ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-073-5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ 'Ο Ζορρό είναι παρών!
Φ
Ο-ΒΕΡΗ δυστυχία έ χει χτυπήσει τή μικρή -κωμό•πάλι τής Άλτα Καλιφόρνια, τον τελευταίο καιρό. Είναι τρεΐς μήνες τώρα, πού ούτε μιά άμαξα δεν κατάφερε νά φθάση ή νά φυγή· απ’ αυτήν, χωρίς νά πέση-, ατά χέρια τής άπαίσιας συμμορίας, ττου λυ μαίνεται την περιοχή;! "Όλοι οι δρόμο: είναι κλεισμένοι α πό άγνωστους προσωπιδοφόρους, ττου πηδούν σάν διάβο λοι επάνω στους ταξιδιώτες, γιά νά κλέψουν ο,τι πολύτι μο έχουν καί νά σκορπήσουν τον θάνατο. Τον αρχηγό των ληστών δεν τον έχει δή ποτέ κανείς. Τό π:ο παράξενο ό μως γι’ αυτόν, -είναι πώς γνω ρίζει όλα όσα πρόκειται νά συμβοΰν: Γΐοιά άμαξα θά φυ γή ή θά·ρ!δ!η! καί από ποιόν, δρό'μο! 5Ακόμα καί τις κινή>σεις τής Χωροφυλακής! Κ ά θε -φορά που σί χωροφυλακές κ.νοΰνται εναντίον του, εκεί νος, μαζί με τή συμμορία του έχουν γίνει άφαντοι! "Ενας από τούς πλουσιώτερους εύγενείς; τής Άλτα 'Καλιφόρνια, 6 Δόν Ρομπέρτο Ραμιρέζ, τολμάει τότε νά δηλώση ανοιχτά πώς σίγουρα κάποι ος (αξιωματικός τής Χωροφυ λακής είναι ό προδότης, που γνωρίζει τόσο καλά κάθε κίίνησι. Άλλα ό διοικητής αυ τής τής τελευταίας, ό συντα-
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ, §
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
γματάρχης Φερνάρντο Ρ ιάθ, συλλαμβάνει τον Ραμιρέζ. Τον δικάζει ολομόναχος. Τον κα τηγορεί δτι επίτηδες συκοφαν τεΤ την Χωροφυλακή για νά έρεθίση τον λαό· και νά τον ξεσηκώση σε έπανάστασι κα τά τής Ί σπάνιάς! Μ1" αυτό τό αιτιολογικό τον καταδικά ζει σέ θάνατο επί έσχατη προ δοσία! Ή ώρα πλησιάζει δέκα τό βράδι. Γύρω άπο τό φιρούριο Σάντα 'Ράζα, οπού θά πέρα ση, τήν τελευταία του νύχτα ό Ρομπέρτο 'Ραμιρέιζ, πηγαινοέρχσνται άγρυπνοι, ένοπλοι χωροφύλακες. Έχουν τά δά χτυλά τους στιΐς σκανδάλες των π [σταλιών τους. Πάνω στά τείχη) άλλοι φρουροί τρι γυρίζουν ασταμάτητα, κρα τώντας έτοιμα τά τουφέκια τους. ■Μέσα στο σαλόνι του φρου ρίου ο συνταγματάρχης Ριάθ είναι ντυμένος μέ τη μεγάλη στολή του, μέ Τις χρυσές έπωμίδες. Εμπρός του στέ κουν τέσσερις ηλικιωμένοι ευ πατρίδες. (Κρατούν μέ σεβα σμό τά σομπρέρος στά χέ ρια τους· "Έχουν έρθει νά ζη τήσουν χάοι γιά τον Ρομπέρ το ιΡαμιρέζ. —Σκεφθήτε τι ταραχές, μπο ρεΐ ν* ακολουθήσουν!, λέει έ νας άπ" αυτούς, ο Δον ;Πέντρο Φάσκα. Ό λαός είναι ά γαν ακτισ μένος καί μπορεϊ νά ξεσηκωθή! —ιΠοιός θά 'ξεσηκώση τον λαό; αποκρίνεται σαρκαστι κά ό Ριάθ. Ό ένας πού θά μπορούσε νά τό κάνη, θά ε
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
κτελεστή αύριο τό πρωΐ! Ό δεύτερος, είναι ό αυτοαποκαλουμένος Μασκοφόρος Εκδι κητήςκαί ίΠ ροστάτης του Λαού, ό Ζορρό! Στην πρα γματικότητα όμως, δέν είναι παρά ένας κοινός1 ληστής καί (απατεώνας! "Έχει αποκτήσει τήν εμπιστοσύνη· των αγραμ μάτων χωρικών, μέ σκοπό νά πλουτίση άπό' τήν αφέλειά τους... Γρήγορα όμως δέν θά ιύπάρχη πιά! — Μήν <ξεχνάτε, σενόρ, μουρμουρίζει ένας άλλος άπ" τούς τέσσερις ευγενεΐς ό Δον 'Κάρλο, πώς^αύτός ό Ζορρό, ιδ,τι κι" άν είναι σάς έχει ει δοποιήσει... —Έως άν δέν δώσω χάρι στον Ρομπέρτο Ραμιρέζ θά, έρθη νά τον πάρη μόνος του ιάπό τό φρούριο απόψε!, φω νάζει γελώντας (ό Ριάθ. Πι στεύετε οτι θάρθη; —θάρθη!, αποκρίνεται μέ ψυχρή, βεβαιότητα ό Δον 'Κάρ λος. —'Κι5 εγώ σάς λέω πώς δέν θάρθη! ιΚαί πώς ό Ρα μιρέζ θά τουφέκι στ ή αύριο τό πρω'ί', σύμφωνα μέ τήν άπόφασι τού Δικαστηρίου! —«Άπάφασι Δικαστηρίου!» λέει κατακό'κκινος από οργή ό Δον Φάσκα. Πώς τολμάτε νά άποκαλήτε «ίΑπόφασι Δι καστηρίου», τήν δική σας άπόψασι, πού πάρθηκε χωρίς ένορκους καί χωρίς έξέτασιν μαρτύρων; — Έσεΐς πώς τολμάτε νά μέ ελέγχετε; ρωτάει σαρκα στικά ό Ριάθ· "Ή μήπως επι θυμείτε ν* ακολουθήσετε τήν τύχη τού Ραμιρέζ;
I Ό Δόν Κάλλος Πιάνει άπό 1-6 μπράτσο τον Δον Φάσκα. —ΗΜΙήν παραφερθής, τού λέει ήρεμα. Αυτό· επιδιώκει! "Άφησε λοιπόν τον σενόρ Ζαρ ρό< νά τελείωση; αυτό τό ζή τημα ! —Αδίκως περιμένετε αυτό τον αγύρτηι!, κάνει γελώντας μέ την καρδιά του ό συντα γματάρχης. Σάς είπα πώς 6έ θάρθη! Καί, μάλιστα δεν προ κειται νά έμφανισθή πουθενά καί ποτέ πιά! Την ίδια στιγμή πού λέέι αυτά, τά μάτια του άστράιφτουν παράξενα, βλέποντας έναν γιγαντόσωμο νεαρό α ξιωματικό νά μπαίνη στο* σα λόνι·. —Λοιπόν, ύπολοχαγέ; .ρω τάει ανυπόμονα. Πώς πηγαί1νει ή υγεία τού Δον Βέγκα; Ό ύπολοχαγός, στέκεται προσοχή, καί αποκρίνεται: —Ό Δον Ντιέγκο βέγκα.. πείθανε, κύριε Διοικητά! Μό λις πριν από λίγο! Ό Ριάθ αναπηδά. Τά .μά τια του λάμπουν πιο διαβο λικά από κάθε άλλη φορά. —ιΠέθανε!, κραυγάζει εν θουσιασμένος. Τίι... κρίμα! Είσαι βέβαιος για τό θάνα τό του; —Μάλιστα, σενόρ. Τον δι απίστωσα μόνος μου. Ούτε καρδιά, ούτε σφυγμός. Ό πάτερ - "Αντώνιο τού έκλεισε τά μάτια γιά πάντα. —Καλά ύπολοχαγέ! Πο λύ καλά! ΙΝά ειδοποιηθούν λοιπόν ιδλες οι περίπολοι νά έπιατρέψουν στην πόλι. Καί ιδλες οί έκτακτες σκοπιές τού Φρουρίου νά διαλυθούν καί
νά ΐτ&ν£ γιά υπνό4 Αέν πρό κειται· νά μάς έπισκεφθή ό Ζορρό· απόψε.;. Καί ποτέ!... Έπη πλέον ύπολοχαγέ νά μού θυμίαης αύριο τό πρωί, νά ίέκφράσίωι τά συλλυπητή ριά μου στην οικογένεια των Β έγκα \, —Μάλ ιστός κυρι ε Διοι κφ τά! κι* ό νεαρός ύπολοχαγός φεύγει, αφού χαιρετάει στρά^ τιωτικά, χτυπώντας τά τακού νια του· Ό Ριάθ γελώντας σατανι κά, στρέφει· προς τους τέσσερ ι ς ήιλικι ωμένους γα ιόκτήμο'νίες. ..:—Κύριοι, λέει· σαρκαστι κά νά μού Επιτρέψετε νά πάω γιά ύπνο, επειδή ό σενόρ Ζορ ρό... πιθανόν ν’ άργήση! "Άν θέλετε, μπορείτε νά τόν περι μένετε μόνοι σας εδώ καί μό λις έρθει νά μέ ειδοποιήσε τε Ό Δον ιΠέντρο Φάσκα ανα σκιρτάει τότε καί δείχνει μέ τό δάχτυλο, τό σκοτεινό βά θος τού σαλονιού. Απαγγέλ λει μέ παγερή καί έπίσημη φωνή: ^— Σενόρ Ρ ιάθ, ό Ζορρό είναι παρών! Τέσσερα ζευγάρια μάτια στρέφουν αυτόματα π,οός τό μέρος οπού κυττάζει κι* ό Φά σκα, ενώ ένα γρύλλισμα -μα νίας βγαίνει άπ’ τον λαιμό τού Ριάθ..·.
Ό Ζορρό ΠΟΕΙ οτό
φρούριο
Μ ΙΑ όλόμαυρη σκιά ά-
ποσπάται ξαφνικά άττό έ&εϊ»
να φο οημέϊο* Πβοχωρέί ττρός
τό^σημεΐρ που τό ετηααε!
το μέρος τόσς. —Ό σενόρ Ζορρό!, ψιθυρί!ζ·ο«υν με δέος οί τρεις άλλοι γαιοκτήμονες. —Ό σενόρ Ζορρό, έ; ουρ λιάζει ό 'Ριάβ άγρια- Δεν εί ναι ό Ζορρό αυτός, μά κά ποιος απατεώνας! Ό Ζορρό πέθανε! .Καί, τώρα αμέσως θά πεισθίητε! Και μ5 αυτά τά λόγια ό συνταγματάρχης αρπάζει ένα μεταξωτό σκοινί που κρέμε ται στον τοίχο, πίσω από τή ράχι του και τό τραβάει. Τό τραβάει καί τόι σκοινί... του μένει, στο· χέρι, γιατί γοργό σαν σαΐτα τό σπαθί που κρατάει ό μασκοφσρος σχίζει ξα φνικά τον αέρα καί τό κόβει, λίγους πόντους ψηλότερα απ’
"Ενα καινούργιο μαυγγρη,τό> λύσσας βγαίνει άπ* τό λαρύγγι του Ριάθ. Τό χέρι του τινάζεται γοργά, νά άρπάξη ιή λαβή τού πιστολιού του, πού βρίσκεται στη θήκη τής. ζώνης του. Πιάνει όμως μονάχα τον αέρα, γιατί πιο γοργή ή λεπίδα του σπαθιού τού Ζορρό, έχει κόψει τό λ ου ρί τής Θήκης καί τό όπλο κυ λάει στο δάπεδο! —-Τράβηξε τό σπάθιίί σου σενόρ Ρ ιάθ !, τού λέει, τότε ό Μασ κοφόρός Εκδικητής. " Ε μαθα πώς είσαι καλός ξιφο μάχος! "Έξω φρένων, ό συνταγμα τάρχης τραβάει πραγματικά τό' σπαθί; του καί1 στέκεται α πέναντι στον Ζορρό.^Τά μά-
Στο μέτωπό του σχηματίζεται ένα αίμάτινο καυτό «Ζ». τια του είναιι γουρλωμένα. —Αύτή: ή φωνή!, μουρμου ρίζει. Αυτή, ή φωνή, τή γνωρί ζω πολύ καλά! Είναι ή φωνή του Ζορρό!... 'Πως διάβολο! Είναι δυνατόν νά γελάστηκα; Αλλά... ό Ζορρό ττέθανε! Θα αποδείξω πώς είσαι Απατεώ νας! Θά σου δώσω ένα καλό μάθημα ξιφομαχίας τό οποίο όμως δεν θα σου χρησιμευση γιατί θά είσαι νεκρός! —Εμπρός λοιπόν, συντα-
γματάρχα!
Με μιά σφυριχτή κραυγή μίσους ό Ριάθ χύνεται κατα πάνω στον Μασκοφόρο Εκδι κητή. 01 δυο ατσάλινες λεπί δες διασταυρώνονται μέ μα νία. ΟΓι τέσσερις ηλικιωμένοι γα ιοκτή μ ονες σκορπίζοντα ι, στις τέσσερις γωνιές τής σάλ λας, γιά νά τούς κάνουν χώ ρο. (Παρακολουθούν με διά πλατα άπό τό δέος .μάτια, αύ τή τή μονομαχία. -έρουν πώς ό Φερνάρντο Ριάθ θεωρείται
ξιφομάχος τής
'ξη τό^ χέρι του^ χσρίίξσνΦα|
"Αλτα Καλίφάρν-ια. ^ Έδώ 6^ιως τον βλέπουν νά ΐτάίρνή ένα σκληρό μάθημα από τον μυστηριώδη, αντίπαλό του. ^ Κι αλήθεια: "Υστερα από τις πρώτες σπαθιές, ό Ριάθ ιςχει αρχίσει νά υποχωρή. Ό Ζορρό μάχεται μέ απίστευτη επιθετικότητα και λύσσα. Τά μ άπαρτου, πίσω άπό τις τρύ πες της μαύρης προσωπίδας, πετουν περισσότερες λάμψεις άπό τις ατσάλινες λεπίδες των σπαθών. Του κακού ό συνταγματάρχης ψάχνει νά τον βρή σε ,μιά στιγμή ακά λυπτο, για νά χτυπήση. Ε κείνος πηδάει πέρα - δώθε σά στοιχειό. Ή ταχυτης του εί ναι τρομακτική- Ή ευκινησία του σάν τού αίλουρου καί ή όρμητικότης του σάν του πάν Θήρα. Ό 'Ριάθ άρχίίζει κιόλας νά λαχανιάζη καί ν’ άγκομαχάη. Τά μάτια του στριφογυρίζουν έντρουα μες στό> μεγάλο δω μάτιο. Ψάχνει απελπισμένα, νά βρή τη σωτηρία αλλά δεν υπάρχει πουθενά. :Καί ξαφνι κά, μ5 ένα αστραπιαίο καί έν τεχνο χτύπημα ό Ζορρό· του πετάει τό σπαθί από το χέ ρι. Ή λεπίδα του δ'κου του σπαθ.ου βρίσκεται σκαλωμέ νη στο λαιμό του συνταγμα τάρχη πού πιστεύει πώς έχει φτάσει τό τέλος του καί κλεί νει τά μάτια.
τον θάνατό στον άντίπαλό του. Την ίδια στιγμή όμως ά κου γε τα ι ήρεμη άλλα έπίσήμ μή κι:" αυστηρή, ή φωνή, τού Δόν Κάρλο: —Θά τον σκοτώσετε λοι πόν, σενόρ Ζορρό·; Καί τί θ’ άπογίνη ύστερα ό Δόν Ρ·ομπέρτο Ραμιρέζ; Ό μασκοφόρος συγκρατεί τό χέρι του—"Έχετε^ δίκιο, λέει απλά. Λοιπόν, Ριάθ, σάς δίνεται ή ευκαιρία ν5 ανταλλάξετε τήν ζωή. σας, μέ μιά που αξίζει πολύ περισσότερο άπα τή δι κή σας. Τού Ρομπέρτο Ραμι ρέζ! Διατάξτε νά τον φέρουν αμέσως ιέδώ! Προσέξτε μόνο, μην κάνετε καμμιά άνοησία! Ήά μήν φανή παράξενο τό γε γσνός! Οί άνθρωποί σας νά τό· πιστέψουν πώς είσακουσθη καν - επιτέλους! Οί παρα κλήσεις των εκπροσώπων τού λαού.·. Καί, λέγοντας έτσι, όπίσθο χωρεΐ^πίσω ιάπό μιά βαρειά ντουλάπα. Τραβά τό· πιστόλι του καί βάζει τό σπαθί στή θήκη του. —Γρήγορα!, διατάζει σκλη ρά, σημαδεύοντας τον Ριάθ κατάστηθα. Εκείνος μένει μόνο μιά στι γμή αναποφάσιστος. "Υστε ρα χτυπάει τά χέρια.. Ή πόρ τα ανοίγει καί μπαίνει ένας φρουρός. Στέκεται προσοχή, π ε ρ; μ ένοντας δ; αταγές. —Φέρτε μου τον Ραμιρέζ ,έδώ!, δι στάζει μέ ψυχρή φω νήώ· Ριάθ. Ό φρουρός τον παρατηρεί κάπως έκπληκτος. "Υστερα
ό καλύτερος
* **
Τρομερός θυμός φαίνεται νεται μέσα στο βλέμμα μες στις κινήσεις ακόμα τού Μασκοφόρου Εκδικητή. Στ5 α λήθεια είναι έτοιμος νά σπρώ
ο
ΜΙΚΡΟΙ
ίάμως, χτυπάει τά τακούνια του, υποκλίνεται κάνει μετα βολή και φεύγει. —-ίΔέν θά κερδίσετε τίπο τα μ* αυτά!; λέει σκληιρά ό συνταγματάρχης στους εύγενεΤς, μόλις ή πόρτα κλείνει πίσω από τον φρουρό. "Αντί θετα θά χάσετε.·., θά χάσετε τή ζωή σας, γιατί θά χαρακτηρισθήτε σύνεργο ί, σέ αν ταρσία ! —Μην ξεχνάς σέναο Ριάθ, πώς πρώτα άπ" όλα κινδυ νεύει ή δική σου ζωή !, τού λέει ψυχρά ό Μασκοφόρος Έκ δ κητής.
"Ενα μέ τη νύχτα
π
ΕΡ'ΝΟΥΝ λίγα λεπτά χωρίς νά μιλήση κανείς. 01 τέσσερις ηλικιωμένοι γαιο κτήμονες είναι και πάλι μα ζεμένοι σ" ένα μέρος και πε ριμένουν. ί Κάποια ανησυχία στά πρόσωπά τους δείχνει, πώς λογαριάζουν σοβαρά την απειλή τού Ριάθ. "Όμως στά μάτια τους είναι χαραγμένη ή αποφασ: στικότητα... -αφνικά, ή πόρτα ανοίγει, -αναμπαίνει ό ίδιος φρουρός σπρώχνοντας εμπρός του ένα ψηλό και επιβλητικό άνθρω πο. Ό Ρομπέρτο Ραμιρέζ είναι σωστός γίγαντας. Παρ’ δλ" α^υτά τά χαρακτηριστικά του είναι λεπτά καί ευγενικά. Τό πηγούνι του φανερώνει ακα τάβλητη δυναμι, αλλά τά μά τια του μαοτυρουν άπέραντη καλωσύνη. "Έχει άκατάστατα γέν.α. Τά ρούχα του είναι σέ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
9
άσχημη κατάστασι καί δεί χνουν πώς έχει περάσει πολ λές κακουχίεςΌ φρουρός κυττάζει τον συνταγματάρχη του καί ό Ριάθ κυττάζει τον σε νόρ Ζορ ρό, ποή είναι κρυμμένος πί σω από τή /ντουλάπα. Αυτός τού κάνει ένα εκφραστικό νό ημα. _ — -εκλείδωσε τά δεσμά του!, δ'ατάζει ό Διοικητής. Ό Φρουρός πάλι μέ κά ποια ιέκπληξι, υπακούει χω ρίς καμμιά άντίρρησι. Σέ λί γα δευτερόλεπτα ό Ρομπέρ το Ραμιοέζ είναι έλεύθερος. Τότε ό Ριάθ, σέ καινούργιο νεύμα τού Ζορρό, διατάζει τό φρουρό νά πηγαίνη. Μένουν πάλι μόνοι. Ό κατάδικος δέν έχει δη άκόμα τή: σκοτεινή σιλουέττα τού μασκοφόΐρου. Βλέπει τούς τέσσερις γαιοκτήμονες κοντά του καί τούς χαμογε λάει μέ συγκίνησι. — Σάς ευχσο'ΐστώι Φίλοι υσυ!, μουρμουρίζει. "Ώσπε λ οπόν, σάς χρωστώ τή ζωή καί τήν ελευθερίά μου; —"Όχι π έυάς Ρομπέρτο. Σ’ αυτόν εκεί!, τού λέει ό Φάσκα. Ό Ραμιρέζ ακολουθεί τό βλέμμα του καί άθελα ανατι νάζεται ζαφνασμένος. Τά μά τια του γουρλώνουν. — Ό Ζοορό!, μουρμουρίζεΐν/Ώστε ό σενόρ Ριάθ1 μέ ελευθερώνει κατ" ανάγκην καί όχι επειδή υπερίσχυσε ή λο γική... —Όπωσδήποτε είσαι έλεύ θέρος Ρομπέρτο. "Έλα μαζί μας...
10
ο
ΜΙΚΡΟΣ
—Μά αν μάς ξαναπιάσοονε; Θά ύποστήτε την ίδια τύ χη μ5 εμένα φ-ίλοι μου! —5 Ελάτε, ^ (Δον ^ Ρ α;μ ιρέζ!, φωνάζει ό Δον Κάρλο. Μην ιξεχνάτε πώς, καθυστερώντας ■βάζομε σέ μεγαλύτερο κίνδυ νο κάί τον σωτήρα σας! Ε λάτε νά φύγωμε! Ελάτε σενορ' Ζορρο1! —Έσεΐς πηγαίνετε!, λέει ψύχρα -μα; ό· Μασκοφόρος Εκ δικητής. Έγώ θά μείνω εδώ μαζί με τον συνταγματάρχη;. Θά του κάνω παρέα τόση] ώ ρα ώσπου· νά βρεθήτε μακρυά από- κάθε κίνδυνο· —'ΚιΓ έσεΐς; Ιφωνάζει έκ πληκτος ό Ραμιρέζ. —Έγώ εμπιστεύομαι την τύχη τού λαού τής 'Άλτα ιΚαλιφάρνια, στά χέρια σας
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
Δον Ρσμπέρτο! — Καί την τύχη τη δική σας; ρωτάει συγκινημένος ε κείνος. —Στο σπαθί καί στά πιστόλ; α μ ου!, άποκ ρίνετα ι· ξε ρά ιό Ζ ορρό. Πηγαίνετε τώ ρα! Ό σενόρ Ρ ιάθ θά διατό'ξη νά μη σάς ένοχλήση κα νείς, καθώς θά φεύγετε! Καί πραγματικά, ό συντα γματάρχης δεν φαίνεται δια τεθειμένος γιά την παραμικρή «αταξία». Αέν έχει πιά καμμιά άμφ'.βολίά πώς έχει νά κάνη με τον τρομερό Ζορρο, τον αληθινό1 Ζορρο τον προ στάτη των αδυνάτων καί των κατατρεγμένων. Δεν έχε: ωστόσο πάψει νά είναι βέβαιος γιά τη μυστική του υποψία: Πώς ό Ζορρο κι"
Ό ταβερνιάρης κατρακυλάει πίσω άπό τον μπάγκο.
6
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
1
ι
ύ
ρ
ρ
ύ
11
Γίνεται ή κηδεία του Αόν Ντιέγκο μέ μεγάλη λαμπρότητα. ό Δον Ντιέ’γκο Βέγκα, είναι ένα καί το αΐυτό πρόσωπο. "Απλώς πιστεύει· ότι γελαστή κε 6 νεαρός άνθυπολοχαγός. "Οτι 6 Δον Μτιέγκο τον κο ροΐδεψε παρασταίνοντας τον πεθαμένα ενώ είναι τώρα στο πλάϊ του ολοζώντανος! Διατάζει λοιπόν τον φρου ρό ν’ άιφιήσαυν ’έλεύίθίερους τούς πέντε ηλικιωμένους άν τρες. "Ολοι φεύγουν. Μέσα στη μεγάλη σάλλα, μένουν ο λομόναχοι ό συνταγματάρχης μέ τον Ζορρό. —"Ας πάμε στή; βεράντα, να εξακρ ι βώσου με αν έκτελ'έστηκαν σωστά οι διαταγές σας σενόρ!, τού λέει ό Μα σκοφόρος Εκδικητής. Κάΐ ταυτόχρονα τό σπρώ
χνει με την καννη του πιστο λιού του, αναγκάζοντας τον νά προχωρήση προς την τζα μόπορτα τής. βεράντας. Ε κείνη τη στιγμή, στο φώς του πολυελαίου πού βρίσκεται δί1 πλα του, ό ΡιάΟ στρέφει καί κυττάζει προσεκτικά τά μάτα τού Ζορρό. Τάχει δη κι* άλλες φορές ά'πό· κοντά αυτά τά μάτια καί τά γνωρίζει πο λύ καλά· «1 ΕΤνα ι αυτός !», συλλογίζε τα; άνατρ: χ: άζόντας. «Είναι, τά ίδια μάτια! Είναι ό Δον Ντιέγκο Βέγκα καί είναι ζων τανός!... Δεν Θά μού ξεφύγη αυτή τη φορά!...» Αλλά, σπρωγμένος από· τό όπλο του Ζορρό βρίσκεται στη βεράντα. Καί είναι και
12
6
ΜΙΚΡΟΙ
ρός, γιατί μερικά δευτερόλε πτα αργότερα, πέντε καβαλλάρηδες βγαίνουν από τήν κεντρική πόλη του φρουρίου Σ άντα Ρ άζα. Άπομακρύνονται μέ γοργό καλπασμό, ώ^ σπου χάνονται στο βάθος του δρόμου. _Τά μάτια του Μασκοφόρου Έκδ ικητού αστράφτουν· από ίκανοποίησι. Άλλα ξαφνικά γίνεται κά τι, που δεν -μπορούσε νά τό περιμένη: Ή πόρτα τής βεράντας α νοίγει καί παρουσιάζεται στό άνοιγμά της ό φρουρός που ψάχνει- γιά τόν Διοικητή του. Μόλις βλέπει τόν Ζορρό νά άστειλή μέ τό πιστόλι τό συν ταγματάρχη τό χέρι του κα τεβαίνει στη λαβή του πι στολιού του. Ό Ζορρό χαμογελάει- Άν θέλη. μπορεί νά τόν σκοτώση σέ μιά στιγμή, γιατί τά πι στόλια των χωροφυλάκων βρί σκονται σέ κουμπωμένη θήκη κι> ώσπου νά τήν άνοιξη ό φρουρός χρειάζονται ένα — δυο δευτερόλεπτα. Προτιμάει όμως νά διακινδυνεόση τήν ζωή, του, παρά νά πυροβόλη ση! όργανα του νόμου. —Άντιός σενόρ!, φωνάζει εύθυμα στον Ριάθ' κάί συγ χρόνως κάνει ένα βήμα προς τό μέρος του. Τόν σπρώχνει μέ τό ελεύ θερο χέρι στό στήθος. "Έχε^ι όμως τόση δόνα μι αυτό τό σπρώξιμο, πού ό συνταγμα τάρχης τινάζεται προς τά πίσω. Πέφτει έπάνω στον υφι στάμενό του, τήν ώρα που έκεΐνος έχει πια τραβήξει τό
2
5
Ρ
Ρ
6
πιστόλι. Λεν προλαβαίνει βέ βαια νά τό χρησιμοποιήση, γιατί κουτρουβαλιάζονται καί1 ■οΐ δύο κάτω. Ό Ρ ιάθ βλαστημάει- άγρια. Ό Ζορρό τρέχει προς τό βάθος τής βεράντας. Μέ δυο πηδιές έχει φτάσει στήν άκρη της όπου βρίσκεται ή σημαία του φρουρίου. Στρέφει καί κοιτάζει. Ό χωροφύλακας έχει πεταχτή όρθιος κι* αυτή; τή στιγμή; υ ψώνει τό ώπλισμένο χέρι του νά τόν πυροβολ ή ση · Ό Μασκοφόρος ΈκδικηΓ τής κάνει ένα άπίστεοτο πή δημα: Τό κορμί του βρίσκε ται στον αέρα, επάνω· απ’ τό χαμηλό τοίχο τής βεράντας. ΙΓά μιά στιγμή αίωρεΐται στό κενό, τουλάχιστον δεκαπέ'ντε μέτρα^ ψηλά, άπό τά πλακά κια τής κεντρικής αυλής. Μιά φωνή θριάμβου λ βγαί νει απ’ τό λαρύγγι· τού συν ταγματάρχου Ριάθ. Νομίζει, πώς ό Ζορρό στη βιασύνη του νά αποφυγή τόν πυροβολισμό δεν πρόσεξε πού πηδούσε. Είναι βέβαιος ότι· σέ δυο δευ τερόλεπτα τό κορμί τού θα νάσιμου άντιπάλου του, θάχη τσακιστή στό πλακόστρωτο. Αλλά τά άτσαλένια χέρια τού Ζορρό αρπάζουν τήν ά κρη της σημαίας, τήν ώρα πού φτερουγίζει σαν τό· που λί. Τό χοντρό κοντάρι· λυγί ζει επικίνδυνα άλλα δέν σπάει Αντίθετα χρησιμοποιείται σά ελατήριο καί δίνει ένα κατα πληκτικό τίναγμα στό αίωρού μενο κορμί, πού τινάζεται έ τσι στη διπλανή βεράντα πού βγάζει σ* ένα άπό τά γρα-
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
φεΐα τού φρουρίου! •Κραυγές Λύσσας σαν α γρίου θηρίου, ξεφεύγουν άπ3 το στόμα τού Ρ άθ, ττού μέ τά μάτια διάπλατα ανοιγμέ να άττό' έκπληξι κιι3 άθελο θαυ μασμό βλέπει τον αντίπαλό του ζωντανό να τού ξεφεύγη μέσ3 άπ3 τά χόρια. Ό φρουρός ωστόσο, ύστε ρα άπό την πρώτη! του κατάπληΐξι -κι* εκείνος, πυροβολεί τον Μασκοφόρο Εκδικητή. ΕΤ ναι αργά όμως για νά τον χτυπήση. Ό Ζορρό έχει· χωθη άπ3 την πόρτα στο εσω τερικό τού γραφείου. Έτσι κι3 ό Ριάθ κι3 ό φρουρός ρί χνονται κι.3 ιέ κείνοι στο εσω τερικό τού σαλονιού για νά τον κυνηγήσουν άπό μέσα. Ταυτόχρονα 6 συνταγματάρ χης ουρλιάζει μ3 όλη του τή δύναμη ξεσηκώνοντας όλους τους φρουρούς πού υπάρχουν· στο φρούριο. ★★★ Ό μασκοφόρος Τιμωρός τή στγμή πού ό Ριάθ κι3 ό χω ροφύλακας ρίχνονται άπ3 την μπαλκονόπορτα στο σαλόνι, •βγαίνειπάλι στη βεράντα. Τά μάτια του αστράφτουν ά πό πονηρία -και είρωνείά. "Αν μπορούσε κάνεις^ νά διακρινή κάτω άπό τό .μαύρο πανί πού τού σκεπάζει· τό πρόσωπο, θά τόν έβλεπε νά χαμογελάη γε μάτος ευθυμία! Κατεβάζει γρήγορα - γρήγορα την ση μαία παίρνει τό- σχοινί της, τό δένει στη βάσι τού καντα ριού κι3 άρχίση νά γλυστράη προς τά κάτω. "Οταν φτάνη στο τέρμα τού σχοινιού βρί-
ακόμα
πίντρ μέτρα
ΖΟΡΡΟ
13
πάνω άπό τή γή. Αέν σκοτίται όμως πολύ γι’ αυτό. 3Α φήνει τά χέρια του1 καί πέφτει (Μόλις τά πόδια του αγγίζουν1 κάτω, τά λυγίζει ελαφρά, παίρνει, μια κουτρουβάλα καί1 τινάζεται όρθιος, σαν λάστι-ΐ
χο. Τήν ίδια στιγμή πετιέται1 πίσω άπό έναν τοΤχο καί κολ λάει. τό κορμί του επάνω σ3 αυτόν, φροντίζοντας να βρί σκεται στη σκιά. Τέσσερις χωροφύλακες - -φρουροί περ νούν μέ βιαστικό· βήμα άπό μπρος του, χωρίς νά τόν άντιληφθούν. Φεύγει- άπ3 τη θέσι· του καί τρέχει- προς τό ε ξωτερικό τοίχος. "Ανεβαίνει στά νύχια, μιά στενή πέτρι νη σκάλα, βρίσκεται· πίσω α κριβώς άπό1 έναν -φρουρό πού στέκεται, σκυμμένος καί κυττάζει· έξω άπό τό φρούριο. Τόν σκουντάει με τό δάχτυ λο στην πλάτη, ενώ ψιθυρίζει στ3 αυτί του: —"Αμίγο! Ό φρουρός στρέφει ξαφνια σ μένος. —Τί τρέχ ε ι; προλαβαίνει·, νά πή. Κατόπιν ή γροθιά τού Μα σκοφόρο υ Εκδικητή πέφτει στο σαγόνι- του σαν κεραυνός κι-3 ό σκοπός σωριάζεται, κά τω, φαρδύς πλατύς. Ό Ζορρό τραβάει τότε τό μαστί'γιό του τίού βρίσκεται στη ζώνη του. Τό ξετυλίγει. Δένει γρήγορα - γρήγορα τήν άκρη του σέ μιά πολεμίστρα μ3 ένα παράξενο κόμπο. Τήν ίδια στιγμή άκούγσνται- ττυοο βόλι σ μ σι καί οι σφαίρες περ νούν ξηστά έπάνω άπό το κε»
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
φάλι του. Ένα τσούρμο χω ροφύλακες γεμίζουν· την αυλή. καί1 τρέχουν εναντίον του. Π η δάει- πάνω· από το τοίχος καί ρίχνεται έξω. Πιασμένος από τό μακρύ μαστίγιο γλυστράει ώς κάτω. Τινάζει μέ δίύναμι μετά τή λαβή του. Ό κόμπος λύνεται καί το μαστίγιο βρί σκεται στο χέρι του. Τό τυ λίγει· βιαστικά καί, τρέχον τος τό ξαναπερνάει, στη ζώνη του. Στο μεταξύ καί οί φρουροί πού έχουν σκαρφαλώσει στα τείχη, τον πυροβολούν πάλι·. Οι σφαίρες σφυρίζουν δίπλα του, σάν μέλισσες. Ό Ζορρό εκεί πού τρέχει συναντάει έ να όλο μαύρ ο άλογο. Πη,δάεί στην πλάτη; του καί ξεκινάει· σάν αστραπή· —Κυνηγήστε τον!, άκούγε τα;· λυσσασμένη; ή φωνή τού Ρσθ. Μή σάς ξεφύγηι! Σκο τώστε τον! Φέρτε τον ζωντα νό ή πεθαμένο! Ή πύλη τού φρουρίου ά νοιγε· σέ μερικά δευτερόλε πτα. Καμμιά εικοσαριά καβαλλάρηδες χύνονται έξω. Ό Ζορρό δεν έχει ξεμακρύνει α κόμα πάρα πολύ. Ρίχνονται· πίσω του. Ό Μασκοφόρος Τι μωρός, παρακάμπτει την κωμόπολι, καί βγαίνει στον ανοιχτό κά μπο. Την ίδια στιγμή όμως βγαίνει καί τό φεγγάρι καί τον φώτιζε1 καλύτερα. Τώρα πιά είνα· δύσκολο νά κρυφτή από τούς διώκτες του, σ" ένα υέρος μάλιστα γυμνό από δέν τρα. Αυτό καταλαβαίνουν κι5 έκεΐνοι· καί ξεσπούν σέ θρι αμβευτικές κραυγές, κεντρί
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
ζοντας πιο δυνατά τ* άλογά τους. "Έχουν αρχίσει καί κ ε ρδ ίζουν έδαφο ς. Ό Ζορρό μή βρίσκοντας άλλη διέξοδο, χύνεται ατό ά νοιγμα μιας μικρής χαρά δρας. ΟΊ χωροφύλακες τον α κολουθούν· Καθώς μάλιστα, φτάνουν ιέκεΐ ένας απ’ αυτούς φωνάζει γελώντας: —Τό1 νού σας παιδιά! Πι άστηκε σάν ποντικός στη φά κα ό φίλος! Τό φαράγγι τού το είναι άδ'έξοδο! Σταμα τάει λίγο παρακάτω μπρο στά σ' έναν όρθ.ο βρόχινο τοΐ χο! Ποοσέχετε μή χτυπήση κανένα!... Θά τον πιάσου με ζωντανό1! 'Μέ καινούργιες ζητωκραυ γές οί χωροφύλακες προχω ρούν εμπρός. "Οσο για τον Ζορρό φθά νει την Τδ α στιγμή στο· τέ λος τού φαραγγιού. Κι* αλή θεια ένας βρόχινος τοίχος τό κλείνε· σ’ έκεΐνο τό ιαέρος.Δεν υπάρχει καμμιά διέξοδος. Τό άλογο υψώνεται στα πισινά του πόδ σ καί χλιμιντρίζει δυ νατά. "Αλλά όταν στο ίδιο ακρι βώς· σημείο φτάνουν καί οί χωροφύλακες, μετά από δυο λεπτά, τρομερές κραυγές έκπλήξεως αντηχούν, γιατί τό μέρος είναι εντελώς έρημο: Ό Ζορρό έχε: χαθή σάν νάγίνε ένα μέ τή νύχτα! Νβκρός.ο*
Τ
ΗΝ ίδια ώρα όμως, μια άλλη.· μικρότερη ομάδα ιππέων τρέχει προς τή μικρή
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
κωμόπολη Την διασχίζει καί •φτάνοντας στα προάστια >βρί σκέτα ι στο μεγάλο άγρόίκτημα των 'Βέγκας. Επικεφαλής1 είναι ό συν ταγματάρχης Ρ ιάθ. λΑαζί του έχει τον γιγαντόσωμο νεαρό αξιωματικό καί δυο χωροφύ λακες· Στο αγρόκτημα επι κρατεί μ.’ά παράξενη σιωπή. ίΚανείς δεν μιλάει φωναχτά, παρ’ όλο πού τό προσωπικό ξαγρυπνάει·. Που1 καί πού ά κου γονται ψίθυροι· καί πνιγμέ νο: λυγμοί. Ό συνταγματάρχης δεν δί νει καμμ'ΐά σημασία. Πηδάει βιαστικά από τό άλογό του καί τρέχει, προς τό αρχοντι κό των Βεγκας. Ό ύπολ οχ ά γος καί οι χωροφύλακες τον ακολουθούν. "Ένας υπηρέτης βρίσκεται εμπρός^ του, στην είσοδο τού σπιτιού. —Πού είναι 6 κύριός σου; τον ρωτάει ξερά ό Ρ ιάθ. -— 'Έ,ξοχώτατε, τραυλίζει εκείνος ό καημένος ό Δον Ντι έγκο!... —Πού είναι; γαυγίζει ά γρα ό άλλος. -— Προς θεού,^ Εξοχότα τε! Μη φωνάζετε έτσι! Συλλογισθήτε τη Δόνα Ισαβέλ λα, τη χήρα του! — Χήρα; κάνει· ψυχρά ό Ρ'άθ. Θές νά πής πώς ό Δον Ντ'έγκο Βέγκα, πέθανε; —Τί μεγάλη δυστυχία, Ε ξοχότατε ! —Αυτό 8ά τό δούμε!, φω νάζει σαρκαστικά ό συντα γματάρχης. •Καί σπρώχνοντας βάναυ σα τον υπηρέτη, τον πετάει ΙΡΠΤΡ' έμπρός τον καί χύνεται
I
©
Ρ
Ρ
Ο
15
πρός τό δωμάτιο τού Ντι έγκο ■Βέγκα, πού τό γνωρίζει» πολύ κολά. Μαζίί του έρχονται παν τα καί οι άντρες του. Δεν αρ γούν. Καθώς: σπρώχνει· ορμη τικά μ ιά πόρτα, -μένει μα-ρμα .ρω-μένος. Σ3 αυτό έδώ^τό- δω μάτιο πού είναι· γεμάτο κε ριά, βρίσκεται» μόνο μ·ιά μαυ ροφόρε μένη γυναίκα. Είναι γονατ ισμ-ένη πλάϊ σ’ ένα κρεβ βάτι κι’ επάνω- σ* αυτό ανα παύεται νεκρικά ακίνητος ό Δον Ντιέγκο Βέγκα. ;Ό Φερνάρντο Ριάθ1 τον κυττάζεΐ' μέ γουρλωμένα μά τια καί κάνει· μιά κίύησι- άυιηχανίας. Στο- τέλος όμως, νικάει» κάθε δισταγμό »κάΙ ρί χνεται· πρός τό κρεββάτι. 1 Α πλώνει τό χέρι. "Αγγίζει τό μέτωπο τού ξαπλωμένου αν θρώπου. Ανατριχιάζει απ’ τη κρυάδα του καί πιάνει» ^κάί τό χέρι» του. Είναι κι-5 εκείνο ξυ λιασμένο καί κρύο. Δεν ύπάρ χει» καμ-μ-ιά άμφ-ιβολίΐα, πώς είναι νεκρός! —Σενόρ Ριάθ1!, ακούει την Τδ α στιγμή την έκπληκτη καί αυστηρή φωνή τής Δόνας "Ι σαβέλλας, πού έχει· άνασηκθύ σει- τό κεφάλι της. Τί ζητάτε 'έδώ; —Δεν·.. Δηλαδή, σενιό-'ρα, ψελλίζει σαστισμένος ό συν ταγματάρχης, ό Δον Ντιέγκο ήταν πολύ καλός μου φίλος! Δεν πίστευα... Δεν μπορούσα νά πιστέψω.. ν Τέλος! "Ηθελα νά σάς έκφράσω την παλυ με γάλη μου λύπη! — Ευχαριστώ· άλλά^εΤχα δώσει» εντολή νά μή μπή κα νείς ·έδώ ως τό πρω>ί!, απο κρίνεται »ή Δόνα 31 σσβέλλςρ
16
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
Δεν μπορώ ούτε αυτή την τε θάνατό του! Πάλι καλά ό μως, που διαπιστώσατε τό λευταία νύχτα, να μείνω μό φοβερό λάθος σας, έστω καί νη μου με τον άντροο μου; —Έχετε δίκιο. Να με συγ τήν τελευταία στιγμή! Καί τώρα σάς παρακαλώ, πηγαί χωρήτε σενιόρα!, τραυλίζει ζεματισμένος ό Ριάθ. Βλέπε νετε ! τε όμως... (Που να παρ' ή ευ Ό Φερνάρντο Ριάθ ύποκλί χή!.·. 'Βλέπετε, άπόψε, έκανε νεταΐ' ψυχρά καί κάνει μετα την έμφάνισί' του εκείνος ό κα βολή γιά νά φύγηι. Βρίσκεται ταραμένος ό Ζορρό! Έρθε όμως αντιμέτωπος μ5 ένα νεα μες στο φρούριο καΓι ελευθέ ρό μελαχροινιό παλληκάρι πε ρωσε τον Ραμιρέζ. ρίπου δεκαεφτά χρονών πού Ή μαύρο φορεμένη χήρα α στέκεται μπροστά στήν πόρ νασκιρτάει κατάπληκτη καί τα. Καί πλάϊ στον νέο αυτόν, φωνάζει άθελα: που είναι ντυμένος μέ παλυτε —Ό Ζορρό! Δέν... δεν εί λέστατα οουχα καί σύμφωνα ναι· δυνατόν! μέ τήν τελευταία λέξί της μόΛ Τά μάτια τού Ριάθ αστρά δας τής... Μαδρίτης., στέκεται φτουν θριαμβευτικά. κι5 ένας πραγματικός κολοσ —ΊΗ είπατε; φωνάζει·. «Δέν σός, πού από τά ρούχα του, έΐναι δυνατόν;» Και γιατί φαίνεται υπηρέτης. σάς παρακαλώ; Γιατί βοίίσκε Ό υπηρέτης αυτός έχει η τε αδύνατον νά έμΦανι-σθή τώ ράκλεια μπράτσα καί πελώρα πια ό σενόο Ζορρό; Ε ρα στήθος, τό: πρό'σωπό του πειδή· πέθανε ό σύζυγός σας; όμως δέν Φανερώνει ίχνος ε Τά μάτια τής Δόνας Ισα ξυπνάδας. Τά ολοστρόγγυλα βέλλας γεμίζουν θυμό. "Ολη μάτια του είναι γεμάτα αφέ ή έκπληξίς της έχει περάσει λεια, σαν ενός παιδιού πέντε πιά. Του λέει οργισμένη άλ χρονών. Αντίθετα τά μάτια λα ψυχρά: του αρχοντικά ντυμένου παλ—'Συνταγματάοχα, τό θρά ληκαριου πετουν αληθινές σπί σος σας μ'έ εκπλήττει ! Έ'γώ θες έξυπνάδας καί θ'υμου δ!έν είπα ότι δέν είναι·· δυνα ταυτόχρονα αυτή τη στιγμή. τόν νά έμψανισ'θή ό Ζορρό, —Γ ι’ αυτό πού κάνατε συν ΕΤπα· πώς δέν είναι δυνατόν ταγμστάρχα Ριάθ, λέει μέ φω νά μ5 ένοχλήτε σέ μια τέτοια νή πού τρέμει από οργή, έχω στιγμή, νά παραβιάζετε τό δικαίωμα νά σάς σκοτώσω! οικογενειακό μου άσυλο, μόΜπήκατε μέ τη βία μέσα στο νο καί μόνο για εκείνη την Υε σπίτι· Ισπανού ευ γένους! λοία αιώνια υποψία σας, ότι — Ποιος είσαι πάλι- εσύ; ό ίάντοας μου καί ό Ζορρό, νουλλίζει μανιασμένος, ό ήταν ένα καί τό αυτό πρόσω Ριάθ. πο! Μ5 αυτή τήν υποφίά τον , ε —Μιλάτε μέ_^ τον κύριο αύκυνηγήσατε ως τον θάνατο. Έλπιζα νά σταματήσετε νά^Υ τού τού σπιτιού! , λέει ψυχρά
τον ^νηγ«τ? κφ] ·μετα
τον
ή Αόνο;
’! σοϋΦέλλο: πλησιά-
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
ζ όντας. Είναι 6 γιυός μου, Δον "Αλεσάντρσ Βέγκα! Ό γιος
του Ζ©ββά
Τ
ΟΝ Μασκοφόρο Εκδι κητή, ωστόσο δεν τον κστάττιε ήι γή, ούτε διαλύθηκε στον άέ ρσ, όπως πιστεύουν οΐ δεισιδαί μονές χωροφύλακες, πού ιέπ ι στρέφουν παν; κόβλητο ι α πό τή, χαράδρα. * Απλώς, μό λις φθάνει στό' αδιέξοδο πη δάει· από τό άλογό του. Πιά νει έναν πελώρΌ βράχο κοά τον σπρώχνει μέ δύναμι. Ό βράχος ύποχωρεΤ σαν να στρι φογυρίζη επάνω σ' έναν αό ρατο άξονα. "Αφήνει ένα άνοι γμα τόσο μεγάλο που χωράει νά περάση και τό άλογο. "Ο ταν περνούν καί οι δυό, ξα νακλείνει· τον βράχο από· τή •μέσα μεριά μέ τον ίδιο τρό πο. Έχει βρεθιή τώρα σέ μια σκοτεινή στοά, που κατηφο ρίζει. Μ" όλο πού δέν διακρίχ νει τίποτα προχωρεί αδίστα κτα και τό άλογο τον ακο λουθεί. Μετά από καμμιά δια κοσαριά μέτρα, φτάνει σ" ένα ευρύχωρο τετράγωνο θάλαμο, φωτισμένον από; έναν δαυλό, στον πέτρινο τοίχο του. Εκεί μέσα υπάρχει* θέσι καί τροφή γιά τό άλογό του. Υπάρχει καί μιά πολυτελής φορεσιά, κρεμασμένη σ" ένα καρφί1. Ό Ζορρό βγάζει τό ·καπέλ λα, τή μαύοη, μάσκα και τον μανδύα του. "Άν αυτή τή στι γμή βρισκόταν εδώ μέσα ό Φερνάρντο Ριάθ, θά έβγαζε μιά δυνατή κραυγή έκπλήξεως και λύσσας, γιατί θά εξα
1
Ο
Ρ
ψ
ο
17
κρίβωνε πώς ό Μασκοφόρος Εκδικητής δέν είναι παρά έ να δέκα εφτάχρονο παιδί: Ό Δον "Αλεσάντρο Βέγκα! Καί έτσι βέβαια, θά εξακρίβωνε πώς καί ή υποψία του ήταν σωστή,: Δηλαδή πώς ό Ζορρό τόσα χρόνια τώρα, ήταν ό πα τέρας ταυ "Αλεσάντρο, ό Ντιέγκο Βέγκα! ■Που όμως ήταν αυτός: ό Δον "Αλεσάντρο Βέγκα τόσον καιρό; Πώς: βρέθηκε ντυμένος μέ τή. στολή του Ζορρό φέρ νοντας σέ αίσιο πέρας μιά τόσο δύσκολη καί επικίνδυνη αποστολή; Θά τό έξηγήσωμε μέ λίγα λόγια: Ό Δον Ντιέγκο Βέγκα υ ποχρεωμένος νά μεταμφιέζε ται σέ Ζορρό, κάθε φορά πού τό απαιτούσε ή περίστασις, γιά νά βοηθήση τους αδυνά τους καί κατατρεγμένους ή γιά νά τιμωρήση σατανικούς δολοφόνους καί βασανιστές, κατάλαβε ότι τό- νά έχηί κον τά του τον γιό του θά ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο στις κι νήσεις του. ΓΥ αυτό τον έ στειλε στη Στρατιωτική Σχο λή στη Μαδρίτη, εκεί όπου εί χε φοιτήσει κι" ό ίδιος στά νιάτα του. "Ολα τ’ άλλα παι διά γίνονταν δεκτά από· δέκα πέντε χρόνων κι" επάνω. Τον "Αλεσάντρο όμως - που όλοι τον φωνάζοΟν γιά συντομία Σ άντρο - τον δέχτηκαν από δώδεκα λόγω- των εκπληκτι κών σωματικών καί δ-ιανοητικών του προσόντων! "Έτσι λοιπόν στά δεκαεφτά του χρό νια άποφοίτησε κιόλας καί έπέστρεψε στην πατρίδα του, "Έφτασε όμως, επάνω σέ μιά
■ ί> * *Τ? «'■■*· * '
•X* ί.Ίι-
^ΙΙΙΙΙΙΐ
·>ο
** \ **
*
ΜτΧτ* ·
7 ΓιβΓ
^ \
1ϊ *
Γχ·ν·
—Ακίνητος Δον Ντιάζ! Δεν ήλθα για να σέ σκοτώσω! 7Ηλθα ΤΓΟΛϋ τραγικήι στιγμή για την "'Αλτα 'Καλιφόρνια όπως εΓίοαυε. Επίσης σέ πολύ θλιόεοή ώρα, για την οικογένεια του. Β·ρήκε τον πατέρα του τοαυματισμένον βαρεία. Του
είπαν πώς 6 τραυματισμός του ήταν ένα κυνηγετικό α τύχημα. Άλλα ό ίδιος ό Δον Ντιέγκο Βέγκα, φώναξε μυ στικά μια μέρα τον Σάντρο στο δωμάτιό του. Δεν ήταν
για νά σου προτείνω μια συμμαχία, δσο κΓ αν φαίνεται παράξενο. στο κρεβδάτι του. Καθόταν σέ μια πολυθρόνα κι* σμως, ήξερε πώς του έ μ εν εν λίγες ώρες ζωής. Στην αρχή, φανέ ρωσε τό παιδί του όλη την αλήθεια, για τη δεύτερη ταυ
τότητά του. —Αυτό δεν πρέπει νά τό μάθη κάνεις ποτέ!, του είπε. 1 ;ά τις έπίσημες Αρχές εί μαι ένας έκτος Νόμου κι* άν μαθευτή πώς ήμουν ό Ζορρό,
ϊύ
6
ΙΛ
\
α
Ρ
θά δημεύσουν την περιουσία «μου, έστω καί μετά τον θά νατό μου κάί ή μητέρα σου κι* έσύ, θά μείνετε στο δρό-ι μ ο..· Έπί πλέον τ' όνομά μας θά άτιμασθή γιατί τά καλά ξεχνιώνται γρήγορα, ένω οί κηλίδες μένουν. "Αν σου φα νέρωσα την αλήθεια Σάντρο, είναι επειδή θέλω νάσαι περή φανός γιά^ τον πατέρα σου. Κι* άν σου μένη καμμιά αμ φιβολία, γιά το ποιος πρα γματικά ήταν ό Ζορρο βγές καί ρώτησε όλους τους α πλούς και τίμιους άνθρώπαυς. Ρώτησε τους φτωχούς καί τούς δυστυχισμένους. Ρώτησε τούς βασανισμένους δουλοπά ροικους πού τώρα πιά εΐν* ε λεύθεροι... —Πατέρα, μουρμούρισε μέ συγκινησία ό Σάντρο, μη κου ράζεσαι ! "Ολος ό κό'σμος τά γνωρίζει αύτά κι·* είμαι ευτυ χής πού μαθαίνω ποιος είναι ό πατέρας μου! Ό Δον Ντιέγκο χαμογέλα σε μέ ανακούφιση σάν κάποιο φοβερό βάρος νά έφυγε ιάπό τό στήθος του. —Θά πέθαινα απόλυτα εύ τυχισμενος ψιθύρισε. 5Αλλά... —Τι σου συμβαίνει πατέ
ρα;
—Σάντρο μου, δεν ήταν α τύχημα αυτό πού θά μέ φέρη στον τάφο!, άποκρΓνεται ό ετοιμοθάνατος μετά μικρό δι σταγμός τ Ηταν μιά δολοφο νική, απόπειρα πού πέτυχε! Ό νέος τινάχτηκε όρθιος. Τό πρόσωπό του χλώμιασε, σέ μια στιγμή. Τά μάτια του σκοτείνιασαν σάν τον ουρανό πριν (από την καταιγίδα. "Ο
ύ
±
2
0
Ρ
Ρ
Ο
λα έκεΐνα πού δέν πρόλαβε ,».νά ρωτήση τό στόμα του καΙθρεφτίάτηκαν σ’ αυτά τά μάϊτια. Γι* αυτό ό πατέρας του ? άποκρίθηκε. I —Έμαθες γιά τον καημέ'νο τον Ρομπέρτο Ραμιρέζ. ’Τόν σκοτώνει ό Ριάθ, επειδή είπε τήν αλήθεια! 5Από έναν ηλίθιο έγωϊσμό στρατιωτικού. Έχει>^ τυφλωθή καί δέν βλέ πει πώς τον προδίδει κάποιος ιάπό τούς στενούς συνεργάτες του... "Ισως ένας νεαρός ύπολοχαγός πού τοί/χε* μεγά λη; αδυναμία. Είναι πραγμα τικό κτήνος καί σαδιστής. "Ι σως αυτός... Πάντως εγώ ώς Ζορρό, ειδοποίησα τον Ριάθ πώς θά ελευθερώσω τον Ραμιρέζ. Πώς απόψε τό βράδι, θά πάω αυτοπροσώπως: στο φρούριο Σάντα Ρόζα νά τον πάρω·! Αλλά μέ χτύπησαν ύπουλα τήν ώρα πού Ιππευα στο δάσος ώς Ντιέγκο <Βέγκα. Θά πρέπη; λοιπόν νά τόκανε κάποιος πού υποψιάζον ταν τήν αλήθεια... Ό Ριάθ τήν υποψιαζόταν πάντα. "Ι σως φανέρωσε τήν υποψία* του στον άλλον Ερρίκο Ντιάζ τον λένε. Δέν ξέρω τι νά πώ. Ή δυστυχία μου είναι πώς πρώτη φορά δ' Ζορρό δέν θά φανή συνεπής στο λόγο του καί δέν θά πάη απόψε στο Σάντα Ρόζα. Τά μάτια του Σάντρο ά στραψαν πάλι. —Ό Ζορρό πρέπει ^νά φα νή συνεπής πατέρα !, φώνα ξε ζωηρά· Λοιπόν, πρέπει νά πάη στο ραντεβού του! Ό ετοιμοθάνατος τον πα ρατήρησε άναυδος.
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
—Έσύ; μουρμούρισε. Θ'ές νά πής νά πας έσύ, παιδί μου; Τρελλάθηικες! Νομίζεις πώς είναι παιγνίδι; Άπσ φω τιά καί σίδερο πρέπει να περάσο κάνεις για νά Φτάσηι στο Σάντα Ρόζσ. Πρέπει το σπαθί σου νσναι γοργό1 σαν την αστραπή! —Είναι* πατέρα:!, φώναξε ό Σ άντρο μέ πεποίβηίσι. Κι5 αρπάζοντας ένα πορ τοκάλι, τό1 τίναξε ψηλά. "Υ στερα: τράβηξε το σπαθί του που- άστραψε στον αέρα μέ μιά κίνησι τόσο γοργή πού ό Δον Ντιέγκο δεν πρόλαβε νά τή 5ή, Τό πορτοκάλι δμως έπεσε στα χέοια του. Ό τοαυ ματίας το πήρε καί γούρλω σε τά μάτια: Πάνω στη φλου δα του, ήταν χαραγμένο ένα κεφαλαίο «Ζ»! —Διάβολε!, υουομούρισε. Δύσκολα θά ^τάβγσζα πέρα 'ΐσζί_σου, γ’έ μου, στο σπα θί1! -έρειο' όμως. νά μεταχει ρίζεσαι τό μαστί’γιο; —Πρέπει νά σου ομολογή σω πατέοα, άποκρίθηκε πο νηρά ό Σ άντρο, δτι ασχολή θηκα τόσο πολύ -μέ την έκγυμνασι στό* μαστίγιο ώστε... παραμέλησα λιγάκι* τό σπαΘΠ' —Χμ ! Β λέπω στι δουλεύει και τό κεφάλι σου νιέ υου!, εΐπε περήφσνοο ό Δον Ντιέγ κο. Δεν σέ οωτώ άν είσαι* κα λόν καβαλλάρης, γιατί θά μου φωνσδης πώς είσαι άριπτος..., 'Έξ ιάλλου γι'* αυτό δεν άμφ-ιβάλλω κιόλας. Άλλα στο πστόλι; —Στη Σχολή πατέρα, έπάρει άλσ τά πρδτ® βρα
1
ΟΡΡΟ
21
βεία σκοποβολής!, άποκρίνεται μέ λαχτάρα ό Σάντρο. Κι·* ό Δον Ντιέγκο Βέγκα τον κύτταξε μ’ ένα βλέμμα ιάλλόκοτο γιατί έκλεινε μέσα του δλα τά συναισθήματα. Ανησυχία, αγάπη, υπερηφά νεια, συγκίνηισι„ θαυμασμό! Ωστόσο είχε πάρει την άπόφασί1 του. Του φανέρωσε τά πάντα για τη μυστική κρύ πτη πού άλλαξε τά ρούχα του, για τό αδιέξοδο φαράγ γι, ακόμα καί για τον δρόμο πού θ* ακολουθούσε για νά φτάση ατό Σάντα Ρόζα χω ρίς νά τον άντΔηίφθοΰν οι πε ρίπολοι. ιΚαϊ πώς θά άνέβαινε μυστικά στό φρούριο κι* από πού. Καί για τή. διαοουθυ ση τού φρουρίου... "Ολα. Ακόυα μίλησε πολλές φορές :μιέ τή φωνή πού μεταχειριζό ταν ώς Ζορρο και ό Σάντρο, μετά από μερικές προσπάθειες, κατάΦερε νά τή μιμηίθή στήν εντέλεια.
Ό Ριάθ και οίββ. οποοκευές Λ ΛΟΙΠΟΝ ποιος Λ ναι 6 Δον Άλεσάντρο Βέγκα ό- νεαρός πού στέκει γεμάτος οργή, έμποος στον σύνταγμα τάρχη. Κι* , Ριάθ δταν^άΚούει μέ ποιόν έχει νά κάνη/ζάναγ-· κ άζετα: νά ύπ οκλ ιθή. τ'υπ ικά άλλη υιά φορά· —-Μέ συγχωρής μουρμου ρίζει. Δέν σέ γνώρισα παλλη κάοι υου·.. 'Ωστόσο, δμως κι·? έσύ νά προσπαθήσης νά έχης στό έξης, πιο λίγα τά λόγια ΐ^ον!
Μην ξεχνάς ττ&ς
12
ο
ΜΙΚΡΟΙ
διοικητής τής: Χωροφυλακής και διοικητής τής "Αλτα Καλιφόρνια ώσπου νά φτάσηι ό σντ ι κ αταστάτη ς του παλ ι ο0, που πέθανε! — Εσείς ξεχνάτε συνταγματάρχα άποκρίνεται ό Σαν τρο πώς ένα εύγενής μιλάει πάντα στον πληθυντικά! Κι5 ακόμα σάς λέω πώς κάθε Ι σπανός εύγενής, είναι διοικη τής μέσα στο σπίτι του. Μή θυμώνετε περισσότερο λοιπόν γ ατί μπορεί νά τό μετανοιώσετε πικρά! Τσακιστήτε α πό δώ μέσα καί γρήγορα! Ό Ριάθ γίλεται κατακίτρι νος από* μανία, σέ μια στι
γμή.
—*Τί έκανε λέει; στριγγλί ζετε "Α \ Αυτό θά μου- τό πλη ρ ώση ς! Ύ πολοχαγέ Ν τ ιάζ, νά τον συλλάβετε αμέσως! ΑΛ5 ένα μοχθηρό χαμόγελο, ό Ντ,άζ πού στέκει δυο βή ματα π .ό πίσω, μαζί με τούς δύο χωροφύλακες προχωρεί καί άκου* μ πάει- βαρύ τό χέρι του στον ώμο τού Σ άντρο. 5Αλλά τότε γίνεται κάτι τρο μερό. Ό πελώριος άνθρωπος πού στέκει δίπλα στον Σ άν τρο, αρπάζει τον ύπολοχαγό άπ3 τή μέση: τον σηκώνει ψηιλά σαν νά είναι κούκλα καί μ1· ένα πέταμα τον σφενδονίζε: έ,ξω από τήν πόρτα, πού απέχει τέσσερα μέτρα από κοντά τους! Άκούγεται μιά κοαυγή φρίκης κι5 ένας δια βολεμένος γδούπος- "Υστερα τίποτα. Οί δυο χωροφύλακες όρμούν τότε προς τό μέρος του γίγαντα, ξεκρεμώντας τά (τουφέκιαι άπό^ τούς ώμους ροι/ς. Πριν προλάβουν ρμςρς
2
Ο
Ρ
Ρ
©
νά τελειώσουν τήν κίνησί τους, ό^φσβερός σωματοφύλα κας τού Σ άντρο τούς άρπάζε; άπ" τούς γιακάδες καί τούς δυο μαζί1. Τούς σηκώνει ψηλά καί., τσουγκρίζει τά κεφάλια μεταξύ τους. Μένουν αναίσθητοι· καί ό γίγας τούς πηγαίνει σηκωτούς σάν βαλί τσες στή,ν πόρτα καί τούς πετάει κι5 εκείνους έξω. Ό Ριάθ έχει γίνει τώρα ά σπρος σάν πανί. , —θέλετε νά πω τού Γαλέρα νά σάς... συνοδεύση κι3 ε σάς ώς, τήν έξοδο; ρωτάει ει ρωνικά ό νεαρός οικοδεσπό της. Ό Ράθ ύποχωρεζ ένα βή μα μπροστά σ5 εκείνο τό·... θηρίο, πού τον κυττάζει άπειλητ.κά. —Όπωσδήποτε θά τιμωρη θήτε γ;3 αυτό-!, λέει άβέιβαα στον Σ άντρο. 3 Εκ εΐνο ς χ α; μο γελάει. Φέρ νε: ένα αρωματισμένο δαντελέν ο μαντηλάκι στή μύτη του 3Αναπνέε ι β αθει ά, άναστενάζει καί ξαναβάζει- τό μαντηλάκι στο μανίκι του. ^—Ελάτε αυνταγματάρχα ! λέει βαρυεστημένσ. Πώς θά τ.μωρηθώ, αφού εχω δικαίω μα καί νά σάς σκοτώσω για τί μπήκατε μέ τή^βία στο ·σ~ττίτι μου; "Αν πω μιά λέξι τού Γαλέρα, τελειώνει τό ζή τημα καί κανείς δεν θά μου πή τίποτα... Είσθε όμως τυ χερός, γιατί μισώ τή 'βία καί άπεχθάνομαι τά αίματα! Γ ι3 αυτό, μέ τήν ευκαιρία πού ό υπηρέτης μου πήγε τίς„. βα λίτσες σας έξω, μπορείτε νά πηγαίνρτρ κι3 §ςτ^ΐς!
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Κι3 ό συνταγματάρχης τρί ζοντας τα δόντια άπο μανία, φεύγει. Ή Δόνα Ισαβέλλα όμως, κυττάζει δλη, αυτή την ώρα τις νωχελικές κινήσεις του Σάντρο, τον βλέπει να μυρίζη, τό αρωματισμένο του μαντηλάκι, τον ακούει νά λεη: δτι άπ εχθάν ετα ι τί ς β; α ι ότητες και νομίζει πώς βλέπει ^καί ακούει κάποιον άλλον, που βέ βρίσκεται; πια στη ζωή. θυ μάται όμως τά λόγια τού Ράθ, δτι ό Ζορρό έκανε τήν έμψάνσί του εκείνο τό βρά δυ καί1·., τό πρόσωπό της χλω μ άζε· μέσα σέ μια στιγμή. Τά γόνατά: της λυγίζουν καί κρατ έται από ένα έπιπλο γά νά μην πέση. "Έχει κατα,λάβε !... Δεν λέει δμως τίπο τα, γ.ατι ξέρει πώς μονάχα κινδύνους μπορεΐ νά χαρίση στον γα -της, όταν εκείνος γνωρίζει δτι ή μητέρα του έ χει μάθει τό μυστικό του... Κι* έτσι ό μόνος που ξέρει «επ σήυως», δτι ό Ζορρό είναι τώρα ό μικρός Δον Σ-άντοο Βέγκα, είναι ό τρομερός Η ρακλής υπηρέτης του ό Γαλέρα. Τον άνθρωπο αυτόν ό Σ άν τρο τον γνώρισε έοχόρενος α πό τη Μαδρίτη. Είδε δυο δο λοφόνους που προσπαθούσαν νά τον σκοτώσουν γιά νά τον ληστέψουν. 'Πήδηίξε λοιπόν εις την αμαξά του καί σκότωσε (εκείνους τούς ληστές. "Από ε κείνη τη στιγμή ό γίγαντας έγ νε ά'φωσιωμένος σωματο φύλακας τού Σ άντρο, πιο πι στός κι* άπο σκμλί. Έκτος
Ζ
Ο
Ρ
ρ
ο
23
από τή δύνσμι καί τήν άφοσίωσι, δεν έχει κανένα άλλο προσόν. ■ Είναι εντελώς ανίκα νος νά σκεφθή λογικά καί δέ θυμάται ούτε καν τό πραγμα τικό του όνομα· —Τό μάνο πού ξέρων έχει π ή στον Σ άντρο, είναι πώς με φωνάζουν Γαλέρα! Μια μέ ρα ένας συγχωριανός μου^μού είπε: Έσυ αδελφέ μου, είσαι μεγάλος σαν... γαλέρα! Κι* άπο τότε όλο·; -μέ λένε έτσι ! Μπορεΐ νά είχα κι" άλλο όνο μα προηγουμένως, άλλα εκεί νο βούλιοιξε καί έμεινε στον άφρό ή... Γαλέρα!
Νυχτερινή
περιπέτεια Σ ΑΝΤΡΟ δμως δεν πρόκε τα; νά κοιμηθή. απόψε. Παρ’ δλο πού παραπονιέται για νύστα·, όταν πηγαίνει καί κλειδώνεται στην κρεβίβατοκά μαρά του, δεν πέφτει στο κοεββάτι. Τό δωμάτιο αυτό, ανήκε κάποτε στον πατέρα του κι" έχει ένα μυστικό. Πη γαίνει κοντά στο τζάκι. Ε κεί υπάρχει ένα μικρό άγαλματάκ’. Τό γυρίζει λίγο επά νω στη βάσι του καί τότε έ να τμήμα του τζακιού ανοί γει σάν πόρτα. Περνάει μέ σα καί ξανακλείνει πίσω του. Αίγα λεπτά άαγότερα, ντυμέ νος σάν Ζορρό, βγαίνει από μ ά σπηλιά στον ανοιχτό κά μπο, επάνω στο υπέροχο ο λόμαυρο άλογό’ του. Καλπά ζει ολοταχώς Υ'ά τό άνοόκτη μα τού Δον Πέντρο Φάσκα.
Φαντάζεται πώς οι τέσσερις
24
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
φυγάδες μέ τον Ραμιρέζ θά ιτρέπη να περάσουν από κεΐ, ποίν πάνε νά κρυφτούν κάπου άλλου· Κι* άν οχι, πάντως οι άνθρωποι του Δον Φάσκα θά ξέρουν νά τον πληροφορή σουν που νά τον βρή. 'Γ ι<χτϊ οι τί'μιοι άνθρωποι έμπιστεύοντσ: τον Ζορρό, σ’ όλόκληρηι την "Αλτα Καλιφόρνια. Μετά από μισή ώρα, φτάνει σ’ ένα ύψωμα. Κάτω από τά πόδ.α του,^ βλέπει μερικά φω^ τάκια. (ΕΤναι τό αγρόκτημα του Δον ΤΊέντρο. 1 Ετο ι ^άζ ετ α ι νά κ εντρ ί'ση τ’ άλογο ν1' του γά νά ριχτή στην κατηφόρα. Την Τθια στι γμή όμως ακούει φωνές καί χλ ι μ ι ντρ ί σ μ ατα ιάλόγων πού έρχονται ιάργά. Μόλις προλα βαίνει και κρύβεται πίσω από κάτι Θάμνους·. Είναι πέντε καβαλλάρηδες πού τά πρόσωπά τους είναι σκεπασμένα μέ μαύρες μά σκες ! 0* ανήκουν σίγουρα στην τρομερή συμμορία πού έχει αιματοκυλίσει καί καταληστέψει τον τόπο. Σταμα τούν έκεΐ μπροστά στον κ,ρυμ μένο... μικρό Ζορρό. —Θά επιτεθούμε αιφνιδια στικά καί θά τούς σκοτώσου με όλους στον ύπνο!, λέει ό ένας.- "Ετσι κι’ άλλοιώς, ό Δον Φάσκα, θάχη πάει νά κρυ φτή αλλού, καθώς έφυγε απ' τό φοοόο'ο μέ τούς άλλους! Δέν θά (βρούμε άντίστασί- Θά μαγέψουμε όσους θησαυρούς υπάρχουν κι* υστέρα θά κά ψουμε τό αγρόκτημα ολόκλη ρο ! Ό μικρός Ζορρό άνατριχιά
ζει,
ζ
ο
ρ
ρ
ΰ
«Πώς έμαθαν κιόλας πώς ό Δόν Φάσκα πήγε στο φρού ριο;» σκέπτεται μέ φρί'κη. «Καί πώς έμαθαν πώς έφυγε μάζί μέ τον Ραμιρέζ καί πρέ πει τώρα νά κρυφτή; "Οποιος κι5 άν είναι ό άρχηγός τους, είναι ό σατανάς ό ίδιος!» —"Ας μή χάνουμε καιρό λοιπόν!, λέει την Τδια στιγμή δεύτερος ληστής. }Κι* έτο-μάζονται νά ξεκι νήσουν, άλλα ό Μασκοφόρος Τ μωρός τραβάει τά πιστόλα του, κεντρίζει τ’ άλογό του καί βγαίνε: μπροστά τους. —Μάνες άλτος, σενόρες !, φωνάζει 'ξερά. Ψηλά τά χέ ρια! Κραυγές έκπλήξεως καΛι τρόμου αντηχούν: —Ό Ζορρό! Ό σενόρ Ζορ ρό! Χαθήκαμε! —Βλακείες!, φωνάζει κάπο.ος από τούς πέντε μασκοφόρους. "Αν ριχτούμε ολοι μαζί επάνω του, θά τον ξεκάνομε μια για πάντα. Εμπρός παιδιά! Καί, πρώτος εκείνος, τρα βάει τά πιστόλια του, ενώ ταυτόχρονα γέρνει στο πλάϊ τό κορμί του, γά νά μή- δώση στόχο. "Οση γρήγορη! ό μως κι’ άν εΐναι ή κίύησί' του, τό δάχτυλο τού Ζορρό πιέζει τή, σκανδάλη κάί ή σφαίρα, τού πιστολιού του βρίσκει τό ληστή κατάστηθα καί τον πετάει απ’ τό άλογο. ’Αλλά την ώρα πού ό μασκοφόρος Εκδι κητής πυροβολεί αυτόν, ,ένας άλλος από τούς δολοφόνους έχε· τραβήξει τό πιστόλι του. Ό ?σρρ0 φνςιγκάζξτςρι γά πέ®
5
Μ
I
ί<
^
5
ϊ
ση σχεδόν ανάσκελα πάνω στη σέλλα τού αλόγου του· Βλέπει τή λάμψ: κι* ακούει τή σφαίρα νά περνάη σφυρίζον τας μπρος απ’ τή μύτη του. Πυροβολεί πάλι, ιετσι. όπως είναι ξαπλωμένος. Ό ληστής πέφτει κι’ έκεΐνος από τό ά λογό του, μέ μ.ιά' φοβερή κραυγή φρίκης. Κι5 ό Μασκο φόρος Τι μωρός πυροβολεί και πάλι, γιατί βλέπει κι5 έναν τρίτο συμμορίτη έτοιμον- ·νά του ρί'ξη. Ό αντίπαλός του έχει τήν ίδια τύχη μέ τούς δυό προ ηγουμένους. Κι* έτσι πριν καλά - καλά άρχίση ή μάχη, ό Ζορρό έχει αχρηστέ ψει τούς τρεις άπό τούς έχυρούς του. Μένουν μόνο 6υό. Ό ένας άπ’^ αυτούς δεν διστά ζει νά στρέψη τό άλογό του καί., κεντρίζοντας τά πλευρά του μ* όλη του τή δύναμη νά τραπή σέ άτακτη φυγή, τρο μοκρατημένος.
Λ*★
Ό τελευταίος άπό τούς Αντιπάλους του Ζορρό έχει τραβήξει* τό1 σπαθί1 του καί, καλπάζοντας γοργά, ρίχνεται· αυτή τή στιγμή· προς τό μέ ρος του. Ό Ζορρό όμως τρα βάει Αστραπιαία τά χαλινά ρια τού άλογου του καί ττ-οορα μερίζει- Τό ξίφος του δολοφό νου περνάει μερικούς πόντους μακρυά του. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής βάζει τά πιστόλια στις θήκες τους καί τραβάει κι* αυτός τό σπαθί του. Πάνω στην ώ ρα ό φονιάς ξανάρχεται:. Τού τη τή φορά τά δυό σπαθιά διασταυρώνονται μέ λύσσα καί σπιθίζουν μές στή νύχτα.
2
6
Ρ
Ρ
ύ
Τ’ άλογα χλιμιντρίζουν κι* α νασαίνουν βαρειά. Ό κακούρ γος βλαστημάει άγρια πού βλέπει ν’ άποτυγχάνη καί ή δεύτερη αιφνιδιαστική του έ φοδος. 'Κυττάζει· μια στιγμή προς τό μέρος πού τό έχει σκάσει 6 σύντροφός του, σαν νά τον ζηλεύη, που..,, πρόλα βε κι* έφυγε. "Υστερα όμως, μέ τό Θάρρος τής άπελπίσιας ρίχνεται στήν έπίβεσι ουρλι άζοντας άγρ.α: -—·Κ σταρα μ ένε! Έφτασε ή τελευταία σου στιγμή1! ■Καί κατεβάζει τό χέρι του λυσσασμένα. Ό Ζορρό όμως, χωρίς νά κλονιστή καθόλου, άπό τή θέσι του, αποκρούει τό χτύπημά του καί μ’ ένα άλλο Αριστοτεχνικό καί α στραπιαίο χτύπημα, του πε τάλι τό σπαθί άπαρτο χέριΤή4 ώρα όμως πού τό χέρι τού κακούργου μένει άδειο καί τό' βλέμμα του... γεμάτο τρόμο,, η αίχίμήι του ξίφους τού Ζορρό κάνει ένα τρομα κτικό παιγνίδισμα μές στή νύχτα. Ό φονιάς νοιώθει ένα δυνατό κάψιμο στο μέτωπο καί γκρεμίζεται απ’ τή σέλλα τού άλογου του. Στο μέτωπό του είναι χαραγμένο βαθ'ειά, ένα κεφαλαίο Ζ. Τό αίμα λαύ ζει τό πρόσωπό- του. Ό Ζορρό πηδάει απ’ τό άλογό του καί τού βγάζει τή μάσκα. Τού είναι- εντελώς ά γνωστος. Τό Τδιο καί οί ποεΐς πού είναι νεκροίΩστόσο, τούς φορτώνει όλους στ* άλο γά τους καί κατηφορίζει μα ζί τους ώς τό κτήμα τού Δον Πέντρο Φάσκα. Ούτε κι* εκεί όμως γνωρίζουν τούς νεκρούς
26
Ο
-
Μ
I
Κ
Ρ
συμμορίτες. Μόνο κάποιος· α πό το προσωπικό του αγρο κτήματος, αναγνωρίζει τον ζωντανό: —■ Είναι ό λ οχιάς Μιγκουέλ, φωνάζει κατάπληκτος· Ανή κει στον λόχ ο του υπολοχ ά κου- Ντιάιζ! Το πρόσωπο του μικρού Ζορρό συνοφρυώνεται κάτω α πό τήι μάσκα του. Δεν λέει όμως τίποτα. 'Απλώς ειδο ποιεί τούς ανθρώπους τού Φάσκα, να μαζέψουν ό;τι πο λύτιμο υπάρχει στο σπίτι και νά φύγουν μακρυά, γιατί ό αρχηγός τής συμμορίας είναι αποφασισμένος νά τούς σκοτώση όλους. Επίσης στέλνει αγγελιοφόρους νά τρέξαυν στα κτήματα των άλλων τριών εύγενών καί τού Ραμιρεζ νά
Ο
I
2
0
Ρ
Ρ
6
ειδοποιήσουν τούς ανθρώπους τους νά κάνουν κι* εκείνοι·, τό Τδ.ο. Τούς δίνει ραντεβού στο αγρόκτημα τού ΔόνίΊάμπλο Μορένο, όπου μαθαίνει πώς πάνε τον Ραμιρεζ.
Τό σχέδιο
Τ
Η!Ν άλλη·, μέρα ^ τό πρωί, μέσα άπ5 τή μεγάλη πλατεία τής "Αλτα Καλιφό'ρνια, περνάει μέ εξαιρετική λα μπρότηιτα ή κηδεία τού Δον ιΝτ.έγκο Βέγκα. Μετά την τα φή, ή θλιμμένη Δόνα Ί σαβέιλ λα ανεβαίνει σέ μιά άμαξα νά γυρίση στο σπίτι της. Ό νεαρός Δον Σ άντρο Βέγκα ό μως, μένει στό χωριό μιά καί τό* έθ μ ο λέει ότι πρέπει νά
Κυνηγημένος άιτό τους χωροφύλακες χώνεται στη χαράδρα.
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
27
Βλέπει τους φρουρούς να περνούν βιαστικά χωρίς νά τον δουν! κεράση. όλους τού φίλους του μακαρίξτη. πατέρα του, για νά ευχηθούν την ψυχή του. Στην ταβέρνα του Μανουέλ γίνεται μεγάλος συνωστισμός "Ολο;! αυτοί, δεν έρχονται μό νο γιά νά πιουν δωρεάν, όσο τούς αρέσει, αλλά και από περιέργεια νά άντικρύσουν τό γ ό τού Ντιέγκο ,Βέγκα. Ηά νά δ απιστώσουν αν μοιάζη κι* αυτός με τον κομψευόμενο πατέρα του - πού κάθε άλλο παρά παιλληκαράζ φαινότανή άν είναι ένας σωστός άν τρας. Μέ απογοήτευα δια πιστώνουν τό πρώτο. Μάλι στα ό ταβερνιάρης ό Μανουέλ -δεν διστάζει νά τού τό πετά’ξηι και κατάφατσα, όπως -έκα νε πολλέ ς φορές καί μέ τον
Δον Ντιέγκο: —"0 μορφσς, ευγενικό ς κ ι5 αινο χτοχέρης είσαι, καλέ μου άρχοντα, τού λέει Τδ.α όπως κι5 ό μακαρίτης! Μου φαίνε ται^ λοιπόν ότι στο έξης, μια πού χάσαμε εκείνον, θ'άχουμε την αφεντιά σου γιά νά..· δ.α σ κ εδάζου μέλι γάκ ι;! Τά μάτια τού Σ άντρο σπιιθίζουν αλλά τόσο άστραπιαίά πού κανείς δέ προλαβαίνει νά τά δ σίκρίλη. Γυρίζει στον Γαλέρα πού είναι συνεχώς κον τά^ του, σάν ίσκιος του καί τού λέει: — Περ ποιήσου τον φίλο μας, Γαλέρα! Τού αρέσει· ή διασκέδσσι! Ή λέξ/ΐ «πε ρίπο ιησού» εί ναι τό σύνθημα γιά τον κο
η,
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
λοσσό. Σηκώνει το χέρι· του χωρίς καθυστέρησι καί μέ μια γροθιά... απογειώνει κυριολε κτικά τον Μανουέλ κοίί τον στέλνει νά κυλιστή πίσω από τον πάγκο του. Ό Σ άντρο γελά μέ την καρδιά του. Ό γίγαντας ρω τάει : —ιΝά τον... περιπτσιηθω κι* άλλο σενόρ Σ άντρο; ^ —"Όχι Γαλέρα! Φτάνει!, λέει γελώντας ό νέος. "Αλλη Φορά! ιΚαί πετώντας μια χούφτα ασημένια φλουριά πάνω* στον πεσμένο τάβερνιάρη, φωνά ζει : —Π έτε οσο θέλετε γιά τη μνήμη του Δον Ντιέγκο Βέγκα, του1 πιο γενναίιου ανθρώ που τής "Αλτα Καλιφόρνια! 'Καί' τώρα, καθώς ό φοβε ρός Ηρακλής περνάει άνάμεσά τους, άκολουθώντας τον κύριο του, κανείς δεν τολμάει νά γελάση... Μόνο δταν βγαί νουν έξω κι5 απομακρύνονται λίγο, ξεσποΰν δλοι μαζί σε θορυβώδη, γέλια. —'Καλοί άνθρωποι σενιορ Σάντρο!, λέει ενθουσιασμέ νος ό Γαλέρσς.Λ Θ'άθελα... νά τους περ/ποΊηθώ όλους! *—Μά νά σου πώ θά τους χρειαζόταν!, αποκρίνεται ό μικρός Δον Βέγκα καί χαμο γελάει, φέρνοντας μέ χάρι στο στόμα τό· δαντελένιο α ρωματισμένο του μαντηλάκι... ■* * * "Οταν ό Ζορρό φθάνει τό ϊδο βράδι στο κτήυα του Δον ■Πάμπλο 'Μορένο, δλοι είναι
συγκεντρωμένοι εκεί ττέρσ κ,ςχΐ
ΖΟΡΡΟ
τον περιμένουν. Είναι ό Ρομπέρτο Ραμιρέζ καί οί τέσσερ.ς ευπατρίδες που τον πή ραν μαζί τους, απ’ το Φρού ριο τής Σάντα < Ροζα. Μαζί τους βρίσκονται καί οΐ άνθρω ποί τους, πού έχουν φέρει ό λους τους θησαυρούς τους καί τά πολύτιμα σκεύη. ^—'Σενόρες', λέει ό Μασκο φόρος Εκδικητής. "Αν καθό μαστε ιέτσι μέ σταυρωμένα χέ ρΐια καί περιμένουμε, δεν θά κάνουμε ποτέ τίποτα. "Οπως ξέρετε, ό αρχηγός αυτών των ληστών, είναι κάποιος μέσ5 απ' τή διοίκησι τής Χωροφυ λακής^ καί πληροφορείται κά θε επίσημη εναντίον τους (κίνησι. Μόνο μέ μι.ά παγίδα, μπορούμε λοιπόν νά τον άποκαλύψουμε! —1 Σένα ο Ζορρό, θά κάνου με δ,τΐι μάς πήτε!, λέει μέ ε πίσημη φωνή ό Δον Ραμιρέζ. Δεν ξεχνάμε πώς κινδυνεύε τε τή ζωή σας γιά μάς ενώ ίέμεΐς κινδυνεύουμε γιά νά προ στατεύσουμε τούς εαυτούς μας καί τίς οικογένειες μας. —Πολύ καλά! Οί θησαυ ροί αυτοί πού έχετε μαζέψει εδώ, σενόρες θά είναι ή ζάχαρ.: πού θά προσελκύση τή μέλισσα! Θά άφήσετε νά διαδοθή πώς ένα μεγάλο καί πλούσιο καραβάνι θά περάση κρυφά τή νύχτα έξω από τήιν "Αλτα Καλιφόρνια.... •Καί συνεχίζει γιά ώρα πο λύ νά τούς έξηγή μέ λεπτομέ ρειες τό σχέδιό^ του, ενώ εκεί νοι ολόγυρά του τον παρακο λουθούν μέ θρησκευτική πρ<> σήλωσι·,.
0
ΜΙβΙ^βί Έηίσκεφι τά μεσάνυχτά
I ΝΑ I μεσάνυχτα. κι ϋ έχουν περάσει τέσσερις; <μέρες, άπό τά παραπάνω γεγο νότα. Ό μικρός Ζορρό καλ πάζει σαν σαΐτα μες στο σκρ τάδπηγαίνοντας άλλη μιά φορά στο φρούριο Σάντα Ρό ζοι. "Οταν φθάνη κοντά, στα ματάει τα τρέξιμο. Σιγά κι’ αθόρυβα προχωρεί τώρα τ άλογό του, ώσπου φθάνει κά τω άπό τά τείχη. Ό νεαρός μασκοφόρος βγάζει τό μαστί γ;ό του από τη μέση και τό ξετυλίγει. Σηκώνει τά μάτια ψηλά. Βλέπει έναν σιδερένιο γάντζο, που κάποτε χρησί μευε γιά νά συγκρατή τον ιστό μιας σημαίας. Ταλαντεύει τό μαστίγιο καί τό1 τι νάζει μέ τέχνη. Ή άκρη, του τυλίγεται γύρω· στόν γάντζο καί- σκαλώνει. Ό μικρός Ζορρό τραβάει δυό - τρεις φορές, γιά νά διαπιστώση πώς 'εχει σκαλώσει γερά. "Υστερα αφήνει τη σέλ λα τού αλόγου κοοί μέ γρήγο ρες καί δυνατές έλξεις, σκαρφαλώνειι ώς επάνω. Περνάει τις πολεμίστρες, λύνει τό μα στίγιο καί τό ξαναβάζει στη θεσι του- Κυττάζει ολόγυρα. Λίγο πιο πέρα, διακρίνει τη σιλουέττα ενός φρουρού που πηγαινοέρχεται. Τον περιμέ νει νά τού γυρίση την πλάτη καί, τότε, γλυστρσει ανάμε σα στις σκιές. .Περνάει την αυλή χωρίς νά τον άντιληφθή κανείς. Φθάνει κάτω άπό ένα
παράθυρο. Τό παράθυρο εΐ-
£
6
ί*
Ρ
§
||
ναι άνοιχτό^ Τίττστα δέν υπάρχει πού νά μπορή νά τό*ν βοηθήσή ν’ άνέβη ώς αυτό: Μόνο λίγο π ιό πέρα είναι μΐότ βεράντα. Ό Μασκοφόρος Εκ δικητής χωρίς δισταγμό .με ταχειρίζεται καί πάλι τό μαό στίγιό του. Τό πιάνει „ στά Κάγκελα τής βεράντας καί σέ δυό δευτερόλεπτα βρίσκεται σκαρφαλωμένος επάνω. Από ιέκεΐ; εΐναι εύκολο νά πηδήσή στο άνάχτό παράθυρο. Ανε βαίνει^ στά κάγκελα, ταλαν τεύεται Κάί τό κορμί του κά νει ένα __ έλαστιικό1 τίναγμα. Β ρίάκετάι..σκαρφαλωμένος εις τό περβάζι σαν κανένας πε λώριος^ μαύρος γάτος. Στο φιώς των άστρων πού πέφτει άπ’ έξω, βλέπει τό κρεβίβάτι πού υπάρχει κοντά του. >Κάπο.ος σαλεύει έπάνω σ’ αυ τό. Μια φωνή ταραγμένη γκρι· νιόζει: —Ποιος δαίμονας!·.. Ό Ζορρό πηδάει κοντά του ξ φουλκώντας. Ή αιχμή τού σπαθιού του γαντζώνει στον λαιμό τού ξαπλωμένου άνθρώ που, την ώρα πού αυτός ήταν έτοιμος νά πεταχτή. Τον κα θηλώνει. -— "Ησυχα σενόρ Ντιάζ!, τού λέει σκληρά. —Ποιος είσαι έσύ; μουρ μουρίζει ό ύπολοχαγός ^καί άξαφνα, καθώς 6 μασκοφόρος γυρίζει τό προφίλ του προς τό παράθυρο, συνεχίζει: Ό... Ζορρό! * * *
Κάνει νά πεταχτή άπό τή> θέσι του αλλά παραλίγο ν5' αυτοκτονήση: μ5 αυτή τήν κί νηση γιατί ή αιχμή τού σπα-
θ',οΰ άρχΐζ&ιμπήγεται στο
λανμό του* Ξαναπέφτει στα μαξιλάρια του λαχανιασμένος και -μ* ένα βογγητό πόνου. —? Ηρθες νά μέ δολοφονήσης κ ι5 ^έμενα; μουρμουρίζει. Δεν σου φτάνουν δσοι έχεις σκοτώσει ώς τώρα; —-"Ασε τις ανοησίες σενόρ Ντιάζ!, τού λέει· ψυχρά ό μι κρός Ζορρό. τέρεις καλά πώς δεν έχω δολοφονήσει κανένα! Σήκω επάνω τώρα καί πρό σεχε. Περιττό νά κάνης καμμιά κουταμάρα που θά βάλη τή ζωή σου σε κί'νδυνο για τί δεν σκοπεύω- νά σου κάνω κακό· Καί άποτραβάει τό ξί'φ-ος του. Ό -Ντιάζ άνασηκώνεται καί τον κυττάζει. —·ι ί μέ θέλεις λοιπόν; ρω τάει έκπληκτος. —>Νά σου παραδώσω την συμμορία των Προσωπιδο'φό1ρων, μαζί μέ τον αρχηγό της. "Αν σ5 ένδιαφ-έρη, 'ντυσου γρή γαρ-α! Ό ύπολοχαγός τόν κυττάιζει ακόμα μιά φορά έκπλη κτος, κι5 υστέρα σρ'χίζει νά ντύνεται. —'Γιατί τό κάνεις αυτό; ρω τάει ταυτόχρονα. Γιαάί έρχε σαι σ' έμενα νά κάνης αυτή τή χάρη άφού ξέρεις οτι σε κυνηγάω θανάσιμα! —<Γιά νά γλυτώσω τούς α θώους πού πέφτουν θύματα ε νός άπαίσιου κακούργου!, α ποκρίνεται ήρε,μα ό Μασκοφό ρος Εκδικητής. ;Πρίν απ’ ό λα όμως θά κάνουμε μιά συμ φωνία, Ντιάζ... —’Μπά; -μουρμουρίζει ο Οττολοχαγός καί τόν κυττάζει
ειρωνικά^ Τι είδους,^ -Περι-μένει ν άκου σ η τόν Ζορρό νά τόυ ζήτάη αμοιβή γ,όϊ την έκδιαύλευσί' του γι’ αυτό μένει καί πάλι έκπλη κτος μέ την άπάντησι: -—ίΝά μού δώσης τόν λόγο σου, πώς δέν θά κάνης τίπο τα εναντίον μου, ώσπου /ά σου παραδώσω τόν αρχηγό τής συμμορίας! -—'Καί..· θά άρκεσθής στον .λόγο μου; ρωτάει σαστισμέ νος ό Ντιάζ. ^ -—Ασφαλώς!, αποκρίνεται απλά ό Ζορρό. -Είσαι απόφοι τος τής Στρατιωτικής Σχο λής τής Μαδρίτης σενόρ! "Ο σο κι5 άν μιέ μισής δέν θά παραβής την ύπόσχεσίί σου! Τά μάτια τού ύπολοχαγού άστράφτο-υν από μιά παρά ξενη: χαρά καί περήφανε! α. — Έχεις τόν λόγο μου λοιπόν, Ζορρό!, λέει. —Ωραία ! Τότε, σενόρ κάλεσε συναγερμό! Θά χρείαστή νά έρθουν καί όλοι οί άνδρες σου μαζί μας!
Χωρίς τη Μάσκα
Τ
Ο ΜΕΓΑΛΟ καραβάν: προχωρεί αργά μες στη νύ χτα. Κοντά δυο ώρες έχουν περάσει τά μεσάνυχτα. Οί άνθρωποι έχουν τυλίξει ,μέ πανιά τά πόδια των ζώων καί τις ρόδες των κάρρων για νά μήν κάνουν θόρυβο. Έτσι, περνούν μες στο σκοτάδι σάν -φαντάσματα. Κι* όμως, άκριβώς στον δρόμο τους, πίσω άπό κάτι βράχους, μύστης ιώ
δεις σκιές παραμονεύουν. Μό νο άνθρωποι πού ήξεραν ότι πρόκειται να περάσουν από δώ, μπορεί να εΐνάι. Και το καραβάνι δλο καί τούς πλησι άζει, άνύποπτο. -αφνικά σκούγοντάι κραυ γές. ( ΛΟΐ κρυμμένοι άνθρωποι πετιώνταη ουρλιάζοντας σαν διά ι&ολοι και πυροβολούν μανια σμένα· Οι άνθρωποι του καρα βανιού, μέ τρομαγμένα ξεφω νητά, πυροβολούν κι" εκείνοι στον σωρό επάνω στους προσωπι'δοφόρσυς ληστές. Είναι •πολλοί όμως. Παρ' δλο πού γκρεμίζουν μερικούς από τ’ άλογά τους. Παρατούν λοι πόν τις άμαξες καί τις απο σκευές καί -ρίχνονται σά τρελλοί· στην πλαγιά να σώσουν τη ζωή τους. Οί ληστές δεν τούς1 κυνηνούν. Λεν* τούς νοιάζει, κα θόλου γι αυτούς. Μέ κραυγές θριάμβου αρπάζουν τ’ άλογα καί τά στρίβουν. Τό καραβά νι αλλάζει· κ απεύθυνα ι . Τ ά λογα τρέχουν δσο μπορούν. Οί νέοι κύριοί τους, δέν φαί νεται να ενδιαφέρονται γιά τό θόρυβο. (Είναι· τόση- ή χαρά τους, πού κανείς δέν κυττάζει πίισω του. Καί νά κύτταν* ζαν όμως, πολύ δύσκολα θά -μπορούσαν νά διακρίνουν τις ακαθόριστες σκιές, πού τούς ακολουθούν από πολύ μακρυά... Κοντεύει νά χαράξη ή και νούργια μέρα, όταν φθάνουν στο σκοτεινό άνοιγμα μιας πελώριας σπηλιάς· Καί σε βάθος ρμως αυτή ή σπηλιά
τι όλα τό καραβάνι χώνεται έκεΐ μέσα καί χάνεται. λ "Ένας από τούς επικεφα λής τής συμμορίας κατεβαί νει από τό άλογό του καί τρέ χει σ" ένα μέρος πού υπάρχει •φως. Είναι μια γωνιά, φρα γμένη μέ πάνινα παρσβάν. Σ’ ένα ντιβάνι είναι μ ισοξαπλωμένος ένας ψηλός, αδύνατος, άνθρωπος. Τό πρόσωπό του είναι σκεπασμένο μέ μάσκα. —Σενόρ ήρθαμε!, άναγγέλε: ό καινούργιο φερμένος . Ε πιτυχία ! Ό μασκοφόρος σηκώνεται, καί ακολουθεί τον άλλον. "Έ ξω οί υπόλοιποι συμμορίτες ξεφορτώνουν από τά αμάξια ένα σωρό κάσσες μέ πολύτι μα άντ κείμενα. Τά άραδιάιζουν εμπρός στον ίάρχηγό τους, πού είναι ασφαλώς ό μύστη ο ιώδης: μασκοφόρος πού βρισκόταν στη σκηνή. Τό βλέμμα του φανερώνει πολύ μεγάλη ίικανοποίησι, ,μ’ αυτά πού βλέπει. —’Καλά!, λέει ευχαριστη μένος. Πολύ καλά! Νά τά πά τε όλα στην αποθήκη! -—Μια στιγμή, σενόρ!, άκούγεται τότε μιά φωνή, πού κάνει όλους νά παγώσουν. Τούτη τή φορά, θά γίνη μιά έξαίρεσι: Στην «αποθήκη» θά πάτε εσείς άντί γιά τούς θη σαυρούς! Λοιπόν, πετάξτε τά όπλα καί ψηλά τά χέρια! —Ό Ζαρρό!, (ξεφωνίζουν, τ ρο μ ο κρατηιμ ένο ι ο ί ληιστές · — Π ι άστε τον, βλάκες.!, ουρλιάζει μανιασμένος ό προσωπιδοφόρος αρχηγός τους.
πρέπει νά είναι τεράστια, για
Φοβάστε έναν άνθρωπο; Πιά-
6
Μ
ί
Μέ λ6ν <κ&ι Μστε τόν γρήγβ*
νε ινά άηκω&ή, ΐτ ιάνέι 1*ό στή
'ρα! . , #ί „ Μά την ώρα πόύ όΐ , συμ,μο^· ρίτες κάνουν νά κινηθούν προς το ·μ·έί>ός; του Ζορρό, ,μέσ3 άπ3 τό σκοτάδι ολόγυρα* ξεπήδοΰν ένα σωρό χωροφυλακές* πού τούς σημαδεύουν μέ τα τουφέκια τους. Τότε ιτιά αί κακούργοι, πανίασμένό-ι άττό την τρομάρα, πετούν τά ό πλα. "Ένας γιγαντόσωιμος α ξιωματικός περνάει άνάμεΓ σά τους και πηγαίνει καί στέ κεται εμπρός στον αρχηγό της συμμορίας. . -—Σέ συλλαμβάνω^ έν όνο,μόττι τού Βασιλέως της Ίσπα νίας!, λέει ξερά. Βγάλε τή μάσκα σου! — Ντιάζ!, φωνάζει κατά πληκτος ό μασκοφόρος. Συμ μάχησες μ5 έναν έκτος νόμου σαν τον Ζορρό; —-Πο ιός εισ3 εσύ πού μέ γνωρίζεις; κάνει παράξενε μ ε νός ό Ντιάζ καί άνυπόμονα, υψώνει τό χέρι καί τραβάει τή μάσκα τού ληστού.. κεραυνοβολημένος, Μένει και μουρμουρίζει: — 10 συνταγματάρχης.... Ριάθ! Τι! ατιμία! ^ — 3Ηλίθιε!, σκούζει τρελλός άπό' θυμό ό δολοφόνος. ιΚαί, τραβώντας μ3 αστρα πιαία κίνησι άπ3 τη ζώνη του ένα μαχαίρι, ετοιμάζεται να τό βυθίιση ατό στομάχι τού υπολοχαγού, πού ή οδύνη,ρή έκπληξι τον έχει κάνει νά άδρανήση για λ^γο. Μά ένας πυροβολισμός αντηχεί την ί δια στιγμή κι3 ό Ριάθ1 μέ μια βλαστήμια τινάζεται πίσω
θος του, κυττάζει ολόγυρα κα τάπληκτος κι3 ύστερα παρα λύει ξαφνικά καί σωριάζεται κάτω δεύτερη φορά; Τώρα ό μως δέν ξανακούνιέται πιά. Ό Ντιάζ μένει για λίγο σκεπτικός, επάνω άπό τον νεκρό προϊστάμενό του. Ή φρίκη πού νοιώθει γι3 αυτήν την απροσδόκητη αποκάλυψη είναι τόσο μεγάλη πού για λίγο ξεχνάει τά πάντα. "Αξα φνα όμως θυμάται τόν Ζορρό* Στρέφει τό βλέμμα άλόγυρα καί βλέπει τήν ολόμαυρη σιλουέττα του στο άνοιγμα τής σπηλιάς. Τρέχει κοντά του. —'Σενόρ Ζορρό, τού λέει, δυο φορές σ3 ευχαριστώ! "Α ποκάλυψες. αυτόν τόν άθλιο καί μού^έσωσες τη, ζωή. Τώρα όμως, είμαι υποχρεωμένος νά σέ συλλάβω! Ό Μασκοφόιρος 3Εκδικητής τόν κυττάζει κατάπληκτος. -—Ναί, ,μήιν Εκπλήττεσαι!, τού λέει ό Ντιάζ. Σού ύποσχέ θηκα νά μήι σέ πειράξω, ώ σπου νά μου παραδώσης τόν άρχηγό τής συμμορίας·^ Τώρα αυτό έχει γί'νει ήδη καί, επο μένως δέν μέ δεσμεύει τίπο τα! ^Η’ρθε ή ώρα νά άποκαλυφθή καί τό δικό σου πρό σωπο σενόρ Ζορρό! Είμαι 6έ βαιος πώς θά είναι περισσό τερο συγκλονιστικό σέ άποκά λυψ:, ακόμα κι3 άπό έκεΐνο τού Ριάθ! •Καί απότομα, αρπάζει τή ,μάσκα καί τήν τραβάει γιά νά δρεθή μπροστά στην... α γαθή, μορφή ενός Μεξικανού,
καί σωριάζεται καταγής. Κά
μέ πελώριες μουστάκες
πού
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
τον κυττάζει χαζά. —■ Τ’ εΐσ’ εσύ; ουρλιάζει μανιασμένος ό ύπολοχαγός.^ —-Δεν... δεν φταίω εγώ, σενόρ!, μουρμουρίζει ^ κοψο χολ :ασ μένος 6 Μεξικανός. Ε κείνος πού μ ου τά φόρεσε τώ ρα δά... μου υττοσχεθηικε δτι θά... γελούσατε σενόρ!
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
Ό Ντιάζ τον κΡττάζει άλ λη μιά φοοά έξω φρένων, άλ λα ύστερα ξαφνικά βάζει τά γέλια. Βγαίνει άπ* τη σπη λιά καί ^γελάει ακόμα. λ Πέρα στο ττρώτο λιγοστό φως τής ' μέρας, διακρίνει ένα μικρό ση μαδάκΓ - έναν μαύρο καβαλλάρη πού απομακρύνεται.
ΤΕΛΟΣ Άπσδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ 8
8 8
33
ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΙ άναγνώστες μας που έπιθυμοϋν ν’ Αποκτήσουν τά προηγούμενα τεύχη των έκδόσεών μας. Μικρού "Ηρωος, Υπεράνθρωπου, Γκρέκο, Ζορρό, Ταρζάν, Βέλους, Τζόε Ντίκ, Βιβλία του Μέλλοντος, Φθηνά βιβλία Μεγάλων συγ γραφέων, Μπουρλοτιέρη, κ.λ.π., μπορούν νά τά ζητήσουν άπό τά γραφεία μας, Λέκκα^ 22 (Πλατ.^ Συντάγματος), καί άπό τά ακόλουθα καταστήματα διαφόρων πόλεων της Ελλάδος καί του εξωτερικού: ΑΘΗΝΑI: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Γ. Μπεβεράτου, όδός Τε νέδου 32, πλησίον Φωκ. Νέγρη, Κυψέλη. Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Μιχαήλ Ραυτοπούλου, όδός Βουλια γμένης 160, Δάφνη. ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ: Βιβλιοχαρτοπωλεΐον Άθαν. Τουφεξή, ό δός Βενιζέλου καί Ευριπίδου, γωνία, έναντι Εμπορικής Σχολής. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Βιβλιοπωλεΐον Άνδρέα Ρέκου, *Β» γνατίας 67. ΒΟΛΟΣ: Βιβλιοπωλεΐον I. Λιαναρίδη, Κ. Καρτάλη 48. ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιοπωλεΐον Άθαν. Παπαδογιάννη. ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Βιβλιοπωλεΐον Άλμπάνη. ΛΟΥΤΡΑΚΙ: Βιβλιοπωλεΐον Άλμπάνη. ΚΑΡΔΙΤΣΑ: Βιβλιοπωλεΐον I. Τσοπελάκου. ΛΕΥΚΩΣΙΑΝ: Βιβλιοπωλεΐον Α. Πολίτη, Λευκωνος 20. ΑΟΝΔΙΝΟΝ: Βιβλιοπωλεΐον ΖΕΝΟ, όδός Δανίας 6, Δυτικός τομευς 2, καί βιβλιοπωλεΐον ΑΤΞΝΕ, όδός *Ί6ερσολτ άριθ. 261, Βορειοδυτικός τομευς 1, ΣΙΔΝΕΎ* ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ: Βιβλιοπωλεΐον Γιάγκ. ΑΑΕΑΑ'ΓΔΑ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ: Βιβλιοπωλεΐον Γιάγκ.
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ Ο Ρ Ρ Ο
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ Υ Κ Λ
Ο Ρ Ε I
Α θ Ε
Π ΕΜΠΤ Η
"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άριθ. τεύχους 1 — Δραχμ. 2 Γραφεία Λέκκα 22 (εντός τής στοάς). Τηλέφ. 228.983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδοορας, Στρ. ΓΤλαστήρα 21 Ν. Σ μύρινη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σ ψιγγός 38 Προϊσιτ. τυτιογρ.; Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έπιταγαί; Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, 'Αθηναι. Σύνδρομα! εσωτερικού; Έτησία..........................δρχ. 100 Εξάμηνος.................... » 55
Σ υνδρομα! εξωτερικού; Έτησία .................. δολλάρια 4 Έξάμηνος ............. » 2
Μια νέα άριστουργηματική Ζορρό, μέ τίτλο :
περιττετεια του γιου του
"Ολοι περιμένουν μέ άνακουφισι τον νέο Διοικητή στην "Αλτα Καλιφόρνια, μετά την άποκάλυψι καί τό θάνατο του δολοφόνου Ριάθ. Περιμένουν έναν δίκαιο καί ειρηνικό Κυ βερνήτη, πού νά ξαναφέρη τό χαμόγελο στα πικραμένα τους χείλια. Αντί γΓ αυτόν όμως, εμφανίζεται ένα αληθι νό θηρίο, πού έρχεται μέ τή μοναδική φιλοδοξία νά συλ λαβή καί νά κρεμάση τον Ζορρό! !
"Ενα θαύμα περιπετειών καί δράσεως, γραμμένο από τή μαγική πέννα τού συγγραψέως του θρυλικού ΖΟΡΡΟ!
ΕΠΟΜΕΝΟ
ΙΙΕΙΒΒ1ΙΠΙΐΠ91ΙΙΙΙ3ΒΒΙΙΙΗ3ΕΙΙΙΒΙΒ§ΒΠΗΒΙΙΠ911ΙίΒ1Ε9Β!!Ε9Κ13Ιί3Γ,
■ '^Λ ΜΒΛ Κ.
^1ίΙΙ1ίΗΗίΙΙΙΙίΒΒ8Ηϋ3ΕΙΜΕΒΙΙ8ΙΙΙΙΙΙΙΚΙΙΙίΙ&19ΒΙΙΙ9ΙΙΗΙΙΙΙΒΙΙΙΙΙΙΙΙ|ΙΙ|ΙΜΙΙΙΙΜΙ|^
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Μοχ. ο £/νΣΤΗΜ9Μ ΜΑΡΛΟΟΣ, 7ΤΡ/Ν 3 Ε&ΔΟΜΑόΕΣ ΕΞΗΦΑΜΙ ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ, ΡΟΝΧΑΝΤΕΡ, ΟΔΗ ΓΟΣ ΖήόΑΡ/ ΣΤΗΝ ΑφΡΙ/ίΗ ΜΙΑ ΤΟΣ ΚεΡΑ ϋΛΗίηΚ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟ κεΡΑ ΜΙΑ ΜΠΕΛΛΑ ΑΝΑΣΤΑΤΩΜΕΝΗ. ■ .. ΕΙΣΤΕ Ο ΧΑΝΤΕΡ, ΑΣΓΟΜΑ! ΤΖ/ΝΜΑΡΑΟΟΣ. ■..
*~τί ΣΑΣ ΣΥΜΚ
-------------'ΖΰΗ Ζ/π ι
μαι
ΑΚΟΜΗ
ΖΟΥΓΚΛΑ ΔΟΚΙΜΑΔΟΚΙΜΑ ) ΔΕΝ ΦΑΝΗΚΕ 20ΝΤΑΣ ΜΙΑ ΕΦΕΥ- \ Σ: ΣΙΜΑΙ ΣΤΙΣ ΖΟΝΤΑΣ ΡΕ2Η ΤΟΥ ΤΟΝ ΗΑΓ \ 4'Α ΤΑ ΓΕΣ
.... απορροΦ-ητηρα ------- 1/1 ΛΚΟ
1 ΖΟΥ.
ΜΙΝΞΙ Μ!1·
ΣΕ Α! ΓΟ ΕΕΚ !ΝΟΗΣΑ ΜΑ ■ . Υ~ΤΪΓΟΫΡΑ~~ΠΑ να'Ίοκι\ ΜΑΣ Η ΤΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ [ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΟΥ, ΘΑ ΠΗΓΕ I ΠΡΟΣ ΤΑ ΑΣΤΙΚΑ, ΝΟΣ V ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΝΕΑΙΑ
ΑβΤΟΤΕΡΑ^____ ^ ) ΑΣΦΑΛΕΣ
ΣΑΝΤΕΡ' ΑΠΟ ΠΟΥ/ΟΧ! ΑΠΟ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΥΤΗ ) ΤΟΝ ΟΥΡΑΗ ΑΚ ΤΙΝΑ ΝΑΕ - / ΝΟ-·.· ΚΤΡ/ΣΜΟΣ ΤΟ- ]Τ π,£° γις? 10 ΣΙΓΑ ; /[ ΟΛΟΙ ΣΑΣ ί
Ε- ΝΣΜΕΥ/ΖΕΑΑ/
ΕΝΕΔΡΕΥΕ,
ΤΟ ΤΣΑΚΑΛΙ ΕΝΕΑΡΕΥΕΙ 'Ο Ζορ© κάνει ...ληστεία
Τ
Ο ΦΕΓΓΑΡΙ εΐναί ·μεγάλο και ολοστρόγγυλο. Φώ τιζε: γύρω τούς κάμπους, τους Λόφους και τά βουνά, .Καιβως- και τό πουέμπλο της Ρέϊνια ντε Λος "Άντζελες, στην Άλτα ’ Κ αλ: φόρνια. Άττ" την πλευρά τοΟ Κόκ κινου Φαραγγιού, έρχεται μια ■κατασκονισμένη άμαξα. "Έχει* 6 γή τώρα πια από τό φα ράγγι. Άπό ώρα τρέχει στην ανοιχτή πε5 άδα, πλησιάζον τας τό χωρ 6. -αφ1 νΐ'.κά, πέσω άπό κάτι σκόρπ*α βράχια, ξεπετιέται ένας καιβσλλσρης. ΈΤνα· ντυμένος στα όλομαυ·ρα. Τό πρόσωπό του -είναι ο λόκληρο σκεπασμένο μ5 ένα μαύρο . πανί, που έχει- μόνο δυο τρύπες στο μέρος των ματιών, Τά -μάτια του τά σκν,άζει τό επίσης -μαύρο, πλατύ γυρο καπέλλα του. Στά χέ ρια του* κρατάει δυο π.στολ:α·. Χύνετα-' καταπάνω στην ά μαξα, · μ’. ένα άγριο ουρλια χτό , Ό ^ ά μαξάς, τρομαγμένος, κρατάει τά χαλινάρια.· Κάνεινά πιάση την καραμπίίνα πού βρίσκεται περασμένη ατό κά βα μα, κοντά στη ράχι του· Βλέποντας δμως: καλύτερα τον άγνωστο καιβάλλάρη,
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
σταματάει την κίνη,σΐ του. — Ό Ζαρρό'!, μουρμουρί ζει ήσυχασμέίνος. Καί σταματάει τελείάς την άμαξοο. "Υστερα, καθώς ό μα σκοψόρος έχει πλησιάσει πο λύ κοντά, τον ρωτάει μέ φω>νή γεμάτη έκτί μη σι καί σεβοοσμό: — Σέ τϊ μπορώ να σέ βο ηθήσω, σενόρ Ζορρό; — Σέ τίποτα!, αποκρίνε ται* σαρκαστικά ο μαύρος κα~ -βαλλάρης. Μου είσαι εντελώς άχρηστος, γέρο! Καί ξαφν,κά τά πιστόλια, πού κρατά στα χέρια του, εκ πυρσοκροτούν κιαί τά δύο ταυ τσχρονα. Ό δύστυχος άμαξας κεραυνοβολείται. Τινάζεται καί το κορμί* του χτυπάει- οπή ράχι του καθίσματος, σαν να τον τσάκισε αστροπελέκι. Τά μάτια του γουρλώνουν. Πάει κάτι να πή, άλλα μένει σ' αυ τή τή στάσι, μ' άνοΊ-χτο τό στόμα, χωρίς ψυχή πια μέσα στο κορμί του. Καί καθώς τ' άλογα, τρομαγμένα κι5 έκεΐυα από τον διπλό πυροβολι σμό, κάνουν μικρά νευρικά 'βηιμ ατάκ ■ α ρουθουνίζοντας, τραντάζοντας ολόκληρη τήν άμαΐξα, ό άμοιρος γέρος γέρ νει απ' τή θέσι του καί σκά ει -μέ βρόντο στη γή. Ό μ ασ κοφορο ς γελάει βρα χινά. "Υστερα προχωρεί προς τό πίσω μέρος τής καρότσας κι' άνοίγει τήν πόρτα* * * "Ενας: παχύς, ήλ κιωμένος 'κιυριος καί δυο κύστες βρίσκον ται εκεί μέσα. "Ολοι κυττάζουν τον μ ασκό φόρο, μέ μά τια γοορλωμένα από τον τρό
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
μο. Οί γυναίκες ξεφωνίζουν υστερικά, βλέποντας ^ τό Λξαπλωμένο ψαρδύ-πλατύ σώμα τού άμα'ξά. -— Ποιος... ποιος... ποιος εΐσθ’ εσείς; ρωτάει πανικό βλητος ό παχύς κύριος. — ΕΤμαι ό σενόρ Ζορρό!, αποκρίνεται ό καβαλάρης κο φτά. Ελπίζω πώς θάχετε άκούσει για μένα! —^Είχα ακούσει, αλήθεια!, ψελλίζει1 ό παχύς ταξιδιώτης. 'Μά είχα ακούσει πώς..· ό Ζορ ρό... Δηλαδή δτι ποτέ δέν... — 'Άσε τή φλυαρία!, μουγκρίζει άνυπόμιοναι ό καβσλλάρης, κιυττάζόντας όλήγυρα, τον φεγ γάρο φωτισμένο κάμπο. -Κατεβαίνετε γρήγο ρα δ,τι πολύτιμο έχετε, σενόρ! Κι5 εσείς, σενιόρες! Γιά νά μην μπώ στον κό'πο νά σάς περιποιηθώ, σαν κι* αυτόν έκεΐ!... Περ- ττό είναι νά τούς έξηγήση μ-έ περισσότερα λόγια, τί εννοεί. Τά βλέμματα τών δύο γυνα κιών, καρφώνονται μ ά στιγμή επάνω στο πτώ-μα τού άμαξα· Αμέσως έπειτα, ανοίγουν οί τσάντες καί οί τσέπες του ταξιδιώτη. Χαρτο•ν-ομίσματα, χρυσά κέρματα, κοσμήματα καί ρολόγια, περ νούν στην κατοχή τού μαύρου καβαλλάρη, πού χαμογελάει ευχαριστημένος. — Γκράθ.σς, σενιόρες!, φωνάζει ειρωνικά καί υποκλί νεται· κοροϊδευτικά. Καί τώ ρα, νά μου επιτρέψετε νά πη γαίνω! Οί -χωροφύλακες τού -Ντ'άζ βρίσκονται παντού κ.:’ δταν πέση: κανένας πυροβολι σμός, δπως έγινε τώρα, δέν
Ο
Μ
ί
ίέ
Ρ
0
ί
άργούν νά ξει·ρυττώσουν> Ρ'οον πραγματικοί όατανάδε^ ! 5Αν τιός!^ 'ΚάνεΓ νά ξε κίνηση, προς τά έμττρος αλλά αναγκάζεται νά Τρίαΐβήξη στη στιγμή τά χαλι νάρια και νά σταθή. "Έτσι άμ κριίβώς όπως το είπε, σάν πραγματικοί σατανάδες, λες και ξεφύτρωσαν μέσ’ άπό τή γη, „ έχουν φοινερωθή καμμιά δεκαριά κιοιβαλλάρηδες, μέ τή στολή των χωροφυλάκων. ^ Στρέφει το άλογό του α πό· τήν άλλη μεριά. Το κεν τρίζει μέ δύναμι. Ξεκινάει ·μέ γοργό καλπασμό·. Τήν άλλη σ τ ι γ μ ή ό ου λ α• μίός τών χωροφυλάκων έχει ιφτάσει κοντά στήν άμαξα. Ό έπ ικεφαλή ς ύπαξιωματικός, Ιβλέπει- τό πτώμα του αμαξά. (Κοντοστέκεται. Φαίνεται σάν νά διστάζη δον πρέπη νά βοηΟηση εκείνον ή νά συνέχιση αμέσως τήν καταδίωξ ι. Ό πα χύς κύριος από τό- εσωτερικό τής άμαξας καταλαβαίνει τόν δισταγμό του καί φωνάζει: —Οναι νεκρός, λοχία! ΈκεΤνον κυνηγήστε! Μάς λήστε ψε! Είναι1· ό Ζορρό! — Ό Ζορρό!, ψελλίζει ό λ οχ ία ς άναυδος. Σάς λήστεψε καίί σκότωσε τόιν αμαξά ό Ζορρό; Πρώτη! μου φορά α κούω τέτοο πράγμα! Πάν τως... πρέπει νά τόν κυνηγήσωμε! Εμπρός, παιδιά! Κοίί ξεκινούν δλοι .μαζί, μέ γοργό καλπασμό, πίσω από τόν φυγάδα. Τό φεγγάρι εξακολουθεί νά φωτίζηι τά πάντα τόσο έντο να πού ή νύχτα μο·:άζει σάν μέρα. Ή μαύρη σιλουέττα
ί
ό
Ρ
Ρ
ύ
I
τ6ί) καβ αλλάρη δ ι άκ ρ [νέτα ι καθαρά καί οι χωροφύλακες σέ ριιά διαταγή τού λοχία, χωρίζονται σέ δυο ομάδες κι5 ανοίγουν δεξιά κ:Γ αριστερά. Μέ τις άνωμάλίες καί τά άνεβοκατεβάσματα τού εδάφους σίγουρα ό δολοφόνος θά άναγκαστή νά πλησιάση άθελά του, τή. μιά άπό1 τις δυό ομάδες. Τό κυνήγι- κρατάει αρκετή ώρα. Οί άνθρωποι τού νόμου κερδίζουν διαρκώς άπόστασι. ■Κιΐ* ο κάμπος μ5 δλο πού εί ναι ανώμαλος δεν έχει κανένα .μέρος πού νά χρησιμεύση· σάν άσφαλής; κρυψώνας στον μασκοφόρο κακούργο. Φαίνεται καταδ ικασμένος. Ό
§©ν Μπατίοτο
ώ^ΑΦ'ΝΙ ΚΑ^
καθώς οι
χωροφύλακες φθάνουν στήν κορυφή, ενός μικρού λόφου, βλέπουν μερικές δεκάδες μέ τρα κάτω άπό τά πόδια τους •μιά δεύτερη άμαξα πού την συνοδεύουν τέσσε ρ ις ίππεΐς · (Είναι κι* αυτοί χωροφύλακες ! Τήν πρώτη στιγμή πού βλέ πουν τήν ομάδα τών καβαλλάρηδων έπάνωι στον λόφο, μαζεύονται δλοι γύρω απ’ τήν άμαξα, σταματώντας τ’ άλογα. Σέ λίγα δευτερόλε πτα όμως, εξακριβώνουν πώς έχουν νά κάνουν μέ συναδέλ φους. Φθάνουν κοντά τους, κατηφορίζοντας ,τή;ν πλαγιά. Τότε ή πόρτα τής άμαξας άνοιγει· "Ενας ψηλός άντρας ντυ μ ένος έπ ίση1 μα κατεβα ίνε γ στη γή. 4
δ
·
©ΜΙ
Κ
#
’Τι συμβαίνει; ρωτάει μέ δυνατή και υπεροπτική φω νή. -—<Κυνηγούμε κάποιον ληι-, στη.· σενισρΓ, αποκρίνεται ό λοχίας των χωροφυλάκων μα σημένα. Δεν τον συναιντήσατε;
„
,
,
—ΛΌχιι βέβαια!, κάνει- έκ πληκτος ο άνθρωπος. Δέν θά τολμούσε νά μάς πλησιάση ένας ληστής μόνος του, μέ τέτοια συνοδεία που έχω! — 3'Α.,. Αυτός σενόρ!... Τέλος πάντων! Το καλύτερο ■είναι: πού· φτάσαμε στην ώρα γιατί στην προηγούμενη ά μαξα ό άνθρωπος πού σάς λέωι σκότωσε τον αμαξά!. Και τώρα μέ συμποίθάτε πρέ πει νά τον κυνηγήσουμε! Νά· προσέχετε σενόρ!
6
ί _
ί
6' Ρ
Ρ' 8
. —Μιά στιγμή λό^ίά!, λέΓ £ιι ξερά ό άγνωστος· Ή φωνή του είναι τόσο επιτακτική και επιβλητική, πού ό ύπάξιωματικός μαρμα ρώνειι πραγματικά στη θέσι του. —-Ποιος εΐναι αύτό ς ό λη1στής; ρωτάει αυστηρά ο τα ξιδιώτης. Καί πώς σκότωσε έναν άνθρωπο μπροστά στα μάτ.α σας και δεν τον έχετε πιάσει ακόμα; Ό υπαξ ωματικός ξεροκαιταπίνεχ Κυττάζει τούς άν τρες του λοξά καί· ό θυμός άρχιζε ι- νά βάφητά μάγουλά του κόκκινα. -—1|< ι·’ έσεΐς πο.ός εΐσθε σε νόρ, μουρμουρίζει ' απειλητι κά, . πού μου υποβάλλετε έρωτήσει-ς σ’ αυτόν τον τόνο;
— Ό Ζορρό.Ι, επαναλαμ —ΕϊμαΜ ό καινούργιος Δι βάνει. μανιασμένα. Καλά τό οικητής τής β'Αλτα Καιλιψόρ-κατάλαβα! Κυνηγήστε τον! νια λοχίΐα, ό Δον -Χουάν Μα Κυνηγήστε τον λυσσασμένοι! ρία·· Μπατίστα! Φέρτε τον_ πίσω, ζωντανό ή Φυσικά ό λόγιας τά χάνει. νεκρό! Ξεκουμπιστήτε λοιΣέ μιά στιγμή από κόκκινος ■ πόν! γίνεται' κίτρινος σαν κερί.. Ό ύπαξιωιμ αττικός μένει —Με... μέ συγχωρεΐται έξοχώτατε'!, ψελλ ίζέι τρέ1 μον- . γιά μιά στιγμή, άπαλιιθωμιενος. "Υστερα όμωκ; κεντρίζει -τας. Δεν μπορούσα νά φαν τ' ιάλογό του, ξεφωνίζοντας ταστώ! Καλώς ήλθατε στο.·. στους άντρες του, νά τον Α —"Ασε τή φλυαρία λοχίαΓ κολουθήσουν-. ξεφωνίζει άγρια ό Μπατίστα. Χυνονται' στόν Ανοιχτό κά Σέ ρώτησα ποιος είναι ό λη- ' μπο· στής πού σκότωσε έναν άμα Ό Δον ΜπατίΙστα ανεβαί ξα! νει πάλιι στο άμάξι.του και —Ό·.. ό Ζορ.ρα σενόρ!^ διατάζει τον αμαξάς νά ξεκιΌ νέος διοικητής χτυπάει νήση. Παίρνουν τον δρόμο μέ τή γροθιά του τήν παλά γιά τή, Ρέϊνα ντε Αός "Αντζε μη του, Στα μάτια του Α λες, στράφτει ή αργή.
I
&
Μ
ί
{ξ
^
ιΠίσω όΊ, χωβοφύλάικ-ε-ς του κάκόυ ψάχνουν· για το ττα ραμιικρό ίχνος του 2ορρό. "Έ χε [ί ' έξαφσνισθή ξαφνικά έμπρόςγάπ’ τά ^ μάτια τους^ σαν να άνοιξε ή κοιλάδα και νοτ τον κατάπιε! Μετά από πολύωρους μάτάσρς κόττόυς, γυρίζουν πί σω ,μέ χαμηλωμένα τά κεφάλ.α, γεμάτο! κακά προαισθη μ στα για την υποδοχή πού 6ά τούς κάνη ό νέος δ'ίΟ'κη;τής·.. ;
Το πρδδτα μέτρο Σ
ΤΗίΝ ταβέρνα του Μα
νουέλ, ύπαρχε: πάιρα πολύς κόσμος. Κι" έξω ό^μως, στην μεγάλη πλατεία εΤναιι^ μαζε μένο ένα πλήθος ανθρώπων άντρες καί1 γυναίκες. Οι π:ό πολλοί απ’ αυτούς έχουν συγ κεντρωθή έξω· από τα κτίριο του Δ'θ.κη|τηρ;Ιου. Τά βλέμμα τα· φτεροκοπάύνί ανυπόμονα, στη βεράντα του. Έκεΐ πρό κειται νά έμίφανισθή σέ λίγο ό Δον Χουάν Μπατίστα ό ΐνέος διιοικηΐτής τής "Αλτα ΐΚολιφόρνια. "Εχει άιναγγείλε: με τούς κλητήρες ότι 6ά βγάλη λόγο στους πολίτες. ΐΓι’ αυτό ό λαός τον περι μένει άνυπό'μονα. Ωστόσο οι π ό έξυπνοι· βρίσκονται όπως είπαμε στή ταβέρνα του Μανουέλ. Κου βεντιάζουν- ζωηρά και τρα βούν καί κανένα ποτηράκι·, γά νά μή φαί νέτα η ώρα πού περνάει. "Ολοι μιλούν για τό> ίδιο θέμα: Τη χτεσιναβραδυ-
5
ί
ί
©
ί*
Ρ
0
νή λησι-είά πού Ικανέ ^ ό σενόρ Ζορρό. ί οσο πολύ τους •απασχολεί ώστε ούτε δίνουν σημασία στο παράξενο ζευ γάρι; πού μπαίνει στην ταβέρ να. Τό ζευγάρι αυτό·, είναι* έ νας νεαρός κομίψευόμενος^ κΤ ένας· άνθ ρώπ ινος κολοσσός. Ό νεαρός είνα'· ό 17άχρο νος Δον Σ άντρο Βέγκα γυ'ός τού Δον Ντιέγκο Βέγκα πού πέθανε πρίν από λίγες .μέ■ρες... (*) Ό γίγαιντας πού τον συνο δεύει* είναι: ό Γαλέρας, ό Η ράκλειος φύλακας - άγγελός του. Ό ταβερνιάρης ό Μα νουέλ μόλις τον βλέπει, χλωμιάζει απ’ την τρομάρα του. Ξεροκαταπίνει· Δεν μπορεί νά ξεχάση τή γροθά πού έχει είσπραξη· απ’ αυτόν. Κι’ έπεδή δεν θέλε: νά ξαναπάθή τίποτε παρόμο.ο, τρέχει κον τά στους κανουργιοφερμέινους, όλο υποκλίσεις. —«Καλώς ώοίσατε Δον Σαν τρσ!, λέει δουλ'κά στον νέο. Τι ευχάρ στη έκπληξ:! Καί, κατά καλή τ-ύχη, μόλ'ς σήμε ρα τό· πρωί, άνο.·ξα ένα καινούργ.ο βαρέλι από· τό περί φημο κρασί μου! Ό Σάντρο γελάει με την καρδ.ά του. —Δεν εΐμαΐι σέ ηλικία άκόίμα για νά μ’ ενδιαφέρουν τά κ,οασ'ά Μανουέλ !, άποκρί νέτα··. "Αν έχ'ης άνοί,ξη κα νένα καλό... βιβλίο ποιημά των, μπορείς νά ,μού τό δώ(*) Δ άίοατζ τό τη-ΟΓ(Υ·°ύμ©ν10' τοΟίχος τού· «ΐΜ,ιικρού1 Ζοριρό:» : «'Ο Κεραυνός του1 Ζορ'ρό·».
ο
ΜΙΚΡΟΙ
σης να τό διαβάσω·! —'Ποιημάτων!, κάνει; ο Μα νουέλ μέ μνά εκφρασι ά'η'δίας σαν ν’ ακούσε κάτι πολύ συχαμερο1. ^ Ό Σάντρο δμιως γελά και πάλι. μέ τό ύφος του. —Μην άνησυχής, του λέει. "Εχω εδώ έναν φίλο πού θά τίμηση τό κρασί σου, όπως τού άξιζε ι·. Λεν ξέρω -μόνο, άν·.. τού φτάνη μονάχα τό έ να βαρέλι, πού άνοιξες! Ό ταβερνιάρης φαίνεται έτσμος^νά λιποθυμήση. Παίρ νει^ τοΐς μετρητοίς τά λόγια τού παλληκαρ.ού. —θά π;ή ό... ολόκληρο τό 6 αρέλ ι; τραιύλ ίζ ε ι·. Μ αντόνα ιμία! καί σταυροκοπιέται· με κατάνυξ:. Ό Σ άντρο άνασηκώνει τούς ώμους. Μετά γυρίζει εις τον γίγαντα καί τον .ρωτάει σσβαοά - σοβαρά: —Γ-αλέοα, θά τό π.ης τό β α οέιλ ■ ολόκληρο·; Απορία ζωγραφίζεται, στο ναζό πρόσωπο του κολοσσού1. Σουφοώνε·- τά χείλια. —Τί ·νά πω. σενόρ Σάν τρο; μουρμουρίζε·. Έγώ 6ά πίνω, θά πίνω, ώσπου νά μου πη'τε «σώνει*!» * **
Ό Μανουέλ φέρνει μια πε λώρια κανάτα γεμάτηι κρασίΤην κρστάεΐ' μέ δυσκολία καί μέ τά δυο του χέρια. Την ακουμπάει στο τραπέζι, μπρος στον Γαλέρα. Την ώ-ρα πού Ιέχεϊνος αρχίζει νά ρουφάη ^υέ άπόλαυσι, ό Σάντρο οώτάει τον ταβερνάρη: —Τ’ εΐν’ αυτά πού άκου ρα γιά τον Ζορρό, Μανουέλ;
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
9
*—Ή αλήθεια, σενόρ Σ άν τρο!, άποκρ'ίίνεταΐι εκείνος καί τό πρόσωπό του παίρνει πο λύ στενόχωρη εκφρασι. Φαί νεται· πώς σκότωσε έναν φου καρά αμαξά καί λήστεψε τούς επιβάτες! Τό .μαρτυρούν ολο άξ,ιόπιστοί· άνθρωπου Τό θύμα του, εΐνσι ό Δον Ραμόν ΠερέΑ'ρα, πλούσιος γαιοκτήμων καί' εύπατρίβης μαζί μέ τή γυναίκα του καί την κόρη του. Κι* έτυχε νά βρεθή εκεί κοντά καί ό καινούργιος Διο.κητής μας! — Ό Διοικητής; ρωτάει συνοφρυωμένος ό Σ άντρο» — Μάλιστα σενόρ. Έχει· γίνε· έξω φρένων μ’ αυτή την υπόθεσι. Καί μέ τό δίκιο του -βέβαια! —ιΚαλά καί ό Ζορρό· τί α πογίνε; ρωτάει- ό νέος μέ μέ τωπο ρυτιδωμένο από σκέψεις. —Τό ίδιο πού γίνεται· πάν τα, σενόρ Σάντρο!, άπαντάει ό Μανουέλ ζωηρά. Εξαφανί στηκε ! —Δεν τον κυνήγηάαν; —"Αν τον κυνήγησαν; τΩ ρες έψαχναν νά τον βοούν, Δον Βέγκα! Μά εξαφανίστη κε ! Οί μ ισοί χωροφύλακες λέ νε πώς έξατμίστηκε στον άέοα, εμπρός στα μάτ·α τους ! Οι άλλοι, μισσί πώς ή γή σκί στηκε στα δύο καί τον κα τάπιε ! Ό Σ άντρο δέν προλαβαί νει· νά πή τίποτα περισσότε ρο. 5Απ’ έξω άκούγονται δυ νατές φωνές- ΓΌλοι· οί θαμώνες τής ταβέρνας όρμούν νά βγούν στην πλατεία τής Ρ εί ναι ντε λός "Αντζελες.
10
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Βγαίνει .κι* ό ίδιος ό ταβερνιάρη-ς. Ό Σ άντρο τον α κολουθεί γεμάτος περιέργεια*. Ό Γσλέρας ακολουθεί τον κύ ριό που. Μά παίρνει μαζί-του και την μιασγεμάτη κανατά •μέ τό κρασί*. Στην πλατεία άλος ό λαός <ενει< μαζ-ευτή κάτω από· την Iβεράντα του διοικητηρίου. Πάνω σ' .αυτή την τελευταία, παρουσιάζεται τέλος ένας άν θρωπος. Είναι ό νέος ΔοΊκητής, Δον Χουάν Μαρία Μπα τίστα.
ΖΟ.ΡΡΟ
ναι συνεχώς άγριο και δεν στέκει ποτέ στο ίδιο μέρος. Στριφογυρίζει1 ολοένα ολόγυ ρά του, μέ νευρικότητα σαν να μή θέλη νά χάση; την πα^ .ραμί'κρή κίνηση μέσα σ' δλο έ κ εΐνο τό άνθρωπο μ άν ι. Σηκώνει· τό χέρι, του γ:.ά να. γίνη σωπή·· "Υστερα άρ χιζε ΐ; νά μιλάη, μιέ δυνατή καί 5. απερσστ · κή φιωνή: — Πολίτες τής- Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες ί Λυπάμαι πού ιό ερχομός μου στον τόπο σας^ συμπίπτει· μ' έινα λυ πηρά γεγονός: Τή δολοφονία ■ενός ανθρώπου καί τή λη στεία ενός εκλεκτου'ευπατρί 0 ΝΕΟΣ διοικητής εί δου καί τής οικογένειας του! Έμεινα δεν με γνωρίζετε." ναι ψηλός γεροδεμένος καί άρ . Πρώτη φορά μέ βλέπετε. "Ο κετά νέος. Τό βλέμμα του εΐσα κλ άν είμαι· διοκητής σάς
Ο.ΜΪΜ^ΟΪ
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
11
— Τρελλας ήταν αύτός ό άνθρωπος ή πιο κουτός κι5 από μένα;
•κ·αι κρατικός λειτουργός, φυ σικό· είναι: ν' άμίφπβάίλλετιε στα λόγ·<α μου1! ~έρω πώς αυτός 6 άθλιος ληστής, σ Ζορρό,. έχει· πολλές συμπά θειες σ' αυτό το μέρος! . 01 τγό πολλοί από σάς δεν πι στεύουν..ακόμη, στ.;· αυτός δο λοφόνησε ■ τον άμο,ίξά και λή στεψε τον Δον Ραμόν Περέϊρα, τή σύζυγό του και την κόρη του! Άλλα τον Δον Περέϊρα τον ξέρετε και τον αγα πάτε _κ,οΐ τον σέβεσθε όλοι σας! αίρετε πώς είναι ένας ιέντ. μος κι' ευσυνείδητος ευγενής, που έχε:· κάνε:· πολλές καλοσύνες στους φτωχούς! Τό παραμύθ. λοιπόν πώς ό Ζορρό1, τ.ιμωρεΐ τούς κακούς και τούς τυράννους, δεν πιάνει.
(έδώ! Και για να μιήν ύπαρξη καμμια αμφιβολία, παρακάλε σα τον Δον Περέϊρα και την οικογένεια του, ;νά έρθουν νά. σάς·.6εβα:ώσουιν οι ίδιοι· τά λε γόμενά μου! Μ’ αυτά τά λόγια και ενώ ένας ψίθυρος ξεσηκώνεται α πό την κοσμοπλημμυρισμιένη! -πλατεία, ό Μπατίστα σήκωνει> τα χέρι του, στρέφοντας προς τά πίσω. Άπ' την πόρτα τής .'βε ράντας- φανερώνονται1 ένας ήλ .κιωρέυος 'καίί παχύς άν θρωπος, μ'ά ηλικιωμένη σενόρα και ιμιά δροσερή μελσχοοινή ^κοπέλλα, με υπέροχη ομορφιά. Νεκρ,κή σ.·ωπή γίνετα;- πάλ'·. Είναι· φανερό· πώς ό λαός τής Ρέϊνα ντέ Λος "Άντζελες, Μ-
Μ
Ο
ΜΙΚΡ02
Ζ0ΡΡΟ
ΚΓ εγώ κι5 ή γυναίκα σέβεται· και εκτιμάει στ’ άλή- γος! μου καί ή κόρη μου τό είδα θεια την ^ ειλικρίνεια αυτού με ! "Ας τό μάθη λοιπόν κΓ ό του εύγενοΰς, λος ό κόσμος, που πίστευε Ό διοικητής τον ρωτάει! στον Ζορρό, σαν κΓ εμένα! μέ δυνατή φωνή: Είναι, φονιάς! Είναι· άπατεώ— Είναι άλήθεια, σενόρ, άτι. σάς έλήστεψαν χθΙές τό νας! Πρέπει νά λείψη· Ό Δον Μπατίστα μπαίνει βράδυ, αφού έδολοφόνησαν μπροστά στον Περέϊρα καί τον άμαξα σας; — Μάλιστα, Εξοχότατε!, χτυπάει τή γροθιά του στο κιγκλίδωμα τού έξώστη·. 'άπΌΚιρίνεται ιμέ βλαμμένη άλ — Αρκετά!, ουρλιάζει^ ά λα δυνατή φωνή και ό Περέϊγρια. Θά λείίψηι, σενόρ! Τό υ •ρα. Τον δολοφόνησαν μαλάμ πόσχομαι. εγώ, ό Δον Χουάν ατα ψυχρά, χωρίς νά ύπάρΜαρία Μπατίστα, διοικητής χη ^κανένας λόγιος! Την ώρα έκείίνη, ό δυστυχ ία μένος, δεν τής "Αλτα Καλ.φόρν.α·! Πριν πέραση μιά έβδομάδα, θά κρατούσε κανένα· όπλο στα χέ τόν έχω κρεμάσει· σ’ αυτήν ρισ του! Μάλιστα ρώτησε τόν εδώ την πλατεία, πού βρ.σκό·Ζορρό άν ήθελε νά τον βοηθήσαστε τώρα! ΚΓ έπε’δή κα ση! Κι5 εκείνος τόν είρωνευνείς δεν .μέ γνωρίζει· στο πουθηΐκε και τόν σκότωσε. έμπλο, ένας σάς λέω : Μην — Είπατε Ζορρό!, φωνά τολμήσει κανείς νά τόν κρύζει. ό Μπατίστα, ενώ πάλι, έ ψη, νά τού δώση άσυλο ή νά νας μεγάλος ψίθυρος ξεσηκώ τόν κάλυψη έστω, μέ τή σιω νεται- άπό τήν κοσμοπλημιμυπή! "Οσο είμαι καλός όταν ρισμένη πλατεία. Εΐστε βέ δέν μέ πειράζουν, τόσο είμαι· βαιος πώς ό ληστής και δολο άδυσώπητος, όταν μου πάνε φόνος ήταν ό Ζορρό; κόντρα! ~έρω ότι, χρόνια ο — Δυστυχώς είμαι βέ λόκληρα, ό λαός τής "Αλτα βαιος!, άπαντάει· ό ευπατρί Κσλιφόρν.α, έχει δώσει αμέ δης χαμηλώνοντας τό κεφά τρητες φορές σ’ αυτόν τόν λι. κακούργο τή δυνατότητα νά —^ Δυστυχώς; Γιατι «δυ διαφυγή.... Νά ξεφύγη άπό στυχώς»; φωνάζει, ό διοκητής τά χέρια τής Δικαιοσύνης! σαρκαστικά. Μήν τολμήση κανείς νά τό έ-— Γιατί πίστευα κΓ εγώ, παναλάβη, γιατί άλλοίίμονό όπως όλος ό κόσμος, έξοχώτατε, πώς ό άνθρωπος αυτός του ! Είμαι ικανός νά χύσω ποτάμια αίμα, για νά κρεμά υπηρετεί — μέ κάπως παρά σω αυτόν τόν ληστή, Δέν έχω νομο τρόπο έστω— τή δικαι οσύνη ! Πώς ουδέποτε κάνει νά πώ τίποτε άλλο γιά τήν δολοφονίες και ληστείες !... Γε ώρας! λάστηκα! Γελάστηκα αίκΚαί μ’ αυτά τά λόγια γυ ρίζει. κα^ί μπαίνει· στο εσωτε τρά! ΕΤδα μέ τά ίδια μου τά μάτια, ποιος είναι στην πρα ρικό τού κτιρίου, ακολουθού γματικότητα αυτός ό κακούρ μενος άπό τόν Δον Περέϊρα
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
και τις δυο γυναίκες. Καινούργια βοή ξεσηκώνε ται στην πλατεία τού ττοοέμ πλε, μεγαλύτερη από- κάθε άλλη φορά. Ό Γαλέρας έχει άπομεί'νει ακίνητος σαν άγαλμα, με γουρλωμένα μάτια καί κυττάζει τον Σ άντρο, ενώ εκείνος· έ χει ξεχάσει τό βλέμμα του στην άδεια β'ειράντα. — Δον Σά... Σά·.. Σάν τρο!, κάνει αναποφάσιστα ό γίγαντας. — Τ' είναι, Γαλέρα; ρω τάει· εύθυμα ό νέος γυρίζον τας προς τό μέρος του. ^ — Τρελλός ήταν αυτός ό άνθρωπος ή πιο κουτός κι* α πό μένα; Λέει πώς ό Ζορρό σκότωσε τον άμαξα, αφού Ζορρό, ήθελα νά πώ! Εμείς ξέρουμε πώς ό Ζορρό1.... Δεν ξερού με, σενόρ, ότι.·..; — Βεβαίως:!, φωνάζει γε λώντας ό Σ άντρο, τέρομε πώς αυτή ή κοπέλλα, ή κόρη τού Δον Περέϊρα, είναι ή π.ό ό μορφη κοπέλλα τού κόσμου! — άλατα ! Αυτό ήθελα νά πώ κ’5 εγώ!, συμφωνεί βρ.αμβευτ κά ό Γαλέρας.
Και πάλι ■ό Ζορρό 0
ΔΟ'Ν
Περέϊρα καί οί
δυο γυναίκες ξεκινούν για τό μεγάλο αγρόκτημά τους, πού είναι όξω από· τό πουέμπλο. (Παίρνουν τον μεγάλο., εξοχι κό δρόμο. Ό καινούργιος ά μαξας. οδηγεί τά άλογα μέ μέση, ταχύτητα. εφ Περέϊρα είναι· αμίλητος,
1
ΟΡΡΟ
11
(βυθισμένος στις σκέψεις του. Ή γυναίκα του κι* ή κόφη του τον κυττουν ανήσυχα. Ή δεύτερη, λέει, σέ μια στιγμή: * — Πατέρα, συμβαίνει. τί ποτα κακό; Ό[ ευπατρίδης τήν παρα τηρεί .μ* αγάπη. Προσπαθεί νά τής χαμογελάση· — *Έχω μ ιά παράξενη α νησυχία, κόρη μου-!, αποκρί νεται·. Ούτε κι·3 εγώ δεν ξέρω τί είναι... Αισθάνομαι αάν νά έχω κάνει· κάποιο μεγάλο λά θος ! — Αάθος!, φωνάζει ή Δό να Περέϊρα. Τί: λάθος νάκανες, Ραμόν; Μήπως αυτός ό ληστής δεν σκότωσε τον καη μένο τον Φελί'ππε, μπρος στα μάτια μας; — Μάνος άλτος σενόρ! Ψη λά τά χέρια!, άκούγεται· τήν ίδια στιγμή μια κραυγή έξω από τήν άμιαίξα. Οί τρεις επιβάτες άλληλοκυττάζονται τρομαγμένοι. "Υ στερα κυττουν μέ μια ταυτό χρονη κίϊνησι, εξω από τό πα ράθυρο. Βλέπουν έναν όλόμαυ ρο καβσλλάρη, πού έχει· βγή πίσω από μια συστάδα θά μνων καί πλησιάζει· προς τό μέρος τους. -— Ό Ζορρό- !, τραυλίζει χλωμ.άζοντας ό Περέϊρα. Μέ ρα - μεσημέρι·! Τί θέλει πά λη Ή γυναίκα του φέρνει τό χέρι της στήν καρδιά. Μοιά ζει έτοιμη νά λ ;πο θύμηση. Ή κόρη της τήν σφίίγγει· ε πάνω της για νά τής δώση, κουράγιο. Ταυτόχρονα φωνά ζει στον άμαξα: — Χασέ ! Σκότωσε τον! ^
«
14
Ο
’Μ
1
κ'
Ρ
Μην τον άφήσης νά πλησιάστή! · Ό Χοσέ Αρπάζει· πραγμα τικά την κσραμπίνα πού υ πάρχει κοντά του. Τή φέρνει στον ώμο αστραπιαία και ση μαδεύει. Μά.σσο γρήγορα κι5 άν γί νονται ολ5 αυτά, δεν προλα βαίνει· νά τραβήξη- τή σκαν δάλη. ^ Ό μασκοφόρος καβαλλ ό σης δέν_Κιρατάεΐ! πιστόλια στα χέρια του σήμερα. Μόνο τό μακρύ μαστίίγιό. του,- πού εί ναι· τυλιγμένο κοντά στο χέ ρι του. Στην κίνησή λοιπόν τού άμαξα, τό μαστίγιό ξετϋλίγεταΐ' άξαφνα και ή ·μακρυά και λεπτή άκρη του τι νάζεται· προς, τον Χοσέ. Τυλί γεται σαν φίδι· γύρω· από την καρα-μπίνα κι** ύστερα τρα βιέται; απότομα. Τό όπλο ξε φεύγει από τά χέρια τού άμα ξα καί πέφτει στήν ξερή· γη, πολλά μέτρα μακροά του. Μια κραυγή τρόμου βγαί νει απ’ τό στόμα τού Χοσέ,· Ετοιμάζεται νά πηδήξηι από τή· θέσι του καίι νά τό βάλη ατά πόδια. Είναι· βέβαιος πώς. από1' στιγμή ' σέ στιγυή ό Ζόρρό θά1 τον πυροβό ληση κι5 έκεΐνον, όπως έκανε και μέ τόν προκάτοχό ταυ· · Μά ό μάσκοφόρος τού λέει μέ ήρεμη καί γλυκεία φωνή: · — Μή φοβάσαι, άμίγο ! Λεν- πρόκειται νά πάθης τίπο τα! · Καί ταυτόχρονα γέρνει τό κορμί του μέ καταπληκτική γρηγοραδα. Γλυστράει απ’ τή σέλλα τού άλογου του καί πη
Θ
1
Ζ
0
Ρ
Ρ
0
πού γίνονται αυτά, αοκούγεταΊ ό κρότος ενός πυροβολισμού. Ό Δον Ρ σιμόν Περέϊρα έ χει· βγάλει· τό χέρι του άπό τό παράθυρο τής άμαξα κι’ έχει ρίξει· καταπάνω στον Ζορ ρό,' μ5 ένα παλιό, μονόσφαιρο πιστόλι. Ή σφαίρα: περ νάει· πάνω άπό τό κεφάλι· του μαυροντυμένου ’ καβαλλ ά ρ η καί χάνεται στον αέρα. — Ντροπή σας, σενό>ρ Ρ α μάν"! φωνάζει εύθυμα ό Ζορρό. Αυτό πού πήγατε νά κάνετε, ήταν καθαρή δολοφονίά! Εί δατε ότι δον κρατούσα στά χέρ α μου τίπτοτ5 άλλο, άπό ένα μαστίγο. Καί ούτε κυττούσα καν προς τό· μέρος σας! Τί περσσότερο έκανε ό χθεσ ινοβ ραδμνας ληστής, π ού σκότωσε τόν ανυπεράσπιστο Φελίππε; — Ό χθεσινοβραδυνός λη,στής κέ εσύ, είσαστε τό ίδιο ■ π ρόσ ωπ ο!5 φώναζε ;■ ξ α να μ μ έ νος ό Περέϊρα. Ό Ζορρό ρίχνει μτά ματ'ά στην όμορφη κοπέλλα πού τόν κυττάζε: κι* εκείνη; μέ τά φλογερά · μαύρα μάτια της. Νοώθε: μ ά δυνατή ανατριχί λα νά τόν δ'απερνάη. Πρώτη φορά τή βλέπε: άπό τόσο κον τά. Ή όμορφα της είναι· κά τι τό άπερ ίγραπτο. Θά έλε γες πώς είναι·'άγγελος! Καί δέν θάναΐ1 παραπάνω άπό δε καπέντε χρόνων!'
στη γή· Την Ϊδια στιγμή δσλγός
Ή τιμωρία!
ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΣ
ί-
’κφν^ι .μά ύττακλιΟΊ-
Ο
Μ
1
Κ
Ρ
0.2
γεμάτη χάρι προς το μέρος της. Μετά, ενώ αυτή κοκκινί ζει· ώς τ’ αυτιά, γυρίζει και λέει στον πατέρα της: — Αυτό, σενόρ Περέϊρα, μπορεί νά τό λέηι ό Δον Μπα τίστα, πού ήρθε τώραι στην Άλτα Καλιψιόρνια. ’Όχΐη ό μως κι5 έσεΐς, πού γεννηθήκα τε σ' άύ-τό τό μέρος. Μια α πάτη, διαρκεΤ λίγες μέρες, λίγους μήνες, ένα - δυο χρό νιά... "Ομως τό άνομα τού Ζορρό έχει ,γίνει θρύλος! Ο.ί φτωχοί ^ καί κατατρεγμένοι, πού^ορκίζονται σ’ αυτό, είναι χιλιάδες! Νομίζω δεν σάς ε πιτρέπεται νά εΐσθε τόσο α φελής, σενόρ ! Μια τέτοια, ι στορία, δεν γκρεμίζεται έτσι, με δυο πιστολιές, πού τις έρριξε ένας άλλος! — "Άλλος!, κάνει έκπλη κτος αλλά καί με κάποια αμ φιβολία τώρα ό Περέίρα. Τί εννοείς; Σέ είδα μέ τά μάτια μου, Ζορρό! Καί δεν σέ είδα μονάχα εγώ!...· ■*— Μέ τά μάτια σάς είδα- ’ τε ένα μαύρο ύφασμα!, α παντάει· αυστηρά ό μασκοφό ρος Εκδίκησής. Λεν είδατε ·τί κρύβεται κάτω άπ’ αυτό. Ού τε χτες τό βράδυ, ούτε τώρα τό βλέπετε! Γιατί δεν σκό τωσα πάλι τον άμαξα σας; Γιατϊ παρουσιάζομαι καί σάς μ.λώ, μέ ^κίνδυνο τής ζωής μου, στο φώς της μέρας; Σε νόρ Ραμόν, κηλιδώσατε τ’ ό νομα τού Ζορρό!. Τό καταγ γείλατε άδικα μπροστά σ’ ο λόκληρο τον λαό της Ρέϊνα ντε λός Άντζελες ! Εκείνο πού χρόιν.α ολόκληρα σήμσινε ,^ττραστάτ^ς», ^ίλος», Εκδι
■ Ζ
Ο
Ρ
'Ρ
ύ
-
18
κητής», τώρα σημαίνει «δο λοφόνος» καί «ληστής», χάρι σ' εσάς !. Κάνατε μεγάλο κα κό σ’ αυτόν τόν τόπο·...·. - — Δεν καταλαβαίνω !, μουρ μουρίζει· άποσβολωμένος ό -Δον Ραμόν. Ακόμα κΓ άν άλα οσα λέτε — μιλάει άθε λα στον πληθυντικό1 από εδώ καί πέρα—- είναι αλήθεια, τό>τε πιθανόν νά έκανα κακό-σ’ εσάς..-.. ’Όχι καί στον τόπο! — Μεγάλο κακό, σενόρ'!, επαναλαμβάνει. μέ επίσημη φωνή ό Ζορρό· Ό καινούργιος διοικητής στη δ.κή σας μαρ τυρία βασίστηκε, για νά άναγγείίλη αρχή «ανακρίσεων» καί «ποταμούς αίματος». Θά βασαν στ ούν - άδ ικα άνθρωπο ι έξ-αιτίας σας! ’Ίσως καί •νά πεθάναυν πολλοί άν - δέν προλάβουμε. Γιατί κανείς δέν ξέρει πού κρύβεται σ Ζορρό! Ούτε ό αληθινός,.... ούτε ό πλαστός! . Καί νά θέλουν αύτο.ί^ οί δύστυχοι, δέν θά μπο ρούν νά ικανοποιήσουν τή μα νία τού Δον Μπατίστα! ΚΓ έτσι, θά υποφέρουν! Ό Περέϊρα έχει- χλωμιάσει. 1Κ υττ άζ ε ι σ αστ ισ μένος την κόρη του. Τό βλέμμα της τον κάνει ν’ άνατριχιάση.. Κσταλα βαίνει σέ μια στιγμή άτι κι* εκείνη ιάκ,όμα τόν πιστεύει έ νοχο. — Σενόρ Ζορρό, λέει στο τέλος, παραδέχομαι ότι μπο ρεί νά έσφαλα ύ Άν βέβαια τά πράγματα είναι όπως τά λέτε, δέν χωράει άμφιβολία για τό .λάθος μου. Δέν μπορώ, όμως νά πιστέψω-χωρίς απο δείξεις ! ’Ίσως καί τώρα νά μέ κοροϊδεύετε! "! ςτορς νά
16
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
παίζετε κάποια μιπλόφα, πού δεν μπορώ να συλλάβω· τον σκοπό της.·.. 'Ο Μασκοφάρος Εκδικητής ανοίγειξαφνικά τήν πόρτα τής άμαξας καί λέει: ^— Κατεβητε, σενόρ Ρ α μάν! ιΚαί ταυτόχρονα διατάζεικαίί τον άμαξα: — Έσύ, λύσε ένα από τ’ άλογα τής άμαξας! Ό ευπατρίδης τον κυττόυζ ε ι ^ άναπ οφάσ ιστός μ ιά στ ιγμη. "Υστερα όμως καταλαδαίνει· πώς δεν μπορεί νά κάνη διαφορετικά και υπα κούει. Κατεβαίνει από την ά μαξα. Ρίχνει ριά ματιά στον Χασέ, ^ πού έχει αρχίσει νά λύνη τό άλογο. Ρωτάει- ανή συχος : — Τί σημαίνουν αυτά; λ— Σημαίνουν, σενόρ, πώς θά ^ τι.μωρηθήτε γιά^ τό κακό πού κάνατε!, απαντάει ήρεμα ό Ζορρό. Και βλέποντας τήν αγωνία στο πρόσωπο τής κοπέλλας 'β.άζεταΐ' νά συνέχιση: λ —* Η τιμωρία σας όμως θά είναι μηδαμινή, σχετικά -με τό λάθος σας. Ωστόσο, θά κάνε τε ό,τι. σάς πώ, χωρίς νά σάς δώσω καμμιά άπόδειξι πώς σάς λέω τήν αλήθεια — για τί δεν έχω καμμιά άπόδειξι! — Τότε δεν θά κάνω τίπο τα, σενόρ ! απαντάει· θυμω μένος ό Περέϊρα. ^ — Θά υπακούσετε !, του λέει ξερά ό Ζορρό· Θά σάς αναγκάσω! "Ας μΐή φλυαρού με, γιατί δεν υπάρχει καιρός! Σενόρ Ραμόν γνωρίζετε προ σωπικά τρν Δον Μπατίστα;
1
Ο
Ρ
Ρ
Ο
— "Οχι, αίποκρίΒηικε ό ευ πατρίδης. — Γνωρίζετε όμως τον Δον Τσελεσ τ ί ν ο Μολντάμπαν, πού ξεκίνησε από τή Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες, γιά νά γίνη άντ.πρόεδρος τού Μεξι·κού. — Ασφαλώς !, αποκρίνε ται, ό Περέϊρα παράξενε μ ε νός. Δεν μπορεί νά καταλάβη πού θέλει νά καταλήξηι ό Ζορ ρό. — Λο.πόιν, θά πάρετε αυ τό τό άλογο καί θά τρέξετε νά συναντήσετε τον Δον Μολ ντάμπαν, σενόρ. Θά τού πήτε νά έρθη τό συντομώτερο στο πουέμπλο μας. Θά τον φέρετε μαζί σας. — Άρνούμαι νά κάνω ό,τι δήποτε, φωνάζει μέ πείσμα ό Περέϊρα, αν δεν -μου εξηγή σετε.... Ό Ζορρό δεν τον άφήνει νά τελε,ώση. Τραβάει· τά δυο πιστόλια του καί τά στρέφει· καταπάνω στη Δόνα Περέϊρα καί την όμορφη κόρη της· — Θά ξεκινήσετε αμέσως σενόρ!, διατάζει σκληρά. Τό άλογό σας είναι έτοιμο! Ό Δον Ραμόν γίνεται· κίτρ.νος σαν κερί. ’Αλλά, παρ' όλη την- ανησυχία του, τά μα τ α του αστράφτουν από θυ μό. — Καίί λέτε πώς δέν^είσθε δολοφόνος, ληστής κι5 εκβια στής; φωνάζει μέ φωνή πού ή οργή τήν κάνει νά τρέμη. — Μπορείτε νά πήτε ό,τι θέλετε!, αποκρίνεται ψυχρά ό μασκοφόρος. 5Αφού δεν μπό Ρ'ξςτςχ νά σάς π§ίάω μέ τή λρ
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
γική, θά τό κάνω μέ τά όπλα! 'Κάί δέν 6ά δ,στάσω νά πυ ροβολήσω, σενόρ, ·μ" όλο ττού αυτό θέ μέ λυπήση, εξαιρετι κά. Προσπαθώ νά σώσω χι λιάδες ψυχές! — Καί·... τί Ο’ απογίνουν έκεΐνες, όταν λείψω·; _ ρωτάει άβέ'βαια ό Δον Περέϊρα. — Θά μείνουν αιχμάλωτες μου, ως την επιστροφή σας. Θά ελευθερωθούν, μόλις έπι ατρέψετε μέ τόν Δον Μολντάμ παν! Ελπίζω αυτό νά σάς κάνη νά βιαστήτε..· Ό Δον Περέϊρα διστάζει ακόμα. Μά βλέπει πώς διέν υπάρχει άλλη λυσι. ^Αμίλη τος τότε, στρέψες και φιλάει, άπελπ ισ μένο ς τη γυνα ίκ α του καί την κόρη του. "Υστε ρά λέει στον Ζορρό μέ τά δόν τια σψ . γμένα: — Υπακούω γιά χάρι τους όπως βλέπετε, σενόρ! "Αν ό μως πάθουν τό παραμικρό, άλλοίμονό σας! Πουθενά δεν θά μπορέσετε νά κρυφτήτε ! Ούτε καί μέσα στά καταιχθό,νια τής γης! Τρέχει, πηδάει με μιά άπίστευτη γιά τό πάχος τον ευκ.νησία, στο άλογο που έ χει έτοιράσει· ό Χοσέ και ξε κινάει μέ γοργό καλπασμός Σέ λίγα λεπτά ^ έχει, χαθή ατό στρίψιμο ενός χαμηλού λόφου. Ό Ζορρό γυρίζει στις δυο γυναίκες: — Σεν.όρα, σενιορ ί τ α, λέει μέ καινούργια υπό'κλισι, λυπάμαι γ ά όλ' αυτά. Μπο ρείτε τώρα νά συνεχί'σετε το ταξίδι, σας. Δυστυχώς δεν θά μπορέσω, νά σάς συνοδεύσω.
20ΡΡ0
17
— Δεν.·., δεν θά μίας κρα τήσετε αιχμαλώτους λοιπόν ; κάνει· σαστισμένη; ή κοπέίλλα, μ5 έναν τρόπο, σαν νά την δυσάρεστή αυτό. — "Οχι·, σενιορίτα Κάρμεν!, αποκρίνεται χαμόγελών τας κάτω άπό τήι μάσκα του ό Ζορρό. Συγχωρήστε με καί γιά τό .μικρό αυτό ψέμα πού είπα στον πατέρα σας. Πι στεύοντας ιδτι κινδυνεύετε, θά κάνη εκείνο που πρέπει. Δέν χρειάζεται νά ταλαιπωρηθήτε σ5 ένα μέρος χωρίς καθόλου άνέσεις!.... 'Αντιός! Καί δίχως νά περιμένη άπάντησι, τρέχει· στά άλογό του. Μ’ ένα πήδημα βρίσκε ται. στη .ράχι του καί ξεκινάει ολοταχώς. Ή όμορφη 'Κάρμεν τον πα ρακολουθεί μέ τό. βλέμμα απ' τό πίσω παραθυράκι τής άμα ξας. Τότε ή μητέρα της θυ.μω>μένη, τραβάει καί κατεβά ζει· τό κουρτινάκι. Φωνάζει στον άμαξα: — Βάρος, Χοσέ! ΚΥ ή άμαξα συνεχίζει τον δρόμο της-
Ένέδρα
ο
ΖΟ'ΡΡΟ, όρως, δέν πηγαίνει πολύ μακρυά. Καθώς περνάει κοντά άπό κάτι άπό τομα βράχια, ξεπετιώνται· πί σω του τέσσερις χωροφύλα κες. —- Ψηλά τά χέρια, σενόρ Ζορρό!, φωνάζει σαρκαστικά ό ένας τους. Μην κάνης καμμιά βλακεία καί μάς άναγκάσης νά σέ σκοτώσουμε, γιατί
Η πιο παράξενη καί φοβεί
ό Δον Χουάν Μαρία Μπατ-ί' στα, επιθυμεί πολύ νά σέ κρ·ί .μαση. στην πλατεία του που έμπλο! Και για να γίΗ/η αυ τό, πρέπει νά είσαι ζωντα-
"Οση ώρα ό χωροφύλακας εκείνος φλυαρεί, ό Μασκοφό ρος Εκδικητής τον παρατη^ρεΐ μέσ5 από τις τρύπες τής μάσκας του. Κι* αυτόν και τούς τρ-εΐς συντρόφους του.
μονομαχία αρχίζει τότε
5Από τον κάπως ασυνήθιστο τόνο που έχει το χρώμα τής στολής τους, καταλαβαίνει πώς είναι .οι τέσσερις προσω πικοί σωματοφύλακες, πού έ χει- φέρει μαζί του ό Δον Μπα
τι'στσ. Τά μάτια τού μασκοφόρου ιδαλγού, όμως, βλέπουν ’ και άλλα πολλά πράγματα, πού δεν θά μπορούσαν-νά ξεχωρί σουν όποια δήποτε μάτια. Μιά
20
Ο
Μ
ί
Κ
Ρ
παγωμένη ανατριχίλα κατρα κυλάει στη ραχοκοκκαλιά του. Οι τέσσερ.ς χωροφύλακες βαδίζουν κιόλας προς το μέ ρος του. (Κρατούν στα χέρια τους πιστόλια και όλες οί κάννες, τον σημαδεύουν κατά στηθα. Δεν μπορεί να κάνη την παραμικρή κΟνησι. Τό μυαλό του άδικα ψάχνει- απε γνωσμένα να βρή μια λύσι^. 'Άξαιφνσ καταλαβαίνει, πώς έ τσι απότομοι, εκεί που νό μιζε πώς όλα πήγα.ναν· κα λά. γ ά να άποκαλυφθή ό δο λοφόνος σωοίας του, είναι· τώρα οριστικά χαμένος! Εί ναι μέρα - μεσημέρι. Δεν έχει καιμμια ελπίδα νά ξεφυγη καλπάζοντας. Στις κόρες, των ματχον εκείνων των άνιθιρώπων, γυαλίζει ό Θάνατος- Εΐνα:ι φανερό1 πώς δεν Θα διστά σουν νά τον πυροβολήσουν, αμέσως μόλις επιχείρηση κάτι. Καί οί χωροφύλακες τον ζυγώνουν κί* άλλο. Σταμα τούν ακριβώς εμπρός του. Οί κάννες των πιστολιών τους, ούτε ο'τιιγμή δέν παύουν νά κυττάζουν βλοσυρά τό στή θος του. — Κατέβα από τό άλογό σου, σενόρ!, διατάζει· ό ένας τους. "Ησυχα όμως. Σιγά σιγά! Νάσαι σίγουρος πώς χάθηκες, άν πας νά κάνης τά συνηθισμένα, κάλπα σου! Δέν περνάνε σ’ εμάς! Ό Ζορρό τό καταλαβαίνει. Ή ψυχή του γεμίζει απελπι σία. ^ «Τόσο γρήγορα, λοιπόν, τέλε'ωσαν όλα γιά μένα; σύλ λογίζεται μ’ άπόγνωσι. «Μή
ύ
1
2
ό
Ρ
Ρ
Ο
πως είχε δίκιο ό πατέρας μου πού είπε πώς είμαι μικρός γ·/ αυτή τή δουλειά;» .Κατεβαίνει απ' τό άλογό του, ύπακούντας άναγκαστικά. Ό χωροφύλακας πού μι λάει συνεχώς, τον κυττάζει σαρκαστικά καί υψώνει τό ε λεύθερο χέρι προς τό πρόσω πό του. — Καί τώρα, ή συνταρα κτική αποκάλυψές!, λέει κο ροϊδευτικά- "Ας δούμε τί λογής φάτσα κρύβεται κάτω απ’ αυτό τό πανί ! «Ναίϋ ΔίΙκ'ο είχε 6 πατέ ρας! — είναι ή τελευταία, άπελπ σμένη σκέψι» πού κάνει ό Μασκο'φόιρος Εκδικητής, α νίκανος νά σαλέψη. * * * Γιατί στην πραγματικότη τα, ό άνθρωπος πού κρύβε ται κάτω* από την ολόμαυρη φορεσιά του Ζορρό, δέν είναι παρά ένα δέκα εφτάχρονο πσλληκάρι : Ό γ.ός του νε κρού τώρα πιά αληθινού Ζορ ρό, που ήταν ό Δον Ντιέγχο Βέγκα. Ζορρό τώρα είναι ό νεαρός Δον Σ άντρο Βέγκα. Κανείς δέν θά μπορούσε νά π:στέψη, βλέποντας αυτό τό λεπτεπίλεπτο αγόρι, μέ τά δοντελλένια κοστού μ α ικαί τ' αρωματισμένα .μαντήλά κα, μέ την άγάπη του γιά την ποίηισι. καί την απέχθειά του γιά σκοτωμούς καί καυ γάδες, πώς είναι ό ατρόμητος καβσΧλάρης, πού ελευθέρωσε την 'Άλτα Καλιφόρνια, άπό τούς ληστές τού προδότη συν ταγματάρχη Φερνάρντο Ρ:άθ; Αλλά ό Σάντρο ακολουθεί τήν τακτική τσΰ πατέρα του,
ύ
ΜΙΚΡΟΣ
πού^έπροσποιείτο τον δειλό κι’ έτσι κάνεις δεν μπορούσε να υποψισστή, πώς ήταν ένα και τό αυτό πρόσωπο, με τον θρυλικό Ζορρό. Και αύτόίς ό ίδ ιος, δηλαδή ό Σάντρο, έχει* άνάλάβει, να συνεχ ίση τό μεγάλο έργο του πατέρα το·ιλ Μά τούτη τη στιγμή, τό έργο αυτά, κινδυνεύει νά σταματήση άδοξα. Ό άγριος χωροφύλακας έ χε 5 αρπάξει, κιόλας την άκρη, του μαύρου πανιού, πού σκε πάζει τό πρόσωπο του μι κρού Ζορρό. Είναι έτοιμος νά τό τραβ’ήξη. Επάνω στην ώ ρα, όμως, άκούγεται ένας πυ ροβολισμός και μιά δυνατή κραυγή πόνου, πού τή συνό δευε ;> μιά φοβερή βλαστήμια. Ό χωροφύλακας τινάζεται 'βογγώντας· "Αφήνει, νά τού πέση τό πστάλιι. Μέ τό χέρι πού τό κρατούσε, πιάνε:1 τό άλλο του χέρι, που είναι βου τηγμένο στά αίματα! Ταυτόχρονα, σάν αυτόμα τα, ρί άλλοι- τρεΐς χωροφύλα κες στρέφουν ένστικτωδώς προς τό μέρος απ’ όπου έχει έρθει1 ό πυροβολισμός. "Ενας καβαλλάρης στέκει ακίνητος επάνω ατό άλογό του. Τό δε'ξ’ό του χέρι, κρατάει ένα μονόσφαιρο πιστόλι·, που τώρα πά είναι άχρηστο, γατί έχει άδε’άσει. Ό άνθρωπος αυτός είναι ό Δον Ραμιον Περέϊρσ!
νεο
ο
I ΔΥΟ από τούς τρεις πά, ώπλσμένρμς χω
ΖΟΡΡΟ
21
ροφύλακες, υψώνουν τά πιστό λια τους καί σημαδεύουν τον ηλικιωμένο εύπατρίδη. Ό τρι τος γυρίζει, τήν ίδια στιγμή προς τό μέρος τού μικρού Ζορρό. Αλλά τό δευτερόλε πτο πού έχειι περάσει χωρίς νά τον προσέχουν οί αντίπα λοί του, είναι παραπάνω α πό αρκετό γιι’ αυτόν. Πριν ό χωροφύλακας προφτάση νά γυρίση τελείως, τρώει; -μια φο βερή σπρωξιά, πού τον κάνει νά πέση μέ φόρα· επάνω στους άλλους δύο, τή., στιγμή άκριι■βώς πού πυροβολούν τον Δον Περέϊρα. Φυσικά οί σφαίρες τινάζονται ψηλά στον ουρανό ή καρφώνονται· στο χώμα. Οί τρεΐς χωροφύλακες κουτρουβσλάζονται. σ' ένα σύμπλε γμα κάτω, βλαστημώντας άπαίΐσια· Του ενός τό πιστόλι έχε;1 ξεφύγει απ’ τά χέρια του. Οί άλλοι, προσπαθούν νά στρέψουν τά δικά τους ε ναντίον- του· Αλλά ό μικρός Ζορρό έχει π η,βήξει κοντά στο άλογό του κι’ έχει, τραβήξει, από τή σέλλα τό θρυλικό μαστίγ.ιο. Ή μακρυά γλώσσα του σχίζειι τόν αέρα σφυρί ζοντας. Τό ένα μετά τό άλ λο, τά δύο πιστόλια, κάνουν φτερά απ’ τά χέρια των χω ροφυλάκων. Τότε ό μικρός Ζορρό, τραβάει τό δικό του πιστόλι,. — Ακίνητο:1, σενόρες !, διατάζει ξερά. Καί βλέποντας τά τέσσε ρα άλογά τους κρυμμένα πί σω άπό τούς βράχους, συνεχΐζει: — Άν^βήιτζ ςττςι ζώο κ^ι
11
0
ΜΙ
ΚΡΟΣ
20Ρ.Ρ0
δρόμο! Γρήγορα, ττρι»ν» τό με στην αποστολή πού μου ανα τανοιώσω! θέσατε. "Εστρεψα τό άλογό Οι χωροφύλακες δεν θέλουν ,μου για νά ξεκινήσω κιόλας, παρακάλια. -ΒοηθοΟν τον πλη, αλλά τότε είδα στους πρόπογωμένο .στο- χέρι, σύντροφό δες τού λόφου τούς; .κρυμ μέ τους, V άνείβη στο άλογο κΓ νους χωροφύλακες, πού σάς υστέρα κάνουν κΓ αυτοί τό ί είχαν στήσει ^ένέδρα... Π0σσδιο. Πριν ξεκινήσουν, όμως, ό πάθησα νά .σάς γλυτώσω, χω ένας τους στρέψει προς τό μέ ρίς νά σκοτώσω^ κανέναν. ΕΤρος πού στέκει ακίνητος πάνι μαΓ ευχαριστημένος πού κΓ να, ό ηλικιωμένος ευπατρίδης. έσεΐς σενόρ, δεν χρησιμσπσ.'—ΛΔόν Περέϊρα, του φωνά- ’ ήσατε τά πιστόλια σας, ενώ ζεγ εΤσαι^ ένας προδότης!" Θά θά μπορούσατε!.... Τώρα δτό πλήρωσής μέ τη ζωή σου μως...· Τώρα είμαι κι5 εγώ έ αυτό! νας έκτος Νόμου, σαν κΓ ε Κύ υστέρα φεύγουν. σάς ! ^ ^ "Οταν χάνωνται στο βάθος — 'Όχι για πολύ καιρό, τής κοιλάδας τής Ρέϊνα ντέ Δον Ραμόν!,, λέει ζωηρά ό Λος "Αντζελες, ό μικρός· ΖορΖορρό. "Οταν φέρετε τόν Δσν ρο βρίσκεται» πλάι στον Δον Μολντάμπαν εδώ δλα θά διορ Ραμόν. θωίθούν. Δέν πρέπει όμως νά Γιατί τό κάνατε αυτό, .χάνουμε καιρό... σενόρ; τον ρωτάει μ5 ευγνω —- Φεύγω αμέσως !, μουρ μοσύνη άλλα καί περ έογεια. μουρίζει· ό Περέϊρα. Γ ιά τό ^ — Δεν θ’ άφηνα ποτέ στην θεό δμως, σενόρ Ζορρό, προ τύχη τους, ^ τη γυναίκα μου σέχετε τή γυναίκα καί την κόκαιϊ την Κάρμεν!, · άποκρίνε- ' ρη μου δσο ,θά λείπω... 7 ου ό ευπατρίδης ήρεμα αλλά Καί · σπηρουνιάζόντας τ' μέ θλιμμένη, φωνή. "Οταν εάλογό του, παίρνει πάλι, τόν στρ ψ-α απ' τον λόφο καί δέν δρόμο.,. μέ βλέπατε π.ά, ανέβηκα Ό μ.κρός · Ζορρό ξεκινάει στην κορυφή του, από την άλ κι’ εκείνος μέ άλλη, κατεύθυνλη πλευρά. Είχα αποφασίσει· σ". Ή καρδιά, του είναι, πανά σάς ακολουθήσω από μαρ άξενα σφ; γ μέν η. Β ι άζετα ι κρυά· Νά μάθω πού θά τις φοβερά★ ★ ★ πηγαίνατε καί νά φροντίσω νά τις ελευθερώσω. Μά είδα Μπαίνει στη σπηλιά πού μέ έκπληίξι, δτι τις αφήσατε οδηγεί στο μυστικό καταψυνά φύγουν! Τότε κατάλαβα ’ γιο του. Αλλάζει γρήγορα δτι εϊσαστε ειλικρινής καί τί;τά μαύρα ρούχα του, μέ τό μ οςΓ δπως σάς πίστευα πάν κουστούμ·. τού Δσν Σ άντρο τα ! "Οπως· σάς ξέρει δλος ό Βέγκα. "Υστερα περνάει τρέκόσμος. Κατάλαβα'γιατί μου χόντας τόν διάδρομο, πού ο είπατε ψέματα πώς θά τις δηγεί στο δωμάτιό του. Μπαί αιχμαλωτίζατε. ΚΓ ακόμα κα νει σ’ αυτό άπό τήιν κρυφή πόρτα τρύ τζακκρυ, Γυρίζω τοώαβσ έπρεπε νά πάφ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
το άγαλμοοτάκ!· πού βρίσκεταιι εκεί πάνω κα>ΐ η πόρτα ιξανακλείνε:-. “εκλειδώνει και την άλλη» πόρτα τοϋ δωμα τίου. "Υστερα τραβάει ένα μεταξωτό κορδόνι που βρίσκεταΐί κρεμασμένο πίσω ,άπ5 αυτή. Ό επίσημα ντυμένο υπηρέ της, που μπαίνει» στο. δω<μ α τό σέ λίγα δευτερόλεπτα, βρίσκει · τον νεαρό κύριό το·υ νά ■ χασ μουριέτα ι βα-ρυεστημέ να, μυρίζοντας συγχρόνως τό άρωμ οιτισ-μένο μα ντηλάκ ι> του. -— Γ ι-οιτί δεν με ξυπνήσατε ώς τώρα, Μπενίτο; ρωτάει» ό -ον 3 ΓΛΙ Ο ν -οευτερος, μ ενα οευτερο, τρο με ρώτ ε ρο χ ασ μουρητό. Κ οντεύει μεση-μέρι. κι5 εγώ άκό-. μια κοομώμουν! - — Μά·.. εΐΤτατε νά μη σάς ενοχλήσουμε καθόλου, σενόρ! μουρμουρίζει έκπληκτος έκεΐνο'ς ό κακομοίρης, ■— Αλήθεια; Μπά! Τό- ξ.έχασα! Μέ σογχωρεΐς, Μπενίτο! Άλλα ή μητέρα- ήθελε νά πάμε έπίίσκεψί» μου φαίνεταιι, σήμερα τό πρωΤ... — Σί, σενόρ!, μουρμουρί ζει ό υπηρέτης καί τά μάτια του λάμπουν. Σάς περιμένει ώρες τώρα, ή σενιόρα. Είναι ' ντυμένη από πολύ νωρίς. Δεν θέλησε όμως νά σάς ενοχλή σουν, άψου έτσιι διατάξατε. ίΜ' όλο πού... Δηλαδή, μου (φαίνεται εξαιρετικά ανήσυχη;, που κοιμάστε τόσο πολύ..·. Καλά, θά. έτοι-μαστώ γρήγορα!, λέει» ό Σάντρο κι άρχιζε:( νά φτιάχνεται, αέρεις που θέλει νά πάμε Μπενίτο; — Σί, σενόρ ! Ακόυσα την κυρία νά λέή άτι θά ττάτ^.
2
Ο
Ρ
Ρ ■ Ο
2%
νά έπισκεφθήτε . την οικογέ νεια τοϋ Δον Περέϊρα. Έλει παν μήνες στο Μεξικό καί γύρ σαν έχτές. "Εχουν καί μιά πολύ όμορφη · κόρη, σενόρ. . Τη σενιορΟτα' Κάρμεν; -ρωτάει χαμογελώντας ό Σάν■ 'ΤίΡΟ. —' Σ ί, σενόρ ! —- Ευχαριστώ γιά τίς πλη,ροφορίες, Μπενίτο ! Φώναξε μου. τώρα, σέ παρακαλώ, ε κείνον τον Γαλέρα. -—- Σί, σενόρ!,· Λέει» άλλη μεά φορά ό ΜπενίΙτο αλλά τώ ρα στο- αγαθό- πρόσωπό του, ζωγραφίζεται! μιά έκφρασις ■δυσαρεσκείάς. Δεν τοϋ αρέσει· καθόλου ή .παρέα τοϋ αριστοκράτη .. κυ ρ,ου του, ..μ' αυτόν τον τρο μερό άνθρωπο. • Πάντως ό Ηράκλειος Γαλέρας φθάνει- γρήγορα- - γρή γορα, σαν νά περίίμενε άκρ α βάς έξω- από την πόρτα, γιά νά τον φωνάξουν. — Τί διατάζετε, σενόρ Σ άντρο; ρωτάε.-, Έ6ώ είμ5 εγώ! ^ — Σέ βλέπω, φίλε μου Γα λέρα!, κάνε:!, χσμογελώτας σ νέος. Θέλω1 άπό σένα νά κά νης· μιά παίλληκαρΊά σήμερα· Τί· λες : Θά τά καταφέρης; χ — Παλληκαρά/σενόρ; Θά τά καταφέρω ! Σίγουρα θά τά καταφέρω!, λέει- ό Γαλέρας καί τά μάτια του άστρα-' φτουν. — Θά κυττάξ.ης άμως νά -φερΘής έξυπνα/ έτσι.; — "Εδυπνα, σενόρ; Αυτό δεν ξέρω αν θά τό καταφέρω-! ομολογεί σταράτα ό γίγαν- . τσς κςά φ Σφντρο δαγκώνω
24
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
τα χείλια του, γ:ΐά να μη γελάση. — Δηλαδή δεν πρόκειται» γ.ά τίποτα δύσκολο, τού εξη γεί. Θά πας κάπου, νά πής κάτι· που^θά σου πώ, αλλά δεν 6ά πής δη σ’ έστειλα ε γώ νά τό πής. Κατάλαβες; — "Οχι, σενόρ! __ -— "Αχ, Γ-ολέρα!, πρόσεξε έ'δω: Θά πας στο αγρόκτημα ταυ Δ αν Περέΐρα. Θά πας σέ μ ίση ώρα, όταν θάχουμε πάει, έ-υείς με τη μητέρα π,ρώτα. Κατάλαβες; — Σενόρ..., κάνε: ό γίγαν τας τόσο στενοχωρημένος, που ό Σάντρο καταλαβαίνει εκείνος τη συνέχεια κάί τον σταματάει·. -αναλέει μέ υπομονή: ^ — "Ακου: Έγώ ,μέ τή μη τέρα μου, θά πάμε τώρα στο •αγρόκτημα του Δον Περέΐρα. ιΜ5 εννόησες; — Σί, σενόρ ! Θά πάτε στου Δον Περέΐρα! -— Μπράβο σου, Γαλέρα. ασύ θά μελής έδώ. Κατάλα6ες; — Δεν θά'ρθω μαζί σας, σεν όρ! — 5Ακρ. βώς! "Οταν περά ση μ, σή^ώρα, τότε θσ,ρθης κ/ έσυ στου Δον Περέΐρα- Σύμ φωνος — Δεν μέ νοιάζει, σενόρ! Μπορεί και νά μην περάση, μ σή ώρα! "Ερχομαι κι* από τώρα, φτάνε:· νά τό πήτε ε σείς ! — "Οχ·, δεν τό λέω! Εί ναι, ανάγκη νά περάση· ,μισή ώρα κέ υστέρα νάρδης! Κ α ταλαβαίνει; — Καί ναΊ και οχι, σενόρ!
ΖΟΡΡΟ
Δηλαδή ξέρω καλά, πώς ή μι·•σή ώρα θά περάση έτσι> κι* άλλοιώς! Είτε έρθω είτε δεν έρθω μαζί1 σας, στου Δον Πε ρέίρα! —Μπράβο! Όταν περάση λοιπόν ή μ ι,σή ώρα θά ξε■κ νήσης καί θάρθης. Σύμφω νο: ; —Σ Γ, σενόρ-! -—ιΚαί θά ζητήσης νά μου μιλήση ς. Σ ύμφωνο:; Η^ ! Σ,χι σεναρ! —·Και θά μου πής μπρο στά στη- Δόνα· Περέΐρα ότι σέ στέλνει· ό Ζορρό, νά μου οέρης ένα μήνυμα. Κατάλα βες; Ό καθυστερημένος σ·τό μυ αλό Γ αλέρα ς γελάει- τραντα χτά. —Αφού ό Ζορρό εϊσαστ5 εσείς ό ίδιος σενόρ!, λέει θρ αρδευτικά. Δεν μου την σκόττε! Ό Σ άντρο κ,ρατάει· τό κε φάλι του καί λέει· μέ τερα τώδη υπομονή: —Ταλέρα, πρέπει νά κά νουμε τή Δόινα Περέΐρα καί την κόρη της νά φύγουν από τό κτήμα τους καί νά πάνε κάπου άλλου νά κρυφτούν. Τό καταλ αιβαίνε; ς; -—-Σί: σενόρ! Μπο-ρώ νά τις πάρω- καί τις δυό ατά χέρια μου καί νά τις πάω όπου διατάξετε! ΌΣ άντρο δεν προλαβαίνει νά... σκάση. Την ώρα εκείνη ανοίγει ή πό·ρτα του δωμα τίου καί μπαίνει· μέσα ή μη τέρα του. Είναι· κοπάχλωμη· ^ —Παιδ-ί! μου·, μουρμουρίζει τέσσερ'ς χωροφύλακες επιαοςαγ τή Δόνρ Περέΐρα καί τή
1% μ·.ικ,ρή Κάρμεν! Τίς πάνε ατό νέο Δ.ο.κητή. Ό Δον Μπατί στα έμαθε στη ό Δον Ροομόν όοήθηρε ^όν Ζορρό· σήμερα τό πρωί. Αποφάσισε να έκτελέση. τις δυο γυναίκες εις την κεντ)ρ>:ικ·ή πλατεία, αν δεν παρουσιαστή ό Δον Περέ’ϊρα'! Ό Σ άντρο έχει, γίνει κα·ταχίίτρινος πράγμα που δεν δαφεύγεκ άπό την προσοχή τής μητέρας του.
Η
Κ>Ρ ΕΙΜΑΛΑ στήνεταη γρήγορα στην πλατεία του πουέμπλο κατά διαταγήν του Δον Χουάν ΜαρίΙα Μπατίστα. Ό ίδιος ό Διοικητής πηγαι νοέρχεται τριγύρω, επιστα τώντας για Την «κατασκευήν του ικριώματος. "Ολόγυρα, τρομαγμένοι· άν θρωποι π αρ-ακολουθουν μέ φρίκη άπό μακρυά τίς μακά βριες προετο: μασ ίιες. "Οταν, όλα τελειώνουν ό Δον Μπατί στα ανεβαίνει έπάινω στο ξυ λινό βάθρο. -—Αύριο, λέεΐι μέ δυνατή, φωνή, θά έκτελεστούν εδώ ή γυναίκα και ή κόρη τού προ δότη Π ερέίρσ, άν δεν παρουσιαστή ό ίδιος γιά νά κρεμα στή αυτός! Ό Περέϊρα βοήθήσε τον Ζορρό νά δραπέτευ ση τραυματίζοντας μάλιστα ένα όργανό τού Νόμου! "Η έκτέλεσις αυτή θά γίνη γιΐά παραδε ιγ μ ατκσμό, έκτος κι5 όν παρουσιαστή ό ίδιος ό σε νόρ Ζορρό - σάν ιππότης ό που είναι· - νά κρεμαστή στή
θέσι. των δύο γυναιικών! Κ ι’ άμέσως κατεβαίνει α πό τό ικρίωμα· Στρέφει, σ5 έναν αξιωματικό πού βρίσκε ται κοντά του. —'Ύπολοχαγέ Ντιάζ, λέει νά οχυρώσετε καλά την πλα τεΐα. Μέ τρόπο όμως πού νά μη φαίνεται πώς είναι ώχυρω μένη. Οι άντρες σας νά κρυ φτούν καλά. "Υστερα, θά άφήσετε μόνο δυο φρουρούς, ε δώ κα;ι θά φέρετε νά δέσετε στον στύλο τής κρεμάλας τίς δυό γυναίκες. "Ίσως μ·5 αυτό τό δόλωμα, πιάσουμε εκείνον τον ,μεγάλο ποντικό! Ό Ντιάζ ζαρώνει τά φρύδ α του. Μ5 όλο που στή, Ρέϊ να ντε Λος ^Αντζελες λένε πώς δεν υπάρχει! σκληρότερος 'ά'ξ'ωίματικός, αυτή τή φορά, φαίνεται σάν νά έπαναστατή με τις απαίσιες διαταγές του Δ'Ο'κητου του. -—Μάλ στα, Έξρχώτατε!, άιποκρίινεταιι ωστόσο πειθαρΧ'Κά.5 Κι’ ύστερα προσθέτει: —Δεν Θάπρεπε όμως νά Εξηγήσουμε στις ίδ ες τίς γυ ναΐκες τουλάχιστον πώς πρόκε^τα: μόνο γιά μ:ά παγίδα καί πώς δέν θά έκτελεστούν; Γιατί νά περάσουν χωρίς λό γο, μ.ά τόσο εφιαλτική νύ χτα ; —<Καί ποιος σου είπε ότι δέν θά έκτελεστούν ύπολοχαγέ; ρωτάει ψυχρά ό Μπατί στα. —<Κυρ,ε Δοικηιτά! Δέ φαν τάζομαι νά σοιβαρολογήτε! "Έτσι; Χωρίς δίκη; Καί τό κυριώτερο χωρίς νάχοον κά νε ■[ κανένα έγκλημα; Τέτοιες
26
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
Εκτελέσεις γίνονται· μόνο σέ περιπτώσεις Εξεγέ,ρσεως! _ —’Αχριίβώς!, λέει άγρα ό Μπατίστα. Έκήρυξα τό στρά τΐιωίτΐ'κό νό'μο ύπολοχαγέ! Έ χω αυτό τό δικαίωμα, άφού ό λαός βοηθάει εναν κακούρ γο! Τό Θεωρώ ©ξέ'γερσι καί* έτΓΐ'βάλλω τήν ανάλογη τιμω ρία! "Οσο για σάς νά μην* ξανασυζητήσετε δ ιαταγή; μου. γ:ά νά μην πάρετε σειρά! Και! του δείχνει· μέ τό βλέ'μ μα την κρεμάλα. "Υστερα;του
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
γυρίζει την πλάτη καί φεύ γε:/. · Ό Ντιάζ μένει· μερικά δ ευ τερόΙλεπτα ακίνητος,, σά _μάρ μα ρωμένος. Τό πρόσωπό του /έχει γίνει κατακόκκινο άπό Θυμό. "Υστερα όμως φωνάζειΕναν λοχ·ί·α καί τού έπαναλα μ βάνεϊ τις διαταγές πού πή ρε άπό τον Διοικητή του. .
★ Ίκ *
Ξημερώνει·. "Αλλες φορές 5έν υπάρχει. ψυχή ζωντανή στην πλατεία - τέτοια ώρα
Τό όπλο ξεφεύγει άπό τά χέρια τού άμαξα.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
27
Ή κρεμάλα στήνεται γρήγορα.
και τώρα -εΤναι γεμένη κό σμο. "Ακίνητες στον- στύλο τής κρεμάλας όπου είναι δεμένες οι δυο- γυναίκες μοιάζουν σαν πεθαμένες από τώρα. Ή Δό να Περέϊρα £Ϊναι εντελώς ά- ■ •να ίσ θήτη;. Ό ήλιος βγαίνει·. Κι^ άλ λες ώρες περνούν. Κ·ι" άλλοι άι ·θ ρ>ωπο· ι μ αζευοντ α ι γύ ρω από τό Ικρίωμα, Μά σ" ολα τά πρόσωπα' είναι· χαραγμέ νος ό .πόνος. Καί /ξαφνικά άκούγετα!-, ■μ;ά σάλπιγγα. Ή πόρτα τού. Δ .οικητηιρίου ανοίγει · Π αρου σ;άζεται\ ό Δον · Μπατίστα. . "Ανάμεσα στην "προσωπική φρουρά του, βαδίζει προς τό •ίκρίώμα. ■ "Ανεβαίνει πάνω,
Κυττάζει. ολόγυρα μέ παγε ρή ματιά και λέει·: ^ —Έκτος άπό προδότης, ό Δον Περέϊρα άποδείχθηκε και δε ;λός! Τό ϊδ:-ο κι" ό περί>φημος σενιόρ Ζορρό, ό προ στάτης των κατατρεγμένων! Θά τούς περί·μένουμε εδώ ό λοι μαζί, - ένα τέταρτο ακό μα] "Υστερα θά γίνη ή δι πλή έκτξλεσις. Λυπούμαι· γι" αυτό;, άλλα πρέπει κάποτε, έπ (τέλους νά εφαρμοστή ό Νό μος κι" εδώ! Σωπαίνει·. Σωπαίνουν και όλοι. Ή αγωνία είναι- χαρα γμένη στις μορφές. Μά ξα φνικά, κάποιος πού βρίσκεται, χαμένος σέ μια άκρη τής πλα τείας,^ κάτΐι ψιθυρίζει- στο αυ τί τού διπλανού τον και τά
28
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
μάτια του φέγγουν. Ό διπλα νός του χαμογελάει· και ψι θυρίζει τά ίδια λόγια σ’ έναν άλλον. Κ:Γ εκείνος ττάλι σέ άλλον... Ένας ψίθυρος κάνε1 τότε αστραπιαία τον γύ ρο τής πλατείας κα!ί σέ λίγο ■βρίσκεται σ" δλα τά χείλη. Ό Δον Μπατίστα ακούει τη βοή και γεμίζει απαισιο δοξία. "Ενώ δίέν έχει περάσει άίκάμα καλά - καλά τό τέ ταρτο, διατάζει άνυπόμονα: —<Νά γίΐνη- ή έκτέλεσις! Νά έρθη ό δήμιος! "Ένας άνθρωπος ,μέ μαύοη κουκούλα στο /κεφάλι ανε βαίνει στο· ικρίωμα καί πλη σιάζει τις δυο γυναίκες... Ή βοή του πλήθους δυναμώνει, άλλα τώρα είναι γεμάτη ανη συχία...
ΚΓ άλλη ένέδρα Ν μεταφερθούμε μισή ώρα πιο πίσω καί μερικά χ:λ ό»μετρα π (δ έξω άπ'ό τή Ρέϊνα ντε λάς "Άντζελες, θά δούμε μιά κλειστή, κι" ελα φρά άμαξα, πού τή σέρνουν τέσσερα άλογα, νά τρέΐχη σάν αστραπή, προς τό πουέμπλο. Αυτή τή στιγμή φτάνει στους πράποδες τού «ίλόφου τών ίΓρύλλων» κατά την παλιά ιν διάνικη όνο μασιά του. Άν ό μως ό άμαξας μπορούσε να δη αυτό πού συμβαίνει ψηλά, έΙπάνω από τό κεφάλι, του θά σταματούσε τ" άλογα: Δυο άνθρωποι στέκουν πί σω από έναν τεράστιο ό γκο λ -θα. Κρατούν δυο μοχλούς· Ό βράχος είναι άκρη - άκρη
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
τού γκρεμού, έτσηπού μέ μιά μικρή ώθηίσι τών μοχλών εύ κολα θά κατρακυλήση προς τά κάτω. Στο .μέρος που θά πέσηι βρίσκεται πλαγιασμέ νος ό κορμός ενός· πελώριου δέντρου καί φράζει τον δρό μο τής άμαξας! Κι* αυτή ή τελευταία όλο καί πλησιάζει προς τά εκεΐ. -αφνικά, ό άμαξας στο γύ ,ρ· σμα τού δρόμου, βλέπει τον πεσμένο κορμό καί τραβάει, μέ δύναμι τά ^χαλινάρια. Τ" άλογα σταματάνε. —Εμπρός!, λέει) ό ένας, άπό' τους δυο ανθρώπους εις τον άλλο. Κι" ετοιμάζονται νά σπρώ ξουν τον ογκόλιθο1. Μιά φω νή όμως τούς κάνει νά παγώ σουν τή,ν ίδια στιΐγμή: — "Ακίνητοι! Άν θέλετε τή ζωή; σας! Στρέφουν κατάπληκτοι. > λ ,ρΐς ν" άφήσουν ακόμα τούς μοχλούς. —Ό σενόο Ζορρό!, μουρ μαυρίζουν κι" οι δυο μαζί1. Κι.·" ύστερα ό ένας λέει άποφασστικά στον δεύτερο: — Άν δεν πετάξουμε εγ καίρως τον βράχο, τό Τσα κάλι θά μάς σκοτώση, σίγου ρα! "Εμπρός! "Έχουν συνεννοηιθή. Ταυτό χρονα τραβούν τά πιστόλια τους καί τά στρέφουν κατα πάνω στον Μασκοφόρο "Εκδι κητή. Ταυτόγρονα όμως έπίίσης, βροντούν τά περίστρο φα τού Ζορρό. Οί σφαίρες κε οσυνοβολούν κατάστηθα τούς δολοφόνους· Μέ κραυγές φρί κης καί πόνουν τινάζονται πίΐ αω* Χάνουν τήν ισορροπία
&
Μ
(Κ
£
0
£
Τους καί ττέφΦ6υν νεκρού 5Αν τί γιά τον όγκο,λ ι'θο βρίσκοντα:· αυτοί έπάνω στην οροφή τής άμαξας, νεκροί πριν άκόίμα φτάσουν εκεί. Μέσ’ άπό την άμαξα πετιώνται ό Δον Περέϊρα καί ό Δον Τσελεσ'τίνο Μολνταμπάν, Ό Ζορρό δένει ένα σχοινί σ’ έναν άλλο βράχο καί γρήγο ρα - γρήγορα γλυστράει καν τά τους. Ό Μολνταμπάν τρέχει1 καί του σφίγγε:/ το χέρι·. Τά μάτ:α του1 αστράφτουν από χα ρά. Φαίνεται, πώς έχει* παλιές γνωριμίες μέ τον Μασκοφόρο Εκδικητή. Αλλά, έκτος απ' αυτό, έχει· δη καί τον α\ωρουιμιενο βράχο, επάνω1 από τά κεφάλ α τους κάί έχει κα ταλάβει άπό τί τους γλύτω σε ό Ζορρό. Είναι εταίρος ν’ άρχίαηι τις ευχαριστίες. Ό Μασκοφόρο ς Ιδαλγός τό βλέ πει· καί λέει- βιαστικά: — Λοιπόν, Δον Μολντάμπαν; —Λοιπόν, είχατε απόλυτο δίκιο σε όλα!, άπαντά εκεί νος. Ταξιδέψαμε όλη< νύχτα, γ.ιά νά φτάσουμε εγκαίρως, πριν κάνη .μεγαλύτερο κακό, αυτός ό σατανάς·.. —ιΚάνατε θαυμάσιο σενόρ. Κ α ί μόλ ;ς πραλαβα ίίνουμ ε! Πριν άπό τις έξη γη σεις ό μως φροντίζουν νά ανέβουν στην άμαξα καί νά ξεκινή σουν π αρακ ά μ πτοντας τόν πεσμένο κορμό. "Υστερα, σέ ολον τον υπόλοιπο· δρό·μο ώς τη Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες, ό Ζορρό λέει μέ τρόπο στους δυο ευπατρίδες, τά τρομερά νέα. Ό Δον Περέϊρα έχει; γί*-
&
ΰ
Ρ
Ρ
6
»
Φέι κάτσοίτρός άττο την Αγω νία. —-Έκεΐνο που δεν καταλα βαίνω μόνο, λέει στο τέλος, εΐναι- πώς έμαθαν άτι θά ερ χόμαστε καί μάς είχαν ετοι μάσει, αυτή, την υποδοχή; —"Οσο γι’ αυτό ήμουν σί γουρος, αποκρίνεται ό Μασκο φόρος Τι/μωρός. Ό καινούρ γιος άμαξας ό Χοσέ, που σάς έδωσαν γιά νά σάς όδηγήση στο αγρόκτημά σας δέν μπο ρεί παρά νά ήταν βαλτός, νά σάς κατασκοπεύη. "Ακούσε, λοιπόν αυτά που σάς είπα, καί τά έπανέλάβε στον κυρ 6 του. Χωρίς νά πουν τίποτ’ άλλο φθάνουν σέ λίγο έξω άπό την πλατεία πού είναι, γεμάτη κό σμο...
Ή έκτέΑεοις 0
ΔΗΜΙΟΣ λύνει· μέσα
στη νεκρική σιωπή που γίνε ται τις δυο γυναίκες. Ή ό μορφη Κάρμεν μ5 ένα άπίστευ το θάρρος, κρατάει τή, μητέ ρα της άπό τό μπράτσο, συγ κρατώντας τη γά νά μην πέση· Ό Δήμιος όμως τις πιά νει. καί τις δυο άπό· τά χέρια καί τις κατεβάζει άπό· τό πλάϊ τού ικριώματος ώσπου τά πόδ' σ τους άκουμποΰν στη γη. Αυτό γίνεται πάρα πολύ γρήγορα. ^— Τί κάνεις εκεί, ήλίθ ε; ουρλιάζει την ίδια στιγμή ό Μπατίστα. Ό Δήμιος στρέφε.) ήρεμα προς τό μέρος του. Βγάζει την κουκούλα του.
(5 Δανή Περέίρα!, φίούι-' τά ττ·ού γίνοντάη σάν απλοί νάζόυν. ;μέ έκπληιξι δεκάδες θεαταί. στόματα.^ . ;—Τι στέκεστε ηλίθιοι; ρύρ -—*Η·ρθ(Χ νά μέ κρεμάσης λιάζει· πάλι· ό Μπατίστα. Σκο στη Οεσι της γυναίκας. και τώστε τους! Πιάστε τους! της κόρης μου, 'Μπατίστα! ό θέλετε νά σάς... έκτελέσω ό λέει αστός στον Διοικητή. λους; Άλλα σ’ εκείνου τα μάτια Γέλια άκούγονται. καί τον εχεκ φωλιάσει ένας ξαφνικός, τρελλαίνουν τελείως. Τραβάειτρόμος. ό Τδ·ιος ένα πιστόλι* .καί τό —'Σ κστώστε τσν!, . ξεφώνι στρέφει· εναντίον τού Ζο,ρρό. ζες μέ μανία. Σκοτώστε τον Άλλα ό Μασκοφόρος Τιμωαμέσως! ρός έχει· προλάβει, την κίνησί Χωρίς χασομέρη οΓ τέσσε . του. Τό φοβερό του μαστίγιο ρις^ σωματοφύλακες του τρα~ σφυρίζει-, στον άέρα σαν άιβουν τά πιστόλια τους. Αλ στραπη. Τυλίγεται· στον καρ λά δεν προλαβαίνουν και νά πό του δολοφονικού χεριού, τά χρησιμοποιήσουν. Δυο ο σαν φίδι. .Ό Μπατίστα ούρμοβροντίες διπλές άκούγονται, . λάζει άπό τον πόνο. Τό μακαι κατρακυλάνε σέ μια στι στίγσ όμως τον τραβάει με γμή και οί τέσσερις στη γη, δύναμ;-· Χάνει* την ισορροπία σπαράζοντας μέσα στο αίμα του καί πέφτει στο ικρίωμα τους. ενώ τό πιστόλι κατρακυλάει Άπό δυο· αντίθετες πλευ άπό τό χέρι του.' Κάνει νά τό ρές^ τής πλατείας, προχωρούν ξαναπιάση άλλα τον πραλα-, προς τό ικρίωμα κρατώντας •βαίνει κάποιος άλλος. Σηκώ άπό δυο πιστόλια, ένας μαυ νει τά μάτια καί1 τσν κυττσροντυμένος μασκοφόρος κφ έ ζει- έκπληκτοςν νας ηλικιωμένος ευπατρίδης, —-Ποιος δαίμονας είσαι κι έσύ; μουγγρίζει. που ό Μπατίστα τουλάχιστον διέν τον έχει ξαναδή ποτέ του· ΤΕσύ ποιος. είσαι; ,ρώτάεΐι μέ δυνατή φωνή έκεΐνός. Έχει 6ή δμως τον πρώτο καί στη στιγμή στριγγλίζει: σόα/ — Ό Δόν Χουάν Μαρία τρελλός: Μπατίστα διοικητής τής ’Άλτα Καλ φόρν.α!, άπαντά μέ —Δυλλάβετε. αυτόν τον δ ο λοφόνο! Πιάστε τον! Σκοτώ θράσος καί σηκώνεται) όρ θιος. ^ στε τους! Χωροφύλακες! ΠοΟ —’Άν ήσουν 6 Δόν - Μπαστο διάβολο εΤσαστε;. Μένει ·μέ τό στόμα ανοιχτό. πίστα' στ’ αλήθεια κακούργε, φωνάζει έπίσημα ό ξένος θά Οι χωροφύλακες μέ έπικεφαλής τον υπολοχαγό Ντιάζ, έμμέ γνώριζες πολύ καλά! Γι-ατΐ ό δυστυχής ό Μπατίστα, φανίζσνται γύρω - γύρω στην πλατεία όπως ήταν τοποθε πού τον δολοφόνησες γιά νά πάρης τή θέσι του, ήταν συμ τημένοι. Ούτε ξεκρεμουν δμως μαθήτης μου καί παιδικός τά τουφέκια άπό τούς, ώμους τούς και παρακολουθούν αυ .μου φίλος! Έΐμ-αι- 6 Δόν Τσε-
Μ
I
Κ
Ρ
ί
λεστίΐνό Μολνηάμίταν, άνΤιπρόεδρος τού Μεξικού Ζητωκραυγές αντηχούν εις την κοσ μοπλημ μορισμένη- πλα τεΐα, δπου οι περισσότεροι γνωρίζουν τον δοξασμένο . συ μπατριώτη τους. —3Αλλά δεν είσαι ό Μπα τίστα !, συνεχίζει εκείνος σάν νά . άπαγγέλη κατηγορία, μπροστά σέ δικαστήριο. Εί σαι ό έπικηρυγμένος ληστής, το Τσακάλι, ό φόβος καί τρό μος τής Μεγάλης Έρημου1! "Έμαθες πώς ό Δον Μπατί στα ερχόταν για Διοικητής ε δώ του έστησες ένέδρα και τον δολοφόνησες. Πήρες τά χαρτιά του καί παρουσιάστη κες στη, θέσι του .- Μαζί σου έ φερες ’ καΐι τέσσερις συνενό χους σου. Φόρεσαν τις στο λές τών συνοδών τού Διοικητού πού τούς δολοφόνησες επίΐαης. Είχες σκοπό νά μαζέψης καί άλλους θησαυρούς άπό δημεύσεις περιουσιών, σά ίκι* αυτή τού Δον ΠερέΙϊρα, πού έκανες έχτές! Σ έ συνέψε ρε γι3 αυτό, νά κυνηγάς τον σενόρ Ζορ-ρο καί νά κατηγορής τούς πλούσιους γαιοκτή μονες ως συνενόχους του, ώ στε νά τούς κλέβης τις περιουσ ίες ! 3 Εσύ, έπ ίσης δολρφόνηΐσες καί τον άμαξα του Δον Περέϊρα καί λήστεψες τον ΐδ ιο! Π σρουσ ιάστηικ ες" ώς Ζορρό καί ύστερα κράφτηκες στην άμαξα· του Διοικηιτού. Π έταξες τον μαύρο μανδύα καί τό καπέλλο καί βγήκες άμέσως ώς Μπατίστα! Γι3 αύ τό ό ψευτσ-Ζορρό χάθηκε σαν νά άνοιξε ή γή καί τον κατά πιε ! "Αλλά κανείς τοΰ είδους
£ σου &έν μένει ατιμώρητος! Λοιπόν ήρθε ή στιγμή νά τι.* μωρηθής καί σύ· Τό δικαστήρ.ο είναι- πλήρες. Νά. οί ένορ κοι! "Ολος ό λαός του πουέμπλο. Αυτός θ'5 άποφασίση γιά την ποινή! —θάνατος ! Θάνατός στο τέρας!, ξεφωνίζει όργισμένο-τό πλήθος.. -^—Αύτό θά τό δούμε,· φίλε ! - μ ουγγρίζει ό ληστής. Τό Τσα κάλι δεν κρεμιέται1 εύκολα. Καί με αστραπιαία κίνησι τραβάει τό σπαθί του καί ρίχνεκ τήν αιχμή του μπρο στά, προς τό- στήθος του Μολ ντάμπαν, πού δεν προλαβαί νει· νά φυλαχτή. -ΛΑ* Προλαβαίνει· όμως ό μι κρός Ζορρό πού στέκει δίπλα •καί δεν άφηνε ι στιγμή από τά μάτια του τον κακούργο. Μαζί μ3 εκείνον, ξιφουλκεί κι3 αυτός. Έτσι τό ατσάλι του Τσακαλ ιού συναντάει άτσάλ·ι εμπρός από τό στήθος τού θύματός του καί σταματάει. Ό ηλικιωμένος ευπατρίδης παραμερίζει ταραγμένος. Και τότε μια παράξενη -μονομαχία αρχίζει ανάμεσα σ3 έναν ολό μαυρο μοσκοφόρσ καί σ3 έναν ληστή με στολή, διοικητοΰ, πλάϊ στη θηλειά μιας κρεμά λας καί στή μέση ενός πλή θους πού γεμίζει τήν πλα τεία. Ό ληστής επιτίθεται μα νιασμένος. Δεν έχει καμμιά, ελπίδα νά γλύτώση· Μάχεται μόνο μέ τη λύσσα του μίσους νά άφαιρέση τή ' ζωή εκείνου πού κατέστρεψε όλα τά σχέ διά του, 3Αλλά δεν είναι» ευ»
ϋ
6
Μ
ί
«
Ρ
«6Χ&» Ό ^Ζσάρά είινάι τρομερός 'ξιφΟ μάχος. 5 Εκατοντάδες μά τια παρακολουθούν γοορλωμέ να άττό'.βαομ-ααμο την σβελ τάδα, την τέχνη .καί την τόλ μη του>. Κι* εκείνος ενώ μάχετα· ταυτόχρονα λέει/ στον ληστή: —9 Ηταν ανόητο αυτό πού έκανες Τσακάλι! Σέ κατάλα βα από την πρώτη στιγμή πού σέ είδα! "Ενας διοικητής 6έν είναι τόσο νέος ποτέ! Έίξ άλλου ήξερα και οτι. ό Δον Μπατίστα, ήταν συμμαθητής και συνομήλικος μέ τον Δον Μολντάμπαν. "Υστερα οί άν θρωποί σου κάθονταν επάνω στ’ άλογα σαν κάου - μ που καϊ' όχι σαν χωροφύλακες! Και κρατούσαν_πιατόλια αντί για τουφέκια! -αφνικά, κάνει· ένα πλάγο βήμα. "Ενα γέλασμα. "Ενα στροβίλισμα τού χεριού τοο.^Τό ξίφος τού Τσα καλιού τινάζεται στον αέρα, καί πέφτει έξω από τό ίκρίω>μα. Ή λεπίδα τού σπαθιού τού Τιμωρού άγγίζει τό στή θος του. Τά μάτια τού φονιά πέ φτουν έντρομα στη θηλειά ο πού κρέμεται εμπρός του. — ^ Σκότωσέ μ ε Ζορρό!, ουρλιάζει· σπαρακτικά· Σκότω σέ με, σέ παρακαλώ ! λ—Λυπούμαι άλλα δέν μπο ρόο νά αίλλάξω; την άποφασι τού Δ'καυτηρίου!, άποκρίύεται μέ λυπημένη φωνή ό Μα σκοφόρος Εκδικητής. Καί πηδάει από τό ίκρίω-
§
ί
£
§
Ρ Ί>
8
μα ένώ εκεί ίνάνίά Ανεβαίνει δ άληθ,νός δήμιός. Λίίγα λεπτά αργότερα κι* ιένώ τό κορμί ενός φοβερού κά κούργόυ πού δέν πρόκειται νά 'ξαναβλάψη ιτιά,. ταλαντεύεται; στον αέρα, στην άκρη ενός σκοινιού, ό ύπολοχαγός Ντιάζ υπηρεσιακός πάντα, πλησιά ζει τόν Δον Μολντάμπαν καί τού λέει: —ΥΕξοχώταίτε,1 ^δέν παρα γνωρίζω πώς αυτός 6 σενόρ Ζορρό έσωσε τή ζωή σας ένώπον όλου τού κόσμου. Έ χει δμως προηγούμενα μέ τούς Νόμους /καί κανονικά θά πρέπη, νά συλληφθή καί νά δ καυτή για τις παρανομίες του. Έκτος κύ άν εσείς δια τάζετε·.. —Έγώ διατάζω νά έφαρμο στή ό Νόμος/ υπολοχαγέ!, Ό Ντιάζ στρέφει τό βλέμ υα ολόγυρα κι* αποκρίνεται ήσυχα: —Μά... έφυγε, Έξοχώτατε! Δέν είναι στην πλατεία! —Τί πάει νά πή «έφυγε», ύπ'ολοχαγέ! Νά τόν βρήτε καί νά τόν συλλάβετε! —Στις διαταγές σας σενά!ρ!, λέει ό Ντοζ κο,ιί1 χσ·ρετάει χτυπώντας τά τακού νια. -—"Υστερα κάνει μεταβολή και κρύβοντας μέ κόπο ένα χαμόγελο διατάζει έναν ύπαξωματικό: —Αοχίά Σεμπάτσιαν! Πά ρε ένα άγημα καί τρέξε νά συλλαβής τόν Ζορρό! —Σί;, σενόρ!.·.
Τ Ε Α Ο
Σ
Άπόδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΆΡΜΑΡΙΔΗ
>3»
¥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ τό έβδομαδιαΐο περιοδικό αυτοτελών περιπετειών
ίβ)$ ϋΒΙΙ38Ι3133ΒΒΙΒ9ΒΒ98ΙΙδΙ911Εβϋ1Β8ΒΒΒΙ8Ι
Είναι ό πρωταθλητής δλων τών εβδομαδιαίων αναγνω σμάτων σε διάρκεια (κυκλοφορεί έπι 1 1 χρόνια) και σε κυ κλοφορία! Τον προτιμούν όλα τα Ελληνόπουλα! Κυκλοφορεί κάθε Τρίτη (τό κανονικό περιοδικό) καί κάθε Σάββατο (ή άνατυπωσίς του). Τιμή 2 δραχμές.
1
V»
4 Ιΐφ3Λ»Τΐ 5»» Ο© ·ΙϋϋΠ3υ ΙΐΛ3ΓίθΧ<33 ΛίΛΙ <3ΰθφθγχηΜ Π ΟΧΙ '£ ί>θΧΠ3Χ Οχ" ΙΐΟ»Χ ΙΐΤί 30ί>»Λ3Λ»>{ ί Ο^^ΟΖ - 0^>! ΐν^ Ν01 ουν 101X3 ΙΙ3ΝΥΧ
|/10Χ »ΤΐΡΟ<3χ.Ο»Χ»>Ι ΟΙΧ) !)ΟΑ»ΧΑΡΟ^ 1»9?ΛΟ 13X3 Λ39 5ΐ3Α»Χ 11301/. '1303§ Λ3§ ^13Λ»)| ΛΐΐΧΌ ί)3Χ -ηφ 5ιχ \3Όχρ$ηοχ ηοχι. 'ηοϋοφχχ^, £0ΐ \<%ιοό®·)['οχ ΐχ>Λ|3
VΙΛ11V1Μ V Φ ".......... ΐ'ΠΟΧ 110309 ΟΧ-Ο 1,ΌΧΛΟΧΧ)109 ΛΟϋ /ΛΡ0ϋΧ3Λ ΛΜ930ΧΑ0130ΧΙ3 53Χηφ 5ΐΧ >3η3^Όί1 1»Μ Π0Λ»3>ίίρ ΠΟΧ 140Η30 ΛΐΛΧ» 1»Χ3^)Λ»φϊΐ3 'ΟΰΟφΟΙΧΧΠ ί^ΡΟΐΟαίΛΠΤί Χ>Α3λ
1 . . «
ΟΧΙ» 'ΌΌΌΛΌ ΛΙΑΧ ΙΐΛ3ΥΐΤΐθ)1 3ϊί Ιυόϋ,ΐΧΧΐΧ 5»» »0 'αχϋΤίΐυ αΛ3Τί
™
:»§ιγ3» »ι»χη3χ3ΐ λ αχ 5 ο? Ιιχφΰιι λΙλχ
-ΟΧόφ Ααχ 13οσφθγΧΛΧ Π011 '«©^^0Ζ 'νν^ 0°^· ε 5θΧΛ3ΐ'
“
ήΙΙΒΙΗΒΒ8ΙΒ9ΙΠΒβΒΙΒΙβΒΙ0ΙΒΕΠ3ΙΙΒΙΒΒ8ΙΒΙΒΒΙΒΙ^3Β!11ί1!ΙΒΒΙΙΒΒα2ΒΙΙΕΒΙ-0ΙίΒΒ!ΙΒϋΕ!!ΕΒΒΙϋί Ν3
« .......... 5οαΙιτΙ»$3, ρ χη<±ργχο§....................χηοΟχπ*
:00Μ1(ί3ΧΟ^3 ΙΌΉοϋρΛΠ 2
55 « ' ...............ί>θΛΐη1»^3 001 *^9.................... Χ>ιοΙα3« • ηοχι <53X003 ιχηΙοΰςΛ/η %
ΜΏΛαβ-ν. 'ΖΖ Χ»ΪΜ?ν <Λα9»ΐΛ0Ρ:33^ ·Λ0Γ)33 · 1»Λ»ϋ1Ι/3 4 ΊΟγΟΧΟΙΙΙ^ £ 0Α<ίητΙ 2 “ΚΙ 461 Αοτγπο»χχ>ι *ηοι3^10009ίφΧ*>Χ -ν :*ίΚαιιηι -χοιοΟυ 8£ 5οΛΛιφ 2
*5α9^)ΐΛ€ί(033 '3
:50χΛ(ν ΐρχχτΙοΛύίΐ]© *ϋΛιύατί 3
1.2 »ςΜχχοχ)γυ *οίχ2 'ίϊϋΟοό^οτΙ^Λν^ * 3 ·ΐαΐΛ(ν αοχτφχιοίΛοιίοοτΐαν Ζ26 2ΖΖ
Φ?ΧΚΐ *(ί)»οχ» ίϊΐιχ
!>οιλ3)
ΖΖ »»»3γ »ι?φ»<^
Ζ ΊτίΧοΰγ — ζ ί>ποΧη3ΐ *91ΰν<—5ο ι ^οτ{91— Α0 I ^013„.
Η 1
ι υ
ιόν»
13 ά ο
V X λ X
Νϋ<3Ι3υω9υ; ΝυΧΙΚΜΗ οχινοΐώΐυ οινιννννονβι
Ο άά Ο Ζ
2 Ο ά Μ ϊ 1λ/
Ο
Ρ
>1
ΗΡ8Ϊ/1Η ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ . Ε ££ ΜΟΣ ■ ΘΑ ΜΑΣ 'Σ«ΡΤ5ΣΑ/ Τ> ΘΑ
Η Α£ ΤΙΝβ Μ/ΑΣ £ΣήΑ2ΐε!
£ ΘΎΟΥΜΕ ΑΦΕΝΤΗ)
ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΛΥΕΙΣ ΥΠΗΡΧΕ
___
*ΙΗΝ τΓ/ΡΟ δ Ο λ ηΠ ΛΕΝ ΜΙΤΕ) ? ΝΑ ΝΟΜΙΣΗΣ ΟΤΙ ΘΑ 7Η ΣΤΑΜΑΤΑΓΗΣ Μ£ ΜΙΑ ΣΟΑΙΡΑ
\ήΓ Ο Μ°Σ. . ■ ΣΠΝΕ ΟΤΙ
ΦΑΚΤΑίΤΗΜ.ΰ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ ΣΑΚΟ ηΕΝΟΣ ΑΠ' ΤΟ ΜΕΤΑΛΛΟ ΑΚ0ΑΟΥ&ΗΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ
\ > /ΤΟΥ ΗΡΘΕ,
ΣΤ/ΑΥΕΧΙΖε/Αΐ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
οχ
ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΦΑΝΤΑΣΜΑ Α ΣΑΛΟΝΙΑ του Τ Δ οικητηρίου βρίσκονται α πόψε στις δόίξες τους. Ό νέ ος Διοικητής της Ρέϊνα ντε Λος "Άντζελες, Δον Ρομπέρτο Χενρίκε Ένσενάντα, δίνει μεγάλο χορό, για νά έορτασθή ή άφΊΐξίς του στο πουέμ πίλο.. "Ολοι 0‘ί ευγενείς -καί οί γαιοκτήμονες τού τόποι; εΐ ναι προσκεκληιμένα:, καθώς και οι άξ.ωρατικοί τής Χω ροφυλακής. Τά άψογα κο στούμια των εύγενών καί οί ιφανταχτερες τουαλέττες των κυρ.ών, σέ κάνουν στιγμές στιγμές νά νομίζής, πώς δεν ίβρί'σκεται στη μακρυνή Δύ ση αλλά μέσα, σέ κάποιο ιβασ ιλ :κό ανάκτορο-. Χωρίς άμφ'.ιβολία δμως, το πιο1 τα; ρ·'αστόν αρμονικό· καί όμορφο ζευγάρι, είναι ό δε καεπτά χρονος γιος του Ντιέγκο Βέγκα, Δον Σ άντρο Βέγικα, ·καιΐ· ή πεντάμορφη κόρη τού Δον Ράμόν Περέϊρα, ή Κάρμεν· Κανένας ευπατρίδης δεν φοράει μέ τόση, χάρι καί άνεσι τό κοστούμι· του όσο ό Σ άντρο. Καμμιά σενιορίτα ή σενιόρα, δεν μπορεί νά συγκριθή μέ την Κάρμεν. <Κο;ι9ώς στροβιλίζον τ α ι· στον τρελλο ρυθμό τού χοΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. §
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ροϋ, οι δυο νέοι φθάνουν στη (μεγάλη, μπαλκονάπορτα. Α δίστακτα ό Σ άντρο τη σττρώ χνει· μέ τη ράχη του και την ανοίγει. Βρίσκονται στη βε ράντα. Στέκουν ακίνητοι, σάν νά παραξενεύονται καί οί δύο γι’ αυτό. “Ύστερα καθώς κυττάζονται στά μάτια, βάζουν τά γέλια. —- Βλέπω πώς μέ τά κο ρίτσια έχετε αρκετό θάρρος, Δον Σάντρο!, λέει αύθΐόρμη;τα ή Κάρμεν καί δαγκώνεται άμέσως. " · Ό Σάντρο, όμως, δεν φαί νεται νά κατάλαβε καν τη σπόντα, πώς ή όμορφη σενιορίίτα τον πιστεύει δειλό, ό πως κι* όλος ό κόσμος στο πουέμπλο. Χαμογελάει. — Αύτο θά πη, ·■ σενιορίτα Κάρμεν, άποκρίνετα ι, ότι χρειάζεται θάρρος καί γ:ά νά ζηση κανείς! Κι5 όμως οί καμσταλλέρος σ’ αυτόν τον τόπο, νομίζουν πώς τό θάρ ρος είναι άπαραίτητο, μόνο γιά νά πεθάνη,ς! Ή κοπέλλά δα γκ ώνετα ι πάλι.. Λεν είχε σκεφθή ποτέ πώς όλοι οί «γενναίο;» νεα ροί καμ’πσιλλέρος,. τά χάνουν καί κοκκινίζουν, όταν ττρόκει ται νά τής μιλήσουν. ’Ενω αυτός, ό Σ άντρο που όλοι τον πιστεύουν γιά δειλό·.. Τον κυττάζει παράξενε μένη. Απορεί μέ τον εαυτό της, γιατί καταλαβαίνει^ πώς, άντί νά τόν περιφρονή, τόν βρίσκει πιο ένδιαφέροντα καί συμπαθητικό*, άπ’ _αλους τούς άλλους νεαρούς, -αφνικά 6ιμως, ό νους της πηγαίνει σέ κάποιον μαυροντυμένο κα~
ΖΟΡΡΟ
βοιιλλάρηι.. Κάποιον πού τόχει,· λες, γιά διασκέδασι νά παίζη μέ τις σφαίρες καί μέ τόν θάνατο κι’ όμ·ιως ξέρει πώς νά μιίλήίση μέ θάρρος καί σέ μια όμορφη κοπέλλα, όταν χ,οειαστή... Τόν θρυλικό σενόρ-Ζορ ρό! θυμάται· τη συνάντησίι τους στην άμαξα, πριν από μερικές μέρες (*). Απαντά ει λοιπόν ζωηρά, στά λόγια του φίλου της: • — Ό πραγματ.κός άν τρας, Δόν Σάντρο, ; πρέπει νάχηι θάρρος καί γιά νά ζή ση καί γιά νά πεθάνη!... Καί ξέρω έναν τέτοιον άντρα! — Ποιος εΐν’ αύτός; “Η Κάρμεν δεν άπαντά., Τά μάτια της καρφώνονται νοσταλγικά στη μαύρη νύ-, χτα· Τό παλληκάρι, πλάι της, βρίσκει την ευκαιρία νά χαμογελάση. — Ποιος είναι λοιπόν; τής ξανσλέει. Μήπως ό υπολοχαγός Ντιάζ;... Ή Κάρμεν στρέφει κατά πληκτη προς τό μέρος του ΐάλλά δεν ^προλαβαίνει ν’ άποχριθή. -αφνικά, μέσα στο σαλόνι ξεσηκώνεται ένας α συνήθιστος θόρυβος·. Ή μου σική σταματάει σέ μιά στι γμή, Στη σιωπή πού γίνεται απότομα τότε, -μ ιά σπαρα κτική , φωνή .· άκούγετσι· -' - νά λέη: / , Τ λ —- “Ο θάνατος χτύπησε τό άυοιρο τό χωρό μας, σενόρ! Λεν < ξέρω - άν τούτή τη στι(*) Διάβασε τό ττοοηγόύμένο· τεϋνος μέ τίτλο: «ΤΟ ΤΣΑΚΑΛΙ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ».
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
6
I
γμή Ιχ'δι. άτρομείνει κανένας ζωντανός» ηρ Ναθαρένο! Ό Δον Ρσμπέρτο Χεν^ικε ύ 5 Ενσενάντα, κυττάζέι ιμιέ γουρλωμένα μάτια, τον άνθρωπο πού έχει φωνάξει αυτά τά τρομερά λόγια. Εί ναι ατημέλητος, γεμάτος σκόνες, άναμαλλιασμένος, καί στόί βλέμμα του γυαλίζει έ λος απίστευτος τρόμος, Οι (κινήσεις του είναι σπασμωδ,ι κές· Τό στήβος του άνεβοκατεβαίνει βαρεία από το λα χάνιασμα. Σαν νά μην έχη σταματήσει στιγμή νά τρεγη, άπό' τό Ναθαρένο ώς τή Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες. ^— ΊΊ συμβαίνει ακριβώς; Μίλησε!, του λέει ανυπόμο να κι' ανήσυχα ό Διοικητής. —- Ό θάνατος, σενόρ!, ψελλίζει πάλι ό ξένος βαριανασαίνοντας. Στα καλά-καθουμενα οιί άνθρωποι ατό χω ριό μας άρχισαν νά πεθαί νουν, 6 ένας μετά τον άλλον! Κι5 έγώ δεν ξέρω πόσους άρ παξε ό χάρος, μέσα σέ λίΐγες ώρες! Κάθε σπίτι στο. Ναθαρένσ, έχει κι* από έναν ή δυο νεκρούς-—μπορεί καί πα ραπάνω! Ψίθυροι τρό'μου άντηχοΰν μέσα στη σαλα. Μερικοί που εΐχαν ζυγώσει ολόγυρα: τον άναμαλλιασμένο . επισκέπτη, κάνουν ασυναίσθητα από ένα βήμα πίσω, -— Χολέρα! Χολέρα!, άκούγονται μερικές φωνές. — "Οχι, δεν είναι χολέρα, σενόρ!, φωνάζει ό ξένος, πού άπευθόνεται πάντα στον Δι οικητή. Ό γιατρός λέει πώς
%
>;■.« Λ-.
©
Ρ
·· .
.
Ρ ■
. .
β , ---
% '
δέν μπορεί νά ^είναι χολέρα; Τό Ναθαρένο είναι πολύ κα θαρό χωριό. Οί κάτοικόίί τού είναι πάντα γεμάτοι υγεία!.* Είναι κάποια καινούργια, κο λασμένη: άρρώστεια! Κανείς δεν ξέρει τί·.. Καί κανείς δεν γλυτών&ι! Πρέπει νά μάς βο ηθήσετε..; Ό γιατρός λέει πώς πρέπει ν' άπομακράνου με τό γρηγόρώτερο τά πτώ ματα, γιά νά γλυτώσουν οί ζωντανοί! Μά είναι πολλά! Χρειαζόμαστε κάρρα καί βάρ κες, σενόρ... Νά τούς μετα φέρουμε ανοιχτά, στον ωκεα νό... Ό Δον Ρσμπέρτο ύ Ένσενάντα στρέφει προς τον ύπολοχαγό Ντιάζ, πού τον πλη σιάζει εκείνη την ώρα. ^— Νά στείλετε αμέσως κάρρα στο Ναθαρένο!, δια τάζει. "Ετσι ή εορτή: τελειώνει· άδοξα. Ό Δ οικητής αποχω ρεί καί, στγά-σιγά, όλοι κά νουν τό ίδιο. Ό Σ άντρο που έχει συ νοδεύσει στον χορό τή: σενιορίτα Κάρμεν, την συνοδεύει καί τώρα στο σπίτι της, με την άμαξα.
Οί. δυο σκιές ΟΛ1Σ άπομακρύνεται καμμιά πενηντάρια ρε τρά, από τό σπίΤι της Κάρ μεν ό νεαρός Σάντρο φωνάζει στόν πελώριο αμαξά του: — Γοολέρσ, τράβα γιά τό (Ναθαρένο! — Σί, σενόρ Σ άντρο!., α ποκρίνεται 6 ηράκλειος σώμα
ΐσφύλ.ακάς ■ τ6υ, Τό;^ πσλληκάρΐ; τδΐ“£; βγά ζει τό λυγερό κορμί του ά πό τό παράθυρο τής άμαξας ικαΐ μέ μιά ελξι, που φανερώ νει καταπληκτική εύλυγισίά, ιβρί'σκεται θρονιασμένος στό ττλάϊ του Γαλέρα.. Τό αγαθό πρόσωπο του κολοσσοί) χα μογελάει όλο εύχαρίστησι. (Γι' αυτόν δεν υπάρχει μεγα λύτερη ευτυχία, άπό τ!ό νά βρίσκεται κοντά στο παλληΚάρι, που τού έχει σώσει τη ζοοαή. — Εκτός άν φοβάσαι αυ τή ^τήν περίεργη άρρώστεια!, τού ξαναλέει ό Σ άντρο. Ό Γαλέρας τον κυττάιζει μέ κάτι μάτια πελώρια άπό την έκπληξι. — Τι πάει νά πή «άν φο-
δάμαο, σενόρ; ρωτάει* Δέν θυμάμαι νά την ξανάκουσα αύτή τη λέξι>! Ι^αϊ στό κάτω -κάτω, ποιά άρρώστεια μπο ρεί νά ταλμήση νά σάς άγγί'|ξ’η, όσο θάμα; εγώ κοντά σας; Θά την βουτηίξω. και θά τής στρίψω τόν λαιμό1..· έτσι δάί — Τήν άρρώστεια; —σενόρ Σάντρο!, α παντάει κατηγορηματικά ό γίγαντας. — Στρίψε άπό έκεΐ τ’ ά λογα γιά τήν ώρα!, τού λέει γελώντας ό νέος. Αυτός έκεΐ είναι ό δρόμος πού πηγαίνει στό Ναθαρένο. Φτάνουν σέ μ ι ά συστάδα δέντρων, λίγο έξω άπό τό χω ρ.ό. Σταματούν άνάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές τους. Τό-
—Ό θάνατος χτύπησε τό άμοιρο χωριό μας, σενόρ!
■—Ποιά άρρώστεια θά τολμήση νά σάς άγγίξη, οσο θάμαι κοντά σας;
τε ό νεαρός Σ άντρο Βέγκα τρέχει στο πίσω μέρος τής άμαξας. Άνα σηκώνει" τό κά θισμα, πιέζοντας κάποιον1 κρυφό μοχλό. Κάτω άπο· αυ τό, υπάρχει μια μυστική ^θή κη κι* άπό κεΐ μέσα βγάζε; ■μια άλόμα·υρη> φορεσιάς, που τη φοράει, γρήγορ α-γρήγαρα. Τό ντύσιμό του συμπληρώνε ται μ" ένα μαύρο πλατύγυρο καπέλλο και μια επίσης μαύ ρη προσωπίδα. Άλλα καί ό οπλισμός του είναι πλήρης: Τά δυο πιστόλια, τόι σπαθί! του καί τό θρυλικό, του μαστί γιο: Γιατί ό Σάντρο Βέγκα, οσο κι5 αν αύτό φαίνεται πα ράξενο, ό λεπτεπίλεπτος δ αν δής των σάλον ιών, που όλοι τον πιστεύουν δειλό, είναι Ι-
να καί το αυτό πρόσωπο μέ τον .θρυλικό Ζορρό. Γιά την άκρίίβεια, είναι ό γιος τού Ζορρό καί συνεχίζει τή γε μάτη κινδύνους αποστολή, τού πατέρα του άπό1 τή, μέρα πού εκείνος πέθανε (*). Καί ό Γαλέρας, ό κολοσσός αυ τός πού ό Σάντρο τού έχει σώσεγ τή ζωή καί γι’ αυτό τού είναι πιστός σαν σκυλί·1; είναι 6 μόνος πού ξέρει τό ■μυστικό του. — Θά μείνης έδώ στήν ά μαξα καί θά ^μέ περιμένης!, τού λέει αύτή τή στιγμή ο Μασκοφόρος Εκδικητής· Δέν (*) Διάβασε τό Ιο τεύχος «ΜΙ ΚΡΟΥ ΖΟΡΡΟ» μέ τίτλο: «0 ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ»,
§"
.
ί·
Μ
I
I
Ρ
θά σαλέψής ώσπου να γυάυ σω —κατάλαβες; :— Σί, σενόρ Ζορρό!; άποκρίνετα: άτάραχος ό γίγαν τας. ^ χ Τό μόνο, αλήθεια, πού έ χει καταλάβει πολύ καλά καί δεν κάνει ποτέ λάθος ό Γαλέρας, είνον πώς, όταν ό κύρι ός του είναι ντυμένος μ3 αυ τή τη φορεσιά, δεν πρέπει ποτέ νά τον λέει «σενόρ Σ άν τρο». ^ ^ , Ό Ζορρό λοιπόν αφήνει την άμαξα. Περνάει τά λιγο στά δέντρα καί βγαίνει πλάι στά πρώτα παραπήγματα του Ναθσρένσ. * ' Σ5 ολόκληρο τό χωριό, έπ;κρατεί μιά φοβερή σιωπή. Λες κι" ό. θάνατος τό έχει αγ καλιάσει: ολόκληρό καί δεν έ χει αφήσει- ψυχή ζωντανή. ^Α κόμα κι3 ό αέρας έχε, ξεχάσει νά πνέη! Βλέπει ένα χωριατόσπιτο καί προχωρεί αθόρυβα σ3 αυ τό. Είναι αποφασισμένος νά μπή στό εσωτερικό, γιά νά δη μέ τά μάτ,α του τι συμ βαίνει.. Ξαφνικά δμως τό1 μά τι του παίρνε- δυο ακαθόρι στες σκιές, πέρα στον μάντρότοιχσ. Περισσότερο από ένστι κτο, ό Ζορρό κάνει·, ένα ^κατα πληκτικό καί αστραπιαίο πή δημα., Κατρακυλάει στη γη, ανάμεσα στις πυκνές μπαμ πάκες —γιατί δλα τά σπί τια του Ναθαρένο, έχουν κι* από μ'ά μ/κρή- βαμβακοφυ τεία; Την ίδια στιγμή βλέπει δυό· λάμψεις καί οι σφαίρες, •βουίζουν επάνω άπό τό κεφά λι του.
§
.4
2
Β
Ρ
Ρ ■§
' Τραβάει τά πιστόλια φύο>
άλλα * ταυτόχρονα αναγκάζε ται νά κάνη κι3 άλλες κου τρουβάλες, μέσα στις μπαμ πακιές, που δεν είναι τόσο ψηλές, γιά νά τον κρύψουν* Πάλι οί σφαίρες τινάζουν τό χώμα εκεί πού βρισκόταν πριν έγα δευτερόλεπτο, 6ομιβίΐζοντας σάν θυμωμένες πού δέν τον πέτυχαν;. Τώρα 6 Μα σκοφόρος, Τι μωρός, έτσ ι όπως είναι πεσμένος μπρούμυτα, πυροβολ εΐ έ;< εΐνο ς. 3 Ακουγ εται; μια κραυγή .πόνου καί μ.ά 4λθ3στήμια σέ μιά ,ξένη γλώσσα, πού ό Ζορρό· γνωρί ζει καλά. Ό ένας από* τούς δυο ανθρώπους, πού φαίνον ται σάν ολόμαυρες, σκιές, φέρνει τό χέρι στον αριστερό του ώμο. Ό άλλος κάτι του Φωνάζει. Τότε κι3 οι δυο· ρί χνονται στη μάντρα καί πη δουν επάνω* της. Μ3 ένα δεύ τερο σάλτο βρίσκονται άπό πίσω καί χάνονται άπ3 τά μάτ α του. Στό ένα δευτερόλεπτο που υένοιν επάνω στη* μάντρα, ό Ζορρό- τούς σημαδεύει μέ τά πιστόλια του καί είναι έτ ο ω μός νά πυοο-βιολήσπ1. Δεν του είναι καθόλου δύσκολο νά τούς πετύχηι καί τούς- δυο καί νά τούς σκοτώση. Μά τελι κά δέν ρίχνε;·. «Δέν μου χρειάζεται νε κρός!», σκέπτεται. «Κι3 ά^ φού ό ένας είναι λαβωμένος, δέν θά μπορή νά τρέΙξη γρήγο~·σ! ·. » 'Μ3 αυτή τη- σκέψι τινάζεται ορθος. Βάζει τά πιστόλια στις θήκες τους καί χύνεται· μ·3 όλη τη δύναμι τών ποδιών
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ.
ΟΡΡΟ
9
του προς τον μαντρόταιχο* χνη του, ανοίγει αδίστακτα Φτάνοντας έκεΐ ομοας, ακούει καί μπαίνει μέσα. καλπασμό αλόγων πού ξεκι νούν με γρηγοράδα. Πηδάει επάνω στη μάντρα. Οι δυο· καβαλλά ρηιδε ς εΤνα ι κιόλας αρκετά μακρινά. Ή πιθανότης να τούς πετύχη τώρα πια ΒΝ ώρα αυτή, οί χω ■εΐναι μικρή. Ένώ ή πιθανόροφύλακες τού Ντιάζ βρίσκον της. να φιέρη ικοντά του με ται στο τραγικό χωριό, πού τους πυροβολισμούς του τούς ■χτύπησε τόσο σκληρά ή μοί χωροφύλακες, πού έχει στεί ρα. Έκτος άπο τούς λίγους λει ό Δον Ένσνάντα, εΐναι άντρες· πού έστειλε· νά εξακρι μεγάλη. "Ηβη, θάρχωντ α ι βώσουν τί ήταν εκείνοι οί πυρο προς τό μέρος του για νά βολισμοί, . δλο: ο! υπόλοιποι δουν τι συμβαίνει. βοηθούσαν τούς χωρικούς, νά Ό Ζορρα ρίχνει μια τελευ φορτώσουν τά ^ πτώματα στά τά ΐια άπογοήτευμ-ένιη· ματιά κάρρα. Καί είναι εκατοντά στους φυγάδες. Φορουν πλα δες οί πεθαμένοι. Σχεδόν ο τύγυρα κ απέλλα· καί κάτι ε λόκληρος ό πληθυσμός ’ του ξογκώματα στους ώμους καί Ναθαιρένο! στα χέρια, δείχνουν πώς πρέ Ειδικά συνεργεία έχουν πε ράσει.. απ' τά σπίτια καί έ πει νά φορουν στολή. Τί εί δους στολή δμως; χουν πάρει τά πτώματα·.. Τά Τό ατύχημα εΐναι πού δεν έχουν μεταφέρει στην κεντρι έχει το άλογό του καί δεν κή πλατεία καί από κεΐ τά μπορεΐ νά τούς κυνηγήση. φορτώνουν στά κάρρα. παφνικά, τη σιωπή τής νύ Σέ λίγες ώρες, ξεκινούν σε χτας κόβουν ποδοβολητά που * μιά μεγάλη σειρά, για τή θά πλησιάζουν γοργά· Τοέχει λασσα. · * · "Αλλοι χωροφύλακες έχουν κ/ αυτός μ5 δλη·. τή δυναμι των ποδ'ών του. Ταυτόγ ρο- πάει πιο. πριν στην παραλία καΐ έχουν ετοιμάσει μερικές■' να φροντίζει, νά σκύβηι, δταν μεγάλες σχεδίες. ΟΊ νεκροί περνάη πίσω1 από τούς χαλοιπόν δέιν. αργούν να φορτω •μηλούς μαντρότοιχους καί νά θούν σ’ αυτές. Κατόπιν, δε προφυλάγεται στις σκιές πού μένες μέ σχοινιά πίσω από ρίχνουν στον δρόμο τά σπίισάριθμες ..βάρκες, σέρνονται πα. "Ετσι δεν έχει καμ,μιά στ9 ανοιχτά· δυσάρεστη συνάντηΐσι, .αλλά Γιά λίγο, ένα πλήθος σιω Φτάνει, χωρίς-νά τό· καταλάβη, σχεδόν ώς τα κέντρο του πηλών ανθρώπων, τις παρα κολουθούν από την άκτή.. Πού Νοθαρένο. Μπροστά του βλέπει την κ αί πού άκ ούγοντα ινλυγμοίί πόρτα ενός σπιτιού. Καθώς -"Αλλοι σταυροκοπ δύντ α ι, ' εΐνα· βέβαιος πια ότι οι χω Στό1 τέλος όμως, οί σχεδίες, ροφύλακες έχουν χάσει τά ί- χάνοντα ι σ την' άπόσ τασ ι. Μά
Τ
10
ο
ΜΙΚΡΟΣ
λίστα, καθώς ή ώρα έχει π:ά προχωρήσ ε ι ττ ολύ, βουλ, ι άζε ι καί τό' φεγγάρι στη θάλασ σα κι" όλα σκοτειν,άΐζουν. Ό Ζαρρο βρίσκεται κι* αυ τός σέ μ:ά άκρη της παραλί ας, την ώρα πού ξεκινούν οι σχεδίες. Στο σπίτι που μπή κε στα χωρά, καθώς και σέ πολλά, άλλα σπίτια, δεν σνα κ άλ υψ ε κανόναν π εθα μ όν ο, γιατί τούς είχαν βγάλε: πια έλους, στην πλατεία. Τίπο τα τό ύποπτο δεν υπήρχε πουθενά. Δεν θά αμφέβαλε στιγμή πώς έπρόκειτο για μ:ά επιδημία, άν δεν ήταν αυτοί που τον πυροβόλησαν. ΐΠο.οί ήταν αυτοί οί άνθρωποι όμως καί γιατί θέλησαν νά τον σκοτώσουν; Καί τί σχί σει μπορεί νάχουν μέ ολη τή
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
φοβερή τραγωδία του· Ναθαρένο ; Καμμιά άπάντησι δεν υ πάρχει για την ώρα, σ3 όλ3 αυτά τά ερωτήματα. Έτσι δπως έχει έρθει μέ τά πόδια σιγά-σιγά ώς εκεί, αποφασίζει νά γυρί'ση, κοντά στον Γαλέρα, γιά νά μην τον 'βρη τό· ξημέρωιμα μ3 αυτά τά ρούχα, στο ύπαιθρο·. Πραγμα τι'κά βγαίνει από πί'σω από τά βράχια που έχει κρυφτή καί ξεκινάει μέ γοργό βήμα. Δεν έχει προχωρήσει πολύ ό μως κι3 άξαφνα αναγκάζεται νά στα'θή πάλι, μέ μιά πα γωμένη ^ ανατριχίλα· Ένα ■μανιασμένο ποδοβολητό άλο γων· αντηχεί απότομα στ3 αυ τιά του, πού ολοένα καί δυ νάμωνε.. "Οσο κι3 άν είναι
Οί νεκροί δεν αργούν νά φορτωθούν...
11
Γέρνει προς τά πίσω καί πέφτει.
ι
σκοτεινά τώρα, πού έχει φύ γει το -φεγγάρι, δεν αργεί νά διακρίνη· τί·ς σιλουέττες των κριβαλλάρηδων πού χυμούν ε ναντίον του·, μες στή νύχτα.
Θάναι καμμιά δεκαριά. Καταλαβαίνει πώς εΐναι αδύνατο· νά τά βγάληι πέρα •μαζί· τους, έτσι, καθώς είναι πεζός. Σε λίγα δευτερόλεπτα 6ά τον έχουν· φτάσει και θά τον σκοτώσουν αλύπητα. Θυ μάται πολύ καλά ότι καί την πρώτη; φορά, δεν άργησαν καθόλου νά τον πυρ οδαλή σουν... Κάνει λοιπόν στροφή καί τρέχει- πάλι μ3 δλη τή δύναιμι των ποδιών του, προς τά ίδια βράχ α πού κρυβόταν ως τώ ρα. "Ενα χαλάζι από σφαί
ρες πέφτε^ι ολόγυρά του, άλ λα καμμά δεν τον αγγίζει. Σε μια στιγμή βρίσκεται α νάμεσα στα βράχια της άκτης. Για μερικά δευτερόλε πτα ακόμα, είναι πάλι άσφαλ’<σμένος. Πηδάει από τον έ να βράχο στον άλλο, ώσπου φτάνε: επάνω από τήν άφρισμένη θάλασσα. Τότε στρέ φοντας, βλέπει πώς καί οί δι ώκτες του· έχουν αφήσει τ ά λογα καί τον κυνηγουν στα βράχσ. Καινούργιες σφαίρες σφυρίζουν ολόγυρά τουΤαμπούρώνεται καί πυρο βολεί στις σκιές, ώσπου α δέιαζε το ένα περίστροφό του. Δυο από τούς αγνώ στους δολοφόνους σωριάζον ται ατούς βράχους μέ άγρια
12
.0
Μ
1
Κ
Ρ
ξεφωνητά. 01 υπόλοιποι ταμπΟορώνρνται -κν εκείνοι, άλλα ολοένα τον ζυγώνουν, έρ^ττόν τας. Σέ λίγο θά τον έχουν κυ κλώσει. καί τότε 8ά ,τόιν σκο τώσουν οπωσδήποτε. Αρχίζει νά ,ρίχνη καί μέ τόί δεύτερο πιστόλι. " Ενας α κόμα από τους φονιάδες κα τρακυλάει ουρλιάζοντας στα βράχια. Ωστόσο, πλάϊ στο κεφάλι του Ζσρρό, ή σφυρι χτή συμφωνία τού θανάτου, γίνεται- ολοένα πιο- πυκνή! ^ Οί φονιάδες ζυγώνουν. Ε λάχιστα μέτρα τούς χωρίζουν π ιά. Καί ξαφνικά 6 Μασκοφό>ρος Τιρωρός βγάζει- ~ μια τρο μερή φωνή.· Φέρνει τό χέρι στο στήθος. Ταλαντεύεται. Προσπαθεί —μέ μια ύστατη προσπάθεια—- νά άρτταχτή μέ τά νύχια όπτ5 τον βράχο. Δεν τά ^καταφέρνει όμως. Τά δάχτυλά του γλυστρούν· Γέρ νει. ττρός τά ττίίσω καί πέφτει, Γιά ένα δευτερόλεπτο άκουγεται ή άγων ιώδης κραυγή· πού βγαίνει άπ5 το λαρύγγι του, νά σβύνηι χαμηλά. Ύστε ρα ένας παφλασμός; καί τί>ποτ5 άλλο. Οί σκοτεινές μορφές των φονιάδων χοροπηδούν επάνω στους βράχους κάί ζητωκραυ γάζουν μέ έξαλλο ένθοοσιασμό. Μετά γυρίζουν στ5 άλογά τους καί φεύγουν άπό κε? που ήρθαν. Δεν περνούν δμως ούτε δύο λεπτά τής ώ ρας καί μέσα άπό τή θάλασ σα βγαίΙνει μια σκοτεινή σιλουέττα καί σκαρφαλώνει ατά βράχια τής ακτής. ΟΊ κι νήσεις του δείχνουν άνθρωπο
0
1
1
0
Ρ
Ρ
0
γεμάτον υγεία καί δύναμ ι. Κάτω άπό τη μαύρη μάσκα του ζωγραφίζεται ένα ειρωνι κό χαμόγελο...
.
Τό πλοίο
τοΟ Εωσφόρου! ΓΪΙ Α Ο ΤΡΟΜΑΚΤΙ ΚΟ νέο διαδίδεται σαν αστραπή την άλλη μέρα τό πρωΐ, στη Ρέϊνά ντέ Λος "Αντζελες.^ Μιά ετδησι φριικιαστική, πού . δεν χωράει άμφιΐβαλία πώς εΤναι πέρα γιά πέρα αληθινή,... Ό ταβερνιάρης ό Μσνουέλ, .μόλις βλέπει· τούς δυο και νούργιους πελάτες πού μπαί νουν στην ταβέρνα του, χυμάει σαν πραγματικό γεράκι προς ^τό μέρος τους, μέ μο ναδικό, σκοπόι νά την διηγηθή πριν τον πραλάβη κανένας άλλος. -— Καλώς ώρίσατε. Δον Σάντρο!, φωνάζει καί υπο κλίνεται όσο βαθύτερα τού ε πιτρέπει. ή χοντρή μέση του. "Υστερα, ρίχνοντας μιά λοξή φοβισμένη; ματιά προς, τό μέρος, τού Γαλέρα, πού συνοδεύει τον νεαρό ευπατρί δη, προσθέτει: — Μάθατε σίγουρα τά χτε σινοβραδ ινά επεισόδια, σενάρ! Τί περιπέτεια!... Τί φρίκη! ... Θά πιή —ωστόσο -—κανένα ττοτηρ... ν δηλαδή ικ.αμμιά κανάτα κρασί, ό υπη ρέτης σας; Καί^ σίγουρα, δεν έχετε μάθει άκόίμα τό· φοβερώτερο! ' Ό Σ άντρο τού άποκρίνεται μ1 ένα βροντερό φτάρνισμα. Βγάζει τό μαντήλι, σκου-
0
ΜΙΚΡΟΣ
1
Ο
Ρ
Ρ
Ο
II
φαίνονται κόκκινα!, λέει ο ττίΐζεΐ' τη μύτη ταυ κοοί το ξοονέος χαμογελώντας. ναβάζει στήν τσέπη. "Υστερα — "Οχι! Αυτό ήταν τό βγάζει το άρωματισ μένο του, δαντελλένιο λ μαντηλάκι^ άπό πλοΐο τού Εωσφόρου, σενόρ! την άκρη του μανικιού του Γιατί δέν ήρθε από τον ωκε και το μυρίζει δυο-τρεις φο ανό, όπως τά άλλα καράβια... -—- Παρά από πού ήρθε; ρέςλ Λ Λ ,Ό Γαλμρας, σ’ αυτό< το ρωτάει ό Σάντρο μέ.αληθινή μεταξύ, βρίσκει την ευκαιρία περιέργεια. Ώς κΓ ό Γαλέρας ,τούτη να διατάξη μέ κοφτή φωνή, τή φορά έχει ξεχάσει τό κρα^ άγρ; οκυτ τάζοντα ς τον φλύα σί' του καί παρατηρεί . μέ γουρ ρο· ταβερνιάρη: λουμένες τις ματάρες του τον — Φέρε το κρασί*! Ό· Μάνουέλ σκοτώνεται νά Μανουέλ: — Κατέβηκε άπό τον ου ύπακούση. ρανό!, αποκρίνεται ό ταβερ Ό Γίγαντας αδειάζει μέ νιάρης.: Γλυστρισε άπό τά πελώριες γουλιές το κρασί στο στομάχι του, αδιαφορών σύννεφα στη θάλασσα, σιγά σιγά, ακριβώς στο μέρος που τας για κάθε ^ τι άλλο. Ό ταβερνιάρης λέει: πετάχτηκαν οι πεθαμένοι! Φόρτωσε τίς ψυχές τους, νά -— Σάς μιλώ για τό... Κα τις πάη στον "Αδη κΓ ύστε ράβι του Εωσφόρου, Δον Σ άντρο ! —και στασροκοττ ;έ- ρα γύρισε πάλι ατά σύνν-ε^· φα καί· χάθηκε άνάμεσά τσι.. Ό Σ άντρο τον παρατηρεί τους! \ " · ' συνοφρυωίμένος. Γ'νωιρίζει τον — Πολέμα, λέει ό νέος μέ χαμόγελο, είχες ακουστά ότι χοντρο-Μανουέλ για ανόητο οχ ι δμως για τρελλό! ό Χάρος έχει, καράβι για νά — Ποιο πράγμα έΐττες; παίρνη. τίς ψυχές άπ5 τή Θά ρωτάει αί.γουρος ότι παρα λασσα; — "Οχι, σενόρ Σάντρο!, κούσε. — Τό Καράβι του1 Έωσφό αποκρίνεται ό κολοσσός θρι ρου, σενόρ! ξαναλέει ό τα αμβευτικά! "Ηξερα πώς είχε βερνιάρης καί σταυροκόπι έ ένα άλογο κΓ ένα δρεπάνι τσι· πάλι-, Τό είδαν μέ τά μά μονάχα! Πώς θάπαιρνε όμως τια τους, τά χαράματα, πολ μέ τό άλογο τίς ψυχέςΔη-, λοί άττό τους ανθρώπους του λαδή, θέλω νά πώ, πώς οι Ναθαρένο. Φσβώνταν νά μεί ναυτικοί πού1 πεθαίίνόυν, σε νουν ατό χωριό τους τή νύ νόρ.·. Ό Έωχσφόρος μέ τό ά χτα καί ξαναγέμισαν στην, λογο... στη θάλασσα... Κά παραλία. * Ηταν ένα ίστιοφό- πως.... ρο, μέ ολοκόκκινα, μεγάλα •ΚΓ ό φουκαράς όΓσλέρας, πανιά, Δον Σ άντρο! πού τού εΐναι άδύνατο νά ο — Μέ τά χαράματα κοκκι λοκλήρωσή ποτέ μιά φράση νίζει: ό ουρανός καί πολλές ' όταν έχη πολλές λέξεις, στα^ Φορές τά πανιά τών κσϊκιών ματάει μπαφιασμένος.
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ό νεαρός κύριός του όμως, του- λέει, για νά τον παρη γόρηση·: — Πιές ήσυχα τό κρασί σου, Γαλέρα. Κατάλαβα τΐ θ'έΐλεις να πής. ■Κί* ό γίγατας τον κυττάζει με μάτια ανοιγμένα πελώ ρια από κατάπληίξι καί θαυ μασμό· — "Αλήθεια, σενόρ, τό κα ταλάβατε; ψελλίζει. "Εγώ 6χυ άκαμα!
'Ο Ζορρό πάει στον γιατρό
Τ Ο ΠΑΡΑΔΟΞΟ ^ δσο και τρομερό αυτό «καράβ — Φάντασμα», τό είδαν πολλοί άπό τους πανικόβλητους κα τοίκους τού Ναθσρενο. Τό εί δαν νά χάνεται·, μέσα στους αχνούς τής πρωινής ομίχλης ή μέσα στα σύννεφα... (Γισ νά τό δουν όμως τόσα μάτια, την ίδια ώρα·, θά π ή πώς δεν ήταν όνειρο ή δημι ούργημα τής φαντασίας. Τό πρωτάκουστο νέο λοΊπόν, διαδίδεται1 αστραπιαία σ" ολόκληρη την "Άλτα Καλιψάρνια. Φοβερός αναβρασμός επικρατεί ανάμεσα στους κα τοίκους, πού κλείνονται σήρερα στά σπίτια τους, πολύ νωρίτερ" άπό τις άλλες μέ ρες. "Έτσι καί ό σενόρ Ζορρό βρίσκει ευκαιρία νά βγή κ " εκείνος π ιό νωρί ς, άφού στά χωράφια δεν υπάρχει ψυχή ζωντανή. Παίρνει πάλι τον δρόμο πού πήρε καί την πε ρασμένη νύχτα. Πηγαίνει στο
Σ
Ο
Ρ
Ρ
ΰ
Ναθαιρένσ. Σήμερα όμως βρί σκεται καβάλλα στο υπέρο χο, ολόμαυρο άλογό του. Ό ουρανός, είναι γεμάτος μέ βα ρειά, μαύρα σύννεφα, που σκεπάζουν τό φεγγάρι·. Φτάνε ι χωρ ί ς άπ ρόοπτα στο- χωριό1, όπου επικρατεί κι" απόψε νεκρική σιωπή· Χώ νέτα- ανάμεσα ατούς σιωπη λούς δρόμους. Προχωρ ·ε ί προς την πλατεία. -αφν.κά σταματάει. "Απέ ναντι του ακούει θόρυβο βη μάτων καί ομιλίες ανθρώπων πού πλησιάζουν. Ρίχνει μια βιαστική ματιά γύρω του. Βρίσκεται, έξω άπό ένα ολο σκότεινο υποστατικό. Ή με γάλη δίφυλλη, σανδένια πόρ τα του, σίγουρα θά πρέπει ν’ άνήκηι σέ σταύλο. Στρέφει τό- άλογό του προς τά εκεί. Δεν αργεί νά έξακ ριιβώση, πώς ή κλειστή πόρτα δεν εί ναι. μανταλωμένη. Την -άνοκ γει καί χώνεται μέσα, πη δώντας άπ" τη ράχι τού υπέ ροχου ζώου. "Υστερα ξανακλείνε’, αφήνοντας μόνο μιά χάρου.άδα, γιά νά κυττάζη έ ξω. Οί άνθρωποι πού περνούν είναι- μεο'κοί χωριστές. "Έρ χονται άπό τη μερ ά τής πλατείας καί χάνοντα' σέ λί γο στο· βάθος τού δρόμου. Ό Ζορρό, αντί νά βγή πά λι έξω, στρέφει στο εσωτε ρικό τού σταύλου. "Ανάβει έ να άπιστο κ·" άπ" αυτό ένα μικρό1 ξύλο, γιά νά μπορη νά διακρίνηι στο σκοτάδι. "Από ώρα σκεπτόταν, πού ν’ 'άφήαη τό άλογό του, χωρίς νά κινδυνεύη νά τό- δουν. "Εδώ μέσο:, είναι ρ,τι χρειάζεται·.
6
ΜΙΚΡΟΙ
Το τραβάει καί τό δένει σ’ έ ναν ξύλινο πάσσαλο, -κοντά στο παχνί. ^Ετοιμάζεται νά φύγη, άλλα την ίδια στιγμή στέκεται άκθνητός, σαν μαρ μαρά μένος, ενώ ένα σιδερέ νιο χέρι, του σφίγγει την καρδά. Έκεΐ πλάι του, ένα βή μα μακρινά, μέσα στά άχυ ρα, βρίσκεται, σωριασμένο τό- σώμα ενός ανθρώπου. Εί ναι εντελώς ακίνητο καί πε σμένο σε μια: κάπως αφύσικη στάσι. Ό άνθρωπος αυτός, πρέπει νά είναι νεκρός! "Ε να από τα τραγικά θύματα, τής φοβερής θεομηνίας... Ό Ζορρό, μόλις συνέρχε ται- απ’ την πρώτη του έκπληξι σκύβει επάνω από τον πε θαμένο. Τον φωτίζει καλύτε ρα μέ τον πρόχειρο δαυλό του. Ή έξέτασι- αυτή, όμως, δεν του χρησιμεύει σέ τίπο τα. Διστάζει νά τον πλησιάσηι περισσότερο καί νά ^τόν άγγίίξη. -έρει πώς μπορεί νά μολυνΟή κι* ό ίδιος μ5 αύτόν τον τρόπο, από την τρομερή ίάρρώστεια. Αποφασιστικά στρέφε; καί φεύγει- από1 τον σταολο. Προχωρεί πάλι προς την πλατεία. Φτάνοντας, βλέ πε: δυο γαντοφορεμένους αν θρώπους, νά φορτώνουν μερι κά πτώματα σ’ ένα -κάρρο. Σήμερα· οι νεκροί εΐν’ ελάχι στοι, αλλά καί πάλι πολλοί, σέ σύγκρισι- μέ τούς ζωντα νούς πού έχουν άπομείνε; στο Ναθαρένο. Ό Μσσκοφό-ρος Τι μωρός προχωρεί παραπέρα. ; Στέκε ται μπροστά σέ μια πόρτα, πού κάτω απ’ τη χαραμάδα
της φαίνεται Φώς. |λέπρι Ι-
ΙΟΡΡ0
τ
να φίδι- σκαλισμένο στο ξύλο τής πόρτας καί βεβαιώνεται πώς^ είναι τό- σπίτι τού για τρού- Χωρίς νά χτυπήση, α νοίγει καί μπαίνει. Μ: ά φωνήι «περίγραπ της φρίκης άκούγεται- τότε. Ό γιατρός είναι μέσα καί βρίσκεται- καθισένος πίσω α πό ένα·*τραπέζι. Μόλις όμως υψώνει τό κεφάλι από τό βι βλίο που διαβάζει- καί άντιικρύζει- τον μαυρσφορεμένο ε πισκέπτη; του, τινάζεται. 6ρθ -ος σάν σαλτιμπάγκος καί βγάζει εκείνη τή σπαρακτική φωνή. Τά μάτια του γουρλώ νουν απαίσια, γεμάτα τρόμο. — Σενόρ!, κάνει νά πή ό Ζορρό- παράξενε μένος για δλ’ αυτά. Δεν προλαβαίνει νά προχωρήση περισσότερο. Ό για τρός πετιέται σ’ ένα έπιπλο πού βρίσκεται- στον διπλανό τοίχο. Ανοίγει τό συρτάρι του, τραβάει άπό μέσα ένα πιστόλι- καί., στρέφοντάς το καταπάνω1 στο- μασκοφόρο, ττυοοδολεΐ αδίστακτα. Ή άπόστασι- είναι τόσο κοντινή, που ό θάνατος του Ζαρρό θά ήταν σίγουρος, άν έμενε στη 'θέσι του. Εκείνος, όμως, κά νε; μέ απίστευτη ταχύτητα -καί σβελτάδα, μιά καταπληικτιικήι βο-υτιά στό' πλάι· Ή σφαίρα περνάει δίπλα ταυ καί καρφώνεται στον τοίχο, γκρε μίζοντας ένα κομμάτι σοβά. Ό γιατρός απομένει άκί:νητος, κίτρινος σάν κερί άπό την τρομάρα του. Κυττάει μ* απελπισία τό μσνόσφαιρσ — άχρηστο πιά — πιστόλι του. Ύρτερα τον Ζορρό που φνα-
14
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
σηκώνεται άπ3 το έδαφος, κρατώντας τό δικό του πιστό λι στο χέρι. — Παράξενες συνταγές έ χετε έτοιμες για τους πελά τες^ πού μπαίνουν εδώ μέσα, σενόρ - γιατρέ! , λέει· εκείνος ■μέ θαυμασμό. — ·ΜΙήι! Μη, με σκοτώσης, σενόρ Ζορρό!, τραυλίζει κά τοπτρο μ αγμένος ο γιατρός κάί υποχωρεί συνεχώς, ώσ που ή πλάτη* του άκουμπάει στον τοίχο. Μην πυροδαλής! Θα... θά σου τά πώ όλα!... Ό ιΜασκΡφόρος Τ ι μωρός καταλαβαίνει πώς 6 γιατρός γνωρίζει· πολύ περισσότερα πράγματα, άπ3 δ,τι- πίστευε άκόμα κι3 αυτός ό ίδιος«ιΣίγουρα έχει σχέσι μ3 ε κείνους τους φονιάδες!», συλ λογίζεται. «Του είπαν ότι μέ σκότωσαν χθες τή νύχτα καί γ;·3 αυτό τρομοκρατήθηκε τό σο που μέ είδε!» — Μίλησε, λοιπόν, καί γρηγο,ρα:! ., του) λέει, .ξερά. Πρήιν χάσω την υπομονή μου! ν—γ Ναή σενόρ!... Θά σου τά πώ!... Δεν -φταίω εγώ, πί στεψε με! λΑν τούς έλεγα ό χι, θά μέ σκότωναν κι3 έμε να! ... Πάλι κάποιος άλλος θά τό έκανε στη θέσι μου!... — Μίλησε καθαρά κι3 άσε τή φλυαρία! — Μάλιστα, σενόρ^.. Αυ τοί οί άνθρωποι δεν είναι... Σωπαίνει καί ξαφνικά τά μάτια του γουρλώνουν. Ό Ζορρό γρηγορώτερος κι* άπό τή σκέψι, βλέποντας τό βλέμμα του γιατρού .καρφω μένο ρτήν πόρτα πρν Φ®
Ο
I
Τ
Ο
Ψ
Ρ
6
πίσω από την πλάτη του, πη δάει άστραπιαΐα στο· πλάϊ. Σχεδόν ταυτόχρονα μέ την κί'νηισί του, άκούγονται δυο πυροβολισμοί.. Ή μια σφαίρα περνάει δίίπλα του, στο μέρος που στεκόταν λίίγο πρίν. Ή δεύτερη: βρίσκει κατάκαρδα τον γιατρό, πού κατρακυλάει στό1 δάπεδο, σαν νά τον χτύ πησε κεραυνός.. Ό Μσσκοφορος 3Εκδικητής έχει τραβήξει κιόλας τά ^πι στόλια του καί τά στρέφει προς την πόρτα. Τή βλέπει, όμως, νά κλεινή τήν ίδια στι γμή. Χύνεται επάνω της σάν νεράκι- Τήν τραβάει, αλλά δέν ανοίγει. ..· Τρέχει προς τό παράθυρο. Τό ανοίγει καίί πηδάει έξω. Ωστόσο δέν προλαβαίνει τούς ■φονιάδες... Στά λίγα δευτερό λεπτα πού καθυστέρησε, έ χουν προ'φθάσει · ν3 ανέβουν στ3 άλογά τους καί· νά στρί ψουν στή γωνία του δρόΙμου. 3Από· τον κρότο των πετάλων μόνο, καταλαβαίνει πώς είναι δ!ύο. Παράξενε μένος ζυγώνει τήν πόρτα άπ3 έξω. Κάποιος άπ3 τούς δολοφόνους έχει, πε ράσει άπ3 τήν κάννη τό πι στόλι του, στήν υποδοχή τής ιάμπάρας καί γι3. αυτό ή πόρ τα δέν άνοιξε. Τό παίρνει καί μπαίνει μέσα. Πλησιάζει τον γιατρό καί σκύβε: κοντά του. Ή· ελπίδα του είναι μάταιη, όμως: Ό άνθρωπος εκείνος έ χει πεθάνει. — 3Ατυχίία! , μουρμουρίζει ό Ζορρό- Κάθε φορά που1 τούς συναντώ, βρίσκομαι μακρυά
αίττό. τ’ ολογά μονΙ.ίΐ
0
Μ
I
Κ
*
6
1
θαύμα στ© παχνί 0
ΣΤΌΣΟ
δεν
παρα-
τάε;· τή μάχη*. Επειδή έχει κάποια ιδέα, που μπορεί ν*α κ απευθύνονται οι δυο φονιά δες, βγαίνει στον δρόμο και τρέχει μ3 οΛτκ τή δύναμι των ποδιών. του, προς τον/ σταΰλο οπού έχει αφήσει το άλογό του. Φτάνει4 σε λίγα λεπτά; Μπαίνει μέσα καί τό θαυμά σια τετράποδά που τον έχει αναγνωρίσει από. τα βήματά του, χρεμετίζει χαρούμενο. Τό λύνει καί πλησιάζει μαζί1 του την πόρτα του σταύλου. Την ώρα που είναι έτοιμος να την άνο ί|ξη, ·μ αρ μ αρώνε ι άξαφνα στη. θέσι του. Νοιώθει μια παγωμένη ανατριχίλα, να δ'απερνάη τη; ραχοκοκ καλιά ^του: "Αϊτό τό( δάδάς του- σκο τεινοί) σταυλου, έχει· ακούσει έναν σιγανά, αλλά ολοκάθαρο αναστεναγμό! Ή διάθεσί' του νά φυγή καλπάζοντας την ίδια στιγμή εΤναι- πολύ μεγάλη. 3Αλλά κι^3 αυτό* πού συμβαίνει μέσα στο σκοτεινά βάθος, πίσω του, ξεπερνάει κάθε φαντασία. Εί ναι τόσο άνή,κουστο κι3 όπτίστευτο, ώστε τον καρφώνει στη θέσι του. Γιατί1 ξέρει· πώς (έκεΐ, πεσμένος στο αδειανό παχνί1, βρίσκεται μόνο ένας π ε 6 α μ ένας! "Ενας πεθα μένος, πού τον είδε καί τή δεύτερη φορά, καθώς έλυνε άπό· τρν πάσσαλο τό άλογό του, νά κρίτεται. ακίνητος,
1
0
Ρ
Ρ
ό
1?
στην ίδια άκριίβώς στάσι πού ήταν καί πριν μια ώρα! Στήνει τ αυτί του· "Ομως δέν ακούει· τίποτα πιά, αρχί ζει νά πιστεύη ότι ό άναστεναγμός^έκεϊνος' θά ήταν γέν^ νήμα τής φαντασίας του ή ί σως κάποιος περίεργος λα ρυγγισμός του άλογου του. 3Αλλά τότε ακούει* καί δεύτε ρον άναστεναγμό, άκόμα καθαρώτερον άπά τον πιρωτο! "Αδίστακτα πηδάει στη γή. "Ανάβει πάλι ένα σπίρτο καί όρμάει προς τό μέρος του παχνιού. Άντ κράζει τον πε θα μένο νά... άνασηΐκώνετ α ι< στη, θέσι. του, νά τεντώνεται μέχρι* πού.... τρίζουνε τά κοκκαλά του καί νά χασμουριέτορ! "Υστερα πιάνεΐι τό κε φάλι του καί στρέφει τά γουρ λωμένα από την έκπληΐξι μα τ <α, ολόγυρα. Τελικά τά καρ φώνει στη φλόγα τού σπίρτου πού κρατάει ό μασκοφόρος. Κι" ή φλόγα εΐναι τόσο κον τά στα μάτια του, πού ;ίδέν μπορεί νά δ;ακρινή* τίποτα πίσω* της. — Τ1\ διάβολο συμβαίνει ε δώ πέρα; μουρμουρίζει απο ρημένας. "Αποκοιμήθηκα μέ σα στον σταΰλο; Ποιας είσαι του· λόγου σου, ·μέ τό κερί*; Κγ· άνασηκώνεται. όρθιος, κρατώντας με τό* ένά χέρι τή μέση του. — Νά παρ, ή ευχή;! Πιά στηκα!, μουρμουρίζει πάλι γκρινιάρικα· Πόση, ώρα κ σι μά μα:; Έσύ μέ τό κερί, θά ιμιλήσης καμμιά φορά1; Ποιος είσαι; Ό Μασκοφόρος "Εκδικητής
Ή σφαίρα περνάει δίπλα του και καρφώνεται στον τοίχο...
φεονει σ:<γά - σιγά τη λάμψι τής μ ικ-ρής φωτιάς εμπρός στο ποάσωπό του. Άκσύγεται- υια κραυγή έκπλήιξεως. Άυεσως ό... άναστημένος υ ποκλίνεται. με σεβασμό.
—Ό σενόιρ - Ζορρό!, λέ ει κατάπληκτος. Μεγάλη- τι μή γ;ά. τό* φτωχικό μου.^ Μή πως μπορώ νά σάς φανώ χρή σιμός σε τίποτα, σενόιρ; — Καί βέβαια μπορείς, άν
πάρης; ένα άλογο και μ5 άικολουΟή σης !, φώναζε ι> β :αστ ι,κα ό Μασκοψο-ρος Τιμωρός, με μια παράξενη λάμψι στα μάτια. Σέ δυο λεπτά, μπροστά
αυτός καί πίσω- ό... νεκρανα στημένος, καλπάζουν με την ταχύτητα τής αστραπής προς τη- Δύσι, όπου απλώνεται ή παραλία του απέραντου Ει ρηνικού.
20
Ο
ΜΙ
ΚΡΟΙ
<<Ό Ζορρο φάνηκε άπόφε!)) ΡιΕΧΌΥ'Ν αρκετή ώρα· Τ μέσα στη σκοτεινή νύχτα, Μό νος τους οδηγός δτι ακολου θούν σωστή διεύθυνση εΐναιι ή •μακρυνή, βοή τής ατέλειωτης θάλασσας, ττου σιγά - σιγά δυνάμωνε.,· ααφνιίκά το φεγγάρι- ανα καλύπτει μιά τρύπα ανάμεσα στά σύννεφα καί ξεμυτίζει γ.ά νά φωτίση. τήν πλάση. Ό· Ζορρό άφηνε ι νά του ξεφύγη ένα _μικρό έπ ιφώνηιμ-α Θρ άμβου: ι ό φεγγα ρό φωτο έχεί'. φωτίσει δυο καβαλλάρηι.δες που βρίσκονται καμμιά εκατοστή μέτρα μπροστά τους/ πηγαίνουν κι* εκείνοι ττρός τή θάλασσα. Κοντεύουν νά φτάσουν στήν παραλία. (Καί γ ά μιά στιγμή σταμα τούν. ·Καποβαίνουν οπτό τ’ ά λογα. Ό Μσσκαφόρος Εκδικητής κ:,Λ ό παράδοξος σύντροφός του, κρατούν κι* αυτοί τά χαλνάρια των άλογων, τους. Ταυτόχρονα όμως, τό φεγγά ρ:, κρύίβετα.- . πάλι πίσω από τά μαύρα σύννεφα· Ή νύχτα γίν.ετασ κοτε νή· σάν · π ίσσα. — ’Άς προχωρήσουμε σι γά -σιγά, λέει ό Ζορρό. Σέρνοντας τά ζώα δοτό τά χαλινάρια, βαδίζουν αθόρυ βα. Μά όταν φτάνουν έκεΐ που είχαν δή' τους, άλλους νά σταματούν, δεν βρίσκουν ού τε τούς καβαλλάρηδες, ούτε τ3 άλογα· Εΐναιι φανερό πώς κ:,3 εκείνοι προχώρησαν, σέρ νοντας τα μαζί1 τους. Βαδί
20ΡΡ0
ζουν λοστόν πάντα, μέ τήν ί δια προσοχή. Ό Ζορρό, .ρωτάει χαμηλό φωνα τον σύντροφό* του: —- Μήπως θυμάσαι, άμίγο* τί; είχες πάει ·νά κάνης στον στ αυλό, όταν σέ πήρε ό υπνος; — Μά... καί βέβαια, σενόχ> Ζορρό! *Ηταν απόγευμα α κόμα. Δεν είχε δύσε:* έντελώς ό ήλιος. Τό άλογό τό εΐχα ζεμένο στήν άμαίξα. Θά πήγαινα στή Ρ είναι. ντε Λος "Αντζελες.ν ^ —^ Τί νά κάνης; .ρωτάει α πορημένος ό μαισκοφόρος. —-Ήμουν καλεσμένος στον χορό!,, άποκρίνεται· έκεΐνος. "Έχει χορό ώς τό πρω’ί από ψε ό Δόν Ρομπέρτο υ Ένσενάντα, ό νέος Διοικητής! — 3 Απόψε; ·.. — Σ.ί·, σενόρ Ζορρό*! Κά λεσαν όλους τους1 ζώέμπορους καί μέ πήρε καί μένα τό σχέδ.ο, μ3 όλο που οι δούλε ές έ χουν σχεδόν σταματήσει. θυ μούνται: βιμως τίς καλές μέρες έκεΐ κάτω..., — Λοιπόν έτο μαζόσουν γιά τον χορό; κάνει •αδιάφο ρα· ό μασκοφάρος. — Σί. Στολίστηκα — γι’ αυτό μέ βλέπετε που φορώ τα καλά μου, αλλά γίνηκαν χάλ α μέσα στ3 άχυρα! — κι3 ήμουν έτοιμος γιά φευγ.ό. Δεν έφαγα τίποτα, γιατί εί ναι κουταμάρα νά φας, όταν πρόκειται; νά πας στον χορό τού Δ'ο.κηιτή !.. 3Ήπ:α μόνο νε ρό καί βγήκα νά ζέψω τ3 άλο γο. "Υστερα θυμήθηκα πώς ε κείνο· δέν θά · τό τάϊζαν στον χορό καί μπήκα στο παχνί,
5
Μ
I
Κ
Ρ
6
ϊ
ν<ά του· φέρω λίγη βρώμη, για τό σακκούλι. του. Αυτό: ήταν... Θυμάμαι, μούρθε μιά ζαλάδα 'κ;/ αρπάχτηκα άπ5 τά ξύλα. "Υστερα τίποτ5 άλλο.·. Θάπεσαι κάτω και μέ πήρε ό ύπνος. Θά^ κοιμάμαι τό λιγώτερο τρεΐς ώρες, άν κρίνω απ' τό ύψος τοΟ' φεγγαριού στον ου ρανό... —(Κοιμάσαι σχεδόν τριάν τα ώρες, αμίγο!, του λέει σο βαρά ό Ζορρό· ενώ τά μάτια του άστράψτ'ουν άλλάκοτα. Ό χορός του Δ οικητου ήταν 'έχτές και όχι απόψε! Και για τήν^ ακρίβεια, δεν κοίμό'σουν; Είχες πεΟάνει και άναστήθηικες! Καί είσαι τυχερός που σέ πίστευαν στο χορό του Λόν Ένσενάντα διαφορε τικά δεν θά βρισκόσουν εδώ Ι Ό άλλος μένει σύξυλος καί κυττάζει τον ολόμαυρο καβαλ λάρη ηλίθια! -— ’Έ; κάνει μόνο. Μά ό'Ζορρό. δεν έχει καιρό: νά του άπαντ'ήσ'η. Λίίγα μέ τρα μπροστά τους, άκ'ούγονται χρεμετί'σματα αλόγων καί βλέπει· κάτι . άόριστες σκιές πού1 σαλεύουν. Σκύβει -καί λέε. στ5 αυτί του άπολιΟωμένου συντρόφου του: — Θά σου εξηγήσω αργό τερα, άμΐγα.^Τώρσ κράτησε, σέ παρακαλώ, τ’ άλογα καί μη σσλέψης καθόλου, ώσπου νά γυρίσω1! — Σ 'ν, σενορ Ζορρό1!, μουρ μαυρίζει εκείνος. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής προχωρεί αθόρυβα μές στο σκοτάδι· Κάτι όρθιοι·, ολό μαυροι βράχοι υψώνονται εμ
πρός τρίλ
Σχεδόν Ιρποντςίς
10
Ρ
Ρ
Ο_____ 21
φθάνει κοντά. Τ? άλογα είναι δεμένα στα βράχια. Προχω ρεί στα νύχια, έτοιμος κάθε στιγμή νά τραβήίξη τά πιστό λια του. Δεν συμβαίνει τίπο τα όμως. "Οσο πηγαίνει, ό θόρυβος του ωκεανού γίνεται μεγαλύ τερος, ώσπου καταλήγει σ' έναν συνεχή πάταγο. -■αίφνικά σταματάει. Τά μά τ.α του γυαλίζουν. Βρίσκεται πίσω· άπ5 τά τελευταία βρά χια. Π ιό κεΐ απλώνεται· ή αμ μουδιά. ^Εμπρός του βρίσκονται οϊ δύο φονιάδες. Στην παραλία αράζει τήν ίδια στιγμή μιά μεγάλη βάρκα. Άπ* αυτήν κα τεβαίνουν τρεΐς άνθρωποι. Φαίνονται κι5 αυτοί, όπως ό λο:·, σαν μαύρες σκιές, άλλα από τά πλατύγυρα καπέλλα ικαίι τά Εξογκώματα στους ώ μους: καί στά χέρια, καταλαβαΐνε ς ότι φ'ορουν ομοιόμορ φες στολές. Πλησιάζουν αυ τούς πού τούς περιμένουν· -—- Πότε; ρωτάει μόνο ό έ νας από τούς τρεΐς σέ μιά ξέ νη γλώσσα, -—· Αύριο όρατικά!, απο κρίνεται ό ένας άπ5 τούς δυο ανθρώπους. ΕΤναι όλα έτσιστή' Σερένα ! — Έν τάξει! Αύριο,^ για τί αργήσαμε!, αποκρίνεται αυτός πού έχει έρθει; άπό τή θάλασσα. Τήιν Τδια ώρα, στο Τ6 .ο μέσος. — Σί, καπιτάνο! Απόψε φάνηκε πάλι ό Ζορρό! Μ' ά βλ αστ ή»μ ι α ξεφεύ γε ι άπ5 τό στόμα του άλλου, πού κυττάζει καί τούς δυο συνΊΡΟ^ φονς τςίλ
22
©
Μ .1
Κ
Ρ
— Ό Ζορρό!, γρυλλίζει μετά. "Αφού τον σκοτώσαμε έχτές: τη νύχτα! — "Όχι, δπτως φαιίνεταη σενόρ! Ήταν στού γιατρού κι" εκείνος· ετοιμαζόταν νά μάς ΤΓροδώσηι. "Αναγκάστηκα με λοιπόν νά τον σκοτώσου με, για νά μη μιλήιση. — Δ'άβολε!, μουρμουρίζει πάλι ό άλλος. Και κυττάξτε νά βρήτε αυτόν τον σατανά, τον Ζορρό και νά τον σκοτώ σετε μέ κάθε θυσία! Μ" αυτά τά λόγια γυρίίζουν κι" οί τρεις στη βάρκα τους και σέ λίγο άνοίιγονται στη σκοτεινή θάλασσα. 'Κι’ ό Ζορρό1 δμως έχει άπομακρυνθή. ήθη, πισωπατώντας. Τρέχει στο μέρος πού τον περιμένει ό ζωέμπορος. Φεύγουν υέ γοργό καλπασμό. "Οταν φθάνουν μακρυά από κάθε κίνδυνο, σταματάει τό< άλογό του·Λ Ό άνθρωπος, πού η τύχη του έχει στείλε: γιά σύντροφο, τον μιμείται. — Άμίγο, του1 λέει ό μασκοφόΐρος, συμβαίνουν τρομε ρά πράγματα καί χρειάζομαι τη βοηθέ: ά σου, γιά νά τιμω ρήσουμε μερικούς κακούρ γους. "Αν άκολουθήσης πι στά τις οδηγίες μου, δεν πρόκε ται νά κ νδυνεύση κάνεις... Θά πάς απόψε στη Σερένσ... Αυτή τη στιγμή κιόλας... "Έ χεις γνωστούς έκεΐ; —- Σή σενόρ... — Θά μιλήσης στους γνωστοός σου καί μαζί μ" εκεί νους, θά βρήτε καμμιά πενηντσιΟ' ά γενναίους άντρες· Θά τούς πήτε άτι αύριο τό> βρά
δυ, ή επιδημία πού χτύπησε
Ο
Σ
2
Ο
Ρ
Ρ
©
τό Ναθαρένο, θά χτυπήση καί τό δικό τους χωριό1... Άλ λά δεν πρέπει νά φοβηθούν... Θά φροντίσουν ,μόύο νά... Κι." ό Ζορρό εξηγεί γιά αρ κετή ώρα: τό σχέδιό του στον ζωέμπορο. Εκείνος τον ακού ε ι μέ μεγάλη προσοχή καί στο τέλος λέει μέ σφιγμένα δόντια: — Θά κάνω δ,τι μου πήτε, σενόο Ζορρό! ΕΤμα:ι ένας φι λήσυχος άνθρωπος... Βλέπω δμως πώς καμμ.ά φορά, πρέ πει καί τ’ αρνιά νά γίνωνται λ1 οντάρια, δταν μπαίνουν στή μέση τέτσα τέρατα!..·
Καντάδα καί τουφεκιές ΙΑ IΑ ώρα αργότερα, ό ιΜσσκοφόρος "Εκδικητής καλ πάζει ολομόναχος, στ" ανατο λικά τής Ρ είναι ντε Αός "Άν τζελες. Φτάνε: στο αγρόκτη μα τού ΔόνΠερέϊρα. ι ραβάει τά χαλ-νάρια καί συνεχίζει· τον δρόμο του μέ άργό' βηιματ.σμό. Στο τέλος φθάνει στο άρχοντ.κό τού Περέϊρα. Στα ματάει καί κυττάζει· τά παρά θυ-ρα τού επάνω ορόφου. Εί ναι δλα σκοτεινά. Δέν όπτογοητ ε ύετα, ι. " Οπως βρ ίσκ ετα ι κάτω από τό- ακριανό προς τά δεξιά, αρχίζει νά τραγου δά, μέ απαλή καί γλυκεία Φωνή. Δέν άργεΤ νά συμβή εκείνο πού περιμένει: Τό παράθυρο ανοίγει. Σάν λευκή οπτασία εμφανίζεται στο άνοιγμα ή άμορφη Κάρμεν. Βλέποντας ποιος είναι κάτω άπ’ τσ παράθυρό της,
Ο
Μ
ϊ
Κ
Ρ
Ο
1
Φ-έρνει άθελα το χέρι στην •καρδιά. "Ενα μικρό επιφώνη μα έκπλήΐξεως τής ξεφεύγει: — Ό σεναρ Ζορρό! — "Όμορφη, σενιορίτα, ελ πίζω· νά μή· σάς ανησύχησα πολύ!, λέει εκείνος μέ μ.ά υ πόκλιση χωρίς νά κατέβη άπ" τό' άλογό1 του-— Όχι μά... Τί θέλετ"^ ε σείς εδώ πέρα; μουρμουρίζει ανήσυχη ή κοπέλλα. — "Ωστε λοιπόν, είμαι α νεπιθύμητος; Φεύγω αυτή τη στ γμή, σεν.ορίτα και νά μέ συγχωρήτε... — "Όχι!, φωνάζει αυθόρ μητα; ή Κάρμεν. Δεν ήθελα νά πω αυτό, σενόρ! "Ήθελα^ νά πω πώς... πώς ό τόπος είναι γεμάτος χωροφύλακες! — "Αλήθεια; λέει. "Ωστε ό ύπολοχαγός Ντιάζ δεν χάνει ευκαρία νά τριγυρίζηι κοντά στο σπίτι· σας! — Ό Ντιάζ!, κάνει ή κο πέλλα έκπληκτη. Τί σάς έχει πιάσει όλους μ5 αυτόν; -— «"Ολους»; Δεν καταλα βαίνω τί1 θέλετε νά πήτε, σεν ορίιτσ! Δεν προλαβαίνει νά συνέχι ση τά λόγια του· "Απανωτές ντσυφεκ ές σκίζουν ξσΦνκά την ησυχία της νύχτας κι" οί σφαίρες σφυρίζουν επικίνδυνα κοντά στον Ζορρό. Ή κοπέλλα ξεφωνίζει τρο μαγμένη. Ό μασκοφόρος καβαλλάρης τής ^ βγάζει τό καπέλλο του φωνάζοντας: — "Αντ.ός, σεν.ορίτα! "Υστερα, ξαναιφοράει τό μαύρο πλατύγυρο και κεντρί ζει Τ' .αλογό του. Ρίχνεται
1
Ο
Ρ
Ψ>
ο
η
σάν αστραπή μές στή νύχτα. Πίσω του καλπάζει μιά διμοι ρί;α χωροφυλάκων. Ό Ζορρό δέν ^σκάει * αθόλου γ;" αυτό. Είναι βέβαιος πώς μέ τέτοιο σκοτάδι, οί άνθρωποι τού Ντιάζ δέν θ" άρ γήαουν νά τον χάσουν. Νά, ό μως, που γιά κακή του τύχη, τό· φεγγάρι ξεμυτίζει πάλι ά ξαφνα, πίσω· άπ" τά σύννεφα. Μίέ κραυγές θριάμβου οί χω ροφύλακες κεντρίζουν τ" άλο γά τους νά τρέξουν περισσό τερο. «Τό· φεγγάρι μοϋ πάει κόν τρα κάθε φορά που μέ κ·υνη.~ γο ύν!», συλλ ογίζετα. ι <εϋθυ μα ό Μασκοφόρος Τί μωρός. «,λΑς δοκιμάσουμε λοιπόν τό- φα ράγγι.·.» "Αλλάζει καπεύθυνα: καί ρί χνεται στην ανηφόρα. Τό άλο γό του φαίνεται κουρασμένο καί ολοένα μικραίνει ή ταχύ τητά του. Οί χωοοφύλακες ό λο καί τον ζυγώνουν. Οί φω νές τους γίνονται περισσότε ρο δυνατές καί θριαμβευτι κές. Δέν τον πυροβολούν ό μως, γ·ατί εΤναι τόσο- απότο μος ό δρόμος τους καί ,μέ τό σα σκαμπανεβάσματα, ανά μεσα στά ^κατσάβραχα, πού εΤνα· εντελώς αδύνατο· νά σημαδέψη κανείς. Κοντεύουν νά φτάσουν στήν κορυφή του υ ψώματος καί οί έκπρόάωποι σού Νόσου δέν άπ έχουν ούτε δέκα^ μέτρα άπό< τον Ζορρό. ■Πάντως αυτός φτάνει πρώ τος στήιν κορυφή καί τότε... στέκεται. Στρέφει καί φωνά ζει εύθυμα στους δ ώκτες του:
— Προσέξτε τώρα πού θά
24
ΜΙΚΡΟΙ
*: τρέχετε, σενορες, γιατί πιο πέρα υπάρχει·;ένας γκρεμός! Γιά να τόν περάσετε, πρέπει νά πηδήσετε! ί "Υστερα γυρίζει πάλι και κεντρίζει τά πλευρά του άλο γου του, που ξεκινάει σαν α στραπή. 5Από 8ώ και πέρα τό έδαφος δεν άνηφορίζει πιά. Το άλογο φθάνει· στο χείλος ενός1 φαραγγιού πού ή απέ ναντι όχθη· του, αρχίζει μερι κά μέτρα -πιό πέρα,, σέ κάμ πως χαμηλότερο επίπεδο- Τά θαυμάσιο ζώο κάνει ένα κα ταπληκτικό πήδημα. "Ενα πή δη μα θανάτου. Τά πέταλά του δμως πατουν γερά στην •απέναντι·, πλευρά. Συνεχίζει· τσν γοργό καλπασμό· του. "Οταν οι χωροφύλακες φτά νουν σ’ αυτό τό σημείο·, κρα τουν έντρομοΐ' τά γκέμια τών δ κών τους αλόγων. Βλέπουν μέ άπογο'ήτευσι. τόν μασκοφό •ρο καβαλλάρη, νά ξεφεύγη μέσ5 από τά χέρια τους καί νά χάνεται πέρα, στη φεγγα ρόλουστη νύχτα. Πάντως, κα Μέίίς τους δεν κάνει τή σκέψι νά έπαναλάιβη ένα τέτοιο παράτολυο πήδημα, γ.ά νά. τον κυνηγήση.
ΙιΓΑ λεπτά αργότερα Α ό Ζορρό μπαίνει στη μυστική σπηλιά, πού είναι τό· κρησφύ γετό του. Εκεί πέρα βρίσκει τόν... ατέλειωτο Γαλέρα. Τον περ' μένει· ξαπλωμένος σάν σκύλος, στην είσοδο, ξύπνιος. •ΑμίΥ'θ, τορ λίςι κσθίμς
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
κατεβαίνει απ' τό άλογό του, κι* αρχίζει ν’ άλλάζη τά ρού χα του, αύριο τό βράδυ θά γίνη μεγάλο πανηγύρι κά που.·. Θές νάρθης μαζί μου; — Σί, σενόρ Σάν... Σενόρ Ζαρ... ζύνει· τό κεφάλι του Κι* α πορεί : -— Μου είπατε, σενόρ, ό ταν φοράτε’τά μαύρα, νά σάς λέω «σενόρ Ζορρό» κι5 όταν φορά τ ε τ ά «φ: γουρατζ ίδ: κ α», να σάς λέω «σενόρ Σάντρο». Τώρα πού φοράτε τό νταντελένο παντελόν·. καί τό μαύρο χιτώνα, πώς νά σάς λέω; — "Οπως σ5 άρέσει, Γαλέ ρα Π αποκρίνεται· γελώντας ό νέος. Έδώ μέσα νά μέ λές πάντα «Σάντρσ». Λοιπόν, ά κου τί θά κάνης αύο'ο: θά πάρη.ς ένα αμάξι μέ έφόδια — τρόφιμα καί φαομακα — καί θά τό· πας στη Σερένα. Κ ατάλσβες; — Χμ..· ’Άς πούμε... σι, σενόρ! — Θά πής, άν σέ ρωτή σουν, πώς τά πηγαίνεις για βοήθεια στά θύματα τής επι δημίας. "Οταν φτάσης έκεΤ πέ ρα, θά δής στην πλατεία τού χωρ'ού, πολλούς πεθαμέ νους... — Μπρο·ρ! — Φοβάσαι τούς πεθαμέ νους, Γ αλέρα; — Σ ίς σενόρ Σ άντρο ! , όυολογεΐ στσράτα ό γίγαντας. Τούς ζωντανούς όχι, τούς πε θαμένους όμως ναίΗ Γι5 αυτό, δέρνω μονάχα όσους δεν χωινεύω καί δεν. σκοτώνω κανό ναν! Γιατί μόλις τόν σκοτώ σω,·. θάνρι πεθαμένος κΐ'* υ*
0
Μ
Ί
Κ
Ρ
6
1
στερα. βά τον φοβάμαι! —- "Ωστε^δΐέν θά πας; — Θά πάω όπου· μου π ή χε, σενόρ Σ άντρο! Φοβάμαι ιξεφοβάμαι, θά πάω! — Ώραΐα. Μόλις φτάσης λοιπόν όκεΐ, Θά άφησης κάπου παράμερα το αμάξι κι* υστέ ρα θά.πας κρυφά στην πλα τεία καιν θά γ ξσπλώσης κοντά στους νεκρούς. Θά κάνης κΤ έ'.σό τον πεθαμένο·! Κατάλα βες; ^ ν. — Κάνετε άπό κείνο, πού λένε «καλαμπούρι», σενόρ Σάντρο; ρωτάει ό Γοιλέρσς ηλίθια— Όχι, μιλώ σοβαρότα τα. Λεν ξέρεις νά κάνης τον πεθαμένο; — -Όχι, σενόρ. Δεν έτυχε νά ξαναπεθάνω ποτέ μου! — Λοιπόν, άκου: Θά μένης εντελώς ακίνητος. Και θά χης κλειστά τά μάτια σου, ό,τι κι" άν γίνη, ακόμα κι* αν έρθουν νά σέ σηκώσουν και νά σέ φορτώσουν σέ κανένα κάρρρ.... . ; ■ -— Καί δεν θά αναπνέω κα θόλου - καθόλου!, φωνάζει θριαμβευτικά ό Γαλερας, χα ρούμενος πού θυμάται κι* αυ τός μιά λεπτομέρεια. Ό Σ άντρο ωστόσο τού έ ξη γεΐ μέ... γαϊδουρινή- υπομο νή και άλλες πολλές λεπτό μέ ρεις άκάμα..· Ό Πανικός έχει· αρχίσει ν* απλώνεται σ5 ολόκληρη την "Άλτα Καλιφιόρνίσ. Τό τρομα κτικό «Καράβι του Εωσφό ρου» έκανε κι* αυτό τό. πρωί την έμφάνισί του, /γιά νά μαζέιψη τις ψυχές των καινούρ γιων θυμάτων τής έπιδημίας,
2
&
Ρ
Ρ
&
25
ίάπ’ τον ωκεανό. Κάνεις πιά’ διέν άμφΊΐβάλλέΐ' γιά την ύπαριξι· αυτού τού φρικιού π λ ο ίο ο, πού εμφανίζεται μέ τό χάραμα/ μέ τά ολοκόκκινα πα ν.ά του, ανάμεσα ατά γκρίζα κουρέλια τής όμΊχλης.., _ Καί, μέ τό ηλιοβασίλεμα, ολοι οι άνθρωποι κλειδαμπα ρώνονται πάλι στα σπίτια τους. Λεν έχει περάσει όμως πολλή ώρα κ,Γ* ένας καβαλλάρης ρίχνεται μέ τρελλό καλ πασμό, στον κεντρικό δρόμο τής Ρέϊνα ντε Λος "Άντζελες. Σηικώνοντας ένα σύννεφο σ κοι νής. πίσω του, τρέχει ολόισια προς τό κτίριο τού Διοικητού. Φτάνοντας έκεΐ άπ5 έξω, ξεπε ζεύει μπροστά στους φρου ρούς. Αυό λεπτά άργότερα, ό άν 'θρωπος αυτός, βρίσκεται μπροστά στον ίδιο τόν Δον Ρομπέρτο Χενρίκε ύ Ένσενάντα· — Στη Σερένα, σενόρ! Ή φοβερή επιδημία!, τραυλίζει μισοσκασμένος, άπό τό- λαχά νιασμα. Λέν χρειάζεται νά πή πε ρισσότερα, γιά ' νά καταλά βουν τί τρέχει. Και, δυστυ χώς, ούτε ό Διοικητής τής Άλτσ Καλιφόιρνα μπορεί νά 'δώση κσίμμ ιά βοήθεια ατούς άμοιρους χωρικούς, Τουλάχι στον, τίποτα περισσότερο α πό· μερικά κάρρα, γ,ά νά κου βαλήσουν τά μολυσμένα πτώ ματα των νεκρών, στην παρα λία τού Ειρηνικού.,.. * * * *· Λίγες ώρες άργότερα, ή παραλία σύτή είναι γεμάτη άπό ανθρώπους, πού φορτώ
16
ύ
$Λ
ϊ
ΐί
Ρ
νουν πεθαμένους επάνω σέ με γάλες σχεδίες. "Υστερα, α φού βάζουν φωτιά στα κάρρα, πού μετέφεραν τά μολυσμένα κορμιά, μπαίνουν στις ιβάρκες, πού βά τραβήξουν στ3 ανοιχτά, το μακάβριο φορτίο. Ή νύχτα είναι; κι5 απόψε κατσσκότεινη, μέ το φεγγά ρι· κρυμμένο πίσω από ολό μαυρα σύννεφα. Κανείς λοι πόν δεν βλέπει τον μαυροντυ μένο άνθρωπο, πού την τελευ τα ία στιγμή ξετρυπώνει πίσω από τά βράχια τής παραλί ας -καί αρχίζει νά τρέχη προς τήθάλασσα. Κανείς δεν τον βλέπε ; πού πέφτει στο νερό καί^ κολυμπάει· σαν δελφίνι προς τις σχεδίες. Ούτε τον διακρίνει κανείς, όταν μέ μια
6
ϊ
1
ό
Ρ
Ρ
6
γοργή έλξι σκαρφαλώνη καί ξαπλώνη επάνω στην τελευ ταία άπ3 αυτές, ανάμεσα στα άκίνηιτα κορμιά··. ^ Κ ι3 ακόμα περισσότερο, δεν τον άκσΰνε πού... ψιθυρί ζει· σ3 έναν από τούς πεθαμέ νους : — "Ολα εντάξει; Καί ούτε αχούν τον πεθ'αιμένιο πού... τού αποκρίνεται: — Σί, σενόρ Ζορρό! "Ύστερα, καί για πολλή ώ ρα πιά, δεν μιλάει κανένας τους. Ούτε ό ζωντανός ούτε ό «πεθαμένος». Μόνο πού1 ό δεύ τέρας φαίνεται· έΐξαιρετικά α νήσυχος. Σέ^ μια στιγμή μάλι στα σκουντάει μέ τον αγκώ να·^ του ^ έναν άλλο πεθαμένο πού βοίσκεται ξαπλωμένος δί πλσ του.
Τά πέταλα του αλόγου πατούν γερά στην απέναντι πλευρά...
Ο
Μ
ί
Κ
Ρ
Ο
1
■— Δεν μοΟ1 λες, άμίγο, τον -ρωτάει χαμηλόφωνα, είσαι- ττο λύ πεθαμένος; Δηλαδή, δίέν μπαρεΐς νά κουβεντιάσης ούτε ψ 6υρ ατά; Εκείνος δεν του απαντάει, άλλα ό γίγαντας — πού1 δεν είναι άλλος άπδ τον Γαλέρα — δεν χάνει το θάρρος του. Τού ξ αναλέει: — Έγώ, ^ ξέρεις, δεν εί μαι..· Δηλαδή, θέλω νά πω·..
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
27
Νά: Με δυο κουβέντες, είμαι στ’ αλήθεια ζωντανός και πε θαμένος στα ψέματα! Μόνο γ ά λΟγο! Έσύ; — Κι5 εγώ είμαι στα ψέ ματα πεθαμένος!, μουρμου ρίζει τότε ό άλλος. Ό Γαλέρας γουρλώνει τά μάτια του. — "Άντε, ψεύτη!, τού κά νει, Θαρρείς εγώ αΟ ι * » τά χάβω >' *
η
Ο
ΜΙΚΡ
ΟΙ
20ΡΡ0
τά; 3Αφού έχεις τά χάλια τας τις σχεδίες., σου! . .. — Σ ί, σενορ καπιτάνσ!, — Γαλέρα! Σιωπή!, ψιθυ τού άποκρίνεται ένας , άπ3 ρίζει ό μασκοφάρος απ’ τό τούς βαρκάρηδες. πλάϊ του. — Άνεβάστε τους λοιπόν! — Σ ί, σενορ Ζορρό.! 3Απ3 τό πλάϊ του ιστιοφό ρου, κατεβάζουν μιά ξύλινη Αιχμάλωτος σκάλα, πού φτάνει σχεδόν ώς την επιφάνεια τής θάλασσας. Μία - μια^ σχεδία σπρώχνεται Λ Η τήι νύχτα άρμανί ώς τη σκάλα αυτή. Τότε οί ζουν. Τάσο αργά όμως, μ3 έάνθρωποι πού έχουν φέρει ώς κεΐνο το βαρύ φορτίο, που κα 'έκεΐ τούς πεθαμένους, καθώς τά τά χάραμα, δέν έχουν απο καί οί άλλοι, επάνω από τό μάκρυνσή άπ3 τις ακτές, πα πλοίο, φορτώνονται τούς νε ραπάνω άπό ένα ώς ένάμ ίου κρούς, στους ώμους τους καί μίλι. αρχίζουν νά τούς ανεβάζουν Μάλί·ς σκάει το πρώτο φως στο κατάστρωμα. Μόνο τον τής μέρας, οι βαρκάρηδες πα 'Γαλέρα τον πιάνουν δυό μαζί ρατούν τά κουπιά. Άποστα— γιατί είναι αδύνατο νά τον μένοί στέκαν τα: καί περιμέ σηκώση ένας μόνος του—νουν1. 3Αλλά όχι πολύ. καί πάλι άγκομαχούνε! Ξαφνικά, μέσ3 άπο τά στ ά Μέσα στην άναμπουματσό χτι ά κουρέλ α τής ομίχλης, λα καί μέσα στην ομίχλη, που- σέρνονται· επάνω στην έπού δέν έχει άκόμα καλά διαπιφάνεισ τής θάλασσας, ξε λυθή, κανείς δέν προσέχει τον προβάλλει ένα πελώριο ιστίο Ζοορό πού γλοστράει πάλι φάρο, μέ τρία πανύψηλα κα στό' νερό καί αρχίζει νά κο τάρτια. Τά πανιά του είναι ό λυμπάς μέ μεγάλα μακρολολευκα καί είναι· φουσκωμέ βούτια. 3Απ3 τη μιά σχεδίά να άπο τον πρωινό αέρα. ζ'Ερ βρίσκεται στην άλλη· Βγαί χεται ολόισια καταπάνω οτίς νει μ:ά στιγμή, αναπνέει β α σχεδίες· "Οταν φτάνη ανάμε θεΐα καί ύστερα χάνεται πά σα τους, τά περισσότερα πα λι κάτω άπο τά νερά, γιά νά ν ;ά κάτεβ αίνουν; Σ τα μ ατάε ι .· φανή παραπέρα. Την τελευ Οί βαρκάρηδες λάμνουν μέ ταία φορά, φτάνει ατό πλοίο δύνα:μ;ΐ προς το μέρος του. καί, υέ ]Χ*ά τρομερή βουτιά, "Ολες οι σχεδίες το τριγυρί περνάει κάτω από· την καρένα ζουν. . " ; του καί βρίσκεται άπ3 την άλ Πάνω από τό κατάστρωμα, λ η πλευρά του. '·σκάβουν ναυτικοί μέ στολές. Καθώς δέν υπάρχει, από δώ Στολές παράξενες, που δέν σκάλα, γ:ά ν3 ανεβάζουν πε τις έχουν ξαναδή οί άνθρωποι θαμένους, ^ δέν υπάρχει καί τού-τόπου... καμμιά κί/νησι. Στην κουπα —■ "Ολα εντάξει; φωνάζει στή δέν φαίνεται ψυχή. ένας σπ αυτους, παρατηρών Ό Ζορρό δέν χάνει καιρό,
Μ Ί
β
ί*
0
ί
ΒλέτΓΟντσζ πώς βέν ύπάρχ&ι άίλλος τρόπος νά σκαρφσλώάηι. επάνω, τραβάει άπ5 τη μέ ση, τον το θρυλικό του μαστί1γιό. Κολυμπώντας μέ τό ένα χέρι, το ζυγιάζει καλά μέ τό άλλο; στρέφοντας το επάνω άπό τό κεφάλι του. "Υστερα τόι τινάζει μέ σιγουριά και μέ τέχνη. Ή άκρη του μαστιγίίου φτά νει επάνω στο κατάστρωμα καίΐ τυλίγεται σάν φίδι, στο κάγκελο της κουπαστής. Μ’ ένα έντεχνο τράβηγμα, μένει σκαλωίμένη σ’ αυτό. Ό Ζορρό χωρίς δισταγμό, άρχίζει νά σκαρφαλώνη μέ γοργές; κάΐ δυνατές έλξεις. Ιέ μεο,κά δευτερόλεπτα· έχει φτάσε:.. Βγάζει τό κεφάλι το.υ ·: και κρυφοκυττάζει στο κατά στρωμα. -ανακράβεται^ αμέ σως, γατί έκεΐ, άκριίβώς εμ πρός του, περνούν αυτή τή στιγμή δύο άπτό>. κείνους τους θαλασσινούς .μέ τις στολές. Γρήγορα άπομακρύνοντα: κ.5 ο Μ ασκοφόρο ς · Έκδ;κητή ς κυττάζει κα!ί πάλι. Τώρα .βλέπει τούς αχθοφό ρους του θανάτου, που κατε βάζουν^ τά πτώματα στ" άμπά ρ α του· καραβιού. Κάνεις δέν προσέχει προς τό μέρος του. Μ’ ένα ελαστικό πήδημα, πέο νάε: επάνω άπό την κουπα στή;. Τρέχει καί κ ράβεται πΤ σω άπό μ:ά μεγάλη κουλού ρα σχοινιού, που βρίσκεται στό κατάστρωμα. Έκεΐ στέΐκε τα.ι μερικά δευτερόλεπτα κΓ υστέρα πηδάει πάλι πέσω ά πό ένα κατάρτι, Π ροσπαθώντας νά μην' τον
διακρίνουν οί
άνθρωποί του
τπλσίάυ}
■τή γέ
φυρά. "Εκεΐ πέρα βρίσκεται © ναυτικός, πού οι βαρκάρηδες τον ονομάζουν/ «σενόρ καπιτάνό». Ό Ζορρό “Καταφέρνει νά φτάση ώς τό μεσιανό κατάρ τι του» καίραβιου. Βρίσκεται τώρα άκριίβώς άντίΚρυ στή γέ φυρα τού καπετάνιου, μόλις λίγα μέτρα. Μέ μόνη τή δια φορά ότι ό άνθρωπος πού τον ενδιαφέρει, βρίσκεται1 καί αρ κετά ψηλότερα- Υψώνει λοι πόν τά μάτια καί κυττάζει τά σχοινά πού κρέμονται· στό κατάρτι, έπάνώ άπό τό/ κεφά λι τού. Σηκώνει τά χέρια, άρ πάζε: ένα άπ5 αυτά καί έτοιμάζεται· ν’ άρχί'ση την άναρρΐ1 ,χηισι. -αφν.κά δμως. νοιώθει κάτι σκληρό νά καρφώνεται ανάμε σα στους ώμους του. Μια φωνή, ακόμα σκληρότε ρη, λέει άγρια πίσω* του: 1— Πολύ καλά κρατάς έκεΐ πάνω τά χέρια σου, σενόρ Ζορρό! ’Άν κάνης πώς τά χα μηλώνης, θά πεθάνης αμέ σως. !
Εξβν ερο&ς
ΙΑ λυσσασμένη, κραυ γή άκούγεται την ίδια στι γμή,, άπό· την πλευρά τής γέ φυρας. , —- Ό Ζορρό·!· Έπ.τέλους! 1 Καλώς ώρισεζ στό καράβι μου,, σενόρ^ · — Καλώς σάς βρήκα, καπιτάνο! , αποκρίνεται μέ πει-
§6
6
Μ
Η
•ραχτιίκή φωνή ό Μασκοφόρος "Εκδικητής. Το κοροϊδευτικό ύψος του ■κάνει τον άλλο νά λυσσάξη περισσότερο. Δεν θέλει όμως κι5 αυτός νά υστέρηση σέ σαρκασμό καί χιούμορ καί γι' α·ύτό φωνάζει: — Μάς ανησύχησες πολύ τίς τελευταίες μέρες, σενόιρ Ζορρό! Σέ τί χρωστάω την τι μή τής έπισκέψεώς σου; —- 9Ηρθα για νά σάς πώ νά μην ανησυχήτε πιά, σενόρ καπ ιτάνο!, αποκρίνεται ό Ζορρό. "Ήθελα μόνα νά εξα κριβώσω δον τό πλοΐο άνήκη στ5 αλήθεια στον Εωσφόρο, όπως λένε! — Καί ^τώρα που- τό έξακρϊβώσες είσαι· έτοΐ'μος νά πε θάνης; — Πάντα είμαι έτοιμος, σε νόρ! Δεν μπορώ νά καταλά βω όμως, τί μανία σάς έχει πιάσει μέ τους πεθαμένους! — Δεν κάνει νάσαι- περίερ γος, Ζορρό! Ή περιέργεια ο δηγεί στο «τέλος», όπως βλέ πεις! Βγάλτε του τη μάσκα, νά δω τό πρόσωπό του! Ό άνθρωπος, που κρατάει τό πιστόλι καρφωμένο στη ρά χι του Μασκοφό'ρου "Εκδικη τή, τον γυρίζει προς τό μέ ρος του κι" ετοιμάζεται νά ά~ πασπάση τη μαύρη προσωπί δα άπ" τη μορφή του. Γοργός σαν αστραπή όμως ό Ζορρό, του στριφογυρίζει τό ώττλισμένο χέρι·, ώσπου τά μάτια του άλλου αναποδογυρίζουν όπόι τον πόνο. Τά δάχτυλά του παραλύουν καί τό πιστό λι περιέρχεται στην κατοχή του Ζορρό.
6
ί
£
δ
Ρ
ί*
δ
Ταυτόχρονα ό θρυλικός^Έκ δ,κηιτής αρπάζει μέ τ" άλλο χέρι τον αιχμάλωτό του καί τον στήνε:· έμπρος του, σάν ασπίδα· Είναι καιρός γιατί τρεις άπανωτοΐ πυροβολισμοί αντηχούν άπό· την πλευρά τής γέφυρας, πού στέκει ό καπε τάνιος. Ό ναυτικός, που κρατάει ό Ζορρό, βγάζει μιά σπαρακτι κή κιραυγή κι" υστέρα ξαφνι κά, βαραίνει πάρα πολύ μές στα χέρια του. "Αναγκάζεται νά τον άφήσηι νά κυλήση στα κατάστρωμα. Ό "ίδιος πηδάει πίσω· άπό· τό κατάρτι. — Συλλάβετέ τον!, ουρ λιάζει ό καπετάνιος γεμάτος λύσσα, πού έχασε έναν από τούς ανθρώπους του. Π ιάστε τον καί κρεμάστε τον αμέ σως! ^ "Αλλά δεν προλαβαίνει κα λά^- καλά νά τελείωση τη φράσϋ του καί μ ιά κραυγή τρόμου βγαίνει από τό λαρύγ γι του, γιατί την "ίδια στιγμή συμβαίνει κάτι τό καταπλη κτικό. Μονομιάς οί πεθαμένοι που κουβαλούν στοές ώμους τους οί ναύτες τού «καραβιούΦάντασμα». . . ζωντανεύουν! 1 Αρπάζουν μάλιστα τούς ξα φνιασμένους . · . άχθοψόρους τους άπ" τά χέρια κι" άπ" τά πόδια καί τούς πετούν στη θάλασσα! Μαζί μ" αυτούς, το κατάστρωμα γεμίζει σχεδόν Ιάμέσως καί μέ εκατοντάδες άλλους ...πεθαμένους, που βγαίνουν ολοζώντανοι! οστό τή;ν καταπακτή του άμπαοιού ! ^ Οί ναύτες του1 καραβιού συνέρχονται· γρήγορα άπ την
8
Μ' I
'Κ
Ρ
ΰ
ί
ϊ
6
Ρ
6
II
έκπληξί τους -κ·&ί προσπαθούν
στή γέφυρα τού καπετάνιου.
νά άμυνθίούν. Άλλα οι αντί παλοί τους είναι πολύ περισ σότερο: . Καί... έχουν μαζί τους τόν 'Γαλέρα! Ό -κολοσσός βρίσκε ται στό· στοιχείο του καί εί ναι τρισευτυχισμένος. Τό προ σωπό του λάμπει από χαρά που παίρνει μέρος στον πιο μεγάλο καβγά τής ζωής· του. Οί πελώριες γροθ’ές του δου λεύουν ρυθμικά και οί αντίπα λοί του έκσφενδονίζονται ,-μακρυά του και πέφτουν στη θά λασσα, μέ τά σαγό'νια τους τσακισμένα σάν νά τούς χτύ πησε σφυρί!! Κάβε τόσο, μουρμουρίζει: -— Νά μην άβασκαβώ ! Γιά.·. πεθαμένος, καλά βα στούν τά κότσια μιου! Εκεί, κατά τό- τέλος τής μάχης, τούρχεται μιά απο ρία. Παύει νά σφυροκοπάη γύ ρω του και λ'έέι ανάμεσα στά δόντια του: — Τούτοι- έδώ γύρω- μου εΐ ναι δίλοι ψεύτικοι πεθαμένοι ; "Ή υπάρχουν και ...ψεύτικοι ζωντανοί; "Ενα χτύπημα πού δέχεται στο- κεφάλι- άπό πίσω1 τον α παλλάσσει άπό τόν κόπο νά λύση- αυτό- τό- αίνιγμα. Βρον τάει στό κατάστρωμα, μέ τίς αισθήσεις του χαμένες...
Τραβάει» τό σπαθί- του· κι* ό •ναυτ κός κάνει τό- ίδο. Φοβε ρή λύσσα ζωγραφίζεται στό πρόσωπό του· Ρίχνεται κατα πάνω στον μαύρο φορεμένο ε πισκέπτη του, μουγγρίζοντας: — Θά τό μετανοιώσης, σκύλε! Ό Ζαρρό γελάει εύθυμα. — Εσείς οί Πορτογάλοι, βρίζετε πολύί’, του λέει σαρ καστικά; πηδώντας στό- πλάι, γιά νά αποφυγή μιά επικίνδυ νη σπαθιά. Κι5 άν απ’ τή,ν πρώτη στιγμή κατάλαβα μέ πο.Ό'ύς είχα νά κάνω κΤ ανέτρεψα τά σχέδιά ^σου, εί ναι και πάλι άπό μιά βλαστή μια, όταν πυροβόλησα στον ώμο κάποιον απ’ τούς δικούς σου! — Τώρα θά πέθάνης και δεν θά σου χρησιμεύση τίποτ5 άπ5 δλ’ αυτά!, σφυρίζει- μέ φωνή φιδιού ό πλοίαρχος. Αντί γι3 άπάντησι ό Ζορρό τινάζει τό ξίφος του εμπρός με αστραπιαία ταχύτητα και τέχνη. Ή αίχ-μή του αστρά φτει στον αέρα. Την άλλη στι γμή σχηματίζεται ένα μεγά λο ματωμένο Ζ στό μέτωπο τού κακούργου πού ξεφωνίζει άπ5 τόν πόνο καί πέφτει ζα λισμένος στό κατάστρωμα. Ταυτόχρονα μιά βουερής ζη τωικραυγή ξεσπάει έκεί πάνω πού βγαίνενόπτό εκατοντάδες στόματα, των... πρώην πεθα μένων χωρικών τού Ναθαρένο καί τής Σερένα: — Ζήτω ό σενόρ Ζορρό! Ζήτω ό προστάτης των αδυ νάτων !
* * # Σ' αυτό1 τό μεταξύ και ό Ζορρά δεν έχει μείνει αργός. Αρπάζει ένα από τά σχοινιά τού καταρτιού και μ* ένα τε ράστιο σάλτο, κρατημένος
άπ’ αυτό,
βρίσκεται
έττάνω
©
Μ
I
ρ
*0 £άντρο Μα@άίνδί..»
§
|
£
-·<|
ρ
ρ>
.. . γιατρός κάΐ μερμ τί Ικανέ ©Ζορρό! κρύς ςίλλουξ, συνενόχους του; νά .ρίξουν δυνατό ναρκωτικό V μέσα σ' αυτά,. Άπ'τήν άλλη ^ Τό Δ,ο ικητήρ.ο τού ιμέρα,τό πρωΐ κλ ύστερά ό Δον Ρομπέρτο υ Ένσενάντα σοι. έπιναν .νερό1, τόρριχναν δίνεται πάλι χάρος απόψε. Εΐ στον ύπνο γά είκοσι τέσσερις ναι ή συνέχεια έκείΐναυ πού ώρες. Ό γιατρός έκανε ψεύτι έμεινε μισοτελειωμένος την κη δ: άγνωσι τού θανάτου τους άλλη, φορά και ίσως γι' αυτό, Μέσα στοίν πάνιικό, κανείς δεν έξω στή: βεράντα βρίσκονται τόλμησε νά τούς άγγίξη γιά καί πάλι οι δυο·· νεαροί φίλοι νά^ εξακρίβωση; την άλήθειο:. 6 Σάντρο Βέγκα μέ την π εν- · Τούς φόρτωναν στις σχεδίες τά μορφή σ εν ιαρίτα· Κ άρ μεν κάί οι συνένοχο.! τού γιατρού Περέίρα. έμπαιναν στις βάρκες καί —Τά έμαθα άλα, μέ τό νΐ τούς έσερναν ανοιχτά, τάχα και μέ τό σίγμα!, λέει θριαμ γ ά νά τούς φουντάρουν στο βέυτίκά ή νέα στον Σ άντρο· βυθό, μ:έ πέτρες στά· πόδια. Μου τά διηγήθηκε ό ίδιος ό Στην πραγματικότητα όμως σενόρ Άλόνσο, ό· ζωέμπορος περνούσε τό πλοίο τών πείρα πού βοήθησε τον Ζορρό ! τών καί τούς μάζευε τά χαρά Είναι αλήθεια λοιπόν δτι ματα- Δέν φαντάστηκαν πώς αυτός ό περιβόητος Ζο-Ρ-ρό εβήταν άνθρωποι στην παρα πιασε τούς Πορτογάλους πείι λία νά τούς δουν, τόσο πρωΐ. ρατές; Φάνηκαν όμως τυχεροί πού οί —-Αλήθεια πέρα, για πέρα δεισιιδαίιμονες χωρικού, αντί Δον Σάντρο! Άπό τό πρώτο νά υποψιαστούν τίποτα τρό βράδυ, λέει, πήγε στο Ναθαμαξαν χειρότερα... Ό σενόρ ρένο, κατάλαβε άπό ,μιά λέξι ■· Ζορρό τά είχε μάθει·' άπό την πού ακούσε ότι βρίσκονταν προηγούμενη νύχτα όλ' αυτά. Πορτογάλοι σπό χωριόι. ^Η Μπορούσε νά έμποδίση νά γί ταν πρώτα ναύτες σ5 ένα βα νουν τά ίδια καί, στη Σερένα. σιλικό πολεμικό. Στασίασαν,. Έτσι ^ όμως θά καταδικάζον όμως μια μέρα καί πήραν τό ταν οι χωρικοί τού Ναθαρένο πλοΐο στην κατοχή τους. ^Ηρ πού1 ' βρίσκονταν στά χέρια θαν σέ συνεννόησί' μέ δουλε τώμ πειρατών. Έστειλε τον μπόρους πού ζητούν λευκούς σενόρ Άλόνσο- λοιπόν, νά μα σκλάβους για τά νησιά τής ζέψη καμμιά πενηνταριά άν Καραΐβικής. Μετά ήρθαν ε τρες. Τούς είπαν νά μην πιουν δώ κΤ έκαναν αυτό τό' κόλπο καθόλου ^νερό άλλά νά προστά δύο χωριά. σπο: ηθούν τούς κοιμ :σ μένους, —γΠοιό κόλπο πάλι; κάνει γ^ιά νά τούς φορτώσουν ’ καί κατάπληκτος ό Σ άντρο. νά τούς ττάνε στο καράβι- τών —Ή ύδρευση στο Ναθαρέ -Πορτογάλων. Μαζί φόρτωσαν νο καί τή; Σερένα γίνεται ά καί τούς αληθινούς κοιμισμέ νους· Λυτοί οί πενήντα όμως πό πηγάδια. Οί πειρατές πλή
ο
Μ ·: I
Κ
Ρ
Ο
Σ
έφτασαν γιά νά έλευθερώσουν και τούς άλλους άιτ\ τά άμπά ρ;α, πού είχαν ξυπνήσει πιά νά αίφνιδιάσσυν τούς πειρατές καί νά τούς νικήσουν. —ιΚα'ί πώς τά κατάλαβε, δλ5 αύτά ό διαβολεμένος ό Ζορ.ρό; —Δεν ήταν δύσκολο, άφοΰ τού εΐπε ό σενορ Άλόνσο δτΐ; ήπιε νερό καΐ' μετά βρέθηκε κοιμισμένος στον σταυλο του. Έσεϊς δμως —· συνεχίζει ή Κάρμεν μέ μια παράξενη ^λάμ. ψι ατά μάτια -— δεν μου εί πατε κύριε, πώς, βρέθηκε ό δι κός σας υπηρέτης, ό Γαλέρας ανάμεσα στους ψευτο-κοιμισμένους της Σερένας; —Δεν βρέθηκε στους «ψευτο-ικορμισμένους» αλλά στούς «ΐάληθινά, κοιμισμένους», σενιορίτα Κάρμεν!, άποκρίνεται γελώντας ξέγνοιαστα ό Σ άν
Ζ-
Ο
Ρ
Ρ
Ο
33
τρο φέρνοντας το άρωματισμέ νο μαντηλάκι του στη μύτη. Τον εΤχα στείλει τον κακομοί ρη, μέ μια άμαξα μέ εφόδια γιά τούς αρρώστους -μόλις έ μαθα γιά την καινούργια επι δημία. Γιά νά είμαι ειλικρι νής, ή μητέρα τό σκέφθηκε. Φαίνεται λοιπόν πώς θά δίψα σε ό φτωχός καίυ. —- Ξέρετε γιατί ρώτησα; τον διακόπτέΐι ή νέα κυττώντας τον στά μάτια. Επειδή μου ι<άνει έντύπωσι τό γεγο νός ατι ό Ζορρό... μοιάζει· νά ζηιλεύη λιγάκι τον σενό,Γ> Ντιάζ - άκριδώς όπως κι* έσεΐς! —5Εγώ δεν ζηλεύω πιά τον Ντιάζ άλλά τον σενόρ Ζορ ρό!, αποκρίνεται· ό Σ άντρο καί γιά νά κρύψηι τό χαμόγε λό του φέρνει· άλλη; μια φορά - τό αρωματισμένο μαντηλάκι του στη μύτη·.·
ΤΕΛΟΣ Άπόδοσις στά-Ελληνικά,: Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ
ΑΓΟΡΑΙΕΣ τον τόμο του περιοδικού «ΤΟ Δ5Κ0 ΜΟΥ»; Μην παράλει ψης νά τον ζητήσης άπό τά γραφεία μας, Λέκκα 22, Άθήναι. Εΐναι τό πιο πλούσιο καί πιο συναρπαστικό βιβλίο πού υπάρχει! Αμέτρητα αναγνώσματα^ μυθιστορήματα, διηγήματα, εύθυμοι τύποι, γελοιογραφίες! 2.000 τετράχρωμες εικό νες! Σωστός ΘΗΣΑΥΡΟΣ!
Ϊ*Β
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άριθ. τεύχους 3 — Δραχμ. 2 Γραφεία Λέκκα 22 (εντός τής στοάς). Τηλέφ. 228.983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Γί. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σ ψιγγός 38 Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χοττζηβασιλείου, Ταταοόλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έκιταγαί; Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ΆΟηναι. Σ υνδρομαι εσωτερικού; * Ετήσια.......................... δρχ. 100 Εξάμηνος..................... » 55
ΣυνδρομαΙ έξωτερικοΟ: Έτησία .................. δολλάρια 4 Εξάμηνος ............. » 2
Κυκλοφορεί τό 4ο τεύχος μέ τίτλο :
Μια νέα συναρπαστική περιπέτεια του ασύγκριτου Μ! ΚΡΟΥ ΖΟΡΡΟ.
ΒΒ
\ΙΙΙΙ 113!ΙΙΙΒΙϋ!ΙΙΙΕ 93ΙΕΙΕΙϋΙ!Ι3ΒΙΙ1 8 8113! Ι!ΙΙΙΙ! 9Β§8!! 13ΙΙΙΙ III Ι'
ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΕΜΠΤΗ:
,
I
"Ενα αυτοτελές αριστούργημα, ανώτερο απ’ δλα τά προηγούμενα! ΜΥΣΤΗΡΙΟ — ΔΡΑΙΙΣ — ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ — ΑΓΩΝΙΑ "Ως την τελευταία στιγμή! ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.
7ΪΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ8βΙΙ188Ι88ΙΙ1Ε9ΙβΙβΒ81ΗΙϋΙ5]|ΒΙίΙΙ8ΙΙΙΙΙΙΒΙΒ8ΙΗ1ΙΙΙΙΙΙΕΒ!!88!Κ!ΗΙ(
ΗΡ°!ΚΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΜΑΤ
1
·
ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΙΟ,
ΗΤΑΝ ΦΤΙΑΓΜΕΝΗ ΑΠΟ ΑΝ ΘΡΏΠΟΥΣ ! Τ)ΑΠΟΙΟΙ ΘΕΛΟΥΝ
ΧΑΗΓΑΡ.’ ί &*ΑΙ ΤΡΟΧΙΑ -
ΤΆίιο,Μ' ΐΜΕΤΕΓ;
0/ ΜΑΥΡΟ! \ ΓΜΕΝΟ/.' ΜΗΝ ΣΟΥ φ ΡΥΤΟΥXI ΑΝΗΣΥΧΗΣ ΟΗ91,
^ΘΑ ΤΑ Α ΑΤΑΦΕ'
.
»-\
ΚτΑ
ΣΕ41ΤΟ ΦΤΑ Λ ΕΑΠ/ΖΟ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΣΤ/Ι ( δΡΟΥΜε ΣΡΟ ΑΝΟΙΧΤΕΙ > ΕΚΕΙ ΓΟΛΤ ΜΕΛΙΑΔΕΣ! λ. ΠΑΤΕΡΑ ΗΟΥ'.
α Τ9ΜΤ ΚΑΙχορ/ι χΜ^
. ΑΥΤΟΥΣ.
ΙΤ ΑΪΤΟ, ΕΛΑ ΚΑΤΑΠΛΗ ΚΤΙΚΟ ΘΕΑΜΑ ΑΝΠΚΡ/ΖΰΎΛ ΜΠΡΟ ΣΤΑ ΤΟΥΣ . _______ Π4ΤΑ ΜΑ2Υ \\ Μ™1 1791ΜΑΖΥ ΤΡ°ΜΡΤηΖπΑ ΣΏΖΕΤΑΙ ΤΕΡΑ ΜΟΥ. I
6εΑΗΙμ τοΥ.
Λ ΜΑΤ/ ΟΡΙΟΥ;,.,
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ιπ/ιμΒΟΓΤΟΥ ΕΡΕΒΟΥΣ
ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΟΥ ΕΡΕΒΟΥΣ Λ
α
«ΈΑ Μάστερ»
Η
ΝΥΧΤΑ είναι ^ μαύ ρη; σαν την πίσσα. Στον ούρανα δεν υπάρχει ούτε ένα άστρο. Βαρεία σύννεφα της βρ οχ ής 'Κ ρέ μοντα ι χα μ ηΐλ ά, σκεπάζοντας τ ι ς πλαγιές των σκοτεινών λό^ψων καί τό πουέμπλο τής Ρέϊνα ντε Λος ^Αν τζελες. Χάπι μακρινές λάμ ψεις καί υπόκωφα μουγ γρητά δείχνουν πώς ή βροχή -μαίνε ται άλλου. ΟΊ δρόμοι στο πουέμ'ττλο έχουν ερημώσει. Ένας καβαλλαρης ωστόσο ρτερνά >μέ αργό βηματισμό την κεντρική πλατεία του χω ριού καί σέ λίγο βγαίνει στον έρημο κάμπο. Κ απευθύνεται στους βραχώδεις λόφους, πού τριγυρίζουν τη :Ρέϊνα ντε Αός "Άντζελες. ιΜά όσες φορές κι5 άν στρέφη το κεφάλι του προς τά πίσω, δεν καταφέρνει· να διακρίνη τους δυο ανθρώπους που τον παρακολουθούν, καβάλλα κι* εκείνοι- στ" άλογά τους. "Έτσι προχωρεί πάντοτε α νυποψίαστος. Χώνεται άνάμεσα στα πυκνά βράχια· Έχει πάρει· τον δρόμο- που παίρ νουν οι ταχυδρομικές άμαξες., ιδταν ταξιδεύουν για τί-ς χώ ρες τού Νότου1. Λεν συνεχίζει γ·ά πολύ σ’ αυτόν τον δρόμο. Ξαφνικά στρίβει καί βγαίνεισ’ ένα πλάτωμα. Έκ-εΤ στέκε ται!. Δεν κατεβαίνει· από τό
ΤΙΜΗ ΔΡΆΧο §
4
Ο
Μ
I
Κ
άλογό του. Φαίνεται πώς κά τι περιμένει, ^ Ο1! δυο άνθρωποι που τον παρακολουθούν έχουν σταμα τήσει τ’ άλογά τους. Έχουν ΐχωΙΒη, πίσω άττά έναν μεγάλο βράχο και περιμένουν κ[ ε κείνοι αθέατοι. Καί τότε από την άντικρυνή'. πλευρά άκο άγεται βηματι σμός άλογου. "Ενας άλλος ίκ,αβαλλάρης πλησιάζει τον πρώτο. Τό πρόσωπο του καινουργιοφερμένου είναι σκεπασμέ νο με μια μαύρη μάσκα. Στα ματάει αντίκρυ στον άλλον. Τά χέρια του βρίΐσκσνται στη «μέση του, κοντά στις θήκες των π;σταλιών ταυ. Ρωτάει μέ παράξενη; φωνή,, σαν νά άπαγγέλλη ποίημα: — Τί σέ φέρνει, ξένε, στον Λευκό Λόφο; — Ή' επιθυμία νά δώ τό: πρόσωπο του Έλευθερωτού μας!, άποκρίνεται εκείνος μέ ί'δ :α επίσημη1 φωνή. ’ —- Ό «Έλ Μάστερ» σέ γνωρίζει; — Ό «ΓΕλ Μάστερ» γνω ρίζει τό κάθε τί ατό Μεξικό! — Πολύ καλά!., λέει τότε ό άλλος, μέ φωνή άλλοιώτικηι που δείχνε: πώς ή απαγγελία έχει πάρει τέλος. Βάλε τώρα τη μάσκα σου, Πέντρο Αστά ρι®. Κανείς δΙέν παρουσιάζε ται μέ ακάλυπτο πρόσωπο στη συγκέντρωισι. Αυτό· γίνε ται γ,σ δίκη σας ασφάλεια. ΙΓ ;ά νά μην αρχίσουν οι προ δοσίες καί- οί άλληλοεκβ'.ασμο'ί. Αυτός που ονομάστηκε 5Α%στάριθ, ύπακούει χωρίς δεύ
ζ
ο
τερη κουβέντα, βγάζει από την τσέπη: του μια -μαύρη μά σκα καί τη- φοράει. Μετά, εμ πρός. ό άλλος καί πίσω αυ τός, ξεκινούν. Περνούν τό πλά τωμα καί χώνονται πάλι· ανά μεσα στά βράχια. Περνούν εμπρός από τό άνο.γιμα μάς σπηλιάς. ΠίΙσω' τους έρχονται πάντα δυο ολόμαυρες σκ ιές· Σ ταμα τοΰν ’ στο στόμιο έκείνης τής σπηλιάς. Ή μ’ά λέει ψ.θυριστά στην άλλη: — Έσύ, Γαλέρα, θά περιμένης εδώ. ^ ' Καί1 ή δεύτερη αποκρίνε ται : — Σι, σενόρ Ζορρό! Θά περιμένω- εδώ! Κατάλαβα! — Μπράβο, Γαλέρα! Δεν το- κουνησης, ώσπου να επιατρέψω-, όσο κι5 άν> αργή σω. -Κατάλαβες.·; —- Σί, σενόρ Ζορρό! Νά κατέβω- ιάπό τό άλογο τουλά χιστον; Λεν μέ νοιάζει για μέ να, άλλα για τό κακόμοιρο τό ζωντανό! Αναστενάζει δσο (βρίσκομαι στη ράχι του ! — Νά κατέβης, Γαλέρα. 'Καί νά κρυψης τό άλογα καί νά κρυφτής κ:5 έσυ καλά. Καί νά μη φανερωθή-ς καί νά μην κοινής τίποτα, όποιον καί ο,τι καί νά δής! Κατάλαβες; —- "Όχι σενόρ! Ό Μαύρος Καβσλλάρης κοπάζει μ5 άνησυχία τούς άλ λαυς δυο ίππεΐς πού έχουν ξε μακρύνει καί σχεδόν έχουν χα£ή μες στη νύχτα καί λέει βι αστικά: — Κρύφου καί κρύφε καί τό- άλογο, Γαλέρα ! Καί ό κό σμος νά χαλάση, δεν θά σα-
Μ
ΰ
I
Κ 4»
λέφήζ Λβΐ δέν
Ο
2
____
26ΡΡ-0
I ΔΥΟ καβαλλάρηδες φτάνουν έξω ατό -μία ξύ λινη παράγκα, πού ή πίσω πλευρά της στηρίζεται στον πέτρινο τοΐχο τού βουνού. -επεζεύουν. Σέ λίγο έχουν χαθή στό^ έσωτερ:κό της. Τό πρώτο δωμάτιο εκείνης τής παράγκας είναι σκοτει νό. Μόνο μια φωτεινή- χαρα μάδα έρχεται άπό· .τη μ-ισ-άνοιχτη πόρτα τού -βάθους. Στο- δεύτερο δωμάτιο καίει μια μικρή λάμπα- Ούτε και σ’ αυτό όμως υπάρχει ψυχή ζώσα. Εΐναι ένα πολύ παράξενο δωμάτιο: Λεν υπάρχει τίποτ’ άλλο σ5 αυτό, έκτος άπό- ένα τρα πέζι, πάνω- στο οπαίο καίει ή λάμπα, ένα ντουλάπι πού^άκουμπάει στον βρόχινο τοίχο
καρφιά οΐΥδ-υ νοι μερικοί τώνες. Ό ^ ένας άττο τούς δύό .μασκοφόρους παίρνει έναν τέ τοιο χιτώνα καί τόν φοράει. Λέει καί στον άλλον νά κάνη το ίδιο. "Οταν μετά οπτό λίγη ώρα, στο ίδιο δωμάτιο μπαίνει καί ό μασκοφόρος Εκδικητής, τό εσωτερικός τής. παράγκας εί ναι εντελώς άδειο. Οι δυο ε κείνο: άνθιρωποι έχουν έξαφα ν ισθή, σαν νά έχη ανοίξει ή γή καί τους κατάπιε. Ό Ζορρό κυττάζει δεξιά κι·* αριστερά. "Οταν βεβαιώ νεται πώς δεν υπάρχει· κανέ νας κρυψώνας, πού -μπορεί νά έχουν χωθή, τότε κ ατευθύ νέ τα ι σ5 εκείνο τό ντουλάπι, που άκου μ πάει στον πέτρινο τοΐχο τού βουνού-. Τό- αρπά ζει καί τό μετατοπίζει· από τη. θέσι του. Εκείνο που φαν τάστηκε εΐναι αλήθεια. Πίισω από τό ντουλάπι, ύπαρ χε: ένα σκοτεινό άνοιγμα στό βράχο. Εΐναι ή αρχή, μιας σπηλιάς. Αδίστακτα ιό προστάτης τών αδυνάτων καί τών κατα τρεγμένων, χώνεται μέσα· Προχωρεί στα νύχια τών πο διών του, για νά μήν κάνη θό ρυβο. Στην- αρχή, όλα εΐναι ολοσκότεινα. Βρίσκεται σ’ έ ναν πραγματικό λαβύρινθο, άνοιγμένον μέσα στον βρά χο. "Ενα σωρό· φορές τρί βε: σέ στενούς διαδρόμους. Ξαφνικά στό· βάθος διακρίνει·, φώς. Ακούει καί ομιλίες, πού όσο προχωρεί δυναμώνουν.
τοΟ βόννού και
5Ακόμα όμως δεν μπορεί νά
χνα, άν 8έν έρθω εγώ! Κάτα
Σ1 σεναρ £ορ·ρά! , φωνά ζει μ5 ενθουσιασμό ό γίγαν τας, τόσο δυνατά1, πού- εΐναι θαύμα πώς δεν τούς άκούν οι άλλοι- δυο, οσο κι5 άν έχουν ξεμακρύνει. ΚαΙι για νά άποδείξη ότι έχει καταλάβει, ό Παλέρας πηδάει από τό άλογό του_ κι5 ό σενόιρ £ορρό ο θρυλικός υ περασπιστής των αδυνάτων, σπηρουνιάζει τό δικό του, για νά κερδίίση την άπάστασ: πού εχει χάσει.
Ζορρό είσαι χαμένος 0
μιά σει·ρά
I
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
ξεχωρίση· τά λόγια, Στό τ& λος βρίσκεται μπροστά σ' έ να τετράγωνο παράθυράκι > σκαλισμένο επάνω στο βρά χο. (Πίσω από κείνο τό πα ράθυρο έρχεται φως. Ό Ζορρό σκάβει καί κυΤτάζει μέσα. Μια ολόκληρη, σάλα ανοίγεται από την άλ λη; μεριά του παραθύρου. Μια σάλα που είναι· γεμάτη κόσμο! , , ☆ * -Λ 'Όλοι όσοι βρίσκονται σ3 αυτή την υποχθόνια σάλα, τη σκαμμένη στον βράχο, φο ρούν ομοιόμορφους χιτώνες, σάν κι5 αυτούς πού1 φόρεσαν οί δυο μασκοφάροι, πού πα ρακολούθησε ό Ζαρρό. ρΚαί δλων τά πρόσωπα είναι σκε πασμένα μέ μαύρες .μάσκες.
ϊ
®
Ρ
Ρ
Ιαφνικά ό Οάρυ&^ζ άττό
®
ό μιλιές σταματά*"Ένας ψίθυ ρος τον διαδέχεται· για μερι κά δευτερόλεπτα, πού άμέσως ύστερα σταματά κι* ε κείνος καί γίνεται απόλυτη, σιωπή. 3Από τή μια άκρη τής αί θουσας, πίσω άπό ένα παραβάν εμφανίζεται ένας άνθρω πος. Είναι τελείως διαφορετι κός άπ3 άλους τούς άλλους. Τό κορμί του είναι επίσης σκεπασμένο άπό έναν ολόσω μο χιτώνα. Ό δικός του χι τώνας, όμως, είναι ολόμαυρος καί οχι γκρίζος. Καί είναι κεντημένος μέ ασημένια κλω στή; στά μανίκια, στον λαι μό καί σέ δλο τό κάτω του μέρος,, καθώς καί στό στή θος. Τό κεφάλι· επίσης, του
Το μαχαίρι πάει καί καρφώνεται,.στό ξύλο ενός πάγκον
§
Μ
I
Κ
Ρ
6
ί
ϊ
6
Ρ
Ρ
®
Τραβάει τη μάσκα πού σκεπάζει το πρόσωπο του Ζορρό!
Ανθρώπου αύτου, με την επι βλητική και μεγαλόπρεπη έμφάνισι, είναι σκεπασμένο ο λόκληρο ιμέ μια ασημένια μά σκα. Ή μάσκα αυτή έχει* ένα ξέχωρο,^ τρομερό μεγαλείο, γιατί είναι εμπνευσμένη από τό^πρόσωπο κάποιου πολεμι κού θεού των παλαιών Ινδιά νων 'Ίνκας. ^ Είναι; πελώρια καί κάνει τό κεφάλι του αν θρώπου, που τήν φοράει, να φαίνεται διπλό άπό όλων ιών άλλων. Μόλις .μπαίνει« στήν αίθου σα τό Όν αυτό, κάθε συζή τησή σταματάει Αμέσως. ^Ο λοι οι μασκοφόροι ·— θάναι. τουλάχιστον διακόσιοι!-—που γεμίζουν τήν υπόγεια σάλα,
σμό καί φόβο. Καί όλοι λένε μ3 ένα στόμα τ' όνομά του: — Β ίίβα 3|Ελ Μάστερ! ^ Τούς χαιρετάει σηκώνον τας τό χέρι. (Κάθεται σέ μια πέτρινη πολυθρόνα, σαν θρό νο, πού βρίσκεται, επάνω σ’ ένα βάθρο· “Ύστερα τούς κά νει νόημα νά καθησουν κι* ε κείνοι·. Τούς κυττάζει για λί γο σιωπηλός κι* ύστερα, ξα φνικά, λέει: λ — Σήμερα σάς έκάλεσα νά μιλήσουμε για τά σχέδιά μας. Ή ιμεγάλη στιγμή της νίκης είναι κοντά! Ή στιγμή πού τό Μεξικό θά έλευθερωθη άπό τήν τυραννία. “Η ιφωνή του είναι, απόκο σμη καί παράξενη. Είναι βέ
ττετίοΟνται' όρθιοι, μέ σεβα
βαιο πώς μέσα από τήν φ»
I σημένιά βάΟΆ® 1· Ι&ά* ποιος μηχανισμός μπροστά στο στόμα του·, επίτηδες για να κάνη: τη φωνή του αγνώ ριστη;. -----Σήμερα έχουμε κοντά μας καινούργιους φίλους, συ νεχίζει·. 01Ϊ τάξεις; .μας πυ κνώνονται συνεχώς, δλο με ανθρώπους που· ξέρουν νά χειρίζωνται τα δπλα!... "Ο στρατός μας, βά είναι, άκατανί Κήτος ! Μόνο μ5 ένα τρόπο θά μπορέΐσουν νά μας νική σουν; αν δεν προσέξουμε: Μέ την προδοσία! .Σωπαίνει. "Ένας ψίθυρος γεμάτος Απειλή διατρέχει τη μεγάλη σάλα· Ό Έλ Μάστερ· κυττάζει όλο γύρα καί ξαναλέέι: — θά άναίβάλω λοιπόν τή'ν άνάπτϋξΐ' τών σχεδίων μου καί θά σάς μιλήσω· γιά την π ροδοσ!ί α!... Είσαστε δ λ ο ι έκτος Νόμου- — το ξέρετε! "Ολων σας τά εγκλήματα εί ναι τέτοια, που ή πιο επιει κής: ποινή, γιά τό μικρότερα έγκλημα, που έχετε κάνει, θά είναι· πέντε χρόνια στις άλυσίδες! Δηλαδή σχεδόν θάνακ τος, γιατί ελάχιστοι· ζοΰν στο κάτεργο, περισσότερο από τρία χρόνια!..,. "Ένας ψίθυρος τρόμου δια τρέχει1 πάλι, τους μασκοφόρους. Ό Έλ· Μάστερ όμως δεν φαίνεταιι. νά συγκινήται καθόλου. Συνεχίζει: —Ό μόνος που μπορεί νά οιώση· άμνη,στίία στά (έγκλήμστά σας,, είμ’ έγώλ Σάς^ έ χω ύπασχεθή νά σάς κάνω «ευυπόληπτους; πολίτες», σέ μά νέο; Κοινωνία, τής οπού
2
§
*
Ρ
6
άζ θά έίμάι.' άρχήγός! *0#6ΐ θησαυροί έχουν κατακτήθη μέ παράνομα μέσα> θά πα-ραμεί νουν στην κατοχή σας κι’ έ τσι θά είσαστε Ελεύθεροί1 νά χα-ρήτε τά πλουτη σας! "Ολ’ αυτά σάς τά λέω· γιά νά κάτιαλάιβετε τί θά χάσετε, άν δέν μπορέσετε ν' άντιμετωπίλ σετε την προδοσία! Καί ύπάρχει ένας, προδότης Ανά-, μεσά μιας! Μά πριν σσχολη,τ θώ μαζί- του; θέλω νά πώ δύο κουβέντες σέ κάποιον άλλον; πού κρυμμένος κοντά σας α κούει. τά λόγια μου! Νά, τί έχωι νά τού πώ : «Πρόσεξε, σενόρ Ζορρό.! Πρόσεξε, γιατί είσαι χαμένος!»
ο
Ό Ζορρό άπαντα,..
ΜΑΣΚΟΦΟΡΟιΣ Τ ιμωρός Ανατινάζεται ξαφνια σμένες. Βρίσκεται πάντα Οπό ί·δ ο μέρος;., δηλαδή σ’ εκείνο τα παράθυρο, απ’ οπού βλέ πει· την υποχθόνια σάλα. Κυτ τάζει ολόγυρά, του, στον μ/·-, σοσκότεινο διάδρομο. Δέν ύ παρχε. κανείς· Τότε τό βλέμ μα του, πίσω άπό· τις τρύπες τής μαύρης .μάσκας του, ·καρ φώνετσ:· πάλι στον Έλ Μά στερ. Μόνο ο·ι ^μυτερές άκρες τών παπουτσιών του δ/ακρίνονται απ’ αυτόν τον άνθρω πο, που .είναι· ολόκληρος σκε πασμένος μέ τίάν άσημο.κεντημένο χ.τώνα του. Κι5 άκούγεται ή παράξενη, απόκοσμη, φωνή Του, πού συνεχίζει: — Μή φαντασθης, σενόρ
Ζορρό, πώς μπορείς νά βγής
ο
ΜΙΚΡΟΙ
ζωντανός άπό δω μέσα! Σέ ττερίμενα κΐ:<5 έχω βάλει τούς ανθρώπους μου να κυκλώσουν το .-μέρος καί να κλείσουν· ό λες τις «εξόδους! ’Άν έπιχεν ρήσης να Φυγής, θα ττεθανης! Μα δεν χρειάζεται νά κάνης τίποτα τέτοιο. Ό προ δότης πού σού φανέρωσε τό κρησφύγετό1 μας, θά' τιμωρηθη παραδειγματικά, Εσένα όμως δεν σέ θεορρώ εχθρό μου. Ούτε έσύ νά μέ θεωρής εχθρό. Γνωρίζω πολύ καλά τις Ικανότητες σου!"Έλα ,μαζί! μου και θά πάρης κι* έσύ αμνηστία, για όσα εγκλή ματα κατηγορ-εΐσαι. Κι" όχι μόνο αυτό, άλλα θά σέ κάνω πρώτον υπουργό μου στο κράτος που θά ιδρύσω),, γιατί ξέρω πώς ,είσαι πολύ δημο φιλής στον λαό ! Σωπαίνει.·. Νεκρική σιωπή διαδέχεται τά λόγια του. Ό σενόρ Ζορρό σ αυτό το μεταξύ, έχει- -βγάλει- ένα λευκό «μαντήλι από τήν τσέπη του καί κάτι, γράφει επάνω, μέ μεγάλα, κεφαλαία γράμ ματα. Τραβάει- ένα στιλέτο από- τήν ,μπόττα του. Καρφώ νει τό μαντήλι. Πιάνει τό .μα χαίρι.· άπό* τήν άκρη- της λε πίδας του· Ό Έλ Μάστερ, λέει τήν ίδιά στιγμή: — Ζορρό, περιμένω- τήν άπάντησί. σου! Ό ΜασχιΟφόρος Εκδικη τής Τινάζει τό1 μαχαίρι; -μέ τό μαντήλι-, «μέσα άπό. τό- βράχ-".νο παραθυράκι. Αυτό* πη γαίνει καί καρφώνεται στο κέντρο τής αίθουσας, πάνω σ' |ναν άπρ τους ξύλ ινονς πάγ*
ΖΟΡΡΟ
9
κους, οπού κάθονται οι συμ μορίτες. Φωνές άκούγονται.. Δεκάδες . βλέμματα στρέ φουν πρός τό ;μέρος του·, άλ λα ό Ζορρό δεν βρίσκεται πια στό παραθυράκι. Τρέχει ·μ όλη τηι αυναμ-ι των πο διών του, κατά μήκος του στενού διαδρόμου!.. Συγχρό νως ιφροντίζει- νά -μήν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο τά βή ματά του. Σ5 αυτό τό διάστημα:, μέ σα ατ)ή. σάλα, έχουν ξεκαρ φώσει τό μαχαίρι άπό τον πάγκο·. Ό λ'ΈΛ Μάστερ, χωρίς νά κινηθή άπό- τό βάθρο του, δι ατάζει : -— Διαβάστε μου, τί γρά φει. "Ενας συμμορίτης τεντώ νει- τό πανί τού μαντηλιού καί διαβάζει, -μέ τ-ρεμάμενη- φωνή: « ι *ά κράτη. δεν δημιουργούνται 1 μέ τις .δολοφονίες. Δέν 6ά σ5 άφήσω νά αίμα το κυλίσης τό· Μεξικό, Έλ Μά στερ! ΖΟΡΡΟ». — Πιάΐστε τον!, ουρλιάζει ό* άνθρωπος -μέ τον άσημοκεντημένο χιτώνα· Μήν τόν σκο τώσετε! Τον θέλω ζωντανό, γιά νά τόν τιμωρήσω- όπως τού άξίίζει γιά τό θράσος του! Μονομιάς, στή διαταγή του εκατοντάδες προσωπιδοφόρ ο ι πετι ουντα ι όρθιοι, έτο ι.μο: . νά τοέξουν έξω* άπό τή σάλα. Τούς σταματάει, όμως καί πάλι ή φωνή, τού τρομερού άρχηγού τους: -—ΓΟχι έαιύ, «τριανταπέντε»! Ό αριθμός τριανταπέν,τε είναι ό προδότης πού έψε3
ί·//\
Λ
ΟΙ λ
Λ
10
ο
ΜΙΚΡΟΙ
ρε εδώ μέσα τον σενόρ Ζορρο! ΣΉήν στιγμή καμίμιά δε κάρια συμμορίτες .ρίχνονται· επάνω σ’ ένα συνάδελφό τους «κιοϋΐ τον: καθηλώνουν ακίνητον στη θέσι του...
Ό Ζορρό... πιάνει τόν Ζορρό! Φ ΘΑιΝΟΙΝΤΑΣ στην ά κρη του διαδρόμου ό Μασκοφό,ρος Έκδικητής σταματάει. Βλέπει, «μια ακίνητη; σκιά στον τοΐχσ, άπ5 τό1 φως πού έρχε ται από1 τον επόμενο διάδρο μο. Αθόρυβα σαν τη γάτα, φθάνει ώς τή γωνία. Την ϊδια στιγμή, ίσως επειδή ό Ζορρό έκανε κάποιο ανεπαίσθητο
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
θρόισμα .μέ τόν μανδύα του, ό συμμορίτης που βρίσκεται» έκεΐ στρέφει ξαφνιασμένος. /Αναπηδάει. Το χέρι του κα τεβαίνει στή. λαιβη του πιστοστολιου του, που είναι, αθέα το κάτω από· τον γκρίζο χι τώνα. Δεν προλαβαίνει όμως να τό: άγγίξήι. Τό στόιμα του ανοίγει για νά ξεφωνίίσηι, κα.λώνιτας σέ βοήθεια- Ούτε αυ τό* προλαβαίνει νά κάνη. Σαν κεραυνός ή γροθιά του Μασκαφόρου Εκδικητή πέφτει στό σαγόνι του καί τόν τινά ζει στον βρόχινο τοίχο του .διαδρόμου κι/ άπό^ κεΐ σΤό δάπεδο. Μένει* εντελώς ακίνη τος. Αναίσθητος. Ό Ζορρό' δ'έν στέκεται στι γμή. Του1 βγάζει τόν μανδύα καί τή, μαύρη μάσκα.
Ο
Μ
I
Κ
ί»
ό
ί
20ΡΡ0
11
Οι φρουροί νοιώθουν τη γή νά τινάζεται κάτω άττ’ τά πόδια τους
—Ό Φερνάρντο ,Ρκομέζ!, μουρμουρίζει έκπληκτος. "Ο λο:· πίστευαν· πώς έχει. φύγει από την "ΑλΤα Καλιφόρνια, .μετά τις ληστείες του!.. Φαί νεται όμως πώς έχει κρυμμέ νους εδώ τούς άνομους θη σαυρούς του και ·ξαναγύρ;·σε γ:ά νά τούς πάρη,.· Την ώρα πού ψιθυρίζει μό νος του αυτά τά λόγια, βγά ζε;) τό μαύρο σομπρέρο, τον ρσνδύα, τά γάντια και την ■μαύρη προσωπίδα τού Ζορρό καί τά φοράει γρήγορα - γρή γορα στον αναίσθητο ληστή. "Υστερα φοράει εκείνος την .μαύρη μάσκα, καί τον γκρίζο ιμανδύα τού άλλου κι5 αρχί ζει πάλι, νά τρεχη. Στρίβει, στην επόμενη γωνία καί στα-
.ματαε ΓΊολλοί άνθρωποι τρέχουν, σάν τρελλοί μέσα στον υπό γειο λαβύρ.νθο. Στά χέρια τους κρατούν δαυλούς. , Στ'ήν .αναλαμπή τους ό Ζορ ρό διακρίνεΐι τό1 σχεδόν λευκό ,χρώμα τών πέτρινων τοίχων τού υποχθονίου βασιλείου. .Καταλαβαίνει πώς βρίσκεται σ5 ένα πταλ.ό ορυχείο άσβεάτολίθων, πού .βρίσκεται· αρ κετά κάτω άπό' την έπιφάνε.α· τής γης, Όξ άλλου σιέ πολλές στοές υπάρχουν καί τά ξύλινα υποστηλώματα, πού συγκρατούν τις όρο,φές. -αιφν.κά καταλαβαίνει πώς οί άνθρωπο: μέ τούς δαυλούς έρχονται προς τό μέρος του. •Βγαίνει άπζτή γωνία του καί
2
6
Μ
ί
Κ
Ρ
τρέχεεκεί που έχει αφήσει άναίιρθητον τόν ληστή, -με τά ρούχα του Ζορρό·. Αρχίζει νά φωνάζη- "Οταν σι άλλο:1 φθά νουν κόπα του, εχει φέρει τά χέρια στόν λαψό καί παρα π αΤσε ι σ<άν μεθύσιμένος. — Κ όντεψε νά ,μέ ττνί ξ'η!, μουρμουρίζει βογγώντας. Ού τε ξέρω πίως τά κατάφερα καί τον χτύπησα στο κεφά λι ! Πιάστε τον πρ ιν συνελθη! Χωρίς αργοπορία οί άλ λοι. αρπάζουν τον αναίσθητο ληίατη και: τον σέρνουν . μέσα σίτους μισοσκότεινους δια δρόμους. — Συγχαρητήρια, «έβδομηνταάύο» ! Έκανες καλή δουλειά!, λέει στον Ζορρό κάποιος άλλος ικσί τότε .ε κείνος παρατηρεί ότι· ατό στήθος του κάθε μανδύα, υ πάρχει· κεντημένο με άσημέν α κλωστή ένα νούμερο. 3 Από παντού άκούγανται φωνές ότι ό Ζορρό πάστηκε. "Ολοι τρέχουν στην αίθουσα συγκεντρώοεως;. . Ό αληθινός Ζορρό κρύβε ται·. σέ κάποι/α γωνία. Φθάνει στόι εσωτερικό τής παράγκας. Βγαίνει τρέχονΤας πάντα. Βρίσκει τό όλάμαυρο .άλογό του καί σέ λίγο χύνεται» καλπ πάζοντας σαν δαίμονας ,μέσα στην νύχτα. Δεν έχει κάνει»· παραπάνω» από καμμιά εκα τοστή. μέτρα καί. πετιούνται εμπρός του δυο ρασκοφόροι, που ξετρυπώνουν πίσω από τους Βράχους^ — Μάνος άλτος! Ψηλά τά χέρια!, ξεφώνιζειι ό ένας. Ό Ζορρό καταλαβαίνει γι·αίτί' οί φρουροί αυτοί δεν τον
5
ϊ
ϊ
Ο
Ρ
Ρ
0
εμπόδισαν την πρώτη φορά που ερχόταν: Ό Έλ Μάστερ είχε δώσει εντολή νά τον άφήσουν νά πέραση,. γ :ά νά χωίθή στην παγίδα·. Μονομιάς, χωρίς στιγμή ■νά σιταμ-ατήσή τόν καλπασμό του άλογου του, γέρνει τό σώμα του ;μ’ αφάνταστη ευκι νησία. 5Από κεΐ που βρισκό ταν στη ίράχι τού ζώου, 6ρίσκέται τώρα κάτω από την κοιλιά του.. Αντηχούν πυροβαλισ,μοί , αλλά άλες οί σφαΐ’ ρες περνούν ,άπό πάνω του. • Ό Ζορρό δεν άάσντάει» στους πυροβολισιμούς. Συνε χίζει τόν τρελλό καλπασμό του, κρεμασμένος κάτω .άπό την. κοιλιά τού άλογου. Οί ληστές πηδούν επάνω στά δικά τους καί δυο λεπτά αργότερα περνούν εμπρός α πό έναν βράχο, που πίσω του έχε;· κρυφτή ό σενόρ Ζορρό. Λεν τον βλέπουν καί συνεχί ζουν τόν δρόμο τους. Τότε ε κείνος, Τραβώντας τά χαλινά ρια, ξεκινάει» αλλάζοντας κα■τέύθυνσ;.
Ό Ζ©ββ© επεμβαίνει , -ΕΛ ΜΑΣΤΕΡ, ,μέ μιιά μεγαλόπρεπη κίνησι τού χε ριού του, τραβάει τό. μοάρο πανί που σκεπάζει τό πρό σωπο τού αναίσθητου σύμ(μορίτη· -— Ό Γκομέζ !, φωνάζει έκπληκτος. Ή ο ιός θά τό .φαν ταζόταν ότι* ό Γκομέζ είναι ό. περίφημος Ζορρό; X/ εγώ τόν είχα καλέσει· στον στρσ-
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
0
I
τα -μου!... Μού -φαίνεται τταλυ παράξενο. ,,Ποιός τον· έπιασε; .Για λίγο γίνέτατ σιωπή. Λες κι<* όλοι περ; μένουν να φανερωθή μόνος του, αυτός που έχει συλλάβειι τσν...Ζορρό. "Οπως όμως κανείς δεν φανερώνεται1, ένας συμμορί της κάνει ένα δη μα εμπρός καί λέει: , ;— Ό «έβδομ ηνταΙδύο», Έλ Μάστερ! — Που είναι ό «έδδο'μηνταδύο»; ρωτά ό μυστηριώδης άνθρωπος ;μέ την ασημένια μάσκα. Πάλι -κιανείς δεν άπαντά. Καί: ξαφνικά ό Έλ Μάστερ καταλσίβαίνει·.. Κάνει ίμια ώργισμένηι κίνηισχ — Ηλίθιον!, φωνάζει.Σάς γέλασε καί σάς τό έσκασε, ντΜμένος μέ τα ρούχα τού «έβδομηνταδυο»! Τώρα δεν μπορούμε νά χρηίσ’μοποιόσου με άλλη φορά τό ορυχείο, γ ά τί-ς συγκεντρώσεις, μας! Δεν π-Ε'ράϊζες όμως -—συνεχί ζει· μετά οσττο λίγη σ'κέίμ. .Δεν φαντάζομαΐι νά πάη; ;μακ.ρυά, όρο κ ρατά μ ε τον άνθ ρωπο που τον ώδηγη'σε κοντά μας ! Ό Ζορρό δέν είναι άπό εκείνους πο-ό έγκαταλείίπουν τους φί λους τους:! -Θά ερθη για νά έλευθερώσηι τόν «άριανταπένιτε»! "Ως τότε, πρέπει* νά μά θετε πως τα σχέδιά μου, πλη*σιάζο-υν στην , πραγματοποίη σή τους. Μά από τίς μέρες οΐυτής της έβδομάδάς, 6 Πρό'εδρος, η ό Αντιπρόεδρος του Μεξικού, θά κάνη .μια περιο δεία, πριν άπό τίς καινούρ γιες εκλογές. "Όποιος κι5 αν ι1 από τούς δύο, θα τον
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
13
σκοτώσουμε στον δρό'μο ,μέ ένέδρα! ^ Την ίδια στιγμή, άλ λη άμάδα ^μας, θα σκοτώνη εκείνον πού1 θιά έχη μείνει στο- προεδρικό- Μέγαρο! *Έτσιι τό Μεξικό θά. -είναι- άκυβέρνητο, χωρίς κανείς νά τό ξερή. Θά .είναι λοιπόν εύ κολο υλ ένα πραξικόπημα νά καταλάβουμε την Αρχή!· Α πό κεΐ καί ύστερα, τ' άλλα θά είναι εύκολα,, γιατί όλοι θά υπ-ακούούν στις διαταγές μου! Καί έσεΐς οΤ πιστοί μου, θά καταλάβετε τίς α νώτερες θέσεις καί -αξιώμα τα. τού νέου κράτους!! Τά μάτια· των ληστών α στράφτουν άπό· ένΙθουάιασμό σ’ εκείνα τά λόγιαΌ Έλ Μάστερ όμως ση κώνει τό- χέρι· του για νά επι βολή σιωπή, -αναλέει: ■ — "Ολοι, έίκτό-ς άπό- τον «τ-ρισνταπέντε1» πού -μάς πρόδωσε! Αυτός: θά π-εθάνη μέ βασανιστήριά ! Πρέπει- όλοι νά -.μάθουν τί παθαίνουν εκεί νο- πού τολμούν-νά μέ κοροϊ δέψουν! Καί πρώτα - πρώτα, άφ-α’ρέστε του Τη μάσκα ! Δέν του χρειάζεται- πια ή α νωνυμία. .. Σ5 ένα δευτερόλεπτο ή δ-ν άτσγή του έχει, έκτελεσθή. Έκπληκτες φωνές άκούγονται: -— Ό Π ά μπλο ^ Μ :·ρ άλες^! Ό Αετός τής Μαύρης· Έρη μου!' —- )Ναί, ό Μιρόίλες! "Ενας άπό τούς γενναιότερους, λη στές τού Μεξικού!, λέει- ό Έλ Μάσιτε-ρ. Δέν- τό φαντα ζόμουν ποτέ ότι- Θά γινόταν προδότης, ! ΊΕ^εις ιν·αο πής
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
τίποτε για νά δικαιολογηθής, εσύ1; —; "Όχι, Έλ Μάστερ!, α ποκρίνεται απαθώς ό Μιράλες. "Έχω να πω κάτι, οχ ι όμως για δικαιολογία : Ό Ζσρ.ρό με είχε στα ^χέρια του κάποτε. Ένώ εγώ εΐχα προσ παθήσει. νά τον δολοφονήσω, εκείνος μου1 χάρ ισε τή ζωή! 5Από1 τόπε ή ζωή μου του α νήκει. Έτσι., ήμουν υποχρεω μένος να του1 κάνω τή ^χάρι που μου ζήτησε, να μπώ δη λαδή στον Στρατό σας, για νά μάθω, πού θά συναντιώ'σαστε· Είμαι, ένοχος άπένσνΤί' στους παλιούς μου συντρό φους που τούς πρόδωσα και πρέπει νά πεθάνω. "Οσο για σένα, Έλ Μάστερ, δεν μου •καίγεται, καριφάκι που φανέ ρωσα· τό κρησφύγετό1 σου! Δεν είσαι τΡποτα περισσότερο α πό μένα. "Ενας λη'στής είσαι. κι·5 έσύ! Τον λόγο που έδω σες δεν πρόκειται νά τον κρατήσης κα.1 όσοι σέ ακολουθή σουν είναι, χαμένοι-! Τό χέρι τού Έλ Μάστερ κατεβαίνει. σαν αστραπή στή μέση του. .Περνάει· μέσα άττο μ:ά αόρατη σχεδόν σχισμή, πού υπάρχει στον· άσηιμοκεντηυένο μανδύα του καί κάνει· την έμιφάνισί' του μ·5 ένα πι στόλι.. Πατάει· τή σκανδάλη. Ή σφαίρα του δμως πηγαί νει καί καρφώνεται στην ορο φή τής σάλας, σηκώνοντας ένα λευκό συννεφάκι άπό τον άσβεστόλιθο πού έχει πετύ χε!·. "Ένα λεπτότατο καί μα κρύ όλό.μαυρο φίδι· έχει, τυλιχθή στον καρπό τού χεριού του καί τό <έχει· τραβήξει· 1
·
ΖΟΡΡΟ
προς τά επάνω. Τό φίδι αυτό είναι, τό θρυλικό ,μαστίγιο τού Ζορρό! Τό κρατάει- στο χέρι του ένας από· τούς συμμορίτες μέ τούς ομοιόμορφους χιτώνες. Τό πώς έχει( βρεθή εκεί ·μέσα ό Μασκοφάρος: Εκδικη τής, είναι απλό·: "Οταν^ τον είδαμε νά ξεκινάη, αλλάζον τας κστεύθυνσι, αφού οι δύο συμμορίτες πέρασαν άπό εμπρός του, ξαναγύρισε στο άντραν των λη'στών. φόρεσε έναν άλλο μανδύα στην πα ράγκα κι5 ύστερα χώθηκε α παρατήρητος στην αίθουσα των •συγκεντρώσεων.
Πήδημα στα σκοτεινά ΕΛ ΜΑΣΤΕΡ ένα λυσσασμένο ουρλιαχτό πόνου. Τρίζοντας τά δόντια του μέ μανία, προσπαθεί νά στρέψη· τό· πιστόλι του κα ταπάνω στον Μασκοφορο- Τιμωρό. Ταυτόχρονα· καί· δεκά δες άλλο: συμμορίτες τρα βούν τά πιστόλια τους, γιά ■νά σκοτώσουν τον Ζορρό· Ό ΓΊάμπλιο Μιράλες τρα βάει κι5 εκείνος τό περίστρο φό του, γιά νά τον προστατεύση, κζ άς είναι βέβαιο πώς δεν ·μπ·ορεΐ νά κάνη τίπο τα, περικυκίλωμένος άπό τό σους. αντιπάλους. Μά ό θρυ λικός υπερασπιστής των άδι κη μένων δίέν τό· βάζει εύκολα κάτω. Στη στιγμή τραβάει ,με φοβερή δυναμι το μαστί-
γιό του, πού ςίναι τυλιγμένο
©
ΜΙΚΡΟΙ
στον καρπό τού άρχί'σύμμϋ,ρίτη. Ό Έλ Μάστερ φτάνει κα τρακυλώντας έΐμπιράς του. Ε κείνος τότε, ταμπουρώνετα ι· πίσω του και φωνάζει σκληιρά : — Μάνας άιλ'τος, σενόρες! Στιήν παραμικρή· κίνησι, σκο τώνω τον αρχηγό σας ! Έλ Μάστερ, ττές τους νά ττετάξσυν τ·α πιστόλια! — Υπακούστε!, άκούγετα:< άκάμα περισσότερο πα ραμορφωμένη, —«άπό τον φό βο— ή φωνή του άρχισομμορίτη. -— Σ ήκοο1 επάνω τώρα !, του λέει ό Μασκοφόρος Εκ δικητής κι3 εκείνος πάλι· υπα κούει χωρίς άντίρρησι. Βγά λε την ασημένια μάσκα σου, νά διου,με τό πρόσωπο πού κρύβεται άπό πίσω-! Μή δι~ στάζης, γιατί κι3 εγώ δεν θά διστάσω νά σέ σκοτώσω, σενόρ ! — Λεν θά το κάνης αυτό, Ζορρό!, λέει σκληρά ό Έλ Μάστερ. Ή ζωή σου και του φίλου σου, έΐξαρτάται άπό τή δική, μου! ’Άν μέ σκοτώσης όπως λες, θά σέ σκοτώσουν κι3 έκεΐνο.< αμέσως! ^— Τότε δεν έχω παρά νά κάνω τά... άποκαλυπτή ρ :<χ μόνος μοά!, συμπεραίνει ό Ζορρό· ΚοΟ υψώνει τό* χέρι, γά νά άφαιρέση τήν άσημένα μά σκα. του Έλ Μάΐστερ. Ταυτοχρόνως όμως και ό 3Ελ Μά στερ κατεβάζει το χέρι του σ3 έναν μικρό· μογλό πού βρί σκεται στον πέτρινο τοΐχο.
Τνν τπ§ζ§ι·,
ΖΟΡΡ©
15
Τή στιγμή πού ό Ζορρό έ χει πι άσευ τήν ασημένια μά σκα, νοιώθει τό έδαφος νά ύ~ ποχωρή κάτω άπό* τά πό δια του. Ό Έλ Μάστερ γελάει μ* ένα άνατριχι αστικό, σαρδό νιο γέλιο. 3Αντίος, σενόρ Ζορρό!, ουρλιάζει επάνω* άπό τό« σκο τεινό «άνοιγμα τής καταπα κτής. Σου έχω υπέροχη έκιπίληξι έκεΤ κάτω! Χαιρετι σμούς; στον «φίλο σου τον Σα τανά ! Και απλώνει τό χέρι, νά πιάση πάλι τον μοχλό, γιά νά ξανακλείση τήν κατάπακτή. ^ Τότε μια κίνησι παρατηρεΐται ανάμεσα στούς συγ κεντρωμένους συμμορίτες. Πριν κανείς τους προφτάση νά ξ,αναιπάρηι τό* πιστόλι πού έχει πετάξει, ό Πάμπλο Μιράλες κάνει ένα πελώριο σάλ το προς το μέρος τής κατα πακτής. Πηδιάει μέσα σ-τά τυ φλά καί ταυτόχρονα, ενώ βρί σκεται στον αέρα, πυροβολεί τον Έλ Μάστερ. Φυσικά, μέ τέτοτα κίνησι καί ταχύτητα, δέν είναι δυνα τόν νά σημαδέψη καλά. Παρ3 όλ3 αυτά ή σφαίρα του βρί σκει· ξώφαλτσα < τό μπράτσο τού άρχ συμμορίτη, πού ουρ λιάζει δεύτερη φορά, τπεριίσσό'τερο άπό τή λύσσα, παρά άπό' τον πόνο. Ή καταπακτή όμως έχει κλείσει πιά, πίσω άπό· τούς, δύο άνθρώποος· — Πηγαίνετε δέκα άντρες στην έξοδο τής σπηλιάς του Τέρατος!, φωνάζει μέ μανία ό Έλ Μάστερ. Δέν θά περάςτρνν πότέ γις« νά φτραςμν έ?
16
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
κεΐ πέρα. ΠρέΗτει όμως να εί μαστε άπαλύτως 665α·ίο:! "Αν βγουν, τους θέλω ζωντανούς! Να τους κρατήσετε φυλακισ,μένους. Τώρα πρέπεινά φύ γω. "Έχω να τιάρα} μέρος σέ μιά σύσκεψι. "Απ" αυτήν θ:ά μάθω μ ε ττο.ός θά κάνη· τήν περιοδεία: Ό Πρόεδρος ή ό Αντιπρόεδρος. θά ξέρωμε, λοιπόν, πο ός από τούς δυό τους θά πεθάνη πρώτος ! •Καί μι5 σύτά τά λόγια οπι σθοχωρεί ώς το ποραβάν καΓι εξαφανίζεται πίσω του, ενώ δέκα συμμορίτες ξεκινούν τρέχονίτσς. ,άπό την άλλη μεριά.. .★ Άτ *
Ό Μασκοφορος Εκδικη τής σηκώνετα ι· μ ισοζαλ; σ μέ νος από κάτω. Μες στο σκο τάδι κάταφέρνει και βρίόκει τά πεσ,μένα πιστόλια του, ψη?λαφίζοντας με τά χέρια. Τά. βάζει στις θήκες του και βγάζει _τόν γκρίζο μανδύα, πού τού κάνει δύσκαμπτες τις κινήσεις. "Αφήνει μονάχα τή μάσκα πού σκεπάζει τό πρόσωπό· του· "Υστερα βοη θάει τον Πάμπίλο Μιοάλες, πού βογγάει· από τούς πό νους., νά σήκωθή κι* έκεΐνος. Ό φουκαράς ό Μιράλες έ χει χτυπήσει μέ τον ώμο πέ φτοντας επάνω: ατό βράχο καί έχει ξεγδάρε: όλόκληρα γο χέρι του, \ Φπού είναι 3 I- /{ βουτηιγμέ3/! •νο στο αίμα. Επίσης εχει χτυπήσει πολύ κα>ί στο δεξιό του πόδι, γιατ'ί αυτός, μέ τή βουτιά πού πήρε, δεν μπόρε σε νά πέση ορθσς: κάτω, ό πως ό Ζαρρό. "Οταν σήκωνε-
τε»ί·,
ττ&ς τφ §1-
ΖΟΡΡ0
ναι πολύ δύσκολο νά περπατήση. — I σως τό καλύτερο εί ναι νά φύγετε μόνος σας, σε νόρ Ζορρό!, .μουρμουρίζει. Θά σάς δυσικσλέψη καί θά σάς καθυστέρηση πιολ'ύ ή πα ρέα μου.·. —-Θά περπατάμε όσο μπο ρείς- νά περπατήσης, Πάμπλο!, τού λέει ήρεμα ό Μαισκαφόρος "Εκδικητής. "Έλα... — Σάς; υπακούω, σενόρ, άττοκρίνεται ό ληστής, μόνο έπειδή είναι- τό ίδιο δύσκολο νά φύγετε » μονάχος άπό· δώ μέσα.·. Ή σπηλιά διακίλαδωνεται σέ τρεΐς. διόδους... Τή μία άπ’ αυτές, τή μόνη πού έχει διέξοδο, τή φυλάει ένα τρομερό τέρας... Κανείς δεν ξέρει τί είδους θηρίο εΐνα>:., σενόρ !... ' ·-— Καλά!, λέει μέ φωνή πού δεν δεί'χνει τον παραμι κρό φόβο ό Μασκοφορος Τι,μωρός. Θά περάσωμε δ,ΤΓ κι’ άν είναι! Χρειαζόμαστε όμώς φως, γιατί μ" αυτή τή σκστεινι ά δεν μπορούν νά κάνουν τί ποτε τά πιστόλια μας. "Εκεί νο σίγουρα θά βλέπη στο σκο τάδι καιι θά μάς άρπάίξηι ξα φνικά. — Φώς ί ΚαΙ πού θά το βρούμε, σενόρ; — Βγάλε γρήγορα τον χι τώνα σου καί σκίσε τον σέ λουρίδες! Σέ λί'γο, μέ πρωτότυπους δαυλούς από στριμμένες λου ρίδες υφάσματος, προχωρούν αί δυό φυγάδες μέ τό αργή βήμα· τς>§ Μ1 ,
ο
ΜΙΚΡ
ΟΣ
Τέρατα μέσα... καί έξω άπό τΛ σπηλιά
20ΡΡ0
17
βρή τον εαυτό του. Υπά κουε Υψώνει- τό πανί καί τό αναποδογυρίζει κ .άλας για νά βγόίλη, μεγαλύτερη φλόγα.Τό > ΑΦΝΙιΚΑ, όπως βαδί τέρας είναι τώρα πάρα πολύ ζουν σ’ εκείνο τό αβέβαιο φώς κοντά. που. 6 Μράλες καταβάλλει Ό Ζορρό- απλώνει- καί τά .μεγάλες προσπάθειες γιά νά . δυο χέρια, ώπλισμένα μέ τά μή τού σβήση, άκούν έναν περίστροφά του. Σημαδεύει τρομερό βρυχηθμό· Είναι κά ταυτόχρονα καί πιέζει κάί τις τι- ανάμικτα αέ βρυχηθμό λν δυο σκανδάλες. Οί πυροβολι ονταριού, σάλπισμα έλέφανισμοί γεμίζουν την υπόγεια τα και σφύριγμα φιδιού-. στοά μ’ έναν διαβολεμένο θό ρυβο. Αυτός δμω-ς δεν είναι Ό Μιράλες. υψώνει· τό φλέ γόμενο παινι περισσότερο πά τίποτα, μπροστά στη- φασα νω άπό- τό κεφάλι- του . ρία πού κάνει τό- τέρας, κα > , Ή στοά , φαρδαίνει όσο θώς σφαδάζει σαν μανίσσμένο πάει και π:ό. πολύ σ' εκείνο καί στριφογυρίζει εφιαλτικά, τό μέρος, Απέναντι τους βλέ Χτυπώντας τό1 κεφάλι του στα πουν μια ακαθάριστη στην τοιχώματα τού σπηλαίου. άρχη σκιά, νά ζυγώνη. πρό-ς Οί_σφαΐρες τού Μασκοφότό .μέρος τους. > ρου: ι ι μωρού τό έχουν πε Τό χέρι- του Μιράλες τρέ- ^ τύχε - στα μάτια καί τού τά με.·. Ή. σικ-ά εκείνη έχει πρα»έχουν βγάλει καί τά δύο! Τυ γματ'κά τόσο γγαντιαΐες φλό τελείως Τό φοβερό ’Όν, 5 αστάσε ς, που δεν μπορεί χτυπιέΗσι γι-α αρκετή ώρα α παρά νά νο.ώση δέος κα κόμα· ^ μ-5 αφάνταστη μανία νείς, όσο κ ί άν είναι γενναί καί δύναμι. Στο- τέλος όμως, ος, Γρήγορα ξεχωρίζουν κα μ’ ένα· δυνατό ξεφύσημα μέ λύτερα τό έφ.σλτκό .τέρας, νει ακίνητο. που ρίχνεται· εναντίον τους, Οί δύο φυγάδες περνούν μέ μέ .άγρα- σφυρίγματα. ΕΤναι χτυποκάρδι δίπλα άίπό τό- άκάτι. · σαν κροκόδειλος, αλλά νατρ :»χ ;»αστ ικό, άκ ίινητο σώ άίφάνταστα μεγάλο. Καθώς μα του. "Αθελα επιταχύνουν ανοίγει τό τεράστιο στόμα τό βήμα τους.^Τά πόδια τους του ουρλ άζοντας, είναι* φανε πατούν συνεχώς ένα στρφμα ρό ..πώς τους χωράει καί τους άπό ξασπρισμένα κόΐκκαλα δυο μαζί μέσα! ιό ξανακλεί καί γλυστρούν επάνω σ’ αυ νει καί τά δόντια του κάνουν τά· Σίγουρα ό *Έλ Μάστερ έ έναν απαίσιο θόρυβο, σαν νά. χει φροντίσει νά ταΐζη τακτι χτυπάνε δεκάδες, μαζί κρότα κά τόν εφιαλτικό αιίχμάλωάό λα! του. Καί ίσως, πολλές φορές, — Κράτα ψηλά τό φως, μέ θύματα ζωντανούς ανθρώ Πάμπλρ !,. λέει· ό Ζορ-ρο. πους !... Ή φωνή του, γεμάτη απά ’Έτσι- πού έχουν ανοίξειθεια, κάνει· τον Μιράλες. νά τό βήμα τους δέν αργούν νά
φτάσουν στην έξοδο της σπη λιάς. Μόλις βγαίνουν σΤόν καθαρό άερα, αναπνέουν ,μέ άνακούφισι. Μάλιστα ό καη μένος ό Μιράλες σωριάζεται
σάν άψυχος στη γή.
Εκείνη την ώρα, εννέα μαύρες σκιές πετιούνταΐι πίισω από τά βράχια. Στα χέ ρια τους κρατουν πιστόλια, που είναι δλα στραμιμένα ε ναντίον τους.
— Μάνος άλτος, σενόρ Ζορρό! Κι* εσύ Μιράλες!, διατάζει μια άγρια φωνή. . * * Ά Ό Γαλερας έχε ι· πλήθος ε λαττώματα, μ<έ πρώτο, και
καλύτερο -—ή μάλλον χειρό τερό, αφού . πρό'κειταΐι για ε λάττωμα — την κουταααοα του. Γιά νά ·μήν τον άδΐ'Κίούυε όμως, πρέπει νά πουρέ πως έχει και πολλά προτερήματα
20
Ο
Μ
1
Κ
Ρ
μέ πρώτο κ·α*ί καλύτερο—εδώ πηγαίνει· ή λέξις— την ύπομσνη.Εΐναν υπομονετικός σαν τσν υπομονετικότερο γάιδα ρο του κόσμου! ’Άν τού δώση 6 κύριός του διαταγή /ά σ,ταθή ακίνητος σ’ ένα .μέρος, έπειδή έχει- και το προπέρηΓ μα να είναι πιστός, σαν.τον πιστότερο σκύλο του κόσμου μττορεΐ να μ.είνη σ’ έκεΐνο τό μέρος ώσπου να πεθάνη και δεν πρόκειται· να σαλέψη ού τε ζωντανός, ούτε.·, ,μετα τον θάνατό του ! . Για δλους αυτούς τους λό γους, 6 θεόρατος Γαλέρας βρίσκεται· άκόιμα· στο μέρος που τον άφησε ό Ζαρρό.· Έ χει· κρύψει, τό άλογό του μέ σα σέ κάτι- θάμνους, πού εί ναι- φυτρωμένοι· στη ρίζα των βράχων κι* έχει· ξαπλώσει· κΓ αυτός εκεί από πίσω, περιμενον'τας την έπ .στροφή του κυρίου του. Ή ώρα περνάει· κ 5 έκείνος δεν επιστρέφει.Ό Γαλέρας αδιαφορεί.' Δεν ανη συχεί καθόλου, για τσν Ζόρρό. Ευτυχώς, ή βλακεία του τον βοηθάει ν>ίζ μή> ,μπορή νά βάλη ό νους του, πώς είναι· δυ νατόν νά πάθη ό κύριός του κάτι, όταν βρίσκεται μσκρυά του. Πιστεύει·, πώς όταν κινδυνεύη, είναι αυτός κοντά του άπσρα ιτητως, για νά τον προφυλάξη. Λοττον, περνάει κι’ άλλη, ώρα. Και ξαφνικά ακούεί' βή ματα νά πλησιάζουν τρέχοντας. Καί ομιλίες.^ Δέν άκαύει όμως τή φωνή του κυρίου του κι’ έτσι δεν σαλεύει από τήν θέα:· του. Όλόιμαυρες σκιές δέκα αν
ύ
1
1
Ο
Ρ
Ρ
Ο
θρώπων περνούν από εμπρός του καί φθάνουν οπήν είσοδο τής σπηλιάς. Κρύβονται· τρι γύρω. Άλλα επειδή τριγύρω είναι κι* 6 ίδιος ό Γαλέρας, ενός απ·5 όλους .τούς συμμο ρίτες, έρχεται:·, καί θρονιάζε ται ...πάνω στα απλωμένα γόνατα του γίγαντα! Ό Γαλέρας ούτε αύ’τή τήν φορά θυμώνει·. Ούτε αυτή τή φορά ανησυχεί, θυμάται πο λύ καλά πώς 6 κύριός, του του είπε κατά λέξ;-: «Ό κό σμος1 νά χαλάση, δεν θά κσυνήσης καί δεν θά κάνης τίπο τα !» Έ, λοιπόν, δεν χάλασε ό κόσμος, άν ένας άνθρωπος κάθησε κατά λάθος έπάνω στα πόδια του! Γυρίζει; μονάχα καί του λέει φυσικότατα: — "Άκου,, άνθρωπε: Όλόκληιρη Κοίλιφορνισ ! Πάνω ατά πά5 α. μου βρήκες νά κα»θήσης; Κάνε πιο πέρα! : ·· 5 Εκ εΐνος άλ ήθε * α τ νάζετα ι ξ:ιφν αο-μένος, αλλά δεν δεί χνε: καί κανέναν. φόβο. Φαν τάζεται πώς θά είναι·: χάπο ος απ’ τούς συντρόφους του. Μέ τιέτοΌ σκοτάδι., δεν μπορεί νά ίδη πώς ό Γαλέρας δεν φοράει ^ του γκ ριζόχρωμο χ:τωνα των άνθρώπων του Βλ Μάν άτερ. Κάθετάιι λοιπόν- πιο δτέρα καί λέει : — Μέ συγχωρής, σύντρο φε. Δεν σέ εΐδα, —- Δέν χάθηΐκε ό κόσμος!, άποκρίνετα:· ό γίγαντας σκέ■'τ,α. Τό πρωΐ. λ θά βλέπης κα λύτερα ! Δέν έχει καμμία διάθεσι 'γιά χ οΟμορ. Τό λέει μόνο γιά νά παρήγορήση τόν άλ
Ο
Μ
!
Κ
Ρ
Ο
X
λον. Εκείνος όμως βρίσκει πολύ πετυχημένο τό ά'στεΐο καί σκάει στα γέλια. Τότε α πό ολόγυρα άκούγσνται φω νές·: — Σ κάστε, * ήλί-θιο:! θέλε τε να μάς ακούσουν; Στ" αλήθεια, ό συμμορί της σϋ μ μαζεύεται. — "Έχουν δίκια!, λέει τού Γαλέρα. Μή με κάνης να γε λάω, γιατί άν .μάς ττάρη χαϊμπάρι ο Ζορρό, μίπορεΐ ν’ άναγ καστούμε νά τον σκοτώσουμε καί ό Έλ... Δεν προλαβαίνει ν άποσώση τά λόγια του. Ό τπελώρ.ος Γαλέρας σηικώνει τεντωμένο τό χέρι- του και μέ μ·:ά άπλούοτατη, κίνη σί, τό· κατεβάζει· επάνω στο κεφάλι τού συμμορίτη, πού κλείνει τά μάτια καί1... ταξι δεύει. στη χώρα των ονείρων, χωρίς νά βγάλη ούτε «κίχ»!
Ό Γαλέρας θριαμβεύει 91 ΕΡΝΑίΕΙ λίγη ώρα άκόρα χωρίς νά συρβή τίττ σ τα. Μόνο πού τά σύννεφα α νοίγουν καί τό φεγγάρι ξεμυ τίζει από πίσω τους. Έτσι- ό κόσμος φωτίζεται καί οί συμ μορίτες μπορούνι νά βλέπουν ό ένας τον άλλον καί νά δια κρίνουν καλύτερα τό έμπα τής σπηλιάς. Ό Γαλέρας .μείνει στη θέσ ι του. Ό άλλος, συμμορίτης, κοιμάται πάντα πλάϊ... ατά πόδια του..·· Τότε άκουγονται βήματα Ή# κ^Ί δύο ^
2
Ο
Ρ
Ρ
©
21
βρωποι βγαίνουν άπό τή σπη λιά. Είναι ό Ζορρό μέ τον Μιράλες. 01 συμμορίτες όρμούν επάνω τους. Ό Γαλέρας ούτε αυτή τή φορά κουνάει άττό τη θέσι του. Ό Ζορρο δον φοράει τον μανδύα, το μαύρο σομπρέρο καί τά μαύρα γάντια του καί είναι άγνώριστος. .Ό γιγαντόσωμος σωραταιφυλακάς του λοιπόν δεν σκο τίζεται που βλέπει να τόν πιάνουν οι ληστές.. Ούτε ό ταν άκούη κάποιαν άπ’· αυ τούς νά τού λέη: . < — Δεν θάθελα. νά μιουν ού τε ψύλλος στον κόρφο σας, μέ τό1 .θυμό που έχει ό Έλ ΜάσΤερ! . ^ ΚΓ ένας άλλος από τούς συ μι μο ο ίτες π. ροσθέτ ε ι: -—- "Αλλά δεν είναι σωστό νά φοράς μάσκα, όταν ό σύντ, σοφός σου ό Μιράλες, μάς έδειξε ποιος εΐναι! Πρέπει •νά κάνης κι" έσύ τό ίδιο! Έ λα! Βγάλε τή μάσκα σου! θέλουμε νά δούμε επί τέ λους, ποιος είναι ό περιβόη τος Ζορρό! Ό Μασκοφόρος Εκδικητής δεν σαλεύει. "Οσο γιά τόν Γσλέρο, αυτός άνατινάζεται ξαφνιασμένος τούτη τη Φορά, γωο'ς όμως καί πάλι νά σηικωΒή άπό τή θέσι του. Μάλι στα ,χασκογελάει μοναχός του· —- "Ακου βλακεία !, μουρ μουρίζει. Πώς θά δούνε ποιας είναι ο Ζορρό, βγάζοντας τή υάσκα ενός άλλόυναύ; Αυτοί μέ ξεπερνάνε στην κουταμά ρα ! Μαντόνα μ>ίία! — 8Τ9;λ| τή· φνκν
22
Ο
Μ
1
Κ
Ρ
γιατί τό' φεγγάρι1 πηγαίνει πάλι να χαθή ατά σύννεφα και δεν θά προλάβουμε νά σε δούμε!, λέει άγρια ένας από τούς, συμρορίτες. Είναι φανερό όμως πώς κανείς τους δεν τολμάει νά τον πλησιάση, για νά του την αφαίρεση μόνος του. Κι* αυ τό 8έν είναι παράξενο, δσο κι5 άν οί αντίπαλοί του είναι τόσο πολλοί. Τό θρυλπ'κό όνο μα του Μασκοφόραυ Τιμωρού σπέρνει πάντα τέτοιον υπερ φυσικό· τρόμο, ανάμεσα στους παρανόμους. —■ Έγώ είμαι 6 Ζορρό!, φωνάζει έΐκεΐνος ·μέ παράξενα χτυπητή φωνή. Δεν πρόκειται ποτέ νά βγάλω ,μόνος τή ·μάσκα μου ! 5Αφού θέλετε νά δή'τε τό πρόσωπό μου, ελάτε νά μου την άφσιρέσετε εσείς! Αυτά τά λόγ.α δεν τά φω νάζει τυχαία. "Έχει γνωρίσει στο λιγοστό φως του φεγγα ριού, τό μέρος πού βρίσκεται, “έρει πώς. ό Γαλέρας πρέπει νά είναι κρυμμένος κάπου ε κεί γύρω, -έρει καί τό πα ράξενα καί κουτό- μυαλό του καί καταλαβαίνει, πώς για νά μην έχη, άνακατευβή ακό μα, δεν θά τον έχη γνωρίσει. ΚΥ αλήθεια... Τούτηι την φορά ό Γαλέρας πετιέται δρθ' ος κΓ ένα φοβερό μουγγρη,τό, ίδιο καί χειρότερο μ* ε κείνο του θηρίου τής σπηλιάς βγαίνει* άπ5 τό· λαρύγγι του. Την άλλη: στιγμή όρμάει· σαν αφηνιασμένος ταύρος επάνω στου ς συ μ μοΐρίτες, άδ ι αφο ρώντας άν κρατούν στά χέρια
τρμς πιρτρλτο: ή δγι*.
0
1
1
©
Ρ
Ρ
ο
Τό φεγγάρι·, σαν νά συμμαχή μαζί του, κρύβεται» την ίδια στιγμή, πίσω από τά μαύρα σύννεφα. Ό Γαλέρας άρπάζει τούς δυο από τούς συμμορίτες πού βρίσκονται- έμπρός του. Χτυ πάει μέ δυναμι* τά κεφάλια τους; με'ταξυ τους. "Οταν τους άφηνεΐ! νά σωριαστούν κατώι, είναι κόλας νεκροί·. Οί άλλοι, ,μέσα στή σκοτεινιά, δεν προλαβαίνουν ν5 άντιληφθούν τί άκριβώς γίνεται·. 5Ακούν ωστόσο τίς φωνές των συντρόφων τους καί στρέ φουν ταραγμένοι1 τά κεφάλια. Αύ'τό περΐμένεί ό Ζορρό. Δίνει μια δυνατή σπρωξιά στον Μιράλες πού στέκεται πλάϊ του καί τον ξαπλώνει1 κάτω. "Υστερα παίρνει1 κι* αυτός μιά κα'τσπληκίτική, βου τά , ενώ σφαίρες σφυρίζουν μανιασμένα ' επάνω άπό τά κεφάλια τους. Μέ τή (βουτιά πού έχει πά ρει1, τό κεφάλι τού Μασικοφόρου Εκδικητή χώνεται στο στομάχι ενός συμμορίτη, πού τον έχει δ!ή νά σηΐμαδεύηι τον Γαλέρσ. Άκουγεται ένα 6ογγη|τό· πόνου. Ό συμμορίτης τινάζεται^ πέντε ·μέτρα μακρυά, ενώ ό Ζορρό- κατρακυ λάει* στο έδαφος. Τραβάει τά πιστόλια του καί πυροβολεί τίς κινούμενες σκιές πού βλέ πει ολόγυρά του· Ακούει και νούργιες κραυγές πόνουΥΑλ λες σκιές φεύγουν, άλλα και νούργιοι πυοοβολισμοί' άντημ ;χούν. Τούς έχει ρίξει ό Μ·ιοάλες άπό τό μέρος πού βρί σκεται ξαπλωμένος. Οί λημ
ιςττές ούρλιάζονρ (?λ®στηιρο§ν
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ίκαι σωριάζονται στη γή. Ταυτόχρονα άκουγονται γοερές κραυγές. Προέρχονται· α πό1 έναν συμμορίτη πού τον 'έχείι αρπάξει1 ό Γάλέρας καί τον έχει... περιττόιηθη'! •Για μια στιγμή γίνεται: σΐ1ωπή. Ό Μασκοφόρος 'Εκδικριτής καταλαβαίνει πώς οί άτίπαλοί του έχουν δλοι τεθή έκτος μάχης. Βλέπει ό μως τον Γαλέρα, που σχεδόν έχει φτάσει* επάνω από τον πεσμένο Μιράλες ικαι είναι έ τοιμος νά τον... λυώση με τό τακούνι του, σαν σκουλήκι· -— Όχι αυτόν, άμ ίγο!, του φώναζε ΐ'. Είναι· φίλος ! — Φίλος, σενόρ Ζορρό ; μουρμουρίζει κατάπληκτος ό Γαλέρας. ΚΓ εγώ τποώ πή γαινα νά τον πείριποιηθώ!...
Ό Ζορρό πάει στον χορό
Τ
() ΑΛΛΟ βράδυ τό Προεδρικό -μέγαρο είναι* γε μάτο φώτα και κίνηισι. Ό χο ρός, δίνει καί παίρνει στα σα λόνια του. Πολλές προσωπι κότητες απ' όλη, τή χώρα εί ναι προσκ αλεσμένες. "Ολοι οι πλουσιότερο:· εύγενεΐςίΑ νάμεσα σ' αυτούς, νεαρώτεροςς είναι ό 17χρονος Δον Σ άντρο ΒέγΚα, γιος τού Δον Ντέγίκο Βέγκα, πού πέθανε εδώ καί λίγον καιρό. Ό Σ άντρο είναι· φτυστός ό πατέρας του. Στο πρόΙσωπο, αΛλα και σε όλα τα αλλα. Iδ’α όπως, θάκανε κι'' εκείνος, τριγυρίζει τά κοσμοπλημμυρισμένα σαλόνια, ·μέ τό
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
23
ματισμένο μαντηλάκι του στη μύτηι· Μοιάζει νά βρίσκη πνι γηρή την άτμόάΐφαί'ρα. Συνε χώς ·μπαινοιβγαίνει στις βε ράντες για νά παίρνη αέρα. Μά, όπου περνάει, τον κυττάζουν μέ λύπη καί περιφρόνησι. Οί όμορφες σενιορίτες, σκύβουν καί λένε στ’ αυτί, ή μι ά τής άλλ ης: _ — Είναι ό Δον Βέγκα! Σέ μια ηλικία πού όλοι οί νεα ροί εύγενεΐς ασχολούνται μέ τά όπλα, έκείνος ένδιαφέρεται μονάχα για την ποίησι! Καί κρυφογελοΰν πίσωι απ' την πλάτη του, κρύβοντας μέ τις βεντάλιες τους τά πρό σωπα, για νά μήν τις άντιληιφΒή. Καί, όπως φαίνεται, ό Δον Σ άντρο δεν αντιλαμβά νεται τίποτ’ απολύτως απ' όλα αύτά... * * * "Ένα; από τά σαλόνια τού επάνω πατώματος είναι κλει σμένο. Έξω άπιό τη μεγάλη τρίφυλλη! πόρτα του υπάρ χουν φρουροί. Στο εσωτερικό του σαλο νιού έχουν σύσκεψι καμ,μιά ■δεκαριά ηλικιωμένοι άνδρες. 'Ανάμεσά τους διακρίνεται· ό Πρόεδρος των Ήνωρένων Πο λιτειών τού Μεξικού, ό Άντ.πρόεδρος καί μέλη,- του Υ πουργικού Συμβουλίου. Συ ζητούν διάφορες, λεπτομέρειες γιάντα πρόγραμμα τής εκλο γικής μάχης πού πρόκειται νά δώσουν. —- ”Αλλαξα άπόΐφασι, λέ ει αυτή τη στιγμή ό Πρόε δρος· Πιστεύω· πώς είναι κα λύτερα, την πρώτη περιοδεία
νά τήν κάνη ό Δόν Ρρντρίγκςζ
24
Ο
Μ
I
Κ
Ρ Ν Ο
—ό Αντιπρόεδρος— πού εί ναι καλύτερος ρήτωρ καί ε πομένως ικανότερος άπό μό να ! Πρέπει· να εξαντλήσω, μιε όλα μας τ·α έπιχιειρήματα. Λύτη τη φορά, οί αντίπαλοί μας είναι σκληροί και απο φασισμένοι... — Πολύ φοβάμαι πώς δεν θά μας πολεμήσουν μίέ τί μια μέσα!, λέει ό Άύπ πρό εδρος. "Ακόυσα κάτι φήμες για παράνομες συγκεντρώ σεις κακοποιών, πού τις υπο κινεί κάποσς μυστηριώδης κακοπο.ός. "Ονομάζει τον ε αυτό* του μέλλοντα Πρόεδρον του Μεξικού! 'Γά μίιά στιγμή γίνεται σι ωπή. Φαίνεται πώς οι άν θρωποι εκείνοι προσπαθούν νά υπολογίσουν πόση σοβα ρότητα κλείνουν αυτά τά λό για. -αφνικά κάποιος γελάει. — ’Ή κανένας τρελλός θά είΓναι, ή κανένας άΤτό τούς συινη}3 σμένους, μεγάλο μιαίνεις. Δέν νρμιίζίρ πώς πρέπει νά α σχοληθούμε σοβαρά μαζί του. . . ^— Άντιθέτως, σενό'ρες, πρέπει νά τον υπολογίσετε πάρα πολύ!, άκούγεταν τότε μια δυνατή φωνή, πού έρχε ται από την πόρτα της βε ράντας, " Οιλα · τά^, μάτ ια γυρ ί ζ ουν προς τά έ'κεΐ. Με έκπληξι δι απιστώνουν πώς ή βεραντότταρτα είναι ανοιχτή, Στο* ά νοιγμά τής στέκει ένας άν θρωπος ντυμένος στα ολό μαυρα. Τό πρόσώπό του εί ναι. κι5 αυτό σκεπασμένο μέ μιιά μαύρη προσωπίδα·
^ ι0 Ζορρό!, φι^νρί'ξουν
2
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
ολαι μαζί θορυβημένοι. 1,1 Ενας άπό τούς συμβού λους πού κάθεται κοντά στην πόρτα, υψώνει το χέρι, νά τραιβήξη ένα μεταξώτα κορδό νι, πού κρεμιέται· πίσω της, για νά καλέση. τούς φρου ρούς. Δέν αποτελειώνει όμως την κίνηίσί του. Ό Μασκοφόρ ο ς" Εκδικητής γρήγορος σάν αστραπή τραβάει τά ένα άπό τά πιστόλα- του και τό* γύ ριζε ι, καταπάνωπου. ..—- Παρακαλώ, σενόρ Μ θ ρόνο!, λέει ψυχρά. Μή ,μέ άναγίκάσετε νά κάνω κάτι πού δέν θέλω.^ Ηρθα σαν φίλος, γιά νά σάς προστατεύσω α πό έναν φοβερό έχθρόΊ Ό Πρόεδρος τού Μεξικού σηκώνεται όρθιος στη θέσι του. Τό πρόσωπό1 του έχει γίνε; κατακόκκιινο άπό θυμό. — Φίλος!, φωνάζει. Δέν πιστεύετε βέβαια στ" άλή’θεισ, σενόρ, ^ πώς οί Κυβερ νήτες μπορούν νά έχουν φίλο έναν ληστή! Πώς τολμήσατε νά έλθετε έδώ μέσα; . — Τολμώ ό,τιδήποτε προ κομμένου νά εξυπηρετήσω αν θρώπους που πιστεύω πώς έργάζσνται γιά τό καλό τού λαού, σενό ρ!, άπ οκρίνετα ι πεοήφανα ό Ζορρό. "Άσχετα μέ τό1 τί πιστεύουν εκείνοι γιά μένα! Καί τόλμησα λοιπόν νά έλθω, γιά νά σάς πληρο φορήσω ότι ό Έλ Μ άστε ρ σχεδιάζει, τη δολοφονία σας! Τή δ κή σας και τού Δον Ροντρίγκεζ·! θά χτυπήση! . τον έναν κατά την περιοδεία του και τον άλλον έδώ μέσα" σ" αυτό τό μέγαρο. "Υστερα θά
ττσρή την Αρχή
στά χέρι®
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
ό
ϊ
του μέ προξχόπτιίμα! Σωπαίνει· Ό Πρόεδρος του Μεξικού1 συλλογίζεται; λύ γο κι’ ύστερα λέει έπίσηίμα: ^ —Σενιόρ είσθε ένας εκτός νόμου. Λυπούμαι αλλά δεν μίττορώ να δεχθώ τις πληρο φορίες σας, με τον τρόπο πού τις δίνετε! — και κοττάζει τό πιστόλι. Π ίστευοο περισ σότερό οτι κάτι κερδοσκοπι κό επιδιώκετε, άλλα δεν βά το πετύχετε ! Θά δίατοίξω· νά σάς συλλάβουν και νά σάς άφαιρέσουν αυτή την πρόσω-, πίιδα! . — Μποιυένας νστσες, σενόρ! ^ Κ αληνυχΤα!, φωνάζει ό Ζορρό μέ μιά ύπόίκλισι. 5 Εγώ έκανα. τό καθήκον ρου νά σάς ειδοποιήσω... Και μ5 αυτά τά λόγια κά νεένα γοργό βήμα πίσω και κλείνε:· τή βεραντόπτορτα. Μέ δυο· πηδιές φτάνε Γ στο κιγ κλίδωμα τής βεράντας. .Πίσω του ήδηι άκούγοντσι. φωνές και τά βήματα των φρουρών πού το έχουν κόλας προς τό ,μίέρος του. Περνάει τό κορμί του πάνω- από τά κάγκέλλα και τά χέρια του άρπάζουν κάτι1 , μαύρο, πού κρέμεται στον αέρα. Είναι τό^ μάστι γά του. Στήι στιγμή γλι στράει άπ3 αύτό στο Ισόγειο. ΜεΤά μ·· ένα επιδέξιο τράβη γμα, τό παίρνει στά χέρια του καί τό τυλίγει γοργά. Βρίσκεται στην κάτω βε ράντα. Ετοιμάζεται νά πημ δήση στον κήπο, αλλά βλέ πει ένα πλήθος στρατιώτες νά όομουν προς τό μέρος του. Πολλοί άπ3 αυτούς μά
Ζ
6
Ρ
Ρ
ό
η
λιστα,^ ξεκρεμουν τά όπλα α πό τούς ώμους τους κι * αρχί ζουν νά τον σημαδεύουν. ^ Αδίστακτα, τόάε ό Μασκο φόρος ’ Εκδ κητής ρί χνετα· ι προς τά πίσω. Μέ ιμιά σπρω ξιά ανοίγει 'τήιν πόρτα τής βε ράντας καί παραμερίζοντας καί τά βαρεία πα ραπ ετ άσμα τα, αρμάειι μέσα σ3 ένα κοσμοπλή μμυρ. σμ·ένο σαλόνι, μέ τό σπ/αθΐ στο χέρι. Εμ πρός του χορεύει ένα ζευγάρ ι; " Ενας νεαρός άξ ιωίματ ι κός καί μί’.ά όμορφη, σενιόρα, που τρομάζει και οπισθοχω ρεί. Ό αξιωματικός κάνει νά τραβήξη τό σπαθί■ του. Ό Ζορρό πηδάει κοντά του. Μέ τή. λεπίδα του ξί φους του τον εμποδίζει ν’ άποτελειώσηι τήν κίνησί του. Παίρνει αυτός τό σπαθί του άξ ωίματικου καί τό1 πετάει στην άλλη, γωνία. "Υστερα χύνεται στην πόρτα τού1 βά θους. Πριν πράλάβη. κανείς νά τον* έμποδίση, τήν ανοίγει καί χάνεται. Βγαίνει στη πί σω πλευρά του κτιρίου, οπού τον περιμένει τό υπέρογο ά λογό· του· Μ’ένα πήδήμα βρί σκεται στη ράχι του καί ξείκ.νάε: μίέ γοργό1 καλπασμό·, ι Σχεδόν άμέσως ένας ουλσ ιμός άπό ιππείς ρίχνεται πί σω του.^ Ό Μασκοφόρος Εκ δικητή ς' όμως έχει προηγηθή δύο τετράγωνα. Κάνει τή βόλ τα του καί ξαναγυρΡζει στο (Κυβερνείο, τό- μόνο μέρος, πού διέν θά σκεφθϋΰν νά τον άναζηιτήσουν πιά οί διώκτες Του. Αφήνει τό άλογό του σέ 'μιά σκοτεινήι . γωνιά. Βγάζει τό λ άσσο του, τό τινάζει καί
Ϊ6
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
σκαρφαλώνει στον ίδιο έξώσπ-ηι πού βρισκόταν καί προη γουμένως, παρακολουθώντας •αύτα ττου ελεγα^ στή σύσκε1ψ:·/Όλ.οι· έκεΐ ,μέσα έχουν- ττάρει τίς συνηθισμένες τους θέ σεις, Συζητούν μόνο μέ κά ποια νευρικότητα. — Θά κάνω την περιιοβείσ χωρίς νά λάβω· καθόλου την προειδοποίησι. ύπ* δψι μου!, φωνάζει ό * Αντιπρόεδρος· του Μεξ' κου. · Ούτε θά ένισχύσω τη φρουρά όπως λέτε, Δον Μορένο! Τό θεωρώ αστείο, δτιι ένας ληστής θά τολμήση νά έπιτείθή εναντίον μιας ίλης του τακ;τι·κ.οΰ στρατού! — "Έχει δίίκιο ό Δον Ρονυ τρί·γκεζ!, λέει ήρεμα ό Πρόε δρος. ’Άν δείίξούμε πιώς φοιβόμαστέ τόσο πολύ, θά γί
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
νουμε ρεζίλιι. Οί^ πολιτικοί1 •μας αντίπαλοι θά το έκμεταλλευβοΰν γιά νά μας παλε υόσουν. Και άσφαλώς αυτοί θά έχουν οπλίσει καί τούς ληστές. — Έκεΐνο πού ξέρω εγώ, λέει ό Δον Μορένο ήσυχα, εί ναι πώς αυτός ό σενα.ρ Ζορρό δεν είναι· ένας συνηθισμένος ληστής, δπως θέλουν νά τον (παρουσιάσουν. Στην "Αλτα ;Καλ·φόρνια ό λαός τον λα τρεύει σαν Θεό. "Έχει βοηθή σει κι* άλλες φορές τό Μεξι κό. Καί σήμερα κινδύνεψε τη ζωή του, μόνο καί μόνο γιά νά έρθηι νά σάς είδοπαιήση νά προσέξετε! Καθώς 6 Δον Μορένο μι λάει, 6 Μασικοφόρος Εκδικη τής προσέχει· τις μυτερές μό-
Ή πελώρια φωτιά εχει τό σχήμα ένός κεφαλαίου «Ζ»
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
27
'Ο Ζορρό κι* ό Γοολέρας παρακολουθούν δυο άλλους καβαλλάρηοες.
,τες των παπουτσιών του καί ίκάτΐ' άίλλο τού έρχεται ατό νού. "Υστερα κυττάζει καί τα παπούτσια τού Προέδρου, πού απαντάει στον Μορένο καί που εΐνα·ι έξ ίσου μυτερά. — " I σως όμως· τον έχουν βάλει· οί άνΤίΙπαλοί μας οοκριιβώς για νά μάς παραπλανήση, Δον Μορένο, λέει ό Πρό εδρος. Έγώ συμφωνώ μέ τον Δον Ροντρίγκεζ.
Ό Ζορ-ρό δεν θέλει ν’ άκουση περισσότερα. Υποχω ρεί επάνω στήι βεράντα. Πλη σιάζει τή δεΰτερηι πόρτα πού υπάρχει σ’ αυτή καί πού βγάζει σ3 ένα άλλο δωμάτιο. Είναι ή κρεββατοκάμαρα τού Προέδρου καί είναι άδεια καί σκοτεινή αύτή τήν ώρα. Ό Μασκοφορος Τι μωρός χώνεται μέσα% Φθάνει στήν πόρτα της. Τήν ανοίγει σκ
28
Ο
ΜΙ
Κ
γά - σιγά/Έξω στον διάδρο μο δεν υπάρχει κανείς. Βγαί νει! σ’τίς μύτες. Κάνει δυο δήγ ματα κ / ακούε ι μ ία άγρια φωνή, ττί-σω του νά λέη;! — Ακίνητος, σενορ Ζορρο! ΓΊάνω τα χέρια!
Δον Σάντρ©, εΐοαι © Ζορρό
Μ
Ε ΤΗίΝ/ ΑΚΡΗ τοΰ ματιού του βλέπει τους δύο στρατιώτες πού έχουν ανέβει μόλις τή σκάλα και τον σηιμ οδεύουν μέ. τα τουφέκια τους. ’Άν δεν εχη ακούσει τά βήματά τους, φταίει το τηαχυ μονοκόμματο χάλι, ττού είναι στρωμένο απ’ άκρη σ’ ά κρη, του* διαδρόμου1. Ωστόσο ό Μασκοφόρος Εκδικητής δεν υπακούει στη διαταγή των δυο στρατιωτών, πού έρχονίταν γ’ά ν’ άντικα.στήσουν τους φρουρούς του ιΠροέδρου. ’Αντΐ νά σταβη α κίνητος και νά σηιχώση; ψηλά τά χέρα, λυγίζει τά γόνατα κάι πέφτει σχεδόν μέ τά μού τρα στο πάτώμα· Δυο ταυτόχρονο*: πυρ ο βό λι σίμοί άχούγονται. Δυο φλογ■ άμένα μολύβια σφυρίζουν το τραγούδι του θανάτου ε πάνω άττό' τά κεφάλι του. Δυο βλαστήμιες από τά στόματα των στρατ. ωτών άικ ολ ουθο Ον. Ό Ζορρά’έχει αρπάξει· τό χαλί καί το τραβάει .μέ δύνα’μι·- Οί φρουροί νο.ώθουν τή γή νά τινάζεται σάν άτι κά τω* άττο τά πόδια, τους κι’ έρ ΐχονται· ανάσκελα, κατρακυ λώντας τις σκάλες, που μό
Ο
Σ
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
λις είχαν ανέβει. Ύότερ,ικά γυναικεία ξεφω>νη'τά καί1 δυνατές άντρ.κές Φω'.ΐές εκπλήξεως αντηχούν 'άπό τον κάτω όροφο, πού εί ναι τά κοσμοιπληιμιμυρισμένα σαλόνια του χορού. ’Ακοόγετα: κιόλας ποδοβολητά πολ λών ανθρώπων στη σκάλα. Ό Ζορρό πε'τιέται όρθιος καί τρέχει προς τά βάθος του διαδρόμουΣταματάει άέ μ.ά πόρτα.. Προσπαθεί νά την άνοιξη αλλά είναι κλειδω μέυηι. Συνεχίζει, λο.πόν, τά Τρέξ μό του. Πίσω του, όμως Ιεχουν φθάσει οι διώκτες του. '’Ακούγοντα; κί’ άλλοι πυρο βολισμοί. Μερικές σφαίρες σφηνώνονται 'στάν τοίχο πί σω του. Βρίσκεται εκτός κιν δύνου, όμως, γ·ά λίγο, γατί (έχει στρίψει πάλι. Βλέπει εμ πρός· ταυ· τή φαρδειά σκάλα. ίΚ ι’ ιάπ’ την πλευρά ό διάδρο μος καταλήγει σε μιά σκάλα, Τδια, όπως: καί τήν πρσηγού μενη;. Κατεβαίνει, κι’ αυτή στο μεγάλο σαλόνι του χο ρού, από τήν αντίθετη πλευ ρά της άλλης. Κ α:νούργ ιες κραυγές καί υστερικές φωνές ξεσποΟνε. "Εκατοντάδες μάτια κυττάζουν γουρλωμένα τον Μασκο φόρο Τι μωρό. • Ευτυχώς γ.ά τον Ζορρό, ό λοι αυτοί οί εύγενεΐς φορούν τά πολυτελή τους χορευτικά κοστούμια καί 8έν κρατούν όπλα, επάνω τους. Οι δυά Φρουροί, όμως πού στέκουν στήν πόρτα; της εισόδου, σηιΐκώνουν τά τουφέκια τους καί, (διασχίζοντας τον κόσμο, χυΐμονν πιροφ τό μέρος τον/
Θ
Μ
I
Κ
I»
0
2
Ό Ζ&ιρ£& κ&τβΙΚβφ&ΐΜΐ 'πίως §έν προφταίνει να κά'τείδηι τή σκάλα, χωρίς νά πό ση Ιπάνω τους. 5Αδ [στακτά λ οπόν καβσλλάει το περβά ζι της Καί πηδάει κάτω·. ΕΤνα: ένά καταπληκτικό πήδηιμα. "Οπως ή μαύρη; μπέρτα του άνεμίζει στον άέραι, μοιά ζει σαν κάποια τεράστια νυ χτερίδα, πού έχει ξεφύγει άπό· τόν κόσίμσ των ονείρων. ιΚαί, όπως, τά δνειιρα, έτσι. !Κ"/ αυτό κίρατάει μόνο ένα δευτερόλεπτο. Την άλλη- στι γμή, βρίσκεται προσγειωμέ νος ανάμεσα · στα ζευγάρια που _όπισθο χωρούν τρομαγμέ να. ! ά δυο περίστροφα του βρίσκονται· ως δ-ιά μαγείας στα χέρια του καί γίνονται άίφορμή για καινούργια γυναΐι κετα ξεφωνητά; — Όπο.ος κινηθή· ένσντ ίαύ μου! θά πέση νεκρός!, φώναζε· άγρ.α-ό Ζαρρό·. Καί οπισθοχωρεί μέ γρή γορα βήματα προς τιήν πόρ τα ^τής βεράντας. Φθάιισντας εκεί στέκει μ ά στιγμή μόνο. "Υστερα κάνε.· ένά βήμα πίΡ σω ακόμα καί εξαφανίζεται πίσω οστό τά βαρεία παρα πετάσματα. Γά δυο - τρία δευτερόλε πτα κο/νείς δεν τολμάει νά χγ νηβή προς την πόρτα τής1 βε ράντας. Άπό έξω άκούγετσι τότε μ'ά κραυγή, τρόμουΠρώτος ένας νεαρός, άίλλά γ γαντόσωμος ύπολοχαγός, πτΐδάει. προς τά έκεΐ, τρα βάει τά παραπετάσματα καί· ό ρμάε: ^ξως ακολούθου μ ενός ίάπό τούς δύο φρουρούς, πού
μόλις τώρα έχουν καταφέρει
2
6
Ρ
ί
Ο
2§
■νά φτάσοσν κέντά. . — Χ ίΛιο^ι δ ιοβόλοι ί, φώΤάζει ό Ντιάζ γιατί1 αυτός είναι· ό. γιγαντόσωμος ύπολοχαγός. Άναμαλλιασμένος, πεσμέ νος μπρούμΜτα στη βεράντα και Η σαλεύοντας σαν σκουλή κι1 πού τού έχουν πατήσει την ουρά, ^ βρίσκεται ό νεαρός ικρμ.ψευάμε ν ο ς καμπαλέρο, Λόν Σ άντρο Βέγκα. * ★ * λ Ό Ντιάζ τον άρπαζει απ’ το χέρι καί τον άνασήκ’ώνει: Τον κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια. — Τί' γυρεύετε εσείς έδώ> ρωτάειι μέ σουφρωμένα φρύδ.α. —^ Στε... στεκόμουν Γ, α ποκρίνεται σαστισμένος ό δέκα επτάχρονος .. νεαρός. Έ* ρέμβαζα, αενόρ Ντιάζ..· *Όταν άξαφνα... άξαφνα... Παρατηρεί μ5 ανοιχτό το στόμια τούς φρουρούς καί πιο πίσω τις σενόρες καί σενιορίτες πού έχουν στριμωχτή στη μπαλκονόπορτα γιά νά βλέπουν. Κ / άξαφνα; φωνάζει α νυπόμονα: καί χοντρά ό Ντιάζ. ρ— "Αξαφνα μ’ έσπρωξε κ·άτ::! Δεν πρόλαβα νά δώ τι ήταν αποκρίνεται αποσβολω μένος ό Σ άντρο. Βρέθηκα κά τω..· Καί δαγκώνει τά χείλα καί χοαη,λώνε; ντροπαλά τά μάτα, καθώς βλέπει τις σ ε νορίτες νά φέρνουν τά χέρια στά στόματα, γιά νιά κρύψουν τά χαμόγελά τους. — Βρέθηΐκες. κάτω·, έ; ουρ λιάζει ό υπολοχαγός καί τά
13
θ
Μ
)
Κ
Ρ
ιμ.<9τμα ται» •άσ'φάφ'Τθυν. Εί'Χε δίκιο λόιητάν 6 Ραοίθ (**)* πού υποπτευόταν τον Δον 'Ντιέγκο! Τώρα βλέπω, έδώ 6 γιος του! Ό Σ άντρο τον παρατηρεί σαστισμένος. —■ Μπορείτε να μού πήτε τί< εννοείτε, σενόρ; ρωτάει1 ψι/χρά. —5 Εσείς μπορείτε να μου δείξετε τί κρατάτε στο χέρι· σαξ;" μουγκρίζει ό Ντιάζ. — Λεν κρατώ τίποτα! —- Κι* έγώ σου1 λέω πώς κρατάς! Και .μιέ ρ:ά απότομη) κίνησι ό ύπσλοχαγός άρπάζει τό χέρι του Σ άντρο, τό στρίβει· και του παίρνει από μέσα έ να μαύρο πανί-. Τό άνεμίζει εμπρός στα :μάτια τού πολλή κοριού. — Αυτό· είναι τό τίποτα; στρίγγλιζε ι>. — Αυτό εΐναι τό μαντήλι μου! Είστε τρελλός, σενόρ Ντιάζ; φωνάζει μέ θυμό ό Σ άντρο. Εκείνος, όμως φέρνει* τό μαΰρο πανί στο πρόσωπό του σίκεπάζοντάς το μΓ αυτό ■καί τότε ένας ψίθυρος έκπλήξεως τούς τριγυρίζει, γιατί το Οφασιμα .μοιάζει πολύ μ’ ε κείνο πού σκέπαζε τό πρό σωπο του Ζορρό. — Μαύρα μαντήλια έχετε τώρα; κάνει σαρκαστικά ό υπαλοχαγός· —- Μαύ φαίνεται πώς πα ραήπιατε απόψε σενόρ!, φω (*) Διάβασε τό τρωτό τεύχος Του «Μ·ικρθυ Ζορρό» μέ τον Τίτλο;
*0 «Κεραυνός του Ζορρό».
6
ί
£
6
Ρ
Ρ
ό
νάξει θυμωμένος ό νεαρός Βέγκα. Θά μου απαγορεύσε τε τώρα νά πενθώ τον πατέ ρα μου; Σάς προειδοποιώ ότι θά κάνω αναφορά ατούς προϊσταμένους σας, γιά τη συμπεριφορά σας, άν δεν ζη τήσετε συγγνώμηι! — Κι* εγώ σάς προειδο ποιώ, ουρλιάζει ό ύπολοχαγόςν πώς άν δεν εξηγήσετε καλύτερα, πώς βρέθηκε αυτό τό μαύρο πανί ατά χέρια σας, θά σάς κατηγορήσω έπισή,μως ότι ό περίφημος σε νόρ Ζορρό κι3 εσείς... ^ Τά λόγιια του Ντιάζ τά Κόβει γοργός καλπασμός ά λογου^ πού άκούγεται κάτω άκριιβώς άπ5 τά πόδια τους. "Ολοι* όιρμούν στην κουπαστή τής βεράντας. "Ενας ολόμαυ ρος καβάλλάρης ξε&ινάει αυ τήν ακριβώς τή στιγμή κάτω από τη βεράντα τόυ κυβερ νείου καί χύνεται μέσ* στη νύ χτα, στο βάθος του σκοτεινού δρόμου. Τό μαύρο σομπρέρο του, ή ολόμαυρη μπέρτα πού άνεμίζει στη, ράχη του, δεν άφήνουν την πιαραμικρή αμφιβο λία. — Ό σενόρ· Ζορρό !, ξεφω νίζουν όλοι ,μέ γοιυρλωμένα μάτια. Ό Ντιάζ γίνεται κατακίτρινος. — ^Ηταν άλήθεια ό κα ταραμένος αυτός!, ψελλίζει — Πού τον αφήσατε νά πάρη τό άλογό του καί’ νά Φύγη, ενώ μποιρούσατε νά τόν προλάβετε, άν δεν* καθό σαστε νά μού πητε όλες αυ τές τις ανοησίες!, λέει* θυμω-
Θ
Μ
I
Κ
Ρ
5
ϊ
^έν&ς ό Σάν^βο, Κ·Γ 6τσΐ' δ&ν
θά τιμωρηθή.·. πού μ1 έοπ,ρω ξε! Πνιχτά γέλια ακολουθούν τά λόγιοο του κι5 6 Ντιάζ άναγκάζεται νά ζη-Τησηι συγ γνώμη.
Τ© πύρινο «Ζ»
Σ
ΧιΕΔΟΝ έχει χαράξει π:ά, όταν ό Δό'ν» Σ άντρο Βέγ ϊ<α γυρίζει στο αγρόκτημά του, στη Ρέϊνα ντε Λος "Αν τζελες. ΠηΙγαίνει στα δωμά τιό ταυ; άλλα δεν πεψτε ι στο κρέ0βάτι< του. Πλησιάζει στο τζάκι. Στριφογύριζεΐι ένα άγαλμίατάκι που βρίσκεται έκεΐ. "Ενα μόρας ταυ τζακ-ιου υποχοοιρείί και άφηνει νά φανη στα σκοτεινό άνοιγμα, μιας κρυφής πόρτας. Μπαί νει ρέστα και·, περνώντας έναν σκοτεινό· διάδρομο, φτάνει σέ μ!:ά σπηλιά). Είναι· τό κρησ φύγετο τού θιρυλικοΰ Ζορρέη που ήταν 6 πατέρας τού Σ άντρο, Δον Ντιέγκο ΒέΙγκα. 5Από τον καιρό όμως που ε κείνος πέθάνε, αυτός, 6 Σάν τρο Βέγκα -— τό δ εκαείπτά χρονο αγόρι., πού όλοι το πι στεύουν γιά δειλά — απόφοι τος της στρατιωίτικής σχολής Μαδρίτης, εχει· πάρει τη ι του. Συνεχίζει τό δύσκο λο καί γεμάτο θανάσιμους κινδύνους έργο τοιυ, προστα τεύοντας τό δίκαιο καί τους κ ατατ ρεγί μένους καί τιμωρών τας την παραναμιίά. Όλ μόνος, πού γνωρίζει τη διπλή ταυτότητά του, είναι ό γιγάντι-ος καί κάθε άλλο ττα-
ί,
&
Ρ
Ρ
ΰ
II
,ρά. έξυπνος Γαλέρας, πού 6 Σ άντρο τίού^ έχει· σώσει τη ζοαη, καί από τότε αυτός τού •είναι πιστός σαν σκυλί, 3Αλ λά έκτος άπ3 τον Γάλέρα, ύ παρχε ι καί ένα άλλο πρόσω πο. πού εχει καταλάβει την αλήθεια: Ή μητέρα τού Σάν τρο, ή Δόνα Ίσαβέλα- Δεν τού έχει· πή πώς ξέρει τό μιυ στικό του, γιά ά μην τον δυσκολεύη. στο έργο του,... Ό γιος, λοιπόν, τού θρυ λικού1 Ζορρρ, βρίσκει· μέσα στη μυστική σπηλιά, τον γι γαντόσωμο υπηρέτη του. Τού χαμογελεάει .με αγάπη, άλλα κι3 έκείνόυ τά γεμάτα αγαθό τητα μάτια, λάμπουν. -— Γιατί, καημένε Γάλέρα, άργηίσες τόσο πολύ νά φύγης κάτω· άπό τό μπαλκόνι; τον ρωτάει ό Σ άντρο, πού με δυ σκολία κρατάει τή σοβαρότητά του. Παρά λίγο νά εί χα ^άσχημα ξεμπ-ερδέματα μ" εκείνον τον Ντιάζ!... Δεν τό περί μένα ποτέ, νά έχη τόση παρατηρητικότητα.. .·· — "Αχ, σενόιρ Σάντρο!, φωνάζει απαρηγόρητος ό γί γαντας. Νά μιέ. συμπαθάτε! Μου είχατε πή νά μείνω άπό έκεΐ κάτω καί μόλις μου πε τσώσατε τά ρούχα σας, νά τ3 άρπάξω καί νά φύγωι μέ τ’ άλογό μου.... έτσι όπως ή μουν κι3 εγώ ντυμένος μέ ρούχα σάν τού σενόρ Ζορρό·! Δον Σάντρο!, ^Ω, Δον Σάν τρα! Όλόσώστα δέν τά εί πα; φωνάζει έξαλλος άπό χα ρά ό Γαλέρας, γιατί δέν θυ μάται νάχη ξαναπή έτσι νε ράκι ως τό τέλος, μια τόσο μεγάλη φράσι*
Μ
I
Κ
Ρ
,ΛΛΡ^ί*.
λϋ άώάτά!, τόυ ίλΙέι ό γεάρός κύριός του; >μ3 αληθινή έκ πίληξί κι5 αυτός. Καί . λοιπόν; γιατί δεν έφυγες άμέ'σως ; --— Γιατί, Δ αν Σ άντρο/ μου είπατε... Δηλαδή·.. θά τπεΤουάατε... τό σορίπρέρο... τόν μανδύα».... τή ζώνη* μέ τά ττ ιστόλ :α:. ·.’■ το.... τά... —^ Τέλός πάντω,ν δλα τά ■ρούχα και τά^ σύνεργα τού Ζαρρό, που είχα φρόντισε ι. νά τά μεταποιήσω γι’ απόψε έτσι, ώστε νά βγαίνουν,μέ μια κίνησι·. Και τά πέταξά! — Μάλιστα, σενόρι Σ άν τρο! Τά πετά£ατε! .Και μά λιστα, άκριίβως επάνω μου, μές τά χεριά μου, έτσι που δεν χρειάστηκε * νά κστέβω άπ’ τ' άλογό για... Δηλαδή ■αν. είχανε πέσει κάτω, δεν θ'άπρεπε νά.... Δηλαδή δεν θά κατέβα να γιά.,..., — Ωραία! Πέσανε επάνω σου! Καί γιάπίϊ δεν έφυγες αμέσως; — Νά: Δεν ξύπνησα. -— ιί έκανε, λέει; ξεφωνί ζει ό Δον Βέγκα. — Μ’ είχε πάρει- ό ύπνος καί·... Δηλαδή μόνο που κοι μόμουν... πάνω στη σέλλα καί... Καταλ α)βα ίν ετέ, Δον Σάντρο.... Πάντα νυστάζω ό ταν παίζη μουσική καί.·. Θέ λω νά πιω πώς δεν σταμάτησε ή ορχήστρα καί... — Μπράβο, Γαλέρα! Χαι,ράς τό κουράγιο σου! Καί πώς έγινε καί ξύπνησες τό τε; — Νά: Μου ήρθε μιά γλά στρα στο κεφάλι, Δον Σάν τρο ! Φαίνεται κάποιο ιτοβι-
5
I
β& Τη^
I
©
,Ι^ϊηρωξ*
ψ
Ρ
β 4ό
μίττάλκανιι! ^.υττνήαά στή^ ατιγμή, είδα τά ,ρούχα στά χέ.ρ α μου καί.,.. Δηλαδή „. κεν τρί αία τ3 οϋλογό κΓ έκεΐνό.... — Ξεκ ίνησε! Κ ατάϊλσιβα! ; λέει- γείλώντας ό νέος· Έσό όμως, πώς κατάλαβες στι· ή ταν γλάστρα; — Δεν τό: κατάλαβα, σενιοΐρ! Τήν έφερα μαζί μου; γ.ατί έμεινε πάω στο σομιπρέρο! Νά τη! — καί ό γί γαντας δείχνει^ θριαμβευτικά μ ■ ά γλάστρα άίνθισ μέ\ηι! Τό πολληκάρι βάζει τά γέ λια, αλλά γρήγορα σοβαρεύ εται^; — "Ολοι, μιας οί κόποι· π ή γανε χαμένοι!, μουρμουρίζει. Αυτός ^ ό ξεροκέφαλος ό Δον Ροντρίγκεζ, θά ξεικ νήση τό άττάγεύμα γιά την περιοδεία του, χωρίς νά βυναμώση τή σωματοφυλακή του. Είναι μ ά περίπτωσυ που δεν μπο ρώ νά κάνωι τίποτε γιά νά ταν βοηθήσω πιά... Πώς νά τά βάλω μ' ένα στρατό από 6 άλοφόνους,. όλο μονάχ ος; -— Είμαι ^ κΤ εγώ μαζί σου, Δον Σάντρο!, λέει έκ πληκτος ό Γαλέρας. Τό παλληκάρ: χαμογελάει. — Κι5 ό πατέρας μου κά ποτε 6ά ^βρισκότα σέ τέτοια θέσι, νάναι μόνος εναντίον πάρα πολλών, σέ μιά άνιση; μάχη, μουρμουρίζει·. Τί έκανε τόΐτε; Κανείς δεν του άποκρί νέ τα· κ;5 ό Σάντοο, βυθισμένος στις σκέψεις,., δεν αντιλαμβά νεται την άχνη σικιιά πού σα λεύει· στο σκοτάδι καί χάνε
ται άθόρυβα προς τή μερφ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
πού είναι τα δωΙμάΗπό ταυ. “Ύστερα άπό τρεις ώρες, ό μως, καί ενώ βρίσκεται ατό σαγάνι του σπιτιού του, άκούει τους υπηρέτες άπό την σιίλή να φωνάζουν: -— Τό Πύρινο «Ζ». Τό Πύ ρινο «Ζ»· Σήμερα θά μαζευτή ό στρατός του σενόρ Ζορρά!.... Ό Σάντρο όρμάει παραξενομένος στα παράθυρο καί γουρλώνει τα μάτια. Ή πλα γιά όλου του ξερού αντίκρυνού ^λόφου φλέγεται. Μά ή πελώρια φωτιά έχει τό σχή μα ενός κεφαλαίου «Ζ»! Κι* έτσι ό νέος μαθαίνει γρήγορα πώς ό Ζορρό, όσες Φορές χρειάζεται βοήθεια στο έργο του, · ανάβει στην πλα γιά του λόφου τό πύρινο ε κείνο «Ζ». Τότε συγκεντρώνε ται ως διά «μαγείας ένας ο λόκληρος στρατός, άπό αν θρώπους, που ό Μασκοφόρος ^Εκδικητής έχει ευργετησει καί πού είναι όλοι έτοιίμοι νά θυσ'αστουν γι’ αυτόν! Ποιος, όμως, είδοποίηΐσε ν* ανάψουν τό· πύρινο «Ζ»;
ο
Ένέδρα
ΔΟ'Ν Ροντρίγκεζ ξε κινάει τό ίδιο άπόγευίμα γιά την πεοιοδείά του στις δισΦο ρες πόλεις τού Μεξικού. Εί ναι έντελώς ήσυχος. Γρήγορα ή ριικρή συνοδεία βγαί'ει άπό τά σύνορα της πό
Ο
33
λεως. Ή' πολυτελής άμαξα τού αντιπροέδρου καί οί κα βαλάρηδες μέ τις φανταχτε> ρές στολές, πού πηγαίνουν μίπρός καί πίσω της, χώνον ται στούς έρημους άγριότοπους της 'Άλτα Καλ,ιφόρνια. Περνούν τέσσερις ώρες χω ρίς* νά συμίβη τίποτα. Ό ήλ'ος έχει .αρχίσει νά γέρνη στη δύσι του. Οί άκρες του ορί ζοντα βάφονται πορφυρές. -σφνιικά άκούγεται ένας τρομακτικός θόρυβος,, σαν νά άνοίγη ή γή στά δύο!- Ψηλά άπό την καρύφή; τής χαρά δρας, κατρακυλούν θεώρατοι βράχου Οί προφυλακές τού Ροντρίγκέζ, μόλις προλαβαι νούν νά τραβηχτούν πίσω, γιά νά μή γίνουν πολτός, κά τω άπό τούς τεράστιους όγ κους. Ό δρόμος όμως φράζει έιμίπρός τους. Ή συνοδεία έ χει άποκλειστήΌ ίδιος ό άντι πρόεδρος βγάζε; τό κεφάλι άπό την ά μαξα καί διατάζει: -— Π^ίσω. *Αλλά, όταν στρέφουν απ’ αυτή την πλευρά, βλέπουν έ να ολόκληρο στρατό, άπό καμιμιά εκατοστή μαστοφό ρος καβαλλάρηδες, που καλ πάζουν σάν δαμονισμένοι έναν τίάν τους. Χωρίς κορμιά πρσε.δοποίησι άρχί'ζουν νά πυ ροβολούν. Οί πρώτοι στρατι ώτες πέφτουν κιόλας άπό τ3 • άλογά τους, μέ άγριες κραυ γές.
ΤΕΛΟΣ
’Απόδοσις στά Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — 'Αριθ. τεύχους 4— Αραχμ. 2 Γραφεία Λέκκα 22 (εντός τής στοάς). Τηλέφ. 228.983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38 Προϊστ. τυτωγρ.; Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έπιταγαί: Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι. Σ υνδρομα’ι εσωτερικού: Έτησία...........................δρχ. 100 Εξάμηνος..................... » 55
Σ υνδρομαί εξωτερικού: Έτησία . ............... δσλλάρια 4 Εξάμηνος ............. » 2
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ το 5ο που κυκλοφορεί την ερχό μενη Πέμπτη, μέ τον τίτλο:
I ΤΟ ΙΠΑΘΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΣΤΙΓΙΟ Είναι μια άριστουργηματικη περιπέτεια, όπου λύνεται το μυστήριο του τρομερού Έλ Μάστερ καί τού στρατού των ληστών του, που πραγματικοί ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΟΥ ΕΡΕ ΒΟΥΣ, μην μπορώντας νά ξεφυγουν άπ’ τη μοίρα τους, βαδίζουν σαν τυφλοί προς ενα φρικτό τέλος!...
ΚΑΙ ΤΟ ΝΑΙΤΙΤΙΟ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ 5ο ΤΕΥΧΟΣ
ΙΙΙ!Ι!ϋΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙ!ΙίΙΙΙΙΙΙ(ΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙί!!!!ΙΙΙΙΙ!Ι!1Γ
/ΓΐΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΗ ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΗ ΙΙΙΙϋΙΙΙΙΙΙΙίίϋΙΠ ΙΗ ΙΙϋΙΙΙΠ Ι
ΙΙΠΒΙΙΙΙΙΙΙΙΒΙΙ1!ΙΙΒ1ΒΙ3ΙΙΙ1ΙΙ11ϋΙΚΒΙ1ΒΒΙΙΙ8ΙΙΙ9ΙΒΙΙΙ811ΒΕΒΙΙΒΙ1ΙΙΙΙΙΒΒΒΙΙ§ΙΙΙ1ΙΙ!ΙΙ
Ι1ΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΕΙΙΙΙΗ1ΙΒΙΒΙΙΙΙΙΙ1Ι1Ι1ΙΙΙΙΙΙΙ1Ι1ΙΙ|ΙΙ|1ΙΙ(1ΙΙΙΙ|1Ι1Ι1Ι|ΙΙΙΙΙΙ1ΙΙ1ΙΙΙΙ1κ
ΗΡ9ΪΗΗ ΑΧΓΟΘΧΖ/Α). ΟΧ! ΧΑΑΤΕΡ! , )θ/> ΠΡΑΕ Ο,ΤΙ
4ΕΜ ΜΠΟΡΕΙ. \ΜΙΪ0ρ3! ΠΡΕΠΕΙ ΠΑΤΙ ΘΑ ΤΟΥ ] Λ™0 εχοτπ γ>ααει! /ζ χΖβτο βρεπει \ αρ τοχ .1 τ0*£,χ-ρ Σ~
ΧΜ
... ΠΙΖΡ ΑΧΟ ΤΑ ΜΠΑ ■
Μπον £κε/)
ε/αα/ Μεριπατ ΕήΕώΑΛ'ΤΕΣ . . . ΛΤί //Λ9 /ΡΕΑ... Λ
εχενθΕΡ9Σο·γηε
ΠΑΙ Π/ΑΑΟΑΤΑΣ Α/Α ΜΕΓΑΡΑ
ΠΕΤΡΑ ΤΑΠ' ΠΑΤΑΞΑ ΣΤΟΠ ΕΧΕΨΑΑΤΑ ε ΜΕ ΟΧ^Μσ/ΤΗ
ΤΟ ΕΧΕΠ! Ο ΜΟΪ ΑΡΧΙΖΕ ΑΑ
ΠΑΑ ΓΕΙΑ το ΠΟ!ΗΤΑ /...........
’^ΓΠ^ΪΑΤΑ^εΡΕΣΤΤΤΤΪΑΤοΓ ΧΑΑΤΕΡ. Ο/ Εήε-1 ΕΞ9ΓΗ ) ΧΟ! ΦΑΑΓΕΣ ΑΤΡ/Ε·/ ΤΡεΧΟΧΑ’ ΠΡΟ, ΨΑΑ,. . ^ ΤΑ ΣΧΤΕΙ... ΕΜΠΡΟΣ Ε//ΣΑ/
ΕΗ'ΗΑ/Ρ/Α 7ΞΡΑ-
ΗΣΑ/εΧ.'ΖΕΤΑ/
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ή ένέδρα (3
ΔΡΟΜΟΣ
πού περ
νάει στο βάθος τής μεγάλης χαράδρας έχει φραίχτή από· τά. πελώρια βράχια που κα τρακύλησαν άίττο- ψηλά. Ή ά,μσιξα τού Αντιπροέδρου τού Μ·ε!ξ.ικ'ο ύ, Δον Ροντρίγκεζ, έγες άποκιλειστή καί μα:ζι της και ή .ολιγάριθμη· συνοδεαί του·. (·*) Οι μσσκαφόροι ληστές που όρμούν κατά κύματα . εναντί ον·: τους έχουν κιόλας ανοίξει πίυρ. Οί πρώτοι, στρατιώτες του Δον Ροντρίίγίκιεζ' πέφτουν ιάΐπίό' ν άλογά: τους με άγριες κραυγές πόνου. Οϋ υπόλοιποι;: στη .διατα γής τού άξιωιμστικού1 τους, πη δουν καί. ταμιπουρώνονται· πέ σω από τά βράχια· Αρχίζουν νά βάλλουν κι’ έΐκεΐνοι (κατά του έθρού! Ή μάχη,· ήδη οριώς, είναι άνι-ση καί1 καταδι κασμένη από την άρχή.· Δέκα άνΙθρώπο! έχουν νά πολεμή σουν μέ περισσότερους από· έκατόι. "Οσο ,κλ άν είναι γεν-. νοι?ο·ι,, δεν θά ; ιμπορέσθυν νά κρατήσουν. Κ ι5 σμώς δεν λυ; γιίίζουνί. ·. Ό ίδιος ό Δον Ροντρίγκεζ, μεσ5 οστό την άμαξα, ανοίγει.πυρ κατά τών επιδρομέων. (*ζ -Δ-αόίβιάΐριε αό .ττ,ρίοιηίγούμιενθ·Λτεύχος >μέ τίιτλο : «Σκλάβοι
τόΟ'
Ερέβους». ·
ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. $
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Τά μάτια του στ.ριφογυρί ζουν σιτΐς απόκρημνες *ττλαγ ιιες τής χαράδρας, σαν να ψά'χτνιηι νά βρή καμιμιά διέξοδο, για νά όδηγήση τους ανθρώ πους του στη σωτηρία. Τό πρόσωπό του είναι γεμάτο ιάνησυχ ία. Κ α μ| μ ι ά δ; έξοδος ιδίέν υπάρχει. { 3 Αλλά ξαφνικά το βλέμμα του φωτίζεται. 5Αντί για δι έξοδο, έχει διακρίνει έναν πραγματικό στρατό που κα τηφορίζει. τρέχόντας και τις Ιδυό πλαγιές τής χαράδρας. (Μπροστά-1 μπροστά πήγαινει ίένας άνίθ,ρωητος ντυμένος; στα ’όλό'μαύρα. ΕΤναι ό σανόρ Ζορρό· Ό βρυλιικός Μ ασκοφόρος Εκδι κητής, ό υπερασπιστής των άδ;ΐκη|μένων και κατατρεγμέ νων. Ό άνθρωπος που στο ό νοι μιά του τρέμουν όλοι σι παΙράνομιοι... Τό φεγγάρι έχει ανέβει 'στόν ουρανό ολοστρόγγυλο, άίμέσως υστέρα από τη- δύσ ι Του ήλιου. Ή· νύχτα είναι φω>'τεινήί σαν ρέρα. Κανείς: δεν ιμίπορεΐ νά κρυφτή εύκολα. 0(ι ιμασικοφόροι ληστές διακρί νουν άιμέσως τούς νέους αντι πάλους πού1 έρχονται νά πά ρουν ρέρος στη, ράχη. Δισκρί νουν «καΐί την ολόμαυρη σιλουέττα τού ανθρώπου πού τούς ιόδηγεΐ. "Ακούγονται δυνατές φωνές τρόμου: — Ό Ζοιρρό! — Ό σενόΐρ Ζορρόι! Στή στιγμή παύουν νά πυροβολούν προς τό μέρος τής άμαξας. Μόνη, τους σικέ<ψ;ς; πια είναι τό πώς νά ξεφύή^όυν τόν θάνατοΣτρέφουν
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
προς την άντικρυνη πλευρά από κείνη πού κατηφορίζει ό Μασκοφόρος Εκδικητής καί ό στρατός του. Μά κι3 άπό κείνη κατεβαίνουν άλλοι ένο πλοι άντρες. Ούτε άπό κεΐ ρίπορούν νά φύγουν. Στρέφουν προς τά πίσω. Ορός τόν δρό*μο άρτ3 όπου έχει έρθει· ή άμα ιξα ,μέ τόν Δον Ρ οντρί'γίκεζ. — Ύποχώρησι!, φωνάζει κάποιος. ■ Τρομοκρατηρένοα καί πυ ροβολώντας στά τυφλά γυρίζουν καί τό ρίχνουν στη φυ γή. Μά πάλι, δεν προλαβαί νουν. Κι3 άπ3 τις· δυο πλαγιές τής χαράδρας, οι αντίπαλοί τους έχουν φτάσει πιά κάτω, κοντά στον δρόΙμο. Γώρα πη δούν σάν πραγματικοί δαίμο νες, άπό τά τελευταία βρά χια έμπ,ρός ατούς φυγάδες καί τούς, κόβουν τόν δρόμο. Μέ τά τουφέκια προσπαθούν απελπισμένα ν3 ανοίξουν μά δίοδο. 3 Αλλά ό θρυλικός Ζ ορ ρό είναι, έκεΐ. Μέ τό Σπαθί καί τό Μαστίγιο στα χέρια, βρίσκεται σικαρφαλωιμένος πάνω σ3 έ ναν βράχο. Τό μαστίγιο σφύ ριζε ι απειλητικά καί σχίζει; Φόν αέρα μι3 άσύλληπτη ταχύ τητα· Πολλοί ληστές πού εί ναι έτοιμοι νά πυροβολήσουν, νοιώθουν έκπληκτοι, ό ένας ρετά τόν άλλον, τά όπλα τους, νά φτερουγίζουν μέσ3 (άπό τά χέρια τους! Οί υπό λοιποι περικυκλώνονται γρή γορα άπό τούς άνθ|ρώπους τού Μασκσφόρου Τιμίωρου. 3 Αναγκάζοτ α ι. νά σηκώσουν τά χέρια ψηλά, πετώντας τά
. Ικΐ'® τ>θ%ι4* Ή ράχη έχέι 1·έίΧ&ι·ώάέΙ Ίτ'ρίν κολά-καλά άρχίση. Ό Ζο.ρρο τρέχει ανήσυχος ττίρος την άμαξα του Αντι προέδρου. Ταυτόχρονα όμως αΐνοίίγ-εΐί και ή πόρτα τής άμα ξας. 5 Από μέσα κατεβαίνει ό Δον Ροντρίγκεζ.
Συμφωνία*. κυρίων!
Π
ΤΟΧΩΡιΕΙ κίάί στα ματάει μπροστά στον Μασικο φόρο Εκδικητή. Του απλώνει· τό γαντοφορεμένο χέρι του. Ανταλλάσσουν μια θερμή χει ιραψ'κα. Ή φωνή του Αντι προέδρου είναι δυνατή, άλλα τρέμει ανάλαφρα από συγκί1νηισι: ^ —- Σ ενάρ ^ 2ορρό1, λέε ι για να τον ακούσουν όλοι από γύρω, ομολογώ ότι. γελάστη κα! Λεν σέ πίστεψα όταν μου είπες, πώς Θά προσπα θούσαν νιά μιέ δολοφονήσουν. Δεν σιέ ακόυσα όταν ιμαύ ζή τησες νά πολλαπλασιάσω τη σωματοφυλακή μου. Κ ι* ό μως, δεν μί* έγκατέλειψες στην τύχη μου, όπως θά μου άξιζε, παρά έτρεξες νά .μέ σωσης! ’Άν δεν έφτανες πά νω στην ώ;ρα, δεν θά ζοΰσα αυτή τήι ^στ ι γ μιή! Σ ’ ευιχα ρ ι στώ! Σάς εύγνωίμονώ όλους φίλοι μου! Ό Ζοριρό υποκλίνεται· τυτη κά κι5 άιφήνέι τό χέρι·· τού Ρον τρίγκεζ. Τον κυττάζει στά «μάτια λέγοντας, φανερά στε νοχωρημένος, γιά τά τόσα καλά λόγια;
^—-"Εκανοε τό καθήκάν μάυ^ Δον Ρσντρί'γκιεζ. Δεν ιμποροϋ σα ν* άφήσω νά σάς σίκοτώσόυν, επειδή είχατε άσχημη γνώμη γιά μένα! — 'Κι5 ωστόσο είσαι ένας εκτός Νόμου!; συνεχίζει μέ κάποια^ έκ(πλη|ξ;ΐ ό Δον Ροντρίγκεζ. Έίμαιι βέβαιος πώς ένας εγκληματίας δεν μπορεί νά κριύιβή τέτοιου είδους ευ γένεια αισθημάτων, σενόρ Ζοριρό'. Είμαι βέβαιος πώς εί σαι αθώος γιά τά κακουργήιΐματα πού1 σέ κατηίγοροΰν!, Παραδώσουν στις ’Αρχές κι" εγώ 6α φροντίσω· νά άπτ-οδειχάή ή άθοοιώτης, σου και νά ά~ ποδοιθή λευκό τό όνομά σου! Ό Μασκοφόρος Έίκδίκητής ύποικλίνεται; άλλη μια φα ρά. — Κάθε άνθρωπος, Δον Ροντρίγκεζ, λέει, πιστεύει πώς έχει έναν προορισμό. Σκοπός μου δέν είναι νά α ποκτήσω τήν εύγνωιμοσύνη των ανθρώπων, άλλα νά εμ ποδίζω νά τους δολοφονούν —όπως έκανα σήμερα! Καί γιά τήν ώρα, λυπάμαι, σενόρ, πού πρέπει νά φύγω, μά εί μαι πολύ βιαστικός. Σείς .μπορείτε νά συνεχίίσετε ήσυ χος πια τό ταξίΐδι σας. Οι Φρουροί καί οί αιχμάλωτοί σας, θά καθαρίσουν γρήγορα τον δρόμο άπό τά βράχια1. 1— "Οπως θέλετε, σενόρ Ζορρό!, ιμουρμουρίζει ό Αν τιπρόεδρος τού Μεξικού1· Πρέ πει νά ξέρετε όμως πώς ή θέ α ις ιμου ώς κρατικού λειτουρ γού δέν θά μου έπιτρέίμη νά σάς βοηθήσω, άν πέσετε αρ γότερα στά χέρια τής Δ «και*
6
■
-Ο
Μ
I
Κ
I».
θ
2
»ΛΜΜ«»ίΒ38!3αΒί'*»·ίΤΓ I»··· ιΠΙΓί,ΤίΜ>»>ΜΜΒΒ>ΜΐΤ»»ΜιΚΐηίΙΙ»1.'Ι'Ι'ΙΙ^η7<>1Ι .'ιί!Ι»33«;ΡΜίΙι»Μι·ιι·«Ι»·ι·'·ι<
•βσώνΑήιή, 5.σα &ιβ &ν· αΐ&θ&νό* ματ εύΥιώίμααύνήι!' Καί, μέ μιά τυττίική ύττό-κΙλ.Γ· σι στρέφει κι3 ανεβαίνει στην αμαξά του. Ό * Ζορρό τον τταραίχολ ουθεΐ μέ το βλέμμα γιά μερικά δευτερόλεπτα. "Υστερα ό μως κάνει κι’ εκείνος άττότόιμη[ -μεταβολή κι3 αρχίζει ν’ νηφσρίζη ,τή πλαγιά τής χα ραδρας; πηδώντας άπό τον ένα βράχο ατόν άλλο.· Λίγο. τΚ:δ πέρα συναντιέται .μέ τον ΠάμΥπλο Μιράλες. Κουβεντιαζει γιά λίγα δευτερόλεπτά, .μαζί του κι5 ύστερα συνεχί ζει τόν δρόμο του. Δέν αργέ! νά φτάση στην •κορυφή τής πλάγιας. Έκεΐ τόν περιμένει τ’ άλογό του.
I
©»·«Μ&Μ»ίΙΙ·ΙΙΙ»·!«»^ιί·ί.·Β· ·Ρ Ρ © ■■»
ΠήΒάει^τή ϋέλλα τ©υ·κ£ # χίΐζει να* τρέχτμ σάν τρελλός, *
*
★.
ΟΙ άνθρωίποι πού έχουν έρ θει μΐέ τον Σενόρ Ζορρό· έχουν γ':ά αρχηγό τους τον Πάμπλο Μιράλες. Οι ληστές πού έ φτασαν σταλμένοι άπό- τον. μΐυστη,ριωβη. Έλ Μαστέρ, για •νά δολοφονήσουν ..τον Αντι πρόεδρο των Ηνωμένων Πο λιτειών του Μεξικού, οδηγούν τ-αιι άπό τόν Τζούλιο Σανταρόζα, τον τίρομερό λήσταρχο πού οί σύντροφοί του τόν έ χουν ελευθερώσει δυο φορές επάνω· άπό τό ικρίωμα, τη στ.γμίή πού θά τόν κρεμού σαν ! Ό Μιράλες εποπτεύει· ώ στε οί αιχμάλωτοι νά καθαρίΙ-
Αρχίζει ν’ άνεβαίνη μέ άπίςττευτςχ γρήγορες ελξεις,
αόυνί γρήγορα απο τα ·βρά.,χια τόν διράμο για την άμα ξα τού Δον Ρ οντρίιγκιεζ. Αυ τή ή τελευταίά έχει πάθέι 'ΚίοΰΐΓ μια μικιρή ζηιμιά: Μια πε λώρια πέτρα άπό τις πολλές πού έχουν κατρακύλη σε ι από ψηλά, την έχει- χτυπήσει στον πίσω τροχιάς -και ; τοΟ ;εχει στραβώσει τον άξονα. Ταυτόχρονα μέ τούς άλ λους πού δουλεύουν στον διρό <μο, διώ απ’ τούς αιχμαλώ τους διορθώνουν τη. βλάβη. Ό Μιράλες^ αναγνωρίζει τον ένα: άπο τους ανθρώπους αυτοιός. Είναι· ό Σαντσρόζα. Πηγαίνει κοντά του. Σκύ βε ι στο πλάϊ του κι* αρχίζει κι5 εκείνος να βοήθάηι τάχα ρτήν επισκευή. Στην πρα-
γματιικιότητα θέίλει απλώς να τού μΐιλήση, χωρίς νά τούς α κούσουν άλλοι. — Τζούλιο^ μουρμούριζες έχω; νά σού πώ κάτι... — Δέ μιλώ >μέ σκυλιά σάν κι-5 έσένά!, άπακρίνεται ό Σανταρόζα -με σιγανή, φωνή Ίκι.’ αυτός, αλλά μέ τρόπο πού νά δείίχνηι δσο καλύτερα μπορεί, τό φοβερό μίσος πού κρΐει τά σωθικά του. —- Μ5 έχεις παρεξηιγήσει, Τζούλιο!, ξαναλέει ό Μίράλες. Έγώ δεν είμαι· π,ρσδόιτης! Δέ θά πιρόδινα^ ποτέ τούς ό·μοίους μου ! Εΐμιαη λτ]ι στής δσο κι* εσύ... "Όσο κι οί άλλοι·.. -— ’Άν ικαμιμιά φορά βρεβούμε ιμόνοι οι δυο μας, τόπι
θά σοΰ πώ τί πραγματικά ακί πτοιμαι- γιά σένα!, γρυλλίζει άγρια ό Σανιταρόΐζσ. — Με άίδίικεΐς. Ωστόσο ά κου αυτά πού σου λέω, γιά νά μη· μάς άκούσουν κι3 άλ λοι : "Έρχομαι νά σε σώσω>. Κι3 εσένα κι3 όλους τους α δελφούς μου! — Έσύ; Τ'ί άτιμίια έχεις πάλι στο διαβολεμένο μΐυαλό σου; Τι παιχνίδι σ3 έβαλε νά μιας παίξης αυτός 6 σατανάς ό Ζορρόΐ; —- Κανένα παιχνίδι·, Τζούλιο! Τον σενόρ Ζορρό τον ύπήι:4ουθσ, γιά νά Εμποδίση τον 3Ελ Μάστερ. Τώρα αυτό τελείωσε. Θέλω νά σώσω; ε σάς, τούς, ληστές, αφού κι3 έγώ είμαι- ληστής! 3Λλλά^6έν θέλω; νά σώσω· ^μόνο εσάς... Πρέπει νά σωθούν και οί άλ λοι σύντροφοί1 ιμας, από; τά νύχι α αυΐτουνού τού; τέρατος, μέ την άίσημένια μάσκα!.... Θά σάς Ελευθερώσω· λοιπόν, μέ τον όρο νά πάμε όλοι μα ζί-, νά συναντήσουμε τους άλ λους και νά τούς πείθουμε νά πιάσου με τον Έλ Μ ά στε,ρ, μόλις Εμφανισθη και νά τού αναιρέσουμε τή μάσκα! — Καίλά είπα εγώ πώς ό Ζορρό τό σχέδιασε αυτοί!, ρουρμουρίζει· ό ΣανιταρόΙζα ιμιέ μάτια πού^ αστράφτουν. Πάντως, άφού είναι όρος γιά νά σώθούμε όλοι, έστω, Πάμ πλο! Δέχομαι·!. ·. "0ταν τε λειώσουν όμως αυτά, θά λο γαριαστούμε οί δυο μας ! — "Οπως θέλεις,, ι ζού λα ! — ’Άς κανονίσουμε τώρα τις λδπτρμέρειες...
Καί οί δυς ληστές, κοφ βεντιάζοντας χαμηλόφωνα άρ Κιειφή ώφα; διορθώνουν τή άλα βη τού^άξονα, -μίέ τή βοήθεια καί τού τρίτου συντρόφου τους πού βρίσκεται κοντά τους. Σ3 αυτό τό 61άσΙτημα οί άλλοι έχουν τελειώσει ιμέ τον δρόμο, πού εΤν3 Ελεύθε ρος νά περάση( ή άμαξα...
Ό Ζορρό προλαβαίνει πάλι
Π
ΡΩΤΗ φορά ό Μα στοφόρος (3Έκΐδιικητή ς κεντριζ-ει^τόσο αλύπητα τά πλευρά τού Αγαπημένου του άλογου. “Κι3 Εκεΐνο όμως καταλαβαί νει, λές, τή; βιασύνη καί την Iαγωνία του καί σχΟζει την άπόστασι σάν τόν άνεμο. Πσρ3 όλα αυτά τού χρει άζονται ώρες ολόκληρες ώ σπου νά φτάση στην πρωτεύ ουσα τού Μεξικού. Έκεΐ α ναγκάζεται νά συγκράτηση, τά χαλινάρια, κόβω'ντας την ταχύτητα τού ζώου. Προχω ρεί άποφεύγόντας τούς κεν τρικούς δρόμους καί φροντί ζοντας νά κρύβεται, στις σκι ές 'άον σπτιών. Ευτυχώς ή νύχτα έχει προ χωρ'ήσε, καί οί δρόμοι -είναι σχεδόν έρημοι. Έτσι φτάνει χωρίς Απρόοπτο στο ΚυβερνειοΞεπεζευ ε ι ένα τετοά'γωνο ττιό> πριν καί προχωρεί μέ τά πόδ'α. Φροντίζει νά κάνη.· α θόρυβα τά βήματά του. Αί γα μέτρα ιτιό- κεΤ συναντιέ ται -μέ μια... πελώρια σκιά, πού ιμόλις τον βλέπει άνατιΛ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
νάβεται. Είναι ό Γαλέρας. -Σκύβει μτττ,ρόστα κοοί κυττάΓ ■ζ·ει ,με προσοχή. Θέλει νά βεβαωΒίή ότη· έχει να κάνηι με τον χόριό του·. — Έσεΐς εΐστε, σενόρ Ζ ορρό; μουιρ μου: ράϊζε;. — Ναί, Γαλέρα. "Ολα ή συχα; — Πολύ ήσυχα, σενορ! "Αδ ι,κα ανησυχήσατε... Θέλω να πώ δη|λα|δή·.. Θέλω νά πώ... αυτό που εΤπα! — "Ωστε δεν πλησίασε κα νεΐς το Κυβερνείο; ρωτά κά πως: παραξενεμένος ό ΖαριΡΟ.
Όχι, σενορ Ζορρό! Δη λαδή... όχι «όχι»... Θέλω νά πώ, «όχι· δεν το πλησίασαν!»! Μ5 άλλους λόγους τό πληισίυ ασαν! Έξ άλλου καί πως 0ά ρίπαίναμε μέσα άν δεν.,.. Δη λαδή, χωρίς νά το ζυγώσου νε, πώς1 Θά γινόταν νά·.. Βλέ πετε, Θέλανε νά μίπουνε μέ σα, σενόιρ, καί άν δεν πλησ/.άζανε πώς Θά... —(Γαλέρα, ^άμ.ίγο, τί προσ παίθεΐς νά μου πιής; 'ρωτά α νήσυχας ό Μ-οϋσκοφόιρος Έκδ'.κηΓτής. Μπήκαν τίποτε άνιθρώποι στό> Κυβερνείο, όση Ιώρα εΤσ' εδώ ; — Καί βεβαίως, σενορ (Ζορρό'!, άποκρίνεται ρέ καιμάρΐ; ό γίγαντας καί τά ιμά!τ:α του αστράφτουν από χα ρά, που —έπΙΐ τέλους—■ έχει ιδώσει στον άφεντικό του νά ικαταλά'βη. — Μά εγώ σου είπα1, καηιμένε μου, πώς ό σενορ Πρό εδρος δεν πρέπει· νά ενόχλη σή μέ κανένςχν τρόπο από-
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
9
(ψε!... Καί μ(έ καμμιά έπίΐσκε ψΐ'! Τά γεμάτα αγαθότητα μά τια του Γαλέρα λάμπουν αυ τή: τη φορά ακόμα περισσό τερο από την προηγούμενη!. — Ακριβώς, σενόιρ!, δη λώνει· καταχαρούμενος. ΈτοιΙμαζόΐμουν, μόλις τους εΐδα, ν5 άρπάξω τον έναν καί νά (χτυπάω τους υπόλοιπο υ ς Ιτρεΐς, “αλλά... Δηλαδή··.. Θέ λω» νά πώ πώς... — Κατ' αρχήν θέλεις νά πιή'ς, πώς αλοι-βλοι ήταν τέσ σερις; —Μάλιστα, σενορ Ζορρό-! Τούς είδατε κΓ εσείς; — Όχι·, Γαλέρα! Μά μί λα. γρήγορα, σέ παρακαλώ! ^ — Κ ι< έγώ θά τόθελα, σεΜόρ!, άπσκρίίνεται στεναχω*ιρημένος ό γίγαντας. Δεν τά ίκαταίφέρνω όμως... Τά μπερ δεύω καί... ΙΕννοώ πώς όταν πάω νά μαλήσω πιο· γρήγαΙρα..., σενόρ... — Κατάλαβα, Γαλέρα! (Πήγαινε παρακάτω·! Ό Γαλέρας υποχωρεί τρία βήματα λέγοντας: —τ- Καλά εΐμΓ έδώ, σενόρ; — Πρός Θεού!, •μουρμου ρίζει- άπελπιισιμένος ό Ζορρό. |Πές μου, π ίο κάτω τί έγινε; Τί θέλανε αυτοί ο·ί τέσσερις; ίΤί είπανε στους φρουρούς; — 'ΑμΓ έδώ είναι·!', κάνει ό πελώριος θ'ριαίμβευτικά. Δεν μιλήσανε στους1 φρου ρούς! Ούτε οι φρουροί όμως έούς ■ μιλήσανε, σενόρ! Καί θέλω· νά πώ ότι... Νάτ Τούς Ιάκουσα πού λέγανε νά1.·. ΛέΙγανε νά... πώς πρέπει1 νά μην
(κάνουν καθόλ'ου-ίκαθόλ.ου θό
10
ο
Μ
1
Κ
Ρ
ρυβο ικ.αι να μπούνε έτσι, πού να μ ή τούς άκοόση: κανείς! 'Ο Μαστοφόρος Τ [μωρός τον «κιυττάΐζει· εμβρόντητος, έ»ν|όο νοιώθει το πρόσωπό τού !νά γίνεται κατάχλωρο, κάτω ίάττό τη μαύρη προσωπίδα ■του. — Καί τούς άφησες!, κά νε: άναυδος. —- ' Ακράως γι5 αυτό, σενΐα<ρ!, λύει· θριαμβευτικά καί πάλι. ό γίγαντας. Σκέ'φτηικια... Μόνος μου το σκέ)φτη;κα, σενόρ Ζορρόί! Εγώ! Σ ικέίφτηκ;α! καί λέω: 5 Αφού μιπαίνουνε ειτοπ, ίμ.έ τέτοια προσοχή, ατά νύχια: των ποδυών τους, πάει νά πή δτι· κ·* άπο λό'γοιυ τους θέλουνε τό! ’ίδιο ττ.ρά γμα μιέ τον σενορ Ζορ·ρό!: Νά ■μΙΠ’νι τον ενοχλήσουν τον σε
Ο
Σ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
νόρ Πρόεδρο! Κι* άφου ναι έτσ εγώ -βέβαια, δέν^εχω· λό ’γο νά... νά·.'. Δηλαδή άφου1 • ίκ;? αυτοί·.·.. Σκέφτηίκα πώς ό. σιενορ Πρόεδρος, έτσι· 'κ·ι* άλ λο. ως... — Γαλέρα, είναι πολλή ώ ρα πού ■μπήκαν,* ρωίτά με φω νή πού τρέμει ανάλαφρα ό Μασκοφόρος Τι μωρός. · ^ — Όχ;■ καί πολλή, σενόρ...· Βεβαίως ούτε καί λί γη.:. Έξαρτάτα'...; Έ»χω α κούσει κάποιον πού έλεγε, δτΐ' τα πέντε λεπτά... ναί: Τά πέντε λεπτά, έλεγε, είναι πολλά γ'ά νά βράσης ένα αυγό, άλλα λίγα για νά κά νης μ:ά έπονάστασ;! Ό Ζαρρό δ μ ως δεν τον άχούει· πνά. Πετώντας τά χάλι
6
Μ
I
Κ
Ρ
0
2
1
Ο
Ρ
Ρ
Ο
11
Βγαίνει αθόρυβα προσέχοντας να μην τον άντιληφθή ό φρουρός.
νιάρια στον γίγαντα, του λέ ει: :— Πήγαινιε τ3 άλογα κά τω από· έκεΐνο τό μπαλκόνι-! Καί περάΙμενέ μιε! "Υστεροι τρέχει προς τή .γωνία του1 κτιρίου, δσο γρη γορότερα:· καί πιο αθόρυβα μίττόρεΐ. * * * Φτάνει· στην πόρτα του1 Κυ βερνείου. · 3Εκείνο που έχει φοβηθή· είναι πραγϊματικότης: Οι!. δίυό φρούριο! ■ βρί σκόντα ιπεταμένο:- στο πάτωμα,. μθσ’ άίπιό την πόιρτα, μ;3 ένα -μα χαίρι. στον λαιμό ό καθένας, πλέοντας, σε μια μεγάλη λί μνη από αίμα! * ■ Ό Μασκοφόρος Εκδικητής νοιώθει μια τρομερή άργήνά
φοοντώνηι μέσα του. Όπι>αβοχωρεΐ. · ταναφτάνει- . στο μέρος που άφησε τον Γα!λέρα. -ετυλί'γει τόι θρυλικό του ■μαστίίγιο. Τό τινάζει έντεχνα ψηλά. Ή άκρη του σκαλώνει στό' κ.γκλΓδωμσ του· μπαλ κονιού.1 Τό τραβάει· δυο φο ρές, για νά σιγθηρευτή, άτι (έχει σκαλώσει1 καλά. "Υστε-ρ’ Ιάρχίΐζει- νι3 άνε'βαίίνη, μέ άπίίστε,υτ η- γρηγοράδα. I "Εχε φροντίσει νά ^μ; .ίπολό ικαλά 'τό κτίριο του Κυ βερνείου ικαί τη διαριρυθμΊσί· ταυ. Πνωρί-ζε:· ττώς τό· μπαλ κόνι αυτό ανήκε:· · στην κρε βατοκάμαρα. του- Προέδρου. "Αδίστακτα λοιπόν,. μόλις, φτάνεΐι επάνω, όρμάει στην ΐμίπσλκονόπιορτα.. Τα έξώτερι-
6
ΜΙΚΡΟΙ
<κά φύλλα της είναι ανοιχτά. Ό σενόρ Ζορρό πέφτει σαν γεράκι έπάνω της. Τή( ρί χνει σλό'χληιρη· προς τα μέ σα. Τά τζάμια γίνονται χι λιάδες κομματάκια, μι* έναν διαβολεμένο θίαρϋβο. Και ή Ιδιαίίσβηισί' που τόνι έχει κάνει νά :μή σπαταλήαηί ούτε ένα δευτερόλεπτο, δεν τον έχει ξεγελάσει·: 0:ί τέσσερις δο λοφόνοι βρίσκονται κιόλας μέσα στο δωμάτιο τοΟ’ Δον λλουγκοΟστο Κορτέθ, Προέ δρου του Μεξικού. Ό ένας Ιάπ5 αυτούς είναι σκυμμένος Ιέπάνω από τό κιρεβάτι του ίκαί τή στιγμή αυτή υψώνει τό χέρι του, ώπλισμένο ιμ° έ να φατικό μαχαίρι- Το χέρι αυτό· μιένεγ ακίνητο μια στι γμή. Ό ιδιοκτήτης γου, α συναίσθητα, ιμ’ έικείνον τον Τρομερό·· κριότο, στρέφει, το Κεφάλι τηρός τό1 παράθυρο. Τό μόνο πού προλαβαίνει να θη^σμως, είναι· μια φωτεινή γλώσσα φωίτιάς, πού τινάζε ται πρός τό μέρος του. Νοιώίθεΐ' έναν· κεραυνό νά τον χτυ πάη> κατάστηθα και νά τον πετάηι ανάσκελα. Πρίν πέραση, μισό δεύτερό λεπτό, οί άλλοι τρεις ληστές, πού στέκουν κοντά στην τηόιρ τα, πυροβολούν ταυτόχρονα (εναντίον του. Ό Μασκοφόιρος ΈίκΙδικηΤής, όμως, δεν βρίσκεται στή Ιθέσι του πιά. Μ'έ ιμιά βουτιά έχει πηδήσει στο κρεβάτι Του Προέδρου. Ένώ εκείνος· Τινάζεται τρομαγμένος μέσ* 'άτΓ, τον ύπνο του, τον αγκα λιάζει μέ τό ελεύθερο χέρι του. Τον παρασέρνει μαζί
2
6
Ρ
Ρ
6
ταυ στην πτωσι του, στο· ττατωίμα. Όχυρώνεται πίσω άπ3 τό κιρεβάτι καί πυροβολεί ά(πανωτά. ' Οι δυο από τούς· τρείς φο νιάδες ουρλιάζουν σαν δαίμο νες και σωριάζονται, στο πά τωμα. Ό τρίΐτος χύνεται έξω· άπό' τήν πόρτα· Δεν έχει προ λάβει όμως νά κάνη ούτε δυο βήματα. ΆπΓ Τον κάτω ό.ρο,ΦΌ· άκράγονται άλλοι πυροβο λισμοί καί τό ουρλιαχτό ά'γωνίας τού τελευταίου καΙκούργου, πού κατρακυλάει Τις σκάλες. Ό ΑΑασκαφόρος Τι μωρός πετιέται όρθιος. — Μέ συγχωρήτε, Δον ,Κορτέθ, πού .αναγκάστηκα νά τό· κάνω· αυτό!, λέει βιαστιίκά. ’Αλλοιώς θά σάς είχαν σκοτώσει! ' "Καί τρέχει μίέ δυο δρασκε λιές στο. μπαλκόνι. — Σενόρ Ζορρό·!, φωνά ζει άναυδος ό- Πρόεδρος. Δέν μί αφήσατε νά σάς ευχαρι στήσω καν!... Δέν... .Καταλαβαίνει όμως πώς μιλάει άδικα. Ό Μαστοφό ρος Εκδικητής δέν ένδιαφό ρετα ι γιά ευχαριστίες. Βρίσικεται κιόλας στή ράχι τού άλογου του, μι5 ένα καταπλητ Ικίτικό πήδημα, έπάω από τον (εξώστη. —Εμπρός, Γαλέρα !, φω νάζει. Γρήγορα! —καί ξεκι νάει πρώτος. Ό γίγαντας τον ακολουθεί στή στιγμή, γιατί όσο άργός είναι οπό μυαλό, τόσο αντί θετα γρήγορος γίνεται στη δράσι. -— Μά, σενόρ Ζορρό, φω
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
νάζει- τρέφοντας, εσείς εϊπατε να μιήν ενοχλήσουμε τον σενόρ Πρόεδρο καί κάνατε... τον μεγαλύτερο σαματά που ιάκουσα πιστέ μου!...
Στρατός... Εναντίον Γαλέρα!
Μ
ΕΣΑ στη σεληινιοφ ό τι στη; νύχτα, ό Δον Ροντρίγκεζ, μ "Αντιπρόεδρος τού Με>ξ Κ'θΰ συνεχίζει τδ ταξίδι του, ιμαζΐ μέ τους έξηι σωματοφύιλακές του, που έχουν άτπομείνει ζωντανοί. Ή άμαξα κυλάει στον ερημικό και ά γρα δράμα, ανάμεσα στη βα θε:α χαράδρα. Κάποτε όμως βγαίνει ατήν ανοιχτή κοιλά δα, που οδη'γεΐ στην 'Άλτα 'Καλιιφόρνια. Αριστερά, πλάϊ ίστ'δν δρόμο, υψώνονται1 μερι κοί χαμηλοί λόφοι·. Ό άξιωματιικός, που πηι■γαίνει 1 μπροστά στη; μικρή συνοδεία σηκώνει ψηλά τό· χέ ρι. του. Τ'5 άλογα σταματούν. Ό Δον Ροντρίγκεζ βγάζει τό’ κεφάλι· του άπό τό· παρά θυρο τής άμαξας, απορημέ νος : — Τί συμβαίνει, άνθυπολο χαγέμ — Εξοχότατε, άποκρίνετ, έκεΐνος χαιρετώντας, βλέπω κάτι φωτιές στους λόφους α ριστερά. ’Άν προχωρήσουμε περισσότερο, μ5 αυτό τό φεγ γάρι, σίγουρα θά .μάς βουν δπο.οΐ' -βρίσκονται έΐκεΐ πάνω... — Κάί ποιοι λες νά 6ρίσκουντα:·; ρωτάει* μέ άβέβαιη .Φωνή ό "Αντιπρόεδρος.
—ΓΊάλιύ φοβουμρι πώς δχτ
ΖΟΡΡ©
13
φιλήσυχοι1 άθιρωποι!, άποκρίνέτα;, ό νεαρός άξιωματικός. Οί λόφοι αυτοί δεν κατοικούν ται. Δεν μπορεί νάνοι· λοιπόν τίποτ" άλλο άπό αντάρτες ή ληστές! — Καί τί προτείνεις· νά κάνωμε; ρωτάει; πάλι 6 Δον Ροντρίγκεζ, μετά άπό μικρή σκέίψι. _ -— Τό καλύτερο είναι- νά στρατοπεδεύοιουμε κάπου ε δώ καί νά περιμένωίμιε νά περάοηι ή νύχτα, "Εξοχότατε, Γό πρωΐ θά δούμε ποιοιΐ εί ναι καί τίΐ σκοπούς έχουν. ~ I σως καί νά έχουν στρατοπεδευοε ι κ’ αυτοί καί νά φύ γουν με τό χάραμα. ;— Δεν θά μάς δουν δμως πάλ., άφόίυ θάχη φέξεις — Θά φροντίσωμε νά ικ ρά ψουμε ^τήν άμαξα καί τ’ άλο γα, ^σέ κανένα σύΐδενίηρο, Ε ξοχότατε. ^ —- ΊΊόλύ' καλά λοιπόν..., λέει- όποχωιρώνιτας ό Δον Ρον τρίγκεζ. ★ ★ Οι δυο καβαλλάρηβες πού ρίίχνάνται μίέ γοργό καλπα σμό στους δρόίμους τής πολι τείας, είναι ό σενόρ Ζορρό καί ό πελώριος Γάλέρας. Μά, οσο γαργά κι.5 άν φεύγουν, δεν αργούν νά διαπιστώσουν πώς μιά έφιππη Τλη στρατι ωτών τούς, ακολουθεί. Είναι οι ίδιοι- στρατιώτες πού σκότωσαν τον τέταρτο άπό τούς δολοφόνους, όταν βγήκε άπό τό δωμάτιο τού Π ρ σεβρού, υ ποχωρώντας μπροστά στις σίφαίίρες του Μασκοφόρου Έκ διικη.Ιτή · Βλέποντας τον μαυ ροντυμένο άνθρωπο νά πηδάη
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
από το μπαλκόνι του Δον Κθ:ρτ'έίθ> άνέίβηΐκαν· στ5 άλογά τους καί ρίχτηκαν πίσω του, χωρίς νά κάνουν· τον κόπο νά .ρωτή αουν κανένα"/. "Έτσι, ό σενόρ Ζο.ραό α ναγκάζεται* νά πάρη τον δρό μίο που ,όίδηγέί έξω άπ·ά την πρωτεύουσα. Μά ό Μσσκοφό ρος Μ Ιδαλγός δεν έχει και μ μύά δ .άθεο ι νά φύγηι από την πό λη πριν τελείωση! καί μιά άίλιληι δουλειά πού πρέπει νά .γυ νή: απόψε. ’Άν όμως πέραση τά σύνορα της πό'λεως, μετά του* είναι δύσκολο νά ξαναγιυρίιση. "Οπως λοαπόν καλ πάζει πλαί-Υτλάϊ μέ τον γι Υαντόσωμ'ο Γαλέρα, τού φω νάζει μΓ όλη του τη ' δύναμ ι, για νά τον άκοόση: — Γαλέρα;, εγώ 9ά μείνω έ!5ίώ'. Έσιύ θά τούς /παρασύρης μόνος σου, έξω· από· την πιοίλι.! — Σί, σενόρ. Ζο,ρράσ — "Οταν θά φτάσης στον κάμπο, θά φροντί'σης νά τούς κάνης νά σε χάσουνε. —Σ ί-, σεναρ Ζορρό! — Θά τά καταΐψέρη,ς; _— Τό φαντάζομα , σενόρ! 5 Εγώ ■ μπορώ νά χαΙθώ καί μό νος μου, αν Θέλετε! — Δεν χίρειάζετα , άμίγο! Θά πη|5ήάω ιάπ5 τ' άλογό .μου, μόλις πάρουμε τη στροφή. Έσύ θά φυγής καί μέ τά δυο άλογα. "Οταν ξεφύγης απ' αυτούς πού μάς κυνηίγοϋν, θά γυρίσης καί θά μέ περί μόνης στό «Χρυσό Πέταλο». —· Σί, σενόο Ζορρό»! Δεν πίρολαίβαίνουν νά πουν περισσότερα. Έχουν · φτάσει κιόλας ατό σημείο πού στρί
. ΖΟΡ
ΡΟ
βει ό δρόμος. Οί διώκτες τους βρίσκονται καμμι.ά πενηντά ρα μέτρα πίΐσω τους. ^ ^ . Ό Μασκοφόρος Εκδικη τής, ιμόλ'ς τό1 άλογό- του παίίρ νει τη, στροιφη., κάνει ενα απί στευτο·, ακροβατικό1 πήδημα,, χωρίς νά έλα,ττώοη. καθόλου τήίν ταιχύΐτητα τού· ζώου. Τό κορμί του κατρακυλάει· τιρεΐ-ς -τέσσερις φορές σιτή γή, σανκανένα άδειο. βα'ρέλι· "Υστιερα όμως σηκώνεται ορθος πά νω στα πόδια του,. μ5 ένα τι ναγμό. Πηδάει στό· σκοτεινό κούφωίμα μ.άς πόρτας. Κι9 εΐ-, ναι καιρός..9Από τή'γωνία πί σω· του, ξεπροβάλλουν οί διώ|,<τες τους. Κανείς· δεν κον τοστέκεται. Τά δύο . άλογα πού κυνηίγοϋν, φαίνονται, άκό μα όλοκοΒαρα: εμπρός, ατό βάθ'ος τού δρόμου. · Κ ι9 έτσι όπως; μπειρδεύον/τα.ι οι σίλουέττες τους στό φεγγαρόφωτο, δύσκολο ' ν,9’ άτιληφθή κανείς 6τ: τό· ένα δεν έχει· αναβάτη... Σέ δυό λεπτά κι9 ό Παλέρσς καί τό· άλογό- του καί όι στοαιτιώτες έχουν έΐξαφανσθη καί μόνο ή σκόνη; πού αίωρεΐται, μαρτυράει ακόμα πώς πέρασαν ά(π9 αυτόν- τον δρόσο." .> Ό Ζορρό· στέκεται μιά. στί γμή ακίνητος καί' κυττάζει πέοα. Σκέπτεται, μΐέ κάποια ανησυχία τόν ,γιγάντίο σύντροΐφό του, που τον έχει βά λει σέ Ρεγάλο κίνδυνο. "Υ στερά όμως, στρέφει απ’ τήνάλλη- πλευρά κι9 άρχιζε ι νά τρείχη,. Φροντίζει νά πηγαίνη κοντά στον τοίχο, για νά εί ναι ^προφυλαγ!μένο-ς από τή σκιά·
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
2
©
Νυχτερινή έπίσκεψις
Ψ ■' Ψ
©
15
στό χέρι- του κά άρέσως; υστε ρα, ανάβει τό' κηροπήγιο, κον τά ατό κρεβάτι. Ό ήλιιικιωιμένος άντρας που ΩΡΑ ·εΐνίοαι τόσο προκοιμάται- σ' αυτό, τρεμοπαί χωρηίμένη, πιά πού στους δρό ζει τά βλέφαρα, ενοχλημένος μους. δ'εν υπάρχει* απολύτως; διττό- τό- φως. "Υστερα τ' άνοά κανένας διαβατής. Ό Ζορρό, γει. Μετά τά ξανακλείνει, σάν λοιπήν, δεν .δυσκολεύεται νά νά έχη βεβαιΐ'ωΙθή ότι βλ έπε ιφθάσηι έΐχεί πού θέλει." όνειρο καί δεν χρειάζεται ν' Σταματάει ^ξορ* άπό· ένα άνηιαυχήση περισσατε-ρο. "Υ αρχοντικό σπίτι, πού τό πεστέρα όμως τά ξανανοίίγει ρ"τρ ιγυρίζει ένας πελώριος δευτερηι φορά και ταΐυτόΥροκήπος μέ πολλά λουλούδια. να· τινάζεται ανακαθίζοντας Ρίχνοντας μια τελευταία μα στό- ’ κρεβάτ ι του. Γουρλώνε ι τ.α ολόγυρα, ό Μασκοφόρο-ς τά μάτια. ’ιΕκίδ-.ικίημης: άρπάζεται από ■-—· Εσείς Κ, ψελλίζει κα τόν φράχτη!. Μ5 ένα αιίλουροτάπληκτος ικά' ανήσυχος. ειδές πήδημα (βρίσκεται από — Μάλιστα:, Δόν Μορένο! τη_ρέσα μεριά. ' _ · Έιγώ!·,;"(Ενας εκτός Νόμου! τρέχει προς τό σπίτι-. Στα Δεν θά φωνάξετε νά μέ.συλμιατάει κάτω* άπό μ/:ά μεγά λάβουν; λη βεράντα, πνιγμένη στις: Ό Δον Μάριο Μορένο κα περικοκλάδες. Την άλλη στι τεβαίνει άπό' τό κρεβάτι του, γμή, σκαρφαλώνει; επάνω1. Ή μίπαλκιονίάπορτα ευναι μαιντα;- . φορώντας -μιά πλούσια ρόμ- πα, με -χρυσά κορδόνια. Την λωρένηι από1 μέθα. ώρα ’που τά κάνει όλ' αυτά, ' Ό Ζορρό όμως βγάζει- απ' ρωτάει: . την τσέπη του ένα παραξενιό — Τι θέλετε άπό μένα, σεέαγαλεΐο. και σέ &ύα λεπτά νό-α Ζσοοόί; την ..έχει δτ-αίρρήξει άθόριυβά. — Σάς ακόυσα νά υπεραΓ Κυκλοφορεί σαν... φάντασμα σπίζεσθε τ’ όνομά μου,' Δόν στο εσωτερικό του σπίτι ου-,, Μο-ίοέντο, . στη .συζή,τησί σας με τό χέρ: στη λαβή τοί) σπαιμέ -τον κύριο Πρόεδρο ! θ.ου που. ' -— Λοιπόν; Μπορώ νά σάς Φθάν όντας έξω άπό- . μ-ιά βοη|31ήσω σέ τίποτα; Πριν ,άμεγάλη, δίφυλλη' πόρτα,, στο παντήσετε ρόΜο, πράττει νά βάθός του διαδρόμου, σταμ-α■ξέρετε πώς εγώ δεν είμαι·.. τάει πάλιΆΐκουμίπάε'ι τό Ζο-ρρό! Δηλαδή δεν = μπορώ αυτί ταυ στό- ξύλο-. Άφουγνά κάνίω' τίποτα παράνομο, κράζετοκ 5Ακούει· τη βαριά ανάσα ενός κοιμισμένου .άν- • έστω 'κιγ άν είναι γιά καλό... Ό Μασκοφόρος Έίκδιικητ θίρώπου. τής;-ρίχνει μιά ματιά ατά μυ Αδίστακτα ανοίγει" την τερά παπούτσια τού Δόν Μά πόρτα ίκαιί' -χώνεται στό -δωμά ριρ Μορένο, πού βρίάκοντσι τιο, Ένα σπίρτο ψωοΐφςρίζει-
Η
7
Π
Ο
Μ
5
Κ
Ρ
στό κάτω μέρος του κρεβα τιού τσυ. — Υπάρχει ένας λη-σιτής, πού τον ονομάζουν Έλ Μά στερ, Έξαχώτατε!, λέει ψυ χρά. "Έχετε άκούσει γι" αυ τόν; -— Και βέβαια! Νομίζω ογγΊ %ει συγκροτήσει έναν στρατό άττό παλ ιαινθρώπους, με σκοπό νά ανατρέψη, την Κυβερνησι. Κάτι τέτοιο 6,μώς, δέν είναι τόσο εύκολο νόο γίνη. Δεν φαντάζομαι νά είναι τόσο αφελής αυτός ό κύριος... — Τότε; Τι άλλο σκοπό μέταρεί νά έχη; — Πιστεύω· πώς θά άνήΓ κη| σιτίήν άντίΗταληι πολιτική πσράταξι. Μ" αυτόν τον τρό πο προσπαθεί νά πείάη τούς ψήφοφόρους πώς, αν ξαναβγή ό Δον Κορτέθ, θρ ακολουθή σουν ταράχές·. — "Ί σως έχετε δίκιο*!, λέ ει ό Ζορρό- ρέ παράξενο τό νο· Έγώ δεν γνωρίζω· τόσο καλά τήν Πολιτική! Ούτε τον Έλ, Μάστερ.... Τό μόνο πού ξέρω* γι" αυτόν, εΐνα πώς φο ράει μυτερά παπούτσια, σαν κι" αυτά εκεί! Ό Δόν Μάριο Μορένο, παΓ ραιχολουθιώντας τό βλέμμα του Ζορρό, γουρλώνει τα μά τια. — Δέν φαντάζομαι νά θέ λετε νά πήτε, μουρμουρίζει, πώς ό Έλ Μάστερ κι5 εγώ!.. — Όχι, Δόν Μορένο!„ α ποκρίνεται 6 Μασίκαφόρος Εκδικητής. Τό είχα σκεφθή στην αρχή, γιά νά πω τήν α λήθεια. Τώρα πιά όμως, ξέ ρω ττώς είχα λάθος. Κι*
0
1
ΖΟΡΡΟ
μα, γνωρίζω ποιος είναι σ Έλ Μάστερ ! — Τό γνωρίζετε! Καί δέν τον αποκαλύπτετε; — Χρειάζομαι αποδείξεις. ’Άν τό πώ έτ'σι, θά μέ κατη γορήσουν γιά τιρελλότ — Θά σάς υποστηρίξω έγώ! — Κι5 έσεΐς θά μέ πήτε τρελλό, Δόν Μορένο! Γ ιατΐ ό Έλ Μάστερ είναι..· Κι" 6 Ζορρό σκύβει στο αυτί τσυ Μάριο Μορένο καί ψ 'θυρίζει ένα όνομα. Εκείνος πετιέται προς: τά πίσω μέ τά μάτια γουρλωιμέναι. — Εΐάθε... είσθε τρ ελ λάς!, τραυλίζει. — Δόν Μάριο, λέει μέ κά ποια εύθίυ,μ ία ό Ζορρό, ^ από ψε έσωσα; τή ζωή του1 ^Δόν Ρόντρίγκιεζ καί λίγες ώρες αργότερα, πρόλαβα τήν τε λευταία στιγμή νά σταματή σω1 τούς δολοφόνους πού θά σκότωναν τον Δόν Κορτέθ! Δέν θά διυσικολειυθήτε νά ρά βετε πώς όσα σάς λέώ είν" αλήθεια... "Αλλά μή νομίζε τε πώς αυτό· είν" εύκολο νά γίνεται κάθε ιμέρου Πρέπει νά μέ βοηθήσετε ν" άπακαλύψωμε τον "Ελ Μάστερ! — Τί πρέπει ; νά κάνω; μουρμουρίζει σκύβοντας τό κεφάλι ό Μορένο— Κάτι π α ρ ά ν ο μ ο, Δόν Μάρ'ο! θά πάτε... Κι" ό Μσσκοφόρος Εκδι κητής, εξηγεί στον συνσμιλητή του μέ χαμΙηλή φωνή, τί άκρκβώς θέλει απ"^αυτόν. "Υ στερα άπό μιιίσή ώρα, ό θρυ λικός σενόρ Ζορρό τρέχει καί
πάλι ,ρές ριτή νύχτα, .μέ κα-
6
Μ
\
Κ
Ρ
ό
1
τεύθυνσι τό «Χρυσό Π έταλο». Το φεγγάρι έχει γύρει στη δύσι του τττά και ή νύχτα εί ναι- ολοσκότεινη.
,.,.Γαλεριανη νύχτα! ,Α. Π Ο την
ώρ α πού ό
πελώριος Γαλέρας έχει χω ρίσει μέ τον κύριό του, δεν έχει τπάίψει να τρέχη. Πλάϊ του τρέχει ένα μαύρο άλογο χωρίς καίβάλλάρη. ΠίΙσωι του έρχονται- καμίμιά πενηντάρια άλογα,, δλα μέ καβαλλάρηδες. Κα-ΐ καβσλλάρη|δες μά λιστα μιέ πιστόλια, ττού1 σέ μιά στιγμή αρχίζουν κάί να πυροβολούν. Οΐΐ σφαίρες, σφυ ρίζο'υν σαν τις μέλισσες τπλάϊ στ5 αυτιά τού γίγαντα, του φυσικά άνηΐσύχεΤ· — Ό σεινορ Ζορρό, μουρ μουρίζει μοναχός του, μού εΐττε νά φροντίσω1 νά τους κά νω· νά μέ χάσουν Π.. ’Άν ό μως... Θέλω- νά τπω δηλαδή πώς... Σέ περίπτωσι πού κα νένα άπό δαύ'ται τά βόλια -μέ τπετύχη! σ(τήν κεφάλα... Μέ δυο κουβέντες δον μέ ξεκάνουν οί Φ αντάρο ι. ·. ’Ασφαλώς τότε, 'δέ θά μέ χάσουν μόνο εκεί νοι, άλλά -και ό ■κυρ'ίός μου, ό σενόρ Ζορρό1! Έοοεΐνος όμως δεν μου είπε νά ψιροντίσω νά μέ χάση; αυτός, τταρά οι φαν τάροι ! Μ5 αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο καταλαβαίνει τπώς δεν πρέπει ν’ άφηση τούς στρα τιώτες νά Τον σκοτώσουν, γι ατί τότε... θά στενοχωρηθή ό κύριός του!
2
ύ
Ρ
Ρ
ύ
Ώ
Κεντρίζει τ’ άλογό του μέ τις ποδάρες του και τό α ναγκάζει νά στρίψη προς τά δεξιά. Σ’ αυτό τό μέρος τό έδαφος αρχίζει νά γίνεται α νώμαλο. Πιο πέρα υπάρχει μιά κατηφοριά γεμάτη- πελώ ριους θάμνους. Ό Γαλέρας χώνεται εκεί μέσα. 0!Ι στρατιώτες τον κυ νηγούν^ πάντα, άλλά τώρα δεν μπορούν νά τον σημαδέψουν τασο εύκολα, οσο πριίν. Και σέ μιά στιγμή, ό πε λώριος σύντροφος τού Ζαρρό... νοιώθει νά δουλιάζη μέ σα στη, γη, μαζί μέ τ3 άλογό του και -μαζί μέ τό άλογο τού κυρίου του. Έχει πέσει μέ σα σέ μιά άπό τις τεράστι ες παγίδες που σκάβουν οί κυνηγοί της περιοχής, γιά νά πιάνΡυν τις μεγάλες γκρίζες αρκούδες· Χτυπάει μάλιστα και τό κεφάλι του μέ τό φο βερό· εκείνο πέσιμο καί χάνει τίς αισθήσεις του. Ωστόσο τό ατύχημα αυτό είναι σωτήριο γιά τον Γαλέρα· Οί διώίκτες του περνούν τρεχοντας σάν αστραπή, με ρικά μέτρα- δίπλα άπό την παγίδα, καί χάνονται στην κατηίφοριά. Δεν μπορούν νά φανταστούν! πώς αυτός πού κυνηγούν είναι... χωμένος μέ σα στη γη, κάτω άπ’ τά πό δια τους. Κι’ ό Γαλέρας πάλι μέ τη σειρά ταυ, σάν τέρας βύνάυιεως καί άντο!χής πού- είναι, δέν άργεΐ παραπάνω άπό δυό -τρία λεπτά, γιά νά ξαναιβρή τίς αίσβήσεις του. Άνιασηΐκώνεται τρίβοντας
ΚΓ'ΓμΓ'λ
"Ενας κεραυνός τον χτυπάει στο στήθος και τον πετάει ανάσκελα.
το κεφάίλι τ·αϋ- στο μέρος πού πού χίλιιμ ιπηρίζοίΛΛ τά χάνει. χτύπησε.^ Προσπαθεί να θό-; — Στο στ σολ ο είμαι·!. μη|θη πού βρίσκεται;. .· ■ ■ Στην . μουρμουρίζει, Και τι γινηικε αρχή, βλέποντας πώς είναι ή σκεπή; Βγάλε την ούοά μπερδεμένος μέ δυο άλογα σου από τη μύτρ . μου, βοω-
;μοζ·0νπανό Μπόι! Δεν εΐπο 8αά... Μά πώς θά τά κσμα;ι σέ^στάΟλο, παρά σέ λακ "· ταφεροο; Δεν φτάνουν τά χέκο!· Τώρα θυμήθηίκά! Έπερ;α μού! . . . σα την ώρα πού μέ κίυνηγού* Υψώνει τά χέρια καί προσ σαν! Πρέπει να βγω §ξα> άπαί9εΐ τού κάικου νά φτάση
2ό
Ο
ΜίΚΡόϊ
στο ·χε?λος του λάκκου. Θέ λει τουλάχιστον ένα μέτρο α κόμα. Τον πιάνει απελπισία, άλλα πάνω στην ώρα τό μαύ ρα άλογο τού Ζσρρά, του τρα βάει μια κλωτσιά στα πισινά καί, στρέφοντας τό κεφάλι, του δείχνει τη ράχι του. Τά .μάτια του πανέξυπνου Γαλέρα φωτίζονται. — Δίκιο έχει!, λέει κατα χαρούμενος. ΚΓ ανεβαίνοντας στη σέλ λα του ζώου, σκαρφαλώνει στη επιφάνεια της γης. "Υ στερα σκύβει πάλι μέσα, πέ~ φτον|τας κάτω με τά τέσσε ρα. Τό· μαύρο· άτι σηκώνεται οτά πισινά του πόδια κι* υ ψώνει τά μπροστινά, όσο μπο ρεΐ περισσότερο. Ό Γίγαντας Γαλέρας τά αρπάζει καί, τραβώντας τό άλογο, τό βγάζει έξω από τον λάκκο-παγίδα, μέ την ευκολία πού ένας άλλος θάβγαζε ένα αικυλίί! "Υστερα μέ τον ίδιο τρόπο έλευθεΙρώνε:< καί τό δικό του άλογο, πού μιμείται δ,τι έκανε τό άλλο— Τί γίνανε οί φαντάροι; αναρωτιέται. Δεν φαίνονται πουθενά... Τούς... έχασα! Τί θά πη ό σενόιρ Ζορρό τώρα; Μήπως πρέπει ναι τους ξαναβΙρώ καί νά τους κάνω νά μέ χάσουν εκείνοι ή... Δη|λαδίήι θέλω νά πώ πώς άν μέ περιμένη..· Που είπε; *Ά, ναΟ: «ΣΥό «Χρυσό· Πέταλο·»·.. Άν μέ περιμένη, βέν θά πρέ πει εγώ νά... Δηλαίδη άν ό κύριός μου είναι στό «Χρυσό Πέταλο» με χωοίς άλογο... ~6νει τό κεφάλα του καί
2
ΰ
Ρ
ρ
ύ
καταλήγει: — Θά πάω καί θά του πώ δτ· τούς έχασα τούς φαντά ρους !
Ή φοββρπ άΑπΘβια ^ Τί.
Η>Ν
ΙΔΙΑ
ώρα^ πού
χάνεται τό φεγγάρι κ-Γ ή νύ χτα σκοτεινιάζει, δλοι είναι οιυθ.σμένοι στον ύπνο, στό σύδεντρο πού βρίσκεται σταματημένη ή άμαξα του Δον Ρ οντιρίίγκεζ. Μόνο ένας φρου ρός: στέκει! ακοίμητος,. Έχει συνεχώς τά μάτια καρφωμέ να στις φωτιές, πού τρεμο παίζουν πάνω ατούς λόφους. "Ωστόσο υπάρχει κΓ ένας άλλος; πού ξαγρυπνάει την ί δια ώρα, στό Τδι«θΛ μέρος. Ό Αντιπρόεδρος των Ηνωμέ νων Πολιτειών του Μεξικού, Δον Ροντρίγκεζ· Αυτός. 6 τελευταίος δέν έ χει κλείσει μάτι όλη τη νύ χτα. Παρακολούθησε άπό τό παράθυρο τής άμαξας την τελευταία άλλαγη των σκο πών. "Οταν βλέπη λοιπόν, πώς αυτός πού φυλούσε προ ηγουμένως, άπακοιμιέται, κά νει κάτι παράξενο: Άνασηίκιώνεται καί σκύβει πίσω άπό τη! ράχι τού βελαύ δίνου καθίσματος του. Εκεί ανακαλύπτει· έναν μοχλό. Τόν τραβάει αδίστακτα. "Ενα ε λαφρότατο τρίξιμο όδκούγεται. Τό· κάθισμα άνασηΐκώνέ τσι. ’Από κάτω υπάρχει μια κίρύπτη. Ό Δον Ροντρίγκεζ απλώ νει τά χέρια στην κρύπτη
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
αυτή. Παίρνει ένα-ιένα τα πράγματα πού υπάρχουν έκεΐ καί τόο φοράει. Στα τέλος άλλαζει και τα παπούτσια του μ" ένα ζευγάρι ρυτειρά παπούτσια, πού υπάρχουν μέσα στην ίδια κρύπτη: φο ράει· και μια μεγάλη ά)σηίμέ να α μάσκα, που κάνει το κε φάλι του νά φαίνεται διπλό απ’ δ,τι είναι στ5 αλήθεια. Βάζει τά άλλα παπούτσια, που έβγαλε, στην κρυπτή καί την ξανακλείνει. "Υστερα άνοί'γει αθόρυβα1 την πόρτα τού αμαξιού, αυτήν πού βλέ πει αντίθετα απ’ το μέίρος1 πού βρίάκεται 6 φρουρός. Βγαίνει στο ύπαιθρο*· Μ" άθό,ρύβα βήματα, κρυμ μένος πίσω άπο τις σϊκιές των 'μεγάίλων θάμνων, άπομακρύνετσι χωρίς 6 φρουρός, πού είναι αρκετά .μακρυά του, ν* άντιληφθή τίποτα. Μόλις απομακρύνεται πε ρισσότερο, ταχύνει το βήμα του καί παίρνει την κατεύ θυνση των λόφων, που λάμ«πουν σι φωτιές. Λεν άργεΤ νά φτάση στους πραποδες τού πρώτου· λόφου. Ένας άνθρωπος πετάγε ται τότε άξαφνα έμπρόςι του, μέσα από τό σκοτάδι κάΐ πί σω απ’ τούς μαύρους βρά χους. -— "Αλτ!, φωνάζει. Ποιος είσ" εσύ; Αλλά, πλησιάζοντας πιο πολύ καί βλέποντας τη λάρψ· τής τρομερής ασημένιας μάσκας, ξαναλέει ρόνος του, χωρίς νά περιρένη άπάντησι:
ΖΟΡΡ©
21
συγχωρήτε σενόρ ! Δεν σάς περιρέναρε άτιίόψε! — Έρθα μέ κίνδυνο τής ζωής ριου για νά σάς σώσω, επειδή κινδυνεύετε!, άίπακρινεται εκείνος ρέ την παράξενή, άλλαγμένη φωνή του. Οι σύντροφοί1 σας πού πήγαν α πόψε νά χτυπήσουν τον Δον Ρ οντρί γκεζ, 5έν υπάρχουν πιά! Τούς παγίδευσαν σί στρατιώτες! "Έπεσαν καί πάλι θύματα προδοσίας! — Διάβολε!, μουρμουρί ζει τρομαγμένος ό προσωπτδοφόιρος ληστής. Καί τι θά κάνουμε τώρα, σενόιρ; — Θά εκδικηθούμε!, απο κρίνεται ό "Ελ Μάστερ ά γρια. 0·ί στρατιώτες θά έρ θουν εδώ· νά σάς παγιδεά σουν ! -—- Νά φύγουμε!, μουρ μουρίζει πελιδνός ό ληστής. — Μη φοβάσαι! Θά πεί σουν στην παγίδα οΐ ίδιοι! "Έχουν φορέσει τά ρούχα των δικών μας πού έπιασαν ή σκότωσαν. "Έχουν φορέσει κα!ί' τις μάσκες τους. Θά έρ θουν προσποιούμενοι τούς 4>ί λους, ,έχοντας όμως σκοπό!, μόλις πλήσιάσουν κοντά, νά πέτάξσυν τις μάσκες καί νά σάς συλλάβουν..· Θά νους άφήσετε λοιπόν νά πλησιά σουν στον λόφο, αλλά εσείς δεν θά εισαστε κοντά στις φωτ; ές... θάχετε συγκ εντρωιθή γύρω-γύρω. Μόλις τούς βάλετε στή μέση, θ’ αρχίσε τε νά τούς ρίΐχετε όλοι μαζί. Δεν θ" άφήσετε κανόναν! Κα τάλαβες; — Πολύ καλά, Έλ Μάςττφ!, άττς)Κ;ρίνης|ΐ φ ληστής
11
©
ΜΙΚΡΟΙ
καί αστράφτουν τα μάτια του. Είναι σπουδαίο το σχέ5 ιο!
•—- Φώναξε και. τούς άλ λους να τούς, το πής ! ·.. Έγώ τη ρέπει νά φύγω αμέσως, γι ατί κινδυνεύω τιάρα πολύ, αν ξ,ημερώσηι καί δεν έχω έπιστ ρεψε ι.... 5 Αντ ι ός! — Άντιός, σενόρ! Σάς ευχαριστούμε πού ήρθατε νά μάς: ■ ειδοποιήσετε·.. Μά... Μετά την μάχη τι 0ά κάνουμε; Πού θά πάμε; Καί πώς θά ξανάρθουμε σιέ επαφή μα ζί' σας; — Αύτο το ξέρουν ώρνσμένοι άπο τούς αρχηγούς σας μονάχα! Δέν πρέπει νά κάνης τέτοιες έρώτησε ι ς, «σαρανταέξηρ Τρέξε νά^ φωνάξης τούς άλλους, σού εί πα ! λ Καί, ιένιώ ,ό -λήστής υποκλί νεται τρομαγμένος, ό Έιλ. Μά στειρ του /ερίζει τίς πλάτες· κι5 άρχιζε.;* ν' άπο μ ακιρύνετ α ι με γοργό' βήμα. • Γυρίζει στην άμαξα άπιο το ΐδ.ο μέρος πού έφυγε, χωιρίς νά τον άντιληφθή , κανείς. Ό φρουρός εΐναί πάντα στη 8ε σι του καί κυττάζει· τρός τον λό'φο μ*έ τίς φωτιές. Χώνεται στο κουπέ, βγά ζει τον· μαύρο μανδύα με τ’ ασημένια κεντίΐδια, τή μάσκα καί τά παπούτσια του. Φο ράει τά άλλα, κρύβει τά ρού χά τού Έλ Μάστερ στην κρύ πτη καί την κλείνει·, ^απλώ νει αναπαυτικά στό> κάθισμά του καί περιμένει μέ τά μά τια μ·-σιάχλε ιατα. Περνάε ι. σχεδόν μιά ώρα. Ή νύχτα έ χει φτάσει στα τελευταία
10
Ρ
Ρ
0
της. .".Οπου νάναι θ’ άρχίίση ·νά_ξηιμε·ρώνή. -αφνικά άκ ουγ ετα ι* μιά μα κρυνή τουφέκια, πού λες κΓ είναι σύνθημα, την ακολου θούν στή στιγμή χιλιάδες άλλες. Όλόκλήρος ό λόφος αντίκρυ τους:, φλέγεται* άπό· τίς λάμψε ι ς. Γ ίνετα ι πιραγ μα τική μάχη;· Άκαύγονάαι από μακρα ουρλιαχτά πόνου καί λύσσας, πού σκεπάζουν στι γμές-στιγμές τίς τουφεκιές. Τά μάτια τού Δον Ρσντμίγίκεζ αστράφτουν.· — θ' άίλλ ηλο σκοτωθούν καί θά μ’ άιφήσουν ήσυχο!/ μουρμουρίζει μέσ’ απ’ τά δον τια του. Δέν μού χρειάζονται πά!... Τώρα ό Κορτέθ δέν ύπαρχε ι, δέν χιοει άζ ετα ι νά: ύπάρχη καί ό Έλ Μάστερ, ούτε ό στρατός του!... , Δέν προλαβαίνει νά συνέ χιση τά λόγια του.. Όλόγιυιρα άκούγοΊΐτα1 φωνές. 01 στρατιώτες τής συνοδείας του έχουν .ξυπνήσει από τον θόρυβο τής μάχης. Ό σκο πός τ,ρέγει προς τό μέρος του· -—- Έξοχώτατ ε ! Ξυπνή στε!, φωνάζει. Άικούτε τι γίνετ5 έκεΐ πάνω·; Πόλεμος! Ό Αντιπρόεδρος παρα σταίνει τον αγουροξυπνημέ νο. Πετέται έξω απ' την ά μαξα, ανάμεσα στους άνδρες τού άποσπάσμιατος. Κυττάζει τάχα μ' έκπληξι κΓ άνησύχί-αι πέρα. — ’Άς φύγουμε!, λέει με τά αποφασιστικά. Ό/ιη ικΓ άν γίνεται; δέν πρόκειται ν5 άοιχοληίθαύν μαζί! μας, αυτή τή φορά, άκόίμα κιΓ άν μάς
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
δουν... Εμπρός! Κι1 αλήθεια1 σε δυο λεπτά το μικρά άπόόπασμσ και ή άμαξα διασχίζουν ολοταχώς τον -δρόμο, στους πρόποδες τού λόιφου και ρίχνονται στην ανοιχτή κοιλάδα, πού άριχί!ζειι· να παίρνη το θαρίπο* χρώ μα τής αυγής. Πίσω τους οί κρότο: τής μάχης, σίβύνουν α πό την άπόΙστασι...
Στο χρυσό πέταλο . ΤΟ
ΗΝ ΙΔΙ Α ώιραι -πάνω-
κάτω, οΐ άπλοι, άλλα γεν ναίο ι* καί έντιμοι άνθρωποι πού άποτελούν τάν στρατό· τού Ζορρό, ξανα γυρίζουν στςή σπ ίτ; α τους. " Ενας-ένα ς ή δυο-6ύο τρυπώνουν στις, α γροικίες πού εργάζονται, δ σο' μποιρούν1 πιο όθόρυβο, γιά νά ρήν τούς άντ ιίληφθή κανείς· Είίδοποιηιμόνοι- από τά «Ηο-ρ<:νο; Ζ», έτρεξαν στο κά ίλεσμια τού Μαστοφόρου Τιρωρού καί τώρα που ή απο στολή τους ' τελείωσε, είναι έτ ο; μοι νά σιυνεχ ίσουν π άλ ι τά· ειρηνικό* τους έργο. • "Ενας απ' αυτούς μπαίνει καί στην αγροικία των Βέγκα, στα νύχ'.α των ποδιών του: ΚοτευΙθύνετα ι προς τό· μεγάλο υποστατικό των ύπηΓ ,ρετών. Μά ξαιφνικά κακκαλώνεκ Μια σκιά που έχει βγή άπό' τό άριχ οντιικό' των Βέγικαν έρχεται καί στέκει εμ πρός του. ;_ ; Ό άντρας; υποκλίνεται, με σεβασμό καί μουρμουρίζει: . Δόνα Ίισάβέλα! Πώς
20
Ρ
Ρ
Ο
Π
δεν κοιμάστε τέτοια ώρα; Ή μητέρα τού Δον Σ άν τρο Βέγκα, τυλιγμένη στο μαύρο σάλι* της, τον κυττάζει άνήσιυχα. — Φελ.ίιππε, λέει με φωνή πού τρέμει ανάλαφρα, ξέχα σες πώς εγώ σ' έστειλα ν' άνάψης τό' «Πύρινο Ζ»; Περι μένω λοιπόν νά μάθω τί από γίνε... — Ό σενόρ Ζορρό, κυρία, έκανε καί πάλι το·/ θαύμα του!, αποκρίνεται με μάτια πού αστράφτουν ό υπηρέτης. Εμποδίσαμε τη δολοιφονίά του; Δον Ροντρί'γκεζ, καί ενός ολόκληρου στρατιωτικού α ποσπάσματος,·. "Υστερα ε κείνος έφυγε μόνος του κι' ε μείς έπιστρέψαμε .ήσυχα στά σπίτια μας, ; — . Ε άχα ρ ι στώ, Φ ελ ίππε!, ψιθυρίζει ή Δόνα Ισαιβέλα, κάνοντας του νόημα πώς- εί ναι·· ελεύθερος νά φύγη., Κι' όταν αυτό· γίνεται, στρέφει* κι' εκείνη πρός το σπίτι της,, λέγόντας άθελαι, ρέσ’ άπ' τά δόντια της: — Εκείνος όμως δεν γύρ: σε άκόιμσ !... Μπαίνει* 'μέσα καί πήγσίνει καί γονατίζει μπροστά στά είκονίοιμστα. •
★
★
★
Τό «ΧΡΥΣΟ ΠΕΤΑΛ0>> είναι μιά ταβέρνα έξω· άπό την πόλι, που σπάνια έχει πελατεία. Ό ιδιοκτήτης της,, πού ;λέγεται Χουάν, είναι άν· θρωπος πού ό σενόρ Ζορρό τον έχει· βοηθήσει πολλές φ·ο ρές.. Γι' αυτό, όταν ό Μαστο φόρος ' Ιδαλγός έριχεται στην πρωτεύουσα, βρίσκει1 καταλ
24
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
φύγιο στην ταβέρνα του. Την ίδια λοιπόν νύχτα, άλ λα άρκετά νωρίτερα, 6 Γαλέραις με δυο· άλογα —το δί κιό του καί ,τοό κύριου του— κατεύθύνεται στο «Χρυσό Πέ ταλα». Δεν παραξενεύεται πού βλέπει φως ^ άναμιμένο στό> εσωτερικό της ταβέρ νας. Πιστεύει πώς θάχη Φτά σει κιόλας ό κύριος του. Γι* αυτό πηγαίνει τρωτά τά ά λογα στον σταύλο καί ύστερα, ·μέ το τάσσο του, μιπαί'νει στη χαμηλοτάβανη σάλα του «Χρυσού Πέταλου»! Ε κεί όμως, άνιτι για τον κύριό του, βρίσκεται -μπροστά σε μια άρκετά μεγάλη ταρέά άτόι στρατιωτικούς· Κάθονται γύρω1-1γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι καί σί περισσότεροι ΐτσχουν ρίιξει στον ύπνο, τύ φλα στο μεθύσι-. "Όπως εί ναι φανερό άτό τά άδεια^ τιάτα, τό γλέντι έχει- φτάσει στο τέλος του. ι Επικεφαλής των στρατιω τικών είναι ένας νεαρός καί γεροδεμένος ύπαλοχαγός. Μό λις βλέπει τον Γαλέρα —γν αίί εΐναιι άτο τους λίγους ■πού δεν κοιμΙώνται— τά μ:>σόχίλειστα. μάτια του γουρ λώνουν διάπλατα. — Μπά! Μπά!, κάνει σαρκαστικά:, μέ μεθυσμένη φωνή. Νά, ή αρκούδα! Πώς έτσι μόνος, Τρικάταρτε; — Δεν μίέ λένε τρικάταρ το, παρά Γαλέρα!, άποικρίίνεταΐ' μ5 άίξισπρέπεια ό γί γαντας. Καί1 στο πρόσωπό του 'ζω-
γραφί·ζ&ται στενοχώρια, για
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
τί ό κύριός του του έχει άταγορεύσει ρητώς νά τσακώ νεται· καί νά άσχημομιλάη σέ στ ρατ ι ωτικους καί χωροφύ λακες. — Ναι μπράβο! Καλά θυμόμουν πώς έχεις όνομα πλεούμενου!, φωνάζει εύθυ μα ό Ντιάζ —γιατί αυτός είναι ό υπολοίχαγός. Καί πού είναι τ’ άφεντικό1 σου, ό Ζορρό; — Τ5 άφ-ενίτικό -μου είναι ό Δον Σ άντρο Βέγκα!, απο κρίνεται πάλι ψύχιρά ό Γαλέρας. — Καλά! Τό- ίδιο κάνει! Γ·:ά νά ερχόσαστε σ’ αυτή την ταβέρνα, στού διαβόλου την άκρη, πάει ,νά πή πώς θάρθη ντυμένος μΐέ τά μαύ ρα του, παλληκαρά μου! «Κ αί τότε θά σου δείξω πώς ό Δον Σ άντρο είναι ό Ζορρό —αν δεν το ξέρης καί- τού λόγου σου! Σηκωθήτε, παι διά! Θ'άχούμε κα ινούργ ιο γλέντι! ’Αόιάζει -μιά μισογεμάτη κούπα κρασί· στά μούτρα ε νός κοιιμισμένου στρατιώτη καί τραβάει μιά κλωτσιά στο σκαμνί ενός άλλου, σωριά ζοντας τον στό πάτωμα. — Εμπρός!, ουρλιάζει, -υπνάτε! θάχουμε έπ ισκέψεις! Πρέπει νά υποδεχτού με τον σενόρ Ζορρό! Ό_ Γαλέρας έχει χλωριάσει. -έρει πώς δεν τηρέΤπει νά πίλησιάση ό κύριός του έκεΐ πέοσ, άλλά έπίί πλέον ξέρει· ίκαΐί ότι θάρθη! Επίσης κα ταλαβαίνει πώς μπρρεΐ νά ρττάση' ίστρ ξύλο όλους σντρύς
6
ΜίΚί»0Ι
τούς μεθυσμένους, και να γλυ τώοη τον Δον Σ άντρο, άλλα κι3 αυτό απαγορεύεται! Τό μόνο πού κάνει λοιπόν, είναιι νά κυττάξη άναποφάσ ιστός την πόρτα. Σ την κουταμάρα του δεν καταλαβαίνει πώς ■τό νά τό σκάση είναι κάτι αάν ομολογία κι3 ετοιμάζε ται νά τό1 βαίλη στα πό!δ;α· Μά δεν πρσλαβαινεί. "Οπως είναι γυρισμένος προς τιό μέ ρος της, ό Ντί'άζ σηκώνει ένα βαρύ σ(καμ«νίΐ> άπό κορμό δέν δρου και του τόι κατεβάζει με δυναμι στα κεφάλι. ^ Όπονοδήποτε άλλο κεφάλι βά είχε γίνει κομμάτια μρ ενα τέτο ιο χτύπη|μα·.. Ό γίγαντας Γαλέρας ανα στενάζει. Τά μάτια του ατρι(φογυρ ίζουν. ,Π αραπατάε ι. Ό ΝτιάΙζ, άφοΟ μένει σα στισμένος και τον ,κιυττάζει 'γιά ένα - δυο δευτερόλεπτα, ση|κώνει; πάλι τό σκαρΜΐ καί >τσύ δάνει δεύτερο χτύπημα, πιό γερό άπ3 τό πρώτο. Ό ύπηρέτης τού Δον Σ άντρο (κατρακυλάει βαρύς στό> πάΤοομά. ΟΙ στρατιώτες μ,έ τον ίΝτιάζ επί κεφαλής., πιάνουν θίέσεις, κοντά στην πόρτα.
ί<ΔοΑ©φονπΘηκε © Κορτέθ I))
Κ
ΑΙ δεν περιμένουν πολλή, ώρα. -αφνιικά άκούγεται άπό' μακρυά καλπασμός (άλογου, πού πλησιάζει με ικαταπληκτικιήι ταιχύτητα· Σ3 ■ένα λεπτό έχει φτάσει άκρι(βώς έξοο1 άπό την πόρτα τού
ΖϋΡΡΟ
Ζ§
λΧρυσού Πέταλου». Σταμα τάει. 3Ακούγεται τό δυνατό του ραυίθούνσμα. Την άλλη στιγμή ό. καβαλλάρης πη δάει στή γή. Ή πόρτα τής ταβέρνας ανοίγει, με φόρα. "Ενας άνθρωπος τυλιγμέ νος σ;3 έναν σκούρο μανδύα ρίχνεται μιέσα. — Ταβερνιάρη!, φωνάζει. !Ένα· ξεκούραστο άλογο, γρή 1γο»ρα! Ό Χουάν, πού άπό ώρα κοιμάται ροχαλίζοντας επά νω στον πάγκο του, άνασηΙκίώνει τό κεφάλι. ξαφνιασμέ νος;. Άλλα δεν προλαβαίνει νά μ κλήση. Ούτε ό καινουργιοφερμένος προλαβαίνει νά πή τίίποτ3 άλλο ή νά κάνη ακόμα 'ένα βήμα. Ή φωνή τού ,Ντιάζ αντηχεί σαν ουρλιαχτό, παράφωνο ά πό τό μεθύσι: — Αρπάξτε τον τον άτι μο ! Δέκα στρατιώτες πέφτουν άπ3 άλες τις μεριές; πάνω στον άγνωστο κάι τόν πετούν κάτω1. Μή σάς ξεφύγη, γιατί είναι ό σατανάς ό Τδιος!, ούρλ άζει πάντα· ό ύπολ οχ ά γος, πού δεν μίπορειΐ νά δισ(κρίνηι καθόλου τόν ξένο, έτσι ιδπως έχουν πέσει έπάνωι του σλοι έκεΐνοι. οί στρατιώτες. ΈπειΙδή, όμως μ3 δλο πού ·:ό ,Ντιάζ τόν ονόμασε «σατα νά», ό φουκαοάς εκείνος δΐέν καταφέρνει· νά σαλέψη κάτω δ^ττό τέτοιο^ βάρος^ γρηγορα οι φαντάροι φεύγουν από· πάνω1 του καί μόνο δύο μεί νουν, πού τόν κρατούν καθη^
26
Ο
Μ
I
Κ
£
ιλωμένο. στο πάτωμα, 01 υ πόλοιποι έχουν απλώς τραιβήΐξει τά πιστόλια" τους και του σημαδεύουν, για να μην τολμήση να πεταχτή και να το σκάση. "Ακουγεται, όμως, τότε η έκπλ ηικ τη κ αί -θυ: μω' μόνη; φωνή του Ντιάζ, πού ουρλιάζει· 'γιά μ.ά δεύτερη φορά άκ'όμα: — Δεν... δεν είναι αυτός! Κ ι·* αλήθεια. Ό δύστυχος δεν είναι ούτε ό σενάρ Ζορρό, ούτε ό Δον Σ άντρο Βέγ'Κα, που το πολύ1 πολύ θά π.ειρίιμενε νά δή ό μεθυσμένος υπολιΟχαγός. ,Είναι· ένας α πλός, στρατιώτης, ντυμένος μέ τή στολή των αγγελιοφό ρων. λ— Τγ δούλε ιά έχει εσύ ε δώ πέρα; μουγγρίίζει· πνίγον
6
1
2
ΰ
Ρ
Ρ
ύ
τας ,μιά βλσστήίμτσ ό Ντιάζ. — Κύ... κυρτέ υπολοχαγέ, πηγαίνω ένα επείγον μήνυ μα! Είμαι ά'γγελιςφόρος! — Τό βλέπω, δά άβολε, πώς είσαι; άγγ ελιοφόρος! Γιά ιστιραβό μέ πέρασες;; "Αν σέ πήραμε γιά άλλον, έγινε για τί άλλον περιμέναμε! Αφή στε 'Τον! Οι άνθρωποι του αφήνουν τον συνάδελφό: τους, πού ση κώνεται ορθ.ος· Άπό τή φασαρία ικί από τό πάθημά τού, ■ το περισσόν σιότερο , μεθύσι εχει· φύγει μέ σα άττ! τό σκοτισμένο μιυα. ,λό του ,Ντιάζί Επειδή όμως, θέλει κάπου νά ξεσπάση τά νεύρα του, γυρίζει, αυτή τή <φορά · στον ταιβερνιάρη. — Έσύ, βρωμερό υποκεί-
"Ενα άλλο κεφάλι θά είχε γίνει κομμάτια!
• · ·
27
— Σενορ Ζορρό., ομολογώ πώς γελάστηκα !, λέει ό Δον Ροντρίγκεζ.
μενιο, -όύρλ ι-άζε: .· Λεν άίκουο-ες που ό άγγελ'αφόρος του Κυ-βερνήιτοιυι σου ζήτησε . ξεικ ου ρά στο άλογο; ’— Σί!, Σι, σενόρ! ^μουρ μουρίζει κατατ ραμαγ μένος ό άγοοροξυπνηΙμένος Χαυάν και τρείχει ε!ξ·ω από την ταβέρνα, <νά έικτειλέ'ση; τή- διαταγή-. Ό Ντιάζ γυρίζει στον άγγελ;·οφοιρσ, που, ταραγμένος ακόμα, τακτοποιεί τήιν τσάλακοοίμένηι στολή-του.
— Οίτες πώς: πηγαίνει-ς ένα επείγον μήνυμα, του λέει. ■ ι ί μήνιιμια εΐνό αυτό; — αν ΰέν είναι ά'πόρρητο; — Δεν εΐναα μυστικό/ κυ ρ, ε υπολσχα-γέ!, μουρμουράζει ό στρατιώτης; καί το πρό σωπό του γεμίζει- θίλΤφι. Δυ στυχώς.,. αύριο το πρωί θα τό γνωρίζει· ολόκληρα το-· Με ξικό! ' :■· · — Περί τίνος· πρόκειται λοιπόν; * · ,
28
Ο
Μ
1
Κ
— Δολοφόνησαν άπόψε τον Πρόεδρο! Τον Δον Κοιρτέθ! Τρέχω νά τό αναγγείλω στον Δον Ροντρίγκεζ!... Κα ταλαβαίνετε·.. Πρέπει να έπιστρέψηι αμέσως, γιά νά μ·ή γίνουν ταοαιχέίς!.... Ό Ντιάζ τινάζεται· σαν νά τον χτύπησε ρσιστΡγ'Ό. — Νά μέ πάρηι ό δι άβου λος ικιαί νά μέ σηίκώσηι!, τραυ λίζει κι" αυτή τή φορά ξεμε θάει· τελείως. Δολοφόνησαν τον Κορτεθ κΓ έγώ μ.έ την όραίδα τής περιπόλου, τοχω ■ρίξει στο γλέντι.!... Πάει τό Κεφάλι ιμου! Εσείς! Γρήγο ρα στ5 άλογα! Γρήγορα, ρωιρέ, γιατί θά ,μάς κρεμάσουν όλους...· Σάν νά φύίσήξε ένας δυ νατός αέρας, αδειάζει -μονομι’.άς ολόκληρη^ ή χαμηλοτά βανη σάλα του «Χρυσού Πέ ταλου». ΜέΙσα <μένει .μονάχα ό σαστισμένος αγγελιοφό ρος. Την ώρα που ακούει τά πέταλα των σΙλόγων των σπρα τιωηων ν’ άπομίαικρύνονται■μέσα: στη. νύχτα, τό βλέμμα του πέφτει1 στό· πελώριο καρ ιμιΐ· του Γαλέρα, πού σαλεύει· σάν πληγωμένο τέρας, κάτω στο δάπεδο.
Ό ΓαΑέρας ξυπνάει ΊΓ
Ο Σ Η1 ώρα βοαΐ μΐέ τά-
σα πούπαθε, δεν τον έχει δή καί τον ανακαλύπτει μόλις τώρα, γιά πρώτη φορά. Πρώ τη σικέψι πού κάνει είναι1 ότι θάχει πέσει κΓ ^αυτός θύμα του κεφιού,,,, τού ύπολοχα-
©
Σ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
©
γού καί τής όμάδος του. Σκύ βε ι άπό πάνω του καί τόν αναποδογυρίζει μέ πολύ με γάλη; δυσίκολί'α. Ό Γαλέρας βογγάει4 Ο άγγ ελ ι οφόρος πήγα ίνε ι στον πάγκο, πού υπάρχει έ να: κανάτι ,μέ νε:ρό. Τό παίρνει, καί τό Αδειάζει· στο πρόσω πο τού κολοσσού. Ό .Γαλέρας συνέρχεται α μέσως. Τινάζει τά νερά απ’ τό κεφάλι ι του ικαί στρέφει τό θολωμένο του βλέμίμα ολό γυρα. Βλέπει τόν στρατιώτη ρέ την κανάτα. Τόν άρπάζει άίπ’ τό πόδι καί τόν τραβάει. Ό δύστυχος εκείνος· βγά ζει ;.μι:ά φωνή καί πέφτει ανά σκελα. Ή κανάτα τού φεύγει απ’ τά -χέρια καί γίνεται χί λια κομμάτια. Προσπαθεί νά ξανασηκωθή, άλλα 6 Γαλέρας βρίσκε ται ικιόλας άπό. πάνω του· Τόν πιάνει από· τόν γιακά κάί τόιν σηκώνει ολόκληρον στον αέρα, σάν κούκλα. Τού δίνει ένα τροιμερό χαστούκι, πού ό καημένος 6 στρατιώ της φτάνει στριφογυρίζοντας σάν σβούρα, ώς τήν άλλη ά κρη τής σάλας, μέ τά ράτια διάπλατα άπό τόν τρόμο. Φυσικά ό Γσλέρας δέ ξέρει ούτε τί τού γίνεται, ούτε τί κάνει. Πιστεύεΐι πώς ό άνθρω πος εκείνος είναι πού τόν χτύπησε στο κεφάλι μέ τδ σίκαμνίί καί πώς θέλει τόν θά νατό· του. /Είναι λοιπόν απο φασισμένος, μέσα οήιή φοίβειρή ζαλάδα του, νά πολεμήση καί νά σκοτώση έκεΐνος τόν αντίπαλό του.
Άρπίζει τό πεσμένο σ,κα-
Μββί·»*ΒΜΜΜβΜϊΜΚΜΜ·ΜΜΜΒν^^
,μνΓι $ττό «κάτω .καί ,άβχΓζέϊ ίΛ τον ζυΐγώνη. Τρομιακράτημέίνός . σ άΥγε2· λιοψιόίρος τραβάει τό πιστό λι* τοίΛ Αυτό εξαγριώνει χει ρότερά τον Γαλέρα; πού τοΟ ττετάε ί λυσσασμένος τό σκσμΙνί. Ό άλλος πηδάει άλλα το βαρύ κούτσουρο τον 6*01σικει .στο ώπλισίμένο χέρι. Το τπιιστόίλι* ξεφεύγει άττό τά δα χτυιλά του και μια κραυγή φ,ρίίκης άίττ’ τό' στόμα τού, κα θώς βίλέτπει τον θεώρατο α γριάνθρωπο, νά όρμάηι κατα πάνω· του. Τή, τελευταία στιγμή όμως, προλαβαίνει· νά όή ένα χέρι, πού αρπάζει τον καρπό- του χεριού τού Γαλέρα· Μια φω νή1 λείε ι ήρ ε μα: — Τίι έπαθες, άμίγο; Ό Γσλέρας στρέφει μίττουρ ναοί μένος άίλλά στή στιγμή τό σκοτεινιασμένο απ’ τον θυμό πρόσωπό του, φέγγει1 ο λόκληρο. Χαμογελάει. Ανοί γει τό στόμα, του κάτι νά πή αλλά ό· Δον Σ άντρο Βέγκα— γιατί αυτός του έχει πιάσεΓ τα χέρ', τον προλαβαίνει: — Τί: Σπάθες ; ξαναρωντάε’. Τ'ίί σοϋκανε αυτός ό άν θρωπος.; Θέλησε νά μέ σκότωσα, σε νάρ!, άποκίρί νέταν ό Γαλέρας καί πάει νά ξαναίθυμώση, κα θώς θυμάται. Με χτύπησε μ’ αυτό τό σκαμνί στο κεφαλή! Δυό φορές! — "Οχι έγώ, σενόρ!, φώ ναζε· ό άγγελιοφόρος. Δεν ξέρω· τί1 λέει! λ"Οταν μπήκα έδώ μέσα, μού ρί;χτη|καν ^ νά μέ σκοτώσουν! Λυτόν -βρήκα νά κυλιέται- στο πάτώμα!
άπ’ τήν κορφή ώς Τα νύχια, Εΐσαιι άγγελιοφόίρος; λέε11 ΓΊ ού πήγαινεις; — "Ενα μήνυμα σΦό Δόν’ Ροντρί'γίκεζ, άπαντάει διατα κτικά εκείνος/ άποφεύγοντας νά π/ή καί τό είδος τού , μηνύ ματος > 4 Ωστόσο ό νέος §έν επιμέ νει) νά τό μάΙθή; — ΓΊολυ καλά, λέει· βια στικά. Ίρέξε λοιπόν σίτήν α ποστολή σου! ηΚαίί ^ τήν ίδια στιγμή ά νοιγε! <κΓ ή πόρτα καί μπαί νει- ό Χουάν άναγγέλοντας : — Τό' άλογό σάς είναι έ-» τοιμο/ σενόρ άγγελ,ιοιφόρε! Ό στρατιώτης .ρί'χνει μιά ξαφνιασμένη ματιά. στο- νεα ρό παλληκάιρι που τον εγε ι σώσει1 απ’ τά νύχια τού γίίγα-ντα. "Υστερα {υποκλίνεται άνάλαίφρα· καί τρέχει εξω. Σέ λΡγο άικιούν τά πέταλα τού ιαλόγου του που άπο-μακρύινονται γοργά. -— Γαλέρα, είσαι ι σπου δαίος!, λέει1 ό Σ άντρο αργό τερα σ-τόν σύντροφό του·, ό ταν .μένουν μόνοι σ’ ένα δωιμά τό. "Αν δεν ερχόσουν πριν άπό μένα, θάμπαινα σέ με γάλους μπελάδες μέ τον άδ όρθωτΌ Ντιάιζ. Ευτυχώς α κόυσα τή φασαρία τήν ώρα πού έφτανα, καί είδα άπό τό παράθυρο, τί. έκαναν σ’ αυ τόν τον- καικομοίίρη! Πρόλα βα λοιπόν καί κρύφτηκα, ό ταν έφευγαν, κΓ υστέρα άλ λαξα τά ρούχα, μου... ΊΓί' συλ λογιέσαι·, άμίγο; - — Νά, σενόρ: Σπάω* τό κεφάλι μου καί δεν καταλάτ
Μ
τίΜ.
6
Μ ι κ ^
ύ
*
ί ύ
ρ Ρ ο
ιιΐιΐι ·Η'"'Γ|^'”17τιΤΤΓ»,^ι’,^·ΤΙΤΤΙΧΐΓΓΓΤΓ^ι ΊΚΙ.Μ II ιΠΙίΕι11 Γ*Γ»*'?Ρ5»330ΐ??*»·»<«*(<φ^^Μ·*ΙΙΤ>»»^ι<*»Βί'»Κπΐΐ»«^8τ£*3:*Μί,'ο'^*ΤΗ^ΒΙιί.ΤΗΗ ΜΐΙΜΙΓΐΤΤίΤΤΗ ΙΜΒΙί^ΜΚΒΓΟΠί'η
.β&Ρνω, γι&τΐ έκιΐνάς δ έ&ω-μίατκκος. μ*έ βάρεσε ' δυο φο ρές μέ το σκαμνί! , Και μέ τίλ το σπας το κεφάλι σου, αφού δεν έ σπασε μ”-* ολόκληρο τέτοιο •σκαμνί;. ρωτάει γελώντας ό Δον Σ άντρο. Και σωπαίνει * γιατί αυτή τή στιγμήι ανοίγει ή πόρτα •και μπαίνει ο Χουάν. Φέρνει μια κανάτα κρασί για τον πε λώρια φίλο ταυ. -
' ' Ή έπιοτροφπ του ϋον Ροντρίγκβζ 0
ΔΟΝ Ραντρίγκεζ επι
στρέφει με την αμαξά του καί μέ τη, μιικιρή του Ακολου θία· Σταματάει· έξω άπο την κεντρική είσοδο τού Κυβερ νείου. Κατεβαίνει· άπό* τήν ά μαξα. Στο πρόΙσωπο του εί ναι · άπατυπωμένη ή λύπη, για το δυσάρεστο νέο που έ χει μαοει. Έξω από τή μεγάλη πόρ τα είναι συγκεντρωμένοι· πολ λοΐ επίσημοι κι3 ένα στρατιω τικό· άγημα. , — Τί τρομερό I, φωνάζει* ό Δον Ροντρ.ίγκεζ κατεβαί νοντας. Πέστε μου πώς έγι νε, Δον Μ αρένα! Έπ ιάσατε τουλάχιστον τους δολοφό νους; — Δεν είναι· πολλοί, Δον Ροντρίγκεζ!. Πώς φανταστή κατε πώς είναι περισσότεροι· από. ένας; Μια ελαφριά χλωράδα* α πλώνεται στο- πρόσωπο του ^.Αντιπροέδρου, άπό τόν τόνο που ό Μάριο Μορένο &Χ£ΐ
Δεν ξέρω... Έτσι έίπα.·^ ινΩστε είναι ένας! Καί τον συλλάβατε; — Τόν συλλαμβάνουμε αύ τή τή· στιγμή,, σενόρ! Δον Ροντρίγκεζ, σάς συλλαμβάνω για τή δολοφονία του προέ δρου των: Ήνω>μένων Πολι τειών του Μεξικού ! '—- Είστε τρελλός ! Τ’ί ήλίίθιο άστεΐο είναι·, αυτό;; ουρ λιάζει καταικίτρινος ό Ροντρίγκιεζ. — Δυστυχώς για σάς, δεν πρόκειται· για άστεΐο! Κι3 εγώ το ίδιο πίστεψα, ό ταν ήρθε στο δωμάτιό μου ·ό σιενόιρ Ζορρό καί μου είπε ποιος.. εΐσθε!' Εξακρίβωσα, όμως πώς είπε την αλήθεια! — Ό Ζορρό! — Μάλιστα. Μ3 έπεισε νά πάω* στο σπίτι, σας καί νά ψάξω στο Ιδιαίτερο γραφείο σας. .Βρήκα, λοιπόν,, έκεΐ, με τά άπόι επίμονες; έρευνες, ό λες τις αποδείξεις!. Ανακά λυψα τή μυστιΙκή κρυπτή, ό που είχατε κρυμμένα* όλα τά σύνεργα, για την άμίφίεσι τού Έλ Μάΐστερ! Ό Ροντρίιγκεζ μένει ακί νητος, σαν κεραυνόπληκτος. Δεν πιστεύει τ3 αυτιά του. Κ αί σαν νά μήν. έφταναν όλ’ αυτά, βλέπει1 την ίδια στιγμή τήν πόρτα τού Κυβερνείου ν’ άνοΐγη καί άπό μέσα νά βγαί νουν ό πρόεδρος Δόνι/Αουγ,κούστο ΚορτεΒ καί ο 3Αντιβασιλεύς τού Ισπανικού θρό νου, Δον Φερντινάντο 3Εστεμ παν υ Β αλιαβέρντε. — Ζήτε!., ψελλίζει μέ φω νή που μόλις άκούγετσι καί
6
Μ
ί
Κ ■¥
6
I
&
©
ρ
ρ
ύ
ιι
ίΉίΙΡΒί*ΙΐΜ^ΗιίινπηΡΐ"^,,>ΤΡΓΤΤΓ?^ΒηΤΐΓΤΤΜΜΤ^ίΤΤ"ΙΒΠΗηπΚ11*ΙΤΤΙΓΐ^ΙΙΙΤΡ^Γ?1ΙιΒΡΡΙΜΒιτ<!ΙΒΓ^ΗΤΤΒΠΒΗΊΗΠ^
άγόΐτήτός ύτάν κάΐ γιατί θέλετε την άνεξ αρτηρία Τού μήση. Α Μεξικού! . Ό Δον ίΑ0αγ<Κ!6Μσ"πό τον —- Είναι τρελλός ! ^Αναγ κυττάζει μέ σουφρωμένα τά φρύδια, Στο πρόσοοΊτό του . κάσ,τε τον νά σωπάση! > ούρλπιάζει ό. άντιβασιλεύς καείναι άποτυπωμένη αληθινή τακίΙτρΊνος: "Ας τελειώνουν λύπη. — Ζώ„ Δον Ροντ.ρίγικεζ'!, όί βλασφημίες.. Τά μάτια τού Δον 5Αουγλέει με ήρεμη) φωνή, Το χρω στώ στον σενόρ Ζορρόι, τηου κοϋστο λάμπουν παράξενα. — Αυτές είναι πολύ σο πρόλαβε την ύστατη στιγμή τούς δολοφόνους ττού είχατε βαρές κατηγορίες καί επιβα στείλει! ρύνουν τή, θέσι σας!, λεετ.μέ — Πάλα αυτός! παράξενη! φωνή. Πρέπει νά τις έπαναλάβετε καί στο — Μάλιστα! Ένας έκτος Νόμίου! Κι3 όμως, δεν μπορώ δικαστήριοΓ' Συλλάβετέ τον! Δύο άξιωματικοί βαδίζουν άκάμα νά πιστέψω! Ή γνω ριμία μας είναι τόσο παλιά! κιόλας προς· το μέρος: του, άλ λά ό Ροντρίγικιεζ βλέπει το θελήσατε νά μέ σκοτώσετε, χέρι τού Δον ΦερντινάνΤο που γαά νά γίνετε Πρόεδρος:! 3Αλ κατεβαίνει στη λαβή τού λά ; έγινε ικ/άί εναντίον σας μία απόπειρα,; πού άν δεν σπαθιού του. -αφνικά κατα λαβαίνει πώς άν τον πιάσουν προλάβαινε ό Ζορρό... — Θά ήμοιυν νεκρός! „ φω .δεν πρόκειται νά ζήση, ώσ νάζει ξεσίπιώντας ό Ροντιρίγπου νά ,μιλήση στα δικαστή κεζ. Ναι, Δον Κόρτε®! Διαριο. > Λ Λ ■Κάνει* ένα πήδηίμα που δεν •κινβύνευίσα άκόιμα καί τη ζωή μουν! Ώς Έλ Μάστειρ διέτα θά τό πίστευε κανείς από έ ξα τούς ανθρώπους μου νά ναν άνθρωπο, τής ηλικίας του. με..· σκοτώσουν ώς ΡονΐτρίγΦτάνει στο τέρμα τής σκάτ κείζ! Κι3 αυτό γιατί είχα α λας· Χύνεται σ’ έναν έφιππο φρουρό, τον πετάει από τ3 πόλυτη; εμπιστοσύνη, πως ό σένόρ Ζορρό θά μέ γλύτωνε! άλογό του ;μέ μια σπρωξιά Είναι τρομερός!· Είναι ό σα καί κεντρίζει λυσσασμένα τά τανάς ό ίδιος! ΓΤ αυτό δεν ■· πλευρά του ζώου πού τινάάίφηίσα νάρθη νά μέ σώση καί .. ζεται μπροστά, σάν βολίδα. ναιχω' ένα άλλοθι! 'Αίλλά^ δεν —: Κυνηγήστε τον! Τον θέ είμαι φονιά, όπως πιστεύετε/ λω ζωντανό ! φωνάζει ό Δον Δον ΚοιρτέΙΘ! ' ./Ο,τι έκανα,' Καρτέθ. _ λ—^ Τον ήλίΒι ο! ^ 3 Απέτυχε! τόι έκανα ύπακσύσντας , στις διαταγές του Ισπανικού θίρό λέει ό άντιβασιλεύς. νου! Ό άνθρωπος, που στόκε ται δίπλα σας, ό Δον Φερντινάντο, -μΐέ διέταξε νά σάς βγά λω ,άπ’ τή μέση! Είστε άνεΑΛΑ. ό ΔόνςΡοντρίγτριθύμητος γιατί/, είστε πολύ κεζ είναι δεινός ιππέας. Διό· μΟΊώζέΐ'
ΙτόιμΔξ «4 'λιΙτΑΜ
σίχ,ίζι,ϋ ( &ομ ΑρτϊβαάνΑ τύ&ξ δρόμους γτη*§ πόλέώς καίγ ό ταν, βγαίίνη στην έξοχή, έχει Κερδίσει έικάτόντάδες μέτρα άπόσταίσι αυτό τούς διώκτες του. Παίρνει* Τον δρόμο του δάσους, όπου ξέρει* πώς εύ-' κόλα θά κρυφτή καί θά ,ξεφύγη οριστικά. Καλπάζει αρκε τή ώρα ;άνάμιεσα ιστά δέντρα, ζαφνικά, όμως αναγκάζεται* νά σταΐματήαηι. Βίλ.έΤτετ* μπρο στά του μερικούς ανθρώπους, ντυμένους μέ ολόσωμους γκρι· ζόίχρωμους μανδύες καί μαύ ρες μάσίκες ατά πρόσωπα. ΕΤνα περ κύκλωμένος απ’ ό λες τις μεριές. Και οί άν3ρωιτποι· μέ τις μαύρες μάσκες και τούς γκριίζόχιρωίμους μαν δύες, είναι εκατοντάδες! Εί ναι ολόκληρος 6 στρατός του Έΐλ Μάστερ ! "Ολοι έκιεΐναι που ό ίδιος πίστευε πώς θάχουν άλλη|λοεξοντωθή! ΚαΓι ανάμεσά τους ξεπρο βάλλει άξαφνα ένας καβαιλλάρης ντυμένος στα όλόμαυρα· — Ό σενόρ Ζορρό! τραυ λίζει 6· Ροντρίγκεζ. — Ό ίδιος, σενόρ !, λέει* μέ επίσημη φωνή ό Μασκσφό,ρος Εκδικητής. Δυστυχώς γιά σας 8έν καταφέρατε νά κ'Ρ'ύφτήιτε κοίλα. "Οταν έφθ’ασα μέ τον στρατό μου γιά νά σάς σώσω, δεν* ήξερα άκόμα ποιος είαΙθε. "Οταν σάς συν άντησα* όμως, το έμαθα! Τό χέρι σας^—το* άριστερό σας χέρυ— εΐιχε μια περίεργη α καμψία, πού <μ/ΰ έκανε νά θυ μηθώ τή* σφαίίρα πού μου εΐπε 6 Μιράλες πώς άάς έρρ ι ξέ, πέφτοντας στην καταπα
κτή ! - Κάι Ισο γιά τό δεξιό σάς σ' αυτό φορούσατε γαινΤη δτάν μέ χαιρετήσατε και ένας . πραγματικός ευπατρί δης δεν 6 ίνεΐ' ποτέ τό γαντοφορεμένο χέρι; του, ιδιαίτερα όταν εκφράζει* την εύγνώμόσίύνη: τού! Αυτό μ’ έκανε νά θιυμηίθώ κάτι άλλα : Τό μαστ3γ.ό' μου, πού τυλίχτηκε στον δεξιό καρπό· τού Έλ Μάστερ! Καί τό μα στ 5x0 μου άφηνε ι δυναίτά ίχνη, σενόρ Ρόντρίγκεζ! Γιά νά σιγουρευτώ δ μως, είπα τού φίλου μου τού Μ''ρ·6ΐλες, νά συνεννόησή επί τηδες μέ τον ΊΊζούλιο κοντά στήΐν άμαξα σας, γιά ν’ άκαυσετε τή συνεννόησι! Έ τσι·, άν είσασιτε στ’ αλήθεια ό Έλ, Μάστερ, 0ά έπεμίβαί'νατε... "Οπως καί έγινε! Μόνο πού τό* σχέδιο γιά τον θάνα το των έ'χθρών σας,, τό είπα τε σέ άνθρωπο τού Μιράλες κι’ όχι στους δικούς σας! ΚΓ ή μάχη πού* άκούσατε ήταν ψεύτικη! — Δ ι σΙ βολέ!, ψ θύιρ ί'ζε ι ε ξουθενωμένος ό Ρ ο,νιτρί γκεζ. Γιατί δεν μ;’ έπιαναν λοιπόν από εκείνη; τή στιγμή; — Γ ιά νά πήτε αυτά που είπατε στον αντιβασιλέα πρώ τα!! Γι’ αυτό ζή'τηΐσα* από* τον* Δον Μορένο νά τον καλέση! Πρέπει 6 λαός νά μάθ'η;, πώς: ή Ισπανία: επιμένει νά έπιΐβάλλη τή θέλησί1 της στον λαό μας! ^ Καί τώροτ σάς αφή νω μέ τούς στρατιώτες σας, Δον Ροντρίγκεζ;! ^ — ’Όγι ! Μή *μ’ άφήσετε μόνο, σενόρ Ζορρό! Θά μ£ σκοπώΐσονγ!
ο
ΜΙΚΡΟΣ
— Θά σιάς δεκάσουν1!, άττακρίΜεταΐ' ήσυχα ό μασκοψό ρος Εκδικητής. ΕΤμσι, βέ βαια ς στι< ή οοττόΐφασίς' τους θά είναι σωστή..·. Άντιός, σε νορ Ρσνίτρίγκεζ!
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
0
33
Κι* ό ισιερασίτιίστής των κατατρεγμένων1 στττηιραυνιάζει το^ άλογό του καί χάνεται έ'νιώ δέκουει μια τρομερή ομο βροντία, άτπο διακόσια τουίλάχ ιστόν τουφέίκ ια...
ΤΕΛΟΣ Άττόδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡ1ΔΗ
Ή Διευθυνσις του «Μικρού "Ηρωος», διά νά ικανοποίηση τις χιλι άδες των αναγνωστών του ττού επιθυμούν ν’ αποκτήσουν δλες τις έκδόσεις μας, παραθέτει πλήρη τιμοκατάλογον των έκ&οθέντων περιο δικών, δπου συμπεριλαμβάνεται καί ή Ικπτωσις 30%, που ισχύει για δ,τι αγοράζετε από τά γραφεία μας Λέκκα 22, εντός της στοάς, (Σύνταγμα): Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ (συνεχίζεται) Τεύχη 524 Τιμή τεύχ. 1.40 0 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 1.40 » 96 » » 0 ΜΙΚΡΟΣ ΖΟΡΡΟ (συνεχίζεται) 4 1.40 » » » Ο ΠΛΑΝΗΤΑΝΘΡΩΠΟΣ 1.40 » 8 » » 0 ΜΙΚΡΟΣ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ].— » 8 » » ΤΟ ΒΕΛΟΣ » 8 » » 1.— 0 ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ » 40 1.— » » 0 ΓΚΡΕΚΟ 72 1.— » » » 0 ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ 24 1.— » » » 0 ΚΑΛ 16 1.— » » » ΤΟ ΜΑΤΙ 9 » 1.— » ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ 1.— » 9 » » 0 ΤΖΟΕ - ΝΤΙΚ » 8 1.— » » ΤΟ ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ 8 1.— » » » 0 ΜΙΚΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ » 8 » » τ.— ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ 1.— » 1 » » ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ 12 » 2.— » » ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ » 1.— 6 » » Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΩΜΑ βιβλία 1 4.— » » ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ 4.— 1 » » » 0 ΛΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ » 1 4.— » » ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΟΥΣ » 1 4.— » » ΡΟΒΙΝΣΩΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ » 1 4.— » » ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ » 1 4.— » » ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ » 1 » » 4.— 0 ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ 1 » 4.— » » Σημείωσις; "Οσοι από τους φίλους μας επιθυμούν ν' Αγοράσουν ώρισμενα τεύχη που τους λείπουν, μπορούν νά μάς στείλουν την α ξία τής παραγγελίας τους σε γραμματόσημα, εντός επιστολής, στήν διεύθυνσίν μας, κ, ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΓΕΠΡΠΑΑΗΝ, ΛΕΚΚΑ 22, ΑΘΗΝΑΣ 125.
] Ο
Μ
I
ΟΣ
ΖΟΡΡΟ
I
3 0
3
Τ Η
0 0 0
"Έτος Ιον — Τόμος 1ος-—Άριθ. τεύχους 5—Δρσχμ. 2 Γραφεία Λέκκα 22 (εντός τής στοάς). Τηλέφ. 228.983
1
Κ Υ Κ Λ
ΟΡΕ1
ΚΑΘΕ
Δημοσιογραφικός. Δ)ντής; Σ . Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σ φιγγός 38 Προϊστ. τυπογρ.; Α. Χατζή βασιλείου, Τατάουλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιοτολαί, έτιταγαί; Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ’Αθήνσι. Σύνδρομα! εσωτερικού; Έτησία.................. .. δρχ. 100 Εξάμηνος . . ................ » 55
Σύνδρομα! έξωτερικού; Έτησία ............... . δολλάρια 4 Εξάμηνος ............. » 2
I 1 1
ο ο
I
& ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ όο ΤΕΥΧΟΣ, ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ:.
"Ένα καινούργιο περιπετειώδες αριστούργημα τού θρυ λικού Μασκοφόρου ’Εκδικητου :
Ε Θά σάς^ κστακτήση από την πρώτη γραμμή και θά σάς κράτηση ακίνητους ώς την τελευταία :
Αγωνία — Μυστήριο —- Καταρρακτώδης δράσις! Καί επί πλέον.ν.. οί άθλοι του Γαλέρα! ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ξ
ΗΡ2ΪΚΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΤΡΕΧΟΝ7ΑΣ ΕΦΤΑΣΑ Π/19 ΑΠ’ ΤΟΜ ΠΑΘΗ ΓΗ ΤΗ ■ . ■ ■
ΜβΙ τότε ΕήΑ.ΫΕ Μ/Α ΜΕΡ/ΣΡΓΗ αλάααα/ψμ.
ϊ
Ρεν Δεπ ΞΕΡΕΙΣ
τι μμ πεις
Μτε ΡΑ-' Ασε μας ΛΑ ΣΕ ΠΑΡΟΥΜΕ ΜΑ ■ ΖΥ ΜΑΣ!
ΑΛΗΣΤΕ
ήβΐ ΠΡΙΜ ΤΟΜ Ρ5ΓΗΣ9.. . .
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Οΰ ΜΜΰΘΙΡβ ΜΕ _ ΓΛ ΜΑΥΡΑ ****ι®κιΗ0Μ
Ζ
νΐ Λ\/
Η ΣΕΝΙΟΡΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ Ή μυστηριώδης Ό&νιόρα _ ΟΥΡΑΝΟΊ ^ είναι^ α πόψε ξάστερος. Το γεμάτο Iφεγγάρι σκορπάει - ' χωρίς τσιγκουνιά τα άσήιμΊ του1, σ’ δλη> την "Αλτα Καλιφόρνια. Μερικά μιλιά εξω άττά τή Ρέϊνα ντέ Λος "Αντζελες, ττάνω στον καρόδρομο, σέρνονται αργά τρεΐς· άμαξες. Εί ναι αδειανές; άλλα τις σέρ νουν γέρικα ^βάδισ. "Οσο γιά τούς άραιξάίδες τοϋις, έχουν κι" οί τρέΐς όίπακοιμηΐθή σχε δόν. Μέ τα κεφάλια γερμένα στο πλάϊ κι’ άίχουίμιπισμένα στους: ώμους, έχουν άφησεΐ' τά ζωντανά νά βρίσκουν ιμονα τους τον δρόμο γιά το ποοέμπλο. Κι5 επειδή έχουν κάνει πάρα πολλές φορές:, το ϊδ,ο δρομολόγιο, δεν δυσκο λεύονται καθόλου. ααφν.ικά άκαύγεταυ γοργό ποδοβολητό· ίάλάγων τηού πλη σιάζουν προς το ,μέρος τους. 0·ι άργ απορημένοι ταξιδι ώτες1 άνασηικώνουν τά κεφά λια καί τότε... γουρλώνουν μέ τρόμο τά μάτια τους. 'Καμριά δεκαριά μσσκοφόρο; ικαΐβαλλάρηδες τούς έχουν περικύκλώοει, μέσα σέ μιά στιγμή. Στά χέρια τους κρα τούν πιστόλια. — "Αλτ ας!,. φωνάζει ένας, άπ’ αυτούς.. Δόστε μ» δ,τι
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. %
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ'ΖΟΡΡΟ
χρήματα έχετε καΓι γρήγορα, αν θέλετε νά ζήσετε! Ένας άπ’ τούς τρεις άν τρες πού οδηγούν “τις άμα ξες, κάνει να ξεκρεμάσηι μιά καρ ο5 μΐπ ίινα ττού1 βρ ίΐσκ ετ α ι« πλάι του*. Μά ένας μασκοφόρος, πού στέκει κοντά πάνω στ5 άλογά: του, του δίνει· μ·ιά β'υνατή σπρωξιά καιί τον πετάει κάτωι άπ’ τ’ αμάξι, από· τήιν άλλη· μεριά. — Γρήγορα τά χρήματά σας!, λέει· πάλι μέ ψυχρή κάί διαπεραστική φωνή. — Χρήματα ! Που νά τά •βρούμε τά χρήματα; Εμάς βρήΐκστε νά ληστέψετε, οενόρ; κλαψουρίζει ό δεύτερος άμαξας. Έμεΐς είμαστε φτω χοί άνθρωποι, πού δεν έχου1μιε καθόλου λεφτά! —· Εμάς δχι μόνο δεν μάς ληστεύουν, άλλα καί οι λη>στες, ιάίκάμσ μάς λυιπώνται πολλές φορές στη δυστυχία μιας· και μάς βοηθούν! Λόγου χάριν, σενόρ, ό σενόρ Ζορρο ίμάς; έχει; στείλει· ένα σωρό φορές λεφτά!, λέει1 ό τρίτος. Δεν έχει προλάβει νά τελε ώση τά λόγια ^ του καί ό κλοιός: των ληστών άνοιγει> γύρω τους. Μέσα στο- πλού1σ’ο Φεγγαρόφωτο, φανερώνε ται ένας καινούργιος καΐβαλλάρης. 5Απ'5 τά ρούχα πού φο ράέι όμως, άπό τη σιλουέττα κοίί άπό τά πλούσια μαλλιά που πέφτουν σά καταρράκτες στους ωμούς, πίσω απ’ τό πλατύγυρο κιαπτέλλο, γίνεται: φανερό· πώς. ό καΐβαλλάρης αυ τός... είνα ι γυναίΐκα! ★ ★ ★
Ή μΐυστηριώδης αυτή γιπ
ναίικα φοράει ολόμαυρα .ρού χα αμαζόνας καί μαύρο μαν δύα ριγμιένον πίσω άπ’ τούς ώμους: της. Μιά κομψή, ολό μαυρη· επίσης μάσκα, κ,'ρύ-βει το· πρόίσωπό' της. Τά ιμάτια της όμως πεταύν σπίθες·, πί σω άπό τις τρύπες τής μά σκας αυτής. ^ — Ό σενόρ· Ζορρό·, έ; λέ ει ειρωνικά. Καταλάβατε, κιύ ρ.Ό·ι; Μάς αναφέρει γιά τον Ζο ρρό, έπε ιδή ύποτ ίθετα ι πως ό τύπος: αυτός τιμωρεί όσους ληστεύουν στην περιο χή του! Θέλε: δηλαδή νά μάς φοβίσιη! "Ενας άπ’ τούς μασκοφόρους τραβάει, στή στιγμή τό π στόλι. του κάί τό στρέφει ικιαταπάνω στον τρομοκρατη μένο άμαξα, πού βγάζει έναν επιθανάτιο 'βόγγο, προκαταβολ.κώς. — Νά του1 τινάξω τά μυα λά, σενισρα; ρωτάει» ό λη στής. — ’Όχΐ', άποκρίνεται ξέρά ή σενιόρα μέ τά μαύρα. Νά τούς πιάσετε όμως καί τούς τρεΐς κιάί νά τούς δοΐσετε α πό δέκα βουρδουλιές! Θά τούς χριησυμεύσουν για μάθη μα. — (Οχι, σενιόρα! Λύπηθήτε μας!, κλαψουρίζει ό άν θρωπος τρέμοντας. /Είμαστε δυστυχ σμένοι κάί φτωχοί άν θρωπο·;·! Δεν κάναμε τίποτα κακοί!... — Δεν είστε καί τόσο δυστιιχ'σμένοι καί καθόλου φτω χοί!, λέει πάλι ξερά ή μύστη ριώδης μαυροφόρα. Γυρίζετε μέ τ’ αμάξια σας άδεια απ’ το Έλ Πλό'μο, όταν πη)γαγ
όμως, ήταν. γειμάΐ$ μ4 §'μιπορεύματα... Ό καθένας σας: δηλαδή έχει· άπό ένα γε ρό; πόυίγγ'ί αυτή, τή στιγμή καί; να το δόΐσετε αμέσως, πριν γίνουν είκοσι Οί βουιρ·* δούλ,ές-! Εμπρός! Κάνει μιά αύταρχ ιική κίνήσι με τό χέρι· κι5 σι άνθρωποί τής αρπάζουν τους δυστυ χούς έμπορους καί , τους ξεγυμνώνουν άτΚ τή μέσηι κι5 α πάνω*. — Σ ενιόρα! Λυπηθή· τ ε μιας! Π άρτε τά λεφτά μας κι’ αφήστε μας!, φώναξε 6 ένας άπ5 τούς αιχμαλώτους. Ή παράξενη] γυναίκα, ό μως, μοιάζει σαν νά έχη ένα κομμάτι πάγο στη βέσι- τής καρδιάς της. Κάνει μια κί'νησι μέ το χέρι. Ένας άπ5 τούς μαοκοφόρους ξεκρεμάει τό μάστιγά του άπ5 τή σέλΙλα του αλό γου του. Πλησιάζει τά θύμα τα κι5 άρ\χί(ζ!ει· νά μοιράζή άπ ο μ:ά βουρδουίλιά στ-όν κα θένα. Σπαρακτικές κραυγές πό νου σχίζουν σάν μαχαιριές τή νύχτα, κάθε φορά πού τό μαστίγ .ο πέφτει·· πάνω στις γυμνές σάρκες τους. 1Η σ εν ίό'ρα μέ · τά μαυ ρα παρακολουθεί τό θέαμα, χω ρίς νά σαλέψη ούτε μιά στι γμή) άπό* τή θ!έσι· της. "Οταν τό· μίαάτίίγώμα τελειώνη;, οί άντρες της παίρνουν τά τρία γεμάτα· πουίγγιά των φτωχών εμπόρων. Μέ επικεφαλής1 τή μύστη ρώδίη αμαζόνα, ξεκι νούν μέ καλπασμό προς, τό κοντινό δάσος. Σέ λίγο έχουν
Οί . έμποροι, κλαίίγοντά^ άπ5 το κακό τους, άνεβο; ίνοιά ξανά στίς άμαξες καί συνεχί ζουν τον δρόμο τους προς τή Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες.
. Τ
Στπν ταβέρνα Η'Ν
άλλη
μέρά
τό
πρωί στην ταβέρνα τού Μα νουήλ, στον κεντρικό δρόμο του πουέμπλο, μονάδιικό θέ μα σιυίζητήσέως ·εΐνα τά χτεσ ινοίβροδυνά γεγονότα. 4 Η χωροφυλακή, πού ειδο ποιήθηκε άπό τά θύματα, δέν έχεκ καταφέρει ν’ άνακαίλύψη τό παρο.!μ·:κρόι. Τά Τχνηι των ληστών χάνονταν λίγο παρα μέσα στο δάσος, στίς οχθεζ τού Ρίο ΓικίΙλα. Ό ταβερνιάρης ό Μανουέΐλ τά πρόΙσωπά του φωτίζεται άπό χαρά, καθώς, βλέπει νά μπαίνη στο μαγαζί του ένας νεαρός εύγενής, ό Δον Σ άν τρο Βέγκα. Σκουπίζει τά χοντρόΙχειρά του στή βρώμικη ποδιά του κύ έτοιιμάζεται· νά τρέξη νά τάν ύποδεχθή. Την ίδια στιγμήι όλη η χαρά έξαφανϋζεται ικάι τό μούτρο του σκο τεινιάζει·.
Πίισω' άπό· τον Σ άντρο μπαίνει ^ένας πελώριος άνβρω πος, πού δεν είναι άλλος άπό τον Γσιλερσ, τον σ-ωιυατοφύ λακα τού νεαρού καμπαλλέΡ0'·( 4Ο Μανουέλ έχε' π ικρή πει ρα άπό' τή δΙυναμι τών χέρι*
Ρ'Λ.
·
ΟΜΙ
Κ
Ρ
!ών του ΓάΧΙρά (*). κίζ αύτόζ εΐναι ο λόγ-ός ίτοϋ χάνει τό ικιέΙφΓ του,. κάθε φορά που τον βλέπει. Πάλι· προχωρεί προς το μέρας τού Δον Σ άντρο, αλλά συγκροτημένα κι* ίχόντας το νού του να τό σκάση, 6μ ό Γάλέρας κάνει πώς άΤίλώνει το χέρι του. ΈννοεΤΤάΐ; όμως πώς ό καλοκάγαθος —^δταν δέν πειράζουν τον α γαπημένο Του κύριο— γίγαν τας δεν §χει· κανένά· λόγο νά τοί) κάνη καΐκό. Γιατι αυτός, ,οΰτε καν θυμάται, έίκιεΐνο τό . τταΐλ ία έτπε ι'σόΙδί ό. -— Καλώς ήρθατε, Δον (*). Λιάβ'αισιε τό. δεύτερο τεύχος πού ΜΙ.ΚίΡιΟΥ ΖΟΡΡΟ ιμέ τον τί τλο: «Τό Τσιακά,λι ενεδρεύει».
6
£
ί
6
Ρ
Ρ
&
I άντρο!, φωνάζει ό Μάνου* έλ·. Μεγάλη, τιμή γιά -μένα ττού με έτπάκέτρτεσβε, κάθε φορά που κατεβαίνετε στο τπσυέμπίλο μας. — ΕΤναι χαρά ,μου νά βλέ πω αληθινούς φίλους, Μανου ήλ. -— Φίλους; Έγώ φίλος^ δι κός σας, Δον Σ άντρο; ^ 9Ω! Τι μεγάλη τιμή που μου κά νετε! Και δέν ξέρω πώς νά σάς ευχαριστήσω, γι’ οουΤό! Τουλάχιστον ό 'μακαρίτης ό πατέρας σας... ό καημένος ό Δον Ντιέγικο ήξερε νά έκτιμήση τό καλό κρασί... Θέλω νά πώ δηλαδή δτν φσεΐς δέν τό βάζετε στό στόμα σας, Δον Σάντρο καί λοιπόν... — Καί1 λοιπόν; Μά τι σ3
©
Μ
! . Κ
Ρ
β
1
Ιπιαισε, Μαναυέλ; λέει- εύβυιμα ό νέος. Μπορεί νά δχης παράπονο πού δεν πίίνω κρααΐ, άφοΟ φέρνω ιμαΐζί μου τον Γαλέρα, πάύ πίνει για δέ κα; — Δεν πίνω ικοόθάλοΰ, σε νόρ Σάντρο!, διαμαρτύρεται μίέ γουρλωμένα ,μάτια ό γί γαντας. Κάνετε λάθος πού λέτε άτι πίνω... Θέλω να πω δηιλαδη... ’Άν διρινοο... Μ9 Λ λα λόγια σενόρ... Αυτός ό... δηίλαδή 6 Μαναυέλ, σενόρ, δεν μου έφερε άΐκόίμα την κανάτα κι9 έπομένως... δεν... σενόρ... —- Κατάλαβα! Κατάλα βα!, λέει σκασμένος στα γέ λια ό Σ άντρο και σταματάει τον κατασκασμένο σωματοφύλακά του, που αγωνίζεται
%
& Ρ Ρ ' ©
9
του κάκου ν άποτέλειώση. τη φρσσι - του. Δεν σου έφερε κρασί άκόμα κκ επομένως δεν πίνεις. Μάλις σου φέρει άμως, τότε 'θά το άΒειάίσης ο λόκληροί Σύμφωνοι ! — Σύμφωνοι, σενόρ Σάν τρο ΐ "Ως τον πάτο!, δηλώ νει θριαμβευτικά ό Γάλέρας και τά -μάτια του άστρα φτούν. Ό Μανουέλ υποκλίνεται βιαστικά αρκετές φορές και υσΥερα κάνει μεταβολή καί φεύγει τρέχ όντας. ☆ * * Την ώρα που ό Γαλέρας κατεβάζει κανάτες, κρασί1, μέ σα στο χάος πού έχει γιά στο μάχι, ό Μανουελ, που δεν εί ναι τύπος πού μπορεί νά στα
8 ματτιήση τή γλώσσα του, διη γείται στον Σ άντρο τά χτεσινσβραδινά γεγονότα. Και τά διηγείται· με τόσο τΐάθος καί δραματικότηιτα, προσθέτονιτας καί δικές του λεπτο μέρειες γιά την τρομερή σκλη ρότητα τής Σενιάρας με τά Μαύρα, που πολλοί απ’ τούς θαμώνιες τής ταβέρνας έχουν σταματήσει, τις δικές ^ τους συζητήσεις καί τον άκοϋνε. -— Τς, τς, τς!, κάνει με φρίκη; ό νεαρός Βέ'γκα, φέρ νοντας τό δαντείλένιο κι* άρωματ ισ μένο μαντηλάκ ι> του στη μύτη. Μου1 έρχεται λιπο θυμία, ΜανουέιΧ άμίγό! Πώς μπορούν νά διατάζουν μαστι γώσεις; Καί (μάλιστα1 μια σενιόρα! Καί μάλιστα νέα! — Καί δ μορφή,!, φωνάζει ό τ αβ ε ρν. άρης, ένίθ'ουσι■ αισμένος γιά την έντύπωσι πού έ χει κάνει, στον· έκίλεκ'τό πελά τη, του. — Μά 6έν είπες, Μανουέλ, πώς είχε το πρόίσωπό της σκεπασμένο με μια μαύρη μάσκα; — Τό είπα, Δον Σάντρο·!, μουρμουρίζει· σα'στισμένος ό ταβερν άρης. Μά λένε —δη λαδή είπανε— αυτοί πού τήν άντίΙκρυσαν, πώς ή ομορφιά της ήταν τόση, πού ή μάσκα δεν μπορούσε νά την κρύψη! Καί ή σκληρότητα της ήταν τάίσο μεγάλη πού... ^ \ μ Π ουλ η^ μασκα την έκρυ βε!, φωνάζει θριαμβευτικά ό Γαΐλέρας, βροντώντας τήν πε λώρισ, αλλά... ά5εα κανάτα του, πάνω στο τραπέζι. Θά ττώ κι3 άλλο ποτηράκι, Δον Σάντρο;
™ Ποτηράκι λέξ αυτό/ Γαίλέρα; ρωτάει τρομαγμένος^ ό νεοφ·. 'Εσύ, παιδίι μου, τό πας «γουλιά καί κιλό»! Δεν μπορείς νά συήικινηθής μέ τίιποτ3 άλλο, έίκίτός άΐπό' τό κρα σί; Δεν ακόυσες γι3 αυτή τή δυστυχισμένη σενιόρα μέ τά μαύρα; Πολύ τή λυπάμαι, νά είναι νέα κι3 όμορφη καί νά ύπάρχη τέτοια σκληρότητα στην καρδιά της! Υπάρχει τίποτα φοβερότερο άπ3 αύτό· τό- πράγμα; "Ένας άνθρωπος πετιέται όρθιος ό)πα τό’ διπλανό τρα πέζι. Τό πρόσωπό του είναι κατακόκικινο άπ3 τήν οργή. — Λυπάστε αυτή τήν άτι μη, πού έβαλε νά μαστιγώ σουν καί νά λη,στέίψουν τον άδειλιφό' μου καί τούς συντρό φους του καί δεν λυπάστε ε κεί νους; Λο.πόν κ"3 εγώ σάς λέω. πώς^ή βρωμσγυναίΐκα αυ τή 6έν είναι γιά νά τή λυπά ται κανείς, αλλά πρέπει νά την πιάσουν καί νά τήν κρε μάσουν άπ3 τή γλώσσα! Κι3 όσο γά σάς, δεν μου φαίνε στε καλύτερος άίπ3 αυτή! — Τζαύλ.Ο'!, φωνάζει κατατρσμαγμένος ό Μανουέλ, τπροα 'σθανόμενος καταστρο φή. Μά καί οι 5υό φίλοι του απ'3 τό τραπέζι τραβάνε τον άντρα άπ3 τά χέρια, -έρουν πώς μπορεί νά πάη γιά χρό νο ολόκληρα στή. φυλακή, άν ό νεαρός εύγενής, τον καταγγειλη. Ό Γαλερας, άπ3 τήν άλλη μεριά, έχει, σηίκωβή καί προ χωρεί κιόλας πρός τό μέρος του, γρυλλίζοτας σάν θηρίο.
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ό Δον Σ άντρο όμως τον πιάνει απτ5 το χέρι και τον σταματάει.. — Ακούστε, σενιόρ, λέει ήρεμα σ εκείνον τον άνθρω πο, θά σάς; έξηγήοω τον λό γο, πού ή σεν.όρα μέ τά μαύ ρα είναι, ττιο άξια για λυτή άττ3 τον άδΙελφό σας; και τους συντρόφους του1! — ΕΤστε τρελλός! — Τζούλιο!, φωνάζει ό πλαϊνός του και του1 βουλώνει: τό στόιμα μέ την παλάμη,. Ό Δον Σάντρο συνεχίζει, σαν νά μη συΐμΐβαίνηι τ'ίάοτα: — Πόσα ήταν τά χρήμα τα που τους πήραν οΐ λη στές; Καίί των τριών μαζί·. — Θόκαναν το λιγώτερο πενήντα χρυσά νομίσματα ό λα τά εμπορεύματα ^ τους. Δεν ξέρω τπόάα άκριιβώς εί χαν είσπιράξεΐ'... — Ωραία. Αύριο ό επι στάτης μου θά σάς φέρη ε κατό· χρϋσά νομίσματα για τον καθένα τους;!, λέει. 6 Σάν τρο. Αυτό· θά τους άποζημιώσηι μ(έ τό παραπάνω και γιά τις !βουρ6ουλιές! Ό Τζούλιο έχει μείνει άπαλ ιδωμένος· και κυίττάζει τον νεαρό ευπατρίδη, ·μήν πιστευ όντας τ’ αυτά του. Έκεΐνος του ξαναλέει χαμογελώντας κουρασμένα: — Τή σκληρότητα όμως, ά)π5 την καρ5;.ά αυτής τής, σενόρας, άμί'γο Τζοόλιο, δεν .μιπορεΐ νά την άφαιρέσηι κά νεις ούτε με χιλιάδες χρυσά νομίσματα! Και γι* αυτό εί ναι πιο άξια γιά συμπόνα!
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
9
Ή παραβολή του ΓαΑέρα 0
ΑΩΙ
στην
ταβέρνα
κυττάζουν σύστημά τον ευέ ξαπτο Τζούλ :ο, πού έχει πά ρει. ένα τέτοιο μοθήμα. 5Αλ λά έκεΐνος ξαφνικά, μανιάζει περιισσόΐτερο. Κ αταιλαβαίνε ι πως αλοιι του ρίχνουν άδικο κι.5 αύτό τον κάνεκ Θ'ηρί<ο. — 3 Εσείς οί πλούσιοι, μουγκρίζει χτυπώντας· τή γροθιά του στο τραπέζι., νο μίζετε πώς όλα κανονίζονται μέ τά βρωιμολεφτά σας! —Νά τον... «περ:|πο;.η|9ώ», αφεντικό; γρυλλίζει ά'νύπάμο να ό Γαίλέρας. Ό Σάνπρο άνασήκώνει τούς ώμους άδιάφορσ, φέρν.ον τας τό· ιμιαντηλάκι του στη μύτη. — "Οπως νομίζεις, απαν τάει.. Αυτόν δεν τον πιάνει κάνεις ούτε στο κρύο, ούτε στή ζέστη! Ό γίγαντας άπλωνει« τό χέ ρι του μέ τή γρηγοράδα τής οίστοαπής. Ό Τζούλ ιο δεν προλαβαί νει νά φυλαχτή. Ή τρομερή γροθιά τον βρίσκει κάτω άπ3 το σαγόνι;. Τον άνασηίκώνει. ολόκληρον απ’ τη γή καί τον πετάεΐ' επάνω στο τραπέζι. Μετά σκύβει άπιό πάνω του, ενώ όλοι οι άλλοι- υποχωρούν κατατ ραμαγμένσ κ. — -έρεις; τού λέει. Μου θυΐμίίζες μιά ιστορία! Θά σου την πώ! -— Έσύ, Γσλέρα, 'θά πής ιστορία; φωνάζει 6 Σάντρο κατάπληκτος,
10
ο
ΜΙΚΡΟΣ
— Θά προσπαθήσω- τουιλά χΐσ'τον, Δον Σάντρο. Δηλα δή... Θέλω νά πιω... Θά κά νω·. .·. . — Πες την ίαπορία ! _— Μάλιστα! Άκους, εσύ; Έναν τον «είχαν καταδικάσει1. Νά του κόψουν τό κεφάλι·! Λοιπόν ό δήμιος ήταν πονό ψυχος. ,Τόν λαπήΐθήκε που έ■κίλαγε. Κατέβασε τη σπάθα ■του καί1 τουικιοψε μονάχα- τά ραικρυά μαλλιά του! Τότε έκ-εΐνος γύρί!ζε.ι καί του1 λέει: «Είσαι; τεμΤτ«έλης κι5 ανεπρό κοπος;!1 Μιά κι" Ικανές το κα λό, δεν ιμιτΓοροΰσες καίί .νά .με ξυιρύσης;. Τά γέλια ικαί τό κακό· ττού γίνονται μες στην ταβέρνα του Μανουέλ, είναι·. άΐδιόνατσ νά τά ήιεριγράψη κανείς. · "Ο
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
σο γιά τόν Ραλέρα, από τη μέρα αυτή ανεβαίνει» πολύ στην έΐκτί,μηισηι των κατοίκων τού ποοέμπίλο. * * * \ Μά ό Δον Σάντρο Βέγκα ' βιάζεται· νά φύγουν. Άπ’ τη · στιγμή· ττού ακούσε τά νέα, κάδεται· πάνω σε αναμ μένα κάρβουνα, -έρει· πώς άπ’ τον δρόμο του Έλ Πλόμο, θά ερβη σήμερα μέ την άμαξα του πατέρα τηις ή σενιορίτα Κάρμιεν Περέϊρα, ή πεντάμορφη; κόρη ττού μαστι κά έχε;ι κερδίσει1 την καρδιά του. Παίρνει, λοιπόν τον Γαλέρα καί σε λίγο οί δυό τους, πάνω στ5 άλογα, ρίγνοται· σάν τρέλλοί φτρός τό μεγά λα -ράντσο των Βέγκα/Όταν
Τον σηκώνει ολόκληρον άττ’ τή γή καί τον πετάει επάνω στο τραπέζι |
Ο
ΜΙΚΡ
ΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
11
Ή λεπίδα του σπαθιού του διαπ£ρνάει τδ στήθος τοΰ δολοφόνου.
φτάνουν, δεν πηγαίνουν στο σιπίίτι, άλλά κάνουν μια με γάλη βόλτα ·μέσα στο κτήμα·. Πλησιάζουν μ.ά βραχώδη πλαγιιά. Έκ'εΐ μαζί μέ τ5 ά λογά τους μπαίνουν σε *μ·:ά σπηλιά, πού τό στόρισ · της είναι κρυμμένο από ιμεγάλους. θάμνους. Ό Σάντρο πηδάει απ’ τ’ άλογο καί τρέχει<’ κοντά σ5 έ να άλλο άλογο, ολόμαυρο, πού βρΛαικιεται είκιεΤ μέσα.1 Ε κείνο χλιμιντρίζει- χαρούμενο πού τον' βλέπε:.. Χτυπάει α νυπόμονα τις οπλές του στη γή. Το πετσί1 του ανατριχιά ζει·, Ό Δον Σ άντρο πετάει- τά ρούχα του καί φοράει· ένα ο λόμαυρο κοσττούμΐ'. Σκεπάζει
τό πρόσωπό του -μι5 ένα μαύ ρο πανί, φοράει, ολόμαυρο σομπρέρο, ζώνεταν δυο περί στροφα, ρίχνει στην πλάτη, του μια μαύρη μπέρτα καί.·. —- Σευόρ Ζ ορροί!; λέει ϋ:<πτλη(;<τ·ος κι ανήσυχος ό Γα λέρας. Γκά που! τό βάλατε μέρα-με:'σηιμέρ:ι; Θέλω νά πώ δηλαδή.... -,έρω πώς μόνο τό 6ρόιδο... Εσείς,. σενόρ..* — Καλά, Γαλέρα! Σήιμερα θά βγω μέ τό φως τού ή λου, γιατί κινδυνεύει· ή σενορίτα Κάρμεν, από τη· Σ,εν.ΐόρα μέ τά Μαύρα !, άπόκρίνετσ :< ό· λλασικοφόρος Εκ δικητής. ;Γιατί, οσο κι5 άν αυτό φαί νεται· παράξενο, ό νεαρός κομ ψεϋόμενος των σ άλ ον ιών. Δον
η Σάνίτρο Βέγκσ, γιος του Ντιέγκο Βέιγικα πού ήταν κάπο τε ό θρυλικός σενόρ Ζορρό, συνίε'χίΐζε:! το ,μεγάλο έργο τού πατέοσ του, μετά τον1 θάνοπα εκείνου. ΚαΊ όπως κι5 ό μακαρίτης, έτσι κι* αυτός τγροσπο: είτα: πώς άπεχΒάνιεται· τά όπλα κάι τή βία καί πώς έ'νίδ'ΐιαιφέρεταιι μόνο για ποιήματα καί σενιορίάες, για νά μήν μιποιρή κανείς νά υ ποψιαστώ τή διπλή του ταυ τότητα. Μόνο ό πιστός Γαλέρας, που ό Σ άντρο του έ χει· σώσειι τή ζωή κι5 από τό τε τόν λατρεύει, όπως 6 σκύ λος τον κύριό του, ξέρει αύτό τό ,μυστικό. Κάί' ή -μητέρα του επίσης, Δόνα 31 σάβέΐλα, τα ^ έχει καταλάβει, άλλα δεν του έχει, αναφέρει* τίποτα, για νά μήν τόν δύσκολέψηι στο δυ (σκολο καί τρομερά επικίνδυ νο έργο του. _ Ό σενόρ Ζορρό, καβάλα στο· υπέροχο άλογό του, :βγαίνει> σάν αστραπή από τή μυστική σπηλ'ά καί παίρνει 'βιάρεια κατεύΐθΐυνσι, πρός τόν βρόμιο του Έλ Πλόμιο. Δεν άργεϊ νά φτάση στο δάσος, ίκρόβεταιι μέσα στά πρώτα Ιδέντρα καίί περιμένει1, -έρει πώς ή άμαξα πρέπει νά περάση, τό μεσημέρι,, αλλά τό μεσημέρι περνάει πρώτο κι* ή άμαξα δεν έχει φανή. "Αρ χίζει· ν5 άνησυχή. Πηδάει· άττ3 άό άλογόν του1 καί σκαρφαλώνει σ5 ένα δέντρο. 3Απ3 τήν (κορφή του βλέπει· δλη τήν Κοιλάδα, ώς πέρα. Βλέπει έ να μίικρό συννεφάκι σκόνης πρός τά βορεινά. Άναπνέειι μέ άνακούφισι. -ανακατε'βαί-
νει απ’ τό δέντρο κι* ανεβαί νει· πάλι· στο άλογό του. 'Μιά ώρ3 αργότερα; ή άμα ξα κάνει, τήν έμΐφάνισί της στή'ν άκρη του δρόμου. Τά τέσσερα άλογα; πού τή_σέρνουν τρέχουν γρήγορα·. ~αφνι κά όμως, μέσ3 άπ3 τά δέντρα του δάσους, καμμιά τρακο σαρ; ά μέτρα μακράτερα από τό· μέρος ι πού είναι· κρύμ!μένος, βγαίνουν έξη, καβαλλάρηίδες κτ3 όρμούν καταπάνω Της.
Εκπλήξεις Α
ΒΝ κάθεται· νά τούς
6ή πού θά φτάσουν στήν ά μαξα. Ούτε βγαίνει, στον δρό μο για νά τρέξη εναντίον τους, γιατί τότε θά τόν δουν άπό νωρίς καί θάναι- δύσκολο νά τούς πλησιάση. Σπηρουνιάζει- τό άλογό του καί τρέ χει· μέσ3 από· τό δάσος. Δεν αργεί νά φτάση στο ύψος τής άμοιξας, πού έχει πιά σταμα τήσει. 0(1 μασκοφόροΊ· βρίσκονται τριγύρω της. Μέ τά πιστόλια στά χέρια έχουν αναγκάσει τόν άμαξα καί τόν βοηθό του νά σηκώσουν τά χέρια ψηλά. Αύ-τή' τή στ'ιγμή- άνοιγε ιι ή πόρτα τής άμαξας καί μια γυναικεία φωνή διατάζει: — Κατεβήτε, σ ενορία α! Ό Ζορρό βλέπει, τότε πώς ό ενιας άπό τούς έξη καβαλ.λάρηΐδες... είναι, γυναίΙκα. Εί ναι, ή μυστηιρώδης Σενιόρα μέ τά Μαύρα, πού απειλεί μ,3 ένα πιστόλι- τούς επιβάτες τής άμαξας.
<0
Μ
ϊ
1€
Ρ
Ο
1
Ό Μασκοφόρος "Εκδικητής ,διστάζει περισσότερο. Την *ώ·ρα πού -μέσ" από τ" άμάξ ι· .κατεβαίνει ή νεαρή Κάρμ-εν, .'ίμιέ τή χοντρή, ^μαύρηι παραιμάνα της, έκεΐνος; κεντρίζει· τό άλογά του καί βγαίνει α πτό τά δέντρα. Ή άπάστασίι που τον χω ρίζει αυτή τή φορά από τους ,ληΐστές, δέν ξεπερνάει τά δε ι καπέντε μέτρα;. "Ωσπου νά πον άντιληφθούν μάλιστα, έ χει καλύψει παραπάνω· άπο τή μ.σή άπάστασι. — Μάνος άλτος σενόρες!, (φωνάζει με παγερή φωνή. "Οποιος βιάζεται νά πεβάνη, άς κινηΐθή πρώτος ! — Μάνας άλτος, σενδρ Ζορρά!, ακούει τήν ίδια στι γμή μιά διαπεραστική φω!νή -τπί|σω· του. Π έταξε τά π.ιστό».λια σου! Στρέφει μ.5 ένα κρύο ρίγος καί βλέπει άλλους έξηι καιβαλ λάρήδες με μαύρες μάσκες. "Έχουν βγή άπο τά δέντρα -του δάσους κι" έκεΐνοι καίί τον σημαδεύουν μΐέ δυο πιστόλια :ρ καθένας. Καταλαβαίνει πώς δεν απορεί νά κάνη τίποτα. Πετάει τά περίστροφά του, ρίχνοντας μιά άπελπ ν ,σίμένη ματιά στήν Κάρμεν. Ή Σενιόρα μέ τά Μαύρα έρχεται κοντά του, ενώ από παντού περιτριγυρίζουν οί πάνσπλ ο ι ληστές. .* .·& *
Ή μυστηριώδης γυναίκα στέκεται αντίκρυ του. Τά βλέμμίατά τους συναντώνται, πίσω άπο τις τρύπες πού έ χουν οι μαρίδες προσωπίδες Γονς. ' “ ν'
Ζ
Ο
Ρ
?
Ο
Ί3
Τήν Κάρμεν τήν έχουν πα ράμερα. δύο άλλοι ληΐστές. — "Ωστε εσείς εΐσθε ό πε ριβάητος σενάρ Ζορρόί!, λέει ή Σενορα μέ τά μαύρα. Ή φωνή της είναι δυνατή καί· κρυστάλλινη, άλλα κλεί νει· ιμέσα της και μιά παράξε νη φλόγα. — Περίεργο!, μουρμουρί ζει πάλι. — Τι σάς φαίνεται περίερ γο, σενιόρα; ρωτάει έκπλη>κτος ό Ζορρό. —Φαίνεσθε εξαιρετικά νέ ος, άπιοκρίνέται έκείνη. Κι* όμως είναι τόσα χρόνια τώ ρα, που τό όνομά σας έχει γίνει· θρύλος! "Έχετε βρή το φάρμακο τής αίωνίας νεότητος; — Σάς ξεγελάει. τό· μαύρο πανί, σενιόρα!, άποικρίνεται ό Μασικοφόρος "Εκδικητής. Ή φωνή του φαίνεται αδι άφορη, άλλα αυτό γίνεται μόνο γιατί έχει τρομερή· δύ ναμη θελήσεως. Ή έκπληξίς του άπ’ τήν αρχή δεν όφείλεται. στο ότι ή γυναίκα έκίείνη κατάλαβε πώς είναι νέος, μά επειδή είναι βέβαιος πώς έ χει αναγνωρίσει τή φωνή τηςσ Είναι βέβαιος πώς ξέν ρει. ποιά είναι ή «σενιόρα» πτού κρύβεται κάτω· άπ" αυτή τήν άμίφίεσι κι5 άπο τή· μαύ ρη· μάσίκια! Τόσο βέβαιος, ό σο θά ιμίπορούσε ^νά όρκιοτή πώς; είναι ένίτελώς όβύνστο νά βρίσκεται· μίπροιστά του τούτη! τή στιγμή! Στέκει 'μαρ'μιαρωίμένος. "Α κίνητος σάν άγαλμα. "Ακούει τή φωνή της· καί κάθε της συλλαβή τον βεβαιώνει· άκ6-
14
©
Μ
I
Κ
Ρ
μσο περισσότερο, πώς δέν μπορεί νάχη κάνει λάθος. Πάνε σχεδόν εξ η μήνες α πό τότε που* την ξανάκουσε. Κάί< χρόνια όμως νά περά σουν, ξέρει, πώς δέν πρόκει ται, νά την ξειχάση ποτό. _ — Αέν είσθε πολύ ομιλη τικός !, τού λέει· χαμογελώντας ή Σενιόρα μέ τά Μαύρα. Δεν ηχετε κι4 άδικο. Σΐκέπτεστε βέβαια πώς ύστερα από τόσους άθλιους καί τέτοια πε ριπετειώδη ζωή τόσων χρό νων, ήρθε ή στιγμή ν' άποκαιλύφΐθή τό πρόσωπό· σας, εμ πρός: σέ μ,ιά γυναίίκα! — ’Ά όχι! Δέν συλλογί ζομαι, τίποτα τέτοιο, σενιό ρα!!, άποκρίνεται· ό Μασκσφόρος Εκδικητής, βρίσκον τας ξαφνικά τον εαυτό του. *Έξ άλλου, πως θάταν δυναιτόν νά φοβάμαι· γιά κάτι πού ξέρω πώς δεν πρόΙκειται. νά Υί'νηι; ΕΤναι ή σειρά τής γυναί κας νά τον κυττάξη κατάπλη. καη.. , — Δέν θά γίνηι; μουρμου ρίζει. Π ιστεύετε πώς μτπορεΐ,τε νά ξεφύγετε ανάμεσα σέ τόσους ώπλισιμένους ανθρώ πους; Πρι μένετε καμμ'ΐά βο ήθεια; — 'Όχ.', σενιόρα! Ξέρω όμως πώς δέν πρόκειται, νά δήτε τό πρόσωπό ιμου, επειδή δέν τό· θέλετε έσεΐς ή ίδια! Χωρίς άμιφ'-'βολία .μέ χρειά ζεστε έτσι όπως είμαι! Μέ την μάσκα μου! *
*
*
, Ή σενιόρα μέ τά μαύρα γίνεται κανονικό άγαλμα ε
0
1
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
·
τούτη τη φορά. Τον παρατη ρεί άναυδη. — Δέν λείναι, δυνατόν!, ψελλίζει·. Πως ξέρετε!... — Δέν ξέρω τί'ποτα, σενι όρα! , βιάζεται νά την πληροφορήση ο Ζορρό·. Μά τά πρά γματα είναι απλά: Δέν ανή κετε στη..,. Χωροφυλακή, ώ στε νά έπιθυμήτε τη σύιλληψί, μου. Κ άνατε ολόκληρο σχέ διο γιά νά μέ παρασύρετε εδώ καί νά μέ συναντήσετε ! -έροντας πώς δεν επιτρέπω νά ληστεύουν καί νά βασανί ζουν ανθρώπους, κάνατε δ,τι. κάνατε την περαοίμένη, νύ χτα! Κι5 ακόμα ξέρατε πώς· σήμερα θά ερχόταν ή σενιορίίτα Κάρμεν άπό τό Έλ· Πλό μο. Γ νω ρίξατε, επομένως, πώς δέν θά άφηνα νά την λη στέψουν καί θά έσπευδα νά έπέμίβω. Αυτό· όμως, προϋπο θέτει κάποια αδυναμία μου, γιά τή σενιορίτα Περέϊρα, πού κανείς· άλλος δέν θά μπο ρεύσε νά την υποπτεύεται-, έκτος: άπό την ίδια ! "Αρα ε κείνη σάς πληροφόρησε, γι’ αυτήν! Τό μοναδικό συμπέ ρασμα λοιπόν, είναι πώς είσσίστε συνεννοηιμέ'νες, γιά νά μιέ παοασύρειτε εδώ καί πώς τόση, ώρα παίζετε θέατρο! Πολύ καλά! ’Άς τελειώνη ή παράστασίς! Μια φορά ό σκοπός σας πέτυιχε κι" εγώ εΐμζ έΒώ. ' Μπορείτε νά μοΰ ξηΐτήσετε ό,τι θέλετε! Μ ά δ.ίπλή κραυγή έκπλήξεως ξεφεύγει απ' τά στόμα τα τής Σενιόρας μέ τά Μαύ ρα καί τής ΚάρΙμεν. Ή δεύτε ρη γίνεται, κατάχλωμη σάν
νεκρή. Γιά πολλή ώρα καί ο!
©
Μ
I
Κ
Ρ
©
Σ
'δΐϋα τους είναι άνίίκσνες γιά μ-ιά λέξι- ή έστω μ ια κ-ίνηισι. Έχουν μείνει, σάν στήλες ά λατος.. Τον κυττάζουν σάν νά βλέπουν κάποιο υπερκόσμιο Όν.
{ΐ ΡΩΤΚ
συνέρχεται ή
Σενιάρα μίέ τά Μαύρα, σημά δι πώο -είναι- πιο δυνατή. ^ — Σενάρ Ζορρό, μουρμου ρίζει,, είχ" άίκ θύσει πάρα πολ λά γιά' σάς. Τώρα όμως βλέ πω πώς είχ" ακούσει λίγα! Ναι... Είναι αλήθεια αλα δσα είπατε. "Ήθελα νά σάς έίκβ άσω μέ τή ζωή τής Κάρμεν, γιά νά πετύΐχω- κάτι, οστό σάς! Έκίείν.ηι μού έλεγε πώς δεν χρειαζόταν. Πώς άρκουσε νά σάς· συναντήσω1 ικα.ί νά σάς ζητήσω αυΐτό που ήθε λα... Δέν^ τήν ακόυσα. Προ τίμησα. νάμίαΐι έξηισφ-αλισμενήι. Πάντως: άλλον τρόπο γιά νά επιτύχω τή συνάντησί- μας αΈ αυτόν, δεν μπορούσα νάβ]ρώ. Και σάς; όρικίζάμαν πώς είχα διατάξει τον άνθρωπό μου, νά είναι, αστεία τά χτυ πήματα που θά τους έδινε... — Κ Τ όμως, σεν.όρα, αυ τοί όί δ ι άβολοι- ούρλιαζαν σάν νά τους έσφαζα!, λέει θυμωμένος ένας από τούς, μα στοφόρους πού στέκουν δί πλα της. Κι," εγώ δέν ξέρω πώς κρατήιθηικα καί δέν τούς έδωσα καί μερικές καλές, γιά νά βάλουν γνώσι! -— ’Άς είναι, κάνει- άν-υπόή σρνιόρα μέ τή μάσκα.
2
©
Ρ
Ρ
Θ
1
15
Σενάρ Ζορρό, πρέπει νά μά θετε τί ζητώ άπά σάς... Ή φωνή της, είναι, περή φανη καί οι τρόποι- της άγέρω'χοΐ'- Φαίνεται πώς ή γυναί κα αυτή έχει συνηθίσει νά βλέπη νά έΚτελουντσι οί έπιΘΜμίες της, σάν νά είναι, δια ταγές. Λ Ό Μασκο'φό-ρος Εκδικη τής χαμογελάει- άνεπαίΙσθητα, κάτω, άπά τή μαύρη προσω πίδά του. — Σάς άκούω, σενιόρα I, λέε ■- απλά. Λ "Αλλά, πρίν ή μΐυστηΐριώδηις γυναίκα προλάβη νά μιλήση, ένας άπά τούς μασκαφόρους πού τούς τριγυρίζουν φωνάζει: — Φυλα,χτήτε!
* ★ *
Μεσ5 από τό· δάσος, ούτε πενήντα μέτρα μιακρυά τους, ξεχύνεται τήν ίδια στιγμή μ·ά ολόκληρη ίλη Ιππικού. —- Μάνος άλτος!, ούρλιάζρυν από μακρυά άκόΐμα. Πετάξτε τά όπλα σας, γιατί εί στε χαμένοι! —- Διάβολε! Δέν είναι χωοοφ-ύλακες!, φωνάζει άθελα- ό Ζορρό, καθώς διακρίνει- πώς όλοι εκείνοι, οί -καβαλλάρηβες είναι προσωπιδοιφόροΐι, όπως κι" έΐκ είναι πού- συνοδεύουν τη Σενιόοα μέ τά μαύρα. —"Όχι,, σενάρ Ζοριρό:! Δέν είναι χωοοφύλακιες!, λέει μ* απελπισία εκείνη. Αυτή τή φορά οί -κυνηγοί δέν είναι- γιά σάς, αλλά γιά μένα! — Γιά σάς!, κάνει κατά πληκτος ό Μαίάκοφόρος "Εκ δικητής. Τότε δέν πρέπει νοΕ σάς π ιάσουν \
16
©
ΜΙΚΡΟΙ.
Καί, χωρίς νά περιμένη^απάντησι·, σκάβει· άστραπιαΐα, τήιν αρπάζει άπ’ τκ ^ μ>ασχά λες κ·α'ΐ τήν καθίζει πίσω του, πάνω στο άλογό του. , — Κ ρατηΟήτε καλά!, φω νάζει κΓ υστερα^συνεχίΐζεΐι δυ νατότερα. : Σείς οδηγήστε την σενιορίτα Κάρμεν στο σπίτι της! Δεν έχει· γελαστή σ' αυτό πού τπστεύε!. ΟΊ αναπάντε χο :· εχθροί δέν ένδιαφέρονται· καθόλου1 γ.ά τούς μασκοφόρους καί τη σενιορίτα Περέϊρα. Μόλ :ς βλέπουν τη, Σενιόρα 'μέ τα Μαύρα νά φεύ'γη πιρό·ς τό δάσος, μαζί με ^τόν Ζορρό, κάνουν στροφή καί ρί1 χνονται ξωπίσω τους. Ή ενέργεια του Μαστοφό ρου Τι,μωρού1 είναι* τόσο γρή γορη, πού δεν προλαβαίνουν ν άντδράσουν, μ5 δλο που περνάει σχεδόν δίπλα τους, έτσι όπως τρέχει· κατά τόι μέ ρος· απ’ όπου έρχονται αυτοί. "Ωσπου νά σταματήσουν τήι φόρα των αλόγων τους, νά τά στρίψουν καί νά τά κά νουν νά ξανατρέξουν άντίΐθίετα., ό Ζορρό· έχε; κιόλας χωθή μέσα στό^δάσοςν — Σκύψτε τό κεφάλι σας στήν πλάτη; μου, νά μή σάς χτυπήση· κανένα κλαίδί'!, φω νάζει. δυνατά για νά τον ακουιση ή Σεν.όρα με τά μαύ ρα. "«Εκείνη υπακούει. Ό Μαστοφόρος ΈκΒηκηιτήις αποφεύγει· κάθε μονοπά τι. Καλπάζει μέάα στο π ιό πείκνό μέρος του δάσους, γιά νά κάνη τους διώκτες τους νά ΤφΟς χάσουν, Αρν είναι ομω^ς
τ
ο
ρ
ρ
ο
καθόλου εύκολο, γιατί ή άπόστασις που τούς χωρίζεκ δεν είναι μεγάλη. "Υστερα καί τό· διπλό· βάρος που σηκώνει τό· αλόγα του, εμποδίζει· τήν ευκινησία; του καί του λιγο στεύει· τήν ταχύτητα. -— Σενιόρα!, φωνάζει βι αστικά. ’Άν συνεχίΐσουμε έ τσι· θά μάς; προλάβουν καί θά μάς πιό.ισουν. Θά σάς άφήσω λο'πιόν! —Θά με άφήσετε!, κάνει· (κατάπληκτη} καί άνήσυ'χη ή μ,υά,Τηριώδης γυναίκα. -— Μείνετε κρυμμένη· καί δεν θά καταλάβουν τίποτε. Θά εξακολουθήσουν νά κυνη γουν έμενα!, τής ό Μασκοφό ρος: Τι μωρός. Μόλις στρίβει σέ μια πυ κνή συστάδα θάμνων, τραβά ει με δυναμι τά χαλινάρια του αλόγου του. Τό σταματάε:. — ΧώΙθήτ’ έκεΐ μέσα!, φω νάζε' ό Ζορρό. Γρήγορα! Ή Σενόρα μ'έ τά Μαυόσ πηδάει· στη γη. Χωρίς καθυστέρησ;· κουρνιάζει μέσα στις πυίκνές φυλλωσιές, ενώ ό θρυ λ κός καβαλλάοης σπηιρουνιόΐζε: πάλι· μέ δυναμι τ’ άλο γό του. Εκείνο τινάζεται μπροστά σαν αστραπή.
Ποιγκιπέοαα ΆμορίΑντσ
Τ ΟΤΕ αρχίζει νά κερ6 ίζη, τήν άπόστασι πού είχε χάσει πριν, απ’ τούς διώκτες, του, τό γοργοπόδαρο άτι. Τό έδαφος· είναι ανώμαλο κΓ ό Ζορρό τρ γνςοΐρίζ^ι· θαυμάσια,
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
οος κ·αί τήν τελευταία ταυ ά-' νωμαλία, οαφοΟ1 έ!5ώ πέρα έχει γιενήοή κι" έχει περάιαει- σχε δόν όλα τά χρόννα τής ζωής ζωής του. Αυτό τον βοηθάει νά -κ-ερδΟζη δ»λο και περισσό τερη, άπόστασι·. Σέ μια <ττι<γμή όμως, που κατηφορίζει μια πλαγιά, μένει για μερικά δευτερόλεπτα ακάλυπτος. ΟΊ μασκοφό ροι κα;βσλλσρη|5 ες τον βλέπουν ολοκάθαρα. — ΕΤνα ι μόνος του!, φω νάζει ό έτι (κεφαλής τοΰ' απο σπάσματος υψώνοντας το χέ Λ ρι ■ " Ολο ι σταμ ατοΰν γυ ρω του. — ΠίΙσωι!, ξανσφωνάζει ό αρχηγός τους. Κόπου θά την άφησε καί1 συνέχισε μόνος για νά μάς παρασύρη. Θά ψοίξσυμε τό δάσος και θά την βρούμε! -είκινεύν μέ καλπασμό από κεΐ που ήοθανε. Λίγο π ό πόσα απλώνεται σέ μ ά γραμμή, σ" όλο τό δάσος κί" αρχίζουν νά ψάχνουν προσιεκτπκά καί τον τελευταίο θάμινο. Ή Σ εν άλα μέ τά Μαύρα δ μ ως δέν βρίσκεται· πουθενά. Έχει· γίνει άφαντη. Τό· μυ στικό τής έθσφσνίσεώς της ωστόσο, δέν εΤναν κοίδόλου μυ στηρ·ωδές, 'Απλοόατατα οί μασκοφόρο: καιβαλλσρη|5: ε ς που τή. συνόδευαν, δεν υπά κουσαν στή δ'αταγή του Ζορ ρό, άλλα όΐκολούθ'ησαν τούς άλλους μασκοφό ρους, πού κυ νηγούσαν τήιν κυρία τους. "Έ τσι, όταν περνούσαν εμπρός από τούς θάμνους· πού ήταν κρυμμένοι, εκείνη τούς είδε,
2
®
Ρ
Ρ
Ο
17
τούς άνσγνιώρΐίσε από τά ρου χα τους καί τούς φώναξε. Την πήραν λοιπόν μαζί τους κι* έφ υγ οιν καλπάζοντας. "Έχουν συνοδεύσει τή σεν,ορίτα Περέϊρα στο σπίτι της κι" έπ. στρέφουν αργά τό ίάττόγευμρι, άιττο άλλον δρό μο. Πηγαίνουν για τον πύρ·γο τού Δον Έουισέμπιο, γιου του "Αυτ βασ λέως του Μεξ.κού. Σταματούν σ’ ένα παρεκ κλήσι, αρκετά μακρυά από τοιν πύργο. Ή Σεν ιόιρα μέ τά Μαύρα μπαίνει μέ τ" άλογό της στην αυλόπορτα τής μικρής έκκλη αίας. ΟΊ μαισικοφάρο ι πού τή συνοδεύουν δέν σταματούν καθόλου τον δρόμο τους. Περ νουν τό παρεκκλήσι· καί τρα βούν μέ όίργό- βηματισμό· γά τον πύργο. Μόνο πού, καθώς πηγαίνουν, άφαερούν τις μαύ ρες μάσκες από τά πρόσω* πά τους.-,λΑν τούς συναντούσε κανείς, αυτή τή στιγμή, δέν θά δυσκολευόταν νά άναγνωιρ-ίιση τούς πιστούς υπηρέ τες τού Δον Έουσέμπ ο. Ή Σενιόρα μέ τά Μαύρα •κατεβαίνει άπό τό άλογό της., μπροστά στή χαμηλή πορταύλα ενός μ κρού δωμα τίου, χτομένου στήν αυλή τού παρεκκλη,σ .ού. Μ" ένα •κλειδί που βγάζει, από κάιπο·<α τσέπη τού μανδύα της ιάνοίγει. Μπαίνει στο δωμστιάκι. ^Βγάζει τή μάσκα, τον μανδύα καί τή μαύρη Φορεσ.ά: της. Σ" ένα. λεπτό· ξανα βγαίνει ντυμένη μέ μιά απλή, ό,ιλλά πολύ πλούσια στολή άμαζόνας. Είναι μιά πανέμορ-
Τό σπαθί τού
φη, δροσερή κοπέΙλλα, δχι μεγαλύτερη* από δεκαεπτά χρόνων.. ■ Κλειδώνει πάλι και ανε βαίνει στο άλογό της. /Όλες
της ο! κινήσεις είναι γεμάτες· χάρι και μεγαλοπρέπεια. Καίθώς βγαίνει άιπ5 την αυ λόπορτα τού παρεκκληΐσιοΰ [συναντιέται μ5 εναν ιερωμέ-
σαν άστοαττή στον αέρα...
,
·. ’ να πού έρχεται αντίιύετα την ϊοια στιγμή. ■ ' — Καλησπέρα, πάτερ Αύ • νουατίνε,' τού λέει πρόσχαοα.
,’ λ
— Ό Θεός μαζί σας, ττρι,γ κιπέσίσα . 5 Αμαρίλντα!.·, άποκρίνεται·. εκείνος μέ σεβααμό. _ Ή αμαζόνα, προχωρεί όοργά προς τον -μακρυνό -πύργο.
η
#
ΜΙΚ^ΦΪ
Τό ομορφα πρόσωπό- της, τό Ό'κ ι όζουν δύσχολ ες σκ'έψε ις. Είναι τόσο -απορροφη/μένη. που δεν κυττάζει καΒόλου 6εξ ά κι* αριστερά της. ’Άν τό είχανε, π.θαυόν να πρόλαβα νε νά δή τις σκιές των τριών καΐβαλλάρηδων που στέκουν κιρυίμιμέυοι πίσιω άπ3 τούς· βράχους που ζυγώνει...
Α ιΝΒΝΟΧΛΗΙΤΟΣ,
ά-
φοϋ οι μαΐσκοφόιρο^ έχουν π ά ψε ι· νά τον (κυνηγούν, 6 σενό.ρ Ζορρσ ε'πιστρεφε. στη μυστ κή σπηλ'ά του, οπού τόν πιερ μένει ό Γαιλέρας. Εκείνος, σπως συμ/δ-ούνε: πάντα όταν τον βλέπε1, λάμπει ολόκλη ρος άπ-ό χαρά. Και καθώς ό Μοακοφάρος Έικδ .ικητής ξα ναγίνεται Δον Σ άντρο, αλλά ζοντας τά ρούγα του, ό· γι γαντόσωμος βοηθός του του λέει: — "Ωστε γυρίζετε καίϊ’ τη μέρα, σενό'ρ!... Είμαι πολύ ευχαριΐστημιένος που... Θέλω νά πώ... άν δεν γυρίζατε... Όχ: δηλαδή... νά: τέρω- πώς τά βράδια... σενιόρ... — Κατάλαβα, Γαλέρα!, λέει γελώντας ό Σ άντρο, κα τά τη συνήίθ'ειά του. Κι3 έχε!ς δίΙκιο νά φοβάσαι, άίμΐιγο! Τη μόρα, όπως είδα., είναι- πολίυ έπ,ικΚδυινο νά βγαίνω- μ!3 αυ τά τά ρούχα. Θά προσπαθή σω νά τό- αποφεύγω· οσο μιπο ρώ στο μέλλον. Καί τώρα, βάλε τά καλά σου, γιατί θά πάμε σέ μιά έΐπί'σικεψι.
2
§
^
^
©
— Επίσκεψη σενόρ; — Ναί, Γαλέρα. — Και νά βό.!λωι τά καλά μου, Δον Σάντρο; —ίΝά τά βάιλης. Γιατί σου φαί νέτα ι παράξενο-; —■ Όχ1... νά... ετσ ι! Δη λαδή..., σενό'ρ, νό/μ.ζα πώς ήταν Παρασκευή! Αυτό ναι σλο! — Παρασκευή είναι!, α ποκρίνεται ό νεαρός Βέγκα εύθυμα. — Μά, τά καλά μου τά φο ράω τις Κυριακές, Δον Σάν τρο!, κάνε; κατάπληκτος ό πελώρος, Γαλέρας. — Σήμερα θά κάνης^ εξαί ρεση άίμίίγο. Τό άπα.τεΐ ή πε ρ- 3 σ>τ αίσ ι ς. Κ ατάλαβες; — Όχι, καθόλου, σενό'ρ! — Εντάξει! Ντύσου λοι πόν με τά Κυρ.αικάτιικα! — Σ ί, σενόρ Σ άντρο! ΚΓ ο Γαλέρας τρέχει νά έκτελέσηι την προσταγή του αγαπημένου του άφένιτη. 3Αργά τό άάτόγευμα^ πλη σιάζουν τόν πύργο του Δον Έοιυσέΐμίπιο. “οιφνκά ό Σ άν τρο βλέπει άπσ μακρινά μ.ά μελαχρονή αμαζόνα και ή καάσ ά του σκ «ρτάει παράξε να. Ετοιμάζεται νά κεντρ-ίση τ3 άλογά του και νά πράξηπιρός τό ίμερος της. Την ίδια μα του στιγμή όμως τό σκοτεινιά! ει. Μιά σκιά ανη συχίας· έχει σκεπάσει τά μά τια του· καί το χέρι του κα τεβαίνει άθελα στο σπαθί του. 1 Βλέπει τρεΐς χαβαλλάο-ηδεο νά δεπίηίδουν άξαφνα πίσω άπό· κάτι βράχους, φράζον τας τόν δρόιμο τής· αμαζόνας.
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
Σ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
21
Στα χέρια τους αστράφτουν γυμνές Λεπίδες των σπαθιών τους. — Ύψη,λοτάτη, λέει· ό έ νας μιέ βροντερή φωνή, θά μάς άχολουθήΐσετε ή... θά πεθάνε τε! Έιχομε διαταγή νά σάς σκοτώσουμε αμέσως, άν άρνη|3ήτε νά υπακούσετε! Ή άμαιζόΐνα ταραγμένη; κυττάζει ολόγυρά της, σάν νά ψάχνη. γιά βοήθεια. Ό Δον Σάντρο τραβάει τα σπαθί του και ρίχνεται σάν αστραπή προς τό μέρος των σπαιθαφόρων. Είναι τόσο ξα φνική ή έπίθεσίς του, πού αυτός, έ'χει πείσει κόλας επά νω ιστούς τρεις καβαλλάρήιδες κι" ό Ραιλέρας... δεν έχει ξεκινήσει άκόμία άπό· τή θέσι πού βρίσκεται. Γιά μερικές στιγμές οί άντίπαλοι του1 Σάντρο τά χά νουν καί πτοούντα ι. Ή άμαζόνα λοιπόν βρίσκει ευκαιρία νά κεντρ-ίση ιμέ δυναμ: το ά λογό1 της, γιά νά φύγη. "Αλ λά _οΐ σπαθοφόροι μι" δλο πού κ"ΐΙ5ΐυνεύό·υν άπό· τον νεαρό άν τίπαιλό1 τους, δεν έχουν σκοπό νά τήν άψήίσουν νά φύγη ζων τανή. "Ενας άπ" αυτούς τρα βάει ένα πιστόλι καί πυροβο λ εΐ άιστραπι αία. "Οσογρήγορη κι" άν εί ναι ή ίκίνηίσίς του, ό Σ άντρο είναι γρηγορώτερ:ς. Τινάζει* τή λεπίδα του σπαθί ου του προς τό .μέρος του. Τό άτσάλ: διαπερνάει τό> στήθος, του δολοφόνου, τή στιγμή ακρι βώς πού καί τό δάχτυλά του έχει π'έσει τή σκανδάλη:. Ή σφαίρα μόλις προλαβαίνει νά
II ΙΣΩ της ένας δεύτε ρος άπό- τούς δολοφόνους1 υ ποχωρεί δυό' βήμάτα καί τρα •βώ/τας τό πιστόλι του, τό στρέφει καταπάνω στήν άμαάυα. Ό σύντροφός του μονο μαχεί μέ τον Σ άντρο κι" έτΟ;,. εκείνος δέν , μπορεί νά έπέμβη, όπως τήν πρώτη φο ρά. Τώρα όμως επεμβαίνει ό Γολέρας. Ό Γιγάντιος βοηθός τού νεαρού Βέγκα, δέν έ'χει μεί νει αδρανής ποό πολύ άπό ένα-δ-Ιυό δευτερόλεπτα. “Υστε ρα σπηρουνίζει τ’ άλογό του
ξςφύγη άπό τον στοίχο της.
κάί χύνεται καταπάνω ςττούς
Δυστυχώς όμως δεν ξεφεύγει πολύ. Χτυπάει σ" έναν βρά χο, πλάϊ στο άλογο, -εφτάει. ένα ,μεγάλο κομμάτι πέτρας, πού τινάζεται μέ δύναμι μες, στο μάτι τού ζώου, τρελλαίνοντάς το άπ" τον πόνο. Τό άλογο σηκώνεται ατά. πισινά του πόδια προσπαθών τας νά πετάξή τήν αναβάτιδά του. "Υστερα, καθώς βέν τά καταφέρνει μέ τό πρώτο,, πέφτει πάλι στα πόδια του κ,ι αρχίζει, νά τρέχηι μέ φοάερή; τοιχ·ύτη«τα, σάν τρελλίό.
ΊΕχει άφηνιόίσει. Ή αμαζόνα τού1 κάΙκου προ σπαθεΐ νά τό σταματήση,. τραβώντας μ." όλη της τή, δίυναμι τά χάλι άρια. Τά βράχια περνάνε -μέ αστραπιαία ταχύ1 τη!τα άπό μπροστά της. "Από1 στιγμή σέ στιγμή ό θάνατός; της, είναι βέβαιος.
22.
: ©
' Μ
I
Κ
Ρ
ϋχΙθρους τού κυρίου του. Βλέ ποντας έκεΐνσν πού έτο ισάζε ται να πυροβόληση, δ!εν σκο τίζεται νά διαπιστώση αν ση μαΐδεύρ την αμαζόνα η. τον Σ άντρο. Τον αρπάζει ξαφνι κά ·μέ τά τιτάνια γέρισ του. Τον ξεκολλάει άπ5 τη σέλλα τού άλογου του. Τον σηκώνει μΐέ μιά άπΟστέυτη · εύκαλίά έπάνοο' οπτό το κεφάλι του καί.. ενώ εκείνος ουρλιάζει μι5 άπτελ πι,σία, τον τινάζει καταπάνω στα βράχια. Τό ουρλιαχτό τού κακούρ,γου σταματάει άπότο.μσ, κα θώς τό. κορμί του τσακίζεται σ3 αυτά και κατρακυλάει κά τω, σαν ένας άμορφος σω ρός. Την ώρα πού ξετυλίγεται αυτή η εκπληκτική σκηνή, ό Δον Σ άντρο· Βέγκα, βλέπον τας τον άφην.άσμένο άλογο τής· αμαζόνας ν απομακρύ νεται άφηνιάζει κι" έΐκεΐνος. (Χύνεται σάν λιοντάο- έ'τιάνω ■στον αντί παλιό του. Τό σπαθί σχεδόν χάνεται από1 τη γρη γοράδα 'μ'ες. στη φούχτα του. Τινάζεται .μπροστά καί καρ φώνει πέραι-πιέρα τον λαιμό τού δολοφόνου. "Υστερα ό Σάντρο τό άπιο'τραβάε·!. Τό ρίχνε; υιέ μιά κίνησι στη θίήΐκη,. του. Την ώ ρα πού 6 φονιάς. πέφτει με βρόντο στη γή, εκείνος σπηι,ροιυνιάζεΐί τ5 άλογό· του καί οίιχνεται ττίισω απ’ την αμα ζόνα. ιΜ,ιά δραματική κάταδίωξ.ς άρχιζε; ανάμεσα στά βρά χια, πόύ ολοένα άνηφορίζουν. Ή νέα, μΓ όλο πού ή θέσι
της -είναι άπ#ίπιστίκή Ιπάνω
©
1
Ζ
β
Ρ
Ρ
Ο
ιστό (αφηνιασμένο άλογο, δεί χνε ι άξ ιοθαύμσστο θάρρος. .Αγωνίζεται συνεχώς, τραιβώντα μ5 όληι της τη δύναμι τά χαλινάρια, γ;ά νά τό στα ιματήση;. Δεν το καταφέρνει. ,Καταφέρνει όμως· νά τού λιγοστεύηι κάπως την ταχύτηΓ τα κι5 έτσι ό Δον Βέγκα βρί•σκε, ευκαιρία νά πλησιάση αρκετά. Δεν τούς χωρίζουν πιά παραπάνω, από δέκα μέ τρα. Ξαφνικά όιμως μιά τρομερή κραυγή φρίκης βγαίνει σπτ5 το ατό1 μια τής άμαζόίνιας. Τά ιμάτ.ια της γουρλώνουν διά πλατα. :Κ α μ(μ. ά τρ '-άνιταρ: ά μ'έτ ρ α π.ό πέρα ή γή κόβεται από τομα. Ένας γκρεμός, πού δέ φαίνεται ό πυθμένας του, α νοίγεται; άπό πίσω1. Κ ’/ ή> πα' νέμορφή νέα ξέρει πώς τό α φηνιασμένο ζώο· δεν πρόΙκεαται νά στα ματ ήα η στον γικρε μό. Καί νά πηίδήξη: όιμως ά-, πιο τή ράχη του, έτσι·Λ όπως τρέχει, πάνω· σ5 εκείνα τά βράχια, πάλι ό θάνατός της είναι σίγουρος. Χάνε: τό· θάρρος της. Παύει· νά παλεύην . Π 'στεύη πώς τίποτα δεν μπορεί π.ά νά την σώσηι απ’ τό· μοτραίο. Ή άποστασ.ς πού τή χω ρίζει από τόν γκρεμό, μιικραί νε: ,μέ άΐφάνταιστη γρηγοράδσ. Φτάνει στήν άκρη του. Κλείνει τά. μάτια. "Ενα σιδερένιο χέρι άρπα* ζέ; τότε τά ,χαλ ινάρ· α τού άφην,ασμενού ζώου καί τά τραβάει, 'μέ δίύναμι. Τό ζώο κάνι^ι ένα - Θρό .βήματα «6-
•
Μ
I
Ι€
Ρ
©
Σ
μα, ξεφυσώντας και χοροπη δώντας όρμηιτιικά, Το ένα του τπό&ι γλυστράει. απ’5 την άΐκιρητων βράχων καί κάνει νά γο νατ Οση, για νά κατρακυλήση. Τό χέρι, όμως τού Σ άντρο τραβάει1 ^ με τέτοια δύναμι, πού τό σέρνει· ολόκληρο προς τα πίσω. Πατάει τ άλλα τρία πόδια- του* στερεά καί υποχωρεί άττ’ τό> χείλος τής αβύσσου.· Συνεχίζει* νά ρουθσυνίζή άγρια, άλλα λίγο λίγο ήρεμιεΐ. Ό κίνδυνος έχει περάσει. Ή θαρραλέα άμα ζονα έχει· σωίΕή. Στρέφει· τό γεμάτο εύγνω.μοσύνηι βλέμιμα στιόν σωτήρα της. Καί τότε ξαφνικά, τό πανέμορφο πιρόσωττο της πού αυτή τή, στιγμή έ'χεί' τή χλωιμ άδ α του θ ανάτου, μοναμ·; άς .ζωηρεύει. "Εναι άχνά κοίκΚίνσ χρώμα ροδίζει τά μάγουλά της. Τά μάτια της αστρά φτουν ά'ττό' ευχάριστη έκάληζ· ·
—ΛΈ·σεΐς!,. τραυλίζει. Δέν μιιτσοώ νά τό π ιστέψω! Πώς βρεθήκατ’ έβώ; Ό Δον Σ άντρο, χωρίς ν5 απάντηση, τήν παίρνει στα χέρια του κα'ί τήν κατεβάζει άπ5 το άλογο. "Υστερα, γε μάτος συγκίνησ·, . γονατίζει μπροστά της. ^ — Το ίδιο θά μπορούσα να ρωτήσω κ·ύ εγώ τήν Ύμετέρα ^Ύψηιλότη(τα Π λέει α πλά. 3Άν τρέχετε έτσι, επάνω αέ· αφηνιασμένα άλογα, σέ ά λα τά μέρη, τού1 κόσ'μου, πολύ φοβάμο: ^πώς δέν θάναι εύκο λο νά σάς προλαβαίνω πάν τα! Μ’ αλη τήν άγ^νίσ κσί τον
2
φ . Ρ
Ρ
0
23
κίνδυνο πούχει περάσει, ή οοτ ρόμϋηΓτη, αμαζόνα χαμογε λάει. ^— Δον. Σ άντρο, λέει ζωη ρά, σας χρωστώ δυο φορές τή ζωή ιμου! ΓΥ αυτό· δέν πρέπει· νά υπάρχουν καθόλου τύποι, ανάμεσα μας! Μήν γο νοτίζετε μπροστά μου! Καί σκύβοντας από πάνω του, του δίνει ένα σκαστό φι λί στό μέτωπο! Τήν ίδια στιγμή άκούΙγεται' πίσω τους μια: κσιτάπληκτη φωνή, νά λέή: -— Έ, σχι! Αυτό πάει ποιλύ, Μαντόνα: <μ ία!..... Θέλω νά πώ ^ δηλαδή..... Σκοτώθηκαν τρεΐς νιομάτοι,... Τσακίστηκα •με στά κατσάβραχα... Κοντέ ψανε νά πέσουνε στον γκοεμό... "Οίλ’ αυτά γιά νά... νά... Μ* άλλα λόγα... Αυτό1 πού βλέπω.... Τόσα πράγματα, τέτοιο καιιοόν.. γιά νά τής κά νη λ έρωτ.κή έξο.μιαλόΥησ ι! Τρεΐς κηδείες... γιά έναν γά ρο1 ! Σαν Φελίππε, βάλε τό χεράκι σου! ;— Γαλέρα!, φωνάζει ό Σ άντρο κστακόκκινος, ενώ ή αμαζόνα' γελάει. Π άψε ,σέ παρακαλώ ! Ή κυρία που βλέπε· ς ειΐναι ή πριγκήπισσα ’Αμαρίλντα' τής: Καστιλλης, κό ρη, τού βσσιλέως Φ λ ίππου τής Ισπανίας. Ό γίγαντας μένει κόκίκαλο. 'Αλλοιθωρ'ίζεΐ’. —. Μαντόνα τών έφτά φεγ γαοιών!, μουρμουρίζει. Δέν μου1 τάχατε πή πώ’ς.., πώς δηλαδή .Θά γίνετε καί βασιλέας σενόρ Σ άντρο! Κ οοί &{ς,„ ά* νώτερα!
24
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
'Ό αιχμάλωτος του Πύργου
Κ Γ ΑΛΗΘΕΙΑ, η ά; Τιρσμητη άμαΐζόνα .είναι* ή δευ τερη κόρηι του1 Φιλίππου τής Ισπανίας, όπως είπε 6 Σ άν τρο. Πώς όμως την γνωρίζει αυτός; Και πώς εκείνη βρύ σκετσι στην "Άλται Καλιφόρνσ καιί γατί μεταμφ'έίστηκε σε Σενιόρσ με τά Μαύρα κ ύ σποζήτηΐσε τή βοήθεια του σενορ Ζορρό; Και πόας είναι; αυτός πού μέ τόσο φανατικό μίσος έπ.ζητεί τον θάνατό της. και οι πληρωμένοι δολο φόνο: του την παραμονεύουν κάθε στιγμή; Ό νεαρός Δον Β όγκο γνώ ρισε την πριγκήπασα "Αμαρίλντα πριν ά!πό! έίξηι μήνες σέ μια εξοχή κοντά στή Μα δρίτη!. Ντυμένος με τη Λαμ πρή· στολή τών ευειλπαΒων— γατί ιάίκόμα δεν είχε άποφο τήσεΐ' άπ" τή Σχολή — περ νούμε πάνω· στό1 άλογό του, από έναν εξοχικά δρόίμο. Τό τε ακούσε μνά γυναικεία φωνιή τρόμου και θόρυβο από· γοργά κσλπσσμίό άλογου. Ρί χνοντας τό' βλέμμα ανάμεσα· στα δέντρα, άντίκρύσε μ'ά νεαρά αμαζόνα, πού του κα κού προσπαθούσε να σταματήση το ιάφ ηγιασμένο άλογό της. Έκεΐνο χωνόταν δλο και πε,ρ σσότερο σ'τό πυκνό δά σος. Σίγουρα δεν θ’ δογ-ούσε νά τής σπόίση το κεφάλι στα χαμηλότερα κλαδιά τών δέν τρων αν υέ κίνδυνο τής ζωής του, 5έν ώρμούσε κσΐί δεν στα ιματΦ?ξ, έ'κςΐνρς τή άφην:ρ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
αμένο ζώο. Καταλαβαίνει κα νείς τή συγΐ;<ίνησί του, όταν έμαθε ποια ήταν εκείνη; πού εΐΐχε σώσει. Καί ή πριγκίπισσα Ά'μαιριλντα δεν φάνηκε καθόλιου αχάριστη,. ιάν πα ρουσίασε αυτοπροσώπως στό πατέρα της, Φίλιππο τής Ι σπανίας. Ό βασ.λεύς ταΰ' έξέφρασε την ευγνωμοσύνη του καί τον (βεβαίωσε πώς θά ήταν πάντα δεκτός στά ανά κτορα καί· 8ά μπορούσε νά τον δ!ή δποτε τον ζητούσε. "Οισο γ ά την πριγκήπασα, αυτή παρευρέΒηκε π,ρός τ,μιήν του στην τελετή τής ορ κωμοσίας τών νέων άξιωμ ατν κιών ^ καί τού έπέΒωσε ή ίδ α τό δίπλωσα του. Αυτή ήταν λοπόν ή γνω·οίμία τους. Πι" αυτά ό Σάν τρο, δταν ήταν μεταμφιεσμέ νος ώς Ζορρό, γνώρ'ΐσε άμεσως τή φωνή της. Καί γι" συ~ό κ " εκείνη ένο’ωσε τέτοια βα,θε’ά έκπληξη δταν τόν εί δε νά τήν σιώζη: γ.ά δεύτερη Φο.οά μιέ τόν "ίδιο τρόπο, στην άλλη άκρη, του1 κόσμου! Γιατί όμως, ή κόρη τού Φι λίππου, βρίσκεται στήν "Άλτα ,Καλιφόρνια; * * ★ Αυτό αναλαμβάνει νά τού τό εξήγηση ή ίδια,^ λίγες στιγμές αργότερα, ενώ- προ χωρούν επάνω1 στ5 άλογά τους πρός τόν πύργο, μέ όπ σθοφυλακή τόν Γαλ-έρα. — Γιά νά ισχυροποίηση· τόν δέσιμό ανάμεσα στις χώ ρες μας. τού λέει, ό πατέρας μου άποφάσσε τόν γάμο μου μέ τόν Δόν Έαυσέ'μπιο, γό τοΟ άγτ'δασΊλέως τρν Μ&ξϊτ
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
&
2
κού. 'Έφθα'σα στον πύργο του πρ;ίν άπδ μ·.ά εβδομάδα. Ό Δον ΈαιΛσέμπιο όμως δεν β.ρσκόταν σ’ αυτόν! Οΐ άφωσ ωμένοι του υπηρέτες μέ πληρ οφόρησαν πώς β ρίσκετ.α: φύλακα1 μένος ο τον πύργο τού θείου του, Δον Πορφίρ.ο Μπάλ,σας! Ό Σ άντρο αναπηδά κατά πληκτος γ’ά τό απίστευτο νέο. — Π’άος; μουρμουρίζε:. Κάί γ.αάι τό· ,κάνιει αυτό ό Δον ■Πορφύρα; — "Οπως ξέρετε, άποκρίνιεταί ή πριγκίπσσσ Άμιαρόλ ντο, ό άντ.βαΐσ λεύς είναι βα ρε.ά άρρωστος. Περ./μένουν άίττό «μέρα σε μέρα, τον ^θάνστά του. Δ.άδοχός; του είναι ό Δον ΈουισέΙμπιο. "Αν όμως δεν βρίσκεται στη θέσι του την ώρα του θανάτου του πα τέρα του, ό ΓΙσρφίρΌ είναι δεύτερος σε σειρά διαδοχής καί θά στεφθη αυτός άντιβασ λεύς! — Πρέ'πει νά στείιλουν ιστρατό νά τον ελευθερώσουν 1 λέει μέ θυμό1 6 Σάντρο. — Αυτό δέν γίνεται·, άπαν τάει· ή αμαζόνα. Δεν υπάρ χουν αποδείξεις πώς ό θείος ^ου τον ,κρατάε: αίχΙμάλω'το. "Αν λ ο πόν δουν στρατό, νά πλησ ιάζηι, θά τον σκοτώσουν κιαί θά τον πετοίξουν στον βυθό της Λίμνης, επάνω άπ’ τά τείχη ! Μόνο^ ένας άνθρω πος, ένας γενναίος άνθρωπος που δεν διστάζει· νά τταίξηι τή ζωή του κορώνα - γράμ ματα, θά μπορούσε νά μπτιη κρυφά στον πύργο και νά τον έλευίθερώση!
2
Ο
Ρ
Ρ
0
Ό Σάντρο σκέπτεται συνωφρυωυένος. — ,Καί γιατί ό Δόν Πορφίρ ο δόν θά τον αχ η σκοτώση κόλας; — Γιατί άν παρ’ ελπίδα γΓ αυτόν, ό αντιβασιλεύς όέν πειθάνη κοίί γίνη, καλά, είναι χαμένος άν θάχη σκοτώση, τό- γιο του. "Αν τον κρατάρ ζωντανό, θά διαπιραγμστευθή μί αυτόν την ελευ θερία του. — ΚΓ εσάς γιατί σάς κυ νηγούν -μίέ τόση, μανία νά σάς σκοτώσουν; — Γ ;α1τί ξέρουν πώς ε νεργώ· νά βρω αυτό· τον γεν ναίο άνθρωπο·, που 8ά μπορέση νά έλευθερώση τον μνη στήρα μου! — Πως τδμαθαν; — Σ ί'γουρα υπάρχει κάπο.ος προδότης ανάμεσα στους ανθρώπους τού Έουσέμπιο. — Αυτό είνια.' πιολυ ενδια φέρον !, μουρμουρίζει παρά ξενα ό Σάντρο. Καί — άν μπορώ νά ρω'τησω — βρήκα τε τον άνθρωπό σας, Υψηλό τατη; ^ λ λ „ — Τον βρήκα καί τον έχα σα μέσ’ απ’ τά χέρια μου!, αποκρίνεται άπιελπιΐσμένηι ή πριγκίΐπ-σσα Άμαρίλντα. Εί ναι ό σενόρ Ζορρό! ?Ω μή σάς παραξενεύει· τό γεγονός πώς είναι ένας παράνομος, Δόν Σάντρο! Τον γνώρισα άπά κοντά καί σάς βεβαιώνω πώς είναι· γενναίος καί έντιυιος — ένας αληθινός· ευπα τρίδης. Ό Σ άντρο (χαμογελά. — Μέ τέτοιον συνήγορο
26
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
οάν τήνΎψηλάτηιτά σας, λέει, κι9 άπό εχθρός £ά γινόταν φί λος μου ! Πόσο μάλλον πού εΐνα: φίλος μου στ5 αλήθεια λοιπόν! Μπορώ να σάς τον βρώ άπατε θέλετε! Ή άμσζόνα αναπηδά. Γό πρόσωπά της φωτίζεται.; — Ονα: δυνατόΜ; τραύλι ζε:-. Μά ό'σεΐς λοιπόν, Δον Σ άντρο, είσθε ο άγγελος που έίχει γεννηΐθή γ ά νά μέ προστατευη'! Πότε μπορώ νά τον . συναντήσω;1 — Αυτή τή: νύχτα! Δυτι κά άπό τον- πύργο σας, Υψη λότατη, υπάρχει στην αρχή του δάσους μά άκατο ίίχητη κσλύΐβσ. Ό Γαλέρας τή γνω ρίζει, θά του ικάνετε τήν τ'-μή νά του επιτρέψετε νά σάς ο
Ο
Σ
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
δήγηση... Θά ειδοποιήσω τον σενίόρ Ζορρο νά βρίσκεται.· ε κεί άχρ,-βώς τά μεσάνυχτα. — Πώς .θά μπορέσω νά σάς ξεπληρώσω για δλ5 αυ τά, Δόν’ Σ άντρ-ο-; λέει ή> πριγ κήιπσάα μέ φωνή πού τρέμειαπ' τή συγχιίνησι. — Με ξεπληρώσατε προ-, κιοταιδελίικώς, Ύψηλοτάτη!, απαντάει με τήν ίδια συγκίνη!σ: κι3 ό νέος. Τά χείλια σας -καίνε . «ακόμα στο μέτωπό μου! · — Ύψηλοτάτη! Ύψηλο τάτη;!, -μουρμουρίζει τήν ίδια ώρα ό άγαθό-ς Γαλέρας, ’ πού ο ι το τ άλλα δέν καταλαβα ίνε: τίποτα. Άχους «Ύψηλο τάτη:» ! Έγώ τή βρίσκω.... μάλλον κοντή !
"Ενα σιδερένιο χέρι αρπάζει τά χαλινάρια.
Ο
Μ
ΙΚ —·
ΡΟΣ -
-
ΖΟΡΡΟ -
-
27
--------- -------------------------------------------------------------------------------
Μασκοφόροι ληστές επιτίθενται σέ τρεις βοϊδάμαξες.
Τα
μΒοάνΌκτο.
Ζ
ΥΓΟΝ'ΟΥΝ τά ιμ&σάνυ γτα. Ζυγώνουν καν οι τρεις οκιές στην. έρημη καλύβα του δάσους. : Οι σκιές αυτές ανήκουν σέ υτά γυναίκα, έναν άντρα κ:* έναν.... γίγαντα! ,Ή γυναίκα και ό γίγαντας εΐναι γνώρι μα Γ μας. Είναι ή πίριγίκήπτισσα Άμαρίίλντα και ο άναικονιόμητος Γαλέρας. Ό τρίτος
τής συντροφιάς είναι· Ινας εύ-
γενής, -φίλος του Δον Έουσέμ πιο, ο Δον Ραμόν Καρίνιμπαλ. Ή πιριγκήττισσα τής Καστίλλη,ς' έχει σκεφΘη πώς θ’άναι καλό νά βρίσκεται μαζί της— ώσπου να συνα'νΤηθή μέ •τον σενο.ρ Ζορρο -— ένας. άνθρώπος μέ περισσότερο μυα λά από τον Ραλέρα. Πρώτος λοιπόν ό γίγαντας πού- δεν ξέρει τί- πάει νά π ή κίνδυνος, χώνεται -μέσα στην καλύβα καΓι κάνει άναγνώρισΐν Ψάχνει ώς καί την τελευ-
28
Ο
Μ
I
Κ
ταί'α γω/νίκχ καί ξαναβγαίνει. 3Αναγγέλλει στους άλλους δύο πώς έχεΐ μέσα δεν ύπάρχει Ψ'-'χή.
Ή Άμιαρίλντα. κι3 ό Δον Κ αρ ί νμιτπαλ μπτα ίνουν μέσα, ενώ δ Γσιλέραρ ανάβει ρ.ά λάμπα, πού βρΟσκετ3 επάνω ιστίο τραπτέζ1, -μοναΐδι.ιχο έπι πλο έκιεΐ μέσα. Ό εύγενιής κυττάζει τό ρολιόί του,. — Αίιγα λεπτά μένουν!, λέει ευχαριστηΐμένος. "Οπου νάνοι θάρθη ό σενόρ Ζορρό1! Και παίρνοντας τη λάμπα άπό· τό τραπέζι πληγιάζει· στο /παράθυρο καί κουνάει τ© φως πέρα - δώθε. Ή πριγικί πίσσα τον κυττάζει· ά'πορη*μένη. — Γιατί τό κάνετε αυτοί, Δον Ραμόν; ρώτηΐσε μη κατα λαβαίνοντας. — Γιατί, Υψηλότατη, α ποκρίνεται έκεΐνος ,μ>ε ύφος πού φέρνει ένα ρίγος στη νέα ή καλύβα μας είναι περιικυκλωμένη από τους ανθρώπους υου — δηλαδή άπό τους αν θρώπους του Δον Πορφνριο! Είναι κρυμ·μιένο'· καλά κι3 ό ταν 6ά φθάση ό σενόρ Ζορρό θά του θίξουν ιμ'ά όμοβροντίια κιαι θά ταξ'δέψη; μιά και καλή γ ά τόν άλλο κόισμο! Μιλώντας έτσι ό -Καρίνμπαλ έχε· βγάλε; τό πιστόλι· του καί έχει στραμμένη· την προσοχή του στον Γαλέ'ρα, που έχει γουρλώσει τά ρα π α καί τόν ικυττάζει· άπολιθωμένος. 3Αλλά καί ή πριγκήπισσα
δεν δείχνε; λιγώτερη έκιπληξι. Τό χρώμια τού προσώπου της
Ο
I
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
έχει γίνει κατάλευικο. — "Ωστε εσύ ήσουν ό προ δότης!, μουρμουρίζει σάν νά μιλά η στον εαυτό·· της. "Ενας άπό τους πιό< «ιπιοάούς» φί'λους του Δόν 'ΈουσέμπιΟ1! "Ολα1 λο1 πάν πάνε ,χαμένα! — Μην τό πιστεύετε, σεν ό ρα... Δηλαδή, σ ενορ ί τα.... Δηλαδή.... κάνει 6 Γαλερας κομπιάζοντας συνεχώς άπό τη σα'στιαράρα του. Λάθος κάνει ό σενόρ· «έτσι»! (Αυτόν τόν τίτλο τόν λέει συχνά 6 γίγαντας, πού δυσκολεύεται νά θυμάται1 ονόματα). ΛάΒος κάνει καιί θά τό καταλάβη..·. Δηλαδή... Αυτός είναι φίλος μας!... Είναι- δικός ιμας, θέ λω νά πώ!... 3 Ασπεΐο πρά γμα! ... 3Αφού ήρθε μαζί ροος! ...Είναι κουτός ορως καί νο μίζει πώς είναι μέ τούς άλ λους !.... ΓΑικουισ3 έ!δώ, σ ενόρ!.... Ό Δόν Καρίνμπαλ όιμως δεν τόν ακούει. Συνεχίζει νά λέ στην Άμαρ-ίλντα: Ναι1, ύψηλοτάτη! Ό1 Δόν .Πορφίσ ο είναι- ό,τ: πρέπει γ;·ά αντιβα σιλέας ί Ό ’ΈουσέμπΌ είναι ένα πα βαρέλι. Δεν έχε: ιδέα, πώς κοιβερνο'υν. Με τόν Δόν Πορφίρ-Ό θά γίνουμε όλοι οί φίλο: του πλούσιοι ! Τώρα, μόΙλς άΐκούσονμιε την - όρο βο ον'τία, πού θά σημαίνη τό τέλος τού ηλίθιου του Ζορρό θά σάς οδηγήσω στον κιύρό μου! ★ ★ ★
Ή ώρα οίκος περνάει καΓι καμρ' ά οίμοβροντία δεν άικούγεται. Ό Δόν Καρίνμπαλ έχει
αρχίσει νά βηρατίζς νευίριικά
&5
--
μέσα ατήν 'έβολάδαμ Ή έλ-ηί5 α έχει άρχίΐσει νά λάμπη μέσα στις υπέροχες -κόρες των μστώνμτής Άίμαρίίλντας, Στις τρεΐς μετά τά μεσά> νύχτα ό προδότης; έχει χάσει την υπομονή του. — "Ή 6 περιβόητος «Τιμωρός» βαρέθηλε νάρθηι στα ,ραντειβού, λέει, η ό φίλος σας Υψηλότατη, ξέχασε νά τού τό πιή. "Ακόμα· μιπορεΐ και νά άνττεΛήφθη τούς ανθρώπους ίμίου», άν δεν είχαν κρυφτή κα λά. "Οπως κά άν έχη, τό πρά γμα, δεν μπορούμε νά περι μένουμε άλλο. Θά διώξω τούς ανθρώπους μίου , κι5 έόάς θά σάς πάω σ'τόν κύρ.ό· .μου. ΈΤο'.μαστήτε. Παίρνει τη λάμπα χωρίς νά , περ .ιμιένηι άπάντη σι. Π ηγαίνεΐ' στο παράθυρο καί α φού ξανακάνει φωτε νά στά λος γορ;ίζει πάλ καί την ά φηνε: στα τραπέζι. Στρέφει νό πότολι του καταπάνω στον Γολέρα. ■— Δεν σέ σκότωνα τόση: ώρα, του λέε , ειρωνικά, για τί, άν ερχόταν ό Ζαρρο εκεί νη την ώρα, μπορεί νάκουγε τον πυροβολισμό καί νάφεύ γε. Τοθρα, όμως;, δεν .μου- χρει σζετα·· π ά -καί θά σέ σκοπώ σω·! -— Όιχ' ! Μην τό κάνετε! ιφωνάζει *μέ φ-ρίικη, ή Άιμαρίλντα. -— "Οχι!, Τι λέτε, σενόρ; Γρελλσθήικατε; κάνει ό ΓαΙλέρας γουρλώνοντας τά <μάτ’α. ΚαΙθόλου νά >μή μέ σκο τώσετε ! Ό Κ αρίνμπαλ διασκεδάζει μέ την κουταμάρα του.
5/
— Μττά!, λέ£ΐ. Καί γιατί
°χ;; χ —^ Γιατί μ,.ά τστγγάνα μοΟ' είπε χίθές την τύχη μου-! — Καί λοιπόν; — Νά: Μουτπε τπως δον τυ χόν καί μέ σκοτώσουν· λέει... θά πε'θάνω! — ^Ετοιμάσου αφού είν" έτσι!, μουγγρί'ζεΐ' ό Δον Ραμόν και τεντώνοντας π ροζ. Τό ■μέρος του τό ώπλιαμένο του χέρι, ετοιμάζεται νά πατήση τή σκανδάλη]!
συμβαίνουν αυτά, κανείς· δέν έχε: διακρίνει τή· σκοτεινή σιλουέττα που υψώνεται σιγά σ.γά πίσω ά'πό ένα ξεχασχένο βαρέλι, σέ μιά γωνία του δωματίου. Είναι· ή σ.λουέττα ενός ανθρώπου ντυιμένου στα μαύρα άπό την κορφή ώς τά νύχ α: Τού θρυλικού1 σενόρ Ζορρόμ του ύπερασπ ιστού των ά δυνατών καί των κατα τρεγμένων ! ^ Καί 6 Ζορρό κρατάει στο χέρ. του γυμνό το· σπαθί! του. Βλέποντας τον Κ αρίνμπαλ. έτομαν νά πυροβόληση, π-ετιέόαι γρηίγορώτερα κα:ί τι·νά ζε: τό χέρι του μέ ορμή. Τό σπαθί φεύγει ολόισια- φτερού γίζοντσς σάν άστ.ραπη στον αέρα. Την άλλη στ'γμίη ή α στραφτερή λεπ:(5α· του δια περνάει· πέρα - πέρα τόν καρ πό· του δολοφονικού χεριού. "Ενας αηδία στ. κός ρόγχος βγαίνει άττ5 τό: λαρύγγι τού
10
:©
Μ
ί
Κ
Ρ
Ραμόν* Τά δάχτύλά του Α νοίγουν χα!ΐ τα-πιστόλ. κα τρακυλά μίέ βρόντο στο- πά τωμα. Τά μάτια τόυ γουρλώνουν ,άπιό' τρέΐλ-λόι = τρόμο, καθώς βλέπει την ολόμαυρη σιλοοέττ α άπέναντί(:' του·. Άνοιγε; καί το στόμα του έτσι μος νά ξεσπάση,. σε οορλιαχτά, για νά καλέση. τούς ανθρώπους του, τπού δεν μπο ρεί νάχουν. άτπομακ ρυνθή πο λύ άκόμα. Δεν προλαβαίνει· όμως ούτε «κιχ» νά βιγάληι. · 'ιΜιά πελώρια παλάμη έρ χεται .με φό.ρα καί του1 τό1 βσυ λώνει χάνοντας καί στράκα! — Σιούτ !, τού λέει Γαλέρας, Ό σενόιρ Ζορρό1, πού τάν συνάντησα μέσα στην καλύβα, όταν με στείλατε Υ ιά ^άναγνώ ρ ισ ι.., Δηλαδή μου είπε νά,.. θέλω νά πω... Με διέταξε Μαχω τον νοΟ μου .... νά... νά ιμή φωνάξετε ί «"Ο, τι χι3 άν γίνηι, είπε, νά μή. β γάνηι άχ να!» Κ αταλ άβατε, σενάρ; . Ή πριγκήπισίσα τής Καστίλλης τρήχει κοντά στον Μάσκσφόρο "Εκδικητή. Τά ■μάτια - της Αστράφτουν άπό χαρά. — Πότε ήρθατε; ρωτάει κατάπληκτη^ ,Περιμένατε τό σες ώρες έδώ -μέσα; — ^Ηταν ιάπαραίιτητο. Υ ψηλότατη ! Ό Δον Σ άντρο 'μού εΐπε πως ύποπτεύσθε έ ναν προδότη. "Άν υπήρχε πραγματικά, σίγουρα θάβαζε την ουρά του κι3 άπόψε, σ’ αυτή τη. ουνάντησι μάς, ό πως κ ι ^ άλες τις προηίγουμιεγες φόρες. Γι3 οώτό ήρθα άπό
6
1
2
6
Ρ
Ρ
&
πολύ νωρίς, ώστε νά έχω φθά σε: πριν άπό τούς δοκούς του ανθρώπους. "Οταν τόν Ακόυ σα· νά λέή πώς ή. καλύβα εί ναι. κυκλωμένη,, άποφάάισά νά περιμένω ώσπου νά βαρετ 6ή ·νά περι.μένη έκεΐνος και νά τούς διώξη! Σάρέφεται προς τόν Καρίινμπαλ. Με >μί:ά απότομη, κίΐνήσι τραβάει -το σπαθί· .του ,άπ3 τό χέρι τού προδότη, πού βογγάει μουλωχ'τά — -μ3 δλο πού σπαράζει:, ολόκληρος — γιατί ό Γσλέρας δεν του αφή νει τό· στόιμα. μέ τίποτα! — "Ήθελα νά μείνουμε μόνοι μας γιατί έχουμε νά πούμε πολλά, Δον Ραμόν!, τού λέει. Πρέπει νά μιού πε ριγράφετε τόν πύργο του Δον Πορφί'ριο μί3 όλες τις λεπτο μέρειες. Νά μου πήτε που βρίάκιεται τό κειλλίι του Δον Έουίσέμπιιο καί πώς θά φτά σω· ως αυτό... — Δεν θά σου πω λέξι, βρωμόσκυλο!, μούγγρίζει πα ρά τούς πόνου του ό προδό της, δταν ό Γαλέρας, σ3 ένα νόημα τού Ζορρό, τού ελευθε ρώνει τό στόμα. 'Ο γίίγανΤας όμως δεν μπο ρεί νά έπιτρέψη νά μιλούν έ τσι στον κύριό του. Αυθόρμη τα σηκώνει τή χερούκλα του καί δίνει ένα τρομερό χα στούκι στον αιχμάλωτό του, πιού κοντεύει1 νά...' τού ξεκολλήσηι τό κεφάλι! • —* Σκάστε, σενόρ!, του λέει μ3 ευγένεια. Κι3 ό Ζορρό τού λέει κι3 αυτός ψυχρά:— Θά μου τά πήΦε όλα, Δον Ραμόν! Αφήστε τά «μφ*
Λοδραματικά! Μόνος σας εΐττ ογγε πώς προδώσατε τον φί λο σας, Δον Έουσέμτπό, έ-, πειδή κοντά στον Π ορφίρ ι ο θά' γίΐνετε πλούσιος ! ΕΤσθε άνθρώπος;. τού συμφέροντος λοιπόν ικ-οργ μή θέλετε νά πι στέψουμε πώς. βα θυσιάσετε τή ζωή σας για νά μείνετε πι στός στον προδότη, Μπάίλαίας! Ό Καρίνμπαλ σκύβει το κεφάλ ι δαγκιώνοντας τ-ά χείλι α τού άπ3 τους πόνους. Ό Ζορρό δίνει ένα ■(μαντή λι στον Γσλέρα κάι του λέει νά δέσηι την πληγή του προ δότη. Ή π ρ ι γίκήπ ισσα 3 Αμα-ρίλντ-α τής Κ αστίλλης κυττάίζει με μάτια γουρλωμένα από θαυμασμό, τον Μάσκοφόρο Τ.ιμωρό. Γ ιά μια «κόμη φορά άκόμα κάνει άθελα-τη σκέψι πώς 6 άνθρωπος, πού κρύ βεται κάτω από εκείνη τή μαύρη προσωπίδα, πρέπει νά είναι κάτι παραπάνω- α πό -όλους τους άλλους αν θρώπους. Ή νύχτα έχει προχωρήσει πολύ. ^ Μία ώρα θά θέίληι α κόμα ώσπου νά ξημερώση. Ή ολοσκότεινη σιλουέττα το-υ πύργου τού Δον Π-ορφί-ρι-ο Μπάλσας, καρφώνεταισάν άτσαλένιο νύχι κάποιου τέρατος, προς τον συννεφια σμένο ουρανό. Στη. βάσι αύτου του όγκου κινείται ιμιά άλλη, σκοτεινή σιλουέττα, μικρή σόον μυρμήγ κι μπροστά του, Ό σενόρ Ζορρό έχει Φτά ρει στον πύργο άττό τή με
ριά τής λίμνης,^ σύμφωνα μέ τις οδηγίες του Καρίνμπαλ. Έγει κρύψει τή ^ βάρκα, πού τον έφερε ώς εδώ, στά μυτε ρά βράχια κι3 έχει σκαρφα λώσει ιέπάνω σ3 αυτά, φτά νοντας ώς τή βάσι · τών πέ τρινων τειχών. Μέχρι τώρα όλα τά έχει βρή έτσι ■ άκριβώς που του τάχε; περιγράφει ό προδό'της. Αυτόι δεν τον ησυχάζει. "Αντίθετα ή τόση ακρίβεια τον ανησυχεί. Κα ι δεν έχε ιάδικο. Κ αθώς στρίβει σέ μια γωνία του τείχους; βρίσκεται άξαφνα φάτσα μέ φάτσα μ4 έναν φρουρό, ' που σεργιανί ζει ιμ3 αργό βήμια. "Έρχεται πρός το- μέρος του κι3, έτσι τον άντι,κράζει κι3 εκείνος την ίδια στιγμή. Ό Κ αρίνμπαλ δεν του-.έ χει πή πώς ό Πορφίριο έχει φρουρούς και κάτω- άπ3 τό φρούριο, πρός τή- -μεριά τής θάλασσας. Στό μεταξύ 6 φρουρός ε κείνος ξεκρεμάει άπ3 τόν ώμο τό τουφέκι του κι3 ετοιμάζε ται νά πυροβόληση καταπά^ νω -στον Μάσκοφόρο ' Εκδι κητή. Δεν προλαβαίνει. Ό σενρρ Ζορρό- έχει τρα βήξει άστραπτιαία τό μαστίιγιό του και τό έχει τινάξει μ3 άφάνταστηι τέχνη πρός τό μέρος του. Ή άκρη ^του τυ λίγεται σάν φίδι τρεί-ς στρο φές γύρω άπό- τόν λαιμό τού άνθρώπου -κάι τον τραβά μ4 άφάνταστη δύνάμι. Χάνει τήν ισορροπία του και πέφτει στνό γκρεμό. Καί καθώς τό μαστίγιο σχεδόν τόν έχει ,ττνί
ξες δεν Καταφέρνει ϋυΤ£ νά φωνάξη ΙτρφτονΦας. Τα τουφέ]κ·: του, όμως, κάνει δυνατό θόρυβο κατρακυλώντας ατά βράχια... "Ενας άλλος σικοιπός έπάνώ ά/πδ τά τείίχη,. σκάβει κοιι κυττάζε: ,έξω. Του ,κάίκου προσπαθεί νά διακρίνη· κάτι μέσ’ την ο\·ρίιγ]γ(χρτ\\ νύχτα. — Συμιβαίνει τίιτοτα έ'κεΐ κάτω; Φωνάζει. —· "Ολα είναι ήσυχα!, ά'ποκρί'νεται 6 Ζοαρό ιμίέ δυνα τή φωνή. Μά πέτρα κάληΐσε! Καί 6 φρουοός ήσογασμέ’ν<ος. άρχιζε: πάλι τις βόλτες του άτΐς πολεμίστρες. Κίνδυνος
Μ Έ ΤΟ μιαστίγιο στο γέρ: προχωρεί πάντα. Μ όνο πού τώρα προσάγει πολύ1 περσοότερο, σε κάδε καινοάρνα· στροφή. Φθάνει κοντά στην· κεντρική πύλη του κτι ρίου. Επάνω απ’ την ,ύψωίμένη γέίφυρα, βρίσκεται ό βαρύς σ.δ&ρέινιος θυρεός. μέ τό οι κόσημο των Μπάλσας. Ό Μασκοφόρος Εκδικητήςτάλαντού ει στο χέρι του τό μαστίΥιο και το τινάζει. Ή άκρη; του πάει και τυλίγεται στη- λαιβήι ενός χοντρού1 σιδε ρένιου ξίίφους, πού _υπάρ·χει έπάνω στον θυρεό, ι ό τρα βάει. "Οταν σιγουοευεται· πώς ρχει πιαίοτη γερά άρχλ ζει^ νά σ'καο'φαλώνη'. Δεν άσνεΐ νά φτάσηι στον θυρεό. Γαντζώνεται έΐκεϊ πάνω: καί ξετυλίγει πάλι· τό1 '.μαστίίγιο. ,Τό ξαναπετάει. Τούτη: τή φο ρά τό γαντζώνει στο κοντάρι
τής σημαίας τοού^ βρίσκεται επάνω στίς πολεμιίίστρες. ’Αρ Υ ίζ έ ι.. ττάλ. · νά σικάρ φαλώντή Την ώρα πού έχει· φτάίσει σχε θάν στην κορυφή, άκΡύει τά βήματα· του φρουρά0 επάνω άπό τό κεφάλι του. Σκάβει καί 8 μένει άκληρος, μέ τήν ιίο'χή στο στόΐμα'. Ή θ'εΐσι του είναι πολύ κρί’σ'μΐη. "Αν ό σκοπός διοκρίνη τό λουρί τ ου μαστ; γ ίίου γτου, επάνω στό κοντάρι, εΐνα- χαμένος. Απ' τη Ρεσι οιιυτη έτσι όπως ικού'αεταΐ’ στό κενό·, δεν θ'άναι ευκολία νά κάνη τίποτα γ.ά νά σωθή. Κλ άικρυβώς1 τή. στιγμή που κάνε- αάτή τή σκέψη ακούει ,τά βήματα του σκοπού νά ,σταματοΰν σ’ έΐκεΐνο το μέ ρος. Π ερ··: μένει· μέ άγων ία νά ■ξεκυήσουν πόίλι, αλλά του ΙκοΊκου. 5Αντί γι’ αυτό >μάλιστα, άκο άγοντα: κ’5 άλλα βή ρότα, που πληΐσ'όζουν άπ’ .τήν άλλη ιμερ'ά. Είναι ένας •δεύτερος φρουρός, που έχει, έρθει κοντά στον πρώτο. Α κούε, καί τή φωνή του που λέε — λόφου τον έχουν πάρει άπό βώ τον αίχιμάλωτσ, συννσ]5ε;λ.φε, τί μάς έχουν επιφυ λακή· δλους κι5 έχουν δίπλαισιάσει τις σκοπιάς; — Αέν καταλαβαίνεις; λέει γελώντας ό άλλος. Ό Δον Πορφίόιο τον έχει στείλει σλ, λου, αλλά οί εχθροί του δεν τό ^ ξ,έ ρουτν! Έτσ ι λ ο, παν, ά ,φου πιστεύουν πώς ό Έοάσέμ πιο είναι άικόρα εδώ, 'θά ε πιτεθούν, άν ξαφνικά αποφα σίσουν νά προσπαθήσουν νά τον ελευθερώσουν!
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
Ή άπακάλυψ ς είναι τρο
33
χέρ σ του1 .φοβερού θείου του, μακτική. βρί'σκετα1 άλλου. Μακρυά. ’ Αδίκως, λοιπόι,ν Ιχει ερΚανείς δεν ξέρει που. βε· ως έδω ό σενόρ Ζορρά. Και σαν νά ·μΐή· Φτάνουν 5Α'5Ί «ως κ νβυνεύει τη ζωή αλ5 αυτά, ακούει αμέσως υ του αυτή , τη στιγμή καί πεστέρα καί τή φωνή του δεύ ο . ι ν / ε ι κρεμασμένος ιστό κε τερου φρουρού, που λέει έκ νά, σαν άράχνη· άπίο τον ι πληκτη κι* ανήσυχη: στό της, με δυο έχθίρούς έπά—> Διάβολε! Τ5 είναι τού νοο άπ5 τό κεφάλι του. το έίδώ το λουρί, στο κον Το πουλί §χει πετάξ'ει! τάρι τής σηΐμαίΐας; Ό Δάν Έουσέμπτιο που έρ Έχει δή^τήιν άκρη του ,μαχετα· να έλευθερώση· απ'5 τά ■στιγίου του Ζορρό... ΤΕΛΟΣ Άιτόδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΑΗ ο
Ιέ Αίγεζ μέρεζ κυκλοφορεί ένα νέο ανάγνωσμα έβδομαδιαίων αυτοτελών περιπετειών, τό
ΑΑΣΣΟ Οι καλύτερες αυτοτελείς περιπέτειες τών κάου - μπόυ! Μια πολυτελής έκδασις σέ μεγάλο σχήμα, μέ πλούσια είκονογράφησι! Τιμή 2 δραχμές. κ
**■ .νΥ
/ «*
Ί
Ο Μ 1 Κ Ρ Ο Σ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"■Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άριθ. τεύχους ό— Δραχμ. 2 Γραφεία Λέκκα 22 (εντός τής στοάς). Τηλέφ. 228.983 Δημοσιογραφικός Δ.)ντής; Σ* Άνεμοδουράς, Στρ. Πλοστήρα 21 Ν. Σ μύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σ ψιγγός 38 Γϊροϊστ. τυτιογρ.: Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, επιταγαί; Γεώργ·. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, ΆΟήναι. Σύνδρομα! εξωτερικού; 1 Ετήσια ................... δολλάρια 4 Εξάμηνος ............. » 2
3!Ι1ΙΜΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΗίΙΙΙΙ11ΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙ111ΙΙΙΙΙ!1Ι!ΙΙΙΙΙΒΙ111!1Ιΐ;ΐΐίκ
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ 7ο ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΖΟΡΡΟ Πού κυκλοφορεί την άλλη Πέμπτη: Ή πιο ηρωική περιπέτεια τού Μασκοφόρου Εκδικητή:
Πάλη μέ τον θάνατο. Αγωνία καί μυστήριο σέ κάθε σελίδα. Ή τύχη του Μεξικού στα χέρια τού θρυλικού Σενόρ ΖΟΡΡΟ.
Μην τό χάση κανείς! Την άλλη Πέμπτη.
1ΙΙΙΙ!Ι!ϋΙΙΙΙίΙΙ!!ίΙΙΐ:ΐΙ1Ιί!ΙΙίΙΙΕ1ΙΙΙΙΙ1ΙΙΕ!ΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙ1Ι!Ι!!Ι!ί?
Σ ονδρομα! εσωτερικού: ’Ετησία ............ δρχ. 100 Εξάμηνας................. . » 55
ΜΡ9ΪΑΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΑΤΟΜΟΣ ΘΑ ΤΑ * ΔΕΗ Π Α !ΤΑ ΤΑ ΦΕΡΟΜΕ.. ΤΑ Λ* δΑΙΑΕ Η£ ΤΗ ΒΟΗ ΤΕ Π ΜΑ ΘΕΙΑ ΑΥΤΟΥ ΑΕΤΕ, ΤΑΣ ΤΟΥ ΤΙ!ΣΤΟΑ ΙΟΥ ΛΕ°! Τ9Μ Α ΑΤΙΜ9Μ. ΕΜΠΡΟΣ!
Ηβ! Η ΑΠΟ ΑΤΑ Σ Π9Σ ΠΕΦΤΒ ΑοΗΣΑ τα ΟΠΑΟ ΜΑ ΠΕΖΗ ΑΠ' ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ- . . . ΤΟ ΤΤ!ΣΤΟΑI ΓΟν! επί ΣΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΑΥ ΤΡΥ ΠΑ/ ο ΘΕΕ Μ ΟΥ /
ΑΡΧΙΣΑΜΕ ΜΑ ΟΠ/ΣΘΟΧ9ΡΟΥΜΕ ΡΡΟΣ ΤΗ ΖΟΥΓΜΧΑ ΟΣΑΜ ΕΜΑΜΑ Η/Α ΔΙΑΤΤΙΣΤ9ΣΗ . ΜΑ! ΤΟΤΕ ΟΛΟ ΤΟ Α /ΜΙΓΜΑ ΕΑΑΜΙψΕ ΕΜΠΡΟΣ ΜΟΥ. . >Μ! ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΙΣΤΟΛΙ ΕΙΜΑΙ ΑύΕ/Ο.· ΑΥΤΟ/Μ ΑΑ/ΜΕ/. - ΠΑΛΑ ΘΑ ΜΑΜΒ μα ΜΕΜ_ -ο ΕΤΟΥΣ ΕΣΒΓΗΤ 'ΜΟΥΣ ΠΡΣ ΔΕμ· ΕΧ° ΜΑΜΕΣ ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΕΜΑΜΤ/ΟΜ ΤΟΥΣτ.
ΤΟ ΧΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΟΠΑΟΥ ΜΟΥ ΣΙ ΚΕ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΠΟΥ ΠΕρ/Μ£ ΖΥΤΧΧ9Σ Π0Υ~ΤΟ ΕΤ χα εεε το ομα ο / τρρρ ΗΠ0Ρ9 ΜΑ ΦΥΓ° ΜΕ ΤΟΥΣ $//] ΟΥΖ ΜΟΥ Τ?Ρ/Ι ΕΜΠΟΔΙΑ
Ή δραπέτευσις του προδότη
Μ ΕΣ Α στήν 'ερηιμη: κα λύβα του δάσους έχουν άττο'μείνει ,ή πριγκί πίσσα ’Αμαρίλντα, 6 ίΓαλέρας, καί 6 Δον Ραμόν ίΚαρίνμπαλ; ■ Αρτος ο τελευταίος εΤνα: δεμένος χει ροπόδαρα ' κάί ξαπλωμένος ε πάνω ’ ,στ3 άχυρα, /κοντά ϊσ' εκείνο ·τό βαρέλι, πίσω άπ5 το οποίο εΤχε κρυφτή. ο ζ ορ ρό Γ). : ..ν; Ό Μασκο'φόίρος Έκίδϊκηυ τής. έχει ιφάγει έ!δω και πολ λή.. ώρα, γ:ά τον πύργο του ,'ΓΊορφίΙριο ίΜπάλσας; οπού του* εΐπε ό ,Καρί,νμπαλ 1 οτι κρατείτα ι 6 Δον. Έουσέ μ πιο. Ή νεαρή, ικαΓ = πανέμορφηπριγκίπίσσα/ μ5 ,ίολη- τήν -ιάν ησυχία καί τήν* άγώνίά της;. 6έν εχε: άνθέξει στην κούρα σή· τ|5ισων συγκινήσεων έΐκείν' νης τής ήιμέίρας,. ■’Έίχεί' ίάποικοιμηΒή .'καβ'σμένή στο- πάτω μα, ιμΙε τήν πλάτη :· άίχόυ'μπι σμενη; στον · σανιδένιο^ τοίχο τής καλύβας και με το κεφά,λ; κρυμμένο ανάμεσα'ς-τά χέρ·α τ.ης κι5 ακουμπισμένο στα γόνατά της·, Ό Γαλέρας, φύλακας άγ γελός της, . σύμφωνα' ιμέ τή διαταγή πού έχει πάρει από (*) Διάβασε το." προηγούμενά τεύχος μέ Τον τίτλο: «Η ΣΕΝΙΟ ΡΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ» "
•
ί
ΤΙΜΉ ΔΡΑΧ. §
·
4
*
Ο
ΜΙΚΡΟΣ ..........
'Μ"··1
" Μ.Ι1"( '»--1·ϊ"·.
τόν -κύριό του, κάθετα: κ-οντά ιστόν προδότη· αιχμάλωτό τουο και δεν τον άφηνε: στι γμή: από τά μάτια του. Ωστόσο ό Καρίνιμπαλ· διέν μένει ιάκίνητος όλες αυτές τις ώρες. Έχει πλησιάσει πολύ τό βαρέλι κι5 ανακαθίζοντας έχει σκουμπήσει την πλάτη του σ9 αυτό. Έχει ανακαλύ ψει ένα από τά σιδερένια στε φάν.σ του, που είναι σπασμέ νο σε μια γωνία. Πάνω σ' αύ τή τη σπασμένη γωνία τρί βει συνεχώς τό σχοινί πού του δένει τά /χέρια πίσω· στην πλάτη. Στην αρχή τό κάνει πάρα πολύ σιγά, γιατί ό Γα λέρας δεν λέει νά κλείση τά μάτια του. Τον Κυττάζει συ νεχώς. Βλέποντας όμως πώς με χό σιγανό δεν ^κερδίζει τί ποτα, γ;ατι άργεΐ πάρα πο λύ, άρχίζοί νά τριβή δυνατώτερα. Ό Γαλέρας. τον κυττάζει ιμιέ γουολωμένα μάτια. — Τί έπαθες; τον ρωτάει 'στό τέλος. Τί κάνεις εκεί πέ ρα, σενόιρ; — Έ... εξυνα τό χέρι μ συ!, αποκρίνεται ταραγμέ νος ό προδότης. Ό .Γαλέρας άνααηκώνε: τούς, ώμους. Ό τετράκαυτός βοηθός του σενόρ Ζορρό βρί σκει /φυσικότατη τή δικαιολο γία του Καρίνμπαλ. Τον αφή νει λο-ιπόν νά συνεχίζη, χοοοίς νά υποψιάζεται τίποτα. Καί τό σπουδαίο εΐναι πώς τον παρακολουθεί -μ* ενδιαφέρον άπό δώ< κ·’ εμπρός. Κι* ό Δον Ραμόν, καταλαβαίνοντας τήν ιαιπίστευτηι κουταμάρα του, παύει πλέον νά φροντίζη νά
ΖΟΡΡΟ
«II ΑΙ·-> ΗίΑΜ- -Μι!.1
11 "υϋΛ'Μ!·ν»!·ϊ·»
"Μ." ' ΙΙ-1»·1· " 'Λυ-. —1· -Ί-'-ϊ.-Λΐ
»
κρύβεται καί συνεχίζει κανο νικά τή δουλειά του, τρίβον τας τά σχοινιά μ5 δλη του τή δυναμι. "Έχει αρχίσει νά κου νιέται όλόΙκληρο τό βαρέλι. — Μωρέ μπράβο, φσγούιοα:!, λέει καμμιά φορά ό Γα λέρας, 'ΚΓ επειδή, όπως είναι γνω στο, ιή φαγούρα εΐναι κολλη τική, αρχίζει νά... ξύνεται κΓ ό ίδ ος μέ μανία. Ό Δον ΊΚαρίνιμπαλ ελευθε ρώνει τά χέρια του. Βασ'ζόμενοο στή βλακεία του γίγαν τα τά φανερώνει αμέσως φέρ νοντάς τα εμπρός κι.* αρχί ζει νά ξυνη τά πόδια του, κον τά στούς αστραγάλους. — ·Πώ πω!, λέει. Τώρα μέ τρώει εδώ! — Κι9 έμενα! Κι9 εμένα!, Φωνάζει1 ό Γαλέρας μέ /οορλωμένα μάτια. Σίγουρα θάχη> ψύλλους έ'δώ πέρα! — Έτσι μου φαίνεται κι·1 εμένα!, παραδέχεται ό Καρίνμπαλ, πού λύνει, μέ γρή γορες κινήσεις τούς κόμπους πού δένουν τά πόδ α του. Δέν πάμε στήν άλλη γωνία καλύ τερα; ίΚαί ση'κώνετα’ πρώτος. Ό Γαλέρας, ξύνον,τας όλόκληοο τό σώμα του, τον μ"μεΐται. — Καί δέν πάμε; λέει. Μό1 νο έτσι θά γλυτώσουμε! Ο'ί φωνές τους, όμως έχουν ξυπνήσει τήν Άμσρίλντσ. Α νοίγει τά μάτια. Τούς βλέπε·. 'Πετιέ'ται όρθια. Μουρμουρί ζει ανήσυχη: — ΙΓαλέρα; Γ,ατΐ τόν έλυ σες;
“Όχς δέν τόν
έλυσα.
πολύ,* ψηλή, ΡενΡρίΦά! ι &!'“ ΐχίμαρτύρεται ό γίγαντας; πού δεν 'μ,πόίρεΐ νά πή μέ μ.ά λέζι> τό.ΐ; «Υψηλότατη1»* πού λέει ό κύρ>6ς του*. Πάμε απέ ναντι, γιατί έχει ψύλλους ε κεί ! Γ . · _ ;—. Τ,ρελλάς είσαι, Γαλέρα; Λυτός είναι· λυτός! Δεν τον βλέπεις που περπατάει; — 5Από... άφηρημά'δα περ 'πατάει, πανύψηλη· σενορίτα! Ξέχασε πού τον είχα δέσει· καί1... Αλλά φυσικά ό 'Καρίνμ;πσλ δεν κάθεται ν’ άκούσήι τή συ νέχεια. Καταλαβαίνει· πώς, αν δεν τό σκάση: τώρα, την άλλη στιγμή, ό πελώριός θά τον γραπώση. Δίνει ;μι<ά καί τινάζεται προς, την πόρτα. 4Η Αμαρίλντα βγάζει· ριά φωνή, ιένώ ό ιΓσλερας αφήνει υν.ά βλαστήμια. Μά, όταν τρέχε: έΕω, στη νύχτα, άκούε: γοργό κσλπασιμό αλόγου που απομακρύ νεται. Το σκοτάδι είναι βα θύ. Ούτε λόγος Υιά νά τον κυνηγήση μέσα στο δάσος. Σ'κόβει την κεφάλα καί κυτ τάζοντας ένοχα την άμορφη πριγκίπι'σσα. παραδέχε τ α ι σταράτα: — Σ,τ’ /αλήθεια λυμένος ή ταν ε !
Ό θάνατος τού Ζορρό 0
ΜΑΣιΚΟΦΟΡΟΣ Εκ
δικητής νοιώθει- την κρυάδα τού θανάτου1 νά κατραικυλάη οπή, ραχοκοκ καλιά του. Βρί
σκεται
σε φοβερά
τρσγική
θέσι> Ιήτως ξ,έύόμ·ε:
Κρέμα-*
σ μένος στο κενό σέ ύψος τουλάχ σίτον δέκα μέτρων επάνω Ιάπό τά μυτερά βράχ'·α τής λίμνης, καταλαβαίνει δτι οί ’δυό φρουροί ιέχουν ανακαλύ ψει τή;ν άκρη τού μαστιγίου ου, πού είναι τυλιγμένη ατό κοντάρι τής αημαίας, κι οίτι· άπό στιγμή σε στιγμή 0ά σκύψουν καί θά βουν κι5 αυ τόν. ζ,έρεί' πώς δεν θά διστά σουν νά τόιν . πυροβολήσουν αμέσως. Ό θάνατός του εΐ:ναι;. κάτι· παραπάνω κι5 άπό βέβαιο. ^ 4Ωστόσο ό Μασκοψόρος Τι μωρός ποτέ δεν παραβίδει τά όπλα, άσο έχει άκόμα έλεύθερα τά χέρια του. Αδίστα κτα άφηνε: τό κορμί του νά γλισ/τρήση προς τά κάτω·, ε πάνω στο τενιτωρένσ λουο·ί τού .μαστ.γίου. Μοιάζει σαν μ'ά πελώρ.α μαύρη αράχνη, πού κστ ρακυλ ά ε ι κ ό θετά στον1 ίστό' της. Αλλά οί στρατιώτες έχουν Κ'όλας. σκύψει επάνω άπό. τά τείχη και τον έχουν 6ή. Ό έ νας απ’ αυτούς βγάζει ιμ.ιά φωνή: — Διάβολε! Ό... ό Ζορ ρό· ! ιΚι’ ό· -άλλος, άκούγοντας αυτή τή φωνή, χωρίς την παρα μ ■ κρη καθυστέ ρηα ι, τρα~ βάε ι την ξ φολό γχη τού ό πλου του καί κόβει την άκρη τού μαστιγίου. Το κορμί τού θρυλικού ύπερασπιστού των αδυνάτων πέφτει απότομα σάν ,μολύβ·!. 'Ευτυχώς γι αυτόν, μέ την ταχύτατη κάθοδο· που έκανε, τη στιγμή πού τό λουρί κφ-
I ,
.. β... Μ
I
Κ
Ρ
0
ί
1
&
Ρ
Ρ
β
βετσι βρίσκεται ρόίλιζ Ιναμέ* μένηι άκρη. του μαστιγίσυ έτρο ψηλότερα από. τον θυρεό κεΐ ,πάνω. των Μπάλσαο, που του είχε Έ’ αυτό τό ρεταξυ από χρησιμεύσει σαν πρώτος στα την κορυφή του τείχους σκύ θίμός,- όταν άνέΐβσινε. ' Αρπά βουν πολλοί φρουροί κάί ψ.άζεται άπ* αυτόν. Μ5 όλον τον ·χνουν_μέ τό βλέμμα τά βράτρομερό κίνδυνο θανάτου που . χ:α. τάφνου ένας διακρίνει· ■διατρέχει,. .Εχει την άπίστευιάχνά τή σκιά.. ταυ Μασκοφό,τή ψυχράι μ ί α. να συλλ ογιστ ή ρου Τ ι μωρού.· Ίοτιλ δεν πρέπει' ν3 ά'ψήση νά — Δεν έπεσε! > κραυγάζει. του ξεφύγη, τό μαστίγιο, γι ατί αυτό είναι ή τελευταία . Έχεγγαντζώσει στον θυρεό ! Σκοτώστε τον! ταυ έίλπίΐδα 'Υ'ιά σωτηρία. Το Αρχίζουν νά πυροβολούν κρατάει λοιπόν απελπισμένα •μανιασμένα όλοι- .μαζί. ;μέ το ένα χέρι- καί χρησιμο ποιεί ρόνο τό' άλλο, για ν’ Ό Ζορρό για, δεύτερη φοάρπαχτη άπό τον θυρεό·. "Υ- . ρά γλιστράει πάνω ιστό τεν σιτερα,'.'βεθα^α, * στερεώνεται τωμένο του ιμαστίγιο, ,μ’ όση καλύτερα Καί ιμέ τά'δυό. ' Α γρηγοράδα μπορεί. Είναι- τυ χερός που φοράει τά πέΥσι-, νακαλύπτει τή χοντρή σιδε να γάντια του, άιλλοιώς καί ρένια λαβή του σπαθιού που ·€χει 6 θυρεός. Δένει τήνκομτις Θυό φορές Θά είχαν καή
ΛΙκςχ άνθρωποι πέφτουν 4πάνς$ τους.
ΰ ^ Μ
I __Η
Ρ
5
2
2
Ρ
Ρ
Ο
?
-Ανόητη! Σέ λίγο καιρό θαμσι κύριος του Μεξικού και δικός σας!
τά χέρια του, ιάπό τή φοβε ρή τριβή. ' Οι σφαίρες σφυρίζουν σαν δαιμονισμένες ολόγυρά του ■ •καί είναι θαύμα πώς- δεν τον 'βρίσκε; κ α.μ μ: άίαττ3 αστές,^μ’ όλο που, ασφαλώς,, μ5 εκείνο το 'κ ολ α σμ ένα σκοτ άδ ι, κ άθε* σκόπευα ις είναι αδύνατη. ■Τά πόδια του_ πατούνσέ.: στερεό .έδαφος, ι ρέχει π·ρός τή λίμνη. Ο; πυροβολισμοί ' άπν τα'* ■φρούριο γίνονται ολοένα πιο πυκνοί·. 01 φρουροί, ρίχνουν, σαν λυσ σασ,μ ένα ι, βλέποντα ς πως άπό στιγμή σέ στιγμή τό «θήραμα μπορεί νά τούς ξε · φύγη. „
Ό Ζαρρό φθάνει στην ά-' κρη^ τής λίμνης. ,Καί ξαιφνικά εκεί πού στέκεται στην άκρη του βράχου καί ραιάζε: ετο.μ,ος νά πάρη βουτιά, ·μ'ΐά φω νή βγαίνει. · άπ5 τό λαρύγγι του. λ Απλώνει τά^ χέρια σαν νά προσπαίθή του κάκου νά βαστηχτή άπ5 τον .αέρα κι* ύστερα γέρνει καί πέφτει. Πέ Φτει· επάνω σ’ έναν βράχο πού βρίσκεται άπό κάτω του κι από. κεί γλιστράει στο νε ρό τής λίμνης, ταράζοντας τή νεκρική γαλήνη, του. ■ Τό κορμί του δεν ξαναβγαί. νει στήν επιφάνεια. • -Επάνω άπό τά τείχη ξεσπούν ούραναμήκεις ζητω κραυγές. - / · - '■ ::
&
Άιχμάλωτθΐ
Η
ΠΡΙΓΙΚΙ,ΠΙΣΣΑ , 3Αμοορίλντα ρίίχνει· 'ϋνεχ βλέμιμα απελπισίας στον ιΓαλέρα. 3Α•νΛοΰγει το στόμα «σαν να θέλη< να τού τά ψάλη για τη .βλα κεία του". "Υστερα .μιετανοιώνει και κάνει ένα άάριστο κί νημα με το χέρ,. —* Τι φταΐς κι5 εσύ, καη μένε!, λέει, 'μ·3 άπογαήτευσι. —· 3Αλήθεια δεν φταίω!, φωνάζει απαρηγόρητος ό Γαλέρας. Αυτός δεν είναι άνθρω πος, ψηλή-ψηλή σενορίτα μ ου, παρά ό Σατανάς ό ίδιος! Μά φανταστητε πώς έβαλε τούς... ■ψύλλους, νά τού φάνε τά σκοι νιά! Ή "Αμαρίλντα τόιν κοττάζει μιά στιγμή μέ τό στόιμα ιάνο.χτό. "Υστερα όμως συ νέρχεται και λέει, για νά δώση τέλος: — ιΝά τον κυνηγήσουμε, μ.'ΐά φο-ρά, δίέν /μπορούμε. Μπιο ρούμε όμως νά τρέξουμε στον πύργο τού Μπάλσας, νά ει δοποιήσω με τον σενορ Ζορραστι κ.ινδυνεύη: νά τον πιάσουιν! —»Κι> άΐκΐόίμα, έίδώ είμαστε; κάνει τρομαγμένος μέ τά λό για της ιό (Γαλέρσς. Πάμε ο λοταχώς στον πύργο! Αλλά πώς θά πάμε; 5Εγώ δεν ξέ ρω που_ είνα: ό πύργος ! _— -έρω εγώ, Γαλέρα! Εμπρός! Πηδούν στ’ άλογα και ξε κινούν ιμ!ε γοργό* καλπασμό. "Οταν πλησιάζουν στον ττύργο ή νύχτα είναι πάρα
Λϋία πολύ προχωρΓίμένή. <0ύτέ μν σή ώιρα δεν υπολείπεται άκό μα για νά ξημερώση. Κι3 δ,μως τό σκοτάδι εξακολουθεί νά είναι πηχτό. Ή νεαρή κι3 άμορφη πριγκίπισσα; βλέποντας εμπρός τους τον σκούρο όγκο τού πύργου, σταματάει τό1 άλογό της και ό Γαλέρας στέκει ατό πλάϊ της. — Χαλά ήρθαμε ώς έΙδώ!, (μουρμουρίζει· ή Άμαρίλντα νήουχη, Πίώς όμως θά συναίντήσωίμε τον Ζορρό; Εκείνος •μπορεί Καί νά βρίσκεται τώ ρα μέσα, στον πύιργο... λ— βρίσκεται στον πάτο τής λίμνης Ύψηλοτάτη!, άκούγεται ξαφνικά μιά φωνή πίάω τους. Καί ένωσή πριγκίπισσα ά φηνε: νά -τής ξεφύγη ,μιά άίθ έ λη κραυγήι τρόμου, παραπά νω άίττό δέκα άνθρωποι πέ φτουν έπάνω τους καί τους πετουν άπό· τ’ άλογά τους. Στήν πραγματικότητα ό λοι αυτοί πέφτουν επάνω στον" Γαλέρα. Για την νεαρή κοπέλλα δεν χρειάζεται πα ραπάνω ατό ένας, γιά νά την κατεβάσηι άπό τή σέλλα, τού ζώου καί /νά τήν κράτηση αι χμάλωτη. Μέ τόν γ.γάντ.σ όμως σωματοφιύλακία τού Ζορρό, γί νεται σκοτωμός. Σαν κανένας δράκος των παραμυθιών πετιέται ορθ.ος καί τινάζει α πό πάνω που τρεΐς αντιπά λους, πού 'βρίσκονται στον αέρα, σαν νά ήτανε γάτες! Οί άλλοι- ιδμως, πού τώρα ιμόλ;ς καταλαβαίνουν «μέ τί εί δους (αντίπαλο έχουν νά κά-
ΜΙΚΡΟΙ
© ι·". '.'ΊΙΙ·!·.·»»
.ιιιίί·,.,·ιΜ·!Ι|.·ίι|Ι,.ι,τι.,·,^ .ιι... -I ΜΙ.,.Α,Ι.^11·.
νουν, χύνονται εναντίον του μέ περισσότερη «μιανία. Τον αρπάζουν δυα'-δυό απ'5 τά χέ ρα κι5 άπ5 τά πόδα, προσ παθούν να τον καθηλώσουν, άλλα και πάλι- δέν μποιρουν. Ό -Γαλέρας χτυπιέτα ι, •κλωτσάει, τινάζεται και πετά ει πάτε τον έναν και πάτε τον άλλον άπό δώ κι5 άπό κεΐ. Επάνω πού λένε πώς τον έ χουν υποτάξει, εκείνος (μ5 έ να (καινούργιο τίναγμα, στέλ νει δυό-τρεΐς άπο τούς αντι πάλους του να κυλιστούν πέ ρα. Τελικά, βλέποντας πώς μέ τά χέρια δεν γίνεται τίποτα, άρχίΐζουν νά τον χτυπούν βά ναυσα στο κεφάλι, μέ τους υ ποκόπανους των τουφεκιών τους. *0 γίγαντας, ιάφού τρώει καμμιά δεκαπενταριά κοντα κιές, πού θά μπορούσαν νάχαν «σκοτώσει, ισάριθμους άν τρες, πέφτει κάτω... ρισοζαλισ μένος! Τον σηκώνουν στά χέρια και τον τρέχουν γρήγορα γρήγορα στον πύργο, καθώς και την πριγίκιπέσσα ’Αιμαρίλντα.
Αγγελιοφόρος τοΰ θανάτου
Ε
ΚΕΙΝΟΝ τοιν κλεΰνουν σ5 ένα κελλι και τη νέα την οδηγούν αμέσως στο γραφείο τού Δον ιΠορφίριο Μπάλσας. ΒΤναι ένας μικρόσωμος πενην τάιρηις, (ξερακιανός, ρέ πρό σωπο νυφίτσας, γεμάτο πο νηριά και μοχθηρά, Μόλ.ς
—*
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
ν.·ααι···»>« »ι*·.·ι
9
«βλέπει την Άμαριλίντα χα μογελάει :μ5 ένα φρικτδ χα μόγελο. Σηκώνεται πάω άπ'5 τό γραφείο πού κάθεται και υ ποκλίνεται ιέλαφρά, κοροϊ δευτικά. —«Πώς αυτή ή τιμά/ Υψη λότατη; ^ ρωτάει και «ή φωνή του ιμιαιάζει μέ τό σφύριγμα φιδιού. Μήπως ήρθατε γιά νά παραστήτε στην κηδεία τού σενόρ Ζορρό; Λίγο νωρίς, γι ατί θά πρέπει νά βρούμε τά πρω'ί το πτώμα του- Ό καη μένος έπεσε άπό ψηλά στά βράχια, χτυπημένος άπό σφαίρα, άλλά κύλησε στη λί μνη... —■ Οστ-ε (ένα τέρας!, μουρμουρίζει μέ οργή ή νέα καί τά υπέροχα μάτια της πετούν φωτιές. Ένας άηΐδα στικός βόλοφόνος! Φωτιές πετούν καί τά μά τια τού ΓΊορφίιριο. ^ — ^Ανόηίτη!, σφυρίζει. Νορίζετε πώς 'μπορεΐτε νά μου(μιλάτε έτσι; Σέ λίγον καιρό Βά είμαι κύριος πού Μεξικού Καί κύριός σας! — Κύριός μου είναι ό πα τέρας μου, βασιλεύς τής Ι σπανίας καί αργότερα θά γίνη ό σύζυγός μου Δον Έουσέμ/πιο, πού τον κρατάτε αίχ'μαλωτο, μέσα σ* αυτόν τον πύργο! Ό Δον Μπάλσας, γελάει ΐάνατρ ι χ ιαστ ικ ά. — Ό Έουσέμπιο εδώ; φω νάζει καί φαίνεται πώς δια σκεδάζει άφάνταστα. Κάνετε λάθος, μικρή >μού! Βρίσκε ται πολύ μακρυά, σέ έναν άλ λον πύργο! "Αδικα ήρθε καί
10
ο
Μ
Ι
Κ
Ρ
βτκστώθηΐκε ιέδώ πέρα ό μέγας καί πολύς Ζορρό! "Αδικα ήρ θατε ιοι* έσεΐς να βρήτε τον ιμνηΐστήρα' σας! ·.Δικαίως δΐμκος, γιατί συναντηθήκατε μέ τόν μέλλοντα αυτοκράταρα τού Μεξικού καίί σύζυγόν σας,. δηλαδή1 μ3 έμενα:! — Εσάς! μ Πώς ^ τολμάτε καί 'βλσσφημεΐτε; κάνει κσιτακάίτρινη άπό οργή ή νέα. Ού τε νεκρή δεν θά βεχόΐμο-υν νά σάς παντρευτώ! '—- Θά το κάνετε, γ.ατ.Ι 8ά σάς διατάξη ό ττατέρας σας, όταν μαβή ,ττώς τό Μεξικό βρίσκεται ατά χέρια μου! ,, απαντάει μέ λύσσα ο Πορψίά ρ:<ο- "Ως τότέ όμως/ Θά μά θετε πώς πρέπει νά σέβεσθέ τον κύριό σας! Θά μείνετε φυλακισμένη σίτο 'κ&λλϊ
Ο
Σ
Ζ·
Ο
Ρ
Ρ
©
ιμ3 εκείνον τον βρωμερό συνο-' 66 σας, .ίάφού προτιιμάτε τή „ δμκή του παρέα! Καί έται ραΐζεται νά διατάξη. νά την πάρουν. ·" ’’ ·.· Ή καημένη; έχει, γίνει κά τασπρη από την αγωνία. · Σκέπτεται πώς πρέπει· νά μάίθη ιμέ κάθε τρόπο πού εΤ' να:·.. φυλακ ισμένος ό: Έουσέμπσ,. έστω ·Κι3 άν δεν μπαρή . νά φαντοροτή,., αυτή τή στι γμή, πώς. είναι, δυνατόν νά τής γ,ρησ; μεύση αυτή ή πλη ροφορία. ' Ξαφνικά χαμογελάει· μ/ - έ να ψυχρό χαμόγελο στον Πορ , φίριο.' " '■ '· -, — ,"Ωστε έτσι ■ φαντάζεσβε!, του λέει ιμίέ ,μίσος. Λοι πόν μάθετε, /κύριε, πώς μόλις σάς μένει καιρός νά μπήτε σέ
Χτνπάεί μέ την αλυσίδα τον φρουρό στο κεφάλι.
Ο
Μ
Ι
Κ
Ψ
©
1
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
0
11
ϊ ου ογαςει το μαύρο σομπρέρο, τον μανόυα Και. . .
μια άμαιξα καί να φύγετε μα . . Μα'" ξαφνικά κυττάζει με κρυά απα τό Μεξ'κά! Ό Δον υποψία τη νέα καί -.ρωτάει: Έουαέμπα, ό μνηστήρας - ’ΚΓ έσεΐς, λοιπόν,· τι μου, 'θά είναι· ελεύθερος σέ λί ηρδατε' «να κάνετε. εδώ; γο καί·· θά ιαναλάβη .εκείνος — ? Ηρθα -να ειδοποιήσω την τ μωρία· σας! τον σενορ -Ζορρό,' πώς .6 μνη Ό Έουοέμπα είναι αΐστήρας μου δεν βρίσκεται 'μαΛΟώτος μου1 σ εναν πύρ ■στον πύργο σας, όπως .νομί γο που )5έν τον ιξ£ρέ? κανείς I ζαμε. (Γατί, πριν άποκαλοόζετε! Ί ον γνωρί φ3ή ·ά Κ αρίνυπαλ,' είχα στεί-' ζουν οι άνθρωπο.·:-του πρίγ λει εκείνον ιέδώ../Δεν τον προ κιπες, που 'Ραΐρ ■οι/ν τώρα λα 5α όμως τον αμο· ρο... * Η προς τα έκεή γα να τοιν ε ταν γραφτό ινα γίνω· αίτια λευθερώσουν! ■ τού χ. ο ρού - του1! —Γ ένα α ■· Αδύνατον!, μουγκρί ληθινό-"δάκρυ κυλάει από τα ζει- κατακίΗ-ρ'-νός ό Πορφίρο. — /Εΐναι αλήθεια!/Μίλησε, ·■· περήφανα μάτια της. ο προδότης, Λόν ,,Ραμάν ΚαΤό δάκρυ αυτό, τό μόνο ρίνμπαλ! ^ ' π ου -δέν..-περί έχ ει' τ ίποτα τό — Τον άτιμο·!, γρμλλίζει ψεύτ ;κ ο, πε Ρθε ι, ·καϊ τον Πορλυσσασμένο ς ό Δον Μττάλφίριο πώς ή Άμαρίλντα του σας.' λέει την αλήθεια.' Και τότε
12
©
ΜΙΚΡΟΣ
γίνεται ιάκάμα περισσότερα κίτρινος. — ΐΠάλι 5εν θά προλά βουν!, βρυχάται σαν λιοντά ρι. Πάλ. δεν θά προλάβουν νά μέ καταστρέψουν! Μ’ αυ τά πού' μουπατε, σενορίτα, υ πογράψατε μόνη σας την κα ταδίκη τόυ ΊΕσυσέμπίο! Φρουρέ! Στείλτε άμέσως έ ναν ιάγγελποψορο στον πύργο του ,Καρριέντες! θά πή νά θανατώσουν αυτοστιγμεί τον αιχμάλωτο ! .Και νά τον εξα φανίσουν σύμφωνα μέ το σχέ δ>ιο! Ό φρουρός κάνει νά τρέξη, άλλά ό έξαγριω:μένος Πορφίριιο τον ^σταματά μέ μαά ,κίνησι του χεριού του. ^ ·—· Κ δ άκόμα -κάτι!, φω νάζει μέ μάτια που αστρά φτουν. Μπορεί στον δρόμο 6 αγγελιοφόρος .μας, νά συναν τη(θή ιμέ τους ανθρώπους του Έοοσεμπιο, άφού έχουν ξε κινήσει κ,ιόλας. (Πρέπει λοι πόν νά ρΐναι ντυμένος, που νά μην τον πειράξουν! -— Δηλαδή, σενόρ; — Νά τόν ντύσετε μέ μ-αύ ρο σομπρέρο, μαύρο μανδύα κσ'. προσωπίδα! Θά τόν πά ρουν για τον Ζορρό, που εί ναι φίλος τής Ύψηλατάτης καί θά τόν άφήσουν νά πάη άπου θέλει ! Ή άρτε αυτή την άνόηιτη και ρίξτε την στο κελ λί, μαζί μ5 εκείνο τό παλιασκυλο! ιΕΤναι πιθανόν νά υ πογράψετε και τή δική σας καταδίκη, μαζί μέ του Έουσέμπιο, σενορίτα! Ή ’Αμαρίλντα έχει κατα λάβει πώς μέ την απερισκε ψία της έχει- κάνει κακό άν,τί
2
§
Ρ
Ρ
Ο
γά ικαλά. Ή- πληροφορία που πήρε, για τό μέρος που βρίσκεται ό Έουσέμπιο, εί ναι πολύ δύσκολο, αν όχι- α δύνατον, νά τής χρησιμεύση. Τόν ,μνηστήρα της όμως, τόν έβαλε σέ άμεσο κίνδυνο θα νάτου. Καί νά άρνηίθή τώρα όσα είπε στον 'Παρφίριο, αυ τός δεν πρόκειται νά την π ιστέψη πια... ^ Σέ δυο λεπτά βρίσκεται ■μέσα στό> κελλι του ,Γσλέρα, πού έχει συνελθεί- τελείως, ίάλλά εΐνσι- δεμένος μέ μια 'χρντρή αλυσίδα από τόν τοΐγσ Ή νέα πέφτει άπελπισμένη σ5 ένα σκαμνί. Και ξαφνι κά ιάκαυειγοργόν καλπα σμό αλόγου. Όρμάει στο πα ράθυρο. "Εχει αρχίσει νά φέγγη έξω. Βλέπει- έναν όλό;μαύρο καβαλλάρη νά ξεκινάη ολοταχώς από τόν πύργο. Ή καρδιά της πηγαίνει να σπάση.
Παλαμάρι γιά.. γαλέρες
II
ΡιΕΠΕ! νά φύγουμε άπό δώ μέσα!, μουρμουρίζει μι5 ,άπελπισίια. -Πρέπει νά δρα πετεύσουμε! Ό ιΠαλέρας στα βάθος έ χει -ευαίσθητη καρδία. Δεν μίπορεΐ νά βλέπη νά υποψέρη μ-ι-ά τόσο νέα καί άμορφη, κοπέλλα. Ίδια ίτερα μάλ ιστα πού ο άγαπημένος τ-ου κύρι ος του έχει πή νά την προσε χή σαν τά μάτια του. — Έγώ... Τσαμ’ έκεΐ πά νω σενορίτα μου, λέει άντι-
§
ΜΙΑΡΟΙ
καθιστώντας μέ το «οϊσαμ' ε κεί π>άΐνω» τό «Υψηλότατη», συμφωνώ μαζυ σας: Λέτε να φύγουμε! Λέω 'κΓ εγώ τό ί διο! Πέστε μου πώς να φύ γουμε γιατί άπό ιμένα... δη λαδή θέλω νά πω πώς έγώ 3έν... μ5 άλλα λόγια άν πρέ πει νά κατέβασαν ί'δέα για το πώς... — 'Άχ, Θεέ ,μου! *Αν δεν σέ εΐιχαν δέσει τουλάχιστον μ5 αυτή την αλυσίδα!, μουριμουιρίζει ,μ* άπογοήτευαι ή Άμαρίλντα. Καί είναι τόσο ιχοντρή! Δέν υπάρχει. ελπίς νά τή σπάσης! Ό1 Γαλέρας κυττάζει την αλυσίδα ικαί κουνάει το κε φάλα του πέρα-ίδώθε, σάν νά ,λέη πώς δέν συμφωνεί μ’ αυ τή τήν άπαψι. "Υστερα παίρ νει φόρα καί τής δίνει ένα τρομερό τράβηγμα. Ή αλυ σίδα ξεκαρφώνεται μέ ίμιας Ιάπό τον τοίχο καί τουρχεται στο κεφάλι. Ό γίγαντας πέ φτει ανάσκελα. Ή πριγκίπισσσ γουρλώνει τά μάτια καί τρέχει 'κοντά του. — Χτύπησες; μουρμουρί ζει κατατρομαγμένη. — Σάς χτύπησα; αποκρί νεται ό Γαλέρας ανήσυχος. 'Νά μέ συμπαθάτε, δέν τβθ έ λα! Γλίστρησα καί... δηλα δή, κατάψηλη σενορίτα μου... — Όχι, δέιν χτύπησες εμέ να! Μη φοβάσαι! Βλέπω ό μως, πώς δέν χτύπησες ούΥ έσύ... ’Αίφού .μπορούσες νά σπάσης τήν αλυσίδα, γιατί δέν τδκανες; Δέν... τό σκέφτηικα! Καλά.,. Λοιπόν, άκου
Σ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
13
τώρα: Έγώ θά φωνάξω τόιν Φρουρό νά μου φέρη νερό. ’Άν άνοιξη τήν πόρτα, θά ιόν πιάσης καί θά... — Θά τον περιποιηΐθώ!, λέει ό Γαλέρας. — Ακριβώς! ,ΛΑν περάση μόνο τό χέρι του ιάπ' τά κάγ κελα τού μικρού παραθύρου τής πόρτας, θά τον άρπάξης καί θά τον άναγκάσης νά ξεκλειδώση. , Πρόσεξε μόνο ,μήιν του σπάσης τό χέρι ^ έ την πρώτη καί υστέρα δέν ιμπορεϊ ούτε νά γυρίση τό κλειδί... — Θά προσέξω, πολύ ψη λή σενορίτα μου! Μά για κα λό-ικακό, άς κυττάξη κι5 εκεί νος νά μήν έχη κανένα χερά κι σάν καλάμι!... — Τώρα στάσσυ εκεί στον τοίχο Καί προσποιήσου στι ή άλυσίδα σου εΐναπ ακόμα στερεωμένη στον τοίχο. Έ τσι δέν θά φοβηθή ό φρουρός καί μπορεί καί ν’ άνοιξη... Γίνεται στ' άλήθεια όπως τό λέει ή Άμαρίλντα. Επει δή ή αλυσίδα τού 'Γαλέρα δέν φτάνει ούτε στα ,μισά τού κελλιού, ό φρουρός δέν θεω.ρεΐ καθόλου επικίνδυνο ν' ά νοιξη· τήν πόρτα, γιά νά δώση νερό τής υψηλής κρατού μενης. Μόλις όμως κάνει αυ τό τό λάθος, ό γιγάντιος 6οηΐθός του Ζορρό κάνει .ένα Βεώιρατο σάλτο προς τό μέρος του. Χτυπάει μέ την αλυσί δα τον φρουρό1 στο κεφάλι, που πέφτει βουτηγμένος στο αΐιμια, χωρίς νά τηρσλάβη ού τε ν' άναστενάξη. ' Η πρ ιγκ ίπ ιισσα ξεροκα* τςχπίνει, άλλα ύστερα, φέρ-
14
0
,·*·.··«^Μ·ΙΚ·ΜΙ··-·*Τ.
■
ΜΙΚΡΟΣ
—I——.................. ....
—1. ■ :
Ζ ...
Θ I
:
ι
ι I, ΙΓ
Ρ .
Ρ
■.ιιτιϋ ■—ί —
0 I ,
νονττας τό χέρι στο στομάχι·, τη την πλευρά τού πύργου περνάει- επάνω άπό τσ .σώμα κψ’ -έτσι* τρυπώνουν γρήγορα μέσα, χωρίς ινά τούς δούν οί του και βγσίνεΐ' άιπ’ το κελλί·. φρουροί από τις πολεμίστρες, Ό Γαλέρας την ακολουθεί. γιατί τώρα πιά έχει ξημερώΟνοοιι ευτύχημα οτι·, ίέτσι ,σει γ’ά τά καλά... Ξαφνικά πού τούς έπιασαν •και καθώς ό Δον» Μπάλσας -ή Ό ΔονλΚαρίνμπαΑ θελε νά άνακρ.ίνη, την πριγκίσώζςι... τόν Δον πισσα, δεν τούς έχουν φυλα Έουσ&μπιο κίσει» στα υπόγεια, παρά στα επάνω μέρος τού πύργου. "Ε τσι-, ■ · χωρίς νά χρειιαστή νά ΑιΠΠΕΛ IΑΦΟ Ρ . 0 Σ περάσουν από άλλους . φρου τού θανάτου διασχίζει σάν- α ρούς, φθάνουν σ’ έναν εξώ στραπή τό δάσος ..- μέσα στο στη, πού προχωρεί ως τά τεί πρώτο φώς τής αύγής. Ακο χη. Προηγουμένως μέσ’ από λουθεί ,τόν δρόμο πού περνάένα μεγάλο δωμάτιο σαν άε.:· κοντά άπό την ^ παραλίά, ποθήκη πού πέρασαν, έχουν γιατί ό πύργος τού Δον Κορ πάρει· μια μεγάλη κουλούρα ριένιτες βρίσκεται ^στήιν ,ιάντίσχοινί; ■ κρυνή πλευρά τής μεγάλης λίμνης. Ό γίγαντας τό δένει σέ μ-:ά πολεμίστρα και πετάει Ό άνθρωπος πού φορά •την άκρη του απ’ έξω. Είναι* •στολή όμοια μέ τού Ζομρό τόσο μακρύ πού σίγουρα θά βιάζει- τό άλογό .του. νά τρέφθάνη κάτω ξη όσο μπορεΐ ■ γρηγορώτε— 'Ν ’ άν ·:βετε. ατούς ώ ρα, γιά ;νά έκτελέση τή δια μους μου.; πανύψηλη σενρρίταγή τού κυρίου του, νά φθάτα μου, λέει Θά. χατέβουμε ση πριιν απ’ τούς ανθρώπους «κιΛ δυο... καί .. δηλαδή..., τού ΊΒουσέμπιο. — "Ελα! - Σκύψε ν’' ανέ παφνικά'' όμως, όπως τρέ χει, άκούγεΤαι μες στήν π ρω βω !, τού λέει· ή πριγκίπίσσα. ΐνή γαλήνη πυροβολισμός. Μιά φορά τό σχοινί εΐνα; χον τρό σάν παλαι άοι·... Ό μ αυροφόρε μένος άγγε— Μά μόνο μέ. παλαμάρια λιαφόιρος βγάζει μιά κραυγή δένουν... τ'ίς. γαλέρες!, φωνά πόνου και τινάζεται πάνω α ζει· θριαμβευτικά ό γίγαντας, πό τή σέλλα τρύ άλογου του, και. ή Άμαρίλντα τόν κυττά•σάν ινά τόν χτύπησε άστροίζει« δικαιολογημένα μέ γουρπελέκι. · Πέφτει . μέ βρόντο λωμένα, μάτια, γιά τό· ξαφνι στή γή, ενώ τό άλογο εξακο κό, αλλά πετυχημένο καλαμ λουθεί νά τρέχη καί χάνεται πούρι· του. στη στροφή τού δρόμου. , Μετά από λί’γα δευτερόλε Ό άγγελ ιάφιόρος φέρνει· τό πτα τά πόδια τους έχουν πα- · χέρι- ατό, στήθος. Προσπαθεί τήσεΐ' στη γη. Ευτυχώς τό δά νά άναισηκωθή;. ίάκουμπώντας ρος άρχιζε;· αμέσως «γπ-’ αΟτο άλλο του χέρι στή γη. Τόν
©
Μ
1
Κ
Ρ
Ο
ϊ
ζ
ο
"ί·*·
Ρ
Ρ
Θ
**■***·.
15 - ■
πιάνει- βήχας και ξαναπέφτει _ -μπορεί νά μιλήσή. Βρίσκεται•κάτω μΐέ τά .μούτρα. στα τελευταία του. "Ανοιγο Ένας κόύβαλλάρης κάνει κλείνει αδύναμα τό στόμα τήιν έμφσνισί του τότε% μέσ" του ένα-δυο φορές κάτω άπό άπρ τά πυκνόφυλλα δέντρα. τό ιμιαΰρο πανί πού τού σκεΦθάνει- ικοντά του και πηδά πάζει-ντό πρόσωπο. Καταφέρ ει,· δίπλα του. Στα ^ γεμάτα -νει νά ψελλίση,: κακία (μάτια: του λάμπει ά 1 — Δεν... βέν... γρια χαρά. Μέ 1ό· πόδι- του, , ' -Κ ι" υστέρα σωπαίνει- για με μια ιβάρβαρη κίνηση ανα πάντα ■ και μένει νεκρικά άκίποδογυρίζει- ανάσκελα τό πε νητος, '· ’ · σμένο ιμπροόμΐυτα κορμί.-.· Ό Δον 'Καρίνμπαλ. τρα — Σλ ιέκδί'ΐκήίθηίκα, ■' σενό-ρ βάει τή μαύρη προσωπίδα Ζορρά!, -φωνάζει μέ διαβολι-' και- τον κυττάζει- θριαμδ-ευτική χαρά.. Νόμιζες πώς ήσουν ;·- υκά. Δέν έχει· ξαν-ρδή ποτέ του πιο έξυπνος απ’ όλους κι-5 ά- , έκεΐνο τό πρόσωπο, αύτό 6ήττήτος! "Αλλά υπάρχουν κι3 : ,μως δεν τού .φαίνεται καθό άλλοι- έξυπνοι κι" έτσι την έλου περίεργο. τταβές! .. "ν . ^ —% 'Ώστε αυτός λοιπόν ή Ό μασκοφόρος στο •έδα ταν ό περιβόητος Μασκοφό φος -αναπνέει -βαρεία. Στη γη ρος "Εκδικητής! ,- -μονολογεί γύρω του (έχει άπλωΙθή μ ά περιφρονητικά. κόκκινη λι-μνούλα. Φτύνει· δίπλα ' στο κουφάριΌ ,Καρίνμπσλ όμως —για τί αυτός είναι ό δολοφόνος τού νεκρού κι" ύστερα πηδάει· του— -είναι- ολοφάνερα ένθου- . στη σέλλα τού αλόγου του. σιααμένο-ς άπ" αυτό τό τρα -Κεντρίζει τά πλευρά του καί ξεκινάει μέ καλπασμό προς γικά -θέαμα, τόν πύργο του Λόν Μπάλσας.· : — Τόσκασα από -τον ηλί ιΐΊαρ" όλο πού τό-ένα του: χέθιο -φίλο σου! , του λέει, νορ:· κρέμετ'αι- μέ μαντήλ ι- άπό μ-ίζοντας πάντα πώς -μίιλάεΐι τόν λαιμό του, είναι , έξαιρε■στον αληθινά Ζορρά. /Αλλά πριν έρθω εδώ, πέρασα από - τικά ευκίνητος και ενδιάθε · έναν γνωστό μ-ου νά πάρω πι τος.... ! Οι φρουροί · τόν γνωρίζουν στόλι. Δεν ήθελα νά σέ συ καί τού -άνοίγουν'’άμ-έσως τήν ναντήσω άοπλος... Σέ κορόΐδεψα! Σ" έκανα νά χάσης τη . πύλη. . Σ έ. 2 λεπτά βρίσκεταιι μπροστά στον Δον Πορφίριο. νύχτα σου οπόν πύργο.του τόιν. - κυττάζει: ,μέ' Πορφίριο! Τόξερα όμως πώς . "Εκείνος γο-υρλω μένα 1 ματ ια.Π αρατηρεΐ Βά ··μάθαινες για τον πύργο τό .κρεμασμένο του ' χέρι, καί τού Κορριέντες κι" έτσι- ήρθα σιγά-σ ι γά ηρεμεί. Ή πρώτη στον δρόμο και σέ-πρόίλαιβα!... Χαιρετισμούς στον δι . σκέψις πού κάνει είναι- .πώς - τόν έχουν πλη-ρώσε.ΐ'. ρί ..εχθροί άβολο, σενόρ Ζορρά! του κι" έρχεται τώρα νά προΌ έτσι μοθάνατος τάχει άλοιπόν «ύσει όλ" αύτά, άλλα δ*ν δώάη αυτόν. Κάνει
1§
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
2
0
Ρ
Ρ
ύ
πώς, δεν καταλαβαίνει κα:ί τούν γεμάτα λύσσα τον προ του λέει*: δότη. ,ΕΤνα;· έτοιρος νά πυ — Σε είχα για χαμένον, ροβόληση. Ραμόν! Τι ίάπέγιινες; 01 άν ιΚι·5 αυτόν καί τον .Κσρίνμ θρωποί ιμου γύρισαν έχτές τή παλ όμως, πού εξακολουθεί νά ιμιλάη μέ τρεμουλιαατή νύχτα καί μου είπαν/ πώς ό σεινιόρ Ζορρο δέν πήγε στο· •φωνή, τους δ·:σκάπτεγ ή φω νή τού φρουρού, πού ανοίγει ιραντεβού1 σας, στήν καλύβα ξαφνικά την πόρτα τού γρα του δάσους... "Υστερα όμως φείου: σ ίδιος ο σενορ Ζορρο· ήρθε έ— Εξοχότατε! , Ή... ή δώ!... πριγκίπ ισσα 3 Αμαρίλντα κ ι’ Ό ,ΚαρίνμπαΑ αποκρίνε ται; ,μέ δουλικό χαμόγελα: εκείνος, ό γίγαντας... δραπέ τευσαν· ! — Μή σάς ανήσυχη αυτός ό (αγύρτης, Έξαχώτατε, α Ό Δόν Μπάλα ας ξεχνάει φού δεν βρίσκεται πια στη τό πιστόλι και πετιέτατ όρ θιος, σαν νά έσκασε κεραυ ζωή! Ό •Πο'Ρφίριο τον κυττάζει νός μπροστά στα πόδια του. μ5 (αληθινή έκπληξι. — ,Που τό έμαίθες; λέει. Ή αποστολή — ’Όχι και «έμαθα»! κά τοΟ Καρίνμπαλ νει· γελώντας 6 Κσρίνμπαλ. Αφού εγώ ό ίδιος τον σκότω ιΕΡιΝΑΕ I άρκ ετή ώρα σα·! Δεν πάει: ούτε μισή ώ γιά νά συνέλθη από την έκρα! Κάλπαζε προς τον πύρ πληξί' του και από- τήιν τρο γο του Δον Κορριέντες! Πή μερή λύσσα πού τον κατα γαινε ασφαλώς γιά... — Ηλίθιε!, ουρλιάζει ο λαμβάνει. Μετά από τις πρώ Δον Παρφίρ.ο, που έχει γί τες (βλαστήμιες πού βγαίνουν σαν καταρράκτες από τό στό νει μελανός από τον θυμό μα του, για την .ανικανότητα του. Τι έκανες! Ό άνθρωπος αύτός ήταν αγγελιοφόρος των φρουρών του 'και μετά α πό τις ,άπειλές πού ουρλιά •μου! ζει, γυρίζει* στη θέσι του. Πέ — Δεν καταλαβαίνω, Έξοχιώτατε!, ψελλίζει κατακίφτει· βαρύς στό κάθισμά του. τρινος ό ιΚσρίινμπαλ πού ε Ό Δόν Μπάλσας βλέπει τό πιστόλι: ιστό ανοιγμένο ίχε:· (αρχίσει να τρέμη ολόκλη ρος. Σάς λέω πώς ήταν ό συρτάρει· καί τό φουχτώνει πάλι μέ μανία. Ρίχνε; μια Ζορρό καί πώς... ιματιά γεμάτη θάνατο στον Τό χέρι τού ίΠορφίριΟ', πού προδότη πού στέκει απέναν βρίσκεται πίσω άπ5 τό γρα τι του. θέλει νά ξεσπάση την φείο του, ανοίγει σιγά-σι·γά όργή του επάνω του κι5 έτο:·ένα συρτάρι του. Τά δάχτυλά ιμάζεται γιά δεύτερη φορά νά του φουχτώνουν τη λαβή ε τον σκοτώση. νός πιστολιού πού βρίσκεται |!κεΐ μρσα, Τά μάτια τον κντΓιά δεύτερη φορά όμως και
Π
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
μετανοεί. Κάποια ιδέα πε,ρ»νόοεΐ: σαν αστροπτή., φωτίζον τας τό σκοτισμένο μυαλό του. ’ Αφήνει· το π.σταλι. ,Κλεί^ νει· τα συρτάρι. Παρατηρεί τον ,Καρίνμπαλ βλοσυρός. — Τώρα ξέρω πώς δεν εί σαι προδότης, όπως φαντά στηκα στην αρχή, τού λέε', αλλά :μονάχα ήλίθ.ος! θά σου δώσω μ:ά τελευταία ευ καιρία. νά έπανορθώσης τις βλακείες πού έκανες! Ό Καρίνμπαλ κάτι· πάει να μουρμουρίση ιάλλά ό Πορψίριο τον κόβε: μέ μ:ά άπότομηι χειρονομία τού χεριού. — Θά πας στον πύργο σας, του λέει. Στο· πύργο τού Έουσέμπ.ο δηλαδή. Θά βρής καί θά συγκέντρωσης ό λους τους ανθρώπους του. Θά φτάσης —γό αυτόν τον λό γο πριν από τήιν πριγκίπισσα πού δραπέτευσε... Θά τούς όίδηίγή,σης έδΙώ... Σ5 αυ τό τό σημεΐο... Γωρίζε.ς πο λύ καλά την περ.οχή, Καρίνμ παλ... Καί λέγοντας έτσι έχε: ση κωθή από τη θεσι του. Έχει πλησιάσει τον μεγάλο χάρ τη πού ύπαρχε: κρεμασμένος στον τοίχο, πίσω άπό τό γρα φείσ καί τού δείχνε:. —Μάλ.στα, Εξοχότατε, ψελλίζει κατατρομιαγμένος ό πρόδόΐτης. -— Έγώ θά έχω στείλει· τούς δικούς μου πιο μπροστά έκεΐ πέρα!, συνεχίζει· ό Πορ■φίριο. Μόλις οι εχθροί μας, μπουν στην χαράδρα, θάναι σάν νά ,μπαίνουν στον τάφο τους! Έσυ θά τρέξης ,μπροστά γ:ά νά ενωθης μέ τούς
2
Ο
Ρ»
ϊ»
6
ί?
δικούς ρας .καί νά σωθής... 'ΚατάΛαβες τό σχέδιο; — Πολύ καλά, Έξοχώτατε. — Τρέξε λοιπόν! Μην αρ γής! Καί πρόσεξε μην άποτύχης πάλι· ή μην πρσσπαίθήσης νά .μέ γελάσης! Χάθη κες, Καρίνμπαλ! Μάχης στον νοϋ σου πώς άν ή πριγίκίπισ σα φθάση πρίιν άπό· σένα, θά τούς πή για την προδοσία σου καί, ,μόλις πας, θα σέ τ ιάσουιν. Πρέπει. νά τρέξης σάν τον άνεμο καί νά πάρης τούς ανθρώπους τού Έουσέμ πιο, πριν ερθη εκείνη στον πύργο! ;Πάρε μαζί σου καί δυο δικούς -μου ιάκό-μα ώστε άν ή Άμαρίλντα φθάση την ώρα πού θά βρίσκεσαι, μέσα στον πύργο, νά τη σκοτώ σουν, την ώρα πού θά περνά·ει· τόιν δρόμο τού δάσους... Φύγε! Ό Καρίνμπαλ υποκλίνεται· !βαΐ3ε:ά·. "Υστερα κάνει μετα βολή χωρίς νά πή λ έξι καί ■φεύγει· τρέχοντας. Μισή ώρα; αργότερα καλ πάζει· σάν τρελλός στο δά σος, π·ρός, τον δρόμο τού πύργου τού Δόιν Έουσέμπιο. Τόιν άκαλουθόύν δυο στρατ ώτες τού Πορφίρ···ο Μπάλσας. — Γρήγορα! Γρηγορώτερα!, τούς φωνάζει συνεχώς. Κ ι’ όλο κεντρίζουν τά δυ στυχισμένα τ5 άλογά τους, πού άινασαίνουν -βαρεία καί λές πώς θά σωριαστούν κά τω άπό σ/τιγμίή σέ στιγμή. Αντί νά γίνη αυτό1 όμως, εμφανίζεται στη στροφή εμ πρός τους ένας όλό'μσυρος καΐβαλλάρης καί τούς φράζει
««Μ
ψα
.*»*«;.■
Λ%Χ-
λ·/.!
.•·;·ί:ν«ϊ:ίώ»Π
Κ’ι
ιμ ΜΜΜ ΜΜ
'Ο Γαλέρας τοΰ δίνει μια φοβερή γροθιά.. .
τον δρόμο μέ τά δυο πιστό λια /τρίΛ ■· ·:.··· ·..: · : · •—ν Μάνας "Αλτος, σενόρες!, φωνάζει αόστηιρά. Μήν 'κάνηι κανείς χαμμιά ανοησία, γιατί, θά τό πληρώση μέ τη
ζωή του! .’.·ό γί' ■'ν.·'··,■ ζ;·"! Οι οπλοφόροι ; τουΜπάλ-'.-.' τα; αστραπιαία μέ τά μάτια ■—γ. Ό σενόρ Ζορρά!, ,μαυρ- · ' ■' Ί· ·. · . · δ". : •■σας ,σμωζ, δεν ι έχουν ·:την. ί- 'κ:’ υστέρα, ταυτόχρονα,, ό έμουριζειί'πανιασμένος' ό 'Κα, . V. · , - ' . δια . ιδέα για τον Μασ'κο'φσρο ■ ναο ο-εξιά κι* ό άλλος αριστερίνμπαλ. ■ Μήπως δέν ■ εΤναι'·ί Ο' νΒκδί'κ'ητη, 1 ; γιατί- δέν^ έχουν ,. ρα, γέρνουν έπάνω στ5 άλογά άνθρωπος ικι* είναι- , · - κανένα, <καΐ την ίδια πικρή πείρα .μ έ τους καί τραβούν τά π ιστόφάντασμά; * · .·■■ δ' ή; τον Καρίνμπαλ. Συνεννιοουν- Λλια τους.' · ·'·'■· γ .·_ ν·.. '
ο
ΜΙΚΡΟΣ - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - ...
Μ—
-
ν-^· -- - -V
Στή στιγμή δμως τά πι στόλια τού Ζαρ-ρό βροντούν κλ Αστράφτουν ..μέσα ο'τά στι (βαρά: του χέρια. Οί δυο όπλΦφάρο; ούρλ ό ζουν ταυτόχρονα και τά μά τια τους γουρλώνουν από φρί κη. Δον .έχουν όμως ττι-ά κσι.ρό νά μεταυοιώσούν. Έχουν πλη •ρώσει. πολύ Ακρ.ιδά ϊώ λά θος τους. Σ5 ένα δευτερόλεπτο τά περίστροφα κατρακυλούν Α πό τά χέρια τους -κι* οι ίδ.οψ βροντούν β-αρειά στή γή, πέΦ'τοντας άψυχοι Από τ’ άλο γά τους, μ»έ ίτρυπημένα τά κρανία! Ό Καρί.νίμίπαλ έίχε.' απομείνει άναυδος καί περασό1τερο νεκρός πΡιρά ζωντανός, από τήν τρομάρα του.
Τα σχέδιο
ο
του Ζορρό
ΖΟΡΡΟ εκμεταλλεύε ται αυτή τήν ψυχολογ .κή, του καιτάστασι. Δον δυσκολεύεται ινά τόιν Αναγκ-άάη νά μ-ιλήση. Κ αι! μ ά καί ή γλώσσα τού προδότη λύνεται, τού τά λέει ίδλσ, Από τον άγγελ αφόρο πιού σκότωσε Κομίζοντας πώς ήταν ό Ζορρό,! ώς τήνι απο στολή πού ήού Αν-άιθεσε ό Μττάλσας καί τό' σημεΐ-ο τής ένέδρας. Ό Μασκοφόρος Εκδικη τής τόν δένει χειροπόδαρα σ' ένα δέντρο κΚ ύστερα πηδάειστο άλογό του. Καλπάζει- ο λοταχώς προς ,τό μέρος που του έχει πή ό Καρίνμπαλ διτι βρίσκεται τό πτώμα τού Αγ-
-------------
··
1 ΛΟί- - - - - - - - -·-
ύ —
Ρ - ι-
Ί — Γ·>-.—
Ρ
0 -
γελι-αφόρου του Δον Παρφί.ρ ο. Τού βγάζει- βιαστικά τό σομπρέρο καί τόν μαύρο μαν όύα καί τά πετάει .μακρινά. Δεν τού χρειάζονται. Εκείνο που θέλει, είναι ή στολή ενός άγγελ α'φάρου του Δον Μπάλ. σας. * Αρχίζει* λο.τταν νά γδυνη τόιν νεκρό, μέ 6.αστικές κι νήσε.ς. Μά ξαφνικά Ακούει ένα ρουθούνι σμα σαν θυμωμένο μονγκρητό θηρίου κΖ ένας π·ε λώρ.ιος όγκος πέφτει επάνω του. Νο.ώΟε; έναν φοβερό πό νσ στή μέση καί τόν κόσμο νά σκοτε.ιν.ιάιζη ολόγυρά του. Μόνο /χάρις στα άτσαλέν α του νεύρα καί τήν τρομερή του ετοιμότητα ό Μασκοφό ρος Τ ..-μωρός .καταφέρνει καί πηδάει στο πλάϊ, τήν ώρα ττου ό γίγαντας ξαναρί-χυετα; μανασμέινα εναντίον του. Λυ τός 6 τελευταίος, μή ιβρίσκον τας τόιν Ζορρό- -μπροστά του αύτή τήι φορά, κατρακυλάει μουγκρίζοντας στη γή. Μέ Απίστευτη για τόν όγκο του εύκ. νησιά ξαναπετιέται ορΘ'Ος. Ετοιμάζεται σαν πα λαιστής πού παίρνε: φόρα γά νά έπιτέθή. -— Γσλόρσ, τρελλάύηκες; του λέει Θυμωμένος ό Ζορρό. Τ' εΐιν' αυτά τά καμώματα, άμίγο; Ό γίγαντας -κοκκαλώνει ικαί μένει μέ τό στόμα Ανοι χτό. — ΕΤ... εΐναι ό σενάρ... Δη λαίδή, δεν είναι- ό... θέλω νά ττώ... τραυλίζει καί σώπαίνει ιέμίβρσντηιτος. Τήν ίδια στιγμή φανερώνε-
© .
ΜΙΚΡΟΙ "ΐι··!.·.ί·ι·..ι·ιιι··ί»ΙΛ;··,
»·..·ΒΒ.χ[.>ι. ■■■!■?«.■ ■.">■
'ί-ί ■
%
©
Ρ
Ρ
©
21
Μ
ται μέσ’ άπό τά δέντρα καί ή πανέμορφη ττριγκίίπισσα Άμαρίλντα και τρέμει κοντά στον Ζαρρό. —- Ζήτω!, φωνάζει μ’ α νυπόκριτη χαρά-. Και ,μέσα στον νεανικό· ένΒσυσ ιασμό της, πέφτει στην αγκαλιά του και του δίνει δυο σκαστά φιλιά στά .μά γουλα! .Γρήγορα δίνονται οι έξηιγήσεις κι1 από τις δυο μερι ές. Ή πριγ.κίπισσα του λέ ει πώς .τον είχε γά νεκρό καί πώς τόν πέρασαν γιά τον άγγελιαφόρο του Πορφίροο, ό1ταν τον είδαν νάρχεται άπό μακρυά καί γι' αυτό του ρί χτηκε ό Γαλέρας. Ό Ζορρό πάλι τους έξηγεί ότι. δεν τόν ■χτύπησε καμμιά άπό τις σφαίρες των ανθρώπων του* ΙΜπάλσας, που του έρριήαν ά πό τά τείχη. 1 Απλώς έπειίδη ήταν σκοτεινά καί βιαζόταν, τό πόδι του γλίστρησε στην άκρη του βράχου κι.5 επεσε. Χτύπησε στο κεφάίλι πέφτον τας σ’ έναν άλλο βράχο, αλ λά υστέρα συνήλθε κάπως, σαν ήρθε σε επαφή με τό νε ρό. Έκανε μακραβούτι γιά νά βγή μακρυά καί νά μην τον βουν. Κατάφερε καί κρύ φτηκε .μέσα στις λόχμες τής παραλίας, μερικές εκατοντά δες μέτρα πιο κάτω, στην ά κρη του δάσους. "Οταν βγή κε απ’ τό νερό όμως, ήταν τόσο χτυπημένος καί ζαλ ί σα ένος, που λιποθύμησε. Συ νήλθε μετά αρκετές ώρες. Ευ τυχώς όμως εγκαίρως γιά νά δή τον προδότη Καρίνμπαλ
ΙΤΡν Ιφευγε άπρ τρν πμργο
καί νά τόν προλάβη στον 6ρο μσ... ι — Καί τώρα λέει μέ φωνή γεμάτη ανησυχία, πρέπει νά ενώσουμε τις δυνάμεις ίμιας, ■γιά την τελική επιτυχία του σκοπού μας: Την άπελευβέ»ρωθι του Δόν Έουσέμπισ... Ή Άμαρίλντα τόν κυττάζει μ’ εύγινωμοσύνη. ’Εκεΐνος γυρίζει πρός τό ;μέρος της. — Ύψηλοτάτη, λέει, πρέ πει κι’ εσείς άκόμα ν’ άνσλ ά δετε μιά άποστολή! Ό Γαλέ ρας, κι’ αυτός έχει νά κάνη, μιά δουλειά πολύ δύσκολη... Έστω καί ένας άπό τούς τρεΐς μας ν’ άποτύχη στην α ποστολή του, τό αποτέλεσμα θά είναι εναντίον μας. κι’ ό χαμός του Δόν Έουσέμπιο βέβαιος! — Τότε έγώ λέω... Δηλα δή θαρρώ πώς τό καλύτερο είναι, πετιέται ό Γαλέρας μιέ γουρλωμόνα .μάτια, νά μην... Μ’ άλλα λόγια δόν πρέπει... ή μάλλον, άψου δεν πρέπει νά ά'ποτύχουμε, σενόρ, πιο- κα λά είναι νά πετύχουμε! — Μπράβο σου, Γαλέρα!, λέει μέ θαυμασμό· ό Ζορρό1. Λοιπόν, Ύψηλοτάτη, εΤσθε έτο μη; νά διακινδυνεύσετε... — Πέστε μου γρήγορα τί πρέπει νά κάνω τώρα σενόρ Ζορρό!, τόν διακόπτει μέ πε μήφανη φωνή ή Άμαρίλντα. Ό Μασκοφόρος ^ Εκδικη τής την παρατηρεί μιά στι γμή μ’ αληθινό θαυμασμό. "Υστερα λέει: — Πρέπει κάποιος νά πάη στον πύργο του Δόν ’Εουσέυ7Γΐ#, πάρη §λους τρυς
22
Ο
Μ
I ' Κ
Ρ
0
Σ
Σ
Ο
“— ’ττττχντ ■ '
Ρ ' Ρ
. τν
0
— Τί τρέχει; Πού βρί άντρες του καί νά τρεξη^ στο σ^μεΐο της ένέδρας, · · οπού σκεις δυσκολία; τούς περιμένουν οι στρατιώ — Στο νά φορέσω τ,ή στο λή αυτουνού εδώ, σενόρ Ζορτες του Δον Πορφίριο... Φυσι κά, άν πάτε Υψηλότατη, θά ρό!, λέει ό φουκαράς ό Γ α (έξηγιήσετε στον επικεφαλής λέρας καί μέ τό < δίΐκίο του, των άνίδρών σας,, γιά. την πα γιατί είναι πολύ .φαρδύτερος γίδα. Έκεΐνος ξέρει τι θά κά άπό τον μακαρίτη. νη κατόπιν γιά νά άντιστιρέ— θά την ανοίξουμε σέ .με ψη τους ορούς καί να βρεθούν ρίκες μεριές καί θά σου χωπαγιόευμένοι οι εχθροί μας... ρέση!, τον βεβαιώνει ό · Μα—-· Φεύγω αμέσως άν δεν : -σκοφόιρος Εκδικητής γελών'τας.' ■ ,’ ' : · ’ .. ,- ; μέ ' θέλετε τ,ίποπ άλλο, λέει ή πριγκίπίσσα. ΚΤ αρχίζει - μάλιστα τη — Μετά τη νίίκη σας, Υ δουλειά,, για νά μή χασομε ψηλότατη, προσθέτει ό Ζορράνε. Ό γίγαντας ξαναλέε;: ιρό,. νά φέρετε τον στρατό —- "Ύστερα, σενόρ... - Έσας έξω από τον πύργο τού νχτός άπ5 αυτό δηλαδή,... Εί Δον Κορριέντες και νά επίναι άκόμα κάί πού... τεθήτε! . ^ ^ ·.— Δέν ξέρεις πού ,βρίσκε— Πολύ καλά, σενόρ! ;. τα ό πύργος τ^ύ Δόν,,Καρριέν Καί ή υπέροχη · -αμαζόνα τες; · · ·· λ πηδάει στη σέλλα τού άλογου ■·■— Ακριβώς, σενόρ! Πώς της. ’ και φεύγει μέ γαργό τό καταλάβατε; ’ κάνει κατά καλπασμό. πληκτος ό Γ αλέρας. ’Αφοΰ ε — Μό... μόνη της 6ά πάη, γώ δεν* · σάς . τό είχα πή σκά σενόρ Ζορρό; ρωτάει χαζά ό ρα! · ' > ...ν - ·' Γαλέρας. — Τό είδα γραμρένο στά —^Μάνη της, Γαλέρα! Και μάτια σου, άμίγο! Μή σέ νοι νά εύχεσαι νά' μή ·συναντηθή άζη όμως, γιατί θά σέ πάω ■μέ . τίποτε ανθρώπους ' τού έγώ μέχρι εκεί!... Καί τώρα ιΠ-ορφίιρίο, γιατί όλα πάνε χα γ ά βγάλε 'τό σακκάκι σου, μένα τότε! νά δούμε άν σου χωράη αυ -—Τό εύχομαι, σενόρ! Α τό έ!5ώ...·: φού έτσι αγαπάτε τού λόγου σας! Δηλαδή, θέλω να* πω*.. Ό Γαλέρας ίΜιά καί προτιμάτε... · . κάνει άΘλους ^— Καλά, Γαλέρα. "Άκου τώρα τί έχεις νά κάνης έσύ:· ;Η ΑΠΟΣΤΛΣ I Σ ώς τον θά φορέσης τη στολή. του. άγ γελιάφόρου τού Λόν Πορφί πύργο τού, Κο^οιέντες ,είναι ριο..·. Θά πας στον πύργο τού πολύ μεγάλη., Φθάνουν- άργά ίΚορριέντες καί θά πής αυτά τό απόγευμα. πού θά σου πώ!.,, Κατάλα Ό σενόρ. Ζορρό, μετά άπό βες; πολλούς κόπους καί μόχθους, Ιχει καταφέρει τόν τρομερό
§
ΜΙΚΡΟΣ
σέ εξυπνάδα 'Γαλέρα νά κα~ τσλάβη άλα όσα έχει να: πή καΐαλα όσα εχει νά κάνη:, μέ σα στον πύργο. — ΠρόΙσε,χε,. κακομοίρη .μου, του Λέει, γιατί άιν δέν ά.-' κολουθησης κατά γράμμα τις οδηγίες ,μου, θά μέ πιάσαυν καί θά μέ σκοτώσουν!· · Δέν του λέει, πώς θά κινθυνευοη εκείνος, γιατί αυτό, έλάχισπα ενδιαφέρει τόιν γί γαντα, μπροστά στη λαχτά ρα του μην πάθη τίποτα ό κάρας του.. — Σί, σενόρ!, μουρμουρί,ζει- ζεματισμένος. ’Άν καί ε γώ... δηλαδή έσεΐς... Μήπως θάταν π'ο καλά, σενόιρ, νά... Μήπως, άς πούμε..: . ·! :; -— Μη φοβάσαι, Γαλέρα! Πήγαινε καί θά τά καταφέρης ! Τό ξέρω,! λ· -τ*- Βέβαα, άφου τό λέτε σείς, σενόρ Ζορρό, * έτσ ι θά,.. δηλαδή... μϊέ λ ί γα - λόγ .α.... άντιός σενόρ! . Γ ; : ίΚλ ό κολοσσός κεντρίζει τ’ άλογό του καί χύνεται προς την πόλη του πόργου, που υψώνεται κι’■ εδώ, πάνω από τίς όχθες μ; άς λίμνης. Ό Ζορρό- μένει στό· δάσος ;κα:ί περιμένει νά νυχτώση, σύμφωνα μ·έ τό σχέδιο πού έ χει καταστρώσει ό Ιδιος. Οί φρουροί τής πόλης βλέ ποντας, τή στολή του άγγελυ φόρου του Δον Πορφίριο Μπάλσας, . κατεβάζουν αμέ σως τή γέφυρα, γ.ά νά πέ ραση μέσα ό Γαλέρας. Ετούτος- ό πύργος δέν εί ναι σάν του Μπάλσας. Είναι πραγματικός πολεμικός πύρ γος, μέ φαρδιές τάφρους καί
Ζ
©
Ρ
Ρ
Ο
..
23
όλα τά συστήματα άμυνης, καθώς επίσης καί πανύψηλα τείχη. Δέν είναι δυνατόν δη λαδή ν’ άνέβη, ό Ζορρό χρη σιμοποιώντας τό , μαστίγιό του, όπως έκανε στον άλλον, ούτε καί μέ οποιοδήποτε άλ λο μέσον; ΓΓ αυτό έχει στεΓ λει τόιν βοήθό' του νά μπή ε πί σήμως στον πύργο, μ’ όλο πού τρέμει μήπως κάνη- καμμ.ιά μεγαλειώδη... βλακεία! . Ό γιγαντόσωμος «άγγελιαφόιρος» περνάει τή γέφυρα ικί’ εκείνη άνασηκώνετάι πάλι πίσω του.. Βρίσκεται πλέον απόκλεια μένος μέσα . στον πύργο.: Μερικοί στρατιώτες τρέ χουν νά του πάρουν τ’ άλογό του. -— Τι- νέα από. ..τόιν Δόν Πορφίριο; τον ρωτάει ένας υπαξιώματικός. ' ' ·. — Πιορφυριο; Ποιος, είιν’ αυτός; άπορέΐ 6 Γαλέρας άλ λο·; θωρίζοντας, γιατί ό κύριός του, γιά νά μήν τόν μπερδεύη μέ πολλά ονόματα, του έχει άναφέρει. μόνο τό Μπάλσας. : Ευτυχώς, όμως όι ■•στρατιώ τες του Κορριέντες παίρνουν τήν. άπάντησί του γιά πολύ πετυχημένο καλαμπούρι καί ίξεκαρδ ί ζοντσ ι κυιρισλεκτ ικά στά γέλια. Γελάει κΓ 6 Τβ ος ο Γαλέρας μέ τήν καρδ’ά του. ' . · Τήν Ιδια .ώρα όμως, φθάνει· ένας άίξιωματιίκός, είδιοπο-ιηιμένος γιά τήν άφτξι του άγγελιάφόρου. — Τί νέα μάς, φέρνεις; τόν ρωτάει. — Τίποτες!, αποκρίνεται αταράτα ό Γαλέρας. Δέν I-
Ζ4
Ο ■■!—!··'·'···"Μ·^·.Ι·'·· '
ΜΙΚΡΟΣ ■■■ — " - '■ -.^-.■.1· --»■■■........ ..
■
φερα νέα, σενόρ! * Ηρθα ινά /πάρω! Οι φαντάροι ξεραίνονται πάλι ατά γέλια. Ό άξιοαίμίατικός όμως θυ μώνει. — Μέ κοροϊδεύεις; μουγ1κρίζει. — "Οχι, σενόρ!, άπαντάει σοβαρά^σο'δσρά ο Γίγαν τας. Λέω αλήθεια! Δηλαδή ό κύριός, μου 6 σενόρ Ζ·ο... Ζο... Ζωή νάχη ήθελα να πώ, ό σενρρ Μπάλσας, σενόρ, μί5 έ στειλε νά ,μσΙΒω για τον Δον... Τον Δον... Τον Δον σί'.χμάλωιτο τέλος πάντων! "Άλλα; γέλια των φαντά ρων. Ό αξιωματικός σφίγγεται για νά ,μήν ξεσπάση κι5 ό Γαλέρας 'κυττάζει τούς πρώ τους πού γελούν και πάει ινά γελάση, αλλά ύστερα βλέπει πά μούτρα τού άξ'ωιματπκοϋ καί παγώνει. — "Έτσι μοΰπε, σενόρ: «θά μάθης, λέει, δ,τι νέο υ πάρχει σχετικά .μέ... Δηλαδή γιά την υγεία του... ’Άν όλα πάνε καλά καί... Μ5 άλλους, λόγους χωρίς φασαρίες καί1 θάρθης νά ,μίαύ πής!>> "Όχι ε σύ σ5 έμένα, άλλά εγώ στον Δον Μπάλσσς! ΟΙ άνθρωποι τού Κορριέντες σκάνε στά γέλια. Ό α ξιωματικός δίνει· τόπο στην όρ γη. — Φέρτε του νά φάη!, 5 ατάζει. Φροντίστε και το ά λογό του. Πρέπει νάνα.ι έτοι μος νά ξεκιινήση. μέ τά χαρά ματα. Πάω σ/τάν Δον Κορρ ι όντος αυτή τη στιγμή, νά Φετήν άτάντηαη.,
-I I ί. I
II—Ι,·.··.Ι.
ΖΟΡΡΟ I. I
_.ΙΙΙ·. ■!.........I·. _^|Ι.
·Ι·Ι·Ι' . |Ι.Μ
ΜΙΐχΐΜ··
...........
0*1 φαντάροι σκοτώνονται ποιος νά πρωταπεριποιηθή τον γίγαντα. Τον έχουν συμ παθήσει !
'Η μάχη
Α
ΙίΠΕΣ ^ώρες πιο πριν, ό στρατός τού Δόιν ’Εουσέμπχ> έχει ξεκινήσει άπό τον πύργο του, μέ έπιικεφαλής τήν πριγκίπσσα Άμαρίλντα. IΚαλπάζουν γιά ώρες όλόΙκλή ρες, ώσπου νά φτάσουν στο σημεϊο τής ένέδρας. "Οταν πλησιάζουν, σταματούν. Κα τεβαίνουν άπό τ’ άλογά τους καί χωρί'ζανται σέ δυο ομά δες. Ή ιμηά πηγαίνει άπό τη μ·:ά μεριά τής χαράδρας καί ή άλλη άπό τήν άλλη. Βαδίζοντας εντελώς αθάίρυιβα παίρνουν θέσεις επάνω στις πλαγιές, κρυμρενοι πί σω άπό τά βράχια. Λίγες δε κάδες μέτρα πιο ^κάτω, δια κρίνουν έίδώ κι5 έκεΤ τούς κρυμ .μένους /άνθρώποες τού Παρφίρ:ο Μπάλσας, πού έχουν όλοι καρφωμένα τά μάτια τους στο άνοιγμα τής χαράδρας. 'Καί ξαφνικά άπό έκεΐ έμφανίίζεται ένας, ολόμαυρος ^καβαλλάρης. Είναι ντυμένος •μέ τή στολή των σπράπιωτων τού Μπάλσας. Στην πραγ:μα τ ιικότητα όμως άνηίκει στούς ανθρώπους τού Έουσέμιπ ιο, ιάλλά αποτελείς μέρος τού ^σχε βίου τού Ζοριρό, γιά νά άντιστ,ραφούν οί όροι τής ένέ1'βρας. Στέκεται στή μέσηι τού Φαραγγιού καί σηκώνοντας ψηλά τά χέρια του; τά κον^
ι νάει ζωηρά πέρα - δώθε καιί φωνάζει·: — Έεε! Σύντροφοι, ελά τε γρήγορα μαζί/ μου! Οι ε χθροί έμαθαν γ.ά την ένέδρα καί δεν πρόκειται νάρθαυν! Ό Δον .Πορφ-ίιριο σάς καιλεΐ νά έπισίτρέψετε γρήγορα στον πύργο, γατί 6 στρατός του Έουσέμπιο έρχεται προς τά έχει! Μιονοιμιίάς άίχούγοντα: φω νές. Οιί δυο πλαγιές τής^ χα ράδρας γεμίζουν στρατιώτες, του αρχίζουν νά τρέχουν τρος τά κάτω. Ό άγγελιαφόρος στηρουνιάζει τ’ άλογό του καί χύ νεται! τίσω. Ταυτόχρονα ατ’ τίς πλαγιές του φαραγγιού ξεπηδούν σαν δαίμονες οι άνθρωτοι του Δον Έουσέμπιο. Οί σφαίρες πέφτουν βροχή; ε πάνω στους παγιδευμένους άΜδρες του Μπάλαας. 'Ποερές κραυγές θανάσιμης ίάίγωνίας γεμίζουν το φαράγ γι. Κιι* οί κραυγές κι* οί πυρ ο βαλισμο-ί δμως τελειώνουν πολύ γρήγορα... Οί μ ίσοι από τους ανθρώ πους του Δον Πορφίρ.ο κοίτανται νεκροί καί οί άλλο·: μ ί σοι έχουν πετάξει ιά όπλα τους καί παραδίνονται. Λίγο αργότερα οί νικηταί καλπάζουν πάλι προς τον πύργο τού Δόιν Κορριέιντες, ενώ μ>ιά μικρή· ένοπλη όμάδα όδηγεΐ τους αιχμαλώτους στο ιφρουριο του Έουσέμπιο... Τον στρατό τών νικητών ο δηγεί καί πάλ.ι ή υπέροχη άίμαζόνσ, πριγκίιπισσα 5Αμαρίλντα.
ρ ?
φ
ο
η
Ό Ζορρο κΓ ό βοηθός του Τ ο
ΣΚΟΤΑΛΙ ( έχει
καλύψει την απέραντη ^επιφά νεια τής λίμνης. Μια σκιά ξεκολλάει μέσ5 άπό τά δέν τρα του δάσους καί γλιστρά ει αθόρυβα τηρσς τό μέρος του πύργου τού Δον Κορριέντες. Ζυγώνει άπαρατήρητη, τά τείχη. Μια άλλη σκιά αναδύεταιεκεϊ πάνω, στην κορυφή τών άποήθηιτων τειχών. Ή νύχτα είναι άφέγγαρη δίλλά ξάστερη·. Τό θαμπό ■φως. τών άστρων επιτρέπει στη δεύτερη σκιά νά δ; ακρινή <τήν πρώτη, όταν φθάινη κάτω άπό τό σημείο πού βρίσκε ται. Σκύβει καί σηκώνει άπό· (δίπλα της μια ,μεγάλη κουλού ρα σχοινιού. ’Αρχίζει να την ξ,ετυλίγη μέ γοργές κινήΐσεις, "Οταν τό -σχοινί φθάνει κάτω, ό σενόρ Ζορρόι—που είναι ή άπό κάτω σκιά τό αρ πάζει καί τό τραβάει γοργά. Ό Γαλέρας —που είναι ή επάνω, σκιά— αρχίζει ά μαζεύη τό σχοινί, μέ την Τδ.α εύκολία πού μαζεύει κανείς τον σπάγγο, σταν άμολάη άιεττό! Χωρίς νά κουραστή 6 Μασκοφόρος Εκδικητής βρίσκε ται! επάνω «ατά τείχη. Τά μά τια του αστράφτουν άπό εύχαρί’στηΐσι καί πε-ρηφάνεια. — Μπράβο, Γσλέρα άμίγο!, λέει στον βοη|θό του ψι θυριστά. Είσαι ένας θαυμά σιος σύντροφος!
26 φάρος Εκδικητής. — Ποιος, έγώ, σενόρ Ζορρο; ρωτάει κατάπληκτος ο ' ·' — "Ενας άνθρωπος... Δη γίγαντας. λαδή..., ·περίπου· ,κάτΰ τέτοιο, — Και βέβαια! Αυτό πού σενόρ... ’Εγώ δεν ήθελα νά.. Μ’ άλλους 'λόγους... καταφορές .σήμερα, δεν 6ίά ιό λ'Αι’ κατάφερνε κανόνας άλλος ζ . — Είμαι τόσο σπουδαίος .. " ρωτάει- ό ' Ζορρό μ5 άπόγοήπιά, ρωτάει κατασυγχυσμέ- , τευσ ι. ' · _ , νρς από... ; ευτυχία ο Γαλέ— Όχι!, Αποκρίνεται ό ρας.Στην τίμίή, μου, δέιν...· δεν. ιΓαλέρας ζωηρά. Δηλαδή στε είχα ιδέα! ^ ; ί ^ ; , • κότσον εδώ, σενόρ... Κι’ επε •0 Ζορρό χαμόγελάει: και ιδή μου είπατε πώς έδώ έπρε πε ί.. Πώς νάφερνα τό 'σχο'νι τον* ·χτυπάει στην πλάτη. Έτο.;·μάζε)τ·αι να ξεκ ινήση- μά : ’χωρίς νά τό 8ή κανείς... Δεν λιστα, . προς τρ εσωτερικό •,ιξέρω, . σενόρ,- μά.._. Δεν μπό ρεσα- νά σκεφτώ άλλον τρότου πύργου,., άλλα την τδ.α ■στιγμή, τό· μάτι του πέφτει·, . πο καί... Τουιδωσα μιά... χαϊ ,σλ έναν σκούρο όγκο πού εί δευτική στο ' κεφάλι I, Κοιμή ναι ξαπλωμένος στο δάπεδο, θηκε... :Έγώ λέω πώς κοιμά πλάι- στον γίγαντα. ται, σεινόρ Ζορρό, κι5 εσείς πώς είναι πεθαμένος! Δηλα··■—ι3 είν’ αυτός εδώ; μόυρ νά πώ.,. δεν -ρωτάτε μαυρίζει .ανήσυχος :ό ■ Μασκο-
5Απ’ τον ενθουσιασμό της του δίνει Βυό σκαστά φιλιά στά μάγουλα.
δ
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
2
%
Ο
Ρ
Ρ
Ο
27
'Ο Γαλέρας που τον φρουρεί, κοιτάζει να κουνιέται το βαρέλι. Τον ίδιο νά μας. φώτιση; "Αντί δμιώς νά ρωτήση ο Μασκοφόρος Έ.κδ'Ίκ.η|τη·ς, σκυ :βε: και ’. άκσυμτπσει τ’· αυτί1 ταυ στην κα,ρίδιά του. φρου ρού. Χτυπάει- κανονυκώτατα. . -Α- Κοιμάται, δπως το \έίς, δπλώνεΓ με σνγαινη. φωνή . κ,α:ϊ ' μάλιστα θά- ξυπνησή, γρήγο ρα. . Γι αυτό πρέ'πε:.. νά τον ικάινουμιε πακέτο, ■ Γαλερα Γ Θά,,, τον στείλετε δώρο
πουΒενσ* σενόρ Ζορ,ρό; ", —Τ Ηαί/ μπράβο! Δενρυν.. κάι · φιμώνουν, τον ■ .Φρουρό. "Υστέρα, μπροστά ό Ζορ;ρό καί ·;' πίσω , ό Γσλέΐρας, πρΟίχωρρυν στα εσωτερικό τοϋ πύργου·, .· Ή ώρα είναι περασμένο π:σ. Περνούν πολλούς διαδρό μους και πολλές: αίθουσες ε-' ,ρημες. Σ το τέλος. ό Μασικοφσ ιρσς Τιμωρός σταματάει....-
ο
Μ
1
Κ
— Έτσι, δεν κάνουμε τί ποτα!, λέει· ανήσυχας. Ό πύργος εΐναιι απέραντος και ώσπου να άινακαλύψουμε τό μέρος πού1 τον κρατούν, θα έ χουν ανακαλύψει εκείνοι εμάς 'γγιο μπροστά... ’Ή θάχουν •βρή τόν δεμένο σκοπό και θά ιχτυπήσουν συναγερμό. Ό Παλέρας σέ κάθε τι πού λέει ό κύριός του, συμφωνεί οΒίστακτα μ3 ένα καταφατίπ ικό κίνημα του πελώριου κε φαλιού του. ζαφνικά τά μάτια του Ζορ ρό αστράφτουν, πίσω άπό τις τρύπες τής μάσκας του. Σκύ 'βε· στ3 αυτί τού βοηθού του και με φωνή σιγανή του εξη γεί τό καινούργιο του σχέδιο. Ό Παλέρας συμφωινε,ΐ άλ λη μ):ά φορά. Κατόπιν τοέχει στο μέρος πού έχουν αφήσει· τον δεμένο και φιμωμένο φρου •ρό. Αυτός ό τελευταίος έχει· συνελθεί· κι3 αυτή τή στιγμή σίτοιιφογυιρίίζει σαν σκουλήκι στο μέρος πού είναι πεσμέ νος και μουγγρίίζει σαν βό δι. Ό γίγαντας σκύβει από πάινω του καί γρήγορα-γρή>γορα τόιν ελευθερώνει άπό τά δεσμά του. Τον βοηθάει ν3 άνασηκωθή. — Τι συμίβαίνει, άιμίγο, σύντροφε, συνάδελφε, -σενόρ; τον ρωτάει· μέ μια ανάσα. Πώς μπερδεύτηκες έτσι άσγη μα στο σχοινί; θέλω νά πώ δηλαδή... 'Κι* εκείνο τό φίμω τρο στο στόμα... Μ3 άλλους λόίγους... — Μέ κοροϊδεύεις, συνά δελφε; φωνάζει ό φρουρός θυ
Ο
Σ
Ζ
Ο
Ρ
«*■
Ρ
©
μωμένος καί ανήσυχος μιαίζΐ. Δέν καταλαβαίνεις πώς μέ χτύπησαν ύπουλα; Κάπο.ος εχθρός εΐναιι ,στόν πύργο·! Πρέπει νά ξεσηκώσω τή φρου ρά! — Κι3 άν θές ν3 αύτοκτονήσης, συνάδελφε, λέει ό Γα~ λέρας μέ γουρλωμένα μάτια, δηλαδή άν έχης βαρε'θή τή ζωή σου... -Γιατί νά κάθεσαι νά χαλάς τον λαιμό σου; θέ λω νά ττώ υπάργη ευκολότε ρος τρόπος, σενόιρ, άπ3 τό- νά πηιδή,σης κάτω άπ3 τά τείΐχη; — Δέν σέ καταλαβαίνω..., μ ουρμουρίζει. ανήσυχος ακό μα ό άλλος. — Μά θές νά φωνάξης καί νά πής... πώς, κοιμόσουν νά πούμε καί σ3 έπιασαν στον ύ πνο καί σ3 έδεσαν καί... Μπά που νά... Μυαλό νά σου πετύχη! Τί άλλο μοοπε ό σεν... Θέλω ^ νά πώ ^δηλαδή... πρέ πει νά σου πώ άκόμσ πώς.,, ο σενόρ... μάλιστα... Ό Δον Κορριέντες, ήθελα· νά πώ, θά σέ τουφεκί,ση! Λυτό! Ό φρουρός αρχίζει νά τρέ,μη'· — Δίκιο έχεις!, ψιθυρίζει. Μά ό έχίθρός βρίσκεται εδώ μέσα... Κάτι πρέπει νά γίνη... Τί νά κάνω; Ό Παλέρας στρέφει τις ματάρες ολόιγυρα. Διακρίνει· π ιό πέρα ένα μ ικρό δωμαπτάκΐ' ^μέ τραπέζια, που χρησι μεύει· σαν πρόχειρο έστιοπόριο τής φρουράς. Τέτοια ώ ρα είναι· εντελώς άδειο. — "Ελα νά τό κοϋδεντιά σουμε!, τού λέει·1. Θά σκεφίθούμιε κάτι... Μ.3 άλλους λό γους... 3Έλα έδώ!
ΜτΓαίνΡυιν ατό §ωμάφι>(λ κά •θονται στις, δύό άκρες ένός τραπεζίου κι* ό γίγαντας άικουιμπάει το κεφάλι στήίν παΑάμ-ι του. Στηρίζεται μέ τον αγκώνα στο τραπέζι·. Παίρνει; ύφος βαθυστόχαστο, — ’Άν ήρθε έίχθίρός έδώ με σα, λέει, γιατί θάρθε; Έλα •ντε; Εμένα ρωτάς; ^ — Δεν σέ ρώτησα εγώ!, λέει παραΐξενεμένος ό ράς.
Φρου
^—^Ά, ·ναί! Μάλιστα! Ε γώ ,σέ ρώτησα! Σου άπσντώ τό λοιπόν: θοςρθΙε επειδή... "Ακριβώς για τούτο: Για τον Δό|ν... έτσι... Τον Δον αιχμά λωτο! Στιηιν ευχή! "Ολο ξε χνώ τ’ όνομά του! — Τον Έουσέμπιο!, τραυ λίζει ό φρουρός. — Μπράβο σου!, του λέ ει ο Γαλέρας. Καί λ οπτόν, ά■φού εΐιναι έτσι·, άς τρέ'ξουμε οι δυο μας από μέρος που εί ναι ό Δον Έουσέμίπιο... νά... Δηλαδή νά βρούμε τον εχθρό •καί·... θέλω νά πώ... ^ — Σωστάάίλλά μακάρι νΐοϋξερα που1 είναι ό αίχμάλωιτος!, κάνει μ5 απελπισία ό -φρουρός. Μήπως ξέρεις εσύ; Ό Γαλέρας άνασηκώνει. τους ώμους καί κυττάζει τον •κύιρ.ιό του, που τον παρακο λουθεί ^ με άζ σπαθί έτοιμο στο χέρ', από ένα έίνδιάμεσο /παραθυράκι του πέτρινου τοί ιχου, που χωρίζει τό δωμάτιο του έστΊατορίου, από τό μα γειρείο.
*0 Μασκοφόρος Εκδικητής του κάνει ένα έκφρασπ-κό νό ημα. Ό Γαλέρας σηκώνει τή
χερούκλα του καί την κατε^ -βάζει άστραπιαΐα επάνω στό •κεφάλι, του φρουρού, που μό.λ·ς προλαβαίνει 6 δύστυχος νά γουρλώση τά μάτια του; "Υστερα κατρακυλάει στό πάτωμα αναίσθητος. Τον ξα/ναδένουίν, τάν ξαναφ-ιμώνουν ικαί τόνξανσκ,ρύβουν σέ μια γωνιά. — <Καί τώρα τί θά κάνου με, σενόίρ; ρωτάει, ό- Γαλέ ρας. Ούτε αυτός δεν ήξερε> που κρύβουν... δηλαδή που είναι ό αιχμάλωτος ήθελα νά πώ... ^ «Πριν ό Ζορρό προλάβη ν' ιάίπαντήση, άκούγανται τρε χάματα καί τρομαγμένες φω νές. Άκούγεται καί ποδοβο λητό ανθρώπων που τρέχουν προς τό μέρος τους από δυο μεριές...
ΠΟ τή μία πλευρά Α τού διαδρόμου έρχονται, δύο στρατιώτες. 5Από την άλλη ένας άνθρωπος μέ πολυτελή ρούχα, ακολουθούμενος από |5ίυό σωματοφύλακες. Ό άν θρωπος αυτός είναι ό Δον ίΚορριέίνιτες. — Τί τρέχει; ρωτά τους σ/τρατ ιώτες βλοσυρά. — "Έφτασαν ιέχθροί έξω ά(πό τόν πύργο, Έξοχώτατε, ιάπσκρίινεται ό ένας στρατιώ της. Είναι ό ,στρατός τού Δον ΈουσέμπΌ! Επιτίθενται στην πύλη τού πύργου·! Προ σπσ,Βούν νά τή σπάσουν καί ινά όιρ μ ήσουν μέσα... Τά μάτια τον Κορριέντες
18
&
ΜΙΚΡΟΙ
***Ι··Ι«»·>Ι·ΜΜΡ8·ί·ί·^Μβ·*·Μ|·ΜΒ·Ι·|||Μΐ«·Ε«»?»··Ι>
Γ^^~7£?*ι*Γΐ=Ώ»ΡΕΓ?Ε^ΐ5?^-»ΤίΕ^ΛΈ*'^:^.»«*»-»Τ^
20ΡΡ0 ΩζΖΤΓΖΙ'ΛΖΤί'ί,Λχ.ϊ ^ΖΛ·&Τ&*&*λ»~χ>
ΐτετόυν σιτϊΒεζ* τά . τούς σωματοφύλακες τού — Ηρθαν νά έλεύθέρώσουν τον- Έοοσέμπ,ιο λοιπόν, ιΚορριόντές. "Ακόμα περισσό τερό παραξενεύεται σαν τούς' .μουρμουρίζει μ" ένα οαδιστιΙκά χαμόγελο. Υπογράφουν ·\βλέπει νά στέκονται εμπρός στη χρυσή πανοπλία. ιμίάνο.ι τους την καταδίκη, του. Ό ένας τους τραβάει ένα (Πηγαίνετε! Τρέξτε να βοη πιστόλι καί σημαδεύει την θήσετε στην άμυνα; τ©ύ πύρ πανοπλία. γου ! ι _ ν- ’ . Ό Μασκοφόρος "Εκδικητής Κ ι" όταν έκεΐνο ι' φεύγουν γυρτζει στους ''σωιματοφύλανοιώθει ένα κομμάτι πάγο να κατρακυλάη στην καρδιά του. ιΚιές, του. · Μόλις αυτή τή στιγμή . έχει —^ Πηγαίνετε να σκοτώσετε τάν αιχμάλωτο καί να τον καταλάβει τη φοβερή αλή θεια: πατάξετε στη.' λίμνη, διατά ζει. Αμέσως! -. : Ή1 φυλακή τού1. Δόιν ΈουΣυνεχίζει τον δρό.μο του σέμπιο είναι αυτή, ή βαρεία πανοπλία! Έκεΐ μέσα τόν έ τρέχοντάς. Οι σωματοφύλα χουν -κλεισμένο, ανίικανόν νά κες αλλάζουν κατεύθυνσ ι καί ρίχνονται; σέ -κάτι ' σκάλες, κινήθιή καί, νά μ κλήση! "Άν παύ κατεβαίνουν στο κάτω κανείς άπ" τούς ανθρώπους πάτωμα., · του" έφθανε στον πύργο άξα Ό ,Ζορρό άρπαζει τον Γαφνα/ ποτέ δέν θά .μπορούσε λέρα άπτ το ,μπράτσο καί τον νά τόν άνακάλυψη. Κι" όταν τόν πετάξουν στή λίμνη, μέ τραβάει μαζίτου, κάνοιντάς του συγχρόνως νόημα, νά. μην σα σ’ αυτή τή· .μεταλλική φυ κάνη θόρυβο·. "Ακολουθούν λακή" του, θά πάη κατ" ·ευ θείαν στον βυθό καί τό κορμί τούς δυο σω-μ ατοφύλακες στα του δέν θά βγή ποτέ στην ε νύχια των . ποδιών τους. Περ νούν έναν διάδρομο. Σταμα πιφάνεια, για νά ένοχοποιηίθή ό Δον Καρριέντες! τούν έξω από μια -πόρτα, «"Εκείνος πού τό: σκάφθη Την ανοίγουν. Μπαίνουν τρέκε τόσο τέλεια, πρέπει- νά εΐιχοντας -πάντα σ’ ένα:, ευρύ αι ό ίδιος ό Σατανάς», συλ χωρο δωμάτιο, πού μοιάζει σαν γραφείο. "Έχει άνοτταυλογίζεται. "Αλλά ταυτόχρονα με τή τιικίές πολυθρόνες, παχειά χα σίκέψι του, τό χέρι, του κατε λιά, συλλογές εγχειριδίων βαίνει λ σαν αστραπή στή λα καί οπλών στους τοίχους, μια βή. τού περιστρόφου του. Σ" ίόλόχρυση πανοπλία ποντά ένα χιλιοστό ιρύ δευτερολέ ,στόν τοΐχο, χρυσά κηροπήγια πτου πυροβολεί καί κεραυνο καί άλλα έπιπλα. Μόνο-.ψυχή, βολεί τόν/δολοφόνο, πού είναι, ζώσα διέν φαίνεται, να ύπάρχη έτοιμος νά σκοτώση τόν Έέκεΐ μέσα καί ούτε άλλη έξο ουσέμπιο;. ' / δος..·. Αυτό παραξενεύει τόν σεΌ δεύτερος σω,ματοφυλανόρ Ζαρρσ> πού φθάνει στην >κας χοροπηδάει σαν στσι-
Ι'χειό. ΒλΙΐΓΦντας τόν 'θφυλικό
σουν στόν πύργο. ;
'Αιντί όμως γΓ αύτό>^ σικούγοντσι ξαφνικά χαρούμε νες κραυγές τών πολιορκημένων: . — Έρχεται ό Δον ΠορφίΡ'-Ο! ; ^ , . . ' — Έρχεται· ό Δόιν Μπάλ α ας μιέ μεγάλαν στρατό ! Σω ΠερικυκΑωμένοι- Βήκαμε.! . Και ή Φωνή τού Δον Κ,ορ. Α ΙΕΜΘΝΙΟΣ καί φιιμωριέντες πού διατάζει μ' έξαλ λο ενθουσιασμό; μένος ιμέσα στη χρυσή π αίνο-' —- Κάντε έξοδο! Ριχτήτε πλία βρίσκεται ό. Δον, 'Βουαπάνω τους, νά τούς χτυπή^* σέμπιο, νεαρός , γιος του άσουμε άπό δυο μεριές! ντ.ιβασιλέως του Μεξικού. : Γίνεται σωστό πανδαιμό Ό Ζαρρό κι5 6 πελώριος- νιο. .·,. - * . ; βοηθός του τον ελευθερώνουν ,, .Ή κεντρική πύλη τού πύρ άμέσώς. Είναι όμως τόσο γου ανοίγει και ή κρεμαστή πιασμένος άπό τις ατέλειω γέφυρα μέ βρόντο γιά νά πέ τες ώρ^ς πού έχει- περάσει·, άραση τόι ιππικό τών πολ.ιορίκ,ίνητος μέσα σ' έκ,είινη την κημένων. •/απάνθρωπη φυλακή, πού τις ’Απ' έξω οι στρατιώτες πρώτες στιγμές δεν μπορεί του -Έουσέμπιο, βλέποντας ούτε νά σαλέψη! και τόν καινούργιο εχθρό νά Ό Ταλέρας σέ μά διατα πλησιάζη άπειληίτ,ικός, υπο γή τού κυρίου του, τόν παίρ χωρούν γρήγορα προς τό δά νει σάιν παιδάκι, στήιν άγκα σος. ·! · - '··' λιά του. ■' · Ό σενόρ Ζορρό μέ τόν ΓσΌ Έουσέμπιο βογγάει λέρα , καί τόν άνίκανο νά περάπ’ τούς πόνους. «Είναι σέ τό παΤήση Δον Έουσέμπιο, βρί σο θλιβερή κστάστασί, ώστε σκονται· σέ φοβερή θέσι. Πεζήτημα είναι1 άν καταλαβαίνη ρικυκλωμένοι άπτό έχθρους, τίποτ' απ' δσα -· συμβαίνουν •δεν είναι δυνατόν νά ξεφύγουν άλόίγυιρά του. άπό πουθενά. : Ό Μασκοφόρος Τιμωρός ; ΟΙ άνθρωποι του Κορριέκι' ό Γάλέρας τρέχουν έξω α ντες θά δουν άπό στιγμή σέ πό κείνο τό δωμάτιο. Ό δεύ στιγμήι τρν νεκρό σωματοφύ τερος κρατάεΐ' πάντα στα. χέ λακα καί την άδεια πανοπλία ρια του τον μΊσοαναίίσθήτρ καί. θά χυθούν σαν λυσσασμέ πρίγκηττο. να σκυλιά σέ κάθε γωνιά* τού •Προσπαθούν νά κρύβονται ' ■πύργου, γιά νά -τους άνακαπεριμένοντας .πώς άττό στι λυψουν. ' . γμή σέ στιγμή 1 οι «άνθρωποι “αφνικά άκουγονται πολλά Τού Έουσέμπιο θά είσορμή- βήματα νά πλησιάζουν π,ρός μασκοφάίρο κιτ,ρινίζει. Κάνει· νά πιάση, το πιστόλι του άλ λα ο ' Γαλερσς έχεί' πηδήσει, κιόλας κοντά του. Μέ μια φο βερή γροθιά τον στέλνει· να ικυλήση στην άλλη άκρη τα0 •μεγάλου δορίμιοττιοϋ.
θ
Μ
1
Κ
Ρ
το μ4ρ6ς
^ερ^οίνΤΰςι, ά* ,ϊτό τη στροφή Του διαδρόμου
έμπρός Τόυ-ξί Λ ... „« , Ό Μασικ/θφΌ'Ρ0< Τι-μωροή Αρπάζει τδ χ,ερούιλι τής πρώ της πόρτας πού βρίσκει- στο
θ
£
ϊ. δ
I»
β
8
βράμρ ΤΡΡ. Τήν &νόίγέΐ' Αδί στακτα καί ζώνεται : μέσα, σπρώχνοντας καί τόν' Γαλέρα: ιΜ'έτα ξ«αίνσκΐλείίνει πίσω του. ίΚ υττά'ζει- μ^ άνηισυ'χίά Τό- νέό δωίμάτιο πού έχουν βρεβή:
ΤΕΛΟΣ ’Απόδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ ____ _______________ ___ _________ —-------------------------- ------ --------------------------------- .------
ΑΝΑΚ0ΙΝΩΣ1Σ Ή Διεύθυνσις του «Μικρού "Ηρωος»^διά νά ικανοποίηση αλι άδες τών αναγνωστών του πού έπιθυμοΰν ν5 άποκτήσουν δλε^ τις έκδόσεις μας, παραθέτει πλήρη τιμοκατάλογον των έκδοθέντων περιο δικών, δπου συμπεριλαμβάνεται καί ή έκπτωσις 30%, πού ισχύει για δ,τι άγοράζετε άπό τά γραφεία μας Λέκκα 22, έντός τής στοάς,, (Σύνταγμα): 0 ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ (συνεχίζεται) Τεύχη 524 Τιμή τευχ. 1.40* Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 96 » » » Τ.40ι Ο ΜΙΚΡΟΣ ΖΟΡΡΟ (συνεχίζεται) 1.40 » 4 » » 0 ΠΛΑΝΗΤΑΝΘΡΩΠΟΣ » 1.40) » δ » 0 ΜΙΚΡΟΣ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ » » 8 » 1.—. ΤΟ ΕΕΛΟΣ 8 » » 1.— Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ 40 » 1.— 72 1.----0 ΓΚΡΕΚΟ » » » Ο ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ 24 » » » 1.---0 ΚΑΛ » 16 » » 1.— ΤΟ ΜΑΤΙ » 9 » » 1.---ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ 9 » » » 1.— 0 ΤΖΟΕ - ΝΤΙΚ 8 » » » 1.— ΤΟ ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ » 8 » » Κ 0 ΜΙΚΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ » 8 » ι.— » 1.— 1 ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ » » » 12 ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ » » » 2.— ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ » 6 » » 1.— 4.— Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΩΜΑ βιβλ ία 1 » » 1 ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ » » » 4.— 0 ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ > » » » 4.— ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΟΥΣ » 1 » 4.— » ΡΟΒΙΝΣΩΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ » 1 » 4.— ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ 1 » » » 4.---1 » 4.— ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ » » 1 » » 4.— 0 ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ Σημείωσις: "Οσοι άπό τούς φίλους μας έπιθυμοΰν ν’ αγοράσουν ώρισμένα τεύχη πού τούς λείπουν, μπορούν νά μάς στείλουν την ά ξια τής παραγγελίας τους σέ γραμματόσημα, έντός έπιστολής,
στην διεύθυνσίν μας, κ. ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΓΕΩΡΓΙΑΑΗΝ, ΛΕΚΚΑ 22^ ΑΘΗΝΑΣ 125.
Την προσεχή Τετάρτη 3 Απριλίου, κυκλοφορεί ένα περιο δικό πού θά ξετρελλάνη όλους και δλες καί θ’ άφήση έποχή!
Μια πολυτελής εκδοσις μεγάλου* σχήματος, μέ αληθινά άριστουργημοττική είκονσγράφησι καί μέ μιά αυτοτελή πε ριπέτεια άπό τή χώρα τών κάου - μπόϋς σέ κάθε τεύχος! Μέ τό ΛΑΣΣΟ θά άποκτήσετε μιά ολόκληρη βιβλιοθήκη, μέ δλους τους μεγάλους ήρωες του Φάρ Ουέστ, μέ δλους τους άσσους του πιστολιού καί του λάσσου, γραμμένες άπό τους πιο ειδικούς καί πιο συναρπαστικούς συγγραφείς!
ΛΑΣΣΟ Ή πλουσιότερη καί συγχρόνως ή φθηνότερη εκδοσις του είδους τών περιπετειωδών οουτοτελών άναγνωσμάτων! Τό πρώτο τεύχος πού θά κυκλοφσρήση την προσεχή Τετάρτη, θά περιέχη ολόκληρη περιπέτεια τοΰ θρυλικού ΜΠΙΛ ΜΠΌΎ*.
ΜΠIΛ ΜΠΟΎ’ (Ό "Ηρως τής Άριζόνα) Είναι ή ιστορία ένός κάου - μπόϋ, πού είναι ήμερος σαν άρνί καί ήσυχος σάν... κορίτσι! "Οταν όμως κάποιος άδικήται, όταν ό νόμος καί ή δικαιοσύνη παραβιάζωνται, τό άρνί γίνεται λιοντάρι καί τό κορίτσι θύελλα!
ΜΠ IΑ ΜΠΟΎ’ (Ό "Ηρως τής Άριζόνα) Ή καρδιά του εΐναι τρυφερή καί ή γροθιά του πιο σκληρή κι* άπό άτσάλι! Τά χείλη του είναι χαμογελαστά καί τό πιστόλι του πιρτ γοργό κι* άπό άστροοπή ! Μπίλ Μπόϋ, ό τρόμος τών παροονόμων, ή παρηγοριά τών άδικημένων, ό θρύλος τής^ Άριζόνα! Μεγάλο σχήμα, υπερπολυτελής έκδοσι, πολυχρωμίες όφφσετ.
Μόνο δ δραχμές Τήν προσεχή Τετάρτη 3 Απριλίου. (Μία έβδομάδα άργότερα στις επαρχίες).
ΗΐυνΝΒϋ ΗΥνν
ΝΗ1
1-3 40Φ0ΥΜΛ>Γ
ί Ο ό όΟΖ Λ Ο ά >1 ί νν 1 Π01 56X031 ©8 ΟΛ3ϊ1θ1Ι.3 ©1 5ΐ3ΛΧ)>< ΙιοχυΧ I*
.
'
"
,
I ΙΐΛ3ί1ηθλΙΐθ03ΐ
3φΟΧ Ο^Ό
Ιΐ031θγ)ΟΧ 'ΙίΐΙΐΜ,ίφΧ^ ΠΟΟοφΟΜίΟΌ^/ 00X1^000 001 »131311,10311 10X300
ι»χ
ιοΙιλιχΛο©
Ιΐ1Χ3Τΐ3Α
'ΙΐΙΟΛΟΟ
'ΟίΛΟΟΟΛίΟΧ
301 νν
ΡΛ3 ΙΟ·
Β5 α&α
Ξ I
.
ΙΗΐυνν3ϋ ΙΗννν ΙΗ1 Ι0ΧΛ3± 0Ν3νν0ϋ3 011
·."
: ; ·
· V
.
^
ι !
;
Η
. =■
Ϊ3ΒΙ61ΙΒΙΙΙ88ΙΙ1Ι2ΒΙΙΒ8ΙΙΙΒΙΙΙ9ΙΒ8Ι86 8ΙΪ9Ι3ΙΙΒΙΙ118ΒΒ68ΒΕ9Ι89ΒΙΙΙ81Β81Ι88Β18ΙΕΊΙΒΙΙΪΒΙ88ΙΒ8ΙΚ
Γ
I
I
ο
I ί]
α ι
1
I ι I I I I
8 I 8 I 8 I
II 1
Ζ
«
..............
5οΛΐιτί»*}3,
ρ »κβργγρ§........ -·*· * ηιοΙΐΐ3, :οο>ηίί3ιΐ(ο^? ίοτΙοΟ^λο ζ
ςς
001
«
··.······ ί>οΛΐΐϊ1ορ^3
' *-----;----»}Χ)Ια.3. :Π0Μΐ031ΟΟ3 ΤΌΤΐΌΟ^Λα Ζ
'ίχμΙα&Υ' *ζζ »*χ3ν *Λΐΐ8»ι10ο)33 ·Λ0ρ)33 :>»Λχ>ιιΐίφ 4ιογοιοιιί^* ΙιχΟάτί
ζ
8
··:
*ΚΙ *61 Λχογαοοαοχ 4ηοΐ3γι0009ίφχοχ *γ ·*ΟΛαϋθΐ -ιΟΊρΟυ
88 ίιρΙΑιΦζ '5ΐΑ9:ρ·ιΛ0<θ3_ί ’ϋ ■ ί>|ιΐΛ (ν ^οχττΙαΛ.οχι,ο * ίι^Οοτί ζ *Κ1 ΙΖ
»0Ιιιοογυ Όι χ *5»0οο9οτΐ3Λν. * 2 :5ΙχΐΛ(ν ^οχαφοΟΛοιοοτΙΙιν
Ζ262ΖΖ *Φ?Χ^1 -{ϊηοι,Ώ Μιι 5οιλ3) ΖΖ »*»?ν »13Φ»03 Ζ *ΤΐΧΧ3θγ --- / 5θθΧθ31 '0»0γ£ —— | 5θϊ1θ^--- ΛΟ I !>013>£
1 I I 8 8 I I I 8 I ο I 8 1
I
Η111Ν3 υ
11 (Ι ΟΦ Ο V X Α Μ
1
I I
Ο
ο
ΜϋΙΙΙΞϋΜ&ϋ Ν0ΜΚΜΗ 0Μΐν0ία20 03νΐννν\Όν83
Ο ά ά Ο Ζ
ά
2 Ο
Μ
Μ I
I
1
ι
ΡΡΡΪΚΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΊΫΣΠΟΪΣΑ ΧΡΡΙΤ ΛΑ ΚΑΤΑΛΑ6Α/ΝΡ ΠΑΜ, ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ, ΠΟΥ ΑΠΟΧΑΙ ΡΕΤΟΥΣΕ Φ//°ΗΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ. ΑΗΤ/Ο ΠΑΜ! ΜΟΥ·1 ΑΕΝΠΡΕ ΠΕΙ ΝΑ ΑΥΠΑ ■ Μ*
ΥΣΤΕΡΑ ΟΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΜΕ ΠΗΡΕ ΠΙΟ ΠΕΡΑ, ΠΑ! ..■■■ ΕΠΙΤΗΔΕΣ \#Α> ΠΑΘΗΓΗΤΑ! ΠΑ ΕΡΡ) ΤΟΥ* ΜΗΝ ΥΠΟΦ/ΑΙΤΟΥΛ ΠΙΣΤΟλΤ£-ρΠύΤΑ ΟΙΑΕΕΤΗΪΗΟΙ. " ° ' έ> 0Η°Σ/ ΑΕ ΜΟΥ ΠΕΣ τι ακρικρς ςυηΜι-
Η£!)
01ΕΤΡΓΗΙΝΟΙ ΑΠ'ΕΑΡ, ΝΑΤΑ ΚΑΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ, ΕΜΑΘΑΝ Τ/Α ΤΗΝ ΑΝΑ' ΗΑΑΥΡΗ ΤΟΥ ΗΑ/ΑΡ>ΟΥΑΠΟΡΡΟΦΗΤΗΡΑ αοιποΝ. ΜΟΥ. ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕ ΤΟΥΝ Γ/Α ΝΑ ΦΤ/Α ΤΟΥΜ ΕΝΑ ΜΕΤΑΧΥ ΤΕΡΟ μονςεα/ο!
ΚίεΝΑΣ ΤΟΣΟ ΜΕΓΑΡΟΣ ΑΠΟΡ ΡΟΦΗΤΗΡΑΣ. ΘΑ ΑΠΟΡΡΟΦΟΥ ΣΕ ΤΟΖΗ ΗΑΡΑ ΚΗ ΣΝΕΡίΕ/Α, ΠΟΥ Η ΓΗ ΘΑ ΠΑΤΕΣΤΡΕφξI ΤΟ! ·. _
ΝΑΙ.. . ΚΑΙ ΕΤΣΙ Τους είπες πες ΕΥΧΑΡΙΣΤ$Ζ ΘΑ ΠΑΣ ΜΑ7Υ ΤΟγζ ΝΑ ΤΟΥΙ ΡΟΗ ΘΗΤΗΣ ΜΑ
ΦτιΑγουν εναν ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ..
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΜϋΰΘ
ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΤΑΝΑ Το δωμάτιο των στεναγμών 0
ΜΑΣΤΟΦΟΡΟΣ, τ,··
.μωρός «κυττάζει με ανησυχία το νέο ίδωμάτ.ιο, που έχουν βρεθή, μαιζί με τον γιγάντιο σύντροφό του Γαλέρα, που 'κρατάε: σαν μοοιρο στην αγ καλιά του τον Δον Έουσέ-μπα'. (·*) Ετοιμάζεται να γυρίση και νά ξσναβγή στον Ιδ-'ά6ρομο, αλλά τά βήιματα που άκουει από κείνη, τη μερ.ά, του κόβουν κάθε- τέτοια 6'άβεσι. ■ Το μέρος αυτό που έχουν (βρεθή, είναι ιάπαχρουστικό. ιΕΤιναι ένα- άπο-τά γνωστά ε κείνα δωμάτια που έχουν δλόι· ρτ πύργοι της εποχής. Δώμα τα· γεμάτο· όργανα και άποτρόπσά έργαλε?α,' που προο ραμάς τους είναι νά βασα νίζονται άνθρωπο., ώς τον θά •νατό! ιΚαί την ώρα μάλιστα αυτή, ένας από" τους μηχα νισμούς τής κολάσεως ■ είναισέ λειτουργία ! ιΜιά πελώρ α ίΡόΙδα φυάνε’ ώς την οροφήν τής αιθούσης. Πάνω σ' αυτήν δε ι μένος ένας άνθρωπος. Εμ πρός του ένας πραγματικός γίγαντας, γυμνός από τη .μέση 'Κ'5 έ'πάνω «και μέ μ>:ά μαυοη •μάσκα ατό πρόσωπο, χειρίζε(*) Διαΐβατε το τρρΙζτΥόνιμενΌ' Τ'Ϊ!ΐ>(Όρ:'ιμας· με τον τ (ϊτ'λιο/: «Μή ιχρνι τ η 'ΤΤΤν ;ΐΤΓ λι'τ». ΤΙΙ'ΛΗ ΔΡΑΧ.
4
©
ΜΙΚΡΟΣ
ται έναν μοχλό. Ή* ρόδα άργογυρίζει. Ό δεμένος άνθρω πος στενάζει σττσρακτ ικά.Δυό στρατιώτες στέκουν παράμερα καί παρακολουθούν _μέ ψυ χιρό' βλέμμα τό θέαμα, ι ά με λ η του αιχμαλώτου τεντώνονται επικίνδυνα. Τόισο που λές πώς από στιγμή σέ στιγμή, θά σπάσουν. Τά κόκκαλα εί ναι έτοιμα να ξεφύγουν από τϊ*ς κλειδώσεις τους. Οί στρατιώτες γυρίζουν τήν Τ|5ια στιγμή πώς. τό μέρος τής πόρτας .και διακρίνουν τους κ αι ναυργιοφερμέναυς. —- Χίλιοι διάβολοι!, μουρ μουρίζει ό ένας. ίΚαί τραβώντας κι5 οί δύο τά σπαθιά τους, ,χυμουιν ε ναντίον τους. Ό Ζορό γυρίζει καί άμπα■ρώνει άπό' ιμέσα τήν πόρτα, ώστε νά μή μπορούν νά μπουν μέσα καί άλλοι μουσαφΊ ραί ο ι.... Κατόπιν πηδάει τή μ.ι’ΐκ,ρή πέτρινη σκάλα που βρί σκεται εμπρός του καί δια σταυρώνει τόΛ ξίφος του μέ τών στρατιωτών. Ή έπίίθεσίς. του^ αυτή έ χει τήν ταχύτητα του κεραυνού καί τήν αγριότητα τής τίγρε ως. ΟΊ δυό σπαθοφόροι του Δον Κρρροέντας, δέν προλα βαίνουν! ούτε ν’ ,άνοιγοικλείσουν καλά - καλά τά μάτια τους. Σάν αληθινός δαίμονας ό θρυλικός σενορ1 Ζαρρό νοροπη δάει ολόγυρά τους, ενώ ή ιάστραφτερή λεπίδια του σπα θιού του ζωγραφίζει τρσμακτι, κά τόξα επάνω άπ3 τά κεφά λια τους. (Καί ξαφνικά έκεΐ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
που κι5 σι δυό τους προσπα θούν νά φυλαχτουν άπ3 τή λ επί 6α^ αυτή, τό ελεύθερο χέρι τ ου Μ ασκ οφόιρου * Εικδ ικ ητ ή τινάζεται σάν έμ'βολο καί βρί σκει τον έναν άπό τους στρα τιώτες κάτω άπό' τό σαγόνι. Τό χτύπημα έχει τρομερή δύναμι κ'ζ αυτός που τό δέχε ται, σωριάζεται μ3 έναν βόγγο καί μένει αναίσθητος στο πάτωμα. Ό δεύτερος γουρλώνει τά /μάτια, άπό φρίκη, βλέποντας τό Ζσρρό νά χύνεται» σάν γερά κι καταπάνω του. Τά χάνει τόσο, που εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια νά άμυνθή. Στρέ -φε' για νά σωθή μέ τήι φυγή, άλλα ό Μασκοφόρος Τ ι μωρός τόν^προλαβαίνει·. Μέ τή λαβή το υ σπαθιού- του τον χτυπάει στο πίσω μέρος του κρανίου, ρίχνονιάς τον κι3 αυτόν άναΊ σθηιτο, ικοντά στον συνάδελ φό1 ταυ. Τήν ϊδιια στιγμή ένας τερά στιος ίσκιος υψώνεται εμπρός στον σενόρ Ζορρό1. "Ένα χέ ρι μέ ηράκλεια δυναμι άρπάζει τό σπαθί άπό τό χέρι του καί πριν προλάβη νά συνέλΙθη άπό τήν έκπληξί του, έτσι μάζεται νά τον σουβλί ση. (Είναι ό πελώριος μασκοφόρος δήμιος, που λίγα δευ τερόλεπτα πριν βασάνιζε τον αιχμάλωτο, επάνω στή ρόδα. Ό1 υπερασπιστής τώιν αδυ νάτων νοιώθει τήν κρυάδά του θανάτου νά κατρακυλάς στή ρσχοκοκκαλιά του. Μόνο γά μια στιγμή όμως. 3Αμέσως μετά ακούει ένα θυμωμένο γρύλλισμα, έναν δυνατό χτζίτ
ύ
μικροί
πο, Ινα ουρλιαχτό ιΐόνου και μιά φρικτή βλαστήμια. Βλέπει τον -μασκοιφόάο γλ γαντα νά π"απατάη, το ξί φος ναι ξεφεύγω από τή^ φού χτα του· καί τό χέρι..· τού Γαιλέρα νά έπ στρέψη ^ από τό •στομάχι του, οπού είχε προσ γειωθή -με αφάνταστη ,διύναμ'. Όποιοσδήποτε άλλος στη θέσι εκείνου του τέρατος, άν είχε φάει σύτό τό χτύπημα, δεν θά ζουσε τούτη τη> στιγμή.Ό ιάπαίισιος δήμιος όμως αρπάζεται από ένα γάντζο μέ τό ένα του χέρι* κ·αι :μένει όρ θιος. Μέ τό άλλο κρατάει τό στομάχι του καί βογγάει- συ νεχώς. "Οσο γιά τον ,Παλέρα, τό.ν κυττάζει κατάπληκτος καί μέ γουιρλωμένες άλλες τόσες τις ματάρ,ες του, πού.... καταφέρ νει νά στέκεται στά πόδια του, ,μετά από ικείνη τη γρο θιά. Τέτοιο πράγμα δέν τού έχει ξανασυμβή στη μακρυά κιαί.... ένδοξη σταδ.-οδρο'μία του. — Σε.... σενόρ Ζΐορρό, μουρμουρίζει, όρθιος είναι στ5 αλήθεια η τό βλέπω.... θέ λω νά πώ δηλαδή.... ,μ’ άλλους λόγους όταν κανένας κο-ιράται, σενόρ..... — Κατάλαβα, Γαλέρα! "Όχι, δέν τό βλέπεις στον ύπνο σου!, του λέει ό Μασκο■φόρος Τι-μωρός μ5 ευγνωμοσύ νη., Στ" άλήίθε.α στ έχε· όρθ ος καί γ:* αυτό πρόσεχε!.... ■Καί .μ" αυτά τά λόγα τρα βάει τό ένα πιστόλι του καί σημαδεύει -μ5 αυτό τό γίγαντα.
ϊ
α
ΐ>
Ρ
6
I
"Ο Γαλέρας έχει εμπνευσί
Τ
ΑΫΤΟΧΡ0ΙΝΑ έτκ,ώβιέι; παίρνει άπό κάτω τό σπαθίι του καί τό περνάει· στη θήκη του. — ζλιύσε άμ^έσως έκείίναν τον άνθρωπο!, διατάζει τον δήμιο .μέ ψυχρή φωνή. Ό γίγαντας καταλαβαίνει πώς ό Μασκοφόρος Τίιμωρσς δέν αστειεύεται-. Σπεύδει λοι πόν νά έκτελέση τη διαταγή του, .μέ όλους το-ύς φοβερούς πόνους πού νοιώθει: ακόμα οπό στομάχι, άπό τή γροθιά τού ΐΓαλέρα. Σέ ένα λεπτό ό αιχμάλωτος είναι ελεύθερος, σωριασμένος σ" ένα σκαμνί. Σ" ένα άλλο σκαμνί έχει: άκο'υμπήσει ό-Γα λέρας τον Δον Έουσέμπιο, που όμω-ς έξ ακολουθεί νά είναι ανίκανος γιά την παραμικρή Ικίνησι. Φοβεροί πόνοι τον συν ταράζουν κάθε φορά που προσ ποθεί νά σαλέψη κάποιο άπό τά μέλη τού σώματός του. 6Ο Ζορρό κυττάζει καί τούς δυο και τό δωμάτιο των βασα νιστηρίων καί προσπαθεί -νά -βρή διέξοδο άπό· τή. φρικτή θέσι· πού βρίσκονται. Δέν είναι1 κ αθόλου εύκολ ο·. ζιαφν κ·ά όμως τά μ άτια τού γιγαντόσωμου συντρόφου το-υ αστράφτουν. — Σ ενόρ Ζορρό!, φωνάζει ό Παλέρας ικιαί πετιέται όρΙθ ος. — Τί τρέχει άμίγο; — Σενόρ Ζορρό- όταν είστε π .ασ μένος,·. Δηλαδή θέλω1 νά πώ μετά άπό καθησιό πολλή
$
= Μ·ΠΜ—ϊτηηΐΜΤΜΕΐη ■
»
Μ
I
. ■■ ■^Πί»Η·ιι^.·ιι.·ι·ί·ΒΓ—»ι>—^·—
Κ
Ρ
ΐ·ι>«τ»»·—ι.ι·ι· ηι >1, .11
ώρσ.... Μ? άλλα λόγια όταν θέίλη κανεί ς ^ νά ξεπιαστή.... Δεν ξέρω1 πώς νά τό πώ, σενόΐρ, άλλά..... Δεν τεντώνεστε και τού λόγου σας όταν... Ό Μαστοφόρος Εκδικητής αναπηδάει. ΊΕχβι καταλάβιει τί -θέλει νά πη ό γίγαντας καί ή ιδέα του είναι 'π,ραγματ,κά καταπληκτική. — Έχεις δίκιο, Γαλέρα! , φωνάζει. Αυτό πια, είναι με γαλοφυές ! — Όχι σιενόιρ! ,· διαμαρτύ ρεται αυτό ό καημένος, πού Ιδέν εχει ξανακούσει τό «μεγα λοφυές» καί φοιβάται πώς θά ναι· κάτι τό κακό. Μσ ιδέα εί. ναι μόνο! ’Άν δεν σάς άοέση..;.. δηλαδή.... — ιΜ’ άιρέσει! Είναι θιαυμά σ ι σ' ι ιδέα! Ή καλύτερη πού α
&
ϊ «—, ,*τυ·η...
ϊ
&
Ί.-···"··"1··
Ρ
ι..·
Ρ
ύ.
·τ> ■.. ·μι,.
κόυσα ποτέ μου! —■ Δηλαδή·... δεν την είπα ιέγώ, σιενόρ; — Έσυ, βέβαια! — !Κα5 είναι τόσο καλή; — "Οσο δεν φαντάζεσαι! Ό Γιαλέρας ξύνε; τό κεφά λι του. Βρίσκεται σέ ,μεγάλη* απορία με τον έίαυτό του. Ό Ζορρό όμως δεν χάνει; κα.ιίρό. Φωνάζει στον δημι-ο, α πειλώντας τον πάντοτε μέ τό πιστόλι; του: -— ΓΤίάσε αυτόν εκεί καί δέστον στη «ρόδα»! Γρήγο ρα ! Ή κίνησις τού^ χεριού του ■μέ τό πιστόλι είναι ακόμα, πιο ξεκάθαρη άπό· τά λόγια του. "Έτσι ό δήμιος, >μ5 όλη, τη!ν απορία του, κάνει στη στ.ι γμή αυτό πού τού λένε. Σκύ
Πάνω στή «ρόδοο> εΐνσι δεμένος ένας άνθρωπος.
Μ
ί
ί
ι
9
ι0 Γαλέρας άρπαζεΓξνα πελώριο τσεκούρι καί...
βει ικι3 αρπάζει βάναυσα στα καί την-καρδιά του1 χιείιρότεχόριά .του τσν ευγενη. "Εκεί ' ραυ έχθίρου του. ’' · ; νος .ουρλιάζει ' απ ' τούς πό Ό, σενό',ρ: Ζρρρσς όμως κά νους.. Του δημίου- όμως δεν ι νει. στον, γιγαντόσωμο, 'δήμ.ισ δρώνει τ’ αυτί, του ,άπό τέ ενα (εκφραστικό νόημα. Έκεΐτοια. Μ1* ένα πέταμα ανεβάζει 1 νος. πι όζει τον. μοχλό. **★ στη «ιρόΙδοί» των βασανιστη Τρομακτικές άντηχοΰν' οί ρίων τό' θύμα του1- καί «μ*έ γορ γές κινήσεις τό .δένει έίκεΐ πά ’ κραυγές' φιρίκιης του θύματος. ι0 πελώριος τροχός γυρίζει.νω χειροπόδαρα. Ό (Δον Έουσέμπιο βοΥγάει Τά ',μέλη του Δον Έσυσέσπαρακτικά. μπιο τεντώνονται' καί οί κλει .δώσεις του τρίζουν. Δεν ξέρει Ό . δήμιος, πιάνει- τον (μο χλό .καί κυττάζει έρωτηιματι- ' κανείς άν τό περισσότερο τρί κά -τον Ζορρό. ιξιμο βγαίνει άπ* αυτέςή από Όχι!, ,ξεφώνίζει ό αί- · ,τά παμπάλαια ξύλα τής «ρά' * ■ · : -·Α ,χμάλωτος καταλαβαίνοντας ; ' δάς»! τί· πρόκειται νά ακόλουθήση. Καινούργιο, νόημα τού Ζο-ρ Ή' κραυγή του είναι τόσο ,ρό' κι* ό ■ τροχός χαλαρώνει σπαρακτική, που θά ιμποροΟ- ■Δεν λιγοστεύουν όμως.καί τσ αε νά "γέμιση σΐκτο, άκόμα-' /ξεφωνητά πού Έουσέμπιο. Μό
ί
*
——«—————.
νιο γίνονται σπσρακτικώτε* ρα, σαν 6 δήμιος ξσναγοριιζει τήι ρόΙδα και ξανατεντώνεται τδ κορμί του θάματός του* Έξω από το δωμάτιο τών άτεναγμών, πηγαινοέρχονται συνεχώς στρατιώτες του Δον 'Κορρι έντες. Σ ί γουρα άκο ΰν εκείνες τις εφιαλτικές κραυ γές. Όμως είναι συνηθι σμένοι· ν’ άκοΰν κραυγές αγωνίας, καί φρίκης απ' αυτά τό! μέρος καί δεν δίνουν καμμίσ σημα σία. Κανείς, δεν σταματάει απ' έξω. — Άρκεΐ!.... διατάζει ό Ζορρο. # 4 Ο δήμιος υπακούει στη στιγμή, σαν άνθρωπος ,συνηθαμένος νά κάνη; πάντα έκείνο πού του λένε. Αφήνει πάλι τη «ρόδα» ελεύθερη ινά ζαναγυρίση στη θέσι της. Τά ξε φωνητά τού Δον ΊΕουσέμπιο λιγοστεύουν. Γίνονται ένας συνεχής βόγγος, σαν λυγμός, — Λύστον!, διατάζει πά λι ό Μασκοφόρος Εκδικητής. ’Κ-οοί ο δήμιος έκτελεΐ κΓ αυτή τή φορά αμέσως τή δια ταγή του. „αναφήνει τάιν Δον Έουσέμπιο' σ' ένα σκαμνί. Ό Ζορρό· σκύβει κοντά του. — Για προσπαθήστε νά •σηκωθήτε, Υψηλότατε!, μουρ μαυρίζει στ' αυτί του. 9 Ηταν ιόπτΟραίτητο αυτό πού έγινε! Ό Έουσέ μ πιο τού ρίχνει μια θολή ,ματιά. 'Ύστε,ρα ό μως υπακούει σαν ινεορόσπαστο. Μέ μια υπεράνθρωπη προσπάθει α καταφέρνε ι καί στέκει επάνω στα πόδια του. Κάνει ιμερικά βήματα. —■ Μττσρώ
νά πε,ρττιατή-
6
ί
ϊ
Ρ
Ρ
σω! > τραυλίζει καί ξαναπέ φτει στη θέσι του, γιατί άκό μα τον τριβελίζουν σατανι κοί πόνοι. Ό ιΓσλέρας σκύβει κοντά του. Ένα πλατύ χαμόγελο φωτίζει την αγαθή του φυσιο γνωμία. Χτυπώντας μέ τή χε ιρούικλα του το στήθος του, τού λέει θριαμβευτικά: — Δική μου ιδέα ήταν! —- Συγχαρητήρια!, μουρ μουρίζει όΰδύναμα, ό Δον ' Εουσέ μπι ο καί πέφτει λιπόθυ μος. * Ό Ζορρό, ό Παλέρας καί ό άλλος εύγενής — πού1 φαί νεται νάχηι συνελθεί άρκετά πια — κυττάζονται σαστισμέ ναι. Ό δήμιος όμως είναι συνη θ;σμένος σέ τέτοια καί άικριβώς ,άπό συνήθεια, αρπάζει έ ναιν γεμάτο κουβά μέ νερό καί· τον αδειάζει στο πρόσωπο τού Δον 'ΐΕουσεμπιο. Αύτόΐς ό τελευταίος συνέρχεται αμέσως. Μέ τή βοήθεια τού Γσλέρα σηκώνεται αοβιος κι' εξακριβώνει πώς μπορεί πια νά περπατήσηι, χωρίς σοβα ρούς πόνους. Ή θεραπεία πού σκέφθηΚε ό γιγαντόσωμος βοηθός τού Ζορρό, έχ,ει σποδέ ιχθή αληθι νά θαυματουργή! 'Ενώ όμως είναι έτοιμοι νά πανηγυρίσουν την _ επιτυχία, (άκουγεται ποδοβηλό πολλών ανθρώπων μαζί, πού σταματούν έξω· από την πόρτα τού θαλάμου βασανιστηρίων. Α κολουθούν1 δυνατά χτυπήμα τα καί ,μιά αυταρχική φωνή πού λέει: — Άνοΐξτε I
ο
μ
ι
κ
ρ
©
τ
"Αφαντοι ΔΗΜΙΟΣ κάνει να πάη προς την πόρτα, άλλα 6 σενόρ Ζορρό σηκώνει ένα βα ,ρύ σιδερένιο εργαλεία και τον κτυπάει με δύναμι στο :κε φάλι. Ό γίγαντας χάνει τις αισθήσεις του. Μ5 ένα ύπό>κω βσγγητό σωριάζεται στο πάτωμα. — Φόρεσε γρήγορα την προσωπίδα του, ΐΓάλέρα!, δια «τάβε: ό· ιΜασκοφόρος Τι;μιωράς. Ό σωματοφύλακάς του ύ πακουει στη στιγμή, άλλά κα θώς. βγάζει την προσωπίδα ιάπό το κεφάλι του δη,μίου, .μιά οϋθελη κραυγήν φρίκης βγαίνει απ' όλων τα στόμα τα. Τα κεφάλι εκείνου τού γί γαντα είναι φρικτά παραμορ φωμένο και δπως φαίνεται· αυτός είναι ό λόγος πού φσρεΐ συνεχώς προσωπίδα. "Ωστόσο δεν έχουν1 καιρό για κουβέντες. Ό Γαλέρας φοράει τή μαύ ρη καλύπτρσ και βγάζει το πουκάμσό του .μέ^δυο κινήσε.ς. "Έτσι όπως είναι τώρα, δεν διαφέρει- σέ τίποτα από τον λιπόθυμο κολοσσό, τον δήμιο τού Δον Κορριέντες. Ή πόρτα: χτυπάει δεύτε ρη φορά κι3 απ’ έξω άκ.ούγετα: δυνατώτερη ή φωνή πού δ· στάζε;: — Άνοΐξτε λοιπόν, ήλίθοι! Τί κάνετε έκεΐ μέσα; — Άνεβήτε στη «ρόδα», φωνάζε ό Ζαρρό- στον άγνω στο εΰγενή, ενώ αυτός σέρ νει τον αναίσθητο γίγαντα σέ
Σ
Ο
Ψ
Ρ
Ο
§
•μια γωνία, πίσω από κάτι όγ κώδη, άπστρόπαια όργανα. Εσείς, Δον Έουσέμπιο, έλα τε μαζί μου! 5Εσύ Γαλέρα, θά κάνης πώς είσαι ό δήμιος ! Θά κάνης ό,τι σέ διατάζουν αυτοί πού θάρθουν μέσα! "Αν ιχρειαστή θά έπέμβουμε! Πή γα, νε ν5 άνοιξης! — ;Κ ι* δον, σενόρ, .μέ .ρωτή σουν....ιό πάει νά πή ό καημέ νος ό Γαλέρας. "Ο εύγενής όμως, πού έχει -κόλας ανέβει στη «ρόδα», τον διακόπτει: — "Ο,τι· καί νά πουν, δεν θά μιλήσης καθόλου. Ό δήμ.ος είναι μουγγός! Θ' άπαν τήσω εγώ! "Απ" έξω· άκούγονται άγρια χτυπή,ματα καί φωνές,. — Κάνε αυτό πού σου εί πα, Γαλέρα!, διατάζει ό Ζορρό. Καί μαζί .μέ τον Δον Έουσέμπσ, πηγαίνει καί χώνε ται στην ίδια γωνία πού έχουν αφήσει τόν άναίσθ'ητο δήμιο. ** "0 ψευτοδήμιος Γαλέρας α νοίγει την πόρτα. "Ένα πλή θος στρατιωτών .στέκει έκεΐ άπ5 έξω· "Επικεφαλής είναι δυο εύγενείς, άπό τούς, οποί ους ό ένας ό Δον Πορφίριο ιΜπάλσσς. "0 δεύτερος είναι ό Δον .Κορριέντες. _ — Τί έκανες, ηλίθιε, τόση ώρα; ίΠιστί δεν άνοιγες; μο-υγ κρίζει ό Πορφίριο άγρια, πα ρατηρώντας, ολόγυρα τόν άδειο θάλαμο βασανιστηρίων. — "Α&ι'κα τόν ρωτάτε, Έ ζσχώτατε. Είναι μουγγός!, λέει ό Δον Κορριέντες. Θά δούμε όμως τί συμβαίνει....
10
Ο
■' Μ'
Γ
Κ
Ρ
Πάρα;μ ερίζει μέ τό. χέρι του •τον αμίλητο Γαλέρα καί κά νει .τόπο <ττον ; Δον ’■ ΓΊ ορφίρ.ο -νά περάςτπ .πρ-ώτσς. Μπαί νει .κ;5 εκείνος κ;,? ακολουθούν ο! στρατιώτες τού. * Ό Κορριέντες κυττάζει. έ:< πίληκτσς τούς δυο ανθρώπους- ■ τού που* εΤναι-' πεσμένο: άκίνη το; ατό πάτωμαγκαί Τά οπσ- ■ θ.ά .τούς, ’ που είναι κ/ αυτά πεταμένα κοντά τόυς..' — Τί δ’άβολο γίνήκ,ε -εδώ ρέσα; μουγκρίζει:· · Κ ι5 άκουγοντας ' τά βσγγητά τού ανθρώπου που- βρίσκε τα*Γ δεμένος επάνω, στη -«ρό δια», πηγαίνει κοντά του. ^-’ΐσυ είδες πί έγ νε! Μί ληίσε ’ γρήγορα! . ΈξήΧησέ ·-μου!, ".διατάζει. · 101 * σίγ μ άλωτ,ος, άποκρ ίνε-
Ο
Σ ■
2
Ο ' Ρ
Ρ
Ο
τ·α; μέ μισοσβυσμένη φωνή: -— Χτύπησε ή πόρτα...-. ΕΤ παν τ όνομά .σας-κ.;1* 6 ένας στραιώτηις ,ιάνονξε.... * Τότε..·... Σ ωπα ίνε:. Κ άνε ι έπ ί τη5ες πώς * δεν · μπορεί' νά ,μ ιλήση.' — - Τό· τε; Τί δα ί μ ονά ’έγινε τότε; ουρλιάζει ό 'ΐΚορρ.ιέντες, ενώ ό Δον Πορφίριο παρ,ακο - · λουθεί 'κι3,. εκείνος άνυπάμο,να. — Νερό!·, .ψελλίζει ό αι χμάλωτους. _. · — Δώστε του'νερό!', ώρυ ε τα: ό Κορρ.έντες.. ' . * · . Κάποιος σκαρφαλώνει στή «.ρόδα» -και δίνει, στον αιχμά λωτο νερό μέ . μια κουτάλα. 3ιΒ:<εΤνος τότε συνεχίζε-ί. ·μέ κα θαρώτερη φωνή,, άλλα παίζον τας πάντα' θαυμάσια τον ρό λο του: ’ . _ —^ "Ωρ,μησαν μέσα ρ ’σε-
Κάνεί ενα καινούργιο πήδημα.:
Ανυποψίαστος ό Κορριέντες πηγαίνει ολόισια καταπάνω του.
νσρ Ζορρό.·.. κλ άλλο: δύο... Χτυπ'ήβηκαν με τους στρα- . τ:ώτες καί τούς* πέτσξαν ;<ά τωΌ δήμι ος. δ,μως... τούς · έοπρωιξε έξω- κα;ί ά'μπάρωσε. άτια μέσα..,. — Κ·αί γατί δέν μάς άνοέ γε τόση' ώρα; . , Ό αιχμάλωτος κάνε: μ ά γ1<ρ. μάτσα απορίας. · \. · —^ Λεν/., ιδεν ξέρω, μουρ μούριζε:" στο τέλος. "Ισως φα 'βΐήθηκε ·ττ·ώς ήταν .πάλι οι ι δία:. . ’ , Ό Κορράντες φαίνεται πο νηρός σαν αλεπού. Τον κοττά· ζε: μ5 ένα., δ,α,περαστικά βλέμ. ρα στρέφει.. στους 'στραττό τες του καί διατάζει: — Ερευνήστε παντού! Κάθε .γιωνία!'
Όί στρατιώτες σκορτπζον'τα σ' '&λο το όπτίοτρόπαιο δω-., . μ άτ ο. 5 Αρχίζουν ·■ να _ κυττά’ζουν πίσω άπσ τά διάφορα -όργανα μαρτυρίων,·' που ύψώ' νουν εδώ κά εκεί τον είφιαλτι»:<ο τους άγχο. · ' . . '·" Δεν αργούν νά . Φτάσουν καί στη -γωνία πού είναι κρυμ •μένα;, ό Ζορρο με. τον Δον Έουσέμττ.'.ο καί,τον αναίσθητο ίδήιμ.Ο.- * ·' · *··..'· : Ό Ταλέράς βλέποντας τους-'νά πηγάίνσρν’ σ5 - εκείνο ' • τό ίμερος καί νά .χώνωινται πί σω άπο τά - ογκώδη όργανα τής ιφρίκης, άρπάζευ ένα. πελώρ.Ό- τσεκούρι·· που βρίσκε-: τ α: π λ ά ϊ · · τ ου καί τό·. σ ηικώνει ψηλά. μ ΕΤνα: έτσ μ ος . ν ά κάνη, κ ο μ ·
η
ο
μ
ι
κ
ρ
•μάτια τον Δον Κορριέντες, αν διατάξη τον θάνατο του άγαπημενού του κυρίου. "Αντί γι’ αύτό όμως, βλέπει κατά πληκτος τους στρατιώτες να ■ξαναβγαίνουν ιάητ’ τη γωνία ε κείνη καί νά δηλώνουν: — Τίποτα, Έξωχότατε! Δεν υπάρχει· κανείς! Ό Κορριέντες στρέφει· τό τε και κυττάζει τον Γσλέρα. — Τί έπαθες εσύ; κάνει άπρρρηιμένος. Τρελλάθηικες; Τί τό θές το τσεκούρι; Ό αγαθός γίγαντας σαστί ζει. Δεν ξέρει, τί νά κάνη και πώς νά διικαιολήιση την κίνη σί του. Επειδή, λοιπόν ό δε• μένος στον τροχό άνθρωπος ■έχει πή πώς θά .μιλάη γι' αύ τόν, στρέφει και τον κυττάζει. Ό (Κορριέντες όμως παρεξηγεί αυτό τό βλέμμα. Χαμο γελάει. — Όχι ! Νά^μήιν τόν άποκεφαλίσης!, τού λέει. Μάς χρειάζεται! ζωντανός ακόμα! Πρέπει νά μάς πή τί γύρευε στό δάσος! Είμαι βέβαιος πώς αυτός ό άνθρωπος κρύίβίει ένα; σπουδαίο -μυστικό. 'Από σένα περιμένω νά τού τό απόσπασης!.... Κ ατάλσβες; Ό1 Γαλέρας κουνάει τό κεφάλ του καταφατικά, ενώ α πό μέσα του συλλογίζεται: ^ «ίΤί λόγος υπάρχει νά του πω πώς δεν καταλσβα τίπο τα; 'Γιατι νά ξέρη κι5 αυτός... τί ντουβάρι πού είμαι;». Ό !Κορριέντες παίρνει τό τε τόν Δον Πορφίριο Μπάλσας και φεύγουν. Στόν δρό μο τού λέει :
6
2
2
6
Ρ
Ρ
ύ
— Μην άνησυχήτε γιά τόν Δον Έουσέμπιο καί τόν Ζορρο, Έΐξρχώτστε. Δέν υπάρ χει τρόπος νά βγούν ζωντα νοί από τόν πύργο. Όπου κ·/ δον έχουν κρυφθή, άργά ή γρή γορα θά τους βρούμε....
ΗίΝ γδια ώρα^ όμως πού· συμβαίνουν αυτά μέσα ιστόν πύργο, έξω στό δάσος συνεχίζεται ή^ μάχη ανάμεσα στους στρατούς των Πορφύρο —'Κορριέντες καί του· Δον ΈουσέμπΌ. "Οπως1 ξέρουμε, επικεφαλής στόν στρατό τού τελευταίου, είναι ή πριιγκ,πέσσα Άμαρίλντα, κόρη τού βασ ι λ έως Φιλί ππου τής Ί στα νιας. Οι στρατοί όμως τών δυο ένωιμένων εύγενών είναι πιο πολυάριθμοι καί φυσικά ίσιχυ ιρότεροι. Οί άνδιρες τής Άμαρίλντας υποχωρούν συνεχώς ,μές στό δάσος. Τό χε.ρότερο απ’ όλα είναι πώς τό· πιεΙδίον τής μάχης τούς είναι τελείως άγνωστο, αντίθετα με τους αντιπάλους τω,ν, πού γνωρίζο·υν θαυμάσια τόι μέρος, ,άφού βρίσκονται έ ξω· από τόν πύργο τους. Κα ταφέρνουν λοιπόν στό τέλος νά τούς κλείσουν σ3 ένα αδιέ ξοδο καί νά τούς κυκλώσουν. Ή πριγκήπισσα καταλα βαίνει πώς άν έπιμείνη περισ σότερο, τό μόνο πού θά καταφέρη θά είναι νά σκοτωθούν όλοι έκεΐνοι οι άνθρωποι. Γι*
Ο
Μ1ΙΙΡ0Ϊ
αυτό δίνει διαταγή να πσρα δοθούν. Οι στρατιώτες τού Έουσέ μττιο πέτουν τά όπλα. Οί αντίπαλοι, πανηγυρίζουν1. Στέλ. νουιν άγγελιαφόρους στον πυρ γσ, ν' αναφέρουν στους κυρί ους των τή ιμεγάλη νίκη. ΟΊ αιχμάλωτοι οδηγούνται στον πύργο. Την πριγκιπέσσα "Αμαρίλντα την παίρνουν ιδιαιτέρως Καί τήν οδηγούν άλλη, ,μιά φο ρά στον Δον Πορφίρ,ο Μπάλ σας. —Όπως ιβλέπετε Ύψηλοτά τη.· τής λέει ειρωνικά εκεί νος, δεν έχετε τύχη! Κι5 αυ τό συμβαίνει γιατί ή τύχη εύ νοεΐ πάντα τούς πιο ισχυ ρούς ! Ελπίζω πώς θά βάλα τε έπιτέλ,οος ιμυαλά καί Ιθ1" άποφσσίσατε νά γίνετε γυναί κα ,μου! — Μου1 προκαλεΐτε τήν α ηδία !, αποκρίνεται κατακόΐκ ικινη: από οργή, ή πανέμορφη πριγκήπισσα. Το πρόσωπο τού Δον Π ορφίριο γίνεται· επίσης ολοκόκ κινο. — Προσέξτε, μικρή .μου, γρυλλίζει σαν φίδι, γιατί υ πάρχει- ένα δωμάτιο ,μέ ύπερο χα μηίχανήματα βασανιστή ρίων, που είναι καλύτερα νά «μην το χρησιμοποιήσω γιά σάς! — Δεν υπάρχει γιά μένα χειρότερό βασανιστήριο, α πό τ<ο νά μέ υποχρεώνετε νά σάς άντ.κρώζω!, αποκρίνεται αγέρωχα ή "Αμαρίλιντα. Αυτή τή φορά ό Μπάλ σας γίνεται κίτρινος άπό τή λυσ σα ττρύ τόν πιάνςη Τά μάτια
1
0
Ρ
Ρ5
©
του πετουν σατανικές φλόγες κακίας. — "Έτσι λοιπόν!, γρυλλίζει. Πολύ καλά, αφού τό< θέ λετε! Πηγαίνετε τη στον δή ,μιο! 0ά έρθω σέ λίγο νά δώ άν θά ίάπαιντάτε! πάλι έτσι στις· ερωτήσεις μου! •Κ-αί’ γυρίζοντας στον Κορριέντες λέει, ενώ οί στρατιώ τες παίρνουν τήν "Αμαριλντα: — Όλ" αυτά είναι· όονώφε λα, άνοδόν βιρεθη ό Έουσέμπιο! 3Άν καταφέρη νά δρα πέτευση, είμαστε χαμένοι καί ο! δύο!..... — Μόνο πουλιά άν είναι· καί πετάξουν θά ξειφυγουν, Έξοχώτατε!, αποκρίνεται· ε κείνος. "Όλες οί πύλες φροορούνται· καί ό πύργος είναι περ' ικυκλω μένος Ιαητό τον στρατό ,μας. 'Ωστόίσο.... Γιά παν ένδεχόιμενο είναι καλό νά κρατάμε ζωντανή στα χέρια ,μας τήν πριγκήπισσα Άμαρίλντα.... Ό Πορφί,ριο κάνει μια όρ γισμένη κίνησι. Ύστερα ό μως γελάει σαρκαστικά καί λέει: — Μή φοβίάστε. Δεν πρό κειται· νά πεθάνη. θά τήν φο.βίσω μόνο, γιά νά τή μάθω νά ρέ σέβεται·.... ΟΊ στρατιώτες πού έχουν πάρει μαζί τους τήν "Αμαρίλντα, μέ επικεφαλής έναν (άξιωμοτικό·, τήν οδηγούν α νάμεσα ιάπό στενούς διαδρό μους, ατό τρομερό δωμάτιο τών βασανιστηρίων. Χτυπούν τήν πόρτα. Ένας από τούς δύο στ,ρσ-
34
Ο
Μ
ϊ
Κ
Ψ
τιώτες *’πού έχουν μείνεΓ μέ σα, ■ μαζί ,μέ τον Γάλέρα και τόν άγνωστο · «αΙχμάλωτο», έρχετα κι5 ανοίγει. · ’ Σπρώχνουν βάναυσα μέσα τήιν ,π,ριίγικιηπίΌΐσα. Τήν όδήιγούν · κοντά στην έφ. αλτική «ράδια», επειδή εκεί βρίσκε ται·. .και ό υποτιθέμενος- δή μος.. . . • Ή κοπέλλά παρατηρεί άνα τριίχιάζοντας^ δλα τά φοβερά εργαλεία του .μαρτυρίου . ε κεί .μέσα. Προσπαθεί όμως νά' μή,' δείχινηι καθόλου τον., φά βα της;.Κρατά ψηλά τό κεφάλι· της·. Έτσι· τό βλέμμα της πέ ψτει επάνω * στον ευ γενή, πού είναι δεμένος - στη «,ρόδσ>χ Τούτη τή * φορά τής είναι αδύνατον νά συγκράτηση την έκπληξί της.. . Παρ' δλο πού φέρνε; τό. χέιρ: ό-θαΦνα στό' στόμα της., δεν προλαβαίνει •νι' πινίξη μ, ·ά άθελη' κραυγή πού. ξεφεύγει απ' τό λαρύγγι * ,τηις. .Τό πρόσωπό της γίνεται κατάχλωμο. Κάτι πάει νά-πή Ιαλλά ο αίχμάλώτος' τής κά νε: · ένα άδ όρατο νόημα με τά ιχείλίά.. Ή Άμσρίλντα ξανακλείνει τό στόμα της. Σωπαίνε:. Ή π:ό βαθειά αγωνία όμως εΐ-. να;·· ζωΥρσιφσμένη .ατό1 πρό<:· σωπό',της.' Ό άξιωματικός * επικεφα λής τής. συνοδείας,*γελάει μ’ ένα γέλ :α γεμάτο *σα1δ:σμό. ■ —:- ·’Από τώρα ξεφωνίζετε, , μόνο πού είδατε ■ τον δήμιο; ρωτάει· σαρκαστικά; Φυλάξτε την όρεξί σας .γι· αργότερα, Υψηλότατη.! . Καί στρέφοντας,' στον 'Ραλέρσ, πού. τόν φαντάζεται για
©
ι .. ι
ο
ρ; ρ
©
δήμιο, συνεχίζει: — Γκαμέζ,'θέλεις νά βγάλ λης τή μάσκα σου, για νά δούμε τί -τσιριξιά θά βγάλη τότε ή μ ικρή; · Ό Γαλέρας δεν μπορεί νά συγκράτηση, τόν . θυμό του, νά βλέπη §ναν άντρα * νά φέ ρεται ..τόσο 'απαίσια σε μιά κυρία. ’Άθέλα κάνει, ένα άπε: λητικό' -βήμα·, προς τόρ μέρος του1 άξ:ωματ;κου. Εκείνος ό μως πηδάει προς τά πίσω γε λώντας. σ ■ ■· ■ —; Καλά] Καλά Κ Άστέρ εύτηικα!, τού λέει. "φύλαξε 'τώ ιΡά την σενορίτα,· γιατί θάρ -' θ'ηι σέ λίγο- ό Δόν .-Πορφίριο •καί θά *σέ. βάλη, νά 'τής δείιξηις πως δουλεύουν· ·. μερικές, από τις μηχανές σουξ.Εσείς οί δυό, νάχετε τον νουσας!., π,ροσθέτε:; γυρνώντας προς τούς, δύο * στρατιώτες.. Κ / ύστερα' ξαναλέε.: —. Πάμε,, παιδ.ά! , Καί ·φεύγΡυν. , · . ' Ή . πρ: γκ ήίπισρα· 5 Αμ αρίλ ιντά ρίχνει ένα κανούιργιο ά γων ιώδες * βλέμμα στον "δ ε μένο στη «ρόδα» εύγενή. "Υ..στερα .δ.μως κυττάΐζέωτό «δή μιο» καί τούς στρατ.ώτες: καί κάθετα· απελπισμένη· σ’ ένα ξύλ νο σκαμνί, 'κοντά σ’ αυ τούς τούς τελευταίους. -
Θαμμένοι ζωντανοί;
Π
ΩΣ. ΟΜΩΣ- έγ.ιναιν α' φαντοί ό Ζο,ρρό, ,ό' Δόν ΈουσέμπΌ καί -ό άληΟ νός δήμ:• ος τού Κρρριέντες καί ’ δεν τούς βρήκαν ρ] στροτπώτες
ο
Μ
I
Κ
Ρ
©
1
στη γωνία πού είχαν κ,ρά φτη; λ Γιά να το μάθουμε πρέπει νά γυρίσουμε λίγη ώρα πί σω, τη στιγμή ακριβώς πού κρύβονται, σέρνοντας ■ μαζί τους το πελώριο κορμί του τε ρατάμορφού δημίου. "Οπως: είδαμε, ό γίγαντας αυτός έ χει ηράκλεια αντοχή, άφού ού τε επεσε κάτω με τη φοβερή γροθιά του Γαλέρα, στο στο μάχι. "Έτσι λοιπόν κι5 αυτή τήι. φορά, συνέρχεται πάρα πολύ γρήγορα άπό το δυνατό χτύπημα πιου του έδωσε στο κεφάλι ό Ζορρό. Ούτε ό Μασκαφόρος "(Εκ δικητή ς, ούτε ό Έοοσόμπ;ο φαντάζονται πώς εΐναι δυνα τόν. νά συνελθή άπό· τώρα και δεν τον προσέχουν. Κυττ ό ζουν κι" οί' δύο κατά- τό· μέρος το'ύ Γαλέρα, που πηγαίνει ν" •άνοιξή τήν- πόίρτα, γά νά μπουν ό Πορφίριο μέ τον Κορ ρέντες. Ό τερατόμορφος δήμιος αί νοι γε; ύπουλα τά μάτια. Βλέ πει πώς δέν τον κυττάζουν κι" -απλώνει σιγά σ,γά· το· χέρι του σ’ έναν μοχλό1, πού ιβοίσκεται στη βάσι,.τού πέτρ.νου τοίχου του πύργου. Τον άρπαζε; κάι τον τραβάει. Ό Ζορρό* κι" ό Έοοσέμπιο που στέκουν δίπλα του ακου μπισμένο; στον τοΐχο, νο·'ω θούν αυτόν τόν8 τοίχο νά ύποχωρή ξαφνικά κάτω άπ" το βά ,ρος τους και νά πέφτη προς τά πίσω. Χάνουν τήν ίσορρο πια τους. Γέρνουν μέσα στο μαύρο άνοιγμα πού φάνηκε. Μέ τήν αστραπιαία άντί§ράφτ πού έχει στον κίνδυνο
2
ο
I*
I*
0
18
ό Ζορρό, καταλαβαίνει* πώς δέν τού εΐναι δυνατόν νά συγ,κραττήθή .μόνος του και γΓ αύ τό αρπάζεται μ." δλη του τή διυναμι άπό τό πελώριο χέρι τού δημίου. Αύτός τον σπρώ χνει προσπαθώντας νά απαλ λαγή άπό· τό πιάσιμο. Τά δά χτυζ,α τού Ζορρό όμως: εΐναι σάν τανάλιες. Λεν τον αφή νουν. ■ · Τό αποτέλεσμα εΐναι πώς αντί νά συγκρατηθή ό Μασκο φόρος "Εκδικητής, πέφτει κΓ ό τερατώδης δήμιος μέσα στο άνοιγμα, δπου ήδη έχει πέ σε;· και ό Δον Έουσέμπιο. Τήν άλλη στιγμή ό τοίχος κλείνει πίσω· τους καί μαύρο σκοτάδι τούς τυλί γει άπό παν τού. Νοιώθουν νά κατρακυλά νε σ" ένα κρύο,, κεκλιμένο ε πίπεδο. Ή πτώσις όμως .αυ τή δέν 6,ιαρκεί γιά πολύ. Στα ματσύν άξαφνα καί γιά μιΐά. στ γμή γίνετα άπολυτρ ήσυχία. . Τότε όμως άκούν βαρειά βήματα πού απομακρύνονται τρέχοντος,. Είναι ό δήμιος πού φεύγει άπό κοντά τους. — Δέν πρέπει νά. τον αφή σουμε νά τό σκάση!, μουρ μουρίζει ανήσυχος; ό Ζορρό. Περιμένετε ακίνητος εδώ, Δον 5 Εουσε μ π ιο! Καί τρέχει*· πίσω- του. Δέν βλέπει τίποτα έκεΐ πού πηγαίνρ'. '01δηιγεΐτα;ι μόνο άπό τόν Θόρυβο τών βημάτων. Μά ξ-αφνκά χτυπάει επάνω· σ’ έ ναν τοίχο που* τού φράζει τόν δρόμο. Βγάζει μια φωνή πό νου καί γκρεμίζεται κάτω. "Ανασηκώνεται ' μ ισοζαλισ μέ νος άπό τρ Φοβερό χτύπημα,
©
16
μικροί
Στήνε,ι το αυτί του1 δεν βλέ πει τίποτα, άλλα ικαι ούτε ά κ-ούειι τίίττοτα τώρα πια. Σ ιωττήι θανάτου επικρατεί μέσα στο σκοτάδι της κολάσεως. 10 Μασκ οψόιρος 5 Εκ&κ η τής απλώνει τά χέρια του. 3Α ριστερά και δεξιά του, σε ε νός: μόνο μέτρου άπάστασ ι, πιάνει δυο κρύους, πέν,ρ.ινους τοίχους. (Καταλαβαίνει πώς 'βρίσκετα μέσα σ' έναν μυστιικο διάδρομο, πού είναι κρυμ μένος μέσα σε κάποιον από τους γιγαντιαίους τοίχους του πύργου. Υπάρχει άραγε καμμιά έ ξοδος άπ3 αυτό τό μέρος; Ό Ζορ,ρό πίστευες άκράΙδαντα πώς υπάρχει·, -έρει ό μως καί ότι όσο κι3 άν ψάξη Ιδιών πρόκειται να τή βρή. Εί ναι λοιπόν θαμμένοι· ζωντανοί ό Δον Έοοσέμπιο κι3 αυτός; ιΝοιώθε: ένα κομμάτι· πάγο νά κάθεται στην καρδιά του.
"Ένας πβρίεργος αιχμάλωτος
Γ
ΙΑ λίγη ώρα γίνεται σωπήι μέσα στην αίθουσα τών ιβασαινι στηρίων- 4 0 κάθένας |άπ3 τους ανθρώπους πού όρί σκόντα ι έκεΐ, είναι ίβυθισμ ε νός στις δικές του σκέψεις. 4Ο καημένος ό Γαλέρας ό μως είναι ό πιο πελαγωμένος ιάπ3 όλους. Κάθε τόσο σηκώ νεται άπ τη θέσι του, πηγαί νει· στη γωνία που είχαν κρυ φτή ό κύριός του κι·3 οι άλλοι δυο, κυττάζει έπισταμένως
τί'ζ πλάκες έμπ,ρός ρτά πρ-
ι
ύ
ψ
ψ
ύ
δ-ια του, ξύνει· τό κεφάλι του, σταυροκοπ ιέται καί ξαναγυρί ζει. Τού κάκου ό αιχμάλωτος τού κάνει νοήματα μέ τά μά τια, επάνω από τη «ρόδα». Ό Γαλέρας ούτε' μια φορά δέν τόν κυττάζει. Δεν μπορεί νά τό χώνεψη πώς έξαφανίστηκε 6 κύριός: του. 3Ανησυχεί φοβερά για τήιν τύχη του. Σκέπτεται μήπως πρέπει νά ψάξη νά τόν 6ρή κι3 αυτός κά θεται έκεΐ πέρα μέ σταυρω μένα χέρια. Γ ι3 αυτό ξαναση,κώνεταΐι δεύτερη καί Τρίτη, φο ρά καί ξαναπηγαίνει στήιν Τδ.α γωνία καί· ξανακάνει τά ι δια πράγματα.. Φυσικά στο τέλος αυτό, κά νει τούς στρατιώτες νά σκά σουν από περιέργεια. Κυττάζονται μεταξύ τους, κυττούν τόν γίγαντα, πού πιστεύουν πώς είναι ό δήμιος καί όσο πάνε τά χάνουν περισσότερο. Ό ένας δεν κρατιέται στο τέλος καί ρωτάει, προσπα θώντας νά τού δώση πιο- πο λύ μέ τις χειρονομίες του νά καταλάβει τί λέει: — Μά τί έπαθες, κακομοί ρη Γκομέζ; 40 Γαλέρας στέκεται σάν ξύλο· καί τόν κΡττάζει μέ γουιρλωμένα μάτια. Είναι τό σο έκτος εαυτού καί τόσο νευ ρασμένος, πού καί ή υποτυ πώδης λογική του έχει πάει περίπατο αυτή τη στιγμή. 3Απαντάει λοιπόν άγρια: — 3Εμένα ρωτάς, μπσυμποιυμπουνοκόφιαλε; Δέν ξέ ρεις πώς δέν μιλάνε οι μουγΥ·οί;
Καταλαβαίνω: ρ
κ@#νας
Ο
Μ
ί
§£
^
0
ϊ
τήν κατάπληξι ττού^ ζωγραφί ζεται- στις κόρες των (ματιών τών δύο στρατιωτών. Τινάζον ται όρθιοι και κιυττοΰν τό γί γαντα πελιδνοί από την τρο μάρα τους. — Μί.... μί.... «μίλησε ψελλίζει ό ένας' τρέμοντας όλοίκληρος. *★* Τότε γίνεται κάτι εξ ίσου περίεργο μέ τήν ομιλία του μουγγου: Ό αιχμάλωτος, που βρί σκεται πάνω στη ρόδα των •βασανιστηρίων κάνει ένα θεώ ρατο σάλτο καί βρίσκεται μπροστά στους άπολ.Σωμέ νους στρατιώτες του Κορριέντες! Πριν προλάβουν καί να σαλέψουν καν, αρπάζει τή λα •βή του ξίφους του ενός, καί την τραβάει. Τή στιγμή που ό δεύτερος, καταλαβαίνοντας έ π1 .τέλους πώς έχουν πέσει θύ ματα «άπατης», ετοιμάζεταινά τραβήιξη τό δ κό του σπα θί, Οοώθει τήν αιχμή του ξί φους του αγνώστου νά άκουμ,.πάη άπειλητ.κά στον λαομό του. Μένει κοκικαλω μένος, μέ τά μάτια γουρλωμένα από τρόμο. Ό πρώτος βρίσκοντας ευ καιρία, πη|δάε: ένα βήμα πί σω καί πάει νά τραβήξη τό ττΐιστάλι του. Ό Γαλέρας άμως απλώνει· τή χερούκλα του καί μέ -μια τρομερή γροθιά τον... ση ικώνει ολόκληρον άπ’ τή γή καί τον πετάει αναίσθητο, πά νω σέ μια φριίκιαστικήι μηχα νή βασανιστηρίων. Τότε ό προ ολίγου αιχμά λωτος ανεβοκατεβάζει· κι* έ-
1
0
Ρ
Ρ
0
κεΐνσς τό χρρι του μέ τέτοια γρηγοράδα, ,πχού ό στρατιώ της που· στέκει έ μπρος του, 'δέν προλαβαίνει νά φυλαχτή. Τον χτυπάει μέ τή λαβή του σπαθου του στο κρανίο καί τον σωριάζει άναίσθητον. Ή πριγκήίττισσα Άμαρίλντα πού1 παρακολουθεί δίλη- αύ τή τή σκηνή, πετιέτακ όρθια. •Μο άζει σαν έτοιμη νά τρόξη κοντά στον άγνωστο. ίΕκεΐνος άμως τής κάνει καί πάλι ένα νόημα καί τήν καθηλώνει. — Πρέπει νά βγούμε από 'δώ μέσα!, φωνάζει. Γνωρίζε τε τήν διαρρύθμισι του πύρ γου, σενόρ; —ρωτάει τον Γα λέρα. Ό γίγαντας παραμονεμέ νος, γυρίζει- καί κυττάζει πί σω του, μουρμουρίζοντας: — Νόμ ζα πώς ήμασταν .μόνοι μας! Σέ ποιόν «σενόρ» •μιλάει αυτός; Δηλαδή.... θέ λω νά πώ στι... Μ5 άλλους λό γους.... Ό άγνωστός, τόν σκουν τάει- μέ τό δάχτυό του. — Σ' εσάς μιλάω!, του λέει. Γνωρίζετε τή: διαρρόθμι σι αυτού τού πύργου; — Πο'ός; Έγώ; κάνε.- ό γί γαντας χάσκοντας. —Μάλιστα! Ό εύγενής έχει καταλάβει π.ά πώς έχει νά κάνη μέ άν θρωπό κάθ-ε άλλο παρά έξυ πνο. Καταλαβαίνεΐι όμως καί άτι τού εΐναι πάρα πολύ υπο χρεωμένος, για νά Θυμώση ή •νά τού μιλήση άσχημα. Γι' αυτό κάνει αξιοζήλευτη υπο μονή. Ό Γαλέρας γελάει μέ τήν καρδιά του. "Αρπάζει τή π,ρο
\νν \ ^
·
Λ. ί 7
ν·
Μ
11 1_1 > ν )·
,- ' ■··,·
-
■
V".
ι0 Γαλέρας του δίνει μια τρομερή γροθιά στο στομάχι.
σωπίβα του ιδη μ ίου καί βγάζοντάις την αιπ ’ το κεφάλ ι του την ττετάει πεοα. —-^Επειδή φορούσα αυτό, κάνατε λοθοο ικαί. με. πήρατε για σενάο:·. λέει. Δηλαδή,,
σενόρ, εγώ πού , μέ βλέπετε 6έν είμαι...· Θέλω νά πώς δτι έγώ... Μέ δυο κουβέντ ες εί μαι ό Γαλέρας ! ,. .· —Καί. λοιπόν, Γαλέρα του λέει· καλόκαρδα ό άγνωστος
'δέν γνωρίζεις τή δ.ορρύΒ'μσι τοό πύργου έτσ^· · —'Π.ρώτο - πρώτο, σενόιρ, .κάνει ό γίγαντας απορημένος !9εν· γνωρίζω,.. Δηλαδή ·. _δεν 'ξέοω μέ άλλους λόγους..-. "Ο-
πως . είπατε κ'/. εσείς... Ναι: ·, Δέ γνωρίζω - κατά πού λέτεπείνα; αστό το... τό «6·ιαρρύΟμισ;·!»·' ’.·;’ ' ·, γ; ·'' —Δ:άρρύΟμ·;σιι είναι.·.., 'κά νεί- χαμογελώντας ό ευγενης
6
Μ
ί
Κ
Ρ
και σταματάει: Νά: Μέ δ·υό κουβέντες όπως λες κ.' εσύ ιΓαλέρα άμίγο, δ.αρρύθμ.σι θά π η : «"Εχεις έρθει- σ’ αυ τόν τον πύργο άλλη φορά;» — Όχι, σενάρ! Έπε δής μάλ -στα μ-5 αρέσει νά λέω την αλήθεια... Μέ τό χέρι εις την καρδ ά .μ5 άλλους λ άγους ...σενό-ρ, μπορώ νά πώ δτι... ■πώς. δηλαδή, ούτε αυτή1 τή φορά ήρθα! Παρ' όλο πού ή θέσις τους ■κάθε άλλο παρά ευχάριστη, εΐνα1, ό άγνωστος εύγενης δε μπορεί νά μή, γελάση. —ιΚλ αφού δέν ήρθες τό τε, πώς εΐσ5 έΐδώ; ρωτάει προ σπαίθώντας μέ πολύ μεγάλη δυσκολία νά σοιβαρευτή. — Αυτό... ναι: Αυτό δέν τό ξέρω σενάρ! Περίεργο άλ λα - μαρτυς μου ό θεός - ό ταν μάς ,ρΐχτηΙ&αν και μέ χτύ πησαν στο κεφάλ ■... έγινε νύ χτα... Δηλαδή πιθανόν... κα ταλαβαίνετε! Μετά βρέθηκα έδώ μέσα^! 5Αλλά δέν ήρθα! ιΜπορεΐ' νά μέ φέρανε! Σύμ φωνοί σενάρ! Κεγώ αυτό, λέω! Πάντως άν ρωτάτε απτά μένα... θέλω νά πώ πώς εγώ δέν ήρθα! —ίΚατόλαβα Ραλέρα! —Μπράβο σας σενάρ! Σάν τον κύριο μου κι* έσεΐς! θέ λω νά πώ δηλαδή πώς εγώ δέν έχω καταλάβει ακόμα! — Τι φλυαρία εΐν’ αυτή, θεέ μου! Πρέπε νά βγούμε από δώ μέσα πριν ξανάρΘουν!, φωνάζει ανήσυχη ήι πρ γκηπέσσα Άμαρίλντα. —-'Έ'χετε δίκιο!, λέει» ό ά γνωστος. Πρέπει νά φροντί σουμε νά βρούμε τον σενάρ
Ο
ϊ
1
6
Ρ
Ρ
Ο
Ζορρό και τον Δον Έουσέ μπυο.... Ακολουθήστε με. Γα λέρα, πάρε τό σπαθί αυτού τού στρατιώτη κι" έλα μαζί μας. ν Ό γίγαντας άπ τη στι γμή πού ακούει· πώς πρόκει ται νά ψάξουν γ:ά τον κυ ρ .ό του, είναι πρόθυμος νά έκτελέση μέχρι- την τελευταία άλες τις διαταγές του άγνω στου αυτού ανθρώπου. Παίρ νε > λο πόν τό σπαθιί τού α ναίσθητου στρατιώτη καί τρέ χ-ει πίσω του. Τό αινιάΑο
Ο
ΓΑΙΝΟΥΝ άπ’^ τό άπστρόπα.ο εκείνο δωμάτο· α φού πρώτα κυτ τάζουν δεξ ά ■κ 5 άρ.ιστερά στον δ ά’Βρομο καί έξακ,ρ,ιβώνουν· πώς ό δρό μος είναι ελεύθερος. Στρίβουν δεξ.ά καί τρέ χουν όσο μπορούν π ό άθάρυ βα προς τά βάθος τού δια δρόμου. Καθώς πηγαίνουν ό άγνωστος εύγενής μιλάει σ.γανά στην πριγκήπισσα: —Δύσκολα θά ξεφύγουμεΜάλλον μήιν ξεχνάμε1 πώς αύτθ'ί οι άνθρωπο·· ψάχνουν ο-· λον τον πύργο γιά νά βρουν τον Έουσέμπιο..^ :—’Άν κρυφτούμε σέ κανέ να άλλο δωμάτιο... —"Οπου καί νά κρυφτού με θά μάς βρούν... —Τότε; Ό άγνωστος, κυττάζει- όλο γύρα. Ό διάδρομος είναι, α κόμα ρρημος. 5Αριστερά τους βγαίνει· σ' έναν εξώστη πού οδηγεί στις έττάλξεις.
©
ΜΙΚΡΟΙ
ιΒάζει- βιαστικά τό χέρι σέ μια εσωτερική κρυφή τσέ πη; τού χιτωνίου του. Βγάζει ενα πολύχρωμο διπλωμένο, πανί. —Π ηγαίνετ ε άπό> κεί!, λέ ει, στήν "Αμαρίλντα. Προ σπαθήστε νά μή σάς δουν οι φρουροί... Κάνετε σινιάλο προς τή|ν πλευρά του1 δά σους. Έιμεΐς !θά προσπαθή σουμε νά τους απασχολήσου με από μέσα άν χρειαστή. — Θά κινδυνεύσετε!, ψελ λίζει ή πριγκήπισσα. —ιΚΓ άν δεν κάνω1 τίποτα θά κινδυνεύσω περισσότερα! Πηγαίνετε! Ή νέα διστάζει μιά στι γμή άκαμα και υστέρα τρέ χει προς τήιν πλευρά του ε ξώστη. Ό εύγενιής τήν παρα-κολου θεΐ μέ τό βλέμμα, ώσπου ά νοιγε:· τήν πόρτα και χάνε ται έξω. ιΠερ.ιμένεΐ' λίγο ακό μα. μέ τεντωμένα τ αυτιά. Δεν ιάκούγεται όμως ό παραμκρός θόρυβος άπό κεί άπ’ Ιέξω. Αυτό φαίνεται νά τον καθησυχάζη. —Σενόιρ ^δίεν θά ψάξουμε. Θέλω1 νά πώ... είπατε..., κά νει. ό Γαλέρας ψάχνοντας γ.ά λέξεις. —'Νά ψάξουμε γ·ά τον σενόιθ Ζοροό, λέει ό άγνωστος. Έχες δίκο, Γαλέρα! "Ελα. 1 Κατεβαίνουν μ’ά στριφογυ ιρ στή πέτρινη σκάλα πού1 βρί σκουν εμπρός τους. Τήν ώρα πού1 κατεβαίνουν, ό άγνωστος λέει στον Γαλέρα μέ τρόπο πού μσάζει σαν νά μονολο»*> γη:
^"Αν ^&τ®φψΦνν·ξ· να βρε
1
Ο
Ψ
Ψ
®
21
Βούμε στήν αυλή καί ν’ ανοί ξουμε^ μιά πύλη... Αυτό άμίγο μέ δυο κουβέντες δπως λές κι5 ^ εσύ Θάναι τό καλύτε ρο πράγμα γιά τόιν σενόρ Ζορρό και γιά βόλους .μας! Τά μάτια του γίγαντα λά μπουν. Ή ύπάθεσι τού φαί νεται παιγνιδάκι. —"(Εγώ σεινόρ, ξέρω πώς ιάνοίγουν μιά πύλη·!, λέει μέ καμάρι. Εϊναι σάν τήν πόρ τα! ... Σχεδόν τό1 ίδιο πρά γμα. ! Μεγαλύτερη και πιο βαρεία, άλλά έγώ... Βλέπετε σενόρ... Ή σκάλα τελειώνει. Βγαί (νουν σέ μ ά ,μεγάλη σάλα, πού είναι ιέρη,μη. Αρχίζουν νά τήιν διασχίζουν. Τήν ώρα όμως πού· φθάνουν στο κέν τρο της αναγκάζονται νά στα θούν. Τό πρόσωπο· τού αγνώ στου χλωιμιάζει. Άπ3 όλες, τις πόρτες ολό γυρα βγαίνουν ’ στρατιώτες τού ,Πορφίριο και τού Καρριέν τες μέ τά σπαθ'ά στα χέρια. Βρίσκονται μονομιάς περιικυκλωμένοι άπό έναν ολόκλη ρο· στραίτό. Τήν ίδια ώρα ή πριγκήπισ σα "Αμαρίλντα προχωρεί σκυ φτή πός τό· εξωτερικό σημείο των επάλξεων τού πύργου, άπ" τήν πλευρά πού βλέπει ιστό δάσος. θέλει ιάκόΙμα λίγα μέτρα, γιά νά φτάση στήν έξώτεο ικ;ή έπαλξι πού είναι οι πολεμ ίστρες. "Εχε1 κ αταφέρε ι νά άποφύγη τά βλέμματα όλων των φρουρών ώς αυτή τή στι γμή. Καθώς αμως περνάει τό τελευτςχίρ σημρΤς. γι@
η
©
Μ
Ί
Κ
Ρ
<ν& ριχτή στις, πολεμίστρες, μίά τρομερή φωνή τήιν κάνει ν' άνατριχιάση: —"Αλτ! ■ Σχάσου ακίνητη, γιατί πυροβολώ! ■Κοντοστέκεται για μια στι γμή. Τά μάτια·· της άοττ,ράφτούν μ3 όλο πού έχει γίνει κατ άχλωρη. Βλέπει τόν φρου .ρό πού τή Οήράδεύε ι μέ τό όπλο του, ενώ ένας δεύτερος στρατ ιώτης τρέχει κοντά' της. Καί ξαφίνικά τήν ώιρά πού εκείνος αρχίζει να τήιν πλη σιάζει ή · Άμαρίλντα τινάζε ται απότομα προς τις πολε μίστρες·. * Ό φρουρός φέρνε: τό όπλο στόν,.ώμο κάΐ· αρχίζει νά πε ζή τή σκανδάλη. Πυροβολεί. Ή σφάΐρα του όμως τινά ζεται ψηλά στον ούρανό για τί ό δεύτερος φρουρός . έχει προλάβει νά τού σπρώξή τό χέρι., τήιν ύστάτη; στιγμή; -—Τ’ρ,ελλ άθηκ ες, συνάδελ φε;' τού φωνάζει; Είναι - ή πρΊγκήπισσα. . /Αμαρίλντα! 5,Αν τή σκότωνες θά σέ σκό-' τωνε κι3· εσένα μετά ό Δον ΐΚοριΡ’έντΙις [ Π ρέπει νά τήν ττάσουμε ζωντανή ! ' Ή "Αμαρίλντα σ: αυτό τό μεταξύ έχει σταθή όρθια έπάνοτ στις πολεμίστρες καί κουνάει πέρα δώθε ψηλά έπά νωι από τό κεφάλι της τό πο λύχρωμο πανί πού τής έχει δώσει ό .άγνωστος εαγενής. ■ -Είναι -ένα τετράγωνο ύφα σμα μ σου μέτρου, από καθα ρό- μετάξι ,μέ τρία, χρώματα, πού στο κέντρο τους είναι κείν τη μένος ένας θυρεός, μέ λ: ον φάρα. ■■ ·
'
' ί ·
Τήιν ώρα πού ο] στρατϊώ-
©
1
1
0
Ρ
Ρ
ϋ
τες απλώνουν τά χόρια’ κι* αρπάζουν την όμορφη· π,ριγκή πίσσα έκείνη αφήνει τό πανί αύτό νά κατρακυλήση έξω α πό τό πανύψηλο τείχος.
"Ενα έξυπνο παιχνίδι V
·
• ίαά Ε ΜΙΑ από όλες τίς πόρτες τής σάλας έμφανίζον τα: καιί ό Δον Πορφί,ριο μέ τον Κορριέντες'. Ό · δεύτερος, κιυττάζει τον άγνωστο1 ευγενή με : μάτια πού αστράφτουν. -^—ιΚαλά εΐπα εγώ πώς ε σύ είσαι περισσότερο έπικ,ίν δυνος άπ3 ό,τι φαίνεσαι!, γρυλίζει μέ θυμό. 5 Έχουμε αρκετές σκοτούρες γ:ά νά· μ ή μάς χρε.άζεται νά προσθέ σουμε κ.3 .άλλες μ3 εσένα! Καί στρέφοντας προς τον ιΠ'Ορφ ίιΟΌ' λέε·: ΐΕξοιχώτατε; λέω· νά ξε μπερδεύομε μά καί καλή- μ3 αυτόν... Ό Μπάλσας' κουνάει κότα φατ.κά τό1 κεφάλι του. Τό βλέμμα του' έχει τήν ψυχρό τητα τού θανάτου. —Σ κοτώστ ε τους !, δ- στ ά ζε· μετά.; Πρέπει νά βρούμε τον άλλον ! Δεκάδες στρατιώτες · προ χωρούν με ξεγυμνωμένα τά σπαθιά καταπάνω· .στον άγνω στο ευγενή καί - τόν Παλέρα. Ό πρώτος πάνε:· τον γί γαντα άπό· τό μπράτσο καί τόν τραβάει σέ μιά γωίνία' τής σάλας, φροντίζοντας νά έχουν εξασφαλισμένο: τά νώ τα τους,
'Ο ·
Μ
!
Κ
Ρ .0.
X
— Πρέπει νά πουλήισσυιιιε . άίκρι'βά τά πετσιά μας άμίγΟ!. του;· λέει κάπως μελαγχ ολικά. . · —^ Κανονίστε τού λόγον σας, την τιμή, σενόρ!, απαν τάει/ .ντόμπρα ο Γσλέρας.· Έ- ■ γώ δεν σκαμπάζω από εμπό ριο...·. Θέλω να πώ..·. "Αλλά 6έ(ν προλαίβατνε; νά π ή αυτό πού Θέλει. .Δεκάδες αιχμές σπαθιών πού αστρά φτουν τούς τριγυρίζουν. "Αρ- ; χίζει , μιά τρομακτική αλλά και άνιση μάχη. - · Ό άγνωστος εύγενής άποδε.ικ',νόετα: πώς είναι, ένας φο- . Ιβεράςι ξιφιό μάγος. Το χέρι του άνεβσκατεβαίνει και πή γα* ινοέρχετα ;· με : τή - γ'ρηγορ άδαι -τής αστραπής, αποκρού οντας χτυπήματα προς άλες τις - κατευθύνσεις. Ή φτερω-τή' λεπίδα' του ,σπαθ.ού του τρυπάει μπράτσα ρτήθια καί· λα/μούς, των τολμηρών, -πού κάνουν τό- λάθος νά τόν πλη-. σιάσουν περισσότερο. Όλόγυρά τού. ο·ΐ πλάκες στρώνοντοι μέ κορμ;ά . στσατιωτών. ’ "Οσο γά τον Γαλέιρα μ" όλο πού δεν έχει την τέχνη του ■ άγνωστου εύγένους στο σπαθί / ωστόσο έχει ξεκάνει σχεδίάν δ πλάσιους από έκίεΐνον καί εΐνα;' και πολύ πέρα σάτερο. ακμαίος. Αυτό συμ-, 'βαίνει γατί τό ηράκλειο χε ιρ ι-. του έχε ι... μ εγαλύτερη α κτίνα δράσεως. άπό ' των ■ άντ πάλών του, πού πολλές φο ρές απλώνουν τά δικά τους χέρ·ά κοιί ρι αιγμές τών σπαδώΓ/.τους δέν φθάνουν νά τον αγγίξουν! · ."Αλλά μ* ολ5 ςώτσ 6 άγώ*
■ ί
0
Ρ
Ρ
# .
21
————————■«——————Μ■ I " νσς είναι ’ πάντα άνισος. 'Ό' σόι/ κι5 άν ακστώνω-νται. άπό τούς- στρατιώτες, υπάρχουν πάντα άλλα, ξεκούραστσι νά πάρουν τις: Θέσεις τους.'. Τα τέλος πλησιάζει μοι-' ραία. Πρώτος αρχίζει/ νά τό κατα λαβαίνη ό . ξένος, ευπατρίδης. Το . μ>έτωπ:ό του έχει - γεμίσει ιδρώτα. Τά μπράτσα του εΐνάι καταξεσχ σ' μ ένα άπό ξώ φαλτσες 'σπαθ.ές καί γεμάτα α,Τ μ στα. Τρ χ έρ;/ του εχ ε ι. άρ'χίσει. νά δαραίνη. Περιιμένει· άπό στιγμή σέ στγμή τήιν παγωμένη λεπίδα πού· Θά δια πέραση ·τά· σπλάχνα του, * χα ρίζοντας του τον θάνατο. Μέ τήιν ψυχή στο· στόμα κ:αί μέσα στο κολασμένο σκο τοΒ έΐκείναυ ■ ταυ ,μυστικού !5αδράμου, .ό Ζορρό γυρίζει, κοντά στον Δόιν "Έουσέμπ·; ο,, στά νύχια τών ποδιών < του. Ψηλαφ'.στά τόν ^ανακαλύπτει1. Σγύβει στ" αυτί του καί· -τού ψιθυρίζει όσο γίνεται π ιό σι γανά : , . —Σενόο,. μάς. μένει - ένας τρόπος .μονό νά δοκιμάσουμε γ ά νά βγούμε άπό δώ μέσα. Ό δήμος γνώρΤε τόν τρό πο νά ιδρεΒούμε έδώ... ΣίΙγουρα ξέρει .καί· τόίν τρπο νά' βγούμε. Θά περι-μένη νά βρή τήιν ευκαιρία, νά. τό σκάση μό νος. του.. Πρέπει νά τού δώ-. σουμε αύτή' τήιν ευκαιρία α μέσως ! ·'' Ό Δόν "Εουσέμπιο κάτι πάει νά π ή έκπληκτος αλλά ό Μασκοφόρος Τι-μωρός τού φράζει τό: στόμα μέ τήν πα λάμη του; ■·
—Πιροχοοιρεΐρτ^ στο βάθος
24
&
Μ
I
§€
Ρ
άπό κεί που ήρθαμε!, του λέει. Κάνετε θό,ρυβο υέ τα βήματά σας και μιλάτε μέ 6υό (Κοινές, σαν να σάς άπαν τώ κι3 έγώ. Θά γελαστή, θά ιναμίση πώς είμαστε και οι δυο μακρυά του... Έγώ θάχω τον νού -μου από· δώ... Πηγαί νετε ! Ό 'Βουσέμ π :ο _δέν φέρνει άλλη άντίρρησκ -εκινάει ,μέ τον τρόπο πού του έχει π η ό Ζορρό. Εκείνος πηγαίνει αν τίθετα πάνω στα νύχια των ποδιών του, πιο άθόρυβα κι5 άπό μια γάτα. Καί τό κόλπο πιάνει. -αψνικά, ό Μασκσφόρος α κούει ένα τρίξιμο μερικά μέ τρα έμπρός του κι5 άμέσως ό μυστικός διάδρομος φωτίζε ται άπό ένα τετράγωνο άνοι γμα. "Ενας πελώριος όγκος χύνεται βιαστικά νά περάιση έξω· άπ3 αύτόν Ό Ζορρό ρίχνεται- έναντι ον του μέ τη γρηγοράδα του γε ρακιού. Ή λαβή τού πιστο λιού του χτυπά τον γίγαντα στόιν κρόταφο μέ τόση δύναιμι, πού άκιούγεται ό κρότος κόκκαλου πού ραΐζει! Ό- δήμιος σωρ'άζεται άναί σθητος ό μ ισός μέσα και. ό ■μισός έξω άπό τό τετράγωνο ■άνοιγμα. —Έξοχώτατε, ελάτε! φω νάζει 6 θρυλικός Ζορρό·. Καί βγαίνει πρώτος έξω. βρίΐσκετα σέ μια μικρή ο:υλή τού πύργου· ταφνκά ακούει επάνω άπ3 τό κεφάλι του κά τι φ>ωνές. Σηκώνει τά μάτια καί βλέπει επάνω στις πολε μίστρες τήν πριγικήπισσα 3Α-
μοορίλντ#. Κουνάν1 Ινα πολύ
©
I
1
ϋ
Ψ
Ψ
©
χρωμο πανί στον άόρα. Τήιν άλλη στιγμή όμως δυο στρα τιώτες ρίχνονται επάνω της, καί τήν αρπάζουν. Μια υπέροχη άστραπή περ ναέ;- τά μάτια του Μασκοφό«ρου Τιμωροΰ πού σβήνει ό μως· άμέσως γιατί ακούει ά γριες φωνές καί βήματα πού τρέχουν προς τό μέρος του. —-Δον Έουσέμπιο, μείνε τε αυτού πού είστε!, μουρ μουρίζει· βιαστικά σκύβοντας στο σκοτεινό άνο'ΐγμσ. Μόλις τούς άπ ο μακρύνω· άπό δώ, πάρτε τό πιστόλι μου καί προσπαθήσετε ν* ανοίξετε ιμιά πύλη ! 'Καί μ3 αυτά τά λόγια τού πετάει τό πιστόλι μέ τρόπο. "Υστερα αρχίζει νά τρέχη ό σο μπορεί πιο γρήγορα. Έ θη στ οατ ιώτες με γυμνά σττα θά τον κυνηγούν.
Ό Ζορρό επιτίθεται ΉίΡ ΤΑΝΕΙ στό' πίσω μεος τής αυλής, που είναι α διέξοδο. Τό τείχος έΙδώ είναι χτισμένο μέ κάτι τεράστιους ογκόλιθους πού καθένας έχει παραπάνω· άπό· ένάμισυ «μέ τρο ύψος. Δημιουργούν έτσι ένα είδος κυκλώπιας σκάλας,, πού θά μπορούσαν νά τήν α νέβαινα/ μόνο ιμυθικοί γίγαν τες. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής ωστόσο πριν τον προλάβουν οι διώκτες του, αρπάζεται ά πό· τόν πρώτο ογκόλιθο καί μ3 ένα πήδημα πηδάει επά
νω- Ύςττερο: ξιψσύλ'Κ^
καί
ταυτόχρονα: κάνει ενα κα,νούρ γ.ο πήδημα, γνατί1 ένα· σπαθί φτερουγίζει ορμητικά με σκοττό ·νά του κόρη τά ττόΐδ'α! Ή λεπίδα περνάει· σφυρίζον τας απειλητικά άπό κάτω του. Ό Ζορρό σκύβει καί κάνει ιέναν ξαφνικό κύκλο θανάτου με το δικό του σπαθί, άναγκ οίζοντας τ ούς ιάντ ιπάλους του νά υποχωρήσουν φοβ σ μ ε ίναι άπό! ένα βήμα. Αμέσως ύστερα αρπάζεται απτό τον δεύτερο όγΐκόΐλ.θο καί πηδάει ιέπάνω σ’ σύτόν, την ώρα που ένα άλλο σπαθί κυνηγάει χω ρίς ιέπιτυχία τά πόδια του. Έχει καταφέρει νά ξεφύγη προς τό παρόν άπό τον άμε σο κίνδυνο. Μέ την μπέρτα του νά άνεμίζη, ιμεγαλόπρεπα στον αέρα, σαν νάναι; κανέ να τιτάνιο πουλί πού έρχεται άπό' άλλον κόσμο, αρχί ζει νά πηδάη τη μια μετά την άλλη εκείνες τις τεράστιες πέτρες. Μέ τέσσερα τέτο.σ πηδήματα έχει φτάσει κιόλας στον πρώτο όροφο του- πύρ γου. Εμπρός του είναι ένας: εξώστης. Αδίστακτα, πηϊδάει σ’ αυτόν. Κυττάζει πίσω· του. Οΐ διώκτες του βρίσκονται άΙκόμα στο δεύτερο ογκόλιθο καί πασχίζουν νά σκαρφαλώ σουν παραπάνω. -αφνικά ακούει απ’ τό· ε σωτερικό του πύργου κλαγγή σπαθιών καί άγριες; φωνές, 'χιύνεται στή μπαλκονόπορτσ, του έξώστη, καί τήν άνοιγει μέ μιά σπρωξιά. 'Βλέπεί/ τον άγνωστο εύγενη καιί τον Γαλέρα νά μονομαχούν μέ πολύ περισσότερους αντιπάλους ,
απομονωμένοι σέ δυο γωνίες μάς σάλας. Βλέπει πώς ό ξέ νος είνα.. πολύ περισσότερο καταβεβλημένος καί τραυμα τισμένος άπό· τον- Γαλέρα. Αδίστακτα τραβάει τό θρυλικό του μάστιγά. Τό τι νάζει ψηλά, στο· κέντρο τής σάλας πού κρέμεται· ένας πε~ λώρσς κρυστάλλινος πολυέ λαιος μέ χοντρό σιδερον.ο σκελετό. Τό τινάζει μέ την ά φθαστη τέχνη του. Ή άκρη τού μαστιγίου πάει καί τυ λίγεται στο σίδερο τού σκελε ταυ. Τότε σφίγγει· γερά τήν άλλη άκρη· τού μαστ.γίου καί κάνει ένα εκπληκτικό πήδημα. Πραγματικά φτερόυγώντας σαν πουλί περνάει επάνω· ά>πό· τά κεφάλια των σαστισμέ νων στρατιωτών καί πάει καί προογε ώνεται πλάϊ στον έξαντλ η μέιν-ο- καί κοτ α ματω μ έ να εύγενη. Μέ μιά φοβερή κλωτσά πετάει πέρα τούς δυό π ιό κοντινούς ταυ άντιπά λους, πού ετοιμάζονταν νά τον σουβλίσουν. —ιΕύχσριστώ σενόρ !, λέει ό ξένος. Πάντως δεν κάνατε καλά, νάρθετε νά χωθήτε μέ σα σ’ αυτή τή φάκα! ’Άδ.κα Ιθά χαθήτε κι’ έσεΐς!· —^Κουράγιο Υψηλότατε!, ιάπσκρίνεται ό Ζορρό ενώ τό σπαθί του κεραυνοβολεί τον πρώτο τολμηρό, πού τολμά νά τόν πλησιάση,. Μέ λίγη τύ ιχη ιάκόμα μπορεί καί νά μην πεθάνουμε! Ό εύγενής τόν κυττάζει κατάπληκτος. —Πώς Π μουρμουρίζει. "Ω στε λοιπού... ξέρετε;
26
Ο
ΊΑ
ΐ.
Κ
Ρ
— 5 Από -την πρώτη, στ -' Ύμή;!· · : \ 3 ■ —|Καί... ;κα.ι μέ αφήσατε πάνω σ’ εκείνη τη «ρόδα»; ·,ξα ναρωτάε: ό .άγνωστος' πού ή έκπληΐξίς του κορυφώνεται. --Λ3έβα.ότατα! Και κάνα τε λάΒός νά. φύγετε ,άπό εκεί Υψηλότατε ί. τΗταν .τρ π ό α σφαλές μέρος γ.ά σάς; έφ5 ρσσν δεν σάς;’ γνωρίζουν σί ·έχίΒροί σας! ■ ··*’ . /Καθώς. ' πολεμούν πλάϊ πλόϊ, ο .ξένος γυρίζει-, καί κυτ τάζει μ;ά· στιγμή μέ .απέραν το Θαυμασμό τον· Μσσκοφόρ.ο Εκδικητή.. .. ' —ΌπΟ.ος και αν είστε σε νόρ, λέε.; συγκ :ινημένος εΐσθε ό ίδιος ό Σατανάς 1 . —Τότε -μπορείτε να-πάρε τε. κ-: * ένα - ευχ άρ ιστό... μήνυ
0 ,Χ'
2 -ύ·
Ρ· Ρ·
Ο'
μα ’από τάν _ Σατανά,' Υψηλό τατε!·, αποκρίνεται-εύθυμα ό ' Ζορρό. Ή πρ γκήπ.ισσα ’Αμ αρίλντα . πρόλαβε κ α ι. έκανε ένα σιν.άλο επαινώ από τις πολεμίίστρες τόΟ πόργοιΗ Στοιχηματίζω πώς θά τα εί δαν άπό- τό δάσο·ς! ·’ —Δ- άβολε.! Ό ίδιος ο.\Σα τανάς, τό ξαναλέώ'!-,· φιωνάξεν ο άγνωστος ευγενής έκπλη κτος. .. ·_ . Και. θαρρείς πώς τα καλά νέα του. ξάναιγύρισαν -άλες -τ ις γαμέ/ες τον δυνάμεις καί, μά χεται. πάλι τώρα: σάν λσντα«ρ: στο-πλευρό του ρενάρ Ζορρό που . ολοένα αναγκάζει τις δεκάδες ·τών άντ.πάλών του ·νά υποχωρούν1. ’ Ξαφνικά όμως άκούγεται
Πηδούν άπό τη μια πολεμίστρα στην άλλη/
'Ο Ζορρό μονομαχεί μέ δυο στρατιώτες.
ϋ ά επιτακτική φωνή. ’ νά διατ άίπ: ■ · · · —Σταματήστε!' Κάτω τα απλά! = . , Οι στρατιώτες στρέφουν τά κεφαλα και μολ ς βλέπουν ποιος είναι αυτός. ττοΌ μίλη σε , όπ; ο θοχωρ ο Ον-. δυο 6ή μ α- · τα και ττΕί'ριμένουν. Οι ^ τρεις γενναίοι ’ μονομάχοι- παίρνουν άνάσα. ■ ' ·· ; *·
-—'Σενορ Ζσρρά, σάς, •θέλω ζωντανά!, ξαναλέει· , 6 Δον ιίΐοοφίρ.ο γιατί αυτός είναι που έχει δώσει τη διαταγή. Πρέπει νά μου ττήτε που άφή,σατε τον Έ’Ουσέμτπο! Πα ιραΐδά^ήτε δλο'Ύ γατί σκοτώ νω τήιν προγκήπισσα Άμαρίλ ντα! . · Πραγματιικά πλάι του δυο στ κ ρατουν 'άπ δ ρατ ιώτες.« "* ' * ’ τα
28
Μ
Ο
8
Κ
.δυο χέρια την πανέμορφη· νέα·. Κιι9 ό Πορφίριο Μπάλσας τρα βάζει ένα πιστόλι καί τη, ση μαδεύει. Ό άγνωστος εύγενή,ς κι* ό Ζορ-ρο συνεννοούνται με τό βλέμμα. "Υστερα 6 πρώτος ττετά'εΐι το σπαθί του στα πό δια των στρατιωτών και ό Μα σκρφόρσς έκίδιικητής τόν μι μείται. —ΤΊ έταξε τδ σπαθί σου, Γαλέρα!, λέει στον γιγαντό σωμο φίλο το·υ. Κ·:9 αυτός φυσικά, υπα κούει.
Ό άγνωστος Εύγενής Μ ΟΛI Σ
γίνεται αυτό,
καί ενώ ό Δον Ποιρφίριο βά ζε;/ το πιστόλι στη θηκη του >κ;9 ετοιμάζεται να ζυγώση τούς, αιχμαλώτους του, τον πλησιάζει κάποιος αξιωματι κός/ ταυ. — Έξοχίώτατε, αναφέρει, έφτασε στον πύργο ό Δον Κα ρίνμπαλ μ·έ τόν στρατό· σας! Ό Παρφίριο αναπηδά κατά πληκτος. Τά μάτ,α- του λά μπουν από χαρά. —Αλήθεια; κάνει μη πι στεύοντας: τ’ αυτιά του. Τους είχα γιά χαμένους! "Άδικα, τόν υποψιάστηκα τόν Ραμόν. Φαίνεται πώς δταν έφτασε στον πύργο τού Έουσέμπιο, ό στρατός του εΐχε φύγει, κι" (ερχόταν έβώ. Καλύτερα νά μου τά πή 6 ϊδ.ος... Πες του νά έρθ'η, μέσα. Ό αρωματικός χαρρετάει κάνει μετςό&θλο καί φεύγει,
Ο
1
Τ
Ο
Ρ
Ρ
©
Ό Παρφίριο ζυγώνει, τούς αιχμαλώτους του. Τό ύφος του είναι αγέρωχο καί γεμά το θρίαμβο. —Σενόρ Ζορρό, λέει σαρ καστικά ήρθε τό τέλος τής περιπετειώδους σταδιοβρσ μίας σου! Όμολογώ πώς μου έχει έρθει μια τρελλή περ.έργεια, νά !6ώ τό πρόσωπο πού κρύβεται, κάτω όοπ9 αυτό τό μαύρο κουρέλι! Κι" απλώνει τό χέρι του γιά νά άφαί’ρέση την προσω πίδας του Μασκοφόιρου "Εκδικητού. Τό χέρι αυτό· όμως μέ νει μετέωρο·. Τά μάτια του γουρλώνουν. Μένουν καρφωμέ να ατό· σημεΐσ όπου κύτταξαν κατά τύχη: Στην κεντρική εί σοδο τής σάλας. 9Από έκεΐ έρχεται ό Δον Καρίνμπαλ αΰ τήι τή στιγμή- Πλάι του όμως προχωρεί μ" επίσημο βήμα καί ένας άλλος άνθρωπος. -— Καρίνμπαλ!, σφυρίζει, σάν φίδι ό Πορφίριο, μ" ένα κακό προαίσθημα. Ποιος εί ναι μαζί σας; Κι" 6 Κορριέντες πού στέ κει πλάϊ στον Μπάλσας δεν καταφέρνει νά μή φωνάξη κα τάπληκτος : —Ό Δον Έουσέμπιο! Ό διάδοχος του Μεξικού, γ/ιατί αυτός, είναι πραγματι κά πού προχωρεί πλάϊ στον (Καρίνμπαλ χαμογελάει. ■—40 Δον Κορριέντες μέ άνεγνώρισε!, λέει. Εσείς δεν .με γνωρίζετε θείε μου; — Συλλάδετε αυτόν τόν άνθρωπο!, ουρλιάζει· μανια σμένος ό Πορφίριο ενώ τό πρόσωπό του γίνεται κάτα σπρα
Μερικοί άττ© τους σωματο φύλακες του πού στέκουν καν τά του, προχωρούν προς το μέρος του Έουσέμπιο θέλον τας νά έκτελέσουν τή διατα γή του. Τότε όμως βλέπουν απ' δλες τις πόίρτες τής. σά λας νά εμφανίζονται στρατιώ τες, πού τούς σημαδεύουν α πό παντού με τά δπλα τους προτεταμένα. Παραιτούνται;, λοιπόν από κάθε τέτοια σκέψι κι5 ό Πορφίριο ασπρίζει· α κόμα περισσότερο. — Έσεΐς, θά συλληφθήτε, αγαπητέ μου θεΐε!, τού λέει ειρωνικά ό διάδοχος. —Εγώ! Τρελλ αθήκατε 'Πο.ός εΐν’ αυτός πού μπορεί νά δώση δ.-αταγές μέσα στον πύργο μου; Ό άγνωστος εύγενής κάνει ένα βή μα μπροστά. Τό ύφος του είναι επίσημο και απί στευτα σοβαρό·. — Έγώ Πορφίριο Μπάλσας!, δηλώνει: ψυχρά.^ ΕΤσβε ένας προδότης άλλα ήρθε ή ώρα νά τιμωρηθήτε όπως σάς (αξίζε-ι! —Ποιος... Ποιος είσθ'5 έσε,ΐς; κάνει συνοφρυωμένος ε κείνον. — Ό Φίλιππος Ιωάννης τής· Καστίλλης, διάδοχος τού 1 Ισπανικού θρόνου, άδελψός τής πριγκηπίσσης Άμαρίλντας πού ή προδοσία καί ή α νανδρία σας έψιθασαν ώς τό· σημεΐο νά την στείλετε στα βασαν: στήρια! Ό Πορφίριο είναι· περισσό τερο πεθαμένος παρά ζωντα νός. —Δέν... δεν είναι· δυνατόν! ψελλίζει και ττειρνά&ι το χέρι
εμπρός στα μάτια του, σά^: νά βλέπη έφ'ΐάλτη. —· Δυστυχώς για σάς εί ναι· !, απαντάει εκείνος ψυχρά Έφθασα προχθές μέ δύο κα ταδρομικά για νά τιμήσω τούς γάμους τής άδελφής μ·ού μέ τόν Δον Έουσέμπιο. φι'θάνοινταζ δμως στον πύργο του έμαθα πώς τον είχατε αίχμάιλωτο γιά νά σφετερισθήτε την Άντί'βασιλεία! Δέν θέληισα νά τό' π ιατρέψω καί άποφά σισα νά το έξακριβώσ<ω μό νος μου. -εκίνησα νά πάω στον πύργο σας, γιατί εκεί πίστευαν πώς τόν είχατε. Στον/ δρόιμο ωστόσο συνάντη σα έναν άνίθρωπο δεμένον σ’ ένα δέντρο: Τόν Δόν Καρίνμπαλ ! λ Ηταν παλ ιός γνώρι μός1 μου απτό τη Μαδρίτη. Ό μόνος πού μέ γνώριζε στο Με 'ξικό... Καί ήξερε πώς τόν γίνω ρζα κι.5 έγώ καλά.. Μου ομο λόγησε λοιπόν πώς τόν είχε δέσει ό σενόρ Ζορρό, πώς ό Δόν Έουσέμπιο βρισκόταν σ5 αυτόν είδω τόν πύργο καί ό λα τ5 άλλα... Ό Φίλιππος σωπαίνει; μια στιγμή. Ρίχνει ένα εκφραστι κό βλέμμα στον Καρίνμπαλ ικάί1 συνεχίζει: ■—Ευτυχώς ήξερα τόν τρό πο νά συνεννοηθω μέ τόν Δόν σύνη... ιον έστειλα νά φέρη τόν στρατό1 μου, τού έδωσα εντολή νά ντυθούν οί στρα τιώτες μου μέ τις στολές τών στρατωτών σας Πορφίρ:ο<! "Έτσι, θά μπορούσαν νά μπουν1 στον πύργο αθόρυβα ’σττως μπήκαν, δταν θά β&λε*
παν Ινα σ ινιάλό επάνω άττ5 τά τείχη:.. Κατόπινήρθα ε δώ για νά εξακριβώσω τήν· ττραγμάτηικη αλήθεια γιά δλα. ' Ενώ φανερώθηκα μόνος μου ώς ^αιξιδώτης και οδοιπόρος διεταξατε νά ^μέ πετάξουν εις τό' θάλαμο τών' βασανιστηρί ων! Δέν έχω λόγους νά είμαι, ευχαριστημένος άττό ■ τη φιλο ξενία σας! "Αν δέν βρισκό ταν- 6 σενόρ' Ζορρό... Ό Πορφίριο Μπάλσας καρ φώνει το βλέμμα του στον Δον Καρίνμπσλ καί ξαφνικά άπό άσπρος γίνεται καχακόκ κινος άττό μανία. —-"Ατιμε!, ουρλιάζει. Ού τε ξέρω τόσες φορές με πρόδωοεςί 5Αλλά δέν θά το ξανακάνης ποτέ ! Κι"· ένα μαχαίρι· τού, άγνω στο πως, ,εχ-ει. βρεθη μες τη φούχτα του, τινάζεται ξαφνι κά μέ μιά κίνησι του χεριού του καί καρφώνεται, στο λαι μοί τού προδότη, ώς τη λαΐβή! 10 Κ αρίν μπαλ σπαράζοντας κατρακυλάει· στό πάτωμα οπού πεθαίνει σέ λίγες στι,γίμές. Κανείς δεν λυπάται* -νόν πραδ0Κηι> ιά)λλά. πολλοί , κινούνται νά πιάσουν τον δο λοφόνο του. Τότε άμώς άκοόγεται μιά τρομερή Φωνή: —Μιά κίνησι καί ή πριγκήπισσα Άμαρίλντα 6ά ■ πέση, νεκρή*! ·. . . / ·..
Τό σημάδι του Ζορρό 0 ΔΟΝ ΚΟΡΡ1ΕΝΤΕΣ έχει άρπαξε υ ξαφνικά την νεα ρή πριγκήπισσα καί κρατών
τας. την εμπρός - του μέ τό ένα χέρι, σαν ασπίδα,· μέ τό άλλο'τή σημαδεύει μ', ένα πι σταλι. Όπισθσχωρεΐ σιγά' σιγά προς την πόρτα του ε ξώστη. · . · · , Ό Πορφίριο Μπάλσας τρέ χει κοντά του. Μέ τό σπαθί στό χέρ, άνοίγ ε·ι.δρόμ·ρ. .Κα νείς δέν τολμάει, νά τόν 'έμπο δ ίσ η. "Όλοι· φοβώντάι γι α τη ζωή, τής πριγκήπισσάς. , Χλωμός από τήν άγώνία ό Φίλιππος - Ιωάννης κάνει 'νά κ;νη!8η εναντίον τού Κρρριέντες, αλλά. ό Ζορρό τον. πια-., νει από τό χέρι. . — Ψυχραιμία, Υψηλότα τε |, τού λέει καί ταυτόχρονα τού κλείνει τό ,μάτι. Εκείνος - παρακολουθεί τό ίβλέμμα του. Τά μάτια του ΐάστράφτουν. ,Πίσω άπό μιά. .μεγάλη χόλωνα τής αιθούσης πού'τήιν πλησιάζει· 6 Κορριέν-’ ,τες όπως υποχωρεί διακρίνεται μιά άκρη τού ώμου τού..; πελώριου Παλέρα! 5Ανυποψί αστος ό Κορ ρέντες πηγαίνει Ιόλσίσια·■ ·καταπάνω -του. Ξαφνικά ο Μπάλσας πού έχει, προχωρήσει πιο πέρα, βλέπει τον γίγαντα. ·: —Φυλάξου!, ουρλιάζει.· · 5Αλλά ό συνένοχός· του δέν προλαβαίνει νά κάνη τίποτα. Μόνο πού στρέφει τό κεφάλι. Τό χέρι· τού Γάλέρα όμως σαν αστραπή γοργό,· του έχει, άρπάζει τον καρπό- · τού χεριού •τού Κορριέντες - καί τον στρά βει. Καί, καθώς εκείνος κάνειτήν κουταμάρα νά προσπαθή ση*· νά τό ελευθέρωση, τού τό στρίβει άκάμα περισσότερο. "Ακούγεται ένα δυνατό «κραχ»
καί τό χέρι ίγοΟ πυργοδεσπό τη γυρίζει άφύσικα προς τα πίσω, σαν ξεβ1 ιδωμένο, ενώ α πό τό λαρύγγι· του ιδιοκτήτη του βγαίνει ένα τρομαχτικό ουρλιαχτό. π οίνου. Ό ίαλέρας κουνάει πσρα•ξεινεμένος πέρα - δώσε τό ξε βιδωμένο χέρι - άπ" τό οποίο φυσικό έχει· πέσει τό πιστόν λι - και μουρμουρίζει, σαστι σμένος : ' —-Χάλασε! Ό Γλαρφίρο δεν στέκει πε ρισσότερο στην πόρτα. Μ" ένα πήδημα έξαιφσνίζεται πί σω της. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής ■ τραβάει τό σπαθί του και ρίχνεται νά τον φτάση. Ό σφετεριστής1 έχει βρή εμπρός του μια στενή πέτρΊινηι σκάλα και την ανεβαίνει μ5 όλη τήν γρηγοράδα τών ποδιών του. 'Όσο κι* αν τρέχη όμως, ό Ζορρό κερδίζει άπόστασι. 5Από μια άλλη; πόρ τα, χύνεται' σέ ίμια ταράτσα τού πύργου. Τρέχει προς τις .. επάλξεις. Ό Ζορρό τον φτάνει. Α ναγκάζεται· νά στ ρίψη για νά τον άντιμετωπίση. - Οί δυο άν τρες διασταυρώνουν τα σιτά,θ'.ά τους. Στα μάτια τού Δον Οορφίριο γυαλίζει μ-ιά άπλ στευτη- λύσσα. Έχρυν γίνει κατακόκκ.;να. —Θά σέ σκοτώσω κΓ εσέ να Ζορρό, όπως σκότωσα τον Κσρίνμπαλ!, μουγκρίζει. - Ό Μασκοφόρος Τιμωρός ,μονομαχεΐ άμ ίλητος. Ό Πορφίρ-ισ παρά τήν ηλικία του, είναι δεινός ξιφομάχος. Τά σπαθιά αστράφτουν στον. ή
λιο. Ή κλαγγή τους άντηχεΐ; παράξενα καθώς καμπανίζει στους γύρω πέτρινους : ταλ χους. Οι δυο μονομάχοι πη δούν άπό τή μά πολεμίστρα στην άλλη. Κάτω οπτό τά πό δια τους χαίνει τό βάραθρο τών πανύψηλων τειχών. Τό παραμικρό παραπάτημα μπο ρεΐ νά τούς στο κχ ίση φοβερό θάνατο. λΌ Πορφίριο ολοένα ύπόχω ρεΐ. ·"Απότομα όμως στέκει. Τό ελεύθερο χέρι του ψαχου λεύει τή· ζώνη του και τρα βιέται κρατώντας μιά αστρα φτερή λεπίδα στιλέττου. Ε τοιμάζεται νά τό τινάίξη δο λοφονικά,· αλλά δεν ’προλαβαί νέι. Τό. χέρι τού Ζορρό τινάζε ται πρώτο. Τό σπαθί του α στράφτει .μπροστά στο μέτω πο τού δολοφόνου. Μιά αίμάτινη γραμμή, σέ σχήμα κεφα λαίου· Ζ ζωγραφίζεται εκεί ε πάνω· ! Ό Πρρφίριο βγάζει μιά φωνή. Γέρνει· προς τά πίσω. Χάνει τήν ισορροπία .τού και πέφτει. "Ανατριχιαστική· ά• κούγεται ή κραυγή τής απελ πισίας πού σχίζει τό λαρύγ γι του.. Ί< αι ή κραυγή εκείνη δεν σταματάει^ παρά μονάχα ,ιόταν τό κορμί ταυ τσακίζεται στα βράχια, κάτω δοτό τά τεί ίχη' τού; πύργου.., "Οταν φτάνουν επάνω στήν ταράτσα οι άλλοι, ό Ζορρό έ χει έξαφανισθή. ΚΓ ρυτε μέ σα σ" ολόκληρον τον πύργο βρίσκεται* πουθενά. Ό Φίλιππος - Ιωάννης αγ καλιάζει σνγκινημένος' τήν ά-
ϋ
$
μ
ι ϋ ρ ο ί
βελφή. του.
ρί(μό? ΐτΟ'ϋ ϋφογέ!, λέέ,ί θά ήθελα νά τον ^ευχαριστή^ σοώ (Ποιος νά είναι τάχα; Πώς τον- συνάντησες; —Μου- τον έστειλε ό Δον Σ άντρο Β έγκα!, άπτοκ,ρ ί νέτα ι η Άμάρίλντα. θυμάσαι τον νέο πού. μ’ έσωσε απ’ τό ά'φην.ασμένό άλογο στη, Μα δρίτη; Τον εΐχες γνωρίσει εις τό παλάτι , „—4Μάμ.. ’Αλήθε.σ!..., ψελ λίζει ό Διάδοχος. Μπορείς νά μοΟ πής, άΐδελφή μου, από
ϊ 6 Ψ ι» β
ητοΟ υέ γνώριζε ό σενόρ 2ορρό; Είπε ότι μέ γνώρ όέ άπ5 Την πρώτη στιγμή! —Είναι παράξενο!, κάνειιΚάτάπτληκτη ή πριγκήπισσα. Δεν μπορώ νά καταλάβω1! Αές νά... Εΐναι δυνατόν; Αυ τός !... Ό αδελφός της τής .κλεί νει- τά χείλια μέ τά δυο δά χτυλα. — Σσστ!, ψθυρίζει. Αυτή την υποψία δεν πρέπει νά την [έκφρασης ποτέ μέ λόγια, α γαπητή μου αδελφή !...
ΤΕΛΟΣ Άττόδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡ8ΑΗ
Ε ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ τό
/!
ΑΣΣΟ
Εκπληκτικό — Συναρπαστικό — Πρωτοφανές. Αυτοτελείς περιπέτειες των άσσων του πιστολιού, του λάσσου καί του σπαθιού!
Λ Λ Σ Σ Ο Πολυτελής έκδοσις — Μεγάλο σχήμα.
Τιμή 2 δραχμαι
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
33
Ή Διεύθυνσις τού «Μικρού "Ηρωος», διά νά Ικανοποίηση τις χιλι άδες των αναγνωστών του πού έπιθυμούν ν’ αποκτήσουν όλες τις εκ δόσεις μας, παραθέτει πληρη τιμοκατάλογον των έκδοθέντων περιο δικών, δπου συμπεριλαμβάνεται και ή εκ-ητωσις 30%, που ισχύει για δ,τι αγοράζετε από τα γραφεία μας Αεκκα 22, εντός της στοάς, (Σύνταγμα): 0 ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ (συνεχίζεται) Τεύχη 524 Τιμή τεύχ. 1.40 1.40 0 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 96 » » » 4 0 ΜΙΚΡΟΣ ΖΟΡΡΟ (συνεχίζεται) 1.40 » » » 8 » » 1.40 0 ΠΛΑΝ ΗΤΑΝΘ Ρ ΩΠ 0 Σ » 1.— 0 ΜΙΚΡΟΣ ΜΠΟΥΡΛΟΤ!ΕΡΗΣ 8 » » » ΤΟ ΒΕΛΟΣ 8 1.— » » » 1.— 0 ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ 40 » » » 72 1.— 0 ΓΚΡΕΚΟ » » » 1.— 0 ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ 24 » » » 0 ΚΑΛ » 16 » » 1.—· ΤΟ ΜΑΤΙ 9 » » 1.— ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ 9 1.— » » » 0 ΤΖΟΕ - ΝΤΙΚ » 8 » » 1.— 1.— ΤΟ ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ 8 » » » 0 ΜΙΚΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ » 8 » » 1.— 1 » » 1.—■ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ » 12 » » 2.— ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ » 1.— 6 ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ » » » Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΩΜΑ 6ι6>.ία 1 » » 4.— 1 » » » 4.— ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ 1 0 ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ » » 4.— » 1 » ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΟΥΣ » » 4.— 1 » ΡΟΒΙΝΣΩΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ » » 4.— 1 » 4.— ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ » » 1 ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ » » » 4.— 1 » 4.— 0 ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ » » Σημείωσις: "Οσοι από τους φίλους μας επιθυμούν ν’ άγοράσουν ώρισμένα τεύχη που τους λείπουν, μπορούν νά μάς στείλουν την α ξία της παραγγελίας τους σέ γραμματόσημα, εντός έπιστολης, στην διεύθυνσίν μας, κ, ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΝ, ΑΕΚΚΑ 22* ΑΘΗΝΑΣ 125.
ΐΙΙΗΙΙΙΙΙΙϋΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠΙΙΗΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙϋΙΙΙΙΙΙΙΙΙϋΙΙΙιί-,
Ι1111Ι1ΙΙΙΙΙϋίΐίΕί1ΙΙΙΙΗΙΠ!!91Η1ΙΙΙΗ!9ΗΙϋ11Ι191Ι1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΗ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!: ; 3ΐ.3ΩΌϋθλΌ 01 50Λ ^13^Όχ0011 »Λ Όΐλ 'ΐΐΐϋϊΐβυ Ιΐ^\(» ΛίΛΙ 6ΌΟ θΰ3ΐϋ}ΰ311 011) ^01) ΏόζΟ Λ^Ι-Ο '* 613.03 31Ό3Ο0φ '
.
Ξ Ε
Ρ0*!·3» »ί!ο>ιιρ ΪΏΛ3 ΉΐΗ>11VΧ3 ΑΟάΟΦΟ>ί I0ΟΜ'<ί,<:!6
Π01 ΛΟΟί,όΤίαΛΟηΟΙΛΚίΧ) Λ0?9'ήΐ3ΐ31ίΚ*3Ί1. Λφΐ
■ λΙαιΖ
:οχιιι ΣΟΧΑ3Ι 6 ΟΙ !3<ΙΟΦ0νΧλ>Ι ΗΙϋΊΛΗΙΙ ΗΥΥΥ ΝΗΙ
Ε
!1ΙΙ!ίίΙΕί1ΙΙίίίΜΙ(!!Ι1!ΙΙ!Ι!Ιί!Ιίί3!Ι!Ι1ΙΕΙΙΕ!ΙΙΙΙΙ!9!Ι1ΙΙΙ!ΙΙ1ΐίΐΙΙΙΙΙΙΙΙ(ΙΙΙΙΙΙΙΙΙί
.......... ί>0Λΐιτ1»53, ρ χ>κ5»γγο9 **"·*·· χ)ΐοΙιΐ3, : ηόχιύ&α^ ιχ>τίο<59Λη 2 «
££
«
.............. · * 6ολΙιτϊ»^3
001 *Χ^9........ . χίΐ£,ία3ί : ηοχιοί3ΐθ)θ3 ιογΙόοΓ^λο 2
•ι»Λίΐ0ν« 'ΖΖ »>!Χ?ν *Λΐΐ9»ιΛ(ίθ33 ·Λ(5ο33 .'ιοΛοοηΐίφ ^οχοιοηι^, ΙΐΛόατΙ 2 *Μ/61 Λοχποοιοχ 'ηοργιοχ^ΙφΛχ ·γ :’ςίΛαχ·οι -ιοκκίυ 8£ 6οΜιΦζ *51ΐ9»ιΛοίθ33 :51ιΐΛ(ν ίιοχιτΙοΛοχτο 'Ιιλ^πΗ^ *Κ1 ΙΖ χκίΐιιοοχο ·<5ΐ2 46»(5ηο9θτΐ3Λν, *Ζ :61ιΐΛ.(ν ^οχιφχκίΛοιοοιΙΙιν
£26-8ΖΖ ΛθΛ00φ3Ν(Ιιχ '{ςζ[) 'ζζ : 30ΐ3φ»<^ Ζ τΙΧ»<3γ—- 0 6ηοΧη3ΐ *0ΐ(5γε *—6ο [ 6οτΙο^— Λιθ[ 6013,, ------------------------------------- ------------------------------- :-------- -----------------------------------------------------ϊ------------ Τ------------------- —------- ’
Η I υ \Ν 3 υ —-----------------------------;---------------- ---
-------------------
3 Θ V » -------- ...------- -----------
...... ^ ·----------------- ------------------ .
Ι3(30Φ0νΧΑΧ ■.·-■■
.
,
, - Λ
/_______ .......................................
,
■■ ^
Νϋ1313υΐ<13υ ΝυχιίΜΗ οχινοι^υ 0!¥ϊννννθν83
Ο «3 ά Ο Ζ
Ζ Ο ά Μ I Μ
Ο
ΗΡ9ΙΜ ΑΤΤΟβ/Σ/Α. Α/ίΡ/Α&Χ· 0/1ΡΖ ΗΖ/Υ ΘΑ ώΤΑΖΟ/ΗΕ
ποτέ ετοπ ΠΑΑΜΗΤΗ
-ν
ΤΟΥΣ!
ΕΙΜΑΙ Ε//ΑΣ ΓΕΡΟΣ ΑΗΘΡΡΠΟΖ ΜΕ ΑΡΡΡΖΤΗ ΠΑΡΑΙΑ. . ΑΕΜ ΕΧ9ΛΆ ΞΗΣ? ΠΟΛΥ ΑΜΟΜΑ! ΑΞΙΖΕΙ Η Μ/ΗΡΗ ΜΟΥ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΜΑ Χ9ΘΗ Ο ΑΟΣΜΟΙ ΗΑΣ. ΣΕ ΠΑΡΑΗΑΑ9 ΜΑ ΕΞΗΓΗΣΗΣ ΣΤΗΜ
ςηηοεις... ςμηοε/ζ τημ
ΟΡ9Α0ΠΑΗΗ ΑΟΠΛΑ; ΟΜΡΣ ΛίΑ/ ΜΠΟΡΕΙΣ ΜΑ ΘΥΣΙΑ ΕΤΗζ — ετζι! Α
λ Ε Α/ΓΟ ΗΑΘ9Σ ΛΑΕΠΟΜΕ 7ΗΜ ΑΠΟΓΕ/ΡΣΗ. . -________ _ ~ΠΟΥ ΤΟΜ Λ ΟΧί ΣΑΣ/ ΠΟΥ ΜΟ ΠΗΓΑΙΜΟΥΗ 4 Η.!ζουμ ΤΖΗ/ΥΟ 70Μ 7ΊΑ Γ(· \ ΠΑ ΤΕΡΑΣ ΣΟΥ Ε/ΜΑι ΡΑ ΜΟΥ/ ΠΟΥ:) ΗΡ9ΑΣ. ..Ο ΘΑ ΡΑ
ΑΕΡΤΕΡΟΣ ΑΜΘΡ9Π01 ΠΑΝ9 ΣΤΗ,ΓΗ ΜΑΣ! ΣΑΑ.' ΘΑ ΣΤΑ ΕΞΗΓΗΣ90ΑΑ·.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ίι Η.\ϊ
0Ζ0ΡΡ0Φ81ΙΙΕΙ ΪΤΗΝΟΡΙΤΟΤ.„ Ή ώρα . τ©0 τρόμου ΤΡ
I ΠΟΤΑ
δεν
δείχνει
αυτό που θ’ άκολάυθήση. νΟ• λομ εΐνίαι ήσυχα στο κτήμα .του Δον ’Αντόνιο Βσλάσικεβ, την ώρα ετούτη του δειλινού. "Οττως κάθε μέρα, οΐ κάουμττόϋς έχουν οδηγήσει· τα ζώα στα παραπήγματα βοα>ΐ οί ί διοι·:· επιστρέφουν στο μεγά λο υποστατικό.. Μά μονομιάς τά σκυλιά του αγροκτήματος ■•ξιεσπούν σέ άγρια ουρλιαχτά και γαυγίσματα. Οι άνθρωποι σταματούν ό που βρίσκεται 6 καθένας. ιΚυττάζουν ολόγυρα, ανήσυ χοι. Και τότε γουρλώνουν τά μάτια κιατατρομαγμένοι.. Καμ μια ίδεκαπενταρισ ένοπλοί1 κσ βαλλάρηδες περνούν έΐκείνη τή στιγμή τή σανιδένια πύλη της μεγάλης αυλής τής αγροί κίας. ' ; 5 Αρχίζουν νά .πυροβολούν στον αέρα. Συγκεντρώνουν τους πανικόβλητους κάου ,μπόϋς στή μέση τής αυλής. Μέ τήι φρίκηι ζωγραΐφ'σμένη ατά βλέμματα, μή ξέροντας τι πρόκειται νά συμβή, ο] α πλοϊκοί άνθρωποι περιμένουν νά δουν τΐ! μπορεί νά θέλουν άπ5 αυτούς; οί απροσδόκητοι •έπΙδιρομεΐς. „ ’Απο τήιν πόρτα τού άρχον τίκού βγαίνει τότε ό. Δον Αντόνιρ Βαλάσκεθ1. ΕΤνακ ήλικιΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
ω μένος, με ψαρά μαλλιά, αλ λά ζωηρά νεανικά μάτιία, πού τούτηι τη στιγμή σπιθίζουν από οργή. —ΤΙ σημαίνουν δλ" αυτά; ρωτάει με παγερή φωνή. 'Γϊοι»σί εΐ-στ" εσείς; Ποιος είναι, ό αρχηγός σας; ■Ο'ΐ επιδρομείς κάνουν με ρικά -βήματα δεξιά κι-" αρι στερά, σπρώχνοντας τ* άλο γά τους. " Ενας καβαλλάρης μένει· μόνος, του στή μέση,. Είναι ντυμένος μ5 ένα μαύ ρο, πέτσινο παντελόνι, ένα κ ατσκάχικ:νο μπουφάν, -κόκκ. νο μαντήλι στον λαι-μό κι5 ο λόμαυρο πλατύγυρο. Στις θήκες τής ζώνης του, που γέο νουν π,ρός τά πίσω, αστρά φτουν δυο περίστροφα τελευ ταίου τύπου, με σκαλιστές λαίδές. Μένει σιωπηλός κι* άκί*νη*τος σάν άγαλμα. Κυττάζειτον Βαιλάσκεθ από τά υ ισο κ λ ε. στα βλέφαρά του. — Λο·πον; ρωτάει στο τέ λος μέ βαρυεστημένη φωνή. — Έσυ τούς έφερες έ6ώ; οωτάεΐ' ό οικοδεσπότης, κά νοντας μια κυκλική χειρονο μία, γ:ά νά δείξη τούς έπιδο^υεΐις. Έκεΐνος χωρίς νά π η τί ποτα κουνάει καταφατικά το κεφάλι του, δυο φορές. — Καί τί θέλετε; — Δον Άντόινιο, λέει βαουεστηυένα πάντα ό κοκκινόυαυρος κοβσλλάοης', σ’ αυτή, τήν περ σχή ζή ένας έπικηρυ^μένος ληοτής, ό Ζοροό'! Ή άπόκρυψίς του τιμωρείται μέ θάνατο! Κι* δ μ ως όλοι ο! άν
2
©
Ρ
Ρ
Ο
θρωπο ί σας ξέρουν που είναι τό κρησφύγετό του καί δεν τό μαρτυρουν! Σήμερα θά τό μαρτυρήσουν!... — Κύριε, φωνάιζει ό Δον Βοιλάσκεθ' μέ φωνή πού τρέ μει από θυμό, άπό> ποιόν έχε τε πάρει έντολή νά ανακρίνε τε τούς ανθρώπους μου; Ποιάν Αρχή αντιπροσωπεύετε; — Καμμία !, αποκρίνεται σταράτα ό άλλο. Μόνος μου σκέφθηκσ νά πιάσω· τον Ζορρό καί νά εισπράξω- τήν ά•μοδήι! Μερικοί από τούς ανθρώ πους του γελούν χοντρά. Ε κείνος, χωρίο νά γυρίση νά τούς κυττάξη, λέει μέ τήν πάντοτε τε μπόλικη- φωνή του: — Σκασμός! —καί όλοι σωπαίνουν. Ό Δον "Αντόνιο εχει γίνειικατακόκκ ι ος. —Αέν έχε ς κανένα δ’κα'ίω'μα..., κάνει, νά πή, αλλά ό άοχήγός των ληστών κάνει γά πρώτη φορά μ ά ζωηρή χειρονομία, καί1 τον διακόπτει. Λέει, κοφτά: — "Ακουστέ, σενόρ: Αυ τός 6 Ζορ,οό έχει δ'καιίω,μα νά κάνη τίποτ" άπ" όσα κάνει; Σκοτώνει, ληστεύει, κάνει ά'παγωγές καί λέει, πώς τιμως-εΐ καί πώς άπονέμει δικαιο σύνη! Δεν έχει δικαίωμα ό μως! Γ ι" αυτοί τον έχουν έπι'ΐκΓίούιξε' ! Λοιπόν σκέφθηκα κ " εγώ ·μέ τό "ίδιο δικαιώρα, νά ενεργήσω όπως εκείνος, νά νά τον συλλάβω. Μπορεί μάλιστα νά κάνω κι" άΐκόυσ νε οοτερα άπ" αυτόν, άλλα στο- τέλος θά τόν πιάσω ό-
I πωσδήπατέ κι * έτσι θά.* 4 σπονείμω δικαιοσύνη! Γά αυ τόν τον λαγό θά μέ πληρώση κιόλας το κράτος, ενώ ρ Ζορρό τον έπεκήρυξαν! Καταλάβατε, σενόρ; — Είστε τρελλός!, φωνά ζει ό Δον Βαλάσκεθ. Σάς α παγορεύω^ ν’ αγγίξετε έστω κάίμισ τρίχα απ’ τους αν θρώπους μου! Θί Αινήσεις του ληστή έ χουν ^,ινει και πάλι, τεμπέλικες, σαν νά βαριέται που ζή. Στρέφει σ5 έναν ηλικιωμένο κάπως κρου - μττόϋς, απ’ τούς αιχμαλώτους του. —οΟ έΐνρ.;. το κρηισφυγετο του Ζορρο/ άμίγο; ρωτάει τρυφερά. — Δεν... Δεν έχω ίδέα, σε νόρ! ~Π ορκίζομαι·!, φωνάζει μέ τρόμο εκείνος. —Μαστιγώστε τον ώσπου νά μιλήση· ή ώσπου νά πεθάνη!, διατάζει, ό άρχηίγός των ληστών. Ό Δον1 *Αντώνιο κάνει ένα βήμα μπροστά. Βάζει το χέ ρι στην τσέπη του σακκακ ου του καί τραβάει, ένα πι στόλι. Τό στρέφει» άστραπ> αϊΐα εναντίον του ληστή και πιέζει τη σκανδάλη. "Ένας πυρ οβολ ι σ μός άκοόγεται, κα ί τό πιστόλι» φτερουγίζει από τά δάχτυλα του γέρου-εύγο νή, που εΤνα· καταματωιμένα. Στο χέρι του κοκκ:ναμαυρου καβσλλάρηι άχνιζει ένα από τά αστραφτερά έξάσφαιρά του. Αυτός πού όλες του οϊ Κ'νήσε ς ώς τώρα, ήταν τόσο τεμπέλικος, αυτή τή φορά έ
χει, τραβήξει μέ τέτοια τα'χύτηΐτα ιρ πιστόλι, <άπό τή θήκη του, που κανείς δεν προ λα]βε νά παρακολοϋθήση τό χέρι» του! Δυό> από τους άντρες του άρπ άζσυν τον σασ τ: σ μ ένο Δόν^ Β αλάσκΡθ καί τον καθη λώνουν ατό μέρος που βρί σκεται. Δυο άλλοι παίρνουν χόν η λικιωμένο κάου-μπόΐ), του βγάζουν τό σακκάκι καί τό πουκάμισο καί τον δένουν σ5 ένα στυλό. "Ενας ληστής —πραγμα τικός κολοσσός— κατεβαίνει άπ5 τό άλογό1 του κρατώντας ένα μαστίγιο. Στο πρόσωπό του είναι- άποτυπωμένιο ένα 'ΦΡ :ικγγ6 χ α μ όγελ ο. Πλ ησ ι άζε ι» τον δεμένο άνθρωπο. Βγάζει κι5 εκείνος τό' σακκάκι τ,ου καί τό πετάει· ατό χώμα. "Υ στερα ανασκουμπώνεται.. Ό άρχ.ληστής ρωτάει, μισ οκο ίμια μένα: — Μήπως θυμήθηκες, σμί γε, που είναι τό λημέρι του Ζ ορρός λ — Σενόρ, ορκίζομαι πώς 'δέν ξέρω!, φωνάζει μέ τρό μο ό κάου-μπόυ. ^ Ό αρχηγός τών ληστών κάνει ένα εκφραστικό νόημα στον δη,μ ιό1 του. Αυτός σηκώ νει. τό· μαστίγιο, που σφυρί ζει μανιασμένα στον άέρα καί πέφτει επάνω στή γυμνή ράχι του θύματος. Μια κραυγή φρίκης βγαίνει ^άπ5 τά χείλια του, ενώ τό αίμα βάφει, γιά πρώτη/ φορά μέ μ.ά αυλακιά, τή γυμνή σάρκα,
4
ΰ
Μ
ί
κ
Ρ
Ό Πεπίτο Λόρκα Τ
Ρ;ΕΙΣ
ψαρές δί,αικ'ό--
τιτε: τό μάστίγωμα, για νά ρωτήση ό απαίσιος άρχ.Λη στής τό θύμα, που είναι τό. κρησφύγετα του Ζαρ-ρο. Μά φυσικά εκείνος, δεν ξέρει ν’ α πάντηση σ’ ένα πράγμα πού δΙέν τό γνωρίζει κανείς- στον κόσμο... "Οταν ό δήμιος σταματάει.' καί την- τρίτη φορά νά χτυ πάς. μέ λύσσα τον δυστυχι σμένο κάου-μπού, ό αρχηγός των ληστών τού κακού περ ·'μένει απάντησ: από τά χείλ ά. τού θύματος. Ένας άλλος συμμορίτης τον πλησιάζει, σκύβει από
6
1
% ' 6 ; ^
#
6
πάνω του, τον έξετάζει κι* ό ταν ξανασηικώνη τό κεφαλή λέει γελώντας: — Πάει! Τά τ ίνα ξε, α!φ εντ.κό, μέ λίγο· ξύλο ! -— Μπράβο, άμιίγο!, κα νά μέ θαυμασμό! 6 άρχ .λη στής, στρέφοντας προς τόν δήμιο. Έχεις βαρύ χέρι ! Π:~ άσε (άλλον! "Οποον δ’ αρέ σει! Στο τέλος κάπο.ος θά μιλήση. Κραυγές ' φρίκης αντηχούν. Πολλές γοναύκες κλαΐνε άπό ώρα, μέ τά μσρτύρ ο τού πρώτου -θύματος. Μά κάθε φο ρά πού οί κάου-·μτπόϋς κάνουν κ άπ ο' ο άπ ε .λητ :κή κ ί νησ;, ,άντ -μετοοπί'ζουν τά πιστόλια καιτά παγωμένα βλέμματα των ληστών, που είναι, ετοι·-
Τό μαστίγιο πέφτει σφυρίζοντας στη γυμνή σάρκα.
μοι. να σκορπίσουν -χον βάνακ το, , ' Έτσι το μαρτύριο συνε χίζεται μέ δεύτερον κα ι υστε' * ρα ,μέ τρίτον και μέ τέταρτον . κάοϋκμπόϋ, του κτήματός ' του Δον· Βαλάσκεθ. Τούς άκο λουθούν καί άλλοι.· πολλοί, ώσπου ό τερατώδης δήμιος εχειΐ σστοκάμει · πιά. νά χτυ** πάη:. Έχει ιδρώσει όλόίκλημ ρος καί άγκομαχάει1 βαρειά. . -—* ’Άς σταματήσουμε!, λέει ό μαυροκόκκινος καβαλλάρης σκυθρωπός. Δυστυχώς δεν μπορώ νά μετακινήσω τήν ευαισθησία τών αισθημάτων μου. Σέ λυπάμαι, κακομοίρη ■ Χουανίτο!. Κουράστηικε -το χέρι σου! Αρκετά ταλαιπωιρήρήικες! Επειδή όμως αυ-
τοί οι άνθρωποι πού υποστη ρίζουν- έναν έκτος- νόμου καίκοΰργο, πρέπει νά τιμωρη-; θουν γι’· αυτό,, βάλτε· φωτιά· στο σπίτι · καί σ’ όλες τις πσράγκες! · · ;· ■ . Σέ δευτερόλεπτα έκτελείται ή διαταγή του. Φαίνεται, πώς οι φοβεροί . εκείνοι άν θρωποι έχουν έρθει .έτοιμασμέ νοι. Στή στιγμή -βρίσκονται αναμμένοι δαυλοί στα χέρια τους.· Τους έκτοξευαυν στϊ·ς σκεπές τής- μεγάλης άγροικί· ας καί. του υποστατικού, κα θώς καί στις παράγκες· των ζώων. Κάί1 Ιδέν φεύγουν, ώ- > σίτου νά πιάση; καλά ή φωτιά ώστε οι δύστυχοι άνθρωποι, νά -μ ή . μπορούν νά τή (Γδύ σουν. "Ενας κάου-μπόυ που
«15[αφορώντας για τόν κίνδυ νο, .κάνει να όρμήση. προς το σπίτι, στο δεύτερο βήμα τον σωριάζεται νεκρός μέ το κρο νίο σπασμένο από μ.ά σφαί ρα του αρχιληστή. Το άγράκτημα τού Δον 5Αν τον ιό έ'χ,ει μετατροπή σέ πραγματική κόίλασι·. Κι5 ε ξακολουθεί να είναι; κόλασις. και για πολλή ώρα ακόμα, άψού οι σατανάδες έφυγαν. Στήν ταβέρνα. τού Μάνουέ;Χ το άλλο^πρωΐ, σλοι ο! θιαμώνιες μιλούν γά τά φοβερά χθεσινοβραδινά γεγονότα. ^ Ό μόνος απληροφόρητος φαίνε ται. πώς είναι ό νεαρός καιμπαλλερο Δον Σ άντρο Βέγ*κα, πού έχει έρθει τελευταίος, .μαζί μέ τάν .αχώριστο σύντρο φό του, τον γίγαντα Γαλέρα. Ένώ λοιπόν ό πελώριος άκό’λουθός του αδειάζει μέ γό πάσσο του μια κανάτα κρα σί στο άνοικονόρητο στομάχι του, ο χοντοοφτιαγμένος τα■ ενάρης εξιστορεί στον Δον Σ άντρο τά όσα έγιναν. Μετσΐχε ρίζεται' τά ·μελανώτερα χρώματα γά χίς περιγραφές του. Κάνε; ζωηρές χειρονο μίες καί τά μάτια του είναι συνεχώς γόυρλωιμένα. Ό Δον Βέγκα τον άίκούει ;μ5 ένα άρωματισμένο μαντηκ λάκι στο στόμα, πού το έχει περισσότερο γιά νά κρόβη τά χασμουρητά του. — Τ-σ, τς, τς!, κάνει ατό τέλος στενοχωρημένος. Πώς σι άνθρωπο μπορούν νά είναι τόσο βίαιο., άμίγο; Έγώ, γιά νά σού εξομολογηθώ την αμαρτία μου, όταν δώ αίμα.
μοΰρχεται νά λιποθυμήσω! Δέν τά καταλαβαίνω δλ' αυ τά!· Δηιλοβή, δέν αποκλείε ται > αυτοί οι απαίσιοι άνθρω ποί; νά έρθουν καί στή δική :μίας αγροικία, νά κάνουν τά ίδιοι!... ^—- Π-ρος θεού ! Τί λέτε, Δον Σάντρο!, φωνάζει κατσσυγχισ μένος ό· Μανουέλ. Μ αν τόνα. μ τά ! Απάνω; σ5 αυτό κι·5 ό Γαλέρας ακόμα: νομίζει πώς πρέ πει. νά δεί'ξη στον ταιβερν άρηι πώς δέν πρέπει ν' ανήσυ χη, άφ'ού είναι αυτός; εκεί πέ ρα. — ’Άς πάρουν τά μούτρα τους νάρθουν, λέει καί βλέ πουμε ! — Σώπα, Γαλέρα! Δέν θέλω ούτε νά τό σκέπτομαι!, κάνει ό Σάντρο. Καί δέν μου λες, Μανουέλ: Ποιος ήταν αυτός ό κακούργος μέ τη συ μ μορίά του; — Κανείς δέν τον έχει ξανσ}9ή, Δον Σάντρο! Ούτε αυ τόν, ούτε κανέναν άπο τούς ιάνθρώποιυς του... ή μάλλον από τά τέρατα πού1 τον συ νόδευαν, γ.ατί δέν μπορούμε νά τούς λέμε άνθρώπους αυ τούς ! -αφνιίκά ένας από; τούς θαιμώνες τής ταβέρνας, χτυ πάει μέ θυμό, τή γροθιά του στο τραπέζι. — Κανείς!, μουγκρίζει μέ θυμό. Κι όμως έγώ σού λέω, φουκαρά μου Μανουέλ, πώς τον έχω1 ξαναδή αυτόν τον σα τανά! Καί σού λέω άκόιμα, πώς θάταν καλύτερο νάταν ό
0
Μ
I
Κ
Ρ
0
Έ
Τδ· ος ό σατανάς, παρά αυτός πούνα γ ! Ό ταβερνιάρης τον κυττάζει σαστισμόνος. — Έσύ, Πεπίτο; ρωτάει. Και ττοΌ τον εΐδες εσύ; * Α ψιού δεν έχε.ς καμμ-ιά δούλε ά μέ τό αγρόκτημα τού Δον Βα λάακείθ... — Δεν τόν εΐδίαι εκεί... Τον είδα πού κάλπαζε επικεφαλής τού στρατού του, όταν είχε φύγε: άπό έχεΐ... Καί τον άναγνώρισα, μ" όλο πού ήταν νύχτα... Δεν ξεχνιέται αυ τός !... — Αυτό είναι, πολύ ενδι αφέρον! Ποιος ήταν λοιπόν; Πού πήγαινε; Ό άνθρωπος σηκώνεται άπ3 τό τραπέζι του, πετώντας επάνω σ3 αύτό' ένα νόμισ,μα. Φαίνεται μετανοιωμενος και για τά οσα πού είπε. — Δ εν θά σού πώ λ έξ ι!, ■μουρμουρίζει». Δεν θά πώ λέδ: σέ κανόναν! Δεν έχω καιμμ ά δ· άθεοι. νά δοκιμάσω· τό μάστιγά τού δη μίου του! Μπουένος ντίάς, καλ ημέρα,.. Καί φεύγε:·. — Παράξενος άνθρωπος !, λέει 'βαρυεστηιμένα ό· Δον Σαν τρα. Δεν τον έχω ξανσίδή στο μαγαζί σου, Μανουέλ... — Είναι: ό Πεπιίτο Λσρκα, Δον Σ άντρο, άποκρίνετα' ό ταβερνιάρης. Μένει1 σέ μιά έορμ κή καλύβα, στην άρνή τού Ρό!κ. Κένυαν, πλάϊ στους καταρράκτες. Κάνεις δεν ξέ ρε· ακριβώς τι κάνει... Ό νεσιοόο Βέγκα χασμου{9 έίτςχι* κι3 άλλη μιά φορά.
ζ ο
ρ
ρ ο
9
Χτυπάει στόιν ώμο τόν Γαλέρα. ^— Πάμε, άμί'γο, λέει τεμ πέλικα. Πάλι· τά κατάφερα -νά πλήξω και νά στενοχωρη θώ... "Οπου και νά πάς, οί άνθρωποι μιλούν γιά Θανά τους και γιά αΤματα!... ·»
Ή παγίδα
_Γ
ΗΝ ΙΔΙΑ νύχτα ένας
μαυροντυμένος καβ αλλάρης καλπάζει· πρός την κατεύθυνσι τού Ρόικ Κένυαν. "Ενας μαύρος μανδύας άνεμίζει πί σω του καί μιΐά μαρρη .μάσκα σκεπάζει τό πρόσωπό του. 4 Οπό· :ο σ|δ'ήίποτ ε άνθρωπος· ε'ίς την 3Άλ·τα Καιλιφόρνιο νά τόν έβλεπε, θά τόν αναγνώριζε καί 8ά «μουρμούριζε μέ δέος: — Ό Ζρρρό'! Ό Μαακοφόιρος Έκδ ικη^τής_. ό ι ι μωρός τών τυράννων ικιοίί' υπερασπιστής τών αδυ νάτων, βγαίνε ιι άπό τά τελευ ταΐα δέντρα τού δάσους καί χώνεται ανάμεσα στα θεώραν τα σπαρμένα εδώ κι3 έκεΤ βράχια. "Ανηφορίζει την πλα γιά τού Ροκ Κένυαν. Αίγα μιέτ,ρα πιο- μπροστά άπό1 τό' σημείο πού βρίσκετα ι, στην κορυφή ενός άπ3 αυτούς τούς, βράχους, σαλεύ ει. μιά σκιά. Εΐναα ένας άν θρωπος πού παραμονεύει. Μό λις δ'ακρίνει τόν Ζορρό σκύ βει χαιμηλώτε/ρα τό κεφάλι του καί· μένει- ακίνητος. Ό καβαλλάρης ολοένα ζυ γώνει κοντά του. 3Εκεΐνος άνασηκώνετα; σιγά-σιγά τότε.
10
Ο . · Μ ■
'
4 ’·. Κ
Ρ\ 6. ' ϊ· - · ί ' Ο <ψ· Ψ \3
■■■·■■—..................................................................................................................... I, .......I
I
Ζυγιάζει το κορμί* του, έτοι ' πηδήσει "—φυσικά—! ένα μέ μός, νά πιηβιήίξη! έναντίον του. τρο ττιό μπροστά απ' σύτό. Άλλα όπως, .ζώο Καί αναβά Στο χέρι του αστράφτει κάιτης,· έχουν σΤαθή τόσο άπότι, σάν λεπίδα μαχαιριού. κανέναν «Καί · ξαφνικά κάνει ένα. κατα • τομα/. βέν βρ.ίάκει πληκτικό πήίδηιμα. Τ&υτόχιρο άπό τους •δυο στο μέρος πού να μ* αυτό όμως:, συμβαίνει .πέφτεις Τό δολοφονικό του και* κάτι* άλλο, το Τδ’ο κατά··. χέρι χτυπάει -μονάχα .τον άπληκτικό: Μισό . .βευτέράλέ'έιρα. '.Ο ίδιος ό δολοφόνος πέ: τττά πριν πήδηση, ό Ζαρρό έ- ρφτε' ■ καί' τσακίζει τό κορμί ; χε. τρο!βήιξει ςάτότεμα.. και με. του στα μυτερά βράχια! Ή τρομερή 'δυνιαμι τά χαλινάρια σπαρακτική ' κραυγή του κότού αλόγου του. Τό ,άναγκά-, • 'βετα' απότομα. Σχεδόν' αμέ ζει ·νά σταθ-η επί τόπου χλισως ό·τόπος γεμίζει άπό λάμ ■ μιντ,ρίξοντας διυνατά καί ν ',άψε'ις -κοίί κρότους πυρρβολι ναάηκωθή- ολόρθο, στα πισι σμών.. Μά ό Μασκοφόρος ’ Εκ Μδκηΐτής δεν βρίσκεται πιά ένά του πόδια.-" ■,'· "Ενα άγριο ουρλιαχτό 'ξε -. πάνω στο άλογό του. "Εχει φεύγει άπ3 τό λαρύγγι του • · πιηίόήσείι στη γη κι* έχει -φονιά. Καθώς έχει· λογαριά πίσω άπό έναν βράχο. σει καί χήν .ταχύτητα τού ά"Ένας . ληστής πού είναι ■ λόγου 'στό πήδημά του, έχει ρρυΐμμένος στον ίδιο βράχο
»
.»
'© Ραλέρσς τρν κοιτάζει κατάπληκτος,
Νοιώθει νά κατρ.ακυλάη σ’ ένα μαύρο χάος.
άΐφν ιδιάζεται.. Πάει να στρί1γμή πηδ-ουν πίσςο: απ' χά .βιρσ' φρ ,τό πιστόιλί' καταπάνω.τού. χ α ' και' χύνοντας καταπάνω Δεν π,ρολαιβαίνει· όμως. * ί' ■ του απ' · άλες, τις; μεριές. θαΌ Ζορ-ρο είχε: .κ.ρλας πυιρο να. καμμιά δεκάρά1, βολήΐσει·. Ό φονιάς τινάζεται Ό θρυλ.κός' μασκοφόρος σάιν' νά τον χτύπησε αστρο • πυροβολεΐ'. γοργά: Κάθε του. πελέκι και σωρ,άζετα. στη σ ψ.α .ιρα. -βρίσκει -ασφαλώς τον προορισμό- της. Τρεις συμμο γη, ν ; ·. ·' . -·. ·· Κ ά: νου,ριγ:α πίιίροβο-λ ’σμρι ρίτες πέφτουν ουρλιάζοντας.· και λυσσασμένες κραυγές ά-. στη γή. Ένας τέταρτος τούς κούγονται.. .Ο1! σφαίρες' περ ’ ιακαλεϋθες που Ιχει ’καιταφένούν σφυρίζοντας επάνω. απ' •ρυ >νά φτάση σχεδόν εμπρός · το κεφάλι- ταυη. ξε φτύνουν • σ.τόν Ζρρρό κι* .ήταν έτοιμος κομματάκια από τον βράχο, ■· νά τόν ' σκστώση. Ένώ όμως · που χ ρησ ιμεύε ι. γ. ά κ ρυψώνάς . μά’χέτοΐ' . άτρ-ομιητος “ μύ εκεί στον Ζήρρό. ·. ' ' .' νους πού είναι·· αντιμέτωποι1 Οι άνθρωποι όμως πού έ-, τρυ, άλλα τόσο γ: ξεπετ.ώνταί χούυ ·στήσει τή θάνάσι-μηι πα . · π ίσω απ' την- πλάτη: του.. Υ γίδα είναι αδίστακτο; κι* α ψώνουν τά -πιστόλια,'καΐ τον ποφασισμένοι νά τον σκοτώ-. - σημαδεύουν.·. * . ·: ; ·, , σουν Οπωσδήποτε:'· Στη στι Αντηχούν απανωτοί πυρο- ■
12
Ο
ΜίΚ^02
βολισμοί. Δυό-τρείς απ’ αυ τούς γκρεμίζονται στη γή, γά νά μην ξανασηικωθούν. "Άλλοι· δυο μένουν άπτ' αυτή την πλευρά. Ό ένας βλέπει νά χυμση καταπάνω τους έ νας καβαιλλάρης. Αφήνει τον Ζορρό καί στιρέφει ν* .άντίιμετωπίση αυτόν. Μά δέν προ λαβαίνει ούτε νά ύψώση το πιστόλι· του. Το περίστροφο τού άλλου εκπυρσοκροτεί. Ή σφαίρα χόν βρίσκει κατάστη θα καί τον τινάζει επάνω α πό τη σέλλα του αλόγου του. Σ' αυτό το ,μεταξύ ό Μασκοφόρος ^Εκδικητής δέν έ χει πάψει νά μάχεται με τούς ιδ.ικούς του άντιπάλους, πού ήταν τρεις. Τούς δύο τούς έ χει χτυπήσει· θανάσ.μα καί τάν τρίτον τον αφοπλίζει αυ τή τη, στιγμή. Αυτός ό τελευ ταίος είναι ό Πεπίτο Λάρκα! ιΚάτω από τήν ,απειλή του πι ■σταλιού του Μασκοφόρου Τιμωρού, αναγκάζεται ν5 άφήση τό δικό του νά πέση: στή γή. Ταυτόχρονα όμως ό τελευ ταίος ληστής πού βρίσκεται ακόμα πί'σω του, πιέζει, τή σκανδάλη του πιστολιού του, σημαδεύοντας τον. Ή σφαίρα ωστόσο δέν έ χει προλάβει νά βγή ακόμα άπό τήν ικόυννη, όταν ένα ηρά κλειο χέρι σπρώχνει τό όπλο προς τά επάνω. Κι* ενώ τό δολοφονικό βλήμα τινάζεται προς; τον .μαύρο ουρανό, ό γί γαντας πού έχει πη)δήιξει. απ' τ’ άλογό του καταπάνω του καί πού δέν είναι άλλος άπό
1
6
Ρ
Ρ
Ο
τον Γαλέρα, αρπάζει στα τίντάνιαι χέρια του τον ληστή καί τόν σηκώνει επάνω άπό τό κεφάλι του. Ό Γαλέρας είναι τρομερά θυμωμένος μαίζί του, γιατί ά πό τρίχα ελειψε νά σκότωνε τόν πολυαγαπημένο του κυ ρ, ο. Καί μόνο ή σκέψς αυτή τόν έχει κάνει πιο άγριον κ/ άπό θηρίο. Δίνει ένα πέταμα στον δολοφόνο πού ουρλ.άζει σπαρακτικά καί τόν έκσιφεντονίζει στον γκρεμό, άπό τή μεριά τής χαράδρας. 'Γιιά πολλά δευτερόλεπτα ίάκούγοντα ι τά ουρλιαχτά του κακούργου, νά σβύνουν στο βάθος τού Ρόκ Κένυον, ώσπου σωπαίνουν εντελώς. — Μπράβο! Είσαι- σπου δαίος, άμίγο!, φωνάζει .μ>* εν θουσιασμό ό Ζορρό. Για νά τά πή όμωις αυτά, έχει γυρίσει προς στιγμήν τό κεφάλι προς τό -μέρος τού γι γαντόσωμου υπηρέτη του. Ό Πεπίτο τού δίνει, τότε ■μια τρομερή κλωτσιά στο χέ ρι καί τό περίστροφο τού Μα σκοφόρου ΈκΙδ ικητού ταιξ.δεύ ε:< στον αέρα!
ο
Τό μυστήριο του καταρράκτη
ΓΑΛίΕΡΑΣ όσο είναι άργός στο μυαλό, τόσο α στραπιαίος είναι στή. δράσι. Τή φορά αυτή ό Αόρκα δέν έ χει προλάβει νά κάνη ούτε τρία βήματα για νά τό σκά ση κι5 ό ήλάκλειος φίλος τού Ζορρό, τόν φτάνει μέ δυο πε-
0
Μ
I
Κ
Ρ
ύ
ί
λώρ.ες δρασκελιές. Τόν άρ παζε γ στις χερούκλες του καί τον σηκώνει ψηλά στάν αέρα, επάνω· από την τρομακτική άβυσσο. Ό Π επί το Αόρκα ουρλιά ζει σαν τρελλός απ' τόν τρό μο του, βέβαιος οτι τον περι<■ μένει ή ίδια μοίρα μέ τον άλ λο σ’'Γ~~~φό του, πού ό Γά λε ρας τίναξε στη χαράδρα. ιΚ··/ άλήθεσ αυτόν τον σκο πό είχε ό γίγαντας, αλλά τόν α ταματάειι ή φωνή του κυρίου του: —- Μή, άμίγο! Αυτόν τόν χοε άζομαι! Ό Γαλέρας κοντοστέκεται· μέ τό θύμα του ,μετέωρο στον αέρα. — Τί νά τόν κάνετε, σε νόρ; ρωτάει παράξενε μένος. "Ο,τ; δουλειά θέλετε νά σάς... Δηλαδή έγώ... θέλω νά πω, σενόρ, τί ανάγκη έχετε άπ3 αυτόν, αφού... μ3 άλλους λόγ γους μπορώ νά... — Θές νά πής ότ3 είσαι πρόθυμος νά κάνης όποια δούλε.ά θάκανε ό Πεπίτο; — Σί, σενόιρ Ζορρό! — Σ3 ευχαριστώ, άμίγο. Δυστυχώς όμως, δεν μπορεί νά μ5 εξυπηρετήσηι άλλος, ττα ρά μόνο ό ίδιος. Κράτα τον όμως έτσι πού τόν κρατάς. Η.©οίνον νά ,μή θέληση νά μ3 εξυπηρέτηση, οπότε σου λέω καί τόν στέλνε ιις κάτω, νά φρή τόν σύντροφό του... — Πές του νά μ3 άφήση!, ,ρύολ ;άζε ι μισοπεθαμένος ό Αόρκα. Θά σου πώ ό,τι θέ,λης! — Ίον( άμίγο!,
1
ΟΡΡΟ
II
λέει ήσυχα ό Ζορρό στον Γαλέοα. Έχε τόν νοΰ σου όμως: ’Άν προσπάθήση νά σου ξεφύγη, άρπαξέ τον καί1 πάτα ξε τον στη ^ χαράδρα, χωρίς •άλλη είδοποίησι! — Τώρ3 άμέσως, σενόρ; ρωτάειι ό γίγαντας μέ μιά προθυμία πού κάνει τόν Πε πίτο ν3 άνατριγιάση. — "Όχι τώρα!, αποκρίνε ται γελώντας ό Ζορρό. 'Όταν θά σου πώ. Κατάλαβες; — Σί, σενόρ!, λέει- ό Γαλέραε κ;ι3 άκουμπάει στη γη τόν κατάσκοπο από την τρο•'α. του κακοποιό. Ό Μασκοφόρος Έκίδικημ •λς πηγαίνει καί στέκεται έμ προς του. — 'Όπώς βλέπεις, Αόρκα, του λέει, δεν έπιασε ή παγί δα σας. Την κατάλαβα ικΓ ήρθα προετοιμασμένος! — Είσαι δαίμονας!, γρυλ λ Γζει ό κακοποιός. Πώς τό κα τάλαβες; — Δεν ήταν καί πολύ δύ σκολο. "Αφού1 καλά-καλά δή λωσες στον ταβερνιάρη, τόν Μσνουέλ, πώς ξέρεις ποιος είναι ό αρχιληστής καί που πήγαινε, υστέρα δήλωσες πώς τόν φοβάσαι καί δεν θά υ λήσης! Αυτός πού φοβάται όμως, δεν μιλάει μπροστά σ3 όλον τον κόσμο! ζέροντας πώς μαθαίνω όλα όσα συζητούνται στο πουέμπλο, τό εί πες επίτηδες γ:ά νάρθω νά σέ βρω. Κατάλαβα λοιπόν πώς ήταν παγίδα. Συγχ.ρσνως κατάλαβα καί κάτι άλ λο: Πώς ξέρεις πραγματικά για τόν άρχισυμμορίτη, αφοί)
14
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
ϊ
10**0 .1 Ι.Ί-.
έκτελεΐς σχέδιά του. * Μίλησε • · μου γι’ αυτόν' λ ο ι ττόν. · Π ο ό ς εΐναι; ' ■ . * · Ό Δορκά -ρίχνει ',μ ’ά τρομάγμένη ματιά στον Γσλέρσ,, που στέκεται· έτοιμος να τον άρπάξη πάλι στις χερούκλες του. · Αποκρίνεται ύστερα γρήγορα-γρήγορά: , -—· Τον λένε Σ άμμο .Μπίκφορντ!,. ΕΤναι* ·5Αμερικανός. -Σάμμοι Μπίκιφορντ!, κά νει έκπληκτος: ό Μασκοφάρος. Εκδικητής. ’ΕκεΤνος ό διάση μος .φονιάς, πού έχει σκοτώ σει -κόσμο καί κοσμάκη; - Αυτός!, αποκρίνεται* ό .ιΠρτΐτο; Είναι τρ· · γρηγορώτε- · ,ρι πιστόλι· πού, έχει γεννηθή -στον κόσμο! . Κάνεις δεν μπο ρεί νά τά· βάλη. μαζί του!. Οϋ τε κι5 εσύ, σενόρ Ζόρρό’! Αυ τή τη: Φορά θά βρής τον μά .στορή σου! — Καί γιατί θέλει νά με πΐιάση ό- λΑπίκ,φοοντ; — 'Ρά νά πά,ρη -τήν.άίμοΊ'βή. ’ ΕΤσαι. έπικηρογμένος. Δεν τον νοιάζε:* όον 'θά σέ· βοή ζωντανό ή νεκρό-,· = γιατί τά·λε φτά θά εΐνσ τά.ϊθια!... ; '· — Ώραΐα,·’ λέει ήσυχα ό ,Ζαάρό. Καί τώρα, η τελευτ.άί α · π λ ηοο'ψορ ία*: , Σ έ π ρ- ό μέρος · βρίσκεται το λημέρι· του; ! .. Ό Π επίτο . κυττάζε· όλόγυ' ο-α ανήσυχος. Ρίχνει- όμως πά λ:, αά ματιά στον Ταλέρα·· καί ξεροκαταπίνει.;· * Έταμοζεται νά Αύληση. .Τότε 'άκοόγ-εται ξαφνικά γορ γό " ποδοβολητό ’ αλόγων που πλησιάζουν/ ·; ; ■ /Ο Μττίκψ-ορντ «καί τα
ι.ι ΙΠ
Μ.....ΠΙ, ..II...■
παιό ιά!, μ ουρ μουρίζει κατεν, Θουσισσυένος ό Αόιρκα. Ό Μασκοφόρος ; "Τιμωρός φωνάζει ανήσυχος στον γιγαν ,τόσωμο καί 'άφοσιωμένσ φίλο του . -1— Γρήγορα στ5 άλογο:, ά μα γο ! ' ; · . · —- Κιί’ αυτός εδώ; · ρωτάειάφελώς ό Γαλέρας, δείχνον τας 'τόν Πεπίτο. · . · Ό Ζορρό δεν προφταίνει -ν’ απάντηση. ' '· . . ίΑγρια ουρλιαχτά βγαί νουν από. τά. στόΐματα των ίπ■ πέων που καταφθάνουν. . • . 4Αρπάζει τον Γαλέρα άπό' τό μοτήκ.:. καί τον τραβάει-· μέ' 'δυναργ Πηδούν κι* οι δυο · στ5 · ' άλογά τους.. Ξεκινούν.. * Τρέχουν μ*, άπίάτεύτη, γρη' . γοοάδα. Πίσω τους όμως ά-, κολ'ουθεΐ ό όγκος των στρα τευμάτων του ΜπίκίφοΙρντ. Οί δυο- Φυγάδες. αναγκάζονται νά κόιασυν δρόμο από-' τή μερ σ τής 'χαρ-άιδρας. Χώνονταιστο ’ Ρ ογ< Κ ένυον. Ρ ί.χνοντα ι προς το μέρος δπου άκοόγετα' η βοή τού καταρράκτη. . .Πίσω· τους οί διώκτες τους τούς ακολουθούν πάντα. Καί ■ βέν παύουν στιγμή .νά γ αλουν τον κόσμο μέ· τά ουρλιαχτά . τους.. . .?· ■ . \. * 4 0 Αό, ρκ α πού τ·ρέ χ ε ι μαζ ί μέ τον Μπίκφορντ καί τούς· ■συμμορίτες του φωνάζει: —γ Δεν θά μάς ξ-εΦύγουν!' ’.ΕκεΤ πού. πάνε τό μέσος ε!-. ' - ναι αποκλεισμένο! Π ιάστηι' καν μόνο- τους στή φάκα!.. - ' Σέ δυο λεπΤά φθάνουν στους με* άλσος καταρράκτες
τοΟ Ρσκ ΚΙνυρν. Ή. βοή που
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
κάνει· τό νερό πέφτοντας, εί ναι φοβερή. Ό Λάρκα είχε δίκιο. Τό μέρος είναι αλήθεια αποκλει σμένο. ’Απ’ τίς. δυο μεριές υ ψώνονται βρόχινοι όρθιοι· τοί χοι. Άτ’ την άλλη είναι ό κα ταρράκτης μέ τό ποτάμι. Μέ νει .μόνο μ:ά λουρίδα γης, απ' την οποία έρχονται., "Οταν ό μως σταματούν μπροστά στον καταρράκτη, ό Ζορρό κι5 ό γ: γαντάσω μος σ ύντ ρσφός του έχουν έξ,αφαν.άθή, λες κ/ εξατμίσθηκαν στον αέρα! Ψ άχ νουν τά λ · γ οστά βιρ α χ α μέ την ελπίδα πώς μπο ρεί νά κρύβονται εκεί από. πί σω. Μάταια όμως. Οί δυο φ>υ γοίδες δεν υπάρχουν πουθε νά. Ό Μπίκφορντ είναι τρομε ρά έκνευρ,σμένος. . Ζυγώνει· τον Λόρκα καί τά μάτια του γυαλίζουν άγρα. -— Ηλίθιε!, , μουγκρίζει. Σου· είχα δώσει δέκα· άντρες! Πώς δεν τον σκοτώσατε; — Μάς αίφν.δίασε ό άλ λος, αρχηγέ!, αποκρίνεται φοβ σ*μένος εκείνος. Ό Ζορρό είχε καταλάβει· την παγίδα και τόν έφερε μαζί του... —- Λεν κατδίφορες νά τόν κοροϊδέψης!·, λέει ό άρχ:ληΓ στής, κουνώντα-ς τό Κεφάλι πέρα'-δώθε. Δέν, / κατάφερες ούτε νά τόν σκοτώσης. Είσαι άχρηστος! Τό χέρι του κατεβαίνει καί τραβάει τό π.στόλι του τόίσο γρήγορα, που1 ό άλλος δέν· προλαβαίνει νά τό δη. Βλέ πε.. μόνο .μιά μεγάλη; λάμψι έμπρος στά μάπα του κ\* α
1
Ο
Ρ
Ρ
Ο
Η
κούει έναν τρομακτικό κρότο. ααφνιικά καταλαβαίνει πώς ή ζωή του έχει, τελειώσει. ίΓέρνεΐι άπ5 τό άλογο μέ μιά μεγάλη, κραυγή καί βροντάει στη γη. -
Δεύτερη επιδρομή 0
ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΣ
Τι,
μωρός κ/ ό... θρυλικός Γαλέρας έχουν περάσει από ένα μυστικό πέρασμα, που γνω ρίζει ό πρώτος. Είναι, ένα άνο· γμα πάνω στον βρόχινο τοίχο, πού δέν διακρίνεται, γ,.αιτί είναι, συνεχώς σκεπα σμένο· άπό τό σύννεφό των α τμών, πού1 σηκώνει ή φοβερά ορμητική, πτώσις τού νερού. Προχωρεί σαν σήραγγα καμμιά εκατοστή μέτρα καί βγαί νείι άπ5 την πίσω· μεριά του βράχου και στην αρχήν μ-ιάς κσ λάβας. Άπό κεί έχουν βγή κι* οί δυο κα βαλλάρηδε ς: καί μετά δυο ώρες γοργό καλπασμό, έχουν φτάσει· . στο πλούσιο ράντσο των Βέγικα. Χώνονται κ.-/ έδω μέσα σέ μιά σπηλιά, πού είναι κουμμένη από πυ κνόφυλλους θάμνους. Βρίσκον ται σ' ένα παράξενο καταφύ γιο, σκαμμένο . μέσα στον βράχο. Είναι τό· κρησφύγετο του1 θρυλ'κου Ζορρό· πού τ!όσο πολύ επιθυμεί νά τό μάθή ό Μπίικφοοντ... ιΟ Μασκοφό.ρος Εκδικη τής βγάζει τη μάσκα του καί τό μαύρο του· κοστούμι. "Ο ποιος τόν έβλεπε αυτή· τή ςττι
I#
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
γμή, θ’ άναγνώριζε μέ έκπληξι τον νεαρό κομψευάμενο Δον Σ άντρο Βέγκα πού όλοι τόν πηστεύουν για έναν δειλό κι·* απόλεμο νέο, πού πρσκαλεΤ τον οίκτο· ικόρϊ την πε,ριφρόνησι· στους συνομηλίκους του καί στις όμορφες σενορίτες. 5 Αλ λ ά στην πραγματ ικότ ητ α ό Σ άντρο πσοσσταίνε· τον δειλό, ακριβώς για νά μην μπορή κάνεις νά ύτροψ.σστή, πώς αποτελεί ένα καί το αυ τό πρόσωπο με τον θρυλικό μαυρ οφ ο ρε μ ένο κ αβαλλά ρ· η, πού προκαλεΐ τόν τρόμο καί τον όλεθρο στους εγκληματί ες καί βασανιστές. Μεταχεισίζεται δηλαδή τό ίδιο κόλ πο που μεταχειρ ζόταν κι5 ό Βέγκα, που ήταν ό πραγμα τικός Ζορρό. Άπ’ την εποχή πού έκεΐνος πέθανε, ό Σ άν τρο έχ·ει< άναλά'βείι νά συνέχι ση τό μεγάλο καί δύσκολο έργο του... Σέ λίγο περνάει έναν κρυ<ί>ό διάδρομο καί μπαίνει στο ύπινοδωιμάτιό1 του από μια μυ στ.-κιή πόρτα, πλάϊ στο τζάΚ Ιί....
Χαράζει ή αυγή. Οι κάουυπόϋς βγαίνουν απ’ τό υπο στατικό για νά πάνε στις βουλε ές τους, στο απέραντο άγρόκτημα του Δον Κ άολο Έστέμπαν. -αφνικά άκούγετα.. γοργός καλπασμός από δεκάδες άλογα. Πρίν σι άν θρωπο·. εκείνο■ προλάβουν νά συνέλθουν από1 την έκπληξί τους, οι συμμορίτες του Σάμμυ Μπί,νκφορντ με τόν ϊδ’ο ε πικεφαλής, όρμουν σαν πρα γματικοί δαίμονες ρτή μεγά
ΖΟΡΡΟ
λη αυλή, από την πύλη πουναι φτιαγμένη άπό χοντρούς κορμούς. ’Αίκούγοντας κραυγές τρό μου καί τρεχάματα. Οι κάουυπόϋς, γνωρίζοντας τό' ποοη γούμενο του; άτυχου Δον Βαλάσκεθ, προσπαθούν νά έξαΦανι.σθοΰν τρέχοντας. Δεν. προ λαβαίνουν όμως. Μέ τά μαστίγια καί τά πιστόλια οι συμμοιρίτες τούς άναγκάζουν νά συγκεντρωθούν στο κέντρο τής αυλής. Ό Σάμμυ ρωτάει.· νά του πουν που είναι, τό κρησφύγε το του Ζορρό κι’ όπως κανείς δεν τό ξέρει., αρχίζουν πάλι τά υαστ:χώματα καί τά βα σανιστήρια. Δυο φτωχοί άν θρωπο!· πεθαίνουν πάλι κάτω άπό τά βάρβαοα χτυπήματα τού κτηνώδους δημίου. — Θά σάς πεθάνω όλους αλλά στο τέλος 6ά μάθω ε κείνο πού θέλω!, ουρλιάζει ό Μ π ίχφσρντ δέφ,ρενος. Βάλτε τά στο ράντσο! Φεύγου με! Οι άνθρωποί του έτο μάζον-τα ι νά έκτελέσουν τη δια ταγή τ·ου. Μά άξαφνα άκούνετα' κα -νούργιο ποδοβολητό •άλογων. Ένας συίμιμορί’της πού έχε: μείνε: πίσω γ.ά νά προσέχη, έογετσι τρέχοντας επάνω στ’ άλογό του καί ξε φώνιζε·^ — Οι χωροφύλακες ! ? — Μαζί μου!, διστάζει ^ό Μπίκφορντ χάνοντας τό1 χρώ μα του. Κεντρίζει τό άλογό του .μέ υ.ανία κι’ έ'κεΐνο ξεκινάει σαν βολίδα, "9Μι τόν φκρλρμ-
17 θαϋ-ν. Βγαίνουν απ' την πίσω πλευρά τού αγροκτήματος, Οί χωροφύλακες τους κάνη γουν γ,ά αρκετή ώρα, άλλα •οί ληστές καταφέρνουν καί χώνοντα..· στο δάσος. 01 διώ κτες τους σέ λί'γο τούς χά νουν... Ό ύπολοχαγός. Ντιάζ, που εΤνα:. επικεφαλής τους, δίνει 6· αταγή νά έπ:στρέψουν στο άγοόκτηίμα. Αναμαλλ.-ασ μένος, μέ μάτ’ α πού αστράφτουν από θυ μό, ό Δον Έστέμπσν πήγα νοέοχεται. ανάμεσα ατούς δύ άτυχους άνιθρώπους του πού έπεσαν θύματα του1 Μπίκ•οοοντ. Μόλ ς βλέπε: τον Ντυ άζ τά μάτια του αστράφτουν περισσότερο. Τρέχε: κοντά του. — Ύπολογαγέ, λέει μέ τρουερό θυμό, άν οι 5Αρχές είν-α- ανίκανες να μάς προσ τατεύσουν, νά μάς τό πήτε γά αά τό θέρου με! Είχαμε πρώτα τον Ζο,ρρό, τώρα έχο με καί δεύτερον ληστή, άκόΐμα χε.ιρότε,ρον ά'πό' εκείνον, νά σκοτώνη καί νά βσσανίζη τούς ανθρώπους μας, εμπρός στα ,μάτα μας! — Δον Κάρλο, άπσκρίνετα: ό Ν'τάζ ψύχρα:μα, τό τέ ρας αυτό εμφανίστηκε έχτές τό βιράΐδ. γ ά πρώτη φορά, καθώς ξέοετε... Νά είστε σί γουρος πώς γρήγορα θά σύλ ληψή καί θά τιμωρηίθή γ.ά τά εγκλήματα του. — Πότε σύντομα; "Οταν θάχη σκοτώση μέ βσσανιστήρ α καμμ'ά εκατοντάδα άθώους ανθρώπους; "Ίσως όμως
κάνω λάθος πού τά λέω σ5 ε σάς... "Οπως αυτοί οί λη στές κάνουν ο,τ; θέλουν χωρίς νά σάς ·,ρωτήσουν, μπο ρούμε κλ εμείς, σι γαιοκτή μονες νά οργανώσουμε έναν Οι κό .μας στρατό, γιά νά άντ μετωπίσουμε καί νά τι-μωρή σου με τούς ληστές!
Ό ΓοιΑέρας Εχει καρδιά Χ.ΕΔΟΝ την ίό:α ώρα πού συμβαίνουν αυτά, ένας καβαλλάρης φθάνει: στην ά/,πχια τού Δον Ραμόν Πε,..εϊαα καί ζητάει, νά μ:λήση στην κόρη του, την πανέμορ φη σενερίτα Κάρμεν. Τού λέ νε πώς ή νέα έχε: πέσε: νά κο μηθή καί δέν «εΐνα.ΐ; δυνατόν νά τη όή πριν από τις δέκα τό πρωΐ πού σηκώνετα:. Ό άνθρωπος λο πόν — πού δέν Θέλε, νά πή οπήν καμαρ'έρα τής Κάρμεν, την Καρμελίτα, περί τίνος προέειτα.— ανέ βαινε. πάλ: ατό άλογό του καί φεύγε.. _ό\λλά δέν φεύγε: όρ στ,κά. παναγυρίζει μετά από λίνο, άπ5 την πίσω πιλευ χ τ ού σπ π ιού. Π ηδάε ι άπ ’ τό άλογό του. Ζυγώνει κάτω από ένα μπαλκόν.. Μ.ά με γάλη περ.κσκλάΐδα τόν βοη θάει καί σέ λίγο, βρίσκεται σκαρφαλωμένος έκεΐ ττάνω: ίΐροχωρεΐ στη .μπαλκσνόπορτα καί μετά από λίγη προσ πάθεια καταφήρνει καί την ά νοιγε:. Μπαίνει σ' ενα σκοτει νό δωμάτ.ο, πού φωτίζεται μόνο άπό την άχτίδα τού φεγ
V
Υ αρ ι ο ΰ, πσ υ πέφτε ι.άττ5 τη μτπαλκ σνοπ οο τα. Κάνε: δυο βήματα ποοο το μέρος ενός κρεβατιού άλλα ξαφνικά, ·μ·:ά κοριτσίστικη φωνή, δροσερή σαν την αύοα άλλα και σκλη
ρή σαν άτ σ άλ η τον κιαρφώνε ι στη θέσι τπού βρίσκε τα · .—- "Αλτ! · "Αν κάνης ένα βήμα, πυροβολώ!· Ή Κάρμεν έχει άνακαθησει έπάνω στο κρεβάτι, της, ·. Ό
νυκτερινός ^ επισκέπτης τη βλεπε · που ετοιμάζεται ·νά τραβηξη ένα βελούδινο κορδ·6•ν,, πού κρέμεται πλάι της, απο τον-τοίχο. .· ■ " · ·. Μή, σενοριτα!, λέει μέ
ήσυχη φωνή. Περιμένετε.! . ^ σενόιρ Ζορρό μέ στέλνει σ’ έσάς! ΊΗ κοπέλλα .. πραγματικά . σταματάει την . κίνησί ·. της. Τον κυττάζει ; κατάπληκτη
I
κ
μες στο- σκοτάδι. Ή καρδιά της σκιρτάει. Κανένα όνομα άέν θά μπορούσε νά την κάνη, να χτυπηση πιό θανατά. —· Ό σενόρ Ζορρό^!, έπαναλσμ|βάνει άθελα. — Μάλισίτα, σενορίτα! Σάς ζήτησα κάτω, άλλα ή καμαριέρα σας. μου εΐπε^ττώς κο.ιμάστε και νά σάς 6ώ τό πρωΐ... Ό σενάρ Ζορρο όμως, μου εΐπιε νά σάς δώσω αυτό τό σημείωμα άπόψε... Νά με συγχώρησε, σενορίτα, λ δεν μπόρεσα όμως νά σκεφθώ άλ λρν τρόπο... — Καλά κάνατε!, λέει, αύ θόρμητα ή Κάρμεν. Λοστέ ιμου τό· σημίείώμα! Και είναι τοσο συγκινημένη κι5 άνήσυχη, που ούτε σκέ πτεται πώς εκείνος ό όόνθροπος μπορεί νά προσπαθή νά την ξεγελάση. /Αφήνει τό πισταλ.ι της δίπλα, σ' ένα κο μοδίνο. Παίρνει τό διπλωμέ νο χαρτάκι. Τυλίγεται καλά μέ μια κουβέρτα κι3 ανάβει μ.ά λάμπα. Νά, τι διαβάζει σ3 έκεΐνο τό χαρτί: «Σ ενορίτα Κ άρ μεν, Συγχωρήστε με γιά τό θάρρος ,μου, νά σάς ζητήσω ,μ,ά τόΙσο δύσκολη χάρι. -β ρω όμως πώς μπορώ νά βα σίζομαι σ-3 εσάς, θά προσφέ ρετε άνεκτί μητηι βοήθεια, άν έρθετε άτπόψε στο Πέρασμα των Λήστών. Πριν ξημερώση θά βρίσκεστε πίσω στο σπίτι σας. ΖΟΡΡΟ» — Τι ν’ απαντήσω στον κύριό μου; ρωτάει ό επισκέ πτης, βλέποντας τη ν’ άνα-
2
2
§
Ρ
Ρ
Ο
σηκώνη τά μάτια άπ3 τό χα,ρ τί. — Πήγαινε καί πες του· ό τι θά έρθω όσο μπορώ πιο γρήγορα! Ό άνθρωπος φεύγε; από τό ,μέρος πού ήρθε. Ή Κάρμεν πηδάει άπ3 τό κρεβάτι της.- Μέ γοργές κι νήσεις φοράει μ.ά απλή στολή αμαζόνες. Μετά σβυνει τή λάμπα. Κατεβαίνει ατά νιύΎ σ τις σκάλες, στό εσωτερι κό του σπ.τ.ού, πού εΐναι βυ θ.σμένο στό σκοτάδι. "Ολοι κοιμούνται. Σε δυο λεπτά βρίσκεται στον στ αυλό. Σελώνει γοργά τό άλογό της καί βγαίνει έ ξω τραβώντας: το άπ3 τό. χα λινάρι. "Οταν φθάνει καμμιά εκατοστή μέτρα άπ3 τό σπίτ., ανεβαίνει μέ εκπληκτική άνεσι στη ράχι του, σάν άν τρας. Αρχίζει νά καλπάζη γοργά, μες στη νύχτα, τρέχον τας πιρός την τοποθεσία μέ τήγ παλιά ονομασία «Πέρα σμα των Ληστών». Κοντεύει νά φθάση πιά σ3 αυτήν, όταν άξαφνα, πίσω α πό κάτι δέντρα, ξεπετάγον ται τρεις καβαλλάρηδες, πού χυ,μουν καταπάνω· της. Του ικάΐκαυ ή νεαρή αμαζό να προσπάθεΐ νά τους ξεφύγηι. Την έχουν αίφν.διάσει. Ό ένας αρπάζει τά γκέ'μια- του άλογου της καί τό' σταμα τάει. "Ενας δεύτερος την αρ πάζει άπ3 τό χέρι. — θά μάς ακολουθήσετε φρόνιμα, σενορίτα, τής λέει, γιά νά μην πάθετε κανένα α τύχημα!...
©
ΜΙΚΡΟΣ
Μέ σφιγμένη καρδιά ή Κάρμεν άνσγκάζεται νά ύπακσύση. Καταλαβαίνει δτι έχει κάνει λάθος νά βασιστή σ* έ να σημείωμα και νά φύγη μό νη, της μες στή νύχτα από το σπίτι της. Δεν μττορεΐ δμως πισίνά τό διόρθωση. Μιά νέα γυναίκα, λίγο παχοολαύτσικη αλλά αρκετά χαριτωμένη: και πολύ ζωηρήΓ. Φθάνει τό άλλο ττρωΤ τρέγοντας στο άγρόκτηρα των Βέγ κα. Ζητάει νά δη τον» Δον Σ άντρο, μά έττειδή δλοι· ξέ ρουν πώς ό «μαλθακός» κύρι ος· τού1 στΓίτ·ού δεν ξυπνάει ποτέ πριν από τό μεσημέρι, την παραπέμπουν στον ίδ'ιαίτεσο σωματοφύλακα τού Δον Σ άντρο, τον Γαλέρα. — Σ' αυτόν έκεΐ θά πάτε, σενοοίτα!, της λέει ένας ήλικ: ωμένος· Μ εξ .ικονός, δεί χναντας τον γίγαντα, που λιάζε τσ’ άκουυπώντας σέ υΐά .με ν άλ η ,ρόίδα κάρου, έξω από τό πεταλωτήριο. Ή γυναίκα τρέχει κοντά του. θνα' Φοβερά λαχανααρένη. Φαίνεται πως έχει έρ θει πολύ δρόμο το έχοντας. — θ... μαι. ή Καρμελίτα!, δηλώνει ποώτα-πρώτα. Ό Γσλέρας μένει υέ τό στάυα άλάνοιχτο οπτό θαυμα σμό. Κ* 9 ' φ φ *$» ι εγω ει... ει... είμαι ό Γάλέοας!, ψελίζει κατατα ραγμένος. — Θέλω νά πώ δηλαδή, βι. δέεται νά πρόσθεση έκείνη, πώς ή κνρά μου είναι ή σενο οίτα Κάρμεν Περέϊρα!
~ *Βμ|να,,,
δηλαδή.,» .μ*
Έ
ύ
Ψ
Ψ
ύ
21
άλλους λόγους... Θέλω νά πώ... τ* άφεντικό μου είναι ό... ό Δόν Σά... Σάντρο Βέγκα!, βγάζει ό Γαλέρας μέ πολλή δυσκολία. Ή Καρμελίτα καταλαβαί νει! άξαφνα πώς αιτία δλου αυτού τού σαστίσματος είναι ή ίδια καί χαμογελάει φιλά ρεσκα. 1 Απλώνει· τό χέρι της καί άκουμπάει τό πελώριο στήθος του γίγαντα. —Πώ πώ! Μαντόνα μία!, μουρμουρίζει. Τί τ.ρως, καλέ, κι* έγ’νες τόσος; — Ό,τι .μου βρεθ'ή!, απο κρίνεται καμαρωτά ό Γαλέρας. Κ ι'- έαυ πώς διάιβ... εν νοώ... σεναρίτα Καρμελίτσα... — Καρμελίτα, 6χι * Καρρελίτσα!, κάνει γελώντας ή καμαριέρα. — Ναι! Σωστά!... Θυμώ>μουνα πώς τ’ δνομά σου ή ταν... κάτι... δτλαδή θέλω νά πώ... κάτι πολύ γλυκό καί... αυτό πού... — ΈπηΙξες, φουκαρά Φρε γάτα μου!, λέει αυτάρεσκα ή Καρμελίτα. — Γαλέρας, οχ ι! φρεγά τας!, κάνει ό γίγαντας. — 5 Αλήθεια! θυμόμουν πώς τ* δνορά σου ήταν κάτι πλεούμενο! Χί, χί! Μ5 άρέοετ. τά ξέρεις; 'Ο Γαλέ ρας χλω μι ι άζε ι. 'Κυττάζει δεξιά, αριστερά καί πίσω· του, αλλά δεν βλέπει κανέναν. -ανσγυρίζει στην κα υα,ο: έρα πουνα ι σκ ασ μ ένη στα γέλια: — Σ* εμένα τό λές; τραυ λίζει·.
— Άμ’ σ’ £σ$να 6Ί$φ«,
42
Ο
&Α
I
%
Ρ
μπουμπουνοκέφαλε!· Υπάρ χει κανείς άλλος έδώ; Καλέ τι έπαθες; - " . —- θέλεις νά .ξυπνήσω τον Δον Σάντρο; ρωτάει ό Γαλέρας μονοκόμματα* —- Ναί'. Και , γρήγορα! Μή στέκιεσαι- καί ' μέ κυττάς σάν χαζός!'' Κουνήσου ! — Για κανόναν στον κό σμο δεν θά ξυπνούσα τόν... Δηλαδή δταν ό Δον Σάντρο κοιμάται,., θέλω νά πώ... Πο τέ μίου ■ δεν τόν ενοχλώ π,ρίν... Μ5 άλλους λόγους εννοώ ότ\. πάω νά τόν ξυπνήσω γά σέ να, Καρμελίτσα μου!
ο
Ό Δον Σάντρο πάει έπίοκεφι
ΤΑΝ ό Δον Σ άντρο Βέγκα μαθαίνει τά νέα από την Καρ μελίτα καί διαβάζει το σημείώίμα πού1 βρήκε ή κα μαρ.'έρα στο κρεβάτι τής κυ ρίας της, γίνεται κάτασπρος σάν πεθαμένος. Τά .μάτια του πετουν · αστραπές. Σφίγγει μανιασμένος στη φούχτα του τό- χαρτί, πού προέρχεται δή θεν από τον σενόρ Ζορρό, γι ατί γνωρίζει καλύτερα από κάΙθίε άλλον, πώς ό Μσσκοφό■ρος, Εκδικητής δεν.- έγραψε ποτέ του αυτό τό σημείωμα. Γρήγοιρα όμως· ήρεμο. Βγά ζε: τό' αρωματισμένο του μαν τηλάκι καί σκουπίζει . το μέ τωπό του. Μετά τό φέρνει στή μυτηι του. — ΤΙ .τρομερό!, μουρμου ρίζει Αυτοί οί ληστές έχουν
άρχίσιι ττά νσ
κάνρνν ο,τι
©
%
1
Ο
Ρ
Ρ
6
τούς αρέσει! Δέν μπορεί νά συνεχτση αυτό! "Α, οχι! Θά ντυθώ αμέσως καί θά πάω νά καταγγείλω τόν Ζόρρό στον ύπολοχαγό Ντιΐάίξ! —- Μά. δέν μπορεί νιά τό έ κανε . ό σενόρ Ζορρό αυτό·!, του λέει ή Καρμελίτσα. Ό σενόρ Ζορρό έχει· προστατέυ σε. πολλές φορές τήν κνρά μου, σενόρ! Κι5 εκείνη, του έχε: έμπ στοσύνηι! — ΓΓ αυτό δέν γύρισε σπί τ της! Γά τήν εμπιστοσύνη που του έχει! "Αχ Θεέ μου! ίΠώς είναι. δυνατόν νά έμπιστεύεταιι κανείς έναν ληστή; >Πάω νά ντυθώ καί θά τρέξω στον Ντιάζ... Πραγματικά φεύγει. Ή νό στ'ίμιη καί στρουμπουλή κα μαριέρα μένει, άναυδη.. ^ ^ — Μωρέ μπράβο 'μου βοήδε.ια πού τή σκέίφθηκα!, μο νολογεί. Αυτός: ό Δον Σάντρο είναι σπουδαίος άντρας! Θά τόν καταγγεί'λη, λέει, στή Χωροφυλακή! Λές καί δέν μπορούσα νιά τό κάνω μονα χή μου αυτό!.... — Άλήθε.α σπουδαίος!, σ γο ντ ά ρε ■ ό Γαλέρ ας πε ρ ή -φαν ία, γ,ατί έχε μ πάρε· τοΐς μετρηήοίς τά λόγια της. Ή Καρμελίτσα τόν κιυττό ζει έξω φρένων καί τού φωνάζετ κατάμουτρα: — Βλάκα! Καί σηκώνεται καί φεύγει τρέχοντα ς, αφήνοντας· το-ν σάν στήλη άλατος. Μετά από ώρα - σαλεύει ό αγαθός γίγαν τας, 3Ανασηκώνει· τούς ώμους καί μονολογεί πςφαξενεμένος;
&
Μ
· I
*,
Ρ
ο
/ϊ
-— Λες να θύμωσε; Άλλα γιατί, πΐάλι; . . • Ό υττολοχαγός Ντιάζ κυττάζετ μέ · περιέργεια τον επι σκέπτη, πού μπαίνει στο γρα · φέίο τοα — Πώς αυτή ή τιμή, Δον Βέγκα; ,ρωτοόε ι · ύποκλ .ινό μ ε. νος έλαψ-ρά. γ— Συμβαίνει κ-άτιϊ τρομε ρό, σενόι'ρ!/ αποκρίνεται συγ χυσμένος ό Σ άντρο, άνταπο-δίΐδοντας τον χαιρετισμό. ' — Δηλαβή σαν. τι ^πρά.γ»μια-; ΚαθήΡ’τε, .νά ιμού τά πήτε μέ την. ησυχία σας... ... Άπό τον; ελαφρά ειρωνικό 'τρόπο πού μιλάει/ στον έπι-" σχίέπτη του, είναι-φανερό ότι κι5 αυτός- τον π ερ .φρονεί, ό πως όλοι οι άντρες στη Ρέϊνα ντε Λος "Άντζελες. Ό Δον Σάνιτρσ' ωστόσο ά φηνε ϋ τό κορμί του .νά σωρια στή σέ μ·.ά βαθει-ά πολυθρό να. "Υστερα βγάζει- τό αρω ματισμένο του μαντηλάκι, ■ τό φέρνει στη μύτη του και λέετ: - Άπήγογαιν τή σένρρίτα ίΊερέϊρα;! " , Ό Ντιάζ- πετΓέται. όρθ.ρς, ιένώ μ:ά ελαφριά χλωιμάδσ -.άπλώνεταΐι στο. πρόσωπό του. Είναι φανερό” · δτι, κ/' αυτός νο,ώΒιε;. κάπο.ρ Ιδιαίτερο ένβάφέρον γά την . πανέμορφη νέα. — Την άπήγαγαν; μουγκ,ρίΐζει*. -Ποιός; Αυτός ό και νούργιος δαίμονας;... -—: "Όχι, σενόρ! Πολύ φο βούμαι ότι ό... παλιός*!, άπο- . 'κρίνεται . άν!α στ εν άζοντας ό νεαρός εύγενής. . ^ΓΊριός παλιός; Μιλήστε,
X
Ο
Ψ
Ψ
0
21
διάβολε! — Ό Ζορρό, σενόρ Ντιάζ. Δηλαδή ή σενορίτα. Κάρμεν έξαφανί'σθηικε και ή καμα ,ριέρα της μου έφερε αυτό τό σημείωμα, - πού βρέθηκε στο κρεβάτι ,της.· ·; Ό · ύπιολόχαγός αρπάζει απότομα . το τσαλακωμένο, χαρτί άπ* τα. χέρια του Σάν τρο.· ,Τό διιαβάζει= στη στιγμή καί γρυλίζει:, " -—'·■ Καί γιατί τόφερε σ* έσάς κι’οχι σέ μένα; - ' -— Ελάτε νΤέ!, κάνει· ά π ο ρώντ ας ό Σ ά ντ ρ ο. Αυτό: τ ή ς εΐπά κι5 εγώ! Τί θά μπορού σα νάκανα ολομόναχος,. έναν τι ον αυτού , τού δαίμονα; Έ.-νώ. έσεΤς τουλάχιστον,. έχετε καί τούς χωροφύλακες σας! —^ Έγώ θά . μπορούσα νά τόν σ:γυρίσω·' καί μόνος μου, άν μ.οϋπεφτε στην' άκρη τού ξίφους μου!, φωνάζει = περή φανα-καί μέ θυμό ό Ντιάζ. — Μά, λένε, ότι· τήν άλλη ' φορά σ’ έκιεΐνρν τόν χορόν σάς πέταιξε τό σπαίθίί απ’ τό χέ ρι· μέ μιά κίινη;σν! ·-. ' Τό'· πρόσωπο τού υπσλοχσγού· γίνεται κατακόκκινο. Αρπάζει ένα κοιρδονι * ·. πού - κρέμεται, πλάϊ - ατό γραφείο •του καί 'τόλτραβάει· μέ τόση . διύνισμιΐ;, ■ που άπό ψηλά πέ φτουν σκόνες. .! Ό Δον Σ άντρο φέρνει τό •μαντηλάκι του ατό στόμα, ν ά νά κρύψη ένα χαμόγελό. "Υστερα λέει, σοβαρά: — Μέ τις κουβέντες αυ τές,, ξέχασα νά σάς. συγχαρώ,, σενόρ Ντιάζ. Αυτό πού κάνατε έχτές τί? - βιρά$ι> ©Ον*
24
6
ΜΙΚΡΟΙ
μάσιο! Ένα πραγματικά με γάλο κατόρθωμα! "Αν δεν βρισκόσαστε κοντά, σίγουρα Θά ττέθαιναν κι.5 άλλοι άνθρω ποι· καί τό αγρόκτημα· του καημένου του Δον Έστέμπαν, θά εΐγε γίνει κι5 αυτό· στά χτη ! —- "Ας είναι καλά ό άν θρωπος που με ειδοποίησε ί, αποκρίνεται μέ ειλικρίνεια ό Ντιάζ. Δοοφαρετ ικά θά είχαν γίνει όλα τά κακά που είπα τε. — Ποιος σάς ειδοποίησε; λ — Κάποιος άγρότης. Είδε τον στρατό των δολοφόνων νά κατηψορίζη προς τό κτήμα του Έστέμπαν. —Κ ,* από ποιά μεριά; λ— Τι σάς ενδιαφέρει; Θά πάτε νά τους πολεμήσετε; ρωτάει ειρωνικά ό ύπ©λοχα γός. Αυτό παύ' σκαφθήκατε, τόί σκάφθηκα πριν από σάς ■κι* εγώ. Έχω στείλε: ήδη α νιχνευτές προς εκείνη τήν κα τευθυνσι. — Μπράβο σας! Καί πά λι τά συγχαρητήριά μου. Εκείνη τη στγμή, καθώς ό Σάντρο σηκώνεται απ' την καρέκλα του, μπαίνει ατό γραφείο ένας ύπαξ.ωματικός. — Νά έτοιμαστή τό από σπασμα!, διατάζει ό ύπολοχαγός. Ό Γαλέρας
θριαμβεύει ΙΚΑΡΜΕΑΙΤΑ δέν τρέ νει -ττα, στον δρόμο του γυρ 'ιν&ϊ,λογρζ -ηοη$
%
0
Ρ
Ρ
ύ
περνάει μέσ3 άπ3 τό δάσος, άν μπορή νά κάνη, τίποτ3 άλ λο για νά 6οη|θήσηι τή χαμένη κυρία της. "Αξαφνα πίσω άπ3 τους κορμούς των δέντρων πε τ'ώνται πέντ’ - έξη άντρες και τής φράζουν τον δρόμο. Ή καμαριέρα βγάζει μια τ ρ ομιαγμ άνη φων-ούλα καί τούς κυττάζει μέ τρόμο. "Ε νας φοβερός άνθρωπος μέ ά γριο παρουσ αστικό στέκει απειλητικός έμπρός της. — Που ήσουν, περδικούλα -μου; τή .ρωτάει- ξερά. Γιατί άφησες τό σπιτάκι σου κι3 έ φυγες τρέχοντας; — 'ΕΤ... είχα πάει ^ στον Δον Βάγκα!, αποκρίνεται τρομαγμένη. — Νά κάνης τί; —ΕΤνα,' γνωστός της κυ ρίας μου... Πήγα νά τον παρεκαλέσω νά κάνη κάτι για νά την βρούμε γιατί έξαφαινίστηΐκε! —3Αλλού αυτά, όμορφονιά μου! ι ί θάκανε αυτό τό· μυ'ξιάριίκο σέ μιά τέτοια περίπτωσι; Σίγουρα κάπου άλ λου πήγες καί όχι στό> κτήμα των Βέγκα! Λέγε: Που είνα^ι τό λημέρι του Ζορρό; 3Εκεί δέν εΐχες. πάει; —Δέν ξέρω σάς λέω την άλήΒε α, τ3 ορκίζομαι! Ό ληστής κάνει ένα νόημα κ.,3 αμέσως αρπάζουν τή δύ στυχη Καρμελίτα. Τή μεταφέ Γ·ονν πιο μέσα, ανάμεσα στα πυκνά δέντρα τσύ δάσους. Ε κεί έχουν άφησε ι τ3 άλογά τους. Δένουν σχοινιά στους καρπούς των χερών της καί τά ΤδντώΥΟννς "Υρ-τρρσ δένονν
25 την άλλη, άκρη των σχοινιών σέ δυο άλογα. Ό δήμος την πλη,σ.άζει 'άί'ττο πίσω, πιάνει τό πουκάμι αό της και με ·μ.ά κίνησι τό σκίζε, ξεγυμνώνοντας τή πλά τη της^ —Μήπως θυμήθηκες που συνάντησες τον Ζαρ,ρο; ρω τάει ό άλλος. — Δεν ξέρω1! Λεν ξέρω*!, μουρμουρίζει -ανάμεσα στους λυγμούς της. Τό τρομερό· μαστίγιο σφυ ρίζει στον αέρα και πέφτει επάνω στη γυμνή σάρκα χα ράζοντας τη, με μια αΐμάτινη γραμμή. Καί ό λα.μός της δύστυχης Καρμελίτας πάει υά σχιστή άπιό τή σπαρακτι'κή κραυγή που τής ξεφεύγει. *** Τό μαστίγ.ο πέφτει με λύσ σα στην πλάτη της για δεύ τερη φορά καί ή άμοιρη σπα ράζει- πάλι μέ μια στρίγγλα π ον ε μ ένου ζώου. Ό Γ αλ έρας έχε ι· άπο μείνει άπορη μένος καθώς είδαμε, αύνει τό κεφάλι του. Τρέχει όξω οστό την πόρτα τού Αγροκτήματος, μά ή Καρ μελίτα έχει γίνει· άφαντη. Αέ λογαριάζει βέβαια την ώρο: που έχει <μείνέι άκίνηΥος σαν στήλη άλατος. Ωστόσο δεν άπ ο γοηΐτεύετ α ι·. — ’ίΕφυγε με τά πόδια! Μέ τ’ άλογο θά την φτάσω!, λέει. } Κ,’ αυτός ό συλλογ,σμός, οσο κι5 άν είναι απλός γ;ά έναν άλλον, σπαν Γαλέρα ά π ©δεικνύει... τή δύναμι τής α γάπης !
Σ’ ένα λεπτό βρίσκεται στη ράχι· τού αλόγου του καί παίρνε. τον δρόμο γά το α γρόκτημα τού Δόν Περέϊρα. Καθώς περνάει μέσ’ από τό δάσος δμως, δυο άνθρωποι βγαίνουν άξαφνα εμπρός του πίσω από τούς κορμούς των δέντρων. Τόν· απειλούν μέ Ιδίυό πιστόλια. Τον διατάζουν να κατειβή από τό άλογό του. Ό γίγαντας τους κυττάζει σαστισμένος. —’Άν εΐνα. για νά μέ λη στέψετε, λέει στο τέλος εγώ (δέν... ΔηΙλαδή- εννοώ πώς.... •Θέλω νά πώ άπό· ψλά ή άφεν τά μου εί>μα ... Μρ άλλους λόγους πέσατε στην π ε ρίπτω σ.! —Αέ σέ θέλουμε για τά λεφτά σου άμί'γο, άλλα για νά σού υποβάλουμε κάτι· έρω τήσε.ς!, τού άπαντάε ό έ νας. Μάς είπαν πώς ό σενόρ Ζορ,ρό είχε μαζί του έναν μ αν τ,ράχαλο ατά μέτρα σου προ χτές τό^ βράδι, στό^ Ρόκ Κένυον... ’Άν λο.πόν έχης καμ-μιά σχέσι στ’ αλήθεια μ’ αυ τόν τον φονιά, τότε θά... Έτσι όπως κάθεται πάνω στη σέλλα του αλόγου του ό Τάλέρας κι’ όπως οί δυό λη στές έχουν έρθει· πλάϊ του, ένας ,άπό· την κάθε μερ ά τού .άλογου του, ό γίγαντας ά πλωνε ί τά τρομερά του πόδ α. Οί! μπότες του πουναι μεγάλες σαν... βάρκες, τούς βρίσκουν καί τούς δύο κατά,μουτρα, ;μέ τρομακτική δυναμι. Κατρακυλάνε στη Υή σάν νά τους, χτύπησε Αστροπελέ κι χωρίς νά προλάβουν νά
Μ · .
· ©
'■·«' Μ · I
Κ ; Ρ
Ο . Σ
Ζ
Ο
·Ρ
Ρ
©
• βγάλουν οϋτε «κιχ». ' —-ΓΑίλλό ,-κ,ι-’ . αυτό ττ.οδλ,ι!, ■μουρμουρίζει ό φοβερός· Πά- ' .λέρας άνασήΐκώναντας .τους"· ώμους. ■ ·· '· ’·. Τότε. όμως, άχοόγετα;· μά . σπαρακτική εστ,ριγγλ ά που έχει 6γη από γυναικείο · λα-
Στα χέρια του βρίσκονται μονομ ας τά δυο έξ’άτφαιρά του κ/ αρχίζει νά πυροβολή ,μαν ,ασ μ ένα δεξιά-, V ί . αριστε ρά;, δοτού βλέπει, όρΘ.ον. άνΘρωπτο.; Πρίν ’οί ληστές ■ προ λάβουν1 να συνέλΘουν από την πρώτη, τους έχπληξ;, έχουν ρύγγι. ,· . ■ μείνε; κόλας οι ,·μσοί. Οτ υ* .. Ό γίγαντας κοκκαλώνει. πάλόιπο; τραβούν* τά πιστό — ' Β..ή Κ<ψμε λ ίτσα!;, λια τους, άλλα ό Γαλέρας/εΤ-. : .τραυλίζει,, -μένοντας άναυδος, ·: ■ναι μνά ί ζωντανή.. . καταιγίδα." ’Αμέσως υστέρα χύνεται στο " πτρόε:·. ■απ’ τρ άλογό1, του άβάσος κεντρίζοντας μέ’ λόσ- ' ινάμεσά■ τους κι3 ένϊώ οί σφαί σα τ’ άλογό του,· ένώ' τά μά ρες Των · βασανιστών περνούν τια του έχουν κοκίκινίΐσει' από στο* σημείο πού βρ. σκόταν υάνία. ΆνΤικρυζ όντας,·" . λίγα μισό δευτερόλεπτο π,ρίν, αυ-' οευτερόλεπτ α' άρ γότε,ο α, Τη ·' - τός κεραυνοβολεί ακόμα- έναν φοβερή/^σκηνή· του . .μαστ.γώ- λπστή. Έχουυ μείνει , π; ά μ,ό■·· ματο-ς της Κάρμελίτας,.. χάνε; νο οί δύο έπονω στ’ άλογα, ·κο!ί το τελευταίο ίχνος τής που είναι.' δεμένη· ή Κάρμελί λογιΐκή-ς· του.. Τίίνεταν Θηρίο," τα κάί ό κτηνώδης· δήμ.ός.
Τό μαστίγιο του Ζορρό πέφτει στον καρπό του δολοφονικού χέρι ον
'Ο Ζορρό καλπάζει νύχτα σέ βραχώδες τόπι ο.
λόι, άιλλρνώς^ δεν εξηγείται ή • —- Κ εντ,ρ ίατε ..τ’ άλογα!, τάχύτητα των , αντιδράσεων ούρλ'.άζε·: αστός 6 τελευταίος. χον καθώς * καί ή ακρίβεια Ν ά. τή ς ξεκ ολλή σ ετε τά χ ές/α! ■·. . λ ., ' τους, /Αδειάζει , της- σφαίρες τού ενός ττρριστράφοσ του· κα Έτ ο :·μ όζοντα ■ να ύπαχούταπάνω στον ένα ληστή,, πριν αονν. , · . ' Ο ·Γάλέρας^ ά μ··ως εχ ε: α •εκείνος σαλέψη ούτε μια ίνα τού κορμιού τοσ. - /Αμέσως κούσε. .κ:? αστός την έφ. αλτι μετά στρέφει· καί πατάει τη" κά· δ. α ταγή. Φαίνεται^ ττώς στην ώρα τής μάχης τό μ σά ■ σκανδάλη τ.ού .άλλον περιατρό ΦΟν τοσ,· αλλά ·. . άκούγονται λο τού γίγαντα δοσλεόει ρο
28
Ο
ΜΙ
Κ
ιμόνο τρία απανωτά «ίκλΐκ».< Έχει αδειάσει! Ό κακούργος πού ετοιμα ζόταν νά ξεκινήση, άλλαζε ιιάπόψασι. Γελάει άγρ:α καίι τραβάει τό πιστόλι του. Το στρέφειάργά-άργά πάνω στον γίγαντα, γιά νά γλεντήση: τον θρίαμβό του. Είναι βέβαιος πως δεν κινδυνεύει άπό τίποτα πια. Ό Γαλερας δμως δεν τον περ μένει νά τού ρίξηι. Τινά ζει τό ήρόίκλειο χέρι του ,μέ ροβερή δύναμι. Τό άδειο πε ρίστροφο τα!ξι|δεύ·ει στον άΓ έρα με την ταχύτητα βέλους. Βρίσκει κατακούτελα τον ψο ν.ά κο.Γι τού συντρίβει τό κρα νίο. Άπό τον πόνο εκείνος, λίγο πριν πεβάνη., πατάει σπασμώδιικά τη σκανδάλη;. Ή σφαίρα σφηνώνεται στη γη, ανάμεσα στα πόίδ.α των δύο τρομαγμένων άλογων, πού τι νάζοντα: άλαφ ασμένα, νά φύ γιουν μακ,ρυά. Σ’ ένα δευτερό λεπτο ό δ αμελισμός τής ά μα ρηις Καρμελίτας είναι βέβα ος. Αλλά ό τρομερός Γαλερας έχει και πάλι προλάβει. "Ο πως βρίσκεται ανάμεσα στα δυο ζώα, τ' αρπάζει από τις χαίτες μέ τά δυο χέρια του. Δεν τ’ αφήνει νά τρέξουν. Τά κοατάει κα σιγά-σιγά, μέ ύπερέντασι των δυνάμεων του, τά φέρνε- πιο κοντά του. αυτό τό μεταξύ όμως ό απαίσιος δήμος ό Χουανίτο, υψώνει τό μαστίΥό του. — Θά σέ κάνω νά τ’ άφήσης!, ουρλιάζει μέ τό δ'ά§ρ-
λικό του χαμόγελο,
Ο
Ζ 'Καΐ χτυπάει αλύπητα. Τό τρομερό μαστίγ.ο σχίζει τό πουκάμ.σο καί τις σάρκες μα ζί τού γίγαντα, στο στήθος. ’ιΕκείνος δαγκώνει μόνο τά χείλ α του καί κυττάζει τον ιβάσαν.στή μέ κόκκινα μάτια. Τραβάει ακόμα π.ό κοντό τά δυο άλογα. Δεύτερη φορά τό μαστίγιο δαγκώνει μέ μανία τις σάρκες του. Δευτερηι φορά ό τρομερός Γαλερας δαγκώνει τά χείλια του. ’Αλλά καί ή τρομερή του πάλη ρέ τά δυο άλογα, έχει φτάσει στο τέ λος της,. Τά ζώα κάτω άπό τά στιβαρά, ακατανίκητα χέ ρα του, έχουν μερώσει κι’ έ χουν πάψει νά αγωνίζονται. Ό γίγαντας τ’ άφηνει κι’ α στραπιαία τραβάει έναν σουγ ά καί κόβει τά δυο σχο.ν,ά, πού δένουν την Καρρελίτα. Τό μαστίγ.ο του Χουανίτο πέφτει τρίτη φορά επάνω του. Ό »Γ αλέρας μουγκρίζει σάν λ οντάρι καί ρί'χνεται κα ταπάνω του. Οΐ δυο γίγαντες ■έρχονται, αντιμέτωποι. Ό Χουανίτο δεν κρατάει άλλο όπλο απ’ τό μαστίγιο επάνω του. Ετοιμάζεται λοι πόν νά χτυπήιση πάλι. Τούτη τή φορά όμως,' δ'έν προλάβαι νε . Ό Γαλέρας μ’ ένα πήδημα βρίσκεται μπροστά του. Τού αρπάζει τό υψωμένο χέρι καί τό κατεβάζει ρέ δύναρι πά νω στο λυγισμόνο του γόνα τα. "Ενα φοβερό <«κράκ» άκου γετα: καί μ.ά τρομερή κραυ γή πόνου. Τό χέρι τού Χουανίτο έχει
σπάσε, ί σάν κανένα ξερόκλ·ου
Μ
ί
Κ
6*1 Ό άπαίάιΟζ δήμαΟζ Ιτέ«φτει στή γη σπαράζοντας καί ουρλιάζοντας σάν & «άβολος. Ό Γαλέρας ©μως δεν του δίνει κορμιά σημασία πιά. τρέχε; κοντά στην Καρμελίτα, την παίρνει· στο χέρια του σάν νονιοι κορμιά κούκλο καί τρέχει στ5 άλογό του. Ε κείνη είναι μισολ,πόθυμη από τους τόνους «καί την τρομάρα πού έχει πάρει. ★★★ Ό Δον Σ άντρο έχει· φύγει άπ’ το γραφείο τού Ντ.άζ ε δώ καί μ;ά ώρα. Καλπάζον τας σάν τρελλάς, περνάει απ’ τό αγρόκτημα τού Δον ’Εστέμπιαν, χωρίς να σταίθή γιο νά τον έπισκεφΒή, όπως Βάκανε άλλοτε. Συνεχίζει τον «δρόμο του πρός το δικό1 του αγρόκτημα, πού είναι) μερ.κά μίλι ο π.ο πέρα. "Οταν φθά νει σ’ αυτό καί ξεπεζεύει έξω ιάπό την πόρτα τού οταύλου, βλέπε; πολλούς ανθρώπους μαζεμένους έξω από τό υπο στατικό. — Τί συμβαίνει, έκεΐ πέ ρα, Ρενάτο; ρωτάε! τον υπη ρέτη πού έρχεται νά πά,ρη; τό άλογο. -—- Ό Γαλέρας, σενόρ, άπακρίνετ’ εκείνος, γλύτωσε μ ά κοπέλλα άπό τα χέρια των ληστών. Τώρα είναι έκεΐ μέσα ή Δόνα Βέγκα καί την περιποιείται. Ό Σ άντρο τρέχει ανήσυ χας στο υποστατικό. Μπαί νε; μέσα. Βλέπει τή μητέρα του νά δίροσίζη τί;ς πληγές τής Καρ,μελίτας με κάποια αλοιφή. Ό Γαλέρας βρίσκε
ί»
6
ται έξω άπ’ τό δωμάτιό, μέ υφθς δαρ μενού σκύλου; -— Τί συνέβη, άμίγο; τον ρωτάει όλο και ίτέρισσόΤερο παράξενε μένος ό κύριός του. Εκείνος του διηγιέται μέ σες-άκρες άλα δσα συνέβησαν. -αφνί'κά τά μάτια τού νέδυ αστράφτουν θυμωμένα. Παραμερίζει τη φοονέλλα πού φοράει ό γίγαντας. — Κι* εσένα σε χτύπη σαν!, λέεκ. — Δεν βαριέστε, σενόρ! ,ΛΑς μού έδινε εμένα άλλα ε κατό1 τέτοια χτυπήματα... Θέ λω νά πώ δηλαδή, άν ήταν νά μην άγγιζε καθόλου την Καραμελ... τή σενορίτα, σενόρ! ^ — Δέν μου λες, Γαλέρα ά μίγο, ρωτάει ό Σ άντρο· μέ υ ποψία χαμόγελου, σου άρε σε. αυτή ή σενορίτα Καρμελίτα; Ό π.«στός σωματοφύλακας γ ίνετα ι· μοναμ ιάς άλοκόκκ ;«νος σάν παπαρούνα. Ό νέος, για νά μην τον βα σαν ίση, περισσότερο, ξαναμ παίνει στο δωμάτιο πού έχουν την καμαριέρα. Εκείνη, μό λις τον βλέπει, ζωήρευε.. Θυ μάται την κυρία της καί ξε χνάε: τον δικό της πόνο. ’Ανασηκώινετοΐι στους, άγκώνες της,, ενώ ή Δόνα Βέγκα τής κουμπώνει ένα καινούργιο φό ρέμα πού τής έχουν δώσει. — Πρέπει νά κάνω κάτι για την καημένη τή σενορίτα 'Κ άιρμ εν!, λέε ι. 0 υτ’ έσεις μπορείτε νά τή βοηθήσετε, ούτε ή Χωροφυλακή, φάνηκε άξ α νά έμ ποδίση αυτούς, τούς κακούργους... Μόνο ό ύ-
18
©
Μ
I
I
Ρ
ύ
I
4
6
#
του.· Τής εΐπε. πώς αυτός ό πηρίτης^ σας τούς χανάνισ& μια χαρά, αλλά δέν υπάρχουν Ζορρό θά του τό πλήρωνε α κριβά! ... πολλοί τέτοιοι... Ό Σ άντρο " χαμογελάει·, πα τιαφνιικά τά μάτια της γύα λίζουν. ; ράξφνα. * λ ή Τή νύχτα τής ίδιας μέρας — θά πάω σ’. εκείνον !"* · δυο ολόμαυρες σκιάς φθάνουν μουρμουρίζει-μέσ3 άπ3 τά δον πια της. Τουλάχιστον αυτός.· στο αγρόκτημα τού Δον Κάρτην αγαπάει! θά κάνη, δ,τι. λο 'Έστέμπαν. ^ Ή μια από μπορεί νά γίνη γιά ' νά την . τις δύο σκιές είναι πολύ πιο μεγαλόσωμη ., από την άλλη, ξαναβρή... Ό · .Σ άντρο την -1 άρπαζε) . Σκαρφαλώνουν· ■ στον , μοοντρότο-ιχο τής αυλής .καί πηδούν άπ3 το μπράτσο. · μέσα. Ή μεγάλη σκιά μένει· -1— ιΠοος έίν'5 αυτός που πίσω καί ή μικρότερη προχω την αγαπάει; ρωτάει απότο ρεί εμπρός, -αφνικά μέσ’ α μα. / · ■ · ·_ · · ■— Δέν... Δεν μπορώ νά πό τίς φυλλωσιές τών θάμνων ξεπετ άγοντα·;· δυό άνθρωίπαι," σάς πω, σενόρΗ Μ: ά φορά ή πού βάζουν μονομιάς τον μαυ δυστυχισμένη) κυρία μου· δεν ■ροφόρο· στη μέση. Χωρίς νάτον · άγαπάει..., Εκείνος ό πουν λέξ.ι τραβούν τά ξίφη μως... . ’^ τούς καί τινάζουν' τίς ατσα —- Ποιος είναι; λένιες λεπίδες, σημαδεύοντας Ή Κσρμελίτα σφαλνάε: τά χείλια της.- . . ό ένας την πλάτη, κι3 ό άλλος τό στήθος του. · — "Αφού δεν τό λες εσύ, 4 Ο Ζο ρρό ·: —γ ιατί αυτός θά σου τό πώ εγώ!, φωνάζει είναι» ό' μαυροφόρος— δεν τάτε πεισμωμένος· ό νεαρός πρόλαβα ίνε ι · νά· τραβήίξη ·τό Βέγκα. Μήπως είναι· 6... Καί σκύβοντας στ’ αύτί·^ ■σπαθί του. Δέν θέλει, ούτε τά πιστόλια.του νά χρησιμοποί της λέει· ένα όνομα, γιά νά ηση, γιά νά μην προδώση: τή μην τον ακούσουν οι άλλοι. παρουσία του. "Αστραπιαία Ή Κ αρμελίτα άναπηίδάε ι λυγίζει τά γόνατά του κι3 ά^ ί καί τον κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια. . , •φιήνει τό σώμα του νά κυλήση, στή γη. Οί λαμπερές λε —: Που τό- ξέρετε εσείς; πίδες τών σπαθιών περνούν τραυλίζει κατάπτλη|κτη. Μάλι φτερωτές πάνω άπ3 τό κεφά στα! Αυτός! Τής ζήτηρε νά λι· του. Δυό πνιχτές κραυγές ιγίνηι .γιυναίίκα του, σενόρ!... πιόΙνίου καί δυο βλάστημες ",ΕΙκείνηι όμως έκανε την ανο πού μένουν στή μέση άκούησία... θέλω νά πώ^ δηλαδή, είπε πώς—φανταστήτε! "Αη . γονται. Οί δυό φονιάδες, κα θώς τό’ κορμί τού Ζορρό έχει γσπάει λέει τον .ληστή τον φύγει άξαφνα άπ" τή μέση έΖορρό καί δεν μπορεί· νά παν τρευθή άλλον/! · Κ ι ’ ■ εκείνος - χουν καρφώσει, ό ένας τον άλ θύμωσε πολύ—μέ τό δίκιο λον! ’Πέφταυν ' κολυμπώντας
6 στο σΐμα τους, Ό Μασκοφορος "Εκδικη τής προχωρεί μέσ" στο σκο τάδι·, σάν νά! μή συνέβη τί'ττοτα. Φθάνει κοντά στο αρ χοντικό του "ΐΕστέμπαν. Φαί νεται· σοον άνθρωπος πού έχει έρβει πο,λΛές φορές έ!5ώ και γνωρίζει καλά τά κατατάπισ. Σέ λίγιο γλ.στράε: σάν σκιά στο εσωτερικό του σπιτ.οΰ.' Μπαίνει σ' ένα καινούργιο δω μότο·. ΕΤναι ένα πελώριο γρα ψε?ο και εΐνα φωτισμένο. Πί σω άπο ένα. πελωρ ο δρυϊνο τραπέζι, βρίσκεται ένας: άν θρωπος, σκυμμένος επάνω άπο κάτ > χαρτ ά. ΕΤναι ό Δον Έστέμπαν. Μόλ.ς βλέπε.· τον Ζορρό, τινάζεται όρθιος σάν νά τον δάγκωσε φίδΐι. Τό χέρι· του κα τε βαίνε.·· σάν αστραπή και τραβάει ένα συρτάρι. Πριν ό μως άγγίξη ένα πιστόλι πού βρίσκετ" εκεί μέσα, ή λεπίδα τού ξίφους τού Μασκοφόίρου Τι· μωρού, βρίσκετα άγκιστρω μένη στο λαρύγγίι του. -—Όδηγήστε με αμέσως στην αιχμάλωτη;, Δον Κάρλο!, λέει αυστηρά ό Ζορρό. — Τρελλαθήκατε; Δεν κα ταλαβαίνω..., πάει νά π ή ε κείνος. — Καταλαβαίνετε θαυμάυ σια! , τον κόβει ό Ζορρό. Πε ριττό νά άρ^ήσθε, γιατί τά ξέρω όλα, αενόρ! Αγαπούσα τε τή σενορίτα Κάρμεν καί λυσσάξατε άπά τσ κακό σας, όταν σάς είπε πώς αγαπά άλλον. "Αποφασίσατε νά βγά λετε αυτόν τον άλλον άπ" τή μέση μέ κάθε θυσία, για νά
*
ύ
ί*
ρ
ϋ
II
μήν ύπρρχη ττιά έμπάδιο! Πληρώσατε έναν έπαγγελματία δολοφόνο, τον Μπίκφορντ; νάρθη μέ τή συμμορία του> δήθεν πώς ήθελε τά χρήματα κάί τή δόξα νά σκοτώση τον Ζορρό! —γ ατί εγώ είμαι ό αντίζηλός, σας! Τον βάλατε νά σκοτώση καί νά βασανλ ση ανθρώπους, για νά άνακα λυψη τό κρησφύγετό μου. Αύ τό όμως δεν τό γνωρίζει κα νείς, καί δεν θά τό· μαθαίνατε ποτέ! -— ΕΤοτε ό ίδιος ό διάβο λος λοιπόν; μουγκρίζει μέ λύσσα ό "Εστέμπαν. Πώς τά:μ·αθ'ες όλ" αυτά; — Ξεγέλασες όλους —καί τον Ντιάζ! Όχ όμως, κι" ^ έ μενα, Δον Κ άρλο! Γ ιά νά μή σέ υποψ.σστούν, έβαλες τον Μπίκφορντ νά βασανίση καί δ.κο'ύς σου άνίθρώπους, όπως έκανε μέ τού Δον Βαλάσκεθ. Μά δεν ήθελες νά τον βάλης νά κάψηι καί τό αρχοντικό ·σου,·ν "Εφράντισες λοιπόν νά έχη είδοποιηθή ό ύπολοχαγός, στέλνοντας έναν άνθρωπό σου. "Αλλά δεν τά λογάρια σες καλά ! Μέτρησα τήν άπόστασι. "Απ" τό Διοικητήριο τής ^ Χωροφυλακής ώς εδώ, χρειάζεται μια ώρα καλπα σμός. Δηλαδή χρειαζόταν δυο ώρες, όποιοσδήποτε για νά πάη ώς έκεΐ καί νά ξανάρθη μέ τούς χωροφύλακες. Ό Μπίικφορντ όμως δεν έμεινε παραπάνω από μιά ώρα εδώ. πέρα κι" οί χωροφύλακες εί χαν φτάσει ! "Αρα ό Ντιάζ εΐχε είδοποιηθή πολύ πριν ή συμμορία ψανη έδώ πέρα,
ΓΊοιάς άλλος θά ένδιαφε-ρόταν νά σωθή το αρχοντικό σου, αν όχι έσυ ό ίδιος; "Οταν αρ γότερα έμαθα πώς είχες ζη τήσει σέ γάμο- τή σενορίτα Κάρμεν και σοΟ άρνήθηκε, βεβαιώθηκα. Όδήγησέ με τώ ρα κοντά της! Είμαι σίγου ρος πώς θά τής έχεις δεμένα τά μάτια, γιατί βέβαια θά σκοπεύης μιά μέρα νά έμφανισ'θής ώς σοοτήρας της από τούς ληστές τού Μπίίκφορντ, αναγγέλλοντας της συγχρό νως καί τον θάνατό μου. Πι στεύεις ότι ιόητό. εύγνωίμοσύνη τότε, θά δέχθή νά σέ παντρευ θή.\. Ό Δον Έστέμπαν έχει γί νει κατάχλωμος σαν πεθαμέ νος. — Έσυ πού τά βρήκες ό λα, βρες κι5 εκείνην!, γρυλί ζει μέ λύσσα. — Θά τή βρω, άφου σέ σκοτώσω, άν δεν μιλήσης άυέσως!, αποκρίνεται μέ πα γωμένη! φωνή ό Ζορρό καί πι έζει περισσότερο τήν αιχμή τού_ σπαθιού στον λαι'μό του. ι ά μάτια του Δον Κάρλο κοντεύουν νά πεταχτοϋν· από τις κόγχες τους. Ό τρόμος για τή ζωή του νικάει τό μί σος του. Σηκώνεται κι5 άρχί'ζει νά περπατάη. Ό Μαισκοιψόρος Τι,μωρός τον ακολουθεί, παίρνοντας άπ5 τό τραπέίζι τή λάμπα. Βγαίνουν σ’ έναν διάδρο μο καί προχωρούν ώς τό· τέρρα τοιυ. Μπαίνουν σ’ ένα δω μάτιο. Φθάνουν στον αντίκρυ νο τοΐγο του κ·/ εκεί ό οικοδε σπότης άνοίγει μιά μυστική
πόρτα. Μπαίνουν σ' έναν και νούργ.ο, κρυφό δωμάτιο. Ό Ζορρό άφηνει τή λάμπα σ' έ να τραπέζι. Ή καρδιά τού χτυπάει δυνατά. Πάνω σ’ ένα ικρεβάΗπ, δεμένη χειροπόδαρα καί μ* ένα μαύρο πανί στα •μάτια, βρίσκεται ξαπλωμένη ή σενορίτα Κάρμεν. λ—-Λύσε την!, διατάζει ξε ρά κι<5 ό Έστέμπαν υπακούει. Με τρε,μάμενα δάχτυλα λύ νε^ τήίν αιχμάλωτη. λ Εκείνη πετιέται όρθια καί τά μάτια της αστράφτουν α πό χαρά. ^ ~ Σεναρ Ζορρό!, φωνάζει· αυθόρμητα καί τρέχει κοντά του. Σας περί μένα! — Οχι«! 5Αφού δεν θά γί-νη γυναίκα μου, 8έν θά γίνη ούτε δική σου!, ουρλιάζει μα νιασμένα ό Δον Έστέμπαν. ^Κ ·/ άξαφνα βγάζει από •μια τσέπη του ένα π.οττόλι καί σημαδεύει τή νέα. ^ Το ελεύθερο χέρι τού Ζορ ρό όμως κινείται μέ πολύ με γαλύτερη γρηγοράδα. Τρα βάει τό θρυλικό του μαστίγι·ο, πού σφυρίζει στον αέρα καί πέφτει όρμη,τ.κά πάνω στον καρπό τού δολοφονικού χεριού. "Ενα ουρλιαχτό πόνου βγαί νει απ’ τά χείλια τού Έστέμ παν. / Τό- πιστόλι πυροβολεί στον αέρα κι' υστέρα φεύγει απ' τό χέρι: του. Στή στιγμή, μπαί νει στο. δωμάτιο ό 'Γαλέρας. Τό πρόσωπό του είναι σκε πασμένο μέ μιά μαύρη ·μάσκα. Ρωτάει:
— Μιλήσατε, σενόρ;
6
ΜΙΚΡΟΣ
1
ΟΡΡΟ
33
— Ναι, άιμί’γο!, άποκρίνεπιάνει ένα σπαθί άττό μια ται ό Ζορρό. Πάρε τή σενορίσυλλογή σ' έναν τοίχο καί τό τα Περέϊρα και όδήγησέ τη, πετάει στον άντΡπαλό του. μακιρυά απτά έδώ. Έγώ έχω — Υπερασπίσου τον έοουνα τελειώσω έναν λογαριασμό τό σου! Προσπάθησε τουλάμέ τόν Δον Κάρλο! γ'ΟΓτον νά πεθάνης σαν ευπα Ή Κάρμεν κάτι πάει νά τρίδης!, του λέει. ττη, άλλα ό Γα λέρας την έχει Κούΐ; ^αμέσως επιτίθεται. κιόλας αρπάξει σαν κούκλα 5Αλλά καθώς πηδάει καταπά °πά γιγάντια χέρια τοο και νω του μέ τό σπαθ'ί έτοιμο νά βρίσκεται! έξω άπ’ το- δωμά χτυπήση, μιά καταπακτή άτιο. νοίγεται κάτω απ’ τά πόδια Ό Ζορρό κάνει χώρο στον του καί νοιώθηι νά κατρακυ Έστέμπαν νά περάσρ κι* ε κείνος. Βγαίνουν σε μια μελά ηι σ’ ένα μαύρο χάος. Άπό πάνω του άκουειΐ ένα διαβολι γάληι σαλαι. κό γέλιο. Ό ΜασκΌφρρος Έκβ κηρής ΤΕΛΟΣ Άττόδοσιο στα 'Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ
ΕΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ τό τεύχος 2 του νέου συναρποοστικού έβδομαδιαίου ττεριοδι κού αυτοτελών περιπετειών τών κάου - μπόϋς:
Λ Λ Σ Σ Θ μέ τον θρυλικό ηρώα του Φάρ Ουέστ, τον ασύγκριτο
ΙΜΤΕΎΒΥ ΚΡΟΚΕΤ
(Ίό Αίνιγμα τήζ Σιέρρα) Μεγάλο σχήμα — Πλούσια εικονογράφησις.
Τιμή 2 δραχμαι
Ο ΜΙ Κ Ρ Ο Σ
Ζ ΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"Έτος ίον 4—Τόμος 2ος — Άριθ. τεύχους 9—** Δραχμ. 2 Γραφεία: Αέκκα 22, ’Αθήναι (125). Τηλέφωνον 228-983 Δημοσιογραφικός Δ)νΈής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν'. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σ φιγγός 38 Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έιιιταγαί: Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι. Σύνδρομα! έσωτερικοΰ; Έτησία ........... δρχ. 100 Εξάμηνος.................. ν » 55
Σύνδρομα! εξωτερικού: Έτησία ................... δολλάρια 4 Εξάμηνος ...... » 2
Λ !Ι1 ΙΙίΙ1 Ι!ΙΙΗ ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ|ΙΙΙΙ!ΙΙ!ΙΙΙΙΙί(ίΙΙ1 ΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙ!ίΙίΗ ΙΙΙϋ Η ν
Στο επόμενο τεύχος τού «Μ. ΖΟΡΡΟ», τό 10, πού κυκλοφορεΐ τήν έρχόμενη εβδομάδα,
£ I I I I V I I I ίΐ
ο 0 ο ο
I
0
ο
I I ϊ
ο 0 ο
κ 8 .8
“
Συναρπαστική πλοκή, γοργά επεισόδια, μυστήριο, περι πέτεια, αινίγματα, αγωνία καί γέλια! Ζητήστε τήν ερχόμενη εβδομάδα τό τεύχος 10 τού «Μ. ΖΟΡΡΟ»!
*ΙΙΙΙΙΒΙΒ8ΒΙΙΒΙΒΙΒΙΙΙΒ8ΙΙΙ8!ΒΒ!ΙΙΒΙ111!ΒΙ!ΒΙΙΕΒΙ3ΒΙΒ8ΒΙ!ΒΙΙΒΒΙ181ΙΒ11ίΙΙ8Ι93!Ι8ΐΒΒΒΒΒΙΙΚ
ΠΟΑΑίΣ ΑΟΣΑΤ/ΓΣ ΜΥΑΛΟ ψοΡΟΥΜ ΠΛ ΤΗΝηΛΟΡΛεΥΖΝ 70/**βΡΡΠ/ΝΟΥ Β/ΔΟΥΣ ΧΤΜ ΓΗ. ΝΑΙ Μ/Λ ΛΠ Λ/ΤΠΑΓ Πί£/.. Π2Σ. ο ΛΗ@ρςηοί ηΝΗΗΘΗοε απο η/λ πηαοςη φυλή θ£όηολρ°η ΑΝΘΡΡΠΡΝ ΠΟΥ ΠΡΘΛΗ ΛΠ’ΤΟ Δ/ΛΠΗΜΛ '. η?Σ ΑΡΧΙΣΑ ΛΥΤΟΙ Ο ΘΡΥΛΟΣ) ΠΑΝε/Σ ΟΣΗ ΞεΡΣ/. ΟΗΡΣ Π/ ΟΑΝΟΗ ΝΑ ΣΓ/Λ/ε ΗΛ! ΣΤΣΤ .. »
Ο
Μοε ΑΝΟΙΣΗ 01 ΑΙΘΗΠΑΝΘΡΡΠΟΙ 7] '/ίΑΙ Υ)Αβε ΑΝΟΠΗ Η ΠΡΑΑΗ ΦΥΪΤΓ ΠΑΡΑ ΤΗΡΟΥΣί ΤΟ Π//ί//ΣΣ/1 ΤΡχ ΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΝ ΝΑ ΠΟΑΣΜΗΣΟΥΝ ΤΟΑ Π/ΟΗΠΑΝΘΡ9ΠΡΝ. \7μάΘΑ/ΓΨα φτ/Α ιχθρο/2 τοη. ,. ΓΜΤβΤ^Τ ΑΜΜΣΪί ΠΑΛΑ ΤΙΣ ψΝΠΣΟΥΜΣ ΠΟ' ΒΑΝΑΡΑΪΖΟΥΝ.') Υ/ΤΟ/Ν ΤΆΝΟΝΠΑΜΑΣ ΖΤΰΐΜΑΖΟΝΤΑΙΙ. ΘΛΔΥΐΠΟΛεΥΤΰΥΗΕ ΛΙΧΥΐεΐ! XΡΙΠεί ΝΑ ψ' ΠΑΝΤΑ Μή. ΠΑ ΗΟΟΣΜΟ/μΑ ΤΟΥΣ /ΤΟΛεΗΝΣΟΥΗ. ζπογρςουμς πολλουΦ/τουμ απο ΠΛΑΙ^τίΓΡεπει ΠΛ ΛΡΟΥΗΟ ΝΕΑ ΛΠ' 7ΟΥΙΙΧΗΛΟΥΙΠΟΥΠΌΤΙ ΠΟΥ 0/ ΑΡθ " ΟΠΛΑ / ΖΟΥΝΐ 2ΤΛ ΜΥΗΑ.'ΛοΧΟΙ ΤΟΥΣ ΠΛΜ»
\^ΤΊΠ’ ΤΟΠ ΟΥΡΠΜΟ ΝΑ. ΖΗΙΟΥΝ ΑΟΝΤΑ ΜΑΣ. στ
Λ* 1 ΑΑΙΝΟΥΡΥΤΟ ΟΠΛΟ ΟΥΡ/; /ΣΡΙ θ' , ΠΛΗΟ! ΝΑ ΗΛΙ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΠΑΛ η! ΤίΡί/Τεί ΝΑ ΠΑΡ ΣΤΗΝ ΑΠΑΤΟΝ* ΚΕΝΗ ΠΟΙΑΑΛΑ ΝΑ ΜΙΑΗΧ9 ΗΣ ΓΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ Τ?Ν ΠΡΟΓΡΜΝ ΜΑζί
~μαιςβ λ/γο. 77Γ ΜΟΝΟΣ ή/Η ΤΡεΜΟΝΤΑΣ Ο ΓΣΡΟΝΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΙ ΤΗΣ <ΡΥΑΗΣ ΠΡΟλΡΡΣΙ χ’ ΣΝΑ ΜΟΝΟΠΑΠ ΤΟΥ ΟΟΥΜΟΥ.'
8
&
✓'
Γλλ £
Λ
Χρωμολιβογραφησις —Έκτύπωσις ΛΙΘ. "Β. ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
\/£Χ!ζεΤΛι
1 • ν '^^'- --.
Ήΐΐη] (ι | γ4
Τό πρόσωπο του Ζορρό 0
Σ εν*ορ Ζορρό με τον < βοηθό του τόν Γαλέρα έχουν κατορθώσει νά ελευθερώσουν την σενιορ'ίιτα Κά-ρμεν ιΠερέϊ· ρα από τά χέρ.α τού Δον Κάρλο Έστεμπάν, του εύγενούς πού εΐνα· ό .μυστικός αρ χηγός υ άς τρομερής συμμο ρίας κακούργων. (*) Καθώς φτάνουν στη μεγά λη σάλα τού αρχοντικού τού Έστεμπάν, ό Ζορρό διατάζειτον Γαλέρα νά φύγη -μαζί με την Κάσμε/ν. Ό ΐδ.ρς ξιφουλ κεί και άναγκάζε· τον Έσ~ε υ, παν νά κάνη τό ίδιο. Τού λέει νά ψϋλαχτή και επιτίθε ται. Ό άπ σ ί' σσ ς οικοδεσπότης δα ως δεν κουν.ετα: από τη ίθίισι του. Τά μάτια του έχουν καρφαθή επάνω από τούς ώυο,υς τού Ζορρό, σέ μιά άπό τις πόρτες τής σάλας. Έχει έχε εμιφοιν αθή ένας άπό τούς ανθρώπους του. Στό χεοι του 'κρατάε· έναν -μοχλό σιδερένιο που βρίσκεται πίσω άπό μιά πανοπλία. Είναι έτοιμος- νά τόν κατεβάσηι. Ό Έστεμπάν χαμογελάει σατανικά και τού κάνε; ένα (*) Διάβασε τό^ Ίτροηγουμα.ο τεύχος τοΰ «Μικρού ΖρΡΡό», μέ τίτλο: «£0 Ζοιρό φθάνει στην ωρα του».
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. #
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
άδόρατσ νόημα μέ τό κεφάλ . Ό μοχλός κατεβαίνει από τοαα·. Ή καταπακτή ανοίγει κάτω από τά πόδια του μαυ ροφόρου Ζαρρό, πού πέφτει· σ5 ένα μαύρο χάος. "Υστερα ενώ τό σκέπασμά της ξανα κλείνει· σιγά - σιγά μόνο του ό Δον Έστεμπάν αφήνει νά τού ξεφυγηι ένα διαβολ.κ© γέ λ ο. •—Μπράβο Ρενάτο!, φωνά ζει στον άνθρωπό του. ? Ηρ θαν ·<■’ οί άλλο· μαζί1 σου; — Σ ί, σενόρ. Την ώρα πού φτάναμε όμως άκούσαμε ένα πυροβολισμό· από δώ μέσα κι* έτσι κάναμε σιγά, για νά έ'ξακ ρ '.ίβώσουμε τ ί σ υνέβ α νε ·.. —"Εκανα λοιπόν καλά και πυροβόλησα·!, λέει ευχάριστη μένος ό κακούργος. Πες στα πα 6 ά νά κυττάξουν νά μην ξεφύγη ό βοηθός τού Ζορ.ρό. "Έχε· μαζί1 του την κοπέλλα. Δεν β'άχη βγή άκόμα άπ’ τό σπίτ . —Δεν βγήκε κανείς! Τά πα'δά εΤνα. στήιν είσοδο· λέει ό Ρενάτο. —Πολύ καλά!, μσοομουρί ζε· θρ αρδευτικά ό Έστεμ πάν.. Π άοπηκε σάν ποντικός ·~τλ φάκα, όπως καί τ5 αφεν τικό του!.. Πρόσεχε τον όμως γιατί φαίνεται επ'κίνδυνος. •Μ’ αυτά τά λόχ'α τρέχει ποός τη ν είσοδο, ενώ ό Ρ έ νατο τόν ακολουθεί. Έκεΐ πέ οα είνα' καμ;μιά είκοσαρ ά πά ° ~πλο συτρες μέ επικεφαλής έπσΥγελματία δολοφόνο Σάμμυ λΑιπίκφορντ. Τρεις από σάς ^ ελάτε -μάξι μου, διατάζει ό Έστε
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
μπάν. Οί άλλοι κυκλώστε κα λά τό σπίτι καί νά μην ξεμυτίση ρουθούνι! Τόν άντρα σκοτώστε τον, στην άνάγκη. Προσέξτε όμως μην πάθη τί ποτα τό κορίτσι!... -Μαζί μέ τρεις άνδρες, ό Έ στεμπάν τρέχει προς την πί σω μεριά τού άρχοιντιικού. Περνούν τούς σταύλους καί εξακολουθούν νά προχωρούν ακόμα π.ό πέρα. Περνούν καί τό σημείο όπου οί άνδρες τού |Μπίκφορν·τ έχουν αφήσει τ' άλογά τους. Φαίνεται έβώ θά είχαν φτάσει όταν ακόυσαν τόν πυροβολισμό καί στάθη καν. Λίγο πιο έκεΐ εΐιναι μια αι κρή παράγκα. Πρώτος ό Έστεμπάν μπαίνει μέσα. Οι άλλοι τρεις τόν άκολουθούν. —θά δώ επί τέλους τό πρόσωπό του!, μουρμουρίζει ό Δον Κάαλο. θά δώ ποιος είναι αυτός ό περιβόητος· Ζο.ρ .ρόΙ! θέλω ν’ άντικρύσω την μορφή του! Νά μάθω πώς εΐνα· ό άντρας πού ή Κάρμεν τό') π ρ οτ · μάε; ιάπό· μ ένα!.... Αυτά τά λόγια τά λέει μέ σα άπ’ τά δόντια του. Τάσο α γά, πού σίγουρα οΐ τρεις, τού τόιν ,άκολουθούν δεν είναι ■δυνατόν νά τ’ ακούσουν. Καί συνεχίζει ακόμα πιο ψιθυρι στά : — "Αοαγε τόν γνωρίζει αυτή; ζέρε; ποός κρύβεται κάτω από τό μούρο πανί; Α σφαλώς 'θά τό ξερή! Δέν μπο ρεΐ κανείς ν’ άγαπήση μια μά σκα μονάχα ! Ούτ’ ένα σομ πρέρο ! Χωρίς αμφιβολία γνω ρίζει τό ρυστικό του!
6
ΜΙΚΙ»6ί25ΡΡ6
3
Ό Έστέμπαν φθάνει στο Στη μέση αυτού τού δω -βάθος τής παράγκας. Εκεί ματίου είναι πεσμένο ©να α πέρα βρίσκεται μιά μεγάλη, σάλευτο σώμα: Τό σώμα τού πέτρινη πλάκα. Ζορρό, του θρυλικού Μασκοφό — Σηκώστε τη!, διατάζει, ρου Εκδικητή, πού έ^ει πέ καί σκάβει να βση|θήση κι’ ό σει άπό ψηλά, άπο την κατα πακτή. ίδιος. Είναι τόσο βαρειά, που μέ "Ενα μουγγρητό θρ,άμβου μεγάλη δυσκολία καταφέρ βγαίνει ιάττ’ τό λαρύγγι τού νουν κι/ οι τέ'σσερ.ς να τη μεΔόν Έστέμπαν. Τά μάτια τακ.νησουν καί νά τη βγά του γυαλίζουν διαβολικά, καλουν άπό τή θέσι της. Την >6ώς αντιφεγγίζουν καί τό τρε ,αφήνουν δίπλα. Στο σημείο μάμενο φως τών δαυλών. Περ ιαπ" δπου την ^ξεσήκωσαν, έ νάει τό ποοπούτσι του κάτω χει σχηματισθή ένα μεγάλο άπό τό πεσμένο κορμί καί μέ καί σκοτεινό άνοιγμα. μια βάρβαρη κίνησι τό ανα Πρώτος ό Δον Έστέμπαν ποδογυρίζει. Υψώνει άπό πά καί πάλι αρχίζει νά κατεβαίνω του τον δαυλό. Φωνάζει σ' νη τη στενή σκάλα που ανοί εκείνον ήού κρατάει τόν δεύ γεται από κάτω. ΟΙ άλλοι τον τερο: ? ακολουθούν πάντα. ^ — Φώτισε έδώ, να βουμε Βρίσκονται σ' έναν ολο τό πρόσωπό του καλά, θά εί σκότεινο, πέτρινο διάδρομο, μαστε οί πρώτοι, πού έχουμε που προχωρεί κάτω άπό τη την τιμή!.... γή. Στον τοίχο, όμως, εμ (Κι3 ενώ ό άνθρωπός του ύπρός τους, ό Δον Έστέμπαν π ακ ούε ι, π ροσθέΤε ι ε ίρων ι κάτι ξεκρεμάει. Την άλλη στι κά: γμιή ανάβει ένα δαυλό. Τον δίνει σ' έναν αητό τούς άνθρώ — Εμπρός! ’Άς γίνουν πους του κι* υστέρα ανάβει τ’ αποκαλυπτήρια! Βγάλε δεύτερον, πού τον κρατάει ό του, έσύ, τή μάσκα! ίδιος. Τώρα προχωρούν άνε "Ένας ληστής σκύβει επά τα, μέ όδηιγό τό φως. νω- άπό· τον σωριασμένο άν Ό διάδρομος προχωρεί ο θρωπο, πού είναι στ* άλήθειοο λοένα π:ό βαθειά κάτω άπ5 ό Ζορρό, όπως ξέρουμε. Και τή γή. Πηγαίνει, όμως ολόι ό Ζορρό είναι στ’ αλήθεια χω σια προς τό αρχοντικό του ρίς αισθήσεις καί ανίκανος 'Κάρλο Έστέμπαν. νά ύπερασπισθή τόν εαυτό Σ’ ένα σημεΐο τό φως των του. δαυλών φωτίζει τό τέλος τού Τό χέρι· τού ληστή άρπάδιαδρόμου, βρίσκονται μέσα, ζει την άκρη. τού μαύρου πα σ' ένα παράξενο, πολυγωνικό νιού πού σκεπάζει τό πρόσω δωμάτιο, σκαμμένο στην πέ
τρα. Οι τοίχοι του είναι παν ύψηλοι.
πο τού ύπερασπ ιστού τών άδυνατών...
&
ΰ
Μ
I
^
ί*
Γαλέρας; ό Μέγας 1ΐ Ρ ΙιΝ
πρελάβη ομος
νά' το τραιβήίξηι, τούρχεται. τχΐ'ό: ψο^βερή- κλωτσιά στο στο μάχι — ή φοβερώτερη ίσως πού έδωσε ποτέ άνθρωπος. Ό ληστής σηκώνεται όλόκλη ρος στον αέρα άττσ την κλω τσιά αυτή καί πάει καί σκάει στον άντικρυνο τοίχο! Άπό κεΐ κατρακυλάει στο έδαφος και μένει ακίνητος και χωιρίς αισθήσειςί Δεν έχει προλάβει νά βγάληι ούτε «κί'χ» από τό στόμα του. 01 άλλοι δύο ληστές όμως καί ό Δον Έστέμπαν ξεσπουν σέ άγριες κραυγές τρόμου καί έκχτλήξεως. Στη στιγμή
6
ί
1
ΰ
Ρ
Ρ
&
τραβούν τά πιστόλια ^τους. Όχι, όμως αρκετά γρήγορα γι' αυτούς. Ό Γαλέρας; έχει Κιόλας πηίδήξει εναντίον τους. Γρυλλίζει άγρα, σάν_ κανένα θη ρίο τής ζούγκλας. Ή ηρά κλεια γροΘ.ά του πέφτει στά • μούτρα τού πρώτου καί τον τινάζει επάνω στον δεύτερο; την ώρα που έκεΐνάζ. πυροβο λεί. Ή σφαίρα βρίσκει τον σύν τροφό τουγ πού ουρλιάζει σπαρακτικά, καθώς κατρακυ λάνε μαζί καί οι "δύο στο έ δαφος. Ό τρομερός Γαλέρας, χύ νεται πάλι καταπάνω σ’ αυ τόν ·μέ τό- πιστόλι. Άδαφορεΐ τελείως γιά τον Δον Έστέμπαν που τόχει βά
Τό καρφώνει γερά.,.
;
6
ρ
ρ
6
-—Χόρτασες, άμίγο; —- Σ \, σενόρ!
λει στά πόδια και τρέχει σάν τρελλος προς τήν έξοδο εκεί νου του υπογείου. Για τον Γα λέρα το μόνο πού έχει σημα σία, εΐναι να προστατευσητον αγαπημένο του κύριο. Το φτωχό μυαλό του δεν μ,πορεΐ νά χωρέση πώς 6 Ζορρό, ίσως κ ινδυνεύση, περισσότερο απ' αυτόν πού φεύγει, παρά από κείνους πού μένουν. Μέ μια τελευταία γροθιά, πού πέφτει σάν σφυρί πάνω στο κεφάλι του τρίτου καικούρ γου, ό γίγαντας γίνεται α πόλυτος κύριος τού πεδίου τής μάχης, πού έχει σκοτεινιά σει πολύ. Τον ιένα δαυλό τον έχει πάρει μαζί- του ό Δον Έστέμπαν, ενώ ό δεύτερος τρε
μοσβήνει πεταμένος σέ μια άκρη. Ό Γαλέρας πηγαίνει και τον παίρνει στά χέρια του κι* ύστερα ζυγώνει τον αναίσθητο Ζορρό. Σκύβει από πάνω του. Τόν σκουντάει- μέ τό ε λεύθερο χέρι του και του μι λάει. Δεν ξέρει τί άλλο μπο ρεί νά κάνη για νά τόν συνεφέρη. τάχει τελείως χαμένα. Φέρεται Ιάκριίβώς δπως θά φερ νότον ένα νεογέννητο άρκουΙδάκη μπροστά στη νεκρή μη τέρα του —*· μέ μόνη παρα πάνω πολυτέλεια ότι μιλάέι, ιάντ1! νά γρυλλίζη μονάδα. Τόν χαϊδεύει, τόν τραβάει άπ5 τά χέρια κι* άπ5 τά πό δια., βάζει το αυτί στά χεί-
Αια του, για νά δη άν άνσ> Ραίνει κι" ύστερα κοντοστέκε ται, ξύνει το κεφάλι του καί ξαναρχίζει δοτό την αρχή. — Σενόρ Ζορρό !, μουρ μούριζε άδιάκοπα. Έγώ 'μαι ό Γαλέρας! Ξυπνήστε... Ξυ πνήστε σενόρ.... Μή φοβάστε Τίποτα πια... Δηλαδή θέλω νά πώ.... ιέσεΐς ποτέ δεν φο βάστε τίποτα, ιάλλά μια φο ρά έγώ τούς κανόνισα τούς λεγάμενους! Με δυο κουίβέντες τούς «περιποιήθηΐκα», ό πως λέμε, σενόρ!... Δεν μ5 ά«κούτε; (Μαντόνα μία ! Γιατι δεν σαλεύει καθόλου; Τάχα ινά είναι πεθαμένος ή να μην εΐνα. ζωντανός; Ό,τι από τά όόο και νά συμβαίνηι... δηλα δή... Όχι! Σενόρ, μιλήστε μου! Μ5 ιάκουτε; Ό Γοολέρας είμαι... Πέστε κάτι, αλλά ό χι τίποτα κακό! Θά μέ^ στε νοχωρήσετε πολύ άν μου πήτε πώς είστε πεθαμένος! Θά γίνω πιο δυστυχισμένος ίάπό απαρηγόρητος, σενόρ!... Κου νήστε μου τουλάχιστον τ" αύ τί σας, άν δεν γίνεται νά κου βεντιάσετε! Τήιν ώρα όμως που ό Γά λε οας φλυαρεί έτσι άσκόίπως 'έπάνω από το ακίνητο σώμα τού αναίσθητου Ζορρό, ό Δον ΊΕστέμπαν έχει φτάσει στο· τέλος τοιυ διαδρόίμου κιΓ έ χε: 6γή άπό\ το άνοιγμα τής καταπακτής, στη μικρή παράγικα.. "Αρχίζει νά τρέχη προς τα αρχοντικό του, γ:ά νά συναντήση, τούς, ανθρώπους του. Τούς βρίσκει αναστατω μένους, νά ψάχνουν όλοι μα ζί για τον Γαλέρα. "Έχουν
όμως στα χέρια τους αιχμά λωτη, τή σενορίτα Περέΐρα* Τά μάτια του παλιανθρώ που φωτίζονται από άγρια χαρά μόλις τή βλέπει. — Μην ψάχνετε γιά τον άλλον!, φωνάζει. Είναι κάτω μαζί μέ τόν .κύριό του πού εί ται αναίσθητος. Ελάτε μαζί μου δέκα άπο σάς, νά τούς ..σκοτώσουμε! (Καί γυρίζοντας στην αΐχιμάλωτη νέα, προσθέτει: — Μικρή μου λυπούμαι πού ήρθαν έτσι τά πράγμα τα ! "Εγώ φρόντιζα νά κανο νίσω τό ζήτημα μέ τέτοιον τρόπο, πού νά μήν πάψετε ποτέ νά μου έχετε έκτίμησι. Δεν φταίω όμως έγώ, αλλά ε κείνος ό εκτός νόμου ληστής, ο Ζαρρόι! — Τολμάτε ^ νά λέτε «ε κτός νόμου» έκεΐναν, σεΐς πού κάνατε κάϊ κάνετε συνεχώς, τόσα τερατώδη, εγκλήματα; φωνάζει κατακόκκινη ίάπό ορ γή ή πανέμορφη νέα. Ό Δον Έστεμπάν όμως χα μογελάει κΓ αποκρίνεται βία στικά: — Θά τά κουβεντιάσουμε μ ά άλλη ώρα αυτά, σενορί τα, πού νά ύπάρχη ό κακός! (Πρώτα - πρώτα, όμως πρέ πει νά λείίψη από τή μέση ε κείνος καί τρέχω νά φροντί σω γΓ αυτό! Καί τρέχει αλήθεια επί κε φαλής τών δέκα φονιάδων πού ξεχώρισαν γιά νά τόν άκ ολουθήαουν, ψωνάζοντ ας: — Προσέξτε μή σάς ξεφύγη, γιαπί αλλοίμονο σας!
Δέν άργεΐ νά
ξαναφτάση
0
ΜΙΚΡΟΙ
στην απόμερη παράγκα, .μα ζί μέ τούς άνθρώπους_του. — Άναψτε δλοι δαυλούς! διατάζει. Αλλά την ώρα πού ή δια ταγή του εχει έκτελεστή και είναι έτοιμοι να άρ χάσουν νά κατεβαίνουν Ιάπό την κατα πακτή, ένας κσβαλλάρης έρ χεται -μέ γοργό καλπασμό και πηδάει- έ:ξω από την πα■ράγκα. — Δον Έστεμπάν!, φω νάζει. Άπ’ την κοιλάδα έρ χονται σι χωροφύλακες! Τά πα.15 ά τού Σάμμυ Μπίκφορντ πρέπει νά του δίινουν και γρήγορα! Ποΐν προλάβη ν’ άπαντήση, ό Έστεμπάν, οΐ αγριάν θρωπο: που είναι μαζί του, υέ τούς δαυλούς στα χέρια, ξεσπούν σέ φωνές τρόμου καί -φοβερές 'βλαστήμιες. Πατεΐς με πατώ σε όρμουν προς την πόρτα τής παράγκας γ'ά νά -φύγουν. Τά μάτ.α του Έστεμπάν άστρσίφτουν από μανία. Κα ταλαβαίνει· όυως πώς δέν μπορεΐ και ούτε τόν συμφέοε> νά τους κράτηση, γιατί αλλοίμονο του, άν μαθευθη πώς συνεργάζεται μ5 εκείνους τους βασανιστές. Τρέχε· όμως κ-ι’ άοπάζει τοεΐς απ’ αυτούς και τους τραβάει απ’ τά χέρια. — Μια στ-Υμή τουλάχι στον, νά κλείσουμε την κατα π ακτή !, τούς λέει. Καί ο-ί ληστές τού κάνουν τή χάρ'.. Πιάνουν όλοι μαζί την πελώρια πέτρα καί κλεί νουν τό άνοιγμα, φυλακίζον
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
9
τας τόν Ζορρό μέ τόν Γαλέρα καί τούς τρεΐς. συντρό φους των μαζί1. Αίγες στιγμές αργότερα φεύγουν όλοι μαζί άπ’ τό άγρόκτημα, άπ’ την άντίθετη χοτεύθυνσι από εκείνη που -έρχοντάι οι χωροφύλακες. Τελευταίος μένει· ό Δον ιΚάρλο Έστεμπάν. Λέει· στον έπιστάτη του, που δέν πρό-, κειται νά φυγή από τό. ά-ρχ-οντ ■ κό: —Τζουλιάνο νά πής στους χωροφύλακες ότι- ό Ζορρό εί ναι στό υπόγειο, γιατί μόνοι τους, τόσο έξυπνοι που -είναι μπορεΐ νά μην τόν βρούν ποτέ! — Σί. σενόρ.... — Κι* άκόμα θά πής πώς πυροβόλησα τόν Μπίκφοοντ καί τούς άνθ'-ρώπους του καί γ ’ αυτό εκείνοι μέ πήραν αί νμάλωτο μαΐζί τους. "Έτσι, άσα κ·’ άν τούς πή ό Ζορρό, όταν θά τόν συλλάιβουν, δέν θά τόν π ι-στέψη κανένας. Κα τάλαβες; Κι’ ό Δον Έστεμπάν πη δάει· ' στο άλογό του καί ρί χνεται. πίσω από τόν ουλαμότων ληστών του Μπίκφορντ, που έχ-ε: ήδη άπομακρ-υνθή. άρχετά-
Μια μικρή προσπάθεια
Π
ΡΈΠΕΙ άυως νά δού με πώς ό Γαλ'έοας βρέθηκε στό ύπόΙγε'Ο του άοχοντικσΰ, τή στιγμή που ό Έστεμπάν καί οι φονιάδες του έπρόκει-
10
ο
ΜΙΚΡΟΙ
το ν* άποκαλύψοσν τό πρόσω πό του. "Ας τόν παρακολου θήσουμε λοιπόν άττ5 την ώρα πού φεύγει τρέχοντας μέ την ιΚάρμεν στην αγκαλιά του,. ε νώ πίσω τους βγαίνουν απ' τό ■ ϊδ.ο βίοοίμάτσ 6 Ζο-ρρό και 6 Δον Κάρλο Έστεμπάν, με τά σπαθιά στα χέρια. Ό Γαλέρας ύπ ακούοντας στον κοριό του, νά κάνη γρήγοίρα, ούτε γυρίζει νά κυττάξπ πίσω του. Περνάει με με γάλες δρασκελιές την απέ ραντη σάλα καί βγαίνει άπό μά πόρτα σ' έναν προθάλα μο. Ή Κάρμεν όμως που α γωνία γ.ά τον Ζορρό, ξέρον τας πώς πρόκειται νά μονο ύ αχήίση, έχει στραμμένα τά όμορφα μάτια της προς τό μέρος τθυ. Έτσι, την τελευ
1
Ο
Ρ
Ρ
ο
ταία στιγμή πριν περάσουν την πόρτα, τό βλέμμα της παίρνει τον άνθρωπο τού Έ στεμπάν πίσω απ' τήιν άντικρυνή πανοπλία, νά κατεβάζη κάπο.ον μο'χλό'. Βλέπει γιά ένα χ.λ.οστό· τού όευτερολέπτου και τον Μασκοφόρο Έκ δυκητή νά «βουλ'άζη» στο πά τωμα*. — Σταθήτε, σενόρ!, μου ο μαυρίζει 'βιαστ κά στον μασκοφΟ'ρεμένο Γαιλέρα. Κάτι έκαναν στον σενόρ Ζορρό! Τον είδα νά πέφτηι! Ό Γαλέρας, φυσικά, κρατάε φρένο. ^ Τά μάτια του γουρλώνουν πίσω άπό τό μαύ ■ρ·ο πανί. πού σκεπάζει τό πρόσωπό· του. Αφήνει την •Κσ-ρμεν κάτω καί στρέφει στην πόρτα. Μέ την πρώτη
*Ένα έλαφρό σφύριγμα άκούγεται στον άέρσ.
6
ΜΙ
ΚΡΟΪ
2
Ο
Ρ
Ρ
6
11
Δεν μπορεί νά κρατηθή και πέφτει στην αγκαλιά του.
μ ατά βλέπε: τον Έστεμπάν νά γελά'ηι θρισμ.βευτ >κά πάνω από- μ.ά καταπακτή πού κλεί νε: εκείνη τη στιγμή. Κάνει νά ρ.χτή εναντίαν του.' Ή Κάρμενι -ιμόΐλ ς π ρ έλα βα ίνει νά τόν συγκράτηση. Δεν πρέπει νά μάς δουν, άν θέλουμε νά σώσουμε τον σενόρ Ζορρό!, μουρμούριζε .. Και καθώς στο μεταξύ, α χούν τον δ· άλογο τού οικοδε σπότη, μέ τόν Ρενάτο, προσ θέτει : — Έχουν έρθει κύ άλλοι πολλοί., μέ όπλα! Δεν άκ θύ σατε; Ό Γαλέρας άρπαζε; ένα σκο νί πού κρέμεται από τόν τοίχο, πριν ή νέα προλάβη νά τόν έμποδίση. Το σχοινί
ξεκολλάει από τό ταβάνι καί μένει στο χέρι του, αλλά ή ■Κάιρμεν ξέρει πώς είναι τό κουδούνι πού προσκαλει τούς υπηρέτες. Βοηθάει λοιπόν το, 1 αλέρα νά κατέΐβη, · όσο -απο ρεί γρηγορώτερα. Αμέσως ύστερα άκούει βήματα. Παίρ νε. το σχοινί καί φεύγει τρέ χοντας απ’ την καταπακτή.. Οι άνθρωπο.-: ·. τού Μπίκφορντ όμως τή βλέπουν την τελευτ α ια στ; γ μή, την ώρα πού χάνεται πίσω άπο την πόρ τα· Την κυνηγούν. Μετά από λίγο την κυκλώνουν σ’ ένα δω μάτ.σ -καί την αιχμαλωτίζουν. -Μάς είναι όμως ήδη, γνω στά τά εκπληκτικά κατορθώ ματα τού 'Γαλέρα, στο· βάθος τής καταπακτής. Δεν μάς μέ
Μ νει λ οπτόν άλλο, παρά νά μά όωμε ότι ό σενόρ ζ.ορρο όέν άργεΐ κάθαλου νά συνελόη. &ά ήταν μάλιστα άδικια, αν όέν λέγ-,μο πως οι σκουντιές και ^τα τραβήγματα του πι στού γίγαντα υπηρέτη του, έχουν βοηθήσει πολύ σ' αύτο. — Τι γίνεται, ϋ αλερα; ρω ^άει κατάπληκτος, βλέπον τας τον εμπρός του μ' έναν ααυλό στο χερ.. >Πού βρισκό μαστε; 1 " ενν' αύτο τό (ήκατάάι'; -— νΚοολό σκοτάδι, σενόρ!, ιάπακρίνεται ό Γαλέρας. Ντό πιο! Μ' άλλους λόγους όχι του «άλλου κόσμου», άλλα του δικού .μας! Εΐσαστε ζων τανός, σενάρ Ζορρό! — Διάβολε ! Αυτό τό ξέ ρω! _ — Μπράβο σας, σενόρ!, Έσεΐς άλα τα ξέρετε! Έγω όμως... δεν τόξερα τόση ώρα και1.·, θέλω νά πω.,Έπως σάς έβλεπα τέζα δηλαδή... είπα, νά πούμε, σπ... Λέ σαλεύατε μήτε το δαχτυλάκι σας καί λό ι παν φαντάστηκα... —- Τώρα θυμήθηκα!, τον διακόπτει ό Ζορρό. Έπεσα ιάπό εκεΐ πάνω! Κάποιος θ' ανοιίξε την καταπακτή! Πού είναι ή σενορίτα Κάρμεν, άμί'Υ°; 3 — Έπανω, σενόρ. Μ-ού άνολ^ τήιν καταπακτή νά κατέ δω, αλλά αυτή έμεινε άπά νω·... — Καί τώρα έμεΐς πώς θά ξανανέβουμε; — Ιδέα δεν έχω σενόρ Ζορρό!, απαντάει σταράτα 6 Γαλέρας. Θάλεγα νά ρωτά
γαμε τον Δον Έστεμπάν νά μάς πή, αλλά εκείνος... εν νοώ πως έφυγε τρέχοντος π,ρός τα έκει κσι... Καί καοώς ό 1 αλέρας άπλωνει τον δαυλό· καί οείχνει τον σκοτεινό, υπόγειο ίδιάορο μ ο, ο Ζορρό για πρώτη φο ρά βλέπει τούς τρεις πεσμέ νους ληστές και καταλαβαί νει· πως ο θεώρατος φίλος του, για μ.ά ακόμα τού εχει σώσε: τή ζωή. — Γαλέρα, τού λέε, μ' εύ γνωμοσύνη, είσαι σπουδαίος I ίο ί πες πως ό παλιάνθρωπος αυτός, έφυγε, άπό έκεΐ πέρα; Αυτό θα πή πώς ό ό.άόρομ·ος οδηγεί στον έπάνω κό σμο! Γ ρήγορα λοιπόν πάμε κι' εμείς, πριν προλάβη κι' αρπάζει πάλι τή σενορίτα * Κάρμεν! Καί παίρνοντας τον δαυλό άπό τά χέρια τού γίγαντα, μαζεύει τό σπαθί, του πού εί ναι· πεσμένο δίπλα κι' άρχίζει νά τρέχη. Φυσικά ό γιγαν τας τόν ακολουθεί. Φτάνουν στο τέρμα τού διαδρόμου. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής άνέβαίνει τή στενή σκάλα καί σταματάει. Πάνω άπό· τό κεφάλι του τού κλείνει τόν δρόμο έκείνη ή πελώρια πέ τρα. Βάζει όλη του τή δύναμι· προσπαθώντας νά τήν κου νήση μέ τούς ώμους του, αλ λά -μόλις πού καταφέρνει νά τή σαλέψη λίγο. — Γαλέρα, μουρμουρίζει ανήσυχος, μπορείς νά μέ 6οήθήίσης νά κουνήσουμε αυτή τήν πέτρα, άμίγο; — Θά προσπαθήσω τουλά
Ο
ΜΙΚΡΟΪ
Χ'σνον, σενόρ!, λέει μέ με τριοφροσύνη 6 γί!γαντας και ύψώνόντας το ένα χέρι· του, ττάνει τη βεώρατη πέτρα και την πετάει. δίπλα! Ό Μασκοφόρος Εκδικητής υ.ένει για μιά στιγμή άναυ δος και ξεροκαταπίνει. "Υ στερα όμως πετιέται έξω α πό· τό άνοιγμα και τρέχει π οός τα άρ’χοντικό του Δον ’Εστεμπάν, κάνοντας νόημα στον Γαλέρα νά τον άκολουβιρση·.
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
13
γά νά μήν τούς άντιλη φύουν οι έ'χθροί, που πιστεύει πώς υπάρχουν στο σπίτι. "Οσο πηγαίνουν όμως, δισπ ιστώνε ν πώς δεν υπάρχει κανείς. Ε ρημιά παντού καί άπόλυτη σιωπή. Μπαίνει ατό1 αρχοντικό. Γυρίζει όλα τά δωυάτια του κάτω πατώματος, υέ τό· σπα θί στο χέρι _καί τον Γαλέρα γ;ά... σκιά, -αναίβγαίνε1 έξω·. X σπάζε ■ τ’ αποτυπώματα των ποδιών των ληστών του Μπίκφορντ. Απορία ζωγρα φίζεται στα λαμπερά του ματια. — Γιατί νά φύνουν; ρω τάει τον εαυτό του. 9 Ηταν τό!~ σο; πολλοί1!... Δεν μπορεί νά μάς. φοίβήθηκαν... — Μπορεί, αέναο Ζορρό·!, -τον βεβαώνει ό Γαλέρας που
μ* έχουνε ξαναφοβηθή κΓ άλ λοτε. —’Ίσως έχεις, δί!κιο, άμί1γο... Δεν αποκλείεται! όμως; νά μήν έχουν φύγει καί νάχουν κρύψει τη σενορίτα μέ σα στο σπίτι... Πάμε στο ε πάνω πάτωμα καί πρόσεχε.. — Σί·, σενόρ... 5Ανεβαίνουν καί ψάχνουν πάλι καί την τελευταία γω νιά, μά καί τούτη τή φορά, χωιρίς άποτέλεσ μ α. — ’Άς ανέβουμε καί στη σκεπή! Θά ψάξουμε παντού, ποίν φύγουμε!, λέει ό Ζοορό μέ σφ’γμένα δόντια. Ποέπεί1 νά εΐμσ: βέβαιος πώς ττιν ένο·’ ν πάοει ααζί τους, για νά τους κυνηγήσω... Του Γαλέρα, χαρά του εΐνσ· νά υπάκουη τις διαταγές τού κυρίου του* έστω κι ’ αν δεν κσταλαβσίνη τό παραμι κρό. Έτσι καί τώοα, σέ λίγα δευτερόλεπτα, βρίσκεται πά νω στη στέγη του αρχοντι κού, νά πεοπσ^άη πλάϊ στον Μ~·σκοφόρο Εκδικητή. Περ νούν τη μεγάλη καμινάδα τού τΥοκόΟ. Φτάνουν στην άκρη; στέγης του αρχοντικού. "Ενα μέτρο κάτω απ’ τά πόΙδ·α τους είναι ή σκεπή ενός ιάπό τά βοηθητικά οικήματα τού άνοοκτήματος. Ό Μασκοφόρος Τιμωοός ■μ* ένα πήδημα βρίσκεται έκεΐ καί τρέχει άθόοΟβα προς ένα γετονκό παράπηγμα. Ό Γαλέρας, χωρίς νά διστάσηι. πόδάει κι’ εκείνος, σάν τον κύο’ό του. Μέ μόνη τη δ'αΦοοά ότι, έκεΐ που πσ-
άκρύ&ι τά λργια τρμ, Έμένο:
τοΟν τά ττο§ιςχ του, <&γ®ιγψϊ®\
Τραγιθ.κή περιπέτεια!
φ ΥΣ Ι,ΚΑ στην άοχή παίρνει όλες τις προφυλάξεις
14
Ο
ΜΙ
Κ
Ρ
μ.ιά θεόρατη τρύπα επάνω στη σκεπή, πού ό γίγαντας την περνάει σόον βόμβα καί καρφώνεται· μέ το> κεφάλι στο ΙέσωτερικΌ ταυ οικήματος! "ίΕνας τρομακτικός θόρυ βος άπο σανίδες που σπάνε, τον συνοδεύει. Κατόπιν, τρο μαγμένα βελάσματα καί πο δοβολητό, καθώς καί φτερο κοπήματα από κότες, ανακα τεμένα μέ τις στριγγές, ύστερκές κραυγές τους. ★
★
★
Ό Γαλέρας έχει πέσει α ληθινά μέ τό> κεφάλι καί μά λιστα άπό άρκετά μέτρα ψη λά. Δεν έχει πάθε: τίποτα σοβαρό όμιως, γιατί έχει καρΦωΒή μέσα σ’ένα παχύ στρώ μα άπό άχυρα. Πάντως τό τοάνταγμα ήταν φοβερό1 κ/ έτσι ό γίγαντας έχει χάσει για λίγο τις αισθήσεις του. > _ . \ π» >; γ / ζσφν.κα όμως, ενω μενει α κίνητος μέ τό κεφάλι μέσα στ5 άχυρα κάί1 τις ποδάρες του ψηλά στον αέρα, άκούγεται «ένα χασκόγελο. Είναι δι κό του! 5 Αναταράζ ετα:. ~απλ ώνε ι ανάσκελα καί γελάει δυνατό τερα. Στο τέλος ξεκαρδίζε ται κι’ ιάρχίΐζει νά σπαρταοάη επάνω στ5 άχυρα. — ιΜό μέ γαργαλάτε, νά χαρήτε, παιδιά!, μουγκρίζει καμπ αστά κ ι5 . άνά μ εσα στα γασκόγελά του. ’Ώ! 9Ώχ !... Χά, χά, χά! Κάθησε φρόνιμα ντε!... ϊΜή, καλέ! ... Χί χί χί! Ουου’ου! Θά πλαντάξοσ! Μαντόνα μία ΙιΓΊόός γαργαλ.ιέμαι! Τί δαί μονας είναι καί
τςφτος;
Ο
2
1
ύ
Ρ
Ρ
ο
Βάζει τή χερούκλα του κά τω απ' τή μέση του —-γιατί έκεΐ πέρα γαργαλιέται— καί πιάνει κάτι που κουνιέται. Τό αρπάζει καί τό· σηκώνει ψη λά στον αέρα. Ανακάθεται καί τό κυττάζει μέ γσυρλωμένες τις ματάρες του. Τό «κάτι» αυτό, είναι ένα χαρι τωμένο, νεογέννητο τραγί, πού σπαρταράει μες στη χε ρούκλα του1 γίγαντα. 5Απ’ τή σαστισμάρα του, δέν προσέχει ότι. βρίσκεται μπροστά, στην ανοιχτή πόρ τα του παχνιού. Ούτε πώς έ νας άνθρωπος ξεπροβάλλει πίσω άπό τή γωνία τού γει τονικού παραπήγματος. Ού τε πώς ό άνθρωπος αυτός κρατάει στό> χέρι, του ένα πι στόλι καί τον σημαδεύει. Ού τε πώς είναι έτοιμος νά πα τητή τή σκανδάλη, "Αλλά αφού δέν βλέπει δλ’ αυτά, δέν βλέπει και τον Ζορρό που εμφανίζεται ξαφνικά στη σκεπή τού παραπήγμα τος, ακριβώς επάνω άπό ε κείνον τον άνθρωπο. Δέν τον άντ'λαμιβάνετα ι που τινάζει τό θρυλικό του μαστίγ'ο. Α κούε· όμως τή στργγλ'ά έκ~ πλήξεως καί πόνου πού1 *ξεφεύγε' άπό τά χείλη τού φο νιά καί γυρίζοντας τό- κεφάλ-, προλαβαίνει νά δη τό πιστό λι πού . ΦτεροΟγίζει στον άέ~α, καθώς τό μαστίγο τού Ζορρό· έχει τυλ'χτή στην πα λάμη τού κακούργου κ.ι9' έχει τραβηχτή απότομα, μέ άκα^ τ ανίκητη δόνα μ ι, Ό Γαλέρας κυττάζει μια τρν Ζορρό, άλλη μια τον σνιμ-
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
1
υιοοίτη μέ το πιστόλι -και μια τρίτη τό τραγί πού κρατάει ακόμα άΐπ’ τ* αυτιά. Μουρ μουρίζει με θαυμασμό: — Παρά λίγο να είχαμε «τραγί -'κητ περιπέτεια».
ΠερικυκΑωμένοι ιΜΑΣίΚΟΦΟιΡΟΣ Τιμωρός έξακολούθεΐ να τραβάη, μέ δόνα μι τό μαστίγιό του, ώσπου σηικώνε· στον άέοα τον δολοφόνο Τζουλιάνο, από τον καρπό του χεριού του. Τον φέρνει κοντά του και τότε, μ.5 ένα χτύπημα της λαβής του πιστολιού του στο κεφάλι, τον στέλνει στη χώ ρα των ονείρων. ; Πηδάει από τή στέγη, άτάνοντας και τον αναίσθητο ΤΖουλιάνο να κυλίση κάτω. Χώνεται μέσα στον σταύλο, την ώρα πού ό Γαλέρας έρ χεται κοντά του. — Τίι... τί χάσατε, σενόρ Ζοοοό; ρωτάει σαστισμένος, ο γίγαντας, βλέποντας τον χ-όοό του νά κυΤτάζη μ5 έκπληΙΕ· στο εσωτερικό του στ ούλου. 10 Μα σκοΦορος Έκ61 κηΓ τής χαμογελάει. — Τ5 άλογο του Δσν Έστεμπάν, άυ.ίίγο!, άποκοίνετα\ Δεν είν’ έδώ κι5 αυτό: θά π ή δτ· ό Φ ίλ ος ·μάς τήν έσκα σε, τήν ώρα πού βρισκόμα στε έκεΐ κάτω!... Πήρε μαζί του τή σενορίτα Κάρμεν ·κ·* έφυγε!... /Όπου καί νά πάη όμως, δεν 0ά μου ξεφύγη!..,
— Καί βέβρια!, μουγκρί
1
Ο
Ρ
Ρ
ο
15
ζει θριαμβευτικά ό Παλέοας. "Οπου καί νά πήγε, κάπου βάναι, έτσι 6εν εΐναι> σενόρ; θέλω νά πώ δηλαδή, πώς έΊΐεΐς εϊιιαστε έδώ κι εκείνος 6έν είν’ έδώ! ’Άραγες εΐν’ έ κεΐ!... Άν όμως ήταν έδώ... Όχι. λΑλλο θέλω νά πώ: ’Άν είμαστε εμείς έκεΐ... "Ο ταν θά τον βρούμε δηλαδή, σενόρ, θά πόση πισταλίδι, πού θά γαλάση τό... Δεν προλαβαίνει νά τελεί ώση τά λόγια του κι* ένα σωττο πανδαι μόνιο .από πυροβο λ 'σμούς άναστατώνε' τήν η συχία τής νύχτας. Βροχή οΐ σφαίρες πέφτουν ολόγυρά τους. Ό τοίχος τού σταύλου γεμίζει τσάπες. — Μαζί οου, άυίγο!, ούρλ'άζε: γεμάτος ανησυχία ό Μασκοφάοος 'Έίκδικη πής καί πηδάει σάν.αίλουρος πίσω α πό τή γωνία του παραπή γματος, — Μαζί σας, σενόρ!, βρυ'τχτα1 κι* 6 'Γαλέοας. Κι* όπως κρύβεται κι5 ε κείνος πίσω από τή γωνία, τραβάει στή στιγμή τό πι στόλι του κι5 ετοιμάζεται ν’ Λ-.ν·ση τόν πόλεμο. Ό Ζοο οό δμωο τού αρπάζει τό ήοάκλε-ιο γόοι καί τον σταματάε'. ^— ΕΤνα· χωροφύλακες, άυ'γο!, του λέει αυστηρά. Θυμάσσ .τί σου έχω πή... —θυμάυαι, σενόρ!, κάνει ό! γίγαντας χαμηλώνοντας τά υάτια. Πώς δεν θά σκοτώνου με ποτέ τους χωροφυλάκους, '^ττω οο'όυα κι* όταν .. ΔηλαΛ κ·5 όταν αυτοί μάς πυρο-
βολοΟν, Ιμείς §§ν.,. σενόρ,,.
I#
Ο
Μ
\
Κ
Ψ>
ϋ
2
2
0
Ρ
Ρ
©
Στο τέλος ξεθαρρεύουν πού — Μπράβο, Γ'οολερα! Π ρόό Ζορρο κι’ ό σύντροφός του σεξε λοιπόν μήι χτυπτήσης κα6έν.... «-πετυχαίνουν» κανόναν νέναν. Θά πυροβολούμε μόνο καί έξορμούν όλοι μαζί1. Βρί έπάνω άπό τά κεφάλια τους, σκονται έτσι άχυρωμέναι πί γιά νά τούς κρατήσουμε σέ σω άπό τις παράγκες τών απόστασ· ώσπου νά χωθούσταύλων, πού είναι πολύ κον με στο σπί'τι... * ★ ·* τά μέ τό> άρχοντικό. Πραγματικά, σί χωρα-' Ό ύπολοχαγός βγάζει τό κεφάλι του άπ’ τή γωνία καί φύλακες άκοΰν τις σφαίρες φωνάζει: τών 66ο μασκ εφόρων νά σφυ — Σενόρ Ζορρο, παραδόρίζουν επάνω άπό τά κεφάλια σου! Δεν έχεις καμμιά ελπί τους και στη στιγμή ξεπεζεύ δα νά ξεφυγης! ΕΤσαστε κυ συν άπό τ’ άλογά τους. Ταμκλωμένοι άπό παντού1! πουρώνοντα: πίσω άπό τό μ·"Απ' τό παράθυρο του αρ •κρό παοάπηιγμα πού «βρίσκε χοντικού έρχεται ή άπάντρ ται στην άκρη του' άγροκτήα, ς μέ την ειρωνική φωνή τού υατος κι" αρχίζουν νά πυρο Μασκοφόρου Τιμωρού: βολούν μανιασμένα. — Ό πρώτος πού θά τολΤό Φεγγάρι εΐνα: απόψε ο μήιση νά πλησιάση τό κατώ λοστρόγγυλο καί ή νύντα φω>φλι τού σπιτιού, θά πέση νε τε'νή, σχεδόν σάν μέρα. Ό κρός! Καλά θά κάνης, σενόρ ύπολοχαγός Ντιάζ, πού εί Ντιάζ, νά κυνηγήσης τόν βα ναι έπικεΦσλής τού1 άποσπάσανιστή τόν Σάμμυ Μπίκσυστοο. 5εν τολμά νά δατάφορντ, πού έφυγε απ' τήν πί 5η επίθεση γατί φοβάται σω μερ ά μαζί μέ τον στρατό πώο θάχη μεγάλες άπώλειες. του καί μέ αιχμάλωτο τή σέ ^Έτσι ό Ζοοοο μέ τον νγαντόσωμο σύντροφό του βρί1 να ο ί τα Περέϊρα! Ό (Ντιάζ γελάει σαρκαστι σκουν εύκαιοία νά τ ρέβουν πί κά. σω άπό τά 'π-αραπήγματα Σ’ άθέσουν τά παραμύθια, τών στάβλων. Χώνονται στο σενόρ Ζορρο, λέει. Αφού έαρχοντικό. * Αρχίζουν νά βάλτσ·, θά υ’ άναγκάσης νά μεί λουν άπό τά παοάθυοσ. νω εδώ ώς τό πρωί γιά νά σέ ίΠ^ώτος ό ύπολοχαγός Ντι πιάσω. Δεν έχω σκοπό νά χά άζ έβοομά ΆφηίφώνταΓ τις σω ούτε έναν άντρα γιά σέ σφαΐρ-ς τών πολιορκπυένων, να! Ις;·ασγ’ζε: τοέχοντας μέ ζίγκ— "Οπως νομίζεις, κύριε ζάκ ^όν κ^νό χώοο. Φτάνε- πί ύπολσχαγέ! σω άπ’ τόν σταύλο καί ταυΚαί ή συζήτησις τελε.ώνε'. πουρώνετα'. Κουνάει τό νέΌ Ντιάζ διατάζει τούς ρι ατούς άντρεο του, κσλωνάνθοώπους του νά σκορπι πας τους νά τόν μιυηίθούν. στούν γύρω· άπ’ τό άρχοντΈνσς-έναο αρχίζουν νά τρέ κρ τού Δον Έςττψττον καί να χουν κοντά του κι9 έκεΤνρι,
0
ΜίΚΡύ*Σ
π υρο'βολή σ ουν τόν ττ ρώτ ο πού θά προσπαθήστε νά ξεμυτίση.
Τό πάθημα του Ντιάζ _ ΥτΥζ - _______ _ ι Ο μεταξύ δ μ ως καί ό Μασκοφόρος Έκδ.κητής έ χε; δώσε, τις διαταγές του στόν Γαλέρα. Ό γ,γαντόσω-, μας υπηρέτης του έχε, ^άνοι ξε; την καταπακτή που κα τεβάζει στο υπόγεια κι·3 έχε: δέσει καί τό σχοινί, όπως είχε κάνει καί την πρώτη ψα ρά. Ό Ζορρό έρχετα. κοντά του. — Έτο.μα αλα; ρωτάε: 6 αστ.'κά. — Σί, σενόρ! — Εμπρός ,λο πόν! ’Άς ελπίσουμε μονάχα, νά εινα ΐάκόίμα αναίσθητο, εκείνο: πού «π ερ; ποιήθηκες», άμίγο, γ ά νά μην έχουμε κι3 άλλες περ πείτε:ες εκεί κάτω! Κ,/ ά ρπ όζοντας π ρώτ ος τό σχοινί γλυστράει στο 6άΙθος τής σκοτε νής καταπα κτής. Ό Γαλέρας τον άκολουθεΐ ά μέσους, μουρ μουρ ίίζον τ α ς μέσ3 άπ’ τά δόντια του: — ΓΥ αυτό σκάτε, σενόρ; Καί δεν τούς... ξαναπεριποιέμαι δηλαδή έγώ, άν χρεισστή νά... Δηλαδή... Εννοώ δτι καί νά μη... Φτάσαμε, σενόρ Ζορ ■ρά! Τί τό θέλατε τό μαύρο κοστούμι εδώ μέσα πούρθαμε; Λεν σάς βλέπω καθόλου! -— Οντ3 έγώ σέ βλέπω, ά
1
ΟΡΡΟ
Μ
μίγο. ΓΥ αυτό μή μ.λάς, ώ στε ν3 άκούς τά βήματά μου καί νάρχεσα, από πίσω μου, νά μή, χαθούμε. Κατάλαβες; — -"Οχ., σ ενόρ! Δ ηλ αίδή... — "Ελα δω!, του λέει ό Μασκιοφορσς Έκ!ο; κητής ανυ πόμονα. Κι3 αρπάζοντας τον από τόχχέρ., άρχιζε; νά τΡ'έχη μες στο σκοταιδ.. Δεν δυσκολεύε ται νά βρή τόν μοναδ,'Κο δι άδρομο πού οδηγεί οπήν ξύλ νη παράγκα, οτήν άκρη του ιάγροκτήματος. Τούτη τη φο ρά ή έξροος είναι ανοιχτή καί ο Ζορρό πηδάει έξω· από την καταπακτή, χωρίς κανένα έμπόδ.ο. ^ Βγαίνουν στην πόρτα τής παράγκας. Δεν εΐνσ' ούτε δέ,κα λεπτά τής ώρας πού σί χωροφύλακες τού Ντιάζ τούς πυροβολούσαν άκριιβώς άπό αυτό εδώ τό μέρος. ΈΙδώ πέ ρα, σ3 έναν μεγάλο πάσσαλο, είναι δεμένα καί τ3 άλογά τους. — Τά δικά μας τ3 άλογα όμως, είναι πίσω άπ3 τόν μ αν τράτο χο τού σπιτιού κι3 έκεΐ πέρα είναι οι χωροφύλακες!, μουρμουρίζει ανήσυχος ό Ζορ ρό. — Καί γ.3 αυτό στενοχωρ έστε, > ρενάρ; Καί '-δέν φεύ γουμε μ3 ετούτα, πού έχουνε καί πιο πολλά ποδάρια; Θέ λω νά πώ δηλαδή, σενόρ... Σάν περ.σσάτερα πού είναι... 3Αλλά εσείς θέλετε τ’ άλογάΚ' σας τ3 αράπικο, έ; Τώρα τό κατάλαβα! — Μπράβο σου, ά'μίγο! Λοιπήν, άψού τάχουν αυτοί έ-
Λνν/.ν
;·,·.ν.;.ν·
1 · ·.· 1
®#λά£·':βί ■Λ^λίνΐν,.:..·:;·:, '
^Ηρ^τ·'.·Μ λ ι-χ ·ι·. *^·ΙΒΗΕ>’ δ'
■.ν.ν
ήίί;ί·
ν.
>/Χν
'Ο Γαλέρας εμφανίζεται από μια σκοτεινή γωνιά καί δίνει ενα τρομερά σούτ στο στομάχι τοΰ ληιστή.
κεΐ πεοα. 9ά τούς παρακαλέσουμε να μάς τά φέρουν! Συμφωνείς·; Ό Γαλέρας γουρλώνει τις ματάρες του. - ■ — Σύμφωνοι, σενορ!, ψελ
λίζει άναυδος! Μου· φαίνεται όμως πώς... Διάβολε! Αυτό είναι λίγο... Με συγχωρήτε κιόίλα-ς, σενορ, μά... Πώς εί ναι δύναττάν, θέλω νά πώ, ό ιΝτιάζ καί αί χωροφυλακές
Ι'
$ Ί
του... νά μάς φέρουν μόνοι τους.... Σενορ Ζορρό, δεν α κόυσα σωστά! Μου φάνηκε πώς είπατε νά τούς παρακαλέσουμε, λέει...·
—ΊΒτσι είπα, άμίγο!, τον
'βέβαιώνει · εύθυμα ό Ζορρό. Ανε'οα σ ενα απ αυτα τ α λόγα κ;3 έλ α μ α£ ί μου! Θ ά κ απαλό ίσης : γρήγορα αυτό πού δέν καταλαβαίνεις! Κα τάλαβες;
ί.
20
Ο
ΜΙΚΡΟ
— ιΚαι ναι και όχι, σενόρ!... Δηλαδή..·; —* Ανέβα σ’ ένα άλογο! — Σ\, σενορ! Ό Γαλέρας πηδάει στη ράχι ένας άλόγου, πού παρα πονιέται για την κακή του τύ χη ,μ’ ενα χλιμίντρισμα. Ό Μασκοφόρος Έκδικητης ανεβαίνει σ’ ένα άλλο καί ταυτόχρονα λύνει τά υττόλο.ττα από τον πάσσαλο, μέ γορ γές κινήσεις. Ξαφνικά βγάζει κάτι δυνα τές στριγγλιές σαν τούς κάου-ιμπόύς και ττυροβολεΐ δυο -τρείς φορές στον αέρα. ~Ρ άλογα τρομάζουν καί χύνον ται μέ γοργό καλπασμό· μές στη φεγγαροφώτιστη νύχτα. Ό ύπολοχαγόςή Ντιάζ κι5 άντρες του δεν είχαν δη ώς αυτή τη στιγμή τούς δραπέτες. "Ολοι κυττούσαν προς1 το· μέρος, του σπιτιού. Γυρνούν ξαφν:ασμένο.. Ό νύχτερ,νός αέρας γεμί ζει ιβλαστήμιες κι5 ύστερα πυ ροβολισμούς. Ό Ζορρό κ/ ό Γαλέρας: ό μως απομακρύνονται γρήγο ρα, χαμένοι -μέσα στον σωρό τών αλόγων. —Τούς άθλιους! Πήραν τ' άλογά μ-ας!, ουρλιάζει μανία σμένος ό Ντιάζ. Π ι άστε τους! Σκοτώστε τους! Κυνη γήστε τους!... Καί τρέχει κι* ό ίδιος, σαν τρελλός από το κακό του, πυ ροβολώντας μάταια σέ τέ^ τοια άπάστασι. Δυο άπό τούς άντρες του όμως, πού βρίσκονται πίσω άπό τον μαντρότοιχσ τού αρ
1
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
χοντικού, βλέπουν τό υπέρο χο μαύρο άλογο τού Ζορρό, ττού είναι δεμένο στον κορμό ενός δέντρου, μαζί μέ τό γ,γρντόσωμο άτι του Γαλέρα. Χωρίς σκέψη πηδούν στις σέλ λες τους καί ρίχνονται πίσω άπό τούς φυγάδες. Ευτυχώς γι* αυτούς ή νύ χτα είναι σεληνοψώτιστη, ό πως έχουμε πή.' Τό τσούρμο τών αλόγων ττου τρέχει μπρο στά, δέν είναι καθόλου εύκο λο νά κρυφτή. Τά δύο γοργο πόδαρα άτια ολοένα καί πληι σιάζουν. ΟΒ χωροφύλακες πυ ροβολούν μανιασμένα, σνειρευόμενοι κάπο.α μεγάλη άν'δραγώθία καί μ;ά «σαρβέλλα» στο μανίκι. ^ "Αλλού τ όνειρο κ;> άλλρύ τό θαύμα όμως... * 'Έκ·εΐ πού τρέχουν, πίσω ιάπό ιμ ά συστάδα θάμνων πέφτουν επάνω τους ό Μα σκοφόρος 1 Εκδικητής κ/ ό ήράκλε.ος σύντροφός τού! "Ε χουν τ' άλογα νά τρέχουν μό να τους εμπρός κι* εκείνοι κρύφτηκαν πίσω· άπό τούς πυκνούς θά*μνους, περ.-μένον τας τούς διώκτες τους. ιΚατρακυλάνε καί οί τέσ σερις μαζί στο έδαφος. Οΐ χωροφύλακες παλεύουν απεγνωσμένα/ μέ γουρλωμέ να μάτια καί βλαστημούν καί ουρλιάζουν άγρια, όλ’ αυτά όμως κρατούν μόνο έλάχΐστα δευτερόλεπτα. Μέ μια μονα δική γροθιά ό Γαλέρας καί μέ δυο ό σεναρ Ζορρό, στέλ νουν τούς αντιπάλους των νά κοιμηθούν στά δροσερά φύλ λα..,
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
"Υστερα πηδούν στ* άλογά τους και ρίχνονται σαν ά στροπή στην κοιλάδα, ενώ πίσω τους αντηχούν άκόμα οι άγριοφωνάρες του έξαλλου Ντιάζ. ^ Μετά από καμμιά πεντα κοσαριά μέτρα ακόμα, δεν ύπάοχει πια κανένας λόγος νά , ^οίχουν τόσο γρήγορα κι* ό Ζοορό κοατάει τά χαλινάρια •καϊ γυρίζει. στον άφοο ιωμένο ταυ φίλο. — Πείσθηκες τώρα, Γαλέοα άμίγο, του λέει χαμο γελώντας, πώς οι χωροφύλα κες θά μάς τάφερναν μόνοι· τους τ’ άλογά μας; Ό γίγαντας ανοίγει πολ λές φορές Το στόμα του γιά ν’ άπσντήση. Τή φορά αυτή Ιου ως είναι τόσο σαστισμέ νος, που δεν τά καταφέρνει νά προφέρη ούτ’ ένα «άλφα», από την αρχή ώς τό τέλος.
Τ© μονοπάτι των Κογιοτέρος 0
ΖΟΡΡΟ τον χτυπάει στήν πλάτη γιά νά του δώση κουράγιο. — Άμίγο Γαλέρα, του λέει, ποέπει νά φανούμε κι5 έυεΐς εύγενεΐς. Άφοϋ μάς έ στειλαν τ’ άλογά μας, πρέπερκι* έμεΐς νά τούς στείλου με τά δικά τους! Ή δουλειά δεν είναι καθό λου δύσκολη. Τά ελεύθερα άλογα των χωροφυλάκων, έ χουν κόψει πολύ ιάπό τήν τανύτητά τους. Οί δυο καβαλ-
λάρήδες τά φτάνρμν κ^ί' τά
1
ΟΡΡΟ
21
προσπερνούν. "Υστερα τά τρομάζουν μέ καινούργιες π ι σταλιές κι* άρχίζουν νά τά κυνηγούν προς τό ψιέρος του άγροκτήιματος του Έστέμπαν. — *Αρκετά, Γαλέρα!, φωινάζει στο τέλος ό Μασκοφό ρος Τ ιιυωοός. *Άν προχωρή σουμε περισσότερο, κινδυνευ ουμε νά ξαναρχίσουμε τό πιστολίδι μέ τήν παρέα του Ντιάζ... ^ — Λέτε νά' μάς ρίξουν, σενόρ Ζοορό, ενώ έμεΐς... Θέ λω νά πω δηλαδή πώς αφού τούς πηγαίνουμε τ’ άλογά τ^υς κι* εκείνοι 6έν θάπρεπε νά... Μ* άλλους λόγους έγώ '-ττή θέισι τους ποτέ 6έν θά... Εννοώ πώς ή αχαριστία, σε νόρ·.. — Κατάλαβα πολύ καλά τι εννοείς, Γαλέρα άμίγο!, τόν βεβαιώνει χαυονελώντσς έκ ΐνοο. Κ·* έχεις απόλυτο δίκό ! Αυτός ό σενόρ Ντιάζ βέν είναι καθόλου εντάξει και ποέπει πάντα νά τον προσε χής! ^ — Δεν θάτσν καλύτερα νά τόν «π&οιπο■ ηβώ», σενόρ... Δηλαδή άν ξεμπερδεύαμε μιά καί καλή από... — Γαλέρα, νά μήν ξαναπής ποτέ τέτοιο πράγμα!, τόν κόβει αι’ιστηοά ό Ζοοοό'. Σού έχω έ'ξηγήαε· πολλές ΊΤτοές, πώο δεν ποόκειται νά κάνου υε κακό σέ άνθρωπο του Νόυου! — Σί, σενόρ!, μουομουοΐΓ*·· σάν βοεγμένη, γάτα ό πελώοσς Γαλέρας. Στο λόγο
μομ δμ»ς, δεν η|ερα ττ»ς δ
22
Ο
Μ
ί
Κ
Ρ
0
2
2
0
Ρ
Ψ
0
σεναρ Ντιάζ... Δηλάδιη έλεγα στην άκρη τού νερού, ώστε 6τι δεν ητανε τοΟ Νόμοι;, αλ νά σβύνονται οί πατημασιές λά... θαρρούσα πώς ό πστέτων αλόγων τους... "Έλα, άοας του ήταν ό Δον Ρ οδρί'γο μίιγο! 'Ντιάζ, σενόρ Ζορρό! Ό ιΠαλέρας πού έχει άκού ^ — 'Καλά... Έλα τώρα μα σει τά λόγια του, μέ νοημο ζί μου! σύνη αληθινά καταπληκτική 'Κ ί’ ό Μσσκοφόρος Έκδιγ1" αυτόν, σπρώχνε: τό άλοκηιτής αλλάζει πορεία, κά ' γό του στο νερό κ " αρχίζει νοντας ένα μεγάλο κύκλο πί νά προχωρη σ" αυτό. σΐω άπό' τα αγρόκτημα· του Ό Ζορρό γουρλώνει τά μά Έστεμπάν. Παίρνει έτσι τον τ α του. δρόμο που εΐχαν πάρει φεύ ^ —- Τι κάνεις έκεΐ πέρα, άγοντας και οί ληστές του μ-ίγο; ρωτάει έκπληκτος. Μπίίκφοοντ. ;— Δεν είπατε, σένόρ. άπο Τά έξασκηιμενα μάτια του κ,ρίνεται ό γίγαντας ήρεμα δεν εΐναι καθόλου δύσκολο ν’ πώς όταν πηγαίνουμε άπ" τό άνακσλύψουν τά πρόσφατα νεοό... Δηλαίδη θέλω νά πώ Τννη τής συνοδείαο, έστω κι* γ·ά τις πατημασ'ές των άλό άν εΐνα1 νύχτα. Έδ άλλου το γων μας... Μ’ άλλα λόγια φεγγαρόφωτο τον βοηθάε' σ" στο χώμα θά φσίνοντα', σεαυτό.. ιΓά μ·ά ώρα τουλάχι νόο Ζοοοό καί λ οπόν... στον καλπάζουν προς τά ΝοΌ ΜασκοΦόρος Εκδικη τΌανατολ''κά. Πεονούν έτσι τής τον κυττάζει γεμάτος θαυ υιά άγονη κουλάδα. Τέλος μασυό. βλέπουν μποοστά τους μ'ά — Γαλέρα, δηλώνει, είμαι σε·οά οστό δέντοα. "Ενα βου υποχρεωμένος νά ομολογήσω ητό έρχεται στ5 αυπά τουο.. άτι τό μυαλό, σου έχε: άρχι . ΖΡνώνουν στις όχθες τού σε· νά παίςνηί περισσότερες Ρίο Β έοντε, στροφές από πρώτα! "Οταν φτάνουν όμως έκεΐ, —ΤΑποκλείετα’, σενόιο ! λέ μπροστά στο όομτ>τ'κό ρεύει· τρομαγμένος ό γίγαντας. υα του. τά ίχνη των ληστών 'Καμμ’ά στροφή τ" ορκ:Τ^έξοίΦσν ίζοντα ι·. <μα-' ! 'Μέ'ν^’ άκοίύνητο στη θέ, Ό Μασκ^φόοσο Έίκδ'κησ: του! Ούτε πού σαλεύει! τηο όμως δεν άπελπίζετα'. —Πολύ καλά. Β γές από — Τό ρεύυα είναι πάρα τό νειοό τώρα καί προχωρεί πολύ όρμητ-κό σ’ αυτό το στο χώμα! υ^ο-ος !, μουρμουρίζει σαν νά μ-λάη στον εαυτό του. "Αδύ — Μά, σενόρ... νατον νά τό πέρασαν άπένσν — "Έτσι εΐναι: Θά φσίνσν π νύχτα, μέ τ" άλογα... Ποά τα: τά πατήματα τών αλό γμσ πού σηΐμαίνε· δτ· έχουν γων μας. Κ,5 έγώ αυτό θέλω! προχωρήσει άπ* αυτή την Δέ καταλαβαίνεις γ'ατί; ογ&π, -ΓΓφττοίτφντας όμεαζ —"Οχ, σενόρ! φΟτε τό-
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
σο δά! Τώρα μόλις λέγατε οτι... — 'Γαιλέρα, πες μοι;: Ό ύπολοχαγός Ντιάζ είναι πιο πολύ η πιο λίγο έξυπνος από μένα; — -έρω πώς είναι έξυπνώ τέρας από μένα, σενόρ!, άποκρίνεται μια κι5 έξω· 6 γί γαντας. 5Από σάς... δεν τό π ι σ τεύιω γ:ατ ΐ... σενόρ... — Καλά, άμ'ίγο!, λέει γε λώντας ό Ζορρό. Κι* εγώ δεν τό πιστεύω καί γι' αυτό άφήνουμε ίχνη ! ... 'Γιά νά μην τυ χόν καί δέν καταλάβει μόνος του αυτό1 πού κατάλαβα εγώ —κατάλαβες; — ίΚαί βεβαίως... όχι, σ ε νόρ!, αποκρίνεται θριαμβευ τικά ό Γαλερας καί τα μάτια του αστράφτουν. παρακατω, το ποτάμι στε νεύει· καί σ’ ένα σημείο είναι γεμάτο βράχ.α, τόσο πού νά μπαρη κανείς νά περάση α πέναντι χωρίς; μεγάλον κίν δυνο. Αυτό κάνουν καί οί βυό νυχτερ' νσί καβαλλάοηι δ ε ς. Στην άντ.κ,ρυνή· όχθη βρί σκουν τή συνέχεια από τ' άχνάρ α τής συνοδείας του Μπίκφορντ καί των ανθρώπων του. ^ Μ ά υπέροχη: λάμιψ ς φω τίζει τά μάτια του Ζορρό, καθώς βλέπει προς τά που κ απευθύνονται αυτά τά ίχνη. — Τώρα ξέρω που πηγαίνουν!, μ ο υρ μ ουρ ί ζε ι θρ: α μβε υ τ;κά. Ακολουθούν τό παλ'ό μ ονοπ ά τ ι των Κ σγ' οτέ,ρ-ος ! — Τί πράγμα; κάνει χαζά
Φ ΓοΑέρας, με γσυρλωμένο:,
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
23
ώς συνήθως, τά μάτια. — 01 Κογιστέρος είναι ■μια Κθιάνική πολεμική φιίλή. άποκρίνεται ό Μασκαφόοος Τι μωρός. Είχαν τό άρμη τη ο ι ό τους στους βράχους του Κόκκινου Βουνού. Ακο λουθούσαν αυτό τό μονοπά τι νά νά φτάσουν. Άλλα υπάρχει κΓ ένα άλλο, πολύ π ό επικίνδυνο, αλλά καί πο λύ συντομώτερο. κουφό μονοπάτ1, πού κόβει δ,ρόμο α νάμεσα ατούς νκρεμαύς. Έ λα-χιστο· γνωρίζουν τό μονοπάτ' αυτό... Πιστεύω πώς ό οονάς ό Μπίκίφοοντ δέν θά τό ξέρηΐ! ’Άν τό ακολουθή σουμε. καθόλου απίθανο νά χ σταΦ έ σου με νά οτ άσ ου υ ε πρίν απ' αυτού ο καί νά τούς πεο'υένουμε! Τί γνώμη έ χεις; Ό Γαλέρας γελάει όλόικλη ρος. ■—Πολύ πλάκα θάνη, νόο !, δηλώνει. Αέω νά πάμε νοήνςοα απ' τό κρυφό... Δηλσδή από κείνο πού δέν... Ό Μπίχφοοντ. σενόρ... — 1 Κατάλαβα, τον κόβει ό Ζορρό. ’Άν δμωο. καθώς είνα· καί βοάδ’, νλ■ στοησουυε ■πουθενά καί βο-θούμε στο βάθος τού γκ,ρευού; — ’Ά σενόο! Καθόλου δ^ν ποέπεΓ νά τό κάνουνε αυ τό γατί θά.. Δηλαδή π πλά κα υαο Ώά πάη, γαμέτη τότε! — Εμπρός λοιπόν!...
Τό μπούτι
Τ
ΡΟίΜιΕΡΑ δύσκολος ό δρόμος πού εχει διαλέξει ό
24
Ο
ΜΙΚΡ0Σ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
Μασκσφάίρος Εκδικητής. Χί λιες φορές τ’ άλογά τους κνδυνεύουν να κατ ρακ ύλήσουν ιμέσα σέ φοβερούς γκρεμούς καί χίλιες φορές γλυτώνουν ιάπτό' μια τρίχα. Στο τέλος φτάνουν στο τταλιό λημέρι τών Κογ.οτέρος. "Οπως το εΐττε ό Ζορρσ, οί ληστές δέν έχουν φτάσει α κόμα. ΟΊ δυο σύντροφοι κρύβουν τ’ άλογά τους πίσω από κάτι •βράχια και κρύβονται και οι Τδ.ο'. Δεν περιμένουν πολύ. Σέ μερικά λεπτά άκούγέ τσιμακρυνό ποδοβολητό αλόγων καί ομιλίες. Δεν αρ γεί ά φανή ή συνοδεία των ληστών. Μπροστά πηγαίνουν ό Σάμμυ Μπίκφιορντ μέ την δυορΦ-η αιχμάλωτη και τον Δον Έστεμπάν. Τό παλιό· ίνδ άνικο λημέρι είναι μ;ά αρκετά μεγάλη πλατεία ανάμεσα στα βρά χια κι5 ολόγυρα μικρές καί μεγαλύτερες σπηίλ'ές, πού τις χρησιμοποιούσαν γιά κατοκίες οι βουνήσιοι πολεμι στές. Τό ίδιο φαίνεται, πώς •κάνουν τώρα και οι συμμορί τες τού Σάμμυ Μπίκφορντ, εδώ και αρκετές μέρες, πού έχουν έρθει στην ’Άλτα Καλ.ψόρνισ. -επεζεύσυν όλοι. Δυο άν τρες παίρνουν την Κάρμεν κάι την όδηγούν σέ μια σπη λιά. Την αναγκάζουν νά μπή μέσα -κι* εκείνοι στέκονται άτό έξω, σκοποί. Ό ^Εστεμπάν μέ τον Μπίκ
σπηλιά. Οί άλλοι ληστές σκορπίζονται. έδώ κι9 έκεΐ. Μέσα στις σκοτεινές τρύπες τών βράχων ανάβουν1 τρεμάμενα φωτάκια. Σέ λίγο φτά νει στα ρουθούνια τών δύο κρυμμένων άνόρών, μια δυ νατή τσίκνα άπό κρέας που ψήνεται. Ό πελώρ ιος Γαλέρας ξερό γλείφεται. — Σε... σενόρ Ζορρό'!, μουρμουρίζει. Ψήνουν κρέας! — Το ψήνουν μέσα στις σπηιλ ές τους, για νά μ ή φαί νονται άπό μακρυά οί φωτιές, έξηγεΐ χαμογελώντας ό Ζορ ρό. — 5Όχ ! Δέν ήθελα νά πώ αυτό, σενόρ!, διαμαρτύρεται ο Γαλέρας. Εμένα δέν μέ νιοι άζε; γιατί... Θέλω νά πώ στι ΐέγώ, σενόρ-.. Κι-9 άν δούν δη λαδή κι5 άν δέν τις δουν τις Φωτ ές... Τό κρέας ψήνετ α ι, σενόρ καί δηλαδή... ή μυρουδ ά του... — Δέν σ’ αρέσει; — "Αν μ5 άρεση!, κάνει ό γ ίγ αντα ς άλλο Θωρίζοντ α ς. Τρέχουν τά σάλια μου, σενόρ Ζορρό! Δηλάδη όχι πώς πει νάω αλλά... Νά: Δηλαδή άν μουπεφτε ένα βώ6ι- ολόκληρο,, μπορούσα νά... δηλαδή... Κ α ταλσβατε, σενόρ; — Σί, άμίγο! 3Αφού πει νάς τόσο πολύ, πρέπει νά σού οικονομήσουμε κανένα μπούτι.! — Καί... καί πώς θά γίνη •αυτό, σενόρ Ζοαρά; μουγομοσ ρίζει πανευτυχής ό Γαλέρας. * 0 Μ ασκ σφόρ ο ς Έκδ: κ η-
ρορη μττίν9νν μαζί οί μι«
τής, θρντι ν’ άΐταντήςτη,
το6
6
Μ
I
Κ
Ρ
6
ί
κάνε: νόημα με το χέρι νά τον άκολσυύήοη. Ό I αλέρας οέν χρειάζεται δ εν τ ερη, κουοε ντα. Αρχίζουν να προχωρούν έρπ οντ ας άν ά μ εσ α σ τούς οραχους. Ό Ζορρό κατεϋούνετα. σ5 ένα σημείο πού βλέπει έναν Λευκά καπνά ν' άνεβαινη στον αέρα. Φθάνουν κι' οί δυό τους εκεί πέρα, χωρίς: νά κάνουν τον παραμικρά κρότο. Ακό μα κ.' ό γ,γαντ.ος I αλέρας προχωρεί πιά άθόρυ'βσ κι' α πό γατα. . 'ι Εξακριβώνουν πέος εκείνος ό καπνάς ξεφεύγει άπά μια τρύπα, ποά άρίσκέτα, στην οροφή μιας σπτηλιάς. 'Ο Μασκοψαρο-ς Έκδ.κη τή.ς κρυφοκυττάζει απ' την τρύπα. Βλέπε; δυο άντρες πού ψήνουν ένα μεγάλο μπού τ . Είναι ροδοκοκκινισμένο και βγάζει πραγματικά υπέ ροχη τσίκνα. — Πέος σου φαίνεται, Γαλέρα; ρωτάει ό Ζορρό, κάνον Υας χώρο στον σύντροφό του νά 6ή κι' εκείνος. Ό γίγαντας, καθώς κυττάζει κάτω, πάει ν' απάντη ση, άλλά ένας μεγάλος κόμ πος άπά σάλ.ο στέκεται, στο λαιμά του και δεν μπορεί νά ό/αλη λέξι. — Κατάλαβα! Σ' αρέ σει!, άποφα-ίνεται χαμογε λώντας ό Ζορρό. ^ Πήγαινε λοιπόν άπά κεΐ, πού είναι ή είσοδος της σπηλιάς και π έ ταξε μια πέτρα μπροστά της. Μετά γύρισ' έδώ τρεχοντας στά νύχια... "Εννόη
2
0
Ρ
Ρ
ύ
2§
σες καλά τί θά κάνης; — Ούου!, λέει ό 1 αλέρας καί τρέχε: στη στ.γμή νά έκ τελέση την παραγγελία του κυρίου· του. Ό Ζορρό σ' αυτό το με ταξύ έχε; τραβήξει τό σπαιύ ί του κ:' έχε. σκύψει επάνω ά πά τή τρύπα τής όροφός. Ό Γαλέρας πετάε.· η\ν πέ τρα, μπροστά άκρ'βώς στά έμπα τής σπηλ.άς. Ο'ί δυο κακοποιοί πετιώντα; ξαφν.ασμένοι. καί κυττό ζουν κατά την είσοδο. "Υστε ρα κυττάζοντα; αναμεταξύ τους μέ τά μάτια γουρλωμένα κα μετά πάλι κυττάζουν έξω. Κατόπ.ν 6 ένας φωνάζε.; — Είναι, κανείς εκεί πέ ρα; Δεν παίρνε: άπάντησ'. Π α ρατ ηρεΐ κ ατάπληκ το ς τα / σύντροφό του κι’ εκείνος αυ τόν. Ό πρώτος άνασηκώνει τούς ώμους γεμάτος απορία κ ' απλώνει τό χέρι, νά γυρίαη τό μπούτι στή φωτιά. Αν τί γι' αυτό όμως, πιάνει ένα κ αρβ συν ασ μ-ένο κλ αβΐ καί 'βγάύε: ένα ουρλιαχτά πόνου. Ό σενάρ Ζορρό* το έχε: αρπάξει- μέ τη μύτη τού σπα Ιύ ού του, σκύβοντας επάνω άπά την τρύπα τής οροφής. Τούτη τη στιγμή εκείνος κι’ ο πελώρ ος σύντροφός του τρέχουν άπά βράχο σέ βράυο. "Οταν οι δυά συμμορίτες ■βγαίνουν έξω, ουρλιάζοντας άγρια καί βλαστημώντας, 'βρί'σκονται. πιά μακρυά. _ Λίγο αργότερα ό κολοσ
Ϊ6
Ο
Μ
ί
Κ
Ρ
σός Γαλέρας, σκουπίζοντας τά χείλια μέ την παλάμη· του και την παλάμη) στο· πουκά μισό του, μουρμουρίζει Ττε· νειο^'’νής :αί μέ. μάτ:α μ:σ6ο στα από ευδαιμονία, για τό γεμάτο στοράχι του: -— Σενόρ Ζορρό, δεν Ο5 άλ λ αζσ άφεν. :.κό ουτ ε γ. ά... λώ να πώ, άν μου χάρ.ζαν όλο τον κόσμο, σενόρ, γ ά νά... Μέ δυο κουβέντες, άν μουλεγε κάνεις νά φύγω από κοντά σας... Μ' άλλους λό γους, σενόρ, εγώ ποτέ δεν... — Χόρτασες, αμίγο; — Σί. ο-ενόρ! — Πάμε λ ο. π ον τώρα νά ελευθερώσουμε τη σενορίτα Κάρα εν. Θαρρώ πώς είναι ώ ρα. Κόντευε■ νά ξημερώση!...
ό
ϊ
2
ό
Ρ
Ρ
6
Στα χέρια του Έοτεμπάν ΗΡ'ΝΑίΜΒΝιΟ I σ ά ν φαντάσματα και πάλ., ανά μεσα στους βράχους, φθάνουν κοντά στη, σπηιλ.ά πού είδαν ■νά οδηγούν την Κάρμενο Οι Όυό φρουροί στέκουνε πάντα άγρυπνο; έκεΐ απ’ έΐξω. Στις γύρω σπςιλ.ές ο·ί φω τός έχουν σβύσει. Βαρεία ροχαλητά σκουγοντα, μόνο, τόσο δυνατά, που κάνουν και του Γσλέρσ νά φερνή ικάβε τόσο τη χερούκλα του στο στόιμα καί νά χασμουριέται! Ώστοσο πηγα.νέ; ακριβώς σ~ό σηρείο πού του έδε.ξε ο κύριός του. Έχει καταλάβει
Πηδώντας από βράχο σέ βράχο, οι δυο αντίπαλοι...
ο
ΜΙΚΡΟΣ
όλα ασα του είπε ό Ζορρό πώς πρέπει νά κάνη —-από· ευγνωμοσύνη . για. τό μπούτι! -αίφινκά ό Μασκοφιόρος Τ άωρός τινάζει τό χέρι του. "ιΡνα ελαφρό σφύριγμα,- σαν τη φωνή τού φ·.6:οϋ, ακούγερ. στον αέρα. Ακολουθεί έ νας παράξενος λαρυγγισμός. Ό ένας απ’ τούς δυο ψρου ρους φέρνει· τό χέρι στον λαι
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
η
μό του 'και πάει να Φώνάξη, τα είνα. αδύνατον νά τό καταφέρη. Τό θρυλ-'κό μαστίγ..ο του Ζορρό του σφίγγει· ασφυκτικά τό λαρύγγι και τον τραβάει μ5 ακατανίκητη οριι-ό προς, τό1 μέρος του. Ό δεύτερος φρουρός γουρ λώνει πελώρια τα -μάτια, καίοώς βλέπει τη σιλουέττα τού· Μασκοφόρου Τι μωρού κι3 ά-
28
ο
Μ.
I
Κ
Ρ
κούει το σφύριγμα τού μαστ.γίου του. Ωστόσο φέρνει στη στ.γμή το χέρι στη ζώ νη του καί τραβάει, το πιστό λ'. Μόνο πού 6έν πρόλαβα ίνε; νά πυροβολήση. "Ενας γιγαντιαΐος ίσκιος ορθώνεται πίσω του, ξεκολ λώντας οπτό έναν βράχο. Τό χέρι- του ίσκιου αυτού πέφτει βαρύ επάνω στο κεφάλι του. •Κάνει την ίδια δουλειά που ’θά έκανε και μ·ά «'βαρε.ά». Ό συμμορίτης δίχως νά βγάλη «,κίιχ» καταρρέει. Λυ γίζουν τά γόνατά του καί σω ρ άζεται στη γη, σαν νά τον επ.ασε οττότομη νύστα. Ό άλλος τον ακολουθεί τήν ίδα στιγμή, από μιά τρο μερή γροθιά πού τού στέλνει •κατάμουτρα ό Ζορρο. — Σενορίτα Κάρμενί, υουρμουρίζει ό Μασκοφόρος Έκδ.κητής μπαίνοντας στη σπηλ'ά. Ή νέα δεν κοιμάται. Δεν είναι δυνατόν νά βοή ησυχία νά νά κοιμηθή, στη θέσι που βρίσκεται. Μολις ακούει τή φωνή τού Ζορρο. την ιάναγνωιρίζει. Μιά μικρή κραΡγή χα ράς τής ξεφεύγει, καί τινάζε ται όρθα. Τρέχε: προς τό μέρος του. Ή ευτυχία της εί ναι τόσο μεγάλη πού δεν μπο οεΐ νά κρατηθή καί πέφτει στην άγκαλ.ιά του. Κανείς από τούς τρεΐς δ α ως δεν βλέπει, τή σκιά ενός άλλ ου συ μ. ικ> ο ίτ η φ, οουρού, πού στέκε· όρθιος σ' έναν άν τ κουνό βράχο κι' έχει παοακολουΐθήσε: ολόκληρη αυτή τή σκηνή.,,
Ο
X
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
Χωρίς νά μ.λήσουν καθό λου, αρχίζουν νά τρέχουν άθάίρυβα, προς τό κρυφό μονο πάτι απ’ όπου έχουν έρθ'ε·. Μά δεν περνούν δυό λεπτά καί ξαφνικά καμμιά δεκαπενταρ ά ληστές πηδούν σάν δαί μονές πίσω απ' τά βράχια •καί ρίχνοντ' επάνω τους. "Ε να βαρύ ρόπαλο χτυπάει τον γίγαντα στο πίσω1 μέρος του κεφσλσυ του, πριν προλάβη νά χρησιμοποίηση τά χέρια του. Σωρ άζεται κάτω αναί σθητος. Κ ι' ό Μασκοφάρος Τ:.μω>^όο δεν προλαβαίνει, νά τραβήίξη τό σπαθί1 του ή τά πι στόλια του. Δεκάδες χέρ α τον αρπά ζουν άπό παντού καί τον κά'θΓλώνουν ακίνητο. Όδηγουν τήιν Κάρμεν πί σω στή σπηλιά πού χήν είχαν φυλακίσει, παρ' όλη τήν άντί στασι πού προσπαθεί νά προβάλη. Τούς δυο αιχμαλώτους τούς - πηγαίνουν στήν πλα τεία. έμπρόο άπό τις σπηλι ές. Τους δένουν σέ δυο χοντοούς πασσάλους πού μπή γουν εκείνη τήν ώρα στή γή. Ό <Γαλέρσς Εξακολουθεί ιάχό-μα νά είναι αναίσθητος. "Ενα συμμορίτης, μ’ ένα γούλισμα θριάμβου, αρπάζει τό μαύρο πανί πού σκεπάζει τό πρόσωπο τού Ζορρο. Έυάζεται νά τό απόσπαση μ’ ένα τράβηίγμα. "Ενα άλλο χέοι πιάνει τήν τελείσαια στιγμή, τό δικό του —Ό αρχηγός μπορεί νά θέ λη νά κράτηση γιά τον εαυτό
θ
Μ
ί
Κ
β
ΰ
του αύτή τήν εύχαρίστησι!.»» "Η γ.ά τον εύγενη φίλο μας, τον Δον Έστεμπάν! Πήγαι νε να τούς ξυπνήσης κ.α!ί νά τούς πής ποιους φ.Λθ'ξενούμε απόψε εδώ! Ό άλλος κάνει μ·.ά κ.ρ-μά τσα γεμάτη δυσαρέσκεια·. Ύττακούε, όμως και πηγαίνει και χώνεται σέ μ'ά μεγάλή σπηίλ.ά, "Υστερ5 απτό λίγο ξανα βγαίνει άκολουθούμ ενός άττό τον Δον Κάρλο Έστεμττάν <κα!ΐ τον Σάμμυ Μπίίκφο.ρντ. Στο μεταιξύ έχουν άνάψει καί μια πελώρια φωτιά, εμ πρός στους αιχμαλώτους. Τό φεγγάρι έχει δύσει μόλις πριν από λίγο. Ή ώρα έτού τη, μια ώρα μόνο πριν από την αυγήν είναι ή πιο- σκοτει νή τής νύχτας.
Ό ΓαΑέρας παίζει με τό θάνατο ΕΣΤΕΜίΠΑΝ αγρ α φωνή θρι
ΔΟΝ
■βγάζει μά άμβου. — Ά!, γρυλλίζει. Τή φο ρά τούτη δεν σέ γλυτώνει τίιποτα, σενάρ Ζορρό! Έπεσες στά χέρ α μου και θά πληρώσης πολύ ακριβά! Ό θάνα τός σου δεν θάναι εύκολος... ιΚαι θά φωνάξω κι* εκείνη τή μ 'κ,ρή ανόητη νά τον παραικολοϋθήση... Νά μάθή τι πα θαίνει. όπο ος πήγαινε> κόν τρα στη θέλησί μου!... Μά πριν απ' όλ3 αυτά, πρέπει νά δοΰμε τό πρόσωπό σου. Να γνωρίσουμε —έτητέλους!
^τόν θρυλικό σενόρ Ζύββό! Πάμπλο! Άφσίρεσέ ταυ την προσωπίδα! "Ολοι οι αγριάνθρωποι πού αποτελούν τον στρατό τού Σάμμο Μτπίκφαρντ, έχουν 'κονει ένα ημικύκλιο γύρω άπό τούς αιχμαλώτους και πα ρακαλοήβουν μέ μεγάλο εν διαφέρον τον Πάμπλο, πού βαδίζει προς τό μέρος τού Μασκοφόρου· Έκδιικητή. "Ο λοι έχουν θανάσιμη: περί εριγεια νά δουν τη μορφή τού ανθρώπου πού έχει γίνει θρύ λος για την Άλτα Καλφόρ(V α καί για όλόικληοο τό ΜειξίΚ'Ο...
\
Άλλα τά τελευταία λόγια του Δον Έστεμπάν τά έχει ακούσει κ.* ό Γοολέρας, Ττου έχει, μόλις συνελθεί. Κυττάζε; κ/ αυτός μέ γουιρλωμένα μάτ.σ τον Πάμπλο, τον συμ μορίτη που έρχεται νά ξεσκε ττάση το θανάσιμο μυστικό του αγαπημένου του κυρίου. Ένας βρυχηθμός λιοντάρι ευ βγαίνει άττό τό λαρύγγι του. Τά δόντια του τρίζουν, καθώς βλέπει τό χέρι τού λη στή ν' απλώνονται προς, τό πρόίσωητο τού Ζορρό. Λυγίζει, τά γόνατα και σφίγγοντας τούς ατσαλένιους ταυ μυς, τά ξανατεντώνει μέ τιτάνια δύναμι.ι Μσνομ/ιάίς ό πάσσαλος, έπάνω στον ο ποίο είναι δεμένος, ξεκαρφώ νεται από τή γη. Πριν κανείς τ:οολάβή| νά καταλάβή καλάκ-αλά τί συμβαίνει, λυγίζει μ3 απίστευτη ευκινησία τή μέ-σηι του. "Οστως τά χόρια του, εΐναι δεμένα ττίσω, μ* αυτό )
86
&
ΜΙΚΡ6Ϊ
τό σκύψιμο πού κάνει έχει ττάρει τον κορμό· στην πλάτη του. Στριφογυρίζει στη θέίσι του σαν σβούρα. Ή άκρη τού Ίτασσάλου βρίσκει τον Πάμττ.λο -κατακούτελα καί τού συντρίβει τό κρανίο! Ό ληστής, μέ μια σπαρα κτική κραυγή αγωνίας, σω ριάζεται κάτω νεκρός, πλέον τας μέσα στο αΐμα του! Είναι τόσο τρομερό, τόσο απίστευτο κ|αΐ. τόσο μεγαλό πρεπο συγχρόνως, αυτό που έχει συμ'βή, ώστε για μερικά δευτερόλεπτα όλοι έχουν άπομείνει ακίνητοι κα'ί άλαλοι σαν κερ αυνόπληκτοι. Ό Έστεμπάν κι5 ό Μπίκιφορντ στρέφουν καί άλληλοκυττάζονται σαστισμέ νοι, σαν νά θέλουν νά ρωτήσουν ό ένας τον άλλον, μήπως ονει ρεύονται. Σ3 αυτά τά λίγα, δευτερό λεπτα ό νεώτερος Ηρακλής, πού λέγεται Γαλέρας, βρί σκει ευκαιρία να τεντώση, άλ λη μιά^φορά τούς χαλύβδι νους μύς του, μ3 ολη του τη (δύναμι. Πολλά «ικράκ» μαζί ιάκούγονται. Τά σχοινιά πού τον έχουν δέσει σπάζουν σάν σπόγγοι. Τά χέρια του εΐν3 (ελεύθερα. 1 Αρπάζει τον πε λώριο πάσσαλο όπου τον εί χαν δεμένον καί τον πετάει μέ φοβερής δύναμι εναντίον των ληστών, πού σκορπίζουν πατεΐς με-πατώ σε. Ωστόσο δεν προλαβαίνουν όλοι ν3 άποφύνουν τό- Θίανάσμο χτύπη μα. Δυό-τρεΐς άπ3 αυτούς, πού πέφτει έπάνω τους 6 κορ μός, κατρακυλάνε στη γη μέ
ϊ
ΰ
Ρ
Ρ
β
φοβερές φωνές. Σέ άγρια ουρλιαχτά §εσπάνε καί ό Αόν Έστέμπαν κι3 ό Σάμμυ Μπίκφορντ ταυ τόχρονα: -— Σκοτώστε τον. "Ολα τά χέρια κατεβαί νουν στις θήκες μέ τά πιστό λια. Μ;ά τρομερή ομοβροντία ίδονεΐ τόν αέρα. Τουλάχιστον δέκα ληστές πέφτουν σφαδά ζοντας κάτω. Κι3 αμέσως ■δεύτερη ομοβροντία ακολου θεί την πρώτη κι3 άλλοι ληιστές κατρακυλάνε νεκροί στη ΥΠ· , , Ό. Γαλέρας σ' -αυτό το με ταξύ, σκύβει μ3 απίστευτη γρηγοράδα κι3 αρπάζει τόν πάσσαλό, πάνω στον όποιο είναι δεμένος 6 αγαπημένος του κύριος. Μέ μιά μονάχα κίινησι τόν ξεκαρφώνει από τό έδαφος! Βλέποντας την ίδια στι γμή καμμιά τριανταριά χώρο φύλακες, πού ετοιμάζονται νά πυροβολήσουν, τινάζεται σάν αίλουρος πίσω από κάτι βράχια. "-Ενα σμήνος οστό σφαίρες περνάει βαύίζοντας θυμωμένα επάνω οστό τά κε φάλια τους. —γατί έχει πα ρασύρει καί τόν δεμένο ακό μα στον πάσσαλο κύριό του, στην πτώσι του. Τραβάει ένα σουγιά καί τού κόβει τά σχοι νιά μέ δυο κινήσεις. Τότε βλέπει, άξαφνα - εμ πρός του τον Σαμμυ Μπίκ φορντ, Ό έπαγγελματίας φονιάς έχει πηδήσει πίσω από τόν •βράχο του. ' Είναι γεμάτος
§
Μ
I
Κ
Ρ
0
I - 2
λύσσα γιά όλα όσα έχουν συμβή ·καΐ γιά τά όποια όπως φαίνετά.— Θεωρεί πε 'ρ·; σσότερο υπεύθυνο τον γί γαντα. — ν\τιμε! θά μου το ττΑη, ρώσης!, γρυλλίζει καί τον πυροβολεί; Αλλά ή σφαίρα του αστο χεί. Πήγαινε νά γίνηι πλάκα σ' έναν πλαϊνό βράχο, ενώ ό ί'άιος κατρακυλάει κάτω βλα στηιμώντας. Ό Ζορρό. που δεν είχε προ λάβει άικόιμα νά αηικωθή από1 κάτω, του έχει βάλει τρικλο ποδιά. Είναι όμως άοπλος καί ό Σάμ·μυ Μπίκφορντ πού τό βλέπει μέ μιά ματιά, μ ουγγ ρίίζε.ι μαν ι ασ μένα: — - Αυτό είναι το τέλος σου, Ζορρό! 'Και υψώνει τό πιστόλι του. Την ίδια στιγμή όμως ένας αηδιαστικός ρόγχος ξεφεύγει απ' τό λαρύγγι του, πούναι πέρα-πέρα περασμένο μέ τον μεγάλο σουγιά, πού έχει τι νάξει εναντίον του ό Γαλέ·ρας!Λ Σε μερικές στιγμές ό πε ριβόητος φονιάς δεν υπάρχει πια στη ζωή... Καθώς- όμως ή μάιχη άνά^μεσα στους χωροφύλακες καί τούς ληστές μαίνεται, 6 Ζορρο καί ό πελώριος καί ,υπέρονιος στην ώρα, τού πολέμου, βοηθός του άπομ ακρύνοντα ι ιέρποντας ταχύτατα πίσω· α πό τά βράχια. Όρμουν στη σπηλιά όπου κρατούν φυλακισμένη τη σεν,ορί'τα Κάρμεν. :Η σπηλιά όμως είναι ά
Θ
Ρ
Ρ
©
δεια. Ή όμορφη καπέλλαυ γίνει άφαντη·.
11 έχει
Ό Ζορρό τιμωρεί
Μ Α ΕΝΩ νοιώθει καρΟιά του νά παγώνη
την καί μένει ακίνητος σαν άγαλμα μπρος στο έμπα τής σπηλιάς ακούει ξάφνου τη φωνή τής αγαπημένης του. Είναι μια φωνή άπελπισμέ νη. Μιά φωνή, πού καλεΐ σέ βοήθεια. Μιά φωνή πού έρ χεται από την πλευρά τού κρυφού μονοπατιού, απ' τό όποίίο ό ίδιος ό Ζορρό με τον ΙΓ αλέρα έχουν φτάσει, ώς δω. Τά μάτια τού Τι.μωρού α στράφτουν. «Βέβαια!», σκέπτεται. Ό Έστεμπάν δεν είναι ξένος, σαν τον Μπίκφορντ... Αυτός έχει μεγαλώσει σ' αυτό τό μέρος... Θά ξ,έρη σίγουρα τό μονοπάτι... ^ —'Από δώ ·Γ αλέρα!, φωινάζει δυνατά. λΌ γίγαντας τον ακολου θεί χωρίς μιλιά. Άκούν καί δεύτερη ατριγ γλιά τής Κάρμεν. Φαίνεται, πώς παλεύει νά ξεφύγη από τόν άπαγωγέα της. Αυτό ση μ αίνε ι πώς κείνος δεν έχει ε λεύθερες κινήσεις καί 6έ μπο ρεΐ νά τρέξηι γρήγορα. Σέ λίγο θά τον φτάσουν. Ό Ζορρό ξεπερνάει κατά πολύ σέ ταχύτητα τόν Γάλέρα. Ή ευκινησία του στό νά
πηδάη τά βράχια 8ά^ άφηνε κατάπληκτο και το πιο -ευκί νητο κατσίκι. Σέ λίγα λεπτά άντικρύζει τ^όν Δον Έστεμπάν. Σέρνει βάναυσα άπό το χέρι την -Κάρμεν. ΕΤναι φανερό πόας δεν του περνάει απτό τάν: νού ότι μπο ρεΐ νά τον ακολουθήσουν α πό αυτό &9ώ τό μέρος. Πι στεύει πώς μόνο αυτός γνω ρίζει τό μυστικό του μονοπα τνου. Καταλαβαίνει λοιπόν -Κανείς, την έκπληξΐ του όταν στρέφοντας τά μάτια άντικρύζει τον Μασκοφόρο Έκδι κηιτή. Απέραντος τρόμος ζωγρα ψίζεται στο πρόσωπό του. Μα® καί σατανικό ,μ ίσος. Στη, στιγμ-ή τραβάει τό· σττα θί του κι1 ετοιμάζεται νά τό ιβύθίση στην καρδιά τής νέας —-Όχι, δεν Ιδιά -σέ πάρη αυτός;, γρυλλίζει μανιασμέ να. "Η έγώ ή κανένας άλ λος! ΚΓ άφήνοντάς την τινάζει τή λεπίδα του ξίφους του πρός τό μέρος της. Ή Κάρμεν όμως δεν είναι άβουλη καί φοιβιτσιάρα σαν τις άλλες κοπέλλες τής ήλι ικίας της. Μέ μεγάλη έτοιμότήτα πη|5άει στο πλάϊ κι ο Έστεμπάν αστοχεί στο χτύ πημά του. Ετοιμάζεται νά τό- έπαινα λάβη γιά δεύτερη φορά. Τώ ρα όμως δεν προλαβαίνει. Ό Ζορρό έχει φτάσει δί πλα τόυ μ’ ένα πελώριο πή δημα. Αναγκάζεται νά γυρί
ση γιά νά τον αντιμετώπιση. Μια σκληρή μέχρι θανά του μονομαχία αρχίζει τότε ανάμεσα τους; πάνω άπό τον τρομερό γκρεμό πού ανοίγε ται πλάΐ τους. Πηδώντας άπό βράχο σέ βράχο ο(Ι δυο ,άντίπαλοι π,ρο σποίθουν νά χτυπήσουν μέ τό σπαθί ή νά κάνουν - ό ένας τον άλλο - νά γλυστρήση εις τό χεΐ-λος του γκρεμού. Γεμάτη αγωνία τούς παρα ικολοιυθεΐ ή κοπέλλα. Τά σπα θιά χτυπούν .κ·Γ άντιχτυπούν χίλιες φορές στο λεπτό άπό τή φοβερή λύσσα τής μάχης; Σπίθες ξεπετουν σέ κάθε χτύ π η μα. Ό Δόν Έστεμπάν εί ναι περίφημιφφ ξιφομάχος. Δέν μπορεί νά συιγκριΒή ό μως μέ τον σενόρ Ζορρό. Λίγο - λίγο αρχίζει νά ύποχωρή. Κακά προαισθήματα έχουν αρχίσει νά τον κυκλώ νουν. Τό πρόσωπό του έχει γεμίσει άπό χοντρούς θρόμ βους παγωμένου ιδρώτα. ^ Καταλαβαίνει πώς είναι αδύνατον νά γλυτώση. (Πώς μόνο μέ τή φυγή έχει, ίσως, πιθανότητες. "Αν άφήση τή νέα καί τό σκάση τρέχαντας, ίσως ό σενόρ Ζορρό δεν ένδιαφερθή γι' αυτόν πιά καί τρέξη κοντά στην αγαπημένη του. Στην απελπισία του κάνει μ- ά τελευταία επίθεση αναγ κάζοντας τόν Μασκοφόρο Εκδικητή νά υποχώρηση ένα βήμα. "Υστερα στρέφει μονο μιας καί· τό βάζει ατά πόδια λάψιασ'μέΗΛος. Στο δεύτερο
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
$ήμα του σμως, μια πέτρα στην άκρη του γκρεμού υπο χωρεί κάτω οπτό τη μπότα του. Μ!:ά τραγική κραυγή φρί κης ξεφεύγει άπ5 τό λαρύγ γι· του. Γέρνιει καί πέφτει στο χάος. Τό ουρλιαχτό τής άγω νίσ<~ του άκούγεται για με ρικά δευτερόλεπτα άκοπα, νά α'βιύνη στο σκοτεινό βάθος τής χαράδρας. Ή Κάρμεν κρύβει τό πρό σωπο στα δυό της χέρια. Ό Γαλερας έρχεται κον
1
Ο
Ρ
Ρ
ο
33
τά τους λαχανιασμένος, αλ λά καταχαρού μένος. Φέρνει ραζί καί τ* άλογά τΡυς, που τα είχαν άφησει στο μονοπά τι "Όσο γιά τούς χωροφύλα κες, έχουν τελειώσει τή μάχη κι* έχουν αίχιμαλωΗτίσει τούς τελευτά ίίσυς ληστές, γιατί δεν άκούγεται πια κανείς πυ ροβολισμός. *Αλλά οσο κι* άν^ ό^Ντιάζ ψάχνει γιά τον Ζορρό είναι α δύνατο ν* άνακαλύιψη τό πα λιό, μυστικό μονοπάτι των 'Κογίιοτέρος.
ΤΕΛΟΣ ’Λττόδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡ1ΔΗ ΐ.ΊΠ!ΙΠΙ!ΒΙΙΙΙΙΙΠΙΙΙΗΙ!9ΙΙ8ΙΙΕΙΙΙΙΙΙΠΙΙ!ΒΙΒ!ΙΙΙΙΙΙΙΜΙΙΙΙΙΙΙΒ8ΙΙΒΠΙ8Ι8ΚΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ^ |
ΕΚΥΚΑΟΦΟΡΗΣΕ
— ι
τό 3ο τεύχος των εβδομαδιαίων αυτοτελών περιπετειών κάου - μπόϋ:
IΛ «
Λ Σ Σ Ο
Τό 3ο τεύχος είναι μια συγκλονιστική περιπέτεια ενός από τους πιο δυναμικούς ήρωες του Φάρ Ούέστ.
I Ε Λ Φ Ο Ξ | Ο ΔΑΜΑΣΤΗΣ ΤΩΝ
§
| ϊ
■τ»
Ξ ·£ ™ 5™ «
—'Ο άντρας μέ την πιο σκληρή καρδιά... γιά τους παρανόμους! —'Ο άντρας μέ την πιο τρυφερή καρδιά... γιά τους άδικημένους! Τιμή 2 δραχμές.
Ξ ™
^Ι1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ8Η8ΙΙΙΙΙΙ8ΙΙ8ΙΙΙΙΙΙΙ8ΙΙΒΠ1ΙΙΙ8ΙΙΙ88ΙΙΙΙΙ!ΙΙ1ΙΙΙΙΜΙΙΙΙΙΙΙΗΒΙ^
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"Ετος Ιον;—Τόμος 2ος—- *Αριθ. τεύχους 10—- Δρχμ. 2 Γραφεία : Λέκκα 22, Άθήναι (125). Τηλέφωνον 228-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη, Οικονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σ φιγγός 38 Προϊστ. τυπογρ.; Α. Χατ,ζηβασιλείου, Ταταουλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έπιτάγαί; Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι. Σ υνδρομαί εξωτερικού; Έτησία ........ δολλάρια 4 Εξάμηνος ............. » 2
ΐ6Ι!ΙΙΠΙΙΙ!0Ι8ΙΒΙ8ΕΙΙΙ18Ι16ΙΙ128Ι113ΙΙΒ1§Ι8ΙΙΙΙΒΒΙ8§ΙΕΐηΐΗΙΙΙ
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ 11ο τεύχος τού ΜΙΚΡΟΥ ΖΟΡΡΟ, πού κυκλοφορεί την άλλη ΠΕΜΠΤΗ : Ή έκπληκτικώτερη και πιο άριστουργηματική περιπέτεια:
I& Αυό πανομοιότυποι Ζορρό μονομαχούν λυσσασμένα.. Και 5έν είναι ίδιοι μόνο στα ρούχα, άλλά και οπό θάρρος και στις ικανότητες και στην εξυπνάδα! Ποιος θά βγή νικητής;
I 4ΥΟΖΟΡΡΟ Εκείνος πού είναι πραγματικά γιά λυπησι σ’ αυτή την ιστορία είναι ό κακομοίρης ό Γαλέρας, πού τάχει κυριολε κτικά χαμένα:Ποιος άπ’τούς δυο Ζορρό είναι ό Κύριός του; Μη χάση κανείς τό έπόμενο 11ο τεύχος τού ΜΙΚΡΟΥ ΖΟΡΡΟ, πού κυκλοφορεί την άλλη ΠΕΜΠΤΗ.
ΙΙΙΒ£Ι9ΙΙ3Ι8ΕΙΙ!ϋ 81ί8Ι§3188188391§£88! §18188811! !§ 11898111ΙϋΙίπ
; Σύνδρομα! εσωτερικού: Έτησία .............. .. δρχ. 100 Εξάμηνος . ................ .. » 55
0 ©ΡΥΆΟΣ
τουΧ)ΜΘΑ9ΥΙ0Υ
9 ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΗΤΑΝ 7ΙΑ/ΔΙ ΟΤΑΝ τον
ί/χε
προτοφερε/
ο ΠΑΤΕ
ΡΑΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ 1/7ΗΑΙΑ, ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ 70/ ΤΟ ΖΕΡΟ ΑΠΤΑ ΗΟ. ■ . Υηρθά ΠΑΛΙ, ο'πΡΟΓΰΝΟ/ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΜΟΥ ! ΙΙΙΑΗΟ/ΣβΤΣ ΤΚ ΤΙΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ ΜΟΡ!
ΤΡΕΜΟΝΤΑΖ ΑΠΟ ΦΰβΟ Ο ΓΕΡΟΝΤΑ Ε/Δ6 Μ,ΙΑ ΟΕ/ΤΑΣΙΑ, ΚΙ ΑΙΤΟΥΣΕ Η/Η ΐ^/ίίΥΤ^Α ΜΟΥΣε ". ■ ΑΥΤΟ ΣΪΜΝΪ ΕΝΑ . . ΤΟΕΟ.'! ΚΟΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΗΤΑ01 ΔΕΝΤΡΟΥ ΠΑ! ΝΕΥΡΟ 290Υ- ■ ■ ΠΧΝΕΙ ΤΟ ΦΤΕΡΟΜΕΝΟ ΥΙΟΝΤΑΡΑ/Μ ΗΑΚΡΥΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ
"ηΑβοι προχωρούσε προς τη ιπη ΜΑ, ΑΜΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ Φ91 ΓΕΝΝΑ ΟΗΑΕ ΧΓΗΝ ΜΙ ΟΔΟ ΤΗΣ . . ΦΥΛΗΣ ΜΑΣ.. ΣΑΣ ΑΡΕ! ΑΖΟΜΑΧΤΕ Τ7ΑΛΙ. ■ ΑΟΗ' ΘΗ ΧΤΧ ΜΑΣ ΑΧΑ0/2Χ ΘΑ ΧΑΘΟΥΜΕ. . ΔΕΙΤΕ
91ΧΕΔΘΣΤΟ! ΜΟΥ ΠΡΟΓΟΝΟΙ, Π9Σ ΜΠΟΡΕΙ ΑΥΓΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΝΤΑΡΑ ΜΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ ΤΟΥΣ ΑΓΡΙΟΥΣ ψΟΝΚΑΝΘΡΟΠΟΥΣ: ΧΑΡΙΣΤΕ ΜΑΣ ίΝΑ 7ΤΙ0 ΔΥΝΑΤΟ^0Π/\0·
Χρωμολιθογράφηοις — Έκτύπωσις ΛΙΘ. "8 ΠΑΠΑΧΡΥΙΑΝΘΟΥ.,
ΟΙ ΔΥΟ ΖΟΡΡΟ
ίΙ!ΙΙΙίΙ1ΙΙΙΙΙίΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙ9Ι9ΙΙΙΙΕΙ!Ι!ΙΕ!ΙΙΕΙΙ1ΙΙΙ1ΙΙ8ίΙίΙΙΙΙΙΙΙΙΙΕΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ
ΤΛν ώρα τής ξιφασκίας
0
ιΝΒΑιΡΟ.Σ καμψευόμενος ικαμπαλλέρο1, Δον Σ άν τρο Βέγκα, πού έχει έρθει στόί Διοι'κιηΐτήρ.ο τής Χωρο φυλακής, για να έπισκεφθη τον ύπολοχαγό ,Ντιάζ, περ νάει στη μεγάληι σάλα ασκή σεων. Ό Χωροφύλακας που τον έχε. φέρει ως εκεί, υποκλίνε ται καί φεύγει. Ό Σάντρο, μέ τό· αχώρι στο άρωι μ ατ: σ' μένα μ αιντηλάκι του στο στόμα, προχωρεί προς τό μέρος δπου ό Ντιάζ (ξ ιφομαχεί ,μέ τον δάσκαλό του τής ξιφασκίας. Δεν τον ενοχλεί ώσπου να τελεώση την άσικησί του. Οι κινήσεις του είναι γεμά τες νωχέλεια. Το βλέμμα του όμως αστράφτει από θαύμαζ α μσ. Είναι φανερό· πώς τού έχε. κάνε έντύπωσι ό τρόπος πού μονομαχεί ό Ντιάζ. Στο· τέλος, μ3 ένα επιδέξιο χτύπηιμα, ό Ντιάζ καταφέρ νει και ξεγελάει τον δάσκα λό του καί αγγίζει το στήθος του μέ τή αιχμή; του1 σπαθι ού του. Εκείνος υποκλίνεται καί φωνάζε · γελώντας: — Το παράκανα, ύπολοχ·αγέί! Έφ’ δσον έκανα τον •μαθητή καλύτερον από τον
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ, 2
4
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
δάσκαλό του, δεν μένει· παρά ν άντ στρέψουμε τους ο ρούς! Υποκλίνεται πάλι κ α. ι φεύγε:, ενώ ό Δον Σ άντρο Βέγκα χε ροκροχεΐ με μεγά λο ενθουσιασμό, που δενπροσπαθεί νά τον κρόψηι. Ό Ντιάζ υποκλίνεται ε λαφρά προς το μέρος του. —. Σέ τι οφείλω την τιμή, Δον Σ άντρο; ρωτά εν Σαν νά μην ακούσε την έρώτησ' καβάλου, ό νεσιρος κοτμπαλλέρο, λέει: —1 ι ι τέλε.ο στυλ! Τι άΦογες κινήσεις! Τι κεραυ·νοιβόλες προβολές ί ^ Έχω τη γνώμη! πώς σ5 ολόκληρη ·την ΓΑλτα Χαλιΐφόρνια δεν θά ύπά,ργΓ| άλλος ξιφομάχος τής ά'ξίσς : σας! Ό Ντιάζ χαμογελάει κόλα κε υμένας. -— Δεν ξ/φομαχείτε ποτέ, άλλα ξ,έοετε νά κρίνετε!, λέγ . Νόυ. όα πώς δεν σάς ενδ έφε.ρε καθόλου η ξφσσκία.... — Την άπεχθάνομαι δττν πρόκειται νά τειλε ώτη μέ τον' θάνατο του ενός οπτά, τούς 56ο μονομάχους, αποκρίνεται ή,οευα ό Σάντοο. 'Όταν. γί νεται γιά σπόθ', τη βρίσκω πάρα πολύ ένδιαφέοουσα. ’Κσι νομίζώ' πώο δεν έχω 6ή καλύτερον ξιφομάχο από σάς. ώΑπχαω πώς έν-νε' και σάς πέτσξε τό σπαθί] άπ^τό χεο ό σε/όο Ζορρό έκείνη την ή μ έοσ στον χ ορό!... Τόσο σπουδαίος εΐνα: πια; Ό Ντιάζ συνοφουώνετα . "Ολο· του τό χαμόγελο σβύνει μονομάς και κοκκινίζει. ·
©
1
ΖΟΡΡΟ
— *Ήταιν ένα άτόχηιμα και τίποτα περισσότερο. ’Άν ξαναπέση στά χέρια μου·, θά τά πούμε τότε!, μούγκριζε.. Λο: πάν·, Δον Σ άντρο; Δεν ,μου εί πατε τον λόγο τής έπ.σκέψεώς σας... Ό κομψευάμ ενο ς κσιμπαλλέρο αναστέναζε ι βαθειά καί μυρίζει τό -αρωματισμένο του μαντηιλάκι. -— ’Άν σάς μίλησα γ ά τον σενόρ Ζορρό, λέει, είναι γιατί τον - έχω μέσα στη σκέψ' μου. Αυτός εΐνα: ή αιτία πού μ’ έφερε εδώ... . ■ — Δεν καταλαβαίνω... Ό Δον Σ άντρο φαίνέτα· σάν στενόχωιοπιμένος. Λες καί δ στάζε:· νά π ή εκείνο πού θέ λει. Στο τέλος όμως τό λέει: — Έχτές τό βράδι, προσ πάθησε νά άπαγάγη την σενορίτα Κάρμεν Περέϊρα! — Ό Ζορρό; — Μσλστσ, ύπολοχαγέ! Ό Ντιάζ φαίνεται έκπλη κτος μέ το νέο. Γουρλώνει τά μάτ α. Στο τέλος ρωτάε : ^ -— Μεταχε,οίστηκε μήπως βία; Έπαθε τί'ποτα ή σενοράα Κάομεν; — 'Όχιη ευτυχώς ! Κάποος άπό· τούς ανθρώπους της είχε την έμ πνεύσι νά φωνάξηι: «Έρχονται οι χωροφύλα κες; !<» —κΓ 6 κύριος αυτός τοβαλε ατά πόδια κι* εξαφα νίστηκε ! —-Και δεν έρχονταν οΐ χω ροφύλαχες; — Όχ;, βέβα α! ^Σπάνια βρίσκονται έκεΐ πού πρέπε !. — Σενόρ!, κάνει άναψα-
@
Μ ■
1
Κ
Ρ>
6
I
^οκκίνιίξ&νΐαζ 4 Ν-πάξ^ Νομί* ζετε πώς μπορώ νά ξέρω τι έχε. κάθε φορά μέσα στο κε φάλι του1 αυτός ο κακοποιός; Τώρα πού μαθαίνω πώς ένίδαφέρετα, γ:ά τή σενορίτα •Κάρμεν, νά είστε βέβαιος πώς 'θ'ά φροντίσω νά μ ή την ξαναενοχλήση γιατί... Γιατί ένδιαφέρομαι κι* εγώ γΓ αυ τή ! Ό νεαρός κομψευόμενος καμπαλλέρο κυττόζει τον συν •ομιλητή του έκπληκτος. — Αλήθεια; λέει συνο φρυωμένος. "Ωστε... είμαστε αντίζηλο.! Ό ύπολοχαγός χαμογελά ει ειρωνικά. — Εσάς δεν σάς υπολο γίζω γιά αντίζηλο, Δον Σ άν τρο!, λέε με σαρκασμό. 5Αλ λά τον σενόρ Ζορρό τον υπο λογίζω πολύ και τον φοβαμαμ γιατί μπορεί νά μεταχειριστή αποιοιδήποτε μέσον γιά νά πετύχηι τον σκοπό του!... Λοιπόν θά φροντίσω νά μην ξαναενοχλήαηι τή σε νορίτα...
Τό καινούργιο βαρέλι
0
ΓΑΑΕΡΑΣ, ό πάτος καί ηράκλειος υπηρέτης του νεαρού Δον Σ άντρο Βέγκα, περιμένει τον κ;υρ ό του υπο μονετικά έξω από τό Δ ο κητήριο. Μόλις τον βλέπει νά ■βγαίνη, τά μάτ α του φωτί ζονται από χαρά. Τρέχει καν τά του.
ϊ
Ο
Ρ
Ρ
δ
Β
Λ“4 Δόν Σάκι ΣΑντρ&Ι* λέ^ έι* ^ · — Τί τρέχε.; άμιίγο; ·—1 Τώρα προ ολίγου, κά νει ό αγαθός γίγαντας, πού εγώ καθόμουν έ'δώ... Δηλαδή ιδέν καθόμουν, σενόρ... Όρθι ος ήμουγ, αλλά... θέλω νά πώ όηλαίδή άτι·, Δον Σ άντρο, καθώς,,. 5Εγώ περίμενα εσάς —όέν σάς περί μένα, σενόρ; — Και βεβαίως, Γαλέρα ! ; αποκρίνεται χαμογελώντας σ νεαρός καμπαλλέρο. Τί έγινε λοιπόν, καθώς μέ περίμενες; — Νά: Καθώς σάς περίμένα, σενόρ, περνάει, πού λέ τε... Δηλαδή πέρασε από δω ...Δον Σάντρο ό Χασέ ό πε ταλωτής ξέρει πολύ καλά α πό... Μου είπε πώς ό Μανουέλ—ό ταβερνιάρης, Δόν Σάν τρο-— άνοιξε, λέει, ένα και νούργιο καί... Θέλω νά πώ γιά βαρέλι, σενόρ καί θέλω νά πώ πώς ό Χοσέ ό πεταλω τής... είναι... είναι... —Εί6ιΐκός στά κρασιά καί σου είπε πώς αυτό τό και νούργιο. βαρέλι είναι πραγμα τ:κό διαμάντι, έτσι ; -—·' Ό, σενόρ Σ άντρο!, κάνε·;, άπολ ιθωιμένος από θαυ μασμ-ό ό^ Γαλέρας. Νόμιζα δηλαδή πώς... Δεν είχα προ σέξει ότι... Μά, σενόρ, έΐσεΐς δεν είσορτε... θέλω νά πώ πώς εσείς καί ό σενόρ Ντιόζ, .δεν... Μέσα από τό δ:οικητήιρο, πώς γίνετα. νά... — Δεν πάμε καλύτερα στην ταβέρνα; τού Μανουέλ, τον διακόπτει ό νέος σοβαρά, νά δούμε άν αυτός ό Χοσέ έ χει δίκιο γιά τό καινούργιο
βαρέλι. Θέλω νά τό δοκίιμάσης καί να μου πής... ' —ίΠ ολύ καλά, σ ενόρ!... "Οπως άγ απάιτε, σενόρ!... Δηλαδή εγώ... αυτό πού ήθε λα , Δόιν Σ άντ,ρ ο... "Αλλά ό Γαλέρας δεν προ λαβαίνει νά πη περισσότερα, γιατί ό κύριός του έχει ξεκι νήσει κιόλας για την ταβέρνα, ικαΐ αναγκάζεται νά τρεξη; άπό' πίσω του, σάν τον σκύλο. Ό λόγος πού ό νεαρός Λόν Σ άντρο Βέγκα δεν πα ραλείπει νά έπισκεφίθή την ταβέρνα τού Μανουέλ, δπατε έρχεται στο πουέμπλο, είναι άτι έ'κεΐ μέσα μαθαίνει πάντα (ενδιαφέροντα νέα. Ό ίδιος ό Μανουέλ, ό ταβερνιάρης, πα λιός φίλος του μακαρίτη τού πατέρα του, Δον Ντιέγκο
Βέγκα, είναι πάντοτε θαύμα σα πληροφορημένος γιά οτι δήποτε συμίβαίνει στην Ρέϊνα ντε Λος "Άντζελες. Αυτή τή στιγμή, ή ταβέρ να είναι γεμάτη από πελά τες. Δεν υπάρχει· ούτε ένα άδεα τραπέζι. Ό Γαλέρας γουρλώνει μ5 ιάπελπισία τά μάτια. Φοβά ται πώς ό κύριός του θά πή νά φύγουν, άφσύ δεν υπάρχει ίθέσ ς. ταιφνικά όμως τό· πρό σωπό του φωτίζεται. Στο βά 8ος τής μισοσκότεινης σά λας, μιά παρέα σηκώνεται νά φύγη. "Ενα τοαπέζι αδειάζει. Ό γίγαντας όρμάει με την ψυχή στο στόιμα νά τό1 καταλάβη, σάν ηρωικός στρατιώ της πού κάνει έπίθεσι γιά νά καταλάβη ένα φρούριο.
’Έπαθε τίποτα ή σενορίτα Καρμεν;
Ρ
Ρ
ΰ
— Όλόκληρο τό βαρέλι, άμίγο;
Ό Σ άντρο πηγαίνει χαμομελώνιτας καί κάθεται κοντά του. Ό ταβερνιάρης, ό χοντροΜανουέλ, τρέχει νά πρσϋπαιντήίσηι τον εκλεκτότερο από τούς τακτικούς του ττελάτες. ΙΚι’ όπως πάντα, είναι όλο υποκλίσεις καί χαμόγελα. — Καλώς ορίσατε,, Δον Σ άντρο !, φωνάζε ι. Με γάλ η μου τιμή, νά σάς βλέττοο^ ατό μαγαζί μου! Πώς μπορώ νά σάς πε.ρ ιποιη(θώ καλύτερα; Ό Γαλέρας είναι ττολύ βι αστικός κι3 αποκρίνεται γλεί φοντας τά χείλια του: — Φέρε μάνι - .μάνι τό και νούργιο βαρέλι πού ό Χοσέ ό πεταλωτής εΐττε... ττώς... Δηιλαδή, φέρτο γρήγορα, Μα-
νουέλ! Θέλω νά τό δοκιμά σω! ... Ό Σ άντρο σκάει στά γέ λια. Ό Μανουέλ, όμως, γουρ λώνει τά μάτια κατατρομαγμένος. — Όλάκληίρο τό< βαρέλι, ιά μ ί γ ο; φ ωνάζε ι ξεροκαταπ ί νοντας. — "Οσο μπορείς, άλλά γρήγορα!
ο
Τό Κόκκινο Γεράκι
ΓΑΛιΒΡΑΣ φέρνε ένθουσιασ.μ,ένος την πελώρια κανάτα στά χείλια του. Τρα βάει μιά... γουλιά, κάπου
6
I
Μ
I
Η
« κιλό! Πλ&ΐ&γ-ίζ&ι σ μένος τή γλώσσα ταυ* “Διαμάντι!, δηλώνει μ’ ενθουσιασμό. Δίκιό είχε ό πε ταλωτής! Θέλω νά ττώ δηλα δή, σενόρ... μέ την πρώτη γουλιά... Μ’ άλλους λόγους, σαν νά βλέπω ζωντανή μττρο στά μου..·, τή σενορίτα Καρα μελίτσα! (*) ίΚαί σάν νά φοβάται μή πως χαθή ή οπτασία τής ^α γαπημένης του, σέρνει πάλι τήν κανάτα στά χείλια του, Ό Μανουέλ, δπως πάντα, τον κυττάζει μέ γουρλωρένα μ,άτια. Σχεδόν μέ τρόμο. — Μανουέλ άμα^ο, λέει στον ταίβερνιάρη, ό Σάντ.ρσ, ιέσύ συνήθως τά , μαθαίνεις ό λα... Μπορείς νά μου πής άν αληθεύουν οι φήμες που κυ κλοφόρησαν γιά... — Γ ιά τον σενόρ Ζαρρό; τον διακόπτει ζωηιρά ό ταβερ ν.άρης. Σί, σενόρ! Δηλαδή (αληθεύουν!... Πήγε στο σπί τι τής σενορίτας Πε,ρέϊρα χτές τή νύχτα καί... Ό νεαρός καμπαλλέρο χα'σμουρ'έτα·. ξαφνικά, φέρνει ιτό αρωματισμένο, δαντελένιο υαντηλάκ; του στο στόρα κι’ υστέρα λέει: — Δεν σέ ρωτώ γι’ αυτό; ιάμίγό. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οί ερωτοδουλειές του σενόρ Ζορ ρόί.. "Ακόυσα όμως κάτι γιά έναν ληστή, πού βγήκε από τά κάτεργα του1 Άλάιμος, πριν μερικές μέρες... Δέν θυ(*)
Διάβασε
το. 9ο τεύχος
του «Μ. ΖΟίΡΡΟ», μέ^ τον τί τλο: «Ό Ζζς>ρο φθάνει στην
ώρα. τον»,
6
1
2
6
Ψ.
»
6’
μ&μάί ^Κάλά τ άνόμά *ίόΙλ άλλ λά μόυ φαίνεταΐ' πώς... Ό Μανουέλ έχει χλωμιάσει ελαφρά. Κυττάζει ολόγυ ρα τήν κοσμοπληιμμυρισμένη1 σάλα τής ταβέρνας ; του, μέ' τά γουρλωμένα μάτια του γε μάτα τρόμο. -— Λέτε γιά τό «(Κόκκινο Γεράκι», Δον Σ άντρο; μουρ μουρίζει. — Ναί’! "Έτσι μού φαίνε ται· πώς ακόυσα νά τον ονο μάζουν... ΕΤναι αλήθεια πώς πρόίκειται νά έρθη στη Ρέϊνα ντέ Λος "Αντζελες, Μανου έλ; Ό ταβ ερν ι άρης σταυ ρο κοπιέτακ —Ό Θεός νά δώσηι νά μήν έρθη, σενόρ!,' τρ αυλ ί ζε ι. — Γιατί; Τόσο τρομερός είναι λοιπόν αυτός ό άνθροοπες; Ό Μανουέλ ρίχνε: άλλη μιά κυκλική ματιά ολόγυρα κ·’ όταν βεβαιώνεται πώς κά νεις δΙέν προσέχει προς1 τό μέρες του, σκύβει στο αυτί ταυ νεαρού καμπαλλέρο. Του ψιθυρίζει μέ φωνή πού μόλις ιάκού'γετσ : — ΕΤνα·· ένας φοβερός άν θρωπος, Δον Σ άντρο! "Ενα τέρας! ^Έσεΐς δέν βρισκόσα στε έδώ τότε... ΕΤναι κοντά έξη χρόνια και λείπατε στην Ίσπανίά... Λοιπόν ό ληστής •αίυτ/ός...: τό: Κόκκινο Γεράκι, Δον Σ άντρο, είχε κάνε: φόβε ρά εγκλήματα. Πολλοί φτω χοί άνθρωποι βρήκαν τον θά νατο απ’ τό χέρι του, ώσπου μιά μέρα ό σενόρ Ζορρό τον έπιασε και τον παράδωσε
ΰ
ΜΙΚΡΟΣ
στις "Αρχές. Δέν ξέρω πώς τά κατάφερε καί δικάστηκε μονάχα μέ έξη χρόνια καταναγκαστικά έργα, σενάρ... -έρω μόνο πώς έτσι· γίνηκε καί τώρα... τώρα είναι έλεύ-. θέρος να πάη όπου Βέλη, χω ρίς κανείς να μποοή να τον εμποδίση!... Καίυ. Καί δλοι Φοβώνται πώς πρόκειται να έρθη έΐδώ πρώτα, Δον Σ άν τρο! ' Ό νέος για μια ακόμα φο ρά φέρνει τό άρωματισμένο του μαντηλάκι ατά χείλια. —· Γιατί τό φοβούνται αυ τό, Μανουελ; ρωτάει. — Γιατί, όταν τελείωσε ή δίκη καί ακούσε την καταδί κη του> ώρκίστηκε, μόλις έλευθερωΒή, νά εκδιικηθη τον σενόρ Ζορρό... ΚΓ δλο: δσοι τον ξέρουν, λένε πώς τό κόκ κινο Γεράκι θά κρατήση τον δρκο του, Δον Σ άντρο! Ό μαλθακός καμπαλλέρο χασμουριέται γεμάτος πλήξη καί γυρίζει στον κολοσσό1 σύντροφό του τον Γαλέρα, πού κοντεύει ν" άδειάση την πελώρια κανάτα του. — 3Αμίγα. του λέει, μπο ρείς εσύ νά καταλάβης, για τί οι άνθρωπο; σκοτώνονται· μεταξύ τους; -— Σίι, σενόο! Σωστό δι α μάντ ι!φωνάζ ει· μ5 ένθουσ ι ασμό ό Γαλέρας. Αυτό "ναι κοασί! —καί βροντάει την άδεια κανάτα στο τραπέζι μέ τέτοια δύναμη πού είναι θαύ μα πώς δεν γίνεται κομμάτια. Την ΐδα στιγμή δμως μιά φωνή τρόμου άκούγεται στήν κοσμοπλημμυρ ισμένη σάλα
Ζ0ΡΡΟ
9
τής ταβέρνας: — Τό κόκκινο 'Γιεράκκ.! '-Κ-αΙ όλες σί άλλες Φωνές •σταματούν αμέσως έκεί μέ σα. Καί δλα τά μάτια στρέ φουν,. ανοιγμένα διάπλατα α πό τον τρόμο, στήν είσοδο. Πραγματικά φοβερός είναι ό άνθρωπος πού κάνει την έμφάνισί1 του εκεί πέρα: Ψηλός, μέ τετράγωνους ώ μους καί πελώρια; χέρια. Έ χε: άιπίίστευτα σκληρό* πρό σωπο, μέ χοντρά καί γωνιώδη χαρακτηριστικά. Έχει μύτη γαΐυψήι σαν τού γερακιού καί πελώριο μουστάκι πού κατα λήγει σέ δυο σουβλερές ά κρες. Φοράει Μείξικάνικο σομπρέ ρο. Στη ζώνη του πού κρε μάει από τό βάρος προς τά πίσω, είναι· περασμένες οι θήκες δυο πιστολιών. Σαν νά μήν τού φθάνουν όμως οι σφαίρες τής ζώνης, έχει καί ι μ ιά σταυρωτή: φυσ ι γγ ιοθιήικ η στο* στήθος, σαν τούς λη στές. Τό χιτώνιό του είναι Ικατακόκκινσ —τό άγαπημένο του χρώμα. Δέν είναι* μόνος του. Καθώς τςρσχωρεΐ περισσό*τερο μέσα στή σάλα τής τα βέρνας, έρχονται πίοω του κι3 άλλοι· τρεΐς άντρες. Τό πα ρουσιαστικό καί τό ντύσιμό τους, είναι άνάλογα. μέ τού Κόκκινου Γερακιού. Νεκρική σιωπή απλώνεται στήν ταβέρνα τού Μανουελ. "Ολα τά μάτα παρακολου θούν τον τρομερό1 ληστή καί τήν παρέα του, Εκείνος, μέ
10
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
το κεφάλι ψηλά και άγέρωχο ύψος, περνάει ανάμεσα στα τραιπ εζάκ :α , παρ ατηρώντα ς Ιδεξιά ικΓ άριστερά, σάν νά ψάννη νά βοή κάποιον. - αφνικά στέκεται. Σ τρέψει και κυττάζει· τούς τρεις συν τρόφους του. Φαίνεται πώς συνεννοούνται μιέ τό βλέμμα. Ό ένας απ’ αυτούς σκύβε, και σκουντάει στον ώμο μέ το δάχτυλο έναν πελάτη τού Μανοοέλ, πού κάθεται μέ την παρέα του, γύρω από ένα τραπέζι. ^ — Σήκω·!, του λέει ξερά. Θέλω νά σου πώ δυο λόγ.α! Ό άνθρωπος διστάζει μ,ά στιγμή. Κ υττάζει ανήσυχος τούς φίλους του. "Υστερα ση κώνετσ- σιγά - σιγά. — Τι θέλεις; ρωτάει τον
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
άγνωστο. ■— Λεν είδες λο πόν πώς δέ υπάρχει πουθενά έδώ μέ σα 6έσ ς, γιά νά καθήση τό Κόκκινο Γεράκι; αποκρίνεται εκείνος μέ ξαφνική μανία. Και μ5 ένα απότομο, φοβε ρό τίνσγμα τού χεριού του, στέλνε: τόν φτωχό άνθρωπο νά κυλήση, κατρακυλώντας ώς τόν απέναντι τοΐχο τής σά λας. — Γκράθ α, ΓΊαμπλίτο ! Ευχαρ στώ λέει ό άρχ.ληΓ στής μέ τό- κόκκινο χιτώνιο καί κάθεται τεμ,πέλ κα στην άίδε α καρέκλα. Οι σύντροφοί του πλησιά ζουν μέ τό πάσο τους γύρω ιάπό τό τραπέζι καί τότε οι άνθρωπο; πού κάθονται σ’ αυτό, σπεύδουν νά σηκωθούν
Στέλνει τόν φτωχό άνθρωπο νά κυλήση τόν απέναντι τοΐχο
5
ΜΙΚΡΟΪ
20ΡΡ0
11
— Που πας, Καραμελίτσα μου, χωρίς τον βλάκα «σου»;
καί ν απομακρυνθούν μέ βια στικά βήματα. Πηγαίνουν και σηκώνουν τον ζαλισμένο φίλο τους. — Ταβερνιάρη!, ούρλια ζε: τό Κόκκινο Γεράικ.. Πού στο δαίμονα έχεις τρυττώσε. τού λόγου σου; Φέρε κρασί! Καθώς όμως σηιχώνε: τά μάτ.α προσπαθώντας νά δακρίνηι τον ταβερνιάρη, βλέπει νά στέκεται μπροστά ου ένας νεαρός καί κομψευόμενας καμ παλλ^έρο, μέχρι δεκαεπτά •χρόνων. Κρατάει στο χέρι του ένα δαντελλέν.ο, αρωμα τισμένο μαντηλάκι. Τό έχει Φέρει στη μύτη του καί ανα πνέει μέ ηδονική; ευχαρίστησι τό άρωμά του. — Σενόρ, λέει στο ληστή
μέ νωχελικη φωνή, τό φέρσι μό σας δέν ήταν καθόλου ευ γενικό! ’Εδώ, στή Ρέϊνα ντέ Λος "Αντζελες, πέρασε ό και ρός πού υπήρχαν αφεντικά καί δουλοπάροικοι! "Ολοι οι πολ.Τες είναι έλεύβεροι καί κανείς δέν μπορεί νά τούς φέρνετα. μέ τον τρόπο πού αερυήκατ’ εσείς. Πρέπει νά ζητήσετε συγγνώμη! Ό ληστής κυττάζει τόν Σ άντ,ρο από τήν κορφή ώς τά νύχ.α καί χαμογελάει. — Έγώ νά ζητήσω συγ γνώμη; ρωτάει παγερά. — Μάλιστα, σενόρ! Σάς παρακαλώ πολύ νά τό' κάνε τε! Καί σάς παρακαλώ νά σηκωθήτε άπ5 αυτές τις Θέ σεις πού δέν σάς ανήκουν καί
η
Ο
. Μ
ί ■ «
Ρ
που τις πήρατε μέ τη βία! Φαίνεσθε λογικός και πολιτι σμένος άνθρωπος, σενόρ. Α σφαλώς δεν θά θελήσετε νά δημιουργήσετε επεισόδια...
Τι κάνει ά φόβος...
Μ
ΕΣΑ στην ταβέρνα δεν άκούγεται ούτε ψίθυρος. "Ολα τα μάτια είναι· καρφω μένα επάνω στον μαλθακό Δον Σ άντρο Βέγικ·^ καί τον τρομερό ληστή που κάθετ' ΐέμπρός του. Δεν τους κάνει τόσο μεγάλη έντύπωσι το θάρρος του, για δυο λόγους: (Πρώτον, πιστεύουν ακράδαν τα ότι προέρχεται -από άγνοια. /Ασφαλώς ό νεαρός ΒέγΙκα, δεν θά ξέρη μέ ποιόν έχει· νά κάνη... Δεύτερον, ξέιρουν πώς πολλές φορές :στηΓ ρίζεται στις πλάτες του ηρά κλειου σωματοφύλακα του, τολμώντας πράγματα που 6έν θά τολμούσε ποτέ μόνος του. •Παρ’ όλ5 αυτά όλοι περι δένουν μέ άγων ία την «έκρηΓ ίξι» του ϊΚόΙκκ.ινου Γερακίου, που είναι βέβαιοι ότι θάναι τρομερή... Ό ληστής όμως_ φαίνεται νά μήν έχη κέφια, -υνίζει τά ,μούτρα του, σαν νά τον άνα,γκάζουν νά παή λεμονάδα. >Τόν στενσχωρεΐ ή ιδέα πώς πρέπει νά δείίξήι τήν πσλλη,καριά του σ' ·ένα παίδαρέλι. ,Θά προτιμούσε νάχε νά κά νη .μ* εναν δυνατό καί γεν ναίο άντρα, για ν’ απόδειξη τή^ αληθινή άξια του. Λέει
Ο
I
1
Ο
Ρ · Ρ
Ο
λοιπόν νευριασμένος: _ — "Ακου, βυζανιάρικο ! Στρίβε, γιά νά μήν πας δαρΐμένος στή μαμά σου! /· Ό Σάντρο κάνει μια έκ πληκτη κίνησι, ενώ τά μάτια του σπιθίζουν. "Υστερα κυτ,τάζει ολόγυρα στήν κοσμοπλημμυρισμένη σάλα. Μοιά ζει^ νά ζητάη βοήθεια απ’ τους ανθρώπους που προσπα ,θή νά υπερασπισθή. Κανείς όμως δεν τολμάει νά σαλέψη. ιΟί τρεΐς σύντροφοι τού Κόκ κινου Γερακιού ξεκαρδίζον ται στά γέλια. — Σενόρ, φωνάζει ό Σάν τρο φανερά θιγμένος, σάς συγχωρώ γ.ά τελευταία φο ρά τόν τρόπο· που μου: μ.λήσατε, καταλαβαίνοντας πώς ιάγνοεΐτε τήν ταυτότητά μου ! Μήν προσπαθήσετε όμως νά ;κάνετε κατάχρηισι τής καλω-συνης μου!... ΕΤμαι ό Δον ■Αλεσάντρο Ντΐ Βέγκα! - Ό ληστής γυρίζει καί ρί χνει ένα βλέμμα γεμάτο νό ημα, σ’ έναν άπό· τους τρεις συντρόφους του. ' ^-Εκείνος σηκώνεται όρθιος καί στέκει έμπρός στον Σάν τρο. — Κι5 αυτός είναι τό Κόκ ΐκινο Γεράκι!, τού λέει μ ίλών τας από πολύ κοντά μές στά ρούτρα του. Καί δέν έπιτρέ πει σέ ικσνέναν νά του μ.ιλάη, παρά μονάχα κατόπιν... ραν τεβού! Μπήκες; Στρίβε λοι πόν, πιτσιρίκο!. ,· Καί μ5 αυτά τά λόγια ση κώνει τό χέρι του γιά νά τόν ρητρώξη. ι Δέν προλαβαίνει όμως συ-
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
13
τε νά τον άγγίίξη. Αυό άλλα ή καρέκλα του γίνεται θρυχέρια τον αρπάζουν ξαφνικά ψαλλα! Ό τελευταίος σύντροφος .άπ’ τη .μέοη. Ό ληστής νοι τού Κόκκινου Γερακιού τινά ώθει· τη γή νά χάνεται -κάτω ζεται όρθιος μέ μιά υστερική οσΓ τά πόδια του·. Πριν ττ,ροκραυγή λύσσας καί τραβάει λάβη νά καταλάβήι τί: συμ τό πιστόλι του- Ό εκπληκτι βαίνει, 'βλέττει πολύ κοντά κός Γαλέρας δίνει μιά φοβε οτή μύτη του, τά δοκάρια... ρή κλωτσιά στο τραπέζι καί τής στέγης τής ταΐβέρνας; ! τό τινάζει προς τό μερο^ "Ύστερα νοιώθει πώς τον τι του. Μαζί μ’ αυτό όμως, τι να νάζουν μ|έ δόνα μι καταπέλζει πέρα καί τον ΙΒιο τον αρ τη. Τό κορμί του ταξιδεύει χιληστή, τό Κόκκινο Γεράκι, ,ιστόν αέρα και μ ιά άγρ.α φω πού είχε αυτός φουχτώσει νή τρόμον βγαίνει απ’ το λα τό πιστόλι του καί τοχε στρί ρύγγι του, καθώς βλέπει - έ ναν σανιδένιο τοίχο νά χυμάη. .> ψει κ ιόλας εναντίον του. //καταπάνω τον. Σ' ένα δέκα Ό κολοσσός κάνει' μιά το τού δευτερολέπτου όμως /βουτιά, απίστευτη χιά τόν .-ή ιφωνή πνίγεται και. σταμαόγκο του σέ ευκινησία. Πέ1πάες καθώς ο ίδιος βροντάει •Φτει επάνω στόν μπράβο τού /επάνω στον τοΐχο καί κατρα Κόκκινου Γερακιού, τήν ώρα κυλάει κάτω αναίσθητος. πού προσπάθεΐ νά ξάναφου"Ενας ψίθυρος δέους γεμί χτώση τό πιστόλι του. Κον ζει- την ταβέρνα. τεύει· νά τόν λυώση κάί μόνο Τό Κόκκινο ,Γεράκι «Γ οί μέ τό-, βάρος - του. Τόν κάνει δυο σύντροφοί του μένουν την νά ούρλιάξη από τούς πό ιποώτη στιγμή ακίνητοι . σάν νους. /αγάλματα από τήν έκπληξηΆλλα ό Γαλέοας κινδυνεύ ,/Κυττάζουν μέ γουρλωιμένα ει από κίνδυνο θανάτου πού διάπλατα τά μάτια τον πε δεν τόν έχει δή γιά νά τόν λώριο Γαλέρα, πού στέπεται ιάντιμετωπίση. /αφρίζοντας άπο θυμό, πλάϊ Τό Κόκκινο Γεράκι έχεΐ ιστόν κύριό του. . , μαζέψει άπο· κάτω1 τό πιστόλι Ξαφνικά ό ένας βλαστητου καί τόν σημαδεύει. Πιέ ,μάει άγρια καί τό χέρι του ζει τή σκανδάλη. Ταυτόχρο κατεβαίνει στή: λαβή του πι να όμως μιά φοβεοή κλωτσιά στολιού του. Το κολοσσιαίο «βρίσκει τόν καρπό τού χερι χέρι τού Γαλέρα όμως ταξι ού του. Ποωτα ή σφαίρα καί δεύει γρήγορώτερα. Χωρίς .,μετά τό Τδιο πιστόλι πού ;νά κινηθή καθόλου... ό υπό τήν έρριιξε, ταξιδεύουν στην λοιπος από τή θέσι του, μέ όοσ.φή τής ταβέρνας. Λυσσα ιμιά ξανάστροφη μόνο τής πα σμένος ό ληιστής γυρίζει καί λάυης του μές στα -μούτρα, βλέπει δίπλα του τόν νεαρό .στέλνει τον φονιά νά κυλιστή Βέγκα. άναίαθήτος στο έδαφος £νφ Το αριστερό τον χέρι κατδ κγ
Ο
Μ
ϊ
Κ
Ρ
βαίνει στο άλλο του πιστόλι, έινώ άιφροί μανίας κάνουν την έμφάνισΐ τους; στις άκρες των χειλιών του. Μά ό Σ άντρο, γοργός σαν αστραπή, έχει σκύψει, καί έ χει· τροΰβήξει πρώτος το πι στόλι τού ιΚόκικινου Γερακι ού άπό τή θήκη του. Το καρ φώνει στον λαιμό του, άναγκάζοντάς τον νά μεί'νη ακί νητος. — Σ’ ευχαριστώ, Γαλέρα σμίγο!, λέει ό νέος χαμογε λώντας στον γίγαντα πού ση. κώνεται. ξεσκονίζοντας τά χέ ρια του, χτυπώντας τα μετά ξύ τους. Πήγαινε τώρα, μια .στιγμή, νά φωνάξης τους χω ροφυλακές... Δεν έχω δ άθεσι για άλλα επεισόδια, -έρεις πολύ καλά πώς άπεχ'Βάνομαι τις φασαρίες... — Σ ή σενορ Σ άντρο!, μουρμουρίζει υπάκουα ό κο λοσσός. ΚΓ έγώ δεν ήθελα νά... Δηλαδή άν αυτός ό... δεν... Θέλω νά πώ, σενορ, ό
τι
... .
— Κατάλαβα, Γαλέρα άμ,ίγο. Πήγαινε νά φωνάξης τούς χ ωραφύλακε ς. 5 Ελπ ίζω νά διώξουν αυτούς τούς αγε νέστατους ανθρώπους άπό τή Ρέϊνα, γιά νά βρούμε πάλι τή,ν ησυχία μας... ι αν δεν τους διώ ξουν, σενορ Σ άντρο, λέει μέ προθυμία ό γίγαντας, μπορώ έγώ νά... Ούτε πού χρειάζε ται νά φωνάξω... Μόνος μου άν θέλετε, Θέλω νά πώ, σενόρ... — Κατάλαβα, .Γαλέρα άιμ,ίγο!, λέ&ι πάλι μέ εκπλη
©
2
1
Ο
Ρ
Ρ
®
κτική υπομονή ό Σ άντρο. Πήγαινε νά φωνάξης τούς χω ραφύλακες τώρα. — Σ ί, σενόρ! (Καί ό Γαλέρας φεύγει γιά νά γυρίση ύστερα άπό λίγα λεπτά, μέ μιά διμοιρία χώρο φυλάκων. Μΐέ μ,ιά σύντομη Κατάθεσι τού Δον Βέγκα, τά όργανα τού Νόμου παίρνουν τους λη στές στο Διοικητήριο. Φεύ γοντας τα Κόκκινο Γεράκ; γυ ρίζει καί λέει στον Σ άντρο: — Μου είπατε τ’ όνομά σας σενορ!... Σωστό· είναι νά μάθετε ικΓ έσεΐς τό δικό μου: Αλέ φωνάζουν Κόκκινο Γεράκι! Φροντίστε νά μην ξανα συναντηθούμε, γιατί θά μετανοιώσετε! — Θά φροντίσω, σενόρ!, άποκρίνετα. ό νέος οττάραχοο. Γιατί καί τήν πρώτη φο ρά πού συναντηθήκαμε μετάνο ωσα. Άπεγθάν·ομαι τή βία καί τούς ανθρώπους πού τή μεταχειρίζονται. — Ναί, αλλά στην κλω τσιά τό πόδι· σας ήταν κεραυ νός, Δον Σ άντρο!, φωνάζει ■μέ ακράτητο ενθουσιασμό; κΓ ολοφάνερο θαυμασμό ό Μανουέλ, μόλις φεύγουν οιί χω ροφύλακες, μέ τούς, ληστές. Κι’ όπως τού αρπάξατε τό π.στόλμ τό χέρι σας ήταν π ό γοργό άπό τήν αστρα πή! Τόσον καιρό1 μάς κρύβα τε αυτές τις ίκανότητές σας! — Ικανότητες!, κάνει, γε λώντας ό νέος. Υπερβάλλεις, Μανουέλ άμί'γο. Μεταξύ μας, φοβήθηκα τόσο, πού πήγε ή
καρδιά μου περίπολο!
*Απ*
1
Ο τήν τρομάρα μου κινήθηκε τόσο γρήγορα καί τό τγο6ι μου καί τό χέρι μου, χωρίς κι5 ό ίδιος να προλάβω να τό σκεψθώ! Είδες τί' κάνει ό φό βος κα,μμιά φορά!... Καί φέρνει- τό μαντηλάκι του στο στόμα, άναπνέοντας μέ άνακοόφισι τό λεπτό ά ρωμα. ΙΚαί' στρέφοντας στον γιγάντιο σωματοφύλακα του: — Πάμε, Γαλέρα. "Ολ" αυτά μέ κούρασαν· πάρα πο λύ. Δεν άντέχω σέ τέτοιες συγκινήσεις! "Έχω ανάγκη, από ανάπαυσα... Μά, πιαρά τις προσπάθειές του νά φανή δε λός καί μαλθακός όπως πάντα, τού τη, τή φορά πολλά βλέμματα τον παρακολουθούν μέ κά ποια άμφ.'βολία.
Τό φοβερό νέο
0
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ Ντι άζ παρατηρεί συνοφρυωμένος τον αρχιληστή καί τούς τρεις μ ισοζαλισμένους ακόμα, συν τρόφους του. — Είσαι τυχερός πού δεν σκότωσες κανέναν, Πέντρο Καραχάν, λέει μέ αυστηρή φωνή στο Κόκκινο Γεράκι, γατί τότε θά σ’ εκλενα στο κάτεργο γ-ά όλη σου τή ζωή! Γιατί ήρθατε στο πουέμπλο ώπλισμένο;· σάν αστα κοί καί οι τέσσερις; — Γιατί πρόκειται νά σκο τώσω κάποον!, άποκρίνεται χω,οίς περιστροφές ό ληίστής. Ό Ντιάζ τον κυττάζει έκ
πληκτος.
ύ
Ρ
Ρ
Ο
15
— Τό όμολογεΐς; Χέει μέ θυμό. Μά τότε, μπορώ νά σέ ,χώσω από1 τώρα στή φυλα κή ! — "Όχι 5ά!, κάνει σαρ καστικά ό Καραχάν. Δεν μέ ρώτησες πσιό'ν πρόκειται νά σκοτώσω, υπολοχαγέ! "Όχι· μόνο ζέν μπορείς νά μέ χώσης στη φυλακή γ.Γ αυτό, άλ λά θά μέ πλήρωσής κόλας! Ύπάρχε- μιά πολύ στρογγυ λή άμοΐ'βή, γιά όποιον τον βγάλε· άπ5 τή μέση! — ίΕννοεί ς τόν Ζορρό; — "Αικριιβώς! — Δεν χρειαζόμαστε φα σαρίες, ούτε τή βοήθειά σου γιά τή σύλληιιΐ)Ί' τού Ζορρό, Πέντρο, του λέει· ψυχρά ό Ντιάζ. "Έκανες φασαρίες μέ τήν πρώτη πού ήρθες στο Πουέμπλο κΓ αυτό μου φτά νει γ.ά νά σέ διώξω από· δώ. — Δεν φτα,ίώ εγώ γιά τις φασαρίες! Μέ πρακάλεσαν!, μουγκρίζει θυμωμένος ό λη στής. — Σέ προκάλεσαν, όταν π έταξες έναν άνθρωπο απ’ τήν καρέκλα του στα καλά καθούμενα; — Ολ συτα τα έκανα γιά νά προκολέσω τόν Ζοροό!, αποκρίνεται ατάραχος ό Καραχάν. Καί εϊσαστε υ ποχρεωμένος νά ,μέ βοηθήσετ ε, ύπ ολ οχ αγέ! Δ · αφο ρετ ικ ά θά σάς αναφέρω· πώς προ στατεύετε αυτόν τόν εκτός Νόμου! Τό1 πρόσωπο του· Ντιάζ έ χει γίνει κατακόκκινο από οργή. —Θά σας βοηθήσω!, γρυ
16
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
1
Ο
Ρ
Ρ
&
τός πίσω του. Κάθε φορά λίζει. θά σάς στείλω και τους τέσσερις αυτή τη στιγ-, πού 6 Σάντρο σταματάει και μη έξω από τή Ρ έϊνα ντέ Λός κυττάζει τον ουρανό, στέκει "Αντζελες, μέ συνοδεία μια κι’ εκείνος και προσπαθεί νά διακρινή τί' βλέπε; τ’ άφεντιδ ι<μοιρ ίά χωροφυλάκων. Σ’ αυτό τό μέρος θά σάς τταρακό τοιλ -Φυσικά, δσο κι’ άν δώσουν καί τά πιστόλια σας γουρλώνη τά μάτια, δεν τά καταφέρνει. και θά σάς παρακολουθή σουν που 'θά του δίνετε... ’Άνί Μουρμουρίζει μέσ’ άπ’ τά δόντια του: κάνης κα,μμ ά ήλ:ίθ:ότη{τα και ξαναγυρίσης, αΐύτό |3ά είναι — "Οταν τό· τσούζω λίγου τό τέλος τής σταδιοδρομίας λάκι, όπως τό πρωΐ στην τασου! βέρνα^ τού Μανουέλ... Θέλω "Ενα άπαίσ ο χαμόγελό νά πώ. δηλαδή, τό άτιμο τό ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κρασί.... Μ5 άλλους λόγους ό του Κόκκινου Γερακίου. ταν πίνης, μπορείς νά δής κά ■ — Πολύ καλά, Ντιάζ!, άτ. πού δεν υπάρχει... Νά... ποκρίόετα: ψυχρά. Φοβάστε Εγώ, λόγου χάρρ τό πρωί, πώς, άν π.άσω εγώ τον Ζορέβλεπα την Καραμελίτσα ρο, .θα γελο οποιηθήτε π ου μου νάρχεται κοντά μου κου δεν μπορείτε νά τό κάνετε ε νιστή καί λυγιστή, σαν φρεσείς, τόσα; γρόν α ! Δεν θά γ άτα!... Όχ ι... Σ άν γ «λέ μου ξ,εφύγη δμως,. δ,τι κι5 άν ρα!.., Τώρα δμως πού δεν πί κάνετε;! ; νω... Δεν μπορώ δηλαδή νά — Π άρτε τους από θώ πέ καταλάβω... ό Δόν Σάντρο... οα!, δ στάζει ό ύττολοχαγός πού δεν πίνει κΓ αυτός.. "Ο Ν'τιάζ. Ακούσατε τίς διατα λο· σηκώνει τό1 κεφάλι καί κά γές μου... τι βλέπει, πού εγώ... "Αν έ ^ Τό απόγευμα τής ίδιας βλεπα αυτό1 πού βλέπε·, δεν μέρας, ό νεαρός Σάντρο Βέγθά... Μ'οστή ρ ι ο πράμ α !... ■κα κάνει βόλτες μέσα στη Αυτό τό βιβλίο ώς Φαίνετα ... «σέρρα» του αρχοντικού του. Κάτι θά... άλλα ^πάλι!... Στο χέρι του κρατάε-· ένα β ιΚι* ό Φουκαράς, άπό τή β'λίο 1 ποιημάτων. Διαβάζει σαστ μάρα του, τάχει περισ κάθε τόσο από μερικές γραμ σότερο χαμένα άπό κάθε άλμες κι’ ύστερα στέκεται και ληι Φορά. ,Δέν μπορεί ν’ άοθοώση όχι ολόκληρη, άλλα όνε.ιροπσλεί. Καμμιά φορά φέρνει στη μύτη και τό δαν- σύ'-'ε μ σή φράσι. Κ ι’ άξαφνα τελλένσ, άρωματ'σμένο μανυάλ στα τά χάνει άκομα πιο τηλάκ: του κί’ ανασαίνει μ5 πολύ.. Γουρλώνε·. τίς ματουάγαλλίασι τό' άρωμα. κλες του' τρισχειρότερα, ’Αλ Ό Γαλέρας βρίσκεται — ληθωρίζει. όπως συνήθως -— έκεί πού τε — Τώρα βλέπω κι’ εγώ!, λειώνει.· ή... σκιά του κυρίου κάνει ήλίθα. Χωρίς νά πιω τομ, Πηγαινοέρχεται Κι-1 αύςττφλςί!. Λ^τό ιονί-!
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
6
ϊ
ιΘ Σ άντρο που τ.άν άκούει γυρίζει και τον κυττάζε. κα τάπληκτος. — Τί βλέπεις, αμίγο; τον ρωτάεν — Αυτό π εν... δεν υπάρ χει! Δηλαδή, σενόρ κάτι· πού... Να: Τή σενορίτα Κα,ρ α μελ ίτ σ.ά, σενόρ Σ άντρο, πού... θέλω νά πώ πώς ή σενορίτα Καραμέλιασα. δεν εί ναι έδώ κΓ ομοος έγώ.... Τη βλέπω μ5 άλλους λόγους, ένω εΤνα,· στό' σπίτι της! — Πώς τή βλέπεις;^ Που; ρωτάε, παράξενε μ ένας ό Σαν τρο. —- Εκεί πέοσ^ σενόο! Στην είσοδό τής αυλής! Τή βλέπω σαν νά τρέχη· καταπά νω σας!... Ό νεαρός, Δον Βέγκα στρέ φε. και βλέπει τήν Καραιμελίτσα, τήν καμαρερα τής σε νορίτας Κάρμεν, νά τρέχη- άναραλλ.ασμένηι προς τό μέ ρος του. Στο τρομαγμένο πρόσωπό της είναι χαραγμέ νη ή πιο βοθε ά αγωνία. Ή ίδια άγωΟα τρύπωνε·· μονομιάς-καί ' στην · κάρο ά ρου νεαρού καμπαλλέρο. —- Τί συμβαίνει.. Κα.ρμελίτσ; ρωτάει κλείνοντας τό β'βλίΟ.’ Ή καπέλλα σταματάει έμ πγός του μέ κομμένη την άνοσα από τό1 πολύ τρέξιμο. Τόσο είναι λαχανιασμένη,,, που δεν μπορεί ν άρθρωση λέξ; τις πρώτες στιγμές. Ό Γαλέρας βρίσκει εύκαιρία νά 'καίθηισυχάση τσν αγα πημένο του κύριο. — Μή περιμένετε νά σάς
1
5
Ρ
Ρ
0
17
μτλήση, σενόρ Σάντρο !, τού λέε. χαμογελώντας καλοκά-· γο'3α. Δεν είναι προσωπικώς ή ίδ-α ή σενορίτα Κ αραμ έλι ασα! θέλω· νά πόό δηλσυή οτ Αυτό που βλέπετε νά πούμε, σενόρ...’ Δεν ξέρω· άν έχετε ακουστά γ ά τά φαντασματρ;, άλλά ή γ ιαγιά μου μια φορά... — Αλλοίμονο, ή- δυστυχι σμένη ή κυρά μου!, ξεφωνί ζει^ ξ αφ ν κά ή Κ α ρ μ ε λ ίτα μ5 άπόγνωσ:, βρίσκοντας τή φω νή της. Πρέπει κάτι νά κάν,ε-' τε. Δον Σάντρο! Πρέπει νά τή βρούμε πριν νά εϊνα ■ άργα!... —- Τί συνέβη λ ο παν; Μ ί λη τε !, ^ μουγκ ρίίζε ι σνυπόμ ονα εκείνος. — Πέρασε πριν μ, ά ώρα από το σπίτι εκείνος ό φοβίοας ληστής!... Ό Καραγάν, Δον Σ άντρο!... Αυτός που τον λένε Κάπνα I εράκ ·... Τήν πήρε μ αζ.’ί τ: υ!... τΚτον με άλλους τρεις λη στές καί·... *Ω, σενόρ Σά ν
ήσο ϊ...
Καί μή μπορώτας ν5 άντέξτ περ τσολερο., ξεσπάει σε νοερά κλάματα.,
Ραντεβού
μέ τον θάνατο ΝΕΑΡΟΣ καμπαλ λέρο έχει γίνει κάτασπρος μέσα σε μά στ.«γμή. Ό Γ.αλερας δένχ αλλάζει χρώμα όπως ό κύριός του, αλλάζει όμως ύφος. Τά μά-
■——-χώ.·^^ ^^^)ΐ·^·Μ«Μί$ιΗΝ
Χ·ϊ^^^·ί^ί^ί</ίίί^,·'ίβίί·ί,Α;®ίίίίίί^·?ίίνί?ίίίί! ______ _____
ί&$8&ββ
8ϋ*«§
'^ίΧί.ιί^ά^
·!ν.ν.·.*·;·;·:·*.·.·.·.···;
Λ.ν·> ·,·.·.···.··* · · -Λ’.ν.χ, χ·.ν· · ·■-* .
Μ
'Ο ένας Ζορ-ρό ρίχνεται μανιασμένα επανο στον «λαο...
ιια του αστράφτουν. — >Δέν έχω ακουστά για Φαντάσματα πού κλαΐνε, λέ ει μονάχος του. θές νάνοι· ή ίδια ή Καραμελ... Ή Καρμελΐτα μου! Σίγουρα αυτή
είναι! 9Ηρθε νά μέ δη! Δεν άντεξε ή καημένη! Μ5 αγα πάει πάρα πολύ καί... Δήλα δή, τάχα μου άτι< ήρθε νά πή του σενορ Σάντρο γ:ά την κυρά της... καί... Μ5 άλλους
λόγους έΐχεί'νη την πήρε ό Κα ραχαν, που λέει! Ό σενορ Σαντοο τί μπορεί τώρα νά... Καροςμελίτσα μου, γιατί κιλαίς; — ΕΤσαι ηλίθιος!, του
λέει ή Καρμελίίτα μέ βΐυμό, ανάμεσα στους λυγμούς της. — Σαν νά μην τοξερα!, κάνε: κατάπληκτος ό γίγαν τας. Σέ ρώτησα γιατί κλαΐς, Καραμελίτσα μου!
26
6
ΜΙΚΡΟΙ
— Π'άψε να μέ λες Καρσμελίτσα! Σου είπα πώς, ε κείνος ό ληστής, πήρε μαζί του τήν κυρά μου! Τήν πή γαν στο βουνό!... — Θά βρής άλλη, κυρά! Θά σου βρω εγώ μιά καλύ τερη..., λέε*< 6 Γαλέρας^ γ.ά να την παρηγόρηση. Θά πώ τής σενόρας Βέγκα πώς·.. "I σως .κοκ ό' σεναρ Σ άντρο νά... Μπορεί τώρα πού έτρε8ε μέσα στο σπίτι, νά πήγε γι’ αυτό!... Δηλαδή, δεν άπο κλείεται νά πάη νά πή τής μητέρας του πώς... Ό γίγαντας όμως αυτή τή φορά σωπαίνει και μένει ά ναυδος μέ γουρλωμύνσ μά τια. "Ενα άλονο περνάει εμ πρός τους σάν αστραπή, τήν 16 α στιγμή. Επάνω στο ά λογο αυτό βρίίσκεται ό Δον Σ άντρο Βέγκα. Βγαίνει άπό τήν αυλή του άγροκηήιματος καί κστευθύνε τα< ολοταχώς προς τήιν κατεύθυνσ; του ράντς των Περέϊρα. — Μπά! Λάθος έκανα!, μουρμουρίζει, χαζά ό Γαλέρας. Δεν είχε πάει, στή σενόρα... Θέλω να" πώ... Μά μήΐν άνησυχής, Καραμελίτσα! Έ γώ για σένα... —· "Ενα άλογο!,. φώνάζει υστερικά ή κ απέλλα. Μπο ρείς νά μού βρής ένα άλογο, βλάκα μου; — Μέ είπες «μρυ»!, φω νάζει πανευτυχής ό αγαθός γίγαντας. Βλάκα «μου»! Κι’ έγω έτσι σέ λέω: Καιραμιελτ τσα «μου»! Μήπως άρχισες
1
0
Ρ
Ρ
&
νά νοώθης κι5 εσύ όπως... Θέ λω νά πω... Άλλα ή καμαριέρα τής Κάρμεν δεν περ «μένει νά μ ό λη τί< ήθελε νά πή ό Γαλ.ερας. Βλέπει ένα άλογο δεμέ νο έξω άπό τον στ αυλό. Τρέ χε. προς τό μέρος του και π η δάει· στή ράχι του, σάν αλη θινή αμαζόνα. Φεύγει καλπά ζοντας. Ό Γαλέρας όρμάει νά τήν π άση άλλα δέν τήν προλαβαλει. — .Πρέπει νά πάω στον σε υόρ Ντάζ !, μ,ουρμουρίζε ■ μι λώντσς στον εαυτό της ή Καρμελίτα. Άδ.κσ ήρθα ε δώ!... Ό Δαν Σ άντρο δέν θά μπόρεση νά κάνη τίποτα, ε νώ ό Δον Ντιάζ μέ τούς χω ροφύλακες του, μπορούν - νά κυκλώσουν όλο τό βουνό-!... Φτάνει νά μην κάνουν κακό, στή δύστυχη κυρά, μου οι λη στές... Κ αλπάζε ι ολοταχώς, π ρός τα πουέμπλο τής Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες, χωρίς ν’ άκούη καθόλου τον κακομοίρη τό'ν Γαλέρα πού τρέχει γιά αρκετό- δ.άστημα πίσω της, φωνάζσντας ά*πελπ ι σ μ ένα: — Που πας, Καραμελί τσα μου; Που πας χωρίς τον βλάκα «σου» τον Γαλέρος Γυρνά πίσω κΓ εγώ 6ά σου βοώ μιά άλλη κυρά, άλλο νά στό λέω κ-’ άλλο νά τή’ βλέππς! ’Αλλά ή Καρμελίτα δέν γυ ρίζει·. Έξαφανίζετα ■ στό βά θος τού ορίζοντα. Γυρίζει με τά άπό αρκετή ώρα ό Δαν Σ άντρο Βέγκα. Είναι- πάντα
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
χλωμός, περίλυπος και βυθι σμένος σέ δυσάρεστες σκέ ψεις. Βλέπσντα τον Γαλέρα, τού λέει άφηρημέινα, σάν να μιλάή, στον εαυ4τό του: — Ό Καραχάν εΐττε πώς θά σκοτώση τήν Κάρμεν, άν δεν ττάηι απόψε Ζορρό ολο μόναχος στο «Πέρασμα των Ληστών»! Αυτό θά π ή ττώς ό απαίσιας ληστής ξέρει ότι ό Ζορρό ένδαφέρετσι για τή σενορίΤα Κάρμεν και δεν θά την άφήση στην τύχη; της... Σίγουρα έμαθε γιά τό χθεσιναβραδυνό επεισόδιο του Ζορ οό, πού προσπάθησε νά άπαγάγη^ την Κ άρ μ εν!... Π ο ι ός νά είναι αυτός ό Ζορρό;..Ό Γαλέρας γουρλώνει τά μάτια άπορημένος. "Υστ'ερα όμως παίρνει πονηρή έκφρασν. Κυττάζει ολόγυρα κ·’ ό ταν σιγουρεύεται πώς είναι ολομόναχοι ιμιέ τον ικύριό του, σκύβει στο αύτί του καί του λέει έυ π ιστευτικά: — Εσείς ό ίδας είσαστε, σενόρ. Σάντρο! Τό ξεχάσατε πώς... Θέλω νά πώ... Ό Ζοροό κ·5 εσείς είσαστε ένα... δηλαβή... "Οσο κΤ άν φαίνεται πεοί έργο, ό Γαλέρας έχει πή την αλήθεια: Ό νεαρός Δον Σάν τρο Βέγκα, ό μαλθακός ' καμπαλλέρο που όλοι τόν περιφιρονούν για τη δειλία του, εΐ να·: ένα καί τό αυτό πρόσωπο με τόν θρυλικό Μασκοφσρο Έκδκητπή, τόν περιβόητο σεναρ Ζορρό! Γ ιά την άκρίβεια, είναι ό γιος του Ζορρό καί συνεχίζει
τή γεμάτη κινόνΦνς άπαρτο
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
21
λή του πατέρα του, άπό την ήμερα που εκείνος πέθανε. (*) Καί ό Γαλέρας, 6 κο λοσσός αυτός πού ό Σάντρο τού έχει σώσει ^ τή ζωή· και γΓ αυτό του είναι πιστός; σάν σκυλί, είναι· ό μόνος πού γνωρίζει τό μυστικό του. ”Αλ λος ένας άνθρωπος πού γνω ρίζει τήν αλήθεια γιά τήν ταυ τότητά του, χωρίς όμως αυτό νά τό ξέρηι ό ίδιος ό Σάντρο, είναι ή μητέρα του, Δόνα Ίσαβέλα. Δεν τού λέει πώς ξέ ρει τό μυστικό του, γιά νά μήν τόν δυσκολεύη στο δύ σκολο έργο του. Τό ' βράδυ, λοιπόν, τής ί8 ας έκείνης μέρας, ό Δον Σάντρο Βέγκα δεν πέφτει στόι κρείββάτι· Του, όταν πηγαίνη στο δωμάτιό του. Πλη σιάζει στο τζάκι καί στριφο γυρίζει·. στή βάισι του ένα ά γαλμα πού βρίσκεται εκεί πάνω. Μια ρύστική πόρτα α νοίγεται, άπό τήν οποία περ νάει τό λυγερό κορμί του καί χ άνετα ι ατό σ κ οτ άδ ι , •Βρίσκεται σ’ ένα μυστικό καταφύγιό, σκαμμένο στον βράχο, στή συνέχεια μιας φυ σκής σπηλάς· Εκεί πέρα βρίσκετα·· τό υπέροχο, μαύ ρο άλογό του καί όλα τά σύ νεργα τού θρυλικού καβαλλά ρη, καθώς καί ή στολή του. Τή φοράει· γρήγορα. "Ανε^ βαίνει ύστερα στή ράχι τού αλόγου του. Βγαίνει άπό τό· άνοιγμα τής σπηλιάς, πού εΐ ναι φραγμένο άπό άγριόθα(*) Διιάβαετε τό Ιο τεύχος τού «Μ. Ζορίαό» μέ τον τίτλοι
ΥΡ
τ°ν Ζορρό»,
22
0
ΜΙ
Κ
Ρ
μνους. τόσο καλά, ώστε εΤνα?ι· εντελώς άδύνατο νά άνακαλυ φίθή α!ΤΓ5 έξω. ^ Ή νυχάτα είναι φεγγαροψώ τιστη κι3 αύτό τον κάνει να νο ιώσηι στη ρα χοκ οικκαλ ι ά ταυ, μια παγωμένη ανατρι χίλα. Ωστόσο ξεκινάει χωρίς να διστάση, μέ γοργό καλπα σμό' κι:3 άς ξέρη πώς έικεΐ πού πηιγαίνε;· τον περιμένει ό θά νατος. Είναι πρόθυμος να δώ ση τή; ζωή του για την πανέ μορφη Κάρμεν, την κόρη πού έχει κλεισμένη στην καρδιά του... Μα άξαφνα, ενώ φθάνει κοντά στο Πέρασμα τών Λη στών.,»
Οί δύο Ζορρό Μ ΙΑ
σκιά
ορθώνεται
εμπρός· του φράζοντας του τόν δρόμο. Είναι ένας άνθρω πος ντυμένος στά ολόμαυρα άπό' την κορυφή ώς τά νύχια. Μ:ά μαύρη, μπέρτα εΐνα, ρι γμένη στους ώμους του καί μια ολόμαυρη: προσωπίδα σκεπάζει τό πρόσωπό του. — Μάνας άλτος! Ψηλά τά χέρια, σενόρ Ζορρό!, λέ ει ό άνθρωπος αύτός, πού εί ναι ντυμένος όλό'ΐδ:α όπως ό Ζορρό. Ό Μασκοφόρος Τ,μωρός στέκ ετα: άκ ίνητο ς. Ρ ίίχνε ι μα φλογερή ματ ά στον άντί' παλό του. 3Εκείνος κρατάει· ένα πι στόλι καίί τόν σημαδεύει κα τάστηθα. —- Έρχεστε νά πεθάνετε γ;ά τή γυναίκα πού άγαπάτοΟ λ&ι μέ ψυχρή φωνή.
Ο
1
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Φ
Σάς συγχαίρω γύ αυτό. Έ χετε θάρρος! Θά σάς δώσω λοιπόν τήν ευκαιρία νά πρα γματοποιήσετε την άπόψασί σας: θά σάς σκοτώσω εγώ, σενόρ Ζορρό! Ό Ζορρό ούτε αυτή τή φο ρά σαλεύει, από τή θέσι- του. Ό άλλος... Ζορρό συνεχί ζει πάντα μέ τήν ίδια ψυχρή φωνή, χωρίς τή^ν παραμικρή διάθεση είρωνίας: — Λεν θά τό έκανα ποτέ μέ τέτοιες συνθήκες, έστω· κι3 άν έχω τό δικαίωμα, άφοΰ εί στε έπικηρυγμένος... Μά εί μαι υποχρεωμένος. Μόνο έ τσι· θά μπορέσω νά σώσω τή ζωή τής σενορί'τσς Περέϊρα! "Αν· σάς βρη νεκρόν 6 Καραχάν, θά 5ή πώς ή έκδίικησίς του έχει πάρει· τέλος. Θά πά ψη ^νά προισέχη. "Ετσι, θά βοώ ευκαιρία νά τόν παρακο λουθήσω ώς τό μέρος πού1 κρατάει αιχμάλωτη την Κάρ1μεν. ’Άν» την έλευθερώση· δεν θά έπέμιβω. ’Άν όμως θέληση νά τής κάνη, κακό, τότε θά προσπαθήσω νά τή. σώσω. Ό ...αληθινός Ζορρό χαμό γελάει κάτω από τό μαύρο πανί τής προσωπίδας του. — .ζεχνάτε πώς δλ3 αυτά μπορώ νά τά κάνω κι.3 εγώ·!, λέει ψυχρά. Καί τό δ.κό σας πτώμα άν βρή ό Καραχάν, θά π;στέψη πώς ό Ζορρό δεν ζή π:ά! Λ , Λ Λ — Άλλα έσεΐς ξεχνάτε τό κυριώτερο!, αποκρίνεται ό άλλος. Πώς τό πιστόλι το κρατώ εγώ! Κατεβήτε άπ3 τό άλογό σας!...
Ό Ζορρό όπακού&η Την ώ
Ο
Μ
I
&
Ρ
®
I
ρα που πηδάει στα γη όμως, το δειξί' του χέρι φουχτώνει τη λαβή τού θρυλικού μαστιγίου του, πού είναι περασμέ νη, στη σέλλα. "Ένα σφύριγμα άκούγεται τότε. Μιά μ ακόυα λουρίδα σχίζει τον αέρα και μιά πνι χτή κραυγή πόνου ξεφεύγει άπ* τό λαρύγγι του ψεύτικου Ζορρό. Τό μαστίγιο έχει τυλιχτή στον καρπό του χεριού πού κρατάεΐ' τό πιστόλι. Τον τρα βάει με ακατανίκητη δύναμι. Τό όπλο τού θανάτου ξεφεύ γει από τά δάχτυλά του. Ό άληθνός Ζορρό πηδάει άπό τή σέλλα: του όλόγου του με απίστευτη ευκινησία. Τραβάει τό σπαθί1 του. Ό αντίλαλός του χω-ρίς νά δ στάση, κάνει κι5 αυτός τό ίδιο. Ο1! δυο λεπίδες άστ θάφτουν απειλητικά μες στη νύχτα. Ό Μασκοφόρος Τ ιμωρόςΛ δ^ > Γ/ϊ / ιωχνει μ, ενα χτύπημα του ελεύθερου χερ.ού τό άλογό του. 4 Γ :ά ένα - δυο δευτεοόλεπτα οι αντίπαλοι, πού μοιά ζουν σαν δυο σταγόνες νερό, στέκονται αντίκρυ ό ένας στον άλλον και άλληλοκυττά ζοντα Στά μάτια τους καθοεΦτίζεται ό θάνατος... Τήιν άλλη στιγμή έπιτίθενται και οι δύο μαζί. Ρίχνον ται μέ πρωτοφανή μανία ό έ νας επάνω στον άλλον. Τά άτσάλ α των. σπαθιών βγάζουν σπίθες. Γ ρ ή γορα οατοδεικνύεται πώς είναι και ρ! δυδ δεινοί ξι
2
Ο
Ρ
Ρ
0
23
φομάχοι. Μ" απίστευτη ταχύ τητα τά σπαθιά διαγράφουν άστραψτερά τόξα καί θανά σιμες^ ευθείες^ άνσζηΐτώντας τά σώματα των αντιπάλων. Μ5^ έκπληκτική ευστροφία πη δούν·, καί στριφογυρίζουν πό τε άπό δώ καί πότε άπό κεΐ οί... δυο Ζορρό, άποφεύγόν τας την ύστατη στιγμή τά κεραυνοβόλα χτυπήματα, ό ένας τού άλλου. Κοντές καί σφυριχτές βγαί νουν οι ανάσες άπό- τά στό ματά τους. Τά στήθισ τους άνε’βοκατ εβ α ί'ν ουν β αρε ι ά. Τώρα πιά, μετά άπό τό σους έλιγυΐούς, καί στριψίμα τα, κανείς δέν θά μπορούσε νά πή ποιος: άπό τούς δυο εί ναι ό άληθ'νός Ζορρό, έστω κΖ άν άπό την αρχή είχε α κούσει τή συζήτηισί τους. Π ο λύ περ σ-σότερο δε, άν αυτός που θάπρεπε ν’ άπαντήση σέ μιά τέτοαι έρώπησι είναι ό... Γ αλέρ-αο! Κι5 αλήθεια ό Γαλέρας βρί σκεται κοντά στο σημείο πού ξιφομαχούν οι... δυο Ζορρό. ι ό πώς έχει β-ρείθή εκεί πέ ρα, εΐναι πολύ απλό: Άπ’ τό απόγευμα έχε; πού κάθεται στή βεράντα του αρχοντικού των Βέγκα, πε ο.μένοντας να δή τον κύριό του, τού οποίου έχει χάσει τά ίχνη. Ό ήλιος όμως δύει καί ή νύχτα αρχίζει νά ρίχνει τό· μαΰρ-ο πέπλο της στή γή, χωρίς ό Δον Σ άντρο νά εμ φανίζεται. Ό Γαλέρας τάχει σαστί σει. Κάτι τέτοιο δέν θυμάται νδχη ξανασυμδή, δηλαδή να
24
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
μην ξέρή.πού βρίσκεται 6 α γαπημένος ταυ κύρος. Είτε ώς Δον Σ άντρο Βέγκσ είτε ώς Ζορρό·, πάντα θά του έχει άφήσει τουλάχιστον κάποια παραγγελία. Σήμερα όμως ό νεαρός καμπαλλέρο έχει φύ γει επίτηδες κρυφά, έίπειδή ό Πέντρο Καραχάν δήλωσε πώς άν ό Ζορρό δέν πάει ο λομόναχος στό· Πέρασμα των Λήστών, θά σκατώση την Κάρμεν. . γέροντας λοιπόν πώς βαδίζει σέ βέβαιο θάνα το, έχει θεωρήσει περιττό ν’ άφήση καμμιά παραγγελία στον γιγαντόσωμο, άλλα α νόητο υπηρέτη του. Ό Γαλέρας, ώστόσο, πάει νά τρελλαθή, δσο περνάει ή ώρα και δεν τον βλέπει. Φεύ γει από τη βεράντα -καί κατε βαίνει στην αυλή. Γυρίζει παντού όπου μπορούσε νά βρισκόταν ό Δον Σάντρο·. Φυ σικά δέν τον βρίσκε:, .ζανσγυ ρίζει .μέσα στο αρχοντικό. Ψάχνε·:· όλο τό σπίτρ άκό:μα καί σε σημιεΐα πού ό νεαρός καμπαλλέρο δέν· θά χωρούσε να μπη, όπως λόγου χάριν στά... συρτάρια του μπου φέ ! Τελικά σταματάει απογο ητευμένος. αύνίει τό κεφάλι του. "Έχουν αρχίσει καί τον τρώνε γ;ά τό καλά τά φίδια! ΚΓ άξαφνα δίνε: μιά φοβε ρή στράκα μέ την ηράκλεια παλάμη του στό κούτελό του. Μιά στράκα πού άν την είχε φάει άλλος, σίγουρα θάχ ε π έσ ε άνα^ ίισθητας. — Πώς τό ξέχασα ό ηλί θιός;; μοι/γικρίζει, Ά$φΟ έΤπ§
ΖΟΡΡΟ
τό πρωΐ δτι ό σενόρ Ζορρό· θά πάη... θά πάη, λέει, στό Πέρασμα των Ληστών... ολο μόναχος! Μάλιστα! Τό θυ^ μάμα: πολύ καλά τώρα ! "Ο πως, πολύ καλά επίσης, τό είχα ξεχώσει! "Αλλά... Σταματάει πάλι σαστι σμένος. — Ν α ί, μ ουρ μου ρ ίζε ι. Έτοί είπε: «Όλομονάχος»! Τί θέλει νά πή όμως -μέ.·. Δηλα δή, γά νά λέη: «ολομόναχος», αυτό πηγαίνει νά πή πώς... πώς ό σενόρ Σ άντρο πού τά καταλ αβα ί νΐε ι δλα... χ;μ !... Αυτό θέλει νά πή ή το άλλο; αανΡξύνει τό . κεφάλι του καί τά ·μάτ;α του άστράφτουν. -— Αυτό 'ναι!, λέει μέ υφος εφευρέτου πού έκανε σπουδαία άνακάλυψι. Ό σε νόρ Σάντρο κατάλαβε πώς... οτί εγώ, νά πούιμε, θά ξεχνού σα αυτά πού μου είπε... "Ά ραγε ς, αφού θά ξεχνούσα πώς θά πάη στό Πέρασμα των Ληστών, δέν θά πήγαινα κι5 εγώ -μαζί του! Κ" άραγες, αφού δέν θά πήγαινα, θά πήγαινε εκείνος... ολομό ναχος ! Νά, ' κούφιο κεφάλι! — καί δίνει δυο φοβερά χτυ πήμστα στην κεφάλα του μέ τή γροθ ά του. "Υστερα ο υ ως τρέχει στον ^σταΰλο ,μ" δλη τη δύναμι των ποδιών του. Καβαλλάει στό άλογό του καί ξεκινάει ολοταχώς μές στη νύχτα. «ΜπορεΤ κα)ί νά προλά βω ...», συλλογίζε'τα ι. Καί πραγματικά, μόλις Φτάν§! ρτο Πέ’ίΧχισμα τών Λη
25 ατών καί πηδάει άττο το ά λογό του·, ακούει από κάπου εκεί κοντά τον θόρυβό τής θα νάισ-ιμης μονομαχίας των... δυο Ζορ,ρό. Τραβάει τήν τπ στάλα του και τρέχει ττρός τα εκεί μ’ δλη τή δύναμι των ποδιών του, . μ ο υρ μουρ ίζοντα ς: —- Τά βάζω μέ τον εαυτό μου, που δεν το θυμήθήίκα π.ο νωρίς! "Αν ό σενόρ Ζορ ρό) έχει πάθει τίποτα... Δεν προλαβαίνει νά τελειώσηι τή; φράσι του. Μένει άπολιθοΰ!μένος άξαφνα, βλέπον τας τους δυο ολόιδιους.., Μα σιχοφορους Ί Εκδικητές πού ξι φο μαχουν. Φέρνει· τό δάχ'τυλο στο στόιμα με τελείως ηλίθια έκφρασι. — Βλέπω πώς 'Κΐ’ ό σενόρ Ζορρό... τάνει βάλει .με τον εαυτό του πού... πού δεν μέ πήρε μα«ζί του!, μουρμουρί ζει.· •Καί γ:ά νά τον είδοποιήσηι πώς έφτασε φωνάζει: — Σενόρ Ζορρό! Σενόρ Ζορρό!...
Τό τέχνασμα του Γερακίου
ο
ΒΝΑΣ από τούς δύο μονομάχους, μόλις βλέπει τον Γαλέρα γίνεται ι πραγμα τικό θηρίο. Ρίχνεται; μανια σμένα επάνω στον αντίπαλό του, μέ μ;ά πρωΤοφανή λύσ σα. Τόν αναγκάζει· σέ συνεχή άμυνα. Ό δεύτερος Ζορρό ύπο'χωρεΐ ταραγμένος ,μ|προ^ στα σ' αύτή τή θύελλα των
χτυπημάτων. Ό I αλέρας σαστίζει ακό μα περισσότερο. — Πρώτη φορά βλέπω· άν θρούπο νά είναι τόάο πολύ1 θυ μωμένος μέ τόν εαυτό του!, ■κάνε; άπαλ ιδωμένος. Έτσι που πάει, θά σκοτωθή μονά χος του στο τέλος! Πρέπει νά τόν παρακαλέσω! νά... Δη λαβή νά του πω πώς... Μπο ρεί νά μή μ5 άκουσε καί νά μή μέ είδε καί γι’ αυτό... . 'Κι’ ό γίγαντας, προσπα θώντας νά όλακληρώση τή σκέψι- του, βαδίζει κιόλας προς τό μέρος των μονομά χων. ^ ^ ·’· Ό ένας απ’ αότούς τους τελευταίους γίνεται ακόμα· περισσότερο έπιθετικός,,. κα θώς τον βλέπει νά πλησιάζη. Φαίνεται άποψασ σμένος νά δώση ένα γοργό τέλος στη μονομαχία. Ή ταχύτης, ή ευελιξία καί ή δύναμι ς των χτυπημάτων του, είναι τρομακτικές. Ή άν ταγή του απίστευτη. Ή άγρ.ότης του θυμίζει λέαινα πού υπερασπίζεται, τά μικρά της. Ό δεύτερος... Ζορρό1 αρχί ζει φανερά νά καταρρέη. "Ε χει πιστέψει πώς δέν μπορεί ν’ άποφύγη τό μοιραίο. Στά μάτια του —- τό μόνο φανερό σημείο του πρασώττου του — γυαλίζει ό τρόμος του θανά του. Π'ηΙδάει. ολοένα προς τά πίσω», άπό πέτρα σέ πέτρα καί άπό βράχο σέ βράχο. Έ χει αρχίσει νά μή μπορή νά καλύπτηι άλες τις φορές τό σπήθος του, δπως στήν άρ-
Μ
ύ
ΜΙΚΡΟΣ
χή. Ή καύρασις τον αναγκά ζει νά κάνη πολλά λάθη. Τά μάτια του· έκτος από την αγωνία, γεμίζουν καί μέ απορία τώρα. «Γ:α»τϊ δέν δίνε: το τελει ωτικό χτύπημα;» σκέπτεταα. «θά μπορούσε νά μέ είχε σκοτώσει πολλές φορές ως τώρα! Μήπως μέ βασανίζει; Μιήιπως χαίρεται., σαν θηρίο μέ τη, άγωνέα μου;» Λεν προλαβαίνει νά συλλο γ στη περ σσότερα. "ίτνας, τελευταίος τρομερός ξιφι σμός του... άλλου Ζορρό, του παίρνε τό σπαθί άπ’ τά χέ ρ α καί τό- τίναζε ψηιλά εις τον αέρα. Ό έ'πιτιθέμενος ρίγνετα: σαν αητός έπάνω στο άνυπεράσπ.στο θύμα τόνί
1
ΰ
Ρ
^■Εκείνος κλείνει τά μάτια περί μένοντας τον θάνατο. Τό χέρι τού πρώτου όμως κάνε. μ·ά ιάπρόοπτη κίνησι. Άντ/ί νά τινσ.γτή εμπρός γ.ά νά διαίπεράση μέ τό σπαθί του το κορμί τού αντιπάλου του, υψώνεταιάστραπ'αϊα. Πέφτε βαρύ έπάνω στο- κεφά λι τού άλλου. Τον χτυπάει ,μέ τη λαίδή τού ξίφους καί τον ρίχνει αναίσθητο- στη γή. Στρέφε: .μετά προς τό μέ ρος τού σαστισμένου γί'γαντο:ι, πού έχε; Φτάσει πλάϊ του. —ίΓα'λέρα !, μουρμουρίζει αύστηρά. Πώς βρέθηκες έδίώ πέρα; Δεν σού είπα- δτι θά έρθω μόνος; — Μά.... σενάρ! , κάνει ε κείνος μέ γούρλωιμέναι μάτια.
Τρέχει άναμαλλιασμένη προς τό μέρος τους.
ο
ΜΙΚΡΟΣ
1
Ο
Ρ
Ρ
ο
27
'Ο ιπτολοχαγός Ντιάζ μονομαχεί, δταν μπαίνει μέσα ό Σάντρο Βέγκα
Μόνος σας ήρθατε! Δεν ήρ θατε μόνος; Έγώ ήρθΡ: μετά. Δη|λο(5ή... Θέλω - νά πώ... —Να μην πής_τίποτσ ά-· μάγο! Και άς ελπίσουμε πώς ό άνθρωπος αυτός, δεν π ρόλοι δε να σέ γνωρίση... —ϊΠο ος άνθρωπος σενόρ; ρωτάει ηλίθια ό Γαλέρας. ζλεν είναι... δεν είστε... Δεν είναι-, δηλαδή- ό εαυτός σας; Ό Ζορρό κυττάζει άπορης μένος τον πιεσμένο σωσίσ
του. Μιοϊλ: ς τώρα καταλαβαί νε: την παρεξήγησι πού έχει κάνε: ό Γαλέρας. Χαμογελάει κάτω από τη μαύρη- πρόσωπ ίδια του. — Πραγματικά ο εαυτός μου είναι!, μουρμουρίζει. —- Συγχαρητήρια σενόρ, Ζορρό!, λέει, επίσημα ό γί γαντας. Ό π οπούς μου έλε γε πώς... Δηλαδή δεν θυμά μαι άκριίβώς τά λόγια μά... "Ηθελε νά πή πώς δεν ίπτάρ
η
ό
μικροί
χει σπουδαιότερο πράγμά γιά έναν άντρα σενόρ... άπό το να... ν.κήση Τον εαυτό του! . Κ ή εσείς τόν νίικήσάτ τεϊ . Να τόνε! Τέζά εμέινέ! Κεί πέρα! Ό Ζορρό χαμογελάει πάλι καί -κάτι πάει· να πή άλλά την ίδια στιγμή άκουέι ένα 6&ΤΥφό. Στρέφει ανήσυχος. Βλέπει τό πεσμένο κορμί του σωσία τον» πού αρχίζει νά σαλέύφ "Ελα γρήγορα !, , μουρ μούριζε^ στον γιγαντόσωμο σύντροφο του. Πρέπει νά κρυ φτδυμε I... .Τρέχουν .μαζεύουν τ' άλο γά Τους και πάνε και κ φόβον ταί. πίσω άπό κάτι μεγάλους βράχους καμμίά πενηντάριά, .μέτρα πΆ πέρα. π πανσέληνος τους βοη θάει νά βλέπουν καθαρά και μαχιρυά, σχεδόν σαν νά είναι μέρα. Αίγα λεπτά αργότερα ό... δεύτερος. Ζορρό σηικώνιετάι, καί κάνει μερικά βήματά τρε κλίξαντάς. τ-στερα το βήμα του γίνεται· πιο σταθερό. Γυ ρίζει πέρα ^δώθε. Μαζεύει α πό- κάτω τό σπαθί του. Τού κάκον προσπαθεί νά δ ι ακρι νή κάτι νά κινήτα:. "Ομως δε Φεύγει. Ήξαικιολουθεϊ πάντα, τΐ-ς βόλτες του. ' Ο Γαλέρας μουρ μου ρί ζέ ι, υέ θαυμασμό: Μωρέ, μίτράβο! Συνήλ θε κιόλας !... Περδίκι έγινε ό εαυτός σας, σενόρ Ζορρό! —Σσστ!, κάνει· ό Μασκο φόρος Εκδικητής καί συγχρό υως τού κλείνει το στόμα μέ
ζ
ο
ρ
ρ
ο
την παλάμη του. Μή βγάζης τσιμόυδ;ά, άμίγο \... "Ας π-ε ρ.μένιουιμέ«^ Βλέπω πώς... ό «εαυτός μόυ» είναι πολύ γεν ναίος!,.. .Νομίζοντας πώς έ φυγα εγώ, περιμένει ,μονος του τό Κόκκινο.. Γεράκι μέ; τούς φονιάδες τους! Είναι πρόθυμος νά θυσιάση τη ζωή του γιά έκείνη!... Αυτό ση^· ,μαίνει πώς τήιν αγαπάει τό ϊδ· ό ,μ’ έμένά.ϋ Περνάει .μια ώρα κι5 ύστε ρά δεύτερη- Κανείς δέν φαί νεται νά έρχεται:. πρός τους λόφους, από τη μερ ά τής κοιλάδας. Ούτε κανείς ήχος άκοόγεται άπ' τό βουνό. ^ «ΐΠερίειργο!», . συλλογίζε ται ό Μασκοφόρος Τι μωρός, .μ5 ένα κακό προαίσθημα, «"Αν ήταν νάρ'θηι* έπρειτε νά έχη έρθη ως τώρα. Κάτι συμ βαίνει. Κάτι άσχημο σάν την κόλασι έχει σκαρώσει· αυτός 6 Π έντρο Κ αρ αχάιν!...» Δέν ^προφταίνει· ν άπασώσ·η τή φράσι του κ/ από τή ΐν.ριά τής κοιλάδας ξεχωρί ζει* μά μικρή σκι ά^ πού ανε βαίνει ταχύτατα τούς πρόττοδες του λόφου. Έρχεται ως τ5 αυτά τους καλπασμός α λόγου. Ό Γαλέρας ^ανησυχεί και κάτι πάει νά πή, .άλλα ό κύ ριός του τον αναγκάζει πάλι· ,μ’ ενα νόημα νά σωίπάση.· Ό καΐβαλλάρης πλησάζε,ι Πηγαίνει ολοταχώς προς τό μέρος που περιμένει ό... δεύ τερσς Μασκοφόσος Τιμωρός^. Εκείνος δέν σαλεύει άπό τή θέισι του. Είναι· σίγουρος δτι κάποιος άνθρωπος του Καρά
Μ
ί
Κ
Ρ
0
£
*άν Ι^χεΤ^Ι νά Του τΙΊΠ ΐΐ ν$ .κάνη.. Καί είναι; άποφαισσμέ νος νά ύπσκαύση, όποια ·κ/ αν έίναι ή διαταγή. Ό άνθρωπος όμως που έρ χεται·; .μόλις τόν βλέπει, πη δάει* απ’ τή σέλλα του άλο γοι} του και τρέχει με τά πδ 5 α κΟντά του. —: Σενόρ , Ζορρό!· Σενόίρ Ζορρό!, φωνάζει μ·έ τά .μ,άτ α γουρλωΙμένα άπό την τρομάοσ. Μεγάλη συμφορά!... Τό Κόκκινο Περάκι λήστεψε τή γρημοι ταποστολή πού ερχό ταν στο πουέ!μ|πλο! Σκότω σε όλους τούς χωροφύλακες πού τή συνώδευαν και πήρε τούς σιάκΐκιους μ·έ τά χρήίματα. Ό αληθινός: Ζορρό αναπη δάει σ αν νά τον χτύπησε και μ τσικιά στό^ πρόσωπό. Τά μ,ά τι οι του πετσύν αστραπές. 3Αλλά και τού ψεύτικου Ζορρό ή εκπληΐξ,;ς δεν είναι μικρόάερη. Μ ά αίθίελη κραυ γή ξεφεύγε· άπ’ τό· λαρύγγι του. Ύιοίτερα, παρατηρώντας τον άγγελ.σιφόόο με κάποια υποψία, ρώτάει: —·Κι3 εσύ πού βρέθηκες· ε δώ πέρα; —•Έάγέμουν νά σάς ειδο ποιήσω, σενόρ! — ιΚαι πώς ήξερες ότι θά βρίίακωμοτ έδώ; —"Ηξερα πώς τό Κόκκινο Γεράκι σάς είχε ορίσει ένα ραντεβού στο Πέρασμα^ των Ληστών... "Ένα ραντεβού άπ3 τό άποΐο δέν θάλειπε ποτέ έ νας ιππότης! —ιΕύχαροπώ άμίγο!, λέει ό ψεύτικος Ζορρό. Σε ποιο ,μέ-
ι ύύζ
ί
ρ
ϊ
δ
£§
ή Ιττίιδ^σιςι Μή^τωΐ]
ξέρεις; λ / λ* — Στον δρόμο τής Σάντ,α Σεσίλια, σενόρ. Ό ψευτο - Ζορρό^ φωνάζει ένα άκόίμα ευχαριστώ. 'Ύστε ρα πηδάει· στη ράχι τού1 ά λογου του και ξεκινάει μέ γορ γό*% κολόταοι μό. * Ο1 άίγγ ελιαφόιρος τον ακολουθεί: Ό άληίθινός Ζορρό χτυπά ει ,μέ λύίσισα τή; γρεθ.ά του •στο γόνατο, πού άκοομπάεί επάνω σέ ,μ\ΐά μεγάλη πέ τρα. — Τό τέρας!, μουγκρίζει μέσ3 άπ3 τά δάντ α του. Τό τέχνασμά, του ήταν πραγ.ματ κκ ά σαταν" ικιό!... Μ3 άν άγκσ σε νά περιμένω, εδώ, ατό- Πέ ρσσρα των Ληστών, όλη. τή νύχτα, γιά νόοναι βέβαιος ό τι δέν θά έπέμβω νά ματαιώ σ·ω τή ληστεία καί νά τον τι υωρήΐσωι! ... Χρησιμοποίησε την άμοιρη ΚάρΙμεν όχι- γιά την έκΙδίκησί του, αλλά γιά νά πλουτίιση βουτώντας τά χέρια του σ-τό αΐμα... —' Ο... έ αυτό ς σαρ. την κο πάνιοε σενόρ!, φωνάζει την Τδ.α στιγμή ό Γαλέρας τρο μαγμένος. "Ανέβηκε στ3 άλο γο κ·:3 έφυγε! 3Άν δέν τρέξουμε νά τον πιάσουμε,^ θά ταν χάσετε! θέλω νά πώ σενοα.,.. ’θά μείνετε χωρίς.,. Δη λαίδή.·..
Ό Σατανάς Καραχάν Μ Α ΒΝΩ
ο Γαλέρας
φλυαρεί έτσι, ό ψεύτικος Ζορ
0
Μ
ί
I!
Ρ
ρό καλπάζει :μές στη νύχτα προς τή Ρέίνα ντε Λος "Άν τζελες. Τώρα ·το φεγγάρι έχει δύ σει πίσω από τούς βραχώ δεις λόφους καί όλα έχουν σκοτείνιασε;. Πάντως είναι φανερό πώς κι’ ό πλαστός Ζορρό γνωρίζεΐι τον δρόιμο τό ίδιο καλά όπως κι’ 6 αληθι νός. Συνεχίζει χωρίς διστα γμό τον τρελλό καλπασμό του προς τό πουεμπλο. Εί ναι τόΙση ή βιασύνη· του που δεν συλλογίζεται πώς είναι λίγο περίεργη ή επιμονή του άγγελιαφόιρου νά τον άκολουΙθή σ’ έΐκείνσ τό τρελλό τρέ ξνμο.
Περνάει σχεδόν μσή ώρα. Ό μαυροντυμένος καβαλλάρης βρίσκεται στα μισά του δρόμου για τη Ρέϊνα ντε Λος "Άντζελες. Φθάνει αυτή τή στιγμή στην αρχή ενός δάσους, πού πρέπει νά τό περάση για νά βρή στο πουέμ'ττλο. -αφνιικά πίσω του άκούγετα;» ό κρότος ενός πυροβολι σμού. Είναι αρκετά απόμακρος καΐΐι κανένα σφύριγμα κοντά του δεν δείχνει πώς ή> σφαί ρα^ έχει ριχτή γι’ αυτόν·. Ω στόσο ό ντυίμένος μέ τά ρού χα του Ζρρρό άνθρωπος τρα βάει τά χαλινάρια του αλό γου του και τό; σταματάει. Κυττάζεΐι ανήσυχος πίσω του. Τό σκοτάδι όμως είναι πυκνό. Δεν μπορεί νά διακρίνη τίποτα, πιο πέρα από δέκα μέτρα. 'Κι’ άξαφνα δυνατά ούρλια
0
ϊ
ί
β
β
5
χτά ξεσπουν ολόγυρά του. Σάν πραγματικοί δαίμο^ νες, τέσσερις καβαλλάρηδες, ξεπηΐδουν μέσ" από τά πυκνά δέντρα του δάσους και ρί χνονται εναντίον του. Κάνει νά τραβήιξη τά πιστόλια του αλλά δεν προλαβαίνει. "Ενας ά!πό τους επιδρομείς κάνει βουτιά έπάνω άπό τ’ άλογό του καί πέφτει επάνω του. Τον τραβάει καί τον άναγκά ζει νά ^κατρακυλήιση μαζί· του οπή γ ή. Ό ψευτο - Ζορρό του δί νε μια φοβερή γροθιά, αφή νοντας τον ακίνητο οπό χώ μα. Καθώς άμως πάει νά πε ταχτή όρθιος, φέρνοντας πά λι τά χέρια στις λαβές των πιστολιών του, οί άλλοι τρεΐς καβαλλάρη|δες πη|δουν έπά νω του. Ατσαλένια χέρια τον άμ πάζουν κι’ ή σκοτεινή κάννη ενός πιστολιού1 έρχεται κι* άκουμπάει μες στα μούτρα του. — "Ήσυχος σενιόρ Ζορρό ! μουγκρίζει ό ,Πέντρο Καραχάν μέ παγωμένη φωνή. Όρκίιστήκα πώς θά πεθάνης α πό τό χέρι μου καί δεν άκσύσ/τηκε ποτέ νά ποοτήση τον λόγο του τόι Κόκκινο Γεράκι. Ό μαυροφόρε μένος άνθρω πος δεν λέει λέξι. Δέν κάνει και κσμίμαά προσπάθεια νά ξεφύγη. Καταλαβαίνει πώς κάτι τέτοιο θά έπισπεύσηι μο νάχα τό τέλος του. Έξ άλ λου τή)ν ’ίΐδια στιγμήι φθάνει κοντά καί ένας πέμπάος καβαλλάρης. (Είναι έΐκεΐνος πού τού I-
6
Μ
ί
Κ
Ψ
6
1
χεί' φέρει τό νέο για τή ληστεία τής χρηματαποστολή ς Ό ϊδυος πού εαρ.ιξε τον πυ ροβολισμό- γιά σύνθεμα!, να καταλάβη τό1 ΚόΙκκινο Γ εράκι ότι 6 Μασκοφόρος Εκδι κητής έρχεται ,μόνος του. Ό Καραιχάν γελάει σαρκαστ ικά, την ώρα ττού οι άνθρώποί του δένουν τον «Μσακοφόρο Έίκδ' ιΐκητήι». —-Ν'όμ ιΐζες πώς ήσουν έξ,υ πνος, σενόρ Ζορ-ρό!, μουγ κρίζει. Βλείπεις δ·μως τώρα πώς εϋσσι ηλίθιος! Σ5 έπαι ξα στα δά/χ'τυλά μου όπως ή θελα άπόψε!... Σ3 έστησα στο Πέρασμα των Ληστών να περίιμέινης, την ώρα πού εγώ έπαιρνα τα λεφτά του Δημο σίου! Βέβαια μ5 αυτόν τον τράττο χάνω- την αμοιβή για τη σύλληιψτ σου, αλλά αυτά .είναι πολύ περισσότερα κΓ έΦσι δεν πειράζει! Τά γέλια τών συμμοριτών τόν διακόπτουν μ:ά στιγμή. "Υστερα συνεχίζει: —ΈπειΙδη. όμως δεν ήμουν στο μέρος του1 ραντεβού μας γ.ά νά βέβαι-ώθώ δον τήρησες τή συμφωνία ,μ,ας και πήγες μόνος σου, γΓ αυτό έστειλα αύτό τό παλληικάρ; νά σε φέρη έδώ. Θά σ' άκαλουθούσε ικι’ άν ήσουν μέ παρέα, δεν θιάκανε τίποτα. "Αν ήσου να μόνος, τότε θά τπυροβολϋισε γά νά το καταλάβουμε καί νά σιέ πιάσουμε. Κι3 έ τσι τέλειωσαν όλα ώραΐα καί καλά, μέσα σέ μιά νύχτα μο νάχα! Τά μάτια τού Καραχάν α γριεύουν, Μια άπταίσια' λάμ-
ψι τρεμοπαίζει στίς^ κόρες τους. Τό χαμόγελο φεύγει α πό τη- σκληρή, όψι του. —"Α! Πάσες νύχτες; ,μαρ τυρικές πέρασα έξ αιτίας σου σενόρ Ζορρό!, μουγκρί ζει λυσσασμένα, τρίζοντας τά δόντια. Θά μαρτυρήσης κ/ εσύ πολύ, πριν πεθάνης άπό τό χέρι μου! — Είσαι ένα τέρας κι3 έπρμπε νά σ3 έχουν κρεμάσει-. Λέει μέ παγερή· φωνή ό μασκαφόιρος. 3Αλλά πολλές φο ρές ή επιείκεια τών δικαστών σ/τούς κακούργους χαρίζει τό θάνατο στους έντιμους άνθρώ πους! Τό Κόκ)κ;νο Γεράκι ξε'σπάει σ3 ένα άνατριγιαστικόι γέ λιο. — Βάζεις καί τον εαυτό σου ανάμεσα στους έντιμους ανθρώπους, σενόρ Ζορρό; -έχα'σες πώς τό κράτος σ3 έ χε ι έπ ικηρυξε ι ,λ ενώ* έμενα ο χ;; Αυτό- θά πή οτι» είμαι- έντιμώΤερος άίπό τήν αφεντιά σου! Καί τώρα έχω μια πο λύ - πολύ μεγάλη περιέρ γεια! Μ ιά θανάσιμη περιέρ γεια, πού τήν είχα όλ3 αυτά τά χρόνια πού πέρασα στο κάτεργο: Νά δώ τό πρόσω πό σου! Σηκώνει αργά — αργά τό χέρι του καί πιάνει τό- .μαύρο πανί πού σκεπάζει τό- πρό σωπο τού Μασικαφό ρου Τ ι μω ρού — όπως τουλάχιστον πιστεύουν εκείνοι οι κακούρ γοι. Οΐ σύντροφοί του έρχονται πολύ κοντά γιά νά δούν κΓ αυτοί Τά μάτια τους γυαλί-
ά
Μ
ί
ί*
I»
ξοΐΛ· 4ητ& 4ν^<ιμ®\>ίρί6 κ&ί περιέργεια* ιΚι’ ό Πέντρο Καραχάν, ά ψήνει· ένα τελευταίο* διαβολι κό γέλιο. "Υστερα, μέ μιά α πότομη κίνηση τραβάει τή μ αύρη πρασωίττ ίδα. Μια κραυγή , είκπλήξεως φεύγε; άΐπ’ τό λαρύγγι του και κάνει ένα βήμα) πίΐσώ. Μια ομαδική· κραυγή έκπλήξεως βγαίνε·;, κ:’ από τα λαρύγγια των τεσσάρων αν θρώπων πού στέκουν κοντά — γιατί έχει συνελθεί πια ικιι5 εκείνος πού δέχτηκε τή γροθιά του. — θά τρελλάθηΐκα !, τραύ λιζε: ό αρχιληστής, πού εχει άποιμείίνει ακίνητος σάν μαρ σάρω μένας, κυττάζοντας τό άκάλυπτο πρόάωπο τού αι χμαλώτου του. —Ανήκουστο σάν τήιν κόλασ» -! / λέει μέ άποκωιφη φωΓνήι ένας άλλος. "Αν -μου1 έ λεγαν πώς ό Ζορρό είμαι.... εγώ ό ΐΐδ.ος, θά τό πίστευα περισσότερο. •Καί- ξαφνικά τό κόκκινο Γε ,ράικ: ξεσπάεί σ’ ένα διαβολι κό γέλιο.
Ό Ζορρό κυνηγάει τόν... εαυτό του Δ ΕΧΑΣΑΜιΕ δμως τον. αληθινό Μασικοφόρο Έκδ; κητή, τήν ώρα· πού ό ανεκδιή γητος Γαλέρας του αναφέρει άτι... ό εαυτός του έφυγε τρέ χοντας καί πρέπει νά τον πιάσουν.
—Έχεις δίκιο,
ά~
6
ί
ί
§
η
ΤΓόκ^ίν£ΐάΐ> Δέν ^πρέπει
^ νά
τόν άφήσουμε νά μάς ξεφύγη! "Ελα!... Πηδάει στο υπέροχο, μαύ ρο άλογό· του ικι’ ό γίγαντας τόιν ,μ •μΈΐται, πτοώντας ικι’ ε κείνος ατό πελώριο άτι του4 Χύνονται στήν κατηφόρα, πί σω άπό τόν ψευτο - Ζορρό καί πίσω άπό· τόν άγγελ^αφό ρο πού τού έφερε τήν τρομε ρή εϊδησι. Ό Γαλερας δείχνει διαθέ σεις νά Φτάση τόν μαυροφό ρο πού πηγαίνει εμπρός. Σί γουιραι θέλει νά τόν άρπάιξ,η γιά νά... τόν έ|π στρέψη στον αγαπημένο του κύριο! Ό Ζορρό όμως τό καταλαβαίνει καί καθώς πηγαίνει πλάΐ’ ταυ, τού αρπάζει τα χαλινά ρια τού αλόγου του καί τόν ο/τσματάει. —"Ησυχα, άμίγο!, τού λέε:. Π ;ο σιγά. Δεν πρέπει νά μάς δούν. Κατάλαβες; —"Οχι, ίσενόρ, άλλα δεν μέ πε.ράζει!. Έχω συνηθίσει νά μην καταλαβαίνω και τώ ρα π.ά... θέλω νά πω... Δηλα δή,· σενόρ, άιφοϋ| Ιδέν θέλετε νά μάς δουν... Δεν έχουμε πα ρά νά... Έσεΐς ξέρετε τι θέ λω νά πώ, δεν είναι έτσι, σενόρ; — Καα βέβαια, Γαλέρα! Νΐάρχεοά. πίΐσω: .μ(ου λοιπόν κ.’ αν μέ δής νά στέκωμαι, θά σταίθής κι5 έ!σύ, σύμφωνοι; — Κόντρα σύμφωνό, σενάρ! "Ο/γι πήτε^ έσεΐς, εγώ ’μαι πρώτος!- Βάμος! Πά με! Καί κεντρίζουν πάλι τ’ άλογά τους. "Οπως ξέραμε ήδη, ο ψεν-
ο
ΜΙΚΡΟΙ
το - Ζαρρό τρέχει με τρομε ρή ταχύτητα -καί με την ΐβ:α ταχύτητα τάν ακολουθεί κι,’ ό συμμορίτης, πού παρουσι άστηκε ώς άγγέλιαφόρ ο ς. Αυτό βάζε. τούς «ψύλλους στ’ αυΤιά» του αληθινού Ζορρο. Μόλις λοιπόν άκσύει τον πυροβολισμό — σύνθημα κα ταλαβαίνει τι τρέχε;. . και κρατάε-;, τά χαλινάρια. Ό Γαλέρας κάνε; κι5 εκεί νος το ίδιο. "Έτσι παρακολου βουν από μα'κρυά 'τήν πάλη και την· αιχμαλωσία του ψευτο - Ζορρο. Ό γτγαντόΐαωμος υπηρέ της ταυ Μασκσφόρου Έκδ;κηιτου χάσικει. -—Έσπασαν τον εαυτό σας, σενόρ!, μουρμουρίζει σαστισμένος. Τΐ θα. κάνουμε τώρα; ---- 0ά τούς παρακολουθή σω με νά βουμε πού τον πη^ Υαίνουν, άμί'γο!, του έξηγεΐ εκείνος ήρεμα. 0ά προσπα θήσουμε νά τον κλέψουμε. Κατάλαβες; Πραγίματικά δε, μετά άπό την άπακάλυψί του πρόσω του τού ψευτο - Ζορρο, σι λη στές τον παίρνουν μαζί τους, σέρνοντάς τον δεμέυον πίσω άπό ένα άλογο. Παίρνουν έ να άνηίφορ :ικό' μονοπάτ η. πού βγάζει στα Ροκο Μάοονταινς, τά 6ρα:χώ!5ηι Βουνά. Τούτη τη φορά ή πορεία , κρατάει πολύ περισσότερη, ώρα. Ή νύχτα τελε.ώνει κ-> ό ουρα νός φωτίζεται με τα φως τής
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
33
αυγής. Ό Ζσρρό αφήνει, άναγκαστ.κά, νά μεγαλώση ή άπάστασι πού τούς χωρίζει άπό τούς λ Πίστες, για νά μην τούς 6ούν. Μά κάποια στι γμή τους βλέπει, άπό . μαικρυά, στα ματη μένους στη βάαι κά τι πελώριων βράχων. Κάνει νοήμα οπόν Γαλέρα να τον άκ ολουθή ση, και στρ Οβούτ ας γώι/ετα άνά{μίεσαι ατά βρά χια, αφήνοντας τα μονοπάτι. IΊ ;ο πέρα ξεπεζεύουν καΓι συν εχίζουν με τά πόδια. Οι φωνές των λήστων άκούγοντα. άπό μακρυά κάι τον όδτ> ■νουν νά ποογωρή σωστά. Φθάνουν στην άκρη των βιράνων και κρυφτοκυττάζουν με προσοχή στο μικρό- πλά τωμα, πού βρίσκονται οι κα κούργοι. Μόλις έχουν δέσει τον αι χμάλωτό τους σ' έναν χοντρό, ξόλν-ο πάσσαλο, Ό Γαλέρας., καθώς βλέ πε; τό πρόσωπο αυτού τού αιχμάλωτου, γουρλώνει τά μάτια του περισσότερο άπό κάθε προηγούμενη φορά. Τό ύφος του γίνεται στην εντέ λεια ηλίθιο. — Μά... σενόρ!, κάνει α ποσβολωμένος. Αυτός δεν -είναι ό εαυτό σας! θέλω νά πώ δηλαδή πώς αύτός είναι ό... 6έν είναι ό σενόρ, ό... — Σίσσσστ! Σώπα λοπόν, άίμίγο!, τον μαλλώνει ό κύριός του ψιθυριστά. Θές νά υάς άκθύσουν και νά μάς πιόΐαουν κ.Γ έ^άς;
ΤΕΛΟΣ
*Απόδοσις στα Ελληνικά; Γ. ΜΑΡΜΑΡ1ΔΗ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
Έτος Ιον—Τόμος 2ος — Άριθ. τεύχους 11 — Δροοχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22, ’Αθηναι (125). Τηλέφωνον 228-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντης; Σ. Άνεμσδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38 Προϊστ. τυττογρ.; Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19, Ν. Σμύρνη Έιτιστολαί, έπιταγαί; Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθήναι. Σύνδρομα! εξωτερικού; Έτησία ................... δολλάρια 4 Εξάμηνος ............. » 2
ΐΙ3ΒΕ!889!ϋΙ 6ίΠ!§8ΙΙΙΙίΙβΕΙΙ1ΒΙΠϋΙ9ϋ£ 626!§ΒΙΕΕϋί61!Ι118Ι§9!Η ΐ
?2
ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ "Ενας κολοσσός δράσεως και περιπετειών:
Άπό τό τεύχος αυτό οι περιπέτειες του θρυλικού Ζορρό μπαίνουν σε μια καινούργια περίοδο! Σέ μια περίοδο με γαλείου καί ηρωισμών, πού θά συναρπάση καί θά μαγεύση καί τον πιο απαιτητικό αναγνώστη!
Τόν νέο ηρώα πού θά προστεθη κοντά στον υπέροχο Μασκοφόρο Έκδικητη, θά τον αγαπήσετε όλοι καί θά σάς κά νη νά νοιώσετε υπερήφανοι ? ΛΙΓΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΩΣ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ....
1ΕΙΙ1Β!1ΙΙΙΒΙΙΙΙΒΙ8ΙΙΙΙΒ!ΒΙ1ΙΙΒΒ9ΗΒΒΒΙΒ1ΒΕ11ΒΒΙΚΙΕΙ1ΙΙΒ1ΙΒ§3δ1ΒΙ1!1Ι8ΙΙ1ΒΒΒΒΙ3ΙΙ9ΙΒΒ
£ηΐ!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΗ ΙΙ1ΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙΙΗ ΙΙΙΙΙϋ!1ΙΙ!Η ϋΙΙΙΙΙΙΙίΙ!ΙΙΙΙΙΙ1ΙίΤ
Σύνδρομα! εσωτερικού; Έτησία...........................δρχ. 100 Εξάμηνος..................... » 55
Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΦΡΕΠΟΥ αίΓροΑΟΥΘΗΣΕ ΙΙ9Μ ΓΜ Α/ΓΟ. ΠΕΤΑ Λήβ/ΣΚΟΤΑΔΙ. ΤΑ ΠΝΕΤ ΗΑΤΑ Τ9Ν ΠΡ0Γ0Ν9Ν ΣΣΑΡΚΤΟΝ ΤΟ. .. Μ ΙΣΕ ΑΙΓΟΗΡΘΕ Η ήΠΑΝ-
υο
Οι ΠΡΟΓΟΝΟ) ΕΜ/ΑΗΣΑΝ.' ΑΣ I IIΝΗ Γ3 οελημα τους, θς | {ΠΙΣΤΡΕΨΕ ί ΤΗ ΡΥΑΗ ΜΟΥ * ί ΤΟΥΣ ΤΤΕ ΤΟ ΝΕΟ ΟΠΛΟ ... 1
ΊΪ!Βς]Γναι ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΤΤΑΑ ΛΥ ΤΤΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΑΠ’ΑΥΤΟ! Ο
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΙΤΡΑ, 4ΜΙ2ΑΝ ΤΗΝ Ν)Α ΤΑΖΚίΎΗ ΤΟΥ Ν'(ΟΥ Ο/ΤΑΟΥ!ΚΑΙ. ■ . ΤΑ ΜΑ ΤΑ φεΡΤΣ'" ' \ ΑόΗΣε
2/ΝΑ! Α ΗΡΙΓΕΣ ΜΕ ΜΑ ΤΟ ΟΠΕΣ ΜΟΥ ΤΟ ΕΑΕ/ λ ΔΟΚΙΜΑ ΣΑΝ ΟI ΠΡΟΓΟΝΟ! 'Ι 29 ■ ■
ΑΣΤΕΙΟ ΟΑΑ ο < }2/ΰΐ/Ν/ /λ ιι/γίν ΜΗΤΤ91 ο> ΠΡΟ-) ΜΑ ΤΑ ΤΡν ΠΡΟ ΓΟΝΟΙ ΜΑΣ., -Σ-2ΌΜ9Ν ΠΟΝΤΟ ΜΑΣ ΓΕΑΑ ΣΑΝ;) Γ£ ΜΑΣ ΟΑΝΤΟΥ Σ7ΖΑΝ2Τ0 29ΖΤ0 '<ΡΟΜΟ.' Τ°ΡΑ Ας ΔΟΥΜΕ ΤΗ 40ΗΊΜΗ ηΟΥ ΘΑ ΗΑΗΗΟ ΟΥΡ!
Χρωμολιθογράφησις—Έκτύπωο.ις ΛΙΘ. "Β. ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,.
2 ΥΜΕΧΙΖΕΓΑ /
Ό αΙχμάλωτος ί)
ΠΕΝΤΡΟ -ΚΑΡΑ-
ΧΑΙΝ ό τρομερός αρχιληστής ττιού' τον φωνάζουν Κόκκινο αιχμαλωτίσει ιΠερόιχι, έχει τον δεύτερο Ζορρο (*) και έ χε ; άιττόκολύψει το πρόσωπο του,· ενώ έκεΐνος είναι-δεμέ νος τ ανίκανός; για την* τταρα,ίμυχόή κίνηιοι. ··.· - · Όλάγυρα οι τέσοερ -·ς συμ μορίτες του 'έχουυ άπομείνει μ,έ γουρλωμένά μάτια άπό τήν έχπληίξι,. βλέποντας τό .πρόσωπο αύτό. .. · Ό ίδιος- ι6· Καραχάν έχει •ξεσπάσει δ5 ένα άν.ατριχ'.αστκό, ύ!στερ:ικ.ο γέλιο. — "Ωστε αυτό ήταν τό με γάλο μυστικά!, γρυίλλί'ζει ξα φν,ίκά, μες τα γέλ α του. Γ Γ αυτό ο πεοί'φΓΓυ'ος σενόρ Ζορ ρό ήταν άισύλλππτος πάντο τε ικαίΐ κανείς, δεν μποοουσε να τον βάίλη· ιστό χέρι!. 5ΑΦού α' Τδ'ΐρς ' έπρεπε, νά κυνηγήση ...τον εαυτό του, δέν ήταν βέ βαια κουτός ' νά τό. κάνη !: ... Συγχ.αρηΐτήρ.α:, σενόρ Ντιάζ, για τό κόλπο σου! 'Ομολο γώ πώς ούτε μοΰχε περάσει άπ’ τό μυαλό πώς 6 θρυλικός -Ζοο οό, ήταν δυνατό; νά εΐσζ έσύ! ··’" _ ν - ,ι Ό υπολοναγός Ντιάζ. -γι ατί αυτός είναι- πραγματικά (*) Διά6ασν τό ττροηίΥού'μενο τ έθνο ς του «ιΜ. ΖίΟΡΡΌ'» μέ τον τ ί τ λο·; <<0 ϊ ΔΥΟ ΖΟΡΡΟ ».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ.
Ρ
4
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
ό αιχμάλωτος, δέιν αποκρίνε > μπηγμένον στη γή. ται. Ό Πέντρο Καροοχάν συ Ό Καραχάν έχει έξοοφανινεχίζει· μέ φωνή γεμάτη: σαρ σθή για μερικά λεπτά τής κασμό κιαί μίσος: ώρας. (Κοντά στόγ αιχμάλω — Ποτέ δεν θά σ’ εορί το έχουν μείνει μόνο οι άν σκα, αν δεν έκανες την κου τρες του. ταμάρα νά ένδιαφερθής φα -άφνιικά. 6 άρχιληστης εμ νερά για τη μικρή... Μέ τη φανίζεται άπ3 τό βάθος τού βλαχεΐα σου όμως, μέ βοήθη πλατώματος. Πλησ ι άζει μ3 έπίισήμο βήμα τον αιχμάλωτό σες νά κρατήσω τον όρκο μου, που έδωΙσα στη φυλα του. κή: Πώς, όταν βγω, θά σέ Τον κυττάζει μ.3 ένα χαμό γελο γεμάτο σαδσμό. πιάσω και θά σέ σκοτώσω! —- Είσαι· ηλίθιος, ΚαραΤά δάχτυλά του τρεμοπαί ζουν συνεχώς επάνω στη λα χάιν!, αποκρίνεται ψυχρά ό αιχμάλωτος. βή ενός μεγάλου κυνηγετικού Το μούτρο του ληστή σκο (μαχαιριού, πού είναι περα τεινιάζει, σάν τή νύχτα. σμένο ιμέ μιά πέτσινη θήκη 'οττήι ζώνη; του. '■— θά τό δούμε !, μουγ — Τώρα σέ λίγο θ3 άριχί κρίζει απειλητικά. Σέ λίγο ση ή, δαισκέδαΐσι, ,άμίγο!, θά σέ κάνω νά μιλάς διαφολέει· κοροϊδευτικά, θά σου κό ίρετίκά! θά σέ κάνω νά μέ ψω τ3 αυτιά, τή γλώσσα καί παοακαλάς νά σέ σκοτώσω ύστερα θά σού βγάλω τά μά γρήγορα! τια! ιΚατάπιν θά σέ σκοτώ 'Καί χωρίς νά πρόσθεση τί!ποτ3 άλλο, κάνει ένα νόημα σω, άν δεν έχης ψοφήσει μό νος ίσου στο μεταξύ1! μέ το νέοι στους ανθρώπους Ό υπολοχαγός νοιώθει μ;ά του. ΈΊκεΐνο.· αρπάζουν τον δε παγωμένη ανατριχίλα1 νά περ μένο ύιπολρχαγό, τον φορτώ νάη τή ραχοκοκκαλιά του. Τό πρόσωπό: του γίνεται κάτα νουν έπανω στο άλογό του σπρο σάν νεκρού. και ανεβαίνοντας καί ατά δ'— Λεν είσαι άνθρωπος κά τους, ξεκινούν προς τά Καραχάν!, μουρμουρίζει. ΕΤβραχώδη όρη, όπου φτάνουν σα· ένα θηρίο· τής ζούγκλας! —όπως είδαμε— μέ τό< χάρα — Πες κι3 άλλα, ασα μπο (μα τής καινούργιας μέρας. ρείς, γιατί σέ λίγο δέν θάχης Τότε οι ληστές βγάζουν τή γλώίσσα! , ουρλιάζει ό ληστής μαύρηι άίμιοίεσι του Ζορρο καί1 σκάζοντας στα γέλια. (αφήνουν τον Ντιάζ μέ τή στο Οί τέσσερις άνθρωπο·ί του λ ή του, που φοράει από κά όλόγυοα, για νά αποδείξουν τω. τον φέρνουν σ3 ένα πλάπώς έχουν κι3 αυτοί τό Τδ ιο τω|μα, μπροστά σέ κάτι γν (μαύρη ψυχή., ξεκαρδίζονται γαντισ'ους, βράχΐνους τοί χους·. Τον δένουν σ3 ένα μεγά σάν κι3 έΐκείνον. —θά είσαι περίεργος, γμ λο^ ξύλινο πάσσαλο, βοΒειά
6
Μ
ί
Κ
ί*
§
I
§
ρ
ρ
δ
I
ατί δεν αρχίζω τό γλέντι!,. ρωτάει πάλι ό Καραχάν μ5 έ ναν θηρ.ώδή μαρασμό. Λοι πόν πρέπει νά ξέρη-ς στ:· πε ριμένουμε τη φ'ίλσξενουμένη, •μιας! Κοιμότανε ή καημενού'λα καί... καταλαβαίνεις... Κο ρίτιαι πράμα, ώσπου νά έτο.ιμαστή·, νά κάνη την τουαλέττα της, θέλει- λίγη ώρα παρα πάνω. "Οπου νάναι Ομως, θά τη Φεΐρη ό Φρουρός της καί ή παράστασις θ’ άρχίση! Κ α ινουριγ ι α παγω μένηι άνατρυχίλα διαπερνάει τό1 κορ μί του· αιχμαλώτου. Νέα, με γαλύτερη χλωράδα θανάτου χυυετα.- ατά μάγουλά του. Τά μαλλιά του κεφαλου του ορθώνονται άττό φρίκη,. — θά άναγικάσης μια α θώα σενοριίτα νά παρακολου9ή|ση αυτή τη θηριώδη τπράξ,; σου; ψελίζει μέ τρεμάμενιη ρω νή. Μά για ττο ό σκοπό Κα ραχάν; Τί έχεις νά κερδίσης τραυματίζοντας άγ άτρευτα την ευαίσθητη ψυχή της; — ι ο σεβασμό· καί τον ψό βοτης;!, αποκρίνεται τό τέ ρας, σκάζοντας στα γέίλ α. Ή γυναίκα ενός ληστή, βλέ πεις, πρέπει νά ξέρη τί 6ά πάθη ,σέ Ιμιά στ-γμή, άν σκεφθη νά προδώση τον άντρα της!... Γιατί σκοπεύω νά τήν παντρευτώ, σενόρ Ζορρό! Μά καί θά γηρέψη πριν τής, ώρας της ιμέ τον θάνατό σου, θά τήν πάρω· εγώ! Μου αρέ σει πολύ! Συμφωνώ απόλυ τα μέ τό; γούστο σου Ντιάζ! — Μή τή φέρης έδώ, .Κα ραχάν !, μουγκρίζει ό ύπολο-
οργ Καμένα, γ ίνετα ι- ρονομ. άς παρακλητικό1. Μή τή φέρης, θάναι τρομ ερό· γ ι5 αυτήν!... ίΚάνε με δ,τι θέλεις, αλλά ρήν κάνης τέτοιο κακό σ3 ε κείνη ! — ’,Αυόητε !, λέει- ό ληΓ στής με περιφρόνηση Σκο πεύω1 νά σέ μεταχειριστώ γιά νά πετύ'χω τον σκοπό μου! "Οταν βλέπη: νά σέ κό βω κομματάκια, θά δεχτή νά πή τό1 «ναί», γιά νά μέ καταφέρηι νά σέ αποτελειώσω! — Τέρας!, ψιθυρίζει μέσ’ απ' τά δαντ,α του ό αίχμάλω-τος. Είσαι ένα αληθινό τέ ρας! Δεν ύπαρχε; ψυιχή, ού τε καρβ-.ά στο κουφάρι- του! — Υπάρχει καρδιά καί εΐναι σκλαβωΙμένη από τήν άμορφιά τής πεντάμορφης κοπέλλας που γνώρισα ρέ τή βοηθέ ά σου, σενορ Ζορρό!, αποκρίνεται- ό Καραχάν πού ακούσε τά λόγια, του. «Ήγώ φταίω αλήθεια!, συλλογιέται μ,έ φρίκη εκεί νος,. «’Άν δεν Ιέκ,ανα έκείίνη τήν ήλίθ α απόπειρα απαγω γής, γ.ά νά Κ'-νήρω τό ένδ.αφέοον τού Ζορρό καί νά τον παρασύρω σέ παγίδα, δεν Θά •βρισκόταν τώρα ή Κάρρεν σ’ αύτή τήν τραγική θέσι... Καί 5έν υπάρχει τρόπος νά διορ θώσω τό λάθος μου αφού ούτε ή ζωή μου δεν είναι- στά χέρα μ ου, γιά νά τή δ ιάθέισω!...»
χαγος καί τό ύψος του άττό
Xάν κυττάζει ξαφνικά τό Οφος
Ό Ζορρό Επιτίθεται 0 ΑΠΑΙΣΙΟΣ Καρα-
§
6
ΊΑ
I
β
β
ιμέ. τό όποιο. ένας άπό τους ισυίμ'μορίτες τόν παρατηρεί καί παραξενεύεται. . . γ— ΤΙ ουιμίβαίνει, Π οομττλίτο; ρωτάει άπότομα, ·μέ θί> ιμό. Με βλέπεις σαν νάμα! ίκανένα λείψανο -κι5 όλο άνοίγεις τό στόμια σου- ^ κάτι- νά πΐής καί τό ξανακλείνεις! Τί . τρέχει; , /- ! Λ . — Τί...' τίποτα, 1 αρχηγέI, αποκρίνεται ό λιαστής τρομα γιμένος άπό τό υφές του άφεν τ:ικοϋ του. "Ή... ήθελα δηλα δή·· να πω πώς... —- Τί δ ιάβολο ήθελες να ττής; ΊΊέΙς το λοιπόν, βλάκα! Θές νά ιμ" έρεθίσης; — Μχιί, αρχηγέ! Π ρός , θεού1! Δηλαδή, νά: Μόνο../ Μου ψάνηΐκε παράξενο που ό σενόιρ Ζορρό... είναι δηλαδή1 * *’ ■ . .X # . ,
■ ό σενόρ Ντιάζ! Να: αυτό! . . Ό Καραιχάν τον παρατη ρεί με περιφρόνησι... ■ — "Ηλίθιε!, ιμουρμουρίζειί Σου φάνηίκε παράξενο! Σ" Ο λους φάνηκε παράξενο αυτό ! Δεν τα είπαμε; . : — Νά σου πώ, αρχηγέ... Μέ συμπαθάς δηλαδή, αλλά ;...Ό ισενόρ Ζορρό... "Οταν, •θέλω! νά πώ, σέ είχε μαγκώ σει τότε καί σ3· έστειλε στο . ικ απεργό... ό σενόιρ Ντιάζ δεν ίβρισκότα/ν στη Ρέϊνα ντε Λος ■ "Αντζελες! • · Τώρα ό Καραχάν τον κυττάζε:- άπορημενος.. "Αρχίζει νά ικαταλαβαίνη πώς ό άν θρωπός του κάτι περίεργο έ χει στο μυαλό1 του. — "Έ, καί; λέει ανυπόμο να, ' ’ 1 - ;; ' ;
ΑηοΤές δένουν τον Ντιάζ. Ό Ζορρό παρακολουθεί άττ5 τά βράχια.
Χύνεται ΐτρός τό μέρος του μ5 άνοιχτη αγκαλιά.
— Λοιπόν, άρχηγέ, συνεχίίζει ό Πσίμ·ττΛίτο παίρνοντας θάρρος, ό σενορ Ντιάζ ήρθε ατό Γττουέμπτλο πριν άπα τρία χρόνια και ό σεινόρ Ζορρό σ' έπιαίσε ττρΐν άττό έξη! Πώς γίνεται- νά είναι ό ίδιος; Ό αρχιληστής μένει άκίνη, τος σαν άγάλ|μα, μ3 ανοιχτό τό στόμα._Αέν ξέρει- τί ν’ α~ παντή|ση(. -αίφνιικά γίνεται κα τακόκκι νος απτό τον θυμό του. —- 'Άκου νά σου ττώ! / ούρ λιάζει· άγρια. Έγώ ορκίστηικα νά πιάσω τον Ζορρό και νά ,τόν σκοτώσω! Καί μπορώ νά σου ττώ πως ό Ζορρό είναι αυτός που βρίισκεται ιμέσα στά ροόχαι ταυ Ζορρό. Τ’ άλ λα που μου λες χ όκουω βε
Ζορρό, τότε ποιος είναι·; Όρικίάτηικα νά- πιάσω έναν Ζορ■ρό κι5 όχι- δεκαπέντε! Κατά λαβες; ' ", =·' — Αρχηγέ, κάνει φοβισμέ νος ό Πσμπλίΐτα, σου τό λέω, γιατί, άν ό σενόρ_ Ντιάά δεν είναι ρ Ζορρό, τότε ό αληθι νός σενόρ Ζορρό μπορεί νά .σου στηση καϊμμιά μηχανή καί, καθώς θάσαι· ξέγνοια στος, νά σέ ξαναΐβάλη στό> χέ ρι!... ·· ' - · Ό Καραχάν γίνεται κάτα σπρος.^ . .Στρέφει στον Ντιάζ καί λέει μ5 αμφιβολία: ■■ — Τί έχεις ν’ απάντησης σ' όλα αυτά έσυ; ■ — Πώς ό άνθρωπος σου
ρεσέ! ’Άν δεν εΐν’ αυτός ό
είναι ηλίθιος!, ώπκχντάει ψυ*
χρά ό Ντιάζ. Έγώ είμαι ό ■“ Αέν έχω νά ττώ τίπατ’ Ζορρό! άλλο απ' αυτό που είπα!, α Ό αρχιληστής γυρίζει καί ποκρίνεται πελιδνός ό Ντ.άζ; λέει μανιασμένος στον ΠαιμΈγώ είσαι ό Ζορρό! Τό εί ττλίτο: δες μόνος σου! ΠΗ.ρθα στο — Είσαι ήλίθνος! Αυτός ραντεβού· που 'μού ώρισες, -είναι ό Ζορρό! Τ' ασκούσες; για νά άψήσης ελεύθερη τή Τό λέει μόνος του! Ισενορίτα ,ΓΙερέϊρα. ’Άν υπήρ — Και δεν μάς λέει πώς χε άλλος Ζορρό, τότε θά ερ ισέ συνέλαβε τότε, αρχηγέ, χόταν κι' εκείνος στο· ραντε Φωνάζει θαρραλέα ό Παρπλίβού ! το,ά ψου δεν1 βρισκόταν * στη — Λες ψέματα!, ουρλιά Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες; ζει ό .Καραχάν έξω φρένων. Ό Καραχάν κυτ τάζει τον Αεν σέ πιστεύω πια! Πρίν αιχμάλωτότου .άγρια ικιαί πέντε χρόνια αποφοίτησες τού υποβάλλει- τ/ήν ιέρώτησι ιά)π3 τή Μαδρίτη κι5 ό σενόΐρ· 'μόνο μ,έ το βλέμιμα. Έτότ ό Ζορρό υπήρχε έδώ πέρα πολΝ'τιάζ αποκρίνεται ήρεμ-αη λα γρόν.α πριν!... I Ιές την — Υπηρετούσα στο Σάν αλήθεια, σκύλε, γιατί σέ σου· Ράσελ τότε. ΕΤνιαι λίγα μι 'βλίζω αυτή, τή στιγμή-! Μί λιά απτά δώ, άπως ξέρετε -καί λησε! Έχε.ς συνενναηθή με μπορούσα νάηνωίμαι δποτε ή τον αληθινό Ζο-ρρό γιά νά -με θελα... κοροϊδέψετε; Πού1 είναι τώρα — Τ’ δοκούς; μουγκρίζει α εκείνος; Μίλησε, γιατί- θά πε νυπόμονα ό άρχιληίστής στρέ θάνης! φοντας στον Παιμ'πλίτο. ίΚαί μαν.σσμένος τραβάει — “Όλοι» ξέρουν, λέει ε το μεγάλο μαχαίρι απ' τή κείνος τονίζοντας αργά τις θήκη τής ζώνης του. συλλαβές:., ττώς ό σενόιρ Ντι Ό ύποΛοχσγός Ντ.άζ ξε άζ πριν έξη .χρόνια, ήταν άροκαταπίνει κυττάζοντας την ίκόίμα στή Στρατ.-ωΙτιική Σχο αστραφτερή, -μεγάλη λάμρ:-. λή τής Μαδρίτης, απ' οπτού Μόνο ν'ά ένα δευτερόλεπτο αποφοίτησε πριν από- πιέντε οιμω-ς. Υστερα το- πρόσωπό (χρόνια! του παίρνει μιά έκφρασι πεΈνα φοβερό μούγκρισμα, ρ Φρόνησης. σαν βρυχηθμός λιονταριού —Αέν υπάρχει τίποτα νά βγαίνει απτά τό λαρύγγι του σου1 πώ, Καραχάν!, αποκρί (Καραχάν. Καρφώνει μ' ένα νεται ξερά. Μόνο ένα: -Πώς τρομερό βλέμιμα τον αιχμά Ιδέν θά προφτάση,ς νά έκτελωτό του και τον ρωτάει τρί λέσης τά απαίσια σχέδιά ζοντας τά δόντ'-α από λύσσα: σου! .Πολύ γρήγορα θά σέ — Απάντησε γρήγορα σ5 πιάσουν καί θά σέ κρεμάσουν αυτό- πού είπε ό Παμπλίτο, σ' ένα δέντρο! Αυτό θά:ναι το γιατί θά σέ σουβλίσω1 σάν άιρ τέλος σου... "Αρπα τη λοιπόν, γιέ νι!
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
σκύλας!, ουρλ ι άζ ε ι τ ελ ε ί ως έκτος εαυτού ό Πέντρο Καραχάν. Μέ έκφρασι ασυγκράτητης μανίας στο σκληρό πρόσωπό του, παίρνει φόρα νά καρψώσηΐΛ τό μαχαίρι· στην καρδιά τού αι-χυαλώτου του. -αφνιικά δ)μως ένα δυνατό βούϊσμσ άκούγεται στον αέρα. Κάτι περνάει· σαν άστροπή εμπρός άπό- τά μάτια του. "Υστερα νοιώθει ένα αόρατο χέρι νά: τοσιβάηι μέ ιό1<ατανΙκητη, δό να μι τό μιαιχαίρι απ’ τη φού χτα του» και νά ταυ τό απο σπά. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο τό όργανο του θανάτου φτε•ρουγίζει στον αέρα, δεμένο στην άκρη: του θρυλιικοΰ1 ,μαστ'-νίου του... σενόρ Ζορρό! Ένώ άικιόίμα τό ΚόΙκκ^νο Γε ράκι δεν έχει προλάβει ούτε νά γυρίση τό κεφάλι προς τό ■μέρος του, οί συμμορίτες ξεσπουν σέ άγριες κραυγές καί τά χέρια τους κατεβαίνουν στις λαβές των πιΟτολιών τους. Ό Ντιάζ πού έκλεισε τά ■μάτια περιδένοντας τό- θάνα το, τά δσνανοίνει τώρα καί ι γουρλώνει* κατάπληκτος.
Ό Μασκοφάρος Ρίγας ΕΝ είναι καθόλου δύ σκολο νά ικαταλάβη κάνεις τι έχει- σ,υμίβΐήν άφού έχοιμε αφή σει τον σενόρ Ζορρό και τον γιγάντιο Γαλέρα, λίγη ώρα πρίν, νά παρακολουθούν τούς ληίρτές ικ,ρΜ^αένρι πίάο> άπό
2
Ο
Ρ
Ρ>
Ο
9
έναν 'βράχο έκεΐ κοντά. Ό Γαλέρας μάλιστα, που είχε παρεξηγήσει και πίστυε πώς, ό δεύτερος Ζορρό· που έιβλεπε ήταν... ό εαυτός τού άφετιΐκού του (!), τάχει κυρι ολεκτικά ,χαμένα, βλέΐπόντας τά -μούτρα τού αιχμαλώτου των ληστών. Παρ' όλη τη συστασι 'τού κυρίου του νά ,μή Ιμιλήσηι, (μουρμουρίζει δεύτε ρη φορά: — Ό|χι! Δέν... δέν είναι ό ιέαυτσς; σας, ισενόρ!... θαρ ρώ μάλιστα. πώς: είναι... πώςεΐναι ό εαυτός του σενόρ Ν τ ι άζ! — Σώπα λοιπόν, άιμίγο!, ψιθυρίζει- ανήσυχος ό Μασκο'φόρ'ο ς Έκ6 ιικηίτής. "Αλλά ό Γαλέρας, που θέ λει νά όλοικληρώση τις απο καλύψεις που έχει- κάνει, λέ ει καί τό τελευταίο: — Καί θαρρώ, σενόρ πώς ό εαυτός εκείνου του κακούρ γου τού Καραχάν... Δηλαδή 6 βρωίμολήστής αυτός... "Ό χι: Ό εαυτός του —-καλά τό εΤχα πή— λείπει! 'ΕΤνα; πραγματικά ή ώρα πού τό· Κόκκινο Γεράκι έχειψύχει άπό· κοντά άπό τον αί'χίμάιλώτό του καί- έχει· πάει νά ξυπνήση τή σενορίτα Περέϊρα. Ό Ζορρό- βλέποντας πώς έχει πάρει φόρα καί δέν στα ματάει ή γλώσσα- του, τον τραβάειι από1 τό μανίκι. Τού ψιθυρίζει στ5 αύτί —-άφού για νά φτάση ώς τ" αύτί' του ...ανεβαίνει· ,σέ -μια μεγάλη πέτρα: —■ "Ακολούθ'ήσέ -με, .<3|μί-
10
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
γο, χωρίς νά κάνης θόρυβό! Δεν είναι δύσκολο αυτό, γιατί το έδαφος. είναι ττετρώδες. 'Απομακρονοντακ πάτων τας στις' ρότες των ποδιών τους,, αθόρυβα- σαν φσντάσιμα τα. Μπροστά ό Μασκοφόρος Τι μωρός καί πίσω ό γιγάντιος υπηρέτης του, κάνουν τον γύρω του · πλατώματος, φροντίζοντας .νά είναι συνε χώς κρυιμίμενοι πίΐσω άητό τά μεγάλα βράχια που υπάρ χουν παντού. "Όταν . άπαμα<κρύνονται άρ κετά από τό σηυ,εΐο πού βρίσικοντα-ΐί οι ληστές ιμέ τον Νίτισ.ζ, ό. Ζορρό σταματάει.: Βγάζει από μιά τσέπη·,,του έ να 'υαυρο πανί και τό δίνει : στον Γαλέρα.
Ο
Σ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
-— Φόρεσε το στο πρόίσο πό1 σϋυ, αίμί'γο, - του λέει. ΐΜπορεΐ νά σέ · δη ό σενορ 'Ντιαζ και δεν πρέπει νά σέ γνωρ ίσηι,. γ ιατι θά *■ κ αταλάβη ποιος είμαι. Κατάλαβες; — Όχι,· ,σενόίρ!, Αποκρί νεται αυθόρμητα ό γίγαντας. ίΕ'γώ έλεγα πώς όταν ,μέ γνω -ρίίσηι ό σενορ Ν'τιάζ... Μ5 άλ λους λόγγους σενορ.., δηλα δή... έμενα θά γνωρίίση, εγώ θά κοπαλάβη ποιος είμαι — άνι εσείς! Κι5 εγώ που· είδα το πρόσωπό του, κατάλαβα πώς ήταν ό σενορ ΝτιάΙζ!... Κ αταλάΐβάτε;,.. Δηλαδή!, θέ λω νά πω, σενορ... — Κατάλαβα, Γσλέρα! Δέσε καλά τό μαύρο πανί στο πίσω μέρος τού κεφαλιού σου, νά μή σέ 6ή ό Ν'τιάζ και.
Άνβητκάζέι τον Καραχάν νά ύποχωρή βήμα προς βήμα,,,
θ
Μ
ί
Κ
Ρ
0
Σ
1
0
Ρ
ρ
ϋ
11
— 5 Αφού ή επιθυμία είναι νά 6ης τό πρόσ&ητό μου, κύτταξέ το!
σέ γνωρίσηι! Δεν πράττει να τον αρχιληστή ίΠέντρο Κάρα σε γνωρί'ση... νάν, νά βγαίνη από μιά σπη — Σή σενόρ! Κατάλα λιά .καιί νά διευθύνεται προς, βα !, λέει εύτυχισμ.|ένος ό γί τό πλάτωμα,· οπού είναι ό αίγαντας. ·■ Λ , 'χΙμάλωιτό'ς: του. Τραβάει ; τον Καί 6ένει σφιχτά τό .μαύ ' Γαλέρα π ίσω· από έναν πελώ ρο πανί, σκεπάζοντας τά μου ριο ογκόλιθο. τρα του. Τό ΚοΙκικινο ' Γεράκι περ Ό σενόρ Ζορρό πού τον νάει .από μπροστά τους, χω βλέπει σμωρ, έστω και μέ. τή ρίς νά τους: άντιληίφθή. μάσκα, κουνάει μ’ αμφιβολία Ό Ζορρό «κάνει νόημα στον το κεφάλι του. (Γαλέρα νόϊ τον άκολο'./'ήση, . < ■ «Π ολύ λίγο του κρύβει" πάλι. 5Από τις «κινήσεις του την ταυτότητά του αυτή ή Φαίνεται πώς είναι πολύ βιαπ ροοωπ ίβα!», σ υλλ ο γ ιέτ α ι. α στ :ικός. Κ ι5 έχει δ'ίικ ιο,. γ ια-, νήσυχος . «Τό μιπόϊ ταυ, δυ τι σκέπτεται πώς πρέπει νά στυχώς^, είναι ένα τρανταχτό έλευθερώσηι : την αγαπημένη γνώρισμα... που δεν .«κρύβεται του Κάρμεν, πριν ό Καραχόρν ΐμέ τίποτα! ... Πρέπει νά φρον προλάιδη νά «κάνη κακό στον τίσω νά μ^ή Τον δίή ό Ντιάζ...» υπολοχαιγο Νιτιάζ. Τή στιγμή εκείνη βλέπει Ό Γαλέρας πηγαίνει κον-
η τά τον υπάκουος σάν σκυλί, στου δεν χρειάζεται εξηγή σεις, για νά ακόλουθή τον α φεντικό: του. Φτάνόντας όμως ως ενα ση μεΐο, δεν μπορούν νά προχω ρήσουν περισσότερο. Θά τούς δή ό -φρουρός πού στέκει στην εϊσοδο τής σπηλιάς, άπ' δπου βγ'ήΐκε ό αρχιλη στής. Ό Ζορρόί δεν χασομεράει καθόλου γιά νά κατάστρωση τό σχέδά του. Τό εξηγεί και στον ,μαΐσκοιψόρο γίγαντα συν τροφό του, μ,έ τά άπλούστερα λόγια που ύπαρχουν. Τού έιξηιγεΐ δηλαδή τάν δικό του ρολο. — Γαλέρα άμίιγο, τού λέει χαμηλόφωνα, άκου τι θά κά νης: Μόλις μέ δής άνεβασμέ ναν 'σ' εκείνον έκεΐ πάνω τον ;6ράχο, θά φανερωθής καί θά προχωρήσης προς τον φρου ρό. Θά πας ήσυχα, σάν νά πηγαίνης σπίτι σου. Κστάλα •βες τί θά κάνης; — Και... κα... κατάλαβα, σενόρ Ζορρό!, μουρμουρίζει αμφίβολα ό γίγαντας. Μόνο πού... — «Μόνο πού» τί; — Νά: ΛΑν τυχόν καί με βή... Δηλαδή δταν θά προχω ρώ προς τά έΐκεΐ, θά μέ δή ό αυτός... Έιγώ^ τότε... ” Η μάλ λον έκεΐνος τότε, αφού θά μέ δη... Θέλω νά πώ ότι μπορεί, σενόρ νά τραβήίξη πιστόλι ή.. Μ" άλλους λόγους, επειδή μουπατε νά πάω ήσυχα, σενόρ Ζορρό... ’Άν ό αύτός πάει νά μέ πυροβόληση, δηΓ
λαβή)..* Τότε έγώ.,. σενόρ...
Μή μπάς καί μου ρίξη —κα ταλάβατε ; — καί μετά... — Δεν θά σου ρίξη, Γάλε ραί Σου δίνω τό λόγο μου ! ίίάίίμαστε σύμφωνοι; — Καί βεβαίως, σενόρ! Άφού τον ξέρετε τόσο καλά πού... 'ίΕφ' όσον εΤστσ βε6αι ός πώς δεν θά... Δηλαδή, σύμ ψωνοι, σενόρ Ζορρό! "Οπως τόπαμε! Ό Μασκοφόρος Τιμωρός σέρνεται γοργά πίσω από τά (βράχια, σάν πραγματική σαυ ρα. Σέ μισό λεπτό έχει φτά σει, σ' έναν βράχο πού βρί σκεται έ'πάνω άπό τό σημείο πού στέκει ό φρουρός τής σπηλιάς. ΈπειΙδή. όμως ό άν θρωπος έ'κεΐνος στέκεται άκρι'βίώς στό έμρτα τής σπηιλιάς, ό Ζορρό βρίσκεται πιο έξω απ' αυτόν καί δεν είναι δυνατόν νά πη(δήση επάνω του. Κάνει· τότε νόημα στον Γαλέρα νά 6<γή από· την κρυ ψώνα του, σύμφωνα μέ τό σχέδιο. Ό γίγαντας άδίσταχτα υ πακούει. Βγαίνει και προχω ρεί προς τή σπηλιά μέ ττμ με γαλυτερη φυσικότητα. «Έχει γούστο νά κάνη λά θος ό σενόρ Ζορρό», σκέπτε ται «καί νά μού ρίξη ό φρου ρός καί νά μέ σικοτώση, λέ ει·!... Πολύ θά γελάσουμε ύΟτερα!...» ΐΚι5 απάνω στήν ώρα, ό λη στής πού στέκεται στήν εί σοδο τής σπηλιάς πετιέται όρθιος μέ γουρλωΙμένα μά τια. Κάνει· ένα βήμα πρός τό μέρος: τού γίγαντα καί
τραβάει τό πιστόλι του,
Μικροί Μ3 αυτό τα βήμα όμως Φτάνει ακριβώς κάτω άπό τον Ζορρό κι3 εκείνος πηδάει στους ωμούς του. Μέ τη λα δή· του πιίσολιού του τον χτυ πάει στο κεφάλι και τον ρίγνει κάτω· αναίσθητο.
Μάχη σώμα μέ οωμο ΖΟΡ-ΡΟ πηδάει στο έσωτερ.ικό τής σπηλιάς γειμά τος ανησυχία κι3 ανυπομονη σία. Δεν έχει πέσει έξω ό μως. Εκείνο πού περί'μενε ΟυΙμβαίνει: Ή Κάομεν βρί σκεται έικεΐ μςέσσ. Αυτή τη στιγμή τακτοποι εί τό' φόρεμά της, γιατί ό Κσ ραχάν τής έχει πή νά βγή στό' πλάτώμα που τη θέλει... Μόλις βλέπει ποιος έχει ιμπή στη σπηλιά, μιά χαρού μενη κραυγή ξεφεύγει άπτ3 τό λαρύγγι της. Χύνεται προς τό μέρος του μ3 ανοιχτή αγ καλιά. — ^Ω, σενόρ Ζορρό!, μουρμούριζες ^εύτυχ ιισμέ ν η, άλλα καί μέ κόποια ντροπή. Σέ πόσους μπελάδες σάς έ χω βάλει από τη μέρα που γνώριστήικσίμε!... — Μή τό' σκέπτεστε για την ώρα,, σενορίτα! Δεν υ πάρχει καιρός για σκέψεις. (Πρέπει νά φύγετε γρήγορα άπό’ δώ! Εκείνη τον κυττάζει. μέ λα τρεία. — "Άνθρωπος είστε ή κα νένα υπερκόσμιο πλάσμα; άόν ρωΐτάει ιμέ άνυπόίκριτο Ιρυμρίτιμό'. "Οπου καί νά με
ι
ο
ψ
ρ
ο
11
πάνε, βρισκόσαστε κι3 έσεΐς σ’ αΰτό τό μέρος ! — Μην υπερβάλλετε τις Ικανότητες μου, σενορίτα!, (μουρμουρίζει ό Μασκοφόρος Τιμωρός. Απλώς έχω φανή ψανή πολύ τυχερός μαζί σας... Ωστόσο δεν έχω και ρό- γιά λόγια. Νά μέ συγχώ ρησε. Πρέπει νά φύγουμε. Εί ναι καί κάποιος άλλον άνθρω πος πού κινδυνεύει ή ζωή του. Πρέπει, νά τρέξω κοντά του... 3Εοάς θά σάς συνοδεύση ό άνθρωπός μου... Άμίγο! Ό Γαλέρας κάνει την έ|μφάνισί του στο άνοιγμα τής σπηλιάς. — Άμίγο, τού ξαναλέει ό Ζορρό, θά πάρης τή σενορίτα καί, θά την όδηγήσης στό' μέ ρος πού αφήσαμε τά άλογά μας. ΌδήιγηΙσέ τη τό ταχύτε ρο στο σπίτι της κι3 άν κα νείς προσπαθήίση νά σ3 έμπο δ ί ση, νά τον «περιποιηθή ς»! (Κατάλαβες; ^ — Ού! Καί βέβαια, σε νόρ Ζορρό! "Οταν είναι γιά ξύλο... Θέλω νά πώ πώς κα ταλαβαίνω εύκολα όταν1 πρό κειται· γιά... Μ* άλλους λό γους... — Μπράβίο, (άμίγο! Πη* γσίνετε τώρα! — Πάμε, σενορίτα!, λέει κι3 ό Γαλέρας κι3 αρπάζει στην άγκ αλιά του την κοπέλλα, σάν νάναι κανένα μικρό κουκλάκι. "Υστερα βγαίνει τρέχοντας, άπ3 τή σπηλιά. Πηγαίνει στο μέρος πού έχουν άφησε ι τ3 άλογά τους,
14
0
Μ
I
Κ
*
Τήν Τδι-α ώρα ό Ζορρό τρέ χει στο πλάτωμα πού έχουν δεμέναν στον πάσσαλο τον ύπολοχαγά Ν'τιάζ. Και φτά νει, όπως είδαμε,, άκριβως την κατάλληλη, στ;ιγ[μή γιά νά του σώα η τη ζωή: Την ώπ ρα πού ό απαίσιος , Πέντρο 'Καραχάν είναι έτοιμος νά •τον / ραχαιρώση, τραβάει τό θρυλικό του μαστίγιό και μ5 εκπληκτική: ταχύτητα και δε'ξ ,ιοτε'χνία, του πα ί ρν ει το ’ 6 ργανο του θανάτου μεσ’ απ’ τό χέρι... (Γιά την ώρα άμως, δεν έ,νει κερδίσει τίποτα περισσό τερο από την αναβολή μιας στιγμής, γιά τάν θάνατο του αιχμαλώτου · Ντιάζ, Τά χέρια των ληστών έχουν άρπάξε ι κιόλας τις λαβές των πιστο λών τους και ετοιμάζονται νά σκοτώσουν τον ΜασκΟ'φόρο Εκδικητή πριν ακόμη, α κούσουν τή λυσσασμένη δια ταγή; του αρχηγού τους: — Σκοτώστε τον τό σκύ λο !■ Δυο άπό τούς συμμορίτες πού στέκουν κοντά - κοντά άπό άρ στερά του, έχουν τρα βήξει ήδη τά πιστόλια τους, γρηγορθότερα .άπό τούς άλ λους. ΟΊ κ άννες τους έχουν στρέψει καταπάνω· στον Μασκοφόρο Τιμωρό και τά δά χτυλά τους πιέζουν τις σκαν δάλες. Μά καί του Ζορρό τό’ χέρι έχε τιναχτή ήδη γ ά δεύτερη (φορά. Τό θρυλικό' ιψαιστίγιο ίξανασφυρίζε: ί-στσν αέρα καί τυλίγεται στον λαιμό του λη στή πρύ βρίσκεται πιρ πίσω.
Ο
2
Ζ
0
Ρ
Ρ
Ο
*Ύστερα ό Τιίμωρός των κα κών τραβάει- μέ απίστευτη δύ ναιμι· τό χέρι του. Μισοπνιγμέ νος 6 συμμορίτης τινάζεται (επάνω στον - σύντροφό του και καθώς είναι ακριβώς ή στιγμή πού πατάει τή σκαν δάλη,, ή σφαίρα του χτυπάει εκείνον, στην πλάτη. Ό άλ λος δέν προλαβαίνει νά πυροβολήση, αλλά κατρακυλάει ουρλιάζοντας στη γή. - Ό σενόρ Ζορρό βρίσκεται πλάϊ τους μ5 ένα πήδημα. Μέ Ιμιά τρομερή κλωτσιά πετάει τό πιστόλι απ' τό* χέρι τού ζωντανού ληστή. Ταυτόχρονα πετάει τό μαστίγιό καί τρα βώντας αστραπιαία τά πιστόλ'α του, πυροβολεί καί μέ τά δύο μαζί. Ή μία του σφαίρα κεραυ νοβολεί τον Παιμπλίτο, τή στιγμή πού είναι έτοιμος νά τον πυροβόληση = Ή δεύτερη πετάεκ τό πιστόλι -απ’ τό δο λοφονικοί χέρι τού Κόΐκκινου Γερακίου, τήν ώρα πού ό αρ χιληστής, τρελλός άπό τή λύσσα, · ήταν έτοιμος .νά σκοτώαη τον αιχμάλωτο ύπολοίχαγό. Ένα ' μουγκρητό^ μανίας βγαίνει, απ’ τό· λαρύγγι του. Βλέποντας όμως τον Ζορρό ιυέ τά πιστόλια στά χέρια νά τον σημαδεύει, παίρνει μιά καταπληκτική βουτιά καί κυ λάει πίσω άπό κάτι βράχους. Τήν μδια στ γμή που γίνε ται αυτό καί καθώς ό Μ ασκό φόοάς Εκδικητής έχει ·τόν νου του στον Καραχάν," φοβε ρός κίνδυνος θανάτου τον α
πειλεί:1
' „
δ; .
Μ
ί . Κ
Ψ
©
1
Ό τελευταίος συμμορίτης του Κόκκινου Τεραίκιού πού
%
©
Ψ
Ρ
0
Μ
ίβλέπει πώς το Κόκκινο Γε ράκι έχει έξαφανισθή καί τά μάτια του πετουν αστραπές.
έχει-· μείνεΐι ορθιος, βρίσκεται καλυμμένος πίσω απτό το σώ -Κάνει νά τρέιξη προς τό μέ μα του Ντι-άζ. Ό Ζορρό λοι ρος ,πού τον είδε τελευταία πόν δεν τον βλέπε, που τον φορά, άλλα θυμάται- πώς έχει σημαδεύει με το πιστόλι του. ■ -μείνει ένας συμμορίτης ζων τανός καί: κινδύνευε :ι ή ζωή , -αίφνιικά όμως ό ύπολοχαγός Ντ.αζ .ση[κώνιει. τό πόδι ! τού Νήνάζ. Πη|δάει λοιπόν κον τά στον αιχμάλωτο καί ρί του και δίνει μια φοβερή κλω τσία στό καλάμι του -δολοφό χνοντας τό- ένα από τά πι νου, -που . ιμρνομ ιάς μελανιάζει στόλια του στή θήκη,, τρα άπ1 τον πόνο και ουρλιάζει, βάει τό' σπαθί του. Κόβει τά σαν διάβολος. Παραπατάει σχοινί ά' πού δένουν τον ύποδυο., βήματα και τρελλός από λοναγό, μέ δυο. κινήσεις. λύσσα μετά/ στρέφει τήίν κάν —- Φροντίστε γ;5 αυτόν τόν νηι του πιστολιού του κςχτάπά άνθρωπο, - σενόρ!; τού λέει να> στον αιχμάλωτο.. Μά τώ βναστιικά, δείχνόντάς του τόν ρα ό Μασκοφόρος Εκδικητής ληστή. χ , ’ά τον έχει άντιιληίφθή καί πυρο "Υστερα χύνεται: προς τά εκεί που είδε γιά, τελευταία βολεί και μέ τά δυο περίστρο φορά τό ΚόΙκΙκινο Γεράκι, νά >φά τ ου.. συγ'χοόνως. Ό ρονιάς τινάζεται σαν νά κατρακυλάη πίσω άπό τά βράχια, μέ τή βουτιά που πή τον χτύπησε. αστροπελέκι,. ρε. Παίρνει ιμιά γρήγορη στροφή στον αέρα καί πέφτει κάτω , Ό αρχιληστής έχει γίνει άφαντος. μέ βρόντο,, νωρίς νά σαλέψη π:ά. · . Ό Ζορρό1 δίμως δεν ότπογο-— Ευχαριστώ, σενρρ Ντιητεύετα'ΐ. Πή|5ώντας άπό βρά άζ !; λέει ό Ζορρό στον αι χο σέ βράχο τρέχε:, μ’ όλη τή χμάλωτο. . δύναμ.ι τών ποδιών του, κιν ; —* Δεν τό έκανα για νά σέ δυνεύοντας νά πέση να τσα σώσω, σένορ Ζορρό, αποκρί κ .στη. Ακολουθεί ένα Φυσι νεται ψυχρά έκεΐνος. Τό έκα κό- άνοιγμα,, σάν μονοπάτι, να γιά νά σώσω τή ζωή μου, σίγουρος πώς μόνο από- έκεΐ γιατί, άν σ’ έβγαζαν άπ3 ·τή ιμπορεΐ νάχη ξεφύγει ό Καραμέση, θά μέ σκότωναν κι5 έ-. χάν. ■ ΠραγΙματικά ό φοβερός κο μένα μετά!.... ούργος πήγαίνει καμμιά πεΌ τιμωρός... κνηνΤαριά . μέτρα . πιο-^μπρο χωρίς μάσκα στά, πηΐδώντας, κ ι ■ έκεΐνος τά 0 ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΣ Τι-. βράχια, σάν πραγμιοηιίκό κ α τό ίκι. 'Ωίστόισο ό Μασκοφό ■μωρός χαμογελάει. Μόνο γιά ρος Τιμωρός είναι πολύ π ιό
μια στιγμή
§μως'. ? ^Υστερα
γρήγορος καί ευέλικτος. Γιά
1®
©
$Α
I
&
Ρ
Ιμ·ιά στΐιγ|μίη\ μάλιστα Ακούει καί τον θόρυβο μιας πέτρας που έχει κλωτσήσει- άθελα τό πόδι του φυγαδα καί βεβαι ώνεται πώς Ακολουθεί σωστό βρόΐμο. ΑυΤό τον κάνει νά έντείνη τις δυνάμεις του για νά τρέξη ακόμα γρηγορότερα. Κάποια στιγμή βλέπει κι όλας ανάμεσα Από τά θεόρα τα βράχια τον κακούργο. Μια κραυγή: θριάμβου ξε φεύγει ,άπ5 τό λαρύγγι· του. ' Ωστόσο ό Καραχάν δεν έχει Αποφασίσει νά παραΐδοΙθή στην τύχη του. Έΐξακο λουθεί νά τρέχη σάν τρελλός. Ή Απόστσσι- πού τούς χωρί ζει μικραίνει συνεχώς, αλλά μέ μ,εγάλο κόπο, μέτρο - μέ τρο. Έτσι Απομακρύνεται πάρα πολύ άπό τό πλάτωμα, πού βρίσκονταν προηγουμέ νως. "Άξαφνα —κι9 ενώ δεν τούς χωρίζουν πιά παραπάνω άπό καιμμιά είκοσαρ ά μέτρα ό Πέντρο Κ αραγάν φθάνε ι μπροστά σ5 έναν γκρεμό. Μιά κραυγή τρόμου βγαίνει άπ" τό στόμα του. Είμαι· φανερό· ότι κι5 εκεί νος στην τύχη Ακολούθησε τό φυσικό μονοπάτι Ανάμεσα στά βράχια, χωρίς νά ξέρη που βγαίνει. Τώρα είυα.· πα ν ιδρυμένος. Είναι άοπλος στη διάθεσι· ταυ Μασκοφόρου Έκβ'κητη, τού άνθοώπου πού καί μόνο τό όνομά του είναι Ι κανά νά προκσλέση ρίγη τρό μου στον φοβερότερο κακούρ
γο. ' φύτε ςτκ|πτεται βέβαια να
©
ϊ
1
©
Ρ
Ρ
β
τραβήιξηι τό σπαθί του, τή στι γιμή πού ό Ζορρό στέκεται Α πέναντι του, ώτπλισμένος μέ τά πιστόλια του. •Για μιά στιγμή, οι δυο αν τίπαλοι κυττάζονται στά μα τ, α. Στέκουν ΑκίΙνπτοι, ό έ νας Αντίκρυ στον άλλον. Τό βλέμμ<α του1 λη]στή είναι γε μάτο μίσος καί λύσσα. Τού Ζορρό είναι- ψυχρό1 σάν πά γος καί γεμάτο αποφασιστι κότητα. — Οι δυό μας λοιπό, Πέν τρο Καραχάν!, λέει κοφτά. Ό τερατώδης ^κακούργος •φωνάζει άγρ,α: —'Σκότωισέ με, νά τελειώ νουμε ! — Έγώ δεν είμαι δολο φόνος σάν κι5 έσένα, αποκρί νεται ήσυχα ό Μασκοφόρος Εκδικητής- Μακάρι νά μπο ρούσα νά σκοτώσω έναν ά οπλο άνθρωπο, γιατί δεν σού ιάιξίζε ή τ μή πού θά σσϋ κά νω, νά μονομαχήσω μ,αζί σου!... Έχομε δυά πιστόλια καί δύο σπαθιά, Πέντρο Κα ραχάν. Μέ τΐ Απ’ οίλα προτι μάς νά μονομαχήσουμε; Μιά τρομερή λσίμψ: περνάε· απ' ^τά γεμάτα κακία Ιμάιτκχ του κακούργου. Ή ελ πίδα πώς μ/παρεί νά ζήση ξσναγυοίζει μέσα του καί τόν γεμίζει άγρα χαρά, θυμάται όμως εγκαίρως την τρομακτι κή σκοπευτ κή δε νότηΦα του Μασκοφόρου Τισωρου, άπ? τις σκηνές πού άντίκρυσε λίτ γα λεπτά πριν. Απομακρύ νεται· λοιπόν: — Δυό πιστολά έχει εσύ,
σενρρ Ζορρό!. Έγώ ίχω ιμάνιρ
0
ΜΙΚΡ0Ϊ
ένα σπαθί!... (Καί μ5 αύτά τα λόγια ξ ψουίλκεΐ, ιμέ μ.·ά απότομη χερρνομ·ια. Ό Ζορρό κάνει κι’ εκείνος τό ίδιο. Μέ με,ρ ικά βήματα προς τά εμπρός, 6 Καραχάν, φεύ γε απ' τό χείλος τοΟ γκρε μού και πλησ.άζει τον αντί παλό του1. Οι δυο μονομάχο δ ασταυρώνοΌν τά σπαθιά τους. — ?Ηρθε ή στιγμή νά κρα τήσω τον δάκο μου!, μουγγρίζει ό ληστής. Θά σέ σκο τώσω ά|\ύπητο, σενσρ Ζορρό>! — Λίγες στιγμές σου μέ νουν νά παρακαλετής τον Θεό για τήν ψυχή σου!, απο κρίνεται ήρειμά ό Μαοκοψόρ·°ς· — Θά σέ σουβλίσω σαν αρνί και μετά 8ά δώ έπ.τέ λους ποο πρόσωπο κρύβεται κάτω άπ^αύτά τό μαύρο κουρέλό... ι ούτη, τή φορά ξέρω πώς έχω να κάνω μέ τον αλη θινά Ζορρό!... Ό Τ ι μωρός των κακών κά νε^ οτά απότομη κίνησι καί τραβάει τό μαύρο πανί, πού τού σκεπάζει τό πρόσωπο. —ΆιΦού εΤνο?·« ή τελευταία σου έπ θυσία νά δής τό πρό σωπό μου, κύττοξέ το!, του λέει ψυχρά. Ό κακούργος κάνει ένα βήμα πίσω, μέ τά μάτια Υουρλώμένσ από έκπληΤ κ/ άπό ένα κακό προαίσθημα που τρυπώνει στη μαύρη καρ διά του. Συλλογίζεται άθέλα πώς στον κόσμο δεν υπάρχει·
1
Ο
Ρ
Ρ
ύ
π
κανένας ζωντανός άνθρωπος, πού νά έχη δη τό πραγματι κά πρόσωπο τού όρυλικου Ζορρό·!...
Ή τιμωρία τοΟ τέρατος ί· ΣΊΌΣΟ ικοίι ή δκιττλη•ξίς του είναι πολύ μεγαλύτεοη:· άπό τον τρόμο του. Χωρίς νά τα 8'έλη, μουρμούριζε., μορμσρ μ αροό μέν ος;: — Ό Δον Σ άντρο Βέγκα!... — Τό... βυζανιάρικο!, τού λέε σαρκαστικά ό Ζορρό. — Δεν... δεν είναι· δυνα τόν!, ψελλίζει ό άρχιληστής μέσα στον τρόμο πού νοιώ θε λ Την εποχή πού... Την ε ποχή εκείνη, εσύ θ'άσουν άκόρο: στις ψασκές!... —Έχε ς δίκιο, Καραχάν! Αυτός πού σ’ έπ.ασε καί σέ παρέόωσε στις Αρχές δέν ήμουν έ'γώ. *Ηταν ό πατέρας μρυ! — Ό πατέρας σου! Ό Δον Ντ.έγκο Βέγκα!, τραυ λίζει ό κακούργος. πελ.6νό·ς. Εκείνος ό φοβητσιάρης πεύ τον κοροΐδευαν δλο.ό Αδύνα τον! — Κ 5 έμενα μέ κοροϊδεύ ουν, Καραχάν!, λέει ειρωνι κά ό νέος. Κ/ εσύ μέ κοροΐ δεψες στην ταβέρνα του Μανουέλ... Προσπάθηίσε λοιπόν νά πλήρωσής στον γιο, το χρέος πού οφείλεις στον πα τέρα ! Γ ιατί 6 Δον Ντέίγκο πέθανε, αλλά ό Ζορρό δέν έ χει πεθσνει. Έγώ είμαι ή συ νέχεια τής ζωής του!
*-^ϊί^^·Λ·Γ·Γ'^νΓ·Γ*'
Ή δεύτερη σφαίρα πετάει τό πιστόλι από τό δολοφονικό χέρι του Κόκκινου Γερακιού.
Κι- όσο κΓ αν αυτό φαίνε ται περίεργο, είναι- ωστόσο αλήθεια: Ό Δον Σ άντρο "Βόν κα, 6 μαλθακός και δειλός νέ ος —όπως πιστεύουν όλα:— ■είναι πραγματικά ό γιος τού
οουλ:ι:<ού Ζορρό, τού ύπερασπιτου-των άδυνάτων και τι μωρού των κακών που συνεχί ΰει τό- ,μεγάλο καί δύσκολο έογο τού πατέρα του, μετά τον θάνατο εκείνου, Κι* ό Γα-
λέρας, ό κολοσσός αυτός πού ό Σάντρο τού έχει σώσε:· τη ζωή και γι*· αυτό τού είναι··. π,στός σαν .σκύλος, είναι ό μόνος που γνωρίζει τό μυστικό - του. "Άλλος ένας άνθ'ρω- ;?·
πος πού. ξέρει·;την αλήθεια γ:·ά την ταυτότητά του, χωρις όμως αυτό νά. τό γνωρίζη ό ίδιος ό Σάντρο,. είναι:.·ή μητέρα του, Δόνα Ίσαβέλά.' Δεν τού λέει πώς ξέρείι τό μυ
Ϊ6
0
ΜΙΚΡ
στιικό του7 γιά νά /μήν τον δυσκολεύη στο επικίνδυνο έργο του. Καί ό Δον Βέγικ,α, πού εΐναι απόφοιτος τής Στρατιω τ.ικής Σιγαλής τής Μαδρίτης ικαί εΐνα/ άσσος στό^ σπαθί καί στο πιστόλι καί στο μαστόγιο, προσποιείται τον μαλ βαικό καί τον ρωμανπκσ καί διατυμπανίζει· πώς άπεχθάνεται τά όπλα καί τον πόλεΐμο —όπως ακριβώς έκανε καί ο πατέρας του— κι5 έτσι ό λο;· τον πιστεύουν γιά δε.λό ικαί- τον λυπούνται. Μ5 αυτόν τον τρόπο όμως, κανείς δεν /μπορεί νά υποαΤτευΟή πώς α ποτελεί ένα καί το αυτό πρό σωπο μιέ τον τρομερό μασκοφάρ·ο καβσλλάρη, πού εΐναι ό φόβος καί 6 τρόμος των κα κών. — Πέθανε, λοιπόν, εσύ στη θέσι του πατέρα σου!, ούρλιαζε;· μέ μρονιά ό Καρσιχάν κι’ έτσι όπως στόκε.· ακί νητος, ·μέ μια ξαφνική καί ύ πουλη κίνησι, γοργή σαν α στραπή, τινάζει τή λεπίδα τού σπαίθ.ού του, αναζητών τας τό στήίθος του αντιπάλου του. Μά όσο κ/ άν εΐναι γοργή ικαί1 ύπουλη ή κΐνηισι τού τέ ρατος, ό Ζοορό' την περιιμένε;· άπό ώρα, ξέροντας πολύ καλά μέ τί είδους άνθρωπο έχει νά κάνη. Πηδάει στο πλάϊ με τήν ε,υΚ'ΐνηΙσία τού αίλουρου καί τό σπαθί τού Καραγάν τρυπάει -μονάχα τον αέρα. Ό σενόρ Ζορρό, ψύχρα ιιμος, σαν νά ίμή οτυμβαίνη α πολύτως τίποτα, Ανεβάζει-
6Σ
Ζ0ΡΡ5
πάλι τό μαύρο πανί καί ξαναΐσικεπάζει τό πρόσωπό του. Υστερα |μ-5 ένα εκπληκτικό χτύπημα, αποκρούει δεύτερη επίίθεσι τού Κόκικ.νου Γερακι ού. Γεμάτος μανία ό αρχιλη στής ρίχνεται τρίτη φορά ε νάντιον του, αποφασισμένος νά τον κάνη κομμάτια. Σφυρί χτή βγαίνε: ή ανάσα: του ά πό τη λύσσα καί τά μάτ.α του είναι χατακόκιχινσ σάν αΐ μα, από- τή δίψα τού θανά του. Συλλογιέται, πώς όσο κι5 άν ό Σ άντρο Βέγκα εΐναι στ5 αλήθεια γ.ός τού Ζορρό-, αυ τό- δεν σημαινε πώς εΐνσ; τό ΐ5 ο επικίνδυνος αντίπαλος μ5 έΐκεϊνον. Λεν εΐναι παρά ένας έφηβος άκοίμα, πού όσο κι5 άν έχη θάρρος, δεν έχει καί τήν πείρα τη ΰ·κή- του. Μέ τήν όρμιή του εΐναι σίγουρος πώς 0ά τον τσακ όση καί θά τον συντρίψη. (Καί πραγματικά εΐναι τρο μ,ερός στις επιθέσεις του ό ληστής. Βασίζοντας τό σπα θί του διαγροίφε;· τρομερούς κύκλους θανάτου ολόγυρα στον σενόρ Ζορρό. Μάταια ό μως τό· ανυπόμονο ατσάλι προσπαθεί νά δαγικώση τή σάρκα τού ΈκδιΙκητή. Εκεί νος πηδάει· σάν άέ ρίνας χο ρευτής δεξιά κι’ αρ ιστερά καί (αποκρούει όλα τά χτυπήμα τα, μέ απίστευτη έπιδεξΐότητα καί ψυχραιμία. -αφνικά μάλιστα, μ’ ένα αστραπιαίο δ'ιαξιιφ'σμό, πού φέρνει τη λα δή τού σπαθιού του ώς τή λα βή τού Καραχάν, τού άρπά-
ΰ
ΜΙΚΡΟΣ
ζει το ξίφος ιμέσ* άττ5 τα χέ ρια και τό ττετάει ψηλά στον αέρα. Τό σπαθί τού κακούργου πέφτει· μπτροΐσ'τά στά πόδια του Ζορρό* κι5 ό ,Καραχάν μέ νει μαρμσρωίμένος μέ τά μα τ α γυάλινα άπό* τον τρόμο. Ό Μσσικοφορος Εκδικη τής όμως κλωτσάει τό πεσμέ νο ξίφος προς τό. μέρος του. — 'Πάρτο!, του λέει σαρ καστικά. Πρέπει· νά τό κρα τάς πιο σφιχτά., Κσραχάιν! Πρόσεχε, γιατί δεν 8ά σου τό* ξαναδώσω! Ό ληστής τρέμονπας παίρ νει τό. σπαθί του και επιτίθε ται. Τώρα άμως οί επιθέσεις του 6εν είναι τόσο όρμητ.κές όπως (πρίν. Ή ιβ'εβα:ότη:ς του, πώς θά συντρίψη τον νεαρό ιάντίπαλσ, δεν υπάρχει πιά. Ή κρυάδα του θανάτου έχει άρχί'σεΐι ν' απλώνεται στη ιμαυοη καρδιά του. Ό σενόρ Ζορρό περνάει* στην έπίθεσι. Μεθοδικά, μέ τεχνικά χτυπήματα, αναγκά ζει τον Καραχάν νά όπισθοχωρή ολοένα, βήμα τό βήμα. Βαρεία ή ανάσα του κα κούργου. Άνεβοκατεβαίν ε ι τό στήθος του κι* άγκομαχάει·. Τρίζει τά δόντια από άνήιμ πορη μανία. Φθάνει στο χεί λος του γκρεμού. Μ'ά τρομακτική κραυγή λύσσας βγαίνει άπ' τό λαρόγ γι του και τινάζει μ5 ,άπίστυτη γρηγοράδα έ μπρος τό ώπλιίσμένο μέ τό σπαθί χέρι1 του, προς την καρβ ά του Ζαρ
ρσ.
ΊΡκ&ΐνσς πη,δάρ ατό ττλάϊ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ϋ
21
Ιτγ:ο γρή,Υορα άπ5 τή σκέψι (κι* ,άποφεύγει τό χτύπημα του θανάτου. Βρίσκεται στο πλευρό1 του λη στή, προτού αυτός νά π ρολά ιβπι νά φέρη τό χέρι του πίσω. Με τό αριστερό του χέρι ό Μαΐσικοφόΐρος Τιίμωρός τον σπρώχνει στο στήθος. Τό σώμα του κακούργου γέρνει*. Για μια στιγμή μένει μετέωρο. — Άντιός, Καραχάν!, λέ ει ό Ζορρό. Ό κακούργος είναι, αδύ νατο νά συγίκρατηθή. Κάνει ένα βήμα πίσω, άλλα τό πό δι του βρίσκεται στο κενό. Τό λαρύγγι του1 ισχίΐζέται* από μια κραυγή, αγωνίας. "Υστερα1 πέφτει* καί ή κραυ γή του ακολουθεί τό κορμί του7 καμπανίζοντας άνοπριχιαστικά στους όρθιους, βρό χινους τοίχους. Κι* όταν ακόυα τό κορμί έχει γίνε·· κομμάτια στόνπυΒμένα του φοβερού γκρεμού, ιή φωνή τού ανθρώπου που εί ναι πεθαπγένος πιά, άκούγεται για αρκετή ώρα ν' άντιλσλή παράξενα, σέ χίλιους τόννους!...
Ή έξσφάνισι... 0
ΣΕΝΟΡ
ΖΟΡΡΟ μέ-
νει γιά μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος. Τά μάτια του κυττόζουν τό1 βάθος του φοβερού γκρεμού, 1υ*:όας στενής χαρά δρας, που δεν μπορεί νά δ [α κρινή κανείς που τελείωνε ο Τό βλέμμα ταυ εΐναι γεμά-τ
το οίκτο για το άν9ρ#ηνο έ«
η
Ο
Μ
8
Κ
Ρ :■· 0
1
' 2
©
Ρ
Ρ
©
κείνο τέρας, πού δεν θά δί-1 στάζε νά κόψη κομματάκια έ ναν ζωντανό άνθρωπο, για να ίκανοποιήίσηι τό σαδιΡτικό πά θος_ τού. -αφνικά κάνει μια κίνησι, ισάν νά Ιξυπνάηι από όνειρο. Κοιτάζει ολόγυρα και εξα κριβώνει· πώς είναι όλοιμόνα-,' χος. -εικινάει προς τό πλάτω μα όπου είχε δώσει τή μάχη; ρέ τους ληστές, απτό τό «μονά .δικό .μονοπάτι που. υπάρχει και πού οδηγεί εκεί. Φτάνοντας, άνακαλύπτ ε ΐ1 πώς δεν υπάρχει ψυχή ζωντα νή σ’ αυτό τό ίμερος. Μόνο τα,, πτώματα τών κακούργων. Ό ύπολοχαγός Ντιάζ και ο ζωντανός ληστής έχουν γί νει- άφαντο λ Ό Ζορρό ·· καταλαβαίνει πώς ό (Ντιάζ έφυγε επίτηδες για νά μην τον συνάντηση στον .γυρισμό, οπότε θάταν υποχρεωμένος νά προσπαθήση νά τον συλλάβη. "Ενα χαμόίγελο φωτίζει τό πρόσωπο τού ’Εκδ'κητή, κά τω από τό μαύρο πανί πού τό σκεπάζει·. "Υστερα ξεκινάει μέ γρή γορα -βήματα πρός τό ίμερος όπου έχε:· άφησε: ι- τό άλογό που. Τό άλογο Τού Γσλέρσ λείπει και αυτό, μ5 όλο πού είναι, απολύτως ■ ,φίυσιικό, - τον κάνει V5 άνασάνιη ιμέ άνακου φ ισ ι. ±έρετ πώς ό γιγαντόσω μος καί άφοσιωμένος,, αλλά Εξαιρετικά κουτός βοηίθός του, είναι ικανός- καί γιά την π ιό ιάπίθανη βλακεία. Γι’ αυ τό δεν ησυχάζει ποτέ,, πριν έ-
σει πιστά τις οδηγίες του, οσο κι* άν αυτές είναι· άπλές. ’ Ανεβαίνει· στσ υπέροχο ■μαύρο άλογό του καί ξεκινά ει μέ γοργό καλπασμό-. Το πρωί έχει προχωρήσει πολύ καί1 ζυγώνει μεσηΐμ,έρ:·, όταν φθάνη στά όρια τού άγροκτήιματος τών Βέγκα. Αύ τό- δεν τον στεναχωρεί. Ακο λουθώντας ένα κρυφό- ιμονοπά τι φθάνει- σε μια τοποθεσία γεμάτη βράχια, πού εμπρός τους φυτρώνουν πελώριοι, φουντωτοί θάμνοι. Στέκεται ι μπροστά σ’ έναν. άπό· τούς θάμνους; αυτούς. "Υστερα, πα ραμερίζοντας τά πυκνά φύλ λα του μέ τό χέρι, κάνει νά φανή τό μεγάλο καί σκοτεινό άνο.γμα. μράς: σπηλιάς. Μιπαί νει μέσα μαζί μέ τό άλογο. Πίσω του ό θάμνος κρύβει τε λείως πάλι -την είσοδο τού (κρυφού αυτού περάσματος. Ό σενόρ Ζοορό περνάει, έ να σκο-τεινό τούνελ καί φθάνει σ’ ένα ευρύχωρο, τετράγωνο δωμάτιο, σκαμμένο μέσα στον βράχο. Τού κάνει έ'ντύπωσ ι πού δεν βρίσκει.· τον Γαλέρα νά τον περμένη. Σκέ πτεται όμως πώς, ασφαλώς, ό ηράκλειος φίλος του δεν θιάχη: προλάβει , άκόίμα ·νά έπιστρέψη1 άπό· τό ράντσο τών Περέΐρα, πού θάχηι άιφήσει-— κατά τή διαταγή του— τήν όμορφη* κόρη. Βγάζει· τά ρούχα τού Ζοροό καί ξαναγίνεται, ό κομψ-ευάμενος καιί ιυαλθακός εύπατρί δης. Δον Σάντρο Βέγκα. .· Άπό έναν μυστικό διάβρο-
ξακριίβώση πώς έχει έκτελέ-
ιμο ίβρίσκεταψ ατό ΰττνίβδ^μ&’
6
ΜΙΚΡΟΙ
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
23
τιό του. Ανακατεύει τά μαλ — Θέλω νά δώ μήπως έχει •έπιστρέψείν μητέρα, λέει. Ό λιά του και τά σκεπ άσματα του κρεβατιού του κα;ι βγαί ύπολοχαγός Ντιαζ θά πρέπει νει στο σαλόνι τού αρχοντι νά έχή φροντίσει γι3 αυτό,,. κού ·μ3 ενα πελώριο χασμου — ’ΊΗ ό... σενόρ Ζορρό!, ρητό. προσθέτει ή μητέρα του. Ή Δόνα Ίσαβέλα, ή μη Άλλα όταν ό Σ άντρο, με τέρα του πού τον περιμένει τά από μ:σή ώρα ξέφρενο όκεΐ, τον κυττάιζεΐ' ανήσυχη. καλπασμό, φθάνε;, στο κτήμα — Πολύ· -μαύρους κύκλους τών Περέϊρα, μαθαίνει πώς ή έχεις γύρω απ’ τά. μάτια σου, όμορφη Κάρμεν δεν έχει φανή γιε _μου, ανάλογα >μέ τις ώρες, άκόίμα! "Ολη· ή οικογένεια πού κοιμάσαι!, τού λέει· μετά της εΐνα: βυθισμένη στο· χοιμογελώτας. Πρέπει ν-ά πας στον σενόρ Χασέ Μαργκίτο, Ή ΛβΥΕών τον γιατρό... των Τιμωρων | Ό Σάντρο φιλάει τή μητέ ρα του στο μέτωπο χωρίς ν3 Ε. ΤΗίΝ ψυχή κατάάπαντήση και τ.ήν κυττάζει ιμαυρη από· αγωνία ό Δον με θαυμασμό για την πσρστηρητ,κότητά της, . "Ύστερα Βέγκα φεύγει απ' τό αγρό κτημα των ιΠερέϊρα. και παίρ κυττάιζει άπ3 το παράθυρο, νει ξανά τον δρόμο προς τά ιμέπήν ελπίδα πώς θά δ .ακρι τρομερά βραχώδη βουνά," τά νή τον Γαλέρα νά έρχεται. Μ* Ροκυ Μάουνταινς. Ούτε τού δλο όμως πού απλώνεται μια πολύ- μεγάλη · έκτασι (μπρο περνάει άπ3 τον νού νά πάη στά στη «σέρα», ό πιστός νά ξαναφορέση τή μαύρη αιμ·-® φίεαι τού σενόρ Ζορρό. Αυτό® σύντροφός του δεν φαίνεται; θά τον .καθυστέρηση ώρες ό-Ρ ώή εκεί πού φθάνει τό μάτι. •Καί περνάε·· μά /ολόκληρη· ώ λ άκληρες κι3 εκείνος βιάζεται π θανάσμα αυτή τή στιγμή, ν3 λ ρα ακόμα χωρίς νά ψανή. Φαν ε ρ·ά ’ σηιμ άβ :.·α ιάγωνί α ς ιάνακ αλοιφή τά ίχνη τού γιγαν · έχουν κάνε;·· την έμφάνισί τους τόσωίμου β·οη|3ου του καί τής •στο πρόσωπο του νεαρού Σάν αγαπημένης του Κάριμεν, τρο. Ωστόσο δεν αφήνει τό 'Μ'3 όλο πού καλπάζει τρελ. συνηθισμένο μαλθακό·: ύφος λά. δεν παραλείπει νά κυττου..· . · ··'' ■ . τάζη συνεχώς ολόγυρα. Τά -— Θά' κάνω ιμιά μικρή ιάετίσισ.· μάτια του δεν χάνουν 'βόλτά με τό· .άλογο,, λέει ...στη τό παραμ κρό άπ3 όσα συμ-’ : 'βαίΙνουν στην ανοιχτή κο.λά•μητέρα, του.- "Ισως έπτσκεφθώ και τή σενορίτα Κάρμεν... ιδα, πού διασχίζει ακόμα. — Μά... ακόυσα πώς την Εκτός όμως άπό· τούς άγρόέχουν άρπάξε·- ο;ΐ’ ληστές!, τες πού' σπέρνουν καί τούς λέει· έκπληκτη ή Δόνα Ίσα- ' κάου-μπόϋς πού βόάκουν τά ζώα τους πλάι ατά ήρεμα ρυ βέλα,
24
Ο
Μ
I
!£
Ρ
άκια, δέν διοακρίνει τίποτ* άλλο. "Ακολουθεί τον δρόμο πού ξέρει πώς πρέπει νά έχη Ακο λουθήσει καί ό Γοολέρας, φεύ γοντας άπό έκεΐνο τό πλάτω μα ικοοίι ερχόμενος προς τό σπίτι* τής Κάριμεν. -αφνικά, έκεΐ πού άρχιζει ή ιάνηψοριά καί τα πρώτα βρά χία, άναγκάζεται νά τραβήιξη άπόταμα τά χαλινάρσ τοϋ αλόγου του και νά σταματήση. Τά χέρια του κατεβαί νουν άθελα προς τη μέση, του, όπου θάπρεπε νά υπάρ χουν οί λαβές των πισταλιών του. Καθώς όμως πιάνει τον αέρα, θϋμάται πώς δέν είναι π.ά ό σενόρ Ζορρό, παρά μο νάχα ό καμψευόίμενος και λε πτεπίλεπτος Δον Σ άντρο Βέγκα:. "Ενας άνθρωπος τον έχε:· κάνει νά σταμρπήση έτσι α πότομα. "Ενας άνθρωπος πο λύ παράξενος. Είναι καθισμένος στην κο ρυφή ενός βράχου μ" όλη του την άνεσι και τον παρατηρεί ιμέ μεγάλη; περιέργεια. Γρήγορα ό Σάντρο αντι λαμβάνεται πώς δέν έχει ε χθρικές διαθέσεις εναντίον του και πώς άδικα άνησύχηισε Ό άγνωστος —πού από τη φυσιογνωμία του φαίνεται ■και ξένος— του χαμογελάει καί! κουνάει τό χέρι του σέ χαιρετισμό1. — "Ήθελα νά σάς πώ δυο κουβέντες, Δον Σ άντρο Βέγικα —η ιμάλλον... σενόρ Ζορ-
«ρ>6!, τού λέει· >μέ
©
I
1
&
Ρ
Ρ
§
νή, γεμάτη Εγκαρδιότητα. Τό αίμα παγώνει για μια στιγμή στις φλέβες του νεα ρού ευπατρίδη. Μένει άκίνηη τος σαν άιγαλμα, επάνω στη σέλλα τού άλογου του. Τό πρόσωπό του παίρνει τή χλω ιμάδα τού θανάτου. "Έχομε όμως ξεχάσει τον Γαλέρα, τη στιιγμή, πού φθά νει με την ιΚάρμεν στην άγκα λιά, στο μέρος πού1 έχουν α φήσει τ" άλογά τους. "Ανεβαί νει στο δικό του καί' βάζον τας καί την άμορφη νέα Επά νω ατά καπούλα τού ζώου, ξεκινάει αμέσως. Παρακάτω όμως βλέπει νά βόσκουν τ" ά λογα των ληστών καί' έτσι ή μελαχροινή αμαζόνα έχει την ευκαιρία νά Ιππεύση ένα (μόνη της καί νά τον άκολουθήσηι καλπάζοντας. Παίρνουν βέβαια τον βρό μιο νιά τό ράντσο της. ..Κατη φορίζουν τούς βραχώδεις λό φους χωρίο ν" άνταλλάξουν ούτε μ ι ά λέξι. Ό Γαλέρας πού έχει ρητή εντολή, στ αν φοράη τή μαύρηι προσωπίδα νά μη υ.λάη καθόλου, ούτε άνοιγει τό ατό 'μα του. Ή Κάρμεν πάλι δέν έχει κσμίυιά διάθεσι γιά συζήτηισι. Τό μυαλό της φτερουγίζει συνεχώς στον αγαπημένο της, πού έχει άπομεί'νει μό νος του νά πολεμίση, τούς α παίσιους ληστές τού Καρατ χάν καί κινδυνεύει θανάσι μα... "Αλλά την ώρα πού περ νούν από τά τελευταία βρά χια τού λόφου, για να βγούν
Ο
ΜίΚΡόϊ
2
6
Ρ
Ρ
ΰ
25
στην ανοιχτή κοιλάδα, καιμμια δεκαρ.ά ώπλισμόνοι, άνθρώπο; πετ,ώνται ολό-ρθοι πϊ σω άττ’ αυτά καί τούς φρά ζουν τον δρόιμο. — "Αλτος!, φωνάζει· κο φτά ό ένας άττ> αυτούς. Γιατΐ (κρύβεις τό πράσωίπό σου μ5 αυτή τή μαύρη μάσκα, σενόρ; Γιατί έχεις κλέψει τήν όΐμορφη σενορίτα καί πού τή,ν πηγαίνεις; — Δεν μ* έχει κλέψει! Τον ακολουθώ με τή θέλησί μου!, φώναζε, ή νέα ανήσυχη. — Και πο.ός είναι; — Δε ξέρω!... Ό άγνωΐστος τήιν κυττάζει· !μ,ιά στιγμή κατάπληκτος. "Υστερα γελάει. — Δεν ξέρετε καί τον α κολουθείτε με τή θέλησί σας; ρωτάει. Πιο παράξενη άπάντησι δεν έχω ακούσει1! Βγά λτε τή μάσκα έσεΐς, σενόρ, νά δούμε τό πρόσωπό σας! Καί συνοδεύει τή διαταγή του μέ ίμια ευγλωτη κίνησι· ^του (οπλισμένου μέ πιστόλι, χεριού του, που τήν καταλαβαίνει- ά<όμα κΓ ό ΓαλέραςΌ γίγαντας όμως θυμά ται πάντα τά λόγια του κυ ρίου του πού τού έχει· πή: «"Αν, όταν φοράς τή μαύ ρη μάσκα, σέ καταφέρουν νά τή βγάλης καί δουν τό πρό σωπό σου, νά τό ξερής πώς θά μέ πιάσουν καί θά μέ κρε μάσουν1» ! Αποκρίνεται, λοιπόν μέ φω νή πού τρέμει άπό οργή: — Ελάτε νά μου τή βγά λετε μόνος σας, σενόρ!
κείνου, που φαίνεται νά διατάζη όλους τούς άλλους, άστραφτούν. Μέ μια γοργή κί νησί σημαδεύει τον Γαλέρα καί ετοιμάζεται νά πατήιση τή σκανδάλη. ι ελευταία στιγμή όμως ή Κάρμεν σπρώχνει τό άλογό της καί μπαίνει άνάμεσά τους. — Παός εΐσθ’ έσεΐς; ρω τάει αγέρωχα. Πώς πάτε νά σκοτώσετε έναν άνθρωπο; Μέ ποιο· δ-καίωμα; — Είμαι αξιωματικός τής «Λεγεώνες των Τ μωρών», σε νορίτα!, ιά πακ ρίνέτα ι έπίσ ημα έκεΐνος. Τ’ όνομά μου δέν σάς ενδιαφέρει·! Ή όργάνωσί·ς μας όμως θά φέρη τήν ει ρήνη καί τήν ευτυχία στον τό πο! Θά τι μμρήδη, σκληρά ό λους εκείνους που έχουν α ποκτήσει πλού'τη ιμέ π σρ άνο μους τρόπους καί όλους ό σους κρύβουν τά πρόσωπά τους μέ μαύρες μάσκες! — Αυτό πού πάτε νά κά νετε τώρα δεν είναι τιμωρία, άλλ ά δολ οφον ία!, ,άπ ακ ρ ί νέ τα ι κατακόΐκκινη άπό θυμό ή δέν είσθε «Αεγων Τ μωρών», αλλά συμμορία φον.άδων!
Τά μάτια τού άνθρώπου ε
— Μιλάτε μέ τό θράσος
Ό ΓαΑέρας χτυπιέται!
Τ
Ο ΠΡΟΣΩΠΟ^ του ^σκοτεινιάζει μιά στιγμή. Τό δάχτυλό του τρείμίζει επικίν δυνα έπάνω στή σκανδάλη τού πιστολιού του. "Υστερα λέει:
26
ύ
Μ
ΐ
Κ
Ρ
του πλούτου σας, σενορί'τα! Γρήγορα όμως τά πλούτη σας θά περί έλθουν οπήν όργάνιωσί μας και τότε δεν θάχετε αιυτή' Τηιν περήφανε ισ,1·! Ή Λεγεώνα θά τ.μωρήση, ό λους τούς πλούσιους τού τό που και θά τούς πάρη τις πε ριουσίες τους! ·-—Τι βλακεία είναι, κι5 αυ τή; κάνει έκπληκτη ή Κ αρ μέ V, μ,έ γαυρλωμένα μάτια. Την περιουσία του ό πατέρας μου την άπόκτηίσε. με σκληρή βουλ ε:ά,; μ ι άς,: ολόκληρης ζω ής ! — 'όκμετ,αλλε υό/μενος τούς, φτωχούς εργάτες και κλέβον τας τον κόπο τους ! -—τ· Είστε τρελλός ! "Ολο: :οί εργάτες μας λατρεύουν τον
&
1
1
Ο
Ρ
Ρ
Θ
πατέρα μου για την καλωσύνη και τη γενναιοδωρία του! — ’Άν είναι τό'σο ηλίθιοι, είναι άξιοι τής τύχης τους! Ή Λεγεώνα θά τά διόρθωσή σλ’ αυτά και θά σαρώση ό λους τους πλούσιους! Μέ τις περιουσίες τους θά* χτίάουμε ένα καινούργιο Μεξικό! Ή χλωράδατού θανάτου έχει άπλωίθή ατό όμορφο προ σωπ.ο τής κοπ ελλάς. .Καταλα (βαίνε; ξαφνκά πώς βρίσκεταυ μπροστά σέ μια καινούρ.γ.α συμφορά, πού πρόκειται νά χτυπήση τον βασανισμένο τό πιο τους. Βλέπει· τούς ανθρώ πους εκείνους, ότι ως. βλέπου με· τά κατόμαυρα, χαμηλά σύννε φα, πού προ μηνάνε κα ταιγίδα..·.. Στο μεταιξύ ό αρχηγός
Είναι καθισμένος στην κορυφή ένός βράχου, μ’ ολη του την άνεσι...
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
1
Ο
Ρ
Ρ
Ο
21
Ή σφαίρα χτυπάει τον Γαλέρα στο μέτωπο και τον σωριάζει κάτω...
τους, διατάζει ανυπόμονα, με άγρια φωνή: . — ;Μ;άστε. τους κα ι τους δυο!. θά τους παίρουμε μα ζί μας! Βγάλτε τη μάσκα τσ0... μαντράχαλου! Τρεις άπό τους «λεγεωνά ριους1» ορίσουν προς; τ|ό μέ ρος του Γαλέρα. ■ λ. λ , Δεν ξέρουν οι δύστυχοι, μέ π ο ον εχου να κάνουν καί δεν ■ τους περνάει, άπο τον νου δγ'ι ένας άνΘρώπος, κυκλωμέ
νος άπο δέκα , ■•ένοπλους έ■χΐδρούς, είναι· ποτέ δυνατόν νά κάνη, αυτό που κάνει εκεί νος. Ό Γα-λέρας λοιπόν τραβά ει γρήγορος σαν αστραπή τά πιστόλια του και μέ τρεις α πανωτούς, πυροβολισμούς , τούς ξαπλώνει νεκρούς! Τρομακτικά ουρλιαχτά μα νιας άντηιχουν άπό ολόγυρα κ/ όλοι οί «λεγεωνάριοι»
στρέψουν τις. κ άννες των. π η
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
■στολών τους εναντίον· του. "Εκείνος σχι επειδή φοβά ται, αλλά γιατί καταλαβαί νει πώς και νεκρό άν τον πιάσουν πάλι θά δουν τό πρό^ σωπό του σπηρσυνιάζει μέ ·μ(ανία τα άλογό του καί χύ νεται προς τον κατήφορο. Μέ την απότομη έΐκκίνησι του αλάνου του, οι πρώτες σφαίρες που του έχουν ρίξει αστοχούν. Ετοιμάζονται ό μως, νά του ρίξουν καί πάλι σ η] μαδεσοντ ας την π ελώ ρ ι α πλάτη του νά τρέχη μέ ζίγκ -ζάκ καί ή σικόίπευσ.ς δεν εί ναι εύκολη, μά ό θάνατός του πρέπει νά Θεωρήται βέβαιος, γιατί κάποιο οίττο τά επτά πιστόλ α πού τον σημαδεύουν βά πετύχη; τον στόχο... ίΝά, όμως, πού πριν έκπυρ σοκροτήση έστω· καί ένα από τά έιφτά πιστόλια, άκούχοντα ι άΙ πανωτοίι πυροβολ: σ:μ οί ιάπό' δυο άλλα πιστόλια καί 'τρεΐς γκάμα από τούς «λεγεωνάρ ,ους» έγκατ αλείπουν μέ άγριες βλαστήμιες τίς σέλλες τών άλογων τους καί σωρ άζονται στη γη, τραυμστ ισμ ένο ι θανάσ ιμ,α ! Οΐ τέσσερις πού έχουν άπομείνει ζωντανοί, αντί νά πυοοβολήσουν τον γίγαντα πού φεύγει, στρέφουν τρομοικρατη|υένϋ’ νά άντιικρύσουν τον καινούργιο κίνδυνο πού τούς άπείλεΐ. Βλέπουν λοιπόν πώς ό νέος έχθρός είναι μονά χα ένας! "Ενας άνθρωπος είναι τσμπ ουρώ μένος πίΐσω άπό· τά βράχια εκεί κοντά τους καί
αύτή τή στιγμή
πυροβολεί
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
πάλι καί σωριάζει άκόΙμα έ ναν άπό τούς «λεγεωνάρι ους». ϋί τρεΐς πού μένουν ζωντα νοί αρχίζουν νά πυροβολουν μανιασμένοι εναντίον του. Τόν άναγκάζουν νά κρυφτή πίσω! άπ" τόν βράχο του καί νά πάψη τούς πυροβολισμούς. — Σκοτώστε τον!, ουρ λιάζει ό αρχηγός τών «λεγε ωνάριων». Γρήγορα νά τό κυ κλώσουμε τό σκυλί! Μά την ώρα πού οί δυο άν τρες του ετοιμάζονται νά υ πακούσουν στη διαταγή του, εκείνος στρέφοντας τό βλέμ μα χλωίμιάζε;. — ΣταθήΙτε!, μουγκρίζει μέ λύσσα. "Έρχεται κι" ό άλ λος! Θά μάς βάλουν στη μέ ση! ’Άς φύγουμε καί τά λέ με άλλη, φορά μαζί τους! "Εμπρός;! Χύνεται πρώτος, αρπάζει τά χαλινάρια τού άλογον τής Χάρμεν —πού ξεφωνίζει τρο μαγμένη— καί ξεκινάει μέ καλπασμό, παρασέρνοντ α ς καί τή νέα μαζί του. Οι άλ λοι τόν ακολουθούν. Καί ε πειδή ό μιόνος δρόμος για νά φύγουν, είναι εκείνος άπό τόν ιόποΐο έρχεται, ό γιγαντόσω μος μασχσφόιρος, χυμούν κα ταπάνω του καί αρχίζουν νά πυροβολούν άσταμάχητα. Ό γίγαντας πού —όίπως έχομε ξ,αναπή-— τό; μυαλό του ξυ πνάει καί δουλεύει... ρολόι στην ώρα τής μάχης, κάνει έ να εκπληκτικό άλμα άπό τή σέλλα τού άλογου του καί κατρακυλάει πίσω άπό· κάτι βράχια, άπ" σίτου αρχίζει νά-
Μ
ί
Κ
Ρ
δ
ί
ΐτυροβολή κΓ έκεΐνος, "Ενας άίκφμα «Λεγεωνάρι ος» ξεφώνιζε., γοερά και σκά ει με βρόντο στις «.μυτερές πέ τρες, χτυπημένος άττό σφαί ρα τον. Άλλα ταυτόχρονα σχεδόν, μια σφαίρα των άλ λων δύο βρίσκει τον Γαλέίρα «στό μέτωπο καί τον τινάζει άκίνητσ, πίσω απ’ τά βρά χια. Οι «λεγεωνάριο,» ,μέ την ά μοιρη αιχμάλωτό τους, που Οεν πρόλαβε νά χαρή ούτε μ άς ώρας έλευθερία, ^άπο την προηγούμενη) περιπέτεια της, εξαφανίζονται στο βά6ος τής κοιλάδας.
Ό άγνωστος
οωτήρσς ΙΕ ΙΝΆΣ άνθρωπος βγαί νει τότε πίσω οίπό τούς βρά χους καί τρεχεί: προς τό μέ ρος που είναι πεσμένος ό μα σκοφόρος γίγαντας. Είναι, ε κείνος πού δεν δίστασε νά τά >βαληι ιμέ έπΤά ώπλισμένους φονάΐδες, γ.ά νά προστάτευ α η την Κάρμ,εν καί τον Γαλέρα. Είναι ένας ψηλός· άντρας, ιμέ φαρδύ στέρνο καί άτσαλέν α χέρια. Τό σώμα του είναι τρομερά ευέλικτο καί γυμνα σμένο. Ί α πρόσωπό του συμπάδ'ηίτ.κό. "Έχει· καστανά μ αλλλ ι ά, λ επτά μ ουστακάικ ι καί όλογάλανα, εκφραστικά μάτια. Σ’ αυτά τά μάτια τώρα ζω γραφίζεται άπελπισία.
1
&
β
Ρ
§
— Τον σκάλωσαν!, μουρΐμουρίζε.· καθώς βλέπει τά αίιματα απ' την πληγή τού με τώπου τού γίγαντα. Πήγε χα ι μένος ό κόπος μου·!... Καί πήραν καί1 την κοπέλλα μαζί τους... Τά κτήνη! Ξαφνικά τά 'μάτια του γουρλώνουν. Στις κόρες τους αστράφτει ιμιά χαρούμενη λάμψη καθώς προσέχει πώς ή πληγή στο μέτωπό τού Γαλέρα, έχει μακρόστενο σχή μα. — Δεν ύττάιρχει τρύπα!, μουρ|μαυρίζει·. Αυτό1 σημαίνει πώς τον έχει· πάρει ξώφαλ τσα ! Ψηλαφίζοντας ιμέ τά δάιχτυ λά του τή γρατζουνιά, διαπι στώνει πώς έχει δίκιο. Φέρ νοντας ύστερα το χέρι καί στην καρδιά του γίγαντα την ιάκούε; πού χτυπάει τού κα λού καιρού·. Ό Γαλέρας είναι, μονάχα αναίσθητος, άπό τό τρομερό χτύπηίμα. Ό άγνωστος αποφασίζει νά τον περποιηθή γιά νά τον συνεφέρη. αεβουλώνει τό1 πα γούρι του, βρέχει με νερό έ να μαντήλι πού βγάζε.- απ’ την τσέπη του καί παραμερί ζει τόγυαύρο υαντήλι τού γί γαντα, γιά νά βρέξη τό πρό σωπό του. Μιά έκπληκτη κραυ γ ή ιβγσίνει τότε άπ’ τό λαρύγγι του. — Μπά^! Ό... Γαλέρας!, ψελ ίζ ε ι. Δ ι άβολ ε!... "Υστειρ’ άπ’ αυτό βέν λέει
τπτοτ’ άλλο, Συνεχίζει μόνο
98 '
5
Μ
ί
Κ
Ρ
6
ί
£
©
Ρ
Ρ
§
νά τον περιποιήται, άλλά ό ικουμπαει στο μετοτπο του το βρεγμένο μαντήλι του). Ό αναίσθητος γίιγαντας δεν λέει νά σαλέψηι τά βλέφαρά Θεός νά τού “δίνη καλό!... ’Άν τον δή ό άριχι-βεελζετου·.. Το χτύπημα τής σφαί ρας είναι πολύ σαβσρώτερο βούλ, θά τον στ ε ίλη, στο π ιό βσίθυ καμίνι γιά τιμωρία !... ιάίτΤ οτι φαίνεται στην αρχή. Ό Γαλέρας βρίσκεται σέ Μού την πήρανε, σενόρ Ζορ αφασία. . ρό, τή σενορίτα ΚάρμενΙ..,. Ό άγνωστος σωτήρας του (ΕίΙμα. ηλίθιος!..· Τό ξέρω άιπ οφα·σ ιΐζε ι νά περί μήνη. ;Κ α-.. πώς τό ξέρετε... Έφτασα Οτήν κόλασι!.,. 'Ώχ... τ αλ αβα ί νε ι· πώ ς ό . σ :6 ε ρ έν ι ο ς οργανισμός του πελώίρ.ου ε Καί τό παραμιλητό του κείνου ανθρώπου, θά ν.κήση συνεχίζεται όλο μέ τά ΐό.α ατό τέλος. Λεν παύει όμως λόγια,, πού στριφογυρίζουν νά βοηθά η, κ.ι-' αυτός, για νά στό σκοτισμένο μυαλό του. γίνη αύτό γρηίγορώτερα: Κά Στο τέλος ξαναπέφτει σέ βα θε τόσο τού δροσίζει τό φλο θύ λήθαργο, χωρίς νά λέη λέγισμένο μέτωπο μέ τό βρε ιξι, Μόνο πού καν πού τό πε γμένο μαντήλι του, , λώριο κορμί του αναταράζε -αψνιικά τά χείλια τού Γαται. λέρα σαλεύουν. Ένα επιφώ Περνούν ώρες. νημα χαράς ξεφεύγει απ' τό Ό άγνωστος σωτήρας του στόμα τού σωτήρα του. -Αλ δεν έχει πάψει στιγμή νά τον λά δεν είναι αυτό πού έχει περιποιήται. Περιμένει μέ υ νομίσει. Ό γίγαντας δεν συ πομονή την ώρα πού θ' άνοι νήλθε. "Απλώς έχει πέσει σε ξη τά μάτια του. Είναι φανε δυνατό -παραλήρημα, πού ρό πώς πηγαίνει στό καλύτε τού τοφερε ό πυρετός. ρο κι' αυτό δέν θ’ ά'ργήση, πο —. Σενόρ Ζορρό! > ψελίζει, · λύ νά γένη. ενώ κρύος ιδρώτας άναβλύζει Ξαφνικά άκούγεται ποδο απ'· τό , ματωίμένο του μέτω βολητό αλόγου πού πλησιά πο. Σενόρ Ζορρό, μου την πη ζει μέ τρελλό καλπασμό. ράνε1 καί παν!... Καί πού Ό άγνω'στος σωτήρας τού παν; Στά τσαΐκίδια!... Αλλά Γαλέρα πετιέται όρθιος επά είναι καί ή σενσρίτα , μαζί νω σ’ έναν βράχο καί βλέπον καί... δηλαδή, θέλω νά πώ δτας ποιος είναι ό καβαλλάτι... ώ, σενόρ Ζορρό! Είμαι· ρης πού έρχεται κοντά του, ένας ηλίθιος! Το ξέρετε; Τό ■χαμογελάει. Δέν κάνει τίπο ξέρω πώς τό1 ξέρετε καί... τα γιά νά κρυφτή απ’ τά μά 'Ωχ, τό κεφαλάκι μου!... Έ τια .του, άντίθετα στρογγυ φτασα στην κόιλασί, σενόρ!. λοκάθεται -επάνω στον βρά 'Άχ!λ.. "Ένας καλός διάβο χο τσυ καί τον περιμένει. λος ιμού δρόσισε λί γο τό κού "Οταν ό Δον Σ άντρο —; τελο!.... (Αύτά τά λέει τη στΐ'ν<αή πού 6 άγνωστος ά- πού όπως ξέρομε ό κσβαλλά
ρης φθάνει πολύ κοντά του καί τον1 βλέπει; τραβάει τά χαλινάρια και σταματάει Τα αλογο του ανήσυχος. Κι* όταν (μάλιστα ακούει τά λό-' για που ταυ λέει αυτός ό πα ράξενος άνθρωπος, τότε είναι που παγώνει κυρολεκτικά. Ή ταραχή· του όμως, ό πως πάντα, δεν κρατάει πά ρα πολύ. — Τ ρ ελλ αίοήκστε, σ ενό ρ; λέει ψυχρά στον ξένο.· Βλέπω οτι ξέρετε , τ5 όνομά μου, αλ λά· διέν μπορώ νά καταλάβω από που κι·3 ώς πού τό συσχε · τίζεται μέ τό άνομα ενός λη στή, σάν τού Ζορ-ρό^! —Ό Ζορρό δεν είναι λη στής, μά ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία των δυστυχισένων συνανθρώπων του!, α ποκρίνεται μ,έ σοβαρή φωνή ό . ξένος. Τό ξέρετε π ιό; καλά άπό μένα άλλωστε, αφού εί στε ό ίδιος ό σενόρ Ζορρόί.! Κτ ώστόσο πάει νά μέ τρελ λ άνη _ή ή λ :κ ί ας σας ! . —^Ξέρω· πώς αυτός ό Ζορ ρό είναι ένας ληστής, πού εί ναι και έπ {κηρυγμένος άπτ3 · τό'. κράτος.!:, ξαναιλέει τό ϊδ.ο ψυχρά ό Σ άντρο, φέρνοντας , τό αρωματισμένα του μαντηλάκι στη μύτη. Ό άγνωστος σκάει στα γέλια. —Ωραίο κόλπο έχετε 6ρή, μά τήν πίστι μου, για νά ξε ινελάτε τούς χωροφύλακες !, . λέει. Τούς παρασταίνετε τον καλόμαθημένο και λεπτ επί λετο, για νά σάς, άιφήνουν ή συχο!.,. "Ημουν προχτές
- στην ταβέρνα τού Μανουέλ καί σάς είδα πώς κονονίσατε τούς φονιάδες τού Κόκκι νου Γερακιού, μαζί μέ τον ύπ ηρέτη σας. τ όν Γαλέρα! Τό τε δεν ήξερα ποιος είστε. Τώ ρα τό ξέρω! —· Κάνετε λάθος! Είστε τρελλός,! Καί τώρα, νά 'μού επιτρέψετε νά πηγαίνω!1, λέ ει ψυχρά ό Σ άντρο καί έιτοιιμάζετα: νά. κεντρίση, τό άλο γό του. -—,ίΒκεΐνος πού: · ψάχνετε νά βρήτε εΐν’. έδώ'!, αποκρί νεται ήσυχα ό ξένος. Κυττάξτε πίσωκάπ3 αύτόν τον βρά χο: Είναι ό υπηρέτης σας ό Γαλέρας. Στα παραμιλητά • του φανέρωσε ποιος . . είστε καί γι αύτό' είναι περιττό νά τό άρνιέστε περισσότερο !....; '0 νεαρός Δον Βέγκα χύ νεται πίσω, άπό τον βράχο καί βλέποντας τον Γαλέρα ./πηδάει άπ3 τό άλογό του καί σκύβει· κοντά στον αγαπημέ νο του σύντροφο. Μόλις έξακριβώνεί πώς έκείνσς δέν δια, τρέχει .· κίνδυνο, ξανασηκώνεταΐ καί καρφώνει τά μάτια στον άγνωστο. 1"ό· βλέμμα του είναι σκλη ρό' σάν τον, θάνατο.
Ή σκλαβωμένη πατρίδα .Μ. Ε ΜΙΑ έτπ'σΓ,μη νηαη
κί-
ξεγυμνώνει τό σπαθί
του. -— Τό· μυστικό πού μάθα τε, σενόρ, λέει ξερά, δέν τό
γνωρίζει κανείς ζωντανός άν
2
6
Μ
I
Κ
ϊ
βίρωπτος! "Οποιος τό μαθαί νει... πεθαίνει! (Κι3 όμως αυτός εκ-εΐ τό 'ξέρει και είναι ζωντανός!, α ποκρίνεται ήσυχα ό άλλος, 6είχ.νοντας τον αναίσθητο ΐΓ αλέρα. — Εΐναι· ό μοναδικός πού μ,πορώ να τού έχω απόλυτη είμπιΐσ'τοσύνιη. Τραβήξτε τό σπαθί σας, σενόρ, γιατί δέν μού αρέσει νά σκοτώνω •άο πλους άν'θρώπ οος... Ό άγνωστος χαμογελάει πάλι. —"Οχι δεν σάς αρέσει, σενόρ, λέει, άλλα δεν είσθε ικανός νά σκοτώσετε άνθρωπο πού δεν κρατάει όπλο!. Σάς προκαλώ νά τό κάνετε καί στοιχηματίζω. πώς δέ μπορεί τε! Καί σταυρώει τά χέρια του στό' στήθος. Κυττάζει τον Αόν Σ άντρο κατάματα. Εκείνος ξεροκατάπινε ι. Δεν θϋμάται ποτέ στη ζωή του νά έχη, βρεθή σέ δυσκολώτερη θέσι. — Τότε... τότε σάς παρα καλώ νά χτυπηθήτε μαζί του, σενόρ!, λέει στο ξένο. Τό μυ στ κό μου δεν ανήκει σ3 έμέ να· καί είμαι ύποχρεωΙμένος νά τό υπερασπίσω·, άλλοιώς ’θά άτιμ,ασθώ διπλά!... — Τό μοστ.κό' σας δεν κιν δυνεύει καθόλου όταν τό ξέρω έ'γώ, αποκρίνεται επίσημα ό (άγνωστος. Σενόρ Ζορρό, σάς περνώ καιμιμιά δεκαριά χρόνια σέ ηλικία απ’ ότι... "Ολη τη ζωίή μου τη πέρασα κι3 εγώ πολεμώντας εναντίον τών τυ
ράννων όπως έσεΐς!
"Ενας
ύ
ί
ί
ό
¥
Ρ
β
δυνατός άνεμος μέ ξερίζωσε καί μ3 έρρι-ξε σ’ αυτό τό μέ ρος... Μόλις όμως έμαθα πώς εΐοω υπάρχει ένας άνθρωπος πού μάχεται τούς τυράννους καί τούς, βσσαν.στές, άπορα σ;σα νά τον δρω καιί νά στα θώ στο- πλευρό του... Σάν έ μαθα λοιπόν πώς ό Καραχάν είχε δώσε; ραντεβού στον σέ νορ /.ορρό1, στό' πέρασμα τών Ληστών, ξεκίνησα νά τον συ ναντήσω. Είχα αποφασίσει νά κρυφτώ καί νά σάς βοη θήσω, άν τά κατάφερνα. Μά δεν γνωρίζω καλά τό μέρος καί χά!θη|κα. Ευτυχώς σήμερα τό πρωτ, καθώς τριγύριζα, εΐ 6α μερικούς; άνιθρώπους πού έρχονταν εδώ μέ τ’ άλογά τους. ΚρύιψτηΙκα εγκαίρως. Τούς είδα νά στήνουν ένέδρα. "Υστερα είδα νάρχωνται ό Γαλέρας μέ τη σενορίτα. Δέν τον είχα γνωρίσει ακόμα, άλ λά τούς επιασαν καί θέλησαν νά τον σκοτώσουν. Δέν μπο ρούσα — όπο.ος κι* άν ήταν — ν’ άφήσω νά δολοφονήσουν έναν άνθρωπο... ’Άρχισα νά τούς πυροβολώ κ 3 ό Γαλέρας άπ’ την πλευρά του τό ίδιο.. Δέν μπορώ νά πω πώς τά πή γομε άσχημα. Θαρρώ πώς σκοτώσαμε άκριιβώς από τέσ σερ ς! Ό Σ άντρο τον ακούει μέ γουρλωίμένα: μάτια. Τό' βλέμ μα του, μια γρμίζει θαυμα σμό καί μά δυσπ.στία. *Άν όντως ό άνθρωπος αυτός τά'βαλε μέ δέκα δολοφόνους, για νά υπερασπιστή τον Γαλέρα, πρέπει, νάναι σπουδαί
ρς, Πού είναι· όμως όλοι αύ-
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
τοΐ οΐ νεκροί πού του λέει; —Ή ιμάχηι έγινε έκεΐ πί σω, ανάμεσα 'στά βράχια, του έξηγεΐ 6 ξένος, εννοώντας την άπορίσ που. "Υστερα δ ρω ς ό Γαλέοας αναγκάστηκε νά φΟ.'γη με τ άλογο, γιατί προσπάθησαν νά του ξεσκε πάσουν το πρόσωπο... Ό Δον Σάντρο εξακριβώ νει γρήγορα πώς ό άγνω στος του λέει την αλήθεια. Μ’ δλο που εξακολουθεί νάνοι ανήσυχος από την άπτοκάλυψι τού ,μυστικού του, δεν μπο ρεί νά ·μή νοιώση θαυμασμό κι5 ευγνωιμοσύνηι γι' αυτόν. — Δεν εΐσβε Μεξικανός, του λέει. Εΐπατε πώς σ’ όλη σας τη ζωή πολεμάτε τον τύραννο·.. Ποιά εΐνα^ ή πα τρίδα σας; —Ή Ελλάδα!, άποικρίνε τα: μέ υπερήφανε :α ό ξένος. Στενάζει ακόυα κάτω από τον ζυγό των Τούρκων, αλλά γρήγορα οί συυ πατριώτες υου θά ξεσηκ ωθούν καΤ θά διώξουν τους τυράννους1! Ό Σάντρο έχει άποιμεί!νει έκπληκτος καί κυττάζει τον
ΖΟΡΡ©
33
ΓΕλληνα μέ συγίκίνησι· κι5 άνυπόκριτο θαυμασιμό. Τώρα όλες του οι άμ,φι'βολίες γιά τον κίνδυνο που διατρέχει* μέ την άποκάλυψι του μυστικού του, έχουν έξαφανισθή. Την ώρα όμως που ετοιμάζεται ν' άνοιξη τό στόιμα του γιά νά του μποβάλλη χίλιες έρωτήσεις, εκείνος τον προλαβαί νει : — Σενόρ, λέει ιμ' άνήίσυχη έκφραση πριν απ' όλα θά σάς πω δτι οί δυο φονιάδες πού γλύτωσα, πήραν ιμαζί τους, ιφεύγόντας, τή σενορίτα Κάρ-μεν! "Ελεγαν πώς ανήκουν σέ μιά Λεγεώνα Τίίμωρών πού... Δεν προφταίνει· νά συνέχι ση. Την ϊδία στιγμή ό Γαλέρας ανοίγει τά μάτια του. Βλέποντας από πάνω του τον κύριό του, μουρμουρίζει α πελπισμένος: —*Ω, σενόρ Ζοροό! Μου την πήρανε καί πάν!... Τή σενορίτα Κάρμεν!... Ή... Κα ραμελί'τσσ ίμου, θά μέ κρομάσηι άίπ’ τήι γλώσσα!... Άπόδοσις: Γ. ΜΑΡΜΑΡ I ΔΗ
ΤΕΛΟΣ Άττόδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗ
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ Ο Ρ Ρ Ο
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
'Έτος Ιον — Τόμος 2ος — Άριθ. τεύχους 12 — Αρχ. 2 Γραφεία : Λέκκα 22, Άθήναι (125). Τηλέφωνσν 228^983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδοοράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38 Προ'ίστ. τυπογρ.; Α. Χατζή βασιλείου, Ταταοόλων 19, Μ. Σμύρνη Έπιστολαί, έαπταγαί; Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθήναι. Σύνδρομα! εσωτερικού; Έτησία --------...... δρχ. 100 Εξάμηνος ......... » 55
Σ υνδρομαί εξωτερικού; Έτησία ...............". δολλάρια 4 Εξάμηνος ..... ; » 2
Στο τεύχος τής ερχόμενης Πέμπτης: 'Η ωραιότερη μέχρι σήμερα περιπέτεια τού ΖΟΡΡΟ:
0 ΖΟΡΡΟ ΚΑΙ 0 ΕΑΑΗΝΑΣ Χωρίς καμμιά διαφήμισι. Είναι ή ιστορία που θά συναρπάση και θά συγκίνηση και θά γέμιση περηφάνεια, κάθε πραγματικό Ελληνόπουλο!
0 ΖΟΡΡΟ ΚΑΙ 0 ΕΑΑΗΝΑΣ "Ενα ξερριζωμένο βλαστάρι του «Σκλαβωμένου Γένους», θαυματουργεί σέ μιά μακρυνή χώρα, στο πλάϊ τού θρυλι κού ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΥ ΤΙ ΜΩΡΟΥ! ΚΓ ό Γαλέρας.... Γαλέρας! . ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
'&ζ.
«■θ'*
Ο ΘΡ//ΟΣ 7οΣΑλ/ΘΡΑΗΟ/ κήΐ τότε ριχ ΤΗΚ£ το πρξ ■ ΤΟ ΟεΛΟΖ; ΤΗΣ ΑΗΘΡ9ΠΟΤΗ 7ΟΧ .... Ιι/ιη / λτττΑχτε, Με τ/ άσ χημη ΜΑΑΦ5ΘΗΡ)£ ΣΤΟ Α£//Τρο! τρεπετι τγ/θηηα//6ρ°}το/'λ
ΜΑ! ΗΤΑ Η ΚΑΙΡΟΣ.. . Ο ΣΑΘΡΟΣ ΑΡ ΣΤΣ_^I^IΤ_ΣΤIι^^^ΣΓX^Γ^^ __ ^θα ηΑ τοχ
ψμ/ογχΙ!
ΟΊΗ εηριΆΉ ΤΗ ΗΥΧΤΑ Η <4Μ Η 70Ϊ0ΤΡΙ· ΣΦΤ/ΑχΗ£ το /γεο οηαο. £91 ΤΟ προ/ Θ/Ι Σ/ΆΆ/ ΣΤΟ/ΜΗ ΑΡΚΕΤΑ ΓΙΑ ΗΑ ΟΠΑΙΣΘΗ ΟΑΗ Η ΦΥΑΗ: Λ
Ο ΟΪΡ) 0Η°2 ΗΤΑΗ ΠΑΧΟΣ 7£6Λ£ΗΙ· ΖΤΗΙ, ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗΗ ΑΗΤΗΑ Τ9/ί ΔικΦμ ΤΟ/, £02 οτοτ 0/ ΤΟΘΗΚΑ/ΤΘΡ9ΙΤΟ! ΑΓΗΧΙΑΙΑ Η ΑΡΗ, 6ΤΑ^ ΤΜΗΧΙΑΖΑΜ^) ν _/« ριχτέ τογχ % 79 ΡΑ ! / 0 9*- ,
Χρωμολιδογράφησις —Έκτύπωοις ΛΙΘ "Β. ΠΑΠΑΧΡΥΙΑΝΘΟΥ
υ
/ Τ
/ / ί/ Γ
χγχΐχιζετ/ι
Ι—/Τ
Ο ΖΟΡΡΟ ΚΑΙ Ο ΕΛΑΗΝΑΣ Έπίθεσις Ο (ΓΑΛΕΡΑΣ
ξυπνάει,
άπελπισ μένος από την αφα σία πού βρισκόταν εξ αιτίας της σφαίρας που τον χτύπη σε ξώφαλτσα στο μέτωπο! (*) Μόλις βλέπει τον νεαρό κόρά του ' τον Δόν Σάντρο Βέγκα σκυρμένο από πάνω του, αρχίζει ·νά μουρμουρίζη, άπ ο: ρ ηγ όίρητο ς: —-Μού την πήρανε τη σενορίτα Κάρμεν καί παν!... ιΕΤμσ. ηλίθιος!,.. Τό ξέρετε; Τό ξέρω πώς τό ξέρετε σε νόρ ! — 5Ησύχασε άμίγο!, τού λέει εκείνος χαμογελώντας για νά τού βώση, κουράγο. Δέν φταΐς. εσύ!. Τι μ παρού σες νά κάνης αφού βρέθηκες αντιμέτωπος με δέκα εχθρούς —- Δέκα; -κάνει ό γίγαντας μέ γοοίρλωμένα μάτια. Καί τί - είναι δέκα γ ά έναν κοτζάμ αν \ ίΓαλέρα σενόρ Σ άντρο; Έ πρεπε νά τούς είχα κόψει κομ ματάκια - κομματάκια καί τούς δέκα., σ5 ένα δευτερόλε πτο! Καί μάλιστα ακόμα πε ρισσότερο γιατί μέ βοήθησε κι5 ένας άλλος σενόρ! Ένας σενόρ πού·... Δηλαδή, εκεί πού μού έρρ"χναν αυτοί γ ά νά με ξεκάνουν.... εκείνος θέ :(*) Δ · άβατε προηγούμενο· τεΰ-
ιχιος τού «'Μ. Ζοιρριο»^ μέ τον ίτλ-ο; «Ή Λιγδών των Τΐιμωρών». ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ,
9
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
λω να πώ δτι... — Ησύχασε Γαλέρα, λέει ό νέος διακόπτοντάς τον. ΠΙρέ πέ' νά σκαφθούμε γρήγορα, τι 9α κάνουμε για να ξ,αναβρούμε τη σενορίτα Κάρμεν. Στην πραγ'ματικότηιτα ό Σάντρο χρειάζεται πό πολύ κουρά γιιο από τον υπηρέτη, του. Τό πρόσωπό^ του έχε: γί νει κάτασπρο σαν του· πεθα μένου. Αγωνίζεται απεγνω σμένα νά σκεφθή κάτι, αλλά βλέπε. ·μ3 άπογοήτευσι πώς, — γ ά την ώΐρ-α τουλάχιστον -— δεν υπάρχει τίποτα νά μπαρή, νά κάνη γά την αγα πημένη; του. Ό "Ελληνας, σαν .νά κοίτα λαβαίνη πώς ό νεαρός εύγεν-ής χρε.άζεται βοήθεια αυτή τη στ.γμή, τον πλησιάζει λέ γοντας : — Σενόρ., ίσως σάς βοη,θήση άν μάθετε μερικά πρά γματα. ν ά τούς ανθρώπους, πού άπτήγαγαν τη σενορίτα Κάρμεν — όπως είπατε τ' όνομά της... ΓΤρΐν ό Σ άντρο προλάβη ν’ απαντήση, ό Γαλέρας που βλέπει τον "Ελληνα, γουρλώ νει τά μάτ,α του άλλα τόσα ρπό την έχπληίξι. Μά έκπλη ξι κάβε άλλο παρά δυσάρε στη. — Σε... σε... σενόο Σάν τρο!, ψελλίζει. Αυτός είναι πού... Δηλαδή εκείνος ό... Θέ λοο νά πώ... δεν σάς έλεγα, σενόρ, πώς., γι' αυτόν τον έ να· πού... δεν μέ βοήθησε κά πο.ος, σενόρ νά... πού τάβσλε. μέ τούς ληστές για... πού μέ $ βοήθησε σκοτώνοντας
1
Ο
Ρ
Ρ
6
τούς... ώ σενόρ! (Κι3 ό καημένος ό γίγαντας σταματάει άγκομαχώντας γι ατί η έκπληξί του είναι τόσο μεγάλη·, πού τον κάνει νά μπερδεύεται πιο πολύ από τις άλλες φορές. Ό "Ελληνας πού βέν έχει ξανακούσει άλληι ψαρά τον Γαλέρα... στο ρεπερτόριό του γελάει καλόκαρδα. Ό νεαρός Βέγκα καθησυ χάζει τον σωματοφύλακα του — Κατάλαβα τι θές νά πής άιμίγο. Ναί. Τό ξέρω πώς είναι εκείνος πού σε βοήθηισε καί του χρωστάς τη ζωή σου! Ό κουτός γίγαντας κάνει ένα περήφανο κίνημα του πε λώριου κεφαλιού του. — Χρωστάωι; κάνει ηλί θια. Τι πά νά πή «τού τή ;χρω στάω», σενόρ; 3Εγώ ποτέ δεν παίρνω... δηλαδή δεν κρατάω μ3 άλλους λόίγους δεν θέλω νά χρωστάω· σενόρ Σάντρο! Νά τού τή δώσω αμέσως νά ξοφλήσωι!... Δέν ύπάιρχε. όμως καιρός, γά γέλ α καί πρώτος τό κα ταλαβαίνει ό "Ελληνας. — Σενόρ Σάντρο, λέει εις τον νεαρό εύγενη, είχα αρχί σει νά σάς λέοο γά τούς κα κούργους πού έκλεψαν τή σε νορίτα Κάομεν... Άποκαλούν τούς εαυτούς τους «λεγεωνά ριους» κάποιας «Λεγεώνας των Τίοωρών»... Σκοπός των είναι, όπως εξήγησαν νά λη στέψουν όλους τούς πλούσ’ους τού τόπου νά κάψουν τά «ράντσα» των αρχόντων καί των εύγενών καί νά σκοτώ-
9
14
I
Κ
?
δ
£
Ο'όΐ'ν ίτολλόυς άίτ* όώτδύί.υ Ί σχορίζοντάι πώς μέ ίά λε φτά πού δά μάζέψουν από τις λεηλασίες τους, . θά χτίσουν ένα καινούργ:ο Μεξικό! * Ο Σ άιντρ ο σ υνοφ ρυώνεί α:. —Οναι τέρατώόεΓ!, μουρ μαυρίζει· μέσ3 απ’ τα δόντ.σ του. Συνέχω ο πέφτουμε άπσ τη μία μάστιγά στην άλλη1! Καί γιατί ττ ρέπει αυτή ή δυ στυχισμένη/ κύπελλα νά βρί σκεται πάντα ανάμεσα στα πρώτα θύματα; Σ ωπα<ίνει· καταλαβαίνοντας πώς κανείς από τούς δυο αν θρώπους πού στέκουν δίπλα του δεν μπορεί ·νά τού άπαντήση σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Σ υλλον ίιζετα ι. — Ό αρχηγός τους δεν ρπορεΐ ναι να: ένας κο:νός δο λοφόνος! , λέει στο· τέλος σκυ θρωπός. Μάλλον κάποιος α πό τούς ϊ'οιχυρούς τής χώ ρας θά είναι... Βάζοντας στο χο τούς άρχοντες μέ αιτία, ιδήθεν τά πλούτηι τους, υπο λογίζει νά βγάλη, από τή μέ ση πολλούς πολιτικούς του άντ ιπάλους... Ψάχνοντας μέ σα στους ανθρώπους τού κύ κλου μας, μπορεί νά άνακαλύιψοοι κάτι... Στο μεταξύ 6ιμως αύτοί οι κακούργοι κρα τούν αιχμάλωτη την Κάρμεν. Τού "Έλληνα τά όλογάλανα μάτια αστράφτουν την ί δια στιγμή. Τεντώνει τό χέρι του προς την κατεύθυνσι άπ3 όπου — πριν από- μερικές ώ ρες — έφυγαν οι δυο «λεγεω νάριο;1» ,μέ την αίχιμάλωτή τους. Λέει ήρεμα:
*.
©
β
ψ
Λ»
6
Α>
I
^Ερχονί-αί. άύίόι να άάα βρουν σένόρ Σάντρο! Κάνει τό ίδιο! Ό νεαρός Βέγκσ αναπηδά, 'Κυττάζει προς , τή δυέύθΙυνσι πόύ δείχνε: τόι δάχτυλό τού "Ελληνα, Τό βλέμιμα του πε τάλι σπίθες θριάμβου, —- Έχετε δίκιό!,, μΟυρμου ρίζει κυττάζοντας τώρα τόν συνομιλητή του, μέ καινούρ γιο θαυμασμό·. Εΐσθε γρήγο ρος στη σκέψι! Μόνο πού -—· γ ά την ώρά -—* πρέπει νά γίνουμε καί οι τρεΐς γρήγο ροι ατά πόδια!..; Πραγματικά^ (Πίσω από· τούς βράχους που απλώνονταν εμπρός τους έχουν ξεπροβάλει καμ,μιά τρι ανταρ ά κσβαλλάρηδες καί βγαίνουν συνεχώς κι3 άλλοι! Ή άπόστασις που τούς χωρί ζει είναι μεγάλη ακόμα. Έρ χονται όμως ολοταχώς προς τό υέρος τους. "Αν μείνουν ε κεί, σέ πέντε λεπτά θά τους έχουν φτάσει. Χωρίς νά πουν τίποτ’ άλ λο λοιπόν, οι τρεΐς σύντροφοι τρέχουν στ3 άλογά τους. Σέ λίγο ξεκινούν μέ γοργό· καλ πασμό. Κ απευθύνονται κι3 αυ τή τή φορά προς τό δάσος. Πίσω1 τους όμως οί «λεγεω νάριοι» - ένας μικρός στρα τός από πενήντα ιππείς! ορμοϋν μέ αλαλαγμούς έναντίον τους. Αυτό· βέβαια είναι σημάδι πώς τούς έχουν δή. Κι3 ακόμα, πώς είναι άποφα σισμένοι νά τούς κυνηγήσουν ώς τό1 Θάνατο!
β
6
Μι*
Τ6 ύχέ&ίο του Σάντρο Θ'ΑιΝΟΥΝ στο δάσος μετά απτό· μιά ώρα ξέφρενο καλπασμό. Ο'ΐ διώκτες τους *β ρ ί σκσνται.· π άντ οτ ε πίσω τους, στην ίδια απόστασι. Οι άγριες κραυγές τους συνο δεύουν1 επίσης τους φυγάδες. —- ^Ακολουθήστε με ! , φω νάζει ο Σάντρο, μόλις βρί σκεται ανάμεσα στά πρώτα φουντωτά δέντρα: Στρίβε:, το· άλογό του ' σ’ ένα μονοπάτι πού σχεδόν δεν Ιδιακρ.ίνετα:·, τόσο είναι πν;γυένο στους άγρ:όθαμνοος. Ό Γαλέρας κύ ό "Ελλη νας τόίν άκολαύθοΰν χωρίς σκέψι. Σέ δυο λεπτά μόλις,
έχουν βρεθή σέ μιά^όργιαστι κή βλάστησι από θάμνους μέ πελώρια φύλλα, που περνούν αρκετά μέτρα πάνω άπό τά κεφάλια τους. —ΣταΘήτε!, φωνάζει πάλι ό Σάντρο. · Και δίνει πρώτος το παρά δειγμα κρατώντας μέ δόνα μι τά χαλινάρια τού ζώου του. Δεν χρειάζεται, νά τό πή στους δυό> συντρόφους του γιά νά σωπάσουν. Οι «λεγεω νάριο;» έχουν φτάσει πολύ κοντά. "Εχουν μπη κιόλας στο- δάσος. Ακολουθούν όμως τον κεντρικό δρόμο του. Ό Σάντρο παραμερίζει μέ το χέρι του κάτι, φύλλα. Προ λαβαίνουν' νά δουν, άπό τό άνοιγμα πού σχηματίζεται, τους· διώκτες τους. Περνούν
Ό Σάντρο είναι σκυμμένος έπάν&$ άπό τον Γαλερα»
<■'
Καμμιά τριανταριά καβαλλάρηδες ρίχνονται έναντίον τους.
τρέχοντ ας σαν άφην ιασμένο ι, λίγα μόνο μέτρα εμπρός τους Ό κόσμος χαλάει από τις άγρ.οφωνάρες τους. Ό Σάν τρο τούς μετράει γρήγορα μέ τό βλέμμα. "Ολ5 αυτά κρατοΰνι λίγο. ΚΓ. οί φωνές και τό βουερό ποδοβολητό από* τά πενήντα άλογα, χάνονται στο βάθος του δρόμου κι5 όλα ησυχά ζουν. Ό νεαρός Βογκά ανασαί νει μ1 άνακόύφισι. Γυρίζει προς; τούς δυο συντρόφους του, πού τόιν κυττόύν στα μά τια. Χαμογελάει στον "Ελλη να. — ^Αλήθεια!, του- λέει· εύ θυμα. -έρετε τά ονόματα μας σενόρ, άλλα ακόμα δεν μάς
είπατε τό δικό σας! ; ΙΕκεΐνος γελάει χαρούμενα —: Έχετε δίκιο!, αποκρί νεται. Είναι σοβαρή παράλει ψις άπό' μέρους μου, Δον Βέγ κα. Έγιναν όμως πολλά σέ μικρό διάστημα, πού δεν μου άφησαν τόιν καιρό νά τό συλ λογιστώ... "Οπωσδήποτε... μέ λένε ’Αντώνη, Γραικό. Ό γιγαντόσωμος σωματο φύλακας τού Σ άντρο πετιέται επάνω στην ώρα. —ΚΓ έμενα μέ λένε Γαλέ ρα!, δηλώνει στον ξένο θρι αμβευτικά. Σάς ευχαριστώ, σενόρ, πού μέ λένε έτσι.. Δη λαδή... μ9 άλλους λόίγους... Ό "Ελληνας τον κυττάζει κατάπληκτος. — Μ5 ευχαριστείς επειδή
I
«•ΜΜΒΜΜ0ΜΜΜΜ0ΜΜΟΜΒΜ
'ϋ
¥
ί**β*Μί··«**ΜΙ
ό4 λέν-έ,ί Γάλέβ^] Έ,μένά) λέει. Καί γιατί^ ^ -—-ιΓιστί σενόρ.. ί ΐ'πέιδη...» Ακριβώς όπως τόπατε, με λένε Γαλέρα, λόγω πού... Δη λαδή άνι τούς αφήνατε να μέ «περ.ποιηΐθίούν·», σενόρ δεν θά μ5 έλεγαν... άς πούμε... όχι (Γαλέρα, αλλά... μακαρίτη; '0 Γραικός πάει νά γελάση, ξαφνικά όμως σοβαρεύε ται. Μιά ιδέα αστράφτει στα μάτια του·. — Δον Βέγκσ, λέει στον Σ άντρο, αυτοί πού πέρασαν τώρα., δεν θά μπορούσαν νά μάς; οδηγήσουν έκεΐ που θέ λετε; Μ5 άλλα λό'γ α ψάχνα τε γά έναν τρόμπα νά φτάσετε στο μέρος που έχουν πάει τη σενορίτα Κάρμεν... "Αν παρ ακολ οοθούσ α μ ε τ ούς δ ι ώκτες μας... Ό Σ άντρο τον διακόπτει χαμογελώντας. — Σάς συγχαίρω σενόρ!, λέει μέ ειλικρινή· θαυμασμό. Δέν σάς διαφεύγει τίποτα!.. Άκρ,βώς αυτό· πρόκειται νά κάνουμε. Είναι περιττό όμως νά βγούμε από· τον κρυψώνα μας καί νά διακινδυνεύσουμε νά μάς δούν. Έτσι κι5 άλ λο ιώς, όταν απελπιστούν α πό· τις έρευνες κΓ άποφασίσουν ότι. τούς ξέφύγαμε, άπό ίδώ πάλι θά έπ.στρέψουν γιά νά, γυρίσουν άπό κεΐ πού ήρ θαν ! Ό Γραικός κοιτάζει αυτός τώρα μέ θαυμασμό* τον συνο μιλητή του. —Αέτε πώς δέν μου ξεφεύ γει τίποτα, μουρμουρίζει αλ λά έσεΐς πρώτος τό είχατε
άκεφ&ή Ιταλό ι γ ρ I ν' άίτά μένα ί —* Μέ βοηθάει τό ότι. ξέ ρω καλύτερα τό μέρος, σπαν τάει ό Σάντρο. Γνωρίζω λοι πόν, πώς γιά νά γυρίσουν ε κεί απ’ όπου έρχονται, δέν υ πάρχει άλλος δρόμος.* Υπο χρεωτικά θά περάσουν άπό' μπροστά μας πάλι, όπως σάς είπα. Τότε θά τους άκο λουθήσωμε, πρέπει όμως, νά γίνη αυτό μέ κάθε προσοχή, ώστε νά μη μάς άντ,ληιφθούν. Ό "Ελληνας· τον κυττάζει σοβαρά καί λέει απλά: — Μή φοβάστε γιά μένα, Δον Σάντρο! Δέν λένε τίποτ' άλλο·. Ό νεαρός Βέγκα νοιώθει την άγωνία νά σφίγγη την καρδιά του, γιά τή;ν τύχη τής αγαπημένης του. Δέν έχει 6ρεξ,'ι νά πή λέξι, Τά λαμπε ρά ματ α- του, καρφωμένα εις τον δρόμο τού δάσους, περί μένουν ανυπόμονα την έπιστροφή των καβαλλάρηδων. (Περνάει μιά ώρα. ταφν:κ ά, άκούγετ α ι π άλ ι γοργό ποδοβολητό κ 5 άπό* τό βάθος τού δρόμου 6-ισκρίνέ τα· ή συνοδεία των ιππέων.
Ό Ζ©ρρό κΓ ό "Ελληνας 0
ΣΑ/ΝΤΡΟ,
τούς με
τράει γρήγορα - γρήγορα κα 'θώς περνούν άπό μπρος του, όπως είχε κάνει καί προηγου μενως, ' Ανακ ούφ ισ ι ζωιγρ αφ ί ζετα ι στο βλέμμα του. —Δέν λείπει κανείς! μουρ
ΜΙΚΡΟΙ
τ
ο
ρ
ρ
ο
©
ιμουρί'ζει στ’ αυτί του Έλληκ λόγο έχετε νά κινδυνεύσετε; να. Αυτό σημαίνει πώς δεν Σώσατε τη ζωή τού Γαλερα καί μού δώσατε πολύτιμες άιφηισσν κανέναν πίσω· για την περίπτωσι πού θα είμαστε πληροφορίες. Σάς είμαστε ή κρυμμένοι στα* δάσος... Μπο βη εύγνώμονές καί οί δυο... —Δον Σ άντρο, οί ληστές ρούμε νά τούς άκολουθήσωμε έχουν ξεμακρύνει, πολύ!, λέει άφοβα. Ό Γραικός δεν αποκρίνε ό "Ελληνας νωρίς ν* απάντη ση. Μέντην οίΐδε'ά σας αυτά, ται. Μόνο τά μάτια του γεμί δουν άλληι μια φορά με θαυ μπορούμε1 νά τά συζητήσου με αργότερα... μασμό, για την εξυπνάδα του Ό Σάντρο παίρνει τήν άνεαρού1 αγοριού καί την έτσι μό'τητά του στις δύσκολες πόφσσί του. —Εμπρός!, δ ατάζει μέ στιγμές. —Πάμε τό' λοιπόν σενόρ; σταθερή φωνή. Τί καθόμαστε άιψού είναι έ — Εμπρός!, λέει ·κΓ ό Γα τσι; λέει ανυπόμονα Κι5 ό Γα λέρας ενθουσιασμένος. Καί δίνει ένα γερό χτυπηΓ λέρας. Πάμε νά τούς «περιμα μέ τις ποδάρες του στην ποιηίθούμε»; Δεν μού φανηκα νε καθόλου πολλοί σενάρ!... κοιλ’ά τού αλόγου· του, πού Έγώ μόνος μου, αν θέλετε, ξεκ ■ νάει ολοταχώς. Οί άλλοι δυο· τον ακολου μπορώ νά... Δηλαδή εννοώ ό τι- στην περίπτωσι πού... 'Άν θούν. Δεν αργούν νά βγουν χαειοστή νά τούς πολεμήσου άπό τό δάσος. Πέρα, μακρυά, προς τήν με δηλαδή, σενόρ... Έγώ... —Τούς1 άναλαμδάνε'ς καί πλευρά· τών βραχωδών λόίφων τούς πενήντα! Αυτό δεν θέ διακρίνεται ή γραμμή τών ιπ λεις νά πής, Γαλερα άμίγο; πέων πού1 καλπάζει γιά τη — Ναί! Πού τό' ξέρετε σε Δύσι. Ό Σ άντρο απλώνει τό χέ νόο Σάντρο; Μήπως σάς τό ρι καί· κάνει νόημα ατούς δυο ξανάπα καί τό1 ξέχασα; — "Οχι. Άλλα δεν έχου συντρόφους του νά σταθούν. —Δεν μπορούμε νά συνεχί με καιρό για κουβέντες! -ε κ ινάμε! Εσείς σενόρ - προ σουμε πριν χαθούν πίσω α σθέτει στρέφοντας στον "Ελ πό· τά βράχια, λέει. "Άν άνσι χτούμε στην πεδιάδα, ό πρώ ληνα - θάρθετε μαζί μας; — Άν μού τό έπιτρέττετε τος πού θά γυρίση τό κεφάλι του προς τά πίσω· θά μάς σενόρ Σάντρο... — Ό κίνδυνος είναι μεγά δή. 3Αναγκόζονται νά περιμέ λος, λέει ήρεμα ό νεαρός Βέγ 'κα. Έγώ είμαι υποχρεωμέ νουν. Σε μερικά λεπτά δμως νος νά τον αντιμετωπίσω για οί εχθροί έχουν χαθή άπό τά μάτια τους. Τότε ξεκινούν κΓ τί τό πρόσωπο πού πήραν αυτοί καλπάζοντας γά τούς μαζί τους οι ληστές, μ’ένδ'α βράχους. Φέρει προσωπικά, Εσείς τί
10
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ακολουθούν έτσι γιά μια ολόκληρη, ώρα τούς ληστές ε κείνους. Δε ανεβαίνουν στους λόφους. Τους παρακάμπτουν καί φθάνουν σε ,μιά κοιλάδα, στην όχθη του ποταμού. ΈΙδώ· απλώνεται· ένα άλλο πυ κνό δάσος, που τό διασχίζει ό ποταμός. Οι πενήντα ιπ πείς εξαφανίζονται ανάμεσα στα δέντρα. ? Αδίστακτα οι τρεις σύν τροφοι τούς μιμούνται. Δεν μπορούν π;'ά νά τους διακρί νουν γιά νά τους ακολουθή σουν, μέσα, στην οργιαστική ιβλάστηιαι. σΤναι εύκολο όμως ε)5ώ, νά παρακολουθούν τ' α χνάρια τών αλόγων τους·. Έ τσι βαδίζουν μέ την ίδια σι γουριά σαν νά τους βλέπουν.
ζ
ορρο
-αφνικά, άπό μακρυά άκου γεται μιά σιγανή οχλοβοή. Ό Δον Βέγκα κάνει νόημα στους δυο συντρόφους του νά σταθούν. — Φτάνουμε κοντά εις τό στρατόπεδό τους κατά τά φαινόμενα, λέει μ·έ σιγανή φω νή. Αυτό σημαίνει πώς ολό γυρα θά έχουν τοποθετήσει Φρουρούς κάί δτι κάττο ος α πό αυτούς, μπορεΐ νά μάς δη. ”Αν λοιπόν εξακολουθήσουμε νά πηγαίνουμε καί οι τρεις ιμαζί, θά μάς δή όλους. ’Άν χωρίσουμε καί συνεχίσουμε ένας - ένας, είναι καλύτερα... Δεν θά χάσουμε σμως την ε παφή μεταξύ μας. Ό ένας θά παρακολουθή, τόν· άλλον.
Φοράει τά ρούχα του Ζορρό...
ζύΡΡ ο
Κατεβαίνει άπό το άλογό ταυ. Ό Γραικός καί ό Γαλέρας κάνουν κι* αυτοί τό ίδιο. Ό πρώτος λέει: —-Π .στευω πώς οι «λεγεω νάριοι» -δεν πράττει νά δουν το Δον Σ άντρο- Β-εγικαι. νά διευθύνηι μια τόσο τολμηρή έτπ’χείρησι σαν τή δική μας σενόρ... Μήπως θάταν καλύτερο μια καί δεν έχετε την «άλλη» άμφίεσί σας, νά μείνετε εδώ καί νά προχωρήσουμε ό Γα λέρας κ;.5 εγώ; —Ευχαριστώ· για την προ σφορά, αποκρίνεται ό νεαρός Β,έγκα. ·Μή φοβάστε όμως καί κανείς δεν πρόκειται νά δή τον Δον Σ άντρο... Την υπό-
π
θεσι άπό δώ καί πέρα την α ναλαμβάνει ό σεινόρ Ζορρό! ιΚαΐ μ5 αυτά τά λόγια ό δε καπεντάχρονος νέος, άνοιγε·: τις μεγάλες πέτσινες τσέπες που κρέμονται άπ5 τή σέλλα του άλογου του, δεξιά κΓ άρ στερά. Βγάζει·, οστό· μέσα μιά πλήρη άμφίεσι του· θρυ λικού Μασκοφόρου Εκδικητή Τή φοράει ατά γρήγορα. Σκε πάζει - καί τό1 πρόσωπό του μέ την- κατάμαορη προσωπίδα. Τώρα δεν είναι πια ό λεπτε πίλεπτος νεαρός ευγενής μέ το άρωμ ατ ,σμένα μ αντηλάκ ι, συνεχώς κοντά στη μύτη αλ λά ό περίφημος προστάτης τών αδυνάτων · κάΐ Τι μωρός τών κακών, ό σενόρ Ζορρό!...
12
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
Τρεις μέ δύο 0
ΣΟ ΚΓ ΑΝ φαίνεται παράξενο αυτό, είναι ώστόαο Ό Δον Σ άντρο Βέγκα, 6ττον όλοι τον πιστεύουν για δειλό και μαλθακό·, είναι εις τή)ν πραγματικότητα ό γιυός του θρυλικού Ζορρό, που με τά τον θάνατο του πατέρα του, συνεχίζει· αυτός; τό· μεγά λο καί επικίνδυνο έργο εκεί νου. Κ ι3 ό Γαλέρας ό κολοσ σός αυτός που ό Σ άντρο του έχει σώσει τή ζωή καί γιά τούτο του είναι πιστός σαν σκύλος ήταν 6 μόνος άνθρω πος: στον κόίσμο πού γνώριζε τό μυστικοί του, ώσπου το α νακάλυψε κι3 ό Γραικός. Άλλος ένας άνθρωπος που ξέρει την αλήθεια γ.ά τή ταυ τότητα του Ζορρό, χωρίς ομως να το ς,ερη: ο ιΟ.ος ο Σαν τρο είναι· ή μ ημέρα του Δόνα 31 σαβέλα. Δέιν τού λέει πώς γνωρίζει τό· μυστικό του, γιά νά μήιν τον όυσκολέψη ατό1 ε πικίνδυνο έργο του. Κι* ό Δον Σάντρο Βέγκα που εΐιναι α πόφοιτος τής Στρατιωτικής Σχολής τής Μαδρίτης καί είναι άσσος στο· σπαθί καί στό- πιστόλι καί στο μαστίγιο, προσποιείται τον μαλθα κό· καί τον ρωιμαντικό καί δι ατυμπανίζει· πώς άπεχθάνεται τά όπλα καί τον πόλεμοόττως ακριβώς έκανε καί ό πατέρας του - κι3 έτσι όλοι· τον πιστεύουν γιά δειλό καί τον λυπούνται. Μ3 αυτόν τον τρόπο ωστόσο κανείς δέ μπο
2
ό
Ρ
Ρ
0
•ρεΐ νά ύποπτευθή πώς αποτε λεί ένα πρόσωπο μέ τον πε^· ριΐβόητο μασκοφόρα καβαλλά ρη. πού είναι ό φόβος. κα;ί ό τρόμος των κακών. Άίφού λοιπόν ό Σ άντρο φοράει τά μαΰρα ρούχα τού Ζορρό κι3 αφού ό Γαλέρας φο ράει κΓ έΚεΐνος. μιά μαύρη προσωπίδα, ξεκινούν. Ό δεύ τερος ακολουθεί τον πρώτο καιμμ ά δεκαριά μέτρα π.ό πίσω καί πίσω- κι3 από τον Γαλόρα ακολουθεί ό Γραικός. Ξαφνικά, όμως, έκεΐ πού πηίγσίνει ό Μασκοφόρος Εκ δικητής καί παρ3 όλες τις προφυλάξεις πού παίρνει· γιά ;νά μή φανερωθΙή τρεΐς άνθρω ποι πετ.ώντα; εμπρός του πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων καί τοΰ1 φράζουν τον δρόμο ·μέ τά κορμιά καί μέ τά σπαθιά τους. Στό δεξιό) πλευρό τού κ σ θένος: κρέμεται κι* από ένα πιστόλι, φαίνεται- όμως πώς, Ιέπε.Ιδιη είναι τοεΐς κι3 έχουν νά κάνουν μόνο· μέ έναν αντί παλο, θεωρούν τελείως περιτ τό· νά τό- χρησιμοποιήσουν. Ό Ζορρό στέκεται ακίνη τος. Χαμογελάει κάτω από τήι μάσκα του. Τά μάτια του γυαλ ίζσυν π α ρ άξ ενα. «Π ερί έργο·», συλλογ ιέτα ι. «Πρώτη φορά μού συμβαίνει νά μέ παίρνουν τόσο.^. άψήφΐ στα,!... Αυτό τί σ ημ α ίνε ι; •Πώς οί τρεΐς αυτοί άνθρωποι είναι εξαιρετικά γενναίο, ή..» ΐΠρίν άποτελειώση τή, σκέψι του, τραβάει τό· σπαθί του καί στέκεται αντιμέτωπος μέ τούς τρεις ληστές.
Ο
Μ
1
Κ
Ρ
Ο
1
Ό ένας άπ" αυτούς γελάει σαρκαστικά κα'ί λέει μέ περ.φρόνηισι: — Έλα! "Άφησε τις εξυ πνάδες και ττέταξε αυτή τησούβλα πού1 κρατάς, γιατί δεν αστειευόμαστε! Δεν μπο ρεΐς νά τά βγαλής πέρα ού τε μέ τον καθένα ξεχωριστά •κι5 αχι μέ τούς τρεις μας μα ζίι! Βγάλε κι* αυτά τά μασκαράδικα, πού φοράς κι3 α κολούθησε μας! Ό Μασκοφόρος Εκδικη τής δεν κ’νιέται άπ* τή θέσι •του. — Νά σάς ακολουθήσω, που; ρωτάει μέ παγερή φω νή. Οΐ αντίπαλοί του γελούν “κι* οΐ τρεις μαζί. — 0ναι- και ηλίθιος!, λέ ει. ένας άλλος. Έλα λοιπόν, ανόητε! Κάνε αυτό- πού σου λέμ ε! Θέλε ι ς να σέ γεμ ίσο υ>με τρύπες μέ τά σπαθιά μας. — Είμαι περίεργος πώς 0ά τά καταφέρετε σενόιρ!, α ποκρίνεται μέ τήιν ίδια ειρω νεία ό Ζορρό. "Επειδή δέν μέ γνωρίζετε καλά και γιά νά υή σάς ξεγελάσω σάς συμ βουλεύω νά καλέσετε καί καιμ μ ι ά ε ί κ οσαρ: ά συ ντ ρόΙφους σας άκόρα, γιατί εΤσαστε πο λύ λίγοι γιά μένα! Ό Μασκοφόρος Ιδαλγός τά λέει αυτά, ακριβώς γιά νά πετύχη τό αντίθετο. Θέλει νά τούς έχη προσβάλει τόσο, πού νά μήν αρχίσουν τίς φω νές μόλις βρεθούν σέ δύσκο λη θέσι. Κι* αλήθεια οΐ τρεις άγνω ρηρι γίνονται έξω> φρένων,
ϊ
Ο
Ρ
Ρ
ο
13
— Άς τιμωρήσουμε αυτό τον αύθά6η;!, λέει- ό ένας ά γρια. "Αρκετά χάσαμε τον καιρό μας μέ τίς κουβέντες! Έμποάς! )Καίί λέγοντας έτσι χύνε ται πρώτος εναντίον τού σενόρ Ζορρό. Τό σπαίθί του δια γράφει μια θανάσιμη ευθεία, αναζητώντας τό στήθος τού Μασκοφόρου Τίιμωρού. Τό α τσάλι. άστραφτοκσπάει στο φώς τού ήλιου. Φυσικά ό Ζορρό δέν είναι άπ" τους ανθρώπους πού μπο ρεΐ κανείς νά τούς κάνη κα λά μέ μια σπαθιά. Πηδάει στο πλάϊ καί μιά τρομερή ό σο καί άνισηι μονομαχία άρ~ χίζεί· Οΐ τρεις αντίπαλοί, του εί ναι στ> αλήθεια δεινοί ξ,ίφο.μάγος όπως σποδέ ικνύετα.ι ιάμέσως. Δέν έλεγαν υπερβο λές λίγο πιο πριν πώς δύ σκολα κανείς θά μπορούσε νά τούς καταβάλη κι* έναν έναν ξεχωριστά. Ό σενόιρ Ζορρόι άναγίκάζε ται νά ύποχωρή ολοένα. Ύπο χωρώντας έτσι βγαίνει άπ" τά δέντρα σ" ένα μικρό ξέφω το. Ωστόσο καί οι αντίπαλοί του, μάταια προσπαθούν νά τον πληγώσουν μέ τις λεπί δες τών σπαθιών τους. "Έ χουν αρχίσει νά λυσσούν άπ* τον θυμό τους. Δέν πιστεύουν πώς κινδυνεύουν αλλά έχουν έξοργιστή καί μόνο πού πι στεύουν ότι. άργησαν πολύ νά τον τιμωρήσουν γιά την αυ θάδεια του. Ό Μασκοφόρος "Εκδικη τής πάλι κ μπάζει- όλργνρσ,
14
0
μ
ι
κ
ρ
κάθε φορά πού του δίνεται _μι· σό δευτερόλεπτο καιρός. ~έρει πώς οι δυο· σύντροφοί του πού τον ακολουθούσαν· θάπρε πε να έχουν έμφ-ανισθή πια, εδώ καί αρκετή ώρα μάλιστα Γιατί δεν φαίνονται; Μήπως τους έχει συμβή τίποτα κα κό; Δεν προλαβαίνει να άποτε λειώσηι τή σκέψι του καί α κούει πίσω του γοργά βήματα. Στρέφει καί βλέπει τον Άντώνη Γραικό νά καταφθάνη· τρέχοντας προς το .μέρος του. Σέ μια στιγμή ό Έλλη^ νας βρίσκεται στο πλευρό του.. Κρατάει ξεγυμνωμένο τό σπαθί στη; φούχτα του. Ό Ζορρό' σταματάει μια στιγμή] τή μάχη, καί λέει εις τους: κάπως θορυβημένους άν τιπάλους: του: — Καιρός ιεΤνα,ι νά φωνά ξετε τώρα ! Γ ίναμ ε δύο κ ι* εΤσαστε μόνο τρεις! Κ αλέ στε ενισχύσεις όσο είναι και ,ρός! —- Θά σου κλείσου με τό στόμα γιά πάντα αυθάδη!, ούρλ άιζει μον ασ μένος ό έ νας από τους τρεΐς εχθρού ς^· Καί ορμούν πάλι καί οι τρεις εναντίον τους με και νούργια ορμή καί λύσσα. Ό Ζορρόι στρέφει νά ρωτήσηι τον Γραικό γ ά τον Γαλέρα. Βλέπει, όμως τον "Ελ ληνα νά τού κάνη. ένα. άδ·.όρα το νόημα·, που καταλαβαίνει -αμέσως τή σημασία του. 5 Αρχίζουν νά υποχωρούν καί πάλι προς τό δάσος. Υποχωρούν βήμα - βήμα,
©
ι
ζ
ϋ
ρ
Ρ
ΰ
τάχα πώς είναι άδυνοττον νά κρατήσουν την πίεσίι των άντ ιπάλων τους. Κ Γ εκείνο·ι βλέ π όντας πώς λυγίζουν τον Μα: σκοψόρο κα.1 τον απροσδόκη το βοηθό· του, παίρνουν θάρΙθος καί κάνουν τις έπ θέσεις τους ακόμα περ σσότίερο ορ μητικές. Οι δυο· μονομάχοι ξάναφτά νουν έτσι στο δάσος καί χώνονταΐι ανάμεσα στά δέντρα. Οί αντίπαλοί τους τούς α κολουθούν από κοντά.
Στρατός! ΑΦΝΙιΚΑ ένας πελώ ριος όγκος πηίδάει μέσα από; τά φυλλώματα ενός δέντρου, καί πέφτε: ακριβώς πίσω α πό· τους τρεΐς αντιπάλους, τού Ζορρό καί τού Έλληνα.. (Εΐνα: Φυσικά ό Γαλέρας. Τά πελώοια μπράτσα του· κινούνται- μέ τρομακτική τα χύτητα καί δύναμη 'Αοπάζεΐ' ιάπό τους γ αικσΒες τούς, δυο. ά:π5 τους τρεις μονομάχους καί κλείνει ορμητικά τά νερα του προς τά μέσα.. Τά κεφάλα: των δυο ανθρώπων, χτυπούν μεταόύ τους με τέτοα δύναιμι,. ώστε οι ίδιοκτή τες ; τους δεν προλαβαίνουν,, ούτε «κίχ» νά βγάλουν από τό στόιμα τους. Κατρακυλούν βαρεία στο χώμα, σάν άψυ χα κουφάρ'α. Ό τρίτος πού έχει άπομεί νε ι . ζωντ ανό ς γουρλ ώνε ι κ στ ά πληκτος καί τοο. μ ακρατη μ ε νός τά μάτια. Βλέποντας τό νεότερο Ηρακλή, τον Γαλέ-
Μ
ι
κ
ρ
-ο
χ
ρα νάρχεται έξαγριωμένος έναντίον του, κάνει. ένα πήδημα ττρδς: τά πίσω καί ανοί γει τό στόίμα του έτοιμος νά βάλη τις φωνές. Δεν προλαβαίνει όμως, γιτι μέ τό πήδημα πού κάνει έ χε;. βρειθη ακριβώς μέσα εις την... αγκαλιά του σενόρ Ζορ ρό. 3ιΕκιεΐνος' απλώνει; τό μπρά τσο και τό κλείνε; γύρω· από τον λαιμό του αντιπάλου του. Ή φωνή· πνίγεται στο λαρύγ γι· τού τελευτάίου.ι Τά μάτια του γουρλώνουν καί στριφο γυρίζουν από· την αγωνία, καθώς δεν μπορεί νά άναπνεύ ση. Χάνει τις αισθήσεις του. Ό Ζορρό τον αφήνει νά κα τρα,κυλήση, . σάν άψυχος κι3 αυτός δίπλα στους δυο συν τρόφους του. Γυρίζει καί κυττάζει τόν Έλληνα μέ καινούργιο θαυ μασμό καιί χαμογελώντας κά τω. από τή μαύρη προσωπί δα του. — Έσεΐς συλλογιστήκατε αυτό1 τό στρατήγημα; ρωτάεΐ'· —· Σί, σενόιρ, αποκρίνεται ό Γρα.κός απλά. Ερχόμουν, νά σάς βοηθήσω όταν σάς α κόυσα νά τούς προκαλήτε... Κατάλαβα πώς έπρεπε νά τούς, βγάλουμε εκτός μάχης πριν προλάβουν νά ειδοποιή σουν τούς συντρόφους τους. "Αν όμως έργόιμαστε φανερά ό Γαλέρας-κι5 εγώ, σίγουρα θάίβαζαν τίς φωνές καί θά χαλούσε τό< σχέδιό σας... (0 Μασκοφόρας Έκδικητής δ£ν λέςΐ' τίποτα, τέρει
ζ
ό
ψ
ψ
ο
ή
πώς σ* έναν πραγματικά γεν ναΤο άντρα, δέν τού άρέσει νά τόν έγκωμι όζουν συνεχώς γιά τά κατορθώματα του. —,3)Εμπρός!,. φωνάζει μό-, νο. "Ας πάμε πιο πέρα νά δούμε τί συμβαίνει, πριν συνέλθουν ■ αύτ οί εδώ... •Βαδίζουν μέ προφύλαξι πί σω από τις πυκνές φυλλω σιές ακολουθώντας καί πάλι τά πρόσφατα ίχνη από 'τά άλσνα των εχθρών τους. ταφνικά, ό σενόρ Ζορρό πού πηγαίνει; μπροστά, στέ κεται. Τά μάτια του γουρλώ νουν. Δέν καταφέρνει νά συγκρατήση· μιά δυνατή κραυγή 'έκπλήΐξεως πού ανεβαίνει στο λαρύγγι του... "Έχουν φτάσει στά τελευ-' ταΐα δέντρα, τού δάσους, Ε μπρός τους ανοίγεται μ’ά υέγάλη κοιλάδα, πού τήν κό βει στη μέση τό ποτάμι. Πλάι στην ό'χθη τού ποταμού είναι εγκατεστημένο ενα ολο κλη,ρο στρατόπεδο άπό καμμιά πενηντάρια μεγάλες σκη.νές! Ό "Έλληνας πού έρχεται άυέσως πλάϊ στον σενόιρ Ζορ ρό, αφήνει κ:3" εκείνο ο ένα έπ ι φώνηιυ α έκπλή.ξεοοο. — Αυτός είναι ολόκληρος στρατός!, μουρμουρίζει υέ δέος. Έ3 αυτές τις σκηνές θά γωοούν τουλάχιστον δύο χι βάδες άντοες!;.. Δέν μπορώ νά καταλάβω... —· Έχετε δίκια, σενόρ!, μουρμουρίζει- ό Ζορρό σάν νά μ ’λση στον εαυτό του. Όλόκληρος στρατός άλλά καί κανανικός στραίτόζ!
16
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ό Τροπικός τόν παρατηρεί μέ σουφρωμένα φρύδια. — -Κί’ εγώ αυτό συλλογί στηκα, άλλα ίδέν τόλμησα ού τε να τα ττώ, ψιθυρίζει. — 'Κι* όμως, είναι αλή θεια!, λέει ·μέ βεβαιότητα. ό Μασκοφόρος Έκδ.κητής. Ή τάξις μέ την οποία είναι στη>μένες οι σκηνές τους, ό τρό πος που έ'χουν τοποθετημένα απ’ έξω τα όπλα τους, σέ πυ ραμίδες, το ότι (δεν άκούγονται άπό πουθενά φωνές ή γέ λια, πού θά (μπορούσαν νά τούς π ρεβόσουν, τό ότι διέν έχουν αναμμένες φωτιές, δλ’ αυτά βεβαιώνουν πώς πρόκει ται γιά κανονικό καί τακτικό στρατό1-!... — Χωρίς στολές; ,ρωτάε, παραξενειμένος ό "Ελληνας. — Ναί... Χωρίς στολές!, μουρμουρίζει ό σενόρ Ζορρό. Αυτό είναι στ5 αλήθεια ποίράΐξενο κ;’ όμως δέν άίπο κλεί ει τό άλλο... "Ισως... Τά ,μάτ.α του αστράφτουν τρομερά κάτω- άπό1 τη μαύρη προσωπίδα του. ’Άν αυτή τη στιγμή τό μαύρο πανί δέν σκέπαζε τή μορφή του, ό Γραικός καί ό Γαλέρσς θά τόν έβλεπαν νά γίνεται κατάχλωρος άπό τήν άγωνίσ. — ’Ί σως νά είναι Ττολύ χει ρότερο τσ ότι δέν φορούν1 στο Χήϊ!, λέει. "Ίσως ό δημ ουρ■γό-ς τής «Λεγεώνας των Τιρωρών», νά είναι, πολύ πιο ε πικίνδυνος καί τρομερός απ’ όσο φαντάστηκα στην άοχή! ...ιΔέν τόν φθάνει μόνο νά α παλλαγή άπό πολτικούς του αντιπάλους σκοτώνοντας τούς
1
Ο
Ρ
Ρ
®
πλουσίους καί τούς εύγενεΐς ...Δέν τού (φθάνε; νά καταλάβηι την Αρχή1!... Θέλει καί νά παραδώση ολόκληρη- τή χιώρα σέ έχ’θρούς.! Ό Γραικός τόν κυττάζει 'άπ ορημ ένας, πρ οσπαίθώντας νά καταλάβη το νόημα πού -κρύβουν τά παράξενα λό'για του. Ό ιΠαλέρας δέν κάνε· κανενός: είΐδους τέτοια προσπά θεια, γιατί είναι εντελώς βέ6α.ος πώς, όσο κι5 άν προσπαθήση, 6έν πρόκε.ται νά τό καταφέρηι. — ’Άς είναι!, μουρμουρί ζει ό Μασκοφόρος Εκδικη τής. Γιά τήν ώρα τό πρώτο πού πρέπει νά προσπαΒήσου με, είναι νά ελευθερώσουμε τη σενορίτα (Κάρυεν. Γι’ αυ τό- ήρθα μ ’ έ)δώ... ΕΤσαστε^καί οι δυο έτοιμοι νά κινδυνεύσε τε τή ζωή σας γι’ αυτόν τόν σκοπό; —Μά μάς ρωίτάτε, σενόρ, καί χάνουμε καιρό, λέει απλά ό Γραικός. Πέστε μας μόνο τί πρέπει νά κάνουμε... Ό Ζορρό τόν κυττάζε; μ’ εύγνωμοσύνη. — Είναι δύσκολο νά ενερ γήσουμε χωρίς νά καταστρώσουυ,ιε προσεκτικά τό σχέδιό μας, αποκρίνεται. Πρέπει ό μως·, πριν άπ’ όλα, νά.-έπ.στρέψουμε στο δάσος καί νά δέσουμε καί νά φιμώσουμε τούς τρεΐς φρουρούς τού ε χθρού; πριν συνέλίθουν καί μάς άποκαλυψουν. Χωρίς άντίρρησι τόν ακο λουθούν καί οί βοο άνάμεσα ατά δέντρα, "Οτςχν όμως
0
Μ1ΚΡΘ2
νουν- στο Ιμερος που άφησαν αναίσθητους τους τρεις ,φρου ρους των -«Τι μ ωρών»,· βλέπουν μέ δυσάρεστη; έκπληξι ατ: τώ ρσ βοίσκονται έχει μόνον οί δυό!/..
Τό τέχνασμα τοΟ Ζορρό 0 ΜΑΣ'ΚΟΦΟΡΟΣ Έχδικηιτής κάνε:: μά χειρονομία όλο απογοήτευσ· και θυμό. Μ ά βλαστήμια ξεφεύγει από τά μ.σάκλειστα χείλια του. — Τοσκασε ο ένας!, φω νάζει οργισμένος. Πάε,! Χα θήκαμε! "Οπου νάναι θά μάς πάρουν στο Κυνήγ: καμμιά ε κατοστή; χαβσλλάρηδες!... — Μά, σενό.ρ Ζορρό, κά νει νά π ή ό 'Γαλέρα ς, δεν νο μίζετε πώς... δηλαδή... Ό κυρ ός του όμως δεν τον άφηνει νά προχωρήση. Φωνά ζει πάλι: — Γρήγορα στ3 άλογά σας! Ή μόνη .μας σωτηρία είναι, ν5 ακολουθήσουμε τον (δρόμο του Σαν Φελίπε, γ ά τι σίγουρα οί εχθροί μιας θά μάς κυνηγήσουν προς τό μέ ρος απ’ όπου μάς είδαν νά ερχόμαστε, τή, Βίλα Έρμόσσ... — Μά, σενόρ!, κάνει πάλι νά π ή κατάπληκτος ο γιγαν τόσωμος Γαλέμας... Ή... Θέλε; νά πή χιά τή σεναρίτα (Κάρμεν, πού είναι αίχμάλωτη σ’ εκείνο τό στρατόπε δο. Δεν του πάει ή καρδ'ά νά φύγουν Καί νά την άφήσουν. Ό Ζορρό όμως καί πάλι δεν
ϊ
ΰ
Ρ
Ρ
0
17
τον αφήνει, νά μιλήση. Τον άρ πάζει από τόι μπράτσο καί τόν τραβάει μέ δόνα μι, ούρλ ιάζοντας: — "Ασε τά λάγνα λοιπόν, άμί'γο'! Θές νά μάς π.άσουν πριν ξεκινήσουμε; Εμπρός στ3 άλογα! Γρήγορα !... Ό Γαλέρας άνιαγίκάζετα ι ναι υπακούση αυτή τή φορά, τελείως ανόρεχτα όμως. Ό "Έλληνας ακολουθεί κ·3 εκείνος Ιούς δυο συντρόφους του, που ξεκινούν τρέχοντας. Κι3 αυτός δείχνει παράξενεμένος γ.ά τή στάσι τού Μασχσφό,ρου Τιμωρού, άλλα δεν λέει λ έξι. Φθάνουν στο ιμέρος που έ χουν άφησει τ3 άλογά τους. ίΠη|5ούν στις ράχες τους καί ρίχνονται μέ καλπασμό προς την απέναντι άκρη τού δά σους. Σε λίγο έχουν χαθή ανά μεσα στα πυκνά δέντρα, παίρ νσντας άπ3 την αρχή κατεύβυνσ: γιά τό Σάν Φιλίπε. ιΚαμμιά πεντακοσαρ.ά μέτοα παρακάτω όμως, ό Μασκοφόρας Εκδικητής πού πη γαίνει μπροστά, τραβάει μέ Ιδύναμι τά χαλινάρια τού άλο γου του καί τό· αναγκάζει νά σταθή. Οί άλλοι δυό' στέκουν κι3 εκείνο·: πλάι που. Τόν κυττ ό ζουν παράξενε μ ένο ι. Ό Ζορρό χαμογελάει κά τω άπό^ τή μαύρη μάσκα του. — :Κάΐ τώρα, ιΓσλέρα άμίγο, λέε. εύθυμα,, λέγε- τι θέ λε. ς νά πής; — "Οχι, σενόρ, δέν..., κά νει στενοχωρημένος ό γίγαν-
Δέν προλαβαίνι| νά πυροβόληση...
τας. Δηλαδή θέλησα μόνο να... · επτά μήπως ξεχύσατε, σενόρ Ζορρό, πώς ή... καί γι’ αυτό, επειδή είδα πώς... — Φοβήθηκες πώς ξέχασα τή σενορίτα 'Κάρμεν, πού β,ρί
σκέτοι στα-.χέρια των «λεγεωναοιω'ν^;:* ■ . · —· —Λ^ σενόρ !·,, μάνει μέ ·■· θαυ η ασ υ ό ό ;γ ί γαντ ας, Π ώς τό ιςερετε; Μου φάνηκε πώς δέν είχα προψτάσει νά σάς το
V *
πώ!... Μ' άλλα λόγ:·α... — ’Έ, λο-πόν, μη φοβάσαι! Δέν τήιν ξέχαοα καθό λου! Μπορώ μάλιστα νά σου πώ, πώς φύγαμε, ακριβώς γιί νά 'μείναυμε!... Κατάλα-
6ες;
— ιΚαι βέβαια... όχι, σε νόρ!, δήλωνε: μ’ Ιενβουσιασμό' ό Γαλέρας. Έγώ δεν καταλα βαίνω ούτε τά σκέτα! "Οχι αυτό πού... δηλαδή όταν εΤ-
να; καί μπέρδεμα στη μέση... Κ αταλάβατ ε, σ ενόρ; —Σί, αμί'γο! Ρώτησε λο πόν τον καινούργιο μας φίλο, να σού ττή τον λόγο πού φύ γαμε! "Οπως βλέπεις, εκεί νος τό κατάλαβε! Πραγματικά ό Γραικός χα μογελάει παράξενα και κυττάζει μέ μεγάλο θαυμασμό τον Ζορρό. Λέε; χωρίς νά περιμένηι .νά τον ρωτήση ό γίγαντας: —Υποτίθεται, σενάρ Ζορ(Ρ’όι, πώς; την ώρα πού φωνάζα τε πού θά πάμε, μάς άκουγε ό φρουρός πού έλε’πε, δεν ειν ετσ.; — Και βέβαια], {αποκρί νεται ευχαριστημένος ό Μασκοφόρος Τ·; μωρός. Δεν είχε προλάβει V5 άπομακρυνθή. "Αν έφευγε θά τον συναντού σαμε στο μέρος πού στεκό μαστε, γατί από κεΐ έπρεπε νά πέραση γιά τό στρατόπε δο. \ ς’ άλλου δεν μπορούσε νά ψύχη, πριν ισυνεφέρη τούς δυο αναίσθητους συντρόφους του. Αυτό» σηΐμαίνε: ότι κι5 ό ίόος μόλις είχε ξανάβρει τις αισθήσεις του. Βλέποντάς μας λοιπόν νά Επιστρέφου με, ικρύφτη|κιε ανάμεσα στις πυκνές, φυλλωσιές. "Αν ψά χναμε μπορούσαμε ίσως; νά τον βρούμε. "Όχι σίγουρα ό μως κι* επί πλέον κινδυνεύαμε νά σκοτώση κανέναν μέ τό πι στόλι του. Δεν τό χρησιμοποί ησε έπεδή είμαστε τρεις, άν έβλεπε ωστόσο πώς τον είχα με ανακαλύψει, δεν θά δίστα ζε νά πυροβόληση. — Κάί τήρα, συμπληρώ
νει ό Έλληνας, ένα άπόσπασυα των ανθρώπων αυτών, θά ξεκ,νήσή σέ λίγες στ,γμ.ές κάί θ’ άκολουθήαηι τον δρόμο του Σάν Φελίπε, ελπίζοντας νά μάς συλλάβη ή νά μάς ε ξόντωση... (Κατεβαίνουν άπ5 τ’ άλογά τους κάί τά σπρώχνουν πίσω από μιά συστάδα πελώριων θάμνων. -Κρύβονται κάί οι ί διοι. ■Περνούν μερικά λεπτά τής ώρας χωρίς νά σομβη τίπο τα. "Υστερα, ξαφνικά, άκούγεται άπο)μα.κρα ένα σιγανό ποδοβολητό πού ολοένα δυνα μώνει καί πλησ άζει προς τό μέρος τους. Σέ λίγο περνούν από εμ πρός τους, καμμιά πενηνταριά ιππε'ΐς που» τρέχουν σάν τρελ λοί, άκολουθώντας τον δρόμο τού Σάν Φελίππε. Χάνονται στη στιγμή στο βάθος του δρόμου. Ό ιΓαλέρας (βρίσκεται, σέ μεγάλο ενθουσιασμό, πού ό λα όσα λέει πώς θά γίνουν ό κύριος, του, γίνονται κατά γράμμα. Φωνάζει λοιπόν: — 'Βίβα, Ζορρό! Ζητώ! Τί θά γίνη τώρα, σενόρ; •— Ζή,τωωωΙ! —Τώρα θά προσπαθήσου με νά ελευθερώσουμε τη σενιορίτα Κάρμεν, άμίγο Γαλέρα!... — 5Αλλά πρέπει νά Ενερ γήσουμε μεγάλη προσο χή. καί χωρίς φωνές, γιά νά μη μάς ακούσουν οι εχθροί μας καί άποτυχουμε... — Μέ πολύ - πολύ προσο χή!, συμφωνεί ό γίγαντας χα
6
μικροί
.ρσύμενος. (Καί «χωρίς καθόλου ^καθόλου φωνές! Ζήτωωωω ! (Καί τρ-ελλος ιάττό τον εν θουσιασμό, πετάει το πλατύ γυρο ίκαπέλλα του στον αέ ρα! — Γαλέρα, σμιγό, μή φωνάζης! θές να μάς ακούσουν; κάνει αΜησυχος (ό Μασκοφό ρος Τιμωρός. — Όχσ ενόρ! Μ ά..., μουρμουρίζει ηλίθια ό γίγαν τας. (Πως θά ιμάς ακούσουν, σεν'όρ, άφοΟ... Δηλαδή Θέλω· νά πώ... Δεν έφυγαν προ- ο λίγου;... Αυτοί που πέρασαν τώρα δά από .μπροστά ,μας, σενόρ, δεν ήταν... —. *Ηταν, αλλά υπάρχουν •κΓ άλλοι στο στρατόπεδό τους καί μέσα στο- δάσος α κόμα! Κι5 άν φωνάζης έτσι, σίγουρα 8ά μάς ακούσουν καί θά υάς στήσουν ένέδρα! — Τότε, δεν.... φωνάζω, σενόρ Ζορρό!, λέει ό1 Γαλέρας καί τά μάτια του ιάστράΦτουν. Δεν βγάζω τσιμουδιά! Γ:ά... κουτό με περάσατε;
Νίκη... μέ νοήματα! X ΩΡ I Σ νά
πάρουν τ’
άλογά., τους αυτή τη φορά, προχωρούν προς τό ίμερος ο πού λίγο π,ρίν, είχαν συγικρου σθή μέ τους τρεις φρουρούς τ ών «λ εγ εωνορίων». Τώρα γνωρίζουν τό σηιμείο πού βρίσκονται οί φρουροί Καί τούς κυκλώνουν για νά τούς σίφν βιάσουν. Χωρίζουν κρί μέ τά πιρτρ-
ι ο
ρ
ρ
ο
21
λια στά χέρια, άρχίζουν νά σέρνονται άνάμεσα στους πυ κνούς θάμνους πού ύπάρχουν σ5 δλο τό- δάσος. Προχωρούν καί οί τρεΐς α θόρυβα, σάν σαύρες. Άκό.μα κι5 ό πελώριος ΐΓαλέρας, πού, !οπως ζερού με, στήν ωρα της μάχηις τό. μυαλό του παίρνε, μπρος καί δουλεύει μέ απί στευτη γρηγοράδα καί ακρί βεια. Δεν αργούν νά διακρίνουν τούς (ανθρώπους που στέκον ται κρυμμένοι πίσω άπ* τούς κορμούς; τών δέντρων, έλέγχον τας τον δρόμο πού όβηγεΐ στο στρατόπεδό τους. Ό Ζορρό. πλησιάζει δλο καί περισσότερο τον έναν άπ3 αυτούς. Λίγα .μέτρα π:ό πέ ρα (βλέπε- τον (Γραικό, πού πλησιάζει έναν άλλον. Π ό κεΐ ό γιγάντιος Γαλέρσς έχει φτάσει -μόλις β·υο -μέτρα πίσω άΐπό τις· πλάτες τού τρίτου (φρουρού, χωρίς εκείνος νά τον 'έχη άντιληιφθή. Ό1 ΜιασκοφΙόρος Εκδικητής κάνει ένα εκφραστικό· νόημα μέ τά χέρια στον "Ελληνα, για νά τού δώση νά καταλάβη πώς πρέπει νά δράσουν καί οί τρεΐς ταυτοχρόνως, ώ στε νά μην προλάβουν οί ε χθροί τους νά φωνάξουν. Ό Γραικός καταλαβαίνει στη στιγμή1 τί έννοεΐ ό Ζορρό καί κουνάει τό> κεφάλι του κα ταφατικά. Ό Μασκοφόρος Τιμω-ρός τότε κάνει τό ίδιο νόημα στον Γαλέρα. Ό πελώριος υπηρέτης του γουρλώνει τά μάτιρε Αέν κο
9
2
2
0
Ρ
Ψ
Φ
Ό Γάλέρας δεν ^άπελπίζεταλθ3βαίνει τό παραμικρό. Κά ται. Πιάνει κΓ αυτός τά νοή νει λοιπόν κΓ έκεΐνος ένα. . . σχετικό νόηι^α με τό χέρι και ματα ! Δείχνει του Γραικού με τό· κεφάλι, για να έξηγήτον Ζορρό, κατόπιν τούς φρου ση του κυρίου του πώς δέν ρούς καί μετά κάνει, ένα κυ κατάλαβε. κλικό· κίνημα μέ τά δυο ' χέ Ό Ζορρό του ξανακάνει τό ρια, όμοια όπως είχε κάνει νόημα δεύτερη.! φορά, μέ πο καί ό Μασκσφόρος Τιμωρός. λύ περισσότερη παραστατικό Ό Γραικος τού κουνάει τό τητα. Του δείχνει, τον φρουρό κεφάλι καταφατικά και τού που βρίσκεται κοντά σ’ αυ κάνει μιά εύγλωττη, ερώτημα τόν, τον άλλο πού έχει άνα- τική χειρονομία, πού σημαί λάβει ο "Έλληνας καί τον νει : τρίτο, πού πρόκειται νά αί«Έν τάξει; Κατάλαβες;» φνιδιάση ό ίδιος. Κάνει μετά Ό γίγας κουνάει τό χον ένα απότομο, κυκλικό κίνημα τροκέφαλο του προς τά πί καί μέ τά δυο του χέρια, σάν σω, πράγμα πούς ώς γνωστό νά βέλη νά πή, νά τούς αρπά σημ αινεί: ξουν όλους μαζί ταυτόχρο «Όχι!» ιΚαί αμέσως στρέφει προς νος. Ό Γ αλέρας άνασηκώνει τον Ζορρό, πού κάνει. μ;'ά τε καί πάλι τούς ώμους καί ξύ λευταία προσπάθεια νά δώση νει απορημένος τό κεφάλ' τού υπηρέτη του νά καταλάτου. "Ανοίγει τό στόμα κάτι βη τί θέλει νά τού πή. νά ,ρωτήση. /Αλλά καθώς απλώνει τά Ό1 Ζορρό όμως τον βλέπει χέρια, ν9 άρχίση· τά νοήματα, κι5 ανήσυχος φέρνει. τό· δάχτυ- · αντί νά τον δή μονάχα ό Γαλ ο στά χείλια, γιά νά τού έπι λέρ ας, τον άντ ιλα μβάνετα ι βάλη σιωπή. Μόλις τον προ καί ό «λεγεωνάρ ος» φρουρός λαβαίνει , καί καταπίνει εκεί πού στέκει, μπροστά στον γί νο· πού θάλεγε. γαντα. Ό γίγαντας άπελπ σμένος Τά μάτια του γουρλώνουν γυρίζει καί κυττάζει τον "Ελ διάπλατα. "Αναπηδάει έκπλη ληνα. κτος καί πάει νά φωνάξη αλ Ό Γραικός φέρνει κ," εκεί λά επειδή βλέπει πώς ό Μα νος τό δάχτυλο στά χείλια, σκοφόρος κάνει νοήματα·., κυτ γιά νά τού δώση νά καταλάτάζοντας συνεχώς σ’ ένα ση βη πώς δεν πρέπει νά μαλήμείο, πίσω από την πλάτη ση·. Τού δείχνει τους άλλους του, γυρίζει ένστκτωΙδως νά δυο εχθρούς κ·Γ εκείνον πού δή παος βρίσκεται έκεΐ. βρίσκεται, κοντά του, προσπα 'Βλέπει τον Γαλέρα καί, δ θεΤ νά τού δώση νά έννοήση πώς εΐναι σχεδόν διπλός άπ" νά καταλάβη πώς πρέπει νά αυτόν σέ όγκο, κερώνει απ’ δράσουν σύγχρονα, αλλά στέ τον τρόμο. "Ανοίγει τό στόμα Κ6Τ«Ι έτοιμός νά μττήξη τις φωνές,
ό.ΜΙΚΡΟΖ'ΖΟΡΡΟ Ή -κραυγή δμως πνίγεται στό λαρύγγι του, γιατί βλέπει τον Γαλέρα νά φερνή τό δά χτυλο στα: χείλια; κάνοντας του νόημα πώς πρέπει νά σω πάση. Δέν καταλαβαίνει. Πά ει νά τρελλαθή. Αποφασίζει δεύτερη Φορά νά φωνάξη; άλ λα ό γίγαντας τον βλέπει και του ξανσκάνη πιο έντονο νό ημα νά σωπάση, κουνώντας τό δάχτυλο πέρα —τ δώθε μπόοστά στη ,μύτη του. Μετά τού δείχνει τον Ζο'ρρό. Ό φρουρός ρίχνει μιά μαΤιά στον Μασκοφίρρο Εκδικη τή κι* άλλη μιά στον γίγαν τα·. Αρχίζει νά διεροοτάται μήπως ό πελώριος άνθρωπος μέ τή μάσκα που βρίσκεται πίσω του., είναι εναντίον τού σενόρ Ζαρρό και θέλει νά τού πής πώς πρέπε· νά τον σκοτώση. Φέρνε· λοιπόν τό χέρι στη λαβή τού πιστολιού του,, τό μισοτραβάει έξω από τή θήκη του και με τό άλλο χέ,ρι δείχνει τού Γαλέρα τον Μασκρφόρο Τι,μωρό, ενώ τά μάτια του είναι γεμάτα ερω τηματικά. ■ Ό γίγαντας κουνάει μ’ α πελπισία τό κεφάλι .αρνητικά καί μάλιστα τού κάνει κ:’ έ να Θκφραστιικώτατο νόημα μέ τό χέρι, πού θέλει νά π ή πέος τον θεωρεί πιο κουτό... κ·/ α πό τον εαυτό του! ——Έ, ποιος δαίμονας εί σαι καί τί θέλεις; μουρμσυρί ζει ό φοουιρός άγανακτισμένος, αλλά μέ σιγανή φωνή, γιατί τον έχουν; υποβάλλει 6Λες αυτές οί χειρονομίες τού
23
γίγαντα, πώς πρέπει· νά σω πάση. — θέλω νά βγάλης τον σκασμό, ώσπου ό κύριός μου ό σενόρ Ζορρό* νά «περιποιηθή» τούς φίλους σου!, τού έξηγεΐ ό Γαλέίρας υπομονετι κά. Καί καθώς μάλιστα παίρ νει τό^ μάτι του πώς ό Τιρωρός των κακών έχει, ήδη βγά λει. έκτος μάχης τον άλλο φρουρό, κάνει ένα βήμα εμ πρός, σηκώνει τή χερούκλα του καί την κατεβάζει πάνω στό κεφάλι τού φρουρού που στέκει μπροστά του. Ή κίνη σι εκείνου προς τό πιστόλι του μένε; στή μέση. Ή γρο θιά τού γίγαντα κάνει, στό κε φάλι του τήν Τδια ζημιά πού θάκανε καί μιά «'βσρειά». Σω οάζετα· κάτω, χωρίς νά βγάλη «κίχ». Σ' αυτό τό διάστημα έκτος από τον σενόρ ΖοΡοό καί ό "Έλληνας έχει πηδήσει επάνω στον «άνθρωπό του» καί μ’ ένα χτύπημα στό· πίσω· μέοος τού κεφαλιού, τον έχει αφή σει αναίσθητο. Οι τρεΐς σύντροΦοι είναι κύριοι τού πεδίου τής υάχτπ } Κι* ό 5 Αντώνης. 'Γοσικόο, πού έχει παρακολουθήσει μέ άνω νία δλη αυτή τη σκηνή > δέν μπορεΐ νά κοατήση τά γέλια καί ξεκαρδίζεται,.
Ό Γαλέρας κάνει μπάνιο!
Τ ΟΥΤΗ τή φορά δένουν τούς άνσίσθητους έχθρούς
24
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
και τούς φιμώνουν. Μετά τούς κρύβουν «μέσα στά φύλλα των πυκνών θάμνων. "Οταν τελειώνουν μ5 αυτή τή βουλ ε ιά, ξαναιτ α ί ρνουν τάν ίδιο δρόμο πού ακόλου θη,σαν και πιο πριν, για νά φτάσουν στο τέλος του δά σους. Δεν· αργούν νά βρεθούν στήν αρχή τής κοιλάδας, πού είναι στημένο το στρατόπεδο των «λεγεωναρί ων». Τά μάτια τού Ζορρό γεμί ζουν γιά δεύτερη φορά έΐκπλη ξι., αλλά και ανησυχία, κα θώς κυττάζει τις συμμετρικά στημένες σκηνές. — Προηγουμένως υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι πού πηγσι νοέρχονταν έκεΐ κάτω·, λέει στον "Ελληνα, πού στέκεται πλάι του. Τώοα είναι μόνο δυο — τρεΐς, $δω άπό τις, σκη νές... Δεν τό /βρίσκεται περί εργο, σενόρ; — Πολύ, Αποκρίνεται ό Γραιικός μέ ζαρωμένα φρύδ α. Το λογικό θά ήταν νά είναι περισσότερο; έξω τώρα πού συνέβη κάτι Θά είχαν τήν πε ριέργεια νά δουν τούς δ.κούς τους νά επιστρέφουν και νά δ ιαπ ιΐστώσουν αν συνέλαΐβ αν ή δχι αυτούς πού βγήκαν νά κυνηγήσουν... Σωπαίνουν μιά στιγμή κι5 ό "Ελληνας ξαναλέει: — Αύτό είναι καλό, σενόρ Ζορρό... Σημαίνει πώς ο>ι πενήντα ικαΐβαλλάρηΐδες πού εί δαμε νά περνούν από· μποός μας, ήταν οί τελευταίοι πού β ρ-ίσκοντ αν στο στ ρ αιτόπεδ ο καί τώρα δεν έχει υείνει πα ρά 'μρνρ μιά μικρή φρουρά,
1
Ο
Ρ
Ρ
&
"Αν δράσουμε γρήγορα, είναι μιά μεγάλη ευκαιρία για μάς, νά ελευθερώσουμε τή σενορίτα πού σάς ενδιαφέρει... —Έχετε δίκιο, αποκρίνε ται σκυθρωπός· ό Μασκοφό ρος, Εκδικητής. Είναι όμως καί κακό, γιά έναν άλλο λό γο: Τό ότι λείπει όλος ό στρα τός απ' τό στρατόπεδο, ση μαίνει πώς οί «λεγεωνάρ ο » έχουν αρχίσει κιόλας τό τρο μερό έργο τής λεηλασίας καί τή ς σφαγή ς!... —" I σ ω ς νά συ μ β α ί νη κ α ί κάτι άλλο, όχι τόσο· άσχημο, λέει ό "Ελληνας. Μπορεί οί «λεγεωνάριοι» νά μήύ έχουν περάσει ακόμα, όλοι τά σύνο ρα, αλλά νά ήρθαν πρώτα ού τοί οί λίγοι, γιά νά προετοι μάσουν τό στρατόπεδο... Ό Ζορρό* αναπηδά καί κυτ τάζει τον Γραικό με γουρλωμένα μάτια. —"Ωστε ξέρετε πώς είναι» ξένοι; μουρμουρίζει, μέ μ ά δυσ άρε στη ύποψί α. Ό "Ελληνας ωστόσο χα μογελάει καί τον κυττάζει κ,σ τάματα, μέ τά γαλάζια μά τια του πού λάμπουν άπό ει λικρίνεια. — Δεν τό* ξέρω*, αλλά τό πιστευωι!, αποκρίνεται. ΈΙξ άλλου τό' είπατε μόνος σας πιο* πριν, σενόρ, όταν μίλησα τε γιά τον προδότη πού δη μιούργησε τή* «Λεγεώνα των Τιμωρών»... Κάί μπορώ νά πω μέ βεβαιότητα, πώς οί σκη νές αυτές είναι Εγγλέζικες! Ό Μασκοφόρος Εκδικητής τον παρατηρεί μέ μάτια ποζ λσμττομν, ►
»
·
-
Ο
Μ
ϊ
Κ
Ρ
ϋ
— Κα:ι τι άλλο παρατηρή ■στο ποτάμι μέσ5 άπό τό δά σατε; ρωτάει μέ παράξενη, σος καί νά άφήσουμε τό ρεύ φωνή. μα νά μάς βγάλη εμπρός ατό — Κάτι περίεργο, άποκ,ρί στρατόπεδό τους, λέει ό Γρσ; νεται χωρίς δισταγμό ό Γραι κός. ικός. Οι σκηνές θά μπορούσαν —Ονιαι μ ά πολύ καλή ιδέα, νά .είναι μόνο άγαρασμένες α αλλά κ;" άπό το ποτάμι ως πό: την "Αγγλία. Φαίνεται ό τις σκηνές υπάρχει κενή έ:κμως πώς είναι και στημένες τάισις... Κι" άπό1 κεΐ θαναι από "Άγγλους, γ.ατί έχουν δύσκολο νά πλησιάσουμε... τσπο’θετηθή μέ τή βρεταννική, — Τότε; στρατιωτική διάταξ ... Τά μάτια τού Ζορρό σπ'— Ποιο: στρατιωτική Σχο θίζ,ουν. λή έχετε τελείωσε.·, σεινόρ; —Υπάρχει ένας ,μοναδ.κός ρωτάει άξαφνα ό Ζορρό. τρόπος!, εξηγεί ζωηρά. Οί Ό "Ελληνας. χαμογελάε . δυο νά πάνε άπό τήν πλευρά — Δεν νομίζετε, σενόρ Ζορ τού ποταμού καί μόλις φτά ρό αποκρίνεται, πώς γ*ά την σουν στο στρατόπεδο·, νά ξεώρα πρέπει νά βιαστούμε νά κινήίση ό άλλος άπό δώ... Οί ελευθερώσουμε τή σενορίτα; «λεγεωνάριοι» θά τον δοΰν, Ό Μασκοφόρος "Εκδκηαλλά περιμένοντάς τον νά τής κάνει μιά ανήσυχη κίνη πλησάιση, δέν θά προσέχουν σί. Ό Γραικός έχει δίκιο. Άν τι γίνεται πίσω τους καί θά ξαφνικά έπιστρέψουν οι ιπ βρουν ευκαιρία νά πληισ άπείς που βγήκαν για νά τούς σουν οί άλλοι άπό τό ποτάμι. κυνηγήσουν, 0ά βρεθούν σέ — θαυμάσια ιδέα, πάροδέ απελπιστική θέσι. Δέν θάχεται μέ θαυμασμό: ό "Ελλη χαυν κσυμιά ελπίδα νά μπο νας. Άς τήν εφαρμόσουμε! ρέσουν νά ελευθερώσουν τήν Ποιος: θά μείνη: έ|δώ; άγαπη μ ένη του. ’Αποφασ ίζε ι —"Άν μείνω· εγώ, μποοεΐ λοιπόν ν5 άναλάβη γι" αργό ν" αρχίσουν νά μέ πυροβο τερα τή λύσι κάθε απορίας λούν άπό μακρυά, βλέποντας του, σχετικά μ" αυτόν τον με νά πλησιάζω, λέει ό Ζαρπαράξενο "Ελληνα... ρό. Αλλά κι" ό Γαλέρας μέ —Έχετε δίκιο!., λέει χω>- τή μάσκα ατό πρόσωπο, μπο ρις περιστροφές. Άς δούμε ρεΐ νάχη την "ίδια τύχη·. Χω λοιπόν πώς θά ενεργήσουμε. ρίς τή μάσκα, μπορεί νά τον Νομίζω πώς υπάρχει μόνο δή και ή Κάρμεν κι" αυτό ένας τρόΗτος. Άπό; δώ ως τις θάναι πάρα πολύ άσχημο.... σκηνές / απλώνεται. μεγάλη — Μένω έ,γώ! οιεκινήστε έκτασις ακάλυπτη από δέν λοιπόν!, κάνει ό Γραικός. Θά τρα και είναι αδύνατα νά πλη; σάς δώ μόλις φτάσετε στήν σιάση κάποιος χωρίς νά τον άκρη: τού δάσους, καθώς θά δουν οί φρουροί . ,μπαίνετε στο· ποτάμι καί με — Μπορούμε νά φτάσουμε τά άπό λίγο θ'" άρχίσω νά
βαδίζω προς τό μέρος τους. —Έτσι, κρατάτε τον με γαλύτερα κίνδυνο γά.τόν -έσυ τό σας!, μουρμούριζε· συγκινη μένος ό Ζορρό. — Θά σάς χρωστάω την παραχώρησή αυτής τής τ μής την επόμενη, φορά!, αποκρί νεται ό Έλληνας. Ό Μασκοφόρος Εκδικη τής τού σφίγγει μ5 ευγνωμο σύνη τό χέρι· καί υστέρα παίρ νει τον Γαλέρα καί ξεκινούν. Προχωρούν μ·έ γρήγορο, βήμα, σχεδόν τρέχόντας, μέσ’ απ’ τά δέντρα. Σέ ένα τέτσρ το πάνω — κάτω, έχουν φβάσει στην όχθη τού ποταμού. Ό Ζορρό μπαίνει πρώτος στο νερά· ως τή μέση. Ό γιγαντόσωμος υπηρέτης
του τον ακολουθεί αμέσως. • μαύρο πανί πού του κρύ βει- τό· πρόσωπο, δεν άφηνε να φανούν οί κωμικές γμρν μάτσες του.· Ο'ί κίνησε ς του όμως είναι, σπασ μ ωδικές. Κά τι· παράξενοι ήχο; βγάνουν απ' τό λαρύγγι, του. Ό Ζορρό* στρέφει καί τον κυττάζει παραξενεμένος, ό πως κολυμπάει δίπλα του. — Τί συμβαίνει-, άμίγο; ρωτάει ανήσυχος. Έπαθες τί ποτά; —^ Ο... ο... οχι, οενορ Ζο... Ζο... Ζορρό !, τραυλ ί ζ ε ι, ε κείνο ς. Μόνο πού τό... τό νε... νερό· είναι πολύ κρύο, σενόρ ... Δη... δηλαδή... ·μπ.ρρρ! ιΚ.οοί ό γίγαντας τρέμει σαν ψάρι.
Σοοριάζετοα κάτω χωρίς νά βγάλη «κιχ»,,.
2λ
ΠεΥάξτε τά δπΑά! Τ Ο ΡΕΥΜΑ είναι πολύ ορμητικό· και τούς παρασύρει γρήγορα. Σέ δέκα λεπτά βρί σκονται εμπρός σκρ.βώς στο στρατόπεδο των «λεγεωνάρι ων». Ό Γαλέρας, πού έχει πα γώσει, δεν κινείται, καθόλου
και1 δεν μπορεί ν' άιντιοταθή στην ορμή του1 νερού. Ευτυ χώς πού ό Ζορρό απλώνει τό χέρι., ' τον άρπάζει άπό τό σακκάκι και τον βγάζε · έξω τραβώντας τον. Διαφορετικά ό .γίγαντας θά συνέχιζε άισψα λώς τό ταξίδι, του μέχρι τούς ... καταρράκτες! Τά δόντια του χτυπούν ά γρια άπό τό κρύο. Τόσο δυ νατά πού όοκούγοντσι σαν κογ
28
Ο
ΜΙΑΡΟΙ
στανιέττες κι* ό Μασκοφόρος Τιμωρός ανησυχεί. — Δεν μπορείς νά κάνης λιγότερο θόρυβο, άμίγο; του1 λέει. ^ — Δέ... δεν τό θέ... θέ... θέλω, σενόρ!, τραυλίζει ό δύστυχος. Χτυ... χ'τυ... χτυπά νε μόνα τους!... Δη.. δη.. . . δηλαδή... Ό Ζορρο δεν τον ακούει πά. Μέ ίκανοποτησι. διαπιστώ νει — καθώς ερευνά την πλευ ρά αυτή του στρατοπέδου — πώς δεν υπάρχει- ψυχή ζ,ώίσα. Ακούει όμως ομιλίες καί κά νει νόημα του Γαλέρα νά σωπάση. Κάποιος λέει στα Αγγλι κά: — (Ποιος δαίμονας είναι; Εΐναι, κανείς από τους δικούς μας; — Δεν μπορώ νά τον γνω ρίσω. Είναι· -μαικρυά άκόιμα. — Για νά έρχετα, έτ'σι α κάλυπτος κι9 όλομόνανος, λέ ει μιά τρίτη Φωνή, δεν μπο ρεί νά μήν είναι δικός1 μας. Καί ή κουβέντα σταματά ει. Ό Ζορρό> κάνει νόημα του Γ αλέρα νά τον άκολουθήση. Προχωρούν μέ γρήγορο, αλλά αθόρυβο βήμα, προς τις σκη νές. 9Ανάμεσα σέ δυο· απ’ ου τές καί στήν ανηφορική πλα γιά, προς τό δάσος, διακρίνεται ό Γραικός που έρχεται προς τά εδώ μέ τό π άσσο του. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής φθάνει στήν πρώτη σκηνή καί κ.ρυφσκυττάζει στο εσωτερικό της. Διαπιστώνει αμέσως πώς
X
Ο
Ρ
Ρ
Ο
είναι έντελώς άδεια. Τό ίδιο καί ήι δεύτερη πού συναντούν, καθώς καί ή τρίτη. Προχωρεί π,ό πέρα, έχον τας τόν νού του νά δ.ακρινή τους φρουρούς. 5Αντί γι9 αυ τό δμως, τήν τελευταία φορά που στρέψει τό κεφάλι του προς τά πίσω, βλέπει, πώς ό Γαλέρας δεν τόν ακολουθεί πιά. Ό πελώριος, καί άφοσιω μένος του υπηρέτης έχει γί νε: άφαντος! Ό Ζορρό' στέκεται μιά στα γμή ακίνητος σαν μαρμαρωμένος. Κάνει νά γυρίση πίσω νά δη τί άπέγινε ό γίγαντας. Τήν ίδια στιγμή δμως ακού ει μιά από- τις τρεις εκείνες φωνές νά λέη: — Λοιπόν κι5 εγώ σάς λέω, πώς δέν είναι από τους δ κούς μας! Δέν έχω ξαναδή άλλη· φορά αυτό τό σουλού πι·! ... — Τότε κάποιος θά τόν έχη στείλει!, λέει 6 δεύτερος. Πάντως, άς. έχουμε τόν νου μας. Μπορεί νάναι καμμιά πα γίδα!.. "Ας: μήν ξεχνάμε πώς β ρ ι οκό μ α στ ε όλο μ ον αχοί σ τό στρατόπεδο... —"Αν κάνη καμμιά εξυ πνάδα, θά του τήν ανάψω· στο «πί» και «ιφί»!, λέει ή τρίτη φωνή, μέ θύμο. Ό Μασκοφόρος Τ ιμωρός αναγκάζεται νά σπάθή καί νά ξαναγυρίση προς τό μέρος απ’ δπου άΐκούγεται αυτή ή συζήτηισι. Οί φωνές είναι κά που πολύ κοντά του τώρα. Βγάζοντας μέ προφύλαξι τό κεφάλι απ’ τη γωνία κάποιας σκηνής, βλέπει τούς τρεΐο
ί
κ
Ρ ΐ,ΐ^^ϊ!I>ϊ!*^25(3»»!^1·ίΒΜίΤ!Γ!η»ϊ5ϊηϊι-^^Β^%ϊ!^!®ί3«Γ«>-η1I~^-ΛΒί5^ί*ϊ^^»--'-Λ5!Ρβϊ>α<£!!Μ®»3*,
^ρ6ϋρίθώ§ Ιΐόύ άΜζϊϊΤύιΐύ |κ£ϊ από· πίσω; Κρατούν άπο ένα τουφέκι1 κι* έχουν στραμμέ νες τις (Κάννες .καταπάνω στον· "Ελληνα πού πλησιάζει απ’ την πλευρά, τού δάσους. Έ χει πλησιάσει αρκετά] π:ά. —Έϊ! Ποιος είσ5 εσύ; ψω νάζει ξαφνικά ό ένας από τούς τ,ρεΐς Φρουρούς. Στό σου στη θέ|σι πού βρίσκεσαι, άλλοι ως πυροβολώ! Ό Γραικός σταματάει. Ό Ζορρό, αφού ρίχνε·, μ ά τελ ευτα ί α ματ ιά όλόγυ ρά του, βγαίνει, πίσω1 άπ5 τον πάνινο τοίχο τής σκηνής και τραβάει τά πιστόλια του. —5Ακίνητοι! Πετάξτε τά όπλα σας, οενάρες !, διατά ζει >μέ φωνή ψυχρή., σαν τον πάγο. 0ί «λεγεωνάριοι» γυρίιζ-ουν τά κεφάλια, τον βλέπουν και ... κερώνουν. Για μια στιγμή κανείς δεν κουνιέται από τή θέσι. του. Ό Ζορρό διατάζει δεύτερη φορά, μέ^πιό' άγρια φωύή: — Πετάξτε τά όπλα σας!
Ή έξαψάνιοι του ΓαΑέρα ΑΙιΝΟιΝΤΑΙ αποφασι σμένοι νά υπακούσουν, για τί κυττάζουν μέ φόβο τά πι στόλια τού Ζορρό. -αφνικά δ μ ως 6 ένας απ’ αυτούς κάνει μιά καταπληικτιική βουτιά απ’ τή θέσΐ' πού βρίσκεται καί χώνεται οπό άνοιγμα τής σικη νής πού είναι, δίπλα του! Ό Μασκοφόρος Τι μωρός
8ίιν Ιΐ-ύόλάβαίνεί λ νά ττύροβό·* Αήάη. Λεν μπαρεΐ όμως ούτε νά ριχτή πίσω1 του, γ.στί οί άλλοι δυό· πού κρατούν τά ό πλα τους άκάμα^ θά χτυπή σουν άμέσως τού "Ελληνα. —- Πετάξτε τά^όπλα σας!, διατάζει γιά δεύτερη φορά ρέ τρομερή φωνή. Ταυτόχρονα έχει τον νου του καί στο άνοιγμα τής σκη νής, μήπως β!γή άπό κεΐ ό «λεγεωνάριος» πού έφυγε καί τόν πυροβολήση. "Αλλά καταλαβαίνει τήν ϊ δια στιγμή πώς αυτός ό τε λευταίος δεν έχει σκοπό· ν’ ά νοιξη μάχη μαζί του. Ακούει τή γεμάτη σαρκασμό φωνή του άπό μαικρύτερα : —*Ηρθες γιά την κοπελλα, σενόρ Ζορρόι! Δεν θά τή βρής ζωντανή όμως, αν δεν πετάξης άμέσως τά πιστόλια σου! 1Καταλαβαίνει πώς ό «λεγε ωνάριος» πού τού ξέφυ·γε έ χει βγη έξω άπ5 την άλλη· ά κρη τής: σκηνής καί άσφαλώς τρέχει προς τή; σκηνή όπου κρατούν φυλακισμένη, την Κάρ μεν. Τά μάτια του γεμίζουν αγωνία. Οί κ άννες των πιστό λ ιών χαμηλώνουν άθελα προς τή γη. Είναι έτοιμος πράγμα τικά νά τά πετάξη στο· χώ μα. Ο! δυο «λεγεωνάριοι» πού λίγο πιο πριν έτο:;μο]ζσνταν κι5 έκεΐνοι νά πετάξουν τά ό πλα τους, τά ξανασφίγγουν τώρα θριαμβευτικά στις φού χτες τους. —"Εχασες, σενόρ Ζορρό !, λέει ό ένας μέ άγρια χαρά.
Και πρώτα —^ πρώτο χάνεις τον φίλο σου! ίΚαί υψώνοντας ΐήν· κάννη του δπλου του, σημαδεύει κατάστηθα τάν Γραικό, που έχει, μείνει ακίνητος, μερικά μέτρα πιο πέρα, καταλαιβαίνοντάς τον κίνδυνο πού δια τρέχει ή αιχμάλωτη. Τότε τόι χέρι του Ζορρό κι νείται περισισότερο από· ένστιικτο καί' το δάχτυλό του πιέζει, τή σκανδάλη. Ό «λεγεωνάριος» πού έτοι μαζόταν νά δολσφονήση, τον Γραιικό τινάζεται, σαν νά τον χτύπησε κεραυνός ικαΐ κου τρουβ αλιάζεται στή γή με μιά άγρια κραυγή. Ό δεύτερος βλαστημάει φριικτά και σημαδεύει τον Μασικοψόρο Έίκδ ιικ η|τή. Ό Ζορρό αυτή τή φορά δεν κάνει καμμιά κίνησι για νά προστατεύΟη τον έταυτό του, γεμάτος άπάγνω|σι πού έχει πρακαλέσει τον θάνατο τής αγαπημένης του. "Ενας πυροβολ ισ μας άκουγιετοοι. Ό δεύτερος «λεγεωνάριος» ουρλιάζει κΓ εκείνος σαν σα τανάς καί αφήνοντας το δπλο νά φύγηι άπ" τά χέρια του, πιάνει το στήθος του καί σωριάζεται στ,ριιφογυρίζον τ α ς στή γή. Έχει προλάβει νά τον πυροβολήισηι ό "Αντώνης Γραικός,. τραβώντας σαν άστραπή' το πιστόλι από τή Θήκη του. ΐΓιά μιά στιγμή οι δυο και νούργιοι ψιλοί στέκουν άκίνη τοι καί άλληλοκυττάζονται. Μοιάζουν νά ρωτούν ό ένας
τάν άλλον Τι μπορούν νά κά νουν τώρα» Τήιν ϊ'δια στιγμή άκούγεται ή φωνή τού «λιεγεωνάρ.ου» πού έφυγε: — Τζο'ε! Μπόμπ I..1 Ε σείς πυροβολήσατε; Ό Μασκοφόρος Τιμωρός χύνεται, γοργός σάν αστρα πή προς, τό μέρος άπ" οπού έρχεται ή φωνή. Στην καρδιά του έχει τρυπώσει ή έλπίδα πώς ίσως προφτάση νά σώση την αγαπημένη του1. Ό Γραικός τον ακολουθεί πηδώντας πάνω1 άπό τά πτώ ματα των δύο φρουρών. Μά τή στιγμή πού ό Ζορρο στρίβει τή γωνία τής έπό μενης σκηνής, βλέπει τον ζων τανό «λεγεωνάριο» νά χάνεται στο άνοιγμα μιας άλλης σκη νής. Λεν προλαβαίνει νά τού ,ρίξη. "Αντί γΓ αυτό, ακούει τήν έντρομη κραυγή τής Κάρ μεν άπό κεΐ μέσα, μιά λύσσα σμένη βλαστήμια τού «λεγε ωνάριου» κΓ έναν πυροβολι σμό. ΙΓιά δεύτερη φορά μέσα σέ λίγη, ώρα, ό Μασκοφόρος 5Εκ δικητής νοιώθει τά πόδια του νά κόβωνται καί τό αίμα νά παγώνη στις φλέβες του. Μέ νει, πάλι ακίνητος σάν άγαλ μα. Κυττάζει μέ φρίκη τον Γραικό πού έχει φτάσει κι" έ χει σταίθή πλάί του. > Εκείνος, κάπως π ιό ψύ χραιμος, ετοιμάζεται νά τρ έ ξη στο άνοιγμα τής σκηνής άπ3 δπου ακούστηκε ή κραυ γή! τής Κάρμεν καί 6 πυρο
βολισμός,
Δέν προλαβαίνει νά. ξεκι* «ήοη*
„
,
Στο άνοιγμα αυτό έμφανι ξεται ό πελώριος Γαλέρας. Κ,ρατάει. στή χερούκλα του ένα πιστόλι που αχνίζει α κόμα και κυττόΐζει ανήσυχος ολόγυρα. Μόλις, βλέπει τον κύριό του, τα μάτια τον α στράφτουν άπό χαρά. —Έδώ είσαστε, σενόρ; μουρμουρίζει ηλίθια. Μά τι γίνατε; Σάς... έχασα! Δέν είπαμε πώς..* Δηλαδή νά... -—Έσύ μ5 έχασες/ άμίγο ή εγώ σ' έχασα; λέει ό Ζορρο μέ την ψυχή, στο στόμα. ΈκεΤ που τρέχαμε γύρισα και κύτταξα καί δέν ήσουν πια κιοντά μου! -—Μά... μπήκα εδώ μέσα, σενόρ Ζορρό!, δικαιολογείται κατάπληκτος ό Γαλέρας. Δέν είπαμε πώς ερχόσαστε για τή σενορίτα Κάρμεν; Αφού ή ταν μέίσα στη σκηΙνή... — Και πώς το ήξερες; — Την είδα, σενόρ, από την πόρτα!... Δηλαδή... ? Η ταν δεμένη στον κεντρ.ικό πάσσαλο καί... Έλεγα πώς θάρθετε κι' εσείς, άλλα φύ γατε! Ύστερα ήρθε αυτός όκεί καί... Δηλαδή ήθελε νά σκοτώση τή; σενορίτα καί λοιπόν·.. Χωρίς νά θέλω νά.. σενόρ... δεν ξέρω άν μέ κατα λαβαίνετε μά.;. κρατούσα τό πιστόλι καί... . Ό Ζορρό όμως δέν τον α κούει καθόλου πια. Ή πανέμορφη Κάρμεν Περέϊρα έχει έμφανισθή στο· ά νοιγμα τής σκηνής κι5 ό θρυ
λικός Ζορρό τρέχει κοντά της μέ λαχτάρα.
Ό ΆννΕλιαφόρός
II ΡΩΤΉ τους δουλειά είναι νά τρέξουν στό δάσος, νά πάρουν τ' άλογά τους καί ν' άπομακρυνΒουν. Έκεΐνόι πού βγήκαν νά τούς κυνηγή σουν δέν έχουν επιστρέφει α κόμα. Κρύβονται λοιπόν μέσα σέ κάτι πυκνές φυλλωσιές και περιμένουν. Ό Μασκοφόρος Εκδικη τής κάνει τις απαραίτητες συ στάσεις ανάμεσα στον "Έλλη να καί την σενορίτα Περέϊρα. "Ύστερα λέει στον δεύτερο τις σκέψεις του: — Δέν έχω καμμιά άμφιβο λ ία: Οι Μεξικανοί «λεγεωνά ριοι» είναι δλοι — όλοι αυ τοί πού είδαμε εδώ πέρα καί πού έφυγαν για νά μάς κυνη γήσουν. Οί σκηνές είναι στρω μένες για νά φιλοξενήσουν Αγγλους στρατιώτες, πού πρόκειται νά έρθουν άπό τά σύνορα τής βρεταννικής ' Ον δούρας ! —/Αγγλο ι. στρατιώτες;!, κάνει έκπληκτη ή νέα. Τί δο-υ λεία έχουν εδώ; —Ή Όνδούρα είναι αποι κία τής Αγγλίας, σενορίτα, αποκρίνεται 6 Ζορρό. Σίγου ρα κάποιος προδότης άπό τους πολιτικούς αρχηγούς μας σκέφθηκε νά παραδώση τή χώρα μας, για νά γίνη κι' αυτή επίσης, μια βρεταννική άποικία! Σέ αντάλλαγμα, α σφαλώς, θά έχη ζητήσει άπό
Μ
ί
&
ί>
Υουζ Αγγλους τή ίϋιρίΐχφ" του Μεξικού! —- βν&ι· φοβερό1! > μουρ μουρίζει μέ δέος ή κοπέλλα. — Δεν πράκει-Τα-ί όμως να τον αφήσουμε να πετύχη το σχέδιό του!, λέει ήρεμα ό Μασικοφόρος Εκδικητής. Πρώ τα — πρώτα πρέπει να μά θω με ποιος είναι ό προδό της... — Και πώς θά τό μάθωμε; ρωτάει ή 'Κάρμιεν. Ό Ζορρό χαμογελάει πα ράξενα. —Ελπίζω ότι κάπα ος α πό τούς ανθρώπους του θά μάς όίδηΐγήίση κατ’ ευθείαν σ’ αυτόν, αποκρίνεται. /Κάί επειδή; βλέπει την α πορία στις κόρες τών ματιών καί1 τών τριών ανθρώπων πού βρίσκονται γύρω του, ξαναλέει: — Μόλ ι ς γυρίσουν οί «λεγεωνάριοι» κάί βρουν νεκρούς τούς φρουρούς πού άφησαν, θά καταλάβουν πώς αυτό τό «μυστικό στρατόπεδο» δεν είναι πια καθόλου άσφαλές γι' αυτούς. Σίγουρα λοιπόν κάποιος θά τρέξη νά είδοπο'ήιση τον «μεγάλο αρχηγό» για τόν κίνδυνο. Εμείς θά προσπαθήσουμε ν’ ακολουθή σουμε τόν αγγελιοφόρο αυ τόν. Δηλαδή «εμείς», ό άμίγο από δώ κι* ένώ... Εσείς κι* ό σενόρ Γραικός θά φύγετε αυτή τή στιγμή νά γυρίσετε
5
I
£
ΰ
(*
Ρ
6
(τώ Ιταλικό θάζ. , (Μ5 όλο πού ό "Ελληνας 6α* θελε νά μείνη, στον κίνδυνο/ παίρνίει τή νέα καί φεύγουν, χωιρις την παραμικρή άντίρρη/σι. Ό Ζορρό μένει- μέ τόν Γαλέρα καί περιμένουν. Ό Μοοσκοφόρος Εκδικητής συλλογίζεται συνεχώς τόν άν Θρ-οάπο πού θέλησε νά σικ,οτώση την Κάριμεν για νά τόν έκδικηθή. «Που ήξερε πώς ή σενορ ίτα Περέϊρα μ* ενδιαφέρει;» σκέπτεται. «Πώς ήξερε πώς γι' αυτήν έφτασα στο στρα.τόπεδό τους; Μήπως απλώς τό υπέθεσε ή υπάρχει- κανέ να άλλο μυστήριο κρυμμένο σ’ αυτή; την ιστορία;» Περνά λίγη ώρα κΓ ύστε ρα επιστρέφουν οί «λεγεωνά ριοι». Γυρίζουν άπρακτοι — φυσικά. Βαδίζουν φθάνουν Οτό μέρος πού έπρεπε νά βρ-ί σκωνται οί φρουροί τους καί δεν τούς βλέπουν, σταματούν καί ξεσπ.ουν σέ φωνές. Σε λί γο ανακαλύπτουν τούς δεμέ νους καί φιιμωμένους συντρό φους τους. Μαθαίνοντας τα συμβάντα, χύνονται- όλοι προς τό στρατόπεδο. 5Από κεί άκούγοντ.αι αλλά απόμακρα ούρλι άσματα καί φωνές. Μί ση ώρα αργότερα ένας καβαλλάρης φαίνεται ά^πό τό- μέ ρος του1 στρατοπέδου. ^Ερ χεται μέ γοργό καλπασμό προς τό μέρος, τους...
ΤΕΛΟΣ Άπόδοσις στα Ελληνικά; Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ
Διαβάζεις τό
Λ Α Σ Σ Ο; Είναι ό άσσος των καου - μπόϋκων ττεριττετειών!
Σε
κάθε τεύχος του καί μια αυτοτελής συναρπαστική περιπέτεια
από τη ζωή των κάου - μπου, από τη δράσι των
ηρώων που θαυμάζετε στον κινηματογράφο! Αγόρασε αύριο τό πρωί τό ΛΑΣΣΟ! Δέ θά μετανοιώσης! *
★ ΑΓΟΡΑΣΕΣ τον τόμο του περιοδικού «ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ»; Μην παράλει ψης να τον ζητήσης από τα γραφεία μας, Λέκκα 22, Άθήναι. Είναι τό πιο πλούσιο καί πιο συναρπαστικό βιβλίο πού υπάρχει! Αμέτρητα αναγνώσματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, εύθυμοι τύποι, γελοιογραφίες! 2.000 τετράχρωμες εικό νες! Σωστός ΘΗΣΑΥΡΟΣ !
★
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ζ Ο Ρ Ρ Ο
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΥΚΑΟ
Ρ Ε I
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"Ετος 1 ον — Τόμος 2ος — Άριθ. τεύχους 13 — Δρχ. 2 Γραφεία: Αέκκα 22, Άθηναι (125). Τηλέφωνον 228-933 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ . Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν'. .Σμύρνη, Οικονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38 Προϊστ. τυττογρ. · Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19, ΓΊ. Σμύρνη Έπιστολαί, έπιταγαί: Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι. Σύνδρομα! έσωτερικου; Έτησία δρχ. 100 Εξαμηνος .......... » 55
Σ υνδρομαι έξωτερικου; Έτη αία ...................δελλάρια 4 Έξάμηνας .............. » 2
5* ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ
ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ:
μια γοητευτική περιπέτεια του Θρυλικού ΖΟΡΡΟ, γεμάτη μονομαχίες, αγωνία, μυστήριο. Μαζί μέ τούς αγαπημένους του συντρόφους, τον ανεκ διήγητο Γαλέρα και τον μυστηριώδη "Ελληνα, προσπαθεί νά λύση ένα μεγάλο μυστήριο και να άποδώση δικαιοσύνη.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
$
ΰ 6Ρ/Α0Σ η»/ Α/ΥΘΡ£7!θΡ 1ΪΛΙ ΣΤΣΙ η ςπ/θέση ΓΕΝ ΙΤΙΘΗΑΑΗΘΡ9ΠΕΝ XΤΑΠΑΤΗΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ δΡΟΣΗ ΑΠ 'ΤΑ 6ΕΑΗ, ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥ ΘΗΣΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΟΥΡ!. . . __Λ ΤΙ ΣΙΝΑΙ ΑΡΤΑ Τ\ΟΥ ΠΑΣ ΡΙΧΜΟυΧ; ΧλΟ/Ν ΤΟ Μ ΓΗ9 ■ ΑΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟ/!
ΗΤΑΝ ΤΙΑΡΑ ΠΟΛΥ ΓΜ ΤΟ ΑΠΛΟ ΧΟ ΗΥΑΛΟ ΤΟ/2 Ν 'ΑΝΤί,ήΗΦΟΟΥΗ η χ/νεμινε! Σ/ΟΥΝ πΑ! ΝΌΥΡ/Ο ΟΠ \0 ΦΥΓέΤΕ
ΤΕΛΕΙΩΣΕ.1/ΝΑ! ΟΤΡΙ'. Η/ 'Α/ΤΑ ΤΗ ΠΑ Μ/Α Υ—χνΟΡΑ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΡΕ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ \Σθ/Ν ΝΑ ΤΟ ΑΝΤΙ ΓΡΑΧ96ΗΠΕ Η \ψΟΥΝ. ΤΟ ΠΥΑΛΟ ΦΥΛΗ ΜΑΙ ./ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕ ΤΗ ΝΑ ΓίΑΤΛΛΛ&Η ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΟΠΛΟΥ.
ΤΟΤΕ ΗΡΘΕ Υ)Α1 ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟ/Χΐ ΗΡΕΣ ΤΟΥ ΜΕ ΟΑ ΤΟΥΣ ΑΥΝΗ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΓΗΙΕΠ£ >}Α< ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΘΑ ΠΑΡΕ ΜΕ Γ\ ΜΑΣ. Σ/ΝΑI ΚΥΝΗΓ0Τ0Π1Α I ΤΡΟΜΕΡΟ! ΣΤΗ 'λΤουι! / ΧΟΦ/Α ΤΟΥΧ.
Χρωμολιθογράφησις—Έκτύπωοις ΛΙΘ. "Β. ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ..
ΧΥΝΕ XI217^1
ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ ΕΞΟΡΜ0ΥΝ 9ΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙίΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΐυΐΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ19ΗΙΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙι
Ό αγγελιοφόρος Ο ΣΕΝΟΡ ΖΟΡΡΟ εχει ελευθερώσει την σενορίτα Πε ρέϊρα απτό τά χέρια: τών «Λεγεωναρίων» (*) ττού την κρα τούσαν αιχμάλωτη και την έ χει στείλει στό σπίτι της, ·μέ συνοδεία τόν καινούργιο του φίλο:. Τον "Ελληνα Άντώνη Γραικό. Ό ίδιος ό Ζορρο καί ό πε λώριος, πιστός υπηρέτης του Γαλέρας, μέ μαύρη ,μάσκα στο πρόσωπο κΓ έκεΐνος, πε ριμένουν κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα του δάσόυς, •Περιμένουν νά ψανη ό αγ γελιοφόρος, πού ό Μασκοφό ρος Εκδικητής υποθέτει ότι θά στείλουν οι «λεγεωνάριοι» στόΐν άρχηίγό τους, για . νά τον πληροφορήσουν πώς ό Ζορρο - έχει άναικαλύψει το στρατό^τεδο τους. Ό Μασκοφιόρος Τι μωρός ό|μως: θέλει· νά μάθη ποιος εί ναι- αυτός ^ό. (μυστηριώδης αρ χηγός τών «λεγεωνάριων». Έχει σοβαρές υποψίες πώς είναι ένας από τους άρχον τες τοΟ Μεξικού. "Ενας άπαί σιος προδότης, που θέλει νά παραδώση τη χώρα του στους "Άγγλους. στρατιώτες της Βρείταννιικής ^ "ΟΜδου,ρας, γιά νά γίνη αυτός διοικητής (*) Διάβασε το προηγούμενο τεύχος μας μέ τον τίτλο: «'Ο Ζόρρο καί ό "Ελληνας».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. §
4
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
η Διικτάτωρ. ΙΚαί πραγματικά ό άγγελι οήφόρος που περιμένουν κάνει την έμφάνισί του στο βάθος του δρόμου πού περνάει άπ" τά δάσος και έρχεται μέ γορ γα καλπασμό προς. τό μέρος τους. Ό Γαλέρας γουρλώνει τά μάτια του μέ θαυμασμό. — Σε... σε... σενόρ Ζορρό, κάνει τραυλίζοντας άπ* τή ιβαΒ’ειά έκπληίξι πού νοιώθει, αυτός είναι πού είπα τε πώς... Δηλαδή δεν είπα τε, σενόρ, άτι ένας άγγελιαφόρος. . . Μ* άλλους λόγους δέν είπατε πώς θά στείλσυν κάποιον νά. . . έ, σενόρ; — Ναι, Παλέραί^Τό είπα και εΤναι αυτός! Τώρα θά τον παρακολουθήσουμε, νά δούμε που πήγαινε ι... "Αν 'δέν συναντήισουμε καμμιά α τυχία, πρέπει νά μάς οδήγη ση στον κύριό του, τον άρχη γό των «λεγεώνα ρ ί ων»... — Σή σενόρ! . . . Μά. . . — Σώπα τώρα, νά μή> μάς άΐκούΙση... Πραγματικά ό γίγας σω παίνει. Ό άγνωστος καΐβάλλάρης περνά μόλις δυο μέ τρα μπροστά τους άπ’ τον δρόμο, καθώς έΐκεΐναι είναι κίρυμΙμένοι ιμέσα στις πυκνές φυλλωσιές. Τή, στιγμή·· άκρυβώς πού περνάει άπό εμπρός τους, ό Ζορρό παρατηρεί ιμέ πολύ με γάλη προσοχή τά χαρακτη;ριίστιικά του προσώπόυ του, γιά νά τον θυίμά’ται. Κι* ό ταν, σ5 ένα λεπτό, ό άγγε^λιαφσρος έχει άπομακρυνθή
ΖΟΡΡΟ
ικάμ’μιά έκατόστή μέτρα άπό κοντά τους, ό Μαίσικοφόρος Τ[(μωρός, λέει πάλι στον άφοσιώμένο αλλά καί τεΤράκαυ το σύντροφό του: —Έλα τώρα, Γαλέρα άμ'ί γο... — Σί, σενόρ... Θά... θά τον κυνηγήσουμε, σενόρ; —"Οχι βέβαια!, κάνει χα μογελώντας ό κύριός του. "Αν ήταν νά τον κυνηΐγήίσουιμε, άμίίγσ, τότε δεν θά τον πιάναμε τήν ώρα πού περνΡυ σε άπό1 ιμπρός μας; αντί νά τρέχουμε; Τι λες κι* έσύ; — Και τότε. . . γιατί δέν τον πιάσαμε, σενόρ; Δηλαδή . . . άίφου. . . ίΚιαΙΙ ακολουθούν άπό μακρυά τον άγνωστο καβαλλάρη κουβεντιάζοντας έτσι. Ό ΜασκΡφόρος "Εκδικητής, ό πως κάθε φορά πού βρίσκει ευκαιρία, προσπαθεί νά ξυπνήίσηι το κοιμιίσμιένο μυαλό του γιγαντόσωμου φίλου του, αλλά ματαίως. Το μυαλό· τού Γαλέρα ξυπνάει —και1 μάλι στα κάτά τρόπον εκπληκτι κό— μονάχα την ώρα τής μά γης·.·, Φθάνουν χωρίς άπρόοπτο στην πάλι. Ό άνθρώπος πού όοκαλουθο'ΰν φαίνεται πώς δέν τούς έχει άντιληΐφΐθή, μ" άλο πού είναι φιλύποπτος κι* έ χει γυρίσει ένα σωρό φορές τό κεφάλι του πίσω, κατά τή διάρκεια τής διαδρομής. Ό σενόρ Ζορρό όμως έχει απίστευτες Ικανότητες σέ ά λα τά πεδία. Έτσι καί στην παρακΡλούΟησι είναι άσσος. Κάθε ψαρά πού 6 άγγελιαφο-
©
Μ
I
Κ
Ψ
©
1
ρος στρέφει τό κεφάλι του, λες και τόι περιμένει άτι θα γίνη εκείνη ακριβώς τη στι/ / λ γμη, εχει φροντίσει να είναι κρυμμένος απτό τά μάτια του. Φυσικά προσέχει καί τον Γαλέρα καί δεν τον άφήνει ν’ άπομακρυνΙθή από δίττλα του. Ή διαδρομή είναι πολύ με γάλη ωστόσο.. Την ώρα πού φθάνουν εξω αίτιό τά παλιά τείχη τής πόλεως, έχει πιά ττεράσει τό μεσημέρι απτό πολλές ώρες. Ό Ζορρό καταλαβαίνει πώς: δεν μπορεί νά μπή στην πόλι ιμέ την άίμιφίεσι του- Μα σκοφόρρυ Τιμωρού. Μέ μια γρή γορη ιμ ατ ι ά δ ιαπ ιοτώνει πώς γύρω τους, δεν υπάρχει κανείς πού νά τούς βλέπη ε κείνη τη στιγΙμή. Χωρίς ιάργοπορία καί δι σταγμό1 βγάζει τά μαύρα ρούχα του, τά διπλώνει, μάζί μέ τόι «μαύρο σομπρέρο καί τό μαστίγιο καί τά κρύβει όλα σέ ιμ ιρ θήκη τής σέλλας τού αλόγου του. Ό Γαλέρας πού έχει μά θει τό ιμ'άθημά του πιά, βγά ζει κι5 αύτός τη μαύρη μάσκα του. Τού τή δίνει. Εκείνος τήιν κρύβει κι3 αυτή στην ί δια θήκη. Ό Ζορρό δέν είναι πιά ό Ζορρό, αλλά ένα νεαρό αγό ρι πλούσια ντύμένο, μέ ύψος όνε ι ροπόλο: Ό δεκαεπτ άχρονος καμ1παλλέρο Δον Σ άντρο Βέγκα, πού όλοι στη Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες τόν πιστεύουν για 3/1
9
1
©
Ρ
Ρ
@
9
δειλό καί κρυφογελούν γι* αυ τό πίσω άπό την πλάτη του! "Οσο κι* δον φαίνεται πα ράξενο, είναι αλήθεια! Ό Δον Σ άντρο είναι στην πρα γματικότητα ό γιος τού θρυ λικού Ζορρό. Μετά τόν θάνα το τού πατέρα του, συνεχίζει αύτός τόι μεγάλο καί επικίν δυνο έργο του. Ό Γαλέρας, ό κολοσσός πού ό Σ άντρο τού έχει σώσει τη ζωή καί για τούτο εκείνος του είναι πιστός σαν σκύλος, ήταν γιά καιρό ό μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο πού γνώριζε τό μυστικό του, ώσπου, τό άνεκάλυψε καί ό Άντώνης ΓραικΙός. "Αλλος ένας άνθρωπος πού έχει βεβαιώθή γιά την αληθι νή ταυτότητα τού σενόρ Ζορ ρό, είναι ή μητέρα του, ή Δόνα Ισαβέλλα. Δέν τού λέ ει πώς γνωρίζει τό μυστικό του, γιά νά μην τόν δυσκολεύη στο δύσκολο έργο του. Ό Δον Σάντρο Βέγκα λοι πόν, παρ' όλο πού προσποιεΐ ται τόν μαλθακό καί τόν δειλό> είναι άπάφοιτος τής Στρατιωτικής Σχολής τής Μαδρίτης καί είναι άσυναγώνιάτος στον χειρισμό τού μαστιγίσυ, στά σπαθί καί στο σημάδι. Κρύβει όμως εΠτιμελώς αυτές τις ίκανόΤητές του κι* έτσι κανείς δέν υποπτεύε ται πώς είναι ένα καί τό αυ τό πρόσωπο μέ τόν τρομερό Ζορρό, τόν περιβόητο Μασ'κο φόρο καβαλλάρη, τό φόβο καί τόν τρόμο των κουκώνο
6
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
Στον «Μονόφθαλμο Κόρακα)) 0 Α1ΠΠΕΑI ΑΦΟ’ΡΟΣ
3/
εχει πάρει τον κεντρικό δρό μο τής ττόΐλεως. Δεν κομπά ζει πια σαν τρελλός, όπως εκάνε σ’ ολή τη διαδρομή, άλ λα πηιγαίνει σιγά-σιγά. Λες και κάθε λόγος πού είχε για να-βιάζεται, δεν υπάρχει πια. Ό Σ άντρο μιέ τον Γαλέρα έρχονται κι3 εκείνοι πίσω του, σέ^άρκετή, άίποΐσταισι. Τώρα ό άγνωστος δέν μπορεί να τούς άνΤιληιφΙθή πώς τον πα ρακολουθούν, . γιατί πολλοί καβαλλάρη|δες πάνε κι3 ερχον ται στον μεγάλο δρόμο., . Σταματάει εξω από τη με γάλη ταβέρνα του «Μονάφθαλ
ΖΟΡΡΘ
μου Κόρακα». Ρίχνει μια μα τιά στο έσωίτερκό, σαν · νά δι'στάζηι αν πρέπη νά μπή ή όχι. Στο τέλος κυττάζει τον ήλιο. Υπολογίζει τή'ν ώρα. Παίρνει την άπό-ψασι καί πε ζεύει • Δένει τό άλογός του στον πάσσαλο, πού είναι δεμένα κι3 άλλα τρία άλογα. Μπαί νει στην ταβέρνα. Διευθύνε ται στον πάγκο πού είναι στο βάθος. ^ * ζ · — Φέρε μου ·' τό καλύτερο κρασί σου, άλλα γρήγορα!, λέει στον ταβερνιάρη, πού σκουπίζει εκείνη την ώρα κά τι ποτήρια, μέ ένα βρώμικο πανί. -—3Αμέσως; σενόρ!, απο κρίνεται εκείνος καί ή φωνή του είναι γεμάτη προθυμία,
Πάρε νά πιής και ξεφορτώσου με!, μουρμουρίζει μέ θυμό.
V
Μ
1
2
■ ϊ
6
Ή γροθιά του Γαλέρα έχει τό αποτέλεσμα πραγματικού ,κεραυνού.
αλλά οΐ κινήσεις του γεμάτες ανίατη τεμπελιά.·. ’Αψου τελ ε ι ώνει τό σικού'π ι σμα του ποτηριού πού κρα-' τάετ, τό άφήνει σέ μια άκρη;. Κ ρεμάει την ’ πετσέτα- στον ώμο του. Πηγαίνει -κοντά ,στά βαρέλια σιγοτραγουιδώντας. . Ό πελάτης κουνάει τό- κε φάλι του ιμε ύψος άνθρωπο,υ πού1 δίνει. τόπο στην οργή. Διευθύνεται σ* ένα τραπέζι έκεΐ κοντά, λέγοντας: — Θα καθήίσω εδώ. Σερ<6ι;ρ'έ' με γρήγορα!· " ' . . -— Σ ι σενό.ρ!, άποκρίνεται τραγουδιστά. ό ταβερνιά ρης, ,χωρ'ΐς να βιάση ούτε στο -έλάίχ,ιίστο τις κινήίσεϊζ ,του... * . Ένας άλήτης που φαίνε ται νά κοιμάται σ’ ένα σκαλο
.* πατι, σηκώνει · εκείνη- την· ώ ρα τό: κεφάλι του. - ’·.... Βλέποντας τον.ξένο, τά ιμά ·. τια του αστράφτουν. Πετιέ-· . ται όρθιος. · Τρέχει κοντά ·του ικι' απλώνει τό· χέρι. · ■ —-Δοσε μου κάτι,, νά π'.ιώ; ' σενόρΐ , λέει .και τρέμει κι’ ή φωνή του όπως· τό · χέρι" του. . Ό πελάτης κάνει ’ ίμια θυ. μωμένή χείρον'όίμίσ, αλλά .ξα φνικά, · βλέποντας τον ταβερ νιάρη πού· δέν λέει νά. ξεκολλήσηι από τά .. βαρέλια άκο.: μαΑ. τούρχεται μιισ’ Ιμπνευσι. ’ . — Θά σου δώσω·, -.αν ιμου φέρης' στά γρήγορα τό κρα σί που παρήγγειλα!, τού1 λέί ξι. γελώντας: Δέν προφταίνει νά τελείω ση τά λόγια του κι* ο αλήτης
γίνεται... πύραυλος. Πηδάει επάνω ά'πιό> τον πάγκο, αρπά ζει τό; «ικιλό» άπό τα χέρια του ταβερνιάρη, άρπτάζει κι5 ένα ποτήρι ,όάπ’ τον πάγκο, πηδάει δεύτερη φορά καί βρί σκεται λσχαιν ;αοι μένος σάν σκύλος, κοντά στον ξένο, πού έχει σκάσει στα γέλια. — Γ ιατί δεν τον προισλαβαίνεις γιά σερβιτόρο; ρω τάει τον ταβερνιάρη, πού έ χει· άπομείνει άποσβολωμένος. — Γιατί ιθά πίνη όλο τό κρασί πού θά του1 δίνω νά πάη στους πελάτες;!, άποικρί νεται έκιεΐνος κοφτά καί ξα φνικά κυττάζει στην πόρτα καί τά μάτια του φορτίζονται. —^Ω! Ό Δον Βέγκα!, φωνάζει γε'μάτος χαρά. Πώς ήταν αυτό καί μάς θυμήθηκατε σενόρ; Μήνες είχα στερηθή την εύχαρίστησι καί την τιΐμή νά σάς έχω στο μαγαζί μου! . . . ίΚαί τρέχει προς τό1 μέρος του, σκουπίζοντας συγχρόνως τά χέρια του στην πετσέτα πού κρατάει, γιά νά είναι κα θαρά, όταν θά πιάση τό χέ ρι του έίκλεκτού πελάτη του. Ό προηγούμενος πελάτης κοκκινίζει ιάπό Θυ1μό< καί μουρ μαυρίζει: —■ ιΚύττα τό τεμπέλικο σκυλί, πώς τρέχει! Πουλά κι. έγινε τώρα! "Οταν δεν εί σαι άίπό σόι, δεν σου δίνει κα νείς σημασία! Αλλά θά τε λειώσουν γρήγορα 6λ5 αυτά! Πάρε νά πιής, έσύ καί ξεφορ τώσου ιμε! (Καί μ5 αυτά τά λόγια πε-
τάει ένα νόμισμα στον μπε κρή, πού εκείνος τό αρπάζει στον αέρα καί· κάνει δέκα υ ποκλίσεις φεύγοντας. Ό πελάτης πίνει νευρια σμένος ένα ποτήρι μέ μιά ρουφηξιά. Πετάει ένα άλλο νό· μισμα επάνω στο- τραπέζι του, φοράει το καπέλλο του,, πού τό είχε άκούμπί'σει στη; διπλανή καρέκλα καί διευθύ νεται θίομωίμένος προς την έξο> δο. Τή,ν ώρα πού βγαίνει, ό> Δόΐν Σάντρο λέει στον ταβερ> νιάρη: — Εύχαρίστήσίς ,μου νά έρχωίμαι έΐδώ, καλέ μου Μίπλά σκο. Μά γιά την ώρα, έχω μιά δουλειά κα7 πρέπει νά πηγαίνω·. Περποιήσου τον φί λ ο μου τον Γαλέρα, ώσπου νά γυρίσω. — Σΐι σενόρ Βέγκα! "Ο πως άγαπάτε... — Γαλέρα άμί,γο, θά μείνης έδώ κάί θά μέ περκμένης, λέει ό Σάντ,ρο στον ηράκλειο υπηρέτη του. Στο διάστημα αυτό, τπΐές καί κανένα... βα ρελάκι άν σου κάνη κέφι! — Σι;, σενόρ Σάντρο! "0, τι πήΐτε εσείς!, λέει προθυμό τατα 6 γίγαντας, πού χαρά του είναι νά υπάκουη; σέ τέ τοιου είδους; διαταγές. Ό Σ άντρο βγαίνει στον δρόμο πίσω> από» τον άνθρω πο πού τχουν παρακολουθή σει ώς ξ 5ώ. ΈΐκεΤ"/ος βρίσκεται κιόλας στη ράχι τού1 αλόγου του καί ■ξεκινάει προς τό κέντρο τής πόλεως_. Ό 'ίάντρο ανεβαίνει κι9 αύ!
ο
ΜΙΑΡΟΣ
τός στο δικό ταυ. Τον βλέπει καί κατευθύνεται στό σπίτι του Δον Μτττενίτο Μιγκουέλ ΆσενΘιάν, άντι προέδρου τής Γερουσίας του Μεξικ-οΟ...
Ό Γαλέρας θυμώνει ν’
ΑΥΤΟ τό διάστημα ό Γαλέρας έχει καθήσει σέ ■μια καρέκλα, μπροστά από ένα τραπέζι καί περιιμένει ιμέ . . . λαιμαργία τον Μπλάσκο, νά του φέρη την· · . κανάτα του. Το βλέμμα του πέφτει έτΓά νω στον άλ,ήτη, πού τον είδε νά παίρνηι το νόμισμα απ' τά νέρια του άγγε!λ ιαιφόρου, την ώρα πού1 έμπαινε στην ταβέρ να. Ήκεΐνος έχει ζυγώσει τον πάγκο καί ζητάει από τον ταβερνιάρη ένα ποτήρι κρα σί. Ό Μπλάσικο του δίνει ένα ποΤήρι στά γρήγορα καί ύ στερα τρέχει σ3 ένα βαρέλι τού βάθους, μέ μια καράφα, γιά νά περιποίηση τόν ύπηρέ τη τού εκλεκτού του πελά του. Ό Γαλέρας τόν κύττάζει καί γλύφει τά χείλια του. *Ύ στερα κυττάζει κατά τάχη τόν αλήτη καί. . . γουρλώνει τά μάτια του. Αυτό πού βλέ πει, είναι πραγματικά περί εργο καί άξιο γιά νά γουρλώση τις ,ματάρες του ένας Γα λέρας:: Ό αλήτης, πιστεύοντας πώς κανείς δίέν τόν κυττάζει
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
εκείνη τή στιγμή, αδειάζει τό ποτήρι τού κρασιού, πού τού έδωσε 6 Μπλάσκο, στό πάτω μα. Ύστερα τό' φέρνει στό στόμα του καί τό αναποδογυ ρίζει μαζί μέ τό κεφάλι του, προσποιούμενος ότι τό πίνει! Ό γίγαντας άνασηκώνει τούς ώμους: καί μουρμουρίζει μοναχός του: — Τρελλός θάναι ό άνθρω πος! Τουολώνει όμως άϊμέσως τις ματάρες του, ακόμα περισ σότερο αυτή τή φορά, καθώς βλέπει τόν μπεκρή νά πληίσιά ζη τόν Μπλάσκο ιμέ τό άδειο ποτήρι στό χέρι καί τόν α κούει νά τού λέη: — Γέμισέ το! . . . "Ενα πο τηράκι άκόμα! . . . -— Τράβα από δώ πέρα!, τού λέει θυμωΙμένος ό ταβερ νιάρης. Αρκετά ήπιες! —"Ενα ποτηράκι! Σέ πα ρακαλώ! . . . Καίνε τά σωθι κά μου!, μουγκρίζει ό αλήτης μέ ραγιομενη φωνή. — Μπορώ νά σού δώσω καί ένα καί δέκα, ώσπου νά καης ολόκληρος, νά ησυχά σουμε !, τού λέει ό Μπλάσκο νευριασμένος. Πρέπει όμως πρώτα νά ιμέ πλήρωσής! Χρω στάς πολλά! Δεν γίνεται νά σού κάνω άλλη πίστωσι! —Ένα ποτηράκι! Μόνο ένα ποτηράκι! . . . —"Έτσι· λές κάθε φορά! Σού^ έδωΐσα ένα τώρα δά!, φωνάζει ό ταβερνιάρης. Δεν έχει άλλο!Λ "Άσε με τώρα νά περιποιη(θώ τόν πελάτη μου! — Μόνο ένα, Μπλάσκο! — Θά τό πληρώσης;
10 .
■·,
Ο
· -Μ '
1' Κ
Ρ
Ο , Σ
Ζ
Ο ' 'Ρ
Ρ
, Ο
. .
—Δεν έχω σέντσι I Λ Δεν ψίνίικα από τή ίμπλούζα και έχω δώκαιραικΓ!'μου'γικ.ρίζει; ό * τον σηκώνει σλσκλήρον στον · μπεκρής,, "Αν είχα θά σου - τα* αέρα!· , . ' . * ' ' πλήρωνα -και θά σου τα πληΓ — Γιατί ■ κοροϊδεύεις τον ,ρώΐσω . ιμόΐλ ι ς έχω 1 Κατάλα- σενό.ρ; τον ρώτάει ό Γαλέράς, βες; Γείμικτέ μου ένα ποτηρά- που. είναι ό , ιδιοκτήτης ' του • κι ! ' , * : .χεριού, , ^ ·' ' · Ό Γαλέρας θυμώνει.. Γϊετιέ ■·. . — Τι έκανε, λέει; Ποιος τα·ι\.δρθ'ιρς κάι τραβάει καπά είσαι’ του λόγου σου; "Άσε τον πάγκο, την ώρα πού ό άμε κάτω!, -ουρλιάζει 'υστερι. λήάης (μουρμουρίζει άπελπι- κά ο ιμπεκρής, ιμ·έ φάλτσα φω "σμένος': '··'·’ ■·.. ,- · ;νή. "Ασε με· θά μου .σκ·ίίσης ; —Ό· Θεάς θά σου το πλη^ ' τή μπλούζα! Ό γίγαντας δ. ρώσηζ "Μπλάσκο !.· Αφήνεις · μ ως- δεν τον άφηνε ι. Τρν κρα:.μιά ψυχή νά καή,'γιά ένα πο~ τάει συνεχώς, ,μίέ τό ένα χέτηράίκι,; που κάνει, δυο σέν-'. ρι., μετέωρο, Τά, πόδια ’ντου •'τσίαΓ φεύ'γώ, αλλά ό Θεός - βρίοκονταϊ μισό. μετρο’ πάνω" ■ θά.... , *. . απτό τό έδαφος καί'κλώτσουν .Ή συνέχεια τής. φράσης πέρα—* δώθε, χωρίς νά φτάτου αναβάλλεται έπ5 ! ορρι- νουν δμως τον Γαλέρα, πού στον όμως, γιατί ενα χέρι· * έχει , άπλώμένο το- χέρι του. σάν γερανός τον αρπάζει ξα—Σου1 χρωστάει·· λεφτά,
ασημένιο δολλάριο!, μουρμουρίζει ό τοίβερνιάρης...
©
Μ
I
-*-=*=---- —Η---- —- ·
Κ
Ρ.
&
Ο
X
5
Ρ
Ρ
--- ——.—;------ - --- ---__
Ο
·
11
Πίσω απ’ τ°· άνοιγμά, παρουσι άζονται.δύο φλογισμένα μάτια. . ' 1 σένόιρ Μττλάσκ,Ό; ρωτάει' ό πού' σου1 §δωσε· εκείνος ό σέ- * ' Γαλέρας άπαΙθώς. νόρλ,· Καί' Λέώ... ιμ?, άλλους.1." ,---- Ναί, άλλα...; Δηλαδή... .· λόγους.;..· , . ' . Αφήστε τον, σεναρ Γαλέρα! "-»Ποιο. νόμισμά μωρέ;. Π ο ι , Δεν πειράζει ! .·■ Είναι οβττέντα- . ος σενόρ; "Ασε ιμέ- κάτω!. ·Κα ·; ταλαδαίλεις; · Πνίγομαι! Σερος καί τον λυπάμαι... Του δίνω πότε -— πότε κανα - ττο- νόρ Μ’πλάσκο! Πες.τομ■ νά'μέ τ^’άκι,,. · , * . '·■ παρατήίσηΙ !·... Πού . νά" πάρη · —’Άΐσε .με κάτω, ' ψηλέ! - ικάί ’νά σηκώσηι!.. Παράτα)μεI. . . Δεν καταλαβαίνεις ισπανικά; Έχε-ι, ενσ μεγάλο' νόμι-'.' ουρλιάζει 6 μεθύστακας. Πια . σιμά !·, 'λέει .του' ' ταβερνιάρη. Καί λοιπόν σέ ·. κοροϊδεύει! > * ί στη|κ ε' ή , άνάσ ο: μου!. —κ ι3 εξακολουθεί' νά ' χτυπ ιέται ■ σοον Δηλαδή... 3Άν .«σόΟ χρώστάη ψίδι πού το έχουν πιάσει α . κ ατά πως' λες·/.' σε νό ρ'.... Θά. μπορούσε·.; ·3Ά·ν θελής νά... πό· την ουρά- * ■ . — Δεν έχει καθόλου ·. λε■ — Δεν είναι σωστό· νά ττίνή,ς χωρίς νά πληρώνης δ'ταν πτάΐ, '.λέει· ό Μπλάσικιο. · έχης... Θέλω νά πώ ' δηλαδή, —^ΛΕΞχει ένα μεγάλο νόμιλέει 'μρ επίσημη φωνή ο Γα , άμα!· Μπόρεΐ νά Οε πληρώ-· λέρας, ττώς δταν στην τσέπη, άη ! · · ··' " . ■ . ■· ,. .,.— Δεν έχω' αέντσ ι, .· μπουμ- .· .σου... Λέω για τό νόμισμά
Μ
©
ΜΙΚΡΟΙ
πουνοικέφαλε!, μουγκρίζει έξαγριώμένος ό μπεκρής. Δέ μου λές, ψηλέ: Ηλίθιος εί σαι ; — ιΕϋμαι!, παραδέχε τ α ι χωρίς νά στενοχωρηθή ό Ήρα|κλή-ς. 3ίΕσύ όμως, σενόρ, είσαι... είσαι ψεύτης δηλαδή. .. θέλω1 νά πώ!... Δώσε το νόίμ ισμα, πού λες πώς δεν έ χεις! α Καί .μ5 αύτά τά λόγια ό Γαλέρας αναποδογυρίζει με μιά εκπληκτικά γρήγορη· κίνη σι τή|ν τσέπη του θύματός του ικ03ΐ άρπαζει στον αέρα τό νόμισμα πού* πετιέται από κεΤ μέΐσα. Μετά, μέ μιά κίνηισι όλο περιψράνήσι, άλλα καί άξ,ιοπρέπει... άκσϋμπάει κάτω1 τον αλήτη καί γυρίζει νά δώση τό νόμισμα στον ταβερνιάρη. Μόλις προλαβαίνει νά δή μέ την άκρη του ματιού του τον ι μπεκρή, πού του επιτίθε ται σάν μανιασμένος ταύρος. Και μόλις προλαβαίνει νά βάλη τό νόμισμα στήιν τσέπη του και νά στραφή γιά νά τον άντιμιετω|πίισηι. Στη φούχτα του 6 μπεκρής κρατάει μ?·ιά άστράφτερη λάμα, πού πετάει άπειλητικές λάμψεις, όπως καί τά μάτια του. Ό γίγαντας όμως δεν του δίνει σημασία. Σηκώνει τη γροθιά του καί τή στέλνει νά προσγειωθή μίέ τή;ν ταχύτητα του κεραυνού1 πάν«ω στο πιρόσωπο τού αλήτη. Στέλνει τον άλλον νά κυλήίση άναί'σθητος, ακίνητος σάν ικούτσο υ ρ ο, στην άλλη γωνιά τής αίθου
1
ύ
Ρ
Ρ
ύ
σας τής ταβέρνας. Μετά ό γίγαντας, γεμάτος αξιοπρέπεια, βγάζει από την τσέπη του ένα άσηίμένιο νό μισμα καί τό δίνει τού ταβερ νιάρη. Εκείνος άλλοιθωρίζει. "Ενα άσημένιο δολλάριο!, κάνει κατάπληκτος. Πού τό βρήκε ό Πεπί'το; Λες νάναι κάλπικο; —καί τό δαγκώνει καί τό· χτυπάει έπάνω στην πέτρα τού νεροχύτη. "Άμ^τσ [ "Όχι! Κατα - γνήσιο! Πού δαήμονα τό βρήκε, ό διάβολος; — Τού τό έδωσε εκείνος ό σενόρ!, λέει ό Γαλέρας. —"Α, τον άγύρτηι! Καί μόύκανε τον άπένταρο! Καλά πού τόν είδες, σενόρ, Γαλέρα! "Ολοι· θέλουν νά μέ λη στέψουν ! "Άλλη φορά δέν τού δίνω ούτε σταγόνα, άν δέν τόν ψάξω καλά, νά βεβαιωθώ άν έχη χρήματα! ... Ό γίγαντας σηκώνει τούς ώμους. Συγχισμένος, ξεχνάει άκόμα καί την κανάτα μέ τό κρασί·. Βγαίνει έξω από την ταβέρνα, γιά ν άνασάνη λί γο καθαρό αέρα... Την ίδια στιγμή όμως, γί νεται κάτι πού κανείς δεν τό περιμένει. Ό αλήτης συνέρχεται μ’ ά πιστευτή γρηγοράδα από τή γροθιά τού Γαλέρα. Βλέπει τόν ταβερνιάρη πού έχει μεί νει άπολιθώμένος, μέ τό άση^μένιο δολλάριο στο χέρι, κυττάζοντας μιά τό· νόμισμα καί μιά εκείνον. Στή στιγμή πετιέται όρθι ος καί χυμάει επάνω του.
ο
ΜΙΚΡΟΙ
Ό αλήτης ΙΙρΙ Ν ό Μπλάσκο προ λάβη νά κάνη, την παραμικρή κίνησι, του άρπαζε ι τό νόμι σμα σιπο ιμέσα, άπό τό χέρι και πηδάει τηρός την, πόρτα. Ό ταβερνιάρης αφήνει μια γοερή κραυγή απελπισίας, πού κάνει τον Γαλέρα ν’ άνα τιναχτή. Στρέψει και βλέπει τον α λήτη νά πετιέται έξω απ’ την πόρτα της ταβέρνας, σαν •σφαίρα από την κάννη του φεκιού. 1 Απλώνει τη χερούκλα τον για νά τον πιάση. Ό Π επί το, όμως, παρου σιάζει αξιοθαύμαστη ταχύτη τα άντιδράσεως. Σκύβει γορ γά και περνάει κάτω από την «άρπάγη» τού γίγαντα. "Ωσ που νά σκύψη κι* ό Γαλέρας, έκεΐνος βρίσκεται κιόλας /μα κρινά. Ό γίγαντας πεισίμαίτω1 μέ νος κάνει μερικά βήματα πί σω του, σάν νάχη την πρόθεσι νά τόιν κυνηΐγήσηι. Ό Μπλάσκο σ’ αυτό τό με ταξύ έχει βγή άπό την τα βέρνα του και ξεφωνίζει γε μάτος οργή στον Πεπίτο, κα λώντας τον νά σπάθή και νά τού φέρη πίσω τό νόίμισμα, άλλοιώς τού κόβει <μ ιά γιά πάύτα την πίΐστωσι! Ό Γαλέρας τελικά στέκε ται κΓ αφήνει τον αλήτη νά ξεφΰγη. Θυμάται πώς ό Λόν Βέγκα, ό κύριός του, τον έ χει διατάξει νά τον περιμένη Οπήν ταβέρνςχ. Λοιπόν άνασηπ
Ζ
Ο
Ρ
!*
ο
13
κώνει τούς ώμους του και ξα ναμπαίνει ;μέσα, νά συνάντη ση την κανάτα του μέ τό κρα σί... Ό αλήτης εξακολουθεί νά τρέχη ιμ’ όλη τή δύνισιμι των ποδιών του, ακόμα κΓ όταν έχη στρίψει αρκετές γωνίες παρακάτω. ΈΙστω κΓ όταν δ,έν άκούη π.ά νά τον κΐυνη'γάη κανείς. Στο τέλός σταματάει τό τρέξι'μο. Βαρειά λαχανιασμέ νος προχωρεί άκόΐμ,α λίγο, πα ,ρατ ηρώντα ς συνέχω ς π ί σω του, ιμέ μεγάλη προσοχή. Δεν βλέπει τίποτα πού' νά τον βάλη σ' άνηίσυχίες. Και πρα γματικά δεν τον παρακολου θεί κανένας. Ησυχάζει. Τώρα περπατά ει ,μέ αργό βήμα άργό/σχολαυ. Φθάνει έτσι σ' ένα από· τά λαμπρότερα σπίτια τής πολι τείας. Περνάει έξω άπό την κεντρική, πόρτα του, αλλά δεν στέκει σ' αυτή. Κάνει· τον γύρο τού σπιτι ού καί φτάνει σέ μιά βοηθη τική πόρτα, πού βρίσκεται στην πίσω πλευρά του. Χτυπάει συνθηιματ ιικά, Π εριμένει. Σέ μερικά δευτερόλεπτα άκούγονται βή'ματα πίσω α πό1 τήν πόρτα. Έίνα σιδερένιο παραθυράρι παραμερίζει τρίζοντας. Ά πό! πίσω- παρουσιάζονται δυο φλογερά ιμάτια. — Ποιος είναι; ρωτάει μιά καταχθόνια φωνή. —Ό Υπέρτατος γιά τό Μεξικό;, αποκρίνεται ό αλή της ιμέ έπίσημη φωνή. ίο παραθυράκι κλείνει. 4(ή
14
' ·
Ο
· Μ ·' I
Κ·. Ρ
ο
σ
.ι - ©
ρ
ψ' ο
πόρτα ανοίγει,. · . κοΰ σπιτιού, τού Δον Μπενά Ό ’ «μπεκρής» περνάει ώμε-, το Μ ιγκουέλ Άσενιθιόν. σα. ' · ν · · . , ? Σ τέκει. άναποφάσ ιιστο ς £·.-. Ό άνθρωπο ς' πού τού έχει κει άιτέναντιλ ανοίξει εΐν&Τ πολύ παράξε •' Δέν μπορ εΐ'' νά δ ιακ ινβυνεύνος: ..·'*■ * .. . ’ ' / ση νά.. πλησιάση έκείνη’· τη» ■; ίΕΞΤναι .παντός —έχει· σχε σττγίμά Κό όμως πολύ; θά ήτδόν " τό; ·μι·'σό μπόκάπό · τον θελε νά 'βίρ.ι,σκόταν στο έσω1 αλέραν— έχε: .ένα . τρομερά”, τεριίκό* του.μέγάρου καί V άφαρδύ- μέτωπο, όλοοτ,ρόγγ σ '.κουγε. αυτά πού θά πουν ό 'λα μάτια όυθ.σιμένα στίς κόγ άγγελιαφόρος καί ό Δον 5Αχες τους, · άλλα·,το τρομερώσενίθίόν... τερο άτά ολα είναι το χρώμα, ■ Μια πού- κάτι, τέτοιο είναι ,τρο,ύ έχουν1 αυτά τά* μάτια. Το εντελώς άδύνατο, εφ5 όσον ■ φλργιαμένα, ρλοκάκικινο· χρώ- ■φοράει· τά ρούχα τού Δον μα: τους!.. Βέγίκα,; αρχίζει νά. κάνη, βολ Μοιάζει σάν' νά -είναι ένας τ εξ ' στην ’ πλατεία, · έχοντας ■κολασμένος; πού τό έχει σκά στον νου του στό σπίτι' του σει .μεσ’· από την κόλααι! ■ Άσεύθιόν. Κλείνει την πόρτα πάλι καΤ Δεν άργεΐ νά βγη άπό κεΐ ρωτάει τον Πεπίτο μέ: δίαπε- πέρα .ό άγγελιαφόρος. Ανέ ραισττκή,.άνατριχιαστική . φω βα ίνει στό άλογό του καί φευ γει μιέ γοργό καλπασμό. νή:* λ* ^ ^ ; ·* · ; . Ό* Σ άντρο δεν έχει· -καμμία . ’—Που είναι τό/νόμισμα; . ’ *·■ Χωρίς νά π ή λέξϊ- ό άλή- . διάθεσι .νά τον παρακολούθη ση: αυτή τη” φορά. Είναι- βέβαι της, τού δίνει τό .άσήΐμένίο ος πώς ·θά γυρίίση στό· στρα δολλάρια.; 'Ο, τρομερός άν'θρω πάκος τό παίρνει χωρίς νά πη τόπεδο . των «λεγεωνάριων», γιά ,νά άναφέρηι πώς ή άπολειξι.' ^ ' ξ.. - , ^ · στολή του έστέφθή μιέ έπιτυΚυττάζει· άλλη μια φορά \ ■" . χ τον Πεπίτο με τά κολασμένα. χ\α." , Στέκεται 'λοιπόν άντίκρυ . του μάτια. Μετά στρέφει καί χάνεται στο βάθος τού δια-·. οπό· αρχοντικό1 του· ανθρώπου πού. ίσως: εΤναι προδότης καί ■ δροΙμόυ. πού βρίσκεται πίσω ’κίυττάζει μέ μΐσόκλειστα βλέ από· την πόρτα. χ φαρα, τά εντελώς κλεισμένα Τα δέκα· σεντάβος .παντζούρια του. Λυτό , τού κάνει έντύπωσι 0'ΛΟΝ ΣΑΝΤΡΟ ΒΒΓ-. καί ξαφνικά του έρχεται μιά παράξενη σκ,έψ ι ·. ΚΛ" έχει ; παρακολούθησει α Πλησιάζει την κεντρική πό μακρινά τόΐν άγγελίαφόρο πόρτα τού κτιρίου. Ρωτάει των' «λεγεωνάριων». Τον βλέ τόν φρουρό πού δρίσκετλ έπει νά πεζεύη έξω από την κεΐ πέρα, άν μπορή νά πετά ■ κεντρική· είσοδο τού άρχοντα χη άκρόασι άπό· τον .
ΜΙΚΡΟΣ Μττεν ίσο Μ ιγΐκ αυέλ ’ΑσενΘ1ι όν. Τρΰ απαντούν πώς ό αν τιπρόεδρος λείπει έβώ και πέντε μέρες, σέ ίμια μεγάλη περιοδεία... Ή άπάντηίσι τού προξενεί κατάπτληΐξι. Φεύγει μέ ζαρω μένα φρύδια και γυρίζει στην ταβέρνα όπου τον περιμένει 6 Γαλέρας. Τίσά,τρα - πάτρα ρ γίγαντα σώμος υπηρέτης του, μέ τη βοήθεια και τού Μπλάσκο, τού διηγ ιούνται τό έπειίσόδιο μέ τον αλήτη καί μέ τό νόμι σμα. Τά μάτια τού νέου πετοΰιν σπίθες γιά μια στιγίμή. "Υστερα όμως χαμογελάει. Βγάζει τό άρωμ<γπσμένο του μαντηλάκι καί τό φέρνει στη μύτηι του. — ΤΙ περίεργα πράγματα όλ5 αυτά!, λέει βαρυεστημέ να. "Οπου καί νά πας, δεν α κοές άλλο από καυγάδες καί πράξεις βίας Π.. "Ολ^ αυτά μού προξενούν αφάνταστη πλήξη! Πάμε νά φύγουμε, καλέ μου Γαλέρα! Καί μ5 αυτά τά λόγια αρ χίζει νά ψάχνη: τίς τσέπες του γιά νά βρή ψιλά, νά πλήρω σή τον Μπλάσκο γιά τό κρα σί τού υπηρέτη του. Φαίνεται όμως πώς ■ δεν έ χει καθόλου ψιλά. Ό Γαλέρας πού τον βλέ πει καταλαβαίνει. — Σενόρ Σάντρο, λέει, άν δεν έχετε..< δηλαδή βλέπω που ψάχνετε νά.;. Θέλω νά πω ότι εγώ έχω ένα-δυο νομί σματα καί μετά μού δίνετε.. Τώρα μπορώ νά δώσω εγώ
I
©
Ψ
Ψ
ο
15
τού ταβερνιάρη καί... Κοτα λάβατε, σενόρ; — ιΚατάλαβα, Γαλέρα!, ά ποκρίνεται χαμογελώντας ό νέος. Δώσε λοιπόν δέκα σεντάβος(*) τού Μπλάσκο, άν έχης καί τά βρίσκουμε μετά οί δυό μας... . . Ό Γαλέρας βγάζει τό νόμιίσμα άπσ τήιν τσέπη του καί τό δίνει τού ταβερνιάρη μουρμουρίζοντας: — Δεν μπορώ νά καταλά βω, σενόρ... Δηλαδή έγώ σάς τά λέω μιΙσά κ.Γ έσεΐς κατα λαβαίνετε κΓ έσεΐς, σενόρ... Θέλω νά πώ..\ μού τά λέτε καί τά ξαναλέτε κΓ έγώ δεν μπορώ νά... Δηλαδή... σενόρ. καταλάβατε; ; -— Σι, άμίγο! Ό γίγαντας γουρλώνει. τά μάτια, του διάπλατα καί έτοι μάζεται νά άκολουθήισηι τον κύριό του πού έχει ξεκινήσει χαμογελώντας προς τήν πόρ τα. Εκείνη τη στιΥμή όμως ό ταβερνιάρης, ό Μπλάσκο, βγάζει μιά φωνή έκπλήξεως. Ό Σ άντρο γυρίζει παρά ξενε μένος καί τον κυττάζει. Ό. ταβερνιάρης κρατάει στό' στόμα του τό νόμισμα πού τού έχει δώσει ό Γαλέ ρας και δαγκώνει τήν άκρη του, μέ · μ·ιά έκφρασι· βάθύτατης έκπληξης.^ — ΤΓ τρέχει, Μπλάσκο; ρωτά ό νεαρός: καμπαλλέρο άνήίσυχος.; — Τρέχε ι, Δον Β εγκα
(*) Τό 1 «ττέσο» Μεξικοα/ικό δολλρριο, έχει 100 σ$ντάβος,
ο πώς..., λέει ό καηΐμέίνος ό Μίπλάσκο, που αητό τή σαστι μάρα του μπερδεύει· τα λό για του όπως ό Γαλέρας. Τρέχε ι ττώς.·.. δηλαδή... αυτό το νόμισμα... Είναι βέβαιο, πώς εντελώς τυχαίως θά βρέ θηκε ιστά χέρια τού άξιοτίιμου σενόρ Γαλέρα, πού έχει την τιμή να άνήίκη στην υπηρεσία σας... Ούτε μια στιγμή δεν μου περνάει άπό τό μυαλό πώς θά μπορούσε ό αξιότι μος σενόρ Γαλέρας νά... νά θέλησε νά... Δον Βέγικα, βλέ πετε όμΙως, αυτό τό νόμισμα είναι... είναι... — ιΚουτός σάν κι* έμεινα!, συμπληρώνει μ" ενθουσιασμό ό γίγαντας;, δείχνοντας τον Μπλάισκο. Οι βυόί μας θά μπορούσαμε νά κουβενΤιάζου με μέ τις, ώρες, σενόρ, χωρίς κανείς μάς... Δηλαδή) χωρίς νά καταλαβαίνουμε τι... Μ” άλλους λόγους ό ένας μέ τον άλλον δέν θά.... Ό Σ άντρο όμως δεν α κούει τον πιστό υπηρέτη του αύτήι τή φορά. ίΚάνει ένα βήμα προς τό ιμέρος τού ταβερνιάρη καί ρω τάει ανυπόμονα: — θνα ι κάλπ ιίκ ο; — Κάλπικο, σενόρ!, δη λώνει μέ άνακούφισι ό Μπλά σκο καί1 τείνει τό νόμισμα προς τό· μέρος του, εύτυχισμέ νος πού δεν ύποχρεώΒήΙκε νά πή πρώτος αυτός τέτοια λέ ξη στον εκλεκτό πελάτη του. Ό Σ άντρο τό αρπάζει μέ λαχτάρα. Τό κυττάζει μιά στιγμή κάί τά μάτια του πετρύν τρομερές λάμψεις, που
τ
ο
ρ
ρ
ο
σβήνουν όμως γρήγορα. Τό πρόσωπό του ξάναπαίρ νει τήι συνηθισμένη, ρώμαντι κή του έκφραισι. Λέει βαρυεστημένα: —"Έχεις δίκιο, Μπλάσκο. Είναι κάλπικα αυτά τά δέκα σεντάβος... Γαλέρα άμίγο, μήπως, έχεις κανένα άλλο τέ τοιο νόμισμα; —-"Έχω·, σενόρ Σ άντρο!, τραυλίζει ~ ό γίγαντας. Δέν (μπορώ όμως νά κάταλάβω πώς... Δέν μπορώ νά καταλά βω τί... Δηλαδή, σενόρ, αυτό τό' κάλπικο, δέν καταλαβαί νω· πώς... Μ" άλλους λόγους., και πότε καταλαβαίνω, θά μόύ πή’τε! "Έ, σενόρ; ^ (Καί βγάζοντας ένα άλλο νόμισμα άπό· τϊ}ν τσέπη του, τό· δίνει στόΐν κύριό τουΈκεΐνος τό παίρνει καί τό δίνει στον Μπλάσκο ρωτών τας : — Μήπως είναι κι" αυτό κάλπικο, άμίγο; Ό ταβερνιάρης φέρνει τό νόμισμα στά δόνΤια του καί ύστερα μουρμουρίζει ικανο ποιημένος: ^ —Όχ.ι, Δον Βέγικα! Αυτό είναι γνήσιο, σάν τον ήλιο! Μόνο πού... Δηλαδή είναι έ να όλόΙκληρο πέσο καί αν πε ριμένετε... -— Δέν πει ράζει. Κ ράτησ ε τά ρέστα, Μπλάσκο!, λέει ό Σ άντρο καί παίρνοντας τον Γαλέρα. βγαίνουν μέ βιαστικό βήμα άπό- την ταβέρνα. 'ΓΤίσω τους ό ταβερνιάρης, γεμάτος ευτυχία για την ξα φνική τύχη του, έχει τρελλα'θή στις υποκλίσεις,
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Μόλις φθάνουν στον παρα κάτω δρόμο ό νεαρός καμ^ταλ λέρο σταματάει. Βγάζει οστό μια τσέπη του ένα σουγιάΤον ανοίγει καί μΐέ τη μύτη της λεπίΐδας αρχίζει νά σπρώ χνη τή!ν άκρη έκείνου τοΟ κάλ πιΐκου νομίσματος μπροστά ατά γουρλωΙμένα! και κατάπλη|κα μάτια του Γαλέρα. -αιφνΐκά τό' νόμισμα ανοί γει στα δύο σαν κοοτάκι. Μέ σα είναι κούφιο και στο έσωτεριικό του υπάρχει ένα λευ κό χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα. Ό Σάντρο ,]/ εκίφρασι θρι άμβου παίρνει αυ'τό τό χαρ τάκι και τό' δείχνει στον1 πε λώριο σύντροφό του, πού έ χει εντελώς χαζέψει. — Κατάλαβες τώρα, άμίγο; του λέει. — Σο. . . σοβαρολογείτε, σενόρ; αποκρίνεται αυτός. Ό νεαρός ευγενης γελάει με τό ύφος του κουτού φίλου του. Ετοιμάζεται νά ξεβιπλώ ση τό χαρτάκι όταν, ξαφνι κά, άκούγεται ποδοβολητό πολλών ανθρώπων πού τρέ χουν καίι δυνατές1 φωνές.
Οί κολασμένοι έξ@ρμ©Ον 0 ΠΙΕΠΙΤΟ περιμένει πί σω άπό τη βοη|θητιική πορτού λα τού αρχοντικού σπιτιού. Τό' βλέμμα του μένει καρφω μένο στο· βάθος τού διαίδρό1μου, δπου εξαφανίστηκε έκεΐνος ό τρομερός: άνθρωπάκος, μέ τά διαβολικά, κατακόκκι-
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
17
να ματ ία. "Άξαφνα άκούγονται πολ λά βήματα άπό κείνο τό μέ ρος. 5Απ' τη γωνία τού δια δρόμου στρίβουν τέσσερις μικροσκοπικοί άνθρωποι, τό ίδιο άποκροΜστικοΊ μ* εκεί νον τόν πρώτο. Μέ τά ίδια κατακόκκινα, εφιαλτικά μά τια. Όρμουν καταπάνω του. Ό Πεπίτο όμως: δέν κάνει κάμμιά κίνηισι για νά ξεφύγη. Τούς κυττάζει μόνο κα τάπληκτος, σαν άνθρωπος πού δέν μπορεί να χωρέση τό μυαλό του τι συμβαίνει. ■Πολλά χέρα τόν αρπάζουν άπ3 τά ρούχα καί τόν τραντά ζουν μέ απίστευτη δύναμι. —Παλιάνθρωπε! Θά πεθά νης!, ^ουρλιάζει τό πρώτο α πό κείνα τά ανθρωπάκια. "Έ χεις φέρει έδώ τούς εχθρούς τού Υπέρτατου; Μίλησε; — Τρελλαίθήικστε; Τι μοΰ λέτε; φωνάζει θυμωίμένος ό αλήτης και προσπαθεί νά α παλλαγή· αητό τά χέρια τους. Έΐνιαι αδύνατον δμώς. Οί (μακροσκοπικοί,, κολασμόν ο ι άνθρωποι., έχουν τρομακτική δύναίμι. Τά δάχτυλά τους εί ναι σφιγμένα σάν σιδερένιες τανάλιες στους καρπούς των χεριών του καί βέν τόν άφήνουν νά κινήθή. — Γ ιατί έφερες έδώ αυτό τό νόμισμα; τόν ρωτούν ά γρια. — Μού τό έδώσε ό άγγελιαφόρος τής Λεγεώνας! — Αές ψέματα! Τό· νόμ-ισμα δέν ήταν τέτοιο! ^Ηταν συνηθισμένο νόμισμα! Είσαι προδότης καί θά πεθάνης!
Β Ηϋ·ϋ
ν.νΠ
1
:
· : · > ; · : ■
I ί| I
Φ·'' ^·,; ·■■ ■ · ■ ■ >■
ϋΑϋ Ιβί £ - I
ϋϋΚ ν.ν.
Μ*
Μη ■Ε:::%ϊίΛ:: Βκ·:·β<:·;·;;:·:ν:■-* 5%:
Μάνος αλτος
Τούτηι τή
φορά: αληθινός τρόμος^ ζωγραφίζεται στα ιμά τια τσΟ Πεπίτο. ■— Ψέματα!, ουρλιά ζ ε ι. Ψέματα! Δεν είναι δυνατόν·! Μου τό έδωσε, σάς λέω, ό
άγγ ελ ι αφό'ρος τής Λεγεώ νας Κ.ν ’ · Είναι τέτοιος ό σπαρα γμός του και ή έξαψί του, ώστε κι* έκεΤνόι οι κολασμέ νοι άνθρωποι φαίνονται προς
Ψηλά τά χέρια, σενόρ Ζορρό!
στιγμήν νά διστάζουν. Άλλη, λοκΟττάζονται, "Ύστερα πάλκ ένας, απ’ αυτούς ρωτάει π ιό. μαλακά: — Μήίπως ό άγγελιαφόρος δέν ήταν δικός μας; Μή-
πως έπεσες σε ικαιμμιά παγίδα των εχθρών του Ύπέρτατου; .· —Όχι!, λέει τρομαγμένος ό άίλήτης. *Ηταν ό ίδιος πού μου έφερε τό νόμισμα
0
ΜΙΚΡΟΣ
και1 τήν περασμένη φορά! Τον γνώρισα! .. . Την ίδια στιγμή ένας άλ λος άνθροοίπάκος έρχεται κον τά στους τέσσερις πρώτους, από το βάθος του διαβρόΙμου. — Δεν φαίνεται ψυχή γύ ρω άπό το σπίτι!,, λέει στους άλλους. "Ολα είναι ήσυχα, ό πως συνήθως... — Μήπως αυτός εδώ ό ά θλιος λέει την αλήθεια; μουρ μουρίζει- παραξενεμένος ένας άπό τούς άποκρουστιικους άν θρώπους. “αιφνικά όμως ό Πεπίτο γί νεται κατάχλωμσς σαν πεθα μένος. "Αρχίζει νά τρέμη·. — Τώρα κατάλαβα !, μουγ κρίζει ν Είμαι ^ηλίθιος! Θα... θά μου τό πήρε εκείνος! Σωπαίνει καί κυττάζει μέ ανείπωτη φρίκη τούς; φρικτους φύλακες του. Καταλαβαίνει πώς ήταν τρομερή ανοησία ν" άψήση; νά τού ξεφύγουν αυ τά τά λόγια. Τώρα όμως εί ναι αργά πιά. Οί κολασμένοι νάνοι τον κυττάζουν με τά α παίσια μάτια τους. Τά βλέμ'ματά τους μοιάζουν σάν κατακάκ|κινες φωτιές, έτοιμες νά πέσουν επάνω! του καί νά τον κάνουν στάχτη. Ό Πεπίτο αναγκάζεται νά τούς ^ βιηγηίθή γρήγορα, μέ τρεμάμενη, φωνή, την περιπέτειά του στην ταβέρνα τού «Μονόφθαλμου Κ ό ραικ α». Μόλις τελειώνει τή διήγηίσί του, γίνεται- σιωπή. Οί φοβε ροί νάνοι μοιάζουν νά σνλλογίζωνται άν πρέπει νά τον πνίξουν εκείνη τή. στιγμή ή όχι. Ό αλήτης μουρμουρίζει
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
©
μέ ξαφνική ελπίδα: —"Ί σως καί νά μήν τό πή ρε επίτηδες! Τό- έβαλε προς στιγμή στην τσέπη του, γιά νά μέ αντιμετώπιση... Σίγου ρά θά τό έδωΐσε μετά στον Μπλάσκο! Ναί! Τώρα που τό σκέπτομαι, κατάλαβαίνω πώς έγινε: Τό μπέρδεψε μέ ένα άλλο νόμισμα πού είχε στην τσέπη του κι" έδωσε ε κείνο στον ταβερνιάρη!! Μπο ρούμε άκόίμα νά τον βρούμε καί νά τού τό- πάρουμε! "Ί σως, νά μήν έχη φύγει! Οί κολασμένοι άλληλοκυττάζοντα ι κ αα συννενοούντα ι μέ τό' βλέμμα. —Εμπρός!, λένε όλοι μα ζί μ" ένα στόΙμα. 'Κι-3 ένας μόνος του συμπλη ρώνει: —"Έλα μαΐζί μας! "Ανοίγουν τήν πορτούλα καί ώρμούν έξω μ1" όλη τή δόνα μ ι τώ|ν μ ιίκ.ρ οσκοπ'; κών ποδιών τους. Σ'τόν δρόμο πού τρέχουν ό Πεπίτο, γιά νά καλυτέρευ ση: τή θέσι του, τούς λέει κ οντ αναισα ί νοντ ας: —"Ακόυσα καί τά ονόματα τους! Ό Μάλάσκο ώνομάτί σε Γαλέρα τον πελώριο καί τον νεαρό* κύριό του, Δον Β εγίκα! Τά δυο αυτά όνόΙματα ό μως, δέν φαίνεται νά σημαί νουν απολύτως τίποτα γιά τούς φρικτους εκείνους άνθρωίπάκους. Εξακολουθούν νά τρέχουν μ" απίστευτη τοοχύτη τα προς τήν, ταβέρνα.
ο
21]
ο
Τό οχέδι© τοδ Σάντρο
ΣΑΝΤΟ αρπάζει τον ττιστό υπηρέτη του και μέ μια δύνορι. πού δεν 6α την περίίμενε ποτέ κανείς άπ3 τον μαλθακό αυτόν νέο, τον τραβάει και τον κολλάει στόν τοίχο του σπιτιού1 πού βρίσκονται άπ3 έξω. Την ίδια στιγμή άπ5 τή γω νία του ίδιου σπιτιού ξεπετά γονται οι κολασμένοι εκείνοι νάνοι. Τρέχουν σαν ζαρκάδια προς: την ταβέρνα του Μπλάσκο. !Κανένας τους δεν στρέφει να τούς κυττάξη. — Αύτός 6 δήθεν μπεκρής ί μουρμουρίζει 6 Σάντρο μέσ3 άπ3 τά δόντια του. "Επρεπε να τό είχα καταλάβει!... — Καί... καί δεν τό κατα λάβατε, σενόρ; κάνει έκπλη κτος: ό Γαλέρας πού ακούει τά λόγια του. Δεν καταλαβαί νω πώς γίνεται αυτό... δηλα δή... — "Ελα, Γαλέρα ! ιΓρήγορα στ3 άλογά μας!, λέει ό Σάντρο κιόβωντάς τον. Τρέχουν πίσω' από τούς ε φιαλτικούς νάνους, πού έχουν νωΒήί κιόλας στον «Μονόφθαλ μο Κόρακα». Λύνουν τ3 άλο γά ^ τους πού τάχουν αφήσει έικεΐ άπ3 έξω. Πηδούν στις σέλλες τους καί ρίχνονται προς: την αντίθετη πλευρά τού δρόμου, μέ γοργό καλπασμό1. Λίγα δευτερόλεπτα αργό τερα αντηχούν πίσω τους ά~ γριές φωνές.
-—- Μήι στρέψης: καθόλου τό κεφάλι, άμτγο!, Φωνάζει ό Σάντρο στον γίγαντα. Λεν πρέπει νά δείξουμε πώς ψεύγου|με κυνηγημένοι. "Απλώς, θά προισποιηίθούίμε πώς 6έν καταλαβαίνουμε ότι φωνάζουν γιά μάς.... Μην ξεχνάς πώς είμαι ό Δον Σάντρο Βέγκα, τώρα... — Δεν θά τό ξεχάσω* ποτέ στη ζωή μου, σενόρ!, απο κρίνεται ό Γ αλέρας επίσημα. Δηλαδή... 3Αίλλά μέ τή στροφή πού παίρνει απότομα ό Σάντρο στον έπόΙμενο δρόμο καί κα θώς αναγκάζεται κι3 αυτός νά τραβήιξη άπότομα τά χαλινά ρια γιά νά στρίψη, ή φράσι του κόβεται στη μέση:. Ο! φώνές των κολασμένων άνθρωπάκων σβήνουν σιγά σιγά πίσω· τους. Ό Σάντρο τραβάει τά χα λινάρια τού αλόγου του, στα ματώντας τον καλπασμό του. βγάζει άπό την τσέπη του τό νόμισμα - κουτάκι καί παίρ νει ατά δάχτυλά του τό< μικροσκοπικό, διπλωμένο χαρτί. Τό ξεδιπλώνει προσεκτικά. Διαβάζει μέ σιγανή φωνή, σάν νά μιλάη· στόν εαυτό του, τις λίγες λέξεις πού γράφει: «Υπέρτατε, Ό Μασκοφόρος ληστής Ζαρρό ανακάλυψε τό στρατό πεδο τής, Λεγεώνας. Περιμέ νουμε δ ι ατ αγές Σ ας». —"Υπέρτατος!, μουρμου ρίζει ό νεαρός εύγενής. Σί γουρα αυτός ό κύριος θά πά σχη από μεγαλομανία! Αυ τό όμως τον κάνει ακόμα. πε~
22 ρ ισσότερο έπ ικίνδυνο... ·. Έχουν φτάσει στην άκρη τής. πόλης. Βγαίνουν στην έόοχή/ ' ανάμεσα στα δέντρα. Ό Σ άντρο σταματάει τε λείως τό άλογό του και ό Γα λέρας έρχεται και στέκει δί πλα του, σαν τό πιστό σκυλί. Το πρόσωπο του νέου είναι . 6αθειά χαραγμένο από τις σκέψεις. — Τό άτυχη!μα είναι πού δεν είδαμε, άιπό^ πιο σπίτι βγήκαν αυτοί οι παράξενοι άνθρωπάκο ι!, μουρ μουρίζε ι. "Αν το ξέραΐμ'ε,^ θά είχε λυθή τό πιο σπούδαΐίρ πρόβλημα! —"Αν θέλετε μπορώ να τούς ρωτήσω, σενόρ!, προθυ ιμοπΡιήται ό γίγαντας. Δήλα δη Θέλω νά πώ πώς... -—; Καταλαβαίνω Γ α λ έρα! Μή βιάζεσαι. όμως, για τί, και νά τούς ρωτήσης, εί μαι βέβαιος δτι δεν θά σου άπαντη,σουν! — Τούς στρίβω τούς, λαι μούς, σάν τά κοτόπουλα!, δη λώνει αγριεμένος ό πιστός ύ-, πηρέτης. Έάν θέλετε, σενόρ, νά... —Όχι, Γαλέρα! Δεν μπορούμε^ δυστυχώς, νά ιμεταχειρ ιστού με αυτόν τον τρό'πο.... Ξέχασες πώς τώρα είμαι ό Δον Σάνίτρο... — Τό ξ έχασα; κάνει ό γί γαντας μέ γουρλωίμένα μά τια. Τι λέτε, ' σενόρ! Πρώτα θά ξεχάσω πώς είμαι εγώ ό Γαλέρας καί ύστερα πώς.... Δηλαδή., σενόρ Σ άντρο.,. — Δηλαδή τό ^ ξέχασες^ κι* αυτό ακόμα!τού λέει εύθυ
μα ό νέος. Πώς είσαι ό Γαλέ ρας! Καί ξέχασες πώς καί 6 Δον Σ άντρο καί ό Γαλέρας, είναι δυο άνθρωποι πού δεν ανακατεύονται στις δουλειές άύτές! . . . — Ποιες δουλειές, σενόρ; τραυλίζει ό γίγαντας πού δεν καταλαβαίνει τίποτα. Έγώ δεν... — Καλά... Καλά, άίμίγο, τον διακόπτει ό Σάντρο, πού σ’ αυτό· τό ,μεταξύ έχει κάνει •μ'.ά παράξενη δουλειά: "Έχει .ξαναίδιπλώσει τό σημε ιω{μ ατάκ ι> προς ; τον «Ύπερτατο», όπως ακριβώς ήταν διπλωίμένο. Τό έχει ξαναβάλει στη θήκη του, μέσα στο κού φιο νόίμιισμ,α. Έχει ξανακλείσει τό νόμισμα καλά — κα λά. Τώρα λοιπόν τό δίνει στον γιγαντόσωμο υπηρέτη του, λέγοντας: — ιΓαλέρα άμίγο, πάρε αύ τό τό νοίμισμια καί βάλτο στην τσέπη σου. Καί ξέχασε εν τελώς πώς τό ανοίξαμε καί πώς βγάλαμε από μέσα ένα χαρτί... Ένας μόνο τρόπος ύ πάρχει νά μάθουμε πού μέ νει 6 «Υπέρτατος»: Νά πα ρακολουθήσουμε αυτούς τούς περίεργους νάνους... Καί ..έ νας μόνο τρόπος υπάρχει, νά βεβα ι ωθή ό «Υπέρτατο ς», πώς ό Ζορρό δεν έχει, καμμιά σχέσι με τον Δον Σ άντρο Βέγκα: Νά δώσουμε αύτό' τό παράξενο νόμισμα στους αν θρώπους του, προσποιούμε νοι ότι δεν έχουμε ιδέα γιά τις ασυνήθιστες ιδιότητες του... Ασφαλώς δεν κατάλα βες τίποτα!
ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ό
23
-—Βέβαια, σενόρ! τό θέλω: εγώ ! Κατάλαβες τώ '— Μπράβο! Λοιπόν θυμά Ρά,* ' ^ μ " · μαι καλά πώς όταν μπήκαμε ·- ■ — Σί, σενόρ! στην ταβέρνα τού «Μονόφθαλ —- Μπορεί στην αργή νά' μου Κόρακα», ό .Μπλάσκο φώ κάνης 'ότι θυμώνεις λιγάκι·,, ναξε τ’ όνομά μσυ,> καλοσωρί:- - άλλα στο τέλος, όταν μάς σ ζοντάς με, Ό αλήτης έκεΐ' ' πειλησουν' μέ τίποτα όπλα,, νος ήταν μέσα και επομένως θά κρήνης πώς . τους ■; φοβήθη ξέρει χ* όνομά μου. Θά τό έ- . κες, καί θά τρύς .δώσης τά λε γη * πή. κιόλας σ'-αυτούς τούς φτά που έχεις στην τσέπη διαβολανθρώπους κι* ' εκείνοι., σου.,. . · ' ./ θά τό εΐπαν. ή θά το πουν — Σ η σενόρ. Ό,τι πητε στον «Υπέρτατο». έσεΐς !· "Αν θέλετε' τούς-δίνω _—Τυχεροί πού είΐσοοστε·! καί την τσέπη! Έ, σενόρ; κάνει καταχαρού μενος. ό Γαλέρας. - Ή -ένέδρα Ό Σ άντρο τον κυττάζει ■ Κάνουν, μια μεγάλη έκπληΐκίτσς: — Γιατί είμαστε τυχεροί, βόλτα, ώσπου- νά μπουν στον άμίγο; ^ ^ γ ίΠου είπανε τό , ονομά' δρόμο γιά τή Ρέϊνα ντε Λος "Αντζελες.. Έχουν άφήσει σας στον Υπέρτατο, σενόρ!', σχεδόν, τ3 άλογά τους, νά πη άποικρίνεται ο αγαθός γίγαν γαίνουν . μόνα τους κι* έτσι*· τας... Είναι σπουδαίο νά σάς ξέρη μέ τό^όνομά σας ό... Δηί : π ραχωρουν σιγά — σιγά/ Ό .-Σάντρο .άνηίσυγεί. Δεν λαδή εννοώ, σενόρ Σάντρο, · τό δείχνει όμως, ούτε λέει τί πώς ό Υπέρτατος Θεός.1.. * . ποτα στόν Γαλέρα. Φοβάται — ιΚατάλαβα, Έαλέρα! πώς’ όταν φθ'άιαουν οι άποτρό ΊΕχεις βίικιο!. Λοιπόν.άφόύ ξέ παιο.ι εκείνοι νάνοι, μπάρεΐ ρει ποιος είμαι, θά ξέρη ποι νά μην , άρκεσθουν νά' : τούς όν δρέίμο Ο3 άκολουθήσουίμε πάρουν το νόμισμα.; άλλα νά γιά νά πάμε στο ράντσο μας. θελήσουν καί νά τούς σκοτώ Θά στείλη λοιπόν τούς αν σουν. Σκέπτεται··, .νά πή' τού θρώπους του, νά μάς πάρουν ! Γαλέρα πώς σέ μια τέτοια πε τό νόμισμα:.. • ρίπτωσ,ι πρέπει, νά πσλεμή— Γιά, ας τολμήσουν!; σ·η-γιά τή ζωή του. Φοβάται ■μούγκριζει. ό γί γαντας. όμως πώς- με τις πολλές εν Ό Σάντρο χαμογελάει. · τολές, θά σκοτισθή τό... έκ — Θά τολμήσουν κι’ εσύ φύσεως σκοτισμέο μυαλό τού θά τούς άφήσης να στο πά γίγαντα καί μπορεί νά -τά κά ρουν!," του λέει. Κατάλαβες; νη θάλασσα. Κρατάει λοιπόν: —Όχι, σενόρ! Πώς δηλα ■ γιά τον εαυτό.του τις ανησυ χίες καί τήν έύθύνη/·· γ ιά την δή θά τούς άφήσω, άφου... -—©ά τούς άφήσης, γιατί κρίσιμη ώρα, .
24
Μ
I
Κ
Ρ
Κάνουν αρκετό δρόμο. Ό ήλιος γέρνει πίσω αητό τον ο ρίζοντα καί ό ουρανός γίνε ται κατακόΐκ,'κινος. Ό νεαρός. Βέγκα αρχίζει ν άνηΙσΡχή διαφορετικά: «Μήπως δεν τά λογάριασα καλά;» συλλογίζεται. «Μή πως ό Υπέρτατος δεν στείλη άνθρώπσυς' του εναντίον μας;» Μδο ξαφνικά, εκεί πού σκέ πτεται έτσι, πίσω άπό τούς ■κορμούς των δέντρων, ολόγυ ρά τους, ξεπηίδούν σαν πρα γματικοί διάβολοι, εκείνοι οί πέντε μιικροσκοπιικοΐ, τερατώ δεις; άνθρωποι. Ό Γαλέρας βγάζει ιμιά φω νη έκπλήξεως καί τραβάει ιά χαλινάρια το Ο1 άλογου του τό σο άπόάοιμα, πού εκείνο άναση^ώνεται στα πισινά του πό δ ι α. χλ ι>μ'ιντ ρίζσντα ς. Ό Σ άντρο, πού σε δλον τον δρόμο δεν έχει πάψει νά . . . άρωματίζη την αναπνοή του μέ τό βαντελλένιο του μαντηλάκι, βγάζει κι5 εκείνος μια φωνούλα καί φέρνει άλλη μια φορά τό μαντήλι στη μύ τη του. — Ποιοι είστ’ έσεΐς; Μέ τρομάξατε!, λέει χαμογελών τας ύστερα. -Καί ετοιμάζεται νά ξεκινή σηι πάλι. Οί νάνοι αμως πηδούν εμ πρός του' και αρπάζουν τά χαλινάρια τού άλογου του. — >Μιά στιγμή, σενόρ!, λέ ει μέ παρακαλεστική φωνή- ό ένας άπτ* αυτούς. Είμαστε φτωχοί καί άρρωστοι άνθρω7Γ0ΐ«». Δώστε μας μερικά χρή
©
Σ
ματα, νά πάμε νά φάμε κά τι... Τός πρόΐσωπο του Σ άντρο γίνεται. σκυθρωπό. Παίζει θαυμάσια τον ρόλο τού αν θρώπου πού τού έχει κάνει πολύ άσχημη έντύπώσι ή συμ περιφορά τους. — Δεν έχω καθόλου ψιλά!, λέει ξερά. 3Άν ψάξης τις τσέπες σου κάτι θά βρής!, μουγκρίζει άπειληΐτικά ένα άπό τά μικροσκΌπικά εκείνα ανθρωπόμορ φα τέρατα. Ό τρόπος του είναι φανε ρά σαρκαστικός καί άπειλη1τιικίός, πού ό Γαλέρας γίνεται πυρ καί μανία μέσα σέ μια στιγμή. Σκύβει επάνω άπό τη σέλ λα τού άλογου του καί άρπα ζει- τον νάνο πού μίλησε έτσι άπό τις μασχάλες. Πριν ε κείνος προφτάση νά κάνη την παραμικρή κίνηση τον ση κώνει στον άέρα καί τον τι νάζει μ5 ένα μουγκρητό επά νω· σέ άλλους δυο πού στέ κουν κοντά — κοντά, σαν νά είναι... χαλίκι! — Για νά μάθη,ς νά μιλάς στον Δον Σ άντρο Βέγκα, τσίμπλη!, μουγκρίζει, έξω φρένων. *Άγρ1 α ού ρλ ι αχτά αντη χούν τότε. Σχεδόν ταισάχρο να, στις φούχτες των πέντε έκείνων κολασμένων νάνοον α στράφτουν κάτι μ ακόυες, άτσ αλέν ι ε ς λ ά υε ς. Ό Δον Σ άντρο βγάζει μια δυνατή φωνή φρίκης καί τρα βάει τό άλογό του πλάϊ στον Γσλέρα, σά νά θέλη νά φμ^
5
Μ
ί
Κ
Ρ
Ο
Σ
λαχτή πίσω άητιό τον γιγαντό σωίμο υπηρέτη του. — Σενόρες!, φωνάζει μέ τρόιμο. Τι κάνετ’ έκεΐ; Αφή στε τά «μαχαίρια·! Ό Γσλέρας πάνω στο θυμό του δεν πρόλαβε νά σκεφθή τι κάνει! . . . Θά σάς ζητήση συγγνώ μη ! — Δέν ,μάς ένδιαφέρει ή συγγνώμη του! Μάς ενδιαφέ ρουν τά ψιλά πού έγετε στην τσέπη σας! — Αέν έχω καθόλου ψιλά! Σάς λέω την αλήθεια!, κά νει τρέμοντας ό Σ άντρο. Όρίί στε! Π άρτε αυτά! —καί βγάζοντας το πορτοφόλι του βγάζει ένα χαρτονομ ίαμα των δέκα πόσος καί τό1 τείνει προς τό μέρος τους. Οϊ πέντε κολασμένοι νάνοι προχωρούν κατά μέτωπο έναν τίον τους, μέ τά μαχαίρια γυ|μνά. — Δεν θέλουμε τόσα χρή ματα ! Δεν θέλουμε νά σάς ζη ,μιώσουίμε! Μόνο λίγα σεντ α βάς !, .μουγκρ-ίζει σαρκαστικά ό ένας. Λίγα σεντάβος, σενόρ! Γρήγορα! — Δεν έχω! . . . Μά... Γ α λέρα, άμίγο, ρήπως έχης ε σύ μεριικά σεντάβος νά δώσης σ’ αυτούς τούς φτω χούς; Δεν καταλαβαίνω για τί... Ό γίγαντας βάζει τό χέ ρι στην τσέπη καί βγάζει τά 8υό νοιμίΐσματα πού υπάρχουν εκεί ,μέσα. —Έχω κάτι έδώ, σενόρ, μουρμουρίζει, αλλά... — Δώσε τα, Γαλέρα! —3Αλλά, σενόρ...
2
0
Ρ
Ρ
ύ
25
— Δώσε τα λοιπόν!... Δεν βλέπεις πώς κρατούν... Θέλω νά πώ, δεν βλέπεις πόσο φτω χοί είναι; — Τί φτωχοί, σενόρ, άφοΰ δεν θέλουν τά πολλά καί..... — Δώσε τα, Γ αλέρα!, -μουγκρίζει ό Σάντρο με πραγματ :κή άνυπ ομ ονησί'α. Ό γίγας άνασηκώνει τούς ώ ,μους άπορηΐμένος καί πετάει τά δυο νομίσματα ατούς νά νους. "Ένας άπ5 αυτούς τά όρπάζει στον αέρα. Τά κυττάζει καί σκύβουν καί τά κυτ τσΰν καί οι υπόλοιποι. Τά δ ι αβ ολ ικά, καταικόικκ ινα μ ά τια τους αστράφτουν άπαίσια, καθώς βλέπουν πώς ^τό ένα απ’ αυτά, είναι έκεΐνο πού τούς ενδιαφέρει. — ΊΊκράθιας, σενόρ! Μου τσος γκράθιας! Εύγαριστσύμε πολύ! , φωνάζουν ειρωνικά. Μετά κάνουν- ,μεταβολή ( καί χάνονται τρέχοντας ανάμεσα στά δέντρα. Τσ χρώμα τού ουρανού έ χει γίνει ιμώβ. Έχει αρχίσει νά νυιχτώνη. Ό αγαθός Γαλέρας^ κυττάζει μέ άπερ {γραπτή έκφρασι τον κύριό του. — Σενόρ Σά... Σά... Σάντρο!, ψελλίζει. Μου φαίνεται ή (μάλλον ιμού φάνηκε... σαν νά... Δηλαίδή θέλω νά πώ... Λές καί φοβηθήκατε αυτούς τούς... Ό νέος χαμογελάει καί τον διακόπτει εύθυμα: — Πόσες φορές θά σου τό πώ ακόμα. Γ αλέρα άιμίγο; Ό σενόρ Ζορρό είναι γενναί ος! Ό Δόν Σάντρο είναι- φο-
16
0
Μ
Ί -.·Κ
?
βϊγτσιάρης! Π ρέπει' νά τό χω • έψης! · · . ·’ · . Ό γίγοντας ξύνει, τό κεφά λι του. ’ , ·’ ... : : . —Ό’ Σενόρ Σάντρο είναι φοβη|τσ ιάρης! > μουρμουρ ίξει, Ό ... Δον Ζ ορρό εΐνα ι · γενναί ος ! Πάει καλά! ... *./ . ~·
Δον Χουάν
Άλβαρές
0 Σ ΑΝΤΡΟ, μένει.
για.
λίγο : σκεπτικός. Μετά λέει . στον ·, άφασιωιμένο · · υπηρέτη τού:, * · . ■· ,· · ··.. — Γ αλέρα άμίγο, τώρα πρεττει νά γύρισης στο ράν- * τσο μας μόνος.;-σσίχ.'. ■ Ό γίγαντας κουνάει κατα φατικά τό κεφάλι του, . σάν *’
0
X
. Ζ
ύ 1 Ρ
Ρ
ο
γυμνασμένο σκυλί. ' Λεν τοΰ αρέσει καθόλου νά φεύγρ κσν ; τά από τον κύριό του. ^Ομως ' καί ποτέ δεν φέρνει άντίρρτγ σι στις διαταγές του. ’ —- Σι, σενορ, ' 1 μουρμουρί ζει. - .λ , , 1 —- Θά πας εκεί καί θάκαθήσης έξω από " την πόρτα. ·.■ Κ ι’ άν έρθη: κανείς καί μ'έ ζητηση απόψε ή αύριο τόπρώί ,θά πιης ατι κοιμάμαι καί δόν μπορεί . νά- μ5 ενόχληση κα νείς πρίν ξυπνήσω... ■ ' — -έρω7 σενόρ Σ άντρο, *. —: Μπράβο. Καί αν κάνουν τον ζόριικσ, θά τους περιποιηΐθής όπως περιπριηβηικες καί τόν... τσίμπλη, πριν από ' λί γο ! .· '· — -έρω,· σενόρ · Σ άντρο!, λέει ό γίγαντας καί τά μάτια
Στενοχώριές; λέει ο Γαλέρας. Καμμια.... 3Ή μάλλον, αρκέτες!
ο
Ό Ζορρό καί ό Γαλέρας κρυμμένοι βλέπουν εναν' καβαλλαρη.
του άστράιφτσυν από εύγαρίστηίσι.; • .—Πήγαινε λοιπόν. Ό Γαλέρας φεύγει. Ό Σ άντρο στρίβει το άλο γο-του καί. ξεκινάει ιμέ δια φορετική. κ απεύθυνα ι ιμέαα στο όάσος. ,Ότάν φθάνηι σ’ ένα σημείο πού ή βλάστησι είναι· πολύ πυκνή σταματάει
για λίγο.. 'Όταν ξαναβγάίνη απο κεΐ ιμέίσα, δέν είναι πια •ό Δον. Σ άντρο Βέγκα, άλλα- ό θρυλικός Μασκοφόρος Τιιμοορός, ό οενορ Ζορρό. . ·.. 3 Ακολουθεί την κατεύθυνσι πού.. πιηραν φεύγοντας εκείνα τα άποτρόΤταια ανθρωπάκια,· μέ ^κάποια παρέικίκλισι. άμως.. Τρέχ όντας ιμέ γοργό καλπα-
28
©
ΜΙΚΡΟΣ
σ,μόι μες στη -νύχτα, πού ολο ένα καί πυκνώνει, προσπαθεί να ψίθάση: πριν άπ9 αυτούς στήν άκρη του δάσους, προς την πόλι. Το κ αταιφέρνε ι. Κ ρύβετα ι στα τελευταία δέντρα. Έτσι όπως στέκει στη σκιά, στα ολόμαυρα ντυμένος κι5 επάνω στο μαύρο άλογό του, δεν είναι δυνατόν να τον δ ι ακρινή, κανείς, ακόμα κι9 άν πέραση άκριίβώς άπ9 τό πλάϊ του. Σε λίγα λεπτά ακούει πο δοβολητό αλόγων, που τρέ χουν «με μισό καλπασμό. Δεν έχει πέσει έξω^ στους υπολογισμούς του. Είναι οί πέντε κολασμένοι νάνοι. Περ νουν μερικά μέτρα έ,μπρος του καί συνεχίζουν τον δρόμο του έξω άπτό« τό δάσος, προς την πόλι. —"Έχω διαβάσει πώς κά τι τέτοιοι άνθ'ρωπάκοι ζουν στις δασώδεις περιοχές τής Όνδούρα!, (μουρμουρίζει μέσ9 απ’9 τά δόντια του ό Μασίκοφό ρος ΈικΙδίιικιηΙτής. Κι9 άπ9 δ,τι ξέρω, ό πρόέδρος τής Γερουσΐας, Δόν Χουάν 'Αλβαρές, έχει περάσει πολλά χρόνια τής ζωής: του, έξερευνώντας τά παρθένα δάση τής Όνδού ρα, όταν άκόιμα αυτή ήταν ι σπανική ικτήσις... «Είναι όμως δυνατόν; Ό άνθρωπος αυτός, που τόσο έχει άγωνισθή για τό Μεξίικόι σ9 δλη του τή ζωή; ίΜ9 ένα παράξενο ρίγος οπή σπονδυλική του στήλη βγαίνει άπ9 τό δάσος καί αρ χίζει νά παρ ακόλουθή από μακρυά την όμάδα των πένπε ιππέων,..
ζ
ο
ρ
ρ
ο
Ή νύχτα είναι αφέγγαρη, άλλα ξάστερη. Έτσι μπορεί νά τούς διακρίΐνη χωρίς δυσ κολία, άπό άρικετά .μεγάλη άπόότασι. Μπαίνουν στην πόλι. Κατευθύνανται στο ίδιο μέρος ό που τούς εΐχε δή τό ίδιο άπό γεύμα. Περνούν εμπρός άπό τήν ταβέρνα του «Μονόφθαλ μου Κόρακα», πού είναι ανοι χτή, ακόμα. 9Από ιμέσα άκούγσύται τραγούδια, γέλια καί «μέθυσμένες φωνές. Στον δρό μο όμως δεν υπάρχουν άνθρω ποι. Συνεχίζουν τον δρόμο τους καί σταματούν δυο — τρία στενά παρακάτω, έξω άπό έ να έ'πιβλητικό αρχοντικό σπί τι. Μπαίνουν άπό1 μια μικρή πορτουλα που βρίσκεται στην πίσω πλευρά ταυ κΓ έξαφανί ζσνΤαι. Ό Μασκοφόρος Τι μωρός μένει άκΐίνη,τος στό σκοτάδι γι«ά μερικές στιγμές, ιμέ την καρδ ιά παγωμένη. Το αρχοντικό εκείνο σπίτι είναι, πραγματικά, του Δόν Χουάν 9Αλβαρές! «"Οταν κι9 αυτός άκόιμα, συλλογίζεται μέ «φρίκη, πού όλοι τόν πιστεύουν γιά πατέ ρα του Μεξικού, είναι προδό της, τότε σέ ποιόν μπορεί νά έχη κανένας έμπιστοσύνη;..». Δεν προλαβαίνει νά σκεψθή τίποτ9 άλλο, γιατί άκουγεται ξαφνικά δυνατό ποδο βολητό άλάγων ικαί θόρυβος άπό ρόδες ατό πλακόστρωτο. Μόλις προλαβαίνει νά τραβήίξη τά χαλινάρια καί νά «κρυφτή «με τό άλογό του πίσω
Μ
ί
Κ
Ρ
Ο
£
από μια γωνία, αντίκρυ στο αρχοντικό σπίτι. Μια άμαξα βγαίνει άπ9 τον απέναντι- δρόμο. Μια πο λυτελής ρμαξα που τή σέρ νουν τέσσερα άσπρα άλογα. Έρχεταιιι ικίαϊ σταματάει έξω ά 'κριβώς από τή .μεγαλόπρεπη:, κεντρική είσοδο του /μεγάρου. Απ5 τήν πόρτα αυτή βγαί νουν τήν ίδια στιγμή δυό ά πό τά μικροσκοπιικά εκείνα ανθρωπάκια και τρέχουν κον τά στήν άμαξα. Τό ένα κατε βάζει ^ τά σκαλοπάτια της, που είναι διπλωΙμένα γιά νά μή χτυπούν στις πέτρες. Τό άλλο ανοίγει τήν πόρτα της. 9Από: μέσα κατεβαίνει ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος πού 6 σενόρ Ζορρό τον· έχει δή αρκετές φορές και τον γνωρίζει καλά: Είναι ό Αόν Αλβαρές. Τά ,χέρια τού Ζορρό· σφίγ γονται -με λύσσα. Στο μυαλό του στριφογυρίζει ή ιδέα νά βγή από τήν κρυψώνα του, νά όριμήίση επάνω στον προδότη; καί νά τον τιμωρήση έπί τό που, με μιά σπαθιά, γιά τήν απαίσια προδοσία του. Σκέ πτεται όμως πώς μ9 αυτόν τον τρόπο δεν θά άποδειχθή τίποτα εις βάρος τού 9Αλβα ρές και πώς οι εχθροί τού Με ξιΐκού θά .βρουν άλλον συνέ νοχο γιά τά σχέδιά τους. Πρέπει νά κρατηθή, γιά νά βρή τρόπο νά ματαιώση πρώ τα αυτά τά σχέδια. Αφήνει λοιπόν τον Δον Χουάν νά μ π ή στο σπίτι του. Περιμένει- νά ψόγτ> >καί ή άμα ξα, που τήν παίρνουν οι υπη
τ
ο
ψ
ψ
ο
ρέτες γιά νά τήν οδηγήσουν στους σταύλους. Τότε βγαίνει άπ9 τή γωνία πού είναι κρυμμένος. Βγαίνει καί βρίσκεται αν τιμέτωπος μ'έ τρεΐς κολασμέ νους νάνους, πού κρατούν στά γέρια τους πιστόλια καί τον σηΐμαΐδέύουν. — Μάνος άλτος! Ψηλά τά χέρια, σενόρ Ζορρό!, τού λέ ει ό ένας άπ9 αυτούς μιέ φωνή, γεμ άτη σαρκαομό'. ΕΤσθε περ ικυκλωμένος,! Μην προσ παθήσετε νά κάνετε τό παρα μικρό, γιατί θά πιέσετε νεκρός την Τδια στιγίμή !... Στρέφει- τό> κεφάλι μ-9 άπόγνοοίσι, στή γων'ία άπ9 όπου μόλις έχει- βγή. -Κι9 άπό κεΐ όμως βλέπει νά έρχωνται άλλοι τρεΐς απαίσι οι νάνοι, κρατώντας κι*9 εκεί νοι πιστόλια στά χέρια τους. ιΝοιώθει τό αΐμα ταυ νά παγώνη. Έχουμε ξεχάσει δμως τον καινούργιο φίλο τού σενόρ Ζορρό, τον "Ελληνα Αντώνη Γραικό. "Οπως θά θυμάται ό άναγνώστης, ό Μασκοφόρος Τιμωρός τού έχει έμπιστευθή τήν αγαπημένη του Κάρμεν, νά τήν όίδηγήσηι στο σπίτι της, καθώς καί οι δυο, μαζί με τον Γαλέρα, τήν έλευΙθέρω σαν άπό· τήν αιχμαλωσία της. Ό Γραικός, λοιπόν, πήγε, πραγματικά τή σενορίτα Περέϊρα στο πατρικό της καί τήν άφησε έκεί πέρα σώα καί άβλαβή.^ Δεν κάθησε όμως ούτε στι γμή παραπάνω, μ9 δλο πού ή
80
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
κοπέλλα επόμενε γι' αυτό. 'ΉΙΘελε να τον καταφέρη ·νά της μιλήίση για την πραγματι κή ταυτότητα του-'ύπερασπ ι στού των αδυνάτων. · Ό "Έλληνας όμως εννόησε τον σκοπό της. 3 Απ έφυγε μέ ευγένεια όλες τις·· έ ρωτήσεις της καί έφυγε αμέσως.. Ανέβηκε στο· άλογό του κι3 άρχισε να καλιιάζη. προς την πολί του Μεξικού. "Ήξερε π.ώς θάπρεπε να ■ ταξ,ιδέψη ό λη τη μέρα για νά 1 φτάση, γιατί · εχει άπομακρυνίθή άκόμ α περ ισσότερ ο, φέρνοντας την Κάρμεν στο ςτπίτι .της. Αυτό όμως. δεν στάθηκε εμπόδιο για τον Γραικό. < Καθώς κάλπαζε σαν τον ά νεμο , συλλογ ίζάταν: «Ό Ζορρό λέει πώς 6 άρχηίγός τής Αεγεώνας πρέπει νά , είναι· κάποιος άπό^ τούς μεγάλους άρχοντες τού .Μεξι κού, Π ιστεύω κΓ. έγώ πώς έ χει δίκιο. Αυτό*·θά πή, όμως, πώς ό αρχηγός, της Αεγεώνας πρέπει νά κατουκή μέσα ρτήν πόλη γιατί έκεΐ κατοικούν οι περισσότεροι από τούς μεγά λους άρχοντες τού Μεξικού/ Θά είμαι πάρα πολύ άτυχος, άν δεν συναντήσω τον Ζορρό καί τσν... υπέροχο Γάλέρα, ,μέ τον δρόμο πού ακολου θώ!. . ·». . * ιΚαι ολοένα βιάζει τό άλο γό του νά τρέξη περισσότερο. Φοβάται μήπως αργήσει και είναι, σχεδόν βέβαιός πώς ό Μαβκοφόρρς Καόαλλάρης έ χει αναλάβει μια τρομερά δύσκολη άποστολή καί σίγου
Ο,
ί
ϊ
Ο
►
Ψ 'β
ρα θά χρειαστή τή βοήθειά του. / Κατά τή διαδρομή αλλάζει τέσσερις φορές άλογο σε διά φορους ενδιάμεσους σταθ μούς. Έτσι το ταξίδι του γί νέτα ι μ έ τ ή μ εγαλύτε ρ η δυνα τή- ταχύτητα. Φθάνει μέ . τό σούρουπο, στο δάσος, ' πού βρίσκεται πριν από τήν πάλι. •3Εκεί πού πηγαίνει· βλέπει άπό μακρυά ένα καβαλλάρη νά έρχεται άπ3 τήν αντίθετη κατεύθυνσι. . ... ; Δεν δίνει μεγάλη σημασία, άψού έχει διασταυρώθη μέ ε να πλήθος ταξιδιωτών άπ3 τό πρωΐ που τρέχει. ;Καθώς όμως πλησιάζει· πο λύ, αναγνωρίζει. ξαφνικά τον Γοώέρα. Σταματάει τό άλογό του καί τον περιμένει νά πλη σιάση. ς Γ" · Ό γίγαντας προχωρεί χω ρίς όρεξι. Λεν κρατάει κάν τά χαλινάρια τού άλογου του, πού. τό αφήνει νά τόν όδηγή μέ τήν ταχύτητα πού αρέσει σ3 έΐκεΐνο. · ■·· . • Έχει, σκυμμένο, συνεχώς τό κεφάλ ι σαν νά τόν βαραίνη καί μουρμουρίζει άκατάΊταυ·* στα μέσ3 άπ3 τά δόντια του:· —Ό Δον Ζορρό είναι γεν ναίος! Ό σενορ Σ άντρο .εί ναι φοβητσιάρης! , .·. Ό σενόρ Ζορρό δεν είναι φοβητσιά ρης! Ό Δον Σ άντρο είναι γ ενναΐος!... Ό Δον >Ζορ ρό δεν είναι γενναίος! Ό σενορ Σ άντρο δεν είναι Δον Ζορ ρό!... "Όχι, είναι! :Έσύ ποι ος είσαι; —ρωτάει έκπλη κτος τόν Γραικό.,, πού · · τόν βλέπει άξαφνα σταματημένο
εμπρός στη μύτη του. Ό Έλληινας σκάει στα γέ λια. ' 4 -—Παλιόφιλε Γαλέρα, λέει στον γίγαντα εύθυμα, τί στε ναχώριες έχεις; Το πρόσωπο τού Γαλέρα φωτίζεται, καθώς βεβαιώνε ται- πώς έχει νιά κάνη, -με φί λο. . — Στενοχώριες; λέει. Κάμ μία. "Ή ιμάλλον, μία... "Ή .μάλλον αρκετές!... Μ" άλ λους λόγους, λόγους σενόρ... -—Μ" άλλουν λόγους πού είναι 6 κύριός σου; ρωτά ό Γραικός μέ ξαφνική ανησυχία. — ;Μ" έδιωξε, σενόρ! "Ό χι καί πού μ" έδιωξε, βέβαια, άλλα θέλω νά πώ ότι... "Άλ λο ήίθελα νά σάς εξηγήσω, μά... —Σ" έστειλε σπίτι; ρωτά ο Έλληνας για νά τον διειυκο λύνη. — Μάλι στα! Π ο 0 τό ξέ ρατε; Κ ρυφακούγατε ; Ό. Γραικός αναγκάζεται νά βάλη πάλι τά γέλια, —Όχι/ φτωχέ Γαλέρα!, του λέει μετά. Δέν κρυφάκου γα... —-Άφήΐστε τα αυτά!, κά νε ι πονηρά 6 γίγαντας. "Αν βέν κρυφακούγατε καί δέ κρυφοκυττάζατε/ πώς ξέρετε πώς είμαι.... Μ" άλλους λογους ιμέ είπατε φτωχό καί έπομένως άν 6έν... Δηλαδή είδατε πού μου πήρανε τά λεφτά ιμου καί . . . Θέλω νά πώ κοντολσγης πώς αν δέν βλέπατε νά μου παίρνουνε έκεΐνοι. οι άνθρω ποι-..* Λέω γιά κείνους τούς τριπίθαμους ιμέ τά κόκκινα
μάτια που... — Γιά ποιους τριπίθαμους μ·ού τσαμπουνάς·; ρωτάει χλω μιάζοντας ό 'Έλληνας. Σάς έπετέθησαν στον δρόμο όταν είσαστε με τον κύριό σου; Πού είναι τώρα είκεΐνος; — Δέν ξέρω, σενόρ; Δηλα δή έφυγε προς τά έκεΐ... Καί δηλαδή οΐ· άνθρωποι πού λέ τε. .. Όχ ι., εγώ ' λέω;.. σ ενρ ρ... Όταν φανερώθηκαν., μπροστά μας, εγώ θυΐμωσα στην αρχή Ι Ό σενόρ Ζορρό μου τόχε έπι τρέψει νά θυμώσω λίγο πρώ τα-πρώτα κΓ έτσι..., Έπια σα τον έναν καί τον πέταξα επάνω ατούς... "Έπεσε στους άλλους τότε καί τότε λοιπόν, σενόρ. Καί ό κατακαημένος ό Γα λέρας ιδρώνει καί πεθαίνει·· ώσπου νά δώση στον Γραικό νά καταλάβη μέσες — άκρες τί συνέβη. Ό Έλληνας τότε τού λέει· νά συνέχιση τον δρόμο του καί νά πάη στο ράντσο τών Βέιγκας, όπως τον έχει διατά ξει ό κύριός τουΕκείνος συνεχίζει τον δρό μο του. Προχωρεί μέ γοργό καλπασμό μέσα ■ στο βαίθυ σούρουπο, πού αρχίζει νά γί νεται νύχτα/ "Από μακρυά βλέπει, πέντε ικοόαλλάρηδες κγ αυτό τόν κάνει νά άνησυχήση, γιατί συμπίπτουν .μέ τόν άριθμό τών «τριπίθαμων», γιά τούς οποίους του μΐίλησέ ό ΓαΑέ ρας. Λ Τούς άκολουθεϊ λοιπόν κρα τώντας πάντα αρκετή απόστασι.
ζ Όταν φθάνη στην άκρη του1 δάσους σταματά λίγο και τούς: άφηνει νά απομα κρυνθούν άκό|μα περισσότε ρα, γκαττ'ι τώρα τό ττεδίο όρά σεως έχει γίνει· ττιό μεγάλο, στον άνοιιχτό χώρο. Την ώρα δμως ττού έτοιιμά ζεται νά βγή άπό τό· δάσος και νά τούς ακολουθήση. καί ττάλι, βλέπει κάποιον άλλον νά βγαίνη άπ5 αυτό-, καιμίμιά πενηινταρ'ά μέτρα πιο πέρα. 3Απ5 την κατάμαυοη σιλου έττα του, τον μανδύα καί τό ΐσι·ο σομπρέρο πού ζωγραφί ζονται ,μέσα στην ξάστερη •νύχτα, καταλαβαίνει πώς εί ναι ό σενόρ Ζαρρό. Ετοιμάζεται νά τοεξη κον τά του. Την τελευταία στι γμή όμως συλλογίζεται πώς ό Μασικο'φόρος Τ ιμωρός ίσως θελή'ση νά τον στείλη πίσω,
ο
ρ
ρ
ύ
δπως έκανε και μέ τον Γαλέρα. <<Γ ιά νά άπομακρύνηι τον πιστό1 του φίλο», συλλογίζε ται ό "Έλληνας, θά πή πώς βαίδίίζει· σέ μεγάλο κίνδυνο, πού δεν θέλει νά τον μοιρα στή μέ κσνέναν! . . . "Ας τον ακολουθήσω κρυφά. "Έτσι θά .μπορέσω και νά τον προφυλάξωι καλύτερα, άν του έπιτε Βοΰν ξαφνικά. . ·». λ 'Μ’ αύ'τόν τον τρόπο φθάνει έξω από· τό αρχοντικό του Δον Άλβαρές, καμμιά πενην τάρια μέτρα πίσω άπό τον Μοίατκοφόρο Τιιμωρό. Βλέπει άπό κεΐ την άμαξα τού 'Αλβαρές νά έρχεται και νά σταιματάη εμπρός ατό σπί τι. Όίμως, βλέπει και κάτι άλλο, πού ό σενόο Ζορ,ρό δεν μπόρεσε νά το δη...
ΤΕΛΟΣ 9Αττ©8©σις στά Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡΒΑΗ
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Σ
Ό
Ρ
Ρ
Ο
33
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕ *Η Διευθύνεις του «Μικρού *Ήρωβς», διά νά ικανοποίηση τις χιλι άδες των άναγνωστών του που έπιθυμοΰν ν9 άποκτήσουν δλες τις εκ δόσεις μας, παροτθέτει πληρη τιμοκατάλογον των έκδοθέντων περιο δικών, δπου συμπεριλαμβάνεται καί ή εκπτωσις 30%, που ισχύει για 8,τι άγοράζετε από τά γραφεία μας Λέκκα 22, εντός τηο στοάς, (Σύνταγμα): Λ 0 ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ (συνεχίζεται) Τεύχη 524 Τιμή τεύχ. 1.40 0 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ & 96 1 .40 0 ΜΙΚΡΟΣ ΖΟΡΡΟ (συνεχίζεται) 4 » » 1.40 0 ΠΑΑΝΗΤΑΝΘΡΩΠΟΣ 8 » $ 1.40 0 ΜΙΚΡΟΣ ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ Ίθ—■ £ 8 » ΤΟ ΒΕΛΟΣ 8 1.— 0 ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ » 40 * 1.— 0 ΓΚΡΕΚΟ » 72 1.— 0 ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ & 24 » 1.— 0 ΚΑΑ » 1.— 16 ΤΟ ΜΑΤΙ 9 1.— ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ » 9 > 1.-Τ0 ΤΖΟΕ - ΝΤΙΚ 1.— & 8 ΤΟ ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ » 8 > 1.— 0 ΜΙΚΡΟΙ ΙΠΠΟΤΗΣ ΐ.— & 8 ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ 1 » 1.— ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ » 12 2.— » ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ » 6 » » 1.— Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΩΜΑ βιβλ ία 1 » » 4.— 01 ΑΘΛΙΟΙ » 1 » 4.— » 0 ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ » 4.— 1 » » ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΟΥΣ » 1 » » 4.— ΡΟΒΙΝΣΩΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ » 1 » » 4.— ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ » 4.— 1 » » ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ » 1 » 4.— » 0 ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ » 4.— 1 » » Σημείωσις: "Οσοι άπό τους φίλους μας έπιθυμοΰν ν9 άγοράσουν ωρισμενα τεύχη που τους λείπουν, μπορούν νά μάς στείλουν τήν^άξία της παραγγελίας τους σέ γραμματόσημα, Ιντός έιπστ®Αης, σ^ν διευθυνσίν μας, κ. ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΓΕΩΡ ΠΑΛΗΝ, ΛΕΚΚΑ 22, ΑΘΗΝΑΣ 125.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
’Έτος Ιον — Τόμος 2ον — 5Αριθ, τεύχους 14 — Αρχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22, Άθηναι (125). Τηλέφωνον 228-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ .. Άνεμοδοοράς, Στρ. Πλάστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38 Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζή βασιλείου, Ταταούλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έπιτάγαί; Γεωργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι.
Σ ύνδρομα! έσωτερικοΰ: Έτησία .........................δρχ. 100 Εξάμηνος ......... ® 55
Σ υνδρομα! εξωτερικού; Έτησία ........ δολλάρια 4 Εξάμηνος ...... » 2
3% ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΠΕΜΠΤΗΣ : Τό αριστούργημα των αριστουργημάτων
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για την ωραιότερη περιπέ τεια τού θρυλικού Ζορρό, απ’ δσες δημοσιεύθηκαν μέχρι σήμερα.
Οί περιπέτειες, ή δράσι, τό μυστήριο, ή συγκίνηρΊς, ή αγωνία ξεχειλίζουν στις σελίδες του! Μή τό χάση κανείς!
«2
Ο&ΡΥΑΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡ5ΠΟΥ 0Μ5Σ- ΚΑ Τ° ΣΤ/Σ Σ/ΤΝΔ/ΕΣ ΤΡΝ Π/ΟΗΜΑ ΝΘΡ9ΤΤ9Ν........................... ΔεΜ ΘΑ ΜΠΟΡΕ- ΛΕΝΕ Π9Σ ΤΑ 2°ΜΕ ΠΟΤΕ ΝΑ / ΠΝΕΥΜΑ ΤΑ Τ9Ν ΝΙΚΗΣΟΜΕ ΤΟΥΣ) ΠΡΟΓΟΝΟΝ ΤΟΥΣ / ΤΟΥΣ βΟΗΘΟΤΝ (ΠΗΛΟΥΣ! ΟΤΑΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑ ΓΚΗ- ·■ I ι
,11-
■
)
χταηα τηςουμε!
Ι/ΡΤ ΜΠΟΡΕΤΗ ΝΑ
ΜΑΤ βΰΗΘΗΖΗ η>
---------1-|
ΤΟΤΕ ΠΡΙΝ ΤΟΥΣ) ΞΕΡ9 ΠΟΥ ΗΟ! ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ. \Μ0ΥΝΓΑ / ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑ- \ ΠΝΕΥΜΑΤΑ. . ΜΑΤΗΣΟΜΕ ΤΙΣ \Ε!άΑ ΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΦΟΝΈΙ Τ9Ν’ ι \ ΜΗ 90ΡΑ Τ\ΟΥ ΠΡ0Τ0Ν9Η Τ0Υ2. I ΚΥΝΗΓΟΥΣΑ ■ ■.
ΤΗΝ ΑλΑΗ ΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΟ/ \ /ΤΑ.' ΕΔ9 ΠΑΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΟΙΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΠΗΝΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΠΝΕΎΜΑΤΑ ΤΡΝ
ψΗΑ°Ν!
ΕΝΜζΟ ΠΝΕΥΜΑ-ΒΡΑΧΟΙ 7ΗΙ ΦΥΛΗ2 ΜΑΤ!
6
ΧρωμΟΛίθογράφηοις—Έκτύπωσις ΛΙΘ. "Β: ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΟΟΥ.,
ΧΥΛΆΧιΖΤΤΑΙ· -.
Ο ΜΙΚΡΟΣ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ Μάχη μέ τούς κολασμένους Ο ΕΛΛΗΝΑΣ
’Αντώνης
Γραικός παρακολουθεί τον σε •νόρ Ζορρό. Εΐν·αι έτοιιμος νά τον βοηθήση, μόλ ς δή πώς •κινδυνεύει. Είναι νύχτα. Ό Μασικοφόρος Εκδικητής ιεχει κρυφτή πίσω άπό μία· γωνία, ϋξ,ώ από τα σπίτι του Δον· Χουάν Άλβαρές, προέ δρου τής Γ ερ ουσίας του Μ ε ξ κού. (*) Ό Πρα'κός βλέπει την αμαξα τού Άιλβαρές να σταματάη είξω από τό· αρχοντικό του. Βλέπε, όμως καί κάτ: άλ λ ο που δεν ρπορεΐ νά τα δή ό σενόρ Ζορρό: Μ ά νεανία πιο πίσω ά'π’ τη γωνία πού είναι κρυμμέ νος, βγαίνουν αθόρυβα καί σέρνοντα: σαν ερπετά προς τό μέρος του, το εις σκοτεινές σκ ές, μ κρο σκοπ ϊ<ών ανθρώ πων. Στά χέρια τους γυαλοχοπάνε οι χάννες των πιστολ ών πού κρατούν. Ό Έλληνας δεν διστάζει στιγμή. Τρο'βάει τά πιστόλ α του. Βγαίνει ά'πό τον κρυψώνα (*) Δ!άβατε προηγούμενο τευγορ ·υατ υέ τάν τίτλο: «ΟΙ ΚΟ ΛΑΣΜΕΝΟΙ ΕΞΟΡΜΟΥΝ»
4
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
του. Προχωρεί, αθόρυβα κι’ αυτός, πίσω απτό τούς· κολα σμένους· νάνους. Εκείνοι έ χουν στ ραμμένη ολη την· προ σοχή τους: στον Μασκοφάρο Τ:·μωρό. Κάνεις τους δεν σκέ πτεται να γυρίση νά κυττάξη πίσω του. Φθάνει μόλις δυο μέτρα κοντά τους και δεν τον •έχουν ίάντ ι λ η(φθή. Τότε άκούγΟται μιά διαπε ραστική φωνή,, νά λέη γεμά τη· σαρκασμό: — Μάνος άλτος! Ψηλά τά γέρ α, σ ενόρ Ζοορό! ΕΤσθε περί'Κοΐκλω>μένος! Μην προσ παθήσετε νά κάνετε τό' παρα^· μχ,ρό, γ ατί θά πέσετε νεκρόο την ίδια στι’γμή ! Βλέπει τους τρεΐο νάνους πού βρίσκονται μποοστά του, νά 'β'γαίνουν ταυτόχρονα από τη γωνιά τους. απειλώντας »κ·’* έκεΐνοι τον Ζορρό μέ τά π. στόλια τους. Ό θρυλ κόο ύπεοασπατής τών αδυνάτων είναι έτοιμος, νά πετάξη τά πιστόλ α του. Καταλαβαίνει πώς κάθε προσ πάίθε σ νά βεφυγη, εκείνη τή στιγμή, θάνα' σαν απόπειρα αυτοκτονίας. Μά ένα δέκατο του δευτε ρολέπτου πριν άνοίξ'η τά δά χτυλά του για νά πέσουν τά όπλα του, βλέπε, άκου α- έναν . άνθρωπο πού εμφανίζεται πί σω από τούς κολασμένους νάνους, σπ την ίδια γωνία. Παρ’ δλο πού είναι αφέγ γαρη1 νύχτα, ή άπόστασ: εί ναι τόσο κοντηνή, πού δεν δυ σκολεύεται ν3 άναγνωρίση
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
τον άνθρωπο αυτόν, πού είναι ό Γραικός. Ό "Έλληνας του κάνει ένα εκφραστικό νοίηυ α ιμέ τά δυο γέρνα;, πού είναι οπλισμένα μέ τά πιστόλ α που. Ό Ζορρό κουνάε· καταφα τικά τό' κεφάλι του και λέε. εύθυμα: — Σ ί! Σ ί, σενομές ! Λεν >εχω καμ,μιά άντίρρησι νά υ πακούσω σέ όσα μου λέτε! Τι θέλετε άπό .μένα; Δεν κα ταλαβαίνω τι έχετε εναντίον ■μου... — Π έταξε τά πιστόλια σου, σ'ενό-ο Ζο.ροό!, γρυλλίζε ένα από τά μ ικοοσκοπικά τέρατα. Μετά θά σου1 πού'με τι βέλου ε ! Γρήγορα, γ ατί π υροβολώ! Την ϊΐδια στ γμή άχούγοντσιι δυο· κούφιοι κρότοι καί 6υο ιμουΎΥρηιτά πόνου. Ό "Ελληνας έχε: χτυπήσει τους δυο άπό τούς τρείς νά νους πού στέκουν εμπρός τρυ στά κεφάλ α, μέ τις λαβές τών π στολ’ών τουΟί απαίσιο· νάνοι σωριά ζονται αναίσθητοι στη γή Ό τρίτος ξεχνάει τον Ζορ ρό καί στρέφε1 νά άντιμετωττίση τον έχίθρό πού βρίσκετα πλάϊ του. Τή στ γμή, πού 6 Ζοοοό γ έ ο νε ι άστραπ ι αΐ α. επάνω στη· σέλλα του άλογου του καί βρίσκετα·· ως δ ά μαγείας κάτω απ' την κοιλιά του, ό Γοαικός δίνε μια τρομερή κλωτσιά στην κο.λιά του τρί-
•ίου Αντιπάλου του, Μιά κλω τσιά τόσο δυνατή, που τον πετάει σάν -μπάλλα επάνω* σ’ ϋναν οβπ© τους; άλλους τρεΐς, πού στέκουν τρί’α. μέτρα πιο πέρα; Οι υπόλοιποι δυο πυροβο λούν την ϊιδια στιγμή, σάν λυσσασμένοι, προσπαίθώνταις νά σκοτώσουν τον Μασκοφόρο Εκδικητή. Μά ταυτόχρο να, κάτω από την κοιλιά του αλόγου, άχούγονται άλλοι θυο πυροβολισμοί. Οΐ νάνοι πού στέκουν ορϋ.οι, ιμέ τά πι στόλια στά χέρια, τινάζονται πίσω* κεραυνοβολημένοι καί κατρακυλούν στη γη ,μέ άγρια ουρλιαχτά πόνου καί μανίας. Ο! άλλοι δυο όμως, πού έ χουν πέσει κάτω* απ’ την κλω τσιά τού "Ελληνα, έχουν ξεμπερδευτή γρήγορα. Σημαδεύ ουν τον Μασκοφόρο Τύμωρό ■με τά πιστόλ α τους. Δεν προλαβαίνουν νά πυροβολή σουν. Ό Γραικός πατάει δυο φο ρές τή σκανδάλη: τού κάθε πιστολ ού του. Τά ανθρωπό μορφα τέρατα μένουν στον τόπο κα'ί σωρΊόζονται άνάσκε λα. *Καί ό "Ελληνας, τρομερά οργισμένος ακόμα μέ τούς βολοφόνους, στρέφει τά πι στόλια καταπάνω στους δυο. νάνους πού μένουν αναίσθητοι ίάπό τά χτυπήματα του. Μοι άζει άποφασισμένος νά τούς στείλη, κι’ αυτούς στον άλλο κόσμο, νά συναντήσουν την ποορέα τους.
Μιά φωνή όμως τού Ζορρό τον σταματάει την τελευ ταία στιγμή; —Μή, άμίγο! Πιο πολύ μάς χρειάζονται ζωντανοί αύ-* τοί οι δυό! Πάμε νά φύγουμε γρήγορ’ από* δω! Καί σπηρσυνάζει τ’ άλο-1 γό τολ; πρώτος. Περνώντας π.λάϊ άπό τον "Έλληνα, δίνει ένα χτύπημα μέ την παλάμη στά καπούλια καί τού δικού του ζώου. Εκείνο τινάζεται ξαιφν ι ασ μένο. Άκ ολουθεΐ τό άλογο του Ζορρό.
'ΕΤναι καιρός. Άπ’ τό* σπίτι του Δον Χοϋ άν Άλβαρές βγαίνουν ένα σω ιρό ώπλ ισμένο ι άντρες καί τρέχουν προς τό μέρος τής μάχης, κρατώντας στά χέρια το υς άναμ έν ους δαυλόύς... I
Σενόρ Ζορρό, σέ συλλαμβάνω! 0 ΙΔΙΟΣ ό Δον ’Αλβον ρές έχει βγή στον εξώστη του αρχοντικού του καί παρακο λουθεί —στά φώτα των δαυ λών*— τις κινήσεις τών άνδρών του. Μέ επί κεφαλής τον υπα σπιστή τού προέδρου, Δον Φραντσέσκο Μσταιμόρος, άνασηΐκώνουν τούς πεσμένους στη γή νάνους, πού οι πιο πολλοί κολυμπάνε στο αίμα τους. Στην άριχή νομίζουν πώς είναι όλοι νεκροί. Γρήγορα ό μως ανακαλύπτουν πώς οι
6
Μ
I
Κ
ϊ
δυο άπ5 αυτούς είναι μόνο α ναίσθητοι . Τούς, συνεφέρνουν ,μέσα σε λί'γες στιγμές, αδειάζοντας επάνω τους κουβάδες μέ πα γωμένο νερό. —^Ηταν ό σενάρ Ζορρό!, μουρμουρίζει ό ένας ·μέ κόπο. Τον εΐχαμ,ε κυκλώσει... -αφνι ικά μάς έπετέίθησαιν άλλοι α πό πίσω1... Φίλοι του... Μάς χτύπησαν... Ό Ματαιμόρος τρέχει καί 'διαβιΐβάζει τά λόγια αυτά στον Δον Άλ'βαιρές. Εκείνος, χωρίς νά φυγή ίάπό τον εξώστη του, διατά ζει μέ βροντερή φωνή: — Ένα τάγμα ιππ.κού νά κυνηγήση καί νά συλλαβή αυτόν τον σενόρ Ζαρρό! Ά-
ό
%
ό
ιμέσως! Μέ κάθε θυσία τον ίθ'έλω' ζωντανό αυτόν τον κα ταραμένο! ,Π ρέπει νά μου Ιόξηίγήση πολλά πράγματα! Νά .μη τον πειράξετε, ούτε νά του άπακαλύψετε το πρόσω πο, πριν τον φέρετε σ' εμέ να !... — Μάλιστα, Έΐξοχώτατε! Ή διαταγή σας θά εκτελε στή !, αποκρίνεται φωναχτά ό Δον Φραντσέσκο. Καί έπιστρέφοντας στην πλατεία;, πλησιάζει έναν ,άπό κείνους τούς κολασμένους νά νους καί τού λέει στ5 αυτί: —Τ ρ έξε σ τον συνταγ1 μ ατάρχη Φερνάντεζ. Πές του πώς ό κύριος Πρόεδρος δια τάζει νά βγή άμέσως ένα τά γμα καί νά κυνηγήση τον Ζορ
Τοΰ δίνει μιά τρομερή κλωτσιά.
ί
6
—· Είναι
δ
Ρ
Ρ
δ
7
νεκρός!, μουρμουρίζει.
ρό, ττού' έφυγε προς το δά σος. Ή διαταγή είναι νά τον συλλάβουν ζωντανό. Θά πας όμως κι* εσύ μαζί καί θά φροντίσης νά σκοτωθή «κατά λάθος»!... Κ ατάλαβες; — Σί, σενόρ!... Καί ό απαίσιος νάνος καβαλλάει ένα άλογο καί φεύ γει μέ γοργά καλπασμό. Πέντε λεπτά αργότερα έ να ολόκληρο τάγμα του1 Μεξιικανικού ιππικού βγαίνει άπ3 τούς στρατώνες καί χύνεται προς το δάσος. *Όλα τά γύρω οστό τον κεν τρικό^ δρόμο σπίτια, χάνονται ■μέσα σ3 ένα πελώριο σύννεφο σκόνης, ώσπου νά περάση καί ό τελευταίος καβαλλά-
Έπί κεφαλής τού τάγμα τος ό ίδιος ό συνταγματάρ χης Φερνάντεΐζ, παροτρύνει συνεχώς τούς άντρες του, νά τρέξουν γρηγορώτερα. — έρει πώς ό Ζορρό' πρέπει νά προ πορεύεται αρκετά, άφού έχει φύγει· εδώ καί παραπάνω από δέκα λεπτά τής ώρας. Ωστόσο 6 Φερνάντεζ έχει την έξ’υπνάΙδα νά ύπολογίζη... στην εξυπνάδα τού θρυλικού ανθρώπου πού κυνηγάει. Μό λις λοιπόν φθάνει μέ τον στρατό του στο δάσος, βάζει τους άντρες του νά σκορπι στούν σε μεγάλη έκτασι καί νά τρέχουν κατά μέτωπο. Έ τσι δεν θά μπόρεση ό σενόρ Ζορρό νά κρυφτή ανάμεσα
,ρης. ·
στα δέντρα, κοντά στον κεν-
I—Μ<ΙΙ>ί«Βί»Γ»Ι»>*<Μ,>ιΤ>ΤΡ***
ί·ηΐΗΙϋΐΤι^|ΐ^ΜΜιΙΒίΐΜΜυ■ 1ΜΓΛ*ΜΓ»«Ι@ΙΜ' IIίϋΜΒΠΐΐΐΐΠΐ'>η^ΙΙ·ί·1Β1Ιΐ·ΙΐΓΐ ι|ΤΤ«·<·
ν&ΛΛΟΜΒΒη
\Λ
Τι*· ....
«'«· ηι—ι·»*ι^ι»ιιιί μ ιι | «| | ·Μ# -
τρικό δρόμο οΐΌν θά τόύς ά-
ρή σάς ξεφύγαυν! Κυκλώστε
καύση. Ή κοτταδίωίξις συνεχίζεται .μ5 αυτόν τον τρόπο, τουλάχι στον είκοσι λετττά άκόιμα. -α φνικά άκούγονταί φωνές θρι άμβου : —Ό Ζορρό I —Ό σενόρ Ζορρό ! , —Ό Ζορρό· και ό σύντρο φός του!... Δέν θά ιμάς ξεφύγουν ί ΤΙ έχει συμβή; 'Απλούστα τα έχει άνατείλει τό φεγγάρι καί στο· βάθος του· δρόΐμου έ χουν φανερωθή δϋρ ολόμαυ ρες σιλουέίτες που τρέχουν προς τον βορρά. — Απάνω τους!, ουρλιά ζει ό συνταγματάρχης συγκινημένος. Εΐναι βέβαιος πιά γ'ά την έπιτυχία του; Και είναι πε ρήφανο ς ·γιά τή μεγάλη αυτή έπ πυ-χία, πού ασφαλώς θά λαμπρύνηι την κσρρ'.έρα του: ιΝά συλλάβίη τον θρυλικό Μα σκοφόρό ΚαβόΧλάρη, τον φό βο και τον τρόμο των κακών και τον ύπεροσπ\στη των α δυνάτων. Βέβαια ό Φερνάντεζ δέν πι στεύει πώς: ό Ζορρό είναι ύπερασπ ιιστής τ·ών αδυνάτων. Ούτε-όμως πώς είναι ένας κοινός ληστής. Άττ’ δσα έχει ακούσει γι’ αυτόν, μάλλον τον συμπαθεί. Έ!δώ όμως π ρακέ τα - γ άι την κάρο ιέρα του και ασφαλώς ή σύλληψις του Ζορρό θά του χαρίση προαγωγή καί παράσημο! —- Επάνω τους!, ουρλιά ζει δεύτερη φορά, Προσέξτε
τους! Μην πυροβόληση κα νείς! Ή διαταγή είναι νά σολ ληφθούν ζωντανοί ! Μέ την ταχύτητα του άνε μου ο! Ιππείς κάνουν την κυ κλωτική τους κίνησι και χύ νονται ι καταπάνω στους δυο ■ μαυροφο ρεμένους καβαλλά ρηάες. Αυτοί οί· τελευταίο; έχουν ικιαταλάβεΊ1 άσφαλώς πώς τούς κυνηγούν, γιατί έχουν αρχίσει νά καλπάζουν πολύ γρηγορότερα από προηγου μένως. Τ5 άλογά τους είναι ε πίσης γοργοπόδαρα, σάν τά καθαρόαιμα του στρατού. Τό Κυνήγι συνεχίζεται γ:ά αρ κετή ώρα. Τό' φεγγάρι όμως ψηλώνει. Ή νύχτα φωτίζεται σάν μέ ρα. Οι δυο φυγάδες δεν έχουν καμμυά ελπίδα νά καμφτούν, γ ατί έχουν φτάσει κιόλας στήν άλλη άκρη τού δάσους. Χύνονται στον κάμπο καί οί στρατ.ώτ ε ς ρίχνονται μέ κραυγές Θριάμβου πίσω τους. Κάνουν έν!αν μεγάλο κύκλο πού σέ κάθε άνωιμαλία τού ε δάφους, κλείνει δλο καί πιο πολύ γύρω από τούς δυο μαυ ροφόρους. Στο τέλος τούς κυκλώνουν τελείως.. Αναγκάζονται νά σταματήσουν. Ό συνταγματάρχης Φερ νάντεζ τους ζύγωνε μέ άγέρω χο ύφος καί Φωνάζει υπερο πτικά, μέ έπίσηιμη φωνή: —-Ηαραβοθήτε! Δέν έχετε κ α μ μ ιά έλπ ί δ α δ· : αψυγή ς:! Σενόρ Ζορρό, σέ συλλαμβάνω
Ο
Μ
I
Κ
Ρ
Ο
Σ
εν όνάματι του Νό'μου! Την ώρα που λέει αυτά τά λόγ: α, ένας μ ικροσκοπ ι κός άνθρωπ άκο ς χ α μένος άνά μ εσα στο πλήθος των στρατιω τών1 του, υψώνει τό τουφέκι: του -και σημάδευει κατάστη θα, άπο ποιλύ κοντη-νή άπόστασι, τον πρώτο άπ3 τους 6υό μαυροφορεμένουο καβαλ λά ρηδες... Εκείνη τη στιγμή ό' μαυ ροφόρος στρέφει τό κεφάλι, έκπληκτος, πρός' τό μέρος του συνταγματάρχη. Τό φως του φεγγαριού φωτίζει άπλε τα τό πρόσωπό1 του. Ό νάνος, που ετοιμαζόταν νά τον πυροβόληση, απομέ νει σάν κ ε ραυνόίπλη.κτος, με τά μάτια- γουρλωμένα πελώρα. 'Έχ-ει την πιο ηλίθια έκκρασι πού μπορεί νά φανταστη άνθρωπος.
Ό Ζορρό κάνει έπίσκεφι ΈΡ I ΠΟΥ την Ϊ5 ια έδ ρα που συμβαίνουν τά παρα πάνω γεγονότα, μιά ολόμαυ ρη σκιά σκαρφαλώνει στον κάθετο, λείο· τοίχο, του σπι τιού του Δον 3Αλβορές. "Ο ποιος τη δη για πρώτη φορά, θά φαταστη πώς πρόκειται γιά μά γιγάντια νυχτερίδα^ πού ανεβαίνει κρατημένη από τον Ιστό της. Στην πραγμα τικότητα όμως δέν πρόκειται γιά νυχτερίδα, αλλά γ:ά τον θρυλικό σένα,ο Ζοροό, πού κοέ μεται απ’ τό λουρί του θρυλι κού μαστιγί'ου του,
ΖΟΡΡΟ
9
Με δυνατές· έλξεις φθάνει στην κορυφή του τείγου και γαντζώνεται από την άκρη τής στέγης. Μ5 ένα απότομο τίναγμα των ατσαλένιων •μυ ώνων του, βρίσκεται σέ μ'ά στιγμή όρθιος έκεΐ πάνω. ~εμπλέκει τήν άκρη του μαστιγίου του από ένα δοκά ρι τής στέγης όπου είναι τυ λιγμένο·. Τα κάνει κο-υλουρα κ α ί,. τό κ ρ ε μιά ε : στή ζ ών η του. -Προχωρεί στις μύτες των ποδιών του, χωράς νά κάνη κανέναν θόρυβο. Τό φεγγάρι έχει βγή από αρκετή ώρα. Ή ολόμαυρης σιλουέττα του Ζορρό· φαντάζει ολοκάθα ρα μέ φόντο τον φωτεινό Ου ρανό. Κανείς όμως από τούς φρουρούς που βρ·ί σκόντα, στην αυλή., δεν σκέπτεται νά κυττάξη προς τον ουρανό γιά νά δη τον Ζορρό. "Ολοι ξέ-· ρουν πώς αυτή στιγμή οι ιπ πείς τού Φερνάντεζ κυνηγούν τον Μασκο φόρο Τι μωρό, έξω άπο- τήν πολιτεία, ατό δά σος... Ό Ζοσοό σ3 έναν • ^ _ Φθάνει * φώταγωΐγ ό. Σ ταμ α τ άε ι. Σ κύ βει καί προσπαθεί ν3 άνασηικώση, τό τετράγωνο σκέπα σμά του. Δεν τά καταφέρνει. Τόι σκέπασμα τού φωταγωγγο ύ φαίνεται πώς είναι μαν ταλωμένο από μέσα1. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής 6έν άπογοητευετα ι. Γονατίζε ι καί τραβάει τό ισχυρό, άτσα λένιο μαχαίρι που. Χώνει τή,ν αιχμή του στήν άκρη τού ξύ λινου τελάρου. 3 Αρχίζει νά
ίο
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
προχωρή την ατσαλένια1 λεπί άκουμπάνε κάτω. Αίγα λεπτά αργότερα κυ δα στη χαραμάδα τον. Στο κλοφορεί σ ά ν φάντασμα τέλος ή λεπίδα σταματάει, ι Καταλαβαίνει πώς ό σύρτης στους μισοσκότεινους διαδρό μους του1 άρχοντ κου τού Δον 'βρίσκεται σ5 αυτό· τό σημείο. Χοοάν Άλβαρές. 5Αρχίζει νά δουλεύη γρήγορα Σταματάει στη γωνία ενός καί άίθόροβα. ’Άν άργή, είναι γ ατί εί διάδρομου. Αντίκρυ του βλέ ναι υποχρεωμένος νά φροντίπει. μιά μεγάλη πόρτα, που .η νά μην ακουστή ό παραμι άπό τις χαραμάδες της βγαί κρός ήχος. Δεν αποφεύγει με νει φως. ρ;κά σιγανά τρ.'ξίιματα, πού Έιξ|ω άπό τήν πόρτα αυτή κάνουν την καρδιά του νά στέκεται ένας άνθρωπος μέ στολή θαλαμηπόλου. Καί σκιρτήση. Στο τέλος όμως ή πλάϊ της υπάρχει μιά άλλη, καταπακτή του φωταγωγού πόρτα, πιό> κοντά προς τόιν ανοίγει καί κανείς από1 τό ε σωτερικό δεν έχει ακούσε1. Ζορ-ρο. Είναι αδύνατο όμως νά φτάσηι ώς εκεί, χωρίς νά 5Από κάτω του υπάρχει μ ά χαμηλοτάβανη, σοφίτα. τον δή ό θαλαμηπόλος. "Οταν κρεμέτα: απ’ τήν ά Τήν ώρα πού του κάκου κρη τού φωταγωγού μέ τά χέ προσπαθεί νά βρή μ ά λύση, ο α, τά πόδια του φτάνουν κι5 γιά νά ύπεοπηίδήση αυτό τό
’ΊΞμαθα πώς ζητήσατε νά μέ 6ήτε, Δον Χουάν!
11
Βροχή θαχουμε!, συλλογιέται μουρμουριστά ό Γαλέρας.
καινούργ ίο έμπό'δ ..ο, άκούγεται ένα κουδούνισμα. 'Αμέσως ό θαλαμηπόλος στρέφει, ανοίγει τή φωτισμέ νη, πόρτα καί χάνεται στο* ε σωτερικό·. Ό Ζορρό χωρίς νά χάση στιγμή πηΐόάε:. στην άλληπόρτα. Τήιν ανοίγει. καί χώνε ται σ' ενα σκοτεινό δωμάτιο. ■Κλείνει πίσω του·. ’ Απέναντι1 του είναι μια α νοιχτή μπαλικονόπο.ρτα, που φωτίζεται από τό φως του φεγγαρ ιού. Αέιν έχει καμμιά αμφιβολία πώς συγκοινωνεί μέ τό πλαϊ νό δωμάτιο. Αθόρυβα1 προχωρεί καί φθάνει ως έ'κεΐ. Βγαίνει στο ύπαιθρο.
Οί πυκνόίφυλλες πρασινά δες πού σκαρφαλώνουν στο κιγκλίΐδωρα της βεράντας τόν προστατεύουν άπό τά μάτια των φρουρών πού βρίσκονται στήν αυλή. Φθάνει στή δ.πλαϊνή πόρ τα, του1 άλλου δωματίου·. Εί ναι ψωτ σιμένηι καί άνοΐ'χτή ε πίσης,, γατί ό καιρός είναι ζεστός. Σκύβει καί κρυφοκυττάζει μέσα. Βλέπει τόν 8'αλα■μηιπόλο νά βγαίνηι άπό τήν ϊ'δα πόρτα πού μπήκε, κάνον τας μια βαθ'ειά ύπόκλισι προς τήν άπέναντι γωνία. Σ' αυτή τή. γωνία δεν μπορεί νά Ιδή ακόμα: ό Μασκοφόρος Τιίμωρας άπό τό- μέρος πού βρί σκέτα:, Μόλις φεύγει όμως ό θαλαμηπόλος, κάνει ικι' άλ-
12
ό
Μ
I
Κ
Ρ
λ ο ένα βήμα καί μπαίνει στο δωμάτ.ο. Σταυρώνει τα χέ ρια στο στήθος. Απέναντι του σέ ιμιά γω νία, άττό ένα βαρύ καρυδένιο γραφείο, κάθεται ένας ήλικ.ω μένος άντρας μέ αύστη,ρό πρόσωπο. Μελετάει κάτι έγ γραφα μέ ύφος βλοσυρό. Ό σενόρ Ζορρό λέει μέ σταθερή, ’ήσυχη φωνή: —Έμαθα πώς ζητήσατε να μέ δήτε, Δον Χουάν! Ό Άλβαρές υψώνει από τομα τά μάτια στον απρό σκλητο επισκέπτη του καί μέ νει ακίνητος σαν άγαλμα.
Οί μαϋρβς μπόττες, ΓΐΑ
μερικές
στιγμές
ίοέν /μιλάει καί δέ κινιέται κα νείς από: τους δυο τους. Κυττάζονται στα ιμάτια σαν δυο μονομάχοι έτο.μοι νά χυθούν ό ένας επάνω, στον άλλο. Μά άξαφνα ό Δον Χουάν Άλβαρές χαμογελάει. Σηκώνεται όρθιος κι5 άπλώ νει το χέρι προς τον επισκέ πτη του, μ5 έγκαρδιότητα πού δέν μοιάζει για πλαστή. — Είστε λοιπόν στ' άλήθεγα ένας τρομερός άνθρωπος, σενόρ Ζορρό!, λέει καί στα μάτια του καθρεφτίζεται ό θαυμασμός. Πώς τά καταφέ ρατε νά ξεφυγετε άπό τόσους ΐππεΐς πού σάς κυνηγούσαν; — Απλώς μόλις έφυγα απο> την πλατεία, έκανα μια βόλτα καί ξαναγύρισα στο . σπίτι σας όοπό την πίσω πλευ ρά. Οί φρουροί είχαν φύγει
Ο
1
ι
ό
ρ
ρ
δ
καί κυττούσαν αυτά πού συνέβαιναν άπό την άλλη. ?Η ταν -.μά εύκολη στιγμή νά ττη δήίξω τον μαντρστο.χο ^ τής αυλής καί νά έρθω κοντά στο σπίτι. — Δηλαδή είστε εδώ πα ραπάνω άπό μια ώρα; — Πάνω·-κάτω •— Καί γιατί αργήσατε νά έρθετε νά μέ δήτε; — Στην αρχή περί μ ενα νά άπομακρυνθή το ιππικό τού συνταγματάρχη Φερνάντ ε ζ, Δον Άλβαρές, αποκρίνεται ό Ζορρό. Άν ήξερα πόση ώρα θά καθυστερούσα στον φωτα γωγό σας, θά είχα ανέβει στή στέγη σας νωρίτερα, —Στή στέγη·! Πώς διάιβ... Δηλαδή πώς τά καταφέρατε κύ άνεβήκατ’ εκεί πάνω; Α πό· που5 ρωτάει ό Δον Χουάν μέ θαυμασμό· καί απορία πού φαίνονται αληθινά. —-"Εχω μια δική μου μέ θοδο, ’ίβξοχώταιτε!, άποκρινεται χαμογελώντας κάτω ά πό· τή μάσκα του ό Ζορρό. Αυτά είναι πού θέλατε νά μά θετε καί ζητήσατε νά μέ φέ ρουν εμπρός σας ζωντανό, μέ κάθε θυσία; Ό πρόεδρος τής Γερουσί ας ξεροβήχει καί σοβαρεύε ται. Κοκκινίζει σά μικρό παι ·>/> \ ί > 6ί> ’ που> τοΛ επιασαν να κάνη α ταξία.. —"Εχετε δίκιο, σενόρ!, μ ο υ ρ μ συ ρ ίζε ι κ ο μ π ι άζ οντ α ς. "Οχι... δέν σάς ήθελα γΓ αυ τό·... Υπάρχουν πολύ σοβα ρότερα πράγματα πού πρέ πει νά σάς πώ... Άλλα...
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
Ένώ απλώνει τό χέρι δεί χνοντας μ:ά πολυθρόνα, έτοι μος νά π ή στον επισκέπτη· του1 νά καθήθηι, απ' έξω από τό σπίτι άκούγεται δυνατό ποδοβολητό και φωνές. Ό Δον Άλβαρές τρέχει στη βεράντα και κοπιάζει έ ξω. — Γύρισε τό ιππικό!/ μουρμουρίζει ανήσυχος. 'Καί ξαναμπαίνει μέσα. Την· Τδια ώρα άκούγοντα; βήματα από την εσωτερική σκάλα του άρχοντικοΟ', που πλησιάζουν την πόρτα του γραφείου. -— Έρχεται ό Φοαντσέσκο!, λέει ακόμα πιο ταρα γμένος ό Άλβαοές. Δεν πρέ πει νά σάς δή έβώ ! Ό σενόρ Ζορρό> κάνει ένα ελαστικό πήδημα, τραβώντας συγχρόνως τό ένα πιστόλι του. Χώνεται πίσω· άπό> τά βαρειά παραπετάσματα της βεραντσπορτας, χωρίς νά ξε· χάση νά ψιθυρίση στ5 αυτί του Δον Χουάν, που στέκει, α κόμα έκε? κοντά του: —- Νά θυμάστε πώς θά σάς βλέπω διαρκώς από δώ, Δον Άλβαρές! 'Τήν άλλη στιγμή ανοίγει ή πόρτα καί όρμάει στο δωμά τιο ό Δον Φραντσέσκο Ματαμόρος. Στέκεται απότομα καί υ ποκλίνεται ελαφρά. — Νά μέ συγχώρησε, Έ-· ξεχώσατε!., λέει ταπεινά, Α πό τη δίκαιη 1 άγανάκτησί μου, ξέχασα ακόμα καί νά χτυπήσω την πόρτα σας! Το
20ΡΡ0
II
αίμα μου βράζει! —- Καί γιατί ολος αυτός ό θυμός. Δον Φραντσέσκο; ρωτάει μ.έ προσποιητή ανη συχία ό Άλβαρές. Μήπως έ καναν καμμιά άνησία νά σκο τώσουν τον σενόρ Ζορρό; — "Όχι, Έξοχώτατε! "Ε καναν μιά άλλη πολύ χειρό τερη,! —κατά την άντίληψί μου... Όλόκληρο τάγμα ιπ πικού, υπό τον Συνταγιματάρ γη Φερνάντεζ, κυνηγούσε τό ση-, ώοα... δυο παπάδες ! —Παπάδες !, κάνει έκπλη κτος ό πρόεδρος τής Γερουσί ας. — Παπάδες:!, επαναλαμ βάνει σάν ηχώ ό Ματαμόρος. ίΜάλιστα. Δυο παπάδες-!' Τον πάτε ο Άουγκούστο καί τον βοηθό του! Καί ιδρώσανε μά λ'στα ώσπου νά τους φτά σουν, έξω από τό δάσος του Σ άν Σ. εμττ άστ: αν-! — Πεοίερνο! Τό<σο πολύ έτρεχαν λοιπόν οΐ δυο ιερω μένοι; Που1 πήγαιναν έτσι βισστ ιΐκοί; — Καθόλου βιαστικά δεν πήγαιναν. Τούς τρόμαξαν ό μως οί ίππεΐς μας μέ.τή Φα σαρία πού έκαναν! Οί πα πάδες τούς πέοασαν για λη στές καί τοβαλαν στην τρε χάλα ! Ό Δον Άλβαρές δεν κατα φέρνει νά κρύψη ένα χαμόγε λό ευθυμίας, μ* δλο που φέρ νει. τό γέρι στο στόμα του. —- Καλά, Δον Φοσντσέσκο, λέει. Νά' συνεχισθουν οί έοευνες γ.ά νά βρεθη αυτός ό ληστής. Καί μόλις έχετε
14
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
νεότερα, να με ειδοποιήσε τε... — Νομίζω· πώς πρέπει νά ζητήσετε την τιμωρία: του Φερνάντεζ γ;ά την κουταμά ρα του·!, λέει μέ θυμό ό Μα1ταμόρος. Γελοιοποιήθηκε τό ιππικό μας! — Μη μεγαλοποιήτε τά πράγματα, Δον Φραντσέσκο, .λέει χαμογελώντας ό Δον Χουάν. Ό καθένας θά μπο ρούσε νά τό πάθη αυτό. ?Η ταν μία ατυχία γιά τον καη μένο τον συνταγματάρχη. Μην ξεχνάτε πώς; οι παπάδες φοραί,υιν έπίσης ολόμαυρα ρού χα, σπως και ό σενόρ Ζορρο... Και μην ξεχνάτε έπίσης πώς είναι νύχτα,, — ΕΤσθέ έξα* ρετ ιικά έπ: ε ιικής. Δον Άλβαρές!, λέει βλοσυρά ό Ματαμόρος. Μετά ύποκλ ίνετα ι πάλ ι, σχείδάν μέ θυμό. Πηγαίνει στην πόρτα και την ανοίγει γιά νά βγή άπό· τό γραφείο. Την ώρα που την ξανακλείνει πίσω του, τά μάτ.α του πέ φτουν γ ά μ ιά μοναδική στι γμή στο κάτοα· μέρος του πα ραπετάσματος τής βεραντόπορτας. Βλέπει τίς μύτες α πό δυο μαύρες μπότες πού ξεμυτίζουν από· κεΐ κάτω·!... Σ τέκ ετ αι σ άν μ α ρ μαρωμένος πίσοσ άπό την κλε στη πια πόρτα. Προσπαθεί νά χωνέψη πώς: αυτό που του φάνηκε πώς είδε, διέν είναι ό νε ι.ρο... -αιφνκά σκύβει καί άκουμπάει το μάτι του στην κλε.δα ρότρυπα. Άπό μέσα υπάρχει
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
0
τό κλειδί καί κλείνει σχεδόν ολόκληρη την τρύπα, έκτος άπό· μια ανεπαίσθητη χαρα μάδα, ατό· κάτω μέρος. 3Απ’ αυτή τή χαραμάδα βλέπει τίς !δυο ολόμαυρες μπότες νά (βγαίνουν πίσω άπό· τό· βελου δένιο παραπέτασμα καί νά πλησιάζουν τις μπότες του... Δον Άλβαρές:! Τά μάτια του Ματαμόρος άστ ράφτ συν άγ ρ ι α. -εκινάει ωστόσο πρός τή σκάλα μέ τό βαρύ του βήμα, καταλαβαίνοντας πώς πρέπει νά τον άκούση ό Δον Χουάν, ν* άπο·μ ακ ρυνετ α ι...
Ή ανταμοιβή τ©0 Ζορρό
Π
ΡΑΠΜΑΤΊΚΑ μέσα στο γραφείο ό πρόεδρος τής Γερουσίας λέει χαμογελώντας στον Ζορρό, πού έχει βγή ά πό τον κρυψώνα του, πίσω α πό· τό παραπέτασμα: — Άΐκούτε πώς φεύγε1 ό Φραντσέσκο; Είναι πολύ θυ μωμένος! Είναι έξα,ρετικά υ πηρεσιακός άνθρωπος... Τό κεφάλι του δεν χω,οάε. την έν νοια: τής συγγνώμης, ούτε γιά τό παραμικρότερο παράπτω μα. — Στ3 αλήθεια!, λέε· ό Μασκοφόρος Τιμωρός;. Χτυ πάει τά πόδεα του περ'σσότερο άπ3 την ώρα πού ερχό ταν, παρ3 όλο πού τότε ανέ βα νε τή σκάλα καί τώρα την κατεβαίνει! Σάν νά 9έλη σώνει καί καλά νά σάς βέβαιό-
ο
ΜΙΚΡΟΙ
σει δτι φεύγει... — ΤΙ εννοείτε; ρωτάει με σουφρωμένα φρύδια ό "Αλβα
Ρ'ές.
— Τίποτα τό συγκεκριμέ νο. "Ήθελα νά σάς ρωτήσω·: Δεν έχετε απόλυτηι έμπ'στοσύνη- στον1 υπασπιστή σας; — Απεριόριστη,!, αποκρί νεται αδίστακτα ό "Αλιβαρές. Και απεριόριστης έ!:<τί!μησι. Τον γνώρισα στην "Ονδούρα, τον καιρό πού έκανα εξερευ νήσεις. — 5Από κ,εΐ φέρατε αυτούς τούς! μ;κρό*σωιμσυς: υπηρέτες πού έχετε; Ό "Αλβαρές γ;ά ίμια φορά ακόυα κυττάίζει μέ έκ’πληίξι και θαυμασμό τον συναμιλης τή του. — Δ απιστώνωι πώς οι γνώ σεις σας εΐνα: πολύ μεγαλύ τερες, άπ" δσο θά περίμενε κανείς, άπό1 έναν άνθρωπο των όπλων!, λέει. Ό Ζορρό χαμογελάει κάετω από τή μαύρη προσωπίδα του— Κάποιος γνωστός μου, άποκρίνετα-, έχει μανία μέ τα βιβλία. 3Απ' αυτόν έχω μά Θει τά περισσότερα πού ξέ ρω... Ό Δον Χουάν κυττάζει τον σενόρ Ζορρό δ απέραιστικά, σαν νά θέλη νά δ;ακρινή τό πρόσωπο πού κ ρύίβετα' κά τω· άπό κεΐνο τό ιμαΰιρο πα νί. —■ Καταλαβαίνω, λέει ή ρεμα, πώς ό γνωστός σας αύ τός είναι ή δεύτερη προσωΤΓΐκάτης σας, όταν §ςν εΐσθε
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
15
ύττοχρεω1 μένος νά κρύβετε τή μορφή σας! Είναι προς τι μήν σας. πού χρησιμοποιείτε τον έλεύθερο καιρό σας, γ;ά νά πλουτίζετε τις γνώσεις σας... Ό Μασκοφόρος Έκδ-ικη^ τής κάνει μιά άμή'χανη κίνη-σ., πού χωρίς νά τό θέλη, έ χει φανερώσει ενα χαρακτηρι στικό τής πραγματικής· του ταυτότητας, στον έξυπνο αυ τόν άνθρωΗτο. Ό Δον "Αλβαρές ωστόσο συνεχίζει: — " Αλήθεισ οί δυστυχι σμένοι αυτοί προέρχονται α πό τά δάση τής "Ονδούρα. 9 Ηταν σχεδόν πρωτόγονο;· ό ταν τούς άνέλαβε ό Φραντσέ■σκΌ. Στην υπομονή καί στην επίμονή του οφείλεται τό ση μερινό' πνευματ,κό τους έΥτίπεδο. Τούς έμαθε τή γλώσσα μας, τούς; έμαθε νά ντύνωνταιι σάν άνθρωποι καί νά φέρωνται σάν άνθρωπον Τούς έκα νε καλούς χριστιανούς. Κάθε βράδυ πηιγαινούν ατό παρεκ κλήσι τού Σάν "Αντόνιο, ό που ό πάτερ "Αουγκούστο τούς κάνε; κατήχηση.. "Αλλά τούς έμοιίθε καιί νά υπακούν καί έγιναν ιδανικοί υπηρέτες. Τον λατρεύουν κυριολεκτικά! Χωρίς αμφιβολία θά μπορού σαν νά δώσουν καί τή ζωή τους γι" αυτόν·!... ΣωΙπαιίνει μιά στ.γμή κα;ί συνεχίζει συνοφρυωιμένος: — Σκοτώσατε τέσσερις απ’ αυτούς τούς ανθρώπους, μαζί μέ τον βοτθο σας!... Δεν μπορώ νά σάς κατηγορή
16
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
σω για δολοφόνους, άιφοΟ βρι σκόσαστε σέ άμυνα... Ήταν ιάνόηΐτο από ίμερους του Φραντσέσκο νά τους 6άλη να σάς συλλάβουν. ιάφου δεν είναι όργανα του Νόμου!... — Δον "Αλβαρές, λέει ό Ζορρό, διατάξατε νά μή μέ σκοτώσουν καί νά μέ φέρουν σ" εσάς ζωντανό. .Μου είπατε πώς έχετε νά μου1 πητε σοβά οά πράγματα... Ποιά είναι λοιπόν αυτά; — "Έχετε δίκιο, μουρμου ρίζει ό Δον Χουάν. "Ας μή νάνου μ ε τον καρό μας. "Ή θελα μόνο νά σάς πώ πώς ό Δον Φραντσέσκο δεν πρέπει νά μάθ'η- τίποτε γιά τη συνάν τηίσί ιμας. Σάς έίξήινησσ πό σο είνα· τυπικός... Δεν Θά χω ρουσε τό μυαλό του συνεργα σία με έναν... έκτος Νόμ^υ. νιά όποιαδή-'ποτε αίτια... Κι" όμως· ή χώρα μας κινδυνεύει ...Ένας υεγάλος καί δνατό-ς εχθρός, έξω· από τά σύνορά υαε, σκάβει τον λάκκο του Με.ξ,ικου!... Κάποιος δικός μας προδότης. συνεογάύέ τσι- μ5 αυτόν τον έχθρό. Τον •βοηθάει στο σκάσιμο μέ πολ λούς τοόπους! Σενόο ΖΓορό, από τον θρύλο πού έχει δημιοι/ργηθη γυοω από τό όνομά σαο. είναι βέ’δαΌ ότι έγ,Γ'ΓΓ τεοάστ’.ες ικανότητες... Έξ άλλου είσβε ό ιμόνος που μπο ρείτε νά ένεογητε άνεπίσή μα. χωοίς ταυτότητα τπσω απ’ τη μάσκα... _ ΤκέΦ'θηκσ πώς θά υποοουσσ νά σά~ α ναθέσω-, εν όνόματι του Μεξι κού, νά άνακαλύψετε τον άτι
ΖΟΡΡΟ
μο αυτόν καί νά εμποδίσετε την όλοκλήρωσι του έργου Φου! Κυττάζει τό ανέκφραστο, ιμαυοο πανί, που πλαισιώνει τά λαμπερά μάτια του Μασκοφόίρου Έκίδ'κητή καί ρω τάει ανήσυχα: — Θά δεχθήτε; Τό ξέοω πώς είναι δύσκολο, γιατί δεν πρόκειται νά έχετε καμμιά ιάνταυο'ιβή! ·Τό έπίσηιμο κρά τος θά άγνοή τις υπηρεσίες ενός έκτος Νόμου! — Δον Άλβσοές, αποκρί νεται ό Ζορρό, δυστυχώς εί ναι αδύνατο νά εργαστώ χω ρίς άντσυουβή! ' Ο πρόεδρο ς τ η ο Γ ε οουσ ί ας τον κυττάΖε' βαθειά: — Τό σκέιφθηκα πώς θά Ζητούσατε· χοηιμστα ! , άποΚοίνεται ιΐ>υγ.ρά· Εΐυσι ποόθνος νά αάς καταβάλω ένα πολύ μεγάλο ποσόν γιά ν9 άνσ* άδετε... Ό Μασκοφόροο Τι.μωοός τον κόιδεί' μέ μ'ά ήρεμηι χειρο νομία: — Ποτέ διέν έχω- δειγΙθή χρή ματα, "Εξοχότατε! Ή άιντσιμρΐ'βΐή μου είναι πάντα: ή ικσναττοίησ; πώς έχω- φανή χρήσιμος στους φτωχούς καί κατατοεγμένους ανθρώπους ή στη πατρίδα μου! Κάθε φο ρά που τελειώνει τό εογο μου, παίρνω· μόνος μου αυτή την ιάντσμσ'βη! "Όχι μόνο δέχο μαι την αποστολή που μου αναθέσατε, αλλά σάς πληοοΦοο'ώ πώς βοίσκομα- κόλας επί τά ίχνη του προδότη, πού Θέλει νά πονλήση τό Μεξικό
Μ
ί
Κ
Ρ
Ο
1
στους 5 Εγγλέζους! Ό Δον Χουάν "Αλ.βαρές κυττάζει τον Ζορρό μσρμαρω μένος Το προσω'πό· του είναι κατα'κΐόικίκιινιο από συγκίνησι κι" ένα δάκρυ κυλάει άθελα στο μάγουλό του. .Ό Μασχοφόρος "Εκδικητής την Ϊ6:α ώρα κυττάζει έξω α πό- την μπαλκονόπορτα, προς, τον κήπο· καιϊ' μουρμουρίζει: —Τό μάνα που δεν μπορεί νά γίνη, είναι τό νά μή μάθη γ ά την συνάντησί μας ό Δον Φραντσέσ'κο' Ματαμόρος, γ ιατί τό· γνωρίζει ήδη πώς βρί σκομαι στο γραφείο· σας!
Ό θάνατος του "Ελληνα 0 ΔΟΝ ΑΛΒΑΡΕΣ άνα τ ιν άζ ετ α ι ξ αφν ·α σ μ εν ος. Την ίκ·οκχ..νίλα του προσώπου του τη δναδέχεται ή χλωίμάδα. — Πώς!, μουρμουρίζε... Τι θέλετε νά πήιτε; — Βλέπω, πώς ένσχύε’' τις φρουρές: στον περίβολο τής αυλής σας. "Ασφαλώς προσπαβεΤ νά μου κόψη την υποχώρησι... — Μά πώς· τό κατάλαβε πώς είσθε εδώ; '— "Ίσως νά είδε τις μύτες τών παπουτσιών μου κάτω α πό τό παραπέτασμα, αποκρί νεται ό Μασκοφόρος Τιμωράς.ζ Τά μάτια του "Αλβαρές πε πουν φωτιές. — Καί, άν ανακάλυψε πώς σάς καλύπτω, μέ ποιο δικαί
2
0
Ρ
Ρ
Ο
17
ωμα αυτός σχεδιάζει· τή σύλληιψί σας; μουγγρί'ζε: σφίγ γοντας τις γροθιές του. Μέ σα στο σπίτι μου! —Μην ξεχνάτε πώς εσείς μόνος σας . ιμού εξηγήσατε πόσο είναι τυπικός, αποκρί νεται ό Ζορρό. — Θά πού δώσουμε λοιπόν ένα πολύ καλό μάθημα!, μουρμουρίζει· ό πρόεδρος τής Ί ερουσίας μέ παράξενο τρό πο. Πίσω άπ" αυτό τό γρα φείο υπάρχει μά μυστική κρύπτη, πού δεν την γνωρίζει κανείς άλλος έκτος από μέ να-. Ένας διάδρομος· ανοί γεται πίσω από την κρύπτη. Βγάζει κατ" ευθείαν έξω από τον μαντρότοίχο τής αυλής, σέ μ ά άκρη τής, πλατείας. Κα,ιί .μ" αυτά τά λόιγ'α ζύ γωνε . ένα μεγάλο κάδρο μέ ανάγλυφη κορνίδα·, που βρί σκεται πίσω· άπό τό γραφείο του. Π.άνει ένα άπό τά σκαλί σματα τής κάτω· άκρης της καί τό τραβάει. Όλόικληρη. ή κορνίζα τότε άνοιγει σαν πόρτα. "Από πί σω δισχρίύεται μιά στενή πέ το νη σκάλα, π'σύ· κατεβαίνει σέ άγνωστα, σκοτεινά βάθη.... Ό Ζορρό σκέπτεται μέ μιά παγωμένη άνατριχίλλα, πώς άν άξαφνα αυτός ό άνθρωπος θέληση νά τον παγίδευση καί τον φυλακίση μέσα σ" εκείνη την κρύ'πτη·, είναι οριστικά χαμένος. Δεν δείχνε; όμως, τή σκέψι του. — Έξαχώτατε,, λέει ήρε μα, κάτιι ακόμα πριν φύγω:.
■;:<<:<
'ϊΜΜ'ΜΜΜ
’*·.·'ν$;-
;λ·λ·.
Πυροβολεί δυο φορές κάτω από χην κοιλιά του αλόγου του.
"Έχω· ένα σχέδιο για να τταγιίβεύσω τον προδότη πού σάς ενδιαφέρει. Μού χρειάζεται όμως ή βοήθεια σας..., — 1 Οτ ιβήπ'οτε !, άττ οκρ ίν εται ιμέ μια λέξι ό Άλβαρές.
— "Έχετε δοό-τρεΐς άνθρώ ττους τής άπολύτου εμπιστο σύνης σας; Όχι όμως απ’ τούς νάνους τής ΌνΒούρας! — Έχω τέσσερις φίλους πού μπορούν να πεθάνσυν γιά
μένα. Σάς φτάνουν; — Με τό παραπάνω! Λοι πόν άκθύστε, Δον Χουάν... \Μιά ώρα αργότερα περί που, ό Ζορρό βγαίνει από μια μικρή πόρτα που φαίνε
ται» ν’ άνήικηι σ’ ένα σπιτάκι τής πλατείας. Προχωρεί τοίχο-τοΐχο ώς τον μαντράτοιχο τού αρχοντι κού τού Δον "Αλβαρέο. Έκεΐ πέρα· έχει άφήσει δειαενο τό
Ο
ΜΙΚΡΟΣ-
άλογό τονΑνεβαίνει στη σέλλα του καί αρχίζει ν* απομακρύνεται πολύ αργά. Τό γυμνασμένο ζώο καταλαβαίνει· τι το0· ζη;τάει ό κύριός του, πού τό χαϊ Ιδεύε;» στον λαιμό. Περπατάει με τέτοιον τρόπο, πού δεν ά■κοαγ'ονται καθόλου τά πέτα λά του! Φτάνουν έτσι αθόρυβα ώς τή μέση τής πλατείας, χοορις να συναντήσουν ούτε έναν δια βάτη. Ή1 νύχτα δεν είναι πολύ προχωρημένη, άλλα ή κίνη-σι ατούς δρόμους σταματάει α πό νωρίς. "Ολοι οι ξενύχτη δες είναι μαζεμένοι στις τα βέρνες. "Ως έΙδώ· άκούγονται τά γέλια καί οί μεθυσμένες φωνές, άιπό' τη σάλα τού «Μο νόφθαλμου Κόρακα», της τα βέρνας τού Μπ λάσκο. ααφνικά ό σενόρ Ζορρό δι ακρίνει δυο καβαλλάρηΐδες πού1 έρχονται αργά από την άλλη! άκρη της πλατείας. Β όζει τό βήμα- τού" αλό γου του, σάν να θέλη νά τούς άποψυγη. Την1· Ϊ6· α στιγμή όμως ένας τρίτος: καβαλλάρης εμφανίζε ται από μ:ά άλλη, άκρη τής πλατείας. Κι5 ό καβαλλάρης· αυτός αρχίζει νά ξεφωνίζη μ3 δλη του τή δύναμι: — Ό σενόρ Ζορρό! Ό Ζορρό είναι στην πλατεία! Συλλάβετέ τον! Στη στιγμή εμφανίζονταιι -άνθροοίποι. στην πόρτα τού «Μονόφθαλμου Κόρακα»,, πού κνττούν έξω.
2
Ο
Ρ
Ρ
ό
Οί δυο καβαλλάρηδες κον τοστέκονται, σάν νά φοβοΟν τα. νά πλησιάσουν περισσότε ρο στό' μέρος πού στέκει ό πε ριβόητσς Μασκοφόρος. Άπ’ τή μέσα μερ ά τής αυλής τού Δον Χουάν 5Αλβο ρές, άκούγονται δυνατά πο δοβολητά καί ξαφν ασμένες φωνές. Πολλά κεφάλια στρα τιωτών φανερώνονται στην κορφή- τής μάντρας. Ό Ζορρό κυττάζει τον άν θρωπο πού έχεί' άρχισε· νά Φωνόζηι τ’ όνομά του.. Ό τε λευταίος αυτός1 καλπάζει κι όλας προς μία θολωτή πόρτα τής πλατείας, πού βγάζε; σ’ έναν πλαϊνό· δρόμο. . Τό φεγγάρι φωτίζει άπλε τα τό πρόσωπό του. Είναι ό "Ελληνας Άντώνης Γραικός! Ό Ζορρό μέ τήν ταχύτητα τής, αστραπής σηκώνει τό π> στόλι του καί τον σημαδεύει. Ό πυροβ-ολ .ατμός σχίζει τή γαλήνη τής νύχτας. Μ.ά κραυγή πόνου αντηχεί τήν ίσ α στιγμή. Ό "Ελληνας κοντοστέκε ται καί τραντάζεται επάνω στή σέλλα, σάν νά σκόνταψε τό άλογό του. Μιά βλαστήμ α δεφεύγε1 άπό τά χείλ α του. -ίΓλυστράει καί σκάει μέ βρόν το στή γή. Μερ ικοί πυροβολ ι σ μ οί πέ φτουν άπ3 τήν πλευρά τού μαντρότοιχου τού οπτιτιού τού Άλβαρές. "Ολοι. έχουν γιά στόχο τον Μ ασκό φόρο Εκδικητή. Εκείνος όμως δέν έχει* μεί νει ι στή θέσι του.
ο
Μ
I
Κ ' Ρ
Ο
X
' Σπηρουνιάζει μΓ δλη του τηι δώναμι τό αλογό του, πού ξεκινάε» σαν αστραπή καί χυ νεται. εξιορ- άτττό την πλατεία. "Ωσπου νά βγουν κι* άλλοι καβαλλάρηΐδες όατο την αυλή του αρχοντικού του "Αλβσρές, ο Ζορρό βρίσκεται κιόλας πο λύ μακρυά'· Στο μεταξύ1 ένας πλήθος άνθρωποι, άλλοι από τις ταβέονες,, άλλοι από τούς στρα τιώτες του Φέρνάντεζ κι1 άλ λο.:. από· τό1 προσωπικό· του Άλβσρές, έχουν τοέξει κοντά στο πεσμένο, ακίνητο κοριμί του "Ελληνα. "Ένας ήλκιω-μένος άνθρω πος με γενειάδα καί γυαλιά, Ιέχει σκύψει από πάνω του Κα$ άΐκουμπάιει τό αυτί: του στο στήθος, στο μέοος τής καρδιάς. "Υστεοα του πιάνει τον σφυγμό·, ενώ οί άλλοι, πού έχουν σχηματίσει κύκλο όλόγυοα, παρακολουθούν τις Κινήσεις του μέ κομμένη· την ανάσα. "Υστερα τού άναση(κ,ώνε ι τά βλέφσοσ καί έξετά^ ζει τις κάσες των ματιών του. Στο τέλος κατεβά'ύε1 μέ τά δάχτυλα εκείνα τά βλέφαρα καί κλείνει* τά μάτ'α . τού !Γ οαικού. — Είναι νεκρός!, δηλώνει •μ5 έπισημη Φωνή. Πρέπει νά ειδοποήσσυμε τούς δικούς του .. ιΓρήγοοα δμω-ο' ανακαλύ πτουν1 πώς ό πεθαμένος εΤνα: άν'ωστος σέ όλους υέσσ στή^ πάλι. Κανείς δεν τον έ χε: ξανσδή ούτε μ’ό φορά.
— Αέν μττρρρΟμ^ νά τάν
1
Ο
Ρ
Ρ
ο
21
άψησωιμε άθαφταν ωστόσο!, λέε:> ό γιατρός καί σταυροκο π ιέδαι. ’Άς τον πάμε στον πά τε ρ 5 Αουγκ ο ΰστο... _Λίγο ,άργό'τερσ βάζουν τον "Έλληνα σ' πρόχειρο φορείο κάί ξεκινούν...
’Έξω άπ’ τό παρΕΚκλήσι ΜΑΣ ΚΟΦΟΡΟΣ ίδι'κητής φεύγοντας από τή;ν πλατεία δεν ακολουθεί τον δρόμο προς τό δάσος. Στρί βε:· πάλι μερικά στενά παρα κάτω· καί αφού κάνει μερικές στροφές άικάμα, για νά βεβαιωθή πώς δεν τον εγει ακο λουθήσει1 κανένας, στέκεται σέ (μ:ά σκοτεινή γωνία καί πε Ρ'.’μένει.
Δεν περνά πολλή ώρα καί ένα άπόσπασμα ιππικού περ νάει άπ" τον κεντρικό δρόμο μέ καλπασμό. Ό Ζορρό- βγαίνει από τό σκοτάδι καί τούς ά:<ολ ουθεΐ ίάπό μακ.ρυά: Τούς βλέπε:- νά -χώνονται στο· δάσος. "Εξακο λουθεί νά καλπάζη· πίσω •τους. -αιφνικά τό άπόσποσμα σταματάει. 0*1 στοατώτες κατεβαίνουν από τ* άλογά τους καί κρύβονται* πίσω απ’ τά δέντρα, σάν νά ετοιμάζουν ένέδοσ. Ό Μασκοφόρος "Εκδικητής βέν υένει περισσότερο σ" αυ τό τό μέοος. ΎποχωΡεΐ αθό ρυβα. Κάνε" μια μενάλη βόλ
τα καί παίρνει τφν δράμα για
22
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
τό παρεκκλήσι τού Σαν Αν τώνιο. Τό πσ ρεκκλ ή σ ι β ρ ί’σκ ετ α ι στην άκρη του1 δάσους, στην άνοοτσλιΐκήι άκρη· τής πόλης, θναι περικυκλωμένο από τά δέντρα και μόνο εμπρός άπό την κεντρική του πόρτα ύπάρ χει- ένας άδειος χώρος σαν πλατεία. Ό Ζορρό σταματάει και κατέβαινε:ι απ’ τό άλογό του. Δένει τό· ζώο σ5 έναν κορμό και προχωρεί μέ τά πόδια, πλησιάζοντας τό παρεκκλή σι Φροντίζει νά μην κάνη, τόν παραμικρό θόρυβο καί νάναι διαρκώς κρυμμένος πίσω α πό τις σκιές των δέντρων. Τά σπινθηροβόλα μάτια του λογ χίζουν τό σκοτάδι πρός άλες τις κατευθύνσεις. Φθάνει στην αριστερή πλευ ρά του παρεκκλησίου. Σ' ένα παράθυρο βλέπει* φώς. Άπό μέσα δ.ακρίνεται τό ιερό καί ό πάτερ Άουγκουστο πού εί ναι νονατισμένος μπροστά στον ΈσταυρωΙμένο, σέ στάσι προσευχής. Λίγο πιο πίσω, πάνω σ5 ένα φορείο, βρίσκε ται ένα ακίνητο σώμα, που τό πρόσω'πό του φωτίζεται άπό ένα κερί κ* έχει πάρει τό κατακίτρινο χρώμα τής λάμ ψης του. Ό Ζορρό· κάνει νά προχωρήση περισσότερο, για νά ψτάσηι πιο κοντά στο παρά θυρο. Αναγκάζεται' όμως νά μείνη ακίνητος στη θέσι του, κρυμμένος πίσω άπό τόν κορ μό του δέντρου. Θόρυβος άπό ^ήματςί κ\· «ιγγο σιγανές ομι
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
λίες έρχεται* στ" αυτιά του. Άπ" τήι γωνία του παρεκ κλησιού ξεπροβάλει μια πα ρέα άπό ιμιικροσκοπικούς άνθρωπάκους, πού τά μάτια τους γυαλίζουν σαν κόκκινες σπίθες μες στη νύχτα. "Έρ χονται- καί σταματούν άκρ.6ώς μπροστά του. Σωπαίνουν. Τά βλέμματά τους ερευ νούν μέ προσοχή τό σκοτάδ’. Ό κορμός του δέντρου πού κ ράβει» τόν ΜασκΟ’φόρσ "Εκ
δικητή είναι αρκετά χοντρός κι" έτσι βέν τόν βλέπουν, μ" όλο πού δέν τούς χωρίζουν ού τε δυο μέτρα. — Μου φαίνεται πώς οί παπάδες θάπρεπε νά προσεύχωνται πιο πολύ γά τούς ζωντανούς, παρά ν,ά τούς πεθαμένους!, λέε υ έ σ'γονή φωνή, ένας άπό τούς νάνους. — Ποτέ δέν είδα τόν πά τερ Άουγκούστο νά προσεύ χεται τόση ώρα!, μουρμουρί ζει ένας άλλος. — Ό Δον Φραντσέσκο τί κάνε· τόση ώρα έκεΤ μέσα; ρωτάει μ.ά τρίτη φωνή. — Δέν ξέρω τί κάνε·, απο κρίνεται κάπο ος. ±έρω πώς μάς είπε νά γυρίζωμε γύρωγύρω άπό· τόν ναό καί νά προ σέχουμε μήπως πλησιάση κα νείς! ... Σ" αυτά τά λόγια όλοι, ξε κινούν πάλι καί φεύγουν εμ πρός -άπό τό δέντρο πού είναι κρυμμένος ό Ζορρό. Ό Μασκοφόρος Τ.μωρός τούς αφήνει νά φτάσουν καί νςε στρίψουν τή γωνία·, πάω
ο
ΜΙΚΡΟΙ
οστό τό ιερό. Ετοιμάζεται ν’ ιά'φήση κι5 εκείνος τον κορμό του-, όταν, μέσα στο σκοτάδι, άκουει μια πολύ γνώριμη φω νή, νά μουρμουρίζη' σιγά-σ;·γά αυτά τά λόγια: — Βρωμονάνοι! Ευχαρί στως θά σάς έπιανα και θά σάς^ έστριβα τό λαρύγγι ό λο νών μέ τόνα μου χέρι... δη*λαβή... Μ5 άλλους λόγους... αν ό κύριός μου... Θέλω νά πω πώς...'^Αχ! Γιατί νά μην ξέρω ποτέ μου τι Θέλω νά πω; — Ό... Ό Γαλέρας!, κά νει άναυδος ό Μσσκοφόρος Εκδικητής.
Ό Γαλέρας παρακούει... ϋϊ Α
είναιι ό Γαλέρας;
Κάν είναι πώς βρέθηκε σ' αυτό τό μέρος τέτοια ώρα, α φού τον άφησα: με νά πηγαίνη γιά την Ρέϊνα ντε Λός 'Άντζε λες καί γ ά τό αγρόκτημα των Βέγκας; '-Γ ιά νά τό μάθονυ-ε πρέπει νά τον παρακολουθήσουμε α πό τη στ γμή που -χωρίζει μέ τον Άντώνη ιΓραικσ, όταν συ ναντήθηκαν στο δάσος. Ό τετράικουτος λοιπόν βο ηθός τού σενόρ Ζοριρό, πι στός1 στις; οδηγίες πού του έ χει δώσει ό κύρ ος του, προ χωρεί άκεφα τον δρόμο του, ώσπου φτάνε· στην άκρη του δάσους. Έΐκεΐ στα τελευταία δέντρα κοντοστέκεται καί δεν βγαίνει στον άνο.χτό κάμπο. Ό λόγος; είναι ότι βλέπει μ.ά
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
23
συνοδεία ιππέων νά έρχεται προς τό· δάσος. Καί δεν θά του φαινόταν τόσο παράξενο, άν δεν έβλεπε κι' άλλη μια συντροφιά από καβαλλάρη-6ες, που βγαίνουν ιαέσ' απ' τό δάσος αυτοί πού πηγαί νουν καί συναντούν τούς άλ λους που έρχονται. Όλ' αυτά γίνονται καμμιά πε νηνταρ ι ά μέτρ α μ ακρυά του. "Ομως; είναι τόσο νεκρι κή ή σιωΙπή τής φεγγαροφώ τιστης νύχτας, πού ό Γαλέ ρας ακούει τις φωνές τους καί ξεχώριζε ι τά λόγια τους ολοκάθαρα, σαν νάνα; δίπλα του. Νά τι λένε εκείνοι οί άνθρω π οι ή μάλλον έκεΐνες οί φω νές, γιατί ό γίγαντας δέν μπο ρεΐ νά ξεχωίρίοη ποιος μιλάει κάθε φορά: — Καλώς ήρθατε, σενόρ 'Ήγουελ! Ό Υπέρτατος σάς περιμένει: — Φοβούμαι πώς·έκτος α πό τον Υπέρτατο μέ περι μένει καί ο σενόρ Ζορρό· ί (Περιττό νά πούμε πώς ό ΙΓ αλέρας ανατινάζεται σ' αυ τά τά λόγια —πού προφα νώς τά έχει π ή έκεΐνος πού τον ονόμασαν: 'Ήγουελ. Γουρ λώνει τά μάτια του. — Τον περιμένει ό σενόρ Ζορρό!, μουρμουρίζει μέσ' ιάπ' τά δόντια του. Αφού ό σενόρ Ζερρό είπε πώς... δη λαδή... Δέν προλαβαίνει νά σκειφτή τίποτα π ερ ι σ σότ ερο, γ α τί τον ξαφνιάζει ή άπάντησι
ρτά λς>·γ;ςΕ τρΟ ’Ή'γονξλ;
24
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
— I ι ιμπάρει να κάνη ένας ληστής μόνος του, σενόρ, κυ νηγημένος απ’ τη. χωροφυλα κή, ταν στρατό, τη Λεγεώνα -μας κι’ όλον τον κόσμο; Ή θύελλα θα ταν παρασύρη κι* αυτόν σέ λίγο, σαν νάναι σκ-ουπ ιδάκ ι:! -— Βροχή θάχουμε!, συλ λογίζεται μουρμουριστά ά Γα λέρας. Τό είπε. αυτός δηλαδή, ότι πλακώνει θύελλα καί... Ε γώ βλέπω βέβαια όλο άστρα καί... φεγγάρια, μά... ίσως και ναναι* αστρονόμος αυτός ό σενόρ και νά... Ό θύσανός, καμμιά Φοοά... Θέλω νά πω δηλαδή πώς. άμα δεν ξέσε'ς νά... ξεγελιέσαι μέ... — Κι’ όμως, εγώ εγώ α κουστά πώς αυτός ό Ζορρό είναι άνθρωπος μέ πολύ με γάλες ικανότητες και πώς ό λαός του Μεξικού τον λατρεύ ει σάν ημίθεο!, λέει ή Φωνή τού ’Ήγουελ. Ό Γαλέρας κατευχαρ.στιέστιέται. Χαμογελάει. — Πολύ καλός σενόρ αυ τός ό σενόρ!, ρονολογεΐ. "Ο λο τά καλύτερα λόγια λέει γ.ά τον σενόρ Ζορρό! "Έχει τά πιο καλά αισθήματα για τον κυρ ό μου! Καλή του ώ ρα, είναι πολύ καλός φίλος!; Οί άλλοι θέλουν και καλά καί σώνει. νά ρίξουν τήν αξία τού σενόρ Ζορρό, αυτός όμως... Δηλαδή τούς τά είπε καλά! 'Καλά τό κατάλαβα πώς είναι καλός! Τό· καλό πράμα φαί νεται ! — Τον αγαπούν μονάχα οι ςώήτες, πς>0 δεν έχουν κρμ-
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
μιά δύναμι! Πίστεψε με πώς είναι εντελώς ακίνδυνος, σε νόρ ’Ήγουελ! — Μ'πά! Νά κι5 ένας κουτότερός μου !, κάνει έκπλη κτος ό Γαλέρας. Τον αγαπούν οι αλήτες πού δεν έχουν δυναμι, λέει! ^Ωοες είναι νά μου πή πώς κι5 εγώ πού τον αγαπάω είμαι αλήτης καί πώς δέν... Θέλω- νά πω όσο ' γ:ά δύναιμ ', άν σέ αρπάξω στα χέρια μου, ικατακαημένε!... .Καί κουνάει* στο σκοτάδι τά ηράκλεια υπράτσα του. Ό ’Ήγουελ ωστόσο απο κρίνεται: — Αυτά πού μοΰ λέτε εί ναι καλά. Ακίνδυνος κι5 ανί κανος νά βλάψη!... Κι’ όμως εγώ δ έταξα νά τον σκοτώσε τε μέ κάθε θυσία κ:’· έγε· πε ράσει τόσος κα'ρός καί ό Ζοο ρό ζή καί βασίλευε·. — Δέν θά γλυτώση Υΐά πολύ άικόΐματ, σενόρ! "Ήδη τον κυνηγούν οί στοατ ιώτες τού Δον Άλβαρές! 3Από στ >γμή σέ σπνμη θά μάς τον φέ οουν νεκρό ή Ζωντανό στο πα ρεκκλήσι! Ελάτε!... Δέν μιλούν άλλο. "Ολος ό όμιλος των ιππέ ων ξεκινάει καί χώνεται ατό δάσος. Ό Γαλέρας έχει άπομείνει ιάκίνήτος, σάν μαρμ-αρωμένος. Δέν μπορεί νά πιστέψη στά τελευταία λόγια πού έ χει ακούσει. "Ωστε λο πόν θα νάσ'ρος κίνδυνος απειλεί τον αγαπημένο του κυρ.ο κι5 εκεί νος φεύγει, τή στιγμή φκρ·;-.
1 ■θώς πού ό Ζορρο μπορεί νά έχη τη ανάγκη του; Χωρίς νά ό· στάση· περισσό τερο, ξεχνάει· τις εντολές του Ζορρο και χώνεται κι«* αυτός στο δάσος. Αρχίζει νά παρακολουίθή εκείνους τούς καΐβαλλάρηΐδες. Φτάνουν έτσι, στο· παρεκ κλήσι του Σαν Άντόνιο. Οί ίππεΐς αφήνουν τ5 άλο γά τους άπ5 έξω, στο δάσος •καί· μπαίνουν στο παρεκκλή σι άπό την πλευρά τού ιερού. Ό Γοιλέρας στέκει άναποιφάσ,στος πίσω άπ5 τά τελευ τάΐα δέντρα. Τότε γίνεται κά τι άλλο πού τον κάνει νά τρομάξη ακόμα περισσότερο. Βλέπει, μια συνοδεία ανθρώ πων νά έρχεται καί νά Φερνή έναν· πεθαμένο. Καί καθώς τ'όν δ όζουν στην εκκλησία καιί φωτίζεται το πρόσωπό του, ό γίγαντας πού κυττάζει από το π α ράΐθύρσ, άναννωρ ί ζ ε ι πώς είναι ό Γρα.κός! — Σκότωσαν τον "Έλληνα καί τόν έφεραν!, ψελλίζει ίδροοι μένος. 'Άρσγες μπορεί νά -φέρουν καί τόν κύριό μου, ό πως εΐπαν καί.... *Ω, καταρα μένο;·! Άλλοι μονό σας, άν κάνετε κάτι τέτοιο! Θά σάς ξεσχίσω, όλους ;μέ τά χέρια μου! · , Κατεβαίνει άπό τό· άλογό του, κρύβεται πίσω· άπό κάτι πυκνά φύλλα καί περιμένει. Λίγο αργότερα ενώ ό νε κρός μένει στην εκκλησία, οι άλλο;, πού τόν έφεραν φεύ γουν. Αυτός όμως δέν τό κου νάει άπό τη θέσι του, ώς τή
6
Ρ
Ρ
5
στιγμή πού, όπως ξέρομε, τόν ακούει ό Μασκοφόρος Τ.·μωρός νά μονολογή βρίζοντας και απειλώντας τους νάνους.
Ή φοβερή συνωμοσία 0 . ΖΟΡ ΡΟ
προχω ρ ε ϊ
δυο βήματα προς τό μέρος πού ακούστηκε ή φωνή τού ά μυαλοο βοηίοΟύ του. Παραμε ρίζει τά φύλλα καί τόν βλέ πει κουρνιασμένο εκεί άπό π ίσω. — ίΓαλέρα! Γ.ατί, άμί'γο, Βέν πήγες στο σπίτι όπως σσύ είπα; ρωτάει εύθυμα. Ό γίγαντας πάει νά ξεφω νίση άπο τή χαρά του και μόλ··ς προλαβαίνει ό Μασκοφό ρος Τ ιμωρος νά τού σκεπάση τό στόμα μέ την παλάμη του. — Σ σ σ στ !, κ άνε ι άνήσ υχος. Τσιμουδά! Έλα π.ο 5ώ! . .·.
Καί πιάνοντάς τον άπό τό μπράτσο υποχωρεί μαζί του καμμιά εκατοστή μέτρα μέσα στο δάσος. ίΕκεί σταματούν καί ό Γαλέρας, μέ ψΒυρ.στή φωνή, καταφέρνει μέσες - άκρες νά Ιδιηιγηθή στον κύριο του εκεί να τά λόγια που άκουσε Κρυμμένος; στα τελευταία δέν τρα τού δάσους. Ό Ζορρο συνοφρυώνεται. Δέν λέει τίποτα στον γι/αν τίο φίλο του, πού καί νά τού π ή, δέν πρόκειται νά καταλά βη τίποτα. Τόν παίρνει όμως άπ5 τό χέρι, άφού τού εξηγεί πώς δεν πρέπει νά βγάλη
16
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
«ί;<ί!χ» καί ξανα γυρίζουν κοντά ατό παρεκκλήσι. Κρύβονται ά νάμεσα ατά φύλλα καί περι μένουν. Οί νάνοι περνούν καί ξανα περνούν τρεΐς φορές ακόμα α πό· εμπρός: τους, περιπολώντας γύρω από τον ναό. Στο πλάϊ τού ιερού του παρεκκλησίου, ύπαρχει ένα αρκετά ρεγάλο δώματα, πού χρησιμεύει συνήθως γ ά εξο μολογητήριο ή γιά τά θρη σκευτικά μαθήματα πού κά νει ό πότερ 'Αουγ'κούστα στους μαθητές του. Αυτό τό δωΙμάτ ο είναι τώ ρα γεμάτο παράξενους άνβρώ πους. ϋ ένας απ αυτους, ε.σς ψηλός, ξανθός άντρας μέ Τ
2
0
μ
Ρ
6
α α μαλλιά χτενισμένα προς τά πίσω, κάθεται στη θέσι τού «έξο·'μρλογουμ όνου», .μίτρα στά στο παιράθυράκ: .μέ τό συρμάτινο πλέγμα, πού συγ κοινωνεί μέ τή θέσ; τού έξομο λογητού. ΟΊ άλλο:· κάθονται γύρω του, σχηματίζοντας έ να ήμ κιύ'κλ ο. Συζητούν χα μηλόφωνα κύ έχουν όλοι συνω μοτ κό' ύφος. ΟΊ άνθρωπο ι πού κάθοντα γύρω άπό τον ξανθομάλλη, εΐ να. ό Δον Φραντσέσκε Μα τ αρορο ς καί πέντ’ — έξη. άλ λοι, πού στις* ζώνες τους εί ναι κρεμασμένες δπλές θή κες ·μέ πιστόλια. ■Μ.ιά Φωνή άκούγεται πίσω άπό τό· κρυστάλλινο πλέγμα να λέη:
— Χίλιοι διάβολοι! Που... διάβολο ττήγε ό πεθαμένος;
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
27
'Ο "Ελληνας καβαλλάρης, κρυμμένος βλέττει τρεις ώπλισμένους νά νους πού απειλούν τον καβαλλάρη επίσης Ζορρό.
-—- Σενόρ " Ηγουελ, εσάς περ.·μένάμε! "Ολα είναι έτοι μα! Ή σπίθα είναι αναμμέ νη·! Τής λείπει μόνο τό φύ σημα, για νά μεταδώση τη μεγάλη φωτιά! . . . —Έραβα! οτ ι ο σενόρ Ζορ ρό είναι άκόμα ζωντανός!, λέει ψυχρά ό ξανθομάλλης. —Ό σενόρ Ζορρό, δεν ση
μαίνει τίποτα!, αποκρίνεται ή φωνή! πίσω από τό πλέγμα. ’Άν ζή, αστό δεν τό χρωστά ει στις, ικανότητες του, άλλα στο δτι δεν έπεδίωίθα1 μέ κά δε τρόπο την καταστροφή του. "Αν έρριχνα τό ενδιαφέ ρον μου σ' αυτόν, θά παραιμε λ ο Οσα άλλες, κεφαλαιώδεις λεπτομέρειες... Σενόρ Έίγου
28
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
ελ, ή Λεγεώνα τών Τι μωρών είναι έτοιμη να δράση1! Είναι έτοιμη νά ιχτυπήση ταυτό χρονα όλους τούς στόχους ! Νά κυιλήση τη χώρα στην α ναρχία, στο αΐμα, την κατα στροφή, καί τούς εμπρη σμούς ! Τότε ό στρατός σας θά μπόρεση νά πέραση τά σύνορα, με τή μάσκα τού «προστάτου Τ: μωρού» ! Θά μπόρεση νά ' έπιτεθή καί νά διάλυση εικονικά τή Λεγεώ να, άπακαθ :σ τώντας τήν τα ξί. Καί ενώ οι Ισχυρότεροι αντίπαλοί μας θά είναι νε κροί, οί άλλοι θά προσπα θούν νά περισώσουν ό.τι μπο ρούν ,άπρ τή φωτ ά καί τά χα λάσματα. Κανείς δεν θάχη 6 ρεξι νά δ:α·μαρτυρηΙθή γιά την αλλαγή «κηίδεμονίας» τού ιΜεξικού, από τούς Ί σπανούς στους Εγγλέζους! Καί τότε θάναι ή κατάλληλη στιγμή νά πάρη; στά χέρια του τά ηνία τού έθνους ό Υπέρτατος!. Ο1! Λε'γεωνάρ·οί' μου, σκορπ σμένοι άπ? άκρη σ5 άκρη τού Με ξικού, περιμένουν τό σύνθημά αου μέ τούς δαυλούς καί τά όπλα στά χέρια! "Ήδη α πό καιρό έχουν αρχίσει νά τρομοκρατούν τούς γαιοκτή μονες και τον λαό·... Ό στρα τός σας όμως, πότε θά είναι έτο μος νά πεοάση τά σύνο ρα; Ό σενορ Ζορρό άνακάλυ ψε το ενα άπό τά δύο στρα τόπεδα πού έτο ίσασαν οί πρόσκοποί σας, "Οταν όμως τά στρατόπεδα γευίσουν μέ χιλιάδες στρατιώτες, τί ζη μιά μπορεί νά κάνη ένας άν
ΖΟΡΡΟ
θρωπος μόνος του; Ή στι γμή έχει φτάσει! "Ας μ ή τήν ιάφήσουμε νά πέραση, σενόρ "Ηγουελ! Πότε θά στείλετε τον στρατό σας στο Μεξικό; "Ενα παράξενο μειδίαμα έ χε. ανθίσει στά χείλια τού ■'ξαν! Βομάλλη σ' αυτά τά λόγ-σ· . Αποκρίνεται σχεδόν εύθυ μα: —Ό στρατός μας έχει πε ράσει κιόλας τά σύνορα τή στιγμή πού μιλάμε, μίστερ... Υπέρτατε! Βρίσκεται στά στρατόπεδα καί περιμένει διαταγή μου, γιά νά έπιτεΙθή! ,Πότε μπορεΐ νά φύγη ή δική σας διαταγή στους λε γεωνάριους, γ.ά ν' άρχίσουν τό έργο τους; ιΜιά στιγμιαία σιωπή δεί χνει τήν ικατάπληξι τού όονβρώ που πού βρίσκεται πίσω άπό τό· συρμάτ-νο πλέγμα. "Υ στερα άύούγεται ή φωνή του γεμάτη άγριο θρίαμβο: — Αυτή τή, στιγμή κιό λας! "Εχω έδώ δέκα «νομί σματα», πού θά τά μοιρά σουν οι δέκα άγγελιαφόροι τού Δον Φοαντσέσκο . Ματαμόρος, σε δέκα δ αφορετικές γωνιές τής χώρας! 5Απ' αύοο τό πρωί ή μεγάλη φωτιά βά πυρπόληση τό Μεξικό! Τό αΐυα θά τοέξη ποτάμι ! Άπ5 αύριο τό μεσημέρι μπο·ρεΐ ό στρατός σας νά έπ τε'θή καί νά σκοοπίση τούς λε γεωνάριους! Αύριο τό μεσημέοι, μπορούμε νά' συναντη θούμε έπισήμως στο κυβερνη τικο μέγαρο ! Εκείνοι πού θά
είχαν βλέψεις νά καταλάβουν την Αρχή ή νά' υποστηρί ξουν τό κύρος τής Ισπανίας, δέν θα υπάρχουν στη ζωή! — Και ό πρόεάρος τής Γε
ρουσίας; — Τον έχω άναλάβει έγώ!, λέει ηρεμία ό Ματα μό ρας. Τούτη τή στιγμή θά κοι μάται. Είναι σαν νάκοτμάται γ.ά πάντα άπό τώρα, αφού δέν πρόκειται πια νά ξυπνήση!... —Εμπρός λοιπόν ! Στεΐλ τε τά μηνύματα!, λέει άποφασιστνκά ό "Ηγουελ. Θά στείλω κλ εγώ δυο αγγελιο φόρους στα στρατόπεδά μας, νά διατάξω· τήν αυριανή έπίθεσι... — Φραντσέσχο, λέει, ή φω νή πίσω άπό τό πλέγμα, έλα νά πάρης τά «νομίσματα»!... Οι άίγγελιαίφόροι σου νά ξεκ Λήο ευν αύτή τή στ. γ μ ή ! Τήν ώρα όμως πού ό Δον Φραντσέσκο Ματαμόρος ση κώνεται άπ’ τή Φέσι- του, έτοι μος νά έχτελέση τή διαταγή, τουι αθέατου κυρίου του, ή φωνή τού ελευταίου αυτού, ξαναχούγετα ι. -ανακούγεται όμως άγριό καί βροντερή,, σ άν. ουρλ ι αχτ ό· θή ρ ί ου: — Χίλιοι διάβολοι! ΓΊού . . . διοιβολο πήγε ό πεθαμέ νος;
Συναγερμός Τρομεροί
αναβρα
σμός ξεσπάει μέσα στο πα ρεκκλήσι τού Σαν Άντόνιο, σ’ αυτά τά λόγια.
-«—Οοιός πεθαμένος;
ψω°
νάζει μέ γουρλωμένα μάτια ό "Ηγουελ, πού δεν έχει ι δέα. Στό μεταξύ ό Δόιν Φραν τσέσκο πού ξέρει πολύ κα λά τί έννοεΐ ό «Υπέρτατος»; κάνει νόημα στους μικροσκοπικούς άνδρες του νά τον άικολούθήισουν, Όρμρύν όλοι μαζί ρέσ5 στη, νύχτα κι* έξω άπό το έξο ,μοιλογηπήριο. Χύνονται στην εκκλησία; Μόλις μπαίνουν μέσα βλέπουν τό άδειο φορΕΐο, στό όποΐο προηγουμένως βρισκόταν ό νεκρός "Ελληνας! Τό κερί καίει ακόμα στα πόδια του. Μένουν κι* εκείνοι ακίνητο] για μια στιγμή, μέ τά μ ατά γουρλωιμένα. —'Άναατέθηκε ό πεθαμέ νος! Τά πνεύματα είναι έναν τίον μας!, μουρμουρίζει μέ τρόρο ένας άπό τους άνθρωπάκους. Ό Ματαμόρος τού δίνει έ να ψοβερό χαστούκι, πριν πρςλαβη νά τό καλοσκεφθή. Τό πρόσωπό του έχει γίνει κατακόκκ νο άπό μανία. —ΉλίΟ.ε!, ουρλιάζει. Ποι ας πεθαμένος; Αυτός ήταν πε θαλμένος όσο είσαι κι5 εσύ! Σάς ξεγέλασε όλους! Κατα λαβαίνετε; Σίγουρα ήταν άν θρωπος τού Ζορρό! "Ακούσε δλα δσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον Υπέρτατο καί τόν σενόρ "Ηγουελ ! Αυτός μόνος του, άν δέν συλληφίθή άμέσως μπορεί νά μάς: καταστρέψη!.. Τά λόγια αυτά κάνουν τρο-
6
Μ
1
Κ
Ρ
μερή έντύπωσι οέ όλους, Οι απαίσιοι νάνοι ετοιμά ζονται· νά ριχτούν στο· δάσος, αφού ξέρουν πώς ό... πρώην πεθαιμένος, οπού κι3 αν έ’χη πάει., δεν ,μπορεί νά είναι μα •κρύα άπ3 τό παρεκκλήσι. Τήιν "ίδια στιγμή φανερώνε^ται στο άνοιγμα τής πόρτας τής εκκλησίας 6 ξανθομάλλης "Εγγλέζος, σενόρ "Ηγουελ. . ιΚυττάζει τον Ματαμόρος μ" ένα βλέμμα γεμ<άτο σαρκα σμό. Τά μάτια του1 αστρά φτουν. —"Ωστε λοιπόν, ένας άν θρωπος μόνος του 'δέν μπορεί •νά , μάς κάνη καμμιά ζηίά!, φωνάζει. Και τώρα μου έτε πώς αυτός πού έφυγε άπό δω μέσα, μπορεί νά κα ταστροφή τό παν! Εΐσ'θε λοι πόν ηλίθιοι; Ό Δόν Φραντσέσκο χλωριάζει σαν νεκρός. Γιά μιά στιγμή κάνει μιά οργισμένη κίνησι, πού την αφήνει στη μέση. Σκύβει τό> κεφάλι·. — Δεν θά πάη μακρυά!, μουρμουρίζει. Δεν είναι ούτε ένα λεπτό πού ήταν έ!δώ, πά νω σ3 αυτό τό φορείο... Θά στείλω τούς άνθρώποος μου νά τον φέρουν πίσω ζωντανό ... ή νεκρό! Κι" ετοιμάζεται νά διατάξη τούς νάνους νά τρέξουν στό: δάσος. Ό Εγγλέζος άπλωνε ι τό χέρι του καί τον σταματάει·. — Όχι!, λέει ξερά. λ "Αν δεν τον βρούν, ή ζημιά θά
γίνηι καί θαναι τρομερή
κι*
ύ
ϊ
άνεπανορθωτή! "ΙΕτσι κι3 άλλοιώς όλα είναι· έτοιμα! "Ας φυγουν οί αγγελιοφόροι σας •νά πάνε τά δέκα μηνύματα στη «Λεγεώνα»... Θά στείλω κι3 εγώ τούς δικούς μου στά στρατόπεδά μας. Δεν προλα βαίνουν πιά νά μάς εμποδί σουν, έστω κι3 αν έμαθαν τά σχέδιά μας. — Θά τά συνδυάσουμε καί τά δύο!, λέει ό Ματαμόρος ζωηρά. Θά φύγουν οι αγγελία φόροι μου άπ3 τον δρόμρ του δάσους. Θά προσπαθήσουν νά προλάβουν τον άνθρωπο του1 Ζορρό. Τό πιθανότερο είναι νά τον προλάβουν. Τό τε θά τον πιάσουν καί θά τον φέρουν πίσω, έκτος κι3 άν α ναγκαστούν νά τον σκοτώ σουν. "Αν δεν τον βρουν ό μως, θά συνεχίσουν τον δ,ρόμσ τους, νά πάνε νά δώσουν τά «νομίσματα». Στρέφει στους νάνους πού τον κυΤτούιν στά μάτια. — Καταλάβατε τι θά κά νετε; ρωτάει. — Σ ί, σενόρ!, απαντούν μ3 ένα στόμα. —"Εμπρός λοιπόν! Καί μ3 αυτά τά λόγια τούς μοιράζεμ γρήγορα — γρήγο ρα τά δέκα κούφια νομίσμα τα, πού περιέχουν τά μηνύμα τα τής συμφοράς καί τού ό. λέθρου. Οί νάνοι τά αρπάζουν άπό τά χέρια του καί ρίχνονται έ ξω άπ3 τό< παρεκκλήσι. Ό Δόν Ματαμόρος βγαίνει· κι3 αυτός μαζί1 τους. Σ έ δυο λεπτά άκούγεται ό
0
ΜίΚ^Θϊ
γοργός καλπασμός των Αλό γων τους. Ό "Ηγουελ τρέχει στο πλαϊνό δω ματ ιο ·, που1 οι άν θρωποί του· τον περιμένουν γεμάτοι Ανησυχία. Αρπάζει δυο άπ' αυτούς και τούς σττιρώχνει προς την έξοδο λέγοντας ανυπόμονα: —Εμπρός! Θά μεταφέ ρουμε τό σύνθημα της έπιθέ σεως στα στρατόπεδά μας! (Είναι· γιά αύριο τό μεσημέ ρι! ... Οι δυο άντρες χάνονται σ' ένα λεπτό κΓ εκείνοι μέσα στη μαύρη νύχτα. Τι έχει απογίνει όμως ό πεθαμένος; 'Απλούστατια ό "Ελληνας Άντώνης Γραικός, δεν είναι καβάλου πεθαμένος, όπως, τό υπέθεσε και ό Αόν φραντσέσκο. "Ολη ή σκηνή, τού φόνου του Από τόν Ζορρό, έγινε κα τόπιν συμφωνίας ,μέ τόν Μασκαφόρο Έκβικητή και τόν Δον Άλβαρές, καθώς καί τούς τέσσερις ιάφοσιωμένους φίλους αυτού τού τελευτάίτου, πού1 τούς διέθεσε όλους στην υπηρεσία τού Ζορρό. Μ' άλλους λόγους ό για τρός πού βεβαίωσε τόν θανα τό του κΓ εκείνοι πού1 τόν έ βαλαν στό’ φορείο, ήταν έν γνώσει τού σχεδίου κΓ όσο γιά τόν Ζορρό, είχε πυροβο λήσει· στον αέρα; κάί 6 Γραι κός εΐχε προσποιηθή τόν χτυ πημένο. "Ολ' αυτά έγιναν γιατί ό Μασκοφάρος Έκίδιικητής - εί χε τή: γνώμη πώς αυτές οι
2
6
Ρ
Ρ
6
11
νυχτερινές, θρησκευτικές, συγ κεντρώσεις εκείνων των απαί σιων νάνων, ήταν πολύ ύπο πτες. "Ηθελε λοιπόν ,νά βρεθή έ νας, άνθρωπος μέσα στο παρεκλήΐσι τού Σαν Άντ,όνιο καί νά παρακολούθηση, ένα ιάπ' αυτά τά «θρησκευτικά μαθήματα» τού πάτερ 'Λουγκούστο. "Αν όμως οι υπόνοι ες του ήταν σωστές, κανείς δεν θά μπορούσε νά τρυπώσηι στο παρεκλήσι απαρατήρη τος, γιατί βέβαια, θά υπήρ χαν ολόγυρα ακοίμητοι φρου ,ροί. Μόνο ένας, «πεθαμένος» θά έμενε ανενόχλητος στη μέ ση τής, σάλας τής εκκλησίας καί θά εΐχε την ευχέρεια νά ιάκούσηι οτιδήποτε κΓ άν έλε γαν έικεΤ μέσα. Κανείς δεν θά χαμήλωνε τή φωνή του, ά πό φόβο μήπως τόν άκούση.. ένας νεκρός! . . . ΙΚΓ έτσι κι5 έγινε. Αφού όλο τό σχέδιο πέτυ χε όσιό την άρχή όπως; εϊδα,με κάί ά|φού ό φανός έγινε μέ μάρτυρες δεκάδες· ανθρώπους κΓ αφού ή πιστοποίησι τού θανάτου τού Έλληνα έγινε ^μπροστά στά μάτια καί αυ τών των νάνων τού Δόν Ματ ά μοιρος, που είχαν φτάσει κον τά, κανενός δεν πέρασε από τό μυαλό του νά έλέγξ,η, μή πως1 6 νεκρός δεν ήταν καί πολύ... π εθαμένος. Ό Γραικός έμεινε Ακίνητος επάνω στό' φορείο του καί πα ρακολουθούσε μέ την άκρη τού ματιού του1 τόν πάτερ Ά~ ουγκούστο πού πηγαινοερχό
ταν έκεΐ μέσα, έτοιμάζφντας Λ—όπως νόμιζε— τά τής αυ ριανής κηδείας του! "Οταν καμμιά φορά έφτα σαν ό 'Ήγουελ μέ τή συνο δεία του και τον Ματαμόρος —στο παραμέσα δωιμάτ ι ο— ό "(Ελληνας είδε τον ιερωμένο νά κάθετε στο θρονί του1 έξο μολογητού καί ακούσε δλη έ'κείνη την τρομερή, συζήτησι πού είχε με τον Εγγλέζο, τού οποίου ή Φωνή έφθανε ο λοκάθαρα από τή μέσα με ριά. Αυτά πού ακούσε ήταν τό σο τρομακτικά, · ώστε δεν σκέφθηκε τί θά γινόταν αν άνακ άλυπταν τήν άπ ουσία του1. /Αντίθετα συλλογίστηκε πώς έπρεπε οπωσδήποτε νά φύγή: πρώτος καί νά τά άναφέρή όλα στον Ζορρό, γιατί δν έφευγαν πρώτοι οί νάνοι κι3 Εγγλέζοι, πιθανόν νά μήν μπορούσαν πιά νά τούς προ λάβουν καί νά τούς σταματή σουν. ' Πηδώντ ας λο; πό ν ανάλα φρα από τόι φορείο του, άνοι ξε τήν πόρτα τής εκκλησίας επίσης άθόρυβσ καί βγήκε έ ξω. Ευτυχώς οι φρουροί νάνοι βρίσκονταν απ’ τήν άλλη πλευρά εκείνη τήν ώρα κι3 έ τσι δεν τον πήρε κανένα μά τι.. Χιύ|θη}κε ανάμεσα στα δέν τρα, προς τό μέροο πού του εΤχιε π ή ό σενόρ Ζορ.ρ ό δ.τ; θά τον περιμένη. Σχεδόν τήν ίδια στιγμή ά κουσε πίσω τους τις άγριες φωνές τού πάτερ 3 Αουνκο ό
σια,, πού άνακάλυφε τήν έξργ ψάνισί του. Μέσα στά έλ σχιστά δεύτε ρόλεπτα πού κάνουν οί άπαίσιοι συνωμότες νά πάρουν τήν άπτόίφΟσί τους,· ό άτρ<όμη>τ ο ς "ιΕλλ ηνας π ρολ αβ α ί νε ι· νά δ.ηιγτθή στον Ζορρό ■—πού τον βρίσκει μαζί μέ τον Γαλέρα— δλα δσα άκουσε/ επάνω από τό..,. νεκροκρέβα τό του. ι ό πρόσώπο του Μ ασκόφόρου 3Εκδικητή γίνεται κά τασπρο κάτω άπό τή μάσκα του. Ή αγωνία δαγκώνει ,σάν φίδι τήν καρδιά του. Καταλαβαίνει πώς ή τύχη τού Μεξικού βρίσκεται στά χέρια του καί πώς στο παρα μικρό1 λάθος του δλα μπορεί νά χαθδύν. Δεν1 χάνει τό κουράγιο του όμως. -έρει πώς έχει πό:ρει δλα τά μέτρα, ώστε νά μήν έπιτρέψη στούς άθλ.ους προδό τες νά πραγματοποιήσουν τον σκοπό· τους... —"Ας τού δίνουμε!, μουρ μουρίζει .ανήσυχος ό "Ελλη νας. Μη, βιάζεστε!, αποκρίνε ται ψιθυριστά ό Ζορρό·. "Ας πάμε σιγά — σιγά ώς τ3 ά λογά μας! . . . Χωρίς νά μπαρ ή νά καταλόίβη τί θέλει νά κάνη, ό θρυ λ·κδς μαυροφόρος, ό Γραικός ύ π ακούε,. "Οσο γιά τον Γαλέρα, αυτός πάντα υπακούει χωρίς νά έχη δε αν τί θέλει νά κάνη ό κύριός- του, άλλα
ο
ΜΙΚΡΟΣ
κ'αί... χωιρίς νά τον ένδιαφέρη*
— ιΜ ά... Ν ά! Β γα ίνουν άπ5 την εκκλησία ! Τρέχουν στ5 άλογά τους! Θά μάς βουν !, μ ουρ μ ου ρ ίζ ει ό Γραι κός. — Αυτό έ'πιβιώκω!, απο κρίνεται ήρεμα ό Μ ασκό φό ρος. ’Άν δέν μάν δουν θά σκορπίσουν- σε δέκα διαφορε τικές μεο'ές νιά νά πάνε τά μηινάματά' τους καί τότε, άν τε νά τους μαζέψης μ«ές στη νύχτα!... Καί1 ένας νά φτάση στον · προορισμό- του, βά γίνουν τρομερές σφαγές καί εμπρησμοί!... ?Άν μέ δουν θά μέ κυνηγήσουν καί θάρ'Θουν όλοι πίσω μου!... — Γ.-ατί λέτε «άν μ έ δουν»; ρωτάει ό Έλληνας με υποψία. —Εσείς θά μείνετε έ5ώ με τον Γαλέοα!, αποκρίνεται β αστ ικά ό Μασκοφόρος Εκ δικητής. Θά μείνετε κρυμμέ νο- ώσπου νά πεοάσουν... Τό τε θά μπήτε στην εκκλησία καί θά φροντίσετε νά συλλάβετε τον "Ηγοοελ καί τον Ύπέοτατο!·.. "Άν παρουσια στούν δυσκολίες, μ ή διστάσε τε νά πυροβολήσετε!... Γα λέοα άμίγο, θ’ άκσύς τόν ο ενόο Γρσ'κό, σάν νά είμαι εγω ο ίδιος! — Σί. σενόρ-!. άποκρίνεται χωρίς δυσκολία ό γίγ-σν τσς. Μόνο πού... Δηλαδή πώς μπορεί ό ίδιος εσείς καί
Ζ
Ο
Ρ·
Ρ
Ο
33
ό σενόρ Γραικός πού... Θέλω νά πω δεν είναι άλλος ό. . . ’Άν εΐσαστε ό Τδ.ο-ς μέ... Δέν καταλαβαίνω- τί... 9Ω, ο'ενόρ!.... Μισό λεπτό αργότερα άκούγονται έξαλλες κρ-αυγές θριάμβου από την πλευρά τού1 π α ρεκκλ ηισ ιού: —Ό Ζορρό! Επάνω του! Καί μια ομάδα ιππέων ρί χνεται πίσω του μέ άγρια ουρλιαχτά. Περνούν μπροστά σχεδόν από τον Γραικό καί τον Γαλέρσ; χωρίς νά τους άντιληφίθόύν. "Έχουν άρχισε; κιόλας νά πυροβολούν πού καί πού., κα ταπάνω- στον Μασκοφόρο Τι μωρό. Ή άπόστασι δέν εΐν-αι, μεγάλη.. Τά δέντρα όμως τούς έ μποδίζουν νά βρ-ούν τόν' στό'χο καί γρήγορα παοαιτούντα,: από την προσπάθειά τους, τουλάχιστον γιά την ώρα. ΈκεΤ πού τρέχει ό σενόο Ζοροό αμως, βλέπε· ξαφν κά μπροστά του- ένα ολόκληρο τάγμα ίππ'καΰ! ΈΤνα: οι άντρες τού συν-ταγμ ατάρχου Φε ρνάντεζ,. πού εΐχοτ/ ξεκινήσει απως' ξέρομε άπ5 την πόλη, λίγο μετά απ’ τη φυγή του καί στρατοπέ δευα αν στό δάσος. Έτσι όπως τρέχει ό Μασκοφό'Τος Εκδικητής, πηγαί νει ολοταχώς καταπάνω τους!
ΤΕΛΟΣ Άιτοδοσις στα Ελληνικά: Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ
Ο ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΟΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"Έτος Ιον — Τόμος 2ος — Άριθ. τεόχους 15 — Αρχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22, ’Αθήναι (125). Τηλέφωνον 228-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σ ψιγγός 38 Προϊστ. τυτιογρ.: Α. Χατζήβασιλείου, Ταταούλων 19, Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έπιταγαί: Γεώργ. Γεωργιάδην, Δέκκα 22, Άθήναι. ΣυνδρομαΙ έσωτερικοΟ: Έτησία.......................... δρχ. 100
Εξάμηνος...................
»
55
Σύνδρομα! έξωτερικοϋ; "Ετήσια................. δολλάρια 4 Εξάμηνος ............ & 2
ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ:
Τό τέλος τής ωραιότερης περιπέτειας του θρυλικού υπερασπιστοϋ των αδυνάτων και κατατρεγμένων.
Δράττις και αγωνία άνευ προηγουμένου! ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
0 ΘΡ/ΛΟί τον ΑΜ3Ρθ>ηο/ ΜΑ1 ΜΠΟΡε/Ζ ΗΑ) //ΜΑ/ ΦΰΛ/ΖΜΓ-
4ΗΖ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ί ΜΟΖ'ΧΊΜΑ/ ΛΑ ΤΑΖ ΖΡΗΑ/ΑΖ μο μα ΜΟΛε Α0Ρ/όί2 ΑΑΓ9 ΜΑΖ ΓΟ/Σ . ΜΑΖ '
*Γ° ΑδΜ άΟΜΜΑΐ' ΑΖ ΑΦΑίϊΜε τν ΖΜΛΟΤΟ »ΡΑΧ0~1ΤΜ£ΧΜΑ ΜΑ , ΜΜΜΖΗ ΠΑ ΜΑΖ . Μ
XΛΟΤΟΜΟXX
Πε^ίΟΜΤΑΧ Ο ΑΡΛΧΟΧ ΠΑΡΑΖΧΡί. 1 /Γ/9/ ΑΑΛΟ/Ζ ΑΡΑΧΟ'Ζ ΜΑΖ/ ΓΟΓ ήΑ! Χδ ΛΙΓΟ ε/ΓΑΖ ΤίΡΑΤΤ/όΖ ΟΓΑόΙ ΑΠΟ ΑΡΑΧΟ/Ζ ΓηΡΙΗΙΖίΙ ΤΗ ΧΡΗ ΜΑ,.. ΟΑΑΟΛΓΑΖ ΑΛΟ ΛΑΤΡ,Ζ/ίΑ ΆΑΡΑΓίΜΟ, ΑΛΙ 7£ΜΤ/ΧΜδΜ0ί ΛΑ ΤΟΗ ΧΡΟΝΟ ΟΧΗΜΑ ' -----------£Γ/Μ£' Ο! ΧΡΟΓΟίΌ! 75Η 0>ΗΛΡ Μ 19ΠΑΖ0ΥΝ Πή ΠήΝΓΑ/^Α
εηατΡίΦο*» τ/ροι γ/ι ζπηαιο. τοη βΡίΑΜβί/ η πα ..... (Ό/Άβ^Μ £/ΝΑ/ Η ΛΚΥΗΜΠ 70Γ βΡΑΧΟΓ ΤΗΧ ΟΛΗΧ >—>, Λ αλι
γ
Γ Η/)Χ ! ΑΛΧδΙί ΑδΜ κηο/>ίΐ ηΑ τη* μ αμπζτΑοη ! /
Χρωμολιθογράφησις—Έκτύπωσις ΛΙΘ. "8. ΠΑΠΑΧΡΥΓΑΝΘΟΥ,.
Ζ
ΗΐΑΠΙ Υ* *_ οΐγ'γί
Γ,». 1- ^ ν_- X1
0>» .;ρ\1·Ι1 Λ01 Ξϊΐ ΧΞΧ-Λϋ Ο'Λ^πηόΛ’ΐι εΧ ςιί 2x19? ν (*, ηοχ ο.ϋ^^-9^11 91-0 ^οργχο !3* -3
ϋς,'Ο'ΠιΓΟγΧ.
ΐα>.ι]0Χ:3·Α
13 5ι; ϋ .αοη ο) ηο.τΐ
Ο' ϊΐ
'; ο ς)3 γο ^
(Τ>'\3>
—
•, ΓΐΐΌΛΓΙ'9 3 ί1 ^ΟΧΛΟΟίχ ΛΟΧ 1ΌΧ ΟΟΐΟΟΧΤΐ 01 ΙΟ^ΟΧΟΟ Λ01 έ'Όι'ΙΙίγγ^
0X0 Ο,
•0011 ΟΆ ΟΟΥ3Ω IX ΟΟίΐό’Ο'Λ ΙΌΧι '.Ο -ΟΧΟ\Λ/ ••■ΠΧί ^ΟΆ ΟΟΥ90 ' *-^ΟΟΓί -ο »γγ» 'ϊογγο -ρ
-ογγο
-Ο 'ΟογγΌ -ΠΟ
Ο ϊ2ΐς,ι, ?
ο 5οιηο
(ι χ /.Ο Ο
.Αοο
πμ·
,ιχ
οο
5θΛ3 £1>: 5ο· ££ Ο 5θΧ
·ΛΟ130ΛΠι§
’ Ο ΛΠ 2
■ 5 ο: ςι
λοχ ο
----: ΓιΟΙ Ό11 Β^όΟΟΤί'ά'ΊΟΤί
ΛΌ9 30X (1ίΧ> (03Γ! ογο 30ΛΛ
ύγγ3;Λ
ο ό ο ι η ο λοχ ϋ. ^ΛιΟΟΧ^ Ώ:Λ'
ιϋ,ηοχιοχη ο λ
ηοχ αχ) ίο '^οκίηχ. π οχ
3χρ
0ιΑ3 τΐ Γα χι
~ΌλΌ ο 30000ΛΛ3 IX ίΐ9Γ9ιΥ'01:0>1
ΟΛ
ΑΟΧΟΧ ηοΐ ρ0ΟΧΟΟθ) [_|ί •010)0 Γίΐαο
13 ΛΑ§
10X31 ΛΑΟ X, 3ΧΠ0
5 η ΟΧ
3ΧΠ3
^Ό03γΌ^
£)-.
•Ο νΑ. -ΟΧΛΐγ{ ΑΟγ ΠΟΧ 1Ο^γΧ:Χ3ι0)θΧ. 01 0X0 Ο Ο ΧΑΟΧ 3 θΙ X ".ΑΛΟνΑιΙΟ'Λ9 ΟΛ 030Ί.ΛΟ ΟΑ§ ΛΑ0Χ3Υ9 ΙΟΧ (ν) ΛΟΧ
^Αϋγγο ("Χ 00 002 ^ΌΛβ ο
' ΟΟΧ,ΑφλίΐΑΠιΧ
5θΟΧ
ί)Οθ'χ
-ΪΪ3 οχρο ΛΑΟΑΟί 3 X ΟΑ ^ΟΟ'οτίΟΙ ο \λ/ Άιογ ηοχ 5αοαολ, 5 ηοχ Λίπος ΟΑ ογοχ - ογοχ ΑΑΟΑ'ΟΟιΟγ Οθ1χν39’ 001X11 ΌΟί'χ ΥΙ(ΑφΐΑ\/£ 5χμ ϋΥ"θ1
9 Υ>·
ί>ηε·?.γ3_Ι
^
ί>32)γ30 ί33>ΙΊΐ'ί3γθ[ί —^^^3Υ^^ * ;ΐΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙϋΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΠΙΙΙΙ!!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙ!Ι!ΙΙΙ11Ι!ίΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙΙ!!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!
αουΐνν ΪΗΙ νινϋφ Η1? ΟάάΟΖ ο
4
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
— *Εδώ είμαι!, αποκρίνε ται ό κουτός γίγαντας. "Ή, όπως τό λέει ό λοχίας Λόρ-κα σαν του μιλάνε, «παρών». — Γαλέρα, 3έν πρέπει να τους αιφήσουμε νά μάς ξεφεύ γουν!, μουρμουρίζει μέ μεγά λ η· ταραιχή ό Γ ρα·ι<κός. — Συμφωνώ ·κ·,’ εγώ! "Ας μή μάς ξεψυχούνε! Αλλά πλήιν όμως ό σεινόρ Ζορρό εί πε πώς... Λέει νά σάς ακούω τό ίδιο σό:ν κι5 αυτόν σενόρ! Αυτό δέ γίνεται δ μ ως, έπε10ή... Θέλω νά πώ πώς ή φω νή σας είναι ολωσδιόλου άλ λο ιώτ/κη και παρ5 όλο πού... *— Γαλέο α ! Ανεβαίνουν στ5 άλογά τους!, ,μουγγρίζει (ανυπόμονα ό "Ελληνας σκουν τώντας τον., πάιν-κουτο γίγαν τα. — Διικά τους είναι τ’ άλογα! Γιατι νά μην ανέβου νε; απορεί ό Γαλέρας. — Οί άνθρωπο; αυτοί εί ναι οί Εγγλέζοι του "Ηγουελ μουγγοίζε. ό Γραικός, πού έ χει ακούσει τά σχέίδ α των ξέ ν-ων καί ξέρε: τον τρομερό1 κίν δυνο πού , απειλεί το Μεξ κό. θά πηγαίνουν στά στρατόπε δά τους, νά δώσουν τό σύν θημα τής έπιθέσεως. ■ —Μήπως όμως δεν πάνε, γι’ αυτό; λέει μ’ αμφιβολία ό γίγαντας. Λέω π ό καλά νά τούς ρωτήσουμε, σενόρ, μή μπας καί... Δηλαδή θέλω νά πώ... όί.βρωποι είμαστε καί... — Ανέβα στ* άλογό σου, Γαλέου !, φωνάζει δυνατά ό Έλληνας. Κυνήγησε τον ένα. Τόν άλλο τον αναλαμβάνω ε γώ! Προσπάθησε νά τόν πια
ζ
ο
ρ
ρ
©
σης ζωντανό ή πεθαμένο! Δέ πρέπει νά φτάση στον προο ρισμό του! Αυτά τά λέει, ό Γραιικός γι ατί μέ την απίστευτη, κουτα μάρα τού Γαλέρα, πού τούς έχει καθυστερήσει τόσο πολύ οι δυο Εγγλέζοι έχουν κό ό λος πηδήσει στ5 άλογά τους κι* έχουν ξεκινήσει μέ καλ πασμό. Ό Γαλέρας γουρλώνει τά μάτια του άλλα τόσα. —Αυτή ήτανε μεγάλη., ,κο τσάινα!, μονολογεί μέ θαυμα σμό. Δ ότι άν ό άνθρωπος εί ναι πεθαμένος,.. "Η ,μάλλον, όταν πεθάνη; θέλω νά πώ, θά ίφθάση οπωσδήποτε στον προ ορισμό του πού είναι ό άλλος κόσμος, γιατί... "Ενας πεθαμένος... όχι: "Ενας ζωντανός δεν μπορεί νά... Για νά κυνηγήσης έναν πεθαμένο πού... — Γαλέρα! Κυνήγησέ τον Προς θεού1! Σταμάτησέ τον, γ ατί άν δεν τόν σταματήσης κ στα στ ο έφ ετ α τό Μ εΕ κ ό ! ^— Ψίτ! Καλέ εσύ!, φω νάζει ό γίγαντας ανήσυχος, στον Εγγλέζο πού φεύγεε Σ τόσοι/! Έϊ! Σενόο! Δέν άκρύο; Πρέπει νά στσματήσης γ ατί άν δέν σταυατήσης θά γίνη μεγάλη ζημιά στον τόπο! Β οέ μ π ουμπ ούνα ! Κουφός είσαι; Μπά! Δέν παίρνε από λόγ α! Τώρα θά σού πώ εγώ! Καί θυμωμένος γ ά τή... βαρηκοΐα, τού Εγγλέζου πη δάει στο άλογό του καί ξεκι νάει σάν αστραπή πίσω του. ' Ο " Ελληινσ ς ή συχα σ μ έν ο ς πώς - ύστερα άπ’ αυτό - ό
6
Μίϊί^δί
ίβΡΡΟ
I
ώ**
ξένος δεν πρόκειται νά πάη μαικρυά πηβάει κ ι* εκείνος στη ράχη ενός άλογου και χύνε ται μέσα στη Φεγγαρόλου στη νύχτα, να κυνηγηση τόιν δεύτερο από τούς άγγελιαφόρους του "Ήγουελ. Ό -Γαλέρας κυνηγάει τον πρώτο. Ό "Εγγλέζος έχει άνΤιληφθή πώς τον κυνηγούν, και σπιρουνίζει συνεχώς τ’ άλογό του. Ή άπόστασ; πού τον χωρίζει από τόιν κολοσσό όλ οένα μεγσλ ώνε ι. Ό Γαλέρας γίνεται πυρ και μανία άπό τό κακό του. Τού φωνάζει συνεχώς πώς ... για τό καλό τού Μεξικού ( ! ) πρέπει νά σταματήση, κΓ όπως εκείνος δεν εννοεί νά συμμορφωθή μέ την εντολή αυτή, τού έρχεται τό αίμα στο κεφάλι. —· Καλέ οτάσου νά σου (μιλήσω!, γαυγίζει ιΓ όση δύ ναμ,;. έχει στο λαρύγγι του. Πρόκειται γ,ά κάτ... κατασόβαρο! Ό Εγγλέζος ακολουθών τας τό μονοπάτ· τού δάσους, έχει φτάσει στην κορυφή έ,νός όλοπράσινου λοφάκου. Την ώ ρα πού ό Γαλέρας φθάνει κΓ αυτός στήν κορυφή ό ξένος, έχει κατέβει στους πρόποδες απ’ τήν άλλη πλευρά, ακο λουθώντας τή φυσική στροφή τού μονοπατ ού. Έτοβρί σκεται σχεδόν κάτω απ’ τά πόδια τού γί'γοιντα πού τον κυνηγάει. Ό Γαλέρας πού. όπως έ χομε πή, τό μυαλό του ξυ πνάει τήν ώρα τής μάχης σκέ
αντί νά κάνη κι3 αυτός ολό κληρη τή στροφή, νά κατέβη άλόΐσια τήν πλαγιά καί νά τού βγή μπρρστά. Τραβάει, απότομα τά χαλι νάρια τού αλόγου του. Τό ζώο κάτω άπό τήν τρο μακτική δόνα μι τού αναβάτη του, σταματάει λαφι'ασμένο •καί (μισοπνιγμένο άπό τό τρά δήγμα. Σκοντάβει. "Έρχεται, σωρό - κουβάρι, στον κατήφο ρο. Φυσικά ό Γαλέρας τινάζε ται μακρυά άπό· τή ράχ; του. •Κουτρουβαλώντας σαν βα ρέλι στήιν πλαγιά τού λόφου, φθάνει άκροβώς εμπρός στά πόδια τού άλογου τού Έγγλέ ζου, τή ώρα-που αυτός περ νάει. άπό κεΐ κάτω. Τό ζώο μπερδεύεται σ’ αυ τό τό πελώριο εμπόδιο. "Ακολουθεί δεύτερη τούμπα τού ξένου αυτή τή φορά πού τινάζεται δέκα μέτρα μακρυά άπό τή σέλλα τού άλογου του. Τό κεφάλι του χτυπάει μέ ορμή στον κορμό ενός δέν τρου καί χάνει τις αισθήσεις του. *Ο Γαλέρας σηκ ώνετα;. τρέχει κοντά του. Προσπαθεί νά τον συνεφέρη. Μάταια ό μως. Ό Εγγλέζος έχει χτυπή σει σοβσσά καί δέν λέει ν’ άνοίιξη τά μάτια του. —Τού χρε αζότσινε !, ,υοορ μαυρίζει θυμωμένος, ό γίγαν τας. Τού φώναζα καί δέν άκουγε!... Καί δέν πρόκειται· γιά μένα, αλλά γ ά τό Μεξι κό! Ό σενόρ "Ελληνας τό εΐ-
πτεται νά κόψη δρόμο
πε όλοκάθαρα πώς, αν
καί,
δέν
οταματήαή! το τρεχαλητό θά την πατήση. ή χώρα! I ί κέρ δος έχει τό Μεξικό πού στα μάτησε αυτός νά τρέχη, δέιν μου κόβει, γιά την ώρα! Θά θυιμη|8ώ νά ρωτήσω τον σε νόρ Πρα.ικό κι5 εκείνος θά μου πή... ιΠαίρνει τον αναίσθητο άγγελιαιψόρσ στον ώμο του και καΐβαλλάει τό άλογό του πού όέν εχει πάθίει τίποτα απ’ την πτώσι του, στη λεία καί χορταριασμένη, πλαγιά του λόφου. ^ — Τάχατες, όμως, που θά τον βρω τον σενόρ Έλληνα; ■μονολογεί καθώς πηγαίνει, θδα πού κι,5 εκείνος έφυγε, τρέχσντας απ' την άλλη με ριά καί... θέλω νά πώ ότι... Δηλαδή δεν ξέρω που... Πι
θανό νά ξέρη αυτός, μά..4 -ύνει αμήχανα τό πελώριο κεφάλι του καί περιπλανάται. στο δάσος, στρίβοντας κάθε στιγμή σέ διαφορετική κατευ θυσινι, μή ξέροντας ποιαν απ’ όλες ν5 άκολουθήση. ★★* Ό Γραικός έχει ριχτή πί σω από τον δεύτερο Εγγλέ ζο αγγελιοφόρο. "Έχει όμως διαρκώς στον νού του πώς πρέπει, νά γυρίση γρήγορα στό παρεκκλήσι του Σαν Άντάνιο. Δεν τού φθάνει νά συλλαβή; τον αγγε λιοφόρο. Πρέπει καί νά προλάβη τό «Μίστερ ΗΗγουελ», πριν άπομακρυνθή γιατί αυ τόν τον έχει στείλει νά συλλά βη ό σενόρ Ζορρό. "Οπως είναι δεινός καβαλ-
Ό Γαλέρας κΓ ό "Ελληνας βλέπουν νά βγαίνουν
άντρες.
Γό
Μ
I
Κ
Ρ
6
2
λάρης, οδηγεί τ5 άλογό του ί-μ' ασύλληπτη ταχύτητα, άνάμιεσα στους πυκνούς κορ>μούς. Κινδυνεύει κάβε στιγμή «νά σκοτωθή πέφτοντας έπά\νω σε κανένα δέντρο. Σαν α στραπή φεύγουν οί όλόϊσιες, μαύρες σκιές ολόγυρά του. Κάβε δευτερόλεπτο πού περ νάει τό φέρνει πιο κοντά στο 'φυγάδα, πού δεν τολμά νά τρέξη τόσο γρήγορα μέσα στο πυκνό δάσος, μέ τό λιγσ στο φώς του φεγγαριού. Λεν αργεί νά τον φτάση. — ’Άλτος, σενόρ!, φωνά ζει άγρια. Στάσου, γιατί πυ ροβολώ ! Ό Εγγλέζος τον άκούει. Τραβάει τό πιστόλι του,
ί
ό
Ρ
Ρ
ΰ
στρέφει καί πυροβολεί πρώ τος. Ή σφαίρα περνάει, βουΐζοντας απειλητικά πλάϊ στ5 αυτί του "Ελληνα καί πάει καί σφηνώνεται σέ κάποιον κορμό. Σημαδεύει καί πυροβολεί κι* εκείνος μέ τή σειρά του. Ό ξένος καταλαβαίνει τήν κίνηισί του καί σκύβει στο πλάϊ. .Πραγματικά ή σφαίρα περ νάει σύρριζα δίπλα του. "Ο πως όμως έχει γυρίσει έκεΐνος, πάει καί βρίσκει τό άκάλυπτο κεφάλι, του άλογου του πού σωριάζεται στη στιγμή, στή γη, σαν νά βρήκε τεντω μένο σκοινί μπροστά ατά πό
δια του.
«
©
Μ
ϋ
*
Ό άν&βάτης ΐ&/ ΤινοίζετΛΐ έμπρος κατρακυλώντας στη γη σάν κουβάρι. Το πιστόλι ψεόγει άττ’ τό .χέρι του, -Κάνει ν’ άνασηκωθή. Μορφάζοντας άπ’ τούς πό νους, προσπαθεί νά τοαβήξη τό δεύτερο πιστόλι του άπό την αριστερή θήκη. Μένει όμως ,μαρμαρωμένος. Βλέπει, τον Έλληνα νά πη>διάη την ίδια στιγμή άπό τό άλογό του, μέ τό πιστόλι στο χέρι- Βλέπει τή σκοτεινή ικάν νη νά καρφώνεται σχεδόν μέ σα στο πρόσωπό του. Ακού ει τή φωνή του Γραικού νά προσταζη σκληρά: — Ακίνητος! Πάνω τά χέ ρια! Υπακούει τρέμοντας. Ό Γραικός του παίρνει τό τε τό πιστόλι καί τό πετάει μακρυά. Μετά ξαναλέει: — Σήκιω επάνω! Καθώς ό ξένος σηκώνεται, ό "Ελληνας του δίνει ένα δυ νατό χτύπημα στο κεφάλι μέ τή _λοι6ή τού π σταλιού του. ι ην ώρα πού πέφτει αναί σθητος τον παίρνει στήν αγ καλιά του. Σχεδόν ταυτόχρονα ακούει γοργό καλπασμό αλόγου καί τή. ωωυή του Γαλέρα που φώ ναζε· γ ε μ άτ ος άνησυ χία: —Σενόρ Γρα'κέ! Τι «μπάμ -ρπούμ» ήταν αυτά; Μήπως σάς σκότωσαν; "Αν σάς σκό τωσαν, νά μου τό πτττε αμέ σως ! Θέλω νά πώ δηλαδή ό τι εγώ... "Αν μ’ άλλα λόγ α τόλμησαν νά σάς κάνου;·/ τέ τοιο κακό...
— Έδώ Γαλέρα!
Έδώ!,
6
ί
αποκρίνεται μέ δύναμή φωνή 6 ^Ελληνας. "Όχι δεν μέ σκό τωσαν! Μήν ανήσυχης Ό γίγαντας πλησιάζει. — Είστε σίγουρος; ρωτά ει καθώς τον βλέπει. Γιατί άκουσα έδώ πέρα κάτι πυρο βολισμούς σενόρ καί'... Θέλω νά πώ ότι μπορεί... "Οπως ό λοι ξέρετε κάνουμε λάθη σάν άνθρωποι πού ήμαστε καί γι’ αυτό... Μ1 εννοείτε; —*Β-είδαίως, Γαλέρα! Σέ βείβαιώ όμως άτι δ'έν κάνω λά θος κΓ είμαι ζωντανός ! — Μοϋφυγ’ ένα; βάρος, (μουρμουρίζει μ' άνακούφ σι ό χαζός γίγαντας. Πολύ θά ευχαριστηθή ό σενόρ Ζορρό πού θά τού τό πώ! -* * * Ό "Ελληνας παίρνει μια κουλούρα σχοινί άπό τή σέλ λα τού άλογου του. -—-Δέσε χειροπόδαρα τον αιχμάλωτό σου, Γαλέρα ά μ Γγο του λέει βιαστικά, ενώ αρχίζει κιόλας νά δεν η κ ’ ε κείνος τον δικό του αιίχιμάλω"Τ Γ* I λ-/ . — Καί τά πόδια καί τά χέρ α σενόρ; ρωτάει ό γίγαν το,ς μέ γουρλωμένες τις ματάρες του. — Βέβαια! Αυτό 9ά πή χεροπόδαρα! Κάνε γρήγο ρα ! —<ΚΓ αν... Δηλαδή αν, σε νόρ..., κάνει. εκείνος καί ξύ νει τό κούτελό του. Νά του άφηνα τό ένα του χέρι ελεύ θερο, σενόρ; —Γ, ατ ί; Τρελλάθηκ ες; — "Ον·, αλλά είπα μήπως ... Σκέφτη',κα πώς άν τον έ-
ο
ΜΙΚΡΟΣ
πιάνε... φαγούρα τον κοοκομοί ρη, με τι χέρι θα... Δ η,λαδή όταν κανείς θέλη να ξυστή μ5 άλλους λόγους... — Γρήγορα, Γαλέρα! Τε λείωνε! Καί μή φοβάσαι! Δέ πρόκειται, να θέληση νά ξυ στή γιατί εΐναι λιπόθυμος! Ό γίγαντας άνασηκώνει τους ώμους με ηλίθιο ύφος κι3 αρχίζει νά έ'κτελή τή δια ταγή. Σέ λίγο οι δυο Εγγλέζοι, είναι δεμένο: σαν κανονικά πακέττα καί φιμωμένοι. Τούς •κρύβουν μέσα στους πυκνούς θάμνους. Μετά παίρνουν πάλι τον δρόμο για τό> παρεκκλή σι. Δεν αργούν νά φτάσουν. Στέκονται, όπως πρίν, πί σω άπ3 τά τελευταία δέντρα καί κυττάζουν μέσα από τή μισάνοιχτη! πόρτα. Ό ’Ήγουελ μέ τούς τρείς ανθρώπους του, πού τού έ χουν άπομείνυΐ, βρίσκεται ε κεί. Τούς δίνει οδηγίες. 3Από τις ζωηρές χειρονομίες πού κάνει, είναι Φανερό ότι βιάζε τα: νά φύγουν άπ3 αυτό τό ρέρος·^ Ό "Έλληνας τού κάκου ψά χνει νά δ αικρίνη ακόυα ένα πρόσωπο πού τον ενδιαφέρει. — Πρέπει νά προσέξουμε ιαιμίγο Γαλέρα,, λέε· ψ:)8ορ:στά στο γίγαντα. —Καί ποιος είπε νά μην προσέξουμε, σενόρ; άποκρίνε τα1 εκείνος απορημένος. Δη^λοδή... -—Δηλαδή, ύπάονε ακόμα κι3 ό παπάς κι3 ό βοηθός του καί πρέπει νάχουμε τον νού
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
9
:μας!, ξαναλέει ό Γραικός, θά όρμήσουμε τώρα μέσα, νά ιάφοπλ ί σ ο μμ ε α ύτού ς έκεί, τούς ανθρώπους, κατάλαβες; —- Σί, σενόρ; Είναι πολύ απλό!, αποκρίνεται, ό Γαλέρας μέ σπουδαίο ύφος,, πολύ περήφανος πού έχει καταλά βει μέ την πρώτη. — Μπράβο σου!, λέει μέ θαυμασμό κι3 ό "Ελληνας. "Οποιος πάει νά κάνη κανέ να αστείο, θά τού τή μπουμπουνίσης χωρίς δεύτερη; κου βέντα! Τό κατάλαβες· αυτό; — Σί, σενόρ!, άπσκρί'νεται απαθώς ό γίγαντας. "Ο ποιος είναι σοβαρός μονάχα ’θά τή γλυτώση!... "Οποιος σκάσει τ3 αχείλι του γιά χα μόγελο, θά τον φάη: τό σκο τάδι! Θέλω νά πώ θά τού ρί ξω μέ την πρώτη... "Οχι... Ναί... 3Έτσι δέν είναι σενόρ; *—■ Όχι, Γαλέρα·!, μουρ μουρίζει ανυπόμονα ό Γραι κός. Πρόσεξε, γιατί είναι ευ καιρία, τώρα πού είναι συγ κεντρωμένοι όλοι μαζί. 'Καί μέ λίγα λόνια καί ψιθυρ,στή φωνή πάντα τού εξη γεί άλλη μια φορά τί πρέπει νά κάνη. Ό Γαλέρας δηλώνει πώς έ χει καταλαβει. Τό σύνθημα γ:ά την έπίθεσι δίνεται. Πρώτος επιτίθεται σάν ταΰ ρος 6 Γαλέρας. Μ3 ένα τρομε ρό πήδημα βρίσκεται μέσα στο παρεκκλήσι από την άναχτη ποοτα. Κανείς άπ3 αύ τούς δέν έχει προλάβει νά κά νη την παραμικρή κίνησ:. Τό σο κε,ραυνοβόλος είναι ή ένέρ-
10
ο
Μ
0
Κ
Ρ
γεια του τρομερού γίγαντα. — Μάνος άλσος σενόρες! Μην κουνηθή κανένας και πά θη τίποτα γιατί... Θέλω νά πώ βηλαβιή* πώς δπο.ος κάνει τή -βλακεία: νά προσπαθηση.. Μ’ άλλους λόγους τό πιο κα λό για την υγεία σας, αξιότι μο·! σενόρες, είναι νά... "Οχ: πώς θέλω νά πώ ότι... αλλά ... άν δεν... "Οση ώρα προσπαθεί νά τους έξηγήιση τι θά πάθουν, άν κάνουν κα,μμιά κίνησι έναν τίαν του, ένας από τους συν τρόφους του "Ηγουελ, αυτός πού βαίσικετα: πίσω - πίσω καί ό Γαλέρας δεν τον διακ,ρί νει καλά τραβάει σ:νά - σιγά ένα π στόλι από τη θήκη του. Την τελευταία στιγμή κά νει μ ά κίνησι πιο απότομη.
■— Ακίνητος! Πάνω τά χέρια!
Ο
I
2
Ο
Ρ
Ρ
Τραβάει, μια και καλή τό στόλι, στρέψε; τήν κάννη καταπάνω στον Γαλέρα ετοιμάζεται· νά πατήση σκανδάλη.
Ο πι του κι5 την
" Εν α ς π υροβολ; σ μ ό ς άντ η χεΐ τότε, πού κάνει ολόκληρο τό εσωτερικό του παρεκκλη σίου ν’ άντ.βουΐση. Τό πιστόλι τινάζεται· άπό’ τά χέρια του Εγγλέζου πού βγάζει ένα μουγγρητό πόνου καί μαζεύει τά ματωμένα του δάχτυλα. Στήν πόρτα, πλάϊ στον γί γαντα, εχει έμφαινισθή ό "Ελ ληνας ’Αντοόνης Γραικός, πού κρατάει κι’ εκείνος τά πιστό λ.α του στραμμένα καταπά νω1 στους, τέσσερις ά,ντ.πό λους τους.
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
1
Ο
Ρ
Ρ
Ο
11
— 5Αλτος!, φωνάζουν προτεΐνοντας τά τουφέκια τους.
Κανείς δεν προλαβαίνει νά ,μ ιλήση:. Την ίδια στιγμή άκ ο άγεται κρότος: βημάτων πού πλησ.ά ζουν. Μια πλαϊνή πόρτα άνοι γε . Xάνετα: μέσα βιαστικός καί τρομαγ μένος ό πάτερ Άοογκούστο, πού έχε;, ακούσει τον πυροβολισμό. —- Τι συμβαίνει εδώ; φω νάζει ανήσυχος. — Ό παπάς!, γ,ρυλλ ίζ ε ι ό "Ελληνας. Δεν προλαβαίνει νά πή τί ποτα περισσότερο, γιατί ό κουτά - Γαλέρας έχε· διακρί νει, κά εκείνος τον ιερωμένο. Μονομιάς "βγάζει τό καπέλ λ ο του, τρέχε: προς τό μέρος του καί, βάζοντας τό ένα από τά πιστόλια του στη θήκη,
σκύβει για νά πάρη τό χέρι του πάτερ Άουγκούστο καί νά τό φιλήσηι. Ό πελώριος σύντροφός του δεν τον άκούει. Έχει μπή μάλ,στα ανάμεσα σ' αυτόν καί στον παπά πού βρίσκε, την ευκαιρία καί άρπάζει ένα 6α ρύ καί μακρύ σίδερο· - τη μπά ρα πού έχουν άκουμπήσει στην πόρτα. Ό πάτερ Άοογκοϋστο κα τεβάζει τό σίδερο στο κεφά λι τού γίγαντα, πού τρίζει σά γινωμένο καρπούζι. Μετά ό ί6.ακτήτης του νοιώθει ακατα νίκητη διάθεση γιά ύπνο καί στρώνεται κάτω μ3 ένα ανα στεναγμό. Ταυτόχρονα ένας άλλος πα πάς βγαίνει από την πόρτα
η
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
που είχε βγή κι5 ό πάτερ Άσυγκούστο. Είναι κι* αυτός, ώπλισμένος καί ή κάννη τού πιστολιού του εΐιναι στραμμέ νη καταπονώ στον Γραικό. — Π αραδσσου!, δ ;ατάζε ι, ξερά. Δεν έχεις καμμά ελπί δα να γλυτώσης·! Ό Γραυκός βλέπει πώς αυ τό είναι αλήθεια. Χωρίς νά διατάση πετάει τά πιστόλα του στα πόδια των αντιπά λων του. Σέ δυο* λεπτά κι' αυτός κι’ ό Γαλέρας εΐναι δεμένοι χει ρ απόβαρα ανίκανοι για την παραμ ικρότερη κίνηισι. * * *
Ό Μσσκοφόρος Εκδικη τής τρέχει μέσα στη φεγγαροφώτ.στη νύχτα, κυνηγημέ νος από τούς άπαί'σιους νά νους τής Όνδουρα, ,μέ επικε φαλής τους τον Δον Ματαμό-
ρ°ς. ^ Μά ξέρομε επίσης πώς στο δάσος είναι στρατοπεδευμένο ενα ολόκληρο τάγμα ιππι κού, υπό τον συνταγματάρχη Φερνάντεζ. Κι5 ακόμα πώς ό σενόρ Ζαρρό>, τρ έχοντας κυ νηγημένος, πηγαίνει ολόισια καταπάνω στους κρυμμένους στρατιώτες. "Οταν φθάνη κοντά τους, οί τελευταίοι αυτοί πετ.ώνται ,μέ τά όπλα στά χέρια πίσω άπό τις φυλλοοσιές. — Άλτος!, φωνάζουν προ τείνοντας τά τουφέκια τους. Ό Ζορρό στέκεται, περι κυκλωμένος άπό δεκάδες ιπ πείς. Ό Δον Φραντσέσκο Ματαμόρος δεν έχει προλάβει νά
2
ΟΡΡΟ
σταματήση κύ έχει έρθει κι’ εκείνος κοντά στους στρατιώτες. Πλησιάζει, τον συνταγμα τάρχη Φερνάντεζ. Τά μάτια του άστραφτούν από άγρια χαρά. — Συνταγματάρχα, συγ χαρητήρια γιά την ένέδρα σας καί γιά την επιτυχία σας νά συλλάβετε έπ,τέλους αυ τόν τον περιβόητο ληστή! Βγάλτε του τη, μάσκα νά δού με τό πρόσωπό του κΓ ύστε ρα τουίφεκίΐστε τον! Είναι δι αταγή τού Δον Άλβαρές! — Διαταγή τού Δον Άλ•βαρές είναι νά συλλάβω εσάς καί τούς ανθρώπους σας, σενόρ Ματαμόρος !, αποκρίνε ται ξερά. Πετάιξτε τά πιστό λια σας! Σάς συλλαμβάνω, έν όνόματι τού Νόμου! Τό μούτρο τού Ματαμόρος γίνεται κατάλευκσ μονομιάς. Χοντρές στάλες ίδρωτα άναβλύζουν άπό την αγωνία στο μέτοΥπό του. — Τρελλαθήκατε; ξεφωνί ζει. Τ’ είν αυτές οι βλακείες; Θά σάς άναΐφέρω στον Δον Άλβαρές! — Δέστε τους όλους πίσω άπ5 τ5 άλογα νά τους πάρου,με στο στρατόπεδό μας! δι ατάζει ό συνταγματάρχης χω ρις νά του δώση σημασία. ΚΓ ό Ματαμόρος κΓ οί νάνοι δεν επιχειρούν την πα ραμ ικρότερηι άντίστασι. Κα ταλαβαίνουν ότι κάτι τέτοιο, Βάναι μάταιο,^ μέ τό πλήθος των στρατιωτών που τούς έ χει κυκλώσει άπό παντού.
—■ Είναι τερατώδες! Είναι
ο
ΜΙΚΡΟΙ
ηλίθιο! ,ΕΤμαι ό Δον Φραντσέσκο Ματαμόρος !, ουρλιάζει -εκείνος. Αυτό είναι έσχατη: προδοσία! — ΆκριΙβώς !, άποκρίνεται σαρκαστικά ό συνταγμα τάρχης. Είναι· έσχατη· προδο σία, όπως τό είπες, Ματαιμό,ρος... ΓΎ αυτό θά: τουφέκι α της αΰρ.ο το πρωΐ κι* δλας περνώντας απόψε από έκτα κτο στρατοδικείο!... Ό Δον Φραντσέσκο αυτή τη φορά νο οοίθε ι τα γόνατά του νά λύνωνται. Δεν έχει τό κουράγ,ο ν’ άρθρωση λέξι. Λίγα λεπτά αργότερα τό τάγμα, των ιππέων ξεκινάει γιά την πάλι τού Μεξικού. ★** Ό Συνταγματάρχης Φερναντές μένει τελευταίος μέ τον σενόιρ Ζορρό. Οί στρατιώτες του έχουν ιάφήσει τελείως ελεύθερο τον Μα ακοφόρο Τί μωρό, πράγμα πού κάνει, τον Ματαμόρος νά κινδυινεύη; νά τρελλαθή από την άπορίΐα. Ωστόσο ό προδότης έχει φύγει τώρα. Οί στρατιώτες κουβαλούν αυτόν καί τούς ανθρώπους του, τραβώντας τους πίσω από τ' άλογά τους μέ σχοιν.ά δεμένους από τά χέρα. Δεν ακούει λοιπόν εκείνα πού λένε ό Μασκοφόρος Εκ δικητής μέ τον συνταγματάρ χη Φερναντές. — Σενόρ, λέει ό τελευ ταίος στον Ζορρό, σάς. ευχα ριστώ πολύ γιά τή βοήθεια σας! Χωρίς εσάς, ό προδό της αυτός θά ήταν ακόμα ε
1
Ο
Ρ
Ρ
ο
13
λεύθερος, νά φροντίζη γιά τήιν κοπαστροφή: τού Μεξικού μας. —(Κα·ί χωρίς εσάς επίσης, θά ήταν ελεύθερος ακόμα!, αποκρίνεται φιλοφρονητικά ό Μ ασκ οιφόρος, χ α μ ο γελ ώντ α ς κάτω από τή μάσκα του. — Είμαι ευτυχής πού κα τόπιν όλων αυτών δέν είμαι ύποχρεωίμένος νά πρσβώ καί στή; δική σας σύλληψι, σενόρ Ζορρό!, ξαναλέει ό ανώτερος [άξ'ωματ.κός. Κάτι τέτοιο θά μου ήταν πολύ δυσάρεστο, Ιάλλά οι διαταγές πού έχωι α πό τον Δον ’Αλίβαρέςΐό είναι νά υπακούω στις εντολές σας καί νά μήν κάνω τίποτα εναν τίον σας. Έσν λοπόν χρειάζεσθε άκόιμα καμμιά βοή θεια... — Γιά τήν ώρα δέν νομί ζω πώς θά χρειαστώ νά μέ ίβοηθίήσετε άλλο, σενόρ !, α ποκρίνεται ό Μασκαφό,ρος 5 Εκδικητής. Ευχαριστώ τον κύριο Πρόεδρο κι5 εσάς... Καί τώρα πρέπει νά φύγω, γιατί πρέπει νά συλλάιβω καί άλ λους εχθρούς τής πατρίδος μας, πού ίσως είναι ελεύθε ροι ακόμα... Ό συνταγματάρχης τον κυττάζει ανήσυχος. — Καί λέτε πώς δέν χρειά ζεσθε τή 'βοήθειά μου; ρωτά παράξενε μένος. — "Όχι, σενόρ!, ξαναλέει αποφασιστικά ό Ζορρό. < Συλλογίζεται, πώς έφ5 ό σον υπάρχει ό Γαλέρας μέ ξε σκεπαστό πρόσωπο, δέν μπο ρεί νά δεχθή τήν πολύτιμη: βο ήίθε σ πού τού προσφέρει ό αξιωματικός τοϋ ιππικοί).
Μ
I
Κ
Ρ
Πριν όμως σττη,ρουνιάση τό άλογό του για να χα'θή ,μέσα στη νύχτα, γυρίζει και λέει για τελευταία φορά: -—- Σενόρ Φερνάντεζ, νάχετε ύπ3 δψι σας πώς αυτοί οι δυστυχισμένοι νάνοι που άκο λουθούν τον προδότη Ματαμό ρος, ύπ ακούουν στίς διστα:γές του, χωρίς νά ξέρουν ποι ος ήταν! Τους ακόυσα νά συ ζητούν μεταξύ τους, νομίζον τας πώς δεν τους άκουγε κά νεις και το διαπίστωσα... — Πολύ καλά, λέει ό Φερ νάντεζ. Θά το θέσω ύπ5 δψιν τού Δικαστηρίου, σενόρ Ζο,ρρό. Και καθώς ό Μασκαφόρος 3 Ε;<1δ ι κητή ς σ πηρουν ιάζε ι τό άλογόν του και ρίχνεται προς την κατευΘυνσι τού Σαν Αν τώνιο, ό συνταγματάρχης φω νάζει δυνατά πίΐσω του: — Καλή τύχη, σενόρ! Ό Θεός μαζί σας! Ό θρυλικός ύπερασπ.στής των άδυνάτων καί των κατα τρεγμένων, φθάνει σέ λίγα λε πτά έξω από τον περίβολο τού παρεκκλησίου τού Σάν * Αντώνιο. "Απόλυτη ησυχία επικρα τεί παντού. η υεσα στο παρεκκλήσι. 'Καμμία όμ· λία ή έστω ψί θυρος. Ό Ζορρό κατέβαινε1 από τό άλογό του, φροντίζοντας νά μην κάνη Θόρυβο καί νά 6 ρί σ κ ετ α ι κ ρυ μ μένο ς μέσα στις πυκνές φυλλωσιές. Τά μάτια του ερευνούν προσεκτι
Ο
1
κά ολόγυρα. Τά χέρια του είναι έτοιμα νά φουχτώσουν τά πιστόλια του, στην παραμικρή ύποπτη σκιά πού θά δή νά κινήται. Ή ανησυχία καί ή αγωνία αρχίζουν νά σφίγγουν τήν καρδιά του. Δεν φοβάται, φυ σικά, γιά τον εαυτό του. Ή νεκρική αυτή σιγή όμως, εί ναι πολύ ύποπτη καί αφύσι κη. "Αν ό "Ελληνας φίλος του καί ό αγαθός Γ α λέρας είχαν έκτελέσε: τήν αποστολή πού τούς είχε αναθέσει, θά τούς Ιδιέκρινε ή στο παρεκκλήσι ή στο· πλαϊνό δωμάτιο πού χρη σίμευε στον πάτερ "Αουγκοΰστο... γιά τά «κηρύγματά» του... Δένει τό άλογό1 του σ" ένα κλαδί καί προχωρεί στις1 μύ τες των ποδιών του. Μ ά τε λευταία ελπίδα έχε: τρυπώ σει μέσα του, πώς ίσως οί δυό φίλο· του νά είναι κ,ρυμμ ένο ι έπ ίτ πδ ε ς, φο βσύμενο ι πώς πριν άπ3 αυτόν, μπορεί νά φτάσουν εχθροί σ" αυτό τα μέρος. ^ Ζύγωνε’ τήν πόστα. Γιά νά τό κάνη βέβα α αυτό, έχει άγη π ά από τά δέντρα. Ή ολόμαυρη σιλουέττα του δια γράφεται καθαρώτατα στό φώς τού Φεγγαριού. "Αν ολό γυρα ύπάοχουν κρυμμένοι έχίθροζ ό θάνατος μποοεΐ νά τον έπ σκεφΙΒή 'άπό τή μ·ά στι γμή στήν άλλη. Ό σενόρ Ζοροό δεν τό υ πολογίζει καθόλου. Ή αγω νία του γιά τήν τύχη των α γαπημένων τρυ έχει φθάσει
ο
ΜΙΚΡΟΙ
στο κατακόρυφο. Σπρώχνει ^ τή μισάνοιχτη πόρτα και χώνεται στο εσω τερικό τού παρεκκλησίου. Εί ναι εντελώς έ,ρηρο... Προχωρεί μερικά βήματα άναποφάσστος. Μ5 όλο πού ή ζωή του απειλείται κάβε δεντεράλ επτο π ο υ πε ο>νάε ι, δεν παραλείπει νά βνάλη το καπέλλο του και νά ύτοκλιθή προς τό! ιερό, κάνοντας τό σηι μείο του Σταυρού. Μετά ξαναφοράει τό μαύ ρο σομπρέρο και κάνει μια σύντομη, άλλα προσεκτική έ ρευνα, που τον βεβαιώνει πώς πραγματικά δεν υπάρχει κά νεις έκεΐ μέσα. Ό π ι σθ ο χωρεΐ π ρ ός την πόρτα, ,μέ την άπόφασι νά έρευνήση και τό πλαϊνό δωράτΌ_ -αψν.ικά όιμω-ς στσιματάει. Μένε: εντελώς ακίνητος. "Π αυτιά του τεντώνονται. "Ενας παράξενος ήχος τον έχει ξα φνιάσει. Είναι ένα πολύ σιγά νό, μονότονο σφυρ.γμα, σαν ψίθυρος. Στην αοχή δεν κσταλαβαί!νε:. Μ ά στιγμή όμως τά μά τια του αστράφτουν και κά νει υιά κίΐνηισι φρίκης. "Έχε: ακούσει κ.·* άλλες φο ρές αυτόν τον θόρυβο: Είναι ό ήχος που κάνει ένα φυτήλι από δυναμίτιδα, καθώς καίγε ται! Νεκρ'κή χλωράδα απλώνε ται ατό πρόσωπό του. κάτω από την ολόμαυρη^ μάσκα. Κυττάζε ολόγυρα μήπως α νακάλυψη τό αόρατο φυτήλι. «Πότε θάρθη ό θάνατος;»
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
©
15
συλλογιέται. «Αύτη τή στι γμή; Σ' ένα δευτερόλεπτο; Σε δύο;... Σ5 ένα λεπτό;...» Τό καλύτερο πού έχει νά κάνη, βέβαια, είναι νά τρέξη όσο μπορεί πά γρήγορα έξω στο δάσος. Αυτό κιόλας ετοιμάζεται νά κάνη, όταν μια καινούργια σκέψ'.ς τον σταματάει: «ίΚι5 άν 6 Γαλέρας ή ό Γραι κός, ή καί οί δυο μαζί,, βρίσκοντ’ εδώ μέσα καί πρόκει ται νά βροΰν τον θό^ατο μ5 αυτή την έκρηξ,ι πού θά γίνη; Φεύγοντας στο δάσος γ,ά νά σωθώ δεν θά/αι σάν νά τούς ιέγκαταλείπω στην τύχη τους;» Όρμάε- προς τό πα,ραθυοάκι του ιερού, πού δέοε: — από τή δ ή γη σι τού "Ελληνα —πώς συγκοινωνεί ως «εξο μολογητής ο» .μέ τό πλαϊνό (δωμάτιο. Σκύβει τό κεφάλι του καί κυττάζει μέσα. Τό δωμάτιο είναι σκοτεινό. Μ ά ελάχιστη άνταύνεια του Φεγγαριού πού φτάνε; απ’ έ'θω, κάνει νά δ ακρινόν ται οι άδειο· του τοίχοι καί τό άδειο του πάτωρα. Ούτε κι* εδώ δεν είναι κα νείς. Ό Μασικοφόρος Έκδικηιτής τινάζετα' νά φύγη: τρέχον τας, σίγουρος πώς οί φίλοι του δεν βρίσκονται· στο παρεκκλήσ'. ιΜά δεν προλαβαίνει νά κά νη ούτε ένα βήμα από τή θέ α ι πού βοίσκέτα·... Μ ά τρομακτική έκρηξις δ-σ νεΐ τό αέρα.
"Ολος ο κόσμος
ρλργυρά
16
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
του, γίνεται^ μια μεγάλη κόκ κινη φλόγα. Μια αστραπή πού νο.ώθει τόιν εαυτό του να λυώνη και νά σ'βυνη μέσα της·.. Ό πάτερ Αουγκουστο, γελάει μοχθηρά, καθώς βλέ πει τά βλέφαρα του γιγάντί ου Γαλέρα ,νά κουνιώνται. — Τέκνον ,μου, τοΰ λέει ει ρωνικά, σέ συγχαίρω πού εί σαι τόσο πολύ ευσεβής! "Ο πως βλέπεις πήρες κιόλας την ευλογία σου, γι’ αυτό τό πράγμα! Έσύ κι’ ό φίλος σου βρίσκεστε τώ,ρα στα χέ ρια ιμου καί, εφ5 όσον βρίσκε στε στα χέρια ιερωμένου, εί ναι σαν νά είσθε στα χέρα του Θεού! — Πολύ σωστά!, λέει ό Γα λέρας, πού δε καταλαβαί νει και πολλά πράγματα. Οι πόνοι πού αισθάνεται στο κεφάλι του, 6έν τον ενο χλούν και πάρα πολύ. "Οπως ξέρομε έχει τρομακτική αντο χή. Συνεχίζει: — Δεν εννοώ όμως, άγιε πατέρα... Θέλω- νά πω δηλα δή πώς... Πα,ο’ δλο πού... Εί ναι πολύ σωστό αυτό πού εί πατε... κουβεντιάζω γ ά τά χέρ.α τού Κυρίου ημών και λέω ότι... ’Ή μάλλον θέλω νά πώ δτι... Δεν χωράει τό μυα λό μου γιά τά σκοινιά που... Δηλαδή ό Θεός έκτος από χέ ρια... Βέβαια, θά μου πήτε... -— Ηλίθιος είσαι ή τον η λίθιο μου παρασταίνεις; φω νάζει υέ ξαφνκό θυμό ό 5ΑουγκΌυστο. — "Οχι! Δεν τον παρα σταίνω, άγιε πατέρα!, φωνά
1
ΟΡΡΟ
ζει τρομαγμένος ό Γαλέρας. Δεν τον παρασταίνω στον λό γο μου! Είμαι! Είμαι ηλίθι ος, ιιπορεΐτε νά ρωτήσετε δποσν θέλετε! Δεν θέλω νά πε,ριαυτολογήρ-ω, αλλά:... εί μαι δηλαδή... Πώς νά τό πού με; 5Από κείνο πού λένε... Μ’ εννοήσατε, άγιε πατέρα; — Μου φαίνεται πώς σ’ •εννόησα!, μουρμουρίζει ό ιε ρωμένος. Έχει πεισθή από τό ύψος και τον τρόπο του Γαλέρα, ΐάλλά και από τή γκάφα πού έκανε προηγουμένως ·κι* έγινε ιάιφορμή γιά νά τον συλλάβουν, αυτόν και τον φίλο του, πώς είναι πραγματικός βλά κας. Σ τρέφε ι στον "Ελληνα. Του λέει μέ φωνή σκληρή και παγωμένη: — Μήπως είσαι κ.’ έσύ ήλίθιος; — Ελπίζω λ.γώτ,οο από σάς, σενόρ!, άποκρ ίνέτα ι α παθώς 6 Γραικός. Ό δεύτερος πού είναι ντυ μένος μέ τά ράσα καί στέκε ται στο πλάϊ του πάτερ Άουγκούστο, δίνει μια τρομερή κλωτσιά στά πλευρά τού "Ελληνα, πού βογγάει απ’ τον πόνο. •Κάνει μια πονεμένη γκρ.μάτσσ, μά ύστερα χαμογελά ει καί ξαναλέει κοροίδευτ.κά: — Γιατί θυμώσατε, σενό,ρ; Δεν τό είπα στά κουτουρου πώς εί,μαι λ γώτερρ ηλίθιος από τον Υπέρτατο! Γ ιατί ε γώ έχω καταλάβε κιόλας πώς έχασε τό πα.χνίδι, ενώ
6
ΜΙΚΡΟΣ
έκεΐνος· πιστεύει πώς 9α τό κερδίση! Τό πρόσωπο τού πάτερ Άουγίκοάστο γίνεται κίτρινο σαν τό κερί που ανάβει στα πόδια του φορείου; πού λίγη ώρα πριν βρισκόταν ξαπλω^ μένος ό Γρα.ικός, παρασταίνοντας τον νεκρό. Ό βοηθός του δεν χάνει ευ ικαιρία νά δώση δεύτερη κλω τσιά πολύ πά ,μανσσμένη α πό την πρώτη/ στα πλευρά τού "Ελληνα.
«Μπουμ»!
Ο «Μ
Σ κι* ό Γαλέρας... έξανίσταται, βλέποντας τη βαρβαρότητα τού ανθρώπου ιέκείινου. Τό βογγητό τού Γραι κού τού σχίζει την... ευαίσθη τη χαρδά του. — 'Έϊ!, φωνάζει. "Αγιε πατέρα, δεν λες τού παραγι ού σου( ! ) ν’ άφήση τίς... π ο δονομίες; Επιτρέπεται σε άν θρωπτο μέ ράσα νά... Ό Κύ ρος σάς βλέπει από κεΐ πά νω καί... Δηλαδή... Μ’ εννο είτε; Πρέπει νά τον μαλώσε τε πού... Νά τον βάλετε νά κάνη χίλιες μετάνοιες καί... Ό παπάς νευράζει χε ρό·τερα καί δίνει μιά τρομερή κλωτσιά στον δεμένο γίγαν τα. Εκείνος όμως δεν παίρνει χαμπά,ρι από τέτο.α. Λέει μέ ξαφνική εύθυ,μία στον ιερωμένο, που τον κυττά ζει μέ γαυρλωμένα μάτια γιά την αταραξία του: — "Αντε νά... βγάλης κανα-ττάδι, νά γελάω !
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
17
—Ησυχία!, λέει βλοσυ ρός ό Άουγκούστο, κυττάζον τας τον άνθρωπό του. Καί στρέφει στον * Ελλη να. —5 Γνωρίζεις πολλά, βρωμσσκ υλ ο !, μ ουγγρ ί ζ ε;. Μέ άπεκάλεσες Υπέρτατο! Τί ξέ ρεις γιά μένα; — "Ολα πέρα ως πέρα!, αποκρίνεται ό Γραικός. — Καί τί ξέρεις για τον σενόρ Ζορρό; —- Τά πάντα ! — Καί_ γνωρίζεις τά σχέ διά του; ~έρε ς μέ πο όν τρό π ο σκοπεύει νά μέ πολεμήση; —_ Βεβαίως! Τά ξέρω ό λα! -έρω πώς δεν γλυτώνεις μέ τίποτα, σενόρ Υπέρτατε! — Μίλησε γρήγορα! Πες μου όλ' αυτά πού ξέρεις!, βρυχάτατ εκείνος. Μίλα γρή γορα, γιατί) σού τινάζω τά ,μυαλά στον αέρα! ίΚαί μ’ αυτά τά λόγια τρα(6άε ένα π στόλι κάτω από τά ράσα του καί τό στήνει μέσ’ στο πρόσωπο τού αίχμα λώτου του. Ό Γρακος μένει σιωπη λός. Κυττάζει τό αντίπαλό του μέ μιά ειρωνεία, που κά νει τον «Υπέρτατο» νά φρεινιάση. ' — Θά μιλήαης ή όχι; ουρ λιάζει, άνασηικώνοντας τον κόκορα τού πιστολιού του. Ό Γραικός φαίνεται νά φο βάται γιά μιά στιγμή. — Θά τά πω όλα!, δηλώ νει μέ φωνή; πού τρέμει. Τά μάτια τού προδότη πεπούν σπίθες θριάμβου·
'Ο "Ελληνας σηκώνει τό ττόδι του καί του δίνει μια τρομερή κλωτσιά.
— Μίλα! Μίλα λοιπόν!, Α>νιίζε:. Λέγε γρήγορα: ός είναι ό σενό.ρ Ζο,ρρό; 3 "Ελληνας ξεσπάει ξαά ατά γέλια.
—* Για δες!, λέει εύθυμα.
Τό ξέχασα εντελώς! Τό πρόσωπο του Άουγκοΰ στο γίνεται μελανό. Τό δά χτυλό του τρεμίζει επικίνδυ να επάνω στη σκανδάλη του πιστολιού του.
— Μέ κοροϊδεύεις; ουρλιά ζει άγρια. Ό Γραικός τον κυττάζει μέ θαυμασμό. — Λάθος είχα πού σέ εί πα ηλίθιο, σενόρ!, λέει. Τό
κατάλαβες πώς σέ κοροϊ δεύω ! — Έ, λοιπόν γρήγορα θά πάψης να μέ κοροϊδεύης!, γαυγίζει ό «Υπέρτατος». ’Άν δεν μου πής, ώσπου νά
20
ΜΙΚΡΟΙ
μετρήσω ώς τό τρία, ποιος είναι ό Ζορρό, θά πεθάνης! Ένα... — Πρόσεξε, σενόρ, γιατί Ιτσι πού τρέμει τό χέρι σου., μπορεί ν’ άστσχήσης !, τόυ λέει ό "Ελληνας. — Δύο!, βρυχάται ό 5Αουγκούστο. (Καί καθώς βλέπει πώς ό Γραικός δεν ανοίγει τό στόμα του, τΓροσθετει με παγωμένη φωνή: — Τρία·!... — Μπούμ!, κάνει ό αίχμά λωτος, τόσο δυνατά, που ό «Υπέρτατος» κάνει μια τρο μαγμένη! κίνησι καί όπ.σθόχωρεΐ ένα βήμα. Για μαά στιγμή γίνεται νε κρική: σιωίπή μέσα στο· παρεκ κλήσι τού Σάν Άντόνιο. "Ολοι οι μάρτυρες τής τρομερής αυτής σκηνής καί τού απίστευτου θάρρους τού "(Ελληνα, είναι σίγουροι ότι μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο ό Άουγκούστο θά πυροβόληση καί ό Γραικός θά πέση νε κρός. Μά κάνουν λάθος. Ό άνθρωπος ,μέ τά ράσα κατείβάζει τό χέρι του καί κρύβει πάλι τό πιστόλι έκεΐ πού τό είχε κάί πριν. Τό πρόσωπό του παύει νά είναι μελανό από θυμό. Τά μάτια του γεμίζουν άλλη μ:ά φορά μέ σαρκασμό. — Παραλίγο νά καπαφέρης εκείνο πού ήθελες, βρω μερό σκυλί!, λέει ψυχρά. Όμολογώ ότι κόντεψες νά μέ γε λάσης! Θέλησες νά μ’ έξαναγκάσης νά σέ σκοτώσω,
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
γ ά νά μην άναγκαστής νά μιλήσης καί νά προδώσης τον κύριό σου, τον Ζορρό-! Ανα γνωρίζω τό θάρρος σου, αλ λά σέ πληροφορώ ότι θά μ·ίλήσης θέλοντας καί μ ή! Έ χω κάτι ανθρώπους πού θά σέ κάνουν νά τά πής όλα μέ τό «νΐ καί μέ τό' σίγμα», όσο κύ άν είσαι πεισματάρης! Θά καλοπέρασης! — ’Άν είναι γά καλοπέ,ρα σι,, σενόρ, φωνάζει ό Γαλέρας πού νομίζει πώς τον έχουν 'ξεχάσει, είμαι κΓ εγώ έδώ! Θέλω νά πώ βηλαίδή πώς... —· Μ ή φοβάσαι καί θά τά πούμε καί μαζί, σου·!, λέει ό «Υπέρτατος» μ’ ένα σαιρδό1ν ο γέλ σ. Στρέφει στους ανθρώπους πού στέκουν ολόγυρα καί τον κυττάζουν. — Θά τούς πάρουμε στη «σπηλιά» στο λόφο τής Σάντα Μάνικα, λέει στην Αγγλι κή γλώσσα, για νά τον κατα λάβουν οι ξένοι. Έκεΐ υπάρ χουν κάτι φίλοι, ειδικοί νά λύ νουν τις δύσκολες γλώσσες!.. ιΜά, πριν φύγουμε πρέπει νά έτακμάσουμε την υποδοχή τού σενόρ Ζορρό-!... Είμαι σίγου ρος πώς όταν δή ότι δέν επι στρέφουν οί... συνένοχοί του, θά έρθη νά διαπίστωση τί τούς συνέβη... Θά τον περ μένη λοιπόν μία θαυμάσια έκπληξι!... "Ενας από σάς θά μείνη έδώ, νά υπονόμευση μ έ δυναμ ίτ η τήιν . έκκλ ησ ί α. Μόλ ς τον δ ή νά μπαίνη μέ σα, θά φροντίση νά βάλη φω τιά στο φυτήλι. Ό περινοόητος Μασκοφόρος Εκδικητής,
ο
ΜΙΚΡΟΙ
θά βρή τό τέλος πού του άξι ζε» Ό Άντώνης Γραικός αφή νει να του ξεφύγηι μ·ά κραυγή λύσσας, Τινάζεται: λαφιασ,μένοο, προσπαθώντας του κα κού νά σπάση τά χοντρά σχοι νιά πού δένουν τά χέρια του. Ό «Υπέρτατος» τον πα-ρα τηρεί με χαμόγελο άγριου θρόμβου. — "Ωστε λοιπόν καταλα βαίνεις καί τήυ αγγλική γλωσ σα!, τού λέει. Τόσο τό χει ρότερο γιά σένα! Τώρα ξέ ρεις τι τέλος περιδένει τον άνθρωπο, πού ήλιθίως προσ παθείς νά σώσης!... Τίποτε π.ά δεν μπορεΐ νά Τον γλυτώ σω.... Ό "Ελληνας κάνει άπελπισμένες προσπάθειες νά έλευίθερωθή, Τό μόνο που κατα φέρνει είναι1 νά σκίση τις σάρ 'κερ του άπό' την προσπάθεια καί νά γεμίίση αϊματα. Σ’ αυτό τό μεταξύ ό Άουγκούστο κα'ι οί Εγγλέζον υέ επί κεφαλής τον ’Ήγουελ, έτο μάζομν τή θανάσιμη πα γίδα γιά τον Μασκοφόρο Τι,μωρό. Ό Γαλέραο δεν έχει κατα λάβει1 καί· πολλά πράγματα ίάπ’ δλα-ρσα ειπώθηκαν, άνάιμεσα στον «Ύπέοτατο» κο<ί τον Έλληνα. Αίσθάνετα', βε βαα, πώς ή κατάστασις δεν είναι πολύ... ρόδ’νη, ούτε γΓ αυτόν, ούτε γιά τον φίλο του. Πέοαν αυτού τίποτα-. Ό (Γραικόο, άιφού βλέπει πώς δεν έχει- κουιτά* απολύ τως ελπίδα νά λύση τά χέ ρια του, κάνει κάτ1 δλλο:
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
21
"Οπως είναι πεσμένος κά τω στο δάπεδο, διακρίνει κον τά του ένα μικρό κομματάκι κάρβουνο, πού σίγουρα θάχη πεταχτή ά,πό κανένα θυμιατό. Σ έρνεταί1 σιγά- σ ιγά πρός τό μέρος του καί, μετά από μεγάλη προσπάθεια, κατα φέρνει νά τό άρπάξη στά δά χτυλά του... Λίγο αργότερα όμως ή ύπσνόμευσις του παρεκκλησι ού έχει τελειώσει. Οί τέσσερις Εγγλέζοι και ό «πάτεο-’Αουγκούστο» παίρ νουν ,μαζί τους τούς δυο αι χμαλώτους καί τούς φορτώ νουν στ* άλογα. Ό άλλος μέ τά ράσα πε ριμένει κρυμμένος σέ μια γω νιά στο προαύλιο, κοντά σ’ ένα παράθυρο, από τό όποΐο κρέμεται ή άκρη ενός φυτηλιοΰ... Δεμένοι σαν δέυατα έπάνω στις σέλλες των άλογων, ό Πρακός καί ό Παλέρσς, δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα νά κσινουν κάτι, γιά νά ξεφύ γουν από τή μοΐρα τους. Δεν αργούν λ ο πό ν νά Φτά σουν στον λόίφο τής Σάντα Μόνικα, όπως έχει πή ό «Υ πέρτατος». Ανεβαίνουν από ένα μονο πάτι ώς την κορυφή του. Πελώριοι, άγο.ο: βοάχοι ύΦώνοντα; ολόγυρά τους, πού όσο προχωρούν ψηλότεοα, γί νονται καταχόρυφοι, σάν τεί χη άπόρθητων κάστρων. Στο τέλος σταματούν στήιν είσοδο ,υιάς σπηλιάς. Μέσ’ απ’ τή σπηλιά βγαίνουν δυο παράξενς>ι άνθρωποι,
22
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ίΕΤναι γυμνοί από τη μέση κι1 επάνω καί τά πρόσωπά τους τά καλύπτουν μαύρες μάσκες. Στα χέρια τους κρα τούν δπλα. Μόλις όμως βλέ πουν τον Άουγκούστο, κά νουν βαθειές υποκλίσεις. —ιΚαλώς ήλθατε, Έλ Σου πρέμο! (Υπέρτατε! ), λένε κι5 οί δυο μαζί. Στις διατα γές σας! Ό άθρωπος που είναι ντυ μένος μέ τά ράσα χαμογε λάει. — Σάς έψερα κάτι φίλους μου νά τούς διασκεδάσετε!, λέει μέ ύπουλη φωνή. Ξέρουν κάτι μυστικά πού άρνοϋνται νά μού τά φανερώσουν, αλλά εμένα τά μυστικά τους μ5 εν διαφέρουν πάρα πολύ... — Ό Έλ Σουπ,ρέμο νά μην άνησυχή !, αποκρίνεται ό ένας από τούς δύο μ ασκό φό ρους καί τά μάτια του άστρα Φτουν από σαδιστική χαρά, καθώς κυττάζει τούς αίχμαλώ τους. Οί «φίλοι·» σας θά μάς πουν όλα όσα θέλετε νά μά<θετε! Νά τό δήτε πού, πολύ σύντομα θ’ αλλάξουν γνώμη καί θά τό θελήσουν μονάχοι τους νά μιλήσουν!... _— Πολύ καλά, άμίγο... Έλα λοιπόν νά σου πώ τι θέ λω νά μάθης απ’ αυτούς — καί είδ.κά από τούτον εδώ, πού ασφαλώς ξέρε; πολύ πε ρισσότερα ! Λέγοντας έτσι ό «Υπέρτα τος» δείχνει- τον Έλληνα. Καί προσθέτει·: — Γιατί εμείς δέ θά μεί νουμε πολύ έ'δώ .. Πρέπει νά βρισκιρμαστε μακρυά, πριν
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
-ξημερώση... ^ Λίγα λεπτά αργότερα, ε νώ ό απαίσιος προδότης, πού έχει συμμαχήσει μέ τούς ε χθρούς τής πατρίδας του, φεύ γε ι, άκ ολουθούμ ενός από τούς Εγγλέζους, οί προσωπιδσφόροι παίρνουν τούς δυο αιχμαλώτους τους στο έσωτε ρκό τής σπηλιάς. ’Απ’ τό βάθος φθάνει ή α ναλαμπή μιάς φωτιάς. •Περνούν ολοσκότεινους δι αδρόμους, σαν στοές μεταλ λείου. ' Τά βήματά τους αντηχούν παράξενα καί τρομαχτικά στους πέτρινους τοίχους. Φτά νουν σέ μ·:ά πέλώρ,α αίθου σα, σκαμμένη ολόκληρη μέσα στον βράχο. · Ή φωτιά ανάβει έδώ μέ σα. Πελώρες φλόγες τινάιζον ται, σαν γλώσσες φ 5 ών, προς την οροφή. Μέσα σ’ αυτή τήν αίθουσα καί κοντά στη φωτιά, υπάρ χουν άλλοι τέσσερ.ς άνθρω ποι, ίδιοι μέ τούς δυο πρώ τους, πού έχουν κι’ εκείνοι σκεπασμένα τά πρόσωπά τους μέ μαύρες μάσκες. —- Άμίγος σηκωθήτε! Έ χουμε δσυλεά! φωνάζουν οί άλλοι. Ό Έλ Σουπ.ρέμο μάς παρσκαλεΐ νά διασκεδάσουμε τους φίλους από δώ! Είναι πολύ ξεροκέφαλοι, λέει, καί δεν θέλουν νά πουν τά μυστι κά τους! Αυτό φαίνεται " εξαιρετικά αστείο στούς άλλους δυο, πού ξεσπούν στά γέλ α... Τά γέλια τους είναι άποκρουστι-
κά καί γεμάτα ρόδισμά, ’Αν
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
23
τηχούν άνατριχιαστικά μέ σα στην αίθουσα τής σπηλι άς και στις γύρω στοές... Ό ένας από τούς τέσσερ ς μ ασκ οφοιοσ υς π ηγ α ίνε ι καί παίρνει κάτι έίφιαλτικά εργα λεία βασανιστηρίων. Χώνει στη φωτιά κάτι μακρινές, σι δερένιες βέργες. Οί άλλοι δυο πάνε καί δέ νουν τον "Ελληνα σε ,μιά ξύ λινη κολώνα, που βρίσκεται στη μέση τής αίθουσας. "Υστερα παίρνουν δλοι μα ί τον Γαλέρα καί τον πάνε καί τον αφήνουν, δεμένον χει ροπόθαρα, έξω άπό την αί θουσα σε κάπο.α άπό τις πλαϊνές στοές. — Έσύ θά περιμένης εδώ, άμίγο!, τού λέειι ένας μασκο φόρος. Τού φίλου σου τούπεσε ό κλήρος καί θά τον δια σκεδάσουμε π ρώτον!... — Είναι καλό παιδί καί τού άξιζε:!, βεβαιώνει μέ συγκινητική μετρ οφροσύνη ό ιΓαλέ,ραο. Ό άλλος τον κυττάζει με γουρλωιυένα ματια. — Μου τάπαν πώς είσαι ηλίθιος, αλλά έσυ παραείσσι!, τού λέει. ■— Η να είσαι η να μην είσα , κάτι!, αποκρίνεται ό γίγαντας άποφθεγματ ·■ κ ά. Πάντως, δεν θ’ αργήσετε νά μέ διασκεδάσετε κΓ εμένα, έ τσι; — Μείίνε ήσυχος! — Δέν γίνεται νά τό γλεν τήσουμε καί οι δυο μαζί; Ό μασκοφόρος σκάει στα γέλια.
χεται κάπως άβολα. Κάτσε όμως εδώ καί για νά ησυχά σουμε άτπά σένα, στάσου νά σου δέσω τό οπόρα!... Ό Γαλέρας κάτι πάει νά πή, άλλα δέν προλαβαίνει αυ τή τή φορά, γιατί ό άλλος τού περνάει ένα πανί οπό στό μα καί τον ,φιυώνει, σφίγγον τας τό πανί μ’ δλη του τή δύ νσ;μι. Ό φουκαράς ό Γαλέρας γουρλώνει πελώρια τά μάτια του, μή μπορώντας —ως συ νήθως— νά κσταλάβη τό πα ραμικρό... Λίγα λεπτά άργότερα, μέ σα άπό τή φοβερή σπηλιά τών μαρτυρίων αντηχούν τα πρώτα μουγγρητά τού άαο’ρου ’Αντώνη Γραικού, που έ χει πέσει στα χέρια εκείνων τών δαιιμόνων... Ό «Έλ Σουτιρέμο», δπως τον άπακαλούν οί Μεξικανοί, μαζί μέ τούς Εγγλέζους φί λους του. κατηίφοοίζε· τήν πλαγιά τού λόφου τής Σάντα Μάνικα. Τό φεγγάρι έχει φύγει άπό τον ουοανό καί τά πρώτα νκοίζα χνού|5· α τής αυγής σκάνε δελά κατά τήν άνατολή, τήν ώρα πού φθάνουν στους πρόποδες. — Αυτή ή νύχτα ήταν α τέλειωτη!, λέει» ό προδότης. ’Έγιναν πάσα πολλά σ’ αυτή -ή νύχτα. Κ ατελή 8ε ρμω·ς μέ θοίαυβό μας, σενόο ’Ήγουελ!... Ό λινόλογος Εγγλέζος κουνάει τό κεόάλι του παρά ξενα, χωοίς νά πή τίποτα.
— "Οχι!, λέει μετά. "Ερ
-— Τούτη τη στιγμή, συνε
24
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
2
Ο
Ρ
Ρ
Ο
τά κατορθώματάι του, δέν πέ χίζει ό προδότης/ ό Δον *Αλφτει έτσι εύκολα σε μια πα ιβαρές δεν βρίσκεται στη ζωή! Ό σενορ Ζο,ρρό είναι ε γίδα, όσο κΤ άν ό τρόπος πού πού έχει ατηθή ή παγί πίσης νεκρός! Οι άνθρωποί του βρίσκονται! στά χέρια δα είναι τελείας καί επιστη -μας καί αύριο θά μάθουμε ό μονικός !... λα όσα γνωρίζουν οί έχροί — Είναι αδύνατο νά γλυμας για μάς, παρ' ολο πού τώσηι!, αποκρίνεται περιφρο νητικά ό προδότης. Κι3 άν α δεν είναι πια καί τελείως άπαρσίτηίτο... κόμα δεν μπήκε ατό παρεκ ^— Δεν είναι "απαραίτητο; κλήσι γιά νά τιναχτή μαζί κάνει παράξενε μένος ό "Ητου στον αέρα/ θά τον πυρο γσυελ, παρατηρώντας τον με βόλησε ό άνθρωπός μου, που απορία. περιμένει άπ3 έξω1. Δέν υπάρ ■—"Όχι. Κανείς από τούς χει ούτε ή παραμικρή πιθανό πιο επιίκίνδυνοος εχθρούς μας τητα νά μην πήγε στο παρεκ δεν ,μπορεί πια νά μάς άπεικλήσι, νά μάθη γιά τούς φί λήση. Έκτος από τον Άλβο λους του. Έκτος βέβαια... ρές καί τον Ζορρό, είναι νε — Έκτος; ρωτάει μ3 ανη κροί κι5 ένα σωρό άλλοι από συχία ό 'Ήγουελ. τούς προύχοντες της πολιτεί — Έκτος κι* άν τόιν έπιαας, πού θά έρχονταν αντίθε σαν ή τον σκότωσαν πιο μπρο τοι στην ένωσί μας με τούς στά οί άνθρωποί μας, μέ τον "Αγγλους... Τούς έχε: άναλάΜαταμόρος! 6ει ό Ματαμόρος πού ξέρει Δεν προλαβαίνει ν' απάν πολύ καλά τή δουλειά του! τηση, τή φορά αυτή ό "Αγ "Ωσπου νά ξημερώση, θά έχη γλος. Αντίκρυ τους άκρύγεται ξεκαθαρίσει! τελείως τό έδα φος... Όμολογήστε πώς οί ψό ποδοβολητό· αλόγου πού πλη6οι σας ήταν ά6ικαιολόγηΓ σ.άζει πρός τό μέρος τους. τοι!... Σε ,μιά επιτακτική κίνησι Ό Εγγλέζος κουνάει άλλη του «Υπέρτατου», όλοι κρύ μα Φορά παράξενα τό κεφά βονται πίσω από τά σπαρ λι του. μένα βράχια καί περιμένουν. —θα^τό ομολογήσω, όταν Περνούν μερικά δευτερόλε βεβαιωθώ πώς αυτός ό σενόρ πτα γεμάτα άγωνία. Ζορρό είναι στ’ άλήθε α πε "Υστερα βλέπουν την ολό θαμένος ! μαυρη σ.λουέττα του καβαλΌ Άουγκσϋστο τόιν κυττάλάρη πού πλησιάζει. ζει κατάπληκτος. — Ό Ζορρό!, μουρμουρί — Αμφιβάλλετε ούχομα; ζει μέσ3 απ' τά δόντια του ό ρωτάει. 'Ήγουελ, πού βρίσκεται στο — Καί βέβαια! "Ενας άνπλάϊ του προδότη. Νά, πού θοωπος πού γιά χρόνια ολό καμμιά Φορά, γίνονται κα| κληρα ρχει γίνει θρύλος γά θαύματα!
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
— Δεν τό πιστεύωI, σφυ ρίζει σά φ;5. ό Άουγκοϋστο. Μά, κι’ άν ακόμα είναι αλή θεια, πάλιι δεν θα ζήση περ σσότερο! Έφτασε ορ στικά στο τέλος!... Και μ’ αυτά τα λόγια τρα βάει τό πιστόλι του και ση μαδεύει τη σκούρα σ.λουέττα. Είναι» έτο.μος νά πατήση· τη σκανδάλη. "Ενας άπό' τους ανθρώ πους του "Ηγουελ λέει την Τ5α στιγμή: — Μού φαίνεται πώς... πώς εΐναι ό άνθρωπός σας, σ ε νόρ.., « Ύ π έρτ ατε» ! Ό προδότης τον κυττάζει παράξενε μ ένας καί κατεβάζει τό ώπλισμένο του χέρι. Λίγα δευτερόλεπτα αργό τερα Εξακριβώνει πώς ό ξέ νος έχει δίκιο. Αυτός που έρχεται είναι ό ρασοφόρος βοηθός του! Αυ τός που τον άφησε για ν’ ο· σ ψη τό φυτήλι καί νά τινάξη στον αέρα τόιν σενόο Ζορρό. — Υπέρτατε, πετύχατε!, φωνάζει καταχαρούμενος, μό λις βλέπειι τόν κόρο του νά παρουσιάζεται πίσω από τά βράχια. — Νεκοός ό Ζορρό; — Σκόνη, σενάρ! Δεν υ πάρχει τίποτα πά απ’ αυ τόν!... ’Ή μάλλον μονάχα ό Θρύλος!... Ό προδότης στρέφει καί κυττάζει είοωνκά καί θρ-αμβευτικά μαζί τό Εγγλέζο. Εκείνος χαμογελάει. Φαί νεται ευχαριστημένος πού τά πράγματα πηγαίνουν δπως τά θέλει, άσχετο άν άπαδει-
1
ύ
Ρ
Ρ
ό
κνύεται πώς έχει άΙδ.'ΚΟ απέ ναντι στον ρασοφόρο προδό τη. — Πολύ καλά, λέει άπλάΤώρα ,μπορώ νά αναγνωρίσω πώς είχα λάθος, σε νόρ... Υ πέρτατε! Ό περιβόητος Ζο,ρ ρό δεν ζή πια καί ό δρόρος μας προς τή νίκη είναι ανοι χτός. Γι’ αυτό... ^— Γι’ αυτό* σηκώστε τά χέρ α ψηλά, μ.ίστερ ’Ήγουελ, μην τυχόν καί πάθετε κανένα ατύχημα!, λέει μιά σκληρή, σάν τό ατσάλι φωνή, μέσ’ απ’ τό σκοτάδι καί μιά τρο μερή σκιά βγαίνει πιάτο» από τούς βράχους καί ορθώνεται εμπρός τους. — Ό... ό σενόρ Ζορρό!, τραυλίζει αυτή τή φορά σάν κεραυνόπληκτος ό ίδιος ό προ δότης. — Ό σενάρ Ζορρό!, κάνει μσρμαρωμένος κι’ ό "Αγγλος. _— Ά... ά... αδύνατο!, ψελ λίζει κατακίτρινος ό δεύτερος ρασοφόρος. Τόν... τον τίναξα στον αέρα! Τ’ ορκίζομαι!... — Ποιόν πιστεύετε από τούς δυό μας; λέει εύθυμα ό Μασκοφόρος ’Εκίδκητής. Αυ τόν ή εμένα;
Τό Θαύμα
ΕΙΝΑΙ
στ’ άλήθε α ό σενόρ Ζορρό αυτός ό νυχτε ρινός κσίβαλλάρης; Κι’ άν υαί, τότε πώς βρίσκεται εδώ ζωντανός, αφού τάν αφήσαμε μέσα σ’ εκείνη την τρομακτι κής έκρηξι τού παρεκκλησίου τού Σάν Άντάνιο;
26
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
’Άς ξαναγεμίσουμε στην ■έκ,ρηΐξι για νά καταλάβουμε: "Οίκος είδαμε όλα χάθη•καν μέσα στη φοβερή λάμψ . Μαζί χάθηκαν και οι αίσβή σε, ς τού Μασκοψόρου Τϊμωροϋ, πού ή πίεσ.ς των αερίων του έφερε λιποθυμίΐα, "Επεσε στο δάπεδο, τήν ώρα πού ο λόκληρο τα παρεκκλήσι τινα ζόταν στον αέρα καί ή βαρεία οροφή έπεφτε κι’ εκείνη κα ταπάνω του, γ,ά νά τον λυώση, κάτω από το τεράστιο βά ρος της. Για νά τπολτοπο ήση το κορμί του, με τά μεγάλα μυτερά 6σκάρα της, πού θά τον κάρφωναν, σάν άκόντ.α Τιτάνων!... Μόλις μία στιγμή όπως πριν συμβουν όλ’ αυτά, συνέ-
<βη κάτι άλλα που μσ άζει μέ θαύμα... Ίο πελώριο, ξύλινο άγαλ μα του Εσταυρωμένου, πού έστεκε μπροστά στο ιερό, έ γειρε από τη βόνηισι κι* έπε σε. "Επεσε προς τό μέρος πού ήταν πεσμένος καί ό Ζορ ρό. Ή μιά άκρη του έμεινε ε πάνω στη βάσ της. Ή άλλη καρφώθηκε στη γη. Όλόκληρος ό σταυρός έμεινε γερμέος σ’ αυτή τη θέσι, σάν ένα πρόχε.ρο υπόστεγο, επάνω α πό1 τό πεσμένο κορμί του Ύπερασπιστού των αθανάτων καί των κατατρεγμένων! Όλόκληρη ή οροφή καί τά δοκάρια καί οι όγικόλβοι, έ πεσαν πάνω στον τεράστιο σταυρό, που δεν ύπεχώρησε
Μέ γοργές κινήσεις κόβει τά σχοινιά.
ο
ΜΙΚΡΟΙ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
0
27
Τό αλογο μπερδεύεται σ’ αύτό τό πελώριο έμπόδιο...
ώς τό τέλος!... Ούτε μ:ά πέτρα δεν άγγι ξε τό κορμί του Ζορρό πού έ μεινε άνέπαίφο, μέσ,α σ’ αυτή τή ·0ειομ-ή(ν[;α7 μέσα στον κουρ■ν αχτό κ,αΐ στ'ίς φλόγες! Οι φλόγες αυτές άρχισαν ινά γλείφουν τά δοκάρια, ολό γυρα στον Μασκοφόρο Εκδι κητή, κινδυνεύοντας από στι γμή σε στιγμή νά μεταδώ σουν τή φωτιά καί στο λιπό-
δόμο κορμί του. Μά ή τρομε ρή „ζέστη τον έκανε νά συνέλθη γρήιγορα άπό; τή λιποθυ μία του. "Ανοιξε τά μάτια καί κύτταξε ξαφνιασμένος ο λόγυρά του. θδε τις τεράστι ες φλόγες κοντά του κι* έκα νε νά τ ναχτή ορθ ος. Τήν τε λευταία στιγμή όμως είδε καί κάτι άλλο που φώτιζαν ο·ί φλόγες αυτές. Μόλις μερι κά εκατοστά του μέτρου έμ-
28
Ο
ΜΙΚΡΟΙ
προς από τά μάτια του, κά τω στο λευκό πλακάκι* τής έκ κλησίας, ήταν γραμμένες μέ μαύρο κάρβουνο, μέ άθλια γράμματα άλλα αρκετά κα θαρά γιά νά διαβαστούν, αυ τές οι λέξεις: «Σενορ Ζορρό, στο λόφο Σ. Μάνιικα—Γ ρα , κσς» ! 'Οι λέξεις αυτές τού φώτι σαν τό σκοτισμένο μυαλό του σαν αστραπή. Τινάχτηκε όρ θιος. Τά μάτια του γούρλω σαν βλέποντας τι ήταν εκείνο που, γερμένο από1 πάνω του, τού είχε σώσει ^τή ζωή. "Ε κανε τον σταυρό του μέ κατάνυξι κι3 ύστερα άπομάκρυνε τά φλέγόμενα σανίδια από τον ξύλινο Εσταυρωμένο. Έκανε μ ιά φορά άικόμα τον σταυρό του κι5 ύστερα ώρμηισε έξω άτια τά θλιβερά χαλάσματα. Λίγο αργότερα έτρεχε ξέ φρενα μέσα στη νύχτα παίρ νοντας τον δρόμο γ ά τον λό φο τής Σάντα Μάνικα. —νωοίζοντας καλύτερα από ■κάθε άλλον τό μέρος, ακολού θησε μυστκά μονόπατα γιά νά κόψη δρόμο. "Εφτασε έ τσι πιο μπροστά από τον δεύτερο ρασοφόρο στους πρό ποδες τού λόφου. "Ακούσε α πό μ ακόυ α τόιν θόρυβο πού έ καναν οί καβαλλάοηδες κατε βαίνοντας τήν πλαν ά καί κρύφτηκε πίσω από τά βρά για. Παρεορέθηκε έτση όπως ξέρουμε, στη συνάντησ; τού Ύπέοτατου καί τού "Ηγουελ, μέ τον ρασοφόρο πού πίστειιε πέος τόιν είχε δολοφονήσει!... "Ολοι έχουν σπομείνε: μα,ρ
2
0
Ρ
Ρ
Ο
μαρωμένοι γιά μερικά δευτε ρόλεπτα. Ό «Υπέρτατος» καί ό βοηθός του κυττόζουν μέ τέτοια έκφ,ρασι φρίκης τον ιΜασκΟ'φόιρο Εκδικητή, πού είναι βέβαιο πώς τόν πιστεύ ουν γιά τι μωρό φάντασμα! Οι ^ Εγγλέζοι ^ όμως, πού ιδέν είναι δε .σ δαίμονες σάν τούς Μεξικάνους, δον έχουν την ίδια γνώμη. Οί τρεΐς άντρες τού "Ηγουελ τραβούν σχεδόν ταυτόχρο να τά πιστόλα τους, σίγου ροι πώς, έχοντας νά κάνουν μέ έναν αντίπαλο, όσο τρομε ρός κι5 άν είναι αυτός, θά προ λάβαιναν νά τόν στείλουν^ — όρ.στκά αυτή τη φορά— στον άλλον κόσμο! Γελιώνται, μόνο που τό δι απιστώνουν χωρίς· νά τους χρησιμεύση γιά μάθημα. Τά πιστόλια αστράφτουν καί βροντούν δαδοχ.κά στα χέρια τού Ζορρό. Τρεΐς πυροβολισμοί άντη>χοϋν μέσα σέ ελάχιστο διά στημα χοάνου, πολύ μικρότε ρο τού ενός δευτερολέπτου. Οι σέλλες των τριών άλό>γοον πού ιππεύουν οί Εγγλέ ζοι, μένουν άδειες τήιν Τδ α στιγμή! Τοομε,οά ουρλιαχτά πόνου άκούγονται καί οβύνουν σέ λίγο. Κι’ οί τρεΐς ξέ νο; έχουν πέσει νεκροί, τρυπημένοι κατάστηθα από τίς σφαίρες τού Εκδικητή. — Θά δοκιμάση άλλος; ρωτάει μέ παγωμένη· φωνή έκεΐνος. Οί αντίπαλοί του όμως δέν έχουν π ά καμμιά δυναμι, γιά κ,αμμία άπόπε'ρα. Αυτό που έχουν δή τούς έχει πείσει πώς
ε'ίναι καλύτερα να ΐά βάλουν μ5 ενα σύνταγμα ιππικού, π ο: ρά μ’ αυτόν τον μαυροφορεμένο καβαλλάρη,. — Πετάξτε τά πιστόλια ' σας !, διατάζει ό Ζοιρρό. Ύπακούουν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μετά ό Μασκοφόρος Τ.ιμωρός δ.στάζει τον δεύτερο ρασοφόρο νά δόσή, τον κύρ.ό του καί τον "Ηγουελγ "Έχει δαλέξει αυτόν πού έχει καταρρεύσει πεοισσότερο απ’ όλους. Είναι ένα πρα γματικό· ανθρώπινο ράκος, α νίκανο νά τον άπε.λήση ή νά του1 φέρη, την παραμικρή άντίδρασι. 5Αφού φ:’μώνει τούς άλλους δύο, τον αναγκάζει ν άνέβη στο άλογό· του καί τον παίρ νει μαζί του. -εκινώντας^γορ γά προς την κορυφή του λό φου. — Που τούς έχετε τούς άν θρώπους πού πήρατε από τό παρεκκλήσ ; ρωτάει με παγε ρή φωνή. — ΕΤνα, επάνω στή σπη λιά των μαρτυρίων!, αποκρί νεται κστσφΌίβισ,μευος ό άθλ ος. Ό Ζορρο νοιώθει ένα κομ μάτι πάγο νά κστρακυλάη με σα του. Βάζε: ου.ως τον ρα σοφόρο νά του πή όλες τις λε πτομέρε ες πού του ένβ αφο ρούν καί νά τον όδηγήση στή σπηλιά από τον συντομότε ρο δ·ρόμ·ο. "Όταν φθάνουν, τον δένει «κι* εκείνον καί τον φρώνει κα λά· Μετά προχωρεί μόνος του προς την είσοδο τής σπηλιάς.
ςττίς μύτες ^Περπατώντας των ποδιών του, δεν αργεί νά φθάσ η, στο μέρος που του· έ χει περιγράφει εκείνος ό ά θλιος. Έιξ άλλου μετά από τά πρώτα μέτρα ,μέσα στις πέτρινες στοές, τον οδηγούν πιά οα κουβέντες τών τεσσά ρων δημίων του "Έλληνα κα^ί τά ύπόΙκωφα ρουγγρητά τού Γραικού, πΟ'.ός ξέρει τί φοβε ρά μ αρτύρ ια ύπομέν ε;... ΙΕίκεΐ πού πηγαίνει σκον τάβει επάνω σ’ ένα πεσμένο σώμα κύ ακούει ένα γρύλλισμα σάν τού γουρουνιού. Στήν ανταύγεια τής φωτ.άς π ευ φθάνει ώς έδώ από τή μ ε γ άλ η σ πηλ ιά, άναγνωρ ί ζε ι· τόν Γαλέρα. Σκύβει καί με γοργές κινήσεις τού κόβει τά σχο.ιν.ά πού τόν κρατούν αι χμάλωτο. Μετά τού βγάζει από τό στόρα τό φίμωτρο. Ό αγαθός γίγαντας μέ την ευκαιρία ανοίγει διάπλατα τό στόμα του, έχοντας πολύ μεγάλη επιθυμία νά τό χρη σιμοποίηση, μετά από τόση ώρα. Μά ό Μασκοφόρος Τιμωρός προλαβαίνει καί τού τό κλείνει μέ την παλάμη του. Σκύβε: κάΐ κυττάζει από τό άνο.γμα τού διαδρόμου, στην πλαϊνή αίθουσα. Οΐ βόγγοί τού "Ελληνα έ χουν στ α μ ατήσ ε ι. Β λέπ ε ι τούς τέσσερις μασκοφόρους δημίους πού έχουν συΥκεντρω θή όλο. γύρω από ,.τίί φωτιά κα ί συζ ητ ουν χαυ ηλ άφωνα. " I σως συζητούν μέ τί είδους . μαρτύρια θά συινεχίσουν τά μαρτύρια. Φαίνονται έκπλη-
■ -^■■ίΤ.Γ ΙΓΠ
ι<τ6ι μέ τήιν άνΤΟ-χή 1Ό& άίχμά λώτου τους καί κάνουν συνε χώς ζωηρές χειρονομίες. Ό Ζορρό σκύβει στο αύτΐ τού Γαλέρα και του ψιθυρί ζει: :— Θα σ' άφήσω το στόμα, άλλα δέν 0ά ττής την παραμι κρή, -κουβέντα! Οϋτε λέξ,ι! Δεν θά πής ούτε... «σί, σε νόρ» ! Κ ατάλαβες; — Σ ί σενόρ!, άποκρίνεται θριαμβευτικά ό Γαλέρας, κα θώς ό κύριας του του αφήνει ελεύθερο το στόμα. Οι δήμιοι πετιώνται ορθοί, ουρλιάζοντας σάν άγρα 8η^ ρία, γατί σκύβοντας νά κυττάξουν τΓρός’ τή στοά, βλέ πουν κι' έκ,εΐνο; τον Μαστο φόρο Εκδικητή. -— Μπράβο, άμίγο! Επά νω τους τώρα!, φωνάζει ό Ζορρό μ5 απελπισία καί ρΓ χνεται πρώτος εναντίον των ,μασκοφό^ρων. Ό^ Γαλέρας ^αμως, σ' αυτό τουλάχιστον, είναι πραγματι κό... σαΐνι. Σ3 ενα δευτερόλε πτο βρίσκεται στο πλευρό τού κυρίου του, έτοιμος νά πάρη μέρος στην τελική μά-
χη; Ό ένας από τούς τέσσερις δημίους σκιύβει κιόλας ν5 άρπάξη μιά μακρυά, πυρακτω μένη τσιιμπίδα. Ό δεύτερος μ5 ένα μαχαίρι στη φούχτα, χύνεται καταπά νω στοιν σενόρ Ζορρό. Εκείνος όμως τραβάει τό σπαθί του ,μέ μιά κίνηισι πιο γοργήι από την άστραπή και τινάζει μπροστά την αστρα φτερή λεπίδα. Μέ τή φορά πού έρχεται ό κακούργος,
καρφώνεται μόνος του στο ξί φος τού Τίμωρού. Τό μαχαίρι γλστράει από τά χέρια του; ;Στό μεταξύ ό Γαλέρας, βλέποντας τον δήμιο πού σκυ ιβει ν' άρπάξη-. τήν πυρακτωμένη τσιΐμπίΐδα, απλώνει τις -χερούκλες του, άρπάζει τον τέταρτο μασκοφόρο, που δέν εχει προλάβει νά φύγη από κοντά του καί τόν τινάζει μέ τ ρ ο μακ τ ική δόνα μ ι έπ άνω στον πρώτο. Έρχονται κι5 οί δυο σωρό - κουβάρι- ,μέ τρομε ρές βλαστήμιες. Ό ένας μάλστα κατρακυλάει μέσα στή μεγάλη φωτιά καί ξεσπάε; σε έφ'. αλτ :|κές κ ραυγές. πόνο υ. Ό τρίτος δήμιος είναι ό μό νος πού έχει ξεφύγει, γιά μ ά στιγμή, τής προσοχής καί τού Γαλέρα καί τού Ζορρό. Αύτή τή στιγμή άρπάζει- ένα πιστόλι, στρέφει τήν κάννη του καταπάνω στον Μασκοφό ρο Εκδικητή, πού ακόμα δέν έχει ξεκαρφώσει τό^σπαθί του ,άπό- τό σώμα τού πρώτου συμμορίτη καί ετοιμάζεται νά τού στείλη τόν θάνατο. 3Αντί γι* αυτό τινάζεται 6 ίΐδιος στήν άλλην άκρη τής αίθουσας!... Ό ηρωικός Έλληνας ό Γραικός, πού είναι- δεμένος :άπό τά χεριά μέ αλυσίδες, απ' τήν ξύλινη κολώνα, έχει ξαφνικά σηκώσει τό πόδι του καί έχει δώσει μιά τρο μερή κλωτσιά στον απαίσιο δολοφόνο πού στέκει μπρο στά του! "Ολ3 αυτά έγιναν σβέλτα. Δέν έχουν περάσει ούτε τρίά δευτερόλεπτα συνολι κά, από τή στιγμή πού ό
Ο
Μ
1
Κ
Ε
6
ϊ
Ζάρρό .καί 6 γίγαντας Γαλέρας έκαναν την τιτάνια έττίβ'εσί τους έκεΐ “μέσα;- στο άντρον της φρίκης. Ο'ι δυο δήμιοι είναι νεκροί —ο ένας μ ι σοκ αρβουν ιασ μόνο ς ο$ π' ό τις φλόγες. Οί άλλοι δυο αι χμάλωτο;; δεν. τολμούν να κάνουν την παραιμ.κρή κ ίινηη ο η μπροστά^ στις μπούκες των π.σταλιών τοΟ θρυλι κοί) Μαστοφόρου Τιαωρού. Ό Γαλέρας αναλαμβάνει να} δέση αυτούς τούς δύο •καί ό Ζορρό ·νά λύση τον "Έλληνα, πού ευτυχώς, δεν έ χει πάθει άκόιμα μεγάλες ζη μιές άπό τις «πεοιπο.ήσεις» των δημίων του. Την ίδια μέρα πού έχει ξη μερώσει· κιόλας, κάθε κίνδυ νος έχει φτερουγίσει μακρυά άπό τό Μεξικό. Ή «Λεγεώνα των Τι-μωρών» έχει μείνει χω ρίς αρχηγό κι έχει διαλυΐθή. Ό στρατός των "Άγγλων τής "Ονδούρας^ έχει· φύγει, πέρα άπό τά σύνορα, διωγμένος ά πό τό Μεξιΐκανιικό ιππικό, πού δεν χρειάστηκε νά διασκορπι στη σ" δλη τη χώρα,^ για ,νά καταπνίξη τό έργο των Λε γεωνάριων, αφού αυτοί οί τε λευταίοι δέν πήραν καμμιά είδοποίηισι νά δράσουν. Καί την άλλη μέρα, με τό χάραμα πάλι, ό προδότης πάτερ - Άουγκουστο πού ο νειρεύτηκε νά γίνη Αύτοκράτορας του Μεξικού, υπό την κηδεμονία των "Άγγλων μαζί μέ τον συνεργάτη του σενόρ "Ήγουελ, πού καταδικάστη κε σαν κατάσκοπος, όδηγσύνγ ται μπροστά στο έκτελεστικό
ί
6
►
Ρ
6
31
απόσπασμα καί τά παράνομ α 0> ε ιρά _τους τελ ε; ώνουν μ έ σα σέ μιά ομοβροντία... Στο μεταξύ ό σενόρ Ζορ ρό μέ τον Γαλέρα έχουν επι στρέφει στη Ρέϊνα ντέ Λος "Άντζελες,. . ατό- άγρόκτημα των Βέγκας. "Εκεί μπαίνουν άπό τή μυΓ στική σπηλιά στο καταφύγιο του Μασκοφόρου Τιμωρού, ό που ό θρυλικός καβαλλάρης βγάζει· τή ,μαύρη φορεσιά του καί ξαναγίνεται ό... δεκαεπτά χρονος Δον Σ άντρο Βέγκα, γιος του άληίθινού Ζορρό, πού έχει αφιερώσει τή ζωή του στη συνέχισι τού μεγάλου έργου του πατέρα του. Λίγο άργότερα περνάει· ά πό τον μυστικό διάδρομο, βγαίνει στην κρεβατοκάμαρά Του κ ι" άπό κεΐ στο σαλόνι τού σπιτιού του, κάνοντας τον αγουροξυπνημένο καί φερ νοντας τα αρωματισμένο του μαντηλσκι στη μύτη. Θέλε:· νά συνάντηση τον "Ελληνα Άντώνη Γραικό, για νά δή μήπως έχει ανάγκη άπό π ερ ιπ ο ίησ ι ό κα ινούργ ι ος, άλλά άγαπημένος του φίλος. Τον βρίσκει όμως νά συίζητάη φιλικά μέ κάποιον ξένο, πού μοιάζει ναυτικός. Ό ναυτικός αυτός είναι συμπατριώτης του Γραικού κΓ έχει έρθε^ι νά του πή πώς τό Γένος των Ελλήνων έχει ξεσηκωίθή σ’ έπανάστασι ε ναντίον των τυράννων Τούρ κων ! •Την άλλη μέρα· κιόλας, τήν ώρα πού ό προδότης "Αουγκούστο κΓ ό κατάσκοπος *Η-
6
Μ
I
Κ
ί»
γόι/έλ έκτελί ΰνται, ά Έλλη•να,ς άποχ·εάα:·τΌί μέ συγκίνηση τον Δον Σ άντρο καί άνείβαί-
6
ί
Ι0ΡΡ6
ι ατό ί·στ οφορο ττού θά τον μεταίφέρη στη * μ άχρονη ττα-’ τρα'δά:..
ΤΕΛΟΣ ’
£
λ-ττο&ηΗ-ι ο ^
ΓΤΤ«
Ελληνικά- Γ
ΜΑΡΜΑΡΗΑΜ
«·»«■»*<>>* «Μι. .^>Βΐ^Ε££ΐ!Χ>α«ι&*ι·*<·*βΐ»*Μ>ε&αΜΚΐ<»Εί]£*ι·<«8·β&ι «33 ομ<·μ· Μ η»Ε!(&αι*<.α4!£;£ΐΒ«&β3Βΐ'' ^
1
8
!
*
8
1 I
| ]
Μήν ξεχνάς "Οτι έκυκλοφόρησε τό νέο τεύχος τόΰ
I
ΛΑ ΣΣΟ Κάθε Τετάρτη ένα τεύχος τού ΛΑΣΣΟ, μέ μια αυτοτελή περιπέτεια Κάου - Μπόϋ! Τά πιο γρήγορα πιστόλια τοΰ Φάρ Ούέστ, οί πιο θρυλικοί ήρωες, οί πιο συναρπαστικές περιπέτειες !
ί
ο
ΜΙΚΡΟΣ
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
Ο
33
Ή Διεύθυνσις του «Μικρού "Ηρωος», διά νά ικανοποίηση τις χιλι άδες τών άναγνωστών του που έτπθυμοϋν ν’ αποκτήσουν δλες τις έκδόσεις μας, παραθέτει πλήρη τιμοκατάλογον τών έκδοθέντων περιο δικών, δπου συμπεριλαμβάνεται καί ή εκπτωσις 30%, που ισχύει για δ,τι άγοράζετε άπό τά γραφεία μας Αέκκα 22, εντός τήε στοάς, (Σύνταγμα): 0 ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ (συνεχίζεται) 0 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 0 ΜΙΚΡΟΣ ΖΟΡΡΟ (συνεχίζεται) 0 ΠΑΑΝΗΤΑΜΘΡΩΠΟ Σ 0 ΜΙΚΡΟΙ ΜΠΟΥΡΑΟΤ!ΕΡΜΣ ΤΟ ^ΕΑΟΣ
Τεύχη 524 Τιμή τεύχ. 1.40 » 96 » » 1 40 4 » » 1.40 1.40 » 8 » > »
8 8
» »
$ »
40 72
- » »
»
1.— 1.—
9
24 16 9 9 8 , 84
» » » » » »
» »
81
>
1 ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ » 12 ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ » 6 Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΘΩΜΑ βιβλία 1 ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ 1 » 0 ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ 1 » ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΟΥΣ 1 ΡΟΒΙΝΣΩΝΕΙ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ 1 » ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ » 1 ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ » 1 0 ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ 1 »
» » » » » » » » » » »
1.— 1.— 1.— 1.— 1.— 1.— 1.— 1.— 2.— 1.— 4.— 4.— 4.— 4.— 4.—4.— 4.’— 4.—
0 ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ 0 ΓΚΡΕΚΟ 0 ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ 0 ΚΛΑ ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ 0 ΤΖΟΕ - ΝΤΙΚ ΤΟ ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ 0 ΜΙΚΡΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
*
» » * » »
1.— >
» » * » »
» » » » » » »
Σημείωσις; "Οσοι άπό τούς φίλους μας επιθυμούν ν* άγοράσουν ώρισμένα τεύχη πού τούς λείπουν, μπορούν νά μάς στείλουν τήν^άξία τής παραγγελίας τους σέ γραμματόσημα, ' έντός έτ?(ΐ<η@Αής, στην διευθυνσίν μας, κ.-ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΝ, ΑΕΚΚΑ *®ΗΝΑΣ 123» "· . .................. ... .................. -
Ο
ΜΙΚΡΟΣ
ΖΟΡΡΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ
ΠΕΜΠΤΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 2ος — Άριθ. τεύχους 16 —τ Δρχ. 2 Γραφεία : Λέκκα 22, Άθήναι (125). Τηλέφωνον 228-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Μ. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σ ψιγγός 38 Προϊστ. τυπογρ.; Α. Χατζή βασιλείου, Τατααύλων 19,-Ν. Σμύρνη Έπιστολαί, έπιταγαί: Γεώργ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, -Άθήναι.
Σύνδρομα! έσωτερικοΟ: Έτησία .................. δρχ. 100 Εξάμηνος..................... » 55
Σύνδρομα! έξωτερικοϋ; Ετησία.................. δολλάρια 4 Έξάμηνος .............. © 2
ΠΡ0ΙΟ Αυτό είναι τό τέλος τής Πρώτης Περιόδου τών περιπε-, τειών του «ΜΙΚΡΟΥ ΖΟΡΡΟ». Ή Δεύτερη Περίοδος θα δημοσιευθή όταν θά έχουν συγκεντρωθή όλα τά Ιστορικά στοιχεία ττού χρειάζονται. Στο μεταξύ, σέ τρεις περίπου έβδομάδες από σήμερα, ή Διεύθυνσις του Εκδοτικού Οί κου του «Μ. 'Ηρωος», του «Μ. Ζορρό» και τοΰ «Αάσσο» θά σάς προσφέρη μιά ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΙ, που θά σάς κατά πληξη ! "Οσο νά κυκλοφορήση ή ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΙ, μην ξεχνάτε ν’ αγοράζετε: Κάθε
Τρίτη: Τον «Μικρό "Ηρώα».
Κάθε
Τετάρτη. Τό «ΛΑΣΣΟ».
Κάθε
Σάββατο: Την ΑΝΑΤΥΠΩΣΙ τοΰ «Μικρού
"Ηρωος».
*
Ο ΘΡΣΠΟ£ ΤΟΥ ΑΜΟΡ9ΠΟΡ ΟΧΙ! ΓίΡΟΜΤΑΣ ,ΙΑ-
Τ)ΑΙ ΟΤΑ/Ϋ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ίΤΤΗΜΑΙ £Γΐχε ΓΜ9ΖΤΜ 2ΤΗ/Τ $ΗΑΗ φΥΑΗ. ,ΓΤ~^*· ΗΠΟΡΟ/Ηί
Π9Ι ΔΜ £/ΜΑΖΤε ΑΠΟΤΟΜΟΙ ΤΡΜ ΠΡΟΓΟΜΡΜ ΗΑ£.. ΠΟΥ ΗΡ0ΑΜ Α/7. .. τΑίΤΤΑ·.
Η Ιί/Η ΧΠΗΑ/Α γ/Α ΠΑ Μ/ΑΑ ΜΑ,Ζ ΜΑ ΤΣΙΠΑ- \ ίΰ/Μί ΖΤΟΥί Μ£ΜΜ ΑΠ'ΤήνΖ \ ΠΡΟΓΌ//0/Χ Π/5ΗΠΑΜ0Ρ5Π0/ΖΧ μ/ ΟΡΤ£ ΑΡ ΤΟ/ Μα μλζ 60ΑΘ//Ζ0ΥΜ.,
\ΚήΙ ίΤΜ ε/Μ/Ι ΘΑ ΤΟ ΑΘ/ΖΟΥΜί. Ρ>ΑΙ ΜΑ* Μ0£Λ/9/ ί/Σ Το Χ6&ΗΜΜ ΠΓΑί\ Σ.-//Ι εη&ζ ΑΪΧ/Α 7ΤΑ//0 6>Α ΦΫ/ΑΧΝ$Με, χτμ π/. . εΑχ ΤΑ ΜΣΑ ΟΠτή ΤΟ Α-, , ΜΑΣ. {
7
. . /5Λ/ ΠΑΤΟ ΑΠΟ ΤΟπ ΟΤΗΟΤΧ. Τ?Η ΑΡΑΧ9Μ Π ΓΡΑε/ΤΑ/Α ΠΑ/· ΑΗΗ ΜΠΑΤΑΡΙΑ &*>ΗΜ£.... . ΜΑΙ! ΧΠΗΑΧΰΧΤ^&Ο^ξΡεΤέΡΑ 0/7ΑΑ Α^ΌΤ/ ΟΤΤ6/Ρ6Τ£ΖΟ£. Α/),1Α Γ/Α ΑΡΓΟΤεΑΑ . . .
ΜΙ ΑγΤΗ ΗΤΑΝΡ Φ 9ΜΗ
το// /Ρ/^Μ]
/ϊΰΛ Λι ι/<*|/ #θΥ <7η\£ 0·ΛΛΧ/*ΥΙνί * -ν-Λ^τ' I ΠΤόίΟΜΪ// ΪΑΗΓΟΥΙξ Τ0Υ1 ΑΟ0ΓΟΜΟΥΖ ΐτΗΜ ,ζΑΗ /70ΜΛ*η?Πΐ
4
Χρωμολιδογράφησις—Έκτύπωσις ΛΙΘ.
'Β. ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΟΟΥ..
ΤΕΑΟε