ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-075-9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
ΤΑΝ, μια φορά κι’ εναν καιρό ένας φτωχός γεωργός μέ πολλά παιδιά. Δεν μπορούμε νά πούμε πώς αύτά πού εβγαζε του περίσσευαν, γιατί μόλις κατάφερνε νά χόρταση τόσα πεινασμένα στόματα. Επειδή όμως ή γυναίκα του ήταν καλή καί αυτός ήσυχος άνθρωπος, θά ήταν εύτυχισμένος άν δεν είχε εναν καημό: Τό μικρό του γυιό. Αυτός ό γυιός του ήταν ένα καλοφτιαγμένο καί έξυπνο παιδί ζωηρό και εύθυμο πού δλη μέρα τραγουδούσε και ήταν πολύ αγαπητός απ’ όλους. Ό πατέρας του όμως, έβρισκε πώς είχε ένα μεγάλο ε λάττωμα: Δεν φοβόταν από τίποτα! Καί γιά εναν πατέρα, αυτό είναι φοβερό έλάττωμα. Μονάχα ό Θεός ξέρει τί τρέλλες μπορεί νά κάνη ενα παιδί πού δεν τρέμει μπροστά σέ κανένα. Ψάχνει διαρκώς νά 6ρή επικίνδυνα παιχνίδια, Ινώ οί καημέ-
4
Η
ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
νοι οι γονείς του, γεμάτοι άνησυχία, ανάβουν χεριά στήν Πα ναγία και παρακαλοΰν νά τούς φύλαξη τό βλαστάρι τους. Τέτοιο παιδί λοιπόν ήταν και δ μικρός γυιός τού φτωχού γεωργού. Κι’ ό πατέρας του, τον έβγαλε «Νεμπόϊσα» πού θά πή «Μή φοβάσαι». Γιατί δλο «μή φοβάσαι» έλεγε δ Νεμπόϊσα ατούς φίλους του δταν τούς έβλεπε νά δειλιάζουν μπροστά σέ κάτι. Μιά μέρα λοιπόν ό Νεμπόϊσα, πού είχε στο μεταξύ μεγα λώσει, πήγε νά βρή τον πατέρα του στο χωράφι τους, και του δήλ,ωσε καθαρά καί σταράτα πώς θά έφευγε από τό σπίτι του, επειδή ή πατρίδα του ήταν ένα μέρος πολύ ήσυχο για έναν άν θρωπο σάν εκείνον. — Θέλω νά ταξιδέψω σέ μάκρυνες χώρες, νά περάσω πε ριπέτειες διασκεδαστικές, καί νά δείξω τή γενναιότητά μου,, είπε δ Ντεμπόΐσα στον πατέρα του. Τί κάνω πού κάθομαι εδώ πέρα; Θά ήθελα κι’ εγώ νά νοιώσω φόβο, έστω καί για μιά μονάχα φορά στην ζωή μου. — Βρε παιδάκι μου, πού θά πας; τού είπε ό πατέρας του απελπισμένα. Κάτσε εδώ πέρα μαζί μας. Κι’ δσο για νά φοβηθής, σου υπόσχομαι νά σέ κάνω εγώ νά φοβηθης γιά καλά. Ό Νεμπόϊσα κούνησε τό κεφάλι του μέ αμφιβολία. — Πολύ αμφιβάλλω, είπε στον πατέρα του. Αφού τό θέ λεις δμως, άς γίνη έτσι. Θά κάνουμε όμως μιά συμφωνία. "Αν φοβηθώ, θά μείνω. "Αν δεν φοβηθώ, τότε θά φύγω. Σύμ φωνοι ; — Σύμφωνοι, είπε ό πατέρας του. Κι’ δ Νεμπόϊσα έμεινε περιμένοντας τή μέρα πού ό πατέρας του θά τον έκανε νά φοβηθή, νά δη κι’ αυτός πώς νοιώθει κα νένας δταν φοβάται. Στο μεταξύ δ πατέρας του πήγε καί βρήκε τον καντηλανά φτη τής εκκλησίας τού χωριού καί κάθησε πολλήν ώρα μαζί του. Κανένας δεν ακούσε γιά τί πράγμα κουβέντιασαν. "Οταν δμως ό πατέρας τού Νεμπόϊσα σηκώθηκε νά φύγη, ό καντηλα νάφτης τού εΐπ^
Η ΚΑΡΑ 3 Α ΤΟΥ
3
— Στείλε μου τό γυιο σου το βράδυ. Στείλε μου τον, και σου υπόσχομαι νά τόν κάνω νά φοβηθή τόσο πολύ, πού τά μαλ λιά του θά σηκωθούν όρθια σάν τά αγκάθια τού σκαντζό χοιρου. Γύρισε ό γεωργός σπίτι του κι’ αφού άπόφαγαν τό δείπνο τους, είπε στό μικρό του γυιό: —- Νεμπόϊσα, νά πας στην εκκλησία νά βρής τόν καντηλα νάφτης τού είπε: — Καλά, είπε ό Νεμπόϊσα, πού ήταν πολύ υπάκουο παιδί. Και χωρίς άλλη κουβέντα, σηκώθηκε καί πήγε στην εκκλη σία. Μόλις τόν είδε 6 καντηλανάφτης πού τόν περίμενε, τού ε ξήγησε πώς τό ρολόι τής εκκλησίας είχε χαλάσει καί δεν χτύπαγε τις ώρες. ’Έπρεπε λοιπόν ν’ άνέβη κάποιος νά χτυπήση με την καμπάνα τά μεσάνυχτα, καί την άλλη μέρα, θά έρχόταν ό τεχνίτης νά φτιάξη τό ρολόϊ. Ό άνθρωπος όμως, πού χτυπούσε την καμπάνα τις Κυριακές καί τούς έσπερινούς, είχε άρρωστήσει. Καί γι’ αυτό τόν παρακαλοΰσε ν’ άνέβη εκείνος νά χτυπήση την καμπάνα. — Μετά χαράς, είπε ό Μτεμπόϊσα. Ή ώρα ήταν κιόλας δώδεκα παρά δέκα. Σέ λίγο, λοιπόν, ο Νεμπόϊσα μπήκε μέσα στό παλιό καμπαναριό κι’ άρχισε ν’ ά~ νεβαίνη τή στενή καί στροφογυριστή σκάλα, πού ήταν κατασκότεινη. Ανέβηκε, ανέβηκε, πέρασε τόν πρώτο εξώστη, κι* έφτασε στον δεύτερο, πού βρισκόταν ή καμπάνα πού θά χτυ πούσε. Μέσα στό σκοτάδι, άπλωσε τό χέρι του νά πιάση τό σκοινί, αλλά αντί για σκοινί, σέ μια στιγμή έπιασε ένα χέρι. Ό Νεμπόϊσα τό ψηλάφησε καί είδε πώς ήταν πολύ κρύο και κοκκαλιάρικο. — Περίεργο:, είπε μονάχος του, Ποιος είναι τούτος πά λι; Μήπως είναι ό άρρωστος; ’Αμ κακομοίρη μου, συνέχισε τί θέλεις κι* ανέβηκες δω πάνω άρρωστος άνθρωπος; Έσύ έ πρεπε νά βρίσκεσαι τώρα σπιτάκι σου, δίπλα στό τζάκι, καί νά πίνης κανένα καυτό χαμομήλι. 'Όταν είναι άρρωστος κα~
Η ΚΑΡΑίΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
νένας, πρέπει νά φυλάγεται: Και δ Νεμπόϊσα κούνησε τό ά» κινητό σώμα πού βρισκόταν μπροστά του. νΑδικα δμως. Ό άρ ρωστος δεν έβγαλε μιλιά. Αυτός, πού δ Νεμπόϊσα νόμισε πώς ήταν ό άρρωστος βοηθός τού καντηλανάφτη, δεν ήταν παρά έ νας παλιός σκελετός, πού δ καντηλανάφτης είχε πάρει από τό δστεοφυλάκειο τής εκκλησίας, και είχε δέσει στό σκοινί τής καμπάνας. Ή καμπάνα δμως έπρεπε νά χτυπήση μεσάνυχτα. Χωρίς νά νοιαστή λοιπόν για τον σκελετό, δ Νεμπόϊσα άρπα ξε τό σκοινί κι’ άρχισε νά σημαίνη. Εκείνη τή στιγμή βγήκε τό φεγγάρι, καί φώτισε τϊς καμπάνες καί τον σκελετό πού, δε μένος στό σκοινί, χόρευε σε κάθε χτύπημα, κουνώντας τά χέ ρια του και τά πόδια του σάν ζωντανός. Και ό Νεμπόϊσα βρή κε τό θέαμα τόσο αστείο, πού έβαλε τά γέλια τόσο, πού τού πόνεσε ή κοιλιά του. "Όταν κατέβηκε, γελώντας, ήρθε στον καντηλανάφτη πού τον κύτταζε κατάπληκτος: — Μού φαίνεται πώς δ βοηθός σου είναι στ’ αλήθεια πο λύ άρρωστος. Αδυνάτισε μάλιστα τόσο πολύ, πού δέν τού μεί νανε παρά μονάχα τά κόκκαλα! Καί έφυγε, λέγοντας μέσα του πώς, αν δ καντηλανάφτης νόμιζε δτι θά τον έκανε νά φοβηθή μ’ αυτά τά αστεία, πού μό νο γριούλες μπορούσαν νά τρομάξουν, έκανε πολύ λάθος. Τό άλλο βράδυ, φώναξαν τον Νεμπόϊσα στην έκκλησία, γιά νά ξενυχτήση έναν πεθαμένο πού ήταν ξαπλωμένος στό φέρετρό του, τριγυρισμένος μέ λουλούδια καί μέ κεριά. Ό Νεμπόϊσα πήγε, καί κάθησε σ’ ένα στασίδι. Έμεινε γιά λίγο καθισμένος, ύστερα βαρέθηκε, σηκώθηκε καί έκανε μερικές βόλτες μέσα στην έκκλησία. "Ύστερα ξανακάθησε, νύσταξε καί ιά μάτια του άρχισαν νά κλείνουν. Κατά τά μεσάνυχτα, ένα τρίξιμο τον έκανε ν’ άνοιξη τά μάτια του. Είδε τότε πώς ό πε θαμένος άνοιγε τά σάβανά του καί έκανε νά σηκωθή. — Έ, τί κάνεις εκεί; φώναξε ό Νεμπόϊσα δυνατά. Δέν είσαι καθόλου έντάξει. 5Άν είσαι πεθαμένος, πάψε νά κουνιέ σαι. 3Άν δέν είσαι, πες το μου νά πάω κι’ έγώ σπίτι μου νά
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΪΤΟΥ
7
κοιμηθώ στο ζεστό μου κρεβάτι! Ό πεθαμένος όμως δεν απάντησε. Άπό τό φέρετρο άρχι σαν ν’ άκούγονται στήν αρχή βογγητά κι’ υστέρα ουρλιαχτά. Ό Νεμπόϊσα τότε είπε απειλητικά. — Μά τήν πίστι μου, μου φαίνεται πώς δεν είσαι καθόλου . Θά σέ μάθω λοιπόν κι’ εγώ νά μέ κοροϊδεύης, και θά βάλω τά πράγματα στη θέσι τους. Πεθαμένος δέν ήθελες νά είσαι; Έ, λοιπόν, θά γίνης πεθαμένος! Καί, λέγοντας αυτά, σηκώνει ένα ξύλο άπό τό στασίδι και τό κατεβάζει στο κεφάλι τού καντηλανάφτη (γιατί αυτός ήταν, πού έκανε τον πεθαμένο μέ τό πρόσωπό του πασαλειμμένο κι μωλία) ενα χτύπημα, πού τον άφησε λιποθυμισμένο, σηκώνε ται ύστερα, βγαίνει άπό τήν έκκλησία τραγουδώντας, κλειδώ νει τήν πόρτα καί πάει και χτυπάει τήν πόρτα τού καντηλανά φτη, γιά νά δώση τό κλειδί. Τού άνοιξε ή γυναίκα του. — Τά μεσάνυχτα πέρασαν, τής είπε δ Νεμπόϊσα, κι’ εγώ πάω σπίτι μου. νΑς πάη ό άντρας σου νά μέ άντικαταστήση. Τού έχω ετοιμάσει έναν πεθαμένο, πολύ ήσυχο. Στήν άρχή έ κανε νά κουνηθή, λιγάκι, αλλά τού έδωσα μία, και τώρα είναι έν τάξει. Καληνύχτα! Ή κακομοίρα ή γυναίκα έβγαλε μιά φωνή απελπισίας καί βγήκε τρέχοντας νά πάη στήν έκκλησία νά δή μήπως είχε πάθει τίποτα ό άνδρας της, ενώ δ Νεμπόϊσα τήν κύτταξε γελών τας. Ύστερα, γύρισε σπίτι του κι’ έπεσε νά κοιμηθή. Τό προοΐ, είπε στον πατέρα του: — Πατέρα, δέν φοβήθηκα. Θά φύγω λοιπόν νά γυρίσω τον κόσμο, Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΠΥΡίΟΣ ΝΕΜΠΟΓΣΑ λοιπόν ξεκίνησε. Αφού περπά
Ο
τησε πολλές μέρες περνώντας άπό έναν δλόϊσιο καί καρπερό κάμπο, έφτασε σέ μιά χώρα δλο βουνά καί δά πολύ άγρια. Δρόμοι δέν υπήρχαν καθόλου. Μονάχα στενά καί απότομα μονοπάτια πού κάθε τόσο κόβονταν άπό δρμητικούς
8
Η .
Δΐ Α ΤΟΥ Α&Ϊ0Ϋ
καί βουερούς χείμαρρους. Ό Νεμπόϊσα ήταν πειναομένος, γιατί έδώ καί δυο - τρεις μέρες, είχαν τελειώσει τά τρόφιμα πού είχε πάρει μαζί του, καί δεν έτρωγε παρά μερικές φράουλες πού ξετρύπωνε ή τίποτα ξυλοκέρατα, από κάτι χαρουπιές πού συ ναντούσε. Γύρο,) του, όσο κι’ αν έστηνε τ’αυτί του δέν μπορού σε ν’ άκοΰση καμμιά φωνή έκτος από τό κελάδημα κανενός πουλιού, ή τό μουγγρητό κάποιας αρκούδας. Ό Νεμπόϊσα έ νοιωθε κουρασμένος καί πολύ πεινασμένος. Ανέβηκε λοιπόν σ’ ένα ψηλό δέντρο για νά μπόρεση νά δή μήπως υπήρχε εκεί γύρω κανένα σπίτι. Και μακρυά, πολύ μακρυά, ξεχώρισε στο βάθος μιας κοιλάδας έναν πύργο. Κατέβηκε γρήγορα ευχαρι στημένος καί άρχισε νά περπατάη πάλι χαρούμενος πού θά μπο ρούσε επί τέλους νά φάη καί νά κοιμηθή σάν άνθρωπος. Τρεις όλόκληρες ώρες περπατούσε γιά νά φτάση ώς τον πύργο. "Όταν πλησίασε όμως, παραξενεύτηκε. Στα τείχη δέν είδε κανένα φρουρό καί κανένας δέ φύλαγε στήν πόρτα τού πύργου πού ήταν ωστόσο όρθάνοιχτη. Ό Νεμπόϊσα μπήκε, πέ ρασε τήν αυλή, ανέβηκε τις σκάλες καί μπήκε στον πύργο. Βρέ θηκε σέ μια σειρά από μεγάλα δωμάτια, πλούσια στολισμένα καί γεμάτα ακριβά έπιπλα, δλα δμως έρημα. Τίποτα δέν άκουγόταν μέσα στον πύργο. Μονάχα τά βήματά του. —- Έεεε:, φώναξε δ Νεμπόϊσα. Δέν είναι κανένας εδώ; Ή φωνή του αντήχησε ατούς ψηλούς θολούς, αλλά κανένας δέν τού απάντησε καί ή σιωπή ξανάπεσε όπως ξαναπέφτει ένα ξερό φύλλο πού τό σηκώνει γιά λίγο δ αέρας τού φθινοπώρου. Ό Νεμπόϊσα σήκωσε μιά βαρειά κεντητή κουρτίνα, καί μπή κε σ’ ένα δωμάτιο, πλούσια κι’ αυτό έπιπλωμένο, πού ήταν, φαίνεται, ή τραπεζαρία τού πύργου. Στον ένα τοίχο, ένα με γάλο τζάκι ήταν αναμμένο καί ζέσταινε τό δωμάτιο, στη μέση ένα μεγάλο τραπέζι βρισκόταν στρωμένο μέ φαγητά πού έκανε τά μάτια του νά γυαλίσουν καί τό στόμα του νά γέμιση σάλια, καί στη γωνιά ήταν στημένο ένα πελώριο κρεβάτι, πού λές καί τον περίμενε γιά νά κοιμηθή καί νά ξεκουραστή. Ό Νεμπόΐσα παραξενεύτηκε, Πώς βρισκόταν ένα στρωμένο τραπέζι κι’
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
9
Ινα αναμμένο τζάκι σ’ έναν έρημο πύργο; Δεν κάθησε δμως νά πολυσυλλογιστή. Πεινούσε πολύ και χωρίς αργοπορία γέμι σε ένα ποτήρι κρασί, τό ήπιε χωρίς νά πάρη αναπνοή καί ρί χτηκε ύστερα στο φαί μέ τά μούτρα. Αφού έφαγε καί χόρτασε καλά, σκέφθηκε πώς έπρεπε τώρα νά ξεκουραστή. Δεν ήθελε δμως νά πέση νά κοιμηθή χωρίς νά ευχαρίστηση πρώτα εκείνον πού τού είχε ετοιμάσει ένα τόσο ωραίο δείπνο. Ξανάρχισε λοι πόν νά τριγυρίζη στα δωμάτια καί νά ψάχνη φωνάζοντας, χτυ πώντας πόρτες, άνοίγοντας, κλείνοντας, ανεβαίνοντας, κατε βαίνοντας, άλλα πάλι δέν βρήκε κανένα. Πρόσεξε τέλος μιά μικρή πόρτα πού δέν την είχε δή ώς εκείνη τή στιγμή. Την ά νοιξε, καί βρέθηκε σ’ ένα μικρό κήπο, γεμάτο από τριανταφυλ λιές καί γαρυφαλλιές. Ό Νεμπόϊσα προχώρησε καί έφθασε σέ μιά μικρή λίμνη. Καταμεσής μιά κοπέλλα, μέσα στο διάφανο νερό ώς τούς ώμους, τού χαμογελούσε ανάμεσα στα νούφαρα. — Καλή μου κοπέλλα, τής είπε 6 Νεμπόϊσα. "Ελα μαζί μου, σέ παρακαλώ. Είμαι μόνος μου μέσα στον πύργο. — Αλλοίμονο, τού απάντησε εκείνη μέ γλυκεία φωνή. Δέν μπορώ. Είμαι μαγεμένη. Ό πατέρας μου βασιλεύει πέρα από τή Μαύρη θάλασσα, ανάμεσα στα τρία βουνά, καί άλλοτε αυτή ή χώρα κι’ αυτός 6 πύργος ήταν κι’ αυτά δικά του. Αλλά δώ δεκα πελώριοι δράκοι, ζήλεψαν τά πλούτη του καί μιά μέρα, έκαναν ξαφνικά έπίθεσι καί πήραν τον πύργο καί τό βασιλικό θησαυρό. Οί δράκοι δέν μπορούσαν νά κάνουν τίποτα τού πα τέρα μου καί τής μητέρας μου. Μόνο πού τούς ανάγκασαν νά φύγουν. Έμενα δμως μέ κράτησαν. Είναι κι’ δλας δώδεκα μή νες πού υποφέρω εδώ αυτό τό μαρτύριο καί κανένας δέν μπό ρεσε νά μέ έλευθερώση μ’ δλο πού ό πατέρας μου έχει στείλει τούς πιο γενναίους του πολεμιστές. — Καημενούλα μου, έκανε δ Νεμπόϊσα συγκινημένος. Πες μου, τί μπορώ νά κάνω για νά σέ βοηθήσω; Ευχαρίστως θά έδινα τή ζωή μου για νά σέ έλευθερώσω. — 3Άχ καλέ μου φίλε, απάντησε ή κοπέλλα. Κι7 άλλοι πολ λοί θέλησαν νά κάνουν αυτό πού θέλεις νά κάνης εσύ, αλλά δλοι
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
19
σκοτώθηκαν. "Αν μέ έλευθερώσης, θά ελευθερωθούν, μαζί μέ μένα, και ό πύργος και δλη ή γύρω χώρα. Για να τό καταφέρης αυτό δμως, πρέπει νά πέρασης φριχτά μαρτύρια, χειρότε ρα κι’ από αυτά πού περνάνε οί αμαρτωλοί στην κόλα σι. Από ψε κι’ δλας, τά τέρατα θά έρθουν στο δωμάτιό σου. Στην αρχή θά σου μιλήσουν μέ καλόν τρόπο. Μην απάντησης. "Υστερα, θά ριχτούν άπάνω σου γιά νσ σέ κάνουν νά πληρώσης δ,τι έ φαγες και δ,τι ήπιες σπίτι τους. Τότε, ό Θεός νά σέ βαηθήση. "Οταν χτυπήση τέσσερις τό πρωί, θά φύγουν. Μόλις φύγουν, νά πας νά ξαπλώσης στο κρεβάτι πού είδες. Πάνω από τό κρε βάτι, κρέμεται ένα μεγάλο βάζο γεμάτο βάλσαμο φτιαγμένο από τη μητέρα μου. Τά τέρατα δέν μπόρεσαν νά τό πειράξουν, ε πειδή είναι μαγικό. Έσύ δμως θά μπορέσης, επειδή ή καρδιά σου είναι καθαρή. Πάρε απ’ αυτό τό βάλσαμο, άλειψε τις πλη γές σου και πλάγιασε νά κοιμηθής. Τό πρωΐ, θά εΐσαι πάλι κα λά, κι’ έγώ θά σέ περιμένω. "Αν δέν σέ δώ, θά ξέρω, αλλοί μονο, τί θά σημαίνη αυτό...
ΙΑ ΔΩΔΕΚΑ ΤΕΡΑΤΑ
Ο
ΝΕΜΠΟΪΣΑ γύρισε στον πύργο έχοντας στο
μυαλό του τήν πριγκίπισσα και γεμάτος θάρρος και αποφασιστικότητα. Είχε πιά νυχτώσει εντελώς. Κάθησε μιά πολυθρόνα, άναψε τήν πίπα του και ήσυχος περίμενε. Δέν έ'νοιοοσε κανένα φόβο. Αισθανόταν σάν νά βρισκόταν σπίτι του κοντά στο τζάκι μέ τήν άνηψούλα του στά γόνατά του. Τά μεσάνυχτα, ακούστηκε απ’ έξω μιά φοβερή αναταραχή. Ό Νεμπόϊσα άφησε τήν πίπα του και τράβηξε τό σπαθί του. Ή πόρτα άνοιξε απότομα καί μπήκαν μέσα δώδεκα φοβερά τέ ρατα. Τό πρώτο είχε ένα κεφάλι, λιονταριού. Τό δεύτερο δύο. Τό τρίτο τρία, και πήγαιναν έτσι μέχρι τό δωδέκατο πού είχε δώδεκα κεφάλια! Χαιρέτησαν ευγενικά τον Νεμπόϊσα καί τον ρώτησαν πώς είχε περάσει στό ταξίδι του. Ό Νεμπόϊσα δέν α πάντησε.- Τά κύτταξε μονάχα μέ περιέργεια, ένώ δποιος άλλος
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΒΓΟΥ
1/1
7Λ αν ήταν στην θέσι του θά είχε παραλΰσει από τόν φόβο του. Μην παίρνοντας ωστόσο άπάντησι τά τέρατα άρχισαν νά αγρι εύουν, νά τόν βρίζουν καί νά τόν απειλούν κουνώντας τά ρόπα λα πού κρατούσαν. Ό Νεμπόϊσα χαμογέλασε ειρωνικά, και χαΐδεψε την λεπίδα τού βαρειού του σπαθιού. Μόλις τό είδαν αυτό τά τέρατα, ώρμησαν εναντίον του και ή μάχη άρχισε. Ό Νεμπόϊσα δεν ήταν μονάχα άφοβος. Ήταν και πολύ δυνατός. Τό αίμα των τεράτων έτρεχε ποτάμι. Άλλα καί δ ίδιος, λίγο λίγο ένοιωθε πώς έχανε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Ή ταν κι’ αυτός πληγωμένος καί τά χτυπήματα μέ τά ρόπαλα έ πεφταν βροχή. Ζαλιζόταν. Τό κεφάλι του γύριζε. "Ήξερε 8μως πώς, αν άφηνε τόν εαυτό του νά πέση, ήταν χαμένος. Κρατήθηκε λοιπόν καί, όταν χτύπησε τέσσερις ή ώρα, βρισκό ταν ακόμα ορθιος μέ τό σπαθί στο χέρι. Άπό τά εβδομήντα οκτώ κεφάλια πού είχαν ολα μαζί τά τέρατα, είκοσι βρίσκονταν κυλισμένα χάμω άψυχα, καί άπό είκοσι λαιμούς τό αίμα έτρεχε ποτάμι. Τά τέρατα μάζεψαν τά κομμένα τους κεφάλια καί έφυ γαν αφήνοντας φοβερά ουρλιαχτά. Ό Νεμπόϊσα βρήκε ίσα - ίσα τή δύναμι νά πάη μέχρι τό κρεβάτι καί νά ξεκρεμάση τό βάζο μέ τό βάλσαμο. "Άλειψε τις πληγές του κι’ έπεσε στο κρεβάτι. Κοιμήθηκε αμέσως 6αθειά καί, τό πρωί πού σηκώθηκε, ένοιωθε εντελώς καλά. Γεμά τος χαρά έτρεξε στόν κήπο, καί είδε πώς ή κοπέλλα ήταν τώρα έξω άπό τό νερό μέχρι τή μέση. Ό Νεμπόϊσα έμεινε άλα?ως βλέποντας την ομορφιά της κι’ ύστερα είπε: — Χαρά τής ζωής μου! Πόσο είσαι ομορφη, καί πόσο χαί ρομαι πού σέ βλέπω νά έχης βγή ή μισή άπό τό νερό! — Ευχαριστώ, Νεμπόϊσα. Άν καί άπόψε τό βράδυ φανής τό ίδιο γενναίος καί μπορέσης νά κράτησης καί αύριο τό βρά δυ, θά έλευθερωθώ εντελώς. Άλλα ή καρδιά μου πονάει όταν σκέπτομαι αυτά πού ύπόφερες για μένα, κι’ αυτά πού θά ύποφέρης άκόμα! Ό Νεμπόϊσα την καθησύχασε δσο μπορούσε καί πέρασαν ολη τήν ημέρα κουςε^πιάζοντας, ξεχνώντας τόν κίνδυνο καί
12
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
τις λύπες. Τό σούρουπο, καθώς γύριζε στον πύργο, ό Νεμπόϊσα ένοιωσε νά πλημμυρίζη από δύναμι καί θάρρος, λες καί στις φλέβες του κυλούσε όχι αίμα, άλλα φωτιά. Έφαγε καί ήπιε χωρίς μεγάλη ορεξι όχι γιατί φοβώταν! Άλλα γιατί ή σκέψι τής πριγκήπισσας, μόνης μέσα στο νερό, τον γέμιζε λύπη. Τό: μεσάνυχτα ωστόσο, ή ταραχή καί ό θόρυβος τής προηγούμενης βραδυάς τον έβγαλαν από τις σκέψεις του. Ή πόρτα άνοιξε καί τά τέρατα ματωμένα ακόμα, καί μέ κομμένα κεφάλια άπο τη χθεσινή μάχη, ώρμησαν στο διυμάτιο καί χύθηκαν νά τον σκοτώσουν. Ή μάχη αυτή τή φορά ήταν πιο φοβερή ακόμα, επειδή τά τέρατα είχαν καταλάβει πώς ό αντίπαλός τους ήταν τρομερός καί ήθελαν νά τον εξοντώσουν μέ κάθε τρόπο. Ό Νεμπόϊσα μόλις πρόφταινε νά φυλάγεται από τά δόντια, τά νύχια καί τά ρόπαλα των τεράτοιν, καί όχι πάντα. Άπό ένα σοορό πληγές, τό αίμα του έσταζε καί ένοιωθε πάλι τις δυνά μεις του νά φεύγουν λίγο - λίγο. Αλλά καί τό σπαθί του έκανε θραύσι. 3Άλλα δεκαπέντε κεφάλια είχαν κολλήσει χάμω, καί πέντε άπό τά τέρατα ήταν σκοτωμένα πάνω στό πάτωμα πού γλυστρούσε άπό τό αίμα. Σέ μια στιγμή, τό σπαθί ξέφυγε άπό τό κουρασμένο χέρι τού Νεμπόϊσα καί τά τέρατα έβγαλαν ένα ουρλιαχτό χαράς. Τά>ρα τον κρατούσαν άοπλο: Ένα άπό αυτά ώρμησε νά τόν δαγκάση στό λαιμό. Ό Νεμπόϊσα, χωρίς νά φοβηθή καθόλου άπό τούς φριχτούς μορφασμούς πού έκανε, τού κατέβασε μια φοβερή γροθιά στό μάτι, καί τόν έκανε νά οπισθοχώρηση ουρλιάζοντας. Τήν ίδια στιγμή, χτύπησε τέσ σερις καί τά τέρατα μάζεψαν τά κουφάρια καί τά κομμένα κε φάλια καί έφυγαν. Ό Νεμπόϊσα λιποθύμησε. Άλλα σέ λίγο συνήλθε, πήγε στό κρεβάτι καί άρπαξε τό βάζο μέ τό βάλσαμο. Αλείφτηκε ολόκληρος καί έπεσε στό κρεβάτι. Τήν άλλη μέρα, ήταν άκόμα πιο καλά άπ’ δ,τι ήταν όταν είχε πρωτοέρθει στον πύργο. Οι πληγές του είχαν χαθή καί έ νοιωθε γερός καί δυνατός σαν ταύρος. Γεμάτος χαρά ετρεξε ατέν κήπο Ά έβγαλε μιά φωνή ενθουσιασμού. Ή πριγκίπισσα βρισκόταν τώρα ολόκληρη έξω άπό τό νερό, καί στεκόταν κά
Η ΚΑΡΑ ΙΑ ΤΟΥ ΑΪΤΟΥ
τω ατήν γυαλιστερή σαν καθρέφτης Ιπιφάνεια σαν νά ηαχο%σε πάντα σέ κάτι στεριό. Δεν μπορούσε όμως νά φΰγη έπειδή τά πόδια της ήταν άκόμα κολλημένα. Πέρασαν δλη τή μέρα κουβεντιάζοντας καί, δταν έπεσε τό σκοτάδι, δ Νεμπόϊσα γύρισε στον πύργο συλλογισμένος. "Ή πιε μονάχα ένα ποτήρι κρασί και κάθησε καί περίμενε μέ τό σπαθί του στο χέρι. Τά μεσάνυχτα, ολόκληρος ό πύργος τρεμούλιασε από τό βρόντο των κρότων πού έρχονταν. Τά τέρα τα μπήκαν ουρλιάζοντας, καί ρίχτηκαν πάνω στον Νεμπόϊσα πού τά περίμενε μέ τό σπαθί του σηκωμένο ψηλά. Δεν ένοι ωθε καθόλου φόβο. Αναρωτιόταν μονάχα &ν θά είχε αρκετή δύναμι ατούς μυς του και στά νεύρα του γιά νά βγή νικητής κι’ από την τε?,ευταία μάχη. Αυτή τή φορά τά τέρατα πάλευ αν σαν λυσσασμένα. Ήταν τώρα μονάχα εφτά, αλλά είχαν τρι άντα πέντε κεφάλια, δλα μαζί, καί ήταν αποφασισμένα νά ξε μπερδεύουν μ’ αυτό τον τρελλό, πού νόμισε πώς θά μπορούσε νά τά βγάλη πέρα μαζί τους. ’Αλλά κι’ δ Νεμπόϊσα ήταν απο φασισμένος νά κρατήση. Τό σπαθί του, άνεβοκατέβαινε βγά ζοντας αστραπές καί σέ κάθε χτύπημά του, άκουγόταν κι’ ενα ουρλιαχτό λύσσας καθώς ένα κεφάλι κυλιόταν χάμω. Μέσα σέ λίγην ώρα, μονάχα τέσσερα τέρατα είχαν μείνει ζωντανά, μέ δεκατρία κεφάλια. Άλλα δ Νεμπόϊσα ένοιωθε τή δύναμί του νά λιγοστεύη, είχε κουραστή. Καί σέ μιά στιγμή, τό σπαθί του, χτυπώντας πάνω σ’ ένα ρόπαλο, έγινε δύο κομμάτια. Τά τέρα τα ούρλιασαν από χαρά. Ό Νεμπόϊσα δμως δεν τά έχασε πά λι. Κατάφερε ν7 άρπάξη ενα από τά βαρεία ρόπαλα των τερά των, καί μέ τό μισό σπαθί στο ένα χέρι καί τό ρόπαλο στο άλ λο συνέχισε τή μάχη. Είχε φάει πιά δμως τόσα χτυπήματα, πού ένοιωθε τό κεφάλι του νά γυρίζη καί τ’ αυτιά του νά βουίζουν. Πάνω στην ώρα δμως πού κατάλαβε πώς θά έπεφτε, χτύπησε τέσσερις ή ώρα καί τά τέρατα βιάστηκαν νά φύγουν χωρίς ού τε τά κουφάρια καί τά κεφάλια νά πάρουν μαζί τους. "Έφευ γαν από τον πύργο κι’ από τή χώρα, γιά πάντα αυτή τή φορά. Ό Νφπόϊσα ^έν πρόφτασε νά τά δή νά φεύγουν. "Έπεσε
14
Η ΚΑΡΑ ΙΑ ΤΟΥ ΑΪΤΟΥ
λιποθυμισμένος, παταπληγωμένος και γεμάτος αίματα. Δέν ά νοιξε τά μάτια του, παρά μιαν ώρα αργότερα, άλλα ξέχασε τούς πόνους του βλέποντας χάμω, δίπλα του, τά κλειδιά του πύργου πού τά τέρατα τά είχαν ρίξει φεύγοντας. Ή χαρά, τού έδωσε λίγη δύναμι καί σύρθηκε ως τό κρεβάτι βγάζοντας βογγητά πόνου, άλειψε ολο του τό σώμα μέ τό μαγικό βάλσαμο και αποκοιμήθηκε αμέσως. Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΓΕ1Ι Ο πρωί, γεμάτος υγεία και δύναμι πάλι, πήρε
Τ
τά κλειδιά καί έτρεξε στον κήπο, δπου έφτασε λαχανιασμένος κουδουνίζοντας τά κλειδιά. Είδε τότε την π κίπισσα, πού περπατώντας πάνω στό νερό ερχόταν προς τό μέ ρος του μέ τό κάτασπρο φόρεμά της πού τό φώτιζε ό ήλιος πού έβγαινε. — Ξέχασε τις λύπες σου, αγαπημένη μου, τής φώναξε. Εί σαι ελεύθερη πιά! Κα! τής άπλωσε τά χέρια. "Έτρεξε εκείνη και τον αγκά λιασε. Αφού έκλαψαν και γέ?.ασαν από χαρά, ή πριγκίπισσα σκούπισε τά μάτια της και τού είπε: — Καλέ μου Νεμπόϊσα, πού μέ έσωσες και μέ ελευθέρω σες, πάρε αυτό τό άσπρο μαντήλι. "Έχει κεντημένο πάνοο του τ’ όνομά μου μέ χρυσά γράμματα. Πάρε το και φύλαξε το γιά πάντα, και νά θυμάσαι πώς αυτό είναι άπόδειξι δτι σού εί μαι πιστή. Πάμε τώρα στον πύργο, γιατί πρέπει νά φας καί νά πιής. Πρέπει νά πάρουμε δύναμι γιατί έχουμε νά κάνουμε πολύ δρόμο γιά νά πάμε νά βρούμε τον πατέρα μου καί τή μη τέρα μου. Μέσα στη μεγάλη σάλλα, δπου ό Νεμπόϊσα είχε πολεμήσει μέ τούς δράκους, ή άκαταστασία ήταν φοβερή. εΌλα ήταν κομ ματιασμένα καί ριγμένα χάμω. ?Αλλά ή πριγκήπισσα πήρε τον καλό της σ’ Ινα άλλο δωμάτιο, πιό μικρό, κι5 έκ§1 κάθησαν καί έφαγαν χαλά. Ό πύργος ήταν γεμάτος από κάθε λογής φα~
Η ΚΑΡΜΑ ΤΟΥ ΑΪΤΟΥ
15
γητά. "Υστερα, πήρε καί καθάρισε καί μπάλωσε δσο γινότανε πιο χαλά τά κουρελιασμένα του ρούχα. Ό Νεμπόισα ξεκρέμασε από τόν τοίχο ένα σπαθί καί το πέρασε στη ζώνη του κι’ υστέρα ξεκίνησαν μέ την καρδιά τους γεμάτη χαρά. Δεν ένοι ωθαν οΰτε πείνα, ούτε δίψα, οΰτε κούρασι. ΟΙ πέτρες και τά αγκάθια του δρόμου τους φαίνονταν σάν μαλακό βελούδο. Ό Νεμπόϊσα και ή αρραβωνιαστικιά του περπάτησαν κόλ λες ώρες, πηγαίνοντας κατά τό Νοτιά, πιασμένοι χέρι - χέρι. Κατά τό βράδυ, βρέθηκαν σ’ ένα δάσος δπου τό φως ήταν λί γο, και μύριζε υγρασία καί χωματίλα. Ό Νεμπόϊσα κύτταξε γύρω του και φώναξε: —Δέν μπορείς νά κοιμηθής σ’ αυτό τό μέρος, καλή μου. Αυ τό τό δάσος μοιάζει μέ βούρκο πού μυρίζει άσχημα. Κάθησε λίγο και περίμενέ με. Θά πάω νά ρίξω μιά ματιά εδώ γύρω και νά προσπαθήσω νά βρω ένα ξέφωτο γιά ν’ ανάψουμε φωτιά. Ό Νεμπόϊσα περπάτησε γιά λίγο ανάμεσα στους θάμνους, κι’ ύστερα είδε ενα μονοπάτι πού ανέβαινε αρκετά απότομα, α νάμεσα σέ υγρές ρίζες. Ακολούθησε λοιπόν τό μονοπάτι, ελπί ζοντας νά βρή ψηλότερα, κανένα μέρος πιο στεγνό καί πιο ξε ρικό. Πραγματικά, δσο ανέβαινε, τόσο τά δέντρα γίνονταν πιο αραιά. Έφτασε, τέλος, στην κορυφή καί ξαφνικά είδε μπρο στά του εναν κήπο απέραντο και πολύ ωραίο. Ήταν γεμάτος από θαυμάσια άνθη πού δμοιά τους δ Νεμπόϊσα δέν είχε δή ποτέ του, καί τά δέντρα ήταν φορτωμένα από φρούτα μεγάλα καί γυαλιστερά πού ό Νεμπόϊσα δέν τά ήξερε. Δέν είχε όμως προλάβει καλά - καλά νά μπή στον κήπο, δταν ακούσε φωνές, και είδε νά πλησιάζουν τρεις κοπέλλες. Περπατούσαν σιγά σιγά κουβεντιάζοντας καί τά ωραία τους κεφάλια έσκυβαν πά νω από τά λουλούδια, ενώ τά μαλλιά τους άκουμπούσαν σχεδόν στο χώμα καθώς έκοβαν λουλούδια καί έφτιαναν μπουκέτα. Ό Νεμπόϊσα, πού ντράπηκε έπειδή είχε μπή κρυφά στον ξένο κήπο, κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο, κι’ έμεινε ακίνη τος. • - Γιά κύτταξε αδελφή μου, εκείνο τόν θάμνο πού κουνιέ-
16
Η ΚΑΡΜΑ ΤΟΥ Α0ΓΟΥ
ται: Μήπως είναι κανένας κρυμμένος άπό πίσω; είπε ή μια κύ πελλα. Και, κάνοντας ένα βήμα, έ'πιασε τά κλαδιά καί τά παραμέ ρισε. Άπό πίσω, φάνηκε δ Νεμπόϊσα κατακόκκινος καί μή ξέ ροντας τί νά πή για νά δικαιολογηθή. Αλλά οί κοπέλλες τον παρακάλεσαν μέ ευγένεια νά βγή καί, βάζοντάς τον στη μέση, πέρασαν άπδ τον κήπο καί εφθασαν μπροστά σ’ έναν πύργο πού οι τοίχοι του ήταν σκεπασμένοι ώς την κορυφή τους άπό κισσούς. Ό Νεμπόϊσα δεν ένοιωθε καί πολύ ευχάριστα, γιατί συλλογιζόταν πώς θά τον είχαν πάρει γιά κανένα κλέφτη. Κά θε άλλος στην θέσι του θά ένοιωθε νά τον πιάνη φόβος. Μ* ό λη την ομορφιά τους, οί κοπέλλες εκείνες είχαν σκληρά πρόσω πα, καί άπό τά μάτια τους, πού είχαν τό γκρίζο χρώμα τού α τσαλιού, περνούσαν κάθε τόσο παράξενες λάμψεις. Καί ό πύρ γος άκόμα, μ’ δλους τούς κισσούς πού τον σκέπαζαν, έμοιαζε περισσότερο μέ φυλακή χωρίς παράθυρα. Ό Νεμπόϊσα ωστό σο δέν φοβόταν. Αυτός, πού είχε νικήσει δώδεκα δράκους, θά φοβόταν τώρα τρία κορίτσια; Αστείο πράγμα. Συλλογιζόταν μονάχα πώς τόν πήγαιναν στον πύργο γιά νά τού δά)σουν νά φάη καί νά πιή, καί πώς μ’ αυτό τόν τρόπο θά εύρισκε κάτι καλό γιά νά πάη στην άρραβωνιαστικιά του νά φάη. Αλλοίμονο όμως! Σ’ εκείνο τόν πύργο, καθότανε μαζί μέ τις τρεις κόρες της, ή Γεζί, ή χειρότερη μάγισσα σ’ ολόκληρο τόν κόσμο. Μόλις είδε τόν Νεμπόϊσα, χάρηκε τόσο πολύ, πού χαμογελώντας άνοιξε τό πελώριο στόμα της αφήνοντας νά φα νούν τά δυο δόντια πού τής είχαν άπομείνει μονάχα. Ό Νεμπόϊσα ήταν μεγαλόσωμος καί ωραίος, μέ περήφανο πρόσωπο, παρ’ όλα τά κουρελιασμένα ρούχα του, καί ή απαίσια μάγισσα, αποφάσισε νά τόν δώση γιά άντρα σέ μιάν άπό τις κόρες της. Χωρίς νά χάση καιρό λοιπόν, τού τό είπε καί τού πρότεινε νά διάλεξη ποιάν άπό τις κόρες της προτιμούσε, άλλα δ Νεμπόϊσα άρνήθηκε θυμωμένος. Τότε, οί τέσσερις γυναίκες τόν έκλει σαν μέσα σ’ ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί πού ήταν δμως τόσο στενό, ώστε δέν μπορούσε ούτε νά καθήση, ούτε νά ξαπλωθη.
Η ΚΑΡ&ϊΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
17
Στο μεταξύ, ή καημένη ή πριγκίπισσα έψαχνε παντού νά 6ρή τον αρραβωνιαστικό της, ξέροντας πώς ήταν αδύνατο νά την έχη έγκαταλείψει, παγωμένη από φόβο στην Ιδέα πώς είχε πάθει κανένα κακό. Μέσα στο σκοτάδι, γύριζε στο δάσος σκοντάφτοντας στις ρίζες καί τούς κορμούς, κλαίοντας καί φωνάζοντας το δνομά του χωρίς νά νοιάζεται γιά τούς λύκους καί τις αρκούδες... Την τέταρτη μέρα, ή Γεζί καί οί κόρες της έβγαλαν τό Νε^ μπόϊσα από τό κλουβί του, επειδή τούς ύποσχέθηκε πώς θά παντρευόταν οποία τον ήθελε! Πραγματικά όμως, είχε στο μυ αλό του νά μή κράτηση την ύπόσχεσί του, άν καμμιά από τις τρεις κόρες τής φριχτής μάγισσας κατάφερνε νά κάνη τις άλ λες δύο νά τής τόν άφήσουν. Γιατί, αλήθεια, οί κόρες τής μά γισσας τον ήθελαν καί οί τρεις, καί δλη μέρα κι’ δλη νύχτα, δεν έκαναν τίποτε άλλο από τό νά μαλώνουν ποια θά τόν έπαιρ νε. Ή μάγισσα δεν βοηθούσε καμμιά, επειδή δεν είχε κανένα λόγο νά άγαπάη καμμιά περισσότερο από τις άλλες. Ό Νεμπόϊσα, πού με χαρά παρακολουθούσε τά μαλώματά τους, δεν γύρευε παρά τήν ευκαιρία γιά νά τό σκάση. Ή φρι χτή μάγισσα, δμως, μάντεψε τό σκοπό του καί τού έκανε μά για. "Έτσι ό Νεμπόϊσα δέν μπορούσε νά άπομακρυνθή από τόν πύργο περισσότερο από λίγα μέτρα. Έκεΐ σκόνταφτε πάνω σ’ έναν αόρατο τοίχο πού δσο κι’ άν προσπαθούσε, ήταν αδύνατο νά τόν περάση. Καθόταν τότε έκεΐ καί εκλαιγε σάν μωρό καί ούρλιαζε σάν άγριο ζώο. Μιά μέρα πού εκλαιγε έτσι, με τό κεφάλι ακουμπισμένο στά χέρια του, ακούσε μπροστά του έναν έλαφρό θόρυβο. Σή κωσε τό κεφάλι καί είδε μιά γριά αδύνατη, πού στεκόταν μπρο στά του καί κύτταζε τόν πύργο τής μάγισσας, μέ μάτια πού άστραφταν. Ό Νεμπόϊσα παραξενεύτηκε βλέποντας μέ πόσο μίσος κύτταζε τό σπίτι τής μάγισσας εκείνη ή παράξενη γυ ναίκα. Ή γριά , γύρισε επί τέλους στον Νεμπόϊσα καί σκύβον τας από πάνω του τού είπε μέ γλυκεία φωνή: — Μή βασανίζεσαι έτσι. Ξέρω γιατί υποφέρεις καί ξέρω
Ξαφνικά, δώδεκα τέρατα &ριμησα;ν μέσα στον πύργο
πώς τά βάσανά σου γρήγορα θά τελειώσουν. Δέν θά ήθελες να ξαναδής την αρραβωνιαστικιά σου; — ’Άχ, καλή μου κυρία. Τά λόγια σας μέ παραξενεύουν, αλλά μου κάνουν καλό στην καρδιά. *Αν ήθελα νά δώ την αρ ραβωνιαστικιά μου; *Ας την έβλεπα μιά φορά μονάχα, κι’ ύ στερα άς πέθαινα. — Μη μιλάς γιά θάνατο, απάντησε ή γριά χαμογελώντας. 5Άν πρόκειται νά πεθάνη κάποιος, αυτός είναι ή Γεζί. 9'Ακούσε αυτά πού θά σου πω. Κόψε ένα κλαδί από έκεΐνο έκεΐ τό θάμνο δίπλα σου. Έτσι. Βά?^ε, τώρα, τό κλαδί μέσα στην αριστερή σου τσέπη καί γύρισε στον πύργο, χωρίς νά φοβάσαι καθόλου. Μόλις μπής μέσα, ή Γεζί θά μεταφορφωθή σέ μαύρη γάτα καί θά όρμήση έπάνω σου. Δόσε της μιά κλωτσιά κι’ ύστερα λυώσε της τό κεφάλι μέ τό τακούνι σου. Αμέσως τότε θά μεταμορφω-
και
μιά μανιασμένη
μάχη άρχισε μέ τον Νιεμττόϊσα !
θη σέ μιά πηχτή βρώμικη λάσπη καί θά άπλωθή στο πάτωμα. Καί την ίδια στιγμή, οΐ κόρες της θά γίνουν τρεις βράχοι. Έ λα ύστερα εδώ. Θά σέ περιμένω. Ό Νεμπόϊσα κύτταξε την γριά μέ σεβασμό. ΓΙοιά νά ή ταν άραγε αυτή ή γυναίκα, πού μπορούσε νά κανονίζη τήν τύ χη τής πιό μεγάλης μάγισσας τού κόσμου; Δέν ήταν, ωστόσο, ώρα γιά νά κάθεται νά συλλογίζεται. Χωρίς νά πή λέξι, γύ ρισε καί άρχισε νά προχωρή προς τον πύργο. Ή καρδιά του χτυπούσε καί ό λαιμός του ήταν ξερός. Τί θά τού συνέβαινε ά ραγε; Μόλις μπήκε μέσα, μιά μεγάλη μαύρη γάτα ώρμησε έπάνω του μέ τά γαμψά της νύχια έτοιμα νά τόν ξεσκίσουν. Αλλά ό Νεμπόϊσα τήν πέταξε πέρα μέ μιά δυνατά κλωτσιά κι’ ύστερα σήκωσε τό πόδι του καί μέ αηδία έλυωσε τό απαίσιο κεφάλι
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ Α£Τ6Ϋ
20
της κάτω από τό τακούνι του. Μια πηχτή καί μαύρη λάσπη κύ λησε τότε στό' πάτωμα. Κατάλαβε τότε πώς έτρεμε ολόκληρος. Βγήκε αμέσως καί γύρισε στο μέρος οπού τον περίμενε ή γριά, μεθυσμένος από την ιδέα πώς ήταν πια έλεύθερος. — Τώρα, τού είπε ή γριά, δέν έχεις τίποτα νά φοβηθής. Πάρε αυτό τό δρόμο καί προχοόρει δλόϊσια. Θά φτάσης*στους πρόποδες ενός ψηλού λόφου καί θά δής μιά μαρμάρινη σκάλα πού φτάνει ώς τήν κορυφή του. Επάνω, θά βρής έναν κήπο μεγάλο, φυτεμένο μέ ωραία δέντρα. Άλλα κανένα λουλούδι δέν μπορεί νά μεγαλώση. Μόλις ανοίξουν μένουν ξαπλωμένα πά νω στο χώμα κι’ ύστερα μαραίνονται. Οί ρίζες τους είναι πνι γμένες κάθε μιά από ένα κόκκαλο δράκου καί κανένας δέν τό ξέρει. Σκάψε ένα λάκκο, μάζεψε δλα τά κόκκαλα καί θάψε τα. 'Όταν τελείωσης, ένας δράκος θά έρθη νά σέ ευχαρίστηση καί θά σέ ρωτήση τί· χάρι θέλεις νά σού κάνη. Ρώτησε τον τότε πού βρίσκεται ή αγαπημένη σου αρραβωνιαστικιά κι’ εκείνος θά σού πή, γιατί ξέρει, καλύτερα από μένα, τί γίνεται στον κό σμο. Είναι ό βασιλιάς όλων των ζώων καί των πουλιών.
Νεμπόϊσα γονάτισε καί τής φίλησε τό χέρι κι’
Ο
ύστερα ξεκίνησε μέ τήν καρδιά του ξαλαφρωμένη. Ακολούθησε τον δρόμο πού τού είχε πή κι’ έφτασε σ κήπο. Ρίχτηκε στη δουλειά μέ αληθινή μανία. Κάθε φορά πού έβγαζε ένα κόκκαλο, ένα λουλούδι ζωντάνευε καί άνασηκωνόταν πάνω στόν μακρύ του μίσχο. Σέ λίγο, ό κήπος γέμισε από αρώματα καί ωραία χρώματα. 'Όταν τελείωσε τη δουλειά του, μπήκε στόν κήπο ένας δράκος καί τον πλησίασε. — Σ’ ευχαριστώ, ξένε, τού είπε. Τί θέλεις νά σού δώσω, πού μού ελευθέρωσες τά λουλούδια μου; — Δέν θέλω νά μού δώσης τίποτα, απάντησε ό Νεμπόϊσα. Θέλω νά μού πής μονάχα πού βρίσκεται ή αρραβωνιαστικιά μού, πού τήν έχασα στό δάσος τής Γεζί.
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΛΙΤΟΥ
2ι1
— *Ας γίνη ϊτοι, είπε δ δράκος. Κι’ αρπάζοντας μια σάλπιγγα, φύσηξε τόσο δυνατά, που τρεμούλιασε ή γή. "Ύστερα από λίγο, άρχισαν νά φτάνουν ζώα κάθε είδους, που δ δράκος τά ρωτούσε ένα - ένα, δν ήξεραν τίποτα για τήν αρραβωνιαστικιά του Νεμπόϊσα. Τά διάφορα ζώα, λοιπόν, διηγήθηκαν δ,τι ήξερε τό καθένα και δ,τι είχαν ακούσει από άλλα ζώα, πού δεν είχαν μπόρεση νά έρθουν. Ό Νεμπόϊσα έμαθε έτσι, δτι ή πριγκήπισσα, αφού είχε περιπλά νηση γιά πολλές μέρες μέσα στό δάσος είχε βγή απ’ αυτό, σαν ύπνοβάτις, καί είχε πάρει τό δρόμο κατά τό Νοτιά, σάν νά γνώριζε τό δρόμο. Ό φουκαράς δ Νεμπόϊσα ήταν απελπισμένος. Πού νά πάη τώρα νά βρή τήν αρραβωνιαστικιά του; Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, ακούστηκε ένα δυνατό φτεροκόπημα κι’ έ νας γέρος αετός κατέβηκε. Ήταν πελοόριος και τά μάτια του έλαμπαν σάν αναμμένα κάρβουνα. *— Γιατί ήρθες τόσο αργά; τον ρώτησε δ βασιλιάς του μέ θυμωμένη φωνή. — Βασιλιά μου, απάντησε ό αετός, άργησα, επειδή μέ πλήγακτε στό φτερό ένας νεαρός άρχοντας, πού ήθελε νά μέ κάνη δώρο στην αρραβωνιαστικιά του, πέρα, από τήν άλλη μεριά τής Μαύρης θάλασσας. Δεν ήξερε δ άνόητος δτι σέ μένα χρωστάει δτι έχει αρραβωνιαστικιά, γιατί εγώ τήν κουβάλησα τήν καη μένη τήν κοπέλλα στη χώρα του και δεν τήν άφησα νά πεθάνη τής πείνας, όταν τήν βρήκα νά τριγυρίζη απ’ αυτή τή με ριά τής Μαύρης θάλασσας. — Θεέ μου!, φώναξε δ Νεμπόϊσα τρέμοντας. Μήπως μι λάς γιά τήν κόρη τού βασιλιά τής Μαύρης θάλασσας και 'τών Τριών Βουνών; — Γι’ αυτήν μιλάω, απάντησε ό αετός. Τότε δ Νεμπόϊσα έπεσε στά γόνατα. Αυτός πού δεν είχε ποτέ του παρακαλέσει άνθρωπο, παρακαλούσε τώρα ένα δράκο κι’ ένα πουλί. *— Πήγαινε με! Πήγαινε με!, έλεγε στον αετό, θά στο χρωστάω χάρι ώσπου νά πεθάνω. Θά είσμι ύ καλύτερός μου
22
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
φίλος! Βασιλιά, είπε ύστερα γυρνώντας στο δράκο. "'Αφησέ τον νά μέ πάη. *Αν δέν τον άφήσης, θά σκοτωθώ έδώ, μπρο στά στα μάτια σου. — Θά σέ πήγαινα, είπε δ αετός μέ γλυκεία φωνή. Αλλά τό φτερό μου είναι πληγωμένο. Μόλις είχα τή δύναμι νά έρθω μέχρις εδώ. -— Είπες πώς θά παντρευτή; Πότε; -— Αύριο. Οι γιορτές θά αρχίσουν τό μεσημέρι. Ό γάμος θά γίνη τέσσερις ώρες αργότερα. Ό Μεμπόϊσα φαινόταν πώς θά τρελλαθή. "Ολα τά ζώα είχαν παγώσει από θλΐψι. Στο τέλος, ό γέρος αετός σηκώθηκε. — *Ας είναι, είπε. Θά προσπαθήσω. Δέν μπορώ νά σέ βλέ πω νά ύποφέρης. Βασιλιά μου, μπορούμε νά φύγουμε; — Φύγετε!, είπε δ δράκος. Εύχομαι νά επιτύχετε. Φύγετε. Ό ήλιος πάει νά δύση. Ή ώρα είναι, κατάλληλη. Ό Νεμπόϊσα πήδησε στην ράχη τού αετού ευχαριστώντας τον βασιλιά των ζώων. Κι’ αμέσως ξεκίνησαν. Ό δράκος τούς ακολούθησε γιά ώρα πολλή μέ τό βλέμμα του. "Οταν χάθηκαν μακρυά, αναστέναξε. "Ηξερε πώς δέν θά ξανάβλεπε τον αετό, τον πιο πιστό του υπήκοο. Π αρ’ δλο τον φοβερό πόνο πού ένοιωθε νά τον μαχαιρώνη σέ κάθε χτύπημα τών φτερών του, δ αετός κατάφερε νά φτάση στην άλλη μεριά τής Μαύρης θάλασσας. Σωριάστηκε πά νω στην άμμο καί τό αίμα του άρχισε νά κυλάη. Ήταν νύχτα ακόμα, δέν άκουγόταν γύρω, παρά τό μουρμούρισμα τής θά λασσας στην άμμο, κι’ δ Νεμπόϊσα δέν ήξερε πού νά πάη γιά νά φέρη βοήθεια στον φίλο του. -— Φίλε μου, είπε δ αετός, δν θέλης νά μ' ευχαρίστησης γιά δ,τι έκανα γιά σένα, πάρε τό σπαθί σου καί κόψε μου τό κεφά λι. "Έτσι θά μέ κάνης νά μην υποφέρω καί πρέπει νά τό κά νης. Ό Νεμπόϊσα έβγαλε μιά φωνή φρίκης άκούγοντας αυτά τά λόγια. "Έπεσε στην άμμο, δίπλα στο φίλο του, κι’ έβαλε τό κεφάλι του μέσα στα χέρια τοι\
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
23
— Μήν άπβλπίζβται, είπε δ άετός, Είμαι πάρα πολύ γέρος και βαρέθηκα νά ζώ. Καί, άκόμα και πεθαμένος, θά μπορέσω νά σου κάνω κι’ άλλο καλό. Θά πάρης τήν καρδιά μου, και θά την κόψης στη μέση, δχι εντελώς δμως, έτσι πού νά μπορή νά άνοιγοκλείνη σάν κουτί. "Οταν λοιπόν θά χρειάζεσαι λεφτά, θά τήν άνοίγης και θά είναι πάντα γεμάτη χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες. Μήν κουνάς τό κεφάλι σου. Τώρα, τά λεφτά σου φαί νονται άχρηστα. Πολύ γρήγορα δμως, θά σου χρειαστούν. Σέ παρακαλώ, κάνε αυτό πού σου λέω. Και ό αετός σώπασε, γιατί δεν είχε άλλη δύναμι νά μιλήση. Ή αυγή έφτανε και δ Νεμπόϊσα έβλεπε μέ απελπισία τον φίλο του πού ύπέφερε. Τά μάτια τού αετού τού έρριξαν μια ματιά τόσο παρακαλεστική, πού δ Νεμπόϊσα δεν δίστασε πιά. "Αρπα ξε τό σπαθί του κι* έκοψε τό κεφάλι τού αετού. "Ύστερα, μέ τά δόντια σφιγμένα, έκανε δ,τι τού είχε πή. "Όταν άνοιξε τήν καρδιά τού αετού, τήν είδε νά άστράφτη από χρυσάφι, διαμάντιαα και σμαράγδια, πού στις λάμψεις τους νόμισε πώς ξανά βλεπε τά μάτια τού φίλου του πού τόν ευχαριστούσαν. “Έβαλε τήν καρδιά μέσα στο σάκκο του και ξεκίνησε.
ΘΑΝΟΝΤΑΣ στην πόλι, μπήκε σ' ένα πανδο
Φ
χείο, έβαλε δέκα δουκάτα στο χέρι τού ξενοδό χου, πού τόν κύτταζε έκπληκτος, και τόν ρώτησε πότε παντ όταν ή πριγκίπισσα. — Σήμερα, άρχοντά μου, απάντησε ό ξενοδόχος, μ’ δλο πού φαίνεται νά είναι άρρωστη. "Όλος δ κόσμος είναι προσκαλεσμένος στό παλάτι. Θά φάνε και θά πιούνε δλοι. Ό βασιλιάς μας θά μοιράση γιά δώρο ένα δουκάτο σέ κάθε κάτοικο τής χώρας. Μάλιστα, άφέντη μου. Γιά νά πούμε δηλαδή τήν αλή θεια. αυτή ή άνοιχτοχεριά είναι πολύ φυσική. Γιατί δ βασιλιάς μας κάνει γαμπρό έναν πολύ πλούσιο πρίγκιπα, πού μέ τήν πε ριουσία του θά πλουτίση τό βασιλικό ταμείο, πού, εδώ πού τά
24
Η ΚΑΡΑ ΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
λέμε, άρχοντα μου, είχε τά χάλια του ίπειδή... — Καλά - καλά, τον διέκοψε ό Νεμπόϊσα. Λοιπόν, θέλω νά μου βρής τρεις υπηρέτες, ένα αμάξι, άλογα, στολές έπίσημες για τούς υπηρέτες, κι* ενα κοστούμι για μένα, τό πιό πλούσιο και ακριβό πού υπάρχει. Πάρε χρήματα, κα'ι κύτταξε νά είναι υλα έτοιμα σέ λιγώτερο από μίαν ώρα. Θέλω επίσης νά στείλης την υπηρέτρια σου στη μεγάλη πλατεία γιά νά πή σέ όλους ότι στο πανδοχείο σου βρίσκεται ένας άρχοντας, χίλιες φορές πιό πλούσιος από τόν άρραβσηααστικό τής πριγκίπισσας, καί οτι όποιος έρθη εδώ, αντί νά πάη στό παλάτι, θά πάρη γιά δώ ρο δέκα δουκάτα, αντί γιά ένα! Ό ξενοδόχος σήκωσε τά χέρια του στον ουρανό νομίζοντας πώς είχε μπροστά του τόν ίδιο τό διάβολο, αλλά δέν είπε τίπο τα, γιατί τό σακκούλι μέ τό χρυσάφι πού τού έδωσε στό χέρι ό Νεμπόϊσα ήταν πολύ βαρύ. Κατά τις δέκα τό προοΐ, ό βασιλιάς έμαθε τά καθέκαστα. _ — Αυτός ό ταξιδιώτης, είναι κάποιος μεγάλος άρχοντας του Βορρά, γεμάτος διαμάντια καί χρυσάφι. Πρέπει νά τόν προσκαλέσουμε στό παλάτι γιατί διαφορετικά όλος ό κόσμος θά παρατήση τό γάμο καί θά πάη γιά τό πανδοχείο, καί τί θά κάνω τότε εγώ, ό βασιλιάς; Λοιπόν! Κάντε γρήγορα νά έκτελέσετε τις διαταγές μου. Νά ετοιμαστούν όλα, γιά νά υποδε χτούμε τόν καινούργιο άρχοντα καί νά κάνουν όλοι δ,τι τούς διατάξη. Πλούσιος καθώς είναι θά έχη αμέτρητο στρατό καί δέν έχω καμμιάν όρεξι νά κάνω έναν εχθρό. Αυτά είπε ό βασιλιάς φωναχτά. Καί μέσα του πρόσθεσε: — Κρίμα πού δώσαμε λόγο μέ τόν άρραβωνιαστικό τής κό ρης μου. 57Αν ό πλούσιος άρχοντας την ήθελε, αυτός ό γάμος θά ήταν αληθινή ευλογία Θεού. Είναι πολύ πιό πλούσιος από τόν γαμπρό μου. Ό Νεμπόϊσα δέν παραξενεύτηκε πού τόν κάλεσαν στό γά[.ιο. ’Έδαλε νά ντύσουν τόν κα?νύτερο από τούς υπηρέτες του μέ την επίσημη στολή πού είχε παραγγείλει, κι’ ό ίδιος έβαλε τά ρούχα πού φορούσε όταν έφυγε από τό ππίτι του, εκείνα &ον
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ Α§Τ0Υ
φορούσε σέ όλες του τις περιπέτειες. Αυτά που είπε στο αυτί του υπηρέτη του ό Νεμπόϊσα, δέν τα έμαθε κανένας, παρά αργότε ρα πολύ. Ό υπηρέτης, ντυμένος μέ μια περίφημη στολή, θρο νιάστηκε στο αμάξι, καί παρουσιάστηκε στα ανάκτορα έχοντας πίσω του δυό υπηρέτες μέ πολυτελέστατη λιβρέα. Τόν υποδέχτηκαν μέ μεγάλες τιμές. Τού έδωσαν αμέσως ι διαίτερο διαμέρισμα και τον κάλεσαν νά πάρη μέρος στο χορό πού θά γινόταν πριν από τό γάμο, και σέ δλες τΙς γιορτές. Την ώρα τού τραπεζιού, ή νύφη δέν κύτταξε τό νεοφερμενο ούτε μια φορά. Φαινόταν πώς δέν έβλεπε κανένα άπ7 δσους βρίσκονταν γύρω της καί μόλις έβαζε πού και πού καμμιά μπουκιά στο στόμα της φαινόταν νά την βαραίνη ασήκωτα. Ό γαμπρός, πάλι, κύτταζε μέ θυμό αυτόν τόν νεοψερμένο πού ή ταν ασφαλώς πιό πλούσιος απ’ αυτόν. Μετά τό τραπέζι ό βασιλιάς κάλεσε τόν ξένο άρχοντα νά άνοιξη τό χορό μέ την πριγκίπισσα. Ό γαμπρός, όταν ακούσε την πρόσκλησι μάνιασε από τόν θυμό του. ’Αλλά ό ξένος άρ χοντας έκανε μιαν ύπόκλησι στο βασιλιά καί είπε πώς δέν χό ρευε. Πρόσθεσε δμως, όπως τού είχε πή ό Νεμπόϊσα: — Μιά δμως και δέν χορεύω έγώ, Μεγαλειότατε, ή πριγκίπισσα θά χορέψη, αν τό επιτρέπετε, μέ ένα ζητιάνο πού είδα καθισμένο έξω από την πόρτα τού παλατιού. Σέ τέτοιες περι στάσεις, ό πιό περίφρονημένος πρέπει νά έχη τις μεγαλύτερες περιποιήσεις! Άκούγοντας αυτά τά λόγια ο βασιλιάς κατακοκκίνησε, οι άρχοντες έβαλαν τά χέρια στη λαβή τού σπαθιού τους, οι κυ ρίες χαμήλωσε τά μάτια καί μονάχα ή πριγκίπισσα δέν έδωσε καμμιά σημασία, γιατί δέν την ένοιαζε γιά τίποτα από τότε πού είχε έξαφανισθη ο Νεμπόϊσα, πού τόν νόμιζε πεθαμένο. Ό βασιλιάς, ωστόσο, θέλοντας νά κάνη κάθε κέφι τού πλούσιου ξένου άρχοντα, διέταξε νά φωνάξουν τό ζητιάνο. Ό Νεμπόϊσα, ντυμένος μέ τά χωριάτικα του, μέ τό πρόσο πο άδυνατισμένο από την λύπη καί την κούραση μέ τά γένια τού αξύριστα, μπήκε καί πήρε την πριγκίπισσα γιά νά χορέ-
26
Η ΚΑΡΜΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
ψουν. Ή καημένη, ήταν κι’ εκείνη τό ίδιο χλωμή μ’ αυτόν, και δεν τόν γνώρισε, γιατί ούτε τον έβλεπε καλά - καλά. Ό Νεμπόϊσα δμως κύτταξε αχόρταγα τά μάτια της, κόκκινα από τά κλάματα, τά χείλη της άσπρα καί τά χέρια της άδυνατισμένα τό σο, πού τά δαχτυλίδια πέφτανε από τά δάχτυλά της. Κάτάλαβε πώς δεν τόν είχε ξεχάσει και ένοιωσε νά γεμίζη από χαρά. Στο μεταξύ δλος ό κόσμος παρακολουθούσε παραξενεμένος τύ περίεργο εκείνο θέαμα. Δύο άνθρωποι, μια βασιλοπούλα κι' ένας ζητιάνος, φαίνονταν νά ύπέφεραν από τόν ίδιο πόνο, πού τούς είχε καί τούς δύο αδυνατίσει καί έξαντλήσει. Στο τέλος τού χορού ό Μεμπόϊσα άφησε νά πέση στά πόδια τής πριγκίπισσας τό μαντήλι τό κεντημένο μέ τά χρυσά γράμ ματα πού τού είχε δώσει. Κι’ ύστερα, έφυγε γρήγορα από τή σάλα τού χορού, παίρνοντας μαζί του καί τόν υπηρέτη πού είχε βάλει νά παίξη τό ρόλο τού άρχοντα. Την στιγμή δμως πού ό Νεμπόϊσα έβγαινε από τή σάλα, ή πριγκίπισσα είδε τό μαντήλι κι’ έσκυψε και τό σήκωσε. Τό α ναγνώρισε αμέσως και στη στιγμή τά μάγουλά της κοκκίνισαν καί τά μάτια της έλαμψαν, Αναζήτησε μια στιγμή τόν καβαλλιέρο της τού χορού, κι’ ύστερα φώναξε μπροστά σ’ ολόκληρη την αυλή: — Αυτός πού θέλουν νά μου δώσουν άντρα μου, δεν θά μέ πάρη. Θά μέ παντρευτή εκείνος πού έρριξε αυτό τό μαντήλι, επειδή εκείνος είναι δ ελευθερωτής μου, αυτός πού μέ έσωσε κι’ αυτός πού αγαπώ! Γιά μερικές στιγμές, τά λόγια τής βασιλοπούλας προκάλεσαν μια φοβερή άναστάτωσι. "Αλλοι φώναζαν πώς αυτό ήταν σκάνδαλο. "Αλλοι έκλαιγαν από συγκίνησι. Ό ζητιάνος είχε έξαφανιστή καί μαζί μ’ εκείνον, είχε έξαφανιστή καί δ ξένος άρχοντας. "Ολοι φώναζαν. Ό υποψήφιος γαμπρός πνιγόταν από θυμό, δ βασιλιάς φώναζε διαταγές, τή μιά πίσω από την άλλη καί τή μιά αντίθετη από την άλλη καί ή βασίλισσα έσφιγ γε την κόρη της στην αγκαλιά της. Ξαφνικά^ εμφανίστηκε ένας λακές, πού έμοιαζε περίεργα μέ
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
27
τον ξένο άρχοντα πού βρισκόταν πριν άπό λίγο έκεΐ πέρα, καί είπε ότι ό ιδιοκτήτης του μαντηλιού παρακαλοΰσε νά τον συγχωρήσουν για την αργοπορία του, άλλα δεν έφταιγε, γιατί ήθε λε νά παρουσία στη στο βασιλιά ντυμένος όπως έπρεπε. Σκοπή ακολούθησε τα λόγια του υπηρέτη. Δεν άκουγε κανείς, παρά την λαχανιαστή αναπνοή τής πριγκίπισσας πού στεκόταν μόνη στη μέση τής σάλας. ’ΞπΙ τέλους, ό Νεμπόΐσα εμφανίστηκε ντυμένος μέ τό θαυ μάσιο κοστούμι του και μεταμορφωμένος χάρις στις γρήγορες φροντίδες των υπηρετών του. Ή πριγκίπισσα ώρμησε και κρε μάστηκε στο λαιμό του και έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι για πολλήν ώρα. Ή χαρά τότε ήταν μεγάλη και γενική. Ό κόσμος είχε πλημμυρίση τό παλάτι καί φώναζε «ζήτω», οί αύλικοι είχαν γοητευθή άπό τή χάρι τού Νεμπόΐσα. Κανένας δέ νοιαζόταν πιά γιά τούς πολιτικούς λόγους και γιά τό ταμείο τού βασιλιά. Α κόμα καί ό Ιδιος ό πρίγκιπας, πού έχασε τήν άρραβωνιαστικιά του, κατάλαβε πώς δεν είχε δίκιο νά είναι θυμωμένος καί έφυγε χωρίς φασαρίες, πριν άκόμα σκεφτή ό βασιλιάς νά τού ζητήση νά πάρη πίσω τό λόγο του. Καί τότε, έγινε ό γάμος, καί τό γλέντι κράτησε τρεις μέ ρες καί τρεις νύχτες. Αμέσως ύστερα, ό Νεμπόΐσα, μαζί μέ τήν γυναίκα του, πού είχε ξαναγίνει όμορφη άπό τήν ευτυχία, πήγε νά δή τούς γονείς του πού τον νόμιζαν γιά πεθαμένο εδώ καί δυο χρόνια. Μετά τις χαρές καί τά άγκαλιάσματα καί άφού ακούσε τις περιπέτειές του, ό πατέρας του τον ρώτησε χαμογελώντας: — Έ, λοιπόν Νεμπόΐσα, έμαθες τώρα τί θά πή φόβος; — Ναι, πατέρα άπάντησε ό καινούργιος πρίγκιπας. Τό έιιαθα τότε πού φοβήθηκα πώς δέν θά ξανάβρισκα ποτέ τήν άρραβωνιαστικιά μου.
ΤΕΛΟΣ
ΙΑ μέρα ό κυρΛαγός αποφά σισε νά φυτέψη λίγο κεχρί, για νά εχη νά τρώη όταν θά ερχόταν ή εποχή των βροχών, ό αφρικανικός χειμώνας, καί δέ θά μπορούσε νά βγή από τή φωλιά του. Άλλα πώς νά φυτέψη, πού τό χώμα ήταν σκληρό; Τά νύχια του βέβαια ήταν περίφημα γιά νά άνοιξη υπό γειες στοές. Άλλα τό όργοομα τής γης χρειάζεται μεγάλη δόναμι. Καί πολλή δουλειά. <»,*3>
— Τί νά κάνω; συλλογιζό— Κοίλιτμέρια, κυρ· - Χοντραμύττ^ί ,ταν ο κυρ - Λαγός. Μονάχος του εΤττ»ε. μ0υ δεν μπορώ νά καλλιεργή σω τή γη. Άλλα τό κεχρί μου χρειάζεται! Πρέπει νά βρω κά ποιον νά μέ βοηθήση. Καί, καθώς ήταν άποφασιστικός, σηκώ νεται μια καί δύο καί πάει καί βρίσκει τό ςπλο του τον κυρ Πλατυπόδη τον ελέφαντα, πού διασκέδαζε τρώγοντας τρυφερά βλασταράκια πού τά έκοβε μέ την μακρυά του προβοσκίδα. — Καλημέρα, κυρ - Πλατυπόδη, φώναξε. Καλά πού σέ βρήκα, γιατί θέλω νά σου προτείνω μια δουλειά. — Τί δουλειά; ρώτησε δ έλέφαντας υποψιασμένος, γιατί ό κυρ - Λαγός τού την είχε σκάσει αρκετές φορές. — Θέλω νά φυτέψω κεχρί, απάντησε δ κυρ ~ Λαγός. Άλλα χρειάζομαι τή βοήθεια σου, γιά τό όργωμα του χωραφιού. Τί λες; Θά μπόρεσης; Κι5 δσο γιά πληρωμή, δεν θά σέ ξεχάσεο όταν γίνη τό κεχρί.
Ό κυρ - Πλατυπόδης σκέφθηκε για λίγες στιγμές κουνών τας τά μεγάλα αύτιά του. — Σύμφωνοι, είπε στό τέλος. Αυτές τις ήμερες έχω κι? εγώ πολλές δουλειές. Θέλω νά ξερριζώσω μερικά δέντρα πού μέ ε μποδίζουν, άλλα μια και έχουμε φεγγάρι, μπορώ νά έρχωμαι στο χωράφι σου καί νά δουλεύω τΙς νύχτες. Σέ πειράζει; — Μπά! καθόλου, απάντησε ό κυρ - Λαγός. "Ίσα - ίσα πού ήθελα νά σου τό πω. Έγώ θά δουλεύω την ημέρα, κι’ εσύ τή νύχτα, λοιπόν. Καί γιά την πληρωμή; — Έ! Αφού θά κάνουμε τή δουλειά μισή - μισή, θά πά ρουμε και το κεχρί μισό - μισό, άπάντησε ό κυρ - Πλατυπόδης. — Έν τάξει, φώναξε ό κυρ - Λαγός, κάνοντας τον ένθουσιασμένο. Θά σέ περιμένω λοιπόν άπό'ψε μόλις νυχτώση στο χωράφι. Ήτανε καταμεσήμερο και ό ήλιος έκανε τό νερό ν’ άστράφτη σάν χείμαρρος από /λυωμένο χρυσάφι. Ό κυρ-Ααγός στάθηκε στην όχθη έβαλε τό χέρι του στά μάτια γιά αντήλιο και σέ λίγο διέκρινε στη μέση τού ποταμού ένα σκοτεινό όγκο πού σιγοαναδευόταν. Ήταν ό Ιπποπόταμος. — Καλημέρα κυρ - Χοντρομύτη, τού φώναξε. — Καλημέρα, άπάντησε 6 κυρ - Χαντρομύτης μισοκλείνοντας τά ματάκια του. — "Ήθελα νά κουβεντιάσουμε λιγάκι, είπε ό κυρ - Λαγός. Τελείωσες τό μπάνιο του; Ναί; "Έλα πιο κοντά τότε. Νά γιατί σέ θέλω. Θά φυτέψω λίγο κεχρί. Αλλά δέν μπορώ νά οργώσω μονάχος μου ολόκληρο τό χωράφι. Σκέφθηκα, λοιπόν μήπως θά μπορούσες νά μέ βοηθήσης. Θά δουλεύης την ήμερα εσύ, καί τη νύχτα έγώ. "Έτσι, ή δουλειά θά τελειώση γρήγορα. — Θά προτιμούσα νά δούλευα έγώ τή νύχτα, έκανε ό κυρΧοντρομύτης. "Έτσι δέν θά είχα στη ράχη μου αυτό τό φοβερό ήλιο. — Αδύνατον!, έκανε ό κυρ-Λαγός. Δέν ξέρεις πώς έγώ μο νάχα τή νύχτα έχω δύναμι; Την ήμέρα κοιμάμαι. Καί δέν βγαί νω έξω, παρά μόνο όταν νυχτώσει. Ένω εσύ, μπορείς νά έργα-
σθής τό Ιδιο και τή μέρα καί τή νύχτα. — 3Άς είναι, είπε δ κυρ-Χοντρομύτης. Καί τί θά μου δώσης για τδν κόπο μου; — Αυτό θά τό κανονίσουμε! — Τί νά κανονίσουμε ; Αφού θά κάνω τή μισή δουλειά, θά πάρω καί τό μισό κεχρί. Μ* αρέσει πολύ, ξέρεις. — Αφού θέλεις τό μισό, τό μισό: είπε ό κυρ - Λαγός, χω ρίς νά δείξη πώς δυσαρεστήθηκε. Καί τώρα τό λές; Δεν έρ χεσαι νά σου δείξω τό χωράφι; Οί δύο σύντροφοι, πήγαν πραγματικά στο μέρος πού είχε διαλέξει ό κυρ - Λαγός καί δ κυρ - Χοντρομύτης άρχισε αμέ σως δουλειά. — 'Ωραία, τού είπε δ κυρ - Λαγός. Εξακολούθησε έ'τσι μέχρι νά σουρουπώση, κι5 έπειτα θά έρθω νά συνεχίσω έγώ. Καί, μ’ αυτά τά λόγια, χαιρέτησε τό συνεταίρο του, πήγε στή φωλιά του καί τό έστρωσε στον ύπνο, ως πού σουρούπωσε... Έφθασε στο χωράφι λίγο πριν από τον κυρ - Πλατυπόδη. — Μπράβο, τού είπε. Είσαι πολύ έν τάξει στην ώρα σου, καί σού δίνω τή θέσι μου, γιατί είμαι ψόφιος από τήν κούρασι. Κι5 δπως βλέπεις, πρόσδεσε δείχνοντας δλο τό μέρος πού είχε ώργώσει δ κυρ - Χοντρομύτης δ ιπποπόταμος, έκανα αρκετή δουλειά. *Αν κάνης κι’ εσύ άλλο τόσο ώς τό πρωί, σέ μιά βδο μάδα θά έχουμε τελειώσει. — Έ, λοιπόν, δεν θά τό πίστευα, είπε δ κυρ - Πλατυπόδης μέ έκπληξι, πώς μπορούσες νά κάνης τόση δουλειά! — Γιατί; Μέ περνάς γιά μισή μερίδα; είπε δ κυρ - Λαγός κάνοντας τόν προσβεβλημένο. — "Όχι. Αλλά έπειδή είσαι μικρόσωμος..., έκανε δ κυρ * Πλατυπόδης. — Αυτό δεν έχει σημασία. Είμαι μικρόσωμος, άλλα πολύ γρήγορος. Τό πρωί, δταγ δ κυρ - Χοντρομύτης πήγε νά πιάση δου λειά, δεν πίστευε τά μάτια του. — Πώς τά κατάφερες τόσο καλά; ρώτησε κατάπληκτος.
ΤΟ ΧΟΡΑΦί ΤΟΥ ΚΥΡ . ΑΑΓόΫ
3.1
— Δέν τά χάνωι μπροστά σέ τίποτα, απάντησε, λέγοντας την αλήθεια ό κυρ - Λαγός, Καί έχω τον τρόπο νά κάνω τις δου λειές μου, χωρίς νά κουράζωμαι. Δέν είναι δμως, ώρα για φλυ αρίες, Είμαι ψόφιος και πάω για ύπνο. Σέ μιά εβδομάδα, τό χωράφι ήταν ώργωμένο καί σπαρμένο καί ό κυρ - Λαγός, φρέσκος - φρέσκος, πήγαινε κάθε μέρα καί παρακολουθούσε πώς προχωρούσε ή βλάστησι. Ό κυρ - Π λατυπόδης είχε ξαναγυρίσει στα δάσος, ό κυρ - Χοντρομύτης στο ποτάμι και καθένας τους περίμενε νά βγή τό κεχρί, νά τό μαζέ ψουν, γιά νά πάρη την αμοιβή του. Έπι τέλους τό κεχρί ωρίμασε, ήρθε ή ώρα νά τό θερίσουν καί ό κυρ - Πλατυπόδης πήγε και βρήκε τον κυρ - Λαγό. — Καθώς περνούσα, είδα πώς τό κεχρί ωρίμασε του είπε. Πότε θά τό θερίσουμε; — Αγαπητέ μου φίλε, του είπε ό κυρ - Λαγός. Σκέφθηκα πολύ, κα'ι βρήκα πώς ή συμφωνία πού κάναμε, δέν μπορεί νά έφαρμοσθή. — Καί γιατί. Δέν θέλεις νά κράτησης τό λόγο σου; είπε δ κυρ - Πλατυπόδης. — Μά μικρά παιδιά είμαστε; έκανε ό κυρ - Λαγός. 3Όχι! Λέω μονάχα πώς άν τό κεχρί τό μοιραστούμε δύο, θά πάρου* με άπό λίγο καί δέ θά μάς κάνη τίποτα, ούτε στόν ένα ούτε στον άλλο. Ένώ, άν ό ένας δεχόταν νά παραιτηθή άπό τό μερίδιό του, εκείνος πού θά έπαιρνε δλο τό κεχρί θά είχε νά τρώη. — Καί δηλαδή, οποίος θά παραιτηθή, θά έχη δουλέψει τζάμπα έ; έκανε ό κυρ - Πλατυπόδης. Ευχαριστώ πολύ. Έγώ δέν δέχομαι. — Μά μπορούμε νά κανονίσουμε νά πάρη τό κεχρί, όποιος θά μπορέση νά τραβήξη τόν άλλον, πρότεινε ό κυρ - Λαγός. — Πώς δηλαδή; — Νά: Έσύ θά πιάσης την άκρη αυτού τού σκοινιού έξήγησε ό κυρ - Λαγός καί τού έδειξε ένα πολύ μακρύ σκοινί πού ή άλλη του άκρη δέ φαινόταν, κι* έγώ θά πάω νά πιάσω άπό την άλλη. "Οταν φωνάξω «έμπρός» θά άρχίσουμε κι* οί δύο νά
31
ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΚΥΡ - ΛΑΓΟΥ
τραβάμε. "Όποιος μπόρεση νά τραβήξη τόν άλλον προς τό μέ ρος του, θά πάρη δλο τό κεχρί. Τί λές; Ό κυρ - Πλατυπόδης συλλογίστηκε λίγην ώρα. Κύτταξε τό μπόϊ του συνεταίρου του, έρριξε καί μια ματιά στήν πελώ ρια σκιά του καί ατό τέλος είπε: — Σύμφωνοι. — Τότε, είπε ό κυρ - Λαγός, πιάσε την άκρη. Κι’ δταν φω νάξω, θ’ άρχίσης νά τραβάς. Ό κυρ - Λαγός έφυγε τρέχοντας και πήγε καί βρήκε τον κυρ - Χοντρομύτη. Χωρίς δυσκολία, τόν κατάφερε κι* αυτόν νά δεχθή τόν αγώνα, τού έδωσε την άλλη άκρη τού σκοινιού κι’ ύ στερα, αφού κρύφτηκε έτσι πού νά μη τόν βλέπη ούτε ό ένας ούτε δ άλλος, φώναξε «έμπρός». Μόλις είδε τό σκοινί νά τεντώ νεται έτρεξε στο χωράφι κι* άρχισε νά θερίζη μέ βία. Οι δυο πελώριοι αντίπαλοι πάλεψαν τρείς μέρες καί τρεις νύχτες, χω ρίς νά καταφέρουν νά νικήσουν ούτε δ ένας, ούτε δ άλλος. Στο τέλος, σκέφθηκαν κι’ οι δυό, νά προχωρήσουν λίγο - λίγο, χω ρίς δμως νά πάψουν νά τραβάνε μ’ δλη τους τή δύναμι. Καί ξαφνικά, βρέθηκαν φάτσα μέ φάτσα. — Μπά! έκανε ό κυρ - Πλατυπόδης λαχανιασμένος. Τί γυ ρεύεις εδώ; ν— Κι’ εσύ; ρώτησε ό κυρ - Χοντρομύτης καταΥδρωμένος. — Δεν είχες κανένα δικαίωμα νό τραβάς αυτό τό σκοινί: — Ούτε εσύ! Έδώ παλεύαμε γιά νά δούμε ποιος θά έπαιρ νε τό κεχρί! — Τό κεχρί. Πολύ σωστά. Αλλά δεν έπρεπε νά πάρουν μέ ρος στον αγώνα, παρά μόνο έκεΐνοιί πού ωργώσανε καί σπείρανε. — Έ! Ό ένας είμαι εγώ! — Μέ συγχωρεΐς, έγώ είμαι! -— Τί κάθεσαι καί μού λές! Έγώ δούλευα δλη μέρα στο χω ράφι! — Κι’ έγώ δούλευα δλη νύχτα! Ό κυρ - Πλατυπόδης κι* δ κυρ - Χοντρομύτης κυττάχτηιαν καί κατάλαβαν δτι ο συνεταίρος τους, ό κυρ - Λαγός, τούς
ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΟΥ ΚΥΡ - ΛΑΓΟΥ
33
είχε κοροϊδέψει. Και ό θυμός τους έγινε ακόμα πιο μεγάλος ό ταν πηγαίνοντας ατό χωράφι, τό βρήκαν άδειο. — Αλλοίμονο του άν φανή στο δάσος, ή στον κάμπο, φώ ναξε μανιασμένος ό κυρ - Πλατυπόδης. Θά τον λυώσω! — Αλλοίμονο του αν κατέδη νά πιή νερό στο ποτάμι, ούρ λιασε έξω φρένων ό κυρ - Χοντρομΰτης. Θά τον κόψω ατά δυο! Και φουσκωμένοι, κουρασμένοι και καταϊδρωμένοι οι δύο συνεταΐοι τού κυρ - Λαγού χωρίστηκαν. Την άλλη μέρα, ωστό σο. ό κυρ - Λαγός δχι μονάχα βγήκε στο δάσος, αλλά πήγε ΐσαϊσα εκεί πού εργαζόταν 6 κυρ - Πλατυπόδης. Μόνο, πού είχε φορέσει τό τομάρι ενός τράγου, πού είχε φροντίσει νά τό πασαλείψη μέ αίματα. Αναστενάζοντας, λοιπόν, καί κάνοντας τον μισοπεθαμένο, ό ψευτο - τράγος, έπεσε χάμω κοντά στον κυρ - Πλατυπόδης σαν νά μην μπορούσε νά κουνηθή. — Τί έπαθες κακομοίρη; τον ρώτησε ό κυρ - Πλατυπόδης μέ συμπάθεια. — "Αχ! καλέ μου κυρ - Πλατυπόδη. Μην τά ρωτάς, έκανε ό κυρ - Λαγός μέσα από τό τομάρι τού τράγου, αλλάζοντας τή φωνή του. Μέ σκότωσε ό καταραμένος. Δεν μού έχει! μείνει αίμα. -— Μά ποιος, ποιος; ρώτησε ό κυρ - Πλατυπόδης. — Ποιος άλλος; Εκείνος ό καταραμένος ό λαγός! Ούτε κατάλαβα γιά πότε μέ κατάντησε έτσι. Τί φοβερή δύναμι είναι αυτή! Καί τί γρογοράδα. Γιά ένα τίποτα κυρ - Πλατυπόδη μου. Επειδή τού φάνηκε πώς δεν τόν χαιρέτησα, λέει, ευγενικά! — Τί λες, βρε παιδί μου, τί λές; έκανε νευρικά ό κυρ - ΓΙλατυπόδης. "Ώστε είναι τόσο δυνατός ό Λαγός; — Θηρίο, κυρ - Πλατυπόδη μου, κλαψούρισε ό ψ»ευτο τράγος. Τόν νομίζαμε κακομοίρη, αλλά δεν πρέπει νά τά βάζη κανείς μαζί του. Καί θυμώνει τόσο εύκολα! •— Τί λές βρε παιδί μου, τί λές, ξαναεΐπε ό κυρ - Πλατυπό δης καί πρόσθεσε: Νά μέ συγχωρής, καημένε μου, άλλα πρέπει νά φύγω. Τώρα δά θυμήθηκα πώς έχω μια πολύ βιαστική δου λειά! Καί, ρίχνοντας γύρω του φοβισμένες ματιές, ό κυρ - Π λα-
34
ΤΟ ΧΟΡΑΦΙ ΤΟΥ ΚΥΡ · ΛΑΓΟΥ
τυπόδης χώθηκε μέσα στό πυκνό δάσος. Μόλις έπαψαν νά άκούωνται οι πατημασιές του, ό ψετο τράγος έτρεξε στό ποτάμι καί, όταν είδε τον κυρ - Χοντρομύτη, έπεσε στην άμμο βογγώντας σπαρακτικά. Ό κυρ - Χοντρομύτη ς πλησίασε. -— Μά τί έπαθες και βογγάς έτσι; ρώτησε. — Με κατακομμάτιασε ό άθλιος ό Λαγός, ψιθύρισε ό κυρ Λαγός σαν νά ξεψυχούσε. — Ό Λαγός; Μά καλά. Έσύ είσαι πέντε φορές πιο μεγά λος από κείνον! — Χμ!, έκανε ξεψυχισμένα πάλι , ψευτο - τράγος. Έτσι νόμιζα κι’ εγώ. Αλλά είναι φοβερό. Έχει τό θάρρος δέκα λιονταριών. Είναι γρήγορος σάν αστραπή. Τά νύχια του τρυπάνε σαν μαχαίρι. -— Διάβολε!, έκανε 6 κυρ - Χοντρομύτης κι’ έτριψε τή μύ τη του στην άμμο. Μέ συγχωρεΐς, κακομοίρη μου, εμένα, πρόσθεσε ύστερα, εγώ πρέπει νά πηγαίνω. Μέχρι σήμερα, είμαστε πολύ φίλοι μέ τον κυρ - Λαγό καί δέν θέλω νά τσακωθούμε, άν μέ δη νά μιλάω μέ σένα πού είσαι εχθρός του. Τό καλό πού σού θέλω κρύψου. Γειά σου, γειά σου! Κι’ ό κυρ - Χοντρομύτης βούτηξε στό νερό αφήνοντας πί σω του ένα σωρό μπουρμπουλήθρες. Έτσι την άλλη μέρα, όταν δ κυρ - Λαγός βγήκε περίπατο στό δάσος κι’ ύστερα κατέβηκε νά πιή νεράκι στό ποτάμι, ό κυρΧοντρομύτης και δ κυρ - Πλατυπόδης ξέχασαν τ'ις απειλές τους και τον χαιρέτησαν δσο πιο ευγενικά μπορούσαν. — Ξέρεις τί γίνεται καμμιά φορά!, σκέφτηκαν. ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙιΚ,ΡΟΥ ΒΡΩΟΙ ΛΕΚίΚΑ 22
(ύττάγειον)
— ΑΘΒΝΑΙ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΈΙΜΟΛΟΥΡΑΣ, ΟΙ'ΚΟΝ. Δ)ΣΤΣ: Π ΠΕΩΡΓΊΑΛΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 1
Τιμή δρχ. 2
9
ΧήΧβ!
ΧΛλΛ
<ΤΛ7<?>
Γ Π9£ ΜΠΟΡί/ε Μ/ Γεηχε ε £μά τοεο . ΔΡΡΜΡΤ/Ρ,Ο <ΓΡΤΟ
ηοε ·
4/07·/ Η€ ΓβΡΓβββ
εχλ'εχοε βντο το <ΡΤ£ΡΟ. . . '
Γ
V
•μ.
2
IπΤρΤμΤθΤαX,
ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΟΟΣ
----------------- ---
Οί *?(>&> $>υ6*ζ
Ή μιά άπό τίς γυναίκες στάδηκε πάνω άπό τό βρέφος καί τού έδωσε τήν εύλογα της»
ΟΥΣΕ μια φορά κι* έναν καιρό ένας βασιλιάς πολύ περήφανος. Νόμιζε ποος οί άλλοι άνθρω ποι ήταν κατώτεροί του και είχαν γίνει μονάχα για νά τον υπηρετούν. Αυτός ό βασιλιάς, αγαπούσε πολύ το κυνήγι. Καί κάθε τόσο, άνέβαινε στο άλογό του κι’ έφευγε από τό παλάτι του για τρεις καί για τέσσερις μέρες καί καμμιά φορά για μιαν ολόκληρη εβδομάδα, καί κυνηγούσε μέσα στά πυκνά δάση καί στ* απάτητα ρουμάνια τών βουνών τής χώρας του. Ποτέ του δεν έπαιρνε μαζί του κανέναν από τούς αύλικούς του ή τούς ακολούθους του. Γιατί, σάν περήφανος πού ήταν, δεν ήθε λε νά έχη κανέναν παρέα του παρά μονάχα βασιλιάδες αάν κι’
4
Ο! ΤΡ,ΕΙΧ ΧΡΥίΣΕΧ ΤΡΙΧΕ,Σ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
αυτόν καί πρίγκιπες. Κι7 υστέρα, ήθελε νά δείξη πώς ήταν πολύ γενναίος και καλός κυνηγός. Μια φορά, λοιπόν, πού είχε πάει γιά κυνήγι, χάθηκε μέσα σ’ ένα πολύ πυκνό δάσος και μ’ δλο πού προσπάθησε νά βρή το δρόμο, δεν μπόρεσε. Έτσι τριγυρίζοντας κουρασμένος καί λιγάκι φοβισμένος, πέρασε το μεσημέρι και το απόγευμα καί άρχισε νά πέφτη σούρουπο. Ό ήλιος έδυε καί πάνω από τα πυκνά σκοτεινά φυλλώματα των δέντροον ό ουρανός έπαιρνε τό πορφυρένιο χρώμα τής δύσης. "Οταν ό ήλιος, πού τα ξέ ρει δλα, γυρίζη σπίτι του, δεν είναι φρόνιμο νά τριγυρνάη κα νείς στο δάσος. Και γι’ αυτό ό βασιλιάς, μ7 δλη του την περηφάνεια, ένοιωσε μεγάλην εύχαρίστησι πού, καθώς έβγαινε σ’ ένα ξέφωτο, είδε απέναντι του μιά μικρή καλύβα πού τό πα ραθυράκι της ήταν φωτισμένο καί ή καμινάδα της έβγαζε καπνό. Χωρίς νά χάση καιρό ξεπέζεψε καί χτύπησε την πόρτα. Τού άνοιξε ένας καρβουνιάρης, πού τό πρόσοδό του ήταν κατάμαυρο από την καπνιά, κι’ ό βασιλιάς έβγαλε αμέσως τό χοντρό δερμάτινο πουγγί του, γεμάτο ώς έπάνα) μέ χρυσά νο μίσματα, καί τον ρώτησε πόσα ήθελε γιά νά τόν όδηγήση νά ξαναβρή τό δρόμο του καί νά βγή από τό δάσος. Ό καρβου νιάρης χαμογέλασε καί τα δόντια του φάνηκαν κάτασπρα πά νω στο κατάμαυρό του πρόσωπο. -— Μετά χαράς νά σε πήγαινα, αφέντη, τού είπε. Άλλα ή γυναίκα μου θά γέννηση δπου νάναι καί δεν μπορώ νά την άφήσω μονάχη. Κι’ ύστερα, τώρα έχει πιά νυχτώσει. Πέρασε ατό φτωχικό μου. Θά φας δ,τι έχουμε κι7 ύστερα μπορείς ν’ άνέβης στο πατάρι, δπου έχω στεγνό καί μαλακό άχυρο, καί νά κοιμηθής. Κι’ αύριο τό προ/ί, μέ τό καλό, ξεκινάμε μόλις ξημερώση καί σου δείχνω τό δρόμο γιά νά βγής από τό δάσος. Ό βασιλιάς ήταν πολύ κουρασμένος καί νυσταγμένος. Κι7 αφού είχε βρή μέρος νά περάση τή νύχτα του μακρυά από τό σκοτάδι τού δάσους, δεν βιαζόταν νά φύγη. Δέχτηκε λοιπόν
Ο! ΤΡΕΜΣ ΧΡΥΙΕ£ ΤΡΙΧΒΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
την πρόσκλησι του καρβουνιάρη, λέγοντας μέσα του πώς, αφού δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο, δεν πείραζε πού -θά κοιμόταν σέ καλύβα. Αφού έφαγε λίγο ψωμί σταρένιο καί σκληρό τυρί, ανέβηκε στο πατάρι καί έπεσε ψόφιος από την κούρασ1 πάνω στο μαλακό και ζεστό άχυρο για νά κοιμηθή. Τού κάκου όμως γύριζε πότε από τό ένα πλευρό και πότε από τό άλλο. Σαν βασιλιάς πού ήταν, είχε συνηθίσει νά κοι μάται πάνω σέ πουπουλένιο στρώμα, σκεπασμένο μέ γούνες. Καί τό άχυρο τού φαινόταν πολύ σκληρό. Ξέχωρα πού δεν μπορούσε νά ύποφέρη τή μυρωδιά του. Ήταν όμως καί κάτι άλλο πού δεν τον άφηνε νά κοιμηθή. Ανησυχούσε γιατί κι’ ή γυναίκα του, ή βασίλισσα, περίμενε νά γεννήση καί στενο χωριόταν πού δεν ήταν κοντά της. Στριφογύριζε λοιπόν από δώ κι’ από κεΐ καί σηκωνόταν κάθε τόσο γιά νά στρώση τό άχυρο καί οί ώρες περνούσαν. Κοντά στά μεσάνυχτα λοιπόν, καθώς ό βασιλιάς ξανάφτιανε τό άχυρό του γιά εκατοστή φο ρά, είδε στις σανίδες τού πατώματος μιά χαραμάδα, απ’ δοτού έμπαινε φως. Γεμάτος περιέργεια τότε, ξαπλώθηκε* μπρούμυ τα στο πάτωμα κι’ έβαλε τό μάτι του στη χαραμάδα. Στην αρχή, είδε τον καρβουνιάρη, πού ξεθεωμένος από την κούρασι είχε ξαπλώσει στο στρώμα του καί κοιμόταν ρο χαλίζοντας μέ τό στόμα άνοιχτό. Ή γυναίκα του, κατάχλωμη και μέ κλειστά μάτια, ήταν κι’ εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι καί φαινόταν αναίσθητη. Δίπλα της βρισκόταν ένα στρομπουλό καί ροδοκόκκινο νεογέννητο μωρό, πού κοιμόταν ήσυχα σάν αγγελούδι. Εκείνο δμως πού έκανε έντύπωσι στό βασιλιά, ήταν τρεις γυναίκες πού είδε νά στέκουν μπροστά στό μωρό πού κοιμόταν, δίπλα στό κρεβάτι. Ήταν γριές, αλλά πολύ Ο μορφες καί φορούσαν κι’ οί τρεις μακρύ άσπρο φουστάνι καί κρατούσαν στό χέρι τους από ένα αναμμένο κερί. Στέκονταν εκεί καί κύτταζαν τό μωρό αρκετήν ώρα, εντελώς ακίνητες, με μάτια πού έλαμπαν. Ξαφνικά, ή πρώτη μίλησε καί είπε : — Χαρίζω σ’ αυτό τό άγοράκι μιά ζωή, πού θά είναι γε-
ΟΙ Τρηη ΧΡΥ2Έ2 ΤΡ1ΧΒ2 ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
μάτη άπβ κινδύνους καί περιπέτειες. Ή δεύτερη είπε : —· Κί’ έγώ του χαρίζω καλή τύχη, πού θά τό σώση από κάθε κίνδυνο. — Κι’ έγώ, πού θά είμαι ή νονά του, τού χαρίζω νά πάρη γυναίκα την κόρη τού βασιλιά, πού είναι τώρα στδ πατάρι καί κοιμάται, είπε ή τρίτη. Ύστερα, οί τρεις γυναίκες φύσηξαν τά κεριά τους καί τά εσβυσαν. Σκοτάδι καί σιωπή ξανάπεσαν στήν καλύβα. Ό βασιλιάς έμεινε ξαπλωμένος ακίνητος πάνω στο σανι δένιο πάτοομα, λες καί τού είχαν καρφώσει τό σπαθί του στήν καρδιά. "Ήξερε ποιές ήταν οί τρεις εκείνες παράξενες καί ασπροντυμένες γυναίκες. Ήταν οί τρεις Μοίρες, πού δρίζουν τό ριζικό των ανθρώπων καί κρατάνε στά χέρια τους τή ζωή καί τό θάνατο δλων. "Ο,τι λέγανε κι’ αποφασίζανε οί Μοίρες, τίποτα δέν μπορούσε νά τό άλλάξη ! Κι’ αυτό ήταν πού έκανε τό βασιλιά νά μήν μπόρεση νά κλείση μάτι δλη εκείνη τή νύ χτα καί νά μείνη άγρυπνος ώς τό πρωί. Συλλογιζόταν τά λό για τής τρίτης Μοίρας, εκείνης πού είχε πή πώς θά γινόταν νονά του. Τήν παλιόγρια! Άκούς νά πή πώς τού χάριζε γιά γυναίκα τήν κόρη τού βασιλιά ! Τήν δίκιά του κόρη δηλαδή ! Τό συλλογίστηκε από δώ, τό συλλογίστηκε από κεΐ, καί στο τέλος τό πήρε άπόφασι. Ό μικρός γυιός τού καρβουνιάρη έπρεπε νά πεθάνη, γιά νά μήν μπόρεση ν’ άληθέψη ή προφη τεία τής Μοίρας καί νά παντρευτή τήν κόρη του !
ΟΛΙΣ χάραξε, τό μωρό άρχισε νά κλαίη. 'Ο καρβουνισρης ξύπνησε καί είδε πώς ή γυναίκα του είχε πεθάνει ! "Έβαλε τότε τά κλάματα καί είπε : — Καημένο μου, μικρό μου παιδάκι! Τί θά γίνης τώρα
08 1**β|£ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
πού έχασες τη μανούλα σου, μονάχο μ’ ένα φτωχό πατέρα σαν καί μένα ; Και τά δάκρυα κυλούσαν καί άφηναν άσπρα αυλάκια στο κατάμαυρο από την καπνιά πρόσωπό του. Ό βασιλιάς κατέβηκε έν τώ μεταξύ από τό πατάρι καί πήγε κοντά του καί τον χτύπησε στον ώμο παρηγορητικά — Δώσε μου εμένα τό μωρό, τού είπε. Θά τό φροντίσω σαν νά ήταν δικό μου. Γιατί έγώ δεν έχω παιδιά, καί μ’ αρέ σουν. Θά γίνη ευτυχισμένο. Καί σένα, θά σου δώσω τόσα λε φτά, πού ποτέ πιά στη ζωή σου δεν θά άναγκασθής νά κάνης τό πρόσωπό σου κατάμαυρο από την καπνιά, κάνοντας τον καρβουνιάρη. Ό φουκαράς ό καρβουνιάρης, πού ήταν απελπισμένος από τον θάνατο τής γυναίκας του καί συλλογιζόταν πώς θά άνέτρεφε τό δύστυχο τό παιδάκι του πού είχε μείνει ορφανό, ό ταν ακούσε τά λόγια τού πλούσιου άρχοντα —δπως νόμιζε— ευχαριστήθηκε πολύ. Αφού τό παιδί του θά ήταν ευτυχισμέ νο, δεν πείραζε άν θά τό αποχωριζόταν ό ίδιος. Δέχτηκε λοι πόν τή συμφωνία, κι’ ό βασιλιάς τού είπε, πώς την άλλη μέρα θά έστελνε έναν άνθρωπο νά τού πάη τά λεφτά καί νά πάρη τό μωρό. "Υστερα, ξεκίνησαν καί οί δύο γιά νά βγούνε από τό δάσος, καί όταν έφτασαν στο δρόμο, χώρισαν. Μόλις γύρισε στον πύργο του ό βασιλιάς, τού ανήγγειλαν πώς ή γυναίκα του ή βασίλισσα, είχε γεννήσει τό προηγούμε νο βράδυ καί είχε κάνει ένα όμορφο * κοριτσάκι. Ένώ όμως όλοι περίμεναν ότι ό βασιλιάς τους θά χαιρόταν, εκείνος όχι μονάχα δέν έδειξε χαρά, αλλά καί στραβομουτσούνιασε. Καί αντί νά πάη νά δή την κόρη του καί τή γυναίκα του, έστειλε καί φοοναξε αμέσως, τον πιο πιστό του υπηρέτη. — ’Άνοιξε καλά τ αυτιά σου ν’ άκούσης τί θά σού πώ, γιατί θά σού τά κόψω, είπε. Θά πας σ’ εκείνο τό δάσος, κι’ όταν φτάσης στο τάδε ξέφωτο, θά δής μιά καλύβα. Εκεί κά θεται ένας καρβουνιάρης. Θά τού δώσης αυτά τά λεφτά, κι’
61
ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΣΕ! ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙ6Υ
Ικεΐνος θά σου δώση ένα νεογέννητο άγοράκι. Θά πάρης έσύ τό άγοράκι και θά πας νά τό πνίξης. Άλλοίμονό σου άν δεν τό πνίξης, κακομοίρη. Θά σέ βάλω νά πιής τόσο νερό, πού θά σκάσης ! Ό υπηρέτης εκείνος, δεν αγαπούσε καθόλου τό νερό. Δεν έπινε, παρά κρασί μονάχα. Καί γιά νά άποφεύγη τό νερό δσο μπορούσε πιο πολύ, ούτε καν πλενόταν καλά - καλά. Άκούγοντας την φοβέρα τού βασιλιά λοιπόν, ούτε μιά στιγμή δεν στά θηκε νά συλλογιστή. Ανέβηκε στο άλογό του και τράβηξε γραμμή γιά τό δάσος. Μέ τις οδηγίες πού τού είχε δώσει ό βασιλιάς, εύκολα βρή κε τό ξέφωτο μέ τήν καλύβα τού καρβουνιάρη. Και μόλις πήρε τό νεογέννητο, πού ό πατέρας του τού τό παράδωσε μέ δακρυσμένα μάτια, τό έβαλε μέσα σ5 ένα πανέρι κι’ έφυγε. Περ πάτησε μέ τό άλογό του, μέχρι πού έφτασε σ’ ένα ποτάμι. Κι* έκεΐ, προχώρησε ώς τή μέση μιάς γέφυρας και πέταξε τό πα νέρι μέ τό παιδί μέσα στο κίτρινο λασπόνερο πού κυλούσε μέ βουητό. — "Άντε τώρα νά τον κάνης άντρα τής κόρης μου, τρελλόγρια, χαχάνισε δ βασιλιάς, έχοντας στο νού του τή Μοίρα, μόλις έμαθε δτι τό παιδί τού καρβουνιάρη είχε ριχτή στό πο τάμι. Και γεμάτος χαρά, πήρε τό τόξο του καί έφυγε γιά νά πάη στό κυνήγι. Τό μικρό ορφανό όμως, δέν είχε πνιγή. Ή νονά του ή Μοίρα τό παράστεκε διαρκώς. Τό πανέρι του τό πήραν τά νερά απαλά - απαλά, και νανουρίζοντας τό μωρό μέ τή βοή τους, τό κύλησαν ώς τό σπίτι ενός γέρου ψαρά, πού καθόταν μπροστά στήν πόρτα του καί διώρθωνε τά δίχτυα του, λυπη μένος καί μελαγχολικός. Δέν ήταν λυπημένος επειδή ήταν φτω χός. Γιατί μέ τό ψάρεμα έβγαζε τό ψωμί του, καί ή γυναίκα του ήταν καλή καί οικονόμα καί τίποτα δέν έλειπε από τό τρα πέζι του. Είχαν όμως κι’ οί δυο ένα μαράζι : δτι ό καλός Θεός δέν τούς είχε δώσει παιδιά, καί τώρα πού δ ψαράς είχε γερά-
Ο! ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
9
αεί, λυπόταν ακόμα περισσότερο πού δέν είχε Ινα γυιό για νά τον βοηθάη στη δύσκολη δουλειά του. Μόλις λοιπόν είδε τό πανέρι πού έπλεε στο νερό, πήδησε στή βάρκα του και μέ δυο κουπιές τό εφτασε καί τό έβγαλε από τό νερό. Μέσα, τό μωρό κοιμόταν χωρίς νά ξέρη τίποτα από τόν κίνδυνο πού είχε περάσει. *— Γυναίκα, φώναξε χαρούμενος ό ψαράς μπαίνοντας στ© σπίτι του, μέ τό πανέρι στα χέρια. Τόσο πού στενοχωριόμαστε επειδή δέν είχαμε παιδιά, ό καλός Θεός μάς ακούσε και μάς έστειλε ένα. Μάς τό έφερε τό ποτάμι, σαν νά ήταν μια μικρή άγριόπαπια. Ή γυναίκα του ενθουσιάστηκε. Τό έβγαλε από τό πανέρι καί δέν χόρταινε νά τό βλέπη. Και αποφάσισαν νά τό κρατή σουν καί νά τό αναθρέψουν σάν νά ήταν αληθινό τους παιδί. Πέρασαν πολλά χρόνια. Ό ψαράς καί ή γυναίκα του γέ ρα σαν πολύ, καί τό μωρό έγινε ολόκληρος άντρας, ψηλός καί δυνατός. Ό πιο δυνατός μέσα στη χώρα. Μιά μέρα δ βασι λιάς πού, μ5 δλα τά χρόνια πού είχαν περάσει, δέν ε!χε πάψει ν7 άγαπάη τό κυνήγι, έτυχε νά πέραση από την καλύβα τού ψαρά. Ήταν καλοκαίρι, έκαμε μεγάλη ζέστη, καί καθώς είχε τρέξει μέ τ’ άλογο πολλές ώρες, ένοιωθε τό λαιμό του ξερό. Ξεπέζεψε μπροστά στην καλύβα καί ζήτησε νά τού δώσουν νερό. Ό Νέριος, πού τού είχαν δώσει αύτό τό δνομα επειδή τόν είχε φέρει τό νερό, τού έφερε δ ίδιος ένα μεγάλο κύπελλο δροσερό νερό καί τού τό πρόσφερε μέ μεγάλη εύγένια. Ό βασιλιάς ήπιε τό νερό αλλά, βλέποντας τόν Νέριο, έ νοιωσε, χωρίς νά ξέρη τό γιατί, κάποιαν ανησυχία. — Γυιός σου είναι αυτός δ λεβέντης; ράττησε τόν ψαρά. — Καί ναι καί όχι, απάντησε εκείνος. 5Όχι, γιατί τόν ψά ρεψα από τό ποτάμι νεογέννητο Ακόμα εδώ καί είκοσι ακριβώς χρόνια. Καί ναι, επειδή ή γυναίκα μου κι’ εγώ τόν αναθρέ ψαμε καί τόν μεγαλώσαμε σάν νά ήταν αληθινό παιδί μας. Ό βασιλιάς ένοιωσε μιά ζάλη, σάν νά κουνιόταν ή γή. Λές
10
ΟΙ
ΤΡΕΙΣ
ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
και γινόταν σεισμός. Πριν άπό είκοσι χρόνια ! Τότε ακριβώς πού είχε στείλει τον υπηρέτη του νά πνίξη το παιδί τού καρβουνιάρη. Κι’ αυτό εδώ το ποτάμι ήταν τό ϊδιο πού είχε πετάξει τό μωρό δ υπηρέτης. "Ωστε ό γυιός τού καρβουνιάρη οχι μονάχα δεν είχε πεθάνει, άλλα και είχε γίνει αυτό τό πε λώριο παλληκάρι. θά νικούσε λοιπόν ή Μοίρα ; Κατάφερε ωστόσο ό βασιλιάς νά μή δείξη τίποτα. Καί γυρίζοντας στον ψαρά, είπε μέ ξερή φοονή : -—Λείπω άπό τον πύργο μου άπό μέρες για κυνήγι. Μου χρειάζεται κάποιος γιά νά στείλω ένα μήνυμα στά ανάκτορα, και δεν έχω κανέναν μαζί μου. Θά μπορούσε νά πάη ό νεαρός; — Μεγαλειότατε, δεν έχετε παρά νά διατάξετε, κι’ δ γυιός μου θά κάνη δ,τι τού πήτε, απάντησε δ ψαράς. Κάθησε τότε δ βασιλιάς κι’ έγραψε ένα γράμμα στη βασί λισσα πού έλεγε : «Αυτόν πού θά σού φέρη αυτό τό γράμμα, νά βάλης νά τον σκοτώσουν αμέσως. Είναι δ χειρότερος έχθρός μου. Κι’ αυτό νά γίνη πριν νά γυρίσω. Αυτή είναι ή διαταγή μου». "Εκλεισε τό γράμμα, τό σφράγισε μέ τό δαχτυλίδι του και τό έδωσε στον Νέριο. Κι’ εκείνος, τό έβαλε στον κόρφο του και έφυγε αμέσως. Περτιατούσε γρήγορα πολλές ώρες, άλλα δταν ήρθε ή νύχτα, βρέθηκε μέσα σ’ ένα μεγάλο δάσος κι’ έ χασε τό δρόμο του. Μέσα στο δάσος ήταν τόσο σκοτεινά, πού δέν έβλεπε τίποτα, καί καθώς έκανε νά προχωρήση, πότε χτυ πούσε πάνω στά δέντρα καί πότε τά άγκάθια καί τά ξερά κλαδιά τών θάμνων τον τσουγγράνιζαν καί τού έσκιζαν τά ρούχα. Στο τέλος απελπίστηκε πώς θά εύρισκε τό δρόμο του μ’ εκείνο τό σκοτάδι καί ήταν έτοιμος, δπως είχε κατακουραστή, νά πέση χάμω δταν, είδε νά φανερώνεται μπροστά του μιά ψηλή καί δμορφη γριά γυναίκα, πού φορούσε ένα μακρύ, άσπρο φόρεμα. — Πού πηγαίνεις άπό εδώ, Νέριε; τον ρώτησε ή γριά. Κι’ έκεΐνος, έκπληκτος πού έβλεπε πώς ή γριά τον ήξερε
01 ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
11
απάντησε χωρίς νά της κρύψη την αλήθεια : __ Πάω ένα γράμμα στον πύργο τού βασιλιά, και μέ το σκοτάδι έχασα τό δρόμο μου. Μήπως μπορείς, κυρούλα, νά μέ όδηγήσης ; · ^ ^ — Δεν είναι καλό νά τριγυρνάη κανείς έξω όταν ό μπάρ μπα - ήλιος, αυτός πού τά ξέρει δλα, κοιμάται, απάντησε ή γριά. Έλα νά κοιμηθής απόψε σπίτι μου, κι* αύριο τό πρωί ξαναπαίρνεις τό δρόμο σου. Μη ..φοβάσαι τίποτα. Έγώ είμαι ή νονά σου ! ·· Ό Νέριος δέν καταλάβαινε τίποτα. Πώς μπορεί νά ήταν νονά του εκείνη ή παράξενη γριά, αφού αυτός δέν την είχε δη ποτέ του ; Θέλησε νά τή ρωτήση, αλλά ήταν πολύ κουρασμέ νος. Καί φαινόταν τόσο καλή ! Την ακολούθησε λοιπόν καί μό λις έκαναν μαζί μερικά βήματα, ό Νέριος είδε κατάπληκτος νά ξεφυτρώνη από τή γή ένα ωραίο καλυβάκι, λες καί ήταν μανιτάρι. Μπήκαν μέσα, καί σέ λίγο ό κουρασμένος ταχυδρό μος τού βασιλιά κοιμόταν βαθειά. Μόλις τον κατάλαβε πώς α ποκοιμήθηκε, ή ασπροντυμένη γριά, πού δέν ήταν άλλη από την καλή του Μοίρα πού είχε γίνει νονά του, πήρε, χωρίς νά τον ξυπνήση, από τον κόρφο του τό γράμμα τού βασιλιά, κι’ έβαλε στην θέσι του ένα άλλο, εντελώς δμοιο, σφραγισμένο κι5 εκείνο μέ τή βασιλική σφραγίδα. Αυτό όμως έγραφε : «Ό άνθρωπος πού θά σού φέρη αυτό τό γράμμα, νά παντρευτή αμέσως την κόρη μου. Είναι ό γαμπρός πού τής ώρισαν οί Μοίρες. Ό γάμος νά γίνη πριν γυρίσω. Αυτή είναι ή διαταγή μου !»
Ο ΓΑΜΟΣ ΊΟΥ ΝΕΡΙΟΥ ΟΤΑΝ ή βασίλισσα διάβασε τό γράμμα, έβαλε, δίχως νά χάση καθόλου καιρό, νά γίνουν οί ε τοιμασίες γιά τό γάμο. Ό Νέριος τής άρεσε πάρα πολύ, όπως καί στη βασιλοπούλα, πού δέν τόν άφηνε ούτε στιγμή άπό κ©ν-
12
Οί ΤΡΕΙΣ ΧΡΥ\%&± ΤΡίΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛίΟΥ
τα της. Ήταν ή πρώτη φορά πού διαταγή τού βασιλιά θά γι νόταν με τόση εύχαρίστησι. Αλλά κι’ 6 Νέριος αγάπησε την ο μορφή βασιλοπούλα από την πρώτη στιγμή πού τήν είδε κ ι’ έτσι 6 γάμος έγινε χωρίς καμμιά δυσκολία, καί μέ μεγάλες χαρές. Πάνω στήν ώρα όμως πού τό νέο ανδρόγυνο έβγαινε από τήν έκκλησία, νά καί έρχεται κι’ δ βασιλιάς. Καί τότε, ποιός είδε τό Θεό καί δεν τόν φοβήθηκε 1 Θύμωσε τόσο πολύ καί έβαλε τέτοιες αγριοφωνάρες, πού κουνήθηκε ολόκληρο τό βασιλικό κάστρο από τήν κορυφή ώς τό βράχο πού ήταν χτι σμένο. Ή κακομοίρα ή βασίλισσα τού έφερε τότε καί τού έδει ξε τό γράμμα πού τής είχε δώσει δ Νέριος. Κι’ δ βασιλιάς κατάπληκτος, διάβασε τά γράμματα πού ήταν γραμμένα μέ τό χέρι του χωρίς νά τά έχη γράψει αυτός καί είδε τή σφραγίδα πού ήταν ή δική του, χωρίς νά τήν έχη βάλει αυτός. Φώναξε κατόπιν τό Νέριο καί τόν ρώτησε μέ τρόπο, καί κατάλαβε πώς, γιά τήν ώρα οί Μοίρες είχαν φανή πιο δυνατές από αυτόν. Δεν θέλησε όμως ν’ άψήση τά σχέδιά του. — "Ο,τι έγινε, έγινε, είπε αφού έμεινε συλλογισμένος γιά πολλήν ώρα. Αλλά εγώ δέν θέλω γαμπρό χωρίς προίκα. Νά πάς νά μού φέρης τρεις τρίχες από τά μαλλιά τού "Ηλιου πού τά ξέρει δλα, καί τότε θά γίνης αληθινός γαμπρός μου. Άλ λο ιώς θά κλείσω τήν κόρη μου σ’ ένα δωμάτιο, καί δέν θά τήν ξαναδής ποτέ σου. Ό περήφανος βασιλιάς, σκεπτόταν πώς μ’ αυτό τόν τρό πο, #ά ξεφορτωνόταν τόν άντρα τής κόρης του, έναν άντρα από τόσο ταπεινό σόι. Γιατί ποιός τολμούσε νά πάη νά πάρη τρεις τρίχες από τό κεφάλι τού "Ηλιου, πού τά ξέρει δλα ; 3Άν ωστόσο δ κακός βασιλιάς είχε σκεφθή πώς θά έκανε τό Νέριο νά φοβηθή, είχε κάνει άσχημα τούς λογαριασμούς του. Γιατί δ Νέριος ήταν τό πιο δυνατό παλληκάρι τής χώρας, ήταν δ πιο γενναίος απ’ δλους καί αγαπούσε τή βασιλοπούλα. Γιά χάρι της, αποφάσισε νά πάη καί στήν άκρη τού κόσμου, κι’ άς χανόταν. Τήν άποχαιρέτησε λοιπόν, ανέβηκε στο άλογό
ΟΙ ΤΜΗΣ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧ1Σ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
του κι’ έφυγε. Πού πήγαινε; ΚΤ αύτός δέν ήξβρβ. 5 Αλλά μή πως δεν ήταν ό βαφτιστικός τής καλής μοίρας ; Εκείνη θά τον ώδηγουσε. Πήγε, πήγε λοιπόν, ώσπου έφτασε στη Μαύρη θάλασσα. Φτάνοντας στην ακρογιαλιά, βλέπει έναν περαματάτ ρη γέρο πού καθόταν μέσα στη βάρκα του καί κοιμόταν ακουμ πισμένος στο κουπί του. Τον σκούντησε και τον ξύπνησε, — “Ώρα καλή, παππού : — “Ώρα καλή σου και σένα. Γιά πού πηγαίνεις ; — Πάω στον Ήλιο, νά τού ζητήσω τρεις χρυσές τρίχες. — "Αχ, γυιέ μου. Νά ήξερες πόσον καιρό περίμενα κά ποιον σαν καί σένα ! — Καί γιατί ; — Τώρα πού θά πας στον κυρ - Ήλιο, πού τά ξέρει δλα, ρώτησέ τον τί νά κάνω γιά νά βρω κάποιον νά τον βάλω στή θέσι μου γιά νά ξεκουραστώ κι’ εγώ λίγο ; Είμαι γέρος πιά, και κανένας δεν έρχεται νά μέ άντικαταστήση. *Αν μού ύποσχεθής πώς θά ρωτήσης, θά σέ περάσω απέναντι. — Στο υπόσχομαι παππού, είπε ό Νέριος. Κι’ ό γέρος περαματάρης τόν πέρασε στην απέναντι με ριά τής Μαύρης Θάλασσας. Αφού προχώρησε πάλι πάρα πο λύ, βρέθηκε σέ μια πολιτεία, μέ μισογκρεμισμένο τείχος. Εκεί μπροστά, συνάντησε ένα γέρο πού ή φαλάκρα του γυάλιζε σάν τό φεγγάρι καί τά γένεια του σέρνονταν στο χώμα. — “Ώρα καλή παππού, τού είπε ό Νέριος. — “Ώρα καλή σου καί σένα. Πού πηγαίνεις ; — Πά&> στόν Ήλιο νά τού ζητήσω τρεις χρυσές τρίχες. —- Αχ, γυιέ μου. “Έναν άνθρωπο σάν καί σένα περιμένα με τόσα χρόνια. Πάμε νά σέ δή ό βασιλιάς μας. Τόν παίρνει λοιπόν καί τόν πάει στο παλάτι τού βασιλιά. Μόλις εκείνος ακούσε πώς ό Νέριος πήγαινε στόν Ήλιο, τόν παρακάλεσε : — Καλέ μου άνθρωπε, τού είπε, μια καί πηγαίνεις στόν ν.υρ - Ήλιο πού τά ξέρει δλα, ρώτησέ τον σέ παρακαλώ καί
14
01
ΤΡΕΙΣ
ΧΡΥΣΕΣ
ΤΡΙΧΕΣ
ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
για μάς. Έδώ στην πόλι, έχουμε μια μηλιά πού έχανε άλλοτε κάτι περίφημα μήλα. Τά μήλα τής νεότητας. "Όποιος έτρωγε ένα τέτοιο μήλο, γινόταν παλληκάρι δεκαοχτώ χρόνων ! Έδώ και είκοσι χρόνια δμως ή μηλιά μας δεν κάνει πια μήλα. Ρώ τησε τον λοιπόν τον κυρ - Ήλιο, μέ ποιό τρόπο θά μπορέση νά ξανακάνη μήλα ή μηλιά ; *Αν μάς φέρης απάντηση θά σέ πληρώσω βασιλικά. — Καλά, ύποσχέθηκε ό Νέριος. Θά τον ρωτήσω. Και άφου άποχαιρέτησε τό βασιλιά, έφυγε. Προχώρησε ακόμα πολύ, κι’ έφτασε μπροστά σέ μιάν άλλη πόλι, πού φαι νόταν κι’ αυτή σαν έρημη καί αγριόχορτα φύτρωναν στα τείχη της και στά σπίτια κα'ι τούς δρόμους. Εκεί μπροστά στα τείχη, βρήκε ένα νέο, πού έθαβε τό γέρο πατέρα του. Ήταν λυπη μένος, και τά δάκρυα τρέχανε ποτάμι από τά μάτια του. — Ζωή σέ λόγου σου, φίλε, τού είπε ό Νέριος. — Ζωή καί σένα. Γιά πού πηγαίνεις ; — Πάω στον Ήλιο νά τού ζητήσω τρεις χρυσές τρίχες. — 5Άχ, καλέ μου φίλε, χρόνια τώρα έναν άνθρωπο σαν καί σένα περιμένουμε. Πάμε νά σέ δή ό βασιλιάς μας. Τον παίρνει καί πάνε στο παλάτι. Μόλις έμαθε ό βασιλιάς πώς ό Νέριος πήγαινε στον Ήλιο, τον παρακάλεσε : — 5Αφού πηγαίνεις στον κυρ - Ήλιο, ρώτησέ τον καί γιά μάς. Είχαμε έδώ μια πηγή, απ’ δπου έβγαινε τό νερό τής υ γείας. "Οποιος έπινε ένα ποτήρι γινόταν αμέσως όλόκαλα, όκόμα κι’ αν ήταν μισοπεθαμένος από τήν χειρότερη άρρώστεια. Έδώ καί είκοσι χρόνια δμως, ή πηγή ξαφνικά στέρεψε, κι’ από τότε μάς θερίζουν οι άρρώστειες. *Αν μάς πή λοιπόν ό κυρ - Ήλιος πού τά ξέρει δλα, τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά ξαναρχίση νά τρέχη ή πηγή μας, δταν τόν ρωτήσης, θά σε πληρώσω βασιλικά. — Καλά, θά τόν ρωτήσω, ύποσχέθηκε ό Νέριος. Κι' άφού άποχαιρέτησε τό βασιλιά, έφυγε.
01 ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
2ΤΟΝ ΠΥΡΤΟ ΤΟΥ ΜΑΙΟΥ ΕΡΠΑΤΗΣΕ,
Π
περπάτησε
σαράντα
μερόνυ
χτα. Κι’ επί τέλους έφθασε σέ ένα καταπράσινο λιβάδι, στολισμένο μέ άπειρα ωραία λουλούδια. Καταμε στο λιβάδι, ήταν χτισμένος ένας πύργος, φτιαγμένος από χρυ σάφι πού αστράψτε και σου θάμποονε τό μάτι. Ήταν δ πύρ γος τού Ήλιου. Ό Νέριος δίχως καθόλου νά ψοβηθή, πέρα σε τό λιβάδι, έφτασε στον πύργο και χτύπησε. Κανένας δεν τού άποκρίθηκε. Χτύπησε, χτύπησε, τίποτα ! "Έσπρωξε κι’ έκείνος την πόρτα καί μπήκε. Θάμπωσε τό μάτι του ! €Όλα ε κεί μέσα ήταν άπό χρυσάφι καί ασήμι καί διαμαντόπετρες. Αφού γύρισε δλα τά δωμάτια και δέ βρήκε ψυχή, μπήκε και στο τελευταίο, και βλέπει μιαν ωραία γριά γυναίκα, ντυμένη κάτασπρα καί καθότανε κι* έπλεκε. — Ήρα καλή γιαγιά, τής είπε ό Νέριος. —- Καλώς ώρισες γυιόκα μου, τού άποκρίθηκε εκείνη. Δέν' μέ γνωρίζεις ; "Ηταν ή καλή του Μοίρα, ή νονά του, πού τόσα καλά τού είχε κάνει. — Τι γυρεύεις σ’ αυτές τις ερημιές, γιε μου; τον ρώτησε. Κάθησε τότε ό Νέριος καί τής διηγήθηκε τί είχε τραβήξει και πέος ό πεθερός του ό βασιλιάς τον είχε στείλει νά πάρη τΙς τρεις χρυσές τρίχες τού "Ήλιου, καί πώς ήθελε νά τον ρωτήση τά τρία πράγματα πού είχε ύποσχεθή στον περαματάρη καί στούς βασιλιάδες. 'Η Μοίρα χαμογέλασε καί είπε : — Είσαι πολύ άφοβος, γυιέ μου, πού ξεκίνησες καί ήρθες ΐσαμ’ έδώ πέρα. ’Αλλά κι’ εγώ θά σέ βοηθήσω. Θά σού δώσω τις τρεις χρυσές τρίχες, γιατί ό κυρ - Ήλιος πού τά ξέρει δλα είναι γυιός μου κι’ εγώ είμαι νονά σου. Καί θά τον ρωτήσω καί για τά τρία πράγματα πού θέλεις νά μάθης.' ’Αλλά αυτό θά γίνη τό βράδυ, πού θά πεση νά κοιμηθή. Γιατί ό κυρ - Ή λιος. τό πρωί πού ξυπνάει καί φεύγει, είναι μικρό παιδάκι. Τό
15
01
ΤΡΕΙΣ
ΧΡΥΣΕΣ
ΤΡΙΧΕΣ
ΤΟΥ
ΗΛΙΟΥ
μεσημέρι είναι μεστωμένος άντρας. Καί τό βράδυ πού γυρίζει νά κοιμηθή, είναι γέρος παππούλης. Πέφτει λοιπόν και κοιμά ται άκουμπώντας τό κεφάλι του στα γόνατά μου. Καί τό πρωί, είναι παιδάκι πάλι. Τώρα, παιδάκι μου, πρέπει νά κρυφτής, γιατί είναι ή έδρα πού θά ερθη κι’ όταν γυρίζη είναι πεινασμένος καί κακόκεφος καί μπορεί νά σέ φάη. Μπες κάτω από κείνο τό άδειο τό βαρέλι καί περίμενε. Κύτταξε όμως νά μην άποκοιμηθής, γιά ν’ άκούσης τι θά μου πή όταν θά τόν ρω τήσω γιά τόν περαματάρη καί τούς βασιλιάδες. Κι’ ό'σο γιά τις χρυσές τρίχες, μή σέ νοιάζη, θά φροντίσω εγώ. Κρύφτηκε λοιπόν δ Νέριος κάτω από τό άδειο βαρέλι, καί την ίδια στιγμή ακούστηκε απ' έξω ένας σίφουνας, κι’ από τό παράθυρο τής Δύσης, μπήκε μέσα πετώντας δ κυρ - Ήλιος. Ήταν ένας πελώριος γέρος, μέ χρυσό κεφάλι καί μέ μάτια πού έβγαζαν τόση λάμψι, ώστε δέν μπορούσες- νά τόν κυττάξης κατάματα. •— Ανθρώπινό κρέας μου μυρίζει ! 5Ανθρο)πινό κρέας μου μυρίζει ! φώναξε μέ τή βροντερή του φωνή, καί τό παλάτι σείστηκε ολόκληρο, κι’ ή καυτερή του ανάσα γέμισε τό δωμά τιο. "Έχεις κανόναν εδώ πέρα μάνα ; — Τί λες, γυιόκα μου, τού απάντησε ή μητέρα του γελών τας. Πού νά βρεθή άνθρωπος έδώ, σ’ αυτήν τήν ερημιά ; Σου μυρίζει ανθρώπινο κρέας, επειδή δλη μέρα γυρίζεις πάνω από τις πολιτείες καί τά χωριά, καί τά ρουθούνια σου είναι γεμάτα από τήν μυρωδιά τών ανθρώπων. Ό κυρ - Ήλιος κούνησε τό κεφάλι του χωρίς ν’ απάντη ση καί κάθησε νά φάη. Κι’ δταν άπόφαγε, άκούμπησε τό χρυ σό του κεφάλι στά γόνατα τής μητέρας του καί αποκοιμήθηκε. Αφού περίμενε τότε λίγο ή μητέρα του, έ'πιασε μια χρυσή τρίχα από τά μαλλιά του, τήν ξερρίζωσε καί τήν έρριξε χάμω. Ακούστηκε σαν νά είχε πέσει ένα μετάλλινο σύρμα. — "Άϊ ! φώναξε δ Ήλιος. Γιατί μοΰ τραβάς τά μαλλιά, μάνα ;
01 ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Μ
__. Τίποτα, τίποτα μικρέ μου, του απάντησε ή μητέρα του. Έβλεπα ένα παράξενο όνειρό. Πώς ήταν λέει μια πηγή, πού οποίος επινε απ’ αυτή γινόταν καλά άμέσο3ς, δ,τι άρρώστεια χα1 νά είχε. Και ξαφνικά, λέει, ή πηγή στέρεψε. Τί νά έχη άραγε ; Μπορούν νά τήν κάνουν νά ξαναρχίση νά τρέχη ; __Πολύ εύκολα. Μέσα στήν πηγή, κάθεται ένας μεγάλος βάτραχος καί τήν έχει φράξει. "Αμα σκοτώσουν τό βάτραχο, το νερό θά ξαναρχίση νά τρέχη, μουρμούρισε ό "Ηλιος και α ποκοιμήθηκε πάλι. Ή μητέρα του περίμενε νά πέραση λίγη ώρα, κι’ ύστερα του έβγαλε καί δεύτερη τρίχα. — "Αϊ, φώναξε ό "Ηλιος κι’ αναπήδησε. Τί θέλεις πάλι, μάνα ; — Τίποτα, τίποτα, παιδάκι μου. "Εβλεπα ένα όνειρο. Πώς ήταν, λέει, μιά μηλιά πού έκανε κάτι θαυμάσια μήλα. "Οποιος έτρωγε απ’ αυτά, γινόταν νέος δεκαοχτάρης, κι’ ας ήτανε ε κατοχρονίτης γέρος. Ξαφνικά όμως, ή μηλιά έπαψε νά κάνη μήλα. Τί νά έπαθε άραγε ; Μπορούν νά τήν κάνουν νά ξαναβγάλη ; —- Πολύ εύκολο, μουρμούρισε ό Ήλιος νυσταγμένα. Δεν έχουν παρά νά σκοτώσουν τό φίδι πού έχει φωλιάσει στή ρίζα της καί τρώει δλους τούς χυμούς της. Και βάζοντας πάλι τό κεφάλι του στο γόνατο τής μητέρας του, αποκοιμήθηκε. "Υστερα από λίγην ώρα, ή μητέρα του τού έβγαλε άλλη μιά τρίχα. — "Ωχ ! φώναξε ό "Ηλιος, θυμωμένος για καλά, αυτή τή φορά. Μά γιατί 8έν μ’ αφήνεις νά κοιμηθώ, μάνα ; Κι' έκανε νά σηκωθή. —* Μή σηκώνεσαι, μή σηκώνεσαι, γυιέ μου, τού είπε ή μη τέρα του. Μή θυμώνης. Δεν φταίω ή κακομοίρα. "Εβλεπα ένα όνειρο πάλι. Πώς ήτανε, λέει, ένας περαματάρης γέρος, πού πέρασε όλη του τή ζωή περνώντας τον κόσμο πότε από έδώ,
ττεροΐρατσίρης, κοιτ αδιχασιμ&νος να κάνη τή δουλειά βύνή σ’ δλη του τή ζωή, ιτέρασε τον Νέριο ίττήν άλλη, άκρη... Μόλις έφυγε, ή μητέρα του πήγε και σήκωσε τό βαρέλι πότε από έχει, και είχε πια βαρεθή νά κάνη αυτή τή δουλειά. κι’ δ Νέριος βγήκε από τήν κρυψώνα του πιασμένος καί μου Κατακουράστηκε. Άλλα δεν βρέθηκε κανένας νά παρη τη θε διασμένος, αλλά γεμάτος χαρά. οί του. Τί πρέπει νά κάνη άραγε γιά νά γλυτώση ; — Πήγαινε τώρα μικρέ μου, τού είπε ή καλή του Μοίρα. — Πολύ ανόητος, είναι αυτός δ περαματάρης, άπαντησε "Έχεις και τις χρυσές τρίχες, καί τις απαντήσεις γιά τον πε δ "Ηλιος μουρμουρίζοντας. Δεν έχει, παρά νά δώση τό κουπί ραματάρη καί τούς βασιλιάδες. Άπό εδώ καί πέρα δέν θά ξατου στον πρώτο επιβάτη πού θά μπή στη βάρκα του, και να ναϊδωθούμε πιά. Αλλά νά μέ θυμάσαι καμμιά φορά, κι’ έγώ πηδήση στο νερό. "Έτσι, εκείνος θά γλυτώση και θά μείνη πάντα θά σέ φυλάω κι’ άπό μακρυά. στή θέσι του δ άλλος. 'Ο Νέριος αγκάλιασε τή νονά του, τήν φίλησε τρυφερά Και γυρίζοντας από τό άλλο πλευρό, δ κυρ - "Ηλιος απο καί έφυγε παίρνοντας τον δρόμο τού γυρισμού. κοιμήθηκε. Μέ τό πρώτο λάλημα τού πετεινού, ξύπνησε και σηκώθηκε. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Δέν ήταν δμως πιά γέρος. Τώρα ήταν ένα μικρό, χαριτωμένο παιδάκι μέ ολόχρυσο κεφαλάκι, χαμογελαστό, δ μικρός "Ηλιος ΦΟΥ περπάτησε πάλι σαράντα μερόνυχτα, έ τής Ανατολής. Μόλις σηκώθηκε, ακούστηκε απ’ έξω ένας δυ φτασε στην πόλι πού είχε τή στερεμένη πηγή. νατός σίφουνας. Ό "Ηλιος άποχαιρέτησε τή μητέρα του και "Όλοι τον περίμεναν μέ αγωνία. Ό Νέριος πήγε στό παλάτι πέταξε από τό παράθυρο τής Ανατολής. 'Ο γέρο
Α
20
61
ΤΡΕΙΣ
ΧΡΥΣΕΣ ΤΡΙΧΕΣ
ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
του βασιλιά, και του έδωσε την άπάντησι του "Ήλιου : "Έπρε πε νά σκοτώσουν τό βατράχι πού είχε τρυπώσει στην πηγή καί την είχε φράξει. Ό βασιλιάς χοροπήδησε ενθουσιασμένος από τή χαρά του, έτσι πού παρά λίγο νά έπεφτε ή κορώνα από τό κεφάλι του. Ευχαρίστησε τό Νέριο, τον αγκάλιασε, τον φίλη σε, καί του έδοοσε τό δώρον πού τού είχε ύποσχεδή : Σαράντα κάτασπρα άλογα, φορτωμένα δλα μέ χρυσάφι καί ιιε ασήμι ! Αφού ξεκουράστηκε δ Νέριος λίγες μέρες καί πήρε %ι από τό νερό τής πηγής, ξεκίνησε πάλι καί, προχωρώντας έ φτασε στη δεύτερη πόλι μέ την μηλιά, πού δεν έκανε μήλα. Κι’ εκεί τον περίμεναν μέ αγωνία. Ό Νέριος πήγε στο παλάτι καί έδωσε στο βασιλιά την άπάντησι τού κυρ - "Ήλιου ; "Έ πρεπε νά σκοτώσουν τό φίδι πού είχε τρυπώσει στη ρίζα του δέντρου καί ρούφαγε δλο τό χυμό του. Ό βασιλιάς χτύπησε τά χέρια του από χαρά, καί τού έπεσε τό βασιλικό του σκήπ τρο. Φίλησε τό Νέριο καί διέταξε νά φέρουν τό δώρον πού τού είχε τάξει : Σαράντα άλογα κατάμαυρα σαν τή νύχτα και γοργά σάν αστραπή, δλα φορτωμένα μέ διαμάντια, ρουμπί νια καί σμαράγδια ! Αφού ξεκουράστηκε κτ εκεί μερικές μέ ρες δ Νέριος καί πήρε μερικά μήλα, ξεκίνησε πάλι κι’ ύστερα από πολύ δρόμο έφτασε στη Μαύρη Θάλασσα. Ό γέρος περα ματάρης τον περίμενε γεμάτος άγοονία. — Παππού, βάλε τό κουπί σου στο χέρι τού πρώτου έπιβάτη πού θά σου πή νά τον περάσης απέναντι, κι’ ύστερα πήδα στο νερό καί βγες εξω κολυμπώντας. "Έτσι θά γλυτώσης καί θά πάρη τή θέσι σου εκείνος. Ό γέρος τόν ευχαρίστησε κι’ δ Νέριος πήρε πάλι τύ δρό μο τού γυρισμού. "Όσο πλησίαζε στη χώρα του, τόσο περισσό τερη βία τόν έπιανε. Καί τά τελευταία μερόνυχτα δέν σταμά τησε καθόλου ούτε γιά νά φάη, ούτε γιά νά κοιμηθή. "Έφτα σε επί τέλους, καί τράβηξε γραμμή γιά τό παλάτι τού πεθε ρού του.
"Όταν ό κακός καί περήφανος βασιλιάς είδε από μακρυά
01 ΤΡΕΙΣ ΧΡΥΧΒΧ ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
21
τό γαμπρό του πού τόν νόμιζε χαμένον για πάντα, νά έρχεται μέ τά όγδόντα φορτωμένα του άλογα, κόντεψε νά λιποθυμήση. Άλλα ή βασίλισσα και ή βασιλοπούλα, πού τόν αγαπούσαν πολύ, κατέβηκαν τρέχοντας τ'ις σκάλες τού πύργου καί πέσανε στην αγκαλιά του. Ή πριγκήπισσα έκλαιγε από χαρά, πού ξα νάβλεπε τόν αγαπημένο της άντρα, κι’ ή βασίλισσα χαμογε λούσε καί φούσκωνε τό τριπλοσάγωνό της. Ό βασιλιάς μονά χα, δέν έλεγε τίποτα. Αυτός δεν είχε μάτια, παρά γιά τις τρεις χρυσές τρίχες και γιά τά φορτώματα των αλόγων. Τώρα πού ήταν τόσο πλούσιος, πιο πλούσιος κι’ από τόν ίδιο, ό γαμπρός του δέν τού φαινόταν καθόλου παρακατιανός. — Καλώς ώρισες, γαμπρέ μου, τού είπε. Καλώς ώρισες, εσύ καί τά πλούτη σου. Πού τά βρήκες δμως δλα αυτά ; Κάθησε τότε ό Νέριος καί τούς διηγήθηκε δλες τις περιπέ τειες του. "Ολοι τόν άκουγαν μ’ ανοιχτό τό στόμα, καί προπάντων ό βασιλιάς. — Έψερα μερικά μήλα καί λίγο νερό, τού είπε ό Νέριος, Εκείνος δμως δέν ήθελε νά παραδεχτή πώς αυτά πού είχε φέρει 6 γαμπρός του μπορούσαν νά έχουν την ίδια δύναμι μ’ εκείνα πού θά έκοβε κανείς κατ’ ευθείαν άπό τό δέντρο. Κι’ αποφάσισε νά πάη ό ίδιος στη μακρυνή πολιτεία γιά νά κόψη μόνος του. Λίγη ώρα αργότερα, καθώς έδυε ό ήλιος, ό βασιλιάς ανέ βηκε στο άλογό του κι’ έφυγε καλπάζοντας κατά τά μέρη τής Μαύρης Θάλασσας. "Οσο απομακρυνόταν, καθώς έδυε ό ή λιος, τόσο μάκραινε ή σκιά του. Κι’ δταν ό ήλιος κρύφτηκε πίσοο άπό τά μακρυνά βουνά, δέν φαινόταν πιά παρά σαν ένα μικρό σημαδάκι στον ορίζοντα. Ποτέ πιά δέν ξαναγύρισε, καί κανένας δέν ξανάκουσε νά μιλούν γι’ αυτόν. 5Άν δέν χάθηκε στο δρόμο, θά πήρε σίγουρα τη θέσι τού περαματάρη. Καί δ Νέριος, μέ την αγαπημένη του γυναίκα, έζησαν ευτυχισμένοι και καταδεκτικοί μέ δλρυα.
ΤΕΛΟΣ
Ή Τυχερή Βελόνα ϊ»·)«ίΙίβίΙ!ΒίΙΙΒ»»£1ίΒ>βΒ*ίΒ1ΙΙ1ϊβΒ8ΒΕ»»0ΒΒΕ8ίΙΙΪΒ«ΙΙΙ»ϊβΒΒί1»Ε«ΒΒϊΒΒβΒΒΒί»ΒΒΒΒΙ
ΣΑΡΑ ήταν 2να παιδί πολύ και έξυπνο γιά την ηλικία του. Δεν ήταν ού τε δεκαπέντε χρόνων, κι’ ό'μως ήταν ψηλός δσο και τά μεγά λα του αδέλφια καί τό σώμα του, μαύρο σαν εβενος τής πατρίδας του τής Αφρικής, ήταν γερό και ευκίνητο. Ό Σάρα βοηθούσε δσο μπορού σε τον πατέρα του καί τά α δέλφια του στις δουλειές τού χωραφιού. Άλλα ό πατέρας του δέν ήθελε νά τον παρο Το καβ-άλΧπσε καΐ γίψισε στήν κουραζη σαν μικρός που ήτο:ν, κο3λύβα του. καί δέν τού Εδινε νά κάνη πολλές δουλειές. Έτσι ό φίλος μας τριγύριζε στο δάσος, τό πυκνό 5Αφρικανικό δάσος και πρόσεχε κάθε τι πού βρισκόταν μπροστά του. Ένα βράδυ λοιπόν, γύρισε στην καλύβα του, λάμποντας από χαρά, και τά κάτασπρα δόντια του φάνταζαν σαν καθαρισμένα αμύγδαλα στο κατάμαυρο πρόσωπό του. ΤΙ χαρά του ήταν τόσο φανερή, πού ό πατέρας του καί τ’ αδέλ φια του τον ρά>τησαν αμέσως : — Τί Εχεις ; — Βρήκα στό δρόμο μιά βελόνα, άπάντησε γεμάτος χαρά ό Σάρα. Καί κάθησε στήν ψάθα του, στρωμένη στό πατημένο χώμα τής χβΜβας. κυττάζοντας μ! Ικσνοποίησι τή βελόνα του,
Η ΤΥΧΕΡΗ ΒΕΛΟΝΑ
23
01 αδελφοί του βάλανε τά γέλια και ό πατέρας του του είπε χαμογελώντας : ' · — Πώς ένα μεγάλο παιδί, δεκαπέντε χρόνων, οπούς είσαι εσύ, μπορεί νά χαίρεται τόσο πολύ, έπειδή βρήκε μια βελόνα; Μά την αλήθεια, είσαι ακόμα έντελώς μωρό ! Καί ό πατέρας χαμογέλασε ακόμη περισσότερο λέγοντας αυτά, έπειδή ό Σάρα ήταν τό στερνοπαίδι τής οικογένειας και τόν ξεχώριζε από τά παιδιά του. — Μά, πατέρα, είπε ζωηρά ό Σάρα, αυτή ή βελόνα, μπο ρεί νά μέ κάνη και βασιλιά ακόμα ! — Χά! Χά! Χά! έκαναν τά αδέλφια του, κρατώντας τήν κοιλιά τους από τά γέλια. Ό ωραίος βασιλιάς μέ τή βελόνα του στο χέρι ! Κύττα πόσο σπουδαίος καί φοβερός φαίνεται ! Και έξακολούθησαν νά γελάνε καί νά τόν κοροϊδεύουν πολλήν ώρα. — Μια φορά, είπε ό Σάρα, αύριο εγώ θ' ανταλλάξω αυτή τή βελόνα μέ μια κότα. Και τότε νά δούμε τί θά πήτε ! Τήν άλλη μέρα, πρωί, ό πατέρας καί τ’ αδέλφια τού Σάρα ξεκίνησαν για τή δουλειά. Ήταν πολύ φτωχοί καί επειδή τό δικό τους χωράφι ήταν μικρό καί δεν είχαν τί νά κάνουν, πή γαιναν καί έργάζονταν σ’ έναν πο?ώ πλούσιο συγχωριανό τους μέ πολλά καί μεγάλα χωράφια. Ό Σάρα, πήγε κι’ εκείνος μα ζί τους, γιατί αυτός, σαν πιο μικρός πού ήταν, είχε άναλάβει νά φροντίζη τίς άγελάδες. Μπήκε λοιπόν στο μεγάλο σταύλο, κι’ άρχισε νά άρμέγη τίς αγελάδες πού τόν κύτταζαν μέ τά μεγάλα, ήρεμα μάτια τους, ευχαριστημένες πού τίς ξαλάφρωνε από τό παχύ τους γάλα. Πέρα, στην αυλή, ή γυναίκα τού άφεντικού, ήταν καθισμένη στη σκιά καί έρραβε. Σέ μια στι γμή, ό Σάρα άκου σε τή φωνή της. — Σάρα, Σάρα, φώναξε ή κυρία του. "Έλα έδώ, παιδί μου. Μου έπεσε ή βελόνα μου, καί δεν μπορώ νά τή βρω. Τά δικά σου τά μάτια είναι γερά, βλέπεις πιό καλά άπό μένα, Γιά σέ παρακαλώ, νά κυττάξης κι’ Ισύ μήπως τή βρής. '
24
&
Η ΤΥΧβΡΗ ΒΕΛΟΝΑ
—- Αμέσως, κυρία, έκανε δ Σάρα, Καί παρατώντας τή δουλειά του, έτρεξε πρόθυμος, δπως πάντα, γονάτισε κι* άρχισε νά ψάχνη. "Αδικα δμως κύτταξε δεξιά κι’ αριστερά, και παντού δπου μπορούσε νά έχη πέσει ή βελόνα. Τό χώμα ήταν σκεπασμένο από βελόνες πεύκων και ξερά φύλλα καί άχυρα, σέ τρόπο πού ήταν αδύνατο ν’ άνακαλύψη κανείς ένα τόσο μικρό πραγματάκι. — Κρίμα, είπε ή γυναίκα. Πρέπει νά ράψω, καί θά άναγκασθώ τώρα νά πάω στο χωριό νά αγοράσω, επειδή δεν έχω άλλη βελόνα στο σπίτι. — Κυρία, είπε τότε ό Σάρα. Έγώ έχω μιά βελόνα και μπορώ νά σου την δώσω. Αλλά θέλοο νά την άνταλλάξω μέ κάτι. — Μέ τί θέλεις νά την άνταλλάξης; ρώτησε ή κυρά του. — Μέ μιά κότα, άπάντησε δ Σάρα. — Σύμφωνοι, είπε χαρούμενη Τ) κυρά του. Δόσε μου τή βελόνα σου καί τό απόγευμα πού θά φύγης, νά πάς στο κο τέτσι νά διάλεξης οποία κότα θέλεις. Καί πάλι, έγώ θά σου είμαι υποχρεωμένη, γιατί ή βελόνα μου χρειαζόταν πολύ. Γεμάτος εύχαρίστησι ό Σάρα, έδωσε τή βελόνα του καί ρί χτηκε μέ τά μούτρα στη δουλειά. Καί τό απόγευμα, δταν τέλειωσε τό άρμεγμα, τάϊσε τις αγελάδες καί καθάρισε τό σταΰλο, πήγε στο κοτέτσι, διάλεξε μιά έμορφη, παχειά κότα καί κρατώντας την θριαμβευτικά, γύρισε στήν καλύβα του. — Ή βελόνα έγινε κότα, είπε στον πατέρα του, πού τον κύτταζε χαμογελώντας μέ καμάρι. — Μπράβο ! φώναξαν τά αδέλφια του, χωρίς νά έχουν τώρα καμμιά ορεξι νά τον κοροϊδέψουν. Θά κάνουμε ένα φαΐ περίφημο ! — Ένα πράγμα θέλω νά σάς ζητήσω μονάχα, τούς είπε ό Σάρα. Νά μου φυλάξετε τό ένα πόδι τής κότας. Γιατί θά μου χρειασθή, γιά νά τό άνταλλάξω μ’ ενα άλογο ! — "Ενα πόδι κότας γιά ένα άλογο \ Φαίνεται πώς σου
Η ΤΥΧΕΡΗ β^Άό'ΝΑ
2-3
έχει στρίψει, τον κοροΐδεψαν οι αδελφοί του κι’ έβαλαν τα γέλια. — Γιατί γελάτε ; είπε αυστηρά ό πατέρας τους. Δειχνόσα στε πολύ πρόθυμοι νά κοροϊδέψετε τό Σάρα κάθε φορά. Έτσι τον κοροϊδέψατε καί μέ τή βελόνα του, κι’ εκείνος σάς ντρό πιασε. Ή κότα είναι δίκιά του. ηΑς κάνη δ,τι θέλει, καϊ ας τον βοηθήση ό Θεός ! — Πατέρα ,τού είπε την άλλη μέρα ό Σάρα. Τά ξύλα μας τελείωσαν. Θά πάω στό δάσος νά κόψω και νά τά κουβαλήσω. Καί θά πάρω μαζί μου καί τό πόδι της κότας, γιά νά τό ό ταλλάξω μέ τό άλογο. — Κύτταξε, τό άλογο πού θά φέρης νά είναι κάτασπρο, τον κοροΐδεψε ό μεγαλύτερος αδελφός του. — ’Όχι, οχι! Νά είναι μαύρο, φώναξε ό δεύτερος χαχα νίζοντας. Ό Σάρα δμως δεν θύμωσε. — Σύμφωνοι: τούς είπε καί παίρνοντας τό τσεκούρι" στον ώμο του έφυγε γιά τό δάσος μέ βήμα γοργό. Προχώρησε γιά πολλήν ώρα, ώς πού έφτασε στην ακρο ποταμιά. Τόν προηγούμενο χρόνο, μιά πλημμύρα τού ποταμού, είχε ξερριζώσει πολλά μεγάλα δέντρα, καί οι θεόρατοι κορμοί, μένοντας γιά εβδομάδες μέσα στη λάσπη, είχαν αρχίσει νά σαπίζουν. Ύστερα δμως, τό νερό ξαναμαζεύτηκε στην κοίτη του, καί ό καυτερός Αφρικανικός ήλιος, τούς είχε ξεράνει εν τελώς και τούς είχε κάνει έτοιμους ν’ ανάψουν μέ την πρώτη σπίθα, σάν μπαρούτι. Ό Σάρα είχε σημαδέψει αυτούς τούς ωραίους κορμούς από μέρες, καί σ’ αυτούς κατευθύνθηκε. Ξε χώρισε έναν, τόν καθάρισε πρώτα μέ μερικές γρήγορες τσε κουριές άπό τά ψιλά κλαδιά κι’ ύστερα άρχισε νά άνεβοκατεβάζη τό βαρύ του τσεκούρι μέ ρυθμό και τέχνη, κόβοντας τό χοντρό αλλά μαλακό καί ξερό κορμό σέ μικρά κομμάτια, κα τάλληλα γιά νά μπουν κάτω απ’ τή χύτρα στην καλύβα. Δού λεψε έτσι δλο τό πρωινό, ώς πού ό ήλιος δέν έκανε πϊά κ&θό-
λου σκιά, πέφτοντας στα γύρω δέντρα. Σημείο πώς ήταν με σημέρι. Ό Σάρα παράτησε τότε τό τσεκούρι του καί κάθησε στον κορμό τού δέντρου. Ξετύλιξε ύστερα τό πακετάκι μέ την μπομπότα του κι’ άρχισε νά τή μασουλάη μέ δρεξι, τρώγοντας μαζ'ι καί μερικές μπανάνες. Τό πόδι τής κότας, ούτε τό ξετύ λιξε καθόλου.
ΤΥΧΕ δμως, εκείνη τήν ήμερα νά 6γή ό βα σιλιάς για κυνήγι. Καί, καθώς τού ετυχε ένας αγριόχοιρος, βάλθηκε νά τον κυνηγάη και γρήγορα ξέκοψε από τήν ακολουθία του και χάθηκε. Στό τέλος, ούτε τόν αγριό χοιρο σκότωσε, γιατί τού ξέφυγε καί χώθηκε σέ μια πυκνή λόχμη, αλλά ούτε καί τήν ακολουθία του μπόρεσε νά βρή. Καί καθώς ήταν μεσημέρι καί κυνηγούσε από τά χαράματα, τόν θέριζε ή πείνα. Καθώς προχωρούσε λοιπόν δίπλα στην ακρο ποταμιά, βρέθηκε σέ μιά στιγμή απέναντι, στό Σάρα, πού μασούλαγε αμέριμνος τή μπομπότα του, σιγοτραγουδώντας. Ό Σάρα, μόλις είδε τό βασιλιά, σηκώθηκε καί τόν χαιρέτησε μέ σεβασμό, άλλα εκείνος ούτε τόν πρόσεξε κάν, γιατί ήταν θυμω μένος καί μουρμούριζε μέσα του. — Οί ανίκανοι! έλεγε ό βασιλιάς, νά μην μπορούν νά μέ ακολουθήσουν! Θαρρείς πώς δεν έχουν ξαναβγή στό κυνήγι ποτέ τους. Καί τώρα, ώς πού νά βρω τό δρόμο καί νά γυρίσω εκεί από δπου ξεκινήσαμε, θά περάσουν δυο ώρες κι’ έγώ κον τεύω νά πέσω κάτω άπό τήν πείνα. Μά θά τούς δείξω έγώ ! Ό Σάρα πλησίασε. — Τί θέλεις; ρώτησε ό βασιλιάς κατσουφιάζοντας. — Βασιλιά μου, άκουσα αυτά πού έλεγες, είπε ό Σάρα σο βαρά. Φαίνεται πώς πεινάς πολύ. *Αν, λοιπόν θέλης νά μού δώσης ένα άλογο γι’ αυτό πού θά σού δώσω έγώ, τότε θά πή πώς ήμουν πολύ τυχερός πού πέρασες σήμερα άπο !Μ>.
Η ΤΥΧΕΡΗ ΒΕΛΟΝΑ
27
— Καί τί έχεις νά μου δώσης ; ρώτησε δ βασιλιάς. Ό Σάρα του έδειξε τότε τό πόδι τής κότας κι’ 6 βασιλιάς έβγαλε μια φωνή χαράς. — Σύμφωνοι, φώναξε κι’ άρπαξε τό κρέας βιαστικά. Ή συνοδεία μου θά βρίσκεται τώρα στο χωριό. Πήγαινε κα'ι πες δτι σ’ έστειλα έγώ. Νά δια?ώξης οποίο άλογο θέλεις. Μά τί ωραία κόττα εΐν’ αυτή ! Ό Σάρα δεν περίμενε νά του τό πή δεύτερη φορά. Τον ευχαρίστησε, φορτώθηκε τά ξύλα του κι’ έφυγε τρέχοντας, νά πάη νά πάρη τό άλογο. Βρήκε, πραγματικά τη συνοδεία τού βασιλιά στο χωριό, τούς είπε την παραγγελία πού είχε, διάλε ξε ένα άλογο, φόρτωσε τά ξύλα του καί κατά τό βραδάκι γύ ρισε στην καλύβα του καβάλλα. — Βλέπετε; είπε στα αδέλφια του πού τον κύτταζαν έκ πληκτα. Τό πόδι τής κότας έγινε άλογο. Καί τό πήρα καί ά σπρο, δπως τό ζήτησε δ Ραμαού, καί μαύρο, όπως τό ζήτησε δ Ραμακύ. — Τί ωραίο άλογο !, φώναξαν οι δυο αδελφοί του. Καί πόσο θά μάς είναι χρήσιμο ! — *Α, δχι γιά πολύν καιρό, τούς είπε ό Σάρα. Γιατί θά τό ανταλλάξω μ’ ένα γατάκι ! — Θά άνταλλάξης ένα περίφημο άλογο μέ ένα γατάκι ; φώναξαν δ Ραμαού κι’ δ Ραμακύ θυμωμένοι. Μά αυτό είναι τρέλλα! Σού έχει στρίψει εντελώς λοιπόν ; Ευτυχώς πού δ πα τέρας δεν θά σ’ άφήση νά κάνης τέτοιο πράγμα. Δεν είν’ έ τσι, πατέρα ; — Νά άφήσετε τό Σάρα νά κάνη δ,τι θέλει, καί θά τόν βοηθήση ό Θεός, είπε δ πατέρας ήσυχα. — Έ λοιπόν, φώναξαν οί δυο μεγάλοι, αν ό Σάρα δώση τό άλογο, νά σηκωθή νά φύγη από την καλύβα μας. Γιατί διαφορετικά θά φύγουμε εμείς. Καί φουρκισμένοι, σηκώθηκαν καί πήγαν νά κοιμηθούν. Πέρασαν μερικές μέρες καί δ Σάρα φαινόταν νά έχη ξε-
28
χάσει τό σχέδιό του. ^Όλοι έργάζονταν μέ κέφι, καί περισσό τερο οί δυο μεγάλοι αδελφοί, πού χρησιμοποιούσαν τό άλογο τού Σάρα, σαν νά ήταν δικό τους. Γι’ αυτό καί ένα πρωί έγι ναν θηρία από τό θυμό τους, δταν είδαν οτι ό Σάρα είχε πάρει τό άλογο κι’ είχε φύγει πολύ πριν νά ξυπνήσουν. — Πού νά πήγε άραγε; έλεγαν μεταξύ τους. Και θά πάη νά κάνη εκείνη την ανταλλαγή πού έλεγε; Σίγουρα δ αδελφός μας τρελλάθηκε. Ν’ άλλάξη τό άλογο μ’ ένα γατάκι ! Στο μεταξύ ό Σάρα είχε κάνει κιόλας την ανταλλαγή καί μάλιστα οχι μέ ένα μονάχα γατάκι. Καί την ώρα πού οί αδελ φοί του αναρωτιόνταν πού νά είχε πάει, εκείνος είχε στη ράχη του ένα σακκί μέ εφτά γατάκια, πού τό είχε πάρει από την Κούμπα, τή γυναίκα τού περαματάρη, πού περνούσε τούς συγ χωριανούς του από τή μια στην άλλη μεριά τού ποταμού μ' μια μεγάλη καί πλατεία βάρκα. Πρωΐ - πρωΐ πήγε καί την βρήκε την ώρα πού άναβε φωτιά έξω από την καλύβα της. Στάθηκε μπροστά της, κρατώντας τό άλογό του από τό χα λινάρι. — Κυρά Κούμπα, θέλεις νά πάρης τό άλογό μου καί μου δώσης ένα από τά εφτά γατάκια πού γέννησε ή γάτα σου; την ρώτησε. Ή Κούμπα έβαλε τά γέλια, κάνοντας νά φανούν τά κάτα σπρα δόντια της. — Ένα άλογο για ένα γατάκι !, τού απάντησε. Πάρε τα καί τά εφτά, άν θέλης. Είμαι βέβαιη πώς δ άντρας μου θά χαρή πολύ, άμα δή τί ανταλλαγή έκανα. 5Α?λά εσύ μέ κοροϊ δεύεις ! — Δεν κοροϊδεύω, κυρά - Κούμπα, είπε ό Σάρα ήρεμα. Ή γυναίκα τον κύτταξε καλά - καλά, καί τον είδε τόσο σο βαρό, πού κατάλαβε οτι ήθελε στ’ αλήθεια νά πάρη τά γατά κια καί νά τής δώση τό άλογο. Πάλι όμως δεν τό πίστευε. -— Καλά, καί τί θά τά κάνης τά γατάκια; τον ρώτησε δύσπιστα.
— Κάθε γατάκι, θά τό αλλάξω μέ έφτά σκλάβους, τής α πάντησε ό Σάρα σοβαρά. Ή κυρά - Κούμπα σκέφθηκε πώς δ Σάρα δεν ήταν καλά στά μυαλά του. Αφού δίχως είδε πόσο έπέμενε, πήρε ένα σακκί, έβαλε μέσα τά έίρτά γατάκια και του τά έδωσε. —· Ευχαριστώ, είπε ό Σάρα. Καί άν δής τον πατέρα μου, πές του δτι πάω νά βρω τούς σκλάβους. Και χωρίς νά προσθέση λέξι, απομακρύνθηκε μέ γοργό βήμα, πηγαίνοντας κατά τή μεριά τού μεγάλου δάσους. Βάδι σε έτσι, επί είκοσι μέρες, περπατώντας την ημέρα και ανεβαί νοντας γιά νά κοιμηθή τή νύχτα σέ κανένα ψηλό δέντρο, γιά νά μή μπορούν νά τον φθάσουν τά άγρια θηρία. 'Όλον αυτό τόν καιρό, δέν έτρωγε παρά άγρια φρούτα. Περπατώντας, έ φτασε έτσι σέ ένα μέρος πολύ φτιοχό. Τά δέντρα καί τά χω ράφια, ήταν φανερό πώς είχαν κάποιαν άρρώστεια. Οί απο θήκες ήταν άδειες και οί κάτοικοι τού χωριού φορούσαν τρύ πια ρούχα, ένώ τά πρόσωπά τους ήταν βαθουλωμένα καί α γριωπά από την πεύ'α. "Όταν μπήκε ό Σάρα στο χωριό, δλοι τόν κύτταζαν μέ είρωνία, πού τού έκανε μεγάλη έντύποοσι. — Γιατί μέ κυττάζετε έτσι; τούς ρώτησε ό Σάρα πλη σιάζοντας. — Δέν κυττάζουμε εσένα, κυττάζουμε το τσουβάλι πού κουβαλάς στη ράχη σου μέ τόση προσοχή, τού Απάντησαν, και πού μόλις τό άκουμπήσης χάμω, θά μείνη άδειο. — Καί πώς θά μείνη άδειο; ρώτησε δ Σάρα. Κλέφτες εϊσαστε ; — "Όχι. Άλλα τό χωριό μας έχει τόσους άρουραίους, ώ στε μόλις άκουμπήσης τό σακκί σου χάμω, θά δρμήσουν καί δέν θά τό ξαναδής. Δέν βλέπεις τί χάλια έχουν τά ρούχα μας καί πόσο άδειες είναι οί αποθήκες μας ; Ούτε νά κοιμηθούμε καλά - καλά δέν μπορούμε, γιατί φοβόμαστε μή μάς φάνε οί άρουραΐοι ζωντανούς ϊ — Πόσους σκλάβους θά μου δώσετε, τούς ρώτησε ό Σά
ρα, αν σάς δώσω κάτι πού θά σάς γλυτώση άπό τούς άρου ρα ίους καί θά σάς φέρη την παλιά σας ησυχία ; 01 άνθρωποι κυττάχτηκαν μεταξύ τους, κι* υστέρα κύτταξαν τον Σάρα καλά - καλά, Άπό τό σοβαρό του ύφος δμως, είδαν δτι ό μικρός δεν αστειευόταν. — ΛΑν μάς δώσης αλήθεια, κάτι πού νά μάς γλυτώση άπό τούς άρουραίους καί τις καταστροφές πού μάς κάνουν, είπε τότε ό αρχηγός τού χωριού, πάρε δσους σκλάβους θέλεις. — Έν τάξει, είπε ό Σάρα. Νά, αυτό πού θά καταστρέψη τούς άρουραίους. Καί κατεβάζοντας τό τσουβάλι άπό τον ώμο του, τό έλυσε καί τά έφτά γατιά πήδησαν έξω νιαουρίζοντας. Ό κόσμος άρχισε νά ούρλιάζη χαρούμενα, βλέποντας τά γατιά. Δεν ήξερε ποιος νά τά πρωτοχαϊδέψη. Καί μερικοί άρουραίοι πού, μ’ δλο τό θόρυβο, είχαν τολμήσει νά ξεπροβά λουν άπό τις τρύπες τους, τσακίστηκαν νά ξαναχωθούν μέσα. Οι γάτες δμως, μόλις πάτησαν στο χώμα, μυρίστηκαν δυνατά τον αέρα καί ώρμησαν σέ διαφορετική μεριά ή κάθε μία. Ό κόσμος άνοιξε γιά νά τις άφήση νά περάσουν, καί τά ούρλιάσματα τής χαράς έγιναν αληθινή θύελλα άπό φωνές καί χει ροκροτήματα δταν, ύστερα άπό λίγο, οί έφτά γάτες, γύρισαν κουβαλώντας κάθε μία στο στόμα της, άπό έναν άρουραιο σκο τωμένο. — Τί θέλεις, γι’ αυτό τό άνεκτίμητο δώρο πού μάς έκα νες, νεαρέ; ρώτησε τό Σάρα ό αρχηγός τού χωριού. Πόσους σκλάβους θέλεις ; — Θέλω έπτά σκλάβους γιά κάθε γάτα, απάντησε δ Σάρα. — Πάρε τους. Έπτά σκλάβοι γιά μια γάτα, δεν είναι κα θόλου ακριβά. "Όταν, είκοσι μέρες αργότερα, ό Σάρα στάθηκε μπροστά στην πατρική του καλύβα, έχοντας πίσω του σαράντα έννέα σκλάβους, οί αδελφοί του παρά λίγο νά πέσουν ξεροί άπό κατάπληξι.
— Λοιπόν; τούς είπε ό Σάρα. Βλέπετε πως μπορεί νά άν~ ταλλάξη κανείς ένα άλογο μέ μια γάτα και νά μή βγή ζημιω μένος ; Τί λέτε τώρα ; — νΑ! έκανε ό Ραμαοΰ. Λέμε δτι ή εξυπνάδα σου καί ή κρίσι σου είναι πιο μεγάλες από τή δική μας. Αυτό είναι βέβαιο. — Σωστά, συμπλήρωσε και ό Ραμακύ. Έσύ είσαι στ’ α λήθεια ό μεγαλύτερος από τούς τρεις. Μέ τούς σκλάβους πού μάς έφερες, γρήγορα θά γίνουμε πλούσιοι. — Χμ! έκανε δ Σάρα. Μην πολύ συνηθίσετε νά βασίζεστε στους σκλάβους και τό ρίξετε στην τεμπελιά. Γιατί σ’ ένα μή να, λογαριάζω νά τούς ανταλλάξω μ’ ένα πεθαμένο. — Θέλει νά μάς άφήση φτωχούς! φώναξε δ Ραμακύ πού πνιγόταν από θυμό. 5'Αν δεν τον έμποδίσης νά κάνη αυτό πού λέει, πατέρα, θά πή πώς τού έχεις μιάν αδικαιολόγητη αδυνα μία, και θά σηκωθούμε νά φύγουμε δ αδελφός μου κι’ εγώ. — Ν’ άφήσετε τό Σάρα νά κάνη δ,τι θέλει, κι* δ Θεός ας τόν βοηθήση, είπε δ πατέρας κα'ι τούς κύτταξε τόσο αυστηρά, πού κατέβασαν τά κεφάλια τους και δεν είπαν λέξι.
ΠΟ την άλλη μέρα ωστόσο, ό Σάρα, μαζί μέ
Α
τούς σκλάβους του, άρχισε νά χτίζη μιά μεγά λη καλύβα γιά νά τούς βάλη νά κοιμούνται μέσα. "Οταν λείωσε την καλύβα, τούς πήγε στο δάσος, καί σέ μερικές μέρες έκοψαν καί κουβάλησαν ξύλα γιά δλο τό χρόνο. Κι’ αφού τέλειωσε κι’ αυτή ή δουλειά, τούς έστειλε στά χωράφια γιά νά σκάψουν καί νά σπείρουν. Τ’ αδέλφια του, βλέποντας τον νά έτοιμάζη τόσες μεγάλες δουλειές, άρχισαν νά πιστεύουν δτι στο τέλος δ Σάρα θά κρα τούσε τούς σκλάβους του. — Μάς είπε πώς θά τούς άνταλλάξη γιά νά μάς πειράξη; έλεγε δ Ραμαού στο Ραμακύ. ’Αλλοιως δέν θά τούς έβαζε νά
χτίσουν αυτή τή μεγάλη καλύβα. Έμεΐς δμως τί καθόμαστε ; *Ας τούς βάλουμε κι’ έμεΐς τούς σκλάβους νά δουλέψουν. Είναι πολύ ωραίο νά έχης νά διατάζης κάποιον ! Και άρχισαν κι’ αυτοί νά δίνουν δουλειά στούς σκλάβους τού Σάρα, έτσι, πού οι φουκαράδες έκεΐνοι, νά έχουν δταν άφηναν τό Σάρα, πού ήταν καλός, νά κάνουν μέ άλλους δύο, πού ήταν αληθινοί τύραννοι. Αυτό κράτησε ένα μήνα σχεδόν. Κι’ ένα μεσημέρι, την ώρα πού οι αδελφοί του κοιμόνταν, ό Σάρα μάζεψε τούς σκλάβους του και ξεκίνησε πηγαίνοντας κατά τον Βορρά, σέ μιά χώ ρα, πού δ βασιλιάς της, δ Μαχάν Ούλέ, είχε πεθάνει. Ό Σά ρα είχε μάθει πώς δ βασιλιάς ήταν άρρωστος, από έναν έμπο ρο πού πήγαινε από χωριό σέ χωριό, καί έπειδή είχε αποφα σίσει νά άνταλλάξη τούς σκλάβους του μέ ένα πεθαμένο, ήθελε νά φθάση γρήγορα, για νά πάρη τον πεθαμένο τού βασιλιά, δίνοντας στούς συγγενείς του τούς σκλάβους του. Ό γέρος βασιλιάς, δέν είχε παιδιά, καί δταν πέθανε, βα σιλιάς έγινε ένας έξάδελφός του, ένας άνθρωπος πολύ άπλη στος και κακός. Μόλις λοιπόν δ καινούργιος βασιλιάς άκουσε τό Σάρα νά τού προτείνη νά τού δώση τον πεθαμένο βασιλιά και νά πάρη τούς σαρανταεννέα σκλάβους, έτριψε τά χέρια του μέ χαρά. — Δέχομαι! Δέχομαι! φώναξε. Τί χρησιμεύει ένας πεθαμέ νος; Λοιπόν, νεαρέ μου, πάρε δποτε θέλεις τό πτώμα. Κι’ δ νέος βασιλιάς έστειλε τούς σκλάβους στα χωράφια του και δ ίδιος κάθησε έξω από τή βασιλική καλύβα περίερ γος νά δ ή τί θά τό έκανε τό πτώμα τού πεθαμένου βασιλιά δ Σάρα. Ό Σάρα, στο μεταξύ, κουβάλησε τον πεθαμένο στήν πλα τεία τού χωριού, έδεσε τά χέρια του μέ μιά βαρεία αλυσίδα, κι’ ύστερα άρχισε νά γυρίζη γύρα) από τό φέρετρο καί νά φωνάζη μ’ δλη του τή δύναμι : — Ελάτε νά δήγε τόν Μαχάν Ούλέ, τό βασιλιά σας, πού
Η ΤΥΧΕΡΗ ΒΕΛΟΝΑ
33
ήταν περισσότερο πατέρας σας καί λιγώτερο αφέντης. Ελάτε νά δήτε πώς τον μεταχειρίστηκε ό διάδοχός του. Τον πούλησε, πεθαμένον, σαν νά ήταν ό χειρότερος σκλάβος, σ’ ένα ξένο ! Δεν υπάρχει εδώ πέρα κανένας πού νά θυμάται τις καλωσύνες τού Μαχάν Ούλέ ; Ό μακαρίτης ό βασιλιάς, δεν ήταν, όταν ζούσε καί τόσο καλός, όσο ήθελε ό Σάρα νά τον παραστήση, αλλά όταν πεθαίνη κανείς, όλοι θυμούνται μονάχα τις καλωσύνες του καί ξε χνούν τις κακίες του. Γι’ αυτό καί τά λόγια, πού έλεγε όσο πιο συγκινητικά μπορούσε, δεν άργησαν νά φέρουν τό αποτέ λεσμά τους. Ό κόσμος μαζεύτηκε γύρω από τό φέρετρο τού πεθαμένου βασιλιά καί φωνές γεμάτες άγανάκτησι καί θυμό ακούστηκαν από όλες τις μεριές. — Πρέπει νά τιμωρήσουμε αυτόν πού δεν σεβάστηκε τον πατέρα μας! φώναζαν. —Και νά τον ρίξουμε από τον θρόνο, όπου δεν είναι άξιος νά κάθεται εκεί, φώναξε ένας άλλος. — Πρέπει νά αναγκάσουμε τον τύραννο, νά σεβαστή τον άγιο Μαχάν Ούλέ ! είπε ένας τρίτος. — Σκοτώστε τον! Σκοτώστε τον! Στο μεταξύ ό νέος βασιλιάς, πού κάνοντας εκείνη την πα ράξενη ανταλλαγή μέ τον Σάρα, δεν φανταζόταν πώς ό κου τός, όπως τού φάνηκε, εκείνος νεαρός, θά καθόταν νά πή σέ δλον τον κόσμο ότι ό βασιλιάς είχε πουλήσει τό πτώμα τού μαμαρίτη, έγινε κατάχλομος από τό φόβο του, όταν ακούσε τις άγριες φωνές τού κόσμου πού έρχόταν από την πλατεία τού χωριού. Μπήκε βιαστικά στο παλάτι του καί φώναξε τούς στρατιώτες καί τούς αύλικούς του. Αλλά κανένας δεν τού α πάντησε, επειδή κι’ έκεΐνοι είχαν ακούσει τις φωνές καί τό εί χαν σκάσει. Ό βασιλιάς δίστασε γιά μιά στιγμή, μετά μάζε ψε ό,τι πώ πολύτιμο βρήκε καί πηδώντας στο πιό γρήγορο ά λογό του, ώρμησε σάν σίφουνας καί χάθηκε στο δάσος. "Έτσι, όταν ό κόσμος έσπασε την πόρτα, δέν τον βρήκαν
Η ΤΥΧΕΡΗ
Μ
ΒΕΛΟΝΑ
πουθενά καί δ Σάρα χάρηκε πολύ. — Ό δειλός! Τό έσκασε!. Βλέπετε τί βασιλιά είχατε; Νά μην τον άφήσετε νά ξαναπατήση ποτέ τό πόδι του στη χώρα ! Πριν απ’ δλα όμως πρέπει νά κάνουμε την κηδεία του καημέ νου του Μαχάν Ούλέ, δπως του αξίζει ! Κι’ αμέσως, άρχισε νά δίνη διαταγές μέ τόσο επιβλητικό ΰφος, πού κανένας δεν σκέφθηκε νά παρακούση. Ή κηδεία έγίνε πραγματικά μέ μεγαλοπρέπεια» Ό Σάρα φρόντισε νά κράτηση τρεις ολόκληρες μέρες. — Ζήτα) ό Σάρα, ό καινούργιος βασιλιάς μας! φώναξαν οι κάτοικοι δταν τελείωσε ή κηδεία. — Σάς ευχαριστώ, φίλοι μου, πού διαλέξατε εμένα, έναν ξένο, νά γίνω βασιλιάς σας, τούς απάντησε δ Σάρα, αλλά εΐμαι ακόμα πολύ νέος. Θά σάς φέρω λοιπόν τον πατέρα μου, γιατί έκεΐνος έχει την πείρα πού μου λείπει εμένα. 'Όλοι χειροκρότησαν τη φρόνιμη άπόφασι του Σάρα και κάλεσαν τον πατέρα του. Οί αδελφοί του, δταν τά έμαθαν έπε σαν άρρωστοι από τή ζήλεια τους. Ό Σάρα δμως, σάν καλός αδελφός, τούς έστειλε σκλάβους, αγελάδες και βόδια. Ό πατέρας τού Σάρα βασίλεψε πολλά χρόνια, πάντα αγα πημένος από τό λαό του καί δταν, πολύ γέρος πια, παρέδωσε την εξουσία στο γυιό του, τού είπε χαμογελώντας : — Νά λοιπόν, παιδί μου, πού στ’ αλήθεια ή βελόνα πού είχες βρή, σού έδωσε ένα βασίλειο ! ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΙ ΑΕ Κ»ΚΑ 22
(£πτόγβιον) — ΑΘΗΝΑ»
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑΣ, ΟΙΚΟΝ. Δ)Σ!Σ: Γ. ΓΕΩΡΓ!ΑΔΗΣ
Άίπτόδοαις: Μ. Κανσήζ ΤΕΥΧΟΙ 2
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. 2
ΟΧΟΥ! ! εΤήΜΑΓΑ
πγτει τιε Αηη/ντΗεβ/ε ΤΤ€€ Η ΤΟ 6ΆΤ^ . .
/V
/
ΠήΡΩάδ/ΓΜήΤΟΙ Μη
βγτοε ο ήΝΘΡονοε >//οχ &ηεη£/ε εχει Λ ( ΠΡΩΙΑ Η ΟΧ!
V-----
ΤΟ /9ΑΩΟ ··· ·
\ΠΑ Ρ Α Μ Υ Θ I 10 'Β«(6(?(5ς ?*$
τΗταν λεβέντης καί κάλπαζε σάν τόν άνε μο, καβάλλα στό περήφανο άλογό του !
*€ ΒοσιΑιας τής Μαύρης Ερήμου
Τό 'ΐοεφ'άιλ,ι του ητοιν κ,εφάλι γΐοίίδάι.ο:θυ· !
ΑΒΑΛΛΑ στο κατάμαυρο αλογό του, μέ τό κυ νηγετικό του γεράκι γαντζωμένο στον ώμο του ό μοναχογυιός του βασιλιά του μακρυνου Κρόναχ, κάλπαζε ένα πρωί στον απέραντο κάμπο τραβώντας πέρα προς τό Μαγεμέ νο Δάσος. Ήταν νέος, όμορφος καί καλόκαρδος ό μοναχογυιός του βασιλιά. Άλλα καί στην παλληκαριά καί τό πείσμα δεν είχε τό ταίρι του. "Άδικα ή κακομοίρα ή μητέρα του τον είχε παρακαλέσει νά μή ζυγώση ποτέ στο Μαγεμένο Δάσος. Κανένας, άλ λωστε, δεν τολμούσε νά πλησιάση εκεί. Κάτω από τά σκοτεινά του φυλλώματα τριγυρνουσαν τερατόμορφα στοιχειά, καί στα κρυφά του ξέφωτα νεράιδες καί ξωθιές έστηναν τούς χορούς
4
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΉιΙ ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
τους. 'Όσο ήταν μέρα δ κίνδυνος δεν ήταν τόσο μεγάλος. Άλ λα, μόλις ό χρυσός ήλιος κρυβόταν πίσω από τά μακρυνά βου νά, αλλοίμονο σ’ οποίον βρισκόταν ξεχασμένος στο Μαγεμένο Δάσος. Δεν τον ξανάβλεπαν πια ανθρώπου μάτια: Πολλές ήταν οι φορές, πού στρατοκόποι από τά ξένα μην έχοντας ακουστά για τά στοιχειά και τις νεράιδες, νυχτώθη καν στο δάσος, προσπαθώντας νά κόψουν δρόμο. Άλλα ποτέ δεν ακούστηκε νά σώθηκε κανένας απ’ αυτούς: "Όλ’ αυτά, τά είχε πή ή βασίλισσα στον αγαπημένο της μοναχογυιό. Εκείνος όμως ήταν αγύριστο κεφάλι καί δέν φο βόταν τίποτα. Αγαπούσε το κυνήγι μέ πάθος καί σκέφτηκε πώς, αφού δέν πατούσε ποτέ κανένας στο Μαγεμένο Δάσος, χαρά στον κυνηγό πού θά πήγαινε εκεί νά κυνηγήση. Κι’ δσο για τά στοιχειά, άς έρχονταν νά τού κλείσουν το δρόμο. Είχε τό γερό του τόξο καί τά βέλη του πού δέν λάθευαν ποτέ στο στόχο τους. Ή μέρο: είχε προχωρήσει αρκετά όταν έφτασε στά πρώτα δέντρα τού δάσους, κάτι γέρικες βελανιδιές πού άπλωναν τά χοντρά κλαδιά τους, σάν φύλακες, πού μέ τεντωμένα χέρια α παγόρευαν την είσοδο, κι’ έρριχναν παχειό: σκιά στο πυκνό στρώμα από ξερά φύλλα πού σκέπαζε τό χώμα σάν μαλακό χαλί. Τό βασιλόπουλο άφησε τά χαλινάρια στον λαιμό τού α λόγου που, έξυπνο ζώο καθώς ήταν, κατάλαβε τί ήθελε ό α φέντης του κι’ έκοψε τό βήμα του, πηγαίνοντας τώρα σιγά - σι γά, ενώ εκείνος κύτταζε γύρο) του μέ περιέργεια. Καθώς δμως ήταν έτσι άφηρημένος, τό άλογο έκανε ένα απότομο πήδημα στο πλάϊ, πού παρά λίγο θά τον έρριχνε χά μω, άν δέν ήταν τόσο περίφημος καβαλλάρης. Κατάφερε, δχι δίχως κόπο, νά κρατηθή στην σέλα, κι’ έσκυψε νά δή τί ήταν εκείνο πού είχε τόσο πολύ τρομάξει τό άλογό του. Κύτταξε μια στιγμή, κι’ αμέσως έβαλε τά γέλια. Γιατί εκεί μπροστά, καθισμένο χάμω, δίπλα σ’ ένα φουντωτό θάμνο, είδε τον πιο άσχημο καί κοκκαλιάρη γέρο πού μπορούσε κανείς νά φαντα-
0 ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
5
σθή. Κάτοο από τό ξερό κιχρινισμένο δέρμα του, έβλεπες δλα του τά κόκκαλα. Και τά γένια του ήταν τόσο μακρυά, πού σέρνονταν στο χώμα και μπερδεύονταν στα φρύγανα και στα ξερά φύλλα. Μια λάμψι θυμού πέρασε από τά βαθουλωμένα του μάτια, στα γέλια τού βασιλόπουλου. — Γιατί γελάς, γυιέ τού βασιλιά; ρώτησε μέ στριγγιά φοτνή. — Είσαι... τόσα... αστείος..., απάντησε τό βασιλόπουλο μή μπορώντας νά μιλήση καλά - καλά από τά γέλια. Ό γέρος έγινε έξω φρενών. - — Καλά λοιπόν, φώναξε. Θά μετανοιώσης για την αύθάδειά σου. αλλά θά είναι αργά. Την ΐδια στιγμή, ό μοναχογυιός τού βασιλιά ένοιωσε μιαν ανυπόφορη φαγούρα στο κεφάλι του. Και σηκώνοντας τό χέρι του για νά ξηστή, έπιασε ένα σκληρό τρίχωμα καί δυο μεγά λα όρθια αυτιά! — Πήγαινε νά κυτταχτής σ’ εκείνο τό ρυάκι, τού είπε ό γέρος, γελώντας μέ τό ξεδοντιασμένο του στόμα. Κι’ άν σού κάνη όρεξη γέλα δσο θέλεις μέ τά μούτρα σου. 3/Αφωνο από κατάπληξι καί φόβο, τό βασιλόπουλο ξεπέζε ψε καί έτρεξε νά κυτταχτή στά καθαρά νερά τού ρυακιού. Έρριξε μια ματιά καί ένοιωσε νά γεμίζη ή ψυχή του από απελ πισία. Γιατί, καθώς έσκυψε, μέσα στά κρυστάλλινα, ήσυχα νε ρά είχε καθρεφτιστή τό πελώριο κεφάλι ενός γαϊδάρου! Την Ϊδια στιγμή ξανάκουσε τήν στριγγή φωνή τού απαί σιου γέρου. — Τώρα σ’ αφήνω, τού φώναξε. νΑν μέσα σ’ ένα χρόνο καί μια μέρα καταφέρης νά άνακαλύψης τό παλάτι τού βασι λιά τής Μαύρης Ερήμου πού είναι άρχοντας τών στοιχείων, θά ξαναπάρης τήν ανθρώπινη μορφή σου. Διαφορετικά, θά μείνης έτσι γιά δλη σου τή ζωή! Καί μ’ αυτά τά λόγια, ό φοβερός ζαρωμένος γέρος χάθηκε. Τό βασιλόπουλο έμεινε στήν ϊδια θέσι όλόκληρες ώρες, κλαίγοντας τή μοίρα του. Καί μόνο σαν άρχισε νά γέρνη ό
6
Ο ΒΑΣΙΛΙΑ 1 ΤΗΪ ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
ήλιος κατά τή Δύσι πήρε τό δρόμο για τό παλάτι του. Έ φτασε εκεί πολύ αργά και ανέβηκε στο δωμάτιό του χωρίς νά τον πάρη εΐδησι κανένας. Κάθησε τότε κι’ έγραψε ένα γράμμα γιά τον πατέρα του τό βασιλιά και τήν μητέρα του τή βασίλισσα, λέγοντας τους πέος έπρεπε νά τον συγχωρέσουν καί πώς τον είχε βρή μιά μεγάλη συμφορά. "Άν, έλεγε, δεν γυρίσω μέσα σ’ ένα χρόνο και μιά μέρα, νά μέ κλάψετε γιατί θά έχω χαθή. Διαφορετικά, θά σάς διηγηθώ μόνος μου τις περιπέτειες μου. "Έπεσε ύστερα νά κοιμηθή, αλλά ξύπνησε πολύ πρωί, χω ρίς πάλι νά τον πάρη κανένας εΐδησι, κατέβηκε στούς σταύλους, πήρε τό άλογό του, ζώστηκε τό σπαθί του, πήρε τό τό ξο του καί τό κοντάρι του κι’ έφυγε. Πού πήγαινε; Ούτε κι’ ό ίδιος ήξερε. "Ήθελε όμως νά φύγη από τό βασίλειό του πρώ τα, γιά νά μην τον δή μάτι ανθρώπου δπο^ς είχε γίνει. Καβάλλα στο πιστό του άλογο, ταξίδεψε δλη μέρα καί τό βράδυ έπεσε νά κοιμηθή νηστικός σέ μιάν άκροδασιά, ψόφιος από τήν κούραση. Στον ύπνο του είδε πώς ό πατέρας του ό βασιλιάς κι’ ή μητέρα του ή βασίλισσα κλαίγανε πικρά πού τον είχαν χάσει, καί μέσα στον ύπνο του έκλαιγε κι’ αυτός δλη νύχτα. Τό πρωΐ, τύν ξύπνησε ύ ήλιος. Καί, καθέος άνακάθησε καί έτριβε τά μάτια του, ακούει ξαφνικά ένα δυνατό φτερούγισμα πάνω από τό κεφάλι του καί βλέπει νέχ κατεβαίνη από τον ουρα νό ένας πελώριος αετός πού ήρθε καί στάθηκε μπροστά του. — Μέ θυμάσαι, γυιέ τού βασιλιά; τού εΐπε ό αετός. Έγώ είμαι εκείνο τό μικρό άετοπούλι πού είχες πιάσει πριν δυο χρό νια καθώς κυνηγούσες στο βουνό. Θυμάσαι; Είχα σπάσει τή φτεοούγα μου καί δεν μπορούσα νά πετάξω. Κι’ εσύ μέ πυ ρές καί μέ ανέβασες στή φωλιά μου ψηλά στο γκρεμό. Τό κα λό πού μού έκανες, δέν τό ξέχασα. Τι μπορώ νά κάνω γιά νά σέ βοηθήσω; Σέ άκουγα δλη τή νύχτα πού έκλαιγες. Τό βασιλόπουλο, τότε χάρηκε πού είχε ένα τόσο πιστό φί
Ο ΒΑΪΙΛ1Α1 ΤΗί. ΜΑΥΡΗΪ ΕΡΗΜΟΥ
ί
λο και του διηγήθηκε τά βάσανά του. Ό αετός, συλλογίστηκε λίγο κι/ υστέρα είπε: Έγώ, δεν ξέρω να σου πώ που βρίσκεται το παλάτι του βασιλιά της Μαύρης Ερήμου. Άλλα μπορώ νά σέ πάω στον πατέρα μου πού είναι βασιλιάς των πουλιών. Αυτός σίγουρα θά ξέρη νά σε όδηγήση.' Κάθησε λοιπόν κάτω ό αετός καί τό βασιλόπουλο πήδησε στη ράχη του καί δέθηκε από τό λαιμό του μέ τή μακρυά του ζώνη. 'Ύστερα ό αετός επιασε απαλά - απαλά τό άλογο τού βασιλόπουλου μέ τά νύχια του, καί μ’ ένα τίναγμα τών φτερών του βρέθηκε πάνω από τά σύννεφα, κουβαλώντας τό βασιλό πουλο καί τό άλογό του μέ δση ευκολία θά κουβαλούσαμε έΛ μ εις ένα γατάκι. Π έταξαν στην αρχή πάνω από βουνά καί πεδιάδες, ποτά* μια καί λίμνες κι’ ύστερα πέρασαν μιά θάλασσα, πού φαινόταν πώς δεν είχε τελειωμό. Κατά τό βραδάκι, έφτασαν σ’ ένα κρυ στάλλινο βουνό πού στην κορυφή του ήταν χτισμένο ένα μεγά λο παλάτι. — Έδώ είναι τό παλάτι τού πατέρα μου, είπε ό αετός στό βασιλόπουλο. Νά δής πού θά σέ βοηθήση. Ό βασιλιάς τών πουλιών καλοδέχτηκε τό βασιλόπουλο* χω ρίς νά δείξη πώς έβλεπε τό γαϊδουρινό του κεφάλι. -— Καλώς ήρθες στό παλάτι μου, γυιέ τού βασιλιά τού Κρύναχ, τού είπε. Ό πατέρας σου είναι καλός καί άξιος βασι λιάς καί φίλος μου. Τί μπορώ νά κάνω για σένα; Τό βασιλόπουλο τότε τού εξήγησε πώς έπρεπε νά βρή τό παλάτι τού βασιλιά τής Μαύρης Έρημου γιά νά μπόρεση νά ξαναπάρη την ανθρώπινη μορφή του. — Έγώ δέν ξέρω νά σου πώ πού βρίσκεται αυτό πού ζη τάς, τού είπε ό βασιλιάς. Θά φωνάξω δμως δλα τά πουλιά καί θά τά ρωτήσω. Κάποιο θά ξέρη. "Έτσι την άλλη μέρα, στη μεγάλη αυλή τού παλατιού καί γύρω στην κορυφή καί στις πλαγιές τού κρυστάλλινου βουνού
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗ ί ΒΡΗΜ0Ϋ
μαζεύτηκαν δλα τά πουλιά. Κι’ αφού μαζεύτηκαν ό βασιλιάς τους τά ρώτησε αν ξέρανε πού ήταν τό παλάτι τού βασιλιά τής Μαύρης Έρημου. Κανένα δεν ήξερε. Κυττάξονταν δλα σ νοχωρημένα, κα'ι τό βασιλόπουλο κύτταξε λυπημένα τό φίλο του τον αετό, επειδή έβλεπε πώς ήταν καταδικασμένος νά μζ' νη δπως ήταν σ’ δλη του τή ζωή δταν, έφτασε στο συνέδριο κι5 ό γέρο - κόρακας, πού επειδή ήταν γέρος δεν μπορούσε νά πετάξη τόσο γρήγορα καί είχε αργήσει. -—- Κρά - κρά, έκανε. Τί συμβαίνει εδώ πέρα; Τί μάς θέ λεις, βασιλιά μας; Τού είπαν. Καί φαντασθήτε τί χαρά τού βασιλόπουλου δ ταν ακούσε τό γέρο - κόρακα νά λέη: —- Κρά, καί βέβαια ξέρω. Κρά, αφού στη Μαύρη Έρημο είναι τό σπίτι μου. — II ές μας λοιπόν, είπε ό βασιλιάς. — Π ού ακριβώς είναι τό παλάτι τού στριμμένου τού κα· κόγερου δεν ξέρω, είπε τότε ό Κόρακας. Γιατί είναι σκαμμένο μέσα σ’ έηα βουνό. Αλλά έχω δή καί τον ίδιο τον άρχοντα των στοιχειών νά πηγαιοέρχεται στο βουνό καί τις κόρες του. Θά σού πώ λοιπόν βασιλόπουλό μου πώς θά βρής τό παλάτι. Θά φύγουμε μαζί κι’ εγώ θά σέ ώδηγήσω στή Μαύρη "Έρημο, καί θά σέ πάω σέ μιά λίμνη δπου πάνε κάθε μέρα καί κάνοι μπάνιο οί κόρες τού βασιλιά. Θά κρυφτής στά δέντρα καί θά περιμένης. Κοντά στο μεσημέρι, θά δής νά έρχονται τρεις κύκνοι. Μόλις φτάσουν στή λίμνη, θά βγάλουν τά φτερά τους καί θά γίνουν τρεις όμορφες κοπέλλες πού μοιάζουν πολύ με ταξύ τους. Αλλά οί δύο είναι κακές καί στριμμένες σάν τον πατέρα τους. Ή τρίτη είναι πολύ καλή. Θά κυττάξης λοιπόν εσύ πού θά άφήση τά φτερά της αυτή πού θά έχη δεμένο στο λαιμό της ένα πράσινο μαντήλι, γιατί αυτή είναι ή καλή, καί την ώρα πού θά είναι δλες τους μέσα στο νερό, θά πάρης τά φτερά της καί θά τά κρύψης. "Όταν βγούνε ή μικρή δεν θά §ρή τά φτερά της καί θά βάλη τά κλάματα, επειδή δέν θά
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
9
μπορή νά γυρίση σπίτι της. Τότε εσύ θά φανερωθής καί θά τής πής νά τής όώσης τά φτερά της, αλλά νά σέ ώδηγήση στο παλάτι τού πατέρα της. Κι’ έτσι θά βρής αυτό πού γυρεύεις. Τό βασιλόπουλο χάρηκε καί μόνο πού δέ φίλησε τό γέρο κόρακα, κι’ δλα τά πουλιά τον χειροκρότησαν. Αμέσως ύστε ρα, τό βασιλόπουλο ανέβηκε στο άλογό του, άποχαιρέτησε τούς φίλους του καί ξεκίνησαν. Μπροστά ό γέρο - κόρακας πίσω τό βασιλόπουλο, έκαναν εκείνη την ήμερα πολύ δρόμο. Ξεκουράστηκαν τό βράδυ, καί κατά τό μεσημέρι τής άλλης μέ ρας, φτάσανε στη λίμνη τής Μαύρης Έρημου. Έγώ τώρα σ’ αφήνω, είπε δ γέρο - κόρακας. Κάνε ό πως σου εΐπα καί μην ξεχνάς: Εκείνη με τό πράσινο μαντήλι.
Ο ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ τον ευχαρίστησε, άφη σε τό άλογό του νά βόσκηση καί κρύφτηκε στα δέντρα δίπλα στη λίμνη. Πάνω στην ώρα, ακούει φτερουγίσματα καί βλέπει τρεις κάτασπρους κύκνους νά κατεβαίνουν στην άκρολιμνιά. Κάνουνε μια έτσι, βγάζουν τά (^τερά τους, καί νά σου τρεις όμορφες ολόιδιες κοπέλλες. Ή μια φορούσε πράσινο, ή άλλη κόκκινο κι' ή άλλη κίτρινο μαντήλι στο λαιμό τους, γιατί μονάχα έτσι τις ξεχώριζε δ πατέρας τους. Αφήνουνε, λοιπόν, τά φτερά τους στην άμμο καί πέφτουν στο νερό. Κάνει καί τό βασιλόπουλο μέ τρόπο, καί καταφέρνει καί παίρνει τά φτερά τής βασιλοπούλας μέ τό πράσινο μαντήλι χωρίς νά τον καταλάβουν. Πέρασε ή ώρα, έπαιξαν καλά - καλά οί κοπέλλες καί ήρθε ή ώρα νά γυρίσουν σπίτι τους. Βγαίνουν λοιπών από τό νερό, μπαίνει ή πρώτη καί ή δεύτερη στα φτερά της άλλα ή μικρή, τίποτα. Μπρε εδώ τά φτερά, μπρε εκεί τά φτερά, πουθενά φτερά. Έβαλε τότε τά κλάματα. Οι άλλες δυό, πού δεν τή χώ νευαν επειδή ήταν καλή, την παρατάνε τότε καί φεύγουνε. Κι'
10
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
άπόμεινε μονάχη εκείνη ή κακομοίρα νά ψάχνη γιά τά φτερά. Στο τέλος κουρασμένη άπό τά κλάματα καί τό ψάξιμο λέει φωναχτά: — ’Άς βρισκότανε κάποιος νά μου φέρη τά φτερά μου, καί θά του έκανα ο,τι μου ζητούσε. Αμέσως τό βασιλόπουλο βγαίνει άπό τήν κρυψώνα του μέ τά φτερά στο χέρι. — Νά τά φτερά σου βασιλοπούλα μου, τής λέει. Μονάχα, θέλω νά μου κάνης κι’ εσύ μιά χάρι. — 'Ό,τι θέλεις, του λέει ή βασιλοπούλα. — Θέλω νά μέ πας στο παλάτι τού πατέρα σου. — Είναι βαρύ αυτό πού μου ζητάς, τού είπε τότε ή βασι λοπούλα. Άλλα αφού σου γο ύποσχέθηκα, θά σέ πάω. Μονάχα σέ ορκίζω νά μην πής τού πατέρα μου ποιος σέ ώδήγησε. Πές του πώς είσαι σπουδαίος μάγος κι’ εγώ έννοια σου. Σ’ δ,τι χρειαστής θά σέ βοηθήσω. -— Σύμφωνοι, είπε τό βασιλόπουλο. Μπήκε πάλι τότε στά φτερά της ή βασιλοπούλα καί τού είπε ν’ άνέβη στη ράχη της καί νά κρατηθή καλά. Ανέβηκε τό βασιλόπουλο στον άσπρο κύκνο καί νά το πάλι στον αέρα. Ηετοΰσαν, πετούσαν ώρες. Τήν ώρα πού πήγαινε νά δύση ό ήλιος, ό κύκνος κατέβηκε στη γή, μπροστά σ’ ένα μεγάλο βουνό. — Βλέπεις εκείνη τή χαράδρα; είπε στο βασιλόπουλο. Ε κεί μέσα είναι τό παλάτι τού πατέρα μου. Καλή τύχη, καί μή φοβάσαι. 'Ό,τι καί νά γίνη, εγώ θά είμαι κοντά σου. Καί μ’ αυτά τά λόγια έφυγε. Τό βασιλόπουλο προχώρησε, μπήκε στή χαράδρα καί στο βάθος της άντίκρυσε ένα θαυμάσιο παλάτι άπό μαύρο δια μάντι. Πέρασε άπό σκάλες καί διαδρόμους κι’ έφτασε τέλος σέ ένα πελώριο δωμάτιο. Κι’ εκεί, καθισμένο πάνω σέ χρυσό θρόνο, είδε τον άσκημο καί κακό γέρο βασιλιά.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
11
Ό γέρος, όταν τον είδε μάνιασε από τό κακό του. — Βλέπω πώς μπόρεσες νά βρής τό παλάτι μου, του είπε γελώντας κοροϊδευτικά μέ τό ξεδοντιασμένο στόμα του. Πώς τά κατάφερες, γαϊδουρομούρη; — Πολύ εύκολο, άποκρίθηκε τό βασιλόπουλά. Σήμερα τό πρωί, την (υρα πού ξύπνησα, είδα ένα ουράνιο τόξο. Ανέβη κε* λοιπόν ώς την κορυφή του κί από κεΐ, άφέθηκα νά γλυστρήσω ώς την πόρτα τού παλατιού σου. — Μπράβο. Καλά τά κατάφερες. — "Αμ αυτό δεν είναι τίποτα, είπε τό βασιλόπουλο. Μπο ρώ νά κάνω κί άλλα πράγματα πολύ πιο δύσκολα. — Τόσο τό κα?ότερο γιά σένα. Γιατί έχεις τώρα νά κά νης τρεις δουλειές ακόμα. "Αν τά καταφέρης και σ’ αυτές, όχι μόνο θά ξαναπάρης την ανθρώπινη μορφή σου, αλλά καί θά σου δώσω τη μικρή μου κόρη γιά γυναίκα. "Αν δμως δεν μπό ρεσης, τότε όχι μόνο δεν θά ξαναγίνης άνθρωπος, αλλά θά χάσης καί τή ζωή σου. Τό βασιλόπουλο δεν έδειξε τό φόβο του. — Γιά ν’ ακούσουμε, είπε. — Έδώ πέρα, δεν τρώμε καί δεν πίνουμε, παρά μια μο νάχα φορά την εβδομάδα. Επειδή, λοιπόν φάγαμε σήμερα τό πρωΐ, δεν θά ξαναφάμε πριν νά πέραση μιά εβδομάδα. — Αυτό δεν μέ πειράζει. Μπορώ νά μείνω νηστικός ένα μήνα, είπε τό βασιλόπουλο. — Μπράβο. Καί μπορείς νά μείνης άγρυπνος άλλο τόσο; — Τό πιο εύκολο πράγμα τού κόσμου. — "Ελα τότε νά σού δείξω τό κρεββάτι σου. Τον ώδήγησε σ’ ένα δέντρο. — Θά κοιμηθής πάνω στο δέντρο τού είπε. Καί τό πρωί, μέ την ανατολή τού ήλιου νά είσαι έτοιμος. Τί νά κάνη τά βασιλόπουλο; Ανέβηκε στο δέντρο καί κάθησε σέ μιά διχάλα. ’Αλλά πού νά κοιμηθη: "Αν έκανε πώς τον έπαιρνε ό ύπνος, θά έπεφτε νά τσακιστή.
Μ
0 βΑΪΙΑΙΛί ΤΗΪ ΜΑΥΡΗ* Ε^ΗΜώΥ
Μόλις, ωστόσο κοιμήθηκε ό γέρος, ή μικρή κόρη πήγε και βρήκε τό βασιλόπουλο καί τό πήγε σ’ ένα οόραΐο δωμάτιο μ ενα μαλακό κρε β βάτι. — Κοιμήσου, του είπε, νά ξεκουραστής. Και τό πρωί, θά σέ ξυπνήσω. Τό βασιλόπουλο, κουρασμένο όπως ήταν, κοιμήθηκε σαν μολύβι. Και τό πρωί, ή φίλη του τον πήρε πάλι καί τον πήγε στο δέντρο. Μόλις λάλησε ό πετεινός, ό γέρος βγήκε από το παλάτι. -— "Ελα, είπε στο βασιλόπουλο. Θά σου δείξω τι θά κάνης σήμερα. Τον παίρνει λοιπόν, και τον πηγαίνει σέ ενα παλιό πύργο πού ήταν χτισμένος στην όχθη μιας μαύρης λίμνης. — Θά γκρεμίσης τον πύργο καί θά ρίξης δλες τις πέτρες μέσα στη λίμνη, πρίν νά δύση ό ήλιος, τού είπε. Μόλις έφυγε ό γέρος τό βασιλόπουλο επιασε νά γκρεμίση τον πύργο, αλλά πού: Ούτε μιά πετρούλα δεν μπορούσε νά κουνήση. Γιατί με τά χρόνια, δλες οι πέτρες είχαν γίνει ένα. Π άνω στην ώρα πού πήγαινε νά τον πιάση απελπισία, νάσου ή μικρή κόρη τού γέρου. — Μη στενοχωριέσαι, τού είπε. "Έλα νά φας πρώτα, κι’ ύστερα θά σέ βοηθήσω καί θά τελειώσουμε τή δουλειά μαζί. Κάθησε τό βασιλόπουλο, έφαγε καλά αυτά πού τού είχε φέρει ή φίλη του κι’ ύστερα, άγγιξε εκείνη τούς γέρικους τοί χους μέ ένα χρυσό ραβδάκι πού είχε, καί μπρρ: παρ' τον κάτω τον πύργο. Πιάσανε ύστερα κι’ οι δυο, καί μέχρι τό με σημέρι, είχαν ρίξει δλες τις πέτρες μέσα στη λίμνη. Την ώρα πού έδυε ό ήλιος, νά σου κι’ ό γέρος. — "Ωστε κι’ αυτό τό κατάφερες!, είπε θυμωμένος αλλά καί μέ κάποιο θαυμασμό. —- Καί βέβαια, άποκρίθηκε τό βασιλόπουλο. — 'Ωραία, λοιπόν.· Τότε για αύ'ριο, θά βγάλης από τή λί μνη δλες τις πέτρες πού έρριξες καί θά μου ξσναφτιάξης τον
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ βΡΗΜΟΥ
1«
πύργο όπως ήταν. Πήγαινε τώρα νά κοιμηθής στο δέντρο $ον. Τον ώδήγησε στο δέντρο, και του είπε πώς θά έρχόταν νά τον πάρη την άλλη μέρα με την ανατολή του ήλιου. Μόλις κοιμήθηκε ό γέρος, ή μικρή του κόρη πήγε πάλι, και. έβαλε τό βασιλόπουλο νά κοιμηθή. Μέ τό πρώτο λάλημα του πετεινού, ό γέρος βγήκε από τό παλάτι καί χαμογέλασε, βλέποντας τό βασιλόπουλο πάνω στο δέντρο. — Θά πάρης τις πέτρες από τή λίμνη, του είπε, καί θά ξαναχτίσης τον πύργο! Τό βασιλόπουλο κατέβηκε από τό δέντρο καί πήρε τό δρό μο για τή λίμνη. Φτάνοντας εκεί, κάθησε σ’ ένα βράχο καί κύτταζε τά μαύρα νερά μή ξέροντας τί νά κάνη. Πάνω στήν ώρα, έρχεται κι’ ή Ροδούλα —αυτό ήταν τό όνομα τής μικρής κύρης τού γέρου βασιλιά των στοιχειών. — Γιατί στενοχωρημένος πάλι; τον ρώτησε. Τό βασιλόπουλο τής εξήγησε. — Μή σέ νοιάζη, τού είπε ή Ροδούλα. Φάε πρώτα, κι’ ύ στερα θά σέ βοηθήσο.) νά τελειώσουμε τή δουλειά μαζί. Τό βασιλόπουλο έφαγε καλά - καλά, ήπιε καί τό κρασί πού τού είχε φέρει ή Ροδούλα κι’ ύστερα, εκείνη άγγιξε τά μαύρα νερά μέ τό χρυσό μαγικό της ραβδί κι’ από μέσα βγήκαν όλες οί πέτρες τού πύργου χωρίς νά λείπη ούτε μία. Πιάσανε ύ στερα κι’ οί δυο τους, καί ιός τό απόγευμα είχαν ξαναχτίσει τον παλιό πύργο. "Όταν, μέ τό ήλιοβασί?ομα ήρθε ό γέρος καί είδε τον πύρ γο στή θέσι του, δέν τού έμεινε καμμιά διάθεσι γιά κοροϊδεΐες. — Μωρέ αυτός είναι μεγαλύτερος μάγος από μένα!, συλ λογίστηκε. Τό άλλο πρωί, τό βασιλόπουλο, άφού είχε κοιμηθή ώραΐαώραια στο μαλακό του κρεββάτι, ακολούθησε τό γέρο γιά νά άκούση ποιά θά ήταν ή τρίτη καί τελευταία δουλειά πού θά τον έβαζε νά κάνη.
14
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ .ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
Βγήκανε από τον κήπο του παλατιού και περπατώντας φτάσανε σ’ ένα μέρος δπου από το βράχο του βουνοΰ άνάβλυζε μια μεγάλη πηγή. —· Ή τρύπα τής πηγής έχει πλάτος εφτά μέτρα, και βά θος εκατό, είπε δ γέρος. Στον βυθό της, βρίσκεται ένας στρα τός από στοιχειά πού τά έχω κλείσει εκεί γιατί δεν με υπακού σανε κάποτε. Κι’ εκείνα, γιά νά μ’ εκδικηθούνε, μου πήρανε τό δαχτυλίδι τής μητέρας μου. Θά κατέβης νά μου τό φέρης. Το βασιλόπουλο κατάλαβε πώς αυτή τή φορά τά είχε σκούρα. ΤΙ Ροδούλα, όταν ήρθε, τον βρήκε πολύ στενοχωρημένο. — Είναι τό πιο δύσκολο απ’ δλα, ακόμα καί γιά μένα, του είπε. Αλλά φάε πρώτα, καί θά δούμε τί θά κάνουμε. Θά προσ παθήσω νά πάρω εγώ τό δαχτυλίδι. Τό βασιλόπουλο έκατσε κι’ έφαγε ,καλά - καλά. "Ύστερα ή Ροδούλα βούτηξε στο νερό καί εξαφανίσθηκε. Π έρασε αρκετή ώρα καί ξαφνικά, τά νερά τής πηγής αναταράχτηκαν. Ακούστηκε ύστερα μιά δυνατή βροντή, τό νε ρό άνοιξε στά δύο, κι’ ή Ροδούλα βγήκε κρατώντας τό δαχτυ λίδι στο χέρι της. — Π άρτο, τού είπε. Ήταν πολύ δύσκολο, αλλά κατάφερα νά νικήσω τά στοιχειά. "Όταν έ'ρθη ό πατέρας μου, μήν του δώσης τό δαχτυλίδι, πριν κράτηση τήν ύπόσχεσί του καί σου ξαναδώση τήν άνθρωπινή μορφή σου. "Ύστερα, νά τού ζητήσης τήν κόρη του γυναίκα, δπως έταξε. "Όταν θά σέ φέρη νά διάλεξης, δεν θά φοράμε τά μαντήλια μας. Γιά νά μήν κάνης λάθος λοιπόν, νά κυττάξης ποιά από μάς θά έ'χη λιγάκι ματιομένο τό μικρό της δαχτυλάκι. Αυτή θά είμαι εγώ. Μέ τό ηλιοβασίλεμα ό γέρος ήρθε νά δή τί είχε απογίνει. "Έμεινε κατάπληκτος βλέποντας τό βασιλόπουλο ζωντανό καί τό δαχτυλίδι περασμένο στο δάχτυλό του. — Δόσε μου τό δαχτυλίδι, τού είπε. — Δεν ϊρι νά δής δαχτυλίδι, αν δεν μέ ξανακάνης αν-
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
15
θρωπο, και δεν μου δώσης την κόρη σου για γυναίκα μου, είπε τό βασιλόπουλο. Ό γέρος κατάλαβε πώς είχε χάσει τό παιχνίδι. Μουρμούρισε πάλι μερικά ακατάληπτα λόγια και στη στιγ μή τό βασιλόπουλο ξαναπήρε την πρωτινή μορφή του. -— Πάμε τώρα νά διάλεξης, είπε. Τον πήρε και μπήκανε στο παλάτι. Έκεΐ, σέ ενα δωμάτιο ήταν καθισμένες οί τρεις του κόρες, ντυμένες δλόϊδια, και τόσο όμοιες μεταξύ τους, πού δεν μπορούσε κάνεις νά τις ξεχωρίση. Τό βασιλόπουλο όμως κύτταξε τά χέρια τους. Και είδε τό ματωμένο μικρό δαχτυλάκι. — Λυτήν θέλω είπε. — Χάρισμά σου, απάντησε ό γέρος. Πάρτην καί φύγετε από μπροστά μου. Νά μή σάς ξαναδώ: "Άλλο πού δεν ήθελαν κι’ αυτοί. Έφυγαν από τό παλάτι καί, μόλις βγήκαν στή χαράδρα, ή Ροδούλα έγινε κύκνος καί πέταξαν μαζί ώς έκεΐ όπου είχε αφήσει τό βασιλόπουλο τό άλογό του. Ανέβηκαν στή σέλα καί κατά τό βραδάκι έφτασαν στο κρυστάλλινο βουνό στο παλά τι του βασιλιά των πουλιών. Ό βασιλιάς κι’ ό γυιός του έκαναν χίλιες χαρές πού είδαν τό βασιλόπουλο ζωντανό καί με την άνθρωπινή του μορφή. Τούς φιλοξένησαν τή νύχτα καί τήν άλλη μέρα, δ αετός τούς πήρε καί τούς δύο στή ράχη του, έπιασε απαλά - απαλά καί τό άλογο στά νύχια του καί τούς έφερε έκεΐ όπου είχε συ ναντήσει γιά πρώτη φορά τό βασιλόπουλο. Έκεΐ τούς άποχαιρ έτη σε. Τήν άλλη μέρα, τό βασιλόπουλο με τή γυναίκα του έμπαι ναν στο παλάτι τους. Ό πατέρας του κι’ ή μητέρα του εκλαψαν σ,πό τήν χαρά τους. Κι’ έζησαν όλοι χωρίς λύπες καί στενοχώριες, πολλά πολλά χρόνια. Τ' Ε Λ Ο 3
Δύο ξυίλο'Χ'όττΌι δ>ι έσχκζχχιν τό χκσνκτμιβνο δάσ-ος . .
ΙΑ ΦΟΡΑ 7Λ εναν καιρό, δυο φτωχοί ξυλοκό ποι γύριζαν, ύστερα από δουλειά σκληρή ολό κληρης μέρας, σπίτι τους, περνώντας μέσα από τό δάσος μέ τά πυκνά δέντρα. Ήταν χειμώνας, καί ή νύχτα είχε πέσει πο λύ κρύα. Τό χιόνι σκέπαζε παχύ σάν κάτασπρο πάπλιομα τό χώμα καί τις πέτρες καί τά κλαδιά των δέντρων, ή παγωνιά έκανε τά ψιλά κλωνιά νά σκάζουν καί, όταν έφτασαν στην α πότομη πλαγιά όπου ό χείμαρρος τού βουνού έπεφτε από ψηλά σχηματίζοντας έναν ωραίο καταρράχτη, είδαν πώς καί τό νερό είχε σταματήσει νά πέφτη καί κρεμόταν στον αέρα, σάν πελώ ριος κρυστά?Αινος πολυέλαιος: Τό είχε φιλήσει ό βασιλιάς των Πάγων καί τό είχε κρυσταλλιάσει ζ
ΤΟ ΑΙΤβΡΟΠΑΙΔΟ
17
Τό κρύο ήταν τόσο δυνατό, πού ακόμα και τά ζώα και τά πουλιά δέν ήξεραν τί νά κάνουν. -— Γουούφ! έκανε ό Λύκος, περπατώντας μέ κόπο ανάμεσα στους χιονισμένους θάμνους, μέ την ουρά ανάμεσα στά σκέ λια. Τί φοβερός καιρός! Γιατί κάνει τόσο κρύο; -— Γουίτ, γουΐτ!, τιτίβιζαν τά πουλάκια. Τί γριά ή κυράΓή πέθανε και την τύλιξαν στο άσπρο της σάβανο. — Ή κυρά - Γή θά παντρευτή, και τό χιόνι είναι τό νυφικό πέπλο της, φώναξαν μερικοί σκίουροι προβάλλοντας τά μου σούδια τους από μιά τούφα πευκοβελόνες. Τά ποδαράκια τους ήταν παγωμένα από τό κρύο, αλλά ήταν όπως πάντοτε ζοτηροί και χαρούμενοι. — Αυτά είναι ανοησίες, φώναξε δ Λύκος θυμωμένος. Ή γή δέν φταίει καθόλου γιά τό κρύο. Αυτός ό παλιοαέρας είναι πού μάς παγώνει ολους και φέρνει τό χιόνι. Κι’ άν δέ μέ πι στεύετε, θά σάς φάω! Τέτοιος ήταν πάντα ό Λύκος. 'Ό,τι έλεγε ήθελε νά τό παραδέχωνται δλοι γιατ'ι άλλοιώς ήθελε νά τούς φάη. — Καί τί μάς μέλλει εμάς γιά τό ποιος φταίει; πετάχτηκε ένας μικρούλης Τρυποφράχτης πού είχε χάσει τό δρόμο του Κι’ αλήθεια, έκανε φοβερό κρύο! Τά λαγουδάκια πού ζούσαν μέσα στην υπόγεια φωληά τους έτριβαν τις μύτες τους γιά νά ζεσταθούν καί τά κουνελάκια, στην κουφάλα τής βαλανιδιάς, δέν τολμούσαν ούτε τό χεράκι τους νά βγάλουν έξω από τη φω ληά τους. Οι μόνες πού φαίνονταν ευχαριστημένες, ήταν οί μεγάλες κουκουβάγιες. Τά φτερά τους ήταν σκεπασμένα από παγωμένο χιόνι, αλλά εκείνες δέν τις ένοιαζε. Άνοιγόκλειναν τά μεγάλα ολοστρόγγυλα κίτρινα μάτια τους, καί φώναζαν ή μιά στην άλλη: — Κουκουβάου, κουκουβάου! Τί ωραίος καιρός! Τί ωραίος καιρός!
Ήταν εν,-α βρέφος τυλ».γ<μ«£ιν^ο σέ μ··ι·ά χρυσή κουβέρτα., που ολοίμπτε πάνω στο άσπρο· χιάντ κεντηίμιένη, με άστρα !
ΟΙ ξυλοκόποι όλο καί προχωρούσαν, φυσώντας κάθε τόσο ;ά δάχτυλά τους πού είχαν κοκκαλώσει, για νά τά ζεστάνουν ιαί χτυπώντας πότε - πότε τις μεγάλες μπόττες τους μέ τά σι δερένια πέταλα δυνατά στο σκληρό χιόνι.
τας τά παγωμένα τους δάχτυλα, άρχισαν νά ψάχνουν ολόγυρα νά βρούν τί ήταν αυτό πού έκλαιγε μέσα στήν κρύα νύχτα. Κα θώς έψαχναν, τό φώς τού φεγγαριού, φώτισε ξαφνικά κάτι πού γυάλιζε. Γυάλιζε πολύ. Σάν χρυσάφι.
"Ηταν κι’ οι δυο τους φτωχοί και είχαν πολλά παιδιά νά ίρέψουν. Έτσι όμως καθώς προχωρούσαν, μέσα στη σιωπή ιού απλώνεται τις χιονισμένες νύχτες, ακόυσαν από κάπου κον;ά μιά φωνή πού έμοιαζε μέ κλάμα μικρού παιδιού. Σταμάτη σαν αμέσως, κι’ έστησαν αυτί. — "Ακούσε! είπε ό ένας στον άλλον. Μού φάνηκε σάν κλάχα μωρού. — Κι’ εμένα τό ίδιο, απάντησε ό άλλος. Καί πρέπει νά εΐ/αι κάπου εδώ κοντά. "Άς ψάξουμε νά τό βρούμε. "Άφησαν λοιπόν τά δεμάτια τους χάμω καί, χουχουλιάζον
— Χρυσάφι, φώναξε ό ένας. Έλα νά τό πάρουμε καί νά τό μοιραστούμε. Θά γίνουμε πλούσιοι. Πάνω στο άσπρο χιόνι, ήταν στ’ αλήθεια κάτι πού γυάλι ζε σάν χρυσάφι! Έτρεξαν, έφτασαν δίπλα του, γονάτισαν καί άπλωσαν τά χέρια τους καί τό έπιασαν. Ήταν ένας μπόγος, τυλιγμένος σέ χρυσό ύφασμα περίεργα κεντημένο μέ χρυσά άστρα! Αλλοίμονο όμως! "Οταν ξετύλιξαν τό χρυσό ύφασμα, δέν βρήκαν ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε κανέναν άλλο θη σαυρό, παρά μονάχα ένα μικρό παιδάκι, μωρό ακόμα, πού είχε άποκοιμηθή. Αυτό έκλαιγε, πιό πριν, πού τό είχαν ακούσει, καί
20
ΤΟ ΑίτεΡΟίΙΑΙιΔό
κουρασμένο από το κλάμα, είχε άποκοιμηθη. Τότε ο ένας είπε στον άλλον: — Πάνε οι ελπίδες μας. Είμαστε πολύ άτυχοι. Αντί νά βρούμε τό χρυσάφι πού νομίζαμε, βρήκαμε ένα μωρό. Κα'ι τί νά τό κάνουμε; Καλύτερα νά τό άφίσουμε εδώ, γιατί είμαστε φτωχοί, κα'ι έχουμε ένα σωρό δικά μας παιδιά, πού δεν μπο ρούμε νά τά θρέψουμε. Κι’ αυτό τό λιγοστό ψωμί πού βγά ζουμε, δεν μπορούμε νά τό δώσουμε στο ξένο παιδί. Ό άλλος δμως κούνησε τό κεφάλι του κα'ι είπε: — *Όχι. Είναι αμαρτία. Δεν μπορούμε νά άφίσουμε τό παιδάκι εδώ στην ερημιά καί στο χιόνι νά πεθάνη. Μ’ δλο πού είμαι φτωχός σάν καί σένα καί έχω κι’ εγώ νά θρέψω πολλά στόματα, θά τό πάρω σπίτι μου καί θά τό φροντίση ή γυναί κα μου. Λέγοντας αυτά, επιασε πολύ απαλά τό μωρό στα χέρια του, τό τύλιξε στο χρυσό του παπλωματάκι γιά νά τό φύλαξη από τό τσουχτερό κρύο καί, αφού φορτώθηκε πάλι στη ράχη του τό δεμάτι τά ξύλα, ξαναπήρε τό δρόμο γιά τό χωριό, ενώ ό σύντροφός του απορούσε με την άμυαλιά του καί την μαλακή του καρδιά. "Όταν έφτασαν στο χωριό, ό σύντροφός του τού είπε: — Έσύ έχεις τό μωρό. Δώσε μου έμενα τό χρυσό παπλω ματάκι, γιατί δικηο είναι νά μοιράσουμε ο,τι βρήκαμε. Ό άλλος δμως τού απάντησε: — "Όχι. Γιατί τό πάπλωμα δεν είναι ούτε δικό μου, ούτε δικό σου. Είναι τού παιδιού. Καί τον καληνύχτισε καί πήγε στο σπίτι του καί χτύπησε την πόρτα. "Όταν ή γυναίκα του άνοιξε την πόρτα καί είδε τον άντρα της πού είχε αργήσει νά γυρίση καί την είχε κάνει νά άνησυχήση, τον αγκάλιασε καί τον φίλησε, τού πήρε τό δεμάτι τά ξύλα, καί τού τίναξε τό χιόνι από τούς ώμους καί τις μπόττες του, λέγοντάς του νά μπή μέσα.
ΤΟ ΑΣΤΒΡΟΠΑΙιΛΟ
21
Εκείνος δμως δεν κουνήθηκε από το κατώφλι που στεκό ταν κα'ι τής είπε: — Βρήκα κάτι στο δάσος, και στο έφερα για νά τό φροντίζης. — Τί βρήκες; τον ρώτησε εκείνη. Τό σπίτι είναι άδειο και χρειαζόμαστε ενα σωρό πράγματα. Για νά δώ! Και σήκοοσε τό χρυσό παπλωματάκι καί είδε τό μωρό που κοιμόταν. — Μά καημένε, του είπε σιγανά, για νά μην τό ξυπνήση. Μήπως δεν είχαμε αρκετά παιδιά δικά μας, πού δεν μπορού σαμε νά τά θρέψουμε, καί πήγες νά φέρης ακόμα ένα, ξένο. Καί πού ξέρεις άν δεν μάς φέρη κακοτυχία; Καί πώς θά τό μεγαλώσουμε; -— Ναί, αλλά είναι άστερύπαιδο, τής είπε ό άντρας της. Δεν μπορεί νά μου φέρη κακή τύχη. Δέν βλέπεις τό χρυσό του παπλωμ,ατάκι πού είναι κεντημένο με χρυσά άστρα; Καί τής διηγήθηκε πώς τό είχαν βρή, αυτός καί ό σύντρο φός του. Εκείνη όμοος δέν ήθελε νά τον άκούση. Τον κοροΐδεψε, του μίλησε θυμωμένα καί φώναξε: — Τά παιδιά μας δέν έχουνε ψωμί, κι’ εμείς θά ταΐζουμε τώρα τό παιδί ενός άλλου; Εμάς ποιος μάς φροντίζει, γιά νά φροντίζουμε εμείς γιά άλλους; Καί ποιος μάς δίνει νά φάμε, γιά νά δώσουμε εμείς στο ξένο παιδί; -— Ό Θεός μάς δίνει, πού φροντίζει καί γιά τά σπουργιτάκια καί γιά δλα του τά πλάσματα, απάντησε ό ξυλοκόπος. — Ναί, αλλά πολλά σπουργίτια πεθαίνουν από την πείνα τό χειμώνα, καί τώρα είναι χειμώνας, ξαναεΐπε ή γυναίκα του. Ό ξυλοκόπος δέν τής απάντησε, αλλά ούτε καί προχώρησε από τό κατώφλι. Ό κρύος αέρας από τό δάσος τού βουνού, φύσηξε πιό δυνατά εκείνη τή στιγμή καί έκανε νά τρεμουλιάση ή γυναίκα του. Σφίχτηκε στο σάλι της καί τού είπε: -— Γιατί δέν κλείνεις τήν πόρτα; Μπαίνει ό κρύος αέρας στο σπίτι καί κρυώνςο.
22
ΤΟ ΑΣΤΕ,ΡΟΠΑΙ Δ Ο
— Μέσα στο σπίτι πού ζοΰνε σκληρές καρδιές, πάντα κά νει κρύο, είπε δ ξυλοκόπος, άλλα ή γυναίκα του δεν τού απάν τησε. Χώθηκε μόνο πιο κοντά στη φωτιά πού έκαιγε στο τζά κι. ’Έμεινε γιά λίγο εκεί, μέ τό κεφάλι κατεβασμένο κι’ ύστερα γύρισε καί τον κύτταξε και τά μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. Σηκώθηκε από τη θέσι της, πλησίασε τον άντρα της, πήρε τό παιδάκι στην αγκαλιά της, τό φίλησε καί τό έβαλε νά συνέχιση τον ύπνο του σ’ ενα μικρό κρεββατάκι οπού κοιμότανε τό πιο μικρό από τά παιδιά τους. Καί την άλλη μέρα, ό ξυλοκόπος πήρε τό χρυσό παπλωματάκι μέ τά κεντημένα αστέρια πού ήταν τυλιγμένο τό μωρό καί τό έβαλε κάτω - κάτω σ’ ένα μπα ούλο, μαζί μ’ ενα περιδέραιο από κεχριμπάρι πού ήταν στο λαιμό του. ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΠΑΙΔΙ
ΤΣΙ τό άστερόπαιδο άνατράφηκε καί μεγάλο σε μαζί μέ τά παιδιά τού ξυλοκόπου καί κάθησε στο ίδιο τραπέζι μαζί τους καί έγινε σύντροφος στά παι χνίδια τους. Καί κάθε χρόνο γινόταν πιο όμορφο έτσι, πού όλοι όσοι ζούσαν σ’ εκείνο τό χωριό έτριβαν τά μάτια τους από θαυμασμό καί απορία, γιατί ενώ εκείνοι ήταν μελαχροινοί καί είχαν μαύρα μαλλιά, εκείνο είχε κάτασπρο δέρμα σάν φρέσκο ελεφαντόδοντο καί τά σγουρά, ολο μπούκλες μαλλιά του ήταν ξανθά σάν χρυσάφι. Τά χείλη του ήταν σάν πέταλα από τρι αντάφυλλο καί τά μάτια του είχαν τό χρώμα τής βιολέττας πού φυτρώνει, δίπλα στο ρυάκι μέ τό κρυστάλλινο νερό. Ήταν ψη λό καί καλοδεμένο, όλο δύναμι καί ευκινησία. Αυτή ή ομορφιά του, ώστόσο, τού έκανε κακό. Γιατί έγινε περήφανο καί σκληρό καί γεμάτο εγωισμό. Περιφρονούσε τά παιδιά τού ξυλοκόπου καί τά άλλα παιδιά τού χο.)ριού, λέγον τας τους πώς οί γονείς τους ήταν ταπεινοί άνθρωποι, ενώ αυ τός ήταν εύγενής καί είχε έρθει από κάποιο άστρο. "Έτσι έγινε
ΤΟ ΑΣΤΕΡΟΠΑΙΔΟ
23
άφεντικός τους και τούς Ικανέ υπηρέτες του. ΙΙοτέ του δεν λυπότανε τούς φτωχούς ή τούς τυφλούς ή τούς ανάπηρους ή τούς δυστυχισμένους, αλλά τούς έρριχνε πέτρες και τούς έδιω χνε από τό χωριό, λέγοντας τους να πάνε νά ζητιανέψουν άλλου, έτσι πού ποτέ κανένας φτωχός δεν τολμούσε νά ξαναπεράση δεύτερη φορά από εκείνο τό χοοριό. "Έλεγες πώς δεν α γαπούσε παρά μόνο την ομορφιά καί γι’ αυτό τούς άσχημους καί τούς κακότυχους κα'ι λυπημένους τούς κοροΐδευε. Αγα πούσε πολύ τον εαυτό του και τον θαύμαζε. Και τό καλοκαίρι, όταν ό καιρός ήταν ζεστός, ξαπλωνόταν δίπλα στο πηγάδι, στην αυλή τού παπά, και κύτταζε τό πρόσωπό του στύ νερό, και γελούσε από εύχαρίστησι πού ήταν τόσο όμορφος. Ό ξυλοκόπος κι’ ή γυναίκα του τον μάλλωναν κάθε τόσο και τού έλεγαν: — Εμείς, δεν σε μεταχειριστήκαμε όπως μεταχειρίστηκες εσύ εκείνους πού είναι έρημοι καί δεν έχουν κανένα νά τούς βοηθήση. Γιατί είσαι τόσο σκληρός γιά όσους έχουν ανάγκη από λύπησι; Πο?ιύ συχνά πάλι, ό γέρος παπάς έστε?ινε καί τον φώναζε καί προσπαθούσε νά τον μάθη νά αγαπά η όλα τά ζωντανά πράγματα λέγοντάς του! — Ή μυΐγα, είναι κι’ αυτή αδέρφι σου. Μην τής κάνης κακό. Τά άγρια πουλιά πού ζούνε στο δάσος, έχουν την ελευ θερία τους. Μήν τά πιάνης στις φάκες σου γιά νά διασκεδάζης. βΌλα ό Θεός τά έκανε. Καί τά σκουλήκια καί οί κάμπιες, όλα έχουν τή θέσι τους στον κόσμο. Ποιος είσαι εσύ πού κά νεις νά πονούν τά πλάσματα τού Θεού; Ακόμα καί οί αγελά δες στά λειβάδια τον ευλογούν. Αλλά τό άστερόπαιδο, δεν πρόσεχε στά λόγια του. Την ώ ρα πού ό γέρος παπάς τού μιλούσε εκείνος κατσούφιαζε ή έ κανε μορφασμούς καί κουνούσε τό κεφάλι του. Κι’ ύστερα, πή γαινε κι’ εύοισκε πάλι τούς συντρόφους του καί τούς διάταζε νά τον ακολουθήσουν. Καί τά άλλα παιδιά τόν άκολουθούσαν.
24
ΤΟ
%ι έκαναν δ,τι τούς έλεγε, επειδή ήταν δυνατός καί όμορφος, και γρήγορος, κι’ ήξερε νά χορεύη καί νά παίζη μουσική μέ τή φλογέρα του. "Έτσι δπου τούς ελεγε τδ άστερόπαιδο νά πά νε πήγαιναν καί δ,τι τούς ελεγε νά κάνουν έκαναν, κι’ δταν έβγαζε τά μάτια μιας κάμπιας γε?'.ούσαν, δπως γελούσαν κι’ δταν ερριχνε πέτρες σ’ ένα φτωχό ζητιάνο. Ήταν αρχηγός τους σέ δλα καί τούς έκανε σιγά - σιγά σαν κι’ αυτόν, νά έχουν σκληρή καρδιά. Μιά μέρα, πέρασε άπό τό χωριό μιά φτιοχή ζητιάνα. Τά ρούχα της ήταν παλιά καί κουρελιασμένα καί τά πόδια της εί χαν ματώσει από τις πέτρες καί τ' αγκάθια τού δρόμου. Ήταν πολύ δυστυχισμένη. Κι’ επειδή είχε κουραστή πού περπατούσε πολλές ώρες, κάθησε κάτω άπό μιά καστανιά γιά νά ξεκουραστή. "Όταν, τό άστερόπαιδο τήν είδε, φοόναξε τούς συντρό φους του: — Νά μιά παλιοζητιάνα βρώμικη καί κουρελιασμένη, πού κάθεται κάτω άπό κείνο τό ομορφο πράσινο δέντρο. Ελάτε νά τήν διώξουμε άπό δώ, γιατί είναι άσχημη καί κακότυχη. Πλησίασε, λοιπόν, καί ά'ρχισε νά τής ρίχνη πέτρες καί νά τήν κοροϊδεύη, ενώ εκείνη ή κακομοίρα τύν κύτταζε μέ μάτια τρομαγμένα, χωρίς νά παίρνη τό βλέμμα της άπό πάνω του. "Οταν 6 ξυλοκόπος πού έκοβε ξύλα εκεί κοντά ακούσε τις φω νές καί είδε τί έκανε τό άστερόπαιδο, έτρεξε καί τον μάλλωσε καί τού είπε: -— "Εχεις, τό δίχως άλλο, σκληρή καρδιά, καί δεν ξέρεις τί θά πή καλωσύνη. Τί σού έκανε αυτή ή δύστυχη γυναίκα καί τής φέρεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο; Τό άστερόπαιδο κοκκίνησε τότε άπό τό θυμό του καί χτύ πησε τό πόδι του χάμω. — Ποιος είσαι εσύ πού θά μού πής τί θά κάνω; φώναξε στον ξυλοκόπο. Δεν είσαι πατέρας μου γιά νά μέ διατάζης. — Αυτό είναι άλήθεια, άπάντησε δ ξυλοκόπος. "Οταν ό μως σέ βρήκα μωρό μέσα στο δάσος, εγώ σέ λυπήθηκα. Γιατί
το Λίτ^αήλίΛΟ δεν λυπάσαι κι’ εσύ κανέναν; Τό άστερόπαιδο όμως δεν απάντησε, γιατί την ίδια στιγμή ή ζητιάνα, άκούγοντας αυτά τά λόγια λιποθύμησε βγάζοντας μια δυνατή φωνή. Ό ξυλοκόπος, τότε την σήκωσε αμέσως και την κουβάλησε σπίτι του. Ή γυναίκα του τήν περιποιήθηκε καί, δταν συνήλθε από τήν λιποθυμία της, έβαλαν μπροστά της ψωμί και κρέας για νά φάη καί τήν παρηγόρησαν για τή δυστυχία της. Εκείνη δμως δεν ήθελε νά φάη. Είπε μονάχα στον ξυλοκόπο: — Δεν είπες πώς το παιδί το βρήκες στο δάσος; Τό βρήκες πριν από δέκα χρόνια; — Ναι, είπε ό ξυλοκόπος, τό βρήκα στο δάσος πριν από δέκα χρόνια ακριβώς. — Τί σημάδια βρήκες επάνω του, φώναξε τότε ή γυναίκα. Είχε πάνω του, ή μαζί του κάτι ξεχο^ριστό; Μήπως είχε στο λαιμό του ενα περιδέραιο από κεχριμπάρι; Καί μήπως ήταν τυλιγμένο σ’ ενα παπλωματάκι χρυσό μέ χρυσά αστέρια κεν τημένα ; — Πραγματικά, απάντησε ό ξυλοκόπος παραξενεμένος έτσι δπως τά λες ήταν. Καί λέγοντας αυτά, έβγαλε τό παπλωματάκι καί τό κεχρι μπαρένιο περιδέραιο από τον πάτο τού μπαούλου πού τά είχε κρυμμένα καί τής τά έδειξε. Μόλις τά είδε ή ζητιάνα, έκλαψε από χαρά καί είπε: — Αυτός είναι ό μικρός μου γυιός, πού τον είχα χάσει στο δάσος. Στείλε καί φώναξέ τον, σέ παρακαλώ, γιατί αυτόν ψάχνω νά βρω γυρίζοντας σ’ δλον τόν κόσμο. Βγήκαν λοιπόν αμέσως ό ξυλοκόπος καί ή γυναίκα του καί φώναξαν τό άστερόπαιδο καί τού είπαν: — Πήγαινε στο σπίτι. Είναι ή μητέρα σου εκεί καί σέ περιμένει. Μόλις ακούσε αυτά τά λόγια τό άστερόπαιδο, ετρεξε στο σπίτι, γεμάτο χαρά καί άπορία. "Οταν, δμως είδε ποιος τόν
26
ΤΟ ΑΧΤεΡΟ'ΠΑΙΔΟ
πεοίμενε, γέλασε περιφρονητικά και είπε: — Που είναι ή μητέρα μου; Έγώ δεν βλέπω εδώ κανένα άλλον, παρά αυτή τή βρώμικη ζητιάνα. — Μά έγώ είμαι ή μητέρα σου, του είπε ή ζητιάνα. — Είσαι τρελλή, πού λες πώς είσαι ή μητέρα μου, φώναξε τό άστερόπαιδο θυμωμένα. Δεν είμαι γυιός σου, γιατί εσύ εί σαι ζητιάνα και άσκημη και φοράς κουρέλια. Φεύγα λοιπόν από δώ, και νά μην ξαναδώ το άσκημο σου πρόσωπο. — Μά είσαι στ’ αλήθεια ό γυιός μου, πού σέ γέννησα στο δάσος, φώναξε ή ζητιάνα και μέ δακρυσμένα μάτια έπεσε στα γόνατα και τού άπλοοσε τά χέρια της. Σέ γέννησα στο δάσος, και είχα χάσει τό δρόμο μου, και με κυνηγούσαν οι λύκοι. Δεν μπορούσα νά σέ κουβαλάω μαζί μου, γιατί ήμουν αδύνατη και κουρασμένη και ήσουν βαρύς. Καί τότε, γιά νά σωθώ έγώ, σέ άφησα πάνω στο χιόνι και ετρεξα νά φύγω. Γλύτοοσα. Αλλά ό Θεός μέ τιμά)ρησε πού άφησα τό παιδί μου, άντι νά σταθώ νά πολεμήσω μέ τούς ?νυκους και νά μέ φάνε καί μένα μαζί σου, ή νά σωθούμε καί οί δύο. "Όταν έφυγαν οί λύκοι, θέλη σα νά ξαναγυρίσω νά σέ πάρω, γιατί κατάλαβα τί εΐχα κάνει καί ή καρδιά μου πονούσε γιά σένα, τό παιδάκι μου, πού τό είχα αφήσει στά δόντια των λύκων. Αλλά δέν μπόρεσα νά ξαναβρώ τό μέρος δπου σέ είχα αφήσει. Άπό τότε, γυρίζω σ’ δλον τον κόσμο γιά νά σέ βρώ, γιατί κάτι μοΰ έλεγε μέσα μου οτι οί λύκοι δέν σέ είχαν πειράξει. Καί γιά νά τιμωρήσω τον εαυτό μου έγινα ζητιάνα καί περπατώ ξυπόλυτη. Χρόνια τώρα, δέκα ολόκληρα χρόνια γυρίζο.) άπό τόπο σέ τόπο καί ψάχνο.) νά σέ βρώ. Μόλις σέ είδα σέ γνοόρισα. Καί γνώρισα καί τό κε χριμπαρένιο περιδέραιο πού σού φορούσα καί τό χρυσό πάπλο^ματάκι πού σέ είχα τυλίξει, "Έλα μαζί μου παιδάκι μου. τώρα πού σέ βρήκα. ’Έλα μαζί μου, γιατί έχω ανάγκη άπό την άγάπη σου. Τό άστερόπαιδο δμοος, ενώ ή ζητιάνα έκλαιγε μέ λυγμούς καί τον παρακαλούσε, δέν κουνήθηκε άπό τή θέσι του καί κρά
ΤΟ ΑΣΤΕΡΟιΠΑΙΛΟ
27
τησε την καρδιά του κλειστή και δεν τής απάντησε οΰτε λέξι. Μέσα στο δωμάτιο δεν άκουγόταν παρά το κλάμα τής καημέ νης τής γυναίκας. Στο τέλος, τής μίλησε και ή φωνή του ήταν σκληρή και τά λόγια του πικρά. — "Άν είσαι στ’ αλήθεια ή μητέρα μου, είπε., πιο καλύτε ρα νά μην ερχόσουν ποτέ εδώ πέρα, για νά μέ ντροπιάσης ό πως μέ ντρόπιασες. Έγώ νόμιζα πώς ήμουν τό παιδί κάποιου άστρου, κι’ δχι το παιδί μιας ζητιάνας, όπως μου λές. Γι’ αυτό νά φυγής καί νά μην σέ ξαναδώ πιά μπροστά μου. — Αλλοίμονο, παιδάκι μου, εκλαψε ή καημένη ή γυναίκα. Τουλάχιστον δεν θά μέ φιλήσης πριν νά φύγω; Σκέψου πόσα ύπέφερα ως πού νά σέ βρω. — "Όχι! απάντησε τό άστερόπαιδο. Γιατί είσαι πολύ ά σχημη καί βρώμικη. Καλύτερα έχω νά φιλήσω ένα βάτραχο, παρά εσένα. Τότε ή γυναίκα σηκώθηκε, κι' έφυγε πηγαίνοντας κατά τό δάσος καί κλαίγοντας πικρά. 'Όταν τό άστερόπαιδο την είδε νά χάνεται μακρυά μέσα στά δέντρα τού δάσους χάρηκ κι’ έτρεξε νά βρή τά άλλα παιδιά γιά νά παίξη μαζί τους. Τά παιδιά όμοος, μόλις τον είδαν τού φώναξαν: — Μά εσύ είσαι άσχημος καί σιχαμερός σάν βάτραχος! Φεύγα από δώ πέρα, δεν μπορούμε νά παίξουμε μαζί σου. Καί τον έδιωξαν από τον κήπο όπου έπαιζαν. Τό άστερό παιδο θύμωσε, κατσούφιασε καί είπε: — Τί είναι αυτές οί ανοησίες πού μού λέτε; Θά πάω νά κυτταχτώ στο πηγάδι. Τό νερό θά μού πή πόσο όμορφος είμαι. "Έτρεξε λοιπόν στο πηγάδι καί κυττάχτηκε καί νά: Τό πρόσωπό του είχε γίνει σάν πρόσωπο βατράχου καί τό σώμα του είχε γεμίσει λέπια. "Έπεσε λοιπόν, χάμω στο χορτάρι κι’ εκλαψε πικρά λέγοντας: — Αυτό τό έπαθα επειδή έκανα μιά μεγάλη αμαρτία. Για τί άρνήθηκα τη μητέρα μου καί την έδιωξα καί φάνηκα υπε ρήφανος καί σκληρός γι’ αυτήν. ΓΥ αυτό θά ξεκινήσω καί θά
2&
ΤΟ Α,ΙΤΕΡΟΠΑIΔΟ
ι
φύγω νά την βρω. Θά γυρίσω δλον τον κόσμο και δεν θά στα θώ νά ξεκουραστώ ώς πού νά την συναντήσω και νά τής ζη τήσω νά μέ συγχώρηση. Εκείνη τή στιγμή, ήρθε ή μικρή κόρη τού ξυλοκόπου καί άκούμπησε τό χέρι της στον ώμο του. — Τί σέ νοιάζει πού δεν είσαι πια άμορφος; τού είπε. Μεί νε μαζί μας, κι’ εγώ δεν θά σέ κοροϊδεύω. -— 'Όχι, τής είπε τό άστερόπαιδο. Σ’ ευχαριστώ, άλλα δεν μπορώ νά μείνω. Γιατί ήμουνα πολύ σκληρός στη μητέρα μου, καί γι’ αυτό ό Θεός μου έδωσε αυτό τό κακό. Για τιμωρία. Πρέπει λοιπόν νά φύγω καί νά γυρίσω δλον τον κόσμο ώς πού νά την βρώ για νά μέ συγχώρηση. Έτρεξε λοιπόν στο δάσος καί άρχισε νά φωνάζη τή μητέ ρα του, γιατί ήταν λίγη ώρα πού είχε φύγει καί μπορεί νά τον άκουγε. Μά δέν πήρε άπάντησι ώς τό βράδυ πού έπεσε νά κοιμηθή. Τό πρωί σηκώθηκε, πήρε πάλι τό δρόμο καί περπατούσε μέσα στο δάσος κλαίγοντας. "Όποιο ζώο ή πουλί συναντούσε, τό ρωτούσε άν είχε δή τή μητέρα του. •— Έσύ πού χώνεται μέσα στη γή, είπε στο σκουλήκι, πές μου, πού είναι ή μητέρα μου; -— Δέν μπορώ νά χωθώ πιά μέσα στη γή, γιατί έσύ μου έκοψες την ούρα μου, απάντησε τό σκουλήκι. Πού νά ξέρω; — Έσύ, είπε στον κορυδαλλό, πού πετάς πάνω από τις κορυφές τών ψηλών δέντρων καί βλέπεις ολόκληρο τον κόσμο, πές μου, μήπως βλέπεις πουθενά τή μητέρα μου; Καί δ κορυραλλός απάντησε: — Δέν μπορώ πιά νά πετάξω ψηλά, γιατί δέν θυμάσαι πού μέ επιασες καί μου έκοψες τά φτερά μου; ΓΙού θέλεις νά την δώ; Καί στον μικρό σκίουρο, πού ήταν σκαρφαλωμένος σ’ ένα κλαδί, τον ρώτησε: — Πού είναι ή μητέρα μου; — Σκότωσες τή δική μου μητέρα, άποκρίθηκε ό σκίουρος.
Γό ΑΣΤΕΡΟΠΑΙΑΟ
Θέλεις ~ νά βρής τη δική σου για νά τήν σκοτώσης κΓ αυτή; Τό άστερόπαιδο, άκούγοντας τά λόγια του σκίουρου, χαμή λωσε τό κεφάλι του και παρακάλεσε τό Θεό νά τον συγχωρέση. 'Όποτε περνούσε από κανένα χωριό, τά παιδιά τον κοροΐ δευαν και του ερριχναν πέτρες καί κανένας δεν τον λυπόταν.
ΡΙΑ ολόκληρα χρόνια γύριζε στον κόσμο, καί
Τ
δλον αυτόν τον καιρό, κανένας δεν τού εδοοσε ελεημοσύνη, και κανένας δεν τού έδειξε καλωσύνη. "Ένα απόγευμα εόρτασε σέ μιά μεγάλη περιτειχισμένη πόλι χτισμένη δίπλα σ’ ένα ποτάμι καί κουρασμένος, μέ πονεμένα και πληγωμένα πόδια δποος ήταν, έκανε νά περάση από τή με γάλη πόρτα για νά μπή. Αλλά οι στρατιώτες πού φύλαγαν στην πόρτα, άπλωσαν τά μακρυά τους κοντάρια σταυρωτά και τού έκλ,εισαν τό δρομο. — Τί έρχεσαι νά κάνης στην πόλι; τον ρώτησαν. — Ψάχνω νά 6ρώ τή μητέρα μου, τούς άποκρίθηκε και σάς παρακαλώ νά μέ άφήσετε νά περάσοη γιατί μπορεί νά βρίσκεται σ' αυτή την πόλι. Οί στρατιώτες, δάκος, τόν κοροΐδεψαν κι* ένας τού φώναξε: —- Μά τήν άλήθ πα, ή μητέρα σου δέν θά ευχαρίστησή καί πολύ άν σέ δή γιατί είσαι άσχημος σάν βάτραχος καί βρώμικος καί έχεις στο σώμα σου λέπια.. Φεύγα - φεύγα. Ή μητέρα σου δέν είναι σ’ αυτή τήν πόλι. Καί ένας άλλος πού κρατούσε στο χέρι του μιά κίτρινη σημαία τού είπε: — Ποιά είναι ή μητέρα σου καί γιατί ψάχνεις νά τή βρής; — Ή μητέρα μου είναι μιά φτωχή ζητιάνα σάν καί μένα, καί τής φέρθηκα άσχημα, απάντησε τό άστερόπαιδο. ’Άφησέ με, σέ παρακαλώ, νά περάσω, γιά νά τήν βρώ, άν είναι σ’ αυτή τήν πόλι, καί νά τής ζητήσω νά μέ συγχοορήση. Οί στρατιώτες δμως δέν τόν άφησαν νά περάση, καί τόν
30
ΤΟ ΑΐΤΕΡΟΗΑίΔΟ
τρύπησαν μέ τα κοντάρια τους. Την ώρα όμως πού κλαίγσντας, γύρισε νά φύγη, ένας αξιωματικός φώναξε: — Γιατί τον διώξατε; "Άς τον κρατούσατε νά τον πουλή σουμε σκλάβο για ένα ποτήρι γλυκό κρασί. — Σ’ αυτή την τιμή, τον αγοράζω εγώ φώναξε τότε ένας γέρος μέ κακό πρόσωπο, πού περνούσε εκείνη τη στιγμή. Καί, αφού τούς πλήρωσε δσα λεπτά χρειάζονταν για νά πιούν από ένα ποτήρι γλυκό κρασί, πήρε τό άστερόπαιδο από τό χέρι και μπήκε μέσα στην πόλι. Σάν έφτασε στο σπίτι του έκλεισε τό άστερόπαιδο στο σκοτάδι τού υπογείου. Την άλλη μέρα, ό γέροςζ πού ήταν ένας φοβερός μάγος, κατέβηκε στη σκοτεινή φυλακή, στάθηκε μπροστά στο άστερό παιδο καί τού είπε: — Σ’ ένα δάσος, πού είναι κοντά στήν πόρτα τής πόλεως, υπάρχουν τρία νομίσματα. Τό ενα είναι άπό άσπρο χρυσάφι, τό δεύτερο άπό κίτρινο χρυσάφι και τό χρυσάφι τού τρίτου είναι κόκκινο. Σήμερα θά πας νά μού φέρης τό νόμισμα άπό άσπρο χρυσάφι. "Άν δεν μού τό φέρης, θά φας εκατό μπα στουνιές. Σήκω γρήγορα νά ξεκινήσης και τό βράδυ θά σέ περιμένω μπροστά στήν πόρτα τού κήπου. Τό άστερόπαιδο βγήκε άπό τήν πόλι καί έφτασε στο δά σος πού τού είχε πή ό μάγος. Αυτό τό δάσος φαινόταν πολύ όμορφο. "Έψαξε άπό τό πρωΐ ως τό μεσημέρι καί άπό τό μεση μέρι ως τό ηλιοβασίλεμα. Καθώς όμως έφτανε στήν άκρη τού δάσους, άκουσε πίσω άπό ένα θάμνο μιά φωνούλα, σάν νά έκλαιγε κάποιος. Ξεχνώντας, τότε τή δική του λύπη, γύρισε πίσω τρέχοντας καί είδε ένα μικρό λαγό πού είχε πιαστή σέ μιά παγίδα, πού είχε στήσει κάποιος κυνηγός. Μόλις είδε τό λαγουδάκι, τό άστερόπαιδο ένοιωσε μεγάλη λύπη καί έσκυψε καί άνοιξε τήν παγίδα καί τό άφησε ελεύθερο λέγοντας: —- Είμαι κι’ εγώ σκλάβος, άλλά μπορώ νά σοΰ δώσω τήν ελευθερία σου. Ό λαγός στάθηκε τον κύτταξε καλά - καλά καί τού είπε:
Τ0 ΑΣΤ&ΡΟΠΑΙΔΟ
- - Έσύ, μ' δλο πού, όπως λες, είσαι σκλάβος, μου έδωσε; την ελευθερία μου. Έγώ τί θέλεις νά σου δώσω; —- Θέλω νά βρω ένα νόμισμα από άσπρο χρυσάφι μά δεν ξέρω που είναι κρυμμένο. — Έλα μαζί μου του είπε ό λαγός. Θά σέ πάω σ’ ενα μέ~ ρος και θά τό βρής. Γιατί ξέρα) που είναι κρυμμένο. "Έτσι τό άστερόπαιδο ακολούθησε τό λαγό καί σέ λίγο έ φτασαν σέ μιά μεγάλη βελανιδιά. Στην κουψάλα της ήταν σω ριασμένα ξερά φύλλα. Ό λαγός παραμέρισε τά φύλλα, καί νά! (Τό νόμισμα από τό άσπρο χρυσάφι βρισκόταν από κάτω κι’' άστραφτε. Τό άστερόπαιδο πήρε τό νόμισμα καί τού είπε: — Τό καλό πού σου έκανα, μου τό γύρισες πίσω. Καί μ’ αυτά τά λόγια έφυγε τρέχοντας προς την πόλι. Έξω από την πόρτα τής πόλεως όμως καθόταν ένας λε πρός. "Όταν είδε τό άστερόπαιδο πού ερχόταν χτύπησε ένα ξύ λινο πιάτο πού είχε, κουδούνισε τό κουδούνι πού φορούσε στη μέση του γιά νά τον άκούν οί άνθρωποι πού έρχονταν καί νά φεύγουν καί φώναξε: — Δόσε μου λίγα λεπτά, γιατί θά πεθάνα) από την πείνα! -— Αλλοίμονο, φώναξε τό άστερόπαιδο. Δέν έχω παρά ένα χρυσό νόμισμα στην τσέπη μου, κι’ αν δέν τό πάο:> στον αφέντη μου, θά μού δώση εκατό μπαστουνιές, γιατί είμαι σκλάβος! Άλλα ό λεπρός τον παρακάλεσε τόσο πολύ, πού στο τέλος τό άστερόπαιδο τον λυπήθηκε καί τού έδωσε τό χρυσό νόμισμα. "Οταν έφτασε στο σπίτι ό μάγος τον ρώτησε: — Έφερες τό νόμισμα άπό τό άσπρο χρυσάφι; — Δέν τό έφερα, άποκρίθηκε τό άστερόπαιδο. Ό μάγος θύμωσε. "Άρπαξε ένα ραβδί καί τον έδειρε. Τον έσυρε ύστερα στην φυλακή του καί τον κλείδωσε. Την άλλη μέρα ό μάγος κατέβηκε στη φυλακή καί τού είπε: — Σήμερα θά πας στο δάσος νά μού φέρης τό νόμισμα άπό τό κίτρινο χρυσάφι. 5Άν δέν μού τό φέρης θά φας τρια κόσιες μπαστουνιές!
η
ΤΟ ΑΣΤΕΡΟΠΑΙΑΟ
'Όταν βρέθηκε στο δάσος το άστερόπαιδο άρχισε νά καλιη. — Τί έχεις και κλαις; Τον ρώτησε ό λαγός πού είχε ελευ θερώσει. — νΑχ!, έκανε τό άστερόπαιδο. Ό κύριός μου μ’ έστειλε νά βρω ένα νόμισμα από κίτρινο χρυσάφι» — Έλα μαζί μου, φώναξε ό λαγός και τό έβαλε στα πόδια Μπροστά ό λαγός κα'ι πίσω τό άστερόπαιδο έφτασαν σ’ ένα λάκκο με νερό. Στον πάτο τού λάκκου βρισκόταν τό χρυσάφι. — Πώς νά σ’ ευχαριστήσω; είπε τό άστερόπαιδο. Αυτή είναι ή δεύτερη φορά πού μέ σώζεις. — Ναι, άλλά εσύ μέ λυπήθηκες πρώτος, άποκρίθηκε ό λαγός κι’ έφυγε τρέχοντας. "Όλο χαρά, τό άστερόπαιδο πήρε τό νόμισμα, τό έβαλε στην τσέπη του κα'ι τράβηξε γιά την πόλι Τότε τον είδε ό ?^επρός, έτρεξε κοντά του, και τού είπε: — Δώσε μου λίγα λεφτά, γιατί θά πεθάνω άπό την πείνα. Αλλοίμονο, άπάντησε τό άστερόπαιδο. Έχω στην τσέ πη μου μονάχα ένα νόμισμα άπό κίτρινο χρυσάφι. Κι* άν δεν τό πάω στον αφέντη μου θά μέ κρατήση σκλάβο γιά πάντα. Ό λεπρός όμως τον παρακάλεσε τόσο πολύ, πού τό άστε ρόπαιδο τον λυπήθηκε και τού έδωσε τό νόμισμα. Μόλις τον είδε ό γέρο - μάγος τον ρώτησε: — Έφερες τό νόμισμα άπό τό κίτρινο χρυσάφι; -— ’Όχι, άπάντησε τό άστερόπαιδο. Ό μάγος άρπαξε τότε ένα ροβδι. τον έδειρε ώς πού λιπο θύμησε κι’ ύστερα τον έ'ρριξε στην υπόγεια σκοτεινή φυλακή. Την άλλη μέρα κατέβηκε πάλι στή φυλακή και τού είπε: νΑν μού φέρης σήμερα τό νόμισμα άπό κόκκινο χρυ σάφι, θά σέ αφήσου ελεύθερο. 37Αν δέν τό φέρης θά σέ σφάξω! Έτσι τό άστερόπαιδο πήγε οτό δάσος κι’ άρχισε νά ψάχνη. Δέν θά εΰρισκε δμως τό κόκκινο νόμισμα άν δέν τού έλεγε ό λαγός νά ψάξη μέσα στο βάθος μιας σπηλιάς. 'Όταν τό βρήκε τό άστερόπαιδο ευχαρίστησε τό λαγό και/ γύρισε στήν πόλι.
ΤΟ ΑΧΤΕΡΟΠΑΙΑΟ
33
Έχει συνάντησε τον λεπρό που παρακαλούσε: — Δόστε μου μερικά λεπτά γιατί άλλοιώς θά πεθάνω. Και τό άστερόπαιδο τον λυπήθηκε και του έδωσε τό νόμισμα. — Πάρε το. Έσύ τό χρειάζεσαι πιο πολύ από μένα. Αλλά ή καρδιά του ήταν βαρειά γιατί ήξερε τί τον περίμενε. Καθώς: δμως περνούσε από την μεγάλη πόρτα τής πόλεως οι φρουροί ύποκλίθηκαν μπροστά του λέγοντας: -— Πόσο όμορφος είναι ό κύριός μας! Και ένα πλήθος άνθρωποι έτρεχαν πίσοο του φωνάζοντας; — Ασφαλώς, δεν υπάρχει πιο όμορφος στον κόσμο! Τό άστερόπαιδο άκουγε αυτά τά λόγια και έκλαιγε. Σέ λί γο έφτασε στο παλάτι. Ή πόρτα άνοιξε και όλοι οι άρχοντες ετρεξαν νά τον προϋπαντήσουν. Γονάτισαν καί τού είπαν: — Έσύ είναι ό κύριός μας πού περιμέναμε τόσον καιρό. Έσύ είσαι ό γυιός τού βασιλιά μας. — Έγώ δεν είμαι γυιός βασιλιά, τούς απάντησε. Δεν μου αξίζει νά γίνω βασιλιάς, γιατί άρνήθηκα την μητέρα μου. Γι’ αυτό, αφήστε με νά φύγω, νά πάω νά βρω τή μητέρα μου. Καθώς μιλούσε, γύρισε καί κύτταξε τό δρόμο πού έφερνε στην πύλη τής πόλεως, καί ξαφνικά, ανάμεσα στον κόσμο πού σπρωχνόταν πίσω από τούς στρατιώτες, είδε την ζητιάνα πού ήταν ή μητέρα του, καί πλάι της στεκόταν ό λεπρός. Έτρεξε καί, γονατίζοντας, φίλησε τις πληγές στα πόδια τής μητέρας του καί τις έβρεξε μέ τά δάκρυα του λέγοντας: -—- Μητέρα σέ άρνήθηκα τότε πού ήμουν περήφανος. Δε ξου με τώρα, πού έγιναν ταπεινός. Σου έδωσα μίσος δόσε μου αγάπη. Μητέρα σέ έδιωξα. Πάρε τό παιδί σου τώρα. Άλλα ή ζητιάνα δέν απάντησε. Τότε τό άστερόπαιδο άπλωσε τά χέρια του καί αγκάλιασε τά πόδια τού λεπρού καί τού είπε: -—- Έγώ σέ λυπήθηκα τρεις φορές. Πες τή μητέρα μου νά μου μιλήση μία φορά. Άλλα ό λεπρός δέν τού απάντησε.
34
ΤΟ ΑιΣΤΕΡΟΠΑΙΑΟ
— Μητέρα τά βάσανά μου είναι πολύ μεγάλα. Τότε ή ζητιάνα «κούμπησε τό χέρι στο κεφάλι του και είπε: — Σήκω! Καί ό λεπρός έβαλε κι’ εκείνος τό χέρι του στο κεφάλι του καί τού είπε: -— Σήκω! / Και τό άστερόπαιδο σηκώθηκε και τούς κύτταξε/. και νά! Ό λεπρός και ή ζητιάνα ήταν ένας βασιλιάς καί μια βασίλισ σα! Ή βασίλισσα τού είπε: — Αυτός είναι δ πατέρας σου πού τον βοήθησες τρεις φορές. Κι’ ό βασιλιάς τού είπε: — Αυτή είναι ή μητέρα σου, πού έβρεξες τά πόδια της μέ τά δάκρυα σου. Την είχες άρνηθή καί τιμωρήθηκες. ΊΤ τιμω ρία, όμως, σε ωφέλησε, γιατί ή καρδιά σου έγινε ανθρώπινη. Καί τον πήραν στην αγκαλιά τους καί τον φίλησαν. "Υ στερα ανέβηκαν δλοι μαζί ατό παλάτι, τον έντυσαν μέ βασιλι κά ρούχα, έβαλαν τό στέμμα στο κεφάλι του καί τό σκήπτρο στο χέρι του καί τόν άνακήρυξαν βασιλιά. Καί ήταν πολύ κα λός βασιλιάς. "Έδειξε σέ δλους αγάπη καί καλωσύνη. Τόν κα κό μάγο τόν έξώρισε καί στούς ξυλοκόπους έστειλε πλούσια δώρα. Αγαπούσε τά ζώα καί δεν άφηνε κανένα νά τά βασανίζη. 01 φτωχοί ντύθηκαν καί οι πεινασμένοι χόρτασαν. Και δλοι έζησαν ευτυχισμένοι δσο βασίλεψε —πολλά πολλά χρόνιο τό άστερόπαιδο. ΤΕΛΟΣ 5 Απόδοσις: Μ. Καινστιζ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΣ ΛΕ ΚΐΚΑ 22
(υπόγειον)
_ ΑΘΉΝΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑΣ, ΟΙΚΟΝ. Δ)ΣΙΣ: Γ. ΓΕΩΡΠΑΔΗΙ
ΤΕΥΧΟΣ 3
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ.
ΰβεορίόζ Ζη$ τία/ώ το ΜΗΧΑΝΗΜΑ ΤΗΕ ΑΔΗ Ο& ΑΕ ΕΤΟ Ν/ΚΟ. Ε/ΝΑ/ Ο ΝΕΓΑΠΥΤεΡΟΕ ψΓ/ΤΗί ΤΗΕ εηΟΧΗί ΜΑΕ. αε αοαιμαγουμε
,.*■ ·'ΙΙ»Η^
6ΝΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙ πε η/νηγουεε εη ΜΕΡΑ 9ΕΤ€ ΑΝΑΓΚ/) ΕΤΗΚΑ ΝΑ ΤΡ6Ξ9
£>Η£ ΤΟΝ ΨΕΥΤΑΡΟ ΜΑΣ ΔΙΕΛΥΕ £ ΤΗ '—·—"Λ ΜΗΧΑΝΗ .
ηεχρι το ηορε/ο
ΠΟΛΟ ΑΛΙ ΝΑ Λ/9ΤΕΒ8 ΕΤΟΝ ΙΕΗΜΕ Ρ/ΝΟ Π£ΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟν =£<ΡΥΓ9..
ΑΡήΧ
■ ,2
*
=αφνικά, μέσα άπό τή θάλασσα ξεπήδησε έ νας τεράστιος άράπης καί άρπαξε τό χαρτί ί
Τα Τρία Ρουμπίνια
νέος ΟΑΡίμ-ρ,ιτε τότ»ε έ ον’τίυν τού κ;τήιν<ουγ !
ΤΑΝ μια φορά κι’ έναν καιρό ένας έμπορος
Η
πού οΐ δουλειές του. στο μακρυνό μέρος της Α νατολής δπου ζούσε, πήγαιναν περίφημα. Ό Αλλάχ μονα μπορούσε νά λογαριάση τά πλούτη του. Ό έμπορος αυτός είχε ενα γυιό λεβέντη, πού τον λάτρευε και πού γι’ αυτόν ζούσε. 'Όλες του οί ελπίδες, δλοι του οι κόποι νά μεγαλώση ακόμα περισσότερο την περιουσία του ήταν γιά τό παιδί αυτό. Μά ήρθε μιά μέρα πού 6 έμπορος αυτός πέθανε, αφήνοντας στο μονάκριβο παιδί του όλου τού κόσμου τά καλά. Αλλά τό παιδί αυτό, πού δεν είχε συναίσθησι τής μεγάλης του τύχης, σκόρπι σε την τεράστια περιουσία πού τού άφησε ό πατέρας του, α συλλόγιστα. Ή μεγαλύτερη χαρά του ήταν νά δέχεται στο σπίτι του καί νά ταΐζη μιά στρατιά από άπρόκοφτους καί χα-
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
σομέρηδβς φίλους, πού, εκμεταλλεύονταν την καλή του ψυχή. Τεράστια ποσά τού άποαπούσαν ώς δανεικά, λέγοντας του πώς θά τού τά επιστρέφουν, χωρίς δμως καί νά τό κάνουν. "Έτσι στο τέλος, μια μέρα, είδε δτι από δλη την αμέτρητη κληρονο μιά, πού τού άφησε ό πατέρας του, δέν τού έμενε παρά τό σπίτι δπου καθόταν. Μιά πού δέν μπορούσε πιά νά μείνη στον τόπο αυτό πού δέν είχε παρά κακές αναμνήσεις γι’ αυτόν, πού λησε και τό σπίτι πού τού έμεινε, έχοντας σκοπό νά φύγη τό ταχύτερο από κεΐ. —* 'Ό,τι δήποτε και νά μου συμβή, σκέφτηκε, εγώ θά τρα βήξω τό δρόμο μου. Ή μητέρα του ζούσε ακόμη. Την ανέβασε λοιπόν σέ ένα μουλάρι, φόρτωσε καί τις προμήθειες πού είχε προβλέψει νά κάνη σέ ένα άλλο μουλάρι, γιατί είχε νά διάσχιση ερημικές χώρες, πήρε κι’ ένα σπαθί μέ γερή καί κοφτερή λεπίδα, γιατί τό θάρρος δέν τού έλειπε καί ήταν αποφασισμένος νά τσάκι ση όποιονδήποτε θά τού έφραζε τό δρόμο, καί ξεκίνησε. Προχώρησαν αρκετά καί σταμάτησαν νά ξαποστάσουν στην άκρη ενός μεγάλου δάσους. Ό γυιός τού έμπορου, αφή νοντας τότε τή μητέρα του μέ τά ζώα, πήρε τό σπαθί του καί προχώρησε γιά νά ρίξη μιά ματιά τριγύρω. Καθώς μπήκε βαθειά μέσα στο δάσος, ένα τρομακτικό θέαμα τον κάρφωσε 5 / ακίνητο. Ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του προχώρησε γιά νά δή καλύτερα. Μιά νέα πολύ όμορφη ήταν κρεμασμένη από τά πόδια στά κλαριά ενός δέντρου. Κάτω από τό κεφάλι της, πού άγγιζε σχεδόν τή γή, ήταν μιά μεγά?νη λεκάνη. Φαινόταν γιά πεθαμένη κι’ από μιά βαθειά πληγή πού είχε στο λαιμό της έπεφτε, σταγόνες - σταγόνες, τό αίμα. Τρείς απ’ αυτές τις σταγόνες είχαν μεταμορφωθή σέ λαμπερά ρουμπίνια! Ό νέος ξανάρθε τρέχοντας στη μητέρα του. — Μητέρα, τής είπε, κάπου εκεί είδα τρία ρουμπίνια, μπορώ νά τά πάρ(ο; -·- Γυιέ μου, τού απάντησε αυτή, ή ζωή είναι σκληρή. Ό
ΐΑ ΤΡΙΑ Ρ0ΥΜΛΙΝΙΑ
πατέρας σου είχε κερδίσει τίμια τήν περιουσία πού σου άφησε και πού τώρα δεν υπάρχει πιά. Δέν είναι όμως λόγος αυτός νά παίρνης τά αγαθά πού ανήκουν σέ έναν άλλο. Έτσι λοιπόν τά ρουμπίνια αυτά δέν πρέπει νά σέ βάζουν σέ πειρασμό. Χωρίς νά περιμένη νά άκούση περισσότερα από τή μητέρα του, ο νέος μέ τό σπαθί στο χέρι έφυγε για νά συνέχιση τις έρευνες του. Φτάνοντας πάλι στο μέρος τής κρεμασμένης από τά πόδια νέας, πήρε ένα ρουμπίνι, μά δταν ξαναγΰρισε στη μητέρα του δέν τής άνέφερε τίποτα. ΤΙ νύχτα ήρθε καί αναγκάστηκαν νά μείνουν εκεί για νά κοιμηθούν. Τό πρωί, ξαναπήραν τό δρόμο καί στην πρώτη πόλι πού βρήκανε μπροστά τους αποφάσισαν νά εγκατασταθούν. Αγόρασαν ένα σπίτι καί δ νέος άνοιξε ένα μαγαζάκι καί κα ταπιάστηκε μέ τύ εμπόριο. ’Ο σουλτάνος τής χώρας αυτής είχε μια κόρη πού τήν έ λεγαν Ντεμεχτζαλατσελτζί, όνομα πού εσήμαινε «Αίμα τού Ε λαφιού πάνω στο Χιόνι». Ή ομορφιά της ήταν αφάνταστη. Ό βεζύρης τού σουλτάνου είχε ένα γυιό, πού είχε σκοπό του νά τόν παντρέψη μέ αυτήν. Ήρθε λοιπόν νά τή ζητήση από τον πατέρα της. Ό σουλτάνος, χωρίς νά θυμώση για τή φιλοδοξία τού 6εζύρη, τού είπε: — Ευχαρίστως δέχομαι τήν πρότασί σου, αλλά δέν σου υ πόσχομαι νά γίνη αυτό, άν δέν ρωτήσουμε πρώτα καί τήν ίδια αν θέλη νά πάρη τό γυιό σου. Ό σουλτάνος πήγε καί βρήκε τήν κόρη του καί τής είπε δτι ό βεζύρης τή ζήτησε για γυναίκα τού γυιού του. Ή πρίγ κιπα σσα δμως δέν είχε αποφασίσει νά παντρευτή τόσο εύκολα. — Θά δεχτώ για άντρα, τού είπε, μόνον εκείνον πού θά μού φέρη τρία ρουμπίνια για νά στολιστώ, τό ένα στο μέτωπο καί τά άλλα δυο στα βραχιόλια μου. Αυτή είναι ή πρώτη μου απαίτησες, μά δχι καί ή τελευταία. Ό σουλτάνος κατάλαβε πώς ή άπαίτησις αυτή τής κόρης
6
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
του δέν ήταν παρά ένα είδος άρνήσεως, γιατί σι ή χώρα του τά ρουμπίνια ήσαν σχεδόν άγνωστα καί κανείς δέν μπορούσε να τά βοή. 'Όλος ό κόσμος τά ήξερε μόνο από τή φήμη. "Έ τσι πήγε κι' έδωσε την άπάντησι τής κόρης του στο βεζύρη. Φαίνεται πώς ή πριγκιποπούλα είχε καταπιαστή μέ την τέχνη τής μαντείας, γιατί, μελετώντας τά σπλάχνα μιας καμή λας, μπόρεσε να διαβάση σ’ αυτά ότι θά παντρευόταν μιά μέρα τό γυιό ενός έμπορου, πού μόλις είχε έγκατασταθή στην πόλι τους. Μά ό βεζύρης, πού είχε βάλει γιά σκοπό νά παντρέψη τό γυιό του μέ την κόρη τού σουλτάνου, δέν απογοητεύτηκε μέ την άπάντησι τής πριγκίπισσας. "Έτσι μιά μέρα όλος 6 πλη θυσμός τής πόλεως άκουγε μέ έκπληξι τούς δημόσιους κήρυκες νά διαλαλούν παντού: — Αυτός πού θέλει νά γίνη πλούσιος, ας εγκατάλειψη μέσος τή χώρα αυτή κι’ άς τρέξη στά πέρατα τού κόσμου γιά νά βοή τρία ρουμπίνια καί νά τά φέρη στο σουλτάνο, Πλούσκ ανταμοιβή τον περιμένει. Στο άκουσμα τής αγγελίας αυτής, πλήθη από τυχοδιώκτη" ξεκίνησαν νά πάνε νά βρουν τρία ρουμπίνια. Μά καί ό γυ τού έμπορου πού ακούσε την αγγελία αυτή καί τον τράβηξε ή πλούσια ανταμοιβή τού σουλτάνου, μιά καί δυο παρουσιάστηκα μπροστά του. Πολυχρονεμένε μου, τού είπε, έχω μονάχα ένα ρου μπίνι καί σού τό προσφέρω. Ό σουλτάνος όμως, πού ήξερε οτι ή κόρη του είχε ζητή σει τρία, δίστασε νά τό δεχτή. Στο τέλος όμως τό πήρε καί έδωσε στο νέο μιά φούχτα χρυσά νομίσματα. Χάρις στην αν ταμοιβή πού τού έδωσε ό σουλτάνος, ο νέος κατάφερε σιγά σιγά νά μεγαλώση τις δουλειές του καί νά γίνη ένας από τούς μεγαλύτερους εμπόρους τής χώρας. Σέ λίγο καιρό όλοι αυτοί πού είχαν φύγει γιά νά αναζη τήσουν τά τρία ρουμπίνια γύρισαν μέ αδειανά τά χέρια.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
Ήτσι λοιπόν ό σουλτάνος πήγε νά βρή την κόρη του. Κόρη μου τής είπε, δεν μπορέσαμε παρά μονάχα ένα ρουμπίνι νά βρούμε. — Μα εγώ ζήτησα τρία, είπε αυτή απαιτητικά. Μόνο άν μου φέρετε όσα ζήτησα θά δεχτώ νά παντρευτώ* Ό σουλτάνος είχε στην αυλή του ενα γέρο σύμβουλο, άν θρωπο σοφό και συνετό, πού τού είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Διέταξε λοιπόν νά τον φέρουν μπροστά του. Συμβούλεψέ με τί νά κάνω, τού είπε εξηγώντας του τή στενοχώρια πού είχε μέ την κόρη του. Πολυχρονεμένε μου κύριε, τού απάντησε αυτός, εκεί νος πού σού έφερε τό ενα ρουμπίνι θά μπορέση νά σού φέρη καί τά άλλα δυό. Ό σουλτάνος διέταξε νά ερθη ό γυιός τού έμπορου. Απαιτώ, τού είπε, νά συμπληρώσης τον αριθμό τών ρουμπινιών. Μού χρειάζονται ακόμα δυό. "Άν μου τά φέρης θά σέ ανταμείψω πλουσιοπάροχα, αν όμως οχι θά σού κόψω τό κεφάλι. Είμαστε σύμφωνοι; Πήγαινε καί είθε ό Αλλάχ νά σέ βοηθήση. — 5Άς γίνη έτσι, είπε ό νέος αποφασιστικά μπροστά στη τρομερή απειλή τού σουλτάνου. Μά γιά νά πάω εκεί πού έχω σκοπό, θά μού δώσης μερικές καμήλες μέ τρόφιμα καί δ,τι άλλο χρειάζεται γιά δυό μήνες καθώς καί δυό σκλάβους. Ήξερε πού θά εύρισκε τά ρουμπίνια, αλλά δέν τού φανέ ρωσε τό μέρος. Τού έφεραν δ,τι ζήτησε καί ξεκίνησε. Φθάνοντας κοντά στο μέρος πού ήξερε από τήν άλλη φορά, είπε ατούς σκλάβους νά καθήσουν εκεί καί νά τον περιμένουν καί εξακολούθησε τό δρόμο μόνος του. Σηκώνοντας τά μάτια του στον ουρανό επι καλέστηκε τον Αλλάχ! — Αλλάχ!, παρακάλεσε, βοήθησε με νά βρώ τά ρουμπί νια γιά νά γλυτώσω τό κεφάλι μου.
1ΧΕ πια φτάσει στο μέρος ακριβώς, οπού είχε δή τότε τήν κρεμασμένη από τα πόδια νέα. Την είδε πάλι στην ίδια κατάστασι και τό αίμα της εξακολουθούσε νά τρέχη σταγόνα - σταγόνα. Είχε αρχίσει νά σκοτεινιάζη. "Ε να πυκνό σύννεφο άρχισε νά σχηματίζεται σιγά - σιγά καί νά ΰψώνετάι στον αέρα, φτάνοντας ώς τό κλαρί όπου ήταν κρε μασμένη ή νέα. Ξαφνικά, ένας βρόντος ακούστηκε καί μέσα από τό σύννεφο ξεπετάχτηκε ένας άνθρωπος με τρομερή όψι. Ό γυιός τού εμπόρου στεκόταν καί κύτταζε έκπληκτος. 'Ο άνθρωπος μέ τήν τρομερή όψι προχώρησε προς τό αθώο θύ μα του. Τήν ξεκρέμασε καί, αφού τής έπλυνε τό κεφάλι στη λεκάνη πού ήταν από κάτω, τήν πήρε στά πόδια του. Αυτή συ νήλθε γιατί δεν ήταν παρά λιποθυμισμένη. Τόσο πολύ άμορφη ήταν πού έμοιαζε σάν αληθινό ρουμπίνι. Ό άνθρωπος μέ τήν απαίσια όψι έβγαλε ένα ξύλο πού ήταν κρυμμένο στά ρούχα του καί τής κατάφερε μια. — Μέ παίρνεις γιά άντρα σου; τή ρώτησε. Θά άσπαστης τή δίκιά μου θρησκεία; — Ποτέ, απάντησε ή νέα. Μπορείς νά μέ βασανίσης, νά μέ κάνης κομματάκια, μά εγώ ποτέ δέν θά σέ παντρευτώ. Ό απαίσιος άνθρωπος βάλθηκε νά τή χτυπά πάλι, μέ τό ξύλο πού κρατούσε. Σέ κάθε χτύπημα πού τής έδινε τής έκα νε καί τήν ίδια έρώτησι, αλλά καί ή νέα μέ πείσμα έπέμενε στην άρνησί της. — Νά άσπαστης εσύ τή δίκιά μου θρησκεία, τού έλεγε. Δέν πρόκειται νά σέ παντρευτώ εγώ! Ό νέος είχε χλωμιάσει μπροστά στη σκληρή συμπεριφορά τού ανθρώπου αυτού πού έμοιαζε σάν δαίμονας. Τό ξύλο τού δαίμονα αυτού χτυπούσε γιά έκτη φορά τήν τρυφερή σάρκα τής άμορφης κοπέλλας, όταν ό νέος δέν μπόρεσε νά κρατηθή ϋλ# κ«ά, αρπάζοντας τό κοφτερό του τό «παθί, κατάφερε μια
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
9
δυνατή σπαθιά στο κεφάλι του τέρατος και τό χώρισε στα δυο. Ή νέα, βλέποντας τό δήμιό της πεθαμένο, έβγαλε μια κραυγή άνακουφίσεως και τόσο τή συνεπηρε ή χαρά της πού ρίχτηκε στην αγκαλιά τού σωτήρα της. — Θά γίνης δ άντρας μου και θά σέ αγαπώ σέ δλη μου τή ζωή! Θά γίνω ή σκλάβα σου παντοτεινά, τού είπε. Αυτός την πήρε και την τράβηξε μακρυά από τό απαίσιο αυτό μέρος. — Διηγήσου μου την ιστορία σου, τής είπε ό γυιός τού έμπορου όταν έφυγαν από τό μέρος οπού βασανίστηκε ή νέα. — Είμαι, άρχισε αυτή, ή κόρη τού βασιλιά τών νεράϊθων. Ρουμπίνι είναι τό όνομά μου. Είναι ένας χρόνος τώρα πού ό φριχτός αύτός άνθρωπος κάθε μέρα με βασάνιζε, όπως είδες, από την ώρα πού νύχτωνε μέχρι πού θά ξημέρωνε. Μέ χτυπού σε καί μου έκανε ένα σωρό μάγια, γιά νά μέ άναγκάση νά τον παντρευτώ, μά εγώ είχα τή δΰναμι νά τού τό άρνιέμαι. Ό νέος την άκουγε μέ ζωηρή περιέργεια. — Πώς κατόρθωσε νά σέ αιχμαλωτίση; τή ρώτησε. — Ήμουν καθισμένη μπροστά στην είσοδο τού παλατιού τού πατέρα μου, όταν ξέσπασε ξαφνικά μιά καταιγίδα. Σέ μιά στιγμή αίσθάνθηκα νά σηκώνωμαι στον αέρα καί αμέσως έπει τα βρέθηκα μέσα στη μεγάλη αυτή λεκάνη, πού ήταν κάτω α πό τό κεφάλι μου όταν ήμουν κρεμασμένη. Τότε ό δαίμονας αύτός παρουσιάστηκε μπροστά μου καί μοΰ είπε μέ τή φοβερή του φωνή: «Θά γίνης ή γυναίκα μου!» , μά εγώ αμέσως τού δήλωσα «όχι, ποτέ!». »Μέ χτύπησε τότε καί μέ κρέμασε από τά πόδια καί μέ ένα μαχαίρι μου άνοιξε τό λαιμό. Έπειτα έφυγε. Κάθε νύχτα όμως ξαναγύριζε κι’ έπρεπε νά υπομένω στά βασανιστήριά του, χωρίς όμως καί νά λυγίσω. Τό αίμα μου, κυλώντας, γινό ταν ρουμπίνια. Αυτός τά μάζευε. Ό πατέρας μου είναι ό Ααμπιόντ Έλιακαντί, πού εξουσιάζει όλες τις νεράιδες καί τά ξωτι κά πού κατοικούν στά βάθη τής θαλάσσης».
10
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΊΝΙΑ
Ή νύχτα έφευγε καί ή μέρα ερχόταν. Ό γυιός τού εμπό ρου ξαναγύρισε μόνος στο μέρος όπου είχε βρή τή νέα, με την ελπίδα ότι θά έβλεπε κανένα ρουμπίνι — γιατί δεν ξεχνούσε και τό σουλτάνο—, μά αλλοίμονο δεν βρήκε ούτε ένα. Γύρισε πάλι στη νέα πού τον περίμενε και μαζί της ξαναγύρισε εκεί πού καρτερούσαν οί σκλάβοι και την ανέβασε σέ ένα μουλάρι. Ώδήγησέ με, τού ζήτησε αυτή, κοντά στούς δικούς μου γιά νά τούς ζητήσο) νά μού δώσουν πολύτιμα πετράδια και χρυσό. Αυτός χωρίς άντίρρησι δέχτηκε. Σέ λίγο έφτασαν κοντά στη θάλασσα. Ή νέα κατέβηκε από τό μουλάρι. — Περίμενε με εδώ, είπε στο νέο. Δεν θά αργήσω νά γυ ρίσω. Ό νέος, πού φοβήθηκε ότι θά την έχανε, την έπιασε από το μπράτσο. Δεν θά σέ άφήσω, τής είπε, παρά μόνο αν μού όρκιστής ότι θά ξαναγυρίσης. Αυτή ώρκίστηκε κι’ έτσι την άφησε. Αμέσως τό κορίτσι έπεσε στη θάλασσα καί εξαφανίστηκε από τά μάτια του. Ό γυιός τού εμπόρου περίμενε υπομονετικά στη θέσι του, κοιτάζοντας την επιφάνεια τής θάλασσας για νά την δή νά ξαναβγαίνη πάλι, μά δέν έβλεπε τίποτα. Είχε αρχίσει νά απελπίζεται όταν από μακρυά διέκρινε νά έρχεται προς τό μέρος του μια συνοδεία από καβαλλάρηδες. Μεγάλη ήταν ή έκπληξίς του όταν πλησίασαν: Τό Ρουμπίνι, ντυμένο μέ χρυσά φορέματα, μέσα σέ ένα χρυσοστολισμένο φορείο πού τό σήκσ)ναν χειροδύναμοι σκλάβοι, όπως άξιζε σέ κόρη βασιλιά, ερχόταν προς τό μέρος του. Δέκα όμορφες νέες την περιέβαλλαν, καθώς επίσης καί ενα σωρό μαύροι σκλάβοι. Ένας μεγαλόπρεπος καβαλλάρης πού τή συνόδευε πήρε άμέσως τό λόγο: — Εύγενέστατε, τού είπε με σεβασμό, ό αφέντης μου σου στέλνει τούς χαιρετισμούς του. Σου εύχεται δ ’ Αλλάχ νά με-
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
II
γαλώνΐ| τ»[V ευτυχία σου καθώς και την ανδρεία σου. Για ?να ολόκληρο χρόνο έστελνε τούς ανθρώπους του, ελπίζοντας ότι θά κατώρθωναν νά αποσπά σου ν την κόρη του από τό απαίσιο τέρας πού την κρατούσε αιχμάλωτη. Ό δαίμονας όμως αυτός γελούσε μέ τις προσπάθειες των ανθρώπων τού βασιλιά μας και συνέχιζε νά βασανίζη τή βασιλοπούλα μας. Τό όμορφο Ρουμπίνι δεν ήταν ή μόνη πού ύπέφερε τά βασανιστήρια τού τέρατος αυτού, γιατί κι’ άλλες νέες είχαν γίνει θύματά του. ΚΓ αυτές οί νέες είναι αυτές εδώ πού την συνοδεύουν σήμερα. "Έτσι λοιπόν ό αφέντης μου, ευγνωμονώντας σε για ό,τι έκα νες για την κόρη του, σού τή δίνει νά την πάρης γιά γυναίκα σου καί αυτή νά γίνη ή πιστή σου σκλάβα, ίΐήγαινε καί ζήσε ευτυχισμένος μαζί της! Καί λέγοντας τά λόγια αυτά γύρισε καί έφυγε προς τό μέρος τής θάλασσας γιά νά έξαφανιστή αμέσως μέσα σ’ αυ τήν. Ό γυιός τού εμπόρου μπήκε μέσα σ’ ένα φορείο πού ήταν προετοιμασμένο γΓ αυτόν καί ή συνοδεία ξεκίνησε γιά την πόλι. "Οταν μπήκαν μέσα, όλοι οί κάτοικοι κυττούσαν μέ θαυμα σμό την πλούσια αυτή συνοδεία, πού ελαμπε από χρυσό, από ασήμι και από πολύτιμα πετράδια: Ακόλουθοι, σκλάβοι, ζώα φορτωμένα από πράγματα, ολα αυτά είχαν βγή από τή θά λασσα. Ό σουλτάνος δεν άντελήφθη την άφιξι τής λαμπρής αυ τής συνοδείας στην πόλι. Μά ή κόρη του, τό «Αίμα τού Ελα φιού πάνω στο Χιόνι», χάρις στις μαντικές της ικανότητες, την πήρε εΐδησι. Τώρα μέσα από τό σπίτι τού γυιού τού εμπόρου άκούγόνταν ήχοι μουσικής καί τραγουδιών. Τό Ρουμπίνι στο λισμένο μέ τά πολυτιμότερα στολίδια γιόρταζε τούς γάμους της μέ τό σωτήρα της. Ό σουλτάνος, τό βράδυ εκείνο ετυχε νά βγή σέ μυστική πε ριοδεία καί, άκούγοντας τούς ήχους των οργάνων, μπήκε στο σπίτι, κάνοντας τον προσκεκλημένο. "Έτσι πήρε μέρος στο
12
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
συμπόσιο. Τά εξοχα φαγητά που σερβίρονταν μαζί με την υ πέροχη μουσική καί τά τραγούδια τον έκαναν νά ξεχάση τις φροντίδες τού μεγάλου αξιώματος του. Τό γλέντι κράτησε τρεις μέρες. Στο παλάτι, επικρατούσε μεγάλη ανησυχία για την έξαφάνισι τού σουλτάνου. Αναρίθμητοι στρατιώτες, αξιω ματικοί καί σκλάβοι έψαχναν νά τον βρούνε. “Έπειτα από α τέλειωτες αναζητήσεις τον ανακάλυψαν, καί τόσο -ήταν συνεπαρμένος από τή γοητεία τής γιορτής πού μέ δυσκολία κατάφεραν νά τον άποσπάσουν από κεί μέσα. 'Όταν 0μσ>ς γύρισε στο παλάτι, συνήλθε καί έδο,ισε δκχταγή νά τού φέρουν τό γυιό τού έμπορου μπροστά του. Σέ λίγη ώρα* ή διαταγή του έξετελέσθη καί ό γυιός τού εμπόρου ήρθε μπροστά του. — Π ού είναι τά άλλα δυο ρουμπίνια; τον ρώτησε. — Πολυχρονεμένε μου, τού απάντησε αυτός, τά ξέχασα, μά θά σού τά φέρω. Δόσε μου ενα μήνα καιρό μόνο. — “Έστω, είπε ό σουλτάνος, μά άν ό μήνας τελείωση καί τά ρουμπίνια δεν είναι στο χέρι μου, ξέρεις τί σε περιμένει. Γυρίζοντας στο σπίτι του, ό νέος βρήκε τό Ρουμπίνι, τή γυναίκα του, πολύ θυμωμένη μέ τό άπρεπες φέρσιμο τού σουλ τάνου πού πήγε σπίτι τους, κάνοντας τον προσκεκλημένο. Μά ό νέος ήταν απελπισμένος για τά ρουμπίνια πού δέν ήξερε σέ ποιο μέρος νά τά βρή. Μιά μέρα δμως ή γυναίκα του τον ρώτησε τί έχει. —-Θά χάσω τά κεφάλι μου, τής είπε αυτός, άν δέν πάω δυο ρουμπίνια στο σουλτάνο. -— “Άνθρωπε ευτυχισμένε, άνθροοπε γενναίε, αφέντη μου παντοτεινέ, γιατί σέ πληγώνει ή ανησυχία; Αυτό πού θολώνει τό μυαλό σου είναι πράγμα εύκολο. Π άψε νά γεμίζης μέ τή φροντίδα αυτή τό νού σου καί νά τον σκοτεινιάζης. Αυτό πού θέλεις θά τό έχης την ώρα πού πρέπει. Καί τώρα άσε τή χαρά κ#ί τήν ευτυχία νά λάμψη στο πρόσωπό σου.
ΤΛ ΤΙΜΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ πού τού είχε δώσει ό σουλτά|| νος κόντευε νά τελείωση. Ρουμπίνι, είπε στη γυναίκα του, τί θά κάνουμε; Φέρε μου ένα μαχαίρι, τού απάντησε αυτή, και νά είναι καλά ακονισμένο. Λυτός τής τό έφερε καί αυτή έκανε μιά ελαφρά γρατζουνιά στο δεξιό της μπράτσο. Δυο σταγόνες αίμα έπεσαν καί αμέσως μεταμορφώθηκαν σέ λαμπερά ρουμπίνια. Αυτός τά πήρε καί τά πήγε στο σουλτάνο. — Πολυχρονεμένε μου, τού είπε, νά τά ρουμπίνια πού μου ζήτησες. — Καί τί θέλεις γιά αμοιβή; — Τίποτα. Είναι ένα δώρο πού σού κάνω. Ό γυιός τού έμπορου έφυγε καί δ σουλτάνος έτρεξε νά πάη τά ρουμπίνια στην κόρη του. Μά αυτή δεν έμεινε ευχαρι στημένη. — Θά δεχτώ τό γυιό τού βεζύρη γιά άνδρα μου αν μου φέρη ένα κολλιέ από τά πιο φίνα μαργαριτάρια πού υπάρχουν, του είπε. Ό σουλτάνος, ξέροντας πώς ήταν πολύ δύσκολο νά ικανο ποίηση την επιθυμία της, προσπάθησε μέ δλα του τά μέσα νά τή μεταπείση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. 3,Αν δέν τής έφερνε τό κολλιέ, δέν είχε γάμο. Ό σουλτάνος κατέφυγε πάλι στο σύμβουλο πού είχε στην αυλή του. — Αυτός πού σού εφερε τά ρουμπίνια, τού είπε ό σύμβου λος, θά σού φέρη καί τό κολλιέ. Τότε διέταξε νά τού φέρουν τό γυιό τού εμπόρου. — Θέλω, τού είπε, νά μού φέρης ένα κολλιέ από τά πιο φίνα μαργαριτάρια πού υπάρχουν. ’Άν δέν μπόρεσης, θά σου κόψω τό κεοράλη
14
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
— Καλά, τού είπε αυτός και προσκυνώντας τον έφυγε. Σαν γύρισε στο σπίτι του ήταν γεμάτος στενοχώρια. — Γιατί είσαι έτσι, καλέ μου άντρα, τον ρώτησε τό Ρου μπίνι. Τί σέ ήθελε πάλι ό σουλτάνος; — Νά τού πάω ένα κολλιέ από μαργαριτάρια, απάντησε αυτός. 57Αν δεν τού τό πάω, θά μού κόψη τό κεφάλι. — Αυτό είναι; είπε τό Ρουμπίνι. Μά είναι τό μόνο εύκο λο πράγμα. Αμέσως κάθησε κι’ έγραψε ένα γράμμα και τού τό έδωσε. — Πήγαινε, τού είπε, κοντά στη θάλασσα, στο μέρος όπου μέ έπερίμενες όταν πήγα να βρω τούς δικούς μου. Στάσου έκεΐ καί φώναξε δυνατά τρεις φορές: «Πατέρα Σαντάν!» Τό τε θά δής νά βγαίνη από τή θάλασσα ένας άνθρωπος μέ ανά στημα γίγαντος καί μέ κατάμαυρο πρόσωπο. Μή φοβηθής. Θά τού δώσης αυτό τό γράμμα, χωρίς νά τού πής ούτε μιά /.έξι. Μά κι’ αυτός όμως δεν θά σού μιλήση καί θά πάρη τό σημεί ωμα. Τότε θά χαθή στά βάθη τής θάλασσας. Έσύ θά περί με ν ης υπομονετικά έκεΐ τρεΐς μέρες. Ό γυιός τού εμπόρου, αφού έκανε τις προετοιμασίες του καί πήρε μαζί καί τρόφιμα, ξεκίνησε. Μόλις έφτασε στο ώρισμένο μέρος κοντά στη θάλασσα, στάθηκε καί φώναξε τρεΐς φορές: «Πατέρα Σαντάν!», όπως τού είχε πή τό Ρουμπίνι. Είδε τότε τό νερό τής θαλάσσης νά ταράζεται κι’ ανάμεσα από τά κύματα νά ξεπηδά μιά μορφή γίγαντος μέ κατάμαυρο πρόσοοπο, πού ερχόταν προς τό μέρος του. Πήρε τό σημείωμα πού τού έδωσε 6 νέος καί χάθηκε μέσα στη θάλασσα. Σέ λίγες στιγμές ξαναφάνηκε μακρύτερα, κάνοντάς του νεύμα νά περιμένη. Ό γυιός τού εμπόρου άπλωσε τά ρούχα πού είχε φέρει μαζί του καί κάθησε κάτω, αποφασισμένος νά περιμένη όπως τού είχε πή ή γυναίκα του. Ξαφνικά, είδε έκεΐ κοντά του νά στήνεται μιά βασιλική σκηνή. Μπήκε μέσα και τί νά δή. "Ενα τοαπέα φορτωμένο άπό πιάτα γεμάτα από τά (ωραιότερα ωα-
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
15
γητά. Και ατό βάθος ένα κρεβάτι πλούσια στρωμένο. 'Ό,τι χρειαζόταν δηλαδή για έναν πού θά έπρεπε νά μείνη στο ε ρημικό αυτό μέρος για δυο - τρεις μέρες. Μια φωνή, πού ερ χόταν από τό βάθος τής σκηνής, ακούστηκε: — 'Όλα αυτά, έλεγε ή φωνή, είναι γι’ αυτόν πού έσωσε την κόρη τού βασιλιά μας και πού εξόντωσε τό φοβερό τέ ρας, τό όποιο καμμιά μαγική δύναμι δεν είχε κατορθώσει νά νικήση. Ευτυχία μοναδική καί ατέλειωτη τον περιμένει. Προσπάθησε νά δ ή ποιος ήταν αυτός πού μιλούσε, μά δεν μπόρεσε. Ό γυιός του εμπόρου έμεινε εκεί τρεις μέρες, μέσα σ’ αυτί) τη σκηνή, καί κάθε τί που μπορούσε νά έπιθυμήση ήταν στη διάθεσι του. Φαγητά πλούσια καί εκλεκτά, κάθε μέρα καί δια φορετικά, βρίσκονταν άφθονα στο τραπέζι. Τελειώνοντας ή τρίτη μέρα, είδε νά έρχεται μέσα από τη θάλασσα μιά πολυά ριθμη συνοδεία. Ένα πολυτελές φορείο επάνω σέ μιά πλουοιοστολισμένη καμήλα ήταν στη μέση. Φτάνοντας κοντά του, ή συνοδεία σταμάτησε. Ένας καβαλλάρης, πού τό πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο, προχώρησε προς τό μέρος του. — Εύγενέστατε άρχοντά μου, τού είπε αφού τον χαιρέτη σε μέ σεβασμό, τά πλούτη τής Ανατολής ας είναι δικά σου, καθώς καί τά καλά τής Δύσεως. Νά τό Μαργαριτάρι, ή κόρη τού πρώτου βεζύρη στο βασίλειο των θαλασσινών ξωτικών, πού τή φέρνουμε νά γίνη γυναίκα σου. Δέκα νέες θά τής χρη σιμεύσουν για ακόλουθοι, καθώς καί δέκα κοπέλλες πού τρα γουδούν μαζί μέ άλλες δέκα πού παίζουν όργανα, ξεχωριστέ/, οί μαύροι σκλάβοι. Είναι για σένα ό'λα αυτά. Μπορείς νά τά διάθεσης οπούς εσύ θά θελήσης. ΓΙάρε τώρα τό δρόμο σου καί θά μάς βρής όλους στο σπίτι σου, κοντά στο Ρουμπίνι, νά σέ περιμένουμε. Μόλις είπε τά λόγια αύιά, ή συνοδεία, ή καμήλα μέ τό φο ρείο, ακόμα καί ή σκηνή όπου έμενε, εξαφανίστηκαν μπροστά από τό μάτια του. Ό νέος πήρε πάλι τό δρόμο για νά γυρίση
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
σπίτι του. Καθώς πλησίαζα μιά γλυκεία μουσική ξεχύνονταν από τό σπίτι του. Μπήκε μέσα καί... νά τό Μαργαριτάρι, ή κόρη του πρώτου βεζύρη του βασιλείου των θαλασσινών ξωτι κών, στολισμένη σά νύφη τον περίμενε. Τό Ρουμπίνι ήταν κοντά της. — Πήγαινε στο χαμάμ, τού είπε καί έπειτα άλλαξε καί φόρεσε τά καλύτερα ρούχα σου. Αυτή τή νέα στή προσφέρει ό πατέρας μου για νά σέ ευχαρίστηση για δ,τι έκανες για μένα. Πήγε στο λουτρό πού υπήρχε μέσα στο σπίτι κι’ αφού πλύ θηκε, ντύθηκε μέ πο?,υτελέστατα ρούχα, ήρθε και πήρε θέσι πλάι στην καινούργια του μνηστή. Ό γάμος γίνηκε σύμφωνα μέ τά έθιμα πού επικρατούσαν στον τόπο αυτό, δπου κάθε άνδρας είχε τό δικαίωμα νά παντρευτή τέσσερις γυναίκες! Τρεις μέρες αργότερα, ό νέος ρώτησε τό Ρουμπίνι: —Και τί θά γίνη μέ τό κολλιέ πού μου ζήτησε ό σουλτάνος; ----- 5'Ακούσε, απάντησε;, τί θά σού πώ. Θά. καλέσω τό Μαρτήν γαριταρι. Όα την κακομεταχειριστώ μπροστά σου. προσβάλω. Έσύ θά προσέξης νά μή βγάλης λέξι. Τό Ρουμπίνι φώναξε τήν καινούργια σύζυγο καί, γιά μιά ασήμαντη αιτία, άρχισε νά τήν μαλώνη, λέγοντας της άσχημα λόγια. Ή νέα προσεδλήθη πολύ. Δάκρυα φάνηκαν ατά μάτια της, μά κρατήθηκε γιά νά μήν κλάψη. Τότε τό Ρουμπίνι τής έδωσε ενα σκαμπίλι κα'ι τό Μαργαριτάρι, μήν μπορώντας νά συγκρατηθή πια, ξέσπασε σέ δάκρυα. Τό Ρουμπίνι άρπαξε τότε μιά χρυσή κούπα καί μέ αυτή άρχισε νά μαζεύη τά δάκρυα πού έτρεχαν από τά, μάτια τού Μαργαριταριού. "Όταν σταμάτησε νά κλαίη, μέσα στήν κούπα υπήρχε ένα κολλιέ από μαργαριτάρια περασμένα σέ χρυσή κλωστή. Τό Ρουμπίνι τό πήρε καί τό έδωσε στο νέο πού παρακολου θούσε γεμάτος έκπληξη λέγοντας του νά τό πάη στο σουλτάνο, ίνώ μέ λόγια γλυκά προσπαθούσε τώρα πια νά παρηγόρηση
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΊΝΙΑ
\7
το Μαργαριτάρι, χαϊδεύοντας της απαλά τά μαλλιά. Ό γυιός τού εμπόρου παρουσιάστηκε μπροστά στο σουλ τάνο καΐ' τού έδωσε τό πολύτιμο κολλιέ. — Περίμενε νά σέ άνταμοίψω δπως σου πρέπει είπε ό σουλτάνος. — ’Όχι, δεν θέλω χρήματα. Στο προσφέρω για δώρο, είπε ό νέος καί έφυγε. Ό σουλτάνος πήρε τό κολλιέ καί πήγε νά βρή την κόρη του. — Πάρε ο,τι ζήτησες, τής είπε. Τώρα νομίζω δτι θά θέ λησης νά πάρης για άντρα σου τό γυιό τού βεζύρη. Μά ή πριγκίπισσα δέν είχε καθόλου στο νοΰ της ένα τέτοιο πράγμα. — Τώρα θέλω, τό άρωμα τό πιο μεθυστικό. Ό σουλτάνος δέν μπόρεσε νά κράτηση τή δυσαρέσκειά του. — Κόρη μου, τής είπε, φαίνεται ότι ό δαίμονας οδηγεί τή σκέψι σου. Διώξε τό πείσμα από την ψυχή σου καί δέξου γιά άντρα σου τό γυιό τού βεζύρη. — 5 Οχι, πατέρα μου. Ή θά μού φέρη αυτό πού ζητάω, ή δέν τον παντρεύομαι ποτέ! Ό σουλτάνος βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέσι καί κατέφυγε πάλι στό σύμβουλό του. — Συμβούλεψέ με τί νά κάνω, τού είπε σάν ήρθε δ σύμ βουλος. — Εκείνος πού σού προμήθεψε τά μαργαριτάρια θά σού φέρη καί τό άρωμα τό πιο μεθυστικό, είπε αυτός. Ό σουλτάνος τότε κάλεσε τό γυιό τού εμπόρου. — Πρέπει νά μού φέρης, τού είπε, τό άρωμα τό πιο με θυστικό, άλλοιώς τό κεφάλι σου δέν στέκει καλά στούς ώμους σου. — Μά, πού νά τό βρω αυτό τό ά'ρωμα; ρώτησε τό βασι λιά του. — Δέν ξέρω, πρέπει νά μού τό φέρης οπωσδήποτε, γιατί σέ προειδοποιώ τί θά συμβή άν δέν τό φέρης. — Καλά, απάντησε δ νέος.
ΕΤδε τότε να βγαίν/η μέσα άττό τη βάλα,σσα μια ττολυτελή.ς και μ εγάλττ άκ.ολ,ου91ί!α!..
70 ΑΡΩΜΑ
ΦΥΙΈ από τύ παλάτι γεμάτος στενοχώρια. Αυ
Ε
τή τή φορά δεν ήξερε αν θά μπορούσε νά σώση τό κεφάλι του. Φτάνοντας στο σπίτι του είπε στο Ρουμπίνι την καινούργια παραγγελία τού σου?αάνου. — Πρέπει νά τού πάω τό άρωμα τό πιό μεθυστικό, γιατί θά μού κόψη τό κεφάλι. — Τό πράγμα είναι εύκολο κα'ι μη στενοχωριέσαι τού α πάντησε αυτή. Κάθησε κι’ έγραψε πάλι ένα γράμμα. — Πήγαινε, τού είπε, εκεί πού είχες πάει καί την άλλη φορά. Θά φωνάξης τρεις φορές: «Πατέρα Σαντάν!». Θά δής τότε νά βγαίνη από τή θάλασσα ένα ξωτικό. Ή όψι του θά
είναι κατάμαυρη, ενώ μιά λευκή γενειάδα θά φτάνη μέχρι τό στήθος του. Θά τού δώσης αυτό τό γράμμα, χωρίς νά πης μιά λέξι. Αυτός θά ξαναχαθή μέσα στή θάλασσα. Έσύ θά περιμένης υπομονετικά. Ό γυιός τού έμπορου ξεκίνησε αμέσως. Φθάνοντας στο μέρος πού είχε ξαναπάει, πλησίασε στή θάλασσα κι’ εκεί κά νοντας τή φωνή του χοντρή φώναξε τρεις φορές: «Πατέρα Σαντάν!» ?Αμέσως ένας ξωτικό παρουσιάστηκε από τό βυθό τής θάλασσας. Μιά κατάλευκη γενειάδα έφτανε μέχρι τό στή θος του. Του έδωσε τό γράμμα καί τό ξωτικό, ξαναβυθίστηκε στή θάλασσα. Έπειτα, ξαφνικά, όπως τήν άλλη φορά, μιά σκηνή μέ όλες τις ανέσεις, πού θά μπορούσε νά έπιθυμήση, ξεφύτρεοσε από τη γή. Ένα τραπέζι, γεμάτο από λαχταριστά φαγητά που άχνιζαν στά πιάτα, τον περίμενε.
20
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙ Α
Την τρίτη μέρα, είδε νά έρχεται επάνω στη θάλασσα και νά προχωρή προς το μέρος του ένα φορείο. Μια νέα, μια πεν τάμορφη νέα στολισμένη για νύφη, ήταν μέσα. Δέκα κορίτσια τή συνόδευαν, που ήσαν κι’ αυτά μέσα σέ φορείο. Δέκα καβαλλάρηδες ήσαν γύρα) - γύρω από τά φορεία. "Οταν ή συνοδεία έφτασε κοντά του, σταμάτησε κι’ ένας από τούς καβαλλάρηδες εΛαοε το λογο: — "Αρχοντα μου, δλα τά αγαθά τής Ανατολής ας γίνουν δικά σου καθώς κι’ αυτά τής Δύσεως. Νά τό άρωμα τό πιο με θυστικό, ή κόρη τού δεύτερου βεζύρη των θαλασσινών ξωτι κών. Ήρθε γιά νά γίνη γυναίκα σου. Πάρε τό δρόμο σου και θά μάς 6ρής στο σπίτι σου. Μέ μιας δλα χάθηκαν από μπροστά του. Ό γυιός τού ε μπόρου ξεκίνησε οσο μπορούσε πιο γρήγορα γιά τό σπίτι του. Καθώς έφτανε σ’ σ.ντό τραγούδια και μουσικές ακούγονταν α πό ιό σπίτι. Μπήκε μέσα καί τό "Αρωμα τό πιο μεθυστικό, κα θισμένο σ’ ενα θρόνο τον περίμενε σαν μελλόνυμφο]. Τό Ρουμπίνι είπε τότε στον νέο: — Πήγαινε στο χαμάμ καί μετά ντύσου δπως πρέπει γιά γαμπρός. Αυτός πήγε στό χαμάμ, πλύθηκε κι’ αρωματίστηκε, έπει τα φόρεσε τά πιο δμορη>α ρούχα του καί ήρθε γιά νά γίνη ό γάμος. Μεγάλο γλέντι γίνηκε έπειτα από τό γάμο πού κράτη σε τρεις μέρες. Σάν τελείωσε, τό Ρουμπίνι είπε στό γυιό τού έμπορου: — "Ακούσε τί θά σου πώ καί έπωφελήσου από τις παραγ γελίες μου. Θά μαλώσω τό "Αρωμα καί θά τής πώ γιά νά την ντροπιάσω: «Πώς! τρεις μέρες τώρα είσαι παντρεμένη καί δεν έχεις κάνει ακόμα μπάνιο; Ακάθαρτη!» Έσύ δ,τι καί νά σχεφθης δεν θά θγάλης λέξι. Αυτή αμέσως θά ζητήση νά πάη στό χαμάμ. Θά καθίσης κι7 έσύ κοντά στην πόρτα καί θά αισθανθής τή μυρωδιά τού μόσχου. Τά πράγματα έγιναν δπως είχε πή τό Ρουμπίνι. Τό "Αρω
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
21
μα τό π ιό μεθυστικό ντροπιάστηκε πολύ και $τρβξε νά μπή στο λουτρό, ενώ έξοπίσω της πήγαν οι μαύρες δούλες πού θά τής έκαναν μασάζ. Γδύθηκε για νά κάνη χαμάμ καί μια μυρουδιά μεθυστική πλημμύρισε δλο τό σπίτι. Ό γυιός τού έμπορου, πού στεκόταν κοντά στην πόρτα, κόντεψε νά λιποθυμήση από τό δυνατό και μεθυστικό αυτό άρωμα. Το Ρουμπίνι είχε φέρει τρία βαζάκια πού τά τοποθέτησε κοντά στη μπανιέρα. Οί γυναίκες άρχισαν νά τρίβουν δυνατά δλο τό σώμα τής καινούργιας γυναίκας τού γυιού τού έμπορου με κάτι βούρτσες από μεταξωτή τρίχα. Τό τρίψιμο αυτό έκανε νά βγαίνη άπό τό σώμα τής νέας ένα σκουρόχρωμο υγρό πού τό μάζευαν μέ απαλά σφουγγάρια καί τό έβαζαν στα τρία μι κρά βαζάκια. Αυτό ήταν το "Άρωμα τό πιο μεθυστικό. "Όταν τά τρία βαζάκια γέμισαν, τό Ρουμπίνι τά πήρε καί, αφού τά σφράγισε καλά, τά έδωσε στο νέο πού καρτερού σε εξω άπό τό χαμάμ. Αυτός τά πήγε αμέσως στο σουλτάνο. — Πολυχρονεμένε μου, τού είπε παρουσιάζοντας του τά τρία βαζάκια, νά τό άρωμα τό πιο μεθυστικό πού μου ζήτησες. --- Τί σού οφείλω για τον κόπο σου; τον ρώτησε αυτός. Τίποτα, τού απάντησε ό νέος. Είναι ένα δώρο πού σου κάνω. Ό σουλτάνος, πολύ χαρούμενος, τά πήγε στην κόρη του. — Νά, τής είπε, δ,τι ζήτησες: τό άρωμα τό πιο μεθυστικό. -— Μά σέ ποιόν οφείλω αυτά τά δώρα; είπε τό Αίμα τού Ελαφιού πάνω στο Χιόνι. Σέ κείνον πού μου έφερε τά τρία ρουμπίνια, τό κολλιέ μέ τά μαργαριτάρια καί τό άρωμα, ή στο γυιό τού βεζύρη; — Μά, στο γυιό τού βεζύρη, την βεβαίωσε ο πατέρας της. •— Δέν τό πιστεύω. Ξέρω καλά .ποιος μου τά έχει φέρει. Ό σουλτάνος ήρθε σε δύσκολη θέσι καί δεν ήξερε τί νά πή. — Ναι. ξέρω ποιος είναι αυτός, συνέχισε ή πριγκίπισσα, αυτός πού διέσχισε ερημικά μέρη, πού δέν φοβήθηκε νά αντί-
22
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
μετωπίση χίλιους κινδύνους. Είναι αυτός πού θά γίνη μια μέρα ό άντρας μου και δεν είναι παρά ένας απλός έμπορος. Αυτός ο γενναίος είναι εκείνος πού ικανοποίησε τ'ις επιθυμίες πού είχα θέσει γιά όρο. — Κόρη μου, είπε ό πατέρας της, άφησε αυτές τις σκέ ψεις. Είναι δυνατόν εσύ, κόρη τού σουλτάνου, νά προτίμησης γιά άντρα σου, έναν άγνωστο; Ό γυιός τού βεζύρη είναι ο σύζυγος πού σου προορίζω καιρό τιάρα. Δεξου τον λοιπόν καί θά ζήσης μαζί του ευτυχισμένη. Μά δ,τι καί νά της είπε δεν κατάφερε τίποτε. Το Αίμα τού Ελαφιού στο Χιόνι έπέμενε. Έτσι ό σουλτάνος έφυγε άπρα χτος μά καί θυμωμένος από κοντά της. Πήγε στην αίθουσα του θρόνου καί διέταξε νά τού φέρουν τύ γυιό τού εμπόρου μποοστά του. » «» 'Όταν αυτός παρουσιάστηκε τού είπε: — Θέλω νά σέ πληρώσω όπως σου αξίζει γιά τά ρουμπί νια, γιά τό κολλιέ μέ τά μαργαριτάρια καί τό άρωμα τό μεθυ στικό πού μού έφερες. 3Άν άρνηθης, θά διατάξω νά σού κό ψουν τό κεφάλι. — Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, τού απάντησε κΓ αυτό;, σού τό είπα καί τις άλλες φορές πέος ολα αυτά είναι δώρα πού ήθελα νά σού κάνω. Δεν πρόκειται νά δεχτώ λοιπόν ούτε μια πενταρα. Ό σουλτάνος βλέποντας ότι μέ τις απειλές δέν έκανε τί ποτα, άρχισε νά τού κάνη πλούσιες προσφορές. Χ Ό γυιός δμως τού εμπόρου άρνήθηκε τά πάντα: Τιμές, πλούτη αξιώματα. Τίποτα δέν τον δελέαζε. — Έλα μαζί μου νά πάμε στην κόρη μου, τον διέταξε τό τε αυτός. ’Άν π η πώς σέ θέλει γιά άντρα της, εσύ θά τής α παίτησης πώς δέν την θέλης γιά γυναίκα σου. — Έμενα, είπε καί 6 νέος αποφασιστικά, δέν μέ νοιάζει καθόλου. Ό νόμος όμως, πού τό ξέρεις καλά πολυχρονεμένε
ΤΑ ΤΡΙΑ ΡΟΥΜΠΙΝΙΑ
23
μου, της δίνει τό δικαίωμα νά πάρη για άντρα εκείνον πού θά θέληση. Ό σουλτάνος, άκούγοντάς τον νά μιλά έτσι, θύμωσε πολύ καί διέταξε τό δήμιο νά τού κόψη τό κεφάλι. Αυτός προχώρησε καί σήκωσε τό σπαθί του για νά έκτελέση τή διαταγή τού σουλτάνου, μέ την ίδια στιγμή τό σπαθί γύ ρισε εναντίον του καί τό κεφάλι του κύλισε στο πάτωμα. Ό σουλτάνος κάλεσε έναν άλλο δήμιο. Ούτε όμως κι’ αυ τός υπήρξε τυχερώτερος από τό πρώτο. Τό κεφάλι του κόπηκε κι’ έπεσε κάτω. Ένας τρίτος, ένας τέταρτος ήρθαν, μά κΓ αυτοί είχαν τό ίδιο τέλος μέ τούς προηγούμενους. "Έτσι, επτά δήμιοι ήρθαν ό ένας πίσω από τον άλλο, μά τό ίδιο συνέβη σέ όλους. Ό σουλτάνος, θυμωμένος, άρπαξε ό ίδιος τό σπαθί και δοκίμασε νά κόψη μόνος του τό κεφάλι τού τολμηρού νέου, μά κόπηκε τό δικό του! Βλέποντας τό κεφάλι τού σουλτάνου του νά πέφτη στο πότισμα, ό πρώτος βεζύρης άρπαξε μέ τή σει ρά του τό σπαθί, μά κι' αυτός έπαθε τά ίδια. Ό δεύτερος 6εζύρης. οί μεγάλοι άξιωματούχοι τού σουλτάνου κι' ένα σιοοό άλλοι δοκίμασαν νά κάνουν δ,τι δεν κατώρθωσαν όλοι οί. άλλοι, μά κάθε φορά, τή στιγμή πού έσκυβαν για νά καταφέρουν τό σπαθί στό λαιμό τού καταδικασμένου, τό σπαθί γύριζε ε ναντίον τους καί τούς έκοβε τό κεφάλι. Στό τέλος όσοι είχαν άπομείνει παραιτήθησαν από την προσπάθεια αυτή γιατί, αν συνέχιζαν, κινδύνευε νά μή μείνη άνθρωπος σέ όλο τό παλάτι. Μέσα στό πανδαιμόνιο πού επικρατούσε, ένας άνθρωπος ντυμένος στό κατάλευκα, μέ μια άσπρη, μακρυά γενειάδα μπή κε στό παλάτι. Στάθηκε μπροστά στό γυιό τού εμπόρου καί μέ φωνή επιβλητική τού είπε: 'Άνθριοπε τυχερέ, ή ευτυχία σου δεν είναι παρά στην αυγή της μόνο. Μντ?-ιπ/. έσκυψε καί πήρε ιο βασιλικό τό στέμμα πού εΤ/ε
24
πέσει άπυ τον πεθαμένο βασιλιά καί τοποθετώντας το <πύ κε φάλι του νέου πρόσθεσε: — Χαιρέτησε από μέρους μου τό Ρουμπίνι και πές της νά μ,οΰ γρώψη ενα καινούργιο γράμμα πού νά μου λέει οποία ε πιθυμία έχει. Μόλις είπε αυτά τά λόγια, εξαφανίστηκε. Ό γυιός τού εμπόρου, χωρίς νά χάση καιρό, διάλεξε και ώνόμασε τούς καινούργιους άξιωματούχους τού σουλτανάτου. Γυρίζοντας στο σπίτι του. βρήκε τις τρεις γυναίκες του τό Ρουμπίνι, τό Μαργαριτάρι και το νΑρωμα τό πιο μεθυστικό, νά στέκωνται ανάμεσα σε ενα πλήθος καλεσμένων. Μια χαρού μενη μουσική μαζί με εύθυμα τραγούδια άκουγόταν. Ό νέος σουλτάνος πλησίασε τό Ρουμπίνι καί τής είπε: — Ένας γέροντας ντυμένος στα κατάλευκα και μέ μακρυά άσπρη γενειάδα ήρθε στο παλάτι και μέ έστεψε σουλτάνο. Πριν νά φύγη μου είπε νά τού γράψης κι’ ένα τρίτο γράμμα. -— Ήταν ό πατέρας μου, του είπε τό Ρουμπίνι. Κάθισε αμέσως έγραψε τό γράμμα καί τού τό έδωσε. Αυ τός ανέβηκε στη στιγμή στο πιο γρήγορο άλογο. Ήταν έ φτασε κοντά στη θάλασσα κατέβηκε και μέ δυνατή φωνή φώ ναξε τρεις φορές: «Πατέρα ΣαντάνΙ». Αμέσως είδε τό νερό νά ταράζεται κι’ ένα άλλο ξωτικό μέ μαύρο πρόσωπο νά εμφα νίζεται. Τού έδωσε τό γράμμα τού Ρουμπινιού κι’ αυτό παίρνοντάς το εξαφανίστηκε. Τώρα θά έπρεπε νά περιμένη επτά μέρες σ' αυτό τό μέρος, μά, όπως έγινε και τΙς προηγούμενες φορές, ή σκηνή μέ τις πλούσιες ανέσεις στήθηκε εκεί κοντά του. Μπήκε μέσα καί κάθισε νά περιμένη. Την έβδομη μέρα, είδε μέσα από τή θάλασσα νά έρχεται ένα μεγαλοπρεπές φορείο. Μια συνοδεία πιο πολυάριθμη από τις άλλες φορές τό περιέβαλε. "Ένας χρυσοστολισμένος καβαλλάρης κάλπαζε επί κεφαλής. — Πολυχρονεμένε μας άρχοντα, τού είπε σαν έφτασε Γκοντά του. "Όλα τά καλά τής Ανατολής καί τής Δύσεοος ας
Τα Τρία Ρουμπίνια
2
γίνουνε χτήμα σου. Το Αίμα του ελαφιού πανιο στο Χιόνι σου προσφέρεται για σύζυγος. Μέ μεγάλη έκπληξι ό καινούργιος σουλτάνος είδε τή νέα νά έρχεται από τα βάθη τής θάλασσας, ενώ τή νόμιζε ατό πα λάτι τού πατέρα της. — Νά ή καινούργια σου γυναίκα, συνέχισε ό καβαλλάρης. Έχει δέκα λευκές νέες για σκλάβες, δέκα τραγουδίστριες, δέ κα μαύρες σκλάβες και εκατό καμήλες φορτωμένες από όλα τα αγαθά του κόσμον. Τώρα, πάρε τό δρόμο του γυρισμού καί θά την ξαναβρής μέ την ακολουθία της στό παλάτι πού είναι δικό σου πια. Αμέσως δλα εξαφανίστηκαν από μπροστά του. Ανέβηκε τότε στό γρήγορο άτι του καί γύρισε στό παλάτι. Εκεί βρήκε τό Αίμα τού Ελαφιού πάνω στό Χιόνι καθισμένο σέ ένα θρόνο, νά τον πεοιμένη. Τριγύρω της τραγουδίστριες τραγουδούσαν όμορφους σκοπούς, παίζοντας ανάλαφρα δλων των ειδών τά όργανα. Οί εκατό καμήλες ή σαν δεμένες στη με γάλη αυλή τού παλατιού. Ό καινούργιος σουλτάνος, για νά γιορτασθή όπως έπρεπε τό άνέβασμά του στό θρόνο τής απέραντης αυτής χώρας, διέ ταξε νά φάνε καί νά πιουν μέ έξοδά του όλοι οί κάτοικοι τής πρωτεύουσας για επτά ολόκληρες μέρες καί επτά νύχτες. Έπειτα γιόρτασε όσο γινόταν πιο μεγαλόπρεπα τούς γάμους του μέ τό Αίμα τού Ελαφιού πάνω στό Χιόνι. Έτσι είχε τώρα τέσσερις γυναίκες, όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή πού ζούσε τή μια πού τό αίμα της γινόταν ρουμπί νια, την άλλη πού έχυνε μαργαριταρένια δάκρυα, την τρίτη πού ό ίδρωτας της ήταν τό Αρωμα τό πιο μεθυστικό, καί την τελευταία πού διάβαζε τό μέλλον στα έντόσθια τής καμήλας. Ποιος άλλος θά μπορούσε νά είναι πιο ευτυχισμένος από αυτόν; Τ Ε Λ Ο Σ ’ Αττ'οΙ&ΟίΓ ι ς: Μ ί νου Ντ οκ έπτνυλου
τά
του
στου
παλια τα χρόνια, την ε ποχή πού βασίλευε στην Αγ γλία ό βασιλιάς νΛ8ερ, ζοΰσε ένας ιππότης πού τον ελεγαν Κλήγκ. ?Ηταν ένας άνδρας ψηλός καί ξανθός, δυνατός καί ωραίος και δεν υπήρχε σ' δλον τον κόσμο άλλος ιππότης πιο ευγενικός και πιο γενναιό δωρος από αυτόν. Στους φτο> χούς στρατιώτες πού γύριζαν άπ τούς πολέμους πληγωμένοι καί κουρασμένοι, ό ιππότης Κλήγκ, πού ήταν πάρα πολύ πλούσιος χάριζε κτήματα καί τούς έδινε καί λεφτά για νά 7Ηταν ενα κιεράσι ! Στην καρδιά τά καλλιεργήσουν. "Όποιος τοΟ χειμώνα ! στρατοκόπος χτυπούσε την πόρτα τού πύργου του τό βράδυ, εΰρισκε περιποίησι καί ζε στασιά. Οί εργάτες πού δούλευαν στα απέραντα κτήματά του, είχαν τά σπιτάκια τους καί πληρώνονταν καλά. Γίοτέ δεν άπόπαιρνε τούς νοικάρηδές του. Καί οποίος χρειαζότανε τή βοή θεια του, τού την εδινε χωρίς ποτέ νά βαρυγκομήση. Ό ιπ πότης Κλήγκ ήταν πολύ θεοφοβούμενος. Καί τό ίδιο καλή και θεοφοβούμενη ήταν καί ή γυναίκα του πού την έλεγαν Κλαρίς. Περισσότερο απ’ όλες τις γιορτές τού χρόνου, ό Κλήγκ γιόρταζε τά Χριστούγεννα. Κάθε χρόνο, οί προετοιμασίες άρ χιζαν πριν από ένα μήνα. Καί τά Χριστούγεννα, γινόταν στον
ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
27
πύργο μεγάλο πανηγύρι·. Όλόκληρα βόδια ψήνονταν στις σού βλες. μαζί μέ αρνιά και γουρουνόπουλα και οι φούρνοι έβγα ζαν δέκα - δέκα τις λαμαρίνες μέ κάθε είδους κυνήγι, από ορ τύκια και πέρδικες μέχρι φασιανούς και αγριογούρουνα. Τά άφράτα ψωμιά σχημάτιζαν βουναλάκια και ή ευωδιά από τις κρεατόπητες και τις τυρόπητες γέμιζαν τον τόπο. "Όλη ή χώρα μαζευόταν σέ κείνο τό απέραντο τραπέζι τά Χριστούγεννα. Άπό κάθε γύρω πόλι και χωριό, οι άνθρωποι έτρεχαν νά πάρουν μέρος στο φαγοπότι. Και οί άνθρωποι τού ιππότη Κλήγκ, περιποιούνταν δλον τον κόσμο, πλούσιους και φτωχούς, ενώ ό Κλήγκ, γεμάτος χαρά πού έβλεπε γύρο.) του χαρούμενα πρόσωπα, γύριζε ανάμεσα στά τραπέζια και είχε για δλους έναν καλό λόγο. Δέκα όλόκληρα χρόνια γιόρταζε έτσι πλουσιοπάροχα και βασιλικά τά Χριστούγεννα ό ιππότης Κλήγκ, ξοδεύοντας για κάθε πανηγύρι τά λεφτά καί μέ τά δυό του χέρια. Σιγά - σι γά όμως, ή περιουσία του, πού ήταν πολύ μεγάλη, άρχισε νά λιγοστεύη. Αναγκάστηκε ν’ άρχίση νά πουλάη τά κτήματά του, τά δάση του, τά λειβάδια του, τά περίφημα παλάτια του καί τά κοπάδια του. "Οσο φτώχαινε τόσο πιο λίγοι φίλοι τού έμεναν. "Ολοι εκείνοι πού έτρεχαν άλλοτε νά φάνε καί νά πι ούνε στά τραπέζια του, έκαναν πέος ούτε τον ήξεραν όταν άρ χισε νά φτωχαίνη. Εκείνος όμως δεν τούς κρατούσε κακία. Ούτε καί σταμάτησε νά γιορτάζη τά Χριστούγεννα κάθε χρό νο, όπως μπορούσε καλύτερα. "Ως πού έφτασε μια χρονιά, Χριστούγεννα, κι’ ό ιππότης Κλήγκ, τόσο πλούσιος άλλοτε, δεν είχε πιά παρά μονάχα ένα μικρό σπιτάκι σέ μιά μακρυνή έξο χή, δπου έμενε μονάχα μέ την γυναίκα του καί τά δυό του παι δάκια χωρίς ούτε έναν υπηρέτη: "Ολοι τον είχαν έγκαταλείψει. Είχε φτάσει ή παραμονή των Χριστουγέννων καί ή καρδιά τού Κλήγκ ήταν γεμάτη θλίψι. Περπατούσε πάνω - κάτω μέσα στο σπιτάκι του καί αναστέναζε, καθώς συλλογιζόταν πόσο πλούσια γιόρταζε άλλοτε την ημέρα πού γεννήθηκε 6 Βασιλιάς
28
ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
των Ουρανών και πόσο φτωχός ήταν τώρα και δέν μπορούσε τίποτα να κάνη για νά γιορτάση την γέννησί Του. Ή θλΐψι του ήταν τόσο μεγάλη πού ή καλή καί θεοφοβούμενη γυναίκα του, ή Κλαρίς. προσπάθησε νά τον παρηγόρηση. —- Καλέ μου άντρα, του είπε. Δέν ωφελεί σέ τίποτα νά θλίβεσαι. Διώξε την λύπη από την καρδιά σου. Μια τέτοια μέρα, δλοι οί άνθρωποι πρέπει νά είναι χαρούμενοι καί ευχαρι στημένοι μέ δ,τι έχει καθένας, καί νά ευχαριστούν τον Θεό γι’ αυτό. 8Έλα πάμε νά κάτσουμε στο τραπέζι νά φάμε, καί ας είμαστε δσο πιο χαρούμενοι μπορούμε. Μαγείρεψα τό φαΐ μας δσο μπορούσα καλύτερα καί ελπίζω νά σ’ άρέση. — Δίκαιο έχεις, καλή μου, είπε ό ιππότης. Καί, παίρνοντας πρόσχαρο ύφος, σκούπισε τά δάκρυα πού έτρεχαν από τά μάτια του, πλύθηκε καί μαζί μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του κάθησε τό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Αφού φύγανε, έπαιξε μέ τά παιδιά καί τούς διηγήθηκε Χρι στουγεννιάτικες ιστορίες ώς τήν ώρα πού χτύπησαν οί καμπά νες για νά πάνε στην Εκκλησία. Καί στον γυρισμό, ό Κλήγκ έστειλε τήν γυναίκα του καί τά παιδιά μέσα, καί εκείνος έμει νε στον κήπο. Κι’ έκεί γονάτισε πάνω στο παγωμένο σκληρό χώμα κάτω από μια ξερή κερασιά νά προσευχηθή. Προσευχήθηκε αρκετήν ώρα. Ευχαρίστησε τον καλό Θεό για δ,τι τού είχε χαρίσει καί γιατί τού είχε δώσει τήν εύκαιρια νά βοηθήση δλους τούς φτωχούς καί πεινασμένους πού είχαν χτυπήσει τήν πόρτα του. Μ’ δλο πού τώρα δέν είχε πια τίποτα, ήταν γεμάτος ευγνωμοσύνη πού είχε μπορέσει κάποτε νά σκορπάη χαρά τήν ημέρα των Χριστουγέννων. Τελειώνοντας τήν προσευχή του, ό Κλήγκ έπιασε ένα κλα δί τής κερασιάς γιά νά σηκωθη. Καί τότε έγινε κάτι απίστευ το. Τό κρύο καί ξερό κλαδί τής κερασιάς, σάν νά είχε πάρει ζωή από τό χέρι του, έβγαλε πράσινα φύλλα καί κατακόκκινα, ολοστρόγγυλα κεράσια! Καί σέ λίγες στιγμές, ολόκληρη ή ξε-
?Α Κ&ΡΑ&ΪΑ ΤΟΥ ΧΡ *ΣΤθΥ
ρή κερασιά, γέμισε από φύλλα και ώριμα κεράσια, σαν νά ή ταν καλοκαίρι: Κατάπληκτος, 6 καημένος ό Κλήγκ έβαλε ένα κεράσι στο στόμα του: Ήταν τό ωραιότερο κεράσι πού είχε γευθή ποτέ στη ζωή του. — Θεέ μου, έκανε. Θαύμα! Καί, χωρίς νά χάση καιρό, έκοψε ένα κλαδί φορτωμένο ωραία κεράσια καί έτρεξε στην γυναίκα του. — Κύτταξε γυναίκα, φώναξε. Κεράσια από τον κήπο μας. Ή ξερή κερασιά γέμισε καταπράσινα φύλλα καί ώριμα κερά σια. "Έγινε ένα θαύμα. Άς ελπίσουμε μονάχα, πώς δεν είναι προειδοποίησι τού Θεού για κάποια τιμωρία πού μάς έρχεται έπει δή παραπονιόμουν πρί ν'. — Καθόλου, απάντησε ή γυναίκα του. Είναι σημάδι 3ΐι τά βάσανά μας τελείωσαν καί ότι κάποιο καλό θά μας έρθη. "Ο,τι καί αν έχουμε, λίγα ή πολλά, πρέπει πάντα νά ευχαρι στούμε τον Θεό πού μάς τά δίνει. Καί, αφού ό Θεός μάς έδω σε κεράσια μέσα στην καρδιά τού χειμώνα, νά γεμίσουμε ένα καλάθι, και νά τό πάρης αύριο πρωί νά τό πας στόν βασιλιά. * * * 5Ηταν μεσημέρι, όταν ό Κλήγκ καί ό γυιός του έφτασαν στην πι'λη τού κάστρου τού βασιλιά. Μόλις δμως τούς είδε δ φρουρός μέ τά φτωχικά τους φορέ ματα καί τά ραβδιά τους, φώναξε θυμωμένα: —- Φύγετε αμέσως από δώ. Μην πλησιάσετε, γιατί θά σάς σπάσω τά κεφάλια. Δεν θέλουμε ζητιάνους στο κάστρο τού βασιλιά. — Καλέ μου άνθρωπε, είπε δ ιππότης ευγενικά. "Άφησε μας σε παρακαλώ νά μπούμε. Θέλω νά δώσω στόν βασιλιά ένα δώρο από Εκείνον πού είναι βασιλιάς πάνω άπ’ δλους τούς βα σιλιάδες. Ό φρουρός πλησίασε και σήκωσε τό σκέπασμα τού καλα θιού. Εΐδε τά κεράσια, κι’ έμεινε μέ τό στόμα ανοιχτό. Κερά-
30
ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
οια καταμεσις του χειμώνα! "Ήξερε πώς 6 βασιλιάς θά ενϋου* σιαζόταν μέ το δώρο, καί θά έδινε πλούσια αμοιβή στον δωρητή. Δεν πρόκειται νά πέρασης από την πύλη, είπε, παρά μονάχα άν μου ύποσχεθής πώς θά μου δώσης τό ένα τρίτο από 6,τι θά σου δώση ό βασιλιάς. Χρυσάφι, ή δ,τι δήποτε. Ό κακομοίρης ό ιππότης αναγκάσθηκε νά ύποσχεθή. Τί άλλο μπορούσε νά κάνη; Ό φρουρός άνοιξε τότε την πύλη καί ό Κλήγκ μέ τον γυιό του μπήκαν στην μεγάλη αυλή τού κάστρου. Δεν είχαν όμως προφτάσει νά κάνουν τρία βήματα, όταν βρήκαν μπροστά τους έναν αξιωματικό, εκείνον πού κανόνιζε τις θέσεις των καλε σμένων στο τραπέζι τού βασιλιά. — Έξω!, φώναξε θυμωμένος ό αξιωματικός. Φύγετε α μέσως από μπροστά μου, αν δεν θέλετε νά σάς κλείσω στή φυ λακή. Άπό πότε άρχισαν οί ζητιάνοι νά μπαίνουν στο κάστρο τού βασιλιά; — Καλέ μου κύριε, απάντησε ευγενικά πάλι ό φουκαράς ό Κλήγκ. Μή θυμώνης τόσο πολύ. Έχω φέρει ένα δώρο γιά τον βασιλιά, άπό Εκείνον πού έπλασε τά πάντα καί πού πέθανε, γιά μάς πάνω στον σταυρό. Ό αξιωματικός σήκωσε τότε τό καπάκι, καί έμεινε κι' αυ τός κατάπληκτος μέ δ,τι είδε. Ήταν όμως κι’ εκείνος άπληστος. — Μπορεί νά είναι δπως τά λές, είπε αλλά δεν πρόκειται νά μπής μέσα στον πύργο, άν δεν μού ύποσχεθής πώς θά μού δώσης τό ένα τρίτο άπό δ,τι θά σού δώση ό βασιλιάς. Ό καϋμένος ό Κλήγκ είδε πώς δεν μπορούσε νά κάνη δια φορετικά. "Έδωσε λοιπόν καί τήν δεύτερη ύπόσχεσι καί, λυπη μένος, πήρε τον γυιό του καί τό καλάθι καί προχώρησε μέσα στον πύργο πού ήταν γεμάτος άπό καλεσμένους άρχοντες καί αρχόντισσες πλούσια ντυμένες. Μόλις μπήκε στή μεγάλη αίθουσα όμως, ό αρχιθαλαμηπό λος τού βασιλιά τον είδε καί στάθηκε μπροστά του κλείνοντας του τον δοόιιο.
ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
31
— Ποιος σου έδιοσε την άδεια, φώναξε, να έρΟης ίδω μέ σα χωρίς νά σε προσκαλέσουν; — Καλέ μου κύριε, είπε 6 Ιππότης υπομονετικά. Έφερα στον βασιλιά ένα δώρο από τον Σωτήρα μας, πού πέθανε για μάς. Ό αρχιθαλαμηπόλος άνοιξε τό καλάθι κι’ εμεινε για λίγο αμίλητος. — Μά την αλήθεια, είπε, ποτέ μου δεν είδα κεράσια τέ τοιαν εποχή. Άλλα δεν θά πλησιάσης τον βασιλιά, άν δεν μου ύποσχεθής πώς θά μου δώσης τό ενα τρίτο απ’ δ,τι σου δώση. Ό καλόκαρδος ιππότης στάθηκε καί συλλογίστηκε. «"Άν μοιράσω τό δώρο πού θά μου δώση ό βασιλιάς σ’ αυτούς τούς τρεις ανθρώπους, τι θά μείνη γιά μένα;» -— "Άντε, είπε ανυπόμονα δ αρχιθαλαμηπόλος. Τί έπαθες; "Έχασες τή γλώσσα σου; Δόσε μου την ύπόσχεσι πού σου ζητώ γιατί θά πάρω τό ραβδί σου καί θά σάς τσακίσω τά πλευρά καί θά σάς πετάξιο έξω μέ τις κλωτσιές. Ό φουκαράς ό Κλήγκ κατάλαβε πέος δεν υπήρχε άλλος τρόπος. — ΓΙολύ καλά, εΐπε, κι’ αναστέναξε. Άπό δ,τι θά μου δώση ό βασιλιάς, θά έχης τό ενα τρίτο. Μόλις πήρε την ύπόσχεσι, ό αρχιθαλαμηπόλος τον άφησε νά περάση. Καί ό Κλήγκ προχώρησε, έφτασε ώς την εξέδρα πού βρισκόταν τό τραπέζι τού βασιλιά καί γονατίζοντας, πρόσ φερε στον βασιλιά τά κεράσια λέγοντας: — Αυτά τά κεράσια βασιλιά μου, στά στέλνει ό Σωτήρας μας. Ό βασιλιάς είδε τά φρέσκα, ώριμα κεράσια καί εμεινε ι ανοιχτό τό στόμα. Είπε στον ιππότη νά πάη νά καθήση σ’ ένα τραπέζι νά φάη κι’ ύστερα νά γυρίση κοντά του πάλι. "Ύστερα πήρε μιά φούχτα κεράσια στο πιάτο του, καί έστειλε τά υπό λοιπα στους καλεσμένους του νά τά δοκιμάσουν κι’ εκείνοι. Α φού άπόφαγαν, ό βασιλιάς διέταξε έναν υπηρέτη νά πάη νά
3Ϊ
ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
φωνάξη τον ψτωχό άνθρωπο πού είχε φέρει τά κεράσια. Ό υπηρέτης πήγε γρήγορα καί ειδοποίησε τον Κλήγκ οτι τον ή θελε ό βασιλιάς. — Σέ ευχαριστώ μ’ ό'λη μου την καρδιά, του είπε ό βασι λιάς όταν ήρθε μπροστά του, για το σπάνιο δώρο σου. Έτίμησες δλους τούς καλεσμένους μου με τά κεράσια σου, καί μέ ευχαρίστησες πολύ. Γι' αυτό, σου δίνω τό λόγο μου πώς δ,τι μου ζητήσεις, είτε χτήματα, είτε χρυσάφι, είτε υπηρέτες, θά σου τό δώσω. Ό ιππότης Κλήγκ, είχε δώσει, δπως είπαμε, τρεις υποσχέ σεις. Τις θυμήθηκε λοιπόν καί είπε: — Ευχαριστώ βασιλιά μουί Άλλα αυτά δλα τά δώρα πού είπες είναι πολύ μεγάλα γιά μένα. Μια όμως καί μπορώ νά διαλέξω δ,τι θέλω σέ παρακαλώ νά διατάξης νά μου δεόσουν δώδεκα μπαστουνιές μ’ 2να ραβδί! — Δώδεκα μπαστουνιές! έκανε ό βασιλιάς παραξενεμένος. ' Ωραίο δώρο μου ζητάς μά την αλήθεια. νΑφησε τά αστεία, καλέ μου άνθρωπε καί πες μου τί θέλεις. Άπ’ δ,τι βλέπω, δέν θά ήταν άσχημο νά σου έδινα χρυσάφι, ή κτήματα ή κάτι τέτοιο. Τό ίδιο συλλογιζόταν κι’ ό Κλήγκ, αλλά απάντησε: — 3Όχι, βασιλιά μου. Δέν θέλω τίποτα απ’ δλα αυτά. Σέ παρακαλώ νά διατάξης νά μου δώσουν δώδεκα μπαστουνιές. Ό βασιλιάς θύμωσε καί στενοχωρήθηκε. — Μετανοιώνω γιά τήν ΰπόσχεσι πού σου έδωσα, είπε. — Ναι βασιλιά μου, άλλα τήν έδωσες, απάντησε ό Κλήγκ. — Πολύ καλά λοιπόν, είπε ό βασιλιάς. ’Άς γίνη τό θέ λημά σου. Καί διέταξε νά τού δώσουν δώδεκα μπαστουνιές. Μόλις ό ιππότης πήρε τήν αμοιβή του, σηκώθηκε αμέσως κι’ έτρεξε καί βρήκε τον αρχιθαλαμηπόλο. — Σου έφερα τό ένα τρίτο τής αμοιβής μου, τού είπε. Καί χωρίς άλλη κουβέντα, σηκώνει τό ραβδί του καί τού
ΤΑ ΚΕΡΑΣ!Α ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
33
κατεβάζει τέσοερες μπαστουνιές στη ράχη. Άλλα τόσο δυνα τές, πού ό δύστυχος ό αρχιθαλαμηπόλος έβαλε τά κλάματα. Βγαίνει, ύστερα, ό Κλήγκ στην αυλή, και βρίσκει τον αξι ωματικό. — "Έλα νά σου δώσω τό ένα τρίτο πού σου ύποσχέθηκα, τού λέει. Και σηκώνει τό ραβδί του καί τού κατεβάζει κάτι μπαστου νιές, πού από εκείνη την ήμερα, ό αξιωματικός ποτέ πια δεν δοκίμασε νά έμποδίση κανένα νά μπή στον πύργο. Ό Κλήγκ όμως, δεν είχε τελειώσει ακόμα. Παρατάει τον αξιωματικό, καί βγαίνει στην πύλη του κάστρου. Χωρίς πολ λές κουβέντες, κανονίζει τούς λογαριασμούς του μέ τον φρου ρό καί τόσο καλά μάλιστα, πού από τότε ό φρουρός, ποτέ πια δέν απαγόρευσε σέ κανένα νά μπή στο κάστρο καί ήταν ευγε νικός μέ όλους, πλούσιους καί φτωχούς. Αφού κράτησε έτσι τις υποσχέσεις του, ό Κλήγκ ξαναγύρισε στην μεγάλη αίθουσα καί καθώς έμπαινε, ακούσε τον 6α? \ σιλιά που ρωτούσε εναν απο τους καλεσμένους του: — Ποιος ήταν άραγε αυτός ό φτωχός πού μού έφερε τά κεράσια; Κι’ ό καλεσμένος τού βασιλιά, ένας γέρος άρχοντας πού είχε αναγνωρίσει τον Κλήγκ, άποκρίθηκε. — Ήταν ό ιππότης Κλήγκ, βασιλιά μου. Δέν τον θυμή θηκες ; Ό Κλήγκ; έκανε δ βασιλιάς απορημένος. Μά καλά, ό Κλήγκ δέν έχει πεθάνει; Έτσι νόμιζα. Έχω χρόνια νά τον δώ. Μακάρι νά ήταν δ Κλήγκ. Προτιμούσα νά είχα αυτόν πα ρά πέντε άλλους ιππότες. Τότε δ Κλήγκ, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους πλουσιοφερμένους άρχοντες καί φτάνοντας μπροστά στον θρόνο τού βα σιλιά γονάτισε, καί τον ευχαρίστησε πού είχε κρατήσει την ύπόσχεσί του. Τότε ό βασιλιάς, τον ρώτησε γιατί είχε ζητήσει μιά τόσο
34
ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
παράξενη αμοιβή, και γιατί έτρεξε αμέσως νά την μοιράση. Και ό Κλήγκ του διηγήθηκε: Αυτοί οί τρεΤς, είπε, δεν μέ άφηναν νά περάσω. Καί για νά μέ άφήσουν, μέ έβαλαν νά τους ύποσχεθώ πώς θά τους δώσω τό ένα τρίτο από δ,τι θά μου έδινες. ’Άν όμως τό έκανα αυτό, δεν θά έμενε τίποτα γιά μένα. Γι’ αυτό κι’ εγώ, αποφά σισα νά ζητήσω τις δώδεκα μπαστουνιές. Και κράτησα την υ πό σχεσί μου. Άκούγοντας αυτά ό βασιλιάς, έβαλε τά γέλια. Και μαζί μ’ αυτόν έβαλαν τά γέλια και δλοι οι καλεσμένοι άρχοντες. Γελού σαν, γελούσαν, δσο πού τούς ήρθαν δάκρυα στά μάτια. Κι’ 6 βασιλιάς τότε ρώτησε τον Κλήγκ. -— ΓΙές μου, καλέ μου άνθρωπε, πώς σέ λένε; Κλήγκ, βασιλιά μου, απάντησε ό ιππότης. Άφοσιωμένος σου υπήκοος. — Έσύ είσαι ό Κλήγκ, ο καλύτερος καί δυνατώτερος καί πιύ γενναιόδωρος ιππότης μου; — Έγώ είμαι βασιλιά μου. Τότε ό βασιλιάς σηκώθηκε καί τον έβαλε νά κάτση πλάι του, καί τού έδωσε καινούργια χτήματα καί δάση καί λειβάδια, καί τον έκανε ακόμα γενικό διαχειριστή στά δικά του χτήματα. Καί τούς γυιούς του, τούς πήρε στο παλάτι του γιά νά τούς κάνη κι’ εκείνους ιππότες όταν θά μεγάλωναν. Έτσι ό καλόκαρδος ιππότης Κλήγκ έγινε πάλι πλούσιος, καί μπορούσε νά χαρίζη τή χαρά στούς φτωχούς κάθε χρόνο τά χριστούγεννα. ΤΕΛΟΣ ’Αττόδασις: Μ. Κανσήζ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΣ ΛΕ ΚΚΑ 22
(υπόγειον) — ΑΘΗΝΑΙ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΕΜΌΔΟΥΡΑΣ, ΟΙ ΚΟ'Ν. Δ) Σ IΣ : Γ. ΓΕΩΡΓΙ ΑΔΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 4
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
/ £/<Γ#ι ζ/ΐΑέ τεηη^ΛΗί [ /7/9Τ7 Γ/ΑΤΡέΑ/ Δ/ΓΟ V- ΔΡ/)<ΓΤΗΡ/0£ £/)■*■ ΤΟ
0^όδ^_____ \|
οη5 νΛα^άδ VI
ηονψβΐ /νετηι
ίίΡΙ βΡ -
λ/*6 Μή ΜΜΐέΤΑΙ
ΟΥΣΕ μια φο ρά κι’ εναν καιρό ατά παλιά χρόνια ένας βασιλιάς, πού χήρεψε πολύ νέος. Ή δύστυχη ή βασίλισ σα, πού ήταν πάρα πολύ ό μορφη πέθανε φέρνοντας στον κόσμο τό μικρό βασιλόπουλο και τό άφησε ορφανό. Ό 6ο^ σιλιάς αγαπούσε την γυναίκα του πάρα πολύ. Αλλά, αφού πέρασαν μερικά χρόνια, οί σύμβουλοί του τού είπαν πά)ς τό βασίλειο έπρεπε; νά από Μέσα στην καλύβα ^τα?ν £νιοβς κάτηχκτπρος γέρος.... κτηση μιά καινούργια βασίλισ σα. Αναγκάστηκε λοιπόν, ό καημένος, μ1 όλο πού δεν τό ήθελε, νά πάρη δεύτερη γυναίκα. Ένώ όμως ή πρώτη βασί λισσα ήταν καλή σάν άγγελος καί όλοι την αγαπούσαν, ή και νούργια γυναίκα τού βασιλιά ήταν άδύνατη σάν καλάμι, κί τρινη σάν ξερό φύλλο, είχε μιά μύτη σουβλερή σάν τού παπα γάλου καί ήταν κακία καί μάγισσα. Καθώς περνούσε από τούς διαδρόμους τού παλατιού, όλοι όσοι βρίσκονταν στο διάβα της άποτραβιώνταν τρομαγμένοι στην άκρη καί, μόλις περνούσε, έκαναν τό σταυρό τους. Κανένας δεν την αγαπούσε, όπως κι’ εκείνη δεν αγαπούσε κανένα. Περισσότερο όμως απ’ όλους, δέ χώνευε τό δύστυχο τό βασιλόπουλο πού, μένοντας χωρίς τή μα γούλα του, είχε πέσει στά χέρια τής φοβερής μητρυιάς του. Το βασάνιζε, τό ταπείνωνε, δέν έχανε ευκαιρία νά μην τό κάνη νά ύποφέρη. Τόσο πολύ, πού τό βασιλόπουλο, πού είχε με τά χρό νια μεγαλώσει πια αρκετά, αποφάσισε, μόλις γινόταν είκοσι
4
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
χρόνων, νά πάρη τά μάτια του και νά φύγη στα ξένα, για νά μή βλέπη την κακία μάγισσα. Ό βασιλιάς ωστόσο πού είχε στο μεταξύ γεράσει, δταν έμαθε την άπόφασι τού μονάκριβου γυιού του και κληρονόμου του, έπεσε σέ βαθειά λύπη. Δέν μπορούσε νά ύποφέρη τήν ιδέα πέος δέν θά ξανάβλεπε τό παιδί του. Έτσι, δταν ήρθε ή μέρα πού το βασιλόπουλο έκλεισε τά είκοσι χρόνια του και άρχισε νά ετοιμάζεται για νά φύγη, ό πατέρας του τον αγκάλιασε τρυ φερά καί τον παρακάλεσε νά μή φύγη και τον άφήση μονάχο του. Τό βασιλόπουλο ήξερε πώς ή κακιά μάγισσα, ή μητριά του, βασάνιζε και τον δύστυχο τον πατέρα του. Καί, βλέποντας τά δάκρυα τού γέρου, πού κυλούσαν στο ξεραμένο καί ρυτιδω μένο του πρόσωπο, ένοιωσε τόση συγκίνηση πού υποχώρησε, καί έμεινε. Ό γέρο - βασιλιάς δμως δέν χάρηκε καί πολύ, για τί ό γυιός του έμεινε βέβαια γιά νά τού κάνη τό χατήρι, αλλά κάθε μέρα πού περνούσε αδυνάτιζε καί χλώμιαζε περισσότερο, μή μπορώντας νά ύποφέρη τις παραξενιές καί τήν κακία τής μητριάς του. Μια μέρα, καθώς έβγαινε από τό δωμάτιό του, είδε μέσα στο σκοτεινό διάδρομο τον πατέρα του νά βγαίνη σκυφτός, χωρίς νά τον προσμένη, από τό «κλειδωμένο δωμάτιο». Αυτό τό δωμάτιο, βρισκόταν δίπλα στην κρεβατοκάμαρα τού βασι λιά καί κανένας μέσα στο παλάτι δέν ήξερε τί είχε μέσα, γιατί ό γέρο βασιλιάς δέν άφηνε ποτέ κανένα νά μπή έκεί μέσα, καί είχε τό κλειδί κρεμασμένο από μιά χρυσή αλυσίδα στή ζώνη του. Ούτε ή ΐδια ή βασίλισσα, ή κακιά μάγισσα, δέν είχε μπή ποτέ εκεί, κι’ αυτό τήν έκανε νά λυσσάη από τό κακό της, ε πειδή έβλεπε δτι υπήρχε κάτι πού ό γέρο - βασιλιάς δέν τής έκανε τό χατήρι καί τήν κρατούσε μακρυά όπως ολους τούς άλλους. Ό πρίγκιπας πολλές φορές είχε θελήσει νά ρωτήση τον πατέρα του τί κρυβόταν μέσα στο μυστηριώδες δωμάτιο, άλλα πάντα, βλέποντας τό λυπημένο πρόσωπο τού βασιλιά, έχανε τό
θάρρος του και δεν έβγαζε μιλιά. Εκείνη τήν ήμέρα ωστόσο παραξενεύτηκε έπειδή, είδε πώς δ πατέρας του βγαίνοντας, δέν γύρισε νά κλειδώση την πόρτα, δπως κάθε φορά, άλλα απο μακρύνθηκε, σκυφτός καί μέ σερνάμενα πόδια. —· Ό κακομοίρης ό πατέρας μου, συλλογίστηκε τό βασι λόπουλο, δσο πάει καί γερνάει. "Έγινε πολύ άφηρημένος τώ ρα πιά. Και γεμάτο περιέργεια, προχώρησε στις μύτες των ποδιών καί άνοίγοντας την πόρτα χωρίς νά κάνη θόρυβο, μπή κε μέσα στο απαγορευμένο δωμάτιο. Βαρείες κουρτίνες κρέ μονταν στο παράθυρο, και μέσα ήταν μισοσκότεινα. Όλόγυρα στους τοίχους, ένα σωρό πολύτιμα βάζα ήταν γεμάτα από ω ραία λουλούδια. Και στον τοίχο, κρεμόταν μια πελώρια εικόνα, ή εικόνα μιάς πάρα πολύ όμορφης και νέας γυναίκας, μέσα σέ ολόχρυση κορνίζα. Τό βασιλόπουλο στάθηκε αρκετήν ώρα και κύτταζε την γυναίκα της εικόνας. "Υστερα, βγήκε τό ίδιο α θόρυβα δπως είχε μπή, και τό βράδυ ρώτησε με θάρρος τόν πατέρα του ποια ήταν εκείνη ή τόσο όμορφη γυναίκα. Ό γέ ρο - βασιλιάς κατάλαβε πώς θά είχε αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη, αλλά δέν έδειξε νά θύμωσε. Κούνησε μονάχα τό κεφάλι του λυπημένος κα'ι άποκρίθηκε: — Αυτή παιδάκι μου ήταν ή μητέρα σου. Ή αγαπημένη μου γυναίκα πού πέθανε και μάς άφησε και τούς δυο δυστυχι σμένους. Ήταν ή πιο όμορφη κα'ι ή πιο καλή κοπέλλα στόν κόσμο καί την έλεγαν «Χρυσή Πριγκίπισσα». Καί μ5 αυτά τά λόγια, πήρε τό βασιλόπουλο από τό μπράτσο κα'ι πήγαν στην τραπεζαρία. Ή κακιά βασίλισσα, κατσούφιασε πού τούς είδε καί τούς δυο μαζί, γιατί κατάλαβε πώς γιά κάτι κουβέντιαζαν. Καθώς τρώγανε, τό βασιλόπουλο σταμάτησε ξαφνικά σέ μιά στιγμή, καί είπε στόν πατέρα του: — Θέλω πατέρα νά φύγω καί νά ταξιδέψω σ’ δλον τόν κόσμο. Είναι πιά καιρός μου νά πα*/τρευτώ, καί θέλω νά βρω μιά κοπέλλα πού νά είναι τόσο όμορφη καί τόσο καλή οσο κύ ή μακαρίτισσα ή μητέρα μου. Στόν τόπο μας, δέν ύπάρχει
6
Η ΜΝΤΑΜΟΡΦΗ
καμμιά σαν και κείνη. Ή κακία βασίλισσα χλώμιασε από τή λύσσα της, άκούγον τας τό βασιλόπουλο νά παινεύη τή μακαρίτισσα τή βασίλισσα, πού τήν ζήλευε καί τήν μισούσε μ’ ολο πού ήταν πεθαμένη τόσα χρόνια. Κι’ 6 γέρο - βασιλιάς, νόμισε πώς ό γυιός του έλεγε πώς ήθελε νά βρή τήν πεντάμορφη, έπειδή γύρευε δικαι ολογία για νά φύγη. Τήν άλλη μέρα λοιπόν κι’ ολας, ό βασι λιάς φώναξε μερικούς πιστούς του αξιωματικούς, και τούς ε δώσε διαταγή νά πάνε νά ψάξουν ώς τις πιο μακρυνές γωνιές τού βασιλείου γιά νά βρούνε μιά όμορφη καί καλή κοπέλλα για γυναίκα τού βασιλόπουλου. Γιατί, είπε, ό διάδοχος τού θρό νου δεν ήταν σωστό νά ριχτή σέ περιπέτειες καί νά κινδυνέψη δ ίδιος τήν ζωή του» Έφυγαν λοιπόν οΐ πιστοί αξιωματικοί τού βασιλιά, κα> θάλθηκαν νά γυρίζουν στο βασίλειο. "Ύστερα από τρεις μήνες γύρισαν, καί έφεραν μαζί τους πορτραΐτα καί μπούκλες από μαλλιά. Καθένας έλεγε πώς αυτός είχε βρή τήν πιό όμορφη καί πιό καλή κοπέλλα τού βασιλείου. 5Αλλά ό πρίγκιπας, αφού κύτταξε μιά - μιά τις ζωγραφιές καί τις μπούκλες, τις έρριξε όλες στη φωτιά καί είπε στους αξιωματικούς; — Πώς τολμήσατε νά μού φέρετε τέτοιες ασκημομούρες γιά νά διαλέξω τή γυναίκα μου; Έτσι διαλέγετε καί τις δικές σας τις γυναίκες; Ντροπή σας! Κι’ οί αξιωματικοί κατέβασαν τό κεφάλι τόσο πού οί μύτες τους άκούμπησαν στις κεντητές τους τραχηλιές καί δεν έβγα λαν λέξι από τό στόμα τους, Ό βασιλιάς άρχισε νά τραβάη τά γένια του από απελπισία. Αφού δέν είχε καταφέρει νά βρή γυναίκα τού γυιού του, ήξερε πώς δέν θά μπορούσε νά τόν πείση νά μή φύγη. Τήν ίδια στιγμή όμως χάρηκε. γιατί ένας από τούς συμβουλάτσρές του είπε: Γιά νά μπορέσουμε νά βρούμε τήν πιό όμορφη κοπέλ λα τού βασιλείου, νά στείλουμε νά βουλώσουμε δλα τά πηγά δια τής γώρας. Δέν θά άφήσουμε παρά μονάχα τό πηγάδι τού
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
1
παλατιού. Έτσι δλος 6 κόσμος θά άναγκασθή νά έρθη έδώ για νά πάρη νερό, καί άνάμεσα σ' αΰτούς θά έρθουν καί οί ξένοι, οι ταξιδιώτες καί οι έμποροι. Θά μπορέσουμε λοιπόν νά τούς ηχήσουμε, καί ίσως αύτοί νά μπορέσουν νά μάς πούνε τίποτα για την πιο δμορφη κοπέλλα του κόσμου. Ό βασιλιάς ένθουσιάστηκε από τήν Ιδέα του συμβουλάτορά του, καί το βασιλόπουλο δέχτηκε νά περιμένη για λίγον καιρό ακόμα. Τήν άλλη μέρα πρωί - πρωί, στρατιώτες έφυγαν μέ διατα γές του βασιλιά και πήγαν νά κάτσουν φρουρά σέ δλα τα πη γάδια τής χώρας. Κανένας δέν επιτρεπόταν νά πάρη νερό, παρά μονάχα από τό πηγάδι του παλατιού. "Άρχισε λοιπόν ό κόσμος νά έρχεται στό παλάτι. Χιλιάδες κόσμος, ντόπιοι και ξένοι μαζευόντουσαν κάθε μέρα μπροστά στό βασιλικό πηγάδι, καί οί αύλικοί τους έπαιρναν ολους και τούς έδειχναν τό πορτραιτο τής πεθαμένης βασίλισσας καί τούς ρωτούσαν αν είχε δή κανένας τους πουθενά μια κοπέλλα τόσο δμορφη. Ή κακιά μάγισσα ή βασίλισσα, λυσσομανούσε πού γινόταν τόση φασα ρία για νά βρεθή ή πεντάμορφη, καί κάθε φορά πού οί αύλι κοί έδειχναν τό πορτραΐτο τής πεθαμένης βασίλισσας σέ κανέ να, κλεινόταν μανιασμένη στό δωμάτιό της, κίτρινη σαν τό φλουρί από τή ζήλεια της. Μ’ 3λο δμως πού τόσος κόσμος πέρασε κανένας δέν βρέθη κε πού νά είχε δή ποτέ μια κοπέλλα τόσο δμορφη σαν έκείνη πού γύρευε τό βασιλόπουλο. Αναγκάστηκε, λοιπόν, στό τέλος ό βασιλιάς, νά διατάξη ν’ ανοίξουν πάλι τά πηγάδια, δταν έ φτασε στό παλάτι για νά πάρη νερό ένας ψηλός μεσόκοπος καλόγερος μέ θλιμμένο βλέμμα καί βασανισμένο πρόσωπο. * Ο ταν τού έδειξαν κι’ αύτουνού τό πορτραίτο καί τόν ρώτησαν, είπε: —’ Ξέρω πώς έκεΐ κατά τις χώρες τού Νότου υπάρχει μια κοπέλλα τόσο δμορφη, πού δποιος τήν πρωτοϊδή πέφτει λιποθυμισμένος καί, καμμιά φορά, καί πεθαμένος από τήν ομορφιά
της. 27Αν τό βασιλόπουλο ΰποσχεθή πώς θά μέ υπάκουη τυφλά σ’ δ,τι τοΰ πώ, όρκίζομαι πώς θά τό οδηγήσω νά πάμε νά την βρούμε. Ό βασιλιάς πού άκουσε τά λόγια τού καλόγερου φοβήθη κε. Καί τό βασιλόπουλο μ’ δλο πού ήθελε νά βρή την πεντά μορφη δίστασε, γιατί ακούσε πώς έπρεπε νά υπάκουη στόν κα λόγερο καί, σαν βασιλόπουλο πού ήταν, δεν είχε μάθει νά υ πάκουη παρά μονάχα στόν πατέρα του. Κύτταξε τον καλόγερο μέ μεγάλη προσοχή. Ήταν ψηλός καί δυνατός και φαινόταν καλός κι’ ευγενικός. Πήρε λοιπόν την άπόφασι νά πάη μαζί του. Ό γέρο βασιλιάς, δακρυσμένος, αγκάλιασε τόν γυιό του τόν φίλησε, καί τού έδωσε την ευχή του. Καταλάβαινε βτι δεν [.ιπορούσε πια νά τόν έμποδίση νά φύγη καί κατά βάθος ήταν κι’ ό ίδιος περίεργος νά δή τί θά γινόταν, γιατί ό παράξενος καλόγερος, βλέποντας την εικόνα τής πεθαμένης βασίλισσας ηίχη πή: — Ή όμορφη Μαουλένα, είναι εκατό φορές πιο όμορφη. ΤΆ ΤΡΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
.
ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ καί ό καλόγερος
©
ξεκίνησαν
την άλλη μέρα καί περπάτησαν πολλές μέρες κατά τό Νότο. "Ενα βράδυ, έφτασαν μπροστά σέ μια καλ πού είχαν δή τό φως της από πολύ μακρυά. Καθώς ήταν καί οί δυο πολύ κουρασμένοι, έσπρωξαν την πόρτα καί μπήκαν γιά νά ζητήσουν φιλοξενία για τό βράδυ. Μέσα στην καλύβα δεν βρήκαν παρά ένα γέρο μέ μαλλιά καί μακρυά γένεια κά τασπρα, πού καθισμένος μπροστά σ’ ένα τραπέζι έγραφε ο’ ένα μεγάλο βιβλίο ντυμένο μέ κόκκινο πετσί. "Οταν οί ταξιδιώ τες του μίλησαν, δέν τούς απάντησε. Λέν γύρισε κδν νά τούς κυττάξη. — Δέν πειράζει, είπε ό πρίγκιπας στόν καλόγερο. "Ας
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
9
στρώσουμε να κοιμηθούμε χάμω, κοντά στο παραγώνι. Δον θά τόν ενοχλήσουμε καθόλου. Και χωρίς δεύτερη κουβέντα, ψόφιος καθώς ήταν από την κούραση ξαπλώθηκε στο κιλίμι μπροστά στο τζάκι, καί τόν πήρε άμέσως δ ύπνος. Ό καλόγερος ξαπλώθηκε κι' αυτός δί πλα στο βασιλόπουλο, αλλά δεν αποκοιμήθηκε. Είχε τά μάτια του μισόκλειστα, καί περίμενε. Κατά τά μεσάνυχτα, ή πόρτα άνοιξε καί μπήκαν μέσα τρία περιστέρια. Μόλις μπήκαν, με ταμορφώθηκαν σέ τρία όμορφα κορίτσια, καί είπαν: -— Μπορούμε νά μιλήσουμε πατέρα; — Μιλήστε, απάντησε ό γέρος. Μιλήστε κόρες μου. Οί άνθρωποι αυτοί κοιμούνται βαθειά καί δεν άκούνε. Μίλησε εσύ ή μεγαλύτερη πρώτα. — Έγώ πέταξα σ’ δλον τόν κόσμο, άποκρίθηκε ή πρώτη κοπέλλα καί είδα έναν πρίγκιπα πού ψάχνει νά βρή την όμορ φη Μαουλένα. Μπροστά του, βρίσκονταν δυο δρόμοι. Ό ένας ολόισιος καί καθαρός, ό άλλος γεμάτος λασπόνερα, πέτρες καί αγκάθια. 5Ά.ν διαλέξη τόν εύκολο δρόμο, ποτέ του δεν θά βρή τή Μαουλένα. ’Άν όμως άκολουθήση τόν άσχημο, ίσως νά τή βρή. Μίλα εσύ, ή δεύτερη, είπε τότε ό γέρος. Τι είδες; Έγώ είδα, εκεί πού πέταξα, είπε ή δεύτερη, δτι άν τό βα σιλόπουλο κυιτάξη την Μαουλένα κατά πρόσοοπο, θά πεθάνη. Πρέπει την πρώτη μέρα, να κυττάξη μονάχα τά πόδια της. Την δεύτερη μέρα τό σώμα της, καί μόνο την τρίτη, τό πρό σκοπό της. — Κι’ έσύ, ή μικρότερη, τί είδες; ρώτησε δ γύρος. — Έγώ, άποκρίθηκε ή μικρή, πέταξα σ’ δλο τόν κόσμο καί είδα το βασιλόπουλο μπροστά σ’ ένα τραπέζι φορτωμένο ωραία φαγητά. 37Αν τά φάη δλα, δεν θά απόκτηση ποτέ τή Μαουλένα. Πρέπει την πρώτη μέρα νά φάη τό ένα τρίτο: Τή δεύτερη το μισό. Καί τήν τρίτη μέρα μονάχα νά φάη δλα τά φαγητά. Καί
10
πρέπει, όταν θά βρεθή στο σπίτι τής Μαουλένας, νά μήν μιλήση καθόλου. Και οί τρεις κοπέλλες είπαν μαζί: — "Όποιος έπαναλάβη ό,τι είδε κι’ ακούσε εδώ πέρα, νά γίνη πέτρα. Και μ’ αυτά τά λόγια ξανάγιναν περιστέρια καί Εφυγαν. Ό γέρος Εγραψε ο,τι του είχαν πή οί κόρες του στο μεγάλο του βιβλίο κι’ υστέρα, Εκλεισε τό βιβλίο κι’ Εσβυσε τό φως. Τό πρωΐ. τό βασιλόπουλο καί ό καλόγερος Εφυγαν, αφού πρώτα ευχαρίστησαν τό γέρο. Εκείνος όμως ούτε τούς μίλησε ούτε γύρισε νά τούς δή. Καθόταν στο κατώφλι τής πόρτας του, καί κύτταζε τον ήλιο πού Εβγαινε, χωρίς νά κουνιέται καθόλου. "Οταν προχώρησαν λίγο, βρέθηκαν μπροστά σ? Ενα σταυ ροδρόμι. Μπροστά τους ανοίγονταν δυο δρόμοι: Ό ένας όλόΐσιος, καλοστρωμένος καί καθαρός. Ό άλλος, γεμάτος λακ κούβες καί λασπόνερα, πέτρες κι’ αγκάθια, πού περνούσε άπό απότομα βουνά καί σκοτεινά φαράγγια. — Αυτόν τον δρόμο νά πάρουμε, είπε ό καλόγερος, κι Εδειξε τον άσχημο. — "Οχι! Νά πάμε άπό 5ώ, είπε τό βασιλόπουλο. Ό δρό μος αυτός είναι πολύ καλύτερος, καί δέν θά κουραστούμε τόσο πολύ. — Θυμήσου πώς ΰποσχέθηκες νά με υπακούς! είπε ό κα λόγερος, με βαρεία φωνή. "Αν δέν θέλης νά μ5 άκούσης, Εγώ θά φύγω καί θά σέ άφήσω νά προχωρήσης μονάχος σου. Τό βασιλόπουλο μισοθυμωμένο, μισογελαστό, αναγκάσθη κε νά άκολουθήση τον σύντροφό του. Καί δέν μετάνοιωσε για τί, όταν ύστερα άπό πολλές ώρες κουραστικά) περπάτημα έφτα σαν σέ μια πάλι, έμαθαν πώς εκεί ζούσε ή πεντάμορφη Μαουλένα. Ό πρίγκιπας μόλις τό Εμαθε, θέλησε νά πάη νά τή βρή αμέσως. Αλλά ό καλόγερος δέν τόν άφησε. Τον Εβαλε νά κοιμηθή καί δταν τό βασιλόπουλο ξύπνησε ξεκούραστο καί φρέ σκο, κάθησε απέναντι του καί τού είπε:
Η ΓΡ£ΗΤΑΜ0Μ>Η
VI
— Νά μ’ άκούσης προσεκτικά, γιατί από αΰτό πού Μ κά νης, κρέμεται ή ζωή σου. Θά πας στο σπίτι τής Μαουλένας. Εκείνη θά στέκεται σέ μια σκάλα. Πρόσεξε λοιπόν, ν’ άρχ?σης νά κυττάζης από το κάτω μέρος τής σκάλας, ένα - ένα σκαλοπάτι, μέχρι νά δής τά πόδια της. Αλλοίμονο σου άν κυττάξης πιό ψηλά άπύ τά γόνατά της. Θά δής υστέρα ένα στρωιιένο τραπέζι. Κάτσε και ψάε μονάχα τό ένα τρίτο από τά φα γητά. Ούτε μια μπουκιά παραπάνω. Καί όσην ώρα θά βρίσκε σαι εκεί νά μην βγάλης κουβέντα από τό στόμα σου. Φτάνοντας στό σπίτι τής Μαουλένας τό βασιλόπουλο, μπή κε με τά μάτια χαμηλωμένα, προχώρησε κα'ι είδε ένα σκαλο πάτι. Στάθηκε τότε καί σήκωσε λίγο - λίγο τό βλέμμα του, μέ χρι πού είδε ένα δεύτερο σκαλοπάτι. "Ύστερα, είδε τό τρίτο, καί δύο μικρά γυναικεία ποδαράκια, μέσα σέ ωραία κεντητά παπούτσια, καί τό κάτω μέρος από ενα φόρεμα σκούρο θαλασσί. Σταμάτησε έκεΐ καί γύρισε. 1 Απέναντι του βρισκόταν ένα τραπέζι φορτωμένο με τά πιό ωραία φαγητά καί ποτά. Χωρίς νά πή λέξι, κάθησε στό τραπέζι κι’ έφαγε καί ήπιε τό ένα τρίτο από δλα. "Ύστερα, σηκώθηκε κι’ έφυγε, ενώ ή καρ διά του χτυπούσε δυνατά. Τήν άλλη μέρα ξαναπήγε στό σπίτι τής Μαουλένας, καί μπήκε πάλι μέ τά μάτια χαμηλωμένα. Στάθηκε μπροστά στη σκάλα, σήκωσε τά μάτια του, είδε τά πόδια, τό θαλασσί φόρε μα, κι' ύστερα προχώρησε πιό πάνω. Είδε δυό ώραια λεπτά χέ ρια, καί δυο όμορφα μπράτσα. "Ύστερα γύρισε τό κεφάλι του, καί πήγε νά καθήση στό τραπέζι. Αυτή τή φορά έφαγε τά μισά φαγητά καί ήπιε τά μισά κρασιά, μ’ δλο πού δέν είχε κα~ θόλου δρεξι νά φάη, έπειδή ή καρδιά του χτυπούσε. Αφού άπόφαγε επιτέλους, σηκώθηκε καί χωρίς νά βγάλη μιλιά έφυγε. Την άλλη μέρα ξαναπήγε. Καί έπιτέλους σήκωσε τά μά τια του σιγά - σιγά, δπως τον είχε οδηγήσει ό καλόγερος, καί κύτταξε τήν Μαουλενα στό πρόσωπο. Μ’ δλο πού τήν είχε θη λίγο - λίγο, ένοιωσε μια δυνατή ζάλη, καί παρά λίγο θά σωρια
1.2
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
ζόταν χάμω. Τά μαλλιά τής Μαουλένας είχαν το χρώμα του χαλκού πού τον φωτίζει ό ήλιος καί τά μάτια της έλαμπαν σαν δυο πολύτιμα διαμάντια. Καθώς έκανε νά πέση δμως, ή Μαουλένα καιέβηκε από τη σκάλα, και πιάνοντάς τον από τό χέρι, του είπε μέ γλυκεία φωνή: — Σέ περίμενα, καλέ μου αρραβωνιαστικέ. ’Έλα νά πάμε στον πατέρα μου. Πήγανε πραγματικά στον πατέρα τής Μαουλένας, πιασμέ νοι χέρι - χέρι, ό πρίγκιπας ζαλισμένος ακόμα, και ή Μαουλένα γεμάτη χαρά, γιατί τον εΰρισκε πολύ όμορφο, μ’ όλο πού φορούσε τά λερωμένα του ρούχα τού ταξιδιού καί πού τά μά γουλά του ήταν βαθουλωμένα από τ'ις ταλαιπωρίες καί την κούρασι. Ό πατέρας τής Μαουλένας, έμεινε κατάπληκτος πού είδε νά είναι ζωντανός ακόμα ένας νέος πού είχε κυττάξει την κό ρη του κατάματα. Ενθουσιάστηκε, όμως, καί ένοιωσε ανακού φιση γιατί είχε αρχίσει νά φοβάται πώς ή κόρη του θά έμενε στο τέλος ανύπαντρη επειδή ήταν τόσο όμορφη. Ό πατέρας τής Μαουλένας ήταν πάρα πολύ πλούσιος καί ό γάμος έγινε πολύ μεγαλοπρεπής. Ό πρίγκιπας έστειλε εναν αγγελιοφόρο στον πατέρα του γιά νά τού πή πώς είχε βρή εκείνην πού γύ ρευε, και όλος ό κόσμος από τήν πόλι ήταν καλεσμένος στό γλέντι πού έγινε μετά τήν εκκλησία. "Ολοι ήταν πολύ χαρούμε νοι πού ή Μαουλένα είχε βρή άντρα, επειδή όλοι τήν αγαπού σαν, μ’ όλο πού δεν τήν είχαν δή στό πρόσωπο παρά μονάχα οί γυναίκες, τά παιδιά και οί γέροι, επειδή οί νέοι άντρες φοδώνταν. Ίο γλέντι κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, καί οί καλεσμένοι έφαγαν, ήπιαν καί χόρεψαν μέ τήν καρδιά τους. "Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μονάχα τό πρόσωπο τού πατέρα τής νύφης, φαινόταν νά συννεφιάζη στιγμές - στιγμές σαν νά πέρ ναγε άπό τό μυαλό του κάποια θλιβερή σκέψι. "Ολοι ξέρανε πώς ό πατέρας τής Μαουλένας ήταν λίγο μάγος, καί ήξερε, τή γλώσσα τ&ν πουλιών. Των πουλιών πού πετάνε παντού καί
Η ΠιΕΝΤΑΐΜΟΡΦΗ
1*
βλέπουνε κι’ αχούνε τά Γιάντα. Τί νά είχανε πή, λοιμόν, σΐότ φίλο τους; Ωστόσο, δπου υπάρχει φαγοπότι και χορός, οί λύ πες δεν μπορούνε νά σταθούνε. Καί καθένας λησμόνησε τΙς ανησυχίες τού πατέρα τής Μαουλένας. Δυο μήνες μετά τον γάμο, ό πρίγκιπας και ή Μαουλένα εζηοαν κοντά στον πατέρα τής νύφης ευτυχισμένοι και χαρού μενοι. "Όταν όμως μπήκε ό τρίτος μήνας, τό βασιλόπουλο α ποφάσισε νά γυρίση στο βασίλειό του μαζί μέ την γυναίκα του και τον πιστό του σύντροφο τον καλόγερο. Ό πατέρας τής Μαουλένας προσπάθησε όσο μπορούσε νά τον κάνη ν’ άλλάξη γνώμη καί νά μείνη κοντά του. Δεν μπορούσε νά πή στόν πρίγ κιπα πώς τά πουλιά τού είχαν φανερώσει ότι ένας πολύ μεγά λος κίνδυνος απειλούσε τούς νιόπαντρους όταν γύριζαν στό βα σίλειο τού πρίγκιπα. Κι* έτσι, δεν μπόρεσε νά κάνη τον γα μπρό του ν’ άλλάξη γνώμη. Αναγκάστηκε λοιπόν νά τούς άφήση νά φύγουν και τούς άποχαιρέτησε, αφού κράτησε πρώτα την κόρη του γιά πολλήν ώρα στην αγκαλιά του. Απελπισμέ νος ύστερα, ανέβηκε και κλείστηκε στό πιο ψηλό δωμάτιο τού πύργου του, όπου έρχονταν οί, φίλοι του τά πουλιά καί τού έ λεγαν τί γινόταν στον κόσμο. Αφού πήγαν πολλές ώρες μέ τό άλογο, ή Μαουλένα καί τό βασιλόπουλο μέ τον πιστό του φίλο τον καλόγερο, έφτασαν στην καλύβα πού είχαν κοιμηθή καί την πρώτη φορά. Ό καλόγερος είχε ζητήσει νά μείνουν εκεί τό βράδυ καί τό βασιλόπουλο δέν θέλησε νά τού χαλάση τό χατήρι. "Όπως καί την πρώτη φορά, ό γέρος ούτε κουνήθηκε από τή θέσι του όταν μπήκαν, ούτε τούς μίλησε καθόλου. Σκυμμένος πάνω στό πελ'ύριο βιβλίο του Εξακολούθησε νά γράφη. Τό αντρόγυνο, μόλις ξαπλώθηκε στό κιλίμι μπροστά στό τζάκι, βυθίστηκε σέ βαθύν ύπνο. ?Αλλά 6 καλόγερος, ξαπλώθηκε χωρίς όμως νά κοιμηθή. Μισόκλεισε τά μάτια του καί τέντωσε τ’ αυτιά του. Μόλις σήμαναν τά με σάνυχτα, ή πόρτα άνοιξε καί τά τρία περιστέρια μπήκαν καί μεταμορφώθηκαν σέ τρεις όμορφες κοπέλλες.
14
Η ΠΒΝΤΑΜ,Ό1>·ΦΗ
— Μπορούμε νά μιλήσουμε πατέρα; ρώτησαν. — Μπορείτε, άποκρίθηκε ό γέρος. Αυτοί οι άνθρωποι κοι μούνται βαθειά και δεν μπορούν ν’ ακούσουν. — Λοιπόν, είπε ή πρώτη, εγώ πέταξα σ’ δλον τον κόσμο και είδα το βασιλόπουλο πού έφυγε μαζί μέ την γυναίκα του καί τον φίλο του. Ή μητριά του δμως τούς περιμένει. Έχει ετοιμάσει ένα ποτήρι φαρμακωμένο κρασί για τύν πρίγκιπα, πού άν τό πιή, ή καρδιά του θά σπάση, και ή Μαουλένα θά μείνΐ| χήρα και θά βασανίζεται σ’ δλη της τή ζωή. — Είδα κι’ εγώ την κακία μάγισσα τή βασίλισσα, είπε ύστερα ή δεύτερη κοπέλλα. Έχει ετοιμάσει ένα μεγάλο άλογο. "Αν ό πρίγκιπας άνέβη πάνω του είναι χαμένος. Ή Μαουλένα θά μείν)} χήρα, και θά βασανιστή σ’ δλη της τή ζωή, -— Έγώ πάλι, είπε ή τρίτη ή μικρότερη, είδα δη η βασί λισσα μπορεί, και μεταμορφώνεται σέ δράκο. ' Αν ό δράκος καταφέρη νά μπή στό δωμάτιο τού βασιλόπουλου. Οά τό σκοτώση. Ή γυναίκα του θά μείνη χήρα, καί θά τής φέρωντατ σάτ νά είναι σκύλα. Καί ύστερα, κι’ οί τρεις μαζί μουρμούρισαν: — "Οποιος έπαναλάβη δ.τι είδε καί άκου σε έόώ μέσα, νά γίνη πέτρα!
Ο ΓΙΡΩΊη ή Μαουλένα κι’ ό πρίγκιπας με τον καλόγερο ξαναπηραν τό δρόμο τους. Ό καλό γερος ήταν σιωπηλός, ή Μαουλένα λίγο λυπημένη πού συλλο γιζόταν τον πατέρα της, καί τό βασιλόπουλο ανήσυχο, μ’ ολο πού δεν ήξερε τό γιατί. *Όταν φτάσανε κοντά στό παλάτι τον βασιλιά άντίκρυσαν ένα πλήθος κόσμου πού έρχόταν μέ φωνές καί μέ τραγούδια νά τούς προύπαντήση, κουνώντας σημαίες καί λουλούδια ατά χέρια. Μπροστά όλους πήγαινε Ινας υπηρέτης τήτ βασίλισσας ντυμένος μέ πράσινη στολή, καί οό·
Μ ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
ι§
λις έφτασε μπροστά στό βασιλόπουλο γονάτισε, καί τού πρόσφερε ένα ποτήρι φτιαγμένο άπό πολύτιμο σκαλιστό ξύλο καί γεμάτο από αρωματισμένο κρασί. — Πιές αύτό τό κρασί αγαπητέ μας πρίγκιπα, του είπε. Στό στέλνει ή βασίλισσα για νά σου δείξη πόσο σέ αγαπάει. Τό βασιλόπουλο πήρε τό ποτήρι χαμογελώντας, άλλα τό δυνατό χέρι τού καλόγερου τον σταμάτησε: — Μήν πιής ούτε γουλιά απ’ αύτό τό κρασί, του είπε. Δώ σε νά τό πιή δ υπηρέτης στήν ύγειά σου. Σιωπή επεσε σ’ ολο τό πλήθος, στό άκουσμα τής προστα κτικής φωνής τού καλόγερου. Ό υπηρέτης, βλέποντας πώς εί χε ξε σκεπαστή, έγινε πιό πράσινος κι’ από τή στολή του. Κα τάλαβε πώς δεν υπήρχε τρόπος σεοτηρίας. Μέ μιαν απότομη κί νηση άρπαξε τό ποτήρι, καί κατάπιε το κρασί μονορροΰφι. Τήν ίδια στιγμή, σοδιάστηκε χάμω πεθαμένος σαν νά τόν είχε χτυ πήσει αστροπελέκι. Τό βασιλόπουλο χλώμιασε καί έσφιξε τό χέρι τού φίλου του χωρίς νά πή λέξι. ^Αρχισαν τώρα νά προ χωρούν ολοι σκοπηλοί μέ σφιγμένη τήν καρδιά. Ό θάνατος τού υπηρέτη, πού δλοι κατάλαβαν τί σήμαινε, βάραινε στις καρδιές καί έκανε τόν κόσμο νά φοβάται πώς προμηνούσε κι’ άλλες συμφορές. Φτάνοντας μπροστά στό παλάτι, βρήκαν ένα υπη ρέτη ντυμένο μέ κόκκινη στολή, πού κρατούσε από τό χαλινάρι ένα θαυμάσιο κατάμαυρο άλογο τής Ασίας, μέ μακρυνή φουντωτή ούρα. — Ανέβα, αγαπητέ μας πρίγκιπα σ’ αύτό τό σπάνιο άλο γο για νά μπής στόν πύργο σου. Στό στέλνει ή βασίλισσα δώ ρο γιά τό καλώς όόρισες. Ό πρίγκιπας έδίστασε. Τί κακό μπορούσε νά τού κάνη ένα άλογο; Ένα τέτοιο ωραίο καί σπάνιο άλογο ήταν πάντα τό ό νειρό του. Έπιασε τό χαλινάρι, άλλα τήν ίδια στιγμή τό χέρι τού φίλου του τόν σταμάτησε πάλι. — Μήν άνέδης πάνω στό άλογο, τού «ΐπε. νΑς άνέβη πρώ τα δ υπηρέτης γιά νά μάς δείξη πόσο καλά γυμνασμένο ι!ναι.
16
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
Ό υπηρέτης Ακούοντας αυτά τά λόγια έγινε κάτασπρος σαν τό πανί μέσα στην κόκκινη στολή του. Κατάλαβε πώς τόν είχαν ανακαλύψει, και είδε πώς δεν υπήρχε τρόπος νά ξεφυγη. Κύτταξε μέ φρίκη τό άγριο κεφάλι τού αλόγου κι’ ύστερα μ7 ένα πήδημα, βρέθηκε πάνω στη σέλλα. Τό άλλογο μόλις ένοιω σε καβαλλάρη πάνω του, φρένιασε. 7Ανασηκώθηκε στα πισινοί του πόδια χλιμιντρίζοντας, κλώτσησε μέ δύναμι τις πλάκες κά νοντας τες νά βγάζουν σπίθες κι7 ύστερα, ώρμηοε ακράτητο και πήδησε μέσα στο ποτάμι! Τό πριγκιπόπουλο κύτταξε ανα τριχιάζοντας τούς άφρούς τού νερού πού ήρθαν νά σβύσουν στην όχθη καί ή Μαουλένα £σκύψε κα'ι φίλησε τό χέρι τού κα λόγερου πού είχε σώσει την ζωή τού αγαπημένου της άντρα. "Ύστερα ή πομπή, παγωμένη από φρίκη ξαναπήρε τό δρόμο της. Μεγάλο τραπέζι τούς περίμενε μέσα στο παλάτι. Ό γέρο βασιλιάς εκλαιγε από χαρά Αγκαλιάζοντας τόν γυιό του, καί ή κακία βασίλισσα ήταν κίτρινη από ?ιύσσα βλέποντας την Ασύγ κριτη ομορφιά τής Μαουλένας. Μέσα στό μυαλό της, ξαναεπανάλαβε τή μαγική συνταγή πού θά χρησιμοποιούσε τό ίδιο βράδυ για νά έκδικηθη τό 6ασιλόπου?ω. "Όταν ό πρίγκιπας κουράστηκε νά χορεύη καί θέλησε νά πάη μέ τή γυναίκα του, στό δωμάτιό του για νά κοιμηθή, ό φίλος του ό καλόγερος τόν πήρε κατά μέρος καί τού είπε ψι θυριστά : — Καλέ μου φίλε. Ξέρεις δτι σού εχω δώσει καλές συμ βουλές πάντα. —- Ναι καλέ μου φίλε, άποκρίθηκε τό βασιλόπουλο. Τό ξέ ρω. Καί ξέρω πώς σέ σένα χρωστάω δχι μονάχα την ευτυχία μου αλλά καί τή ζωή μου. 27 αναπάω γιΤ αυτό, περισσότερο απ’ δσο αγαπάω τόν εαυτό μου. — Τότε, είπε δ καλόγερος, θέλω νά μ7 άκούσης καί νά κά νης για μιαν ακόμα φορά αυτό πού θά σού πώ. Απόψε, νά μην πας στό δωμάτιό σου. Στη θέσι σου θά πάω εγώ, καί θά άγρια
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
πνήσω πάνω από τή γυναίκα σου. Έσύ νά πας νά κοιμηθής στο δικό μου δωμάτιο, χωρίς ομο)ς νά σέ δή κανένας. — Μά γιατί; Πώς οοΰ ήρθε αυτή ή ιδέα; είπε τό βασιλό πουλο. Είναι ανοησία! Ποτέ σου δεν μου είπες νά κάνω κάτι τέτοιο. Δεν πάω. — νΑν δεν κάνης δ,τι σου λέω, θά βάλης σέ κίνδυνο όχι μονάχα την δική σου ζωή, αλλά καί την ζωή τής γυναίκας σου. Δεν μου έχεις πια εμπιστοσύνη; Δέν είμαι πια φίλος σου; Τό βασιλόπουλο συγκινημένο από τήν επιμονή του καλό γερου πού είχε άποδειχτή τόσο καλός φίλος, δέχτηκε καί χω ρίς νά τόν πάρη κανένας εΐδησι πήγε καί μπήκε στό δωμάτιο τού καλόγερου, όχι ωστόσο χωρίς νά νοιώθη κάποια ανησυχία καί στενοχώρια. "Όσο για τόν προστάτη του, εκείνος μπήκε στό δωμάτιο του βασιλόπουλου δπου ή Μαουλένα είχε κι’ δλας άποκοιμηθή. Ά κου μπη σε στον τοίχο απέναντι στην πόρτα έχοντας στό χέρι του ένα σπαθί γυμνό. Τά μεσάνυχτα, ή πόρτα άνοιξε ξαφνι κά, χωρίς δμως νά κάνη θόρυβο, κι’ ένας κατακόκκινος δράκος μπήκε καί, εντελώς αθόρυβα, σαν άστέρι πού πέφτει, βρέθηκε μ’ ένα πήδημα πάνω στό κρεβάτι πού έπρεπε νά βρίσκεται τό βασιλόπουλο. Τήν ίδια στιγμή δ καλόγερος ώρμησε καί έμπη ξε τό σπαθί του στην καρδιά τού δράκου. Σήκωσε ύστερα τό κουφάρι του καταματωμένο, καί τό έρριξε από τό παράθυρο μέσα στό μεγάλο χαντάκι πού τριγύριζε τόν πύργο. Άπό τόν θόρυβο πού έγινε ωστόσο, ή Μαουλένα ξύπνησε καί είδε τόν καλόγερο, μέ τό σπαθί στό χέρι, πού ήταν σκυμμέ νος πάνω άπό τό κρεβάτι, προσπαθώντας νά σκουπίση τό αίμα πού είχε πλημμυρίσει τά σεντόνια καί τό πάτωμα. Νόμισε τότε πώς είχε σκοτώσει τόν άντρα της, κι’ έβαλε μια φωνή τρομαγ μένη πού ακούστηκε ώς τά πιό μακρυνά δωμάτια τού παλατιού. "Όλοι ξύπνησαν τρομαγμένοι, καί άπό ολα τά μέρη τού πύργου τρέξανε άγουροξυπνημένοι υπηρέτες καί αύλικοί, καί μαζί μ’ αύτούς έτρεξε κι’ γέρο - βασιλιάς μέ τό βασιλόπουλο.
:Κό5ι τότε τό ίχλογο, μόλις £νοιοο·σε τον ύτητρέτη έττό: « τον
Μπήκαν μέσα στό δωμάτιο και είδαν δλοι τόν καλόγερο μέ τό σπαθί στό χέρι, σκυμμένο πάνω από τή Μαουλένα πού ήταν πλημμυρισμένη στό αΐμα. Αμέσως σκέφθηκαν πώς δ καλόγε ρος είχε προσπαθήσει νά σκοτώση την ομορφη πριγκίπισσα, καί ή φρίκη πού τούς έπιασε σ’ αυτή τή σκέψι τούς έκανε νά μείνουν καρφωμένοι στη θέσι τους. Ό φουκαράς ό πρίγκιπας δεν ήξερε τί νά πή. Ό φίλος του πού τού είχε σώσει τόσες φορές τη ζωή κακούργος; Αδύ νατον: Κι’ δμο^ς... Ό γεροβασιλιάς τότε, θυμωμένος διέταξε νά πιάσουν τόν καλόγερο καί νά τόν θανατώσουν αμέσως. Ή Μαουλένα εκλαιγε κι’ έλεγε δτι δεν ήταν πληγωμένη καί δτι δέν είχε γίνει κανένα κακό. 'Όσο γιά τόν καλόγερο, βεβαίωσε πέος δέν είχε κάνει κανένα έγκλημα, άλλά δέν θέλησε νά πή τί ποτε παραπάνο). Ό πρίγκιπας τότε φώναξε:
#ρχ·ΚΓ€ ν& χΦρΌΐτηβίά)π σαν τριελλό !
Πες τήν αλήθεια καλέ μου φίλε. Έγώ δέν πιστεύω πώς ήθελες νά σκοτώσης τή Μαουλένα. Μάς κρύβεις κάποιο φοβε ρό μυστικό. Μίλησε, σέ παρακαλώ. Μην μέ κάνεις νά άμφιβάλλο) γιά σένα. Κύτταξε πόσο μέ βασανίζει ή σιο:>πή σου. Ό καλόγερος τότε άνασηκώθηκε, κύτταξε τό βασιλόπουλο και τή γυναίκα του τρυφερά και είπε: — *Αν πω τήν αλήθεια, θά γίνω αμέσως πέτρα. Προτι μώ δμως νά γίνω πέτρα, παρά νά πεθάνω ντροπιασμένος από τό χέρι τού δημίου. Θά μιλήσω. Ό πρίγκιπας είδε τό πρόσωπο τού φίλου του καί κατά?ωιβε πόσο τού ήταν πιστός. Φόνναξε λοιπόν: — Συγχώοεσέ με φίλε μου! Δέν θέλω νά μάς πής τίποτα! Σε πιστεύω πώς είσαι άθώος. — Εύχαριστώ, άπάντησε γλυκά ό καλόγερος. ’Εσύ μέ πι-
Ιό
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
στεύεις. 'Αλλά ό πατέρας σου καί δλος ό κόσμος θά αμφιβάλ λουν πάντοτε. Μπορεί ή άπόδειξις τής ιστορίας πού θά σάς διηγηθώ, τό κουφάρι πού έρριξα στο χαντάκι τού πύργου, νά εχη έξαφανισθη, γιατί δεν ξέρω μέχρι πού φτάνει ή μαγική δύναμι εκείνης πού σκότωσα. Πρέπει λοιπόν νά πώ την αλήθεια • Καί χιορίς νά άκούση τό βασιλόπουλο πού τον παρακαλούσε νά μή μιλήση, κάθησε καί τούς διηγήύηκε όλα όσα είχε δή καί ακούσει μέσα στήν καλύβα τού γέρου. Δεν είχε προφτάσει νά τελειώση καί ξαφνικά, έτσι δπως ήταν μεταμορφώθηκε σε άγαλμα από μάρμαρο. Τό βασιλόπουλο τότε έβαλε τά κλάματα καί αγκάλιασε τό μαρμαρωμένο σώμα τού φίλου του. *Όλος ό κόσμος έκλαιγε. Αλλοίμονο δμως! Ήταν πια πολύ αργά! Τό πρωί, βρήκαν μέσα στο χαντάκι τού πύργου τό κουφά ρι πης κακίας μάγισσας βασίλισσας, πού πεθαίνοντας είχε ξαναγίνει από δράκος γυναίκα, με την καρδιά τρυπημένη. Ό γέρο - βασιλιάς εκλαιγε μέρα - νύχτα, όχι για την γυ ναίκα του, άλλα για εκείνον πού την είχε σκοτώσει καί πού δεν είχαν θελήσει νά πιστέψουν καί έλεγε ότι, μ’ δλο πού ήταν νό μος τού βασιλείου καί μ’ δλο πού ό πιστός καλόγερος είχε χύσει βασιλικό αίμα, θά τού είχε χαρίσει τή ζωή, άν ήξερε την αλή θεια. Ήταν δμως πια πολύ αργά! Τό μαρμάρινο άγαλμα τό βάλανε στόν κήπο, πίσω από μια λεύκα, τριγυρισμένο από άγριες γαρυφαλιές καί τριανταφυλ λιές. Κάθε μέρα, τό βασιλόπουλο έρχόταν καί τό αγκάλιαζε καί τού -μ*λούσε, αλλά άδικα. ΤΙ πέτρα έμενε πάντα πέτρα. €Ένα φθινοπωριάτικο δειλινό, τό 6ασιλόπου?νθ γύριζε από τό κυνήγι. Είχε τρέξει μέ τό άλογό του δλη μέρα καί είχε κουραστή, χωρίς δμως νά μπόρεση νά ξεχάση τή λύπη του. Ξαφνικά, είδε τρία περιστέρια πού κάθονταν ανάμεσα στα φύλλα ενός δέντρου. — Ό πρίγκιπας κλαίει και δεν ξέρει τί γίνεται στό πα λάτι, δκουσε τό βασιλόπουλο νά λέη τό ένα περιστέρι. — Ό πρίγκιπας δέν ξέρει πώς ή πολυαγαπημένη του γυ-
Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
21
ναΐκα γέννησε ένα άγοράκι, πού έχει στο μέτωπο ένα μικρό λαμπερό ήλιο, είπε τό δεύτερο. — Ό πρίγκιπας δεν ξέρει, είπε και τό τρίτο, πώς τρεις σταγόνες από τό αίμα τού νεογέννητου γυιού του θά έκαναν τό άγαλμα να ξαναζωντανέψη! Κι’ άφού μίλησαν έτσι, τά τρία περιστέρια πέταξαν γελώντας. Χωρίς νά συλλογιστή καθόλου τότε, τό βασιλόπουλο σπηρούνισε τό άλογό του και χύθηκε καλπάζοντας μπροστά. Σέ λίγην ώρα έφτασε στο παλάτι, πήδησε από τό άλογο πού ήταν σκεπασμένο μέ άψρούς, ανέβηκε τρία - τρία τά σκαλο πάτια καί μπήκε στο δωμάτιο τής γυναίκας του. "Έσκυψε καί την φίλησε κι’ ύστερα, αρπάζοντας στην αγκαλιά του τό μω ρό, ώρμησε πάλι έξω. Τό βασιλόπουλο κατέβηκε τά σκαλιά δπως τά είχε ανέβει, καί βγήκε στον κήπο. ’Έτρεξε τότε, στάθηκε μπροστά στό ά γαλμα τού φίλου του καί τράβηξε από τή ζώνη του τό κυνηγε τικό του μαχαίρι, ένώ πίσω του νταντάδες καί υπηρέτριες έ βγαλαν μιά τρομαγμένη φωνή. Έπιασε τό μικρό δαχτυλάκι του γιου του καί πολύ έλαφρά τό χάραξε στην άκρη. Τό μωρό ούτε κατάλαβε τίποτα. Μιά σταγόνα αίμα έπεσε κι’ έβαψε τό μάρμαρο, ύστερα μιά δεύτερη, ύστερα μιά τρίτη... καί τήν ϊδια στιγμή, τό άγαλμα ζωντάνεψε καί ό καλόγερος αγκάλιασε καί φίλησε τό φίλο του. Γύρισαν στον πύργο, τό βασιλόπουλο κρατώντας στό δεξί του χέρι τό γυιό του, καί στό αριστερό τό χέρι τού φίλου του, ενώ πίσω ακολουθούσαν υπηρέτες καί αύλικοί, σηκοόνοντας τά χέρια καί δοξάζοντας τό Θεό. Ό πατέρας τής Μαουλένας, τό ίδιο βράδυ, καθισμένος στον ψηλό του πύργο, έμαθε από τούς φίλους του, τά πουλιά, τά κα λά νέα., καί χάρηκε. Καί τήν άλλη μέρα, έκλεισε τό σπίτι του καί ξεκίνησε γιά τό παλάτι τού βασιλιά, γιά νά ζήση μέ τή συντροφιά τής κόρης του καί τού έγγονού του. ΤΕΛΟΣ
Ό Τζίτξιιιος πού Ιγινε σοφός <' >
ννκν'
\»
ι_
ιβκ— .λ
αϊβ·, ιμ
ΙΑ φορά κι’ έναν καιρό, ηιανε ένας χωριανής πού ήταν κ αλότυχος. Είχε κληρονομήσει από τόν πατέρα του ένα σοορύ χωράφια, είχε παντρευτή καί μια καλή γυναίκα, καί δλα του πήγαιναν καλά. Τό σπίτι του ήταν πολύ μεγάλο και ώραΐο, τά χωράφια του πλούσια και εύφορα. Τά κοπάδια του έδιναν πολύ γάλα και άφθονο μαλλί καί τ’ αμπέλια του ήταν "ξακουστά γιά τό καλό κρασί τους. 'Η γυναίκα του ήταν χαρού μενη και δουλεύιρα και ό φίλος μας ένοιωθε τόσο ευχάριστη μένος, ώστε από τό πρωί ώς τό βράδυ σιγοτραγουδοΰσε Ετσι, του οί χωριανοί του ξέχασαν σιγά - σιγά τό όνομά του καί από Γιούρα πού τόν έλεγαν τόν έβγαλαν Τζίτζικα. Μια μέρα όμως πέρασε από τό χωριά, μέσα σέ ένα πολύ ώραΐο αμάξι, ένας κύριος ολοστρόγγυλος από τό πάχος, με ροδοκόκκινα μάγουλα, πού φορούσε κόκκινο μανδύα, γυαλιά μέ κοκκάλινο σκελετό καί ψηλό, μυτερό καπέλλο. Τό αμάξι του σταμάτησε στό πανδοχείο τού χωριού καί ό κύριος κατέβηκε καί παράγγειλε νά τού φέρουν νά φάη. Τού φέρανε τά' καλύ τερα φαγητά καί όλοι οί χωριώτες πού έτυχε νά βρίσκονται ε κείνην την ώρα στό πανδοχείο, θαύμασαν τή μεγάλη του όρε ξη τούς καλούς του τρόπους κι’ ένα ωραίο δαχτυλίδι μέ μεγά λη διαμαντόπετρα πού φορούσε στό μεσιανό του δάχτυλο. — Π οιός ήταν εκείνος ό αφέντης πού έφαγε έδώ χθες · ρώτησε ό Γιούρα τόν ξενοδόχο την άλλη μέρα. — Δεν εΐναι αφέντης, απάντησε ό ξενοδόχος. Είναι ένας φημισμένος σοφός πού ταξιδεύει από χώρα σέ χώρα, έπειδή τόν προσκαλούν όλοι οί βασιλιάδες τής γής. γιά νά τούς δάση
Ο ΤΖΙΤΖΙιΚΑΧ ΠΟΥ ΕΓί'ΝίΕ ΖΟΦΟΙ
23
τή συμβουλή του σέ διάφορα ζητήματα. Ό κυρ - Τζίτζικας τά ακούσε αυτά καί του έκαναν μεγάλη έντύπωσι. ■— Έτσι αξίζει νά ζή κανείς, συλλογιζόταν καθώς γύριζε σπίτι του. Καί ήταν τόσο συλλογισμένος ,πού ξέχασε νά τραγουδήση. "Οταν έφθασε σπίτι του, βρήκε την γυναίκα του, μέ τό χοντρό της φουστάνι, νά είναι γονατισμένη μπροστά στό τζάκι καί νά ηνοάη μέ φουσκωμένα μάγουλα τή φωτιά για νά τήν δυναμώση. ----- Τί κάνεις έκει πέρα; φώναξε ό Γιούρα. Σήκω πάνω. "Άλλη φορά δεν εννοώ νά σέ δώ νά δουλεύης έτσι, σαν νά ήσουν υπηρέτρια. ’ Από αύριο θά φοράς πάντα ένα ωραίο φου στάνι από μάλλινο κεντητό ύφασμα καί μπόττες άπό κόκκινο δέρμα. Καί τώρα, πάρε σ’ ένα σακκούλι δσα χρήματα έχουμε, κι* έλα μαζί μου. Φεύγουμε! ----- Μήπως τρελλάθηκες; τον είπε ή γυναίκα του. Πού θέ λεις νά πας; ·-— Στην πόλι! Κάνε γρήγορα!, φώναξε ό Γιούρα. Τό πρόσωπό του ήταν τόσο αγριεμένο καί ή φωνή του τόσο απότομη, πού ή καημένη ή γυναίκα του φοβήθηκε βλέποντάς τον έτσι, αύτόν πού ήταν πάντα γελαστός, καί έβαλε τά κλά ματα, ενώ έτρεχε νά κάνη ο,τι τής είχε πή, καί δσο μπορούσε πιο γρήγορα. "Εκανε λοιπόν, μπόγο, έβαλε μέσα δσα λεφτά είχαν στό σπίτι καθώς καί ένα ζεστό καρβέλι, ένα χοιρομέρι καί μισό κεφάλι τυρί, για νά έχουν νά τρώνε στό δρόμο, καί. αφού κλείδωσε τό σπίτι, έτρεξε νά προφτάση τό Γιούρα πού είχε κιόλας ξεκινήσει περπατώντας μέ μεγάλα βήματα. Περπάτησαν ολη μέρα, καί τό βράδυ κοιμήθηκαν σ’ ένσ παλιό μύλο. Ή δύστυχη ή γυναίκα τού Γιούρα, δέν μπόρεσε να κοιμηθή όλη τή νύχτα, έπειδή ό Γιούρα άνυπομονοΰσε να. φτάση στην πόλη βσο μπορούσε πιο γρήγορα, καί κάθε τόσο σηκωνόταν για νά κυττάξη 3ν είχε ξημερώσει . για νά ξεκινή σουν και ξυπνούσε έτσι και τήν γυναίκα τον, {Ξημέρωσε έπιτέ-
24
Ο ΤΖΙΤΖΙιΚΑΙ ΠΟΥ ΒΓΜ« ΖΟΦΟΙ
λους και μέ τό πρώτο λάλημα του πετεινού, δ Γιούρα σηκώθηκε καί φώναξε: — *Άντε γυναίκα! Σ ήκω! "Ωρα νά πηγαίνουμε! Τή δεύτερη μέρα περπάτησαν πολύ περισσότερο καί τό βράδυ, ξεθεωμένοι καί οί δυό από την κούραση έπεσαν νά κοι μηθούν σ’ 2ναν αχυρώνα. Πρωί - πρωί όμως ξεκίνησαν πάλι. Ό Γιούρα τώρα πού πλησίαζαν στην πόλη έτρεχε σχεδόν. Καί ή γυναίκα του, πού ήταν πολύ πιό κοντή από εκείνον καί δεν μπορούσε να κάνη τόσο μεγάλα βήματα, άναγκαζόταν νά τρέχη λαχανιασμένη πίσω του. Έπί τέλους κατά τό μεσημέρι έφθασαν στην πόλι. Τώρα ό Γιούρα δεν βιαζόταν πιά. Περπατού σε αργά - αργά στους δρόμους καί χάζευε γύρω του σαν μικρό παιδί. Καθώς περνούσαν ωστόσο από ένα μεγάλο καί φαρδύ δρόμο, στο κέντρο τής πόλεως, συναντήθηκαν μέ μιά παρέα από φοιτητές, πού πιασμένοι μπράτσο μέ μπράτσο, έφευγαν από τό Πανεπιστήμιο τραγουδώντας καί περπατώντας σ’ δλο τό πλάτος τού δρόμου. Μόλις τούς είδε ό Γιούρα στάθηκε στην άκρη τού δρόμου καί τούς κύτταξε μέ θαυμασμό. Νά οί άν θρωποι πού έπρεπε νά κάνη παρέα. Αυτοί θά τόν έκαναν σοφό. Καί, χωρίς νά σκεφθή τίποτ’ άλλο, μόλις πέρασε ή παρέα από μπροστά του, τούς πήρε από πίσω, ενώ ακόμα πιό πίσω ακο λουθούσε ή γυναίκα του. Στήν αρχή οί φοιτητές δεν τόν πρό σεξαν. "Ύστερα δμως, σάν είδαν πώς τούς ακολουθούσε από κοντά, σταμάτησαν, τόν περικύκλωσαν και τόν ρώτησαν τί ήθελε. -— Αγαπητοί μου κύριοι, τούς είπε τότε ό Γιούρα. 1 Ήρθα στην πόλι γιά νά γίνω σοφός. Σάς παρακαλώ, λοιπόν, νά γί νετε ίσείς οί δάσκαλοί μου. Ήχο) χρήματα γιά νά σάς πλη ρώσω καί είμαι έτοιμος νά κάνω δ,τι μου πήτε. Οί φοιτητές τόν κύτταξαν στην αρχή παραξενεμένοη ύστε ρα κατάπληκτοι γιά την τόση βλακεία ταυ, κι’ ύστερα έβαλαν τά γέλια. Κάτι γέλια πού κρατούσαν την κοιλιά τους. Κατόπιν, κυττάχτηκαν αναμεταξύ τους καί ένσ£ από αυτούς τού είρ;
5 ΤζνϊϋΚΑΧ ηον £ΠΚ£ Ϊ-ΟΦΟΪ
26
- -· Καλέ μου άνθρωπε, βλέπουμε πώς είσαι άνοιχτόκαρδος καί καλός άνθρωπος, καί πώς πραγματικά θέλεις νά μάθης, γιά να γίνης σοφός σαν κΓ έμάς. δεχόμαστε λοιπήν, νά σέ διδά ξουμε. "Έλα μαζί μας. Ό Γιούρα έλαμψε άπό τή χαρά του. Καί, αγκαλιασμένος μέ τους καινούργιους του φίλους, προχώρησε μαζί τους τρα γουδώντας κι’ αυτός, ένώ ή κακομοίρα ή γυναίκα του έτρεχε πίσω τους. Σέ λίγο έφτασαν σ’ ένα πανδοχείο καί ό αρχηγός τής παρέας ζήτησε δωμάτια καί φαΐ, γιά δλους. Κι* αμέσως, έχοντας στή μέση τό Γιούρα, πού πλήρωσε γιά δλους, στρώθη καν μέ γέλια καί μέ τραγούδια στό φαί καί το κρασί. Άπό κείνη την ημέρα αυτό γινόταν. Κάθε πρω'η οί φοιτη τές έφευγαν γιά τό Πανεπιστήμιό τους, καί τό μεσημέρι γύ ριζαν κι* εύρισκαν τό νέο φίλο τους νά τούς περιμ.ένη ανυπό μονα. Στρώνονταν ύστερα στο τραπέζι καί τό φαγοπότι κρα τούσε ώς τό βράδυ. Έν τφ μεταξύ την &ρα τον τραπεζιού έ λεγε καθένας τους δ,τι αρλούμπες τού κατέβαιναν στό κεφάλι κάνοντας τό Γιούρα νά πιστ&ψη πώς τού έκαναν μάθημα. Ή μόνη πού δεν ήταν ευχαριστημένη άπό αυτήν την κα τάσταση ήταν ή γυναίκα τού Γιούρα, πού γκρίνιαζε διαρκώς καί ποτέ δέν έβγαινε άπό τό δωμάτιό της, μή θέλοντας νά κά θεται στό τραπέζι καί νά κάνη παρέα μαζί τους. — Είσαι πολύ κουτή, τής έλεγε ωστόσο δ Γιούρα, πού μέ νεις όλη μέρα κλεισμένη στο δωμάτιό σου. Γιατί κάνεις έτσι; Νά ήξερες πόσα ωραία πράγματα μέ μαθαίνουν οί φίλοι μου οί φοιτητές. Σέ λίγον καιρό θά γίνω σοφός, Μιά φορά αν έρχόσοίΎ ν’ άκούσης, θά ξέχναγες αμέσως τό χωριό. ΤΙ σέ μαθαίνουν κακομοίρη; τού έλεγε ή γυναίκα του κλαίγοντας. Νά άδειάζης είκοσι μπουκάλια κρασί συνέχεια καί νά κυλιέσαι μεθυσμένος κάτω άπό τά τραπέζια; — Π άψε, ανόητη! Μου μαθαίνουν φιλοσοφία καί κοσμο γραφία καί γεωγραφία καί δλες τις γνωστές έπιστήαες καί μερικές άλλες άκάμα!
•16
Ο ΠίίΖί'ΚΑΪ Π-ΟΥ ΒΠΜΕ ΣΟΦΟΙ
Μ? αυτές τΙς καθημερινές γκρίνιες περνούσε 6 καιρός, &ς πού συμπληρώθηκαν δυο μήνες από τήν ήμερα πού ό Γιούρα κι’ ή γυναίκα του είχαν έγκατασταθή στό πανδοχείο παρέα μέ τούς φοιτητές. Πάνω ατούς δυο μήνες δμως τά λεφτά πού είχε μαζί του ό Γιούρα τελείτο σαν και ό ξενοδόχος έδιωξε από τό μαγαζί του και τό Γιούρα και τούς φίλους του. Ή παρέα λοιπόν διαλύθηκε. Άλλα δ Γιούρα, ήξερε τώρα νά γράφη με ρικές γιώτες και λίγα δμικρον. Κάτι τόν είχαν μάθει οί φίλοι του! Άποχαιρέτησε λοιπόν τούς φοιτητές, τούς ευχαρίστησε πού τόν είχαν μάθει τόσα ωραία πράγματα και ξεκίνησε. Γιά να πούμε τήν αλήθεια δεν ήταν καί πολύ περήφανος γιά τόν έαντό του. Δέν τολμούσε, βέβαια, νά πή τίποτα στη γυναίκα του, αλλά είχε αρχίσει στ’ αλήθεια νά αναρωτιέται αν ήξερε κάτι, ή αν δέν είχε μάθει τίποτε, καί είχε άδικα ξοδέψη τά ω ραία του λεφτά. Καί, μή θέλοντας νά γυρίση σπίτι του, αναρω τιόταν κατά πού έπρεπε νά πάη. Γιατί εκείνος ό σοφός πού είχε περάσει από τό χωριό του δέν ταξίδευε διαρκώς; Μια λοι πόν πού κι/ αυτός ήταν σοφός έπρεπε νά ταξιδεύη! Δέν τού έλειπαν παρά οί προσκλήσεις των βασιλιάδων πού θά τον φώ ναζαν νά τούς δώση τήν συμβουλή του! — Καλέ μου άντρα, τόν ρώτησε ή γυναίκα του, αφού είχαν βγή πια από τήν πόλι καί περπατούσαν στην έξοχή. Πού πηγαίνουμε, καλέ μου άντρα; Ό Γιούρα παρατήρησε μέ έκπληξη πώς ή γυναίκα του για πρώτη φορά από τότε πού είχαν φύγει από τό χωριό τους, δέν τού μιλούσε κλαίγοντας. Τού φάνηκε μάλιστα, πώς ή φωνή της ήταν ειρωνική. Δέν είπε τίποτα δμως καί προτίμησε νά τής άπαντήση λίγο απότομα: — Γυναίκα! τής φιόναξε. Μην κάνης ανόητες ερωτήσεις, καί νά μέ ακόλουθης χωρίς νά γκρινιάζης! Καί προχώρησε πάλι μπροστά, περπατώντας στην τύχη. Περπάτησαν έτσι ολη μέρα καί κατά τό βραδάκι έφτασαν σέ μιαν άλλη πόλι καί καθώς περπατούσαν στην τύχη, έφτα
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΠΟΥ ΕΓΪΝΕ ΣΟΦΟΙ
27
σαν στην πλατεία πού βρισκόταν τό βασιλικό ανάκτορο. Κό σμος πολύς ήταν μαζεμένος καί ό Γιούρα ρώτησε: ■— Τί συμβαίνει; Κανένας όμως δεν τού απάντησε. Γιατί είχαν όλοι στραμμέ νη την προσοχή τους σ’ έναν λαμπροφορεμένο καβαλλάρη πού βγήκε έκείνη τή στιγμή από την αυλή τού παλατιού. Φορούσε έναν πράσινο καί κόκκινο μανδύα, καί σάλπιζε με μια σάλπιγ γα από έλεφαντοκόκκαλο. Άκούγοντας τό σάλπισμα, ό κόσμος έπαψε νά φωνάζη και νά μιλάη. Τότε ό λαμπροφορεμένος καβαλλάρης, φώναξε μέ δυνατή φωνή: — ΓΑκούστε, υπήκοοι τού καλού ιαχς βασιλιά. Ακούστε! Μια φοβερή κλοπή έγινε στο παλάτι. Άπό τούς βασιλικούς σταΰλους, απαίσιοι κλέφτες κλέψανε τή σέλλα τού άλογου τού βασιλιά. "Οποιος καταφέρη καί την βρή, δ,τι καί αν είναι, εύ γενής ή χωρικός, τρελλός ή σοφός, θά πάρη για αμοιβή του ένεννήντα έννέα σακκουλάκια γεμάτα χρυσά σκούδα! — Κύριε, κύριε! φώναξε δσο πιο δυνατά μπορούσε ή γυ ναίκα τού Γιούρα. II άρτε τον άντρα μου για νά σάς βρή τή χρυσή σέλλα τού βασιλιά. Είναι ό πιο μεγάλος φιλόσοφος τού κόσμου, καί ξέρει νά βρίσκη τούς χαμένους θησαυρούς καλύτε ρα κι’ άπό τούς μάγους. Π άρτε τον μεγάλο Τατρατάς! — Π άψε, τρελλή, τής φώναξε στ’ αυτί δ Γιούρα θυμω μένος. Τί ανοησίες είναι αυτές πού φωνάζεις; Θέλεις νά βρού με κανένα μπελά; — Μπά; τού έκανε ή γυναίκα του ειρωνικά. Σοφός δεν ήθελες νά γίνης; Δεν ξόδεψες για τά μαθήματα σου δλα μας τά λεφτά; Θά δούμε τώρα τί μπορείς νά κάνης. Νόμιζες ότι θά ξεχνούσα τί μ’ έκανες νά τραβήξω τόσον καιρό; Νόμιζες πώς θά σου συγχωρούσα αυτές τις τρέλλες σου. Τώρα θά δής! Δέν πρόφτασε δμως νά πή τίποτε άλλο, γιατί οί στρατιώτες τού βασιλιά, σ’ ένα νεύμα τού λαμπροφορεμένου καβαλλάρη έπιασαν τό Γιούρα κι* αυτήν, τούς (οδήγησαν θριαμβευτικά στο παλάτι. Τούς πήγαν σέ ένα ωραίο καί μεγάλο δωμάτιο μέ κρε
28
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΖΟΦΟΙ
βάτια πού ήταν σιμωμένα μέ γούνες» και μέ κουρτίνες από χρυσοκέντητο μεταξωτό. Τούς άφησαν έκεΐ κι* έφυγαν κλει δώνοντας πίσω τους την πόρτα. Ό Γιούρα έπεσε σέ μια καρέ κλα κΓ επιασε τό κεφάλι του μέ τά δυό του χέρια. —Αλλοίμονο μου, τού κακομοίρη, μουρμούριζε κλαίγοντας. — 'Άσε τά κλάματα καί δεν ώφέλοΰν σέ τίποτα τώρα, τού «ποκρίθηκε ή γυναίκα του σκασμένη στα γέλια. Τώρα πια δεν μπορείς να φυγής. Κύτταξε μονάχα νά βρής τή σέλλα νά γί νουμε πλούσιοι. Τί σοφός είσαι; Καί μην ξεχνάς πώς τό όνομα σου από δώ κι’ έμπρός, θά είναι Τατρατάς! Ένας περίφημος σοφός σαν καί σένα, δεν μπορεί, νά λέγεται Γιούρα, ό Τζίτζικας Πάνω στην ώρα, ή πόρτα άνοιξε καί παρουσιάστηκε ένας αξιωματικός: Ό βασιλιάς ήθελε νά δη τό σοφό ά|ΐέσως! — Π ού είναι ή σέλλα μου, μεγάλε Τατρατάς; φώναξε ο βασιλιάς μόλις ό Γιούρα παρουσιάστηκε μπροστά του τρέμοντας. — Γϊοΰ είναι ή σέλλα τού βασιλιά; φώναξαν μέ μια φωνή όλοι οί άρχοντες καί οί αόλικοί πού ήταν μαζεμένοι. — Αφήστε με νά σκεφθώ, Μεγαλειότατε, απάντησε ό Γι ούρα. Διατάξτε νά μου φέρουν χαρτί» πέννα καί μελάνι! —-Νά φέρουν χαρτί, πέννα καί μελάνη, φώναξε ό βασιλιάς. Κι* αμέσως, οί υπηρέτες, έτρεξαν νά έκτελέσουν τή διατα γή τού αφέντη τους. Μέχρι όμως νά έρθουν εκείνα πού είχε ζητήσει, ό Γιούρα βρήκε τον καιρό νά σκεφθή λιγάκι. Ιίήρε λοιπόν τήν πέννα στο χέρι του καί ζωγράφισε πάνω στο χαρτί μερικές γιώτες καί μερικές κουλούρες. "Ύστερα έδωσε τό χαρτί στον υπηρέτη καί είπε: — Νά πάτε αυτή τήν συνταγή στο φαρμακοποιό τού βασι λιά καί νά μού φέρετε άμεσως τό φάρμακο πού μου χρειάζεται. Σκέφθηκε πως μ’ αυτόν τον τρόπο, θά γλύτωνε. Γιατί φυ σικά, ό φαρμακοποιός θά έλεγε πώς δέν καταλάβαινε τήν συν ταγή του, κι’ αυτός τότε θά δήλωνε ατό βασιλιά, πώς δέν μπο ρούσε νά βρή τίποτα, χωρ’ίς τό ειδικό εκείνο φάρμακο, πού έπρεπε τάχα, νά πιή για νά μπορέση τό μυαλό του νά μαντέ-
ψη τον κλέφτη. Ό κακομοίρης, δμως, άλλοιώς τά λογάριαζε και άλλοιώς έγιναν. Γιατί ό φαρμακοποιός τοΰ παλατιού, δταν πήρε στα χέρια του τό χαρτί μέ τΙς γιώτες καί τις κουλούρες τοΰ Γιούρα, δέν κατάλαβε, βέβαια, τίποτα. Φοβήθηκε δμως νά τό πή, μήπως ό βασιλιάς τόν δίωξη. "Έκανε λοιπόν πώς μελε τούσε τή συνταγή κι’ υστέρα, πήρε ενα δμορφο μικρό μπουκαλάκι από κρύσταλλο τής Βοημίας τό γέμισε μ’ £να αθώο φάρ μακο. πού τό έδιναν στους αρρώστους, δταν είχαν πυρετό για νά Ιδρώσουν, καί τό παρέδωσε στόν υπηρέτη τοΰ βασιλιά. Ό Γιουρα, δταν είδε τόν υπηρέτη νά γυρίζη φέρνοντας ενα φάρμακο, κατάλαβε πώς τά είχε σκούρα. Τί νά κάνη τώρα; Καί χωρίς νά πή λέξι, πήρε τό μπουκαλάκι καί τό άδειααε οπό στόμα του. "Ύστερα από λίγο άρχισε νά ίδρώνη. Έγινε μούσκεμα. Κι* όλο Ελεγε μέσα του: Τί νά κάνια Θεέ μου;
ΜΕΣΑ ΠΟ ΣΑΚΚΙ Α ΜΑΤΙΑ δλων των αρχόντων καί των αύλι-
Τ
κών ήταν καρφωμένα πάνω του, καί στίς πόρ τες τής αιθούσης φύλαγαν ώπλισμένοι φρουροί. — Τώρα, θά αρχίσω νά μαντεύω. Πρέπει δμως, νά μή μου μιλήση κανένας, καί νά μή μ’ άγγίξη κανένας. Νά μ’ άφήσουν νά πηγαίνω δπου θέλω, καί μέσα στό παλάτι καί μέσα στην πόλι! Ό βασιλιάς, δέχτηκε. Αλλά δέν τόν άφησε νά φύγη μο νάχος του. Διέταξε έναν αξιωματικό καί μερικούς στρατιώτες νά τόν Ακολουθήσουν. Απελπισμένος λοιπόν, πήρε τούς δρό μους κι’ άρχισε νά περπατάη στην τύχη. Άφοΰ περπάτησε δυο τρεις ώρες βρέθηκε στην πιο φτωχή συνοικία τής πόλεως έ χει πού μαζεύονταν δλοι οί κακοποιοί καί οί ληστές. Καί κα θώς, τόν είχε πιάσει φοβερή δίψα από τή ζέστη καί τό περπά τημα, έσπρωξε την πόρτα καί μπήκε στό πρώτο καπηλιό πού βρέθηκε μπροστά του. Εκεί μαζεύονταν δλοι ο! κλέφτες τής
ίό
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑ* ΠΟΥ £ίΊ'ΝΒ ϊιΟ&Οΐ
πόλεως και έκαναν τά σχέδιά τους κι’ εκεί πήγαιναν νά κρυ φτούν δσοι τούς κυνηγούσε ή αστυνομία. Οι στρατιώτες της φρουράς μπήκαν κι’ έκείνοι ξοπίσω του. Μόλις, ωστόσο, μπήκαν στην ταβέρνα ο! στρατιώτες, ο ταβερνιάρης έγινε πράσινος σαν νά φοβήθηκε πάρα πολύ. Τρέχοντας σχεδόν άφησε τό μπάγκο του. Ό Γιούρα, μέ τό βλέμμα του θολό από τή ζέστη πού ένοιωθε καί τόν ιδρώτα πού τόν έλουζε τόν είδε ν’ άνοίγη την πορτίτσα και νά μπαίνη μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Άπό κεϊ πού καθόταν τόν έβλεπε νά μιλάη και μ’ δλα πού δέν μπορούσε ν’ άκούση τί έλεγε, ώστε νά δή σέ ποιους μιλούσε, κατάλαβε, άπό τις χειρονομίες του, πώς πρόσταζε οποίους βρίσκονταν στό μικρό δωμάτιο νά μήν τό κουνήσουν άπό κεϊ. "Ύστερα τόν είδε νά σκύβη καϊ νά τραβάη άπό μια γωνιά ένα πράγμα πού έβγαζε ένα σωρό λάμψεις. Τό πήρε τό έρριξε μέσα σ’ ένα τσουβάλι, κι’ ύστερα άπογέμισβ τό σάκκο μέ λαχανικά. Βγήκε κατόπιν άπό τό δωμάτιο, έκλεισε την πορτούλα κα'ι σηκώνοντας τό τσουβάλι πού φαινόταν γεμά το άπό λαχανικά στην πλάτη του, προχώρησε πρός την έξοδο τής ταβέρνας, χαμογελώντας υποχρεωτικά ατούς στρατιώτες, πού άπό κεϊ πού κάθονταν δέν είχαν δή τίποτα. Ξαφνικά δμοος, δ Γιούρα χωρίς νά ξέρη γιατί ξεφώνισε: — Φρουροί! Πιάστε τον! Ή σέλλα τού βασιλιά είναι κρυμ μένη μέσα στό σακκϊ μέ τά λαχανικά! Στη στιγμή οί στρατιώτες χύμηξαν άρπαξαν τόν ταβερ νιάρη, τού πήραν τό τσουβάλι καί τό αδέιασαν χάμω. Ή χρυ σή σέλλα, ήταν πραγματικά κρυμμένη κάτω άπό τά λαχανικά! Κι’ ό Γιούρα μόλις την είδε έπεσε κι’ αυτός λιποθυμισμένος! "Όταν συνήλθε βρισκόταν σ? ένα δωμάτιο τού παλατιού. Δίπλα του, καθόταν ή γυναίκα του καί τόν κύτταζε ειρωνικά. — Κυρά μου, τής είπε ό Γιούρα, νά τού δίνουμε άπό δώ αμέσως, χωρίς νά περιμένουμε ούτε για αμοιβή. Ένας Θεός ξέρει τί μπορεί νά συμβή αν καθήσουμε περισσότερο. Καί μ’ αυτά τά λόγια σηκο)θηκε άπό τό κρεβάτι. Άλλα ή γυναίκα του
σδτε κουνήθηκε άπό τή θέσι της. — Καλέ μου αντρούλη, του είπε χαμογελώντας. Είσαι μά την αλήθεια πολύ έξυπνος. Νομίζεις λοιπόν πώς αυτά πού επαθες χθές μέ τη σέλλα του βασιλιά είναι αρκετή αποζημίωσή ■για μένα; Κάτσε λοιπόν έδώ πέρα. Στην πόρτα φυλάνε στρα τιώτες, και δέν πάει πολλή ώρα, πού είπα ατό βασιλιά δτι α ναλαμβάνεις νά διαφώτισης ένα μεγάλο μυστήριο. — Λύτη τή φορά θά μου τό πλήρωσής, τρελλή, φώναξε 6 Γιούρα μανιασμένος από θυμό. Καί ώρμησε πάνω στη γυναίκα του για νά την μαυρίση στο ξύλο. Ξαφνικά δμως ό Γιούρα αναγκάσθηκε νά σταματήση. Ή πόρτα είχε άνοιξη, καί είχε μπή ένας αξιωματικός πού κύτταζε τό αντρόγυνο ξαφνιασμένος. — Δέν είναι τίποτα, είπε ή γυναίκα τού Γιούρα. Ό σοφός Τατρατάς, τώρα μόλις συνήλθε. Αλλά γιά κυττάξτε τον! Ή έξυπνάδα του ξαναγύρισε τώρα καί είναι έτοιμος νά έρθη μαζί σας τοδρα αμέσως! Ό αξιωματικός, πραγματικά, πήρε μαζί του τό Γιούρα. Τί μυστήριο ήθελε νά τον βάλη νά διαφώτιση ό βασιλιάς; Καί ή αγωνία του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο δταν ό βασιλιάς, πού τον περίμενε καθισμένος στο θρόνο του, του είπε δτι ή βα σιλοπούλα είχε χάσει ένα πολύτιμο χρυσό δαχτυλίδι καί πρόσθεσε δτι ήταν βέβαιος πώς δ φημισμένος σοφός Τατρατάς, δέν θά δυσκολευόταν καθόλου νά τό βρή! Ό φουκαράς ό Γι ούρα δμως, δέν ήταν καθόλου βέβαιος πώς θά τό εΰρισκε. Α φού λοιπόν σκέφθηκε πολλήν ώρα, γύρισε καί είπε στο βασιλιά: ~~ Μεγαλειότατε! Γιά νά βρεθή τά δαχτυλίδι, πρέπει, πρώ τα άπ* δλα, νά βάλετε νά σκοτώσουν τό πλάσμα πού αγαπάει ή βασιλοπούλα περισσότερο από κάθε άλλο! Καί λέγοντας αυτά, χαμογέλασε, ευχαριστημένος. Ξαφνι κά δμως αφού φάνηκε νά συλλογίζεται βαθειά δ βασιλιάς φώ ναξε τον ύπασπιστή του καί τοΰ είπε δυνατά: Πέστε στη βασιλοπούλα, δτι κάποιος τήν ζητάει στον
Π
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΝΕ ΣΟΦΟΣ
κήπο, για νά φύγη από τό δωμάτιό της καί νά μην καταλάβη τίποτα. Φωνάξτε, έπειτα τό δήμιο νά έ'ρθη εδώ. Καί ύστερα φέρτε μου τον... Καί σκύβοντας στο αυτί τού ύπασπιστού του, τού είπε κάτι τόσο σιγά, πού δ Γιούρα δεν μπόρεσε νά άκοΰση. Σέ μερικές στιγμές έ'φθασε δ δήμιος, κι’ ό Γιούρα άρχισε νά τρέμη. "Ώστε λοιπόν στ’ αλήθεια θά σκότωναν κάποιον; Καί θά γινόταν δ ίδιος αφορμή νά πεθάνη ένας άνθρωπος; Εκείνη τή στιγμή όμως, έμψανίστηκε κι’ ό υπασπιστής κρατώντας έναν παπαγάλο, πού φώναζε μέ διαπεραστική φωνή. — Έγώ, θά κάνω δ.τι μ’ αρέσει. Πηγαίνετε νά πνιγήτε! Ό Γιούρα άκούγοντας τά λόγια τού παπαγάλου, άρχισε νά λέη μέσα του πώς δ άφεντικός του πρέπει νά ήταν πολύ κακόμαθημένος, γιά νά μαθαίνη στόν παπαγάλο του τέτοια πράγ ματα όταν, ό δήμιος σήκωσε τό βαρύ σπαθί του καί μ’ ένα χτύπημα έκοψε τό κεφάλι τού παπαγάλου. — ’Άααα:, έκαναν όλοι οί αύλικοί... Καί ή βασιλοπούλα, πού μπήκε έκείνη τή στιγμή στην αί θουσα καί είδε τόν αγαπημένο της παπαγάλο νά τού κόβουν τό κεφάλι, άρχισε νά ούρλιάζη μανιασμένη από θυμό, νά κυ λιέται χάμω καί νά βρίζη όλον τόν κόσμο. Τότε ακούστηκε ή φωνή τού βασιλιά πού αντήχησε θριαμβευτική: — Γιά μιά φορά ακόμα δ περίφημος σοφός Τατρατάς έ δειξε τήν αξία του μπροστά στά μάτια μας. Νά τό δαχτυλιόι. Τό είχε καταπιή δ παπαγάλος καί είχε σφηνωθή στό λαιμό του! Τά δυό του κατορθώματα είχαν διασκεδάσει όλον τόν κό σμο πάρα πολύ, καί όλοι ήθελαν νά τόν έχουν έκεί γιά νά τούς διασκεδάζη. Ό βασιλιάς περίμενε μέ ανυπομονησία νά γίνη καμμιά καινούργια κλοπή γιά νά τόν βάλη νά βρή τόν κλέφτη. 'Όσο γιά τό δύστυχο τό Γιούρα, πού οι χωριανοί του τόν είχαν βγάλει «τζιτζίκι» επειδή ποτέ δέν τού έλειπε τό τραγούδι από τό στόμα, είχε πια χάσει τόσο πολύ τό κέφι του, πού δέν άνοι γε τά χείλια του όχι γιά νά τραγουδήση, άλλά ούτε καί γιά νά
Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΟΦΟΙ
33
μιλήση ή νά φάη καλά - καλά. Ακόμα και ή γυναίκα του, πού τον είχε μπλέξει σ’ αυτή τήν δουλειά γιά νά τον τιμωρήση, είχε αρχίσει νά νοιώθη ανησυχία, γιατί δεν ήξερε πώς θά τε?νείωνε το αστείο της, καί μετανοούνε, άν κα'ι κάπως αργά, γιά δ,τι είχε κάνει. "Όσο κι’ αν περίμενε ό βασιλιάς ωστόσο, καμμιά κλοπή δεν γινόταν. Οί κλέφτες τού βασιλείου, κάθονταν φρόνιμα. Γιατί νά κλέψουν; "Ήξεραν πώς ό σοφός Τατρατάς ήταν πιό δυνα τός απ’ αυτούς και θά τούς ανακάλυπτε αμέσως. Μιά μέρα, επιτέλους, ό βασιλιάς δεν κρατήθηκε. 'Ώστε κανένας κλέφτης δεν ήθελε νά ξανακλέψη ε; Πολύ καλά! Θά έβαζε τότε κι/ αυτός στον σοφό Τατρατάς ένα αίνιγμα πού είχε σκεφθή καί πού τό θεωρούσε αδύνατο νά λυΰή. "Έστειλε λοιπόν, και φώναξε πάλι τον Ριούρα στήν αίθου σα τού θρόνου. Πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι βρισκόταν ένα ασημένιο πιάτο αναποδογυρισμένο καί ολοι οι αύλικοί περίμεναν μέ τήν ανυπομονησία ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους. — Σοφέ Τατρατάς, φώναξε ό βασιλιάς, μόλις παρουσιά στηκε ό Γιούρα. "Έλα νά μάς διασκεδάσης λιγάκι! — Διασκέδασε μας λιγάκι, Τατρατάς! φώναξαν καί οί αύλικοί. Άλλα ό Γιούρα, ήταν αποφασισμένος νά ξεμπερδεύη από αυτή τή δουλειά μιά καί καλή. Διαμαρτυρήθηκε, φώναξε, ούρ λιασε, χτύπησε τά πόδια του, έσφιξε τις γροθιές του. Δεν ήθε λε νά μαντέψη τίποτα πια. Τίποτε! Οί αύλικοί σώπασαν καί άρχισαν νά τρέμουν από τό φόβο τους. Ό βασιλιάς έγινε κα· τακόκκινος. Σηκοόθηκε ξαφνικά, καί τραβώντας τό σπαθί ταυ. τό έβαλε πάνω στο αναποδογυρισμένο ασημένιο πιάτο. — "Άν δεν μαντέψης, αμέσως, τί είναι κάτο^ από τό πιάτο, είπε μέ δυνατή φωνή, θά σου κόψω τό κεφάλι μέ τό ίδιο μου τό χέρι. "Άν δμως, μαντέψης, σου δίνω τό λόγο μου, πως θά σέ κάνω πλούσιο γιά δ'λη σου τή ζωή, καί πώς. θά σε άφίσω νά φύγης, σήμερα κι’ ό'λας από τό παλάτι καί νά πας όπου θέλεις.
Ο ΤΖΙΤΖΜΟΑΖ ΠΟΥ ΕΠίΝιΕ -ΣΟΦΟΙ
34
Ό Γιούρα κατάλαβε πώς αυτή τή φορά ήταν χαμένος. Του ήρθαν δάκρυα στα μάτια καί βόγγησε: — 3Άχ κακομοίρη Τζίτζικα! Τώρα πια δέ γλυτώνεις! Την ίδια στιγμή ή αίθουσα ολόκληρη αντήχησε από χειρο κροτήματα καί χαρούμενα γέλια. ?0 ίδιος δ βασιλιάς γονάτι σε μπροστά στο Γιούρα, πράγμα πού δεν είχε γίνει ποτέ άλλοτε, οσο θυμόνταν και οι πιο γέροι αύλικοί. Ό φουκαράς ό Γιούρα νόμισε πώς είχε τρελλαθή. Άλλα δ βασιλιάς σηκώθηκε καί γύ ρισε τό πιάτο. Άπό κάτω βρισκόταν ένας μικρός τζίτζικας πού βάλθηκε αμέσως νά τραγουδάη! Μια εβδομάδα αργότερα, δ Γιούρα καί ή γυναίκα του εί χαν γυρίσει πάμπλουτοι στο σπίτι τους. — Αέν είχα δίκιο πού είπα πέος ήσουν σοφός; ρώτησε ή γυναίκα του. — Δεν είμαστε καλά!, απάντησε θυμωμένος ό Γιούρα. Ξεχνάς δτι εγώ ήθελα νά πάω στήν πόλι για νά σπουδάσω κι’ εσύ γκρίνιαζες; — Ναι, άλλα εγώ... — IIάψε γυναίκα! φώναξε ό Γιούρα. Ξέρεις δτι σου χρω στάω ένα γερό ξύλο. Καλά θά κάνης, λοιπόν, νά μή μου τό θυμίζης πολύ συχνά. Είμαι αφεντικό μέσα στο σπίτι μου καί μπορώ νά στο αποδείξω αμέσως. "Ολη αυτή τήν ύπόθεσι τήν κατάφερα μιά χαρά! Καί, ευχαριστημένος, τέντωσε τά πόδια του στή φωτιά, ε νώ ή γυναίκα του χαμογελούσε, κάπως ειρωνικά, χωρίς όμως νά πή τίποτα. ΤΕΛΟΣ *Α/ΤΡ66οσις: Μ. Κ©Λ*τή·ζ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΣ ΛΕΚΚΑ 22 (όττόγειον) ™ ΑΘΗΝΑ! ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ" Σ. ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑΣ, ΟΙΚΟΝ. Δ)ΣΙΣ: Γ. ΠΕΠΡΠΑΔΗΙ
ΤΕΥΧΟΣ 5
2
ηβΙΔΙβ ΗΡΘά Η ΡΡ/9 / Νβ ΠΓΡ/ΙΟΥΜε Τ!£ ΗΑίκεζ οηο/ ηηι Πβρ/ΨΗΠΟ Το ΠΑΡΤΑ ηζετήηΗ
ΡΥΤΟ ΔΗΜήί /Υβ/ Π9£
ηρετιει ΑΤΑ 9/Γ2.
τώρα
ίΠίΡ/ψΗΜΟ X
%%!<
τ/ή Τ!
ΔΒ/Υ ΗΜΟΡ/Ϋ
Π ροεήΡ · > ηεεΜβΛΤοε:
άΡΡΧ
^
1
I ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟ!|
ζου €οωδ
________
.
ρος τδβαλε ατά πόδια τρομαγμένος, ε νός καί τσακισμένος άπό τήν κούραση!
ΤΑΝ μια φορά κι’ έναν καιρό ένας τσαγκάρης πού δέν είχε όμοιο του στην τέχνη, Τά παπού τσια και οί μπόττες πού έφτιαχνε ήταν τά καλύτερα σ’ όλη τή χώρα, και από παντού έρχονταν νά παραγγείλουν τά παπούτσια τους σ’ αυτόν. ' Ωστόσο, μ’ όλο πού ήταν τόσο κα?ώς τεχνίτης καί πού ή γυναίκα του ήταν μετρημένη και οικονόμα, δέν τά κατάφερνε ό κακομοίρης νά θρέψη την οικογένεια του, γιατί είχε πολλά παιδιά. Έτσι, όταν γεννήθηκε ένα μωρό ακόμα, κα'ι τά παιδιά του έγιναν εννέα, τον έπιασε μεγάλη απελπισία γιατί τώρα πιά, θά τούς πλάκωνε ή φτώχεια για καλά. Πώς μπορούσε, αλήθεια, νά κερδίση τόσα πολλά λεφτά από τή δου λειά του για νά θρέψη εννέα παιδιά καί δυό αυτός καί ή γυ ναίκα του ένδεκα; Σέ λίγον καιρό άρχισε νά τούς λείπη καί
4
ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ
τό ψωμί. Ένα βράδυ λοιπόν, καθώς έρραβε ένα παπούτσι βιαστικό, για νά προφτάση νά τό τελείωση πριν νά νυχτιόση εντελώς, γιατί υστέρα δεν θά είχε οΰτε ένα κερί ν’ άνάψη για νά βλέπη, είδε νά παρουσιάζεται μπροστά του ένας άνθρωπος πού τό πρόσωπό του είχε δέρμα κιτρινιασμένο, τά μάτια του ήταν αστραφτερά και κοκκινωπά και τά δόντια του μεγάλα καί μυτερά. Ήταν ψηλός, καί ντυμένος κατάμαυρα. — Γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; τού είπε. Μην είσαι ανόητος, καί άσε τί,ς στενοχοόριες στην άκρη. Ή ζωή είναι ω ραία! — Τι ωραία μου λές, αφεντικό, έκανε ό τσαγκάρης ανα στενάζοντας. Τι ωραία, πού κοντεύουμε νά πεθάνουμε τής πεί νας, εγώ και τά παιδιά μου. — Και γι’ αυτό σκάς; είπε δ μαυροντυμένος ξένος. Έγώ θά σέ κάνω πλούσιο, έννοια σου! — Μέ κοροϊδεύεις αφεντικό, είπε λυπημένα ό τσαγκάρης. ΙΙώς θά μέ κάνης πλούσιο; -— Αυτό μή σέ νοιάζει. Μιά φορά, πλούσιος Πρώτα δμως θά κάνουμε μιά συμφωνία. — Σάν τί συμφωνία;
θά γίνης.
— Θά σου πώ. 5Άν μου ύποσχεθής πώς θά μου δώσης τήν ψυχή τη δίκιά σου και τις ψυχές τής γυναίκας σου καί τών παιδιών σου, έγώ θά κάνω, κάθε πρωί πού θά ξυπνάς νά βρίσκης κάτω από τό μαξιλάρι σου ένα πουγγί γεμάτο χρυ σές λίρες. Καί γιά νά ξέρης, εσύ βγαίνεις κερδισμένος από τήν συμφωνία. Γιατί έγώ θά σου δώσω λεφτά. Χρυσάφι! Ένώ εσύ; Ψυχές! Τρέχα γύρευε! Λοιπόν; τί λές; Θά κλείσουμε τή συμφωνία; Ό φουκαράς δ τσαγκάρης θέλησε στήν αρχή νά πή δχι. Άλλα τό στομάχι του ήταν τόσο άδειο, καί ή καρδιά του τό σο βαρεία, πού δέχτηκε. Ήξερε πολύ καλά μέ ποιόν είχε νά κάνη, αλλά δταν συλλογίστηκε τά παιδάκια του πού ήταν άδύνατα σάν τζιτζίκια από τήν άφαγία, κάθε άλλη σκέψι έφυγε
ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΕΠ2ΦΟΡΟΥ
5
από τό μυαλό του καί δέχθηκε. Κάνανε λοιπόν μια συμφωνία για δέκα χρόνια, κι’ ό διάβολος χώθηκε μέσα στη γη, πού ά νοιξε και τον κατάπιε. Λίγον καιρό αργότερα ωστόσο, ετυχε νά πέραση από τή χά)ρα δ Χριστός μαζί μέ τον "Αγιο Πέτρο. Πήγαιναν πότε στο ένα χωριό καί πότε στο άλλο, για νά δουν πώς ζούσαν οι άνθρωποι. Έφτασαν έτσι και στο χωριό του τσαγκάρη, ενα βράδυ και χτύπησαν την πόρτα του. — Καλέ μου άνθρωπε, είπε ό "Αγιος Πέτρος, μπορούμε νά κοιμηθούμε απόψε στο σπίτι σου; — Μετά χαράς, απάντησε ό τσαγκάρης, πού είχε καλή καρδιά. Καί άνοίγοντας την πόρτα διάπλατα τούς είπε νά πε ράσουν μέσα χωρίς ούτε νά ρωτήση ποιοι ήταν. "Εβλεπε βέ βαια πώς ήταν σπουδαία πρόσωπα καί δεν ήθελε νά φανή πως δεν είχε καλούς τρόπους. Ή γυναίκα του τούς έβαλε αμέσως νά φάνε τό φαΐ πού είχε μαγειρέψει γιά τον άντρα της καί τά παιδιά της. Τό τρα πέζι ήταν γεμάτο, επειδή τώρα είχαν πολλά πράγματα, μέ τά λεφτά πού έβρισκε κάθε πρωΐ δ τσαγκάρης κάτω από τό μαξι λάρι του. Τά παιδιά έτρωγαν όσο ήθελαν. "Ολοι όμως, από ευγέ νεια, είπαν πώς είχαν φάει, καί κάθησαν στην άλλη άκρη τού δωματίου στη σειρά, σαν πιάτα στην πιατοθήκη καί έβλεπαν τούς φιλοξενούμενους τους πού έτρωγαν. Ό "Αγιος Πέτρος έφαγε τό ψητό του καί τή ροδοψημένη του τυρόπητα, χωρίς νά σηκώση τό κεφάλι από τό πιάτο του ούτε μιά φορά. Ό Χρι στός, δμως γύρισε πολλές φορές καί κύτταξε τον τσαγκάρη μέ γλυκό βλέμμα καί χαμόγελο γεμάτο καλωσύνη. Αφού φάγανε, οι δυο ταξιδιώτες πήγαν νά κοιμηθούν ατό πατάρι πού βρισκόταν πάνω από τή μεγάλη σόμπα, εκεί πού έβαζαν τά δυο μικρότερα παιδιά νά κοιμηθούν επειδή ή ταν πιο ζεστά. Ό τσαγκάρης, ή γυναίκα του καί τά εννέα παι διά του έστρωσαν χάμω στην κάμαρα πού είχαν μεγαλώσει ά-
δ
ΤΟ ΠΑ0ΗΜΑ ΤΟΥ ΕΟ-ΙΦΟ^ΟΥ
τώ τότε πού πλούτισαν καί σέ λίγην ώρα3 δλοι είχαν άποκοι Τά χαράματα, ή γυναίκα σηκώθηκε, πήγε ατό σταύλο και άρμεξε τις τρεις κατσίκες πού είχαν αγοράσει, κι’ έφτιαξε μιαν ωραία πήτα, πού οι δυο ταξιδιώτες έφαγαν μέ μεγάλη δρεξι, μαζί μέ τό γάλα τους πρίν νά φύγουν. — Λοιπόν καλέ μου άνθρωπε, είπε ό "Αγιος Πέτρος τον τσαγκάρη. Τί θέλεις νά σου δώσουμε; Ή φιλοξενία σου πρέπει νά πληρωθή. — Έγώ σάς έφιλοξένησα μέ μεγάλη μου χαρά, κι’ δ,τι σάς έδωσα ήταν μέ την καρδιά μου. Δεν θέλω τίποτα. — Τίποτα απολύτως; ρώτησε τότε ό Χριστός. Σκέψου κα λέ μου άνθρωπε. Θά σου δώσω δ,τι μου ζητήσης. 5Ηταν ή πρώτη φορά πού άκουγε τή φο>νή τού Χριστού ό φίλος μας ό τσαγκάρης, καί τού έκανε έντύπωσι πόσο βαθειά και γλυκειά φωνή είχε εκείνος δ παράξενος άνθρωπος πού φαι νόταν γεμάτος καλωσύνη. Κατάλαβε πώς ό φιλοξενούμενός του ήταν πιο δυνατός από τό διάβολο. Παράτησε λοιπόν τό σφυρί του, συλλογίστηκε λιγάκι καί είπε: — Αφού ειν’ έτσι Κύριε, θέλω νά μού κάνετε τρία πρά γματα. Π ρώτον, οποίος καθήση σ’ αυτό τό σκαμνί πού κάθομαι τώρα, νά μην μπορή νά σηκωθή, παρά μονάχα αν τού δώσω έγώ την άδεια. Δεύτερον, οποίος έρθη απ’ έξω καί κυττάξη μέσα στο σπίτι από τό παράθυρο, νά κόλληση εκεί καί νά μή μπορή νά φύγη, αν δεν τον άφήσω έγώ. Καί τρίτο, δποιος άκουμπήση πάνω στή μηλιά τής αυλής, νά κόλληση, καί νά μή μπορή νά ξεκολλήση παρά μόνο άν τού πώ έγώ. — Αυτά πού ζητάς είναι παράξενα, αλλά αφού τό θέλης, άς είναι. 5Από αυτή τή στιγμή, οι επιθυμίες σου θά γίνουν είπε ό Χριστός. Καί αφού άποχαιρέτησε τον τσαγκάρη, πήρε τον "Αγιο Πέτρο καί φύγανε. Πέρασαν τά χρόνια, κι’ δ παπουτσής μέ τήν οικογένεια του ήταν ευτυχισμένοι. Μέ τά λεφτά πού εΰρισκε κά&Β μέρα
ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ
?
ιΟ "Αγιος ιΠέττ;ρο·ς τον εβι^ξε μέ θνμδ άττο τδν Παράδεισο !
κάτω από τό μαξιλάρι του, διορθώσανε και μεγαλώσανε τό σπιτάκι τους, αγοράσανε χωράφια καί ζούσανε πολύ ευχαρι στημένοι. Χωρίς νά τό καταλάβουν δμως, κύλησαν τά δέκα χρόνια, καί καθώς ό διάβολος δεν εβλεπε τη στιγμή νά περάση δ και ρός γιά νά πάρη τΙς ψυχές τους, δπως είχε συμφωνήσει με τόν
I
ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ
τσαγκάρη, πρωί - πρωΐ, την ώρισμένη μέρα, χτύπησε την πόρ τα τρίβοντας τά χέρια του από χαρά. — *Αντε πατριώτη, φώναξε μπαίνοντας μέσα. Ήρθε ή ώρα. Ετοιμάσου και πάρε τή γυναίκα σου, τις τέσσερις κόρες σου καί τά πέντε αγόρια σου και πάμε για έκεΐ πού ξέρεις. — Αμέσως! Μετά χαράς! άποκρίθηκε ό τσαγκάρης χαμο γελαστός. Μόνο πού, άσε μας νά τελειώσουμε τό φαγητό μας. Είναι τό τελευταίο πού τρώμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Έλα! Κάθη* σε κι’ εσύ. Πάρε μελόπητα καί κάτσε έδώ νά ξεκουραστής μέχρι νά τελειώσουμε. Καί λέγοντας αυτά, έσπρωξε προς τό μέρος τού διαβόλου τό σκαμνί. Κάθησε ό διάβολος, ευχαριστη μένος από την καλή υποδοχή, κι’ άρχισε νά τρώη τή μελόπητα. 'Όταν άπόφαγαν, σηκώθηκε ό τσαγκάρης από τό τραπέζι, ή γυναίκα του έντυσε τά παιδιά μέ τά καλά τους ρούχα, τά χτέ νισε, κι’ δ τσαγκάρης είπε: — Έτοιμοι! Πάμε. — Πάμε, είπε κι’ ό διάβολος κι’ έκανε νά σηκωθη. Άλλα πού! Αδύνατο νά ξεκολλήση από τό σκαμνί. Προσπάθησε, τεντώθηκε, τινάχτηκε, ού'ρλιασε, βλαστήμησε, δλο τό σπίτι αν τηχούσε από τις φωνές καί τά ουρλιαχτά του, τίποτε! Έμεινε κολλημένος στο σκαμνί. "Έβαλε τότε τά κλάματα, δάγκανε τά χέρια του από την απελπισία, καί τά δάκρυά του κυλώντας πά νω στα πυρωμένα του μάγουλα ξεραίνονταν στη στιγμή. Πάν τα δμως ε'μενε κολλημένος στο σκαμνί κΐ' ήταν αδύνατο νά σηκωθή. Στο τέλος, μέ την πιο γλυκειά φωνή του γύρισε στον τσαγκάρη καί τού είπε: — Καλέ μου τσαγκάρη, άφησέ με νά φύγω, καί σού δίνοο διορία τρία χρόνια! Ό τσαγκάρης κούνησε τό κεφάλι του. — Πρώτη μου φορά βλέπω διάβολο νά μή θέλη έντεκα ψυχές, είπε. Ήρθες, είπες πώς είναι ή ώρα, εμείς έτοιμασθήκάμε, κι’ έσύ κάθεσαι έδώ καί μάς κοροϊδεύεις. Δέν είσαι κα θόλου έν τάξει. 5Άς είναι δμως. νΑς κάτσουμε άλλα τρία χρό-
ΤΟ ΠΑ0ΗΜΑ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ
9
νια σ' «ύτόν τόν κόσμο. Σήκω! Μόλις είπε τή λέξι, ό διάβολος ξεκόλλησε από τό σκαμνί, κι’ έφυγε τόσο γρήγορα, που βρέθηκε στην κόλαση ένώ άκόμα νόμιζαν πώς τόν έβλεπαν στη θέσι του. Έμεινε έτσι ο τσαγκάρης ήσυχος για λίγον καιρό. 'Όταν όμως πέρασαν τά τρία χρόνια, νά τον πάλι ό διάβολος. Μόνο πού αυτή τή φορά, δεν τόλμησε νά μπή μέσα στο σπίτι. Πήγε και στάθηκε έξω από τό παράθυρο, και φώναξε: — νΑντε πατριώτη. Ήρθε ή ώρα. Έλα εσύ, ή γυναίκα σου, τά πέντε σου αγόρια κι’ οί τέσσερις κόρες σου, νά πάμε έκεΐ πού ξέρεις. — Φτάσαμε! φώναξε ό τσαγκάρης. Κάτσε νά τελειώσω αυτό τό παπούτσι, κα'ι είμαστε έτοιμοι. "Έβαλε τά τελευταία καρφιά στο παπούτσι πού έφτιαχνε, φώναξε τή γυναίκα του και τά παιδιά του και βγήκαν δλοι στήν αυλή. — Πάμε, είπε στο διάβολο. — Πάμε, είπε κι’ ό διάβολος κι' έκανε νά πάη μαζί τους. Άλλα που! Αδύνατο νά ξεκολλήση τά πόδια του άπό τό χώ μα. Τράβαγε, τράβαγε μ’ δλη του τήν δύναμι ουρλιάζοντας σαν λύκος, τίποτα! Τινάχτηκε, μέχρι πού πήγαν νά κοπούν τά γόνατά του, χτυπούσε γροθιές στον τοίχο, έκλαιγε άπό τό κα κό του, τίποτα! Αφού πέρασε μια ολόκληρη ώρα έτσι καί δεν μπορούσε πιά νά σταθή όρθιος άπό τήν κούραση γύρισε στον τσαγκάρη καί τού είπε μέ τήν πιο γλυκεία φωνή του: — Καλέ μου τσαγκάρη. νΑσε με νά φύγω, καί θά σου δώσω διορία άλλα τρία χρόνια. —Μά τήν Αλήθεια μέ κοροϊδεύεις! φώναξε ό τσαγκάρης κά νοντας τό θυμωμένο. Μέ περνάς για πολύ άνόητο φαίνεται. Είναι ή δεύτερη φορά πού έρχεσαι καί μέ ξεσηκώνεις. Δεύτε ρη φορά πού σου λέω πώς είμαστε έτοιμοι νά έρθουμε μαζί σου, κι’ έού δέν μάς παίρνεις. Αυτό θά γίνεται; Θά σ’ άφήσω νά φύγης καί σήμερα, άλλα σού λέω ένα πράγμα. *Άν τήν έρ-
χόμενη φορά πού θά έρθης, υστέρα από τρία χρόνια, μου κά νης πάλι τά ίδια, νά ξερής πώς ή συμφωνία μας χαλάει και δεν θά πάρης όχι έντεκα, άλλα ούτε μια ψυχή! — Σύμφωνοι, άποκρίθηκε ό διάβολος κλαίγοντας. Νά πνι γώ μέσα σέ αγιασμό αν δεν κάνω ο,τι μου πής. — νΑντε, φεύγα τώρα, είπε δ τσαγκάρης. Καί την ίδια στιγμή δ διάβολος ξεκόλλησε κι? έφυγε τόσο γρήγορα, πού βρισκόταν στην Κόλασι ενώ άκουγόταν ακόμα ή φωνή του.
ΤΑΝ πέρασαν τρία χρόνια, νά τον πάλι! Αυ
Ο
τή τή φορά δμως, δεν τόλμησε ούτε τό σπίτι νά πλησιάση. Στάθηκε στην αυλή και φώναξε: — "Άντε φίλε: Ήρθε ή ώρα. "Έλα εσύ, ή γυναίκα σου καί τά εννέα σου παιδιά νά πάμε εκεί πού ξέρεις. — Ερχόμαστε, φώναξε δ τσαγκάρης από μέσα. Στάσου νά πάρουμε μερικά παξιμάδια για τον δρόμο. Έσύ δν θέλης, κόψε κανένα μήλο από τή μηλιά, νά δροσιστής. Είναι πολύ ω ραία και ζουμερά. Ό διάβολος βρήκε την ιδέα πολύ καλή καί πιάνοντας τον κορμό τής μηλιάς τον τίναξε τόσο δυνατά, πού δεν έμεινε πά νω δχι μήλο, άλλα ούτε ψύλλο καλά - καλά. — Σού είπα νά κόψης μερικά μήλα, κι’ έσύ κοντεύεις νά ξερριζώσης δλο τό δέντρο, τού είπε δ τσαγκάρης πού βγήκε εκείνη τή στιγμή μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. 3Έλα τώρα, παράτα αυτό τό παιχνίδι μέ τό κακόμοιρο τό δέντρο, σαν κακομαθημένο παιδί, καί πάμε για την κόλασι0 ? Αρκετά περιμέναμε. — Πάμε, είπε κι? δ διάβολος κι5 έκανε νά άψήση τό δέν τρο, άλλα πού! Τά χέρια του έμειναν κολλημένα στη μηλιά καί δεν ξεκόλλαγαν μέ κανένα τρόπο. Τράβηξε, τράβηξε, χοροπή δησε σαν ακρίδα, έσπρωχνε μέ τά πόδια του σάν αράχνη λα
χάνιασε από τό τράβηγμα, άλλα τίποτα! Τά χέρια του δέν έννοούσαν νά ξεκολλήσουν! ~ "Έλα τώρα, άσε τις ανοησίες, φώναξε ανυπόμονα 6 τσαγκάρης. Τί τό τινάζεις τό κακόμοιρο τό δέντρο; Δέν βλέ πεις πώς δέν έμεινε οΰτε φύλλο; *Άστο κι5 έλα νά φύγουμε. Δέν μ5 αρέσει νά περιμένω. Άλλά ό διάβολος πού νά ξεκολλήση. Προσπαθούσε, ούρ λιαζε μ’ δλη του τή δύναμι άλλά τίποτα. — *Ώστε λοιπόν μάς κοροΐδεψες' πάλι έ; είπε ό τσαγκά ρης. Σου λέμε νά φύγουμε κι’ εσύ δέν έρχεσαι. Πολύ καλά λοιπόν. Χαλάει ή συμφωνία μας. Δέν έχεις νά πάρης καμμιά ψυχή. Άλλά θά σέ μάθω έγώ τώρα, δταν κάνης μια συμφωνία νά την κρατάς! Καί μ’ αυτά τά λόγια, ό τσαγκάρης έβγαλε τή χοντρή πέ τσινη ζώνη του κι5 άρχισε νά δέρνη τό διάβολο μ’ αυτήν δσο πιο δυνατά μπορούσε. Τά ουρλιαχτά κι’ οι φωνές τού διαβόλου ήταν τόσο δυνατές, πού ολόκληρο τό χωριό ξεσηκώθηκε, κι’ 8λοι παράτησαν τά σπίτια τους καί μαζεύτηκαν στην αυλή τού παπουτσή νά δούν τί συμβαίνει. Είδαν τό διάβολο πού προσπα θούσε νά άποφύγη τά χτυπήματα καί πάλευε νά ξεκολλήση α πό τό δέντρο κι’ άρχισαν δλοι νά γελάνε, νά φωνάζουν καί νά τον κοροϊδεύουν. — Σου πονάει ή ραχούλα σου; τού φώναζε δ ένας. — Καλέ μή φωνάζης έτσι δυνατά καί θά κλείση δ λαιμός σου, έλεγε άλλος. —Πιάστηκε στη φάκα δ κατεργάρης, έλεγε άλλος. Νά πού βρέθηκε κι’ ένας πιο πονηρός απ’ αυτόν! Στό τέλος, δ τσαγκάρης κουράστηκε καί λαχάνιασε νά τον δέρνη. —- Φεύγα! τού φώναξε καί τού κατέβασε μια τελευταία λουριά. Κι’ δ διάβολος έφυγε τόσο γρήγορα, πού βρέθηκε στην κόλαση ενώ τό δέντρο κινιόταν ακόμα. Έτσι δ τσαγκάρης ξε φορτώθηκε τό διάβολο γιά καλά. ’Από κείνη την ημέρα έζησε
12
ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ εΠΧΦΟ-ΡΟΥ
ήσυχος κι’ ευτυχισμένος, αυτός κι’ ή γυναίκα του, πάντρεψε έ να - ένα τά παιδιά του και γέρασε μαζί μέ την καλή του τη γυ ναίκα. Καμμιά φορά, εκεί πού δούλευε, γιατί δεν έπαψε νά δουλεύη μ’ δλο πού είχε γεράσει πια πολύ, συλλογιζόταν τί θά γινόταν δταν πέθαινε. Θά μπορούσε νά πάη στον Παράδεισο; Την παραμονή τής μέρας πού κατάλαβε πώς θά πέθαινε.. ζήτησε νά τον θάψουν μέ την πέτσινη ποδιά του, την ποδιά πού φυρούσε δλη τή ζωή του. Τά παιδιά του καί τά έγγόνια του σεβάσθηκαν την τελευταία επιθυμία τού πατέρα τους, κι’ έτσι, δ τσαγκάρης παρουσιάσθηκε μπροστά στην πόρτα τού Πα ραδείσου φορώντας την ποδιά του. Τού άνοιξε ό "Αγιος Πέ τρος, αλλά βλέποντας ποιος ήταν σούφρωσε τά φρύδια του. — Στον Παράδεισο δεν υπάρχει θέσι γιά τούς φίλους τού διαβόλου, είπε. — Μά, "Αγιε Πέτρο, απάντησε ό παπουτσής. Τή συμφω νία πού είχαμε κάνει, εγώ τήν χάλασα. — Μπορεί νά τή χάλασες, αλλά δταν σού τήν είχε προτεί νει τή δέχτηκες. Δίνε του! Καί τού έκλεισε τήν πόρτα κατάμουτρα. — 'Ωραία είμαστε τώρα, είπε μέσα του ό τσαγκάρης. Καί πήρε λυπημένος τό δρόμο προς τήν Κόλασι. Σύννεφο - σύννεφο κατέβηκε κι’ έφτασε μπροστά στήν πόρτα τής Κολάσεως, τό μόνο μέρος πού μπορούσε νά πάη α φού τον είχαν διώξει από τον Παράδεισο. ΤΙ μεγάλη πύλη ή ταν φτιαγμένη από ατσάλι, καί μπροστά στεκόταν φρουρός ένας νεαρός διάβολος. Κύτταξε τον τσαγκάρη προσεκτικά, είδε τήν πέτσινη ποδιά του καί τον ρώτησε μέ φωνή γεμάτη υποψία: — Δέν πιστεύω νά είσαι ό τσαγκάρης; — Έγώ είμαι, άποκρίθηκε, φοβισμένα λίγο έκεΐνος. Τήν ίδια στιγμή δ νεαρός διάβολος έκανε ένα πήδημα προς τά πίσω καί μπαίνοντας μέσα στήν Κόλασι βροντήξε τήν πόρ τα καί σύρτωσε. Ό τσαγκάρης άκουσε τούς σύρτες πού μπαί-
ΤΟ ΠΑ0ΗΜΑ ΤΟΥ ΕΠΣΦΟΡΟΥ
13
νάνε καί μια φωνή πού φώναζε; — Στα όπλα, ατά όπλα! Κλείστε όλες τις πόρτες κι5 δλα τά παράθυρα. Είναι ό φοβερός τσαγκάρης απ’ έξω. Κι’ δν μπή μέσα χαθήκαμε! Ό φουκαράς ό τσαγκάρης, ακούοντας τούς διαβόλους νά τον λένε φοβερό, έξυσε τό κεφάλι του συλλογισμένα. Τί νά κά νη τώρα που δέν τον δέχονταν ούτε στην Κόλασι; Σκέφτηκε, σκέφτηκε, κι’ ύστερα έκανε μεταβολή και μέ αποφασιστικό βή μα ξανανέβηκε στον Παράδεισο και χτύπησε τήν πόρτα δυνατά. — Πάλι εσύ; είπε ό "Αγιος Πέτρος δταν τον είδε. — "Αφησέ με νά μπω "Αγιε Π έτρο μου, τού είπε ό τσαγκά ρης. Δέν θά πειράξω κανένα. Θά είμαι πολύ φρόνιμος. Πή γα στήν Κόλασι καί μέ διώξανε. Πού θέλεις νά πάω; — Καί τί μέ νοιάζει εμένα άν σέ διώξανε από τήν Κόλασι; Έδώ μέσα μιά φορά απαγορεύεται νά μπής! Καί ή πόρ τα ξανάκλεισε. Γύρισε πάλι κι' εκείνος ό φουκαράς καί ξανακατέβηκε στήν κόλασι. Μόλις δμως φάνηκε μπροστά στήν πόρτα ό φρου ρός φύσηξε τό βουητό του καί φωνές τρόμου ακούστηκαν. Έπιασε τότε κι’ ό τσαγκάρης κι’ άρχισε νά βροντοκοπάη τή με γάλη πόρτα μέ τόση δύναμι, πού οί διάβολοι γιά νά τον ξεφορτωθούν, τού έχυσαν από πάνω καυτό λάδι. Αναγκάσθηκε τότε νά ξανανέβη στον Παράδεισο. -— "Αν ξανάρθης, τού είπε ό "Αγιος Πέτρος, θά βάλω τούς Αγγέλους νά σέ πετάξουν από ψηλά. — Καλά, έκανε ό τσαγκάρης, αφού είν’ έτσι. Αλλά μιά καί δέν αφήνεις νά μπω έγώ, άς μπή τουλάχιστον ή ποδιά μου. Καί καθώς μιλούσε, έβγαλε τήν ποδιά του καί τήν πέταξε από τή μισάνοιχτη πόρτα μέσα. — Είναι τρελλός ό κακομοίρης, συλλογίστηκε ό "Αγιος Πέτρος. Αυτή τή φορά, κανένας θόρυβος δέν άκουγόταν κάτω από τις κλειστές πόρτες στην Κόλασι. Ό τσαγκάρης χτύπησε καί
ξαναχτύπησε, αλλά κανένας δεν τού απάντησε. Χωρίς νά περιμένη περισσότερο κι? αυτός γύρισε κι* ανέβηκε ακόμα μια φορά στον Παράδεισο. Μόλις τόν είδε ό "Αγιος Πέτρος, έγινε κατακόκκινος από τό θυμό του. — Δεν σου είπα νά μην ξανάρθης; τού φώναξε. Αυτό θά γίνεται τοόρα μέ σένα; Φύγε γιατί θά φωνάξω τούς αγγέλους. Γρήγορα ! Άλλα καθώς μιλούσε θυμωμένος ό "Αγιος Πέτρος είχε αφήσει την πόρτα ν* άνοιξη. Βρήκε κι* δ τσαγκάρης την ευ καιρία, καί μ’ ένα πήδημα μπήκε μέσα στύν Παράδεισο καί πήγε καί κάθησε πάνω στην ποδιά του πού ήταν ακόμα πε σμένη χάμω. — Έξω ! φώναξε ό "Αγιος Πέτρος. Τί θά πή 6 καλός Θεός δταν άκούση πώς άφησα νά μπή μέσα στον Παράδεισο ένας φίλος τού διαβόλου ; — Καί γιατί νά βγω παρακαλώ; είπε ό τσαγκάρης. Αυτή ή ποδιά πού κάθομαι δική σου είναι; "Όχι: Είναι δίκιά μου. Αφού λοιπόν είναι δίκιά μου, έχω τό δικαίωμα νά μείνω. Κά θομαι στά κτήματά μου. Μέ συγχωρής, "Αγιε Πέτρο μου, αλλά κι5 εσύ στη θέσι μου τό ίδιο θά έκανες. Καί κάθησε αναπαυτικά στην ποδιά, λέγοντας ; — Τί ωραία πού είναι εδώ ! Δεν τό κουνάω. Θά μείνω εδώ στην αιωνιότητα ! Ό Άγιος Πέτρος, πού δέν ήξερε πια τί νά κάνη: νά θυ μίαση ή νά γελάση, πήγε τότε καί παρουσιάστηκε στο Χριστό. — Κύριε, είπε, εκείνος δ τσαγκάρης πού είχε κάνει συμ φωνία μέ τό διάβολο, μπήκε μέσα στον Παράδεισο από δικό μου λάθος, καί δέν ξέρω πώς νά τόν βγάλω. Ό Χριστός χαμογέλασε. — Μή τόν βγάζης, είπε. Άσε τον νά κάτση. Κι* έτσι, ό φίλος μας δ τσαγκάρης έμεινε στον Παράδεισο. ΤΕΛ02 ΓΑπάΦοσις Μ.
Ή ΧαρούΑα καί ό Αώκ@ς ΙΑ φορά κι* έ ναν καιρό ζούσε ένα ορφανό κοριτσάκι πού τό λέγανε Χαρούλα. "Έχασε από μικρή τούς γονείς της, καί την είχαν πάρει στο σπίτι τους κάτι μακρυνοί συγγενείς της για νά τούς κάνη τις δουλειές. Μά ήταν τόσο φιλάργυροι αυ τοί οι άνθρωποι, και ή καρδιά τους ήταν τόσο σκληρή, πού την έβαζαν νά κάνη από τό πρωΐ ώς τό βράδυ βαρείες δου λειές, κι’ αντί για φαγητό τής πετούσαν ενα ξεροκόμματο λές κι’ ήταν σκύλος!
Βρέθηκε μέσα στο δάσος...
Ή καημένη ή Χαρούλα πού είχε χρυσή καρδιά έκανε δλες τις δουί,ειές χωρίς νά παραπονιέται, καί μόνο αργά τά μεσά νυχτα, δταν τελείοονε καί πήγαινε νά κοιμηθή στο φτωχικό της κρεββατάκι πού τό είχαν τοποθετήσει στη σοφίτα, σταύ' ρωνε τά χεράκια της καί παρακαλούσε τό Θεό: — Θεούλη μου, φέρε απόψε στ’ όνειρό μου τή μανούλα μου! Θέλω τόσο πολύ νά την ίδώ, για νά μέ παρηγορήση καί νά μέ κάνη νά ξεχάσω τά βάσανά μου! Καί πραγματικά, πολλές βραδυές ό Θεός τής έκανε τή χάρι, κι’ έβλεπε στ’ όνειρό της τή μανούλα της, ντυμένη στα λευκά, καί πολύ δμορφη, σαν αγγελούδι. "Απλωνε ή μανού λα της τό χέρι, τή χαΐδευε τρυφερά στά μαλλάκια καί τής έλεγε: Μή στενοχωριέσαι μικρή μου Χαρούλα. Έγώ είμαι
16
Η ΧΑΡΟΥΑΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚιΟίΙ
πάντα πλάι σου, 3ς μή μέ βλέπης εσύ, καί σέ προσέχω. Θάρθη γρήγορα μια μέρα πού θά φυγής από τούς κακούς αυτούς αν θρώπους πού δεν σέ αγαπούν, καί θά γίνης πλούσια κι’ ευτυ χισμένη. "Ένα απόγευμα, καθώς ή Χαρούλα γύριζε από τό λειβάδι δπου είχε πάει νά βόσκηση τις κατσίκες τού σπιτιού, είδε στο δρόμο τού χωριού πολλούς ανθρώπους νά συζητάνε και μερι κές γυναίκες νά σκουπίζουν τό δακρυσμένα τους μάτια. — Τί συμβαίνει; ρώτησε τότε περίεργα ή Χαρούλα μια αγαθή γριούλα πού κουνούσε μέ θλΐψι τό κεφάλι της. — Δεν τό έμαθες ακόμα Χαρούλα; τής απάντησε ή γριού λα. Ή βασίλισσα μας έχασε τό πριγκιπόπουλο τώρα καί τρεις μέρες, κι’ δσο κι’ αν έψαξε παντού, δέν μπόρεσε νά τό βρή. Στο παλάτι έχουν ολοι άπελπιστή πώς τό πριγκιπόπουλο χά θηκε για πάντα, καί ή καημένη ή βασίλισσα μας κλαίει καί σπαράζει από τον πόνο. -— Τή δυστυχισμένη τη βασίλισσα! έκανε ή Χαρούλα, καί τής ήρθαν δάκρυα στά μάτια. Μπορεί ό Θεός νά την λυπηθή καί νά βρή τό χαμένο πριγκιπόπουλο. Καί λέγοντας αυτά, χαιρέτησε τή γριούλα καί συνέχισε τό δρόμο της γιά τό σπίτι. Αφού έκανε δλες τις δουλειές τού σπιτιού κι’ έφαγε τό ξεροκόμματό της, πήγε νά κοιμηθή. Προτού πέση, παρακάλεσε πάλι τό Θεό νά τής φέρη τή μανούλα της στο όνειρό της. Καί νά, πού μόλις έκλεισε τά ματάκια της παρουσιάστη κε αμέσως ή μανούλα της. Φορούσε δπως πάντα ένα μακρύ λευκό φόρεμα. Πλησίασε τό κρεββάτι της, έσκυψε έπάνω καί τής είπε: — Χαρούλα, Χαρούλα: Τό πρωί μόλις φέξη ό ήλιος νά φύγης αμέσους από τό σπίτι καί νά πας στο δάσος. Εκεί θά συνάντησης ένα λύκο πού θά σέ περιμένη. Νά τον πλησιάσης χωρίς φόβο κι’ αυτός θά σού πή τί θά κάνης. Έγώ θά είμαι πάντα πλάϊ σου καί θά σέ προσέχω.
\7
— Μά, πώς νά φύγω από τό σπίτι χωρίς νά πώ τίποτε τής κυρ ας μου; *Αν μάθη δτι πήγα μονάχη μου στο δάσος θά μέ δείρη καί θά μέ άφήση νηστική. — Κάνε αυτό πού σου λέω Χαρούλα μου, τής είπε ή μητέ ρα της, κι’ αφού τη φίλησε, χάθηκε από μπροστά της.
Ο πρωί ή Χαρούλα έκανε τό σταυρό της, καί
Τ
χωρίς νά ρωτήση την κυρά της άνοιξε κρυφά την πόρτα κι’ έτρεξε γιά νά φτάση γρήγορα στο δάσος. ταν περίεργη καί άναριωτιόταν άν πραγματικά θά συναντούσε τό λύκο δπως τής είπε ή μανούλα της. Ακόμα φοβόταν μή πως ό λύκος αυτός χυμήξει επάνω της καί την κατασπαράξει. Ησύχασε δμως σάν θυμήθηκε τά λόγια τής μανούλας της πού τής είπε πώς θά είναι πάντα πλάϊ της καί θά την προσέχει. Μόλις έφτασε στην άκρη τού δάσους ό ήλιος είχε άνεβή αρκετά ψηλά. Σταμάτησε τότε νά πάρη ανάσα καί νά ξεκουραστή από τον πολύ δρόμο πού είχε κάνει, όταν ξαφνικά, εί δε νά βγαίνη πίσω από τούς πυκνούς θάμνους ένας μαύρος καί μεγάλος λύκος! Ή Χαρούλα φοβήθηκε καί κύτταξε όλόγυρά της νά βρή μέρος γιά νά κρυφτή, μά τη σταμάτησε μιά φωνή. 7Ηταν ή φο.)νή τού λύκου πού μιλούσε σάν άνθρωπος. — Μη φοβάσαι, τής είπε καθώς την πλησίαζε. Δεν πρό κειται νά σέ πειράξω μικρό μου κοριτσάκι. Άπό σένα μονάχα ζητώ μιά χάρι* νά μέ όδηγήσης ώς τό παλάτι γιατί εγώ μόνος μου δεν ξέρω τό δρόμο. Κι* όταν φτάσουμε στο παλάτι νά παρακαλέσης τή βασίλισσα νά μέ δεχτή καί νά μέ κράτηση κον τά της. Ή Χαρούλα δεν έφερε άντίρρησι. Ή μανούλα της τής είπε νά κάνη δτι θά τής πή ό λύκος. Θά τον πήγαινε λοιπόν στό παλάτι καί θά παρακαλούσε τή βασίλισσα νά τον κρατή-
ση. Χωρίς νά χάση καιρό Ακολούθησε ένα μονοπάτι πού δέν περνούσε μέσα από τά χωράφια καί τΙς πολιτείες, για νά φτάση στο παλάτι χωρίς νά τούς δή κανείς. Πίσω της ερχόταν αμίλητος ό λύκος σό;ν πιστό σκυλάκι. ΤΙ Χαρούλα τον ρώτησε πολλά πράγματα, μά ό λύκος δέν της απαντούσε τώρα, λες κι’ είχε χάσει την ανθρώπινη μιλιά του. Αφού βάδισαν δυο ολόκληρες μέρες, έφτασαν στη με γάλη πολιτεία πού ήταν τό βασιλικό παλάτι. Ή Χαρούλα διέ σχισε τούς πιο ερημικούς δρόμους μέ τον λύκο ξοπίσω της, και φτάνοντας στο παλάτι πέρασε θαρρετά τή μεγάλη πόρτα. Οί φρουροί, μόλις είδαν τό κοριτσάκι κα'ι τον πελώριο λύκο νά την ακόλουθή στα βήματά της, πέταξαν από τον τρόμο τους τά δπλα καί τδβαλαν στά πόδια. Κι’ δσο ή Χαρούλα ανέβαινε τις σκάλες κι? έμπαινε στο μεγάλο διάδρομο τού παλατιού, άκούγονταν φωνές και τρεξίματα από τούς υπηρέτες. — Λύκος στο παλάτι! φώναζαν, κα! πηδούσαν από τά πα ράθυρα για νά γλυτώσουν. Ή βασίλισσα βρισκόταν κλεισμένη στο δωμάτιό της και γονατισμένη κάτω από τά εικονίσματα, παρακαλοΰσε τό Θεό νά την λυπηθή κα! νά τής στείλη π ίσιο τό μονάκριβο και χα μένο παιδί της. ’Από τότε πού χάθηκε τό πριγκιπόπουλο δέν άφησε τά εικονίσματα, κι* ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Έκλαιγε μονάχα και ολο παρακαλοΰσε. Τόσο μεγάλος ήταν ό καημός της. Ή Χαρούλα χτύπησε πολλές φορές την πόρτα της, κι’ α φού δέν έπαιρνε απάντηση αναγκάστηκε νά τήν άνοιξη μόνη της, κα! νά πέραση μαζί μέ τό λύκο στο βασιλικό δωμάτιο. Σέ μια γωνιά είδε τή γονατισμένη βασίλισσα νά κλαίη κάτω άπό τά εικονίσματα, κα! σπάραξε ή τρυφερή της καρδούλα. — Βασίλισσά μου! τής είπε, γονατίζοντας κι’ αυτή πλάι της, πήρα τό θάρρος νά έρθω ώς εδώ κα! νά σου ζητήσω μια χάρι:
Ή βασίλισσα σκούπισε τά δακρυσμενα της μάτια^ καί γύ
Η ΧΑΡ-ΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΙ
1$
ρισε νά δή τό κοριτσάκι πού τής μιλούσε. Μά σαν άντίκρυσε πίσο) από τό κορίτσι νά στέκη ένας πελώριος και κατάμαυρος λύκος, έβαλε μια τρομαγμένη φωνή κι5 ετοιμάστηκε κι’ αυτή νά σηκωθή και νά πηδήση από τό τό παράθυρο. — Βασίλισσά μου! τής είπε ή Χαρούλα πιάνοντας μέ θάρ ρος τό χέρι της, μή φοβάστε τό λύκο πού έφερα μαζί μου. Εί ναι άκακος και ήσυχος σαν αρνάκι. — Γιατί τον έφερες μαζί σου; τή ρώτησε ή βασίλισσα κι’ εξακολουθούσε νά τρέμη από τό φόβο της. Τότε ή Χαρούλα τής είπε δλη την ιστορία από τήν αρχή. Πώς παρουσιάστηκε στον ύπνο ή μητέρα της και τής είπε νά πάη στο δάσος και αφού βοή ένα λύκο νά κάνη ότι τής πή εκείνος. — Ό λύκος μου είπε νά τον φέρω στο παλάτι σας βασί λισσά μου, καί νά σε παρακαλέσω νά τον κράτησης. Κρατή στε τον καλή μου βασίλισσα, κάνετε το γιά τήν αγάπη πού έ χετε στο χαμένο παιδί σας. ΤΙ βασίλισσα άρχισε τά κλάματα, γιατί τής θύμισε τό παι δί της, κι’ αφού ησύχασε είπε στη Χαρούλα πώς θά κρατούσε τον λύκο στο παλάτι, αν έμενε κι’ αυτή μαζί του γιά νά τον προσεχή. — Θά μείνα> βασίλισσά μου! έκανε μέ ενθουσιασμό ή Χαρούλα, γιατί έτσι θά γλύτο^νε από τούς κακούς συγγενείς της πού δεν τήν αγαπούσαν καθόλου καί τήν πέθαιναν στις βαρείες δουλειές καί στην πείνα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ έδωσε διαταγές νά ετοιμάσουν ένα ωραίο δωμάτιο γιά τή Χαρούλα και γιά τό λύκο, καί χάρισε στο φτωχοντυμένο κοριτσάκι ωραία καί ακρι βά φορέματα. Άπό τήν ήμέρα εκείνη ή Χαρούλα ζοΰσε χωρίς καμμιά στενοχώρια καί ή μόνη της δουλειά ήταν νά φροντί-
20
Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΙ
ζη τό λύκο. Τού έδινε νά τρώη κρέας από αρνί και τον πότι ζε νερό με ένα χρυσό κύπελλο. Στην αρχή όλοι οι υπηρέτες μό λις έβλεπαν τό λύκο έτρεχαν νά κρυφτούν από τό φόβο τους, μά σιγά - σιγά πήραν θάρρος καί τον άφηναν νά μπαίνη στά δωμάτιά τους, καί τον έπαιρναν μαζί τους δταν έβγαιναν στην πόλι γιά νά ψωνίσουν. Οι μέρες περνούσαν, καί ή θλΐψι τού βασιλιά καί τής βασίλισσας μεγάλωνε πιο πολύ, γιατί δεν είχαν μάθει τίποτε γιά τό χαμένο τους παιδί. Πολλές φορές ξεσπούσαν καί οί δυο μαζί σέ απελπισμένα κλάματα καί θλιβόταν τότε δλο τό παλάτι. ΤΙ Χαρούλα πού συμπονούσε τον μεγάλο τους καημό έκλαιγε κι’ αυτή, καί κοντά της, λυπόταν καί ό λύκος, λές κι’ ήτανε άνθρωπος. Ένώ στην αρχή έπαιζε κι’ ήτανε ζωηρός, άρ χισε σιγά—σιγά νά μαραζώνη καί νά μήν τρώη. — Τί έπαθες καλέ μου λύκε; τον ρώτησε μιά μέρα ή Χα ρούλα καθώς βρήκε τό κρέας πού τού είχε δώσει νά φάη α πείραχτο. Τί έχεις καί στενοχωριέσαι; Μήπως σού λείπει τί ποτε; Έγώ σέ αγαπώ καί σέ προσέχω σάν αδελφό μου. Μά ό λύκος δέν απαντούσε καί δλο μαράζωνε. Μιά μέρα όμως πού ή Χαρούλα τον χάϊδευε καί τον ρωτού σε τί έχει, ακούστηκε ή ανθρώπινη φωνή του νά τής λέη: — Θέλω νά μου φέρης λίγο κόκκινο χιόνι. Ή Χαρούλα άνοιξε τό στόμα της από τήν έκπληξι. — Κόκκινο χιόνι; έκανε. Μά δέν ξέρεις πώς τό χιόνι εί ναι μόνο άσπρο; -—* Δέν ξέρω, έγώ θέλω νά μού φέρης κόκκινο χιόνι. Κι’ άν δέν μού τό φέρης μέσα σέ τρεις μέρες, θά φύγω από τό παλάτι καί θά ξαναγυρίσω στο δάσος, καί κανένας πιά δέν θά μπόρεση νά μέ ξαναβρή. Ή Χαρούλα Απελπίστηκε. Πού θά εΰρισκε κόκκινο χιό νι; Μήπως αληθινά υπήρχε τέτοιο χιόνι κι* αυτή δέν τό ήξερε; Αποφάσισε τότε νά φύγη τήν ίδια στιγμή γιά νά ψάξη νά τό βοή. Τόν λυπόταν καί τόν.αγαπούσε τόσο πολύ τό λύκο,
Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ
21
πού δέν ήθελε νά τού χαλάση τό χατήρι. Ξεκίνησε από τό παλάτι καί άρχισε νά περπατάη, νά περ πατάη, χωρίς νά κάθεται γιά νά ξεκουραστή ώσπου νά βρή τό κόκκινο χιόνι. Διάβηκε κάμπους καί βουνά, μά τό χιόνι πού εύρισκε ήταν κάτασπρο. Ρώτησε πολλούς ανθρώπους μήπως ήξεραν πού βρίσκεται κόκκινο χιόνι, μά δλοι τής απάντησαν πώς ψάχνει άδικα καί πώς ποτέ της δέν θά τό βρή. Μά ή Χαρούλα δέν απελπίστηκε καί συνέχισε τό δρόμο της. Τά πόδια της πονούσαν μά δέν έλεγε νά σταματήση. Την τρίτη μέρα πιά τό βράδυ, απελπισμένη πώς δέν θά εύρισκε πουθενά τό κόκκινο χιόνι, κάθησε σέ μιά πέτρα γιά νά ξεκουραστή. Καθώς σηκώθηκε δμως γιά νά φύγη, είδε τό χιόνι πού βρισκόταν κάτω από τά πόδια της νά κοκκινίζη! Άπό τά πλη γιασμένα της πόδια είχε τρέξει αίμα κι’ έβαψε τό κατάλευκο χιόνι σέ κόκκινο! Τρελλή άπό τη χαρά της ή Χαρούλα πήρε αρκετό άπό τό κόκκινο χιόνι, τό έβαλε στο μαντήλι της κι’ έτρεξε γιά τό πα λάτι. Βρήκε τό λύκο νά την περμένη στην πόρτα. Ξημέρωνε κι’ ήταν έτοιμος νά φυγή γιά τό δάσος. — Μή φεύγηςζ τού φώναξε. Σού έφερα τό κόκκινο χιό νι! Καί βγάζοντας τό μαντήλι της τού τό έδειξε. — Σ’ ευχαριστώ, τής απάντησε ό λύκος καί τής έγλειψε άπό τή χαρά του τό παγωμένο της χεράκι. Τώρα δμως θέλω νά μού κάνης μιά δεύτερη χάρι. Θελιό νά μού φέρης μιά κού κλα πού νά μιλάη. — Μιά κούκλα πού νά μιλάη! ρώτησε μέ άπελπισία ή Χα ρούλα. Καί πού νά την βρω αυτή την κούκλα; Λυπήσου με λύκε μου κά άφησε με νά ξεκουραστώ!, τόν παρακάλεσε. — Έγώ θέλω νά μού φέρης αυτό πού σού ζήτησα, τής είπε 6 λύκος, καί σού δίνω δυο μέρες διορία τώρα. Γιατί αν δέν μού τή φέρης, θά φύγω γιά πάντα άπό τό παλάτι. Ή Χαρούλα έσκυψε τό κεφάλι χωρίς νά τού φέρη άλλη
Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΙ άντίρρησι και βγήκε από τόν κήπο. Στήν άρχή στάθηκε σέ μια γωνιά του δρόμου έτοιμη νά κλάψη από την απελπισία της. Πού νά πήγαινε για νά ζητούσε την κούκλα πού νά μιλάη, πού τής ζήτησε ό λύκος; Στά μαγαζιά τής πολιτείας πουλού σαν κούκλες, μά καμμιά τους δεν είχε ανθρώπινη φωνή. Νά γυρίση τότε στο παλάτι; Μά αν γύριζε χωρίς την κούκλα ό λύκος θά τής εφευγε, κι’ αυτό δεν τδθελε ή Χαρούλα, γιατί τόν αγαπούσε πάρα πολύ. στιγμή όμως πού καθόταν απελπισμένη χωρίς νά ξέρη πού νά πάη, θυμήθηκε πώς στο σπίτι πού την είχαν πρίν έ'ρθη στο παλάτι, μιλούσαν συχνά για μιά γριά μάγισσα πού κατοι κούσε μέσα στο μεγάλο δάσος, κι’ ήξερε νά κάνη πολλά,και απίστευτα θαύματα. — Σ’ αυτήν θά πάω! αποφάσισε ή Χαρούλα, καί καί δυό ξεκίνησε για τό μακρυνό χωριό της.
μιά
ΦΤΑΣΕ την άλλη μέρα, και περνώντας απ’ $ έξω για νά μή την ιδούν οΐ κακοί συγγενείς της καί την κρατήσουν, προχώρησε ακόμη κι’ έφτασε ατό δά σος. Αφού βάδισε δυό ώρες κάτω από τά δέντρα, βρήκε τό σπιτάκι τής μάγισσας καί τής χτύπησε την πόρτα. "Έπεσε γονατιστή μπροστά στα πόδια της, καί την παρακάλεσε μέ δάκρυα νά τής κάνη τή μεγάλη χάρι καί νά τής φτιάξη μιά κούκλα πού νά μιλάη σαν άνθρωπος.
— Θά σου κάνω τή χάρι, τής είπε
τότε ή μάγισσα, μά για νά μιλήση ή κούκλα, θά χοειαστή νά βουβαθής έσύ. "Όσο καιρό θά έχης κλειστό τό στόμα σου ή κούκλα θά μιλάη. ΛΑν όμως έσύ πής έστο3 καί μιά λέξη ή κούκλα θά χάση τή μιλιά της. Μπορείς νά τό καταφέρης αυτό; Μπορώ! δέχθηκε αδίσταχτα ή Χαρούλα. ευτυχισμένη
Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΛΙ Ο ΑΥΚΟΧ
23
γιατί \ι αυτό τόν τρόπο θ’ άπογτούσε τήν κούκλα πού τής ζή τησε ό λύκος. Ή μάγισσα τής έφτιαξε χωρίς πολύ κόπο την κούκλα, κι’ όταν τής την έδωσε, ή κούκλα μίλησε και είπε: — Πόσο θά χαρή ό λύκος μόλις με δή! Ή Χαρούλα δέν μίλησε. Πήρε την κούκλα κι! έφυγε. Για κακή της τύχη όμως, καθώς περπατούσε αμέριμνη ατό δρόμο μέ την μαγική της κούκλα στην αγκαλιά, παρουσιά ζεται μπροστά της ένας γέρος. Ήταν άσχημος στο πρόσωπο και τά μάτια του έλαμπαν παράξενα. Ή Χαρούλα στην αρχή δέν τού έδωσε σημασία και προχώρησε. Μά ό γέρος τής έκλει σε τό δρόμο. -— Τί ζητάς έδώ αχάριστο κορίτσι; τής είπε. Ή Χαρούλα ανατρίχιασε. Γιατί στη φωνή τού γέρου τόν αναγνώρισε. Ήταν ό συγγενής της πού την κρατούσε σπίτι του. Τώρα πια πού την βρήκε θά την ξαναέπαιρνε οπωσδήπο τε. Πήγε κάτι νά τού πή μά θυμήθηκε τή συμβουλή τής μά γισσας και έκλεισε σφιχτά τό στόμα της. — “Έφυγες από τό σπίτι για νά τριγυρίζης στό δάσος τε μπέλα; τής είπε ό σκληρόκαρδος γέρος. Τώρα θά σοΰ δείξω όμως εγώ. Τήν έπιασε από τό χέρι καί άρχισε νά τήν τραβάη μαζί του. Ή Χαρούλα είχε τρομοκράτησή και αφθονα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια της. Τώρα πού τήν βρήκαν ο! συγγενείς της θά τήν κλείδωναν στό σπίτι τους κι’ έτσι δέν θά μπορούσε νά πάη τή μαγική κούκλα στό λύκο πού τήν περίμενε. Τόν καημένο τόν λύκο! Θά νόμιζε πώς τόν ξέχασε! Πού νά ήξερε δμως τί τής είχε συμβή. Ό γέρος τήν τραβούσε άσπλαχνα, τήν έσερνε καταγής και κάπου - κάπου τή χτυπούσε κιόλας, ώσπου σέ μια ώρα, τήν πή γε στό σπίτι του. — Βρήκα τή Χαρούλα!, είπε θριαμβευτικά στη γυναίκα
24
Η ΧΑΡΟΥΑΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΙ
σος μόλις είδε μπροστά της τό μικρό κοριτσάκι. — Που είχες πάει τόσες μέρες; τή ρώτησε με άγρια φωνή. Ή Χαρούλα δεν μίλησε. Γιατί ήξερε πώς αν μιλούσε ή κούκλα θά έχανε τή μιλιά της. — Θά μου πής πού ήσουνα ή θά σέ σπάσω στο ξύλο; έπανέλαβε ή γυναίκα. Και πάλι δεν μίλησε ή Χαρούλα. Τότε, ή άκαρδη γυναίκα πήρε στά χέρια της ένα μαστίγιο καί άρχισε νά χτυπάη μέ δύναμι τό ανίσχυρο κοριτσάκι στο κορμί καί στά πόδια ώσπου είδε νά τρέχουν τά αίματα σάν ποτάμι. — Θά σέ μάθο^ έγώ νά μιλάς όταν σέ ρωτούνί, έκανε ά γρια. Θά σέ κλειδώσω στο δωμάτιό σου καί θά σέ άφήσω νη στική ώσπου ν’ άνοιξης τό στόμα σου. Κι’ όπως τό είπε, έγινε. Κλείδωσε τή Χαρούλα στο δωμά τιο καί πήρε τό κλειδί μαζί της. Ή Χαρούλα πού τό κορμί της πονούσε από τίς 'πληγές, δέν έβγαλε ούτε τό παραμικρό βογγητό γιατί φοβόταν μήπως χάση τή μιλιά ή κούκλα της. Κου~ λουριάστηκε σέ μιά γωνιά καί άρχισε νά κλαίη όσο πιο σιωπη λά μπορούσε. Μά, σάν έπεσε τό βράδυ, έφτασε μιά φωνή στ’ αυτιά της. Πίταν ή φωνή τής μανούλας της. «Μή στενοχωριέσαι κοριτσάκι μου, τής είπε. "Όλες οί πόρ τες τού σπιτιού είναι ανοιχτές. Φύγε γρήγορα λοιπόν καί τρέξε στο παλάτι πού σέ περιμένει ό λύκος». Ή Χαρούλα πετάχτηκε από τή θέσι της καί βρήκε πραγμα τικά δλες τίς πόρτες ανοιχτές. Βγήκε τότε αθόρυβα έξω καί άρχισε νά τρέχη δσο μπορεί πιο γρήγορα γιά νά προφτάση τό λύκο στο παλάτι. Τον βρήκε νά τήν περιμενη στήν πόρτα, καί τού έδωσε τήν κούκλα πού μόλις είδε τό λύκο άρχισε νά μιλάη. Τότε, ό λύκος, είπε στή Χαρούλα: — Μικρή μου αγαπημένη φίλη, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό πού έκανες γιά μένα. Μά θά σέ παρακαλέσω νά μού κάνης ακό μη μιά άλλη χάρη τήν τελευταία, Θέλω νά μού φέρης νερό,
Η
25
πού νά μήν είναι δμως ούτε από πηγή, ούτε από ποτάμι, ούτε από λίμνη, ούτε από θάλασσα. Νά μήν είναι ακόμη ούτε νερό τής βροχής τού πάγου καί τού χιονιού. — Μά από τί θάναι τότε; τον ρώτησε μέ απορία ή Χαρούλα. Δέν ξέρεις δτι δεν υπάρχει αλλού νερό; — Έγώ θέλω νά μού φέρης νερό πού νά μήν είναι από δλα αυτά, τής ξαναείπε, Κι’ αν δέν μού φέρης αυτό τό νερό σέ μιά μέρα, θά φύγω από τό παλάτι καί δέν θά μέ ξαναδής ποτέ σου πιά! ΤΙ Χαρούλα πήγε κάτι νά πή μά ό λύκος βγήκε από τό δωμάτιο χωρίς νά προσθέση τίποτε άλλο. Βυθίστηκε τότε σέ σκέψεις καί προσπαθούσε νά θυμηθή άν υπήρχε άλλο νερό. Μά οσο κι’ άν σκέφτηκε δέν κατώρθωσε νά βρή τίποτε. Στο τέλος αποφάσισε νά πάρη τό χρυσό κύπελλο καί νά βγή στήν έξοχή γιά νά ψάξη. Έψαξε παντού, μά πουθενά δέν βρήκε από τό άγνωστο νερό πού τής ζήτησε ό λύκος. Ρώτησε πολλούς ανθρώπους μά κανείς δέν ήξερε πού βρισκόταν εκείνο τό νερό πού δέν θά ήταν από πηγή, από θάλασσα, από λίμνες, από ποτάμια, από βροχή από χιόνι καί από πάγο. "Ολη τήν ήμερα στριφογύριζε έδώ καί κεί σάν σβούρα, μά χωρίς αποτέλεσμα. Πεινούσε, και τά πόδια της είχαν γεμίσει πληγές από τούς καθημερινούς δρό μους. Αναγκάστηκε τότε νά καθήση σέ μιά πέτρα γιά νά ξεκουραστή, καί άφησε ανάμεσα στά πόδια της τό χρυσό κύπελ λο. Παίδεψε γι’ άλλη μιά φορά τό μυαλό της μήπως θυμηθή ποιό ήταν εκείνο τό νερό πού τής ζητούσε ό λύκος, μά ούτε καί τώρα τό βρήκε. «"Αν δέν τού τό πάω σέ λίγες ώρες θά φύγη από τό παλάτι καί δέν θά τον ξαναδώ πιά!», έκανε μέ σπαραγμό. Ήταν τόση ή απελπισία της, πού άρχισε νά κλαίη μέ πα ράπονο πού θά έχανε τον αγαπημένο της φίλο. Ήταν τόσο τό παράπονό της, πού έκλαιγε συνέχεια δυο ώρες,
Λ
"Οταν σταμάτησε νά κλαίη, σηκώθηκε νά φύγη, και πήρε τό ποτήρι στα χέρια της. Μά μέ μεγάλη της έκπληξι είδε πώς τό ποτήρι ήταν γεμάτο ώς τά χείλη! Είχε γεμίσει από τά δά κρυα της! — Νά τό νερό πού μου ζήτησε ό λύκος! έκανε μέ ενθουσια σμό από τή χαρά της, και ξεκίνησε για τό ίταλάτι νά τον προλάβη προτού φύγει. Τον βρήκε πάλι νά την περιμένη στην πόρτα τού παλα τιού. — Σού έφερα τό νερό! τού φώναξε από μακρυά. Καί πηγαί νοντας κοντά του τού έδειξε τό ποτήρι. Ό λύκος άρχισε τότε νά πίνη από τό ποτήρι πού ήταν γε μάτο από τά δάκρυά της, και μόλις ήπιε καί την τελευταία σταγόνα, έγινε ένα μεγάλο θαύμα. Στη θέσι τού λύκου παρου σιάστηκε ένα ώραιο παλληκάρι, ντυμένο μέ χρυσή αστραφτερή φορεσιά! Ήταν τό πριγκιπόπουλο, τό χαμένο παιδί τού βα σιλιά καί τής βασίλισσας! — Τό πριγκιπόπουλο! ξεφώνισε τότε ή Χαρούλα καί κόν τεψε νά τρελλαθή από τή χαρά της. Τό χαμένο πριγκιπόπουλο! — Ναί, τής απάντησε τό πριγκιπόπουλο χαμογελώντας. Ό λύκος πού βρήκες στό δάσος και τόν έφερες στο παλάτι, ήμουν εγώ. Κάποια κακιά μάγισσα μέ μεταμόρφωσε σέ λύκο και γιά νά γίνω άνθρωπος χρειαζόταν νά μοΰ κάνη κάποιος τρεις μεγάλες χάρες. Ήταν οί χάρες πού ζήτησα από σένα Χαρούλα. Τό κόκκινο χιόνι, ή κούκλα πού μιλάει, καί τό άγνω στο νερό. 3Άν εσύ δεν μ’ αγαπούσες τόσο πολύ και δεν μού έκανες πρόθυμα αυτές τις χάρες, δεν θά γινόμουν ποτέ άν θρωπος! Έσύ μέ έσωσες! Γι’ αυτό κα'ι γώ θά σέ κρατήσω γιά πάντα μαζί μου και θά σέ παντρευτώ. Την πήρε από τό χέρι, κα! μπήκαν στό δωμάτιο τού βα σιλιά και τής βασίλισσας. Τούς βρήκαν καί τούς δυο νά κλαινε απαρηγόρητα. Μόλις δμως είδαν νά παρουσιάζεται ξαφνι
Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ
27
κά μπροστά στα μάτια τους τό χαμένο τους παιδί, έβαλαν μιά δυνατή φωνή, κι’ έτρεξαν σάν τρελλοί νά τον κλείσουνε στην αγκαλιά τους. "Οταν έμαθαν την παράξενη ιστορία του, αγ κάλιασαν μέ κλάματα χαράς και τή Χαρούλα, πού μέ την αγά πη της έλυσε τα μάγια και εδοοσε ανθρώπινη μορφή στο πριγκιπόπουλο πού είχε γίνει λύκος. 01 γάμοι έγιναν πολύ σύντομα, καί ή Χαρούλα, τό ορφανό κοριτσάκι πού έκανε τις πιο βαρείες δουλειές και δεν είχε χορ τάσει τό ψωμάκι κοντά στους κακούς συγγενείς της, έγινε κι5 αυτή μιά πριγκιποπούλα κι5 άπόχτησε πολλά πλούτη, Και κοντά σ’ αυτά άπόχτησε και τήν έκτίμησι καί τήν αγάπη ό'λου του κόσμου, πού αξίζουν πιο πολύ απ’ δλα τά πλούτη τής γης.
Τ ΕΛΟΣ
(5Αίττόδοσ ι ς Π. Σ τρατ ίικιη)
ΙΑ φορά κι’ έναν καιρό ζοΰσαν σέ μια καλύβα
Μ
κοντά στο δάσος έξη δρφανά κι’ αγαπημένα άδέλφια. Τά πέντε ήταν μεγάλα, από είκοσι μέχρι τριάν χρόνων, ένώ δ έκτος μόλις είχε κλείσει τά οχτώ του χρόνια. Ήταν ένα ήσυχο παιδάκι καί τό έλεγαν «Ασημένια Μπούκλα», γιατί, ένώ τά μαλλιά του ήταν μαύρα, μπροστά στο μέ τωπό του είχε μιά μπουκλα κάτασπρη σάν ασήμι. Τά τρία μεγαλύτερα αδέλφια δούλευαν στά χτήματα των πλουσίων αρχόντων τής περιοχής, ένώ τά δυο μικρότερα 6ο-
Η ΛΕΥΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ
19
ακόυσαν τά πρόβατά τους. Στο σπίτι έμενε μόνος του ό πιό μικρός, ή «Ασημένια Μπούκλα». Άπό τό πρωί ως τό βράδυ ξκανε δλες τις δουλειές του σπιτιού, σκούπιζε, έπλενε τά ρού χα, ζύμωνε καί φούρνιζε τό ψωμί, καί μαγείρευε τό φαγητό πού θά έτρωγαν τ’ αδέλφια του σαν γυρνούσαν, κουρασμένα άπό τή δουλειά τής ημέρας. Περνούσαν έτσι μιά ήσυχη κι’ ευτυχισμένη ζωή. καί δεν τούς έλειπε τίποτε. Έτρωγαν κάθε Κυριακή τό κρέας τους, ντύνονταν μέ καθαρά ρούχα, καί οι μεγάλοι είχαν άφθονο καπνό νά καπνίσουν μέ τά μεγάλα τσιμπούκια τους. βΌσο για την «Ασημένια Μπούκλα», είχε πάντα μερικά χρήματα γιά νά πηγαίνη, τις γιορτές, στά πανηγύρια καί νά βλέπη στά τσίρκα τά μεγάλα καί παράξενα ζώα πού έφερναν άπό τή ζούγκλα. Μά τά πράγματα δεν άργησαν ν’ αλλάξουν. Μιά χρονιά δέν έβρεξε καθόλου καί τό χορτάρι δέν φύτρωσε στή γή. Τά πρόβατα άρχισαν νά ψοφαίνουν ένα—ένα καί στο τέλος δλα τά κοπάδια αφανίστηκαν. Μά ή ζημιά δέν ήταν μόνο στά πρόβατα. Λέν φύτρωσε ούτε καί τό σιτάρι, καί την εποχή τού θερισμού ό πλούσιος κάμπος δέν είχε ούτε ένα στάχυ! Ή πεί να καί ή δυστυχία απλώθηκε τότε σέ δλη τή χώρα. Τά πέντε άδέρηια δέν εύρισκαν τώρα πουθενά νά εργα στούν καί ή «Άσημ·/νια Μπούκλα» δέν είχε αλεύρι νά ζυμώση καί φαγητό νά βάλη στύ τσουκάλι. Ή πείνα τούς θέριζε, μά δέν μπορούσαν νά κάνουν κι’ άλλοιώς. 'Όλος ό κόσμος δυστυ χούσε έκείνη τή χρονιά. — Τί θά γίνου ιε οί δυστυχισμένοι!, έκανε κάθε τόσο τό παιδάκι μέ δάκρυα στά μάτια. *Αν δέν μάς βοηθήση δ Θεός, θά πεθάνουμε τής πείνας! Ένα πρωί, αποφάσισε νά βγή μιά βόλτα στο δάσος. Πήρε καί τό καλαθάκι του μαζί μήπως βρή λίγα βατόμουρα καί τό γεμίσει γιά νά φάνε τά άδέλφια του. Καθώς λοιπόν προχω ρούσε μονάχος του ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους, τόν ξά-
30
Η ΛΕΥΚΗ ΑΡ&ΟΥΔΑ
φνιασε ένα κονεμένο βογγητό πού έφθανε άιώ κάπου έκει κοντά. Τό παιδάκι έμεινε για μια στιγμή ακίνητο ν' άφουγγραστή, καί σέ λίγο συνέχισε τό δρόμο του προχωρώντας προς τό μέρος πού έρχονταν τά βογγητά. Δεν άργησε νά βγή σέ ένα μικρό ξέφωτο. Εκεί, στη ρίζα ένός μεγάλου δέντρου, είδε μια πελώρια λευκή αρκούδα νά στριφογυριζη από τούς πόνους, φέρνοντας κάθε τόσο τό ένα της χέρι στο μεγάλο της στόμα. Ή «Ασημένια Μπούκλα», δεν φοβήθηκε καθόλου και προχά>ρησε κοντά στην αρκούδα πού πονοΰσε, — Τί σου συμβαίνει αρκούδα μου και βογγάς έτσι; τή ρώτησε. — *Ωχ, αναστέναξε εκείνη και δ αναστεναγμός της ήταν τόσο μεγάλος πού έκανε τή γή νά τρέμη. Μου μπήκε βαθειά στο πόδι μου ένα μυτερό ξύλο και δεν μπορώ νά τό βγάλω, Τό παιδάκι την πλησίασε πιό πολύ ακόμη, άφησε τό καλαθάκι καταγής καί, παίρνοντας τό πόδι της μέ θάρρος στα χέρια του, τής έβγαλε τό μυτερό ξύλο. — Μή φοβάσαι., τής είπε, σέ λίγο θά σου σταματήσουν οι πόνοι καί θά μπορής νά περπατήσης δπως πριν. — Σ’ ευχαριστώ πολύ, «Ασημένια Μπούκλα», του είπε ή λευκή αρκούδα πού ήξερε τό όνομα του. Για τό καλό πού μου έκανες, θά σου δώσω κάτι ακριβό πού τό έχεις ανάγκη. Καί λέγοντας αυτά, ώρθώθηκε στά πισινά της πόδια, καί μέ τό ένα μπροστινό έσπασε ένα μεγάλο καί χοντρό κλαδί καί του τό έδωσε. — Τό κλαδί αυτό είναι γεμάτο μέλι, είπε ή αρκούδα στο παιδάκι. Εμείς οι αρκούδες όλο από αυτό τρώμε. Είναι μια θαυμάσια τροφή. Ή «Ασημένια Μπούκλα» πήρε τό κλαδί μέ τό μέλι, κι’ αφού ευχαρίστησε την αρκούδα, άρχισε νά τρέχη δσο πιό γρήγορα μπορεί για νά φτάση στην καλύβα του. ’Έφερα μέλι!, φώναξε μέ χαρά στ5 αδέλφια του, Άρ-
Η ΛΕΥΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ χετό μέλι για νά φάμε και νά χορτάσουμε! "Έσπασαν τότε το κλαδί, καί γέμισαν μια μεγάλη κα τσαρόλα μέ τό ξανθό μέλι πού είχαν άφήση έκεί τά άγριομελίσσια. Έπεσαν μέ τά μούτρα στο φαγητό ώσπου χόρτα σαν και οι έξη. Μά τό μέλι ήταν τόσο πολύ, πού είχε μείνει πιο πάνω από τή μίση, κατσαρόλα. Χωρίς νά χάσουν καιρό, τό πήγαν για πούλημα, καί αγόρασαν αλεύρι, λάδι καί φασό λια, για μια ολόκληρη βδομάδα. * — Αλήθεια, πού τό βρήκες τό μέλι; ρώτησε τό απόγευ μα 6 μεγαλύτερος από τά αδέλφια την «Ασημένια Μπούκλα». Ό μικρός τούς διηγήθηκε την ιστορία μέ τή λευκή αρκού δα. — Μιά λευκή αρκούδα στο δάσος μας! έκανε μέ θαυμα σμό δ μεγάλος. ’Άν κατωρθώναμε νά τήν σκοτώσουμε καί νά πουλήσουμε τό ακριβό τομάρι της, θά αγοράζαμε τρόφιμα γιά ένα μήνα. — Ναί, ναι! συμφώνησαν τά άλλα τέσσερα μεγάλα αδέλ φια. * Ωραία ιδέα. Ή «Ασημένια Μπούκλα» στενοχωρήθηκε πολύ γιά τά λό για των αδελφών του. Κι’ δταν τούς είδε νά ετοιμάζουν τά όπλα τους, σφίχτηκε ή καρδιά του από τον πόνο γιά τήν αχαρι στία τους. Ή αρκούδα τούς είχε δώσει τόσο μέλι κι’ αντί νά τήν ευγνωμονούν, πήγαιναν τώρα νά τήν σκοτώσουν, γιά νά τήν γδάρουν καί νά πουλήσουν τό τομάρι της. Τί νά τούς πή όμως; Ήταν μικρός καί τ’ αδέλφια του δέν τον υπολόγιζαν καθόλου . Κι’ δταν τού είπαν νά τούς όδηγήση στο μέρος πού συνάντησε τήν αρκούδα, τούς ακολούθησε χωρίς μιλιά μέ τό κεφάλι σκυμμένο καί μέ δάκρυα στά μάτια. Αποφάσισε ό'μως νά μην τούς βοηθήση νά σκοτώσουν τήν αγαπημένη του άρκού δα. Καθώς προχωρούσαν αμίλητα ανάμεσα στούς θάμνους, προσπαθώντας νά μην κάνουν τον παραμικρό θόρυβο καί τούς
32
Η ΛΕΥΚΗ ΑΡΚΟΥΑΑ
πάρει εϊδησι ή άρκούδα, ή «Ασημένια Μπούκλα» γλύστρησε σέ μια στιγμή κι’ έπεσε πάνω σ’ έναν ξερό θάμνο. Την ίδια στιγμή από κάπου εκεί κοντά ξεπετάχτηκε ή λευκή αρκούδα από τό θρυβο, είδε τούς (οπλισμένους νέους και δπου φύγη— φύγη! — Επάνω της!, φώναξε ό πιο μεγάλος στά αδέλφια του, πού δεν κατάλαβαν πώς ή «Ασημένια Μπούκλα» επεσε επίτη δες πάνω στο θάμνο για νά ειδοποίηση τήν αρκούδα για τον κίνδυνο πού διέτρεχε. Πρέπει νά τήν προλάβουμε! Και άρχισαν νά τρέχουν πίσω της. Τελευταίος ακολουθού σε ό μικρός, καί κάθε τόσο σταματούσε γιά νά μιλήση μέ τά πουλιά, μέ τις μέλισσες και τΙς πεταλούδες πού συναντούσε. — Μικρό μου πουλάκι, παρακαλούσε, πήγαινε νά πής στήν αρκούδα νά τρέξη δσο μπορεί, γιατί τ’ αδέλφια μου θέ λουν νά τήν σκοτώσουν. — Χρυσή μου μέλισσα, τρέξε νά προλάβης τήν αρκούδα καί νά τής πής νά μήν σταματήση ώόπου νάρθη τό βράδυ. — Λευκή μου πεταλούδα, πέταξε προς τό μέρος τής αρ κούδας καί πές της πώς ή «Ασημένια Μπούκλα» τήν αγαπάει καί τήν παραλαλεΐ νά τρέξη δσο μπορεί γιά νά ξεφύγη από τά αχάριστα αδέλφια μου πού θέλουν νά τήν σκοτώσουν. Καί τά πουλιά, οί μέλισσες καί οί πεταλούδες έτρεξαν νά πουν στήν αρκούδα τά λόγια πού τούς έλεγε ή «Ασημένια Μπούκλα». Μπρος ή αρκούδα, πίσω τά πέντε αδέλφια μέ τά δπλα τους έτοιμα στά χέρια, έτρεχαν μέ όση δύναμι μπορούσαν. Σέ λίγο ή αρκούδα βγήκε από τό δάσος κι’ άρχισε νά τρέχη σέ έ να γυμνό χωράφι. Τά αδέλφια έβαλαν δλη τους τή δύναμι νά τήν προφτάσουν, καί πραγματικά, τήν πρόλαβαν τή στιγμή τίού ήταν έτοιμη νά μπή στήν άκρη ενός πολύ πυκνού δάσους. 3 Αν έμπαινε έκει μέσα θά γλύτοονε. Μόλις δμως ή άρκούδα έφτασε στήν άκρη τού δάσους, σταμάτησε άπότομα.
Η ΛΕΥΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ
33
— Τί κάνεις έκεί; τής φώναξαν τότε τα πουλιά, οΐ μέλισ σες και οί πεταλούδες. Δεν βλέπεις τούς εχθρούς σου πού σέ σημαδεύουν μέ τά δπλα τους; Μά ή αρκούδα δεν κινήθηκε από την θέσι της. τό κεφάλι κάτω, και τά πέντε αδέλφια ήταν έτοιμα νά πατή σουν τή σκανδάλη των οπλών τους για νά τρυπήσουν τό λευ κό της δέρμα μέ πέντε σφαίρες. Δεν πρόλαβαν όμως νά πατήσουν τή σκανδάλη. Γιατί την Ιδια έκείνη στιγμή, ακούστηκε μια ουράνια φωνή πού έλεγε: — Μήν πυροβολήτε, αχάριστοι! Ή αρκούδα σταμάτησε καί γλείφει τις πληγές ενός πληγωμένου αγριόχοιρου. Προτί μησε νά μείνη εκτεθειμένη στούς κεραυνούς των οπλών σας γιά νά βοηθήση ενα ζώο πού είχε τήν ανάγκη της. Εσείς αχάριστοι, πού καταβροχθίσατε τό μέλι πού σάς έστειλε, γιατί θέλετε νά τήν σκοτοοσετε; Μέ μιας, τά πέντε αδέλφια άφησαν τά δπλα τους νά πέ σουν, καί έπεσαν με τά γόνατα στή γή. — Θεέ μου!, μίλησαν μέ αληθινό σπαραγμό καί οί πέντε, συγχώρεσέ μας γιά τή μεγάλη μας αυτή αμαρτία. Μέ δάκρυα στά μάτια Σου ζητάμε συγγνώμη. Δεν πρόκειται νά πειράξου με τήν αρκούδα ούτε κανέναν άλλο! Κι’ αφού είπαν αυτά, ετοιμάστηκαν νά πάρουν τό δρόμο τού γυρισμού. Μά ήταν τόσο πολύ κουρασμένα από τό τρέξι μο, πού δεν μπορούσαν νά κάνουν ούτε βήμα. Τότε, ό Θεός, πού τούς συγχώρεσε καί τούς λυπήθηκε, έστειλε ένα αμάξι νά τούς πάρη. Σαν μπήκαν δλοι τους μέσα, καί ή λευκή αρκούδα μαζί, τό αμάξι ανέβηκε ψηλά στον ουρανό. Καθώς τό αμάξι ανέβαινε στον ουρανό, ή «Ασημένια Μπούκλα» χαιρόταν γιατί έβλεπε κάτω νά απλώνεται ή γή καί νά παρουσιάζθ3νται στά μάτια του καινούργια μέρη πού δεν τά είχε δή &ς τώρα. Πελώρια βουνά, απέραντες θάλασσες, νησιά καί πολιτείες. — Τί όμορφα πού είναι νά βλέπη κανείς τή γή από ψηλά!,
Η ΛΕΥΚΗ ΑΡΚΟΥΔΑ ελεγε και ξανάλεγε. *Όταν μεγαλώσω θά τά Ιπισκεφθώ ο! αυτά τά μέρη. Μά δεν ξανακατέβηκε στη γη. ’Έμεινε έχει ψηλά καί καθένας σας μπορή νά τό δή, αν κυττάξη τις νύχτες πού δ: έχουν σύννεφα, προς τό βορρά. Θά δη μερικά λαμπερά άστ ρια σέ σχήμα αμαξιού, πού δνομάζονται «Μεγά?^η νΑρκτος Είναι εφτά αστέρια, οσα ήταν τά ορφανά παιδιά καί ή άρκο δα. Καί άν θέλετε νά ξέρετε, τό πιο φωτεινό αστέρι από ί εφτά είναι ή λευκή αρκούδα καί τό πιο αδύνατο, τό μικρό άι τά εξη άδελφάκια πούτό ελεγαν «Ασημένια Μπούκλα» κι’ ε!) την πιο καλή ψυχή απ’ δλους. ΤΕΛΟΣ (’ Αττό'δο σ ι ς Π, Σ τρατ ί(κ>η)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΟΟΣ ΑΕ ΚΚΑ
22
(ίτττάγειον)
__
Α6ΉΝ/
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑΣ, ΟΙΚΟΝ. Δ) Σ ί Σ : Γ. ΓΕΠΡΠΑΔΗ:
ΤΕΥΧΟΣ β
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ.
τμε,
αΉζνά^
. ήΐεΘΛΝοηηι τιερι ψηπρ ηροε <Ρο- -
ρ>9
η ο/ ΤΡΕΧ2 ετχι.
ή..τ/δΡΑί~·. ·.---------ρυτη
είΝΡΐ
θρριη
πια
εζΡΖΗΗΐιζ...
Ύ
&ΗΜζ^ ιχολΤι
\Π ΑΡ Α Μ Υ θ!Α
© ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΟΟΣ
ΆντΙκρυσε κατάπληκτος μπροοτά του ένα ύπέροχο παλάτι μέσα σ’ ένα πανέμορφο κήπο!
Ή Αμίλητη Πριγκίιτσσα
Τό άρνάκι καί ή ττρο'β'ανίνα άρχισαν να χορεύουν, (μα ή ττριγκίητισσα ερεινε άγ έλα στ η καί ά}μ.Ίλητη, στ^ν ττολνιΕράνα τη;ς !
Ε ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΑ χρόνια ζοΰσε ?νας βασι λιάς πού είχε τρεις γυιούς. Στη χώρα του υ πήρχε ενα ψηλό βουνό πού ό βασιλιάς ελεγε πώς είχε χίλιους δυο κινδύνους και γι’ αυτό είχε χτίσει σκοπιές κοντά - κοντά μέ άγρυπνους φρουρούς, πού ίμπόδιζαν εκείνους πού ήθελαν νά προχωρήσουν σ’ αυτό. Μά αυτό γινόταν όσο ό βασιλιάς αυτός βρισκόταν στη ζωή.
4
Σάν πέσανε δμως μια μέρα, Ινας άπό τούς γυιούς του 6 με γαλύτερος έκανε δρκο νά πέραση. — Θά πάω, είπε, σ’ αυτό τό βουνό και θά αψηφήσω κάθε κίνδυνο γιατί θέλω νά ξεδιαλύνω τό μυστήριό του. ΟΙ αδελφοί του προσπάθησαν νά τον πείσουν νά ταραιτηάπό τό σκοπό του. Τού κάκου δμως γιατί αυτός τό είχε βά λει γιά καλά στο νού του. "Ετσι μιά μέρα ξεκίνησε. Σέ λίγο έφτασε στις σκοπιές. Οι φρουροί, πού φοβούνταν μην τού συμ6ή κανένα κακό, προσπάθησαν νά τον μεταπείθουν, μά αυτός ήταν αγύριστο κεφάλι καί δεν κατάφεραν τίποτα. “Έτσι ό πρίγκιπας προχώρησε κι’ έφτασε σέ ένα παραμυ θένιο κήπο, τόσο όμορφο πού κανένας βασιλιάς δεν είχε παρό μοιο στη χώρα του. Ξαφνικά, ένα έλάφι φάνηκε νά έρχεται προς τό μέρος του, μά, σάν τον είδε, τό έβαλε στά πόδια. Ό πρίγκιπας έτρεξε ξοπίσω του. Σέ λίγο τό είδε νά φτάνει σέ ένα ύψωμα τού βουνού, πού άνοιξε γιά νά τό άφήση νά περάση κα'ι έκλεισε αμέσως έπειτα γιά νά τό κάνη νά έξαφανιστή από τά μάτια τού νέου. Ό πρίγκιπας έκανε τότε έναν δρκο: —- 'Ό,τι και νά μού συμβή, δέν θά φύγω από τούτο τό βου νό αν δέν κατορθώσω νά ξεδιαλύνω τό μυστήριο αυτού τού ελαφιού. Κάθησε λοιπόν κα'ι περίμενε στη θέσι αυτή ολόκληρη τή νύχτα. Οι φρουροί, μή βλέποντάς τον νά έπιστρέφη, κι’ έπειδή φοβήθηκαν δτι κάποιο ατύχημα θά τού συνέβαινε, είπαν μετα ξύ τους: — Θά πρέπει κι’ εμείς νά μπούμε σέ αυτό τό βουνό γιά νά άνακαλύψουμε τί συνέβη στον πρίγκιπα. Π ροχώρησαν κι’ αυτοί, μά δέν ανακάλυψαν παρά τον κή πο πού τούς κατέπληξε μέ την ομορφιά του. *Όλη ή ατμόσφαι ρα εκεί γύρω, ήταν γεμάτη από ήχους γλυκών οργάνων καί τραγουδιών κι’ από χαρούμενες φωνές, χωρίς δμως καί νά
#άρχη ανθρώπινη ψυχή. Τριγυρίζοντας μέσα σ9 αυτό το θαυμάσιο κήπο, συνάντη σαν μια νέα πού ή ομορφιά της ήταν σαν γλυκό όνειρο. Ό §νας από τούς φρουρούς θέλησε νά την πλησιάση, μά αυτή, παίρνοντας τη μορφή ενός ελαφιού, άρχισε νά τρέχη πηδών τας κατά τη μεριά ενός βράχου, πού μισάνοιξε γιά νά άφήση νά πέραση τό ελάφι και έπειτα ξανάκλεισε πίσω του, εξαφανί ζοντας το έτσι από τά μάτια τους πού δεν μπορούσαν νά πι στέψουν σ’ αυτό πού είδαν. Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχαν νά κερδίσουν τίποτα μέ τό νά συνεχίσουν τις έρευνες τους, οΐ φρουροί ξαναγύρισαν πί σω στην πολιτεία και είπαν τί τούς συνέβη στον καινούργιο βασιλιά, πού ήταν άδελφός τού παλιού και θείος των τριών πριγκίπων. Ό μικρότερος από τούς τρεις πρίγκιπες δήλωσε τότε δτι θά πήγαινε κι’ αυτός στο βουνό, όπως ό άλλος άδελφός του, λέγοντας δτι θά έδινε ακόμα καί τή ζωή του γιά νά λύση τό μεγάλο αυτό αίνιγμα. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε κι’ ό δεύτερος πρίγκιπας, μά χωρίς περισσότερη επιτυχία από τον αδελφό του. Οί φρουροί, μή βλέποντας τον νά έπιστρέφη, προσπάθησαν νά βρούνε τά ίχνη του. Μάταιος κόπος δμως. Σέ λίγο έφυγε καί ό τρίτος πρίγκιπας, ό μεσαίος, μά είχε την ίδια τύχη μέ τούς δυο άλλους πού έφυγαν πριν. Ό βασιλιάς, ό θείος τους, δεν ήξερε τί νά κάνη. Έτρεξε λοιπόν στο σύμβουλό του. — Συμβούλεψε με, σύμβουλε, τού είπε, τί νά κάνω. Οί τρεις μου άνηψιοί, οί γυοί τού μακαρίτη τού αδελφού μου, χά θηκαν, χωρίς νά ξέρουμε τί άπόγιναν. Πέσανε καί οί τρεις θύματα τής μεγάλης τόλμης τους, Έγώ, όχι μόνο δεν άντιτάχθηκα στους δυο τελευταίους, μά καί τούς έδωσα την άδειά μου, πιστεύοντας δτι θά έφερναν πίσω καί τον πρώτο πού χά θηκε. Τώρα, βλέπεις τί συνέβη. Δέν έχω είδησι ούτε από ιόν
πρώτο, ούτε κι* από τούς δυο άλλους, καί τό κατάντημά μου αυτό τό βλέπουν οί άλλοι βασιλιάδες πού βασιλεύουν στίς γει τονικές μας χώρες και γελάνε» Άκούς έκεί νά χαθούνε οί τρεις μας πρίγκιπες μέσα στην ιδία μας τή χώρα! Έτσι κι’ έγώ τώρα προστρέχω στή σοφία σου για νά μου πής τί νά κά νω, οχι μόνο γιατί μου ξεσκίζει ή λύπη την ψυχή για τό χαμό τών παιδιών του αδελφού μου, άλλα καί γιατί τό πάθημά μου με ντροπιάζει. — Ή φήμη λέει, απάντησε ό σοφός σύμβουλος, δτι δ α δελφός σου είχε από άλλη γυναίκα μιά κόρη πού ήτανε πανέ μορφη. Τά μαλλιά της ήσαν από χρυσάφι κι’ από πλατίνα μα ζί. Ένα πρωϊνό, δεν την ξαναεΐδαν πιά. Είχε χαθή. Τι άπέγινε; Κανείς δεν μπόρεσε νά τό πή ποτέ! Μήπως λοιπόν ήταν τό ελάφι αυτό πού είδαν οί φρουροί στο βουνό; Ό βασιλιάς εδειξε έκπληξι πού δ αδελφός του δεν εκανε καμμιά προσπάθεια γιά νά την ξαναβρή ή ακόμα νά καταφύγη στούς μάγους πού με τις μαγικές τους ικανότητες θά μπο ρούσαν νά τού πουν πού βρίσκεται, Ό σοφός σύμβουλος συνέ χισε : — Βέβαια τό εκανε κι’ αυτό, μά δλοι οί μάγοι πού ήρθαν τοΰ απάντησαν : «?Ω, βασιλιά, άφησε την κόρη σου εκεί πού βρίσκεται, γιατί ζή σέ τέλεια ευτυχία. Ζητώντας νά έπιστρέψη εδώ, μπο ρείς νά την κάνης δυστυχισμένη. Την ημέρα πού θά επιστρέψη θά γίνουν μεγάλα κακά καί πολλά κεφάλια θά πέσουν. Αυ τή θά είναι αμίλητη καί κανείς δεν θά μπορέση νά την βγάλη από τή σιωπή της. Θά φέρη δαχτυλίδια μαγικά στα αδέλφια της καί αυτοί θά παντρευτούν νεράιδες!». — Νά λοιπόν τί έμαθα από τούς μάγους πού κάλεσε ό μα καρίτης δ αδελφός σου γιά νά βρουν τή χαμένη κόρη του. *Αν θέλης δμως εσύ, μπορείς νά φωνάξης τούς ίδιους μάγους πού κατοικούν στή χώρα αύτή. Στην αρχή, θά μπορέσουν νά σου
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΠΡΙΓΧ ΙΠΠΙΑ
ξαναςρέρουν τούς πρίγκιπες, μά θά μπορέσουν επειτα νά ξα νακάνουν τό ίδιο καί για τή πριγκίπισσα;
Ο
ΒΑΣΙΛΙΑΣ αμέσως εβγαλε μια διαταγή πού
το ιχοκολλήθηκε σ’ δλες τις πόλεις τού βασι λείου του και ?λεγε: «*Αν ύπάρχη άνθρωπος πού ό Αλλάχ τού εχει δώσει τό χάρισμα νά μπορή νά ξαναφέρη πίσω τούς τρεις πρίγκιπες πού χάθηκαν στο βουνό, καθώς και τή μικρή πριγκίπισσα πού τά ξωτικά κρατούν αιχμάλωτη, νά παρουσιαστούν αμέσως στο παλάτι». Ένας μάγος, μόλις διάβασε τή διαταγή, παρουσιάστηκε. — Πολυχρονεμένε μου, τού είπε, νομίζω δτι μπορώ νά κάνω νά επιστρέφουν οι τρεις πρίγκιπες καθώς καί ή μικρή πριγκίπισσα πού τά ξωτικά κρατούν αιχμάλωτη. — Σέ περίπτωσι όμως πού δεν θά επιτυχής, θά σου κόψω τό κεφάλι, τον προειδοποίησε δ βασιλιάς. Ό μάγος δέχτηκε καί ξεκίνησε αμέσως για τό βουνό. Σαν εφτασε εκεί, άρχισε νά προσπαθή μέ δλα τά μέσα τής μαγικής του έπιστήμης νά διάλυση τή γοητεία μέσα στην όποια κρα τιόντουσαν μαγεμένοι αυτοί τούς οποίους ήρθε νά βρή. Στο μεταξύ, από όλούθε τριγύρω έφταναν στ’ αυτιά του τραγού δια απαλά καί μελωδικοί ήχοι από διάφορα όργανα, χωρίς νά μπορή νά δή ούτε ποιοι τραγουδούσαν ούτε ποιοι έπαιζαν τά όργανα. Αυτός συνέχισε παρ’ δλα αυτά τούς έξορκισμούς του δλη μέρα χωρίς νά φέρη αποτέλεσμα. Τό βράδυ γύρισε στο παλάτι καί είπε στο βασιλιά για τήν αποτυχία του, άλλα πρόστεσε πώς τήν άλλη μέρα ήλπιζε νά εχη μεγαλύτερη έπιτυχία. Πράγματι, σάν ξημέρωσε ή άλλη μέρα, Ι'ψυγε για τό βουνό δπου συνέχισε τις μαγείες του. Χωρίς δμως καλύτερο
|
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΛΡΙΓΚ1111.Ϊ ΧΑ
αποτέλεσμα από την προηγούμενη. Για επτά ολόκληρες μέρες Εξακολούθησε νά κάνη τό ίδιο. Την έβδομη, ακριβώς μέρα, ακούσε μια φωνή: — Φύγε από εδώ, μάγε, έ'λεγε ή φωνή αυτή, δέν Εχουμε καθόλου ανάγκη από τις μαγείες σου. Ό μάγος εκπληχτος κύτταξε τριγύρω του ρωτώντας: — Πού είσαι εσύ πού μιλάς; Κανείς όμως δέν τού απάντησε και κανένα δέν είδε. Γύρι σε λοιπόν στο παλάτι, άναφέροντας στο βασιλιά αυτό πού τού είχε συμβή. Ό βασιλιάς αμέσως φώναξε τον σύμβουλό του. — Τί μέ συμβουλεύεις νά κάνω; τόν ρώτησε. — Μεγαλειότατε, τού απάντησε αυτός, πρέπει νά χάρης. Μου φαίνεται δτι οι πρίγκιπες πράγματι, θά γυρίσουν στον τόπο τους. Επτά μέρες άργότερα, δπως καθόταν στό θρόνο του, είδε νά παρουσιάζεται μπροστά του ό μεγαλύτερος από τούς άνηψιούς του, αυτός πού είχε φύγει πρώτος για τό βουνό. Έπειτα από τά φιλιά και τά αγκαλιάσματα, ό θείος του τόν ρώτησε: — Γυιέ μου, τί σού συνέβη λοιπόν; — Θείε μου, δπως ξέρεις, ο πατέρας μου τόν καιρό πού ζούσε μάς είχε απαγορεύσει νά πατήσουμε πόδι στό βουνό καί γι’ αυτό είχε τοποθετήσει φρουρούς τριγύρω για νά Εμποδί ζουν τό πέρασμα. "Οταν δμως πέθανε, εγώ, πού ή περιέργεια μέ έτρωγε, πέρασα καί πήγα. Είδα λοιπόν Εκεί ενα θηλυκό Ε λάφι. 'Ό,τι καί νά σού πώ τίποτα δέν θά πλησιάζη στήν ομορ φιά καί στή χάρι αυτού τού ζώου. Προσπάθησα νά τό πιάσω, μά ένας βράχος άνοιξε καί αυτό Εξαφανίστηκε από τά μάτια μου. Ή συγκίνησι πού ένοιωσα ήταν τέτοια πού αισθάνθηκα νά λιποθυμώ. "Οταν ξαναήρθα στις αισθήσεις μου βρέθηκα σ’ Ιναν υπέροχο πύργο. Την λαμπρότητά του δέν μπορώ νά στήν $$ριγράψω. Ένας μαύρος στεκόταν δρθιος μπρόστα μου.
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΙΊΡΙΓΚΙΠΙΖΖΑ
9
Καλώς έφτασες σέ μας, μου ε!πε„ ;ειτα μου έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσω. Έγώ τόν ησα. Καθώς προχωρούσαμε, χαρούμενες φωνές, τραΰθυμα και ήχοι από διάφορα όργανα άκούγονταν. Τέ|καμε σέ μια πελώρια αίθουσα δπου τέσσερες νέες έν σέ πλούσιους καναπέδες καμωμένους από χρυσάφι ασήμι. πιο νέα από δλες σηκοοθηκε άμέσως και ήρθε νά μέ χαινΑς δοξάσουμε, είπε, τόν Αλλάχ πού σέ κράτησε σώο αβή, εσένα, αδελφέ μου, πού ένα κοινό ριζικό μάς ώ δεν μπόρεσα νά κρατήσω τά δάκρυα μου, γιατί σκεα πώς είχαμε κάποτε μιά μικρή άδελφούλα πού ήταν καί πού μάταια την είχαμε αναζητήσει. Μά δ,τι μου ιτα, σχετικά μέ την οίκογένειά μας και τόν τρόπο πού , μέ έπεισαν δτι ή νέα αυτή ήταν εκείνη πού είχαμε ϊπίσης μου είπε δτι στην κηδεία τού πατέρα μας, αυτή λλες τρεις νέες ήρθαν εκεί μά δεν μπορούσαμε νά τις ιατί ήσαν αόρατες. 'Όταν πιά βεβαιώθηκα δτι ήταν ή μου, μου έδωσε αυτό τό δαχτυλίδι πού έχω στο δά~ ου...» βασιλιάς τότε τόν ρώτησε δν δεν τού είχε πή τίποτα μέ τή δύναμι πού είχε αυτό τό δαχτυλίδι. Καί δταν ό ί απάντησε δτι δεν τού είχε πή τίποτα, γύρισε στο σύμου καί τόν ρώτησε άν γνώριζε τή δύναμι τού δαχτυΑρκεί κανείς νά τό γυρίση στο δάχτυλό του καί τότε :όν βεβαίωσε αυτός. τρίγκιπας γύρισε τό δαχτυλίδι κι5 άμέσως μιά από τίς ϊες πού είχε συναντήσει στό μαγικό πύργο παρουσιάιπροστά τους. Πόσο δμορφη καί χαριτωμένη ήταν! ρήσε μέ σεβασμό καί χαιρέτησε τό βασιλιά καί τό σύμ-
10
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ
βουλό του. Ό βασιλιάς τότε τή ρώτησε: — Έσύ είσαι ή μνηστή του άνηψιού μου; — Μάλιστα, Μεγαλειότατε, απάντησε αυτή. — Τί πρέπει νά κάνη ακόμα ό άνηψιός μου, ρώτησε πάλι ό βασιλιάς τον σύμβουλό του. Αυτός είπε στον πρίγκιπα νά γυρίση τό δαχτυλιδι και νά τό διατάξη νά φέρη πίσω τούς αδελφούς του. Ό πρίγκιπας τό γύρισε, μά δσο και νά τό γύριζε τίποτα δε γινόταν. Ό σύμβουλος είπε τότε πώς θά έπρεπε νά περιμένουν επτά μέρες πριν δοκιμάση νά τό ξαναγυρίση. Ό βασιλιάς αμέσως ανήγγειλε μέ τούς κήρυκες τό γάμο τού πρώτου του άνηψιού καί διέταξε νά γίνη γιορτή καί γλέντι. Ή λαμπρή αυτή γιορτή κράτησε επτά μέρες και επτά νύχτες. Στη διάρκεια των ήμερων αυτών έγιναν μεγάλα γλέντια. * Οργανα έπαιζαν άκατάπαυστα κι’ ολοι οι κάτοικοι τής χώρας δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά νά τρώνε, νά τραγουδούν καί νά χορεύουν. Τήν έβδομη ακριβώς μέρα, ενώ ό βασιλιάς βρισκόταν στήν αίθουσα τού θρόνου, είδε μέ έκπληξι νά έρχεται καί δ δεύτερος άνηψιός του, πού τού διηγήθηκε τήν περιπέτειά του. Και α μέσως έπειτα δ τρίτος. 'Όπως ό πρώτος έτσι κι’ αυτοί οι δυό είχαν πάρει από ένα δαχτυλιδι πού τούς τό είχε δώσει μια από τΙς νέες πού είχαν συναντήσει στή μέση τού βουνού. Μέ τό γύ ρισμα τού δαχτυλιδιού οΐ δυό νέες, πού έπρόκειτο νά γίνουν γυναίκες τους, ήρθαν και οι γάμοι τους γιορτάστηκαν μέ γιορ τές και τραγούδια, δπως τού πρώτου.
ΜΕΓΑΛΗ ήταν ή ευτυχία πού ένοιωθε δ βασι λιάς, τώρα πού τά τρία άνήψια του γύρισαν και ζούσαν μέ τις γυναίκες τους, ευτυχισμένοι, μά πίστευε πώς ή
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ
11
ευτυχία του θά ήταν ακόμα μεγαλύτερη άν ξανάβρισκε καί τή χαμένη άνηψιά του. Κάλεσε τούς τρεις πρίγκιπες κα'ι τούς ρώτησε: — Πού είναι ή αδελφή σας, παιδιά μου; — Θείε μας, τού απάντησαν, περίμενε ακόμα επτά μέρες καί θά την δής μέ σάρκα καί όστά κοντά μας. Επτά μέρες αργότερα, καθώς ό βασιλιάς μέ τούς τρεις πρίγκιπες και τις γυναίκες τους ήσαν στόν κήπο και κουβέν τιαζαν, είδαν την πριγκίπισσα νά εμφανίζεται ανάμεσα τους. Μά ήταν αμίλητη. Ούτε άκουγε κι’ ούτε καταλάβαινε τά κινή ματα των χεριών ή τού κεφαλιού. — Μά τι σου συμβαίνει λοιπόν; τη ρώτησαν. Μίλησε μας, σέ παρακαλούμε. Μά ούτε ό βασιλιάς, ούτε τά αδέλφια της, ούτε ακόμα καί οί νύφες της μπόρεσαν νά τής άποσπάσουν μια λέξι. Μεγάλη ήταν ή στενοχώρια καί ή απελπισία τού βασιλιά. ΚΓ ό σύμβουλος, στόν όποιο κατέφυγε, τού είπε νά προστρέξη στούς μάγους ξανά. Τότε ό βασιλιάς έδωσε διαταγή νά άνακοινωθή στην πρω τεύουσα και σέ όλες τις πόλεις τού βασιλείου του δτι δποιος κατώρθωνε νά κάνη την πριγκίπισσα νά άρθρώση μιά λέξι, θά την έπαιρνε γιά γυναίκα του κα'ι θά μοιραζόταν μαζί του τή βασιλεία. Αυτή ή δελεαστική πρότασις δέν άργησε νά φέρη αποτέ λεσμα. Πράγματι ένας μάγος παρουσιάστηκε. — Βασιλιά μου, είπε στο θειο τής νέας. Έγώ θά τήν κά νω νά μιλήση. --- Δοκίμασε άν θέλης, τού απάντησε καί ό βασιλιάς. Θά σοΰ πώ όμως μέ ποιούς δρους: 9Άν τήν κάνης κα'ι μιλήση, θά σοΰ τή δώσω γιά γυναίκα μαζί μέ τό μισό βασίλειο. νΑν όμως άποτύχης, θά κοπή τό κεφάλι σου. — Δέχομαι τούς δρους, απάντησε και ό μάγος. Ή πριγκίπισσα βρισκόταν στόν κήπο. Τήν πλησίασε κι1
Ιί
Η ΑΜϊΛΗΤΗ ΛΡ ΙίΓΙΚ ΙΓίΐΣ £Ά
άρχισε νά κάνη τά ξόρκια, καίγοντας διάφορα μαγικά βότανα. Του κάκου δμως. Για τρεις ολόκληρες μέρες καί τρεις νύχτες παιδευόταν, χωρίς αποτέλεσμα. Στό τέλος αναγκάστηκε νά όμολογήση την αδυναμία του κι’ έτσι ό βασιλιάς διέταξε νά του κόψουν τό κεφάλι. "Επειτα, ήρθε ένας δεύτερος. Οι ίδιες προσπάθειες, οί ίδιοι κόποι, ανώφελα δμως. Ό τρίτος δεν ύπήρξε πιο τυχερός. Τό ίδιο μέχρι καί τον έβδομο. "Ολοι έχασαν τά κεφάλια τους. Τό πάθημα όλων αυτών είχε κόψει τον αρχικό ενθουσιασμό καί οί υπόλοιποι φοβούνταν νά άναλάβουν. Τότε ό βασιλιάς έβγαλε άνακοίνωσι καί στά γειτονικά βασίλεια. Ένας καινούργιος μάγος παρουσιάστηκε καί άνέλαβε νά κάνη την πριγκιποπούλα νά μιλήση. Τού την έφεραν μπροστά , του. Οί υπουργοί καθώς και οί μεγάλοι άξιωματούχοι τής αυ λής ήσαν παρόντες. Ό μάγος στάθηκε στό μέσον, πίσω από ένα τραπέζι πού είχε ζητήσει καί τού τό είχαν φέρει. Αφού έκανε τούς ξορκισμούς του κι’ δλες τις μαγικές χειρονομίες πού έπρεπε, διέταξε τό τραπέζι: — Τραπέζι, γέμισε πιάτα μέ φαγητά πού αρέσουν στην πριγκίπισσα. Καί έπειτα από μια στιγμή, ρώτησε : — Τραπέζι, πές μου είναι δλα έτοιμα; Τό τραπέζι μίλησε καί τού απάντησε: — "Ολα είναι έτοιμα. Καί, προς μεγάλο θαυμασμό δλων, τό τραπέζι γέμισε πιάτα μέ νόστιμα φαγητά. Ή πριγκίπισσα παρακολουθούσε αυτό τό υπέροχο θέαμα καί φαινόταν δτι τής προξενούσε ενδιαφέρον, μά τά χείλια της έμεναν ασάλευτα καί καμμιά λέξι δέν έβγαινε από αυτά. — Καλά, τραπέζι, συνέχισε ό μάγος. Ή κόρη μου θά ση- * κώση τά πιάτα. Τό τραπέζι άδειασε κι* έμεινε δπως στήν αρχή. Ή πριγκίπισσα καθόταν σαν νά μην άκουγε τίποτα. Τότε
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ
> βασιλιδς διέταξε νά κοπή τό κεφάλι του μάγου, Ένας άλλος μάγος, άπό άλλη χώρα, ήρθε, Κι’ αύτός πρδστάθησε, μ5 ένα σωρό πράγματα, νά κάνη τη νέα νά μιλήση, μά :χασε τον κόπο του καί, μαζί καί τό καημένο τό κεφάλι του. Έ~ χειτα ήρθε ακόμα κι’ ένας άλλος. Π ρ'ιν δμως άναλάβη νά κάνη Γην πριγκίπισσα νά μιλήση, δ βασιλιάς του εξήγησε τους ορούς >πως έκανε και στους άλλους, αλλά συγχρόνως έδωσε διαταγή ν'ά τον δδηγήσουν κοντά στη μεγάλη πύλη τής πρωτεύουσας, ίπου ήσαν τοποθετημένα τά κεφάλια των προηγουμένων πού επλήρωσαν την αποτυχία τους μέ τή ζωή τους. Αυτός δμως δεν συγκινήθηκε καθόλου άπό τό θέαμα πού είδε κι’ απάντησε δτι ήταν πρόθυμος νά δοκιμάση.
ΟΝ ώδήγησαν σέ μιά μεγάλη αίθουσα δπου 8-
Τ
φεραν καί την πριγκίπισσα. Αφού έκανε τούς ξορκισμούς του και τις διάφορες μαγικές του χειρονομίες, κωσε τά χέρια του ψηλά και διέταξε: — Ταβάνι, ρίξε μέσα έδώ άφθονο χρυσάφι πού νά γέμι ση ολόκληρο τό παλάτι. Μιά βροχή άπό χρυσά νομίσματα άρχισε τότε νά πέφτη. Σέ λίγο ή αίθουσα γέμισε. "Ολοι έφυγαν άπό κεΐ μέσα για νά μή σκεπαστούν καί πνιγούν. Τό ίδιο έκαναν καί στις άλλες ' θουσες πού γέμιζαν άπό χρυσό ή μιά έπειτα άπό την άλλη. Στο τέλος, άναγκάστηκαν νά φύγουν άπό τό παλάτι καί νά κατα φύγουν στήν αυλή. — Τώρα, διέταξε δ μάγος, δλο αυτό τό χρυσάφι νά έξαφανιστή άμέσως. Στη στιγμή δλο τό παλάτι άδειασε καί ολοι ξαναγύρισαν αέσα. Ή πριγκίπισσα, παρ’ δλον δτι τό θέαμα ήταν μοναδικό, ταρέμενε άμίλητη. Ούτε μιά λεξούλα δεν βγήκε άπό τά χείλη
14
Έτσι ό -θαυματοποιός πλήρωσε μέ τό κεφάλι του τήν Απο τυχία του. Ένας άλλος παρουσιάστηκε. Τον πήγαν νά άντικρύση τό τρομακτικό θέαμα των κομμένων κεφαλιών και του είπαν πώς αυτή θά ήταν ή κατάληξις καί του δικού του σέ περίπτωσι α ποτυχίας. Μά αυτός δεν φοβήθηκε. Του έφεραν την πριγκιπισσα. Αμέσως, αυτός άρχισε τά ξόρκια. Ένώ πρόφερε τά μα γικά του λόγια, τό βλέμμα του ήταν καρφωμένο προς την πλευ ρά του τοίχου οπού ήταν μιά μεγάλη πόρτα. — Πόρτα, είπε, διηγήσου μας μιά ιστορία. Άπό τό μέρος τής πόρτας ακούστηκαν αυτές οί λέξεις: — "Ακούστε την, άρχίζίο. Μά δεν είπε τίποτα παραπάνω. Ό μάγος προσπάθησε τού κάκου δμως νά κάνη την πόρτα νά άποτελειώση δ,τι είχε αρ χίσει. Ή πριγκίπισσα είχε χαμογελάσει. — Σάς έχω μάρτυρες δλους δτι χαμογέλασε, φώναξε ό μάγος. — Δεν τό άρνούμεθα, είπε ό σύμβουλος, μά αυτό δεν είναι άρκετό, πρέπει νά την κάνης νά μάήση. Ό μάγος ΐδρσισε καί ξαναΐδρο>σε, έκανε καί ξανάκανε ξόρ κια, ψιθύρισε καί ξαναψιθύρισε ακατάληπτα λόγια, σχημάτισε καί ξανασχημάτισε με τά χέρια του μυστηριώδη σύμβολα, αλλά αποτέλεσμα κανένα. Ό βασιλιάς έδωσε πάλι διαταγή καί τό κεφάλι του κόπηκε. Ή πλούσια ανταμοιβή πού είχε ύποσχεθή δ βασιλιάς ο” αυτόν πού θά έκανε την πριγκίπισσα νά μιλήση, έφερε κι’ έναν άλλο ακόμα. — Νά μου φέρετε μιά προβατίνα κι’ ένα αρνί, ζήτησε. Τού τά έφεραν. Αυτός τότε βάλθηκε νά κάνη τά μάγια του. — "Αρνάκι, διέταξε, σήκω στά πισινά σου πόδια. Τό αρνί έκανε δ,τι τό διέταξε. Έπειτα τού είπε νά χορέψη ιιπροστά στη πριγκίπισσα. Αμέσως τό αρνί άρχισε νά χορεύη
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΙΪΑ
15
μέ τό ρυθμό που χτυπούσε δ μάγος μέ Ινα μικρό τύμπανο. *— Εμπρός, προβατίνα, διέταξε πάλι δ μάγος, αγκάλιασε τό αρνάκι κα! χορέψτε μαζίβ "Οπως διέταξε δ μάγος και τά δυο μαζί πιάστηκαν κα! χό ρεψαν, φέρνοντας στροφές γύρω - γύροη προς μεγάλο θαυμα σμό δλων των παρισταμένων. Μόνο ή πριγκίπισσα, δεν μίλησε ούτε χαμογέλασε. Ό θαυματοποιός πλήρωσε μέ τή ζωή του την τόλμη του και τό κεφάλι του πήγε νά ένωθή μέ τά άλλα πού ήταν καρφωμένα στη μεγάλη πύλη τής πόλεως. Ήρθαν κα! πολλοί άλλοι μάγοι κα! θαυματοποιοί, μά κα νείς δέν κατώρθωσε νά απόσπαση μιά λέξι από την πριγκίπισσα. "Έτσι τά κεφάλια τους πήγαν κι’ αυτά νά μεγαλώσουν τόν άριθμό των προηγουμένων. Ό βασιλιάς ήταν πολύ θυμωμένος μέ την ανικανότητα των μάγων. — Σύμβουλέ μου, είπε, συμβούλεψε με, τί νά κάνω; — Κύριέ μου, απάντησε κιΤ αυτός, σου ομολογώ πώς δέν ξέρω πια τί νά σέ συμβουλέψω. Νομίζω δμως δτι, κι’ αν ύπάρχη ακόμα κάποιος άλλος μάγος πού θά ήθελε νά δοκιμάση, θά παραιτηθή από τό σκοπό του, δταν ξέρει πώς ή αποτυχία του θά τού στοιχίση τή ζωή. "Έτσι τά πράγματα έμειναν έκεΐ. Τόν Ιδιο καιρό, ένας νεαρός πρίγκιπας είχε φύγει από τή χώρα του, για νά γνωρίση τόν κόσμο. Μιά μέρα, σέ κάποια πό~ λι πού βρισκόταν συνάντησε έναν λεπτουργό πού σκάλιζε διά φορα πράγματα. Αυτός γιά νά δείξη στον πρίγκιπα την τέχνη του, πήρε ένα κομμάτι ακατέργαστο ξύλο καί, πελεκώντας το κα! σκαλίζοντας το, τού έδωσε ανθρώπινη μορφή. Τό σκάλισε έπειτα μέ περισσότερη προσοχή κα! τό άγαλμα πήρε τά χαρα κτηριστικά μιας γυναίκας. Ό ξυλογλύπτης πήρε τό δημιούρ γημά του κα! τό πήγε στο σιδηρουργό πού τού κατασκεύασε τεχνητά πόδια κα! χέρια, δίνοντας του έτσι τέλεια ανθρώπινη
16
Η ΑΜΙΛΗΤΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ
έμψάνισι, Ό πρίγκιπας είχε παραστή μάρτυς βλων αυτών τών διαδο χικών κατασκευών. Ό ξυλογλύπτης και δ σιδηρουργός πήραν έπειτα τδ κατα σκεύασμα τους κα'ι τό πήγαν σέ ένα έμπορο ρούχων ό όποιος τό έντυσε μέ όλα τά ρούχα πού τού ήταν απαραίτητα. "Ολοι αυτοί έπειτα πήγαν στον αρωματοπώλη πού τό α ρωμάτισε μέ τό άρωμα τού μόσχου και μέ άλλα αρώματα. Δεν έλειπε πια από τό δημιούργημα αυτό παρά ή ψυχή. Ένας άγιος άνθρωπος, πού οι προσευχές του εισακούονταν από τόν Αλλάχ, τούς είδε νά περνούν. — Τί είναι αυτό; τούς ρώτησε έκπληκτος. — Είναι ένα άγαλματάκι πού τό έφτιασα από ένα κομ μάτι ακατέργαστο ξύλο, είπε δ ξυλουργός. -— Έγώ τού έκανα τά πόδια και τά χέρια, είπε δ σιδη ρουργός. — Έγώ τό έντυσα δπως χρειαζόταν, είπε καί δ έμπορος ρούχων. — Κι’ έγώ τό αρωμάτισα γιά νά μοσχοβολάει, απάντησε και δ άροοματοπώλης. — Και τί τού λείπει τώρα; ξαναρώτηοε δ άγιος άνθρωπος. — Ή ζωή, τού απάντησαν δλοι. — Έ τότε, είπε αυτός, μέ τό θέλημα τού Αλλάχ, θά τού τήν δώσω έγώ. Έστρωσε κάτω, στη γή ένα χαλάκι κι’ έπεσε στα γόνατα. Σήκωσε τά χέρια του προς τόν ουρανό και απήγγειλε τις προ σευχές του, ικετεύοντας τόν Αλλάχ νά δώση τή ζωή πού έλειπε από αυτό τό ανθρώπινο δημιούργημα. Ό Αλλάχ εισακούσε τήν προσευχή τού άγιου του κα'ι αμέσως τό πραγματάκι αυτό πήρε ψυχή καί μιλούσε. Έγινε δηλαδή ένα θαύμα. Άντι νά ικανοποιηθούν μέ αυτό πού συνέβη, και οι πέντε πού πήραν μέρος στην κατασκευή του άρχισαν νά τό διεκδιΉ·ονν δ καθένας γιά δικό του·
17
— Έγώ τό έφτιαξα, έλεγε δ ξυλουργός. — Μά μήπως έγώ δέν του έδωσα τά πόδια καί τά χέρια; έλεγε ό σιδηρουργός. — Έγώ τό έντυσα σαν άνθρωπο, φώναξε δ έμπορος ρούχων. — ΚΓ έγώ τό αρωμάτισα, έλεγε ό αρωματοπώλης. — Μά τί είναι δλα αυτά μπροστά σ’ αυτό πού έχανα έγώ; τούς έλεγε καί ό άγιος άνθρωπος. Χωρίς τις προσευχές μου, δέν θά έμενε παρά ένα άψυχο πράγμα. Κανένας από αυτούς δέν ήθελε νά υποχώρηση καί ύπεστήριζαν δ καθένας μέ πείσμα την άξίωσί του. "Έτσι, λοιπόν, κα τέληξαν στο δικαστή τής ανατολής πού λέγετε καδής. Ό πρίγκιπας τούς είχε ακολουθήσει. Ό καδής πού ήταν σοφός τούς ακούσε δλους καί είπε: — Αυτός πού μέ τις προσευχές του έδωσε ζωή στο δημιούρ γημα τούτο, αυτός τό έκανε ανθρώπινο πλάσμα. Κι’ έδωσε τή γυναίκα στον άγιο άνθρωπο.
Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΜΙΑΗ1Ε
Ο
ΝΕΑΡΟΣ πρίγκιπας έφυγε έπειτα από τον τό
πο αυτό, συνεχίζοντας τό ταξειδι του, πηγαί νοντας άπυ πόλι σέ πόλι. Κάποια μέρα έφτασε και στο βα λειο τής αμίλητης πριγκίπισσας, δπου έμαθε τις περιπέτειές της και την ύπόσχεσι τού βασιλιά σέ κείνον πού θά τον έκανε νά μιλήση. Αμέσως τράβηξε για τό παλάτι. Οι φύλακες ό μως πού ήσαν στήν είσοδο τον ρώτησαν τί ζητάει. — Θέλω νά δώ τό βασιλιά σας, τούς είπε. Έρχομαι νά κάνω την πριγκίπισσα νά μιλήση. — Κουτός πού είσαι, τού είπαν οι φύλακες. Έδώ μεγάλοι μάγοι και θαυματοποιοί δέν κατώρθωσαν τίποτα καί σκέπτεσαι έσύ πώς θά είσαι πιο τυχερός; Θέλεις λοιπόν τό δμορφο κε φάλι σου νά στολίση τήν πύλη τής πόλεως, τά κεφάλια
^Αρχισε <νά κυνηγοη το χοφ<ιτ«|]β&νιο ελάφι \
των άλλων, πού δοκίμασαν καί άπέτυχαν; Μά δεν τον τρόμαξαν μέ αυτά πού του είπαν. Αυτός έπεμενε νά μιλήση στο βασιλιά κι* αυτοί μπροστά στην έπιμονή του τού έπέτρεψαν την είσοδο. Έτσι εφθασε στην αίθουσα τού θρόνου. — Μεγάλειότατε, είπε, έρχομαι νά ξαναδώσω στην πριγκίπισσα τή χαμένη λαλιά της. Ό βασιλιάς μπρος στην τόλμη τού νέου, συγκινήθηκε και γιά νά τόν κάνη νά παραιτηθή άπό τό σκοπό του, εβαλε τούς φρουρούς νά τόν πάνε μπροστά στην πύλη της πόλεως γιά νά δη τά κομμένα κεφάλια. Χαμένος κόπος, γιατί αυτός έπέμενε νά τόν οδηγήσουν κοντά στην πριγκίπισσα, λέγοντας δτι ήταν σίγουρος γιά την επιτυχία του. Τέλος τόν ώδήγησαν στην πριγκίπισσα, Μά, προηγουμένως
—- Μεγαλειότατε, μου εχεις θέσει τούς ορούς σου: ή θά κά νω την πριγκίπισσα νά μιλήση ή θά μου κόψετε τό κεφάλι. Έ χω δμως κι’ εγώ τούς δικούς μου ορούς πριν επιχειρήσω αυτό τό πράγμα. Ζητώ λοιπόν οι υπουργοί, οι αύλικοι και ολοι οι άξιωματούχοι νά παρασταθούν καί νά είναι μάρτυρες αυτού πού θά συμβή. Επίσης ζητώ, κι’ αυτό πρέπει νά γίνη μέ κάθε τρό πο, κανείς από αυτούς νά μή μιλήση, ο,τι και ν’ άκούση ή δή. Εκείνου πού θά παραβή αυτό τον ορο θά κοπή τό κεφάλι του. Ό βασιλιάς δέχτηκε. "Έτσι λοιπόν ειδοποίησε δλους τούς υπουργούς, τούς αύλικούς και τούς άξιωματούχους του, αφού τούς πληροφόρησε δτι οποίος μιλούσε θά τού κοβόταν τό κεφά λι, νά έρθουν γιά νά παραστούν μάρτυρες αυτού πού θά συνέβαινε. "Όταν ήρθαν δλοι, ό πρίγκιπας πήρε τό λόγο. ’Άρχισε νά λέη την Ιστορία τού κομματιού τού ξύλου, λέγοντας πώς δ ξυλο γλύπτης τό σκάλισε και τού έδωσε τό σχήμα τού σώματος τού ανθρώπου κι’ έπειτα τη μορφή μιάς γυναίκας, πως ό σιδη ρουργός είχε προσθέσει τά πόδια καί τά χέρια, πώς ό έμπορος τών ρούχων τό είχε ντύσει, πώς ό αρωματοπώλης τό είχε αρω ματίσει καί πώς δ άγιος άνθρωπος, παρακαλώντας τον Αλλάχ, τού είχε δώσει ψυχή ώστε νά γίνη μια πραγματική ανθρώπινη ύπαρξις. Έχοντας έξηγήσει μέ ποιό τρόπο ό καθένας από αυτούς τούς ανθρώπους είχε πάρει μέρος στη δημιουργία αυτής τής γυναίκας, ό πρίγκιπας απευθύνθηκε σέ δλους τούς παριπταμέ νους και στην πριγκίπισσα: — Κατά τή γνώμη σας, τούς ρώτησε, σέ ποιόν από δλους αυτούς τούς ανθρώπους θά έπρεπε νά άνήκη αυτή ή γυναίκα: στόν ξυλογλύπτη, στό σιδηρουργό, στον έμπορο τών ρούχων, στον αρωματοπώλη ή στόν άγιο άνθρωπο; Κάνεις δμως από αυτούς δεν απαντούσε, γιατί ήξεραν ποιά τύχη θά είχε τό κεφάλι τους άν έλεγαν έστω καί μια λέξι.
Ό πρίγκιπας, ξαναπαίρνοντας τό λόγο, ρώτησε για δεύ τερη φορά: — Σέ ποιόν από τούς πέντε πού σάς είπα, ανήκει ή γυ ναίκα ; Ή επιμονή τού πρίγκιπα νά τού απαντήσουν έφερε τό ποτέλεσμά της στην πριγκίπισσα. Προς μεγάλη έκπληξι όλων των παρισταμένων, ή πριγκίπισσα απάντησε: — Αυτός πού παρακάλεσε τον Αλλάχ και πέτυχε νά δώση ζωή στο άψυχο πράγμα και νά γίνη πραγματική γυναίκα, αυ τός έχει τό δικαίωμα νά τήν πάρη και νά τήν κάνη σύζυγό του. Δηλαδή ή γνώμη της συμφωνούσε μέ τήν άπόφασι τού σο φού καδή. — Είστε μάρτυρες!, φώναξε αμέσως ό πρίγκιπας. "Έκανα νά μιλήση αυτήν πού ήταν αμίλητη. Ό βασιλιάς δεν ήξερε πώς νά τού έκφραση τή χαρά καί τήν ίκανοποίησί του. Αμέσως υπέγραψε τό συμβόλαιο τού γά μου τής άνηψιάς του μέ τον όμορφο πρίγκιπα. Γιά επτά μέρες και επτά νύχτες τά όργανα έπαιζαν και οί δρόμοι γέμιζαν από κόσμο πού γλεντούσε χαρούμενος. Άνάμεσά τους οί νεράιδες τού βουνού τραγουδούσαν μέ τή γλυκειά καί απαλή φο^νή τους, πού ή μελωδία της ανέβαινε μέχρι τούς ουρανούς. Ό πρίγκι πας καί ή πριγκίπισσα έκαναν πολλά παιδιά καί έζησαν χαρού μενοι καί ευτυχισμένοι ως τά βαθειά τους τά γερατειά. ϊ»4§ -I
ί’Αττόδοσις : Μί-νοίυ Ητοκόρηονλου)
Ι«(Π·η{ίΙΙΙΙ«ϋ1Ιΐη!Ι1!Ι9·ΙΙ9(Ιϋ1Μ1ί!·1ΙΙΙ921ΙΙΐ811Ι1Ι1ϋΙΙΙΗ81|ί|1Ι8»9ΐ ΤΑΝ μια μορά ένας γενναίος ηώτης, πού είχε ύ~ ι;ήσει πιστά τό βα τού για δέκα όλόι χρόνια. Μια μέ?άν ήρθε ό καιρός άρη την πληρωμή η,ά δλες τις νίκες κερδίσει στούς ,ους, δ βασιλιάς ήάλλοίμονο, τόσο ός οσο και ό στρα ς! Κι* δσο για τό ιεροφυλάκιο τού πα δ, δεν υπήρχαν μέιρά μόνο τρεις πεν3
\έν πειράζει» είπε δ στρατιώτης, σαν έμαθε πώς ό βασιΓου ήταν φτωχός. «Θά κερδίσω άλλου τό ψωμί μου μέ τό το σπαθί μου». Μαί, θά τό κερδίσης» τού απάντησε δ βασιλιάς «αλλά έ■ν θά σέ άφήσω νά φυγής απλήρωτος» Θά σού δώσω τά ικά μου πιάτα πού είναι από καθαρό χρυσάφι και παυλώνα θά πάρης πολλά χρήματα». νίά τότε πώς θά τρώη ό βασιλιάς μου δπως τού πρέπει άρ ια;» διαμαρτυρήθηκε ό στρατιώτης. «’Όχι δεν είναι σώ α γίνη αυτό. Θά πάρω τις τρεις πεντάρες πού υπάρχουν ά τραβήξω τό δρόμο μου.»
Αφοί τ© θέλεις άς γίνη 2τσι είπε ό βασιλιάς καί άνοιγαν*
21
01 ΤΡΕΙΣ ΠΕΝΤΑΡΕΣ
τας την πόρτα τού θησαυροφυλάκειου πήρε τΙς τρεις πεντάρες καί τΙς έδωσε στο στρατιώτη λέγοντας του. «Εύχομαι νά σου φέρουν μεγάλη τύχη». Ό στρατιώτης ευχαρίστησε τό βασιλιά και άφοΰ τόν άποχαιρέτησε τράβηξε τό δρόμο του σφυρίζοντας. Μά σαν είχε περπατήσει χίλια μέτρα, βρέθηκε μπροστά του μια γρηά καμπουριασμένη μέ πρόσωπο γεμάτο ζάρες καί μέ ένα μοναδικό δόντι στο στόμα. «Μια πενταρίτσα, παλληκάρι μου, για την γρηά την πεινασμένη» ζητιάνεψε μέ φωνή κλαψιάρικη ή γρηά. «Μια πενταρίτσα» σκέφτηκε ό στρατιώτης. «Μά δ,τι έχω καί δεν έχο3 είναι τρεις Λεντάρες μόνο, κι* αν τής δώσω τή μία θά μου μείνουν μονάχα δύο. Τί σημασία όμως θά έχη αν είναι τρεις ή δύο;» Καί έδωσε στη γρηά ζητιάνα τή μια από τις πεντάρες του. Ξαναπήρε πάλι τό δρόμο του καί, σάν είχε περπατήσει μέ« χρι χίλια μέτρα ακόμα, μια ά'λλη γρηά πιο καμπουριασμένη α πό τήν πρώτη, πού στο στόμα της δέν τής είχε άπομείνη κανέ να δόντι, βρέθηκε πάλι μπροστά του, «Μια πενταρίτσα, παλληκάρι μου, νά πάρω λίγο ψωμάκι» ζητιάνεψε μέ φωνή πού έμοιαζε σάν νά έκλαιγε. «Μια πενταρίτσα;» είπε ό στρατιώτης. «Μά δ,τι έχω στον κόσμο αυτό είναι δυο πεντάρες, κι’ άν δώσω στη γρηά τή μια θά μου μείνη μόνο μία. Τί σημασία δμως έχει δν είναι δυο ή μιά;» ρώτησε τόν εαυτό του καί έδωσε μέ δλη του την καρδιά στή γρηά ζητιάνα τή μιά από τις δυο πεντάρες του. Πήρε πάλι τό δρόμο του καί είχε δέν είχε περπατήσει α κόμα πεντακόσια μέτρα, δταν μιά τρίτη γρηά παρουσιάστηκε στην άκρη τού δρόμου Τούτη δώ ήταν πιο άξιο? όπητη από τις άλλες καί τόσο καμπουριασμένη πού τό στήθος της άκουμπούσε σχεδόν στα πόδια της, «Μιά πενταρίτσα για τή φτώχιά γρηούλα, παλληκαράκι μου» μουρμούρισε μέ φωνή πού μόλις ακούστηκε. Καί 6 στρατί-
23
ώτης φώναξε. «Μά δ,τι μου μένει στόν κόσμο αυτό είναι μιά πεντάρα, θά στη δώσω δμως, καλή μου γρηούλα, γιατί έσύ την έχεις ανάγκη περισσότερο από μένα!» Μόλις δμως έβαλε τή πεντάρα στο χέρι τής γρηούλας αυτή μεταμορφώθηκε σέ μιά νέα καί πεντάμορφη γυναίκα, γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν γρηά καμπουριασμένη, αλλά μιά καλή νεράιδα πού ήθελε νά δοκιμάση ιό στρατιώτη τρεις φορές καί νά δή αν ήταν καλός καί πονετικός μέ τούς δυστυ χισμένους. «Είσαι καλός καί σπλαχνικός» τού είπε ή νεράιδα. «Γι’ αυ τό σου αξίζει νά σέ άνταμοίψω δπως σου πρέπει. Ζήτα μου τρία πράγματα, όποιαδήποτε, κι5 έγώ θά σου τά δώσω». Μά πόσο δύσκολο ήταν για τό στρατιώτη νά σκεφθή τί νά ζητήση! Είχε δυο χέρια σιδερένια, δυο πόδια μακρυά καί δυνα τά, κι? ένα κεφάλι πού στηριζόταν γερά, έπάνω στούς ώμους του. "Ολα αυτά μαζί ήσαν δ,τι θά μπορούσε νά έπιθυμήση. Σκέφτηκε δμως καί σέ λίγο τής είπε. «Θά ήθελα νά ζήσω χρό νια πολλά γεμάτα από υγεία». «Είναι καλή καί γνωστική ή έπιθυμία σου καί θά σου την Ικανοποιήσω. Πές μου δμως τώρα καί τις δυό σου άλλες ευχές». Ό νούς τού στρατιώτη πήγε στό σακκίδιό του πού τό είχε πάντα μαζί του σέ δλες τις μάχες καί πού ένοιωθε μεγάλη χαρά σαν τά αισθανόταν γεμάτο, καί είπε στη νεράιδα. «Ή μιά μου ευχή είναι νά μην παλιοόση τό σακκίδιό μου καί ή τελευταία, δ,τι δήποτε θελήσω νά μπή μέσα, νά μπαίνη, καί δ,τι δήποτε θελήσω νά βγή, νά βγαίνη.» «Καλύτερα κι? εύκολώτερα δεν θά μπορούσες νά ζητήσης» τού είπε ή νεράιδα. «Μέ ολη μου την καρδιά θά διατάξω νά πραγματοποιηθούν. Τώρα σέ αφήνω καί σού εύχομαι καλή τύχη». Καί, μόλις είπε τά λόγια αυτά, χάθηκε από μπροστά του. Ό στρατιώτης πήρε πάλι τό δρόμο του καί κατά τό σού ρουπο έφτασε σέ μιά πολιτεία. "Οπως αισθανόταν πεινασμέ·* νος καί δικασμένος, μπήκε στό καλύτερο ξενοδοχείο καί κάθη-
σε στό καλύτερο τραπέζι του. «Ξενοδόχε» φώναξε στον Ιδιοκτήτη τι υ, «φέρε μου τά πιο νόστιμα φαγητά σου και νά μου τά σερίίρης αρχοντικά», Ό ξενοδόχος ήρθε κοντά του τρέχοντας. Μά, σαν είδε δτι αυτός πού τον κάλεσί δεν ήταν παρά ένας στρατιώτης και μάλιστα μέ στολή παλιωμένη καί σκονισμένη, κι’ δχι ένας άρχοντας ντυμένος στά μεταξωτά, του είπε: «Θά σου δώσω νόστιμη καί άφθονη τροφή, καλέ μου στρατιώτη, μά πρέπει νά έρθης στην κουζίνα γιά νά φας». «""Οχι, ευχαριστώ» τού απάντησε ό στρατιώτης,, «Θά φάω εδώ ομορφα καί ευγενικά. "Άλλωστε είμαι συνηθισμένος νά τρώω σέ πιο εκλεκτά τραπεζομάνδυλα από τά δικά σου καί μέ κηροπήγια επάνω στο τραπέζι. Τώρα όμως πεινάω σαν λύκος καί δεν μέ νοιάζει. Φέρε μου λοιπόν γρήγορα δυο μπουκάλες από τό πιο παλιό σου κρασί καί τό στήθος από δώδεκα κοτό πουλα!»
ΤΑ ΛΟΓΙΑ αυτά δ ξενοδόχος άλλαξε αμέσως ύψος, γιατί φαντάστηκε πώς ένας απλός στρα τιώτης δέν θά μιλούσε έτσι καί σίγουρα θά ήταν κανένας με γάλος πρίγκιπας, πού θά είχε κάποιο λόγο νά παρουσιάζεται σάν φτωχός στρατιώτης. «Αμέσως, κύριε. 'Ό,τι έπιθυμεΐτε, κύριε», είπε κάνοντας μια βαθειά ύπόκλισι καί έτρεξε νά φέρη τό καλύτερο τραπεζομάνδυλό του γιά νά στρώση τό τραπέζι τού στρατιώτη, ένα> οί σερβιτόροι έφερναν σέ ασημένια πιάτα δ,τι είχε διατάξει. Καί τότε αυτός βάλθηκε νά τρώη γιατί ήταν πεινασμένος πολύ, αλλά, δταν κόντευε νά άδειάση τά πιάτα πού ήταν μπρο στά του, θυμήθηκε ν’ άφήση καί λίγο φαγητό σ’ αυτά, δπως είχε 5ή νά κάνουν οι πρίγκιπες καί οί πριγκίπισσες. ^Επειτα πρόαταξε νά μπουν στο σακκίδιό του μια ψούχτα χρυσά νομί-
ΰμαχα καί, βάζοντας το χέρι του μέσα, τράβηξε δύο από αυτά καί τά έδωσε στο ξενοδοχόχο. «Πάρε την πληρωμή σου για τά φαγητά πού έφαγα καί το κρασί πού ήπια καί πες μου άν είναι αρκετά» τού είπε. «Παραπάνω από αρκετά» τού απάντησε ό ξενοδόχος καί τού έκανε μια τόσο βαθειά ύπόκλισι πού ή μύτη του άκούμπησε στο πάτωμα. «Ελπίζω ότι τά φαγητά μου θά σάς άρεσαν, έξοχώτατε» πρόσθεσε. «"Ηταν υπέροχα, άνθρωπέ μου» τού απάντησε ό στρατιώ της. «Τώρα πού έφαγα καί ήπια τόσο ώραία θέλω κι’ ένα δω μάτιο μέ αναπαυτικό κρεβάτι για νά ξαπλώσω». Αλλοίμονο όμως, δεν είχε κανένα δωμάτιο άδειο καί ό ξε νοδόχος σχεδόν έκλαιγε λέγοντας: «Δεν έχω παρά μόνο ένα πού δέν είναι δυνατόν νά χρησιμοποίησή!» «Μά γιατί δέν μπορεί νά χρησιμοποίηση;» ρώτησε μέ πε ριέργεια ό στρατιώτης. «Γιατί οποίος μπαίνει ζωντανός βγαίνει πεθαμένος από ε κεί μέσα» απάντησε ό ξενοδόχος μέ φοβισμένη φωνή. «"Ωστε αυτό είναι μόνο;» είπε γελώντας ό γενναίος στρα τιώτης. «Τότε σ? αυτό τό δωμάτιο θά πάω νά κοιμηθώ. Βάλε νά ιό καθαρίσουν καί νά ιό ξεσκονίσουν. Στρώσε τό κρεβάτι μέ καθαρά σεντόνια καί, όταν έτοιμαστή,- ειδοποίησε με νά πάω νά κοιμηθώ γιατί είμαι πεθαμένος από την κούρασα» Ό ξενοδόχος έσμιξε τά χέρια του παρακλητικά, οι υπηρέ τες έβγαλαν τρομαγμένες φωνές καί οί πλούσιοι πελάτες γύρι σαν καί κύτταξαν τό στρατιώτη τρομαγμένοι, άλλα κανείς δέν μπόρεσε νά τον πείση νά μην κοιμηθή στο φοβερό δωμάτιο. *Έισι ιό ετοίμασαν καί, όταν ό στρατιώτης κάπνισε την πίπα του κονία στο τζάκι καί ένοιωσε τά μάτια του νά κλείνουν άπο τή νύστα, ευχήθηκε σέ δλους καληνύχτα* ανέβηκε επάνω καί μπήκε στο δωμάτιο. Αφού κλείδωσε την πόρτα πίσω του* έβγαλε τό πιστό του
πη, έπειτα κάθησε σέ μιά καρέκλα καί περίμενε νά τί γινόταν» Πέρασε δεν πέρασε ένα ?ιεπτό, δταν άκουσε ένα μεγάλο θό ρυβο στην καπνοδόχο του τζακιού και αμέσως ένα μαύρο πράγ μα κατρακύλησε από τό τζάκι κα'ι σταμάτησε στη μέση τού δωματίου» Αμέσως ξετυλίχτηκε κι’ δ στρατιώτης είδε τό πιο άσχημο πλάσμα πού είχε δή στη ζωή του» Είχε κάτι μάτια πιο κόκκινα κι’ από τή φωτιά κα'ι τά πόδια του ήταν σαν τής αγε λάδας. Σέ λίγη ώρα κατρακύλησε ένα δεύτερο κι’ αμέσως έ πειτα και ένα τρίτο, τό ένα ασχημότερο από τό άλλο και τά δυό μαζί πιο απαίσια από τό πρώτο. «Καλώς τα» τά χαιρέτησε χωρίς κανένα φόβο δ στρατιώ της. «Τί καλά κα'ι ευγενικά πλάσματα πού εΐσαστε νά έρθετε νά μου κάνετε συντροφιά! Τώρα καθήστε και φερθήτε σά νά βοίσκεστε στο σπίτι σας» και τούς έδειξε τρία καθίσματα πού ήσαν κοντά στο τζάκι. Τά τρία απαίσια πλάσματα πήγαν και κάθησαν, μά οχι για πολύ. Σέ λίγο σηκώθηκαν και πλησίασαν τό στρατιώτη πού τά κύτταζε γελώντας. Τό ένα τσίμπησε τή μύτη του, τό άλλο τού τράβηξε τά αυτιά, καί τό τρίτο προσπάθησε νά τραβήξη τό σπαθί του από τό θηκάρι: «Αγαπητοί μου» τούς είπε δ στρατιώτης. «Μέ συγχωρειτε πού θά σάς πω δτι ή συμπεριφορά σας δέν είναι σύμφωνη μέ τούς κανόνες τής φιλοξενίας. Αφού λοιπόν δέν μπορείτε νά καθήσετε φρόνιμα νομίζω δτι καλύτερα θά είναι νά πάτε στό σακκίδιό μου». Καί, νά πού χωρίς νά πουν καί νά κάνουν τίποτα τά τρία τέρατα, μπήκαν μέσα στό σακκίδιό τού στρατιώτη. Σέ λίγες στιγμές, δέν άκουγόταν παρά ένας μικρός θόρυβος πού έκαναν καθώς προσπαθούσαν νά τακτοποιηθούν εκεί μέσα. «Ελπίζω νά εισαστε άνετα μέσα στό σακκίδιό μου» τούς φώναξε γελώντας δ στρατιώτης. «*Αν δμως δέν αισθάνεστε καλά τό λάθος είναι δικό σας, Ποιος σας είπε νά μην καθό-
οαστε φρόνιμα έξω; Καί τώρα νά μου απαντήσετε σέ δ.τι σας έ ρωτήσω: Ποια είναι ή δουλειά πού κάνατε κάθε βράδυ εδώ μέσα;» Μια σιωπή γίνηκε για μια στιγμή, άλλα σέ λίγο δσο καί νά ήθελαν τά ξωτικά αυτά νά μή μιλήσουν δεν μπόρεσαν, καί φα νέρωσαν τό μυστικό τους. «Φυλάγαμε τό τζάκι» είπε τό πρώτο. «Προστατεύοντας τό θησαυρό» άποκρίθηκε τό δεύτερο. «Καί αλλοίμονο σ? αυτόν πού θά τολμούσε νά τον άγγίξη» πρόσθεσε τό τρίτο. «ε/Ωστε5 έτσι, έ; Καί σκοτώνατε τούς ανθρώπους πού έπε φταν νά κοιμηθούν εδώ μέσα!» είπε καί δ στρατιώτης. «Σάς ευχαριστώ πού μού μάθατε τήν αλήθεια. Τώρα κοιμηθήτε για τί κι’ εγώ θά κάνω τό ίδιο: Καληνύχτα». Καί, αφού ξεντύθηκε, έπεσε βαρύς στο κρεβάτι γιατί τά μάτια του έκλειναν από τή νύστα.
ΗΝ ΑΛΛΗ μέρα τό πρωί δ ξενοδόχος, οί υπη
Τ
ρέτες καί μαζί οι πλούσιοι πελάτες τού ξενοδο χείου μαζεύτηκαν μπροστά στην πόρτα τού παράξενου στ τιώτη νά μάθουν τί είχε απογίνει. Χτύπησαν καί ξαναχτύπη σαν τήν πόρτα του, κύτταξαν καί ξανακύτταξαν από τήν κλει δαρότρυπα, μά τίποτε δεν ακόυσαν καί τίποτα δεν είδαν, γιατί δ στρατιώτης, κουρασμένος πολύ, κοιμόταν βαθειά. *Έτσι δλοι πίστεψαν πώς ήταν πεθαμένος. Τότε άρχισαν νά κλαΐνε καί νά θρηνούν. «Ήταν τόσο νέος καί δμορφος!» Κραύγαζαν οι υπηρέτες. «Ήταν τόσο πλούσιος!» έσκουζε δ ξενοδόχος. «Κι’ έτρωγε σαν πρίγκιπας!» έλεγαν οί πλούσιοι πελάτες καί κουνούσαν τά κεφάλια τους μέ θλΐψι. Μά δλος αυτός ό θόρυβος καί οί κραυγές ξύπνησαν τό στρα
τιώτη που φώναξε μέ τή δυνατή φωνή του. «Ξενοδόχε, ξενο δόχε, τί φασαρία είναι αυτή;» «*Ω, καλέ μας άνθρωπε, είσαι ακόμα ζωντανός;» είπαν ό λοι μέ μια φωνή. «Ζωντανός και πεινασμένος!» φώναξε αυτός από μέσα. «Ξενοδόχε, ξενοδόχε, νά μου έτοιμάσης τό πόωϊνό μου. Θέλω μια ντουζίνα αυγά βρασμένα κι? ένα τενεκέ γάλα.» Αμέσως δ ξενοδόχος ετρεξε νά έτοιαάση δ,τι του ζήτησε δ στρατιώτης καί οι υπηρέτες καί ο! πλούσιοι πελάτες έφυγαν κι’ αυτοί μαζί του. *Όταν δλα ήσαν έτοιμα, δ στρατιώτης σηκώθηκε, ντύθηκε, έρριξε μιά ματιά στο σακκίδιό του κι5 αφού κλείδωσε τήν πορτα καλά κατέβηκε κάτω καί ρίχτηκε στο πρωινό του πού τού τδ είχαν σερβίρει κι* δλας. Σάν άπόφαγε, κάλεσε πάλι τον ξενοδόχο καί τού ζήτησε νά τού ψέρη τρεις δυνατούς άντρες. «Πρέπει νά μεταφέρουν τό σακκίδιό μου στού σιδηρουργού, νά τό χτυπήσουν γερά νά φύγη δλη ή σκόνη από πάνω του, γιατί περπάτησα δλη μέρα χτες καί θά έχη πιάσει μέ τήν δκά τή σκόνη» τού είπε. Ό ξενοδόχος έκανε δπως είχε διατάξει δ στρατιώτης —αν καί, γιά νά λέμε τήν αλήθεια, πολύ παραξενεύτηκε πού χρείαζόντουσαν τρεις άντρες γιά νά σηκώσουν ένα σακκίδιό. ’Έτσι, οί άντρες ήρθαν καί πήραν τό σακκίδιό πού, ενώ φαινόταν §λαφρύ σάν πούπουλο, ήταν βαρύ σά μολύβι, καί τδ έφεραν στού σιδηρουργού. Μά σάν έφτασαν εκεί ήταν τόσο κατάκοποι καί λαχανιασμένοι από τό σακκίδιό πού μετέφεραν, πού δεν μπορούσαν νά σηκώσουν ούτε τό δαχτυλάκι τού χεριού τους από τήν κοΰρασι, οχι τό βαρύ σφυρί τού σιδηρουργού. Έτσι τρεις από τούς πιο γερούς βοηθούς τού μαγαζιού έπιασαν τά βαρεία σφυριά κι’ άρχισαν νά χτυπάνε τό σακκίδιό. Μά τί στριγγλιές ήσαν αυτές πού ακούστηκαν δταν ο! πρώ τες σφυριές έπεσαν; Στριγγλιές τόσο Απαίσιες πού σηκώθηκαν οί τρίχες τού κεφαλιού τους.
«Μη πας νοιάζει για τό θόρυβο πού άκούτε. Είναι ο! ρα φές τού σάκκου πού κάνουν έτσι. Εσείς χτυπάτε μέ δλη σας τή δύναμι και σέ λίγο θά πάψουν οι ραφές νά κάνουν έτσι» τούς είπε ψύχραιμα ό στρατιώτης. ^Αρχισαν πάλι νά χτυπούν καί, έπειτα από αρκετή ώρα ό στρατιώτης τούς είπε: «Καλά ξεσκονίστηκε πιά. Τώρα νά πά με νά τό πλύνουμε στη θάλασσα. Μά οι άντρες πού τό είχαν μεταφέρει στον σιδηρουργό και πού δεν μπορούσαν νά σηκώ σουν τό μικρό δαχτυλάκι τού χεριού τους από την κούραση άρνήθηκαν νά τό μεταφέρουν στη θάλασσα. Γι’ αυτό τρεις άλ λοι ήρθαν και τό έσυραν στην παραλία. 'Όταν τό άνοιξαν ένας σωρός από κατάμαυρη σκόνη ξεχύθηκε από μέσα και μαύρισε τή θάλασσα μέχρι χίλια μέτρα από την παραλία. Αυτή ή βρω μερή σκόνη ήταν δ,τι είχε άπομείνει από τά τρία τρομερά ξω τικά! Οι άντρες, αφού έπλυναν τό σακκίδιο καλά, πληρώθηκαν πλούσια για τον κόπο τους και ό στρατιώτης πήρε τό σακκίδιό του και γύρισε στο ξενοδοχείο. «Ξενοδόχε» τού είπε «έχω μια παραγγελία για σένα, τε λευταία. Στο δωμάτιο πού κοιμήθηκα χτες βράδυ υπάρχει ένα μεγάλο τζάκι και πρέπει νά βάλης αμέσως νά τό γκρεμίσουν.» Ό ξενοδόχος, πού δεν ήθελε νά χαλάση τό χατήρι τού κα λού στρατιώτη,^ έστω κι’ άν τού ζητούσε νά γκρεμίση ολό κληρο τό σπίτι του, έβαλε αμέσως έργάτες. Έτσι, καθώς τό γκρέμιζαν, ανάμεσα στα χαλάσματα βρέθηκε ένα κουτί μεγά λο σαν σκάφη, γεμάτο από χρυσά νομίσματα! «Τί έξυπνος πού είσαι νά μυριστής πώς υπάρχει αυτός ό θησαυρός κρυμμένος μέσα στο τζάκι!» τού είπε μέ θαυμασμό δ ξενοδόχος. «Μπά!, δεν ήταν καί μεγάλο πράγμα» απάντησε απλά ό στρατιώτης. «Τίόρα, ό θησαυρός, καλέ μου ξενοδόχε, είναι δι κός σου δλος!» Καί, αφού ξαναφορτώθηκε τό πιστό του σακ~ κιδιο, χαιρέτησε %ι ετοιμάστηκε νά φυγή. Μά δ ξενοδόχος δέν
ήθελε νά τον άφήση νά φύγη χωρίς νά πάρη τό μισό θησαυ ρό. Έτσι, στό τέλος, αναγκάστηκε νά τον δεχτή. Τό μερίδιό του δμως ήταν βαρύ για νά τό μεταφέρη, γι’ αυτό αναγκάστη κε νά μείνη λίγο περισσότερο στο ξενοδοχείο, γιά νά σκεφτή πώς θά τό κουβαλούσε. Τότε δμως είδε γιά πρώτη του φορά την κόρη τού καλού ξενοδόχου, μιά όμορφη κι’ ευγενική κοπέλλα, πού τού άρεσε πολύ. Έτσι αποφάσισε νά μείνη ακόμα πε ρισσότερο. Στο τέλος, την πήρε γυναίκα του και μέ υγεία, πλοΰτη κι’ ευτυχία εμεινε γιά πάντα στο ξενοδοχείο. ΤΕΛΟΣ ΓΑιτό&θσις : Μίνου Μτακόπϋονλου)
ΚΛΛΟΟΓΕΡΟΣ ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ -·ϋϋ3ί{ίϋΜ1ίίίϋ)(ϋ>ϋΙί!ί1ϋί·>3ϋ>ίϋϋί>ϋ·ί29ϋϋ2(9!9ϋϋΕ3!ϋϋί·ί Ιϋϋΐί
ΙΑ φορά, ένας νέος
Μ
και πλούσιος
άρχοντας
χτύπησε στην πόρτα ένός μοναστηριού και παρακάλεσε τον ηγούμενο νά τον δεχτή κι’ αυτόν σαν καλόγε —Έχω κάνει πολλές αμαρτίες στη ζωή μου άγιε ηγούμε νε, τού είπε, καί αποφάσισα ν’ αφιερωθώ από δώ καί μπρος στό Θεό. Θά ζητήσω συγγνώμη από τον Μεγαλοδύναμο με τή νηστεία καί την προσευχή. Ό ηγούμενος τον δέχτηκε στό μοναστήρι, καί ό νέος άρ χοντας δεν άργησε νά γίνη ό πιο καλός καί ό πιο υπάκουος κα λόγερος. Είχε μετανοιώσει πραγματικά γιά την αμαρτωλή ζωή πού είχε κάνει ως τώρα. Μια μέρα, ό ηγούμενος τον κάλεσε στό κελλί του καί τού είπε^ — Έχω νά σου αναθέσω νά κάνης μια δουλειά αδελφέ μου.
— Μετά χαράς, απάντησε ό καλόγερος. *— Αύριο, θά γίνη ένα μεγάλο παζάρι στή χώρα. Σέ διά λεξα λοιπόν εσένα σάν τον πιο μορφωμένο καί έξυπνο, νά πας στό παζάρι γιά νά πουλήσης κάτι γέρικα γαϊδούρια πού έχο με. Είναι τόσο γέρικα πού δεν μάς χρειάζονται πιά καί μάς έχουν γίνει βάρος. Ό καλόγερος τότε παρακάλεσε τον ηγούμενο νά τον άπαλλάξη από τή δουλειά αυτή, γιατί δεν ήθελε νά βρεθή γιά άλ λη μιά φορά ανάμεσα στον αμαρτωλό κόσμο. Μά ό ηγούμενος έπέμενε καί έτσι δ καλόγερος αναγκάστηκε νά δεχτή. Τό άλ λο πρωΐ, λοιπόν, ξεκίνησε γιά τό παζάρι μέ τή συντροφιά ένός καλόγερου, τραβώντας τά γέρικα γαϊδούρια πού είχαν γιά πού λημα. Μόλις έφτασαν στή χώρα, έδεσαν τά ζώα από τον κορμό ένός δέντρου καί περίμεναν τούς αγοραστές. Πραγματικά, δέν άργησαν νά φανούν οΐ ζωέμποροι, Έ-
η
Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΣΤ© ΠΑΖΑΡΙ
νας από αυτούς πλησίασε, κΰτταξε καλά - καλά τά δεμένα ζώα και ρώτησε τούς καλόγερους: — Δικά σας είναι τά γαϊδουράκια; — Δικά μας είναι παιδί μου, τού απάντησε δ καλόγερός μας. — Είναι γερά καί νέα; Μπορούν νά τραβήξουν κάρρο καί νά κάνουν δλες τις βαρείες δουλειές; Ό καλόγερος τού απάντησε τότε χωρίς δισταγμό: — Γερά καί νέα; "Οχι παιδί μου, είναι πολύ γέρικα καί δεν μπορούν νά τά βγάλουν πέρα σέ καμμιά δου?^ειά. Γι’ αυτό τά φέραμε στο παζάρι, επειδή δεν τά χρειαζόμαστε πιά, καί μάς τρων άδικα τό σανό καί τό χορτάρι. Ό άλλος καλόγερος τού πάτησε τό πόδι γιά νά σταματήση, μά ό φίλος μας συνέχισε κατηγορώντας τά ζώα του: — "Αν ήμουνα σάν καί σένα δεν θά έδινα ούτε μιά δεκά ρα γι’ αυτά τά παλιοπράματα, είπε στον έμπορο» Εκείνος, κΰτταξε με υποψία τον καλόγερο, κούνησε δυο τρεις φορές τό κεφάλι του κι’ έφυγε λέγοντας μέσα του. «Έ μπορος νά σού πετύχη! "Εφερε τά ζώα νά τά πουλήση καί τά κατηγορεί ό ίδιος! Ευτυχώς πού μού είπε την αλήθεια γιατί εγώ νόμισα πώς ήταν μικρά γαϊδουράκια». Στον δεύτερο αγοραστή πού πλησίασε νά δή τά ζώα καί ρώτησε τον καλόγερο γιατί είναι τόσο αδύνατα, εκείνος τού απάντησε: — Τί νά σού κάνουν τά καημένα. Τό έφαγαν πιά τό ψω μί τους. Ό καιρός περνάει γιά όλους μας αδελφέ μου! ^Οπως γερνάμε εμείς οί άνθρωποι, έτσι γερνούν καί τά ζώα. Ό δεύτερος αγοραστής όταν άκουσε αυτά τά λόγια όπου φύγη - φύγη. Καί ό τρίτος αγοραστής πού πλησίασε, καθώς καί όλοι οί ύπόλλοιποι, έπαιρναν δρόμο όταν άκουγαν τον καλό γερο πού είχε φέρει τά ζώα γιά πούλημα, νά τά κατηγορή. ΚΓ έτσι, όταν τό παζάρι σχόλασε, τά ζώα έμειναν απούλητα καί πήραν πάλι τό δρόμο τού γυρισμού γιά τό μοναστήρι.
*Οταν 2ίφτασαν έχει Επειτα από πολύ ώρα γιατί τά ζώα ιν κουραστή καί δέν μπορούσαν νά περπατήσουν, δ Άλλος .όγερος ετρεξε νά βρή τόν ηγούμενο για νά τού πή πώς δ τροφός του μ’ δλη του τήν έξυπνάδα και τά πολλά γράμμαπού ήξερε, τά έκανε θάλασσα κι’ έφερε τά γαϊδούρια δλα )ύλητα. — Μόλις πλησίαζε κανείς ν’ άγοράση τά ζώα μας, εκείνος προλάβαινε και τού έλεγε πώς είναι πολύ γέρικα. Τού πά τα τό πόδι νά σταματήση καί εκείνος έκανε πώς δέν κατα>αινε. Πολλοί ξεγελάστηκαν καί τά πέρασαν γιά γαϊδουρά. μά τούς άνοιξε τά μάτια λέγοντάς τους πώς κάνουν λάθος. / μπορώ άγιε ηγούμενε νά καταλάβω τί έπαθε δ αδελφός Μήπως δέν είναι στά καλά του; 3Άν έστελνες μόνο έμενα τά είχα πουλήσει δλα μιά χαρά. ' Ό ηγούμενος έστειλε αμέσως νά τόν φωνάξουν. — Τί πράγματα είναι αυτά πού έμαθα αδελφέ μου; τού ε μόλις ήρθε στο κελλί του. Έγώ σ’ έστειλα νά πουλήσης ζώα και δχι νά τά φέρης πίσω. — Τί φταίω έγώ άγιε ηγούμενε άν δέν .πουλήθηκαν; τού άντησε δ καλόγερος. -— Μά. πώς νά πουληθούν, αφού οποίος τά πλησίαζε έσύ κατηγορούσες πώς είναι γέρικα και αδύνατα; — Τήν αλήθεια τούς είπα άγιε ηγούμενε, έκανε ατάραχος καλόγερος. Δέν τούς είπα ούτε τό παραμικρό ψέμα. — Δέν ξέρεις πώς στο εμπόριο χρειάζεται νά γίνεται κα~ .ς καί ψεύτης; τόν παρατήρησε δ ηγούμενος. •— Τό ξέρω, και γι’ αυτό ακριβώς ήρθα νά γίνω καλόγες άγιε ηγούμενε. Επειδή στη ζωή μου είχα πή πολλά ψέμα. Προτού νάρθώ στο μοναστήρι ήμουνα έμπορος και έλεγα 5 κόσμου τά ψέματα γιά νά πουλώ τά πράγματά μου. Τά ψέτά μου μού έφεραν πολλά πλούτη ,μά κατάλαβα πώς δλα αυ τά πλούτη τά άπόχτησα μέ τις αμαρτίες μου και αποφάσισα αλλάξω ζωή, ν’ αφιερωθώ στο Θεό και νά γίνω δ πιο τίμιος
34
Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
άνθρωπος του κόσμου. Άντι λοιπόν νά μένεις ευχαριστημένοι πού έδιωξα από πάνω μου την αμαρτία τής ψευτιάς, μέ συμ βουλεύεις νά ξαναγίνω ψεύτης; Ό ηγούμενος κούνησε τό κεφάλι του χωρίς νά τού απάν τηση. Και τί νά τού πή; Και οί δυο τους είχαν δίκιο. Γιατί, στη ζωή, τό ψέμα είναι χρήσιμο δπως και ή αλήθεια...
ΤΕΛΟΣ (Άττόδοσις : Π. Στ,ρ.οδνίίκτΠ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΣ ΑΕΚΚΑ 22
(ίπτόγειον)
_ ΑΘΉΝΑ ?
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑΣ, ΟΙΚΟΝ. Δ)ΣίΣ: Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 7
2
14· ρ'· '1& ϊ
4Ρ/ΊΧ . 2 ·* »
ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΣ
7—--------- -----------------
Ή κόρη κυνήγησε τό άσπρο πουλί καί το μαϋρο πουλί, ποΰ έφυγαν φτεροκοπώντας!
«ΤΟ ΑΙΤΤΡΟ ΠΟΥΛΙ»
Ή κ·οομ.τϋΧο? τοάς ώδηγιηίσε σ’ ενσ «μεγάλο πύργο. ΑΠΟΤΕ ήταν ένας βασιλιάς πού είχε μια πα νέμορφη κόρη. Την κρατούσε διαρκώς κλεισμέ νη σ’ ένα διαμέρισμα τού παλατιού και τό κλειδί το είχε αυτός. Κανείς άλλος δέν έμπαινε εκεί μέσα έκτος από μια ηλικιωμένη μαύρη σκλάβα, πού κάθε μέρα τακτικά καί σ’ ώρισμένη ώρα τής πήγαινε τό φαγητό της. "Ο,τι έτρωγε ή πριγκίπισσα δια λεγόταν μέ προσοχή καί τό έφτειαχναν με ιδιαίτερη φροντίδα. Ποτέ τό κρέας πού τής πήγαιναν δέν είχε κόκκαλα, ούτε τό ψωμί είχε κόρα. Ακόμα καί τά αμύγδαλα ήσαν σπασμένα καί μέ βγαλμένη τή φλούδα τους. Μέ λίγα λόγια, τό κάθε τί πού έτρωγε ή πριγκίπισσα είχε έτοιμαστή μέ τέτοιο τρόπο πού νά μήν αισθάνεται καμμιά δυσκολία για νά τό φέρη στο στόμα.
4
ΤΟ ΑΧΠΡ Ο ΠΟΥΛΙ
Και κατάντησε νά πιστεύη δτι αυτά πού έτρωγε ήσαν έτσι καί στη φυσική τους κατάστασι. Μια μέρα πού ή γρηά σκλάβα ξέχασε νά κλείδωση την πόρτα, ένα μικρό αραπάκι, παιδί μιας σκλάβας τού παλατιού, βρήκε την ευκαιρία νά τρυπώση στο διαμέρισμα τής πριγκίπισσας και νά φτάση κοντά της την ώρα πού αυτή ετρωγε. Βλέποντας την πριγκίπισσα νά τρώη αυτά τά πράγματα την κύτταξε μέ φανερή εκπληξι: — Μά γιατί πρώς, τή ρώτησε, κρέας δίχως κόκκαλα, ψωμί χωρίς κόρα καί αμύγδαλα ξεφλουδισμένα; "Ολος ό κόσμος ξέ ρει πώς τό κόκκαλο δίνει ουσία στο κρέας κι’ είναι τόσο νόστιμο νά τό γλύφει κανείς! Καί τό ψωμί χωρίς τήν κόρα του είναι άνοστο. Μά καί τί εύχαρίστησι νοιώθει κανείς σπάζοντας μό νος του τά αμύγδαλα ενα - ενα για νά τά φάη! Έγώ καί νά μέ δέρνανε, ποτέ δεν θά έτρωγα τά φαγιά όπως τά τρως εσύ. Μεγάλη έντύπωσι έκαναν τής πριγκίπισσας αυτά πού είχε ακούσει από τό αραπάκι. Γι’ αυτό, σαν ξανάρθε ή γρηά σκλά βα γιά νά τής φέρη τό φαγητό της, τής είπε: — Θέλω άλλη φορά νά μου φέρνης τό κρέας μου μέ κόκ καλα, τό ψωμί μου όπως βγαίνει από τό φούρνο καί τά αμύγ δαλά μου άσπαστα. Ή μαύρη σκλάβα μεταβίβασε τή διαταγή τής πριγκίπισσας στο μάγειρα κι’ όταν τήν άλλη μέρα τής πήγε πάλι τό φα γητό της, τό κρέας είχε ενα μεγάλο κόκκαλο, τό ψωμί είχε ό μορφη καί ξεροψημένη κόρα καί τά αμύγδαλα ήσαν ολόκληρα. Αφού έφαγε τό κρέας πού τής είχαν σερβίρει, πήρε τό κόκκαλο πού είχε μείνει καί προσπάθησε νά βγάλη τό μελούδι πού υπήρχε μέσα. Βλέποντας ότι δέν τά κατάφερνε μέ τό πηρούνι της, τό έ'πιασε μέ τό χέρι της καί τό χτύπησε μέ δύναμι στο τραπέζι, τό χτύπησε όμως τόσο δυνατά πού οί τοίχοι τού δωματίου σείστηκαν καί τά παράθυρά του άνοιξαν μέ φοβερό πάταγο. Τότε σηκώθηκε από τή θέσι της καί μιά πού τά παρά θυρα ήσαν ανοιχτά βρήκε τήν ευκαιρία νά κυττάξη έξω καί νά
δη την κίνησι κάτω στους δρόμους. Στό μέρος αυτό γινόταν το κεντρικό παζάρι της πόλεως. "Ένας έμπορος διαλαλούσε: — Ποιος θέλει νά άγοράση τη στενοχώρια; Ή πριγκήπισσα γεμάτη περιέργεια κάλεσε αμέσως τή σκλάβα της: — Θέλω, της είπε, νά πας καί νά παρακαλέσης αυτό τον έμπορο νά έρθη εδώ και νά του μιλήσω. Ή σκλάβα έτρεξε νά κάνη τό θέλημα τής κυράς της. Ό έμπορος πλησίασε ατ’ ανοιχτό παράθυρο. Ή πριγκίπισσα α γόρασε επτά σπόρους πού ήσαν σάν τούς κόκκους τού πιπε ριού, καί πού ό έμπορος τή διαβεβαίωσε πώς ήσαν οι σπόροι τής στενοχώριας. Τούς φύτεψε σέ μιά μεγάλη γλάστρα πού τής έφερε ή μαύρη σκλάβα της κι’ έβγαλε τή γλάστρα έπειτα σ’ ένα μικρό μπαλκόνι πού είχε τό διαμέρισμά της. Αμέσως οι σπόροι έπιασαν καί σέ λίγο φύτρωσαν κάτι φυτά. Τά φυτά αυτά μεγά λωσαν ακόμα περισσότερο κι’ έβγαλαν πολύχρωμα λουλούδια πού σκέπασαν δλη τή γλάστρα. ΤΙ πριγκίπισσα περνούσε δλες τις ώρες της κοντά τους και τά θαύμαζε. Σκεπτόταν νά κάνη ένα μπουκέτο από αυτά γιά τή γιορτή της, πού γινόταν σέ λίγο καιρό. Τήν παραμονή τής γιορτής αυτής, έλεγε καί ξαναλεγε κα ταχαρούμενη. — Αύριο είναι ή γιορτή, τί χαρά! Αύριο είναι γιορτή καί θά κάνω ένα όμορφο μπουκέτο από τά πολύχρωμα λουλούδια. Αλλοίμονο δμως! 3/Αδικα νανουριζόταν μέ τήν ελπίδα δτι θά έκανε ένα όμορφο μπουκέτο. Δυο πουλιά, τό ενα κάτασπρο σάν τό γάλα, καί τό άλλο κατάμαυρο σάν τή νύχτα, τραβηγμέ να από τήν ομορφιά των λουλουδιών, ήρθαν καί κάθησαν μέ δλο τους τό βάρος επάνω στά αδύναμα καί ντελικάτα κοτσανάκια τους. Εκείνη ακριβώς τή στιγμή ήρθε καί ή πριγκίπισσα γιά νά άποθαυμάση γιά μιά ακόμη φορά τά όμορφα
ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ λουλούδια της. Μεγάλος δμως ήταν ό πόνος της, δταν είδε τά πουλιά αυτά νά τσιμπούν κα'ι νά καταστρέφουν μέ τά ράμφη τους ένα - ένα τά κακόμοιρα τά άνθη. Τό μόνο πού μπόρεσε νά κάνη γιά νά τά δίωξη ήταν νά τούς πετάξη τό δαχτυλίδι πού φορούσε στο δάχτυλό της. Τά πουλιά, χωρίς νά τρομάξουν διόλου, άρπαξαν τό δαχτυλίδι κι’ έφυγαν πετώντας γοργά. Την επομένη τό πρωί, αφού πέρασε μιά νύχτα γεμάτη στε νοχώρια γιά την καταστροφή των λουλουδιών της, βγήκε πά λι στο μπαλκόνι της, δπου είδε μέ μεγάλη της έκπληξι δτι τά φυτά είχαν ξαναπάρει επάνω τους κι’ είχαν βγάλει καινούργια λουλούδια, πιο όμορφα από τά προηγούμενα. Ή χαρά της ή ταν μεγάλη πού θά μπορούσε νά φτειάξη τό μπουκέτο της. Μά τά πουλιά ξαναήρθαν, ζυγιάστηκαν επάνω από τή γλά στρα καί, αφού κάθησαν, άρχισαν νά τσιμπούν τά λουλούδια μέ τά ράμφη τους. Ή πριγκίπισσα ετρεξε νά τά διώξη, μά δεν είχε γιά νά τά τρομάξη παρά τό διάδημα πού στόλιζε τό μέτωπό της. Τό τράβηξε λοιπόν καί τούς τό πέταξε. Τά που λιά, χωρίς νά φοβηθούν πάλι, τό άρπαξαν καί πέταξαν έπειτα στον αέρα. Μεγάλη στενοχώρια πλημμύρισε τήν πριγκίπισσα, μά, την άλλη μέρα πού πήγε στο μπαλκόνι, καινούργια χαρά τή βρήκε. Τά λουλούδια είχαν βγή κι’ αυτή τή φορά, πιο όμορφα από τις προηγούμενες καί πιο αρωματικά. Αυτή τή φορά δμως ή χαρά της κράτησε πολύ λίγο, γιατί τά πουλιά ήρθαν αμέσως καί σέ λίγες στιγμές τά κατέστρεφαν. Ή πριγκίπισσα τά κυ νήγησε καί τούς πέταξε τό χρυσό μενταγιόν της πού κρεμόταν στο στήθος της, μά τά πουλιά τό άρπαξαν καί τό πήραν μαζί τους. Τήν άλλη πάλι μέρα τά φυτά είχαν ανθήσει καί τά λου λούδια τους ήσαν δλο ομορφιά καί αρώματα, μά τά κακά πουλιά ήρθαν καί τά μάδησαν δλα. Τούς πέταξε κι’ αυτή πάλι ενα κόσμημα, πού τό άρπαξαν κι’ εξαφανίστηκαν. Τις επόμενες μέρες τό ίδιο συνέβαινε καί, κάθε φορά πού
ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
7
τα λουλούδια άνθιζαν, τα πουλιά έρχονταν χγ ή πριγκίπισσα τά έδιωχνε πετώντας τους τά κοσμήματα της, πού αυτά τά άρπαζαν. Στο τέλος, δεν τής άπόμεινε παρά μονάχα ένα βρανιόλι. Λ Πόση στενοχώρια δοκίμασε όταν τά πουλιά κι’ άλλη φορά ήρθαν σάν δαιμονισμένα και τσιμπούσαν μέ τά ράμφη τους τά κακομοίρα τά λουλούδια και μέ τά πόδια τους σκάλιζαν ολόκλη ρη τη γλάστρα. Ή πριγκίπισσα τά κυνήγησε πετώντας τους τό μοναδικό κόσμημα πού τής είχε άπομείνει, μά αυτά, χωρίς νά φοβηθούν, κατέστρεψαν δ,τι είχε μείνει καί έφυγαν, αφού πήραν μαζί τους καί τό στερνό κόσμημα τής πριγκίπισσας. Αυτή τη φορά τά λουλούδια δεν ξαναβγήκαν καί οί ρίζες τους ξεράθηκαν. Μεγάλη απελπισία έπιασε την πριγκίπισσα κι’ ή στενοχώ ρια της ήταν τέτοια, πού τήν ερριξε με δυνατό πυρετό στο κρεβάτι. Ή κατάστασίς της χειροτέρευε μέρα μέ τή μέρα καί ό θάνατος φτερούγιζε δίπλα της. Ή μαύρη σκλάβα τρομαγμένη πήγε καί ειδοποίησε τούς γονείς της. Αυτοί έ'τρεξαν στο κρεβάτι της, μήν ξέροντας τί νά τής κάνουν γιά νά τήν βοηθήσουν. Αυτή, σάν άνοιξε σέ μιά στιγμή τά μάτια της, είπε στον πατέρα της καί τήν μητέρα της: — Θέλω νά μού φέρετε εδώ δλες τις γυναίκες τής πόλεως καί νά έρθουν μιά - μιά κοντά μου. Κάθε μιά από αυτές νά μού διηγηθή τις στενοχώριες της. Θέλω νά δώ άν ύπάρχη καμμιά πού δ πόνος της νά ξεπερνά τον δικό μου. Ό βασιλιάς διέταξε νά εκτελεστή ή έπιθυμία της. "Ολες οί γυναίκες τής πόλεως, νέες, γρηές, χήρες, ήρθαν μπροστά στο κρεβάτι της. Αυτή άκουγε μιά - μιά. Κάθε μιά από αυτές τής έλεγε τήν αιτία τής στενοχώριας της. Ή μιά παραπονιό ταν γιά τον τρόπο πού τή μεταχειριζόταν ή πεθερά της, ή άλ λη γιά τον άντρα της, ή άλλη γιά τά παιδιά της. Ή μιά στενο χωριόταν πού δέν είχε ακόμα παντρευτή, ή άλλη πού είχε παν-
:
ΊΌ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
τρευτη, στενοχωριόταν γιατί τήν έδερνε δ άντρας της. *Η μιά ϊκλαιγε τον άντρα της πού είχε σκοτωθή, ή άλλη τον άντρα της, πού τήν είχε παρατήσει. Τέλος, ή κάθε μιά πού έλεγε τόν πόνο της τόν θεωρούσε συγχρόνως καί μεγαλύτερο από τής άλλης. Καμμιάς ή στενοχώρια δμως δέν εμοιάζε μ’ αυτή πού αι σθανόταν ή πριγκίπισσα. — Αλλοίμονο!, αναστέναξε τότε. Δέν θά βρω μιά γυναί κα πού τά βάσανά της θά μπορούσαν νά συγκριθούν μέ τά δι κά μου, πού μέ κάνουν καί υποφέρω αβάσταχτα. Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΠΥΡΓΟΙ ΠΗΡΧΕ δμως ακόμη
Υ
μιά γυναίκα, ή τελευ
ταία, πού δέν είχε πλησιάσει τήν πριγκίπισσα γιά νά τής πή τόν πόνο της. Ήταν μιά νέα κι’ όμορφη μαύ Ή πριγκίπισσα βρισκόταν σε μεγάλη έξάντλησι. Γιά νά μή τήν ενοχλούν οί θόρυβοι είχε πή καί τής είχαν τοποθετήσει γύρω άπό τό κρεβάτι της έπτά παραπετάσματα κι’ έτσι κανείς θόρυ βος δέν ερχόταν νά ταράξη τήν ησυχία πού ήθελε γιά τις τε λευταίες της στιγμές, γιατί πίστευε πώς δέν θά αργούσε νά έρθη ό θάνατος. Ή δμορφη μαύρη πήρε θέσι κοντά στο κρεβάτι, έξω από τά παραπετάσματα, κι’ άρχισε νά λέη τή στενοχώρια της. — Βρισκόμουν, είπε, αυτές τίς μέρες στο ποτάμι δπου εί χα πάει γιά νά πλύνω τά άσπρόρρούχα τού σπιτιού μου, δταν ξαφνικά είδα νά έρχεται μιά καμήλα χωρίς οδηγό, φορτωμένη μέ πιάτα, κατσαρόλες καί μαχαιροπήρουνα. Τό ζώο ήρθε κον τά στο ποτάμι καί στάθηκε. Τότε δλα αυτά τά διάφορα σκεύη κατέβηκαν μοναχά τους από τήν πλάτη τής καμήλας, μπήκαν στο νερό τού ποταμού καί πλύθηκαν ένα - ένα χωρίς τή βοήθεια κανενός μαγείρου ή υπηρέτριας. Ή πριγκίπισσα βρήκε μεγάλο ένδιαφέρον στή διήγησι
Τ.0 ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
αυτή, πού δέν έμοιαζε καθόλου μέ τις προηγούμενες, και πα~ ρακάλεσε τή νέα νά παραμερίση τό ένα παραπέτασμα καί νά φέρη τό κάθισμά της πιο κοντά στο κρεβάτι, για νά άκούη κα λύτερα. Ή νέα έκανε δ,τι τής είπε ή πριγκίπισσα κι’ αφού ήρθε ηώ κοντά, συνέχισε τή διήγησί της. — 'Όταν αυτά τά πράγματα πλύθηκαν μόνα τους, άρχι σαν πάλι ένα - ένα νά ανεβαίνουν στην πλάτη τής καμήλας. Έγώ, πού δέν μπορούσα νά κρατηθώ από την περιέργεια, πιά στηκα από την ουρά τής καμήλας γιά νά δώ πού θά πάη. Έτσι κρεμασμένη μπόρεσα νά περάσω τό ποτάμι. Αυτή συνέχισε τό δρόμο της αργά και σταθερά και μ’ αυτό τον τρόπο φτάσαμε στους πρόποδες ενός βουνού. Κατάλαβα τότε δτι κάπου έκει κοντά θά σταματούσαμε έξ αιτίας τού βουνού, πού μάς έφραζε τό δρόμο, αλλά είδα ξαφνικά τό βουνό ν’ άνοίγη καί νά μάς άφήνη μιά δίοδο, στενή άλλα αρκετή γιά νά περάσουμε. Έγώ πάντα ήμουν πιασμένη από τήν ούρα τής καμήλας. Σέ λίγο βρεθήκαμε μπροστά σέ έναν υπέροχο πύργο, πού ή έξωτερική του πόρτα άνοιξε μόνη της. 3'Ακόυσα τότε τά σκεύη τής κου ζίνας νά λένε μεταξύ τους. «Εμπρός, άς κατεβούμε, φτάσαμε», είπε ένα σκεύος, «κατέβα εσύ πρώτο και σ’ ακολουθώ», είπε ένα άλλο. »εΌλα τότε κατέβηκαν και μπήκαν μέσα στον πύργο. Έγώ παράτησα τήν ουρά τής καμήλας, πού έφυγε, και ακολούθησα τά σκεύη. Βρέθηκα τότε σέ μιά απλόχωρη κουζίνα όπου τά πάντα έκει μέσα ήσαν καμωμένα από χρυσάφι καί ασήμι. Κρύ φτηκα λοιπόν πίσω από ενα μεγάλο μπαούλο για νά δώ τί θά γίνη. Ξαφνικά είδα νά μπαίνουν δυο πουλιά, τό ένα κάτασπρο σαν τό γάλα, τό άλλο κατάμαυρο σάν τή νύχτα. Αμέσως μπή καν σέ μιά μεγάλη μπανιέρα και πλύθηκαν πολλή ώρα. *Όταν βγήκαν από κει είχαν κα'ι τά δυο μεταμορφωθή, τό ενα ήταν ένας πρίγκιπας, δπως φαινόταν από τό παρουσιαστικό του καί τή λεβεντιά του, τό άλλο ένας μαύρος, πού πρέπει νά ήταν δ
10
ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
υπηρέτης του. Αυτός πού φαινόταν για πρίγκιπας, ήταν ντυ μένος μέ υπέροχα ρούχα, ο άλλος φορούσε ρούχα πιο απλά από τού κυρίου του, όπως θά ταίριαζε βέβαια σ’ εναν υπηρέτη. Σέ λίγο έφυγαν από την κουζίνα και πήγαν στο πλαϊνό δωμάτιο πού φαινόταν για τραπεζαρία. Έγώ τούς ακολούθησα και κρύφτηκα πίσω από μια ντουλάπα, προσέχοντας νά μή μέ δού νε. Ένα μεγάλο τραπέζι κατέβηκε τότε από την οροφή καί ήρ θε νά σταθή άνάμεσά τους. Ήταν φορτωμένο μέ ένα σωρό πιάτα γεμάτα όρεχτικά φαγητά. Αφού έφαγαν καλά, το τρα πέζι ανέβηκε πάλι στο ταβάνι. Έπειτα κατέβηκε ένας μεγάλος δίσκος μέ φλυτζάνια τσαγιού από λεπτή κινέζικη πορσελάνη. Σάν ήπιαν τό τσάϊ τους, ό δίσκος μέ τά φλυτζάνια ανέβηκε κι7 αυτός στο ταβάνι μόνος του. Ό πρίγκιπας τότε διέταξε τον υπηρέτη του νά τού φέρη ένα σακκουλάκι κι’ όταν τού τό έφε ρε, τό άνοιξε. Ήταν γεμάτο από κοσμήματα...» Ή πριγκίπισσα από τό κρεβάτι της, πού ήταν ξαπλωμένη, άκουγε μέ μεγάλη προσοχή τή διήγησί της, προσέχοντας νά μέ] χάση λέξι, από οσα ή μαύρη τής έλεγε. Την παρακάλεσε, λοιπόν νά τραβήξη ακόμα μιά κουρτίνα και νά έρθη πιο κον τά της. Αυτή έκανε δπως τής είπε ή πριγκίπισσα, έφερε τό κάθι σμά της πιο κοντά στό κρεβάτι καί συνέχισε: — Τό πρώτο πράγμα, πού τράβηξε μέσα από τό σακκου λάκι ήταν ένα δαχτυλίδι. Βάζοντάς το στήν παλάμη του καί κυττάζοντάς το προσεκτικά, αύτός πού φαινόταν πρίγκιπας είπε: «Μου πέταξε αυτό τό δαχτυλίδι, πιστεύοντας δτι θά μ’ έ κανε νά φύγω μακρυά της, δτι θά φοβηθώ!» »Έβγαλε έπειτα ένα διάδημα, λέγοντας: «Μου πέταξε κι* αυτό τό διάδημα. Σκέφτηκε άραγε δτι μ’ αυτό θά μ? έκανε νά τρομάξω καί νά την άφήσω γιά πάντα;» »Τράβηξε τό ενα πίσω από τό άλλο ένα σωρό κοσμήματα πού ήσαν μέσα στο σακκουλάκι. Κι’ αφού τά κύτταξε πολλήν
ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
11
ώρα, έκανε τά ίδια παράπονα. Τά χάΐδευε σαν νά είχαν ψυχή, 3λα αυτά τά πολύτιμα κοσμήματα, και κάθε φορά άνεστεναγμοί, πού σου ξέσκιζαν την ψυχή, έβγαιναν από τό στόμα του. »Ό πρίγκιπας συνέχισε τό θρήνο του λέγοντας: «Πόσο λεπτή πού είναι ή μέση της! Πόση γοητεία έχουν τά μάγουλά της! ’Άχ, νά μπορούσα νά την δώ τή νύχτα στο ασημένιο φώς τού φεγγαριού! Τί όμορφο πού είναι τό στόμα της! Πόσο γλυκό είναι τό βλέμμα της! Κι’ ας μέ κύτταζε μέ τόσο μίσος πού χαλούσα τά λουλούδια της! Τί θεϊκά πού είναι πλασμένα τά μπράτσα της! "Ολη της ή ύπαρξι μέ έχει μαγέ ψει, μέ έχει ξετρελλάνει!» »Ένώ τά έλεγε αυτά κι* αναστέναζε μέ τόσο σπαραγμό, όλα τά κοσμήματα πού ήσαν μέσα στο σακκουλάκι έκλαιγαν μέ δυνατούς λυγμούς». Ή πριγκίπισσα πού ρουφούσε σχεδόν κάθε λέξι πού έβγαι νε από τά χείλια τής μαύρης, ε!πε σέ μια στιγμή. —- Κόρη μου τράβηξε δλα τά παραπετάσματα κι’ έλα κά τσε επάνω στο κρεβάτι μου. Αυτή παραμέρισε τά παραπετάσματα, έσκυψε βαθειά καί προσκύνησε την πριγκίπισσα κι’ αφού κάθησε επάνω στο κρε βάτι της, συνέχισε: — Πέρασα τή νύχτα μου στον μυστηριώδη αυτόν πύργο. Την αυγή, τά σκεύη τής κουζίνας μπήκαν σέ κίνησι όπως την προηγούμενη. Ή καμήλα τά περίμενε έξω στην αυλή. Αφού ανέβηκαν δλα στην πλάτη της, αυτή ξεκίνησε για τό ποτάμι, Έγώ έτρεξα καί ξανακρεμάστηκα στήν ουρά της. Περάσαμε πάλι από τό βουνό, πού έκλεισε πίσω μας, καί φτάσαμε πάλι στο ποτάμι, δπου βρήκα τά άσπρόρρουχά μου, δπως τά είχα αφήσει. Σήμερα έμαθα ότι δλες οί γυναίκες τής πόλεως θά έρ θουν νά σού ιστορήσουν τά βάσανά τους. Έτσι ήρθα κι’ έγώ μέ τή σειρά μου νά σού διηγηθώ τά δικά μου. Μέ βασανίζει λοιπόν ή σκέψι: αυτά ολα πού είδα είναι σημάδια μεγάλης ευ τυχίας ή μεγάλης δυστυχίας;
110 ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
12
— Θά δούμε, της απάντησε ή πριγκίπισσα. ν Ακούσε τώ ρα: Είμαι πολύ ευχαριστημένη πού μου τά διηγήθηκες ολα αυτά. Πήγαινε σπίτι σου καί ησύχασε. Μή φοβάσαι τίποτα προς τό παρόν. Αύριο έλα νά μέ βρής και πρόσεξε νά μην το ξεχάσης. Τό βράδυ, ή πριγκίπισσα, είπε στούς γονείς της. — Νά μέ ετοιμάσετε γιατί φεύγω για ταξίδι. Αυτοί την κύτταξαν μέ φανερή έκπληξμ άκούγοντάς την νά μιλά μ’ αυτό τον τρόπο. — Τί σου συμβαίνει λοιπόν; τή ρώτησαν. Τί σου λείπει καί θέλεις νά φύγης; Είσαι τόσο όμορφα εδώ κι’ έχεις ο,τι θεληοης, Μά παρ’ όλες τΙς προσπάθειες όμως πού έκαναν γιά νά τήν μεταπείσουν, δέν κατάφεραν τίποτα. Αυτή έπέμενε, λέγοντας οτι άν έμενε εκεί θά πέθαινε αμέσως. — Σάς παρακαλώ, τούς είπε, νά μέ ετοιμάσετε νά φύγω πρίν από τήν αυγή. Οί γονείς της βλέποντας ότι θά ήταν μάταιο νά επιμένουν άλλο, υποχώρησαν καί άρχισαν τις έτοιμασίες. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΙΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΗΝ επομένη μέ τό γλυκοχάραμα, ή μαύρη πα
Τ
ρουσιάστηκε, όπως είχε ύποσχεθη στήν πριγκίπισσα στό παλάτι. Αμέσως έφυγαν καί οί δυό γιά τό ποτά Σάν έφτασαν εκεί, περίμεναν λίγη ώρα, γιατί ή καμήλα άργη σε νά έρθη. Τά σκεύη τής κουζίνας πού κουβαλούσε στήν πλά τη της, όπως τήν άλλη φορά, κατέβηκαν καί μπήκαν στό νε ρό. Αφού πλύθηκαν μόνα τους καλά, άνέβηκαν πάλι στό ζώο. Τή στιγμή πού ή καμήλα ξεκίνησε νά φύγη, οί δυό γυναίκες πιάστηκαν άπό τήν ουρά της γερά καί αυτή τις έσυρε ξοπίσω της. Πέρασαν τό ποτάμι κι* έφτασαν στό βουνό. Αυτό άνοιξε γιά νά περάσουν καί σέ λίγο έφτασαν στόν πύργο.
ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
II
νΟλα έγιναν ακριβώς δπως την άλλη φορά, μ§ τή διαφορά πώς τώρα ήσαν δυό οί γυναίκες πού παρακολουθούσαν αυτά πού συνέβαιναν. Τά δυό πουλιά, τό άσπρο καί τό μαύρο, ήρ θαν και μπήκαν στην μπανιέρα νά πλυθούν. Αφού πλύθηκαν, μεταμορφώθηκαν σέ Ανθρώπους: τό ένα σέ άσπρο και τό άλλο σέ μαύρο. Ό πρίγκιπας, πού ήταν τό άσπρο πουλί, διέταξε τό μαύρο, πού ήταν δ υπηρέτης, νά τού φέρη τό σακκουλάκι. Αφού τού τό έφερε τράβηξε από μέσα διαδοχικά, τό δαχτυλίδι τό διάδημα, τό μενταγιόν, τό βραχιόλι κι’ δλα τά άλλα κοσμή ματα πού τούς είχε πετάξει ή πριγκίπισσα. Κάθε φορά και νούργιοι αναστεναγμοί έβγαιναν από τό στόμα του κι’ ό πόνος του κι’ δ θρήνος του ήσαν ακριβώς δπως είχε διηγηθή ή όμορ φη μαύρη στην πριγκίπισσα, μά τά πολύτιμα κοσμήματα, άντί αυτή τή φορά νά ξεσπάσουν σέ σπαραχτικούς λυγμούς, γελού σαν, γελούσαν δυνατά, Ακατάπαυστα, εκδηλώνοντας μιά τρελλή χαρά. Ό πρίγκιπας Απόμεινε σαστισμένος: — Τί σάς συμβαίνει; Γιατί γελάτε έτσι ξεφρενιασμένα ; τά ρώτησε. — Γελάμε, τού απάντησαν, γιατί ή κυρά μας είναι εδώ! Μά αυτός δέν κατάλαβε τί θέλανε νά πούνε. Πνιγμένος από τις αναμνήσεις του, Εξακολουθούσε νά βαρειαναστενάζη καί νά λέη: ■—- Πόσο γλυκειά και όμορφη είναι ή πριγκίπισσα πού Α γαπώ: Καμμιά άλλη δέν αγαπήθηκε τόσο πολύ, δσο εγώ αγά πησα καί αγαπώ την δμορφη πριγκίπισσά μου. Ή μικρή πριγκίπισσα, πού παρακολουθούσε συγκινημένη, δέν κρατήθηκε άλλο. Σηκώθηκε άπό τό μέρος δπου ήταν κρυμ μένη κι’ έτρεξε προς τό μέρος του. — Κι* αυτή επίσης σ’ αγαπά, δπως τήν άγαπάς, τού φώ ναξε. Έπεσαν δ ένας στήν αγκαλιά τού άλλου. Έμειναν για πολλήν ώρα σ’ αυτή τή στάση χωρίς νά λένε λέξη ενώ τά δΦ
14
ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
κρύα τους ετρεχαν ποτάμι απο τα ματια τους. Αφού Ικλαψαν, έκλαψαν ώρες ατέλειωτες, συμφώνησαν νά παντρευτούν τό ταχύτερο. "Έτσι ανέβηκαν στην πλάτη τής κα μήλας νά πάνε στο παλάτι τοΰ πατέρα τής νέας για νά του ζη τήσουν την άδεια. Ή νέα, ή μαύρη, πού είχε συνοδεύσει την πριγκίπισσα στον πύργο, πιάστηκε από την ουρά τής καμήλας μαζί μέ τον υπηρέτη τού πρίγκιπα καί, μέχρι νά φτάσουν στο παλάτι τού πατέρα τής πριγκίπισσας, είχαν συμφωνήσει νά παντρευτούν κι’ αυτοί. Στο δρόμο στο μεταξύ ή πριγκίπισσα είπε την ιστορία της στον πρίγκιπα κι’ ό πρίγκιπας είπε τή δική του: Ήταν γυιός ενός βεζύρη πού ένας κακός βασιλιάς, επειδή τον έμπόδιζε νά κόψη τό κεφάλι ενός νέου πού είχε έρωτευθή την κόρη του, έκοψε καί τό δικό του μαζί. Τότε δ πρίγκιπας έφυγε μέ τον πιστό του υπηρέτη γιά νά γλυτώση από τή μανία τού κακού βασιλιά, πού είχε όρκιστή νά βγάλη από τή μέση τό γυιό τού βεζύρη του από φόβο μήπως τό παιδί, σαν μεγάλωνε πολύ, ζητούσε νά έκδικηθή μιά μέρα τον άδικο -θάνατο τού πα τέρα του. Πέρασαν βουνά κι’ ερημιές μέ τον πιστό του υπη ρέτη, ώσπου μιά μέρα έφτασαν σ’ ένα απέραντο δάσος. Κατέ βηκαν λοιπόν από τό άλογό τους και στάθηκαν νά ξαποστά σουν στο μέρος αυτό. "Οπως καθόντουσαν άκουσαν ξαφνικά μιά δυνατή κραυγή. 'Έτρεξαν προς τό μέρος πού ακούστηκε ή δυνατή κραυγή κι' είδαν ένα γέρο πιασμένο σέ μιά παγίδα από αυτές πού βάζουνε γιά νά πιάσουνε ζώα. "Ένα πεινασμένο λιοντάρι ήταν έτοιμο νά τον κατασπαράξη. Ό πρίγκιπας ώρμησε τότε και μέ τό σπαθί του σκότωσε τό λιοντάρι καί γλύ τωσε τό γέρο. Αυτός τον ευχαρίστησε και τού ζήτησε νά γίνη γυιός του. Ήταν ένας μάγος πού ζούσε μοναχός του στον πύργο, μέσα στο βουνό. "Έτσι ό νέος έγινε γυιός του κι’ έζησε κοντά στον πατέρα του, πού τον αγαπούσε καί τον φρόντιζε πολύ. Λίγο πριν πεθάνη, τοΰ χάρισε μιά μπανιέρα. "Οταν πλε νόταν σ’ αυτή γινόταν πουλί, κι’ όταν ξαναπλενόταν γινόταν
ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΛΙ
13
3νθρα)πος πάλι. "Έτσι, μιά μέρα δ πρίγκιπας μαζί μέ τον υπη ρέτη του έγιναν πουλιά και πέταξαν ατό βασίλειο του κακού βασιλιά για νά τον εκδικηθούνε για το θάνατο του πατέρα του. Μά εκεί έμαθαν πώς ό βασιλιάς αυτός βρήκε την τιμωρία του από τον ίδιο του τό γυιό. Γυρίζοντας έπειτα από τή χώρα του κακού βασιλιά έφτασαν και στον τόπο του πατέρα τής πριγκίπισσας, όπου ό πρίγκιπας έμαθε για τή μεγάλη της ομορφιά και για τό δτι ό πατέρας της την κρατούσε κλεισμένη. Τήν είδε καί τήν έρωτεύθηκε. Τότε έβαλε τό αραπάκι γιά νά τής πή για τά κόκκαλα καί τον έμπορο νά τής πουλήση τό σπόρο τής στε νοχώριας. Τά αλλα ήρθαν έπειτα μόνα τους. Τέλος, έφτασαν στο παλάτι του πατέρα της πού μέ μεγάλη χαρά ξαναείδε τήν κόρη του πού πίστευε πώς δέν θά ξανά βλεπε. "Έδωσε τήν συγκατάθεσί του γιά τό γάμο κι’ (ονόμασε τον πρίγκιπα βεζΰρη του καί διάδοχό του. Οί γάμοι έγιναν μέ εξαιρετική μεγαλοπρέπεια. Μαζί έγιναν καί οι γάμοι τού υπη ρέτη τού πρίγκιπα μέ τήν όμορφη μαύρη. Ό πρίγκιπας έκανε τον υπηρέτη του βοηθό του κι’ ή πριγκίπισσα τήν όμορφη μαύ ρη ακόλουθό της. "Έτσι έζησαν ευτυχισμένοι δλοι μαζί. Τόση μάλιστα ήταν ή ευτυχία τού πριγκιπικού ζευγαριού, πού, όταν ό νέος βεζύρης καί διάδοχος τού θρόνου εύρισκε καιρό από τις πολλές υποθέ σεις τού κράτους, -πλενόταν μαζί μέ τήν πριγκίπισσα στή μα γική μπανιέρα καί γίνονταν κι’ οί δυο περιστέρια. Πετοΰσαν μαζί - μαζί στά δάση καί στους κήπους καί, καθισμένα στά δέντρα ή καί στή γή, τραγουδούσαν τή μεγάλη τους αγάπη καί ευτυχία. Άπό τυιε, όπως λένε τά βιβλία, τά περιστέρια, τό θηλυκό καί τ’ αρσενικό, σάν σμίξουν, δέν αποχωρίζονται ποτέ πιά τό ένα άπό τό άλλο καί, ταιριασμένα, ζευγαριστώ, μένουν ως τό θάνατό τους. ΤΕΛΟΣ (Άττόδοσι ς · Μίνου Ντοκόπουλου)
Ή ΑσντέΑΑα τής Βασίλισσας
Μια Σιειιρίίϊινα τηράβιαλε ,μιέσα όοπο νή θάλασσα ! Ε ΚΑΠΟΙΑ μακρυνή πολιτεία, ζοΰσε μια φο^ ρά κι’ εναν καιρό ενα κοριτσάκι πού τό λέγανε Στελλίνα. Ό πατέρας της είχε πεθάνει από καιρό καί ή μητέρα της βρισκόταν κατάκοιτη στο κρεβάτι από μια σοβαρή άρρώστεια, γιατί δεν είχε λεφτά νά πάρη φάρμακα και νά γιατρευ-
τή. Ή Στελλίνα, πού είχε άλλα εφτά μικρότερα άδελφάκια, ή ταν ή μόνη μέσα στο σπίτι πού μπορούσε νά δούλεψη για να τούς ταΐση. "Έτσι, τό καημένο τό κοριτσάκι δούλευε μέ υπομο νή από τό πρωί ως αργά τή νύχτα, γιατί ήξερε πώς από τά δικά της τά χεράκια θά ζούσε ή άρρωστη μανούλα της και τά μικρά της άδελφάκια. Τήν ημέρα ύφαινε στον αργαλειό καί, μόλις νύχτωνε, έπαιρνε τις βελόνες της κι’ έπλεκε όμορφες δαντέλλες. Κι’ όταν έφτανε τό Σάββατο, πήγαινε καί πουλού σε τά κεντήματα καί τις δαντέλλες στά καταστήματα τής πο λιτείας. Μ’ αυτό τον τρόπο ζούσε ολη τήν οικογένεια. Μά δσο κι’ άν δούλευε ή καημένη ή Στελλίνα, δεν κατάφερνε ούτε μέ ψωμί νά χορτάση τόσα στόματα. Πού νά βρή λεφτά γιά νά πάρη φάρμακα γιά τή δυστυχισμένη τή μητέρα της καί ρούχα καί παπούτσια γιά τ’ αγαπημένα της άδελφά κια, πού περπατούσαν ξυπόλητα καί μέ κουρελιασμένα ρούχα; Γιά ν’ άγοράση ολα αυτά τά πράγματα χρειαζόταν πολλά λε φτά καί άπό τή δουλειά της έπαιρνε τόσο λίγα, πού έφταναν ΐσα - ίσα γιά νά ζούν, — Τό καημένο τό κορίτσι!, έλεγαν κάθε τόσο οί γειτόνισσές της πού τήν έβλεπαν νά κάνη τόσες θυσίες γιά νά ζήση τή μητέρα της καί τ’ άδελφάκια της. Δουλεύει, δουλεύει, δουλεύει, όλες τις ώρες τής ημέρας, καί πολλές βραδιές δέν κοιμάται καί ξημερώνεται σκυμμένη πάνω στις βελόνες της, πλέκοντας δαντέλλες. Πότε θά σταματήση νά δουλεύη τό άμοιρο γιά νά ξεκουραστή κι’ αυτό λιγάκι; Κι’ όταν τής έλεγαν αυτά τά λόγια, ή Στελλίνα τούς απαν τούσε : — Κάποτε θά ξεκουραστώ κι’ εγώ. Τώρα όμως πρέπει νά δουλεύω, γιατί όλοι μέσα στό σπίτι άπό μένα περιμένουν νά τούς ζήσω. Καί δούλευε, δούλευε, χωρίς νά παραπονιέται, χωρίς νά πή ποτέ σέ κανέναν πώς κουραζόταν μέ τή δουλειά πού έκανε. Σέ ποιόν νά τό πή; Νά τά βάλη μέ τή μοίρα της; Μά ή Στελλίνα
13
Η ΔΑΝΤΕΛΛΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ
ήταν λογικό κορίτσι κι5 Ικανέ δσο μπορούσε υπομονή. Στην πολιτεία που ζούσε δλοι την έμαθαν σιγά - σιγά. —- Ξέρετε, έλεγε ό ένας στον άλλο, υπάρχει ένα κορίτσι στην πόλι μας πού το λένε Στελλίνα, πού δλη την ημέρα δεν βγαίνει καθόλου από τό σπίτι της καί κάθεται και υφαίνει στον αργαλειό για νά ταΐζη την άρρωστη μάνα της καί τά εφτά μικρά της άδελφάκια. Καλύτερο κορίτσι από τή Στελλίνα δεν υπάρχει πουθενά. Ό Θεός άς τό λυπηθή τό δυστυχισμένο καί ας τό κάνη νά ξανασάνη κτ αυτό κάποτε λιγάκι. Τά λόγια αυτά, από- στόμα σέ στόμα έφτασαν μια μέρα ως τό παλάτι καί τάκουσε ή βασίλισσα Ισαβέλλα. -— Είμαι περίεργη νά γνωρίσω αυτό τό κορίτσι πού τόσο πολύ τό παινεύει ό κόσμος, είπε στο βασιλιά. Μου λένε πώς είναι πολύ εργατικό καί πολύ σεμνό κορίτσι. Θά ήθελα νά τό γνώριζα για νά δώ άν δλα αυτά πού λέει ό κόσμος είναι α λήθεια. Καί διέταξε έναν αγγελιοφόρο νά τρέξη γρήγορα στο σπίτι τής Στελλίνας καί νά την φέρη στο παλάτι γιά νά την γνωρίση. "Έπειτα από μιά ώρα, ό αγγελιοφόρος χτυπούσε στην πόρ τα τής βασίλισσας, κρατώντας από τό χέρι ένα μικρό κορι τσάκι μέ κατάξανθα μαλλιά καί μέ δμορφα μεγάλα καί γαλανά μάτια. Ήταν ντυμένο πολύ φτωχικά, μά τά ρούχα της ήσαν καθαρά καί φρεσκοπλυμένα. Φορούσε σκισμένα παπούτσια, τά πόδια της δμως έλαμπαν από την καθαριότητα. Μόλις είδε τή βασίλισσα νά σηκώνεται από τό θρόνο της καί νά την πλησιάζη χαμήλωσε τό κεφάλι καί γονάτισε από σεβασμό. Ή βασίλισσα τής έκανε νεύμα νά σηκωθή καί την κύτταξε από την κορφή ώς τά νύχια. — Τί όμορφο καί τί ευγενικό κοριτσάκι!, εκανε κι5 έπειτα τής είπε: — Σέ κάλεσα στό παλάτι Στελλίνα, γιατί έχω ακούσει πολλά καλά λόγια γιά σένα. Μοΰ έχουν πή πώς κεντάς όμορφα
.Η ΑΑιΜΤΕΛιΛΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ
Η
καί πώς οί δαντέλλες, πού βγαίνουν από τά χέρια σου, είναι οι πιο όμορφες δαντέλλες της χώρας μας. Θάθελα λοιπόν νά σού δώσω μια παραγγελία. Σέ ένα μήνα θά γίνουν μεγάλες γιορ τές στο παλάτι, καί ή μοδίστρα μου ερραψε 2να ωραίο λευκό φόρεμα. Θέλω τώρα νά στολίσω τό φόρεμά μου με τις πιο α κριβές καί όμορφες δαντέλλες πού υπάρχουν καί, μιά καί σέ παινεύει τόσο πολύ ό κόσμος, τις δαντέλλες αυτές θά μου τις φτιάξης εσύ. Πρόσεχε όμως, Στελλίνα. Θέλω οί δαντέλλες πού θά μπουν στο φόρεμά μου νά είναι πλεγμένες μέ μιά κλωστή, πού νά μην ΰπάρχη σέ καμμιά δαντέλλα καί σέ κανένα άλλο ύφασμα, καί τό σχέδιό τους νά είναι τόσο δύσκολο πού νά μη μπορέση νά τό φτιάξη ποτέ, καμμιά άλλη υφάντρια στον κό σμο. Κατάλαβες λοιπόν πώς τή θέλω τή δαντέλλα; Κι’ ενώ ή Στελλίνα την κύτταζε μέ εκπληξι καί μέ απορία, ή βασίλισσα πρόστεσε: — "Αν μου πλέξης τή δαντέλλα όπως σου είπα, θά σου δώσω εκατό μεγάλα χρυσά φλουριά! «Εκατό χρυσά φλουριά! σκέφτηκε ή Στελλίνα καί ή καρ διά της χοροπήδησε από χαρά. Μέ εκατό χρυσά φλουριά μπο ρώ νά πάρω τά φάρμακα πού χρειάζεται ή μανούλα μου για νά γιατρευτή, ν’ αγοράσω ρούχα και παπούτσια για τ’ άδελφάκια μου καί για μένα καί νά περισσέψουν ακόμη για νά χτί σω ενα ολόκληρο παλάτι!» "Ομως, ήταν εύκολο νά πλέξη τή δαντέλλα πού τής ζητού σε ή βασίλισσα; Πού θά εύρισκε κλωστές πού νά μήν τις έ χουν χρησιμοποιήσει άνθρωποι, καί σχέδιο πού νά μή μπορούν νά τό φτιάξουν όσοι πλέκουν δαντέλλες; Ετοιμάστηκε κάτι νά πή στή βασίλισσα, μά εκείνη τη στα μάτησε λέγοντάς της: — Δέν πιστεύω νά μή μπορής νά μού φτιάξης τή δαντέλ λα πού σού ζήτησα! Ή Στελλίνα ντράπηκε ν’ άρνηθή. Κι’ έπειτα, ή σκέψι πώς θά κέρδιζε τά εκατό χρυσά φλουριά άν έπλεκε τή δαντέλλα τής
βασίλισσας, την ανάγκασε νά της ύποσχεθή: — Σέ τρεις μέρες, ή δαντέλλα θά είναι στα χέρια σας, βα σίλισσα μου!
ΤΑΝ εφθασε στο σπίτι της ή Στελλίνα βρήκε
Ο
τη φωτιά στο τζάκι σβησμένη, τή μητέρα της στο κρεβάτι νά τρέμη από τό κρύο και τά άδελφάκια της φωνάζουν δλα μαζί^ — Πεινάμε, Στελλίνα! Κρυώνουμε, άδελφούλα! * Αναψε μας τή φωτιά καί φέρε μας νά φάμε! Ή καρδιά τής δυστυχισμένης μητέρας τους σπάραζε από τον πόνο, καθώς τά έβλεπε νά πεινούν καί νά κρυώνουν έτσι, καί, κρύβοντας τό πρόσωπό της^ στο μαξιλάρι γιά νά μή την πάρουν είδη σι, άρχισε νά κλαίη σιωπηλά καί απαρηγόρητα. ΤΙ Στελλίνα σκούπισε κι’ αυτή κρυφά τά δάκρυά της, έπνιξε ενα λυγμό καί κάθησε χωρίς μιλιά μπροστά στον αργαλειό της νά δουλέψη. Μά ή σκέψι τής Στελλίνας έτρεχε άλλου απόψε. Σκε φτόταν πώς, άν μπορούσε νά πλέξη τή δαντέλλα πού τής πα~ ράγγειλε ή βασίλισσα, θά κέρδιζε τά εκατό χρυσά φλουριά, καί τότε δλοι μέσα στο σπίτι θά ήταν χορτάτοι, ντυμένοι, χα ρούμενοι κι’ ευτυχισμένοι. Μά πού νά εύρισκε τήν κλωστή, πού ήθελε ή βασίλισσα, καί τό δύσκολο σχέδιο; Στο τέλος, αφού είδε πώς δεν μπορούσε νά δουλέψη, ση κώθηκε από τον άργαλ,ειό, σκέπασε τή μητέρα της καλά μέ την κουβέρτα γιά νά μήν κρυώνη, φίλησε ενα - ένα τά εφτά της ά δελφάκια πού τήν κύτταζαν δλα μέ ενα βουβό παράπονο, καί βγήκε έξω. Πήρε τό δρόμο πού ώδηγούσε προς τή θάλασσα κι’ δταν έφτασε, άκολούθησε πλάι - πλάι τό κύμα, χωρίς ν? άφήνη ούτε στιγμή άπό τό νού της τά εκατό φλουριά πού τής έταξε ή βασίλισσα άν τής πήγαινε τή δαντέλλα. Καθώς δμως ήταν έτσι άφηρημένη, άκουσε μιά λεπτή φωνούλα νά τής λέη:
21
— Καλό μου κοριτσάκι, κάνε μου τη χάρι καί ρίξε με στη θάλασσα. Έσκυψε τότε περίεργη στα πόδια της και είδε πάνω στην άμμο ένα χρυσό ψαράκι. Αυτό το ψαράκι της είχε μιλήσει! — Μετά χαράς!, του απάντησε πρόθυμα ή Στελλίνα καί πιάνοντας τό ψαράκι μέ προσοχή στα χέρια της, τό πέταξε μακρυά, μέσα στον άφρό των κυμάτων. Δεν πρόλαβε νά κάνη ούτε ενα βήμα, όταν μέσα από τό κΰμα ακούστηκε τώρα μια άλλη φωνή, πού ήταν γλυκεία σαν τραγούδι. Γύρισε τό κεφάλι της καί είδε μια πεντάμορφη Σει ρήνα νά βγαίνη από τή θάλασσα. Ήταν τόσο όμορφη, πού ή Στελλίνα θαμπώθηκε καί άνοιξε διάπλατα τό στόμα της από τό θαυμασμό. — Καλό μου κοριτσάκι, τής είπε ή Σειρήνα καί κάθησε πάνω σ’ ενα βράχο πού βρισκόταν μέσα στη θάλασσα, έγώ είμαι τό χρυσό ψαράκι πού είχα βγή στην άμμο καί μ’ έρριξες στο κύμα. Είχα μεταμορφωθή σέ ψάρι για νά παίξω μέ τις άδελφούλες μου, μά ένα δυνατό κύμα μέ πεταξε έξω στην άμμο. 5Άν δεν βρισκόσουν εσύ θά πέθαινα έξω από τή θά λασσα. Πες μου, λοιπόν, τί δώρο θέλεις νά σού κάνω για νά σ’ ευχαριστήσω; Ή καρδιά τής Στελλίνας χτύπησε μέ τρελλή χαρά. — Εκατό χρυσά φλουριά θέλω!, βιάστηκε νά πή στή Σει ρήνα πού χτένιζε τεδρα τά ξανθά καί βρεγμένα της μαλλιά. — Εκατό χρυσά φλουριά; Καί τί νά τά κάνης τόσα πολλά; — Γιά ν’ αγοράσω φάρμακα τής μανού/.ας μ.ου, τής α πάντησε ή Στελλίνα. Είναι άρρωστη από καιρό καί δεν έχουμε λεφτά γιά νά τής πάρουμε τά φάρμακα πού χρειάζεται νά γίνη καλά. —- Τί άλλο θ’ άγοράσης; — Ψωμί καί φαγητά γιά τ’ άδελφάκια μου πού πεινούν, καί ρούχα καί παπούτσια γιατί είναι ολα τους ξυπόλητα. Θά τούς αγοράσω Ακόμη καί δώρα γιά νά έχουν νά παίξουν δλη
22
Η ΔΑΜΤιΕΆΛΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ
την ήμερα και νά γελούν ευτυχισμένα, όπως τά άλλα παιδάκια του κόσμου. Μια φυσαρμόνικα για τον Πέτρο, μια κούκλα για την Άννούλα, ένα βιβλίο για τό Γιώργο... Θέλω ν’ αγο ράσω κα'ι μια ωραία βελούδινη πολυθρόνα τής μανούλας μου για νά κάθεται τά βράδια και νά μάς λέει παραμύθια... — Και σύ; την διέκοψε ή Σειρήνα. Έσύ δεν θέλεις τίποτε; — "Όχι, εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτε, έκανε ή Στελλίνα. Αρκεί νά δώ τή μανούλα μου καλά και τ’ άδελφάκια μου χορτάτα καί χαρούμενα, και τότε θά χαρώ κι’ εγώ μαζί τους. — Μπράβο Στελλίνα! τής είπε τότε ή Σειρήνα πού ήξερε τό όνομά της. Είσαι ένα χρυσό κορίτσι κα'ι αξίζεις νά σέ βοηθήση κανείς. Γι’ αυτό κι’ εγώ, θά σου κάνο3 ένα δώρο πού αξί ζει εκατό χρυσά ηΑουριά. Θά σου δώσω τό σχέδιο νά πλέξης τή δαντέλλα πού σου ζήτησε ή βασίλισσα. Και λέγοντας αυτά, βούτηξε τό χέρι της στη θάλασσα κΓ έβγαλε ένα φύκι πού τά μπλεγμένα κα'ι τρυφερά του κλαδάκια είχαν φτιάξει ένα θαυμάσιο σχέδιο πού ούτε νά τό φανταστή άΥθρωπος μπορούσε. — Αυτό είναι τό σχέδιο τής δαντέλλας πού σου χρειάζεται, Στελλίνα!, τής είπε καί κάνοντας λίγα βήματα έφτασε κοντά της και τής τό έδωσε. — Τό σχέδιο είναι πολύ ώραιο, έκανε μέ θαυμασμό ή Στελ λίνα παίρνοντας τό φύκι πού τής έδωσε ή Σειρήνα. Πού θά βρώ όμως μιά κλωστή, πού μ’ αυτή κανείς ώς τώρα δεν έπλεξε δαντέλλα καί δεν κέντησε ύφασμα; — Μή στενοχωριέσαι γι’ αυτό Στελλίνα, την παρηγόρησε ή Σειρήνα χαμογελώντας. Τά ξανθά καί μακρυά σου μαλλιά θά γίνουν οί κλωστές πού θά πλέξης τή δαντέλλα σου. Υπάρ χει πιο ακριβή κλιοστή από τό χρυσάφι πού είναι πλεγμένες οί πλεξίδες σου; — Καί... καί τά βελόνια; τή ρώτησε ή Στελλίνα πού δέν μπορούσε νά κρύψη τή χαρά της μ’ αυτό πού τής έδωσε καί πού τής είπε ή Σειρήνα. Τά βελόνια ποιος θά μου τά δώση
Η ΔΑΗΤίΕΛΛΑ ΤΗΣ ΒΑΣ!ΛΙ ΣΣΑΣ
23
για νά πλέξω τή δαντέλλα μέ τά μαλλιά μου; —- Βελόνια δέν έχω νά σου δώσω, Στελλίνα, τής απάντη σε ή Σειρήνα. Ζήτησε τα από τά χελιδόνια κι* αυτά θά σου τά δώσουν. Κα'ι χωρίς νά πή τίποτε άλλο, πήρε μιά βουτιά και χάθη κε κάτω από τά κύματα.
ΣΤΕΛΛΙΝΑ αποφάσισε τώρα νά γυρίση στο σπίτι της. Ήταν τόσο χαρούμενη, πού στο δρό μο χοροπηδούσε, και δσοι την είδαν άναρωτήθηκαν καί είπαν: .«Τί νάχη ή ΣτελλΙνα καί χορεύει έτσι; Δέν σκέφτεται τή φτώχεια και τή στενοχώρια της;» Μόλις έφτασε στο σπίτι, πήρε χωρίς δισταγμό τό μεγά'ΐ: ψαλίδι, κάθησε μπροστά στον καθρέφτη, καί άρχισε νά κόβη τις ξανθές της π?ιεξίδες. «Χράπ, χράπ», και σέ λιγάκι ή ποδιά της γέμισε από τά χρυσά της μαλλάκια. — Στελλίνα: φώναξε ή μάνα της όταν την είδε. Τί σου ήρθε, Στελλίνα, καί κόβεις τά μαλλιά σου; —- Μην άνησυχής, μανούλα, τής απάντησε ή Στελλίνα χα μογελώντας. Τά βλέπεις αυτά τά μαλλάκια; ?Αξίζουν εκατό χρυσά φλουριά! Τό πιστεύεις μανούλα; Εκατό χρυσά φλουριά! — Δυστυχία μου!, έκανε ή άρρωστη γυναίκα καί αναστέ ναξε. Ή Στελλίνα έχασε τά λογικά της από την πολλή στενο χώρια! Θεέ μου, λυπήσου μας καί μή μάς βασανίζης άλλο πιά! Ή Στελλίνα χωρίς νά τής πή τίποτε, πλησίασε στο παρά θυρο καί κύτταξε έξω. Είδε μερικά χελιδόνια νά σπαθίζουν τον αέρα. Περίμενε μέ αγωνία μήπως τής δοόσουν τά βελόνια. Καί νά, πού δυο χελιδονάκια ξεχώρισαν από τά άλλα, καί φτάνοντας στο πρεβάζι τού παραθυριού, άφησαν, νά πέση από τό στόμα τους ενα φτερό. -■ Τά βελόνια μου! φώναξε τότε μέ ενθουσιασμό ή Στδλλί-
24
να. Νά τά βελόνια πού ζητούσα! Είναι φτιαγμένα άπό φτερά των χελιδονών! Χωρίς νά χάση καιρό ή Στελλίνα, άρχισε αμέσως τή δου λειά της. "Έβαλε μπροστά της τό φύκι για νά τό βλέπη καί, παίρνοντας τά δυο μικρά φτερά των χελιδονών γιά βελόνια, ά'ρχισε νά πλέκη μέ υπομονή κα'ι τέχνη τή δαντέλλα της. Δυο ολόκληρες ήμερες και δυό νύχτες δούλεψε συνέχεια ή Στελλίνα, χωρίς νά σηκωθή ούτε στιγμή από τήν καρέκλα της, χωρίς νά φάη και χωρίς νά κοιμηθή. Κι’ δταν τελεώσε είδε πως ή δαντέλλα της ήταν αληθινό αριστούργημα! Τή δίπλωσε μέ προσοχή καί, μιά καί δυό, ξεκίνησε γιά τό παλάτι. — Βασίλισσά μου, ή δαντέλλα σας είναι έτοιμη, τής είπε κάνοντας μιά ύπόκλισι. Ή βασίλισσα μόλις άπλωσε τή χρυσή δαντέλλα, έμεινε γιά μιά ώρα άφωνη, χωρίς νά μπορή νά πή ούτε μιά λέξι. Τόσος ήταν δ θαυμασμός της. Τήν κύτταζε, τήν ξανακύτταζε, σά νά μήν πίστευε στά μάτια της. Κι1 δταν' πιά τό πήρε άπόφασι πώς ή περίφημη αυτή δαντέλλα ήταν δική της, έδωσε στή Στελλί να δχι μόνο εκατό χρυσά φλουριά, αλλά διακόσια! Τής χάρισε ακόμη ένα ζεστό και δμορφο σάλι, πολλά φορέματα και στολί δια, καί μιά μεγάλη κούκλα πού περπατούσε κι’ άνοιγόκλεινε τά μαύρα της ματάκια. Άπό τήν ημέρα έκείνη στο σπίτι τής Στε?Λίνας βασίλευε ή χαρά και ή ευτυχία. ΤΙ μανούλα της έγινε γρήγορα καλά, καί τ’ άδελφάκια της είχαν φαγητά, ρούχα καί παιχνίδια γιά νά παίζουν. Καί ή Στελλίνα; ΤΙ Στελλίνα είχε τήν κούκλα της γιά νά παίζη, καί τον αρ γαλειό της γιά νά κεντάη. Γιατί, μ’ δλα τά πλούτη πού άπόκτησε ή Στελλίνα, τής άρεσε πάντα νά δουλεύη καί νά κερδίζη τό καθημερινό της μέ τά ίδια της τά χέρια. ΤΕΛΟΣ (Άπόδοσις: Πό-π; Στρατός}
Τ© Αωρο του I I I 1 4 η I ! ! ! 8 8 5 8 ! Β ! 3 3 9 ϋ I ϊ Β ϊ : 3 2 3 Β 3 1 ϊ Β 3 3 ! Π 3 5 I 3 I Β ί 5 ϋ ϊ 3 5 8 ί ! 5 5 ! ϊ 3 ί ? 8 3 ! 119 ! ί ί 8 3 8 ί 5 5 3 I ί ί 5 ί ί ί
ΡΙΝ από πολλά - πολλά χρόνια, ζούσε σέ μια μικρή πο λιτεία τής Όλλανδίας ένας παπουτσής πού τον ελεγαν Σκάλ. Τυχερός άνθρωπος, μά την αλή θεια αυτός ό Σκάλ! Εί χε ενα πολύ δμορφο σπι τάκι μέ μεγάλο κήπο, μια λιμνούλα γεμάτη α πό όλόπαχες πάπιες κα'ι χήνες κα'ι μια νέα κι’ Ο μορφη γυναίκα πού την ελεγαν Άνίτσε. "Όσο για τη δουλειά του, πή γαινε περίφημα. Καθώς δεν υπήρχε άλλος πα πουτσής στην πόλι, τό Μια πβλώφΐΐια γα-λοπτούλα ψηνόταν στο φούρνο \ μαγαζί τού Σκάλ ήταν πάντα γεμάτο από πελάτες και τά παπούτσια πού έφτιανε ήταν τόσο γερά και ωραία, πού ακόμα κι’ από τά τριγύρω χωριά έρχονταν νά αγοράσουν παπούτσια από αυτόν. Ό Σκάλ ήταν πολύ ευτυχισμένος, γιατί ήταν τίμιος, κα λός κα'ι τον αγαπούσαν δλοι. "Ενας μονάχα δεν τον χώνευε και ήθελε τό κακό του. Ό χοντρο - Ρόλσεν, ένας πολύ πλούσιος κα'ι φιλάργυρος γέρος, πού ήταν καί Δήμαρχος. Τον καιρό πού ό Σκάλ ήταν ακόμα φτωχός παπουτσής, πριν νά παντρευτή α κόμα, ό χοντρο - Ρόλσεν αγαπούσε την όμορφη Άνίτσε καί ή θελε νά την παντρευτή. Την αγαπούσε δμως την Άνίτσε καί ό
ΤΟ ΔΟΡΟ ΤΟΥ ΑΗ-βΑΣΙΛΗ
Σκάλ. Φαντασθήτε λοιπόν τή μανία του Ρόλσεν, όταν ή 3Ανίτσε, αντί νά πάρη έκεΐνον μέ τά τόσα πλούτη του, προτίμησε νά παντρευτή τόν φτωχό Σκάλ. Ό θυμός του και ή ζήλεια του ήταν τόσο μεγάλος, πού γιά μέρες πολλές δέν ήθελε ούτε νά φάη ούτε νά κοιμηθη. Σιγά - σιγά δμίος ί] στενοχώρια τού πέ ρασε καί τόν επιασε μιά φοβερή κακία. 'Ωρκίσθηκε λοιπόν νά έκδικηθη τόν Σκάλ κι’ από τότε περίμενε την κατάλληλη ευ καιρία. Τό πράγμα ήταν αρκετά δύσκολο δμως, γιατί ο παπουτσής, από την ημέρα πού παντρεύτηκε την Άνίτσε, δλο και καλύτε ρα πήγαινε. Σέ λίγο καιρό ό καλός Θεός τούς έδωσε καί τρία παιδάκια καί ό Ρόλσεν, πού είχε γίνει στο μεταξύ Δήμαρχος, εβράζε από τό κακό του. Έπί τέλους, ύστερα από αρκετόν καιρό, ήρθε μιά ιδέα στο Δήμαρχο καί τό πρόσωπό του γέλασε μοχθηρά. Σηκώθηκε μιά καί δυο καί πήγε στο σιδερά καί τού παράγγειλε νά τού κόψη από μιά λαμαρίνα μερικά κομματάκια σίδερα, μέ τρύπες. Κι’ όταν τά πήρε, έβαλε απέξω από τό σπίτι του μιά πελώρια ταμπέ?Λα, πού έγραφε πώς εκεί πουλούσαν πέταλα γιά τά πα πούτσια. Ένας - δυο στην αρχή, δέκα ύστερα καί σέ λίγο δλος ό κόσμος έτρεξαν ν’ αγοράσουν πέταλα. Οί άνθρωποι περπα τούσαν τώρα στούς δρόμους κοκ τά πεταλοομένα παπούτσια τους έκαναν φοβερό θόρυβο. Αλλά τί τούς ένοιαζε; Μιά φορά, μέ τά πέταλα, οί σόλες δέν έλυωναν πιά. Μ’ ένα ζευγάρι πα πούτσια περνούσε τώρα καθένας πολύν καιρό. Κι’ έτσι, οί δου λειές τού κακομοίρη τού Σκάλ άρχισαν νά μην πηγαίνουν κα θόλου καλά. Στο μαγαζί του, είναι ζήτημα άν έμπαινε πιά έ νας πελάτης τήν ημέρα. Ή Σκάλ κι’ ή γυναίκα του, ωστόσο, δέν έχασαν τό θάρ ρος τους. Μιά καί δέν μπορούσαν νά πουλήσουν πολλά παπού τσια, σκέφθηκαν τί άλλο θά μπορούσαν νά κάνουν. Κι’ αποφά σισαν ν’ αρχίσουν νά πουλάνε τά αυγά από τις πάπιες καί τίς
ΤΟ ΑΩΡΟ ΤΟΥ ΑΗ- ΒΑΣΙΛΗ
27
χήνες τους. Ήταν περίφημα, μεγάλα και φρέσκα τά αυγά του Σκάλ. Καί, σέ λίγον καιρό, ό εργατικός παπουτσής, που είχε γίνει τώρα και αύγουλάς, ήταν καί πάλι ευτυχισμένος. "Ολος δ κόσμος αγόραζε τά αυγά του καί μέ τά λεφτά πού έβγαζε όχι μονάχα ζούσε καλά μέ την οικογένειά του, αλλά καί μά ζευε λεφτά, πού τά έκρυβε σέ μιά παλιά τσαγέρα. Ό χοντρο - Ρόλσεν πήγαινε νά σκάση. ’Άρχισε νά βασανίζη πάλι τό μυαλό του γιά νά βρή άλλον τρόπο νά κάνη κα κό στον Σκάλ. Καί γρήγορα τό κατάΓρερε. Σαν Δήμαρχος πού ήταν, διέταξε ν’ ανοίξουν έναν και νούργιο δρόμο. Καί τον έβα?ιε νά περάση καταμεσίς από τή λί μνη τού Σκάλ! Πήγαν λοιπόν οί μηχανικοί, αδέιασαν τή λί μνη κι’ ό φουκαράς ό Σκάλ υποχρεώθηκε νά πουλήση τις πά πιες καί τις χήνες του. Καί, σάν νά μην έφτανε αυτό τό κακό, μερικές μέρες αργότερα, τό βραδάκι πού δ Σκάλ, καθισμένος μπροστά στο τζάκι κάπνιζε στενοχωρημένος τήν πίπα του, χτυ πάει ή πόρτα καί μπαίνουν μέσα τρεις από τό Συμβούλιο τής Δημαρχίας. — Καλησπέρα, μάστρο - Σκάλ, τού είπαν. Ήρθαμε γιά νά μάς πληρώσης πενήντα λίρες! — Πενήντα λίρες; έκανε κατάχλωμος ό φουκαράς δ παπου τσής. Καί γιατί; — Γιατί ό καινούργιος δρόμος περνάει μέσα από τό κτή μα σου, καί έσύ πρέπει νά πληρώσης γιά νά φτιαχτή, τού α πάντησαν. Πενήντα λίρες! "Οσα λεφτά σχεδόν είχε μαζέψει μέσα στήν παλιά τσαγέρα! Τί νά κάνη δμως; Ήταν αναγκασμένος νά πληρώση. Τώρα, δ Σκάλ καί ή Άνίτσε ήταν υποχρεωμένοι νά δου λεύουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά γιά νά μπορούν νά τρώνε καί νά ντύνωνται. Καί, όπως ήσαν εργατικοί κι’ οί δυό τους, άφού δέν είχαν πιά τά αυγά, άρχισαν νά πουλάνε τά λα χανικά πού καλλιεργούσαν στον κήπο τους. Καί πολύ γρήγο
28
Τ·0 ΔΟΡΟ ΤΟΥ ΑΗ - ΒΑΙΙΛΗ
ρα, άρχιζε ή τσαγέρα νά γεμίζη πάλι. Ήρθε όμως πάλι δ κακόγερος ό Ρόλσεν κι’ έβαλε νά φτιά ξουν άλλον ένα δρόμο, πού περνούσε τώρα από τον κήπο τού Σκάλ. II άνε τά λαχανικά, πάνε και τά λεφτά τής τσαγέρας. Καί από τότε, αυτό γινόταν διαρκώς. Κάθε φορά πού ό καη μένος ό Σκάλ εύρισκε κάποιον τρόπο νά κερδίζη μερικά χρή ματα, ό απαίσιος Δήμαρχος έβαζε νά φτιάξουν έναν ακόμα δρόμο, πού πάντα περνούσε από τό κτήμα τού Σκάλ καί πού πάντα ό Σκάλ τον πλήρωνε. Πριν πέραση πολύς καιρός ό Σκάλ αναγκάστηκε νά πουλήση τό ωραίο του σπίτι καί έμενε τσ>ρα σε μια φτωχική κα λύβα. Ό κακός γέρο - Δήμαρχος ήταν τώρα ευχαριστημένος. Χό ρευε από τή χαρά του βλέποντας πόσο είχε ξεπέσει δ Σκάλ. Νά μάθη, έλεγε μέσα του, πώς δεν μπορούσε νά τά βάλη μέ μένα!
ΡΙΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ τής Πρωτοχρονιάς, την
Τ
ώρα πού δ κυρ - Δήμαρχος έτρωγε τό πλούσιο δείπνο του, ό Σκάλ καί ή Άνίτσε καί τά παιδάκια τους κάθ ταν μαζεμένοι μπροστά στο τζάκι στην καλυβούλα τους. Έδώ καί αρκετήν ώρα είχαν ρίξει στή φωτιά τό τελευταίο κού τσουρο πού τούς είχε άπομείνει καί τώρα κι’ αυτό είχε καή πια καί δεν έβγαζε παρά ελάχιστη ζέστη. Τό ντουλάπι τους ήταν εντελώς άδειο καί αφού έφαγαν τό ψωμοτύρι τους, δεν έμενε ούτε ψίχουλο. Πολύ φτωχή Πρωτοχρονιά εκείνο τό χρόνο! Ούτε μεγάλη χαρούμενη φωτιά, ούτε ωραία φαγητά καί γλυ κά, ούτε δώρα! Απ’ ό'λα τά πράγματα πού είχαν, μονάχα δύο άπόμεναν. Τό ένα, ήταν ένα Ευαγγέλιο πού τό είχε δ Σκάλ άπό την μητέ ρα του. Ήταν δεμένο μέ ωραίο δέρμα καί ατά έξώφυλλά του είχε καρφωμένα ασημένια στολίδια, Ό Σκάλ σκέφτηκε για
ΤΟ ΑΩΡΟ ΤΟΥ ΑΗ- ΒΑ2ΙΛΗ
§
μια στιγμή νά βγάλη τά ασημένια στολίδια καί νά πάη νά τά πουλήση. Θά έπαιρνε αρκετά λεφτά γιά νά μπόρεση νά πάρη μερικά φαγητά και γλυκά γιά την Πρωτοχρονιά. Αλλά ή Άνίτσε δεν τον άφησε. Ήταν αμαρτία, εΐπε, νά πουλήσουν τά στολίδια του Ευαγγελίου. Καλύτερα νά μείνουν νηστικοί, παρά νά φάνε πουλώντας τά στολίδια τού Ευαγγελί ου. "Έμενε τό άλλο πράγμα. Κι’ αυτό, ήταν μιά θαυμάσια πα λιά ολλανδική πίπα από πολύτιμο ξύλο μέ ασημένιο καπάκι. Ήταν μιά πίπα πού ό Σκάλ τήν αγαπούσε πολύ και τήν είχε γιά γούρι. Επειδή, όταν ήταν μικρός ακόμα, λίγο μετά πού είχε μείνει ορφανός, τήν είδε βρή μέσα στά παπούτσια του μιά παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ποιος τήν είχε βάλει; Ό Σκάλ δεν ήξερε. Πίστευε δμως πώς τού τήν είχε αφήσει ό ίδιος ό "Αγι ος Βασίλης. Εκείνο τό βράδυ, λοιπόν, σκέφτηκε νά πουλήση τήν πίπα του, μ’ δλο πού μάτωνε ή καρδιά του στή σκέψι πώς ή ωραία εκείνη πίπα θά περνούσε σε ξένα χέρια. Τί νά κάνη δμως; Παρά νά μένανε τά παιδάκια του νηστικά τέτοια μέρα, καλύ τερα νά έχανε εκείνος τήν πίπα του. "Έσκυψε λοιπόν στή με γάλη κασέλλα καί τήν έβγαλε. Τήν ίδια στιγμή, ή πόρτα τής καλύβας άνοιξε καί στο δω μάτιο ώρμησε δ κρύος αέρας. "Ενας ξένος στεκόταν στο κα τώφλι καί χωρίς νά διστάση μπήκε μέσα κι’ έκλεισε τήν πόρ τα. Ήταν γέρος. "Έτσι τουλάχιστον έδειχναν τά άσπρα του γένεια. Καί φαινόταν νά έρχεται από πολύ μακρυά. Τά ρούχα του ήταν πασπαλισμένα μέ χιόνι καί από τά πυκνά του φρύδια καί τά γένεια του κρέμονταν κρύσταλλα. — Μπρρ-ρ: Τί κρύο είναι αυτό, έκανε ό παράξενος γέρος μόλις μπήκε. Κι’ ενώ χτυπάνε στήν πόρτα σας, εσείς ούτε κου νηθήκατε γιά ν’ ανοίξετε, πρόσθεσε θυμωμένα. "Έτσι φέρνον ται στούς ξένους, μιά τέτοια νύχτα; Ό Σκάλ καί ή Άνίτσε ούτε ν’ ανοίξουν τό στόμα τους
30
ΤΟ ΔΏΡΟ ΤΟΥ ΑΗ - ΒΑΣ ΙΛΗ
δεν μπόρεσαν. Τόσο χαμένα τά είχαν. Και τά μικρά είχαν τρυ πώσει τρομαγμένα κάτω από τό κρεβάτι καί κότταζαν τόν ε πισκέπτη μέ τά ματάκια τους ορθάνοιχτα. — Εμπρός, έμπρός! φώναξε ό παράξενος γέρος πού έδει χνε νά θυμώνη δλο και πιο πολύ. Τί κάθεστε έτσι; Ρίχτε του λάχιστον κανένα κούτσουρο στη φωτιά νά ζεσταθώ. Δέν βλέπε τε πώς είμαι παγωμένος; — Μέ... συγχωρήτε, είπε επί τέλους ό Σκάλ βρίσκοντας τή μιλιά του. Μέ συγχωρήτε, αλλά δέν υπάρχει άλλο κούτσου ρο γιά νά ρίξουμε στη φωτιά. Καθήστε, δμως κοντά στο τζά κι, νά ζεσταθήτε μέ δση φωτιά υπάρχει. — Δέν υπάρχουν άλλα ξύλα; φώναξε πιο θυμωμένος ό γέ ρος. Νά στείλης τότε ένα μικρό στην αποθήκη νά φέρη. Τί κάθεσαι; — 3Άχ κύριε, είπε ή Άνίτσε τότε. Μακάρι νά είχαμε έστω κι’ ένα κούτσουρο στην αποθήκη. Αμέσως θά έστελνα νά τό φέρουν τά παιδιά γιά νά ζεσταθήτε. Αλλοίμονο δμως! Αυτό ήταν τό τελευταίο. Δέν έχουμε τίποτ’ άλλο νά ρίξουμε στη φω τιά. — Χμ!, έκανε θυμωμένα ό γέρος. Πολύ άσχημο αυτό. Νά μην έχετε άλλα ξύλα. Αλλά πρέπει νά ζεσταθώ. Παγώνω σάς λέω! Καί την ίδια στιγμή, έπιασε τό μπαστούνι του, τό άκούμπησε πάνω στο γόνατό του, τό έσπασε σέ τέσσερα - πέντε κομμάτια καί τά πέταξε στη θράκα τού τζακιού. Την ώρα δμως πού τά κομμάτια τού μπαστουνιού άγγιξαν τή φωτιά, έγινε κάτι απίστευτο. Κάθε κομμάτι, μεταμορφοοθηκε σ’ ένα πελο^ριο κούτσουρο. Κι’ αμέσως, ή φωτιά ζωντά νεψε καί τό δωμάτιο φωτίστηκε χαρούμενα από τις μεγάλες φλόγες πού χοροπηδούσαν. — Τώρα μάλιστα!, μουρμούρισε ό παράξενος γέρος. Νό μιζα πώς θά γινόμουν ολόκληρος ένα κομμάτι κρύσταλλο. Έτριψε τά χέρια του καί γύρισε στην Άνίτσε.
ΤΟ ΔάΡ Ο ΤΟΥ ΑΝ - ΒΑΧ 1ΑΗ
31
— Και τώρα, δεν πιστεύω νά σκοπεύετε νά μ’ άφήσετε νά πεθάνω τής πείνας!, φώναξε. Γιατί δέν μου βάζετε νά φάω; Είμαι νηστικός από τό πρωί Τά μάτια τής Άνίτσε γέμισαν δάκρυα. — ’Άχ κύριε, είπε, οποίος και άν εΐσαστε, θά ήμουν πολύ ευτυχισμένη άν είχα νά σάς δώσω κάτι νά φάτε. Αλλά δέν έ χουμε τίποτα. Τίποτα απολύτως. Ούτε ενα ψίχουλο. Τό τελευ ταίο μας ψωμοτύρι τό φάγαμε εδώ καί μία ώρα! — Σαν δέν ντρεπόσαστε λέω εγώ, έκανε ό γέρος, θυμωμέ νος στά γερά τώρα. Σάς ζητάω φωτιά, καί λέτε πώς δέν έχε τε ξύλα. Σάς λέω νά μου βάλετε νά φάω καί, ενώ περπατούσα ολη μέρα στά βουνά νηστικός καί πεινασμένος, μέσα στη βρο χή καί στο χιόνι, μού λέτε πώς δέν έχετε ούτε ψωμί νά μού δώ σετε. Ένώ εγώ ξέρω πώς τό ντουλάπι είναι γεμάτο από Χρι στόψωμα, τσουρέκια, κουλουράκια, γλυκά καί φρούτα! Κι’ άν αυτό πού μυρίζω νά ψήνεται στο φούρνο δέν είναι γαλοπούλα, έγώ νά φάω τά γένεια μου! ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΦΑΓΗΤΑ ΩΡΙΣ νά τό καλοσκεφτούν, ό Σκάλ ή Άνίτσε καί τά παιδιά μύρισαν τον αέρα. Περίεργο πράγμα! Στ’ αλήθεια μύριζε γαλοπούλα. Γαλοπούλα παραγεμιστή! Ή μουρουδιά έβγαινε από τό φούρνο καί γέμιζε τό δω μάτιο. Έρριξαν μιά ματιά στο ντουλάπι. Τά ράφια λύγιζαν φορτωμένα από ψωμιά καί κουλούρια καί τσουρέκια καί κάθε λογής ωραία πράγματα! Ακόμα καί ή κανάτα τού νερού, ήταν γεμάτη ώς επάνω από ωραίο κεχριμπαρένιο κρασί! — "Άντε! Τί καθόσαστε καί χαζεύετε; φώναξε ό παράξε νος γέρος. Δέν βλέπετε πώς είμαι πεθαμένος τής πείνας; Φέρ τε μου νά φάω γρήγορα! Δέν έχετε φαΐ, λέει! Έδώ έχει γιά νά φάη ένας στρατός. Εμπρός βάλτε τή γαλοπούλα στο τραπέζι. Μήν ξέροντας άν έπρεπε νά χαροΰν ή νά φοβηθούν, ό
%2
ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΑΗ-ιβΑ11ΑΗ
Σκάλ καί ή Άνίτσε έστρωσαν τό τραπέζι καί τό τράβηξαν κον τά στο τζάκι. "Άνοιξαν υστέρα την πόρτα του φούρνου καί τί νά δούνε! Μία πελώρια ροδοψημένη γαλοπούλα καί ένα ταψί μέ κρεατόπιττα! Βλέποντας τό πλούσιο τραπέζι, τά παιδιά ξέχασαν κι’ ε κείνα τό φόβο τους. Κάθησαν στις καρεκλίτσες τους κι’ έπε σαν δλοι μέ τά μούτρα στο φαΐ. Αλλά κανένας δεν έφαγε τό σο πολύ δσο δ παράξενος γέρος. Πάνω από πέντε φορές ζή τησε νά τού ξαναγεμίσουν τό πιάτο του. Καί παράξενο πρά γμα. Ένώ δλες οι γαλοπούλες έχουν δύο πόδια μονάχα, εκείνη έκει, θά έλεγες πώς έβγαζε καινούργια κάθε φορά πού δ γέ ρος άπλωνε τό πιάτο του. Αφού επί τέλους δ επισκέπτης χόρτασε καί τά κουμπιά τού γιλέκου του πήγαιναν νά σπάσουν από τό φούσκωμα τού στομαχιού του, ή Άνίτσε σήκωσε τό τραπέζι καί δ γέρος κούμπησε στη ράχη τής καρέκλας του. Τώρα πιά, δέν ήταν θυ μωμένος. Πήρε τά παιδιά στα γόνατά του καί τά χαΐδεψε καί κάθησε παραπάνω από μιάν ώρα κουβεντιάζοντας μέ τον Σκάλ καί την Άνίτσε καί λέγοντας τους παράξενες ιστορίες γιά μά κρυνες χώρες, χωρίς δμως ούτε μιά φορά νά τούς πή ποιος ήταν. Μόλις τό ρολόϊ χτύπησε δώδεκα, δ παράξενος γέρος σηκο> θηκε. — Πρέπει νά φύγω τώρα, φοόναξε. Σάς ευχαριστώ γιά τό ωραίο φαγητό πού μού δώσατε καί γιά την καλή σας παρέα. Πλησίασε στήν πόρτα κι’ έβαλε τό χέρι του στην μπετού για. -— Ποτέ νά μην πουλήσης την πίπα σου, φώναξε τού Σκάλ. Την ίδια στιγμή, δ αέρας μπήκε από την καμινάδα στο τζάκι, καί τό δωμάτιο γέμισε καπνό. Καί πριν δ Σκάλ καί ή Άνίτσε προφτάσουν νά σκουπίσουν τά μάτια τους πού είχαν δακρύσει από τον καπνό, δ γέρος άνοιξε την πόρτα, βγήκε καί
ΤΟ ΑΩΡΟ ΤΟΥ ΑΗ -ΒΑΣΙΛΗ
33
εφυγε χωρίς ούτε «γειά σας» νά τούς πή. Τό πρωί, ό Σκάλ ξύπνησε από δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του. Κύτταξε από τό παράθυρο και τί νά δή! Άπό έ'ξω ήταν ό Δήμαρχος κι’ ένα σωρό στρατιώτες. — Ήρθαμε νά σέ πιάσουμε, φώναζαν. Είσαι μάγος! Ό φουκαράς δ Σκάλ, δεν μπορούσε νά καταλάβη τίποτα. Γιατί τον έλεγαν μάγο; Αυτός ήταν παπουτσής. — Εμπρός, μούγγρισε ό Δήμαρχος. "Άνοιξε μας την πόρ τα. Δεν θέλουμε μάγους στην πόλι μας! "Άνοιξε αμέσως! Ό Σκάλ, μή ξέροντας τί νά κάνη, κύτταξε γύρω του. Κι’ έμεινε κατάπληκτος! Ή φτιοχή καλύβα είχε έξαφανισθή. Στε κόταν στο χώλ ενός μεγάλου σπιτιού. Στους τοίχους κρέμον ταν μεταξωτά παραπετάσματα κα'ι στο πάτωμα ήταν στρωμέ να παχειά χαλιά. Θαυμάσια έπιπλα στόλιζαν τό σπίτι. Και οι μπουφέδες ήταν γεμάτοι άπό ασημικά! Ξανάσκυψε στο παρά θυρο και κύτταξε έξω. Γύρω άπό τό σπίτι, απλωνόταν ενα πε λώριο πάρκο και ωραίοι κήποι! — Άνοιξε είπα!, φώναξε δ Δήμαρχος. "Άνοιξε έν δνόματι τού νόμου. Ήρθαμε νά σέ πιάσουμε γιά νά σέ πάμε φυλα κή, όπως σοΰ άξίζει,παλιομάγε! Ό Σκάλ άνοιξε την πόρτα, και χύθηκαν μέσα οι στρατι ώτες. — Άχά, ξεφώνισε ό Ρόλσεν μέ τό πρόσωπό του κατακόκκινο άπό θυμό. Πιάστε τον! Πιάστε τον! Είναι φοβερός μά γος! "Όχι μονάχα μεταμόρφωσε την καλύβα του σέ μέγαρο, άλλά και τις κασέλλες του τις γέμισε μέ χρυσάφι! Καί, μπροστά στον κατάπληκτο Σκάλ, δ Δήμαρχος σήκω σε τό σκέπασμα μιάς κασέλλας. Ήταν ώς επάνω γεμάτη χρυ σά νομίσματα. — Κλέφτη! Ληστή!, φώναξε δ Ρόλσεν μέ μανία. Θά σέ βάλω φυλακή! Θά σέ κρεμάσω! Θά σέ.... Οί φωνές του κόπηκαν ξαφνικά, γιατί δυο άόρατα χέρια τού έκλεισαν τό στόμα. "Άλλα άόρατα χέρια, τήν ίδια στιγμή,
34
ΤΟ ΔΟΡ-Ο ΤΟΥ ΑΗ - ΒΑΣΙΛΗ
άρπαξαν τούς στρατιώτες κι* αμέσως τά χαστούκια καί οι γρο θιές άρχισαν νά πέφτουν βροχή πάνω στον Δήμαρχο καί τούς ανθρώπους του. — ’Ώχ! 37Αχ! Μανούλα μου! Φτάνει!, φώναξε έξαλλος α πό φόβο και πόνο ό Δήμαρχος. Άλλα τό ξύλο συνεχιζόταν. ΟΙ στρατιώτες κι’ ό χοντρό Ρόλσεν τσακίστηκαν ποιος νά πρωτοβγή έξω από τό σπίτι τού Σκάλ. Άλλα τά αόρατα χέρια τούς κυνήγησαν κι’ εκεί κα'ι συνέχισαν τό ξυλοκόπημα. Τούς κυνη γούσαν αδιάκοπα δέρνοντάς τους αλύπητα, καθώς εκείνοι έ φευγαν τρέχοντας έτσι, πού τά πόδια τους χτυπούσαν στην πλάτη, ιός πού βγήκαν από την πόλι κα'ι πήραν τά βουνά, κυ νηγημένοι πάντα από τά αόρατα χέρια. Άπό εκείνη την ήμερα κανένας δεν ξαναείδε τον κακό Δήμαρχο Ρόλσεν μέ τή μαύρη καρδιά. Ό Σκάλ και ή οικογέ νεια του εζησαν ευτυχισμένοι στο καινούργιο τους σπίτι καί πο τέ πιά δέν τούς έλειψε τό φαΐ και ή ζεστασιά. Πώς ε!χαν γί νει δλα αυτά, δέν ήξεραν. Τό μόνο πού βρήκαν, ήταν ένα ση μείωμα ριγμένο κάτω άπό την πόρτα, πού έγραφε: — Μήν πουλήσης ποτέ την πίπα σου! ΤΕΛΟΣ (Άπόδοσις: Μίλτου Κοονσήζ)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΣ ΛΕΚΚΑ 22
(υπόγειον)
— ΑΘΗΝΑ!
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΕΜΟΑΟΥΡΑΣ, ΟΙΚΟΝ. Δ)Σ IΣ: Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ δ
ΰ·» αρρχ.
2
ΠΑ ΡΑΜΥΘΙΑ Μ
• V * ϊ;,,
Άπό τήν ήμέρα πού μπήκε τό στοιχειό στό σπί τι του, ό χωριάτης χέμισε χρυσάφι καί πλούτη!
ΓΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ *»*»*βίΙβΒΪΙΙ*ΪΒΒ!1ϊ*ΒΪΒΕΒΕΒ38β8«ϋ0ΒΒΒΒΚΗΒΒΒΒΠΟβΒ8ΒηΠΒΟΒΙ1ΟΕΕΒΒΒ§Β!18ΒΟΒΕ98Ββ38ΒΒΒβΒΒ8ΙΙ8
Τό μα Ορο πετεινάρι χυιμηισε πάτε έττάνω τους ! ΟΜΑΣΤΡ0 - Πυσκατσέκ, ήταν ένας από τούς πιο πλούσιους καί, ίσως ό πιο πλούσιος νοικοκύ ρης στο μεγάλο χωριό τής Κωστάνιας. Τά χωράφια του και τά λειβάδια του έφταναν πέρα από οσο μπορούσε νά δή τό μά τι, τά κοπάδια του από πρόβατα, αγελάδες και γουρουνόπου λα ήσαν αμέτρητα, οί αποθήκες του ήσαν γεμάτες από γενήματα κα! άλλα φαγώσιμα πού δεν χώραγε πια μέσα ούτε σπυ ρί, τό σπίτι του ήταν μεγάλο καί καλοφτιαγμένο, καί ή γυναί κα του μέ τίς παρακόρες της δεν πρόφταιναν νά γνέθουν τό μαλλί πού τούς έφερναν στο σπίτι κάθε έποχή κουρέματος οι βοσκοί. Μ’ δλα αυτά τά πλούτη του ωστόσο, δ μάστρο - Πυσκατσέκ δεν ήταν ικανοποιημένος. "Όσο περισσότερα μάζευε, τόσο πιο πολλά ήθελε, σαν τό μεθύστακα πού οσο πιο πολύ πί
4
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
νει τόσο περισσότερο διψάει, &ς πού νά πέση αναίσθητος κά τω από τό τραπέζι. Άπό τό πρωί δς τό βράδυ, δεν καθόταν ούτε στιγμή. "Ετρεχε πάνω - κάτω, για νά έπιβλέπη τούς έρ~ γάτες καί τούς υποτακτικούς του, τούς ανάγκαζε νά δουλεύουν σκληρά, καί, δχι μονάχα δεν τούς πλήρωνε δσο έκανε ό κόπος τους, άλλα και τό φαΐ, πού είχαν συμφωνήσει νά τούς δίνει, κύτταζε νά είναι δσο πιο λίγο και χαλασμένο μπορούσε. Πή γαινε ατούς φούρνους τού χωριού και αγόραζε γιά μερικές δε κάρες τό μπαγιάτικο μουχλιασμένο ψωμί, μάζευε δλα τά παλιόχορτα από τά λειβάδια και τά Εφτιαχνε σούπα, και μόνο κά θε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα έβαζε, μέ πόνο ψυχής, νά σφάζουνε τό πιο αχαμνό και άρρωστημένο άρνι γιά νά δώση σε δλους από ένα κόκκαλο νά γλύψουνε. Ό μάστρο - Πυσκατσέκ ήταν λ,οιπόν φοβερά φιλάργυρος καί σκληρός καί, δταν, κάθε νύχτα, έπεφτε στο κρεβάτι του, δεν μπορούσε νά κοιμηθή, παρά βασάνιζε τό μυαλό του νά βρή κάποιον τρόπο νά κερδίζη περισσότερα λεφτά νά γί.νη ακόμα πιο πλούσιος από δσο ήταν. 'Ένα βράδυ λοιπόν, καθώς στριφογύριζε άγρυπνος στο στρώμα του, τού ήρθε μιά ιδέα. Και την άλλη μέρα, πρωΐπρωΐ, καβάλλησε τό άλογό του και ξεκίνησε, χωρίς νά πή στη γυναίκα του πού πήγαινε. Είπε μονάχα πώς θά κατέβαινε στην πόλι γιά δουλειά του. Αυτός δμως, μόλις απομακρύνθηκε από τό σπίτι του τόσο, δσο νά μην τον βλέπουν, γύρισε τό άλογό του και τράβηξε κατά τό βουνό, εκεί πού, σ’ ένα σκοτεινό και μακρυνό φαράγγι, μέσα σε μιά σπηλιά, έμενε ή Γκορίκ, μιά ξακουστή μάγισσα, πού δλοι λέγανε πώς είχε στενές φιλίες μέ τό διάβολο και κάθε Σαββατόβραδο, τά μεσάνυχτα, καβαλλούσε τή σκούπα της καί πήγαινε στο συνέδριο των μάγων, πέρα σέ μιά κορυφή των Καρπαθίων, δπου ερχότανε κι* ό αφέντης τους δ διάβολος γιά νά τούς -δώση δδηγίες. Ό μάστρο - Πυσκατσέκ, άφοΰ περπάτησε πολλές ώρες, έφτασε έπι τέλους στην αρχή τής χαράδρας, έδεσε τό άλογό του σ’ ένα δέντρο κι’ ύστερα άρχισε νά κατεβαίνη μέ τά πόδια
τό βαθύ φαράγγι. Ίδρωμένος, μέ ξεσχισμένα τά ρούχα του χαΐ τά χέρια του άπό τούς αγκαθερούς θάμνους, έφτασε, τέ λος, στη σπηλιά τής γριάς, πού μαύρη και σκοτεινή έχασκε σαν τό στόμα τής κόλασης. Για μια στιγμή δ άπληστος και φιλάργυρος γέρος στάθηκε φοβισμένος. "Υστερα δμως, σαν συλλογίστηκε πώς ή γριά - ΓκορΙκ θά τού έδινε δ,τι έπιθυμούσε τόσο πολύ, τά αμέτρητα πλούτη, προχώρησε καί μπήκε στη σκοτεινή σπηλιά. Στο βάθος, πάνω σ’ ένα ξυλοκρέβατο είδε καθισμένη τή γριά Γκορ'ικ βρώμικη, άναμαλλιασμένη, μέ με γάλα νύχια και δυο μονάχα μυτερά δόντια, πού τάϊζε δυο φίδια, ένω πάνω της καθόταν, κουρνιασμένη σέ μιά κουφάλα τού βρά χου μιά κουκουβάγια. — Χά, χά, χά!, γέλασε μέ τό ξεδοντιασμένο της στόμα ή μάγισσα. Σάν τί νά θέλη άραγε δ αφέντης Πυσκατσέκ από τή φτωχή γριά Γκορίκ; Ό φιλάργυρος γέρος άρχισε νά τρέμη. — Κυρά Γκορίκ, κατάφερε νά πή στο τέλος. Ήρθα νά σου ζητήσω μιά χάρι. — Χάρες καί χαρίσματα δεν κάνει ή Γκορίκ, άποκρίθηκε ή μάγισσα. ^Αν θέλης τίποτα, θά τό πληρώσης. — Θά τό πληρώσω κυρά - Γκορίκ, είπε δ μάστρο - Πυ σκατσέκ. Θά σέ πληρώσω δσο θέλεις. — Καί τί γυρεύεις; — Θέλω νά μου βρής έναν τρόπο, εσύ πού ξέρεις δλα τά μυστικά τής μαγείας καί των στοιχειών, νά γίνω πλούσιος. Πο~ λύ πλούσιος! Κάθε μέρα θέλω τά λεφτά μου καί ή περιουσία μου νά μεγαλώνουν. — Δύσκολη δουλειά μου ζητάς, μάστρο - Πυσκατσέκ, εΐπε ή μάγισσα. Γιά νά γίνη αυτό πού θέλεις, πρέπει νά πληρώσης δχι μονάχα εμένα, αλλά καί τό αφεντικό μου, τό διάβολο! — Καί... πώς... θά... πληρώσω τόν... αφεντικό σου; ρώ τησε μέ την ψυχή στο στόμα ό μάστρο - Πυσκατσέκ. — ^Α! Τιποτένια πράγματα, χαχάνισε ή γριά - Γκορίκ,
Καί μάλιστα, για τώρα, δεν θά του δώσης τίποτα, Μονάχα δ~ ταν πεθάνης, τότε θά ερθη εκείνος νά κανονίσετε τούς λογάριασμούς σας. — "Ωστε έτσι! έκανε ανακουφισμένος ό γέρο - φιλάργυ ρος, γεμάτος χαρά πού δεν θά έδινε τίποτα από τά λεφτά του. Καί σένα τί θέλεις νά σου δώσω, κυρά - Γκορίκ; — Έμενα θά μου δώσης μονάχα πέντε σκούδα, απάντησε ή μάγισσα. Πέντε σκούδα καί εφτά τρίχες από τά μαλλιά σου. — Σύμφωνοι!, έκανε ενθουσιασμένος δ μάστρο - Πυσκατσέκ. Είσαι ή καλύτερη μάγισσα πού υπάρχει στον κόσμο! Καί με βιαστικές χειρονομίες, έβγαλε τό πουγγί του καί μέτρησε στη μάγισσα πέντε ολόχρυσα σκούδα. "Υστερα, έπιασε καί ξερρίζωσε εφτά τρίχες άπό τά μαλλιά του, τής τις έδωσε κι’ αυτές, καί κάθησε απέναντι στη γριά περιμένοντας μέ ανυ πομονησία. —Λοιπόν, έκανε ή μάγισσα, αφού πρώτη έκρυψε προσεκτι κά .τά λεφτά της καί τύλιξε τις τρίχες γύρω σ’ ένα κουμπί τής ζακέττας της. Λοιπόν, θά σου πώ τί πρέπει νά κάνης. Καί αν άκολουθήσης πιστά τις οδηγίες μου, σέ εννέα μέρες άπό σή μερα, θά απόκτησης έναν άπό τούς παραγυιούς τού διαβόλου. Ένα Τσετέκ. Τό μαύρο πετεινάρι πού φέρνει τον πλούτο καί τή δύναμι. "Οσο θά τό περιποιείσαι, οί δουλειές σου θά πη γαίνουν καλά, καί τό χρυσάφι θά μπαίνη σπίτι σου ποτάμι. Άλλα πρόσεξε, κακομοίρη μου. Μην τύχη καί θέλησης νά τού κάνης κακό ή νά τό διώξης άπό τό σπίτι σου, γιατί είσαι χα μένος! Θά πάθης καταστροφές πού ούτε τις ονειρεύτηκες! — Καλά - καλά, φώναξε ανυπόμονα δ μάστρο - Πυσκατσεκ. Πές μου τώρα, πού θά τό βρω τό Τσετέκ. Καί τά άλλα είναι δική μου δουλειά. — Πολύ καλά, άκου λοιπόν, είπε ή γριά - Γκορίκ. Καί μέ χαμηλή φωνή, έδωσε στο μάστρο » Πυσκατσέκ τις μαγικές της οδηγίες. "Ο ήλιος δεν είχε ανέβει άκόμα πολύ ψηλά, όταν ό μάστρο-
Πυσκατσέκ γύρισε σπίτι του, Εβαλε τό αλογό του στο οταύλο. κΤ υστέρα κατέβηκε στο κοττέτσι, καί μέ μεγάλη προσοχή πή ρε από τή φωλιά μιας μαύρης κόττας, πού είχε τό αυγό πού είχε γεννήσει τό Ιδιο εκείνο πριοΐ. Μέ την ίδια προσοχή ύστερα, έβαλε τό αυγά κάτω από τό πουκάμισό του στην αριστερή του μασχάλη, καί ανέβηκε κατόπιν σπίτι του. Σύμφωνα μέ τις ο δηγίες τής μάγισσας, τό αυγό τής μαύρης κόττας, για νά βγάλη τό πολυπόθητο μαύρο πετεινάρι, τό πετεινάρι τού διαβόλου πού θά τού έφερνε τά αμέτρητα πλούτη, έπρεπε νά κλωσσηθή εκεί, κάτω από τήν αριστερή του μασχάλη. Εννέα ολόκληρα μερόνυχτα δ μάστρο - Πυσκατσέκ κράτησε τό αυγό στή μα σχάλη του. Εννέα μέρες, δεν άφησε κανέναν νά τον πλησιάση. Ούτε τά παιδιά του, μήπως τού σπάσουν τό αυγό. Εννέα μέρες δεν πλύθηκε καθόλου, ούτε έκανε τήν προσευχή του. Καί, κάθε μέρα, έκανε περπατώντας έννέα λεύγες δρόμο, καί έφερνε γύρω τό νεκροταφείο έννέα φορές, λέγοντας έννέα φορές: -— "Έλα, καλό μου Τσετέκ! Στό σπίτι μου, καλό μου Τσετέκ! Έλα, Τσετέκ! Έννέα μέρες δ μάστρο - Πυσκατσέκ δέν μιλούσε μέ κανέ να καί τον έβλεπαν νά τριγυρίζη μόνος του, μέ τό αριστερό του χέρι σφιγμένο καί άκούνητο, καί μέ ύφος σκοτεινό καί μυ στηριώδες. Καί, έπί τέλους τήν έννάτη μέρα, τό τσόφλι τού αυγού έσπασε, καί ένα κατάμαυρο μικρό πετεινάρι βγήκε, ένα πετεινάρι άναπουπουλιασμ ένο, άγριο, μέ μυτερά νύχια καί γαμ ψό ράμφος! ’Από εκείνη τήν ήμερα τό χρυσάφι άρχισε πραγματικά νά τρέχη μέσα στο σπίτι τού μάστρο - Πυσκατσέκ σαν ποτάμι και οι δουλειές του νά πηγαίνουν δσο γινόταν πιό καλά. Ό μά στρο - Πυσκατσέκ πηδούσε από τή χαρά του καί ούτε συλλογι ζόταν καθόλου πώς είχε ένα ανοιχτό λογαριασμό μέ τό διάβο λο. Κάθε μέρα, αγόραζε καινούργια λειβάδια καί χωράφια. Έβαλε νά χτίσουν δίπλα στό παλιό του σπίτι, πού ήταν μεγά λο καί καλοφτιαγμένο ώστόσο, έναν αληθινό πύργο πελώριο,
αγόρασε τά πιο πλούσια καί πολυτελή έπιπλα, πήρε Ινα σωρό υπηρέτες καί υπηρέτριες, αμάξια καί πλούσια φορέματα καί Ιντυσε τούς δικούς του μέ άφθονα στολίδια καί κοσμήματα. Καί δσο πιό πολύ πλούτιζε τόσο πιό σκληρός, απότομος και ακατάδεχτος γινόταν. Δεν καταδεχόταν πια νά μιλήση στους συγχωριανούς του καί, από τό πρωί &ς τό βράδυ, δέν έκανε άλλη δουλειά από τό νά πίνη καί νά τρώη, νά τρώη καί νά πίνη. Καί νά βρίζη τούς υπηρέτες του καί τούς έργάτες του. Οι συγχωριανοί του, πού ήταν δλοι καλοί άνθρωποι καί καλοί χριστιανοί και άλλοτε τον λυπώνταν γιατί καταλάβαιναν δτι ή ψιλαργυρία του ήταν αληθινή άρρώστεια, τώρα πια είχαν αρχίσει νά τον μισούν, καί ό παπάς τού χωριού στις Κυριακά τικες έπισκέψεις πού έκανε ατούς ενορίτες του, δέν περνούσε ποτέ από τον πλούσιο πύργο τού μάστρο - Πυακατσέκ. Εκεί νον δμως, δέν τον ένοιαζε. Καί όταν ή γυναίκα του, πού ήταν κουτή άλλα καλή και αγαθή κατά βάθος τού παραπονιόταν πώς δέν είχε πιά καμμιά φίλη γιά νά καυβεντιάση, γιατί καμμιά δέν πατούσε σπίτι τους, ό μάστρο - Πυσκατσέκ τή μάλλωνε, την άπόπαιρνε καί τής έλεγε πώς έτσι ήταν καλύτερα, έπειδή κσμμιά δέν ήταν άξια νά κάνη παρέα μαζί της. Καί, από μέρα σέ μέρα, ή περηφάνεια καί οί τρέλλες τού μάστρο - Πυσκατσέκ περίσσευαν. Διέταξε νά ταΐζουν τά άλο γά του δχι μέ χορτάρι, άλλα μέ σιμιγδαλένιο ψωμί, καί, άντί γιά νερό, τούς έδιναν νά πιουν κρασί. Έτσι, κάθε φορά πού 6 μάστρο - Πυσκατσέκ περνούσε από τούς δρόμους τού χω ριού, τά άλογά του, μεθυσμένα, έκαναν τόσες ζημίες, πού ό διαχειριστής του ήταν καθημερινά υποχρεωμένος νά πληρώνη ένα σωρό λεφτά γιά άποζημίωσι. Ό μάστρο - Πυσκατσέκ, δ μως ήταν πολύ ευχαριστημένος. Έτσι έδειχνε σέ όλους πόσο άνώτερος καί πιο πλούσιος απ’ αυτούς ήταν. Μιά μέρα, ένας γείτονας, πήγε στόν πύργο τού μάστρο Πυσκατσέκ γιά νά τού ζητήση νά τού δανείση λίγο σιτάρι, πού θά τού τό γύριζε πίσω δταν γινόταν ό θερισμός. ’Αλλά ό
9
σκληρός Πυσκατσέκ έγινε άληθινό θηρίο. — Ζητιάνε! ξυπόλυτε! Κλέτρττ]!, φώναξε στον δύστυχο άν θρωπο. Νομίζεις πώς για μούτρα σαν την άφεντιά σου δού λεψα καί κουράστηκα τόσα χρόνια; Νά πας νά ζητήσης από άλλου. 5Από μένα δεν έχεις νά πάρης τίποτε. — Μή φωνάζης, μάστρο - Πυσκατσέκ, απάντησε θαρρα λέα ό χωρικός. Θά περάσουμε και χωρίς τό σιτάρι σου. Μην α νησυχείς. Μια μέρα όμως θά μετανοιώσης γι’ αυτά πού είπες. Διαβολομαζέματα άνεμοσκορπίσματα, μάστρο - Πυσκατσέκ! Μπορεί καμμιά ώρα νά βρεθης πιο φτωχός από δσο ήσουν όταν γεννήθηκες! Ό Μάστρο - Πυσκατσέκ θύμωσε τότε τόσο πολύ, πού απόλυσε τά σκυλιά του καί ό κακομοίρης ό άνθρωπος αναγκά στηκε νά τρέξη δσο πιο γρήγορα μπορούσε γιά νά γλυτώση από τά δόντια τους. Την άλλη μέρα ωστόσο, ό μάστρο - Πυσκατσέκ πού είχε ξεχάσει κι’ δλας πώς είχε φερθή στον γείτονα του, καβάλλα στο πιο ωραίο του άλογο, κατέβηκε στην αγορά τού χωριού, όχι γιατί ήθελε ν’ άγοράση τίποτα, αλλά γιά νά κάνη επίδειξη οπούς συγχωριανούς του καί γιά νά πιή μερικά ποτήρια κρασί στο καφενείο. Στο γυρισμό, είδε τή γυναίκα του πού έτρεχε νά τόν άπαντήση κλαίγοντας καί χτυπώντας τό κεφάλι της μέ άπελπισίσ. Ό μάστρο - Πυσκατσέκ πήδησε από τό άλογό του τρομαγμένος. — Τί επαθες; Τί έγινε; τήν ρώτησα. Καί δταν έμαθε, γιά πρώτη φορά στή ζωή του ένοιωσε τί θά πη πραγματική θλΐψι, καί άρχισε νά μετανοιώνη γιατί είχε, από τό φοβερό πάθος, τήν φιλαργυρία, κουβαλήσει, μέ τά ίδια του τά χέρια ένα παραγυιό τού διαβόλου μέσα οπό σπίτι του. Τό Τσετέκ, τό μαύρο διαβολικό πετεινάρι, είχε όρμήσει ξαφνι κά, σέ μιά στιγμή πού δέν ήταν κανένας έκεί κοντά καί μ’ ένα χτύπημα τού γαμψού του ράμφους, είχε τρυπήσει τόν τρυφερό λαιμό τού μικρότερου παιδιού του, πού κοιμόταν στην κούνια
10
του! Ό μάστρο - Πυσκατσέκ τρελλάθηκβ. Ήθελε τώρα, νά ξεφορτωθή τό διαβολικό πετεινάρι, κι* ας γινόταν δ,τι ήθελε. Άλλα πώς; Ή μάγισσα του είχε πή πώς θά τό αποκτούσε, άλλα κανένας δεν ήξερε πώς μπορούσε νά τό δίωξη. Καί ή γριά - Γκορ'ικ τον είχε προειδοποιήσει, νά μή θέληση νά του κάνη κακό, γιατί φοβερές καταστροφές θά τον εΰρισκαν. "Ο μως, υπήρχε πιό μεγάλη καταστροφή από τό θάνατο του μι κρού του γυιου; Άπό εκείνη την ήμερα, ή ζωή στο σπίτι του μάστρο - Π υ σκατσέκ έγινε μαρτυρική. Τό διαβολικό πετεινάρι, λες καί είχε ξαφνικά τρελλαθή, έκανε κάθε μέρα ζημιές ολοένα και πιό μεγάλες. Πότε έπνιγε τις κόττες, πότε στράβωνε πρόβατα καί αγελάδες, πότε αναποδογύριζε και έσπαζε 8,τι εΰρισκε μπρο στά του. Ή γυναίκα του μάστρο - Π υσκατσέκ δέν τολμούσε ν’ άφήση τά παιδιά της μοναχά ούτε στιγμή. Και τά βράδια, ό μάστρο - Π υσκατσέκ, όπως άλλοτε στριφογύριζε άγρυπνος ■ψάχνοντας νά βρή μέ ποιόν τρόπο θά γινόταν πλούσιος, έτσι τώρα αγρυπνούσε προσπαθώντας νά σκεφτή πώς θά κατάφερνε νά ξεφορτωθή τό διαβολικό πετεινάρι. Μια μέρα, καθώς πήγαινε στο δρόμο συλλογισμένος, συ νάντησε τόν έβραιο παλιατζή. — Καλημέρα, μάστρο - Π υσκατσέκ, τού είπε δ παλιατζής. Έχεις νά μου πουλήσης τίποτα σήμερα; — Ναι, ναι, έκανε ό μάστρο - Π υσκατσέκ, πού τού είχε έρθει μιά ιδέα. Έλα γρήγορα μαζί μου. Αίγην ωρα αργότερα, δ παλιατζής έφευγε άπό τόν πύργο, φορτωμένος ένα πελώριο στρώμα. Άλλα δέν είχε προλάβει νά βγή άπό την αυλή, δταν ένοιωσε τό στρώμα νά κάνη ένα πή δημα στή ράχη του, καί έφαγε ένα χτύπημα τόσο δυνατό, πού παρά λίγο θά έπεφτε μέσα σ’ ενα χαντάκι. Συνέχισε ωστόσο τό δρόμο του» Δέν είχε προχωρήσει δμως άλλα δέκα μέτρα πού τό στρώμα τινάχτηκε πάλι, κι’ δ ίδιος έφαγε μιά σπρωξιά πού τύν Ικανέ νά πάη νά χτυπήση πάνω σ’ ένα δέντρο. Ήταν
π δμως πεισματάρης, "Έσφιξε τό φόρτωμά του περισσότερο καί θέλησε νά παοχωρήση. Μόλις όμως έκανε τρία βήματα, ένα καινούργιο τίναγμα, καί μια νέα δυνατή σπρωξιά, τον έστει λε νά κυλιστή μ.έσα στό χαντάκι, του δρόμου. Ό παλιατζής τότε, σηκώθηκε βιαστικά, καί άψίνοντας τό στρώμα εκεί πού είχε πέσει, τό έβαλε στα πόδια χωρίς νά γυρίση νά κυττάξη πίσω του ούτε μιά φορά. νΑν κΰτταζε ωστόσο, θά έβλεπε τό στρώμα, πεσμένο στην άκρη τού δρόμου νά άρχίση νά χορεΰη, καί στό τέλος νά ξεσκίζεται μέ μεγάλο θόρυβο, καί μέσα από τά πούπουλα πού γέμισαν τον κόσμο, νά ξεπετιέται ένα κατάυαυρο πετεινάρι, μέ όρθια φτερά καί αγριεμένο βλέμα. Ή γυναίκα τού μάστρο - Πυσκατσέκ, πού είχε σκεφτή εκείνον τόν τρόπο για νά ξεψορτωθη τό διαβολικό Τσετεκ, έ βαλε τά κλάματα μόλις τό είδε νά μπαίνη πάλι στην αυλή καί, κ σπάζοντας άγρια δεξιά καί αριστερά, νά προχοορή προς τό σπίτι. Μέ μια φωνή τρόμου, έτρεξε καί κλείστηκε μαζί μέ τά παιδιά της στό πιό σκοτεινό δωμάτιο. — *Αλλοίμονο!, έλεγε μέσα στά κλάματά της. Δέν θά μπο ρέσουμε ποτέ νά τό διώξουμε από δώ. Καί γώ ή κακομοίρα είχα ράψει τό στρώμα μέ πέντε καραβόπανα καί χοντρή πε τονιά! Στό μεταξύ τό Τσετεκ, πήγε καί εγκαταστάθηκε στό κα τώφλι τής πόρτας, εκεί πού τού άρεσε νά κάθεται περισσότερο, καί δέν εννοούσε νά τό κουνήση. Κανείς δέν τολμούσε νά πλησιάση. Τόσο αγριεμένο φαινόταν. Καί οί υπηρέτες καί οί υπη ρέτριες, γιά νά μπουν ή νά βγοΰν στό σπίτι, αναγκάσθηκαν νά ανεβαίνουν από τό παράθυρο. Τόσος φόβος τούς είχε πιάσει! Απελπισμένος ό μάστρο - Πυσκατσέκ μέ τή συμφορά πού είχε βρή, διαλά?.ησε σ’ 8λη τή χώρα, πώς θά έδινε ένα μεγάλο ποσό σέ όποιον κατάφερνε νά τόν γλυτώση από τό φοβερό Τσετεκ. Ακούοντας τή μεγάλη αμοιβή πού έδινε ό μάστρο Πυσκατσέκ, μιά γριά, πού την σέβονταν καί τήν φοβόνταν όλοι, επειδή έλεγαν πώς ήξερε ένα σωρό ξόρκια καί πώς ήταν θεο-
Μ
ΤΟ
σεβούμενη, ήρθε μια μέρα για νά δοκιμάση νά δίωξη τό διαβο λικό πετεινάρι. Πήγε λοιπόν και στάθηκε μπροστά στην πόρτα, χάραξε γύρω της έναν κύκλο μέ διαβασμένη κιμωλία, κΤ ύστε ρα προσναξε τό Τσετέκ νά φύγη από τό σπίτι καί άπό τά κτή ματα τού μάστρο - Πυσκατσέκ. Τότε όμως έγινε κάτι πολύ παράξενο, πού τρόμαξε καί άπέλπισε ακόμα περισσότερο τό μετανοιωμένο φιλάργυρο. Ή γριά ξορκίστρα έκανε με τό χέρι της μαγικά σχήματα καί μουρμούριζε μυστηριώδη λόγια, όταν ξαφνικά τό Τσετέκ τινάχτηκε μανιασμένο, σηκώθηκε όρθιο πάνω στό κατώφλι καί, μέ μάτια πού άστραφταν σάν αναμμένα κάρβουνα, άρχισε νά μιλάη μέ ανθρώπινη φωνή, καί νά βρίζη τή γριά. νΑρχισε ύ στερα νά τής άραδιάζη όλες τις αμαρτίες πού ή γριά είχε κάνει άπό τότε πού γεννήθηκε ως εκείνη την ήμερα, κι’ ύστερα, όλες τις αμαρτίες πού είχε κάνει ή μητέρα της καί ή γιαγιά της! Ή γριά, λυσσασμένη άπό τό κακό της καί ταπεινωμένη, αναγ κάσθηκε νά παρατήση τό ξόρκι καί νά φύγη, ένω όλοι πού είχαν μαζευτή για νά δουν τί θά γινόταν, την κοροΐδευαν. Την άλλη μέρα, ήρθε ένας άνθρωπος πού ζούσε μονάχος σάν άγριος μέσα στα δάση. ΤΗταν ντυμένος μέ δέρματα ζώων κΤ έλεγε πώς ήξερε τή γλώσσα των ζώων καί των πουλιών, καί όλα τά μυστικά των δέντρων καί των νερών. Είχε στη μέ ση του ζωσμένο ένα μεγάλο φίδι μέ πράσινα μάτια καί στό χέρι του πελώριο αστραφτερό τσεκούρι. Ό αγριάνθρωπος πήγε καί στάθηκε κΤ αυτός μπροστά στην πόρτα, ράντισε τό Τσετέκ μέ μαγικό νερό καί τό πρόστα ζε νά φύγη καί νά μην ξαναφανή πια. Αλλά τό διαβολικό πετειναράκι σηκώθηκε καί πάλι μανια σμένο, καί τινάζοντας τά φτερά του άρχισε ν’ άραδιάζη στόν μάγο όλες τις κλεψιές πού είχε κάνει ληστεύοντας τούς αθώους διαβάτες, πού περνούσαν μέσα άπό τό δάσος, καί όλες τις κλε ψιές καί τά κακουργήματα πού είχαν κάνει ό πατέρας του καί ί παππούς του. Ό μάγος έφυγε ταπεινωμένος καί θυμωμένος.
ΤΟ ΧΤ© 1Χ1ΙΟ
τβ
δαο πώ γο^γά μπορούσε. ΈπΙ τέλους, όταν πιά δεν έλπιζαν νά βρεθη κανένας γιά νά τούς γλυτώση είδαν τήν άλλη μέρα νά έρχεται ένα ξυπόλυτο παιδί, πού είχε περασμένη στη ζώνη του μια φλογέρα. Ό μικρός βοσκός, είπε στον μάστρο - Πυσκατσέκ πώς δεν ήθελε καθόλου λεφτά, γιατί δεν είχε τί νά τά κάνη. "Ύστερα, γύρισε στο Τσετέκ πού είχε αρχίσει νά τρέμη, τό κύτταξε μέ τά ολοκάθαρα, φωτεινά μου μάτια και άπλωσε τό δεξί του χέρι. Την ίδια στιγμή τό Τσετέκ, έβγαλε μια φωνή καί πέταξε μακρυά τόσο άπότομα καί γρήγορα, πού ούτε νά τό δουν δέν πρόλαβαν. Ό μάστρο - Πυσκατσέκ ήταν ενθουσιασμένος καί νόμισε πώς είχε γλυτώσει. Θά μπορούσε επί τέλους νά ήσυχάση καί να άπολαύση τά καλά του χωρίς φασαρίες. Καί πραγματικά, γιά έννέα ήμερες, 8λα πήγαν καλά. Την εννατη νύχτα δμως, δ πύρ γος έπιααε φωτιά. Χοαρίς κανένας νά ξέρη πώς! Μέσα σέ λίγες ώρες, δλα τά καινούργια κτίρια, είχαν γίνει κάρβουνο. Ό πύρ γος, οί αποθήκες, οΐ σταύλοι, καίονταν σάν λαμπάδες καί σωριά ζονταν σέ έρείπια. Ό μάστρο - Πυσκατσέκ καί ή οίκογένειά του μόλις πρόφτασαν νά βγουν στην αυλή και νά μην ψηθούν ζωντανοί. Στίς αποθήκες τά μεγάλα πιθάρια γεμάτα σιτάρι καί λάδια, έσκαζαν σάν δβίδες καί βροχή άπό σπίθες έπεφτε ολόγυρα κι7 έβαζε φωτιά σέ δ,τι άγγιζε. Τό πρωί, μέσα σ’ δλη την απέραντη έκτα σι των χωραφιών καί των ?ιειβαδιών τού μάστρο - Πυσκατσέκ πού κάπνιζε καρβουνισμένη καί γεμάτη στάχτες, τό μόνο πού έμενε όρθιο κι’ απείραχτο, ήταν τό παλιό σπίτι καί οί παλιές αποθήκες. "Ό,τι είχε αποκτήσει ό μετανοιωμένος φιλάργυρος άπό τότε πού είχε φέρει τό διαβολικό πετεινάρι στο σπίτι του είχε χαθή. Ό διά βολος, δ άφεντικός τού Τσετέκ, είχε κανονίσει τούς λογαρια σμούς του μέ τό μάστρο - Πυσκατσέκ! ΤΕΛΟΣ (ΆττόαρσΊς; Μ. Κανσηζ)
"Έβαλε το χρυσό χελάκι μέσα σέ μ<ιά γυάλα...
ΙΑ ΦΟΡΑ υλ έναν καιρό, ήταν δυο βασιλιάδες πού βασίλευαν σέ δυο γειτονικά βασίλεια, κι' ήταν καί ξαδέλφια. Μ’ ολο δμως πού ήταν και συγγενείς καί γείτονες, ήταν πολύ διαφορετικοί ό ένας από τον άλλον. Γιατί ό ένας ήταν καλός, καταδεχτικός, γενναιόδωρος και δίκαιος καί αγαπούσε τό λαό του, δπως ο πατέρας αγαπάει τά παιδιά του. "Όποιος από τούς υπηκόους του πήγαινε σ’ αυτόν καί ζητούσε δικαιοσύνη, ήταν σίγουρος πώς δεν θά έφευγε αδικημένος. Κι αν καμμιά φορά τύχαινε νά πέση στή χώρα θεομηνία, πείνα, ή πλημμύρες ή δ,τι άλλο κακό, ό βασιλιάς πρώτος απ’ δλους έτρε χε κοντά στους υπηκόους του πού ύπέφεραν, καί Ικανέ 3,ν μπορούσε μέ τή βασιλική του δύναιιι για νά τούς άνακχυφίσΜ
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
15
Ό άλλος δμοχ, δ ξ Αδελφός του, ήταν Εντελώς τό Αντίθε το. Σκληρός καί κακός, δεν αγαπούσε κανένα, και δέν κύτταζε παρά μονάχα πως νά καλοπερνάη δ Ιδιος, άφίνοντας τούς υπη κόους του νά πεινάνε. Κάθε τόσο έστελνε τούς στρατιώτες του στη χώρα νά αρπάξουν δλα τά γεννήματα και τά λεφτά πού βρίσκανε καί, άν κανένας πήγαινε νά τού ζητήση δικαιοσύνη, ήταν βέβαιος πώς θά έφευγε γεμάτος βουρδουλιές. Έτσι, σι γά - σιγά, δ κόσμος, απελπισμένος από τη μαύρη ζωή πού έκα νε στή χώρα του, έφευγε καί πήγαινε νά ζήση στο γειτονικό βασίλειο, για νά μπορέση νά φάη ήσυχα ένα κομμάτι ψωμί. Μέσα σ’ ολόκληρο τό βασίλειο, δέν βρισκόταν ούτε ένας άν θρωπος πού νά τόν άγαπάη καί νά τόν πονάη, δλοι τον μισού σαν, ’Ακόμα καί οι στρατιώτες του δέν έμεναν κοντά του παρά μονάχα επειδή τούς πλήροτνε γερά. ’Αλλοιώς θά τόν παρατού σαν κι’ Εκείνοι καί θά έφευγαν. Τά δυο ξαδέρφια, δμως, είχαν και μιά ξαδέλφη, πολύ κα λή, πονετικιά, καταδεχτικιά καί άμορφη. Ήταν τόσο καλή καί όμορφη, πού δλοι τή λάτρευαν. Ό κακός βασιλιάς, λοιπόν, έ βαλε στο νού του νά τήν κάνη γυναίκα του, γιατί λογάριαζε έτσι νά κερδίση τήν αγάπη τών υπηκόων του πού, γιά χάρι τής καλής βασίλισσας, θά συγχωρούσαν καί τόν κακό βασιλιά. Έτυχε δμως τήν άμορφη ξαδέλφη νά τήν άγαπήση καί δ καλός βασιλιάς. Κι* έτσι, τήν ήμερα πού έφτασε στον πύργο τού πα τέρα της ή συνοδεία μέ τά μαύρα άλογα και τά βασιλικά προ ξενεία τού κακού βασιλιά, έφτασε, τήν Ιδια ώρα, καί ή συνο δεία μέ τά άσπρα αλόγα και τά βασιλικά προξενεία τού καλού. Ό γέρο - πατέρας της πού ήταν θειος καί τών δυο βασιλιάδοον, δέν ήξερε τί νά κάνη. Έξερε, βέβαια, πόσο καλός ήταν δ ένας κα'ι πόσο κακός ήταν δ άλλος άνηψιός του και προτι μούσε, φυσικά, νά δώση τήν κόρη του στον καλό. Φοβόταν δ μως μήπως δ κακός θυμώσει κα! θελήση νά τόν έκδικηθη σκλη ρά. Κράτησε λοιπόν τούς Απεσταλμένους καί τών δυό στον πύονο του γιά νά τούς φιλοξενήση μερικές μέρες, Ελπίζοντας
16
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
πώς στό Αναμεταξύ θά του έρχόταν μιά Ιδέα για τό τί άπρεπε νά κάνη, έτσι πού ούτε τήν κόρη του νά δώση σέ κακά χέρια, ούτε δμως καί νά κάνη κανέναν από τούς άνηψιούς του νά θυ~ μώση. Άπό τή δύσκολη θέσι, τον έβγαλε ή ίδια ή κόρη του. Ε κείνη χωρίς νά τό ξέρη κανένας, αγαπούσε τόν καλό βασιλιά. Καί μιά καί δυο, πάει καί βρίσκει τόν αρχηγό τής βασιλικής συνοδείας, τά κανονίζουν καί, ένα βράδυ, οί στρατιώτες τού καλού βασιλιά τήν πήραν καί, τρέχοντας δλη τή νύχτα, βρέθη καν τό άλλο πρωί στο βασίλειό τους. Τώρα πια, δεν μπορούσε κανένας νά κάνη τίποτα. Ό πατέρας της ήταν ευχαριστημένος πού έγιναν έτσι τά πράγματα, γιατί είπε στον κακά άνηψιό του πώς ή κόρη του είχε φύγει μονάχη της. ΚΓ έκεΐνος πάλι, γιά νά τήν πάρη πίσω, έπρεπε νά κάνη πόλεμο. Φοβόταν δμως. Γιατί τό βασίλειο τού καλού βασιλιά ήταν ευτυχισμένο καί δυ νατό νΑν γινόταν πόλεμος, δλοι θά έτρεχαν μέ μιά καρδιά νά σηκώσουν τά άρματα γιοι νά πολεμήσουν. Ένώ εκείνος δεν είχε παρά τούς στρατιώτες πού τούς πλήρωνε. Κι’ εκείνοι δεν θέ λουνε νά πάνε σέ πόλεμο και νά σκοτωθούν. Μονάχα νά δέρ νουν νά ληστεύουν καί νά σκοτώνουν τούς κακόμοιρους τούς άοπλους χωριάτες ήξεραν. "Έτσι, ό καλός βασιλιάς παντρεύτη κε τήν δμορφη πριγκιποπούλα κι’ δ άλλος αναγκάστηκε νά μείνη στά κρύα τού λουτρού. Γι’ αυτό δμως, ένώ ώς τότε δέν έχώνευε τόν ξάδελφό του γιατί ήταν καλός, πλούσιος, δυνατός καί τόν αγαπούσαν δλοι, από τή στιγμή εκείνη άρχισε νά τόν μισή φοβερά, γιατί έλεγε πώς τού έκλεψε τήν κοπέλλα πού αγαπού σε. Καί, γιά νά τού κάνη κακό, επειδή δέν μπορούσε μέ πόλε μο, ή μέ κανένα άλλο τρόπο, ώρκίσττγκε νά έκδικηθή άλλοιώς. Πήγε καί παντρεύτηκε μιά κακιά, φθόνερή καί σκληρή σάν κι’ αυτόν μάγισσα, καί περίμενε νά βρή τήν ευκαιρία γιά νά έκδικηθή.
Ο ΚΑΛΟΣ βασιλιάς, απόκτησε μέ τον καιρό ενα γυιό που τον έλεγαν Γιάν, ενα παλληκάρι ψηλό, δυνατό, μυρωμένο και σοφό, δπως ό πατέρας του, πού αγα πούσε πολύ τό κυνήγι. Μια μέρα λοιπόν πού 6 Γιάν κυνηγού σε, βρήκε ενα αγριογούρουνο καί τό έστρωσε στο κυνήγι. Μπρος τό αγριογούρουνο, πίσω ό Γιάν, καβάλλα τό άλογό του, ξεμάκρυνε από την ακολουθία του καί χωρίς νά τό καταλάβη, βρέθηκε μέσα στο βασίλειο τού γείτονα τους. Ό κακός βασι λιάς όμως, πού είχε μάθει στο μεταξύ ενα σοορό μάγια από τη μάγισσα τή γυναίκα του, παραμόνευε καί, μόλις τον είδε, πίνει μια γουλιά από ένα μπουκαλάκι πού είχε μαζί του καί γίνεται ένας δράκος πελώριος πού έβγαζε φωτιά από τά ρουθούνια του καί τά νύχια του ήταν οπό ατσάλι. Πριν προφτάσει ό κα κομοίρης ό Γιάν νά καταλάβη τί. γινόταν, ό δράκος, κρυμμένος πίσω από ένα βράχο, χύμηξε την ώρα πού περνούσε καί τον άρπαξε από πίσω μέ τά πελώρια σαγόνια του. νΑδικα χτυπή θηκε καί προσπάθησε νά έλευθερωθή τό βασιλόπουλο. 'Όσο πάλευε, τόσο τά δόντια του δράκου χώνονταν πιο βαθειά στο κρέας του. ΓΏς πού στο τέλος, από τό πολύ αίμα πού έχασε λιποθύμησε, κι’ ό δράκος, κρατώντας τον πάντα στά σιδερένια του σαγόνια, πήρε τό δρόμο γιά τον πύργο του. Έφτασε έκεΐ τό βράδυ, καί όλη ή οικογένεια του τον υποδέχτηκε μέ φω νές άγριας χαράς. Τώρα πού είχαν στά χέρια τους τό μοναχογυιό τού καλού βασιλιά, θά έπαιρνε σκληρά την έκδίκησί του. Μόλις έφτασε στον πύργο του, ό δράκος πήρε πάλι την ανθρώ πινη μορφή του καί, δταν συνήλθε ό Γιάν, βρέθηκε μέσα σε μιά μεγάλη αίθουσα, μπροστά στο θρόνο τού βασιλιά, καταματωμένος, μέ τά ρούχα του ξεσκισμένα, τά μαλλιά του ανακατω μένα, χωρίς όπλα, καί μέ τά χέρια του δεμένα σφιχτά μέ αλυ σίδες στη ράχη, ενώ ό βασιλιάς, ή βασίλισσα, οι κόρες τους, πού είχαν αποκτήσει στο μεταξύ, κι’ ένα σωρό στρατιώτες γΰ-
ρω τους* γελούσαν καί τόν κοροΐδευαν, Ό Γιάν δέν απάντησε ούτε λέξι στις κοροΐδευες τους. Στεκόταν όρθιος, μ5 όλους τούς πόνους του και τούς κΰτταζε περιφρονητικά. Χωρίς νά τό δε ί χνη όμως τά μάτια του δέν έχαναν τίποτα απ’ δ,τι γινόταν και τό μυαλό του δούλευε ψάχνοντας νά βρή κάποιον τρόπο νά ξεφύγη. Πρόσεξε λοιπόν πώς, ενώ ή μάγισσα βασίλισσα καί οΐ δυο μεγαλύτερες κόρες της φαίνονταν νά τόν μισούν όσο κι’ ό μάγος ό θειος του, ή πιο μικρή τους κόρη, τόν κύτταζε λυπη μένη, και ούτε γελούσε οΰτε τόν κοροΐδευε, όπως οί άλλοι παρά καθόταν σέ μιά γωνιά αμίλητη. Αφού, επί τέλους, ό κακός βασιλιάς και όλοι οί δικοί του κουράστηκαν νά κοροϊδεύουν τόν αιχμάλωτό τους καί νά τού ρίχνουν στό κεφάλι κόκκαλα, σάλτσες καί σάπια φρούτα, τόν πήραν καί τόν έκλεισαν σέ μιά σκοτεινή φυλακή, σκαμμένη μέ σα στό βράχο, στα κατάβαθα τού πύργου, εκεί όπου δέν έφτα νε ποτέ τό φως τής ημέρας καί από τό ταβάνι καί τούς τοί χους έσταζαν σταγόνες νερό. Μέχρι πού νά δή τί θά τόν κάνη, ό βασιλιάς αποφάσισε νά τόν κράτηση φυλακισμένο μέσα σ’ ε κείνο τό φοβερό υπόγειο. Οί στρατιώτες τόν πέταξαν μέσα στη φυλακή του, έκλεισαν την βαρειόε σιδερένια πόρτα κι’ έφυ γαν. Ό φουκαράς ό Γιάν, πληγωμένος καί ζαλισμένος, έμεινε πολλές ώρες ξαπλωμένος πάνω στό 6ρεμμένο βράχο. Κρεβάτι δέν είχε. Μιά αγκαλιά υγρά άχυρα, πού μύριζαν απαίσια, για τί ήσαν σάπια, ήταν μονάχα σέ μιά γωνιά. Καί από φαί, τί ποτα. Τέλος, ακούσε βήματα από έξω, καί ή πόρτα άνοιξε. Ένας μονόφθαλμος φύλακας κρατώντας ένα φανάρι, τού έφε ρε ένα κομμάτι ξερό ψωμί, κι’ ένα κανάτι μέ βρώμικο νερό. Ό Γιάν, μ’ όλο πού ήταν πεινασμένος, δέν μπόρεσε ν’ άγγίξη ού τε τό ένα ούτε τό άλλο. Πέρασε έτσι ολόκληρη τή νύχτα καί την άλλη μέρα. 'Όταν νύχτωσε όμως ξανάκουσε πάλι βήματα απ’ έξω. *Ηταν αυτή τή φορά πολύ ελαφρά βήματα. Καί, όταν ή πόρτα άνοιξε, μπήκε μέσα ή Ότολιένκα. Ή μικρή κόρη τού βασιλιά. Είχε κατεβή στό σκοτεινό υπόγειο κρυφά καί τού έφε-
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
'
1$
'Ο δράιςος τσν άρπαξε τότε ,μ-έ τά νύχια του !
ρε ενα καρβέλι ζεστό φπομί, ενα μεγάλο κομμάτι ψητό κρέας, και μια κανάτα ώραιο κρασί. Τό βασιλόπουλο έπεσε με τά μού τρα στο φαΐ, και σέ δυο λεπτά τά καθάρισε δλα. Ήπιε καί τό κρασί, κι’ ένοιωσε τή δύναμί του νά ξαναγυρίζη. Τώρα πια δεν ένοιωθε απελπισία. Ήξερε πώς είχε ένα σύμμαχο. Καί, δταν ή Ότολιένκα έφυγε λέγοντάς του πώς θά ξαναρχόταν τήν άλλη μέρα, έπεσε στη χοντρή κουβέρτα πού τού άφησε καί κοι μήθηκε βαθειά.
2ύ
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑ11ΑΙΑ
Ή Ότολιένκα κράτησε την ύποσχεσί της. Τήν άλλη νύχτα κατέβηκε πάλι καί τού έφερε καλά φαγητά και μια κανάτα κρασί. Ή μικρή βασιλοπούλα δεν ήταν ούτε σάν τον πατέρα της, ούτε σάν τή μητέρα της. Είχε πολύ καλή καρδιά καί, μόλις είδε τό Γιάν, τον αγάπησε κι’ αποφάσισε νά κάνη δ,τι μπορού σε γιά νά τον έλευθερώση. Πέρασε έτσι ένας μήνας. Κάβε μέρα, ό μονόφθαλμος φύ λακας κατέβαινε και άφηνε τό ξεροκόμματο καί τό βρώμικο νερό. Αλλά, μόλις έφευγε, ό Γιάν πετούσε τό -ψωμί καί έχυνε τό νερό μέσα σέ μιά τρύπα πού είχε ανακαλύψει στο βράχο. Δέν είχε ανάγκη απ’ αυτά. Γιατί, σέ λίγο, κατέβαινε ή Ότο λιένκα καί τού κουβαλούσε τού πουλιού τό γάλα. Πάνω στο μήνα ωστόσο, ό κακός βασιλιάς συλλογίστηκε πως ό ανεψιός του θά είχε πιά γίνει έτοιμος νά πεθάνη από τήν πείνα καί έστειλε νά τον φέρουν μπροστά του γιά νά τον δή. Πόση δμως ήταν ή έκπληξί του καί ό θυμός του, όταν άντίκρυσε ένα νέο πού κάθε άλλο παρά έτομιοθάνατος φαινόταν, καί πού ήταν καλοθρεμμένος καί γεμάτος υγεία. Λύσσαξε από τό κακό του. — Παλιόσκυλο, του φώναξε μανιασμένος. Κάθεσαι στον πύργο μου καί τρως τό ψωμί μου καί πίνεις τό νερό μου καί τεμπελιάζεις. Αρκετά σέ πάχυνα τόσον καιρό. Ήρθε ή ωρο' νά δούλεψης. Θά πάρης αυτό τό μονοπάτι πού αρχίζει έκεϊ στην άκρη τού δάσους —καί τού έδειξε από τό παράθυρο— καί θά 6γής σ’ ένα ξέφωτο, βαθειά στο δάσος. Έκεϊ θά σκάψης, καί θά μου φυτέψης αυτό τό κουκούτσι τής ροδακινιάς. Θέλω μέ χρι τό βράδυ, νά εχη φυτρώσει ή ροδακινιά, νά έχη ανθίσει καί νά έχη κάνει ροδάκινα ώριμα. νΑν αύριο τό πρωί πού θά γυρίσης, δέν μού φέρεις ένα καλάθι ώριμα ροδάκινα, τά κο ράκια θά τρώνε τό κορμί σου. Φύγε! Ό Γιάν κατάλαβε πώς τήν είχε άσχημα. Τί νά κάνη δμως; Ξεκίνησε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι, έχοντας στό μυαλό του τόν αγαπημένο του πατέρα καί τήν καλή του μητερούλα, πού
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
*1
Μ έλυωναν <$πό τή λύπη τους καί πού δέν θά τούς ξανάβλεπε πια. "Οταν Εφτασε στ5 ξέφωτο του δάσους, έπιασε μηχανικά τόν κασμά του κι’ άρχισε νά σκάβη για νά φυτέψη τό ροδάκινοκούκουτσο. "Υστερα από λίγο δμως, σταμάτησε και πέταξε τόν κασμά πέρα. — Τι κάθομαι και σκάβω σαν ηλίθιος; είπε. Αυτό πού ζη τάει δ βασιλιάς είναι άδύνατο! Καί κάθησε σ’ ένα βράχο μέ τό κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του. Ξαφνικά, άκουσε μια δροσερή φωνή πού φώναζε: — Γιάν, Γιάν! Καί μέσα από τά δέντρα, φάνηκε ή Ότολιένκα. Ήταν χαρούμενη και κρατούσε στα χέρια της μια καραβάνα κι? ένα κανάτι. — Ή μητέρα μου μου έδωσε ένα πιάτο ψητά βατράχια για νά σου φέρω νά φάς καί μιά κανάτα νερό μέ ψόφιους ποντι κούς γιά νά πιής. Άλλα έγώ τά πέταξα στο ποτάμι, καί σου έφερα ωραίο γουρουνόπουλο, αχνιστό ψωμί καί κόκκινο κρασί. Φάε, καλέ μου. Ό Γιάν άναθάρρησε καί στρώθηκε στο φαΐ. "Οταν άπόφαγε και χόρτασε, τής είπε τί τού είχε αναθέσει νά κάνη δ πα τέρας της. Ή Ότολιένκα έβαλε τά γέλια. Ξετύλιξε ένα δεματάκι πού κρατούσε κι’ έδειξε στο Γιάν τί είχε φέρει: Ήταν τό μαγικό ραβδάκι τής μάγισσας τής μη τέρας της, πού τής τό είχε πάρει χωρίς έκείνη νά καταλάβη τίποτα καί πού μπορούσε νά κάνη κανείς μ’ αυτό δ,τι μάγια ήθελε. — Μή σέ νοιάζει καλέ μου, τού είπε. Τή δουλειά πού σού έβαλε δ πατέρας μου θά τήν κάνη τό μαγικό ραβδάκι. "Υστερα θά πάω νά τό βάλω στή θέσι του καί κανένας δεν θά καταλά βη τίποτα. Καί λέγοντας αυτά ή Ότολιένκα, πήρε τό ροδακινοκούκουτσο τό έχωσε στό χώμα, κι’ ύστερα, τό χτύπησε μέ τό μαγικό ραβ δάκι. Στή στιγμή ξεπετάχτηκε από τή γή μιά ωραία ροδάκι-
22
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΜΑ
νιά, πού σέ λίγο σκεπάστηκε άπό λουλούδια κΓ υστέρα τά κλα διά της γέμισαν από ωραία ροδοκόκκινα, χνουδωτά καί ζουμε ρά ροδάκινα. "Υστερα, ή Ότολιένκα τύλιξε πάλι τό ραβδάκι, κΓ έφυγε τρέχοντας. Ό Γιάν έμεινε δλη μέρα στό δάσος ξαπλί,ομένος κάτω από τή ροδακινιά και σώλογιζόταν τον πατέρα του καί τή μητέρα του. Τώρα δμαχ δέν ήταν πια λυπημένος. Χωρίς νά τό καταλάβη, είχε αγαπήσει κΓ αϊτός την καλή κΓ όμορφη Ότολιένκα και έλπιζε πώς οί δυο μαζί θά εύρίσκαν τρόπο νά ξεφύγουν. Τή νύχτα, κοιμήθηκε χαρούμενος, καί είδε στ’ όνειρό του τήν αγαπημένη του πού του χαμογελούσε. Τό άλλο πρωί, ό κακός βασιλιάς έτρωγε τό πρωινό του, έταν ήρθαν καί τού είπαν πώς έρχεται δ Γιάν. Περίμενε λοιπόν νά δή τον άνηψιό του νά μπαίνη φοβισμένος, μέ άδεια χέ ρια καί πιπίλιζε ένα κόκκαλο, προσπαθώντας νά βγάλη τό με δούλι του, καί ψάχνοντας νά βρή μέ τό νοΰ του τί τιμωρία θά έ'βαζε στο γυιό τού ξαδέλφου πού μισούσε τόσο πολύ. Εκείνη τή στιγμή μπήκε δ Γιάν. ΚΓ δ κακός βασιλιάς παραλίγο νά καταπιή ολόκληρο τό κόκκαλο βλέποντας τον. Γιατί 6 Γιάν 6αστούσε στά χέρια του ένα καλάθι γεμάτο ζουμερά ροδάκινα, πού τά άπόθεσε γελαστός στό τραπέζι. "Εχοντας φάει καλό καί κοιμηθη ξένοιαστα στον καθαρόν αέρα τού δάσους φαινό ταν πιο όμορφος και πιο γερός από κάθε άλλη φορά. Ό κακός βασιλιάς λύσσαξε από τό κακό του. — "Ωστε τά κατάφερες παλιοσκυλο, μούγγρισε, μή ξέρον τας πώς δ άνηψιός του είχε μπορέσει νά κάνη κάτι τόσο δύ σκολο. Μά νομίζεις όμως πώς τελείωσες! Θά πάρης τώρα εκεί νο τό άλλο μονοπάτι πού πάει στό βουνό καί, όταν φτάσης στην κορφή, θελιό νά κάτσης νά φυτέψης στά βράχια ένα κλήμα. Καί, μέχρι τό βράδυ, θέλω τό κλήμα αυτό νά έχη μεγαλώσει, νά έχη ανθίσει καί νά εχη κάνει σταφύλια. "Αν, κακομοίρη μου, δέν μού φέρεις αύριο τό πρωί ένα καλάθι γεμάτο ώραΐα στα φύλια, θά σέ ρίξω στά λυκόσκυλά μου νά σέ κάνουν κομμάτια. Φεύγα άπό μπροστά του!
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
23
Ό Γιάν ξεκίνησε συλλογισμένος καί τρέμοντας μέσα του μήπως ή καλή του τόν ξεχνούσε. Μόλις όμως έφτασε στην κο ρφή τού βουνού πού ήταν κατάξερο, δλο βράχια και πέτρες, ακούσε τή δροσερή φωνή τής Ότολ,ιένκας: — Γιάν, Γιάν! Καί ύστερα από μερικές στιγμές, την είδε νά προβάλη πίσω από ένα βράχο, 77Ηταν καταλαχανιασμένη α πό τό σκαρφάλωμα στό ψηλό βουνό, άλλα χαμογελούσε καί κρατούσε στά χέρια της ένα μεγάλο κατσαρόλι κΓ ένα μπου κάλι. - Ή μητέρα μου μου έδωσε νά σου φέρω για να φας ένα πιάτο ψόφια φίδια, καί ένα κανάτι νερό μέ σάπιους σκόρπιους, τού είπε. Αλλά εγώ τά πέταξα καί σου έφερα μια. παραγεμιστη γαλοπούλα, μια πήττα πού τη ζύμωσα μοναχή μου, κΓ ένα. μπουκάλι άσπρο κρασί! Φάε, καρδιά μου, νά δυναμώσης. 9 Ο Γιάν την αγκάλιασε καί τή φίλησε. "Ύστερα κάθησαν κΓ έφαγαν καλά, κΓ δταν χόρτασαν, κουβέντιασαν πολλήν έδρα λέγοντας ό ένας στόν άλλο πώς είχε περάσει τή ζωή του μέχρι τήν ημέρα πού γνωρίστηκαν. Στό τέλος, δ Γιάν είπε στην Ότολιένκα τί δουλειά τού είχε βάλει ό πατέρας της, — Μή σέ νοιάζει, τού απάντησε ή Ότολιένκα γελώντας. *Έχω πάρει καί σήμερα τό μαγικό ραβδάκι τής μητέρας μου κΓ αυτό θά μάς κάνη δ,τι δουλειά θέλουμε. Καί λέγοντας αυτά, πήρε τήν ξερή κληματόβεργα, πού είχε είχε δώσει δ βασιλιάς στό Γιάν, τήν έστησε μέ τρεις πέτρες πάνω στό βράχο, κΓ ύστερα τήν άγγιξε έλαφρά μέ τό μαγικό ραβδάκι. Στή στιγμή, ή ξερή κληματόβεργα πήρε ζωή, οί ρί ζες της χώθηκαν στον σκληρό βράχο, κΓ έγινε ένα χοντρό θε ριεμένο κλήμα. Σέ λίγες στιγμές ψιλά άνθάκια βγήκαν από τά κλωνάρια της, καί ύστερα βαρειά τσαμπιά, κίτρινα σαν κεχρι μπάρι, ροζακιά σταφύλια κρεμάστηκαν ανάμεσα στα φύλλα της. Ή Ότολιένκα τύλιξε κατόπιν τό ραβδάκι κΓ έφυγε τρέ νοντας νά τό βάλη στή θέσι της πριν τήν καταλάβη κανένας. ξαπλωμένος στή σκιά ενός 6οάΌ Γιάν
χου καί τή νύχτα Αποκοιμήθηκε κυττάζοντας τά άστρα μΙ τήν καρδιά έλαφρυά. Στόν ύπνο του, του φαινόταν πώς δκουγε ολη νύχτα τό αεράκι νά λέη τό άνομα τής Ότολιένκα.
ΗΝ άλλη μέρα τό πρωί, δ κακός μάγος ό βα
Τ
σιλιάς, καθόταν στο τραπέζ,ι καί καταβρόχθιζε τό πρωινό του. Είχε μόλις καταπιή μιά μεγάλη μπουκιά κρέας είχε σηκώσει ένα πελώριο κύπελλο μέ μπύρα γιά'νά πιή, δταν μπήκε δ Γιάν. Ό βασιλιάς, πού ε!χε κι’ δλας καταπιή μιά γου λιά μπύρα, στραβοκατάπιε, έβηξε, πήγε νά πνιγή καί δλο τό κύπελλο του έφυγε από τά χέρια καί άδειασε πάνω στη μεταξοκή του καζάκα τή στολισμένη μέ άσπρη γούνα. Τόση ήταν ή κατάπληξι και ή μανία του δταν είδε τό Γιάν νά μπαίνη κου βαλώντας στό κεφάλι του ένα μεγάλο πανέρι ξέχειλο άπό κατακίτρινα σαν κερί ροζακιά σταφύλια. Για λίγην ώρα δεν μπό ρεσε νά βγάλη λέξι άπό τό στόμα του. — Χμ!, έκανε δταν έπιτέλους κατάφερε νά μιλήση. Μου έφερες τά σταφύλια, έ; Μή νομίσης, δμως, δτι ξεμπέρδεψες/ Πρέπει νά δούλεψης πολύ ακόμα, γιά νά βγάλης τό ψωμί μου που τρως τόσον καιρό. Νά πας στην ακροποταμιά καί έχει πού τελειώνει τό μονοπάτι έκεΐνο —καί τού έδειξε άπό τό πα ράθυρο— θά βρής τρεις μεγάλες μαύρες πέτρες. Θά τις κοπα νίσης, ώσπου νά γίνουνε σκόνη, καί μ’ έκείνη τή σκόνη, θά κάτσης νά ζυμώσης ένα ψωμί! ’Άν αύριο τό πρωΐ δεν μου φέρης ένα ροδοψημένο άσπρο καρβέλι θά σέ ρίξω στό πηγάδι μέ τά φίδια! Ό Γιάν έφυγε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι, κάνοντας τό στενοχωρημένο, αλλά μέσα του ήταν ξέγνοιαστος. Ήταν βέ βαιος, τώρα πιά, δτι ή αγαπημένη του Ότολιένκα δεν θά τόν ξεχνούσε. Ή απαίσια μάγισσα δμως, ή βασίλισσα πού βρισκό ταν μαζί μέ τόν άντρα της έκείνη τή- στιγμή, τόν κύτταζε πού
έφευγε καί κούνησε τό κεφάλι της, ενώ τά μάτια της άστραφταν από κακία. Αϊτή πού ήταν μεγάλη μάγισσα, ήξερε πώς ό Γιάν δέν μπορούσε νά φέρη ροδάκινα καί σταφύλια από δέν τρα πού είχε φυτέψει κι’ είχαν ανθίσει μέσα σέ μια μέρα. Έκτος άν ήταν μάγος. Ήξερε δμως πώς ό Γιάν δέν ήταν μά γος, Τί συνέβαινε λοιπόν; — "Ακούσε, είπε στον άντρα της. Αυτό τό παλιόσκυλο, ό γυιός τού σκύλου του ξαδέλφου σου, δέν μπορεί νά τά κατάφερε δλα αυτά μόνος του. Κι* ύστερα, πώς δέν πέθανε μέ τό φαΐ πού τού έστειλα; Πρέπει κάποιος νά τον βοηθάη. Σήμερα θά τού πάω τό φαΐ του έγώ ή ίδια, νά δώ τί γίνεται. Γιατί αυ τή ή ανόητη ή κόρη μας... — Τί είναι αυτά πού λές γυναίκα; θύμωσε ό βασιλιάς πού αγαπούσε την Ότολιένκα περισσότερο άπό τις άλλες του κό ρες. Ή μικρή είναι φρόνιμη δσο καί δμορφη. Μου μοιάζει καί έχει τά ίδια μυαλά μέ μένα! (Καί χαμογέλασε περήφανος για τόν εαυτό του), Μή βάζεις λοιπόν, έξακολούθησε, τέτοιες ανό ητες ιδέες μέ τό κουτό μυαλό σου, γιατί θά θυμώσω 1 Τό φαΐ θά τού τό πάη ή Ότολιένκα! "Ετσι, ή Ότολιένκα ξεκίνησε πάλι νά πάη τό φαΐ τού Γιάν, και μόλις εκείνος έφτασε στην ακροποταμιά καί κάθησε πάνω στις πέτρες νά ξεκουραστή, ακούσε τή δροσερή φωνή της: — Γιάν, Γιάν! Καί την Ιδια στιγμή, φάνηκε ή καλή του φορτωμένη όπως τής άλλες φορές, — Ή μητέρα μου μου έδωσε νά σου φέρω νά φας ένα πιάτο πράσινες σαύρες καί ένα παγούρι φαρμάκι οχιάς γιά νά πιής. Έγώ όμως τά πέταξα καί σού έφερα λαγό στιφάδο, φρέσκο ψωμί καί γλυκό μέ σταφίδες, πού τό έφτιασα μόνη μου. Κι’ ένα μπουκάλι μαύρο κρασί γιά νά δυναμώσης. Την ώρα πού έτρωγαν, ό Γιάν τής είπε τί δουλειά τού είχε βάλει νά κάνη ό βασιλιάς καί ή Ότολιένκα, πού είχε μάθει πολλά άπό τή μαγική τέχνη τής μητέρας της καί πού είχε μαν
τέψει πώς ή μητέρα-της την υποψιαζόταν, του είπε πώς έπρε πε νά φύγουν, αν -θέλανε νά γλυτώσουν. Ό Γιον άλλο πού δέν (ηθελε. Αποφάσισαν λοιπόν, νά τό σκάσουν την άλλη νύχτα. ί/·η Υστερα, όταν άπόφαγαν, ή Ότολιένκα, χτύπησε μέ τό μαγικ:ό ραβδάκι τις τρεις μαύρες πέτρες κι’ ευθύς τΙς είπε και έγι ναν σκόνη. Κατόπιν ή σκόνη έγινε άσπρο αλεύρι και τό αλεύρι ένα ολοστρόγγυλο, φουσκωτό κα'ι ροδοψημένο καρβέλι. "Ύστε ρα ή Ότολιένκα έφυγε, μ’ όλο πού δ Γιάν δέν ήθελε νά την α φή ση από κοντά του, κι* εκείνος πέρασε όλη τή νύχτα ψάχνον τας νά 6ρή μέ τό μυαλό του έναν τρόπο για νά φτάσουν στο βασίλειο τού πατέρα του. Τό άλλο πρωί, ό βασιλιάς κατάπιε τό κουτάλι μέ τό Οποί,ο έτρωγε ένα περίφημο γλυκό, καθώς είδε τό Γιάν νά μπαίνη φέρ νοντας τό ροδοψημένο καρβέλι. Σά μάγος πού ήταν, κατάλαβε αμέσως πώς τό ωραίο καί λαχταριστό εκείνο ψωμί ήταν πραγ ματικά ψωμί από πέτρα. Μ’ όλη τή λύσσα πού τον έπιασε ωστόσο, δέν είπε τίποτα στον άνηψιό του. — Καλά, καλά, μουρμούρισε, :Ωραία τά κατάφβρες. Πή γαινε τώρα νά ξεκουραστής. Ααι τον εοιωΕε. " ό Γιάν έκλεισε πίσω του την πόρτα, ό απαίσιος βασιλιάς τινάχτηκε όρθιος, αναποδογύρισε τό τραπέζι μέ όλα τά πιάτα, κλώτσησε τήν καρέκλα του κι’ άρχισε νά δρίζη. — Πώς τά κατάφερε τό παλιόσκυλο; ούρλιαζε στή γυναί κα του. Τώρα μέ κοροϊδεύει κι* άλας. Άλλα έννοια σου. Από ψε τό βράδυ κι1 όλας, θά τόν ρίξω σ’ ένα καζάνι μέ βραστό νερό καί θά τόν ψήσω ζωντανό! — ’Άν δέν ήσουνα τόσο βλάκας, τού είπε ή γυναίκα του, θά τό είχες κάνει αυτό από πολύν καιρό! Ή Ότολιένκα όμως, πού καθόταν στήν κάμαρά της, μά γισσα καθώς ήταν κι’ εκείνη, κατάλαβε τί έλεγαν ό πατέρας της καί ή μητέρα της. Καί μια καί δυο, πηγαίνει καί βρίσκει
27
τό Γιάν καί του τό λέει. — Τί θά κάνουμε τώρα; ρώτησε δ Γιάν. — Μή σέ νοιάζει. Έγώ θά τά κανονίσω 8λα. Έσύ μονά χα νά είναι έτοιμος, και νά μή φοβυθής διόλου, δ,τι και νά δής. Γιατί δ πατέρας μου έμενα θά βάλη νά σέ ρίξω στο βρα στό νερό. Πραγματικά κατά τά μεσάνυχτα τό νερό στο πελοδριο κα ζάνι άρχισε νά κοχλάζη καί ή Ότολιένκα, άντι νά πάη νά ξυπνήση τόν πατέρα της, ξύπνησε τό Γιάν, τον πήρε άπό τό χέρι και τόν ώδήγησε στην κουζίνα τού πύργου. —- Σιγά - σιγά. Μην κάνης καθόλου θόρυβο, τού είπε. Θέ λω νά μού όρκιστής ότι δεν θά μέ ξεχάσης ποτέ! Ό Γιάν ώρκιστηκε. Πώς μπορούσε νά την ξεχάση ποτέ αφού εκείνη τόν είχε σώσει και αφού τήν αγαπούσε; Τότε ή Ότολιένκα πήρε τό μαγικό ραβδί τής μητέρας της πού τής τό είχε πάρει κρυφά και αφού έφτυσε χάμω, άγγισε τό σάλιο της μ’ έκεΐνο. Κατόπιν, μέ μιά κιμωλία, ζωγράφισε στο πάτωμα γύρω άπό τό σάλιο έναν κύκλο μεγάλο. Χτύπησε ύστερα τό Γιάν μέ τό ραβδάκι, κι’ δ Γιάν μεταμορφώθηκε σέ περιστέρι. Χτυπήθηκε κι’ ή ίδια, κι? έγινε κι* αυτή περιστέρι. Και άπό ,τό ανοιχτό παράθυρο πέταξαν κι* οι δυο και έφυγαν μέσα στή νύχτα πηγαίνοντας κατά τό βασίλειο τού Γιάν. Σέ λίγην ώρα δ βασιλιάς ξύπνησε. — Ότολιένκα, φώναξε. Τό νερό δε βράζει; — Βράζει, βράζει! *Απάντησε τό σάλιο μέσα στόν μαγικό κύκλο. — Ότολιένκα, δέν σηκώθηκες ακόμα; ξαναρώτησε δ βα σιλιάς. — Σηκώθηκα, σηκώθηκα, άποκρίθηκε τό σάλιο. — Ότολιένκα, φέρε μου τις παντόφλας μου και τό φόρεμά μου, φώναξε καί ή βασίλισσα. -— Αμέσως, άμέσοος, άπάντησε τό σάλιο άπό τήν κουζίνα. — Μά τήν αλήθεια, παρατεμπέλιααες, φώναξε ή βασί-
28
Αισσα καί σηκώθηκα. ^Ανοιξε την πόρτα, κύτταξε στην κουζίνα και δέν είδε κανένα. — Γέρο - ανόητε, φώναξε μανιασμένη από τό θυιιό της στό βασιλιά. Δέν σου τά έλεγα καί δέν μ’ άκουγες; Ή κόρη σου ή αγαπημένη τό έσκασε μαζί με τον παλιόσκυλο τόν άνηψιό σου. Τρέχα νά τους πιάσης τώρα, — Έννοια σου, και θά τούς πιάσω, απάντησε λυσσασμέ νος καί ντροπιασμένος ό βασιλιάς. Καί μετααοοφώθηκε αμέσως σέ άσπρο σύννεφο καί πέταξε από τό παράθυρο* Στό μεταξύ ό Γιάν καί η Ότελιένκα πετοΰσαν γραμμή για τό βασίλειο τού πατέρα τού Γιάν. Ξαφνικά βμως, ή Ότολιένκα πού ήξερε άπό μάγια, κατάλαβε οτι ή μητέρα της κι’ δ πατέ ρας της είχαν ανακαλύψει πώς τό σκάσανε. Γύρισε λοιπόν καί είπε στό Γιάν: — Μήπως μάς κυνηγούνε; Νοιώθω νά μέ καίη τό αριστε ρό μου μάγουλο. Για γύρισε νά κυττάξης! Ό Γιάν γύρισε καί τής είπε: — Δέν βλέπω παρά μονάχα ένα άσπρο σύννεφο πού έρχε ται κατά δώ. — Αύτός είναι! 'Ο πατέρας μου! νΑς σταματήσουμε! Κατέβηκαν, κι’ ή Ότολιένκα χτύπησε μέ τό μαγικό της ραβδάκι τό χώμα. Στή στιγμή, έκείνη μεταμορφώθηκε σέ χω ράφι μέ κίτρινα στάχυα κι’ δ Γιάν σέ γέρο γεωργό. Τό σύννεφο στό μεταξύ έφτασε, κατέβηκε καί δ μάγος βα σιλιάς πήρε τήν ανθρώπινη μορφή του καί ρώτησε τό γεωργό: — Δέ μού λές, καλέ μου άνθρωπε, μήπως είδες νά περα σουν άπό δώ ένα νέο μαζί μέ μια κοπέλλα; — Μά τήν πίστη μου δ'χι! απάντησε δ γεωργός. Έχει νά περάση άνθρωπος άπό δώ, άπό τότε πού φύτρωσε αυτό τό σι τάρι! Τι νά κάνη δ βασιλιάς. Μ’ δλο πού ήταν μάγος, δέν κατά-
φερε νά μαντέψη την αλήθεια. Και γύρισε στον πύργο του με κατεδασμένο τό κεφάλι. — Δέν τούς βρήκες; τόν ρώτησε ή γυναίκα του. —Που νά τούς βρω; Δέν τούς είδα πουθενά. Ό μόνος άνθρωπος πού συνάντησα, ήταν ένας γεωργός πού καθόταν στό χωράφι του. — Είσαι κουτός καί τυφλός, του φώναξε ή γυναίκα του. 'Ωραία μάγια ξέρεις, μά την αλήθεια. Δέν κατάλαβες πώς ό γεωργός και τό χωράφι ήταν αυτοί πού γυρεύουμε; Τρέχα πάλι. Πρέπει νά τούς πιάσης! Ό βασιλιάς, ντροπιασμένος, δέν είπε λέξι. Μεταμορφώθηκε σέ μαύρο σύννεφο καί έφυγε από τό παράθυρο. Καθώς τούς πλησίαζε, ή Ότολιένκα, πού είχε ξαναγίνει περιστέρι καί πετούσε στο πλάι τού Γιάν, κατάλαβε πάλι τόν κίνδυνο. — Μου φαίνεται πώς μάς κυνηγούν πάλι, τού είπε. Νοιώ θω νά μέ καιη τό δεξιό μου μάγουλο. Γιά γύρισε νά δής! Ό Γιάν γύρισε, κύτταξε καί απάντησε: — Λεν βλέπω τίποτα. Ένα μαύρο σύννεφο πλησιάζει μο νάχα. — Αυτός είναι! Νά σταματήσουμε! Κατέβηκαν καί μόλις πάτησαν στη γη, ή Ότολιένκα χτύπησε τό χώμα μέ τό μαγικό της ραβδάκι καί στη στιγμή ή ίδια έγινε εκκλησία, ενώ ό Γιάν μεταμορφώθηκε σέ γέρο καλόγερο. Τό σύννεφο έφτασε, κατέβηκε καί δ βασιλιάς πήρε την ανθρώπινη μορφή του καί ρώτησε τόν καλόγερο: — Δέ μού λές, παππούλη, μήπως είδες νά περνάη από δώ ένας νέος μέ μιά όμορφη κοπέλλα; — Μά την πίστι μου, όχι! απάντησε δ καλόγερος. Έχο) νά δώ άνθρωπο νά περάση από τότε πού χτίστηκε αυτή ή έκ~ κλησία! Ό βασιλιάς γεμάτος μανία καί ντροπή γύρισε στόν πύργο του μέ τό κεφάλι κάτω* εΌταν τόν είδε ή γυναίκα του νά γυρί-
30
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
ζη μέ άδεια χέρια πάλι, έβαλε ξανά τϊς φωνές. — Γέρο * ανόητε! του φώναξε. Πώς δέν τους βρήκες; Τί έ'παθες πάλι; — Πού θέλεις νά ξέριο που βρίσκονται; είπε δ βασιλιάς. Δέν συνάντησα παρά μονάχα ένα γέρο καλόγερο πού καθότα νε δίπλα σέ μια εκκλησία. — Ξαναμωράθηκες, φώναξε αφρίζοντας άπό τδ θυμό της ή γυναίκα του. Καί μ’ αυτά τά λόγια σηκώθηκε, φόρεσε τις μαγικές της μπόττες καί πετάχτηκε κι’ αυτή άπό τό παράθυρο. 01 μπόττες εκείνες κάνανε οποίον τις φορούσε νά περπατάη πολύ γρήγορα. Σέ κάθε βήμα της, ή μάγισσα βασίλισσα έκανε ολόκληρα χι λιόμετρα. Πολύ γρήγορα λοιπόν, ή Ότολιένκα πού είχε ξαναγίνει περιστέρι καί πετούσε δίπλα στο Γιάν κατάλαβε μέ τή μαγική της τέχνη πώς κάποιος τούς κυνηγούσε πάλι, καί τού είπε: — Κάποιος έρχεται πίσω μου. Καί μού φαίνεται πώς είναι ή μητέρα μου, γιατί νοιώθω νά μέ καίνε καί τά δυό μου μά γουλα. Γιά γύρισε νά δής! Ό Γιάν γύρισε πίσω καί φώναξε: — Δίκηο έχεις. Είναι ή μητέρα σου. "Ερχεται. Γιά κύττα πώς τρέχει! Ή Ότολιένκα τότε τού φώναξε νά πετάξη πιό γρήγορα. Εκείνη έμεινε πιό πίσοο καί κατεβαίνοντας χαμηλά, χτύπησε τό χώμα μέ τό μαγικό της ραβδί καί άμέσως έγινε σ’ εκείνο τό μέρος μιά μεγάλη λίμνη ένώ ή ίδια μεταμορφώθηκε σέ άσπρη πάπια πού κολυμπούσε πάνω - κάτω. — Νομίζεις πώς θά μού ξεφύγης; έκανε ή μητέρα της φτάνοντας. Καί, μουγγρίζοντας άπό τή μανία της, έβγαλε τις μπόττες της καί μπήκε μέσα στο νερό γιά νά πιάση την πάπια. Ή Ό τολιένκα τήν άφησε νά πλησιάση άρκετά κι’ ύστερα πεταξε ξαφνικά καί βγήκε στό μέρος δπου ή μητέρα της είχε αφήσει
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
31
τίς μπόττες. Ξανάγινε κοπέ?Λ<χ, φόρεσε τΙς μπόττες, κι/ από δω παν κι5 άλλοι! Ή μάγισσα έβαλε τις φωνές: — Κακόρριζικό παιδί!, φώναξε. Την κατάρα μου νά 8χης. Σέ καταδικάζω νά σέ ξεχάση ό Γιάν σου μόλις τόν φιλήση μια άλλη γυναίκα. Δεν θά τόν ξαναδής παρά μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια! Καί τότε, θά τόν βρής παντρεμένο! Ή Ότολιένκα, δμο3ς, φορώντας τ'ις μαγικές μπόττες, πή ρε τό Γιάν από τό χέρι, καί σέ λίγην ώρα είχαν φτάσει στά σύνορα τού βασιλείου τού πατέρα του. Μόλις μπήκε στο βασίλειο τού πατέρα του, ό Γιάν ρώτησε ένα χωρικό πού συνάντησε τί γινόταν ατό βασίλειο. — "Οχι καλά, τούς άποκρίθηκε ό χωρικός. Ό καλός μας βασιλιάς πέθανε από τή λύπη τού έπειδή χάθηκε ό γυιός του. — Μείνε εδώ, είπε τότε τό βασιλόπουλο στην Ότολιένκα, νά πεταχτώ μιά στιγμή ώς τό παλάτι μου νά δώ τί συμβαίνει. Καί μιά καί δυό πάει στά παλάτι. Βρίσκει τ’ αδέλφια του νά μαλώνουν ποιος θά γίνη βασιλιάς. Μόλις τόν άντίκρυσαν έσκυψαν καί τόν προσκύνησαν, ενώ ή δυστυχισμένη ή μητέρα του έπεσε μέ λαχτάρα στην αγκαλιά του καί τόν φίλησε. Μέ τό φίλημα αυτό, δπως είχε πή καί στην Ότολιένκα ή μάγισσα μητέρα της, ό Γιάν ξέχασε πώς τόν περίμενε ή αγα πημένη του λίγο μακρυά από τό παλάτι. Θυμόταν μονάχα πώς έπρεπε νά πάη εκεί, χωρίς δμως νά ξέρη γιατί. Ό Γιάν, μόλις έφτασε σέ κείνο τό μέρος, είδε νά τόν περιμένη μιά άραπίνα. Ή κακούργα αυτή γυναίκα είχε μάθει πιο πριν τήν ιστορία τής Ότολιένκα καί την έρριξε σέ ένα πηγάδι γιά νά γίνη αυτή βασίλισσα. Ό Γιάν πού δέν θυμόταν τή μορφή τής αγαπημένης του πήρε τήν άραπίνα στο παλάτι καί τήν παντρεύτηκε. Μιά μέρα, καθώς πήγε σ5 ένα πηγάδι νά πιάση νερό, δ κουβάς του έβγαινε έξω ένα χελάκι. Τό πήρε λοιπόν δ Γιάν καί τό έβαλε σέ μιά γυάλα. Τό αγαπούσε πολύ αυτό τό χελάκι,
1
Η ΚΟΡΗ Τ0Υ ΜΑΓ’ΰΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
μά ή άραπίνα πού κατάλαβε πώς τό χέλι ήταν ή Ότολιένκα, τό έπιασε μια μέρα πού έλειπε ό βασιλιάς, τό τηγάνισε καί τό έφαγε. Καθώς πέταξε δμως τά κόκκαλα στην αυλή, φύτρωσε μια μεγάλη λεμονιά κι* έβγαλε μυρωμένα λουλούδια. Ή άρα πίνα λύσσαξε από τό κακό της καί διέταξε νά κόψουν τη λε μονιά και νά πετάξουν τον κορμό της στο δρόμο. Ένα βράδυ, πέρασε ένας φτωχός γέρος δίπλα από τό πα λάτι, βρήκε τον κορμό τής λεμονιάς τον πήρε σπίτι του καί παίρ νοντας ένα τσεκούρι άρχισε νά τον κόβη. Μέ την πρώτη τσε κουριά δμως τό κούτσουρο μεταμορφώθηκε σέ μια ώραία κοπέλλα. Ζήτησε ή κοπέλλα τότε από τό γέρο πανί καί κλωστές, καί άρχισε νά κεντάη μέ υπομονή την Ιστορία τής ζωής της σ’ αυτό τό πανί. Εφτά ολόκληρα χρόνια κράτησε τό κέντημα κι’ δταν τελείωσε τό έδωσε τού γέρου καί τού είπε:. — Θά πάρης αυτό τό κέντημα καί θά τό πάς στο παλάτι. Πρόσεξε δμο^ς! Θά τό δώσης στά χέρια τού βασιλιά καί κανενός ©Ιου! * Ακόυσες; Και κείνος δταν τό δή, θά σου δώση δ,τι ζητήσης. Τό πήρε, λοιπόν, ό γέρος τό κέντημα καί πήγε τό παλάτι. Στην αρχή δεν τον άφησαν, αλλά μέ τά πολλά κατάφερε νά παρουσιαστή στο βασιλιά. — Τί θέλεις, παππούλη; ρώτησε δ βασιλιάς μέ καλωσύνη. — Θέλω νά σου δώσω αυτό, βασιλιά μου, απάντησε δ γέ ρος καί τού έδωσε τό κεντημένο μεταξωτό. Τό παίρνει δ βασιλιάς, τό κυττάζει καλά - καλά, καί άρχίζει νά διαβάζη. Διάβασε δλη του την ιστορία. Κι’ έκείνη τή στιγμή καθώς διάβαζε, κλείσανε έφτά άκριβώς χρόνια από την ημέρα καί την ώρα πού είχε άφίσει την Ότολιένκα στό πηγά δι μέ τό κυπαρίσσι. Καί αμέσως τά θυμήθηκε δλα! Πήρε α μέσως τό γέρο μπήκανε στό βασιλικό αμάξι καί τρέξανε στό σπίτι του. Ή Ότολιένκα τον περίμενε. Καί, μόλις μπήκε, πέ σανε δ ένας στήν αγκαλιά τού άλλου καί κλαίγανε καί γελούσα νε από τή χαρά τους,
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
33
5Αμέσως δ βασιλιάς πήρε τήν Ότολιένκα μαζί, του καί γύ ρισε στό παλάτι του. Πρόσταζε νά στείλουν αμέσως στόν κα λό γέρο ένα τσουβάλι χρυσές λίρες, και πήγε τήν Ότολιένκα στη μητέρα του. — Αυτή είναι ή αληθινή μου γυναίκα, μητέρα, τής είπε. Θέλω νά τήν αγαπάς γιατί αυτή μ’ έσωσε και μ’ έφερε πίσω ζωντανό. Τις άφησε υστέρα καί μια και δυο ανέβηκε στο δωμάτιο τής άραπίνας. Μπήκε μέσα, τής είπε ενα ξερό «καλημέρα» κι’ υστέρα άρ χισε νά περπατάη πάνω - κάτω μέσα στο δωμάτιο, κάνοντας τον πολύ συλλογισμένο. — Τί έχεις πάλι, γκρίνιαξε ή άραπίνα. Κάθε φορά πού πάω ν’ ασπρίσω λιγάκι, σέ βλέπο3 έτσι κατσουφιασμένο καί σιενοχωριέμαι καί μαυρίζω πάλι! — Δεν έχω τίποτα, άποκρίθηκε δ Γιάν. Είναι μια δίκη, καί δεν ξέρω τί άπόφασι νά βγάλω. — Για πές μου κι’ έμένα τί συμβαίνει, είπε ή άραπίνα. Κάτι ξέρω κι’ έγώ από δίκες. Ξεχνάς πώς κι’ έμένα δ πατέρας μου ήταν βασιλιάς; — "Ακούσε λοιπόν, είπε δ βασιλιάς. Είναι μια πολύ κακιά καί πονηρή γυναίκα, πού σκότωσε τήν κοπέλλα πού αγαπούσε κάποιος καί πήρε τή θέσι της. Δεν μπορώ, λοιπόν, νά αποφα σίσω τί τιμωρία πρέπει νά βάλω σ’ αυτή τή γυναίκα πού χώ ρισε δυο αγαπημένους. — Καί τό σκέπτεσαι; είπε ή άραπίνα. Νά διατάξης νά τήν σκοτώσουν. Καί μάλιστα νά βάλης νά τή ρίξουν μέσα σ’ ενα βαθύ πηγάδι. — Καλά λές, είπε δ βασιλιάς. Αυτή πρέπει νά είναι ή τι μωρία σου! Καί, άμεσως, φώναξε τούς σωματοφύλακες του, καί τούς διέταξε νά πάρουν τήν άραπίνα καί νά τήν ρίξουν μέσα στο πιο βαθύ πηγάδι τής χώρας.
34
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Τήν βλλη μέρα, Κφυγαν οι βασιλικοί αγγελιοφόροι πού πή γαν νά αναγγείλουν σ’ δλη τη χώρα δτι ό καλός βασιλιάς Γιον θά παντρευόταν. Μιαν ολόκληρη εβδομάδα κράτησαν οί γιορ τές τού γάμου. Ό κόσμος, πού αγαπούσε τό βασιλιά του τον καλό γυιό τού καλού πατέρα, ήταν γεμάτος χαρά. Και ό Γιάν μέ τήν Ότολιένκα εζησαν ευτυχισμένοι πολλά χρόνια. ΤΕΛΟΣ (’Α'ιτόδοσ ι ς: Μ. Κανσήζ)
ΠΑΡΑΜΥΘΊΑ ΜΙΚΡΟΥ ΒΡΩΟΣ ΛΕ ΚΚΑ 22
(ΰπύκιο») _ ΑΘΗΝΑ ι
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝΕΜΟΛΟΥΡΑΣ, ΟΊ ΚΟΝ. -Δ)Σ ίΣ: Γ. ΓΕΩΡΠΑΔΗΣ
ΤΙΜΗ Δ.ΡΑΧ. 2
ι9 · · ■ //Λ
ΔΥΟ ΑΔ6/Α
^
^
ΛνηΟΥΠΑΙΙ^ ει/ΫΑΐ ' ~~τ^Π/Α£η6Ν£Σ ^
ηΑβΙΖΜΑΤ!9
Λ/ν^Χ. 2
Παρουσίασε στόν σουλτάνο μιά μεγάλη κολοκύδα, όπου ήσαν καρφωμένα έπτά μαχαίρια !
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΙϋΑΟΚΟΙΤΟΣ
"Ο ξυλοκόπος γονάτισε κι* εδωσε τδ μήλο!
ΠΩ2 λένε τά παλιά βιβλία, ζοΰσε κάποτε ένας
©
σουλτάνος πού είχε επτά κόρες. 01 κόρες αυτές ή σαν τόσο όμορφες, πού καμμιά άλλη δεν μπορούσε νά τις ραβγή στην τελειότητα τού κορμιού καί στην ωραιότητα τού προσώπου. Πόσο περήφανος, γράφουν τά βιβλία, ήταν δ πα τέρας τους γι’ αυτές! "Έκανε δ,τι μπορούσε για νά τίς βλέπη
4
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
ευχαριστημένες. Σέ κάθε μια είχε φτειάξει από ένα δμοιο πα λάτι γεμάτο πολυτέλεια και ανέσεις κα'ι κάθε μια είχε κάνει τό νοικοκυριό της σ’ αυτό, ζώντας χωριστά από τις άλλες. Ή δμορφιά των πριγκιπισσών ήταν γνωστή σ’ όλο τον κόσμο και πολλοί πρίγκιπες είχαν έρθει από κοντινά και μακρυνά μέρη γιά νά τις ζητήσουν από τον πατέρα τους, γιά γυ ναίκες τους. Μά κάθε φορά ό πατέρας τους, ό σουλτάνος, πού δεν ήθελε νά τις άποχωριστή, άρνιόταν νά τις δώση. Παρ’ δλα αυτά, οι πριγκίπισσες είχαν μεγάλη επιθυμία νά παντρευτούν, αλλά δεν τολμούσαν νά τό πουν στον πατέρα τους. Ζούσε στην πόλι τους μιά γρηά γυναίκα, πού είχε τή φήμη οτι ήταν πολύ έξυπνη. Την κάλεσαν λοιπόν στά σπίτια τους γιά νά τήν συμβουλευτούν. — Θέλουμε πολύ νά παντρευτούμε, τής είπαν δλες μαζί, μά δεν ξέρουμε πώς νά τό πούμε στον πατέρα μας, γιατί έχου με μάθει πώς έχει άρνηθή πολλές φορές μέχρι τώρα σέ δσους μάς έχουν ζητήσει γιά γυναίκες τους. Ή γρηά σκέφτηκε κάμποση ώρα κι’ έπειτα τούς εΐπε: — Θά πάρετε ένα καρπούζι καί επτά ασημένια κουτάλια. Θά χώσετε τά κουτάλια μέσα στο καρπούζι καί θά τό στείλετε στον πατέρα σας, χωρίς νά τού πήτε τίποτα. ΟΙ πριγκίπισσες έκαναν δπως τις συμβουλέυσε ή γρηά. Ό σουλτάνος, όταν πήρε αυτό τό παράξενο μήνυμα, έπεσε σέ με γάλη απορία. Φώναξε λοιπόν τον πρωθυπουργό του, άνθρωπο σοφό καί μέ μεγάλη κρίσι. Αυτός τότε τού εξήγησε: — Οί κόρες σου, πολυχρονεμένε μου, καίγονται από τήν επιθυμία νά παντρευτούνε, αλλά, έπειδή ντρέπονται νά σοΰ τό πούνε οί ίδιες, χρησιμοποίησαν τό συμβολικό αυτό μέσον, γιά νά σοΰ δώσουν νά καταλάβης τί περιμένουν από σένα. Ό σουλτάνος κατάλαβε τότε πώς ή άρνησί του νά τις παντρέψη μπορούσε νά τού βγή σέ κακό καμμιά μέρα. Έξ άλλου, τις αγαπούσε τόσο πολύ πού τού ήταν αδύνατο νά μήν ί,κανοποιήση τή μεγάλη, δπιος τού είπε ο σοφός του πρωθυ
πουργός, επιθυμία πού είχαν νά παντρευτούν. Φώναξε λοιπόν ένα χρυσοχόο, πού, δπως έλεγαν, ήταν μο ναδικός στην τέχνη του, και τού παράγγειλε επτά όλόχρυσα μήλα, λέγοντά του νά γράψη στο καθένα από αυτά τό όνομα τής καθεμιάς κόρης του. Ό χρυσοχόος έξετέλεσε την παραγγελία τού σουλτάνου κι' έπειτα από λίγες μέρες τού έφερε τά επτά ολόχρυσα μήλα. Ό σουλτάνος διέταξε τότε τούς δημόσιους κήρυκες νά βγουν καί νά διαλαλήσουν παντού: — Υπηρέτες τού Αλλάχ, ακούστε τί θά σάς πώ γιά τό καλό σας. Ό πολυχρονεμένος μας σουλτάνος, πού ό Αλλάχ νά μάς κόβη μέρες καί νά τού δίνη χρόνια, σάς παραγγέλνει οτι την τάδε μέρα καί την τάδε οορα, ό καθένας από σάς, πλούσιος ή φτο^χός, πρέπει νά περάση μπροστά από τό παλάτι. Ό σουλτάνος είχε παραδά)σει τά επτά μήλα στη γυναίκα του, γιά νά τά δώση στις επτά κόρες τους. — Ό πατέρας σας, τούς είπε αυτή, δίνοντάς τους τά μή λα, σάς παραγγέλνει νά πάτε νά τον βρήτε αύριο. Θά σταθήτε στον εξώστη τού παλατιού καί θά δήτε νά περνούν από τά μάτια σας όλοι οί άντρες τής πόλεως. Κάθε μιά σας θά πετάξη τό μήλο της ανάμεσα στο πλήθος. Πράγματι ή συγκέντρωσις, πού είχε διατάξει ό σουλτάνος νά γίνη, έγινε καί ή πριγκίπισσες έκαναν αυτό πού ό πατέρας τους τούς είχε παραγγείλει νά κάνουνε. Ό σουλτάνος, έβαλε πάλι τούς κήρυκες νά πούν στο πλή θος, ότι αυτός πού έπιασε ένα από τά μήλα πού πέταξαν οι πριγκίπισσες, έπρεπε νά τό ψέρη στο παλάτι. Έτσι κι’ έγινε. Αυτοί πού έπιασαν τά μήλα ήρθαν μπροστά ατό σουλτάνο. Ό σου?πάνος τούς μέτρησε καί είδε πώς ήσαν μόνο έξη. -— Πού είναι ό έβδομος; τούς ρώτησε τότε. Αυτοί τού άπάντησαν: — Ό έβδομος πού έπιασε τό μήλο είναι ένας ξυλοκόπος
πού στάθηκε έξω άπό την πόρτα, μην τολμώντας νά μπή έθώ μέσα. — Νά μου τον φέρετε μπροστά μου, διέταξε ό σουλτάνος. Ό άνθρωπος αυτός μπήκε μέσα. Προχωρώντας διατα κτικά, γονάτισε κι/ έδωσε τό μήλο πού είχε πιάσει στο σουλτά νο, όπως είχαν κάνει καί οί άλλοι έξη. Ό σουλτάνος πήγε, στις κόρες του και τούς παρέδωσε τά μήλα. Οι έξη πρώτες ευχαριστήθηκαν για την ανέλπιστη τύχη πού το πεπρωμένο τούς έπεφύλασσε. Ή πρωτότοκη παντρευό ταν τό γυιό τού βεζύρη, ή δεύτερη τό γυιό τού πασά κι’ δλες ο! άλλες άπό ένα μεγάλο άξιωματούχο τού κράτους. 'Όλες λοιπόν φαίνονταν χαρούμενες άπό τον άντρα πού τούς είχε τύχει. Μοναχά ή έβδομη μπορούσε νά πή κανένας πώς ήταν άτυχη. — Αυτός πού σού έτυχε για άντρας, τής είπε ό πατέρας της, είναι ανάξιος τής βασιλικής σου καταγωγής. Δεν θά μπο ρέσω νά συμφωνήσω σ’ αυτό τό γάμο. — Πατέρα μου, απάντησε ή νέα, αυτός δ ξυλοκόπος είναι ό άντρας πού ό Αλλάχ μού ώρισε γιά σύζυγο. Δέν πρόκειται λοιπόν νά δεχτώ άλλον. Καί νά διατάξης τό θάνατό μου, εγώ θά ακολουθήσω τή μοίρα μου. Ό σουλτάνος βρήκε πώς ή κόρη το^ είχε δίκιο κι/ έτσι έδωσε διαταγή νά γίνουν οί προετοιμασίες καί γιά τούς επτά γάμους. Θά πρέπει δμως νά ξέρετε δτι αυτός πού είχε την έμφάνισι τού ξυλοκόπου, στην πραγματικότητα δέν ήταν παρά δ βα σιλιάς ενός μακρυνού βασιλείου. Τό ότι είχε γίνει ξυλοκόπος τό χρωστούσε στην άπόφασι τού Αλλάχ. Ακούστε τώρα πώς είχε γίνει αυτό τό πράγμα: 'Όταν πέθανε ό πατέρας του, πού ήταν βασιλιάς, ανέβηκε αυτός στο θρόνο καί δλοι περίμεναν δτι θά κυβερνούσε συνετά καί δίκαια δπως είχαν βασιλέψει καί οί προκάτοχοί του. Ό νέος βασιλιάς είχε στην κατοχή του ένα μαγικό δαχτυλίδι πού τού τό είχε
1
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ 5ΥΑΦ&0Π02
δώσει κάποια νεράιδα καί πού χάρις ατό δαχτυλίδι αυτό μπο ρούσε νά διατάξη νά Ικπληρίοθη κάθε επιθυμία τήν οποία είχε. Μια νύχτα ένας άγγελος, σταλμένος από τον Αλλάχ, ήρθε στον ύπνο του» — Ό ?Αλλάχ, τού είπε, σου παραγγέλνει νά ύποβληθής για επτά χρόνια, σέ ταπεινώσεις καί κόπους. Μπορείς νά ΰποστής τή δοκιμασία αύτή από τώρα ή καί νά τήν άφήσης όταν θά γίνης γέρος. Ξύπνησε ταραγμένος από τό παράξενο αυτό όνειρο, σαν νά τον είχε κτυπήσει κεραυνός. 'Όταν σέ λίγο τον ξαναπήρε ό ύπνος, είδε πάλι τό ίδιο όνειρο. Τρεις φορές αποκοιμήθηκε καί τις τρεις φορές τού συνέβη τό ίδιο ακριβώς πράγμα. Τό πρωί πού σηκώθηκε, σκέφτηκε πολλή ώρα τήν παραγγέλια τήν οποία τού έστελνε ό Αλλάχ» Έτσι αποφάσισε νά κάνη αυτό πού ήταν θέλημα τού ουρανού. Καλύτερα θά ήταν νά έκπληρώση τώρα πού ήταν νέος ακόμη τήν έπιταγή πού είχε πάρει. Αφού λοιπόν ανέθεσε τις υποθέσεις τού κράτους στό βεζύρη του, πού ήταν άνθρωπος άξιος καί εμπιστοσύνης, έβγαλε τά βασιλικά του ενδύματα καί ντύθηκε μέ τά ρούχα τού ξυλοκόπου, πήρε κι’ ένα κοφτερό τσεκούρι καί, κεντρώντας τά γαϊδούρια, πού θά τού χρησίμευαν για τή δουλειά του, τράβηξε μπροστά, γεμάτος καρτερικότητα. Κάθε μέρα έκοβε ξύλα από τά δάση καί? φορτώνοντας τά γαϊδούρια του, πήγαι νε νά τά πουλήση από πόλι σέ πόλι. Μέ αυτό τον τρόπο κατώρθωνε νά κερδίζη τό ψωμί του. Έτσι, έφτασε καί μιά μέρα στό βασίλειο τού σουλτάνου, όπου τό πεπρωμένο τού ώρισε νά πιάση ένα από τά μήλα πού πέταξαν οί πριγκίπισσες. ΟΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΙΣ ΤΟΎ ΞΥΛΟΚΟΠΟΥ ΤΑΝ λοιπόν
Ο
τελείωσαν οί διατυπώσεις
των
επτά γάμων, καθένας από τούς γαμπρούς τού σουλτάνου πήρε τή γυναίκα του καί γύρισε στό σπίτι του.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΛΟΙ ξυλοκόπος, πού δεν είχε σπίτι, όπως ο! άλλοι, εφερε την δική του στη φτωχική καλύβα δπου έμενε καί συνέχισε νά κάνη την Ιδια σκληρή δουλειά πού έκανε καί πρώτα, μια πού έπρεπε νά μή διακόψη τήν δοκιμασία πού τού είχε επιβάλει ό ’Αλλάχ. Μέ πόση όμως έκπληξι έβλεπαν δλοι τόν άντρα τής πριγκίπισ* σας νά γυρίζη μέ τά γαϊδούρια του στούς δρόμους καί νά πουλά τά φορτώματα των ξύλων. Μιά μέρα, οί έξη γαμπροί τού σουλτάνου, πού είχαν δλοι τους μεγάλα αξιώματα, αποφάσισαν νά πάνε μιά μέρα, από τό πρωί, στο παλάτι τού πεθερού τους παίρνοντας μαζί τους καί τά φαγητά τους. Ό ξυλοκόπος είπε τότε στή γυναίκα του. -— Πρέπει νά πάμε κι’ εμείς στον πατέρα σου. Ή πριγκίπισσα δεν έφερε καμμιά άντίρρησι, παρά έφτειαξε τό φτωχικό της φαγητό καί πήγαν στο παλάτι. Μόλις έφτασαν εκεί, αυτή πήγε νά βρή τις αδελφές της κι’ αυτός πήγε νά συνάντηση τούς άλλους γαμπρούς τού σουλτάνου. Αυτοί δμως τόν ύπεδέχθησαν μέ φανερή ψυχρότητα καί μάλιστα δέν τού άπηύθυναν καθόλου τό λόγο. "Οταν κάθησαν στο τραπέζι κι’ έφεραν τά πιάτα μέ τά φαγητά πού είχε φέρει μαζί του τό κάθε ζευγάρι, τά δικά τους ήρθαν τελευταία. Καθώς έτρωγαν τό φτωχικό τους φαγητό, ειρωνικά σχόλια έφτασαν στ’ αυτιά τους. "Ολοι οί άλλοι συζητούσαν μεταξύ τους, αλλά ό ξυλοκόπος δέν έπαιρνε μέρος στή συζήτηση γιατί, κι’ άν έλεγε μιά λέξη κανένας δέν καταδεχόταν νά τού άπαντήση. Μά καί ό σουλτά νος δέν φαινόταν νά τού δείχνη λιγώτερη περιφρόνησι. Ήταν πολύ εύκολο νά διακρίνη κανείς τήν έχθρα πού τού έδειχναν οί άλλοι. Ό ξυλοκόπος δμως, πού ήταν υποχρεωμένος νά δέ χεται τόν έξευτελισμό αυτό, έκανε πώς δέν τόν ένοιωθε διόλου. Μιάν άλλη φορά οί γαμπροί τού σουλτάνου συμφά>νησαν νά κάνουν τήν ίδιά συγκέντρωσι ό καθένας μέ τή σειρά του #τά σπίτια τους. Έτσι ό ξυλοκόπος πήρε μέρος σέ δλες αυτές
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΙ
Λ*
τ\ς συγκεντρώσεις, πηγαίνοντας διαδοχικά στα σπίτια των <3&λων. Μά ήρθε όμως και ή σειρά του νά προσκαλέση τούς άλ λους νά φάνε στο φτωχικό του καλύβι. — Σήμερα, είπαν στο σουλτάνο μέ μοχθηρία, εΐναι ή σει ρά τού ξυλοκόπου νά μάς καλέση στο σπίτι του. Θά γελάσου με πολύ, σαν πάμε εκεί! Μά ό ξυλοκόπος δεν έδειχνε και μεγάλη στενοχώρια πού θά έρχονταν στο σπίτι του. Ή γυναίκα του όμως, βλέποντας τον νά μην κάνη τίποτα για την υποδοχή των καλεσμένων τους, τού έξέφρασε την ανησυχία της. — Απόψε τό βράδυ, τού είπε, πού οι γαμπροί μου θά έρθουν μέ τό σουλτάνο σπίτι μας, τί θά τούς προσφέρουμε; — Θά πάω στο δάσος, τής απάντησε αυτός, νά κόψω ξύλα και με τά χρήματα πού θά πάρω σάν τά πουλήσω, θά αγορά σω δ,τι χρειάζεται γιά νά τούς κάνουμε ένα πλούσιο τραπέζι. Τρέξε, δμως, εσύ τώρα στη μητέρα σου και παρακάλεσέ την νά έρθη κι’ αυτή μαζί μέ τις αδελφές σου, τό βράδυ. Σάν έφυγε ή γυναίκα του νά εΐδοποιήση τή μητέρα της, ό ξυλοκόπος γύρισε τό δαχτυλίδι πού είχε στο δάχτυλο κι’ αμέ σως παρουσιάστηκαν κάτι ξωτικά, πού χαιρέτησαν μέ σεβασμό περιμένοντας νά διατάξη τις επιθυμίες του. -— Νά γκρεμίσετε αυτό τό καλύβι, τούς διέταξε, καί στη θέσι του νά ύψωθή ένα παλάτι πού δμοιό του νά μην υπάρχει. Οί τοίχοι του νά γίνουν από ασημένιες κι’ από χρυσές πέτρες. Νά στρώσετε τά πατώματα μέ τά άκριβώτερα χαλιά πού υπάρ χουν. Θέλω δ,τι είναι σέ άλλο σπίτι από χαλκό νά εΐναι σέ τού το από ασήμι. Πρέπει νά έχουν τελειώσει δλα πριν βραδυάση. "Έπειτα, έφυγε μέ τά γαϊδούρια του γιά τό δάσος. Επίτη δες πέρασε μπροστά από τά σπίτια των άλλων σύγγαμβρών του καί αφού, έκοψε τά ξύλα, ξαναπέρασε μέ τά φορτωμένα γαϊδουράκια του γιά νά πάη νά τά πουλήση. Αυτοί, βλέποντάς τον έτσι δέν μπόρεσαν νά κρύψουν τή χαρά τους.
10
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
— Για δέατε τον, είπαν μεταξύ τους. Πάει νά πουλήση ξύλα και μέ τά λεφτά πού θά πάρη νά μάς κάνη τό τραπέζι! Ό ξυλοκόπος, αφού πούλησε τά ξύλα πού είχε κόψει, γύ ρισε ατό σπίτι του. Μά πόσο ήταν αλλαγμένο! Στη θέσι τού ταπεινού καλυβιού υψωνόταν τώρα ένα μεγαλοπρεπές παλάτι. Μπήκε μέσα ικανοποιημένος. Δεν έλειπαν παρά οΐ υπηρέτες για τό συμπόσιο, πού σκόπευε νά προσφέρη ατούς προσκεκλη μένους του. Δεν είχε παρά νά γυρίση τό μαγικό δαχτυλίδι πού φορούσε στο δάχτυλό του καί νά διατάξη τά ξωτικά νά τού φέρουν δ,τι χρειαζόταν ακόμα. Αμέσως τό γύρισε κι5 ή επι θυμία του έκτελέστηκε σ’ ένα λεπτό. Ή γυναίκα του πού γύρισε κι’ είδε τό παλάτι έμεινε άφω νη, μά δ άντρας της τής είπε, πώς δν είχε υπομονή, θά έρχόταν ή ώρα νά τά μάθη δλα. 'Όταν ό σουλτάνος μέ τή γυναίκα του και τις κόρες του έφτασαν δέν μπορούσαν νά πιστέψουν στά μάτια τους. 'Ό,τι έβλεπαν μέσα στο παλάτι τούς προξενούσε θαυμασμό καί κατάπληξι. Μαύρες σκλάβες έσπευδαν μέ προθυμία νά τούς υπη ρετήσουν, ενώ οί μυρουδιές από τά φαγητά πού ετοιμάζονταν για τό συμπόσιο, τούς γαργαλούσαν τά ρουθούνια. Ό ξυλοκόπος ήταν ντυμένος μέ ρούχα πού ή πολυτέλεια τους ήταν αφάνταστη. Γι’ αυτό, δταν οί άλλοι οί γαμβροί τού σουλτάνου έφτασαν κι’ αυτός βγήκε στην πόρτα γιά νά τούς ύποδεχτή μέ χάρι καί άνεσι, βασιλική, αυτοί, βλέποντας τον ντυμένο έτσι, γέλασαν κοροϊδευτικά, λέγοντας μεταξύ τους πώς ό φτωχός ξυλοκόπος κάπου θά δανείστηκε τά ρούχα αυτά γιά νά τούς θαμπώση. Μά, δταν μπήκαν στο σαλόνι, τό γέλιο τούς κόπηκε στη μέση καί μέ στόμα ανοιχτό από την κατάπληξι πάτησαν έπάνα) στά παχειά χαλιά πού ήσαν ύφασμένα μέ μαλ λί, χρυσό κϊ’ ασήμι. "Όταν μάλιστα κάθησαν σταυροπόδι χά μω, όπως συνηθίζεται στά μέρη τής Ανατολής, νόμισαν πώς κάθονταν σέ πούπουλα. Δέν ήσαν δμως παρά στην αρχή των εκρήξεων, γιατί σέ λίγο περιποιητικά! υπηρέτες άρχισαν νά
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
11
ζώνουν, κουβαλώντας χαμηλά τραπεζάκια φορτωμένα μέ πάτα γεμάτα καλομαγειρεμένα πλούσια φαγητά, πού δέν είχαν •ανασερβιριστή ποτέ πρίν» Σαν τελείωσε τό γεύμα, ο! υπηρέτες έφεραν χρυσές λεκάνες ιέ ροδόνερο για νά πλΰνουν τά δάχτυλα τους. Οί σύγγαμβροι ;οΰ ξυλοκόπου είχαν καταπιή τή γλώσσα τους καί δεν έβγαζαν .έξι, ενώ από μέσα τους λυσσομανούσαν από τό κακό τους για ;ήν επιτυχία τού ξυλοκόπου, πού δέν τόν χώνευαν και νόμισαν τώς απόψε θά τούς δινόταν ή ευκαιρία νά τόν ταπεινώσουν, & τά φτωχικά φαγητά πού πίστευαν πώς θά τούς έβγαζε γιά νά φάνε. Ό ξυλοκόπος είπε έπειτα στους άλλους γαμπρούς τού σουλ τάνου ότι δέν θά τούς άφηνε νά φύγουν κι’ δτι θά τούς κρα τούσε επτά μέρες γιά νά γλεντήσουν καί νά πιουν στο σπίτι του. Έτσι έμειναν δλοι τις επτά αυτές μέρες στο θαυμάσιο πα λάτι τού ξυλοκόπου καί, κάθε μέρα καί καινούργια φαγητά σερβιρίζονταν, πού ή ποικιλία τους καί ή άφθονία τους πρόκαλούσε ολοένα καί περισσότερη κατάπληξι. Καί δχι μόνο τά φαγητά, άλλα καί τά κρασιά ήσαν υπέροχα καί κοντά ο αυτά μουσικοί, μέ ένα σωρό όργανα, έπαιζαν άκατάπαυστα παθητι κούς χορούς. Ό σουλτάνος πού είχε γοητευθη από δλα αυτά σέ μια στιγμή δέν κρατήθηκε καί είπε στούς γαμπρούς του. — Τί σκεπτόσαστε, τώρα, γιά τόν ξυλοκόπο πού τόσο πο λύ περιγελούσατε; Αυτοί, πού δέν μπορούσαν νά πούνε τίποτα δάγκωσαν τά χείλια τους από τή λύσσα τους. Σαν τελείωσε τό γλέντι δλοι πήγαν στα σπίτια τους κι' άρχισαν τή συνηθισμένη τους ζωή. Ό ξυλοκόπος, ξαναπαίρνοντας τά γαϊδούρια του, πήγαινε στό δάσος νά κόψη ξύλα, πού γύριζε καί τά πουλούσε στην πόλι.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ -ΛΑΟΚΟΠΟΣ
12
ΤΟ ΜΗΛΟ ΠΟΥ ΒΑΛΣΑΜΩΝΕΙ ΤΣΙ κύλησε αρκετός καιρός ως τή μέρα πού ό
Ε
σουλτάνος έπεσε ξαφνικά άρρωστος. Οί γαμπροί του έτρεξαν αμέσως στο παλάτι νά πληροφορήσουν για
υγεία του. Μαζί πήγε κι’ ό ξυλοκόπος, μά οί σύγγαμβροί του, πού τούς έτρωγε ή ζηλοτυπία κι’ ό φθόνος, μόλις τον είδαν, τού είπαν γεμάτοι κακία: -— Δεν πρέπει νά έρχεσαι στο παλάτι μέ τά παλιόρουχα πού φοράς. Έδώ έρχονται ένα σωρό ξένοι, πρεσβευτές, αντι πρόσωποι βασιλιάδων, για νά δουν τί κάνει ό πεθερός μας. Τί θά σκεφθοΰν, βλέποντας πώς ό σουλτάνος έχει ενα ξυλοκόπο, γιά γαμπρό; Καλύτερα λοιπόν νά μένης στο σπίτι σου. Μά δ ξυλοκόπος τούς απάντησε: — Έχω κι’ εγώ τό δικαίωμα νά έρχομαι έδώ, όπως κι5 έσεις! ι Τέλος πήγαν στο κρεβάτι τού άρρο^στου σουλτάνου. Ό σουλτάνος, πού ήταν φανερά άδυνατισμένος, αφού τούς χαιρέτησε, τούς είπε μέ φωνή πολύ έξασθενημένη. — Γιά νά γίνω καλά μοΰ χρειάζεται τό μήλο πού βαλσαμούνει καί τό νερό πού φέρνει πίσω την ψυχή στον άνθρ<:οπο. Ποιος θά μπορέση νά μοΰ τά φέρη; Κι’ οί έξη μέ ένα στόμα απάντησαν. — Εμείς πατέρα μας. Ό ξυλοκόπος πού στεκόταν παράμερα, δέν μπόρεσε ν’ άκούση τί ζήτησε ό σουλτάνος γιατί τό είπε τόσο σιγά, πού ί] έξασθενημένη φωνή δέν έφτασε στ’ αυτιά του. — Τί ζήτησε; ρώτησε νά μάθη από τούς άλλους. — Καί τί σ’ ένδιαφέρει εσένα! απάντησαν μέ φιονή γεμάτη περιφρόνησή Αυτή ή ύπόθεσις αφορά τό σουλτάνο κι’ έμάς, κι’ 8χι ένα κουρελή ξυλοκόπο σαν κι’ εσένα. — ®ά θυμηθήτε μια μέρα ότι, μέ; είπατε «κουρελή ξύλοΛ
Κλ\..
«ο
© IΑιΧ IΑΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
κόπο», τούς απάντησε κι1 δ ξυλοκόπος, χωρίς νά θυμώαη δτό&ου. Οί έξη γαμπροί του σουλτάνου άνέβηκαν αμέσως στά δλογά τους καί ξεκίνησαν νά πάνε νά φέρουν αυτά πού ζήτησε ό σουλτάνος. Διέσχισαν χώρες κι’ ερημιές, χωρίς νά βρούνε τίποτα. Στο τέλος έφτασαν κοντά σέ μιά πηγή και κατέβηκαν νά ξεδιψάσουν καί νά σκεφθούν τί νά κάνουν. Ό ξυλοκόπος είχε μείνει μόνος του. Έμαθε άπδ τά ξωτικά πώς οί άλλοι γαμπροί τού σουλτάνου, οπού καί νά πήγαιναν, δεν θά μπορούσαν νά βρουν πουθενά τό μήλο πού βαλσαμώνει καί τό νερό πού φέρνει πίσω τις ψυχές στον άνθρωπο, πού είχε ζητήσει ό πεθερός τους. Γι’ αυτό, μόλις αυτοί ξεκίνησαν, γύρισε τά μαγικό του δαχτυλίδι καί διέταξε τά ξωτικά νά τού φέρουν ένα πράσινο άλογο καθώς καί μιά πράσινη φορεσιά. Στη στιγμή, τού έφεραν δ,τι ζήτησε. Ανέβηκε στο άλογο καί διέταξε πάλι τά ξωτικά νά τον οδηγήσουν στο μέρος δπου βρίσκονταν οί σΰγγαμβροί του. Σέ λίγο, έφτασε κοντά στην πηγή δπου ήσαν αυτοί. Χά ρις στά ρούχα πού φορούσε, κανένας τους δεν τον αναγνώρισε. Νομίζοντας πώς ήταν κανένας μεγάλος ξένος άρχοντας, άπευθύνθησαν σ’ αυτόν καί τον ρώτησαν άν ήξερε σέ ποιόν τόπο θά βρίσκανε τό μήλο πού βαλσαμώνει καί τό νερό πού δίνει τήν ψυχή ξανά στον άνθρωπο. — Μου είναι εύκολο νά σάς τά δώσω εγώ, τούς απάντησε κι’ ό ξυλοκόπος, μά τί θά μου δώσετε γιά αντάλλαγμα; — Έσο χρυσάφι θελήσης. — Τό χρυσάφι δέν μού κάνει έντΰπωσι. — Τότε, δ,τι άλλο θελήσης, τού απά/τησαν κι’ αυτοί. — Θέλω νά σάς κόψω μιά άκρη από τό αυτί σας, είπε. Παρ’ δλον δτι ή άπαίτησις τού ξένου ήταν υπερβολική, οί έξη γαμπροί τού σουλτάνου, δέν έφεραν καμμιά άντίρρησι. Στά θηκαν λοιπόν καί τούς έκοψε τό λοβό τού αυτιού τού καθενός καί τούς έβαλε σ’ ένα μικρό σακκουλάκι. Έπειτα τούς παρα κάλεσή νά περιμένουν κμ’ αφού πήγε λίγο παράμερα, δπου δέν
14
© ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
τον Ιβλβπ,ε χάνεις, διέταξε γυρίζοντας τό μαγικό του δαχχνλίδι νά του φέρουν τό μήλο πού βαλσαμώνει και τό νερό πού φέρνει πίσω τήν ψυχή στόν άνθρωπο. Αφού του Εφεραν τά ξωτικά δ,τι ζήτησε, πήγε καί βρήκε τούς σύγγαμβρούς του, πού τον περίμεναν εκεί οπού τούς είχε αφήσει και τούς τά εδωσε. Αυτοί τά πήραν ξεχνώντας πόσο ακριβά είχαν πληρώσει τά πολύτιμα πράγματα πού τούς εδωσε δ ξένος, καβάλλησαν αμέσως τά άλογά τους και γύρισαν στο παλάτι τού σουλτάνου. Ό ξυλοκόπος, χάρις στό μαγικό δαχτυλίδι, είχε φτάσει πιο γρήγορα από αυτούς, είχε φορέσει τά παλιόρουχά του και πουλούσε τά ξύλα του. ΟΙ Εξη γαμπροί τού σουλτάνου, μόλις Εφτασαν, πήγαν κατ’ ευθείαν στόν πεθερό τους. — Π ατέρα μας, τού είπαν, σου φέραμε δ,τι μάς ζήτησες. Ό ξυλοκόπος, πού τούς είχε ακολουθήσει, είπε κι* αύτός μαζί τους τά ίδια λόγια. Αυτοί τότε γύρισαν καί τού είπαν με απέχθεια: — II ώς τολμάς νά λες τά ίδια πράγματα μ’ εμάς; Θέλεις νά κάνης τό σουλτάνο νά πιστέψη δτι κόπιασες κι? εσύ μαζί μας για νά τού φέρης δ,τι ζήτησε, ενώ τό ξέρουμε καλά δτι δεν επαψες δλον αυτό τον καιρό νά πηγαίνης νά κόβης ξύλα καί νά τά πουλάς στους δρόμους χωρίς νά ντρέπεσαι; Ό ξυλοκόπος δέν τούς άπάντησε, περιμένοντας νά ερθη ή μέρα πού θά τούς τά Ελεγε δλα μαζεμένα. Μια άλλη μέρα δ σουλτάνος, πού ήταν κάπως καλύτερα, μά όχι καί τελείως καλά, φώναξε πάλι τούς γαμπρούς του καί τούς είπε: — Για νά γίνω εντελώς καλά μου χρειάζεται τό γάλα τού θηλυκού λιονταριού μέσα σε &σκ\ από λεονταράκι, Αυτοί, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ετοιμάστηκαν νά ξεκινή σουν,
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
13
— Θά μέ πάρετε κι1 έμένα μαζί σας; τούς ρώτησε τότε δ ξυλοκόπος. — "Οχι, του απάντησαν δλοι μαζί μέ περιφρονητικό ύφος. Πήγαινε στο δάσος νά κόψης ξυλά για πούλημα. Έκεΐ είναι ή θέσι σου. Είμαστε αρκετά ανδρείοι, ώστε νά μη χρειαζόμα στε τη βοήθεια ενός αγροίκου σάν έσένα. Έτσι ξεκίνησαν πάλι μόνοι τους. Σάν έφτασαν στην πύλη τής πόλεως άναρρωτήθηκαν ποιά διεύθυνσι θά τραβούσαν. — Έγώ λέω νά πάμε στην πηγή δπου συναντήσαμε τόν πράσινο καβαλλάρη, είπε ένας Απ’ αυτούς. Οί άλλοι συμφώνησαν αμέσως μέ τή γνώμη του και τρά βηξαν προς τά έκεΐ. Την άλλη μέρα δ ξυλοκόπος γύρισε τό μαγικό του δαχτυλίδι. — Θέλω, είπε ατά ξωτικά πού παρουσιάστηκαν αμέσως, ένα κάτασπρο άλογο καί μιά κατάλευκη στολή. Αμέσως ή επιθυμία του έξετελέσθη καί, μόλις ανέβηκε στο άλογο, διέταξε πάλι: — Το5ρα νά μέ πάτε στο μέρος δπου βρίσκονται οί άλλοι γαμπροί τού σουλτάνου. Αυτοί είχαν κιόλας φτάσει στήν πηγή. Ό ξυλοκόπος, πού ήταν αγνώριστος κάτο) από τά ρούχα πού φορούσε, παρουσιά στηκε μπροστά τους. — Μεγάλε καί γενναίε άρχοντα, τού είπαν, εσύ πού μέ τή δύναμί σου άν ήθελες θά έσκιζες βουνά! Μεγαλόψυχε κι’ ευγε νικέ μας άρχοντα, φέρεμας σέ παρακαλούμε τό γάλα τού θηλυ κού λεονταριού μέσα σέ δέρμα από λεονταράκι. — Μού είναι εύκολο πολύ νά σάς τό φέρω, μά τί θά μού δώσετε γι’ αντάλλαγμα εσείς. — Θά σέ κάνουμε πλούσιο, θά σέ πνίξουμε στο χρυσάφι. — Δέν μού λείπει τό Ασήμι ή τό χρυσάφι! Νά μού γυμνώ σετε τόν ώμο σας μονάχα.
16
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
Αμέσως αυτοί έξετέλεσαν την επιθυμία του κι’ δλοι τράβη ξαν τά ρούχα τους, παρουσιάζοντας γυμνό τον ώμο τους. Τότε ό ξυλοκόπος τους πλησίασε και τούς σφράγισε τον ώμο μέ τη βασιλική του τη σφραγίδα, πού τό μελάνι της δεν έσβηνε ποτέ. "Έπειτα, τραβήχτηκε παράμερα, σέ μέρος πού δεν τον έ βλεπαν οί άλλοι, και γύρισε τό δαχτυλίδι. Άμεσους τά ξωτικά τού έφεραν τό γάλα τού θηλυκού λεονταριού μέσα σέ δέρμα από λεονταράκι. Γυρίζοντας στο μέρος πού ήσαν οί άλλοι, τούς τό έδωσε. Λίγες στιγμές αργότερα, ξαναφορώντας τά φτωχικά ρού χα τού ξυλοκόπου, έσπρωχνε τά γαϊδουράκια του προς τό δά σος νά κόψη ξύλα καί κανείς δεν θά μπορούσε νά φανταστή ότι αυτός ήταν ό κατάλευκος καβαλλάρης. Μιά μέρα αργότερα οί έξη ταξιδιώτες έπέστρεφαν, καί τό αγέρωχο ύφος τους έδειχνε πώς είχαν πετύχει στην αποστολή τους. Παρουσιάστηκαν ?ωιπόν στο σουλτάνο. — Πατέρα μας, τού είπαν, σού φέραμε τό γάλα τού θη λυκού λεονταριού μέσα σέ δέρμα από λεονταράκι, πού μάς ζήτησες. Ό σουλτάνος τό πήρε συγκινημένος καί τούς ευχαρίστησε γιά τή μεγάλη αγάπη πού τού έδειχναν. Ό ξυλοκόπος τούς είχε ακολουθήσει από κοντά καί μπήκε στο παλάτι από πίσω τους. Την ώρα πού έλεγαν στο σουλτάνο γιά τήν επιτυχία τους, έπανέλαβε κι’ αυτός τά ίδια λόγια. — Μά δέν ντρέπεσαι, τού φώναξαν όλοι μαζί καταθυμωμένοι, άθλιε, αναίσχυντε, αχρείε, απατεώνα! Τι άλλο ξέρεις εσύ νά κάνης έκτος από τό νά όδηγής τά γαϊδούρια σου στο δάσος καί νά κόβης ξύλα; Πώς τόλμησες καί ύψωσες τή φωνή σου μαζί μέ τή δική μας μπροστά στο σουλτάνο; Μά αυτός έκανε σαν νά μήν άκουσε τίποτα.
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ
Ο
ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ είχε γίνει εντελώς καλά πια
τώρα. Μέ καινούργια δύναμι είχε ξαναπάρει τή διοίκησι στα χέρια του. Εκείνο τον καιρό ακριβώς, ό ξυλοκόπος πήρε πάλι ένα μήνυμα από τον ουρανό. Είδε στον ύπνο του τον ίδιο άγγελο πού τού είπε: -— Σήκω νά φυγής πια από τον τόπο αυτό. ΊΤ περίοδος τής δοκιμασίας σου τελείωσε. Ήρθε δ καιρός νά ζήσης κι’ εσύ ευτυχισμένος καί χαρούμενος. Ό ξυλοκόπος ξύπνησε ταραγμένος, μά, σάν κοιμήθηκε πάλι, είδε τό ίδιο όνειρο. Αυτό έγινε τρεις φορές. Την άλλη μέρα τό πρωί, ό μουεζίνης, καθώς βρισκόταν ψηλά στο μιναρέ καί διάβαζε τις προσευχές, φώναξε σε μιά στιγμή στούς πιστούς πού ήσαν από κάτω. -—- Αλλάχ! Τί πλήθος είναι αυτό πού προχωρεί μέσα στην πόλι μας! Πιστοί, πάρτε τά άρματά σας γιά νά τούς πολεμή σετε! Ό σουλτάνος, πού ειδοποιήθηκε, έστειλε αμέσως τούς υπουργούς του νά πάνε νά συναντήσουν τούς ξένους. Αυτοί, σάν τούς πλησίασαν, ροπησαν: — Τί ζητάτε στον τόπο μας; Ερχόσαστε μέ φιλικές ή εχθρικές διαθέσεις; — Ήρθαμε γιά νά βρούμε τό βασιλιά μας, απάντησαν οί αρχηγοί, πού χρόνια τώρα άφησε τό θρόνο του γιά νά γίνη ξυλοκόπος. ΟΙ υπουργοί γύρισαν πίσοο στο σουλτάνο καί τού άνέφεραν όσα τούς είπαν οί ξένοι. Αυτός, στη σκέψι πώς ένας βα σιλιάς ήταν στη χώρα του μεταμφιεσμένος σέ ξυλοκόπο, έμει νε έκπληκτος, ένώ οί έξη γαμπροί του ένοιωσαν μεγάλη ταρα χή. Στ’ αλήθεια, δέν αμφέβαλλαν καθόλου οτι ό σύγγαμβρός τους, πού τόσο πολύ είχαν προσβάλει καί χλευάσει, ήταν ό 6α-
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ σιλιάς - ξυλοκόπος, πού ό λαός του έρχόταν νά ζητήση. Κι’ εκτός από τό φθόνο πού ένοιωθαν άρχισαν καί νά φοβούνται τώοα. Ό σουλτάνος είπε νά τού φέρουν μπροστά του τούς βεζί ρηδες των ξένων στρατευμάτων. Τούς υποδέχτηκε στο παλάτι του, διέταξε νά σημαιοστόλιστη ή πόλις προς τιμήν τους, ενώ διέταξε συγχρόνως νά έτοιμαστή ένα φαγοπότι γι’ αυτούς καί για τά στρατεύματα τους. Ό ξυλοκόπος, πού έμαθε οτι ό λαός του ήρθε νά τον ζητή ση, πέταξε τά ρούχα του τά φτωχικά, φόρεσε τά βασιλικά του ενδύματα, έβαλε καί μιά λαμπερή κορώνα στό κεφάλι και πήγε αμέσως στά ανάκτορα. Οί έξη σύγγαμβροί του είχαν κρυφτή, ενώ μίσος καί ζήλεια γι’ αυτόν τούς έτρωγαν τά σωθικά. Ό σουλτάνος υποδέχτηκε βασιλικά τό γαμπρό του, τό βα σιλιά - ξυλοκόπο, καί τον συνεχάρη για τη μεγάλη του τύχη. Αυτός τού είπε τότε: — Δεν θά εγκαταλείπω τή χώρα σου άν δεν βρής τούς άλλους γαμπρούς σου καί δεν τούς φέρης μπροστά μου. Ό σουλτάνος έστειλε νά τούς αναζητήσουν καί νά τούς φέ ρουν έστω καί μέ τή βία στό παλάτι. εΌταν αυτοί ήρθαν, ό βασιλιάς - ξυλοκόπος ρώτησε τό σουλτάνο: — Σέ ποιόν οφείλεις τό μήλο πού βαλσαμώνει καί τό νερό πού φέρνει ξανά την ψυχή στον άνθρωπο; ΟΙ έξη φιλόδοξοι γαμπροί απάντησαν μέ ένα στόμα: — Σ’ εμάς, πού πήγαμε στήν άκρη τού κόσμου καί τά φέ ραμε για νά γίνη καλά ό σουλτάνος. — Έ, τότε, είπε ξανά δ βασιλιάς - ξυλοκόπος, σηκωθήτε, κι1 ελάτε κοντά στό σουλτάνο γιά νά κυττάξη τ’ αυτιά σας. Αυτοί υποχρεώθηκαν νά πλησιάσουν ατό θρόνο καί νά βγά λουν τά τουρμπάνια τους πού έκρυβαν τ5 αυτιά τους. Ό σουλ τάνος μπόρεσε νά παρατηρήση δτι από τό ένα αυτί τού καθέ νας έλ§·ιπε 6 λοβός καί ένοιωσε κατάπληξι μεγάλη. **
Ό βασιλιάς - ξυλοκόπος άνοιξε τότε ένα σακκουλάκι κι’ έβγαλε από μέσα τούς κομμένος λοβούς. — Σουλτάνε, ρώτησε έπειτα, ποιος σου έφερε τό γάλα τού θηλυκού λεονταριού σέ δέρμα από λεονταράκι; — Εμείς τό φέραμε, απάντησαν πάλι αυτοί. Ό βασιλιάς - ξυλοκόπος, τούς πλησίασε καί, ξεγυμνώνον τας τούς ώμους τους, έδειξε στο σουλτάνο τή σφραγίδα πού ήταν άποτυπωμένη επάνω, τόσο ευδιάκριτη όσο καί την πρώτη μέρα. Ό σουλτάνος μπόρεσε νά διαβάση πώς έγραφε: «Πρΐγχί'ψ Άμχάμετ, γυιός τού βασιλιά». Τότε διηγήθηκε στον πεθερό του καί σέ δλους τούς μεγά λους άξιωματούχους τού κράτους πώς δυο φορές, κάτω από διαφορετικές μεταμφιέσεις, συνάντησε σ’ εκείνη την πηγή τούς σύγγαμβρούς του, χωρίς νά τον αναγνωρίσουν. — Αφού είστε σφραγισμένοι μέ τή σφραγίδα του, τούς είπε ό βασιλιάς, είστε σκλάβοι του για δσον καιρό αυτός θέληση. ΟΙ γιορτές πού (οργανώθηκαν από τό σουλτάνο κράτησαν επτά μέρες, δηλαδή δσον καιρό δ βασιλιάς Άμχάμετ έμεινε στήν πόλι μέ τούς βεζύρηδές του και μέ τά στρατεύματά του. Ή άναχώρησί του έδωσε αφορμή για καινούργιες χαρές και ζητωκραυγές. Ή γυναίκα τού βασιλιά - ξυλοκόπου κατέβηκε από τό παλάτι της καί πήρε θέσι μέσα σέ ένα χρυσοστόλιστο φορείο, ενώ οί καβαλλάρηδες τού άντρός της έκαναν προς τι μήν της μια έπίδειξι μέ τά γρήγορα καί επιδέξια άλογά τους. Οι αδελφές της καί οί άντρες τους πήραν κι’ αυτοί τή θέσι τους στή συνοδεία κι’ έπειτα από πολλούς χαιρετισμούς, ξεκί νησαν γιά τό μακρυνό βασίλειο, δπου έζησαν δλοι καλά, ακόμη κι’ οί έξη κακοί σύγγαμβροι. Γιατί δ βασιλιάς Άμχάμετ, δταν βρήκε δτι αρκετά πληρώ θηκαν γιά τις προσβολές πού τού είχαν κάνει, τούς συγχώρεσε καί τούς έδωσε μεγάλα αξιώματα. ΤΕΛΟΣ {Άπόδοσ ι ς: Μί νου Ντοκοιτούλου)
ΕΝΑ χωριό τής Βοημίας ζούσε πριν από πολλά χρόνια, ένα παιδί πού το έλεγαν ’Αλέκ. Ήταν ενα καλοφτιαγμένο καί ψηλό παι δί καμμιά εικοσαριά χρόνων, άλλα ήταν δ κα κομοίρης τόσο αγαθός, πού ό πατέρας του δεν ήξερε τί να τον κάνη 0/ Ο,τι καί νά τού λέγανε, ύστερα από δύο ?.επτά το ξεχνούσε. 'Ό,τι καί νά τού δίνανε στο χέρι γιά νά τό πάη κάπου, ή θα το εχανε, η θα το έ σπαζε. Δεν μπορούσε νά Δέχτηικσν άμιέσω,ς τρν Άλέκ στο πα κάνη καμμιά δουλειά λάτι* ! σωστή. Μιά Κυριακή, τον φώναξε ό πατέρας του καί τού είπε: — Βρε παιδί μου Άλέκ. Μεγαλώνεις σάν αγρίμι. Σάν τό δέντρο τού δάσους. Ψηλώνεις, δυναμώνεις, αλλά μυαλό δεν βά ζεις. Είσαι είκοσι χρόνων, κι’ ακόμα δεν έχεις πατήσει σέ εκ κλησία. Σήμερα πού είναι Κυριακή, σήκω πήγαινε στην λει τουργία, μπας καί σ’ ευλογήσει ό Θεός καί λογικευτής λιγάκι. Ό Άλέκ, πού «όχι» δεν έλεγε ποτέ, κατέβασε τή χοντρή του κεφάλα κι’ αμίλητος, φόρεσε τά καλά του ρούχα κι’ έφυγε. Μπήκε στην εκκλησία καί στάθηκε σέ μιά γωνιά χαζεύον
Ο ΧΑΖΟΙ
ΑΛΕΚ
21
τας άλόγυρά του και μην καταλαβαίνοντας τί γινότανε. Σέ λί γο, ήρθε ή ώρα του κηρύγματος κι’ ό παπάς ανέβηκε στόν άμ βωνα κι5 άρχισε νά μιλάη. Στην αρχή, ό Άλέκ τον άκουγε σαν χαζός, μέ τό στόμα ορθάνοιχτο, ακίνητος σαν να είχε κοκκαλώσει. "Οταν όμως σε λίγο ό παπάς άρχισε νά φωνάζη δυνατώτερα και νά μιλάη γιά τις τιμωρίες πού θά βάλη ό Θεός στους αμαρτωλούς, ό Άλέκ ξαφνικά αγρίεψε: — Τί θέλει αυτός κει πάνω και μέ βρίζει και μου κουνάει τί) γροθιά του; φώναξε θυμωμένος. Έγώ ούτε τον ξέρω, ούτε τού έκανα ποτέ τίποτα γιά νά τά έχη μαζί μου. Μά την αλή θεια, άν συνέχιση έτσι, θά τσακωθούμε γιά τά καλά. — II άψε, βλάκα, κι’ άνοιξε τ’ αυτιά σου ν’ άκούσης τί λέει ό παπάς, τού είπαν αυτοί πού στέκονταν δίπλα του. Δεν τά λέει σέ σένα. Μιλάει γιά δλον τον κόσμο. Άλλα ό Άλέκ δέν τά καταλάβαινε αυτά. Αυτός έβλεπε πώς 6 παπάς εκείνον άγριοκύτταζε κι’ εκείνον απειλούσε. Γιά νά μην κάνη φασαρία μέσα στην εκκλησία λοιπόν, έχωσε τό καπέλλο του μέχρι τά μάτια, βούλωσε τ’ αυτιά του μέ τά χέρια του και γύρισε τη ράχη του στον άμβωνα. Αλλά τότε οί άλλοι χριστιανοί θύμωσαν, πού τον είδαν νά περιφρονή έτσι την εκκλησία και τόν παπά. Τον άρπαξαν τον καλό σου καί στο λεπτό τόν έσυραν ώς την πόρτα και μέ μια γερή σπρωξιά τόν έστειλαν νά ξαπ?ιωθή φαρδύς - πλατύς μέσα στά χώματα. Ό Άλέκ σηκώθηκε, ξεσκονίστηκε δσο πιο καλά μπορούσε καί, μουρμουρίζοντας, ανάμεσα από τά δόντια του, τό έβαλε στά πόδια γιά τό σπίτι του. Ό πατέρας του, πού τόν είδε νά γυρίζη τόσο γρήγορα, απόρησε. — Άπό τά)ρα γύρισες; τόν ρώτησε. — 5Άστα, πατέρα, και τη γλύτωσα πολύ φτηνά, απάντησε λαχανιασμένος ό Άλέκ. Φαντάσου δτι στην έκκλησία ήταν ένας τοελλός μέ μια μακρυά πουκαμίσα. Ανέβηκε λοιπόν σ’ ένα
Ο ΧΑΖΟ Σ ΑΛΒΚ
μπαλκόνι καί, χωρίς να του έχω κάνη τίποτα, άρχισε νά φωνάζη, νά μέ άγριοκυττάζη, νά χτυπάη τά χέρια του και νά μέ βρίζη! Είπα κι’ έγώ δ κακομοίρης πώς δεν είχα κάνει τίποτα, κι’ οί άλλοι άνθρωποι στην εκκλησία, μέ άποπηραν. Βούλοοσα τ’ αυτιά μου γιά νά μην τόν ακούω, καί μ’ άρπαξαν καί μέ πέταξαν έξω. Κάνανε σάν μανιακοί. Φτηνά τη γλύτωσα, σου λέω! "Άλλη φορά, ούτε απόξω από την έκκλησία δέν πατάίο! Ό κακομοίρης ό πατέρας του αναστέναξε και κούνησε τό κεφάλι του απελπισμένος. — Άμ’ εσύ, παιδί μου, είσαι εντελώς βλάκας, είπε. Ποτέ δέν θά βάλης μυαλό. Τί νά σέ κάνω, Θεέ μου; Ό Άλέκ κατάλαβε πώς κάτι στραβό είχε κάνει πάλι, αλλά δέν ήξερε τί ήταν. Καί, σάν πάντα κατέβασε την κεφάλα του και δέν είπε κουβέντα. — 5,Ακου δώ, τού είπε ύστερ’ από λίγο δ πατέρας του. Απόψε τό βράδυ, θά σηκωθής νά πας στην ταβέρνα, νά φας νά πιής και νά χορέψης μέ τις κοπέλλες τού χωριού, οπιος κά νουν δλα τά παιδιά τής ηλικίας σου. Νά, πάρε λεφτά. Και μην κάνης οικονομίες. Γιά νά είσαι καλόδεχτος σέ μιά παρέα, πρέ πει νά μην είσαι τσιγγούνης. Ό Άλέκ δέν είπε όχι. Καί τό βράδυ, μέ τά καλά του ρούχα καί τά λεφτά πού τού είχε δώσει δ πατέρας του στην τσέπη, ξε κίνησε γιά τή μεγάλη ταβέρνα τού χωριού, δπου κάθε Κυριακή βράδι πήγαιναν δλοι οί νέοι τού χωριού μέ τις αδελφές τους καί τις αρραβωνιαστικιές τους καί γλεντούσαν πίνοντας μπύρα καί χορεύοντας. Ό Άλέκ καθώς πήγαινε στο δρόμο, Αναρω τιόταν μέ τό νοΰ του τί ήθελε ό πατέρας του καί δέν τον άφηνε νά κοιμηθή ήσυχα κι1 ωραία παρά τον έστελνε, νά πιή, λέει, καί νά χορέψη. Τί ήταν δ χορός τάχα; Την όίρα πού μπήκε στην ταβέρνα, δέν είχε ακόμα πολύ κόσμο. Δυο - τρία ζευγάρια χόρευαν μόνο, κι’ ένας μονάχα μουσικός έπαιζε βιολί. Ό ?Αλέκ κάθησβ σ’ Ινα τραπέζι καί, έχοντας στό μυαλό του αυτό πού τού είπε β πατέρας του, πώς
Ο ΧΑΖΟΣ
ΑΛΕΚ
23
δέν Ιπρεπε· νά είναι τσιγγούνης είπε στον ταβερνιάρη: — Φέρε μου εϊκοσι μπουκάλια μπύρα! — Είκοσι μπουκάλια; έκανε κατάπληκτος ό ταβερνιάρης. "Όλα μαζί; Δέν θέλεις νά σου φέρω πρώτα ένα κι’ υστέρα, άμα τδ πιής εκείνο, νά σου φέρω τδ άλλο; — Σου είπα νά μου φέρης είκοσι μπουκάλια!, φώναξε δ Άλέκ θυμωμένος. 9Άσε λοιπόν τις κουβέντες και φέρε της. Έγώ δέν είμαι τσιγγούνης! Τί νά κάνη ό ταβερνιάρης. Κούνησε τδ κεφάλι του και πήγε νά φέρη την παραγγελία, ένώ δ Άλέκ βάλθηκε νά χαζεύη αυτούς πού χόρευαν μέ μάτια καί στόμα δρθάνοιχτο. Πάνω στην ώρα, άνοίγει ή πόρτα καί μπαίνει ένας μουσικός, πού έπαιζε κλαρίνο καί, πίσω του μιά μεγάλη παρέα άπδ νέους καί κορίτσια πού τραγουδούσαν καί γελούσαν. Εκείνοι πού χό ρευαν, μόλις είδαν τούς νεοφερμένους, παράτησαν τδ χορό τους καί τρέξανε κοντά τους μέ φεονές και γέλια. Αύτδ ήτανε! Μό λις δ Άλέκ είδε δλον έκεΐνο τόν κόσμο πού φώναζε και γελού σε, σηκοδθηκε μ5 ένα πήδημα άπδ την καρέκλα του άναποδογυρίζοντας τδ τραπέζι, και ώρμησε πρδς τήν πόρτα. Στό δρόμο του έπεσε πάνα> στδν ταβερνιάρη πού ερχόταν μέ τά μπουκάλια πάνω σ* ένα πελώριο δίσκο, τού πέταξε τδ δίσκο άπδ τά χέρια σπάζοντας τά μπουκάλια έτσι πού ή μπύρα πλημμύρισε τδ πά τωμα, παρακάτω σκόνταψε σέ ένα ζευγάρι πού χόρευε καί τούς έκανε νά κυλιστούν κι’ οί δυδ χάμω, βγήκε επιτέλους άπδ τήν ταβέρνα καί, τρέχοντας σαν νά τον κυνηγούσαν ένα κοπάδι λύκοι, έφτασε σπίτι του λαχανιασμένος, τόσο πού δέν μπορού σε νά βγάλη μιλιά! Ό πατέρας του πού τον είδε σ’ αυτά τά χάλια, τρόμαξε: — Τί έγινε πάλι; τον ρώτησε. — Άστσ, πατέρα. Μεγάλο κακό. Τδ κατάλαβα έγώ, μό λις μπήκα σ’ αυτή τήν καταραμένη τήν ταβέρνα. Μόλις έφτα σα, είδα έναν άνθρωπο πού τού είχαν κολλήσει στο σαγόνι ένα μεγάλο ξύλινο κουτί. Εκείνος, προσπαθούσε νά τδ ξβκολ-
24
Ο ΧΑΖΟΣ ΑΑΙΚ
λήση, τραβώντας το μέ το ένα του χέρι καί τρίβοντας πάνω του μέ τό άλλο, ένα ραβδί. Τό κουτί έτριζε και βογγοΰσε φρι χτά. Δέν ήθελε νά ξεκολλήση. Κι7 έκεινος ό κακομοίρης έκανε μορφασμούς από τον πόνο! 7Ηταν κα'ι μερικοί τρελλο! πού ήταν πιασμένοι δύο - δύο και στριφογύριζαν διαρκώς στην ίδια θέσι. Τούς έβλεπα καί μ’ έπιανε ζάλη. ^Υστερα, μπήκε ξαφνικά στην ταβέρνα ένας άλλος πού κράταγε στα χέρια του ένα παράξενο ζώο: Μαύρο και μακρύ. Αυτός τού δάγκωνε την ούρα κι’ εκείνο ούρλιαζε έτσι πού σού πάγωνε τό αίμα. Μόλις τον είδαν οί άλλοι, χύμηξαν απάνω του μέ φωνές και ουρλιαχτά. Και μόλις πού πρόλαβα νά φύγοη πριν αρχίσει δ σκοτοομός! Ό κακομοίρης ό πατέρας του κούνησε τό κεφάλι του απελ πισμένος. — 57Αχ, ό δύστυχος έγώ, είπε. Είσαι ηλίθιος καί ποτέ σου δέν θά γίνης καλά. Τί νά σέ κάνω; Έδώ στο χωριό θά άπογίνης. Πρέπει νά σέ στείλω κάπου αλλού, μήπως όταν άλλάξης αέρα καί γνωρίσης άλλους ανθρώπους, βάλης λίγη γνώσι. "Ακόυσα πώς ένας άρχοντας πού έχει τον πύργο του κοντά στην πόλι, χρειάζεται έναν υπηρέτη. Θά σέ πάοο σ’ αυτόν. "Ί σως, όταν ζήσης στον πύργο ανάμεσα σέ ευγενικό κόσμο, άλλάξης! Ό ’Αλέκ άλλο πού δέν ήθελε. Τήν άλλη μέρα, ό πατέρας του κι’ αυτός ξεκίνησαν χαράματα. Καί κατά τις έντεκα φτά σανε στον πύργο τού άρχοντα Πόπολετς. "Όταν φτάσανε στην πόρτα τού πύργου, δ ’Αλέκ φίλησε τον πατέρα του τον άποχαιρέτησε καί μπήκε μόνος στον πύργο γιά νά δοκιμάση εκεί τήν τύχη του. Μόλις μπήκε στην αυλή τού πύργου, συνάντησε τον θυρωρό, πού τον κύτταξε κιΤ έβαλε αμέσως τά γέλια. — Βάζω στοίχημα πώς είσαι ό καινούργιος υπηρέτης, είπε. Ήρθες από τό χο3ριό σου μέ τά χοντροπάπουτσά σου καί τή χαζομάρα σου! Θά νόμιζε κανείς πώς δέν είδες ποτέ σου τίπο τα καί πώς γεννήθηκες προχθές! Ό ’Αλέκ κοκκίνησε από τό θυμό του καί προσπάθησε νά
δ ΧΑΖΟ Σ ■ ^{τ -
ΑΛΕΚ
23
Ί^Γ ' Λ ·** '
βρή μιαν άπάντησι τσουχτερή. Πριν προλάβη δμως ν’ άνοιξη τό στόμα του, ό θυρωρός τον ξαναρώτησε: — Πώς σέ λένε, έξυπνόπαιδο; Μανιασμένος από τον θυμό του ό Άλέκ, δεν θέλησε νά πή τό αληθινό του όνομα στο θυρωρό που τον κοροΐδεψε καί είπε στην τύχη: — Μέ λένε Προχθές! Και νά μέ άφίσης ήσυχο! Καί, ευχαριστημένος πού είχε κοροϊδέψει κι’ αυτός μέ τή σειρά του τον θυρωρό, ανέβηκε τή σκάλα. Μόλις μπήκε στον πύργο, συνάντησε τή μαγείρισσα χοντρή καί κόκκινη σαν ντομάτα. — Έλα, Χριστέ καί Παναγιά!, φώναξε ή χοντρή μαγεί ρισσα μόλις τον είδε. Θά είσαι, δίχως άλλο, ό καινούργιος υπη ρέτης. Γιατί είσαι τόσο κοιμισμένος; Πάω στοίχημα πώς δέν πίνης παρά καθαρό νεράκι. Γι’ αυτό είσαι τόσο χαζός καί βλά κας! Πιές λοιπόν λίγο κρασάκι νά ξυπνήσης κακομοίρη! Ό Άλέκ ένοιωσε πάλι νά τού άνεβαίνη τό αίμα στο κε φάλι από τόν θυμό του. Καί όταν ή μαγείρισσα τον ρώτησε πώς τόν έλεγαν τής απάντησε θυμωμένα: — Έχω τό ίδιο όνομα μ7 αυτό πού σ’ αρέσει τόσο πολύ: Μέ λένε Κρασάκι! Καί, άφίνοντας τή χοντρή μαγείρισσα νά τόν κυττάζη παραξενεμένη, συνέχισε τό δρόμο του. Καθώς περνούσε από ένα διάδρομο, συνάντησε ένα κορίτσι πολύ χοντρό πού δαστούσε στό χέρι της ένα μεγάλο πιάτο πάστες καί τις καταβρόχθιζε μέ ορεξι. — Έ, τού φώναξε ή μικρή. Είσαι ό καινούργιος υπηρέ της; Μήν άνοίγης τό στόμα σου τόσο πολύ, γιατί θά χάψης καμμιά μυίγα. Μ’ όλη τή χαζομάρα σου, μήπως είδες πουθε νά έκείνη τή χοντρο - μαγείρισσα; Τόση ώρα είναι πού τής είπα νά μού φέρη τή σούπα μου, κι7 ακόμα! — Σούπα; τέτοιαν ώρα; έκανε ό Άλέκ μέ τό στόμα ανοι χτό από τή λαιμαργία τού κοριτσιού. Σούπα μετά τις πάστες;
26
Ο ΧΑΖΟ Ι ΑΑΒΚ
—■ 1 Ορίστε μας!, έκανε ή μικρή λαίμαργη κόκκινη καί θυ μωμένη πού ένας υπηρέτης τής έκανε παρατήρησι για τή λαι μαργία της. Τή σούπα την τρώω μέ κάθε τί ανόητε! Τρώω σούπα μέρα - νύχτα, για νά είμαι έξυπνη! Κα'ι καλά θά έκανες νά έτρωγες κι’ εσύ λίγη σούπα, γιατί δέν σου περισσεύει ή εξυπνάδα! Πώς σέ ?*ένε; — Μέ λένε Σούπα, απάντησε ό ’Αλέκ θυμωμένος για τρί τη φορά. Καί, χωρίς νά πρόσθεση λέξι, άφησε τή μικρή λαίμαργη και προχώρησε στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί, βρήκε τήν γυναίκα τού άρχοντα Πόπολετς, τήν καινούργια του κυρία. — *Αχ Θεέ μου!5 βόγγησε εκείνη μόλις τον είδε νά μπαίνη χτυπώντας στο πάτωμα τά λασπωμένα του χοντροπάπουτσα. Είσαι ό καινούργιος μας υπηρέτης; Πρόσεξε! Μή χτυπάς τά παπούτσια στο πάτωμα. Θά γδάρης τό παρκέ. Μή σκουντάς τά έπιπλα! Μην πατάς πάνω στά χαλιά. Θά τά λασπώσης. Μην άκουμπάς στον τοίχο! Θ’ άφήσης δαχτυλιές. Μην κάνης θό ρυβο! Τά νεύρα μου δέν αντέχουν! Καί άλλοτε νά φροντίσης νά είσαι πιο καλά ντυμένος. Πώς σέ λένε; — Γάτα! απάντησε απότομα δ ’Αλέκ, θυμισμένος από τον τρόπο τής κυράς του καί λέγοντας μέ τό μυαλό του πώς μονάχα άν ήτανε γάτα θά μπορούσε νά περπατάη χωρίς ν’ άκούγεται καί χωρίς νά λερώνη ή νά ένοχλή τά νεύρα τής αρχόντισσας. Καί, χωρίς νά πρόσθεση λέξι, γύρισε καί μπήκε ατό διπλα νό δωμάτιο. Εκεί, βρήκε, επιτέλους τόν άρχοντα τού πύργου, τό καινούργιο του αφεντικό. Αυτός όμως, δταν τόν είδε, ούτε γέλασε, ούτε τόν κοροΐδεψε. Τόν κύτταξε μόνο μέ καλωσύνη καί τόν ρώτησε πώς τόν λέγανε. Ό Άλέκ συμπάθησε τόν αφεντικό του καί ευχαριστήθηκε πού βρέθηκε επιτέλους ένας άνθρωπος πού δέν τόν κοροΐδεψε. Τού είπε λοιπόν τό αληθινό του όνομα. — ’Αλέκ!, έκανε ό άρχοντας. Δέν είναι καί τόσο ωραίο όνομα. Θά σέ φωνάζω Γιάννη!
Ο ΧΑΖΟΣ
ΑΛΒΚ
27
— "Οπως θέλετε κύριε, απάντησε δ Άλέκ. Άλλα νά μή σάς κακοφαίνεται δταν δεν άκούί,ο. "Αν θέλετε νά καταλαβαί νω πώς φωνάζετε εμένα, νά μέ φωνάζετε Γιάννη - Άλέκ. Ό άφεντικός του έβαλε τα γέλια και του εξήγησε υστέρα ποια θά ήταν ή δουλειά του. Τό βράδυ, δ Άλέκ αισθανόταν πολύ κουρασμένος καί στε νοχωρημένος. Είχε κάνει ένα σωρό ανοησίες και είχε σπάσει ένα σωρό πράγματα. — Πώς θά τά καταφέρω, Θεέ μου, νά γίνω λιγάκι έξυ πνος; μουρμούρισε την ώρα πού ετοιμαζόταν νά πέση νά κοιμηθή. Καί, ξαφνικά, θυμήθηκε εκείνο πού τού είχε πή ή κόρη τού αφεντικού του, γιά τή σούπα. — Μωρέ θά φάω κι’ εγώ σούπα, νά κάνω μυαλό, είπε. Πού νά βρή δμως έκείνη την ώρα σούπα; "Ολοι στον πύρ γο είχαν φάει από ώρα καί είχαν πάει νά κοιμηθούν. — Θά βρω σίγουρα στην κάμαρα τής κόρης τού αφεντικού, συλλογίστηκε δ Άλέκ. Δεν είπε πώς πίνει σούπα μέρα - νύχτα; Λοιπόν θά έχη πάρει μαζί της καί γιά τή νύχτα. "Ετσι δεν θά άναγκασθώ νά πάω στή μαγείρισσα πού δλο μέ αποπαίρνει. "Αλλωστε, τώρα θά κοιμάται κι’ έκείνη. Θά ανοίξω την πόρτα σιγά - σιγά καί θά περπατάω στίς μύτες γιά νά μην την ξυ πνήσω. Τώρα θά τούς δείξω έγοό. Θά φάω σούπα καί θά γίνω έξυπνος! Καί, μιά καί δυό, σηκώνεται δ καλός σου καί, μέσα στά μεσάνυχτα, περνάει δλους τούς διαδρόμους καί φτάνει στο δω μάτιο τής άρχοντοπούλας. "Ανοιξε τήν πόρτα μπήκε μέσα καί άρχισε νά ψάχνη γιά νά βρή τον τέντζερη μέ τή σούπα. Μ’ δλο πού προσπαθούσε νά μην κάνη θόρυβο, δεν τό κατάφερνε νά κουνηθή χωρίς νά τρίξη τό πάτωμα ή χωρίς νά σκοντάψη σε κάποιο έπιπλο. Δέν έβλεπε καλά, επειδή τό δωμάτιο φωτιζόταν μονάχα από τό φεγγαρόφωτο πού έμπαινε από τό παράθυρο. Ψάχνοντας επιτέλους, βρήκε πάνω στο κομοδίνο μιά μεγάλη κανάτα, πού ήταν γεμάτη μπύρα» Ή λαίμαργη κόρη τού άρχον
28
Ο ΧΑΖΟΙ ΑΛΕΚ
τα κάθε πρωί, μόλις ξυπνούσε, έπινε τή μπυρα για νά κάνη, λέει, ωραίο δέρμα και νά είναι πάντα γερή. "Ως έκείνη τή στιγμή, μ’ δλο τό θόρυβο πού έκανε 6 Άλέκ, ή μικρή δεν ξυ πνούσε. 'Όπως έτριυγε σαν ξυλοκόπος πεινασμένος, κοιμόταν και σαν ξυλοκόπος κουρασμένος. Και δεν άκουγε τίποτα. 'Όπως, δμως, είδε τήν κανάτα ό Άλέκ, νόμισε πώς εκεί μέσα βρισκόταν ή σούπα. Καί, χωρίς νά διστάση, τή σηκώνει ατό στόμα του και αρχίζει νά πίνη. Φυσικά, μέ τις πρώτες γου λιές, κατάλαβε πόας έπινε μπυρα. Καί τόσο ξαφνιάστηκε που ή κανάτα του ξέφυγε από τά χέρια και πέφτοντας χάμω έγινε κομμάτια. Ό Άλέκ, μέ τό θόρυβο τής κανάτας τρόμαξε, ανα πήδησε, έρριξε χάμω μια καρέκλα και στο τέλος χώθηκε μέσα στο τζάκι, νομίζοντας ότι ήταν ή πόρτα. Μέ λίγα λόγια, ανα στάτωσε τό δωμάτιο. Ή κόρη τοΰ άρχοντα ξύπνησε, είδε τον Άλέκ και άρχισε νά φωνάζη κατατρομαγμένη. — Μαμά! Μαμά! Ή Σούπα! — Τί είπες; Σούπα; φώναξε ή μητέρα της από τό διπλανό δωμάτιο. Δεν θά μάς άφίσης νά κοιμηθούμε επιτέλους; Δεν πιστεύο^ νά θέλης νά πιής σούπα τά μεσάνυχτα; — Μαμά! "Έλα γρήγορα!, ξαναφώναξε ή μικρή. Ή Σούπα μπήκε στο δωμάτιό μου καί τά αναποδογυρίζει δλα! Ή μητέρα της άκούγοντας αυτά τά λόγια, νόμισε πώς ή κόρη της τρελλάθηκε. Πετάχτηκε λοιπόν από τό δωμάτιό της και έτρεξε τρομαγμένη στο δωμάτιο τής μικρής. Τό πρώτο πράγμα πού είδε, ήταν ό Άλέκ πού είχε μπερδευτή σέ μιά κουρτίνα τού παραθύρου, τήν είχε ρίξει κάτω και προσπαθού σε νά ξεμπλέξη. Καθώς δεν έβλεπε δμως, έπεφτε πότε στο ένα και πότε στο άλλο έπιπλο και τά έρρίχνε δλα χάμω, σπάζοντας δ,τι βρισκόταν πάνω τους, φωνάζοντας κιόλας από τήν τρομά ρα του σάν άγριο άλογο. -— Πόπολετς! Πόπολετς!, έβα?.ε μέ τή σειρά της τις φωνές ή άρχόντισα. Ξύπνα! Ή Γάτα μπήκε στο δωμάτιο τής κόρης μας και θά τά σπάση δλα!
Ο ΧΑΖΟ 1
ΑΛέΚ
— Και τί μέ θέλεις έμενα καί δέν μ’ άφίνεις νά κοιμηθώ; φώναζε ό άντρας της. Διώξε τή γάτα, κι’ έλα νά κοιμηθής. Είναι μεσάνυχτα ακόμα. — Μά έλα πού σου λέω!, φώναξε ή άρχόντισα. Ή Γάτα φεύγει και παίρνει μαζί της και την κουρτίνα. 5/Ελα νά την πιάσουμε! Αυτή τή φορά ό άρχοντας αναγκάσθηκε νά σηκωθή και τήν ώρα πού έβγαινε από τό δωμάτιό του, είδε τον Άλέκ νά πετάγεται σαν τρελλός άπ τήν κάμαρα τής κόρης του σέρνον τας μαζί του τήν κουρτίνα, πού δεν είχε καταφέρει νά ξεμπλέξη από πάνω του. Ό άρχοντας ώρμησε ξοπίσω του, αλλά τον έχασε καθώς έστριβε σ’ ένα διάδρομο καί, βγαίνοντας κι’ ό ίδιος στη γωνιά, έπεσε απάνω στή χοντρή μαγείρισσα πού σηκωνόταν εκείνη τη στιγμή μέ κόπο από χάμω! — Τί κάνεις εδώ πέρα; Ποιος σ’ έρριξε χάμω; *— Τό Κρασάκι, κύριε! — Καί δεν ντρέπεσαι νά τό λες, παλιομπεκρού; Τώρα δεν έχω καιρό, άλλα θά λογαριαστούμε, είπε ό άρχοντας καί συνέ χισε τό δρόμο του. Έψαξε εδώ, έψαξε εκεί, τίποτα! "Έφτασε επιτέλους καί στο θυρωρείο καί ρώτησε τό θυρωρό. — Μήπως είδες νά βγαίνη ό καινούργιος υπηρέτης; — Ό Προχθές; είπε 6 θυρωρός. — Τρελλάθηκες; Τί προχθές μου λές. Αυτός σήμερα μόλις μάς ήρθε. Προχθές δέν ήταν εδώ! Τέλος πάντων, ό θυρωρός κατάφερε μέ τά πολλά νά δώση στον αφεντικό του νά καταλάβη ότι Προχθές ήταν τό όνομα τού υπηρέτη πού εκείνος ήξερε για ’Αλέκ. Κι’ όταν μαζεύτη καν όλοι, ό άρχοντας ή γυναίκα του, ή κόρη του καί ή μαγεί ρισσα καί κατάλαβαν ότι ό ’Αλέκ τούς είχε κοροϊδέψει όλους δίνοντας τους διαφορετικά ονόματα, ό άφεντικός τού Άλέκ έβαλε τέτοια γέλια, πού δάκρυσαν τά μάτια του.
— Ωστόσο αυτό το παιδί δέν κάνει για υπηρέτης, είπε όταν κατάφερε νά μιλήση. Είναι πολύ τρελλό. Πρέπει νά τού βρούμε κάτι άλλο νά κάνη. "Ακόυσα πώς στή γειτονική χώρα, έχουν ένα βασιλιά πολύ παράξενο, πού για νά διασκεδάση έβαλε καί διαλάλησαν ότι όποιος καταφέρει νά τού πή κάτι πού νά μην τό πιστέψη, θά πάρη πολλά λεφτά καί τή βασιλο πούλα για γυναίκα του. Τρέχουνε λοιπόν στο παλάτι μικροί καί μεγάλοι, πλούσιοι καί φτωχοί, κι’ ό καθένας τους τού λέει μιαν ιστορία, όσο πιο ψεύτικη γίνεται. Μέχρι τώρα όμως, ό βασιλιάς κάνει πώς τούς πιστεύει όλους. *Ό,τι καί νά τού πούνε, απαν τάει: «Μπορεί» ή «Δεν είναι αδύνατο». Σέ κανένα δεν είπε: «Λες ψέματα». Κι’ έτσι κανένας δεν κατάφερε νά πάρη τά λεφτά καί τή βασιλοπούλα. Έγώ λοιπόν λέω, είπε ό άρχοντας Πόπολετς, νά στείλουνε εκεί τον ’Αλέκ. Παλαβός ό βασιλιάς, παλαβός κι’ ό ’Αλέκ, νά δούμε ποιος θά νικήση τόν άλλον. Καί τήν άλλη μέρα κιόλας, ό ’Αλέκ, αφού γύρισε στο χω ριό του καί άποχαιρέτησε τόν πατέρα του γιά δεύτερη φορά, ξεκίνησε γιά τό παλάτι τού παράξενου βασιλιά. Μόλις έφτασε, ένας αύλικός τόν ώδήγησε στήν αίθουσα τού θρόνου. — Λοιπόν, νεαρέ; έκανε ό βασιλιάς. Ήρθες γιά νά κερδί σης τά λεφτά καί τή βασιλοπούλα; — Μέ τήν άδειά σας Μεγαλειότατε, απάντησε ό ’Αλέκ. — Κάθησε λοιπόν καί άς σέ ακούσουμε, είπε ό βασιλιάς, γεμάτος εύχαρίστησι πού θά διασκέδαζε καί σταύρωσε τά χέ ρια του πάντα στήν χοντρή κοιλιά του. Κάθησε ό ’Αλέκ σέ μια πολυθρόνα από σκαλιστό ξύλο μπροστά στο βασιλιά, κι’ άρχισε: — Προχτές, πήγα στο δάσος, καί πιάνοντας μια πελώρια βελανιδιά μέ τό ένα χέρι, τήν ξερρίζωσα. — Δέν είναι αδύνατο, είπε ό βασιλιάς γελώντας κάτω από τά μουστάκια του. — Ήταν ένα δέντρο τόσο χοντρό, πού έπρεπε νά πιαστούν
21
χέρι - χέρι, δέκα άνθρωποι για νά τό άγκαλιάσουν. — Καθόλου περίεργο. 5Έχ(ο δη κι’ εγώ τόσο χοντρά δέν τρα, είπε δ βασιλιάς. — Κάθησα υστέρα καί από τον κορμό του έκοψα χιλιά δες σανίδες. — Δεν ήταν καί τίποτα σπουδαίο, άποκρίθηκε ό βασιλιάς πού άρχισε νά διασκεδάζη. — "Υστερα επιασα καί μέ τις σανίδες εκείνες έφτιαξα μια σκάλα πολύ ψηλή. — Έμ’ μέ τόσες χιλιάδες σανίδες καί βέβαια θά γινόταν ψηλή ή σκάλα. — Ήταν τόσο ψηλή, πού δταν την σήκωσα, ή πάνω άκρη της άκούμπησε στο φεγγάρι. , — Μπορεί. — Καί μιά καί έφτανε μέχρι τό φεγγάρι, επιασα κι’ εγώ καί ανέβηκα. — Θά ήσουν ανόητος άν άφηνες την ευκαιρία νά δής τό φεγγάρι από κοντά, άποκρίθηκε ό βασιλιάς, σκασμένος στα γέλια. — "Υστερα δμως, θέλησα ν’ ανέβω καί στά άστρα, αλλά ή σκάλα μου δεν έφτανε τόσο ψηλά. — Κακό αυτό βέβαια, αλλά εγώ θά εύρισκα τον τρόπο ν’ ανέβω. — Μά τον βρήκα κι’ εγώ. "Εκοψα ένα κομμάτι από τό κάτω μέρος τής σκάλας, τό κάρφωσα από πάνω, κι’ ανέβηκα. — Αυτό άκριβώς θά έκανα κι’ εγώ, είπε ό βασιλιάς χα χανίζοντας. — Ξαφνικά, βλέπω ένα λαγό πού έτρεχε ανάμεσα στά άστρα. — Καί παράξενο σου φάνηκε; — Αυτός δ λαγός, δμως, είχε δεμένη στη ράχη του μιά ταμπέλλα.
32
0 ΧΑ201 ΑΛΒΚ
— Δικαίωμα του καθενός νά εχη ο,τι του αρέσει στη ρά χη του. — Και πάνου στην ταμπέλλα, έγραφε μέ κάτι πελώρια γράμματα, πώς ό πατέρας σας, Μεγαλειότατε, έβοσκε τά βό δια του παππού μου. — Ψέματα!, φώναξε ό βασιλιάς θυμωμένος καί πετάχτηκε από τό θρόνο του. — Αφού τό λέτε εσείς, Μεγαλειότατε, ασφαλώς είναι ψέ ματα, έκανε δ ’Αλέκ, χαμογελώντας πονηρά. Αλλά, άφου είναι ψέματα, χάσατε τό στοίχημα, Μεγαλειότατε. Δόστε μου τώρα τά λεφτά μου. Ό βασιλιάς τραβούσε τά μαλλιά του. — νΑκούσε, καλό μου παιδί, είπε. Θά σου δώσω τά λε φτά σου. Έχω δώσει τό λόγο μου. Αλλά την κόρη μου; Θά πάρης και την κόρη μου; — νΑ όχι!, αυτήν σάς την χαρίζω, Μεγαλειότατε, είπε ό ’Αλέκ. Τί νά την κάνω εγώ μιά γυναίκα πού θά κοπανάη διαρ κώς πέος αυτή ήτανε βασιλοπούλα κι’ εγώ χωριατόπαιδο; Δεν την θέλω. Θά βρώ εγώ μιά καλή κοπέλλα σάν και μένα και θά τήν πάρω γυναίκα. Ή βασιλοπούλα δεν μου κάνει. Χαρούμενος δ βασιλιάς πού δεν θά ήταν αναγκασμένος νά δώση τήν κόρη του σ’ ένα χωριατόπαιδο, διέταξε νά φορτοοσουν ένα άλογο μέ σακκούλια γεμάτα χρυσάφι. Κι’ δ ’Αλέκ, αφού τον ευχαρίστησε, έφυγε και γύρισε στο χωριό του. Πλού σιος τώρα αγόρασε ένα μεγάλο κτήμα, έχτισε κι’ ένα ωραίο σπιτάκι, και κάθησε μέ τον πατέρα του και τή μητέρα του. Κανένας πιά δέν τον εύρισκε χαζό και κουτό τώρα πού ήταν πλούσιος. ΤΕΛΟΣ (Μετόψρασις: Μ. Κανσήζ)
ΗΤΑΤΕ από ενα φίλο οας νά θυμηθή ποιο μήνα
Ζ
και ποια ήμερα του μηνός γεννήθηκε χωρίς νά σάς τό πή. Ό φίλος σας θά φτειάξη μέ τό μήνα και την ή μερομηνία του μηνός έναν αριθμό. "Αν π.χ. γεννήθηκε τον Αύγουστο στις 20 ό αριθμός αυτός θά είναι 820. Τό 8 γιά τό μήνα (Ιανουάριος 1, Φεβρουάριος 2, Μάρτιος 3 κ.τ.λ.) και τό 20 γιά την ϊδια την ημερομηνία. Συνέχεια τον αριθμό αυτόν που θά τον κρατήση μυστι κόν από σάς θά τον πολλαπλασιάση μέ τό 2. Στο γινόμενο πού θά βρή θά πρόσθεση τον αριθμό 5. Αυτό πού θά βρή θά τό πολλαπλασιάση πάλι μέ τό 50. Στο καινούργιο αυτό γινόμενο τώρα θά πρόσθεση την ήλικία του καί μόνο τότε θά σάς φα νέρωση τον αριθμό πού βρήκε γιά νά του πήτε εσείς πόσων χρόνων είναι. ’Άς φέρουμε ένα παράδειγμα: Ό φίλος σας γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου. Ό Ιούλιος είναι ό έβδομος μήνας γι’ αυτό θά μπή πρώτο τό 7 καί κατόπιν ή ημερομηνία. Έτσι θά έχομε τον αριθμό 7β. Αριθμός............................. 1. . . ■....... .... 76 πο?ιλαπλασιάζεται επί........... .. Λ .............. 2 *ι ______ έχομε γινόμενο......................................... .... προσθέτομε τό............................................ ... ..
152 5
βρίσκομε τον αριθμό........................... Α . .. . τον πολλαπλασιάζομε μέ τό..............................
157 50
έχομε τό καινούργιο γινόμενο........... .... . .. '. 7850 Σ’ αυτό προσθέτομε την ήλικία................ .. ' 15 Έτσι βρίσκομε τον αριθμό .... .................. 1 7865
34
ΠΩΣ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΕ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΣΑΣ
Αυτόν τόν αριθμό θά μάς δώση δ φίλος μας αφού κάνη μονάχος του τις προηγούμενες πράξεις χωρίς νά δούμε εμείς τίποτε. Πώς θά βρούμε τώρα εμείς από τόν αριθμό πού μάς εδωσε την ηλικία του, τό μήνα και την ημέρα πού γεννήθη κε; Μέ έναν εύκολο τρόπο. Όποιονδήποτε αριθμό καί νά μάς δώσουν οι φίλοι μας θά άφαιρούμε από αυτόν τό 250. 3Άν από τό 7865 άφαιρέσουμε τό 250 θά βρούμε 7615. Τά δύο τελευταία ψηφία, δηλαδή τό 15, είναι ή ηλικία τού φίλου μας. Ό αριθμός πού έρχεται συνέχεια, δηλαδή τό 6, εί ναι ή ημερομηνία καί τό 7 δ μήνας. Ό φίλος μας λοιπόν γεν νήθηκε στις 6 Ιουλίου καί είναι τώρα 15 χρόνων. 3Άν άφαι ρέσουμε τό 15 από τή χρονολογία βρίσκομε εύκολα καί τό έ τος πού γεννήθηκε. Ή μόνη δυσκολία πού μπορούμε νά συναντήσουμε είναι δταν δ τελευταίος αριθμός μας έχει πέντε ψηφία καί τά δύο πρώτα αρχίζουν από 12. 5Άν π.χ. βρούμε μετά τήν άφαίρεσι τού 250 τόν αριθμό 12321 θά ξέρουμε πώς τό 21 είναι ή ήλικία του, αλλά δεν θά ξέρουμε αν γεννήθηκε στις 3 τού Δεκεμβρίου ή στις 23 Ιανουάριου. 'Όταν τύχη καί βρεθού με σ’ αυτή τήν περίπτωσι θά πούμε τόν ένα μήνα πρώτα καί δταν ό φίλος μας μάς πή όχι, τότε διορθώνουμε τό μήνα λέ γοντας του πώς κάναμε κάποιο λάθος. ΤΕΛΟΣ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΣ ΛΕΚΚΑ 22 (ύττ6γ*ιον) ~~ ΑΘΗΝΑ·I
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: X. ΑΝ6ΜΟΔΟΥΡΑΙ, ΟΙΚΟΝ, Δ)ΣΙΣ: Γ. ΓΕΩΡΠΑΑΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 10
αβίορί
οϊ
ίή$ ν^Υακα.5
^ ΠΡΛΙΟΓΛΤΡ. . £Ρ-
ρι~εε το
ρρζο η£
Ό ΓΛΥΚΟ ΚΡΤ2. .
λγν
/ττρεπεεΜ
ΔΡΡΧ. 2
€0 Ιφ/φ/δϊ&ς
ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΟΙ
Όταν ξανάβγαλε τό ραβδί του, ένα πελώριο φίδι βγήκε άπό τό λάκκο, τυλιγμένο γύρω του!
Ο ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΟ χωριό Έλ Μπούρ, κοντά στο Όμάλ, ζούσαν κάποτε ό Μπέν Κοντούρ κι’ ό Σίντι Άμούν, μά, παρ’ δλον οτι έμεναν στο ίδιο μέρος, ή τύχη τους δεν ήταν καθόλου ίδια. Ό Μπέν Κοντούρ ήταν έ νας φτωχός διάβολος πού περνούσε τις μέρες πού τού έδινε ό Αλλάχ όπως - δποος, μέ τις λι γοστές πεντάρες πού κέρδιζε από τή δουλειά του, δταν τύχαινε βέβαια νά έργαστή. Κατοικού με σέ μιά ετοιμόρροπη Τ·Η·κ»ν» -ττολυ ττλούσιοΓ. 6 Σάντι Άμούν καλύβα και τό ντύσιμό του ήταν δλο - δλο μιά φθαρμένη κελεμπία. Στά πόδια του φο ρούσε κάτι χιλιομπαλωμένα πέδιλα και στο κεφάλι του, αντί για τουρμπάνι, μιά πετσέτα, πού την είχε δεμένη γύρω από τό μέ τωπό του. Τό φαΐ του ήταν τΙς περισσότερες φορές πιπεριές και λίγες τηγανίτες. Πότε - πότε δμως, έξοικονομοΰσε καί κανένα κομματάκι κατσικίσιο κρέας καί τότε τό στομάχι του γνώριζε μεγάλη ευτυχία. Μά αυτό γινόταν τις φορές πού είχε την τύχη νά κάνη κανένα θέλημα σέ κάποιον πλούσιο τού χωριού, πού δεν ήταν τσιγγούνης καί τόν πλήρωνε αρχοντικά γιά τον κόπο του. Άπό δλες τις λιγοστές τέχνες πού είχε, ή καλύτερη ήταν τού κυνηγού. Ήταν δηλαδή μοναδικός στο νά στήνή αριστοτε χνικά τά δίχτυα του καί νά πιάνη περιστέρια.
4
Ο ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ ΑΡΧΟΝΤΑΣ
Τελείως διαφορετική ήταν ή ζωή του Σίντι Άμούν. Αύτδς κατοικούσε σέ μια υπέροχη βίλλα, πού γύρω της υπήρχε άφθο νη γή μέ πολλά νερά. Έκεΐ ήσαν φυτεμένα τοματιές, κρεμμύ δια, πατάτες, αγκινάρες, κι’ ένα σωρό άλλα λαχανικά, πού που λούσε στην πάλι καί τού έφερναν καλό εισόδημα. Έκτος από αυτά, είχε αμπέλια πού τού έκαναν κρασιά καί έλιές πού έβγα ζαν μπόλικο λάδι. Ήταν ντυμένος, δπως ταίριαζε σ’ ένα καλό εισοδηματία καί τό μπουρνούζι του ήταν καμωμένο από ακριβό λινό. Είχε για νά τον υπηρετούν πέντε άραπάδες, πού τού ήσαν ολοι πολύ άφωσιωμένοι καί πού συγχρόνους καλλιεργούσαν καί τά χτήματά του. Είχε ακόμα ένα αραμπά μέ ένα γερό άλογο, πού τού χρησίμευε γιά νά μεταφέρη κάθε πρωΐ τήν παραγω γή του στο παζάρι τής πόλεως. Μέ μιά λέξι λοιπόν δέν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στην περιοχή από τον Σίντι Άμούν, αλλά καί πιο δυστυχισμέ νος από τον Μπέν Κοντούρ. Μιά μέρα, δ Μπέν Καντούρ ξεκίνησε γιά τό κυνήγι έφωδιασμένος μέ ένα τουφέκι τής κακίας ώρας. Κι? δμως λογά ριαζε νά κάνη ένα πλούσιο κυνήγι. Στο μέρος πού πήγαινε, είχε προβλέψει από τήν προηγουμένη ν’ άπλώση τά δίχτυα του γιά νά πιάση τίποτε πουλιά. Σάν έφτασε στο μέρος αυτό, είδε μέ μεγάλη του χαρά νά έχουν πιαστή στο δίχτυ του ένα σωρό περιστέρια. Ανέλπιστο πράγμα γιά τό φτωχό μας φίλο. "Έτσι θά ήσαν δμως τά πράγματα, δν δέν έμπαινε στη μέση ένα πα νούργο κοράκι. Τά περιστέρια υποταγμένα στή μοίρα τους συζητούσαν με ταξύ τους, δταν τό κοράκι, βλέποντας τα πιασμένα στο δίχτυ, τά λυπήθηκε. Πλησιάζοντας στο δίχτυ τούς έδωσε μιά συμ βουλή : — Ενώστε τις προσπάθειες σας δλα μαζί τούς είπε καί πετάξτε ταυτοχρόνως. "Έτσι κι’ έγινε. ΟΙ σπάγγοι πού κρατούσαν τό δίχτυ δέν άργησαν νά σπάσουν. Φτεροκοπώντας δλα μαζί κατώρθωσαν
Ο ΑΧΑΡΐΙΐΌΖ ΑΡΧΟΝΤΑ!
νά ανυψωθούν στον αέρα, σέρνοντας καί τό δίχτυ μαζί τους. Ό Μπέν Κοντούρ πλησίαζε έκείνη τή στιγμή. Δέν είχε προψτάσει καλά - καλά νά αίσθανθή δλη τή χαρά γιά τϊγ ανέλπιστη επιτυχία του, δταν είδε τό κοπάδι τά περιστέρια νά υψώνεται στον αέρα μέ τό δίχτυ μαζί. "Αρχισε λοιπόν νά τρέχη πίσω από τό δίχτυ μέ τά πιασμένα πουλιά, πού δέν μπορού σε βέβαια, παρ’ δλες τις προσπάθειες των πουλιών, νά άνυψωθή πάρα πολύ έξ αίτιας τού βάρους του. Καταλάβαινε δτι τά πουλιά σέ μιά στιγμή θά κουράζονταν νά πετάνε μ’ αυτό τον τρόπο και θά κάθονταν πάλι στο έδαφος, οπότε θά τού ήταν εύκολο νά τά πιάση. Πράγματι, τό κοπάδι φάνηκε σέ λίγο δτι είχε κουραστή καί θά καθόταν στή γή κι’ ό Μπέν, Κοντούρ πού τά παρακο λουθούσε από μακρυά, άρχισε νά τριβή τά χέρια του από τήν εύχαρίστησι. Τό κοράκι δμως, πού τά παρακολουθούσε κι’ αυτό περνώντας μαζί τους, κατάλαβε τον κίνδυνο κι’ αποφάσισε νά τά σώση. Θυμήθηκε λοιπόν δτι κάπου έκεΐ κοντά είχε κάποιο φίλο: ένα ποντικό. Τρέχει αμέσως καί τόν βρίσκει στήν τρύπα του. Μέ λίγα λόγια τού εξηγεί τή δύσκολη θέσι στήν οποία βρίσκονταν τά άμυαλα περιστέρια. Ό ποντικός, πού ήταν κι’ αυτός πολύ πονετικός, έτρεξε αμέσως νά βοηθήση τά περιστέ ρια. Μόλις λοιπόν κάθησαν στή γή, αρχίζει μέ τά κοφτερά του δόντια νά κόβη τό δίχτυ. Σέ λίγο, ολόκληρο τό φυλακισμένο κοπάδι ώρμησε καί βγήκε από τό δίχτυ, πετώντας ψηλά στόν αέρα, άφού ευχαρίστησε ζωηρά τούς δυο μεγαλόψυχους σωτήρες του. *Όλα αυτά έγιναν μέ τόσο καταπληκτική ταχύτητα ώστε ό φουκαράς ό Μπέν Κοντούρ σάστισε πάρα πολύ κι’ από τήν έκπληξί του δέν σκέφτηκε νά χρησιμοποιήση τό τουφέκι του καί νά ρίξη μιά τουφεκιά στο κοπάδι. Ό Μπέν Κοντούρ εξακολούθησε τό κυνήγι του χωρίς απο τέλεσμα δμως. Ούτε ένα μικρό πουλάκι δέν βρέθηκε στο δρό μο του. Ή νύχτα ήρθε κι’ αυτός βρισκόταν πολύ μακρυά από
τό καλυβάκι του, παραπλανημένος μέσα σέ ένα δάσος. Έτσι αναγκάστηκε νά διανυκτερεύση ατό μέρος αυτό, μ5 δλο πού υπήρχε κίνδυνος νά συνάντηση κανένα άγριο ζώο, Σάν χάραξε ή αυγή, βρέθηκε στην ίδια κατάσταση κατα βεβλημένος από την κούρασι καί πεθαίνοντας τής πείνας και τής δίψας. Πήρε λοιπόν μελαγχολικός κι’ απελπισμένος τό δρόμο για τό χωριό του. "Οπως πήγαινε στο δρόμο του, μια φωνή ικετευτική ακού στηκε ξαφνικά, δίπλα στα πόδια του. — Για τ’ όνομα του Αλλάχ, σώσε με! έλεγε ή φωνή. Κατεβάζοντας τά μάτια του στο έδαφος, ό Μπέν Κοντούρ είδε μπροστά του ένα λάκκο καλυμμένο από κλαδιά δέντρο^ν, πού κάποιος κυνηγός είχεν ανοίξει γιά νά παγίδευση αγρίμια, Έ νας άνθρωπος, φαίνεται, είχε πέσει μέσα από απροσεξία του καί βρισκόταν στο βάθος του λάκκου μην μπορώντας νά βγή πιά στην επιφάνεια. — Γιά τή χάρι τού Αλλάχ!, εξακολούθησε ή φωνή, βοή θησε με νά βγώ έξω. Θά σου δώσω εκατό χρυσά νομίσματα. Ό Μπέν Κοντούρ είχε σπλαχνική καρδιά. Μιά ανθρώπινη ύπαρξι βρισκόταν σέ θανάσιμο κίνδυνο, μένοντας στο βάθος τού λάκκου, και τού ζητούσε τή βοήθεια του: αυτό ήταν αρκε τό γιά νά τον συγκινήση. Μά καί ή πλούσια ανταμοιβή πού τού υποσχόταν δεν μπορούσε νά περιφρονηθή. Βρήκε λοιπόν ένα μακρύ καί γερό καλάμι, μέ τό όποιο θά μπορούσε νά σόρη επάνω αυτόν πού από τό βάθος τού λάκκου ζητούσε τή βοήθεια του. Βύθισε λοιπόν την άκρη του στό λάκ κο καί φώναξε: — Πιάσου γερά από την άκρη. Έγώ θά τραβήξω τό καλάμι κι’ έτσι θά βγής. Σέ λίγο τράβηξε, χωρίς κόπο, τό καλάμι,, προς τά μέρος του. Αλλά, μέ τρομαγμένη έκπληξη είδε ότι αυτός πού τράβηξε έπάνω δεν ήταν ένας άνθρωπος, όπως νόμιζε, μά ένα τσακάλι,
0 ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ ΑΡΧΟΝΤΑΣ
πού τό έβαλε ατά πόδια μόλις έφτασε στήν επιφάνεια καί χά θηκε μακρυά. Αμέσως δμως ή φωνή ακούστηκε πάλι από τό βάθος τού λάκκου, γεμάτη ικεσία: — Σώσε με! Θά σου δώσω διακόσια χρυσά νομίσματα. Ή πρώτη σκέψι τού Μπέν Κοντούρ ήταν νά άπομακρυνθή τό ταχύτερο άπό τό μέρος αυτό, πιστεύοντας δτι κάτι τό μαγικό υπήρχε σ’ ολη αυτή την ύπόθεσι. Μά ή φωνή, παρακλητική, ικετευτική, τον εμπόδισε νά πραγματοποιήση τή σκέψι του. Κατέβασε λοιπόν τό καλάμι στο λάκκο καί τραβώντας το πάλι επάνω ανέβασε, όχι έναν άνθρωπο, δπως περίμενε, μά ένα πίθηκο, πού χοροπηδώντας, έτρεξε κι’ ανέβηκε σ’ ένα υψηλό δέντρο, γιά νά έξαφανιστή μέσα στό πυκνό του φύλλωμα. Ό Μπέν Κοντούρ είχε πετάξει πια τό καλάμι, αποφασι σμένος νά τραβήξη τό δρόμο του. Ή φωνή, πιο παρακλητική άπό κάθε άλλη φορά, ήρθε στ’ αυτιά του σάν κλάμα: — Σώσε με! Σου δρκίζομαι στό όνομα τού ’Αλλάχ! Πεν τακόσια χρυσά νομίσματα θά έχης άν μέ τραβήξης επάνω! Αυτή ή πλούσια ύπόσχεσι μαζί καί ή σπλαχνική καρδιά τού Μπέν Κοντούρ, ήσαν ή αιτία νά τόν κάνουν νά ξαναπιάση τό καλάμι, παρ’ δλον δτι ένας ανεξήγητος φόβος είχε γεννηθη στην ψυχή του. Γιά τρίτη φορά λοιπόν κατέβασε τό καλάμι στό λάκκο καί, τραβώντας το προς τό μέρος του, είδε μέ τρόμο δτι ένα φίδι είχε κουλουριαστή γύρω άπό την άκρη τού καλαμιού. Τό ερπετό, κάνοντας νά άκουστή τό τρομαχτικό του σφύ ριγμα, ξετυλίχτηκε άπό τό καλάμι καί έρποντας έφυγε μακρυά, αφήνοντας τόν Μπέν Κοντούρ παγωμένο άπό τό φόβο του. Αυτό ήταν πάρα πολύ. Ασφαλώς, κάποιο κακό στοιχειό βρισκόταν στό λάκκο αυτό καί ήθελε νά παίξη μαζί του. Πετώντας πάλι χάμω τό καλάμι, κίνησε νά φύγη, αποφασισμένος
νά μή μείνη οΰτε μισό λεπτό στο μαγεμένο αυτό μέρος. — Για τό όνομα του Αλλάχ! Μή μ’ έγκαταλείπης!, θρή νησε ή ίδια φωνή μέσα άπό τό λάκκο. Κατέβασε τό καλάμι και τράβηξε με επάνω. "Όλη μου την περιουσία, δ,τι έχα) και δέν έχω θά είναι δικά σου! Πώς ήταν δυνατόν ό φτωχός Μπέν Κοντούρ νά μή στα* ματήση στήν πλούσια αυτή ύπόσχεσι πού τού ερχόταν από τό βάθος τού λάκκου; — Τό σπίτι μου, τά χωράφια μου, τά αμπέλια μου, οι έλιές μου κι’ δ,τι έχω σέ μετρητά, θά γίνουν δικά σου, εξακολουθού σε νά λέη, κλαίγοντας, ή φωνή μέσα από τό λάκκο. Αυτή δμως ή φωνή είχε αρχίσει νά τού γίνεται γνωστή. Τήν αναγνώριζε τώρα. Ήταν ή φωνή τού Σίντι Άμούν, τού πλούσιου γείτονα του. Δέν μπορούσε νά τού άρνηθη λοιπόν τή βοήθεια του, καί μάλιστα όταν τού υποσχόταν νά τού δώση όλα του τά αγαθά. Ξανακατέβασε λοιπόν πάλι τό καλάμι στο λάκ κο κι’ ό ΣίντιΆμούν, γιατί αυτός ήταν πραγματικά, βγήκε στήν έπιφάνεια. Πόσο ενθουσιασμό καί πόση χαρά έδειξε που γλύτωσε από τό σκοτεινό λάκκο, δέν μπορείτε νά φανταστήτε. Δέν εΰρισκε λόγια γιά νά ευχαρίστηση τό σωτήρα του. Τέλος, κι’ οί δυο μαζί πήραν τό δρόμο γιά τό ’Έλ Μπούρ. Ό Μπέν Κοντουρ ήταν πολύ ευτυχισμένος γιά τήν καλή του πράξι, δέν ξεχνούσε δμο^ς καί τήν πλούσια άνταμοιβή, πού τού είχε ύποσχεθή ό γείτονάς του. — Πότε θά μού δώσης, δ,τι μοΰ ύποσχέθηκες; τον ρώτησε σέ μια στιγμή. Ό άλλος φάνηκε αρκετά έκπληκτος από αυτή τήν έρώτησι. — Μά, είπε μέ κάποιο δισταγμό, αύριο, νομίζω. Συνέχισαν τό δρόμο της κι’ ό Σίντι ’Αμούν προσπαθούσε μέ κάθε τρόπο νά έμποδίση τόν Μπέν Κοντούρ νά ξαναγυρίση στό θέμα αυτό πού δέν τόν συνέφερε. Μά δ Μπέν Κοντούρ, δλο ξαναγύριζε σ’ αυτό, προς μεγά λη δυσαρέσκεια τού γείτονά του.
'■
.....
Ο ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ ΑΡΧΟΗΤΑΖ
9
"Όταν έφτασαν ατό 8ΈΑ Μπούρ, έπρεπε νά χωριστούν. — Λοιπόν αύριο, είπε ό Μπέν Κοντούρ. — Ναι αύριο, απάντησε σκεπτικός κι’ ό Σίντι Άμούν. "Ολη τη νύχτα 6 Μπέν Κοντοΰρ, που ήταν τρομερά κου ρασμένος, κοιμήθηκε πολύ βαρεία, μέ βαθύ καί γεμάτο από όμορφα όνειρα ύπνο. Μέσα στα όνειρά του έβλεπε τον εαυτό του νά κατέχη τά αγαθά τού Σίντι Άμούν. Πόσο ήταν ευτυ χισμένος! Σάν ξύπνησε τό πρωί, σκέφτηκε πέος αυτά πού είδε στον ύπνο του δέν ήταν μόνο όνειρα, αλλά και θά γίνονταν πραγματικότης. Σηκώθηκε λοιπόν καί, χωρίς καθυστέρηση τράβηξε γιά τό σπίτι τού Σίντι Άμούν. Ό Σίντι Άμούν, όμως, δέν ήταν καθόλου διατεθειμένος νά εγκατάλειψη δλα του τά αγαθά κι* όλες του τις ανέσεις καί νά φύγη από τό πλούσιο σπίτι του γιά νά καθήση σ’ αυτό και νά χαρή τά πλούτη του ο ψειριάρης Μπέν Κοντοΰρ. Τού τά είχε ύποσχεθή βέβαια, μά είχε σκεφτή όλη τή νύχτα κι’ εβλεπε πώς αυτό δέν μπορούσε νά γίνη. “Άλλωστε, όλες οί προσφορές πού είχε κάνει, είχαν γίνει κάτω από την πίεσι τού φόβου πού είχε αίσθανθη στο βάθος τού σκοτεινού λάκκου καί τής σκέψεως ότι δέν θά έβγαινε ποτέ από έκεΐ. Τώρα όμως είχε βγή καί τίποτα δέν τον ανάγκαζε νά φανή τόσο γενναιόδωρος. Τού ώφειλε βέβαια κάποια ανταμοιβή. Τού είχε σώσει τή ζωή κι* αυτό ασφαλώς τό άναγνώριζε. Θά τού έδινε λοιπόν ένα - δυο χρυσά νομίσματα κι’ έτσι θά ξωφλούσε μΤ αυτόν. Ήταν πάρα πάνω άπό δ,τι θά μπορούσε νά έπιθυμήση δ κουρελιάρης Μπέν Κοντοΰρ. Ό Μπέν Κοντούρ ήρθε καί ζήτησε αυτά πού τού είχε υποσχεθη. Αυτός τού είπε δτι γιά νά τον άνταμοίψη πού τού έσω σε τή ζωή, είχε αποφασίσει νά τού δώση ένα χρυσό νόμισμα. — Έγώ θέλω αυτό πού μού είπες δτι θά μόΰ δώσης, απάν τησε δ Μπέν Κοντούρ. Μού ύποσχέθηκες τό σπίτι σου, τά χο>
10
ράφια σου, τά άμπέλισ σου κι’ δ,τι άλλο έχεις. Δέν θά φΰγίο από έδώ αν δεν πάρω τούς τίτλους Ιδιοκτησίας δλων αυτών. Καλά, λοιπόν, θά κάνης νά φυγής και νά μείνω έγώ έδώ. Τότε δ Σίντι Άμούν, πού δεν είχε κανένα σκοπό νά τό κουνήση από εκεί, κάλεσε τούς μαύρους του υπηρέτες καί τούς διέταξε νά πετάξουν έξω τον ενοχλητικό αυτόν βρωμιάρη. Αύτοί, χωρίς νά χάσουν μιά στιγμή, τον άρπαξαν κα! τον πέταξαν εξω από την πόρτα. Ό Μπέν Κοντούρ ξαναγύρισε στό φτωχικό του, άγανακτισμένος γιά την παλιανθρωπιά τού αχάριστου άρχοντα. Αφού σκέφτηκε λίγο, αποφάσισε νά πάη νά παραπονεθή στον Καδή. Ό Καδής έβαλε νά τού φέρουν μπροστά του τον Σίντι Άμούν. Σαν παρουσιάστηκε, δ δικαστής τον ρώτησε νά τού πή τά γεγονότα τού δάσους. Αυτός δέν άρνήθηκε δτι δ Μπέν Κοντούρ τού είχε σώσει τή ζωή, τραβώντας τον απάνω από τό λάκκο, μά ισχυρίστηκε πώς συμφώνησαν νά τού δώση μερικές πεντάρες μόνο κι? όχι δσα είχε και δέν είχε, δπως ισχυριζόταν αυτός δ τρελλός δ Μπέν Κοντούρ. Επειδή μάλιστα ήταν σπλα χνικός άρχοντας, αποφάσισε νά τού δώση δυο χρυσά νομίσμα τα, μά δ βρομιάρης αυτός δέν τά δέχτηκε, ζητώντας του ολό κληρη την περιουσία του. Ασφαλώς, πρόσθεσε άκόμα, ή με γάλη του φτώχεια θά τον χτύπησε στό μυαλό γιά νά έ'χη αυτή τήν άπαίτησι. Ό Καδής, αφού σκέφτηκε τά υπέρ και τά κατά τής ύποθέσεως πού δίκαζε, συμφώνησε μέ τις απόψεις τού Σίντι Άμούν, διπλασιάζοντας μόνο τό ποσόν πού προσέφερε στάν Μπέν Κοντούρ. Διέταξε λοιπόν τον Μπέν Κοντούρ νά πάρη τά τέσσερα χρυσά νομίσματα και νά εύχαριστήση τό Σίντι Ά μούν γιά τή μεγάλη του ψυχή. Έτσι λοιπόν δ Μπέν Κον τούρ πήρε δ,τι τού έδωσε δ πλούσιος γείτονας του, γιατί ε!χε νά φάη δ δυστυχισμένος δυο δλόκληρες μέρες. Ό Σίντι Άμούν, ευχαριστημένος, δέν μπορούσε παρά νά
Ο ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ ΑΡΧΟΗΤΑΣ
ί1
βύλογή τόν Καδή για τή δίκαιη άπόφασι, πού έβγαλε πρός βφελός του. Μά ό 7Αλλάχ είχε άλλη γνώμη. Έτσι, λίγες μέρες αργότε ρα, ένα πυκνό σύννεφο παρουσιάστηκε στόν ουρανό μπροστά στον ήλιο, προβάλλοντας την τρομερή του σκιά επάνω στό έδαφος. Μια κραυγή αντήχησε χιλιάδες φορές από δλες τΙς μεριές: «Οί ακρίδες! Οί ακρίδες!» Μεγάλος φόβος κι’ ανησυχία απλώθηκε στό πλησίασμα των τρομερών αυτών καταστροφέων. Καθένας ήξερε τις καταστρε πτικές συνέπειες τής έπισκέψεώς τους. Αμέσως βγήκαν στη μέση τύμπανα, καραμούζες, κατσαρόλες κι’ άλλα παρόμοια κι7 άρχισαν νά τά χτυπούν καί νά κάνουν θόρυβο γιατί μέ τό θό ρυβο καί τις φωνές οί τρομεροί αυτοί έπιδρομεΐς εμποδίζονταν νά καθήσουν στό έδαφος. Τίς περισσότερες φορές δμως, όταν οί ακρίδες ήσαν πεινασμένες, τίποτε δέν τίς εμπόδιζε καί τότε έπρεπε δ καθένας νά ξεγράψη τή συγκομιδή του κι* δ,τι άλλο είχε φυτεμένο. Αυτή τή φορά οί ακρίδες κατέβηκαν, άλλα δέν έπισκέφθηκαν παρά μόνο τά χωράφια, τά αμπέλια καί οί ελιές τού Σίντι Άμούν. Αυτό σήμαινε ολοκληρωτική καταστροφή γι’ αυτόν. Τώρα πιά ήταν τόσο φτωχός βσο καί ό Μπέν Κοντούρ. Αργά κατάλαβε πώς ή αχαριστία του γιά εκείνον πού τού έσωσε τή ζωή δέν μπορούσε νά μείνη ατιμώρητη κι’ απλήρωτη από τόν ουρανό πού τά βλέπει δλα. Τ Ε Α Ο Σ ΓΑττάδοσις: Μίνου Ντοκοττούλου)
Τον Ιιτισσοον καί τον ώ&ηγηααν σπαν βαση(λιά !
ΠΕΤΡ ήταν είκοσι ένός χρόνων ό'ταν πέθανε ή μητέρα του. Καί από την ήμερα έκείνη οσο χαρούμενη καί ξένοιαστη ήταν ως τότε ή ζωή του, τόσο θλι βερή και κοπιαστική εγινε. Ένώ ως τότε τά καλύτερα φαγητά του σπιτιού ήταν για τον Πέτρ, από τήν ημέρα πού έκλεισε τά μάτια της ή αγαπημένη του μητέρα ούτε ένα ξεροκόμματο δέν εύρισκε καλά - καλά νά φάη ό κακομοίρης. Γιατί δεν είχε προφτάσει νά πεθάνη ή γυναίκα του, κι’ ό πατέρας του, πού ήταν αρκετά γέρος, πήγε καί παντρεύτηκε μιά νέα καί όμορφη, άλλα πολύ κακία καί πολύ πονηρή γυναίκα. Εκείνη όμως, ήξερε καλά τή δουλειά της. Τον είχε παντρευτή μόνο καί μόνο για νά κληρονομήση τή μεγάλη του πε ριουσία, Καί μόλις έγινε γυναίκα του, θάλθηκε νά τόν στείλη
©ι η&ριηβΐι&ΐΕΣ τ©ν
π»τρ ιβ στον άλλο κόσμο. Ό γέρος έπρεπε νά μήν κουράζβτβι, καί τά κοιμάται νωρίς. Εκείνη τόν έβαζε νά δουλεύη σαν νά ήταν παλ~ ληκάρι, για νά βγάζη κι’ άλλα λεφτά, καί τά βράδυα ήθελε νά
πηγαίνη σέ χορούς και πανηγύρια έτσι, πού ό κακομοίρης δέν κοιμόταν καθόλου σχεδόν. Ό γέρος έπρεπε νά τρώη λίγο καί ελαφρό φαγητό. Εκείνη τόν τάϊζε δ,τι πιο δυσκολοχώνευτο υπήρχε καί τόν πότιζε μπόλικο κρασί. "Έτσι, μέσα σέ λίγους μήνες, δ Πέτρ, πού είχε χάσει την μητέρα του, έμεινε ορφανός κι’ άπό πατέρα. Και ή μητρυά του, μόλις έμεινε χήρα, έτοιμαστηκε νά χαρή την πλούσια κληρονομιά της. Άπό την ημέρα πού είχε παντρευτή δ πατέρας του, ό κακομοίρης δ Πέτρ α ναγκάστηκε νά φύγη άπό τό πατρικό του σπίτι καί καθόταν μαζί μέ μια γριά θεία του, αδελφή τής μητέρας του. "Οταν έμαθε τή νέα συμφορά πού τόν βρήκε πήγε στο σπίτι του κλαίγοντας. Έκει, δμως τόν περίμενε στενοχώρια ακόμα πιο μεγάλη άπ’ δ,τι νόμιζε. Γιατί, δχι μόνο είχε χάσει τόν πατέρα του, άλλά έμαθε δτι καί άπό τήν περιουσία του δέν έπαιρνε τίποτα. "Ολα τά κρατούσε ή μητρυιά του. Καί τό σπίτι μέ δ,τι είχε μέσα, καί τά κτήματα καί τά κοπάδια, άκόμα καί μερικά λεφτά πού ήταν τής μητέρας του! Σύμφωνα μέ τήν παραγγελία τού πατέ ρα του αυτός δέν έπαιρνε παρά ένα σεντόνι, γεμάτο άπό παλιά ρούχα! Κλαίγοντας λοιπόν δ φουκαράς, πήγε στη σιταποθήκη για νά πάρη τά πράγματά του. Καί τήν ώρα πού έφτιαχνε τό φτωχικό του δέμα, συλλογιζόταν πώς θά ήθελε πάρα πολύ νά δή τήν κακή μητρυιά του νά ψήνεται άπό τό διάβολο. Γιά μια στιγμή σκέφθηκε ν’ άνοιξη τήν κάσα τού πατέρα του καί νά πάρη δ,τι τού ανήκε. Κατόπιν δμως, άνασήκωσε τούς ώμους του, καί δέν πήρε παρά μονάχα ένα ασημένιο δαχτυλίδι πού τού είχε χαρίσει ή μητέρα του λέγοντας: — Αυτό, θά είναι γιά τήν άρραβωνιαστικιά σου. "Υστερα, σηκώθηκε κι’ έφυγε χωρίς νά κάνη θόρυβο καί χωρίς νά ρίξη μια ματιά πίσω του. Ή μητρυιά μόλις έμαθε άπό τις υπηρέτριες πώς δ Πέτρ
14
είχε Ιρθει στο σπίτι, χωρίς νά χάση καιρό, 1-τρεξε σαν νά τήν κυνηγούσαν στην αποθήκη κι* άρχισε νά ψάχνη μέ μανία, για νά δή μήπως δ προγονός της είχε πάρει τίποτα. Μέτρησε, ξαταμέτρησε, αλλά δεν βρήκε νά λείπη τίποτε. Τίποτε, έκτος άπό τό δαχτυλίδι τής μητέρας του Πέτρ. Ή μητρυιά μ? δλο που ήξερε δτι τό δαχτυλίδι έκεΐνο δέν τής ανήκε σκύλιασε από τό κακό της, γιατί λογάριαζε νά τό κρατήση κι* αυτό άκόμα. Τόσο άπληστη ήταν. Μια και δυό λοιπόν, τρέμοντας από τό θυμό της, βάζει τά καλά της φορέματα καί πηγαίνει στόν πύργο τού άρχοντα. Παρουσιάστηκε αμέσως στόν άρχοντα, καί μέ ψεύ τικα κλάματα διηγήθηκε δτι δ προγονός της, ένα παλιόπαιδο, γεννημένο ληστής, τής είχε κλέψει, αυτής τής κακομοίρας που ε!χε μείνει χήρα, ένα θαυμάσιο δαχτυλίδι, πού τής τό είχε, τά χα, χαρίσει δ μακαρίτης δ άντρας της λίγο πρ'ιν πεθάνη! Ή γυναίκα τού άρχοντα συγκινήθηκε, την παρηγόρησε, και δ άρ χοντας φώναξε αμέσως τό διαχειριστή του καί τού ε?πε νά φροντίση γιά την ύπόθεσι τής καημένης τής χήρας! 3'ΑλΑο πού δέν ήθελε κι* έκείνη. Γιατί δ διαχειριστής, ήταν ένας άνθρω πος κακώς και μοχθηρός σαν την ίδια, καί ήταν πολύ φίλος της. — "Ωστε λοιπόν, καλή μου φίλη τής είπε δ διαχειριστής, χτυπώντας την παρηγορητικά στόν ώμο, αυτό τό παλιόπαιδο σάς έκλεψε τό δαχτυλίδι σας, I; Μην άνησυχήτε καθόλου. Θά τον κάνουμε νά σάς τό δώση πίσω άμέσοος. Καί γιά νά μην ξανασκεφθή άλλη φορά τέτοιες κακές πράξεις, θά τού κόψου με τό κεφάλι! Καί, μ* αυτά τά λόγια, την ξαναχτύπησε παρηγορητικά στόν ώμο. Πραγματικά ό κακός εκείνος άνθρωπος κράτησε τό λόγο του. Ό φουκαράς δ Πέτρ μόλις είχε καθήσει στο τραπέζι μαζί μέ την γριά τή θεία του κι’ έτρωγαν τη φτωχική τους σούπα, δτσν δυό στρατιώτες χτύπησαν τήν πόρτα τού φτωχόσπιτου τόσο δυνατά, πού πήγαν νά τήν ξερριζώσουν. ΤΙ γριά γυναίκα κόντεψε νά λιποθυμήση όταν τούς είδε,
08 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡ *
η
-— Τί θέλετε; κατάφερε νά πή, τρέμοντας από τό φόβο της. Εμείς είμαστε ήσυχοι άνθρωποι καί δεν πειράζουμε κα νένα. Δεν έχουμε κάνει κανένα κακό. — Κάνε στην άκρη, γριά, τής είπε ένας στρατιώτης. Δέν ήρθαμε για σένα, άλλα για τόν ανεψιό σου, πού έκλεψε τό δα χτυλιό ι τής κακομοίρας τής χήρας. Σά δέν ντράπηκε! ’Αλλά θά τού μάθουμε νά μην ξαναπλώνη χέρι σέ ξένα πράγματα! — Θεέ μου!, έκανε ή γριούλα. Ποιος νά τό έλεγε πώς ό ανεψιός μου θά λέρωνε τό όνομα τής οικογένειας! Πώς μπό ρεσες νά κάνης τέτοιο πράγμα, παιδί μου; — Δέν ντρόπιασα τό όνομά μας, θεία, καί δέν έκανα κανέ να κακό, απάντησε δ Πέτρ. Μάρτυς μου δ Θεός. Καί χωρίς άλλη κουβέντα, άφησε τούς στρατιώτες νά τόν πιάσουν, και νά τόν πάρουν μαζί τους μέ τά χέρια δεμένα, σάν νά ήταν δ χειρότερος κακούργος, μέ τό κεφάλι κατεβασμένο και βράζοντας από θυμό. Σάν έφτασαν στον πύργο, τόν έρριξαν σέ ένα υπόγειο κελλί, ώς πού νά έρθη ή σειρά του νά δικα στή. *Όλη τη νύχτα δέν έκλεισε μάτι. *Αλλοτε έβαζε τά κλά ματα, κι’ άλλοτε χτυπούσε τούς τοίχους μανιασμένος από την αδικία πού τού έκαναν, καί καταριόταν τη μητρυιά του. Τό πρωί, τόν πήραν καί τόν ώδήγησαν μπροστά στόν δια χειριστή τού άρχοντα πού έκανε τό δικαστή. Κι’ εκείνος χωρίς νά τόν ρωτήση τίποτε, χωρίς νά τόν άφήση νά πή μιά κουβέν τα, τού είπε πώς ήταν κλέφτης, και πώς τόν καταδίκαζε νά τού κόψουν τό κεφάλι! *Όταν άκουσε την άπόφασι δ Πέτρ, ξέχασε καί τό φόβο του και δλα, καί τόν έπιασε φοβερός θυ μός. Πετάχθηκε όρθιος καί στάθηκε μπροστά στο διαχειριστή πού ήταν γέρος και κιτρινιάρης και πριν προφτάση νά τόν εμποδίση κανένας άπλωσε τά χέρια του νά τόν άρπάξη από τό λαιμό. Ό διαχειριστής κόντεψε νά πέση ξερός από τό φόβο του. Οί φρουροί όμως άρπαξαν τόν Πέτρ καί τόν κράτησαν άκίνητο για μιά στιγμή. Τότε έκεΐνος έβαλε τις φωνές! — Πίστεψες την κακούργα τή μητρυιά μου, φώναξε. Πού
16
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡ
νά ξεραθή, ή ψεύτρα ή γλώσσα της, μέσα στο στόμα της! Κι’ εσύ, πού έγινες συνένοχός της, νά σέ ψήση δ διάβολος στην κόλασι αιωνίως! -—- Π άρτε τον! Π άρτε τον! φώναξε δ διαχειριστής, πνι γμένος από τή λύσσα και τδ φόβο του. Και ή μύτη του έγινε, από κόκκινη πού ήταν, μπλε. Οί φρουροί έκαναν νά τραβήξουν τον Πέτρ. Αλλά έκεΐνος, τούς έσπρωξε μέ τόση δύναμι, πού τούς έστειλε νά κολλήσουν στον τοίχο. Τέσσερις στρατιώτες χρειάστηκαν γιά νά μπορέσουν νά τόν κρατήσουν ακίνητο. Καί δ διαχειριστής, όταν τόν είδε δε μένο ούρλιασε: — Νά τόν ρίξετε στη φυλακή, και αύριο θά τού κόψουμε τό κεφάλι! Γιά νά θανατώσουν, δμως έναν κατάδικο, έπρεπε νά διά ταξη δ ίδιος δ άρχοντας, Κι’ εκείνος, ήταν πολύ καλός, καί δέν ήξερε τί παλιάνθρωπος ήταν δ διαχειριστής του. "Έτσι, γιά νά μήν άνακαλυφθή δτι άδικα είχαν τιμωρήσει τόν Πέτρ, δ διαχειριστής, μια καί δέν μπορούσε νά τόν σκοτώση, διέταξε νά τόν στείλουν στην πρωτεύουσα, γιά νά ύπηρετήση στό στρα τό τού βασιλιά. Καί ήξερε καλά τί έκανε. Γιατί δ αξιωματι κός, πού θά τόν έπαιρνε στό λόχο του, ήταν πολύ φίλος του καί τού έστειλε ένα γράμμα, λέγοντας του νά κακομεταχείριση"} τόν Πέτρ τόσο πολύ, πού νά τόν κάνη νά πεθάνη από τόν κόπο καί τις κακουχίες. Ό Πιέρ δέν αγαπούσε καθόλου τή δουλειά τού στρατιώτη. Ήταν δμως πολύ γερό παλληκάρι καί πολύ έξυπνος. Κατάλαβε πώς, γιά νά περνάη καλά, έπρεπε νά κάνη τέλεια δ,τι τόν διέ ταζε ό αξιωματικός του. Καί, επειδή ήταν γεροφτιαγμένος, δχι μονάχα δέν έπαθε τίποτα, άλλα καί δυνάμωσε ακόμα πιο πο?ώ από τά σκληρά γυμνάσια καί τις κακουχίες. Έτσι, δταν πέρασε ένας χρόνος δ αξιωματικός του, μ’ δλο πού δέν τόν χώ νευε, αναγκάσθηκε νά τού δώση μια μέρα άδεια. Αντί νά πάη στην ταβέρνα να πιή κρασί ή νά κάτση νά
01 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ιΠΕΤΡ
17
παίξη χαρτιά, δπως δλοι οι συνάδελφοί του, ό ΙΊέτρ ξεκίνησε πρωί - πρωί την ήμερα τής άδειας του, βγήκε από την πόλι καί βάλθηκε νά περπατάη στην έξοχή, μέσα στα χωράφια, χα ρούμενος σαν νά πήγαινε σέ γάμο. Ξαφνικά, τού ήρθε στη μύ τη ή μυρωδιά τού φρεσκοκομμένου άχύρου καί είδε, σ’ ένα μεγάλο χωράφι μιά συντροφιά από νέους, σάν κι’ αυτόν ερ γάτες πού δεμάτιαζαν τό άχυρο τραγουδώντας χαρούμενα. Ό ΙΙέτρ πού είχε ζήσει δλη του τή ζωή στά χωράφια, ένοιωσε ζήλεια, πού δεν μπορούσε νά δουλεύη κι’ αυτός στη γή δπως έκεΐνοι. Παρακάτω μιά παρέα από κοπέλλες φόρτωναν τό άχυ ρο δεματιασμένο σέ κάρρα. Οί φλέβες φούσκωναν στά ίδρωμένα τους μπράτσα καί τραγουδούσαν κι* αυτές. — Καλή δύναμι, τούς ευχήθηκε ό ΓΙέτρ. — Ευχαριστούμε! Αλλά γιατί δεν έρχεσαι νά μάς βοηθήσης κι’ έσύ; του είπε γελώντας μιά από τίς κοπέλλες. "Αλλο πού δεν ήθελε ό Πέτρ. Χωρίς νά χάση καιρό, πέταξε τό αμπέχονό του καί ρίχτηκε στή δουλειά μέ δρεξι. Δού λεψε, εκείνη τήν ήμερα, δσο δεν είχε δουλέψει ποτέ ώς τότε. Κι* δταν γύρισαν τά κάρρα, οί κοπέλλες έπλεξαν ένα στεφάνι από φρέσκα άχυρα καί λουλουδάκια τής εξοχής, καί τού τό έβαλαν στο κεφάλι, επειδή είχε κάνει τήν περισσότερη δουλειά από δλους. Γύρισαν στό υποστατικό δλοι μαζί κι’ εκεί, άνδρες καί γυ ναίκες είπαν στον αφέντη τού χωραφιού πόσο πολύ τούς είχε βοηθήσει ό ΓΙέτρ. Έτσι ό αφέντης τον κράτησε στό τραπέζι καί τό βραδάκι ό Πέτρ έφυγε από τό φιλόξενο σπίτι μέ τό στομάχι του γεμάτο καί μέ χαρούμενη διάθεσι. Ήταν πια ώρα γιά νά πάρη τό δρόμο για τήν πόλι καί τό στρατώνα του. Άλλα ό Πέτρ δεν είχε καμμιά διάθεσι νά ξαναγυρίση στό στρατό. Πήρε λοιπόν τήν αντίθετη κατεύθυνσι καί τράβηξε γιά τό χω ριό του. Έφτασε εκεί μεσάνυχτα, σκονισμένος καί μέ τή στο λή του καταξεσκισμένη από τήν ολοήμερη κοπιαστική δουλειά. "Όλοι κσιμούνταν. Μονάχα τά σκυλιά γαύγισαν, κι’ ό τζίτζι
13
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡ
κας σταμάτησε για μια στιγμή τό τραγούδι του. Ό Πέτρ σκαρφάλωσε σιωπηλά πάνω άπό τό φράχτη καί χτύπησε την πόρτα τής γριάς θείας του. Ή καημένη ή γριούλα τρόμαξε ακούοντας νά χτυπάνε την πόρτα της μέσα στα μεσάνυχτα, και ό Πέτρ την ακούσε νά τραυλίζη: — Ό Θεός νά φυλάη τούς δούλους του. Και κατάλαβε πώς ασφαλώς, εκείνη τή στιγμή θά έκανε τό σταυρό της και θά σκέπασε καί τό κεφάλι της μέ τά σκεπά σματα. Ξαναχτύπησε λοιπόν, αλλά αυτή τή φορά φώναξε τόσο, ώστε νά τον άκούση μόνο ή θεία του: — Έγώ είμαι, θεία. Ό Πέτρ. ΑΑνοιξέ μου. Ή θεία του γνώρισε αμέσως τή φωνή τού ανεψιού της πού τόσο τον είχε λαχταρίσει κι5 ετρεξε αμέσως καί τού άνοιξε. ’Άναψε ένα κερί, και βλέποντάς τον σ’ εκείνα τά χάλια, βροόμικον καί ξεσκισμένου φώναξε: — Θεέ καί Κύριε! Τί χάλια είναι αυτά; Άπό πότε οί στρα τιώτες βγαίνουν σέ άδεια ντυμένοι σάν κουρελήδες ζητιάνοι; — Καλή μου, θεία, τής απάντησε ό Πέτρ. Δέν είμαι πια στρατιώτης. Βρήκα ευκαιρία πού μού δώσανε άδεια μια μέρα καί τό έσκασα, γιατί ό αξιωματικός μου είχε βαλθή νά μέ πεθάνη. Δόσε μου άλλα ρούχα νά φορέσω, καί μή φοβάσαι τί ποτε. 9Άν έρθουν νά σέ ρωτήσουν, θά πής πώς δέν πέρασα απο εόωϊ Ή καλή θεία, απογοητευμένη καί καταστενοχωρημένη, ετρεξε αμέσως,· τού έφερε άλλα ρούχα, πήρε ύστερα τή στολή του καί την έκαψε καί γρήγορα - γρήγορα μαγείρεψε μια ωραία παχειά σούπα, πού ό Πέτρ την καταβρόχθισε, γιατί ή πεζοπορία τού είχε ανοίξει την δρεξι. Μιά ώρα αργότερα, αφού φίλησε την αγαπημένη του θεία τρυφερά, δ Πέτρ ξανάφυγε αθόρυβα δπως είχε έρθει. Στην τσέπη του είχε τώρα καί δυο ασημένια νομίσματα πού τού είχε δώσει ή θεία του άπό τό φτωχό της κομπόδεμα» Περπάτησε έτσι πολλές μέρες, φεύγοντας δλο καί πιο μα-
κρυά άπό τή χώρα του. "Όταν ξόδεψε δλα του τά λεφτά, σταμάτησε μια μέρα μπροστά σ’ έναν χωρικό πού καθόταν έξω από τήν πόρτα του κα! τον ρώτησε αν χρειαζόταν έναν υπηρέτη πού είχε τελειώσει τή στρατιωτική του υπηρεσία. — Τέλειωσες; φώναξε ό χωρικός, αφού κατάπιε μια μπου κιά ψωμί μέ βούτυρο πού μασούσε. Και πότε πρόλαβες νά τε λείωσης τόσο νέος; Τά ξέρω εγώ αυτά. Θά σε πάρω γιά υπη ρέτη και δλη μέρα θά τεμπελιάζης. Πήγαινε στο διάβολο! Λι ποτάκτη ! Ό φουκαράς ό Πέτρ κατάλαβε πώς άλλη φορά δεν έπρεπε νά κάνη κουβέντα γιά στρατιοκικό. "Όπου, όμως, κι’ άν πήγε νά ζητήση δουλειά, δέν τού κάνανε καλύτερη υποδοχή. "Όλοι τον έστελναν στό διάβολο. Στο τέλος, κουρασμένος και πεινασμένος, έπεσε νά κοιμηθή πάνω σ’ ένα σωρό από ξερά φύλλα, σ’ ένα δάσος, λέγοντας: — 5Άν ήξερα τό δρόμο γιά τήν κόλασι, θά πήγαινα τό δίχως άλλο νά ζητήσω από τό διάβολο νά μού δώση δουλειά. Ασφαλώς δέν θά περνούσα χειρότερα απ’ δσο περνούσα στό στρατό, καί δέν θά κινδύνευα νά πάθω τίποτα, αφού είμαι τί μιος και καλός άνθρωπος καί δέν έχω κάνει ποτέ μου καμμιάν αμαρτία! Τήν ίδια στιγμή όμως πού συλλογιζόταν αυτά, από τή στρο φή τού μονοπατιού πρόβαλε ένας άνθρωπος πού προχώρησε προς τό μέρος του. "Ήταν ψηλός, μελαχροινός καί πολύ καλον τυμένος. — Καλησπέρα, τον χαιρέτησε ό Πέτρ μέ ευγένεια. — Καλησπέρα τού απάντησε ό άγνωστος. Πώς βρέθηκες έδώ μέσα στό δάσος νυχτιάτικα; Καί γιατί φαίνεσαι τόσο λυ πημένος ; Ό Πέτρ τότε, πού είχε στενοχωρηθή πάρα πολύ μή βρί σκοντας δουλειά δλη μέρα, βρήκε ευκαιρία νά πή σέ κάποιον τον πόνο του. Κάθησε, λοιπόν, καί διηγήθηκε στόν άγνωστο δλη του τήν ιστορία. Πώς έμεινε ορφανός, πώς. δ πατέρας του
ξαναπαντρεύτηκε και ή μητρυιά του τον βασάνιζε τόσο, πού αναγκάστηκε νά φύγη από τό σπίτι, πώς πέθανε ό πατέρας του καί ή μητρυιά του τον κατηγόρησε για κλέφτη καί πώς ξέφυγε από τό στρατό και έψαχνε νά βρή δουλειά, άλλα δλοι τόν έστελναν στό διάβολο. Καί τελείωσε λέγοντας ξανά πώς, αν ήξερε πού βρισκόταν ή κόλασι, θά πήγαινε κι’ αυτός στό διά βολο, μιά καί δλοι τόν έστελναν εκεί, νά τού ζητήση δουλειά. — Καλά καί δεν τόν φοβάσαι τό διάβολο; τόν ρώτησε ό άγνωστος. — Δεν φοβάμαι κανέναν, απάντησε ό Πέτρ. — Καλά λοιπόν. Αφού είναι έτσι, κύτταξέ με καλά. Είμαι αυτός πού γυρεύεις. — Γιά νά πούμε την αλήθεια, δεν είσαι καί πολύ καθαρός, κυρ - διάβολε, είπε ό Πέτρ χωρίς νά φοβηθή, άλλα σέ νόμιζα πολύ πιο ςοοβερό από δ,τι φαίνεσαι. Ό διάβολος έβαλε τά γέλια. — Λοιπόν; Θέλεις νά ερθης μαζί μου νά σου δώσω δου λειά; τόν ρώτησε. — Καί βέβαια θέλω, απάντησε ό Πέτρ. ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΙ! ΣΚΥΨΕ τότε ο διάβολος, τόν φορτώθηκε στη
Ε
ράχη του καί σέ λίγην ώρα φτάσανε στην κόλασι. Μόλις μπήκαν ό διάβολος φώναξε ένα μικρό διαβολάκι —■ Φέρε μιά στολή γιά τόν Πέτρ, τόν διέταξε. Στη στιγμή ό διαβολάκος έφυγε καί γύρισε σέ λίγο κουβα λώντας την καινούργια στολή τού Πέτρ. Μιά στολή από κατάμαυρο γυαλιστερό δέρμα. — Ντύσου τώρα, είπε ό διάβολος στόν Πέτρ, "Έβγαλε τότε εκείνος τά χωριάτικα ρούχα του, φόρεσε τή μαύρη στολή του, καί ό διάβολος τόν πήρε νά τού δείξη τί δου λειά θά έκανε. Πέρασαν από ένα σωρό διαδρόμους καί στό
01 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ .ΓϊΒΤΡ
21
τέλος δ διάβολος σταμάτησε μπροστά σέ μια πόρτα. ""Ανοιξε καί μπήκαν μέσα. Τρία μεγάλα αστραφτερά καζάνια, καλά σκεπασμένα, έβραζαν πάνω στη φωτιά. — Έδώ θά δουλεύης, είπε δ διάβολος. Βλέπεις αυτά τά καζάνια; Κάθε μέρα, θά βάζης τέσσερα κούτσουρα κάτω άπδ τό πρώτο, οκτώ κάτω από τό δεύτερο, και δώδεκα κάτω από τό τρίτο. Νά μην άνοιξης ποτέ σου τά καπάκια. "Οταν περά σουν έπτά χρόνια, θά σέ κάνω πλούσιο, και θά είσαι έλεύθερος νά γυρίσης στόν επάνω κόσμο. — Μάλιστα, απάντησε δ Πέτρ. Καί δ διάβολος τον ά'φησε καί έφυγε. *Αν δέν ήξερε πώς ήταν στην κόλασι, δ Πέτρ θά νόμιζε πώς βρίσκεται στόν παράδεισο. Ή δουλειά του δέν τον κούρα ζε καθόλου. "Ετρωγε κα'ι έπινε μαζί μέ τούς μαύρους συντρό φους του, πού ήξεραν καί λέγανε ένα σωρό άστεΐες ιστορίες, έκανε τόν περίπατό του στόν κήπο, δέν ξεχνούσε ποτέ νά ταΐση τίς φωτιές των καζανιών του καί, κάθε βράδυ, πρίν νά κοιμηθή, έκανε την προσευχή του σαν καλό παιδί πού ήταν. "Ετσι χωρίς νά τό καταλάβη, πέρασε δ καιρός καί συμπληρώθηκαν τά εφτά χρόνια. Πιστός στο λόγο του, την ώρισμένη ημέρα, δ διάβολος πήγε καί τόν βρήκε. — Είσαι ελεύθερος, νά φύγης, τού είπε. Δούλεψες ακριβώς εφτά χρόνια. Πάρε αυτό τό σακκούλι. Είναι γεμάτο λεφτά. °Όταν άδειάσης δέν έχεις παρά νά τό άναποδογυρίσης, καί νά πής πώς είσαι δ μπατζανάκης τού διαβόλου. —- Μπατζανάκης; έκανε παραξενεμένος δ Πέτρ. Καί πώς; — Μή σέ νοιάζει. Θά τό μάθης αργότερα. — "Οπα>ς θέλεις κύρ - διάβολε. Αλλά δέν θά μού δείξης, πρίν νά φύγω, τί έβραζε μέσα στα καζάνια μου; Χωρίς νά πή λέξι δ διάβολος έπιασε τό καπάκι τού προδτου καζανιού καί τό σήκωσε. Μέσα, έβραζε ή μητρυιά τού Πέτρ. — Μά την κόλασι!, φοόναξε δ Πέτρ. "Αν τό ήξερα, θά έβαζα εκατό κούτσουρα στη ψωτιά* αντί για τέσσερα! "Υστερα,
Ε2
01 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠιΕΤΡ
δ διάβολος σήκωσε καί τά καπάκια των άλλων δυό καζανιών. Στό δεύτερο, έβραζε ό διαχειριστής. Καί στό τρίτο, δ αξιωμα τικός πού είχε δ Πέτρ στό στρατό. — Αυτή είναι ή τιμωρία των ανθρώπων πού δέν λυπούνται κανόναν, είπε δ διάβολος σοβαρά. Και ξανάβαλε τά καπάκια στη θέσι τους. ^Εσκυψε ύστερα, πήρε τον Πέτρ στη ράχη του καί σέ λίγην ωρα τόν άπόθεσε στό δάσος δπου τόν είχε βρή την ποώτη φορά. Ό Πέτρ, άφού άποχαιρέτησε τόν μπατζανάκη του, ξεκίνησε χαρούμενος γιά την πιο κοντινή πόλι. Καθώς προχωρούσε, συνάντησε ένα ρυ άκι, καί έσκυψε νά δη τό πρόσωπό του. — Μά τήν πίστη μου φώναξε, μου φαίνεται πώς ξέχασα νά πλυθώ δλα αυτά τά χρόνια. Ούτε τά νύχια μου έκοψα. Πε ρίεργο, αλήθεια, νά μήν τό προσέξω π ιό πριν. Ξεντύθηκε, καί τρίφτηκε καλό μέ άμμο και νερό. μαυρίλα δμως, δέν έλεγε νά φύγη. Παράτησε τότε κι’ έκεινος τό πλύσιμο, ξαναντύθηκε και συνέχισε τό δρόμο του. Μόλις έφθασε στήν πόλι, πήγε σ’ ένα πανδοχείο και ζήτησε νά τού δώσουν μιά κανάτα μπύρα. Αλλά δ ξενοδόχος και ή γυναίκα του τρό μαξαν τόσο πολύ, δταν τόν είδαν νά μπαίνη, πού τσακίστηκαν νά πάνε νά κρυφτούν στήν κουζίνα. Στό μεταξύ δ Πέτρ μπή κε καί κάθησε σ’ ενα τραπέζι. Ό ξενοδόχος τότε, φώναξε τόν υπηρέτη του, ένα μικρό παιδάκι, έξη χρόνων, δρφανό, πού τό κακομεταχειριζόταν πολύ, και τού είπε: — Γιωργάκη, πήγαινε αυτή τήν κανάτα τή μπύρα στή σάλλα. Είναι ένας άνθρωπος μαύρος καί τριχωτός, μέ μακρυά νύχια, αλλά μή φοβάσαι. Δέν θά σέ πειράξη. Τό μικρό δρφανό φοβόταν τόσο πολύ τόν κακό του κύριο, πού προτίμησε νά πάη τή μπύρα στό μαύρο άνθρωπο. Πήρε λοιπόν, τό κανάτι, καί μπήκε στή σάλλα τού πανδοχείου, κλεί νοντας τά ρουθούνια του γιά νά μήν νοιώθη τή φοβερή μυρω διά, καί έχοντας τά μάτια του χαμηλωμένα γιά νά μή βλέπ τόν Φοβερό ξένο. Έφθασε στό τραπέζι του τρεκλίζοντας ά%
οι η&ηηΕΤ&ΐΕΐ του γ»ιτρ
η
τό φόβο του καί άκούμπησε τήν κανάτα έπάνω. Ό Πέτρ κα τάλαβε πώς τόν φοβόταν» — Μή φοβάσαι, μικρέ μου, του είπε μέ καλοσύνη. Καί βλέ ποντας πόσο αδύνατο ήταν και πόσο δυστυχισμένο ύφος είχε τό ορφανό τό ρώτησε νά τού πή τήν Ιστορία του. Ό μικρός ξεθάρρεψε, λίγο - λίγο, καί διηγήθηκε τήν ιστορία του στο φρικτό έκεΐνο τέρας, πού είχε τόσο γλυκεία φωνή. Ήταν μια λυπητερή ιστορία σαν δλων των παιδιών πού μένουν ορφανά, κι* ό Πέτρ πού είχε μείνει κι* εκείνος δρφανός λυπήθηκε καί συμπάθησε τό καημένο τό παιδάκι πού τό βασάνιζε ό κακός ταβερνιάρης. Τού είπε λοιπόν, νά βγάλη τό σκούφο του, καί τού τον γέμισε μέ ωραία, χρυσά νομίσματα. Ό μικρός Γιωργάκης καταχάρηκε. -— Ξέρω τί θά τά κάνω, αυτά τά λεφτά, φώναξε. Θά δώ σω τά μισά στον Μπάρτο, τό βοσκό, πού κάθε μέρα μου φέρνει γάλα άπό τά πρόβατά του. Καί τά άλλα μισά, θά τά δώσω στό δάσκαλο, πού, δταν πέθανε ή μητέρα μου, ήθελε νά μέ υΐοθετήση αλλά δέν μπορούσε, έπειδή είναι πολύ φτωχός! Καί ένθουσιασμένος δ μικρός Γιωργάκης, ευχαρίστησε τον άσχημο άλλα τόσο καλό ξένο, καί έφυγε τρεχάτος νά δείξη τό θησαυρό του σ’ δλον τον κόσμο. Ό ξενοδόχος κι* ή γυναίκα του, μόλις είδαν πόσο πλούσιος ήταν δ παράξενος πελάτης τους ξεχάσανε τήν τρομάρα τους, καί δλο υποκλίσεις, τρέξανε νά πούνε τού Πέτρ δτι είχανε ένα θαυμάσιο δωμάτιο γιά νά κοιμηθη, καί τού κουβάλησαν τά καλύτερα φαγητά τους γιά νά φάη. Ό Πέτρ ήταν κουρασμένος πολύ. Μόλις άπόφαγε λοιπόν, ανέβηκε στό δωμάτιό του, κι* έπεσε στό μαλακό κρεβάτι του. Ήθελε έτσι ξαπλωμένος, νά σκεφτή και νά κάνη τά σχέδιά του γιά τό πού θά πήγαινε και τί θά έκανε τώρα πού ήταν κι* αυτός πλούσιος. Αλλά ήταν τόσο κουρασμένος, πού τά βλέ φαρά του έκλεισαν μονάχα τους καί τόν πήρε δ ύπνος. Δέν είχε όμως προλάβει νά κοιμηθή ούτε μισή ώρα καλά - καλά, δταν
24
Ο! ΠΒΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡ
ένοιωσε Ινα χέρι νά τόν κουνάη καί μιά φωνή νά φωνάζη ιό δνομά του. ^Ανοιξε τά μάτια του παραξενεμένος, καί πόση ήταν ή κατάπληξί του δταν είδε τόν κυρ - διάβολο πού στεκό ταν μπροστά στό κρεβάτι του. — Σήκω γρήγορα, μπατζανάκη, τού είπε ό διάβολος. Ό ξενοδόχος έχει πιάσει τό μικρό ορφανό και θέλει νά τό σκοτώση για να τού πάρη τά λεφτά πού τού έδωσες! Ό Πέτρ τινάχτηκε από τό κρεβάτι του μ’ ένα πήδημα, κατέβηκε τρέχοντας τή σκάλα, κι’ έφτασε κάτω, τή στιγμή πού ό κακούργος ό ξενοδόχος έτοιμαζόταν νά κόψη τό λαιμό τού Γιωργάκη μέ τό μαχαίρι του. Ό κύρ - διάβολος στό μεταξύ έξαφανίσθηκε, κι* ό ξενοδόχος βρέθηκε ξαφνικά Απέναντι στόν πλούσιο πελάτη του, πού μαύρος τριχωτός καί θυμωμένος τού άρπαξε τό χέρι καρφώνοντας τά μακρυά καί σκληρά του νύχια στό κρέας του, ένώ τά μάτια του άστραφταν άπό θυμό. — Κακούργε!, τού φώναξε μέ βροντερή φωνή. Ετοιμά σου νά έρθης μαζί μου στην κόλασι! Είμαι ό μπατζανάκης τού διαβόλου! Ό ξενοδόχος έπεσε στά γόνατα κλαίοντας μέ λυγμούς καί παρακαλώντας τον νά τον λυπηθη. — Θά σέ συγχωρέσω τού είπε 6 Πέτρ, άφού τόν άφησε λίγην ώρα σέ αγωνία, αλλά αύριο τό πρωί κι’ δλας, θά πάρης τό Γιωργάκη καί θά πας νά τόν παραδώσης στό δάσκαλο πού τόν αγαπάει σαν παιδί του, καί δεν θά ξανανακατευτής, πια ποτέ στις δουλειές του, γιατί άλλοίμονό σου. Μήν ξεχνάς πώς δ,τι καί νά κάνης εγώ θά σέ βλέπω πάντα, καί ό διάβολος θά σέ περιμένη νά σέ ρίξη στά καζάνια του μέ την παραμικρή αφορμή. Ό ξενοδόχος ΰποσχέθηκε νά κάνη δ.τι τού είπε δ Πέτρ, ένώ τά δόντια του χτυπούσαν άπό τό φόβο του. Καί, πραγμα τικά, φοβήθηκε τόσο πολύ έκεΐνο τό βράδυ, πού έγινε πια τί μιος άνθρωπος καί δέν ξαναπείραξε κανένα στή ζωή τρυ: νΟοο
61 η6ΡΙΛ6Τ6ΐ£ϊ Τ0¥
Ι'
24
για τον καλό δάσκαλο, την άλλη μέρα ό Πέτρ του έστειλε μια κασσετίνα μεγάτη χρυσάφι για νά μπόρεση νά ζήση ευτυχι σμένος μέ το Γκοργάκη πού τόν έκανε γυιό του. Οί ΤΡΕΙΣ ΚΟΡΕΣ ΕΡΑΣΑΝ αρκετές μέρες, κι’ ο Πέτρ έμενε στο
Π
πανδοχείο και χαιρόταν την ελευθερία του και τά καινούργια του πλούτη, 'Όλοι στην πόλι είχαν μάθει είχε έρθει κι’ έμενε στο ξενοδοχείο ένας πολύ άσχημος, άλλα καί πολύ πλούσιος ξένος, και στό τέλος ή εϊδησι έφτασε στ αυτιά τού βασιλιά. Ένα μεσημέρι λοιπόν, ένας άγγελιαφόρος τού παλατιού, έφτασε στό πανδοχείο καί άνήγγειλε στόν Πέτρ ότι ό βασιλιάς τόν καλούσε νά πάη στό παλάτι γιά νά τού μιλήση. Ό Πέτρ όμως, δεν είχε καμμιά διάθεσι νά χαλάση την ησυχία του. — ’Άν ό βασιλιάς σας θέλει νά μου μιλήση, απάντησε στόν άγγελιαφόρο, νά έρθη νά μέ δή έκείνος! Την ώρα πού ήρθε ό άγγελιαφόρος, ο Πέτρ ετοιμαζόταν νά φάη καί ό ξενοδόχος τού έστρωνε τό τραπέζι. — Ό βασιλιάς μας θά ήταν πολύ καλός, είπε απλώνοντας τό τραπεζομάντηλο, αλλά έχει πολύ μεγάλη αδυναμία στις κό ρες του, κι’ αυτές τόν κάνουν δ,τι θέλουν. Έχει δυό κόρες από τόν πρώτο του γάμο, πού είναι περήφανες, άκατάδεχτες καί κακές, δσο γίνεται. Καί ολα τά λεφτά τού πατέρα τους τά ξο δεύουν γιά νά κάνουν λούσα καί ν’ αγοράζουν βότανα κι’ α λοιφές γιά τό πρόσωπό τους. Ευτυχώς, ό κακομοίρης έχει καί μιαν άκόμα κόρη από τή δεύτερη γυναίκα του, πού είναι καλή, φρόνιμη καί όμορφη καί την άγαπούν δλοι. Γιατί οί δυό μεγά λες, είναι άληθινοί διάβολοι! Μόλις είπε αυτά τά λόγια, ό ξενοδόχος δάγκασε τή γλώσ σα του κι’ έγινε κατακίτρινος άπό τό φόβο του. Νά προσβολή τό διάβολο μπροστά στό μπατζανάκη του! ’Αλλά δ Πέτρ, 6λέ*
26
01 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡ
ποντάς τον, έβαλε τα γέλια, κι5 δ άλλος συνήλθε. Μόλις είχε άποφάει, δταν έφτασε δ βασιλιάς. Ό υπασπιστής του έβγαλε δλο τον κόσμο έξω, έκλεισε τις πόρτες, κι’ οΐ δυο τους, ό Πέτο κι’ δ βασιλιάς κάθησαν κα'ι κουβέντιασαν πολλήν ώρα. "Οταν γύρισε στό παλάτι του, δ γέρο - βασιλιάς είχε ύφος πολύ συλ λογισμένο κι’ έπαιξε μηχανικά μέ τά γένειά του. — Λοιπόν, πατέρα; τον ρώτησε ή πιο μεγάλη του κόρη. Τι άπόγινε; Ό μπατζανάκης τού διαβόλου θά σου δανείση τά λεφτά; Μάς χρειάζονται, ξέρεις, πολλά χρήματα, έπειδή έφτα σε τό καλοκαίρι καί πρέπει νά φτιάσουμε ένα σωρό καινούργια φορέματα! Ό βασιλιάς κούνησε τό κεφάλι του στενοχωρημένος, και έμεινε γιά λίγο αμίλητος. — Θά μου δανείση, είπε στό τέλος. Αλλά αυτό θά γίνη, μονάχα άν μία από τις τρεις σας δεχτή νά γίνη γυναίκα του! Μόλις ακόυσαν τά λόγια τού βασιλιά, οί δύο μεγάλες στρά βωσαν τά χείλια τους περιφρονητικά κι’ έβαλαν τά γέλια! — Ό άσκημος, δ βρομιάρης!, φώναξε ή πιο μεγάλη, Άκούς άξίωσι πού σου την έχη! Και ποιος είναι αυτός πού τολ μάει νά γυρεύη γιά γυναίκα του την κόρη τού βασιλιά; — "Οποιος κι* άν είναι, κόρη μου, είναι πολύ πλούσιος, τής απάντησε ό βασιλιάς. Δέκα έκατό φορές πιό πλούσιος άπό δλους τούς βασιλιάδες τού κόσμου! -— Είναι μαύρος, τριχωτός, καί βρόμικος!, φώναξε κι? ή δεύτερη κόρη. Ένας παλιοζητιάνος, πού ποιος ξέρει πού τά βρήκε τά λεφτά του. Μπορεί καί νά τά έχη κλέψει, Μιά φορά έμείς, δέν τον θέλουμε. Μόνο ένα βασιλόπουλο μπορεί νά έρθη νά μάς ζητήση! Ό γέρο - βασιλιάς κατέβασε τό κεφάλι του απελπισμένος. Τά ταμεία τού κράτους ήταν άδεια. Τά είχαν αδειάσει οί ακα τάδεχτες κόρες του. Καί τώρα; τί'θά γινόταν; Ή μικρή κόρη τότε, ή καλή Λίνκα, βλέποντας τή στενοχώρια τού πατέρα της είπε:
01 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡ
27
—- Αφού είναι ανάγκη, πατέρα, θά τδν πάρω εγώ! Χαρούμενος δ βασιλιάς, έστειλε και ειδοποίησε τον Πέτρ, πώς ή συμφωνία τους θά έκλεινε καί τον κάλεσε νά πάη στό παλάτι γιά νά γνωρίση την αρραβωνιαστικιά του. Και τήν άλ λη μέρα, πραγματικά, ό Πέτρ παρουσιάστηκε στο παλάτι. Μόλις μπήκε μέσα, οί δύο μεγάλες κόρες τού βασιλιά, έπιασαν τη μύ τη τους γιά νά μή μυρίσουν την άσχημη του μυρωδιά, και μά ζεψαν τις φούστες τους γιά νά μή λερωθούν άκουμπώντας πά νω του. Αλλά και ή μικρή πριγκίπισσα, ή καλή καί όμορφη Λίνκα, όταν σήκωσε τά μάτια της και τον είδε μαύρον, τριχω τόν, μέ τά μακρυά του νύχια, τρόμαξε και τήν έπιασε τέτοια φρίκη, πού έβγαλε μιά φωνή κι’ έπεσε στις πλάκες λιποθυμισμένη. "Ολοι, έτρεξαν γιά νά προσπαθήσουν νά τήν συνεφέρουν, καί όταν συνήλθε ακούσε τό φοβερό αρραβωνιαστικό της πού τής έ'λεγε μέ γλυκειά φωνή. -— Είμαι πολύ λυπημένος πού σ? έκανα νά τρομάξης, έγώ πού δεν θέλω παρά μόνο ευτυχία νά σού χαρίσω! Καί ή φωνή του ήταν τόσο γλυκεία, πού ή καημένη ή Λίν κα παρηκορήθηκε λέγοντας μέσα της πώς ένας άνθρωπος μέ τόσο γλυκειά φωνή, πού μιλούσε τόσο ήσυχα, δεν μπορεί παρά νά ήταν καλός. "Αλλωστε, είχε δώσει τήν ύπόσχεσί της στον πατέρα της. Κι* ό βασιλιάς, χωρίς νά χάνη καιρό, ώρισε αμέ σως τήν ήμερα τού γάμου. — Λοιπόν, κόρη μου; είπε στην Λίνκα δταν έφυγε δ Πέτρ. Ό αρραβωνιαστικός σου δεν είναι καί πολύ άσχημος. Μπο ρούμε, μάλιστα, νά πούμε πώς αν δεν ήταν τόσο μαύρος καί τόσο τριχωτός, θά ήταν ωραίο παιδί! — * Ωραίο παιδί, χαχάνισαν περιφρονητικά οι δύο μεγαλύτερες, πιάνοντας τή μύτη τους. "Ας ανοίξουμε καλύτερα τό παράθυρο γιά νά φύγη ή φοβερή μυροοδιά του. — Είναι καλός. "Εχει καρδιά, διαμαρτυρήθηκε ή καημένη ή Λίνκα θέλοντας νά υπεράσπιση τον αρραβωνιαστικό της. — Κολοκύθια, απάντησαν οι δυο μεγάλες. Είναι άνυπόφο-
28
01 ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΕΤΡ
ρος! ^Αν, τουλάχιστον, ήταν δ Ιδιος δ διάβολος, πού είναι βασι λιάς στην κόλασι, θά μπορούσε νά παράβλεψη] κανείς. ?Αλλά αυτός, δχι μόνο είναι άσχημος καί βρωμιάρης, άλλα είναι και ό μπατζανάκης τού διαβόλου μονάχα! Στο μεταξύ, δ Πέτρ, μόλις έφυγε από τό παλάτι, έτρεξε στό δάσος καί φώναξε τό διάβολο. — Τί μέ θέλεις, καλέ μου μπατζανάκη; ρώτησε εκείνος μό λις έφτασε. Σέ πείραξε κανένας; — 3Όχι, είπε δ Πέτρ. Άλλα σέ παρακαλώ πολύ, νά μέ κάνης πάλι όπως ήμουν πρ'ιν νά έρθω στην κόλασι. Μ5 αυτές τις τρίχες, τά μακρυά νύχια και τη μαυρίλα πού μέ σκεπάζει, καί πού δέν μπορώ νά τη βγάλω δσο καί νά πλένομαι, δ?ιθΐ μέ φοβούνται και μέ συχαίνονται. Κι’ έγώ δέν θέλθ3 νά πεθάνη από την αηδία της ή γυναίκα μου, γιατί την αγαπώ. Ό κυρ - διάβολος τον κοροΐδεψε λιγάκι πού ήθελε νά γίνη λέει, όμορφος και κομψός, άλλά έκανε την έπιθυμία του. Τον έτριψε πρώτα μ’ ένα μαγικό χορτάρι, ύστερα τον ξάπλω σε στό νερό μιας πηγής κα'ι ικανοποιημένος από τό αποτέλεσμα, τον ξανάστειλε πίσω στην πόλι. "Όταν έφτασε ή ήμέρα τού γάμου, χιλιάδες άνθρωποι είχαν μαζευτή έξω από τό παλάτι. "Ολοι περίμεναν νά δουν τό γαμπρό. Και σέ μια στιγμή, πρόβαλαν από τό βάθος τού δρό μου διοδεκα χρυσοστόλιστα άλογα, πού έσερναν ένα περίφημο αμάξι. Ό βασιλιάς και ή βασιλική οικογένεια, δρθιοι στη με γάλη σκάλα τού παλατιού, είδαν μέσα στό αμάξι, ένα νέο, όμορ φο σαν άγριο κύκνο, ντυμένο στό μετάξι και στα πολύτιμα πε τράδια, καθισμένο δίπλα σέ μια γριά κυρία ντυμένη μέ πολύ τιμες μαύρες δαντέλλες. Ήταν ό Πέτρ, καθαρός καί ασπρι σμένος τώρα, μαζί μέ τή γριά αγαπημένη του θεία. Κατέβηκε από τό αμάξι, και πήγε άμεσος και φίλησε τό χέρι τής άρραβωνιαστικιάς του, πού είχε χλωμιάσει άπο τή συγκίνησί της. Ή όμορφη Λίνκα έβλεπε τώρα πώς ό αρραβωνιαστικός της δέν ήταν μονάχα καλός, άλλα κι’ όμορφος. Πιο όμορφος άπ’
όλους τούς πρίγκηπες. "Οταν ό κόσμος είδε τον όμορφο αρρα βωνιαστικό τής βασιλοπούλας πού την αγαπούσαν όλοι, ξέσπα σε σέ ζητωκραυγές καί χειροκροτήματα. Ή γριά θεία του ευχα ριστούσε τον καλό Θεό, ενώ ό βασιλιάς αγκάλιαζε και φιλούσε τόν πλούσιο γαμπρό του. Οί μόνες πού έμεναν παράμερα, τρί ζοντας τά δόντια τους από θυμό καί ζήλεια, ήταν οι δύο μεγά λες κακές βασιλοπούλες, πού δεν μπορούσαν νά χωνέψουν πώς ή μικρή τους αδελφή είχε βρή τέτοια τύχη. Ξαφνικά όμως, ακούστηκε κάτι σάν βροντή καί, μέσα τ άπό τή γη πού σκάστηκε, ξεπετάχτηκε ό ίδιος ό κυρ - διάβολος, πού βρέθηκε μ’ ένα πήδημα δίπλα στις μεγάλες βασιλοπούλες καί τις άρπαξε από τό χέρι. — Καλορρίζικος, μπατζανάκη! Νά ζήσετε! φώναζε γελών τας στον Πέτρ. Νά σού πώ την αλήθεια, είδα εσένα καί ζή λεψα. Αποφάσισα λοιπόν νά παντρευτώ κι’ εγώ. Θά πάρω αυτές τίς δυο κυράδες μαζί μου στην κόλασι, καί θά παντρευτώ έκείνην πού θά δώ πώς φοβάται λιγώτερο τή φωτιά! Δέν είπανε πώς θά δεχόντουσαν νά παντρευτούν τό βασιλιά τής κολάσεως; Νά πού ακόυσα την έπιθυμία τους. Θυμάσαι πού σού είχα πή πώς θά γινόμαστε μπατζανάκηδες; Κι’ ό κυρ - διάβολος, γυρίζοντας ύστερα στον κόσμο πού είχε κιτρινίσει από τό φόβο του, φώναξε: — Μή φοβάστε, καλοί μου άνθρωποι! Π άρτε για παρά δειγμα τόν καλό μου τόν μπατζανάκη! Ήρθε, έμεινε μαζί μου στην κόλασι, αλλά δέν έπαθε τίποτε. "Οποιος έχει καθαρή την ψυχή του καί δέν κάνει αμαρτίες, δέν έχει νά φοβάται τίποτε από τόν διάβολο! Καί, μ’ αυτά τά λόγια, ξεκαρδισμένος στα γέλια, ό διάβο λος άρπαξε τίς δυο κακές βασιλοπούλας καί χάθηκε μέσα στη γή, πού ξανάκλεισε πίσω του, άφίνοντας τόν Πέτρ καί τή γυ ναίκα του νά ζήσουν ευτυχισμένοι. ΤΕΛΟΣ
Χτυπούσε συχνά τούς υπηρέτες του με το ,μΌσττίγ*©. -3Ρ!£ΪΜΡ*Ύζ. >*·
7
1’ηίί!ίνΛ'·ι·«·-^
τ,.'
·
'*.
ΙΑ φορά κι* έναν καιρό, σέ μια πολύ μακρυνή χά)ρα, ζούσε ένας πλούσιος καί παράξενος άρχον τας. Είχε χτίσει τό μαρμαρένιο παλάτι του στη μέση ενός μεγά λου δάσους και από τό πρωί ως τό βράδυ δεν έκανε άλλη δουλειά από τό νά τρώη και νά πίνη. Εκατό υπηρέτες τον υπηρετούσαν και έτρεμαν σέ κάθε προσταγή του. Γιατί ό παράξενος καί πλούσιος αυτός άρχοντας ήταν πολύ κακός. Γιά ψύλλου πήδημα πού λένε, έπαιρνε ένα μακρύ μαστίγιο καί έδερνε αλύπητα δποιο\ υπηρέτη εΰρισκε νά τεμπελιάζη ή νά μην ύπακούη πιστά στμ παράλογες ιδιοτροπίες του. ΤΗταν τόσο σκληρόκαρδος ό άρ χοντας αυτός, πού κανένας από τά γύρω χωριά δέν τολμοΰσ νά πατήση στο παλάτι του. Μερικοί, πού δέν τον ήξεραν κο
ΤΟ ΗΕί»0 Τη2 βΥίίΐΛΑΧΝΙΑΪ
του χτύπησαν την πόρτα, πλήρωσαν άκριβά την τόλμη τους. ^Ομως, δσο πλούσιος καί δυνατός κι’ άν ήταν δ σκληρό καρδος άρχοντας, δέν έμενε ευχαριστημένος από τη ζωή του. Οί υπηρέτες του τού κουβαλούσαν στο τραπέζι τού πουλιού τό , γάλα, μά, δσο κι’ άν έτρωγε κι’ άν έπινε, δέν εύρισκε ούτε στι γμή ευτυχίας. Μια μέρα του καλοκαιριού, καθώς είχε στρωθή στο φαγο πότι κάτω από τή σκιά ενός δέντρου, στην αυλή του, άρπαξε τό χρυσό ποτήρι του πού ήταν γεμάτο κρασί καί τό πέταξε καταγής. — Μά τί έχω έπιτέλους καί είμαι τόσο δυστυχισμένος; φώ ναξε δυνατά. Τί μού λείπει καί δέν τό ξέρω; — Θά σού πώ εγώ τί σού λείπει!, ακούστηκε την ίδια στι γμή μια φωνή πίσω του. Ό άρχοντας γύρισε τό κεφάλι παραξενεμένος καί είδε στο κατώφλι τής εξώπορτας μιά ζαρωμένη γριούλα. Φορούσε μαύ ρα καί κρατούσε ένα ραβδί στά χέρια της. — Πώς τόλμησες καί άνοιξες την πόρτα μου, άμυαλη γριά; τής είπε ώργισμένος ό άρχοντας. — "Άκουσέ με πρώτα, άρχοντά μου, κι’ έπειτα θυμώνεις, τού απάντησε χωρίς φόβο ή γριούλα. Ήρθα έδώ γιά τό καλό σου. Ξέρω πώς είσαι πολύ δυστυχισμένος, παρ’ δλα σου τά πλούτη, γιατί κάτι σού λείπει. Κανένας δέν ξέρει τί είναι κείνο πού σέ βασανίζει έκτος από μένα. — Μπορείς νά μού πής έσύ γιατί υποφέρω; τή ρώτησε περίεργος ό άρχοντας. — Ναί. Υποφέρεις γιατί ή καρδιά σου είναι φτιαγμένη από πέτρα καί σού βαραίνει τό στήθος. — Έχεις δίκιο, παραδέχτηκε ό σκληρόκαρδος άρχοντας έπειτα από λίγη σκέψι. Νοιώθω πάντα ένα μεγάλο βάρος στο μέρος τής καρδιάς πού μέ κάνει νά μισώ τούς άλλους ανθρώ πους καί νά βασανίζωμαι χωρίς λόγο. Μά τί πρέπει νά κάνω γιά νά βοώ τή γιατρειά;
32
ΤΟ ΗΒΡΟ ΤΗΣ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ
Ή γριούλά τότε έσκυψε καί σήκωσε τό χρυσό ποτήρι πού δ άρχοντας είχε πετάξει πριν από λίγο στο θυμό του. —- Πάρε τό ποτήρι αυτό, τού είπε, κλείσε τό παλάτι σου καί πήγαινε νά ζητήσης τό νερό Ευσπλαχνίας. "Όταν γέμισης τό ποτήρι σου μ’ αυτό τό θαυματουργό νερό, ή πέτρινη καρδιά σου θά μαλακώση, θά φύγη τό βάρος της και θά γίνης καλά. — Και πώς θά μπορέσω ν’ αναγνωρίσω τό νερό τής Ευσ πλαχνίας; τή ρώτησε ό άρχοντας. Είναι διαφορετικό από τό νερό πού πίνουμε; — Θά σου πώ μέ τί τρόπο θά τό αναγνώρισης. Τό νερό, τής Ευσπλαχνίας έχει την ιδιότητα νά μή χύνεται από τό πο τήρι, έστω καί αν τό άναποδογυρίσης. Καί ή άγνωστη γριούλα έφυγε αθόρυβα δπως είχε έρθει, χωρίς νά πή τίποτε άλλο στο σκληρόκαρδο άρχοντα πού είχε πέσει σέ βαθύ συλλογισμό. * Ό άρχοντας σκέφτηκε αρκετές μέρες καί στό τέλος πήρε την άπόφασί του. Θ’ ακολουθούσε τή συμβουλή τής γριοΰλας καί θά πήγαινε παντού νά ζητήση τό θαυματουργό νερό τής Ευσπλαχνίας πού θά τον έκανε καλά από τή στενοχώρια καί τή δυστυχία του. Έκλεισε τό μαρμάρινο πύργο του, γέμισε τις τσέπες του μέ φλουριά καί παίρνοντας μαζί του τό χρυσό πο τήρι, ξεκίνησε. Βάδιζε μέρες καί μέρες κι’ όπου συναντούσε νερό τό δο κίμαζε. Μά πάντα, σάν αναποδογύριζε τό ποτήρι, τό νερό χυ νόταν. Ρώτησε πολλούς ανθρώπους μήπως ήξεραν την πηγή πού βγάζει τό νερό τής Ευσπλαχνίας, μά κανένας δεν ήξερε. Ένα δειλινό κάθησε άποσταμένος στό πέτρινο πεζούλι μιας πηγής. Είχε κουραστή πολύ νά περπατάη έκείνη τήν η μέρα. — Ουφ!, έκανε. Γύρισα παντού, σ’ δλες τις χώρες, κι’ 8μως πουθενά δέν μπόρεσα νά βρώ τό θαυματουργό νερό τής
ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ
33
Ευσπλαχνίας που θά μπορούσε νά μέ γιατρέψη. Βαρέθηκα πια νά γυρίζω σαν τρελλός πότε δώ κα'ι πότ’ εκεί. Τό μόνο πού μου μένει νά κάνω είναι νά ξαναγυρίσω στόν πύργο μου. Τό νερό τής Ευσπλαχνίας δεν υπάρχει πουθενά. Επίτηδες μ’ έστειλε νά τό ζητήσω ή καταραμένη έκείνη γριά γιά νά μ’ έκδικηθή. Δεν πρόλαβε καλά—καλά νά τελείωση τά λόγια του, δταν είδε νάρχεται στήν πηγή μιά φτώχιά και κουρελιασμένη γυ ναίκα πού κρατούσε ένα μικρό παιδί στήν αγκαλιά της. Ήταν *τόσο αδύνατη, πού μέ πολύ κόπο έσερνε τά βήματά της. Τό ίδιο αδύνατο και χλωμό ήταν καί τό παιδάκι της. Μόλις έφτασε στήν πηγή, άπόθεσε τό παιδί σέ μιά πέτρα, καί, πιάνοντας νερό από τή φούχτα της, άρχισε νά τού δίνη νά πιή. — Π ιές παιδάκι μου νερό νά χορτάσης τή δίψα σου, είπε μέ ένα βαθύ καί πικρό παράπονο ή φτώχιά γυναίκα. Νά μπο ρούσαμε έτσι εύκολα νά χορταίναμε τήν πείνα μας δπως χορ ταίνουμε μέ τό νερό τή δίψα μας... Ό σκληρόκαρδος άρχοντας άκουσε τά λόγια της καί πα ραξενεύτηκε. Γιά πρώτη φορά στή ζωή του μάθαινε πώς υ πάρχουν άνθρωποι πού πεινούν καί δέν έχουν λίγο ψωμί νά χορτάσουν τήν πείνα τους! Χωρίς καθόλου νά σκεφτή, ό άρχοντας, πήρε μιά φούχτα φλουριά από τό σακκουλάκι πού έφερνε πάντα μαζί του, καί τάρριξε στήν ποδιά της. Ή δυστυχισμένη γυναίκα τά έχασε α πό τή χαρά της καί δέν ήξερε τί νά κάνη. Γονάτισε μπροστά του καί άρχισε νά τού φίλή μ’ ευγνωμοσύνη τά πόδια καί τά χέρια. *Όλη αυτή ή σκηνή συγκίνησε βαθειά τον άρχοντα. Μέ λίγα χρυσά φλουριά είχε δώσει τήν ελπίδα τής ζωής σέ δυο φτωχά πλάσματα. Ποτέ του &ς τώρα δέν είχε βοηθήσει άν θρωπο στή δυστυχία του, δέν είχε δοκιμάσει τή θεία χαρά τής ελεημοσύνης. Κάτι παράξενο γεννήθηκε ξαφνικά μέσα του καί
34
ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ!
τά μάτια του λυθήκανε σέ δάκρυα. Έκλαιγε ώρα πολλή, μέ παράπονο μικρού παιδιού. "Οταν σταμάτησε πια νά κλαίη, θέλησε νά σηκωθή, γιατί ε!χε αρχίσει νά βραδυάζη. Πήρε τό ραβδί του μέ τό ένα χέρΓ πού τον βοηθούσε στον καθημερινό του δρόμο, και μέ τό άλ λο σήκωσε τό ποτήρι πού είχε άποθέσει καταγής, ανάμεσα στα πόδια του. Σκεφθήτε δμως την έκπληξι πού δοκίμασε, βλέποντας το γεμάτο ώς τά χείλη! Κατάλαβε αμέσως πώς τά δάκρυα του στάλαζαν την ώρα πού έκλαιγε δλα μέσα στο πο τήρι. Τού ήρθε μιά ιδέα... *Αν τό αναποδογύριζε; Χωρίς νά διστάση, τό σήκωσε ψηλά καί τό έγειρε σιγά— σιγά. Ούτε σταγόνα δμως από τά δάκρυά του δεν χύθηκε! Τό πρόσωπό του έλαμψε άπό χαρά. Επιτέλους, είχε κα τορθώσει νά βρή τό νερό τής Ευσπλαχνίας, πού τό ζητούσε μή νες καί μήνες: Τό νερό πού έδιωξε τό βάρος τής πέτρινης καρ διάς του και τού έφερε τή γαλήνη καί την ευτυχία στην ψυΧΠ··· Μέ τις σκέψεις αυτές ξεκίνησε ό άρχοντας γιά τό δρόμο τής επιστροφής. Οι υπηρέτες του ξαφνιάστηκαν βλέποντας τον σκληρόκαρδο αφέντη τους νά γυρίζη μέ ένα πρόσωπο γλυ κό και γελαστό. — Ανοιχτέ τις πόρτες τού παλατιού μου γιά δλο τον κό σμο, τούς είπε δ άρχοντας, καί ετοιμάστε στά τραπέζια μου τά πιο πλούσια φαγητά και τά πιο γλυκά κρασιά. Άπό σήμερα και πέρα τά πλούτη μου δέν είναι μόνο γιά μένα. Είναι καί γιά σάς καί γιά δλους τούς ανθρώπους πού πεινούν και υπο φέρουν! ΤΕΛΟΣ (Άπόδοσις : Πότη Στρατίκη) ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΟΟΙ ΛΕΚΚΑ 22
(ΰττ6γειον)
_ ΑΘΗΝΑ!
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΝίΕΜΟΔΟΥΡΑΣ, Ο'ΜΟΟΝ. Δ)ΣΙΣ: Ρ. ΓΕΩΡΓΙΑΝΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 11
ΤΙΜΗ ΔΡΑΛ. 2
.Γη 5 υ^ί,ΐ,α-5 ’βίβϋώί.'
>ν>\
ίβ^τχδοί
ΛΑβ,Υ ι
//
I
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
/,( ,, Λ
Οι
>
-,
^ΜΙΚΡΟΥ_ΗΡΟΟΣ
& ώμΏουρης
Τά ανθρωπάκια άρχισαν νά χορεύουν καί νά τρα γουδούν σέρνοντας μαζί τους καί τόν καμπούρη !
"Αρχιζε τότε νά χοιρεύη ιμέ τα στοιχειά!...
ΟΥΣΕ μια φορά κι’ εναν καιρό ένας καμπού
Ζ
ρης, πού ήταν πολύ διαφορετικός από τούς όμοιους του. Ένώ αλήθεια οι περισσότεροι καμπούρηδες, αίτιας τής ατυχίας τους είναι μελαγχολικοί καί κατσούφηδες. καί πολλές φορές κακοί, ό φίλος μας ήταν εντελώς τό αντίθε το. Χαρούμενος καί γελαστός δέν σταματούσε νά λέη καί νά τραγουδάη. Ήταν άλλωστε ράφτης, καί μάλιστα ράφτης πολύ καλός, καί ξακουστός σ’ δλα τά γύρω χωριά. Καί όλη μέρα καθισμέ νος μπροστά στον πάγκο τού μαγαζιού του, Ι'ρραβε καί τρα γουδούσε μέ την ίδια δρεξι καί τέχνη. Μ’ όλο τον καλό του χαρακτήρα ωστόσο, ό φουκαράς άν
01 ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
καί νέος, δεν μπορούσε νά διασκέδαση δπως δλοι οι νέοι της ηλικίας του. Στους χορούς πού γίνονταν κάθε Κυριακή στην πλατεία τού χωριού, ενώ δλοι χόρευαν μέ τις κοπέλλες, αυτός μονάχος καθόταν σέ μιά μεριά. Κι’ ύστερα, τά χρόνια περνού σαν κι’ αυτός έμενε ανύπαντρος, γιατί καμμιά από τις κοπέλ λες τού χωριού δεν ήθελε για άντρα της ένα καμπούρη. Αυτός λοιπόν ήταν ό μόνος καύμός τού καμπούρη ράφτη, επειδή είχε δή ολους τούς νέους τής ηλικίας του νά παντρεύ ονται καί φοβόταν πώς αυτός θά εμενε γεροντοπαλλήκαρο. Μιά μέρα όμως, ένας γέρος τού χωριού, πού τού έλεγε τον καϋμό του, τού είπε ενα μυστικό: -— Ξέρεις, τού είπε τή μεγάλη βαλανιδιά πού είναι πέρα στο σταυροδρόμι τού δάσους; —-Πώς δεν την ξέρω, απάντησε ό καμπούρης. Είναι ή μαγεμένη βαλανιδιά. Λένε πώς κάθε Σάββατο μαζεύονται εκεί οι διάβολοι από τήν κόλασι καί χορεύουν. Κανένας δεν τολμάει νά περάση από κεί τή νύχτα. — Αυτά πού λένε είναι σαχλαμάρες, τού είπε τότε ό γέρος. Ούτε διάβολοι μαζεύονται, ούτε τίποτα. Κάτι γίνεται βέβαια, αλλά πού δεν έχει καμμιά σχέσι μέ τούς διαβόλους. Έγώ άν ήμουνα στή θέσι σου θά δοκίμαζα τήν τύχη μου, καί θά πή γαινα νά κάνω μιά βόλτα από κεί κατά τά μεσάνυχτα. Καί πού ξέρεις; Μπορεί νά γίνης καλά. — Ευχαριστώ γιά τή συμβουλή σου, μπάρμπα Περώ, είπε τότε ό καμπούρης. Θά πάω νά δώ τί γίνεται. — Στο κάτω - κάτω, ελεγε μόνος του δ φίλος μας δ κα μπούρης, τί θά πάθω άν πάω μιά βόλτα κατά τή μεγάλη βα λανιδιά; Λένε βέβαια πώς είναι στοιχειωμένη. Αλλά έγώ, δεν θέλθ3 νά κάνω κακό σέ κανένα. Κι’ άν υπάρχουν ακόμα στοι χειά, καί δέν μέ κάνουν καλά από τήν καμπούρα μου, μιά φορά, πιο άσχημο απ’ ο,τι είμαι, δέν μπορούν νά μέ κάνουν. Τό αποφάσισε λοιπόν. Καί τό έπόμενο Σάββατο, μόλις έγι νε δέκα ή ώρα, έφυγε από τό σπίτι του καί πήρε δρόμο.
01 ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
Ή νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, επειδή τό φεγγάρι δέν είχε βγή ακόμα. Ό φίλος μας ήταν φοβισμένος δσο νδναι. 5Αλλά ήταν καί αποφασισμένος νά πάη οπωσδήποτε μέχρι τή στοί χε ιωμένη βαλανιδιά. Περπάτησε - περπάτησε κάπου μιάμισυ ώρα. Και επί τέ λους έφτασε στό σταυροδρόμι τού δάσους. Στη μέση τού ξέφωτου, υψωνόταν ή γέρικη βαλανιδιάνπού τά πελώρια κλαδιά της φάνταζαν σαν χέρια πού απειλούσαν τον ουρανό. Δέν άκουγόταν ούτε ό παραμικρός θόρυβος. Απόλυτη σιω πή επικρατούσε. — Χμ! έκανε μέσα του ό καμπούρης. Μά την αλήθεια, δέν είναι καί πολύ ωραία εδώ. Καί μοΰ φαίνεται πώς καλά θά κά νω νά γυρίσου πίσω. Εκείνη τή στιγμή δμως, τό ρολόϊ τού χωριού, ακούστηκε νά χτυπάη μεσάνυχτα. Κι’ ό καμπούρης άνοιξε τά μάτια του διάπλατα μπροστά σ’ αυτό τό παράξενο θέαμα πού έβλεπε. Ό αέρας πού φύσηξε ξαφνικά, σκόρπισε τά σύννεφα, και βγήκε τό φεγγάρι πού φώτισε μέ τό ασημένιο φως του τό ξέφωτο. Καί, σάν νά ξεπήδησαν μέσα από τή γη, παρουσιάστη καν ένα σωρό καλικάντζαροι. Ένώ δμως ό καμπούρης μας είχε ακούσει ώς τότε πώς οι καλικάντζαροι είναι φοβερά καί τρομερά στοιχειά, τώρα πού τούς έβλεπε, δέν εύρισκε νά έχουν τίποτα τό φοβερό πάνω τους. Παίζανε μεταξύ τους, κάνανε τοΰμπες καί χοροπηδούσαν γελώντας σάν μικρά ζωηρά παιδιά καί δέν έδιναν καμμιά προσοχή στον καμπούρη πού κρυμμένος πίσο} από ένα θάμνο, χσ)ρίς νά νοιώθη πιά κανένα φόβο, πα ρακολουθούσε νά δη τί θά γίνη. Ξαφνικά, σ’ νόταν νά είναι από τό χέρι καί ρικη βαλανιδιά
ένα σύνθημα από έναν καλικάντζαρο πού φαι δ άρχηγός, ολοι οί καλικάντζαροι πιάστηκαν άρχισαν νά χορεύουν γύρω - γύρω από τή γέ τραγουδώντας δυνατά: «Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη...»
01 ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟ! ΚΑΙ Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
Δεν τραγουδούσαν δμως καί τόσο σπουδαία. Σταματούσα^, ξανάρχιζαν, τά μπέρδευαν, ό άρχηγός τους θύμωνε, άλλα ήταν φανερό πώς δέν ήξεραν δλο τό τραγούδι. Γιατί συνεχώς επα ναλάμβαναν : «Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη...» προσπαθώντας νά βρουν τη συνέχεια, χωρίς δμως νά τό κατα φέρνουν. Ύστερα από λίγην ώρα, ό φίλος μας ό καμπούρης δέν κρατήθηκε πια. Βγήκε από τον κρυψώνα του πήδησε καταμεσ'ις στους καλικάντζαρους καί μέ δσο πιο δυνατή φωνή μπο ρούσε, τραγούδησε δλο τό τραγούδι: «Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σαββάτο καί Κυριακή». Άκούγοντάς τον οί καλικάντζαροι ξέσπασαν σέ φωνές χα ράς. Πήραν ολοι μαζί τό τραγούδι, ολόκληρο τώρα πια καί άρχισαν νά τραγουδάνε μέ κέφι, φωνάζοντας πιο δυνατά στους δύο τελευταίους στίχους πού δέν τούς ήξεραν ως τότε: Παρασκευή Σαββάτο καί Κυριακή». Ήταν μάλιστα τόσος ό ενθουσιασμός τους, πού έπιασαν καί τον καμπούρη καί τον έβαλαν νά χορέψη μαζί τους. Κι’ εκεί νος, βάλθηκε νά χοροπηδάη χορεύοντας γύρω από τή γέρικη βαλανιδιά καί τραγουδώντας μ’ δ?ιη του τή δύναμι, δσο πού κατακουρασμένοι δλοι από τον τρελλό χορό, έπεσαν χάμω. Τό τε, δ άρχηγός των καλικάντζαρων πλησίασε τον καμπούρη καί τού είπε: — Μ’ δλο πού είσαι άνθρωπος καί εμείς δέν θέλουμε νά έχουμε πάρε - δώσε μέ ανθρώπους, είσαι σπουδαίος τραγου διστής, καί μάς έκανες μιά σπουδαία χάρι. Επειδή είχαμε ξεχάσει τούς δύο τε?νευταίους στίχους τού τραγουδιού, είχαμε
* κααίΟικαστή νά κάνουμε πολύ σκληρές δουλειές. Τοιρα λοιπόν πού εσύ μάς έμαθες δλόκληρο τό τραγούδι καί μάς γλύτωσε; από την τιμωρία, θέλουμε νά σου ξεπληρώσουμε τό καλό πού μάς έκανες. Πες μας: Τί θέλεις; — Έ, λοιπόν, είπε τότε ό καμπούρης παίρνοντας θάρρος, άφοΰ μέ ρωτάτε, θά σάς πώ. Θά ήθελα νά βγάλω από τη ράχη μου αυτή την απαίσια καμπούρα. Κι’ αν έχετε την καλωσύνη νά μέ βοηθήσετε, θά σάς είμαι υποχρεωμένος για δλη μου τη ζωή. —-Αυτό είναι δλο; είπε ό αρχηγός των καλικάντζαρων. Π ολύ εύκολο. Καί χο^ρίς νά χάση καιρό, πρόφερε μερικά ακατά ληπτα λόγια καί στο λεπτό ή καμπούρα εξαφανίσθηκε. Ό φί λος μας ήταν τώρα ολόιδιος σάν γιώτα, λές καί δέν ήταν ποτέ καμπούρης. Οι καλικάντζαροι ξανάρχισαν ύστερα νά τραγουδάνε καί νά χορεύουν αλλά σέ λίγο ακούστηκε ενα σύνθημα καί, δπως είχαν έμφανισθή, εξαφανίσθηκαν. Τό τραγούδι τους απομα κρύνθηκε σιγά - σιγά ως πού στο τέλος έσβυσε καί απόλυτη ησυχία καί σιωπή απλώθηκε πάλι στο σταυροδρόμι τού δά σους γύρω από τη γέρικη βαλανιδιά. Ό φίλος μας ό ράφτης, πού δέν ήταν πια καμπούρης, βρέ θηκε καθισμένος χάμω πάνω ατό χορτάρι, κι’ έτριψε τά μάτια του γιά νά βεβαιωθη πώς δέν είχε δη κανένα δνειρο. "Όχι δμως δ,τι είχε δη ήταν αλήθεια. Γιατί ή καμπούρα του είχε έξαφανισθη! Σηκώθηκε τότε καί πήρε τον δρόμο τού χωριού χαρού μενος κά ευχαριστημένος, τραγουδώντας. Καταλαβαίνετε τώρα την έκπληξι των χωριανών πού δταν τον είδαν την άλλη μέρα χωρίς την καμπούρα του, ψηλό, καί λεβέντη. Άπό παντού έτρεχαν νά τον δούνε, τον χτύπαγαν στη ράχη νά δούνε μήπως υπήρχε καμπούρα, καί τον παρακαλούσαν νά τούς πή πώς είχε γίνει αυτό τό θαύμα. Κι* εκείνος, άλλο πού δέν ήθελε. 'Όπου καθόταν κι’ οπού βρισκόταν έλεγε
§
01 ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟ! ΚΑΙ 0 ΚΑΜΛ6ΫΡΜΙ
Την ιστορία της νυχτερινής του περιπέτειας, κι’ δλοι τον άκουγαν μέ ανοιχτό τό στόμα. Κι’ δταν ήρθε ή Κυριακή, εκεί ήταν πού ό φίλος μας έβγα λε τό άχτι του. Χόρεψε, για όλα τά χρόνια πού δέν είχε μπορέ σει νά χορέψη κι’ αυτός μαζ'ι μέ δλα τά παλληκάρια, καί οί κοπέλλες τώρα πού είχε γίνει ίσιος σαν κυπαρίσσι, μάλλωναν ποια νά πρωτοχορέψη μαζί του. Τώρα πια, ό άλλοτε καμπούρης δέν κινδύνευε νά μείνη γεροντοπαλλήκαρο. 'Όλες οί κοπέλλες τού χωριού τον ήθελαν γιά άντρα τους. Διάλεξε κι’ εκείνος την πιο όμορφη και την πιο καλή, καί τήν παντρεύθηκε. & Αλλά ή ιστορία μας δέν τελειώνει εδώ. Στο γειτονικό χωριό, ζούσε κι’ εκεί ένας καμπούρης. Είχε την ίδια πάνω - κάτο3 ήλικία μέ τον φίλο μας, καί ήταν τσαγκά ρης, ’Αλλά πού ό καλός κι’ εύθυμος χαρακτήρας τού άλλου! "Όλη μέρα, δώδεκα μήνες τό χρόνο, αυτός ήταν σκυθρωπός καί μελαγχολικός. ’Ένοιονδε πώς ή καμπούρα του τον βάραινε πολύ, καί δέν μπορούσε νά τό πάρη άπόφασι δπως ό συνάδελ φός του τού γειτονικού χωριού. Καί δσο περνούσε ό καιρός, τόσο πιο κατσούφης γινόταν καί τόσο ή καρδιά του γέμιζε άπό κακία. Πάντα ζήλευε τον καμπούρη τού γειτονικού χωριού πού ήταν τόσο πρόσχαρος καί καλόκαρδος. Αλλά δταν έμαθε πως είχε γίνει καλά, τότε ήταν πού άπό τή ζήλεια του παρά λίγο νά σκάση. Δέν μπορούσε νά τό χωνέψη. Εκείνος νά γίνη καλά κι’ αυτός νά μένη καμπούρης; Μ’ δλο δμως, πού ήξερε πώς είχε γίνει καλά δ ράφτης, δέν αποφάσιζε νά πάη νά δοκιμάση κι’ αυτός. "Ελεγε, βέβαια, μέ σα του: — Γιατί νά μην πάω; Οί καλικάντζαροι θά μέ κάνουν καλά κι’ έμένα. Αλλά δταν έφτανε νά ξεκινήση, τον έπιανε τρεμούλα καί σταματούσε. Γιατί, πρέπει νά πούμε πώς αυτός έδώ δέν ήταν καθόλου γενναίος σαν τόν άλλον. Τόν έπιανε τρεμούλα καί μέ
Ο) ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ 0 ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
9
τι] σκέψι μονάχα πώς θά έπρεπε νά πάη μεσάνυχτα στη στοιχειωμένη βαλανιδιά. Στο τέλος ωστόσο, ή ζήλεια του και ό θυμός του τον έκα ναν ν’ άποφασίση. Μάζεψε όλο του τό θάρρος, κι7 ένα Σαββα τόβραδο, τρεις μήνες σχεδόν μετά από τον άλλον, ξεκίνησε γιά τό σταυροδρόμι του δάσους πού βρισκόταν ή στοιχειωμένη βα λανιδιά. Προχώρησε στον δρόμο λαχανιασμένος από τον φόβο του, αναπηδούσε σέ κάθε στιγμή, καί μ7 όλο πού έκανε ψύχρα, αυτός ήταν λουσμένος από κρύο ιδρώτα. "Έφτασε επί τέλους και κρύφτηκε κι7 αυτός πίσω από ένα φουντωτό θάμνο ενώ τά δόντια του χτυπούσαν από τον τρόμο του καί ένοιωθε τά πόδια του νά λυγίζουν. Περίμενε, περίμενε ώς πού ακούστηκε από μακρυά ό χτύ πος τού ρολογιού πού εσήμαινε μεσάνυχτα. Και τότε, όλα έγι ναν ακριβώς όπως την άλλη φορά. Σάν νά ξεπήδησαν μέσα από τή γή ένα πλήθος καλικάντζαροι εμφανίσθηκαν, και αφού έπαιξαν και χοροπήδησαν κι7 έκαναν τούμπες αρκετήν ώρα, πιάστηκαν από τά χέρια και άρχισαν νά χορεύουν τραγουδών τας γύρω από τή γέρικη βαλανιδιά. «Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη...» 'Όλο αυτό τραγουδούσαν. Και όταν έφταναν στην Πέμπτη, σταματούσαν καί ξανάρχιζαν από την αρχή. Οί φουκαράδες οί καλικάντζαροι, δεν είχαν καθόλου καλό μνημονικό. Κι7 έτσι είχαν ξεχάσει πάλι τούς δύο τελευταίους στίχους. Ό καμπούρης τσαγκάρης, πού θυμόταν πώς είχε γίνει καλά ό άλλος, άκούγοντας τό μισό τραγούδι, συλλογίστηκε α μέσως ότι αυτή ήταν ή ευκαιρία πού ζητούσε. Θά τούς έλεγε αυτός όλο τό τραγούδι, κι7 εκείνοι, θά τον ξεφόρτωναν από τήν καμπούρα του. Φοβόταν ωστόσο πάρα πολύ. Κι’ όταν με τά πολλά κατάφερε νά δγή από τον κρυψώνα του καί νά παρουσιασθή άνάμεσα στους καλικαντζάρους ήταν τόσος ό φόβος του, πού |έ»
10
Οί ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ
χάσε κι’ δ ίδιος τά λόγια του τραγουδιού. Και καθώς δεν είχε καμμιά σπουδαία φωνή, άρχισε: «Π α... Παρασκευή κ... καί Κυριακή». Είχε ξεχάσει τδ Σάββατο! Οι καλικάντζαροι όμως, τό πρό σεξαν αμέσως: — Δεν είναι έτσι! φωνάξανε όλοι μαζί. Αυτός ό άνόητος κάνει λάθος. "Η μάλλον, θέλει νά μάς κάνη νά κάνουμε έμείς λάθος, για νά τιμωρηθούμε. Καί ή φωνή του είναι απαίσια. Τραγουδάει παράφωνα. Πρέπει νά τον τιμωρήσουμε. — Ναι, ναι, φώναξαν κι’ οί άλλοι. — Συγχωρήστε με, φώναξε τρέμοντας, ό καμπούρης. Θά τά πω από την αρχή. Πάλι όμως, ό φόβος του ήταν τόσο μεγά λος, πού ήταν αδύνατο νά θυμηθή τά λόγια, κι’ έλεγε συνεχώς: « Π αρασκευή καί Κυριακή». — Εμπρός, εμπρός, φώναξαν οί καλικάντζαροι. Νά τιμωρηθή. "Έχει πού έχει μιά καμπούρα στο στήθος. Νά τού βάλουμε καί μιά στη ράχη. Καί νά τον διώξουμε. Καί μόλις τό είπανε, έγινε κι’ όλας. Μιά πελώρια καμπούρα φύτρωσε στην ράχη τού κακού καμπούρη, καί την ίδια στιγμή οί καλικάντζαροι χάθηκαν όπως είχαν έρθει! Περίεργο πράγμα όμως. Μολονότι είχε τώρα πιά δύο κα μπούρες, ό χαρακτήρας του έγινε λιγώτερο στριφνός στο μέλ λον. Κατάλαβε ότι δέν πρέπει κανείς νά γκρινιάζη μέ τή μοίρα του. Υπάρχουν πάντα καί χειρότερα. ΤΕΛΟΣ
ΙΑ ΦΟΡΑ, σέ μια χώ ρα πολύ μακρυνή, ζούσε ένας φτωχός και ζαρωμένος μπαλωματής, πού τον έλεγαν Ταμπανίνο. Ήταν τόσο άσχη μος ό καημένος πού τον η άπόφευγε ό κόσμος καί δεν πατούσε κανείς στο μαγαζί του για νά τού & δώση δουλειά. "Έτσι, μια μέρα πού ό Ταμπανίνο απελπίστηκε νά περιμένη πελάτη, αποφά σισε νά κλείση τό τσα γκαράδικό του καί νά φύγη από την πολιτεία 'Ό ’Α,γρίάνθρωττος β*γήκίε νά 8ή τί συ- για να ξενητευθή. Ποι!^αινε·*· ός ξέρει, μπορεί νά εύρισκε καλύτερη τύχη σέ άλλες χώρες πολύ μακρυνές. Βάδισε δλη την ήμέρα χοορίς νά σταματήση καί τό βράδυ, βλέποντας φως σέ ένα μοναχικό σπίτι πού βρέθηκε στο δρό μο του, αποφάσισε νά χτυπήση τήν πόρτα γιά νά ζητήση φι λοξενία, "Ίσως νά τού έδιναν ενα κομμάτι ψωμί νά φάη καί νά τού έστρωναν σέ μιά γωνιά νά κοιμηθη. "Έφτασε λοιπόν στο σπίτι καί χτύπησε την πόρτα. Τού ά νοιξε μιά γυναίκα. Ό Ταμπανίνο την παρακάλεσε τότε νά τόν άφήση νά περάση τή βραδυά του σέ μιά γωνιά τού σπι τιού ωσπου νά ξημερώση γιά νά συνέχιση τό δρόμο του. — Σέ λυπάμαι φτωχέ μου ξένε, τού είπε ή γυναίκα, μά
12
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝίΝβ
δεν μπορώ νά σέ φιλοξενήσω γιατί σ1 αυτό τό σπίτι κατοικεί δ άντρας μου ό Αγριάνθρωπος. ’Άν σέ δή, μπορεί νά σέ φάη. Τόσο άγριος είναι! Ό μπαλωματής, πού φοβόταν νά μείνη τή νύχτα εξω στο δάσος, γιατί υπήρχαν πολλά άγρια θηρία, παρακάλεσε τή γυ ναίκα τού Αγριάνθρωπου νά τον άφήση νά πέραση, καί νά τον κρύψη κάπου γιά νά μή τον βρή ό άντρας της. — Μπορεί νά σέ μυριστή δπου καί νά σέ κρύψω, τού α πάντησε εκείνη, αλλά, αφού επιμένεις τόσο πολύ, πέρασε μέ σα καί δ Θεός βοηθός. Θά σέ βάλω στο τζάκι καί θά σέ σκε πάσω μέ μπόλικη στάχτη. Τί νά κάνη κι’ δ φτωχός δ Ταμπανίνο, δέχτηκε. Ξαπλώ θηκε στο τζάκι καί ή σπλαχνική γυναίκα τού τρομερού Άγριανθρώπου πήρε τό φτυάρι καί τον έθαψε ολόκληρο μέσα στη στάχτη. Δέν τού έδωσε νά φάη τίποτα γιατί από στιγμή σέ στιγμή περίμενε τον άντρα της νά έπιστρέψη από τις δουλει ές του καί φοβόταν μήπως δέν προλάβη νά κρύψη τον ξένο. Δέν πέρασαν ούτε δυο λεπτά, δταν ή πόρτα άνοιξε καί α κούστηκαν στο πάτωμα τά βαρειά βήματα τού Αγριάνθρω που, Ή γυναίκα του έτρεξε νά τόν ύποδεχτή, μά εκείνος δέν τής έδωσε καθόλου σημασία. Στάθηκε στη μέση τού σπιτιού, σήκωσε τό κεφάλι του καί άρχισε νά δσμίζεται μέ δύναμι τόν αέρα. — Μμ!... έκανε σέ μια στιγμή. Ανθρώπινη μυρουδιά έφτασε στή μύτη μου. Κάποιος Χριστιανός είναι κρυμμένος στο σπίτι μας. — Δέν είσαι στά καλά σου, τού απάντησε ή γυναίκα του, ένώ δ δύστυχος δ Ταμπανίνο άρχισε νά τρέμη καί νά ίδρώνη από τό φόβο του κάτω από τίς στάχτες. Ό Αγριάνθρωπος άρχισε νά ψάχνη παντού. Αναποδο γύρισε δλα τά έπιπλα, άνοιξε τά ντουλάπια, βγήκε έξω στήν άύλή, άνέβηκε ώς τή σκεπή, δλα τά έψαξε, εκτός από τή στά-
ΤΑ ΚΑΤΟιΡ0ΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΝΟ
11
χτη. Αέν του πήγε ό νους πώς εκεί μέσα βρισκόταν κρυμμέ νος ό ξένος πού τοΰ μύριζε. Στο τέλος απελπίστηκε νά ψάχνη καί κάθησε στο τρα πέζι νά φάη. Ή γυναίκα του τοΰ εφερε μια μεγάλη γαβάθα μέ μακαρόνια και ό Αγριάνθρωπος άρχισε νά τά καταβροχθίζη μέ δρεξι. — Δέν θέλω άλλα, χόρτασα, είπε στη γυναίκα του άφίνοντας λίγα μακαρόνια στον πάτο τής γαβάθας. *Αν ύπάρ~ χη κανένας άνθρωπος κρυμμένος στο σπίτι μας, μπορείς νά τόν φωνάξης νάρθη νά φάη κι’ αυτός. Ή γυναίκα του, πού ήταν πολύ αγαθή και απονήρευτη, τοΰ απάντησε: — Έχω κρύψει κάτω από τις στάχτες έναν δυστυχισμέ νο διαβάτη, πού δέν είχε ποΰ νά περάση τή βραδυά του α πόψε. Μοΰ υπόσχεσαι πώς δέν θά τόν πειράξης; — Πές του νάβγη καί νάρθη στό τραπέζι, τής εΐπε ό Αγριάνθρωπος. Έφαγα τόσα πολλά μακαρόνια πού μοΰ εί ναι άδύνατο νά φάω και άνθρωπο άπό πάνω. * Καί, καθώς ή γυναίκα του πήγε νά βοηθήση τόν Ταμπανίνο νά βγή άπό τις στάχτες, είπε μέσα του: «Απόψε δέν θά τόν πειράξω, αλλά τό πρωΐ πού θά έχω χωνέψει θά σοΰ τόν κάνω τό φίλο σου μια μπουκιά!» Ό φουκαράς δ Ταμπανίνο, σηκώθηκε άπό τό τζάκι, τί ναξε τΙς στάχτες και πλησίασε δειλά - δειλά στό τραπέζι τοΰ Αγριάνθρωπου. -— Μή φοβάσαι, τόν καθησύχασε εκείνος. Κάθησε νά φας τά μακαρόνια σου, δέν πρόκειται νά σέ πειράξω. Ό καμπούρης πήρε λίγο θάρρος κι’ άρχισε νά τρώη. "Ό ταν γέμισε τό στομάχι του, ήσύχασε πιο πολύ καί άρχισε τή συζήτησι μέ τόν Αγριάνθρωπο. Συζητούσαν σάν δυό καλοί φίλοι, καί ό μπαλωματής, πού ήταν έξυπνος σάν τόν διάβολο καί δέν τοΰ ξέφευγε τίποτα, άρχισε νά ρωτάη:
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΝΛ
— ΓΙού τή 6ρηχές αυτή τήν ωραία κουβέρτα πού έχει>·ς στρώσει επάνω ατό κρεβάτι σου; — Είδες τί ωραία πού είναι; τού απάντησε ό Αγριάν θρωπος. Τό μαλλί της είναι πλεγμένο μέ χρυσάφι καί ασήμι. — Κι’ αυτός ό ωραίος κομμός; — Μέσα του έχω κλεισμένα δύο σακκουλάκια γεμάτα χρυσάφι. — Και αυτό τό ασημένιο ραβδί; — Μ’ αυτό, μπορώ καί διώχνω τή βροχή, τό χιόνι, τό χα λάζι καί τό κρύο από τό σπίτι μου καί τήν αυλή μου. — Κι’ αυτή ή φωνή πού άχούγεται στήν αυλή; — Είναι τού παπαγάλου μου πού ξέρει καί μιλάει καί σκέφτεται σαν άνθρο^πος. — Μπράβο!, έκανε μέ θαυμασμό ο μπαλωματής. "Έχεις τά πιο ώραία πράγματα πού έχο^ δή ως τώρα. ■— Αυτά; τού είπε μέ περηφάνεια ό Αγριάνθρωπος. Καί πού νά δής τό άλογο πού εχω στο σταύλο. Πιο ώραΐο καί γε ρό άλογο δεν υπάρχει στον κόσμο. Κι’ οσο για τρέξιμο, πα ραβγαίνει μέ τον άνεμο. Αφού μίλησαν ακόμα γι-ά διάφορα πράγματα, ό Αγρι άνθρωπος έπεσε νά κοιμηθή στο κρεβάτι του, ενώ ο Ταμπανίνο πήγε πάλι καί κουλουριάστηκε στις στάχτες. Κοιμήθηκε μέ δλη του τήν ησυχία, χωρίς νά ξέρη δτι ό Αγριάνθρωπος θά τον έκανε έναν δμορφο μεζέ τό πρω'ί. Ευτυχώς όμως γι’ αυτόν, πού ήρθε, πριν χαράξη ακόμα, καί τον ξύπνησε ή γυ ναίκα τού σπιτιού πού κατάλαβε τό σκοπό τού άντρα της. — Ξύπνα, Ταμπανίνο, καί δός του δρόμο!, τού είπε. Γρή γορα πριν ξυπνήση ό άντρας μου καί σέ φάη. Ό Ταμπανίνο πετάχτηκε σαν γάτος από τις στάχτες, καί από τήν τρομάρα του πήδησε από ένα ανοιχτό παράθυρο καί άρχισε νά τρέχη μέ δλη του τή δύναμι. "Όταν απομακρύνθη κε αρκετά άπό τό σπίτι, σταμάτησε νά πάρη λίγη ανάσα, χα ρούμενος πού κατάφερε νά γλυτώση από τον Αγριάνθρωπο.
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΉΟ
15
Ό μπαλωματής βάδισε πολλές ώρες άκόμα ώσπου στο τέ λος έφτασε σέ μια μεγάλη πολιτεία καί ζήτησε φιλοξενία στο παλάτι του βασιλιά, που τόν πληροφόρησαν πώς ήταν ευγε νικός καί καλόκαρδος. Ό βασιλιάς τόν δέχτηκε πρόθυμα και τον έβαλε νά του διηγηθή την ιστορία τής ζο^ής του. Ό Ταμπανίνο, στα τόσα άλλα πού τού διηγήθηκε, τού είπε και για την ιστορία του μέ τόν Αγριάνθρωπο *καί για τά ώραΐα πρά γματα πού είχε στό σπίτι του. — Έχει αλήθεια ό Αγριάνθρωπος, τόν ρώτησε ό βασι λιάς, μια κουβέρτα πού τό μαλλί της είναι πλεγμένο με χρυ σάφι και άφήμι καί τά κρόσια της είναι ολόχρυσα; — Μάλιστα, μεγαλειότατε. — Ακούσε τότε, Ταμπανίνο, τού είπε έπειτα από λίγη σκέψι ό βασιλιάς. Θά σέ κρατήσω γιά πάντα στό παλάτι μου καί θάχης δτι ζητήσει ή καρδιά σου, άν μου φέρης τή χρυσή κουβέρτα τού Άγριανθρώπου. — Μά, τί λέτε μεγαλειότατε!, διαμαρτυρήθηκε ό Ταμπα νίνο. Αυτό πού μέ στέλνετε νά κάνω είναι πολύ επικίνδυνο. *Αν μέ δή ό Αγριάνθρωπος θά μέ φάη δπωσδήποτε. — Νά φροντίσης νά μη σέ δή, τού είπε αποφασιστικά ό βασιλιάς. Είσαι έξυπνος καί θά τά καταφέρης. Ή θά μου φέρης λοιπόν την κουβέρτα καί θά μείνης γιά πάντα στό πα λάτι, ή, θά σου πάρω τό κεφάλι. Τί νά κάνη κι’ ό καημένος δ παπουτσής, μπρος βαθύ καί πίσα) ρέμα, αποφάσισε νά έκτελέση την επιθυμία τού βασι λιά καί νά δοκιμάση νά κλέψη την χρυσή κουβέρτα. — Μεγαλειότατε, τόν παρακάλεσε έπειτα από λίγο, δέχο μαι νά σάς φέρω την κουβέρτα, αλλά θά ζητήσω κάτι α πό σάς, Είμαι πρόθυμος νά σου δώσω ή'τι μου ζητήσης, τού α πάντησε εκείνος. — Θέλοο νά διατάξετε νά μού φέρουν μερικές άγριομέλισσες κλεισμένες σ’ ένα κουτή
16
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΜΙνΝΟ
— Αύριο δώσω κι* έγώ στή. Μ’ αυτό σου ποτάμι ή σης, γιατί τά θερη τή γή.
θά τις έχης, Ταμπανίνο, μείνε ήσυχος. Θά σου ένα μαγικό ραβδάκι που μπορεί νά σου χρειατό ραβδί άν ή τύχη τό φέρη νά βρής μπροστά θάλασσα, μπορείς αγγίζοντας τά νερά νά περάνερά παραμερίζουν γύρω σου καί άφίνουν έλεύ-
Την άλλη μέρα ό Ταμπανίνο, παίρνοντας τό μαγικό ρα βδάκι καί τό κουτί μέ τις φυλακισμένες άγριομέλισσες, ξεκί νησε γιά τό σπίτι του Αγριάνθρωπου. Έπειτα από πολλές ώρες πορεία, έφτασε, ακριβώς την ώρα πού έπεφταν τά πρώ τα σκοτάδια. Πλησίασε μέ μεγάλη προφύλαξι τό σπίτι καί βρίσκοντας ανοιχτό τό παράθυρο, τέντωσε τ’ αυτιά του ν’ άφουγκραστή. Άπό τό θόρυβο πιάτων καί πηρουνιών πού α κούσε, κατάλαβε πά>ς δ Αγριάνθρωπος μέ τή γυναίκα του έ τρωγαν. Χοορίς νά χάση καιρό λοιπόν, πήδησε αθόρυβα άπό τό παράθυρο μέσα ατό δωμάτιο καί πήγε καί κρύφτηκε κάτω άπό τό κρεβάτι. Ή πόρτα τού δωματίου ήταν άνοιχτή κι’ έ βλεπε τον Αγριάνθρωπο πού τά πελώρια σαγόνια του μασού σαν τό φαγητό. «Θεέ μου, ψιθύρισε, άν πέσω στά χέρια του, έτσι θά μέ μασήση καί μένα!». Δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν ό Αγριάνθρωπος καί ή γυ ναίκα του άφησαν τό τραπέζι κι’ έπεσαν στο κρεβάτι γιά ύ πνο. Ό Ταμπανίνο περίμενε γιά λίγο ώσπου νά κοιμηθούν, κι’ δταν ακούσε τό ροχαλητό τού Άγριανθρώπου, σήκωσε τό κουτί πού κρατούσε, τό (εφερε κάτω άπό τήν χρυσή κουβέρ τα καί τό άνοιξε μέ τρόπο, τραβώντας γρήγορα τά χέρια του έξω. Οί άγριομέλισσες ξεχύθηκαν τότε ελεύθερα καί άρχισαν νά τσιμπούν μέ μανία τό κοιμισμένο ζευγάρι. — 5Ώχ!, ούρλιασε πρώτος δ Αγριάνθρωπος καί αναπή δησε πάνω στό κρεβάτι. Τί είναι αυτά πού μέ τσιμπούν, γυ ναίκα ; ’Αλλά καί κείνη ή καημένη είχε βάλει τις φωνές καί δέν
ΤΑ κατορθώματα του ταμπανίνο
17
μπορούσε νά του άπαντήση. ΟΙ άγριομέλισσες στο μεταξύ τούς δάγκωναν δλο κα'ι πιο πολύ, ώσπου αναγκάστηκαν νά πηδήσουν στο πάτωμα και νά τρέξουν έξω για νά βρουν τή σωτηρία τους, ουρλιάζοντας σάν δαιμονισμένοι. Αυτό ζητούσε και ό Ταμπανίνο. Μόλις τούς είδε νά φεύ γουν, άρπαξε τή χρυσή κουβέρτα, καβάλλησε τό παράθυρο, έδωσε ένα σάλτο στην αυλή καί, οί φτέρνες των ποδιών του άρχισαν νά χτυπούν τις πλάτες του. Μόλις ήσύχασε από τά τσιμπήματα καί τούς πόνους ό Α γριάνθρωπος, αποφάσισε νά γυρίση στο κρεβάτι του. Πριν πέση νά κοιμηθή όμως, έβγαλε τό κεφάλι του στο παράθυρο καί ρώτησε τον παπαγάλο πού κούρνιαζε στήν αυλή: — Παπαγάλε, τί ό5ρα είναι; -— Είναι ή ώρα πού δ Ταμπανίνο τρέχει κρατώντας τή χρυσή σου κουβέρτα. -— Τή χρυσή μου κουβέρτα!, φοδναξε τρελλός από τό θυ μό του δ Αγριάνθρωπος, καί ρίχνοντας μιά ματιά στο κρε βάτι, είδε πώς ή κουβέρτα έλειπε. Χωρίς νά χάση καιρό λοιπόν, πηδάει στήν αυλή, λύνει τό περίφημο άλογό του, τό καβαλλάει, καί δός του δρόμο γιά νά προλάβη τον Ταμπανίνο. Τό άλογο πού έτρεχε σάν τον άνε μο, κατώρθωσε σέ μισή ό5ρα νά πλησιάση τον παπουτσή με τή χρυσή κουβέρτα, τή στιγμή ακριβώς πού έφτανε στήν ά κρη μιας μεγάλης λίμνης. — Τώρα θά σοΰ δείξω εγώ!, ούρλιασε δ Αγριάνθρωπος κι’ ετοιμάστηκε νά κατέβη από τή σέλα. Δεν πρόλαβε δμως. Γιατί τήν ίδια στιγμή ό Ταμπανίνο άγγιξε μέ ένα ραβδάκι τήν επιφάνεια τής λίμνης, τά νερά μέ μιας παραμέρισαν κι’ άφησαν ανάμεσα τους μιά λουρίδα γής γιά νά τον άφήσουν νά-περάση. Μόλις είδε αυτό τό θαύμα δ Αγριάνθρωπος σπειρούνισε τό άλογό του γιά νά τρέξη ξοπί σω του, μά δέν πρόλαβε. Γιατί τήν ΐδια στιγμή τά νερά άρ χισαν νά κλείνουν τον διάδρομο πίσω άπό τόν Ταμπανίνο.
18
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΝΟ
— Βρωμερέ ζητιάνε!, τον απείλησε δ Αγριάνθρωπος καί σήκωσε τη γροθιά του ψηλά, άν μου πέσης στα χέρια, θα σου δείξω εγώ ποιός είμαι. Θά σέ κάνω ολον - δλον μια μπουκιά μονάχα!
ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΡΑΒΔΙ ΟΛΙΣ είδε τή χρυσή κουβέρτα δ βασιλιάς, τυ-
Μ
^ση ήταν ή χαρά του, πού άρχισε νά χοροπηδάη σαν μικρό παιδί. — Μπράβο!, είπε στον Ταμπανίνο, είναι πραγματικά ή πιο ωραία και πιο ακριβή κουβέρτα πού υπάρχει στον κόσμο. Θά σέ ανταμείψω βασιλικά γι’ αυτό σου τό κατώρθωμα. Θέλω δμως νά μου κάνης ακόμη μια χάρι. Νά ξαναγυρίσης στο σπίτι τού Αγριάνθρωπου και νά μου ψέρης τό ραβδί πού σταματάει τό κρύο, τή βροχή, τό χιόνι καί τό χαλάζι. Ό φουκαράς δ παπουτσής διαμαρτυρήθηκε λέγοντάς του πώς ό Αγριάνθρωπος τού είχε τόσο μίσος πού άν τόν έπιανε στά χέρια του θά τόν έστιβε σάν λεμόνι. — Θά τά καταφέρης οπουδήποτε, τόν διαβεβαίωσε δ βα σιλιάς, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Ό Ταμπανίνο αναστέναξε κι’ έσκυψε τό κεφάλι. "Έμεινε για μια ώρα σκεφτικός κι’ έπειτα είπε στό βασιλιά: — Θά πάω, αλλά θά μού δώσετε ένα σακκοΰλι γεμάτο καρύδια. — Εύκολο πράγμα αυτό, άποκρίθηκε μέ ενθουσιασμό ό βασιλιάς καί διέταξε νά ετοιμάσουν τό σακκούλι μέ τά κα ρύδια. Τά φορτώθηκε στήν πλάτη του ό Ταμπανίνο τήν άλλη μέρα, και ξεκίνησε παίρνοντας τό γνωστό του δρόμο για τό σπίτι τού Άγριανθρώπου. Έφτασε πάλι βράδυ. Αφού βε βαιώθηκε πώς δ Αγριάνθρωπος ήταν μέσα, άρχισε σιγά - σι
γά ν’ άνεβσίνη τή σκάλα πού ώδηγοΰαε στη σκεπή» Τραβή χτηκε τότε σέ μια άκρη και άρχισε νά σκορπίζη τά καρύδια πάνω στα κεραμίδια μέ τις δυό του φούχτες» Ό θόρυβος πού δημιουργήθηκε έκανε τον Αγριάνθρω πο νά ξυπνήση, — Γυναίκα!, φώναξε σκουντώντας τή γυναίκα του. ’Α χούς χαλάζι; Θά είναι ϊσα μ’ ένα καρύδι τό καθένα! Φοβάμαι μήπως μάς σπάση τά κεραμίδια. Θά βγάλω πάνω στη σκεπή τό θαυματουργό ραβδάκι γιά νά σταματήση» Ή γυναίκα του πήγε ώς τό παράθυρο, τό άνοιξε και κύτταξε νά δή. Τή στιγμή εκείνη ό Ταμπανίνο πού παραφύλαγε τής ερριξε ενα καρύδι στο κεφάλι καί τήν εκανε νά βάλη τις φωνές και νά τρέξη νά κρυφτή. Ό Αγριάνθρωπος πήρε τό θαυματουργό ραβδί πού φτιά χνει τόν καιρό, ανέβηκε γρήγορα τΙς σκάλες, ενώ ό παπου τσής τού έρ ρίχνε βροχή τά καρύδια στο κεφάλι του, και φτά νοντας στή σκεπή τό άπόθεσε επάνω κι’ έτρεξε νά κρυφτή κι’ αυτός μέσα στό σπίτι. Τήν ίδια στιγμή σταμάτησε κι’ ό Τα μπανίνο νά ρίχνη τά καρύδια, — Είδες πού σταμάτησε τό χαλάζι; είπε ό Αγριάνθρωπος στή γυναίκα του. Θά τό άφήσω δμως τό ραβδί ώς τό πρωί γιά νά μήν ξαναπέση. Ξάπλωσε γιά λίγο στό κρεβάτι κι’ έπειτα άνοιξε τό πα ράθυρο καί ρώτησε από περιέργεια τόν παπαγάλο: — Παπαγάλε, τί ώρα είναι; — Είναι ή ώρα πού ό Ταμπανίνο φεύγει τρέχοντας, παίρ νοντας μαζί του τό θαυματουργό ραβδάκι πού φτιάχνει τόν καιρό, απάντησε ό παπαγάλος. Γιατί, πραγματικά, ό Ταμπανίνο είχε αρπάξει τό θαυμα τουργό ραβδάκι από τή σκεπή κι’ έτρεχε μέ δλη του τή δύναμι. Ό Αγριάνθρωπος κοκκίνισε από τό θυμό του, έτριξε τά δόντια του κι’ έτρεξε φουριόζος στήν αυλή νά καβαλλήση τό
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΝΟ
αλογό του, Τό άλογο ξεχύθηκε τότε σαν σίφουνας νά προλάβη τον παπουτσή. Τον έφτασε όμως ακριβώς στην ακτή της λίμνης. Για άλλη μια φορά δ Ταμπανίνο μέ τδ μαγικό ραβδάκι πού τού έδωσε δ βασιλιάς άγγιξε την επιφάνεια και τά νε ρά τού έκαναν δρόμο νά πέραση. Μόλις όμως τό άλογο τού Άγριανθρώπου ετοιμάστηκε νά πατήση κι’ αυτό στό δρόμο πού άνοιξε στη λίμνη, τά νερά ώρμησαν και τον έκλεισαν. — Κλέφτη!, ξεφώνισε δ Αγριάνθρωπος μέ λύσσα. Δέν θά μου πέσης μιά φορά στά χέρια μου; Τότε, θά σου δεί ξω εγώ! Ό βασιλιάς χάρηκε πολύ βλέποντας τον Ταμπανίνο νά γυρίζη μέ τό θαυματουργό ραβδάκι καί τού ύποσχέθηκε πολλές τιμές καί πλούτη. — Θέλω νά μοΰ φέρης όμως καί τά δυο σακκουλάκια μέ τό χρυσάφι, τού είπε δ βασιλιάς, πού έχει κλεισμένα δ Α γριάνθρωπος στον κομμό του. Ό Ταμπανίνο δέν άρνήθηκε αυτή τή φορά γιατί ήξερε πώς δέν θά έβγαινε τίποτα μέ τις διαμαρτυρίες του. Σκέφτηκε μονάχα μέ ποιόν τρόπο θά κατάφερνε τώρα νά μπή στό σπίτι καί νά κλέψη μέσα από τον κομμό τά δυό σακκουλάκια μέ τό χρυσάφι. "Έπειτα από πολλή σκέψι βρήκε μιά ιδέα κι’ είπε στό βασιλιά: — Θέλω νά μού βρήτε ένα τσεκούρι, μιά στολή ξυλοκό που καί μιά ψεύτικη γενειάδα. — Θά τά έχης αμέσως!, τού είπε ό βασιλιάς, κι’ έδωσε διαταγή στούς υπηρέτες του νά ετοιμάσουν τά πράγματα πού ζήτησε. Μόλις τού τά έφεραν, δ Ταμπανίνο ντύθηκε, φόρεσε καί τή γενειάδα του καί παίρνοντας τό τσεκούρι στον ώμο του με ταμορφώθηκε σέ τέλειο ξυλοκόπο. Ξεκίνησε τότε γιά τό σπί τι τού Άγριανθρώπου καί κανόνισε ώστε νά φθάση ήμέρα. Βρήκε τον Αγριάνθρωπο νά κόβη ξύλα στό γειτονικό δάσος.
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΝΟ
21
— Γιά που τδβαλες, φίλε; τον ρώτησε ό Αγριάνθρωπος που δέν κατάλαβε πώς είχε νά κάνη μέ τον Ταμπανινο. — Γιά ξύλα, τού απάντησε ό καμπούρης. — Καί δέν κόβης από αυτό τό δάσος, τού έκανε την πρότασι ό Αγριάνθρωπος. "Έχει αρκετά ξύλα καί γιά τούς δυο μας. "Άλλο πού δέν ήθελε καί ό Ταμπανινο. Κατέβασε τό τσε κούρι από τόν ώμο καί άρχισε νά κόβη γκάπ - γκούπ ένα με γάλο δέντρο. Έκοψε από δώ, έκοψε από κεΐ τόν κορμό, ώ σπου κατάλαβε δτι μέ ένα γερό σπρώξιμο τό δέντρο θά έπε φτε καταγής. "Έκανε ?ωιπόν πώς τό έσπρωχνε, αλλά δέν έ βαζε καθόλου δύναμι γιά νά ξεγελάση τόν Αγριάνθρωπο. Μόλις τόν είδε αυτός, τού είπε: — Μην παιδεύεσαι άδικα, φίλε, μόνος σου. Περίμενε νά σου δά>σω κι’ έγώ ένα χεράκι. Καθώς δμως ξεκίνησε νάρθη προς τό μέρος του, δ Ταμπανίνο έσπρωξε άπότομα τόν κορμό, καί τό δέντρο έπεσε μέ πάταγο στη γη, πάνω άπό τόν Αγριάνθρωπο. — Βοήθεια!, ούρλιασε ό Αγριάνθρωπος πού τά χέρια του καί τά πόδια του φυλακίστηκαν κάτω άπό ένα χοντρό κλαδί. Βοήθεια, συνάδελφε! Ό Ταμπανινο πλησίασε κι’ έκανε νά σπρώξη τό δέντρο. — Δυστυχώς, δέν μπορώ νά σέ βοηθήσω, τού είπε. Ό κορμός είναι βαρύς. -—- Κάνε μου τή χάρε, τόν παρακάλεσε δ Αγριάνθρωπος πού τό πρόσωπό του μόρφαζε άπό τούς πόνους, νά πας στο σπίτι πού φαίνεται άπέναντι καί νά ζητήσης άπό τή γυναίκα μου νά σού δώση τις δυό μεγάλες σφήνες. — Αμέσους!, τού είπε δ Ταμπανινο κι’ έτρεξε πρόθυμος στο σπίτι τού Άγριανθρώπου. Φτάνοντας εκεί, είπε στη γυ ναίκα του: — Μού είπε δ άντρας σου νά μού δώσης τις δυό σακκού» λες μέ τό χρυσάφι πού έχετε στον κομμό.
22
— Τις δυο σακκούλες!, έκανε κατάπληκτη ή γυναίκα. Δεν πιστεύω νά ζήτησε 6 άντρας μου τέτοιο πράγμα. -— 3Έλα στο παράθυρο νά τον ρωτήσουμε, τής είπε ό Ταμπανίνο. Καί πλησιάζοντας στο παράθυρο φοόναξε μέ δλη του τή δύναμι: — Καί τις δύο νά τις φέρω; -—- Ναι καί κάνε γρήγορα!, απάντησε από τό δάσος ό Α γριάνθρωπος πού εννοούσε τις σφήνες. — Είδες; είπε στη γυναίκα δ Ταμπανίνο. Νόμισες πώς σόύ έλεγα ψέματα; Αυτή ή καημένη, μιά καί ακούσε μέ τά ίδια της τ’ αυτιά τή διαταγή τού άντρα της, δεν έφερε άντίρρησι. Πήρε τά κλειδιά, άνοιξε τον κομμό καί παρέδωσε τά δυο γεμάτα σακκουλάκια μέ τύ χρυσάφι στον ξυλοκόπο, χωρίς νά ξέρη κι’ αυτή πέος είχε νά κάνη μέ τον παπουτσή. Ό Ταμπανίνο πήρε τά δυο σακκουλάκια καί, βγαίνοντας από τό σπίτι, δέν προχώρησε προς τό δάσος, αλλά, πήρε άλ λο δρόμο καί άρχισε τό τρεχαλητό. Μάταια τον περίμενε δ Αγριάνθρωπος, καί μάταια άρχι σε νά φωνάζη. Στο τέλος, όταν τό πήρε άπόφασι πώς δ ξυλο κόπος δέν έπρόκειτο νά έρθη νά τον βοηθήση, προσπάθησε μόνος του νά έλευθερωθή. "Έπειτα από πολλούς κόπους τό κατάφερε. Ξεκίνησε τότε κουτσαίνοντας καί μέ πληγιασμένα χέρια γιά τό σπίτι. — Τί συμβαίνει, γυναίκα; Πού είναι ό ξυλοκόπος πού ήρθε νά πάρη τις σφήνες; Γιατί δέν ήρθε; — Τις σφήνες; ρώτησε κατάπληκτη ή γυναίκα καί την έπιασε κρύος ιδρώτας. Μά, δέν μού είπες νά τού διοσω τις δυο σακκούλες μέ τό χρυσάφι; Ό Αγριάνθρωπος έμεινε μέ ανοιχτό τό στόμα σάν νά έ πεσε από τον ουρανό. Κατάλαβε πώς τού είχαν παίξει ένα
ΤΛ ΚΑΤΟΡβΠΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΝΟ
23
τρομερό παιχνίδι καί βγαίνοντας στο παράθυρο, ρώτησε τον παπαγάΐ,ο: — Παπαγάλε, τί ώρα είναι; — Είναι ή ώρα πού δ παπουτσής φεύγει μέ τις σακκοΰλες τό χρυσάφι, του απάντησε εκείνος. Ό Αγριάνθρωπος, μαθαίνοντας πώς ό κλέφτης του χρυ σαφιού ήταν ό Ταμπανίνο, πήγε να σκάση από τό κακό του. Δεν ετρεξε δμως νά καβαλ?νήση τό άλογό του καί νά τον κυνηγήση, γιατί τώρα τόν πονοΰσαν ανυπόφορα τά πόδια και τά χέρια κι’ ήθελε νά ξεκουραστή και νά γιατρέψη τις πλη γές του. ΤΟ ΑΛΟΓΟ
ΒΑΣΙΛΙΑΣ δέν άφησε ούτε τώρα ήσυχο τό\ Ταμπανίνο. Τόν πρόσταζε νά πάη στο σπίτι τού ?Αγριάνθρωπου καί νά τού φέρη τό άλογό του. — Μά, αυτό είναι πολύ δύσκολο!, τού εξήγησε ο Ταμπα νίνο. Τό άλογο είναι κλεισμένο στην αυλή και ή εξώπορτα είναι κλειδωμένη. — Δέν ξέρω πώς θά τά καταφέρης, έπέμενε 6 βασιλιάς, εγώ πάντως θέλω νά μου φέρης τό άλογο τού Άγριανθρώπου πού τρέχει σάν τόν άνεμο. Τί νά κάνη κι’ ο Ταμπανίνο, αναγκάστηκε νά συμμορφωθή μέ τήν έπιθυμία τού βασιλιά. Αφού σκέφτηκε για λίγη ώ ρα μέ τί τρόπο θά κατάφερνε νά πραγματοποιήση αυτό τό δύσκολο τόλμημα, εφοδιάστηκε μέ ενα σακκοΰλι μπαμπάκι καί μ1 ένα σουβλί πού ράβουν τά παπούτσια καί ξεκίνησε. "Έφτα σε πάλι βράδυ στο σπίτι τού ^Αγριάνθρωπου. Αφού βεβαιώ θηκε πώς τό άλογο βρισκόταν στήν αύλή. πήδησε μέσα καί τό πλησίασε αθόρυβα από μπροστά. Γονάτισε τότε κρυμμένος στό σκοτάδι καί βγάζοντας τό σουβλί του, τρύπησε ελαφρά τό άλογο,
24
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΚΙΚΟ
Εκείνο ξαφνιάστηκε μέ τό τσίμπημα πού ένοιωσε και άρ χισε νά κλωτσάη> ένώ τά κουδούνια πού στόλιζαν τό λαιμό του, καί τό καπίστρι του άρχισαν ν’ αντηχούν κι7 αυτά καί νά ξε σηκώνουν τον κόσμο. 'Όταν σέ μιά στιγμή ήσύχασε, ό Ταμπανίνο πλησίασε καί τό τρύπησε πάλι ελαφρά γιά νά τό κάνη νά ξαναρχίση τις κλοκσιές. — Τί νά επαθε τό άλογο; άναρωτήθηκε δ Αγριάνθρωπος πού ξύπνησε από τόν θόρυβο πού έκαναν οί κλωτσιές καί τά κουδούνια. Θά στενοχωριέται τό καημένο στην αυλή κλεισμένο δλη τή μέρα. Σηκώθηκε λοιπόν ανύποπτος, βγήκε στήν αυλή, έλυσε τό άλογο από ένα στύλο πού τό είχε δέσει καί βγάζοντάς το έξω στό χωράφι, τό έδεσε άπό τόν κορμό ένός δέντρου. Κατόπιν, γύρισε ήσυχος στό σπίτι του νά κοιμηθή. Ό Ταμπανίνο πού σ’ αυτό τό διάστημα ήταν κρυμμένος σέ μιά γωνιά, βγήκε αθόρυβα δταν είδε τόν Άγριάνθριοπο νά μπαίνη στό σπίτι, πλησίασε τό άλογο καί άρχισε νά τού 6ουλώνη τά κουδουνάκια με τό μπαμπάκι πού είχε φέρει μαζί του. βΌταν τελείωσε, έλυσε τό σκοινί, καβάλλησε τό άλογο καί άρ χισε νά καλπάζη μέ δλη τήν ταχύτητα πρός τήν πολιτεία. "Έπειτα άπό μιά ώρα ξύπνησε καί δ Αγριάνθρωπος καί ρώτησε τόν παπαγάλο νά τού πή τί ώρα είναι. — Είναι ή ώρα πού ό Ταμπανίνο τρέχει πρός τήν πολι τεία καβάλλα στ7 άλογό σου, τού απάντησε ό παπαγάλος. Ό Αγριάνθρωπος έμεινε γιά λίγο άφωνος κι7 ακίνητος λες καί τόν χτύπησε κεραυνός, κι7 δταν συνήλθε, άρχισε νά βρίζη καί ν’ απειλή τόν Ταμπανίνο, πώς, αν τόν έπιανε στά χέρια του, θά τόν έκανε μικρά - μικρά κομματάκια. "Έπειτα άρχισε νά ούρλιάζη άπό τή μανία του έπειδή τού έλειπε τό ά λογο καί δέν μπορούσε νά κυνηγήση τόν παπουτσή. Ό βασιλιάς ενθουσιάστηκε πολύ βλέποντας τό άλογο πού τού πήγε δ Ταμπανίνο κι’ έκανε σάν τρελλός άπό τή χαρά του. Μά δεν σταμάτησε εδώ. Έστειλε τόν παπουτσή νά τού ψέρη
25
τον παπαγάλο τού Αγριάνθρωπου πού ήξερε νά σκέφτεται •και νά μιλάη. Ό καημένος ό Ταμπανίνο έφωδιάστηκε μέ διά φορα γλυκά, καί μ’ αυτά κατάφερε νά πλανέψη τόν παπαγά λο καί νά τόν φέρη ως τό παλάτι, — Καί τό)ρα, τού είπε δ βασιλιάς, θά μου κάνης την τε λευταία χάρι. — Μά, σου τά έφερα δλα μεγαλειότατε!, τού απάντησε ό Ταμπανίνο. — Μου τά έφερες βέβαια δλα, μά δεν μου έφερες τόν ί διο τόν Αγριάνθρωπο. Τά χρειάστηκε δ Ταμπανίνο. Μέ ποιόν τρόπο θά κατόρ θωνε νά φέρη τόν ίδιο τόν Αγριάνθρωπο στο παλάτι; — Είναι δύσκολο αυτό τό πράγμα πού μου ζητάτε μεγα λειότατε, τόλμησε νά τού πη. — Δύσκολο ή εύκολο, εγώ σέ διατάζιο νά τό κάνης. Κι’ αν τό καταφέρης, θά κρατήσω την ΰπόσχεσι πού σου έδωσα, νά σέ κρατήσω γιά πάντα μαζί μου καί νά σου δώσω πλούτη καί τιμές. Ό Ταμπανίνο έσκυψε γιά άλλη μιά φορά ακόμη τό κεφά λι μπροστά στη διαταγή τού βασιλιά. — Θά δοκιμάσω νά τόν αιχμαλωτίσω, είπε στο βασιλιά, αρκεί νά βρήτε έναν πού θά μπόρεση νά μού άλλάξη τά χα ρακτηριστικά τού προσώπου μου. — Εύκολο πράγμα αυτό, τού απάντησε δ βασιλιάς κι’ έ δωσε διαταγή νά γίνη δ,τι ζήτησε ό καμπούρης. Αφού πέρασαν λίγες μέρες, δ Ταμπανίνο άφησε τήν πο λιτεία εντελώς αγνώριστος καί ξεκίνησε γιά τό σπίτι τού Α γριάνθρωπου. Τόν βρήκε πάλι στό δάσος νά κόβη ξύλα. Μόλις εκείνος είδε τόν ξένο νά πλησιάζη, σταμάτησε τή δουλειά του, τόν κύτταξε ύποπτα καί τόν ρώτησε: —· Ποιος είσαι, ξένε, καί τί θέλεις; —- "Έρχομαι από τήν πόλι, τού άπάντησε δ Ταμπανίνο
26
ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΠΑΝΙΝΟ
καί ζητώ νά βρω σανίδες για νά φτιάξω ένα φέρετρο του Ταμπανίνο πού πέθανε χθές. — Μπά!, έκανε δ ’Αγριάνθρωπος και πήδησε από τή χα ρά του. "Ωστε, πέθανε αυτό τό κάθαρμα; — Ναι, πέθανε. — Δέν ξέρεις πόσο ευχαριστήθηκα για τό νέο πού μου εί πες, καλέ μου άνθρωπε. Μου είχε παραμπή στη μύτη αυτός ό διάβολος. Θά σου δώσω εγώ τΙς σανίδες νά τού φτιάξης τό φέρετρο. — Ξέχασα ό'μως νά πάρω τά μίτρα του, είπε ο Ταμπανί νο. Πώς νά τό φτιάξω τό φέρετρο; — Μή σέ νοιάζη γι’ αυτό, τού απάντησε ό Αγριάνθρω πος. Ό Ταμπανίνο είχε πάνα) κάτω τά μέτρα τά δικά μου. — * Ωραία, είπε τότε ό Ταμπανίνο. Ξάπλωσε πάνω στις σανίδες νά φτιάξω τό φέρετρο ακριβώς στά μέτρα σου. Καθώς ο άλλος ξάπλωσε ανύποπτος, άρχισε νά τις καρφώνη μέ βιάση. "Έφτιαξε καί τό καπάκι καί καθώς τό έβαλε επάνω γιά νά δή αν έρχεται καλά, τό κάρφωσε κι’ αυτό. — Έ!, διαμαρτυρήθηκε δ Αγριάνθρωπος, τί κάνεις έκεϊ. Μά ήταν αργά πιά νά διαμαρτυρηθή. Ό παπουτσής κάρ φωνε συνέχεια τό καπάκι καί, μόλις τόν έκλεισε γιά καλά, τον φόρτοασε στό άλογό του πού είχε κρύψει πιο πέρα, καί τόν πή γε πεσκέσι στό βασιλιά. Μόλις έμαθαν οί κάτοικοι τής πολιτείας πώς ό Ταμπανίνο κατάφερε νά αιχμαλωτίση τόν Άγριάνθριοπο, ετρεξαν όλοι νά τόν δουν καί νά τόν θαυμάσουν. Ό βασιλιάς, πού δέν ξέχασε την ύπόσχεσί του, έκανε πολ λά δώρα στον Ταμπανίνο καί τό βράδυ, σέ μια γιορτή πού α κολούθησε στό παλάτι, τόν ωνόμασε σύμβουλό του. Κι’ από την ήμερα έκείνη ό φτωχός μπαλωματής έζησε κοντά στό βασιλιά πλούσιος κι’ ευτυχισμένος. ΤΕΛΟΣ Άτιόδοαις; Π. £τρασίκη
ΙΑ φορά, ένας γεωργός είχε 2να γάιδαρο, πού τον υ πηρέτησε πιστά καί υ πομονητικά για πολλά χρόνια. Ήρθε δμως καιρός πού δ καημένος δ γάιδαρος γέρασε και δεν μπορούσε νά δού λεψη γιά τό αφεντικό του. Τότε κι’ αυτός, γιά νά μην τον τα'ίζη άδικα καί ξοδεύει λεφτά γιά τό σανό του, αποφάσισε νά τον σκοτώση. Ό γάιδαρος δμως, "Αρχισαν νά ουρλιάζουν άλαι μαζί !... πού μ’ δλα του τά γε ρατειά ήταν έξυπνος, κατάλαβε τις προθέσεις του αφεντικού του, κι’ ένα πρωί, αποφάσισε νά φύγη γιά νά γλυτώση τή ζο^ή του. "Έτσι κι’ έ κανε. Γλύστρησε αθόρυβα από την αυλή καί πήρε τό μεγάλο δρόμο πού ώδηγούσε προς τή Βρέμη, τή μεγάλη πολιτεία. Κι’ είχε τό σκοπό του δ γάιδαρος πού πήγαινε στή Βρέμη. -— Μιά κι* έχω τόσο ώραία φωνή, συλλογίστηκε, μπορώ εύκολα νά γίνω μουσικός. Θά παρακαλέσω τό δήμαρχο νά μέ κρατήση στήν δρχήστρα του. Καθώς προχωρούσε μέ τό κεφάλι σκυφτό, σέ μιά στροφή τού δρόμου συνάντησε ένα σκύλο πού είχε ξαπλωθή σέ μιά άκρη καί ούρλιαζε. ·— Τί σου συμβαίνει καί ούρλιάζεις έτσι, παλιόφιλε; τόν ρώτησε μέ ενδιαφέρον δ γάιδαρος.
28
Ο! ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΒΡΕΜΗΣ
— Μην τά ρωτάς, του απάντησε ό σκύλος. "Όταν ήμουν νέος κι’ ήμουνα ξεφτέρι στο κυνήγι, τό αφεντικό μου μέ αγα πούσε και μέ πρόσεχε σαν τά μάτια του. Τώρα δμως πού γέρασα και κουράζομαι εύκολα, θέλει νά μέ σκοτώση. Αποφά σισα λοιπόν νά φύγω από τό σπίτι, γι’ αυτό κάθομαι και κλαίω τώρα τή μοίρα μου. Τί θ’ απογίνω μόνος μου στόν κόσμο; — Μή φοβάσαι, έχεις εμένα συντροφιά, τον παρηγόρησε ό γάιδαρος. Γιατί καί σέ μένα τό ίδιο συμβαίνει. Έχω νά σου κάνω μιά πρότασι, παλιόφιλε. Δέχεσαι νάρθης μαζί μου για νά δοκιμάσουμε την τύχη μας στη Βρέμη; -Αφού ξέρεις καί σύ νά τραγουδάς, όπως εγώ, θά γίνουμε ένα περίφημο ντουέττο. — Μετά χαράς, τού απάντησε 6 σκύλος πού τού άρεσε ή ιδέα τού γαϊδάρου, καί τον ακολούθησε πρόθυμα. Δέν είχαν προχωρήσει πολύ στο δρόμο τους δταν είχαν μιά άλλη συνάντησα Βρήκαν μιά γάτα νά νιαουρίζη κλαψιά ρικα κάτω από ένα δέντρο καί τά γκρίζα της ματάκια νά έ χουν γεμίσει δάκρυα. Ήταν φανερό πώς ύπέφερε. — Καλή μου κυρία, τή ρώτησε ό γάιδαρος, τί σου συμ βαίνει καί νιαουρίζεις έτσι; — 5Άχ, ή δυστυχισμένη, έγά)!, αναστέναξε ή γάτα. Είναι νά μή νιαουρίζω καί νά μην κλαίω, αφού έφυγα για πάντα από τό σπίτι πού γεννήθηκα; Επειδή γέρασα καί δέν μπορώ πιά νά κυνηγώ τούς ποντικούς, ή κυρά μου αποφάσισε νά μέ σκοτώση, γι’ αυτό κι’ εγώ αναγκάστηκα νά φύγω. — νΩ, έκανε συγκινημένος ό γάιδαρος, είναι θλιβερή ή ιστορία σου, κυρά γάτα μου, άλλα δέν πρέπει ν’ απελπίζεσαι γιατί τό ίδιο συμβαίνει καί σέ μάς τούς δύο. Έλα λοιπόν μα ζί μας καί σύ. Πάμε στη Βρέμη νά γίνουμε μουσικοί. Ή γάτα, πού ήξερε κι’ αυτή νά τραγουδάη, χάρηκε πολύ για την έμπνευσι τού γαϊδάρου καί τούς άκολούθησε πρόθυμα, αφού σκούπισε μ’ ένα μαντηλάκι τά δακρυσμένα της μάτια. Αφού βάδισαν αρκετά, έφτασαν σ’ ένα μικρό χωριουδά-
Οί ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΒΡιΕΜΗΣ
29
κι. Στο τελευταίο του σπίτι, είδαν έναν πετεινό νάχη ανέβει πάνω στα κάγκελα του κήπου καί νά μή σταματάη τό «καιρι κού» οΰτε στιγμή, — Συνάδελφε, του είπε ό γάιδαρος μόλις έφτασαν κοντά του, μά την πίστι μου, είσαι δ καλύτερος τενόρος πού έχω συ ναντήσει στη ζωή μου. Τί σ’ επιασε δμως και δέν σταματάς νά πάρης καί λίγη ανάσα; > — νΑχ, άναστέναξε θλιμμένα ό πετεινός. Τραγουδώ για ν’ άποχαιρετήσο.) τη ζωή. "Ήμουνα πάντα χρήσιμος σ’ αυτό τδ σπίτι, γιατί εγώ ξυπνούσα, κάθε πρωί τό νοικοκύρη νά πάη στη δουλειά του. Αλλά, σ’ αυτόν τον κόσμο κάνεις δέν εκτι μάει την καλοσύνη. Ή κυρά μου αποφάσισε αύριο τό πρωί νά μέ σφάξη, επειδή θά έχη ξένους στο σπίτι. Γι’ αυτό λοι πόν καί γώ τραγουδώ. Είναι τό τελευταίο μου τραγούδι αυτό. — Κουράγιο, φίλε!, τού είπε δ γάιδαρος. Μέ τέτοια φω νή πού έχεις δέν αξίζει νά μπής στο τσουκάλι. Σού προτείνω ένα σχέδιο: έρχεσαι μαζί μας στη Βρέμη δπου πάμε νά δοκι μάσουμε την τύχη μας στη μουσική; Καί οί τέσσερις μαζί θ’ άποτελέσουμε ένα θαυμάσιο κονσέρτο άπό τις καλύτερες φωνές. — Μετά χαράς!, απάντησε ένθουσιασμένος δ πετεινός. Πάντοτε (ονειρευόμουνα νά γίνω μουσικός. Νά, λοιπόν πού βρήκα την ευκαιρία γιά νά γλυτώσω καί τδ κεφάλι μου. Καί λέγοντας αυτά πήδησε στο δρόμο καί ξεκίνησαν καί οί τέσσερις μαζί.
Ο ΗΛΙΟΣ βασίλευε καί οί τέσσερις φίλοι μας α ποφάσισαν νά σταματήσουν τό δρόμο τους γιά νά ξεκουραστούν καί διάλεξαν την άκρη ένός δάσους νά διανυχτερεύσουν. Ό γάιδαρος καί δ σκύλος ξάπλωσαν στή ρίζα
30 ενός δέντρου, ή γάτα ανέβηκε στη διχάλα του κι’ ό πετεινός Ανέβηκε πιό ψηλά Ακόμη. Τέντωσε τό λαιμό του κι’ έτοιμάστηκε νά λαλήση, δταν, τά μάτια του διέκριναν ένα φως σέ λίγη Απόστασι από τό δάσος. — Β?νέπο3 ένα φως], ειδοποίησε τούς συντρόφους του. Θά είναι κανένα αγροτόσπιτο δπως συμπεραίνω. — Μμ!, έκανε ό γάιδαρος, δέν θά ήταν άσχημη ή ιδέα νά τού κάναμε μιά έπίσκεψι. Μπορεί νάβρίσκα στήν αυλή του λίγο σανό γιά νά γεμίσω τό άδειο στομάχι μου. — Κι’ εγώ κανένα κόκκαλο νά ροκανίσω, είπε ό σκύλος και ξερογλύφτηκε από τη λιγούρα. — Ποιος ξέρει, μπορεί νά βρω καί γώ κανένα ποντίκι, συμπ?νηρωσε ή γάτα από πάνω. —- Εμπρός λοιπόν, έβγαλε την άπόφασι ό γάιδαρος πού ήταν ό αρχηγός τής παρέας. Πάμε γιά τό σπίτι. Ό πετεινός κατέβηκε καί προχώρησε μπροστά γιά νά τούς δείξη τό δρόμο. Σέ λίγο έφταναν. Ήταν πραγματικά ένα σπί τι καί τό παράθυρο Απ’ δπου έβγαινε τό φως ήταν ανοιχτό. — Περιμένετε μιά στιγμή νά κυττάξω μέσα, τούς είπε ό γάιδαρος πού ήταν πιό ψηλός απ’ δλους. Στήριξε τά πόδια του στόν τοίχο, σήκωσε την κεφάλα του καί κύτταξε. — Τί είδες; τον ρώτησε ή γάτα πού ήταν περίεργη. — Τό σπίτι αυτό τό κατοικούν κλέφτες!, τούς Απάντησε ό γάιδαρος. "Έχουν στρωθή στο τραπέζι, τρώνε, πίνουν, καί παί ξουν χαρτιά. — Νά μπορούσαμε καί μείς νά τσιμπήσουμε κάτι από τά φαγητά τους, ψιθύρισε ό πετεινός. — Πρέπει νά βρούμε έναν τρόπο νά μπούμε, είπε ό γάι δαρος. 5Ακολούθησε Αμέσως ένα γρήγορο συμβούλιο κι’ είπε ό καθένας τή γνώμη του. Στο τέλος συμφώνησαν νά διώξουν τούς κλέφτες από τό σπίτι καί βρήκαν τόν τρόπο. Ό γάΐδα-
ύ\ ΜΟΥΣΙΚΟ! ΤΗΣ ΒΡ,βΜΗΣ
31
ρος στάθηκε όρθιος κοντά στο παράθυρο, πάνω στη ράχη του πήδησε δ σκύλος, στό κεφάλι του σκύλου κάθησε ή γάτα, και στην καμπούρα τής γάτας άνέβηκε ό πετεινός» — Δόσε τδ σύνθημα, είπε ό γάιδαρος στη γάτα. Αυτή καθάρισε τό λαιμό της κι’ έβγαλε ένα σιγανό νιαούρισμα. Αυτό ήταν. Αμέσως, άρχισαν και οί τέσσερις τους νά φωνάζουν. Ό γάιδαρος γκάριζε μέ δλη του τη δύναμη δ σκύλος γάβγιζε, ή γάτα νιαούριζε σαν λυσσασμένη και ό πε τεινός άρχισε τά παρατεταμένα «κικιρίκου!». Ή παράξενη αυτή συμφοσνία κράτησε για λίγο, ώσπου νά ξαφνιάση τη συμμορία των κλεφτών. Γιατί, αμέσως κατό πιν τά τέσσερα ζώα πήδησαν τό ενα κοντά στό άλλο καί μπή καν στό σπίτι, κάνοντας αληθινό σαματά. Οί κλέφτες, πού ξα φνιάστηκαν άπ τό θόρυβο τών φωνών, μόλις άντίκρυσαν με ρικές σκιές νά πηδούν από τό παράθυρο, νόμισαν πώς ήταν φαντάσματα, καί, χεορίς νά σκεφτούν τίποτα άλλο, τό έβαλαν περίτρομοι στά πόδια, άνοιξαν την πόρτα κι’ εξαφανίστηκαν μέσα στη νύχτα. Μένοντας μόνοι τους οί τέσσερις φίλοι, ρίχτηκαν πάνω στά φαγητά καί άρχισαν νά τά καταβροχθίζουν μέ δρεξι. Ό γάιδαρος άρπαξε ένα καρβέλι μέ τις δοντάρες του καί τό άργομασοΰσε σαλεύοντας τά πελώρια αυτιά του, ενώ ή γάτα δί πλα του είχε ριχτή σ’ ένα πιάτο μέ κρέας. Αφού έφαγαν καί χόρτασαν, εξαφανίζοντας από την πεί να πού είχαν δλα τά φαγητά τού τραπεζιού, αποφάσισαν νά κοιμηθούν. Ό γάιδαρος βγήκε στην αυλή καί ξάπλωσε πάνω σ’ ένα στρώμα άπό άχυρα, Ό σκύλος ξάπλωσε πίσω από την πόρτα, πάνω σ’ ένα χαλί, καί ή γάτα κουλουριάστηκε στις ζε στές στάχτες τού τζακιού. 'Όσο γιά τον πετεινό, άνέβηκε -ψη λά σ’ ένα καδρόνι τής σκεπής καί κούρνιασε. Κι’ δπως ήταν κουρασμένοι καί οί τέσσερις τους άπό τό δρόμο καί άπό τις συγκινήσεις τής ημέρας, δέν άργησαν νά κοιμηθούν. Κατά τά μεσάνυχτα, οί κλέφτες πήραν λίγο θάρρος καί
3ί
0! ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΒΡΌΜΗΣ
πλησίασαν τό σπίτι. Είδαν τά φώτα του σβησμένα κι’ Μγαλ<χ\ τό συμπέρασμα πέος δέν έπρεπε νά τρομάξουν καί νά φύγουν χωρίς νά δουν τί ήτανε οί σκιές αυτές πού πήδησαν από τό παράθυρο. — Έγώ λέω νά μπούμε μέσα, είπε ένας από αυτούς, ό πιο θαρραλέος. — Κι’ αν είναι μέσα τά φαντάσματα καί μάς περιμένουν; -— Μην εϊσαστε κουτοί καί πιστεύετε στά φαντάσματα. Έγώ θά μπω γιά 'νά δώ τί συμβαίνει. Καί, χωρίς νά χάση καιρό, άφησε τούς συντρόφους του καί προχοόρησε αθόρυβα προς τό σπίτι. Πέρασε την αυλή χωρίς νά δή τον γάιδαρο, άνοιξε μέ προφύλαξι την πόρτα χω ρίς νά πάρη εΐδησι τό σκύλο πού κοιμόταν πίσω της, καί περ νώντας τό διάδρομο μπήκε στή μεγάλη σάλλα. Ήταν πυκνό σκοτάδι δμως καί δέν έβλεπε γύρω του. Σιγά - σιγά τά μάτια του συνήθισαν καί διάκριναν δυο μικρές σπιθοΰλες νά φέγ γουν στο τζάκι. Αποφάσισε τότε νά προχωρήση ώς τό τζάκι καί νά προσπαθήση ν’ άνάψη τη φωτιά μ’ αυτές τις σπίθες. Γονάτισε κάτω, βρήκε ένα ξύλο, καί, μ’ αυτό προσπάθησε ν’ άνασκαλέψη τις σπίθες. ΓΙ ού νά φανταστή δμως ό φουκαράς πώς οι δυο αυτές σπιθούλες ήταν τά μάτια τής γάτας! Μόλις λοιπόν ή γάτα έ νοιωσε τό ξύλο νά την άγγίζη, άφησε ένα πνιχτό νιαούρισμα καί δίνοντας ένα σάλτο γραπώθηκε πάνω στά χέρια τού κλέφτη καί άρχισε νά τον τσαγγρουνάη μέ τά νύχια της. Ό κλέφτης, πού δέν περίμενε τέτοιο πράγμα, λίγο έλειψε νά πάθη συγκοπή από τό φόβο του. Παράτησε τό ξύλο πού κρατούσε, τίναξε τά χέρια του νά διοόξη από πάνα) του τό κα ταραμένο αυτό στοιχειό καί τοβαλε στά πόδια προς τήν πόρτα, αναποδογυρίζοντας τις καρέκλες από τή φούρια του νά ξεφύγη. Μά στήν πόρτα τον περίμενε έτοιμος δ σκύλος καί μόλις
ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΒΡΕΜ,ΒΣ
33
τόν είδε νά πλησιάζη πηδάει επάνω του και του πατάει μια γε ρή δαγκωνιά στο πόδι, ενώ ό πετεινός από ψηλά άρχισε κι’ αυτός τά «κικιρίκου». Μέ την ψυχή στο στόμα ό κλέφτης κατάφερε ν’ άνοιξη τήν πόρτα και πήδησε στήν αυλή. Γιά κακή του τύχη δμως έπεσε πάνω στο φίλο μας τό γάιδαρο, πού τον περίμενε έτοιμος και τον φιλοδώρησε μέ μια γερή κλωτσιά στά πισινά του. Τόσο γερή ήταν ή κλωτσιά τού γαϊδάρου, πού τον σήκωσε ψηλά καί τον έρριξε από τό έξω μέρος τής αυλής, στο μέρος πού περίμεναν οί σύντροφοί του. — Τί συμβαίνει; τον ρώτησαν περίεργοι εκείνοι βλέποντάς τον νά πέφτη άνάμεσά τους σάν άδειο ασκί. — Δρόμοι!, έκανε ό κλέφτης μόλις κατάφερε νά σηκωθή στά πόδια του. Είχατε δίκιο, τό σπίτι τό κατοικούν φαντάσματα. — Εξήγησε μας, τού είπαν τότε αυτοί, αφού απομακρύν θηκαν αρκετά από τό σπίτι. — Ακούστε τί συνέβη. Μπήκα στο σπίτι καί προχώρησα στο τζάκι δπου είδα νά λάμπουν δυο σπίθες. Μόλις τις άγγι ξα δμως με ένα ξύλο πετάχτηκε μιά τίγρις και άρχισε νά μέ γδέρνη μέ τά νύχια της. Έτρεξα τότε νά φύγω μά στήν πόρτα μέ περίμενε ένας άνθρωπος μέ ένα μαχαίρι, ώρμησε πάνω μου καί μού κατάφερε μιά μαχαιριά στο πόδι. Τήν ίδια στιγμή κά ποιος φοόναξε πίσω μου: «Πιάστε τον κλέφτη, πιάστε τον!...» Κατάφερα νά βγω στήν αυλή, αλλά έκεΐ μέ περίμενε ένα πιο με γάλο κακό. Πετάχτηκε από τή γωνιά ένας άνθρωπος μέ ένα μεγάλο ρόπαλο στο χέρι, μού έδωσε μιά, και μέ πέταξε εξω από τό φράχτη! — Π ώ, πώ!, έκαναν οί άλλοι κλέφτες. Πάλι καλά πού γλύτωσες. ’Άς φύγουμε λοιπόν από τό καταραμένο αυτό σπίτι καί άς πάμε νά στήσουμε άλλού τό λημέρι μας. Έτσι, οί τέσσερις μουσικοί έμειναν μονάχοι στο σπίτι των κλεφτών, πού είχε μέσα του απ’ δλα τά καλά. Συμφώνησαν μά-
34
λίστα νά εγκαταλείπουν τό σχέδιο πού είχαν νά γίνουν μούσικοί στη Βρέμη.' — Πού άλλου θά βρούμε καλύτερα από δώ; τούς είπε ό γάιδαρος πού ήταν δ πιο σοφός απ’ δλους» Θά τρώμε, θά πί νουμε, και θά τό στήνουμε και στο τραγούδι. Τί λέτε, παλιό φιλοι; -—* "Έχεις δίκιο, τού απάντησαν οι άλλοι κι’ άρχισαν τό τραγούδι από τη χαρά τους. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε μά οι τέσσερις μουσικοί εξακολουθούν νά ζούν ακόμα μονιασμένοι κι’ ευτυχισμένοι στο σπιτάκι τού δάσους. Καί κάθε πρωί, σμίγουν καί οι τέσσερις μαζί κι’ αρχίζουν τό τραγούδι τους. Μόνο πού ό καημένος ό γάιδαρος έχει βραχνιάσει καί δεν μπορεί νά βγάλη τις δυνατές κορώνες πού έβγαζε δταν ήταν νέος... ΤΕΛΟΣ Άπόδοσις; Π, £ τροπική
ΜΙΚΡΟΥ I 5Γ».!Γ·Π—ί ·,-;ΐ]'>^.^η·7ΕΓ.ΤΓνΓ·Π
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σ. ΑΜΒΜ-ΟΑΟΥΡΑΣ, ΟΊΚΟΝ. Δ)ΣΜ: Γ. ΓΈΟΡΠΑΑ,ΗΣ
ΕΙΙ3ΒΒΒΒΕΟΕΐ5ΒΙίΒΒ!ίΒΕΒ!)Β3ΒΚ£Β3σδ£Ρ5893£ΕΒίΕΒΒΐ!Ι31Β5Ε39ΓΒΟ!ΒΪ>!ΒΒΟ39Β38ΟΒΒΒ&ΒΒ1?Β06ΒΒΒΙ ΤΕΥΧΟΖ 12
|
~\7βϊδρΓό3
~~
Κη5 ^ί<α^α,9______ £/ΗΛ< ήρρο-
\ ετοε ο ε/τχηοε << V ΠΟΧ. .. , )
(και ηΡΝάΐ ηργο*-
7
£Ξ9 */)/)£ ΡΙήΜή.
I )
ί
ο εκνοοε εον
:Χ£/ ΤΟ ΔΙΤΤΟ ΤΟ)> Τ<,Ρ£/ϊ>/5£)Τ/ .
ΛΡήΧ. 2
/Μ/ΑΤΡΟ/ //ΡΰΟΙ
τρας μέ μάσκα στεκόταν ασάλευτος ρη τοϋ παράξενου εκείνου
Ο ΚΑΛΚΊΑΝΙΟΣ ΜΈ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΑΣΚΑ Π ΤΑΝ ΜΙΑ σκοτεινή νύχτα του Δεκεμβρίου, κι* ή θύε?νλα έδερνε αλύπητα τό μικρό νησάκι του Ούόοτ. Βέβαια, οί θύελλες δεν είναι καθόλου σπά νιες αυτή τήν εποχή στήν άκρη του ωκεανού, άλλα έκείνη τή νύχτα, πού ήταν καί παραμονή Πρωτο χρονιάς ή μανία του αέρα καί των κυμάτων ξεπερνοΰσε κάθε προη,γούμενο. Ό άνεμος φυσούσε λυσ σασμένα λες καί προσπαθούσε νά ξερριζώση τα δυο—τρία δέντρα τού νησιού, καί νά ξεσηκώση τις βαριές πέτρες πού κρατούσαν στή θέσι τους τις σκέπες των χαμηλών φτωχόσπιτων τού Ούάτ, πού είναι έτσι χαμηλά, άκριβώς για νά μήν τά γκρεμίζη; ό αέρας. Ή βροχή, μιά βροχή κρύα, παγωμένη, έπεφτε μέ τό τουλούμι καί τά πελώρια, κατάμαυρα κύμα τα τού ωκεανού έρχονταν νά σπάσουν, κάθε στιγ μή μέ μανία πάνω στά βράχια τής άκτής, σάν νά ήθελαν νά καταπιούν ολόκληρο τό νησί. Μ5 δλη τή θύελλα ώστόσο, μέσα στά σπίτια δέν βρίσκονταν παρά μονάχα οί γέροι καί τά παι διά. "Ολοι οί άλλοι, άντρες καί γυναίκες, αψηφών τας τον αέρα πού πήγαινε κάθε τόσο νά τούς άρπάξη, αψηφώντας τή βροχή πού τούς μούσκευε καί τά κύματα πού έρχονταν νά σκάσουν στά βράχια
κάνοντας τό έδαφος νά τρέμη καί γεμίζοντας τό πηχτό σκοτάδι μέ τη φριχτή ασπράδα του άφροΰ τους, ήταν μαζεμένοι στήν παραλία σέ μικρές—μι κρές όμάδες, καί είχαν τά μάτια τους καρφωμένα στή σκοτεινιά τοΰ πέλαγους, άνταλάσσοντας ποΰ καί που κα|μμιά κουβέντα μέ φωνή πού, δσο δυνατή καί νά ήταν, άκουγόταν μόλις σάν ψίθυρος πάνω από τή μανία των στοιχείων τής Φύσεως. “Ολοι τους ξέρανε, πώς κάτι τέτοιες νύχτες ήταν πού ή θύελλα άρπαξε δσα καράβια είχαν τήν άτυχία νά βρεθούν στήν άνοιχτή θάλασσα καί τά έσπρωχνε σάν καρυδότσουφλα νά τσακιστούν στούς άπόταμους βράχους του νησιού. Δεν ήταν όμως έπειδή συμπονούσαν τούς ά τυχους θαλασσινούς και θέλανε νά δώσουνε βοή θεια σ’ αύτούς πού θά τύχαινε νά ναυαγήσουν στις άκτές τους, πού ήταν μαζεμένοι στήν παραλία οί κάτοικοι τοΰ νησιού. Τήν έποχή εκείνη, πριν άπό πολλά, μά πάρα πολλά χρόνια, μοναδικό έπάγγελμα άντρων και γυναικών στο Ούάτ, ήταν νά ληστεύουν τά πλοία πού ναυαγούσαν στά λημέρια τους. Χωρίς νά νοι ώθουν καμμιά συγκίνησι γιά τις φωνές των θαλασ σινών πού πάλευαν μέ τά κύματα καί πνίγονταν, άφηναν τή θύελλα νά κάνη τή δουλειά της καί, τήν άλλη μέρα, δταν ή θάλασσα ήσύχαζε κάπως, μπαί νανε στις βάρκες τους καί πήγαιναν νά μαζέψουν δ,τι είχε μείνει άπό τό ναυαγισμένο καράβι. "Αρπαζαν δ,τι εδρισκαν καί στις φτωχικές
τους καλύβες εΟρισκε κανείς διάφορα παράξενα καί άκριβά πράγματα: Σπάνια άγαλματάκια άπό ελεφαντόδοντο, φερμένα άπό τις μακρυνές Ινδίες, δπλα μέ περίεργα σκαλίσματα φτιαγμένα στο Το λέδο της Ισπανίας, βαρύτιμα υφάσματα τής Φλάν δρας, κι* ένα σωρό άλλα πού φάνταζαν παράξενα μέσα στα χαμόσπιτα» ’Έτσι κι9 εκείνη τη νύχτα, είχαν κατέβει δλοι στην παραλία καί περΟμεναν έκεΐ, κάτω άπό τη βροχή καί μέσα στο βουητό τής θάλασσας καί του αέρα, ελπίζοντας πώς κάποιο καράβι θά ερχόταν, σπρωγμένο άπό τη θύελλα, νά «κοοθήση» στις ύπου λες ξέρες πού τριγύριζαν την άκτή του νησιού. "Οσο κι* αν άνοιγαν τά μάτια τους αμως, καί κάρφωναν τά βλέμματά τους στο σκοτάδι, δεν έβλεπαν τίποτα στο πέλαγος. Ή θύελλα κρατούσε άπό δυο μέρες τώρα, καί δσα καράβια είχαν γλυ τώσει ώς εκείνη τη στιγμή, θά βρίσκονταν άσφαλισμένα σέ κάποιο λιμάνι. Λίγο πριν άπό τά μεσάνυχτα ώστόσο, διέκριναν μοοκρυά, στο βάθος του πελάγους τήν σιλουέττα ενός πλοίου. Τά έξασκηιμένα μάτια των κατοί κων του Ούάτ είδαν άμέσως δτι ήταν ένα άπό τά μεγάλα καράβια πού έκαναν τά μακρυνά ταξίδια στούς ώκεανούόό Στή λάμψι των άστραπών, διέκριναν άκόίμα πώς τό καράβι, είχε χάσει δλα του τά κατάρτια καί, άπό τον τρόπο πού τό κυλούσε ή θάλασσα φαινόταν πώς είχε σπασμένο καί τό τι μόνι του. Σπρωγμένο άπό τον άνεμο πλησίαζε
στην άκτή. Φαινόταν τώρα πώς ήταν βαρειά φορ τωμένο. Βυθιζότοα/ πολύ μέσα στό νερό. Κι* δμως, τά κύματα έπαιζαν μαζί του σαν να ήταν ένα κομ μάτι φελλός. Τά άμπάρια του πρέπει νά μην είχαν άλλο χώ ρο. Γιατί καί στό κατάστρωμα άκόμα είχοα/ φορ τώσει μεγάλα κασόνια. *Αλλά τά σκοινιά πού τά κρατούσαν δεμένα, είχαν σπάσει καί κάθε φορά πού έγερνε τό καράβι, τά κασόνια κυλούσαν άπό τή μία στην άλλη άκρη μ* ένα φοβερό πάταγο πού άκουγόταν ώς την παραλία μ* δλο τό βουητό τής θύελλας. Στην πρύμη, δταν τό καράβι πλησίασε άκόμα, είδαν έναν άνδρα ψηλό πού στεκόταν όλόρθος κον τά στό τιμόνι, αψηφώντας τή θύελλα καί στό φώς μιας αστραπής παρατήρησαν σε μιά στιγμή πώς τό πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο άπό μιά κόκκι νη μάσκα. ?Ηταν μονάχος του πάνω στό καράβι. "Η του λάχιστον, φαινόταν νά είναι μονάχος. Κανείς άλ λος δεν διακρινόταν στό κατάστρωμα. Καί τό παράξενο καράβι όλοένα πλησίαζε στην άκτή. Οί κάτοικοι του Ούάτ κρατούσαν τώρα τήν άναπνοή τους. Άπό στιγμή σε στιγμή, περίμεναν ν* άκούσουν τό φριχτό τρίξιμο πού θά έδειχνε πώς τό καράβι είχε χτυπήσει σέ κάποιον ύφαλο καί είχε άνοιξει στά δύο. Ό άνδρας μέ τήν κόκκι νη μάσκα, έπρεπε νά βλέπη κι* έκεΐνος τούς νησιώ τες πού ήταν μαζεμένοι στήν παραλία. Αλλά δεν
έβγαζε ούτε φωνή, οΰτε τό χέρι του δέν κούνησε μια φορά. ΤΙ άνθρωπος ήταν; Μήπως κανένας πλούσιος έμπορος, άπελπισμένος πού έβλεπε τό εμ πόρευμά του νά χάνεται; Μήπως πάλι ήταν πειρα τής; Καδένας δέν μπορούσε νά πή. Τώρα, τό μυστηριώδες καράβι βρισκόταν πια μέσα στη ζώνη των υφάλων. ^Ηταν θαύμα πώς δέν είχε άκάμα πέσει πάνω σέ βράχο. Άλλα ξαφνικά, ένα πελώριο κύμα τό χτύπησε στο πλάι, καί τό πλάγιασε στο πλευρό. Οί κάτοικοι του νησιού, μ’ δλο πού ήταν συνη θισμένοι νά βλέπουν ναυάγια, έβγαλαν άθελά τους μια φωνή. ^Ηταν βέβαιοι πώς τό καράβι βυθιζό ταν. Την στιγμή όμως πού θά τό κατάπιναν τα μα νιασμένα νερά πού άφροκοπούσαν γύρω του, ένα άλλο κύμα τό άνασήκωσε. Δίπλα στο τιμόνι, ό κα πετάνιος μέ την κόκκινη μάσκα βρισκόταν πάντα στην ίδια θέσι, λές κι* ήταν καρφωμένος! Άλλα τά βαρέλια καί τά κιβώτια πού ήταν φορτωμένα στο κατάστρωμα, είχαν όλα κυλήσει μέσα στη θάλασ σα. Ό άέρας, πού ώς εκείνη τη στιγμή φυσούσε άπό τ’ άνοιχτά, άλλαξε ξαφνικά κι* άρχισε νά φυσάη προς την αντίθετη κατεύθυνσι. Καί τό μυστη ριώδες καράβι, σπρωγμένο πάλι άπό τό βίαιο ά νεμο, έκανε στροφή κι* άρχισε νά απομακρύνεται. Μέσα σέ μερικές στιγμές, είχε κι* όλας άπομακρυνθή άπό την παραλία πολύ καί τότε, ό καπε τάνιος μέ την κόκκινη μάσκα άρπαξε έναν τηλε
βόα καί γύρισε προς τήν ακτή. Πάνω άπό τήν βοή της θύελλας, τόν πάτοεγο της βροντής καί τό ούρλιαχτό τοΰ άέρα, τά λόγια του ακούστηκαν καθα ρά : — “Ο,τι έπεσε στή θάλασσα, είναι δικό μου. Θά ξανάρθω νά τά πάρω του χρόνου τέτοια μέρα! Καί τό μεγάλο καράβι χάθηκε σέ λίγο μέσα στο σκοτάδι τής νυχτερινής θύελλας. Τήν άλλη μέρος ή φουρτούνα συνεχίσθηκε. Αλ λά τήν παράλλη, ό καιρός έφτιαξε καί ή θάλασσα γαλήνεψε. "Ολοι οί κάτοικοι τού Ούάτ τότε, μπή καν στις βάρκες τους καί μισοχωμένα στήν άμμο ή, σφηνωμένα άνάμεσα στούς υφάλους πού είχαν ξεσκεπαστή μέ τήν παλίρροια, βρήκαν καί περι μάζεψαν άρκετά κιβώτια καί βαρέλια πού είχαν πέ σει άπό τό μυστηριώδες καράβι. Δεν περιγράφεται ό ενθουσιασμός τους, δταν, αφού τά έβγαλαν στήν παραλία τά άνοιξαν: "Ο λα, ήταν γεμάτα ώς άπάνω μέ περίφημα ασημικά. Ασημένια κύπελλα, ποτήρια, πιάτα, πελώριοι Α σημένιοι δίσκοι ασήκωτοι καί ένα σωρό κουτάλια καί μαχαιροπύρουνα κάθε είδους. "Αφού θαύμασαν τόν θησαυρό τους γιά πολλήν ώρα, τόν μοίρασαν ύστερα σέ ίσα μερίδια Α ναμεταξύ τους καί ετοιμάστηκαν νά μποϋν πάλι στις βάρκες γιά νά πάνε στήν πόλι άπέναντι στο νησί τους νά τά πουλήσουν. Ό χονέρός "Υβ δμως, πού ήτοιν ό πιο μυαλωμένος τούς σταμάτησε. ^Η ταν έπικίνδυνο, τούς είπε νά βγάλουν τά άσημικά
για πούλημα. Γιατί δλοι ξέρανε τή φτώχεια τους, καί θά καταλάβαιναν πώς τα άσημικά δεν ήταν δικά τους. Μπορεί λοιπόν νά λέγανε πώς έκαναν καιμμιά ληστεία, και νά τούς κρεμούσαν. Τά λόγια του χοντρό—'Ύβ έφεραν τό αποτέλε σμά τους. Κατάλαβαν δλοι πώς είχε δίκαιο καί α ποφάσισαν νά μην πουλήσουν τίποτα. Πήραν λοι πόν καθένας τό μερίδιό του καί τά κουβάλησαν σπίτια τους κοροϊδεύοντας αναμεταξύ τους τόν καπετάνιο μέ τήν κόκκινη μάσκα καί την προειδοποίησι πού τούς είχε κάνει. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Ή χρονιά κύλησε δπως δλες, καί κανένας από τούς κατοίκους τού Ούάτ δεν έγινε ευτυχισμένος έπειδή είχε στήν καλύβα του ένα άσημένιο φλυτζάνι ή μιάν άσηιμένια πιατέλλα. "Έφτασε επί τέλους καί ή παραμονή τής Πρω τοχρονιάς. Έδώ καί λίγον καιρό, δσο πλησίαζε ή παραμονή, οί πιο φοβιτσιάρηδες, είχαν άρχίσει νά τρέμουν φέρνοντας στο μυαλό τους τό μυστηριώ δες καράβι μέ τόν καπετάνιο πού φορούσε τήν κόκκινη μάσκα. Καί ό φόβος τους, μεταδόθηκε σιγά—σιγά καί στούς πιο γενναίους. Μαζεύτηκαν λοιπόν δλοι γιά νά σκεφτοΰν τί έπρεπε νά κάνουν. Καί ό χοντρό—'Ύβ πάλι, σά πιο μυαλωμένος, βρή κε τη λύσι. Τό καλύτερο, είπε, ήταν νά πάρη κα θένας τους δ,τι ασημικά είχε από τό μερίδιό του τού θησαυρού καί τή νύχτα τής παραμονής, νά τά ο,
βάλη ατό κατώφλι του σπιτιού του έξω άπό τήν πόρτα. "Ετσι, αν ό καπετάνιος μέ τήν κόκκινη μά σκα ξαναρχόταν, θά μπορούσε νά μαζέψη τά πράγματά του χωρίς νά πειράξη κανέναν. 9Αλλοιώς άν θύμωνε, που ξέρεις τί γινόταν; Μπορεί νά ήταν κι9 ό ίδιος ό Διάβολος! "Ολοι έμειναν σύ|μφωνοι. 9Αλλά τό σούρουπο τής παραμονής είχε πέσει, καί κανένας δεν αποφά σιζε νά βγάλη τά ασημικά του στο κατώφλι. Κα θένας περίμενε νά δή τί θά κάνη ό γείτονάς του, κι9 εκείνος πάλι ήθελε νά δή κάποιον άλλον πρώ τα. Μόλις δμως είχε πέσει ή νύχτα, ένας μικρός πού τριγύριζε στην παραλία, έτρεξε κατατρομαγ μένος στο χωριό καί ειδοποίησε πώς είχε δή στ9 άνοιχτά ένα μεγάλο κατάμαυρο καράδι πού έσχι ζε τήν ήσυχη, γιά πρώτη χρονιά Δεκέμβριο μήνα, θάλασσα, κι9 ερχόταν τφός τό νησί. Πανικός τούς έπιασε δλους. Χωρίς αργοπορία πιά, έτρεξαν, έβγαλαν τ9 άσημικά στά κατώφλια, κι5 ύστερα, έκλεισαν καί διπλοκλείδωσαν τις πόρ τες τους, έσβυσαν δλα τά φώτα καί κάθισαν περιμένοντας, ενώ τά δόντια τους χτυπούσαν άπό φό βο. Πέρασε ή νύχτα καί οί πόρτες εξακολουθού σαν νά είναι άκόμα κλειστές. ^Ηταν δλοι τόσο τρο μαγμένοι, πού μόλις κατά τό μεσημέρι τόλμησαν νά ανοίξουν. Καί τί νά δουν; Τά άσημικά βρίσκον ταν δπως τά είχαν άφήσεί, απλωμένα στο κατώφλι
κάβε πόρτας χωρίς νά λείπη τίποτα! Στό φως της ήμέρας τώρα, όλοι άναθάρρησαν. Καί βρέθηκαν μάλιστα μερικοί, οί πιό γεν ναίοι ή ίσως καί οί πιό μεγάλοι ψεύτες, πού είπαν πώς τή νύχτα είχαν κρυφανοίξει τό παράθυρό τους καί είχαν δη τόν καπετάνιο με την κόκκινη μάσκα πού περνούσε άπό τούς δρομάκους του χωρίου καί κύτταζε τά άσημικά μπροστά σέ κάθε πόρτα νά δη μήπως έλειπε τίποτα! "Ετσι, τά άσημικά τοϋ καπετάνιου μέ τήν κόκ κινη μάσκα μπήκαν πάλι στις κρυψώνες τους, κι’ άλλος Μνας χρόνος πέρασε. Καί πάλι τήν παραμο νή τής Πρωτοχρονιάς όλοι άπλωσαν τό μερίδιό τους άπό τόν θησαυρό στό κατώφλι καί κλείστηκαν στά σπίτια τους περιμένοντας τό πέρασμα τοϋ καπετάνιου. Σιγά—σιγά, όσο περνούσαν τά χρόνια, τό ά πλωμα των άσημικών έγινε συνήθεια. Τώρα πιά, δέν φοβούνταν τόσο πολύ τόν καπετάνιο μέ τήν κόκκινη μάσκα. Αλλά γιά καλό καί γιά κακό, τήν ώρισμένη νύχτα φρόντιζαν όλοι νά βγάζουν τά ά σημικά στό κιχτώφλι τους. Πέρασαν πολλά χρόνια. Εκείνοι πού είχαν μα ζέψει άπό τήν θάλασσα τά άσημικά τοϋ καπετάνι ου μέ την κόκκινη μάσκα έφυγαν άπ’ αυτό τόν κό σμο καί τούς άκολούθησαν τά παιδιά τους καί τά έγγόνια τους καί τά έγγόνια των έγγονιών τους. Ή ζωή είχε άλλάξει τώρα στό νησάκι τοϋ Ούάτ. ΟΙ κάτοικοι δέν είχαν πιά γιά έπάγγελμά τους .10—
νά ληστεύουν τά ναυαγισμένα καράβιοε Είχαν γί νει τίμιοι ψαράδες, καί έβγαζαν τό ψωιμί τους πα λεύοντας μέ τή θάλασσα πού τριγύριζε τό νησάκι τους. Κι* όπως ή τύχη είναι διαφορετική γιά κάθε άνθρωπο, ύπήρχαν τώρα στό νησί όχι μονάχα φτω χοί, άλλά καί μερικοί πλούσιοι μέ μεγάλα σπίτια καί πολλά λεφτά. "Ενας λοιπόν άπό τούς πιο φτωχούς, μά τούς πολύ φτωχούς, ήταν κι’ ό Γιον Λέ Γκέρν, ένα γερό κι’ άφοβο παλληικάρι πού μ’ όλο πού ήταν άπό τούς καλύτερους ψαράδες, δέν τά κατάφερνε νά κερδίζη άρκετά καί περνούσε δύσκολη ζωή, έπειδή ό πατέρας του είχε φάει όλη τήν περιουσία του στό κρασί. Ό φουκαράς ό Γιάν δέν είχε πιά παρά μο νάχα τό μικρό του σπιτάκι, μιά γέρικη ψαρόβαρ κα κι’ ένα κουταλάκι άσημένιο, πού σπίτι του πι στεύανε ότι είχε μείνει άπό τόν θησαυρό του καπε τάνιου μέ την κόκκινη μάσκα καί πού κάθε παρα μονή Πρωτοχρονιάς τά έβγαζαν στό κατώφλι τής πόρτας. Μ’ δλο πού ήτοα/ φτωχός ώστόσο, ό Γιάν ήταν ευτυχισμένος. Γιατί ήταν άρραβωνιασμένος μέ τήν Άννίκ, τήν πιό όμορφη, κοπέλλα τόΰ νησιού, καί είχαν συμφωνήσει νά παντρευτούν του 'Αγίου Ίωάννου, λίγο μετά τήν Πρωτοχρονιά. Αλλοίμονο όμως! Εκείνη τή χρονιά, τό ψά ρεμα δέν πήγε καθόλου καλά. Καί οί γονείς τής Άννίκ, φοβήθηκαν νά δώσουν τήν κόρη τους στό Γιάν γιά νά μήν κακοπεράση άπό τή φτώχεια καί —11
Αποφάσισαν νά τήν παντρέψουν μέ τόν Γιορές Καλντέν, έναν γέρο τοκογλύφο πού ήταν πολύ πλού σιος κι’ δλο περισσότερο πλούσιος γινόταν μέ τήν φιλαργυρία του καί τις Αδικίες πού έκανε στους φτωχούς. Ό Καλντέν, είχε τό Αραιότερο σπίτι τοΰ νη σιού, χτισμένο στήν άκρη τού χωριού, κι* έκεΐ, είχε μαζέψει σιγά—σιγά τά περισσότερα Ασημικά πού είχαν πάρει πριν Από πολλά χρόνια οί παλιοί κά τοικοι τοΰ νησιού Από τόν καπετάνιο μέ τήν κόκκι νη μάσκα. Γιατί όποιος φτωχός είχε Ανάγκη άπό λεφτά, πήγαινε νά ζητήση άπό τόν Γιορές. Κι1 ε κείνος, Απαιτούσε γιά νά τούς δώση μερικά νομίσμοπα, νά τού πάνε κάτι άπό τό μερίδιό τους άπό τό θησαυρό. Σιγά—σιγά λοιπόν, δλα σχεδόν τά α σημικά τού καπετάνιου μέ τήν κόκκινη μάσκα, εί χαν μαζευτή στα ύπόγια τοΰ Γιορές Απ’ δπου δέν έβγαιναν παρά μονάχα τήν παραμονή τής Πρωτο χρονιάς γιά ν’ Απλωθούν στο κατώφλι τής πόρτας. “Οταν ή δυστυχία πέσει σ’ ένα σπίτι, δύσκολα σταματάει. Σάν νά μήν τόν έφτανε ή φτώχεια του, ό φουκαράς ό Γιάν έπαθε κι’ άλλο κακό. Στις αρ χές τού Δεκεμβρίου, ή γριά μητέρα του άρρώστησε πολύ βαρειά. Τόσο βαρειά, πού υπήρχε κίνδυ νος νά πεθάνη. Ό γιατρός τής έγραψε μερικά φάρ μακα βέβαια, Αλλά τά φάρμακα ήταν πολύ Ακρι βά, καί δ Γιάν δέν είχε ούτε μια δεκάρα. Μέ θλιμμένη καρδιά λοιπόν Αναγκάσθηκε γιά τό χατήρι τής άρρωστης μητέρας του, νά πάη στόν -12—
Γιορές καί νά τοΰ ζητήση μερικά χρήματα δανει κά. Ό Γιορές, υποδέχτηκε τον καημένο τόν Γιάν μέ περιφρονητικό ύφος. — Λέγε τί θέλεις γρήγορα, του είπε απότομα. "Έχω πολλές δουλειές καί δέν μπορώ νά χάνω τόν καιρό μου. Ό Γιάν, στριφογυρίζοντας τό σκούφο του μέ αμηχανία, τοΰ εξήγησε δτι ήθελε λίγα χρήματα, γιά ν5 άγοράση τά φάρμακα τής άρρωστης γριούλας μητέρας του. Καί του ύποσχέθηκε νά του τά έπιστρέψη, μόλις θά έπιανε ψάρια καί θά τά που λούσε. Ό Γιορές έβαλε τά γέλια: — "Ωστε λοιπόν φαντάζεσαι, φώναξε κοροϊ δευτικά, δτι θά δώσω τά ωραία μου λεφτά γιά ψά ρια πού είναι ακόμα στη θάλασσα; Γιά πολύ κου τό μέ περνάς φαίνεται! "Αν είχες νά μου δώσης κανένα ένέχυρο !... — Τί νά σου δώσω; άποκρίθηκε ό Γιάν. Δέν έ χω παρά τά χέρια μου καί την παλιά μου βάρκα πού μ9 αυτήν βγάζω τό ψωμί μου. — "Ακου, είπε ό Γιορές καί πήρε σοβαρό ύφος. Ξέρω πώς έχεις στο σπίτι σου ένα ασημένιο κου τάλι. Φέρε μου το, καί θά σου δώσω μιά λίρα! Μιά λίρα! 'Ό,τι χρειαζόταν γιά τά φάρμακα τής άρρωστης γριοΰλας. Ό Γιάν συλλογίστηκε λίγο κι9 υστέρα άποκρίθηκε: — 9Αδυνοπ:ον! Σέ μιά εβδομάδα έχουμε παρα —
13
—
μονή Πρωτοχρονιάς καί τό κουτάλι, πρέπει νά τό βάλω στην πόρτα για νά τό δή ό καπετάνιος μέ την κόκκινη μάσκα. Είναι τό μόνο πού έμεινε όαιό τό (μερίδιό μας άπό τα άσημικά του. "Ολα τά άλ λα, τά πήρες έσύ πάλι άπό τον πατέρα μου. Ό τοκογλό(|>ος γέλασε ακόμα πιό κοροϊδευ τικά: — "Ωστε πιστεύεις στ’ αλήθεια αυτές τις σαχλαμάρες; είπε. Καλά λοιπόν. Φύλαξε έσύ τό κου τάλι σου για τόν καπετάνιο—φάντασμα, καί θά φυ λάξω κι’ εγώ τή λίρα μου. Πήγαινε. Κι’ αν άλλάξης γνώμη, έδώ είμαι. Απελπισμένος ό Γιάν γύρισε σπίτι του. Ή κα ημένη ή μητέρα του βογγοΰσε. "Οσο πήγαινε χει ροτέρευε. Καί στο λυπημένο της βλέμμα ό Γιάν νό μισε πώς είδε ένα παράπονο έπειδή δέν είχε κά νει δ,τι μπορούσε γιά νά την γιατρέψει. Τήν άλλη μέρα, ή άρρωστη χειροτέρεψε άκόμα πιό πολύ. Ό γιατρός πού τήν είδε κοήνησε τό κεφάλι του. — "Αν δέν πάρη τά φάρμακα πού της έγραψα, θά πεθάνη, είπε φεύγοντας. Ό Γιόον, τότε, δέν κρατήθηκε. Χωρίς νά λογαριάση τίποτε, πήρε τό κουτάλι καί τό πήγε στόν τοκογλύφο. Καί τό ίδιο βράδυ, ή μητέρα του είχε τά φάρμακά της. Οί μέρες πέρασαν, κι’ ήρθε ή παραμονή τής Πρωτοχρονιάς. "Ολοι οί κάτοικοι τού νησιού, σύμ-
14
—
φωνα με την παλιά συνήθεια, έβαλαν δ,τι τούς εί χε μείνει άπό τ’ άσημικά τους στο κατώφλι, έκλει σαν τΙς πόρτες τους, έσβυσαν τά φώτα και Μπέσαν να κοιμηθούν. Ό Γιάν, μη έχοντας τίποτα νά βάλη στο κα τώφλι του, άφησε τήν πόρτα του άνοιχτή καί τό φώς άναμ|μένο. ?Ηταν άργά πιά, κι’ ετοιμαζόταν νά πέση νά κοιμηθή κι’ αυτός κάνοντας τή σκέψι πώς ό Γιορές είχε δίκηο καί πώς δέν υπήρχε καπετάνιος μέ την κόκκινη μάσκα δταν, άκουσε βήματα μπροστά στο σπίτι του. Καί, βγαίνοντας στήν πόρτα, βρέθηκε απέναντι σ’ Ιναν άνδρα πολύ ψηλό, ντυμένο κατάμαυρα και μέ μιά κόκκινη; μάσκα στό πρόσωπο. — Γιάν Λέ Γκέρν, τί έκανες τό κουτάλι μου; ρώτησε ό άνθρωπος μέ τή μάσκα. Δέν τό βλέπω στό κατώφλι σου. Είπαμε δτι ό Γιάν ήταν γενναίος. Χωρίς νά τρομάξη λοιπόν, είπε στόν καπετάνιο τί είχε γίνει τό κουτάλι, και γιοα'ι τό είχε δώσι στόν Γιορές. Ό καπτάνιος μέ την κόκκινη μάσκα άκουσε τήν ιστορία κουνώντας κάθε τόσο τό κεφάλι του. — Καλά, έκανε στό τέλος. Είσαι καλό παλληκάρι καί σε συγχωρώ. Κλείσε τώρα τήν πόρτα σου καί σβΰσε τό φώς. ΚΓ αύριο... Δέν συμπλήρωσε τή φράσι του. Χωρίς άλλη λέξι, γύρισε καί χάθηκε στό σκοτάδι της νύχτας. Ό Γιάν έκανε δ,τι τόν διέταξε κι’ έπεσε νά κοιμηθή. Τό άλλο πρωΐ, δταν άνοιξαν οί πόρτες, δλοι 15
·
βρήκαν, δπως πάντα, τά ασημικά πού είχαν άφίσει στο καθώφλι τους άθικτα. Δέν έλειπε τίποτα. "Ολο τό χωριό δμως αναστατώθηκε άπό τις φωνές του Γιορές, του τοκογλύφου πού έκλαιγε καί έβριζε, γιατί δλος ό θησαυρός του, πού ήταν καί τό μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, είχε χαθή! Δέν είχε μείνει τίποτα άπό δ,τι είχε άφίσει άπό βραδύς στο κατώφλι του. Καί στην πόρτα του, καρφωμένο στο ξύλο μ* ένα μαχαίρι, ήταν ένα χαρτί πού έγ,ρφε: <Έλαβα άπό τόν Γιορές Καλντέν τά άσημικά μου. Ό καπετάνιος μέ την κόκκινη μάσκα». Άλλα αυτό δέν ήταν τό μόνο παράξενο πού είχε γίνει εκείνη τή νύχτα. Γιατί ό Γιάν, άνοίγοντας τήν πόρτα του, βρήκε στο κατώφλι τό κουτάλι του. Μόνο πού τώρα, άπό άσημένιο πού ήταν είχε γίνει χρυσό! Τώρα πιά, οι γονείς τής Άννίκ δέν είχαν καμμιά δρεξι νά δώσουν την κόρη τους στον γέρο—το κογλύφο πού είχε φτωχύνει. Καί του Άγιου Ίωάννου, ό Γιάν, πού ή μητέρα του είχε γίνει εν τώ με ταξύ καλά, παντρεύτηκε τήν όμορφη Άννίκ, γεμά τος εύτυχία κι9 ευγνωμοσύνη για τόν καπετάνιο μέ τήν κόκκινη μάσκα!
16
—
Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΑΘΡΈΦΤΗΣ Μια ψαρά κι9 έναν καιρό σέ μια μακρυνή χώ ρα κάπου στην "Ανατολή, ζουσε μια γριά που την έλεγαν Πεονία. Κατοικούσε μόνη της σέ μια καλύ βα φτιαγμένη από καλάμια «Μπαμπού», κοντά στην όχθη ενός ποτμού. *Ένα χειμώνα πού έβρεχε πολύ κι" έκανε α νυπόφορο κρύο, ή γριά Πεονία άρρώστησε. Μόλις τό έμαθε ή πιο κοντινή γείτόνισσά της, μιά νέα κοπέλλα πού τό όνομά της ήταν «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο», έτρεξε άμέσως στήν καλύβα της. Τρι άντα ολόκληρες ή|μέρες καί τριάντα νύχτες τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» ξαγρύπνησε στο προ σκέφαλο τής γριάς χωρίς νά φύγη οΰτε ώρα από τό κρεββάτι της. Τής έκανε όλες τις δουλειές κο:ί τής έδινε νά τρώη καί νά πίνη, ώσπου στο τέλος κατάφερε νά τήν κάνη καλά. Ή γριά Πεονία χάρις στην υπομονή καί την καλοσύνη τής μικρής κοπέλλας κατόρθωσε ένα πρωί νά σταθή στά πόδια της. — Πώς νά σ" εύχαριστήσω καλή μου κοπέλλα γιά τό καλό πού μου έκανες!, τής είπε συγκινημένη. "Άν δέν ήσουν έσύ νά μέ παράστεκες τόσα με ρόνυχτα στήν άρρώστεια μου θά είχα πεθάνει τώ ρα. θά ήθελα νά ήμουν πλούσια γιά νά σέ γέμιζα 17
με χρυσάφι, μά είμαι τόσο φτώχιά και δέν μου α νήκει -παρά αύτή ή φτωχική καλύβα. Σκέφτηκε για λ[γο κι* Επειτα, άνοίγοντας μια παλιά κασσετίνα Εβγαλε άπό μέσα Εναν καθρέφτη. — Ό καθρέφτης αυτός, συνέχισε λέγοντας στο «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» είναι τό μόνο πράγμα πού μοΰ άνήκει και πού μπορώ νά σου τό προσφέ ρω μέ όλη μου την καρδιά γιά τήν εύγνωμοσόνη πού σου ώφείλω. Ή κοπέλλα ύποκλίθηκε μέ ευγένεια τρεις φο ρές μπροστά στην Πεονία καί παίρνοντας τον κα θρέφτη πού της πρόσφερε, της είπε: — Ευχάριστο ευγενική Πεονία γιά τό άκριβό σου δώρο. "Οταν θά κυττάζω τό πρόσωπό μου στον καθρέφτη πού μοΰ χάρισες, και πού Εχει κυττάξει χιλιάδες φορές στά χρόνια πού πέρασαν τό δικό σου τό όμορφο πρόσωπο, θά σέ φέρνω πάντα στο νοΰ μου. Ή Πεονία χαμογέλασε και παίρνοντας μιά Εκφρασι γεμάτη μυστήριο Εσκυψε στο αυτί τής κοπέλλας και της ψιθύρισε: — "Εχω νά σου πώ Ενα μυστικό «Τριανταφυλ λένιο Σύννεφο» γι’ αυτόν τον καθρέφτη πού ανήκε στη γιαγιά μου. Είναι μαγεμένος! — Δηλαδή; ρώτησε μέ περιέργεια ή κοπέλλα. — Θά σου Εξηγήσω. Πρόσεχέ τον σαν τά μάτια σου νά μήν σπάση κι* δταν καμμιά φορά βρεθης σέ μεγάλο κίνδυνο, σπάσου μπροστά του καί πές αύτά τά λόγια: «Καθρέφτη, καθρέφθη, άνοιξε στά
δυο και άφη,σέ με νά περάσω! > Τότε θά δής τον καθρέφτη ν’ άνοίγη στά δύο καί νά παρουσιάζεται μπροστά σου ή άμορφη χώρα των ανθισμένων κε ρασιών. "Οταν θέλησης νά ξαναγυρίσης στο σπίτι σου δεν έχεις παρά νά πης: «Καθρέφτη, καθρέφτη, γύρισέ με πίσω», καί τότε ά βρεθής καί πάλι στο σπίτι σου. Πρόσεξε δμως. Αυτή ή δουλειά μπορεί νά γίνη μόνο τρεις φορές. 9Από κεΐ καί πέρα ό κα θρέφτης χάνει τη μαγική του δύναμι καί δεν α νοίγει. Τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» ευχαρίστησε τή γριά Λεονία γιά τό μυστικό πού τής είπε καί μέ τον καθρέφτη στο χέρι γύρισε στήν καλύβα της. Πέρασαν άρκετοί μήνες από τότε, δταν μιά μέρα έφτασε στο χωριό μιά όμάδα από άγριους καί αίμοβόρους ληστές. ΤΗταν ώπλισμένοι μέ ντου φέκια καί γιαταγάνια καί έμπαιναν σ’ δλα τά σπίτια σφάζοντας χωρίς διάκρισι κάθε άνθρωπο πού έβρισκαν μπροστά τους. Μάταια οί δυστυχισμένοι οί χωρικοί ξεχύθηκαν στους δρόμους ζητώντας μέ τή φυγή τή σωτηρία τους. Οί ληστές πού είχαν έρ θει μέ τά άλογά τους τούς πρόφταιναν καί τούς έκοβαν τό κεφάλι μέ τις γιαταγάνες τους. Τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» ήταν μονάχο στον κόσμο καί δέν είχε κανένοα/ νά τήν υπεράσπι ση. "Οτι καί νά έκοτνε οί τρομεροί ληστές θά τήν σκότωναν. Επάνω στήν άπελπισία της, θυμήθηκε τον μαγικό καθρέφτη. Γονάτισε χωρίς καθυστέρη ση μπροστά του, χτύπησε τρεις φορές τά χέρια 19
καί παρακάλεσε μέ δυνατή φωνή: «Καρέφτη, καθρέφτη, άνοιξε στά δυό καί άφησέ με νά περάσω! * Καί νά, πού ό καθρέφτης άνοιξε χωρίς δεύτε ρη κουβέντα, καί παρουσιάστηκε στό άνοιγμά του ένας μεγάλος δρόμος. Ή κοπέλλα άρχισε νά περπατάη σ’ αύτό τό δρόμο, καί σέ λίγο, βρέθηκε στη χώρα μέ τις άνθισμένες κερασιές. Μά, τί όμορφη χώρα πού ήταν αύτή! "Εμοιαζε μέ παράδεισο. Παντού ύπήρχαν άνθισμένες κερασιές πού στα κλαδιά τους είχαν χτίσει φωλιές καί κελαδοΰσαν γλυκά χιλιάδες πουλιά, ήσυχα ποταμάκια κυλού σαν στον άνοιχτό λουλουδισ|μένο κάμπο, καί πο λύχρωμες πεταλούδες πετοΰσαν έδώ καί κεΐ. Καί στη ιμέση στις άνθισμένες κερασιές, ύπήρχε ενα ωραίο παλάτι. Τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» ήταν δλο χα ρά πού ξέφυγε άπό τη μανία των ληστών, καί περ πατούσε χωρίς έννοια κάτω άπό τις κερασιές, στον κήπο τού παλατιού καί στά μικρά γεφυράκια. Σέ μια στιγμή όμως, ό νοΰς της άφησε τήν εύτυχισμένη αύτή χώρα καί πέταξε πίσω στό μικρό χωριό της. θυμήθηκε τόν γάτο της πού τον άφησε στήν καλύβα ξεχνώντας νά τόν πάρη μαζί της. Τόν άγαπούσε πολύ αύτό τό γάτο καί φοβόταν πώς άν τόν έβλεπαν οί ληστές θά τόν σκότωναν οπωσδή ποτε. «Πρέπει νά γυρίσω πίσω μήπως τόν προλάβω καί τόν γλυτώσω», σκέφτηκε, καί χωρίς νά χάση 20
-
—
καιρό γονάτισε και φώναξε πάλι δυνατά: — Καθρέφτη, καθρέφτη, γύρισέ με πίσω! "Όταν άνοιξε τά μάτια του τό «Τριανταφυλ λένιο Σύννεφο, κατάλαβε πώς βρισκόταν στην κα λύβα του. Στα γόνατά του κοιμόταν ήσυχοο-ήσυχα ό άγαπημένος του γάτος καί στο χωριό επικρα τούσε άπόλυτη ήσυχία. Οί ληστές είχαν φύγει. Ή ζωή στο χωριό κύλησε ήσυχη για μερικούς μήνες άκόμη, όταν ήρθε ξαφνικά ένα δεύτερο κα κό καί βύθισε σέ άπόγνωσι τούς καινούργιους χω ρικούς πού τό κατοικούσαν. Στον κάμπο είχαν πέ σει έκοτομμύρια ακρίδες καί δεν άφησαν τίποτε από τά δέντρα καί τά σπαρτά.. Σέ μιά μέρα οί κα ταραμένες άκρίδες δέν άφησαν ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι, καί σάν ήρθε ό θερισμός κανένας δέν πάτησε στο χωράφι του. Ή πείνα καί ή δυστυχία άπλώθηκαν μέ μιας σέ όλο τό χωριό καί οί άν θρωποι άρχισαν νά πεθαίνουν ένας—ένας γιατί δέν είχαν τίποτε νά βάλουν στο στόμα τους. Τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» πού έμεινε κι’ αυτό χωρίς οίπε μιά μπουκιά ψωμί, θυμήθηκε πάλι τον μαγικό καθρέφτη. Τόν πορρακάλεσε λοιπόν ν8 άνοιξη γιά δεύτερη φορά, καί σέ λίγο βρέθηκε στήν πλούσια καί παραδεισένια χώρα των ανθι σμένων κερασιών. Αυτή τή φορά όμως είχε θυμηθή κι* είχε πάρει μαζί της καί τό γάτο της. Πέρασαν μερικές ευτυχισμένες μέρες γιά τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» καί τό γάτο της πού έτρωγαν ότι ήθελαν καί όσο ήθελαν, όταν ή κο•
21
—
πέλλα άκούγοντας ένα πουλάκι νά κελαδάη, θυ μήθηκε πώς είχε ξεχώσει στην κοιλάδα της τό μι κρό της καναρίνι μέσα στο κλουβί του. «Τό καημένο!», συλλογίσθηκε. «Τό άφησα μο νάχο χωρίς καναβουρι καί θά μου ψοφήση από τήν πείνα. Γιατί νά μην τό φέρω κι' αυτό μαζί μου, στη χώρα των άνθισμένων κερασιών για νά χόρταση δτι λαχταράει ή ψυχούλα του! θά πρέπει νά γυρί σω πίσω γιά νά τό προλάδω ζωντανό καί νά τό πάρω μαζί μου...» Χωρίς νά διστάση, παρακάλεσε τον μαγικό καθρέφτη νά την φέρη στην καλύβα της καί ό κα θρέφτης τής έκανε αμέσως τή χάρι. Τό «Τριαντα φυλλένιο Σύννεφο» βρήκε τό κοιναρινάκι της έτοι μο νά ψοφήση, μά ευτυχώς πού προμηθεύτηκε εύ κολα σιτάρι καί του έδωσε νά φάη γιατί στο μετα ξύ είχαν έρθει στο χωριό πολλά άμάξια μέ κάθε είδους τρόφιμα σταλμένα άπό την Κυδέρνησι. "Ενα βράδυ, καθώς κοιμότοα/ ευτυχισμένη στο μικρό της κρεδδατάκι, τήν ξύπνησαν οί άπελπισμένες κραυγές τών χωρικών. Σηκώθηκε, άνοιξε τό παράθυρο καί τί νά δή ! "Ολο τό χωριό ήταν πλημ μυρισμένο άπό τά νερά του ποταμού πού είχε ξε χειλίσει κι* είχε σπάσει τά φράγματα. Οί χωρικοί είχαν άνεδή στις στέγες τών σπιτιών τους καί πε ρίδεναν άπό στιγμή σέ στιγμή τό θάνατο. Μερικοί πού οί καλύβες τους δέν άντεξαν άπό τό δυνατό ρεύμα, είχαν κιόλας παρασυρθή άπό τ’ Αγριεμένα νερά κι* είχαν βρή τραγικό θάνατο. 22
—
Τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» μόλις άντίκρυσε αυτόν τόν κατακλυσμό, κα'ι βλέποντας πώς τό νερό άρχισε κιόλας νά μπαίνει άπό τό παράθυ ρό της, πήδησε σβέλτα στο κρεββάτι, πήρε στα γό νατά της τό γάτο και τό κλουβί μέ τό καναρίνι καί παρακάλεσε για άλλη μιά φορά τόν καθρέ φτη : — Καθρέφτη, καθρέφτη, άνοιξε στα δυο καί άφησέ με νά περάσω! Ό καθρέφτης άνοιξε καί ή κοπέλλα βρέθηκε ξανά στην ήσυχη χώρα των άνθισμένων κερασιών πού ό ήλιος έλαμπε στόν ούρανό καί τά ρυάκια κυλούσαν ήσυχα δίπλα άπό τά περιβόλια. Μά, δέν ήταν γραφτό νά βρή ούτε αυτή τή φο ρά ήσυχία τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο», θυμή θηκε πώς κοντά στο ποτάμι του χωριού της ήταν χτισμένη ή καλύβα της γριάς Πεονίας. Τί νά έκανε τώρα ή καημένη, πώς θά μπορούσε νά σωθή άπό τήν πλημμύρα; Γιατί νά μήν περάση γιά νά τήν πάρη κι’ αύτή μαζί της; Ποιός θά τήν θυμόταν γιά νά τήν βοηθήση; «θά πρέπει νά γυρίσω ξανά πίσω, συλλογί στηκε, γιά νά σώσω τήν Πεονία άπό τό θάνατο». Τήν ίδια στιγμή τό ελαφρό άεράκι πού κυλού σε άνάμεσα στά κλαδιά τών άνθισμένων κερασι ών, τής είπε: — «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο», μήν ξεχνάς πώς ό καθρέφτης δέν θά σοΰ κάνη άλλη φορά αυ τή τή χάρι, νά σέ φέρη στή μαγική χώρα τών άν-
θιαμένων κερασιών. — Δέν μέ πειράζει, άπάντησε ή κοπέλλα. "Αν μείνω για πάντα έδώ θά τό έχω βάρος στη συνείδησί μου πώς άφησα νά πεθάνη μια γριά καί ανυ περάσπιστη γυναίκα, πού είναι μόνη της στον κό σμο. Θά γυρίσω κοντά της νά την γλυτώσω, έστω κι* άν δέν ξαναδώ πιά ποτέ μου την ευτυχισμένη χώρα των Ανθισμένων κερασιών. Κι* δπως είπε, τό έκανε κιόλας. Παρακάλεσε τον καθρέφτη· νά την γυρίση πίσω, και σέ λίγο βρέ θηκε πάλι στήν καλύβα του χωρίου της. Την ίδια στιγμή, ό καθρέφτης ράγισε κι* έγινε χίλια κομματάκια πού τινάχτηκαν κι* έπεσαν στό θολό νερό πού είχε πλημμυρίσει την καλύβα. Μά τό παράξενο ήταν πώς τά κομμοαάκια αυτά μετα μορφώθηκαν σέ Ασημένια ψάρια πού φορούσαν στό λαιμό τους ένα μικρό κουδουνάκι. Σέ κάθε τους κίνησι τό κουδουνάκι ηχούσε καί ή καλύβα γέμισε Από μουσική. Τά ψάρια τράβηξαν δλα νά βγουν Από την Α νοιχτή πόρτα, καί τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» τά Ακολούθησε. *Έξω στήν πόρτα της δμως τήν περίιμενε μιά άλλη έκπληξι. Είδε νά τήν περιμένει μιά Ασημένια βάρκα μέ ένα παλληκάρι καθισμένο στά κουπιά. — Που θέλεις νά σέ πάω όμορφο «Τριανταφυλ λένιο Σύννεφο;» τής είπε. — Στήν καλύβα τής Πεονίας του άπάντησε ή κοπέλλα καί πήδησε στη βάρκα του. Τότε, είδε τά —Μ—
Ασημένια ψαράκια νά προχωρούν μπροστά από τή βάρκα δλσ μαζί, και νά. πηγαίνουν κι9 αυτά γραμ μή για την καλύβα τής γριάς. Ή Πεονία είχε άνεβή στη στέγη τής καλύβας της πού ήταν έτοιμη νά γκρεμιστή καί μόλις είδε τή βάρκα νά πλησιάζει, πήδησε μέσα και Αγκάλι ασε συγ κινημένη τήν κοπέλλα. — Πώς θά σου Ανταποδώσω τό καλό πού μου έκανες «Τρκχνταφυλλένιο Σύννεφο», τής είπε. "Α φησες γιά χατήρι μου τήν ευτυχισμένη^ χώρα των Ανθισμένων κερασιών κι9 ήρθες νά μέ σώσης! Τώ ρα δμως ό μαγικός κοοθρέφτης έσπασε και δεν έ χω άλλο δώρο νά σου κάνω. Τό «Τριανταφυλλένιο Σύννεφο» τήν ευχαρί στησε γιά τά καλά της λόγια, ενώ γύρω τους τά ψάρια μέ τά μικρά τους κουδουνάκια έπαι ζαν τή χαρούμενη μουσική τους. Ή Πεονία, πού ή ταν και λίγο μάγισσα, στάθηκε όρθια στή βάρκα και είπε ατά ψαράκια: — Ασημένια ψαράκια πού γίνατε Από τά κομ μάτια του μαγικού καθρέφτη, τραβήξτε προς τή θάλασσα και πάρτε όλο τό νερό μαζί σας. Τά ψαράκια άρχισαν τότε νά τρέχουν προς τή θάλασσα καί πίσω τους ώρμησε τό νερό πού Απει λούσε τό χωριό. Σε μιά ώρα όλα τά νερά είχαν Αποτραβηστή καί οί κάτοικοι κατέβη,καν Από τις σκέπες ευχαριστώντας τό Θεό γιά τή σωτηρία τους. Καί τό «Τριοχνταφυλλένιο Σύννεφο» τί άπόγι25
—
νε άπό κείνη τήν ήιμέρα; Ή τύχη της κοπέλλας μέ τή χρυσή ψυχή ήταν μεγάλη, Παντρεύθηκε τό βαρκάρη πού ήταν ένα πλούσιο άρχοντόπουλο καί κατοικούσε στό γειτο νικό χωριό, καί πήρε μαζί της καί την Πεονία πού την πρόσεχε καί την σεβόταν σάν μητέρα της. Στην αυλή τού παλατιού της φύτεψε άρκετές κερασιές, πού τήν άνοιξη, σάν άνθούσαν της θύμιζαν τήν μα γική χώρα των άνθισμένων κερασιών πού τρεις φορές τήν είχε ώδηγήσει κοντά της 6 καθρέφτης τής Πεονίας. Κι’ δταν φυσούσε τό αεράκι άνάμεσα άπό τα άνθη των κερασιών, έλεγε στούς Ανθρώ πους πού πλησίαζαν τό παλάτι τήν ιστορία τής κοπέλλας πού τρεις φορές άπαρνήθηκε τήν εύτυχία της γιά νά κάνη καλό στα ζώα καί στούς ανθρώ πους. Μά καί τώρα ζοΰσε τρισευτυχισμένο τό «Τρι ανταφυλλένιο Σύννεφο» κοντά στόν άντρα της καί στήν αγαπημένη της Πεονία. Γιατί ό Θεός ξέρει νά άμοίβη πάντα τίς θυσίες τών άνθρώπων.
26
το Μ!® ΓΑΨΚ® ΨΩΜΙ Τ0¥ ΚΟΣΜΟΥ Κάποτε ένας πολύ πλούσιος βασιλιάς είχε μια παράξενη άνορεξία καί δε μπορούσε τίποτε να φάη. Αδυνάτισε καί έγινε γκρινιάρη*; καί τυραννικός στους δικούς του. "Ολοι του έφταιγαν. "Ολα τ’ α γαθά τά είχε. Μά άπ’ τά φαγώσιμα τίποτε δεν είχε διάθεση νά βάλη. στο στόμα του. Ούτε μέλι, ούτε γλυκά, τίποτε. Τά έδιωχνε από μπροστά του κι’ έ κανε σάν τρελλός. Κάποια .μέρα κάλεσαν ένα φτο^χό γέρο πολύ σοφό άνθρωπο πού ήξερε από γιατρικά γιά νά έπισκεφθή τό βασιλιά. "Οταν ό γέρος τον είδε τον ρώτησε : — Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου; Μήπως έ χεις στενοχώριες καί σκοτούρες γιά τό λαό σου; — Ούτε κουράζομαι, ούτε στενοχώριες καί σκο τούρες έχω γιά τό λαό μου. "Ολη την ήμερα καί τή νύχτα είμαι ξαπλωμένος. Καρφί δε μοΰ καίγε ται. Ούτε τό μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνάω. — Μήπως έπεθύμησες κάτι καί δεν τό είχες; — "Ο,τι θέλω αμέσως τό φέρνουν μπροστά μου. Καί τού πουλιού τό γάλα κι5 άηδονόγλωσσες πού λέει ό λόγος. — "Οπως βλέπω, βασιλιά μου, δεν έχεις τίποτε τό σοβαρό. Νά διάτάξης νά σοΰ φέρουν τό πιο γλυ27
—■
κό ψωμί του κόσμου. Οι ψωμάδες έπεσαν μέ τά μούτρα για νά φκιάσουν τό π ιό γλυκό ψωμί του κόσμου για νά ευχαρι στήσουν τό βασιλιά. "Εφεραν στο βασιλιά πολλά ψωμιά. ?Ηταν Ιξοχα, υπέροχα. Μά δταν τά δοκίμα σε ό βασιλιάς δέν του ερχόταν ή όρεξη νά φάη κα νένα κι5 έγινε έξαλλος άπό την οργή του. — Νά μου φέρετε τό γέρο, φώναξε. Του έφεραν τό γέρο. — Μέ γέλασες, γέρο. Θά σέ κρεμάσω! Τό γλυ κό ψωμί πού είπες καί μου έφεραν δέν μου έκανε τίποτε. Καταστρέφομαι! — Έγώ θά σέ κάνω καλά, βασιλιά μου. Μά νά ρθής μαζί μου μονάχα τρεις μέρες καί νά κάνης δ,τι θά σου λέω. "Αν δέν σέ γιατρέψω νά μου πάρης τό κεφάλι. Ό βασιλιάς τον ακούσε. Φόρεσε φτωχικά ρού χα κι9 ακολούθησε τό γέρο σοφό σέ μιά καλύβα στον κάμπο σέ χωράφι σπαρμένο σιτάρι. Τό πρωί ό γέρος του λέει: — Πάρε τό δρεπάνι κι9 έλα νά θερίσουμε. "Ολη την ήμερα μέ τό λιοπύρι θέρισαν κι9 οί δυό τους σιτάρι. Ό ίδρωτας έτρεχε σάν ποτάμι. Καί ή κούρασή τους ήταν απερίγραπτη. Τό βράδυ έπεσαν κι9 οί δυό νηστικοί καί κοιμή θηκαν. Την άλλη μέρα ό γέρος κι9 ό βασιλιάς κουβά λησαν στην πλάτη τους τά δεμάτια καί τά αλώνι σαν. Πάλι ήταν νηστικοί. Μονάχα λίγο νερό ήπιαν
άπό .μια στέρνα. Ό γέρος τήν τρίτη μέρα του λέει: — Νά πάμε το σιτάρι στό μύλο νά τό άλέσουμε. Πάρε το σύ στην πλάτη γιατί εγώ δέ μπορώ πιά. Ό βασιλιάς, άφου έτσι ήταν ή συμφωνία τους, φορτώθηκε τό σακκί μέ τό σιτάρι καί πήγαν στό μύλο καί τό άλεσαν. "Υστερα γύρισαν στην καλύβα. Ό βασιλιάς έ φερε τό σακκί μέ τό άλευρι τώρα. Ό γέρος τότε, άφου ξεχώρισε δέκα λίτρες άλεύρι τό έβαλε στη σκάφη καί είπε : — Βασιλιά μου νά ζυμώσης! Ό βασιλιάς, φυσικά, έκανε 6,τι του είπε ό γέ ρος. —Εμπρός για ξύλα. Τρέξε στό δάσος νά κόψης ξύλα καί νά τά φέρης νά ψήσουμε τό ψωμί. Ό βασιλιάς έτρεξε στό δάσος, έκοψε ξύλα κι* άργά τό βράδυ τά έφερε. Καί άφου άναψαν τό φούρ νο υστέρα έψησαν τέσσερα καρβέλια. Ό βασιλιάς πεινούσε φοβερά. Περίμενε πότε νά βγουν τά καρβέλια. Είχε όρεξη, άπερίγραπτη. Η-ίταν μπροστά του υστέρα τά καρβέλια, τά άχνιστά, τά ροδοψημένα, τά μυρωδάτα. Άφου έφαγε, φώναξε: — Μάλιστα! Αυτό είναι τό πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι* όμως ούτε άνθόγαλα έχει ούτε ίχνος άπό ζάχαρη, Ό γέρος καθώς έτρωγε κι* αυτός του είπε χα-
29
—
—
μογελώντας: — Πρέπει νά ξερής, βασιλιά μου, πώς τό άνθόγαλο κι* ή ζάχαρη είναι ή κούραση κι* ό Ιδρώτας σου για τό ψωμί. Τώρα νά πας στο παλάτι σου. Άλλα σέ συμβουλεύω πάντα να δουλεύης για τό λαό σου. Και ή όρεξη ποτέ δέ θά σου λείψη. Ό βασιλιάς τον ευχαρίστησε θερμά. Γύρισε στο Παλάτι. Δούλευε στον κήπο του καί για τό λαό του. "Ορεξη μεγάλη εΐχε. Κ’ έγινε αγαπητός στο λαό του.
ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ Κάποιος είχε άφησει φωτιά κοντά σ’ ένα δάσος.. Αύτή έκαιε στο δρόμο καί σέ λίγο θά έσβηνε γιαπί δέν ύπήρχε πιά άλλο ύλικό νά κάψη. Ή φωτιά έπειτα άπευθύνεται στό δάσος καί του λέει: — Πόσο λυποΰιμαι γιά την τάχη σου! Φαίνεσαι σά νεκρό. ΠοΟ είναι τό φύλλωμά σου; — Τό χιόνι κοαάστρεψε τήν πρασινάδα μου. Ό χειμώνας χάλασε την όμορφιά μου. Τό κρύο μέ μά ρανε. Αυτή είναι ή τύχη, μου, είπε μέ παράπονο τό δάσος. — Έμεΐς πρέπει νά ένωθοΰμε, λέει ή φωτιά. Ε γώ θ’ άντικαταστήσω τόν ήλιο. Του μοιάζω γιατί ε!]μαι αδερφή του. "Αν έρθη ό χειμώνας καί τό κρΰο θά ίδής τί θά τούς κάνω. Νά μοΰ δώσης μιά γωνιά κοντά στά δέντρα σου άν θέλης νά έχης διαρκώς ά νοιξη. Ή συμφωνία έγινε. Τό δάσος έδωσε έλεύθερη είσοδο στή φωτιά. Κι* ένώ αύτή προηγουμένως ήταν έτοιμη νά σβήση κατόπιν τής συμφωνίας δυνάμωσε. Άπό κλαρί σέ κλαρί προχώρησε κι* έκαψε όλόκληρο τό πρώτο δέντρο. “Υστερα προχώρησε σέ άλλα δέντρα. Ό καπνός τής φωτιάς σκέπασε τόν ουρανό καί τό δάσος κάηκε δλάκερο. (Πάει, χάθηκε τό πράσινο φύλλωμα πού έδινε τό —31}
δροσερό του ίσκιο στον κουρασμένο διαβάτη,. Μονά χα καπνισμένοι κορμοί δέντρων βρίσκονταν στο έ δαφος. Τό δάσος έπρεπε νά καταλάβη δτι ή φωτιά θά ήταν καταστροφική και δεν έπρεπε νά έχουν μαζί φιλία. "Ετσι πρέπει νά καταλάβουμε δτι δσοι κάνουν δήθεν τούς φίλους δεν είναι δλοι κοίλοι φίλοι. Φρον τίζουν υπουλα νά ζη|μιώσουν τούς φίλους και νά κερδίσουν αυτοί.
32
υβεορί
65
όηδ ^/ία.^όί5 οχ ου.. ■ ΔΕΜ =€Ρ9
7/ μα φορεςζ ςημε ρα.
.
.
Κηι το ράδιο 99 μ ο ηεε λ "ζεετοε ΠΡ/ροε/,Λ
------- -------------- -
η
εφΗηεΡυν ηεει «·Κρύος κηιροε»
ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΟΟΣ
ΤΑ ΜΑΓΕΜΕΝΑ ΜΗΛΑ Βαίλευε κάποτε σέ μια μακρυνή χώρα της Α νατολής ένας σουλτάνος που είχε τρεις γυιούς. Τούς άγοπτουσε βέβαια τό ίδιο δλους, μά ή προτίμη,σίς του στρεφόταν περισσότερο στο μικρότερο. Κι9 είχε γι’ αυτό δίκιο γιατί αυτός ήταν ό πιο έπιδέξιος στο κυνήγι καί τό μυαλό του έκοβε γρηγο ρότερα άπό των άλλων. Αυτοί πάλι ένοιωθαν με γάλο φθόνο για τό μικρότερο αδερφό τους κι9 άν δεν φοβόντουσαν τήν όργη του πατέρα τους θά τον είχαν βγάλει άπό τη μέση. Μικρόψυχοι καί δειλοί καθώς ή σαν ποτέ δεν τόλμησαν να κυ νηγήσουν με γάλα θηράματα καί σαν γύριζαν άπό τό κυνήγι τους δεν έφερναν παρά πέρδικες, ορτύκια καί φα σιανούς. Ό μικρότερος δμως πού ήταν πολύ Θαρ ραλέος, χωνόταν μόνος του στα πιο άπομακρυσμένα σημεία του βουνού καί δεν πέρναγε μέρα πού να μη σκοτώση ένα πάνθηρα, άκόιμα καί λιοντάρι. Μια μέρα ό πατέρας τους τούς έκανε παρατή ρηση. — Βλέπετε, τούς είπε, πόσο γενναίος καί τολ μηρός πού είναι ό αδερφός σας; Αυτός λοιπόν θά μέ διαδεχτή στο Θρόνο. Στα λόγια αυτά, οί δυο πρωτότοκοι ένοιωσαν μεγάλο μίσος για τον άδερφό τους καί ή ζήλεια πού αισθανόντουσαν γι9 αυτόν γίνηκε άκόιμα πιο μεγαλύτερη. — "Αφού ό άδερφός μας, του άπάντησαν, δέν
φοβάται τίποτα, γιατί δέν τό στέλνεις νά σου φέρη: ένα κλωνάρι άπό τη Μηλιά της ζωής έδώ; Μά θε ότι δποιος φάει τούς καρπούς του δέντρου αυτού, όποια κι* άν είναι ή ήλικία του άναζωογονιέται. Αυτά τά έπίβουλα λόγια προξένησαν τό ενδι αφέρον του σουλτάνου. Δέν έβλεπε χωρίς λύπη κι* άνησυχία τά χρόνια του νά φεύγουν καί νά πλησι άζει ή μοιραία στιγμή όπου, έκτος άπό τις διάφο ρες άρρώστειες πού συνοδεύουν πάντοτε τη γερον τική ήλικία, θά έπρεπε καί νά άποχαιρετήση καί τή ζωή. ίΚάλεσε αμέσως κοντά του τον (μικρότερο γυιό του. — Εσένα πού δέ σου λείπει τό θάρρος καί τό κουράγιο, του είπε, θά μπορούσες νά πας νά μου φέρης ένα κλαδί της μηλιάς της ζωής νά τό φυτέ ψουμε έδώ; Γιά Ανταμοιβή σου, οάν έπιστρέψης, θά βάλλω νά συντάξουν τή πράξι τής ονομασίας σου ώς διαδόχου του θρόνου μου. — Θά πάω, πατέρα μου, του απάντησε, καί θά σου φέρω αυτό τό πολύτιμο πράγμα πού μου ζη τάς. Οί δυό του Αδερφοί ένοιωσαν μεγάλη χαρά σάν έμαθαν τήν άπόφασί του. "Ηξεραν ότι ό κήπος πού υπήρχε αυτό τό τό δέντρο φυλαγόταν άγρυπνα ά πό φρουρούς πού είχαν διαταγή νά σκοτώνουν χω ρίς οίκτο όποιον έπιχειρουσε νά μπή μέσα σ’ αυτόν. Ό νεαρός πρίγκιπας έξεκίνησε μέ τήν βεβαιό τητα ότι θά πετύχαινε. Πράγματι, φθάνοντας στο
Χάρις στις φροντίδες του κηπουροί το κλωνάρι τής μη λιάς ρίζωσε, σέ λίγο εγινε μεγάλο δέντρο καί άνθησε...
κήπο αυτό, κστώρθωσε μέ πονηριά νά ξεγελάση τούς άγρυπνους φρουρούς του, νά πλησιάση το δέντρο, νά κόψη ένα κλωνάρι καί νά τό φέρη, πί σω, θριαμβευτικά, στο πατέρα του. Το κλωνάρι πού έφερε ό νέος φυτεύτηκε μέ προσοχή καί ρίζωσε. "Έπειτα χάρις στις καθημε ρινές φροντίδες του βασιλικού κηπουρού, μεγάλω σε κι* έφτασε στό ύψος μιας κανονικής μηλιάς. Σέ λίγο άνθησε και μετά τήν άνοιξι έκανε τρία μήλα. "Ετσι ό σουλτάνος τά έφαγε καί, τί παράξενο πράγμα, άμέσως ξανάνιωσε καί ξαναγίνηκε πιο ευκίνητος κι9 έλαφρός δπως πολλά χρόνια πριν. Αυτό τό ξανάνιωμα, παρ9 δλα αυτά, δεν μπο ρούσε νά κράτηση παρά μόνο ένα χρόνο, πού άμα τέλειωνε θά ξαναγινόταν δπως ήταν καί πριν από τό φάγωμα των μήλων. Εύτυχώς δμως ή μηλιά είχε ξανανθίση τον έπόμενο χρόνο καί τρία μήλα κρεμόντουσαν από τό κλωνάρι της. Ό σουλτάνος θά μπορούσε νά ξαναφάη τούς πολύτιμους αυτούς καρπούς καί νά ε ξασφάλιση γιά ένα άκάμα χρόνο τό σφρίγος του καί τήν νεανικότητά του. "Ετσι παρίμενε μέ ζωηρή ανυπομονησία τήν ώρα πού οί καρποί θά ωρίμαζαν. Μά δταν ήρθε αυτή ή στιγμή πού πήγε στή μηλιά γιά νά κόψη τά τρία μήλα, είδε μέ αβάσταχτη, απελπισία δτι είχαν έξαφανιστή. Κάποιος φαίνεται είχε μπή μέσα στον κήπο καί τά είχε κόψει. Ό σουλτάνος θύμωσε πολύ γι* αυτό πού συνέ-
δηκε και ύποσχέθηκε στον έαυτό του να τιμωρήση σκληρά έκεΐνον πού είχε διαπράξει αυτή την κλο πή. Για νά τον πιάση, άμως έπρεπε νά δάλη κάποι ον να φύλαξη τό δέντρο τον καιρό πού οί καρποί θά ώρί μαζαν πάλι. Ποιος όμως θά ήταν καταλληλότερος γι* αυ τή τή δουλειά από τά ίδια του τά παιδιά; Στον πρωτότοκο γυιό του έπεσε λοιπόν ό κλήρος νά φυλάξη μέρα και νύχτα τή μηλιά μέχρι πού νά ωρι μάσουν τά φρούτα καί νά κοπουν. "Έτσι κι* έγινε. Αυτός πήρε τό σπαθί του και κάθισε κάτω άπό τό δέντρο άποφασισμένος νά τιμωρήση σκληρά τον κλέφτη πού θά έρχόταν νά κόψη τά φρούτα. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπρο στά του ένα ξωτικό. Τό ύφος του και ή στάσις του ήταν απειλητική. Ό πρίγκηπας σήκωσε τό σπαθί του νά τό χτυπήση* άλλά τό ξωτικό προχώρησε χω ρίς νά φοβηθή, άρπαξε τά χέρια του καί τόν χτύ πησε τόσο δυνατά πού ό νέος έχασε τις αισθήσεις του. "Έπειτα πήγε στο δέντρο κι9 έκοψε τά τρία μήλα πού είχαν ωριμάσει. Τήν άλλη μέρα, όταν ό σουλτάνος πήγε στή μηλιά είδε δτι, όχι μόνο, έλειπαν τά φρούτα, άλ λά μαζί κι* ό πρίγκιπας. "Αμέσως έστειλε τούς στρστιώτας του νά ψά ξουν δλοΰθε, μά κανένα ίχνος του πρίγκιπα δεν βρέθηκε πουθενά. Ό σουλτάνος είδε τότε μέ λύπη του τόν έαυ τό του νά γίνεται γέρος γεμάτος ρυτίδες καί τά 5
—
μαλλιά του να άσπρίζουν σαν μπανάνες. Τον άλλο χρόνο τό δέντρο ξανάνθησε κι* όταν βγήκαν τά μήλα ό σουλτάνος κάλεσε τό δεύτερο γυιό του νά πάη νά φυλάξη μέ τή σειρά του στή μηλιά μέχρι νά ώριμάσουν τά μήλα. Μά κι* αυτός δεν είχε καλύτερη τύχη από τον πρώτο. Τό ξωτικό ξαναήρθε καί τήν επομένη δεν είχαν έξαφανιστή μόνο τά μήλα αλλά κι9 ό δεύτε ρος γυιός του σουλτάνου. Ξανάκαναν έρευνες, μά τίποτα δεν γίνηκε πάλι. Τότε ό μικρότερος πρίγκηπας έκανε ένα όρ κο : Όποιαδήποτε κι9 άν ήταν ή μοίρα του αυτός θά φύλαγε τον άλλο χρόνο τή μηλιά. 9Ακόμα κι9 άν αυτό του στοίχιζε τή ζωή, όχι μόνο θά άγωνιζόταν νά σώση τά μήλα άπό τον Θρασύ αυτόν κλέφτη, άλλα καί θά τον άνάγκαζε νά τον όδη.γήση νά βρή τούς αδελφούς του, άν ήσαν άκόμα ζωντανοί. Τό δέντρο έκανε, όπως καί τά προηγούμενα χρόνια, τρία μήλα. 'Όταν άρχισαν νά παίρνουν χρώμα, ό νεαρός πρίγκιπας εγκαταστάθηκε κάτω άπό τό δέντρο. Κρατούσε τό σπαθί του στο χέρι κι9 είχε τό μάτι άγρυπνο καί τ9 αυτί προσεχτικό. Τό ξωτικό φάνηκε ξαφνικά μπροστά του. Τό ύφος του ήταν πιο άπειλητικό άπό κάθε άλλη φο ρά. Μά ό πρίγκιπας δεν ένοιωσε κανένα φόβο. Δι ατηρούσε όλη του τή ψυχραιμία. Μέ χέρι σταθερό σήκωσε τό σπαθί του καί τή στιγμή πού τό ξωτικό του έπετέθηκε, τό κατέβασε μέ δύναμι καί του έ κοψε τό ένα χέρι πού έπεσε στή γή.
Τό ξωτικό όομέσως εξαφανίστηκε, μά δυστυ χώς όμως είχε κατορθώσει νά πάρη, και τα τρία μήλα μαζί του. Τό μόνο πού έμενε ήταν τό κομμένο του χέρι στη γή καί μια μακρυνή σειρά άπό αίμα. Ό νέος πήγε όομέσως νά ειδοποίηση! τον πατέρα του. Αυτός τόν συνέχαρηκε για τό θάρρος πού έ δειξε. — Πατέρα μου, του εϊπε τότε ό πρίγκιπας ή γραμμή αυτή άπό αΐμα θά μέ όδηγήση: στό μέρος πού κατέφυγε ό κλέφτης. "Οποιος κι* άν είναι θά τόν βρω καί νά του κόψω τό κεφάλι. Αφού πήρε τήν άδεια του πατέρα του, ό νέος ξεκίνησε άμέσως. Ακολουθώντας συνέχεια τή γραμμή πού ύπήρχε στή γή έφτασε καμμιά φορά μπροστά σέ μια μεγάλη πόρτα. Χτύπησε πολλές φορές μέ τό σπαθί του αυτή τή πόρτα πού θά ήταν τό καταφύγιο του ξωτικού. Αυτή μισάνοιξε καί στό άνοιγμά της μπόρεσε νά δή τό στόμιο ένός βαθύ πηγαδιού. "Ενα μακρύ σχοινί ήταν δεμένο σέ ένα δέντρο πού ύπήρχε έκεΐ δίπλα. Ό πρίγκιπας τό άρπαξε καί χωρίς δισταγμό άρχισε νά γλυστρά άπό αυτό. Σαν έφθασε στό πάτο του πηγαδιού εί δε μια πόρτα κλειστή μπροστά του. Μέ μια μικρή προσπάθεια τα κατάφερε νά τήν άνοιξη. "Ενα υπέροχο θέαμα απλώθηκε τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Μία άπέραντη πολιτεία μέ τούς δρόμους της, μέ τά σπίτια της, βρισκόταν κάτω άπό τή γή. Τά ΐχνη τού αίματος εξακολου θούσαν νά υπάρχουνε στό έδαφος. Ακολουθώντας
τα πάλι, έφτασε σέ λίγο μπροστά σέ ένα πύργο του όποιου ή μεγαλοπρέπεια ήταν καταπληκτική καί κανείς σουλτάνος ή βασιλιάς δέν είχε ένα πα ρόμοιο έπάνω στή γη. Μπήκε μέσα χωρίς νά διστάση και προχωρών τας στούς (Ατέλειωτους διαδρόμους άνοιξε ένα δω μάτιο στή τύχη. Είδε τότε μια όμορφη νέα πού κοι μόταν επάνω σέ ένα ολόχρυσο κρεββάτι. Αυτή σηκώθηκε αμέσως ξαφνιασμένη και τάν ρώτηρε: — Ποιος σ’ έφερε στο τόπο αύτό, άδερφέ μου; Μήπως ή ζωή σου έγινε βάρος κι5 άπεφάσισες νά πεθάνης; — Ψάχνω νά δρω αυτόν, τής απάντησε ό νέος, πού τά ίχνη του αίματος δείχνουν δτι κατέφυγε σ’ αύτό τον πύργο. — Δυστυχισμένε, ξαναεΐπε ή νέα, ή τύχη θέλει φαίνεται τό χαμό σου. Αυτός πού ζητάς γύρισε μέ κομμένο χέρι καί είναι άπερίγραπτα θυμωμένος. — Δέν μέ φοβίζει αύτό πού μου λές. Έγώ ήρ θα εδώ, (Αποφασισμένος νά του κόψω τό κεφάλι. Ή νέα βλέποντας τον έτσι θαρραλέο, του εί πε: — 3Αφού δέν φοβάσαι, προχώρα καί θά τον δρης· Αύτός τότε προχώρησε κι’ άνοιξε μιά δεύτερη πόρτα. Μιά άλλη νέα μέ έκθσμβω'τική ομορφιά κοιμόταν κι’ αυτή σέ ένα ολόχρυσο κρεββάτι. Ό λαιμός της, τά χέρια της καί τά πόδια της ήσαν
φορτωμένα άπό πολύτιμα κοσμήματα. — Ποιόν γυρεύεις άρχοντα μου; τον ρώτησε καθώς σηκώθηκε ξαφνιασμένη άπό τό κρεββάτι της. — Γυρεύω αύτόν πού άρπαξε τά μήλα του πα τέρα μου και πήρε μαζί του καί τούς άδελφούς μου. “Οποιος κΓ αν είναι θά χτυπηθώ μαζί του. — Ό θεός νά σέ φυλάει!, ξεφώνησε αύτή τρο μαγμένη. ΚΓ άφοΰ τόν πλησίασε κοντά, τοΰ εΐπε έμπιστευτικά. — Είμαστε τρεις κοπέλλες έδώ. Τό ξωτικό πού ζητάς μάς έκλεψε τη μέρα των γάμων μας και μάς κρατά έδώ φυλακισμένες. Μά άμφιβάλλω άν θά κατορθώσης νά τό νικήσης. Γύρισε μέ τό ένα μπρά τσο κομμένο, στάζοντας αίμα Ό θυμός του είναι μεγάλος μ’ αύτό πού έπαθε. — Δέν μέ νοιάζει!, άπάντησε ό πρίγκιπας. Προχώρησε κΓ άνοιξε μιά τρίτη πόρτα. “Ετσι βρέθηκε μπροστά καί στην τρίτη, φυλακισμένη νέα. Ετούτη έδώ ξεπερνοΰσε κατά πολύ σέ όμορφιά τις δύο προγούμενες κΓ είχε τόσα πολλά κοσμή ματα επάνω της πού τό βάρος τους την έμπόδιζε νά κινηθή. ΚΓ αύτή έπίσης τοΰ είπε γιά την κατάστασι τοΰ θυμου πού βρισκόταν τό ξωτικό. — Είθε ό Αλλάχ, πρόστεσε στο τέλος, νά σέ βοηθήση νά τό νικήσης. Καί οί τρεις μας θά σοΰ χρωστάμε τότε τή σωτηρία μας καί θά γίνουμε οί άφωσιωμένες σκλάβες σου. ■9
Ό πρίγκιπας προχώρησε κι* άνοιξε μια τέταρ τη πόρτα. Τό ξωτικό βρισκόταν ξαπλωμένο επάνω σέ ένα κρεββάτι. Φαινόταν πώς κοιμόταν βαθειά. Μά ό νέος τό θεωρούσε άναντρία να τό χτυπήση σΤόν ΰπνο. Γι’ αύτό τό τσίμπησε ;μέ την άκρη του σπαθιού του. Τό ξωτικό στη στιγμή πετάχτηκε όρ θιο κι* έπετέθκε στο πρίγκηπα. Αυτός τη στιγμή που όρμούσε επάνω του, τραβήχτηκε στο πλάϊ και μέ μια σπαθιά του έκοψε τό κεφάλι. Ένώ δμως τό κεφάλι κύλησε στο πάτωμα, μπροστά στά πόδια τού πριγκηπα, τό σώμα του ξωτικού εξαφανίστηκε χάρις σέ ένα μαγικό δακτυλίδι πού είχε επάνω του κι* άμα χτυπούσε κάτω τό έκανε άόρατο. Τό κομ μένο κεφάλι πήδηξε γιά μιά φορά στον άέρα κι5 έπειτα ξσνάπεσε ατό δάπεδο χωρίς καμμιά ζωή πιά μέσα του. Ή τρίτη νέα πού ήταν στο πλαϊνό δωμάτιο καί ακούσε τί γίνηκε κι" έβαλε αμέσως χαρούμενες φωνές. Οι άλλες δυο πού τήν ακόυσαν, κατάλαβαν πώς ό τύραννός τους ήταν νεκρός κι* ήρθαν στο δω μάτιό της. * Αμέσως κι* οί τρεις μαζί άρχισαν νά γελάνε καί νά κλαΐνε άπό τή χαρά τους. Ό πρίγκηπας, ευχαριστημένος άπό τή νίκη του, ήρθε κοντά τους καί τις ρώτησε νά μάθη άν ό τύραννος αυτός κρατούσε κι* άλλους φυλακισμέ νους μέσα στον πύργο. — "Αρχοντά μας άπάντησαν κι* οί τρεις μαζί, έχει κι* άλλους δυο άντρες. Κάθε πρωί τούς έβαζε νά πέφτουν στά γόνοοτα, τούς έδερνε μέχρι άναι—
10
—
σθησίας και τούς ανάγκαζε να τόν υπηρετούν. Σαν γύρισε διμως μέ κομμένο χέρι, τούς έκλεισε σέ ένά σκοτεινό υπόγειο, άποφασισμένος να τούς άφήση έκεΐ νά πεβάνουν της πείνας. Ό πρίγκιπας κατάλαβε τότε δτι αυτοί Θά ήσαν οι άδελφοί του. Τούς ζήτησε νά του δείξουν πού ήταν τό υπό γειο κι’ αυτές τόν ώδήγησαν σ* αυτό. Τρόμαξε νά τούς άναγνωρίση δταν αυτοί ήρθαν επάνω. Μά σέ τί κοίτάστασι τούς ξανάβρισκε: ωχροί κι5 εξαντλη μένοι, μόλις κρατιόντουσαν ατά ποδάρια τους. Τούς έδωσε άμέσως νά φάνε, μά ή αδυναμία τους ήταν τέτοια πού έπρεπε νά μείνουν στο κρεββάτι τρεις μέρες γιά νά μπορέσουν νά άναλάβουν. Σάν πέρασαν οί τρεις μέρες ξεκίνησαν νά φύ γουν άπό τόν τόπο αυτό τής δυστυχίας. Ό νέος, εί πε σέ δλους νά πάρουν μαζί τους δσο χρυσό καί πολύτιμα κοσμήματα μπορούσαν νά σηκώσουν. Πήραν μαζί καί τά εννέα μήλα, πού τό ξωτικό είχε κλέψει άπό τόν πατέρα τους καί τά όποια ήσαν κα λά διατη.ρημένα πού νόμιζε κανείς πώς μόλις εί χαν κοπή άπό τη μηλιά. Τά μήλα τά είχε δώσει νά τά κρατούν οί τρεις νέες πού μέ μεγάλη τους χαρά άκολούθησαν τόν πρίγκιπα καί τούς άδελφούς των. Τέλος έφθσαν στη πόρτα πού άνοιγε στον πά το του πηγαδιού. Έκεΐ ό πρίγκηπας βοήθησε τούς δυο άδελψούς του ν’ άναίβουν πρώτοι, έπειτα καί τις τρεις γυναίκες.
Ή πιό νέα κι* ή πιο όμορφη άρνήθηκε νά άνεδή, άν αύτός δέν άνέβαινε πρίν άπό αύτή, άλλα ό νέος δέν δείχτηκε. Τότε αύτή τοΰ έδωσε ένα δα χτυλιό ι για νά τό χρησιμοποίηση δταν θά τοΰ χρειαστή. Καί συγχρόνως τοΰ έδωσε κι* αύτή τήν πα ραγγελία. ”Αν τό σχοινί κοπή καί μείνει κάτω νά μήν άπελπιστή, άλλά νά γυρίση πίσω στόν πύργο, νά πάη, στό δωμάτιο πού ήταν τό ξωτικό καί νά ά νοιξη τό μεσαίο συρτάρι του λαβω|μάνου. Έκεΐ μέ σα θά δρή δυο καλάθια, θά τά ρίξη στό πάτωμα κι* αύτά άμέσως θά μεταμορφωθούν σε δυό κριά ρια. Τό ένα άσπρο καί τάλλο μαύρο. Νά τούς πή δτι τό ξωτικό σκοτώθηκε κι* αύτός είναι ό αφέν της τώρα. Νά προσέξη νά άνεδή στό άσπρο πού ά τόν πάη στό τόπο του γιατί τό μαύρο θά τόν φέρη στά πέρατα τοΰ κόσμου, άπό δπου δέν πρόκειται νά ξαναγυρίση ποτέ στή χώρα του. 'Ο πρίγκιπας της ύποσχέθηκε δτι θά θυμάται τή παραγγελία της καί τή βοήθησε νά άναθή κι* αύτή. "Οταν ήρθε ή σειρά του νά πιάση τό σχοινί, οί άδερφοί του πού είχαν φυλάξει τό φθόνο καί τή ζή λεια τους παρ’ δλα δσα είχε κάνει γι’ αύτούς έκο ψαν τό σχοινί ένώ είχε αρχίσει νά άνεδαίνει κι* έτσι ξανάπεσε στό βάθος του πηγαδιού, θυμήθηκε άμέ σως τήν παραγγελία τής πιο όμορφης καί πιο νέας καί ξαναγύρισε στό πύργο, γιατί δέν υπήρχε πιά κα νένας τρόπος νά φτάση στήν άρχή τοΰ πηγαδιού, πού ήταν πάρα πολύ βαθύ. Μπήκε στό δωμάτιο του ξω τικού, άνοιξε τό συρτάρι πού τοΰ είχε πή ή νέα καί 12
-
πήρε άπό -μέσα τά δυο καλάμια. Τά έρριξε στο πά τωμα κι* αύτά άμέσως μεταμορφωθήκανε σέ δυο κριάρια: τό ένα άσπρο και τό άλλο μαΰρο. Τούς εί πε πώς ό άφέντης τους τώρα γιατί τό ξωτικό σκοτώθηκε κι’ αύτά άπάντησαν πώς ήσαν στην προσταγή τους. Μά τη στιγ|μή πού πήγε νά άνεβή, ξέχασε τις ο δηγίες τής νέας καί κσθάλλησε τό μαΰρο. Τό ζώο έδωσε τότε ένα πηδηιμα καί μέ τον πρίγκηπα στη ράχη του, έφθασε στά πέρατα τοΰ κόσμου. Σαν έ φτασε έκεΐ, έρριξε τό νέο κάτω κι* εξαφανίστηκε. Αύτός σηκώθηκε καί κύτταξε τριγύρω του. Τό μόνο πού είδε ήταν μια καλύβα. Χωρίς νά διστάση διό λου άνοιξε την πόρτα καί μπήκε μέσα. Μιά γριά ή ταν καθισμένη επάνω σέ μιά ψάθα καί κοντά της ή ταν ένας σκύλος, ένα γάιδαρος, δυο κατσίκες κι* έ νας τράγος. Ό σκύλος είχε μπροστά του ένα δεμάτι άχυρο γιά νά φάη, ό γάιδαρος μερικά κόκκαλα κι* οί κατσίκες μέ τον τράγο, γαϊδουράγκαθα. Τό καθέ να άπό τά ζώα αύτά δέν άγγιζε τη τροφή πού ήταν μπροστά του, μη νοιώθοντας καμμιά δρεξι. Ό πρίγκιπας λυπήθηκε τά ζώα, γι’ αύτό πήρε τά κόκκαλα άπό τό γάιδαρο καί τά έδωσε στο σκύ λο, άπό τόν όποιο πήρε τό άχυρο καί τό έβαλε μπρο στά στις κατσίκες καί τό τράγο. Άφοϋ σήκωσε τά γαϊδουράγκαθα καί τά έφερε στο γάιδαρο. "Ετσι άρχισαν δλα τά ζώα νά τρώνε μιά πού είχαν μπρο στά τους τό φαΐ πού τούς άρεσε. Ή γριά πού τόν είδε νά κάνει αύτές τις άλλα13
—
γές στη τροφή τών ζώων της, του είπε: — "Επραξες πολύ άσχημα. "Ολα τά δάση έδώ έχουν τό βασιλιά τους, πού βασιλεύει σ’ αυτά άπο: λυταρχικά. "Ετσι υπάρχει τό δάσος των λεονταρι ών, τό δάσος των τσακαλιών καθώς καί των τίγρε ων. Κανένα ζώο δεν μπορεί να μπή ατό δάσος πού δεν τοϋ άνήκει. Έγώ είχα κάποτε ένα μεγάλο κο πάδι άπό κατσίκες, μά νά τί μου έχει άπαμείνει. Ό νέος είπε πώς ή γριά δεν είχε δίκιο κι’ ό άφοατάμός του κοπαδιού της δεν είχε άλλη αιτία πα ρά την ακατάλληλη τροφή πού έδινε. — "Ακούσε γιαγιά, τής είπε, θά μείνω έδώ μαζί σου θά φροντίζω εγώ τά ζώα σου, πηγαίνοντάς τα γιά βοσκή. "Ετσι έκανε όσο καιρό έμεινε σ’ αυτό τον τόπο, καί τά ζώα δέν είχαν κανένα παράπονο άπό τήν τρο φή τους. Κάθε μέρα τά ώδηγούσε σέ ένα πλούσιο λειβάδι δπου έβρισκαν θρεπτική τροφή καί μέ τον καιρό ό αριθμός τους μεγάλωνε. *** Μά άς άφήσουμε γιά λίγο τον πρίγκηπα νά πη γαίνει τις κατσίκες τής γριάς στή βισκή κι* άς μά θουμε τί γίνηκαν οί δυο αδελφοί του μέ τις τρεις νέες σάν βγήκαν άπό τό πηγάδι. Φθάνοντας στο παλάτι του πατέρα τους του ειπαν μέ στόμφο δτι σκότωσαν τό ξωτικό κι5 άπελευθέρωσαν καί τις τρεις νέες πού ήσαν φυλακισμένες στον πύργο του. Γιά τό μικρότερο αδερφό τους δέν έκαναν κουβέντα. "Οσο γιά τις νέες πού ήξεραν πώς
φέρθηκαν στον πρίγκιπα τής φοβέρισαν πώς &ν πουν καί μιά λέξι στό γέρο σουλτάνο, θά τούς κό ψουν τα κεφάλια. Αφού έγκαταστάθηκαν στό πα λάτι, μεγάλη φαγωμάρα τούς επιασε μεταξύ τους έξ αίτιας των γυναικών γιατί ό καθένας άπό αυ τούς ήθελε να πάρη: γιά γυναίκα του τήν πιο νέα καί τήν πιο όμορφη. Ό σουλτάνος πού τούς άκουγε, άντί νά προσπαθήση νά τούς μονιάσει, μπηικε κι’ αύτός στό καυγά γιατί κι’ αύτός ήθελε νά πάρη μία. "Οσο γιά τις τρεις νέες, κάθε μία άπό αύτές κρα τούσε ζηλότυπα τά μήλα πού είχε φέρει μαζί της. Τα πράγματα τραβούσαν έτσι τό δρόμο τους. Καί τώρα ας ξαναγυρίσουμε πάλι στό πρίγκηπα πού έβοσκε κατσίκες. Μιά μέρα, οδηγώντας τό κοπάδι του έφτασε στό ύψωμα ενός βουνού πού ή ταν τό δάσος των λεονταριών. Σε μιά στιγμή βρέ θηκε μπροστά στό βασιλιά τους. ΤΗταν ένα μεγα λόσωμο λεοντάρι, δλο υπερηφάνεια πού δτοον άνοι γε τό φοβερό του στόμα γέμιζε πανικό δποιον τό άντίκρυζε, είτε άνθρωπος ήταν αύτός, είτε ζώο. Μό λις είδε λοιπόν τον πρίγκηπα δίνει ένα τρομερό πή δημα, άνοίγοντας τό πελώριο στόμα του νά τον άρπάξη. Μά ό πρίγκηπας πού τό έλεγε ή καρδιά του, δεν δείλιασε παρά βγάζοντας τό αχώριστο σποοθί του τού κατάφερε μιά καί τού έκοψε τό κεφάλι. Τά άλλα λεοντάρια τά όποια είχαν μαζευτή γύρω, βλέποντας τό βασιλιά τους νά πέφτει σκοτωμένος, ώρίμησαν μέ τή σειρά τους στό νέο, μά ή ίδια τύχη
τά πεδίμενε. Ξεθαρρεμένος άπό τό κατόρθωμά του ό πρίγκηπας μπήκε καί στο δάσος που ήταν τό βα σίλειο των τίγρεων κι9 έπειτα ατό βασίλειο των τσακαλιών. Σέ λίγο δέν έμεινε ούτε ίχνος άπό τά φοβερά κι* έπικίνδυνα αυτά ζώα. Οί κατσίκες του πρίγκιπα μπορούσα πια νά πηγαίνουν δπου θέλουν χωρίς κανένα φόβο, νά διαλέγουν την τροφή τους, σέ δλα τά δάση,, νά παχαίνουν καί νά αυξάνουν σέ άριθμό. Ό πρίγκηπας—·βοσκός συνέχιζε νά μένη μέ τη γριά. Μιά μέρα καθώς έπέβλεπε τό κοπάδι του που έβοσκε έλεύθερα, τριγύρω, άνεκάλυψε σέ ένα δέν τρο τη φωλιά ένός άετου. 'Ένα μεγάλο καί χοντρό φεΐδς γλυστρώντας άπό κλαδί σέ κλαδί πλησίαζε τή φωλιά γιά νά καταβροχθίση τά άετόπουλα πού ήσαν μέσα. Χωρίς νά χάση καιρό ό νέος σκαρφάλω σε έπάνω στό δέντρο κι* άποκεφάλισε τό συχαμερό ερπετό. "Έπειτα τό έκανε κομματάκια καί τά έδω σε ατά μικρά του άετου νά τό φάνε. Ό άετός πού έφτασε φτεροκοπώντας, είδε αυτό πού ό πρίγκιπας είχε κάνει γι* αυτόν καί του είπε: (Τό γεγονός, δτι είχε κόψει τό κεφάλι του έρπετου έδινε στό πρίγκιπα τόν χάρισμα νά καταλαβαίνει τη γλώσσα τών πουλιών). — Γενναΐε *Αχμάμετ! (Αυτό ήταν τό δνομα του πρίγκιπα.) Αυτό πού έκανες γιά μένα ήταν πολύ μεγάλο. Τό φεΐδι πού σκότωσες υπήρξε ό πιο θανά σιμος έχθρός μου. Τό παραμόνευα πολλά χρόνια τώ ρα χωρίς νά μπορέσω νά τό πιάσω. *Ερχόταν την 16
—
ώρα πού εγώ έλειπα καί σαν ήταν νά γυρίσω αυτό κρυβόταν. ’Έτσι κατόρθωσε να μου φάη πολλά παι διά μου. Τώρα 8|μως εσύ τό σκότωσες κι* έχτός άπό αυτό τό μοίρασες καί στα μικρά μου νά τό φάνε καί νά πάρουν άπό τη δύνάμί του. Δεν ξέρω πώς νά σ’ ευχαριστήσω, θέλεις νά σέ πάω στην πατρίδα σου ; Ό πρίγκιπας δέχτηκε άμέσως γιατί αυτή ήταν κι5 ή μεγαλύτερη του επιθυμία. Ό αετός τον φορτώθηκε λοιπόν στην πλάτη του καί πετώντας γρήγορα τον έφερε στο βασίλειο του πατέρα του, δπου τον άφησε κοντά στο παλάτι. Άπό τότε πού είχε φύγει ό πρίγκιπας είχε πε ράσει πολύς καιρός καί τά χαρακτηριστικά του εί χαν Αλλάξει. Σάν παρουσιάστηκε στο παλάτι κα νείς δέν τόν άνεγνώρισε κι5 όλοι τον έδιωξαν καί τον μεταχειρίστηκαν σάν άπατεώνα. Απελπισμένος καί πεθαίνοντας άπό την πείνα, περιπλανιόταν στή πά λι μή ξέροντας τί νά κάνει. Τέλος τά βήματά του τόν ώδήγησαν στο μαγαζί ένός ράφτη. — Άρχοντα μου!, τόν παρεκάλεσε, ό Αλλάχ νά σέ φυλάει, δώσε μου μιά δουλειά νά κάνω. Είμαι ξένος καί πεθαίνω άπό τη πείνα. Ό ράφτης τόν λυπήθηκε καί τόν πήρε στο μα γαζί του. Του είπε νά καθίση κοντά του καί νά του μάθη τό επάγγελμά του. "Ετσι ό πρίγκιπας εξασφάλισε τροφή καί ύπνο στο μαγαζί του ράφτη. Μιά μέρα, ό σουλτάνος κάλεσε τό ράφτη στό παλάτι. 17
— θέλω, του είπε, νά σου παραγγείλω ένα φό ρεμα για μια γυναίκα, μά ζητάει νά μή χρησιμο ποίησης ψαλίδι για νά τό κόψης, ούτε βελόνα γιά νά τό ράψης. Επίσης νά στέκεται όρθιο και νά άρχίζη νά χορεύη σάν σου χτυπάει παλαμάκια. Θά πάρης μεγάλη αμοιβή σάν τά καταφέρης, μά και θά σου κόψω τό κεφάλι σάν άποτύχης. Ό ράφτης ήξερε πόσο αυστηρός ήταν ό σουλ τάνος. Ύποκλίθηκε λοιπόν μέχρι τό πάτωμα. Σάν έφτασε όμως στο άτελιέ του, άφησε όλο τό θυμό του νά ξεσπάση. — Ασφαλώς, έλεγε από μέσα του, αυτός ό ξένος τά φταίει όλα. Ή κατάρα του ουρανού έπεσε επάνω από τό σπίτι μου από την μέρα πού τον μά ζεψα. Που ξανακούστηκε νά μου ζήτα δ σουλτάνος τέτοιο φόρεμα; — Αφέντη μου, του είπε ό Άχμάμετ, γιατί Α πελπίζεσαι; Τίποτα δεν είναι πιο εύκολο άπό τό νά γίνη, αυτό τό φόρεμα. — Πώς τολμάς καί τό λες αύτό; Έγώ πού εί μαι ό Πρόεδρος τών ραφτών τής πόλεως, δέν ξέρω πώς θά γίνη, κι5 εσύ πού δέν έμαθες ακόμα την τέ χνη, λες πώς είναι εύκολο; Μακάρι νά ήταν έτσι, κι’ άν πιστεύεις πώς θά τά καταφέρης θά σου χρω στάω ευγνωμοσύνη ! "Έχω καί μιά κόρη μοναδική σέ ομορφιά πού άρνήθηκα νά τή δώσω γιά γυναί κα σέ τόσους καί τόσους πλουσίους εμπόρους, θά στή δώσω όμως εσένα μαζί μέ όλα τά υπάρχοντά μου. 18
—
— Αφέντη μου, απάντησε ό νέος, ό σουλτάνος θά έχη τό φόρεμα πού ζήτησε. Παρ' άλες τις διαβεβαιώσεις του βοηθού του, ό ράφτης δίσταζε να πιστέψη δτι θά κατάφερνε νά του φτιάξη τό φόρεμα πού ζήτησε ό σουλτάνος. Φοβότανε πολύ γιά τό κεφάλι του πού τό έβλεπε νά στέκεται όμορφα στούς ώμους του κι3 όλη τή νύχτα δεν έκλεισε μάτι από την ανησυχία του. Ό ράφτης, φεύγοντας από τό μαγαζί κάθε βρά δυ, κλείδωνε τό πρίγκιπα μέσα γιατί κοιμόταν έκεΐ. "Ετσι λοιπόν μόλις ό ράφτης κλείδωσε την πόρ τα κι5 έφυγε, ό νέος θυμήθηκε τό δαχτυλίδι πού του είχε δώσει ή μικρότερη καί ή ομορφότερη από τις νέες πού είχε απελευθερώσει τότέ από τον πύρ γο του ξωτικού καί τό είχε πάντα στο δάχτυλό του, χωρίς νά τό θυμάται. Τό γύρισε λοιπόν αμέ σως φάνηκαν μπροστά του επτά γυναίκες πού ή κάθε μιά από αυτές ήταν μοναδική σέ τέχνη. Α μέσως τον προσκύνησαν καί του είπαν: — 'Όλα τά πλούτη της γης ας γίνουν δικά σου. Ζήτησε ότι θέλεις κι' έιμεΐς οί πιστές σκλάβες σου θά στο φέρουμε αμέσως. — θέλω, τούς απάντησε ένα φόρεμα πού νά μήν έχει κοπή από ψαλλίδι καί νά μήν έχει ράφτη από βελόνα, νά στέκεται πάντα όρθιο καί νά χο ρεύει σάν τού χτυπάνε παλαμάκια. — Μά, τον ρώτησε αυτή από τις έπτά τεχνίτρες πού θά άναλάμβανε νά φτιάξη αυτό τό δύσκολο φόρεμα, τί χρώμα τό θέλει αυτή πού τό παρήγγειλε. 13
—
Αύτός δμως δέν ήξερε τί νά άπαντήση. Οί γυ ναίκες φύγανε δπως είχαν έρθει. Την έπομένη σάν έφτασε στό μαγαζί του ό ράφτης κι* άνοιξε τήν πόρτα ό πρίγκιπας τοϋ είπε: — Ξέχασες, νά ρωτήσης τί χρώμα πρέπει νά είναι τό φόρεμα. — Σωστά λές, άπάντησε κι’ αυτός. ’Έτρεξε άμέσως στό παλάτι. Παρουσιάστηκε λοιπόν στό σουλτάνο και πήρε τήν άδεια νά πάη στό χαρέμι. Έκεΐ, μιλώντας πίσω άπό μια πόρτα, ρώτησε αύτή πού είχε παραγγείλει τό φόρεμα τί χρώ)μα τό επιθυμούσε. — Τό θέλω, είπε αύτή, νά γίνη άπό τρία χρώ ματα: Τό ένα μπλε του ούρανοΰ, τό δεύτερο πρά σινο καί τό τρίτο στό χρώμα πού έχουν τά άνθη της ροδακινιάς. Αύτό τό τελευταίο χρώμα συμβόλιζε στό τό πο τους τον έρωτα, και τό παρήγγειλε γιά νά καταλάβη ό πρίγκιπας, πού ήξερε πώς είχε έρει στήν πόλι κι* έμενε στοΰ ράφτη, πώς δέν είχε πάψει νά τον άγαπα. Καί πρόστεσε: — Νά πης σ’ αυτόν πού άνέθεσες νά φτειάξη τό φόρεμα, νά έλθη νά χτυπήση τήν πόρτα μου κι’ εγώ θά τον περιμένω. Ό ράφτης, σάν έπέστρεψε στό εργαστήριό του, διηγήθηκε λέξι πρός λέξι στόν μαθητευόμενό του αύτά πού είχε άκούσει. Ό πρίγκηπας κατάλαβε χωρίς δυσκολία τό 0Α
______
τε, πώς ή νέα πού είχε μιλήσει μ9 αυτό τον τρόπο, ήταν αυτή πού του είχε δώσει τό δαχτυλίδι και δο κίμασε μεγάλη χαρά. Ό ράφτης ζήτησε άπό τό βοηθό του νά άρχί ση να φτιάχνη τό φόρεμα μπροστά του, γιατί ένοι ωθε μεγάλη άνησυχία για τό κεφάλι του. — "Οχι, του είπε αυτός, πήγάινε στο σπίτι σου κι9 αύριο τό πρωί τό φόρεμα θά είναι έτοιμο και θά τό πας στο σουλτάνο. Ό ράφτης έφυγε καί τόν άφησε μόνο στο ερ γαστήριο, μά δυσκολευόταν νά πιστέψη πώς ό βο ηθός του θά ήταν σε θέσι νά προιγματοποιήση τήν ύπόσχεσι πού του έδωσε, καί ή άγωνία γιά τό κακόμοιρο τό κεφάλι του μεγάλωνε άκόμα περισσό τερο. Ό πρίγκιπας γύρισε τό δαχτυλίδι του κι9 (αμέ σως οί νεράιδες ποορουσιάστηκαν. — Πρέπει, τούς είπε νά μέ μεταφέρετε κοντά στήν νέα πού άγαπώ καί μ9 άγαπα. Σέ μιά στιγμή μέσα βρέθηκε στο μέρος πού ζήτησε νά πάη. Χτύπησε τήν πόρτα κι9 αυτή άνοιξε. — Καλώς ήρθες, του είπε, θά σου θέσω άκό μα δυο δοκιμασίες, μά δ,τιδήποτε κι9 &ν συμβή, σου δίνω τήν ύπόσχεσι νά μήν άνήκω σέ κονένα άλλο έκτος άπό σένα. Τό μαγικό του δαχτυλίδι τόν μετέφερε ξανά στο έργαστήριο του ράφτη. "Οσο αυτός έλειπε, αυ τή άπό τις έτϊτά νεράιδες πού είχε άναλάβη νά φτι 21
—
άξη τό φόρεμα τό εΐχε τελειώση καί τό είχε διπλώ σει σέενα ποοκέτο. Την επομένη τό πρωΐ, μόλις ό ράφτης μπήκε μέσα ατό μαγαζί ή πρώτη του δουλειά ήταν νά α νοίξει τό πακέτο. Ποια όμως ήταν ή άγανάκτησίς του βλέποντας πώς τό ύφασμα πού του είχε δώσει για τό φόρεμα ήταν κομμένο σε χίλια μικρά κομ μάτια πού τό μεγαλύτερο ήταν δσο κι5 ένα νόμι σμα. — Τί έκανες εκεί; φώναξε Θυμωμένος. Αυτό εί ναι τό φόρεμα πού μου είχες ύποσχεθή; Καλά τό κατάλαβα δτι με κοροΐδευες. — Τό φόρεμα είναι έτοιμο, είπε ό πρίγκηπας, χαμογελώντας με τό θυμό του ράφτη. Τό πήρε από ένα μέρος πού τό είχε τοποθετήσει και τό έστησε όρθιο μπροστά στον έκπληχτο ράφτη. "Έπειτα χτύ πησε τά χέρια του κι’ αυτό άρχισε νά χορεύει. "Ή ταν καμωμένο άπό ένα μόνο κομμάτι, χωρίς νά έχει κοπή καί με τρία διαφορετικά χρώματα, α κριβώς έτσι δπως τό είχε παραγγείλει αυτή γιά την όποιαν προοριζόταν. Ή άγανάκτησίς του ράφτη τότε γίνηκε ανέκ φραστη χαρά καί δεν ήξερε πώς νά εύχαριστήση τό βοηθό του. Του έδωσε αμέσως καινούργια ρού χα νά φορέση καί του είπε νά τον άκολουθήση στο σπίτι του γιά νά του παρουσιάση τή κόρη του. Ό πρίγκιπας δμως άρνήθηκε. Ό ράφτης πήρε τότε τό φόρεμα καί τό·πήγε στό σουλτάνο. Αυτός μόλις τό είδε ξετρελλάθηκε —22
και του έδωσε ενα μεγάλο σακκούλι γεμάτο χρυσά νομίσματα. Σαν γύρισε πάλι στο μαγαζί θέλησε νά δώση δλο αυτό τό χρυσάφι στο πρίγκιπα, μά αυ τός δεν δέχτηκε τίποτα. Ό σουλτάνος ήτοα/ πολύ ευχαριστημένος πού μπόρεσε νά ίκανοποιήση τήν έπιθυμία της νέας πού είχε στο νού νά τη κάνη γυναίκα του. Μά αυ τή γιά νά τον κάνει νά ποοραιτηθη από τήν έπιθυ μία του αυτή πού τή θεωρούσε ενοχλητική του έ βαλε ένα καινούργιο δρο δυσκολώτερο από τον προηγούμενο. — Πρέπει, του είπε, νά μου φέρης μιά ασημέ νια κόττα με τά κοτόπουλά της πού είναι από χρυ σό καί στολισμένα με μαργαριτάρια. Μά σέ ποιόν άλλο έπρεπε νά καταφύγη γιά νά ικανοποίηση τήν έπιθυμία τής νέας, από τόν κοσμηματοπώλη; "Έβαλε λοιπόν νά τόν φέρουν μπροστά του. — Θέλω, του είπε σάν ήρθε μπροστά του νά μου φέρης αυτό κι9 αυτό. "Αν τό κατορθώσης σέ περιμένει πλούσια ανταμοιβή. "Αν δχι θά σου κό ψω τό κεφάλι. Ό κοσμηματοπώλης μπορούσε νά θεωρή τόν έαυτό του χαμένο γιατί αυτό τό πράγμα πού τού ζήτησε ό σουλτάνος ήταν άκατόρθωτο. Επειδή εί χε άκούσει γιά τό φόρεμα πού είχε φτειάξει ό ρά φτης, πήγε νά τόν βρή. — Νομίζω, τού άπάντησε κι* αυτός σάν τού. έξιστόρησε τή παροιγγελία τού σουλτάνου, δτι ό
βοηθός μου θά μπορή νά σέ συμβουλεύσει τί νά κάνης. Τον φώναξε λοιπόν κι* ό κοσμηματοπώλης του είπε: — θά σου δώσω δλο τό χρυσάφι που έχω στο μαγαζί μου κι* δσο ακόμα μου δώσει ό σουλτά νος, άν μέ βοηθήσης νά γλυτώσω τό κεφάλι μου. — Αυτό δέν μου άρκεΐ, άπάντησε ό πρίγκιπας, θέλω άκάμα νά μου παρςχχωρήσης δλη σου τήν τύχη· # Ό κοσμηματοπώλης πού ήταν έβραΐος δυσκο λεύτηκε πολύ νά κάνη αυτό τό πράγμα, μά στο τέλος υποχώρησε. — Πολύ καλά, είπε ό πρίγκηπας, αύριο θά έ χεις δτι σου ζήτησε ό σουλτάνος. Τό βράδυ, σάν έφυγε ό ράφτης κι* έμεινε μό νος του, γύρισε τό δαχτυλίδι του καί διέταξε τις επτά νεράιδες πού παρουσιάστηκαν νά τού κάνουν τήν κόττα καί τά κλωσσοπούλια της δπως τά είχε παραγγείλη αυτή πού τά έπιθυμουσε. Σάν του έφεροον δτι ζήτησε, τις διέταξε ακόμα νά πάνε καί νά πληροφορηθούν άπό τή νέα ποιο ήταν αυτό τό πράγμα πού θά ζητούσε άκόμα άπό τό σουλτάνο. Αυτές πήγαν στή στιγμή, καί σάν γύρισαν τού απάντησαν δτι ή νέα επιθυμούσε νά πάη ό ίδιος καί νά τού τό πη. Αυτός μέ τή βοήθειά τους μετα φέρθηκε άμέσως ατό παλάτι καί παρουσιάστηκε στή νέα. 24
—
— Αΰριο, του είπε αυτή, θά μου φέρουν τή κόττα μέ τά κλωσοοποολια καί μεθαύριο, ό σουλτά νος θά άνσγγείλη μέ τούς κήρυκές του μιά γιορτή ιπποτική προς τιμήν του μεγάλου του γυιου, μέ τον όποιο θέλει τώρα νά μέ παντρέψη. Για νά τόν κάνω νά άποτυχη θά ζητήσω από τόν σουλτάνο νά διατάξη όσους καβαλλάρηδες θά πάρουν μέ ρος στον αγώνα δρόμου, νά περάσουν κάτω από τό μπαλκόνι μου. Κι5 άν μπόρεση, νά άρπάξη, τό μήλο πού θά του πετάξω από πάνω, τότε θά δεχτώ νά γίνω γυναίκα του. Έσύ θά διατάξης τις νεράιδες νά σου φέρουν ένα κάτασπρο άλογο καί μιά όλόλευκη στολή, θά τρέξης κι" έσύ μαζί τους καί θά μπορέσης νά άρ πάξη ς τό μήλο άντί γι9 αυτόν. Αυτή θά είναι ή τε λευταία δοκιμασία, κι9 έπειτα όλα θά τελειώσουν κι9 εγώ θά γίνω γυναίκα σου. Τά πράγματα γίνηκαν όπως τά προεΐπε ή νέα. Οι δημόσιοι κήρυκες ανήγγειλαν τή γιορτή πού θά κρατούσε επτά μέρες. Στη διάρκειά της τά όρ γανα θά παίζουν μέρα καί νύχτα κι9 ό λαός θά γλεντούσε καί θά χόρευε γιά νά γιορτάση τούς γάμους του μεγάλου γυιου του σουλτάνου πού θά παντρευόταν. Τήν ήμερα πού είχε όριστή γιά τόν αγώνα δρόμου όλος ό πληθυσμός είχε μαζευτή μπροστά στο παλάτι γιά νά άποθαυμάση, τούς καλυτέρους καβαλλάρηδες του βασιλείου. "Ενας καβαλλάρης ντυμένος στά ολόλευκα,
καδαλλώντας ένα κάτασπρο άλογο, ήρθε και στάθηικε δίπλα στο -μεγάλο γοιό του σουλτάνου. Ή πιό νέα καί ή πιο άμορφη από τις γυναίκες πού εΐχε φυλακισμένη τό ξωτικό, βγήκε στο μπαλκόνι μέ την άκολουθία της. Σαν δόθηικε τό σύνθημα τής έκκινήσεως δλοι οι καδαλλάρηδες, τραβώντας μέ δύναμη τά ήνία των άλόγων τους ρίχτηκαν σέ ένα τρελλό καλπα σμό και τη στιγμή πού περνούσαν μπροστά από τό μπαλκόνι δπου βρισκόταν ή νέα, αυτή πέταξε τό μήλο. Ό μεγαλύτερος πρίγκηπας άπλωσε τό χέρι του νά τό πιάση, μά ό μικρότερος, πιό γρήγορος από αύτόν, του τό άρπαξε μέσα από τά χέρια, ενώ μέ τό σπαθί του του έκοψε δυο δάχτυλα από τό χέρι πού είχε υψωμένο για νά πιάση τό μήλο. Συγ χρόνως του έδωσε μιά καί τον πέταξε άπό τό ά λογο. Μιά μεγάλη άταξία έπεκράτησε τότε, ενώ οί υπηρέτες του παλατιού, έβαζαν σέ ένα φορείο τον πληγωμένο γιά νά τον μεταφέρουν στο κρεββάτι. "Εφιπποι στρατιώτες του σουλτάνου, κυνήγη σαν τότε τον άσπρο καδαλλάρη, πού είχε γίνει ά φαντος. Οί νεράιδες τον είχαν μεταφέρει τήν ίδια στιγμή στο μαγαζί τού ράφτη κι* αυτός καθισμέ νος στο μπάγκο του, μέ τή βελόνα στο χέρι δού λευε, σαν νά μή,ν είχε συμδή τίποτα. Οί ιππικοί αγώνες θά συνεχιζόντουσαν τήν ε πομένη, κι* δλος ό λαός γύρισε στα σπίτια του. Ό ράφτης πού δέν είχε δή τον δοηθό του ά26
ναμεσα στον κόσμο, γυρίζοντας στο μαγαζί του καί βλέποντάς τον σκυμμένο επάνω στη δουλειά του τον ρώτησε: — Δεν πήγες κι5 εσύ στη γιορτή, πληγώθηκε μάλιστα κι* ό μεγάλος γυιός του βασιλιά άπό έ ναν άγνωστο καβαλλάρη ντυμένο στα άσπρα. — "Όχι, του απάντησε ό "Αμχάμετ. Την άλλη μέρα, μόλις ό ράφτης έφυγε για τούς αγώνες, γύρισε τό μαγικό του δαχτυλίδι κι3 αμέσως οί νεράιδες του έφεραν ένα κατάμαυρο ά λογο καί μια φορεσιά στο ίδιο χρώμα. "Αμέσως καβάλλησε καί τράβηξε για τούς αγώνες. Έκεΐ πήρε θέσι ανάμεσα στούς άλλους καβαλλάρηδες καί μάλιστα δίπλα στο δεύτερο γυιό του σουλτά νου, τον αδελφό του δηλαδή, πού τήν ημέρα αυτή σντυκαταστουσε τό μεγαλύτερο πού ήταν στο κρεββάτι. Ό σουλτάνος, πού κρατούσε στα χέρια ένα τόξο, μαζί μέ τις γυναίκες του παλατιού είχαν πάρει θέσι στο μπαλκόνι. Μόλις δόθηκε τό σύνθη μα, δλοι οί καβαλλάρηδες ώρμησαν καλπάζοντας. Τη στιγμή πού ό δεύτερος γυιός του σουλτάνου σή κωσε τό χέρι του για να πιάση τό μήλο, ό "Αμχάμετ ό αδελφός του πρόφταξε καί τό έπιασε αυτός, ενώ μέ μια σπρωξιά τον έρριξε άπό τη σέλλα στο έδαφος. Μά πριν προφτάξη νά έξαφανιστή, ό σουλ τάνος, τέντωσε τό τόξο του καί του έρριξε ένα βέ λος πού τον πλήγωσε ελαφρά στο πόδι. Τήν ίδια στιγμή όμως ή νέα του πέταξε ένα μεταξωτό μαν τήλι πού τό άρποοξε καί κατόπιν, όρμώντας μέσα 27
-
—
ατό πλήθος, χάθηκε. Ό σουλτάνος, βλέποντας πώς είχε πληγώσει τον άγνωστο καβαλλάρη καί σκεπτόμενος δτι θά ήταν εύκολο νά τον αναγνώριση, διέταξε Αμέσως νά κλείσουν τις πύλες τής πόλης κι5 άνήγγειλε μέ τους κήροκες δτι θά γίνουν έρευνες στά σπίτια γιά νά έξετάσουν δλους αυτούς πού ήσαν πληγωμένοι γιά νά βρουν καί νά συλλάβουν τό μυστηριώδη κα βαλλάρη. Ό βοηθός τού ράφτη, πού χάρις στο μαγικό του δαχτυλίδι, βρισκόταν κι* δλας στο εργαστήριο, είχε πάρει έναν επίδεσμο καί δένοντάς τον σφιχτά γύρω από τό πληγωμένο πόδι του, προσπαθούσε νά σταματήση τό αΐμα. Λίγες στιγμές έπειτα γύ ρισε καί τό αφεντικό του στο μαγαζί. Βλέποντας τον δμως νά κουτσαίνει έλαφρά, τον ρώτησε τί τού συμβαίνει. — Είμαι άρρωστος, άρκέστηκε αυτός νά α πάντηση. Οί έρευνες πού είχε διατάξει ό σουλτάνος συ νεχιζόντουσαν, κι9 ό ράφτης πού υποψιάζονταν δτι ό βοηθός του κάτι τού έκρυβε, τού είπε: — Δεν ξέρω αν θά πρέπει νά σέ κρατήσω πε ρισσότερο κάτω άπό τή στέγη μου, γιατί άν οί στρατιώτες τού σουλτάνου έρθουν νά σέ συλλά βουν θά πάρουν κι9 έ|μένα μαζί σου πού σέ έκρυψα, κι9 δλος ό θυμός τού σουλτόονου θά ξεσπάση έπάνω μου. Μά δέν τον έδιωξε, κι9 δπως ήξερε τή καλή καρ-
θιά και τήν εργατικότητα του βοηθού του καί είχε άπό καιρό αποφασίσει να του δώση: την κόρη του για γυναίκα, διέταξε νά γίνουν οί προετοιμασίες των γόμων ώστε να παραπλανηθοΰν οί στρατιώ τες καί νά μη κάνουν έρευνα στο μαγαζί του. Πνηκε μεγάλη γιορτή κι* ή κόρη του ράφτη, ντυμένη στα νυφικά της φορέματα, φάνταζε γεμάτη όμορφιά καί γοητεία. Μά ό Άμχάμετ, ξένος σ* αυτή τή γιορτή δεν έδινε καμμιά προσοχή σ5 δ,τι γινόταν γύρω του. "Ολες οί σκέψεις του βρισκόντουσαν κοντά σ* εκείνη πού του είχε πετάξει τό μεταξωτό μαντήλι. "Έτσι γιά τρεις μέρες πού βαστούσε ή προετοι μασία, σύμφωνα μέ τά έθιμα του τόπου πού ζοΰσαν, τον περιποιόντουσσν καί τόν περιέβαλαν μέ φροντίδες, μά αστός παρέμενε άδιάφορος σέ τέτοιο σημείο, πού ό ράφτης δεν κρατήθηκε καί πιέζοντάς τον μέ διάφορες ερωτήσεις, τόν άνάγκασε νά του άμολογήση πώς ή καρδιά του δέν ήταν έλεύθερη, "Επειτα τού εξομολογήθηκε δλες του τις περι πέτειες, τή χώρα πού βρισκόταν κάτω από τή γη, άναφέροντάς του συγχρόνως γιά τή βοήθεια πού τού είχε δώσει τό μαγικό δαχτυλίΐδι. — Είχα ύποπτευτή τήν υπαρξι αυτού του δαστυλιδιου, απάντησε κι* ό ράφτης. "Ετσι έξηγεΐτο τώρα γι* αυτόν ή κατασκευή τού φορέματος καί τής κλώσσας μέ τά κλωσσοπούλια. Στο τέλος ό ράφτης παραδέχτηκε πώς ή κόρη του δέν ήταν δυνατό νά παντρευτή ένα πρίγ—99
κιττοα
......
Ό Άχμώμετ, τότε, του ζήτησε να πάη νά &ρή τον πατέρα του και νά του πή ο,τι έμαθε από τό στόμα του καί νά τον πληροφορήση καί γιά την κα κή διαγωγή των μεγαλύτερων άδελφών του, κα θώς καί τον άτιμο τρόπο μέ τον όποιον προσπάθη σαν νά τον βγάλουν από τη μέση, κόβοντας τό σκοινί του πηγαδιού, γιά νά μείνη γιά πάντα στά βάθη τής γης. Αλλά, του είπε νά προσέξη καί νά μη μιλήση πριν πάρη την άδεια του σουλτάνου γιά νά του πή ελεύθερα δτι ήξερε. Την επομένη ό ράφτης πήγε στο παλάτι καί ζή'τησε νά παρουσιαστή στο σουλτάνο. Σάν ήρθε μπροστά του γονάτισε κάτω καί ζήτησε: — Βάλε τό χέρι σου, πολυχρονεμε μου, στο κεφάλι μου γιά νά μου δείξης δτι μου δίνεις την άδεια νά σου πω ελεύθερα, δ,τι ξέρω. Ό σουλτάνος έβαλε τό χέρι του, καί είπε.: — Μίλησε χωρίς φόβο. Σ’ ακούω. — Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, άρχισε ταπει νά ό ράφτης, πόσους γυιούς έχεις; Ό σουλτάνος έδειξε αρκετή έκπληξι στην έρώτησι αυτή, αλλά παρ’ όλα αυτά απάντησε: — Είχα τρεις, μά τώρα έχω δυο. Ό τρίτος ό μικρότερος είναι πεθαμένος. — "Όχι, ζή, είπε ζωηρά ό ράφτης. Κι αμέσως του διηγήθηκε δλα δσα του είχε πή ό Άμχά|μετ. — Γιά άπόδειξι των όσων είπα, έπανέλαβε ό —
ράφτης, φώναξε τις τρεις νέες κι5 άφοΟ τΙς ρωτήσης, μπορείς νά κρίνης άν σου είπα τήν αλήθεια. Ό σουλτάνος ταράχτηκε βαθειά άπό αυτά πού ακούσε. Φώναξε λοιπόν τις τρεις νέες. Αυτές έπεβεβαίωσαν δ,τι είχε πή ό ράφτης. "Έπειτα φώ ναξε τούς δυο μεγαλύτερους γυιούς του. Μά τού τοι εδώ, μέσα στο φόβο πού ένοιωθαν γιά τη δί καιη τιμωρία πού τούς περίμενε, ' φυλάχτηκαν νά μη συμφωνήσουν, βεβαιώνοντας πώς ό άδελφός τους σκοτώθηκε άπό τό ξωτικό πού είχε αρπάξει τις τρεις νέες. Ό σουλτάνος βρέθηκε τρομερά μπερδεμένος. — Πήγαινε, είπε στο ράφτη, νά φέρης τό γυιό μου εδώ. Ό Άμχάμετ ήρθε στη στιγμή. Ό σουλτάνος κυττάζοντάς τον προσεχτικά, τόν άνεγνώρισε. Τό τε ό νέος είπε: — Γιά τελευταία άπόδειξι, οί νέες άς φέρουν τά επτά μήλα πού τούς έδωσα δταν φύγαμε άπό τόν πύργο του "ωτικού. Τά άλλα δύο τά έχω εγώ. Νάτα. Κι* έδειξε τά δυο μήλα πού εΐχε αρπάξει στούς αγώνες. Οί νέες έφεραν καί τά άλλα επτά. Ό σουλτάνος, γύρισε τότε στην πιο νέα καί στην πιο όμορφη καί τη ρώτησε πώς έγιναν όλα αυτά. — Του είχα δώσει ένα μαγικό δαχτυλίδι γιά νά τόν βοηθήση, έπείδή μέ έσωσε άπό τό ξωτικό, —31
του άπάντησε αυτή. Ό "Αμχάμετ, του έδειξε τότε τό δαχτυλιδι. Ό ράφτης ζήτησε νά προστέση καί κάτι άκόμα. — Πολυχρονεμένε μου, είπε στο σουλτάνο, βά λε τό χέρι σου στο κεφάλι μου νά μου δώσης την άδεια νά πώ κάτι άκάμα. "Αφού ό σουλτάνος έβαλε τό χέρι του στο κε φάλι του, αυτός είπε: — Στον άρχοντα "Αμχάμετ, οφείλουμε τό φό ρεμα καί τη κλώοσα μέ τά κλωσσοπούλια. Ό σουλτάνος, φάνηκε νά σκέπτεται μιά στιγ μή, έπειτα γύρισε στο ράφτη καί του είπε: — Εσένα σέ κάνω βεζύρη κι9 ό γυιός μου ό Άμχάμετ θά γίνη σουλτάνος καί θά παντρευτη τη πιο νέα καί τη πιο όμορφη. "Επίσης αυτός θά άποφασίση γιά τήν τύχη των δυο μεγαλύτερων άδερφιων του. Στο χέρι του θά είναι νά τούς τΐ)μωρήση σκληρά γιά τά τόσα κακά πού του προξένησαν ή καί γιά νά τούς συγχωρέση. Οί δυο πρωτότοκοι γυιοί του σουλτάνου, βλέ ποντας πώς όλες οί ραδιουργίες τους στρεφόντου σαν τώρα εναντίον τους, κατάλαβαν ότι ό δαίμο νας ήταν έκεΐνος πού τούς είχε έμπνεύσει τό φθό νο εναντίον του άδερφου τους κι" έδειξαν πώς μετάνοιωναν είλικρινά γιά τον άσχημο τρόπο μέ τον όποιο του φέρθηκαν. Ό "Αμχάμετ, πού είχε καλή, ψυχή, πείστηκε πώς οί δυό του μεγαλύτεροι άδερφοί είχαν μετανοιώσει προιγματικά καί τούς έδωσε συγχώρεσι. Μάλιστα τούς έπέτρεψε νά παντρευτούν μέ τις δυό άλλες νέες. —
32
—
ΠΕΝέ ΟΤΙ ΛΥΤΗ Η Λ/9/' ΝΟΥΡΠΛ ΜήΘΗΤΡ/ή έΙλίΛΙ ΜΕΓΑΛΟψ/ΪΑ
Γ6/Α εον!. . \λ 7/ /97ΎΟΧΗ ποεο 1 ε^τΗε/ε. . . ΧΡΟΝ&Μ Λ ε/7/ετΗΜ0/// 6/έΆ/ · 7>?ε ο/υ/Ίονλν___ γ\ζ' · · \Α
!
Μ
— - — . ^^Πί.,,. _ *
Η ΛΜβ ΤΟΜ/ -
Μ Μ ΜΟΥ ΗΥν-
ηΐλ <?////?/ 6. .
Μ ΨΥλΟΠΟΠΛΗ
ττον. ..15 ..ΜΙ Η λΡΟΥΥΟΛΟΐΊ ΜΗ ΜΟΥ../. .
ΤΊΟίΟ λΡΟ
ΗΓ?ΙΥ > £ΙΑΥΜΙ ,
•
*
|
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ"^
*Ζθ' 7}φ6Κρϊι
ο βρ/Μΐ'Τίφϊ
Σήκωσε τό κεφάλι του καί είδε μιά πεντάμορ φη νέα κα&ισμενη μέσα στή φωλιά τού πουλιοϋ !
ΊΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ Στά παλιά χρόνια βασίλευε στο Μάχρεμπ, μια εδφορη καί μεγάλη χώρα του Αλγεριού, Ενας κα λός καί δίκαιος βασιλιάς, πού άγαποΰσε τό βασί λειό του καί φρόντιζε γιά τήν εύτυχία του. Μεγάλος όμως ήταν ό καϋμός του βασιλιά αύτου, πού δέν είχε άποκτήσει άκό|μα Ενα γυιό πού θά τόν διαδε χόταν μιά μέρα στο θρόνο. Παρ’ δλο πού είχε πάρει Ενα σωρό γυναίκες, κοβμμιά δέν μπόρεσε νά τοΰ δώσει τό πολυπόθητο άγόρι. "Ετσι ήταν γιά δυό λόγους άπελπισμένος: άπό τή μιά γιατί είχε στερηθή τίς χαρές πού δίνει τό παιδί μέσα στήν οίκογένεια, κι’ άπό τήν άλλη γιατί δέν είχε διάδοχο γιά τό θρόνο του, ό όποιος Επειτα άπό τό θάνατο του ίδιου θά μπορούσε νά Ε ξασφαλίσει στό λαό τήν εύημερία πού είχε φτάσει τό βασίλειό του μέ τούς σοφούς νόμους καί τήν Ε ξαίρετη διοίκησι πού είχε Εφαρμόσει. Μιά μέρα πού καθόταν καί δροσιζόταν στον κήπο του, κάτω άπό τόν ίσκιο των πανύψηλων δέν τρων, Ενας Εβραίος Είμπορος πέρασε μπροστά άπό τήν είσοδο, διαλαλώντας μέ δυνατή φωνή τό Εμ πόρευμά του. — Έχω μήλα πού κάνουνε παιδιά! Ποιός θέ λει νά άγοράση μήλα γιά νά άποκτήσει παιδιά! Ό βασιλιάς, άκούγοντας αύτά τά λόγια, ση-
κώθηκε από τη θέση του έκπληχτος .Έκτος άπό τό δτι στήν έποχή αυτή τα μήλα δέν είχαν γίνει ακό μα, αύτό πού Ισχυριζόταν ό έμπορος του προξενού σε τήν περιέργεια. — ΊΓί είπες πώς κάνουν αύτά τά μήλα, ρώτησε τον έμπορο. — "Έχουν, του απάντησε κι* αυτός, μια μοναδι κή Ιδιότητα: ή γυναίκα πού θά φάει άπό αυτά τά μήλα πρέπει νά είναι σίγουρη δτι σε λίγον καιρό θά γεννήσει. Ή πιο νέα άπό τ'ις γυναίκες του βασιλιά, πού είχε άκουσει γιά τή μαγική ιδιότητα τών μήλων πού πουλούσε ό έβραΐος, είχε βγει καί είχε αγο ράσει ένα. Γυρίζοντας έπειτα στο διαμέρισμά της, έκοψε τό μήλο σέ δυο κομμάτια κι* έφαγε τό ένα. Ό βασιλιάς πού ήρθε εκείνη τή στιγμή γιά νά μιλήσει στή βασίλισσα είδε τό κομμάτι τό μήλο πού είχε μείνι. Ή δυνατή καί εύχάριστη μυρωδιά καί τό κατακκόκινο χρώμα του φρούτου τον πα ρακίνησαν νά τό φέρη στο στό|μα του καί νά τό δοιγκώσει. Τόσο δμως νόστιμη ήταν ή γεϋσι του πού δέν κρατήθηκε καί τό έφαγε δλο, νοιώθοντας έξαιρετική εύχαρίστησι. Ή βασίλισσα, πού είχε πάει σέ κάποιο μέρος, ξαναγύρισε στο διαμέρισμά της κι" δπως είχε εύχαριστηθή ιμέ τό κομμάτι του μήλου πού είχε φά ει, ερχόταν γεμάτη δρεξι νά φάη καί τό ύπόλοιπο. Μά ή στενοχώρια της ήταν μεγάλη, μή βρίσκοντάς το στο μέρος πού τό είχε αφήσει. Ό βασιλιάς,
τότε, της ομολόγησε δτι δεν είχε μπορέσει να κρατηθή καί το είχε φάει. Τό αποτέλεσμα ήταν καί για τούς δυο τό ίδιο. Ή μέν βασίλισσα διεπίστωσε μέ χαρά δτι σέ λίγο θά γινόταν μη,τέρα, ό δε βασιλιάς είδε μέ στενο χώρια του στο πόδι του νά φουσκώνη ένα πράγμα πού δσο περνούσε ό καιρός γινόταν μεγαλύτερο. Στο τέλος τό εξόγκωμα αυτό τόσο πολύ είχε με γαλώσει πού άναγκάστηκε νά μείνη ξαπλωμένος στο κρεββάτι γιατί τον εμπόδιζε νά περπατήση, Σέ λίγον καιρό ή βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα χαριτωμένο άγοράκι, καί ό βασιλιάς ένοιωσε μεγάλη, χαρά: αυτή ή γέννηση ήταν ή μεγαλύτε ρη του επιθυμία. Μά παρ’ δλη τη χαρά πού αισθα νόταν, γιατί τό παιδί αυτό θά εξασφάλιζε στούς υπηκόους του την ευτυχία καί τη γαλήνη, έβλεπε μέ λύπη του τό πράγμα πού είχε φουσκώσει στο πόδι του νά μεγαλώνει καί νά τον τυραννά. "Ενα σωρό γιατροί τον είχαν εξετάσει, μά κανείς από αυτούς δέν μπόρεσε νά κάνη, κάτι γιά νά τον γλυτώση α πό αυτό. Τότε ό σύμβουλός του του μίλησε γιά κάποιο γέρο σοφό πού ζουσε σάν ασκητής μέσα σέ μιά σπηλιά στο βουνό καί τον συνεβούλευσε νά τον καλέση. Ό άσκητής ήρθε κι’ άφου εξέτασε τό βασιλιά του είπε: — Βασιλιά μου, θά έφαγες τό μήλο πού φέρ νει παιδιά. 3
—
Ό βασιλιάς του ώμολόγησε δτι είχε φάει τό μισό άπό τό μήλο πού χάρις σ’ αύτό ή βασίλισσα είχε γεννήσει άγόρι. Ό άσκητής είχε φέρει μαζί του ένα κουτί. Τό άνοιξε καί πήρε άπό μέσα ένα κοφτερό νυστέρι μέ τό όποιο έσχισε τό έξόγκωμα πού ήταν στο πόδι του βασιλιά. "Επειτα έχωσε τό χέρι του μέσα καί τράβηξε ένα κομμάτι κρέας πού τό άκούμπησε ε κεί δίπλα. Μά ένώ έρραβε τό άνοιγμα πού είχε κάνει στό πόδι του βασιλιά, ένα παγώνι, πού είχε μπή άπό τό άνοικτό παρόίθυρο, προχώρησε χωρίς νά τό δή κανείς, προς τό κρεββάτι του βασιλιά. Βλέποντας τό κομμάτι τό κρέας, τό άρπαξε καί έ φυγε πετώντας. "Επειτα, συνεχίζοντας τό πέταγμά του, πέρα σε επάνω άπό τό παλάτι καί πήγε πέρα πολύ μακρυά σ’ ένα μικρό λόφο. Έκεΐ κάθησε σ’ ένα δέν τρο πού τά κλαδιά του άπλώνονταν έπάνω άπό μια στέρνα δπου τά άλογα του βασιλιά τής γειτο νικής χώρας έρχόντουσαν νά πίνουν νερό. Τό πα γώνι, βρίσκοντας τά φυλλώματα του δέντρου κα τάλληλα, έχτισε τή φωλιά του μέσα σ’ αυτά. "Οπως διαβάσατε πιο πάνω, εκεί έφταναν κα θημερινά τά άλογα του βασιλιά τής γειτονικής χώρας για νά τά ποτίζουν. Οί άλογάτορες πού τά έφερναν μπόρεσαν νά παρατηρήσουν, μέ μεγάλη έκπληξι, τον τρόμο πού ένοιωθαν τά άλογα καθώς έσκυβαν νά πιουν νερό, βλέποντας στό βάθος τής στέρνας, μια σκιά, πού τά τρομοκρατούσε. 4
■
—
Οί άνθρωποι αύτοί δέν παρέλειψαν νά άναφέρουν στό βασιλιά τους τό γεγονός αύτό. Τότε ό γυιός τοΟ βασιλιά αύτοΰ είπε στον πατέρα του: «θά πάω έγώ νά ποτίσω τά άλογα, θέλω νά δώ τί είναι εκείνο πού τά τρομάζει». Τήν άλλη μέρα ό νέος πήρε πράγματι τά άλο γα καί τά ώδήγησε στό ποτιστήρι. ^Ηταν άνεβασμένος σε ένα άπό αύτά, κι* έτσι μπόρεσε, τότε, νά διακρίνη στό βάθος τοΰ νερού μιά εικόνα πού τον άφησε θαμπωμένο. ΤΗταν ή εικόνα μιας νέας πού τήν όμορφιά της δέν τήν είχε καμμιά άλλη στό κόσμο. Τά λογικά του έπαθαν τέτοια σύγχυσι, πού λιποθύμησε. Οί άνθρωποι πού ήταν μαζί του τόν πήραν στήν κατάστασι αύτή καί τόν πήγανε στό παλάτι, χωρίς νά συνέλθη. Γιά τρεις δλόκληρες μέρες έμεινε σ’ αύτή τήν κατάστασι, μεταξύ ζωής καί θανάτου. Πολλοί γιατροί ήρθαν γιά νά τόν έξετάσουν. Ό ένας άπό αυτούς, πού έκτος άπό τό ότι ήταν επιστημονικά σπουδασμένος, είχε καταπιαστή καί με τή μαγεία, είπε στον βασιλιά! —Ό γυιός σου, βασιλιά μου, βρίσκεται κάτω ά πό τήν έπίδρασι ένός δράματος. Φαίνεται πώς ή ει κόνα κάποιας νέας τοΰ παρουσιάστηκε στό νοΰ του. Κι* έπεσε σφοδρά έρωτευμένος. Στό τέλος κατάφερε νά ξαναφέρη τόν πρίγ κιπα στις αισθήσεις του. Αύτός, μόλις συνήλθε, δέν είχε άλλη σκέψη πα ρά νά τρέξη στό ποτιστήρι των άλογων. Έκεΐ ξαναεΐδε τήν εικόνα πού τόσο τόν είχε ταράξει καί —5
σκεπτό|μενος δτι αυτό τό πρόσωπο θά έπρεπε νά βρίσκεται στά κλοοδιά του δέντρου που ήταν από πάνω από τή στέρνα, σήκωσε άμέσως τό κεφάλι του <μά δεν είδε παρά τή φωλιά του παγωνιού. Γύρισε απελπισμένος στο παλάτι και πηγαί νοντας στή μη,τέρα του τής είπε γιά τό μαύρο πό νο πού είχε στή ψυχή του. — Πρέπει, είπε στο τέλος στή μητέρα του, νά μου φέρης καμμιά γρηά μάγισσα γιά νά μου πή τι πρέπει νά κάνω. Ή μητέρα του δέ μπορούσε νά άρνηθή τίποτα στο μονάκριβό τη,ς άγόρι, καί πολύ περισσότερο τώρα πού τόν έβλεπε σ’ αυτό τό χάλι. Πήγε λοιπόν καί ψάχνοντας βρήκε τή γρηά, πού τής διηγήθηκε αυτό πού συνέβαινε στο γυιό της. — Αυτή ή νέα, είπε, πού ό πρίγκιπας βλέπει την εικόνα της στο βάθος τής στέρνας, είναι μιά νεράιδα. Την έχει αναθρέψει τό παγώνι πού φωλι άζει ατά κλαδιά του δέντρου καί τό όποιο είναι ε πίσης ένα ξωτικό. Ό Εβραίος πού πούλησε τό μή λο είναι ένας μάγος καί πρέπει νά του ζητήσουμε νά μας βοηθήση,. θά τόν βρω εγώ καί θά τόν φέρω. Πράγματι ό Εβραίος ήρθε καί τόν πήραν καί πήγαν στο ποτιστήρι. Μαζί του είχε κι5 ένα βιβλίο μέ μαγικά σύμβολα. Μόλις έφτασαν έκεΐ, ό Εβραί ος, άφου χάραξε στο έδαφος διάφορα παράξενα σχήματα, έκαψε ένα σωρό άρωματικές ρίζες καί διάβασε άπό τό βιβλίο κάτι άκατάληπτες λέξεις, ή νέα πού ήταν επάνω στο δέντρο μεταμορφώθηκε —6
σέ περιστέρι. Αμέσως δμως πέταξε μοοκρυά μαζί μέ το παγώνι ένώ ό πρίγκιπας τό κύτταζε γεμάτος άπελπισία: Τό βράδυ, παρ8 όλα αυτά, τό περιστέρι καί τό παγώνι ξαναγύρισαν νά κουρνιάσουν στο δέντρο. Για έπτά όλόκληρες μέρες ό μάγος συνέχιζε τις μαγεΐς του, χωρίς άποτέλεσμα δμως. Τό περιστέ ρι πέταγε μέ τό σκάσιμο της αυγής για νά ξαναγυρίση τό βράδυ καί νά κουρνιάση στο δέντρο. Στο τέλος τής έβδομης μέρας, δμως, τό είδαν νά άφηνει τό δέντρο καί νά κατεβαίνει στη γη. Μόλις κατέβη κε έγκαταλείποντας τό σχήμα του πουλιοϋ, γίνηκε μιά πεντάμορφη, νέα. Ό πρίγκιπας μόλις την είδε έτσι κόντεψε νά τρελλαθή από τη χαρά του. ΤΗταν ίδια κι9 άπαράλλαχτη, δπως την είχε δή στο βάρος τής στέρνας. Τότε έκανε δρκο πώς ότι καί νά γινό ταν δεν θά είχε άλλη γυναίκα από αυτή. 17 Ηταν ήδη παντρεμένος μέ τήν έξαδέλφη του, κόρη τής άδελφής τής μητέρας του. Ή μητέρα του είχε άντιληφθή τη βαθειά αλλαγή πού είχε γίνει στη συμπεριφορά του καί του ;κανε πολλές παρα τηρήσεις. — Γυιέ μου, του έλεγε, τί ζωή είναι αυτή πού κάνεις! 'Όταν γυρίζεις σπίτι, δέν κάνεις τίποτα άλ λο παρά νά πηγαίνεις στο δωμάτιό σου καί νά μένης μέσα. Καί δταν βγαίνεις, κλείνεις τη γυναίκα σου. Ό πρίγκηπας έμενε σιωπηλός καί δέν έλεγε ούτε μιά λέξι, από φόβο μη παρασυρθή καί πή τί—7
ποτά. Τώρα πιά δέν είχε άλλη σκέψι παρά πώς νά παντρευθή τήν δμορφη νεράιδα. Πήγε λοιπόν στό πατέρα του καί του είπε: — Ποαέρα μου, νά τί μοΰ συμβαίνει. Γνώρισα αυτή πού, νοιώθω, δτι θά είναι ή ευτυχία μου. θέλω λοιπόν νά με πεχντρέψης τό γρηγορότερο μαζί της καί οί γάμοι μας νά γιορταστούν μέ μεγάλη λαμ πρότητα. Ό βασιλιάς αγαπούσε πολύ τό γυιό του καί του έκανε όλα τά χατήρια. Αμέσως άρχισε τις προ ετοιμασίες των γάμων, οί όποιες κράτησαν έπτά μέρες καί έπτά νύχτες. Ή πρώτη γυναίκα πού εΐχε παντρευτή ό πρίγ κιπας άμέσως έδειξε μιά τρομερή ζηλοτυπία. Ή μη τέρα του ή βασίλισσα, πού ήταν θυμωμένη μέ τό πρίγκιπα, έκανε δ,τι μπορούσε γιά νά τή βοηθήση, γιατί έβλεπε στή καινούργια γυναίκα πού θά έπαιρ νε ό πρίγκιπας, ένα έπικίνδυνο έχθρό γιά τή κόρη τής άδελφής της. Καί οί δυο γυναίκες δέν είχαν παρά μιά επι θυμία : Πώς νά τήν κάνουν νά ξαναπάρη τήν άρχική μορφή της, τού περιστεριού. Κατέφυγαν λοιπόν στον Έβραΐο μάγο, κι’ αύτός τούς έδωσε μιά καρ φίτσα. — "Οταν θά βρεθής κοντά της, είπε στή βασί λισσα, νά προσποιηθής δτι τής χαϊδεύεις τό λαιμό, παρακαλώντας την έπειτα νά σηκώση τό μαντήλι τού κεφαλιού γιά νά τής χτενίσεις τά μαλλιά. Αύτή θά τό κάνη ευχαρίστως. Τότε δπως τής χτενίζεις 8
—
τά μαλλιά, κάρφωσε της αύτή τή καρφίτσα ατό κε φάλι. Ή βασίλισσα, ένθουσιασμένη καί μή Αμφιβάλ λοντας καθόλου γιά τήν έπιτυχία αότοΰ που θά έ κανε, πήρε δψι γελαστή καί χαρούμενη, γιά νά έξαπατήση, αυτήν, πού ήθελε νά τήν βγάλη άπό τή μέ ση. "Έτσι χωρίς υποψία, ή πριγκήπισσα σήκωσε τό μαντήλι καί άφησε τή βασίλισσα νά της χτενίση τά μεταξένια, μακρυά μαλλιά της. Μά ή μέγαιρα αότή, έπωφελούμενη άπό τήν άθωότητα τής νέας, κάρ φωσε βαθειά μέσα στό κεφάλι της τή μαγική καρ φίτσα. Αμέσως ή νέα πήρε τήν μορφή του περιστεριού καί πέταξε στον άέρα. "Ετσι πήγε μέχρι τό κήπο πού άνήκε στόν πρίγκιπα τόν άντρα της. Μέσα έκεΐ υπήρχε ένα δέντρο πού τά φυλλώμοαά του ήσαν πο λύ πυκνά, πού θά μπορούσε νά προφυλάξη καί χίλιους άνθρώπους άπό τόν ήλιο. "Οταν ό πρίγκιπας γύρισε δέν μπόρεσε πα ρά νά παρατηρήση άμέσως τήν άπουσία τής και νούργιας του γυναίκας. — Μητέρα, ρώτησε, πού είναι ή γυναίκα μου; — Γυιέ μου, τοΰ άπάντησε αυτή, θά έπρεπε νά σκεφθής πώς ή γυναίκα αύτή δέν ήταν καμωμένη γιά νά μένη κλεισμένη μέσα στό σπίτι. Τής χρεια ζόταν τό ύπαιθρο, ή ελευθερία, ή ζωή στό δάσος καί τό κούρνιασμα πάνω στά δέντρα, γι’ αύτό ξανάγινε περιστέρι καί πέταξε μακρυά. Ό πρίγκιπας, στήν σκληρή αύτή άποκάλυψη, δο9
κίμασε μια πολύ μεγάλη θλίψι καί παρ’ όλίγο να ξαναπέση στη φοβερή μελαγχολία πού τόν είχε πιάσει κι’ άλλοτε. Τέλος, γιά νά ξεδώση λίγο καί νά άνακουφιστή άπό τη μεγάλη λύπη πού βάραινε τη ψυχή του, άποψάσισε νά άσχοληθή μέ κάτι, θά έ βαζε νά καθαρίσουν ένα άπέραντο οικόπεδο πού γειτόνευε μέ τό κήπο του καί θά φύτευε μέσα δέν τρα καί λουλούδια γιά νά τόν μεγαλώση άκόμα πε ρισσότερο. "Εφερε λοιπόν ένα σωρό κηπουρούς κι’ ά)μέσως αυτοί ρίχτηκαν στη δουλειά. Καθώς δούλευαν μιά φωνή, νεανική, ήρθε στ’ αυτιά τους, πού έλεγε μέ σπαραγμό: — "Ενα μήλο μέ έκανε νά γεννηθώ, ένα παγώνι μέ άνέίθρεψε, ό πρίγκιπας μέ παντρεύτηκε, ή μητέρα του καί ή πρώτη του γυναίκα μέ μάγεψαν. Τώρα σέ περιστέρι έχω μεταμορφωθή καί θρηνώ τη δυστυ χία μου. Παράπονα κι’ άναστενοιγμοί συνώδευαν τά λό για αύτά, κι’ οί εργάτες ένοιωσαν νά τούς καίγεται ή ψυχή. Μιά δυνατή βροχή έπιασε, ξαφνικά, κι* δλοι έτρεξαν κάτω άπό τό πυκνό δέντρο γιά νά πρσφυλαστοϋν. Τότε, γέλια πολλά άκούστηικαν κι9 ή βροχή σταίμάτησε μέ μιας. Ξαναπηγαν πάλι στή δουλειά τους, μά ξανά ή πονεμένη φωνή Ακούστηκε, έπειτα καινούργιοι α ναστεναγμοί και λυπητερά ξεσπάσματα, καί, πάλι, ή βροχή πού τούς Ανάγκασε νά καταφύγουν κάτω —
10
—
άπό τό πυκνό φύλλωμα του δέντρου καί τέλος, τά γέλια, δτιως καί προηγουμένως, αντήχησαν. Αυτό συνεχίστηκε δλη μέρα. Δεν ήξεραν πια τί νά σκεφθουν. "Ετσι, φοβισμένοι, πήγαν στον πρίγκι πα καί τοί3 τά διηγήθηκαν όλα. Αυτός, πάλι, σκέφτηκε πώς τό καλύτερο πού εί χε νά κάνει ήταν νά πάη νά βρή εκείνη τη γρηά μάγισσα. Τήν φώναξαν, κι9 αυτή ήρθε. Τούς ζήτησε Αμέ σως νά τής φέρουν ένα μύλο τού χεριού, έ να σακκουλάκι μέ στάρι, ένα κόσκινο, ένα ξύλινο πιάτο γιά νά ζύμωση κι* ένα μικρό τηγάνι γιά νά τηγανίση. Επίσης άκάμα, ένα κλουβί, λέγοντας δτι θά έπρεπε νά τήν άψήσουν νά δουλέψη μόνη, καί προπαντός νά μήν ένοχληθή από κανέναν. Τής έφεραν τά πράγματα πού ζήτησε. Αυτή τά πήρε καί πήγε κάτω άπό τό μεγάλο δέντρο, περπα τώντας αργά καί προσεχτικά, θέλοντας νά δείξη σε δποιον τήν έβλεπε, δτι ήτοο; τυφλή. "Αφού κάθησε κάτω άπό τό δέντρο, πήρε τό μύλο, τόν τοποθέτησε ανάποδα, έβαλε μέσα στάρι, κι* άρχισε νά τόν γυρίζη αντίθετα άπό δτι έπρεπε. Τό περιστέρι πού τήν παρακολουθούσε, ψηλά άπό τά κλαδιά πού ήταν καθισμένο, δεν μπορούσε νά άμφιβάλλει δτι ή γρηά αυτή ήταν τυφλή καί τήν λυπήθηκε. — Καλή μου γρηούλα, τής είπε, γύρισε τό μύλο σου άπό τήν άλλη μεριά γιατί τόν έχεις τοποθετή σει άνάποδα. —11
— Κόρη μου, τής άπάντησε καί ή γρηά, τά μά τια μου είναι κλειστά, δέν βλέπω καθόλου. ’Έλα κάτω νά μου δείξης, σέ παρακαλώ, πώς νά τάν πιάσω. Αλλά τό περιστέρι δυσπιστουσε και δέν δέχτη κε τήν πρόσκλησι τής γρηδς. Αύτή συνέχισε τή δουλειά της, κάνοντας διαρ κώς τή τυφλή. Άφοϋ κατώρθωσε ν’ άλέση λίγο στά ρι, βάλθηκε νά τό κοσκινίση, χρησιμοποιώντας τό κόσκινο άπό τήν άνάποδη μεριά. Τό περιστέρι άπό πάνω την παρακολουθούσε διαρκώς. — Καλή μου γρηοΰλα, τής είπε, πάλι άνάποδα κάνεις τή δουλειά σου. Γύρισε τό κόσκινό σου άπό τήν άλλη τή μεριά κι’ έτσι θά κοσκινίσης τό άλεΰρι σου, δπως χρειάζεται. — Κόρη μου, τής άπάντησε ή γρηά, είμαι τυ φλή, σου τό είπα, δέν βλέπω διόλου. ’Έλα, σέ παρα καλώ καί δείξε μου πώς πρέπει νά τό κάνω. Μά τό περιστέρι, πάντα δυσπιστώντας, δέν έλε γε νά παρατήση τά κλαδιά. Ή γρηά, βάλθηκε τότε, νά ζυμώνει τό άλεΰρι στο ξύλινο πιάτο πού τό είχε βάλει άνάποδα. Κι’ άφοϋ έφτειαξε μερικές τηγανίτες τις τοποθέτησε στό άνόποδο μέρος του τηγανιού γιά νά τις τηγα νίση. Τό περιστέρι, κάθε φορά, τής έλεγε τό σφάλμα της, χωρίς δμως και νά άποφασίζη νά κατεβή κά τω, παρ’ δλα τά παρακάλια τής γρηάς, γιά νά τής
Βείξη τό σωστό τόν τρόπο. Τέλος ή γρηά πήρε τό κλουβί της, κι5 άρχισε νά ψάχνει γιά νά βρή τό άνοιγμά του, ψηλαφώντας μέ τά δάχτυλά της, έτσι δπως θά έκανε ένας πραγμα τικά τυφλός. Μά του κάκου δμως, γιατί ώρα πολύ έψαχνε χωρίς καί νά τό βρίσκει. Απελπισμένη πού δέν τά κατάφερνε, άρχισε νά κλαίη μέ λυγμούς. — ”Αχ! τί έπαθα ή κακομοίρας θρηνούσε. Ποι ος θά μέ βοηθήση τώρα νά δρω τό άνοιγμα του κλουδιοΰ; Τό περιστέριι συγκινήθηκε στό τέλος άπό τούς θρήνους της, καί πέταξε κοντά της. Ή γρηά παρακολουθούσε μέ προσοχή τίς κινή σεις του. Βλέποντάς το νά παίρνει τό χέρι της γιά νά τό φέρη στό άνοιγμα του κλουβιού, τό άρπαξε καί, άνοίγοντας τό κλουβί, τό έκλεισε μέσα. "Επει τα τρέχοντας σχεδόν προς τό παλάτι, τό έφερε στόν πρίγκιπα. Αύτός, τρισευτυχισμένος πού τό είχε στή κατο χή του τώρα, πήρε τό κλουβί μ1 αύτό, τό έφερε μέ σα στό δωμάτιό του, κι’ έκλεισε τή πόρτα μέ τό κλειδί. Παρα’ δλα αότά ή βασίλισσα κατώρθωσε νά ψαρέψη τή γρηά καί νά μάθη δλα τά καθέκαστα. Κα τασκεύασε λοιπόν ένα άντικλεΐδι καί μιά μέρα μπαί νοντας στό δωμάτιο τού πρίγκιπα, πού έλειπε, άνοι ξε τό κλουβί, πήρε τό περιστέρι καί τό έρριξε στά κάρβουνα. Ό πρίγκιπας, γυρίζοντας άπό τό κυνήγι πού ιτ—
είχε πάει, είδε δτι κάποιος είχε μπή στο δωμάτιό του κι5 δτι τό κλουβί ήταν άδειο. Πήγε λοιπόν στη μητέρα του καί τη ρώτησε τί είχε γίνει τό περιστέ ρι του. Πήγαινε νά δεις στη καρβουναποθήκη, του είπε, αυτά τά πουλιά δέ βρίσκουν εύχαρίστησι παρά στα τζάκια καί νά κυλιώνται στα κάρβουνα καί στά σκουπίδια. Ό πρίγκιπας έτρεξε αμέσως στη καρβουναπο θήκη δπου βρήκε τό περιστέρι καί τό πήρε. Σέ τί κατάστασι, όμως, ήταν! Τά φτερά του καί τά πού πουλά του είχαν λερωθή άπό τη καρβουνόσκονη. Πήρε λοιπόν ζεστό νερό καί σαπούνι καί με τη βο ήθεια μιας μαλακής βούρτσας τό έπλυνε καί τό κα θάρισε. Καθώς όμως τό σκούπιζε, αίσθάνθηκε στά δά χτυλά του τό κεφάλι τής καρφίτσας πού ήταν καρ φωμένο στο κρανίο του Τήν έπιασε τότε καί χωρίς νά διστάση καθόλου τήν τράβηξε.Μά τί έκπληξις ή ταν αυτή ! Ή νέα πού είχε μετσμορφωθή σέ περι στέρι, πήρε άμέσως τήν άνθρώπινη μορφή της. "Έ τσι είχε πάλι μπροστά του τήν αγαπημένη του γυ ναίκα. Μέ πόση, χαρά ρίχτηκαν τότε, δ ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ή κακία τής βασίλισσας μαθεύτηκε μιά μέρα, κι9 ό βασιλιάς πολύ θύμωσε μέ τις μηχανορραφίες τής γυναίκας του. Διέταξε λοιπόν καί τήν έρριξαν σέ ένα σκοτεινό μπουντρούμι, καθώς καί τήν ανε ψιά του* τήν πρώτη γυναίκα του πρίγκιπα, πού ήταν 14
—
συνένοχος της γυναίκας του στή δρωιμερή αυτή ύπόθεσι. 1 "Επειτα άπό αύτά τά γεγονότα, ήρθε μια μέρα στο παλάτι μιά αρχόντισσα, ντυμένη στά μετάξια και στολισμένη μέ διαμάντια. ’Ήταν ή θετή μητέρα τής καινούργιας γυναίκας του πρίγκιπα. Άφοΰ έ μεινε μερικές μέρες μέ τή κόρη τη,ς καί τό γαμπρό της, πήρε πάλι τή μορφή του παγωνιού καί πέταξε πέρα στή φωλιά της. Άπό τότε, έτσι γινόταν πάν τοτε. Άφοΰ ερχόταν να τούς έπισκεφθή σαν άρχόντισσα, έπειτα, έπαιρνε τή μορφή του παγωνιού καί γύριζε πετώντας στή φωλιά της. Ή βασίλισσα καί ή πρώτη γυναίκα του πρίγκι πα, άφοΰ βασανίστηκαν γιά πολύ καιρό μέσα στό σκοτεινό μπουντρούμι, πέθαναν μιά μέρα, κι* έτσι ξέπλυναν μέ τό θάνατό τους, τήν σκληρή συμπερι φορά πού είχαν δείξει στήν άθώα κι* εύγενική πριγκίπισσα.
—
15
—
το ΨΕΜΑ ΠΟΥ ΕΣΩΖΕ "Ενας βασιλιάς είχε κάποτε καταδικάσει σέ θάνατο κάποιον αιχμάλωτο καί ήταν έτοιμος να δώση διαταγή γιά νά έκτελεσθή ή καταδίκη του. Ό δυστυχισμένος κατάδικος ιμή έχοντας πιά καμμιά ελπίδα νά σωθή είπε στή γλωσσά του τις π ιό φοδερές βρισιές κοπά του βασιλιά. "Αλλωστε ήταν χαμένος. Τί είχε νά φοβηθή παραπάνω άφοΰ τή ζωή του θά την έκοβαν σέ λίγο σά νά ήταν κλωστή. Ό βασιλιάς δέν κατάλαβε τί έλεγε ό κατάδι κος καί ρώτησε έναν από τούς αύλικοός του. — Βασιλιά μου, είπε ό αύλικός, ό κατάδικος λέει δτι ό παράδεισος είναι ό κλήρος αύτών που συγχωρούν. Ελπίζει καί πιστεύει δτι τά λόγια του θά εΐναι σάν ποαπά πού θά τόν φέρουν στό λιμάνι τής ευσπλαχνίας σου. Ό βασιλιάς άληθινά συγκινήθηκε καί του χά ρισε τή ζωή. Τό ψέμα του καλού άνθρώπου στό βασιλιά έ σωσε τόν κατάδικο. Άλλ’ ένας άλλος αύλικός εχ θρός τού πρώτου είπε: — Δέν είναι σωστό νά κρύβουμε την άλήθεια 16
—
οπτό τό βασιλιά. — Ό κατάδικος προ όλίγου είπε τις πιό φοβε ρές βρισιές κατά του βασιλιά. Ό βασιλιάς κύτταξε τό δεύτερο αύλικό μέ πε ριφρόνηση καί απάντησε: — Ή αλήθεια σου είναι σκληρή. Τό ψέμα του 4ιλάν9ρωπο. Σύ Θέλησες μέ την άλήθεια νά καταστρέψης ένα δυστυχισμένο. Αυτός μέ τό ψέμα του νά τον σώση. Άπό την αλήθεια πού φέρνει την κα ταστροφή καί τό θάνοαο προτιμώ τό ψέμα πού σώ ζει... Είναι τότε πιό άγιο άπό τήν άλήθεια.
17
-
Ο ΧΩΡΙΑΤΗΣ, Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΛΑΒΡΟΥ Μιά φορά ένας λύκος καταδιώκονταν από κυ νηγούς. Άλλ’ ένας χωριάτης τον λυπήθηκε καί τον Εκρυψε στο σακκί του. "Έτσι σώθηκε ό λύκος. "Οταν δμως πέρασε ό κίνδυνος ό λύκος ώρμησε να κατασπαράξη τό χωρικό. Ό χωρικός τον κα τηγορούσε για την άχαριστία του καί έλεγε δτι ή ευεργεσία λησμονεΐται. Κατόπιν άκουσαν και τή γνώίμη ενός γηραλέ ου άλόγου πού υποστήριξε τό λύκο κι* ένός γηρα λέου σκύλου πού είπε τα ϊδια μέ τό άλογο. Μια άλεποϋ δμως μέ πονηριά έσωσε τό χωριάτη κι9 έπεισε τό λύκο νά μπη πάλι μέσα στο σακ κί. Ό χωριάτης τότε κλεισμένο μέσα τόν σκότω σε. "Αλλά σκότωσε καί την άλεπού λέγοντας τέλος δτι ή ευεργεσία λησμονεΐται.
—18—
Μ ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ "Ενας σκύλος κάποτε επιασε φιλία με μια α λεπού. Ό σκύλος την παρακινούσε νά πηγαίνη στο παζάρι οπού θά έβλεπε πράματα καί θάματα, θά δισκέδαζε καί πολύ θά ευχριστιόταν. Ή αλεπού στην αρχή δίσταζε μά τέλος αποφάσισε καί πήγε. Έκεΐ είδε ανθρώπους καί άλλα ενδιαφέροντα πράματα. Μόλις την είδαν πολλοί άρχισαν νά φωνάζουν: «Αλεπού! Αλεπού! Ου! Ου!» Καί πολλοί σκύλοι την κυνήγησαν γαυγίζοντας. Αυτή κατόρθωσε νά σωθή μόλις καί μετά βί ας αλλά ήταν πολύ τραμοκροαη.μένη. "Οταν έφθασε σε κάποιο βουνό πολύ μακριά από τή ζώνη των σκύλων καί άρχισε κάπως νά συνέρχεται από τον τρόμο είπε: «Τί γυρεύει ή αλεπού στό παζάρι;».
—19
ΈΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΜΈΡ8.1ΣΜΈ Μία έλαφος ήταν πολύ λυπημένη καί έκλαιγε τά δυο Αγαπημένα της έλαψάκι πού τά σκότωσαν κυνηγοί. Καθώς βάδιζε στο δάσος είδε δυο λυκόπουλα ετοιμοθάνατα άπό την πείνα. Ή έλαφος τά λυπήθηκε καί τά έθρεψε μέ τό γάλα της. Κάποιος γέρος δερβίσης πού περνούσε άπό κεΐ καί είδε τί έγινε στάθηκε καί κύτταζε μέ έκπληξη·
— Ξέρεις που δίνεις τό γάλα σου, καϋμένη; Μήπως υπάρχουν λύκοι εύγνώμονες; Αύτά τά ζώα είναι άπιστα καί Αχάριστα. Σήμερα πίνουν τό γά λα σου καί μιά μέρα θά προσπαθήσουν νά πιουν τό αίμα σου. — Πολύ θλιβερά είναι αυτά πού λές. Έγώ βέ βαια δέν τά σκέφτομαι, θέλω νά κάνω τό ιερό μου χρέος σά μητέρα. Ή καρδιά μου υπαγορεύει νά τρέψω μέ τό γάλα μου τά μικρά. θά ήταν σά λυπηρό βάρος τό γάλα άν δέν τό έδινα γιά νά θρέψω κάποιον. Στόν κόσμο υπάρχουν ευγενικές καί λεπτές ψυχές πού μοιάζουν σάν την έλαψο. Είναι ευτυχι σμένες πού ευεργετούν. Ό πλούτος τους θά τούς ήταν σά βάρος άν μ’ αυτόν δέν μπορούσαν νά κά νουν καλό ατούς άλλους. ■Μ—
ΊΟ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ Κάποτε Μνας φτωχός ψαράς δλη τή νύχτα παι δευόταν νά πιάση, ψάρια μά δέ μπορούσε νά κάνη τίποτε. — ”Ω! Δυστυχία μου, Μλεγε. θεέ μου! θά πεθάνουν τά παιδιά μου άπό τήν πείνα. Τότε του φάνηκε δτι κάποιο ψάρι πιάσθηκε. "’Ήταν ενα χρυσό ψαράκι. Μόλις ό ψαράς Μκανε νά τό 6γάλη άπό τό άγκάστρι ακούσε μιά φωνή νά τοΰ λέη: — Ρίξε τό χρυσό ψαράκι στο γιαλό καί θά ίδής καλό. Αύτός σκέφθηκε: — "Ενα ψαράκι δέ θά μοΰ ώφελήση σε τίποτε. Καί τό πέταξε στη θάλασσα. Πάλι άκουσε τή φωνή : — Τί καλό θέλεις νά σοΰ κάνω; — Νά βρω στο σπίτι μου ψωμιά καί φαγητά... "Οταν πήγε στο σπίτι τά βρήκε δλα δπως τοΰ είπε ή φωνή. Τά είπε δλα στή γυναΐκά του. Αύτή δμως δέν ήταν εύχαριστημένη. — "Ολο ψωμιά καί φαγιά ζήτησες καημένε; Δέ ζητούσες τίποτε άλλο; 21
Καλά, της λέει αυτός. Τί θέλεις νά του ζητή σω όταν θά τό ξαναπιάσω; — Παλάτια! Του είπε ή γυναίκα. Ό ψαράς ξαναπηγε καί ,έρριξε πάλι τό αγκί στρι στη θάλασσα καί ξανάπιασε τό ψάρι. Τό έδγαλε κι5 ακούσε τή φωνή : — Τί καλό θέλεις νά σου κάνω ; — Παλάτια θέλω. Γύρισε καί είδε παλάτια πολύ όμορφα. — "Αν ξαναπιάσης τό ψαράκι νά ζητήσης νά γίνης βασιλιάς κι3 εγώ βασίλισσα. Αυτός τό ξαναέπιασε, έκανε όπως τις άλλες φορές καί ζήτησε αυτό πού του είπε ή γυναίκα του. "Οταν γύρισε όμως αυτή τή φορά βρήκε μιά καλύβα όπως είχε στην άρχή καί τά παιδιά του πεινασμένα.
—22
ΠΟ/0Ν ΜΑ ΙΤΡΩΤΟΚΛΑΨΗ Η ΧΗΡΑ; Κάποια γυναίκα κάποτε είχε πάθει μεγάλες συμφορές. Πέθανε ό άντρας της και τον έκλαιγε. Ψόφησε κι3 ό γάϊδαρός της. Τό γουρούνι της ήταν άρρωστο. Άπ’ αυτά τά ζώα κρέμονταν ή ζωή της. Καί μοιρολογούσε ή δύστυχη,: — Εψές έπέθαν9 ό άντρας μου, σήμερα ό γάι δαρος μου, ψυχομαχάει κι3 ό χοΐρός μου, ποιόνε νά πρωτοκλάψω; Ό άντρας, κοίτα τη γνώμη της, ήταν ώς αξία ισοδύναμος τού γαιδαριοΰ καί τού χοίρου.
23
—
Ο ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥ “Ένας σκαντζόχοιρος δταν κάποτε έπεφτε χα λάζι βρισκόταν σέ κάποιο δάσος καί δέν ήξερε που νά τρυπώση γιά ν’ άποφύγη τό χαλάζι πού του φαινόταν σά νά τον πετροβολούσε ό ουρανός. "Υστερα βρήκε μια αλεπότρυπα καί ήθελα νά μπη, μέσα μά ή άλεπού δεν τον άφηνε. Τότε ό σκαντζόχοιρος μέ ευγένεια την παρακάλεσε νά βάλη τό κεφάλι μέσα στήν τρύπα καί γιά τό υπόλοιπο σώμά του δέν τον έμελλε. Αυτή τότε τόν άφησε κι5 έβαλε -μέσα τό κεφάλι του, Άλλ’ αυτός σά νά ένεργουσε «έπί τή βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου» δλο καί πήγαινε κοντά της. Ή άλεπού προσποίθουσε ν* άποφύγη τ9 αγκά θια του πού τήν τρυπουσαν, τραβιόταν από σιμά του καί πήγαινε στήν άκρη. "Έτσι σιγά—<τιγά ό σκαντζόχοιρος πέταξε τήν άλεπού από τήν τρύπα της κι9 έμεινε αυτός σά νοι κοκύρης. Δηλαδή της έκανε έξωση. Καί ξάπλωσε άνετα, μακάρια σάν Ανατολίτης καί μονάχα ναργιλές του έλειπε.
24—
Τ@ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 7§§Σ ί&ΥΡΟΨΜΑΈ Κάποτε Μνας λάκας έπιασε μια γουρούνα άπό τό αυτί καί χαιρόταν πού θά είχε ένα τόσο πλού σιο γεύμα. Ή γουρούνα στήν άπελπισίσ της μή έχοντας τί άλλο νά κάνη είπε στο λύκο: «Σύ, λύκε, θά μέ φας σέ λίγο. "Αφησέ με νά σου πώ ένα τραγούδι γιά νά γλεντήσης καί λίγο». Ό λύκος τήν άφησε καί ή γουρούνα άρχισε νά σκούζη πολύ δυνατά. Μέ τό σκούξιμο έξέπεμπε, νά πούμε, τό σήμα κινδύνου. Τά γουρούνια πού βοσκουσαν έχει κοντά τήν άκουσαν, έτρεξαν δλα μαζί πρός τό μέρος έκεΐνο κι5 έκαναν μεγάλη έπίθεση κατά του λύκου. Ό λύκος φοβήθηκε καί έφυγε. 5 Αφού άπομακρύνθη,κε πολύ καί πήγε ψηλά σέ μια ράχη έλεγε μελαγχολικά: «Τί τό ήθελα τό τραγούδι τής γουρούνας; "Οψιμα μεράκια μ* έπιασαν;!».
•25-
ΒΑΤΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ϋ&ΜΤΙΚΙ Κάποιος βάτραχος γνωρίσθηκε κάποτε σ’ ένα λιβάδι μ9 ενα ποντίκι κι9 έγιναν φίλοι. Μιά μέρα λέει ό βάτραχος στο ποντίκι: — Ξέρεις τί σκέφθηκα; Νά δέσουμε τά πόδια μας καί νά μή χωρισθουμε ποτέ. — Ευχαρίστως! Απάντησε τό ποντίκι καί στά θηκε κι9 έδεσε ό βάτραχος τό πόδι του μέ τό πόδι του ποντικού. "Υστερα οί δυο φίλοι έκαναν μαζί περίπατο, στά χωράφια, στα λιβάδια, βρήκαν τροφή, έφαγαν καί ήρθαν στην κατοικία του βατράχου στη λίμνη. Ό βάτραχος χωρίς νά σκεφθή δτι τό ποντίκι ζουσε στην ξηρά καί δεν ήταν υδρόβιο μ9 ένα πή δημα βρέθηκε μέσα στη λίμνη καί βυθίσθηκε. Αλ λά μαζί του τράβηξε καί τό δύστυχο ποντίκι πού ήταν μαζί του δεμένο καί τό όποιο, βέβαια, πνί γηκε* "Υστερα ό βάτραχος ανέβηκε στην επιφάνεια τής λίμνης σέρνοντας καί τό νεκρό ποντίκι κι9 έ παιζε σά νά μην είχε γίνει τίποτε. Τότε δμως πέρασε ένα γεράκι. Είδε στο νερό τό φουσκωμένο ποντίκι καί νόμισε δτι ήταν μεγάλο 26
ζώο. Δέν έχασε καιρό, ώρμησε, τό άρπαξε μέ τά νύχια του άλλά μαζί μ’ αύτό άρπαξε καί τό βά τραχο πού ήταν δεμένος. Τό γεράκι, βέβαια, ήταν πολύ ικανοποιημένο γιατί είχε διπλό συσσίτιο. "Υστερα από λίγο κι9 ό βάτραχος έγινε, δπως καί τό ποντίκι, έξοχος μάζες για τό γεράκι. Πλήρωσε κι* αυτός ακριβά την έπιπολαιότητά του καί την απιστία του στο ποντίκι.
*
27
-
Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ, Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ "Ενας κόκκορας ήταν κάποτε ψηλά σ’ ένα δέν τρο κοντά ατό σπίτι του καί λαλοΰσε. Κάποια αλεπού μόλις τον είδε είπε μέσα της: — Αυτός ό φτερωτός τενόρος είναι δ,τι χρειά ζεται για να γιομοπτίσω. "Έξοχο φαγάκι! θά φάω και τά κοκκαλάκια του. Τον πλησιάζει καί μέ άψογη ευγένεια του λέει: — Κόκκορα, κοκκοράκο μου. Καλέ, μου φιλα ράκο ! Κατέβα κάτω νά κάνουμε παρέα. Δέν τό έμαθες; Τώρα πιά δλα τά ζώα έχουν ειρήνη. "Όχι πιά πόλεμο κι" άλληλοφάγωμα. Ό κόκκορας δμως ήταν άπιστος καί δε μι λούσε. —ΤΑ ! Αυτός είναι! είπε ό κόκκορας μέσα του. — Τι κυττάζεις; Τον ρωτάει ή άλεπού. — "Έχω φίλο ένα σκύλο πού έρχεται καί θά του πω τά νέα. Ή φωνή του σκύλου άκούσθηκε σέ λίγο. Ή άλεπού φοβήθηκε κι9 έφυγε. . — Μά στάσου. Δέν είπες δτι στά ζώα βασιλεύ ει ή ειρήνη; Είπε ό κόκκορας. — Ναι αλλά τό έμαθαν οί σκύλοι; Καί ή άλεπού εξαφανίσθηκε σάν καπνός. 28
—
—
ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ! ΑΔΥΝΑΜΙΑ "Ενας πλούσιος κτηματίας βλέποντας νά κα ταστρέφωνται τά κτήματά του από τά θηρία διέ ταξε καί του έφκιαξαν μεγάλη παγίδα για νά πι άνονται καί σ’ αυτή νά πεθαίνουν άπό τήν πείνα. "Έσκαψαν ένα βαθύ λάκκο τον όποιο σκέπα σαν με κλαδιά δέντρων. "Αμέσως έπεσαν στην παγίδα μιά αρκούδα, έ νας λύκος, μιά αλεπού κι* ένας λαγός. Καθώς ήταν πιασμένα τά ζώα έμειναν μιά, δυο, τρεις μέρες. Φυσικά δεν είχαν τίποτε νά φάνε καί υπήρχε φόβος νά πεθάνουν άπό τήν πείνα. Τήν τετάρτη μέρα είπε ή αλεπού: — "Αν δέ φάμε θά πεθάνουεμε δλοι άπό πείνα. Κάποιος άπό μάς πρέπει νά θυσιασθή. Ό νεότε ρος πρέπει νά γίνη, γεύμα δλων των άλλων. Ό λαός έτρεμε όλόκληρος. — Έγώ είμαι εκατό χρόνων, είπε. — Έγώ έχω μισά άπό σένα, λέει ή άλεπού. Ό λύκος είπε: — Σαραντάρης είμαι. Ή άρκούδα είπε: Έγώ είμαι ή πιο μικρή άπό δλους σας. Μόλις συμπλήρωσα ένα χρόνο ζωής. "Οποιος δμως θέλει άπό σάς άς κοπιάση νά μέ φάη. Τά ζώα τότε έκαναν συμβούλιο καί έβγαλαν άπόφαση ομόφωνη νά φάνε τό λαγό... ^Ηταν ό πιο άδύνατος καί δέ μπορούσε ν’ άντιστσθή. —29
ΧΟΙΡΟΙ ΚΑΙ ΒΑΛΑΝΙΔΙΑ "Ενας χοίρος έτρωγε κάποτε αχόρταγα ©α λάνια ατή ρίζα μιας παλιάς βαλανιδιάς. "Υστερα κοιλιόταν στο έδαφος, ξαπλωνόταν και κοιμόταν. Κάποια μέρα θέλησε νά σκάψη τό έδαφος ο πού ήταν χωμένη ή ρίζα τής βαλανιδιάς. "Ενας κόρακας όμως πιο συνετός άπό τό χοίρο καθόταν σ’ ένα κλαρί τής βαλανιδιάς και του είπε: — ’Άν τά δόντια σου φάνε τή ρίζα τότε ή βα λανιδιά θά ξεραθή, — Αυτή τή σκοτούρα θά έχω εγώ; Τί μ’ ενδια φέρει κι’ άν αυτή ξεραθή ή δεν ξεραθή; Έγώ βα λανίδια θέλω νά έχω για φαΐ: Καί γιά τίποτε άλ λο δεν έχω στενοχώρια. Τότε του λέει ή βαλανιδιά: — Άλλα σέ ποιόν, χοίρε, χρωστάς τό φαΐ σου; τήν ευτυχία σου; "Αν μπορούσες νά σηκώσης τά μάτια σου καί έβλεπες δτι τά βαλανίδια πού σέ τρέφουν καί σέ παχαίνουν τά γεννάω εγώ. Πολλοί άνθρωποι μοιάζουν μέ τό χοΐρο. ’Όχι μονάχα δέν εκδηλώνουν ευγνωμοσύνη στούς ευερ γέτες τους αλλά προσπαθούν νά τούς κάνουν ζημιές.
30
—
—
ΈΗΑΣ ΤΣΙΓΓΟΨΝΗΣ ΜΈΣΑ ΣΈ ΠΗΓΑΔΙ Κάποια φορά ένας τσιγγούνης έπεσε μέσα σε πηγάδι καί κινδύνευε νά πνίγη. Τή στιγμή έκείνη περνούσε ένας χωριάτης πού τον λυπήθηκε πολύ καί θέλησε νά τον βοηθή— Δός μου τό χέρι σου νά σέ βγάλω. Του λέει ό χωριάτης καί ταυτόχρονα άπλωσε τό χέρι του. Ό τσιγγούνης καθώς ήταν συνηθισμένος από τις καθημερινές συναλλαγές δέν κατάλαβε τή λέ ξη «δός» καί μένει ακίνητος μέσα στο πηγάδι. — Τότε πάρε τό χέρι μου! Του είπε ό χωριά της. Ό τσιγγούνης τότε κατάλαβε. Καί πρόθυμα άρπαξε τό χέρι του άγαθου χωριάτη. Ό τσιγγούνης δλο καί συνηθίζει νά παίρνη όχι όμως καί νά δίνη. Δέν έχει φόρμα γιά δόσιμο...
31
ΕΝΑΤΟ ΧΡΟΝΩΝ ΑΛΓΟΣ
χΐ1
Μια φορά πήγαν μια γκαμήλα σέ κάποιο νησί μαζεύθηκαν πολλί περίεργοι. «Βρέ τί ζώο είναι αυτό;! > έλεγε ό καθένας Καί ό πιο γέρος τούς είπε: «Βρέ, δέ βλέπετε πώς είναι έκατό χρόνων λα;! >·
—
32
—
ΜΠΡΑΆΟ ΜΑΝΑ!. Ο . ίΑΔΓΧΟέ £0/ Ρ/ΜΑΙ
^~ν
δ! ΜΗΝΑ .. ΜΟν ΠΗΡδΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΡ £Α£ΓΧΟ ΑΑ7Α ΑΑΘΟί . . V ΤΙΑΡ£ ΤΟΜ ΔΙΚΟ ί0>.
ΠεΡΙψΗΜΟΖ!
—
ΘΑ £0£ Δ9£5 ΜΙΑ ΚΑΑΗ ΑΜΟΙΒΗ Γ/Α ΤΟΜ £ΓίίΧΟ ίον ΜΑΜΑ . . .
ΔΡΑΧ2
^1
Μίνα
70 ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΡΑΒΑΙ
Μ
ΙΑ ΦΟΡΑ, τρεις #τρατ ιώτες άποφάσισαν να φύγουν άπό τό σύνταγμά τους για να δοκιμάσουν τήν τύχη, τους κάπου άλλου. Οί δυο ήσαν μεγά λοι κι’ είχαν πάρει μέρος σε πολλές μάχες, άλλά ό τρίτος ήταν μικρός καί δέν είχε ιδέα άπό πόλε μο. "Αφησαν λοιπόν την πολιτεία καί προχώρησαν στην έξοχή. Βάδισαν άκούραστα ώς τό βράδυ σέ άγνωστα μέρη καί, δταν τό σκοτάδι άρχισε νά γί νεται πυκνό, άποφάσισαν νά κοιμηθούν στήν άκρη 'ένός μεγάλου δάσους. — Δέν πρέπει νά κοιμηθούμε καί οί τρεις, ειπεν ό πιό μεγάλος άπό τούς στροαιώτες, γιατί μπορεί νά μας συιμβή κανένα κακό. Προτείνω λοι πόν νά κοιμούνται οί δύο καί ό τρίτος νά φυλάη σκοπός. Κάθε δυο ώρες, θά ξυπνάη τον έπόμενο, ώστε νά φυλάξουμε καί νά κουμηθοΰμε καί οί τρεις μας ώς τό πρωί. — "Εχειςδίκιο, του είπε ό δεύτερος. — Κοιμηθήτε λοιπόν έσεΐς οί δυό καί γώ άρχίζω τη σκοπιά μου, τούς είπεν ό πρώτος καί βγά ζοντας τό ιμεγάλο του σπαθί άπό τή θήκη, άπσμακρύθηκε λίγο άπό τούς συντρόφους του καί άρχισε νά κάνη βόλτες, ένώ τά μάτια του προσπαθούσαν νά διαπεράσουν τό σκοτάδι. Δέν πέρασε ούτε μια ώρα άπό τή στιγμή πού άνέλαβε τή σκοπιά του, δταν, μέσα άπό τά πυκνά δέντρα του δάσους, είδε νά βγαίνη ένας πελώριος
γίγαντας, μέ μακρυά γενειάδα καί μέ κάτι χέρια δυό μέτρα μακρύ τό καθένα. Περπατούσε μέ μεγά λα βήματα κι* έρχόταν προς τό μέρος του. — Μοΰ φαίνεται πώς θάχουμε άσχημα ξεμπερδέματα μ’ αυτόν, σκέφτηκε ό σκοπός καί σήκωσε τό σπαθί του. Καί δέν είχε άδικο. Γιατί ό γίγαντας, μόλις έφτασε λίγα μέτρα κοντά του, τόν ρώτησε μέ την άγρια φωνή του: — Τί ζήτας έσύ έδώ, κοντά στο μεγάλο δάσος πού βασιλεύω έγώ; Κάθε άλλος στη θέσι του σκοπού θά φοβόταν καί θά τόβαζε στά πόδια. Ό στρατιώτης όμως ή ταν ανδρείος καί ψύχραιμος, γιατί είχε πολλές φο ρές ώς τώρα άντιμετωπίσει τόν κίνδυνο τού θανά του. Αντί λοιπόν νά τό βάλη στά πόδια, άπάντησε περιφρονητικά στόν γίγαντα: — "Ο,τι μοΰ άρέσει ζητώ! Εσένα νά μή σέ νοιάζη. Ό γίγαντας θύμωσε άκούγοντας τήν άφοβη άπάντησή του καί, άπλώνοντας τά πελώρια χέρια του μέ τήν τρομερή τους δύναμι, προχώρησε δυο βήματα άκάμη: έτοιμος ν’ άρπάξη, στις ανοιχτές πα λάμες του τό στρατιώτη καί νά τού συντρίψη τά κάκκαλα. Μά ό στρατιώτης είχε τό νοΰ του. Πιο σβέλτος άπό τό γίγοοντα, στριφογύρισε τό μακρύ του σπαθί καί μέ γρήγορη κίνησι τού έκοψε τό κεφάλι! Τό πελώριο σώμα τού γίγαντα σωριάστηκε σάν κορμός κομμένου δέντρου καταγής, ένώ τό κε
φάλι του τινάχτηκε πέντε μέτρα μακρυά. Ό στρα τιώτης σκούπισε τότε τό σπαθί του άπό τά αίματα, τό £&αλε στή θήκη του καί παίρνοντας τό κε<{>άλι καί τό σώμα του γίγαντα τά έρριξε σ’ Μ να πηγάδι.
. απλώνοντας ό γίγαντας τά δύο πελώρια χέρια του ήταν έτοιμος ν’ άρπάξη τον στρατιώτη·.. —
3—
ΠερΟμενε έπειτα ώσπου νάρθη ή ώρα του ν’ άντικαταστήση τόν δεύτερο καί σκέφτηκε νά μή του πή τίποτε γιά τήν έπίσκεψι τοΰ γίγαντα. — Καλύτερα νά μή τόν βάλω σέ ιδέες καί φο6η®η, είπε στον έαυτό του. Τό πρωΐ, όταν ξυπνή σουμε καί οί τρεις, θά τούς πώ τήν άπίστευτη περιπέτειά ,μου καί, άν δέν μέ πιστέψουν, θά τούς δεί ξω τό νεκρό γίγαντα πού ερριξα μέσα στό πηγάδι. Μέ τήν σκέψι αύτή πλησίασε τόν δεύτερο στρα τιώτη καί τόν σκούντησε νά ξυπνήση, — ■’Ήρθε ή σειρά σου, του είπε. Ό άλλος σηκώθηκε, έτριψε τά μάτια του γιά νά ξενυστάξη καί τόν ρώτησε: — Μήπως συνέβη τίποτε; — Απολύτως τίποτε. Μή φοβάσαι, δέν ύπάρχει κανείς κίνδυνος. Καί λέγοντας αύτά έπεσε στή θέση του συν τρόφου του έτοιμος γιά ύπνο. Ό δεύτερος στρατιώτης άπομακρύνθηικε κι’ αύτός άπό τούς δυο συναδέλφους του καί πλησιά ζοντας τό δάσος άρχισε νά κάνη βόλτες ,άκρου ξε γύμνωσε τό σπαθί του γιά νά τδχη έτοιμο σέ περίπτωσι κινδύνου. Ή ώρα περνούσε ήσυχα, όταν ξα φνικά ένας παράξενος θόρυβος άντήχησε άπό τήν πλευρά του δάσους σά νάσπαζε κάποιος στό πέ ρασμά του τά κλαδιά των θάμνων. — Καμμιά άρκούδα θά είναι, συλλογίσθηκε ό στρατιώτης. Δέν ήταν άρκούδα όμως, αύτός ό μαύρος όγ κος πού βγήκε άπό τό δάσος, άλλά ένας δεύτερος
γίγαντας όμοιος μέ τον πρώτο πού είχε παρουσίαστη στον προηγούμενο σκοπό. Προχώρησε ό γί γαντας αυτός μέ τή μακρυά του γενειάδα καί τόν ρώτησε (Απειλητικά μέ την άγρια φωνή του: — Τί ζητάς σ* αυτό τό δάσος, ξένε; Δέν ξέρεις πώς έδώ έχω τό βασίλειό μου ; — Καί τί μ* ένδιαφέρει έμένα; του Απάντησε μέ θάρρος ό σκοπός, πού δέν του Ιδρωνε τό αυτί από κάτι τέτοιες φοβέρες. — Ξέρεις δτι μπορώ νά σέ συντρίψω αγγίζον τας σε μόνο μέ τό ένα μου χέρι; Τόν Απείλησε ό γί γαντας. — Για δοκίμασε νά μέ συντρίψης!, του Απάν τησε Ατάραχος ό σκοπός. Ό γίγαντας έκανε νά όρμήση επάνω του, μά την ίδια στιγμή ή λεπίδα του σπαθιού έσκισε άνατριχιαστικά τόν Αέρα καί,* πριν ό γίγαντας προλάβη νά φυλαχτή, τό κεφάλι του βρέθηκε χωρισμένο από τό σώμα του. — Σου άξιζε, είπε μέ ενθουσιασμό γιά την ε πιτυχία του ό σκοπός καί σκουπίζοντας κι9 αυτός από τό αίμα τό σπαθί του, τράβηξε τό κεφάλι καί τό σώμα του νεκρού γίγαντα καί τάρριξε μέσα στο πηγάδι. "Αφού συνέχισε έπειτα άτάροοχος τις βόλτες του, σκέφτηκε πώς δέν θάπρεπε νά πη τίποτε γιά τόν γίγαντα στον τρίτο στρατιώτη πού θά τόν Αντικαταστουσε. — Είναι μικρός ό καημένος, εΐπε μέσα του, καί θά φοβόταν πολύ άν άκουγε γιά την επίσκεψη· πο& 5
μου Ικανέ ό γίγαντας. Δέν έχει άκόμα μπλεχθη σέ μάχη καί είναι άρκετά φοβητσιάρης. Καλύτερα λοιπόν να μή του πώ τίποτε τώρα πού δέν υπάρχει πια κίνδυνος άφοΰ σκότωσα τόν γίγαντα. Καί προιγματικά δταν σέ λίγο τόν ρώτησε ό μικρός στρατιώτης πού πήρε τη θέσι του άν του συνέβη τίποτε, του άπάντησε μέ ήρεμο ύφος. — Τίποτε άπολύτως, συνάδελφε. Είναι πολύ ή συχο αυτό τό μέρος και άδικα χάνουμε τόν ύπνο μας μέ τό νά φυλάμε σκοποί. Δέν πειράζει δμως, φύλαξε καί σύ τή βάρδια σου γιά νά είμαστε πιο σίγουροι. Και λέγοντάς του αύτά, έπεσε καί κοιμήθηκε. Πρώτη, φορά στη ζωή του ό μικρός στρατιώτης φύ λαγε σκοπός. Δέν τόν έννοιαζε δμως, κι* ούτε φο βόταν. Καταλάβαινε πώς οί δυο σύντροφοί του τόν περνούσαν γιά φοβητσιάρη, μά αύτουνου τδλεγε ή καρδιά, μ* δλο πού δέν είχε πολεμήσει ποτέ ως τώ ρα. Παρακαλουσε μάλιστα νά του τύχη κανένας κίνδυνος γιά ν άποδείξη στούς άλλους δυο πώς ήτοιν, άντάξιός τους στή δύναμι καί στο θάρρος. Προχώρησε κι9 αυτός ώς τό δάσος, αλλά δέν πράλαβε νά πλησιάση, δταν, εΐδε νάρχεται προς τό μέρος του μιά άπειλητική σκιά. Πρόσεξε καλύτερα καί είδε πώς ή σκιά εκείνη ήταν ένας γίγαν τας μέ μιά γενειάδα πού τοδφτανε ώς τά γόνατα. Τά φάτιά του άστραφταν ότ/ρια καί τά δόντιά του έτριζαν άπό άγριο μίσος. — Ποιος είσαι έσύ πού δέν φοβάσαι τή δύνα μή μου καί δέν τό βάζεις στά πόδια; είπε στόν μι
κρό στρατιώτη, πού έξακολουθοΰσε να προχωρή προς τό μέρος του μέ γυμνό σπαθί. — Καί σύ ποιός είσαι πού δέν φοβάσαι τή δύ ναμη τοΰ σπαθιού μου; τόν ρώτησε ό μικρός στρα τιώτης χωρίς να χάση τό θάρρος του. Ό γίγαντας δέν τοΰ άπάντησε. Μέ ένα μεγάλο πήδημα τόν πλησίασε, καί τά τρομερά του χέρια έτοιμάστηκαν ν’ άγκαλιάσουν τό κορμί τοΰ σκοποΰ πού φαινόταν σάν νάνος μπροστά του. Δέν πρόλαβε όμως νά τόν άγγίξη γιατί την ίδια στιγ μή τό έπιδέξιο χέρι τοΰ μικρού στρατιώτη έκανε μιά ξαφνική κίνησι, τό σπαθί του τινάχτηικε στόν αέρα μέ τήν ταχύτητα της άστραπής καί ή κόψη του άντάμωσε τό λαιμό τοΰ γίγαντα. Τό έπόμενο δευτερόλεπτο τό κεφάλι τοΰ τρομερού γίγαντα, κομμένο άπό τό κορμί του κυλούσε μπροστά στά πόδια τοΰ θαρραλέου στρατιώτη. — Νά, γιά νά σοΰ δείξω έγώ ποιός είναι δυνα τός, είπε, καί άρχισε νά σέρνη μέ πολύ κόπο τό κορμί τοΰ γίγαντα γιά νά τό ρίξη στο πηγάδι. Άφοΰ έρριξε καί τό κεφάλι στο πηγάδι κάθησε καί συλλογίστηκε περίεργος, άπό ποΰ νά ήρθε τάχα αύτός ό γίγαντας. ΤΗταν τόση ή περιέργειά του πού άποφάσισε νά μπη στο δάσος καί νά ψάξη, μήπως άνακαλύψη τίποτε άλλο. Ό κόπος του δέν πήγε χαμένος. Άφοΰ προχώ ρησε κάπου έκατό μέτρα ιάνάμεσα στά πυκνά δέν τρα καί τούς θάμνους, τό μάτι του πήρε ένα φως πού έβγαινε άπό τό παράθυρο μιάς σανιδένιας κα λύβας. Προχώρησε τότε μέ προφύλαξι πίρός τό μέ*> 7
ρος της, τήν πλησίασε και φτάνοντας στήν πόρτα έσκυψε καί κύτταξε μέσα άπό τήν κλειδαρότρυπα. Δίπλα σέ μιά μεγάλη φωτιά: είδε τρεις γριές νά κάθονται καί νά συζητούν. — Χτύπησε μεσάνυχτα, είπε ή μιά άπό αυτές, κι9 άκόμα νά γυρίσουν οί άνδρες μας. Τί νά συμ βαίνει τάχα; — Ποιος ξέρει!, άπάντησε ή άλλη καί σήκωσε τούς ώμους της. Ποτέ άλλοτε δεν θυμάται νάργησαν όπως σήμερα. *— Έγώ λέω νά βγούμε έξω για νά δούμε τί συμβαίνει, μίλησε καί ή τρίτη. — "Εχεις δίκιο, πήρε πάλι τη σειρά ή πρώτη. "Εγώ θά πάρω τό φανάρι πού μπορεί νά φέγγει πολλά χιλιόμετρα μακρυά. — Έγώ θά πάρω τό μαγικό σπαθί πού μέ μιά στροφή μπορεί νά κόψη τά κεφάλια ένός ολόκλη ρου στρατού άπό μακρυά, είπε ή δεύτερη. — Κι" έγώ θά πάρω τό δπλο πού μπορεί νά σκοτώση τήν άρκούδα πού βρίσκεται στο παλάτι του βασιλιά, είπε ή τρίτη. Ό μυκρός στρατιώτης κατάλαβε τότε πώς οί τρεις αυτές γριές θά ήταν γυναίκες των γιγάντων. "Απορούσε δμως, τί νάχαν γίνει τάχα οί άλλοι δυό γίγαντες έκτος άπό τον τρίτον πού σκότωσε αυτός; Δεν κάθηοε νά σκεφθη για πολύ ώρα. Καθώς κύτταζε άπό τήν κλειδαρότρυπα, είπε στο διάδρο μο τά τρία μαγικά πράγματα γιά τά όποια είχαν μιλήσει οί γριές. ^Ηταν τό φανάρι, τό σπαθί καί 8
—
τό δπλο. Χωρίς να χάση καιρό, άνοιγει άθόρυβα τήν πόρτα, προχωρεί οτήν άκρη των ποδιών του, παίρνει τά τρία μαγικά πράγματα κι* έπειτα τό βάζει ατά πόδια. 5Αφού άπρμοεκρυνθηικε αρκετά άπό την καλύβα των γιγάντων και τό δάσος, αποφάσισε ν’ άνάψη τό μαγικό φανάρι γιά νά δη άν ήταν άλήθεια τά λόγια της γριάς πού έλεγε πώς τό φως του φτάνει σέ πολλά χιλιόμετρα μακρυά. Μόλις τό άναψε, τά μάτια του θάμπωσαν άπό τό πολύ φως καί γιά δυο λεπτά δέν μπορούσε νά δή άπολότως τίποτε. Σιγά —σιγά όμως συνήθισε καί ακολουθώντας τή φωτει νή δύναμη του φαναριού, είδε σέ αρκετή απόστα ση μακρυά του, ένα τρομερό θέαμα! "Ενας στροττός άπό χίλιους περίπου άντρες εί χε πολιορκήσει έναν πύργο πού ήταν χτισμένος ψη λά σ’ ένα λόφο. Οί στρατιώτες προσπαθούσαν ν’ α νέβουν στούς τοίχους του πύργου, μά έκεΐ, τούς περίμενε μιά πελώρια λευκή άρκούδα που, μέ μια κίνησι του ποδιού της γκρέμιζε όσους στρατιώτες είχαν καταφέρει νά φτάσουν ώς τήν κορυφή. Μά ταια οί στρατιώτες άπό κάτω ούρλιαζαν, τις πετοΰσαν πέτρες καί βέλη. Τίποτε δέν πτοούσε τήν άρκούδα καί τίποτε δέν κατώρθωσε νά τήν πληγώση. Εξακολουθούσε νά υπερασπίζεται τον πυργο καί μάτια ό στροτός άγωνιζόταν νά τον κατακτήση. — Τρομερό, άλλα καί υπέροχο θέοομα, είπε ό μι κρός στρατιώτης. Γιά νά δούμε όμως, είναι καί τΦ Φ
σπαθί των γιγάντων μαγεμένο όπως καί τό φανά ρι τους; "Αφησε κάτω τό φανάρι καί, παίρνοντας τό βαρύ σπαθί μέ τά δυό του χέρια τό στριφογύρισε δυό—τρεις φορές πάνω άπό τό κεφάλι του. Τό άπόθεσε έπειτα καταγής καί σήκωσε τό φανάρι του. Καί τότε, τί νά δή! Οί στρατιώτες πού πολιορκού σαν τόν πύργο βρίσκονταν ξαπλωμένοι όλοι στή γή μέ κομμένα τά κεφάλια καί μαζί μ’ αυτούς βρί σκονται νεκρά καί τά άλογά τους. Μόνο ή λευκή άρκούδα έξακολουθοΰσε νά όρθώνη τό πελώριο άνάστημά της πάνω στά τείχη του πύργου. — Μπράβο σπαθί!, έκανε μέ θαυμασμό ό μι κρός στρατιώτης. Μέ μιά σπαθιά καί ξοφλήσαμε. Γιά νά δοΰμε όμως τί θά γίνη τώρα καί μέ την άρ κούδα. θά θαυματουργ.ήση καί τό μαγικό όπλο; Κρέμασε τό φανάρι σ’ ένα ψηλό κλαδί γιά νά τοϋ φωτίζη τόν μκρυνό πύργο, σήκωσε τό όπλο, σκόπευσε καλά την άρκούδα γιατί είδε πώς είχε μόνο μιά σφαίρα μέσος καί πίεσε τή σκανδάλη. "Ενας τρομερός κρότος άντήχησε γύρω του, ένώ άπό τό άλλο μέρος, είδε τήν άρκούδα νά τινά ζεται ξαφνικά, καί παίρνοντας μιά μεγάλη τοϋμπα νά πέφτη νεκρή κάτω άπό τά τείχη τού πύργου, πάνω στούς σκοτωμένους στρατιώτες. — "Ας πάμε τώρα νά δοΰμε τί συμβαίνει πάνω σ’ αυτόν τόν πύργο, άποφάσισε ό μικρός στρατιώ της. Φαίνεται πώς ή άρκούδα κάποιον υπεράσπιζε άπό τούς στρατιώτες πού προσπαθούσαν ν’ άνε—
10
-
βουν τά τείχη. Τί δμως; Μήπως κανένα μεγάλο θη σαυρό ; Καί μέ τη σκέψι αύτη ζώθηκε τό μαγικό σπαθί στή μέση του, κρέιμασε τό δπλο στόν ώμο του καί παίρνοντας τό φανάρι στό χέρι του, ξεκίνησε. Θά βάδισε κάπου δυό ώρες ώσπου νά φτάση. Μπροστά σ’ αυτή τήν περιπέτεια ξέχασε νά ξυπνήση. καί τούς δυό συντρόφους του γιά νά πάνε μαζί στόν μυστηριώδη πύργο. Κι’ ήταν στ’ άλήθεια μυ στηριώδης αυτός δ πύργος γιατί δεν φαινόταν νά τόν κατοική άνθρωπος, άλλά ούτε ψυχή ζωντανή. Απόλυτη σιωπή άπλωνόταν όλόγυρα. Ό μικρός στρατιώτης πέρασε ανάμεσα στους νεκρούς στρα τιώτες καί φτάνοντας στήν κλειστή πύλη προσπά θησε νά τήν άνοιξη. Του κάκου δμως. Ή σιδερένια πόρτα δεν ύποχωοροΰσε δση δύναμι κι’ άν έβαλε νά τήν σπρώξη μέ τό κορμί του. Τί νά έκανε τότε. Νά έφευγε άπρακτος; θυ μήθηκε τότε πώς οί στρατιώτες ύψωναν μεγάλες σκάλες στά τείχη καί μ’ αύτούς προσπαθούσαν ν’ άνέβουν. Μιά καί δυό λοιπόν, άρπάζει μιά ξύλινη σκάλα, τήν στεραιώνει καλά καί άρχίζει ν’ άνεβαίνη. Σέ δυό κιόλας λεπτά καβαλλούσε τά ψηλά τεί χη καί περνούσε μέσα. Τό θέαμα πού άντίκρυσε τάν άφησε κατάπλη κτο καί μαγεμένο. 'Ο πύργος ήταν χτισμένος μέ κατάλευκο μάρμαρο καί μέ χρυσάφι. ΟΙ πόρτες του ήταν άσημένιες καί όλόγυρά του ύπηρχαν ώραΐοι κήποι μέ πολύχρωμα μεθυστικά λουλούδια. 11
Προχώρησε άνάμεσά τους μέ τό στόμα ορθάνοιχτο άπό τό θαυμασμό και φθάνοντας μπροστά στη με γάλη πόρτα τοΰ παλατιού χτύπησε δυό φορές. Κανείς δέν τοΰ άπάντησε. Τό παλάτι φαινόταν ακατοίκητο γιατί κανένας θόρυβος δέν έφτανε α πό τό έσωτερικό του. Ό μικρός στρατιώτης δίστα σε για μια στιγμή. Ν’ άνοιξη τήν πόρτα καί νά μπή, ή νά προτιμήση νά φύγη, για νά φέρη μαζί του καί τούς δυό συντρόφους του; "Επειτα άπό λίγη σκέψι άποφάσισε τό πρώτο. Ή πόρτα ύπεχώρησε άμέσως. Μπήκε σ’ έναν υπέ ροχο διάδρομο στολισμένο μέ άκριβά χαλιά καί μέ λουλούδια. Προχώρησε άκόμα κι’ δταν έφτασε στο βάθος του άρχισε νά φωνάζη: — ’Έ ! Δέν υπάρχει κανείς έδω; Δέν πήρε άπάντησι καί ξαναφώναξε. Μά καί ούτε τώρα του άποκρίθηκε κανείς. Ό πύργος φαι νόταν άκατοίκητος. "Αφησε τό διάδρομο καί μπήκε σ’ ένα δωμά τιο. Ό πλούτος καί ή ομορφιά του δέν περιγραφόταν. Τό χρυσάφι καί οί πολύτιμες πέτρες έλαμπαν παντού, στους τοίχους, στούς πολυέλαιους καί στα έπιπλα. Κρατώντας ώς καί την άναπνοή του άκό μα άπό τήν έκπληξι καί τόν θαυμασμό του ό μι κρός στρατιώτης άνοιξε μιά πόρτα καί βρέθηκε τώρα σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Έδώ ιόν περίμενε μιά πιο μεγάλη έκπληξ,ι άκόμη. Πάνω σέ ένα υπέροχο κρεβάτι βρισκόταν κοιμισμένη μιά πεντάμορφη κοπέλλα. ■’Ήταν τόσο άμορφη πού τό πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος. , 12
Ό μικρός στρατιώτης άφου τήν έθαύμασε για πολύ ώρα Αμίλητος, Αποφάσισε νά τήν πλησιάση. Μά ό ύπνος τής κοπέλλας ήταν τόσο βαθύς πού ού τε τώρα ξύπνησε, — "Ας μή τήν ξυπνήσω τήν καημένη,, σκέφτηικε ό μικρός στρατιώτης. Μπορεί κιόλας νά φοδηθη ό ταν μέ δη ξαφνικά μπροστά της. Τήν κύτταξε άκόμη γιά λίγο, χάίδεψε άπαλά τά ξοονθά της μαλλιά καί έστριψε γιά νά φύγη. Τό πόδι του όμως μπερδεύτηκε σέ μιά μεταξωτή παν τούφλα καί λίγο έλειψε νά πέση. "Εσκυψε, σήκωσε τήν όμορφη, καί μικρή παντοΰλα, τήν φίλησε, καί αποφάσισε νά τήν πάρη, μα ζί του γιά νά τήν έχη ώς ενθύμιο άπό τήν Απίστευ τη καί όμορφη αυτή περιπέτειά του. Δεν πρόλαβε νά βγή καλά-^καλά άπό τόν α μίλητο πύργο ό μικρός στρατιώτης, δταν ή κσπέλλα πού κοιμόταν στο κρεβάτι ξύπνησε καί κύτταξε παραξενεμένα γύρω της. ^Ηταν μιά μικρή πριγκήπισσα πού τήν είχαν μαγέψει οί γίγαντες του δάσους καί άπό τότε κοιμόταν συνέχεια. Μοοζί της είχαν μαγέψει τόν πατέρα της τόν βασιλιά καθώς καί τις υπηρέτριες της. Ευτυχώς όμως πού τούς φύλαγε ή λευκή τους άρκούδα κι9 έτσι δέν κατόρ θωσαν οί εχθροί τού βασιλείου τους νά κατακτή σουν τό παλάτι. Μόλις κατάλαβε πώς λύθηκε ή μαγεία, ή πριγκήπισσα φώναξε μέ χαρά τις δούλες της. "Ακούσε 13
■
—-
τότε καί τΙς δικές τους χαρούμενες φωνές πού έλε γαν : — Λυθήκανε τα μάγια, λυθήκανε τά μάγια ί "Ετρεζαν τότε δλες μαζί κι’ άγκάλιασαν τήν άγαπημένη τους πριγκήπισσα. — Ποιός τά έλυσε τά μάγια; ρώτησε μιά άπ’ δλες τους. — Σίγουρα κάποιος Ιππότης θά πέρασε άπό δώ, είπε μιά άλλη. Καμμιά τους δεν φανταζόταν πώς τά μάγια τους λύθηκαν τή στιγμή πού ό μικρός στρατιώτης φίλησε τήν παντούφλα τής πριγκήπισσας. — Βγήτε στά παράθυρα και κυτταξτε μήπως δήτε τον Ιππότη πού μάς έλευέρωσε, τΙς παρακάλεσε ή πριγκίπισσα. "Ετρεξαν τότε δλες οί δούλες στά παράθυρα κι* άφησαν νά τούς ξεφύγουν τρομαγμένες φωνές βλέποντας τούς χίλιους στρατιώτες άποκεφαλισμένους κάτω άπό τόν πύργο καί άνάμεσά τους τή μεγάληι λευκή άρκούδα. Ιππότη δμως δέν είδαν πουθενά. Βγήικε και ή πριγκίπισσα στό παράθυρο κι* δταν είδε αύτό τό άνθρώπινο μοοκελλειό φαντά στηκε πώς ό Ιππότης πού ανέβηκε ώς τόν πΰργο τους σκοτώνοντας αύτούς τούς στρατιώτες θά ή ταν πολύ δυνατός και άνδρεΐος. — Πηγαίνετε νά πητε στόν πατέρα μου και βα σιλιά σας, διέταζε τώρα τίς δούλες της, πώς κά ποιος ιππότης μάς έλυσε τά μάγια, καί πώς ή κό ρη του τόν παρακαλεΐ νά τόν βρή καί νά τόν όδηγήση στά παλάτι. Νά του πητε άκάμη πώς ό Ιππό 14
-
--
της αυτός φεύγοντας μοΰ πήρε καί τή μικρή μου μεταξωτή παντούφλα, Ό βασιλιάς, πού εΐχε κι* αυτός τήν περιέργεια νά μάθη ποιός ξάπλωσε έξω άπό τόν πύργο του νεκρούς τόσους στρατιώτες, γιά νά άνέβη έπάνω καί νά τούς λύση τά μάγια, έβγαλε μιά διαταγή πού έλεγε: «“Οποιος άπό τούς ύπηκόους μου μπήκε στόν πύργο καί μάς έλυσε τά μάγια έλευθερώνοντάς μας άπό τόν αιώνιο ύπνο, νά έλθη καί νά παρουσιαστή όπωσδήποτε μπροστά μου, δτι κι’ άν είναι, ή βασιλιάς ή ζητιάνος. Υπόσχομαι νά τόν παντρέψω μέ τήν όμορφη κόρη μου καί νά τόν κάνω διάδοχο τού θρόνου μου. Στο μεταξύ, ό μικρός στρατιώτης, χωρίς νά ξέρη πώς φεύγοντας έκεΐνος πίσω του λύθηκαν τά μάγια τής κοιμισμένης πριγκίπισσας, τού βασιληά καί των άνθρώπων τού παλατιού, άποφάσισε νά γυρίση κοντά στούς συντρόφους του. "Εφτασε ό ταν ό ήλιος άρχισε ν’ άνατέλλη καί τούς βρήκε νά κοιμούνται άκόμη. — Σαν πολύ δεν τό ρίξατε στόν ύπνο; τούς εί πε καί τούς σκούντησε γιά νά ξυπνήσουν. Εκείνοι, μόλις είδαν τόν ήλιο παραξενεύτη καν. — Γιατί δεν μάς ξυπνούσες νά παραλάβουμε καί μεΐς τή βάρδια μας, άλλά μάς άφησες νά κοι μηθούμε; τού είπαν. Ό μικρός στρατιώτης άποφάσισε νά τούς κρύψη τήν άλήθεια γιά τή νυχτερινή του περιπέτεια. 15
-
-
, — Είχα μιά τρομερή αϋπνία, δικαιολογήθηκε, κι5 έτσι καλύτερα πού δέν σας ξύπνησα, για νά χορτάσετε τουλάχιστον έσεΐς τον ύπνο σας. Μά καί οί άλλοι δυο στρατιώτες αποφάσισαν νά μή μαρτυρήσουν τό μυστικό τους μέ τό γίγαντα πού σκότωσαν, ώσπου νά τελειώσουν τό δρόμο τους καί νά δρουν την τύχη πού ζητούσαν. Πέρασαν πολλές μέρες άπό τότε πού μεταδό θηκε στη χώρα ή διαταγή του δασιληά γιά τον ιπ πότη, μα κανένας δέν παρουσιάστηκε ατό παλάτι. Μάταια τόν περίμενε ή πριγκίπισσα άπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ στο παράθυρο τοϋ παλατιού. Ό άγνωστος ιππότης δέν έλεγε νά έρθη. — "Αφοϋ δέν τοϋ προξενώ καμμιά εντύπωση, είπε μιά μέρα φουρκισμένη ή πριγκήπισσα στον πατέρα της, καί δέν ένδιαφέρεται οϋτε καί γιά τό θρόνο, τότε, νά δγάλης μιά διαταγή πού νά λέη πώς, εκείνος πού έκλεψε τήν παντούφλα μου καί άνακσλυφθή, θά χάση τό κεφάλι του άν δέν τήν ξαναφέρη μέσα σέ τρεις μέρες. "Έβγαλε αυτή τή σκληρή διαταγή ό δασιληάς γιά νά κάνη τό χατήρι τής κόρης του, μά περάσα νε κι* αυτές οι τρεις μέρες χωρίς νά φανή ό ιππό της πού τόσο τόν ζητούσε ή πριγκίπισσα. — Φαίνεται πώς θά είναι ξένος καί δέν φτάνουν οί διαταγές μας ώς τή χώρα του, συλλογίστηκε μιά μέρα Απελπισμένη ή πριγκίπισσα. Πώς θά μπο ρέσω όμως νά τόν κάνω νά μάθη πώς θέλω νά τόν γνωρίσω; Τότε, τό έξυπνο μυαλό της σοφίστηκε . έναν 16
—
-
τρόπο. Μια καί δυό πάει στο δασιληά καί του λέει: — Πατέρα μου, αν μ5 άγαπάς θά μου κάνης μια χάρι. Βρήκα ένα σχέδιο πού θά μάς βοηβήση ■ί,τ----------------------- -——**~~~~~~-*>-**>~~*~~~*~*~*Β!***»**ί·
— Δεν πρόκειται νά σας ζητήσουμε τίποτε, τους είπε ή βασιλοπούλα, πού στεκόταν στην πόρτα μέ τή στολή τής σερβιτόρα.
17
—
—
νά βρούμε τον ιππότη πού μάς έλυσε τα μάγια. "Ακουσέ το λοιπόν, θά φτιάξουμε μακρυά άπό τό πα λάτι ένα ξενοδοχείο ύπνου καί φαγητού καί θα γράψουμε έξω πώς σ’ αυτό τό ξενοδοχείο Θά μπο ρούμε νά φιλοξενήσουμε όποιο νδήποτε άνθρωπο δωρεάν γιά τρεις ήμέρες. Νά κοιμηθή καί νά φάη δτι θέλει. — Και τί θά κερδίσουμε μ’ αύτό; τή ρώτησε πε ρίεργος ό βασιλιάς πού δέν καταλάβαινε. — "Αχούσε τί θά κερδίσουμε. Στό ξενοδοχείο αύτό θά τρέξουν άνθρωποι άπ’ όλες τίς χώρες και θά ρωτούμε έναν—έναν νά μάς διηγηθή κάτι σπου δαίο άπό τη ζωή του. "Αν τύχη και περάση λοιπόν ό ιππότης πού ζητάμε θά μάς πή κι’ αύτός τήν ι στορία του. θά πρέπει όμως ν’άλλάξουμε ρούχα καί όνάματα ώστε νά μήν καταλάβη κανείς πώς έσύ είσαι ό βασιληάς καί γώ ή κόρη του. 'Ο βασιλιάς άφοΰ σκέφθη,κε πολλές ώρες τό σχέδιο της κόρης του στό τέλος άποφάσισε νά μη τής χαλάση τό χατήρι. "Εδωσε λοιπόν εντολή σ’ έναν έμπιστό του νά χτίση, ένα ξενοδοχείο ύπνου καί φαγητού σ’ ένα έρημο μέρος καί νά γράψη άπ’ έ ξω πώς θά μπορούσε δποιος ήθελε νά φάη καί νά κοιμηθή σ’ αύτό τρεις ήμέρες χωρίς νά πληρώση δεκάρα. Τό ξενοδοχείο δέν άργησε νά γίνη, μέσα σ’ έ να παλιό χάνι, άφού τό καθάρισαν καί κουβάλη σαν σ’ αύτό κρεβάτια γιά τον ύπνο καί τραπέζια μέ καρέκλες γιά τό φαγητό. Μόλις τελείωσαν οί προετοιμασίες ό βασιλιάς έφυγε κρυφά άπό τόν 18
■
—
πύργο του ντυμένος μάγειρος καί ή κόρη του σερ βιτόρα, καί πήγαν νά έγκοαασταθοΰν στό ξενοδο χείο που πρόσφερε γιά τρεις ήμερες δωρεάν φαγη τό και ύπνο. Μόλις έμαθε ό κόσμος πώς υπάρχει ένα τέτοιο ξενοδοχείο, έτρεξαν δλοι τους νά έπωφεληθοΰν α πό την ευκαιρία γιά νά τό έπισκεφθοΰν. Ό καη μένος ό βασιλιάς κουράστηκε πια νά μαγειρεύη, καί ή πριγκίπισσα νά σερδίρη τούς πελάτες καί νά στρώνη τά κρεβάτια. ΗΞκαναν δμως υπομονή, καί τά δράδυα ρωτούσαν μέ τρόπο τούς πελάτες νά τούς διηγηθούν μιά ιστορία από τη ζωή τους. Πέρασαν άρκετές ήμερες χωρίς ή πριγκήπισσα νά βρή τά ίχνη του ιππότη πού ζητούσε, ώσπου ένα βράδυ, είδε νά πλησιάζουν τό ξενοδοχείο τρεις στρατιώτες. Στάθηκαν στην πόρτα καί κυτταζαν περίεργα τήν έπιγραφή του. — Νά είναι άλήθεια τάχα; ρώτησε ό ένας. — Μην τό φαντάζεσαι, του άπάντησε ό άλλος. Πουθενά δεν έχω δει ώς τώρα νά σέ ταΐζουν καί νά σέ κοιμίζουν δωρεάν έστω καί γιά τρεις ήμέρες. Σίγουρα ή έπιγραφή αυτή είναι κόλπο γιά νά τραδάη τούς πελάτες. — Καί δεν δοκιμάζουμε νά μπούμε; τούς ειπεν ό τρίτος στρατιώτης πού ήταν καί ό πιό μικρός. — Κι* άν φάμε καί μάς ζητήσουν λεφτά, που νά τά βρούμε νά τούς πληρώσουμε έξυπνε; τού άπάν τησε κοροϊδευτικά ό πιό μεγάλος. — Δέν πρόκειται νά σάς ζητήσουμε τίποτε, τούς εΐπε ή βασιλοπούλα πού στεκόταν στήν πόρτου
μέ τη στολή της σερβιτόρας κΤ άκουγε τή συζήτησί τους. Οί τρεις στρατιώτες απόρησαν. — Είναι ή άλήθεια; ρώτησαν και οί τρεις μαζί. — Περάστε λοιπόν, δεν σάς κοροϊδεύουμε, τούς παρακάλεσε ή πριγκίπισσα. Οί τρεις στρατιώτες άποφάσισαν νά μπουν. Στρώθηκαν λοιπόν στό πρώτο τραπέζι πού βρήκαν μπροστά τους κι’ έτσι δπως ήταν πεινασμένοι λίγο έλειψε νά γλείψουν καί τά πιάτα. 'Η πριγκίπισσα τούς έφερε καί άλλο φαγητό, κι’ όταν πιά χόρτα σαν, κάθησε δίπλα τους καί τούς ρώτησε τάχα α διάφορα. — Έσεΐς πού έρχόσαστε άπό μακρυά δεν έχετε νά μάς πήτε κανένα νέο ; Εμείς εδώ, άκοσμε 6λο τά Ιδια καί τά ίδια. — ΤΙ νά πούμε, άπάντησε ό μεγάλος στρατιώ της, έχουμε φύγει άρκετές ήμερες άπό τήν πατρίδα μας καί φτάσαμε ώς έδώ ζητώντας μιά καλύτερη τύχη. — Δεν έχετε νά διηγηθήτε καμμιά ιστορία ά πό τή ζωή σας; — Χμ, έκανε ό πιό μεγάλος, έγώ κάτι έχω νά πώ. Καί παίρνοντας μιά βαθειά άνάσα άρχισε νά διηηγήται στή σερβιτόρα καί στούς συντρόφους του τήν περιπέτειά του μέ τό γίγαντα πού τού πα ρουσιάστηκε ξαφνικά άπό τό δάσος τή στιγμή πού φύλαγε σκοπός. — Μέ μιά γρή.ορη σπαθιά μου κατάφερα νά
του κόψω τό κεφάλι, συνέχισε τήν ιστορία του πε ρήφανος γιά τό κοαόρθωμά του, μ* δλο που ήταν δέκα ψαρές πιό ψηλός καί πιο γερός άπό μένα. "Έπειτα τον τράβηξα καί τον ξρριξα μέσα σ" 2να πηγάδι. Δέν σάς είπα όμως τίποτε γιά νά μή σάς φοβίσω. — Έγώ νά φοβηθώ; του απάντησε χαμογελών τας περήφανα καί ό δεύτερος στρατιώτης. Σέ πλη ροφορώ φίλε μου πώς τό ϊδιο συνέβη και σέ μένα. Παρουσιάστηκε ένας πελώριος γίγαντας καί α πλώνοντας τά χέρια του έτοιμάστηκε νά μέ συντρίψι,| μέ τήν τρομερή του δυναμι. Τό σπαθί μου ό μως θαυματούργησε καί τούκοψε πέρα γιά πέρα τό λαιμό. "Υστερα τον πήρα καί γώ καί τον έρριξα στό πηγάδι. — Σέ πιστεύω, έκανε ό πρώτος, γιατί είσαι καί σύν ανδρείος σάν καί μένα. — Καί σύ; ρώτησε ή πριγκήπισσα τον τρίτο στρατιώτη πού ήταν πιό μικρός άπό τούς άλλους δύο καί δέν φαινόταν νά έχη τό θάρρος καί τη δύναμί τους. Έσύ δέν έχεις τίποτε νά μάς διηγηθής άπό τή ζωή σου; —- "Έχω καί γώ νά σάς πώ κάτι, τής απάντη σε μετριόφρονα ό μικρός στρατιώτης. Ή ιστορία μου άρχισε τήν ίδια βροοδυά πού άρχισε καί τών συντρόφων μου. Καθώς φύλαγα τή βάρδια μου καί πλησίασα τό δάσος, βλέπω νά παρουσιάζεται μπροστά μου ένα τρομερός γίγαντας... Οι δυο συνάδελφοί του κυττάχτηκαν γιά λίγο καί δέν μπόρεσαν νά κρατηθούν. "Άρχισαν νά^^ 21
λοΰν κοροϊδευτικά γιατί δέν μπορούσαν νά πιστέ ψουν πώς παρουσιάστηκε γίγαντας μπροστά του χωρίς αυτός νά τρέξη καί νά τούς ξυπνήση άπό τό φόβο του. — Δέν άψήνεις τά ψέιματα φιλαράκο, τοΰ είπαν εξακολουθώντας νά γελούν. Έσύ είσαι τόσο δει λός που, άν παρουσιαζόταν γίγαντας μπροστά σου θά πετοΰσες τό σπαθί καί θάπαιρνες δρόμο γιά νά γλυτώσης. Κάποιο φύλλο θά έπεσε καταγής καί άπό τό φόβο σου τό πέρασες γιά γίγαντα! Καί λέγοντας αυτά ξεκαρδίστηκαν πιο πολύ στά γέλοια. Ή πονόψυχη πριγκίπισσα τόν λυπήθηκε. — Γιατί τόν κοροϊδεύετε έτσι τόν καημένο, τούς είπε. Αφήστε τον νά μάς διηγηθή τήν ιστορία του. — Ποιά ιστορία του; έπέμενε ό πρώτος. Είναι όλα ψέματα. Μήπως έπιμένει νά μάς πή πώς σκό τωσε τό γίγοιντα πού του παρουσιάστηκε; Αυτό θάταν πολύ άστεΐο. — Κι’ όμως τόν σκότωσα!, συνέχισε ό μικρός στρατιώτης χωρίς νά θυμώση άπό τις κοροϊδίες των άλλων. — Κάποια άκρίδα θά σκότωσες καί ή φαντα σία σου τόν έκανε γίγαντα, τόν διέκοψε ό δεύτε ρος· Καί γυρνώντας πρός τόν πρώτο τοΰ είπε: — Έγώ συνάδελφε δέν έχω δρεξι ν’ άκούω αύτές τις ψευτιές. Πηγαίνω γιά ύπνο. — Άμ' έγώ; εΐπε κΓ ό πρώτος, καί σηκώθη —99
καν καί οί δυό τους νά κοιμηθούν γυρνώντας πε ριφρονητικά τις πλάτες τους στον μικρό στρατιώ τη πού εξακολουθούσε νά μένη στη θέσι του. — Εξακολουθήστε τήν Ιστορία σας, τόν παρακάλεσεν ή πριγκίπισσα. Ό μικρός στρατιώτης κούνησε τό κεφάλι του. — Κανείς δέν θά μέ πιστέψη δτι καί νά πώ, της άπάντησε. Τά μάτια μου είδαν τέτοια πράγματα πού ούτε καί γώ δέν τά πιστεύω. Περίεργη ή πριγκήπισσα νά μάθη τήν ιστορία τοΰ μικρού στρατιώτη, πήγε στόν πάγκο καί τού έφερε ένα μπουκάλι άπό τό πιό γλυκό καί πιό μυ ρωδάτο κρασί. — Πιες άπό αύτό, τού είπε, καί άν θέλης πες μου έμένα τήν ιστορία σου. Έγώ θά σέ πιστέψω. Τό κροοσί ήταν τόσο ώραΐο πού έλυσε άμέσιος τή γλώσσα τού μικρού στρατιώτη, "Αρχισε λοιπόν νά τής λέη γιά τόν γίγαντα πού σκότωσε, γιά τό ξύλινο σπιτάκι στο δάσος δπου βρήκε τρεις γριές νά συζητούν γύρω άπό τή φωτιά, καί γιά τά τρία μαγικά πράγματα πού κατώρθωσε νά τούς κλέψη. Τής είπε άκόμη πώς μέ τή βοήθεια τού μαγικού φαναριού μπόρεσε νά δή έναν μακρυνό πύργο πού τόν ύπεράσπιζε μιά λευκή άρκούδα άπό χίλιους στροσ ιώτες πού τόν είχαν πολιορκήση, καί, πώς, μέ ένα στριφογύρισμα τοΰ μαγικού σπαθιού του κατάφερε νά κόψη άπό κεΐ πού βρισκόταν τά κε φάλια δλων τών στρατιωτών. — Αφού σκότωσα καί τήν άρκούδα, συνέχισε ό μικρός στρατιώτης ρουφώντας κάθε τόσο τό γλυ —23
κό κρασί του μπουκαλιοϋ, Αποφάσισα να φτάσω στον πύργο. Βάδισα κάπου δυό ώρες καί» δταν κοαώρθωσα νά μπω μέσα» βρήκα σ’ ένα δωμάτιο μιά πεντάμορφη κόρη νά κοιμάται. Της χαΐδεψα α παλά τά μαλλιά γιά νά μήν ξυπνήση καί φεύγον τας, πήρα μαζί μου την παντούφλα της. ^Ηταν τό σο ώραία αύτη ή κοπέλλα πού τό πρόσωπό της έ λαμπε σάν ήλιος. Ή πριγκίπισσα πήγε νά ξεφωνίση άπό τη χα ρά της. Επιτέλους, έβρισκε έπειτα άπό τόσον και ρό τον άνθρωπο πού τής έλυσε τά μάγια! Καί ό άνθρωπος αυτός δεν ήταν ούτε βασιλιάς» ούτε ιπ πότης, άλλά ένας μικρός καί θαρραλέος στρατι ώτης. — ^Ηταν σαν καί μένα άμορφη ή κοπέλλα; τον ρώτησε. — Χά, χά!, έκανεν ό μικρός στρατιώτης πού είχε ζαλιστή άρκετά άπό τό κρασί. Έσύ δεν μοιά ζεις ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι! — Σέ πιστεύω, του άπάντησε ή μεταμορφωμέ νη πριγκίπισσα κρατώντας μέ δυσκολία τό χαμό γελό της. Μήπως έχεις μαζί σου τήν παα/τούφλα πού πήρες άπό τήν κοιμισμένη κοπέλλα του πύρ γου γιά νά τήν &ώ πώς είναι; — Νάτην, τής είπε ό μικρός στρατιώτης καί βγάζοντας άπό τήν τσέπη του τήν μεταξένια παν τούφλα τήό τήν έδειξε. Τήν γνώρισε ή πριγκίπισσα. ΎΗταν ή δική της. Δεν χωρούσε λοιπόν άμφιβολία. Ό άνθρωπος αυ τός είχε μπή στον πύργο τους καί την έλευθέρωσε 24
άπό τά μάγια. Αποφάσισε τότε νά του παίξη ένα άμορφο παιχνίδι. Τσΰ έφερε άκόμη ένα μπουκάλι κρασί καί του κράτησε συντροφιά ώσπου ό μικρός στρατιώτης μέθυσε γιά τά καλά καί ξαπλώθηκε φαρδύς—πλατύς στό πάτωμα. Φώναξε τότε δυό έμ πιστες καμαριέρες της, τόν σήκωσαν στα χέρια τους καί τόν μετέφεραν σ’ ένα διπλανό δωμάτιο. — θέλω νά τόν ντύσετε σάν νά ήταν βασιληάς, τούς είπε ή πριγκίπισσα. Γιατί ό μικρός αύτός στρατιώτης δέν θ’ άργήση νά γίνη βασιλιάς σας. Καί όταν τόν ντύσετε, νά τόν ξαπλώσετε άπαλά πάνω στό κρεβάτι μέ τά μεταξωτά καί μυρωμένα σεντόνια. — Μετά χαράς, άπάντησαν έκπληπτες οί δυό καμαριέρες, καί άρχισαν άμέσως νά ντύνουν τόν μικρό στρατιώτη, πού εξακολουθούσε νά κοιμάται άπό τό πολύ του μεθύσι. Του έβγαλαν τά παλιά καί λερωμένα στρατιωτικά ροΰχα καί του φόρεσαν βασιλικά. Τόν στόλισαν μέ διαμάντια καί χρυσάφι τόν χτένισαν μέ αρώματα, κι’ άφοΰ έστρωσαν τό κρεβάτι μέ τά πιό πλούσια σεντόνια τόν ξάπλωσαν άπαλά έπάνω. "Επειτα κλείδωσαν την πόρτα του δωμοαίου καί άποσύρθηκαν. — Τί βαρύς ύπνος ήταν αύτός!, έκανε ό μικρός στρατιώτης καί άνασηκώθηκε στό κρεβάτι του χω ρίς ν’ άνοιξη άκόμη τά μάτια του. Μου φαίνεται πώς ήπια πολύ. Που νά βρίσκομαι δμως; Αποφάσισε ν’ άνοιξη τά νυσταγμένα του μά 25
—
—
τια. Έκεΐνσ πού έβλεπε όμως γύρω του δέν τον βοηθούσαν καθόλου νά θυμηθή που βρισκόταν. "Ε βλεπε γύρω του ώραΐα καί άκριβά έπιπλα πού δέν τάχε ποτέ του ξαναδή, όμορφες εικόνες στον τοίχο βαρειά χαλιά στο πάτωμα, και ψηλά στο κεφάλι του νά κρέμεται ένας κρυσταλένιος πολυέλαιος μέ πολλά χρωματιστά φώτα. — Μήπως όνειρεύσμαι άκόμα; άναρωτήθηκε καί τσίμπησε τό χέρι του. "Οχι, δέν όνειρευόταν. 'Όλα αύτά πού ;βλεπε ήταν άλήθεια. Μά, έκεΐνο πού τόν έκσνε κυριολε κτικά νά έκπλαγή, ήταν ό έαυτός του πού τόν εϊδε σ’ έναν μεγάλο καθρέφτη του τοίχου. ^Ηταν ντυμέ νος μέ ώραΐα χρωματιστά ροΰχα πού μοσχομύριζαν, καί όχι μέ τά βαρειά καί τά άπλυτα στρατιω τικά του ροΰχα. Καί τά δάχτυλά του ήταν γεμά τα δαχτυλίδια άπό διαμάντια καί χρυσάφια! — Σίγουρα τρελλάθηκαί, συλλογίστηκε. Δέν είναι δυνατόν νά είμαι ντυμένος έγώ μέ τέτοια πο λυτέλεια. Καί άπό τό φόβο του πώς ήταν τρελλός, πήδη σε άπό τό κρεβάτι καί άρχισε τις φωνές. Σέ λίγο, είδε την πόρτα ν’ άνοίγη αθόρυβα καί νά παρουσιάζονται τέσσερις ύπηρέτες μέ λι βρέες. "Εκαναν μιά βαθειά ύπόκλισι αγγίζοντας τό πάτωμα, καί τόν ρώτησαν: — "Εχετε νά διατάξετε τίποτε Μεγάλειότοαε; Τώρα ήταν πού τά έχασε τελείως ό μικρός στροσπώτης. Κυτταξε γιά μιά στιγμή άφηρημένα 26
—
τούς τέσσερις υπηρέτες κι* έπειτα δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σέ φωνές. — Μά τί Μεγάλε ιότατε, είναι αυτά πού μου λέ τε; Έγώ είμαι τρελλός ή μήπως έσεΐς προσπαθήτε νά με τρελλάνετε; Ποιος μ* έκλεισε εδώ μέσα; Που είναι τα ρούχα μου; Δώστε μου γρήγορα τά στρατιωτικά μου ρούχα και τό σπαθί μου. — Ήσυχαστε Μεγαλειότατε, τον παρακάλεσαν οί τέσσαρες υπηρέτες καί τον πλησίασαν. — Που είναι οί σύντροφοί μου; φώναξε τώρα έξω φρένων ό μικρός στρατιώτης. Τί παιχνίδι είναι αυτό πού μοΰ παίζετε; — θά έλθουν καί οί σύντροφοί σας Μεγαλειό τατε, μην άνησυχήτε. Ήσυχαστε καί αφήστε μας νά σας ετοιμάσουμε. Τί νά κάνη κι9 ό φουκαράς ό μικρός στρατιώ της, μιά καί είδε πώς δεν έβγαινε τίποτα μέ τις φω νές, ήσύχασε καί παραδόθηκε στά χέρια τών υπη ρετών πού άρχισαν άμέσως μέ ζήλο καί προθυμία νά τον πλένουν, νά τον χτενίζουν, νά τού αλλάζουν ρούχα καί νά τόν άρωματίζουν. —· Γιά νά δούμε, ώς πού θά καταλήξη αυτό τό παιχνίδι, συλλογιζόταν στο διάστημα αύτό νευρι ασμένος ό μικρός στρατιώτης. Αφού τόν έτσίμασαν οί υπηρέτες, κουδάλησοιν στο δωμάτιό του ένα τραπέζι φορτωμένο μέ τά πιο πλούσια φαγητά. Τσίμπησε λιγάκι άπό τά φαγητά αυτά καί ρώτησε πάλι γεμάτος άνυπομονησία τούςύπημέτες; 27
—
—
— Πότε θά μου φέρετε επιτέλους τούς συντρό φους μου; — Αμέσως Μεγάλε ιότατε. "Ενας άπό τούς υπηρέτες βγήκε καί σέ λίγο γύρισε φέρνοντας μαζί του τούς δυο συντρόφους του μικρού στρατιώτη. Μόλις τον είδαν αυτοί ντυμένον στα χρυσά καί στα μετάξια, να κάθεται σέ ένα πλούσιο τρα πέζι, τά έχασαν κι9 έμειναν μέ ανοιχτό τό στόμα. — Τί πράγματα είναι αυτά; κατάφερε στο τέ λος νά πη ό πιο μεγάλος. Γιατί θέλεις νά μάς παραστήσης τό βασιλιά; — Αυτό θέλω νά σάς ρωτήσω καί γώ, τού είπε ό μικρός στρατιώτης. Ποιος μ5 έφερε εδώ, καί που είναι τά ρούχα μου καί τό σπαθί μου. — "Άφησε τ’ αστεία, τού είπε ό δεύτερος στρα τιώτης καί μην κάνεις πώς δεν ξέρεις τίποτε. Φαί νεται πώς είσαι πολύ πιο φαντασμένος γΓ αύτό μασκαρεύτηκες σάν βασιλιάς για νά μάς κάνεις τον μεγάλο. — Σάς ορκίζομαι πώς δεν ξέρω ούτε καί γώ πώς βρέθηκα εδώ, τούς βεβαίωσεν αυτός. — Ποιος ξέρει τί ψέματα νά είπες χ!τές τό βρά δυ στη σερβιτόρα, βρήκε την έξήγησι ό μεγάλος στρατιώτης, θά τής είπες πώς ήσουν βασιλιάς καί ξέπεσες έ; Κατεργάρη ! ΚΓ ενώ έμεΐς κοιμηθήκαμε πάνω σέ άχυρένια στρώματα καί μάς έφαγαν οι ψύλλοι, έσύ μοΰ κουμήθηκες σάν μαχαραγιάς έπάνω στά μεταξωτά. "Άφησε λοιπόν τις κατεργαριές ■
28
'
κι’ έλα μαζί μας, γιατί έχουμε πολύ δρόμο να κά νουμε σήμερα. Τή στιγμή Εκείνη, άνοιξε ή πόρτα καί μπήκε στό δωμάτιο ένας βασιλιάς. Φορούσε τό χρυσό στέμμα στό κεφάλι του καί άπό τό χέρι του κρα τούσε μιά πεντάμορφη, πριγκήπισσα ντυμένη μ’ έ να βασιλικό φόρεμα. ^Ηταν τόσο όμορφη πού τό πρόσωπό της έλαμπε σάν ήλιος! Ό μικρός στρα τιώτης την άναγνώρισε. "^Ηταν ή κοιμισμένη κοπέλλα του πύργου πού τής είχε χαϊδέψει τά μαλλιά καί τής είχε πάρει φεύγοντας τή μεταξωτή παν τούφλα της. — Έγώ είμαι ό βασιλιάς αύτής τής χώρας, άρ χισε λέγοντας μέ μεγαλοπρέπεια ό βασιλιάς, κι’ αυτή είναι ή μονάκριβη κόρη μου. Οι γυναίκες τρι ών γιγάντων πού ήτοα/ μάγισσες μάς είχαν μαγέ ψει καί ποιος ξέρει πόσα χρόνια κοιμόμαστε κλει σμένοι στον χρυσαφένιο πύργο μας. Ευτυχώς όμως πού μάς φύλαγε μιά λεέκή αρκούδα άπό τούς εχ θρούς μας πού πολιορκούσαν μέρα νύχτα τον πύρ γο. "Ενα βράδυ όμως κάποιος κατάφερε να σκοτώση τό στρατό πού μάς πολιορκούσε, νά σκοτώση καί τήν αρκούδα καί νά μπή στό παλάτι μας όπου βρισκόμαστε κοιμισμένοι όλοι μας. Αυτός ό άνθρωπος μπήκε στό δωμάτιο τής πριγκιπίσσης, σήκωσε τήν μεταξωτή παντούφλα της, την φίλησε καί μ5 αυτό τόν τρόπο μάς έλυσε τά μάγια. Δεν κάθησε όμως γιά νά μάς δει νά ξυπνάμε, κι’ ούτε καί μεΐς τόν είδαμε ποιος είναι. Εύ'τυχώς όμως πού τόν» 29
-
άνακαλύψοςμε Επειτα άπό τόσες μέρες. — Ποιός είναι; ρώτησαν περίεργοι οί δυό με γάλοι στρατιώτες. — Είναι ό συνάδελφός σας, τούς είπε, ό βασι λιάς και τούς Εδειξε τό μικρό στρατιώτη πού τά είχε χάσει κι* αυτός άπό τη συγκίνησι άπό τά λό για του βασιλιά. — Αυτός! Εκαναν κατάπληκτοι οί δυό στρατι ώτες. Μά, αυτός δεν άπομακρύνθηκε καθόλου άπό κοντά μας! Είναι μεγάλος ψεύτης άν σάς είπε τέ τοιο πράγμα. Τότε καί ό μικρός στρατιώτης άναγκάστηκε νά τούς πη δλη, την άλήθεια άπό την άπίστευτη περιπέτειά του Εκείνης της νύχτας, άπό την έμφάνισι του γίγαντα ώς την παντούφλα της κοιμισμένης πριγκίπισσας. Μόλις τελείωσε τη διήγησί του, πή ρε πάλι τό λόγο ό βασιλιάς. — Είχα ύποσχεθή, τούς είπε, πώς Εκείνος πού μάς ήλευθέρωσε άπό τά μάγια θά παντρευόταν την κόρη μου και θά γινόταν διάδοχος στο θρόνο μου. Άπό σήμερα λοιπόν μικρέ μου καί άνδρεΐε στρατιώτη θά έγκατασταθής στο παλάτι μου καί θ’ άρχίσουν οί προετοιμασίες του γάμου σου μέ τήν κόρη μου. Καί σεις, γύρισε καί είπε ατούς δυό, αν δρείοι στρατιώτες πού μάς ελευθερώσατε άπό τούς άλλους δυό τρομερούς γίγαντες, θά γίνετε οί δυό στρατηγοί τού στρατού τής χώρας μας... Οί γάμοι τού μικρού στρατιώτη καί τής πεντά^ —
30
—
μορφής πριγκίπκκκχς έγιναν πολύ γρήγορα μέσα σέ χαρές καί ξεφορτώματα, καί άπό τήν ήμερα έκείνη έζησαν δλοι τους ευτυχισμένοι.
ΤΕΛΟΣ
31
1
^/6ίθρίό4 Ζ/Ϊ5
^ίανο
7/ ΗΤβΝ ΑΥΓΟέΤαΧΚΆI Ο ΑΡΟΤΟΖ Λ//9-
χ /9/?/* . ·. Ζ>0ν/)ίή2ΖΙ
« Τϋ Ύ1Α79ΜΑ. .
/*0Κ .
ΧΤΥΠΗίεΐ
I
16®
^
^
ζνή.. .ι&έ’ε/ΐήζε ΤΟ ΠΑΤ2/ηβ τον πμ ( ΤΡΡίΟν /17 \ 6776ΣΡ . . ,
/9.. ΟΛ/ /5>9/
τοζο
/9ΖΧΗΠΡ
ΖΡΑΧ.2