊΓΙΟΟΧ ΟΧ 0Ο3ΧΌΥ9 £ο όϊΐο -Όίςποτί ΟΧ13§Ο0ΟΧ ΟΛ3 1Ξ0Ο9 ΟΛ ΟγιΠΟΙΙΟΛιΙΐγγ^, ΟΧ [ΟΧ θάρ /0:. Ιαχηο όιλοοΛοχ ΙιχοΛηρ 30·ιτ1 οχ -ΙΧΟΓίλΟΰΧ 13ΛΟ» ’ΟΙΧΟΟφ Ιαχο
θγη§ ΛίΠΟΛΧίΟ [30Χ ΑΠΟΝΟΙ 1Α39 -ΠΟ» ΊΧΟ^Χ 0X0 30Χ£)0<ΛΐΧΓΐ ιοχ ΛΟΛ10 X035 π ΟΧ 53X031X0X1X0 ΟΠ0 10Λι>3 ΌΙΑιΓΟλ 11ΛΟΛ3ΧΟ Λ,ΙίΧΟ ΛΙΠ Ο^ο 1ΧΛ3 9ιΠΟ·Χ 1 €>! Ο XΟ >| Ό ΧΧΡ,Λ Ιι ΐγοχ 1X0013 300 οΛίγ' 30 ΠΟφΟ /53γ;γΐΟΧ ΙΟΛ,ρ ΟΛ 5θ0ϊ1θ 13X3X1 □ /Ιΐοοίόολογ, 30Λ ρχΙΟΧΓΐ Λ3γ > 150x1100 -ΙΟΛΟ 3Λ1·3ϊΐ3 ΛΟΧ,ΙΟγ 530(0 530 -9ϋ Όη3γΐ0090ΐγ1ΐ ΟΧ ΐ30ιΐΧχ!θ 13X3 1X0 13Λ,1090γ0Χ!Ό'Χ 'θΧΐθ0ιθίΐ ■ΟΧ ΟΙΟΧΟ,Χ 0X30 13Λί]ΟΧϊ1 ΠΟΧ 75σ>φ οχο-ολιγ οχ οχο £ΐχ 51ιχ1 οτίοχ 5301 η 301Α(ί)Λ ΙίΧΟ )3§ΟΧ3Χ ΛΠθΧ3 ΛΟ_|_ ·) 31^1 ,ΛΟ009 ΛΙ9Χ Υ9^ -3χ οχο 5ολοχ 5οχοΛη§ 5ολι^ ο ΌΙΛΙΟΧΟ 3θΟ'ΧΛθΧ 3ΓΙ ΟΟίοςΟΧΟΦ 13Χ 5θΛ.3Γΐί39 ΐΟΛρ^ΙαόΟΧ'
-ίοΦχογ^ 5οχΙιχιι^| 9 'πόι %( Ί® Ο1Χ30Γΐ: 30Χ
ΙβλίΟΛΟ5 |γγγ
ΥΙΥΙΝΥ'νν
V ς!3'8 I Υ'3
ί Ιιχ ..Λ3φ3 5ΠΟΟΟΧ 'ΟγγΟΟΑ | ( --^ ·5ηοχ 30ΐγρφ3χ οχ οι Λ ΙΟ'ΙΟΧίΧΟ'ΧϊΙ ΟΛΌ.ΛΛΟλ 5ηογ)0 ,ο ΙΐΟιφ9 Ο0 5οοοχ X I03 Λϋοροοχ -οχ 0^ * 5>χκ5'ΠΌ"Χίφ 5ϋχ ΟΊχοτΙοορ 0X0 5Π0·χ" 31X33φ [ΟΧ 5ΠΟΧ 3X0 -3γ -ΟΤίΟίΐγίγΠΧίΛ ΟΛ:3 1Ο13λΠ0'Χ ■ο 7 { 539!ΐχχΐ9'0^1'1>{^θ’1Γ{^9 — Ί8 “ΙΟΧ ΟΧΐΐ0,Ο1ΟΛΟΟ 0X0 θγΧ19 5πχ1 “09 131.Φ3Χ 'ίοχ 5θΛ3ϊΐΧ3ΙΠ03ϊΐ 300 ΟΧΥ99 Ο!ϊΐ 13ΛιΧ/1Ό0 -ΠΟΧ Ο^ΟΧΙ ΟΧ 0X0 51ιΧ Ιΐ10Χ3>Λ!θΧ ΟΑ ρο 13Λ]09Ι0γί0Χ0·Χ 51ιχΐΛ,οογγοφ3 >| 5ο0χλοΧοιλοχ 9 [0>Ι ΠΟΧ ΐγρφ3Χ οχο ογόποχτίοχ 13^ιοχ ογο X '·οό ηΰο9 ολ',3λ ·5οοχρι ίοόχ^ 5θΓΐΐθρΧί30 9 £1>| 13^0X11ΧΌ9 ΟΧΟΓΐΐ/0Ο]Ο 0191 ΟΧ ΟΛΟ'ΧΙΧόι -πο_[_ *53χργχ 5[χο 5οχΛιγ,Λ,λθ9
«<«««««««««««««««««««««<^«««««««««««««««««««««4 I Ο ^ >1 I νν
ο
οζ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ 21 »»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»5>
Τό παιδί στυλώνει τ3 αυτί και νοιώθει ένα δυνατό χτυπο κάρδι. Περ «μένει μ3 αγωνία τή συνέχεια τής κουβέντάς. —- Κι3 όμως εΐιναι τόσο 6* μορφή !, λέει ό δεύτερος. — 3Εγώ, νάμοον στη θέσι του, «θά την κρατούσα για τό χαρέμι! — Δεν τις ξέρεις καλά τις γκ: σου ρησσ ε ς ! Κ αλύτ ερ α " να ζεσταίνης ψίδια στον κόρφο σου παρά αυτές. Είναι φαρμα κερές σαν όχεντρες.-"Ετσι που σκύφτηκε είναι καλύτερα. Θά τή!ν γλιειντήσουν τά ψάρια! "Ενα κρύο χέρι τού σφίγγει την καρδιά. Δεν θέλει ν3 άκου ση περισσότερα. Καταλαβαί νει. Ή Άνθη κινδυνεύει. Ή ό μορφη άοραβώνιαστιικιά του καταδικάσθηκε στον πιο φρι χτό θάνατο·, θά την πνίξουν. *Έχει ακουστά πώς αυτή την μέθοδο έξοντώσεως την εφαρ μόζουν πολύ τακτικά τον τε λευταίο καιρό οι Τούρκοι. Μια δυνατή απελπισία τον κυρι εύει — Και πότε θά τήν φούντά ρουιν; ρωτάει ό ένας. -— Μέ τά πρώτα σκοτάδια θά ξεκινήση ή βάρκα, αποκρί νεται ό άλλος και σηκώνεται. Ιέ μια ώρα τό αργότερο... Την έχουν έτοιμη θαρρώ από τώρα. Τής πέρασαν κιόλας έ να σκοινί στο λαιμό. Δεν μέ νει παρά μονάχα ή πέτρα, που 6ά δέσουν στήν άλλη ά κρη. Θά πάη μια καί καλή στον πάτο! 'ΚαΐΒώς μιλάει πλησιάζει προς τό -μέρος τού παιδιού. Τρν κλωτσάει. Ό Νικήτας έξα
κολουθεΐ πάντα νά υποκρίνε ται τον κοιμισμένο. — Βλέπει όνειρα γλυκά!, λέει ό Τούρκος καί γελάει. Κι5 ο άλλος, ή παρέα του, βλέπω δεν εΐναι καλύτερα. Νομίζω πώς ούτε αύριο τό πρωΐ δέ θά ουνέλθουν. Τί λές; Πάμε μια δόλτα για ψαΐ; Μά τά γένεια τού προφήτη, άρχισε νά γουρ γουρίζει το στομάχι μου... Ό άλλος δεν έχει άντίρρησι. Ρίχνει κι5 αυτός μια ματιά στους δεμένους "Ελληνες, βε βαιώνεται πώς δεν έχουν συ νελθεί ακόμα καί προχωρούν μαζί μέ τον άλλο προς τήν πόρτα. Ό Νικήτας ανοίγει τά μάτια. Βλέπει τήν πόρτα νά κλείνη πίσω τους κι3 ακούει τό βαρύ κρότο πού κάνει ή κλειδαριά καθώς τήν κλειδώ νουν απ’ έξω... ΤΟ ΛΑΙΜΟΝ-)ιΟ .■ΠΑΙΑΙ
ΗΝ αμέσως επόμενη στιγμή έχει σύλλαβε ι κιόλας ένα τολμηρό σχέ διο. Σέρνεται προς τό μέρος τής φωτιάς καί βάζει τά δεμέ να χέρια του πάνω από τή φλόγα. Νοιώθει ένα δυνατό πόνο νά τον βασανίζει καί ό αέρας γεμίζει από μυρουδιά κομμένης σάρκας. Σφίγγει τά δόντια καί δέ σαλεύει. Μπο ρεί νά ύποφέρη τούς πιο φρι χτούς πόνους, φτάνει νά πετύχη αυτό πού σκέπτεται. Ή γλώσσα τής φωτιάς τώρα καίει τό σκοινί. Ή ελπίδα πώς σέ λίγο θά έχη ελεύθερα τά χέρια τού δίνει κουράγιο. Τεντώνει τούς καρπούς του
22
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
/.»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»:
τιρος τά έξω. Τό κσμμένο σκοι νι σπάζει. "Ενας στεναγμός γεμάτος άνοκούφοσι βγαίνει από τό στήθος του. Με σβέλ τες κ ι/ήσεις, παρ’ όλους τούς δυνατούς πόνους, έλευθερώνει τά πόδια του και τινάζεται ορθός. Τώρα ό μικρός μπαυρλοτιερής έχει ξαναβρή τον έσυτό του. Τρέχει προς τό μέ ρος τού Στραπάτσου. — Γεράσιμε!, του ψιθυρί ζει σκυμένος πλάϊ στ* αυτί του. Καί ταυτόχρονα ελευθερώ νει τά χέρια του καί τά πόδια του απ’ τά σκοινιά. Ό κοντό χοντρος Κεφαλλωνίτης, πού σ ' αυτό τό μεταξύ έχει ανοίξει τά μάτια, τον κυττάζει σά νά ονειρεύεται. —- Τί έγινε; ρωτάει. Δέ μάς σουβλίσανε ακόμα; — "Άφησε τις σαχλαμάρες καί σήικω, Γεράσιμε!, διατά ζει τό παιδί. Κάνε κουράγιο. Χρειάζεται νά κινηθούμε γορ γά καί χωρίς χασομέρι. Ό Στραπάτσος σηκώνεται μέ αργές κινήσεις βογγώντας. — Θά μάς ταράξουνε πάλι στο ξύλο, καπετάνιο! γκρινιάζει. Καί τότε, κλάφτα Χαρά λαμπε! Δεν αντέχω άλλο! Τό κεφάλι μου από τά «γκάπ» καί «γκού/π» έχει γίνει μαλακό σάιν προζύμ ι!... Ό Νικήτας δεν τον ακούει Βρίσκεται πάλι κοντά στο τζά κι. Ανάμεσα στά ξύλα πού εί ναι νά ριχτούν στη φωτιά δια λέγει δυο γερά αγκαθωτά κλα διά. Κοατάει τό ένα καί δίνει τό άλλο στον Στραπάτσο. — Πρόσεξε, Γεράσιμε! Σέ
λίγο θά γυρίσουν οι Τουρκαλάδες. Δεν πρέπει νά βγάλουν ούτε κίχ! Κατάλαβες; — Κατάλαβα... Θέλεις νά τούς ψάλω, δηλαδή ! Την ίδια στιγμή, άκούγονται βήματα έξω από την πόρ τα. Τό παιδί καί ό Κεφάλλω ν ίτη ς σαλτάραυιν προς τά έκεΐ καί στέκουν ό ένας απέναντι από τον άλλο μέ τη ράχη κολ λημένη στον τοΐχο. Ζυγιάζουν τά βαρειά ρόπαλα στά χέρια καί περιμένουν. Τώρα ξεκλει δώνουν. "Ανοίγει ή πόρτα καί περνούν τό κατώφλι κουβέντά ζο/τας οί δυο στρατιώτες. Ό Νικήτας κι" ό κοντόχοντρος σύντροφός του κάνουν την "ίδια κίνησι. Τά ρόπαλα βροντούνε γλυκά στά κρανία τών Τούρ κων. Σηκώνονται καί πέφτουν τρεΐς φορές κι" οί δυο στρατι ώτες, βγάζοντας ένα σιγανό βογγηιτό, παραπατάνε, σηκώ νουν τά χέρια ψηλά σά νά ζη τούν ν" αρπαχτούν από κάπου γέρνουν για ένα λεπτό πότε ε δώ καί πότε έκεΐ καί στο τέ λος σωριάζονται καί μένουν ασάλευτοι στις πλάκες. — Ευλογητός εί, Κύριε, δί δαξαν με τά διικαιώιματά σου... Μετά τών Αγίων... — Σκασμός, Γεράσιμε!, φωνάζει τό παιδί, Θά μάς μυρ ιστούν! Κλειδώνει από μέσα την πόρτα καί ξαναγυρίζει κοντά στο Στραπάτσο. — "Ακούσε λοιπόν τί θά κά νουμε τώρα τού λέει. Καί τού εξηγεί μέ λίγα καί βιαστικά λόγια τό σχέδιο πού έχει στό -μυαλό του. Ό κοντό
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
23
/>».»>»»»»} »»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»'/'
καί τήν προσέχει. Ό άλλος λάμνει τά κουπιά καί τό μι κρό σκάφος γλυστράει αθόρυ βα σκαμπανεβάζοντας στο ήρε,μο κύμα. Τώρα ή 3Ανθή ξέρει πώς ό λα σέ λίγο θά έχουν τελειώ σει. Μουσκεύει από τό χιονό νερο .πού πέφτε: απάνω της, αλλά δέιν τό προσέχει. Ό νοΰς της είναι μαικρυά στο νησί της ΤΑΞΙ ΑΙ καί στ3 αγαπημένα πρόσωπα, ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ που δεν πρόκειται νά ξανσδή ΤΟΝ ουρανό κυλούνε α ποτέ πια. Κι3 ανάμεσα σ3 όλα πό νωρίς μερικά μαλυ- αυτά ξεχωρίζουν δυο γλυκέιές . βια σύννεφα και τώρα, μορφές: Ό πατέρας της κι3 ό πού χάθηκε ό ήλιος πέρα κατά Ν ικήίτας ό αρραβωνιαστικός της. Ή ψυχή της είναι γεμά τή δύση αρχίζει νά ψιλάβρε■· χη. Ή νύχτα έρχεται κάπως τη θλίψι καί απελπισία.. "Ο νωρίτερα άπ3 τις άλλες μέρες μως δεν κλαίει. Στο κάτω και τό σκοτάδι τυλίγει τή θά κάτω, είναι πιροτιμώτερος αυ λασσα τού Βοσπόρου. Αυτήν τός ό θάνατος, πού τής έχουν άκρκβώς τήιν ώρα, μιά βάρκα προετοιμάσει, από τή ζωή τής ξεκινάει από τή μικρή προβλή σκλαβιάς στο χαρέμι. τα τού σεραγιού γιά τ3 ανοι -—"Άρχισε νά κάνης τήν προ χτά. Οι επιβάτες της είναι σευχή σου, γικιουζέλ!, τής τρεΐς. Δυο ασκημομούρηδες λέει κοροϊδευτικά έκεΐνος πού Τουρκαλάδες και μιά κοπέλκάθεται κοντά της. Δέν σου λα. 3Απ3 τό λαιμό τής νέας έ μένει πολύς καιρός. χουν περάσει ένα σκοινί πού Ή βάρκα βρίσκεται μοστην άλλη άκρη του έχει δεμέ κρυά τώιοα άπ3 τό σεράϊ κι3 νο ένα βαρύ αγκωνάρι. Είναι από εδώ, μέσα στ ή νύχτα, σχε μιά θλιβερή πορεία προς τό βιάζεται ό σκοτεινός ιμεγσλόθάνατο. ττρειπής όγκος του μέ τά φωτι Ή 3 Ανθή Καραδημήτρη — σμένσ παράθυρα. Σέ λίγο ό γιατί αυτή είναι, άπως κατά λα θά έχουν χαθή. Τά άστρα λαβε ό αναγνώστης, ή κοπελ- πού ξεμυτίζουν π ίσο;) από τά λα πού κατά διαταγήν τού αί σύννεφα, οι άνθρωποι, τό το μα βορού καπουδάν Ρεσιτ πα πίο, οΐ γλύκες αναμνήσεις θά σά πρόκειτα νά βρή απόψε υ χαθούν μαζί μέ τή ζωή της μέγρό τάφο* στά σκοτεινά νερά αα στά παγωμένα νερά τής — εΐναι αμίλητη. Τήν έχουν θάλασσας. 3 Εκείνος πού κάθε ρίξει στην πλώρη τής βάρκας. ται στά κουπιά αφήνει τή θέ Ό ένας από αυτούς πού τήν α ι του καί σηκώνεται. συνοδεύουν κάθεται δίπλα της •— Τί λές, Μεχμέτ; ρωτάει. χοντρος Κ εφ άλλων ίτης έχει γουρλώσει τά -μάτια και τον ά κούει. Είναι πραγματικά μιά καινούργια τρέλλα αυτό πού σχείδ-ιάζιει νά κάνη, ό Νικήτας Άστρακάρης. 3Αλλά ό Γεράσιμος Στραπάτσος δέ χαλάει ποτέ χατήιρι στον καπετάνιο του. Και μάλιστα δταν πρόκει ταί νά... ψάλη Τούρκους!
Ε
24
Ο
Μ 1 Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»,
—Μά τήν ψυχή τού παπού χωρίσουν τί γίνεται μέσα στο μου Ισμαήλ, θαρρώ πώς είναι σκοτάδι. τό πιο καλό ίμερος νά τούς — Έ! Άπό τή βάρκα!, φουντάρουμε... Καιρός είναι φτάνει στ5 αυτιά τους μιά βανα τελειώνουμε, να ξαναγυρί ρειά φωνή. Μπουγιουρντί άπό σου με στη ζεστασιά... Δέ μ3 τον Μαχμούτ - Σουλτάν. Πε αρέσει καθόλου τό χιονόνερο·. ριμένετε ! Ή Άνθη νοιώθει τό παγω Τώρα άπσ τό μέρος πού έρ μένο χέρι του θανάτου νά την χεται ή φωνή, ξεχωρίζουν μιά άγγίζη. Τούς ακούει και κα μεγάλη βάρκα νά πλησιάζη. ταλαβαίνει. Κάνει τό σταυρό Δυο άντρες κάθονται ατά κου πιά καί λάμνουν δίνοντας φτε της· —- Ιησού Χριστέ καί Πα ρά στο σκάφος,πού γλυστράει ναγία δέσποινα, προστάτες σά βέλος πάνω στα κύματα. τών Χριστιανών, ψιθυρίζει μέ — "Αφησε τή γκιαούρισσα φωνή πού τρέμει. Κάνετε τό καί πιάσε τό πιστόλι σου, Ι μαρτύριό μου νά είναι δσο γί σμαήλ !, λέει στο σύντροφό νεται πιο σύντομο·... του ό Μεχμέτ. Δεν ξέρουμε Τώρα οί δυο Τούρκοι στέ ποιοι είναι... κουν από πάνω της. Ή βάρ Άφίινουν τήν Ανθή καί βγά κα έχει σταματήσει στή μέση ζουν τά πιστόλια τους. Είναι τής θάλασσας καί γύρω απλώ ανήσυχοι κι3 έχουν πάντα τό νεται ή ερημιά. Σκύβουν καί βλέμμα στή βάρκα πού πλη τήν άνασηικώνουν. Ή Ανθή σιάζει. Τί νά είναι τάχα αυτό νοιώθει γιά μιά στιγμή μετέω τό .μπουγιουρντί (ή διαταγή) ρο τό κορμί της καί κλείνει του Σουλτάνου πού λένε πώς τά μάτια. Έχει τήν αίσθησι φέρνουν; πώς από τώρα είναι κιόλας — Είναι στρατιώτες του νεκρή. παλατιού, λέει ό 3Ισμαήλ ύ —θά κίρυώσης λιγάκι στήν στερα άπό λίγο. Δεν τούς βλέ αρχή!, τής λέει ό ένας χαμο πεις; γελώντας. "Υστερα όμως, κα Πραγματικά τώρα βλέπει θώς ή πέτρα θά σε τραβάη κι3 ό Μεχμέτ καί ησυχάζει. Οί ατά βαθειά, θά συνηθίσης καί άνθρωποι τής βάρκας φορούν δεν θά αισθάνεσαι πιά. Έτοί- τή στολή τών σωματοφυλάκων. Ό ένας άπό τούς δυο έχει ση· μος, Μεχιμέτ; Ό άλλος κάτι ετοιμάζεται ,κωθήκαί δείχνει ένα χαρτί πού ν5 άπαντήση, μά σταματάει. κρατάει στα χέρια του. Άττό κάπου εκεί κοντά, άκού· — Έχετε τή Ρωμηά μαζί γεται ό ρυθμικός θόρυβος κου σας; φωνάζει. — Ναί. "Εχουμε διαταγή πιών. Καί ό θόρυβος αυτός δ σο πάει καί φαίνεται νά ζυ- νά τή φουντάρουμε. -— "Αλλαξε γνώμη ό καπουγώτ/η. πιο πολύ προς τό μέρος τους. Γυρίζουν κι3 οί δυο προς δάν πασάς!, έρχεται ή άπάντά εκεί καί προσπαθούν νά ξε τησι. Ό πολυχρονεμένος Σουλ
2% »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΜΠΟΥΡΛΟΤ! Ε Ρ Η ί
τόνος μας δέ θέλει νά την πνί ξουμε. "Έμαθε πώς είναι άμορ φη καί τη θέλει για τό χαρέ μι του. Νά τό μπουγιουρντί ί Γύρισε πίσω ! Σ" αυτό τό μεταξύ ή .μεγά λη βάρκα μέ επιδέξιες κινήσεις εκείνου που κρατάει τά κου πιά, έχει πέσει δίπλα στη βάρ κα των Τούρκων1 και ό σωμα τοφύλακας πού κρατάει τό χαρτί, τό δίνει στον Μεχμέτ. — Διάβασε!, τού λέει. Αυτός παίρνει τό χαρτί καί προσπαθεί μέσα_στο σκοτάδι νά ξιεχωρίση τά γράμματα. Πάνω από τον ώμο του έχει σκύψει κι3 ό άλλος. Μά δέ βλέ πουν τίποτα. Τό χαρτί είναι άγραφο. "Ενα κομμάτι κοινού άσπρου χαρτιού, χωρίς καμμιά τζίφρα! Πρώτος ό "Ισμαήλ άνασηκώνει έκπληκτος τά μάτια καί τό βλέμμα του γεμίζει υποψία. —Γϊοιοί είστε, ώρέ, καί μάς κοροϊδεύετε; μουγγρίζε ι. Απότομα όμως νοιώθει ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι καί καταπίνει τή φωνή του. Την αμέσως επόμενη στιγμή ή γροθιά τού σωματοφύλακα προσγειώνεται στο σαγόνι του καί τον στέλνει στην άλλη ά κρη τής βάρκας. Ό Μεχμέτ τότε άφίνει ένα άγριο· ουρλια χτό καί σηκώνει τό χέρι πού κρατάει τό πιστόλι. "Αλλά κι" αυτός δεν προφταίνει νά κάνη άλλη κίνησι. "Ενα κουπί έρ χεται καί τού τσακίζει τά δά χτυλα καί τό όπλο· πέφτει στή θάλασσα. Ταυτόχρονα οί δυο καινουργιοφερμένοι άντρες σαλ τάρουν στή βάρκα. Ή πάλη
δεν κρατάει πολύ. "Υστερα α πό λίγα λεπτά δυο άψυχα κορ μιά πέφτουν στα παγωμένα νερά, ενώ κάποιος αρχίζει νά ψέλνη φάλτσα: Γην ίδια στιγμή, ό άλλος ρίχνεται στή μισολιποθυμκαμέ νη κοπέλλα. "Εκείνη ανοίγει τά μάτια καί νοιώθει ένα χαρού μενο φτεροκόπημα στην καρ διά. — Ν ικήτα!, ξεφων ίζε ι. — "Ανθή μου!, λέει εκείνος κι" ή φωνή του είναι γεμάτη συγκίνησι. "Επί τέλους, σέ ξαναβρίσκω! Καί ιμέ γοργές κινήσεις, λύ νει τό σκοινί, πού έχουν δέσει οΐ Τούρκοι στο-λαιμό της. Τώ ρα αμοος ή κοπέλλα προσέχει πώς ό Νικήτας Άστραικάρης είναι ντυμένος σαν Τούρκος στρατιώτης. — Μά πώς ντύθηκες έτσι; τον ρωτάει. Τό παιδί χαμογελάει. — Θά σου εξηγήσω σέ λί γο·, "Ανθή... Προς τό παρόν ό μως, πρέπει νά γλυστρήσουμε απ’ αυτά τά νερά. Καί γυρίζοντας στον σύν τροφό του, συνεχίζει: — "Άιντε, Γεράσιμε, νά πιάσουμε τά κουπιά. Πριν ξη~ μειρώση· πρέπει νά βγούμε άπ" τά στενά. Στο Ψαροχώρι μάς περ ιμένουιν. — Νά βγάλω τούτα τά μα σκαραλίκια που φοράω; ρω τάει εκείνος.
— "Όχι ακόμα, Στραπά τσο. Μπορεί νά μάς χρείαστοΰνε... — "Εν τάξει, καπετάνιο! — Άγάντα, λοιπόν!
26
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»·>
Ρίχνονται κι5 οι δυο στα κουτίιά κι5 ή βάρκα σά νάχη φτερά, γλυστράει στο σκοτά δι καί χάνεται κατά το «μέρος τής δύσης, στο δρόμο πού φέρ νει στο ανοιχτό πέλαγος. ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΠΑΤΣΟΥ
Υ<0 ώρες αργότερα, μέ σα στη νύχτα, διαγράφε ται σά φαντασία πέρα μαικρυά τό θρυλικό λατίνι «Ε λευθερία ή Θάνατος» κι5 ύστε ρο: από λίγο ό Νικήτας Άστραικάρης, κρατώντας στην αγκαλιά του την 5Ανθή, σκαρ φαλώνει στη σκοινένια σκάλα πού τούς ρίχνουν. Πίσω τους ακολουθεί ό Γεράσιμος Στρα-
πάτσος, ψέλνοντας τό απολυ τίκιο τού Άγιου Ελευθερίου. Ή υποδοχή πού τούς γίνε ται είναι κάτι πού δεν μπορεί εύκολα νά περιγραφή. "Ολοι τούς τριγυρνούν καί τούς ρω τούν καί τούς θαυμάζουν καί καμαρώνουν την άμορφη Ελλη νόπουλα, πού λίγο ακόμα καί θάβρισκε ένα τόσο τραγικό θάνατο στά χέρια των Τούρ κων. Τά ξημερώματα, τό λατίνι ■με ανοιχτά όλα του τά πανιά, κατηφορίζει προς τό νότο. Στο πλωρηό του άλμπουρο κυματίζει πάλι ή άσπρη ση μαία -με τό γαλάζιο· σταυρό, σημάδι πώς τό ευέλικτο κα-
'0 Ρεσΐτ πασάς τρελ.λός^ από λύσσα σηκώνει τό χέρι καί χτυπάει στ ό πρ όσωπο τ ηιν ' Ελληνοπούλ α.
ΜΠΟΥΡΛΟΤ I ΕΡ Η Σ
27
„.»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» »
ιΞυναι ττ-ο,αγματιικά άλγερανίκα!
ράβι είναι έτοιμο· για καινούρ γιες καταδρομές. Καθώς ταξιδεύουν, ό Νική τας ιστορεί στην Άνθη τά κα θέκαστα. Τής περιγράφει τις περιπέτειες πού είχαν στο σκοτεινό λαγούμι καί τις φο νικές συμπλοκές μέ τούς αν θρώπους τού Ρ-εσίτ. Τό κορί τσι τον ακούει μέ θαυμασμό και τώρα, πού συνήλθε από τις αγωνίες πού πέρασε, τό βλέμμα της αστράφτει από ευτυχία. — Την τελευταία φορά λοι πόν, συνεχίζει τό παιδί, όταν καταφέραμε ώπλισμένοι μέ δυο ρόπαλα νά βάλουμε εκτός μάχης τούς δυο Τούρκους πού μάς φρουρούσαν, μου ήρθε
λέει το τταιδί. Μάς μπ’λοιχάοαν,ε!
στο μυαλό μια ιδέα. Τούς γδύσαμε καί φορέσαμε ό Στρα 'ϊτάτσος κι3 εγώ τά ρούχα τους τόσο· άμορφα, πού σέ λίγο κα νείς δε θά -μπορούσε νά μάς αναγνώριση. Κάτω από τά φαρδ,ειά σαλβάρια καί τά πρά σινα σαρίκια, ήμαστε ίδιοι μέ Τούρκους σωματοφύλακες καί κανείς δέ μάς υποψιάστηκε. Δέσαμε λοιπόν καί φΐ'μώσαμε γερά τούς γυμνούς Τουρκαλάδες, τούς κλειδώσαμε στη φυ λακή, δπου μάς κρατούσαν πριν από λίγο· αιχμάλωτους, καί βγήκαμε στούς διαδρόιμους τού παλατιού. Μπερδευτήκαμε μέ τούς άλλους στρατιώτες, πού πηγαινοέρχονταν στούς διαδρόμους τής φρουράς, καί
23
Ο
Μ ! Κ Ρ Ο Σ
»»>»»»»»»»>»»>»»»»»»»»»»»»>»»»»»»>»>>»»»»»»»>»»»*>
αχούσαμε ότι σέ είχαν μετα φέρει κιόλας στη βάρκα πού θ’ ανοιγόταν στο Βόσπορο. Κα ταλαβαίνεις τή θέσι μ-ου. Σκό φτηκα νά πέσουμε μέσα ατό σωρό όλων αυτών, πού ήταν μαζεμένοι στη μικρή αποβά θρα τού παλατιού και καμά ρωναν τό θέαμα. Μά αυτό θά ήταν σωστός θάνατος για σέ να. ’Άν αποτυγχάναμε, ήσουν χαμένη. Σέ λίγο, ξεκίνησε ή βάρκα και τό σχέδιό μου ήταν νά ριχτώ στη θάλασσα καί νά τή φτάσω κολυμπώντας όταν θ' άάειαζε ή προβλήτα από τούς Τούρκους. Ό Στ,ραπάτσος όμως εΐχε_μιά τπό καλή ιδέα απ’ αυτή, άαφνικά έβαλε μιά φωνή : «Ό γκιαούρ "Αστραικάρης! Ό γκιαούρ 5Αστρακάρης έκλεψε μιά χανού μισσα! "Από εδώ, παιδιά! Τρεχάτε νά τον πιάσουμε τον γκιαούρ!» Οι φωνές του σκόρ πισαν μιάν απερίγραπτη ανα ταραχή μέσα στούς Τούρ κους, αλλά περισσότερο απ’ όλους, όπως ήταν φυσικό, ξά φνιασαν έμενα. Στάθηκα σά χαμένος. Οί Τούρκοι έτρεχαν εδώ κι3 έκεΐ φωνάζοντας κι3 ύ στερα σαν ένα μπουλούκι ώρμησαν προς τό μέρος πού έ δειχνε ό Στραπάτσος. Ή προ βλήτα ερήμωσε. Τότε εκείνος έτρεξε κοντά μου: «Έλα μα ζί μου, καπετάνιο!», μοΰ είπε καί μέ παρέσυρε προς την αν τί θετή πλευρά τού μικρού λι μανιού. Τον ακολούθησα, χω ρίς νά ξέρω τί είχε σκαρώσει. Έξερε όμως τί έκανε. 3Εδώ υπήρχε ακόμα μιά βάρκα. Ρι χτήκαμε κι* οί δυο μέσα καί
πιάσαμε τά κουπιά. "Ολα τ3 άλλα τά ξέρεις; Ό Θεός μάς βοήθησε καί σέ προφτάσαμε ζωντανή... — Κι3 οΐ Τούρκοι; ρωτάει ή κοπέλλα. Τό παιδί χαμογελάει. — Οί Τούρκοι θά ψάχνουν ακόμα νά βρουν τον "Αστρακάρη... που έκλεψε τή χανού μισσα. "Αργότερα, ίσως κα ταλάβουν τό κόλπο τού Στρα πάτσου. λΑά τότε θάναι πια αργά. Τό πουλί θάχη πετάξει άπ3 τό κλουβί. — "Έπαιξες κορώνα·-γράμ ματα τή ζωή σου για νά μέ σώσης, Νικήτα, λέει μέ συγκίνησι τό κορίτσι. Τό Ελληνόπουλο τής χαϊ δεύει τά μαλλιά. λ— Δεν έκανα παρά τό κα θήκον μου, "Ανθή, λέει άπλά. Είσαι ή αρραβωνιαστικιά μου καί δεν μπορούσα νά σ’ άφήσω νά πεθάνης. "Έπειτα μην ξεχνάς πώς ή πατρίδα σέ λί γο θά χρεπαστή κι" άντρες καί γυναίκες νά πολεμήσουν γιά την έλευθερία. Κι" έσύ, "Αν θή, όπως κι" οί άλλες Έλληνίδες, θά βοηθήσης, όταν φτάση εκείνη ή ευλογημένη ώρα, στον αγώνα έναντι ον τού τυ ράννου πού δυναστεύει τό. Γέ νος... ΜιΠΛΟΚΑΡ I ΣΜιΕΝΟ!
ΑΣΤΡΑΚΑΡΗΣ δεν πήγε την "Ανθή στην "Αμοργό. Έκεΐ φοβάται^ πώς θά την ξαναβροΰιν οί Τούρκοι. Την αφήνει σ3 ένα συγγενικό της σπίτι, στο Τσι-
Ο
ΜΠΟΥΡΛΟΤίΕΡΗΐ
%§
»>^>»>»»»»»»»»»»»>»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»,.»
ριγο, κι5 ανοίγεται πάλι μέ το λατίνι του ατό πέλαγος. Το «Ελευθερία η Θάνατος», μέ τή σημαία του Σταυρού στο (κα τάρτι, αρχίζει πάλι τις κατα δρομές*· Τά τουρκικά καράβια, πού ταξιδεύουν στην "Ασπρη. Θάλασσα, τρέμουν τό συναπάντημά του. Τά νέα πού φτά νουν κάθε τόσο στην 5! σταμπούλ εξαγριώνουν τόιν Μαχμούτ - Σουλτόον και τά συμ βούλια δίνουν καί παίρνουν στην Υψηλή Πύλη. Όμως τί ποτα δε γίνεται. Τό άφοβο Ελληνόπουλο διαφεντεύει τις θάλασσες, δίνει ράχες, στέλ νει στο βυθό εχθρικά πλοία, τινάζει στον αέρα μέ τά μπουρλότα του άλλα, κάνει ρεσάλτα σέ κουρσάρικα, ελευ θερώνει σκλάβους καί τ’ όνο μά του είναι σ’ όλων τά στό ματα. Έτσι περνούν οι έβδομάδες κι5 οι μήνες. Σέ μιαν αδιάκο πη μάχη μ* έναν- γερά αρμα τωμένο εχθρό. Κι5 όλο· ζυγώνει * ό καιρός πού θά δοθή τό' σύν θημα για τον μεγάλο ξεσηκω μό. ’Απ’ τό Μωρηά κι’ απ’ τή Ρούμελη έρχονται κάθε .μέρα χαρούμενες ειδήσεις. Οι ρα γιάδες πήρανε τ5 άρματα! "Αρχισαν οί πρώτες σποραδι κές συγκρούσεις στη στερηά. Τά ύδρέϊκα καί σπετσιώτικα καράβια ετοιμάζονται. Σε λί γους μήνες θά φουντώση ή φλόγα από την μιαν άκρη ώς την άλλη καί θά τσσυροοφλίση τά γένεια τού ανίκητου Πατισάχ. Σέ λίγο ό κόσμος ολά κερος θά μιλάη γι5 αυτή τή φούχτα τών παλληικαριών πού
προετοιμάζουν τό 21...
—- Καπετάνιο! Ό Νικήτας Άστρακάρης βρίσκεται κάτω, στην καμπί να τού λατινιού, καί λογαριά ζει την πορεία πού θ’ ακολου θήσουν τά ξημερώματα, μελε τώντας ^τό χάρτη. Μέ τό σού ρουπο ήρθαν καί φούντάρησαν σ5 έναν έρημο κόρφο, λίγο πιο πάνω από τή Μονεμβασία, μετ α φ έρ- οντ α ς μ π αρ ο ύτ ι, μπάλ λες καί όπλα γιά την όμάδα τού καπετάν Ζαχεςοιά, πού έχει αρχίσει κιόλας νά χτυπάη τούς Τούρκους. Οι βάρκες, πού βγήκαν φορτωμένες πολεμοφό δια, έχουν γυρίσει κι5 είναι τώ ρα σιγουρ ορισμένες ατά κα πόνια καί στο κατάστρωμα. Οι ναύτες πού δέν έχουν υπη ρεσία, κοιμούνται νά ξαπο στάσουν από τούς κόπους τής ήιμέιρας, γιατί αύριο, πριν χα^ ράξη, θά ξεκινήσουν πάλι γιά τό πέλαγος. -— Καπετάνιο! Τό παιδί άνασηικώνει τά μά τια από τό χάρτη καί κυττάζει τον άνθρωπο πού τού μι λάει. Κάτω απ’ τό θαμπό φώς τού λαδοφάναρου τού φαίνεται χλωμός. — Τί τρέχει, Γεράσιμε; ρωτάει παραξενεμένος. — Μάς ,μπλοκάρανε τά άλγερίνιικα, καπετάνιο!, αποκρί νεται ό Κεφαλλωνίτης. Είναι δέκα κομμάτια! Περισσότερα, σχι λιγώτερα. "Εχουν πιάσει τούς κάβους καί ένα έχει φουν τάρει στην μπούκα τού κόρφου καί την κλείνει. Αέ θά μπορέ σουμε νά περάσουμε. -— Μίλα καλά, μωρέ!
Λ Ο -....... . . _ _ ■— Κοίλα μιλάω, καίτετάνιο. ι ά είδα μέ τά ίδια :μου τά μά τια. "Ημουνα βάρδια στην κά ψα του πλωρηού άλμπουρου και τά εΐ8α... Θά περιμένουν τά ξημερώματα νά μάς χτυ πήσουν. .. Ό Νικήτας τινάζεται ορθός και τρέχοιντας ανεβαίνει τρίατρία τά σκαλοπάτια που φέρ νουν στο κατάστρωμα. Τρέχει στην κουπαστή και τό βλέμμα του καρφώνεται στην είσοδο του μικρού λιμανιού. Μέσα στο σκοτάδι πραγματικά δια γράφεται ό βαρύς όγκος μιας κορβέτας. Κλείνει τή μπούκα τού μικρού κόρφου και είναι φανερό· πώς μέσα σ' αυτό τό καράβι παραμονεύουν, έτοιμοι νά χτυπήσουν τό λατίνι, σέ περίπτωσι πού θά δοκιμάση νά φύγη. — "Αν είναι μονάχα αυτό, θά, τού ριχτούμε νά τό χτυ πήσουμε!, λέει τό παιδί. — "Εχει τουλάχιστον όγδοντ ατέσσ ερα καίνον ια!, κά ■ νει ό Στραπάτσος. Τό σκέ· φτηικες αυτό; — Εμείς έχουμε δεκαπέν τε, Γεράσιμε. Μάς φτάνουν... — Μά δεν είναι μόνο του! Είναι κι5 άλλα εννιά! Ό Νικήτας δεν μιλάει. Α φήνει μονάχα τήν κουπαστή και πηγαίνει στο άλμπουρο. Τό λαστιχένιο κορμί του σκαρ φαλώνει στά σκοινιά καί σέ λίγο βρίσκεται στην κορυφή του. Πίσω άπό· τούς κάβους, πραγματ ιικά περ ιμένουν κ ι5 άλλα καράβια. 5Απ’ τό σκαρί τους μπορεί νά τ’ αναγνώριση άμέσως.
Είναι άλγερίνικα. ’Έχει δίκηο ό Στραπάτσος. Αέ γε λάστηκε... Ίο πρόσωπό του έ χει πάρει τώρα μια σκληρή έκφρασι. Τούς ξέρει καλά τούς Άλ γυρίνους. Πολεμούν σά σκυλιά. Θά είναι πολύ δυσκο1· λθ νά ξεφύγουν. — Τά πράγματα είναι ά σκημα, λέει καθώς κατεβαίνει οφτ' τ’ άλμπουρο και πατάει πάλι στο κατάστρωμα- Είμα στε κλεισμένοι στ ή φάκα σάν τά ποντίκΐ;αυ·,'Άν δοκιμάσουμε νά φύγουμε, έτσι πού είναι τά πράγματα, δέν θά μείνη κα-* νεΐς από μάς ζωντανός. Μπο ρεί βέβαια νά τούς κάνουμε ζημιά. Μά είναι πολλοί καί είμαστε λίγοι. ’Άν βρισκώμά στε στο πέλαγος, τό πράγμα βέβαια θά ήταν διαφορετικό. Μά κλεισμένοι σ’ αυτό τον κόρμο... Κάτι όμως πρέπει νά κάνουμε. Δε μπορούμε νά μείνουμε με σταυρωμένα τα χέ ρια. — Σάν τί λές, καπετάνιο; ρωτάει μ5 αγωνία ό Στραπάτσος. Τό παιδί άνασηκώνει τούς ώμους. — "Ενας τρόπος μονάχα υ πάρχει, λέει ύστερα ά'ττό λίγο, Τό μπουρλότο! Ό Κ εφαλλωνίτης άνο.ι γο κλε ίνει τά μάτια του σαστι σμένος. — Μά είναι δέκα τά άλγεη ρινικά. Εμείς έχουμε ένα μο νάχα μπουρλότο! Ό Νικήτας χαμογελάει. Τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο έχει ξαναβρή κιόλας τήν ψυχραιμία \
/
Λ
ί
ΜΠόν^λΟΤί Ε £ Η I
ϋ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»$»»»»»>»»
του και τό μυαλό του δουλεύει γοργά. —-’Άν πετύχουμε αυτό ττού λογαριάζοο, Στραπάτσο, μάς φτάνει μονάχα τό έινα! Δεν μάς χρειάζονται περισσότερα. "Αντε, πήγαινε τώρα και ξύ πνα τό τσούρμο χωρίς φωνές καί μεγάλη φασαρία. Ούτε έ να φ ως νά μ ή φανή στο κατάστρωιμα. Δεν πρέπει νά μάς μυριστούνε οι άραπάδες. Δόσε διαταγή νά κατεβάσουνε τό μπουρλότο στη θάλασσα. Νά τό έ'τοιμασούνε, γιατί θά μάς χρειαστή σέ λίγο... ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΙΣΗ ήρα αργότερα, ολα είναι έτοαμα. Τό πλήρωμα έχει μ άζευ τη στην πρύμη καί τό παιδί, χαμογελώντας πάντα γιά νά τούς δώση κουράγιο, τούς ε ξηγεί τό τολμηρό σχέδιό του. —"Οπως καταλάβατε όλοι, τούς λέει, είμαστε μπλοκσρισμέινοι σάν τά ποντίκια σέ τούτο τον κόρφο. Νά γλυστρήσουιμε έξω από τούς κάβους, δέ θά τά καταφέρουμε. Ή μό νη σωτηρία είναι τό μπουρλό το. (*) Τό καράβι μας θά εΐ(*) Τά μπισυρλάτα προ καί κατά την έπαινάστασι τού 1821. ήταν μεγάλα άχρηστα καΐκια η καί μικρότερες βάριες μέ δυο καταστρώματα ττού έπρεπε απα ραίτητα νά έχουν &να μπαστούνι στην πλώρη (το κοντάρι πού δέινιεται ό φΐλώικος). Αυτά τά τταληά καί άχρηστα σκάφη, π·αιοαγεμισμ έινα μέ μπαρούτι, 8ε ι άφι καί ρετσίνι. πίσσα καί μπάλες. οι <>· ιτοΐιζς αυτόματα^ έκτ οδεύονταν στο κατάστρωμα τού^εχθρικού πλοίου οπού το μπουρλότο έπαιρνε φω-
ναι έτοιμο στά πανιά. Τό μπουρλότο θά ξεκι,νήση πρώ το. Θά πέση απάνω στη μεγά λη άλγερίνικη κορβέτα, πού στέκει στην ,μπάντα τού λιμα νιού, καί θά τής βάλη φωτιά. "Οταν οι φλόγες θεριέψουν καί οί άραπάδες θά κυττάζουν νά σώσουν τή ζωή τους καί τό καράβι τους, τό δικό μας σκά φος θά βάλη πλώρη μ5 δλα του τά πανιά κατά την έξοδο. Θά περάση δίπλα άπό τό κα ράβι πού θά καίγεται καί θ3 ανοιχτή ατό πέλαγος. Τότε νά είστε βέβαιοι πώς κανείς δέ θά τό κυνηγήση καί θάμοοστε ελεύθεροι νά πάμε όπου θέ λουμε. Περνώντας, τό λατίνι θά μαζέψη κι5 εκείνους πού θά βρίσκωνται μέ τή βάρκα πού θά συνοδεύη τό μπουρλότο. "Έτσι μονάχα σωνόμαιστε. Δια φοβετιικός τρόπος δεν υπάρ χει. Στο μπουρλότο θά μπώ εγώ καπετάνιος. 3 Εδώ ατό κα ράβι θά μείνη, νά κάνη τις μανούβρες τής έξόδου ό καπετάν Μάρκος ό λοστρόμος. Σ3 αυτόν θ3 άκούτε γιά καπετάνιο δσο νά δώση, άν θέλη ό Θεός, νά ξαναγυρίσω πάλι ζωντανός κοντά σας. τιά, έκαναν μεγάλες καταστρο φές Μιονάγια που^ για τη διαικυβέιρνησί τους καί τάν επιτυχία της έπιθέσεως χρειάζονταν δοκιμασιμέινοιι ^ καί · ψυχωμένοι άνδρες, ττού νά μη;ν ξέρουν τί θά πη φό βος. Γιατί δλη ή δουλειά γινόταν κάτω άΐπό τίς ττειριττοιλ ίιες τού έχροΰ. ττού βέβαια έπαιρνε μέ τρα άιμύνης γιά τά καράβια τού. Τά μττσυιολάτα τά είχαν πάν τοτε ετσιιμα στο κατάστρωμά του ο τά έλληνικά καράβια καί τά χρησιμοποιούσαν μέ πρώτη ευκαι ρία.
ΜΙΚΡΟΣ Μιά,βαθειά αυγικίνησι πλημ μυρίζει τίς καρδιές τών'παλληκοριών, που άκούνε αυτό τό παιδί να μιιλάη έτσι απλά μέ τό χαμόγελο· στα χείλη για μια τόσο δύσκολη επιχείρηση πού εΐναι ίδια σχεδόν μέ μια σίγουρη αυτοκτονία... Μερικά μάτια δακρύζουν. — Έγώ θάμαι ό κοπετό” νιος του μπουρλότου, λέει ό Νικήτας. Χρειάζομαι έξη παλληκάρια ακόμα μαζί μου. Ποιος θέλει νά μ" άκολουθήση; — Εμένα βάλε με πρώτο στό λογαριασμό, καπετάνιο !, λέει ό Στραπάτσος καί κάνει ένα βήμαμπροστά. Πρέπει νάμάι κοντά, δσο θά γίνωνται ψητοί οί άραπάδες, νά τούς ψάλω τό 5Αλληλούια;.; — Έν τάξει, Γεράσιμε. Σε παίρνω μαζί μου..; Την ίδια στιγμή σχεδόν, δλ ο τό πλήρωμα κάνει ένα βή μα μπροστά. — Όχ·ι όλοι, παιδιά!, λέει 6 Νικήτας συγκινη μένος. Πρώ τα - πρώτα, οι κανονιέρηδες θά μείνουν στό καράβι. Θά έ·· χουν πολλή δουλειά όταν ξεμπουικάρη τό «Ελευθερία ή Θάνατος» απ’ τό λιμάνι. Σάς ευχαριστώ δλους γιατί δείχνε τε πώς είστε άντρες μέ καρ διά. "Οπως καταλαβαίνετε; δέν πάμε σέ πανηγύρι νά γλεν τήσουμε. Θά διαλέξω λοιπόν έγώ εκείνους που μου χρειά ζονται. Σέ λίγο, έχει κάνει τήν εκ λογή του. Πέντε παλληικάρια κι3 ό Στραπάτσος έξη, κάνουν τό σταυρό τους καί προσκυ νούν τό εικόνισμα τού ε Αγίου
Νικολάου που βρίσκεται στήν πλώρη. Γονατίζουν καί προ σκυνούν κι3 αγκαλιάζονται καί ψιλούνται μέ τούς άλλους που μένουν. — Ό Χριστός μαζί σας! — Καλή άντάμωισι... Είναι μια μεγάλη στιγμή, γεμάτη συγκίνησι. Ό γέρο θαλασσόλυκος, ό καπετάν Μάρ-' κος ο λοστρόμος, σφουγγίζει τά μάτια του.· — Σέ περιμένω νά γυρίσης ν.κητής!, λέει στον 3Αστρακάρη. , „ Ό Στραπάτσος μόνο δέν έ χει χάσει τό κέφι του. — "Έπρεπε νά μου τό είχες π ή πιο νωρίς, γκρινιάζει κυττάζοντας λοξά τό Νικήτα. Θά έκανα μερικές γαργάρες μ3 αύγά καί θά μπορούσα νά ψάλω τή νεκρώσιμη ακολουθία γιά τους άραπάδες, ^ωρίς ^φάλ τσα! "Αλλά κομμάτια νά γίνη... Καί γυρίζοντας προς τον λοστρόμο, φωνάζει: — Κύτταξε νά μή μάς ξεχάσης, στή φελούκα καί γίνου με μεζές γιά τά ψάρια!... ΤΟ ΜιΠΟΥΡΛΟΤΟ
ΚΑΝΈίΣ δέν ξέρει ακόμα τήν τραγωδία που είναι _ ϋ ν3 άσ)ζίση σέ^ λίγο. Ό Νικήτας μοναχα, που καταλα βαίνει πόσο δύσκολο είναι αυ τό που πάνε νά κάνουν, είναι γεμάτος άσχημα προαισθήμα" τα. "Ομως δέν τό: δείχνει. Τό πρόσωπό του εξακολουθεί παν τα νά είναι ήρεμο κι5 από τά χείλη του κρέμεται ένα γλυκό
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ 33 η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
χαμόγελο. Κατεβαίνουν τήιν α τευόμενοι απ’ τις σκιές πού ρίχνουν οί ψηλές κορφές τής νεμόσκαλα και πατουν στο απόκρημνης ακτής στη θάλασ μπουρλότο. σα. Τώρα πλησιάζει ή αποφα — Είμαστε δλοι παιδιά;, σιστική στιγμή. Πλάϊ στο Νι ρωτάει. κήτα υπάρχει μια σιδερένια — "Ολοι, καπετάνιο! φουβού μέ αναμμένα κάρβου — Μέ τή βοήθεια του Χρί να καί κάτω στά πόδια της στου, λοιπήν, ξεκινάμε. μια σιδςρένισ κουτάλα. "Ολοι κάθονται στα κουπιά. — Στραπάτσο!, λέει χαΌ Νικήτας κάθεται στο ττιμό μηλόφωνα. νι μέ καρφωμένα τά μάτια κα Ό Κεφαλλωνίτης σέρνεται τά την μπούκα του λιμανιού. μέ την κοιλιά κοντά του. Τό μπουρλότο γεμάτο θάνατο -— Πάρε, την κουτάλα !, τον στην κουβέρτα και στα σπλά διατάζει. Μόλις σιγουράρουμε χνα του, αρχίζει νά γλυστράη τό μπουρλότο, θά είσαι έτοι αθόρυβα στα γαλήνια νερά. μος νά ρίξης τά κάρβουνα στο Πίσω του, σέρνει τή μικρή φε λοϋκι. Θά περιμένης νά λούκα. Έικεΐ θά μπουν οί ε δώσω τό(*)σύνθημα... φτά αυτοί ψυχωμένοι άντρες, — Έν τάξει καπετάνιο... οτσιν τό μπουρλότο καρφωθή Τώρα τό παιδί είναι ήσυχο. καί άρχίση νά καίγεται στά Μέ ιμιά κίνησι του τιμονιού δί πλάγια του άλγερίνικου καρα νει μιαν απότομη στροφή στο βιού. Τό παιδί κυβερνάει μέ μπουρλότο, πού τώρα αφήνει προσοχή. Τό παν είναι νά μη τούς μυριστούν απ’ την κορ τή σκιά καί σά σαΐτα μουντά ρει μέ την πλώρη στά πλευρά βέτα. "Αν τους δουν από μα- του άλγερίνικου. Ή μανού κρυά, ή μιισή δουλειά είναι χα βρα είναι μελετημένη καί σί μένη, δον όχι ολάκερη. Τό πρό γουρη. Τό μπαστούνι τής πλώ βλημα είναι νά φτάσης κοντά ρης σφηνώνεται μέ φούρια σέ πρίιν σέ άντ ιιληφθούν. "Οταν ιμιά μπουκαπόρτα των κανο γαντζωθή τό πυρπολικό απά καί τό μπουρλότο μένει νω τους, άς αρχίσουν νά ρί νιών ακίνητο. χνουν. Ευτυχώς πού δέν έχει — Τούς γάντζους, λεβέν Φεγγάρι καί τό σκοτάδι είναι !, φωνάζει ό Άστρακάρης ένας σίγουρος σύμμαχος σέ τες καί σηκώνεται. τέτοιες δουλειές. Ζυγώνουν τώρα προς τό δε (*) Το λοίίικι ηιταν μια δαακλά δω σι όατδ σωλήνες γεμάτες μτταξιό κάβο. 5Απ’ τό άλγερίνικο ιμοάτι και θειάφι ττου εστ ειλναιν δέν τούς έχουν δη. Πλησιάζουν τη^ φωτιά ιτρός σλα τά σπίμεία δλο καί περισσότερα, προστατ οΰ ττυοττοιλ ι κιο 0. ΤΕΛΟΣ Σ υ·γγ ραφεύ ς: Π. ΠίΕΤΡ 1 ΤΗ Σ
3Απαγορεύεται ή άναδημοσιευσις
ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Γραφεία: ιΟδός Λέκκα 22 Φ Άριθ. 2
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
Α Τιμή δραχ.
0
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, "Άνω Ήλιούπολις. Προϊστάμενος Τιπτο.ραφείοο: ’Αν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο επόμενο τεύχος, τό 3, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη έβδομάδα με τον τίτλο:
τό τολμηρό ' Ελληνόπουλο σαρώνει τά νερά του Αι γαίου καί εμβάλλει στά χαιρέίμια τών Τούρκων, πο λεμώντας για τον Χριστό καί για την Ελλάδα!
0 ΣΙΦΟΥΝΑ! ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ "Ενα τεύχος, πού θά χαρίση ρίγη συγκινήσεως καί ενθουσιασμού, άκό'μη καί τούς πιο δύσκολους άν άγνωστες!
ΤΑΜΠΟΥ = ε?2, Ξ ΕΡ2. ΗΓΥΧΑΓε. ΕΛΑ ΚΟΝΤΑ. ΤΙΠΟΤΑ Δεν είναι ΑΓΝ9ΣΤ0 ΠΑ ΤΟΝ ΤΑΜΠΟΥ βΛ8Π§ ΚΑ ΘΑΡΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓθΥ ΒΛΕΠ9 ΤΟΝ ΚΥ ΡΙΟ ΙΟΥ ΠΑΝ? ΑΠΟΤΗ ΝΕΚΡΗ ΚΥΡιΑίΟΥ ..
ΤΗ ΙΚΟΤ^χε η ΛΕΑΝΑ.'
Ο ΤΑΜΠΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΗ ΔΙΗΓΗΣΗ ΤοΥ. ΟΣΑ ΛΕΕΙ ,29Α/ΤΑΐνεΥθΥ/ν; ΜΠΡΟΣ ΣΤΑ ΕΚΠΛΗΚΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΕΑΝΑΣ. τ Ρ'Γη ΓΥΝΑνκΑ ΜΟΥ! Η ΚΥΡΙΑ ΣΑΣ·. ΤΗ ΣΚ0Τ9- )
ΚΡ» (
σαν:
) _____
ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΠΡΑΣΕΛΕ Ε·ΝΑΙΔ»>>^
ΚΟ ΤΗΣ · 0ΑΤΗ|3Ρδ!βΑ /ΕΡΧΟΜΑΤΗ ΘΡ* ΟρΟΥ ΚΓΑ|\) ΠΗ-/ΣΤΕ ΜΑΖΙ ΓΕ ΚΑ» ΘΛ ΤΗΝ ΒΚΔ»-/ ΙΟΥ ΑΦΕΝ *___ ΚΗθ9? ΤΗ!
ί ΑΚΟΥΣΑ ΤΗ 2 Ψ9Λ/Η ΤΗΣ ΑΒΑ ΝΑΣ ΑΠΟ ΚΕΙΝΟ ^ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ.
γ
Ρ/ ,ϊΗΓ /
/
--Ν
Λ
Ί Λ^&5®ί /] λ^Λβ^|^3
| \Ι |
Τελευταίο μένει τό παιδί. — 1 εράσιιμε, φωτιά!, φω ί ΝΑΥΤΕΣ αφήνουν ' \β τά κουπιά και σαλ νάζει. Ό Στραπάτσο ς νοιώθει τις έ* τάρουν στην πλώρη. σφαίρες πού περνούνε σά Ανάμεσα τους πρώτος και κο.ι\ύτιερσς αυτός. Μέ σβέλτες σφήκες γύρω του, μά δεν προ κινήσεις ρίχνουν τούς γάν σέχει. Βουτάει την κουτάλα τζους μέ τις άλυσσίδες, σιγου- στή φουβού καί, όταν τή βγά· ράρουν πιο ικαλά το μπουρλό- ζη, τά αναμμένα κάρβουνα το, έτσι πού νά ,μή μπορή νά φεγγοβολούν; Τά ρίχνει στο ξεκολλήση απ’ τό αράπικο λούκ.ι. "Ενα φίδι φωτιάς αρ πριν άρχίση τή δουλειά του. χίζει νά γλυστράη στήν κου "Οίμως οι Άλγερινοί τούς εί βέρτα τού μπουρλότου, αφή δανε. Βροχή αρχίζουν νά πέ νοντας ένα σιγαλό, άνατριχια στικό σφύριγμα.... φτουν τά ’μολύβια γύρω τους. Οι άραπάδες, ξαφνιασμένοι α Σαν ένα φίδι από φωτιά, πό την τολμηρή επίθεση τά γλυστράει ταξιδεύοντας ή χάνουν στην αρχή, μά ύστερα φλόγα ιμέσα στο λουκι τού συνέρχονται και ρίχνουν χα ■μπαρουτιού και σκορπίζει δε λάζι από σφαίρες. ξιά κι3 αριστερά τά πύρινα — Στή φελούκα!, διατάζει παρακλάδια της στήν κουβέρ ό Νικήτας. τα καί στήν κοιλιά τού μπουρ "Ολοι τρέχουν στήν πρύμη. λότου. ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2 ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ?
4
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»
— Αλλάχ Μασαλλάχ! Οί μ πουρλοτ ι έρηδ ε ς ! Οι ρουμί ,(*)!, Ό αέρας γεμίζει καπνό, ουρλιαχτά, βλαστήμιες και μυρουδιά μπαρουτιού. Οι 3Αλ γερίνοι τρέχουν στο κατά στρωμα σαν λύκοι πού έπε σαν σέ δόκανο, κρέμονται στις κουπαστές, φωνάζουν καί ρίχνουν ιμέ τά τρομπόνισ τους χαλάζι από καφτά μολύ βια προς τό μέρος τής βάρ κας τού Νικήτα Άστρακάρη, ενώ άλλοι ρίχνονται στις μπουκαπόρτες· καί παλεύουν μέ τά τσεκούρια τους νά ξε κολλήσουν τό πυρπολικό από όμως; σφηνωμένο μέ τό μπαδμως, σφινωμένο μέ τό μπα στούνι τής πλώρης του στη δεξιά πλευρά τού άλγερίνικου καί γαντζωμένο απάνω του μέ τά ατσαλένια αγκιστριά του καί τις χοντρές αλυσίδες, δέν λέει νά σαλέψη από τη θέ σι του. Τά βαρέλια μέ τό κα τράμι καί τό νέφτι παίρνουν φωτιά, τά δαδιά καί τό ρετσί νι φουντώνουν, τό θειάφι τινά ζει στον ουρανό κίτρινους καί γαλάζιους πίδακες φλόγας, οί μπάλες τού μπαρουτιού πού βρίσκονται στους τενεκέδες τής κουβέρτας εκτοξεύονται σαν φοβερά, γεμάτα θάνατον πύρ ινα μετέωιρα, δ ι αγράφουν ευθείες, καμπύλες καί πύρινα τόξα καί πέφτουν στο κατά στρωμα τής κορβέτας. Κι3 ό που πέφτουν δημιουργούν και νούργιες εστίες φωτιάς καί πρακάλούν απερίγραπτο πα(*) Χριστιανοί.
νυκό καί σύγχυσι. Τεράστιες πύρινες γλώσσες ξεπετιοΰνται από παντού καί αγκαλιά ζουν τά πλευρά τού1 εχθρικού καραβιού (*) καί γλύφουν τις κουπαστές καί ξεχύνονται στο κατάστρωμα καί σικαρφα Χώνουν στα ξάρτια. — Έν τάξει, παιδιά!, άκούγεται μέσα σ5 αυτή την κό λασι ή φωνή τού Νικήτα. Τά καταφέραμε μια χαρά! Δο ξασμένο τ’ όνομα τού Χρι στού ! Μέσα στη βάρκα, πού εί ναι δεμένη στην πρύμη τού μπουρ λύτου, πού καίγεται σάν ένα μεγαλόπρεπο πυρο τέχνημα, βρίσκονται τώρα ό λοι. Τελευταίος ό Στραπάτσος καί τό παιδί μέ τό τσε κούρι του κόβει τό σκοινί. — Γιούργια, παιδιά·, στά κουπιά!, φωνάζει. Ή μικρή φελούκα μέ τούς εφτά λεβέντες ανοίγεται τώ ρα μαικρυά άπ5 τις φλόγες. Ό Νικήτας έχει ανάμεσα στά σκέλια του τη λαγουδιέρσ τού τιμονιού καί μέ τό τρομπόνι του σημαδεύει καί ρί χνει κάθε τόσο στο άλγερίνι('\ο. Τώρα μονάχα; προσέχει τον Στραπάτσο πού βρίσκε ται δίπλα του. Μέ τό δεξιό του χέρι κρατάει τ5 αριστερό του μπράτσο. Τά δάχτυλά του είν α ι μ ατωμ ένα. — Χτυπήθηκες, Γεράσιμε; ρωτάει· ανήσυχα. — Θαρρώ πώς μέ γρατζού(**) (**)
Οι
5 Αλγέρι ν.οί ττεπρατές ησαν τότε σύμ μαχοι μέ τους Τούρκους. (νττερμτΓΓρΐνοι)
ΜΠ^Ϋ^ΛΟΐί ϋ Ρ Η .2
8
>»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»>»»»»»»»&»$>»»*»»»»>»»,
■νησε κάποιο μολύβι!, Αποκρί νεται αυτός και χαμογελάει, Μή νοιίάζεισαι γιά μένα. Μια σφαίρα ταυ έχει τρυπήι'ση τό μπράτσο. Τό παιδί σκίζει ένα κομμάτι απ’ τό πουκάμισό του καί του δένει την πληγή. — Σαν φτάσουμε στο λα τίνι μας, του λέει, θά σου βά λει μπάλσαμο- ό καπετάν Μάρ κος καί θά πέραση. — Έν τάξει! Πέρασε κιό λας, μικρέ! τον πειράζει 6 Στραπάτσος. Τώρα βρίσκονται σε αρκε τή άπάστασι από τις φλόγες καί, καθώς βλέπουν από εδώ τό φοβερό θέαμα τίς μεγάλης φωτιάς που καταβροχθίζει με μιαν απίστευτη ταχύτητα τό άλγερίνικο, νοιώθουν ένα δυ νατό σφυρακόπημα στην καρ διά. ^ ^ -— Ζητώ ή ελευθερία!, φω νάζει ό Στραπάτσος. Τους φάγσίμε τό μάτι! Καί ύστερα σέ ήχο πλάγιο τέταρτο αρχίζει κατά τη συ νήθειά του την επιμνημόσυνο ακολουθία: — Ευλογητός εΐ, Κύριε, δί δαξόν με τά διικαιώματά σου! — Λευτεριά ή θάνατος!, φώναζαν μ5 ενθουσιασμό οι ναύτες πού κωπηλατούν. Γειά σου-, Γεράσιμε, αηδόνι τής θάλασσας! Ό Νικήτας δμως δε μιλάει. Τά πράγματα δεν είναι τόσο ευκάλα. Είναι ανήσυχος. Γ ιά νά βγουν από τον κόρφο-, πρέ πει νά περάσουν ανάμεσα α πό τά άλλα άλγερίνικα πού βρίσκονται τώρα σέ συναγερ
μό. Ή έπίθεσι εναντίον τής κορβέτας καί οι τεράστιες φλόγες πού την τυλίγουν έ χουν δώσει τό- σύνθημα· μιας γενικής κινητοποιήσεως καί σ τ ά κατ αστρώμ ατ α κ ιναΰνται γοργά οί ναύτες κι* άκούγονται τά βιαστικά παραγ·· γέλματα πού δίνουν οί Αξιω ματικοί. "Έχουν δ ή σίγουρα τή βάρκα με τούς εφτά τολ μηρούς "Ελληνες καί ρίχνουν μέ τίς μολυβοθήκες (τουφέ κια τής εποχής) καί τά τρό μπαν ια (ικοντά ναυτικά όπλα) ένο.ντ'ίού τουΐς. Οί σφαίρες περνάνε πάνω από τρ κεφάλι τουή, σφυρίζου|ν δα ιμον'ισ μέ να, πέφτουν στα πλαϊνά τής βάρκας καί βροντούν, βου τούν στο νερό καί σχηματί ζουν μικρούς πήδσικες γύρω τους. Τό παιδί μ" έναν επιδέ ξιο χειρισμό τοΰ τιμονιού γυ ρίζει τό μικρό βαρκάκι προς την έξοδο του λιμανιού. Ταυ τόχρονα ρίχνει κάθε τόσο μα τιές προς τά πίσω, στο μέσα μέρος του κόρφου, εκεί πού βρ ί σικεται Αποκλεισμένο τό καράβι του. Περιμένει μ’ άγω νία νά τό 6ή —σύμφωνα μέ τό σχέδιο (*)—-νά γλυστράει προς τά έξω. "Υστερα από λί γο, τό πρόσωπό του- αστρά φτει από χαρά. Τό λατίνι του αγέρωχο, υπερήφανο σαν ένα έϊ;|υ5)θ' άλογα, -βάζει πλώρη κατά τή μπούκα τοΰ κόρφου. —Το καράβι μας ορτσάρι σε, παιδιά!, φωνάζει. "Άιντε, κουράγιο νά βγούμε καί μ εις (*) Α".άδασε το προηγούμενο τεύχος.
Θ
Ο
Μ. I Κ Ρ 6 ί
άπ' τό λΐ'μάνι νά τό περιμέκες μέ μπεριμπερίνους και νουιμε. ΙΌυς κυνηγούν^ Ή φελούκα γλιστράει σαν — Κλάφτα, Χαράλαμπε!, σαΐτα στο νερό μέ κατεύθυνσι αναστενάζει ό Στραπάτσος προς τό πέλαγος. Έκεΐ στ5 και φουχτιάζει -μέ τό γερό χέλ ανοιχτοί —όπως τά κουβεν * ρι την πιστόλα του. Άν πέ τιάσανε— Θά περίμεναν τό σουμε στα χέρια τους, θά «Ελευθερία η Θάνατος» πού μάς κάνουνε τής σούβλας οί 6ά τούς μαζέψη. Άλλα από άραπάδες. ψε ή τύχη δεν είναι ιμέ τό μέ Ή φελούκα μέ τόύ.ς "Ελ ρος τους. Οί τεράστιες φλό ληνες κάνει φτερά. Μά οί άλγες έχουν κάνει τή νύχτα μέ γερίνίκες βάρκες, πού έχουν ρα και ή μικρή βάρκα ταξι σαράντα κουπιά ή κάθε μιά, δεύει μέσα σ’ ένα άπλετο τρέχουν π.ό γρήγορα. Κάθε φως. Οι Άλγερίνοι ρίχνουν λνεπτό πού περνάει, ή άπσμέ λύσσα εναντίον τους. Ταυ στασι πού τούς χωρίζει λίγο··· τόχρονα, τά καράβια πού στεύει. Ό Νικήτας, ορθός βρίσκονται πίσω άπό τούς ·κά στο τιμόνι, αψηφώντας τά 6ο·υς ρίχνουν δικές τους βάρ βόλια, μοιάζει μ5 ένα άγριε-
'Ο
Η.χή'τας
έπιτί&εται * κεοαυνο 6ό!λα καί ανακόπτει τόιν Αλγέρινό υέ τό ααστίνιο.
ΜΠΟΥΡΛΟΐΙ βΡΗ!
1
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»^»»»>»^»^»»»>*»>>>>»»»»»
Οι
άοιο'ττάδες άινιυατοιμίΐαστοι σ ι/νεχίζουν
μένο λιοντάρι, που κινδυνεύει νά πόση σε παγίδα καί σφίγ γει τά δόντια. Στο γυιμνασμέ νο χέρι του τό τιμόνι κάνει τό μικρό σκαψάκι νά διαφράφη απότομες κλίαεις, νά γλυστ,ράει πλάγια, νά πραγματοποιή τολμηρά ζίγκ-ζάγκ ξε φεύγοντας άπ’ τους διώκτες του. Εφτά βάρκες τους κυνη γούν. Μά* νά πού ξαφνικά μπροστά τους ξεφυτρώνει καί άλλη μιά. Όχτώ τώρα! Αυτή ή τελευταία είναι κίνδυνος θάνατο ς. " Ερ χετ α ι κατ άπλωρα νά τούς κόψη τό δράμο. Οι άροίπάδες τούς έχουν τώρα στη μέση. Δε θά μπορέσουν νά ξεφύγαυν. Ή βάρκα δλο καί έρχεται πιο κοντά.
τϊτν
κουβέντα τους.
— Απάνω τους, παιδιά!/ φωνάζει ό Νικήτας. |<α·ί, φέρνοντας τό τιμόνι όλο αριστερά, δίνει μίαν από" τομή στροφή στή φελούκα πού σημαδεύει τώρα μέ τήν πλώρη της τά πλαγινά τής εχθρικής βάρκας. Τό σχέδιό του είναι νά πέση απάνω της νά τήν κόψη στά δυο. Κι5 αν μπορέση νά προχωρήση μπρο στά, πάει καλά. "Αν όχι. "Ε τσι κι έτσι είναι πού είναι χαμένοι. — Μέ τή βοήθεια του Χρι στού, λεβέντες!, άκούγεται πάλι άγρια ή φωνή του. Δόστε άέρα στά κουπιά! Οί ναύτες σφίγγουν τά δον τια καί, βάζοντας σε κίνησι
έ
.........................
6 Μ ι κ ρ ο ί
δλες τις δυνάμεις πού τούς απομένουν, δίνουν μιαν αφάν ταστη ταχύτητα στη φελού κα, πού μοιάζει τώ,οα νά πετάει σαν γεράκι. "Ομως οι Άλγερίνοι —αιώνες από γ£νηά σέ γενηά κουρσάροι στις θάλασσες— προβλέπουν την έπίθεσι καί,, γλυστρώντας πλάγια, ξεφεύγουν τό χτύπη μα (*). Ή φελούκα περνάει ί —-- ---
ξυστά δίπλα τους, 01 σφαί ρες τώρα θερίζουν. Τρεΐς ναύ τες τού Άστρακάρη πέφτουν βαρειά χτυπημένοι στους πάγκους. Ό Νικήτας άδειάζει τό τρομπόνι του. Μερικοί άραπάδες τινάζονται ουρλιά ζοντας στη θάλασσα. Ό Στραπάτσος δίπλα του πυρο βολεΐ κι5 αυτός. Λυό 5Αλγέ ρι νοι χοροπηδούν, αφήνουν τά κουπιά καί πέφτουν ανάσκε λα μέ δυο μολύβια φυτεμένα στο κεφάλι άπ’ τη διμούτσου νη πιστόλα του. Άλλα δλα αυτά δεν ωφελούν. Οι κουρσά ροι είναι πολλοί καί ξέρουν όλα τά τερτίπια τού πολέμου στη θάλασσα. Ή μεγάλη βάρ κα, πού τούς έχει κλείσει τό δρόμο, αφήνει τη φελούκα νά την προσπεράση κι5 έπειτα πραγματοποιεί, κάτι άπό τό ',^.ρι τού έμπειρου πηδαλιού χου της, μιαν απότομη στρο φή καί ρίχνεται μέ την ορθή πλώρη της στά πλευρά τής εΛληνικής βάρκας. Ή σύγ-
(*) Άπό την εποχή του Βασιληά της Κιρπτης Μίνωα αρχίζει ή^δράσΊο τώ'ν πειρατών αυτών τής Αφρικής. Κατά τους Μηδι κού ς ττοιλε μ ου ς τους ^ κατ έδιωξαν σι Άβηινιαΐοι καί άογοτεοα ό Φι λί -π-ττος καί ό Μέγας Αλέξανδρος. Οι Ρωιμαΐο,ι καί οί Βυζαντινοί πολέμησαν επίσης εναντίον τους. "Οίμως τίποτα δεν κατ άφεριαν. ΟΙ πειρατές^ τής Αφρικής έγιναν κύριοι τής Μεσογείου καί έχαναν άγονα ρεσάλτα στα εμπορικά κα ράβια που πολέμιουσαιν νά βγουν στο πέλανος. Τά ισπανικά πα ράλια. που βρίσκονται απέναντι στο Αλγέρι. υπέστησαν μεγάλες καταστροφές από τους άγριους αστούς κ,ουρσάοους που λήστευαν καί κιαί αιχμαλώτιζαν καί έστελ ναν νέους καί νέες στα σκλαβο πάζαρα τής Ανατολής. Στα 1537 οί Άλγεριίινοί κουρσάροι βρίσκονταν στις δόξες τους. Τό τε αρχηγός τους γίνεται ό Χαϊρεντίν Βαοβαρόσσης. ^Τήν εποχή έκείνη ποαγματοποιίουν καί μιιά άπό τις τολμηρότερες έπιδρορές τους Επιτίθενται έναντιον^ τής Αίγινας την λεηλατούν καί^ α’ιχίμαλωτ ί ζηυν 6.00 0 Αίγ ι νΐτ ε ς. τους όπρόους αργότερα πούλησαν ώς σκλάβους. ιΗ Ισπανία ή Γαλλίια καί ή Αγγλία έστειλαν πολλές φ,οιρές τους στ όλου ς ^ του ς νά τούς ^ ύπο-τάξρυν. Αλλά οί ηπερμπερΐινρι. πού γιά ένα μικοό διάστημα έίδειχναν^ πώς ησύχαζαν^ άοχιζιαν πάλιν τά ρεσάλτα^ καί τις λεηλασίες σε νησιά καί κα ράβια. Μονάχα ύστερα άπό την Ελληνική Έπανάστασι του 1 821 . οί Γάλλοι ^ επέτυχαν μέ ισχυρέ ς δυνάμεις νά συντρίψουν τούς όνο-
ιμαστούς αυτούς κουρσάρους καί νά καταλάβουν την ^ Αλγερία (Μπαρ.μπαρ ά). Γιά τούς "Ελλη νες η περίοδος τής πειρατείας εΐχε καί την καλή καί την κακή της όψη. Κακή γιατί τά εμπορι κά της καράβια ύπέφεραν άπό τις επιδρομές αύτέ Α. Καλή για τί αναγκασμένοι να άιμύνωνταιι κατά των ^μπερμπε οίνων άρχισαν νά αποκτούν μιιά σίγουρη πολεμι κή πεΐιρσ. νά εξοπλίζουν τά. κα ράβια τους ^ καί νά μάνωνται σκληρά στη θάλασσα. Τά έξ,ωπλι'-'-μένια αύτά εμπορικά καράβια τ,,σαν ό πρώτος πυρ ηνία* ς τού ελ ληνικού στόλου, πού πολεμούσε τηιν αρμάδα τό 1821 . Καί άπό τά πληρώματα τους βγήκαν οί Μιαούληδες. σί Μπουμ παυλΐνες κ<Γ ο ί Καν άρη δε ς.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
9
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>
κιρουσι είναι τρομερή. Τό μι κρό βαρκάκι μέ τούς μττουρλοτιέρηδες καί τούς πληγω μένους τσακίζεται σαν καρυ δότσουφλο1 καί γίνεται συν τρίμμια. 5Από τή μια στιγμή στην άλλη, ό Άστρακάρης καί σί σύντροφοί του βρίσκον ται στά παγωμένα νερά καί παλεύουν απεγνωσμένα να ξεφύγουν. — Είναι τό δεύτερο χειμω νιάτικο μπάνιο πού κάνουμε παρέα!, φωνάζει τουρτουρί ζοντας ό Στραπάτσος πού βρίσκεται πλάϊ στον Νικήτα. Μπορεί να πουντιάσουμε! 3 Αλλά τό παιδί δεν έχει τούτη τήν κρίσιμη στιγμή καμ μια διάθεσι γι3 αστεία. ' — Έλα νά βοηθήσης νά κρατήσουμε τούς πληγωμέ νου ς !, δ ι ατ άζε ι. Δεν πρέπε ι νά τούς άφήσουμε νά πνίγουν. Ό κοντόχοντρος Κεφαλλω·· νίτης υπακούει. Παρ3 όλο πού τό τραυματισμένο αριστερό μπράτσο του προκαλεΐ δυνα τούς πόνους, κολυμπάει σά δελφίνι καί ρίχνεται μαζί μέ τον Νικήτα προς τό μέρος ό που φαίνονται οι ναύτες. πά; αγωνίζονται νά κρατηθούν στην επιφάνεια. Αλλά δένν προφταίνουν. Ή βάρκα με τούς Αλγεινούς είναι πάλι πλάϊ τους. Οι άραπάδες κρε μασμένοι στις κουπαστές χτυ πούν δεξιά κι5 αριστερά με τά τσεκούρια τους. Ή θάλασ σα. γεμίζει αίμα. — Σκυλιά!, μουγγρίζει τό παιδί. Οί πραγματικοί θαλασ σινοί κρατούν τούς νόμους τής
θάλασσας. Λεν σκοτώνουν τούς ναυαγούς! — Π άστε ζωντανό αυτόν τον ρούμι!, διατάζει ό λοστρό μος τής άλγερίνικης βάρκας. Αυτή ή φωνή κάτι μοΰ θυιμίζπ... Τήν ίδια στιγμή ό Νικήτας δέχεται ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι μ5 ένα κουπί. Ζα λίζεται καί χάνει τον κόσμο. Τό κορμί του άρχιζε ι νά βου λιάζει σά μολύβι. Ό Στραπά τσος με δυο απλωτές φτάνει κοντά του καί τον συγκροτεί. — Κουράγιο, μικρέ!, τού φιωνάζε ι., Τό λατ ι νάδ υκό μ ας φτάνει. Μά κι3 αυτός δεν προφταί νει νά πή περισσότερα. Κάτι βροντάει στο κρανίο του καί νοιώθει νά πέφτουν τά άστρα στο νερό. Ταυτόχρονα, τέσσε ρις ’Αλγερίνοι τούς αρπάζουν από τούς ώμους κι5 άπ3 τά μαλλιά καί τούς σέρνουν στή βάρκα... • όο·>·κρ ΝΑΥΜΑΧΙΑ
Ε άνο’.χτά δν τον τά ανία, το « Ελευθερία ί θάνατος», τό* ξακου στό καράβι τού Νικήτα 3Αστρακάρη, προχωρεί σά σί φουνας έχοντας πρύμα τον α γέρα προς τήν μπούκα τού ι κρού κόρφου, όπου φλέγεται σάν πυροτέχνημα ή εχθρική κορβέτα. Τό πέρασμα τώρα δεν είναι βέβαια εύκολο, μά δμως δέν είναι καί άκατόρθω το. Ό γέρο θαλασσόλυκος, ό
Μ
ΊΟ
·
Ο
Μ ι Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»;.»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»
καπετάν Μάρκος, πού κάνει κουμάντο τώρα στο καράβι, έχει πάρει όλα τα -μέτρα του. Οί κ αίνον ιέρηδες είναι ατά πό στα τους και όσοι ναύτες δεν έχουν δουλειά στά άρμενα εί ναι ταμπουρωμένοι στην κου βέρτα μέ τά τ,οόμπόνια στο χέρι και τούς μπαλτάδες πλάϊ τους ετοιιμοι νά πολεμήσουν όταν ή χρεία τό καλέση... Όσο πλησιάζουν προς την κορβέτα - πού καίγεται, τόσο καί νοιώθουν τον αέρα να §ρ·χεται καφτος στα πρόσωπά τους. Είναι πραγματικά ένα μεγαλόπρεπο και άνατριχιαστικό μαζί θέαμα. Τώρα πού όλα δείχνουν πώς τίποτα δέ μπορεί νά στσίματήση την
πυρκαϊά, οι Άλγερίνοι ρίχνονται—όσοι προφταίνουν— με φωνές στη θάλασσα ζη τώντας νά σωθούν κολυμπών τας. Οί βάρκες από τ' άλλα καράβια μαζεύουν όσους μπο ρούν βιαστ;κά κι5 απομακρύ νονται μέ χτυποκάρδι, γιατί σέ λίγο —κανείς δεν μπορεί νά λογάρι άση την ώρα ακρι βώς καί τη στιγμή— θά πά ρουν φωτιά οί ·μ π αρουταί το θή κες καί Το καράβι θά τιναχτή καί θά γίνη ένα εκατομμύριο σπίθες στον αέρα. -— Τό νοΰ σας,- παιδιά !, άκούγεται ή βαρειά φωνή τού καπετάν Μάρκου. Φτάνουμε στη -μπούκα! Μέ τό πρώτο, άρχίστε νά ρίχνετε!
οί δέκα καβιοϋλάοπίδ-ες ιχέ έητί κεφαλής τό ηρωικό ττοοιδΐ ξιεχύ-:
νοινται υέσα
ατη νύχτα.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η I
11
.>:»»»»>$»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»} »»»»>»»»»
Τό λαστιγέν.ΐιο κοονί τιου Νικήτα γαντζώνιεταΐ στις προεξοχές του τείχους και άργίζιει νά κινήσαι γη.ογά.·
Καθώς περνούν τώρα πλάι απ’ τή φλέγόμενη κορβέτα, βλέπουν τ’ άλμπουρά της που καίγοονται σά δαδιά νά τσα κίζουν και νά πέφτουν μέ βα ρύ πάταγο στο κατάστρωμα 5 ίνοντ οος έτ σ ι κ αινούργ ι α στροφή στή φωτιά. Τά κατρα μωμένα σκοινιά μοιάζουν μέ πυρωμένες#σαΐτες/ που σκορ πίζουν δεξιά κι’ αριστερά κα θώς καίγονται και κουλούρι άζουν καί κομματίζονται. — Κάνανε παστρική δου λειά οι λεβέντες μας!, λέει ό καπετάν Μάρκος μέσα από τά δόντια του καί καμαρώνει τό θέαμα. Μπράβο τους!
Καθώς όμως φτάνουν στον κάβο, ό γέρο θαλασσόλυκος ζαρώνει τά βράδια. Δεν βλέ πει πουθενά τό σκαφάκι μέ τον Νικήτα καί τους συντρό φους του. Ή θάλασσα είναι γεμάτη άλγερίνικες βάρκες. Μά ή φελούκα του λατινιού «Ελευθερία ή Θάνατος» δέν φαίνεται. "Άσκημα προαισθή ματα τον ζώνουν σά φίδια κι’ ένα χέρι τού σφίγγει τήν καρδιά. Άν τούς συνέβη κα νένα κακό, θά έχουν πλήρω σή πολύ ακριβά αύτή τή νί κη. — Ανέβα, Άντρίκο, στήν
12
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
<««««<««««««««<<<««««««««««<«<«««««««««««««««««<«<
κάψα (*) και μέ τό κανοκυάλι (**) άγνάντεψε όλα τά γύ ρω για τή φελούκα τού καττε*· τάν Ν ική,τα!δ ι ατάζε ι ένα ναύτη. Σχεδόν αμέσως όμως γυρι ζει ξαφνιασμένος προς τ5 αρι στερά. "Ενα από τά άλγερίνικα πού βρίσκεται πίσω από τον κάβο βλέπει πρώτο· τό λα τινάδιικο πού ξεμπουκάρει και αρχίζει να ρίχνη. Δυο μπάλες πέφτουν στην κουβέρτα τού έλληνίικού και τό συνταρά ζουν. "Υστερα αρχίζουν βρο χή οί σφαίρες. — Φωτιά, παιδιά, άπ5 ό λες τις μπάντες!, φωνάζει ό γέρο-λοστρόμος καί βολτατζάρει τό τιμόνι. , Τά κανόνια τού λατινιού ξερνούν φωτιά καί μολύβι. Οί κανονιέρηδες σημαδεύουν καί ρίχνουν δεξιά κι5 αριστερά, γιατί τώρα ή έπίθεσι έχει αρ χίσει από όλες τις πλευρές. "Ομως τό «Ελευθερία η Θά νατος» γλυστράει αγέρωχα τυλιγμένο στά σύννεφα τού καπνού καί 0έ λογαριάζει τούς άραπάδες κουρσάρους. Τά άλγερίνικα είναι φουντ α ριθμόν α καί δεν είναι καθόλου εύκολο νά κάνουν πανιά καί νά κινηθούν. Τό λατίνι όμως έχει μαζί του τον καιρό καί κάνει μανούβρες καί φυλάγε ται καί χτυπάει μαζί. Μιά μπάλα κάνει ζημιά στο κα τάστρωμα. Μιά άλλη χτυπάει τό πλωριό άλμπουρο. Μιά (*) Μιά θέσις ΟίΠίλα στο κα τάρτι άττό οττου μπάσο Οση κ αινείς ινά κατοιπτευη γύρω τό πέλαγος. (**) Κανοκιάλι, λ οι ναυτικές Φιόπττοες τής έττσχής εκείνης
τρίτη σπάει τό μπαστούνι τού φλόκου. Μά τό λατίνι έ χει ανθρώπους μέ ψυχή λιον ταριού. Οί κανονιέρηδες μέ νουν ασάλευτοι στις θέσεις καί, ενώ οί άλλοι ναύτες τρέ χουν εδώ κι5 έκεΐ νά επισκευ άσουν τις ζημίες, αυτοί σκορ πίζουν τό θάνατο στά άλγερί νίκα. Ή πλώρη τού καραβιού τσακίζει όσες βάρκες βρίσκει μπροστά της κι5 άνοιγει τό δρόμο προς τό πέλαγος, περ νώντας ανάμεσα από ένα δί χτυ φωτιάς καί κοφτού μολυ βιού πού σχηματίζουν τά δι ασταυρούμενα πυρά των άρα πάδων. Τώρα βρίσκεται μακρυά α πό τον κίνδυνο. Αλλά όλοι έχουν βαρεία καρδιά. Πουθε νά δεν είδαν τή φελούκα μέ τούς μπουιρλοτιέρηδες. Ό κα πετάν Μάρκος δεν ξέρει τί πρέπει νά κάνη καί νοΊώθει μιά δυνατή θλίψι νά τον κυριευη. Παρ’ όλο τον κίνδυνο που διατρέχει πρέπει νά ξανα γυρίση. Κανείς δεν έχει άν· τίρρησι. "Ολο τό πλήρωμα είναι τής γνώμης του. -— Δέν μπορούμε ν’ άφήσουμε τον καπετάνιο μας! — ’Άν είναι ζωντανός βέ βαια ακόμα, σκέπτεται μελαγχολικά ό γερο-λοστρόμος. Τό λατινάδικο παίρνει μιά βόλτα φέρνοντας.στά πλάγια του τον καιρό καί, γειρτό κα τά τή δεξιά του μπάντα, βά ζει πλώρη κατά τά άλγερίνικα. Μιά βροχή από μπάλες καί σφαίρες τούς υποδέχεται. Δέν γκιοτεύουν όμως καί δί νουν μέ τά κανόνια τους τήν
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙ Ε Ρ Η Σ
13
»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»ι
άπάντησι οι "Ελληνες. Κάτω από τά φοβερά πυρά αρχί ζουν νά ψάχνουν για τή φε λούκα. Μά στη θάλασσα δεν υπάρχουν πια παρά συντρίμ μια από βάρκες και πτώματα. Άδικα ψάχνουν. Κόπος χαμέ νος. Πουθενά δεν βρίσκεται ό Άστρακάρης, Με βαρειά καρ διά και γεμάτος απογοήτευαι ό καπετάν Μάρκος δίνει μέ τό τιμόνι μιά καινούργια στροφή στο λατίνι. Τό ευέλικτο σκά φος γυρίζει πάλι την πλώρη του στ3 ανοιχτά καί σιγά-σιγά χάνεται στο σκοτεινό πέ λαγος. Είναι σχεδόν ένα μίλ μακρυά άπ3 τον κόρφο, όταν έ νας φοβερός κρότος συνταρά ζει τή νύχτα καί μιά τερά στια γλώσσα φωτιάς υψώνε ται ψηλά σά νά ζητάει ν3 άγκαλιάση τ’ άστρα. Οί φλόγες έφτασαν στίς μπαρουταποθή κες τής κορβέτας καί δ,τι έχει άπορείνει ακόμα από τό άλγερίνικο καράβι τινάζεται στον αέρα. — Καί σ5 άλλα όμοια, "Α γιε Νιικόλα!, λέει ό γέρος θα · λασσόλυικο ς καί στ αυρ οκ οπ ι έ ται. Μονάχα πού ό Θεός δε θέλησε νάναι μαζί μας κι’ ό καπετάνιος νά χαρή κι5 αυτός τή μεγάλη χαρά. ΣΤΙΣ
ΑΛΥΣΙΔΕΣ
Ε βρίσκεται μαζί τους τό ηρωικό ' Ελληνόπου λο. Ή χαρά του όμως δεν είναι μικρότερη., γιατί κι5 αυτό βλέπει νά γίνεται στά χτη καί κάρβουνο ή κορβέτα
άπ3 τό κατάστρωμα ενός άλγερίνικου, όπου τον έχουν αιχμάλωτο. Τούς κρατουν καί τούς δυο. Τον Νικήτα καί τον Στραπάτσο. Τούς μαζέ ψανε μέ χαμένες αισθήσεις άπ5 τή θάλασσα καί τούς έφε ραν εδώ νά τούς παρουσιά σουν στον μπας - ρεΐζ, τον καπετάνιο, νά τούς άνακρίνη. Έχουν μουσκέψει άπ5 τό νε ρό καί νοιώθουν βαρύ τό κε φάλι τους απ' τά χτυπήματα πού έχουν δεχτή. Γύρω τους στέκουν αρματωμένοι ένα οωρό κουρσάροι μ’ άγριες καί αξύριστες φάτσες καί τούς κυττάζουν άγρια. Τό παιδί ρίχνει μιά ματιά στον Κεφάλλωνίτη σύντροφό του. Είναι κι3 αυτός δίπλα του καί τον κυττάζει σκεφτι κός. — Τί σκέφτεσαι, μωρέ Γε ράσιμε, κι3 έχεις αυτά τά μούτρα; τον πειράζει ό Νική τας θέλοντας νά τού δώση κουράγιο. —Λογαριάζω, αποκρίνεται εκείνος, σε ποιο άπ3 όλα τ3 άλμπουρα θά βρίσκουμαι κρε μασμένος αύριο τό πρωΐ. — Φοβάσαι; — Χμ! Λιγάκι!, απαντάει ό Στραπάτσος καί προσπαθεί νά χαμογελάση. Μά ή κουβέντα σταματάει εδώ. Καθώς τούς βλέπουν πώς έχουν συνέλθει, τούς παίρνουν καί μέ σπρωξιές τούς πηγαίνουν στήν καμπί να τού καπετάνιου. Είναι^ έ νας ψηλός άντρας μέ σκούρο πρόσωπο καί μαύρα μάτια που βγάζουν αστραπές. Το
14
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
*>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»:
ϋψος του δεν δείχνει τίποτα καλό. -— Προσκύνα, ώρέ!, λέει του παιδιού καθώς τό φέρνουν μπροστά του. — Δεν προσκυνάω!, άποκρυνεται υπερήφανα τό Ελλη νόπουλο. — Οϋτε εγώ προσκυνάω !, λέει ό Στραπάτσος. ΓΓ αυτό κάνε δ,τι έχεις να κάνης γρήγοιρα να ξεμπερδεύουμε. Εί μαστε βιαστικοί, καπετάνιο! Ό Άντράχ - Έρίμ (ξακου στός αυτός Άργερίνος κουρ σάρος είναι καπετάνιος σέ τούτο τό καράβι) ξαφνιάζε ται. Δεν έχει συνηθίσει νά του μιλάνε" έτσι. Τό βλέμ,μα του σκοτεινιάζει καί σφίγγει τά δόντια. Τό χέρι του χου φτιάζει τό γιαταγάνι 'πού έ χει στη μέση του. — Γιατί δεν προσκυνάτε, ώρέ; ρωτάει γεμάτος λύσσα. — Μονάχα τό Χριστό προ σκυνάμε καί κανέναν άλλο!, λέει με ήρεμη φωνή ό Νική τας. Κάποιος γέρος Άλγερινός που βρίσκεται δίπλα στον Άντράχ - Έρίμ σκύβει καί κάτι του ψιθυρίζει στ αυτί. Εκείνος τον κυττάζει παρα-. ξενεμένος. "Υστερα γυρίζει πάλι στο παιδί. — Έσύ, ώρέ, είσαι ό Νίκη τας Άστρακάρης; — Ναι. Έγώ είμαι... — Κι5 έγώ ό Γεράσιμος Στραπάτσος καπετάνιο, μπαί νει στη μέση ό Κεφαλλωνίτης. Βλέπεις ότι σέ προφταί νω για νά μη ρωτάς καί κου ράζεσαι.:,.
— Σκασμός εσύ, ώρέ γκιαούρ!, αγριεύει ό Άλγερίνος. Δέ σοΰ μίλησε κανείς ε σένα ! Γίνεται μιά μικρή σιωπή. Ό Άντράχ - Έρίμ κυττάζει τώρα μέ προσοχή καί περι εργάζεται απ’ τήν κορφή ώς τά νύχια τό Ελληνόπουλο. Σιγά - σιγά, τό πρόσωπό του ή μερεύει. Τούτο· λο ιπόν τό ά· μούστακο παιδί, που δεν φαί νεται παραπάνω από δεκαο χτώ χρόνων, έχει βάλει σέ τό σους μπελάδες μιά ολάκερη αυτοκρατορία μέ τά ρεσάλ τα (*) που κάνει στά τουρκι κά καράβια; Δέ μπορεί νά τό χωρέση τό μυαλό του. —Μικρός ·· μικρός βγήκες, ώρέ γκιαούρ, στο κούρσας; — Είναι πιτσιρίκος μά τό λέει ή καρδιά του, αφεντικό, μπαίνει πάλι στή μέση ό Στραπάτσος. Μή τον βλέπε1 ς έτσι. Ό Άλγερινός όμως δεν τον προσέχει. -— Καί ξέρεις, ώρέ, τί σέ περιμένει τώιρα; — Ξέρω. "Ο,τι θά περίμενε εσένα άν έπεφτες στά χέ ρια μου, απαντάει άφοβα τό παιδί. — Τί θά μοϋκανες εμένα, ώρέ Νικήτα, ρωτάει τώρα χα μογελώντας ό Άντράχ - Έμίρ, άν έπεφτα στά χέρια σου; — Θά σέ κρεμούσα στο μπαστούνι τού φλόκου νά σ’ έχω γιά φιγούρα στά ταξίδια μου. (*) Επιδρομή.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗ ΣΜΑ.15
»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»
—-Καί γιατί, ώρέ γκιαουρ, 0ά μέ κρεμούσες; -—- Γιατί βοηθάς τούς ε χθρούς τής πατρίδας μου·. Γι3 αυτό, καπετάνιο, θά σέ κρε μούσα... Ό 3Αλγερινός νοιώθει τώ ρα μια παράξενη συγκίνησι. Τού αρέσει νά μιλάνε έτσι. Μονάχα τ’ άίληθινά παλληκάρια μιλάνε μ3 αυτό τον τρό πο. —* "Αρντε,' ώρέ, χαλάλι σου!, λέει.· Δεν θά σέ κρεμά σω. Θά σέ πάρω μαζί μου σκλάβο νά δουλεύης στά κου πιά. Έκεΐ κάτω στο ’Αλτζιζαΐρ, στο Μαγκρομπ-έλΌυστ, έχει γίνει πολύ κουβέντα γιά σένα καί θά ευχαριστηθούνε πολύ νά σέ καμαρώσουνε. "Α'ίντε, πάρτε τον καί περά στε του τις αλυσίδες στά άστραγάλια... Ό Νικήτας όμως δεν σα λεύει. — Δέν ακόυσες, ώρέ, τί εί πα; ρωτάει ό Άλγερινός. — "Ακόυσα, λέει τό παιδί. Μά Θέλω νά σέ ρωτήσω κάτι πριν μέ πάρουνε. — "Αιντε, ρώτησε! — Τον σύντροφό μου τί θά τον κάνης; — Αυτό 6ά τό ξέρεις. Θά τον κρεμάσω... Ό Στραπάτσος, πού α κούει την καταδίκη του, ύψώ·1 νει τά μάτια προς τό ταβάνι τής καμπίνας καί αρχίζει κα τά τή συνήθειά του νά ψέλνει, κάπως χαμηλόφωνα όμως αυ τή τή φάρα: — Αίων ία αυτού ή μνήμη, αΐρονίςχ αυτού ή μνήμη... Με
τά των αγγέλων... —Σκασμός, ώρέ γκιαούρ! αγριεύει ό κουρσάρος. \ — "Αφησε με νά ψάλω, καπετάνιο, νά μην πάω άψαλ τος, παραπονιέται ό Κεφαλ·· λωνίτης. Δέν πειράζω κανένα πού ψέλνω. — Λοιπόν τί θέλεις, ώρέ Νικήτα, νά μου πής; ρωτάει ο Άλγερίνος. — Θέλω νά σού πώ, καπε τάνιο, πώς άν κρεμάσης τό σύντροφό μου θέλω νά κρεμά σης και μένα μαζί... Διάφορε τικά χάρισέ του τή ζωή όπως θά στή χαρίσοο κι3 εγώ άν πέσης κορμιά φορά στά χέρια μου. Ό Άντράχ - Έρίμ ξαφνιά ζεται. -— Τόσο τον αγαπάς ώρέ αυτό τον ασκημομούρη κοίλαρά; — "Α! ^ "Ολα £ κι3 όλα!, μπαίνει στή μέση ό Στραπά τσος. Είπαμε νά μέ κρεμά σης, αφεντικό, αλλά όχι καί νά μέ λές ασκημομούρη! Στην Κεφαλώνιά σφαχτήκανε εφτά γυναίκες ' αναμεταξύ τους γιά τήν ομορφιά μου ποια νά μέ πρωτοπάρη όταν δήλωσα πώς Θέλω νά παιντρευ τώ. Μη μου μπαίνεις λοιπόν στο ρουθούνι καί τά χαλά σουμε ! Ό Άλγερινός δέν ξέρει άν πρέπει νά γελάση ή νά θυμώση. 'Ανασηκώνει μονάχα τούς ώμους. — "Αϊιντε λοιπόν, άς σού γίνη αυτό τό χατήρι, ώρέ Νι κήτα! Τού χαρίζω καί τού
16
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
συντρόφου σου τή ζωή... Χα λάλι σου! ιΚαι γυρίζοντας στους ναύ τες που περιμένουν. — Π άρτε τους, ώιρέ, και τούς δυο και βάλτε τους πα ρέα μέ τις αλυσίδες νά δου λέψουνε στα κουπιά δσο νά φτάσουμε στο Μαγκρέμπ-έλ Ούστ...
'Αστρακάρη κάτω άπ3 τά κουρέλια πού άπόμειναν άπ3 τά ρούχα του— ως τόσο δέ χάνει τό κουράγιο του. Καί τό κουράγιο αυτό προσπαθεί νά τό μεταδώση καί στους άλλους σκλάβους, πού οα πε ρισσότεροι είναι "Ελληνες α πό ύδραίϊκα καί εμπορικά κα ράβια. "Αδικα γαβγίζει καί κουνάει απειλητικά τό βούρ ΣΚΛΑΒΟΠΑΖΑΡΟ δουλα ό άράπακας, ό Χασάν. — Βούλωσε τό στόμα σου, ΕΚΑ πέντε μέρες αργό ώρέ γκιαουρ!, τού φωνάζει τερα, τό καράβι του κάθε τόσο. "Αντράχ - Έρίμ μπαί -— Νά μου θυμηθής, Χα νει σέ άλγερί(νΐ(κο λιμάνι. Σ3 σάν, σάν φτάσουμε στη στε αυτές τις δυο εβδομάδες ό ριά νά σέ δείρω!, τον κοροϊ Νικήτας κι3 ό Στραπάτσος, δε δεύει τό παιδί. μένοι μέ αλυσίδες άπ3 τον α Ό άράπης αφρίζει καί κα στράγαλο, δουλεύουν στά κου τεβάζει τό βούρδουλα στη πια μαζί ιμέ άλλους σκλά ράχη τού Νικήτα. "Ομως ε βους (*). Είναι μια δουλειά σκληρή καί απάνθρωπη. Νύ κείνος δεν σταματάει. Κανείς μορφασμός πού νά δε ίχνη χτα καί μέρα στους μπάγ κους μέσα στη βρώμα καί κά τον πόνο του. Μονάχα γε λάει. τω από τον βούρδουλα ενός -— Κράτησε τ3 όνομά μου, γιγαντόσωμου άράπη, δουλεύ Χασάν, καλά στο κλούβιο ουν χωρίς ανάσα. "Εγα μαύ μυαλό σου. Μέ λένε 3Αστρακα ρο νεροζούμι από όσπρια καί ρη καί πολύ σύντομα θά σού σκουλ ι.κ ιασ μένο παξ ιμάδ ι εΐεπιστρέφω διπλές καί τρίδι ναι τό φαγητό τους. Τό νερό πλες τις καμτσικιές πού μού τούς τό μοιράζουν μέ τό στα δίνεις. γονόμετρο. 3Αξύριστοι, χλω Αυτή ή άντρείκια στάσι ε μοί, βρώμικοι,, κουρελιασμέ νός αμούστακου παιδιού δυνα νοι καί άπλυτοι, μοιάζουν πε ,μώνει τις φοβισμένες καρδιές ρισσότερΟ' μέ φαντάσματα τώιν άλλων σκλάβων καί τούς πού κινούνται στην κόλασι παρά μέ ανθρώπινα όντα. Τό . δίνει κουράγιο. Έχουν ξεχω ρίσει τώρα πώς άνάμεισά τους Ελληνόπουλο —τρομάζει κα βρίσκεται ένας "Ελληνας πού νείς ν3 αναγνώριση τον Νιικήείναι γεννημένος για αρχη γός καί αρχίζουν τά σιγοιμιλή (*) Πολλά καράβια τηη έττογη αυτή έκτος άττό τά τταιναά εΐνιαν ματα. Σιγά - σιγά μέσα στις και κωττηΐλάτες Στη δουλειά αυ ψυχές ζωντανεύει ή σβυσμόνη τή δούλευαν ο! αάυ άλωτοι τώιν ελπίδα. κονοσάιρων. ίο
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΙ
17
,»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»».
— Ό Θεός θά τά φέρη βο λο κυττάζει γύρω του άδιάφο λικά, λεβάντες !, φωνάζει κά ρα, μά μέσα στο μυαλό του θε τόσο ό Στραπάτσος. Σψαΐ σημαδεύει τό κάθε τι πού μπορεί αργότερα νά τού χρη ρα είναι καί γυρίζει... ’Αγάντα νά 'ττατήισουιμε σέ στερηά. σμεύση,. Στο νοΰ του υπάρ "Ομως, όταν υστέρα από χει πάντα τό σχέδιο ν’ από δεκαπέντε μέρες φτάνουν στο δραση,. Θά προτίμηση νά σκο Σ ιντί - Φερούτς και μπαίνουν τω'θή παρά νά μείνη σκλάβος στο λιμάνι, τά πράγματα γί στα χέρια των 'Αλγερίνων. νονται πιο άσχημα για τούς Καθώς περνούν από τό δυο "Ελληνες. Ό Άντράχ - σκλαβοπάζαρο, σκύβει σά νά Έρίιμ τούς ξεχωρίζει από δέχεται στην καρδιά μιά μα χαιριά. 04 κουρσάροι πού τούς άλλους σκλάβους και τούς συνοδεύουν σταματούν τούς στέλνει στόν Γκεΰ Μάρντ τόν αίμοβόρο σουλτάνο του νά χαζέψουν καί τό παιδί κι’ ό Κεφαλλω\ ίτης σύντροφός 5 Αλγεριού. — Ό Βασιληάς θέλει νά του ποιρακολουθούν τό φοβε ρό Θέαμα. Κ οπέλλες σαν τά καμαρώση, ώρέ γκιαούρηδες, τά μούτρα σας και νά γνωρί κρύα νερά, παιδιά καί γεροβε μένοι έφηβοι, καθισμένοι κα ση αυτούς πού κάψανε την τάχαμα στο χώμα, άκούνε τις κορβέτα, τούς λέει. Έγώ δεν σάς κρέμασα. Μά μέ τόν τιμές καί τά παζαρέματα πού Γικεΰ Μάρντ δέ θά περάσετε γίνονται γι’ αυτούς. Πολλές απ’ αυτές τις κο καλά... πέλλες καί πολλοί από αυ Μιά συνοδεία από κούρσα ρους (οπλισμένους ως τά δόν τούς τούς νέους είναι σίγου τια διασχίζει σέ λίγο τά στε ρα "Ελληνες, πού αιχμαλωτί στηκαν απ’ τις καταδρομές ν οσόκσκσ τής πρωτ εύουσας των πειρατών κι’ άνάμεσά πού κάνουν κάθε τόσο οί κουρ σάροι στα ελληνικά νησιά. Οί τους βαδίζουν υπερήφανα ό άλλοι είναι Ιταλοί καί Σπα Νικήτας κι5 ό Στραπάτσος. νιόλοι, γιατί καί σέ σπανιόΣτούς δρόμους οι άραπάδες, λιικες καί ιταλικές παραλια στέκουν και τούς κυττάζουν παραξενεμένοΊ, γιατί ώς τώ κές πολιτείες κάνουν τόν τε λευταίο καίιρό ξαφνικές επι ρα οσους φέρνουν σ' αυτά τά θέσεις ο·ί Άλγερίνοι. μέρη έχουν σκυμμένο κεφάλι — Ραγίζεται ή ψυχή μου!, καί βλέμμα γεμάτο φόβο καί λέει ό Στραπάτσος κι’ ανα τρόμο. Ό καθένας ξέρει τί τόν περιμένει. "Ενα απ’ τά στενάζει. "Ολα αυτά τά κο τρία: Ή κρεμάλα, τά τσιγκέ ρίτσια θά καταλήξουν σίγου ρα σέ χαρέμια βρωμοαραπάλια ή τό παζάρι μέ τούς σκλά βους. Αυτοί εδώ άμως οι "Ελ δων κι’ οί δικοί τους στην Έλ λάδσ μαυρεφορεμένοι θά καρ ληνες, ό άντρας καί τό παιδί, τερούν μάταια τό γυρισμό δέν μοιάζουν νά λογαριάζουν τη ζωή τους. Τό Ελληνόπου τους.
:ν:*:·:<·ι·Ηϋ »ι.
•ίή^ί ι*Λ^·.
ΤνίγΛΥΛΐ^βήΜ: '.*.*.*.*·'■*·*■*· . ' *.·■*-■-·
•χ-χλί-ίττί-ί-χ·
ίί&δ^.ί-ϊ*
Μ
&$« ίίίίίί&ί: ή<£&ί|ί ■·ν.ν·ν·ν .%ν.ν.ν.·.
:ί$:·:·::::::::::: β-ϋ
Φλόγες άογισαν νά κατσ&οονθίζ ουν μ έκτα στη νύχια στην άλγε,ρί νιχη κορβέ,ττα!
20
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
►»»»»»»»»»»»»»»»^>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>
Τό παιδί άνασηικώνει τους ώμους. — Δέν ξέρεις καμμιά φο ρά, Γεράσιμε, τί γίνεται! Όλα αυτά πού βλέπεις από τή μια στιγμή στην άίλλη ιμπΟ ροϋν νά πάρουν ;μιάν ανάπο δη βόλτα κι5 οι σκλάβοι νά γί νουν ελεύθεροι κι5 αυτοί πού τούς βασανίζουν τώρα νά γί νουν σκλάβοι! Οι κουρσάροι όμως βαρέ θηκαν νά χαζεύουν καί τούς σπρώχνουν. — "Αϊντέτε, ώρέ ρούμι, προχωράτε! "Υστερα από λίγο ό Στρα πάτσος γουρλώνει τά ,μάτια. "Έχουν προχωρήσει κάμποσο καί, καθώς στρίβουν σέ κά ποια γωνία, βρίσκονται σέ Ι'ΐ'ά α^οιχτήι πλατεία. Στον ανοιχτό αυτό χώρο βρίσκον ται στ τβαγμένες ή μιά πλάϊ στην άλλη πλήίθος από κοίμ.πάνες ιμεγάλες καί μικρές ατό μπρούτζο καί σίδερο. — Δέν πιστεύω ν" άρχίζου νε τώρα νά χτίζουνε κι" έκ· κλησίες οί κουρσάροι ί λέει. Τί τις χρειάζονται τάχα τό σες καμπάνες; "Ένας κουρσάρος πού τον ακούε ι χαμογελάε ι. — Κουτός πολύ φαίνεσαι, ώρέ γκιαούρ! Δέν τό κατάλα^ — "Όχι. Δέν τό κατάλαβα. — Τούτες οι καμπάνες θά χυθούν καί θά γίνουν κανόνια γιά τά καράβια μας. Τό τε λευταίο ,ρεσάλτο πού κάναιμε ήταν στά .μοναστήρια καί στις εκκλησίες τού "Αγιου "Ορους κατά πώς τό λέτε εσείς. Μα
ζέψαμε κάμποσο χρυσάφι, μά ξεκρεμάσαμε καί τις καμπά νες γιατί χρειάζονται. Οί εκκλησιές σας τί νά τις κάνουν; Μπορείτε νά περάσετε καί χω ρίς καμπαναριά... "Ολοι γελάνε. Μονάχα ό Στραπάτσος κατσουφιάζει καί τό παιδί σφίγγει τά δόν τια. — Κάποτε θά τά πληρώ σετε όλα αυτά καί ακριβά μ άλ ιστ α!, ψ ιθυρ ίζε ι. ΣΤΟΝ ΤΑΡΣΑΝΑ
ΓΚ.ΕΎ; ΜΑΡΝΤ, ό σουλτάνος τώιν κουρ σάρων, είναι ένα αιμο βόρο θηρίο πού δέν ξέρει τί θά πή οίκτος, Δέν έχει πολλά λόγια. -— Θά σάς κάψω καί τούς δυο ζωντανούς, ρω ρές ρούμι!, τούς λέει. Μά τούτο δέ θά 1/ίΓη1 σμέσίως. "Υστειρα από δυο φεγγάρια, θά σάς καμα ρώνω νά ψηνόσαστε, όπως ψηθήικα,νε τρακόσο· ι άπ" τούς δικούς μου με τό μπουρλότο σας. Πριν άπ" αυτό διμως, θά σάς κάνω νά ρέψετε! — Γιατί δέν -μάς ψένεις α μέσως, πολυχρονεμένε σουλ τάνε μου, λέει κλσψάρικα ό Στραπάτσος. "Αν ρέψοι|με περισσότερο, θά γίνουμε σάν τούς τσίρους καί δέν θά ψη νόμαστε. — Σκασμός, ώρέ γκιαούρ, γιατί σόύ παίρνω την κεφά λα ! — Πάρτηνε, αφεντικό μου, νά ησυχάσουμε!, τον κοροϊ δεύει ό κοντόχοντρος Κεφαλ-
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙΕΡΗΣ
21
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
λωνίτης. Και πού την έχω τί μου χρειάζεται; Θέλει σπάισι μο ή άτιμη, αφού με μπέρδε ψε σε τέτοιες φασαρίες. Κα λά ήμουνα ψάλτης στο Λήξου ρι'. Τί ήθελα να γίνω Θαλασ σινός; —Θά ρέψετε λοιπόν πρώτα κι3 υστέρα θά σάς βάλω, συ νεχίζει αυτός χωρίς νά προσέξη τή διακοπή, στά κάρβου να! "Οσο- νά τελειώσουν τά δυο φεγγάρια θά δουλέψετε στον ταρσανά (**). Θά κου βαλάτε τά ξυλά γιά τά και νούργια καράβια πού φτει ά χνου με καί κάθε βράδυ, ύστε ρα ατό τή δουλειά,, θά τρώτε πριν απ’ τό φάί' σας γιά όρεχτιικό έικατό βουρδουλιές ό κα θένας! "Υστερα βλέπουμε. Τό παιδί δέ μιλάει. Μια δυνατή λύσσα πνίγει τον Νι κήτα Άστρακάρη. Άν ήταν στο χέρι του, θά ριχνόταν α πάνω σ5 αυτό τον δήμιο, πού φοράει ,μεταξωτά σαλβάρια καί άτλάζωτό σαρίκι, καί θά τον σπάραζε μέ τά δόντια του. Μά δέ μπορεί νά κιύηθή,. Είναι δεμένος καί γύρω του στέκουν έτοιμοι, μέ γυμνά χατζάρια, νά τον ξεκ ο (λιά σουν οί κουρσάροι. — Σ5 αρέσει, ώρέ Άστρα κάρη, ή τιμωρία, που διάλε ξα; ρωτάει ό Σουλτάνος κά νοντας έναν απαίσιο μορφα σμό καθώς προσπαθή νιά χα μογ ελάση. Μή μου πής πώς δέ σκέψτηκα έξυπνα! — Άν καταφέρω καί ξεφύγω απ’ τά χέρια σου, νά τό
θυμάσαι αυτό πού εΐίπες, τού λέει σοβαρά τό παιδί. Την ί δια τιμωρία θά διαλέξω καί γιά σένα... — Π άρτε τους, ώρέ, γιά τον κερεστέ (*)!, ουρλιάζει θυμωμένος άπ5 αυτή την άπάντησι ό Γκεΰ Μάρντ. Πάρ τε τους καί άρχίστε τους από τούτη την ώρα τις βουρδου λιές ! Οι δυο "Ελληνες οδηγούν ται μέ άγριο τρόπο έξω από τό φρούριο του Μάρντ καί μέ σπρωξιές καί κλωτσιές τούς πηγαίνουν σ’ ένα σιδεράδι κο. Έδώ τούς περνάνε χον τρούς σιδερένιους χαλκάδες οτό άριστερό πόδι. "Υστερα στον κάθε χαλκά στερεώνουν καί μια αλυσίδα δυο οργιές πάνω κάτω πού στην άλλη της άκρη έχει μια σιδερένια μπάλα πού ζυγίζει πάνω από δέκα όκάδες. — Τώρα είσαστε έν τάξει, γκιαούρηδες!, τούς λένε. Καί αργότερα Μπτσμίλλα... μπισμίλλα (*). Γιά νά περπατήσουν τώρα είναι υποχρεωμένοι νά σηκώ νουν την μπάλα μαζί μέ την αλυσίδα καί νά την κρατού νε στο χέρι. Γιά νά τρέξουν δέ γίνεται λόγος. Είναι αδύ νατο νά σαλέψουν μέ τέτοιο βάρος στο πόδι. — Αυτό είναι μπλέξιμο!, γκρινιάζει ό Στραπάτσος. Τώρα μάλιστα! — Μή χάνεις τό κουράγιο σου, Γεράσιμε !, τον παρηγο(*) ΝΐοουπηίΥησιμος ξυλεία,
(*) Ν^χνττηγείο.
(*) ’ΊΞιχΐι ό άεός.,,
22 . Ο ΜΙΚΡΟΣ ..^>»»>» »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»>»»»»»:
ρεΐ τό' παιδί πού τά δέχεται δλα ψύχραιιμα. Δεν ακόυσες τί είπανε λίγες στιγμές πιο πριν; "Έχει ό Θεός και για μάς... Το βράδυ δέχονται τό πρώ το «όρεχτικό». Εκατό βουρδουλιές. ό καθένας. Ό Νική τας υποφέρει αμίλητος στωϊκά την τύχη του. Ό Στραπάτσος όμως δεν σταματάει τήιν γκρίνια καθώς ό βούρδουλας τοΰ οργώνει τη ράχη. — Ένας - ένας, ρέ παιδιά, φωνάζει. "Οχι όλοι μαζί, νά βρίσκουμε καί λογαριασμό! Δεν εννοώ νά φάω ούτε μιά βουρδουλιά παρά πάνω... Θά διομαρτυρηθώ στο Σουλτά νο ! Τό πρωί αρχίζουν τά κατα ναγκαστικά έργα. Μπέρδευαν ται ιμέ τούς άλλους σκλάβους, που έχουν,, όπως κι5 αυτοί, χαλκάδες καί αλυσίδες στά πόδια. Κουβαλάνε κερεστέ, γιά τά καράβια πού ναυπη γούνται. Μέ. τό δεξιό χέρι στερεώνουν στον δεξιό ώμο τό φορτίο· καί στο αριστερό κρατάνε τή σιδερένια μπάλα γιά νά μη σέρνεται καί νά μπορούν νά βαδίζουν. Είναι έ να φοβερό μαρτύριο. Ό όργουτζίνος (*) τούς ακολουθεί. Δεν επιτρέπεται καθυστέρησι. Ό βούρδουλας σηκώνεται καί πέφτει στη ράχη του μέ άφάν ταστη λύσσα. Πρέπει νά περ πατούν έτσι φορτωμένοι έξη πάνοο - κάτω χιλιόμετρα. Τό ση είναι ή απόσταση πού χω (*) 'Ο άράττης ρύλαχυς μς το
βιαύαέονλπ
ρίζει τόν ταρσανά άιτό τό μέ ρος όπου βρίσκονται τά ξύ λα. Καί τον δρόμο αυτό τόν κάνουν δυο καί τρεις φορές την ημέρα κάτω από έναν ή λιο πού τσουρουφλίζει καί ζεμασάει. Αυτό τό μαρτύριο δμως δεν είναι νά κράτηση γιά πο λύ. Οι περισσότεροι σκλάβο-1 είναι ναυτικοί, αιχμάλωτοι α πό ρεσάλτα πού κάναν στά καράβια τους οί κουρσάροι, κΓ έχουν λσχσαρήσει τόν κα θαρό άέοα τής θάλασσας καί τό ανοιχτό πέλαγος. — Είμαστε Γραικοί οί πιο πολλοί, λέει ό Άστρακάρης, κύ όλοι ονειρευόμαστε τή λε τεριά. Είναι ντροπή νά ψοφή σουμε στά χέρια των άραπά· 6ων μέ άλυσίδες στά πόδια. Κάτι πρέπει νά κάνουμε. "Ολοι είναι σύμφωνοι. Σέ κσνέναν δεν αρέσει νά πεθάνη σκλάβος. ~— Αφήστε σέ μένα τή δο-υ λειά, λέει τό παιδί. — "Ο,τι μάς πής θά κάνου με... Καί από τούτη τή νύχτα αρχίζει νά βάζη μπροστά τό σχέδιο, ένα τολμηρό καί α πίθανο, πού, άν άποτοχη, θά φέρη. όλους στον πιο φριχτό θάνατο... ΑΝΤΑΡΣΙΑ
ψζ ΟΜΑΔΑ τους είναι ευ Μ κοσι τό όλον άνίθρω»Α ποι. Κάποιο .μεσημέ ρι, μεταφέρουν έναν μακρύ κορμό δέντρου πού ζυγίζει πά νφ από επτακόσιες οκάδες.
Ϊ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η I
23
.***. >»»»»;»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
Τό παίρνουν από το δάσος, πού βρίσκεται έξω απ' την κουρσάρικη πολιτεία, για νά το- πάνε στον ταρσανά νά τό πελεκήσουν λα τό κάνουν πλω ρηό άλμπουρο μιας γαλέρας πού ετοιμάζουν. Οι σκλάβοι στη σειρά ό ένας πίσω από τον άλλο σηκώνουν στο δεξιό ώμο. τό μακρύ αυτό ξύλο· καί στο αριστερό χέρι κρατουν τη σιδερένια μπάλα μέ την άλυσίδα πού είναι δεμένη στο πόδι τους. Μέ τό βαρύ αυτό φορτίο βαδίζουν μέσα στη κά ψα του μεσημεριού. Τούς συνοδεύουν τρεΐς άρα πσδες, ώπλισμένοι μέ χατζά ρες καί πιστόλες, καί κρα τούν στο χέρι από ένα βούσ δούλα. Έχουν βγή άπ" τό 6ά σος κάμποσην ώρα καί τώρα βαδίζουν πατώντας ξυπόλη τοι στην κοφτή άμμο· πού τούς τσουρουφλίζει τίς πα τούσες. ααφνικά, ένας από τούς σκλάβους γονατίζει. Δέ μπορεί νά προχωρήση πιά. Δεν αντέχει καί πέφτει. "Ενας από τούς όργουτζίνους τρέχει κοντά του καί ουρλιάζει σά λυσσασμένο σκυλί. — Σήικω, ώρέ τεμπέλαρε ροσμί!, τού λέει. ’—"Αφησε με δυο λεπτά νά ξαποστάσω, παρακαλάει ό χριστιανός. Δέν αντέχω πε ρισσότερο. Ό Άλγερίνος όμως δέν παίρνει από παρακάλια. Σηκοόνει τό καιμουτσίικι καί άοχί ζει νά τον χτυπάει. Ό άνθρω πος βο'γγάει καί σπαράζει ατό χώμα. ’τ’ σνομρ τού Θεού!,
παραικαλάε ι. Λυπήσου υε! Ό Νικήτας βρίσκεται μερι κά βήματα πιά πίσω. "Ολη ή συνοδεία· σταματάει· στο έρη μο αυτό μέρος. Τό Ελληνό πουλο άλλαζε; μερικές ματιές μεγάτες νόημα μέ τούς άλ λους. Τό αΐμα έχει φουντώ σει μέσα του καί τά μάτια του πετούν αστραπές. "Ομως αυγκρφτιέται. Τό σχέδιο, προ βλέπει ύστερα από δυο μέ ρες. — Μη τον παιδεύης, λέει μέ γλυκό τρόπο στον όργουτζίνο. Δέν τόν βλέπεις πέος δέ μπορεί νά σηκωθή; "Αν τόν άφήο'ης λίγα λεπτά νά πάρη ανάσα, θά άρχίση νά περπα τάει... Έκεΐνος τού ρίχνε)ι μιά άγρια ματιά καί καταφέρνει ένα καινούργιο χτύπημα στον πεσμένο άνθρωπο. Ταυτόχρο να, ό ένας από τούς^δυό άλ λους Άλγερίινους, πού έχει α κούσει τά λόγια τού Νικήτα τρέχει κουνώντας απειλητικά τό βούρδουλα προς τό μέρος του. — Για,τί μπερδεύεσαι, ώρέ ραγιά, σέ ξένες δουλειές; τόν ρωτάει άγρια. — Δέ μπερδεύουμοα, απο κρίνεται τό παιδί προσπαθών τας νά κρατήση τό θυμό του. Τόν παραικάλεσα μονάχα. — Σκύλε χριστιανέ!, ουρ λιάζει ό άράπης. Νά γιά νά μάθης νά μην. παρακαλάς! Καί σηκώνει τόν βούρδου λα καί τόν κατεβάζει στο κε φάλι του. Ό πόνος είναι φο βερός. "Οχι! Δέν μπαρεΐ, δέν έτΗτρέπετσι νά κροττήση πξμ
24
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»/
ρισσότερο το μαρτύριο αυτό. νάζει τό βαρύ κορμί του προς 1Αφήνει το ξύλο πού είναι ψορ τά εμπρός καί, πριν εκείνος τωμένο στον ώμο του σκύβει προφτάση νά σηκωθή, αρπά καί τινάζεται πλάγια. Τό χέ ζει τό γιαταγάνι του στο δε ρι του διαγράψει ένα ταχύ τό ξιό του χέρι —μέ τό αριστε ξο στόιν αέρα καί ή γοοθιά ρό κρατάει τή σιδερένια μπά του πέφτει σά βράχος στο λα— καί τού συντρίβει τό κε μούτρο τού άράπη. Μονομιάς, Φ άλ ι. πριν αυτός προφτάση νά συ— Δεύτε λάβετε τελευταΤνέλθη, ρίχνεται απάνω του ον ασπασμόν! Αιωνία αυτού σαν σίφουνας. Ό Άλγερίνος ή μνήμη... κλονίζεται βλαστημώντας καί Ή ψαλμωδία όμως αυτή πέφτει ανάσκελα. Την επόμε σκεπάζεται από δυο βαρείες νη στιγμή τό γόνατο τού παι εκπυρσοκροτήσεις. Ό Νική διού καρφώνεται στο στομά τας πιέζει τή σκανδάλη καί χι, του καί τό άριστερό του τρίτος Άλγερίνος, που έρχε χέρι που κρατάει τά σιδερέ ται κατ' απάνω του, δέχεται νια μπάλα μέ τις αλυσίδες ζυ δυο καφτά μολύβια στο κρα γιάζεταί πάνω άπ5 τό κρανίο νίο. του. Τά δάχτυλά του έλευθε— Νά τον ψάλω κι5 αυτόν; ρώνουν την μπάλα καί τό βα άκούγεται ή φωνή τού Στρα ρύ σίδερο βροντάει στο κεφά πάτσου. λι τού οργουτζίνου καί τό — "Αφησε τ5 αστεία, Γερά τσακίζει. Ταυτόχρονα, άρπά- σιμε!, αποκρίνεται τό παιδί ζει τό πιστόλι πού έχει ό ά καθώς σηκώνεται. Πρέπει νά ράπη ς στη μέση του, περνάει βιαστούμε... τό δάχτυλο στη σκανδάλη κΓ Κ ι5 ύστερ α γυρ ί ζοντ α ς ανασηκώνει τό κεφάλι. Οι δυο στους άλλους σκλάβους: άλλοι Άλγερίνοι, πού μόλις — Πετάχτε αυτό τό φόρτω έχουν συνέλθη από την έκπλη μα άπ5 τούς ώμους!, διατά ξι ,μέ την ξαφνική αυτή επί ζει. Ελάτε μαζί μου. θεση τρέχουν βλαστημώντας Εκείνοι κάνουν αυτό πού μέ τά σπαθιά στο χέρι προς τούς λέει. Πριν ξεκινήσουν, τό μέρος του. παίρνουν τά όπλα, τις σφαί Ό ένας όμως παίρνει μιά ρες καί τά χατζάρια άπ5 τούς τούμπα απότομη καί μένει νεκρούς 5 Αλγέρι νους καί άρστή μέση τού δρόμου. Ό ,χίζουν νά προχωρούν, βαδί Στραπάτσος καθώς περνάει ζουν πάλι προς τό δάσος. δίπλα του τεντώνει τό πόδι, Κρατούν τις αλυσίδες καί τις τού βάζει τρικλοποδιά καί τον μπάλες στο χέρι καί προχω ανατρέπει. Σχεδόν αμέσως ρί ρούν όσο γίνεται πιο γρήγο χνεται απάνω του. Ό κοντό ρα, ακολουθώντας τό ήρωΐκό χοντρος Κεφαλλωνίτης, μέ Ελληνόπουλο πού. τούς φέρ μιαν αφάνταστη ταχύτητα, τι νει στο δρόμο τής ελευθερίας.
Μ η 0 Υ ^ Λ Ο ΐ I Ε Ρ Η I
1%
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
πριν μαθευτούν τά πράγματα κα] κ ινητ σπο ι ηθού ν εν αντ ί ον ΣΤΕΡΑ από πορεία μι- τους οί κουρσάροι. Σύμφωνα άς ώρας, φτάνουν στην μέ τις οδηγίες τού παιδιού, άκρη τού δάσους, αλλά στην «έπιχείρησι τού δάσους» μπαίνουν ιμέσα. Έκεΐ υ θά πάρουν ίμερος στην πρώτη γραμμή εκείνοι πού έχουν δ πάρχουν πολλοί (οπλισμένοι κουρσάροι, πού φρουρούν άλ πλα. Οί άλλοι θά περιμένουν λες αμάδες σκλάβων. Παίρ σ’ επίκαιρα σημεία έτοιμοι νουν ένα στενό ανηφορικό δρο νά έπέμβουν μονάχα σέ έσχα μο πού βγάζει σέ μια σειρά τη ανάγκη. "Από μέρες ό Νικήτας έχει από άγριους βράχους. Έδώ τιρίν από -μέρες, έχουν κατα μελετήση προσεχτικά τό κάθε φέρει νά κρύψουν τρία γερά τι. "Έχει σημαδέψει τις θέσεις κοπίδια και δυο βαιρειά σφυ πού στέκουν οί φρουροί. Λεν ριά. Μ’ αυτά θά κόψουν τις α είναι περισσότεροί από είκο σι. Οί σκλάβοι πού δουλεύουν λυσίδες και τους χαλκάδες. μέ τά τσεκούρια καί τά πριο Τά έχουν πάρει κρυφά άπ5 ί/ ια γιά τό κόψιμο τώιν ξύλων τόν ταρσανά τά έφεραν και τάκρυψαν έδώ γιά νά τά χρη είναι πολλοί. — Προσοχή!, διατάζει τό σιμοποιήσουν την ώρα πού παιδί. Φτάνουμε στο δάσος. χρειάζεται... ' μάτια σας δλοι άνο-ιχτά. Ή δουλειά άρχιζει βιαστι Τά Θά κινηθούμε γοργά πριν μάς κά. Ύστερα από τρεΐς ώρες μυριστούν... κι5 οί είκοσι χαλκάδες έχουν Ό Σ τρ απάτ σ ο ς ζυγ ι άζ ον φύγει ατό τά πόδια τους και τό βαρύ γιαταγάνι, κουρ τώρα μπορούν νά κινηθούν ε τας σάρικο λάφυρο, στο χέρι άνα λεύθερα. σηκώνει τά μάτια στον ούρα — Ή πρώτη μας δουλειά, νό καί ψιθυρίζει ίμια προσευλέει τό παιδί πού όλοι τό α Χθ: ναγνωρίζουν τώρα γιά αρχη — Κάνε, Κύριε τών Δυνά γό, είναι νά οπλιστούμε. Καί, μεων, λέει, νά τσακίσω μέ τη επειδή βέβαια δέ μπορούμε, ρομφαία ιμου όσο τό δυνατόν νά κάνουμε σουλάτσο κάτω περισσότερες κεφάλες άιροοπά στην πολιτεία νά αγοράσουμε 5ων καί δόσε άφεσιν αμαρτι όπλα, θά τά πάοουιμε διά τής ών εις τόν δούλο σου Γεράσι βίας από -τούς Άλγερίνους μον.... πού είναι ατό δάσος. Θά επι Τό παιδί γλυστράει άνάμε τεθούμε ξαφνικά και ό Θεός σα ατά δέντρα. Πίσω του α βοηθός. κολουθεί ό μικρός στρατός — Αμήν!, λέει ό Στρα- τών ελευθερωμένων σκλάβων. Προχωρούν αμίλητοι μέ σφι πάτσος καί στ αυροκοπιέται. Ξεκινούν άιμέετως. "Ολα χτά δόντ ι α, χρη σ ιμοπο ιώντας πρέπει νά γίνουν βιαστικά, κάθε τόσο τις ψηλές φούντες Η ΜΑΧΗ
ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Υ
Ϊ6
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»:*
τών άγριων θάμνων καί τούς μεγάλους κορμούς των δέν τρων γιά να κρυφτούν. Βαδί ζουν μέ π’έρίσκεψι. Τώρα βρί σκονται κοντά. Νάνοι κιόλας Οι δυο πρώτο; Άλγερίνοι. Κά θονται κάτω από κάποιο δέν τρο κι* έχουν τά τρομπόνια στα γόνατά τους. 3Από έ;5ώ παρακολουθούν τούς άλλους πού μέ τό βούρδουλα χα,ρσκώ νουν τις ράχες των δυστυχι σμένων χριστιανών, πού άγω νίζονται να γκρεμίσουν μέ τά τσεκοόρ α θεόρατα δέντρα. —- 4Ο ένας είναι δικός μου; μιικρέ, . λέει ό κοντόχοντρος Κεφολλωνίτης πού βρίσκεται πλάϊ ατό Νικήτα. . — 5άν τάθει. .Γεράσιμε.
κοφτειρές
Στον . χαρίζω !, αποκρίνεται τό 4Ελληνόπουλο και χαμογε λάει. Σέρνονται τώρα μέ την κοιλιά. Οί Άλγερίνοι δέν τούς βλέπουν και . κουβεντιάζουν καί γελούν κοροϊδευτικά. 40 Νικήτας σέρνεται σά μιά με γάλη σαύρα και ολοένα ζυγώ νε ι _περ ιισσότ ερο. ^αφν/ικά, το παιδί τ,νάζε ται π,ρός τά εμπρός. Τό κορ μί του σά ζωντανή σαΐτα ταίξιιδεύει γιά λίγοι· δευτερόλε φτα στον αέρα και πέφτει άπά νω στον Άλγερίνο- πού βρί σκεται στό δεξιό -μέρος. Μέ την παλάμη του του κλείνει τό στόμα να μην ξε φώνηση, ενώ μέ τό άλλο του χέρι του
λεπίδες διασταυσω νανται και βροντούν σ’ έναν άγω-
να σκληρό και θανάσιμο.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ
27
./■;;►»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»/>
Τά πιστό'λ.α τοΟ Νικήτα καί το ΰ Στααττ-άτσον ξεονοΌιν φα*τιά και καφτά ηι ο.λ 6β·: α... ..λ
καταφέρνει ένα λοξό χτύπη "Ολα αυτά έχουν γίνει μέ μα στο λαρύγι. Ό άράπης τι μιά κεραυνοβόλα τσχύτητα νάζει τά πόδια σά νά δέχτη -και τόσο γλυκά καί ήσυχα κε κεραυνό, βγάζει ένα πνι ώστε κανείς απ’ τούς άλλους χτό ροχαλιτό και γέρνει στα κουρσάρους,, πού βρίσκονται πλάγια μέ καρφωμένα τά μά εκατό μέτρα πιο έκεϊ δεν τό τια στο χώμα. Ό σύντροφός άντ ιλοιμ βάνσνται. του, πού έχει σαστίσει -μπρο « — Έν τάξει!, λέει ό Στρα στά σ5 αυτή την κεραυνοβόλα πάτσος. -Τούς λιγοστέψαμε έπίθεσι, αφήνει μιά βλαστή κατά δύο. Ν’ αρχίσω νά ψέλ μια και σηκώνεται. Τραβάει νω; τό πιστόλι του και σημαδεύει — Σκασμός!, γρυλλίζει τό παιδί. Μά, πριν πιέση τη τό παιδί. ' σκανδάλη, ξανακάθεται φρό·-· Τραβούν προς τά πίσω νι μα σαν άγγελος. Ό Στροοτούς δυο νεκρούς καί μοιρά ζουν τά όπλα τους στούς συν πάτσος πού βρίσκεται πίσω του σηκώνει τό γιαταγάνι τρόφους τους, πού περιμένουν. του και τό κατεβάζει στο — Προχωρούμε!, λέει χα μηλόφωνα ό Νικήτας. σβέρκο του σαν μιά λεπίδα καρμανιόλας. Οι άλλοι κουρσάροι είναι
28
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
-»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»>
συγκεντρωμένοι κοντά στους σκλάβους πού δουλεύουνε. Είναι φανερό πώς δεν θά ξε μπερδέψουν εύκολα μ’ αυτούς, γιατί δεν είναι σκόρπιοι. Μο νάχα άν τούς αίφνιδιάσουν, θά πετύχουν. Αρχίζουν νά γλυστρούν >μέ προφυλάξεις προς τό μέρος τους. Κάποιο κλαδί άμως πού σπάει στο πέρασμά τους φτάνει στ5 αυ τιά τών Άλγερίνων. Ό 3Αστρακάρης κι5 ό μικρός στρα τός του μένουν ασάλευτοι. Οι κουρσάροι κυττάζουν γύρω τους. Κάτι «μυρίστηκαν. Κι5 α πότομα αρχίζουν νά φωνά ζουν. Ό αέρας γεμίζει παραγ γέλματα και βλαστήμιες. Τούς .είδαν! Κάτι ξεχώρισαν ανάμεσα στά δέντρα. — Οι ρουμί! Οι ρουμί!,. φωνάζουν. Μέ γυμνά γιαταγάνια όρ μουν προς τό μέρος τους. Οί άλλοι περιμένουν. Τούς αφή νουν νά ζυγώσουν κάμποσο. — Φωτ ι ά!, δ ι ατάζε ι γο * Ελληνόπουλο 'μέ άγρια φω νή. Ταμπουρω'θήτε καί βαρά τε στο ψαχνό τούς άπιστους. Μ ιά φοιβίερή ά μοβροντ ί α είναι ή αρχή. Οι κουρσάροι, πού δεν περίιμένουν μ ιά τέ-* τοια υποδοχή, σκορπάνε. Ε φτά πέφτουν βαρεία πληγω μένοι. Οί άλλοι όμως, πού συ νέρχονται σχεδόιν αμέσως, περνάνε τά σπαθιά στη μέση τους καί βγάζουν τά πιστό λια. Τά κοφτά μολύβια σφυ ρίζουν δεξιά ικΤ άριστερά. Τρεις από τους άντρες του 5Α στρακά,ρή. . ξαπλώνονται νε κροί,
—Φωτ ιά!, άκούγετ α ι πάλ ι ή φωνή του παιδιού. Μέ τη βο ήθεια τού Χριστού, θά τούς νι κήσουιμε... Μη φοβάστε! Οί κουρσάροι όμως είναι γερά ώπλισμένοι κι5 εμπειρο πόλεμοι. Ρίχνουν καί προχω ρούν κι5 δλο κερδίζουν έδα φος. Ό Νικήτας προσέχει πως κάνουν μια καλά μελετη μένη κυκλωτική κίνησι. — "Αν ιμάς βάλουνε στή μέση, γκρινιάζει ό Στραπάτσος καθώς πυροβολεί καί ξα πλώνει ανάσκελα έναν 3Αλγέ ρι νο πού βρίσκεται κοντά τους, θά μάς θερίσουνε!' Τό μυοίλό τού παιδιού δ ου λεόει γοργά. Ό Κεφαλλωνίτης σύντροφός του δεν έχει άδ ιικο. — 'Έλα μαζί μου, Γεράσι με!, τού λέει. Κάτι πρέπει νά κάνουμε! Προχωρεί σκυφτός προς τά πλάγια. Μπροστά αυτός, πί σω ό Στραπάτσος, φτάνουν στο δεξιό πλευρό τών ’Αλγερ ίινων. Τ αμπουρώ νοντα ι κ ι5 αρχίζουν νά ρίχνουν. Οί κουρ οάροι αιφνιδιάζονται. Γίνεται μ ιά αναταραχή. Μερικοί πέ φτουν. Οί άλλοι σκορπίζουν. Μοιάζουν μέ αγρίμια που πέ φτουν στο δόκανο. Ό δρόμος είναι κλειστός από παντού. Αγωνίζονται τώρα απεγνω σμένα νά στραφούν προς τά πίσω. Μά αυτή άκρί'βώς τήν κρίσιμη στιγμή τό Ελληνό πουλο κι5 ό αχώριστος Κεφαλ λωνίτης σύντροφός του τούς κόβουν τήν υποχώρηση. Ρί χνονται απάνω τους μέ «ά σπαθιά τους. Οί κοφτερές ά-
ΜΐϊόΫρΑόΫΙέ&Ηί
»»1ϊ»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»Μ»»»»ί»»>»»»&Κ»»» τσάλινες λεπίδες άστράφτουν
καί τσακίζουν όσους έχουν άπ ο μ ε ίνε ι ζωντ ανοί. — Μου φαίνεται πώς τά ι οατ αφέρ α(μ ε,. άψ ειντ ιικ 6!, φιω · νάζει ό Στραπάτσος καθώς σκουπίζει τό μουσκεμένο απ' τον ιδρώτα πρόσωπό του. Μή μου πής τώρα δτι δεν πρέπει ν' αρχίσω τις ψαλμωδίες, για τί γινόμαστε από σαρανταδυο χωριά! — Κάνε δ/τι θέλεις!, άπο κρίνεται βιαστικά τό παιδί. Κι' ενώ ή φάλτσα φωνή του Στραπάτσου, που αρχίζει νά ψέλνη τό «δεύτε λάβετε τον τελευταΐον ασπασμόν», σκορ πίζεται στο δάσος, ό Νικήτας τρέχει μαζί <μέ τούς άλλους προς τό μέρος πού βρίσκον ται οί αλυσοδεμένοι σκλάβοι πού κόβουν τά ξύλα για τον ταρσανά. "Ειχουν παρακολου θήσει από -μακρύά τή φοβερή έπίθεσι καί τώρα ζητωκραυ γάζουν χοροπηδώντας. — Ελευθερώστε τους ά!π τις άλυσίδες!, διατάζει ό Άστρακάρης. "Οποιοι θέλουν κατόπι άς ρρβουν μαζί μας! — "Ολοι μαζί σου είμα στε!/ φωνάζουν. ΓΟλοι. μαζί σου. Τό παιδί χαμογελάει. ' σε- χωρίζει πέντε απ' τούς άντρες του. — Έσεΐς μοιράστε τά ό πλα τών σκοτωμένων!, λέει. Θά μάς χρειαστούν σύντομα. ΓΙΑ
ρη καταφέρνουν νά έλευθερω-
θαύν, δίνοντας πολληκαρήσιες μάχες, σκορπίζει σαν αστρα πή στο Αλγέρι. Οί κουρσά^ ροι αναστατώνονται. Οί Τούρ κοι, πού συνεργάζονται με τούς άραπάδες, αφρίζουν άπό λύσα^α. Περισσότερο όμως όατ’ όλους αφρίζει κι5 έχει γί νει θηρίο ανήμερο ό Γκεΰ Μάρντ, ό βασιληάς τών κουρ σάρων. Μοιάζει μ5 ενα^αφηνι ασμένο μουλάρι, πού τό έδει ραν άγρια καί τώρα ζητάει νά έκδιικηιθή. — Ώρέ, άντρες εΤσαστε σεΐς για γυναίκες; φωνάζει. Κουρσάροι εΤσαστε για τσο πάνηδες; Νά σάς ντροπιάση, ώρέ, έτσι ένα βυζανιάρικο Ελληνόπουλο δεν τό περί·· μένα! Δίνει διαταγή καί βγάζει φετφά: — Τον θέλω ζωντανό ή πε θαμένο τον γκιαούρ Άστρακάρη ! "Αν δεν τον φέρετε, στά πόδ.α μου., θά σάς κοντήνω όλους με τό χατζάρι μου μια σπιθαμή! "Αιντε, πηγαίνετε #νά τον φέρετε! Τά κεφάλια σας νά τό ξέρετε, δε σκέικουν καλά... Ό Νικήτας όμως δεν πιά νεται εύκολα. "Ε,χει οργανώ σει τώρα τό μικρό στρατό του καί κάνει νυχτερινές επι δρομές · κ ι5 έλευΟειρώ νε ι σκλ άβους καί παίρνει τρόφιμα καί εξασφαλίζει, σπάζοντας τις άποθήκες, μπαρούτι καί ό ΓΑΕΝΤΙ πλα ! ΕΙΔΗ ΣΙ δτι οί «ρού — "Ενας γκιαούρης, ώρέ, μι» με ^επικεφαλής τον νά τρομοκράτη τό Άλτζέρι! «γικιαοούρ» Άστρακά- Ντροπή σας!, ουρλιάζει ό
Η
§3
·
,
Γικεο Μάρντ κάθε τόσο που τού φέρναν τ5 άσκημα μαντά" τα. Στην καρδιά, ώρέ, τού 6α σιλειου μου που ακούστηκε; 5Αλλά τό ήρω'ίκό ·4 Ελληνό πουλό έχει τό σχέδιό, του. "Ε να, άλγε ρινικό καράβι θέλει νά πάρη. στα χέρια του. Λάσκο·· λ η τό δίχοος άλλο, δουλειά. Μά όχι και πράγμα ακατόρ θωτο για τον Νικήτα., πού έ χει όρκιστή νά ξαναγυρίση ό σο γίνεται περισσότερο- σύν τομα στην πατρίδα, ν’ άρχί ση πάλι τά ρεσάλτα στα τούρ κικα/ νά κουβαλάει πριλειμεψο δια γι' αυτούς πού πολεμάνε και χτυπάνε τον τύραννο- στο Μοαιρηά καί στη Ρούμελη. "Ε χει τό. σχέδιό του. Μά, πριν απ’ αυτό, έχει κάτι άλλο νά κάνη... — Μου χρειάζονται δέκα παλληκ αράδες!, λέει ένα βράδυ. "Αντρες που νά τό λέει ή καρδιά τους. — Πάλι γλέντια θάχουμε; ρωτάει ό Στραπάτσος. — Γλέντι τρικούβερτο αυ τή τή φορά, αποκρίνεται χα μογελώντας τό παιδί. — Γράψε με πρώτο τότε στο τεφτέρι σου, καπετάνιο, λέει. Ανέκαθεν ,μ’ αρέσανε τά' γλέντια... Ή /μικρή στρατιά ■—-ογδόν τα πρώην σκλάβοι— δεν μέ νει μόνιμα πουθενά. Τή μιά μέρα κρύβονται στο δάσος, τήν άλλη βρίσκονται στήν έ ρημο, την παραάλλη ταμπούρώνονται στις απόκρημνες καί απάτητες χαράδρες του "Ατ-
6
Μ ί Κ Μ 1
λαντα (*) κι’ όσο κι5 άν ψά χνουν νά τούς βρούν δεν τά καταφέρνουν. Αυτό τό βράδυ λοιπόν πού γίνεται αυτή ή κουβέντα, έ χουν φτάσει στά παληά τείχη κι5 έχουν κρυφτή στις ρωμαϊ κές στοές πού μένουν ακατοί κητες από χιλιάδες χρόνια^ Έδώ σίγουρα δέ Θά σκεφτή νά τους ζητήση κανείς. —Λοιπόν τί λέτε; ξαναρωτάει ό Άστρακάρης. Ποιος Θέλει νάρθή μαζί μου; "Ολοι θέλουν νά πάρουν μέ ρος σ; αυτό τό «γλέντι», μά τό παιδί διαλέγει όσους τού χρειάζονται. — Άρματωθήτε καλά, λε βέντες!, λέει. "Οσα περισσό τερα βόλια έχετε μαζί σας, τόσο τό καλύτερο! — Γ ιά πού θά πάμε; ρω τάει ό Στραπάτσος. -—Σέ γλέντι! Δεν σού είπα καί πριν, Γεράσιμε; Σέ γλέν τι θά πάμε, καβάλλα στ5 ά λογα. ΣΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΗΣ ΦΡΕΤΖΑΣ
I Σ Η μέρα αργότερα, δέκα καβαλλάρηδες πού ή έμφάνισί τους σέ τίποτα δεν παραλάζει από τούς Άλγειρίνους κουρσάρους διασχίζουν τά · στενοσόκακα τής παληάς συνοικίας κι* υ στέρα από λίγο μπαίνουν στη μεγάλη πολιτεία. Περπατάνε προσεχτικά, μοιρασμένοι σέ τρεις παρέες —μαζεμένοι θά μπορούσαν νά κινήσουν τήν (*)
Βουνό της Άλγεοί'ας,,
Μ « ό Ϋ Ρ Λ βΤ ί I Ρ Η I
II
»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»>»»^>>>»»»»»»»>»
προσοχή *—«και προχωρούν — θά σκαρφαλώσω τρω ίτρός τή Φρέτζα, ' τό οχυρό τός ώς τήν κορυφή του τευ φρούριο μέσα στο όποιο έχει χους, καταλήγει. "Υστερα θά τό σαράι του ό σουλτάνος ο'άς ρίξω τό σκοινί νά σκαρ Γ κευ Μάρντ. φαλώσετε καί σείς. "Ενας θά — Σά νά πηγαίνουμε για μείνη νά φυλάει τ3 άλογα,έπίσηιμες ,βίζιτες απόψε, λέει Αύτή τή στιγμή ακριβώς, ό Στραπάτσος καθώς άντίένα σύννεφο σκεπάζει τό φεγ κρυζε άπό μακρυά τον σκοτει γάρι καί ή νύχτα γίνεται πιο νό όγκο του μεγάλου κτηρίου. σκοτεινή. Ό Νικήτας σ αλτ ά Μά δεν μου Φαίνεται πώς. θά ρει κάτω άπ3 τ3 άλογό του μάς υποδεχτούν μέ άνθοδέκαί μέ σβέλτες κινήσεις * του σμες εκεί π ου πάμε! λαστ ίιχέν ιου κορ/μ ιού, χ ρησ ιμο — Είσαι έξυπνος, Γεράσι ποιώντας καί τις ελάχιστες με!, τον πειράζει τό παιδί. προεξοχές του τείχους, αρχί Μ3 αρέσεις γιατί μπαίνεις μέ ζει νά σκάρφαλώνη. τό πρώτο στο νόημα.. ’Σέ λιγώτερο άπό τρία λε Ή πλατεία μπροστά στη πτά, έχει- φτάσει στήν κορυ Φρέτζα αυτή την ώρα εΐνα.ι έ;· φή· Ρίχνει ένα βλέμμα γύρω ρημη. "Ομως στην εξώπορτα του. Μετράει τις σκοπιές. Εί του φρουρίου σουλατσάρουν ναι έξη τό δλον. οί διπλοσκρποί μέ τά τρόμπα —- Εύκολη δουλειά, ψιθυρί νια στον ώμο. Βλέπουν Ιούς ζει καί χαμογελάει. καβαλλάρηδες που περνούν, "Υστερα, μέ γοργές κινή σεις, ξετυλίζει τό σκοινί που αλλά δεν βάζουν κακό στο νου τους. Μπαίνουν σ3 ένα έχει στ ή μέση του. Κρατάει στενό δρομάκο μέ φοίνικες τή μια άκρη καί αφήνει τήν καί βγαίνουν στο πίσω μέρος άλλη νά κατρακυλήση στο δρόμο. Πρώτος σκαρφαλώνει του κάστρου. —· Άπό δω θά πατήσουμε ό Στραπάτσος. "Υστερα ακο τό φρούριο, λέει .ό Νικήτας. λουθούν οί άλλοι. Οί ΆλγεριΓύρω στα τείχη όπως βλέπε νοί σκοποί., που στέκονται α τε υπάρχουν κΓ άλλες σκοπι κίνητοι μπροστά στίς πολε ές. Δεν είναι λοιπόν καί τόσο μίστρες, αίφνιδιάζονται. Πρίν εύκολη ή έπιχείρησι που πά καλά - καλά άντιληφθούν τήν με νά σκαρώσουμε. Άν ξε··. έπίθεσι,. δέχονται ταυτόχρονα μπερδέψουμε όμως, πριν μάς θανάσιμα χτυπήματα. — 3Εν τάξει! Πάει κι5 αυ μυριστούν οί άραπάδες σκο ποί,. όλα θά πάνε καλά. Λοι τή ή δουλειά!, λέει αναστε πόν τώρα μπορώ νά σάς πω νάζοντας ό Στραπάτσος. —- 3Ατό εδώ!, διατάζει τό ιό σχέδιο. Καί χαμηλόφωνα έξηγεΐ. ■ Ελληνόπουλο. Προχωρεί πρώτος. Μέ γυ Εξηγεί καί δίνει οδηγίες. Ό καθένας τώρα,ξέρει τί πρέπει μνό τό σπαθί στο χέρι φτάνει στήν ορθή πέτρινη σκάλα που νά κάνη.
12
.......... ,......,..
όδηγεί στο προαύλιο, Δυο άπ* τούς σωματοφύλακες του Γικεΰ Μόορντ φαίνονται ξαφνι κά στην άλλη άκρη τής αυλής. Τό παιδί σφίγγει τά δόν τια. Γλυστράει σύρριζα στον τοίχο καί πλησιάζει προς Το μέρος τους. Πέφτει ανάμεσα τους καί τό σπαθί του δια γράφοντας κεραυνσβόλα μια φοβερή καμπύλη τους κομμα τιάζει. ^— Έδώ! Μαζί μου!, δια τάζει καί προχωρεί. 5Από τό εσωτερικό φτάνουν ήχοι αράπικης μουσικής. — Φάλτσο! Φάλτσα τρα γουδάνε,γκρι νιάζει ό Στραπάτσος. "Έπρεπε νάχανε εμένα νά τούς κάνω μαθήματα. Μά ξαφν ιικάκατα'ττίνε ι τη γλώσσα του. Φέρνει τά χέρια στην κοιλιά του καί διπλώνε ται στά δύο... — Παναγιά μου!, βογγάει Πεθαίνω. — Μάς είδανε! άκούγεται ή φωνή τού παιδιού. Προσοχή. Οί πυροβολισμοί έρχονται από τό παράθυρο. Είναι τρεις "Αλγερίνοι που σημαδεύουν μέ τά τρομπόνια τους. Τήν ίδια στιγμή σμως, ή μεγάλη πόρτα τού παλατιού ανοίγει καί φωνές τρομαγμένες γεμί ζουν τον αέρα. — Ό "Αστρακάρης! Ό 1ροι(μί) 'ίΑστρα,ιήάρηή !,, φωνά ζει κάποιος άπ3 τούς άραπάδες. Σχεδόν ταυτόχρονα, φαίνε ται στο κεφαλόσκαλο τής πόρ ταε; ό Γκεΰ Μάρντ... "Έχει α κούσει τούς πυροβολ ισμούς καί τρέχει κι" αυτός μαζί μέ
.
.
6 Μ ί Κ Ρΰ 2
τούς άλλους νά δ ή τί συμ βαίνει, — Έπί τέλους, γκι αούρ!, γρυλλίζευ Σέ ξαναβλέπω ! — Γειά σου έμπορε των σκλάβων καί βασιληά των λη στών!, τού φωνάζει τό Έλλη νο πουλά. Ή συμπλοκή έχει γενικευ6ή. Οί Άλγερίνοι πολεμούν σκληρά. — Σ τ ραπ άχσ ο-! ·, φιωνάζε ι τό παιδί. Μά ό Κεφαλλωνίτης δεν α παντάει αμέσως. — Στραπάτσο! — Παρών, μικρέ!, αποκρί νεται αυτός. Ν" αρχίσω νά ψέλνω τό τροπάριο; — Κάνε δ,τι θέλεις! Μά, πριν άπ" όλα.. περ [ποιήσου τήν παρέα αυτού τού άσκημο μούρη πού παριστάνει τό βα σιληά. — 5 Ε ντ άξε ι, καπετάν ι ο ! 4Ό Κεφαλώνίτης μέ μια γοργή κίνηση προσποιούμε νος πώς θέλει νά φυλαχτή από κάποιο χτύπημα, σκύβει κι3 αρπάζει από τά πόδια έναν άπ3 τούς άραπάδες. Τον άνασηκώνει σαν πούπουλο, αρχί ζει νά παίρνη βόλτες πάνω στις φτέρνες του καί σφυροκο πάει μέ τό κορμί τού σωμα τοφύλακα τούς άλλους πού σκορπίζουν μέ άγρια ουρλια χτά. — "'Αμωμαι έιν όδώ Κυρίου αλληλούια. Ευλογητός εΐ, Κύ ριε, δίδαξόν με τά δικαιώμοπά σου.. Των αγγέλων ό χορός... — Γειά σου, αηδονολαλεί τοΰ φωνάζει κάποιος. Αυτήν όμως άκριβώς. τή
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
33
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»>
στιγμή, άρχιζει μια καινούρ για σύγκρουσι, Ό Πκεΰ Μάρντ βλέποντας τούς σωματοφυλα κές του νά σκορπίζωνται σά λαγοί και πολλούς άίπ’ αυ τούς νά ξαπλώνωνται νεκροί, φουσκώνει από λύσσα. -— Β ρω μ ογικ ι αούρ !, ούρλ ι ά ζει. Αυτή τή φορά δεν θά πε ριμένω νά πειράσουν τά δυο φεγγάρια γιά νά σε ψήσω. Καί μουντάρει σαν λύκος επάνω του. Μά ό Νικήτας με μιά σβέλτη κίνησι σηκώνει τό σπαθί του και αποκρούει το χτύπημα. Οί βαρείες λεπί δες διασταυρώνονται κι’ ένας ξερός μεταλλικός ήχος άκου" γεται. Ταυτόχρονα, τό παιδί σαλπάρει προς τά πίσω καί επιτίθεται. Τό γιαταγάνι του σημαδεύει τό στήθος του σουλ τόνου. Μά κι5 ό Γκεΰ Μάρντ δεν είναι παίξε - γέλασε. — Θά σε σουβλίσω, γκ ι α ούρ !, μουγγρίζει. -*— Αυτό δεν τό ξέρεις λη στή ! άποικρίνεται ψύχραιμα τό παιδί καθώς άποκρούει ένα κα ινούργ ιο ’ χτύπημ α. — Τό κισμέτ σου τό λέει! Θά πεθάνης σκλάβος στά χέ ρια μου, γκιαουρ! Μά τούς είκοσ τέσσερις χιλιάδες προ φήτες τού 1 Αλλάχ, δεν θά ξεφύγης ζωντανός άπ3 την Φρέτζα. —- Μήν είσαι φλύαρος,
Μάρντ! Έγώ έχω σκεφτή κά τι καλύτερο γιά σένα. — Σκύλε!, φυσομανάει αυ τός. Τό αίμα σφοροκσπάει τά μηνίγγισ του. Ή λύσσα τον πνίγει. Δεν μπορεί νά τό πα ραδεχτή πώς ένα παιδί μπο ρεί νά τον παιδεύη τόσο, αυ τόν πού. θεωρείται τό πρώτο σπαθί άνάμεσα στούς κουρσά ρους. Πρέπει λοιπόν νά δώση τό τελειωτικό χτύπημα, νά σταματήιση αυτό τό άσκημο παιχνίδι, πού τον έξευτελίζει καί τόν ρίχνει στά μάτια των Άλγερίνων υπηκόων του... Μ’ ένα απότομο τίναγμα τεντώ νει τό χέρι προς τά εμπρός καί ή μύτη τού σπαθιού του άγγιζε ι τό στήθος τού Ελλη νόπουλου. Ό Νικήτας νοιώ θει τό παγωμένο άτσάλι νά τρυπάει τή σάρκα του. Βρί σκεται σ3 άσκημη θέσι. Γέρνει απότομα προς τά πίσω καί σφίγγει τά δόντια. "Ομως αυ τή ή άπόταμη κίνησι τόν κά νει νά χάση τήν ισορροπία: του καί πέφτει ανάσκελα, -εφεύγει τό χτύπημα, άλλά τώρα, μέ μάτια πού φεγγοβολούν άπό έχθρα, στέκει πάνω άπ3 τό κεφάλι του ό Γκεΰ Μάρντ. Τό σπαθί του σημαδεύει τήν καρ διά τού παιδιού. Ό Νικήτας νοιώθει πώς έφτασε ή τελευ ταία του ώρα...
Τ Ε ΑΟ Σ Συγγραφεύς:
Π. ΓΊιΕΤΡ I ΤΉ Σ
Απαγορεύεται ή άναδτροτίευσις
Ο ΜΙΚΡΟ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Γραφεία: *Οδος Αέκκα 22 ό --·»»
1 —■ΠΊΙ·Ι· I I ■■ ΙΙΙΙ' I ———1,1 '■ —
1ΙΙΓΙ I ΜΙ ■
>■■>—11.— «1)1.4 . Ι_1ΙΙ I ■
*Αριθ.
3
■ —■ ———■—»■
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
*Φ* Τιμή δραχ. 2 —ΙΜ»ΜΒ—IV
——Μ·
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 33. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, ’Άνω Ήλιούπολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: *Αν. Χατζηβασιλείου, ’Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στό^ τεύχος 4 του «Μ. ιΜπουιρλοτιέρη», πού κυ κλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα με τον τίτλο:
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ τό ατρόμητο Ελληνόπουλο ρίχνεται σέ μια νέα πε ριπέτεια, γεμάτη κίνδυνο, .μυστήριο και συναρπαστι κά επεισόδια! Και ό Στίραπάτσος βρίσκει την ευκαιρία νά... ψάλη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ νίση!
Ενα τεύχος πού θά γοητεύση και
θά συγκλο-
ΤΑΜΠΟΥ
ΜΛιΗΓΗΣΗ ΤΕΛ§Ι?ΝΕΙ. Η Φ£Ν14 ΜΟΥ ΑΠΟ ΜΙΑ ΛΕ0ΠΑΡ
ΑΑλη; ΜΛΠ2Γ:
ΞΕΡ5 021 ΑΕΝ Σ\<0ΗΤΑ.Ν Η Μ
ΜΟΥ
* ΤΟ-
ΚΑΝΑ ΓΙΑ Λ/Λ
Το(ν ΤΡΑ3ΗΞ
ΠΡΕΠ£ι Τ?ΡΑ IVΑ ΤΡΕ-σ ΕΚΕΙ !
*5
ΤΡΓΕΓ ΤΗ (V ΚΥΡΙΑ ΓΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ 1°ϊ.£. Γ»Α™Ν 2ΡΑ ΘΑ ΙΕ ΓΤ£(Λ? ΣΤΟ ^ΑΐΐΛΕΙΟΤ^Ν ΙΚΙ?|\/ ΟΠΟΥ ΘΑΣΑι ΣΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. ΟΤΑΝ Χί>£['/ , ΑΙΤΕΙ ©ΑΧΕκΆΑΕΐ?ν
ΣΥΝΕΧιΖΡ
τα».
Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
ΝΙΚΗΤΑΣ^ Αστρα,χάρης, τό άφοβο £ Ελ ληνόπουλο, βρίσκεται σέ ττολύ δύσκολη θέσι. Ό θά νατος τον ζυγώνει μέ μεγά λα βήματα. Τό βαρύ γιατα γάνι του Γκεΰ Μάρντ, του αίμρ'βόρσυ βασιληά των Αλγερινών κουρσάρων, κρέμεται" πάνω από τό κεφάλι του και ύστερα από ένα δευτερόλεπτο θά πέση να τον κομματιάση (*)· Λίγα βήματα πιο πέρα, οι ψυχωμένοι σύντροφοί του χτυ πιοΟνται μέ τή φρουρά του κά στρου τής Φρέτζας. Απασχο λημένοι μέ τον σκληρό και ά(*) Διάβιασε τό ττοΌ.η]γούιυενιο τ-εϋνισς: «Σ ίφοννας τώιν θαλασ σών».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
νισο αγώνα, δέν βλέπουν τή δύσκολη θέσι του. Ούτε κι5 αυτός ακόμα ό Γεράσιμος Στραπάτσος έχει άντιληφθή τον θανάσιμο κίνδυνο πού α πειλεί τον καπετάνιο του. Έχει βρή μιά καινούργια μέθοδο μάχης καί θριαμβεύει. 5Ορθός μέ ανοιχτά τά πόδια, ριζωμένα θαρρείς στο έδαφος, κρατάει από την κάννη τό τρομπόνι του καί μέ τό κονιάκι του, καθώς τό ανεβοκα τεβάζει ρυθμικά, παίζει τα μπούρλο στά κεφάλια των Αλγερίνωιν πού δοκιμάζουν νά τον ζυγώσουν. "Υστερα α πό κάθιε χτύπημα, υψώνει τά μάτια στον ουρανό καί προ σεύχεται : — Δι’ ευχών τών Αγίων Π ατέρων ημών... Γκάπ! Πκούπ! Πάτερ ημών ό έν τοΐς
4 Ο ΜΙΚΡΟΣ »»»»>»>>»»»»>>»»>»>»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» ούρανοτς... Πκούπ! Γκάπ! Α νάπαυσαν αυτούς εν τόπφ χλοερώ ένθα οΰδε πόνος ούδε , στεναγμός... Γκάπ! Πκούπ! Δόξα σοι^ ό Θεός ημών, δόξα σο;... Γκάπ καί γκούπ ! Δεν έχει άντιληψθη λοιπόν κι5 αυτός τον Νικήτα, που, γονατιστός καί πεσμένος μέ τό μισό1 κορμί προς τά πίσω, περιμένει από στιγμή σέ στιγμή να δεχθή τή θανάσιμη σπαθιά από τό χέρι του ί κεΰ Μάρντ. — Ετοιμάσου λοιπόν τώ ρα νά πεθάνης, βρωμογκιαου·· ρη !, γρυλλίζει ό Αλγέρινός. Στο είχα ύποσχεθή. 5Άν ή σουν φρόνιμος, θά ζούσες α κόμη τά δυό φεγγάρια ζωής πού ή καλωσύνη μου σου εί χε χαρίσει. Μά τώρα... Τά μάτια του βγάζουν α στραπές κι* ένα σκοτεινό χα μόγελο κρέμεται στά χείλη του. — Πέθανε λοιπόν τώρα, άπ ιστέ! Καί ή λεπίδα σφυρίζοντας σκίζει τον αέρα καί κατεβαί νει σημαδεύοντας τό κεφάλι του παιδιού. Αυτή δμως την τελευταία στιγμή —την πιο κρίσιμη τής ζωής του— ό Νι κήτας, τεντώνοντας τό λαστι χένιο κορμί του, κάνει μιαν α πεγνωσμένη προσπάθεια. Εί ναι ένας τρόπος πού καί άλ λη φορά τού έσωσε τή ζωή. Αφήνει απότομα τό σώμα του νά κυλήση εντελώς προς τά πίσω καί, καθώς ή ράχη του κολλάει στο έδαφος, τι νάζει προς τά εμπρός τά πό δια καί τά καρφώνει μέ δόνα-
μι στο στομάχι τού Γκεΰ Μάρντ που σκύβει απάνω του. Αυτό γίνεται σ’ ένα διάστη μα μισού δευτερολέπτου μέ μιάν ασύλληπτη ταχύτητα καί ό "Αλγερινός, πού δεν έχει πρσβλέψει αυτή την ξαφνική αντεπίθεση αισθάνεται νά τού κόβεται ή αναπνοή καί οπι σθοχωρεί, αφήνοντας ένα βογ·· γητό πόνου. Τό γιαταγάνι μέ νει μετέωρο καί χτυπάει τό κενό. —Αλλάχ ! Αλλάχ !, μουγ γρίζεί· "Ομως πνίγει τον πόνο, σφίγγει τά δόντια καή αυτή τή φορά έξαλλος από λύσσα, μουντάρει άγρια. Αλλά είναι αργά. Τό ελληνόπουλο σ’ αυ τό τό μεταξύ τινάζεται ορθό καί προφταίνει. Τό σπαθί του κόβει τό δρόμο τής ατσάλι νης λεπίδας τού κουρσάρου καί τό αμέσως επόμενο δεύτε ρόλεπτο με έναν σβέλτο ελιγ μό τον φέρνει σέ δύσκολη θέσι. Ή μύτη τού γιοπαγανιού τού Άστρακάρη άκουμπάει στο λαιμό τού Γκεΰ Μάρντ. Ό σουλτάνος νοιώθει τό πα γωμένο ατσάλι νά τον άγγίζη καί μένει ασάλευτος. Άπό τό στόμα του βγαίνει μιά φο βερή βλαστήμια. •— Πέτιαξε τό σπαθί σου, ληστή!, διατάζει τό παιδί. Πέταξε τό σπαθί σου καί σή κωσε τά χέρια ψηλά, άν σού άρέση ακόμα νά ζήσης! Δια φορετικά δεν έχω παρά νά κά νω μιά κίνησι... Ό 'Αλγερίνος μισοκλείνει τά μάτια καί καρφώνει γο βλέμμα του στο πρόσωπο
ΜΠβΥΡΛΟΤίβΡΗΐ
9
>»>»»»»»»>»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»*&>&»*&&*>>&>»$>>>$»>>>»*
τού παιδιού·. "Ομως δέν θέλει νά ύπακούση. Δοκιμάζει να κτνηθή προς τά πίσω. Ό Νι κήτας κινεί ελαφρά προς τά εμπρός τό χέρι. Ή λεπίδα χαράζει τή σάρικα του Γκεΰ Μάρντ κι’ ένα μιικρό ρυάκι α?μα αρχίζει να κυλάει προς τά κάτω. Τό βλέπει τώρα πώς δεν ά στε ιεύεται αυτός ό ιμιιικρός "Ελληνας. Τό μυαλό του δου λεύει γοργά. Καλύτερα νά κερδίση καιρό... — "Αΐντε, ώρέ Άστρακάρη !, λέει. -Κέρδισες! Ποτέ 6έ τό περίμενα νά νικηθώ από έ να .μωρό. Μά τό κισμέτ μου έτσι φαίνεται τόγραφε. Κα νείς δέ μπορεί νά μαντέψη τό θέλημα του παντοδύναμου Αλλάχ... -— Πέταξε τό σπαθί σου, Γκευ Μάρντ!, διατάζει πάλι τό παιδί. Τά πολλά λόγια δέ υ5 αρέσουνε. "Εχουμε καιρό νά κ ουβ εντ ι άσου μ ε ! Ό 5Αλγερινός βλαστημάει πάλι καί πετάει τό σπαθί του. Ό Νικήτας μ’ ένα σάλτο βρί σκεται πλάι τ ου. Μέ γοργές κινήσεις του παίρνει τό πι στόλι που έχει στη μέση του καί τον αφοπλίζει. "Υστερα, ενώ ή αντάρα συνεχίζεται γύ ρω του, ψύχραιμα του δένει πισθάγκωνα τά χέρια. —Τώρα 8ά είσαι φρόνιμος σά χανούμισα!, τού λέει... Ταυτόχρονα γυρίζει προς τό μέρος των συντρόφων του. —"Ε! Αεβέντες! Φωνάζει. Τό πανηγύρι μπορεί νά σταματήση ώς εδώ. Φεύγουμε! Καί πέστε στους άραπάδες
νά μάς άνοίξουνε δρόμο νά περάσουμε, γιατί τό κεφάλι τού Γικεο Μάρντ δέν στέκει κα λά στους ώμους του. Ή φωνή του σκεπάζει τις βροντές των σπαθιών καί τις εκπυρσοκροτήσεις καί μονο μιάς γίνεται ήσυχία. "Ολοι γυ ρίζουν προς τό μέρος του. Οί Άλγερίνοι τά χάνουν. Οί "Ελ ληνες βγάζουν κραυγές Θριάμ βου. Ό Στραπάτσος μέ γουρ λωμένα μάτια σταματάει στη μέση μιά προσευχή καί τρέ χει κοντά του κραδαίνοντας τό τρομπόνι του. — Νά τού κοπανήσω μιά; ρωτάει. Μά τό παιδί δέν τον αφή νει. — Μάς χρειάζεται ζωντα νός, Γεράσιμε... — Αυτός ήθελε νά μάς ψήση στά κάρβουνα σάν καβού ρια!, γκρινιάζει ό Κεφαλλωνίτης. "Αφησέ με νά τού τά ψάλω... — Κάνε αυτό πού σου λέω!, διατάζει ό Νικήτας. Φεύγουμε! Οί σύντροφοί του κινούνται τώρα προς την ορθή σκάλα πού φέρνει στήν ταράτσα μέ τις επάλξεις του κάστρου. Τελευταίος μένει αυτός. Κρα τώντας σάν ασπίδα μπροστά του τον Άλγερίνο σουλτάνο υποχωρεί προσεχτικά ;μέ τά μάτια καρφωμένα1 απάνω στούς κουρσάρους, πού έχουν παγώσει από τήν έκπληξι καί δέν τολμούν νά κινηθούν γιατί βλέπουν πώς πραγματικά α πό μιά κλωστή κρέμεται ή ζωή τού Πκεΰ Μάρντ. Μιά βα-
I
Ο
β€ΐά σιωπή έχει ^σκεπάσει τό
φρούριο- και μονάχα οί ίσκιοι των επιδρομέων, πού υποχω ρούν προς την ταράτσα, δια*· κρίνονται νά κινούνται γοργά στο σκοτάδι. Τό σκοινί είναι στη θέσι του. 5Αρχίζουν νά κατεβαίνουν γλυστρώντας σά φαντάσματα στο έδαφος. Τά άλογά τους περιμένουν. Τελευ ταΐο-ς κατεβαίνει ό "Αστρακάρης. Στο ένα του μπράτσο τυλιγμένο σάν σιδερένια τα νάλια κρατάει τον αίχιμάλωτο. Με τό άλλο φουχτιάζει τό σκοινί. — "Αλαλα τά χείλη των α σεβών των μ ή προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν. Ελέησαν μας, Κύριε, νίκας κατά βαρβάρων δωρού μένος...
ΜΙΚΡΟΙ
Ή φάλτσα φωνή του Στρα πάτσου κομματ ιάζε ι ξαφνικά τη σιωπή καί υψώνεται άγρια καί αλύγιστη ιμέσα στη νύ χτα. — "Άφησε τις ψαλμωδίες !, τού φωνάζει τό παιδί. Βάλε κανένα χέρι έδώ, γιατί ό άρά1· πόκας είναι πολύ βαρύς γιά την ηλικία μου... Ό Κεφαλωνίτης ζαρώνει τά φρύδια καί καθώς βοηθάει τον Νικήτα παίρνοντας από τά χέρια του τον ί κεΰ Μάρντ, αρχίζει πάλι τή γκρίνια του. —Τί τον θέλεις καί τον κου βαλάς μαζί σου τον άρχιλή σταρχο; Γ ιατί δέ ,μ" άφήνης νά του ψάλω τδ «δεύτε λάβε τε τελευταΐον ασπασμόν» νά ξοίλαφρώσης αμέσως;
•— Εΐιμσα ό Προφήτης Μωνια νέτης! λέει ό Στοαττάτσος.
? »»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>>>>>>>>>>>&&>&»&»>»&>*%>»&» Μ ίί § Υ Ρ Α ί Τ 6 1 Ρ Η 1
'Ο
Στοσπάτσος αοαάε,ι σόαν σί Φ συνασ ικίσΐ καχεβάζιε: του στο κρανίο τοΰ__Άλ Υ ειοι νοΰ.
Άλλα τό παιδί δεν έχει 6ρεξι για κουβέντες. — Στ5 αλόγα!, διατάζει. Εμπρός, δρόμο! Καί σέ λίγο ή συνοδεία, έχοντας μαζί της τον αιχμά λωτο σουλτάνο του Αλγεριού χάνεται μέσα στο σκοτάδι.
τό
σπαθ ί
έχουν άποτραβηχθή σέ μια ατό τις πολλές κρυψώνες τους ανάμεσα στά φαράγγια του Άτλαντα.. Έδώ πάνω κανείς δέ μποιρεΐ νά ζυγώση, άλλα καί κανείς δέν υποψιάζεται δτι είναι ποτέ δυνατό νά κρύβωνται έκεΐνοι πού κρατουν αιχμάλωτο· τον Άλγερίνο ΧΡΥΣΑΦΙ σουλτάνο. Ή εϊδησι ατι ό ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Γκεΰ Μαρντ βρίσκεται στά Ω Ρ Α δ εν άπ ο μ ένε ι ^παχέρια του «ρούμι» Νικήτα Άρά τό τελευταίο βήμα. στρακάρη έχει αναστατώσει Είναι τό πιο δύσκολο τή μεγάλη κουρσάρικη πολι άπ3 όλα. Άλλα αυτό .μονάχα τεία. Κι5 δσο περνούν οί μέ μπορεί να φέρη προς την άπε ρες καί δέ μπορούν νά πιάλευθέρωσι. "Έχει περάσει σχε σουν τό Ελληνόπουλο, τόσο δον .μια έ'βδομάδα από έκ,εΤνο περισσότερο αγριεύουν καί τό βράδυ κι5 ό Άστρακάρης άπειλοΰν οί κουρσάροι. μαζί μέ τό μικρό στρατό του Στο βάθος δμως δλοι αί-
Τ
8 ....... , . 6 Μ ί κ Ρ ό ϊ »»»»»»»&»»»>»»»%»»»»»»>»>>*»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» σθάνονται έναν παράξενο φό βο και κάτι βαρύ πλακώνει τις ψυχές τους. Ίο παιδί αυτό, πού κάνει τέτοια ρεσάλτα στη στερηά και κυριεύει φρούρια και κουρελιάζει τό σαράϊ, δεν είναι παίξε - γέλασε. Μια σκιά απλώνεται πάνω από τό Αλγέρι κι5 ό καθένας μυρίζε ται πώς κάπου παραμονεύει κάποιος κίνδυνος και δεν ξέ ρει πώς πρέπει να φυλαχτή. — Μά τά γένεια του Προ φήτη, αυτός ό γκιαούρ είναι ίδιος ό σεϊτάν!, λέει κλαψιά ρικα ό μπέης Άβδέλ - Ρίντι, ό υπουργός τού Γκευ Μάρντ. Ό στρατός μας ψάχνει παν τού καί δέ μπορεί νά βρή τ’ αχνάρια του. Είναι σά νάγινε καπνός καί νά χάθηκε από τη γης. Ό Αλλάχ ό παντο δύναμος νά δώση νά μην έπαθε τίποτα κακό ό σουλτάνος μας... Σ’ αυτό τό μεταξύ όμως, ό Νικήτας δεν κάθεται. Κουβεν τιάζει μέ τούς συντρόφους του καί καταστρώνει τό σχέδιο. Ό καθένας λέει τη γνώμη του καί τό παιδί ακούει προσεκτι κά καί σημειώνει. "Ολα πρέ πει νά είναι μελετημένα μέχρι την τελευταία τους λεπτομέ ρεια γιά τό «μεγάλο ρεσάλ το» πού ετοιμάζουν. Δεν πρέ πει νά παραλείψουν τίποτα. Τό πιο μικρό σφάλμα μπορεί νά φέρη την αποτυχία καί ή αποτυχία τό θάνατο. — ’Έχω καιρό νά ψάλω κα νένα τροπάριο, γκρινιάζει ό Στραπάτσος. Πρέπει νά κου νηθούμε νά κάνουμε κάτι γιατΐ θά χάσω... τη φωνή μου!
—Υπομονή, Γεράσιμε, τον παρηγορεί τό παιδί χαμογε λώντας. "Ολα θά γίνουνε... Δέ πρέπει νά βιαζόμαστε. Σέ λίγο θά σ’ άφήσω νά ψέλνης μέ την καρδιά σου! Ό Πκεΰ Μάρντ παρακολου θεί τά κρυφοιμιλήματα. Μά δεν μπορεί νά καταλάβη τί α κριβώς προετοιμάζουν. Έχει κι* αυτός όμως τό σχέδιό του. Μονάχα νά μπορέση νά γλυστρήση από τά χέρια τους. Καί τότε όλοι αυτοί εδώ οί «ρούμι» θά νοιώσουν μέ ποιόν έχουν νά κάνουν. Αλλά προς τό παρόν πρέπει νά υποκρίνε ται. Τό παν είναι νά μάθουν οί δικοί του σέ ποιο μέρος έχουν τό λημέρι τους αυτοί πού τον κρατούν αιχμάλωτο. "Ολα τ’ άλλα —πρώτα ό Αλ λάχ— θά πάνε ύστερα καλά. —Γιατί μέ κρατάς, ώρέ Νι κήτα; ρωτάει κάθε τόσο τον Άστρακάρη. -— Μοΰ χρειάζεσαι, άποκρί νεται τό παιδί. Έχω ωραία σχέδια γιά σένα, Μάρντ σουλτάν. — Θέλεις χρυσάφι, ώρέ γραικέ; Τό Ελληνόπουλο τον κυττάζει λοξά καί χαμογελάει. Δέν δίνει άπάντησι. — Ζή,τησέ μου οσο χρυσά φι θέλεις, συνεχίζει αυτός. Μ’ ένα μπουγιουρντί .μου θά στο φέρουνε στά πόδια σόυ. Θέ λεις διαμάντια; Πάλι τό παιδί δεν αποκρί νεται. — Φέρε χαρτί νά σού γρά ψω γραφή αμέσως στο σεράϊ νά σού φέρουνε τσουβάλια τά
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
9
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» τάλλαρα και τά διαμαντικά. Φτάνει νά μου ύποσχεθής πώς θά μ’ άφήσης νά γυρίσω στους δικούς μου. Γιατί δεν άποκρί νεσαι, ώρέ Νικήτα; — Δέ μου χρειάζεται τό χρυσάφι σου, Γκεΰ Μάρντ, του λέει. Τά μάτια του Άλγερίνου στρογγυλεύουν από τήιν εκ* πληξι. — Δεν θέλεις χρυσάφι, ώρέ; — Όχι. Έγώ δεν είμαι λη στής νά παίρινω λύτρα. Τί νά τό κάνω τό χρυσάφι σου; — Μά την άγια κάρα του προφήτη, πρώτη φορά ακούω άνθρωπο νά κουβεντιάζη έτσι γιά τό χρυσάφι! Τότε τί εί σαι, ώρέ ρουμί; — Πολεμιστής είμαι. — Και γιατί πολεμάς; — Πολεμάω τούς τυράν νους τής πατρίδας μου, Γκεΰ Μάρντ. — Και ποιο] είναι οί τύρανοι, ώρέ; — Οι Τούρκοι. Και τώρα, πού γίνατε και σείς οί άραπάδες ένα μαζί τους, είστε καί σεΐς εχθροί μας. Ό κουρσάρος τον κύτταξε λοξά. — Και θά τά βάλης^ εσύ, ώρέ Νικήτα, μέ τά εφτά βα σίλεια τής Τουρκίας; Μέ ποιοϋς, θά πολεμήσης; Μιά φού χτα είστε δλοι σας κΓ είναι εκατομμύρια στρατός οί άλ λοι... Τό Ελληνόπουλο άνασηκώ νει τούς ώμους. — ’Έχεις ακουστά γιά τούς παληούς "Ελληνες, Γκεΰ
Σουλτάν; Πριν πέση ή Πόλι στα χέρια του Μωχαμέτη σας, οί "Ελληνες ήταν λαός μεγά λος κι5 ελεύθερος. — Ναί. Τό έχω ακουστά. — Λοιπόν, γιά νά ξ αναγί νουμε ελεύθεροι πολεμάμε. Τη λευτεριά του Γένους μας θέλουμε. Κ Γ άς είμαστε λί γοι. Αυτό δεν έχει νά κάνη. Ό Μωρηάς κι’ η Ρούμελη θά ξεσηκωθούνε μιά μέρα και μαζί τους και τά νησιά. Και τότε ό σταυρός θά νικήση τό μισοφέγγαρο, γιατί έχουμε τό δίκηο μέ τό ίμερος μας. — Και τό χρυσάφι τό δικό μου δέν τό θέλεις λοιπόν; — Όχι. Τό χρυσάφι δέ φέρνει τη λευτεριά. Μέ τό σπαθί στο χέρι κερδίζεται ή λευτεριά, Γκεΰ Μάρντ! Ό Άλγερίνος προσπαθεί νά χαμογελάση. Μά τό βλέμ μα του είναι γεμάτο σκοτάδι κι5 έχθρα. Αυτό τό παιδί έχει μυαλό ώριμου άντρα. Δεν πέ φτει εύκολα στο δόκανο. — Και μένα γιατί μέ κρα τάς, ώρέ Νικήτα; — Χμ! Αυτό δέ στο λέω. Θά τό καταλάβης μοναχός αργότερα, αποκρίνεται τό παι δί... Μά αρκετά κουβεντιάσα με... Καί ό Νικήτας σταματάει τη συζήτησι. — Θά τά ξανοάτοϋμε, Γκεΰ - Σουλτάν, του λέει κΓ απο μακρύνεται. Ό κουρσάρος τον βλέπει πού φεύγει κα] τό βλέμμα του γεμίζει απελπισία. Πάλι δέν κοπάφερε τίποτα. — Καταραμένο κισμέτ!,
10
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»» αναστενάζει. Μέ τούτο τό Έλ ληνοπουλσ δεν μπορεί κάνεις νά τά βγάλη πέρα! ’Άς γίνη τό θέλημα του 5Αλλάχ.
·τήν νοτιά φέρνει -μαζί του καφτή ανάσα τής ερήμου. Ή νύχτα πού θά φτάση σε λίγο θά είναι ίδια κι’ άπαράλλαχτη ρ5 δλες τις άλλες. Χλια ΤΟ ΤΡΙΚΑΤΑΡΤΟ ρή και υγρή... «ΟΥΒΡΔΑ» Ό Νικήτας κι5 ό ΣτιραπάΗΛΙΟΣ γέρνει κατά τσος κατηφορίζουν προς ό τη δύσι του κι* ό ουρά λιμάνι. Διασχίζουν τά στενο νός στην άκρη του άρί σόκακα τής παληάς συνοικί ζοντα μοιάζει μέ φρεσκογυα ας και φτάνουν στήν παρα λισμένο χάλκωμα. Ή θάλασ λία. Φορούν σαλβάρια καί κε σα έχει γεμίσει με πορτοκα λεμπίες κι5 έχουν κατεβαστά λιές φλόγες. Οί μύτες των μι ώς τά φρύδια τά σαρίκια τους. Είναι πολύ δύσκολο, ναρέδω,ν, πού υψώνονται πά νω από τις στέγες των τεσχεδόν αδύνατο, ν’ αναγνώρι τ ρ άγωνων άσπρων σ π ιτ ι ών ση κρνεις κάτω από αυτή τήν τής κουρσάρικης πολιτείας επιτυχημένη μεταμφίεσι τούς παίρνουν ένα χρυσάφι χρώμα. δυο τολμηρούς "Ελληνες. Μοι Ό αέρας πού έρχεται απ’ τό όζουν μέ δλους εκείνους τούς
Ο
Ό
Στραπάτσος βά&ι
<&Μτΐςκ στο Φυτίλι
τ οΟ
μττσοοντ ι οΟ.
ΜΠΟΥΡΛΟΤί ΕΡΗΣ 11 ;»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»>^»»>»^>>»»»»»»»»»»»»»»»
Απτό
τό έισωτιεοιί'ΐοό τοΰ υοναιστη ,&ΐιοΟ ακοώνονται πολλές ποτΈάστικες Φωνές πού τοαγου δουιν ένα γλυκό τοαγοΟδι__
μ ο οσουλμ άνου ς έμπορου ς; πού έρχονται από πολύ μακρυά με φορτωμένο πουγγΐ ν; αγοράσουν σκλάβες για τά χαρέμια των μπέηδων τής ε ρήμου. Λύτή την ώρα, τά πληρώ ματα των κουρσάρικων καρα βιών έχουν βγή στη στερηά και με9σκοπούν στα καπηλειά σκ ο ρπί ζοντ α ς άλογά ρ ι αστ α τό ’μερδικό πού έχουν πάρει απ’ τά ρεσάλτα. "Έχουν ανά ψει κιόλας τά λαδοφάναρα έ ξω απ’ τις ταβέρνες κι5 ό <άέ(λας γεμίζει με μεθυσμένα τραγούδια και όργανα. — Μά τον "Αγιο Γεράσι μο τον πατριώτη μου, γκρινιά ζει ό Στραπάτσος, έτσι μούρ
χεται να μπω σε κανένα απο αυτά τά κρασοπουλειά καί νά τά κάνω γης Μαδιάμ! "Ολοι φάλτσα τραγουδάνε, π ανάθε μά τους! Τό παιδί χαμογελάει αλλά δεν δίνει άπάντησι. Δεν υ πάρχει καιρός γιά κουβέντες. Προχωρούν προς τούς ντοκους. Λογής - λογής καράβια, μικρά και μεγάλα, έχουν π 'ρει πρυμάτσες (*) κι" άλλα είναι αγκυροβολημένα στη μέση τού λιμανιού. —Νά τό Ούέρδα. — Πώς τό είπες; ρωτάει ό Στροι,τάτσος. (*) Εΐ-νιΟΤί δ&υ.ένοί από τλν π ο λ κή στις δέστοες υιέ Υοντρά σγοι<νη ά.
12
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»» — Ούέρδσ. Τ3 όνομά ταμ σημαίνει στα άλγερίνικα «ρό δο». Αυτό θά ξεκινήση τά με σάνυχτα για τό πέλαγο. Εί ναι ένα μπρίκι από τά ταχύ τερα. "Αν, μέ τή βοήθεια τού Χριστού, τά καταφέρουμε, δέ θά (μπορέσουν νά μάς πιά σου ν.., — Σά δύσκολα τά βλέπω τά πράγμοπα!, αναστενάζει ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης. — Φοβάσαι, Γεράσιμε; τον ρωτάει τό παιδί και τον κυττάζει λοξά. Ό Στραπάτσος κατσου φιάζει. — Πάλι μέ δουλεύεις, κα πετάνιο; τού λέει. Τί έχω νά φοβηθώ; Αλλά κάθουμαι και λογαριάζω πώς, άν χαθώ ε γώ, θά πεθάνετε όλοι σας... άψαλτοι κι5 αυτό δέ μ5 αρέσει. Έδώ κοντεύω νά γίνω... βραχνοκόκορας ψέλνοντας τόσους Τούρκους κι3 άραπάδες καί ν3 άφήσω άψαλτους δικούς μου ανθρώπους; Δεν τό καταλα βαίνεις πώς μοΰ κακοφαίνε ται; — Μή λογαριάζεις τέτοια πράγματα, Γεράσιμε!, τον σταματάει τό παιδί. "Ολα θά πάνε καλά. Προχωρούν κάμποσο ακό μα και ψάχνουν μέ τό μάτι τό λιμάνι. Απότομα τό παιδί στέκεται. Κάτι τού δείχνει μέ τό βλέμίμα του. — Νά το!, λέει. Είναι ένα τρικάταρτο κα ράβι αυτό πού δείχνει ό Νι κήτας. 3Έχει πάρει πρυμά τσες καί στο κατάστρωμά του
σουλατσάρουν δυο ναύτες. Εί ναι οί μόνοι πού έχουν μείνει αυτή την ώρα νά τό Φυλάνε. Τό υπόλοιπο πλήρωμα, αφού σέ λίγες ώρες θά ξεκινήσουν, γλεντάει στις ταβέρνες. Σ3 αυτό ακριβώς τό σημείο· πον τάρει ό Νικήτας, -έρει πώς, όταν τό σκάφος κάνει πανιά καί βγή άπ3 τό λιμάνι, όλοι αυτοί οί μεθυσμένοι άντρες τού τσούρμου θά ριχτούν σ3 ένα βαθύ ύπνο καί θά μείνουν μονάχα στη θέσι τους οί λίγο οποί ναύτες τής βάρδιας, μά κι3 αυτοί μεθυσμένοι ακόμα κι3 ανίκανοι ν’ αμυνθούν καί νά πολεμήσουν όπως ταιριά ζει. —- Αυτό λοιπόν είναι τό «Ούέρδσ»; ρωτάει ό Στραπά τσος. — Αυτό είναι!, λέει με φωνή πού τρέμει από συγκίνησι τό παιδί. Τί λές; Θά τά καταφέρης; ^ ^ . — Πάλι μέ δουλεύεις, μι κρέ!, γκρινιάζει ό Κεφαλλωνίτης. Είπαμε! Τό μόνο πού λογαριάζω... — Καλά! Καλά!, τον κό βει ό Νικήτας. ~έρω. Θά μου πής πάλι για τά ψαλτικά καί τά λοιπά καί τά λοιπά... 3Αλ λά σού λέω. "Ολα θά πάνε καλά. Φτάνει νά λογάριάσης τήν ώρα καλά... "Υστερα τ3 άλλα είναι δουλειά δική μου. 3 Εδώ, σύμφωνα μέ τό σχέ διο· πού έχουν καταστρώσει από νωρίς, χωρίζουν. ΌλΝι κήτας σφίγγει τό χέρι τού πι στού του συντρόφου. -— 3/Αντε, Γεράσιμε. Ό Θεός βοηθός καί καλήν άντά-
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΙ
μωση. Σέ σένα κρεμόμαστε ε ξήντα νοματέοι. — Έν τάξει, καπετάνιο! Θά τά καταφέρω!, λέει άττλά αστός. "Υστερα κοντοστέκεται. — "Αν είναι όμως ή τελευ ταία φορά πού βλεπόμαστε και χαθώ, θέλω να μου ύπασχεθής κάτι.
— Τί; — "Ο,τι θά πάρετε στην παρέα σας έναν... ψάλτη. Θέ λω να πεθάνω μ’ ήσυχη καρ διά δτι κάποιος θά ψέλνη τά τροπάρια... — Δεν έχουμε ανάγκη νά ψάχνουμε γιά ψάλτες, Γερά” σιμε! του λέει τό παιδί καί νοιώθει υγρά τά μάτια του. 5Αφού σέ λίγες ώρες Θάσαι πάλι μαζί μας. Χωρίζουν. Τό παιδί προχω ρεΐ τώρα μονάχο στον ντόκο καί πλησιάζει την πρύμη τού καραβιού, άπ' τό αριστερό μέρος. —:Έ! απ’ την «Ούέρδα»!, φωνάζει. Οί δυο ναύτες τρέχουν προς τό μέρος του καί σκύβουν α πό τίς κουπαστές. — Είμαι πλούσιος έμπο ρος άπ5 τό Μαρόκο, τούς λέει. "Εμαθα πώς τό καράβι σας έχει κάμποσους σκλάβους γιά πούλημα. Πληρώνω καλά. Εί ναι μέσα ό μπάς - ρε'ί'ς νά τά κουβεντιάσουμε; "Αν συμφω νήσω θάχετε καί σείς τό μπαχτσίς σας. Αυτό τό τελευταίο αρέσει, φαίνεται, περισσότερο στους
13
ναύτες, γιατί ανοίγουν μια μακρυά κουβέντα μαζί του. Τό Ελληνόπουλο συζητάει καί με την άκρη τοΰ ματιού του παρακολουθεί κάθε τόσο τον Στραπάτσο πού έρχεται από την άλλη άκρη τοΰ ντόκου. Τον βλέπει νά ζυγώνη τη δεξιά πλευρά τής πρύμης, νά αρπάζεται από τό σκοινί καί νά σκαρφαλώινη σάν πίθηκος στο κατάστρωμα. Αισθάνεται ένα δυνατό χτυποκάρδι. "Αν γυρίσουν οί ναύτες καί τον δούύ, όλα, θά πάνε χαμένα. "Υστερα άπό λίγο όμως κάτι φτεροκοπάει χαρούμενα μέ σα του... Ό κοντόχοντρος Κε φαλλωνίτης δέ φαίνεται πιά. Τό σχέδιο προχωρεί καλά... — 5Αφού λοιπόν δεν είναι ό καπετάνιος σας εδώ, φωνά ζει στούς ναύτες, θά πάω ό ίδιος νά τον συναντήσω στο καπηλειό. Πρώτα ό 5Αλλάχ, ελπίζω νά τά συμφωνήσουμε.. — Ίσολλά! Καί μην ξεχάσης τό μαχτσίς... -—- Ίσαίλλά! Δεν τό ξε χνάω... Καί τό τολμηρό Ελληνό πουλο απομακρύνεται χαμο γελώντας. Τό σκοτάδι τώρα έχει πέσει καί ή νύχτα άπλώ νει τά φτερά της πάνω άπό τη μεγάλη πολιτεία. Αίγο πιο έξω άπό τά τείχη τον περιμέ νει ένα άλογο. Ό Νικήτας πετάει τά τούρκικα ρούχα πού φοράει —δεν τοΰ χρειάζονται πιά— καί σαλτάρει στη ρά χη του. "Ολα πρέπει νά γί νουν μέ μιάν ασύλληπτη τα χύτητα απόψε,.,
14
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»:·* Η ΤΟΛ'ΜιΗιΡΗ ΕίΠίΙΘιΕΣ 1
~
τον κάβο τό μεγάλο τρικάταρ το. Ταξιδεύει μέ σβυστά τά I ΤΡΕΙΣ βάρκες πεφώτα καί μοιάζει ιμ'5 ένα βρυριιμένουν ^ κ ραμμένες κόλακα, πού βγήκε στο σκο πίσω από τον κάβο τάδι αναζητώντας θύματα. του Σερντάν, δύο μίλια ανα — Τό «Ούέρδα»!, φωνάζει τολικά απ' τό ώχυρωιμένο λι τό παιδί. "Ολοι στά κουπιά. μάνι του Αλγεριού. Κι* έτοιμοι γιά τό μεγάλο ρε Σό κάθε ιμαά απ' αυτές σάλτο! βρίσκονται είκοσι ψυχωμένοι Οί τρεΐς βάρκες, ή μιά πί άντρες, εξήντα τό δλον πασω από την άλλη, κάνουν φτε ρά. Τό Ελληνόπουλο, μέ τό ληοί ναυτικοί —οι απελευθε ρωμένοι σκλάβοι, τά παλληκά τρόμπαν ι κρεμασμένο στον ώ ρια τού Νικήτα Άστραικάρη. μο, είναι ορθό στην πλώρη τής Ό καθένας ξέρει τι πρέπει πρώτης βάρκας. Στά: χέρια νά κάνη όταν φτάση ή κατάλ του κρατάει μιά κουλούρα ληλη στιγμή. Είναι όλοι τους σκοινί, πού στη μιά άκρη του γερά οϋπλισμένοι, κι5 έχουν είναι περασμένος σε ναυτική πάρει την άπόφασι: Νά νική θηλειά ένας γάντζος. Οι τρεΐς σουν ή νά πεθάνουν! βάρκες, πιο ελαφρές απ' τό Στην πρώτη βάρικα είναι μεγάλο καράβι, σκίζουν σά τό Ελληνόπουλο. Άγναντεύει σαΐτες τό -κύμα καί ζυγώνουν τό σκοτεινό πέλαγος καί κυττην πρύμη του. Τό σκοτάδι τάζει κάθε τόσο τά άστρα νά τούς προστατεύει. Άπτ5 τό λογαίριάση τήΐν ώρα:. "Οπου άλγερίνικο δεν τους έχουν δή. — Άγάντα, παιδιά!, δια νάναι πρέπει νά ψανή τό «Ουέρδα». 'Έχουν περάσει τά με τάζει ό Νικήτας. Άγάντα νά σάνυχτα... ζυγώσουμε π ιό πολύ... — Αυτό πού θέλεις νά κά 'Τώρα, ή δική του βάρκα νης είναι μιά τρέλλα, ώρέ Νι έχει φτάσει κιόλας κάτω από κήτα, του λέει ό Γκεΰ Μάρντ. την πρύμη τού τρικάταρτου. Είναι δεμένος χειροπόδαρα Μετράει την άπόστασι. Κυτό σουλτάνος των κουρσάρων τάζει ψηλά. Ζυγιάζει τό σκοι καί βρίσκεται πλάϊ στο παι νί καί τό πετάει σβέλτα στην δί. Τώρα δεν υποκρίνεται. Φο κουπαστή. Ό γάντζος άγκιβάται. Ή ζωή του κρέμεται στρώνεται στά κάγκελα καί σε μιά κλωστή... τό ηρωικό παιδί νο·ιώθει τά — Τό σκέφτηκες καλά αυ μπράτσα του νά τεντώνωνται τό πού πας νά κάνης; έτοιμα νά σκάσουν. Δένει την — Τό σκέφτηκα, Γκεΰ άλλη άκρη στο χαλκά τού κο Μάρντ!, αποκρίνεται μέ σφι ρακιού τής βάρκας καί τό μι χτά δόντια τό παιδί. Καί θά κρό σκάφος, που ρυμουλ είται πετύχω! τώρα απ' τό άλγερίνικο, χο Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ροπηδάει στο κύμα. φαίνεται νά ξεμπουκάρη ςρτ’ Την ίδια στιγμή, ή δεύτρρη
©
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η I
15
«««««««««««««««««««««««««««««««««««<«««««<««««
βάρκα άγκι στρώνεται μ5 ένα γάντζο στην πρώτη κα] ή τρί τη στη δεύτερη1. "Έτσι τώρα ό μικρός στόλος μέ τούς ψυ χωμένους άντρες του Άστρα κάρη ταξιδεύει πίσω απ' τό κουρσάρικο χωρίς κουπιά, α φού τό τρικάταρτο ανύποπτο τον σέρνει «μαζί του... — I ους μπαλτάδες και τα σπαθιά σας!, άκούγεται μέ σα στη βουή τής θάλασσας ή φωνή του μικρού μπουρλοτιε ρή. Ριχτέ κι5 άλλους γάντζους στήιν πρύμη τού άλγερίνικοο. Ολα γίνονται χωρίς πολ λές κουβέντες, γοργά και με τρημένα, ψύχραιιμα, χωρίς χα Όομέρι. Λίγα λεπτά αργότε ρα, εφτά γάντζοι έχουν καρφωθή σε διάφορα σημεία, στά κάγκελα τής κουπαστής τού άλεγρίνιικου, καί ό Νικήτας δίνει τό σύνθημα. — "Αιντε, λεβέντες! Μαζί μ ου! Το λαστιχένιο κορμί του γαντζώνεται στο σκοινί. Μέ τό γιαταγάνι ανάμεσα στά δόντια του. αρχίζει νά σκαρφαλώνη. Πίσω του, ακολου θούν οι (άλλοι. Δεξιά κι’ αρι στερά του, τά σκοινιά που κρέμονται απ’ τήν κουπαστή γεμίζουν σκιές που γλυστράνε άθόρυβα προς τά πάνω. Ό Νικήτας έχει φτάσει κιόλας στο ύψος τού καταστρώματος κι5 είναι έτοιμος νά αγκαλιάση τό κάγκελο. Απότομα ό μως καρφώνεται ακίνητος στ ή θέσι του καί τά μάτια του γε μίζουν τρόμο. -— Τήν έπα'θες γκιαούρ!, άκούγεται μιά βραχνή φωνή
μέσα στο σκοτάδι. Τώρα θά πας πεσκέσι γιά τά σκυλό ψαρα ! -Καί τό ηρωικό Έλλη\'όπου λο βλέπει τή βαρειά λεπίδα ενός σπαθιού νά ζυγιάζεται πάνω απ’ τό κεφάλι του. 0... ΜΩΧΑΜΕΤΗΣ!
ΣΤΡΑΠΑΤΣΟ! κα θώς βρίσκεται στο κα τάστρωμα τής «Ούέρδας», στέκει γιά μιά στιγμή ακίνητος. Βλέπει τους δυο Άλγερίνους ναύτες πού κου βεντιάζουν μέ τον Νικήτα. Τού έχουν γυρίσει τή ράχη καί μιλάνε μέ τό παιδί, πού βρίσκεται κάτω στο ντόκο. "Εχει λοιπόν καιρό νά κινηθή άνετα. Πλυστράει πίσω από τ5 άλμπουρο κρύβεται ανάμε σα σ’ ένα σωρό από χοντρά σκοινιά καί σέρνεται κατόπι μέ τήν κοιλιά προς τήν κάθο δο πού φέρνει στά ύποφράγματα τού καραβιού. Τά ξέρει καλά όλα αυτά τά άλγερίνικα σκαριά ό κοντόχοντρος Κεφαλωνίτης, γιατί ως τά τώρα έχει πάρει μέρος σέ πολλά ρε σάλτα μέ τό λατίνι «Ελευθε ρία ή Θάνατος» κι5 έχει πατή σει πολλά καράβια. Κατεβαίνει τήν ορθή σκά λα, μπαίνει σ5 ένα στενό διά δρομο, κατεβαίνει μιαν άλλη σκάλα καί βρίσκεται μπροστά σ’ έναν... άράπη ! — Μάς τή σκάσανε.!, γκρι νιάζει μέσα άπ* τά δόντια του καί γουρλώνει τά μάτια. Μάς είπανε πώς είναι δυο στο κα ράβι καί βλέπω καί τρίτον!
0
16
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»)
Στέκεται ασάλευτος και κολλάει τή ράχη στον τοίχο. Μπορεί και να μη τον είδε ό 9Αλγέρι1νος. "Ομως δχι! Τον εΐβε! "Έχει τραβήξει κιόλας τό χατζάρι του κι5 έρχεται ιμέ σιγανό βήμα προς τό μέρος του. -— Τί ζητάς έδώ, ώρέ; τον •ρωτάει. —Έγώ τί ζητάω; κάνει ό Στραπάτσος πειραγμένος. Έσύ πρέπει νά μου πης τί γυ ρεύεις έδώ! — Έγώ, ώρέ, φυλάω τά μπαρούτια! — Ε! Κι εγω για τα ιμπα ρούτια ήρθα! — Νά κάνης τί, ώρέ, στά ■μπαρούτια; — Νά τά ευλογήσω!, πετάει έτσι μια κουβέντα οπήν τύχη ό Κεφαλλωνίτης. Δεν τό ξέρε1 ς; — Και ποιος είσαι, ώρέ, εσύ πού ήρθες νά εύλογήσης στο κουρσάρικο; — Ό Μωχαμένης ό προφή της εΐμαι!, λέει μέ στόμφο ό Στραπάτσος. Ό άράπης γουρλώνει τά μάτια. Αυτή την κουβέντα τήν έχει πή τόσο σοβαρά 6 κοντ όχυντ ρ ο ς Κ ε φαλλ ων· ίτ η ς, ώ στε εκείνος πού τον ακούει αρχίζει νά τρέμη. Λίγα τάχα ώς τά τώρα έχουν γίνει; "Ενα σωρό πιστοί είδαν ζωντανοί τον προφήτη Μωάμεθ μπρο στά τους καί έχουν νά λένε πώς πάντοτε βγήκανε κερδι σμένοι από αυτό τό συνα'πάντημα! Τό καθυστερημένο, πρωτό
γονο μυαλό του άράπη αρχί ζει νά ζαλίζεται. — Στ5 αλήθεια είσαι ό Α4ω χαμέτης, ώρέ; Δέ^ μέ γελάς; Τοορα ό Στραπάτσος παίρ νει περισσότερο θάρρος. — Δέ μέ βλέπεις, ώρέ; Στραβομάρα έχεις; Δεν ανα γνωρίζεις κοτζάμ προφήτη; Ό άράπη'ς τον περιεργάζε ται μέ φόβο και σεβασμό μα ζί. Κάτω από τήν κελεμπία καί τά μεταξωτά σαλβάρια μέ τό πράσινο σαρίκι στο κε φάλι, ό Κεφαλλωνίτης έχει πραγματικά μεγαλοπρεπή εμ φάνισε —Αλλάχ! 5Αλλάχ !, κάνει κι5 ετοιμάζεται νά γονατ ίση. — Προσκύνα, ώρέ, τον προ φήτη σου γιατί θά σέ στείλω στον Παράδεισο νά κολυμπάς στο πιλάφι. Νά τρως, νά γλείφης τά δάχτυλά σου καί νά εύλογάς τά γένεια μου... Αυτή δμως ή τελευταία λέξι συνεφέρνει τον άράπη. Ό Στραπάτσος δέν έχει γένεια! "Ενα ελαφρό μονάχα μούσι πλαισιώνει τό σαγόνι του. — Καί που είναι, ώρέ, τά γένεια σου; αγριεύει ό 5Αλγερίνος. ^Ηρθες μέ μπαμπε σιά έδώ μέσα καί κοροϊδεύεις κιόλας! Στάσου, ώρέ, καί θά δης! Καθώς άμως μουντάρει προς τό μέρος τής σκάλας, ό Στραπάτσος πού στέκει στο τρίτο σκαλοπάτι, σηκώνει τό πόδι του καί ή σόλα του χον τροπάπουτσού του προσγει ώνεται στο πρόσωπο τού ά ράπη. Εκείνος, ξαφνιασμένος από αυτό τό χτύπημα, γέρ-
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙΕΡΗΣ
Μ
.»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>■»»>>»»>»»>»»»»>»»»>>>.
νει προς τά πίσω βογγώντας. Πριν πέση αμως ή γροθιά τού κοντό χοντ ρ·ο·υ Κ εφ αλλωνίτη, ζυγιάζεται καί κατεβαίνει σαν βαρύ ρόπαλο στο κρανίο του. Ό κουρσάρος αφήνει τό χα τζάρα σηκώνει τά χέρια, παιίρ νει μιά βόλτα στις φτέρνες του καί πέφτει μονοκόμματος στο πάτωμα. Τό κούτελό του χτυπάει στην κώχη τής σκά λας καί μένει ασάλευτος. — Ευλογητός εΐ, Κύριε, δί·* δαξόν με τά δικαιώματα σου !, άκουγεται νά ψέλνη ή φωνή του Στραπάτσου. Δεύτε λά βετε τον τελευταίον ασπα σμόν... Καί, καθώς ψέλνει, άνασηκοονει τον άράπη καί τον σέρ νει σε .μια γωνιά. Ανοίγει κά ποιο μεγάλο ξύλινο σεντούκι πού βρίσκεται εκεί κι5 έχει μεσα μπογιές καί κατράμια. Ιον ρίχνει απάνω στά χρώμα τα, τό ξανακλείνει καί απο μακρύνεται. -— Αυτός πάειι! Κανένας άλλος γι·ά ψάλσιμο; λέει κοι τάζοντας γύρω του. Αλλά βέν υπάρχει κανείς πού νά έχη ορεξι ν' άκούση τις ψαλμωδίες τού Στραπά τσου. Γι" αυτό ξαναγεμίζει καί πάλι προς τό μέρος της σκάλας. Έδώ πού στεκόταν λίγες στιγμές νωρίτερα ό "Αλγερίνος, υπάρχει μιά μι κρή πόρτα. Γην σπρώχνει καί περνάει μέσα. — Φσσσ!, κάνει με θαυ μασμό, Είναι αυτό πού λογάριαζε. Ή μπορουταποθήκη τού κα ραβιού. Μέσα σ" αυτό τό μα
κρόστενο ^ διαμέρισμα, φυλά γοντας τά πυρομαχικά των κουρσάρων. Πάνω από εκατό μικρά βαρέλια μέ μπαρούτι, μπάλες για τά κανόνια, σφαί ρες για τά τρομπόνια, δυνα μίτες γιιά τις ανατινάξεις.,. Έδώ πρέπει νά κρυφτή καί νά περιμέινη. Αυτή την εντολή έχει πάρει από τον "Αστρακάρη. Νά περιμένη κρυμμένος ε δώ μέσα κΓ όταν γίνη τό ρε σάλτο από τά παλληκάρια του, νά φανερωθή αυτός καί νά σκορπίση τον πανικό ρί χνοντας δεξιά κΓ αριστερά δυ ναμίτες καί απειλώντας ν’ άνοτινάξη ολάκερο τό καράβι στον αέρα. “απλώνει λοιπόν πίσω από μερικά βαρέλια μπαρούτι καί περιμένει. "Έχουν περάσει σχεδόν τρεΐς ώρες, όταν τό καράβι γεμίζει από φωνές, βλαστήμιες καί ποδοβολητά. Έχει γυρίσει τό πλήρωμα απ' τή στερηά. Λίγο αργότε ρα, ' καταλαβαίνει πώς αρχί ζουν οι μανούβρες τού από πλου. Ό θόρυβος άπ"Έά πα νιά, πού άνεβαίνουν στ" άλ μπουρα, καί τά παραγγέλμα τα, πού δίνονται δεξιά κΓ άρ ριστερά στους ναύτες, γεμί ζουν τον αέρα. "Υστερα, νοι ώθε ι τό σκαμπανέβασμα τού σκάφους πού αρχίζει νά τα ξιδεύει έξω απ" τό λιμάνι, — Τώρα ό Θεός νά βάλη τό χέρι του!, λέει μέσα άπ" τά δόντια του. Σηκώνεται, ρίχνει μερικούς δυναμίτες στις τσέπες του, α φού πρώτα επιθεωρεί τά φυτήλια τους καί τά βρίσκει έν
Τό Έίλλιτινόττουλο βίλέττει ττώο δεν
θά ιπτοοέση ν’- χντέξίΐ ττολυ σ’ αυτόν τον
ανισο άγω να.
20 Ο Μ I Κ Ρ Ο Σ ^»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>»>»> τάξει, καί ξαναγυρίζε ι στην κρυψώνα του. Μόλις προφταί νει. Γιατί, σχεδόν αμέσως, α νοίγει ή πόρτα καί μπαίνουν στην μπαρουταποθήκη δυο ναύτες. Περνούν από μπροστά του, δεν τον βλέπουν Καί μεταφέρουν ένα σακκί με μπάλες για τά κανόνια. Ό Στραπάτσος τους πσιροκολου 8εΐ ,μέ την άκρη του ματιού του. Τώρα, καθώς ετοιμάζον ται να σηκώσουν τό σακκί, κουβεντιάζουν. 5Από τις πρώ τες λέξεις, στηλώνει τ’ αυτί. — Λοιπόν, τί έγινε; ρωτάει ό ένας. — Τον περιμένει ό μπας ρεϊς, αποκρίνεται ό άλλος. Θά την πάθη σαν αγράμματος καί θάρθή, ό ίδιος νά πέση στο στόμα του λύκου, χωιρ-ίς νά τό υποψιάζεται. Λογαριάζει· νά μάς πιάση στον ύττνο, αλλά θά τον πιάσουιμε εμείς... Ό πρώτος κουνάει τό κε φάλι. — Ό Άστρακάρης δεν πια νεται, λέει. Είναι ό ίδιος ό σεϊτάν!... Ό Στραπάτσος νοιώθει έ να άγκάθυ στην καρδιά. Τούς έχουν στήσει λοιπόν παγίδα καί δεν τό μυρίστηκαν; — Καί πώς έμαθε τό πράγ μα ό μπας - ρεϊς; ^ — "Ήρθανε τρεΐς ψαράδες καί του τό είπανε. Ό γκια ούρης, μαζί μέ τούς σκλά βους που έχει μαζί του, τους πήρανε την περασμένη νύχτα τις βάρκες καί τους δέσανε. Τους ακούσανε λοιπόν νά κου βεντιάζουνε γιά τό ρεσάλτο που ετοιμάζανε νά κάνουνε
στο καράβι μας ανοιχτά στο πέλαγος... — Μέ τις βάρκες θά κά νουνε ρεσάλτο σ’ ένα τρικά ταρτο; — Ναι. Οί ψαράδες κατα φέρανε νά τό σκάσουνε καί ήρθανε καί είπανε τά καθέ καστα. Καί τώρα ό μπάς ρεΐς τους περιμένει. Θά τους άφήιση νά ζυγώσουνε κι.5 υ στέρα θά πέση λεπίδι:! Περισσότερα δέ μπορεί ν5 άκούση ό Στραπάτσος, γιατί οί δυο κουρσάροι έχουν ση κώσει κιόλας τό σακκί καί φεύγουν. Κλείνουν πίσω τους την πόρτα καί ακούει» τά βή ματά τους, που σιγά - σιγά σβύνουν καθώς ανεβαίνουν τη σκάλα. — Κάτι πρέπει νά κάνω!, λέει καί ξύνει τό μούσι του. Ρνάτ ι πρέπευ νά κάνω. Δεν μπορώ νά μένω εδώ κρυμμέ νος καί νά περιμένω μέ σταυ ρωμένα τά χέρια! Ο ΣΤΡΑΠΑΤΣΟΣ
ΨΕΛΝΕΙ! !
ΛΙ 6 κοντόχοντρος ΚεϊΜζ. φαλλωνίτης καταστρώβητ®! νει τώρα ένα δικό του σχέδιο. Πετάει από πάνω του την κελεμπία καί τά σαλβά«ρ.α που τον εμποδίζουν νά κινηθή, βγαίνει μέ προφυλάξεις στο διάδρομο-, ανοίγει τό μπα ούλο, βγάζει τον πεθαμένο άράπη, φοράει: τά ρούχα, του καί ξαναγυρίζε ι στην μπα ρουταποθήκη. Αυτό πού σκέ πτεται νά κάνη είναι πολύ ε πικίνδυνο. ’Άν τον δουν, όλα θά πάνε άπ5 την ανάποδη. ’Άν
ΜΠΟΥΡΑΟΤ! Ε Ρ Η I 21 »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» δμως τά καταφέρη... — "Αντε, Γεράσιμε... Τώ ρα θά δείξη,ςτί αξίζεις, λέει και δίνει -κουράγιο στον εαυ τό του. Παίρνει απ’ την αποθήκη δυο βαρέλια μπαρούτι κι5 α νοίγει μ3 ένα λοστό λίγο τά καπάκια τους. Χώνει .μέσα στο .μπαρούτι ένα μακρύ φυτήίλι και ανεβαίνει στο κατά στρωμα. Φορτωμένος τά δυο βαρέλια σέρνεται μέ δυσκολία προς το μέρος τής πλώρης. Κρύβει το ένα κάτω από με ρικά σκοινιά και τό άλλο ανά μεσα στο πλωρηό καί τό μεσαΐο άλμπουρο. Καθώς τό σκοτάδι είναι πηχτό, οι ναύ τες πού βρίσκονται στην κου βέρτα δεν τον βλέπουν ή, κι3 άν τον βλέπουν, δεν μπορούν νά ξεχωρίσουν τά χαρακτήρι σα ιικά του καί τον περνούν γιά κανένα δικό τους. "Ετσι, χω ρίς βιασύνη, τακτοποιεί τά φυτήλια καί περιμένει, θά βάλη_φωτπά όταν 9ά είναι ώρα... -αφνικά, αρχίζει κάποια νευρική κίνησι στο κατάστρω μα. — Φάνηκαν οί βάρκες τού γκιαούρη, λέει ’ ένας καθώς περνάει δίπλα του. "Ελα καί σύ στην πρύμη. Ή καρδιά τού Στραπά τσου βροντάει βιαστικά. Χτυ πάει τις δυο τσακμακόπετρες, παίρνει φωτιά ή ίσκα καί α νάβει τό φυτήλι. "Υστερα γλυστράει σάν αστραπή στο άλλο βαρέλι. Ανάβει κι5 αυ τό καί κατόπιν τρέχει στήν πρύμη. Πίσω από τις κουπαστές,
είναι κρυμμένοι, χωρίς νά φαί νωνται άπ’ έξω, έξη κουρσά ροι μέ γυμνά γιαταγάνια καί παραμονεύουν. Οι γάντζοι α πό τις βάρκες του Άστρακάρη έχουν πιαστή στα κάγκε λα. Ό Στραπάτσος στέκει α σάλευτος. Ωραία εμπνευσι νά φορέση τά ρούχα τού σκο τωμένου κουρσάρου. Κανείς δεν τον προσέχει. "Ολοι τον περνούν γιά δικό τους. -— Βοήθησε τό μικρό Ελ ληνόπουλο, Θεέ μου, παρακαλάει μέσα του. ιΜά την ίδια στιγμή τινά ζεται όρθιος καί όρμάει σά σίφουνας. — Την έπαθες, γκιαούρ!, άκούγεται μιά βραχνή φωνή μέσα στο σκοτάδι. Τώρα θά πας πεσκέσι γιά τά σκυλόψα ρα ί Ό Στραπάτσος έχει δή έ ξω από την κουπαστή τό κε φάλι τού Νικήτα, πού προ βάλλει μέ τό γιαταγάνι στά δόντια, ακούει τά απειλητικά λόγια καί βλέπει τό σπαθί τού κουρσάρου έτοιμο νά χτυπήση θανάσιμα. Όρμάει σά σίφουνας καί πέφτει απάνω στον 3Αλγέρινο σάν αφηνια σμένος ταύρος. Οί γροθιές του τσακίζουν τό σβέρκο του κι3 από τή μιά στιγμή στήν άλλη τό βαρύ κουρσάρικο σπα θί βρίσκεται στά χέρια του. — 'Αγάντα, Νικήτα! Σάλ τα στήν κουβέρτα καί τούς Φ άγαμε... Φωνάζει καί χτυπιέται μ3 έναν άλλο κουρσάρο που1, ξα φνιασμένος άιπό όλα αυτά πού ξετυλίχτηκαν μέ μιά κεραυνό-
22
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>>>>>>>>: βόλα ταχύτητα μπροστά του; σαλτάρει προς τό μέρος του ουρλιάζοντας. Άλλα τό χέρι του Στραπάτσου 6έ λαθεύει ποτέ. — Αιώνια αυτού ή μνήμη ! Μετά των Αγγέλων ανάπαυ σαν τον δούλον σου ! — Γειά σου, Γεράσιμε αη δονολαλεί, άκούγεται ή φω νή τού παιδιού πού έχει καβαλλήσει την κουπαστή και βρίσκεται κιόλας κοντά του. Στο ψαχνό, Γεράσιμε^! Ταυτόχρονα,, πηδούν ό έ νας μετά τον άλλο, μέ γιατα γάνια και πιστόλια στα χέ ρια, τά παλληικάρια τού Άστρόικαρη. Μιά άγριος μάχη αρχίζει στήν πρύμη τού κσυρ σάριικοο. Οΐ πρώτοι Άλγερί·· νοι είμαι κιόίλας ξαπλωμένοι ανάσκελα και κυττάζουν μέ παράξενους παγωμένους μορ φασμούς τ’ αστέρια. Αλλά ό αγώνας είναι σκληρός και άνιίσος, γιατί σ5 αυτό τό μετα ξύ οι άλλοι κουρσάροι πού εί ναι σκορπισμένοι στ5 άλλα μέρη του καραβιού, μαζεύον ται κΓ αρχίζουν μιά λυσσα σμένη επίθεσι. — Γιά τό Χριστό καί γιά τή λευτεριά μας, λεβέντες!, φωύάζειι ό Νικήτας. Μή_ γκιοτεύετε! Μαζί μου! Προχωράμε! 4 Καί τό σπαθί του, διαγρά φοντας θανάσιμα τόξα, τσα κίζει κρανία καί χέρια, κομ ματιάζει πλευρά κΓ ανοίγει τό δρόμο. — Πίσω, σκυλιά!, ουρλιά ζει ό Στραπάτσος πού βρί σκεται πλάϊ του.
Τώρα κρατάει τούς δυνα μίτες στά χέρια του. Μέ την αναμμένη· Ισκα ανάμεσα στά δόντια, βάζει φωτιά στά φυτήλια. —- Π ίσω είπα λέω^!, μουγγρίζει. Πίσω, άραπάδες, κι5 οποίον πάρη ό Χάρος! Ανάβει καί πετάέι τούς δυ ναμΐτες. Οί δέσμες πέφτουν ή μιά πίσω από την άλλη στά μπουλούκια τώ<ν κουρσάρων, πού αγωνίζονται ν5 άνασυνταχθούν. Οι εκρήξεις γεμίζουν βροντές τό πέλαγος. Συγκλο νίζουν τό καράβι καί σκορπί ζουν τό θάνατο. —- Άλιλάχ ! Αλλάχ ! Μάς ρ ί χνουνε μι που ρλότα ! — Ό γκυαούρ Άστρακάρης, ό μπουρλοτιέρης!, Οί τρομαγμένες κραυγές μπερδεύονται ιμέ τά βογγητά καί τις εκρήξεις. 3λαστήμιες καί ουρλιαχτά καί ξεφωνητά τρόμου άκούγονται στο κατάστρωμα, καθώς οπισθοχωρούν προς τήν πλώρη οί Άλγερίνοι. Οί πληγωμένοι- βογγούν, αλλά κανείς δεν τούς προσέ χει. Ό καθένας αγωνίζεται· τώρανάσωθή, προσπαθώντας νά ταμποορωθή κάπου. Τό «Ούέρδα» έχει μεταβληθή σε μιά απαίσια κόλασιι! — Απάνω τους, παιδιά! Νά τούς πετάξρυμε στη θά λασσα, λεβέντες! Ή φωνή τού άφοβου Ελ ληνόπουλου γεμίζει τον αέρα. Οί σφαίρες σφυρίζουν σά σα τανάδες γύρω του, τά σπα θιά αστράφτουν, τά πιστόλια καί τά τρομ.πόνια ξερνουν φω τιά. Κι5 ανάμεσα σ5 ολον αύ-
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
τον τον χοιλασμό, τό παιδί α συγκράτητο προχωρεί και τί ποτα δ·έ .μπορεί νά τό στα μα·· τήιση. "Έτσι αλογάριαστα προχωρώντας βρίσκεται) ξα φνικά κυκλωμένο από ένα μπουλούκι 5 Αλγέρινων πού αφρίζουνε από λύσσα.. — Λιανίστε με τά τσεκού ρια σας τον βρωμογκιαούρ!, γαυγίζει κάποιος. Τί τον φυ λάτε; Τό ' Ελληνόπουλο κυττ άζε ι αυτόν πού διατάζει. Είναι έ νας ψηλός άντρας κιύ απ’ τή στολή πού φοράει καταλαβαί νει πώς τούτος εδώ πρέπει τά είναι ό μπας - ρεΐς τού καρα βιού. Ταυτόχρονα, βλέπει γύ ρω του τον κλοιό νά στενύη. Οι κουρσάρο·! σχηματίζουν έ να φοβερό κύκλο θανάτου κι5 αυτός βρίσκεται στη μέση, α ποκομμένος από τούς άλλους συντρόφους του·. Ακούει τις φωνές τους και καταλαβαίνει πώς παλεύουν απεγνωσμένα νά σπάσουν τον κλοιό·, μά δεν έχει πολλές ελπίδες. Οι 5 Αλ γφίνο ι ξέρουν πώς, άν χαθή αυτός, σίγουρα κερδίζουν τή μάχη. Ό Νικήτας σφίγγει τά δόντια. "Όχι! Δεν πρέπει νά χαθή. Σάν αγρίμι., πού έχει πέσει σέ δόκανο, ρίχνει μα τιές γύρω του ζυγιάζοντας τήν κστάστασι και μελετών τας πού πρέπει νά χτυπήση. -—- Παραδόσου, ρωμηέ, νά σου χαρίσω τή ζωή!, άικούγεται πάλι ή φωνή τού μ;πάς ρεΐς! ί— Οι γραικοί δεν παραδί νονται, Άλγερίνε!, αποκρίνε ται, ό Άστρακάρης. Κόπιασε,
23
άν σού βαστάη, νά μετρηθού με ! — Π άρτε του τό κεφάλι!, ουρλιάζει αυτός βγάζοντας άφρούς απ’ τό στόμα. Τό παιδί βλέπει ένα τσε κούρι πού έρχεται κατά πάνω του. Σκύβει καί τό κοφτερό ατσάλι σκίζει τον αέρα δυο χιλιοστά πάνω απ’ τό φέσι του. Μονομιάς όμως τινάζεται ήρθός καί τό σπαθί του κομ ματιάζει έκεΐνον πού τό κρατάει. Τήν αμέσως επόμενη στιγμή, γυρίζει πλάγια καί σπάει στά δυο ένα χέρι πού τον σημαδεύει. Ταυτόχρονα, •μουντάρει προς τό μέρος τού μπάλ - ρεΐς. Εκείνος, πού κρατάει- τή πιστόλα στο χέρι του, πιέζει τή σκανδάλη. Μιά γλώσσα φωτιάς τυφλώνει τό παιδί κι5 αισθάνεται κάτι σάν κάψιμο στον αριστερό ώμο. Μά δε σταματάει. Τό βαρύ γιαταγάνι του- κατεβαίνει μέ δύνσμι κι5 ό καπετάνιος τής «Ούέ,ρδας» φέρνει τά χέρια στην κοιλιά καί ουρλιάζει σάν ένα σκυλί πού τό δέρνουν. Τον βλέπει νά διπλώνεται στά δύο καί νά φιλάη τά σανίδια τής κουβέρτας. Παίρνει μιά στρο φή πάνω στίς φτέρνες του καί ή ατσάλινη λεπίδα ανοίγει στά δύο τό κρανίο ενός πού τον πλησιάζει, "Ενας άλλος πού σαλτάρει σάν τίγρη δέ χεται μιά σπαθιά στο στομά χι πριν φτάση κοντά του.· •Παλεύει σάν αγριεμένο λι οντάρι. Μά πόσο μπορεί ν’ άντέξη; Είναι πενήντα κι5 εί ναι ένας! Στόμωσε τό σπαθί του καί τά πιστόλια του είναι
24
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»'
άδεια. Κι5 άδικα αγωνίζονται οϊ δικοί του ν’ ανοίξουν δρόμο νά τον βοηθήσουν. 01 ^Αλγέ ρι νοι δεν τους αφήνουν. -ήραυν τί αξίζει αυτό τό παιδί πού π αλ ε ύε ι· σαν δ εκ α άντ ρε ς ! — Θεέ μου; βοήθησε με, παρακσλάει. Ό ιδρώτας έχει μουσκέψει τό πρόσωπό του και νοιώθει τις δυνάμεις του νά λιγοστεύ ουν. Τα γόνατά του λυγίζουν από την κούρασε Αρχίζει νά ζαλίζεται, καθώς εϋναι υπο χρεωμένος νά σαλτάρη πότε εδώ και πότε έκεΐ γιά νά φυλαχτή ή γιά νά χτυπήση.^Μο νάχα ένα θαύμα μπορεΐ νά τον σώση. ΤΟ ΘΑΥΜΑ
ΑΙ τό θαύμα αυτό, πού είναι προ ετοιμασμένο από τον Στραπάτσο, δεν άργεΐ νά γίνη. Είναι ή σω τηρία του. Καθώς ετοιμάζεται με μιά κίνησι απελπισίας ν’ άποκρούση πέντε μαζί σπα θιά πού έρχονται καταπάνω του, δυο τεράστιες γλώσσες ψωτιάς ξεπετάγονται από τό μέρος τής πλώρης. Ή νύχτα κομματιάζεται και γίνεται μέ ρα. Θαρρεί κάνεις πώς τό ό μορφο τρικάταρτο έγινε από τή μια στιγμή στην άλλη ένα φοβερό ηφαίστειο και χάνεται τυλιγμένο μέσα στις φλόγες. "Ένας απερίγραπτος πανικός απλώνεται στο κατάστρωμα και οι κουρσάροι τρέχουν άλα φιαομένοι προς τις κουπα στές. Τά δυο βαρέλια μέ τό μπαρούτι τού Στραττάτσου έ
χουν κάνει τό θαύμα τους. Τά γ ι ατ αγ άν ι α, πού κρ έ μ ο ντ α ι πάνω απ’ τό κεφάλι τού παι διού, χάνονται κι’ ό Νικήτας τινάζεταΐι υπερήφανα ανάμε σα στους καπνούς και στις φλόγες. -— Χριστός Άνέστη έκ νε κρών Θανάτων Θάνατον πατήσας!, άκούγεται ή φάλτσα ς ωνή τού κοντόχοντρου Κεφσλ /ωνίτη νά ψέλνη μέσα σ’ αυ τό τον απερίγραπτο πανικό. Και τής έιν τοΐς μνήμασι ζοοήν χαρισάμενος... Ή φωνή του εΐναι —παρ’ όλα τά φάλτσα της1— γλυκεία σαν τραγούδι σειρήνας και χτυπάει γλυκά στ’ αυ^ιά τών παλληκαριών. — Γειά σου, Γεράσιμε!, τού φωνάζουν. Και ψάλτης σπιν 'Αγιά Σόφιά! — Ό Θεός νά δώση !, άποκοίνεται αυτός καί κατεβάζει το κοντάκι τού τρο μπάνιού του στο κεφάλι ενός Άλγερίνου που περνάει από μπροστά του τρέχοντας. Αμποτε νά μ' άξιώση ό Μεγαλαδύναμος... Σ’ αυτό τό μεταξύ, οι κούρ ο άρομ τρομοκρατημένοι και νομίζοντας πώς πήρε φωτιά ή μπαρουταποθήκη, πέφτουν ό ένας πίσω απ’ τον άλλο στή θάλασσα. Όσο·ι απομένουν παραδίδονται και πάνηνται αιχμάλωτοι. Ό Νικήτας δίνει βιαστικές διαταγές και τά παλληικάρια του, τώρα τού τέ λειώσε ό σκληρός αγώνας, ξαναθυιμούνται. την τταληά τέχνη τους και γίνονται ναύτες, Σβύνουν τις φωτιές, καθαρί ζουν τό κατάστρωμα/ μανοιμ
Μ η Ο Υ Ρ Λ Ο Τ I Ε Ρ Η !
.
25
η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» βράρουν τά πανιά και τό κουρ σάρικο, αφήνοντας πίσω του· τους Άλγερίνους πού παλεύ ουν στη θάλασσα, βάζε: ρότα κατά την τραιμουντάνα. — Σπάστε τις αλυσίδες και απελευθερώστε τούς σκλά βους πού βρίσκονται κάτω στούς μΐπάγκους !, διατάζει τό Ελληνόπουλα. Είναι κι5 αυ τοί χριστιανοί σαν καί μάς. 7από εδώ κι5 εμπρός είναι ε λεύθεροι. Βάλτε τούς κουρσά ρους αιχμαλώτους στη θέσι τους νά καταλάβουν κι5 αυτοί τί θά πή σκλαβιά. "Άιντε, λε βέντες, καί σβέλτα! "Υστερα από λίγο, φέρνουν μπροστά του τον Γκεΰ Μάρντ. Ό βασιληάς των Άλγερίνων, πού παρακολούθησε .μέσα από τή βάρκα δεμένος χειροπόδα ρα τό απίστευτο αυτό ρεσάλ το·, είναι ένα ερείπιο·. — Σε φοβήθηκε τό μάτι μου, ώρέ Νικήτα, τού λέει. Γί νε δικός μου, ώρέ, νά σε κά νω καπουδάν πασά σ" όλόκλη ρο τον άλγερίνικο στόλο·. Θά οέ γεμίσω χρυσάφι καί αξιώ ματα. Θά γίνης ό πιο τρανός ανάμεσα σ5 όλους τούς τρα νούς κουρσάρους τής "Άσπρης Θάλασσας. Τό παιδί χαμογελάει1. Αέ υού χρειάζεται τίπο τα άπ" όλα αυτά, αποκρίνε ται, "Εγώ δέν αλλάζω την πίστι μου γιά δλο τον κόσμο. Χριστιανός γεννήθηκα καί χρι στιανός θά πεθάνω! ΓΥ αυτό χάνεις τά λόγια σου άδικα. Γίνεται μιή μικρή σιωπή. -Την αγαπάς τή ζωή σου, ώρέ Γκεΰ - Σουλτάν; ρωτάει
ύστερα από λίγο ό Νικήτας. Ναι γιά δχι;^ — Ή ζωή μου είναι στά χέρια τού "Αλλάχ, λέει αυτός καί γίνεται· ξαφνικά χλοομός. Θά με κρεμάσης; — Όχι, άν κάνης αυτό πού θά σου πώ... — Τί θέλεις νά κάνω; Τό παιδί σπρώχνει μπρο στά του ένα κομμάτι χαρτί κι" ένα φτερό πού ή άκρη του είναι ξεμυτισμένη σαν πέ,ννα. — Θά γράψης μια γραφή στο παλάτι σου, τού λέει. Καί θά τούς λες πώς βρίσκεσαι αιχμάλωτος τού "Αστρακάρη καί των παλληκαριών του... — "Έ! ΚΤ ύστερα; ρωτάει ό άλγερίνος παραξενεμένος. — Μή βιάζεσαι, Γκεΰ Μάρντ! "Υστερα θά γράψης πώς σου χαρίζω τή ζωή καί σ" αλλάζω :μέ πεντακόσες 1 Ελληινοπούλες. Τόσες έμ αθα πώς είναι οι ο'κλάβες πού κρα τάτε στο Αλγέρι. Στέλνουν μ" ένα καράβι στήν "Υδρα τά κορίτσια, πού έχουν αρπάξει άπ" τά νησιά οι κουρσάροι σου, καί μέ τό "ίδιο καράβι παίρνουνε πίσω εσένα. Κατά λαβες; Ό "Αλγερίνος ζαρώνει τά φρύδια. Σκέπτεται. — Καί θά μ" άφήσης έλεύτερο ύστερα, ώρέ Νικήτα; ρωτάει. — Ναί. Θά σ’ άφήσω. — Μου λες τήν αλήθεια, ώρέ·; — Τήν αλήθεια σου λέω. Τί θά καταλάβω άν σε κρεμά σω ή άν σέ σουβλίσω καί σε ψήσω στά κάρβουνα δπως
26
Ο
Μ I Κ Ρ Ο
2
>>?»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»:> μου είχες τάξει εσύ; Ένώ έτσι πεντακόσια νησιωτικά σπίτια, μαυροψορεμένες μά νες καί αδελφές, θά ξαναβροϋν τή χαιρά τους., όταν ξαναδουν νά γυρίζουν κοντά τους τά κο ρίτσια τους! —Μπέσα για ,μπέσα, ώρέ; — Μπέσα για μπέσα! Ό Γκεΰ Μάρντ παίρνει μπροστά του τό χαρτί καί γράφει στο παλάτι του τό γράμμα. "Υστερα από λίγο, ό Νικήτας έχει τό χαρτί στο χέρι του. Διαλέγει τρεις απ’ τούς αιχμαλώτους κουρσάρους καί τούς τό παραβαίνει· μπρο στά στον Άλγερίνο βασιληά. — Θά πάρετε αυτή τή γρα φή, τούς λέει, καί θά τήν πά τε στο παλάτι. Νά τή διαβά*
*Η ©πανάστασι
σουνε καί νά κάνουνε δτως τά λέει. Διαφορετικά τό κεφάλι του σούλτάνου σας δεν στέκει καλά... Οι Άλ γε ρ ίινο ι κυττ άζο-υν μια τό παιδί, μιά τό βασιληά τους. Εκείνος κουνάει τό κε φάλι. — Ναι, τούς λέει. Νά κά νετε αυτό πού σάς διατάζει. Καί νά πήτε πώς με τή θέλησί μου έγραψα αυτή τήν επι στολή. Άντέτε. Ό Αλλάχ μα ζί σας... Παίρνουν τό γράμμα, κά νουν ένα βαθύ τεμενά, προσκυ νάνε. Λίγο αργότερα, μιά Βάρκα ,μέ τούς τρεΐς κουρσά ρους φεύγει απ' τό «Ούέρδα». Σέ είκοσι ώρες τό πολύ τό γράμμα, πού θά χαρίση τή
ξέσπασε κι * οΐλα ς. Σέ λίγο 6 Ύφτλάντηο θά κατέβη στο Μίοιοπιά..
Ώ >»»»»»»»»»»>»»»»>»»»»»»»»»»»»»>»»»»»>»>»»»»»»»'>>5ί
ΜΠΟΥΡΛΟΤ1ΕΡΗΣ
10 Πιαπταφλέσσα
λ,ΟΥΣΙΟΟ
να
Ν'1'Χ.Γ'^ας κί’ ό Στισαπτάτσοε βιλέπουιν εναν καμπαίνηι άγκο -.μ αχώντας στην κάμαρα...
λευτεριά στις πεντακόσιες Έλληνοπτουλές, θάχη φτάσει στο παλάτι τής Φρέτζας. — 5Από εδώ κι5 εμπρός εΤσαι φιλοξενούμενος μου, λέει τό παιδί στον Γκεΰ Μάρντ. "Οταν φτάσει τό καράβι με τις απελευθερωμένες Έλληνοπούλες στην "Υδρα θάσαι ε λεύθερος. — 51 σαλλά!, αναστέναζε ι ο σουλτάνος. "Ας γίνη τό θέληιμα του 5Αλλάχ ! Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ιΜΠ ΑΟΥΑΗΐΣ
Ο «ΟΥ Ε Ρ ΔΑ» μπαίνε ι υστέρα από λίγες μέ ρες στό λΐιμάνι τής "Υδρας. "Ολοι οι νησιώτες στό ιμώλο1 κυττάζουν με θαυμασμό
τό μεγάλο τρικάταρτο πού έ χει στό πλωρηο άλμπουρο μια μεγάλη άσπρη σημαία ,μέ γα λάζιο σταυρό. Ό Νικήτας 5Αστρακάρης, βγαίνει ,μέ μια φε λούκα στη στερηά καί άνηφο ρίζει για τό αρχοντικό του Μιαούλη. "Εχουν ν/ά ιδωθούν μήνες καί ό ξακουστός καπε τάνιος τον υποδέχεται ιμ’ εγ καρδιότητα. — Μπρέ! Μπρέ! Κ αλώς τόνε τον Κατσώλαιμπρο !, (*) τού λέει χαϊδευτικά. Βρε εί σαι ζωντανός για ίμπάς κι5 ό νε ιρεύουμαι; (*) Κ,α-τσωιλάιμπρα στα νιπισιιά λέγανε τό,ν ^ δακιοι/στο "Ελληνα κουρσάρο Αάμττριο Κιατσώνη ττου λίγα γράνιια νωσίτεοα εϊγιε κάνει μεγάλα ^ κατοιρθώίμαιτα στην "Αστταη Θάλασσα.
28 , ,,
~
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»»»>»»»^»»»»»»»»»»>»>»»»»»»»»»»»»»» »»>»
— Ζωντανός είμαι, καπε τάνιο, λέει τό παιδί και του φιλάει μέ σεβασμό τό χέρι. -—- Τις προάλλες, -μπρε Νι κήτα, αντάμωσα έξω από τή Ιζιά τό λατινάδικό σου και σέ κλαίγαινε οί ναύτες σου.. Κάτσε, μπρέ, να σέ φιλέψουμε!_ Ιό Ελληνόπουλο κάθεται στον όντα κι5 απέναντι του κάθεται σταυροπόδι ό Μιοοού λης και φουμάρει τό μακρύ τσιιμπ-ούκι του. Τό παιδί κυττάζει και δέ χορταίνει αυτόν τόν όνομαστό θαλασσομά.χο μέ τό μπρούτζινο πρόσωπο, τό παχύ .μουστάκι και τά 6αοά φρύδια. — Γ ιά λέγε λοιπόν, ιμπρέ Ν ικήτα. Τό παιδί του ιστορεί τά καθέκαστα καί του κάνει γνω στή τή συμφωνία ιμέ τόν Γκεΰ Μάρντ. Εκείνος τόν ακούει μέ προσοχή. *— Καί τό άλγερίνικο- μπρί κι πού κέρδισες μέ τό σπαθί σου, μπρέ παλληκσρά, τί θά το κάνης; τόν ρωτάει. — Τό χαρίζω στον αγώνα. Νά μπή στή δούλεψη τής πα τρίδας. Εμένα μέ φτάνει τό λατινάδικό. θά γυρίσω πάλι στο καράβι μου καί θ’ αρχί σω τό κούρσος... Ό Μιαούλης—πενήντα χρο νών σχεδόν τότε - ρίχνει τό φέσι του στά φρύδια καί τά μάτια του καρφώνονται μέ θαυμασμό στο Ελληνόπου λο. Μιά σταλιά πράμα καί τό λέει ή καρδιά του! Τέτοιοι είναι οί "Ελληνες...
-— "Αιντε, μπρέ, είσαι ένας
άληθινός♦ θάλασσινός !, του λέει. Σέ χαίρεται· ή ψυχή μου, μπρέ Νικήτα. Καλά τό σκεψτηικες. Μάς χρειάζονται κα ράβια γ ιά τόν αγώνα. Σ έ λί γο, ξεσηκωνόμαστε όλο τό Γένος καί θά χρειαστή νά κά νουμε στόλο δικό μας νά πο λεμήσουμε τήν αρμάδα τού καπουδάν πασά. Έμαθες πώς ξεσηκώθηκε κιόλας ό Ύψηλάν της στή Βλαχιά; — Ό Ύψηλάν της; Ποιος είναι αυτός; -—"Ενας "Ελληνας στρατη γός, κουλός στο ένα χέρι, πού υπηρετούσε ώς τά τώρα τόν τσάρο τής Ρωσίας τόν 3Αλέξαντρο. Αυτός είναι ό Αρχη γός τού αγώνα καί σέ λίγο· θά βρίσκεται· στο Μωρηά. — "Αμποτες ό Θεός νά δώ ση, λέει τό παιδί ιμέ συγκίνη ση ν’ άποτινάξουμε όσο γίνε ται πιο γρήγορα τό ζυγό... Ό Μιαούλης μένει γιά με ρικές στιγμές σκεφτικός. Φαυ μ άρει τό τσιμπούκι· του καί φαίνεται πώς κάτι τόν βασα νίζει. Κάτι θέλει νά πή, μά δ ιστ άζε ι. " Υστ ερα, ξ αφ ν ικά, σά νά παίρνει απόφαση άνασηκώνει τό κεφάλι καί ρίχνει πίσω στο σβέρκο τό φέσι. Τό φαρδύ μέτωπό του είναι γε μάτο ρυτίδες. —· Πόσο καιρό· λογαριά ζεις νά ξεκουραστής, μπρέ Νι κήτα; _ρωτάει, — -εκαύραστσς είμαι, κα πετάνιο!, αποκρίνεται τό παι δί. Γιατί ρωτάς; -—- Τό λατινάδικό σου θά βρίσκεται μεθαύριο έδώ. Ό λοστρόμος σου ό καπετάν
Μ ϋ 0 Υ ΡΑΟ'ΐίΈ,ΡΗΐ
»»>»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»>>»>>>>»»»»»»»»>»»»
Μάρκος έτσι μου ύποσχέθηκε τις προάλλες. Τί σκέφτεσαι να κάνης; — Δεν σοΰ είπα και πριν; Θ’ αρχίσω τό κούρσας* Θά χτυπάω πάλι τά τουρκικά καράβιαν. — Πας, ώρέ Νικήτα, στην Πόλη; Τό Ελληνόπουλο τον κυττάζει μ’ έκπληξι. Ή έρώτησι αυτή έρχεται εντελώς ξαφνι κά. — Στην Πόλη είπες; — Ναι. 3/Εχεις τό κουρά γιο ν’ άναλάβης μια δύσκολη δουλειά; — ’Άν ιμέ κρίνης άξιο, κα πετάνιο, δέ λέω όχι, αποκρί νεται τό παιδί. — Μά γι’ αυτό στο λέω. Χρειάζεται μυαλό καί παλληκαριά και είμαι σίγουρος πώς εσύ [μονάχα θά -μπόρεσης νά τά βγάλης πέρα. Ή δου λειά δεν είναι εύκολη. Πρόκει ται γιά ένα μυστικό πού φέρ νει τό θάνατο. ’Άν σέ πιάσουν οι Τούρκοι είσαι χαμένος. — Δεν θά ,μέ πιάσουνε !, λέει αποφασιστικά ό Νικήτας. Ό Μιαούλης κουνάει τό κε
φάλι. -— Αυτό δεν τό ξέρεις! ’Άν τύχη καί πέσης δμως στά χέ ρια τους., ένα πρέπει νά έχης υπ’ δψι σου. Δεν πρέπει νά βρούνε τη γραφή απάνω σου. Θά προτίμησης που λέει ό λό γος, ώρέ Νικήτα, νά καής μαζί με τό χαρτί παρά νά τό διαβάσουνε οί Τούρκοι. Κιν δυνεύουνε πολλοί Γραικοί. Κα τάλαβες; *— Ναι, καπετάνιο. Κατά
λαβα. Καί γιά ποιόν θάναι ή γραφή; — Γιά τον Γρηγόριο, τον Πατριάρχη... Τό Ελληνόπουλο νοιώθει κάτι σά^ ρίγος νά διαπερνάει τό κορμί του. Νά δή κανείς τον Πατριάρχη δεν είναι παί ξε - γέλασε. —Θά πάω στο Φανάρι, ρω τάει κι’ ή φωνή του τρέμει ε λαφρά από συγκίνησί'. — Ναι. — Θά κάνω δ,τι μου πής, καπετάνιο. Πότε πρέπει νά φύγω; — Πρώτα ■ πρώτα, πρέπει νά πάρης τό γράμμα. Καί τό γράμμα αυτό δεν τό έχω εγώ στά χέρια μου. ’Έχεις ακου στά γιά κάποιον αρχιμανδρί τη Δίκαιο; -— Τον Παπαφλέσσα; — Ναι. Άπό τον Παπα φλέσσα θά πάρης τή γραφή γιά τον Πατριάρχη. Αυτός θά στή δώο-η. Πριν λίγες μέρες, πέρασε άπό εδώ καί τά κου βεντιάσαμε. Είναι φωνακλάς, ψεύτης καί βρίζει σά ναύτης. Μά στο βάθος είναι καλή καρδιά καί παλληκάρι πού τό λέει ή ψυχή του. Οί Τούρκοι τον κυνηγάνε παντού καί πλη ρώνουν πολλά γιά τό κεφάλι του. "Ομως εκείνος δεν πιάνε ται. Είναι περισσότερο πολέ μαρχος παρά παπάς... Αυτόν λοιπόν τον Παπαφλέσσα θά πάς ν’ αντάμωσης στο Μωρηά. Νά πάρης τό γράμμα. Κι’ όταν τό πάρης, θά περάσης πάλι άπό εδώ... Γιστί ά πό εδώ θά ξεκινήσης γιά τήν Πόλη,
μικροί
Ο ΠΑΠΑΦΛΒΣ,ΣΑιΣ
— "Αντε, κάνε λίγο κουρά γιο, Γεράσιμε!, τον παρηγοΗΝ άλλη μέρα κατά το ρεΐ ό Νικήτας. ’Άντε, κσμμιά σούρουπο, ένα ύδρέϊκο ώρα ακόμα καί φτάσαμε... τρεχαΐντήΐρι μπαίνα "Υστερα άπό^ λίγο, μπαί στον έρημο κόρφο τής Στενανουν στον πευκώνα. Εΐναι ένα ριάς. Άπ’ τό μικρό καΐκι ά“ μικρό δάσος μέ γέρικα πεύ ποβ'ΐβάζονται δυο άνθρωποι: κα, πού σκαρφαλώνει στην "Ένας κοντόχοντρος άντρας πλαγιά τοϋ βουνού. Μετά α κι* ένα παιδί. Ό Γεράσιμος πό αυτό τό δάσος> στην ρά Στραπάτσος κι5 ό Νικήτας χη,^ είναι χτισμένο τό μονα Άστραικάρης. Ό Υδραίος κα στήρι τής Παναγιάς. Τό σκο ραβοκύρης, έμπιστος τοϋ Μιτάδι είναι τώρα πυκνό καί αούλη, τούς δείχνει τό δρόμο αναγκαστικά βαδίζουν πιο σι πού πρέπει ν’ ακολουθήσουν γά, γιατί δεν βλέπουν ούτε για να φτάσουν στο μοναστή μισό μ έτρο μ π ροστ ά του ς. Κ ά ρι τής Παναγιάς... θε φορά που ό αέρας σαλεύει — Θ’ άνηφ ορίζετε απ’ τό τά φύλλα των δέντρων κοντο γιαλό δσο ν’ άντσιμώσετε τον στέκουν. Στ’ αυτιά τους φτά πευκώνα. "Υστερα, θά πάρε νουν παράξενοι θόρυβοι. Πολ τε την πλαγιά καί θά δήτε λές Φορές ξεγελιούνται καί φάτσα ένα κάτασπρο μονα νομίζουν πώς βλέπουν μέσα στήρι. ’Βκεΐ θά βρήτε τον Παστο σκοτάδι Τούρκους πού παφλέσσα. Νάχετε μονάχα τά παραμονεύουν. Τότε φέρνουν μάτια σας ανοιχτά, γιατί στις τά χέρια στο ζουνάρι τους ράχες τριγυρνάνε Τουρκαλάκαί φουχτιάζουν τά πιστόλια. δες από τ’ ασκέρι του ΧουΣέ λίγο όμως χαμογελούν μέ σεΐν. Προσέχτε μην πέσετε α τούς φόβους τους. Αυτοί οι πάνω τους... ’Εγώ θά περι ύποπτοι ίσκιοι πού τους κά μένω έδώ τό γυρισμό σας δυο νουν νά τρομάξουν δεν είναι μέρες. παρά κορμοί δένδρων. Τό παιδί κι’ ό αχώριστος "Οταν βγαίνουν σ^τό τον σύντροφός του ό νΕτ,ραπάτσος πευκώνα, αναπνέουν πιο έλεύ αφήνουν την παραλία καί θερα. Τώρα ζυγώνουν στο μο παίρνουν τον ανήφορο. Είναι ναστήρι, πού μοιάζει μέ κά ένας κατσικόδρομος απότο στρο, χτισμένο καθώς είναι μος καί στενός καί βαδίζουν στη ράχη καί τριγυρίζεται α μέ προσοχή. Ό κοντόχοντρος πό γκρεμούς... Ό ΣτραπάΚεφαϊλλωνίτης κάθε τόσο στα τσος φυσομανάει. ματάει νά πάρη ανάσα. -— ΤΗταν ανάγκη, μωρέ, — Δεν υπάρχει καλύτερο γιά^ένα γράμμα νά ξεποδαρια πράγμα απ’ ^γο πλεούμενο!, στοΰμ ε; γικρ ι ν ι άζε κ αναστενάζει, σαπλώνεις στην παφνικά όμως παύει νά μι κουβέρτα του καί τά πανιά λάει. Μιά γλυκέιά φωνή έρχε* του σε ταξιδεύουνε όπου θές... ται από τό μέρος τοϋ μονά-
Τ
ΜΠΘΥΡΛ0ΤΙ1ΡΗΙ 4 31 ►η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»#*»»»»»»»*»»»» στηρισυ. "Οχι ■ δέν , είναι μια, είναι πολλές παιδιάστικες φω νές πού ψέλνουν. Άλλα δέν ψέλνουν. Τραγουδουν. Είναι ένα γλυκό τραγούδι πού «μι λάει ίσα στην καρδιά. Μένει ασάλευτος και ακούει: Δεύτε, παΐδες των Ελλήνων, δούλοι νάίμεθα ως πότε - ών άχιρ ε ί ων Μο υσουλιμ άνω ν, τής Ελλάδος των τυράννων; 5 Εκδικήσεως ή ώρα Έφθασεν, ώ φίλοι τώρα, ή κοινή πατρίς φωνάζει μέ τά δάκρυα μάς κράζει. "Εως πότε Μουσουλμάνους υποφεροιμεν τυράννους ; "Εως πότε ή δουλεία; Ζήτω ή Ελευθερία!... — Είναι στίχοι τού Ρήγα τού Φεραίου, λέει τό παιδί. Τούς τραγουδούν τά Έλληνό πουλά. —-Καί τί δουλειά έχουν τά παιδιά στο μοναστήρι; Ό Νικήτας αναστενάζει. — Είναι ένα από τά κρυ φά σκολειά κι5 εδώ, λέει. Ό Τούρκος δέν επιτρέπει στούς σκλάβους νά /μαθαίνουν γράμ ματα. Τά παιδιά ξεκινάνε νύ χτα από τά σπίτια τους και κρυφά -μαζεύονται στά .μονα στήρια, οπού ένας ή δυο καλόγηροι τούς -μαθαίνουν νά διαβάζουν και τούς διηγούν ται την παληά δοξασμένη ι στορία τού Γένους. Πριν ξημερώιση, ξαναγυρνούν στά γύ ρω χωριά τους. Σ' αυτά τά κρυφά σκολειά γίνονται σιδε ρένιες οί ψυχές και θεριεύει ό πόθος τής λευτεριάς...
Καθώς κουβεντιάζουν, ν χουν φτάσει κιόλας στη ιμεγά λη εξώπορτα τού μοναστη ριού. Χτυπούν. Κι5 απότομα οι γλύκες παιδικές φωνές στα μ αιτούν τό τραγούδι τους. "Υ στερα άκουγονται βήματα. Κάποιος από (μέσα ανοίγει έ να παραθυράκι. Βλέπουν τη χλωμή μορφή ενός καλογέρου, — Είμαστε φίλοι, λέει τό παιδί. Ζητάμε τον άργιμανδρίτη Δίκαιο. Πές τε του ότι ερχόμαστε από μέρους τού κα πετάν Μιαούλη για τό «μυστικό τού Βοσπόρου». — Τό «μυστικό τού Βοσπό ρου»; ρωτάει παραμονεμένος ό καλόγερος^ — Ναί. ζιέρει αυτός. Θά καταλάβη. Τό ,μίικιρό παραθυράκι ξανα κλείνει. Περνάει κάμποση ώρα και κατόπι άκουγονται βα ρεία βήματα στο προαύλιο. Τώρα ή πόρτα ανοίγει ολάκε ρη καί στ5 άνοιγμά της φαίνε ται ένας θεόρατος άντρας μέ ράσο, σκούρο πρόσωπο πλάι σιωιμένο από μαύρα γένεια μέ καλογερίστικο σκουφί στο κε φάλι. Στη μέση του πάνω α πό τό ράσο έχει φυσεκλίκια καί δυο μεγάλες πιστόλες. ΚυττάζεΓ τους δυο νυχτερι νούς επισκέπτες σά νά τους ζυγιάζη μέ τό μάτι. — "Ερχεστε από την "Υ δρα; ρωτάει. "Εχετε σημάδια πώς λέτε την αλήθεια; — Ναί, λέει ό Νικήτας ενώ κυττάζει ιμέ θαυμασμό τό γί γαντα. Ερχόμαστε για τη γραφή κι5 έχουμε σημάδια α πό τον καπετάν Μ ιαούλη...
— Περάστε μέσα!, χάνει αυτός. Είμαι ό Παπαφλέσσας. Καί, καθώς τό παιδί κι5 ό σύντροφός· τοι4 δρασκελίζουν τό κατώφλι, εκείνος μανταλώ νει την πόρτα. ■— Πες στα παιδιά νά ξα ναρχίσουν τό τραγούδι τους, φωνάζει σε κάποιο καλόγερο. Οι μουσαφίρηδες είναι δικοί μας άνθρωποι...
νάω γιά τη Ζάκυνθο. Πρέπει ν ανταμώσω εκεί τον Κολοκοτρώνη. Μπορείς νά του πής ακόμα πώς πρέπει νά βιαστή. Κι3 δ,τι είναι νά κάνη, νά τό κάνη πριν άπό τίς είκοσιπέντε του Μάρτη. "Υστερα βάναι αργά. θά τού τό πώ, δέσποτα, αυτό τό μεταξύ, έχει ξημερώσει. Τό θαμπό φώς τής ήμέρας πού έρχεται μπαί «ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ νει απ’ τό παράθυρο· καί φω ΑΝΑΠΑΥΣΩΝ...» τίζει τά ξαγρυπνισμένα πρό ΛΗ τη νύχτα κουβεντιά σωπα. Πριν κάμποση ώρα τό ζει ό^ Παπαφλέσσας Κρυφό Σχολείο σχόλασε καί με τον Νικήτα 3Ατά παιδιά θά ζυγώνουν τώρα στ,ρακάρη. Του δίνει οδηγίες στά χωριά τους. Ό Νικήτας και τον κατατοπίζει πώς τρέ σηκώνεται. Ό Παπαφλέσσας πει νά κινηθή σάν φτάση στην ιού σφίγγει τό χέρι. — "Άντε στο καλό, τού Πόλη. Του δίνει διευθύνσεις ανθρώπων, πού είναι νά τον λέει, καί μ ή ξεχνάς τά δσα βοηθήσουν νά φτάση ως τό είπαμε. —- Δεν τά ξεχνάω, δέσπο πατριαρχείο τό συντομότερο. — Τό πράγμα είναι βια τα. στικό, του λέει. "Οσο πιο γρή Είναι έτοιμοι· νά βγουν α γορα φτάσης, τόσο τό καλύ πό την κάμαρη, νά κατεβοϋν τερο. Τό νοΟ σου μόνο μην στο προαύλιο·, δταν ξαφνικά παραπεση ή γραφή, γιατί καί ανοίγει μέ φούρια ή πόρτα. ου χάθηκες καί κείνοι πού την "Ενας καλόγερος μπαίνει άγπεριμένουν είναι χαμένοι. κομαχώντας, κίτρινος άπό τό Τό παιδί παίρνει τό γράμ φόβο του. μα πού του δίνει. Είναι ένας — Ό Χουσε'ί'ν, λέει μιέ φω μεγάλος φάκελλος, σφραγι νή πού τρέμει, φάνηκε στο σμένος σε τρεΐς μεριές με διάσελο. ’ΑνηφΌρίζει κατά βουλοκέρι. Τον κρύβει στον δώθε μέ τ3 ασκέρι του! Φεύ γα, παπά! Γι·ά σένα έρχε κόρφο του. — Νά μείνης ήσυχος, λέει. ται ! Ή γραφή σου θά φτάση έκει Ό Παπαφλέσσας σφίγγει τά δόντια καί τό βλέμμα του πού πρέπει... — Καί πες στον πατριάρ γεμμίζει σκοτάδι. — Όχι, δέ θά μέ πιάσουχη, προσθέτει ό Παπαφλέσ σας, πώς θά ταξίδευα ό ίδιος νε!, μουγγρίζει. Τό καρυοφύστην Πάλη νά κουβεντιάσω λ ι μου! Γυρίζει στον Νικήτα καί μαζί του. Μά μεθαύριο· ξεκι
Ο
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ I Ε Ρ Η I
33
»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
στον Στραπάτσο. — Ελάτε μαζί μου ! Θά τούς χτυπήσουμε. Και σύ, κα λόγερε, πες στους άλλους νά π ιάισουν τις ντουφέκι στρες. — Μου μυρίζεται γλέντι!, λέει ό κοντόχοντρος Κεψαλλωνίτης. Καί δεν ήπια ούτε φασκόμηλο ακόμα νά κάνω γαργάρα οπό λαρύγγι μου. Ανεβαίνουν, μπροστά ό ΓΊαπαφλέσσας, πίσω αυτοί, την πέτρινη σκάλα πού φέρνει στην ταράτσα τού μονα στηριού. Κρύβονται πίσω α πό τις πολεμίστρες κι5 ετοι μάζουν τά όπλα τους. Τώρα τούς βλέπουν τούς Τούρκους. Είναι κάμποσοι καί στέκουν μπροστά στη μεγάλη εξώπορ τα. Στέκουν καί βροντούν την πόρτα, με τά κοντάκια των ό πλων τους. — Έ! Ραγιάδες, καλόγε ροι!., φωνάζει ένας. Αέν^ ερ χόμαστε για κακό! Δώστε μας τον Παπαφλέσσα, πού βρίζει την Τουρκία καί τούς μπέηδες, καί φεύγουμε ! ^ — Καί τί θά τον κάνετε, ώρέ; ρωτάει ό παπάς. — Θά τον σουβλίσουμε νά βάλουνε μυαλό κι5 οί άλλοι! — "Αμ, δεν τρώγεται, ώ ρέ, ό Φλέσσας!, ξεσπάει σ5 ένα δυνατό γέλιο ό παπάς καί στερεώνει τό καρυοφυλ ι στον ώμο του. Είναι ντίπ γιά ντίπ σαν πετσί τό κρέας του! — Νά! ΓΊάρτε αυτό γιά μπροστάντζα!, άκούγεται ή
φωνή τού Στραπάτσου. Κ αί', καίθώς φιωίνάζεμ ση μαδεύει καί πιέζει τή σκαν δάλη. "Ενα καφτό μολύβι φευ γει άπ3 τό τρομπόνι του κι’ ό Τούρκος πού ζητάει τον Παπαφλέσσα τινάζεται σά νά τον χτύπησε κεραυνός. — Μετά των άγιων ανά παυσαν τον δούλον σου... Δεύ τε λάβετε τελευταιον ασπα σμόν. Ό ΓΊαπαφλέσσας γυρίζει ξαφνιασμένος καί κυττάζει τον κοντόχοντρο Κεφαλλωινίτη πού ψέλνει. — Δεν είναι τίποτα, του έίξηγεΐ ό Νικήτας καί χαμο γελάει. Τό έχει συνήθεια νά ψέλνη όταν στέλνει Τούρκους στην κόλασι!... — Ρ αγ ι άδε ς, παραδ όστ ε τον παπά, γιατί καΐμε τό μο ναστήρι ! — ,λΑν σάς βαστάη, ώρέ, ελάτε μέσα νά τον πάρετε!, δίνει άπόκρισι ό Παπαφλέσσας καί βροντάει τό καρυοφΰλι του. Νά, ώρέ γιά νά μά θετε ! Τώρα άρχιζει ή μάχη. Βρο χή πέφτουν οι τούρκικες σφαί ρες στήν ταράτσα καί τά καφτά μολύβια γκρεμίζουν κομ μάτια από τίς πολεμίστρες. Μά εκείνοι δεν γκιοτεύουν. Μέ νουν ασάλευτοι σά βράχοι καί ρίχνουν στο ψαχνό. ΕΤναι δυο άντρες κι5 ένα παιδί, πού έ χουν άπόφασι νά νικήσουν ή νά πεθάνουν...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφεύς:
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
* Απαγορεύεται ή άναδημοοίευσις
ΗΒ
ΥΡ ΑΟΤΙΕΡΗΙ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Γραφεία: ΌΒός Λέκκα 22 Φ Άρ.Θ. 4 £Λ/νιΐ|*,.
ι ιωρ.
ι
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
Δ- Τιμή δραχ. 2
ε,Μργιυιοης,
^.φιγγσς
30.
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, Αθηνών Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιοόττολις. Προϊστάμενος Τιγγγο.ραφείου: *Αν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
%
ΤΑΜΠΟΥ
Η Ψ9ΝΗ ΜΟΥ ΤΗ/V ΜΗ ΦΟβΑΣΑι Π/Α ΤΟ ©ΗΡ|0.
ΟΥΙ' ΜΑ... ΑΚθΥ? ΑΚΟΜΑΤΗ ΤΗΣ Λ&ΑνΑ!
ΝΟΜΙΖΕΙ Π?Ι
ΑΚΟΥΕι ΤΗ < Ψ5ΝΗ ΤΗΣ ΑΓΤ Αύτμ την; καλυΒΑ. &
£ΚΈΙ ! ΕΙΜΑΙ ΚΕ| ΜΕΣΑ' ΕΛΑΤΕ.
•I
τό μέρος τού εχθρού καί σκορ πίζουν τό θάνατο (*). — Προσκυνήστε, ώρέ γκι ΑΕΡΑΣ γύρω από τό μοναστήρι της Πανα αούρηδες!, φωνάζουν πάλι οί Τούρκοι. ΓΊαραδόστε μας τον γίας, τώρα πού δυνά μωσε τό ντουφέκι δ ι. γεμίζει τραγάπαπα τον Φλέσσα καί βροντές καί καπνούς μπαρου φεύγουμε. Σάς δίνουμε καί τιού. Οί Τούρκοι τού Χουσεΐν ομήρους γιά έγγύησι. Μά τά ρίχνουν βροχή τις σφαίρες και γένεια τού Προφήτη, κανέναν φοβερίζουν. άλλον δέν πειράζουμε. Τον — Παραδοθήτε, ώρέ σκυ Φλέσσα θέλει μονάχα ό Χου λιά, γιατί άλλοιώτικα σάς σεΐν. καίμε σαν τά ποντίκια! — Μετά των "Αγγέλων α Μά ό Παπαφλέσσας, ό Νι νάπαυσαν τον δούλαν σου... κήτας Άστρακάρης κι5 ό Ό Στραπάτσος σημα Στραπάτσος ^ δέν χ.αμπαρίδεύει εκείνον πού μιλάει, πυ ζουν άπό φοβέρες. Είναι κΤ οί ροβολεί, κι5 όταν τον βλέπει τρεΐς παλληκάρια καί πείσμα να παίίρνη μιά τούμπα στον τάρηδες. Πολεμούν σαν λιον αέρα, ψέλνει κατά τή συνητάρια καί στέλνουν, ταμπούρωίμένοι καθώς είναι πίσω ά (*) Διάβασε τό ποοηιΥοάαενο πό τις πολεμίστρες τής τορά τέθνος «Τό μυστικό τού Βοσττότσσς, κοφτά μολύβια προς οοο». ΤΙΜΗ ΑΡΑΧΜΙΙ 2 ΠΟιΛΙΟΡΚ.Η'ΜΕΝΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
©
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
>»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
θεία του υπέρ ...άνσπαύσεως τής ψυχής του! — Κύριε έλέηιαον, Κύριε ε λέησαν, Κ ύρ ιε έλέησοοοον... — Κοπιάστε νά ιμέ πάρε τε, ώρέ παληομουρτάτες !, δί νει άπόκρισι ή βροντερή φω νή του Παπαφλέσσα καί τό καρυοψύλι του ξερνάει Φωτιά. Κοπιάστε, ώρέ, αν σάς βα στάει νά μέ πιάστε. — Θά σπάσουνε τήν 'όρ'ταί, λέει .μέ σφιχτά δόντια ό Νικήτας καθώς πιέζει -τήν σκανδάλη τού δπλου του. Κυτ τάξε κατά κεΐνο τό μέρος, δέ σποτα. Ό Παπαφλέσσας γυρίζει κατά τό μέρος που του δεί χνε ι τό παιδί καί ζαρώνει· τά φρύδια. 5Απ’ τήν απέναντι πλαγιά κατηφορίζει ένα και νούργιο λεφούσι σέρνοντας δυο βαρειά κανόνια. 01 Τούρ κοι, που έχουν ζυγώσει περισ σότερο ,μέ μπαλτσδες καί με γάλους σιδερένιους λοστούς, Αγωνίζονται νά ξεθεμελιώσοον τήν εξώπορτα του μοναστη ριού. Μιά άλλη ομάδα απ’ αυ τους προσπαθεί νά στερεώση· σκάλες στους τοίχους γιά νά ριχτή στο προαύλιο. — ’Άν μπούνε στην αυλή εΐμαστέ· άσκ η·μ α!, γρςΙλλ ίζ ε ι ό Παπαφλέσσας. Πρέπει νά φ 6γου με πριν γκρεμ ίσουνε τήν πόρτα. — Τί; Θά τους άψήσουμε νά πατήσουνε τό μοναστήρι; ρωτάει μέ γουρλωιμένα μάτια ό Στραπάτσος. Ό Παπαφλέσσας χαμογε λάει. — Κάτι έξυπνο σκέφτη-
κα! του λέει καί τά μάτια του φεγγοβολούν παράξενα. Δέ θά πατήσουνε τό μοναστή ρι ! Σ’ αυτό τό μεταξύ ανεβαί νουν στήν ταράτσα κι’ οί άλ λοι εφτά καλόγεροι του μονά στηριου. Μέχρι τώρα πολε μούσαν ταιμπουρωιμένρτ στά κελιά τους. Έχουν δή κι’ αυ τοί τά κανόνια πού έρχονται. Κροπάνε τά καρυοφυλ ια στά χέρια τους, μά τρέμουν. — Φέρνουν μποιμπάρδες !, λέει ό ή γούμενος. Χανόμα στε ! —Ντροπή, ηγούμενε!, τον μσλλώνει ό Παπαφλέσσας. Θά τούς κρατήσουμε δσο μπο ρουιμε.. Πιάστε τ-ίς πολεμί στρες καί ρίχνετε στο ψαχνό. Κανένα βόλι δεν πρέπει· νά πάη στράφ ι! "Υστερα γυρίζει στον Νιική τα. — — έρεις από μπουρλότα; τον ρωτάει. — Κάτι ξρρω!, αποκρίνε ται τό 1 Ελληνόπουλο καί χα μογελάει. ΈκίεΤνοΊ πού ταξι δεύουν στήν ’Άσπρη Θάλασ σα ιμέ λένε μπουρλοτιέρη. _—■ Έλα μαζί μου τότε! Έχω ένα σχέδιο. Κατεβαίνουν τρέχοντας, μπροστά ό παπάς, πίσω ό Νικήτας, τή μεγάλη, σκάλα πού φέρνει στο εσωτερικό τού μοναστηριού. Καί, καθώς προ χωρούν, ό Παπαφλέσσας έξη> εΐ στο παιδί τό σχέδιό του. — Τί λές; Θά τά καταφέρης; λ— -Ελπίζω, μέ τή βοήθεια του Χριστού...
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗ % , ~ Είσαι λεβέντης!, του λέει ό παπάς και ,μέ τή φαρ~ δειά παλάμη του τον χτυπάει στον ώμο χαϊδευτικά. Σέ λί γο 8ά γλεντήσουμε!
§
να δεμένο σέ κάδε
πολεμί στρα. Μπορούν λοιπόν τρεις τρεις νά γλυστρούν προς τό φαράγγι^ Ό ^γέρος ηγούμε νος και οί δυο άλλοι —οι πιο ηλικιωμένοι καλόγεροι— κά ΜΠΌΥΡΛΟΤΟ νουν τήν αρχή. Αγκαλιάζουν τό σκοινί κι5 αφήνουν τά κορ ΣΤΕΡΑ άπό δέκα λε γλυστρήσουν φτά γυρίζει ιμόνος· στην μιά τους νά ταράτσα 6 Παπαφλέσ- προς τά κάτω. σας. Είναι φορτωμένος σκοι— "Υστερα ά!τό τό φαράγ νιά στον ώμο του. Οί κάλογε- - γι^θά πάρετε τό μονοπάτι ροι κι5 ό Στραπάτσος, πού τού "Αγιου Τρύφωνα!, τούς έχουν ταμπουρωιθή στις πόλε φωνάζει σκύβοντας ό Παπαμίστρες και ρίχνουνε, τον κυτ φλέσσας. Άπό εκεί καί τέρα τ άζουν π αρσξενειμένο ι. κανείς δέ θά σάς πειράξη. — Αυτά τά σκοινιά είναι ^— Τό μοναστήρι καί τά ή σωτηρία μας, τους λέει. Θά μάτια σου!, τού λέει ό ηγού φύγουμε άπ5 τό πίσω μέρος μενος. *π>ΰ μοναστηριού. Εκείνος ^ χαμογελάει παρά — 5Απ’ τό'φαράγγι; κάνει ξενα καί τά ιμάτια του σκοτει τρομαγμένος ό ηγούμενος. νιάζουν. — Ναιί’. Άτ5 τό φαράγγι. — Τό μοναστήρι ξαναχτί Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. ζεται ή άποικρίνεται. Ό ΠαΚαθώς μιλάει μέ γοργές παφλέσσας οιμως δεν ξανακινήσεις δένει τά σκοινιά στις γεννιέται! πολεμίστρες άπ5 τή υιάν ά Οί τρε,ΐς πρώτοι κατεβαί κρη. Ή άλλη πέφτει στο κε νουν. "Υστερα κι5 οί άλλοι νό. τρεΐς. Τό ύψος είναι αρκετά — Πού είναι ό μικρός; ρω μεγάλο, άλλα κανείς τώρα τάει ό Στραιπάτσος ανήσυχα δέν τό λογαριάζει. Οί Τοΰρκαθώς ξαναγεμίζει τον όπλο κιοι είναι πολύ κοντά. Ή μετου και ρίχνει. Που τον άφη γάλτ| εξώπορτα δέ φαίνεται σες; πώς θ’ άντέξη πολύ. Τό ασκέ — Σέ λίγο^ θάναι μαζί ρι τού Χουσεΐν έχει βάλει τά μας !, αποκρίνεται ό Φλέσδυνατά του νά τήν ξερριζώση σας. Πάει νά έτοιιμάση την υ άπό τή θέσι της καί δέν θ5 άρποδοχή στους Τουρκαλάδες. γήση νά τό πετύχη. Αρχίζει "Υστερα γυρίζει στους κα κιόλας νά κλονίζεται λογέρους : — Νάτος!, ξεφωνίζει χα — Εμπρός! Πρώτα ό η ρούμενα ό Στραΐτάτσος. γούμενος! Δεν πρέπει νά κά Τό παιδί φαίνεται τρέχον νουμε καιρό. τα!; στη/ κορυφή τής σκά Τά σκοινιά είναι τρία. "Ε λας.
Υ
$
ϋ
— Τί έγινε; ρωτάνει ό Πατταψλέσσας.
“ Έν τάξει δέσποτα. Ιέ λίγο θάχουμε φωταψίες!, α παντάει και χαμογελάει. ^Ο πως τό είπες. Θά γλεντήσου με ! — Τότε νά φεύγουμε! Ε μπρός, λεβέντες! Σαλπάρουν προς τό πίσω μέρος τής ταράτσας δρασκε λίζουν τό πεζούλι καί αγκα λιάζουν τά σκοινιά. Τρία λε πτά άργότερα πατουν στο χώ μα. — 5Από εδώ! φώναζε ι ό Παπαφλέσσας καί προχωρεί πρώτος γιατί ξέρει τό δρόμο. "Εχει φωτίσει πιά γιά κα λά. Ό ήλιος στέλνει τις χρυ-
Μ 1 Κ Ρ ο %
σαφιές άχτΐνές του στον κά μπο καί κάνει τίς πλαγιές νά μοιάζουν μέ μαλαματένιες. Μά τό φαράγγι είναι βουτηγ μένο στή σκιά. Είναι μιά πο ρεία δύσκολη* άνάμέσα στήν πυκνή καί άγρια βλάστησι. Γδέρνονται τά πόδια, τά ρού χα κουρελιάζονται:, μά έκεί ναι τρέχουν. Πρέπει νά βγουν δσο γίνεται πιο σύντομα άπό εδώ. Μπαίνουν σέ μιά στρο φή, άνηφορίζουν καί βγαίνουν στο μοναστήρι του "Αγιου Τ’ρ ύψωνα. — Τώρα μπορούμε νά ξάνασάνουμε λίγο!, λέει ό πα πάς. Είμαστε μαικρυά άπό κά 6ε κίνδυνο. Μά δεν έχει τελεί ώσει την κουβέντα του καί τό
'Ο Νικήτας κατεβαίνει στην υττασαυταττοθήκη ιπτουολότο.
καί
έτοτιιάζιει
το
Ψ
ΜΟΟΥΡΑΟΐ! ΕΡΗί
►»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»>>»>>»>»>»»»»»»»»»
Κοτΐ
τότε ό
Στοαπάτσος σαλτά,&ει σά βολίδα πάνω στον ικαβαλλάοη
σκούρο πρόσωπό του παίρνει μια παράξενη λάιμψι. Ή γης χοροπηδάει σά νά γίνεται σειεημός καί δλα τά γύρω γε μίζουν από βροντές καί κα πνούς. Είναι σά νά πέφτουν χίλια μαζί αστροπελέκια. Μια «αστραπή φτάνει τον ου ρανό καί σύννεφα κρύβουν τον ήλιο. Τό μοναστήρι τής Πα ναγιάς τινάζεται στον αέρα. Κομμάτια άπ5 τά χοντρά ντου βάρια του, πόρτες, σιδερικά καί οίικονίσματα τινάζονται ψηλά καί ξαναπέφτουν. — "Ίδιο ήφαίστειο! κάνει μέ θαυμασμό ό Στραπάτσος. Παστρική δουλειά, καπετά νιο. Δέ βά μείνη τίποτα στή θέσι του.
και
οίγνεται
α
Τό '■ Ελληνόπουλο χαμογε λάει μετρ ι άφρονα. — Εύκολο πράγμα, Γερά σιμε! Δέκα μέτρα φυτήλι στήΊ :μπαρουταποθήκη του μοναστηριού κι" ένα κομμάτι ίσκα. Δεν κουράστηκα καθό λου. "Ήθελα νάβλεπα τά ιμοΰτρα τού Χουσεΐν όταν μετράει τ" Ασκέρι του. Θά λείπουν σί γουρα πάνω από τρακόσιοι Τουρκαλάβες. Τόσοι λογαριά ζω πώς θάφτηκαν κάτω άπό τά ερείπια. Μονάχα πού λυπή θηκα τό μοναστήρι. Ό Παπαφλέσσας πού τον ακούει χαμογελάει. —*Όταν τό Γένος κερδίσει τή λευτεριά του, λέει, θά χτί σουμε καινούργια μοναστή-
§
ΰ
Μ ι Κ Ρ Ο I
»»»>'»>»»»»»»»»&?&»>»>»>»>»>»&»»»»»»»»»»»»»»»»»»&> ρια. Δεν πρέπει νά λυπάσαι. 3Απ’ τά ερείπια θά ξεπηδήση ή λευτεριά.
— Ναί. Τό πήρα. — Πότε θέλεις νά φύγης για την Πολι; —- "Οπότε ορίσεις τού λό ΤΟ ΛΑΤΙΝΙ γου σου. Ό Παπαψλέσσσς ΗΝ άλλη ιμέρα τό πρωΐ μου είπε πώς είναι βιαστικό τό τρεχαντήρι ^μέ τον τό πράγμα, _ Ν ικήτα Άστρακάρη και _— Τότε νά φύγης αύριο, τον Γεράσιμο Στραπάτσο "Ενα γυ υδρέϊκο μπάρκο μέ ρίζει στην "Υδρα. Ό καπετάν ρουσιικηι σημαία σαλπάρει Μιαούλης μαθαίνει τά καθέ γιά τή Μαύρη! Θάλασσα. Θά καστα άπ5 το παιδί καί τον σέ πάρουν γιά πλήρωμα μαακούει μέ θαυμασμός καθώς ζί τους καί σάν φτάσετε στην ίου ιστορεί τλ|ν άνατίνα'ξι τής Πολι βγαίνεις, κρυφά σΦή στε μπαρουταποθήκης της Πανα ρηά. Στο γυρισμό σέ ξανα γίας. παίρνουν καί γυρίζεις πάλι —Νά λοιπόν πού Οι μπουρ στα μέρη ιμας. λοτιέρηβες αρχίζουν νά δου -— Θά φύγω/ καπετάνιο, λεύουν καί στη στερηά!, τού λέει ό Νίίικήτας. Μά πρέπει λέει χαμογελώντας. Μπρε Νι νάχω παρέα καί τον Στραπά τσο. κήτα, είσαι ,μά τό Θεό αληθι νό παλληκάρ ι*.. — "Αιντε, νάρθή κι5 αυ τός!, συμφωνεί ό Μιαούλης. — Δεν έκανα παρά τό κα Θά μιλήσω μέ τόν καπετάν θήκον μου, αποκρίνεται τό Γυίκα κύ αύριο όλα θά είναι 4 Ελληνόπουλο. έτοιμα... θά σάς ναυτολόγη Ό Μ ι σούλης άναστενάζε ι. ση καί τούς δυο στά χαρτιά — Μακάρι μπρε νά κάνανε του γιά πλήρωμα. όλοι οί "Ελληνες σάν καί σέ Τό ίδιο άπόγεμα φτάνει να τό καθήκον τους! "Αν ήστην "Υδρα καί τό λατίνι «Ε ο·αν έτσι ολοι οί γραικοί, θάλευθερία ή Θάνατος». Τό παι μαστε κι5 δλας ελεύθεροι. δί, καθώς τό βλέπει νά μπαίΜένει για λίγο σκεφτικός, νη υπερήφανα στο λιμάνι, νοι — Μου γυρίζει τό φέσι ό ώθει ένα χαρούμενο σκίρτημα ταν κάθουμαι καί λογαριάζω στην καρδιά. πώς υπάρχουν ακόμα κάμπο — Μούρχεται νά βάλω τά σοι κοτζαμπάσηδες πού λένε κλήματα!, λέει ό Στραπάπώς πρέπει νά περιμένουμε τσος πού είναι μαζί του κά άλλα εκατό χρόνια νά έλευθε τω στην παραλία. Γιατί δέ ρωθούμε! "Ας είναι... Πήρες μάς άφήνουνε νά πάμε η αυ τό γράμμα άπ’ τον Παπατό στην Πολι; "Αμα πατάω ψλέσσα; στήν κουβέρτα του, μπορώ νά
Τ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ 9 ►η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
τά βάλω μ" ολάκερη την αρ μάδα... — Ή δουίλειά που άναλσβαμε πρέπει νά γίνη μυστι κά, αποκρίνεται ό Νικήτας. Καταλαβαίνεις πώς έκεΐ πού πάμε δεν θά -μοας υποδεχτούνε μέ τριαντάφυλλα. Πριν καλά - καλά φουντά ρει τό λατίνι, έχουν μπή κι5 ο·ί δυο σ" ένα βαρκάκι, καί σκαρ ψαλώνουν στην κουβέρτα του. Οί ναύτες κι" ό καπετάν Μάρ κος τους κυίττάζουν ξαφνια σμένοι σάν νά βλέπουν φαντά σμοπα. Δεν ξέρουν τίποτα γιά τον ερχομό τους καί δεν πιστεύουνε τά (μάτια τους. Βλέπουν τό παιδί νά τούς χα μ ογελάει καί τον Στραπάτσο έτοιιμο νά βάλη- τά κλάματα. — Καπετάν Νικήτα!, φω νάζει ίμέ φωνή πού τρέμει ό γέρος λοστρόμος. Είσαι ζων τανός λοιπόν; — "Οπως τό βλέπεις, κα πετάν Μάρκο! Δεν καταψέρα νε νά ιμέ ψήσουνε οί "Αλγερί«νοι... — Ούτε μένα!, λέει ό Στραπάτσος. Ή υποδοχή πού τούς γίνε ται είναι ανώτερη από κάθε περιγραφή. Τούς αγκαλιά ζουν, τούς φιλούν, τούς ρωτά νε τό ένα καί τ’ άλλο καί δέ χορταίνουν νά τούς άκούνε νά διηγούνται την απίστευτη πε ριπέτειά τους στο "Αλγέρι. —Ό Θεός είναι μεγάλος!, λέει ό καπετάν Μάρκος, Αέν αφήνει κανόναν νά χαθή. — "Έχεις νέα άπ" την αρ ραβωνιαστικιά μου; ρωτάει τό 1 Ελληνόπουλο.
’— Ή "Ανθή είναι καλά. Μένει κοντά στους δικούς της καί σε χαιρετάει. Δεν τής κά νομε λόγο γιά τό χαμό σου. Δεν θέλαμε νά την πικράνου με. Είπαμε μονάχα πώς είχες κάτι δουλειές τού αγώνα νά τελείωσης καί πώς ταξίδευες έδώ κι" έκεΐ στά νησιά ,μέ τρε χαντήρια. — Τό πίστεψε; — Καί ναι καί όχι. Παρα πονιότανε πώς δεν είχε μιά γραφή από ιμέρους σου. "Αλ λά τώρα πού θά σέ ξαναδή πάλι -μπροστά της θά ξεχάση. Ό Νικήτας αναστενάζει. — Ούτε αυτή τη φορά θά μπορέσω νά τή δω, λέει. Πρέ πει νά κάνω ένα ιμακρυνο τα ξίδι. Μά θά τής γράψω· καί, αάν τής πας τό γράμμα καί τό διαβάσει, θά είναι ήσυχη. -— Τί, ^ δεν θάρθής^ μαζί μας; ρωτάει ό λοστρόιμος. — "Όχι, καπετάν Μάρκο. Λογαριάζω όμως, πρώτα ό Θεός, πώς ύστερα άπό ένα δυο μήνες θά είμαι πάλι κον τά σας. "Ως τά τότε 6ά κυ βερνάς εσύ τό λατίνι. "Εγώ θά βρίσκομαι κάπου αλλού. Αύριο τά ξημερώματα εγώ κι" ό Στραπάτσος φεύγουμε γιά την Πόλη. -— Στο στόμα τού λύκου πας καπετάν Νικήτα, κάνει φοβισμένος ό λοστρόιμος. Οί Τούρκοι είναι αγριεμένοι καί ή Πόρτα (*) βγάζει καθημε(*) *Η Ύφηλη Πύλη η εδοα τηγ ΤσυΌ'Κΐ'κίκ Κϋβ-ειονηισεως στη-ν Κωινστζχντ ινούττολι.
10
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
>»»»»>»»»>>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»
ρίνα ψεψτάδες και κατηγορεί τούς γραικούς για συνωμό τες. Μακάρι νά βγω ψεύτης μά φοβάμαι πώς θ' οργίσουν νά βάζουν λεπίδι. Ό Σουλτά νος είναι θηρίο ανήμερο και δεν τό χωνεύει πώς αρχίσαμε νά σηκώνουμε κεφάλι. — Μη φοβάσαι!, αποκρί νεται τό παιδί και χαμογε λάει ήρεμα. 'Ό,τι και να κά νουν δε μπορούν νά σταματή οουν τον αέρα τής λευτεριάς που άρχισε νά φυσάει πάνω απ' τή σκλαβωμένη, πατρίδα μας... "Έπειτα αυτό τό ξέρεις εσύ καλύτερα από μένα: Χω ρίς θυσίες δε θά γίνουμε πο τέ ελεύθεροι! Ό γέρα - λοστρόμος κου
νάει τό κεφάλι. — Ναί. Αυτό τό λέει κι* αναστενάζει.
ξέρω!,
ΔΑΣΚΑΛΟΣ.. ΜΟΥΣΙΚΗΣ!
«ΑΓΙΑ ΤΡ I ΑΣ», ή σκούνα του κσπετάν Πκίκα του Υδραίου, ταξιδεύει τώρα δυο μέρες στο πέλαγος μέ ρούσικη σημαία κι* έχει πορεία για τά Στε νά. "Από έκεΐ θά πέραση για ν’ άνηφορίση στη Μαύρη· Θά λασσα, νά φτάση στην Όντέσσα νά φορτώιση στάρι γιά τά νησιά. Τό ταξίδι φαίνεται ήσυχο κι" ό Στραπάτσος, πού, όταν δεν πολεμάει, ξανα θυμάται πώς είναι ψάλτης κά
Ό Νικήτας και ό Στραπάτσος διασταυρώνουν τ©νς στη ιιέση του δράκου ϋέ τους δυο
τά γιαταγάνια άγνωστους.
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙΕΡΗΣ
'Π
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»|
Και τώ,οα τό παιδί αίνυ,άλωτο γχνάΐ'εσα στους δυο καβσλλάοηδες πηγαίνει σ’ ενα σ ί του ο ο θάνατ ο...
νε ι μ αθήματ α... φωνητ ιική ς στο πλήρωμα. Τά βράδυα, ό ταν τελειώνουν τή βάρδια τους, οί ναύτες [μαζεύονται στο ικαμττοΰνι καί ό κοντόχον τ,ρος Κεφαλλωνίτηρ, ' κρατών τας ένα χάρακα στο χέρι, ορ θός στη μέση τής χορωδίας του, διδάσκει στο πλήρωμα τά καινούργια τραγούδια του Ρήγα πού γεμίζουν μ5 ένθουσίοοσμιο κάθε ελληνική καρ διά. «../Ως πότε παλληικάιρια θά ζούμε στη σκλαβιά...» Και κάθε τόσο —είναι ζόρικος δάσκαλος ό Στραπάτσος— στον τό αυτί του πιά νει κανένα φάλτσο ανατινά ζεται και ουρλιάζει σάν νά
τόν δάγκωσε αλογόμυγα: ^— "Οχι έτσι! Φάλτσο! Φάλτσο, σάς λέω, μά τόν "Α γιο Γεράσιμο, τόν συνονόμα το μου! 5Απ5 την αρχή πά λι... Και οι ναύτες, πού τόν κά νουν γούστο <μ·ά καί πού τούς αρέσουν τά τραγούδια πού τούς μαθαίνει, δεν τού χαλούν τό χατήρι. Αρχίζουν πάλι απ’ τήν αρχή δσο πού σταματάνε τά φάλτσα καί ό Στραπάτσος καμαρώνει σάν γύφτικο σκεπάρνι. — Μπράβο, λεβέντες! Καί τώρα παρακάτω. Ακούστε ε μένα πόσο γλυκά τό τραγου δάω: «Κι5 αν παραβώ τόν όρκο,
η
ΰ
μικροί
>»»»»»»>»»»»»»»>>>>^»^>^>»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»'> νά ττέσηι ό ουρανός καί νά ;μέ κατακάψη νά γίνω σαν καπνός...» · Αυτό τό άπόγεμα, το τρίτο του ταξιδιού, ό Στραπάτσος έχει μαζέψει ττάλι τή χορωδία του στην πλώρη και ξελαρυγγιάζεται... στά φάλτσα, προσ παθώντας νά διδάξη την συνέ χεια του τραγουδιού, όταν α πό μακρυά φαίνεται ένα με γάλο τούρκικο μπριγκισντίνι. "Έχει ανοιχτά όλα του τά πα νιά καί στο πλωριό άλμπου ρο κυματίζει ,μιά μεγάλη, ση μαία μέ τό μισοφέγγαρο. Τό τραγούδι σταματάει απότομα καί οί ναύτες σκορπίζουν στά πόστα τους. Ό καπετάν Γκίκας φαίνεται ανήσυχος. — Θαρρώ πώς έρχονται για μάς, λέει. Ό Νυκήτας πού βρίσκεται δίπλα του φέρνει τό χέρι στο στήθος του. Έδώ στον κόρφο του έχει κρυμμένο τό γράμμα πού πάει στον Πατριάρχη. — Μάς κάνουν σινί άλα νά τους ακολουθήσουμε!, φωνά ζει ένας ναύτης. Νηοψία! — Κάνε ότι δεν κατάλαβες τό σινιάλο! λέει ό Νικήτας στον καπετάνιο. Λεν πρέπει νά διαβάσουνε τό γράμμα πού έχω μαζί1 μου. — Κάφτο! λέει ό Γκίικας. — Αυτό δέ γίνεται!, άπαν τάει τό Ελληνόπουλο. Ό Πα παφλέσσας μου είτε πώς εί ναι σπουδαία γραφή καί πρέ πει νά φτάση· μέ κάθε τρόπο στον Π ατρ ιάρχη. Ό καπετάνιος τής σκούνας δεν δίνει άπόκρισι. Με τά κυάλια παρακολουθεί τό τουρ
κικό πού εξακολουθεί νά κά νη σήματα καί νά ζυγώνη. Υ ποκρίνεται πώς δεν καταλα βαίνει τί του λένε καί συνέχι ζε ι την πορεία του. Άλλα οί Τούρκοι δεν αστειεύονται. Στέλνουν μέ τό κανόνι τους μιά προειδοποιητική βολή. Ή μπάλα πέφτει σε μικρή άπόστασι από την πλώρη τού ύδρέϊκου καί σηκώνει ένα μεγά λο πίδακα από νερό. — Θά μάς βουλιάξουνε οί άτιμοι!, μουγγμίζει ό Στρα πάτσος πού έχει πετάξει τώ ρα τό χάρακα τού δασκάλου τής μουσικής κι5 έχει αρπάξει τό τρομπόνι ταυ. Θά τούς ρί ξω ! Δέ βαστάω. — Μην κάνεις κουταμάρες, Γεράσιμε !, τον συγκροτεί τό παιδί. — Θά τούς ακολουθήσου με!, λέει ο καπετάν Γκίκας. Δέ μπορούμε νά κάνουμε δια φορετικά. "Υστερα γυρίζει στον Νι κήτα. — Κύτταξε τί θά κάνης μέ τό γράμμα εσύ, πολληκαρά μου! Βρίσκονται ένα - δυο μιλιά ανοιχτά άπ5 τή Λήμνο. Τό «Άγια Τριάς» στέλνει σινιά λο πώς ακολουθεί καί τό τούρ κιικιο δεν ρίχνει άλλη βολή. Μπροστά τό μπριγκαντίνι μέ τις μπούκες των κανονιών τής πρύμης του στραμένες στο ύδρέϊκο, πίσω ή σκούνα, ταξι δεύουν προς τις ακτές τού νη σιού. Έξω από έναν μικρό κόρφο τό τούρκικο σταμα τάει. Ή. σκούνα φτάνει σε λί γο κοντά του. Μαζεύει τά πα
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙ Ε Ρ Η Σ
13
Κ»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*»»»»!
νιά και περιμένει. Είναι πλάι στη ατερηιά... •Μια βάιρκα γεμάτη (οπλι σμένους Τούρκους έχει κατεβη κιόλας άπ’ τό ρεγάλο κα ράβι και πλησιάζει τό Ελ ληνικό:. ^ — Είμαστε ρούσ ικο !, φω νάζει σκυμμένος άττό τις κομ παστές ό Γικίκας. Δεν βλέπε τε την παντιέρα; — Αυτά δεν περνάνε πια!, άπαντάει ό αξιωματικός πού βρίσκεται στη βάρκα. Ή Πόρτα έβγαλε καινούργιο μπουγιουρντί. Οί γκιαούρη δες δεν έχουνε μπέσα. Θά κά νουμε έρευνα. Ριχτέ τή σκά λα. ΟΙ «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΕΣ» ΤΟΥ ΣΤΡΑΠΑΤΣΟΥ
Η
ΑΥΤΟ τό μεταξύ, ό Νικήτας Άστρακάρης έχει πάρει την άπόφασι. Δεν πρέπει νά βρουν άπά νω του την έ τι στολή του Πα τριάρχη. Τό μυαλό του δου λεύει γοργά. Κάτι πρέπει νά κάνη. Έναν τρόπο· πρέπει νά βρή. Οι Τούρκοι θ’ άναστατώ ο συν ψάχνοντας τό καράβι καί, όπως τσχουν συνήθεια, 6ά κατασχέσουν όσα γράμμα τα βρούνε στο πλήρωμα. Νά την κάψη την επιστολή δέ θέ λει. Είναι σά νά τό παραδέχε ται πώς νικήθηκε Καί νά ξαφ νικά πού περνάει μιά έξυπνη ιδέα από τό νού του. Κατε βαίνει στην κουζίνα τις σκού νας. Έδώ υπάρχουν ένα σω ρό μικρά καί μεγάλα σιδερέ νια δοχεία πού φυλάνε τά μπαχαρικά καί άλλα φαγώσι
μα. Τό μάτι του πέφτει σ’ ένα οπρογγυλό κουτί. Τό παίρνει τ’ ανοίγει. Είναι γεμάτο πιπέ ρι. Τ’ αδειάζει βιαστικά, βγά ζει από τόν κόρφο του τό γράμμα τό ρίχνει μέσα καί μαζί μ’ αυτό ένα κομμάτι σί δερο πού βρίσκεται μπροστά του. "Υστερα κλείνει τό κα πάκι στεγανά, λυώνει κερί καί τό στραγίζει γύρω - γύ ρω. Έτσι δεν υπάρχει φόβος νά πάθη, τίποτα τό γράμμα. "Υστερα μέ σβέλτες κινήσεις ανοίγει την μπουκαπόρτα πού βλέπει προς τή στερηά κι’ άφήνει τό κουτί μέ τό πο λύτομο έγγραφο νά πέση στη θάλασσα. Τό μικρό σιδερένιο δοχείο μέ τό βάρος πού έχει μέσα του δέ στέκει στην έπιφάνεια. Βουλιάζει. Τό Έλλη νόπουλο αφήνει ένα στεναγμό άνακουφίσεως. * — Τώρα δέ θά τό βρουν, ψιθυρίζει. "Οσην ώρα λείπει όμως απ’ τό κατάστρωμα, ό Τούρ κος άξιωιματικός έχει πάρει τά ναυτιλιακά έγγραφα απ’ τόν πλοίαρχο καί αρχίζει πα ραβάλλοντας τό ονόματα νά κάνη έλεγχο. "Ολοι είναι ανή συχοι, γιατί σάν τούς μετρήση θά βρεθή ένας λιγώτερος. Μά περισσότερο ανήσυχος εί ναι από όλους ό Στραπάτσος. Τό πλήρωμα έχει μπή στη γραμμή καί οι Τούρκοι φωνά ζουν έναν - ένα, τόν ψάχνουν καί τόν ανακρίνουν. Ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης ρίχνει ματιές γεμάτες αγωνία δεξιά κι* αριστερά. Μά ό Νικήτας δέν φαίνεται,
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»> Πιρέττε ι λ ο ιπόν νά βρή κάποι ον τρόπο νά καθυστέρηση την άνάκρισι. Ή τύχη, είναι με τό μέρος του. — Μπας καί ακούσατε, ώρέ γκιαουρ, ρωτάει τούς ναύ τες ό Τούρκος, για κάποιον Άστρακάρη; 5Από όποιον μά θω νέα του δίνω μπαχτσίσι. Ό Στραπάτσος ξεροβήχει. — Έγώ κάτι ακόυσα, α φέντη μου!, λέει καί βγαίνον τας απ’ τη σειρά του κάνει έ ναν τεμενά γεμάτο σεβασμό. — Τί ακόυσες,^ ώρέ; — "Ακόυσα πώς άρπαξε λέει ένα 5 Αλγέρι νικο καράβι κι5 αιχμαλώτισε τον σουλτάνο Γ κέϋ Μάρντ. Μά έγώ, Θεός φυλάξοι, δεν τά πιστεύω κά τι τέτοια παραμύθια. -— Και τί άλλο έμαθες, ώ ρέ; κάνει αυτός κατσουίφιασμένος. Ό Στραπάτσος πάλι ξερό βήχει. — Έμαθα ότι τώρα πάει στην Πόλι, λέει. — Χμ! Σωστά τό έμαθες. Μά την "Αγια Κάρα τού Προ ψήτη, έχεις σωστές πληροφο ρίες. Καί πού βρίσκεται τώ ρα, ώρέ; — Αυτό δεν τό ξέρω. Μά θαρρώ πώς θάχη φτάσει κιό λας στο σαράϊ τού πολυχρο νεμένου μας Σουλτάνου. Ό ’Χλλάχ νά τού... κόβει χρόνια καί νά «μού δίνει μέρες... — Σά νά μή τά λες καλά, ώρέ!, αγριεύει ό Τούρκος. —- Νά μέ συμπαθάς, αφέν τη μου κάνει μέ μισοκακόμοι ρο ύφος ό Κεφ άλλων ίτης. Λά θος έκανα. "Ηθελα νά πώ, ρ
5Αλλάχ νά μου δίρει... μέρες καί νά τού κάβη χρόνια. Καί τί πάει νά κάνη στο σαράϊ, ώρέ; ^— Πάει νά προσκυνήση. Θέλει νά μπή στη δούλεψι τού Πατισάχ. — Μέ κοροϊδεύεις, ώρέ γκι αούρ; Ό 'Αστρακάρης δεν προσκυνάει! "Ολοι έχουν γίνει χλωμοί. Παρακολουθούν την κουβέντα καί μονάχα ό Στραπάτσος ©Ινα ι χαμογελαστός καί ψύχρα ι μοςν Κανείς δε μπορεί νά κα ι αλάβη που θέλει νά φτάση. — Καί πού τά έμαθες όλα αυτά έσυ ώρέ; Ό Κεψαλλωνίτης ξεροβή χει. — Πού τά έμαθα; Χμ! Ε δώ σε θέλω. "Αν τό βρής, πού τά έμαθα; Ό Τούρκος φέρνει τό χέρι ατό χατζάρι του. — ^Θά μιλήσης, ώρέ, για θά σου πάρω τό κεφάλι; Ό Στραπάτσος νοιώθει νά τον τρώνε οί φούχτες του καί κάτι αρχίζει νά τον γαργαλάει στο λαρύγγι. Αυτό είναι σημάδι φανερό πώς ετοιμάζε ται νά ψάλη. 5Αλλά μέ μιας αλλάζει ύφος. Μέ την άκρη τού ματιού του βλέπει τόν Νι κήτα πού γλυστράει απαρα τήρητος στο κατάστρωμα καί μπαίνει στη γραμμή μαζί μέ τούς άλλους ναύτες. — Έ!χ 3Αφού θέλεις λοι πόν νά στο πώ, λέει, όλα τού τα τά άκουσα στους καφενέτ δες τής Ίσταμπούλ που ή μουνα τις προάλλες. — Τούτος είναι μπΐτ για
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙ ΕΡΗΣ
II
<««««<<<<««««<«««<«<««<««««««««««««««««««««««««<«^
απότομα. Μπορεί νά τσακι στής... — Μή σέ νοιάζει, Δεν εί ναι ή πρώτη φορά που βου τάω. — Μονάχα που πρέπει νά βιαστής, τον συμβουλεύει ό ύδραΐος. Σέ λίγο θ5 άρχίση νά σκοτεινιάζη. — Πάρε καί κα'^Ινα μα ΤΟ ΧΤΑΠΟΔΙ χαίρι μαζί σου, ^τοΰ λέει ό Στρσπάτσος που ^άκόυει γε ΣΤΕΡΑ όατό τό πλή ρωμα, οΐ ^ Τούρκοι ψά μάτος ανησυχία την όπτόψασι χνουν από τή ίμια ως του παιδιού. Ό τόπος έδώ εί την άλλη άκρη τό καράβι. ναι Μά γεμάτος χταπόδια. — Έν τάξει, Γεράσιμε!, δεν βρήκανε τίποτα ύποπτο αποκρίνεται τό 4Ελληνόπουλο. καί μιά ώρα άργότερα ή βάρ "Έχω μαζί μου ένα μαχαίρι. κα άφησε τή σκούνα καί ξαΡίχνει μια ματιά προς τό ναγύρισε στο μπριγκατί,νι. μέρος του τουρκικού. Είναι — Τώρα μπορείτε νά συνεπολύ μαικρυά τώρα. Κάνει τό χίσετε τό ταξίδι σας!, στέλ σταυρό του καί βουτάει. Τά νουν σινιάλο στο ύδρέϊκο. πνεμόνια του είναιι γεμάτα άΒλέπουν τό τούρκικο πού έρα καί βουτάει με τό κεφά κάνει πανιά καί άπτομακρύνελι, έχοντας άνοιχτά τά μάτια. ται. Ό καπετάν Γκίκας δίνει Τό βλέμμα του κυττάζει γύ διαταγή ν’ άρχίσουν τις μα ρω στο μισοσκόταδο τού βυ νούβρες. θά ξεκινήσουν κι5 θού. Είναι πραγματικά ένα αυτοί. Μά τό ^Ελληνόπουλο άγριο μέρος τούτο. "Έχει δίτρέχει κοντά του. κηο ό καπετάν Γκίκας. Ό βυ ^—■ Μή βιαστής, καπετάνιο, θός είναι γεμόπος ρήγματα νά κάνης πανιά!, του λέει. και μαύροι βράχοι διακρίνον— Γ ιατί; παραξενεύεται ται έδώ κι5 έκεΐ μέ σκοτεινές αυτός. τρύπες. Μικρά καί μεγάλα — θά βαυτήξω στη θά ψάρια περνούν δάπλα του κυτ λασσα. τάζοντας παραξενεμένα αυτό — Νά κάνης τί; τό παράξενο πλάσ μ ο: πού κο — Νά ξαναπάρω τό γράμ λυμπάει μαζί τους κάτω άπό τήν έπιφάνεια^ τής θάλασσας. μα του Πατριάρχη..^ Ρίχνει ματιές δεξιά κι" άριΚαί του^ έξηγεΐ τά καβέκα στα. Ό Γκίκας κουνάει τό κε στερά. Μά πουθενά δεν ^βλέ πει τό κουτί μέ τό πολύτιμο φάλι. έγγραφο. Τώρα είναι άναγκα — Τά νερά δεν είναι βασμένος ν5 άναδυ’θή νά πάρη θειά^έδώ, του λέει. Μά εΐνα^ γεμάτα βράχια μυτερά καί ανάσα. Τινάζεται προς τ’ ά~ μιττίτ κουζουλός! λέει ό Τούρ κος και δεν του δίνει πια προ σοχή, "Άδικα έχασα τον και ρό μου.,.. Καί γυρίζει στους ναύτες του. -— "Άϊντε μπρε. Ψάχτεκαί τους υπόλοιπους γκιαούρη δες !
Υ
16 πάνω καί βγαίνει στην επι φάνεια. Αναπνέει. 5Από τις κουπαστές τον παρακολου-θο Ον. — Τί έγινε; του φωνάζει ό Στραπάτσο ς. — Μην είσαι βιαστικός!, αποκρίνεται φωναχτά τό παι δί. — θσ,ρρώ πώς χρειάζεσαι βοήθεια!, του λέει εκείνος. Μά τό Ελληνόπουλο δεν τόν ακούει, "Έχει γεμίσει πά λι τό στήθος του μέ οξυγόνο καί βουτάει κάθετα σά βολί δα. Τώρα έχει βουτήξει πιο βαθειά κι3 αισθάνεται την πιε σι του νερού. Τ’ αυτιά του βουίζουν. Μά όλα αυτά τά ξε χνάει σχεδόν αμέσως. Νάτο τό σιδερένιο κουτί. ;Εκεΐ, πε σμένο άνάιμεσα σέ δυο βρά χους, λαμποκοπάει σαν ασή μι. Κάνει μιά τελευταία προσ π άδεια τό φτάνει, τό αρπάζει καί τινάζεται ψηλά. Τό κεφά λι του είναι τώρα έξω από τό νερό καί αναπνέει. Δείχνει τό κουτί σέ κείνους πού παιρακο λουθούν από την κουπαστή τής_ σκούνας καί χαμογελάει. -αφνικά όμως τούτο τό χα μόγελο χάνεται από τά χεί λη του καί τό πρόσωπό του γί'νεται χλωμό. Κάτι τυλίχτη κε γύρω στους αστραγάλους του καί τόν τραβάει μέ μιαν απερίγραπτη δύναμι προς τά πίσω. Βγάζει μιά πνιχτή κραυγή καί βυθίζεται. — Κάτι τού συνέβη τού μι κιρού !, ξεφωνίζει ό Σ τρα πά τα ος. Νά τόν βοηθήσουμε! Ό Νικήτας, καθώς βυθίζε ται·, κυττάζει προς τά κάτω
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
καί παγώνει. "Ενα φοβερό τέ ρας, ένα τεράστιο χταπόδι έ χει τυλίξει τό ένα πλοκάμι του στο δεξιό του πόδι καί τόν τραβάει προς τόν βυθό. Διακρίνει τά πράσινα μάτια του πού τόν κυττάζουν γεμά το. έχθρα καί καταλαβαίνει πώς, αν δεν κινηθή γοργά, εί ναι χαμένος. Δέν αφήνει τό κουτί. Μά μέ μιά σβέλτη κίνησι διπλώνεται στα δυο και μέ τό ελεύθερο χέρι του φουχτιάζει τό μαχαίρι πού έχει στη μέση του. "Υστερα παίρ νοντας μιά τούμπα μέσα στο νερό καρφώνει τη λεπίδα στο χοντρό πλοκάμι πού τόν κρατάει αιχμάλωτο. Τό μαχαίρι κόβει σαν ξυράφι καί έλευθερώ-νετ'Ι'; Βλέπε',ι τό μεγάλα χταπόδι —τό στόίμα του χω ράει ένα ολάκερο κεφάλι άνθρώπου καί τό κάθε πλοκάμι του είναι παραπάνω από δυο μέτρα—πού όπισθοχωρεΐ γιά ■μερ ιικες στ ιγιμος άφ ήνοντας πίσω του ένα μαύρο υγρό. Μά ξέρει πώς σέ λίγο θά έπιτεθή καί πάλι. Αυτά τά τέρατα τού βυθού είναι πεισματάρικα καί αιμοβόρα. 3Άν μπόρεση καί φτάση πάλι στην επιφά νεια, θά σοιθή. Κάνει μιαν άπεγνωισμ ένη προσπάθε ι α καί βγάζει πάλι τό κεφάλι του άπ3 τό νειρσ. Μά Τσσ-Τσα πού προφταίνει ν3 άνοπτνεύση. Γιατί τήιν ίδια στιγμή τό χτα πόδι όρμάει απάνω του. Δέ θέλει μέ κανένα τρόπο νά χά ση τή λεία του1. Τό Ελληνόπουλο ανατρι χιάζει καθώς φέρνει στο νού του τόν τραγικό θάνατο πού
ΗΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗί
Μ
.>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»».
τον περιμένει. Μέσα άττό τό ττε>6ριο στόμα του τέρατος αυτού προεξέχει ένα γαμψό ράμφος που ,μο άζει μέ τό ράμφος του παπαγάλου, αλ λά ε-'κοσι φορές μεγαλύτερο, και ξεσχίζει άγρια ό,τι πέσει άπάνω του. Ξεσκίζει καί ρί χνει στο στομάχι του τις σάρ κες του θυματός του! "Όχι, δεν πρέπει νά βρή έναν τόσο φριχτό θάνατο. Αισθάνεται πάλι τις παγω ,μένες βεντούζες νά τον αγγί ζουν, μά ιμέ μιά γοργή κίνησι γέρνει πλάγια καί γλυστράει. Τό χταπόδι τινάζει προς τά εμπρός τά πλοκάμια του καί τον χτυπάει στο στήθος. Ό Νικήτας νοιώθει σά νά τον χτυπουν μέ μαχαίρι καί άνατρέπεται. Την ίδια στιγμή δυο πλοκάμια τυλίγονται σά λάσο γύρω από τή μέση του. Πάλι βυθίζεται. Αυτή τή φο ρά (μονάχα ένα θαύμα .μπορεί νά τον σοόση. Χτυπάει δεξιά κι* αριστερά σάν τρελλός μέ τό μαχαίρι του. Κόβει τρία ακόμα απ’ τά πλοκάμια πού ζητουν νά τυλιχτούν στο λαι μό του. Μά εκείνα πού βρί σκονται γύρω άίπό τή ιμέση του δεν λασκάρουν. Κι5 όλο αισθάνεται πώς βυθίζεται πε ρισσότερο. — ΕΓιμαι χαμένος... Είμαι χο |μ ενο ς... σκέπτετσ ι. Ό νους του πάει στους συν τροφούς του, πού θά τον .πε ριμένουν άδικα νά γυρίση. στο καράβι, καί αυτή την τελευ ταία στιγμή αισθάνεται μιά βαθειά θλίψι νά τον τυλίγη γιά δυο πράγματα: Τό γράμ
μα δέ θά ψτάση* στα χέρια τού Πατριάρχη καί δέ θά ξανσδή ποτέ την «άμορφη αρρα βωνιαστικιά του την 3Α,ν8ή. "Ενα θαύμα μονάχα μπορεί νά τον σώση. Καί τούτο τό θαύμα άρχι ζε ι νά πιστεύη πώς γίνεται. Σά αέ όνειρο βλέπει τον Γε ράσιμο* Στραπάτσο καί τρεις ναύτες από τή σκούνα πού βουτάνε κι5 έρχονται προς τό μέρος του μέ κοφτερά τσεκού ρια στά χέρια. Νοιώθει κάτι σά νά γίνεται σεισμός. Όλάκερο τό κορμί του τραντάζε ται. Τά: τσεκούρια κομματιά ζουν τά πλοκάμια πού τού σφίγγουν τή μέση καί τώρα καταλαβαίνει πώς είναι ελεύ θερος. "Υστερα αισθάνεται νά τον παρασύρουν προς τά πά νω καί τά πνειμόνια του ρου φούνε λαίμαργα τον αέρα. ΣΤΚιΗ ΠΟΛΗ
ΤΑΝ ανοίγει τά μά τια του, είναι σά νά συνέρχεται από έναν φοβερό καί απίστευτο εφιάλ τη. Είναι ξαπλωμένος στην κουκέτα του καί πάνω άπ3 τό κεφάλι του στέκει καί τον κυττάζει χαμογελώντας ό Στραπάτσος. Νοιώθει μιά φοβερή κούρσαι καί πόνους στά χέ ρια καί στά πόδια. — Τί έγινε; ρωτάει. — Παρά λύγο νά μέ βάλης νά ψέλνω!, αποκρίνεται ό Κε φαλλωνίτης. Ευτυχώς όμως πού σέ προφτάσαιμε. Τό άτι μο, ήταν θεριό όλάχερο. Μέ τέσσερις μπαλτάδες τό πόλε-
Τό Έλληινόττουλο εγει
ιπτεοδευτη τώσα σ’ £ναν άγοόνα £&>ίκ $ θανάτου
αέ
τό
θαλάσσιο
τεοαε.
20
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» μήισαμε και κινδυνέψαμε νά τά βγάλουμε πέρα. Τό παιδί του σφίγγει τό χέρι. — Σ’ ευχαριστώ, Γεράσι με, του λέει. Μου έσωσες τή ζωή! "Υστερα σά νά Θυμάται κά τι γίνεται ξαφνικά ανήσυχος. — Το κουτί μέ το γράμμα; ρωτάει. — Έν τάξει κι5 αυτό! Εί ναι κάτω άπό τό μαξιλάρι σου. Τώρα κοιμήσου λίγο νά ξαποστάσης. — Κάναμε πανιά; — Έδώ καί δυο ώρες τα ξιδεύουμε. Είδαμε καί πάθαμε νά σέ συνεφέρουιμε. Την άλλη μέρα τό πρωί ό Νικήτας Άστρακάρης έχει συ νέλθη, εντελώς. Τό «"Αγια Τρι άς» σέ λίγο θά μπή στά στε νά καί αρχίζουν νά προετοιμά ζωνται. Ό καπετάν Γκίκας σύμφωνα μέ τίς όδηγίες πού έχει απ’ τό Μιαούλη καλεΐ τούς δυο επιβάτες του στήν καμπίνα του καί τά κουβεν τιάζουν ιδιαιτέρως. Τούς δίνει δυο μετ αχ ε ιρ ιοί μ ένε ς · τού ρκ ι κες φορεσιές. Μ’ αυτά τά ρου χα θά μπορέσουν νά κυκλοφο ρήσουν χωρίς φόβο στην Πά λι. Κανείς δέ θά τούς προσέ ξη καί δλοι θά τούς περνάνε γιά Τούρκους. Κάτω από αυ τά τά ρούχα, κρύβουν δυο πι στόλια ό καθένας, ένα χατζά ρι κι5 ένα γιαταγάνι. Ό Νική τας έχει πάλι στον κόρφο του τό γράμμα γιά τον Πατριάρ
χη-
— Μόλις βγήτε άπ’ τό κα ράβι θά πάτε στον Άχιμέτ -
καφενέ τούς λέει. Ό ιδιοκτή της αυτού του καφενείου είναι γραικός καί ανήκει στη Φιλι κή Εταιρεία. "Ολοα όμως στην Πόλι τον περνάνε γιά μουσουλμάνο. Θά τού ιτήτε πέος πάτε από μέρους του Μι αούλη. κι5 αυτός θά σάς βοηθήση στην αποστολή σας. Έγώ θά περάσω ύστερα από ένα μήνα, έπιστρέφοντας απ’ την Όντεσσα, νά σάς πάρω. Νάχετε πάντα τό μάτι σας στο λιμάνι. Κι’ όταν δήτε τή σκούνα, θά ξ αναπάτε πάλι στον ’Αχιμέτ - Καφενέ. Άπό εκεΐ θά <βρούν τον τρόπο νά σάς φέρουν στο καράβι χωρίς νά σάς μυριστούν οί Τούρκοι. Ό καπετάν - Γκίκας ανοί γει τό σεντούκι του καί βγά ζει δυο σακουλάκια ,μέ λε φτά. Τούς τά δίνει. — Πρέπει νάχετε καί χρή μα μαζί σας, τούς λέει. Χω ρίς λεφτά δέ θά μπορέσετε νά κινηθήτε, όπως χρειάζεται. Ό Νικήτας κι’ ό Στραπάτσος ύστερα άπό λίγο είναι έτοιμοι. Κάτω· άπό τά τούρκι κα ρούχα είναι εντελώς αγνώ ριστοι. Κι’ οι ίδιοι οι ναύτες δύσκολα τούς αναγνωρίζουν. — Λυπάμαι, λεβέντες, πού χωριζόμαστε, τούς λέει ό Σ τραπάτ σ ο ς, καί στ αιμ σπάνε τά μαθήματα τής χορωδίας μας. Μά ατό γυρισμό θά ξαν α ρχ ίσο υνε πάλ ι. Μιά ώρα αργότερα, τό «"Α για Τριάς» μέ τήν πρόφασι πώς θέλει νά κάνη μερικές ε πισκευές στά πανιά του δι πλαρώνει σ’ έναν Λάπό τούς ^ ^ Λ “Τ' \ ντοκους του λιμανιού. Το ίδιο
21
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ
βράδυ μέ .χίλιες προφυλάξεις, γλυστροΰν άπ3 το καράβι δυο σκιές. Βγαίνουν στην παρα λία, .μπαίνουν σέ κάτι στενά κ αλντηρ ίμια και τραβούν προς τον 3Αχμέτ - καφενέ. ΑΧΙΜΕΤ - ΚΑΦ5ΝΕ
ΜΑΡΤΙΟΣ του 1821 ιεΙΙνοφ μήνας γεμάτος αγονία για τούς χρι στιανούς τής Πόλης. Ή Ύψη λή Πύλη μαθαίνει τις πρώτες άό,ριατες πληροφορίες για την ύπαρξι τής Φιλικής Εταιρεί ας, πού ' οργανώνει την έξέγειρσι τών γραικών. Οί πλη ροφορίες αυτές έπιβεβαιώνονται λίγες μέρες αργότερα,, ό ταν οΐ Τούρκοι πιάνουν επι στολές τού Ύψηλάντη· πού έ χουν φέρει μαζί τους άπ3 τη Μολδοβλαχία, στην Πόλη 5υό απεσταλμένοι του. Ή άτμόσφαιρα είναι- γεμάτη ήλεκτρι σμο και όλοι καταλαβαίνουν πώς από τη μια στιγμή στην άλλη θά ξεσπάση μιά φοβε ρή μπόρα. Πολλοί χριστιανοί καταφέρνουν νά φύγουν κρυφίάρ αναζητώντας τήν σωτη ρία τους σέ ρωσικό έδαφος. Στις ό Μαρτίου διαβάζε ται σ’ όλα τά τζαμιά ένα μυ στικό φιριμάνι τού Σουλτά νου Μαχμούτ: «"Ολοι οι πι στοί νά είναι διά παντός έ τοιμοι καί άγρυπνοι για νά χτυπήσουμε κατακέφαλα τούς γικιαούρ πού ετοιμάζονται νά κινήσουν ένοπλον χεΐρα εις τό κράτος μου. Οί μή έχοντες όπλα νά πωλήσεασι καί αυτά ακόμη τά κλινοσκεπάσματα
των διά ν’ άγοράσουν. "Ας άνοίξωσιν όλοι τά όμματά των. Πρόκειται περί θρησκείας. Ό αυτοικρατορικος σκοπός μου είναι νά κερδίσω τάς καρβίας τών αληθινών πιστών καί νά ένισχύσω τον νόμον τού Μωά μεθ. ΕΤΘε νά φανήτε άγρυ πνοι !» (**)* Ή παραγγελία αυτή τού σουλτάνου δυναμώνει τον· φα νατισμό καί ή καταιγίδα δεν άργεΐ νά ξεσπάση·. Αυτή τήν εποχή έχουν μεταφερθή στήν Πόλη αίμοβόρες ορδές άπό άσιάτες στρατιώτες. Αυτοί έδώ παίρνουν διαταγές ν’ άρχίσοιυν τή δράσι τους καί ά πό τή μιά στιγμή στήν άλλη φουντώνει ό χαλασμός. Μέ γυμνά γιαταγάνια ξεχύνονται ατούς δρόμους καί σφάζουν άλογάρ ιαστα τούς χ,ρ ιστ ιανο ύ ς. Σ φάζουν, π αρ ούβ ι άζ ουν σπίτια, ατιμάζουν κοπέλλες, βάζουν φωτιά ατούς χριστια νικούς μαχαλάδες καί ή μεγά λη πολιτεία γεμίζει άπό αΤμα καί θρήνους. Σ’ όλες τίς γω νιές τών δρόμων στήνουν αγ χόνες καί κρεμούν γέρους, παιδιά καί γυναίκες. Άπ3 τά κλαριά τών δέντρων κρέμονται πτώματα. Κι5 όσους βαρυούνται ή δέ μπορούν νά σύρουν στο δρόμο τούς κρεμούν έξω άπ3 τίς πόρτες ή τούς κομμα τιάζουν καί πετούν άπό τά (*) Φιο,μόνια μέ τίαιοοίμΌ-ίΐο πειοιενό.μ ενο δπσιβόστηχσιν τττη Υδια ιεττοντ» καί σ’ αλα τά τζαμιά ττκ σ κ λ σβω μόνη ς ' Ελλάδο ς (' Ιστορία
* Ειλ-λη·ν. Έττανοια τάσεις, I. Τοι-
κοέπτη),
22
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
►»»»»»»>»>»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» παράθυρα τά κρεαυργημένα κορμιά τους. — Θάνατος και ^ κρεμάλα στους άπιστους! Τό σπαθί του Προφήτη στα κεφάλια τους! Αυτή ή κραυγή άπλωνεται απ’ τή μια έως την άλλη άκρη καί ^κανείς ^ δον μένει άργός. Ό ώπλισμένος όχλος αποτε λειώνει» δ,τι έχουν άφήσει όρθό οί στρατιώτες. ^ Μεθυσμέ νοι δερβίσηδες, πού χορεύουν θρησκευτικούς χορούς υπό τούς ήχους ταμπούρλων, γυρί ζουν στούς δρόμους καί δίνουν συνθήματα θανάτου καί κατα στροφής. — Κανείς γκιαούρης ζων τανός! Κανείς γκιαούρης ζωντανός! Οί Τούρκοι μπαίνουν στις εκκλησίες διαρπάζουν τά α σημένια καί χρυσά άφ ιερώμ σ τα, ποδοπατουν τις εικόνες, καίνε καί ληστεύουν Ή Κωνσταντινούπολις έχει μεταβλη θή σέ μια κόλασι φωτιάς καί θανάτου για τούς χριστια νούς. Μπροστά σέ ιμιά τέτοια κα τάστασι βρίσκονται, καθώς άποβιβάζονται· στο Τοπχανέ, ό Νικήτας Άστρακάρης κι’ ό Στραπάτσος. — Σέ άσκημη ώρα ήρθα με!, γκρινιάζει 6 Κεφαλλωνίτης, καί χαϊδεύει τό γιατα γάνι του. "Αν καταλάβουν πώς είμαστε γραικοί... κλάψτα Χαράλαμπε! — Θά τά καταφέρουμε, μ ή φοβάσαι!, τού δίνει κουράγιο τό παιδί. Μέσα του όμως μια δυνατή
λύσσας τον πνίγει. "Αχ, άς μπορούσε νά ριχνότανε μέ τό σπαθί του ανάμεσα σ’ αυτά τά θεριά νά τσάκιση όσο τό δυνατό περισσότερους κγ υ στέρα άς χανότανε κι αυτό^. Μά δεν έχει τό δικαίωμα. Τό γράμμα πρέπει νά φτάση στά χέρια του Πατριάρχη. Προχωρούν ανάμεσα σέ ώ^ πλισμένους χαμάληδες καί καϊκτσήάες του λιμανιού πού ουρλιάζουν καί μέ κόπο κα ταφέρνουν νά φτάσουν στο Άχ/μέτ - κοοφιενέ. Ό Ιδιοκτή της του εϋναι ένας ψηλός άν τρας μέ σορίκι καί φέσι καί κυττάζεΐ' μέ άσκημο μάτι τούς καινουργιοφερμένους. Ό Νική τας πηγαίνει πρός τό μέρος του θαρρετά καί τον χαιρετάει κάνοντας τό σημείο τής Φιλί*· κής Εταιρείας. Χτυπάει τά δυο δάχτυλα του άριστερού του χεριού πάνω στή φούχτα τού δεξιού. — Έμαθες τίποτα^ για καμμιά καινούργια έψεύρεσι; τον ρωτάει. (*) — Δύσκολο πράγμα αυτό πού ζητάς! του λέει. — Κι* όμως πρέπει νά βρεθή ένας τρόπος, επιμένει τό (*) "Ανάμεσα στ άλλα σννΜτ ιιατα άναΥνωρί'σεως ιτον είχαν τίΐ'ν έτττονπ έ»είιν>η τά αέιληι τβς Φιλικής ΊΕταιρείαε ·λ Ιταν κι* αϊ^· τη η έοώττκτι. ’Έκεΐνο τάν καιρό άλος ό κόσμος άΥωνιοΟσε ιιέ το •πράβλιτυα τπγ λ άν<χκαλυ$ΐϋιεως τοΟ Φίλο-σοφικοΟ λίθον, ττον Θά υετ έβαλλε. δπίος ττίστευαν άλα τά εντελή υέτ άλλος σέ νιονσάφγ Μ Φιλική Έτ αι ο ε ί α δν&ι αΦεο.ό τ ο?νε γι σώτη τη/ν έφιεύιρεισι Υΐστΐ θά της Εδινε τά ΥοτΗΚττικά αέσα νά δνναιιώση τον άτώνςτ. 5
5
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙ ΕΡΗΣ
23
»>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»>»»>»»>»
παιδί. Είναι ανάγκη νά δώσω τό γράμμα τού Παπαφλέσσα στον Πατριάρχη. Ό Άχμέτ σκέπτεται λίγο. — Βρήκα!, κάνει υστέρα από -μια μικρή σιωπή. "Ενας μονάχα μπορεί νά σάς δοηθήση. — Ποιος; — Ό 1 Κωνσταντίνος Μού ρο ύζης. Είναι ό "Ελληνας με γάλος διερμηνέας τής Πόρ τας.Αυτόν δεν τον υποψιάζον ται οι Τούρκοι. Εκείνος μονά χα μπορεί νά σάς μπάση στο φανάρι. Ό Ιδιοκτήτης του ’Αχμέτ καφενέ κυτταζει γύρω του και σκύβει πιο πολύ κοντά τους. Κάτι τούς .λέει χαμηλόφωνα και ταν άκουρε προσεχτικά. Τούς κατατοπίζει πώς μπο ρούν νά δρουν τό σπίτι του. — Επειδή αμως μπορεί ό υπηρέτης του πού θά σάς ά νοιξη τήν πόρτα νά μη σάς άφήση νά περάσετε μέσα, θά του δείξετε αυτό τό δαχτυλίδι... Καί, καθώς μιλάει, βγάζει από τό δάχτυλό ταυ ένα μαλα ματένιο δαχτυλίδι πού φοράει και τό δίνει στον Νικήτα. —- Όταν τό 6ή, συνεχίζει, θά σάς πάη άμέσως κοντά του. '* Τό * Ελληνόπουλο παί ρνε ι τό δαχτυλιάι καί τό περνάει στο δάχτυλό του. "Υστερα σφίγγει* τό χέρι του ’Αχμέτ. ^ — Σ5 ευχαριστούμε, του λέει-. Θά ξαναγυρίσουμε σύν τομα νά σου πούμε τά νέα μας.
*—Νά προσέχετε, τούς συμ
δουλεύει αυτός. Οι Τούρκοι, α-τως θά τό καταλάβατε ί* οί ίδιοι άπ^τίς λίγες ώρες που έχετε εδώ, είναι άνήμερα θη ρία. Νάχετεάνοιχτά τά μάτια σας... "Υστερα άττό λίγο, ό Νική τας κι’ ό Στρσπάτσσς βρί σκονται πάλι οπό δρόμο. Πέ ρα μοκρυά, άπ5 τή συνοικία όπου μένουν οί χριστιανοί, τε ράστιες φλόγες υψώνονται στον ουρανό. Οί φωτιές, που έχουν ανάψει στά έλληνικά σπί τια οί όρδες τού Σουλτάνου, παίρνουν ολοένα καί μεγάλεί τερη έκτακτε Οί καπνοί, τερά στια σύννεφα, σκεπάζουν τά άστρα... ΑΔΙΕΞΟΔΟ
'ΠΟΤΟΜΑ, καθώς βα δίζουν, ό Στραπώτσος κοντοστέκεται. — Τί τρέχει; τον ρωτάει ξαφνιασμένο τό παιδί. — Θαρρώ πώς μάς έχουν πάρει τό κατόπι, λέει. * Εκεί νοι οί δυο πού κάθονταν κοντά στην πόρτα του καφενέ όταν κουβέντιαζες μέ τον ’Αχμέτ, ρίχνανε κατά τό μέρος μας κλεφτές ματιές. Δέ μου άρέσουνε οί φάτσες τους. Αυτοί ίσως τώρα νά μάς παρακολου θούνε. Ό Νικήτας κάνει πιο βια στικό τό βήμα του. — Τώρα θά καταλάβουμε λέει, άν μάς παρακολουθούν ή όχι... ΓΊ ρο-χώρα! Στρίβουν μιά γωνιά, μπαί νουν σ’ ένα σκοτεινό δρομάκο καί κρύβονται στην κώχη μιας
Α
24
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
>»>»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»>»
πόρτας. 3Αφουγκ,ράζονται και φέρνουν το χέρΐ' στις λαβές των σπαθιών τους. "Ακούνε βή ματα ττο-υ ζυγώνουν. I ά βή ματα είναι βιαστικά σά νά τρέχουν έκεΐνοι πού έρχονται. Νάτοι κιόλας. Φάνηκαν στη γωνιά και στέκουν κυττάζον τ ας γύρω τους. 5Από τη θέσι πού βρίσκεται ό Νικήτας μπο ρεΐ νά βή τά χαρακτηριστικά τους. Ναι είναι αυτοί οί δυο πελάτες του Άχιμέτ - καφενέ. "Έχει δίκηο ο Στραπάτσος. Τούς π αρ ακολουθούν. — Μά τί γίνανε; ρωτάει ό ένας από τούς δυο. — Σέ κάποιο άπό αυτά τά σπίτια πρέπει νά έχουν τρυπώιση! αποκρίνεται ό άλλος. Δεν πρέπει νά τούς αφήσουμε. —Είσαι βέβαιος πώς είναι αυτοί; — Βάζω στοίχημα μέ τό κεφάλι ιμου. Ό ένας άπό τούς δυο είναι ό Άστρακάρης. Πριν δυο μήνες πού ήμουνα στο "Αλγέρι, τον είδα πολλές φο ρές ιμέ τις αλυσίδες οτά πό δια... Ό άλλος είναι* ή παρέα του. Τοοκασ αν άπό έκεΐ καί ό "Αλλάχ (μονάχα δέρει τί ήρθα νε νά σκαρώσουνε έδώ. Τό παιδί σφίγγει τά δόν τια. — Σπιούνοι, λέει χαμηλό φωνα στ" αυτί του Στραπά τσου. Ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης νοτώθει νά τον γοοργαλάει τό..·. λαρύγγι του. —0ά ψάλω!, άποκρίνε'- ’ ται. υζ)σς> σιγά κι" αν άντηλλά-
γησαν όμως αυτές οί λίγες κουβέντες, οι δυό άγνωστοι· κάτι άκούνε. Γυρίζουν ξαφνι ασμένοι καί τά μάτια τους καρφώνονται στη χαμηλή πόρ . τα. "Από έκεΐ ήρθαν οί ψίθυ ροι στ" αυτιά τους. Κάνουν με ρ;ικά βήματα μέ προφυλάξεις καί ζυγώνουν. Κάτι σαλεύει στη σκιά. — Νάτοι*!, ξεφωνίζει ό έ νας. — Π αρ σδοθή,τ ε! > μ ουγγ ρ ί ζει« ό δεύτερος. Τραβούν κι οί δυό τά σπα θιά τους κι" είναι έτοιμοι νά μουντάρουν. Μά, πριν προφτάσουν νά κινηθούν, τό 1 Ελ ληνόπουλο κι" ό Στραπάτσος επιτίθενται. "Αφήνουν την κρυ ψώνα τους καί τινάζονται προς τά εμπρός σά λυοντάρ ισ. — Πίσω σκυλιά!, ουρλιά ζει ό Κεφαλλωνίτης. — Στο ψαχνό, χωρίς φασα ο ί α, Γε,ο άσημε!, δ ι στάζε ι ό Νικήτας. Μέσα στον έρημο δρόμο τά γ ι ατ αγ άν ι α δ ισστ αυρών οντα ι καί τό ατσάλι βροντάει καί βγάζει αστραπές. Οί δυό Τούρκο ι* πολεμούν άγρια, -έρουν νά χειρίζωνται τό σπαθί καί ξεφεύγουν τά χτυπήματα. Αποκρούουν καί επιτίθενται. — Παραδόσου, Άστρα,κάιρη!, λέει λαχανιασμένος εκεί νος πού χτυπιέται μέ τό παι δί. "Άν προσκύνησης, δεν πα βαίνεις τίποτα! — Ό Άστρακάρης δεν πα ραδίνεται!, άποκρίνεται τό Ελληνόπουλο. — Μετά των Αγγέλων φ-
ΜίΊΟΥΡΛόΐΙΕΡΗΪ
25
»^»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
νάπαυσαν τον δούλαν σου... Δεύτε τε'λευταΐον ασπασμόν. Αίωνίασαα αυτού ή μνήμη... Ό Στραπάτσος έχει κατα φέρει κιάλαις τον αντίπαλό του. Μια σπαιθια του τσακί ζει τό κρανίο καί τον στέλνει στον απέναντι τοΐχο νά σω ριαστή σαν άδειο σακκί. Ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτη ς ψέλνει τώρα την... επιμνημό συνο δέησι! Ξαφνικά όμως ή φάλτσα Φωνή του παύει ν’ άκούγεται. Κάπου από έκεΐ κον τά φτάνει στ’ αυτιά του πο>5ο βολητό__ άλογου. — Ξεμπέρδευε γρήγορα, καπετάνιο·!, φωνάζε ι νεορ;κά. "Ερχονται καβαλλάρηδες. Ό Νικήτας έχει ακούσει. Ναί, δεν χρειάζεται περισσό τερο χασομέρι. Μ’ ένα τίναγμα του λαστιχένιου κορμιού του έρχεται πλάγια άτοκρουει τή λεπίδα του άντιττά λου του που σημαδεύει την καρδιά του καί τό σπαθί του πέφτει· σαν ρομφαία στο ώπλι σμένο χέρι του Τούρκου. Ε κείνος βγάζει ένα ουρλιαχτό πόνου καί με σπασμένο· τό χέ ρι κυλιέται στο χώμα. — Πάει κι5 αυτός ί, ανα στενάζει ρέ άνακούφισι ό Στρσπάτσος. Καί τώρα δρό μο. Τό στενό όπου έχουν τρυ πώσει είναι ά διέξοδο καί τρέ χουν προς την έξοδό του. Την ίδια στιγμή όμως φαίνονται στη γωνιά του δρόμου τέσσε ρις; χαιβσλλάρηιδες. Είναι ώπλισ.μένοι καί φορούν τή στο λή τής αστυνομίας... Οι δυο "Ελληνες μένουν άσάλευτοι.
— Την πάθαμε σαν άγράμ μ αχ ο· ι!, γκρ ιν ιάζε ι ό Σ τ οαπά τσος. — Σταθήτε ώρέ!, άκούγεται μια βαρεία φωνή. Ποιοι είστε; — Ταπεινοί πιστοί του 5Αλλάχ είίμαστε, λέει κλαψιά ρικα ό Στραίπάτσος. Δεν μάς βλέπετε; Καί δείχνει τά ρούχα πού φοράει. Οι καβσλλάρηίδες κυτ τάζουν προσεχτικά τον άντρα καί τό παιδί. Φαίνεται πώς έ χουν πεισθή καί είναι έτοιμοι νά τούς άφήισουν νά περάσουν. Ξαφνικά άμως άπό τό σκοτει νό δρομάκι φτάνει ένα βογγητό καί μια φωνή ξεψυχισιμένη: — Μη τούς αφήνετε! Πιάστε τους. Είναι γκιαούρηίδες! — Στο έχω πή νά μην άφή νης ποτέ μισοτελειωμένες τις δουλειές σου, καπετάν Νική τα, γκρινιάζει ό Στραπάτσος. "Αν τον εΐχες ξεμπερδέψει, θάχε μουγκαθή τώρα καί δέ 8ά γκάριζε ό πάληομουιοτάτης \
Τό παιδί δεν απαντάει. Μέ τό βλέιμμα του ζυγιάζει τήν κατάσταισι. Βρίσκονται σέ πο λύ δύσκολη θέσι. Ό ένας κιό λας άπό τούς καβαλλάρηδες έχει σσιλτάρει κάτω άπό τ’ ά λογό του καί πηγαίνει προς τό μέρος τους μέ τό πιστόλι στο χέρι. — Απάνω τά χέρια, ώρέ!, διατάζει. Ό Νικήτας κάνει ένα βήμα πίσω καί πηδάει πλάγια. Ό Τούρκος πιέζει τήν σκανδάλη. Δυο σφαίρες περνούνε πάνω απ’ τό κεφάλι τού παιδιού
Ϊ6
6 ΜΙΚΡΟΣ >>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
και σφυρίζουν άγρια. Σκύβει, ζει φωτιά/ βροντές καί καφυλάγεται^ και -μονομιάς, δταν πνούς. Ό Νικήτας νοιώθει έκαταλαβαίνει ττώς άοειασαν να καφτό μολύβι νά του γδέρκαί τά δυό πιστόλια του άντι νει τόν ώμο. πόλου του, τινάζεται» μπρο — Μη τόν σκοτώνετε!, άστά και τό βαρύ γιαταγάνι κούγεται πάλι άπό τό βάθος του πέφτει μέ δύναμι άπάνω τού σκοτεινού δρόμου ή ξεψυστόν άνθρωπο πού τον σημα χισμένη φωνή τού πληγωμέ δεύει. Ό Τούρκος, πού αυτή νου. Είναι ό Νικήτας Άστραίσα - ίσα τή στιγμή ετοιμά κάρης! Ό σουλτάνος πίληρώζεται νά τραβήξη τό σπαθί νει χιλιάδες γρόσια γιά μπαχ του, διπλώνεται στα δύο και τσίτς άν τού τόν πάτε ζωντα γονατίζει αφήνοντας ένα βογνό. Αυτό το όνομα πέφτει σάν γητό. —Απάνω στο σκυλί ί, ούρ μπόμπα ανάμεσα οπούς καλιάζουν οι άλλοι τρεις κσβαλβαίλλάρηιδες. "Ολοι τό ξέρουν αυτό τό όνομα. Ό Άστ.ρακάλάρηδες. ρης στην Ί σταιμτούλ; Μά τό Τραβούνε τά πιστόλια και τε, βέβαια, άν τόν αίχμαΐλωτίμουντάρουν προς τό μέρος οουν, κάνουν την τύχη τους. του. Ή έρημη πάροδος γεμί-
'Ο
Νικήτας
γονατίζει
με σέβα σμο και ττασαδίνει άονη τό γοάμμα.
στόιν
Πατοι-
Μ Π Ο Υ Ρ Λ Ο Τ I Ε Ρ Η Σ
27
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»
—Αυτή εΐν,αι δουλειά του σεϊτάν Άστοακάοη!. σουιλ τ άν ο ς Μαν^υούτ.
Κρατούν τά χαλινάρ.ια των α λόγων τους και δεν ρίχνουν πια. — ΓΊαραδώσου, ώρέ γκιαούρ !, του φωνάζουν. — Δεν παραδίνομαι! Έλα τε να μέ πιάσετε!, απαντάει τό 1 Ελληνόπουλο. Καί, καθώς -μιλάει, κινείται γοργά ιτρός τό μέρος του α λόγου πού είναι χωρίς καβαλ λάρη. "Έχει τό σχέδιό του; Μονάχα ρ3 ένα άλογο μπορεΐ να τούς ξεφύγη. — Γεράσιμε, μαζί μου!, δι ατάζει. Μά ό Στραπάτσος δεν τον άκούει. "Εχει κι3 αυτός δικό του σχέδιο. 'Απ’ τις κινήσεις του παιδιού καταλαβαίνει τί
μουγγοίζει
δ
θέίλει νά κάνη ό Νικήτας. Πρέ πει λοιπόν κι3 αυτός νά βρή ένα άλογο. Γλυστράει μέσα στο σκοτάδι —καθώς οί άστυ νομικοί μιλάνε με τό παιδί καί τού ζητάνε νά παραδοθή —πίσω από τη ράχη ενός κα βαλλάρης καί, μέ μιά κατσμ πληκτική σβελτάδα γιά τό κοντόχοντρο κορμί του, σ αλ τ άρει σάν μαϊμού ά'πάνω στ5 άλογο. Ταυτόχρονα, τό γιατα γάνΐ’ του διαγράφει ένα τόξο στον άέρα καί μισό λεπτό άρ γότερα ό καβαλλάρης βρίσκε ται στο έδαφος. Τώρα ό Στρα πάτσος έχει στα χέρια του τά γκόρια. — *Αντε λοιπόν, καπετάν Ν ικήτα!, φωνάζε ι, φεύγουμε!
28 Ο ΜΙΚΡΟΣ λ»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»> — Έν τάξει, Γεράσιμε. Σ" έφτασα!... Τράβα μπροστά ! Ο ΣΤΡ ΑΠ ΑΤΣ Ο Σ . . . ΨΕΛΝΕ:! !
ΑΙ την ίδια στιγμή, κα §ΜΓ θώς ό Στραπάτσος χάνετατ στο σκοτάδι καλ πάζοντας, τό παιδί πού βρί σκεται- τώρα πλάϊ στο δίχως καβαλίλάρηι άλογο τινάζεται καί σ αλτ άρει στη ράχη του. Μά δεν έχει τύχη,. Πριν καλάκαλά πιάση. τά γκέμια τό άτι θασσο άλογο άνασηκώνεται απότομα., στυλώνεται στα πι σινιά του πόδια καί ό Νικήτας χάνοντας την ισορροπία του, κατρακυλάει στο έδαφος. — Χάθηκα!, λέει· μέσα άπ5 τά δόντια του. "Ενας δυνατός πόνος στο κεφάλι καί .μια φοβερή ζάλη τον παιδεύουν. Δοκιιμάζει ν’ άνσοηικωθή, μά δον προφταί νει·. "Ολα αυτή τή νύχτα εΐναι έναντίον του. 0ί δυο καβαλλά ρηδες, πού για ιμεριικά δευτε ρόλεφτα μένουν σαν άπολ ιδω μένοι από τή σκηνή που δια δραματίστηκε μέ μιαν άσύλληπτη τσιχύτητα μπροστά στα μάτια τους, σαλτάρουν προς τό ίμερος του. Πέφτουν άπάνω του. — "Ησυχα, ώρέ γκιαούρη, γιαπί χάθηκες! Τό Ελληνόπουλο παλεύει άπεγνωισμέν α, προσ παθώντ α ς νά φτάση τό σπαθί του πού μέ τό πέσιμο έχει ξεφύγε^ι α πό τά χέρια του. Άλλα τίπο τα δεν γίνεται. "Έχει νά κάνη μέ δυο χειροδύναμους ώς έκεΐ πάνω άντρες πού δέν άστειεύ-
ονται. Μ5 ένα δυνατό χτύπημα στό κεφάλι τον κάνουν άνικανό ν5 άίμυνθή. — "Έχασες, ώρέ Άστρακάρη.!, τού λέει ό ένας καθώς τον δένει χειροπόδαρα. Τώρα 8ά τό πληρώσης μέ τό κεφάλι σου σαν σέ παραλάβει ό Ίστομπούλ Κατισσά (*) Τον φορτώνουν έτσι δέμενο απάνω στ’ άλογο, ξεχνάνε τούς χτυπημένους συντρόφους τους καί τον Στραπάτσο. Βά ζουν ανάμεσα τους τό παιδί καί ξεκινάνε. — Καί τώρα για τό μπα χτσές μας!, λέει ό ένας από τούς δυο κοροϊδευτικά. Τό κι σμέτ σ’ έρριιξε μπροστά μας καί θά γίνουμε πλούσιοι, ώρέ "Αστραικάρη! "Ομως, άν εκείνοι ξέχασαν τον Γεράσιμο Στραπάτσο, έκεΐνσς δέν τους ξεχνάει. Κα θώς ό κοντόχοντρος Κεφαλλω νίτης καλπάζει στο σκοτάδι, ρίχνει κάθε τόσο ματιές πίσω του. ΕΤνατ ένας μεγάλος δρό μος γεμάτος θεόρατα δέντρα κι" από τις δυο μεριές. — Τί διάολο; αναρωτιέται. Γ ιατί χασομερνάει ό μικρός; Λιγοστεύει την ταχύτητα τού άλογου του καί κρατάει τά γκέμια. Μά ό Νικήτας που θενά δέ φαίνεται. Ό Στραττά^τσος γίνεται ανήσυχος. "Ενα σωρό άσκημες ιδέες περνούν απ’ τό μυαλό- του. — Έχει γούστο νά τον χτύπησαν!, λέει. Ξαφνικά άμως από τό βά(*) *0 διευθυντής της άστι/ιν^ιι ίας.
ΜίίΟΥΡΑΟΤίΕΡΗΙ 8ος του δρόμου φαίνονται τ,ρεΐς καβούλλ άρηδε ς. Ό κον τόχοντρος κεφαλλωνίτης, γουρ λώνει τά μάτια. Ναι δέ γελιέΤαΐ'. 01 δυο άπ’ τούς κσβαλλά ρηδες είναι· Τούρκοι κι5 έχουν ανάμεσα τους τό παιδί. ^ — Τον πιάσανε!, λέει με φωνή τρομαγμένη^ "Αγιέ Γε ράσιμε, βάλε τό χέρι σου, γι ατί εχει τή γραφή του Πατρι άρχη απάνω του. Τό ιμυαιλό του δουλεύει βια στικά. Κάτι πρέπει νά κάνη.. "Αν βέλη νά τον σώσηι, πρέπει νά κινηθή γοργά. Ναί. Κάτι βρήκε. Μιά τολμηρή σκέψι σφηνώνεται· στο νου του. Κα τεβαίνει Απ' τ5 άλογο. Τό τρα βάει ά!π5 τά γκέμια στή σκιά κι5 υστέρα σκαρφαλώνει· σ’ έ να δέντρο. Κρύβεται ανάμεσα στο- πυκνό φύλλωμά του καί περιμένει. "Βχει^ φουχτιάσει τό βαρύ γιαταγάνι του και πε ρ«μένει. 5Από τή θέαι πού βρί σκεται· βλέπει τούς καβαλλάρηδες πού ζυγώνουν. "Ολα τά νεύρα του είναι- τεντωμένα. Σφίγγει τά δόνιιτα. Είναι έ τοιμος. "Ολα όμως κρέμονται σε μιά κλωστή. Μονάχα άν κιινηθή σαν άστραπή, μπορεί νά πετύχη. Τώρα ζυγώνουν πιο πολύ. Τό παιδί είναι δεμέ νο άπάνω στ5 άλογο. Ακούει τις κουβέντες τους. Αίγο α κόμα. Δυο μέτρα, ένα μέτρο. Φτάσανε κάτω άπ3 τό δέντρο. Μέ μιά κίνησι, ό Στραπάτσος· άφηνει- τό κορμί του ελεύθερο και πέφτει σά βολίδα στή ρά χη τού καβαλλάρη πού βρίσκε ται στή δεξιά πλευρά. Ή Ατσάλινη λεπίδα Αστράφτει και
-
,29
χτυπάει σαν κεραυνός. Άκου γεται ένα μουγγρητό κι* ό Τούρκος γκρεμίζεται στο χώ μα πριν κοτταλάβει καλά-καλά τή έγινε. —- Γειά σου, Γεράσιμε!, φωνάζει τό παιδί πού παρα κολουθεί μέ θαυμασμό τήν ευλιγιαία τού κοντόχοντρου φί λου του. Είσαι έν τάξει! Τήν ίδια στιγμή όμως, ό άλλος καβαλλάρης, πού έχει σταματήσει σαστισμένος από τήν ουρανοκατέβατη αυτή ε πίθεση βγάζει τό· πιστόλι του. Μιά φλόγα σκίζει τό σκο τάδι. Ό Στραπάτσος πέφτει μέ τά μούτρα στή ράχη τού άλογου και ή σφαίρα σφυρί ζει πάνω άπό τήν πλάτη του. Τό άμέσως έπομενο όμως δευ τερόλεφτο, τινάζεται άρθός καί τραβώντας τά γκέμια ύποχρεώνει τό άλογό του νά άρμήση σάν σίφουνας προς τό μέρος τού Τούρκου. Μιά α κόμη σφαίρα πάει χαμένη. Μά τό γιαταγάνι τού κοντόχο'ντρου Κεφσλλωνίτη δέ λα θεύει. Καίθώς περνάει δίπλα του, τεντώνει τό χέρι. Ή κο φτερή λεπίδα τον θερίζει. — Ευλογητός εΤ, Κύριε, δί δαξόν με τά δικάιώματά σου. Ή φάλτσα φωνή του άπλώ νεται ατό: μεγάλο δρόμο καί τό παιδί πού τον ακούει νομί ζει· πώς ψέλνουν χερουβείμ. — Θά μ,5 άφήσης πολύ ώ ρα Ακόμα, Γεράσιμέ, δεμένο; του φωνάζει, αεχνάς πώς έ χουμε νά κάνουμε μιά επίση μη έπίσκεψι Απόψε; — Έν τάξει, πιτσιρίκο! "Εφτασα!
ΙΟ Τρέχει» κοντά του καί μέ γοργές κινήσεις τόν έλευθερώ νει άπ3 τά σκοινιά. Τό παιδί τινάζει τά μπράτσα του νά ξεμουδιάσουν άπ3 τό δέσιμο. — Τό γράμμα; ρωτάει μ3 ένδιαψέρον ό Στραπάτσος. — Είναι στή βέσι του, Γε ράσιμε! ""Αντε νά φεύγουμε.
'
Ο
Μ 1 Κ Ρ Ο 2
κομψός άντρας μέ ευγενικό παρουσιαστικό. Μέ μιά βια στική ματιά έξετάζει τούς δυο έπισκέπτες. Τά πρόσωπά τους δείχνουν τίμιους άντρες. — Είμαι ό Κωνσταντίνος Μουρούζης, τους λέει·. Καλώς ώρίσατε στο σπίτι μου. —Μέ λένε Νικήτα 3Αστρακάρη, άπαντάει τό παιδί. 3Α Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ πό εδώ ό σύντροφός μου λέ γεται Στραπάτσος. 5 Ερχό Ο δα,χτϋλιίιδίι του 3Αχιμέτ είναι» πραγματικά μαστε άπό τήν "Υδρα μέ μιά έμπ ιστ ευτ ική έπ ιστολή. * Ηθαυματουργό. Καθώς τό δείχνουν στόν υπηρέτη τον του άνάγκη νά σάς συναντή σουμε... "Έχουμε ένα γράμμα Μουρούζη, ή πόρτα άνοιγει για τόν Πατριάρχη καί, δπως διάπλατα. μάθαμε, μονάχα εσείς μπορεί — Ερχόμαστε άπό τήν τε νά μάς βοηθήσετε νά μττοΰ 'Ύδιρα, του λέγει ό Νικήτας, με στο Φανάρι. θέλουμε νά (μιλήσουμε στόν Ό Μουρούζης χαμογελάει. κύριό σου. Είναι άνάγκη νά — Γιά τον Πατριάρχη; μάς δεχτή. — Μάλιστα. Ό ύπηρέτης κουνάει τό κε —Είστε τυχεροί. Αυτή τήν ράλι·. ώρα ό Πατριάρχης είναι σπί —- Ελάτε μαζί μου, τους τι μου. 3 Ελάτε μοοζί μου νά λέει». του μιλήσετε. Διασχίζουν ένα μεγάλο κή Αυτό πραγματικά είναι πο άναβαίνουν μιά ψαρδειά μιά έξαιρετική τύχη. Ή καρ μαρμάρινη, σκάλα καί μπαί διά τού Νικήτα σκιρτάει χα νουν σ’ 6ναν ευρύχωρο προθά ρούμενα. Ή δύσκολη άποστο λαμο. Οί τοίχοι είναι στολι λή του φτάνει στό τέρμα πο σμένοι μ-έ πίνακες που παρι λύ πιο σύντομα άπό δ,τι λο στάνουν σκηνές άττ3 τήν Ελ γάριαζε. Μπροστά ό Μουρού ληνική μυθολογία. ζης, πίσω τό παιδί καί τελευ —- Ό κύριος Μουρούζης, ταίος ό Στραπάτσος διασχί λέει ό υπηρέτης, έχει αυτή τη ζουν τρία μεγάλα δωμάτια μέ στιγμή μια σοβαρή συζήτησι πολυτέλεια έπιπλωμένα καί μ3 ένα μεγάλο πρόσωπο. Πε φτάνουν στό βάθος του σπι ριμένετε λίγο, θά τόν είδοποι τιού. Μέσα σέ μιά κάμαρη ήσω. που μοιάζει σαν γραφείο είναι Ό υπηρέτης φεύγει κι* δό Πατριάρχης. Στήν κουρα ταν υστέρα άπό μερικά λεπτά σμένη άπό τις άγωνιες μορφή ξανσνοίγει ή πόρτα, μπαίνει· του έχει σκάψει βαθειά χοντά @ττό δωμάτιο άναμονής ένας κια ό χρόνος. Στό βλέμμα του
Τ
ΜήΟΥΡΛΟΤίΕΡΗΐ
31
»>»»>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>»»»>»>»>»»»»»»»»» όμως υπάρχει μιά παράξενη γλυκέ ιά γαλήνη. Τό παιδί κι* ό Κεφάλλωνίτης σύντροφός του στέκουν άσάλευτσι καί κυττάζσυν μέ θαυμασμό καί σεβασμό τον ρασοφορεμένσ τούτον άντρα πού είναι άρχη γός τής έκκλησίας. Ή πλαι σιωμένη μέ άσπρα γένεια καί κατάλευκα μαλλιά μορφή του έχει· κάτι τό βιβλικό. — Φέρνουν ένα γράμμα απ’ τό Μωρηά για την 'Αγιότητά σας. του λέει ό Μουρούζης. Ταξίδεψαν ως έδώ κάτω για να σάς: συναντήσουν. ■—-Γράμμα γιά μένα; ρω τάει ό Πατριάρχης, Τό παιδί κάνει ένα βήμα κα] γονατίζει. Βγάζει άπό τον κόρφο του τόν σφραγισμένο^μέ βουλοκέρι φάκελλο καί του τόν δίνει. — Είναι· μια γραφή άπό τόν Παπαφλέσσα, τού λέει1. Σάς γράφει κάτι σημαντικό. Ό Γρηγόριος ό Ε' άνοίγει βιαστικά τό φάκελλο καί δια βάζει. "Οσο προχωρεί τό διά βασμα τό πρόσωπό του γεμί ζει άπό μιά "Αγια λάμψι. "Ο ταν τελειώνει τά μάτια του εί ναι υγρά καί λάμπουν παρά ξενα. , —* Έπί τέλους!, λέει καί στοαΛρακοπιέίται. Δοξασμένο τό όνομα τού Κυρίου. Ό ξεση κωμός τού Γένους των Γραι κών έναντίσν τού τυράννου έ φτασε, Μου γράφουν πώς ώρίστηκε ή ήμερα γιά τήν έπανάστασι. Ό Μωρηάς κι* ή Ρούμελη άρπαξαν τ' άρματα νά ρίξουν τήν τυραννία στις 25 Μαρτίου...
'Από τό βλέμμα τού Μουρούζη περνάει· ιμιά χαρούμενη άστραπή. ^—*Ηταν καιρός τπά!, λέει μέ συγκίνησι. —· Μου γράφουν άκσμα, συνεχίζει; ό Πατριάρχης, πώς πρέπει, μιά καί οί Τούρκοι θ’ άρχίσουν τ' άντίποινα, νά φύ γω κρυφά άπ5 τό φανάρι μαζί μέ τους άρχιερεΐς μου... Αυτό δέν γίνεται. Χαμογελάει. — Ξέρω βέβαιά τί μέ περι μένει. Μά ή θέσι. μου είναι ε δώ. 'Άς μέ άψησαυν έμένα νά πληρώσω τήν^ έκδίκησι τοΟ' τυράννου. Έσύ όμως, Μούρου ζη, πρέπει νά σωθής. Καί νέ ος είσαι καί Ικανότητες μεγά λες έχει νά υπηρέτησης τήν πατρίδα. — 4Άν φύγω έγώ, αποκρί νεται ψύχραιμα έκεΐνος, θά χαθούν πολλοί άθώοι. Καλύ τερα νά θυσιαστώ έγώ, δέσπο τά μου, κΓ άς σωθούν οί χρι στιανοί καί τό Γένος... Ό Νικήτας κι* ό Στραπάτσος παρακολουθούν μέ θαυ μασμό αυτή τήν κουβέντα. Δέν^ ξέρουν άν πρέπει νά χα ρουν ή νά κλάψουν. Τώρα ό Πατριάρχης γυρί ζει πρός τό μέρος τους. — Σάς ευχαριστώ, παλλη κάρια μου, λέει. Ποτέ δέν θά ξεχάσω τή χαρά πού μού δόσατε μ’ αύτό τό γράμμα. "Ο μως, σαν ξαναγυρίσετε έκεΐ πάνω, μπορείτε νά πήτε στούς Γραικούς πώς ό Γρηγόριος ό Ε' δέν άφήση τό κάστρο του. Εκείνοι θά πολεμάνε οτά βουνά καί στ#ύς κ<&*
η
' Ο Μ I Κ Ρ Ο X ,»»»»»»»»>»»»»»»>>>»»»»>»»»»>}>>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»>: μίτουςν Έγώ θά πολεμήσω μέ το δίικό μου τρόπο·. Κι5 αν εί ναι και χαθώ χαλάλι γιά την ελευθερία ή ζωή μου. Σηκώνει τό χέρι και τούς ευλογεί. — Ό Θεός νάναι μαζί σας πάντα, παλληκάρια μου! "Οταν ύστερα από λίγο ό Νικήτας Άστραικάρης κν’ ό Γεράσιμος Στραπάτσας φεύγοον από τό σπίτι τού Μουρούζη, έχουν βουρκωμένα μά τια. — Μεγάλη άνθρωποι!, άναστενάζε ι ό Σ τ ρ απάτσο ς. Τό λέει ή ψυχή τους. Με τέ τοιους άντρες πώς νά μην πάει μπροστά τό Γένος; Τό Ελληνόπουλο δεν άπαν τάει. Μια βαθειά συγκίνηαι τον πνίγει. Κατηφορίζουν τώ ρα πάλι προς τό λιμάνι. Οΐ δρόμοι είναι έρημοι μά κάτω στις προβλήτες του Τοπχανέ επικρατεί μια ζωηρή κίνησι. Μεγάλα τουρκικά καράβια φορτώνουν στρατό καί πυρο μαχ ικά. Ό Στραπάτσος κον τοστέκεται καί κυττάζει*. — Είναι για την Ελλά δα, ^του έξηγεΐ τό παιδί. Μ’ αυτά θά πάνε νά πνίξουνε την έπανάστασι τού Μωρηά καί τής Ρούμελης. Έδώ σε κάποιο στενοσόκα κο είναι ένα μικρό ξενοδοχείο. Σε τούτο, σύμφωνα μέ τις ο δηγίες τού Μιαούλη,, πρέπει νά μείνουν περιμένοντας την έπιστροφή τού καραβιού τού κοπετόν Γικίκα πού θά τούς ξαναψέρη οπήν 4 Ελλάδα.
— Καί τι θά κάνουμε τό σον καιρό περιμένοντας έδώ, ρωτάει ό Στραπάτσος. — Χμ! Κάτι θά _^>ρούμε Γεράσιμε νά κάνουμε! άποκρίνεται ό Νικήτας καί χαμο γελάει μέ τό μάτι καρφωμέ νο στους ντόκους τού Τοπχα νέ οπού φορτώνουν μπαρούτια καί όπλα τά τούρκικα καρά βια. Δέν θά μείνουμε βέβαια μέ σταυρωμένα χέρια. ΑΝ ΑΤI ΝιΑΞΕίΙ Σ
ΤΙΣ 20 τού Μάρτη, λί γο πριν από τά μεσά νυχτα, μια φοβερή έκρη ξι συγκλονίζει· τήν Πόλη,. Τε ράστιες γλώσσες φωτιάς υψώ νονται στον ουρανό καί ή θά λασσα γεμίζει φλόγες. ΟΙ Τούρκοι πού βρίσκονται στον Τοπχανέ σκορπίζουν πρό<~ τό εσωτερικό τής μεγάλης πολι τείας, φωνάζοντας σαν αγρί μια πού τά χτύπησε μια ά γρια τρέλλα. "Από τούς τούρ κικους μαχαλάδες ξεπετάγον ται αγουροξυπνημένοι μ5 ά τρομο βλέμμα οι άνθρωποι. -— * Αλλάχ! Αλλάχ! "Ενα ντελίνι τής αρμάδας μέ μπα>ρούτια τινάχτηκε στον αέρα καί καίγεται σά ρουκέτα. 5Αλ λάχ! Αλλάχ! Αυτή ή εϊδησι σκορπίζει τον πανικό παντού καί τό Ντι βάνι (*) πο.ύ συνεδριάζει αυ τή τήν ώρα στο Γιαλή-κιόσκι, (*) Τό Ητί'β'άινπι. δίΠ'λοοδτ} το ύ~ •τΓονίοΥΐκό συιαβ.οόΐλΐιο. σιπνιεδοί α£ε τότε στο ιστοσικό ττειοίττΐεοιο^τώιν αινοοκτόιοωιν του σονλταν,ου νώχιτα •καί υιέιοα.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
33
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»
υπό την προεδρία του ίδιου τού Μ αχ. μούτ-Σ ουλτ αν, στα ματάει τή συνεδρίαση. Οι υ πουργοί τρέχουν με χλωμά πρόσωπα στα παράθυρα καί άντικ ρυζουν τό φοβερό- θέαμα. Στην απέναντι ακτή τοΰ Βοσπόρου ή θάλασσα φλέγεται. "Ενα από τά μεγαλύτερα ,.κά φη τής αρμάδας πού είχε φορ τώσει από νωρίς δπλα_κσί πυ ροιμαχιικά για την 4Ελλάδα είναι αγκαλιασμένο από τε ράστιες φίλαγες και καίγεται. Ό Μαχμούτ σφίγγει τά δόντια. — Αυτό δεν «μπορεί νά εί ναι τυχαίο!, λέει. Αυτό είναι δουλειά των γκιαούρηδων! Λεν έχει όμως τελειώσει α κόμα την κουβέντα του καί μιά καινούργια έκρηξι πιο δυ νατή από την πρώτη συγκλο νίζει τό σαράϊ καί πολλά από τά τζάμια των παραθύρων του σπάζουν καί πέφτουν μέ πά ταγο. "Ενα δεύτερο, -μικρότε ρο· καράβι αυτή τή φορά, τι νάζεται στον άέρα καί νέες φλόγες σκίζουν τό σκοτάδι καί κάνουν τή νύχτα μέρα. Ό
Μαχμούτ οπισθοχωρεί τρο μαγμένος κι3 Ανοιγοκλείνει τά μάτια του πού έχουν θαμπώ σει από τις δυνατές λάμψεις. -— Ό Νικήτας 3Αστρακάρης!, μουγγρ ίζε ι. Κ αλά μ ου είπαν πώς βρίσκεται στο Ίσταμπούλ ό σεϊτάν * Αστροοκά ρης! Την ίδια πάνω κάτω ώρα, τό Ελληνόπουλο κι3 ό αχώρι στος σύντροφός του ό Στραπ άσσος, ξαπλωμένοι στά κρεβ βάτια τους μέσα σ’ ένα δωμά τιο ενός ξενοδοχείου του Τοπχανέ, άκοΰνε μέ αγαλλίαση τις εκρήξεις καί βλέπουν τις φλόγες από μακρυά. — Παστρική δουλειά!, λέει δισκάπτοντας τή σιωπή ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτηζ. — ύΓό Γένος παίρνει έκδίκησι γιά τίς σφαγές των αθώ ων!, αποκρίνεται μέ φωνή ε πίσημη ό Νικήτας. Καί αυτό τό αποψινό είναι μοναχά ή άρ χή. Θά συνεχίσου με, Γεράσι με ! Θά κάνη κάμποσες «μέρες οσο νά φανή άπ3 την Όντέσσα τό ύδρέϊικο του καπετάν Γκίκα...
Τ Ε Α 0 I Σνντραφεύς:
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
* Απαγορεύεται ή άναδηιιοσίευσις
ιναι να όΐϋόιοη τον
§€ Ρ θ Η Ρ Ο Α »
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ
ΜΠΟΥΡ ΑΟΤ8ΙΡΗΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΓΙΑ
Γραφεία: βΟ§©ς Λέκκα 22 4 *Αριθ. 5
ΠΑΙΑΙΑ
4 Τιμή 8ρ«χ. 2
Οικονομικός Α)ντής: Γζήρ. Γ εοργ ιΜης, Σφιγγος 33. Αϊ^ϊ©σι@γραφικος Α)ντής: Στέλιος βΑνεμοδ©υρας, βΑ#?ινών και Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιούττολις. Προϊστάμενος Τυπο.ραφείου: 'Αν. Χατζηβασιλείου, "Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο επόμενο τεύχος, τό 6, που
κυκλοφορεί την
ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
τό ηρωικό Ελληνόπουλο, ό ατρόμητος Μικρός Μπουρ λοτιερής, .μάχεται μέ άψάννταατη τόλμη εναντίον των τυράννων, ενώ ή σκλαβωμένη Ελλάδα
ξεσηκώνεται
σύσσωμη, για νά σπάση τις σιδερένιες άλυσίδες τής σκλαβιάς! "Οσο για τον Στραπάτσο, είναι
ευτυχισμένος!
ψιέλνει, ψέλνει, ψέλνει, ;§οντώνοντας τους τής πατρίδας του!
Ρ ' Π
!
έχφούς
ΤΑΜΠΟΎ είΜΑι ΠΕΡΙΕΡΓΟΙ Τ| ΜΟΥΤΡΑ ΘΑ ΚΑ Λ/Η ΟΤΑ/ν ΑΛ/Τ\ < ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΑΚ/Α... :
ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΕΙ ΝΑΙ. ΤΗΛ/ ΑΚΟγσ
Μ ΚΡΘΕ Μ?ΡΑ ΤΗΣ '·
ΜΠΑ! ΜΙΑ ΝΕΚΡΟΚΕΦΑ
ΛΗ1 ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ΜΟΥ’. Π9Χ βΡΕθΗΚ’ΕΑβ ΑΦ^Υ... ^
ΙΚΟΤ?ΣΕΧ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ. ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ IVΑ ΠΕΘΑ/νΗΣ... Α|
ΜΕ ΓΕΛΑΣΕΣ Λ ΤΑΜΠΟΥ' ΠΑΑ/ΑΛ/Α| ΕΛΟ ΤΟΜΑχΑΙ Ρ/ ΜΟΥ, ΕΣΥ ΤΗ ΓΚΟΤ2ΓΕΣ ΠΗΓΑ/ΛιΕ ΑοίΠΟ/ν
Ν Α ΤΗϋΤΗΙ! >
ψη () ι
\ ψμ ν4«
11
ονται μέ τον βαρύ θόρυβο πού κάνουν οι αλυσίδες πού άνε! ΔΥΟ ίσκιοι, πού βάζουν τίς άγκυρες. γλιστρούν στο κατ ά — Γιασασίν Πατισάχ! στρωτα του μεγάλου — Στο καλό κι’ ό Αλλάχ μεταγ(Λ>γικου «Γ ιαβούζ», φο μαζί σας! ρούν/ στολές Τούρκων στρατι — Φωτιά καί τσεκούρι ωτών και δεν ξεχωρίζουν σέ στούς γκκχούρ! τίποτα άπ5 τούς άλλους. Τό — Θάνατος στούς άπι καράβι είναι φορτωμένο μπα στους σκλάβους! ρούτι, όπλα καί πολεμιστές, — Κανείς νά μη μείνη ζων ηού ξεκινούν αυτή τή υχτα τανός ! άπ5 την Πόλη άγριοι κι* άποφσσισμένοι να πνίξουν στο αί Οι δυο ίσκιοι άκούνε, μά δέν ριλούν. Μονάχα τά μάτια μα την έπανάστασι των Γραι κών πού ξέσπασε στο Μωρηά. τους λάμπουν παράξενα κι’ έ να χαμόγελο περιφρονητικό Τώρα, καθώς τό σκάφος βιρά κρέμεται στα χείλη τους. Εί ρει τις άγκυρες, οι στρατιώ ναι ένας κοντόχοντρος άντρας τες πού φεύγουν κρέμονται κι5 ένα παιδί μέ μεστωιμένο στις κουπαστές κΓ αποχαιρε κορμί. Άνοίγοντας δρόμο· α τούν τούς δικούς τους, πού έ χουν κατειβή στην παραλία νάμεσα στούς Τούρκους, πού συνωστίζονται στο κατάστρω του Τοπχανέ νά τούς κοττευο δώσουν. 01 φωνές, οι ζητω μα, προχωρούν προς την πρύ μη. Κανείς δέν τούς προσεκραυγές καί οι ευχές μπερδεύ ΔΥΟ ΓΕΝΝΑ I ΟI
Ο
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
4
Ο
Μ I Κ Ρ Ο I
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»>»»»»»»»»»»>»»» χει, γιατί «μέσα σ’ αύτό τό πλοΐο είναι πολλοί στρατιώ τες από λογής - λαγής μονά δες καί φυσικά δέ -μπορούν ό λοι νά γνωρίζωνται .μεταξύ τους. Κάτω από τη στολή ό μως κρύβονται δυο ψυχωμένοι "Ελληνες, πού έρχονται πάλι απόψε νά παίξουν κορώνα γράμματα τή ζωή τους για την ελευθερία του Γένους. Ό Νικήτας Άστρακάρης, ό θρυ λικός Μπουρλοτιέρης, κΓ ό α χώριστος σύντροφός του, ό Γεράσιμος Στραπάτσος. Λίγο νωρίτερα, πέρασαν άπ’ τον Άχμέτ - κσψενέ, (*) έψωδιά•στηικαν μέ στρατιωτικά ρού χα καί βάλανε μπροστά τό τολμηρό σχέδιο. "Όχι, δεν πρέπει νά ψτάση ποτέ τό «Γιαβούζ» στην έπαναστστη μένη Ελλάδα. 01 Γραικοί πο λεμούνε Ακόμη με λιανοντούφεκα και δεν είναι σέ θέσι, προς τό παρόν τουλάχιστον, ν' άντιμετωπίσουν τίς ώργανωμένες ορδές μιας ολάκερης αυτοκρατορίας. "Οσο λιγώτεροι Τούρκοι κΓ όσο λιγώτερα πολεμοφόδια φτάνουν λοιπόν στον Μωρηά, τόσο τό καλύ τερο... Ό Άχμέτ — πού στην πραγματικότητα, όπως θυμά ται ό άναγνωστης, είναι ένας φλογερός "Ελληνας πατριώ της, πού κρύβεται κάτω άπό τό τούρκικο όνοιμα και κάνεις δεν ξέρει πώς είναι ένα άπό τά πιο δυναμικά στελέχη τής Ύ π ερτ ά τ η ς "Αρχή ς, (*) Διάβασε τό ττοοηνοώιι^νο τεννίοτ «Φλόγες στ λ θάλασσα».
τής Φιλικής Εταιρείας—τούς εχει εφοδιάσει, εκτός άπ’ τις στολές, μέ ψεύτικες ταυτότη τες και μ’ όλα τά σύνεργα πού Θά τούς διευκόλυναν στη δουλειά πού πάνε νά κάνουν. ;— Όλάκερη ή Κωνσταντινούπολι βρίσκεται στο πόδι καί σ’ άναζητάει, Νικήτα, εί πε στο παιδί. Οί τελευταίες ανατινάξεις των καραβιών μέ σα στο Βόσπορο έχουν κάνει τρελλό άπό λύσσα τό σουλ τάνο. Βγάζει φεφτάδες νύχτα και μέρα: «Τον Άστρακάρη ή τά κεφάλια σας!» λέει ατούς ζαμπίτες του. (*) Για τί τό ξέρει καλά πώς όλα αυ τά πού έγιναν αυτές τις μέ ρες είναι δουλειές δικές σου. ΐά μάτια σας ανοιχτά, λοι πόν. ’Άν σάς τπάσουν, δεν υ πάρχει σωτηρία... — Ή ζωή μας δέ λογαριά ζεται !, άποκρίθηκε και χαμο γέλασε^ ήρεμα τό τταιδί. ’Άν είναι νά πεθάνουμε για την ελευθερία τής πατρίδας, χα λάλι! Καί δέκα ζωές νά εί χαμε, τις δίναμε γιά τον ξε σηκωμό του Γένους. Τά λέω καλά, Γεράσιμε; Ό κοντόχοντρος Κεφάλλω ν ίτης, πού μέσα στη στολή του στρατιώτη φαίνεται σάν ένας πολύ αστείος Τουρκα λάς, άνασήκωσε τούς ώμους του. η Ν’ άγιάκτηι τόι στόμα σου, πιτσιρίκο!, είπε. Τά λες έξοχα! "Έχουν άπό νωρίς τις πλη ροφορίες πού χρειάζονται καί (*) Αξιωματικοί τον.
ΜΠΟΥΜΟΤι
ί
ξέρουν πώς πρέπει νά κινη θούν. Κατά το σούρουπο άρ χιζε ι ή έπιβίβασι τών στρα τιωτών στο <*Γιαβούζ». Οι πε ρισσότεροι εΐναι μεθυσμένοι. Γραγ ουδαύν, παρα πατούν, βλαστημούν και άστε Γεύονται μεταξύ τους, και άπειλούν νά κόψουν τά κεφάλια δλων των γκιαούρηδων σαν φτάσουν στο Μωρηά. Ό Νικήτας κι* ό Στρα πάτσος μπερδεύονται άνομεσά τους καί .μπαίνουν στο κα ράβι. Γώρα δέ μένει παρά νά διαλέξουν Την κατάλληλη· στιγ μή. Κι’ ή ευκαιρία τούς δίνε ται όταν άρχίζόυν νά βιράρουν τίς^ άγκυρες. Αυτή την ώρα στο κατάστρωμα του μεγάλου μεταγωγικού υπάρχει μεγάλη κίνησις καί κανείς δεν τούς προσέχει. 'Γλυστρούν προς την πρύ μη καί κατεβαίνουν την στενή σκάλα πού φέρνει στα ύποΦ μάγματα. Έδώ είναι στιβαγμένα τά μπαρούτια κι’ οί μπάλες για τά κανόνια. Έδώ έχουν δουλειά άτόψε οι δυο ψυχωμένοι Έλληνες. Κατεβαί νουν τή σκάλα/ μπαίνουν σ’ ένα στενό διάδρομο και κρύ βονται στην κώχη ίμιας πόρ τας. Τρεις στρατιώτες στέκουν πιο έκεί και κουβεντι όζουν. Είναι οι φρουροί τών άμπαριών... — Τά μάτια σου δεκατέσ σερα, Γεράσιμε, ψιθυρίζει το παιδί σκύβοντας στ5 αυτί τού συντρόφου του. "Αν μάς μυ ριστούν, δλα θά πάνε χαμέ να... — ΝΓ άρχίσω νά ψέλνω; ρωτάει © ίτρσπάτσ^ς και
I
ψουχτιάζει τό γιαταγάνι τον, Είμαι σε φόρμα σήμερα.., ^·— "Όχι ακόμα!, τον μα λώνει νευρικά ,τό Ελληνόπου λο. Περίμενε έδώ! Ό Νικήτας προχωρεί μερι κά βήματα, βαδίζοντας πλά για μέ τή ράχη ^ κολλημένη στον τοίχο. Κρατάει τή λαβή τού σπαθιού του καί... ξαφνι κά ό Στ,ραπάτσος γουρλώνει τά μάτια του καί τεντώνει τ’ αυτιά του. Τό παιδί... τρα γουδάει ! — Τρελλάθηικε ό καπετά νιος!, λέει μέσα απ’ τά δόν τια του. Χαθήκαμε! Αλλά δεν τολμάει νά κινηθή. Ή διαταγή πού τού έδω σε είναι νά περιμένη καί μο νάχα σε περίπτωσι ανάγκης μπορεί νά έπέμβη. λΑένει λοι πόν ασάλευτος στή θέσι του καί παρακολουθεί μέ χτυπο κάρδι τό τραγούδι καί τις κι νήσεις τού τολμηρού Ελληνό πουλου. 5Αλλά τό τραγούδι δεν ξά φνιασε τον Στραπάτσο μονά χα. Τό ίδιο ξαφνιασμένοι γυ ρίζουν προς τό μέρος τού παι διού κι* οι τρείς Τούρκοι φρου ροί. Βλέπουν ένα νεαρό στρα τιώτη μπροστά τους νά παραπατάη καί νά πέφτη απάνω τους. — Είναι στουπί στο μεθύ σι!, λέει ό ένας καί χαμογε>άει. Ό δεύτερος διμως είναι τζα ναμπέτης καί ζόρικος. — Πού πας, ώρέ μεθύστα κα; άγριεύει. ■— Νά κοιμηθώ πάω!, λέει τό παιδί π©ύ Αποκρίνεται §αυ-
£
<5
,μάσια τά φερσίματα και ιή φωνή του μεθυσμένου. Γιατί ρωτάτε; Λογαριασμό θά σάς δώσω; 'Καί, καθώς μιλάει, κάνει νά πραχωρηση προς τό αμπά ρι πού είναι τά πυιρομαχικά. Έκεΐνοι όμως του κόβουν τό δρόμο. ,— "Άντε, ώρέ, γυρνά πίσο^ μή σέ παραδώσω στον τσαούση (*) σου και φάς τής χρο νιάς σου και ξεμεθύσης στη στιγμή ! Ό Νικήτας χαμογελάει μ’ ένα ύψος ηλίθιο. -— Άμ* δέ! Έγώ είμαι ό ναύαρχος εδώ μέσα!, λέει... ιΚαϊ πάλι τους σπρώχνει, '(*) Λονίας.
Μ I Κ Ρ Ο I
προσπαθώντας νά προχωρήση, Τώρα όμως οι τρεις Τούρ κοι, που βρίσκουν μιά αφορμή νά διασκεδάσουνε, αρχίζουν νά τόν πειράζουν και ξεκαρ δίζονται στά γέλια από τις κουταμάρες πού τον άκοΰνε νά λέη. Αυτό ακριβώς είναι που θέλει τό Ελληνόπουλο. Νά τους άπακοιμήση. Κι5 υστέρα τή στιγμή ίσα - ίσα που δεν τό περ ιμένουν, θά... «ΜΑΚΑΡΙΑ Η ΟΔΟιΣ...»
ΑΝΕΙ μιά χοροπηδηχτή 'βόλτα γύρω από τον ε αυτό του καί λέει: — Έχω καί παρέα! Είναι πιο εκεί καί ντρέπεται νά παρουσιοοστή. Μαζί τά κοπανά-
Κ
·:·:·ί;ί;1·ί<·
Ό Νικήτας τοττοθετει υέ ποοσοΥΐι τά Ηπον-οίλάτα στο άατνάφΐ τοΟ «Γιαβού£»...
Τό τοιιάοι του αιαοβάρου δημίου
Ζυγιάζεται πάνω άττό το κεφάλι
του υελλοθάν ατού ΜιουοούΖη.
γο?με σ’ ένα ουζάδικο τού Τοπχανέ! Αυτά τά λόγια τά λέει δυ νατά σε τρόπο πού νά τ’ άκούση ό Στραπάτσος, νά κ α πολαβή τί πρέπει νά κάνη. — Έ! Μωχομέτ !, ψωνάζει γυρίζοντας προς τό μέ ρος πού είναι κρυιμιμένος ό Κεφάλλωνίτης. "Έλα καταδώ! Τά παιδιά είναι καλά, θέλου νε ν’ ακούσουνε τή γλυκέιά φωνή σου... Ό Στραπάτσος τά έχει κυ ριολεκτικά χαμένα. Δέ μπορεί νά καταΐλάβη τίποτα καί άρ χιζε ι ν’ άλλοιθωρ ίζη ! «Πάε ι αυτός!», λέει μέσα από τά δόντια του. « Άποτρελλάθηκε ό πιτσιρίκος καί είμαστε κατ’ ευθεΐαν γιά... σούβλισμα!»
’Αλλά δεν γίνεται καί διαφο ρετικά. Πρέπει νά ύπακούση. ’Ά! "Ολα κι’ δλα. Πριν απ’ δλα ή πειθαρχία! Κι’ ό Γερά σιμος Στραπάτσος είναι τηρώ τα ένας πειθαρχικός στρατι ώτης καί ύστερα... ψάλτης! —ετιρυπώνει λοιπόν απ’ τή γω νιά του προσπαθώντας νά ύποκριθή κι* αυτός τό μεθυσμέ νο, αλλά είναι Αξιοδάκρυτος. Μέσα στά ψαρδειά στρατιω τικά ρούχα, πού κρέμονται σάν τσουβάλια απάνω του, μοιάζει πιο πολύ ιμέ παληάτσο Ιπποδρομίου παρά μέ πο λεμιστή τού Ίσλάμ πού πη γαίνει... νά ξεθειμελιώση τό Μωρηά! Παραπατάει λοιπόν σά μεθυσμένος καί βροντάει πότε στή ριά ρεριά τού τοίχου
έ ...... ΰ ΜιϋΝϊ »»»**»»»»»»»»)*»>>*»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»» και πότε στην άλλη για να συμπλήρωσή την εικόνα. Θυ μάται πώς πιρέττει νά τράγουδήση... —· Μοοκαρία η οδός ην πορεύη σήμερον... Ευλογητός εί, κύριε, δίδαξαν με τά δικαιώ ματα σου... Ή φάλτσα φωνή του γεμί ζει τό ύπόφραγμα καί ό Νική τας δαγκώνεται. Οί τρεις Τούρ κοι τόν κυττάζουν μ5 ανοιχτό στόμα. Κι3 δσο τόν κυττάζουν, τόσο ό Στραπάτσος κορδώνε ται για νά τούς καταπλήξη περισσότερο μέ τό μέταλλο τής φωνής του καί συνεχίζει τό τραγούδι του, χωρίς νά προσεχή τό παιδί πού του κά νει απεγνωσμένα νοήματα μέ τό μάτι νά σταΐματήση. , — Μετά των "Αγγέλων α νάπαυσαν τον δοΰλον σου... Εις τόπον χλοερόν δ του δεν υπάρχουν πόνοι καί δάκρυα... — Τί τραγούδια, ώρέ, εί ναι αυτά; ρωτάει κ αχ ύποπτα ένας από τούς Τούρκους. Αυ τά, ώρέ, είναι γκιαούρικες ψαλμωδίες, πού τις λένε οι ά πιστοι ατά τζαμιά τους! Που τις έμαθες, ώρέ, έσύ;^ ^^ Είσαι μουσουλμάνος, ώ ρέ; τόν ρωτάει ένας άλλος. Ό Στραπάτσος, πού έχει φτάσει τώρα κοντά τους, γουρ >ώνει τά μάτια. "Έχει ξεχάσει τό ρόλο^ πού παίζει καί τή στολή πού φοράει. Γοητευ μένος άπό την ίδια του τή φωνή... βρίσκεται στον έβδο μο ουρανό!
— Τί είπες, ώρέ; Αγριεύει. Μουσουλμάνος, ώρέ, καί Γβ
ρώσιμος Στραπάτσος γίνεται ποτέ; Τό παιδί έχει καταλάβει τί πρόκειται νά έπαικολουθήση καί κάνει ένα βήμα πίσω, φουχτιάζόντας τό σπαθί του. Την ίδια στιγμή, οί τρεΐς I οΰρκο. κάνουν τό ίδιο. Τά μάτια τους γεμίζουν σκοτάδι καί τά πρόσωπά τους άστραφτούν ά πό μιαν άγρια λύσσα. — Είναι σπιούνοι! "Απάνω τους!, διατάζει ό ένας. Μονομιάς, ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης, καθώς βλέπει τις τρεΐς ατσάλινες λεπίδες νά έρχωνται προς τό μέρος του, σταματάει ν3 άλλοιβωρίζη. Σαλτάρει πλάγια, ξεφεύ γει τά χτυπήματα καί τραβάει την πιστόλα του. — Πετάτε, ώρέ μπουρμάδες, αυτά τά σιδερικά πού κρατάτε, γρυλλίζει, γιατί θά φάμε τά γένεια μας! _ — Μή, γιά τό Θεό, μή ρί~ ξης, Γεράσιμε!, φωνάζει τό παιδί. ’Άν ακούσουν την πι στόλια άπό πάνω, δλα χαλάνε! — Καί σύ, ώρέ γκιαούρ, είσαι χαλασμένος άπό τώρα!, ουρλιάζει ένας άπό τούς Τούρ κους καί μουντάρει απάνω του. "Ομως τό Ελληνόπουλο κινείται γοργά καί, παίρνον τας μια στροφή στις φτέρνες του, τινάζει προς τά εμπρός τό σπαθί του καί ή λεπίδα του βροντάει καί σταματάει στη μέση τού δρόμου τό τούρκικο γιαταγάνι. Την αμέσως έπόμενη στιγμή, μ' ένα σβέλτο πήδημα όρμάει πρός τά έμ-
προς κι5 Εκείνος, πού ήταν έ τοιμος ^νά χτυπήση, δίπλωνεται στα δυο πληγωμένος στο στήθος. Ταυτόχρονα, ό Στρα πάτσο ς, άψηφώντας τον κίν δυνο, σκύβει καί, καθώς ένα γιαταγάνι σκίζει τον αέρα πάνω από τούς ώμους του, αρπάζει τον δεύτερο Τούρκο άπό τά πόδια και τον βρον τάει ανάσκελα. —Λεΰτε λάβετε τελευταΤον ασπασμόν... — Βούλωστο, Γεράσιιμε!, γκρινιάζει τό παιδί καθώς δια σταυρώνει τό σπαθί του μέ τον τρίτο στρατιώτη. Βούλωσε τό στόμα σου καί έτοίμασε τά μπουιρλότα... Τά μάτια του Τούρκου μεγαλώνουν άπό τό φόβο, κα θώς ακούει αυτή την κουβέν τα. "Ένα καρψι σφηνώνεται στο μυαλό του1. — Οί μπουρλοτιέρηβες !, λέει μέ πνιχτή φωνή. Ό Άστρακάρης! — Όλάκερος! Ή άφεντιά μου!, αποκρίνεται τό Ελλη νόπουλο. "Όχι! Δεν θά σάς άφήσω νά φτάσετε στο Μωρηά!... Καί, καθώς μιλάει, τό σπα θί του πέφτει σάν -ρομφαία στο κεφάλι του άντιπάλου του. Ό Τούρκος βγάζει ένα σιγανό βογγητό και κάνει με ρικά βήματα προς τά πίσω, παραπατώντας σά μεθυσμέ νος. — "Άτιμοι γκιαούρηδες! Τό σπαθί τού Αλλάχ θά ξεθεμελιώση δλη τή βοωμερή ράτσα σας!, γρυλλίζει καί σωριάζεται σάν άδειο σοχκί
στή γωνιά του διαδρόμου. —Ορός τό παρόν δμως τό σπαθί τό δικό μου έκανε τή δουλειά του !, αποκρίνεται χα μογελώντας τό παιδί. ^Ύστερα γυρίζει στον Στρα π άτσο: ,—Έτοιμος, Γεράσιμε; ρω τάει. — Έν τάξει δλα, καπετά νιο!, αποκρίνεται αυτός. Τό παιδί παίρνει στά χέ ρια τά δυο μικρά δέματα μέ δυναμίτη καί σαλτάρει μέσα οτ’ άμπάρι. Ρίχνει μιά μα τιά γύρω του. Στιβαγμένα βαρέλια μέ μπαρούτι, άμπαλ ορισμένα κανόνια, χιλιάδες όπλα, -μεγάλα κανόνια μ5 Εκα τομμύρια βόλια. "Όλα αυτά έ χουν προορισμό νά καταστρέ ψου/ χιλιάδες ζωές, νά στείλουν στον "Αδη πολεμιστές κι" άμαχα γυναικόπαιδα στήν Ελλάδα. Ό Θεός δμως, που είναι μέ τό -μέρος του ξεσηκω μένου Γένους, οδηγεί τό χέρι τού Νικήτα Άστρακάρη. Τό Ελληνόπουλο τοποθετεί τούς δυναμίτες ανάμεσα στά βαρέλια του μπαρουτιού καί βάζει φωτιά στο φυτίλι. Ή μικρή κίτρινη φλόγα αρχίζει νά κινήται σάν φίδι... — Σέ πέντε λεπτά δλα αυ τά θά τιναχτούν σάν πυροτέ χνημα στα/ αέρα, λέει καθώς τρέχει πάλι κοντά στον Στρα πάτσο. "Άντε, Γεράσιμε. "Ί σα - ΐσα πού προφταίνουμε. "Ανεβαίνουν τή σκάλα, βγαί νουν στο κατάστρωμα καί μπερδεύονται πάλι ανάμεσα στους άλλους στρατιώτες. Τώρα οι ναύτες είναι σκαρ
ίο
Ο
Μ ι Κ Ρ Ο I
►»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» φαλωμένοι στ’ άλμπουρα και μανουβράρουν τά πανιά. Τό «Γιαβούζ» ετοιμάζεται ν5 άπλώιση τά φτερά του, ν' ανοι χτή στην άσπρη θάλασσα, νά βάλη ρότα κατά τό Μωρηά... Ό μικρός μπουιρλοτιέρης κι’ ό Στραπάτσος προχωρούν μέ γοργό βήμα προς την κουΓταστήι τηΠ δεξιάς πλευράς. Πρέπει νά προφτάσουν νά πέ σουν στη θάλασσα πριν την έκρηξι. Τό φυτίλι τώρα θά ζυγώνη. στους δυναμίτες. Σέ λί γα λεπτά δλα θά έχουν τε λειώσει. Τά βαρέλια μέ τά μπαρούτια θά πάρουν φωτιά καί τό μεγάλο αυτό μεταγω γικό τής αρμάδας θά τυλιχτή μέσα στις φλόγες. — Γιά στάσου εσύ, ώρέ! Τό παιδί γυρίζει ξαφνια
σμένο. "Ενας ζαμπίτης, ένας αξιωματικός, έρχεται προς τό μέρος του και τον κυττάζει παράξενα. Ό Στραπάτσος στέκει παράμερα ακουμπισμέ νος στην κουπαστή. Μισό δευ τερόλεπτο ακόμα και θά εί χαν πέσει στη θάλασσα. Μά νά πού τώρα ένα απρόοπτο εμπόδιο τούς αναγκάζει νά σταθούν νά περιμένουν, ενώ ξέρουν πώς πατούν απάνω σ ένα ηφαίστειο πού από τή μιά στιγμή στην άλλη θά εκρά*■» γη... — Σέ μένα μιλάς; ρωτάει τό Ελληνόπουλο. — Ναί. Σέ σένα, ώρέ!, α ποκρίνεται ό ζαμπίτης πού έ χει ζυγώσει. Θαρρώ πώς κά ποτε άλλοτε ανταμώσαμε ε μείς οι δυο...
Σέ λίγο ό Πατοιάο~ης Γοηνάοιος ό Ε' είναι
νεκαός...
ΜΠόΥΡΛΟΤΙΕΡΗΪ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»<»»»»»»»»>»
Τούτη την κ ο-; σ;»α η καα ή γ ο ο91 ά
— Δέν θυμάμαι, λέει το πα.δί. — Πώς σε λένε, ώρέ; — Άσίτ Άρνσούτογλου! — Φέρε τά χαρτιά σου... Το παιδί φέρνει το χέρι στην τσέπη, μά ό Σ τραπά·· τσος δέν έχει υπομονή! Μ3 έ να σάλτο βρίσκεται ανάμεσα στον αξιωματικό και τό παι δί. Ό ζαμπίτης σφίγγει τά δόντια καί άφίνει μια βλαστή μια νά του ξεφύγη. — Τι θές εσύ, ώρέ, στη •μέση; ρωτάει άγρια. 3 Αλλά ό κοντόχοντρος Κε·· φαλλωνίτης, πού νοιώθει σαν νά κάθεται σε αναμμένα κάρ βουνα, έχει έτοιμη την άπάντησι. Ή γροθιά του υψώνεται σά ρόπαλο στον άέρα καί πέ
του Στοαττάτσον κάνει θ-αΐΓ.ιατα
φτει βαρεία ανάμεσα στά φρύ δια τού αξιωματικού. —Πιάστε τους, ώιρέ !, ουρ λιάζει αυτός καθώς νοιώθει νά ζαλίζεται. Είναι ό Άστρακάρης καί ή παρέα του. Οί στρατιώτες, πού βρί σκονται έκεΐ κοντά, τρέχουν προς τό μέρος τους. Μά τό παιδί κι3 ό Στραπάτσος, πιο ταχείς κι5 άπ’ την αστραπή, με δυο πηδήματα φτάνουν στην κουπαστή. Την διασκε λίζουν καί σαλτόρουν στη θά λασσα. — Καλό ταξίδι στον Παρά δεισο του Αλλάχ καί καλά ίπιλάφια!, τούς φωνάζεα κο ροϊδ ε υτ κκ ά ό Κ εφ άλλων ί τ η ς καθώς μέ μερικές άπλωτές βρίσκεται κιόλας πολύ «μακρυά
12
απ’ τό πλοίο. Χαιρετισμούς στον Μωχαμέτη σας... Τώρα κύ οί δυο — τό παι δί κι5 ό άντρας — άγωνίζαντοη ν’ άλοοργέψουν δσο μπο ρούν πιο πολύ άπ5 αυτή την έπικίνδυνη περιοχή. Μερικές σφαίρες πού τούς ρίχνουν απ’ τό καράβι, δέν τούς ένοχλούν. — Είναι οι τελευταίες πού ρίχνετε !, τούς ^ Φωνάζει ό Στραπάτσος καί ξαφνικά αι σθάνεται την ανάγκη ν’ άρχίση τά... ψαλτικά του. — Νά πώ τό δεύτε λάβετε τελευταΐον ασπασμόν; —·, Πες ό,τι Θέλεις!, τού α ποκρίνεται γελώντας τό παι δί. Μά Θαρρώ πώς δέν σου μένει πολύς καιρός... Καί πραγματικά, πριν τε λείωση, άκόιμα την κουβέντα του, μια φοβερή έκρηξις συγ κλονίζει τό Βόσπορο. Ή ήμε ρη καί γλυκεία νύχτα γεμίζει καπνούς καί φλόγες. "Ενα ε κατομμύριο σπίθες ανεβαί νουν στον ουρανό ζητώντας νά φτάσουν τ5 αστέρια. Τό «Γιαέούζ» κομματιάζεται καί γέρ νει τυλιγμένο σέ γλώσσες φω τιάς προς τά πλάγια... — Αίωνία αυτού ή μνήμη. Α ίων ία αυτού ή μνήμη ηη... "Ακούγεται ή φάλτσα φω νή τού Στραπάτσου στο πέ λαγος. — Εΐσαι έν τάξει, Γεράσι με!, φωνάζει τό παιδί πού κο λυμπάει κοντά του.Μά σταμάτα τώρα νά ξελαρυγγιάζεσαι γιατί φτάνουμε στή στερηά καί δέν πρέπει νά μάς υπο δεχτούνε μέ τά χατζάρια τους ©ί άνθρωποι τού σουλτάνου...
5
ΜΙΚΡΟΙ
Η ΛΥΣΣΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ
ΣΟΥΑΤΑΝΟΣ ^ Μαχμούτ—6 σκληρός καί απάνθρωπος Τούρκος αυτ ακράτορας πού διαφεν τεύει αυτή τήν εποχή, Μάρτιος τού 1821, τή μισή 'Ασία καί ολάκερη τή Βαλκανική, ακούει μέ ζαρωμένα φρύδια καί σφι χτά δόντια τον άνθρωπο, που είναι γονατιστός μπροστά του καί τού φέρνει τά μαντά τα απ' την έπαναστστημένη * Ελλάδα. — Γιά λέγε λοιπόν παρα κάτω, ώρέ! 1 ιά Λέγε. — Οί άτιστοί σηκώσανε κεφάλι, πολυχρονεμένε ΙΊατισάχ, λέει εκείνος καί ή φωνή του τρέμει. Ό πασάς τής Ιριπολιτσας, πού μέ στέλνει στά πόδια σου, παρακαλεΐ νά στείλης οσο γίνεται περισσό τερο στρατό καί πυρομαχικά εκεί κάτω, γιατί οί γκιαούρη δες πολεμάνε σαν τά σκυλιά καί δέ λένε νά προσκυνήσουν. Τά γυναικόπαιδα φεύγουν α πό τήν Πάτρα καί περνούν μέ καΐκια στο Γαλαξεΐδι γιά νά φτάσουν από εκεί στά Σάλω να, όπου υπάρχει κάποια α σφάλεια. Ό Γ ιουσούφ βγήκε μέ τριακόσια παλληκάρια του στο Ρ ίο, μά δέν μπόρεσε νά προκόψη. Οί δικοί μας κλεί στηκαν στά κάστρα καί μέ νουν χοορίς νερό καί τρόφιμα. Μνέσα στήιν I ιάτρα οί γκιαού ρηδες γυρίζουν ξεσπαθωμένοι στους δρόμους καί φωνάζουν «Ζητώ ή λευτεριά! Καί στήν Κωνσταντινούπολι νά δώση ©
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
Ο
>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»η»»»»»η»»»»»»>ι
Θεός 1» ^ Αυτά φωνάζουν καί ντουφιεκσινε δεξιά κι* αριστε ρά... Τά μάτια του Μαχμούτ σκοτε ιν ι όζουν. — Και οι πρόξενοι, ώρέ, τ{ κάνουν; Αυτοί πού λένε πώς είναι αντιπρόσωποι των μεγά λων δυνάμεων τής Ευρώπης, δέ μιλούν; "Οταν πέφτει μο νάχα λεπίδι στους γκιαούρη δες, ξέρουνε νά γαυγίζουνε σαν τά μαντρόσκυλα! Ό απεσταλμένος του πα σά τής Τριπολιτσάς βγάζει ένα χαρτί άπ3 την τσέπη του. — Αυτό τό χαρτί τό στεί λανε στους πρόξενους οι γκια ούρηδες, λέει. — 1 ί χαρτί είναι αυτό, ώ ρέ; Για διάβασε το νά δούμε τί λέει. —· «Ημείς, τό Ελληνικόν "Έθνος τώιν Χριστιανών, δια βάζει γονατιστός ό Τούρκος καί ακούει ό σουλτάνος, βλέ ποντας δτι ;μάς καταφρονεί τό όθωιμανιικόν γένος καί σκοπεύ ει όλεθρον εναντίον μας πότε μ3 ένα πότε μ3 άλλον τρόπον, άπεφασίσαμεν σταθερώς ή ν3 άποθάνωμεν όλοι ή νά έλευθεο ωθώ μεν καί τούτου ένεκα βαστούιμεν τά όπλα εις χεΐρας, ζητούντες τά δικαιώματα μας. "Όντες λοιπόν βέβαιοι δτι ό λα τά χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τά δίκαιά μας καί όχι μόνον δεν θέλουν μάς έναν τι ωθή άλλά καί θέλουν μάς συνδιράμη' καί ότι έχουν εις μνήμην δτι οι ένδοξοί πρόγο νοί μας έφάνησαν ποτέ ωφέλι μοι ε'ίς την άνθρωπότητα, διά τούτο είδοποιουιμεν την έκλαμ
πρότητά σας καί σάς παρακαλοΰμεν νά προσπαθήσετε νά είμεθα υπό την εύνοιαν καί προστασίαν τού μεγάλου κρά τους τούτου...» /— Στόματα:, ώρέ! Σταμάτα!, ούρλιαζε; ό Μαχιμούτ καί άφρίζει^ άπό λύσσα. Δέ Θέλω ν3 ακούσω περισσότερα! "Άντε γκρεμίσου από μπρο στά μου! Ό απεσταλμένος φεύγει τρέμοντας, ε υ χ αριστημένος πού γλύτωσε τό κεφάλι του, κι3 ό σουλτάνος πηγαινοέρχε ται σαν φυλακισμένο λιοντά ρι στο κλουβί του. "Υστερα ά πό μερικές στιγμές, χτυπάει τό βαρύ μπρούτζινο τάσι πού κρέμεται στον τοίχο. Ή πόρ τα άνοίγει κι3 ένας άπό τούς γενίτσαρους σωματοφυλακές του μπαίνει κάνοντας ένα βα θύ τεμενά, γεμάτος σεβασμό. — Φώναξέ μου, ώρέ, τον Ρ εΐτ - έφέντη! Ή πόρτα ξανακλείνει καί, ύστερα άπό μερικά λεπτά, ξα~ ν ανοίγει για νά μπή ένας λι γνός καί κοντός άνθρωπάκος μέ γυαλιά. — Είσαι, ώρέ, γιά δέν εί σαι υπουργός τής άστ υνο μίας; τον ρωτάει. — Εί μ α ι, πολυχ ρ ονείμ ένε μου σουλτάνε, χάρις στη με γαλοψυχία σου... — 3Αφού είσαι, ώρέ, ό υ πουργός τής άστ υνομίας τής Ίσταμπούλ, γιατί δέν πιάνεις εκείνον τον γκιαούρ τον 3Αστρακάρη νά μου τον φέρης νά τον κρεμάσω μέ τά ίδια μου τά χέρια; — Τον κυνηγάμε, σουλτά
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»* νε μου, αλλά ακόμα δεν μπο ρούμε νά τον πιάσουμε. — Άεριικό είναι, ώρέ μπου νταλάδες, και δέ μπορείτε νά τάν πιάσετε; Φτοϋ ατά γένεια σας! Πότε θά τον πιάσετε, ώρέ χαλβάδες; "Οταν θά κά νη στάχτη καί το τελευταίο καράβι της αρμάδας μου; Ό Ρεΐτ - έφέντης σκύβει ταπεινά τό κεφάλι. — Νά μέ συμπαθάη ή Μεγαλειότηιτά σου, πολυχρονεμέ νε Πατισάχ, λέει μέ φωνή πού μόλις άκούγεται, αλλά ό γκιαούρ πού ζητάμε είναι ένας α ληθινός σεϊτάν. (*) "Οταν νο μίζουμε πώς τον έχουμε στά χέρια μας, χάνεται ξαφνικά καί φανερώνεται πάλι ξαφνικά έκεΐ πού δεν τό περιμένει κα νείς... Μά λογαριάζω πώς αυ τές τις μέρες θά συλληφθή. Τά δίχτυα είναι καλά άπλωμένα γύρω του καί δεν θά μπο ρέση. πια νά ξεψύγη. — Βαρέθηκα νά τ' ακούω αυτά!, μουγγρίζει ό Μαχμούτ. Εΐστε ηλίθιοι δλοι σας. Ντροπ ι άζετε τό Ί σλάμ !... Πήγαινε από μπροστά μου νά μη σέ βλέπω!
στο στήθος καί υποκλίνεται. — "Ακόυσα, πολυχρονεμέ νε αφέντη μου. Αλλά ήθελα, πριν φύγω, νά αναφέρω κάτι στον Πατισάχ μου... — Σαν τί, ώρέ; — "Οτι δεν είναι μονάχα ό Άστραικάρης πού μάς κάνει κακό. Υπάρχουν κι5 άλλοι χει ρότεροι, πού προδίδουν τή φι λία, μέ τήν οποία τούς τιμά ό σουλτάνος. Ό Μαχμούτ ζαρώνει τό μούτρο του. — Τί θέλεις νά πής; τον ρωτάει. — Υπάρχουν φίδια χειρό τερα απ' τον σεϊτάν - γκιαούρ, πού μπαινοβγαίνουν στο σεράΐ καί στ ή Μεγάλη Πόρ τα καί χύνουν τό φαρμάκι τους καί χτυπάνε μπαμπέσικα τήν Τουρκία... Ό σουλτάνος τινάζεται ορ θός. — Τί χαλεύεις, ώρέ, έκεΐ; Δέν καταλαβαίνω. Γιά ποιόν μιλάς; Ό κοντός άνθρωπάκος μέ τά γυαλιά, χαμογελάει. — Γ ιά τον μεγάλο διερμη νέα τής Πόρτας, Πατισάχ, λέει. Γ ιά τον Κωνσταντή τον Η ΠΑΕΚΤΑΝΗ Μουρούζη... Ό Μαχμουτ είναι σά νά δέ ΛΛΑ ό Ρεΐτ - έφέντης χτηκε ένα φοβερό χτύπημα δέ σαλεύει από τή θέκαί κάνει έναν απαίσιο μορ σι του. Ό σουλτάνος φασμό. τον κυττάζει παραξενειμένος. — Γ ιά μίλα καλά, ώρέ!, Τά μάτια του στενεύουν καί μουγγρίζει. ^ό βλέμμα του γεμίζει οργή. -—__Μϊλάω καλά, σουλτάνε — Δεν ακόυσες, ώρέ, τί σου μου. Τήν αλήθεια σου λέω. εΐπα; — "Εχεις τίποτα, ώρέ, πού Εκείνος φέρνει τά χέρια νά τά αποδείχνει αυτό πού μου λές; ί*) Διάβολος,
Α
<
·
/
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ
15
««««««««<«««««««««««<«««««««««««««««««««««««««
— Αυτή τή στιγμή δέν έ χω. Μά σέ λίγες μέρες θά φέ ρω τις άποδείξεις. — ΛΑν δεν τις φέρεις, ώρέ, σοΰ παίρνω το κεφάλι!, αφρί ζει ό Μαχιμσύτ. Ό Ρεΐτ - έφέντη ς κάνει έ ναν καινούργιο τεμενά καί βγαίνει χαμογελώντας παρά ξενα. Εκείνο πού ήθελε να πετύχη, τό κατάφερε. Ό σουλ τάνος θά ξεχάση τώιρα τον Άστρακάρη και θά βάζη δλη την ώρα τό Μουρούζη στο νού του. — Τό κεφάλι μου δεν παίρνεται εύκολα!, ψιθυρίζει μέ σα απ’ τά δόντια του καθώς φεύγει άιπ’ τό σεράϊ. Καλύτε ρα τό κεφάλι τού Μουρούζη, παρά τό δικό μου... Καί, καθώς φτάνει στο γρα Φεΐο του, καλεΐ τον κατιτσή Ίσταμπούλ (*) καί κατα στρώνουν μαζί τό σχέδιο. Εί ναι ένα σατανικό σχέδιο. — ’Άν δεν πετύχουμε, εί μαστε χαμένοι, κατιτσή. Νά τό ξερής! —Θά πετύχουμε, έφέντη !, τον καθησυχάζει αυτός. Στις 4 Απριλίου τό πρω'ί οί σφαγές απ’ τούς γενιτσά ρους συνεχίζονται στην Πόλη. Οι δρόμοι είναι ανάστατοι καί τά σπίτια των χριστιανών, ό σα υπάρχουν ακόμα, καίγον ται από τούς μεθυσμένους δερβίσηδες πού, επί κεφαλής του όχλου, τρέχουν στούς ρωμέϊκους μαχαλαδες μέ άγριες κραυγές. — Τό σπαθί τού Προφήτη (*)
Ό
διευθυντής
της
άστυ-
αστράφτει καί πάλι νά τιμωρήιση τούς άπιστους! Ό1 μεγάλος διερμηνέας Κων σ τ αντΐνος Μουιρ ούζης βγα ίνε ι αυτή την ώρα από τό σπίτι του καί ικατευθύνεται, όπως πάντα ψύχραιμος, στην υπη ρεσία του. Μπροστά όμως στο υπουργείο ένας κακοντυμένος άνθρωπος τον πλησιάζει καί του παραδίνει μια επιστολή. Ανύποπτος ό Μουρούζης την ανοίγει καί διαβάζει. Είναι έ να γράμμα πού έχει την υπο γραφή τού Ύψηλάντη. Μέ την πρώτη ματιά που ρίχνει κα ταλαβαίνει πώς πρόκειται για ένα πλαστό έγγραφο καί κα ταλαβαίνει την πλεκτάνη. Τό γράμμα δεν έχει τά συνθημα τικά σημεία ούτε αναφέρει πουθενά τή λέξι «σενάγλωσσου -ενοδοχεΐον». (*) Ό Κωνσταν τίνος Μουρούζης είναι βέβαιος τώρα ότι πρόκειται για σκη νοθεσία. — 7Ηρθε ή ώρα μου φαί νεται, λέει χαμογελώντας πι κρά. Οί Τούρκοι θέλουν νά μέ ξεκάνουν. Μέ τό πλαστό γράμμα τώ ρα στην τσέπη πηγαίνει στο γραφείο τού Ρεΐτ - έφέντη. Ό υπουργός τής αστυνομίας τον υποδέχεται μ5 ένα σατανικό χαμόγελο ατά χείλη. Πίσω απ’ τά γυαλιά του όμως τά μάτια του άστράφτουν γεμά τα έχθρα. — Διαμαρτύρομαι!, λέει ό Μουρούζης καί πετάει τό ■(*) Μ* αυτό τδ αναιχσ άν·εφ·έοετο σννβηιΐια<τικσ η Φιλική Έταιο>εία υιεταξυ τώ*ν 'έλλήνί^ν πςττρι*
φτάν,
16
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»',»»»»»»»»»»»»»»η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»
γράμμα έπάνω στο τραρτέζι του. Κάποιος ή κάποιοι, πού θέλουν νά μέ συκοφαντούν στο Σουλτάνο, γράψανε αυτό τό χαρτί. Σου τό παραδίνω... Ό Ρεΐτ - έφέντης, πού ό ίδιος — όπως κατάλαβε ό α ναγνώστης — έχει σκαρώσει όλη αυτή την Ιστορία, κάνει τάχα πώς διαβάζει μέ προσο χή την έπιστολή. — Μά φυσικά!, λέει. Θά πρόκειται για καιμμιά άτιμία των εχθρών σας. Νά μείνετε ήσυχος. Μπορείτε νά πάτε στην υπηρεσία σας... ■Καθώς βγαίνει όμως απ’ τό γραφείο του Ρε'ί'τ - έφέντη, δυο γενίτσαροι τον πιάνουν. Ό Μουραύζης γίνεται χλωιμός. — Αυτό είναι άτιρία!, φωνάζει. Μά κάνεις δεν έχει όρεξι νά τον άκούση. Τον σέρνουν έξω καί τον όδηγούν στις φυλακές. Την ίδια στιγμή ό πανούργος υπουργός παρουσιάζεται στο Σουλτάνο. — Έχω τις αποδείξεις γιά τον Μουρούζη στά χέρια μου, λέει. Όρίστε. Ό Μαχμούτ παίρνει το γράμμα πού τού δίνει καί τά μάτια του σκοτεινιάζουν κα θώς τό διαβάζευ — Γέμισε τό σεράϊ από προδότες!, ουρλιάζει. Εμ πρός! Αμέσως φέρτε τον στο γιαλή - κιόσκι. Θέλω μπροστά μου νά του πάρουν τό κεφάλι! Μισή ώρα αργότερα, μέ τά χέρια δεμένα πίσω στ ή ράχη σέρνεται στο γιαλή - κιόσκι ό Κωνσταντίνος Μουρούζης. 3α δίζει υπερήφανα προς τό μαρ
τυρικό θάνατο. Ψηλός, ωραί ος, μέ ήρεμο πρόσωπο, κυτταζει μέ μάτια γεμάτα περιφρόνησι τούς τυράννους. Είναι εκεί ό σουλτάνος Μαχμούτ, ό Ρε'ί'τ - έφέντης μέ τό σατανικό χαμόγελο στά χείλη, καί οί άλλοι υπουργοί καί αξίωματούχοι τού παλατιού. — Όμάλόγησε, ώρέ αχάρι στε γκιαούρ; τού λέει ό σουλ τάνος, ποιους έχεις παρέα ε δώ στο Ί σταμπούλ; — Αυτό δέν θά τό μάθης ποτέ από τό στόμα μου!, άποκρίνεται εκείνος. — Έλαβες, ώρέ, ή όχι τό γράμμα από τούς συνωμότες; — Τό γράμμα πού σού δια βάσανε ήταν ψεύτικο. Μά τα χτικά λάβαινα άλλα γράμμα τα, αληθινά καί γνήσια πού μου δίνανε οδηγίες νά έργα•στώ γιά την ελευθερία τού Γένους μου! — Καί σύ, ώρέ; — ’ίζγώ εργάστηκα γιά την ελευθερία των Γραικών! — Τό παραδέχεσαι λοιπόν; — Ναί.( — Κ Γ ό σεϊτάν Άστρακάρης, ώρέ, πού καίει τά καρά βια μου ήτανε φίλος σου; Ό Μουρούζης χαμογελάει. — Τέτοιους ’Αστρακάρηδες, μικρούς καί μεγάλους μπουρλοτιέρηδες, έχει χιλιά δες σήμερα ή Ελλάδα., Κι’ό καθένας απ’ αυτούς αξίζει ό σο δέν αξίζουν οι έκατό καπουδάν - παισάδες σου! Αυ τοί θά κάψουν ολάκερη την αρμάδα σου! — Κόφτε τον, ώρέ, νά μην τον ακούω!, ουρλιάζει ό
ΜΠΟΥΡΛΟΤ! ΕΡΗΧ 17 »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»».
μ·ούτ! Π άρτε του τό κεφάλι νά πάψη να μιλάη έτσι φαρ μακερά. "Έχει γίνει κίτρινος και φο βάται. "Ενας παράξενος φό βος του γεμίζει τό αΐμα καί τρέμει. Τά λόγια του Μουρούζη αντηχούν στ5 αυτιά του προφητικά. Ό "Ελληνας τον κυττάζει με περιφρόνησι. — Σουλτάνε αίμοβόρε! Σ ο-υλτ ά νε άδ ΐ'κε ! Σ ο υλτ άνε άθλιε!, του λέει. "Έφτασε ή τελευταία ώρα τής βασιλείας σου. Ό Θεός και τό Γένος μου θά σέ τιμωρήσουν! Κάτι θέλει νά πή άκόμα. Μά δεν τον άφίνουιν. Σαν λυσ σασμένα αγρίμια πέφτουν α πάνω του ό δήμιος καί οι βοη θοί του. Τον τραβάνε καί τόν ρίχνουν καταγής κι" υστέρα τόν υποχρεώνουν νά γονατίση καί ν’ άκουμπήση τό κεφάλι του σ’ ένα χοντρό κούτσουρο. Ό Μουρουζης κλείνει τά μά τια καί ψιθυρίζει μιά προσευ χή. Ό δήμιος άνασηκώνει τό τσεκούρι καί τό κατεβάζει μέ δύναμι στο λαιμό του. Τό κε φάλι τού Κωνσταντίνου Μουρούζη κατρακυλάει 'στό χώμα μαικρυά από τό κορμί του πού σπαράζει. Τά μάτια όμως, ζωντανά για μερικές στιγμές άκάμα, μένουν καρφωμένα στο πρόσωπο τού σουλτάνου, γε μάτα απειλή καί φοβέρα. Κι5 ό Μαχμούτ νοιώθει ένα δυνατό χτυποκάρδι νά τόν κυριεύη... — Θεριά ανήμερα, ώρέ, εί ναι οί γκιαούρηδες !, λέει. "Αν έχη πολλούς τέτοιους ό Μωρηάς καί ή Ρούμελη, χάθηκε τό '!σλάμ!
0 ΠΡΟΔΟΤΗΣ
ΝΙΚΗΤΑΣ ’ Αστροοκά· ρης κι5 ό αχώριστος σύντροφός του ό Γεράσιμος Στραπάτσος, κατηφο ρίζουν μέ προφυλάξεις τά στε νά. καλντερίμια τού Τοπχανέ. Αυτές τις τελευταίες μέρες, σ' αυτά τά μέρη, οι περιπο λίες είναι πυκνές γιατί ολά κερη ή Ίσταμπούλ βρίσκεται στο πόδι. Οί ανατινάξεις κα ραβιών συνεχίζονται καί κάθε νύχτα θεόρατες γλώσσες φω τιάς σκεπάζουν τό Βόσπορο καί στέλνουν στο βυθό τά τ Ο'ύρκ ικ α μ ετ αγωγ κσ. Μπσρούτια καί μπάλες, όπλα καί στρατιώτες, πού είναι έτοιμοι νά ξεκινήσουν γιά την έπαναστ ατ η μ ένη 4 Ελλάδα, χ άν ο ντ α ι άπό τη μιά στιγμή στην άλλη καί βρίσκουν υγρό τάφο στη θάλασσα. Οί δυο τολμηροί "Ελληνες, αγνώριστοι κάτω άπό τά τούρκικα ρούχα βαστάζων τού λιμανιού πού φορούνε, φτά νουν σ5 ένα στενό έρημο δρό μο καί στέκουν έξω άπό μιά χαμηλή πόρτα. Είναι ή πίσω πόρτα τού Άχμέτ - καφενέ, πού τούτη την ώρα είναι κλει στός. Αλλά ξέρουν πώς κά ποιος εδώ μέσα τούς περιμέ νει. Τό άπόγεμα πήραν ένα σημείοομα μέ δυο λόγια. «Ε λάτε απόψε. Ανάγκη νά σάς μιλήσω. "Αχμέτ». Τό παιδί κι" ό Στραπάτσος ξέρουν πώς ό φλογερός "Ελ ληνας πατριώτης, πού κρύβε ται κάτω άπό αυτό τό ονομα καί ξεγελάει τούς Τούρκους,
Ο
ο <3
-Ο Ο
>5 Ο Ό α ετ 6
Ο> Ϊ2> 'ο <~>
Ο
ά Iο οό »'ΙλΙ =ί <-/
σ
»-Ο Έ *=*3 Όί ο> ν3
ο § *0
ΙΟ υ
ο
ό Η
<0
§ α ►*
Η
Ό I—
20
τους π η για να τους καΛη κον τά του. Χτυπούν τρεΐς φορές συνθηματικά την πόρτα καί περιμένουν._Μά δεν παίρνουν άπάντηισι. ζαναχτϋίταύν. ’Αλ λά καί αυτή τή φορά δεν ά κου νε τίποτα. — Θ' αργήσαμε κι3 έφυ γε!, λέει ό Στραπάτσος. Βα ρέθηκε νά περιμένη. Νικήτας όμως δεν έχει την ίδια γνώμη. -αναχτυπάει. — Αυτό είναι πολύ παρά ξενο!, ψιθυρίζει. Ό Άχμέτ πάντα ήταν έν τάξει στις συ ναντήσεις πού μάς ώριζε. Καθώς μιλάει όμως, άκουιμπάει στην πόρτα καί τότε μ’ έκπληξί του προσέχει πώς εί ναι ανοιχτή. 7ό χαμηλό πορτάκι υποχωρεί προς τά μέσα. — Ναι καί κάτι άλλο πα ράξενο ακόμα!, λέει ό Στρα πάτσος. Ό 'Αχμέτ ποτέ δεν άψίνει ανοιχτή την πόρτα του. Κάτι πρέπει νά συμβαίνει. Μια αόριστη ανησυχία τρυ πώνει στις καρδιές τους. Πρέ πει νά μάθουν. Τό Ελληνό πουλο σπρώχνει την πόρτα καί περνάει τό κατώφλι. Α κολουθεί ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης. Τό σκοτάδι είναι πηχτό, αλλά δεν είναι ή πρώ τη φορά πού έρχονται εδώ καί ξερουν καλά τό δρόμο. Ανε βαίνουν ψηλαφητά ιτιά στενή ξύλινη, σκάλα, περνούν ένα διάδρομο καί μπαίνουν σ’ έ να στενό καμαράκι, δπου γί νονταν οί συναντήσεις τους άλλοτε. Καθώς φτάνουν όμως σ' αυτή τήν κάμαρη, στέκουν ασάλευτοι καί νοιώθουν ένα
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
δυνατό ρΐγος νά διαπερνάη τά κορμιά τους. Ένα σιγανό βογγητό άκούγεται. Το παι δί φουχτιάζει τό πιστόλι του. -— Δεξιά στον τοίχο, Γερά σιμε, κρέμεται ό λύχνος, λέει. Άναψε τον νά δούμε τί γίνε ται εδώ μέσα. Ό Στραπάτσος, ψάχνοντας στά σκοτεινά, βρίσκει τον λύ χνο. καί τον ανάβει. Σχεδόν αμέσως όμως, μόλις τό αδύ νατο φως σκορπίζεται στην κάμαρη, άφίνσυν κι5 οί δυο μια κραυγή. Κάτω στο πάτωμα, ξαπλωμένος φαρδύς - πλατύς, μέσα σέ μια λίμνη, από αίμα, βρίσκεται ό Άχμέτ! Τό παιδί χονατίζει κοντά ταυ. "Ενα μα χαίρι είναι καρφωμένο στο στίβος του καθά τό μέρος τής καρδιάς. — Τον σκοτώσανε!, λέει μέ φωνή πού μόλις άκούγεται. "Ομως όχι, δέν είναι νεκρός ό Άχιμέτ. "Ενα σιγανό βογγη τό φτάνει πάλι στ5 αυτιά τους. Τό παιδί πιάνει τό σφυγμό του. Ή καρδιά δέν έχει στα ματήσει. Χτυπάει αργά, ξεψυχισμένα, μά χτυπάει. Είναι ζωντανός. Προσπαθεί τώρα νά τόν άνασηκώση, νά τον βοηθήση. Τό μαχαίρι πού είναι καιρ φωμένο στο στήθος του δέν τολμάει νά τ’ άγγίξη. Αυτό μπορεί νά τού φέρη μια φο βερή αιμορραγία, νά πεθάνη, μέσα σέ λίγα λεπτά. —Άν είχαμε ένα γιατρό!, λέει. Ό Άχιμέτ ανοίγει τά μά τια. "Ενα πικρό χαμόγελο σχεδιάζεται στο χλωμό προ-
ΜΠ0ΥΡΑΟΤΙΕΡΗΣ 21 »»»»»»>»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»
σωττό του. Τον ακούει που μι λάει. ^— Άχμέτ !, του λέει ό Νι κήτας. ^Κάνε κουράγιο! Εκείνος κουνάει τό κεφάλι. — Είναι αργά πια!, ψιθυ ρίζει. — Πες μας τί σου συνέβη; ρωτάει ,μέ αγωνία τό παιδί. -— Ένας προδότης κυκλο φορεί ανάμεσα μας, άποκρίνεται εκείνος μέ ξεψυχισμένη φωνή. Πιρασέχτε. Κ ινδυνεύετε. Έγώ καταλαβαίνω πώς θά πεθάνω. Εσείς ψυλαχτήτε! -— Ποιος είναι; ρωτάει ό Στραπάτσος πού έχει σκύψει τάρα κι5 αυτός κοντά του και νοιώθει μέσα του νά φουντώνη ένας άγριος θυμός. Ποιος είναι; Πες μας τ’ όνομά του... — Πώς τον λένε; ρωτάει τό παιδί μέ αγωνία. — Μάθατε πώς αποκεφάλι σαν τον Μουρούζη; ψιθυρίζει ό Άχμέτ. "Ενας ρωμηός α γορασμένος από τον Ρε'ί'τ ·* έφέντη έγινε ή αφορμή. Αυτός πρόδωοε τον Κωνσταντίνο Μουρούζη καί τού έστησαν παγίδα. Μέχρι προχτές περ νούσε για δικός μας καί τον εμπιστευόμουνα. "Ομως σή μερα έμαθα πώς αυτός ήταν πού έστειλε στο θάνατο τον μεγάλο διερμηνέα. Πριν μια ώρα τον βρήκα εδώ μέσα νά σκαλίζη. τά χαρτιά τής Φιλι κής, που είχα στη μυστική κρύπτη. "Οταν τον εΐδα τάχοασα. Ρίχτηκα απάνω του. Μά προ φτάσε καί μέ χτύπη σε, — Πώς τον λένε; ξαναρωτάει τό παιδί.
— Γιώργη Καρδή, τον λέ νε. Φυλαχτήτε άττ αυτόν. Σάς έχει δ ή νά κουβεντιάζετε μα ζί μου λ καί σίγουρα ξέρει ποιοι είστε. Οι Τούρκοι έχουν έπικηρύξει χιλιάδες γρόσια τά κεφάλια σας κι* αυτός δέ θ’ άφήση την ευκαιρία νά πάη χαμένη. Είμαι σίγουρος πώς θά γυρίση σε λίγο εδώ μέ τούς Γενίτσαρους. — Ό ^ Κ ορδής !, λέει μέ σφιχτά δόντια ό Στραπάτσος. οέρω ποιος είναι. — Πού μπορούμε νά τον βρούμε; ρωτάει ό Νικήτας. Ό Άχμέτ κάνει μιά προ σπάθεια ακόμα νά μιλήση, μά δέν μπορεί. Τά χείλη κινούν ται, αλλά καμιμιά λέξι δέ βγαίνει από τό στόμα του. "Υστερα, τινάζεται απότομα σά νά τον χτύπησε κεραυνός, ανοιγοκλείνει τά μάτια καί μένε ι ασάλευτος. — Άχμέτ !, ξεφωνίζει τό παιδί. Μά οι νεκροί δέν μιλούν. — Πέιθανε!, λέει ό Στρα πάτσο ς. Καί ξεροβήχει, έτοιμος ν’ άρχί.οη τις ψαλμωδίες του. Λ4ά αυτή τή φορά ή νεκρώσιμη α κολουθία είναι για έναν "Ελ ληνα πατριώτη καί τά μάτια τού κοντόχοντρου Κεφαλλωνίτη είναι βουρκωμένα. ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ Α! τότε μ ιός βροντερή κραυγή άντηχεΐ ξαφνι κά στ5 αυτιά τους: Γ— 3Απάνω τά χέρια, ώρξ\
Κ
22
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
Παραδοθήτε γιατί σάς χα λάω ! Ή φωνή έρχεται από τό ά νοιγμα τής πόρτας και ό Στραπάτσος γυρίζει ξαφνιασ.μένος προς τα εκεί και στα ματάει τις ψαλμο>5ίες. Γουρ λώνει τά δαικρυσμένα του μά τια και κολλάει τή ράχη στον τοίχο. Ταυτόχρονα, τό παιδί, που βρίσκεται ακόμα γονατι στό πλάϊ στον νεκρό Άχμέτ, τινάζεται ορθό καί φουχτιό ζει τή λαβή του πιστολιού του. — Δεν ακούσατε, ώρέ, τί σάς είπα; Εκείνος πού διατάζει είναι ένας γενίτσαρος καί κάμπο σοι στρατιώτες. Μπαίνουν μέ σα στήν κάμαρη με τά χατζά ρια στα χέρια καί τά μάτια τους είναι γεμάτα έχθρα καί απειλή. Ό Νικήτας κάνει δυο βήματα προς τά πίσω. — Τί θέλετε; ρωτάει καί ύποκρίνεται τον τρομαγμένο. ’Άν ψάχνετε γιά τον φονιά τοϋ Άχμέτ μπέη, όμείς είμαστε αθώοι. Πρίιν λίγα λεφτά πού ήρθαμε, τον βρήκαμε όπως τον βλέπετε. — Στόματα τις κουταμά ρες, Άστρσκάρη, καί ττάψε νά γαργαλάς τήν κουμπούρα σου!, τον κόβει ό Τούρκος, -ερουμε ποιοι είστε καί τί ζη τάτε εδώ. Απάνω τά χέρια! Καί, καθώς μιλάει, ζυγώνει κραδαίνοντας τό χατζάρι του απειλητικά. Τό χέρι του Ελ ληνόπουλου κάνει τότε .μιά ξα φνική κίνησι καί δυο απανω τές βροντές συγκλονίζουν τήν ^άψαρη. Ή δΐ'μρύτσρυνη πι
στόλα του στέλνει κατά τήν πόρτα δυο κοφτά μολύβια καί ό γενίτσαρος πού μιλάει χο ροπηδάει σά μεθυσμένος δερ βίσης, παίρνει μιά βόλτα πά νω στις φτέρνες του καί πέ φτει βγάζοντας ένα βογγητό στο π άτολμα. Τήν ίδια στιγμή ό Στραπάτσος σαλτάρει πλά για καί τραβάει τό γιαταγά νι του. — Πίσω, ώρέ Τουρκαλάδες, γιατί σάς έφαγα τό μά τι!, ουρλιάζει. Εκείνοι αμω·ς, πού ξαφνια σμένοι απ’ τήν κεραυνοβόλα έπίθεσι έχουν μείνει γιά μερι κά δευτερόλεπτα σάν χαμέ νοι, συνέρχονται καί μουντά ρουν. Ό Νικήτας σκύβει γιά ν’ αποφυγή μιά σπαθιά καί ή λεπίδα σφυρίζει πάνω απ’ τό κεφάλι του. Ταυτόχρονα, τρα βάει τό γιοπαγάνι του καί με μιά σβέλτη κίνησι στέλνει π,ρός τό μέρος τών ^Τούρκων τό μικρό τρο;τεζι πού βρίσκε ται πλάϊ του. Ό λύχνος πού είναι ακουμπισμένος πάνω σ’ αυτό πέφτει στο πάτωμα, σβύ νει καί ή κάμαρη βυθίζεται σ’ ένα πηχτό σκοτάδι. — Μου χάλασες τή δου λειά!, άκούγεται νά γκρινιάζη ό Στραπ άτσος. Τό παιδί δεν προσέχει, ού τε καταλαβαίνει τί θέλει να π ή ό σύντροφός του. Μ’ ένα πήδημα αφήνει τή θέσι του ά δεια καί τό αμέσως έπόμενο δευτερόλεπτο ο! Τούρκοι πού μουντάρουν απάνω του τρυπούν μέ τά γατζάρια τους τον αέρα καί σπάνε τά μούτρα τους στον τοίχο. Μονομιάς, φ-
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
23
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>
κούγονται μερικές πνιχτές κραυγές. Ό Νικήτας, πού βρί σκεται τώρα στη ράχη, τών Τούρκων, τούς αίφν ιδιάζει και τό σπαθί του διαγράψει θα νάσιμα τόξα στο σκοτάδι. Άλλα κι* ό Στραπάτσος δέν μένει αργός. Τό γιαταγάνι Ί ου1 άνεβασοπεβσι'νει σαν μπαλτάς και τσακίζει δ,τι βρίσκεται εμπρός του. — Προς την πόρτα, Γεράαι.με!, διατάζει τό Ελληνό πουλο. — Έν τάξει, μικρέ!, απο κρίνεται ό κοντόχοντρος Κεψάλλωνίτης. Τώρα είμαι έτοι μος. Γλυστρούν προς την πόρ τα χτυπώντας δεξιά κι’ άριατερά, περνούν τό κατώφλι και βγαίνουν στο διάδρομο. Αντί όμως νά τρέξουν προς τη σκάλα, κάνουν μια κλίσι προς τά δεξιά, φτάνουν στο βάθος του δ.αδρόμου καί στέ κουν. 5Από εδώ πού βρίσκον ται άκούνε τούς άλλαλοτ/μούς τών Τούρκων καί τις βλαστή μιες τους. Μέσα στο σκοτάδι, μη βλέποντας ό ένας τον άλ λο, άλληλοχτυπιουνται μέ τά χ ατζάρ ι α τ ου ς, ν ο μ ί ζοντ α ς πώς χτυπούν τούς δυο "Ελλη νες. "Υστερα μιά φωνή φτά νει στ’ αυτιά τους: — Στραβό μ άρα πάθατε, ώρέ; Οί γκιαούρηδες τό σκά σανε κιόλας άπ5 τη σκάλα. Ελάτε νά τούς προ φτάσουμε. — Την πάθανε!, λέει μέ σιγανή φωνή ό Νικήτας. Άκούνε τό ποδοβολητό τών Τούρκων πού κατεβαίνουν τη
σκάλα τρέχ όντας πρός τό δρόμο. — Έν τάξει!, μουγγρίζει ό Στραπάτσος. —^ "Ελα μαζί μου!, διατά ζει τό παιδί. Αφήνουν τό διάδρομο—ξέ ρουν καλά τά κατατόπια τού Άχμέτ κσφεινέ — μπαίνουν σέ μιαν άλλη κάμαρη, ανεβαί νουν μιά σκάλα, κατεβαίνουν μιαν άλλη καί φτάνουν στήν κυρία είσοδο τού μαγαζιού. Άψουγκράζονται. Ή σ υχία. Αυτός ό δρόμος πού φέρνει στήν παράλια είναι έρημος. Τό παιδί άνσσηκώνει τήν άμπάρα τής πόρτας καί τήν α νοίγει αργά καί μέ προψυλάξεις. — "Αντε, νά, φεύγουμε!, λέει. — Καί αυτόν εδώ τί θά τον κάνουμε; ρωτάει ό Στραπά τσος. Τό παιδί γυρίζει καί τον κυττάζει. Δέν καταλαβαίνει γιά δεύτερη φορά απόψε τί τού λέει ό σύντροφός του. Καί ξαφνικά τά μάτια του στρογ γυλεύουν από τήν έκπληξι. Μέσα στή θαμπή ανταύγεια πού στέλνουν τά άστρα, βλέ πει πώς ό Στραπάτσος δέν είναι μόνος. Σέρνει μαζί του κι5 έναν λιγνό κακομούτσουνο άνθρωπο. Τό πρόσωπό του δέ μπορεί νά τό ξεχωρίση καθα ρά, γιατί ή ψσρδειά παλάμη τού κοντόχοντρου Κεφαλλωνίτη σκεπάζει σχεδόν τό μισό, καθώς τού κρατάει κλειστό τό στόμα... — Ποιος είναι αυτός;
24 Ο ΜΙΚΡΟΣ »»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
τάει παρ-αξενεμένος ό Νική τας. — Ό φίλος μας ό Γιώργης ό Κ αρδής!, άποκρίνεται εκεί νος χαμογελώντας. Αυτός έ φορέ τούς Τουρκαλάδες στην κάμαρη τού ’Αχμέτ. ’Αφού πρώτα τόν σκότοχτε, ήρθε κα τόπιν ν’ άποτελειώση τό θεά ρεστο έργο του. Τον είχα δή κόμπασες φορές στον καφενέ μέ τον Άχμέτ και δέ μ5 αρέ σανε τά μούτρα του. Και δέ γελάστηκα. 5Απόψε, που τον είδα λοιπόν ανάμεσα στους Τούρκους, τόν σβέρκωσα! Λί γο ακόμα και θά μου ξέφευγε, δταν έσβυσες τόσο από τομα τό λύχνο. 'Αλλά καί μέοα στο σκοτάδι τά κατάψερα. Γυρίζει τώρα προς τό .μέ ρος του αιχμαλώτου του. — Γιατί τόιν σκότωσες, ώρέ, τόν Άχμέτ; τόν ρωτάει. Εκείνος, κάνει πώς κλαίει. — Σου ορκίζομαι, έφέντη! Μ-Τρατα είναι... — Καί τί δουλειά είχες, ώρέ, μέ τους Τουρκαλάδες; ρω τάει τώρα ό Νικήτας. — Μέ τό ζόρι ιμέ φέρανε, καπετάνιο μο·υ! Έγώ είμαι χριστιανός. Μπορώ νά γίνω έ να μέ τους Τούρκους; Καθώς μιλάει όμως τώρα μσί ο Στραπάτσος δέν τόν κρατάει πιά, φέρνει τό χέρι κάτω από την κελεμπία του. — Γιά τ’ όνομα του Χρί στου, μη μέ χαλάσετε!, πορα καλάει κλαψιάρικα. Δέν είναι κρΐμα νά σκοτώσετε ένα χρι στιανό, πού δέν έβλαψε ούτε μερμήγκι;
^ —- Ψέματα, τότε, ώρέ, μάς
είπε ό Άχμέτ; — Ψέματα, αφέντες μου! Καί, πριν τελειώση την κου βέντα του, τραβάει τό χέρι έξω από την κελεμπία του καί μέσα στο μισοσκόταδο άστράφτει μιά γλώσσα φωτιάς. Μέ μιά αστραπιαία κίνησι έ χει τραβήξει τό πιστόλι του καί πυροβολεί. Ή σφαίρα περ νάει σφυρίζοντας μισό χιλιο στό πάνω απ’ τό κεφάλι τού Ν ικήτο:. — Φίδι φαρμακερό!, μουγγρίζει τό Ελληνόπουλο. (Καί σ αλτ άρει πλάγια, για τί μιά δεύτερη γλώσσα φω τιάς βγαίνει απ’ τό πιστόλι του προδότη. Αλλά καί αυτή ή σφαίρα πάει χαμένη. Τρυπάει τόν αέρα καί καρφώνεται στον απέναντι τοίχο. — Όχιά!, ουρλιάζει ό Στραπάτσος. Αυτή είναι ή τε λευταία μπαμπεσιά που έκα νες ! Καί μ’ ένα πήδημα λιόνταρ.ου μουντάρει απάνω του. Τό γιαταγάνι του πέφτει σάν καρμανιόλα καί συντρίβει τό σβέρκο τού Καρδή. Ό προδό της παραπατάει σά μεθυσμέ νος, κάνει δυο βήμοπα προς τά πίσω καί σωριάζεται... — Δέν θά τόν ψάλης; ροοτάει τό παιδί χαμογελώντας, καθώς βλέπει τό Στραπάτσο νά βάζη τό σπαθί του στη θή κη του καί νά προχωρή προς την πόρτα. ’Έτσι θά τόν άφήσης; — Οι προδότες είναι χει ρότεροι απ’ τους Τούρκους!,
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙΕΡΗΙ 2Β »>»»»>»»»»»}-»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
αποκρίνεται αυτός Πάμε νά φύγουμε...
σοβαρά.
μους^ τού Φαναριού μέχρι τήν ενορία τού 'Αγίου Δη,μήτρη τής αυλόπορτας καί τού Μπο ΧΡΙΣΤΟΣ λ ατά, αλλά δεν ενοχλούν κα ΑΝΕΣΤΗ νένα. .. ΤίΣ 3 Απριλίου τα με ^ Οί χριστιανοί περνούν άνεσάνυχτα—Μεγάλο Σάβ νόχλητοι ανάμεσα τους καί βατό — ό κράχτης (*: γεμίζουν τήν εκκλησία. Ό Νι ε ίδοπο ι εΐ τούς χρ ιστ ι ανούς κήτας Άστρακάρης κι5 ό Γε πώς θά γίνη, όπως κάθε χρό ράσιμος Στραπάτσος έχουν νο, ή Άνάστασι στο ναό του φτάσει κάμποσην ώρα νωρί Πατριαρχείου. Μέσα στη φο τερα έκεΐ καί κανείς δέν τούς βερή τρομοκρατία καί τις προσέχει. σφαγές πού επικρατούν εκεί — Τό εΐχα τάμα, λέει ό νες τις μέρες στην Πόλη, ή κοντόχοντρος Κ εψαλλωνίτης, Εκκλησία ορθή συνεχίζει τή νά λειτουργηθώ μιά φορά του μεγάλη αποστολή της. Πριν λάχιστο στή ζωή μου στο Πα μερικές ώρες αποκεφάλισαν τριαρχείο. Καί νά, πού τό καδυο ιερείς τής Μνεγάλης Εκ τάφερα. Αλλά τό μεγάλο· ό κλησίας. Τά αίματα απ’ τις νειρό μου δε θά γίνη ποτέ... σφαγές των παιδιών και των — Ποιό όνειρό σου, Γερά γυναικών είναι νωπά όοκόιμα σιμε; ρωτάει παραξενεμένο τό στούς δρόρους. Τά καρμένα παιδί. σπίτια τών Χριστιανών καπνί — "Ηθελα νά διοριστώ δε ζουν καί μέσα στά έρεί τια ξιός ψάλτης σ" αυτή τήν εκ σαπίζουν τά μισοκαμμένα κλησία!, αναστενάζει. Αλλά πτώματα τών θυμάτοον. "Ομως τά πράγματα ήρθαν ανάπο οί χριστιανοί τής Πόλης — δα. Σκόνταψα έπάνω στήν έόσοι άποιμένουν ζωντανοί — πανάστασι κο:ί ή πατρίδα θά γιορτάσουν απόψε μέ 6σχρειάζεται τώρα πολεμιστές κρυσμένα μάτια τήν "ΑνάστακΓ όχι ψάλτες... σι του Χριστού καί θά προ Ή λειτουργία πού αρχίζει σευχηθούν γονατιστοί στά πό σέ λίγο είναι κάτι τό υπέρο δια του νά λυπηθή καί νά βοηχο καί καί συγκινητικό μαζί. θήση τούς σκλαβωμένους Γραι Ό ίδιος ό Πατριάρχης Πρηκούς πού ξεσηκώθηκαν γιά τή γάριος ό ά', μεγαλοπρεπής λευτεριά τους. μέσα στή γεμάτη χρυσάφια 5Από νωρίς, πέντε χιλιάδες στολή του, ανάμεσα σέ δώδε γενίτσαροι είναι σκορπισμέ κα άλλου ς_ δεσποτάδες, χορο νοι εδώ κι* έκεΐ μέσα στή με στατεί. I ά μάτια τών χρι γάλη περιοχή τών Πατριαρ στιανών είναι γεμάτα δάκρυα χείων. Τρ:γυρνούν ατούς δρό καί, όταν ψέλνουν τό Χριστός ’Ανέστη, ολόκληρο το έκκλη(*) Δέιν έπετοετταν ττοτέ οι σίασμα συνοδεύει μέ συγκιΤο-ίλοκοι τις κ ωδιοινοκοουσίε ς Ό νησι. Οι σκέψεις όλων είναι κ;ο©υττκ &ταν ενα είδος ντελάλη.
Ε
26 Ο Μ I Κ Ρ Ο ί ««<<«««««<«<««««<«<««««<<<«<<<<<«<<«««««««<««« ««««««<«
στην άνάστασι του Γένους. Δυο ώρες αργότερα ή λει τουργία τελειώνει και οί χρι στιανοί μέ τό "Αγιο Φως στα μικρά φαναράκια τους ξεχύ νονται στους δρόμους, έπ·ιοτρέφοντας στα σπίτια τους. — ΈμεΤς δε θά φύγουμε; ρωτάει ό Στροιτάτσος. -ημε ρώνει. — ’Όχι, πριν δούμε τον Πα τριάρχη, αποκρίνεται ό Νική τας. "Υστερα από δυο ιμέρες κατεβαίνει απ’ την Όντέσσα τό ύδρέϊκο καί μπαρκάρουμε. Δέ γίνεται νά φύγουμε χωρίς νά του φιλήσουμε τό χέρι. "Οταν άδειάζη ή εκκλησία, τό παιδί κι’ ό σύντροφός του ανεβαίνουν στο Πατριαρχείο, λένε ποιοι είναι στον Πρώτοσύγκελο κι5 εκείνος τούς οδη
γεί στον Πατριάρχη. Θεέ μου τί αλλαγή! Ό Άστ,ρακάρης τώρα, πού βλέπει από κοντά χωρίς τά χρυσά άμφια τον Πατριάρχη, τρρμάζει νά τον αναγνώριση! Πόσο έχει κατα'βΛηιθή/μέσα σέ λίγες μέρες ! Βαθειά χαντάκια έχει σκάψει ή αγωνία στο πρόσωπό του καί τό μάτια του είναι γέρα τα θλίψι. Χαμογελάει μόλις τούς βλέπει. — Φεύγουμε γιά την Ελ λάδα, δέσποτα, του λέει ό Νι κήτας. ’Άν έχετε καιμμιά γρα φή νά μάς δώσετε γιά τον Μιαούλη ή γιά τον Παπαφλέσ· σα... ' 0 Γ ρηγόρ ιο ς άνα σηκοίνε ι τούς ώμους. — Μονάχα την ευχή αιου καί την ευλογία μου στέλνω
"Βνκχς κακαντυΐϋένος Το-υοκο ς πλησιάζει τόιν Μουοού^η...
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΡ. ΡΗΣ
2ί
»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»);
Το Έ<λληινοττουιλ.ο καί 6 Στ ο απτά τσο€Λ βοίσκανταη τώ,οα στά νέοια τώ<ν γενιΐ'τσάοων καί υονάν-α εν α υποαεΐ νά τονς σώσπ. .
στά όπλα τους, νά ξεσκλα βώσουν μια ώρα νωρίτερα το Γένος, λέει. Αυτό νά τούς πήτε. Νά μή γκι,στέψουν και νά χτυπήσουν την Τουρκιά κατά στηθα. Ό 'Ύψιστος θά δώση τη νίκη στο τέλος και οι Αγα ρηνοί θά φτάσουν κυνηγηιμένοι απ’ τούς Γραικούς στην Κόκ κινη Μηλιά... Ό Άστρακάρης κι5 ό Νι κήτας τού φιλούν τό χέρι κι* έτουμάζονται νά φύγουν. Μά αυτή ακριβώς τη στιγμή ά νοιγε ι ή πόρτα. Ό πρωτοσύγκελος ,μπαίνει μέσα αναστα τωμένος και χλωιμός. — Ζητούν την Παναγιότητά σας!, τού λέει και τρέμει ή φωνή του.
— Ποιος; ρωτάει ήρεμος ό Γρηγόριος. —Απεσταλμένοι τού Σουλ τάνου. Ό Πατριάρχης άνασηκώνει τά μάτια στον ουρανό και στ αυροκοπιέτσι. —"Εφτασε ή ώρα μου, λέει απλά. Τό πειρίιμενα. "Υστερα από τον Μουρούζη, ήρθε ή σειρά μου. —Μην παρουσιασθήτε, δέ σποτα!, τού λέει ό Νικήτας. Υπάρχει καιρός νά ξεφύγετε άπ’ τά νύχια τους. Ελάτε μα ζί >μας. Αναλαμβάνουμε εμείς νά σάς πάμε στο Μωρηά... Εκείνος όμως χαμογελάει. — Σ’ ευχαριστώ, λεβέντη μουί, αποκρίνεται. Μά ό Γρη-
28 γόριος ό Ε' θά πεθάνη σαν παλληκάρι. Ό θάνατός μου θά φούντωσή τπό πολύ στις καρδιές των Γραικών την άπόφασι νά κερδίσουν τή λευτε ριά τους.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Γρηγόριος, έγραφε ό Σουλτά νος, έφάνη ανάξιος του πα τριαρχικού θρόνου, αχάριστος καί άπιστος προς τήν Πύλην καί ραδιούργος, γίνεται έκ^· πτοοτος τής θέσεώς του και εξορίζεται στο Καδίκιοϊ μέχρι ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ νεοοτέρας διαταγής...» ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΗ — Δόξα σοι ό Θεός!, ανα ΡΟΧΩΡΕI, ανοίγει .την στενάζει ό Στραπάτσος πού πόρτα και περνάει στο κρυφακούει πίσω άπ* τήν πόρ διπλανό δωμάτιο. Ε τα. Δεν θά τον σκοτώσουν. δώ, στο συνοδικό, τον περι — Ακόμα δεν τούς έμαθες μένουν ο Σταυίράκης *Αριτούς Αγαρηνούς, Γεράσιμε!, στάρχης, (*) ό μέγας διερμη λέει τό παιδί. Είναι ύπουλοι νέας πού διωρίστηκε στη θέσι οά φίδια... Θά τού κάνουν κα του όςποκεφαλισθέντος Μουκό. Κάτι πρέπει νά κάνουμε. ρούζη, ένας άπεσταλμένος του Δεν πρέπει νά τον άφήισαυμε Ρεΐτ - έφέντη κι* ένας γραμ στά χέρια τους. ματέας άπ5 τή διοίκησε Βγαίνουν άπό τήν κάμαρη, — Ή διαταγή του σουλτά κατεβαίνουν τή μεγάλη μαρ νου είναι νά μαζευτούν όλοι οί μάρινη σκάλα καί φτάνουν αρχιερείς, λέει ό ’Αριστάρχης, στήν αυλή. Ναι. Ό Νικήτας γιά ν5 ακούσουν τό έγγραφο Άστρακάρης δέ γελάστηκε. πού τούς αφορά, Άγιε Πα Μια κουστωδία άπό γενίτσα τριάρχη. ρους περιμένει στο προαύλιο. Ό Πρηγόριος ειδοποιεί και Κρύβονται πίσω άπό κάτι βέν σέ λίγο τό συνοδικό είναι γε τρα καί παραμονεύουν τούς Τούρκους. Άπό τίς κουβέντες μάτο δεσπότες. "Ολοι μαντεύ ουν πώς κάτι σοβαρό είναι νά πού φτάνουν στ3 αυτιά τους, συμβή κι* είναι χλωμοί καί καταλαβαίνουν πώς ό Ποπριφοβισμένοι. Μονάχα ό Πατρι άρχη ς είνα ι κ ατ αδ ικασ μ ένος. άρχης διατηρεί τήν ολύμπια Καί ύστερα άπό λίγο τον βλέ γαλήνη του. πουν. Τον κατεβάζουν οπήν — Μπορείτε τώρα νά δια αυλή καί ή κουστωδία τον βά βάσετε τό έγγραφο, λέίει. ζει στή μέση. Τότε σηκώνεται ό Τούρκος — Στο μπουντρούμι τού γραμματέας, ξετυλίγει ένα Μποσταντσήμπαση!, διατά ρολό χαρτί πού κρατάει καί ζει ό έπί κεφαλής. Εμπρός, διαβάζει τό φιρμάνι: ξεκινάμε! Καί τά μάτια σας «5 Επε ιδή ό Πατρ ι αρχής ανοιχτά μή σάς ξεφύγη, για τί θά τον πληρώσουμε μέ τά (*) ’ΉιδοΐλοΦοννίΐ9τπ και αώτοζ κεφάλια μας όλοι μας! οκονοιτεοα αϊτό τούς Τούιοκο-υς. ίί— Θά τούς πάρουμε τό κα στεοα άιτο^ δΐιαιτανη του αΐιιο-βό» τόπι !, λέει τό παιδί. ιρον σουλτάνον Μανυοντ.
Π
Τους άφήνουν ν άπομσκρυν βουν λίγο και αρχίζουν να τους παρακολουθούν. Ή ήρε» ρα που ξημερώνει μυρίζει άνοιξι. Κυριακή τοϋ Πάσχα τού 1821. Ό ήλιος στέλνει τις πρυοτες του χρυσαψιές άχτΐδες στη γή. Ο'ΐ δρόμοι είναι άκόμη έρημοι. Κάνεις δεν υπο ψιάζεται το μεγάλο δράμα πού πρόκειται να ξετυλιχθή αυτή τή μεγάλη μέρα. Ύστερα από μισή ώρα, ή συνοδεία μέ τον μελλοθάνατο Πατριάρχη έχει φτάσει εξω απ’ τή μεγάλη σιδερένια πόρ τα τής φυλακής. Τον σπρώ χνουν βάναυσα μέσα και 6 Νι κήτας κι5 ό Στραπάτσος δεν μπορούν να τον δουν πιά... — Στέκουν πίσω από μια γωνιά και περιμένουν. — Τά πράγματα είναι ζόρικ-α!, αναστενάζει ό Στρα πάτσος. Για νά τον φέρουν ε δώ, θά πή πώς τον έχουν γιά κρέμασμα. Δέ θά μπορέσουμε νά κάνουμε τίποτα. — Φοβάσαι; τον ρωτάει και τον κυττάζει λο·ξά τό παι δί. — Δεν φοβάμαι, αλλά δεν βλέπω τον τρόπο πώς θά μπο ρέσουμε νά τον ξετρυπώσου με από έκιεΐ μέσα. Ό Νικήτας μένει γιά μερι κές στιγμές σκεφτικός. — Μονάχα μέ τά μπουρλότα μπορούμε νά καταφέρου με κάτι!, λέει ύστερα άπό μι κρή σιωπή, "έχουμε δυναμί τες άκόμα στο ξενοδοχείο; — Μάς άπομένουν κάμπο σοι άκόμα άπ’ αυτούς πού μάς Ιδωκε ό Άχμέτ. Μά δέ
μπορώ νά καταλάβω. Τί μάς χρειάζονται τά μπουρλότα; — Τή νύχτα θά σκαρφα λώσουμε στο πίσω μέρος τής φυλακής, έξηγεΐ 6 Νικήτας, και θά ρίξουμε .μερικούς δυ ναμίτες στο προαύλιο. Μέ τήν ταιραχή πού θά άκολουθήση τις εκρήξεις, θά βρούμε ίσως τήν ευκαιρία νά μπούμε μέσα ν αρπάξουμε τον Πατριάρ χη! Κι’ ύστερα έχει ό Θεός... — Σά δύσκολα μου φαίνε ται, λέει ό Στραπάτσος, αλ λά εγώ όπως ξέρεις δέ χαλάω χοπήρισ. Πάμε λοιπόν νά ε τοιμάσουμε τά μπουρλότα. Καθώς ετοιμάζονται νά ξε κινήσουν, ή πόρτα τής φυλα κής ξαναναίγει. Δεν τον κρά τησαν έδώ τόν Πατριάρχη. Ή συνοδεία των γενιτσάρων ξα ναβγαίνει κι’ άνάμεσά τους είναι πάλι ό Πρηγόριος. Τώ ρα τόν βρίζουν και τόν κοροϊ δεύουν. Τού πετοΰν πειραχτι κά λόγια και τόν εξευτελίζουν μέ κάθε τρόπο. 5Αλλά εκείνος, ήρεμος και γαλήνιος, βαδίζει χωρίς νά φαίνεται πώς ακούει. Ό νοΰς του είναι στον ουρα νό, πού πρόκειται ή ψυχή του νά ταξιδέψη σέ λίγο... — Νά τούς ριχτώ; ρωτάει ό Στραπάτσος πού έχει φουν τώσει άπό θυμό. — ’Όχι άκόμα!, τόν συγ κροτεί τό παιδί. Έδώ βρισκό μαστε κοντά στούς στρατιώ τες. Δεν θά καταφέρουμε τί ποτα. Θά τούς παρακολουθή σουμε δσο νά βρούμε τήν κα τάλληλη στιγμή... Ή πσρακολαύθησι αυτή συ νεχίζεται όλο τό πρωί καί ύ
§θ
........... 4 .
στερα άπ5 τό μεσημέρι. 'Όλο το πρωί περιφέρουν τόν Πα τριάρχη δεξιά κι* αριστερά οί γενίτσαροι, ζητώντας νά τόν ταπεινώσουν δσο μπορούν πε*· ρ οσότερο. Τ' άίττόγεμα τόν ξ αναγυρίζουν στο Φανάρι. Ε κεί, κοντά στήν παραλία, τόν βάζουν νά γονατ ίση. — Σκύψε τό κεφάλι, ώρέ γκιαούρ δεσπότη !, τόν διατά ζει ένας γενίτσαρος πού φαί νεται δτι κάνει χρέη δημίου. Ό Πατριάρχης ρίχνει μιά ματιά στον ουρανό και προ σεύχεται. "Υστερα σκύβει τό κεφάλι. Ό δήμιος κρατάει στά χέρια του ένα βαρύ γιαπχχγάνι καί τό ζυγιάζει στον αέρα. Τό σηκώνει καί τό κατεβάζει μέ δύνσμι. Αλλά δεν σηιμαδεύει τόν μελλοθάνατο. Ή α τσάλινη λεπίδα περνάει δίπλα του, σφυρίζει σά φίδι, μά δεν αγγίζει τόν Πατριάρχη. Εί ναι κΓ αυτός ένας τρόπος νά τόν βασανίσουν περισσότερο. Αυτά τά ανθρωπόμορφα α γρίμια, δεν έχουν καρδιά. Ό άσπρρμάλλης μάρτυρας γυ ρίζει καί τούς κυττάζει. Τότε όλοι ξεσπάνε σέ απαίσια βρα χνά γέλια. — Την έπαθες, γκιαούρ! "Αντε, σήκω! Άλλου είναι τό τέλος σου... Τόν σηκώνουν καί τόν σέρ νουν. Τώρα τόν οδηγούν έξω άπό τη μεγάλη πόρτα τής έκκλησίας των Πατριαρχείων. Έδώ κάμποσοι καβαλλάρηδες ειδοποιημένοι άπό νωρίς, πε ριμένουν τη συνοδεία. Καθώς βλέπουν τούς γενίτσαρους νά ζυγώνουν, χαιρετούν μέ κραυ
©
Μ I Κ Ρ 6 ί
γές και βρίζουν -ιόν Πατριάρ χη* — Κρεμάλα στον γκιαούρ δεσπότη! Ούτε μιά γραμμή δεν αλ λάζει, άπό τη γεμάτη άγωνία άγια μορφή του. Ρίχνει μιά ματιά στήν αγχόνη καί τό σκοινί πού έχουν ετοιμάσει καί προχωρεί πρός τά έκει. Τώρα στον τόπο τής θα νατικής έκτελέσεως, έχει σχηματισθή ένα μεγάλο τετράγω νο άπό στρατιώτες. 01 καβαλ λάρηδες έχουν ξεπεζέψει καί τ’ άλογά τους είναι δεμένα πιο εκεί, ανάμεσα στά δέν τρα. Πίσω άπ* τούς στρατιώ τες, έχουν μαζευτή πολλοί Τούρκοι καί περισσότεροι Ε βραίοι, πού ήρθαν νά διασκε δάσουν μέ τό μαρτύριο τού Ιεράρχη. Μέσα σ’ αυτό τόν όχλο μπερδεύονται ό Νικήτας Άστρακάρης καί ό Γεράσιμος Στρα,πάτσος. — Τί λές, Γεράσιμε; ρω τάει τό παιδί. — Είμαι έτοιμος νά κάνω δ,τι μοΰ ττής !, αποκρίνεται αυτός. — *Έλα μαζί μου! •Γλυστρούν πρός τά πίσω, τρυπώνουν μέσα στά δέντρα, διαλέγουν δυο απ’ τά πιο γε ρά άλογα καί σαλτ αίρουν στ ή ράχη τους. — Ό Θεός βοηθός!, λέει ό Στραπάτσος καθώς βγάζει τό σπαθί του. 0 ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ
ΔΗΜΙΟΣ μέ γοργές κινήσεις περνάει τή θηλειά στο λαιμό τ·ϋ
©
ΜίϊΟΥΡΑόΐϊΙΡΗΐ μ ελλοθάναττ ου. 5 Εκ εΐνό ς ψ ιθυ* ρίζει μια προσευχή: «Πάτερ ημών, ό έν τοΐς ούρανοίς...». Σέ λίγο, θά τραβήξουν τό σκοινί καί όλα θά τελειώσουν. Αυτή ακριβώς όμως τή στιγ μή, γίνεται κάτι πού δεν τό περ[(μένει κανείς. Δυο καβαλλάρηδες όρμάνε σάν σίφου νες, σπάζουν την παράταξι καί, τσαλαπατώντας περίερ γους καί στρατιώτες, προχω ρούν καλπάζοντας προς τό μέ ρος τής αγχόνης. Ταυτόχρο να, δυο βροντές, ή μιά πίσω απ’ την άλλη, γεμίζουν τον αέρα καί τό πιστόλι του Νι κήτα Άστρακάρη στέλνει δυο καφτά μολύβια στο κεφάλι του δημίου. Ό ύψηλόσωμος γενίτσαρος τινάζεται προς τά πίσω, αφήνει τό σκοινί πού κρατάει καί σηκώνει τά χέρια σάν νά ζητάη νά πιαστή από κάπου, γιά νά μη σωριαστή χάμω. "Υστερα, γέρνει πλά για καί πέφτει μέ τά μούτρα στο χώμα. —Δεύτε λάβετε τελευταΐον άσπαοιμόν... Ή φωνή τού Στραπάτσου αντηχεί σάν καμπάνα μέσα στους άλλαλαγμούς των στρα τιωτών καί στις φοβισμένες κραυγές τού όχλου, πού σκορ πίζεται δεξιά κι5 αριστερά. Αλλά οι πρώτες στιγμές τού αιφνιδιασμού καί τού πανικού περνούν γρήγορα. Οί γενί τσαροι συνέρχονται καί τρα βούν τά σπαθιά τους. — Είναι ό σεϊτάν Άστρακάρης !, άκούγεται μιά φωνή. — Κράτα τους οσο μπο
ϋ ρείς ^περισσότερο, Γεράοτμε!, Φωνάζει τό παιδί. 'Καί, καθώς φωνάζει, ζυγώ νει προς τό μέρος τού Πατρι άρχη. Ό Γρηγόριος είναι χλω μός καί παρακολουθεί μ’ έκ πληκτο μάτι την τρέλλα πού κάνουν αυτοί έδώ οί τολμηροί "Ελληνες. Θεέ μου! Πώς θά τά βγάλουν πέρα δυο μονά χοι μέ όλο αυτό τό σκυλολόι; Ό Νικήτας όμως έχει φτάσει τώρα κοντά του καί σκύβει απ’ τό άλογό του. — "Αγιε δέσποτα!, τού λέει. Δεν μάς μένει πολύς και ρός. Έλα .μαζί μας! Δεν θά τούς άφήσομμε νά σέ κρεμά σουν ! Καί, γέρνοντας ολάκερος προς τό πλάϊ, .μέ γατζωμένα μονάχα τά πόδια στα πλευρά τού άλογου του, άπλώνει τά χέρια νά τόν άρπάξη. Εκεί νος όμως άποτραβιέται. Δεν θέλει ν’ άποφύγη τό μαοτυρι°. — "Οχι. Δεν πρέπει!, α ποκρίνεται. Ή θέσι μου είναι έδώ! Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό πού έκανες. Μά είναι μι« τρέλλα καί μιά θυσία άνώφέ λη. Ό "Υψιστος νά σέ προστατεύση... — Έλα μαζί μας, δέσπο τα!, ξαναφωνάζει ό Άστρσκσρης. Τό Γένος σέ χοειάζεται ζωντανό! "Ομως ό Πατριάρχης δέν τόν άκούει. Τά μάτια τού παι διού γεμίζουν απελπισία. — Γιά τ’ όνομα τού Χρι στού ! ^ Τώρα όμως είναι αργά. Ή ευκαιρία έχει χαθή. *ΊΙν« κ·-
η
ο
μ
? κ ρ ύ ϊ
(»»»»»»»»»»>>»»*»»#»&»>»*>»»»»>»>>»>»*»»»»»»»»»»»»»»# πάδι από· λυσσασμένο: σκυλιά έρχονται καταπονώ του. Ό Νικήτας οοψήνει ένα άγριο ουρλιαχτό. Ιό άγιο σώμα του αρχηγού τής εκκλησίας κρέ μεται στον άέρα. (*) ιό παι δί σφίγγει τά δόντια καί γυ ρίζει τό πρόσωπο. Δεν μποοεΐ ν5 άντέξη σ" αυτόν τον ε φιάλτη. Δεν θέλει νά δη πε ρισσότερο. — Φονιάδες!, ουρλιάζει καί ρίχνεται σαν τρελλός απάνω στους Τούρκους. Τό σπαθί του κινείται σαν θεϊκή ροιμφαία έκδικήσεως, οχορπίζοντας τό θάνατο γύρω του. Μερικά βήματα πιο ε κεί πολεμάει σά λιοντάρι κι3 ό Στραπάτσος. — Π αρ α δ ό σ ου, γκ ι αούρ ! — Ό 3Αστρακάρης δεν προσκυνάει! Κάποιος που τον ζυγώνει δέχεται κατάστηθα ένα φοβε ρό χτύπημα. Τό σπαθί του Νικήτα τον χωρίζει στα δύο. Τόσο δυνατά χτυπάει καί με τόση μανία μάχεται. Τό για ταγάνι του βροντάει δεξιά κι* άοιστερά, διασταυρώνεται μέ τά σπαθιά των Τούρκων, βγά{*) 'Ο&εύο'ντες έκείΟεν — νοάΦ,εα ό Σττ. Τ,ο-ικούττης στπιν Ιστο ρία της Έ,λλη'νικηζ ’Ειτταινιακττάσεως — εφιθσσαιν εις τ ος Πατςισονεΐα ’Ειχεΐ ό δήιιιος τό,ν έχρέιιασε ποοισευγόιαενθ'ν άπο του άιν«Φλίου τη,Γ αενάλης^ Πύλι'πς >ιεσηνβιοίαν της Κυριακής τού ΓΊ<χο·γα. άστε καθ' ην &ραν ίφήνιζίαν &νύύ&εν του πάτο αρνείου καϊ έΤΓΟ’λυΥ'οόινουιν τό,ν νέον πάτοι άιοΥίΐΐν οΐ τοιάσθ^ΐιοι Χοιστιαινοι φ&λ’λ,Ο'ντες τδ ε ί ς π ο λ λ ά ε τ η § έ σ π ο τ α. έκοέιαατο κάτωθεν ώς ληστης καί κακούργος, ό ποο~ κ4τοΥ0ς ®&τοΰ...
ζει φωτιές καί σπίθες. Είναι •μια μάχη μέχρι θανάτου. Ή κοφτερή λεπίδα ταυ στ σιμώ νει, άλλα δέ λέει νά στα,ματήση. Τά μάτια του είναι υ γρά για τό χαμό του Πατρι άρχη. "Ομως έχει σφιχτά τά δόντια καί δέ λυγάει. Είναι ένα άγριο μακελλειό. — Παραδόσου, γκιαούρ! — Πίσω, φονιάδες! Τό λαστιχένιο κορμί του γέρνει πότε πλάγια, πότε πί σω καί πότε έμπρός, νά φυλσχτή άπ3 τά χτυπήματα. Φυ λάγεται καί άποκρούιει. "Απο κρούει κι3 επιτίθεται σαν τά γρις. Κύκλω1 μένος από παν τού, άντικρύζει τ3 άγριεμένα πρόσωπα καί τά γεμάτα έχθρα βλέμματα, παλληκαρί ·· σια. Αναμαλλιάρης, μέ φουν τωμένα μάγουλα, ιμέ μάτια που αστράφτουν απάνω στ3 άλογο, κραδαίνοντας τό σπα θί του καί χτυπώντας άλογάριαστα, ζητάει ν3 άνοιξη δρό μο. Είναι ένας άνίσος αγώ νας, τό βλέπει. Μά ή θά πεθάνη ή 6ά νιικήιση... — Μάς χρειάζεται ζωντα νός!, ουρλιάζουν οί γενίτσα ροι. Ό σουλτάνος θά μάς γέ μιση γρόσια άν τού τον πάμε ζωντανό! "Ακούει καί χαμογελάει. "Όχι, δεν θά τον πιάσουν ζων τανό. Αυτό 6έ γίνεται. Τραβό:ει άγρια τά γκέιμια του ά λογου του. Τό ζώο βγάζει έ να άγριο χλιμίντρισμα καί τό στόμα του γεμίζει άφρούς. "Ορθώνεται στα πισινά του πόδια καί,, ώδηγημένο άττό τό στιβαρό χέρι τ·§ π*ι&ιδθ,
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ 33 »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»^>«
μάει στο σωρό. Τά σιδερένια πέταλά του συντρίβουν καί ξεκοιλιάζουν. Τά βογγητά κι5 οι βλαστήμιες των πληγωμέ νων γεμίζουν τον αέρα. "Έ σπασε ό κλοιός! Ό Νικήτας αισθάνεται κάτι νά φτειροκοπάη μέσα του. Ποιος ξέρει; Μπορεΐ νά τά κατσφέρη νά γλυστρήση άπ5 τά χέρια τους... "0>μως απότομα σταματά ει. Κάτι βαρύ πέφτει στο πί σω μέρος του κρανίου του. Νοιώθει έναν όξύ πόνο και^ ζα λίζεται. "Αφήνει τά γκέμια καί τό σπαθί φεύγει από τά χέρια του. Κοτταλαβαινεί πώς χάνεται. Τεντώνει τό κοριμί του προσπαθώντας νά κράτη θή. " Ενα δεύτερο χτύπημα, Τπό δυνατό άπ’ τό πρώτο ! Βγάζει ένα δυνατό βογγητό.
"Ολα στριφογυρνουν γύρω του. Γά μάτια του θαμπώ νουν. Δέ βλέπει πιά. 4Απλώ νει τά χέρια γιά ν’ άρπαχτή άπό τή χαίτη του άλογου του. Μά τά δάχτυλά του είναι νε κρά. Δέ μπορούν νά κρατη θούν. Γέρνει πλάγια καί γκρε μίζεται στο χώμα. — "Αλλάχ ί Αλλάχ !, α κούει τις χαρούμενες κραυγές των Τούρκων. Τον κρατάμε. Ό σεϊτάν Άστρακάρης είναι στά χέρια μας! Τό παιδί κλείνει τά μάτια. Δεν αισθάνεται τίποτα πιά. Είναι σά νά γλυστράη σ’ ένα σκοτεινό καί ατέλειωτο βάρα θρο. Ό θρυλικός μπουρλοτιέρης είναι στά νύχια των ^γε νιτσάρων καί μονάχα άπό^ έ να θαύμα μπορεΐ νά σωθή...
ΤΕΛΟΣ ΣυΥΥραφεύς:
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
"Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
*
*
*
ίνοι Ινο ανάγνωσμα
Ο ΜΙ & ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ Γραφεία:
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ι08ός Αεκκα 22 Φ
’ΑρΈ 6
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
“λ Τιμή δραχ. 2
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμαδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιούπολις. Προϊστάμενος Τυττο.ραφείου: ’Αν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο επόμενο τεύχος, τό 7, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη έδδαμάδα μέ τον τίτλο:
ΛΛ·»λ·ν 11 ν\\-< '.\\ν\Λ.\ν\Λ.Λ ννχννΛ ννν\ >>\\\ννν%'\Λ\\\\\\'ννννν^Λ·1\ννΐν^\.\,ν%νν·ν\\'ν\Λ.\\ ν\·ν,Λν\\·νΜ ν\ννχ·νΐίί
τά δυο ατρόμητα Ελληνόπουλα άντικρύζουν γιά χΐ“ λιοστή φορά τό θάνατο και συνεχίζουν μέ ήρωϊσμό τον άγώνα τους γιά την άπελευθέρωσι τοό "Έθνους!
Λ,ν\νννν\νννννννΛΛ\ννννννν\ν'ννννννν\\\\·νν\\ΛννΛ'νΛ\ννννν\'ν-ννννν\ν\ν\\ννν\\ννννννΛνν\ν\ν\.νι \ννν\νν
"Ενα τεύχος, πού θ’ άφηση γιά πάντα χαραγ μένη τή σφραγίδα του στην καρδιά κάθε 1 Ελληνόπου λου και Βά κάνη χιλιάδες μάτια νά δακρύσουν ότττό συγκινησι!
ΤΑΜΠΟΥ. ΓΤΜ ΜΥΧΤΗΡΙ2ΔΜ Χ9ΡΑ ΤΟΥ ΤΑ ΜΠΟΥ ΘΕΕ ΜΟΥ/ ΘΑ ΘΕΑΗ ΝΑ ΜΕΌΜ9ΡΗΣΗ ΓΙΑ ΕΓΚΛΝ ΜΑ ΠΟΥ ΔΕ/Υ ΕΚΑΜΑ1
ΟΧ· 1 ΜΟΥ ΔΕΙΧΝΕ I
ΕΜ Τ9 ΜΕΤΑΞΥ
ΚΑΠΟΥ- ΜΑΠΟΥ',
ΙΣ9Σ... 9 ΜΑΐ» 0Α Ί ΜΕ ΚΠΛΕΙ Ο / ΤΑΜΠΟΥ! V-
ΠΡΟΙΤΑΤΕ
X ΑΦΕΝΤ+4
/ΤΚΟΤΡίε ΤΗ ΓΥΜΑΙΚΑ ΜΟΥ/ ΠΡΕΠΕΙ ΜΑ ΠΕ-
ΟΑΝΠΟ ΔΟΛΟ^ ψο/νοι«. Λ
ζύνεχιζεται
ΤΟ ΜιΑιΡ·ΤΥΡΙιΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΠΑΤΣΟΥ
ΝΙΚΗΤΑΣ ’ Αστροοκά ρης ανοίγει τά μάτια. Τό σκοτάδι σ’ αυτό τό μπουντρούμι, δπου φεραν οί γενίτσαροι αναίσθη το υστέρα από τό δυνατό χτύ πημα πού δέχτηκε στο κεφά λι, (*) είναι πηχτό. Μονάχα ψηλά υπάρχει ένα μικρό κιγκλιδόφραχτο παράθυρο απ’ δπου μπαίνει μια θάμπη άνταυγεία άπό τό φως των ά στρων. Έχει νυχτώσει πιά. Μπορεί νά έχουν περάσει και τά μεσάνυχτα. Δεν εΤναι σε θέ σι νά λογάριάση. "Ενας δυνα τός πόνος τον παιδεύει στο πίσω μέρος του κρανίου και
©
(*)
τεόιΥ.οε.
Δϋάβσσε
τό
ποοητού υ·ενο
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
μπερδεμένες εικόνες τριγυρί ζουν στο νού του. Σιγά - σιγά, θυμάται καί ξαφνικά ανατριχιάζει. Ή φο βερή εικόνα του απαγχονι σμού τον έ τού Πατριάρχη ξανάρχε ται στά μάτια του. Δεν μπό ρεσε νά τον βοηθήση. Δεν θέ λησε ό ίδιος ν’ αποφυγή τό μαρτύριο! Τά τελευταία λό για του είναι ακόμα ζωντανά στ’ αυτιά του: — Δεν γίνεται νά φύγω. Ή θυσία μου θά δυναμώση στις καρδιές τη λαχτάρα γιά την έλευθερ ί α τού Γένους ! Έξω άπό τό σκοτεινό κελί τής φυλακής σουλατσάρει ό Τούρκος σκοπός. Τό ρυθμικό βάδισμά του άκούγεται στο διάδρομο καί φτάνει σά μα χαιριά στην καρδιά τού Άστρακάρη. Είναι στά χέρια
4
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» των γενιτσάρων και κανένας ιτιά δέ θά μπόρεση νά τον λύ τρωση. Ό σουλτάνος έχει τά ξει χιλιάδες γρόσια για το κεφάλι του. "Ίσως αύριο, τό πολύ μεθαύριο, νά τον κρεμά σουν. Μά θά πεθάνη ήσυχος, -επλήρωσε το χρέος του. Απότομα όμως παύει νά σκέπτεται. Κάποιος βαθύς α ναστεναγμός πού .μοιάζει μέ άγριο ροχαλητό γεμίζει τη φυλακή. Τό παιδί γυρίζει ξαφ νιασμένο καί δοκιμάζει νά ση κωθή. "Αδικος κόπος. Είναι δε μ ένα ς χε ι ραπόδ αρ α. " Ενας κ α ι νού ργ ι ος ό ναστεναγ|μός φτάνει στ* αυτιά του. Τώρα είναι σίγουρος σ’ αυτό τό μπουντρούμι έχει παρέα. Καί ξέρει—μέσα σέ χίλιους ανα στεναγμούς θά μπορούσε ν’ α ναγνώριση τον αναστεναγμό του— πώς ή παρέα αυτή εί ναι ό αχώριστος σύντροφός του ό Στραπάτσος. — Γεράσιμε!, ψιθυρίζει χα μηλόφωνα. 3Από την άλλη άκρη του μπουντρουμιού φτάνει ένα χα ρουμενο γάβγισμα. — Δόξα σοι τφ δείξαντι τό φως, πού είσαι ζφντανός !, τού φωνάζει ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης. Είχα φοιβηθή πώς τά τίναξες... Είδα νά σέ χτυπάνε και νά κατρακυλάς από τ5 άλογο. — Είσαι δεμένος; τον κό βει ό Νικήτας. — Δέ λές φασκιωμένος!, αποκρίνεται ό Στραπάτσος. Μ3 έχουν φασκιώσει μ5 ένα σκοινί απ’ τό λαιμό ως τά πό δα. Είναι αδύνατο νά σαλέ
ψω από τη θέσι μου. 5Αλλά κι* έτσι πού είμαι μπορούμε νά κουβεντ ι άσουιμ ε. ιΚαί ό Κεφαλλωνίτης διη γείται μέ δυο λόγια στο παιδί πώς αιχμαλωτίστηκε άχτό τούς γενίτσαρους. — Στόμωσε τό σπαθί μου, λέει, καί βράχνιασα νά ψέλ νω ! 3 Αλλά στο τέλος την έπα θα σάν αγράμματος. Καθώς σούβλιζα κάποιο Τούρκο καί έψελνα τό «μακαρία ή 65ός ήν πορεύει...», ένας γενίτσαρος σκαρφάλωσε στό σβέρκο μου, ενώ ταυτόχρονα ένας άλλος ξεκοίλιαζε τ5 άλογό μου. Πριν καταλάβω τί μού γίνεται βρέ θηκα αιχμάλωτος... "Οταν συ νήλθα αρχίσανε νά μέ δέρνου νε...
— Γ ιατί; — Θέλανε σώνει καί καλά νά τούς πω πού μέναμε καί πού κρυβόμαστε όσες μέρες είμαστε στην Πόλη... — Καί σύ; Δέν πιστεύω νά έκανες κουβέντα για τον Μιχαήλ, λέει ό Νικήτας. Θάταν φοβερό άν σου ξέφευγε κα,μμιά λέξι. Μέσα στό σκοτάδι αντηχεί τό γέλιο τού Στραπάτσου —Λέξι δέ μού πήρανε. Κι5 όταν βαρεθήκανε νά μέ δέρ νουν, σταματήσανε νά ξεκου ραστούν για νά συνεχίσουνε αργότερα. Ή πλάτη μου έχει γίνει κιμάς από τό βούρδου λα. Καί μάλιστα κιμάς... αλα τισμένος, γιατί κάθε τόσο μού ρίχνανε καί καμμιά φού χτα αλάτι στις πληγές γιά νά γλυκάνη ό πόνος...
ΜΠΟ^ΑΟίίΙΡΗI
Τούς άτιμους!, λέει το Παιδί. —- Παρηιγαριέιμαι, αποκρί νεται ξέγνοιαστα ό Στραπάτσος, ότι αυτή ή δουλειά δε θά κράτηση γιά πολύ. "Υστε ρα άπο είκοσιτέσσερες ώρες θά μάς κρεμάσουν... και έτσι δέ^ θά πονέσω πια...· ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΑΣΤΡΟ
ΠΟΤΟΜΑ δμως ^ παύει νά μιλάει. ’Ακούγονται βήματα στο διάδρομο και κουβέντες. Κάποιοι στα ματούν έξω από την πόρτετ και την ξεμανταλώνουν. Άνοί γουν. Στο κατώφλι φαίνονται τρεΐς γενίτσαροι. Ό ένας απ’ αυτούς κρατάει ένα φανάρι του λαδιού. Προχωρούν μέσα καί στέκουν πάνω από τον Νι κήτα Άστρακάρη. Τό φώς πέ φτει στο πρόσωπό του. — Λύστε του τά πόδια!, δ σπάζει αυτός πού κρατάει τό φανάρι και πού έχει γαλό νια λοχία. Έκεΐνοι ύπακούουν. Λύνουν τά σκοινιά οστό τά πόδια του κ α ι άνασηικώνουν τό * Ελληνό πουλο. — "Αντε, ώρέ, φέρτε^ τον τώρα μέσα νά τον φιλέψου με!, λέει ό λοχίας χαμογε λώντας κοροϊδευτικά. Έτοιμα στε και μερικές φούχτες άλάτι. Ανάμεσα στους δυο γενι τσάρους, ό Νικήτας, παρ3 ό λους τούς δυνατούς πόνους πού έχει στο κεφάλι·, βαδίζει θαρραλέα χωρίς νά φοβδπαυ Τον οδηγούν σέ ιμιόον άλλη κά
I μαρη καί τον δένουν σ3 ενα συ δερένιο στύλο. "Ενας άπ3 τούς βασανιστάς πού είναι έκεΐ .μέσα ξεκρεμάει από τον τοίχο έναν χοντρό βούρδουλα μέ αγκαθωτό σύρμα... — Δόστου μερικές μέ τό κουρμπάτσι (*) νά του άνοι ξη ή όρεξι!, διατάζει ό λοχί ας. Καί υστέρα τον ρωτάω γι’ αυτό πού θέλω νά ιμάθω... Ό βούρδουλας σηκώνεται καί πέφτει μέ δύναμι στη γυ μνή ράχη τού παιδιού είκοσι φορές. Τό αγκαθωτό σύρμα ξεσκίζει τή σάρκα του κα] πο νάέι. "Όμως δεν βογγάει. Δαγκώνει τά χείλη του νά μην ξεφωνήση καί υπομένει μαρτυ ριικά τά χτυπήματα. "Υστερα από λίγο ό δήμιος σταματάει. — * Αρκετά γιά τήν ώρα!, τού λέει ό λοχίας. Τώρα θά κουβεντιάσουμε. 'Προιχίορεΐ! προς; τό ,μέρος τού παιδιού καί καρφώνει στο ίδρωμένο καί χλωρό πρό σωπό του τά ι μ άτια του. Ό γενίτσαρος αυτός είναι νέος άκό'μα. Έχει δεν έχει κλεί σει τά είκοσι χρόνια του. Τό βλέιμμα του διασταυρώνεται μέ τό βλέμμα τού Νικήτα. Τό ' Ελληνόπουλο περ ιιμένε ι. — Έσύ λοιπόν ώρέ είσαι ό μπουρλοτιέρης; ρωτάει ει ρωνικά. — Ναι εγώ είμαι! αποκρί νεται χωρίς νά κατεβάση τά μάτια τό παιδί. — Καί τί ήρθες νά κάνης ώρέ στο Ίσταμπούλ. — Αυτό δεν θά τό μάθης. (*) Βούρδουλας.
6
0
Μ 1 Κ Ψ ο %
Μήν περιμένεις νά σου τό πώ.
Ό Τούρκος σφίγγει τά δόν
_Ό λοχίας κατσουφιάζει. "Ενα άσκημο χαμόγελο κρέ μεται στα χείλη του. — Καί που έμενες, ώρέ τό σον καιρό κρυμμένος και δέ σέ βρήσκαιμε; — ^Ουτε αυτό θά σου τό πώ, λέει τό 4Ελληνόπουλο. "Ενα χαντάκι σχηματίζεται στο μέτωπο του γενίτσαρου. — Είσαι πεισματάρης, ώ ρέ γκιαουρ, αλλά εδώ δεν περ νάνε τά πείσματα. Άποκρισου μέ τό καλό σ' αυτό πού σέ ρωτάνε. — Δέν έχω ν’ άποκριθώ τί ποτα. Μπορείς νά διατάξης νά ξαναρχίσουν νά μέ χτυ πούν -μέ τό κουρμπάτσι.
τ ια. — Καί γιατί, ώρέ Άστρακάρη, ανατινάζεις τά καράβια τής αρμάδας μας; —- Αυτό θά σού τό πώ, α ποκρίνεται ό Νικήτας. Έκεΐ πάνω στην πατρίδα μου την Ελλάδα οι γραικοί ξεσηκώ θηκαν εναντίον τοΰ τυράννου καί ζητάνε τη λευτεριά τους. Τά καράβια στο Τοπχανέ ψορ τώνανε μπαρούτια καί όπλα για νά χτυπήσουν τούς αδελ φούς μου. Έγώ τά πρόφτασα νά μη φυγουν. Γι’ αυτό τά τί ναξα στον άέρσ. — Καί τό λές έτσι αυτό καί γελάς, ώρέ γκιαουρ; άγρι εύει πιο πολύ ό γενίτσαρος.
'ϋ νενίτσσκκκ οίννει τό φως τοΰ λαόιοιφοινκχοον άπά,νω στο ττοόσωττο τοΰ ' Εί λλτϊνόπουίλον ..
ΜϋβνίΑΟίΙΙΡΗί
?
»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»^»»»»*»*>*>>*»}*>*>>>^>»>»»>»
Νικήτα
Που το β.οίτΐκ£ ς αυτό που Φ οοάς στο λ>αιιυ:ό σου : οωίτάε.ι τόιν ό γενίτσοϋοοζ και στο άλέιιιτσ: του £ω·ΥοσΦίΰεται η άγων ία..
Δέν τό λογάριασες πώς θά σέ πιάσου με καί θά κρεμαστής; Τό Ελληνόπουλο άνασηκώ νει τούς ώμους. — Αυτό τό λογάριασα, λέει. Μά όχι καί πολύ. "Αν δεν θυσιαστούν μερικοί λευτεριά: δεν κερδίζεται! — Καί δε σέ νοιάζει, ώρέ, πού θά σέ χαλάσουνε; Τό παιδί χαμογελάει. — Υπάρχουν χιλιάδες άλ λοι πού, θά ρέ αντικαταστή σουνε. "Οσους κι5 άν χαλά σετε θά μείνουν κάμποσοι νά πάρουν τό αΐμα μου πίσω... Ό γενίτσαρος δαγκώνεται. Αυτές οι παλληκαρίσες κου βέντες του αρέσουν. Αυτό τό αμούστακο παιδί έχει άφοβη
καρδιά. Καί τον θαυμάζει, άλ λά καί τον μισεί τον μικρό μπουρλοτιέρη. Κάτι παράξε νο ταυ συμβαίνει. — "Αντε ώρέ!, λέε^γυρί ζοντας προς τον δήμιο, αανάρ χισε πάλι νά τον χτυπάς. Μέ άλλες πενήντα βουρδουλιές μπορεΐ νά θυμηθή αυτά πού -όν ρωτάω... Ό δήμιος φτύνει μέσα στίς φούχτες του κι5 αρπάζει πάλι τό αγκαθωτό σύρμα. Καθώς όμως είναι έτοιμος ν' άρχίση νά χτυπάει, ό λαχίας άνασηκώνει- τό χέρι. — Για στάσου μια στιγμή, ώρέ Γιουσούφ!, του λέει. Ό Τούρκος παραξενεύεται, αλλά 5έ μιλάει. Παραμερίζει
I
.
&
Μ I Κ Ψ Ο 2
9
και ό γενίτσαρος πηγαίνει τώ ρα πιο κοντά στο παιδί. Τό μάτι το ο είναι καρφωμένο αυ τή τή φορά στο στήθος του Νικήτα. "Ενα χρυσό μενταγι όν πού μοιάζει με άστρο κρέ μεται απ’ τό λαιμό του. Τό κυττάζει καί μιά περίεργη εκφραΐσι φανερώνεται στα μά τια του. —Που τό βρήκες αυτό πού φοράς, ώρέ; τον ρωτάει. Τό Ελληνόπουλο ξαφνιάζε ται. — Γιατί ρωτάς; — Άπάντησέ μου σ’ αυτό πού σέ ροχτάω!, λέει ό γενί τσαρος. Τό παιδί άνασηκώνει τούς ώμους. — Δεν είναι κανένα μυστι κό καί μπορείς νά τό μάθη,ς, λέει. Αυτό λοιπόν τό χρυσάφι κό πού βλέπεις είναι δώρο απ' τον πατέρα μου. Μου τό φόρε σαν όταν γεννήθηκα κι5 όταν μέ βαφτίσανε στην εκκλησία χαράξανε απάνω τ' όνομά μου καί την ημερομηνία ^πού βαφτίστηκα. Μά δέ μπορώ νά καταλάβω τί σ' ένδιαφέρουνε αυτή την ώρα τέτοια πράγμα τα! Διάταξε καλύτερα ν' αρ χίσουν οι βουρδουλιές νά τε λειώνουμε. Ό λοχίας δεν αποκρίνεται. Απλώνει ,μονάχα τό χέρι, άρπάζει τό μενταγ ιόν καί μέ μιά άγρια κίνησι τό τραβάει καί σπάζει τήν αλυσίδα. — Είσαι ένας ληστής!, μουγγρίζει τό παιδί. Άν είχα λυτά τά χέρια θά σ' έπνιγα! Μπορούσες ν' άφήσης πρώτα νά μέ κρεμάσουν κι' υστέρα
νά το κλεψης, άπιστε! — Εσένα δέ σου χρειάζε ται πια!, λέει αυτός καί τό κρύβει στο ζουνάρι του. "Υστερα γυρίζει στους δυο Τούρκους πού περιμένουν. —ΓΊηγαίνετέ τον πίσω στο μπουντρούμι!, διατάζει. Θά αυνεχ ίσουμε αργότερα τήν α ν άκρια ι. Καί συ, Γιουσούφ, άντε νά καιμηθής. "Οταν σέ χρειαστώ θά σέ ξυπνήσω. — ",Ατιμε κλέφτη!, φωνά ζει τό παιδί καθώς τό σέρνουν έξω από τήν κάμαρη τών βα σανιστηρίων. Άλλα ό γενίτσαρος κάνει σά νά μην άκούη. Μένει για μερικές στιγμές ασάλευτος κι' υστέρα μέ αργό βήμα δια σχίζει τό διάδρομο καί κλείνεται στο δωμάτιό του. ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ
ΣΕΑΙΜ Χασεκή, —· αυτό είναι τό όνομα τού λοχία τών γενί τσαρων— καθώς μένει μόνος, βγάζει απ' τό ζουνάρι του τό μαλαματένιο μενταγ ιόν καί τό ρίχνει στο τραπέζι. "Υστε ρα ξεκουμπώνει μέ νευρικές κι νήσεις τό σκούρο πουκάμισό του. "Ενα παρόμοιο μενταγ ι όν κρέμεται απ' τό λαιμό του. Τό βγάζει καί τ’ άκουμπάει δίπλα στο άλλο. "Ομοια εί ναι! Σέ τίποτα δέν παράλλά ζουν εκτός από τά γράμματα πού είναι χαραγμένα απάνω τους. Νικήτας γράφει τό ένα. Άργύριος γράφει τό άλλο. Ό Σελίμ πέφτει βαρύς σ' ένα κάθισμα. Δέ γελάστηκε.
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ 9 >»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
Μέ τούς αγκώνες απάνω στο τραπέζι και τό κεφάλι ανάμε σα στις παλάμες, βυθίζεται σέ σκέψεις. Θαμπές εικόνες, πού τις θαρρούσε ξεχασμένες αναδεύονται στο νοϋ του και φωτίζονται από ένα δυνατό φως... θυιμάται και κάτι του αγ κυλώνει την καρδιά. Πάνε πολ λά χρόνια από τότε. ^Ηταν 6έν ήταν έξη χρόνων ακόμα και δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα. "Ομως χαραγμένη σαν μέ πυρωμένο σίδερο μέ νει πάντα στο μυαλό του εκεί νη ή μέρα. Τό σπίτι τους ή ταν τότε στην Αθήνα. Ή μη τέρα του ήταν μια λιγνή γυ ναίκα ,μέ χλωμό πρόσοοπο ■—δεν θυμάται πια τ’ όνομά της — κι5 ό πατέρας του ένας λε βέντης, ώς έκεΐ πάνω πού τα ξίδευε ιμέ τό καράβι του στην ξενητειά. "Εφευγε κι** όταν ύ στερα από μήνες γύριζε, ή ταν φορτωμένος πάντοτε μέ λογής - λογής όμορφα πράγ ματα καί παιχνίδια. Είχε κι5 ένα >μικρό αδελφό. "Ενα άγοράκι πού μόλις μπουσούλαγε μέ τα τέσσερα καί γέμιζε τις κάμαρες ρέ τα χαρούμενα ξε φωνητά του. Ό πατέρας του έλειπε σέ ταξίδι καί τα δυο παιδιά ,μέ τή μητέρα τους έ μεναν μόνα, όταν ξέσπασε ξαφνικά τό ιμεγάλο κακό. "Ε να ξημέρωμα γέμισαν οι δρό μοι από Τούρκους καβσλλάρηδες καί άραπάδες. — "Ερχεται ό Τούρκος γιά τά παιδιά! (*) (*) «Τακτικά κατά τ ετ ο αετ ί αν
—- Χριστιανοί κρύψτε τά παιδιά σας! Οί Τουρνατζίμπασι! Ή ιμικρή πολιτεία —ή Α θήνα εκείνα τά χρόνια ήταν έ να μεγάλο χωριό γύρω απ’ την Άκρόπολι— γέμισε πανί κό (*). Οι χριστιανοί έκλει ναν τά παράθυρα καί μαντάλοτναν τις πόρτες, ενώ οί γυ ναίκες γονατιστές μπροστά στά εικονίσματα κρατούσαν άγκαλ ι ασμένα τ’ άγοράκ ια ■έτίλεΐτο ό άητοιτοόπαιος ^δεκατισαός τώιν παιδων το κουνώ ς παι δομάζωμα. καλούμ-ενο-ν ίητό τοιώιν άνάδ'.οιν τιτλοφορουιμενωΐν τουιρν«τζίμπσσι (άξιωιματ ι>κώ»ν τον επι τελείου τών Γεινιτσάοοοιν), έκ τον οποίων ό ϋνκχΓ έττέιαπετο εις την 3 Ασ ίαιν ό ετεοος εI ε τηιν Βοσνίαν καί ό τοίτας εκ τηιν Ελλάδα. Οί άνάδ^ς ουτο παρελάυ βοτον μνθ'3 εαυτών ώς έττί το ττλεΐστσν βοηθούς έ,ν οΐ<* καί αιθίοπαο δού λους άογν·οοινιττοιυ,ς καί σκλάβους σΤτηνιες σνά τάς ττόιλεις πεο-ιφιε,οάαεινοι έβε τελούν ___ την διαιοηταγήντ> ('Ιστοιοία τών 3Αθηνών έττ ί Τ ο υοκ ο>;< οατ ί α ς. Ν . Ψιλά 5ελ Φεως). (*) ιΗ 3Αθήνα στίς άονέκ του 1800 δέ,υ. ήταν δ τι είναι σήπειοσ. ^Ηιταν μ.ιά οη^αΎμενη από τις έτηδοσαές πολιτεία μέ οκτώ αλιάδες κατοίκους δλους κι3 Ο λους —νίλιοι ^πειντακόσιο· από αυτούς ήταν Το Ορκοι ■—- που £οϋσαν υιέ Υτυποκάοδι γύρω άπα το Χάστοο δτΓΜς έλεγαν τόιτε τήιν Άκοόατολι δοτού ειιονε ό Τουοκος Λισδάοο,ς ό Φιοούοαονος με τους τοίΐιπατζήίδες του (τούς^ κανιοινιιέοηβεΓ) καί τουτ καστοιώτες του 'Η σκλαβιά ήταν βαιο®ιά καί μονάνα ? τά νοοτ σοιασμ ενα^ μάο,μαρσ, οί γικρειμισμένες κσλώνες καί τά^ έοείπιία άττδ τά λαμττοά μνη μεία θύμιζαν στους οαγ'ΐάδες τδ παληό ιιεγσλεΐο τής εινιδοβης αυ τής πολι τείας που άλλοτε Φεγ γοβολούσε καί σκ,όοατιΓρ το φώς καί τον πολιτισμό σέ δλον τόιν κόσμο.
10 Ο ΜιΚΡΟΣ ««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««^
τους και προσεύχονταν. — Παναγία Παρθένα, προ στάτεψε τά παιδιά μας απ’ τον άγαρηνό! Ξαναφέρνει στο νού του τό χλωμό καΐ κλαμμένο πρόσω πο τής .μητέρας του. — ’Αργύρη !, του είπε ,μέ σπαραγμό. Πρέπει νά σέ κρύ ψω κάπου νά μ ή σέ βρουν. Τό τε εκείνος άρχισε νά κλαίει ψο βκαμένος και ρίχτηκε οπήν άγικαίλιά της καί δεν ήθελε με κανένα τρόπο νά την άποχωριστή. Μά εκείνη ακριβώς τή στιγμή άρχισαν νά βροντούν άγρ.α στην πόρτα. Ή μητέρα του τον σήκωσε στα χέρια της, κι.* έτρεξε στο υπόγειο. Ζωντανή τοθρα ζωγραφίζεται
στά μάτια του ή σπαραχτική σκηνή πού ακολούθησε. Τον έκρυψε ,μέσα σ5 ένα άδειο βα ρέλι καί τον σκέπασε. "Υστε ρα έτρεξε ν5 άνοιξη στους Τούρκους πού χτυπούσαν. Μά εκείνοι, ανυπόμονοι καί μαν τεύοντας τό λόγο τής άργοπο ρίας, έσπασαν μέ μπαλτάδες τήν πόρτα καί ξεχύθηκαν σαν αγρίμια μέσα στο σ'πίτι. "Ε ψαξαν παντού. Τό μωρό δεν τό πείραξαν. Αυτό θα τ5 άφη ναν για άλλη φορά. — Πού είναι ό άλλος σου γυιός; τήν ρώτησαν. — "Αχ, δεν έχω άλλο παι δί!, σπάρσξε ή μητέρα. Μά εκείνοι δεν πίστευαν καί κατέβηκαν στο υπόγειο. 5Ανα
Τό παιδ'Οΐιά&ύαα στην Άβήινα γινόταν κάβε τέσσεοα γοόνια.
ΜΠΟΥΡΛΟΤ! ΒΡΗΣ
11
>^»»»»»»^»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>>»»»»»>.»»»»»»»»»»
ποδογυρισαν δ/τι βρήκαν μπροστά τους καί ανακάλυ ψαν κάτω απ' το βαρέλι τον μικρό. Τότε ό Αργυρής άρχι σε νά ξεφωνίζη απελπισμένα. Οι Τούρκοι άμως του έκλεισαν τό στόιμα, τον φορτώθηκε ένας απ' αυτούς στον ώμο του καί φύγανε., αφήνοντας λιποθυμί α μόνη τ<ην μητέρα. Τον πήραν τότε τον Αργυ ρή μαζί μέ άλλα παιδιά καί τον πήγαν στην Πόλη. Έκεΐ σιγά - σιγά ξέχασε τούς δι κούς του. Κ'λε σμένος σ’ ένσ στρατώνα έμαδε πώς δεν έπρε πε νά λογαριάζη πιά κανένας έκτος απ’ τό σουλτάνο. — Ό σουλτάνος είναι πιά ό πατέρας σας καί θρησκεία σας τό Ίσλάμ! Δεν υπάρχει
άλλος Θεός έκτος από τον Αλλάχ. "Ενας είναι ό Αλλάχ καί προφήτης του ό Μωάμεθ! Τούρκεψε ό Άργύρης κι5 ύ στερα από καιρό ξέχασε πώς ήταν απ’ τή γενηά των Άστραικάρηδων. ’Έγινε ό Σ έ λη μ Χαισεκή, ό γενίτσαρος. Αυτό τό όν-ομα τού δόσανε... Καί νά πού τώρα αυτό τό μεν ταγιόν έρχεται νά ζωντανέψη στη μνήμη του καί ξαναφέρνει στο νοΟ του την παληά ιστο ρία. Απάνω στο τραπέζι εί ναι τά δυο μενταγιόν. Τό δικό του αυτό πού φορούσε, όταν οι Τούρκοι τον άρπαξαν απ’ τό σπίτι του καί πού δεν τό αποχωρίστηκε ποτέ, καί εκεί νο πού είχε κρεμασμένο στο
12 Ο ΜΙΚΡΟΙ η»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
λαιμό του ό .μικρός μπουρλο* τιέρης. — Είμαστε αδέλφια, ψιθυ ρίζει καθώς κυττάζει και τά δυό. Τό μωρό πού μπουσούλαγε (μέ. τά τέσσερα μέσα στις κάμαρες του σπιτιού μας είναι ό Νικήτας Άστρακάρης. Αυτά τά μεντάγιόν τό δεί χνουν καθαρά. Είμαστε αδέλ φια. Είναι, αδελφός μου. "Ολα παίρνουν μιαν άνάπο δη βόλτα μέσα του. Αυτός ό μέχρι πριν μια ώρα φανατικός γενίτσαρος ξαναθυμάται τώ ρα πώς είναι "Ελληνας. Τό αίμα πού κυκλοφορεί στις φλέ βες του δεν είναι τούρκικο. Εί ναι τό αΐμα των 3Αστρακάρη δων... — Πρέπει νά τον σώσω!, λέει. "Αν δεν τον βοηθήσω, αύριο θά τον κρεμάσουν και θά έχω συντελέσει κι3 εγώ σ3 αυτό τό έγκλημα... ΜΙΑ ΠΛΑΚΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο ΠΑΙΔΙ σ3 αυτό τό ιμεταξύ δεμένο πάλι χει ροπόδαρα είναι ξαπλω μένο στις πλάκες του σκοτει νού μπουντρουμιού. "Εχει δυ νατούς πόνους στην πλάτη από τά χτυπήματα πού τού δόσανε καί υποφέρει. Μά δεν τό λογαριάζει αυτό. Ό νούς του είναι στο μεντ άγιόν. "Αχ, άν μπορούσε κι3 άν είχε λυ τά τά χέρια, θά μούνταρε καί θά τον ξέσκιζε, αυτόν τον γε νίτσαρο πού τού τό πήρε. — Μουτ ρω μένος γύρισες άπ3 τό γλέντι!, τού λέει ό Στραπάτσος πού είναι δεμέ
νος στην άλλη άκρη του μπουντρουμιού. ^Ηταν... άλα τισμένες οι βουρδουλιές; Ό Νικήτας δεν απαντάει. Ό νούς του ξαναγυρίζει στά παληά. — Τό μεντ άγιόν καί τά μά τια σου, τού είχε πή ή μητέ ρα του λίγο πριν πεθάνει. Εί ναι ευλογημένο καί θά σοΰ φέρνη πάντοτε τύχη. Νά τό φυλάς σάν τά μάτια σου. Και νά πού τώρα τού τό πήραν_μέ τέτοιο βάναυσο τρό πο. "Ενα χέρι τού σφίγγει την καρδιά καί μια δυνατή όρ γη τον πνίγει. "Αχ, άν μπο ρούσε ! Μά 6έ μπορεί νά κινη θή, νά σαλέψη από τή θέσι του. Πριν μερικά χρόνια, οι άν θρωποι τού Χατζή Χαλήλ 3Α γά πού κυβερνούσε τότε την 4Αθήνα κρέμασαν τον πατέρα του. Ή μητέρα του δέ ζούσε πιά. "Εμειναν ορφανά αυτός κι3 ή μικρή αδελφή του ή Αένα Καί τότε μερικοί συγγενείς φρόντισαν γιά τά δυό παιδιά. "Επρεπε νά φύγουν τό ταχύ τερο άπ3 την 3Αθήνα, γιατί δι αφαρενικά οί Τούρκοι πού δεν χόρτασαν μέ τό αίμα τού πα τέρα του θά τά κυνηγούσαν τώρα κι3 αυτά. — Θά φύγουμε, συμφώνη σε ό Νικήτας πού ήταν τότε μόλις δώδεκα χρόνων. Θά φύ γουμε μέ τή Λένα. Μά κάπο τε θά πάρω εγώ έκδίκησι... 3Εκείνη τή νύχτα πού ήταν νά ξεκινήσουν, τό παιδί στε κόταν πίσω άπ3 τό καφασωτό παράθυρο τού σπιτιού του κι5 έρριχνε ανυπόμονες ματιές
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η Σ
13
»»»»»: »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»«
στο δρόμο. Το σχέδιό τους ήταν* να Φτάσουν στον Πει ραιά δττου ήταν αγκυροβολη μένο ένα σπανιόλικο τρικάταο το. Την άλλη μέρα τά ξημερώ μ στα θά ξεκινούσε για την Τεργέστη. Σ" αυτό τό πλοίο •—εΐχαν γίνει· νωρίτερα οί μυ στικές συνεννοήσεις μέ τον πλοίαρχο— βάσιζαν όλες τις ελπίδες τους τά δυο αδέλφια. Δίπλα στον Νικήτα ήταν ή Λένα. Κύτταιζε κι3 αυτή τό δρόιμο πίσω άπ" τό καφασω τό παράθυρο. Τό πρόσωπό της ήταν χλωμό από την άγω νία πού την παίδευε. Θά πε~ τύχουν τάχα, Θεέ μου, νά φτά σουν στο καράβι; Θά καταφέ ρουν νά βγουν από την "Αθή να χωρίς νά τούς δουν! — Ή "Αθήνα γέμισε σπιού νους. Νικήτα, του είπε ή Λέ να. 3Άν μάς δή κανείς από τούς Ανθρώπους του Χατζή Χαλήλ όλα θά πάνε χαμένα. — Δεν θά μάς δουν! , την καθησύχασε τό παιδί. Τό σκο τάδι θά μάς προστατέψη. Κι3 έξω στον "Ελαιώνα θά μάς πε ριμένει· ό "Ασίς ό σκλάβος, μέ τά δυο άλογα. Μονάχα νά βγούμε από την πόλι κι" δλα τά άλλα είναι εύκολα. Θά ψτά σουμε σίγουρα στο καράβι. 'Κοντοστάθηικε λίγο καί συ νέχισε σάν νά ώνειρευόταν κάτι άμορφο. — Κι3 ύστερα από τρεις τέσσερις μέρες ή Τεργέστη ! Γιά σκέψου Λένα! Ό αέρας τής λευτεριάς, “έοεις τί θά πή νά νοιώθης ελεύθερος; "Εκεί στην Τεργέστη, κοντά στ3 α δέλφια τού πατέρα, τον θείο
Χαρίλαο, θάμσστε σαν στο σπίτι μας. "Όμως εγώ κάποτε θά γυρίσω στην Ελλάδα... — Θά ξαναγυρίσης; Από ρησε τό κοοίτσι. — Ναί. Πρέπει νά ξαναγυ ρίσω Λένα. "Εδώ είναι ή πα τρίδα κι" δσοι πιστεύουμε στην ελευθερία τού Γένους ε δώ πρέπει νά βρισκόμαστε γ ιά νά βοηθήσουμε στο σπάσιιμο τών δεσμών τής σκλα βιάς... Έδώ είναι οί τάφοι τών δικών μας. "Εδώ είναι καί ό νωπός τάφος τού πατέρα μας. 7 Ηταν μονάχα δώδεκα χρο νών καί μιλούσε σάν άντρας. Τά μάτια του ήταν υγρά κι* ή φωνή του έτρεμε από τή συγκίνησι. Ή Λένα τον κύτταξε μέ θαυμασμό. Θεέ μου, πόσο δμορφσ ηξειοε νά μιλάει... — "Αδελφούλη μου!, τού είπε καί τον αγκάλιασε. "Ύστερα από λίγο ήταν έ τοιμοι. — Ό μαχαλάς έοημώθηκε, εΐπε ό Νικήτας καθώς έρριχνε μιά τελευταία ματιά απ’ τό παράθυρο. Ό δρόμος είναι εοη/μος. Μπορούμε νά ξεκινή σουμε. Ή Λένα πήγε καί γονάτισε μπροστά στά εικονίσματα. — Παναγιά Παρθένα, παοακάλεσε χαμηλόφωνα. Βοήθησέ μας αυτή τή δύσκολη νύ χτα. "Όμως αυτή ή νύχτα ήταν σημαδεμένη από τή μοίρα. Πριν τελείωση ακόμα τήν ποο σευχή της ακούστηκαν έξω στήν αυλή γαυγίσιματα σκυ λιού καί σχεδόν Αμέσως ή
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
>»»>»»»»»»>»»·»»»»>»»:* .’»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»» πόρτα άνοιξε. Μέσα στην κά μαρη μπήκε ή Βάγια, ή γρηά υπηρέτρια τους. Τό πρόσωπό της ήταν γεμάτο τρόμο. — Γιά τό Θεό παιδιά μου! είπε. Μην ξεμυτίσετε από τό σπίτι. — Τί τρέχει; ρώτησε ό Νι κήτας. ■—Οι γενίτσαροι! "Ήρθανε οί γενίτσαροι νά πάρουνε παι διά... Πριν από χρόνια άρπα ξαν τον "Αργυρή μας... Δεν πρέπει νά ξαναπιώ παρόμοιο φαρμάκι εγώ πού σάς μεγά λωσα... Κρυψτήτε! Οι άραπά δες πιάνουνε όλες τις πόρτες και τά περάσματα τής πόλης. Δεν μπορείτε νά φύγετε... — Ούτε νά μείνουμε όμως μπορούμε!, την έκοψε ό Νική τας. "Υστερα γύρισε στην άδελ φή του. — Τί λες νά κάνουμε, Λέ να; ρώτησε. — Νά φύγουμε, Νικήτα!, είπε εκείνη και κρεμάστηκε στο λαιμό του. "Άν μείνουμε θάναι χειρότερο. — Τό ήξερα πώς δεν θά δείλιαζες !, τής είπε καί τη φίλησε. Θά φύγουμε, αδελφού λα μου. Γλύστρησαν άπ" τό σπίτι καί, κινδυνεύοντας κάθε στιγ μή νά πέσουν στά χέρια των Τούρκων, κατάφεραν νά βγουν έξω από την πόλι. Στον Έλαι ώνα αντάμωσαν τον πιστό σκλάβο Άσίς πού τούς περίμενε ιμέ δυο άλογα. —- Δό€α νάχη ό "Αλλάχ!, είπε όταν τούς είδε. "Αργήσα τε καί άρχισα νά φοβάμαι.
Δόξα νάχη ό "Αλλάχ πού σάς βλέπω ζωντανούς. Καβάλλησαν τ’ άλογα, ευ χαρίστησαν κι* άποχαιρέτησαν τον "Ασίς καί πήραν τον δρόμο πού έφερνε στον Πει ραιά. 'ΕΤχε αρχίσει νά χαράζη^. "Αριστερά τους ή πεδιάδα τού Φαλήρου άπλωνόταν ώς τή θά λασσα. "Ίσια μπροστά τους, μέσα στο θαμπό φως τής η μέρας πού ερχόταν, σχεδιά ζονταν οί γκρίζοι όγκοι των τριών μεγάλων ξύλινων πύρ γων (*), πού στις κορυφές τους ξαγρυπνουσαν, μέ μάτια καρφωμένα πάντα κατά το πέλαγος, οί βιγλάτορες, οί φύλακες,, έτολ,μοι νά δώσουν σι\ιάλο στο κάστρο τής "Αθή νας ιμέ φωτιά καί καπνό άν ψ α ίνοντ α ν κ αρ άβ ι α κ ουιρσ άρικα... Ταξίδευαν κάιμποσην ώρα, όταν ξαφνικά σε μια στροφή του δρόιμοά πρό'βσλαν δυο σαρ ικοφόροι καβαλλάρηδες. — ί ενίτσοροι!, είπε τό κο ρίτσι κι" έγινε χλωρό. — Μη προχωρήσης!, διέ ταξε ό Νικήτας. Κράτησαν τά χαλινάρια των αλόγων τους καί στάθη καν. Οί δυό καβαλλάρηδες κάλπαζαν προς τό μέρος τους. ΕΤχαν γυμνά στά χέρια τά Ο'παθιά τους καί τό βλέμμα τους έδειχνε έχθρα. Ήρθαν καί στάθηκαν μπρο στά τους. (*)
Αύτά
ήταν
τά
μοναδικά
κτίρια πού εΐχε τό 1800 ή σημε ρινή μεγάλη πόλις τον Πειιοαιως,
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙ Ε Ρ Η I
15
««««<«««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««««
— Ποιοι είστε; ρώτησε ά γρια ό· εναςν — Ραγιάδες είμαστε!, άποκρίθηκε τό παιδί. — Και που πάτε, ώρέ γκιαούρ; — Στον Πειραιά. — Γυρίστε πίσω. Σάς θέ λει ό Γιουσούψ Αγάς. — Εμάς; έκανε τάχα μ5 απορία ό Νικήτας. Εμάς ζη τάει ό Γ ιουσούψ Αγάς; — Ναι. Την αφεντιά σας. Δεν είστε τά παιδιά του Άστρακάρη; Γιά σάς μάς έ στειλε ! — Παραδόσου, ώρέ γκιαούρ!, φώναξε ό άλλος./ Νά λεί πουν τά πολλά λόγια! — Αυτό δέ γίνεταμ!, άποκρίθηικε υπερήφανα ό Νική τας. Οί Άστίρακάρηδες δεν πσραδίδονται. -έρουν νά πε θαίνουν. Καί, καθώς ό γενίτσαρος δοκίμασε νά τον ζυγώση, ,μέ μιά αστραπιαία κίνησι τράβη ξε τό πιστόλι του και πυραβό λησε. Ή σφαίρα τον πέτυχε στο στήθος καί κατρακυλισε απ’ τό άλογό του. Σχεδόν ταυτόχρονα, μούινταρε κραδαί, νοντας τό γιαταγάνι του καί ουρλιάζοντας ό άλλος. Μά αυ τη τη φορά ό Νικήτας πρόλα βε. Μιά δεύτερη σφαίρα έφυ γε απ’ τό πιστόλι του καί πή γε καί καρφώθηκε ανάμεσα στά δυο του φρύδια. — Δρόμο!, φώναξε τό παι δί. Δρόμο, Αένα, πριν φτά-, σουν κι5 άλλοι... Είχε ξημερώσει γιά καλά πιά όταν έφτασαν στον Πει ραιά. Πρόλαβαν τρ καράβι
ϊσα - Τσα την ώρα πού σάλπα ρε καί, υστέρα από μερικές .μέρες, φτάσανε στην Τεργέ στη. Τώρα που ήταν ασφαλι σμένη πιά ή μικρή αδελφή του ό Νικήτας πήρε την άπόφασι. — Θά βγω στο κούρσας!, είπε στο θείο του. — Τί θά κάνης; ρώτησε αυτός τρομαγμένος. —Θά βγω στο πέλαγος νά χτυπάω τά τουρκικά καράβια. Ό θεΐος του ό Χαρίλαος, ένας πλούσιος φιλήσυχος έ μπορος τής Τεργέστης, ^άδικα πάσχισε νά τον μεταπείση. — Βρέ παιδί μου... "Αφη σε τουλάχιστον νά μεγαλώσης λίγο. Έσύ είσαι μωρό ακόμα. — Τό πήρα άπόφασι, θεΐε, άποκρίθηκε τό παιδί. Είμαι αρκετά μεγάλος ώστε νά κα ταλαβαίνω ποιο είναι τό χρέ ος μου απέναντι στο Γένος. "Ενα μήνα αργότερα, ό Νι κήτας Άστρακάρης μπάρκα ρε μέ ένα υδρέϊκο καί ^υστέρα από τέσσερα χρόνια είχε δικό του λατινάδικο, τό «Ελευθε ρία ή Θάνατος» πού έγινε ό εφιάλτης των Τούρκων στην Ασπρη Θάλασσα. (*) — Τί σκέφτεσαι; του φωνά ζει ό Στραπάτσος από την άλλη άκρη τού μπουντρουμιού. Γιατί δέ μιλάς; Ή φωνή τού κοντόχοντρου Κεφαλλωνίτη τον κάνη νά ξαναγυρίση στην πραγματικότη τα. "Ολα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα όμως τά πράγματα είναι διαφορετικά. (*) Διάβασε τά προηγούμενα τ©ύιχη τοΰ Μικρόν Μττουιολοτιέρη.
16 Ο ΜΙΚΡΟΣ »»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»Ι
Ό Νικήτας είναι αιγιυάλωτος στά χέρια των Τούρκων και δεν του μένουν παρά ελάχι στες ώρες ζωής. — Θέλεις ν" αρχίσω νά ψέλ νω νά σου πέραση ή ώρα; τον ξανσρωτάει ό Στραπάτσος. Π α ρ αέγ ι νε ς τώρα τ ελε υταία μελαγχολικός. "Αν μελαγχό λησες, γιατί θά μάς κρεμάσου νε χωρίς νά μάς ψάλουν τό «δεύτε λάβετε τελευταΐον α σπασμόν», μπορώ ν’ αρχίσω εγώ από τώρα προκαταβολι κά! Τί λές; Ό Νικήτας χαμογελάει άκούγοντας μέσα στο σκοτάδι την φωνή τού ξέγνοιαστου φί λου του. — "Αιντε άρχ ισε, Γεράσ ι με!, τού λέει. Κομμάτια νά γίνη! ΝΙΚΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΗΣ
ΚΟΥΓΕΤΑΙ τό ξερό βή ξιμο, τού Στραπάτσου, που ετοιμάζεται νά στρώση τό λαρύγγι του, πριν άρχίση τον πλάγιον τέταρτον. Αλλά ταυτόχρονα άκούγεται κι3 ένας παράξενος θόρυβος πού έρχεται από τό μέρος τής πόρτας. Κάποιος ανοίγει καί ξεμανταλώνει την πόρτα. "Αλ λά θά έλεγε κανείς ότι αυτή ή δουλειά γίνεται κάπως διακιρι τικά καί αθόρυβα. Ό Κεφαλλωνίτης σταματάει τήν προε τοιμασία γιά τό ψάλσιμο καί περιμένει. Τό ίδιο καί τό παι δί. — "Έρχονται- νά μάς πά ρουν σκέπτεται ό Νικήτας. Ή πόρτα ανοίγει και ξανα
κλείνει αμέσως. Κάποιος προ χωρεΐ ψηλαφητά μέσα στο σκοτάδι. Κάνει μερικά βήμα τα καί στέκει. "Υστερα ανά βει ένα λαδοφάναρο. Μέσα στο θαμπό φως πού σκορπί ζεται-, τό Ελληνόπουλο ανα γνωρίζει τον νυχτερινό έπισκέ πτη καί σφίγγει τά δόντια. Είναι ό λοχίας τών γενιτσά ρων, αυτός ό ίδιος πού μιά ώρα νωρίτερα τού πήρε τό .μα λαματένιο μεντάγιόν. Τά μά τια τού παιδιού καρφώνονται απάνω του με μίσος. Εκεί νος όμως δεν τό προσέχει καί προχωρεί προς τό μέρος του. Σκύβει πάνω από τό κεφάλι του καί τό φώς τού φαναριού πέφτει ολάκερο στο πρόσωπο τού παιδιού. Τον κυττάζει μέ προσοχή. Τον κυττάζει κι" ό Νικήτας. Πράγμα περίεργο. Μέσα στο βλέμμα αυτού τοΰ άγριου γενίτσαρου διακρίνει κάτι πού τον παραξενεύει. Μπορεί όμως καί νά γελιέται. Είναι υγρά τά μάτια του^καί το σκούρο μούτρο του έχε^ μιαν αλλόκοτη έκφρασι. "Εκεί νος σκύβει πιο πολύ απάνω του. — Νικήτα, ψιθυρίζει καί ή φωνή του τρέμει ελαφρά. Τό Ελληνόπουλο νοιώθει κάτι νά τού αγγίζει τήν καρ διά. Μά τί συμβαίνει λοιπόν; Τί έγινε καί ό αίμοβόρος αυ τός γενίτσαρος άλλαξε από τή μιά στιγμή στήν άλλη καί τοΰ μιλάει μέ τέτοιο γλυκό τρόπο; — Τί θέλεις; τόν ρωτάει.
— Ήρθα νά σοΰ φέρω, τού
ΜΠΟΥΜ0ΤΙΕΡΗΣ
17
,»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»».
λέει εκείνος, πίσω τό μένταγιον... Καί, καθώς τού μιλάει, σκύ βει και του κόβει με τό χατζά ρι του τά σκοινιά πού τον κρατούν δεμένο. Τό παιδί ση κώνεται ορθό. Είναι σαν νά ονειρεύεται. Εκείνος βγάζει απ’ τό ζουνάρι του τά δυο μεντάγιόν καί του τά δείχνει. — Π άρτο ί, του λέει. — Μά είναι δυό!, απορεί τό Ελληνόπουλο. — Τό ένα από τά δυο είναι τό δ.ικό σου, του λέει μελαγχολικά ό γενίτσαρος. — Τό άλλο; — Τό άλλο είναι δικό μου. Τό φορούσα στο λαιμό όταν μ5 άρπαξαν από τά χέρια τής μάνας μου και .μ5 έφεραν εδώ και τούρκεψα κι5 έγινα γενί τσαρος ! Ό Νικήτας Άστ-ρακάρης φέρνει τό χέρι στο μέτωπο σάν νά μή πιστευη αυτά που ακούει. Μά όχι, δεν όνειρεύε· ται. Μέσα στο νου του ζωντα νεύουν πάλι οι παληές θύμη σες. Και ξαφνικά κάτι φωτί ζει τό νου του. — 5Αργυρή !, ξεφωνίζει. —ιΝαί. ΕΤ'μαι ό Άργύρης !, Αποκρίνεται αυτός. Καλά τό κατάλαβες! Τά δυό αδέλφια πνίγονται από λυγμούς καί ρίχνονται ό ένας στην αγκαλιά του άλλου. — Μά αυτό είναι ένα αλη θινό θαύμα, ψιθυρίζει ό Νική τας. Ή μητέρα πέθανε1 μέ τ’ όνομά σου στά χείλη. Πάντα μου μιλούσε γιά σένανε. Ό Άργύρης σκουπίζει τά μάτια του.
— ’Έχουμε καιρό νά κου βεντιάσουμε γι’ αυτά, του λέει. Τώρα πρέπει νά φυγής ατό εδώ μέσα πριν ξηιμερώση. Σάν βγή ό ήλιος θά είναι αργά... ’Άν σέ βρή ή μέρα ε δώ μέσα, δέ γλυτώνεις... — Εμένα δέ θά ιμέ λύση κανένας νά ξεμουδιάσω; άκού γεται παραπονιάρικη ή φωνή του Στραπάτσου. Κι’ εμένα μάνα μέ γένϊνησε! — Έν τάξει Γεράσιμε!, του φωνάζει τό παιδί. Έφτα σα. Λύνουν καί τον Στραπάτσο στον όποιο ό Νικήτας έξηγεϊ μέ δυό λόγια τί έχει συιμβή. Ό Κεψαλλωνίτης γουρλώνει τά μάτια. — Πώ! Πώ!, κάνει. Πρέ πει νά τον ψάλω νά βγή ό σα τανάς από μέσα του νά ξανανίνη χριστιοα/ός! Καί αρχίζει· νά ξεροβήχη γιά νά καθαρίση τό λαρύγγι του. — ’Άφησε τά... ψαλτικά!, τον μαλλώνει τό παιδί. Πρέ πει νά βγούμε από αυτό τό μπουντρούμι πρώτα καί κατό πιν τόν ψέλνεις. — Ελάτε μαζί μου!, λέει ό Άργύρης. Σ'βύνει τό φανάρι καί βγαί νουν στο διάδρομο. Προχω ρούν μέσα στο πηχτό σκοτάδι ό ένας πίσω από τόν άλλον. Ό Άργύρης τά έχει πρσβλέψει όλα. Ή φρουρά κοιμάται καί κανείς δέ μπορεί νά φαντασθή ότι ό Νικήτας Άστρακάρης είναι δυνατόν νά γλυστρήιση από τό δ ιπλω μαντα λωμένο μέ σιδερένιες άμττά-
Μ&, #Χ::1
*χ;χ:·χ>χ·>:·χ...
ψΜΜΜΜβΜ&ΜΛ “Ιϋιιιιιι»! ΑέχίΙχίί: Ρ^^ΛΪΙΙΙϋΙΡΙΙ __ β;ϋβ«$ 1»β«« ^ΒβΙβββΙ ϊ®^ί^ίί®:·ίί:^ξίίίί:.... !ΐϋ ■1 ηηΜΝ9 111®1ϋ» ίίήί
ί·ί·Γ·!$Γν^ .ν.ν.·.χ.ν.
:χ#·::ΐ:ίχΐ^
::::;:·:·:·:·:·:::·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·:·;·:·:·χ·:·:··.·:·:ν:·:·:·:·:·:··.·:·
.ν.ν. '.ν.ν, 'Λν.ν
νϋ
;·:·:·:<■
Λν,ν ί·Χ·Χ\ .ν.ν. .ν.ν. Μ+£Η ν.ν.ν.ν.
;.ν.ν.·.ν
.ν.ν. 'λν.'
ν.ν.·. ν.ν. ’.ν.ν
ν.ν.;
ν.ν.ν.ν.ν.ν.
*·:·Χι
*χ*χ*χ*χ
ν.ν.
ίΐΐ: ·χ·χ·χ·χ·χ& ·χ*χ*χ»·χ*
■
ι-.νΧνλΧ
ν.·.ν
&ί8 β
Αύτη την κοίσιιιη στιγυη τό 'Ειληγάπο<υ»λο ττιέίει
ττιιν σκανδάλη.
;Χ;ΧνΧ;
χ·χ·χ·χ·χ·χ·
■:·:·:·:·
2© Ο ΜΙΚΡΟΣ >»»»»κ»»»»»»»»»»»»κ>&κ»»η»»»>»»»»»»>»»»»»»»»»»»
ρ ε ς μ ττουντ ρο-υμ·1. Π ροχωροϋν αμίλητοι πατώντας στις μύ τες των ποδιών τους. "Έξω α πό .μια χαμηλή πόρτα ό Αρ γυρής σταματάει. Σταματούν κι5 αυτοί. — Μια στιγμή, ψιθυρίζει. Ανοίγει τήιν πόρτα, μπαί νει σε μια μικρή κάμαρη κι5 δταν ξαναγυρίζει κρατάει στα χέρια του δυο γιαταγάνια καί τέσσερα πιστόλια. ;— Πάρτε αυτά, λέει. Μπο ρεΐ νά χρειαστούν. Ό Νικήτας κι* ό Στ,ραπάτσος ζώνονται τα σπαθιά καί περνούν στα ζωνάρια τους τά πιστόλια. Ό κοντόχοντρος Κε ψαλλωινίτης τώρα νοιώθει πιο σίγουρος, καθώς χαύδεύει τή λαβή τού γιαταγανιού του. Στο σταύλο, έξω απ’ τό στ ρατώνα, υ> τάρ χουν άιλ ο γα, λέει ο "Αργυρής. Μ" αυτά θά μπορέσετε νά ξεφύγετε. Τί δεν θαρθής μαζί μας; παραξενεύεται ό Νικήτας. Ργ αποκρίνεται λύπη μένα αυτός. "Εγώ πρέπει νά μείνω. "Έχετε μέρος νά μεί νετε απόψε; Ναι. Υπάρχει ένα μέ ρος πού θά μπορέσουμε νά κρυφτούμε. Μά εσύ; Τί θά κά νης εσύ; Σαν μάθη ό σουλτά νος πώς φύγαμε θά τό πλή ρωσής μέ τή ζωή σου. Ό "Αργυρής δεν απαντάει. Κάποιος θόρυβος έρχεται εξοο από τον τοίχο τής φυλακής. "Ακουγεται ποδοβολητό αλό γων καί μεγαλόφωνες κουβέν τες. Μένουν ασάλευτοι κι" οι τρεΐς καί κυττάζουν ό ένας ιόν άλλο.
— "Εφόδια!, ψιθυρίζει ό "Αργυρής. Περιμένετε εδώ. Κρύβονται μέσα στο σκοτά δ; καί έκεΐνος άΐτοραικρύνεται καί κατευθύνεται προς τήν πόρτα... ΑΠΟΦΑΣ IΣ
Α πράγ ματ α γ ίνοντα ι τόσο απότομα καί τό σο ξαφνικά πού ό Νική τας κι" ό Στραπάτσος προφταίνουν νά δώσουν μίαν έξήγησι. "Από τή θέσι πού βρίσκονται άκούνε μιαν άγρια φωνή. — "Εσύ είσαι ό λόγιας ε δώ; — Μάλιστα, απαντάει ή φωνή τού "Αργύρη. — Είσαι ό Σελήμ Χασική; — Ναι. "Εγώ είμαι... ^ — Πιάστε τον!, διατάζει ή άγρια φωνή. Σέ είδαν νά μπαίνης κρυφά πριν λίγη ώρα στο κελί, οπού είναι φυλακι σμένος ό "Αστρακάρης! Κάτι ετοιμάζεις νά σκαρώσης, μά δεν πρόφτασες. ?Ηρθαν καί μέ ειδοποίησαν... Δέστε τον! Ό Νικήτας νοιώθει ένα σφάχτη στήν καρδιά. Ό άδελ φός του είναι χαμένος! "Οσην ώρα κουβέντιαζε μαζί τους στο σκοτεινό μπουντρούμι, κά ποιος άπ" τή φρουρά πού τον είδε νά κάνη μόνος τήν παρά ξένη επίσκεψη μέ προφυλάξεις κάτι υποψιάστηκε καί ειδοποί ησε τον διοικητή. — Δεν πιστεύω νά τον αφή σου με ατά χέρια τους !, μουγ κρίζει ό Στραπάτσος. — "Εν τάξει, Γεράσιμε.
Τ
δεν
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ ' 21 *»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
"Έχεις δίκηο. πεσμέινο άνάσκελα "Αργυρή, Φουχτιάζουν τά σπαθιά τινάζεται προς τά πίσω σά τους και γλυστροΰν τοΐχο-τοΐνά τον χτύπησε κεραυνός, δι χο^πρός την πόρτα. Τώρα ρίπο πλώνεται στά δύο καί κυλιέ ρουν νά δουν τί γίνεται. "Ενας ται στο χώμα βγάζοντας ένα αξιωματικός καί τρεΐς στρα πνιιχτό 'βογγητό. Ή άλλη οφαΐ τιώτες, πού έχουν κατεβήι από ρα πετυχαίνει κατάστηθα τον τ' άλογά τους, έχουν κυκλώ αξιωματικό πού ουρλιάζει κι" σει τον "Αργυρή. η φωνή του πνίγεται στο λα — Π άρτε τό πιστόλι καί τό ρύγγι του. Ταυτόχρονα, κά σπαθί!, διοπάζει ό αξιωματι ποιος όρμάει σά σίφουνας στο κός. σκοτάδι καί ρίχνεται απάνω Μά ό "Αργυρής "Αστρακάστούς δυο άλλους πού απομέ ρης νοιώθει ξαφνικά νά φουννουν. Τό γιαταγάνι στά χέρια τών/η μέσα του μιά φοβερή ορ τού Στραπάτσου άνεβ©κατε γή. "Όχι. Δεν πρέπει νά τούς βαίνει δυο φορές. όφήση. ’Άν τον πιάσουν αυ — Πκάπ! Γκο ύπ ! τόν, είναι χαμένοι κι" οί άλλο·ι. — Μετά των "Αγγέλων άΚάνει ένα βήμα (πίσω καί τρα νάπαυσον τούς δούλους σου, βάει τό πιστόλι του. Τό δά αρχίζει νά ψέλνη ό κοντόχον χτυλό του πιέζει τή σκανδάλη τρος Κεφαλλωνίτης ενώ ό Νι καί μιά γλώσσα φωτιάς βγαί κήτας τρέχει προς τό μέρος νει από την κάννη του. "Ενα του αδελφού του. καφτο μολύβι περνάει πάνω — "Αργύρη !, τού φωνάζει άπ" τον ώμο του αξιωματικού. με λαχτάρα. Σέ χτύπησανέ . — Σκοτώστε τον!, ουρλιά Ό "Αργύρης σηκώνεται αρ ζει ό Ιούρκος... Είναι προδό γά. Είναι κάπως ζαλισμένος της ! ^ σκάρα από τό πέσιμο. “Ένα γιαταγάνι αστράφτει _ — Λεν έχω τίποτα!, λέει. Σ" ευχαριστώ, Νικήτα. Μου μέσα στο σκοτάδι κι" ό "Αρ έσωσες τή ζωή... γυρής νοιώθει την παγωμένη Οί πιστολιές όμως, τά ουρ ανάσα του Θανάτου νά τον ζυλιαχτά τού αξιωματικού καί γώνη. Σκύβει νά φυλαχτή αλ τά βογγητά των χτυπημένων λά τό πόδι του κάπου μπερ έχουν σηκώσει στο πόδι τή δεύεται. Παραπατάει καί πέ φρουρά. φτει. •— "Έρχονται!, λέει μέ — Κομματιάστε τον μέ τά σφιχτά δόντια ό Νικήτας. σπαθιά σας! Τί τον φυλάτε!, — Στ" άλογα!, φωνάζει ό γαυγίζει ό αξιωματικός. Άργύρης. Μά τήν ίδια στιγμή δυο βα — Θάρθής καί σύ μαζί ρείες βροντές γεμίζουν τον αέ μας, αδελφέ μου! ρα. Ό Νικήτας σημαδεύει καί — Ναί. Είμαι κι" εγώ μαζί πυρο'βολεΐ. "Εκείνος πού έχει σας!, αποκρίνεται εκείνος. τό γιαταγάνι στο χέρι κι" εί ναι εταίρος νά χτυπήση τον Τώρα δέ μπορώ νά μείνω πια!
22 Ο ΜΙΚΡΟΙ »»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»ι
Δυο βήιματα πιο έκεΐ είναι τά άλογα. Τρέχουν κι3 οί τρεις σαλπάρουν στη ράχη τους και .ξεχύνονται προς τό ρεγάλα δρόμο. Μπροστά ό Νικήτας, πίσω ό Αργυρής και τελευ ταίος ό Στραπάτσος. — ’Άν μάς ξαναδήτε νά μάς γράψετε!, φωνάζει ό κον τόχοντρο ς Κ εφ αλλωνίτη ς. Και σε λίγο οι τρεΐς καβαλλάρηδες χάνονται στο σκο τάδι... Η ΜΕΓΑΛΗ . ΑΠιΟΦΑ,ΣΙ Σ
ΕΣΑ σ’ ένα μικρό Ι/ΆΜΪ καμαράκι ενός ξένοδοχείου τού Τοπχανέ, γύρω άτό ένα τραπέζι κάθον ται καί συζητούν τέσσερις άν θρωποι. Ό Νικήτας Άστραικά ρης, ό Άργύρης Άστραικάρης πού έχει αλλάξει τώρα τά ρούχα τού γενίτσαρου κι5 έχει ξυρίσει τά γένεια από τό πρό σωπό του, ό Γεράσιμος Στρα πάτσος καί ό Ιάκωβος Μιχα ήλ, ένας σεβάσμιος γέροντας πατριώτης, ιδιοκτήτης τού ξε νοδοχείου, που κρύβει μέ κίν δυνο τής ζωής του τούς τρεΐς τολμηρούς άντρες. ^— Είναι φοβερό πραγματι κά!, λέει ό Νικήτας. Ούτε σ’ έ^α ληστή δεν φέρνονται έτσι. — Ούτε σ' ένα ληστή !, πα ραδέχεται αναστενάζοντας ό Μιχαήλ. Είναι τρεΐς μέρες τώ ρα πού τον έχουν κρεμασμένο στην πόρτα τού Πατριαρχείου καί δεν θέλουν νά τον δώσουν ατούς χριστιανούς νά θάψουν τό άγιο σκήνωμά του. Ποιος νά τού το έλεγε! Ό Πατριάρ
χης Γρηγόιριος ό Ε' κρεμα σμένος κι* άθαφτος! — Υπάρχουν έκεΐ στρατι ώτες πού φρουρούνε τό σώμα του; ρωτάει ό Στραπάτσος. — Ναι. Δυστυχώς είναι πολλοί καί δεν αφήνουν κανέ να^ νά ζυγώση. Στο στήθος τού κρεμασμένου Πατριάρχη έχουν κρεμάσει ένα χαρτί. Εί ναι ένας γιαφτάς (*) τού σουλ τάνου πού γράφει ένα σωρό ανόητα πράγματα. Κατηγορεί τον ΠρηγόριΟ' δτι αυτός ώργάνωσε τον ξεσηκωμό τού Μωρηά, έτειδή τάχα κατάγεται άπό έκεΐνα τά μέρη, καί δτι αυτός τάχα θά γίνη αφορμή τής καταστροφής τού γένους των Γραικών... Μού φέρανε έ να αντίγραφο άπ5 αυτό τό γιαφτά. Μπορείτε νά τό δια βάσετε για νά καταλάβετε μέ ποιο τρόπο ζητάει νά δικαιολογήση τό μυσαρό έγκλημά του ό σουλτάνος. Βγάζει ένα χαρτί άπό κά ποιο συρτάρι καί τό δίνει στον 3 Αστροχάρ η. Ό Νικήτας τό παίρνει καί τό διαβάζει με γαλόφωνα. Οί άλλοι· άκούνε μέ προσοχή. «Ό άπιστος Πατριάρχης τών Ελλήνων, διαβάζει τό παιδί, είναι αδύνατον νά θεωρηθή ξένος προς την έπανάστασι τού έθνους του. Χρέος είχε νά διδάξη εις τούς α πλούς ραγιάδες ότι τό τόλ μημα ήταν μάταιο καί άτελεσφόρητο. Γ ιατί οί κακές συμβουλές δεν είναι δυνατόν ποτέ νά ευδοκιμήσουν κατά ί *) ’ΈυΥιοαφρν
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η I 23 »»»»»»>» »>»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»
τής -μωαμεθανικής εξουσίας καί θρησκείας, πού έχουν θεϊ κή ύπαρ-ξι πριν από χιλιάδες χρονιά καί θά διατηρηθούν μέ χρι συντέλειας τού αίώνσς, κα θώς τό βεβαιώνουν ο! αποκα λύψεις καί τά θαύματα. Άλλα έξ αίτιας τής διαφθοράς τής καρδίας του ό Πατριάρχης ό χι ,μόνον δεν προειδοποίησε τούς ραγιάδες, άλλα καθ' όλα τά φαινόμενα ήταν καί αυτός μυστικός αρχηγός τής έπαυαστάσεως καί κατά συνέπειαν ή το αδύνατον νά μη άφανισθή καί νά μή πέση στην οργή τού Αλλάχ δλο-ν σχεδόν τό έθνος τόμν Ελλήνων. Αυτός λοιπόν είναι ό αϊτός τού ·μέ την βοή θεια τού Αλλάχ έττικει μενού πλήρους άφανισμού των άθλι ων .ραγιάδων. Επειδή από παν τού έβεβαιώθημεν περί τής προδοσίας του, ανάγκη ήτο νά λείψη αυτός ό άνθρωπος από τού προσώπου τής γής καί διά τούτο έκρειμάσθη, προς σω φρονισμόν των άλλων...... Ό Νικήτας σταματάει από τομα νά δισβάζη. Τσαλακώνει τό χαρτί καί τό σκίζει. — Δέ μπορώ νά τό αποτε λειώσω!, λέει μέ βραχνή φω νή. Είναι γεμάτο ψέματα. . Σηκώνεται καί βη}μστίζει μέσα στο δωμάτιο. Είναι φα νερό πώς έχει νευριάσει καί κάτι σχεδιάζει -μέσα στο μυα λό του. — Θά προτείνω κάτι, λέει ό 5Αργυρής, πού έχει ξεχάσει πια τον Σελήμ Χασεκή κι5 εί ναι τώρα ένας αληθινός Άστρακάρης, πού μισεΐ τούς
Τούρκους πιο πολύ απ' όλους
γιατί τώιρα ξέρει πώς τού κατάστρεψαν τή ζωή. Θά σάς προτείνω κάτι, συνεχίζει. Πρέ τει νά πάρουμε απ' την αγ χόνη τον Πατριάρχη. /Ο Νικήτας σταματάει τό πήγαινε - έλα καί τον κυττάζει. _— Μέ ποιο τρόπο; ρωτάει. "•Εχεις τον τρόπο; — Θά χτυπηθούμε μέ τή φρουρά καί 6ά τον πάρουμε!, λέει ό 'Αργυρής. Θά ξαορεμάσο-υμε τον νεκρό καί θά τον μεταφέρουμε νά τον θάψουμε κάπου κρυφά, έστω κι' άν εί ναι νά τό πληρώσουμε μέ τή ζο;ή μας... — Είμαι .μαζί σου!, φωνά ζει γεμάτος ενθουσιασμό ό Στραπάτσος. Μούδιασα κλει όμενος δυό μέρες έδώ μέσα. Θέλω νά ψάλω λιγάκι. — Ι ό πράγίμα δεν είναι καθόλου εύκολο, λέει ό Μιχα ήλ. "Ισως χαθήτε χωρίς νά καταφέρετε τίποτα. — Πότε νρμίζεις πώς πρέ πει νά γίνη αυτό; ρωτάει τον αδελφό του ό Νικήτας. — Απόψε κιόλας. — "Ετσι μπράβο, Αργυ ρή ! Στη βράσι κολλάει τό σί δερο !, ένθουσιάζεται ό Στρα πάτσος. — Δεν έχω αντίρρηση συμ φωνεΐ τό παιδί. Μονάχα πού πρέπει νά καταστρώσοομε έ να σχέδιο-. -Κάθεται σέ μιά καρέκλα κι' όλοι μαζεύονται πάλι γύρω απ' τό τραπέζι. Σέ λίγο έχουν έτσυμο τό σχέδιο. "Υστερα α πό πέντε ώρες, μόλις νυχτώση — τώρα είναι άκόυια δμή
24 Ο ΜΙΚΡΟΣ »»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ανοιγοκλείνει τά μάτια του ό Μαχμούτ καί ξεσπάει σ’ ένα δυνατό γέλιο. "Ενα γέλιο τρελ λό. Ό Μπεντερλής τον κυττάζει τώρα πιο πολύ ξαφνιασμέ νος. «Κάτι έπαθε ό σουλτά νος!», συλλογίζεται. «Ό Αλ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ λάχ νά τον προστστέψη !» ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ -— Καλά του κάνανε, ώρέ, ΙΝΑΙ σαρανταοκτώ ώρες καί τον κρεμάσανε! Νά κρε τώρα, πού ό σουλτάνος μάσουνε άμέσως κι’ όλους Μαχμούτ δε βρίσκει ησυ τούς άλλους παπάδες πού έστ ά μπαυντ ρούμια! χία. Παράξενοι και άνατριχιαχο υν ε στικοί εφιάλτες τον βασανί Εμπρός! Δίνε του τώρα! ζουν νύχτα καί μέρα. Άπ’ τη Ό άρχιβεζύρης κάνοντας ένα βαθύ τεμενά βγαίνει κι’ στιγμή πού ήρθε ό Μπεντερλή - Άλή?τασας ό άρχιβεζύαπό αυτή τή στιγμή ό Μαχ ρης καί του άνέφερε πώς ή μούτ κλείνεταΐ' στήν κάμαρη διαταγή του έγινε, ένοιωσε έ του καί δεν θέλει νά μιλήση να θολό σύννεφο νά του τυλίμέ κανένα. Τή,ν ίδια νύχτα τό σεράϊ αναστατώνεται από ά γη τό νου... — Τί είπες, ώρέ, Μπεντεργριες κραυγές. ’Έρχονται άπ’ τό δωμάτιο του σουλτάνου. λή; — Ό πατριάρχης των ρα Στρατιώτες καί σο:μ οπό φύλα γιάδων κρεμάστηκε σύμφωνα κες τρέχουν προς τά εκεί. Στο μέ τη διαταγή σου, πολυχρο διάδρομο βλέπουν μισόγυμνο νεμένε μου σουλτάνε, έξω άπ’ τον Μαχμούτ νά φωνάζη μέ τη μεγάλη πόρτα τής εκκλη μια έκφρασι φρίκης στο πρό σίας του... σωπο καί στο βλέμμα: Ό Μαχμούτ ζαρώνει τά — Π ιάστε τον!, κραυγά φρύδια. ζει. Πιάστε τον! Θέλει νά μέ — Καί ποιος σάς είπε, ώ πνίξη! ρέ, νά τον κρεμάσετε; Οι στρατιώτες κι’ οι σωμα Ό άρχυβεζύρης ξαφνιάζε τοφύλακες κυττάζουν γύρω τους παραξενεμένοΊ. Τίποτα ται. Ή έκφρασι, πού έχουν πάρει αυτή τή στιγμή τά μά δεν βλέπουν έκτος από τον μι τια του σουλτάνου, δεν τού σόγυμνο σουλτάνο τους, πού αρέσει καθόλου. Το βλέμμα δείχνει προς ένα ώρισμένο ση του θυμίζει βλέμμα τρελλου. μείο του τοίχου. — Δεν ακόυσες, ώρέ, τί σε — Δεν τον βλέπετε λοιπόν; ουρλιάζει. Σταματήστε τον... ρώτησα; Ποιος σάς είπε νά τον κρεμάσετε; ’Έρχεται κατά πάνω μου. Εί ναι ό πατριάρχης των ραγιά — Μά εσύ ό ίδιος, Μεγά λε ιότατε, έδωσες διαταγή. δων. .. Καί, καθώς ουρλιάζει, Φέρ Τότε, σάν νά θυμάται κάτι, τ’ άπόγεμα — θά ξεκινήσουν γιά τό Φανάρι,.. — Μεγάλη άπόφασι πήρα τε, παλιληικάρια μου!, λέει κι’ αναστενάζει ό Μιχαήλ. Ό Θε ός να είναι μαζί σας...
Ε
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙ Ε Ρ Η I 2§ »»χ»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»
νει τα χέρια στο λαιμό σαν κάτι να τον πνίγη. Τά μάτια του αναποδογυρίζουν και πέ φτει βαρύς στα μάρμαρα, βγάζοντας άψρούς από τό στόμα. "Ολη τή νύχτα, οι για τροί του παλατιού ξενύχτησαν γύρω από τόκρεββάτι του.Κα τά τά ξημερώματα συνήλθε κάπως. — Περάσατε μιά νευρική κρίση τού λέει ένας γέρος α σπρομάλλης γιοτρός. Τώρα ευτυχώς είστε καλά. — Φεύγατε από μπροστά μ ο υ όλ ο ι!, μουγγιρ ί ζε ι αυτό ς. Πρώτα άψίνετε τις πόρτες α νοιχτές κι5 έρχονται νά μέ πνί ξουν κι5 ύστε*ρα -μέ κοροϊδεύε τε! "Έξω, ακαμάτες καί ψεύ τες ! Τό φάντασμα τού πατριάρ χη Γρηγορίου τού Ε', φανερώ νεται κάθε τόσο μπροστά στα μάτια τού αίι μοβ όρου Μαχμούτ καί, καθώς φαίνεται, τού λέει φοβερά λόγια πού τον γε μίζουν πανικό. Μέσα σέ δυο μέρες, ό παντοδύναμος σουλ τάνος είναι σωστό ερείπιο·. Σέ κάθε θόρυβο τινάζεται τρομαγ μένος καί γίνεται χλωμός. Τό βλέμμα του έχει γίνει θολό καί βροντούν τά δόντια του οάν νά τον ρίχνουν σέ μια πα γωμένη θάλασσα. — Τό φάντασμα! Ό πα τριάρχης^! — Μά πώς είναι δυνατό, πολυχρονεμένε σουλτάνε, νά φοβόσαστε έναν πεθαμένο; τον ρωτάει ένας από τούς γέρους συίιΐΟουλάτσρές του. 'Ο πα τριάρχης τών ραγιάδων είναι κρεμασμένος.
— Δέν τον κρέμασαν !, λέει αυτός καί τρέμει. Μού λέτε ψέματα! —- Την αλήθεια σάς λέμε, Μεγάλειότοτε, προσπαθεί νά τον καθησυχάση μ3 ένα χαμό γελο ό Τούρκος. Τό κορμί του κρέμεται ακόμα μέ τή θηλειά περασμένη στο λαιμό. Την ίδια νύχτα, ό σουλτά νος, ντυμένος μέ ρούχα ζητιά νου, βγαίνει από τή μυστική πόρτα του παλατιού καί πη γαίνει στο Φανάρι. Στέκει α τό μακρυά καί κυττάζει. Ναί. Δέν τον γέλασαν. Ό πατριάρ χης, νεκρός, κρέμεται ^έξω απ’ τή μεγάλη πόρτα τού ναού. ^ Καθώς όμως γυρίζει στο σεράϊ ύστερα από λίγο καί κλείνεται στην κάμαρη του, τά μάτια του γεμίζουν τρόμο. Άπιό τή δεξιά μεριά τού τοί χου έρχεται αθόρυβα σαν ένας ίσκιος διαφανής, ό πατριάρ χης. "Εχει τά χέρια^του απλω μένα προς τά εμπρός καί τον ζυγώνει... — Βοήθεια!, βγάζει μιά άγρια κραυγή ό Μαχμούτ. Τρέχει προς τήν πόρτα, τήν ανοίγει, βγαίνει στο διάδρο μο. Πίσω του όμως έρχεται πάντα αυτός. Ό πατριάρχης. —Αλλάχ !, Αλλάχ !, ^ ουρ λιάζει. Σώσε με άπό τά χέ ρια του, Αλλάχ! Άλλα κανείς δέν τον ακούει καί, καθώς νοιώθει κάτι σαν αέρας νά τον άγγίζη, τού κό βεται ή ανάσα, βγάζει ένα ά γριο βογγητό καί σωριάζεται αναίσθητος. Χρειάστηκαν πέν τε ολάκερες ώρες αυτή τή φο ρά γιά νά τον συνεφέραον οί
ί& 0 ΜΙΚΡΟΣ «««<««««««««<«««««««««<««««««««««««««««««««<*<«;·
γιατροί. "Οταν τό πρωΐ ξα ναβρίσκει τις αισθήσεις του, βγάζει καινούργια διαταγή. — Νά ξεκρειμάσετε το κου φάρι του παπά το:ν ραγιά" δέον!, διατάζει. Νά του δέσε τε μια μεγάλη κοτρώινα στο λαΐ'μό καί νά τον ρίξετε στη θάλασσα. "Έτσι δεν θά μπό ρεση πια νά ξανσφανή στο σεράϊ μου. ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΚ'ΡΟ
ΑΤΑ τό άούρουπο ό Νι κήταςΆστραικάρης μα ζί μέ τον Άργόρη καί τονΣτρςπάτσο ξεκινούν από τό Τοπχανέ καί φτάνουν στο Φανάρ ι. " Εχουν κατασ τ ρώσε ι
Το
ώάντασυα τοΰ
σ:’ δλες του τις λεπτομέρειες τό σχέδιο κι5 έχουν βρή καί τό ίμερος, μέ τή βοήθεια του Μιχαήλ, όπου θά .μεταφέρουν καί θά θάψουν κρυφά τό Ιερό σκήνωμα του εθνομάρτυρα. Ό Στροπάτσος ε’άσι ενθου σιασμένος. — Θά έχουμε πολλή δου λειά!, λέει. Ευτυχώς πού έ κανα γαργάρα στο λαρύγγι μου καί θά ψάλω μια χαρά... "Ομως αυτή ή χαρά κόβε ται απότομα, καθώς φτάνουν έξω από τό πατριαρχείο. Ό τόπος δπου βρίσκεται κρεμα σμένος ό πατριάρχης, _ είναι γεμάτος από καβαλλάρηδες καί στρατό. 5 Από μακρυά βλέ πουν τό κορμί του Γρηγορίου
Πάτοιάογη κ υιν,ττ.γοΟ:σε τοιν σί,υοβόοο σονλτάνο Μ<χγιαου,τ ιιέσα στο σαοσϊ .
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η Σ
Το παιδί μ’άσιύιλιλητττ η ταγντιιτα
τού Ε' μέ περασμένη τή θη* λειά ατό λαιμό νά ταλαντεύ εται έλαψρά και τό φαρδύ του ράσο νά φουσκώνη από τον ελαφρό άέρα. — Τον κατεβάζουνε!, λέει τό παιδί. Πραγματικά, αυτή τή;ν ώ ρα έφτασε ή διαταγή του σουλτάνου κι" ένας άράπης σκαρφαλώνει στην αγχόνη και κατεβάζει τό νεκρό. — "Ήρθαμε αργά!, ανα στενάζει 6 Στραπάτσος. Κανείς δεν του αποκρίνε ται. Είναι κάτι άλλο τώρα πού τραβάει την προσοχή τους. Οί στρατιώτες παραμερίζουν κι* ανάμεσα τους περνάνε έξαλ λοι καί φανατισμένοι άνθρω ποι πού ουρλιάζουν, βλαστη-
*/
τοσβάει το πιστόλι κα'ι πυροβολεί
μ ο Ον καί ;μουτ ζώνουν. "Έχουν περάσει ένα σκοινί στα πό δια του πατριάρχη, καί τον σέρνουν προς την παραλία. ΕΤναι Εβραίοι !,4 (*) λέει μέ σχιφτά δόντια ό Νι κήτας. Πραγματικά, από τις λέ ξεις καί τίς βλαστήιμιες, πού ,μεταχειρίζονται καταλαβαίνει κανείς άιμέσως ότι πρόκειται για φανατικούς Εβραίους, (*)
«Ήλθαν ' ν>τε—γράφει ό Σ. Τριικαύπης στην ' Ιστορία του — ιτρρς -τον μαύρον άγχονιστην Έβιραΐοι καί λαβάνιτες την άδειαν του.. κατά τιναζ δέ καί Φίλοδωαησαν\τε< σύ-τόν, εδεσαν ταυ ο ττ όδας του λειΟιάνον καί το ’έσυο'ζν έκ τώ,ν τταταια.ογ/είωιν αέ,Υιρι τοΟ αίγιαλου του Φαινασίου γλενάζ,ΟΛ^ τεΓ καί βλσσφηίμονν’τες...»,
28
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»>»»»»»>»»
πού βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπάσουν τή λύσσα τους σ’ ένα νεκρό Χριστιανό. Σέρνουν τον πατριάρχη και κουρελιάζε ται τό ράσο του και γερίζουν λάσπες και χώμα τά κοπάλευκα μαλλιά καί γένεια του. Μπροστά ό άράπης καί πέν τε στρατιώτες. Οι άλλοι καβαλλάρηδες, τώρα πού τέλειωσε ή αποστολή τους, απομα κρύνονται καί χάνονται καλ πάζοντας στο βάθος του δρό μου. Ή θλιβερή συνοδεία ζυ γώνει τώρα προς τό μέρος πού βρίσκονται κρυμμένο·ι οι τρεΐς "Ελληνες. Οί βλαστήμιες καί τά κοροά'δευτ ιικα, λόγια τούς τρυπούν τ5 αυτιά. Είναι χλω μοί καί τρέμουν από λύσσα. — Δεν υπο φέρονται!, γρυλ λίζει ό Στραπάτσος. Καί, πριν προφτάσουν νά τόν Εμποδίσουν, όρμάει σά σί φουνας ανάμεσα στον όχλο. "Έχει τραβήξει τό σπαθί του καί χτυπάει στο σωρό. Τις βλαστήμιες καί τούς χλευα σμούς διαδέχονται τώρα ξεφω νητά πόνου καί ουρλιαχτά πα νικού. Ό άράπης κι5 οι στρα τιώτες στέκουν ξαφνιασμένοι, καθώς βλέπουν τό πλήθος νά σκορπίζη, καί τραβάνε τά πι στόλια τους. — Πίσω όλοι!, κραυγάζει ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης. Κάτω τά χέρια από τόν πα τριάρχη! γιατί θά φάμε τά μουστάκια ιμας! Μερικές σφαίρες σφυρίζουν πάνω από τό κεφάλι του. Οι στρατιώτες πυροβολούν καί τρέχουν προς τό μέρος του·.
Εκείνος όμως δεν χαμπαρίζει από τέτοια. — Δεν μπορούμε νά τόν άφήσουμε μόνο!, λέει ό Νική τας. ^— Έν τάξει!, λέει ό Άργύρης. Απάνω τους! Καί τά δυο αδέλφια, σάν α γριεμένα λιοντάρια, μουντά ρουν μέ τά πιστόλια στά χέ ρια. "Ενας Τούρκος, πού έχει ζυγώσει τό Στραπάτσο κι5 ε τοιμάζεται νά τόν χτυπήση μέ τό βαρύ γιαταγάνι του, δέχε ται μιά σφαίρα στο μέτωπο, κάνει μιά κωμική τούμπα καί χονοτίζει μπροστά του. — Δεύτε λάβετε τελευταΐον ασπασμόν. Μετά τών αγ γέλων άνάπαυσον τόν δούλον σου. Ή φάλτσα φωνή τού κον τό χοντρού Κεψσλλωνίτη, πού έχε^ι κάμ,πόσες μέρες ν5 ακου στή, υψώνεται πάλι καί δίνει τό σύνθημα τής άγριας συμ πλοκής. ΟΙ βροντές από τούς πυροβολισμούς γεμίζουν τόν αέρα κι5 όταν αδειάζουν τά πιστόλια, ή μάχη συνεχίζεται μέ τά σπαθιά. Ό Στραπά τσος, κατά τό σύστημά του, ανεβοκατεβάζει ρυθμικά χω ρίς βιασύνη τό γιαταγάνι του, καί, γκάπ καί γκούπ, σιγοντάρόντας τά χτυπήματα μέ α ποσπάσματα από τή νεκρώσι μη ακολουθία, σκορπίζει τό θάνατο δεξιά κι* αριστερά. Ό Νικήτας διασταυρώνει τό σπα θί του μέ δυο στρατιώτες, πού αφρίζουν από λύσσα καί επι τίθενται. Αλλά καί ό *Αργ6ρης μάχεται τό ίδιο σάν παλ-
ΜΠΟνίΛόΐΙβΡΗΖ ληικάρι και το βαρύ γιαταγά* νι του κάνει θαύματα. — Π αρ αδόσου, γκ ι αού ρ !, ουρλιάζουν οι στρατιώτες. — Πίσω, άπιστοι!, απαν τάει ό Νικήτας. Καί., καθώς «μιλάει, τό λα στιχένιο κορμί του πραγμα τοποιεί δυο τολμηρά σάλτα, γέρνει άποτοιμα προς τά εμ πρός και τό γιαταγάνι, του διαπερνάει την καρδιά του ένός αντιπάλου του. Την ϊδια στιγμή, ό άλλος στρατιώτης, πού δοκιμάζει νά τον ζυγώση, δέχεται κατακέφαλα μιά δεύ τερη σπαθιά. Διπλώνεται στά δυο και βογγάει. — "Αλλάχ! "Αλλάχ ! — Καλό ταξίδι στην κόλασι!, φωνάζει από μακρυά ό Στραπάτσος και αρχίζει νά ψέλνη. Ό Νικήτας χαμογελάει καί τρέχει τώρα κοντά στον "Αρ γυρή. Ό αδελφός του είναι τραυματισμένος έλαφ,ρά στον ώμο, μά δε λογαριάζει τό αί μα πού μουσκεύει τό μανίκι του. Παλεύει σάν τίγρις καί τό σπαθί του βγάζει φωτιές. Τό παιδί τον καμαρώνει καί τον θαυμάζει. ·ΕΤναι πραγμα τικά ένας σβέλτος καί έμπει ρος πολεμιστής. — "Εν τάξει, Νικήτα!, φω νάζει. ό "Αργυρής καθώς δια περνάει μέ τό γιαταγάνι του τον τελευταίο στρατιώτη πού μένει ορθός. Νομίζω πώς τε λειώσαμε. "Υστερα από λίγο, ό όχλος έχει σκορπίσει κι" οι στρα τιώτες είναι ξαπλωμένοι στο έδαφος.
^ — Μονάχα ό άράττης μάς
ξέφυγε!, λέει μέ καημό ό Στραπάτσος. ;— Τον πατριάρχη, παι διά!,^ διατάζει ό Νικήτας. Θαρρώ πώς τώρα θά καταφέ ρουμε νά τον πάρουμε. Ό νεκρός βρίσκεται άκόμο πεσμένος στη μέση τού δρόμου. Οι τρεις "Ελληνες τρέχουν προς τά έκεΐ, τον άνασηκώναυν μέ σεβασμό καί, βαδίζοντας γοργά, πλησιά ζουν στην παραλία. "Εδώ υ πάρχουν μερικές βάρκες. — Θά τον περάσουμε απέ ναντι!, λέει τό Ελληνόπουλο. ι απο εκεί εχει ο Θεός. Πρώτος σαλτάρει στη βάρ κα ό Στραπάτσος. "Υστερα μεταφέρουν τό σώμα τού ε θνομάρτυρα. Λύνουν τις πριμάτσες καί ρίχνονται στά κουπιά. —Εμπρός, λεβέντες!, φω νάζει ό Νικήτας. Κωπηλατούν κι* οί τρεις κι" ή βάρκα άρχιζε ι νά γλυστράη μέ φούρια στο νερό1. "Υστερα από λίγο έχουν άπομακρυνθή αρκετά άπό την ακτή. — Λαγοί έγίνανε όλοι!, λέει χαμογελώντας ό Στραπάτσος. Ευχαριστήθηκα ψαλμούς! Ξαφνικά όμως ό "Αργυρής πιάνει τό χέρι τού Νικήτα. — Κύτταξε!, τού λέει. Τό παιδί κυττάζει κατά τό μέρος πού δείχνει ό αδελφός του. Τρεΐς μεγάλες βάρκες γεμάτες στρατιώτες ξεκινούν απ’ τό_Φαιναρι. — -αναγυρίσανε!, γρυλλίζει μέ σφιχτά δόντια ό Νική
36 »»»»»»»»»»>»*»&>}&»&
ύ
Μ I Κ Ρ Ο ϊ
— Μακαρία ή οδός ήν πο ρεύει σήμερον. "Αγιος ό Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθά νατος έλέηισον ημάς... Ό Στραπάτσος άφίνει τά ΣΤΟ ΒΥΘΟ κουπιά καί αρχίζει νά ψέλνη ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ καί νά πυιροβολή. 5Από την 21 ΩΡΑ βάζουν δλες τους άλλη πλευρά ρίχνει ό Αργυ τις δυνάμεις ατά κουπιά. ρής. Ή θάλασσα γεμίζει βρον Ή βάρκα ;μέ τους τρεΐς τές καί .μυρουδιά μπαρουτιού. "Ελληνες και τον νεκρό τουΟί Τούρκοι διμως δεν γκιοτευπατριάρχη σκίζει σά σαΐτα τή ουν. “έρουν πώς είναι πολλοί θάλασσα άνασηκώνοντας ά~ κι εκείνοι πού άρπαξαν μέσα ψρούς στο πέρασμά της. Μά απ' τά χέρια τους τον κρε οι άλλες βάρκες πού έρχον μασμένο «γκισούρ - παπά» εί ται ξοπίσω τους έχουν πανιά. ναι τρεΐς μονάχα. Πυροβολούν Ανοίγουν τά πανιά τους καί καί, μανουβράροντας τό τιιμόζυγώνουν όλοένα καί πιο πονι, φέρνουν τήν πλώρη τους λύ. στή δεξιά πλευρά τής βάρ — Την πάθαμε!, μιουγγρίκας τού Άστρακάρη καί πέ ζε ι ό Στραπάτσος. φτουν μέ ορμή απάνω της. Ή -— Μ ή σταματάς τό κου σύγκρουσι είναι πραγματικά πί!, τού φωνάζει ό Νικήτας. φοβερή. "Ενα δυνατό κράκ άκουγετσι καί τό μικρό σκάφος "Ολες όμως οι προσπάθειες σέ λίγο αποδείχνονται μάται σκίζεται στά δοό, σάν νά τό ες. Οί Τούρκοι βρίσκονται έκοψε στή μέση ένα τσεκού πολύ κοντά τους. Οι πρώτες ρι. Ό Νικήτας, ό Στραπά σψαΐιρες αρχίζουν νά σφυρί τσος κι* ό Αργυρής βρίσκον ζουν πάνω απ’ τά κεφάλια ται από τή μια στιγμή στήιν τους. άλλη στά παγωμένα νερά... — Γεμίστε τά πιστόλια — Νά μού θύμησης, μικρέ, νά γράψω στο σημειωματάριό σας !, διατάζει τό 'Ελληνόπου λο. Θά ποϋλήσουιμε ακριβά τή μου όταν βγούμε στή στερηά, κι5 αυτό τό μπάνιο. Είναι τό ζωή μας! τέταρτο πού μέ υποχρεώνεις Καί, καθώς μιλάει, βρίσκε ται μέ δυο σάλτα στην πρύ νά κάνω τον τελευταίο καιιρό μνη κρατώντας καί τά δυο πι μέ τά ρούχα μου!, γκρινιάζει ό Κεψάλλωνίτης. "Ενα σπή στόλια του. Σημαδεύει καί Σέριφο δταν ζητάγαμε τήν πιέζει τή σκανδάλη. Τέσσερις γλώσσες φωτιάς βγαίνουν α 3Ανθή... "Ενα δταν κόντευε νά πό τις κάννες τους. Ισάριθμα σέ καταπιή τό χταπόδι... — Σταμάτα τις γκρίνιες, κ αφτά 'μολύβ ι α καρφώνοντ σι σέ τέσσερα τούρκικα κορμιά. Γεράσιμε!, φωνάζει τό παιδί. Καί τράβα κατά τή στεριά άν Στ5 αυτιά του φτάνουν ουρ λιαχτά πόνου. δέ θέλης νά σέ σουβλίσουνε. τας. "Ερχονται για μάς... — "Αν μάς προφτάσουνε, χάνουμε τό παιγνίδι!, ανα στενάζει ό Αργυρής.
Έ
ΜΠΟΥΜΟΐ!δΡΗ2 Είναι φανερό πώς δέ μπο ρούν νά κάνουν τίποτα πια. Τό σώμα του πατριάρχη επι πλέει: ανάμεσα στα συντρίμ μια της βάρκας καί οι Τούρ κος βγάζοντας τώρα άγριους άλλαλαγμούς για τη νίκη τους, πυροβολουν τούς τρεΐς άντρες πού παλεύουν στη θά λασσα. Ευτυχώς όμως τό σκο τάδι — έχει νυχτώσει αρκετά — τούς προστατεύει. Τό παι δί κι5 οι δυο άντρες με σβέλ τες άπλωτές απομακρύνονται καί χάνονται 'μέσα στη νύχτα.· Οι Τούρκοι, πού έχουν πιστέ ψει πώς τούς έχουν σκοτώσει, στρέφουν τώρα την προσοχή τους στον πατριάρχη... Τον πλησιάζουν, περνούν μια καινούργια θηλειά στο λαιμό του καί τον σέρνουν πί-' σω απ’ τη βάρκα. Μέσα στη βάρκα είναι καί ό άράπης δή μιος. Αυτός πού λίγο νωρίτε ρα, όταν είχε φουντώσει ή συμπλοκή, κατάφερε νά γλυτώση — ό καημός τού Στρα πάτσου — καί ειδοποίησε τούς Τούρκους καβαλλάρηδες πού είχαν άπαμακρυνθή. — Πού θά πάμε; ρωτάει ένας στρατιώτης. — Ή διαταγή τού σουλτά νου είναι νά τον φουντάρουμε μέ μια πέτρα στο λαιμό στη θάλασσα!, λέει ό άράπης. Αυτό είναι δουλειά δική μου. Σέ λίγο οι στρατιώτες, α φού δεν χρειάζονται πιά, απο βιβάζονται στη στερηά καί ό άράπης ,μέ δυο κωπηλάτες παίρνουν μια ιμεγάλη πέτρα καί ξεκινούν πάλι για τ’ άνοιχτά, παίρνοντας πίσω απ’ τη
ϋ βάρκα τό πτώμα. Στη ,μέση τού Κερατίου κόλπου, ανάμε σα στο Φανάρι καί στο Τοπχανέ, ή βάρκα σταματάει. Ό δήμιος δένει τη -μεγάλη πέτρα ατό λαιμό τού πατριάρχη καί λύνει τό σχοινί πού τον κρατάει δείμένο στη βάρκα. Τό ά γιο σώ|μ«α τού έθνοιμάρτυρος Γρηγορίου τού Ε' βουλιάζει αργά καί κατεβαίνει στο βυ θό... — Μά τον Αλλάχ, δέ; τά κατάφερα άσκημα!, γρυλλίζει ό άράπης. Εμπρός, παιδιά! Ξαναγυρίζουμε στη στερηά... Τό φάντασμα τού «γκιαούρ παπά» δέ θά ξαναφανή στο σεράϊ νά φοβερίζη τό σουλτά νο μας... ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΟ
ΚΗ Ο «Αγία Τ,ριάς», τό ύΜ διρέίίκο καράβι τού καπείϋα τάν Πκίκα «με τη ρούσικη σημαία, είναι νά περάση μια απ’ αυτές τις μέρες, κατηφο ρίζοντας απ’ την Όντέσσα για την "Άσπρη Θάλασσα. Οι τρεΐς "Ελληνες τό περιμένουν μ' αγωνία. Τά νέα πού μαθαί νουν άκρες - μέσες εδώ στην Πόλη για τον ξεσηκωμό τού Μωρηά καί τής Ρούμελης, εί ναι ευχάριστα. ΟΊ ραγιάδες χτυπούν κατακέφαλα τον τύ ραννο. Ό Νικήτας, ό Στραπάτσος καί ό "Αργυρής πνίγον ται από ανυπομονησία νά κατεβούν στην Ελλάδα νά πά ρουν μια ώρα άρχήτερα ,μέρος στον αγώνα τού Γένους... — "Άντε, .μωρέ κοοπετάν Γκί-κα!, γκρινιάζει κάθε τόσο
“· Τό τηρ&γμα είναι έτπικίν δυνο, λέει. "Ολη ή αστυνομία τής Ίσταμπτουλ άναζητάει τά ίχνη σας. ’Άν σάς μυριστούν θά χαβηττε... Μά δεν τον άκούνε. Κατα στρώνουν βιαστικά ένα σχέδιο καί, δταν αρχίζει νά σκοτεινιά ζη, τό βάζουν σ5 εφαρμογή. Ό 5Αργυρής Άστρακάρης κι’ 6 Στραπάτσος, μεταμφιεσμέ νοι σέ ψαράδες, μπαίνουν σέ μια βάρκα κα] ανοίγονται στο πέλαγος. Γιά νά μή κινήσουν υποψίες, δεν πάνε κι5 οΐ τρείς μαζί. Ό Νικήτας, πού τά χα ρακτηριστικά του είναι πιο γνωστά, πηγαίνει με τά πό δια στον μικρό κόρφο τής "Ατλης. Έκεΐ θά πλησιάσουν μέ τη βάρκα οι άλλοι και θά τραβήξουν κατόπιν γιά τό Καδίκιοϊ. Τό Ελληνόπουλο, πριν σουρουπώση, ντυμένο μέ ψαράδι κα ρούχα, φεύγει άπ5 τό ξενο δοχείο καί μέ προφυλάξεις διασχίζει τά καλντερίμια του Τοίπχανέ καί ανηφόριζει κα τά την "Ατζα, έτοιμος νά κα τηφορίση πρός την αμμουδιά. Ξαφνικά όμως τό έξασκημένο αυτί του πιάνει έναν ελα φρό θόρυβο. Κάποιοι τόν πα ραμονεύουν. Οι θάμνοι παρα μερίζουν καί δυό γεροδεμένοι άντρες όρμουν πρός τό μέρος του. — Απάνω τά χέρια γκια ούρ! Αστυνομία! Τ Ε Α Συγγραφεύς:
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
Μέ μια σβέλτη κίνησι ό Νι^ κήτας τραβάει τό πιστόλι καί πυροβολεί. _Ό ένας κυλιέται ατό χώμα, -αναπιέζει τη σκαν δάλη γιά τό δεύτερο. Μά ό Τούρκος σκύβει καί τό καυτό μολύβι δέν τόν αγγίζει. — ^ Παραδόσου, γκιαουρ !, ουρλιάζει. Ό Νικήτας πετάει. τό πι στόλι πού δέν έχει άλλες σφαίρες καί τραβάει τό σπα θί του. Τά δυο σπαθιά δια σταυρώνονται κι* εδώ, στην ά κρη τού γκρεμού, αρχίζει μια άγρια μάχη. Τό Ελληνόπουλο καταλα βαίνει. πώς έχει νά κάνη μ5 έ να γερό αντίπαλο. Οι άτσάλινες λεπίδες βροντούν καί βγάζουν σπίθες. Κι5 οι δυό έ χουν κουραστή. — Δέν θά γλυτώσης όοπό τό γιαταγάνι μου, γκιαούρ! Τά δυό σπαθιά ξανασμί γουν μέ ορμή. Γ ιά κακή του τύχη ό Νικήτας παραπατάει καί τό σπαθί του πέφτει από τό χέρι του. — "Έφτασε ή ώρα σου !, ουρλιάζει γεμάτος χαρά ό Τούρκος. "Αοπλος τώρα καθώς είναι ό Νικήτας οπισθοχωρεί. Μά έχει ξεχάσει πώς πίσω του βρίσκεται ό γκρεμός καί ξαψνι κά τό πόδι του βρίσκεται στο κενό. Είναι χαμένος! Αφήνει μιά κραυγή άπελπισίας καί κατρακυλάει στο βάραθρο. Ο Σ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ 33 λ»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»*
ο Στραπάτσος. Μάς έσκασες στο Καδίκιοϊ, Έλα στο Καμε τά χασομέρια σου... Θά κά δίκιοϊ»... "Υστερα ξαφνικά χά νουμε μαύρο μάτι νά σε δού θηκε άπό μπροστά του. με... Τό Ελληνόπουλο φέρνει τό Μένουν κι3 οί τρεΐς κρυμμέ χέρι στο μέτωπο. νοι στο ξενοδοχείο τοϋ Μι — 9 Ηταν τόσο ζωντανό ό χαήλ, στο Τσπχανέ, και σουνειρο, λέει. λ ατ σ ά ρουν σ ’ ένα δω μ άτ ι ο σαν "Υστερα άπό λίγο ξαπλώ τρία φυλακισμένα λιοντάρια νει πάλι. Μά δεν είναι πολλή σε κλουβί. "Έχουν βαρειά καρ ώρα πού έχει κλείσει τά μά διά, γιοπί δέ μπόρεσαν νά πά τια του καί νάτος πάλι ό πα ρουν τον πατριάρχη. τριάρχης μπροστά του. Πλη — Κοντεύω νά μουχλιάσω σιάζει πάλι τό κρεββάτΐ: του σ’ αυτή την κάμαρη, συνεχί καί του δείχνει τό λαιμό του. ζει τη γκρίνια του ό κοντόχον Ή θηλειά ενός χοντρού σκοι τρος Κεφαλλωνίτης. "Άφησε νιού είναι περασμένη καί τον που θά χάσοο καί τη φωνή μου σφίγγει. Πάλι σκύβει κοντά αφού μένω... άψαλτος τόσες του καί του ψιθυρίζει: «Έλα μέρες! Θέλω νά ξεμουδιάσω οπό Καδίκιοϊ»... λιγάκι. Ό Νικήτας ξυπνάει ^ καί Τις νύχτες τις περνούν με δεν μπορεί νά κοιμηθή πιά. Τό αγωνία. Κάθε τόσο σηκώνον πρωΐ διηγείται στους άλλους ται καί κρυψοκυττάζουν πίσω τό όνειρό του καί ό γέρο - Μι από τις μισόκλειστες γρίλχαήλ δίνει μιά έξήγησι: λιες του παραθύρου κατά τή — Ή ψυχή τού πατριάρχη θάλασσα. Τίποτα Τό «Άγια μας δεν βρίσκει άνάπαψι χω Τριάς» αργεί ακόμα. ρίς τάφο, λέει. — Καί τό Καδίκιοϊ; ρω Τό βράδυ αυτό ό Νικήτας τάει τό παιδί. Τί νά συμβαίτινάζεται τρομαγμένος άπ’ τό κρεβ'βάτι του. Ή καρδιά του νη στο Κοδίκιοϊ; — Έκεΐ ίσως έχει παραχτυπάει βιαστικά καί τό πρό συριθή τώρα τό σεπτό σκήνω σωπό του έχει μουσκέψει απ’ μά του άπό τό ρεύμα τής θά τον ιδρώτα. — ^Περίεργο, ψιθυρίζει. Τί λασσας... — Πρέπει νά πάω στο Κα·· φοβερό όνειρο... δίκιοϊ, λέει, ύστερα άπό μικρή Είδε τον πατριάρχη στον ύπνο του, ντυμένο με όλόχρυ^ σκέψι ό Νικήτας. — Έρχομαι μαζί σου, άν σα άμφια κι’ ένα λαμπερό φω τοστέφανο γύρω από την χλω ιμέ θέλης γά παρέα σου!, μή μορφή του. Τον εΐδε νά λέει ό Στραπάτσος. μπαίινη στην κάμαρή του μέ — Κι’ έγώ!, συμπληρώνει αργό βήμα, νά στέκη πάνω ό Άργύρης. Δέ μπορούμε νά άπ’ τό κεφάλι του, ν’ άπλώνη σ’ άφήσουμε μονάχο... τό χέρι, νά τον εύλογή καί νά Ό Μιχαήλ φαίνεται διατα ψιθυρίζη τρεις λέξεις: «Έλα κτικός.
ΟΥΡ ΑΟΤ1ΕΡΗΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Γραφεία: *Οδός Αίκκα 22 ❖ Άοιθ. Ί
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
4* Τιμή δραχ. 2
Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38. Δημοσιογραφικός Α)ντής: Στέλιος ’Ανεμοδουράς, Αθηνών και Φιλελλήνων, "Ανω 'Ηλιούττολις. Προϊστάμενος Τυιτο.ραφείου: ’Αν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
Στο επόμενο τεύχος, τό 8, πού ερχόμενη έβδομάδα μέ τον τίτλο:
κυκλοφορεί την
η πΐΛ>-,ι\ν \\ννν\ιιννννννννΐΊ'νν\η\Η·4νν\·ν»ι,ΜννννΐΧ,'.νΐΛΛ\»/νννννννννννί,ννννV-Vνννν\Λ.V*-V*■ν-νΤΛ.ν»V
ό αδυσώπητος πόλεμος του Νικήτα Άστρακάρη έναν τίον των τυράννων στέφεται από μια εκπληκτική επι τυχία! ■Και ή ανταύγεια τής Ελευθερίας αρχίζει να άνατέλλη πάνω από τό υπόδ ούλο γένος των "Ελλήνων!
Η \ \ \ Η Η \ Η
Ν Ν Η Η \ \
"Οσοι από τούς αναγνώστες μας έπιθυμούν νά α γοράσουν τεύχη καί τόμους του Μ. "Ηρωος, καί των άλλων έκδόσεών μας, πρέπει νά στέλνουν τις έπιταγές τους στον κ. Γεώργ. Γεωργιάβην, Αέκικα 22, Αθήνας. Τά τεύχη κοστίζουν 2 δραχ. καί μέ ταυτότητα 1.40, μέ έπιβάρυνσι 30 λεπτών για ταχυδρομικά, (δηλαδή 2.30 ή 1.70). Κάθε τόμος κοστίζει 20 δρχ. καί μέ ταυτότητα 14, μέ έπιβάρυνσι 2 δραχ. για τα χυδρομικά (δηλαδή 22 ή 16 δραχ.) Ή βιβλιοδεσία κάθε τόμου κοστίζει 5 δραχ. καί δέν παίρνει· έκπτωσι.
( <
ΤΑΜΠΟΥ ^ ΤΟΤΕ ΜΑ ΜΗΝ/ ΠΕΡ/ΜΕΜΟΥμε., τον ικ:οτ«ν? ! ΙΤΑΓΟν! ΥΑΠΟΙύΙ ΕΡ ^εΤΑΐ. Η ΑΕΑΝΑ» 1
ΔΕΝ/,.. ΔΕΝ ΕιΝΑΙ Η ΑΕ^ΝΑί Η... Μ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ1·!
η
θεληιγ εγϋ^
ΣΚΥΛΛ^’ Δελ/ΓΕΓΚΟ
τοχΑ^ θα Γε ζκο-
Τ°ϊ-Ύ ΠΑΛ\ Τ
ΓΡΝΕχ\Ζ^ΤΑ«
I
-θα\)άΤοιτ
ΣΤΟ
ΒΆΡΑΘΡΌ
ΝΙΚΗΤΑΣ Άστρακάρης, χωρίς σπαθί τώ ρα—τό γιαταγάνι του έχει ξεφύγει από τά χέρια του ■καί βρίσκεται ρακρυά— οπι σθοχωρεί, προσπαθώντας να φυλαΐχτή απ’ τό θανάσιμο χτύ πημα πού ετοιμάζεται νά του δώιση ό Τούρκος αντίπαλός του (*). ’Έχει ξεχύσει διμως πώς ή σκληρή αυτή μάχη γίνε ται στην άκρη του γκρεμού καί πώς κάτω από τά πόδια του, μισό ιμέτρο πιο έκεΐ, χά σκει σέ μεγάλο βάθος ή θά λασσα. Καθώς οπισθοχωρεί λοιπόν^ νοιώθει ξαφνικά νά βρίσκεται στο κενό. Τά ■ μάτια του στρον γυλεύουν από τον τρόμο κι’ ά(*) Διάβασε τό "προηγούμενο τεύχος: «Τό γιαταγάνι της ’Βκβιιχίπίσεωις».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2
ναισηικώνει τά χέρια. Μά δεν υπάρχει τίποτα πού νά μπορή νά τον κράτηση. Πέφτει α νάσκελα καί αρχίζει νά κατρα κυλάει στο βάραθρο. ’Αμυδρά βλέπει· στην άκρη του γκρε μού τιή/ σιίλουέτα τού ρεγαλόσω/μου Τούρκου πού, κραδσίνοντας άκόρα τό γιαταγάνι του, σκύβει καί παρακολουθεί τήιν πτώσι του με μιά εκφρασί άγριας χαράς στο πρόσωπο. — Τά σκυλόψαρα θά χορ τάσουν - τώρα >μέ τά κρέα.τά σου, βρωρ ογκιαούρ!, τού φω νάζει. Έτσι θά πεθάνης. χω ρίς νά -λερώσω τό σπαθί μου με τό βρώιμικο αίμα σου. * Η φωνή φτάνε ι σαν από κάπου πολύ μακρυά στ5 αυ τιά του. «Ε^μαι χαμένος!» σκέφτεται-. Μά σχεδόν άμέσως ξαναβρίσκει τό κουράγιο του. «’Όχι. Λεν πρέπει νά πεθάνω!» Αυτή τή στιγμή, τήν πιο
4
Ο
Μ I Κ Ρ Ο Σ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» κρίσιμη τής ζωής του, τό Ελ ληνόπουλο καταλαβαίνει πώς πρέπει ν' άντιδράση. Καί, κα θώς πέφτει, αναδιπλώνει τό λαστιχένιο κορμί του, παίρνει μιά βόλτα στον αέρα κι’ όιπλώνει τά δυό του χέρια μ προ στα. Σ' αυτή τή στάσι, μπο ρεί να βουτήση στη θάλασσα με λιγώτερο κίνδυνο. 'Άν έχη τύχη και τά νερά είναι βαθειά και δ'έν χτυπήση στο βυθό τό κεφάλι του, οί πιθανότητες σωτηρίας αυξάνουν... Κα] ξαφνικά νοιώθει τή θά λασσα νάρχεται καταπάνω του. Τό κορμί του βροντάει στο νερό και ή ανάσα του κό βεται. Βυθίζεται σά βολίδα με μιαν ασύλληπτη ταχύτητα κι5 έχει την ατσθησι πώς δεν πρόκειται πιά νά ξαναδή τό φως. Για ιμερικές στιγμές, πι στεύει πώς έφτασε τό τέλος και δεν έχει νά έλπίζη τίποτα. Τώρα θά χτυπήση κάπου, θά χτυπήση απάνω στους μυτε ρούς βράχους του βυθού, θά κομματιαστή, θά γίνη ένας ά μορφος όγκος από ματωμένες σάρκες και οστά. "Ομως ή θάλασσα στά μέ ρη αυτά έχει βάθος πάνω άπό διακόσιες όργιες και σιγά-σιγά ό Νικήτας καταλαβαίνει πώς ή ορμή τής καταδύσεως λιγοστεύει ενώ ό βυθός είναι άκόιμα μακρυά. Τώρα απλώ νει τά χέρια παίρνει μιά βόλ τα μέσα στο νερό, τινάζει τά πόδια καί, διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο, αρχίζει ν' άνεβαίνη. Λίγες στιγμές αργότε ρα, βγαίνει στον άφρό... Τ’ αυτιά του βουίζουν. Αι
σθάνεται μιά φοβερή δύσ πνοια. Ή υπεράνθρωπη προσ πάθεια τον έχει εξαντλήσει. 5Αναπνέει με δυσκολία. Ρου φάει και στέλνει δσο μπορεί περισσότερο οξυγόνο στά πνευμόνια του. Μά δεν ώφελεΐ. Τά χέρια του δε μπορούν νά κινηθούν... καταλαβαίνει πώς δέ θά μπορέση νά κρατηθή γιά πολύ στήν επιφάνεια. Οί δυνάμεις του τον έχουν έγ~ κατ αλείψει. Ξαφνικά δμως, ακούει θόρυ βο άπό κουπιά κάπου έκεΐ κον ιά. Μέσα στο σκοτάδι ξεχοορίζει μιά βάρκα που έρχεται προς τό μέρος του. — Κουράγιο, μικρέ!, τού φωνάζει κάποιος. Σ5 ένα λε πτό είμαστε κοντά σου... Αναγνωρίζει τή φωνή τού Στραπάτσου. Αυτό τού δίνει κουράγιο. "Οχι λοιπόν, δέ θά χαθή μέσα σ’ αυτά τά αφιλό ξενα νερά, ούτε θά γίνη τρο φή γιά τά σκυλόψαρα! Συγ κεντρώνοντας δσες δυνάμεις τού απομένουν, αρχίζει τις άπλωτές και ύστερα απτό λίγο τέσσερα γερά μπράτσα τον αρπάζουν, τον τραβούν έξω απ’ τό νερό καί τον ρίχνουν μέσα στη βάρκα. — Σέ είδαμε άπό μακρυά, τού λέει ό Άργύρης, νά πέφτης άπό τό γκρεμό και κατα λάβαμε πώς είχες μπλεξίμα τα. Ευτυχώς δέν έπαθες τίπο τα. Τό παιδί χαμογελάει. — Λίγο ακόμα και θάβαζα σέ φασαρίες τό Στραπάτσο, αποκρίνεται. Θ’ άρχιζε τις
ΜΠΟΥΜΟΤιβΜΙ ψαλμωδίες·, άΧλά έγώ δέν θ; άκουγα...
9
περιμένουν νά ξηιμερώοη. Κα
νείς δέν τούς υποψιάζεται κι3 υστέρα από μια ώρα βρίσκον ΤΟ ΣΩΜΑ ται ^στά νερά τού Καδίκιοϊ. ΤΟΥ ΠΙΑΤΡI ΑιΡΧΗ 3Εδώ είναι φουνταρισμενα δυό ΩΡΑ οι τρεις "Ελληνες τρικάταρτα. "Ενα σλοβένικο είναι έτοιμοι για τό τα κύ ένα μέ ρούσικη σημαία. ξίδι στο Καδίκιοϊ. Φο Είναι περαστικά από την πό ρούν, δπως θυμάται ό άναγνώ λη καί θά συνεχίσουν έπειτα στης, ψαράδικα ρούγα κι* έ από μιά - δυό μέρες τό ταξίδι χουν μέσα στη βάρκα δλα τά τους. σύνεργα της ψαρικής, για την ς— Αυτό τό σκαρί δέν μου περίπτωσι πού θά συναντη φαίνεται άγνωστο, λέει ό θούν μέ κανένα απ’ τά .μικρά Στραίτάτσος δείχνοντας εκεί νο πού έχει ζωγραφισμένη τούρκικα περιπολικά πού τοιγυρνάνε τις νύχτες στον Κερά στη μάσκα τής πλώρης του τή ρούσικη σημαία. Κάπου τό τιο. Κάνεις δεν θά ύποψιαστή έχω ξαναδή αυτό τό καράβι. τρεις φιλήσυχους ψαράδες, — Μπορεί νά είναι κανένα πού βγήκαν νά δουλέψουν για ελληνικό, λέει ό Νικήτας. Μιά τό ψωμί των παιδιών τους. Ου φορά τό «'Αγία Τριάς» του τε φυσικά είναι δυνατό νά φαν καπετάν Πκίκα, πού περιμέ τασθή κανείς δτι αυτοί οί το λ νουμε νά μάς φέρη πίσω στην μηροί άνδρες άφησαν την α * Ελλάδα, δέν είναι... σφαλή κρυψώνα τους στο Τοπ — Κυττάξτε εκεί!, τούς κό χανέ γιά νά ξεδιαλύνουν ένα βει την κουβέντα ό ’Αργύρης. όνειρο (*). Γυρίζουν ξαφνικά κατά το — Δεν φεύγει αϊτό τά μσμέρος πού δείχνει. Σέ άπόστα Τια μου τό όραμα τού Πατρι σι είκοσι μέτρων από τή βάράρχη, λέει τό Ελληνόπουλο. κα τους κάτι επιπλέει στη 6ά ΕΤν α ι κ άτ ι πρωτοφανέρωτο λασσα. αυτό πού μου συμβάνει. "Ολη — Τί νάναι αυτό τό πράγ την ώρα τον βλέπω όλοζώντα μα; παραξενεύεται ό Στραπά νο μπροστά μου μέ τη θηλειά τσος. στο λαιμό. — Περίεργο!, κάνει : συλ Ή νύχτα είναι γλυκέιά καί λογισμένος ό Νικήτας. Πρέ γεμάτη άστρα κι3 ή βάρκα πει νά πλησιάσουμε... γλυστράει απαλά στο νερό μέ Αάμνουν ελαφρά τά κου κατεύιθυνσι προς τό Καδίκιοϊ. πιά καί πλησιάζουν προς τά Στο δρόμο τους, συναντούν εκεί. Ό κοντόχοντρος Κεφαλπολλά ψαροκάικα, πού έχουν λωνίτης, πού τον τρώει ή πε απλώσει τά δίχτυα τους καί ριέργεια, τρέχε ι πρώτος πρός την πλώρη καί' σκύβει ολάκε (*) Διάβασε τό -ττροηγού'ΐλενο ρος πρός τά έξω, προσπαθών τεύχος: «Τό γιαταγάνι τής Έκτας νά ξεχωρίση τό παράξενο δικησεως».
Τ
&
$ ι $ ψ § ;
Αντικείμενο πού σκαμπανεβά φν& δέος νά τούς κυρκεύη καί μι ζει άπό τό ελαφρό κύμα μέσα νουν για μερικές στιγμές αμί στο νερό. Απότομα όμως λητοι με τά μάτια καρφωμένο γουρλώνει τά μάτια και ρίχνε στο ιερό σκήνωμα του εθνο ται προς τά πίσω. μάρτυρας.,. — Θεούλη .μου!, ξεφωνίζει. — Ή ψυχή του, λέει με φω νή πού τρέμει άπό συγκίνησι ^—Τί τρέχει, Γεράσιμε; ρω τάει με αγωνία ό Νικήτας. ό Νικήτας, ταξιδεύει μαζί μέ ^— Ό... ό... Πατριάρχης!, τούς αγγέλους στον ουρανό, κάνει ·μέ κοντή ανάσα ό Στρα Μά τό σώμα του πρέπει νά πάτσος. βρή ανάπαυα ι σ’-ένα τάφο. Γι' Αφήνουν τά κουπιά καί τρέ αυτό μέ τόση λαχτάρα ήρθε χουν κοντά του. Πραγματικά, στο όνειρό μου καί μέ προσκά μέσα στη θάλασσα, μερικά λεσε στο Καδίκισϊ; μέτρα π ιό έκεΐ επιπλέει τό —Μά πώς ξαναβγήκε στον πτώμα του Πατριάρχη! άφρό; ρωτάει μέ κατάπληξι ό — Τό όνειρο!, λέει άνατρ1 Στραπάτσος. 5Αφού μάς εί χ ιάζσντας τό ·1 Ελληνόπουλο. παν πώς είχαν δέσει στο λαι Να πώς εξηγείται τό όνειρο! μό του ένα κστρώνι πού ζύγι Σ τ αυροικο π ι ο υντ α ι κι* οι ζε εκατό οκάδες... . * , ^ τρεΐς ναιωθωντας ένα παράξε— Τούτο είναι ένα θαύμα;
*—Θεούλη υου!. ξεφωνίζει 6 Στοοπτάτσος καί γουρλώνει τά υάτια
;;Χ*Χ:
.•.χ.ν.ν.ν.·
£1» ϋβ ::;::>:;:*χ
Τελιευ/τ αΐο ς
άΐνιεβισίνει
έξηγεΐ τό παιδί. Ή πέτρα α πό θεϊκή θέλησι ξέφυγε από τή θηλειά και ό νεκρός ξανανέ βήκε στην επιφάνεια. Σταυροκοπιέται πάλι. Σταυ ροκοπιούνται κύ οί άλλοι. — Μέγας είσαι, Κύριε, καί θαυμαστά τα έργα σου!, ψιθυ οίζει ψέλνοντας χαμηλόφωνα “ό Κ εφ άλλων ί της. — Εμπρός, παιδιά! λέει ό Αργυρής. Να τον τραβήξουιε,^στή στεριά... — Πρώτα θά τον βάλουμε τή βάρκα!, λέει ό Νικήτας, αί κατόπι θά σκεφτοΰιμε οϋ πρέπει να τον θάψουμε. Ζυγώνουν περισσότερο. Τώ χ μπορούν νά διακρίνουν καορά τό πρόσωπό του. Είναι
στο κα'οάβι
ό
Μΐιχηιτα<;...
άνέγγί'χτο. Τά ιμάτια του χονάχα είναι ανοιχτά καί κυττάζουν τον γέρατα απ’ τά δι αμάντια των άστρων ουρανό. Στο λαιιμό τού είναι περασμέ νη άκόιμα ή θηλειά τού σκοι νιού. Οί δυο άντρες καί τό παιδί αρχίζουν τώρα νά δουλεύουν γοργά. Τ Ενας από τούς ..Τρεϊς πρέπει νά πέση στή θάλασσα γιά νά βοηθήση, άνασηκώνοντας τό πτώμα, νά τό βάλουν μέσα στή βάρκα. Ό Στρατιάτσος, χωρίς χασομέρι, ρίχνε ται στο νερό. Οί άλλοι σκύ βουν άπό τήν κουπαστή. Τά δάχτυλά τους γαντζώνουνται στο ράσο κα] τό τραβούν προς τά πάνω. ’Από τή θά-
τ!
θαέι* — "Αντε παιδιά! Λίγο α κόμα!, φωνάζει ό Νικήτας. Ό νεκρός βρίσκεται τώρα ό μισός έξω άπ3 τό νερό. Λίγο ακόμα καί θάχουν τελειώσει. "Ομως ξαφνικά κάτι γίνεται καί όλα μπερδεύονται κι3 έρ χονται άσκημα. Ή βάρκα, πού είναι γερμένη από τή μιά μπάντα, καθώς δέχεται τό βά ρος του Πατριάρχη γέρνει πιο πολύ καί απότομα άνατρέπεται. Ό Νικήτας κι5 ό Αργυ ρής βρίσκονται από τή μια στιγμή στήν άλλη στο νερό κι5 ό Στραπάτσος πού ετοι μάζεται νά βλαστημήση... δαγκώνει τή γλώσσα του... : Τήν πάθαμε \, λέει. Τώρα κολυμπούν κι3 οι τρεΐς γύρω από τό πτώ/μα. , — Πρέπει ,νά ξανάφέρουμε τή βάρκα στή θέσι της, δια τάζει τό παιδί; Διαφορετικά δέ γίνεται, ΜΟΝΟ
„
.
,
, .
ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΑΕ ΣΜΙΓΟΥΝ
ΑΘΩΣ όμως αρχίζουν τις πρώτες προσπάθει ες, άκοΰνε μερικές κου βέντες, πού τούς ξαφνιάζουν^ Μερικοί άνθρωποι από τό πλή ρωμα του τρικάταρτου με τή ρούσικη σημαία, πού είναι α ραγμένο εκεί κοντά, τούς έ χουν άντίληφιθή καί προσπα θούν νά ξεχωρίσουν τί κάνουν μέσα στο σκοτάδι. Κυττάζουι/ καί μιλούν μεγαλόφωνα. —Μά τον "Αγιο Γεράσιμο τον πατριώτη ;μσς, λέει κά ποιος, δεν μπορώ νά κατσλά-
5 ΤοίϋΡ'ΚΌλάκεΐ κάτω οι 6ες.., — Κλέφτες θάναι, καπετά νιο! Κλέφτες θάναι καί βγή κανε γιά πλιάτσικο, αποκρί νεται κάποιος άλλος. —"Ετσι μοΰρχεται, μά τόν "Αγιο, νά τούς ρίξω ένα σμπά ρο νά δώ τί θά κάνουνε! Ό Στραπάτσος γουρλώνει τά μάτια καί τεντώνει τ’ αυ τιά. Αυτοί οί δυο πού μιλάνε είναι "Έλληνες. 3Αλλά ή προ φορά τους κι3 οΐ λέξεις πού μεταχειρίζονται δείχνουν ακό μα κάτι περισσότερο. Είναι Κεφάλλωνίτες. — Στάσου, ώρε πατρίδα!., φωνάζει. Κι3 εμείς γραικοί εί μαστε. 3Αφήστε τ3 αστεία με τά σιμπάρα κι3 ελάτε νά βάλε τε κανένα χέρι νά βοηθήσετε. —Προς τό καράβι, παιδιά! διατάζει ό Νικήτας. Νά πάμε τόν Πατριάρχη προς τά εκεί, 3Αφού είναι "Ελληνες, θά βο ηθήσουν. .. 3Αφήνουν την αναποδογυρι σμένη βάρκα καί κολυμπών τας σπρώχνουν τόν νεκρό προς τό πλοίο. 3Από τις κου παστές τούς βλέπουν τώρα καί σταυροκοπιοΰινται. —1 Μωρέ, τί κάνετε εκεί; ρωτάει κάποιος. Πεθαμένους μαζεύετε; — 3Αφήστε μας νά ζυγώ σουμε πρώτα καί κατόπι σάς δίνουμε ρεπόρτο!, άποκρίνε* ται τό παιδί. Κι3 όταν φτάνουν σέ άποστασι πού μπορούν νά μ ιλούν χωρίς νά φωνάζουν, ό Νικήτας
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ^ ►»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»> εξηγεί μέ δυο λόγια τί συμ βαίνει. —Είναι^ ό Πατριάρχης Γρη γόριος, λέει, ττου κρεμάσανε τπριν πέντε μέρες στο φανάρι οί Τούρκοι. Πέθανε σαν μάρτυ ρας για τήιν έλευθερία τού Γέ νους. Θέλουμε νά τον θάψου με. Αυτό τό αναπάντεχο νέο· φέρνει μια δυνατή αναταραχή στο κατάστρωμα τού τρικά ταρτου. Άκουγονται βιαστι κές κουβέντες και τώρα από τις κουπαστές κρέμονται πολ λοί ναύτες πού παρακολουθούν μέ περιέργεια αυτούς πού μι λάνε. — Βοηθήστε τους!, διατά ζει κάποιος. Τραβήχτε τον Πατριάρχη στο πλοΐο! — Ό καπετάν Σκλάβος!, ξεφωνάζει ό Στραπάτσος πού αναγνωρίζει τή φωνή εκείνου πού διατάζει. Μωρέ, γιά κυτταξε συναπάντημα! Μονάχα βουνό μέ βουνό 6έ σμίγει! "Υστερα από λίγο,^ ό νε κρός πατριάρχης βρίσκεται στήν κουβέρτα τού τρικάταρ του. Σκαρφαλώνουν κι’ οί άλ λοι. Τελευταίος πατάει στο κατάστρωμα ό Νικήτας. "Ε νας κοντόχοντρος άνδρας τούς υποδέχεται. — Καπετάν Σκλάβε!, φω νάζει ό Στραπάτσος. — Γεράσιμε!, κάνει αυτός και γουρλώνει τα μάτια σαν νά βλέπη όνειρο. Έσυ, μωρέ ^Στραπάτσο, στήν Ί στα μπουλ; —Όλόκληρος, καπετάνιο ! *Ηρθα νά τούς τά... ψάλω λι γάκι !
Ρίχνονται ό ένας στήν αγ καλιά τού άλλου και φιλιούν ται. Είναι παληοί φίλοι, έχουν μεγαλώσει από παιδιά μαζί στο 3Αργοστόλι κα] τώρα πού ξαναβλέπονται δέν μπορούν νά κρύψουν τή χαρά τους. —Νά σού συστήσω τήν πα ρέα μου!, λέει ό Κεφαλλωνίτης και κάνει τις συστάσεις. Ό καπετάν Σκλάβος, κα θώς ακούει τό όνομα τού Νι κήτα, ανασκιρτάει. — Έσυ, μπρε πατρίδα, εί σαι ό Άστρακάρης ό μπουρλοτ ιερής; Τό παιδί χαμογελάει. — "Έτσι μέ λένε!, άποκρί νεται. — Τις προάλλες,^ καθώς κατέβαινα τό μπουγάζι τής Σάμος, αντάμωσα τον καπε τάν Άνβρέα τον Μιαούλη μέ πεντέξη υδρέϊκα. "Άναψε ή φω τιά στις θάλασσες τού τόπου μας και σέ χρειάζονται. Κα θώς έμαθε πώς θά περνούσα από τήν Πόλη μούπε νά ρωτή σω γιά σένανε. "Ολοι νομί ζουνε πώς χάθηκες. — Πρώτα ό Θεός, λέει τό 4 Ελληνόπουλο, λογαρ ιάζουμε σέ λίγες μέρες νά βρισκόμα στε στο Μωρηά. "Ολοι ρωτάνε νέα γιά τον άγώνοσκαί ό καπετάν Σκλά βος τούς ιστορεί τό ένα και τάλλο. "Υστερα ή κουβέντα γυρίζει πάλι στον Πατριάρχη· — Θά τον πάρω μαζί μου, λέει ό καπετάνιος τού τρικά ταρτου. Αύριο σαλπάρω γιά τήν Όντέσσα. Στή Ρουσσία είναι χριστιανοί. Θά τον θά-
Ο
Μ ι Κ Ρ Ο
<««««««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««« ψουν με τιμές δπως του ται ριάζει. "Ετσι θά βρή άνάτταψη τό άγιο σώμα του... — Αυτή είναι ή πιο σωστή λύσι, συιμψωνεΐ ό Νικήτας. — "Αν θέλετε έρχεστε και σεΐς μαζί μου., συνεχίζει ό καπετάν Σκλάβος. Στο γυρισμό, σάς πάω στην Ελλάδα. -—«Είμαστε βιαστικοί!, λέει ό Στραπάτσος. "Εχουμε... ει σιτήρια επιστροφής 'μέ την «'Αγία Τριάδα» του καπετάν Πκίκα. Σήιμερα αύριο θά πέ ραση νά μάς πάρει. — Τότε αλλάζει. "Ολη την υπόλοιπη νύχτα σαβανώνουν τον Π ατρ ιάρχη και τόιν κρύβουν στο αμπάρι του καραβιού γιά κάθε ενδε χόμενο. 3Από τη μια στιγμή στήν άλλη, οί Τούρκοι μπορεί
'Ο
Στοαπάτσος
οΐΥ,νει
νά κάνουν έρευνα. Κατά τ ξημερώματα ό Στραπάτσο·*: ό Νικήτας κι5 ό 3Αργυρής βγα νουν στή στερηά. 5Από τήν π( ραλία ποιο ακολουθουν τό με γάλο τρικάταρτο πού σαλπά ρει. Τό μεγάλο σκάφος άνοί γει τά πανιά του καί βάζει ρότα γιά τή Μαύρη Θάλασσα. — "Εφυγε ένα βάρος άπ3 τήν καρδιά μου!, αναστενάζει ό Νικήτας. Έπ] τέλους τό βα σανισιμένο κοριμί τού Πατριάρ χη θά βρή άνάπαψι σ3 έναν τά φο (*). Ο ΝΑΡΓΙΛΕΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΠΑΤΣΟΥ
ΤΟ Κ αδ ίκ ι οϊ, ντυ μένο ι με τά ψαράδικα ρούχα, οί τρεΐς "Ελληνες πεοι-
υιιά -πιλάνια α,ατιά καθώς Φουνάοει ναιοτι λέ του...
τρ
ΜΠΟΎΡΛΟΤΙΕΡΗΪ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»
Τό Ελληνόπουλο καί ό Στοαττά τσ>ος καβσλλα στ’ άλλογο γάνο>νται στο βάθος του μεγάλαυ δοόιιου...
μένουν να /υχτώση
γιά να
(*) Τό κειφαλλωνίτ ικο του καπετόον Σκλάβου εφτά,σε υσΤερα άιπό -μερικές ,μέιοες στην 'Οδιησσό ;οαί τό Ιερό λείφαινο παιρείδάθη στο λοιμιΟικαθ'οΓ/τηιριο. Έίκεΐ, κα τά^ διαταγήν τοΰ Ρώσου διοιχητ·ου. έ&πτόΐσ'θη τό ττίτώιμα καί άνεγνωρ-ίσβη; οτ υ πράγματι ηταιν τοΰ ΠΙσίτ,ριόΐργη. «Δοθείσης δέ της εΐϋδιήισεως ειί ο ^ Πειτοούπολκν, γράφει- ό ίστοιριίχοο ^Σπυΐρ ίδιων Τιρίικούπης. ^έΕίεΐδέιθη διάταγμα ϊνα ά'ττο'δοΐθ<ώίσιν εις τό·ν νεικιρόν δημοσίως ολαι αίι προσήκουσα ι τιμαί. Συν'έΐδιρσιμε δέ καί Π 1 Ιε ρά Σύνοδος της Ρωσίας εις την εκιχλησιαστ ι/χΐη V λαμποάτητσ της κηδείας και} την 17 Ίουινίου 1821 συνήχίβησαιν εις τό λοκμοχαβοίρτήοι οιν· σί πολιτικοί καί στρατ ιωτικαΐ άιρναϊ του1 τόπου, τρεις επίσκοποι, ό κλήρος όλης της έπασνίσς. οί 'δυιστιΐΥ.εΐΓ πρό σφυγες "Ελληνες καί ,μέγα πλή θος λαού καί υπό τον νεκρώσι-
μπορέσουν να έπ ιατρέψουν στο Τοπχανέ. Κ ύκλο φορού ν α γνώριστοι ανάμεσα στους Τούρκους και κανείς δεν τούς υποψιάζεται. Τ’ άπόγεμα πί νουν τούρκικο καφέ σ5 ένα καμσν ηιγοι'/ των έίχκλησι αστικών κωδώνων, τών ψαλμωδιών, τώ·ν πυιρ-οβελω'ν, της στρατιωτ ιικης μουισιιχιης καί υπό σάς αδιάλει πτους εις τόν "Υψ-ιστον ευ'χάς, συνώ'δζυσαν τό ίειρόνι λείψανου· άλώιβ-ητον καί άοδυο-ν1 είς τηιν μηιτρέπαλπν -ης ' Οδησσού, όπου διέιΐ'ίειινε τριήμερον μέιχιρς της 19, κοδ’ ην, αφοΰ έφάλιΓιΐ πόίλιν η νεκοώσΐιμος ακολουθία καί έξείφωνιη0Τ; παρά τοΰ ίεροκηρυκος τοΰ Ουχουιμενίικοΰ ΠαΙιρι αογζίου Κωνσ τοί/τ ί*ν·ου· ΟΙχονόμ ου κατ ρινυκτ ικός λόγος^ μετεχοιμίσθη έν μεγά λη καί αδθις ποιμπη .καί πείρατάδιίτ είς την εκκλησίαν τών *Έλληνών ηαΐ -άπετέθη έν μν η (μάτι καιν ώ,εντός τοΰ ' Α γίου Βήματος...».
12 ©ΜΙΚΡΟΙ »»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»» φενεΐο και ό Στραπάτσος, κα πριν ,μισή^ ώρα από τό Τοπχα θισμένος σταυροπόδι σ’ ένα νέ καί κάτι διηγείται στούς καναπέ, φουμάρει σαν πραγ άλλους. ματικός αγάς έναν γιαβάσικο ^— Ή αστυνομία τούς κυνη ναργιλέ. Ό Νικήτας κι3 ό 3Αρ γάει, λέει συνεχίζοντας τη 0ιγύρης κουβεντιάζουν για την ήγησί του. Μόλις σήμερα τό έπιστροφή στην Ελλάδα και πρωΐ μάθανε πώς κρύβονταν κάνουν όνειρα. στο ξενοδοχείο τού γκιαούρη — "Αν τελείωση αυτός ό τού Μιχαήλ, πού παράστα.πόλεμος πού ανοίξαμε εναντί νε τον φίλο τού σουλτάνου. ον του τυράννου, λέει ό 3ΑΨάξανε, μά δέν τούς βρήκανε. στρακάρης, θά πάμε στην Τερ Βρήκανε όμως τον Μιχαήλ γέστη νά πάρουμε τη Αένα, καί τον κρεμάσανε στην πόρ την άδελφούλα μας. Θά έχη τα τού μαγαζιού του γιά πα γίνη τώρα σωστή κοπέλλα ράδειγμα. Τώρα κυττάζει από και θά χάρη πολύ, 5Αργυρή, ψηλά τά καλντερίμια τού Τοπ όταν σέ δη. "Ησουνα, βλέπεις χανέ. απ’ τόιν καιρό πού σ3 άρπα — Κι’ ό Άστρακάρης; ξαν οϊ γενίτσαροι, νεκρός για — Αυτός μέ δυο άλλους όλους ιμας... πού έχει παρέα ξεφύγανε. Μά Ό Αργυρής κουνάει τό κε όλοι ψάχνουν τώρα παντού φάλι. καί λογαριάζουν πώς θά τον — Δέ μπορείς νά καταλά πιάσουν. "Ενας άκτοφύλακας βης πώς νοιώθω αυτό τον ^τε χτυπήθηκε χτές μαζί του στον λευταίο καιρό, Νικήτα. Είναι κόρφο τής "Ατζας. Απάνω σαν νά ξαναγεννήθηκα. Και στη μάχη έσπασε τό σπαθί δέ βλέπω την ώρα νά φτάσου τού γκιαούρη καί, θέλοντας νά με στο Μωρηά νά πολεμήσω γλυτώση, ρίχτηκε στο γκρε κι·3 εγώ γιά τό Γένος σάν αλη μό. "Επεσε από μεγάλο ύψος θινός 3 Αστρ ακ άρη ς... στη θάλασσα. Στην αρχή 6 -αφνικά ρμως καθώς κου άκτοφύλακας πίστεψε πώς ό βεντιάζει, νοιώθει κάποιον νά Άστρακάρης πνίγηκε. Κατό τον σκουντάει. Τό γουργουρηπι διμως είδε πώς τον μάζε τό τού ναργιλέ πού συνοδεύει ψαν από ,μιά ψαράδικη βάρκα. την κουβέντα τους σταματάει Αυτή τή βάρκα τώρα ψάχνουν καί ό Στραπάτσος μισοκλεί νά βρούν. νει στά δυο αδέλφια μέ νόημα Καθώς ιμιλάνε, απομακρύ τό μάτι καί τούς δείχνει μέ νονται καί οί τρεΐς "Ελληνες τρόπο τρεις Τούρκους πού μι δεν μπορούν ν3 ακούσουν τή λάνε χαμηλόφωνα δίπλα τους. συνέχεια τής κουβέντας τους. Τό παιδί καί ό αδελφός του 3Από όσα ακόυσαν όμως κα στυλώνουν τ3 αυτί. Είναι μιά ταλαβαίνουν πώς δέν είναι καί κουβέντα πραγματικά πού τόσο ευχάριστη ή θέσι τους. τούς ενδιαφέρει. Ό ένας από — Κλάφτα, Χαράλαμπε!, τούς τρεις έχει φτάσει (μόλις αναστενάζει ό Στραπάτσος
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η I
13
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»1
σπάζοντας πρώτος τή σιωπή. Δεν είμαστε καλά. Μου μυρί ζονται μπλεξίματα. Τώρα δεν μπορούν νά γυρί σουν πια στο Τοπχανέ. Δεν έχουν μέρος να μείνουν. Τό ξενοδοχείο του Μιχαήλ θά ΦρουρεΤται φυσικά απ’ τούς Τούρκου ς. Ό καπετάν Γκ ί κας, σαν φτάση μέ τό καράβι του, θά τούς άναζητήση έκεΐ καί, όταν μάθη τά καθέκαστα, θά^φυγή γιατί βέβαια δέ μπο ρεί νά ψάχνη ολη την Πόλη νά τούς βρή. —"Ενας ακόμη μάρτυρας!, λέει τό παιβι πού αισθάνεται γεμάτη θλίψι την καρδιά του για τό τραγικό τέλος τού α σπρομάλλη Μιχαήλ. Δέ θ’ άφήσουν λοιπόν κανένα ζωντα νό τά σκυλιά; Εκείνη ακριβώς τή στιγ μή, ακούγονται ποδοβολητά και φωνές έξω απ’ τό καφε νείο. Τέσσερις αστυνόμοι καβαλλάρηδες ξεπεζεύουν καί μπαίνουν ιμέσα μέ τά χατζά ρια στά χόριο:. — Βράσε ρύζι! Αρχίσανε νωρίς - νωρίς οι επισκέψεις!, μουγγρίζει ό Στραπάτσος. Καί τό γουργούρισμα του ναρ γιλέ του αρχίζει νά γίνεται πιο άγριο. 'Ο Νικήτας σφίγ γει τά δόντια κα] δέ μιλάει. Φέρνει μέ τρόπο τό'χέρι στο γιαταγάνι του πού είναι κρυμ μένο κάτω από τήιν ψαράδικη φορεσιά καί χαϊδεύει τή λαβή του. Ό Άργύρης φουχτιάζει τό πιστόλι του. — ’Άν είναι γιά μάς, ψιθυ ρίζει, θά πουλήσουμε ακριβά 19 τομάρι .μας,
Οί αστυνομικοί σκορπίζουν μέσα οπό καφενείο καί Αρχί ζουν νά κάνουν ερευνά στούς θαμώνες. "Ενας λιγνός Τουρ κάλας πλησιάζει τον Στραπά τσο. Έκεΐνος τον κυττάζει μέ τήν άκρη του ματιού του, αλ λά δέν σαλεύει από τή θέσι του. Καπνίζει γαλήνιος τον ναργιλέ του καί είναι σαν νά μήν ένδιαφόρεται γιά τά εγ κόσμια. — Γκελ μπουρντά, ώρέ!, τού λέει ό Τούρκος. Αλλά ό κοντόχοντρος Κεφαλλωνίτης είναι σά νά μήν άκουσε. — Δέν άκούς, ώρέ; αγρι εύει ό Τούρκος. Γκέλ μπουρ ντά! Σέ σένα μιλάω... —- Σαλαμπαχαέρουμ !, α ποκρίνεται ό Στραπάτσος. — Ποιος είσαι, ώρέ, καί φουμάρεις τον ναργιλέ σου καί δέν άκούς τί σού λέει ή ε ξουσία; Γκελ μπουρντά! — Γκέλ μπουρντά εσύ! Ε γώ δέν τό κουνάω από 5ώ. ’Άν σ’^άρέση; Άν δέν σ’ άρεση τράβα στον παρακάτω μα χαλά. Έγώ, κύριος, πλήρωσα τό ναργιλέ καί θά τον φουμά ρω μέχρι... δευτέρα παρου σία! Ό Τούρκος δμως δέν σηκώ νει αστεία καί ούτε έχει ορεξι γιά πολλές κουβέντες. Ζαρώ νει τά φρύδια, σφίγγει τά δόν τια καί κραδαίναντας τό χατ ζάρι του, ζυγώνει απειλητικά τον Στραπάτσο. Άλλα τώρα κι’ εκείνος ξεροβήχει.... καθα ρίζοντας τό λαρύγγι του. — φρόνιμα Γεράσιμε!, τού ψιθυρίζει τρ Ελληνόπουλο
14
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» άστραφτουν στον άέρα καί άγριος άλαλαγμοί γεμίζουν τον χώρο τού καφενείου, κα θώς ολάκερο αυτό τό σκυλο λόι όρμάει πρός τό μέρος του Στραπάτσου. Σέ λίγο θά τον κυκλώσουν καί, όσο σβέλτος καί χειροδύναμος κι5 άν είναι, θά τον λιανίσουν μέ τίς κοφτέ ρες λεπίδες τους. "Ενας άπό τούς αστυνομικούς, πού έχει φτάσει κιόλας κοντά του, έτοι μάζεται νά τού καταψέρη τό πρώτο χτύπημα. Ό κοντόχον τρος Κεφαλλωνίτης αποκρούει μέ τό γιαταγάνι του καί σαλτάρει σ5 ένα τραπέζι. Αυτό ό μως είναι ένα^ σφάλμα πού μπορεΐ νά τού κοστίση τή ζωή.^ Γιατί τό τραπέζι είναι σαράβαλο καί τσακίζουν τά πόδια του καί,, μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, ό Στραπάτσος βρίσκεται φαρδύς - πλατύς ξα πλωμένος άνάσκελα στο πά τωμα. Τώρα είναι χαμένος! Μά οι σύντροφοί του άγρυ πνούιν. Ό Άογύρης τινάζεται Τ Α... Τ Ρ ΑιΠ ΕΖ ΟΠΟ Δ Α Ρ Α! ορθός καί σημαδεύει. Ή διΑΑ αυτά γίνονται μέ μούτσουνη πιστόλα του βγά γρηγοράδα αστραπής ζει δυο γλώσσες φωτιάς καί καί ολάκερο τό καφε δυο μολύβια τσακίζουν δυο νείο σηκώνεται στο πόδι. Τούρκους, Οι πού είναι έτοιμοι μισοΐ απ’ τούς θαμώνες τρέ νά κατεβάσουν τά γιαταγάνια χουν τρομοκρατημένοι προς τους απάνω στο κεφάλι του τις πόρτες, άλλοι κρύβονται Στραπάτσου. Τήν ίδια στιγ κάτω άτό τά τραπέζια καί με μή, ό^ Νικήτας ’Αστρακάρης ρικοί μαζί μέ τούς τρεις άοτυ οαλτάρει σά βολίδα καί πέ νομικούς μουντάρουν πρός τό φτει ανάμεσα στο σωρό μέ τό μέρος τού Κεφαλλωνίτη. σπαθί στο χέρι. Τό σιδερένιο — Μά τον Μωχαμέτη !, φω μπράτσο του άνεβοκατεβαίνει νάζει κάποιος. Αυτός πρέπει τρε^ΐς φορές καί ισάριθμοι νά είναι ό Άστρακάρης! Α Τούρκοι κυλιούνται στο έδα πάνω του παιδιά! φος. Ταυτόχρονα, διαπερνάε. Γιαταγάνια καί χατζάρ'α τό στήθος ενός τετάρτου, πού
που καταλαβαίνει δτι ό σύν τροφός του ετοιμάζεται.... νά ψάλη. Δεν είναι ώρα γιά φα σαρίες! Αυτός όμως δεν ακούει καί, καθώς είναι πιά αρκετά κοντά του ό Τούρκος αστυνόμος, κά νει μια ξαφνική κίνησι, άναση κώνοι τον ναργιλέ του καί τού τον κατεβάζει μέ δύναμι στο κεφάλι. Άκούγεται ένα δυνα τό ουρλιαχτό μπερδεμένο μέ τον θόρυβο σπασμένων γυα λιών καί ό Τούρκος γονατίζει. — Αλλάχ! Αλλάχ !, βογγάει. — Δεύτε λάβετε τελευτά! ■ ον ασπασμόν... Μετά των αγί ων ανάπαυα ον τον δούλαν σου αρχίζει νά ψέλνη ό Στραπάτσος καί τραβάει τό γιαταγά νι του. — Πίσω όλη ή Τουρκιά, γι ατί θά φάμε τά μουστάκια μας!, φωνάζει δισκάπτοντας τό ψάλσιμο.
©
ΜΠ0ΥΡΑ0ΤΙΕΡΗ1
15
<«<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««
έρχεται πλάγια γιά νά τον χτυπήση. Αυτός πέφτει μέ τά μούτρα άίπάνω στον κοντόχον τρο Κεφαλλωνίτη, πού βρίσκει την ευκαιρία τώρα νά σηκωθή, χρησιμοποιώντας τον σαν α σπίδα. . — Ευλογητός εΐ, Κύριε, δί δαξόν ·με τά δικαιώματα σου. Ή φάλτσα φωνή του άκούγεται πάλι ανάμεσα στίς κλαγγές των σπαθιών καί τά βογγητά τών χτυπημένων. -— 'Ανάπαυσον αυτούς είς τόπον χλοερόν ένθα ούκ έστι πόνος ουδέ στεναγμός. Τό Ελληνόπουλο κι5 οί δυο σύντροφοί του, κυκλωμένοι τό: ρα, παλεύουν άγρια σκορπί ζοντας δεξιά κι5 αριστερά σπαθιές καί προσπαθώντας, ν’ ανοίξουν δρόμο καί νά φτά σουν στην πόρτα. Κι’ οί τρεΐς έχουν κάνει την ίδια σκέψι. "Έξω από τό καφενείο βρί σκονται τά τέσσερα άλογα τών αστυνομικών. "Αν καταφέ ρουν καί φτάσουν ώς εκεί, έ χουν σωθή. Διαφορετικά είναι χαμένοι, γιατί σέ λίγο ολάκε ρη ή πλατεία του Καδίκιοϊ θά γέμιση στρατιώτες καί χώρο φύλακες... Πολεμούν λοιίπόν άγρια οί τρεΐς "Ελληνες άλλα κι* οί Τούρκοι δεν αστειεύονται. Εί ναι βέβαιοι τώρα πώς έχουν νά κάνουν μέ τον Άστρακάρη καί την παρέα του κι5 ό καθέ νας ονειρεύεται τις χιλιάδες τά γρόσια πού θά πάρη, άν καταφέρουν νά τούς ξεκάνουν. ΓΌ)μως ασο πολλοί κι5 άν είναι οί Τούρκοι 5έ μπορούν νά τά βγάλουν πέρα μαζί τους. Ό
Ν ικήτ ας μ προ στ ά τ σ ακ ί ζε ι κρανία καί πίσω οί δυο οΖλλο-ι όπ ισθοφυλακή, προστατεύον τας τά νώτα του, καταφέρνουν θανάσιμα πίλήγματα γύρω τους. Προχωρούν μέ δυσκολία. Αλλά προχωρούν πάντα κι5 ο λοένα περισσότερο ζυγώνουν στην πόρτα. "Υστερα από λί γο, πατούν στο κατώφλι. Αί γα ακόμα καί θά βγούν στο δρόμο. Νά τά άλογα. Πέντε βήματα πιο εκεί, μέ άνασηκω μένα αυτιά καί γεμάτα περι έργεια τά μεγάλα τους μάτια, παρακολουθούν τη μάχη καί βροντούνε τά πέταλά τους στο χώμα... — Φτάσαμε!, αναστενάζει ό Στραπάτσος που έχει μου σκέψει άπ5 τον ιδρώτα. — Κουράγιο καί τελειώνου με!, φωνάζει ό Νικήτας. Μά ξαφνικά νοιώθει κάτι σά σφάχτη στην καρδιά του. — Χάνομαι!, ακούει μιά ττν ι χτή κρ αογή. Β οήθε ι α. Καθώς γυρίζει, τά μάτια του γεμίζουν απελπισία. Ό αδελφός του ό Αργυρής είναι πεσμένος στο πάτωμα καί μέ σπασμένο τό γιαταγάνι του αγωνίζεται νά φυλαχτή από τά χτυπήματα εκείνων πού έ χουν μουντάρει σά λυσσασμέ να σκυλιά απάνω του. — Βοήθεια! — Κουράγιο αδελφέ μου!, του φωνάζει. Καί, παίροντας μιά βόλτα στις φτέρνες του, σαλπάρει προς τά έκεΐ. — Μοΰ χρειάζεται ζωντα νός!, φωνάζει κάποιος. Δέστε τον καί πηγαίνετε τον στο
16
Ο ΜΙΚΡΟΣ »»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
στρατώνα. Θάρθώ σέ λίγο νά τον ανακρίνω. Εμείς κρατάμε σ3 αυτό τό μεταξύ τούς δυο άλλους. Ό Νικήτας ακούει και σφίγ γει τά δόντια. Δεν ττρέπει νά τούς άφήση νά πάρουν τον 5Αργυρή. Ρίχνεται σά σίφου νας απάνω στό> όχλο. Τό βα ρύ σπαθί του τινάζεται προς τά εμπρός, ανεβαίνει και κατε βαίνει γοργά, διαγράφει κα μπύλες και τόξα, σκορπάει τον αρεθρο. — Αφήστε τον άνθρωπο!, ουρλιάζει ό Στραπάτσος που βρίσκεται πίσω άπ3 τον Αρ γυρή. Κάτω τά χέρια γιατί τρώω τζιέρια απόψε! Κρατώντας δυο τρατεζοπό δαρα, ένα από κάθε του χέρι, ό Στραπάτσος τ’ ανεβοκατε βάζει μέ ρυθμό απάνω στά τούρκικα κεφάλια. — Γκάπ! Γικούπ! "Αγιος ό Θεός... Γκάπ! "Αγιος ισχυ ρός... Αλλά οι Τουρκαλάδες δεν" λένε, νά οπισθοχωρήσουν. — Τά μάτια σου ανοιχτά, Γεράσιμε!, φωνάζει τό Έλλη νόπουλο. Δεν πρέπει νά τον πάρουν άπ5 τά χέρια μας. — Μή σέ νοιάζει, μικρέ!, έρχεται ή άπάντησι. Δεν θά τον πάρουν, "Αγιος ό Θεός... "Αγιος ισχυρός! "Ομως ό Νικήτας, ενώ χτυ πάει δεξιά κΓ αριστερά, πα ρακολουθεί μέ αγωνία τον α δελφό του. Ό κλοιός γύρω του έχει γίνει στενώτερος. Βλέπει νά πέφτουν άπάνω του, νά τον δένουν και νά τον σέρνουν προς την άλλη πόρτα
του καφενείου, ενώ εκείνος α γωνίζεται απελπισμένα. Τον βγάζουν έξω στο δράμα τον φορτώνουν σ3 ένα άλογο και δυο καβαίλλάρηδες τον παίρ νουν και φεύγουν προς τό άρι στερό μέρος τής πλατείας. Ό Νικήτας νοιώθει μιά φο βερή οργή νά φουντώνη μέσα του. Τά μάτια του πετουν φλό γες και τό αίμα σφυροκοπάει τά μινίγγια του. «Θά τον κρε μάσουν!» σκέπτεται. «Θά τον κρεμάσουν!» 5 Αλλά δέ θά τούς άφήση! Πρέπει νά κινηθή γοργά, νά τούς προφτάση. Τώρα ό δρόμος του είναι πάλι προς την πόρτα. -Κάνοντας μιάν απότομη μεταβολή μέ τεντωμένο τό χέρι, αποκρούει ένα επικίνδυνο· χτύπημα και ταυτόχρονα συντρίβει τρία κε ψάλια. Σ αλτ άρει πάνω από τά κορμιά των χτυπημένων και όρμάει σάν άστραπή. — Αλλάχ! 5Αλλάχ ! Αυ τός είναι ό σεϊτάν!, βογγάε1 ένας Τούρκος. — 5Εδώ ! Μαζί μου^ Γερά σι,με!, φωνάζει τό παιδί. — Μαζί σου είμαι!, απο κρίνεται εκείνος ενώ τά δυο ρόπαλα στά σιδερένια μπρά τσα του διαγράφουν θανάσι μες τροχιές στον αέρα και βροντούν'κάθε τόσο καθώς πέ φτουν απάνω ατούς Τουρκα λάδες. Προχώρα κΓ έφτασα νά... ψάλω κάποιον! Αυτή τη φορά οι Τούρκοι είναι αδύνατον νά τούς συγκρατήσουν. Μπροστά τό παι δί, πίσω ό Στραπάτσος μέ τά... ψαλτικά του προχωρούν καί βγαίνουν στο δρόμο, άφή» * “ \
ΜΠόΫΡΑόΤΙ Ε Ρ Η ί
V}
.»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»».
νοντας πίσω τούς βαρεία πλη γωίμένους καί σκοτωμένους. Τρέχουν προς τό 'μέρος πού πριν από λίγο ήσαν τ5 αλόγα των Αστυνομικών. Δεν υπάρ χει παρά ένα μονάχα. — Μάς τη σκάσανε!, γκρι νεάζει ό Στραπάτσος. — Καβάλλα στα καπού λια!, διατάζει τό παιδί καθώς σαλπάρει στη ράχη του ζώου και πιάνει τά γκέμια. Κράτη σου καλά,, γιατί πρέπει νά προστάσουμε εκείνους πού πή ραν τον 3 Αργυρή. Ό κοντόχοντρος Κεψαλλωνίτης οέν περιμένει δεύτερη κουβέντα. Σκαρφαλώνει στα καπούλια καί, κραδαί νοντας ήρωίίκά τό τραπεζοι τόδαρο, αρχίζει νά ψέλνη....
σύντροφός του, καβάλλα στ5 άλογο, έχουν στρίψει τη γωνά τού δρόμου καί έχουν μ ιτή σ5 ένα ανηφορικό καλντερίμι. Ό άγριος καλπασμός γεμίζει μέ ποδοίβοίλητά τον αέρα καί μερικά παράθυρα ανοίγουν καί κλείνουν βιαστικά. Σάν ά στραπή έχει διαδοθή -μέσα στη μικρή τούτη πολιτεία τό αναπάντεχο νέο. — Ό Άστρακάρης! — Ό σεϊτσν Άστρακάρης στο Καδίκιοϊ! — Ό Αλλάχ νά προσταπέψη τό 51 σλά|μ ! Μά τό παιδί δέ σκέφτεται αυτή την κρίσιιμη ώρα τίποτα άλλο, έκτος από τον 5Αργυρή. Ό αγαπημένος του αδελφός κινδυνεύει! Πρέπει μέ κάθε θυσία νά προφτάση αυτούς Η ΑΠΈΛΕΥΘΕΡΩΣ I Σ πού τόν οδηγούν χειροπόδα ρα δεμένο σέ σίγουρο· θάνατο. ΝΙΚΗΤΑΣ τραβάει — Νότοι!, ξεφωνίζει ό τά γκέμια καί πιέζει Στραπάτσος καί δείχνει πρός >μέ τά τακούνια του τά τ3 αριστερά. πλευρά του άλογου. Τό ζώο Τό Ελληνόπουλο κυττάζει. κατοίλαβαίνει πώς έχει νά κά Πραγματικά, στο βάθος τού νη μ5 έναν έμπειρο καβαλλάδρόμου πού ανοίγεται πρός ρη κι* αφήνοντας ένα άγριο τ; αριστερά ξεχωρίζουν τούς χλιμίντρισμα, χύνεται πρός δυο Τούρκους καβαλλάρηδες τά έμπιρός. Διασχίζει σάν α κι3 ανάμεσα τους τόν Αργυρή. στραπή την πλατεία, ενώ πί "Ενα χαμόγελο θριάμβου α σω του προσπαθούν νά τό στράφτει στο πρόσωπό του. φτάσουν τρέχοντας καί χειρο -— ε Ετο ιιμ άσου, Γε ρ άσ ΐ1 μ ε !, νομώντας μέ λυσσασμένους τού φωνάζει. Καθάρισε τό λα άλλαλαγμούς οί Τούρκοι. ρύγγι σου γιατί σέ λίγο θ’ Μερικές σφαίρες σφυρίζουν αρχίσης νά ψέλνης. πάνω απ’ τό κεφάλι τού Στρα — Έν τάξει, μικρέ! Είμαι πάτσου καί μιά παίρνει ξυ έτο’ΐμος... στά τον Νικήτα στον δεξιό ώ Τώρα, τό άλογο μέ τούς μο. Μά σε λίγο, δλα αυτά εί δυο "Ελληνες κάνει μιά από ναι πολύ μσκρυά, γιατί τό τομη στροφή καί τινάζεται -μέ Ελληνόπουλο κι5 ό αχώριστος ασο γίνεται πιο μεγάλη ταχύ
©
Νικήτας Άστοακάοης. Έιυ-ποος ιιέ τή,ν βοήθεια του ©εου...
26
6
Μ ι & ί ο £
«<«««««««««<«««««««««««««««««««««««««««««««««« τη τα τπρός την κατεύθυνσι των Τούρκων. Σέ λίγο, είναι άρκε τά κοντά τους. Καί, καθώς ε κείνοι άκούνε τό ποδοβολητό του άλογου πού έρχεται ξοπι σω τους, γυρίζουν ξαφνιασμέ νοι. ;— Σταματάτε, ώρέ σκυ λιά!, ουρλιάζει ό Νικήτας καί τραβάει τό γιαταγάνι του. — Πίσω γκιαούρηδες!, έρ χεται ή άπάντησι. Καί ταυτόχρονα οι Τούρκοι πυροβολούν. Οι σφαίρες περ νούν κοντά τους, χωρίς νά τούς αγγίξουν. Μά τά καφτά μολύβια, πού σφυρίζουν δεξιά κι* αριστερά σά σφήκες, κά νουν τον Άστρακάρη πιο ά γριο. Δέ λογαριάζει τίποτα π'ά. Είναι ασυγκράτητος σάν μιά φοβερή καταιγίδα καί κα νένα ήμπόδιο δέ μπορεί νά του κάνη νά σταματήση. Τό άλο γό του βγάζει άφρούς απ’ τό στόιμα κι’ άγκομαχάει. Δεν τό σκέφτεται. Τραβάει πιο πολύ προς τά πίσω τά χαλι νάρια καί τό υποχρεώνει νά πρ αγ μ ατ οπο ι ήση τ ε ρ άστ: α σάλτα. Τό ζώο βογγάει καί μουντάρει έξαλλο απ’ τον πό νο. - "Ετοιμος, Στραπάτσο; ρωτάει τό παιδί. "Ετοιμος! Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, τό άλογό του περνάει πλάι από τον πρώτο Τούρκο καβαλ λάρη κι* ό Στραπάτσος μέ μιά σβέλτη κίνησι τινάζεται ορθός καί κάνει ένα μακροβούτι στον αέρα. Τό αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, γατζώ νεται στο σβέρκο τού Τούρ
κου καί τό ρόπαλό του άνεβοκατ ε β α ίνε ι β ι αστ ικά. Γκά ~ ! Γκούπ! — Μετά τών 1 Αγίων... Δεύ τε λάβετε τελευταίο/ν ασπα σμόν... Ό Τούρκος γουρλώνει τά μάτια βγάζει ένα σιγανό σψύ ριγμα σάν νά ξεφουσκώνει καί γκρεμίζεται στο έδαφος. Ταυ τόχρονα, ό Νικήτας, πού έχει φτάσει τώρα τον δεύτερο καβαλλάρη, γέρνοντας ολάκερος προς τά πλάγια, τεντώνει τό ώπλισιμένο του χέρι καί ή κο φτερή λεπίδα τού σπαθιού του τσακίζει στά δύο σάν σπιρτόξυλο τον Τούρκο. Τα λαντεύεται μερικές στιγμές σάν φοσουλής απάνω στην σέλα τού άλογου του καί ύ στερα βουτάει μέ τό κεφάλι στη γή. ^ . Τώρα τό παιδί τρέχει κον τά στον αδελφό του. — Είσαι χτυπηιμένος, Άρ· γύρη; ρωτάει μέ αγωνία. — Μέ ζαλίσανε μονάχα μέ δυο χτυπήματα στο κεφάλι Ε αποκρίνεται αυτός. Τώρα εί μαι εν τάξει πάλι. Μέ γοργές κινήσε ς τό πο.Ί δί τάν άπαλλάσει απ’ τά σκοι νιά. — Σ’ ευχαριστώ, Νικήτα!, τού λέει καί τον αγκαλιάζει. Είσαι ένα πραγματικό π άλλη κάρι. Φοβόμουνα πώς δεν θά σέ ξαναδώ. •— Μην ξεχνάς πώς έχουμε συμφωνήσει νά πάμε παρέα στην Ελλάδα, όπου μάς χρε. όζοντα ι! αποκρίνεται χαμογε λώντας τό Ελληνόπουλο. Πώς θά σ’ άφηνα εδώ;
ΜΠ0ΥΡΑ0ΤΙ Ε Ρ Η I
1!
►»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»>
"Έχουν κι’ ο! δυο δακρυσμέ να μάτια. Κί" εΐναι πράγματι κά πολύ συγκινητικό νά τούς βλέπει έτσι κάνεις αγκαλια σμένους νά κοιτάζονται μέ λα τρεία. Ό κοντόχοντρος Κεφαλ λωνίτης τούς καμαρώνει λίγο πιο πέρα και δέ μιλάει. Μονά χα τά μάτια του φαίνονται ύΎρά. —Τί; Κλαΐς Γεράσιμε; ρω τάει τό Ελληνόπουλο καθώς γυρίζει καί τον κυττάζει. -— Δεν είναι τίποτα!, άνα στενάζει αυτός προσπαθών τας νά κρυψη τή συγκίνηαί του μ5 ένα μικρό ψέμα. "Ενα πετραδάκι μπήκε στο μάτι μου καί τδκανε νά δακρύση... Η ΜίΠιΑιΡΟ ΥΤΑιΠίΟΘΗι Κ,Η
ΙΡΒΕΚΙΝΑΝΕ πάλι. Έεη χουν πάρει τά όπλα καί τά γιαταγάνια από του ς χτ υπημ ένου ς Τού ρκ ο υ ς καί, καβάλλα στα τρία άλο γα, προχωρούν χωρίς νά ξέ ρουν ακόμα που θά καταλή ξουν. Είναι σίγουροι πως τώ ρα σ" ολόκληρο τό Καδίκιοι θά ψάχνουν νά τους βρουν καί πώς από τή μιά στιγμή στην άλλη θά πρέπει νά δώσουν και νουργια μάχη. -— Δεν βλέπω τον τρόπο πώς θά ξεφάγουμε άπ" αυτό τον διαιβολότοπο, γκρινιάζει ό κοντό χ άντρο ς Κ εφ αλλωνίτη ς. Στο Τοπχανέ δεν μπορούμε νά ζυγώσουμε τώρα πιά, άν δεν θέλουμε νά μάς κρεμά σουν σάν τον Μιχαήλ. "Απ" τό Κοοδίκιαϊ δεν εΐναι δυνατόν νά ξεμυτήσουμε, άφοϋ τώρα οί > ί ι ί ί *
Τουρκαλάδες θά έχουν πιάσει όλα τά τηράλια. Θαρρώ πώς πέσαμε στη φάκα καί θά ψο φήσουμε στην πείνα σάν τά ποντίκια. —- Μην απελπίζεσαι, Γερά σιμε!, τον παρηγορεΐ τό παι δί. "Έχει ό Θεός! Κάτι θά γίνη καί γιά μάς... Σ5 αυτό τό μεταξύ, έχει νυ χτώσει καί τά πρώτα άστρα φαίνονται στον ουρανό. "Από τό μέρος όπου βρίσκονται, στην πλαγιά ενός λόφου, βλέ πουν μπροστά τους τή θάλασ σα. Πιο πέρα, άπέναντι, φεγ γοβολούν τά φωτισμένα παρά θυρα τών σπιτιών καί οί φωτι σμένες πόρτες τών μαγαζιών πού βρίσκονται στήν άλλη πλευρά τού Κερατίου. — Θά κατηφορήσουμε τό λόφο, λέει ό Νικήτας καί θά κρυφτούμε σ" αυτή τήν έρη μη ακτή. Μπορεί νά πέραση κανένα ψαράδικο μέ Ρώμηούς νά μάς λυπηθούν καί νά μάς πάρουν. Έπειτα, μήν ξε χνάς πώς εδώ κοντά είναι καί τό Ψαροιχώρι καί κάπου εδώ ζή καί βασιλεύει ό Χαμόδρακας (*) ό φίλος μαα^, — Ποιος είναι ό Χαιμόδρα; κας; ρωτάει μέ περιέργεια ό "Αργυρής. -— "Ενας ρωμηός πατριώ της πού ψαρεύει γιά τό σεράί. Αυτός μάς βοήθησε πριν από καιρό νά μίποΰμε άπό ένα λα γούμι στο παλάτι τού σουλτά νου νά ελευθερώσουμε τήν (*) Διάβασε τό τεΰιχος: «Γιά τον Χριπτο καί γιά τήιν
22
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»ι
5 Ανθή την άρραβων ιαστ ικ ι ά μου από τά χέρια του Ρεσίτ καπουδαν - πασά. Κατηφορίζουν ένα κακοτρά χαλο· μονοπάτι καί Φτάνουν στην ακτή. Κατά τό δεξιό τους χέρι υπάρχει ένας μικρός φυσικός κόρφος. Εκεί όμως ξεχωρίζει κι3 ένας λιμενοβρα χίονας χτισμένος μέ τσιμέντο. — Δεν είναι καί τόσο έρη μο τό μέρος, λέει ό Νικήτας. Γιά να υπάρχει λιμενσβραχίο νας θά πή πώς σ3 αυτό τον κόρφο έρχονται καί παίρνουν πριμάτσες καράβια. Καλύτε ρα νά απομακρυνθούμε. — 3Εδώ είναι άπηγορευμένη περιοχή, εξηγείτο 3Αργύ·· ρης. Στο βάθος του κόρφου καί μακρυά άπ3 την πολιτεία για λόγους ασφαλείας είναι χτισμένη ή μπαρουταποθήκη Μετζιτιέ. Έχω υπηρετήσει σ’ αυτή τη φρουρά κάμποσους μήνες... — Μπαρουταποθήκη; ξα φνιάζεται ό κοντόχοντρος Κεφσιλλωνίτης. — Ναί. Είναι μ ιά από τις μεγαλύτερες τής 31 σταμπουλ. Άπό εδώ φορτώνουν πυρομσχικά τά πολεμικά τής αρμά δας. — Άμ3 τότε βρήκαμε δου λειά νά περνούμε την ώρα μας! λέε ι ό Σ τρ απά,τ σ ος και τά μάτια του σπιθοβολουν πα ρ άξενα. —- Δηλαδή; ρωτάει τό πσι δί. — Δηλαδή θά βάλουμε φω τιά στά μπαρούτια νά γελάρουιμε λιγάκι!
Τό Ελληνόπουλο ετοίμαζε
ται νά τό ρίξη στο αστείο, μά ξαφνικά τό πρόσωπό του γίνεται σοβαρό. Ναί, βέβαια. Άέν είναι άσχημη ή ιδέα τού Στραπάτσου. 3/Αν καταστρέ φουν αυτή την αποθήκη, θά προσφέρουν μιαν ακόμα ση μαντική υπηρεσία στον αγώ να του Γένους. — Τί λες, 3Αργυρή; Ό 3Αργυρής χαμογελάει. — Έξυπνη δουλειά!, απο κρίνεται μ3 ενθουσιασμό. Λί γο δύσκολη, μά θά τά κατα φέρουμε γιατί ξέρω τά κατατόπια. Μάς λείπουν αμως τά σύνεργα. Με τί θά τήιν τινάξουμε στον αέρα; —■ Φυτήλι καί δυναμίτες θά βρούμε εκεί μέσα επιμένει ό Στραπάτσος. Δέ γίνεται σέ μιά τέτοια αποθήκη νά μην ύ* πάρχη δυναμίτης. "Οσο γιά τ3 άλλα, είναι μάστορης ό μι κρός. 3Αλλά καί ή αφεντιά μου δεν πάει πίσω. Τά κουβεντιάζουν ακόμα λί γο καί παίρνουν την άπόφασι. — Έν τάξει!, λέει τό Ελ ληνόπουλο. 3Απόψε θά δουλέ ψουμε εις μνήμην τού αξέχα στου ασπρομάλλη φίλου μας τού Μιχαήλ. Οι Τούρκοι ϋά πληρώσουν άκρί'βά τον απαγ χονισμό του... — Τώρα τά λες καλά!, ξεσπάει ό Στραπάτσος. Θά πά ρουμε έκδίκησι... Άφίνουν τ3 άλογά τους πί σω άπό μερικούς βράχους καί τά κρύβουν μέ τρόπο πού νά μη φαίνωνται ούτε άπό τό δρό μο ούτε άπό τη θάλασσα καί ξεκινούν προς τό μέρος τού κόρφον. Βαδίζουν ατό σκατά-*
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗΣ
23
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»»»»
6ι με προφυλάξεις μέ τά πιστόλια στο χέρι έτοιιμοι νά ρίξουν στον πρώτο ύποπτο Ι σκιο πού θά συναντήσουν. Ό Αργυρής πού ξέρει τό διρόμο κα] τούς χρησιμεύει για οδη γό ς, προ πόρε ύετ α ι. Άφ ήνουν τό στενό μονοπάτι, μπαίνουν σ’ ένα στενό φαράγγι και σκαρφαλώνουν στην άλλη πλα γιά. 3Από εδώ μπορούν1 νά ξε χωρίσουν καθαρά την .μπαρου ταποθήκη. Είναι ένας στρογ γυλός φαρδύς πύργος χτισιμέ νος — φαίνεται — από παληά χρόνια. Ό όγκος του δια γράφεται άπε ιλητ ικός μέσα στη νύχτα. — Θά ευχαριστηθώ πολύ όταν τον δώ νά καίγεται σά λαμπάδα και νά τινάζεται στον αέρα!, λέει ό Στραπάτσος. — Μή ,μιλάς, Γεράσιμε!, τον μαλλώνει τό παιδί. ’Άν μάς μυριστούν, δεν κάνουμε τίποτα! Προχωρούν ακόμα κάμπο σο και φτάνουν μπροστά σ’ ένα ψηλό μαντρότοιχο. 5 Εδώ ύπάρχουν σκοπιές, σε αρκετή απόστασι ή μιά από την άλ λη. Στέκουν γιά μερικές στιγ μές κρυμμένοι στη σκιά καί περιμένουν ν5 ακούσουν βήμα τα ή κουβέντες. Ή ήσυχία ό μως είναι απόλυτη. Οί Τούρ κοι, σίγουροι — φαίνεται —· γιά τον εαυτό τους καί μή πι στεύοντας ότι είναι δυνατό νά τούς συμβή τίποτα κακό σ5 αυτή την ερημιά, έχουν έγκαταλείψει τή φύλαξι τής περιο χής στον Αλλάχ! — Εμπρός!, διατάζει τό
παιδί. Κι5 ό Θεός βοηθός, Σκαρφαλώνουν στον τοΐχο_ φτάνουν στη ράχη του καί πέ φτουν ελαφρά στο εσωτερικό προαύλιο·. Αυτή τή φορά όμως μένουν ασάλευτοι. Στήν κεν τρική μεγάλη πόρτα τού πύρ γου, πού είναι ή είσοδος τής μπαρ ουτ απ οθήκ η ς, ύπ άρ χ ου ν διπλοισκατοί. Μέ τά ντουφέκια στον ώμο σουλατσάρουν καί σι γοκουβεντ ι όζουν. Δέν έχουν σντιληφθή τούς τρεΐς "Ελλη νες, πού μένουν κρυμμένοι στη σκιά τού τοίχου καί τούς πα ρακολουθούν. — Ό ένας απ’ τούς δυο εί ναι δικός μου!, ψιθυρίζει στο αυτί τού Νικήτα ό Κεφαλλωνίτης πού σέρνει αργά τό σπαθί του. -τ- ’Άν μοΰ ύποσχεθής πώς ή δουλειά θά γίνη... χωρίς ψαλτικά, στον αφήνω ! Διαφο ρετικά τον αναλαμβάνει ό ’Αργύρης... Ό Στραπάτσος κατσουφιά ζει λίγο, άλλά στο τέλος α ναγκάζεται νά συμφωνήση. -— Καλά, δέν θά τον ψά λω!, άναστενάζε ι. Σ ού κάνω τό χατήρι. Μέ τή ράχη κολλημένη στον τοΐχο·, προχωρούν μέ πλάγια βήματα καί ζυγώνουν προς τό μέρος τών δύο Τούρκων. "Υ στερα στέκονται πάλι. Περι μένουν νά κάνουν οί φρουροί τή βόλτα τους. Κι5 όταν τούς γυρίζουν τις πλάτες, μέ δυο σάλτα διασχίζουν την αυλή καί τρυπώνουν στο πίσω μέ ρος τού πύργου. Οί φρουροί καί πάλι δέν άκουσαν τίπο τα. Εξακολουθούν νά σουλςχ·
%4
Ό
ΜΙΚΡΟΣ
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
— Νά μέ συμπαθάς 1, λέει. Τό ξ έχασα. Μέ γοργές κινήσεις τραβούν προς τό πίσω (μέρος τού τοί ΤΟΛΜΗΡΟ χου τούς δυο Τούρκους καί ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ τούς γδύνουν βιαστικά ! ΤΡΕΙΣ "Ελληνες πέ -— Ντύσου!, διατάζει τον φτουν στο χώμα κι5 Στραπάτσο ό Νικήτας. αρχίζουν νά σέρνωνται — Τί νά κάνω; ρωτάει μ’ μέ την κοιλιά σαν σαθρές. απορία εκείνος. Γλυστρούν αθόρυβα και κάθε — Νά φορέσης τά τούρκι λεπτό πού περνάει ζυγώνουν κα ρούχα! Θά φυλάξης σκο πός στην πόρτα. Έγώ κι5 ό ολο και περισσότερο στους Τούρκους. "Υστερα από λίγο Αργυρής θά τρυπώσουμε δεν βρίσκονται παρά σέ ελά στην αποθήκη. Σέ πε ρίπτω σι πού θά παρουσιαστή κίνδυ χιστη άπόστασι άπ' αυτούς. νος, θά σφυρίξης τρεΐς φορές Ό Νικήτας σφίγγει τά δόν τια. Ό Στραπάτσος δαγκώνει βάζοντας τά δυο δάχτυλά σου τά χείλη του, γιατί φοβάται στο στόμα... πώς θά τοΰ ξεφύγη... καμμιά — Αέ θά μέ πάρετε μαζί σας; λέει, παραπονιάρικα ό ψαλμωδία καί δεν θέλει, άφοθ έδωικε τό λόγο του στο παιδί. Στραπάτσος. -— Μην πολυκουβεντιάζης, Ό ’Αργύίρης μένει πιο πίσω, έτοιμος νά έπέμβη γιά νά χτυΓερ'άσιμε!, γικρινιάζει ό Νι πήιση όπου παρουσιαστή ά* κήτας. Κάθε λεπτό πού περ νάγικη. νάει είναι πολύτιμο... — " Ετο·ιμο ι!, ψ ιθυρ ί ζε ι τ ό — Καλά ντέ! Δέ σέ είπα Ελληνόπουλο. με καί... καμπούρη! Έν τά Καί μονομιάς τινάζει τό ξει, ντύνομαι... λαστιχένιο κορμί του προς τά Καί αρχίζει νά ντύνεται εμπρός. Ταυτόχρονα, ό κον γοργά. "Υστερα από τρία λε τόχοντρος ΚεφαΙλλωνίτης σαλπτά είναι ολόιδιος μ5 έναν τάρει δίπλα του. Οί δυο Τούρ κοντόχοντρο Τουρκαλά στρα κοι αισθάνονται ξαφνικά σάν τιώτη καί κανείς δεν θά μπό νά γίνεται σεισμός καί, πριν ρεση, όσο έξησκημένο μάτι προφτάσουν νά κινηθούν, δι κι5 άν έχη, νά ύποψιαστή πώς πλώνονται στά δυο καί κυλι κάτω από αυτά τά ρούχα κρύ ούνται στά χώμα σάν δυο βεται ό αχώριστος, ...καλλί σπασμένες κούκλες, αφήνον φωνος σύντροφος τοΰ Νικήτα τας ένα σιγανό βογγητό... ’Λστρακάρη! — Δεύτε λάβετε... — Λοιπόν, όπως είπαμε! —- Σ ικασ μ ό ς ! Β ουλ ωσ έ τ ο ι Τρία σφυρίγματα, Γεράσιμε! κάνει νευρικά τό παιδί. — Έν τάξει! Ό Στραπάτσος δαγκώνει Ό 5 Αργυρής κι* ό Νικήτο:ς Τά χείλη τομ. περνούν την πόρτο καί, τσάρουν μπροστά στην μεγά λη είσοδο, συνεχίζοντας την κουβέντα τους...
Ο
ΜΙΊΟΥΡΛΟΤΙ ΕΡΗί
2ί
»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» τώντας στις μύτες των ποδιών τους, γίλυστρούιν σ’ ένα σκο τεινό διάδρομο. Ό Αργυρής, πού ξέρει καλά αυτή την α ποθήκη, προχωρεί πρώτος και δείχνει τό δρόμο. Οί περισσό τεροι άνδρες τής φρουράς κοι μούνται καί μονάχα πίσω από μια ■μισάνοιχτη πόρτα βλέπουν νά βγαίνη μια* λουρίδα φώς. Κοντοστέκουν κι5 άφουγκράζονται. Είναι μερικοί στρα' τιώτες, πού ξαγρυπνούν παί ζοντας ζάρια. Τό καταλαβαί νουν απ’ τις κουβέντες τους. Οί δυο ίσκιοι προσπερνούν την πόρτα καί προχωρούν ο λοένα καί περισσότερο στο ε σωτερικό τού πύργου. 5Εδώ κάπου σταματάει 6 Άργύρης.
— Έδώ πρέπει νά βρίσκον ται τά κλειδιά τής μεγάλης αποθήκης!, λέει. Μιά στιγμή. Ψάχνοντας ψηλαφητά μέσα στο σκοτάδι βρίσκει πραγμα τικά κρεμασμένο στον τοίχο ένα μεγάλο κλειδί. — Τώρα όλα θά γίνουν εύ κολα!, ψιθυρίζει. <Κάνουν μερικά βήματα ακό μα καί σταματούν. — Έδώ; ρωτάει ό Νική τας. — Ναι, εδώ είναι τό μεγα λύτερο διαμέρισμα. "Αμα φουν ί Λ Ο '-' τωση αυτό εοω, ολα τ αλλα Θά πάρουν φωτιά σε λίγα λε πτά τής ώρας. Τίποτα δε Θά μπόρεση νά σώση την απο θήκη. Άκούγεται τό κλειδί πού τρίζει στην κλειδαριά. Ή πόρ τα άνοιγει καί περνούν τό κα 3
3
3
τώφλι. -ανακλείνουν την πόρ τα πίσω τους. — Τώρα μπορούμε ν’ ανά ψουμε φώς, λέει ό Άργύρης. Χρειάζεται μονάχα μεγάλη προσοχή μη τιναχτούμε καί μεΐς στον αέρα... "Ενας λύχνος υπάρχει σ’ έ να τραπέζι. Τον ανάβουν. Τό Ελληνόπουλο ρίχνει μιά μα τιά γύρω του. — Φσσσ!, κάνει με θαυμα σμό. Έδώ είναι πραγματικός θησαυρός! Βαρέλια με μπαρούτι, κι βώτια με σφαίρες, μπάλες γ;ά τά κανόνια καί δεσμίδες δυ ναμίτη σχηματίζουν ολόκληρα βουνά. — Νά καί φυτήλι, λέει 6 Άργύρης άνοίγοντας ένα κι βώτιο. Ό Στραπάτσος είχε δίκηο. Άπό όλα υπάρχουν ε δώ μέσα. Ό Νικήτας δεν αποκρίνε ται. Τά δάχτυλά του αρχίζουν νά κινούνται γοργά. Ό Άρ γύρης τον παρακολουθεί με θαυμασμό, καθώς εργάζεται. Τό παιδί αύτό είναι πραγμα τικά ένας έμπειρος μπουρλοτιέρης. Σέ λίγο έχει έτοιμες τρεΐς μικρές μπόμπες καί τις τοποθετεί ανάμεσα ^στά βαρέ λια τού μπαρουτιού. Περνάει ένα μακρύ φυτήλι στην κάθε μιά κι5 όταν είναι έτοιμοι νά φύγουν, πασσάρει μερικά πα κέτα δυναμίτη στον αδελφό του. —■ Θά μάς χρειαστούν ί σως αργότερα, τού λέει. Κρά τησε τα. ’Άν μάς κυνηγήσουν, θά τούς χτυπήσουμε μ* αυτά.
Ο ΜΙΚΡΟ!
26
<«««««««««««««««««««««<««««««««««««««««««««««^
Κάνουν καλύτερη δουλειά απ' τα πιστόλια. Ρίχνει κι5 αυτός στον κόρ φο του κάμποσο πακέτα και τυλίγει στη «μέση του μερικές όργιες φυτήλι·. Τώρα όλα εί ναι έτοκμα. Μπορεί νά βάλη φωτιά. Ανάβει την ίσκα του τσακμακιού του... Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, άκούγονται τρία άγρια σφυ ρίγματα. — Ό Στραπάτσος σφυ ράει !, λέει, μέ κοντή ανάσα ό 'Αργυρής. Δίνει τό σύνθημα τού κινδύνου. — Δεν τελειώσαμε!, απο κρίνεται ψύχραιμα τό παιδί. *Έχου|με δουλειά ακόμα... Κρατάει τήν αναμμένη ί σκα στα χέρια του και γονα τίζει. Τήν φέρνει, στήν άκρη τού πρώτου φυτήλι ού. Τό φυ-
τήίλι ανάβει. Άκο-ύγεται τό χαρακτηριστικό σφύριγμα τής φωτιάς και ή μικρή φλόγα αρ χίζει νά σέρνεται, προς τον δυ ναμίτη πού εΐναι κρυμμένος α νάμεσα, στά βαρέλια; μέ τό μπαρούτι. — Πάει τό πρώτο!, λέε.. "Υστερα διαδοχικά ανάβει τό δεύτερο και τρίτο φυτήλι. Τώρα τρεις γλώσσες φωτιάς σέρνονται, σάν πύρινα φίδια στο πλακόστρωτο κι5 ολοένα ζυγώνουν καί περισσότερο τούς δυναμίτες. — Τώρα μπορούμε νά φύ γουμε!, λέει κι5 ένα χαμόγελο θρ.άμβου σχεδιάζεται ατό πρό σωτό του. Σέ λίγο δλα τά σπίτια τού Καδίκιοϊ 9’ άρχίσουν νά χορεύουν καρσιλαμά κι’ απ’ τό σεράϊ του ό σουλ τάνος Θά καμαρώνη τή φωτο · ν<.ν.
Τά δυο άδέλφια υιέ τά πιστόλια στο νέο.ι γλυστοο€ιν στο σκοτάδι
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙ Ε Ρ Η I
27
•— Π ί σ·&). ν ι αχ ί σάς οίνινω α τό ιΧ»»^ίγ·νό!, λέει ό Στ,οαχτάιτσος και σηιυαίδιεύει τούς δυο Τ ο ύοχ ου ς.
ψία. Ή ψυχή όμως του Μι χαήλ, πού βρίσκεται στον ου ρανό, θά χαμσγελάη. Παίρνει επί τέλους έκδίκησι! -Κλείνουν πίσω τους την πόρτα και βγαίνουν στον διά δρομο. Ησυχία. Κανείς δεν α νησύχησε άπ3 τά σφυρίγματα του Στραπάτσου. Ή φρουρά εξακολουθεί νά κοιμάται. Καί δσοι είναι ξύπνιοι παίζουν α κόμα ζάρια. "Ολα μέχρι τής στιγμής πάνε καλά. Κρατών τας τά πιστόλια τους στά χέ* ρια προχωρούν τώρα με γοργά βήμα προς την έξοδο... Ο ΣΤΡΑΠΑΤΣΟ!.. ΦΡΟΥΡΕΙ!
ΤΗΝ έξοδο όμως γίνεται σωστό γλέντι μέ τον Στραπάτσο. Ό κοντό
χοντρος Κεφαλλωνίτης είναι γιά... κλάματα. Ντυμένος μέ τά τούρκικα στρατιωτικά ρού χα, παρουσιάζει ένα άξιοθρή νητο καί κωμικό μαζί θέαμα. Τό βρακί τού έρχεται ως τά γόνατα, γιατί ό... μακαρίτης ήταν λίγο πιο λιγνός καί πιο κοντός άπ3 αυτόν. Τό γιλέκο έχει σκιστή στη ράχη γιατί φυσικά δέ χωράει τις τετρά γωνες πλάτες του καί μονάχα τό σαρίκι καί τό φέσι τού έρ χονται κάπως Φαρδειά καί τού σκεπάζουν τά μάτια, γιατί 6 Τούρκος πού τά φορούσε πριν είχε πολύ μεγαλύτερο κεφάλι άπ3 αυτόν... Παρ3 όλα όμως τά χάλια του, ό Στραπάτσος έχει πάρει στά σοβαρά την υπηρεσία πού
28
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
*<«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««« του έχουν αναθέσει καί με τό δπλο στον ώμο πηγαινοέρχε ται μπροστά στη ιμεγάλη πόρ τα φροντίζοντας νά κρατάη πάντα τό βήιμα του σέ αυστη ρό στρατιωτικό ρυθμό και ψέλ νοντας χαμηλόφωνα ένα τρο πάριο. -αφνιικά δμως σταματάει το πήγαινε - έλα. Κάποιος θόρυ βος έρχεται από τό μέρος τής θάλασσας. Γουρλώνει τά μά τια και τό βλέμμα του διαγρά φει ένα φαρδύ τόξο προς τό μέρος του κόρφου. — "Ενα καράβι!, λέει μέ σα απ’ τά δόντια του. Κλάφτα, Χαράλαμπε. Αρχίσανε οι επισκέψεις. "Ενα μικρό σκάφος, ένα τρεχαντήρι-, από εκείνα πού χρησιμοποιεί γιά βοηθητικά τής αρμάδας ό καπουδάν πα σάς, γλυστράει σά σαΐτα με ανοιχτά δλα του τά πανιά στη θάλασσα καί πλησιάζει την τσιμεντένια προβλήτα. "Υστε ρα από μερικά λεπτά διπλα ρώνει καί παίρνει πριιμάτσες. — Τώρα είμαστε ώραΐα!, αναστενάζει. Δεν ξέρει τί πρέπει νά κά νη. Νά σφυρίξη γιά νά ειδο ποίηση τούς δυο συντρόφους του πού βρίσκονται μέσα στη μπαρουταποθήκη γιά τον κίν δυνο πού παρουσιάστηκε; Νά περιμένη νά δή πώς θά εξελι χθούν τά πράγματα; Ν’ άρχίση νά πυροβολή στον άέρ·α καί νά τό ρίξη... στά ψαλτι κά; Στο μυαλό του δλα αυτή τη στιγμή είναι μπερδεμένα καί αόριστα. Δεν μπορεί νά πάρη άπόφασι.
Σ' αυτό τό μεταξύ δμως δυο άνθρωποι, πού έχουν βγή από τό τρεχαντήρι, έρχονται πρός τό μέρος του. Μπροστά βαδίζει ό ένας, κρατώντας έ να άιναιμιμένιο· φανάρι. Πίσω έρ χεται ό άλλος. Ό πρώτος, άπό τά ρούχα πού φοράει, φαί νεται απλός ναύτης. Ό δεύτε ρος δμως σίγουρα είναι αξιω ματικός, γιατί ή στολή του εΤναι γεμάτη χρυσάφια καί έπωμίδες. — "Αλτ!, βγάζει ένα ουρ λιαχτό ό Στραπάτσος. Οί δυο άντρες στέκουν ξα φνιασμένοι. — Αξιωματικός του ναυ αρχείου!, λέει ό ένας. Θέλου με τον διοικητή. — Δεν επιτρέπεται!-, απο κρίνεται 6 Κεφαλλωνίτης. Πί σω γιατί σάς έφαγα τό μάτ:! Καί προτείνει τό δτλο έτοι μος νά πυροβολήση. — Δεν άκουσες τί σου εί πα; ρωτάει ό αξιωματικός. Θέλω τό διοικητή σου. ΕΤναι επείγουσα ανάγκη. Μάς ειδο ποίησαν πώς αυτός ό σεϊτάν Άστρακάρης τρι γυρνάει με άλλους δυο ληστές στο Καδίκιοϊ. — Σκασμός!, διατάζει ό Στραπάτσος. Πριν απ' δλα μη βρίζης, γιατί θά φάμε τά μου στάκια μας. Ό Άστρακάρης δεν κάνει· παρέα με ληστές! Ό αξιωματικός τά χάνευ Τρελλός πρέπει νά είναι αυ τός ό στρατιώτης! Μά τον Αλλάχ, τρελλούς φρουρούς βάζουν στις πόρτες μιας τόσο μεγάλης μπαρουταποθήκης; ΕΤναι άνω ποταμών! Αύριο θά
ΜΗβνΡΑΟίΐίΡΗί
|#
ΐέ άναφέρη 0τδν καπουβάν κι* ετοιμάζεται νά ρίξη, *Αν πασά και ό διοικητής τής ά* πυροβολήιση, άλα θά είναι χα μένα. Ό κοντόχοντρος Κεφαλποθήικης θά τιμωρηθή αύστη*· ρά. λωνίτης καταλαβαίνει πώς δεν —Λοιπόν,^τί θά κάνης; Θά έχει πολύ'καιρό. Κάνει μιαν άξυπνήσης τό διοικητή σου; πεγνωσμένη προσπάθεια καί Ναί η οχι; πετάει μέ μιά σβέλτη κίνησι Ό Στραπάτσος φέρνει τά τό σπαθί του προς τό μέρος δυό δάχτυλα ατό στόιμα καί του. Ή βαρειά λεπίδα τινάζε βγάζει τρία άγρια σφυρίγμα ται σά σαΐτα καί ό Τούρκος τα. δέχεται ένα θανάσιμο χτύπη — Τί κάνεις, ώρέ, εκεί; μα στο μέτωπο. Τέρνει προς — Στέλνω την είδοποίησι! τά εμπρός, διπλώνεται στά Λεν ακόυσες; δυό καί γονατίζει αφήνοντας Τώρα ό αξιωματικός είναι ένα βογγητό. βέβαιος άτι έχει νά κάνη^ μ5 — Δεύτε λάβετε τελέυταΐέναν τταλα'βό καί προχωρεί α ον ασπασμόν... πειλητικά προς το μέρος του. — Βουλωστο, Γεράσιμε! Ό Στραπάτσος ττετάει τό Θά σηκώσης άλα τό Καδίκιοϊ ντουφέκι του γιατί δέ θέλει νά στο πόδι μέ τά ψαλτικά σου! πυροβόληση. Οι πυροβολισμοί Φεύγουμε!, κόβει τον ψαλμό θ3 αναστατώσουν τή φρουρά. στ ή μέση κάποιος. Πετάέι τό ντουφέκι καί τρα — 3 Εν τάξει; ρωτάει 6 βάει το σπαθί του. Την ίδια Στραπάτσος. στιγμή) όμως ό ναύτης που — 3 Εν τάξει, Γεράσι με! κρατάει τό λαδοφάναρο μουν Φεύγουμε γιατί σέ λίγο θ’ αρ τάρει απάνω του. "Έχει, τρα χίσουν οι φωταψίες... βήξει κι3 αυτός τό γιαταγάνι του καί μουντάρει γεμάτος ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ λύσσα. 3Αλλά ό Στραπάτσος ΑΘΩΣ απομακρύνονται ξέρει νά φυλάγεται. Μ3 ένα μέ γοργό βήμα, από σάλτο άποικρούει τό χτύπημα τήν είσοδο του πύρ καί την άμέσως επόμενη στιγ γου, ό Νικήτας διακρίνει στήν μή τό σπαθί του σφυρίζει δια γράφοντας μια Θανάσιμη Τρο τσιμεντένια προβλήτα διπλα ρωμένο τό τούρκικο τρεχαντή χιά στον αέρα. Ό δεξιός ώμος ρι. Ό Στραπάτσος τού εξηγεί τού Τούρκου κομματιάζετα. μέ δυό λόγια τά καθέκαστα» καί το γιαταγάνι του βροντάει — Αυτό τό καράβι μάς στο χώρα... — "Άτιμε!, ουρλιάζει ό α χρειάζεται, λέει τό παιδί. "Ε ξιωματικός, καθώς βλέπει τον λάτε μαζί μου. Στήν προβλήτα σουλατσά ναύτη νά σωριάζεται. Θά τό πλήρωσής μέ τή ζωή σου α ρει ένας Τούρκος σκοπός. Τον μέσως. · πλησιάζουν άθόρυβα. Τό Ελ Έχει βγάλει τό πιστόλι του ληνόπουλο έχει έτοιμάσει κιό*-
Μ I & Ρ § 2 \ας μια μεγάλη θηλβιά Α'ττό σκοινί. "Ολα πρέπει να γίνουν χωοίς φασαρία. Τό μικρό σκά φος άονάχα ιμέ αίφνιδιασμό μπορεί να πέση στα χέρια τους. Το σκοινί τινάζεται προς Έ μέρος του Τούρκου και ξε τυλίγεται σά φίδι στον αέρα. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, η θηλειά αιχμαλωτίζει τον σκο πό καί τον κρατάει ακίνητο. Πριν προφτάση νά καταλάβη τι τού συμβαίνει, αισθάνεται νά τον σέρνουν στο σκοτάδι. Αυτό τό ξαφνικό του κόβει τή λ ανάσα καί τή μιλιά. Μά υστέ ρα από μιά στιγμή, καί νά Βέλη, δεν μπορεί νά μιλήση. Ό Στράΐ τάτσος ανεβοκατεβά ζει· δυο φορές τις γροθιές του καί τό κρανίο του Τούρκου βροντ άε ι σαν τ ού μ π α νο * — Καθαρή δουλειά!, γ,ρυλλίζει ό Κεφαλλωνίτης. Θ’ άρ* γήιση πολύ νά ξυπνήση... Μέ γοργές κινήσεις γλυστρούν τώρα σαν φαντάσματα προς τό τρεχαντήρι. Στην πρύμη του στέκουν κοιτάζον τας κατά τό πέλαγος καί κου βεντιάζοντας ανυποψίαστοι οι τρεΐς ναύτες, πού αποτελούν τό πλήρωμά του. Πρώτος σαλτάρει, δρασκελίζοντας τή χα μηλή κουπαστή, στο κατά στρωμα ό Νικήτας, .μέ την πι στόλα στο χέρι. —Απάνω τά χέρια, μπουομάδες!, διατάζει. 5 Εκείνο ι γυρ ίζουν ξ αφν ι ασμένοπ Ό ένας από τούς τρεΐς, αναγνωρίζει τό παιδί καί τά μάτια του γεμίζουν τραμ ο. — Είναι ό Άστρακάρης !,
\>ρ! χ/νοντ α ι
ψελλίζει. Αλλάχ Αλλάχ! Τ αυτ ό χρον α καί οι τρεΐς στη θάλασσα για νά σωθούν. , — Στά πανιά!, άκούγεται πάλι ή φωνή τού Νικήτα. Τό Ελληνόπουλο δίνει τό παράδειγμα. Κινείται σβέλτα κι’ οί άλλοι βοηθούν. Σέ λίγα λεπτά, τό τρεχαντήρι μ’ άπλωιμένα όλα. του τά πονά ξεκινάει, αφήνοντας πίσω του τον κόρφο. Ό Άστρακάρης κάθεται στο τιμόνι... -— Γιά πού τό βάλαμε; ρω τάει μέ απορία ό Στραπάτσος. — Για την Ελλάδα, Γερ άσ ;μ ε !, έρχετ α ι ή βπάνιτησ ι. Ό Στραπάτσο ς γυρίζει καί κυττάζεπμέ γουρλωμένα μάπα τον Νικήτα; — Μ’ αυτό τό καρυδότσου
φλο; -— Ναί, μ5- αυτό !, άποκρό νεται τό παιδί καί χαμογε λάει. ααφνικά άκούγεται ένας τρομακτικός κρότος. Ταυτό χρονα, τεράστιες γλώσσες φω τιάς τινάζονται, προς τον ου ρανό σάν νά θέλουν νά πιάσουν τά άστρα. Φοβερές ε κρήξεις καί βροντές γεμίζουν τή νύχτα. * Ολάκερο τό Καδίκ ιοϊ σ υγκλον ίζετα ι σ υθέμ ελ σ. Τούφες άσπρου καπνού σκε πάζουν τον πριν λίγες στιγμές ήρεμο· κόρφο. Οί φλόγες αντα νακλώνται άνατριχιαστικά στη θάλασσα. Ή μεγαλύτερη μπα ρουτ αποθήκη τής Ί στα μ πού λ είναι τώρα φλόγες καί στά χτη... -— Έξοχα!, κραυγάζει, ό
Γ] ύ ¥ Ρ Α Ο "Ι* I £ Ρ Η $ ϊτραττά'ίσ^ζ. "Αρχισε ή ττ®“ 0άστσ0ΐ->.
II
τό τρεχαντήρι δέν σταματά*1,
ρίχνονται ξοπίσω του. Ό^Νικήτας κόβει έπιτηδες ταχύτη £\α την εα,ευ4βριλ τα. Θέλει νάρθούν πιο κον** τά... , / Ο ΜΙ ΚΡΟ τρεχαντήρι με Τό Ελληνόπουλο λογαρισ* τούς τ,ρεΐς Έλληνες σκί ζει μέ τό μάτι την άπόστασι ζει τώρα σά σαΐτα τα πού τούς χωρίζει όίπό τό τούρ νερά. Τό εμπειρο χέρι του Νι κικο. Περιμένει ακόμα λίγο λχ κήτα, πού κόβεται στο τιμό ζυγώσουν πιο πολύ. "Υστερα νι, τό οδηγεί προς τά δυτικά, γυρίζει στον Στραπάτσο πού κάπου έκεΐ προς τά Στενά, περιμένει. από στ ου ύστερα ανοίγεται, ό — "Αιντε, Γεράσιμε!, δια·; δρόμος προς την ελευθερία. τάζει. Στεΐλε τους μερικά 5Αλλά τά πράγματα δεν είναι μπουρλότα νά σταματήσουν καθόλου εύκολα. Ή εκρηξι της νά φωνάζουν! Μπαρουταποθήκης έχει σηκώ Ό Στραπάτσος βγάζει ένα σει στο πόδι τό στρατό καί βρυχηθμό καί φουχΤιάζει τούς την αρμάδα. Μικρά βοηθητικά δυναμίτες. Ή ίσκα τού τσακ σκάφη τρέχουν προς τον τό μακιού του είναι αναμμένη κιό πο τής καταστροφής. λας. Βάζει φωτιά στο φυτή,λι — θαρρώ πώς θάχουμε καί τινάζει τό πρώτο μπουργλέντι!, λέει ό κοντόχοντρος λότο προς τό μέρος τού τούρ Κεφαλλωνίτης καθώς βλέπει κικου. "Ενα μικρό κόκκινο· α ένα απ’ αυτά νά έρχεται προς στράκι· — τό φυτήλι πού καί τό μέρος τους. * γεται — διαγράφει μιά καμ Τά χέρια του αρχίζουν νά πύλη στο σκοτάδι καί πέφτει ετοιμάζουν τους δυναμίτες. στο καράβι πού τούς κυνη—- Τώρα μπορούν νά κο γάε ι. Σ χ εδόν άμ έσω ς , πετάε ι πιάσουν!, γρυλλίζει μέσα απ’ καί τό δεύτερο. Δυο ισχυρές τά δόντια του. εκρήξεις, ή μιά πίαω άίτό την Τό μικρό τούρκικο σκάφος άλλη, γεμίζουν μέ βροντές τή έχει πλησιάσει τώρα αρκετά θάλασσα. Κραυγές αγωνίας τό τρεχαντήρι κι.5 ένας από καί τρόμου φτάνουν στ5 αυτιά τούς Τούρκους που βρίσκον τους. Τό τούρκικο τινάζεται σέ ται μέσα, βγάζει μιά άγρια χίλια κομμάτια στον αέρα. κραυγή. — Ζητώ ή λευτεριά!, φω — Σταματήστε! Μπουγι νάζει ό Στραπάτσος. — Τό νοΰ σου, Γεράσιμε. ουρντί του σουλτάνου νά γί Κατάπλευρα έρχεται άλλο κανουν έρευνες σ’ δλα τά καρά ρ άβ ι. βια. — 5Εν τάξει. Θά τούς πε·· — Όχι!, λέει ό Νικήτας ριποιηθούμε κι’ αυτούς! Μή χαμογελώντας. Δέ θά σταμα στενοχωριέσαι... τήσουμε ! Τό άλλο καράβι πού έρχε Οι Τούρκοι, βλέποντας πώς
Τ
|| ται καταπάνω τους είναι κι9 αυτό ένα τούρκικο μικρό βοη θητικό. Οι Τούρκοι, πού έχουν 6ή τό πρώτο νά τινάζεται στον αέρα, καταλαβαίνουν πώς με* σα σ’ αυτό τό τρεχαντήρι κά τι ύποπτο συμβαίνει. .Μανου βράρουν λοιπόν τώρα νά του κόψουν τό δρόμο καί πυροβο λούν. — "Αλτ! — Αμέσως, έφτασε!, α ποκρίνεται ό κοντόχοντρος Κε· φαλλωνίτης. Αυτή τή φορά δέ χρειάζον ται δυο μπουρλότα. Με τό πρώτο μπουρλότα που στέλ νει, τό τούρκικο βοηθητικό κό* βεται στα δύο κΓ οι έπιβάτες του, όσοι απομένουν, ύστερα από την έκρηξι τού δυναμίτη, ζωντανοί, βρίσκονται στη θά λασσα βγάζοντας κραυγές α πελπισίας. -— Ν’ αρχίσω νά ψέλνω;: — Τά μάτια σου ανοιχτά [, αποκρίνεται τό παιδί. Αρχί σανε νά μάς «κυνηγάνε. Τό τρεχαντήρι για μια στι/ μ ή βρίσκεται σχεδόν κυκλω μένο απ’ όλες τις μπάντες^καί χαλάζι πέφτουν οί σφαίρες στις κουπαστές καί ατά ξάρ τια του. Ό Νικήτας Άστρσκάρης σμως, ψύχραιμος στο τιμόνι, κρατάει την πορεία πού χρειάζεται. Κάτω από τό στιβαρό του χέρι τό μικρό σκά φος παίρνει απότομες κλίσεις καί πραγματοποιεί ακροβατι κές στροφές, γλυστράει σά φί δι άνάμεσα από τον κλοιό καί σκορπίζει γύρω του μέ τά μπαρλότα τό θάνατο καί την καταστροφή. "Οσα από τά
§ Μ I Κ Ρ Ο 1 τούρκικα ζητάνε νά τό ζυγώ« σουν κομματιάζονται απ’ τά μπουρλότα τού Στραπάτσου κι5 ή θάλασσα γεμίζει πτώ ματα... Είναι μια ήρωϊκή εξόρμηση ανώτερη από κάθε περιγρα φή, προς την ελευθερία. Τό τρεχαντήρι μέ τούς τρεΐς "Ελ ληνες σκορπίζει τό θάνατο καί συνεχίζει την πορεία του. "Υστερα από μια ώρα δεν υπάρ χει π ια κανείς νά τό κυνηγάη. Μια ξαφνική μπάρα πού ξέ σπασε γεμίζει μέ πηχτό πού σι τό πέλαγος καί κάνει πιο σκοτεινή τή νύχτα. Τό μικρό σκάφος, μέ φουσκωμένα άλα του τά πανιά, ξεμπουκάρει α πό τά Στενά καί βγαίνει στην άσπρη θάλασσα. Τά ξημερώματα βρίσκεται ανοιχτά ατό Μούδρο. — Θαρρώ πώς ξεφύγσμε, λέει ό Νικήτας. Οι Τούρκοι θά ψάχνουν ακόμα νά μάς βρουν στο Βόσπορο. Ή θάλασσα είναι άγρια, αλλά τό σκάφος είναι γερό καί αντέχει. Εκείνος πού ύποψέ'· ρει λίγο, γιατί ζαλίζεται, εί ναι ό Αργυρής. Άλλα ή χαρά πού τού φέρνει ή σκέψι δτι σέ λίγο, ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας, θά ξαναπατήση τ' αγαπημένα χώματα τής πο:τρίδας, τον γεμίζει κουράγ^. -— Μή σάς νοιάζει για μέ να!, λέει. Δέν είναι τίποτα, θά μου πέραση. Κατά τό μεσημέρι^όμως γί* νεται κάτι πού δέν τό περιμέ νει κανείς. Καθώς κρατουν πο ρεία προς την σστρια, βλέ πουν από μακρυά ένα μεγάλο
ΜΠΟΥΡΑΟΤΙΕΡΗΣ
33
Χ«««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««««<κ< καράβι πού ταξιδεύει. ^ Κρατάει αντίθετη ρότα και ολοέ να πλησιάζει τη ^γραμμή πού κρατάνε. Ό Νικήτας τό κυττάζει μέ ιδιαίτερη προσοχή. — Είναι τό καράβι μας!, βγάζει ξαφνικά μια. φωνή πού φτάνει· ώς τον ουρανό ό Στραπάτσος. Είναι τό «Ελευθερία ή Θάνατος». Σωθήκαμε! Τό παιδί δεν πιστεύει στα μάτια του. Ναί! "Έχει δίκηο ό Στραπάτσος. Είναι τό λα·· τίνι τό δικό του. Τό αγαπημέ νο του καράβι. Τό χέρι, τής Θείας Πρόνοιας είναι φανερό πώς τό ώδήγησε αυτήν άκρ.βώς την ώρα σ’ αυτά τά νερά. ·* * ★ Μισή ώρα αργότερα ό Νι κήτας κΓ οί δυο σύντροφοί του πατούν στο κατάστρωμα τού «Ελευθερία ή θάνατος». Φαν τάζεται ό καθένας τή θερμή υ ποδοχή ττού τούς γίνεται. "Ο λοι είναι βαθειά συγκινημένοι που ξαναβλέπουν τον νεαρό καπετάνιο τους. Ό Άστρακάρης ζητάει μέ αγωνία νέα για τον ξεσηκωμό τού Γένους και μαθαίνει πώς όλα πάνε καλά. Είναι ενθουσιασμένος. — Ξέχασα όμως μέ τήν κουβέντα νά σού συστήσω τον λεβέντη πού σε αντικαθιστού σε όσον καιρό μάς έλειπες, λέει ό καπετάν Μάρκος, ό α σπρομάλλης λοστρόμος. Εί ναι λίγο μικρός, μά τό λέει ή καρδιά του. —· Ποιος είναι; ρωτάει ξαφνιασμένας σ Νικήτας. ■— Νάτος! "Ενα όμορφο αμούστακο
παλληκάρι πλησιάζει χαμογε λώντας προς τό μέρος του. Φοράει ναυτικές βράκες, φέσι στο κεφάλι κΓ έχει κρεμασμέ νο στή μέση τό γιαταγάνι του καί στο ζωνάρι περασμένα τά πιστόλια του. Τό παιδί ανοί γει διάπλατα τά μάτια του σά νά βλέιπη ένα απίστευτο ό νε ιρ ο. ,— Ανθή!, ξεφωνίζει. Αν θή μου! — Νικήτα!, αποκρίνεται ή κοπέλλα πού είναι ντυμένη άντρικά καί ρίχνεται στήν άγκαλιά του. Σέ ξαναβλέπω, επί τέλους, αγαπημένε μου... Μένουν γιά μερικές στιγμές άγκαλιασμένοι, βουβοί απ’ τή συγκίνηισι καί τή μεγάλη χα ρά πού τούς πνίγει. — Μά πώς βρέθηκες εδώ; ρωτάει ύστερα από λίγο τό Ελληνόπουλο. — Πολεμάω κι5 εγώ γιά το τό Γένος, λέει χαμογελώντας τό κορίτσι. Δέν είναι μονάχα οί άντρες που πολεμάνε τον τύραννο. ΚΓ οί Έλληνίδες τώ ρα παίρνουν μέρος στον αγώ να. Ή αρραβωνιαστικιά σου φυσικά δέν μπορούσε νά μείνη πίσω... Τό Ελληνόπουλο τής χαϊ δεύει τά μαλλιά. — Σέ καμαρώνω, 5Ανθή !, λέει. 5Από εδώ κΓ εμπρός θά πολεμάμε ό ένας πλάϊ στον άλλο. Καί, γυρίζοντας κατά τό μέρος τού λοστρόμου, συνεχί ζει : "Αιντε καπετάν Μάρκο!
34
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ
.»»»»»»»»»»»»>»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»» Βάλε πλώρη κατά τό Μωρηά. ζει τά νερά τής άσπρης 8αΈχω πολλά νά πώ στους κα· λασσας με ρότα κατά το Μω πετανέόυς. Κι’ υστέρα άνοιρηά. Ή πατρίδα, πού αγωνί γρμαστε πάλι στο πέλαγος κι5 ζεται νά ξαναβρή τη λευτεριά αρχίζουμε την παληά μας τέ τητ θάχη σέ λίγο τρεΐς κα'χνη. Τά ιμπουρχλότα! νούργιους στρατιώτες. Δυο — Έν τάξει, καπετάνιο! άντρες κι5 ένα παιδί, πού θ’ Έγινε! αρχίσουν πάλι νά παίζουν κο Δέκα λεπτά αργότερα, το ρώνα - γράμματα τη ζωή τους «Ελευθερία ή Θάνατος» σκίπολεμώντας τον τύραννο... ΤΕΛΟΣ ΣυΥΥοαφεύς:
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
1 Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Γραφεία: *Οδός Αέκκα 22 Φ ’Αριθ. 3
ΓΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ
Φ Τιμή δραχ. 2
Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης., Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στέλιος Άνεμοδουράς, *Αθηνών και Φιλελλήνων, "Ανω Ήλιούπολις. Προϊστάμενος Τυπο.ραφείου: Άν. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25, Καλλιθέα.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΖ Με τό τεύχος αυτό τελειώνει τό υπέροχο μυθ>στόρημα «Ό Μικρός Μπουρλοτιέρης», πού τόσο έχει ενθουσιάσει τά Ελληνόπουλα. "Οσοι θέλουν νά δέσουν τά τεύχη τους σέ τόμο, νά τά φέρουν στα γραφεία ιμας (Λέκ,κα 22, Άθήναι). Ή βιβλιοδεσία κοστίζει 5 δραχμές. Ό τόνος, καινούργιος, κοστίζει 20 δραχμές (14 δρχ. γιά δσους έχουν ταυτότητα «Μ. "Ηρωος»). Τά ταχυδρομικά είναι 2 δραχμές.
ΤΑΜΠΟΥ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑ* < Γ το/νί Ακούσατε; ^ ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ■ «ΡΕΥΓΑ-1 ΤΕ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣ ΜΟΥ ΝΑ ΤΟΝ ΠΡΟΛΑΒ2. ΑΝΟΙ3 νΓΕ ΤΟΠΟΛ0ΙΠ0Ν ί /—
^ ΣΤΗ <2>ΥΛΑ- 1 ΚΗ ΘΑΙΚΕΦΤΜΓ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΗΛ/ ΠΡΑΞΗ Σου...
ΑΚίΝΜΤϋΓ, ΑΦΕΝ ΤΗ* ΘΑ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΠΑΤΟ ΟΟΝΟΤΗΣ ΓΥΝΑΐΚΑΣΓοΥ·
ΧΑ·Ρ# ΔΥΓΤΥΧίΓΜΕλ/ε; ηϊοιί'Λτο,
ΤΡΕΑΛΑΘΗΚΑ' ΤΟ Μ ΑχΑΐΡΐ ΜΟΥ
ΤΑ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΤΟ ΚΡΑΤΑΕΙ.'
Πίν/ΒΓΑ» ΦίΔ». .
ΓιΑ,ΤΙ ΑΑΓΚ'σΝίΙ Πρσ-
Κ< ΕΣΎ ΛΕΑα/Α Τ Γί'ΧΑΡίΙΤο ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΤΑΜΠΟΥ. ΘΗ Σ. Λ/Α ΔίΑΛΕΓΗΓ I ΔΕ/ν ΟΑ ΤΟ Π/Ο ΚΑΛΑ Τ'ΑΨΕΝ ΞΕΧΑΣ® ΠΟΤΕ ΤΙ ΚΑΖΟ γ. ?ΣΤ0Σο.ΟΠΟΤΕ
ΜΕ -χρέΐΑίΤΗΧ 3ΕΡ6ΙΧ Γ\ΟΥ ΘΑ-
Μ£ ΒΡΗΪ.
ΤΕΛΟΙ