Τα Χρυσά Παραμύθια #1-6

Page 1


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-076-6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr


ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

Τό μυστικό τής Βασίλισσας ΙΑ φορά κι5 έναν καιρό, σέ μια χώρα του Βορρά, όπου τά χιόνια έλυωναν μόνο ένα μήνα τό χρόνο —τον Ιούλιο—· και τούς έξη μήνες ήταν πάντα νύχτα, ενώ τούς άλλους έξη πάντα μέοα. ξου ο αν ένας βασιλιάς, ό Σβόρεν, και μια βασίλισσα, ή Ματθίλδη... Τό παλάτι τους ήταν καμωμένο μόνο από ξύλα. Ήταν όμως ζεστό καή φιλόξενο για όλους τούς ανθρώπους. ’Εκεΐ μέσα οί ταξιδιώτες έβρισκαν πάντα ζέστη, φαΐ και ξε­ κούραση. Στην μσκρυνή εκείνη χώρα, οι κάτριικοι ήσαν λιγο­ στοί, γιατί τό κοϋο ήταν δυνατό. Ευτυχώς υπήρχαν οι τά­ ρανδοι —κάτι ζώα πού μοιάζουν μέ τά ελάφια— πού τούς έδιναν τό δέρμα τους γιά ρούχα καί τό κρέας τους γιά »Λ φαι. Ήταν ό εικοστός Δεκέμβριος από τότε πού ό Σβόρεν καί ^ Ματθίλδη είχαν παντρευτή, χωρίς όμως ώς τώρα νά φωτίση τό σκοτεινό καί θλιβερό παλάτι τους τό χαμόγελο κανενός παιδιού.


4

ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

"Ετσι τό εξάμηνο σκοτάδι, που απλωνόταν σέ δλη τους τή χώρα, απλωνόταν, και στις καρδιές τους. Ή βασίλισσα ήταν στείρα. Δεν. έκοονε παιδιά. Τό κα­ κό αυτό ήταν πολύμεγάλο για έναν βασιλιά, που έπρεπε •να τον αγαπούν καί νά τον σέβονται οί υπήκοοί του καί να περιμένουν από αυτόν νά τους χαρίση κάθε χαρά καί ευτυχία. "Έτσι όλοι προσεύχονταν στους θεούς νά τού χα­ ρίση παιδιά. Μά όλες οί ευχές κι5 οι προσευχές τους δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα... Μιά μέρος ή βασίλισσα έπεσε στο κρεββάτι άρρωστη κι\ βασιλιάς - πού την αγαπούσε πολύ . έτρεξε αμέσως κοντά ----της.3 '! —Τί σού συμβαίνει, άγαπηιμένη μου;, τή ρώτησε ά-, κουμπώντοος στό προσκέφαλό της. — Θά πεθάνω!, τού ψιθύρισε ή βασίλισσα μέ χέίλη πού έτρεμαν. Ή λύπη νιά τό παιδί- μας, πού δεν τό έχου­ με, μέ στέλνε'ι στον τάφο! . Ό βασιλιάς Σβόρεν δάκρυσε. — Συμμερίζομαι άγαπημένη μου,, τον πόνο σου, τής είπε παοη^οοητικά. Ξέ-ο'Λ νι^τί ^/ηοπεύει η ζ^ό σου καί τρέχεις στό δρόμο πού οδηγεί στό θάνατο! Σ’ έχει φάει τό μαράζι επειδή δεν απόκτησες παιδί! . .· · Ή βασίλισσα άρχισε νά κλαίη. — Ναί!, ώμολόγησε ή.άρρωστη. Αυτός είναι’ό λόγος πού έχασα την υγεία * ·■'■*/. Τό ·παιδί! Επειδή —είκοσι* χρόνια τώρα— λείπει από κοντά μου! Ό Βασιλιάς Σβόρεν τά έχασε. —. "Εχουμε, λοιπόν, παιδί;· τή ρώτησε κατάπληκτος. — Ναί. "Ενα παλικάρι είκοσι χρόνων. Μά κινδυνεύει από τον Πράσινο Δράκο, καί γι’ αυτό· κρατούσα μυστική τή γέννησί' του κ'αί από σένα. Φοβόμουν πώς. άν στό έλε­ γα, θά μέ ανάγκαζες νά σού πω τό μέρος πού βρίσκεται κι’ έτσι θά τό έχανα.* — Πού άφησες λοιπόν, τό παιδί μας; — Συνχώρησέ με!', στέναξε ή βασίλισσα. Άνακάθησε στό κρεββάτι της καί συνέχισε: — "Οταν έμεινα έγκυος έΦυνες για τον πόλευο. Κι5 όταν μ3 έπιασαν οί πόνοι, βρισκόμουν στό έλκυθρο μέσα στο δάσος. Είχα χάσει ρσ δρόμο μου. γιατί ήταν ή χειμε­ ρινή περίοδος —έξη μήνες όλο σκοτάδι-1— καί οί τάραν­ δοι υρ πήγαιναν πότε εδώ .καί πότε εκεί κι3 ολοένα πιο βαθειά μέσα-στό πυκνό δάσος. Τέλος τα ζώα κουοάστηκαν καί σταμάτησαν μπρος σ3 ένα κρυστάλλινο παλάτι... Φρίκη κυρίεψε τό βασιλιά Σβόρεν. * -


-—Στο παλάτι, δηλαδή, του Πράσινου Δράκου; τραύλισε. · I ιατΐ ήξερε ότι τδ τέοας αυτό, ττουιμοιαζε μέ^τεραστια σαύρα και είχε μακρύ κεφάλι, χέρια λετπασμένα και ουρά άγΐ καοωτη, ητυγ ο εςουσιαστής τοϋ τεράστιου δάσους κα όλων των παγωμένων εκτάσεων ώς τδ Βόρειο Πόλο! Ό­ ταν μιλούσε χιόνιζε, κι’ όποιον έφτυνε τον πάγωνε αμέ­ σως! . / — Ναί, είπε ή βασίλισσα Μστθίλδη σφουγγίζοντας τα. δάκρυά της. Ό Δράκος μέ καλωσώρισε καί μέ ωδήγησε τ—ανάμεσα από πάγους— μέσα σ' ένα μεγάλο ^δωμάτιο μέ τρεις' θόλαυς, απ’ δπου κρέμονταν χρωματιστοί σταλαχτιτες. Εκεί μουκανε τον προτασι νά του χαρίσω τδ παι­ δί πού θά γεννήσω καί έκεΐνος νά· μου δείξη τδ δρόμο τής επιστροφής... Μέ πήοο.ν*τά δάκρυα, τής ^ άπογνώσεως; «Όχι! Όχι!», φώναξα. «Προτιμώ νά χαθώ μέ τδ παιδί μου παρά νά τδ αποχωριστώ!»... Δράκος μέ άφησε τότε τρία μερόνυχτα γιά νά σκεφθώ. Κι’ όταν, την τέταρ­ τη μέρα μ’ έσφιξαν οί πόνοι καί γέννησα, ήρθε νά μού πάρη τδ παιδί μας.· ^ · ' * Αγόρι ήταν;, τη διέκοψε μέ αγωνία ό βασιλιάς. —: Αγόρι,, άρχοντα κί’ αφέντη μου, του απάντησε μέ λυγμούς .ή βασίλισσα. Οι τρεις άνθρωποί του, πού στά­ θηκαν στη γέννα μου * μου είπαν πώς τδ, παιδί θά τδ κρα­ τούσε κοντά του ό Πράσινος. Δράκος. Αργότερα όμως, στο δρόμο· τής επιστροφής μου, ακόυσα παιδικά κλάμα­ τα. Σήκωσα την κουβέρτα, πού σκέπαζε τά πόδια μου μέσα στο έλικυθρο, καί είδα στά σπάργανά τον ένα μωρό; "Ενα άγοράκι! — Τότε; έκανε σκεφτικός ό βασιλιάς. Τδ γλύτωσες τδ παιδί μας; · . . Ή βασίλισσα * αναστέναξε: ' . — Που βρίο'κεται, Λοιπόν; , —·Εκείνη τη ' στιγμή· ή χαρά μου καί* ή έκπληξί μου ήταν μεγάλη καί δεν ήδεοα τί άκοιβώς είχε *συμβή. Είχα γεννήσει δίδυμα καί τδ ένα μού τδ πήρε ό Πράσινος Δρά­ κος; 'Ή είχα γεννήσει μόνον ένα καί μού τδ πήρε βάζοντας στη θέσι του ένα ξένο; Αυτό πού τώρα έκλαινε, πετσγμένο μέσα στο έλκυθρό μου, ήταν δικό μου παιδί γ» ξένο; Έδώ ή βασίλισσα διέκοψε την αφή νησί της καί κύτταξε τό βασιλιά. Την καρδιά της την δάγκωσε ένας πό­ νος κι* έφερε στδστήθος τό χέρι της. * · — Πονάς, Ματθίλδη; έκανε ανήσυχος ό βασιλάς Σβόρεν. Πές μου: Ζή τό παιδί μας; · ΖήΙ, τραύλισε ή τραγική μητέρα.


— Και που βρίσκεται; — Στά χέρια φτωχών και τίμιων άνθρωπον... — Καί γιατί μούκρυψες την αλήθεια καί μέ άφησες όλα αυτά τα χρόνια να μέ τυραννή ή σκέψι ότι δέιν έχοο παιδί; Ή βασίλισσα έκρυψε τό πρόσωπό της στο μαξιλάρι καί άρχισε ένα δυνατό κλάμα πού την συγκλόνιζε ολόκλη­ ρη. Ένώ ό βασιλιάς Σβόρεν αναρωτιόταν που βρισκόταν ή αλήθεια, Γιατί όλα αυτά τά τραγικά χρόνια νά του κρά­ τη κρυμμένη την αλήθεια; Μήπως τό παιδί δεν ήταν δι­ κό του, αλλά του Πράσινου Δράκου; Μήπως τό παιδί τους δεν ήταν ένας άνθρωπος αλλά ένα τέρας; — Γ ιατί μούκρυψες την αλήθεια; βρυχήθηκε. Μίλησε! Ή βασίλισσα τότε, μέ κόμπους στη φωνή, του άποκάλυψε την παρακάτω καταπληκτική περιπέτεια της μέσα στο δάσος... Τά τρία ζώα ΟΛΙΣ βρήκε τό μωρό σταμάτησε τό έλκυθρό της, πού αυτή τη φορά τό οδηγούσαν δυο τά­ ρανδοι του Πράσινου Δράκου πού γνώριζαν τό 1 νδρόΐμοτής επιστροφής. Τό σήκ)ωσε διατακτικά από κάτω, καί τό κράτησε στην αγκαλιά της γιά νά τό θαυμάση καί νά τό ήσυχάση.

Μ

Γ6τβ τρία ζώα παρουσιάστηκαν

ξαφνικά μπροστά στη βασίλισσα.


&ΑΙ ΤΟ ΤΕΡΆί

*0 Πράσινος Δράκος ώδηγησε το βασιλόττοΐίλο μέ το ελ'κυθρό του.

Εκείνη τη στιγμή, πλησίασαν στο έλκυθρο τρία ζώα: μιά αρκούδα, μιά αλεπού κι3 ένας λαγός. Και τά τοία^ αυ­ τά ζώα εΐχαν λευκό τρίχωμα καί μόλις ξεχώριζαν άπό το χιόνι. Στην αρχή ή βασίλισσα τρόμαξε. Φοβήθηκε οτι θά τής άρπαζαν τό παιδί. — Τό παιδί σου, τής είπε ή αρκούδα, νά μην τό πας στο παλάτι γιατί 6 Πράσινος Δράκος θά κάνη τ’ αδύνατα δυνατά νά σου τό πάρη. Ή βασίλισσα παραλίγο νά κλάψη άπό τη χαρά της. — Δικό μου εΐναι, λοιπόν, αυτό τό παιδί; Δε μου τό πήρε; . — "Όχι δέ σου τό πήρε, την πληροφόρησε ή αλεπού, γιατί ή αρκούδα άπ’ εδώ πρόλαβε κι5 έκλεψε άπό μιά κα­ λύβα, μέσα στο δάσος, ενα άλλο νεογέννητο· παιδί —ένα κοριτσάκι— καί τοβαλε στη θέσι τού δικού σου. "Ετσι ό Πράσινος Δράκος κράτησε τό ξένο... — ...Καί τό δικό σου, συνέχισε ό λαγός, τό πήραμε καί τό κρύψαμε μέσα στο έλκυθρο σου.... Ή βασίλισσα έσφιξε τό παιδί της στην αγκαλιά της κι3 άρχισε νά τό φιλά. Δάκρυα κυλούσαν στά μάγουλά


Τά τρία ζώα καμάρωναν το υπέροχο· θέαμα" ενθουσι­ ασμένα μέ τό κατόρθωμά τους. Αυτή ή συγκινητική εικόνα κράτησε ένα λεπτό μόνο, γιατί ή -βασίλισσα ένοιωσε μ.ιά ξαφνική υποψία νά τής μαχαιρώνη τήν καρδιά. . · ’ , ' Τραβήχτηκε από τό παιδί που· κρατούσε καί, κυττά­ ζοντας μέ υποψία τά τρία ζώα μέ τό πονηρό χαμόγελο; είπε: . . - Καί πώς μπορώ να ξέρω άν τό παιδί είναι πραγ­ ματικές δικό μου; "Οχι! Δεν μπορεί νά είναι -δικό μου! Άλλοιώς δέ θά μου τό άφηνε ό Δράκος! Θά τό καταλά­ βαινε!· · · · • Καί η βασίλισσα, μισότρελλη από μητρικό πόνο, πέταξε^οπό χιόνι τό· .παιδί πού κρατούσε. Σηκώθηκε όρθια καί ύψωσε το μαστίγιό της νά ·χτυπήση τούς τάρανδους, γιά νά ξεκινήσουν. ' _ Ή-αμφιβολία όμως κράτησε τό μαστίγιό της ακίνητο. ν— Ποιοι εΐσθε λοιπόν, εσείς;, ρώτησε τά τρία ζώα πούστεκαν καί τήν' κύτταζαν, όρθια στα πισινά· τους πό­ δια. "Ανθρωποι ή ζώα; Τέρατα ή στοιχειά; Πέστε μου την. αλήθεια γιά' τό παιδί μου ! · — Είμαστε οί τρεΐς άνθρωποι πού σταθήκαμε στή γέννα σου, βασίλισσα, τής εξήγησε ή αλεπού ενώ ή αρ­ κούδα έπιανε από τό χιόνι τό μωρό καί ό λαγός τό τύλι­ γε προσεχτικά στά λιγοστά ρούχα του. Μιά μαγική ττέτρα, πού είχαμε στήν κατοχή μας καί τώοά τήν ένουμε. χάσει, μάς έφερε μέσα στο παλάτι τού Πράσινου Δράκου. Καί, χωρίς νά*ξέρουμε πώς είναι ό "Αρχοντας τού Πάγου καί τού-Χιονιού τού προψητέψαμε πώς αυτές τις μέρες θά γεννηθή ένα βασιλόπουλο πού, σάν μεγαλώση,, θά. βασιλέψη σέ όλο τον κόσμο. ΚΓ έπειδή έτυχε νά χάσης τό δοόμο καί νά· βρεθήοκοντά του ετοιμόγεννη, πίστεψε στά .λό­ για μας·καί βάλθηκε νά σού κλέψη τό παιδί από Φόβο μήπως χάση τό βασίλειό του... ' ·'— Εμείς όμως, συνέχισε" ή αρκούδα πού κρατούσε ακόμα τό μικρό καί τό κουνούσε για νά κριμηθή, επειδή ξέραμε πόση μεγάλη άξια καί λαμπρό μέλλον, έχει τό παιδί σου, τον γελάσαμε. Σ’ εκείνον παρουσιάσαμε άλλο παιδί καί όχι σέ σένα. Μά τήν τελευταία στιγμή —καί. ευτυχώς όταν τό έλκυθρό σου είχε άπομακρυνθη—' πέσα­ με σέ λόγια μεταξύ μας, πού τ’ ακούσε ό Πράσινος Δρά­ κος.* "Ετσι προδοθήκαμε κι5 ό Δράκος άντελήψθη τήν πα-’ γίδα πού του στήσαμε. Στήν αρχή έκανε νά πνίξη τό κο-


ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

5

ριτσάχι που του δώσαμε για παιδί .σόυ. Κατόπιν όμως άλλαξε γνώμη. Μάς μεταμόρφωσε σέ ζώα και μάς έρριξε στη. φυλακή για νά μάς άναγκάση νά του μαρτυρήσουμε που κρύψαμε τό επικίνδυνο παιδί. Μά .έμεΐς την ίδια ώρα το σκάσαμε από μια τρύπα πού άρχισε ν5 άνοίγη ό* λαγός κάΐ πού αποτελείωσα .εγώ. μέ τό μουσούδι μου και .τά νύ­ χια μου. *Έτσι τρέξαμε νά σέ προλάβουμε για νά σου εμπιστευθουμε τό μυστικό μας καί νά σου ξαναδώσουμε τη χαρά. —' Δεν είσαστε, ·λοιπόν, πραγματικά ζώα; τραύλισε ή βασίλισσα Ματθίλδη. — "Όχι, την πληροφόρησε πρώτη ή αρκούδα. Είμα­ στε προσκυνητές κι5 ήρθαμε από πολύ μσκουνή χώρα. Κι5 άν θές νά μάθης τό όνομά μου μέ λένε Σίοο.’ - — Κι’ έυένα Νίρο, είπε ή αλεπού. . — Κι’* έμενα, Τίρο, πρόσθεσε ό λαγός. · *

*

%

Στο βασίλειο τοΟ πάγου

*

.

..

ΤΡΟΜΕΡΗ αυτή περιπέτεια τής βασίλισσας Ματθίλδης — έτσι όπως τού τήν διηγήθηκε ή ίδια —είχε · άναστοττώσει' τό βασιλιά Σβόοεν. Τό ■ υέ'τωπό του μούσκευε από τον κρύο ιδρώτα, ολη τήν ώρα πού Την άκουνε. Τό κράτησες, είπες, τό παιδί, Ματθίλδη;, ρώτησε τή βασίλισσα πού ήταν πνιγμένη από τό κλάμα*-καί ,βογγοΰσε από τους* πόνους. Ή βραχνή φωνή της του απάντησε μέ κόπο: -— Νΐαί, τό κράτησα! Πίστεψα " στά τρία ζώα. Μά σάν μητέρα φοβόμουν μή μου τό ξαναπάοη. ο Πράσινος οκος. ’ * · "Ενας σπασμός τίναξε τό -κορμί της. "Επεσε ανάσκε­ λα στο κρεββάτι και μέ σβυσμένη φωνή συνέχισε:. —: Εκείνη τή στιγμή άκούστηκαν· κουδούνια, βαθειά στό δάσος... Κάποιο άλλο έλκυθρο έτρεχε στά χιόνια καί μάς πλησίαζε. Ασφαλώς τό* έλκυθρο μέ τον Πράσινο Δρά­ κο, πού ερχόταν .νά προλάβη τό δικό-.μου ,γιά νά μου ξαναπάρη τό παιδί. Τά τρία ζώα μ,όλις άκούσσν τά κουδού­ νια κατάλαβαν τον κίνδυνο και χάθηκαν... Τελευταία απο­ μακρύνθηκε ή αρκούδα παίρνοντας μαζί; της καί τό παιδί μου, πού τό κρατούσε στήν αγκαλιά της. «Θά. πάω νά τό άφήσω —-πρόλαβε καί .μου είπε— στήν καλύβα απ’ οπού


ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ

ιτήρα το κοριτσάκι. Κοντά σου κινδυνεύει..» Και μου είπε πού ακριβώς βρισκόταν· εκείνο τό μέρος. Τώρα ή βασίλισσα ανάσαινε βαοειά. Ή Φωνή της μό­ λις άκουγόταν... Και σέ λίγο ξεψύχησε χωρίς νά μπόρεση νά πή στο δσσ'λ'ά που βοσκόταν τό παιδί τους. Ό Βασιλιάς Σβόρεν ένοιωσε τό σώμα του νά παραλυη. Άνάμιχτα αισθήματα χαράς καί λύπης του πλημμύ­ ριζαν την καρδιά. "Ολα αυτά τά γεγονότα ικτζϊ υέ τά λό­ γιά τής έτοιμοθάνατης γυναίκας του, πού τώρα ήταν πιά νεκρή, περνούσαν από μπροστά του σέ εικόνες. Τ' αυτιά του βούϊζαν. Κι5 άφίνοντας μόνο τό κουφάρι τής γυναίκας του έτρεξε νά βγή έξω. Στις σκάλες μουρμούριζε: —Τά τρία ζώα... Ό Πράσινος Δράκος... Οί τρεις προ­ σκυνητές... Τό παιδί... "Αν δεν τρελλαθώ. θά είναι θαύμα! Ή γυναίκα του γνώριζε που βρισκόταν τό παιδί του. Μά τώρα πιά τό μυστικό της τό είχε πάρει μαζί της στον τάφο. Έν τούτοις μιά κρυφή χαρά τούδινε κάποιο κουοάγιο: Είχε παιδί! Διάδοχο! Καί τό παιδί του αυτό ζουσε!

την ψυχή τους!


ί<Α0 ΤΟ ΤΕΡΑΣ

Μια τρομακτική

11

μονομαχία άρχισε τότε ανάμεσα στο βασιλόττοι/ττουλο και τό Δράκο!

^Μέ μιας αποφάσισε νά τρέξη μόνος νά συνάντηση τον Πράσινο Δράκο. Φυσικά τό τόλμημα ήταν επικίνδυνο. — Μπορώ νά διαπραγματευτώ μαζί του!, συλλογί­ στηκε. . Καί, χωρίς νά σκεφθή τί είδους συμβιβασμό μπορού­ σε νά κάνη με αυτό τό Τέρας, μπήκε αμέσως σ’ ένα έλκυθρο και ξεκίνησε γιά τό απέραντο δάσος, όπου άλλοτε— πριν είκοσι χρόνια—ή νεκρή γυναίκα του είχε δοκιμάσει εκείνη τη σκληρή περιπέτεια, πού τώρα τής έφερε πρόω­ ρα τό θάνατο. Τίποτε δεν ήταν ικανό νά τον κράτηση πιά στο παλάτι του. Κι5 ήταν αποφασισμένος, άν δεν έβρισκε τό παιδί του, ή άν τδβρισκε καί δέν τό έφερνε πίσω μαζί του, νά μή ξαναγυρίση. "Ηξερε δτι ό αγώνας πού άνελάμβανε ή­ ταν _δύσκολος... ιόν Πράσινο Δράκο τον γνώριζε. Την πρώτη του γνω­ ριμία τήιν εΐχε κάνει δταν, μικρός, συνώδευε τον πατέρα του στά κυνήγια του. Τότε είχε φοβηθή. Μά ό πατέρας του του εΐχε εξηγήσει δτι μαζί τουεΐχε φιλικές σχέσεις^, γιατί είχαν χωρίσει τά σύνορά τους: Ό Πράσινος Δράκος έξουσίαζε δλο τό απέραντο δάσος μέ τά παράξενα δέντρα,


Μ

.

'

'

ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

καθώς^ και δλη την παγωμένη έκτασι·, ως το Βόρειο Πόλο. Νά όμως πού ή. μοΐρα τον υποχρέωνε τώρα .νά παρα­ βίαση. τά σύνορα, που χώριζαν τήχώρα του άπό τη χοορα του Πράσινου Δράκου.. Προχωρούσε . αδίστακτα, ολοένα και πιο βαθειά μέσα, στο δάσος, χωρίς νά ξέρη τί θά τού σύνέβαινε σέ κάθε λεπτό πού * περνούσε. Παντού χιόνια και πάγοι. Και. στην ατμόσφαιρα, χυ­ μένο σαν λυωμένη μαύρη· πίσσα, τό σκοτάδι. · —’Άν ό Πράσινος Δράκος, συλλογίστηκε ό βασιλιάς Σβόρεν, όπως διέσχιζε σαν σαΐτα τό δάσος, -δεν μέ βοηη θήση, δεν θά διστάσω νά τον τρυπήσω μέ τό σπαθί μου!. • Τόση ήταν ή επιθυμία του ν’ άνταμώση τό παιδί του, πού δέ λογάριαζε τή μαγική δύναμι τού/Άρχοντα τού Χιονιού και .τού Πάγου. - ^ —Νσί!, βροντοφώνησε μέσα στο σκοτάδι. Ή φλόγα τής καρδιάς μου θά λυώση την παγωνιά .γύρω. Δεν θ5 άφήσω νά μέ παγώση τό Τέρας ! Και μ5 ενθουσιασμό για τον ιερό σκοπό πού έκτελούσε, συνέχισε την πορεία του. Πόσες ώρες γλυστρούσε τό έλκυθρό του .μέσα στο σκο­ τεινό- δάσος, δεν τό ήξερε. Τό· μυαλό του 'ήτασν συνεπαρμένο από τό όραμα τού παιδιού του. -αφνικά θυμήθηκε κάτι και τό πρόσωπό του φωτίστηκε: —Ή μαγική πέτρα!, ψιθύρισε.- Τί νά είχε αυτή ή πέτρα των προσκυνητών, πούκανε τον Πράσινο Δράκο νά μισή τό παιδί μου καί νά θέλη· την έξόντωσί του; Καί ποιοι ήσαν εκείνοι οί τρεΐς προσκυνητές, πού τήν έφεραν από τή μακρυνή χώρα για νά καταστρέψουν τή γαλήνη του παλατιού μου καί τής καρδιάς μου; Αίχμάλωτος τοΟ Πράσινου Δράκου V

ΠΕΙΤΑ από λίγο τό έλκυθρο σταμάτησε. Τώοα. ό βασιλιάς Σβόρεν αντίκρυζε τό παλάτι τού Πράσι•νου Δράκου. · ·

Ε

Πήδησε στο χιόνι κι5 άνέβηκε’τά παγωμένα σκα-' λιά τού παλατιού πού ήταν—-όπως είπαμε—καμωμένο μό­ νο από πάγο. Διέσχισε τις μεγάλες καί κρύες αϊθουσές του μέ τό χέρι του στή λαβή τού σπαθιού,του. Δέν άργησε νά βρεθή μπρος στο. Τέρας. Ό Δράκος ή­ ταν ξαπλωμένος έπάνω στο θρόνο του, πού ήταν χοντρά κρύσταλλα πάγου, καί, μόλις· είδε τό βασιλιά Σβόρεν, ά~ ναγάλιασε άπό τή χαρά του. Είχε κατοελάβει τήν αιτία τού έρχομού του στο παλά~


ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

13

τι του: Είχε έρθει γιά νά μάθη που βρισκόταν τό παιδί του, πράγμα πού κι* έκεΐνος — ό Πράσινος Δράκος—επι­ θυμούσε όλα αυτά τά χρόνια νά μάθη. Μόλις λοιπόν τον είδε νά πλησιάζη στον παγωμένο θρόνο του φοβισμένος, τουπέ ' βασιλιά Σβόρεν, γιά ποιο λόγο ριψοκινδύνε­ ψες κι ήρθες στο παλάτι* μου: Ζητάς νά βρής τό παιδί σου. , . —Καλα τό κατάλαβες, Τέρας!, του εξήγησε ό βασι­ λιάς με θάρρος. Λεγε, λοιπόν: ’Ή τό παιδί μου ή τή ζωή σου! · Και. τράβηξε τό. σπαθί του. Πράσινος Δράκος' γέλασε μέ την αστεία αυτή απει­ λή, τού βασιλιά κι5 όλο τό παλάτι τραντάχτηκε από τά χάχανά του. · η Ωστε . έτσι, ^λοιπόν; τουπέ. Ζητάς τό παιδί σου;· Μάθε τότε, άρχοντά μου, ότι —είκοσι χρόνια τώρα— τό πα^ιδί σου ζητώ νά βρω κι* εγώ... ΚΓ επειδή ό ερχομός .σου έδώ είναι γιά μένα μιά πρώτης τάξεως ευκαιρία, θά σέ κρατήσω αιχμάλωτο ώσπου νά τό βρω. Δεν πιστεύω στα λόγια σου. Κάνεις τον ανήξερο γιά νά μάθης ίσως τό. μυ­ στικό τής μαγικής .πέτρας. Σέ πληροφορώ, λοιπόν, ότι ή μαγική πέτρα δέ βρίσκεται· στήν κατοχή μου. Κι' δλα αυ­ τά τά είκοσι χρόνια βρίσκομαι σέ μεγάλη ανησυχία. Οί τρεις -μάγοί, ποΰρθαν τότε στο παλάτι μου και μου προφήτεψαν τό κακό πού θά μ5 έβρισκε από τό παιδί σου, μέ γέλασαν*: Μου πήραν καί τή μαγική πέτρα και τό παιδκ σου κι5 άπό τότε ψάχνω γιά νά βρω και τά δυό. Ναι! Μέ· ξάφνιασαν αυτοί οίτρεΐςμάγοι μέ τήν απειλητική πληροφο­ ρία, τους καί ζώ σέ μεγάλη’ανησυχία. Μέ γέλασαν, ^άλλά κι5 έγώ τούς τιμώρησα. Τούς πρόσθεσα άπό άλλα δυο πό­ δια στά δυό πού είχε ό καθένας καί τούς μάκρυνα λίγο, τ’ αυτιά... Τούς έκανα ζώα! ' . Ό βασιλιάς Σβόρεν όμως δέν πρόσεχε- τά λόγια τού Πράσινου Δράκου. Είχε τό βλέμμα του στηλωμένο σέ μιά ωραία ξανθή' κοπέλλα ποϋστεκε σάν άγαλμα πλάϊ του. Αργότερα, ό βασιλιάς Σβόρεν βρέθηκε μόνος,· μέ τή νέα εκείνη, φυλακισμένος σ’ ένα διαμέρισμα τού κρυστάλ­ λινου παλατιού. —Ξέρεις τίποτε* άπ5 όλη τήν κακοτυχία πού μάς δέρ­ νει; τή ρώτησε ό βασιλιάς επειδή υποπτευόταν ποιά ήταν καί ποιό ρόλο μπορούσε νά.παίξη τώρα. * Ασφαλώς ό’ Πράσινος Δράκος τούς άφησε επίτηδες


14

Τ© 1ΑΧΙΛ0Π0ΥΑ0

μαζί. Μήπως ανταλλάξουν καμμιά κουβέντα, πού θά ήταν χρήσιιιη πληροφορία γι’ αυτόν. Ή νέα του απάντησε μέ δυσκολία. Μόλις μπορούσε νά κουνήση τά χείλη της καί τη γλώσσα της. 7 Εκείνο πού ξέρω, καλέ μου άνθρωπε, είναι ότι μό­ λις τώρα αρχίζω νά ξεπαγώνω... Κι5 άν σου πώ ό,τι ζη­ τάς νά μάθης, φοβάμαι ότι πάλι θά παγώσω καί θά γίνω άγαλμα,.. Πάντως σέ πληροφορώ ότι, ό Πράσινος Δράκος πάει ^νά τρελλαθή από το κακό του επειδή έχασε μέσα από τά χέρια του τό παιδί σου. ΓΓ αυτό έβγαλε σέ μένα τό άχτι του... Τώρα ή γλώσσα της, καί σιγά-σιγά όλο της τό κορμί, άρχισε νά ζεσταίνεται καί νά κιινήται ,πιό άνετα. Μιλούσε γρήγορα από φόβο μήπως παγώση πάλι. ΤούΛεγε...τούλεγε γιά όλα τά βάσοα/α πού περνούσε στά είκοσι αυτά χρό­ νια... Δάκρυσαν τά μάτια της κι5 άρχισε νά κλαίη... Τέλος ξ αναπάγωσε. Σφράγισε τό στόμα της καί στάθηκε πάλι άκίνητη μπροστά του, Τό άσχημο ήταν ότι τώρα άρχισε νά παγώνη κι5 ό βα­ σιλιάς Σβόρεν. Ναί! "Ένοιωθε νά κρυώνουν τά χέρια του καί τά πόδια του. Καί ήξερε πώς, όταν τό κρύο θά έφτανε στο κεφάλι του καί στήν καρδιά του, θά έπαυε νά ύπάρχη. Είχε όμως μάθει τί ακριβώς εΐχε'συμβή μέσα στο παλάτι του Πράσινου Δράκου εκείνον τον καιρό: Ή παγωμένη κοπέλλα τού είχε μεταβιβάσει τά λόγια, πού τής είχε ψιθυ­ ρίσει ή αρκούδα, πού από μωρό τήν είχε κλέψει από τήν κούνια της καί τήν είχε φέρει εδώ. Τότε πού τήν έκλεψε, δεν ήταν αρκούδα αλλά άνθρωπος. "Οταν όμως ξανάρθε γιά νά τήν πάρη πίσω καί νά τήν πάη έκιεΐ απ’ όπου τήν είχε πάρει από μωρό—κοντά δηλαδή στον πατέρα της καί τή μητέρα της—ήταν μιά αρκούδα. Καί της είπε: «^Ήρ­ θα νά σέ πάρω μαζί μου γιά νά έπανορθώσω τήν αδικία πού σούκανα!» Τότε όμως ή κοπέλλα ήταν μικρή—πέντε χοονών—καί δέν πίστεψε στά λόγια τής άρκούδας. Τή φοβήθηκε. Ειδο­ ποίησε τον Πράσινο Δράκο, πού τον θεωρούσε πατέρα της. "Εκείνος τότε κυνήγησε τήν αρκούδα μ1 ένα τσεκούρι καί πρόλαβε καί τής έκοψε τό ένα πόδι. Ή ^παγωμένη κοπέλλα είπε στο βασιλιά Σβόρεν καί γιά μια μαγική πέτρα. Γι’ αυτήν κυρίως είχε έρθει τότε ή άρκουδα. Γιά νά τήν βρή καί νά την πάοη υοΤί της.

«"Αν τήν βρής και μου τή δώσης,—τής ψιθύρισε οπτή


II

ΙΚΑ5 Τ© ΤΕΡΑΣ

αυτί, ή άρκούδα—θά ξαναγίνω άνθρωπος, έγώ και οί σύν­ τροφοί μου, και θά σέ γλυτώσουμε άπό τά βάσανά σου!» Μά τό κοριτσάκι, τρομοκρατημένο άττό την έμφάνισι τής αρκούδας, κάθησε κι3 ώμολόγησε στον Πράσινο Δράκο δλα τά λόγια της κι3 έτσι εκείνος, αφού δεν πρόλαβε νά σκοτώση την αρκούδα, πάγωσε τό κορίτσι φτύνοντάς το. 3Έτσι δεν θά ξανάβγαιναν άπό τό στόμα του τά Τδια λόγια. Αυτές τις σκέψεις ξανάφερνε στο νού του ό βασιληάς Σ βόρεν. Τώρα δμως ή παγωνιά ανέβαινε στην κοιλιά του καί σέ λίγο θά πάγωνε ολόκληρος. Κι3 δπως τό κρύο πλησίαζε στά χείλη του, ό άτυχος βασιληάς φώναξε μέ απελπισίας —Τό παιδί μου! Πού βρίσκεται τό παιδί μου; Πού βρίσκεται ή μαγική πέτρα πού δλους θά μάς σώση; Αυτά τά λόγια πρόφθασε νά πή μόνο. Κατόπιν πά­ γωσε καί μετεβλήθη σέ άγαλμα. Ή μαγική πέτρα ΗΝ Τδια σκοτεινή ήμερα πού ό βασιληάς Σβόρεν ξεκίνησε άπό τό παλάτι του γιά νά βρή τό', γιό του, άπό ένα άλλο μακρυνό μέρος -—- καί συγκε­ κριμένα άπό μιά καλύβα πού άπεΐχε πολλές μέρες μέ τά πόδια άπό τό παλάτι—ένας νέος θέ άθλητικό κορμί καί λιονταρίσια ψυχή ξεκίνησε γιά νά βρή τόν πατέρα του. Τό παλικάρι αυτό μέ τά ξανθά καί σγουρά μαλλιά λε­ γόταν Τάμπις καί ήξερε πώς ήταν ένα βασιλόπουλο. Είχε μιά καταπληκτική δοναμι γιατί άπό μικρός έρριχνε τό λίθο, τή σφαίρα, καί τό άκόντιο. Πάλευε μέ τά μεγάλα ζώα καί μέ τούς ώμους του έρριχνε τά πιο χοντρά δέντρα. "Ολοι στο δάσος τόν φοβόνταν, γιατί κάποτε μέ μιά γροθιά είχε σκοτώσει ένα βουβάλι. Ωστόσο, ήταν καλός σέ σημείο πού εκείνοι πού τόν είχαν άναθρέψει νά τόν α­ γαπούν, μολονότι ήξεραν ότι δέν ήταν δικό τους παιδί. Ό Τόμπις δμως ήταν πολύ δυστυχής. Ή συνείδησί του τόν βάραινε γιατί εξ αιτίας του υπέφερε τό παιδί των καλών άνθρώπων, πού τόν είχαν μεγαλώσει καί τόν είχαν προφυλάξει άπό κάθε άρρώστεια καί κακουχία τής ζωής. Τού είχαν μιλήσει οί δυο γέροι—θετοί γονείς του, γιά τήν άρκούδα πού τόν έφερε στήν κούνια όπου είχαν τό κο­ ριτσάκι τους. Ή άρκούδα τούς είχε πή πώς τό παιδί ήταν ένα βασιλόπουλο^ χωρίς δμως ν3 άπρκαλύψη τό δνομα

Τ


16

ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

του' πατέρα του και ττοιός ήταν δ κλέφτης του παιδιού τους. Ό Τόμπις δμως δεν απογοητευόταν.... Κι5 ένα πρωΤ άποχαιρέτησε τους δυο θετούς γονείς του καί ξεκίνησε για νά βρή τή νέα, πού τής εΐχε πάρε4 τη θέσι ^στήν κού­ νια και στην καρδιά των δυο καλών αυτών ανθρώπων, πού τά βασανισμένα χρόνια τής ζωής τους κύρτωναν τώρα τα κορμιά τους. * · Γιά νά μή χαθή μέσα στη σκοτεινιά του μεγάλου δά­ σους ό Τόμπις δέχτηκε νά πάρη μαζί του κι5 ένα σακκί μέ φασόλια, πού βρέθηκαν μέσα σε μιά παλιό - κασέλλα, όπου οι θετοί γονείς του φύλαγαν από πολλά χρόνια τά ρούχα του. . . Προχώρησε .μέ τόλμη βαθειά μέσα στο σκοτεινό καί χιονισμένο δάσος..., Ξαφνικά το μέρος γύρω έλαμψε λες καί φωτίστηκε από τον ήλιο. Ό Τόμπις τά έχασε κι* έπεσε γονατιστός. 5Από που .ερχόταν ένα τόσο δυνατό φως, αφού ήταν χειμώνας ; Μά πριν προλάβη νά βρή στον ουρανό τή φωτεινή πηγή του, ρίχτηκε επάνω .του μιά μεγάλη άσπρη άρκουδα και τόν πέταξε ανάσκελα! Πάλεψε μαζί της άγρια και τέλος τήν κατέβαλε. Αλλά επειδή είδε νά τής λείπη τό ένα πόδι τή λυπήθηκε και δεν τήν σκότωσε. .Τήν άφησε νά σηκωθή στά πόδια της .καί τής τράβηξε φιλικά τό 'αύτί. Τότε ή αρκούδα του... μ'ίλησε ! · Ό Τόμπις έμεινε μέ ανοιχτό τό στόμα, επειδή πρώτη Φορά στή ζωή του άκουγε αρκούδα νά μιλάη σάν άν­ θρωπος. "Η αρκούδα του. είπε.: -—Γύριζα όλα τά χρόνια τής ζωής μου για. νά σέ βρώ. Κάποτε σέ βρήκα. Μά σέ ξανάχασα. —Τί .ζητάς από μένα; ρώτησε ό Τόμπις. —Τή μαγική πέτρα! Πλάϊ της τώρα στέκονταν και δυο άλλα ζώα: Μιά αλε­ πού κι5 ένας "λαγός. Τά τρία ζώα, συναδελφωμένα, θαύμαζαν τόν Τόμπις πού τόν κύκλωνε ένα δυνατό φώς σάν φωτοστέφανος. -τ-Τή μαγική πέτοα; έπανέλαβε ό Τόμπις. Ποιά μα­ γική πέτρα; Καί τί δουλειά έχει ή μαγική πέτρα μέ μένα καί ποια δουλειά έχω έχω μαζί της; —Τό σώμα σου φωτίζει όλο τόν ουρανό καί · όλο τό δάσος,^ άνέλαβε νά του έξηγήση ή αλεπού, κΓ αυτό μάς αποδείχνει οτι είσαι ό άνθρωπος πού ψάχνουμε νά βρούμε


1/

ΚΑΙ · ΤΟ ΤΕΡΑ!

δλα αυτά τά χρόνια πού πλανιόμαστε στο δάσος.^ Ό άν­ θρωπος πού περιμένουμε, νά πέση από τον ουρανό. •.—"Ηρθαμε από ·μιά ζεστή χώρα, συνέχισε ό λαγός : Τήν Περσία, δον την έχης ακουστά. Κι5 αυτό τό^φώς πού τώρα σέ φωτίζει, άλλοτε φώτιζε το δρόμο, μας και τή σκέψι. μας. Μά κάποια .μέρα -έσβυσε γιατί χάσαμε τή μαγική πέτρα κι5 από τότε γινήκαμε ζώα: Τά-τρία ζώα που τώρα σέ· κυττάζουν καί τά κυττάζεις! Ό Τόμπις άκουγε τά παράξενα αότά λόγια των ζώων σαστισμένος. Μά πριν προλάβη νά τά πλησιάση με μιας έγιν.ε σκοτάδι Κι' εκείνα φοβήθηκαν καί χάθηκαν από μπρο­ στά του. "Ετσι συνέχισε τό δρόμο του πικραμένος. Που νά φαντασθή ότι τό φώς αυτό έστελνε τίς δυνατές αχτίδες του μέσα από τό σακκί του μέ τά φασόλια. 5Εκεί μέσα βρισκόταν ή' μαγική πέτρα! * Μέσα στο δάσος, τό σκοτεινό, τό χιονισμένο καί τό α­ πέραντο, πλανιόταν τώρα τρεις μέρες καί· τρεις νύχτες. Θά. χανόταν κι* .ό Τόμπις, δπως χάθηκε άλλοτε ή μητέρα του καί τώρα ό .πατέρας του; ’Ή θά υπερνικούσε ·τά εμπόδια καί τέλος θά· έβγαινε νικητής; —-Γιοιά νάναι τάχα αυτή . ή ■ μαγική -πέτρα; αναρωτιό­ ταν κάθε βράδυ πούπεφτε νά κοιιμηθή. Καί γιατί, δταν έ­ γινε φώς, παρουσιάστηκαν τά τρία ζώα,; ^ ΤΗταν όμως έξυπνος , καί ^προνοητικός. Και από τότε πού έγκατέλειψε τήν -καλύβα .όπου μεγάλωσε έρριχνε κάθε τόσο από τό σακκούλι του κι' ένα φασόλι στο χιονισμένο έδαφος. "Ελπιζε ότι μέ αύτό τον τρόπο θάβρισκε τό δρόμο τής ^επιστροφής γιατί τά φασόλια" ή θά είχαν φυτρώση ή θά ήταν ακόμα ^απείραχτα· στο έδαφος. Φυσικά λογάριαζε νά έπιστρέψη^τή θερινή περίοδο καί μάλιστα τον μήνα Ι­ ούλιο. Τότε δέ θά μπορούσε νά διακρίνη τά ίχνη πού ά,φηνε τώρα, γιατί τά χιόνια θά είχαν λυώσει καί θά ήταν ή μέρα συνεχώς. Ός τότε^δμως τί θά γινόταν; Θά συναντούσε τον πα­ τέρα του καί τή μητέρα του; "Θά συναντούσε τήν άτυχη κοπέλλα πού. τόσο είχε ,άδ-ικήσει άθελά του; . , -άφνικά ό νους ταυ πήγε στήν αρκούδα μέ τό κομ­ μένο πόδι. ΝαΠ Αυτή θά.ήτοεν ή άρκούδα πού τον είχε φέρει , στήν άγκαλιά της- καί τον είχε άκουμπήσει, μωρό στήν άδεια


κούνια! Τώρα θυμήθηκε τά λόγια τής θετής του μητέρας, ττού τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και τον νανούριζε λέ­ γοντας του τό ϊδιο πάντα παραμύθι πού άρχιζε έτσι: «... Μιά φορά κι* εναν καιρό ήταν μιά αρκούδα μέ τρία πόδια. Εκείνη ή αρκούδα έκλεψε τό^ παιδάκι ενός βασιλιά και τδψερε στην άδεια κούνια μιας φτωχής γυ­ ναίκας πού είχε χάσει τό δικό της παιδί...». Βαρειά λύπη τού πίεσε τό στήθος. Καί μέ δάκρυα στά μάτια συνέχισε τον κουραστικό δρόμο του, προχωρώντας στά τυφλά μέσα στο δάσος. "Οταν πιά τό σακκί μέ τά φασόλια είχε φτάσει στη μέση τό μαγικό φως ξαναφώτισε την περιοχή. Ό Τόμπις πλημμύρισε από χαρά. —Θά φανερωθούν ξανά τά ζώα!, συλλογίστηκε. Δυστυχώς όμως αυτή τη φορά δέν έγινε αυτό πού πε­ ρί μενε, γιατί άκουσε νά κουδουνίζη ένα έλκυθρο από μα-

Γό'τε μιά αχτίδα άττό ^τό γλυκό (αί λαιμττεοό άστρο του ουρανού Γτύτττ(σιε τον Πράσινο Δράκο!

κρυά καί σέ λίγο σταμάτησε μπροστά του ό Πράσινος Δράκος! Καθόταν μόνος στο έλκυθρο του, πού τ’ ώδηγοΰσοον δυο τάρανδοι. Βλέποντας τον Τόμπις νά τον πλημμυρίζη τό φώς, τον ρώτησε έκπληκτος: —Ποιος είσαι έσύ καί τί γυρεύεις μέσα στο βασί­ λειό μου ; ν —Ψάχνω νά^ βρώ τον πατέρα μου καί τη μητέρα μου, τού άπάντησε τό βασιλόπουλο. Ό Τόμπις έσφιξε τίς γροθιές του έτοιμος νά προλάβη κάθε κακό σκοπό αυτού τού τερατόμορφου πλάσματος. Ό Πράσινος Δράκος τότε κατέβηκε χαρούμενος από τό έλκυθρό του καί πλησίασε τον Τόμπις. —Μήπως στο δρόμο σου συνάντησες καμμιά αρκού­ δα ; τον ρώτησε. Ό Τόμπις δέν ήξερε τί άπάντησι νά δώση. Τέλος προ­ τίμησε νά σωπάση. Κι’ ό Πράσινος Δράκος, ποΰβλεπε δτι τό βασιλόπουλο δέν τοΰ απαντούσε, κατάλαβε πώς ήταν θεάνθρωπος πού ζητούσε νά βρή τόσα χρόνια. Τό μαγικό φως τής πέτρας πού είχε γίνει ό όδηγός τοΰ Δράκου καί τον είχε φέρει ως εδώ, τοΰ απόδειχνε πώς αυτός ό νέος ήταν τό επικίνδυνο παιδί πού θά τούπαιρνε τό θρόνο και τη δύναμι.


ΤΟ

20

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

—Δόσε μου τη μαγική πέτρα!. του αγρίεψε. . Ό Τόμπις έμπηξε τά γέλια. - / —Ποια πέτρα μου ζητάς τέρας,του άπαντησε. Δεν έχω ιδέα. Έγώ είμαι ένα φτωχό καί άρφανό παιδί: Ναί! "Όλη μου ή περιουσία είναι αυτό τό σακκουλι μισογεμάτο άπό φασόλια! ’ * Λ ν Λ „ -εκρέμασε άπό. τον ώμο του 'τό σακκοΰλι και το .ά­ πλωσε προς τό μέρος του: —Τό θέλεις; . Ό Πράσινος· Δράκος σκέφθηκε με πονηριά. Ήξερε δτι τό παράξενο αυτό φως είχε πρσδώσει την παρουσία στο δάσος εκείνου πού έξουσίαζε τώρα τή μαγική πέτρα; Ήταν, λοιπόν, βέβαιος πώς αντίκρυ του είχε τον εχθρό του. Μά για νά τον έξοντώση έπρεπε πρώτα νά έχη στήν κατοχή του τή μαγική πέτρα, πούβγαζε αυτό τό δυνατό φως και φώτιζε όλο τό δάσος. Γιά νά .την πάρη δμως έ­ πρεπε νά μάθη πού ακριβώς βρισκόταν. Καί γιά νά τό μάθη αυτό έπρεπε νά παρασύρη. στά δίχτυα του τό θύμα του. . * · ; · ’ —Ανέβα στο έλκυθρό μου, του είπε, καί κράτα τό σακκουλι σου! Δεν τό χρειάζομαι. Θά σου δείξω που. βρί­ σκεται ό πατέρας σου... Γιά τή μητέρα σου, δεν ξέρω. Ξέρω δμως γιά μ ιά όμορφη' νέα: τή Ζασμίν. * —Κι αυτήν ζητώ!, φώναξε χαρούμενος, ό Τόμπις.· Όρφανή δεν είναι σάν κι’ έμένα ; .Ό Πράσινος Δράκος δεν απαντούσε. Γιατί τό λοξό μάτι του άντελήφθη,· κρυμμένα .πίσω άπό ένά χοντρό δέν­ τρο, τά τρία ζώα νά παραμονεύουνΤήν αρκούδα, τήν α­ λεπού καί τό λαγό. ... Τό^ φώς τής μαγικής πέτρας τά είχε φέρει εδώ, δπως είχε· φέρει καί τον Πράσινο Δράκο. -—Οι φίλοι μου μυρίστηκαν το ψητό κι έτρεξαν!, μουρ­ μούρισε τό απαίσιο τέρας. Δεν πρόλαβαν δμως νά φτά­ σουν πρώτοι, κι5 έτσι τήν έπαθαν. Χά! Χά! Χά! Τό δάσος βούϊζε άπό τά γέλια τού Δράκου. ΚΓ δπως τό έλκυθρό του · απομακρυνόταν μαζί με τον ανύποπτο Τό•μπις, τά τρία ζώα έβλεπαν μέ χαρά δτι πίσω άπό τό έλκυθρο^έπεφταν ένα - ένα στή. σειρά τά φασόλια άπό τό σακκουλι τού βασιλόπουλου, πού τά έρριχνε κρυφά γιά-νά μπορέση αργότερα νά δρή τό δρόμο... • Ή αλεπού έκλεισε τό μάτι της στο λαγό:' —Αυτή τή φορά, άμα σβύση τό φώς τής μαγικής πέ­ τρας καί σκοτεινιάσει τό-δάσος, είπε, ·δεν πρόκειται νά χάσοομε' τό βασιλόπουλο. 5


21

ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

• —Οΰτε τον Πράσινο Δράκο, πρδσθεσε ό λαγός. —Ούτε τή μαγική πέτρα συμπλήρωσε ή άρκούδα. Κι* έτρεξαν το κατόπι τους.

·

Τά τρία Αγάλματα ΑΘΩΣ ώδηγουσε τον Τόμπις^ στο παλάτι του, ό Πράσινος· Δράκος κύτταΐζε αδιάκοπα πίσω του. Τον ανησυχούσε ή· παρουσία , των τριών · ζώων. "Αν οι. μάγοι κατάφςρναν νά πάρουν την πέτρα, ή*ταν χαμένος*! ^ Μέ τή μαγική πέτρα, οί τρεΤς μάγοι θά τον έξώντωναν. Οι πάγοι θά έλυωναν μαζί μέ' ολόκληρο τό παλάτι του κι' ό νέος βασιλιάς, ό Τόμπις, θά τουπαιρνε δλη τή δόξά και τάπλούτη. . . .· ^ Πριν είκοσι χρόνια είχε σταθή κάπως τυχερός: Μπόρεσε καί τούς παραμόρφωσε σέ ζώα, γιατί φαίνε­ ται πώς θά είχαν χάσει κι εκείνοι τή μοο/ική πέτρα γι’ αυτό είχε επικρατήσει ή δική του μαγική δύνα^μι. Κι5 α­ σφαλώς κάτι τέτοιο θά είχε συμβή, γιατί ό Δράκος, θυμό­ ταν πώς είχε σκοτεινιάσει τότε πού μυρίστήκε τό παιχνίδι πού τουχαν παίξει οι* τρεις μάγοι μέ τά δυο παιδιά. Γιά νά βρή τήν πέτρα, έπειτα από πέντε χρόνια, γύρισε ή αρ­ κούδα καί κουβέντιασε μέ τό κοριτσάκι, τή Ζασμίν: . Τή ρώτησε άν ήξερε που βρισκόταν ή πέτρα. Τό ίδιο καί τώ-, ρα : Είδαν τά τρία ζώα τό φώς κι’ έτρεξαν κοντά στο βα­ σιλόπουλο, ελπίζοντας νά βρουν τή μαγική· πέτρα!

Κ

.. "Ως ένα σημείο του δάσους, τό μαγικό φώς ήταν α­ ναμμένο καί οι τάρανδοι, πού δέν ήσαν μαθημένοι νά δια­ σχίζουν αυτή τήν χειμωνιάτικη εποχή τό δάσος μέ δυνατό φώς^ προχωρούσαν αργά; ’Έτσι τό έλκυθρο γλυστρούσε αργά ’έπάνω στο χιόνι. /Αλλωστε, τό βάρος πού τραβού­ σαν ήταν μεγάλο, γιατί μόνος του ό Πράσινος Δράκος ζύ­ γιζε έναν τόνο. · · : Εννοείται δτι ό Τόμπις φρόντιζε νά ρίχνη. πίσω του τά φασόλια. Επίσης τά τρία ζώα ακολουθούσαν τό έλκσθρο κρατώντας σταθερή άπόστασι απ’ αυτό. Μά ό Πρά­ σινος Δράκος, πού υποπτευόταν αυτή τήν επικίνδυνη πα­ ρακολούθηση. εΐχε λάβει τά μέτρα του. * . • -—Φτάσαμε! είπε στον Τόμπις. · Καί κατέβηκε από τό σταματηιμένο έλκυθρο. " Μόλις τό .βασιλόπουλο πήδησε ·στό χιόνι, ό Πράσινός Δράκος έδιωξε τούς δυο ταράνδους πού τραβούσαν τό έλ­ κυθρο. ’ · . · . ..


ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

Εκείνη δμως τή στιγμή τό μαγικό φως έσδυσε ξα­ φνικά. Βαθύ σκοτάδι απλώθηκε παντού. Τά δέντρα έγιναν μαύρες σκιές κι* άπόλυτη σιωπή έπικρατούσε σέ δλο τό δάσος. Ό Τόμπις φοβήθηκε. Τό σκοτάδι τούλεγε δτι άπ’ εδώ και πέρα βρισκόταν στή διάθεσι τού Τέρατος. Τον ίδιο δ­ μως φόβο δοκίμαζε καί ό Πράσινος Δράκος γιατί τό σκο­ τάδι τού μαρτυρούσε δτι ή ή μαγική πέτρα δεν βρισκόταν κοντά τους, ή δτι προειδοποιούσε τό βασιλόπουλο για τον κίνδυνο πού διέτρεχε. Ξαφνικά ό Τόμπις άφησε μιά κραυγή άπελπισίας. —Τό σακκί μου! φώναξε. Τό ξέχασα στο έλκυθρο! Ό Πράσινος Δράκος γέλασε. —Μήν άνησυχής, τουπέ. Θά τό βρούμε δταν φτάσουμε στο παλάτι μου. "Ηξερε τώρα πού βρισκόταν ή μαγική πέτρα καί ή χαρά του ήταν μεγάλη. Κύτταξε γύρω του μέ προσοχή καί σφύριξε σά φίδι. Μπροστά του βρισκόταν μιά μεγάλη πέτρα. Ό Πράσινος Δράκος τή χτύπησε τρεΐς φορές μέ τή βαρειά ουρά του. Ή πέτρα τότε παραμέρισε καί φάνηκε μιά μεγάλη καταπακτή, πούμοιαζε ιμέ τό στόμιο μιας σπηλιάς. Ό Πράσινος Δράκος έπιασε γερά από τό μπράτσο τον Τόμπις καί τουπέ: —ΆκολούΟησέ με! Πυκνό σκοτάδι τούς τριγύριζε καί ή παγωνιά δυνάμα> νε. Αυτό δμως δέν εμπόδιζε τον Πράσινο Δράκο νά βλέπη. Κατέβαιναν, κατέβαιναν... ώσπου έφτασαν σ5 ένα τε­ ράστιο θόλο. 9Εδώ τό μέρος φωτιζόταν από ένα λιγοστό πράσινο φως, πού στά μάτια τού έκπληκτου Τόμπις μαρ­ τυρούσε πώς βρισκόταν σ’ εναν άλλον άγνωστο κόσμο. Τοίχωμα καί τό νερό, τά δέντρα καί τά φυτά, τά που­ λιά καί τά ζώα, δλα ήσοα/ πράσινα καί ποτέ άλλοτε δέν τά είχε ξαναδή. 'Ό,τι δμως περισσότερο τον τρόμαζε ή­ ταν ή άπόλυτη ησυχία πού έπικοατούσε παντού. Δέν άκουγόταν ό παραμικρός ήχος. Μέσα στήν πράσινη ανταύ­ γεια, έβλεπε εδώ κι1 έκεΐ επάνω στά κλαδιά, διάφορα που­ λιά πού έμεναν άκίνητα, σαν άπολιθωμένα. Τά σκυλιά ά­ νοιγαν τό στόμα τους νά γαβγίσουν μά κανένα γάβγισμα δέν έφτανε στ5 αυτιά τού Τόμπις. Τό πράσινο νερό ^κυλούσε άθόρυβα στά ρυάκια. Τό ίδιο κΓ 6 άνεμος: Κουνούσε τίς κορφές τών δέντρων δίχως νά


ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

23

Ό Πράσινος Δράκος έμενε σιωπηλός. ΚΓ δταν ό Τόμπις του ζήτησε εξηγήσεις για τό μέρος αυτό ένοιωσε δτι ή ψωνή του έσβυνε στο λαιμό του. Τώρα ό Τόμττις—ϊσως από τον φόβο του—-ένοιωθε^ τό κρύο νά του άγγίζη την καρδιά και νά του την ποτγώνη. Ία μαλλιά του ώρθώθηκαν και ξεράθηκαν.„ Πάγωναν !..; Τό ίδιο κι* όλες οί τρίχες στο σώμα του. Ή σπονδυλική του στήλη πάγωνε κι" εκείνη και δεν μπορούσε νά σκύψη... —Θά παγώσω!, τραύλισε με τρόμο. "Έφερε τό χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, πού ήταν ή μόνη του ελπίδα. Θά τον σκότωνε το Πράσινο Δρά­ κο ! Μά τό σπαθί του δεν έβγαινε από τή θήκη του και τό χέρι του πού κρατούσε τή λαβή άρχισε νά παγώνη και νά μή μπορή νά σαλέψη. Στάθηκε. Τά πόδια του τώρα μούδιαζαν! Πάγωνοίν κι* αυτά! —Φτάσαμε!, είπε πάλι ό Πράσινος Δράκος δείχνον­ τας ένα κρυστάλλινο παλάτι. Έκεΐ μέσα βρίσκονται ό ποο­ τέρας σου καί ή Ζασμίν. Ό Τόμπις πράγματι άντίκρυζε τώρα ένα διάφανο πα­ λάτι. Καί, σ’ ένα διαμέρισμά του, διέκρινε δυο σκιές ακίνη­ τες. Τον πίστεψε. Γιατί άρχισε νά ξεπαγώνη καί τό πρά­ σινο χρώμα γύρω του νά γίνεται γκρίζο καί τέλος ν" άσπρίζη. "Από πάνω του ό ούρανός. Γύρω του τά δέντρα. "Ολα δπως τά γνώριζε μέσα στο δάσος. Ή μόνη έξαίρεσι ήταν τό διάφανο παλάτι μέ τις δυο σκιές πού σιγά - σιγά ξεχώριζαν στά μάτια τού Τόμπις. Τώρα διέκρινε πώς ή μιά ανήκε σέ μιά νέα γυναΤκα καί ή άλλη σ’ ένα γέρο με άσπρα γένια. —Πατέρα! Ζασμίν!, φώναξε άμέσως τό βασιλόπουλο κΓ άρχισε νά τρέχη σάν τρελλό προς τό παλάτι. Ό ^Πράσινος Δράκος μέ δυο δρασκελιές τον πρόλαβε καί τού είπε: —"Άδικα τούς φωνάζεις. Δέν θά σοΰ απαντήσουν γιατί είναι παγωμένοι ί Ό Τόμπις αναπήδησε. — Παγωμένοι! ψιθύρισε μέ απελπισία. —-Ναί, έκανε ξερά ό "Άρχοντας τού Πάγου καί τού Χιονιού. ΚΓ άν τους αγγίξης, θά παγώσης κΓ εσύ... Μήν τους πλησιάζης, λοιπόν... —Καί πώς θά ξεπαγώσουν; ρώτησε μέ λαχτάρα τό βασιλόπουλο, της. · *

—Αύτό έσύ τό ξέρεις.


Μ ■

. ΤΘ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

. · —"Άμ" ποιος; . Έγώ; έκανε θυμωμένος ό Πράσινος Δράκος πού προσπαθούσε έτσι νά έκβιάση το βασιλόπου­ λο.- .Έσύ πού έχεις, στην κατοχή σου τη μαγική πέτρα, Γ]ές μου που βρίσκεται νά.τούς ξεπαγώσω στη στιγμή. . Ό Τόμπις, στην απελπισία του, τράβηξε- τό σπαθί του ώρμησε επάνω στο Δράκο νά τον ξεκοιλιάση. Μά δεν πρόλαβε. Τό τέρας, γελώντας σατανικά, τον έφτυσε! Καί ό Τόμπις, σε μιά στιγμή, μεταβλήθηκε κι" αυτός σε πάγο, πού είχε τό σχήμα ενός ανθρώπου. "Έμεινε ασάλευτος, κρατώντας πάντα' στο /χέρι τό σπαθί, σέ μιά επιθετική στάσι! ’

Ακροβατική κ,αταδίωξι ΤΑΝ τό έλκυθρο μέ τον Τόμπις καί τόν Πράσινο Δράκο γλυστρούσε επάνω στο χιόνι, τά τρία ζώα ακολουθούσαν μέ πιασμένη την αναπνοή. ·"Έτρε­ χαν πίσω από' τό έλκυθρο μιά ολόκληρη ώρα. Ό λαγός είχε κουραστή. Τού πρόσψερε όμως την πλάτη της ή άλεπού... * "Οταν σέ λίγο όμως κουράστηκε κι" ή άλεπού τό πονηρό ζώο, χωρίς νά ρωτήση την αρκούδα πού προπο­ ρευόταν, έκανε ένα πήδημα καί βρέθηκε στην πλάτη της μαζί μέ τό λαγό. # _ — Φαίνεται πώς έσύ είσαι ή· αίτια όλου του κακού, είπε, ό’ λαγός στην άλεπού. ■ —-Έγώ; Τί έκανα ή καημένη; απάντησε ή αλεπού. .—Τό ρωτάς κιόλας; Νά! "Έχασες την πέτρα! Φαί­ νεται οτι, την ώρα πούσκύβες πάνω από τό έλκυθρο γιά V άκοομπήσης τό παιδί τής βασίλισσας, ή πέτρα έπεσε από τό σακκούλι σου μέσα-στο έλκυθρο: "Υστερα, όταν τύ^ λιξες τό μωρό μέ* τά ρούχα, τύλιξες έκεί μέσα καί την / πέτρα. -—Δεν άφίνετε τις γκρίνιες·; τούς μάλλωσε ή αρκούδα. Θ" αρχίσουμε πάλι τά ίδια; -εχάσατε τί πάθαμε μέ. την γκρίνια μας. πριν είκοσι χρόνια; Μάς ακούσε ό Πράσινος Δράκος κι5 έμαθε τό μυστικό μας: "Έμαθε ότι χάσαμε την πέτρα καί μάς μεταμόρφωσε σέ ζώα. Θέλετε, λοιπόν, τώρα νά.πάθουμε χειρότερα; Τσιμουδιά! · —Έχει δίκιο ή αρκούδα, παραδέχθηκε ή άλεπού. Ή σιωπή -είναι χρυσάφι. "Άλλωστε, αφού τό δάσος εξακολου­ θεί νά είναι φωτισμένο από τό μαγικό φώς τής πέτρας, δέ βλέπω τό λόγο ν" ανησυχούμε καί νά μαλώνουμέ. 'Ή μα­ γική-πέτρα είναι κοντά μας. Μέσα οπό έλκυθρο! 5


ΚΑ8 ΤΟ ΤΕΡΑΣ

'

*

.

- ·· 1

*

-25

.—Μάς ·φώτισες τώρα!, έκανε νευριασμένα ή αρκούδα δπ'ως έτρεχε, έχοντας τά δυο άλλα ζώα έπάνω. στην πλάτη της. . λ λ Το έλκυθρο μπροστά κρατούσε μια σταθερή άπόστασι κι* έτσι ή άρκούδα με παρατηρητή το λαγό που στεκόταν πάνω. στην πλάτη τής αλεπούς ώδηγοϋσε καλά τήν κούρσα. —*Ρίχνει τό βασιλόπουλο τά φασόλια; ρώτησε γιά μια στιγμή· ή αρκούδα πουτρεχε κουτσοί νοντας μέ τό κεφάλι σκυμμένο και τη. γλώσσα έξω. —Τί μάς χρειάζονται τά φασόλια; απάντησε .ο λαγός. Τώρα τό δάσος φωτίζεται. Δεν πρόκειται νά τούς χά­ σουμε. · .—Πάντα ήσουν, ένα κουτό ζώο!, έπενέβη ή -αλεπού. Κι" άν ό Πράσινος Δράκος, που ξέρει κι-* αυτός δτι ή μα­ γική πέτρα βρίσκεται στο έλκυθρο... —;Καλά λες, παραδέχτηκε ό λαγός, πού κατάλαβε τί ήθελε νά πή ή αλεπού,. Τό φώς τήν μαρτυρά κι5 ’ίσως τήν πάρη πιο μπροστά από μάς κι" έτσι βρεθούμε ξαφνικά στο σκοτάδι. -—Τί φλύαρα ζώα, Θεέ μου!, μουρμούρισε ή αρκούδα πού δεν τής άρεσαν τά πολλά λόγια. "Έτρεχε τρεΐς ώρες τώρα κι" άρχισε νά κουράζεται. Τέλος σταμάτησε καί σηκώθηκε όρθια .στο... ένα πόδι —Τί έπαθες; ρώτησε ανησυχη ή αλεπού πού έπεσε, νευ­ ριασμένη ανάσκελα στό χιόνι παρασερνοντας καί τό λαγό στο πέσιμό της. · % —Μπά σέ καλό σας!, έκανε .ή αρκούδα μέ νεϋρα. Ξε­ χνάτε ότι έχω μόνο ένα πισινό πόδι; Κουράστηκα. "Υ­ στερα ζώο είμαι κι" εγώ... Δεν μπορώ νά άνθέξω περισ­ σότερο! Μού κόπηκαν τά γόνατα άπό.τό τρέξιμο! Καί^ή άρκούδα ξάπλωσε χάμω μουρμουρίζοντας: — "Έχω μιά απορία. Μιά πολύ μεγάλη απορία : "Ο­ ταν ξ αναγίνω άνθροοπος πόσα πόδια θά έχω; · —"Αφήστε τά λόγια, έκανε ο λαγός, γιατί θαρρώ πώς τό' έλκυθρο σταμάτησε καί πώς άρχισε νά σκοτεινιάζη. Κάτι μάς σκαρώνει ό Πράσινος Δράκος. Ή άρκούδα. τότε-άρχισε νά τρέχη μπροστά. Τό ίδιο κι" ό λαγός μέ τήν αλεπού. '—■ Κατέβηκε ό Δράκος μέ τό βασιλόπουλο!... Βλέπεις; έκανε ψιθυριστά ή -άλεπού. —Σκασμός! ψιθύρισε ό λαγός. Θά μάς ακούσουν! Τώρα είχε-σκοτεινιάσει, εντελώς. Μά ή αρκούδα, σαν προνοητική πού ήταν, είχε πλησιάσει στό έλκυθρο. Κι" ό­ ταν στο μισοσκόταδο 6 Πράσινος Δράκος μαστίγωσε μέ


26

ΤΟ

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

τήν ουρά του τους δυό ταράνδους και το ελκυθρο ξεκίνησε άδειο, ή άρκούδα βρέθηκε μέσα πιάνοντας τό χαλινάρι. —Μόλις πρόλαβα!, μουρμούρισε μέ κομμένη την άναπνοή. , Τό σκοτάδι τώρα είχε γίνει πηχτός Τίποτα δεν φαινό­ ταν. Ευτυχώς ή άρκούδα κρατούσε ακίνητους τούς τάραν­ δους, πού άρχισαν νά μουγγρίζουν. "Ετσι, άκούγοντας αυτό τό μούγγρισμα τα δυό άλλα ζώα βρήκαν τό δρόμο τους κι* έπεσαν επάνω στο έλκυθρο. —Ελάτε τεμπέληδες!, τά μάλωσε ή άρκούδα. Παρα­ λίγο νά χαθούμε στο σκοτάδι! Μόλις βρέθηκαν και τά τρία μέσα στο ελκυθρο άρ­ χισαν τή συσκεψι. —Τί θά κάνουμε τώρα; ρώτησε ό λαγός πού πάντοτε ήταν άπαισιόδοξος. * Ή άρκούδα δε μιλούσε. Θάλεγε, όπως πάντα, την τε­ λευταία κουβέντα. Ή αλεπού όμως ήταν όλο εξυπνάδες. —Προτιμώ νά πάρω πρώτα έναν ύπνο, είπε. Τώρα πού βρισκόμαστε μέσα στο ελκυθρο, δεν υπάρχει κίνδυνος νά χάσουμε τό δρόμο. Κρατάμε τούς ταράνδους του Πρά­ σινου Δράκου, πού έτσι ή άλλοιώς θά μάς πάνε στο πα­ λάτι του. Στο μεταξύ αυτό ό λαγός είχε βολευτή.. Είχε χωθή κιόλας μέσα στο σακκοΰλι μέ τά Φασόλια καί τά τραγά­ νιζε. —"Ε! τού φώναξε ή αρκούδα. Τρελλάθηκες; Τά Φα­ σόλια χρειάζονται. *Ακους την άλεποϋ_πού φλυαρεί δτι δεν έχουμε φόβο νά χάσουμε τό δρόμο; -εχνάτε, φαίνεται, τό δρόμο τής επιστροφής! Καί νευριασμένη τίναξε τό χαλινάρι καί οί τάρανδοι ξεκίνησαν σέρνοντας τό ελκυθρο στο σκοτάδι. Ή φοβέρα τής αρκούδας λογίκεψε τά δυό άλλα ζώα. Ή αλεπού ανέβηκε στον ώμο τής αρκούδας καί μέ τό δια­ περαστικό βλέμμα της άνίχνευε τό έδαφος μπροστά, ενώ ό λαγός παράτησε τό μάσημα κι* άρχισε νά ρίχνη έναένα τά φασόλια πίσω στο χιόνι. ^Μιά άνήσυχη σκέψι βασάνιζε τώρα καί τά τρία ζώα: Πού πήγαιναν καί τί θά συναντούσαν; Ή μαγική πέτρα παρουσίαζε πάλι την ιδιοτροπία της: Είχε σβύσει "Αρα κάτι άνάποδο γινόταν καί κάτι απρόοπτο καί δυσάρεστο θά τους συνέβαινε. Ό Πράσινος Δράκος είχε χαθή.’ Τό βα-


(ΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ

27

Οί τρεις Μάγοι ξεκίνησαν για νά ττοεσκι/νήσουν

τό

νεογέννητο

Χρ·ι ατό!

σιλόποι/λο επίσης. Γιατί; Ασφαλώς κάποια ένέδρα τους έτοιμαζόταν. —Ξέρετε κάτι; μουρμούρισε ή άρκούδα. Την έχουμε άσχημα πάλι. Και θαρρώ πώς ό Πράσινος Δράκος θά μου κόψη καί τό άλλο πόδι... Δεν πρόλαβε όμως νά τελείωση την φράσι της κι* ό λαγός άφησε μιά διαπεραστική κραυγή: —Ή μαγική πέτρα!. * Ό λαγός με μιας είχε γίνει άνθρωπος! Τώρα, κρατού­ σε στο χέρι του μιά μαύρη πέτρα σάν ένα αυγό! Ή αρκούδα κι* ή αλεπού άρχισαν νά πηδουν από τή χαρά τους. — Που τό βρήκες; ρώτησε ή αλεπού. —Μέσα στο σακκοΰλι με τά φασόλια, εξήγησε ό λαγός πού τώρα ήταν ό μάγος Τίρο. —Δώσε μου την νά τήν πιάσω τήν εύλογημένη, φώ­ ναξε ή αρκούδα, γιά νά δώ τί θ’ άπογίνω: *0 Νίρο ή ά Σίρο; ^Απλωσε τό χέρι της κι ό Τίρο άπόθεσε τήν μαγική πέτρα στή φούχτα του..0 μάγου Σίρο!


28

ΤΟ ΒΑΙ8ΑΟΠΟΥΑ©

—-Έγώ τότε είμαι ό Νίρο, εΐττε ή αλεπού που άρχισε νά χοροπηδά. Δόσε μου την πέτρα! Τώρα και τα τρία ζώα είχαν ξαναγινει οϊ. τρεις ζητιά­ νοι: Ό Τίρο, ό Νίρο και. ό Σίρο. · · Μια κοινή απορία όμως τους κατείχε: Γιατί δεν έφεγ­ γε; Κοιτάχτηκαν.. * * —Τί θά κάνουμε; ρώτησε ό Τίρο. Μπρος θά πάμε ή πίσω; λ . • —Έγώ λέω νά γυρίσουμε από έκέΐ πού, ήρθαμε. Νά ε­ πιστρέφουμε στην Περσία!, πρότεινε ό. Νίρο πού, αμφέ­ βαλλε γιά την πορεία πού είχαν πάρει. Κάποιο λάθος έ­ χουμε κάνει γι’ αυτό καί ή μαγική πέτρα μάς έγκατέλειψε. Σέ κάποια άλλη χώρα θάχη γεννηθή αυτό το παιδί, πού θά' σώση τον κόσμο. Έδώ· όλα είναι παγωμένα καί πουθενά δεν βλέπω φως. ' * Ό Σίρο είχε πέσει ·σέ βαθειά συλλογή. —Τί λες εσύ, Σίρο; ρώτησε ό Νίρο τον σύντροφό του πού τον έβλεπε θλιμμένο καί αμίλητο. ' Κατηφορίζουμε γιά τήν πατρίδα; . —Νά σάς πω τή γνώμη μου; απάντησε ό Σίρο πού οι άλλοι δυο τον θεωρούσαν πιο σοφό. Πρώτα νά συνανττγθούμε με τό βασιλόπουλο. Κι’ άν δούμε ότι είναι δυνατό, σοφό καί δίκαιο καί ή μαγική πέτρα φωτίσει καί μείνει γιά πάντα φωτισμένη τότε νά μείνουμε -κοντά του καί νά τον προσκυνήσουμε. Άλλοιώτικα νά γυρίσουμε από εκεί πού ήρθαμε. · * · —Συμφωνώ, είπε ό Νίρο. Αφού αναστατώσαμε τό­ σους ανθρώπους εδώ πάνω, θά πρέπει πρώτα νά βάλουμε τά πράγματα στ ή θέσι τους κι’ ύστερα νά πάμε νά βρούμε τον Σωτήρα τής Άνθρωπότητος. · · . * ' —Ξέρετε κάτι όμως; παρατήρησε ό Τίρο. Κουβεντιά­ ζουμε χωρίς τον ξενοδόχο. Τή μαγική πέτρα!. Πού ξέρουμε τά, γούστα της; —Ρίξε την στο σσκκούλι!, φώναξε ό Χίρο. .Μπορεί νά μάς γλυστρήση καί νά τήν ξαναχάσουμε. Και μέ τήν ίδια απορία καί τον ίδιο φόβο οι τρεΐς άκούραστοι κι’ έπίμονοι προσκυνητές καί μάγοι συνέχισαν τό δρόμο τους μέσα στο σκοτεινό .δάσος. Τώρα , ή- μαγική πέτρα βρισκόταν μέσα, στο σακκοΰλι τά φασόλια. Ό .Σίρο κρατούσε τά ηνία τού έλκυθρου, ό Νίρο καθόταν πλάϊ του συλλογισμένος, ενώ ό Τίρο συ­ νέχιζε νά ρίχνη πίσω .του τά.φασόλια μέ μισόκλειστα τά μάτια, αϊτό τήν αγρυπνία καί τήν κούρασι. —Τό νοΰ σου, Τίρο, τόν προειδοποίησε ό Σίρο, μην


κάνεις πάλι καμμιά βλοοκεία και, αντί γιά κανένα φασόλι, ρίξεις στο χιόνι τή μαγική πέτρα. Δεν έχω καμμιά διάθεσι νά ξ αναγίνω αρκούδα. λ ' Ή προειδοποίησε δμως αυτή είχε γίνει κάπως · αργά;· γιατί τό τραγικό· λάθος είχε συμβή: Ο μισοκοιμισμένος Τίρο εΐχε κιόλας σπείρει στο χιόνι, τή μαγική πέτρα! .

'

Ή πέτρα χάνεται

ΩΡΑ πού δ Πράσινος Δράκος- είχε παγώσςι καί τούς τρεΐς εχθρούς του — δηλαδή τον βασιλιά Σβόρεν, τή Ζάσμίν καί τον Τόμπις—1ό φόβος του ■μεγάλωσε · περισσότερο γιοττί 'βρέθηκε σέ αδιέ­ ξοδο... "Οπως ξέρουμε, πριν είκοσι χρόνια, μεταμόρφωσε σέ ζώα τούς τρεΐς ζητιάνους καί κατόπιν'τούς έρριξε στή φυ­ λακή χωρίς δμως νά μπορέση νά πάρη στά χέρια του τή δύναμί τους: δηλαδή -·τή μαγική πέτρα. Μετά είκοσι χρό­ νια φάνηκε στο παλάτι του ό βασιλιάς Σβόρεν ζητώντας τό παιδί του: Ό Πράσινος Δράκος χάρηκε. Θάβρισκε τό βασιλόπουλο κι" ίσως καί Τή μαγική πέτρα, Μά ή έλπίδά του εκείνη σκορπίστηκε με τήν πλήρη άγνοια του βασι­ λιά. Ασφαλώς, λοιπόν, τό βασιλόπουλο θά είχε στήν κα­ τοχή του τή μαγική πέτρα. ' * Νά δμως ττού, πριν, δεκαπέντε μέρες—δηλαδή στις αρ­ χές του Δεκεμβρίου—έλαμψε ένα .τεράστιο φώς πού φώ­ τισε δλο τό δάσος. Ό Πράσινος Δράκος χάρηκε. "Έζεψε τούς τάρανδους, μπήκε στο έλκυθρο κι" έτρεξε στο μέρος άπ" δπου ερχόταν τό μαγικό φώς. Ασφαλώς έκεΐ' θά βρι­ σκόταν τό βασιλόπουλο μέ τή μαγική πέτρα πού ερ'χρτοτν νά του λυώση τό παλάτι,, νά του καταστρέψη τή δύναμί του-—πά χιόνια καί τούς πάγους —τ καί τον ίδιο νά.τόν στείλη εξορία στο Βόρειο Πόλο. "Ήξερε δμως πώς^ τό βασιλόπουλο δέν απορούσε πιά νά τον πειράξη, γιατί κρατούσε στή ,διάθεσι του τον πο&τέρα του καί τήν Ζασμίν. Θά διαπραγματευόταν, λοιπόν,, μαζί του: Τό βασιλόπουλο θά τούδίνε τή μαγική πέτρα γιά νά τήν θάψη, βαθειά στή γη ώστε τό *φώς της νά μην τον απειλή πιά μέ τό λυώσιμο τών πάγων καί τή δική, του' φυσικά, καταστροφή. Κι' εκείνος -— δηλαδή ό Πράσινος Δράκος—-θά .ξετΤάγωνε καί θ’ απελευθέρωνε τον πατέρα του, βασιλιά Σβόρεν,· και. τήν άγαπημένη του Ζασμίν. Κάτι δμως που δέν είχε λάβει ύπ’ δψι του ή σαν οί τρεις μάγοι: Αυτοί πουφεραν από :τήν "Ανατολή τή μαγική πέ­ τρα, Αότοϊ ..που έψαχναν νά βρουν τό νεογέννητο, πού θά

Τ


έσωζε τον κόσμο. Κι* αυτοί, πού από επιπολαιότητα τους, μαρτυρήθηκαν: "Εχασαν τή μαγική πέτρα και κατάντησαν νά γίνουν ζώα πού πλανιόταν, όλα αυτά τά είκοσι χρόνια, μέσα στο απέραντο δάσος. Τά ζώα αύτά, λοιπόν, ό Πράσινος Δράκος δεν τά είχε υπολογίσει. "Ετσι δταν τά είδε νά παραμονεύουν πίσω από τό δέντρο θύμωσε καί ^άρηκε μαζί. Θύμωσε, γιατί είδε ότι υπήρχαν στη ζωή καί ότι ζητούσαν νά βρουν κΓ εκείνα τή μαγική πέτρα. Καί χάρηκε γιατί είχε προλάβει έκεΐνος πρώ­ τος καί πλησίασε τό ανύποπτο βασιλόπουλο. Ή παρακολούθησι τών ζώων δεν τον εΐχε ανησυχήσει, γιατί είχε τή δύναμι νά τούς ξεγλυστρήση. Μά ό έλιγμός έκεΐνος στήν πορεία του μέσα στο δάσος άπομάκρυνε πάλι τή μαγική πέτρα. Δεν ήξερε, λοιπόν, τό βασιλόπουλο τή δύναμί της ; 'Ή τοϋπαιζε κι5 αυτό τό παιχνίδι πού τούχαν παίξει οί τρεις ζητιάνοι; Πού βρισκόταν ή μαγική πέτρα; Νά, τί βασάνιζε τον Πράσινο Δράκο, πού από τό θυμό του είχε παγώσει καί τον Τόμπις Φρενιασμένος τώρα μέσα στο παλάτι του βογγούσε άπό τό κακό του. -—Τό χάνω πάλι τό παιχνίδι! φώναξε. Τά τρία ζώα θά μοΟ πάρουν τήν πέτρα! Με μιας θυμήθηκε τότε δτι τό φώς έσβυσε στο δάσος δταν άπομακρύνθηκε τό έλκυθρο άδειο. —Θάμεινε μέσα στο έλκυθρο!, μούγγρισε ό Πράσι­ νος Δράκος κι* έτρεξε στούς σταύλους νά δή άν οί τάραν­ δοί του πού τό έσερναν είχαν επιστρέφει. Φαντασθήτε ό­ μως την έκπληξί του δταν βεβαιώθηκε δτι τάρανδοι καί έλ­ κυθρο έλειπαν. —Θά τά φτύσω καί τά τρία καί θά τά παγώσω!, βρυχήθηκε. —Δεν μπορείς!, ακούστηκε μιά Φωνή άπό τή σκοτεινή γωνιά τού σταύλου. ^Ηταν ό μάγος Σίρο: ή πρώην αρκούδα. Ό Πράσινος Δράκος στάθηκε όρθιος στήν ουρά του: Σαν ένα σκυλί πού στέκει «σούζα». ^Πίσω άπό τον Σίρο, έστεκε ό Νίρό—-ή αλεπού μας. Καί πίσω άπό τούς δυο ό τρίτος μάγος: ό Τίρο, ό λαγός μας. —Λες νά μάς ψσβηθή πού μάς βλέπει άνθρώΐτους; ψι­ θύρισε ό δεύτερος στον πρώτο μάγο, ή θά μάς ξανακάνη ζώα ;

—Δέ θά τολμήση!, ψιθύρισε ό τρίτος. Θά πιστέψη δτι


Και

τ© ύέραϊ

έχουμε τή μαγική πέτρα και θά πέση σέ συμβιβασμό μαζί μάς. —"Έτσι λοιπόν, έ; έκανε μανιασμένα ό Πράσινος Δρά­ κος. Δεν μπορώ; Έπειτα, κούνησε τό κεφάλι του καί συνέχισε: —Τό βλέπω.... Κρατάτε τή μαγική πέτρα, Δεν είναι έτσι ; Οι τρεις μάγοι έτρεμαν σαν φύλλα στον άνεμο. "Έπαι­ ζαν τή ζωή τους κορώνα - γράμματα. —Ναί.. τήν κρατάμε... απάντησε μέ σβυσμένη φωνή ό Σ ίρο. —Τότε τό πράγμα διαφέρει, έκανε ό Πράσινος Δρά­ κος, γιατί προτείνω μαζί σας μια συμφωνία: Θά σάς στείλω απείραχτους έξω από τό δάσος μου, άφήνοντάς σας νά πάρετε μαζί σας καί τή μαγική πέτρα. "Έτσι κι5 έσεΤς θά έΐσθε ήσυχοι κι5 εγώ πιο ήσυχος. "Αρκεί νά μήν ξαναγυρίσετε. —Καί τό βασιλόπουλο; ρώτησε ό δεύτερος μάγος. —Γιά τήν τύχη του άς άποφασίση ή μαγική πέτρα πού κρατάτε, πρότεινε μέ πονηριά ό Πράσινος Δράκος. ΚΓ απομακρύνθηκε έπίτηδες γιά ν" άφίση τούς τρεΐς μάγους νά συνεννοηθουν μεταξύ τους. Ό λόγο^ δμως πού βγήκε έξω από τούς σταύλους ήταν ή ανησυχία του πού έλειπε τό έλκυθρο. "Έπρεπε νά τό βρή. Έκεΐ μέσα είχαν κρύψει ίσως οι μάγοι τή μαγική πέτρα. _ Στο μεταξύ αυτό οί τρεις μάγοι προχωρούσαν στή μι­ κρή τους σύσκεψι μέσα στο σταυλο: —Πρώτος ό Σίρο είπε ατούς άλλους δυό: —Έμεΐς ψάχνουμε νά^ βρούμε στον κόσμο τον άνθρω­ πο πού θά γεννηθή καί θά γίνη ό βασιλιάς δλων τών άνθρώπων. Γι" αυτό φτάσαμε έδώ πάνω στά κρύα καί τούς πάγους. Λοιπόν: Πρώτα πρέπει νά βεβαιωθούμε διι τό βασιλόπουλο δεν είναι ό άνθρωπος πού ζητάμε, κι* ύστερα νά τού δίνουμε γιά τήν Περσία. —Καί πώς θά τό καταλάβουμε αυτό άφού ξαναχάσαμε τή^ μαγική πέτρα; ρώτησε περίεργος ό Νίρο. —Θά^ πούμε τού Πράσινου Δράκου νά βάλη σέ δοκι­ μασία, τό βασιλόπουλο. —Δηλαδή; έκανε ανήσυχος ό Τίρσ; Θάχουμε νέα μπλε­ ξίματα; "Εγώ δέ συμφωνώ. Δέν ξαναγίνομαι λαγός. Προ­ τιμώ νά γίνω.... λαγός μόνο στά πόδια.

—Στάσου!, τον πρόοταξε ό Σίρο. "Αν τό βασιΑόποΐλ»


λο ξεγελάση η νικήση τον Πράσινο .Δράκο τότε δεν έχουμε νά φοβηθούμε τίποτε. "Αν πάλι ό Πράσινος Δράκος· βγή νικητής, -πάλι -δεν εχουμε νά πάθουμε τίποτε, γιατί θά ε­ ξακόλουθή νά πιστεύη στη δύναμί μας. Έυεΐς όμως θά ξέρουμε που βρισκόμαστε καί άν κάναμε καλά ή. άσχημα πού.ήρθαμε εδώ σ’-αυτή τη χώρα. Τί λέτε; Οι-.δυο άλλοι μάγοι σώπαιναν. . : —Μην ξεχνάτε άλλωστε, έπέμεινε ό Σίρο πού ήταν ό πιο. σοψός από τούς τρεις, ότι από τον καιρό πού γεννή­ θηκε τό βασιλόπουλο πέρασαν εϊκοσι χρόνια χωρίς νά μάς δείξη την εξυπνάδα του καί τη δύναμί του,-πράγμα πού πρέπει νά μάς κάνη διατακτικούς απέναντι του... -—Ξεχνάς, φαίνεται, του θύμησε τότε ό Νίρο, ότι ή μα­ γική πέτρα,, όλα αυτά τά είκοσι χρόνια, βρισκόταν μαζί του; Στο σακκοΰλι του! Αυτό τί μάς λέει; "Οτι θά ρίνα ι ό άνθρωπος .πού ζητάμε. • —Τώρα όμως ή μαγική πέτρα μάς έγκατέλειψε ό­ λους,, είπε ό' Τίρο. Βρίσκεται στο χιόνι κι5 ίσως νά .μήν ξαναφωτίση τό- μέρος άύτό ■ ύστερα άπ5 όλες τις στραβοκεφαλιές μας. —Γιαύτό επιμένω, είπε ξανά ό Σίρο, νά βάλουμε τον Πράσινο Δράκο νά βοκιμάση τό βασιλόπουλο. Δεν έχουμε νά χάσουμε .τίποτα. · · · Εκείνη τή στιγμή ό Πράσινος Δράκος έμπαινε στο σταυλο. Είχε τά δόντια του σφίγμένα’ καί ή γλώσσα του έσταζε φαρμάκι .από τό κακό’ του πού δεν ’εΐχε βρή τό έλκυθρο. ’ —Αοιττόν; τούς ρώτησε. .—Δεχόμαστε τήν πρότασί σου, απάντησε αμέσως ό Σίρο; ΆρκεΤ.πρώτα νά- μιλήσουμε’ μέ τό βασιλόπουλο. *—Δέ μπορείτε τούς πληροφόρησε ό Πράσινος Δράκος. —Γιατί; έκανε ό Τίρο. ΊΓόν έφαγες; —"Όχι. Τον έφτυσα καί πάγωσε. Τό Υδιό έχω κάνει στον βασιλιά πατέρα του καί στή κοπέλλα πού μου φορ­ τώσατε μέ τήν παλιά απάτη σας. Καί τό ίδιο θά κάνω καί σέ σάς, άν, άρνηθήτε τήν πρότασι πού σάς κάνω: Νά φύγετε από τή χώρα μου μέ τή μαγική πέτρα.. —Μανούλα μου!, έκανε ό τρίτος μάγος. 3Έχει γούστο νά μάς φτύση!./. Καήκαμε! —Παγώσαμε νά λές καλύτερα!, ψιθμρισε ή' πρώην άΑεττού,


33

και το τέρας;

Τό άστρο του λυτρωμου ' ΗΝ άγρια σκοτεινιά του απέραντου δάσους διέσχι­ σε μια αχτίδά φωτεινή. Κατόπιν μια δεύτερη, μια τρίτη... Δεν έρχονταν από τα χιόνια, άλλά^ άπό τό'ν ουρανό. Δεν τις έστελνε ή χαμένη μαγική πέ­ τρα άλλά ένα καλοτάξιδο και πρωτόφαντο άστρο τ5 ουρα­ νού...· Κι5 έπειδή τό’ διάφανο παλάτι τού Πράσινου Δράκου •βρισκόταν στην κορυφή τού βουνού αυτό τό θεΐο δώρο έ­ φτασε-πρώτα έκεΐ.... Τά τρία παγωμένα κορμιά—ό Τόμπις, ό Σβοράν και ή. Ζασμίν-—σάλεψαν. Και σέ λίγο, πρώτο τό βασιλόπουλο φώναξε: —Πατέρα! Ζασμίν! ·’’ * ' · Τά δάκρυα και οί αγκαλιές έλυωσαν τούς πάγους στήν καρδιά τους. Κα.ί, ώπλισμένο» τώρα με τό θάρρος •και τήν ελπίδα πού τούς έστελνε τό ουράνιο φώς, έτρεξοη/ ■κι5 οι τρεΐς νά βγούν. έξω άπό τό παλάτι,. πού άρχισε νά λυώνη. Μόλις όμως βρέθηκαν στο ύπαιθρο έμειναν κα­ τάπληκτοι άπό τό θέαμα πού άντίφυσάν. *Ητ-οεν δυνορτόν; Αυτή τήν εποχή—μήνας Δεκέμβριος—νά είναι' μέ*ρα; Ή Ζασμιν όμως διέκοψε τό θαυμασμό τους: Έτόνισε στο βασιλόπουλο ότι κινδύνευαν και οί τρεΐς άπο τήν ξα­ φνική έμφάνισι τού Πράσινου Δράκου. —Καλύτερα, παιδιά μου, νά' φύγουμε,' συμβούλεψε ό βασιλιάς Σβόρεν. Ό δρόμος μας τώρα φωτίζεται άπό τή μαγική πέτρα τ5 ουρανού. Πώς έγινε όμως νά πάη νά σταθή τόσο ψηλά; ' —-έρω πού θά βρούμε έλκυθρο! φώναξε χαρούμενη ή Ζασμίν.. Οί σταΰλοι υέ τούς γυμνασμένους ταράνδους βρί­ σκονται στή ρεμοττίά! . ' * . —"Α, ώραΐα!, έκανε τό βασιλόπουλο. Έκεΐ θά βρούμε και τό σακκούλι μου' μέ τά φασόλια! . “ Θυμήθηκε όμως ότι τώρα πιά δεν τού χρειάζοντοη/ τά’ ψαοσλια γιά νά βρή τό δρόμο του καί χαμογέλασε. "Αρχισαν νά κατεβαίνουν στή ρεματιά. Ξαφνικά ένα τρομακτικό μουγγρητό άκούστηκε και ό Πράσινος Δράκος φάνηκε νάρχεται πρ,ός τό μέρος τους άφρίζοντας άπό λύ.σ^ σα, μ5 ένα σπαθί στο χέρι! . Τό βασιλόπουλο τράβηξε τό σπαθί του καί ώρμησε προς τά εμπρός, άποφασισμένο νά άντιμετωπίση τον Πρά­ σινο Δράκο καί νά ’τά παίξη όλα γιά όλα! ·. Ή μονομαχία ήταν σκληρή -κα.ί άνιση. Τό βασιλόπου­ λο,· δεν είχε τή δύναμι τού τεράστιου Δράκου. Πάλευε ό­ μως μέ άνδρεία, χωρίς νά ύποχωρήση ούτε βήμα.

Τ


04

ΤΟ

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ

Ή Ζασμίν, ό γέρο - βασιλιάς και οι μάγοι έκλαιγαν τώρα γύρω τους. *Ηταν όλοφάνερο πώς σέ λίγες στιγμές τό βασιλόπουλο θά έπεφτε κομματιασμένο κάτω από τά τρομερά χτυπήματα του Δράκου. -αφνικά, συνέβη κάτι καταπληκτικό. 3Από τό άστρο του ουρανού κατέβηκε μιά αχτίδα και χτύπησε τό τέρας σάν κεραυνός! Ό Πράσινος Δράκος άφησε ένα μουγγρητό πού έκανε τό δάσος νά σαλέψη, σωριάστηκε χάμω καί χάθηκε! Έλυωσε σάν νά ήταν από πάγο! Την ίδια στιγμή, όλα άρχισαν νά ανθίζουν γύρω. Τά χιόνια έλυοχταν, τά κλαδιά των δένδρων πέταξαν μπουμπού κια, τό χώμα έβγαλε χορτάρι καί ό πύργος έλυωσε καί χάθηκε! Ό ^Πράσινοζ Δράκος καί τό βασίλειό του του πάγου δεν υπήρχαν πια! Τά είχε εξαφανίσει τό φώς του γλυκού, λαμπερού άστρου τού ουρανού! Οί^ τρεΐς μάγοι έπεσαν στά γόνατα καί άρχισαν νά προσεύχωνται. Χωρίς νά ξέρουν γιατί, τό βασιλόπουλο, ό βασιλιάς καί ή Ζασμίν γονάτισαν κι* αυτοί. * "Έπειτα, έπέστρεψαν όλοι στο παλάτι μέ συντροφιά προστασία,^ παρηγοριά και έλπίδα, τό λαμπρό άστρο τ3 ουρανού. Τό γλυκό άστρο τού Χριστού, πού γεννιόταν έκείνη τη στιγμής κάπου πολύ, πολύ μακρυά! Έκεΐ κράτη­ σαν τριήμερο πένθος γιά τό θάνοττο τής βασίλισσας κι’ ύ­ στερος τριήμεοη χαρά γιά τό γάμο των ουό νέων. Κατό­ πιν, ο βασιλιάς Σβόρεν, φορτώνοντας τούς τρεΐς μάγους μέ δώρα, τούς παρακάλεσε νά τά πάνε μαζί μέ τά δικά τους καί νά τ3 αφήσουν στο μέρος όπου θά τούς έδειχνε τό άστρο. Καί^ οί τρεΐς Μάγοι ξεκίνησαν μέ τά πολύτιμα δώρα τους^γιά τη μακρυνή Παλαιστίνη, γιά νά προσκυνήσουν τό νεογέννητο Βρέφος, τον Θεάνθρωπο Χριστό, πού είχε κατεβή στον κόσμο γιά νά σώση την ανθρωπότητα... ΤΕΛΟΣ Κεί,υενο: ’Έκ,δοσις:

Π. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ «Χρυσά Παραμύθια»

ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΥΧΟΥΣ 1 ΛΕΚΚΑ 22 - ΑΘΗΝΑ I

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧο 2ο00Θ



ί - ·

ΜΟΒίδΟΚΜ _ 'Ο Καταφ$ρή[Η4

ΤΟ Η β ΟΡΟ

αιηαει

βεζι,

πρεπε/

Ε­

Γ/θ ΠΠΗΡΕ

ΖΗΖ ΒΙΖΙΤΗΡ/Ο

,

1[ κβ/

ήΛΥΤΟΙ

ΕΛΠ/2& Λ/Ο Μ 7#0/ Σ00Λ/ ΝΑ ΜΠΟ ΣΤΟ ΑΕΕΦΟ ρε/ο με τοντσ γδρ τα προε ^ ΜΟ! -

-

ΡΓβΠΗΤΕ

μου

:

^ 3ΛΕηε/Ε ΗΟΛΟ 07/

7 το ηο/ύΟΜ/ ε//νο/ ν μοτο το/ν τεζςορ^αυ

ετβοτ'


ΤΑ

X Ρ Υ -ΣΙ Α ΕΚΑΟΧΕΙΖ \4)

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 0«ΚΥΚΛ0Ι»



ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ Τό μαγικό σπαθί ΙΑ φορά κι·5 έναν καιρό ζοϋσε στις 5 Ινδίες ένα πα»όί: Ό Ζαμποΰ. . "Ορ­ φανό από πατέρα, έξυπνο ό­ μως, ζωηρό, και θαρραλέο. Ή καλύβα τής μητέρας του βρι­ σκόταν ανάμεσα σε καλαμπο­ κιές στην άκρη μιας ζούγκλας που ήταν γεμάτη άπό φίδια καί κάθε λογής άγριουα. Κάθε πρωί' ό ΖαμποΟ αντά­ μωνε στη μικρή λίμνη τους φί­ λους του καί μαζί, κυνηγούσαν μικρά ζώα. Μια μέρα όμως τά παιδιά βρέθηκαν σε τρομερό κίνδυνο. Ξαφνικά ξεπετάχτηκε μπροστά τους ένας βόας!... Τό μεγάλο φίδι σύρθηκε ανά­ μεσα στά υγρά χόρτα καί μπλέχτηκε στά γυμνά τους πόδια! Τά τέσσερα άπό τα πέντε παιδιά ξαπλώθηκαν με­ στή λάσπη, ενώ ό ΖαμποΟ γο­ νάτιζε κι5 άρχιζε νά μουρμουρίζη μιά προσευχή... Οι τέσσερις μικροί φίλοι του είχαν βουβαθή. Πεσμένοι μπρούμυτα καί ρέ τά μάτια γουρλωιμένα, έτρεμαν σαν ψά­ ρια καθώς οί κουλούρες" του τεράστιου ερπετού τούς έσφιγ­ γαν με δύναμι. Μόνο ό Ζοςμπού, ήρεμος, ιμέ σταυρωμένα τά χέρια στην κοιλιά του, κύτταζε τό (μεγάλο φίδι που ώρθωνε τό κεφάλι του καί σφύριζε απειλητικά. Δεν είχε χάσει τό θάρρος του, γιατί πίστευε στή σωτηρία του. Α4ά κυττάζοντας τ5 άστρσψτερά, κίτρινα ιμάτια τού φιδιού άρχισε νά δειλιάζη, γιατί δεν έπαιρνε καμμιά άπόκρισι στήν προ­ σευχή του. Ό βόας τώρα σύρθηκε κοντά του καί διπλώθηκε στο μέση του... Ό Ζουμ πού άρχισε νά τράυλίζη:


4

ΤΟ ΣΠΑΘΙ

— θεέ μου!... Βοήθησε ,με... Μίλησε »μέ τη ρομφαία σου! Δεν πρόλαβε να τελείωση τη φράσι του κι5 ένα μακρύ σπαθί άστραψε στις αχτίδες του ήλιου, μισό μέτρο πάνω από τό κεφάλι του. Πήρε αμέσως κάθετη κατευθυνσι κι5 ή αιχμή του καρφώθηκε στο χοντρό κεφάλι του βόα! — Σωθήκαμε παιδιά!, φώναξε τότε ό Ζαμπου. Καί, χαρούμενος, έτρεξε κοντά τους κι5 άρχισε νά τά σηκώνη ένα - ένα. — "Έφυγε τό φίδι;, ρώτησε ό μικρός Σιμπάλ. —- Νάτο!, έκανε ό Ζαμπου θριαμβευτικά. Χωρίς κε­ φάλι όμως! ΚΓ έδειξε τον ακέφαλο βόα νεκρό. Πιο πέρα τό χοντρό ίου κεφάλι έμενε ακίνητο μέ τά μάτια γουρλωμένα καί τά δόντια σφιγμένα πάνω στη μακρυά του γλώσσα. * Ό βόας αυτός ήταν ένα φίδι πέντε μέτρα μακρύ καί χοντρό σαν τό μπράτσο ενός γεροδεμένου νέου. Τώρα τά πέντε παιδιά τό μετέφεραν μέ καμάρι στο χωριό μέ σκο­ πό νά τό πουλήσουν στο Μαχαραγιά τής επαρχίας. Μπρο­ στά πήγαινε ο Ζαμπου κρατώντας δικαιωματικά τό κομ­ μένο κεφάλι του. Μιά απορία όμως, γεμάτη φόβο κρατού­ σε τ" άλλα παιδιά αμίλητα. Πώς σκοτώθηκε αυτό τό τέ­ ρας; Ποιο αόρατο χέρι κρατούσε τό μαγικό σπαθί καί που βρισκόταν τώρα; Ό Ζαμπου που, καθώς έδειχνε μέ τό κρυφόγελό του, ήξερε τό μυστικό, παίδευε τους μικρούς του φίλους μέ τά μασσημένα λόγια του, που τά έπανέλαβε καί στη μητέρα του αργότερα. — Ποιος σκότωσε, παιδί μου* τό τρομερό φίδι;, τον ρώτησε εκείνη. Έσύ; “ Κάποιος κρυφός κι5 αόρατος φίλος μου που μ" α­ γαπά, /μητέρα, απάντησε ξανά ό Ζαμπου. Τό σπαθί! “Ποια μάγισσα, παιδί μου, σέ δασκάλεψε καί μου μι­ λάς έτσι;, ρώτησε σαστισμένη ή γυναίκα κι" άρχισε νά ψάχνη, στον κόρφο τό παιδί της. Κρατάς κανένα μαγεμένο σπαθί ; Μά ό Ζαμπου ξέφυγε από την αγκαλιά της κι’ έτρεξε στο μαζεμένο κόσμο που θαύμαζε τό σκοτωμένο βόα. "Ε­ κεί βρισκόταν κι" ό Ριζαμά, ό πιστός υπηρέτης καί σωμα­ τοφύλακας του Μαχαραγιά Γκραβάμ, ένας θεόρατος τρι­ χωτός πιθηκάνθρωπος, που είχε χαλωθή μέ τό κατόρθωμα του Ζαμπου. "Αμέσως άρπαξε τό παιδί από τό λαιμό καί τό σήκωσε στον αέρα.


ΠΟΥ ΤίΜΛΡβί

— Ποιος κρατούσε τό σπαθί;» ούρλιαζε σαν αρκούδα. Μαρτύρησε τον! Οι ψιλοί τού Ζαμπού έκαναν πίσω τρομαγμένοι. Το ίδιο καί οι άντρες. "Ολοι είχαν φσβηθή από την οργή του Ριζαμά, πού κόντευε νά πνίξη τό παιδί! Ό μικρός 5 Ινδός τίναξε τά πόδια του σαν μοσχαράκι. Πνιγόταν. ~ Κάρφωσε με, λοιπόν, κι5 έμενα με τό σπαθί σου!, χαχάνισε ό Ριζαμά. Νεκρική σιωπή απλώθηκε γύρω. Μισό λεπτό. "Ενα λε­ πτό. ..

Τρίκ!... Τρικ!... ^Ηταν ένα τρίξιμο πού βγήκε από τό κορμί του κρεμα­ σμένου Ζαμπού καί πού παράλυσε τό χέρι του δημίου του. Καί, πριν προλάβη ή μητέρα τού Ζαμπου νά τρέξη κοντά του καί νά τον σώση από τήν εκδικητική μονιά του Ριζαμά, τινάχθηκε όρθιο άνάμεσά τους ένα ολόφωτο ατσάλινο σπαθί, πού έτρεψε σε φυγή τό θρασύδειλο οωματοφύλακα τού μαχαραγιά! "Οσοι άντίκροσαν τό θαύμα, ζαλίστηκαν. "Επεσαν μπρούμυτα κι5 άρχισαν τις προσευχές. "Οσο γιά τό Ρίζαμά, πούτρεχε ακόμα σάν τρελλός, δεν ξαναπάτησε πιά ατό χωριό. 5Από τότε όλοι λάτρευαν καί φοβόνταν συγχρόνως τον Ζαμπου, κι3 ό καθένας προσπαθούσε με κάθε τρόπο νά μάθη τό μυστικό του. Μά εκείνος όλους τούς κοροΐδευε κα' τούς φοβέριζε ιμαζί. Μόνο ή μητέρα του κουνούσε μέ απελ­ πισία τό κεφάλι της. % — Συμφορά μου!, θρηνούσε. Πάει!... Θά τό χάσω τό παιδί μου! Δεν είχε άδικο. Γιατί μόνο αυτή απ’ όλο* τον κόσμο εί­ χε άντιληφθή από ποια κρυψώνα, είχε ξεπεταχτή τό μαγι­ κό σπαθί, πούχε φέρει αυτή τήν άναστάτωσι καί τήν αλ­ λοφροσύνη στο χωριό. Ή απαγωγή του Ζαμπου ΤΑΝ ό Ριζαμά ^έφτασε στο παλάτι τού μαχαρα­ γιά Γκραβάμ, είχε νυχτώσει. Είχε τρέξει πέντε ώρες. Είχε βγάλει τρεις οκάδες ίδρωτα κι5 είχε χάσει άλλες τόσες οκάδες από τό βάρος του. *Ητοον τόσος ό φόβος του από τό πάθημά του, ώστε σ’ όλο το δραμο, πούτρεχε καί κατρακυλούσε σάν σαλτιμπάγκος, νόμιζε πώς τό σπαθί τού Ζαμπού τόν κυνηγούσε απειλη­ τικά άπό πίσω του.

Ο


ΤΟ ΣΠΑΘΙ Ανέβηκε ' τις ιμαρμάρινες, σκάλες του παλατιού σάν τρελλος κι<’ ήρθε κι5 έπεσε μπρος στα πόδια του Μαχα­ ραγιά. · ·-— "Ελεος, αφέντη μου!, τραύλισε σκουπίζοντας τ’ ά-> φρισμένα σάλια του. Παραλίγο νά μέ κομματιάση τό μα­ γικό σπαθί! ' Μέ κομμένα λόγια τού -μίλησε γιά δ,τι είχε συμβή: Γιά τό βόα καί γιά τό Ζαμπού. Γιά τό σπαθί πού πετούσε καί χτυπούσε χωρίς κανείς νά τό κράτη. Γ ιά τον τρόμο πού πήρε. Γιά τό ρεζιλίκι πούπαθε. Ό μαχαραγιάς σηκώθηκε ορθιος στο θρόνο του κι5 έ­ μεινε ακίνητος σάν πέτρινο άγαλμα. "Εσμιξε τά πυκνά φρύδια του καί ρώτησε: — Ποιος τό κρατούσε; — Κανείς! — Ποιος τό κινούσε; — Κανείς! — Ποιος τό διέταζε; — Μά... κανείς! Ή φωνή τού Γραβάμ άνΐήχησε τώρα σάν ■ κεραυνός: — Άπό πού ξεπετάχτηικε; — Δεν ξέρω, πολυχρονεμένε μου αφέντη. Βγήκε άπό κάπου/ μά άπό πού δεν _ είδα. Στην αρχή ό (μαχαραγιάς έπεσε σε σκέψεις, πού τον βασάνισαν αρκετή ώρα. "Υστερα χτύπησε μέ τό ρόπαλο τό σήμαντρο. —- Ετοιμάστε μου τό καλύτερο άλογο!, πρόσταξε τον Ινδό υπηρέτη πού φάνηκε στο κατώφλι. Σέ δέκα λε­ πτά φεύγίο! Μ ιά κρυφή ανησυχία δάγκωνε τήν καρδιά τού Γκραβάμ: Θαρρούσε πώς ό· Ζαμπού ήταν σταλμένος άπό τον θεό γιά νά τού έπίβάλη- τήν τιμωρία πού τού άξιζε, γιατί ήταν ένας τυραννικός άρχοντας. "Ισως όμως όλη αυτή ή ιστορία τού μαγικού σπαθιού νά ήταν γέννημα τής φαντα­ σίας τοΰ'Ριζαμά, πού, ενώ ήταν δυνατός, ήταν συγχρόνως κοί κουτός. — "Αν μου λές ψέμματα, Ριζαμά, του βρσντοφώνησε καθώς ζωνόταν τό σπαθί Του, θά σέ κρεμάσω! Ό Γκραβάμ ήταν σαράντα χρόνων κΓ είχε γίνει μαχα­ ραγιάς τής Καπουρτάλα —-μιας βορεινής έπαρχίσο των Ινδιών—- πριν δέκα χρόνια, έπειτα άπό εξοντωτικό αγώνα •μέ τον μεγαλύτερο άδελφό. του,, τον Σουτζάμ. Ή μόνη του αγάπη σ’ αύτό τον κόσμο, έπειτα άπό τό θρόνο του καί


1

ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

■-

Έσύ εξουσιάζεις το μαγικό

σπαθί!, φώναξε ό 'Ομάρ.

τό πετσί του, ήταν ή πιο μικρή άπό τις τρεις κόρες του/ ή Άντμίρα. Σέ πένττε λεπτά ό Γκραβάμ βρισκόταν καβόώλα στο άλογό του. Πίσω του, σ’ ένα δεύτερο άλογο ό Ριζαμά έ­ τρεμε άπό τό φόβο του. Ό μαχαραγιάς τούκανε νόημα να ξεκινήση πρώτος. — Πρέπει νά φέρουμε στο παλάτι αυτόν τον μικρό άπό τό χωριό του κι’ άπό την άγκαλιά τής μάνας του καί νά μάθουμε τό μυστικό του. Ναί! Τό σποίθΐ καί τά κόλπα του δεν -μου αρέσουν1 καθόλου ! Τό άλογο του μαχαραγιά χλιμίντρισε, -εκίνησε καί τί­ ναξε τά γκέμια. Ένώ ό Ριζαμα, που προπορευόταν σκυμ­ μένος στο δικό του άλογο, δεν μπορούσε νά καταλάβη τί σχέαι μπορούσε νά είχε ένα θαύμα η μιά απάτη τού μι­ κρού Ζαιμπού μέ τό ενδιαφέρον καί τούς φόβους τού μαχα­ ραγιά γιά τό μαγικό σπαθί. Μήπως ήταν δικό του καί τού τό εΐχέ κλέψει ό μικρός; * ."Οταν ό μαχαραγιάς μέ τό Ριζαμά έφτασαν στο χω­ ριό. τού Ζαμπού, πλησίαζε μεσημέρι. "Ολοι οί κάτοικοι ξαφνιάστηκαν μέ την απρόοπτη άφιξί του. Στην αρχή ό


δ

Τό ίΠΑΘΙ

Γκραβάμ για νά τούς παραπλανή ση έστρεψε τό ένδιαφέρον του στο φίδι. Θαύμασε τό μέγεθος του καί ττροσφέρθηκε νά τό άγοράση μέ πενήντα ρούπιες. — Ποιος τό σκότοοσε; ρώτησε έπειτα^ "Ολοι κυττάχτηκαν μεταξύ τους χοορίς νά του δίνουν άπάκρισι. — Δε μιλάτε; αγρίεψε ό άρχοντας. — Ό Ζαμπού... τραύλισε κάποιος. — Ποιος είναι αυτός ό Ζαμπου;, έκανε ό μαχαραγιάς στον Ριζαμά, τάχα ανήξερος. Ό πελώριος Ινδός ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί του αφέντη του κΓ ό μαχαραγιάς είπε τότε στους άλλους: — Δείξτε μου τό σπίτι του μικρού! "Οταν ό μαχαραγιάς σέ λίγο δρασμέλιζε τό κατώφλι τής καλύβας, ή μητέρα του Ζαμπου άλεθε στάρι στη μυλό­ πετρα. Μόλις είδε τον χρυσοστολισμένο Γκραβάμ, παρά­ τησε τη δουλειά τηςκΓ έπεσε μπρούμυτα. —Σήκω/ κυρά, καί μίλησε!, πρόσταξε ό Γκραβάμ πού βιαζόταν νά τελειώση μαζί της μιά ώρα άρχήτερα. Τί ξέρεις γιά τό μαγικό σπαθί; Ό Ριζαμά έστεκε φύλακας έξω από την καλύβα καί μέ τό άγριο βλέμμα του φοβέριζε τούς περίεργους καί τούς κρατούσε σέ άπόστασι. Ή μητέρα τού Ζαμπου ξεροκατάπιε τρείς φορές. Τέ­ λος ξεκόλλησε τά ξερά χείλη της. — Δέν ξέρω τίποτ5 αφέντη μου, είπε. Πάει νά μού φύγη τό μυαλό. Κι5 ό γυιός μου τίποτε δέ μού λέει. Τόν έ­ δειρα τρεΐς φορές γιά νά μιλήση καί νά μού πή πώς καί γιατί τόν προστατεύει αυτό τό σπαθί πού όλοι είδαμε. Μά δέ βγάζει λέξι άπό τό στόμα του. Ή γλώσσα του είναι δεμένη, κολλημένη άπό κάποια δύναμι πού μέ τρομάζει... καί δένει καί τη δική μου γλώσσα... Ό μαχαραγιάς δέ χρειαζόταν νά μάθη περισσότερα. ζΟ,τι ακούσε του έφτανε. Πήρε παράμερα τήν μητέρα τού Ζαμποΰ καί τής είπε: — Τό παιδί σου, καλή μου, έχει πάθει τό μεγαλύτερο κακό πού μπορεί νά πάθη άνθρωπος. Είναι στοιχειωμένο! , Ή γυναίκα άφησε μιά διαπεραστική κραυγή. — Στοιχειωμένο! — Βούλιωσέ το!, η συμβούλεψε ό Γκραβάμ. Γιατί τό σπαθί δέν αστειεύεται. Μπορεί νά σέ άκούση καί νά σοϋ κόψη τό κεφάλι! Καί σ’ μπιστευτικό τόνο πρόσθεσε: — Δώσε μου τό παιδί σου νά στο γιατρέψω!


ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

9

Εκείνη τή στιγμή ακούστηκε φασαρία έξω οπτό την καλύβα κΓ ευθύς αμέσως ό Ζαμποΰ παρουσιάστηκε κρα­ τώντας στο χέρι ένα ξύλινο σπαθί. Ό Ριζαμά τοχε κόψει λάσπη άφίνοντάς του την είσοδο ελεύθερη! Τό παιδί πέταξε στην άκρη τό παιχνίδι του1 καί έτρεξε στη μητέρα του. ^Ηταν δέκα χρόνων, μέ άτακτα μαλλιά καί ζωηρά χαρακτηριστικά. Τά γαλανά μάτια του ήσαν σάν δυο ζαφείρια που σκλάβωναν τό βλέμμα. — Πλησίασε, μικρέ!, είπε ιμέ μαλακό τόνο ό μαχαρα­ γιάς. Καί, σκύβοντας, πήρε στο χέρι του τό πεταγμένο σπα­ θί του Ζαμποΰ. Ή μητέρα του, πουχε από την αρχή μαντέψει τά κακά που θά πάθαινε τό παιδί της» έσφιξε τό Ζαμποΰ στήν αγ­ καλιά της. — Μέ αυτό τό σπαθί σκότωσες τό φίδι;, ρώτησε ό μα­ χαραγιάς. "Ήθελε νά πάρη λόγια από τό μικρό. Στά χείλη του Ζαμποΰ φάνηκε ένα ελαφρό χαμόγελο. Καί, παίρνοντας τό ξύλινο σπαθί από τό χέρι τού μαχα­ ραγιά, τοσπασε στά δύο. — Τό μαγικό σπαθί, είπε, είναι κρυμμένο καί κανείς, έκτος από μένα, δεν ξέρει πού βρίσκεται. — Σέ μένα όμως θά τό μαρτυρήσης, έκανε ό μαχαρα­ γιάς. Μήν ξεχνάς δτι είμαι ό βασιλιάς σου! — Μά ούτε στή μητέρα μου δεν μαρτύρησα τό μυστι­ κό μου, απάντησε ό Ζαμποΰ. — Γιατί; ρώτησε ό Γκραβάμ κυριευμένος από περιέρ­ γεια. — Δέ μπορώ. Δένεται ή γλώσσα μου. — Δεν σάς^τδλεγα εγώ, άρχοντά μου;, είπε ή μητέρα του. Δεν μπορεί νά μιλήση. Ό μαχαραγιάς θύμωσε. — Δεν μπορεί ή δέ θέλε ι; "Αρπαξε τό Ζαμποΰ μέ τό στιβαρό του χέρι. — Ρ ιζαμά!, φώναξε. Ό σωματοφύλακάς του πρόβαλε στο άνοιγμα τής κα­ λύβας μόνο τό κεφάλι του. — Σού τον παραδίνω!, είπε κι5 έσπρωξε τον Ζαμποΰ κατ’ επάνω στον πελώριο Μνδό, ενώ μέ τό άλλο χέρι πετοΰσε στή μητέρα του ένα σακκουλάκι μέ χρυσά νομί­ σματα. — Θά σοΰ τό μεγαλώσω τό παιδί» τής είπε, καί θά σου τό σωφρονίσω. Κι5 αν μου άνταποδώση τό καλό πού


ΤΟ ΣΠΑΘΙ

10

θά του κάνω, θά σου τό στείλω πίσω στην καλύβα σου πλούσιο και δοξασμένο. "Αλλοιώτικα, θά σου στείλω νά θάψης τά κομμάτια του! * Τά δυο άλογα χτυπούσαν τώρα τά πέταλά.τους στις πέτρες τού δρόμου, όπως έτρεχαν σαν σαΐτες, ^άφίνοντας πίσω τους σύννεφο τή σκόνη. Διπλωμένος σέ μιά βελούδι­ νη ιμπέρτα ό Ζαμπού τιναζότανε σάν κατσίκι. Μά τά στι6αρά χέρια τού Ρι'ζαμά τον κρατούσαν γερά. — Τό νού σου, Ριζαμά!·, τον προειδοποιούσε · κάθε τόσο ό μαχαραγιάς. Τό νού σου μη σοΰ γλυστρήση, γιατί τότε θά γλυστρήση καί τό κεφάλι σου από τούς ώμους σου! Ό Ζαμπού δοκίμασε γιά μιά στιγμή τον πειρασμό νά καλέση σέ βοήθεια τό μυστηριώδες μαγικό σπαθί. Μά όχι! Στο βάθος τού άρεσε ή περιπέτεια αυτή. "Ήθελε πάντα νά ταξιδέψη σ" άλλα μέρη καί νά γνωρίση καινούργιες χώ­ ρες καί καινούργιους ανθρώπους... Ή "Αντμίρα: χάνει τή μιλιά της ΤΟ παλάτι του μαχαραγιά Γκραβάμ, ή ζωή του μι­ κρού Ζαμπού άλλαξε εντελώς. "Εδώ έχασε τούς φί­ λους καί τά παιχνίδια του, τή βρώμα πού είχε καί τά κουρέλια πού φορούσε. "Έχασε καί τή μητέρα του καί τή θέσι της| τήν πήραν οί τρεις βασιλοπούλες. Ή πιο μικρή μάλιστα —η "Αντμίρα— από τήν πρώτη στιγμή πού ό Ζαμπού πάτησε τό πόδι του στο παλάτι ενθουσιάστηκε μαζί του καί στάθηκε στο πλευρό του. Πρώτη .εκείνη τον παρέλαβε καί τοΰ σκούπισε τά δάκρυα. Φρόντισε νά καθαριστή καί ν" άλλάξη ρούχα. Καί νά τον παρηγαρήση στις πρώτες δύσκολες ώρες τής παραμονής του στο παλάτι. Πράγματι, τό χαμόγελο καί τό βλέμμα τής’Άντμίρας κατάκτησαν τήν καρδιά τού Ζαμπού. Ξεθάρεψε μαζί .της καί τής ζήτησε νά τον σώση από τήν οργή καί τις απειλές τού πατέρα της. Μά ή "Αντμίρα ήταν δασκαλεμένη από ε­ κείνον, κι" αμέσως τόν ρώτησε: — Θά σέ βοηθήσω καί θά σού χαρίσω όσα παιχνίδια θέλεις, άρκεΐ νά μού πής τό μυστικό σου. ^ — Μή ζητάς, μικρή μου φίλη, τήν συμβούλεψε ό μι­ κρός "Ινδός, νά σού πώ τό μυστικό μου, γιατί θά σέ βρή μεγάλο κακό. Κι" ή μητέρα μου πού τόμαθε —έτσι στην τύχη χωρίς νά τής τό πώ— έπαθε σΜμφορά: Μ" έχασε καί


11

ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

Τό μαγικό σπαθί τινάχθηκε στον

ιάέΐρα έτοιμο

να

κόψηι κεφαλιά.

ϊσως να μή' μέ ξαναδή. Δεν σου τό λέω, λοιπόν, γιατί είσαι καλό κορίτσι. Σέ συμπαθώ και 6έ θέλο;> τό κακό σου. Ή Άντμίρα δεν πίστεψε τον Ζαμποΰ καί τον ρώτησε: -— Τότε γιατί δεν τό λες του πατέρα μου να πάθη έκείνος το κακό; -— Γιατ-ί τότε, δικαιολογήθηκε ό Ζαμποΰ, όλοι θά πι­ στέψουν πώς εγώ είμαι ή αιτία που θά φανερωθή ξανά τό σπαθί νά τον σκοτώση καί θά «με κρεμάσουν. Ή -μικρή Άντμίρα τρόμαξε. — Έσύ/ λοιπόν, διατάζεις τό ιμαγικό σπαθί; Εκείνη τη στιγμή στο μικρό δωμάτιο πού βρισκόταν τά 5υό παιδιά ακούστηκε ένα τρίξιμο περίεργο. — Φυλάξου, Άντμίρα!, φώναξε ό μικρός Ζαμποΰ πού ήξερε τί έσήμαινε αυτό τό προειδοποιητικό τρίξιμο. Τό σπαθί θά σέ σκοτοοση! Ή μικρούλα έκανε πίσω τρομαγμένη, μά τό μαγικό” σπαθί δέ φαινόταν πουθενά. «Τρικ!, τρικ!». Δεύτερο τρέξιμο: Ό Ζαμποΰ τότε πιά­ νο ιπ ας τή μικρή του ίλη από τό χέρι τήν ώδήγησε πίσω άπό τήν βαρεία βελούδινη κουρτίνα τοΰ παράθυρου. — Θά μου πής τό μυστικό σου, μήπως;, ρώτησε μέ λαχτάρα ή Άντμίρα. Λ

\

/

·


12

ΤΟ ΣΠΑΘΙ

Ό φόβος της είχε έξαφανιστή. — Ναί! Τώρα θά σου τό ττώ!, απάντησε ό Ζαμπού.^ Παραμέρισε τό λευκό του χιτώνα πού σκέπαζε τη μέ­ ση του καΐ τής έδειξε μια μικρή φιλντισένια θήκη σπαθιού. — Να! 5 Εδώ τό έχω κρυμμένο! τής είπε. Πρόσεξε! ^ Ή Άντμίρα γούρλωσε τά μάτια της. ^Ηταν μιά^ μικρή θήκη, όχι μεγαλύτερη στο μήκος από ένα κοινό μολύβι. Ό Ζαμπού έπιασε τή λαβή τού μικρού σπαθιού που ήταν σφη­ νωμένο εκεί μέσα και τό τράβηξε έξω. Μέ μιας τότε τό σπαθί άρχισε νά μεγοολώνη και τέλος έγινε πέντε φορές μακρύτερο άπό τή θήκη του! Ή άτσάλινη λεπίδα φώτισε τό μέρος έντονα. Ό Ζαμπού τό κράτησε ψηλά κι’ ύστερα μέ τον ίδιο τρόπο τό τρύπωσε στ ή θήκη. — Ικανοποιήθηκες τώρα;, εΐπε. Ή Άντμίρα δέ ιμιλούσε. Κύτταζε μόνο τό μαγικό σπαθί. Δέν μπορούσε νά χωρέση ό νους της πώς ένα τόσο με­ γάλο σπαθί χωρούσε μέσα σέ μιά τόσο^ μικρή θήκη. Ό Ζαμπού κατάλαβε τήν άπορία της καί τής εξήγησε: — Ή μικρή θήκη πού φορώ δέν είναι τού σπαθιού. Μού τήν χάρισε ή μητέρα μου κι’ ήταν τού πατέρα μου. Τή ζώστηκα καί τήν εΐχα γιά παιχνίδι γεμίζοντας την μέ σπόρους καλαμποκιού. Μιά ήμέρα όμως, όπως έτρεχα στο δάσος, ακόυσα ένα τρίξιμο, πού προερχόταν άπό κάπου πολύ κοντά. Τότε είδα νά πετιοΰνται άπό τή θήκη μου τά σπειριά τό καλαμπόκι. Δέν πρόλαβα νά συνέλθω άπό τήν έκπληξι και βλέπω .μπηγμένο στο χώμα ένα μεγάλο σπα­ θί. Τό έπιασα άπό τή λαβή του... Τό ξέχωσα καί τό εξέ­ ταζα... μέ περιέργεια. «Βρήκα σπαθί γιά τή θήκη μου», εΐπα μέ χαρά. Μά ή θήκη μου ήταν μικρή καί γρήγορα ά“ πογοητεύθηκα, γιατί έβλεπα πώς δέν θά χωρούσε εκεί μέ­ σα ούτε ή μύτη του. Πράγματι τό σπαθί ήταν ένα μέτρο μακρύ καί ή θήκη σάν τό δάχτυλό μου. Κι5 όμως —θά τό πιστέψης, ’Αντμίρα;— στήν τρίτη προσπάθειά μου νά τό χώσω μέσα στή θήκη αυτό μαζεύτηκε κύ έφάρμωσε μέσα σ5 αυτή μιά χαρά. Τά έχασα!\. Έδώ ό Ζαμπού διέκοψε τήν άφήγησί του. Τήν προσο­ χή του τήν είχε τραβήξει ή έκφρασι τής μικρής Άντμίρας. ’Έστεκε ακίνητη μέ τό στόμα άνοιχτό καί τά μάτια στηλωμένα στο σημείο πού βρισκόταν ή μικρή θήκη μέ τό μα­ γικό σπαθί. Ό Ζαμπού άνησύχησε μέ τό φέρσιμό της. Θάρρεψε πώς είχε πάθει κανένα κακό: Τρέλλα ή βουβαμάρα!


ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

13

Τής μίλησε. Τής φώναξε. Την σκούντησε. Τίποτε. Ή μικρή Άντμίρα έμενε βουβή! Ό Ζσμποΰ κοητάλαβε τί εΐχε ττάθει.^ Ναί! Ή Άντμίρα είχε βουβαθή! Είχε χάσει τη μιλιά Τη^! * "Οταν ό μαχαραγιάς μπήκε στο δωμάτιο μέ την έλπίδα ν’ άκούση άπό τά χείλη τής κόρης του την ποθητή εϊδ^= σι, βρήκε τον Ζαμπού ζαροομένον κατάχαμα σε μια γωνία. Κοντά του καθόταν ή κόρη του. Φαινόταν κίτρινη άπό τό φόβο της καί ό Γραβάμ άνησύχησε. Τήν έπιασε καί τή σή­ κωσε στά χέρια του, ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα στον τρομοκρατημένο Ζαμπου. Τρέμοντας άπό θυμό καί φόβο ό μαχαραγιάς άρχισε απανωτά τις ερωτήσεις στην κόρη του. Μά εκείνη του άπαντουσε μόνο μέ χειρονομίες ακατανόητες. Τότε σόον θη­ ρίο αυτός στράφηκε στον Ζαμπου. έτοιμος νά τον λυώση μέ τή βαρεία μπόττα του. — Τό σπαθί, άφέντη μου!, πρόλαβε καί είπε ό Ζαμ που χώνοντας τό κεφάλι στά σκέλια του. Βουβάθηκε μό­ λις τό είδε! Τώρα, ό Γκραβάμ άφησε τήν Άντμίρα καί έπιασε τον Ζαμπου. — Φανερώθηκε τό σπαθί;, ούρλιαξε. — Ναί, αφέντη μου! Μά δεν τήν πείραξε. "Ετσι πήρα θάρρος καί τή^ μίλησα γιά τό μυστικό μου. Δεν πρόλαβα όμως νά τής τό αποτελειώσω καί είδα ότι εΐχε κοπή ή μι­ λιά της! Ό μαχαραγιάς πήρε πιά^ τήν άπόφασί του. Έγκατέλειψε κάθε άλλο σχέδιο πού είχε στο μυαλό του καί διέτα­ ζε τούς ανθρώπους του νά πιάσουν καί νά θανατώσουν τον μικρό Ινδό. Αφού, μόλις πάτησε τό πόδι του στο παλάτι, άρχισε νά τον κατατρέχη ή τύχη, άλλη λύσι δεν έμενε πα­ ρά ό θάνατος αυτού τού μικρού μάγου πού εξούσιαζε τό σπαθί, μέ τό όποΐο σκορπούσε τον τρόμο καί τό θάνατο. Ναί! Μέ τό πέσιμο τού κεφαλιού του, θάπεφτε κι* ή δυναμι τού σπαθιού! Τώρα πιά δεν τον ένδιέφερε νά μάθη κανένα μυστικό. Αδιαφορούσε γιά τις απειλές τού άσπονδου εχθρού του— τού μαχαραγιά, τού Κοτζάμ — έναντίον' τού οποίου ήθελε νά χρησιμοποίηση τό σπαθί. Τώρα τό μόνο πού τον ένδιέφερε ήταν ή έξόντωσι τού Ζαμπου καί τού σπαθιού του καί ή^ άποκατάστασι τής υγείας τής Άντμίρας. Τί νά τό κάνη τό σπαθί, άφου δεν θά είχε τή δυναμι νά τό έξοι>


14

ΤΟ ΣΠΑΘΙ

σιάση καί να έκδικηθή, μέ αυτό τούς εχθρούς του, πού από στιγμή σέ στιγμή ήσαν έτοιμοι να εισβάλουν στη μικρή του χώρα και να την υποδουλώσουν; "Εκανε ωστόσο μια τελευταία προσπάθεια. Καί αυτό επειδή συλλογίστηκε την1 κόρη του, πού έκλαιγε μέ άναψυλητά πεσμένη επάνω στο σοφά. • — Πες στο σπαθί νά ξαναδώση τή μ.ιλ.ιά στήν κόρη μου!, βρυχήθηκε στο Ζαμπού. ' — Δεν είναι στο χέρι μου, αφέντη,^έκανε ο Ζαμπού με ραγισμένη φωνή. Έκεΐνο πρώτο θά μου στείλη τό^ μύνημά του. Έγώ δεν έχω καμιμιά δύναμι. Μόνο πού ξέρω από πριν τί θέλει καί τί θά κάνη. Μέ προειδοποιεί. — Σέ προειδοποιεί; Πώς; — Μ5 ένα τρίξιμο. Τότε ξέρω πώς ^συμφωνεί μαζί^ μου ή ότι θά μέ γλυτώση. "Ετσι έγινε μέ τό φίδι και μέ το Ριζαμά πού πήγε νά μέ πνίξη. -αφνικά μιά σκέψι πέρασε από τό νου του 3 Ινδού με­ γιστάνα. "Ωρμησε κι’ άρπαξε τό Ζαμπου από τούς ώμους. —Γδύσου!, του φώναξε σάν μανιακός. Γδύσου νά σέ ψάξω! Επάνω σου κρατάς τό καταραμένο σπαθί! Καί, πρίν ό Ζαμπου προλάβει νά ^πάρη άνάσα, ό μα­ χαραγιάς του ξέσχισε τον άσπρο χιτώνα. · Ή μικρή θήκη φάνηκε στά έκπληκτα μάτια τού Γκραβάμ. Ή μικρή ’Αντμίρα, πού παρακολουθούσε άλαλη τή σκηνή/ άφησε τή θέσι της και βγήκε έξω τρέχοντος, ίσως γιά νά καλέση βοήθεια μέ νοήματα, επειδή δεν μπορούσε νά ψωνάξη. Ή θέα τής θήκης καί τού σπαθιού τής έλεγε οτι ό πατέρας της κινδυνεύει... Ό Ζαμπού χούφτωσε μέ δύναμι τή λαβή τού σπαθιού. Μά ό μαχαραγιάς τού χτύπησε τό; χέρι καί τού τό παράλυσε. "Υστερα τοελλός από χαρά καί φόβο μαζί, τράβηξε τό (μαγικό σπαθί. Μά ή χαρά του έμεινε ανικανοποίητη, γιατί στο χέρι του δέν κρατούσε παρά ένα ξύλινο σπαθάκι πού τον έκανε κωμικό. — Παλιόπαιδο, βρυχήθηκε καί · τού · πέταξε κατάμου­ τρα τό παιχνίδι. Δέν ξέρεις, λοιπόν, πού βρίσκεται τό μα­ γικό σπαθί κΓ από ποθ φανερώνεται; Σαστισμένος ό Ζαμπού, κουνούσε ολοένα τό κεφάλι του· χωρίς νά μιλάει. Πού νά ξεστομίση καί.νά πή τίποτα γιά τά περίεργα καπρίτσια τού μαγικού του σπαθιού. ?Η­ ταν χαμένος. Καί ασφαλώς πάλι θά ήταν χαμένος, άν ό μαχαραγιάς πάνω στο θυμό του έσπαζε τό ξύλινο σπα­ θάκι ! Ό Ζαμπού τό ξανάβαλε βιαστικά στη θήκη του,


15··

ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΊ

ένώ ό μαχαραγιάς έ'φευγε, προφέροντας την τρομερή φο­ βέρα του: · — Αύριο τό πρωί, κόβεται τό κεφάλι σου και έτσι, ησυ­ χάζουμε όλοι μας! "Ενας αποκεφαλισμός Ο ΑΛΛΟ πρωΐ όλα ήσαν^ έτοιμα στο μεγάλο προαύ­ λιο του παλατιού για τον αποκεφαλισμό του Ζαμποΰ. 5Από νωρίς, οί σάλπιγγες ε^χαν συγκεντρώσει όλους τούς υπηκόους του μαχαραγιά Γικραβάμ, πού περίιμεναν μέ ανυπομονησία τό τέλος τού μικρού μάγου. Ό Ριζαμά μέ τούς ανθρώπους του είχε διαδόσεί στον κόσμο φοβερά και τρομερά πράγματα για τον Ζαμπού. "Ετσι, μόλις ό μικρός Ινδός παρουσιάστηκε επάνω στη στημένη εξέδρα, άρχισαν τίς κατάρες, τις βρισιές. Οι πιο φανατικοί τού πετούσαν πέτρες. Ό Ριζ'μά, πού μισούσε όσο κανένας άλλος τον Ζαμπού, εΐχε ζητήσει τήν άδεια από τό μαχαραγιά νά τον αποκεφαλίσει ό ίδιος. Ό μαχαραγιάς είχε βγή στο μεγάλο μπαλκόνι τού παλατιού,· περιστοιχισμένος από τούς άξιωματούχους τού παλατιού, γιά νά θαυμάση τό θέαμα καί νά άπολαυση τη δυναμί του καί την εξουσία του. Οί σάλπιγγες σήμαναν σιωπή. Ό Ριζαμά, κρατώντας ένα τσεκούρι στο χέρι, .διέταξε τούς δυο βοηθούς του νά γονατίσουν τό Ζαμπού μπρος σ’ ένα κομμάτι από χοντρό κορμό δέντρου, όπου ό μικρός Ινδός θ’ άκουμπούσε τό κεφάλι του γιά.νά τού τό κόψη. ' . Ό Ζαμπού, πού είχε πιά πιστέψει στο τέλος τήςμικρής ζωής του, έστρεψε τό κεφάλι προς τό πλήθος. Τά δά­ κρυα είχαν στεγνώσει πιά στά μάτια του. "Ολη τή νύχτα, στο σκοτεινό κελί του, δεν είχε ακούσει καθόλου τό σωτή­ ριο τρίξιμο τού μαγικού σπαθιού του. Γονάτισε. Ό Ριζαμά σήκωσε τό τσεκούρι του ενώ ό ένας από τούς δυο βοη­ θούς του έπιασε τό κεφάλι τού. ζαλισμένου Ζαμπού.·.. Τό έσκυψε καί τό άκούμπησε επάνω στο χοντρό ξύλο.

Τ

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, ό Ριζαμά γύρισε τό κεφά­ λι^ του καί κύτταξε τό μαχαραγιά στο μπαλκόνι γιά νά πάρη τήν τελική διαταγή- του... Ό Γκραβάμ κούνησε τό κεφάλι καί τό τσεκούρι τού σωματοφύλακά του έπεσε βαρύ. Ένεχ κεφάλι ^κύλησε επάνω στήν εξέδρα. Μά αυτό δεν ήταν τού Ζαμπού, αλλά τού ' Ρ ιζαμά!' Πριν άντιληφθούν οί θεαταί τί είχε συμβή, μιά τεράστια λάμψι τούς στράβωσε»


16

ΤΟ ΣΠΑΘΙ

"Ολοι έσκυψαν τά κεφάλια γιά νά προφυλαχτοΰν. Μά, όταν τά σήκωσαν και είδαν τό τσεκούρι του Ριζαμά πεταγμένο πέρα και τον ίδιο ξαπλωμένο κατάχαμα καί... ακέφαλο, άρχισαν νά φωνάζουν και νά φεύγουν προς κάθε κατεύθυνσι σάν τρελλοί... "Οσο γιά τό μαχαραγιά, αυτός τρύπωσε αμέσως στο ιδιαίτερο διαμέρισμά του, τρέμοντας από τό φόβο του. Τό μαγικό σπαθί του Ζαμποΰ εΐχε^ πάλι έπέμβει την τελευταία στιγμή καί είχε .ματαιώσει τό εγκληματικό σχέ­ διο του Γκραβάμ. Στο μεταξύ όμως ό δυστυχισμένος Ζαμποϋ είχε πέσε_ι στά χέρια μιας τρομερής μάγισσας, θείας του μαχαραγιά Γκραβάμ. Ή μά/ισσα αυτή, πού λεγόταν Ζαρέμπα, ζούσε διακόσια χρόνια μέσα στο παλάτι καί τρεφόταν^ μόνο με αράχνες. Την ώρα, λοιπόν, πού ό Ριζαμά σήκωνε τό τσε­ κούρι του, ή Ζαρέμπα στεκότοα/ ακριβώς κάτω από την ε­ ξέδρα καί είδε το μαγικό σπαθί τού Ζαμποΰ νά κσβη τό κεφάλι τού κολοσσού. Χωρίς νά χάση ούτε στιγμή άπλωσε τό μακρύ της χέρι καί έπιασε τον Ζαμποΰ άπό τό πόδι. Τον τράβηξε κάτω, τον έκρυψε μέσα στο φαρδύ φουστάνι της καί απομακρύνθηκε χωρίς νά την άντιληφθή κανείς. -— Πού με πάς, γιαγια; ρώτησε ό Ζοομποΰ όταν βρέ­ θηκε μαζί της σ5 ένα ερημικό -μονοπάτι πού ώδηγοΰσε στο δάσος. — Μ’ έστειλε/ παιδί ιμου, ή ,μητέρα σου γιά νά σέ σώ­ σω άπό την κακία τών ανθρώπων. Άπό πέρα μακρυά έφταναν στ' αυτιά του οί αλαλαγ­ μοί τού κόσμου. — Τούς άκούς; έκανε ή Ζαρέμπα. "Ολοι αυτοί θέλουν τό κακό σου... Καλύτερα, λοιπόν, νά σέ κρύψω κοντά στη μητέρα σου, ώσπου νά μεγαλώσης καί νά δυναμώσης γιά νά τούς τιμωρήσης. Ό Ζαμποΰ, πού δε ζητούσε άλλο παρά την ήσυχία του, δέχτηκε τη συντροφιά τής γριάς μάγισσας. "Άλλωστε, τοϋδωσε κουράγιο τό .μαγικό του σπαθί πού τό ακούσε νά τρίζη στο πλευρό του. Σέ λίγο μπήκαν κΓ οί δυο στο δάσος κι5 έφτασαν σέ μιά άχυρένια καλύβα. — Πέσε νά κοιμηθής, παιδί μου, τού είπε ή μάγισσα Ζαρέμπα, καί τό πρωΐ, μέ τό καλό, ξεκινάμε γιά τή μητέ­ ρα σου. # Ό Ζαμποΰ/ πού ήταν τρομερά κουρασμένος άπό τις πολλές συγκινήσεις καί την πορεία, έπεσε χάμω στην ψά­ θα και τον πήρε αμέσως ό ύπνος.


17

ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

Τότε ή μάγισσα Ζα-ρέμπα γέλασε σατανικά και βγήκε άπό την καλύβα. Γύρισε στο παλάτι κΓ αμέσως πήγε νά συνάντηση τό μαχαραγιά. Τον βρήκε με τις κόρες του στο τραπέζι. Ό Γκραβάμ, μόλις την είδε, έδιωξε τα παιδιά του και την κράτησε κοντά του. 5Ανησυχούσε νά, μάθη για την τύχη τού Ζαμπού. "Ηξερε δτι τον είχε πάρει μαζί της, γιατί έτσι είχαν μείνει σύμφωνος από την προηγούμενη μέρα τής έκτελέσεώς του: Είχαν πή πώς, άν φανερωνόταν πάλι τό μαγικό σπαθί καί ματαιωνόταν ό αποκεφαλισμός του-, θά αναλάμβανε νά τον εξαφάνιση εκείνη με δικές της μεθόδους. — Λοιπόν; τη ρώτησε αμέσως. Τον κοίμισες; —Γιά δέκα χρόνια τουλάχιστον, απάντησε ή μάγισ­ σα Ζαρέμπα. Πράγματι ό Ζαμπού ήταν πιά ακίνδυνος γιά τό μα­ χαραγιά Γκραβάμ γιατί ή μάγισσα Ζαρέμπα, πριν φύγει από την καλύβα όπου κοιμόταν ό Ζαμπού, τούχε δώσει νά πιή ένα ναρκωτικό δικής της κατασκευής, που θά τον κρα­ τούσε κοιμισμένο γιά δέκα ολόκληρα χρόνια. Τό μυστικό του πύργου Α ΧΡΟΝΙΑ περνούσαν ήρεμα κι5 ειρηνικά σε όλη την πολιτεία τού μαχαραγιά Γκραβάμ. Ό Ζαμπού εΐχε ξεχαστή κας κανένα εξαιρετικό η δυσάρεστο περιστατικό δεν είχε συμβή σε όλη τη χώρα ώστε νά τον φέρουν στο νοΰ τους καί ν’ αποδώσουν τό κακό στο μι­ κρό Ινδό καί τό μαγικό σπαθί του. "Αλλωστε σε αυτή τή λησμονιά τού Ζαμπού από όλους είχε κατάλληλα βοηθήσει καί ή μάγισσα Ζαρέμπα πού είχε διαδόσει ότι ό Ζαμπού ήταν ένας κατεργάρης, πού τον είχε στείλει ό μαχαραγιάς τοΰ Γκοτζάμ —γείτονας καί αντίπαλος τοΰ άνηψιοΰ της Γκραβάμ—1 γιά νά τον τρομο­ κράτηση. Στο μεταξύ αύτό ό μαχαραγιάς είχε παντρέψει τις δυο κόρες του, τις μεγαλύτερες, καί ή μόνη του συντροφιά στο παλάτι ήταν ή Άντμίρα, πού είχε μεγαλώσει καί είχε γίνει μιά πολύ ωραία κοπέλλα. Άπό τότε πού ή Άντμίρα είχε χάσει τή μιλιά της εΐχε γίνει τό πιο συμπαθητικό πρόσω­ πο σε όλο τό ποελάτι καί σε όλη τή χώρα. Ό Γκραβάμ, πού ύπέφερε πολύ άπό αυτό τό ατύχημα τής αγαπημένης του κόρης, εΐχε κάνει τό πάν γιά νά την γιατρέψη καί νά τής ξαναδώση τή μιλιά. Ή μάγισσα Ζαρέμπα εΐχε δοκιμάσει όλα τά βότανα καί είχε εφαρμόσει όλες τις μαγείες της. "Αδικα. Ή Άντμίρα έμενε βουβή. Αυτό όμως τό μειονέκτη-

Τ


μά της την είχε κάνει νά μπαρ ή νά συνεννοήται μέ χειρο­ νομίες και τά πουλιά είχαν γίνει οί πιο αγαπημένοι της ψίλοι. Ιδίως τά περιστέρια του παλατιού τής κρατούσαν συντροφιά όλη την ήμερα. Μαζί της έτρωγαν κι* έπαιζαν. Ακόμα καί την ώρα του ύπνου της έστεκαν στο πλευρό της καί την συντρόφευαν. "Ενα πρωΐ πού ή βουβή βασιλοπούλα είχε πάει στο δάσος για νά κόψη αγριολούλουδα; ήρθε- καί κάθησε στον ώμο της ένας άγριος παπαγάλος κι* άρχισε νά τής μιλά καί νά τής'λέη ότι στο βάθος του δάσους, έκεΐ πού δεν έχει πατήσει ακόμα τό πόδι ανθρώπου υψωνόταν ένας πύργος που είχε εκατό μέτρα ύψος καί σχήμα σαν χοντρό φουγά- . ρο εργοστασίου. Έκεΐ ψηλά καί στην κορυφή τού πύργου ήταν φυλακισμένος ένας ώραΐος νέος... Μόλις ή- Άντμίρα ακούσε από τό ράμφος άοϋ παπαγά­ λου αυτά τά λόγια ή καρδιά της σκίρτησε. Είχε καταλάβει ότι ό φυλακισμένος έκεΐ πάνω νέος δεν μπορούσε νά ήταν άλλος από. τον Ζαμπού. Αυτό τό ύποπτεύθηκε γιατί πολλές φορές είχε ακούσει τον πατέρα της νά λέη στη μάγισσα

* 0 τ ερ άστ ι ο ς β 6α ς ά,ρπαξε τά τέσσερα παιδιά ένχο ό Ζαμπνυ γονάτισε κ ι ’ άρχ ι σ ε νά ττροσεύχεται

Ζαρέμπα ότι ό Ζαμπού δεν θά μπόρεση πιά νά τον ενόχλη­ ση καί νά τού πάρη κι5 εκείνου τή ιμιλιά γιατί τον είχε χτίσει ζωντανό στο πιο ψηλό κάστρο τού κόσμου. Μέ νοήματα αμέσως ή Άντμΐρα είπε στο φίλο της πα­ παγάλο νά την πάη στο «μέρος όπου υψωνόταν ό πύργος. Τό πουλί τότε πέταξε μπροστά. Παρουσιάστηκε όμως ένα μεγάλο εμπόδιο μέ την όμορφη βασιλοπούλα: Πώς θά μπορούσε νά τρέξη -μέσα στην πυκνή ζούγκλα; Θά καταξεσχιζόταν από τούς άγριους θάμνους καί τ’ αγκαθωτά κλαδιά των δέντρων. Ευτυχώς την εξυπηρέτησε μια στρου­ θοκάμηλος πού τής πρόσφερε την πλάτη της. Έτσι ή Άν~ τμίρα μπόρεσε σέ τρεΤς ώρες νά’βρεθή κάτω από τό πανύ­ ψηλο κάστρο. Έταν πράγματι ένα πολύ περίεργο χτίριο εκείνος ό πύργος, χτισμένος από τετράγωνες κόκκινες πέτρες καί χωρίς κανένα παράθυρο ή πόρτα. Δηλαδή ήταν ένας στρογγυλός τοίχος ϊδιος μέ χοντρό κορμό φοινικόδεντρου. Ό πύργος αυτός, πού όπως είπαμε είχε ύψος εκατό μέτρα, κατέληγε σέ μιά τετράγωνη- κορυφή. Έκοΐ πάνω ή κορυφή


20

ΤΟ ΣΠΑβΙ

σχημάτιζε τό μονοοδικό δωμάτιο του πύργου πού είχε και δυο παράθυρα. Τό ένα έβλεπε στην ανατολή καί τό άλλο στη δϋσι. Ή βασιλοπούλα, καβάλλα στη στρουθοκάμηλο, στάθη­ κε στη βάσι αυτοί) του περίεργου πύργου που μοιάζε μέ φάρο, και έκπληκτη μετρούσε μέ τό βλέμμα τό ύψος του. Ξαφνικά, στο άνοιγμα του μικρού παράθυρου της κορυφής, ή Άντμίρα είδε ένα κεφάλι. Ό ήλιος έρριχνε επάνω του τις αχτίδες του και τό φώτιζε μέ τέτοιο τρόπο, πού^φαινόταν πώς ήταν ένας δεύτερος ήλιος. Γύρω του πετουσαν σαν δορυφόροι καί σωματοφύλακες πολύχρωμα πουλιά. Ή Άντμίρα άφησε μια κραυγή χαράς πού τρόμαξε τήν στρουθοκάμηλο. Τό ζώο τινάχτηκε.ιμπρος κΓ έφυγε πετώντας πάνω στα νωπά χόρτα τήν όμορφη βασιλοπούλα. Ναι! Δέν μπορούσε νά ήταν άλλος από τον Ζαμποϋ ί ΚΓ εκεί επάνω ήταν ή φυλακή του! Πώς όμως νά τού φωνάξη αφού δέν είχε μιλιά; "Ανοιξε ή κοσμημένη τό στόμα της :μά από τό λαρύγγι της δέν έ“ γβαινε παράμόνοή αναπνοή της. ΚΓ όμως... "Οπως, στήν τρίτη προσπάθειά της νά φωνάξη/ άνοιξε πάλι τό στόμα της ακούστηκε τότε ή φωνή της νά σκίζη τήν ατμόσφαιρα τής ζούγκλας: — Ζαμπού! Έγώ είμαι. Ή Άντμίρα! Μιλούσε, λοιπόν; Πετάχτηκε όρθια σαν τρελλή. -αναφώναξε γιά νά πεισθή. Μά αυτή τή φορά ή φωνή της πνιγόταν στο λαρύγγι της. Ναί! *Ηταν βουβή κΓ ή φωνή πού ακούσε ήταν τής φαντασίας της. — Ζαμποΰουου!, ξανακούστηκε ή ϊδια φωνή. Έγώ εί­ μαι: ή Άντμίρααα! Ποιος ήταν, λοιπόν πού μιλούσε; "Οταν όμως είδε ε­ πάνω σ' ένα κλαδί τον παπαγάλο της, κατάλαβε ποιος ήταν ό ένοχος καί άρχισε νά γελά. * Τήν τρίτη φορά πού ό παπαγάλος ξαναφώναξε τήν ίδια φράσι, άπό τό ψηλό παράθυρο τής κορυφής τού πύρ­ γου ξετυλίχτηκε ένα λεπτό κορδόνι πού ή άκρη του έφτα­ σε ως τό έδαφος. Καί εύθύς αμέσως άρχισε νά κατεβαίνη σαν πίθηκος ένας νέος ντυμένος στά μεταξωτά. "Οσο πλη­ σίαζε προς τά κάτω ή αντρική αυτή σιλουέττα έπαιρνε τό κανονικό της σχήμα. Τέλος πήδησε στο έδαφος καί έτρεξε ν’^ άγκαλιάση τήν Άντμίρα πού έστεκε σάν άγαλμα καί κύτταζε τό κατόρθωμά του. — Άντμίρα! Αγάπη μου!, φώναζε ό μελαχροινός


ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

21

νέος. Καί πριν προλάβη ή όμορφη βασιλοπούλα ν5 αποφυ­ γή τό αγκάλιασμά του ένοιωσε τά χείλη του να κολλούν ατά δικά της. Τόση ήταν ή χαρά της πού βρισκόταν στην άγκοώιά του αγαπημένου της, ώστε χωρίς νά τό καταλάβη πώς, α­ νέκτησε και τό θεΐο δώρο τής ομιλίας. Ναι, τώρα μιλούσε! — Έσύ είμαι*, Ζαμπού; ακούσε ή Άντμίρα νά προ­ φέρουν τά Τ6ια της τά χείλη. -— Ναι Άντίρα! Ό Ζαμπου, αγαπημένη μου! Πώς βρέθηκες όμως έσύ μονή εδώ οπό δάσος; Έδώ μόνο τά πουλιά και τά θηρία ζουν. ^ — Μ5 έφερε ό παπαγάλος μου/ ξανάκουσε πάλι ή 5Αντμίρα τη φωνή τής νά λέη. Μιλούσε λοιπόν! Ήταν πραγματικότης! Πώς έγινε, όμως αυτό τό θαύμα; Ό Ζαμπού πού άντελήφθη τη χαρούμενη απορία της καί πού ήξερε τό κακό πού τής εΐχε κάνει, άθελα του, τό μαγικό σπαθί, τής έδωσε άμέσως την έξήγησι: -— Ανέκτησες τή μιλιά σου, Άνημίρα, από την υπερ­ βολική χαρά πού δοκίμασες. "Οπως την είχες χάσει τότε από τον υπερβολικό φόβο. Οί δυο νέοι, ευτυχισμένοι από αυτή τή συνάντησί τους, κάθησαν αγκαλιασμένοι στη ρίζα ενός δέντρου. Καί άρχι­ σαν τις εξηγήσεις. λ— Θυμάμαι -—τής είπε ό Ζαμπού— ότι τή στιγμή πού στεκόμουν μέ^ τό μυαλό χαμένο μπρος στο ακέφαλο πτώμα τού Ριζαμά^μέ πήρε μιά γριά γιά νά με πάη στή μητέρα μου. Μέ πήγε_ κάπου καί έκεΐ κοιμήθηκα. Πόσες ώρες όμως, δεν ξέρω. ~έρω μόνον πώς όταν άνοιξα τά μά­ τια μου βρέθηκα στην κορυφή αυτού τού πύργου... — Τον έχτισε επίτηδες ό πατέρας μου, τού εξήγησε ή ’Αντμίρα/ γιά νά μήν μπορή κανείς νά σέ γλυτώση. Στήν αρχή ή γριά αυτή πού λές, —πού είναι μάγισσα καί θεία τού πατέοα μου καί τή λένε Ζαρέμπα— σέ πήγε καί σέ κοίμισε σέ μιά καλύβα. Έκεΐ έμεινες κοιμισμένος ένα χρό­ νο. Επειδή όμως ό πατέρας μου φοβήθηκε, μήπως σέ βρή ό Μαχαραγιάς τού Κοτζάμ... -—^Γιατί, αγάπη μου, τό φοβήθηκε αυτό καί δέ φοβή­ θηκε τήν έκδίικησι τού μαγικού μου σπαθιού;, ρώτησε ό Ζαμπού. Ή Άντμίρα χάϊδεψε τά σγουρά μαλλιά τού αγαπημέ­ νου της: — Πιστεύει ότι τό σπαθί αυτό πού έχεις στή μέση σου ζωσμένο καί τό κρύβεις μ’ έπιμέλεισ τό έξουσιάζει ό μσχα-


ΤΟ ΣΠΑΘΙ

22

ραγιάς, του Κοτζάμ πού επιθυμεί την κατάχτησι τής χώρας μας. Φοβάται ακόμα πώς σέ μεταχειρίζεται^ γιά όργανό του μέ σκοπό να τον τρομοκράτη: Νά του σπάση τά νεύρα από τον τιρόμο καί την άγων ία ώσπου στο τέλος νά δεχτή τούς όρους του. Έδώ, ή Άντμίρα έρριξε μιά φοβισμένη ματιά στη μέ­ ση του. — Δέ μρυ είπες όμως, Ζαμπού: Που είναι τό σπαθί σου; Στο πήρε μήπως ή μάγισσα Ζαρ-έμπα; —- "Οχι, την καθησύχασε ό Ζαμπού. Τό έχω επάνω στο ερημητήριό μου γιατί τώρα καί αυτό μεγάλωσε σάν κι5 έμένα. "Οταν κατεβαίνω από την άητοψωληά μου δεν τό παίρνω μαζί μου γιατί φοβάμαι μήπως μου στήσουν παγίδα οι άνθρωποι τού πατέρα σου καί μου τό πάρουν. — Καί πώς έζησες τόσα χρόνια έκεΤ πάνω; —- Μέ τά'ζαν καί μ5 έντυναν τά πουλιά πού έγιναν οί πιο πιστοί μου φίλοι. Αυτά μούφερναν καί Τνες από φυτά κι* έφτιαξα την ανεμόσκαλα. Ή Άντμίρα γέλασε. —Καί νά σκεφθής, Ζαμπου, ότι ό πατέρας σέ φυλά­ κισε εκεί επάνω γιατί πίστευε πώς μόνο από φυσικό θάνα­ το ήταν δυνατό νά πεθάνης. Δηλαδή από την πείνα καί τή δίψα. Έτσι τον είχε βεβαιώσει ή μάγισσα Ζαοέμπα. Μά τις ευτυχισμένες αυτές στιγμές των δύο έρωτευμένων' ήρθαν νά τις ταράξουν ποδοβολητά. Κι5 οί δυο σηκώθηκαν όρθιοι. — Θσναι άνθρωποι σταλμένοι από τον πατέρα μου γιά νά μέ βρουν! Θεέ μου! Θά σέ πιάσουν! Ό Ζαμπού δεν έμεινε αδρανής. Μ’ ένα πήδημα απο­ μακρύνθηκε από κοντά της κι5 άρπαξε την άκρη τού λεπτού σχοινιού πού έφτανε στην κορυφή τού πύργου. Τ5 άλογα μέ τούς καβαλλάρηδες είχαν φτάσει κι3 όλας. Καί μόλις είδαν τον Ζαμπού νά σκαρφαλώνη στον πύργο σάν αίλουρος άρχισαν νά τού ρίχνουν τόξα. Τά τρία ραβδιά ΑΝΤΜΙΡΑ είχε πέσει λιπόθυμη από τό φόβο καί την αγωνία μήπως πάθη κακό ό αγαπημένος της Ζαμπού. Τότε την άρπαξε ένας από τούς στρατι­ ώτες τού μαχαραγιά, τήν έβαλε στο άλογό του καί μαζί της' επέστρεψε στο παλάτι, ενώ οί άλλοι συνέχιζαν ■νά ρίχνουν βροχή τά βέλη στον Ζαμπού πού είχε κατορθώ­ σει νά φτάση ώς τά μισά τού πύργου. Ή θέσι του ήταν κρίσιμη γιατί μπορούσε από στιγμή σέ στιγμή νά τον πε-

Η


ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

23

τύχη κανένα βέλος. Συνέβη δμως κάτι χειρότερο: "Ενα βέλος έκοψε τό ψηλό σχοινί κι5 ό Ζαμπού βρέθηκε^στό κε­ νό! Ευτυχώς όμοος πρόλαβε κι’ αγκάλιασε ^τον πύργο κι5 έτσι ματαίωσε τό πέσιμό του. Σ’, αυτή την επικίνδυνη στάσι. έμεινε ακίνητος πέντε λεπτά, ενώ τά βέλη τών εχθρών του βούϊζάν στ* αυτιά μσυ. Σκάφθηκε τότε νά φέρη τό σώμα του άπό Την. άλλη πλευ­ ρά τού πύργου': την αντίθετη. Δε δυσκολεύτηκε σ’ αυτό... Τώρα έδινε μικρό στόχο γιατί μόνο τά μισά χέρια του καί τά πόδια του ήσαν εκτεθειμένα στά βέλη..... ·Μέ τό κορμί του ταμπουρωμένο έτσι άρχισε ν’ άναρριχάται σαν σαύρα. Σε λίγο έψτασε στην κορυφή καί άπό τό παράθυρο τής αντίθετης πλευράς πήδησε μέσα στο ερημητήριό του καί ξαπλώθηκε αμέσως. Τώρα πού είχε κρυφτή τά βέλη είχαν αραιώσει καί τέ­ λος σταμάτησαν. Ανησυχούσε δμως γιά τήν Άντμίρα καί μέ προψύλαξι κύτταζε κάτω. Πουθενά δεν διέκρινε τούς διώκτες του. Ασφαλώς θά είχαν ψόγη γιά νά πάνε στο μαχαραγιά Γκραβάμ, τήν εί­ δη σι δτι ζοοσε. Δέ φοβόταν δμως τήν έκδίκησί του. νΗξερε πώς εκτός άπό τή δική του δύναμι —τή σωματική— πού ξεπερνοΰσε κι’ αυτή τή δύναμι τού .μακαρίτη Ριζαμά, είχε στή διάθεσί του καί τή μαγική δύναμι τού " σπαθιού του. Μέ μιάς τό ζώστηκε καί αποφάσισε νά ξανακατεβή καί νά τρέξη νά βοηθήση τήν Άντμίρα. * Ό μαχαραγιάς Γραβάμ τώρα πιά είχε γεράσει δέκα χρόνια. Τό αγέρωχο παρουσιαστικό του καί τό υπεροπτι­ κό ύφος του τό είχαν τσακίσει τά βάσανα καί οί πίκρες. Έκτος άπό τήν άναπηρεία τής κόρης του Άντμίρας, πού ήταν ό καθημερινός βραχνάς του, τον απασχολούσε καί ή μυστηριώδης στάσι τού μαχαραγιά τού Κοτζάμ πού ποτέ δέν είχε πάψει νά έποφθαλμιά τή χώρα του καί νά θέλη μέ κάθε τρόπο νά βρή ευκαιρία νά τήν κατακτήση... Καί νά πού ξαφνικά, τήν ημέρα πού ή Άντμίρα ανα­ κάλυψε τον Ζαμπού, αντήχησαν σαλπίσματα στις πύλες τών τειχών πού άνήγγειλλαν στούς κατοίκους τής πολιτεί­ ας δτι έφταναν άπεσταλμένοι τού .μαχαραγιά τού Κοτζάμ. Ό Γκραβάμ, ανήσυχος άπό τήν άπράόπτη αυτή πα­ ρουσία τους, έδωσε αμέσως διαταγές νά τούς παρσυσιάοσυν 'μπροστά του. Οι απεσταλμένοι ήσαν τρεΐς καί τον πλησίασαν μέ βα-


24

ΤΟ ΣΠΑΘΙ

ρειά επιβλητικά βήματα. Τον προσκύνησαν ψυχρά και τουδωσαν τρία ραβδιά. — Μάς τά έδωσε νά σου τά φέρουμε, είπε ό επικεφα­ λής τους, ό μαχαραγιάς μας: Ό μεγάλος Όμάρ. Ό Γκραβάμ πήρε τά τρία ξύλα και τά έξήτασε περί­ εργος. — Γιά ποιά δουλειά; ρώτησε μέ υποψία φέρνοντας στο νού του τό μαγικό σπαθί του Ζα^που. —Γιά νά μάς πής και νά τού πούμε ποιο είναι από ρίζα δέντρου, ποιο από κορμό δέντρου και ποιο από κλαδί, τού εξήγησε ό απεσταλμένος. Ή θρασεία αυτή άπαίτησι τού Όμάρ θεωρήθηκε αμέ­ σως άπό τον Γκραβάμ σάν ένα κακό σημάδι. — Κι5 άν δεν μπορέσω νά σάς δώσω τη σωστή άπάντησι σε αυτό τό αίνιγμα;, ρώτησε διατακτικά. — Θά εϊσβάλη στη χώρα σου ·μέ στρατό, άπάντησε αγέρωχα ό απεσταλμένος. Ή τρικυμία τού θυμού συνεπήρε τό μαχαραγιά. Χού­ φτωσε τά τρία ραβδιά κι5 άρχισε νά παραμιλά σάν δαι­ μονισμένος. Τέλος τούς είπε: — Θά σάς άπαντήσω αργότερα. Νά συμβουλευτώ >τρω­ τά τούς σοφούς τής χώρας μου. _Οί απεσταλμένοι άποσύοθηκαν στά διαμερίσματα, πού ό Γκραβάμ διέταξε καί τούς έτοιιμάσαν. Μόλις ή πρώτη συγκίνησι πέρασε, ό μαχαραγιάς συγ­ κέντρωσε στην αίθουσα τού συμβουλίου τούς ύπουργους του κΓ εκεί ζήτησε τη γνώμη τους. Κανείς δεν ήξερε νά δώση τη σωστή λύσι σ’ αυτό τό αίνιγμα. "Ολοι είπαν πώς αυτό ήταν μιά σκόπιρη αφορμή πολέμου καί πώς ύστερα άπό τό μαγικό σπαθί τού Ζαμπού, ήταν -μιά δεύτερη φάσι τού πολέμου των νεύρων,ποϋκανε ό ραχαραγιάς τού Κοτζάμ. Τότε ό Γκραβάμ διάλυσε τό συμβούλιο καί διέταξε νά οπλιστούν δλοΊ οί υπήκοοί του γιά ν’ αντιμετωπίσουν τήν έπίθεσι τού Όμάρ. * Ή έξαφάνισι τής κόρης του Άντμίρας ήταν τό δεύτερο πλήγμα πού ό μαχαραγιάς Γκραβάμ δέχτηκε τήν ίδια ή μέ­ ρα. Καί όταν τό απόγευμα τή βρήκαν καί τήν έ'φεραν στο παλάτι μέ τήν καταπληκτική είδησι ότι ή κόρη του μιλούσε, ύποπτεύθηκε ότι ό Ζαμποΰ δέν πέθανε αλλά ζή. Αμέσως έτρεξε καί τή συνάντησε;


ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

Ί [

2,5

—- Παιδί μου! ψώναξε μέ συγκίνηση και έσκυψε καί τή φίλησε. -αναβρήκες τή μιλιά σου; — Ναί, πατέρα, ακούσε αμέσως τή φωνή της να του λέη. Μου την ξανάδωσε τό φιλί ενός νέου: του Ζαμπού. Ό μαχαραγιάς Γκραβάμ ένοιωσε μιά μαχαιριά στην καρδιά του. — Του Ζαμπου!, τραύλισε. Ζε?, λοιπόν; — Ναί, πατέρα, ώμολόγησε Άντμίρα. Ζή. Αλλά κινδυνεύει άπό στιγμή σε στιγμή από τούς άνθρώπους σου καί πρέπει νά τον σώσης. —- Ποτέ!, βρυχήθηκε ό Γκραβάμ. Αυτός είναι ή κατα­ στροφή ή δική μου καί ή δική σου! Είναι κατάσκοπος τού μαχαραγιά τού Όμάρ!

Ό Ζαμπου καταφθάνει Άντμίρα κατάλαβε δτι ό αγαπημένος της βρισκό­ ταν σε σοβαρό κίνδυνο. Γύ αυτό κατέφυγε στον έμπιστο υπηρέτη της —τό γέρο Νουβά—- γιά^νά πάρη καμμιά εΤδησι γιά τήν τύχη του. Τον βρήκε νά κλαίη απαρηγόρητος γιά τήν κακή τύχη του αφέντη του. — Τί έχεις, Νουβά, καί κλαΤς; τον ρώτησε αμέσως ή Αντμίρα. —Μεγάλο κακό μάς βρήκε όλους, βασιλοπούλα μου. Ό μαχαραγιάς Όμάρ θά μάς κηρύξη πόλεμο άν δέ λύσου­ με τό αίνιγμα. — Ποιο αίνιγμα, Νουβά; έκανεάνήσυχη ή Άντμίρα. Ό γέρο - υπηρέτης είπε τότε στήν όμορφη βασιλοπού­ λα ποιο ήταν αυτό τό αίνιγμα προσθέτοντας ότι κανείς ως τώρα δέ μπόρεσε νά τό λύση. — Γύρισαν οί στρατιώτες πού έφυγαν γιά τό δάσος νά με βρουν;, ρώτησε ευθύς αμέσως ή Άντμίρα τό Νουβά. Είχε σκεφθή τί έπρεπε νά κάνη γιά νά σώση^ συγχρό­ νως καί τούς δυο: τον πατέρα της καί τό Ζαμπου: — Όχι, δέ γύρισαν, προγκίπισσά μου, τήν πληροφό­ ρησε ό Νουβά. "Ενας στρατιώτης όμως πού ήρθε πριν δέ­ κα λεπτά έφερε τήν είδησι ότι ένα ανθρωπόμορφο τέρας έχει καταφύγει σ’ ένα ψηλό πύργο καί προσπαθούν νά τον γκρεμίσουν γιά νά τον πιάσουν. Ή Άντμίρα δεν ήθελε νά μάθη περισσότερα γιά νά καταλάβη. Καί βιαστική έπέστρεψε στήν κάμαρά της, κον­ τά στά περιστέρια της...


26

ΤΟ ΣΠΑΘΙ

Στο μεταξύ αυτό ό Ζαμπού περνούσε κρίσιμες στιγ­ μές Μόλις πάτησε το πόδι του στα έδαφος και πήγε και κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο, ήρθε καί^κάθησε στον ώμο του ένα περιστέρι. Στο πόδι τού πουλιού ήταν δεμένο κά­ τι: ένα μικρό ρολό από χαρτί. Ό Ζαμπού έπιασε τό περιστέρι, ξετύλιξε τό χαρτί καί διάβασε... ^Ηταν από την Άντμίρα. Τουγραφε πώς ήταν καλά κι5 ότι τον περίμενε στα δωράτιό ^της νά τον κρύψη κάτω από τό κρεββάτι της. Τουγραφε ακόμα καί για τό αίνιγμα τού Όμάρ καί τον έξόρκιζε νά τού^ στείλη με τό περιστέρι της τη λύσι, γιατί κινδύνευε όλο τό βασίλειο τού πατέρα της. Εκείνη τη στιγμή τό · μαγικό σπαθί του έτριξε μέσα στη μικρή του θήκη καί ό Ζαμπού πλημμύρισε από χαρά. Θά τον βοηθούσε λοιπόν; Χωρίς δισταγμό τό τράβηξε έξω από τη θήκη του καί μέ τη μύτη του έκοψε λίγο την επιδερμίδα του στο μπράτσο. Μέ τό αίμα ταυ έγραψε στο πίσω μέρος τού γραμμένου χαρτιού τη λύσι τού αινίγμα­ τος πού τοδρθε μέ μιας στο νϋΰ. Κατόπιν τύλιξε τό χαρτάκι, τό έδεσε στο πόδι τού περιστεριού καί τό άφησε ελεύ­ θερο νά πετάξη. — Τώρα;, έκανε ό Ζαμπού σάν απομακρύνθηκε τό πε­ ριστέρι, πώς θά φτάσω στο παλάτι; Εΰτυχώς τον έβγαλε από τη δυσκολία ένας καβαλλάρης, ένας άνθρωπος του μαχαραγιά, πού ώρμησε επάνω του μέ τό ακόντιό του. Τον είχε αφήσει έκεΐ φρουρό ό επι­ κεφαλής τού άποσπάσματός, γιά νά παρακολουθή τις κι­ νήσεις του, ώσπου νά φέρουν οί στρατιώτες του τ όμηχάνημα πού θά κατεδάφιζε τον πύργο. Ή ξαφνική αυτή έπίθεσι ζάλισε τον Ζαμπού. Ευτυχώς έπεσε μπρούμυτα καί ή αιχμή τού ακόντιου τουξυσε μόνο την πλάτη. Αμέσως τότε σηκώθηκε καί μ3 ένα πήδημα, βρέθηκε πάνω στη ράχη τού άλογου καί πίσω από τον καβαλλάρη πουχε προσπεράσει. Τον αγκάλιασε σφιχτά δέ­ νοντας τά χέρια του μέ τά δικά του καί τέλος τον πέταξε χάμω. Τό άλογο τρόμαξε καί συνέχισε τον καλπασμό του α­ φηνιασμένο... Ό Ζαμπού όμως άρπαξε τό χαλινάρι του. Σέ λίγο γινόταν άφαντος μέσα στο δάσος. Ένώ ό Ζαμπού πλησίαζε στο παλάτι, ή μικρή Άντμίρα^ ενθουσίασε τον πατέρα της «μέ τη λύσι τού αινίγματος πού τής είχε στείλει ό αγαπημένος της μέ τό περιστέρι. -— Πατέρα!; τού φώναξε χαρούμενη. "Εμαθα γιά τό


'Ο Ριζαμά ύψωσε τό τσεκούρι για

'να κόψιη τό κεφάλι

τού1 Ζσ,μττοϋ.

αίνιγμα του κακού ιΌμάρ. "Ακούσε τί θά κάνης. Θά ρίξης μέσα σέ ζεστό νερό και- τά τρία ξύλα. Τό ξύλο πού θά πάη στον πυθμένα είναι κομμένο από τή ρίζα του δέντρου. Ε­ κείνο που θά πλέη στη μέση είναι κομμένο από τό νκορμό κι3· εκείνο πού θά πλέη στην επιφάνεια του νερού είναι κομ­ μένο από κλαδί. Ό μαχαραγιάς άναπήδησε από τή χαρά του κι’ αμέ­ σως διέταξε νά παρουσιαστούν μπροστά του οι απεσταλ­ μένοι του Όμάρ γιά νά τούς δώση τή λυσι. Επάνω στή χαρά του είχε ξεχάσει νά ρωτήση τήν κόρη του πώς πέτυχε αυτή τή λύσι του αινίγματος. Ή Ζαρεμπα όμως, πού πα­ ραμόνευε και ακούσε τήν Άντμίρα νά μιλά, υποπτεύθηκε πολλά καί πλησιάζοντας τον άνηψιό της τή στιγμή πού οί απεσταλμένοι του Όμάρ παρουσιάζονταν μπροστά του, του ψιθύρισε στο αυτί: -— Γκραβάμ! Σκέφθηκες μήπως ποιος έδωσε τή λυσι στο αίνιγμα αυτό; —- Ή κόρη μου!, απάντησε με υπερηφάνεια ό μαχα­ ραγιάς. —Τΐέφτεις έξω, άρχοντά μου, τούπε ή κακή μάγισσα. Όχι ή κόρη σου, αλλά κάποιος άλλος.


ΤΟ ΣΠΑΘΙ

— Ό... Ζαμπού! Έδώ δμως ή φωνή της πνίγηκε γιορτή ό Γκραβαμ άπαντοΟσε κιόλας στους απεσταλμένους του Όμάρ.^Τούς^ βρον­ τόφωνη σε τη λύσι του αινίγματος και οταν^ εκείνοι την πα­ ραδέχτηκαν σωστή καί έφυγαν μέ τό κεφάλι σκυμμένο, ο μαχαραγιάς άρχισε νά γελά πλατεία, τραντάζοντας μέ τά γέλια του δλο τό παλάτι: — Ό Όμάρ την έπαθε! γύρισε καί είπε στη θέιά του. Μπράβο στην κόρη μου! Είχε ξεχάσει τά προδοτικά λόγια τής Ζαρέμπα. Τά τρία πουλάρια ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΣ του Κοτζάμ έγινε ^ έξω φρένων, μόλις πληροφορήθηκε την πρώτη αποτυχία του. Μά ήταν άνθρωπος πεισματάρης και άποψασιστό­ κος κι;" ό σκοπός του ήταν ό πόλεμος. ΓΓ αυτό παράγγειλε μέ τούς άπεσταλμένους του στον μαχαραγιά Γκραβάμ νά τοΰ λύση ένα δεύτερο αίνιγμα. Φυσικά ό Γκραβάμ μόλις έμαθε τον κακό σκοπό τού εχθρού του έτρεξε αμέσως στην κόρη του. — "Άκου, παιδί μου, την ικέτευσε. Ό εχθρός μας προσπαθεί μέ κάθε τρόπο νά μάς έξοντώση. Πρώτα μάς έστειλε τον Ζαμπού μέ τό μαγικό σπαθί του γιά νά μάς τρομοκράτηση. Κατόπιν άρχισε μέ απειλές. Και τώρα μου παράγγειλε ένα δεύτερο αίνιγμά του! Και τής είπε ποιο ήταν αυτό τό αίνιγμα. Ή Άντμίρα φίλησε τον πατέρα της και τού ύποσχέθηκε πώς σέ πέντε λεπτά θά τού έλυνε και αυτό τό αίνιγμα» Μόλις ή "Αντμίρα βρέθηκε μόνη στο δωμάτιό της, κλεί­ δωσε την πόρτα καί έτρεξε καί χώθηκε κάτω από τό κρεββάτι της. — Χρυσέ μου Ζαμπού!, είπε στον αγαπημένο της πού την περίμενε έκεΐ κρυμμένος. Ό Όμάρ παρουσίασε στον πατέρα μου τρία πουλάρια, καί ζητεί νά τοΰ πή ποιο γεν­ νήθηκε τό πρωί, ποιο τό μεσημέρι καί ποιο το βράδι. ^ Ό Ζαμπού τή φίλησε γελώντας καί τής είπε, ευθύς με°= τά τό τρίξιμο τού μαγικού του σπαθιού. — Κάνε πώς κοιμάσαι, αγάπη μου, καί μπήξε μιά φωνή. Στον πατέρα σου, πού θά τρέξη κοντά σου, πές του πώς εΐδες ένα όνειρο. Καί τής εξήγησε τί θά έλεγε. "Έπειτα ή "Αντμίρα έμπηξε τή φωνή πού τής εΐπε ό Ζαμπού καί δταν ό μαχαραγιάς έτρεξε κοντά της, ή Άντμίρα τουπέ πώς τον είδε στον ύπνο της αιχμάλωτο στα χέ~

©


ίΦ

ήον ΤιώβΡέι

οια του τρομερού Όμάρ, και πώς ό παιδικός της φίλος — ό Ζαμπού—- έτρεξε καί τον απελευθέρωσε γιατί μπόρεσε καί ψιθύρισε σΤο αύτί του τή σωστή λύσι στο δεύτερο αίνιγμα. , Λ , , — Καί ποια ήταν αύτη; ρώτησε με ανυπομονησία ο Γκραβάμ< Δεν τήν ακόυσες; — Τήν ακόυσα. — Δεν τήν συγ κράτησες; Αντί όμως νά του άποοντήση ή 'Αντμιρα τού άπάντησε μια άντρικη φωνή: — Πάρε τρεις σκάφες: Στήν πρώτη ρίξε βρώμη, στη δεύτερη στάρι καί στήν τρίτη κριθάρι. Τό πουλάρι που θά προτίμηση νά φάη τή βρώμη γεννήθηκε τό πρωΐ. Τό που­ λάρι πού θά φάη τό στάρι γεννήθηκε τό μεσημέρι καί τό πουλάρι πού θά φάη τό κριθάρι γεννήθηκε τή νύχτα. Ό Γκραβάμ έμεινε μέ άνοιχτό τό στόμα καί γονατι­ στός άρχισε νά προσεύχεται. Ή διπλή προδοσία τής Ζαρ-έμπα ΤΑΝ οι απεσταλμένος τού Όμάρ πήγαν στον άρχοντά τους καί τή δεύτερη λύσι σωστή/ ό Ινδός μαχαραγιάς καταξέσχισε τά ρούχα του από τό κακό του. Ποτέ δέ θεωρούσε τον Γκραβάμ γιά έξυ­ πνο. Καί ούτε τούς συμβούλους του γιά σοφούς. Γιά μιά στιγμή πέρασε από τό νοϋ του ή προδοσία... Κάποιος πού ήξερε τή σημασία των αινιγμάτων θά τήν μαρτύρησε στον Γκραβάμ. Κάποιος πού ήθελε τό καλό του καί τό δικό του τό κακό. Δεν πρόλαβε όμως νά σκεφθή τον ένοχο αυτής τής προδοσίας καί νά, που στο κατώφλι φανερώθηκε τό σκιάχτρο ή Ζαρέμπα. Αμέσως ό Όμάρ εξαγριώθηκε μαζί της. — Κακούργα μάγισα!, τής βροντοφώναξε. Μπροστά μου κάνεις τό φίλο καί πίσω μοΰ σκάβεις τό λάκκο! Ποιος μαρτύρησε τά αίνίγματά μου στον Γκραβάμ; — Ό Ζαμπού!, απάντησε ξερά ή Ζαρέμπα. — Ό Ζαμπού;, έκανε κατάπληκτος ό Όμάρ. Τολμάς, λοιπόν, καί μέ περιπαίζεις ακόμα; —· "Όχι άρχοντά μου, έπέμεινε ή μάγισσα πούπαιζε διπλό παιχνίδι γιά νά έξοντώση καί τούς δυο άρχοντες καί νά γίνη βασίλισσα όλων των Ινδιών. -έρεις πολύ καλά ότι ποτέ δέ θέλησα τήν προκοπή καί τήν έπικράτησι τού αντι­ πάλου σου. — έρεις καί ξέρω ότι ό Γκραβάμ σφετερίστηκε τό αξίωμά του άπό τον μεγαλύτερο αδελφό του: τον Σου-

Ο


ίύ

τηι

Τύ ΙΠΑβϊ

τζάμ. Είναι άνηψιός μου, ,μά τον μισώ και πασχίζω τον άψανισμό του.. Μά κάποιος άτίό χρόνια τώρα έχει μπή στη μέση -και μάς χαλάει τά σχέδια. Ό Ζαμπου! Κρατά καί εξουσιάζει ένα μαγικό σπαθί που -μπορεί νά κόψη εκατό κεφάλια στο λεπτό. Ό Όμάρ δεν ήθελε ν’ άκούση περισσότερα. Έδωσε μια τρομερή κλωτσιά στην κοιλιά τής Ζαρέμπα καί την ξάπλωσε χάμω. Ή μάγισσα άρχισε ένα’ φριχτό βογγητό. — Κι’ εσύ φοβάσαι, μεγάλε καί δειλέ Όμάρ] Τό τέ­ ρας του φόβου σ' έχει άδράξει μέ τά πλοκάμια του καί σε βροντοχτυπά μέρα καί νύχτα! 5Ανασηκώθηκε καί έτριξε τά σουβλερά της δόντια. '— Είσαι δυνατός, στέναξε, καί τό πόδι σου μου πλή­ γωσε τά σωθηκά/ μά τό κερί τής ζωής σου είναι λιγοστό... Ό φόβος σου τό λυώνει κάθε μέρα καί τό μαγικό σπαθί του Ζαμπου θά σβύση ή φλόγα του για πάντα! Ό Όμάρ πήδηξε επάνω της καί άρχισε νά τήν χτυπά; ώσπου ή κακή μάγισσα έβγαλε έξω τη γλώσσα της καί ξερνούσε αίμα. — Φέρτε μου τον Ζαμπου! > οϋρλιαξε ό μαχαραγιάς Ομάρ χοροπηδώντας. Τον Ζαμπου! Τον Ζαμπου! & Ή τρίτη άπαίτησι τών απεσταλμένων του μαχαραγιά Όμάρ ήταν ό Τδιος ό Ζαμπου: .Τον ζητούσε νά του* τον παραδώση μέσα σέ τρεΐς μέρες ζωντανό καί μαζί μέ τό μαγικό σπαθί του.. Ό Γκραβάμ κάλεσε την κόρη του Άντμίρα καί τής εί­ πε οτι ό Όμάρ ζητούσε όμηρό τον αγαπημένο, της. Μά πριν προλάβη ν’ αποτελείώση τη φράσ.ι του, ή Άντμίρα άρχισε νά κλαίη. — Μή λυπάσαι, παιδί μου, γι’ αυτό, την παρηγόρησε ό Γκραόάμ μέ προσποιητή συμπόνοια. Μπορεί έτσι νά η­ συχάσουμε. Καί τά λίγα χρόνια τής ζωής μου νά τά πε­ ράσω χωρίς κανένα φόβο' πιά καί χωρίς κανένα πάθος. Αρ­ κετά ύπέφερα ώς τώρα... Ή Άντμίρα κρατούσε τά χείλη σφιγμένα. Ό πόνος τής έδενε τήν καρδιά. — Πιστεύεις, πατέρα, ότι ό Όμάρ ζητά τον Ζαμπου γιά τό καλό μας; Όχι!. Τον θέλει γιατί έμαθε πώς ή μα­ γική του δύναμι είναι δική μας δύναμι τώρα. Μάς φοβάται καί θέλει νά · μάς άφοπλίση γιά νά μάς χτυπήση κατόπιν δίχως έλεος.


31

ΠΟΥ ΤΊΜΠΡΕί

— Αποφάσισε μόνη σου, παιδί μου, τής είπε τότε ό Γκραβάμ. Ή αγάπη σου θά σου δείξη τό σωστό δρόμο μέ τη σωτηρία τη δική σου καί τή δική μου. Καί κλείστηκε στο διαμέρισμά του χωρίς άπό τότε νά. δώση σημεία ζωής μέσα στο παλάτι. * "Οταν ή 'Αντμίρα μίλησε στον Ζαμπου για την τρίτη διαταγή του μαχαραγιά Όμάρ, τό μαγικό σπαθί του έ­ τριξε στη θήκη του πιο δυνατά άπό κάθε άλλη φορά. — Τό σπαθί μου, άγάπη μου, τής άπάντησε, μέ δια­ τάζει νά παρουσιαστώ μπροστά του. "Ισως νά θέλη νά του κόψη τό κεφάλι! —- Κύ άν προλάβη εκείνος καί κόψει τό δικό σου;, ρώ­ τησε ή Άντμίρα μέ φωνή που έτρεμε. Ό Ζαμποϋ πού τις τελευταίες αυτές μέρες, κρυμμένος μέσα στην κάμαρα τής άγάπη μένης του, περνούσε ανήσυ­ χες στιγμές, τής'χάϊδεψε τά μαλλιά, τή φίλησε καί την κα­ θησύχασε. — Μή φοβάσαι. "Εχω τό σχέδιό μου. Έσύ μόνο ,πρρσεχε τον πατέρα σου μήπως ό φόβος του τον κάνει ώ άλλάξη γνώμη καί μάς προδώση. Κι’ αφού τής εξήγησε τό τολμηρό σχέδιό του, ό Ζα­ μπου άποχαιρέτησε την άγάπη μένη του καί πηδοόντας άπό τό άνοικτό παράθυρο χάθηκε στον κήπο. Ό θρίαμβος τής Δικαιοσύνης Ι

Ο

άπεσταλμένοι τού Όμάρ έπέστρεψαν στο πα­ λάτι μέ τον Ζαμπου.

—Έσύ είσαι ό Ζαμπου; ρώτησε ό μαχαραγιάς του Κοτζάμ. —-Μάλιστα, μεγάλε Όμάρ, άποκρίθηκε ό Ζαμπου. Βρί σκομαι στη διάθεσί σου. —Μέ πληροφόρησαν δτι έσύ έλυσες τά αινίγματα στο μαχαραγιά Γκραβάμ, τουπέ. Είναι άλήθεια; —Μάλιστα, άρχοντα μου, άπάντησε ό Ζαμπου. —ΚΓ δτι έχεις ένα μαγικό σπαθί πού κόβει κεφάλια. -—Μάλιστα, άρχοντά μου, ώμολόγησε ό Ζαμπου μέ κα­ ταπληκτική ψυχραιμία. Ό Όμάρ τραβήχτηκε πίσω. -—Είναι, λοιπόν, άληθινά, τά λόγια τής μάγισσας; τραύλισε. Στά χείλη του νέου φάνηκε ένα χαμόγελο. Είχε άκου-


ίϊ

ΤΟ ΐΠΑβί

σει τό προειδοποιητικό τρίξιμο τοΰ σπαθιού του και τό θάρρος του μεγάλωσε. Δεν φοβόταν κανένα.^ —Νά σου εξηγήσω, άρχοντα «μου, τού είπε ό ατρόμη­ τος και μυστηριώδης νεαρός Ινδός. Ή δύναμί μου στη­ ρίζεται στο φόβο των άδικων ανθρώπων. ’Άν έχης λοιπόν, άδικήση ή σκοτώση άδικα άλλους ανθρώπους^ και φοβάσαι την έκδίκησί τους, τότε τό σπαθί πού κρατώ γίνεται μα­ γικό. Κι5 άν ό φόβος σου πάλι σε βάλη νά μου κάνης κακό τό σπαθί μου ευθύς θά σου κόψη τό κεφάλι: Τό δικό σου και κάθε άλλου πού θά μπή στη μέση ! Τά μαγικά αυτά λόγια του Ζαμποΰ κατατρόμαξαν το Μαχαραγιά γιατί τά χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Μά ό θυμός του δεν τον άφησε νά σκεφθή λογικά. —Π άρτε τον από μπροστά μου, τον απατεώνα, ορυχήθηκε, και κρεμάστε τον! Σέ λίγο ό Ζαμποΰ είχε δεχθή καή τρεις^ στρατιώτες τον ανέβασαν στην έτοιμη εξέδρα, στη μεγάλη πλατεία, γιά νά τον κρεμάσουν. Μά μόλις τού πέρασαν τη μαύρη κουκούλα στο λαιμό και τό σώμα του κρεμάστηκε από τή θηλειά φανερώθηκε στον αέρα ένα ολόλαμπρο σπαθί κι' έ­ κοψε τό σκοινί! Πανικός έπεκράτησε σέ δλη την πλατεία όπου είχε στηθή ή αγχόνη. Πολεμικές κραυγές κι' αλαλαγμοί δονοΰοσν την ατμόσφαιρα ενώ αμέτρητα βέλη άρχισαν νά μπήγωνται στά κορμιά τών ανθρώπων του Όμάρ! Τί εΐχε συμβή, λοιπόν; Γιά νά καταλάβουμε πρέπει νά ξαναπάμε στο παλάτι του Μαχαραγιά Γκραβάμ καί νά πα ρακολουθήσουμε τά γεγονότα ευθύς μόλις ό Ζαμποΰ πή­ δησε από τό παράθυρο τής αγαπημένης του Άντμίρας. "Οταν ή Άντμίρα λοιπόν, βρέθηκε μόνη, δεν έμεινε ούτε λεπτό αδρανής. "Έβγαλε τά ρούχα της καί φόρεσε την πολεμική στολή τού πατέρα της πού τής πήγαινε θαυ­ μάσια καί την μετέβαλε σ’ ένα λεβεντόκορμο παλληκάρε "Υστερα, μέ τή βοήθεια τού πιστού υπηρέτη της—τού γέρο Νσυβά-—κλείδωσε τον πατέρα της στο ιδιαίτερο δια­ μέρισμά του κι5 ή ίδια άνέλαβε την άρχηγία τού στρατού πού ήταν έτοιμος άπό πριν γιά ν’ αντιμετώπιση την έπίθεσι τοΰ στρατού τοΰ Όμάρ. Έπί κεφαλής τοΰ στρατού της ξεκίνησε μόλις βράδυασε, ακολουθώντας τά ορεινά -μονοπάτια, μέ σκοπό νά πάη καί νά βρή τον Όμάρ νά τον χτυπήση ιμέσα στο πα­ λάτι του. "Έτσι, όταν ό Ζαμποΰ οδηγήθηκε στην έξέδρα γιά νά κρεμαστή, ανάμεσα στο πλήθος πού παρακολου-


ΠΟΥ ΤΙΜΩΡΕΙ

33

θουσε τον απαγχονισμό του ήταν κι5 ή Άντμίρα πούδωσε τό σύνθημα τής έπιθέσεως. Οι στρατιώτες της ττού είχαν σχηματίσει γύρω της έ­ ναν προστατευτικό κύκλο, χτυπούσαν άλύπητα μέ τα σπα­ θιά τους τούς εχθρούς, ενώ οι τοξότες από μακρυά, άνεβασμένοι στά διάφορα ψηλά μέρη τής πλατείας, συνέτριβαν την πρώτη άντίστασι τής μικρής φρουράς πού αποτε­ λούσε τό εκτελεστικό απόσπασμα του Ζοομπου έπάνοο στην εξέδρα. Στην αρχή ή αιφνιδιαστική αυτή έπίθεσι έπέφερε σύγχυσι. Οί άνθρωποι του Όμάρ έτρεχαν σάν τρελλοί... Φο­ βισμένοι από τή λάμψι του μαγικού σπαθιού του Ζαμπού πήγαιναν νά βρουν μέρος ασφαλές για νά γλυτώσουν τό κεφάλι τους. "Έτσι ή 5Αντμίρα βρήκε εύκολα τήν ευκαι­ ρία νά πλησιάση τό δεμένο Ζαμπου και νά λύση τά δεσμά του. —Τί γίνεται; ρώτησε ανήσυχος ό Ζαμπου. —"Ως τήν ώρα επικρατούμε, τον πληροφόρησε ή Άντμί­ ρα. Πρέπει όμως νά βιαστούμε νά αιχμαλωτίσουμε τον Μα χαραγιά πριν φτάση τό κύριο σώμα τού στρατού του καί τό ιππικό του, πού είναι έξω από τήν πόλι... Δεν είχε τελειώσει τά λόγια της, όταν από τήν κορυφή τοΰ άντικρυνοΰ λόφου φάνηκε ή πρωτοπορεία τού εχθρικού ιππικού. Ή μικρή δύναμις τής Άντμίρας κατέλαβε αμέσως επί­ καιρες θέσεις γιά ν’ άνακόψη τήν ορμή τού έπερχομένου ίπ πικού ενώ ό Ζαμπού έτρεξε μόνος στο εσωτερικό τοΰ πα­ λατιού γιά νά βρή καί νά πιάση τον Όμάρ. Ένώ έξω άρχιζε ή μάχη, ό Ζαμπού μέ τό μαγικό σπα­ θί του στο χέρι είχε βρή τόνι Όμάρ στά υπόγεια τοΰ πα­ λατιού του και μπλέχτηκε μαζί του σέ μιά μονομαχία θα­ νάτου. Τώρα τό σπαθί του ήταν ένα κοινό σπαθί χωρίς τις μαγικές του ιδιότητες, μά στο εύστροφο καί ταχύ χέρι τοΰ Ζαμπού έκανε θαύματα... Αντιμετώπιζε τό σπαθί τού έ­ ξαλλου Μαχαραγιά μέ καταπληκτική δεξιοτεχνία, έτσι πού τά επιθετικά του χτυπήματα ανάγκασαν τον σκληρό αντί­ παλό του νά ταμπουρωθή σέ μιά γωνιά. —Σκύλε! ούρλιασε ό Όμάρ βγάζοντας άφρούς από τό στόμα. Έσύ, λοιπόν, είσαι ή αιτία τοΰ κακού κι5 όχι τό σπαθί σου; Ετοιμάσου τότε νά πεθάνης! Καί μέ μιά κίνησι τοΰ ώπλισμένου του χεριού έκοψε τό χοντρό σκοινί πού κρατούσε κρεμασμένο ένα μεγάλο πο­ λυέλαιο πάνω από τό κεφάλι του Ζαμπου 1


ΤΟ ΣΠΑΘΙ

34

Ό βαρύς πολυέλαιος έπεσε μρ πάταγο, ,μά ό Ζαμποϋ μ3 ένα πλάγιο πήδημα άπέφυγε τό χτύπημα στο κεφάλι. Τού τσάκισε όμως τό χέρι και τό μούδιασμα πού ένοιωσε τον έκανε ν’ άφίση τό σπαθί. Τότε ό Όμάρ βρήκε την ευ­ καιρία καί σήκωσε τό δικό .του σπαθί... * Τά ραγδαία καί δραματικά γεγονότα πήραν^τότε γρή­ γορο τέλος, χάρις στην έπέμβασι του μαγικού σπαθιού του Ζαμποϋ, πού, ελευθερωμένο τώρα από τό παράλυτο χέρι του, έπαιρνε τή δική του μαγική πρωτοβουλία! Πρώ­ τα έκοψε τό κεφάλι του Όμάρ, πριν εκείνος προλάβη νά κόψη τό κεφάλι τού Ζαμποϋ. "Υστερα πετάχτηκε έξω κι’ άρχισε νά κόβη τά κεφάλια των ιππέων του Όμάρ... Μέσα σέ λίγες στιγμές, τό πεδίο τής μάχης είχε στρεο θή μέ πτώματα, ενώ ή Άντμίρα καί ό Ζαμποϋ είχαν σηκοοθή στά χέρια από τούς ενθουσιασμένους στρατιώτες τους... Ό Ζαμποϋ παντρεύτηκε την Άντμίρα κι’ έγινε Μαχα­ ραγιάς. "Ετσι ό Γκραβάμ εξιλεώθηκε γιά την αδικία ποϋχε κάνει στον μεγαλύτερο αδελφό του Σουτζάμ. "Οσο γιά τό μαγικό σπαθί κάθησε από τότε ήσυχα >ιατί ό ιερός του σκοπός είχε πραγματόποιηθή: Είχε -α­ ποδώσει τή δικαιοσύνη καί είχε τιμωρήσει τούς κακούς!... ΤΕΛΟΣ Κείμενο:

Π. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

" Εκ δ ο σ ι ς: «Χρνσσ Πα ρ α,μ 69: α» ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΥΧΟΥΣ 2 ΛΕΚΚΑ 22 - ΑΘΗΝΑ!

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2.000



τα ογορρςρ πα ΜΡ ΤΟ ΡΠΡί ΣΟΙ ΣΟΜΟΡΟ στο ηβΡτυ ταο Τ2ΣΛ/Λ/ΟΣ ! μο

β'.παΛ λ πα' ί-

'δεν Ηπο ρξ /να το ρορειο

Μ/Η/ΤΙΡ, I είδες τα -> ΜΡ/Α/ουαηϋ καηετ/\α / που ίου / ^ηαΡΡ\)

V,

ναι θε/ο εεηι.νικα να άε/ν μ Όρεχει \ καβΟΛου 'δεο ρερ

\κειται ηα το ψα-

^-^ρείε!—^

ρ/ν δεμ τα ΜΟΛΟ! ΡΟΛΟ ' ΦΟΡΕΣΟΣ ΔΕΛ/ ΒΟ ΤΟ ΦΟΡΕ/ ΟΡΟΜΕ/ΤΗ! χα 19 ^ ΛΌ ΟΟΣ ΜΑ! '

ΣΤΟ ΠΟΡΤΟ/

ϊ

'ίΚί£$ε&&: ί §! ί!ί//1

11 «* ί>

θε/Ρ ’


I

3

1

:ι ’ 111 υι *

^ . *τ»·.-_ · —^\ -. .... ·χ- -

ΤΑ

X Ρ Υ Ζ Α IX ΑΟ XΕΙΖ

(\51

^

ΐ'ΐίΐιΐΐίαίΆ -

|

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Ο «Μ Υ X Α Ο 1»



Ή Κατάρ® τής Μάγισαας ,

'·> ^

; ’

Ό δέκατος τέταρτος άδελφόξ

ΙΑ φορά κι’ έναν και­ ρό σέ μια επαρχία τής Κίνας ζοΰσε ένας πλούσιος Κινέζος πού είχε δεκατρία παιδιά. Τό μικρότερο —δε­ καεφτά χρόνων σχεδόν— ή­ ταν ό Τσούν - Σίν. Δεν ήταν πραγματικό παιδί του ό Τσούν - Σίν. Τον είχαν^βρή μέσα στο δάσος, όταν ήταν πολύ μικρός. Στην αρχή τον αγάπησαν. Τώρα όμως κα­ νείς μέσα στο σπίτι δεν τον αγαπούσε, γιατί είχαν νά λέ, νε, συγγενείς καί γείτονες, ) Γ&ονν-Σνν ϋΐϋοχκτε τό ποτάμι,. «/ 3 \ \ , \ λ Λ ^ οτι απο τον καιρό\ π)αυ τον 5ρήκαν μόνο συμφορές έφερνε σέ όλους. "Ενα βράδι ό θετός πατέρας του τού ξεστόμισε τη ίρισιά πού περίμενε ν’ άκούση από χρόνια: —Τσούν - Σίν, είσαι γρουσούζης! Τό ίδιο βράδι, ό Τσούν - Σίν, έπεσε νά κοιμηθή μέ ά μάτια βουρκωμένα από τά κλάματα. Κι’ όταν τον ήρε ό ύπνος, βγήκε σάν υπνοβάτης έξω καί περπάτησε ,ιά ώρα περίπου μέσα στο δάσος. Εκεί ξύπνησε άπό ένα άβγισμα. Κι’ όταν είδε τό σκυλί που γάβγισε, φο6ήηκε: , λ > \ \ · —ΓΙοΰ βρίσκομαι; άναρωτηθηκε. ν Τό σκυλί αύτό, πού ήταν ένα κοντόσωμο ζώο μέ

Μ


4

Η ΚΑΤΑΡΑ

γκρίζο τρίχωμα, σηκώθηκε χαρούμενο στα δυο πισινά του πόδια και τοΰ μίλησε: —Είσαι ένας, αδελφός μου, Τσούν - Σίν, πού κατά λάθος έγινες άνθρωπος. Μή φοβάσαι όμως καί ό κό­ σμος είναι δικός σου! Στην αρχή,, ό Τσούν - Σίν φοβήθηκε καί θέλησε νά γυρίση σπίτι, άλλα θυμήθηκε τις βρισιές καί τό ξύλο των μεγαλύτερων αδελφών του καί αποφάσισε ν’ άκολουΰήση τό παράξενο ζώο, πού έπέμενε νά τού λέη πώς ήταν αδελφός του. Συνέχισαν έτσι κι’ οί δυο τό δρόμο τους μέσα στο δάσος, αμίλητοι. Τέλος ό Τσούν - Σίν ρώτησε: —Ποΰ πάμε; —Στην πατρίδα μας, τοΰ έξήγησε ό σκύλος πού κουνοϋσε ολοένα την ουρά του: Σέ μια εξωτική χώρα, δηλαδή, πού βρίσκεται ένα μήνα μακρυά μέ τα δικά μου πόδια καί δυο μέ τα δικά σου... Αυτή ή χώρα, είναι κον­ τά στο μεγαλύτερο βουνό τοΰ κόσμου, πού ώς τώρα μέ­ νει απάτητο από άνθρωπο. Εκεί όλοι ζοϋνε τρεις φορές: Μια φορά ώς άνθρωποι, δεύτερη φορά ώς ζώα καί τήν τρίτη φορά γίνονται αητοί καί πετάνε πάνω από τά σύν­ νεφα... Ό Τσούν - Σίν κύτταζε τον περίεργο σκύλο μέ λοξό μάτι. Απορούσε κι’ ό ίδιος άν ήταν ακόμη ξύπνιος ή κοιμισμένος. Ωστόσο δέ μαρτύρησε τήν απορία του αυ­ τή γιατί τοΰ άρεσε ή παρέα τοΰ ζώου. Ήταν χίλιες φο­ ρές καλύτερη από τή συντροφιά τών αδελφών του. —-Καί πώς τά καταφέρνουν, τετράποδε αδελφέ μου, τούπε ειρωνικά ό Τσούν - Σίν, καί ζοϋνε τρεις φορές; Είναι μήπως ευλογημένοι άπό κανένα Θεό ή καταραμέ­ νοι από κανένα Σατανά; Ό σκύλος κοντσστάθηκε.


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

5

—Ή αιτία είναι τό χόρτο πού φυτρώνει εκεί, τοΰ εξήγησε. Τό χόρτο αυτό βγάζει ένα γάλα πού μέ αυτό ταΐζουν τά μωρά μόλις γεννηθούν. Έγώ πού ήπια από αυτό τό γάλα κάνω τώρα τη δεύτερη ζωή μου. Ένώ εσύ πού δεν τό ήπιες θά ζήσης μόνο μια φορά. Ό Τσούν - Σίν δεν μπόρεσε νά κρατήση τό γέλιο του. ή γελάς, τον μάλωσε ό σκύλος. Είμαι διπλά­ σιος στα χρόνια από σένα καί γι’ αύτό πιο σοφός. Καί θά σε οδηγήσω στην ευτυχία, γιατί σε αγαπώ! "Υστερα άπό αυτή την παρατήρηση συνέχισαν καί οί δυο τό δρόμο τους μέσα στο δάσος πού ολοένα καί πύκνοονε. Τό βράδι ό Τσούν - Σίν κουράστηκε. —Δεν θά μπορέσω νά συνεχίσω έτσι, παραπονέθηκε. Γι' αύτό φρόντισε νά βρής έναν τρόπο νά μην κου­ ράζομαι επί ένα μήνα πού θά περπατώ γιά νά φτάσω εκεί πού σκοπεύεις νά μέ πας. —Δυο μήνες, διόρθωσε ό σκύλος. Μην ανησυχείς δμως„ Θά φροντίσω γι’ αύτό. Τό άλλο πρωί ξύπνησαν ενδιάθετοι. Έφαγαν καρ­ πούς, ήπιαν νερό άπό τήν πηγή καί συνέχισαν τήν πο ρεία τους... Τό βράδι δμως ό Τσούν - Σίν κουράστηκε πάλι καί θυμήθηκε τήν ύπόσχεσι πού τούδωσε ό τετράποδος αδελφός του. —Κουράστηκα πάλι, τού είπε. Τί θά γίνη; —Θά σοΰ πώ αύριο πού θά κουραστής περισσό­ τερο. Κάνε, λοιπόν, κουράγιο γιά σήμερα. Πράγματι τό άλλο πρωί ό σκύλος τούπε τό μυστικό: —Γιά νά συντομεύουμε τήν απόσταση, Τσούν - Σίν, θά περπατάς καί τή νύχτα! Έτσι θά φτάσουμε στο πα­ λάτι τοΰ μονόφθαλμου βασιλιά πού εξουσιάζει τή χώρα


4

Η ΚΑΤΑΡΑ

τών Κάου - Μάου μόνον σ’ ένα μήνα. Ό άτυχος Κινέζος έμεινε κατάπληκτος. —Μά τότε θά κουράζομαι περισσότερο. —Δεν θά κουράζεσαι, Τσούν - Σίν, τοΰ εξήγησε ό σκύλος, γιατί τις νύχτες θά περπατάς κοιμισμένος: Θά υπνοβατείς! "Αλλωστε έτσι ήρθες στο δάσος καί μέ συνάντησες: κοιμισμένος! Ό Τσούν - Σίν δεν μπορούσε ακόμα νά καταλάβη τό σχέδιο τού πολύπειρου σκύλου που κάποτε ήταν άν­ θρωπος. Αργότερα όμως τούδωσε συμπληρωματικές εξηγήσεις, πού τού φώτισαν κάπως τό μυαλό. Τις, εξηγήσεις αυτές σάς τις δίνουμε κν έμείς μέ την ελπίδα ότι θά μπορέσουμε νά φωτίσουμε καί τό δι­ κό σας μυαλό: ’Απ’ ο,τι, λοιπόν, κατάλαβε ό Τσούν - Σίν, τη νύ­ χτα θά περπατούσε κοιμισμένος καί τό πρωί θά συναν­ τούσε τό σύντροφό του γιά νά συνεχίζουν την πορεία μαζί. "Ετσι μέσα σ’ ένα μήνα θά έφταναν μαζί στον προ­ ορισμό τους. —Κι’ ό πρόσθετος λόγος πού σού προτείνω αυτή τη λύσι είναι γιατί εμένα μέ γνωρίζουν όλα τα ζώα στο δάσος κι’ όταν μέ δούν μαζί σου, θά καταλάβουν πού σέ πηγαίνω καί δέ θέλω νά τό μάθη αυτό κάποιος, γιά τον όποιο ή άφιξίς σου θά σημάνη καταστροφή! Δέ θέ­ λω νά πάρη τά μέτρα του... Δεν πρόλαβε όμως ν’ άκούση καλά - καλά τά παρά­ ξενα αυτά λόγια κι’ ό σκύλος χάθηκε από μπροστά του. Στις χώρες τών Ζώων κι«ϊ τών Κβυτων

ΤΣΟΥΝ - ΣΙΝ βρέθηκε τώρα μόνος χωρίς νά ξέρη πού πηγαίνει. "Ηταν απόγευμα. Ξαφνικά είδε ότι πλησίαζε σ’ ένα ποτάμι. Στήν άντικρυνη όχθη τ®ύ ποταμού απλωνόταν μια εξωτική πόλι μέ κάτασπρα

Ο


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

7

σπίτια, πού είχαν τό μέγε&ος και το σχήμα κυψελών. Στάθηκε νά τήν θαυμάση. Κυρίως τοΰ τράβηξε την προσοχή το θέαμα των λογής - λογής ζώων πού ήσαν συγκεντρωμένα στην άντικρυνή δχθη καί τον κύτταζαν σιωπηλά. Ό Τσούν - Σίν τά έχασε. Στήν αρχή φοβήθηκε. Αλλά κατόπιν ξαναπήρε θάρρος καί μπήκε στη μονα­ δική βάρκα πού βρισκόταν άπό τή δική του δχθη. Μόλις δμως τράβηξε μερικές κουπιές καί διέσχισε τό ποτάμι τά ζώα χάθηκαν άπό τήν άντικρυνή όχθη. "Οταν ξαναπάτησε τό πόδι τού στό έδαφος, παντού γύρω βασίλευε ερημιά. 'Ο Τσούν - Σίν ήταν κουρασμένος πολύ. Έτσι έπε­ σε καί κοιμήθηκε. Τή νύχτα δμως ξύπνησε άπό ένα γά­ βγισμα. —Μή φοβάσαι, άδελφέ μου, ακούσε μια φωνή. Βρίσκομαι κοντά σου. Συνέχισε τό δρόμο σου καί κα­ νείς δεν θά σέ πειράξη. Βρίσκεσαι στην πολιτεία των Ζώων. Σέ νομίζουν ομ&ος γιοι μαγεμένο έτσι όπως περ­ πατάς κοιμισμένος. Τήν άλλη μέρα ό Τσούν - Σίν βρέθηκε πάλι στό δάσος άλλα ό σκύλος αυτή τή φορά δέ φαινόταν που­ θενά. Ξαφνικά ακούσε ένα γάβγισμα καί κατόπιν μια φου/ή. —Τώρα πια θά συνέχισης μόνος. Έγώ πιά, άδελ­ φέ μου, δέν θά μπορέσω νά σοΰ κρατήσω συντροφιά, -■ιατί δέν μπορώ νά βγώ άπό τά σύνορα τής Χώρας τών Ζώων. Θά ψοφήσω! Καλή τύχη, λοιπόν, άδελφέ μου! "Υστερα άπό αυτή τήν άποκαρδιωτική δήλωσι κι’ έγκατάλειψι τού μυστηριώδους άδελψοϋ του, ό Τσούν Σίν συνέχισε τήν πορεία του μόνος χωρίς νά λάβη ύπ’ δψι του τή συνταγή πού τού είχε συστήσει για νά μην κουράζεται. "Ετσι μόλις νύχτωσε κοιμήθηκε κάτω άπό


8

Η 'ΚΑΤΑΡΑ

ένα δέντρο και τδ πρωί ξεκούραστος συνέχισε τδ ταξί­ δι του. Έπειτα άπδ δυδ μέρες πορεία ό Τσούν - Σίν βρέ­ θηκε σέ μια δεύτερη πολιτεία πού την κατοικούσαν μό­ νον άνθρωποι. —Βρίσκεσαι στη χώρα των Κουτών!, τδν πληρο­ φόρησε ό πρώτος κάτοικος πού συνάντησε. Γι’ αυτό νά μην σοΰ κάνει έντύπωσι ή... εξυπνάδα τους. Ό Τσούν - Σίν μπήκε σ’ ένα χάνι νά φάη κάτι. Ή κοπέλλα πού έτρεξε νά τδν περιποιηθή τδν κύτταξε στά μάτια σάν νά μην είχε ξαναδή στη ζωή της άντρα. 'Ο Τσούν - Σίν τής χαμογέλασε, έτοιμοί νά τής μιλήση. Μά εκείνη έσκυψε ντροπαλά τδ κεφάλι, κοκκίνισε, κι’ έτρεξε κάτω στδ υπόγειο νά τού γεμίση την κανάτα κρασί. 'Όπως όμως γέμιζε την κανάτα άπδ τδ βαρέλι ή κουτή κοπέλλα είδε νά κρέμεται πάνω άπδ τδ κεφάλι της ένα μεγάλο ξύλινο σφυρί. Πιθανόν τδ σφυρί εκεί­ νο νά βρισκόταν άπδ πολύν καιρό εκεί πάνω, μά ή μι­ κρή Κινέζα τδ έβλεπε γιά πρώτη φορά νά τήν απειλή έτσι. Καί μέ τδ αθώο της καί ανήσυχο μυαλό σκέφθηκο άμέσως: —"Αν παντρευτώ μέ τ’ ομορφο παληκάρι πού ήρθε στο χάνι μας και κάνω ένα παιδί και μεγαλώση και κατεβή εδώ νά γεμίση τήν κανάτα μέ κρασί, δπως κάνω εγώ τώρα, και πέση το μεγάλο σορυρι στο κεφάλι του και το σκοτώση τί θά κάνω τότε, Θεέ μου; Αυτές οί ιδέες περάσαν από τό μυαλό τής κουτής κοπέλλας. Κι’ άφίνοντας κάτω τό αναμμένο κερί και τη γεμάτη κανάτα, έμεινε καθισμένη στο σκαμνί της Μ άρχισε (νά κλαίη. Βλέποντας επάνω ή μητέρα της δτι ή κόρη της άρ-


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

γοϋσε νά φέρη τό κρασί κατέβηκε στο υπόγειο να δή τί συμβαίνει. —Τί έχεις, παιδί μου, και κλαΐς; τη ρώτησε άνησυχη· Η μικρή Κινέζα τότε, έπανέλαβε στη σειρά τούς φόβους πού τής είχαν ταράξει τη φαντασία. Κι’ ΐ| μητέρα της, επηρεασμένη από τη συγκίνησι τής κόρης ιης, κάθησε πλάι της κι’ άρχισε κι’ αυτή νά κλαίη γιά ιό κακό πού θά πάθαιναν άν έπεφτε τό σφυρί καί σκό­ τωνε... τό έγγόνι της! Αργότερα κατέβηκε κι’ ό πατέρας τού κορισιοϋ. :\ι' όταν είδε τή γυναίκα του καί τήν κόρη του νά κλαίκ καί τήν κάνουλα τού βαρελιού ανοιχτή καί νά χύνε;αι τό κρασί έβαλε τις φωνές: —Τί παύατε έσεϊς καί κλαίτε; Τρελλαθήκατε; —Κύττα αυτό τό σφυρί!, τού φώναξε ή γυναίκα :ου. Κύτταξέ το καί σκέψου: Αν ή κόρη μας παντρευό;αν τόν όμορφο νέο πού περιμένει επάνω τό κρασί κι’ καναν ένα παιδί πού όταν μεγάλωνε ερχόταν νά γεμίίη τήν κανάτα καί τό σφυρί τό χτύπαγε στο κεφάλι καί ό σκότωνε, τί θά γινόμαστε; Ό πατέρας τής κουτής νέας συγκινήθηκε μέ τά ροφητικά λόγια τής γυναίκας του. Κι’ επειδή κι>’ αυτός |ταν κουτός πίστεψε στό κακό πού τόν περίμενε κι’ άρ~ ,ισε κι’ έκείνος νά κλαίη. "Οταν σέ λίγη ώρα κατέβηκε στό υπόγειο κι’ ό Γσούν - Σίν κι’ είδε τό κακό πού γινόταν, ή πρώτη του κέψι ήταν νά κλείση τήν κάνουλα γιά νά μή χύνεται ό κρασί. —Τί πάθατε κι’ οί τρεις, τούς ρώτησε, καί κλαίτε άν μικρά παιδιά κι’ αφήσατε νά τρέχη τό κρασί; —’Ώ! στέναζε ό πατέρας δείχνοντας ψηλά. Κύταξε αυτό τό μεγάλο ξύλινο σφυρί. Αυτό πού κρέμεται


10

Η ΚΑΤΑΡΑ

πάνω απ’ τά κεφάλια μας, έτοιμο νά μάς χτυπήση. ”Αν... Κι’ άφού άράδιασε στον Τσούν - Σίν τά τρομερά καί φοβερά πράγματα πού Μ συνέβαιναν στον έγγονό του, ξανάρχισε νά κλαίη με τή γυναίκα του καί την κόρη του. 'Ο Τσούν - Σίν έμπηξε τά γέλια. Κατέβασε τό σφυρί από εκεί που κρεμόταν, τό πέταξε κάτω καί τούς είπε: —Πρώτη φορά συναντώ τόσο κουτούς ανθρώ­ πους... ”Αν όμως συναντήσω άλλους πιο κουτούς, σάς ύπόσχομαι στο γυρισμό μου νά παντρευτώ την κόρη σας. Καί τούς άφησε καί τούς τρεις νά κλαίνε τη μοί­ ρα τους... Ή άγβλ&5α καί τό φεγγάρι

ΤΣΟΥΝ - ΣΙΝ συνέχισε τό δρόμο του στην αχα­ νή χώρα της Κίνας έλπίζοντας πάντα ότι κάποτε Μκουγε τό γάβγισμα τού σκύλου. Έπειτα άπό τρεις ημέρες τό ακούσε πράγματι. Ερχόταν όμως, άπό πολύ μακρυά. —Γειά σου, αδελφέ μου!, ακούσε νά τού λέη ή φω­ νή του. Σοϋ μιλώ άπό πολύ μακρυά. Σε προσέχω όμως. Βρίσκεσαι άκόμα στη χώρα τών Κουτών καί μή φο­ βάσαι. 'Όταν παρουσιαστή άνάγκη θά σε βοηθήσω. Σέ δυο μέρες, ό νεαρός καί τολμηρός Κινέζος, πού στό πατρικό του τον θεωρούσαν όλοι γιά γρουσούζη, έφτασε σέ μιά καλύβα πού ή χαμηλή της στέγη ήταν χορταριασμένη! Μ’ έκπληξί του είδε τότε ότι ή χωρια­ τόπουλά πού κατοικούσε εκεί προσπαθούσε ν’ άνεβάση επάνω στη στέγη την άγελάδα της μέ τή βοήθεια μιάς πλαγιαστής σκάλας. —Γιατί, καλό μου κορίτσι, ανεβάζεις την άγβλά-

Ο


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

11

δα επάνω στη στέγη; τη ρώτησε περίεργος ό Τσούν Σίν. —-Για νά βόσκηση τό χορτάρι πού φυτρώνει έκεί πάνω, τού εξήγησε εκείνη. —Και δεν τδ κόβεις νά τής τδ πετάξης κάταννά τδ

Τό παράξενο σκυλί εμφανίσθηκε μπροστά του.

φάη; Εκεί όπου την ανεβάζεις μπορεί νά πέση καί νά τσακιστή. —Έχω λάβει τά μέτρα μου, τοΰ εξήγησε ή χω­ ριατόπουλά: Θά δέσω γύρω στδ λαιμό της ένα σκοινί καί την άλλη άκρη τοϋ σκοινιού θά την περάσω άπδ την καπνοδόχο ώς κάτω στδ τζάκι τής κουζίνας. "Ετσι όταν θά βρίσκομαι μέσα στην καλύβα, ή αγελάδα δεν θά μπορή νά πέση άπδ τη στέγη γιατί την άλλη άκρη τοΰ σκοινιού θά την έχω δεμένη άπδ τη μέση μου. Ό Τσούν - Σίν κούνησε τδ κεφάλι γιατί θυμήθηκε πώς ακόμα βρισκόταν στη χώρα των Κουτών. Λεν πρό­


12

Η ΚΑΤΑΡΑ

λαβε όμως ν’ άπομακρυνθή και ή αγελάδα έπεσε άπδ ϊή στέγη: Κρεμάστηκε άπδ το σκοινί πού ήταν δεμένο στο λαιμό της και πνίγηκε. Επίσης τδ βάρος τής άγελάδας τράβηξε την κουτή γυναίκα ψηλά καί την έφερε καί τη σφήνωσε μέσα στην καπνοδόχο! Τδ ίδιο βράδυ ό Τσούν - Σίν διανυκτέρευσε σ’ ένα χωριδ της χώρας τών Κουτών μαζί μ’ έναν άλλο ταξι­ διώτη, άγνωστό του. Τδ πρωί λοιπόν, βλέπει τδν άγνω­ στό του να σηκώνεται άπδ τδ κρεββάτι του καί νά πηδά μέσα στδ παντελόνι του πού τδ είχε κρεμάσει άπδ τά δυδ πόμολα των επάνω συρταριών τοΰ μπουφέ τοϋ δω­ ματίου! Τρεις φορές δοκίμασε μέ αυτό τδν κωμικό τρόπο νά χώση τά δυό του πόδια μέσα στά μπατζάκια τοΰ λευκού παντελονιού του πού έχασκαν μά δέν τά κσ.τάφερε. Τέλος διέκοψε τις προσπάθειες του κι’ άρχισε νά σκουπίζη μέ τδ μαντήλι του τδν ίδρωτα άπδ τδ μέτωπό του. —"Αχ, φίλε! παραπονέθηκε στδν Τσούν - Σίν, ό άγνοοστος. Εκείνος πού άνακάλυψε τά παντελόνια ήταν πολύ βλάκας! Κάθε πρεοΐ χρειάζομαι μια <ορα γιά νά μπορέσω νά τδ βάλω. Έσύ πώς μπορείς καί βάζεις τδ δικό σου; 'ΟΤσούν - Σίν ξαναγέλασε κι’ άφού έδειξε στδν κουτό άνθρωπο πώς νά βάζη τδ παντελόνι του. συνέχι­ σε τδ δρόμο του γελώντας άκόμα μέ την κουταμάρα τών άνθρώπων σ’ αυτή τή χώρα. Σέ λίγο, έξω άπδ τδ χωριό, δπου βρισκόταν μιά μικρή λίμνη, είδε συγκεντρωμένο άρκετδ κόσμο. Ό Τσούν - Σίν πλησίασε καί ρώτησε έναν: —Τί συμβαίνει, πατριώτη, καί μαζευτήκατε εδώ: —"Αστα φίλε!, τοΰ άπάντησε ό άλλος μέ ταραχή. Τδ φεγγάρι έπεσε \\έαα στή λίμνη καί δέν μπορούμε νά τδ βγάλουσε μέ κανέναγ τρόπο.


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

13

Ό Τσούν - Σίν άρχισε πάλι νά γελά μέ την κουτα­ μάρα των ανθρώπων αύτής, τής χώρας κι’ είπε σέ Ο­ λους νά κυττάξουν ψηλά στον ουρανό εξηγώντας τους δτι τό φεγγάρι πού βλέπουν στη λίμνη είναι ή σκιά του. Εκείνοι όμως όχι μόνον δεν τον πίστεψαν, άλλ’ άρχι­ σαν νά τον κοροϊδεύουν καί τέλος νά τον απειλούν νά τον δείρουν έπειδή έπέμενε στο σωστό. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στην όχλοβοή, ακούσε πά­ λι τό γνώριμό του γάβγισμα κι’ ό γρουσούζης Τσούν Σίν τέντωσε τ’ αυτιά του. —Απομακρύνσου γρήγορα!, τουπέ ψιθυριστά ή φωνή τού μακρυνοΰ του αδελφού. Μη δίνεις άπόκρισι στην κουτή αίστι τους γιατί είναι ικανοί νά σέ σκοτώσουν! Ό Τσούν - Σίν άρχισε τώρα νά τρέχη ώσπου έφτα­ σε σ’ ένα βουνό. Εκεί κάθησε νά ξεκουραστή. —Δεν φανταζόμουν, είπε σάν νά μιλούσε σέ κά­ ποιον, δτι ήταν δυνατόν νά υπάρχουν τόσον κουτοί άν­ θρωποι στον κόσμο. Καί ή φωνή τού πιστού σκύλου - αδελφού τοϋ απάν­ τησε: —Πρέπει πάντα νά ξέρης, Τσούν - Σίν, δτι ή κου­ ταμάρα, δπως καί ή εξυπνάδα δέν έχει όρια καί τέλος στους ανθρώπους. —Τότε πρέπει νά γυρίσω στο χάνι νά βρω τήν κοπέλλα γιατί τής ύποσχέθηκα νά τήν κάνω γυναίκα μου. Τό γάβγισμα τού σκύλου ακούστηκε τώρα απειλη­ τικό: —Ποτέ δέν πρόκειται νά γυρίσης πίσω, ακούστη­ κε πάλι ή φωνή τού σκύλου. "Αλλωστε, πρόκειται νά συναντήσης κιΐ άλλες γυναίκες πού θά σέ κάνουν νά ξεχάσης εκείνη τήν κοπέλλα. Κοιμήσου τώρα!...


14

Η ΚΑΤΑΡ Λ

X τη χώρα* των Κατεργάρηδων

Ο ΑΛΛΟ πρωΐ ξύπνησε πάλι μέ τω γάβγισμα τού σκύλου πού είχε γίνει ό φύλακας - άγγελός του. —Πότε θάρθής κοντά μου νά συνεχίσουμε μαζί τό δρόμο προς τό αγνοί στο; τον ρώτησε. —Έγώ πια δεν μπορώ νά ξαναρθώ κοντά σου, τοϋ απάντησε ό σκύλος. Δεν μπορώ νά βγω έξω άπο τό βασίλειο τών ζώων. Θά σέ συντροφεύη όμως ή ψυ­ χή μου πού θά σέ προειδοποιή νά φυλάγεσαι από κάθε κίνδυνο. —Δε μοϋ λες, αδελφέ μου: Γιατί τώρα δεν κου­ ράζομαι; Μήπως πάντα είμαι κοιμισμένος καί δ,τι βλέπω καί ακούω είναι ενα όνειρο; —Σοϋ συμβαίνει κάτι χειρότερο, τον πληροφόρη­ σε ή φωνί) του σκύλου, πού γιά την ώρα είναι καλύ­ τερο: Δεν είσαι κοιμισμένος αλλά νεκρωμένος! Τά νεύ­ ρα σου δεν νοιώθουν ούτε πόνο ούτε χαρά, ούτε κούρασι καμμιά. Θά ξανανοιώσης τον εαυτό σου όταν συναντήσης τό Δακρυσμένο "Αγαλμα. Πρό­ σεξε όμως τώρα γιατί μπαίνεις στη Χώρα τών Κατερ­ γάρηδων. —-Πρόκειται νά πάθω τίποτε εδώ; —"Όχι. Γιατί κι’ εσύ, εδώ πού βρίσκεσαι, αναγ­ καστικά θά γίνης έξυπνώτερος απ* όσο ήσουν πρίν. Τί είπαμε; Ή κουταμάρα καί ή εξυπνάδα δεν έχουν τέλος. Ό Τσούν - Σίν σηκώθηκε καί προχώρησε στο μο­ νοπάτι τού βουνού. Κι’ όταν έφτασε στην κορυφή άντίκρυσε κάτο> στην κοιλάδα τό θέαμα μιας πολιτείας. —-Έδώ χρειάζεται προσοχή, συλλογίστηκε ό Τσούν - Σίν.. Γιατί, άν μέ πάρουν εΐδησι ότι δεν είμαι έξυπνος, θά μοΰ πάρουν καί τό πουκάμισο. Κατηφορίζοντας συνάντησε τόν πρώτο κάτοικο1 αυ­ τής της χώρας.

Τ


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

15

—Τί εμπόρευμα εχει μεγάλη πέραση σ’ αυτή την πολιτεία; τον ρώτησε. —Ή εξυπνάδα, του απάντησε ό ξένος. "Εχεις έξυπνάδα να πουλήσης; Τότε θά πλουτίσης. 'Ο Τσούν - 2ιν κάθησε κατάχαμα σπάζοντας τό κεφάλι του τί έπρεπε νά κάνη για νά ξεγελάση τούς κα­ τοίκους τής Χώρας αυτής των Κατεργάρηδων καί νά μπόρεση έτσι νά τούς πάρη τον αέρα. Τέλος σκέφτηκε νά μαζέψη δυο - τρεις αγκαλιές ξύλα καί νά τά πουλήση σάν πολύτιμο ξύλο τοΰ σαν­ τάλου. —Τί πουλάς, καλέ μου πραμματευτή; τον ρώτησε αργότερα ένοις διαβάτης στον κεντρικό δρόμο τής πο­ λιτείας. —Ξύλο τοΰ σαντάλου, τσύπε ό Τσούν - Σίν. Μοϋ είπαν πώς πουλιέται σέ καλή τιμή εδώ. —Σέ γέλασαν, καημένε. Έδώ τό ξύλο αύτό πού λες είναι τόσο άφθονο πού τό καίμε στη φωτιά. Ό Τσούν - Σίν στενοχωρήθηκε. Θυμήθηκε όμως κα­ τόπιν τά λόγια τοΰ σκύλου - άδερφοΰ του καί παρηγορίήθηκε. «“Ετσι μοΰ τό είπε ό άνθρωπος αυτός σκέφθηκε. Γιά νά μέ άπογοητεύση.» Τό βράδι όμως, στο χάνι όπου κατέλυσε, είδε κά­ ποιον ν’ άνάβη φωτιά μέ αληθινό---πράγματι—ξύλο τοΰ σαντάλου ! Καί μη βάζοντας στό νοΰ του την πλεχτάνη πού τούστηναν, κοκκάλωσε: ’Έ, ξένε πραμματευτή!, τοΰ φώναξε ό άνθρωπος πού άναβε τή φωτιά. “Εμαθα πώς έχεις ξύλο τοΰ σαν­ τάλου. Λοιπόν: “Αν μοΰ τό δώσης όλο, θά σοΰ δώσω μιά γαβάθα, γεμάτη μέ ότι θέλης. Ό Τσούν - Σίν ενθουσιάστηκε. Σκέφθηκε μάλιστα νά τοΰ πή νά τοΰ γέμιση τη γαβάθα μέ χρυσάφι. Γιατί


16

Η ΚΑΤΑΡΑ

πίστευε ό Τσούν - Σίν δτι ώσπου ν’ άνακαλύψη ό άλλος δει το ξύλο του δεν ήταν ξύλο τού σαντάλου άλλα και­ νό ξύλο από χαρουπιές, αυτός θά βρισκόταν μακρυά. —Σύμφωνοι!, είπε. Την ίδια στιγμή κατάλαβε δτι ό άλλος ήξερε δτι δεν μπορούσε νά τού δώση αληθινό ξύλο τού σαντάλου καί δτι έκανε την προσφορά αυτή γιά νά τον μπλέξη, Γιά νά κερδίση λοιπόν καιρό πρόσθεσε: —Θά έχω τό ξύλο αύριο τό πρωΐ. Έπειτα, ό περιπλανώμενος Κινέζος βγήκε από τό χάνι γιά νά κάνη μιά βόλτα στην αγορά τής πολιτείας. Στο δρόμο τον σταμάτησε κάποιος που είχε μόνο ένα μάιι. Τό άλλο ήταν βγαλμένο. —Σ’ έπιασα!, τοΰ φώναξε ό μονόφθαλμος τρα­ βώντας τον Τσούν - Σίν από τό μανίκι. Έσύ είσαι που μούκλεψες τό μάτι! —Είσαι στά.καλά σου; διαμαρτυρήθηκε ό ΤσούνΣίν. Ό μονόφθαλμος δμως έπέμενε καί φώναζε. Μα­ ζεύτηκε κόσμος πού πρότεινε στον μονόφθαλμο νά δώ­ ση στον ξένο πραγματευτή είκοσι τέσσαρες ώρες προ­ θεσμία γιά νά τοΰ πληρώση τήν αξία τοΰ ματιού του. Ό Τ σούν - Σίν δεν μπορούσε νά κάνη κι’ άλλοιώς. Έβαλε εγγυητή καί τον άφησαν ελεύθερο. Αργότερα ξυλώθηκε τό παπούτσι του καί στάθη­ κε σ’ έναν μπαλωματή τού δρόμου νά τού τό ράψη. —Ράψε μου το, τον παρακάλεσε ό Τσούν - Σίν καί σού υπόσχομαι νά σού δώσω δτι θά σ’ ευχαριστούσε περισσότερο. Ε ροχωρώντας ό Τσούν - Σίν βρέθηκε μέσα σ’ ένα κύκλο άνθραόπων πούπαιζαν ένα τυχερό παιχνίδι. Τον έμπλεξαν στό παιχνίδι τους καί τέλος έχασε ένα μεγά­ λο ποσό. Επειδή δμως, δεν είχε νά τούς τό πληρώση


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

17

τον ύπεχρέωσαν νά διάλεξη δυο πράγματα: Ή να πιή δλο τό νερό τής λίμνης ή νά το,υς δώση οσα λεπτά είχε κρυμμένα στά μπαούλα του στο χάνι. —Δόστε μου προθεσμία ώς αύριο!, τούς παρακάλεσε ό Τσούν - Σίν. Εκείνοι τού την έδωσαν και ό Τσούν - Σίν έτρεξε σ’ ένα ερημικό μέρος, έξω άπό την πολιτεία, μήτως καί άκούση τό γάβγισμα τοΰ σκύλου - αδελφού του. Έκεΐ πράγματι ακούσε τό γάβγισμα καί γεμάτος χαρά άρχισε νά λέη στον αόρατο αδελφό του: —Βρίσκομαι σέ δύσκολη θέσι γατί έδο^σα ύποσχέ σεις πού δεν θά μπορέσω νά έκτελέσω. —Ποιες είναι αυτές οί υποσχέσεις πού έδωσες: ακούστηκε ή φωνή τής ψυχής τού αδελφού του πού ζοΰσε σάν σκύλος στη χώρα των Ζώων. Καί ό Τσούν - Σίν τοϋ εξήγησε τις υποσχέσεις πού έδωσε. —Μην άνησυχής, τον καθησύχασε ό σκύλος - α­ δελφός του. "Ολοι, αυτοί σ’ έμπλεξαν έτσι γιατί σέ νο­ μίζουν πλούσιο. "Ο,τι σοϋ είπαν είναι ένα ψέμα, καί σκοπός τους είναι νά σέ γελάσουν. ΙΥ αυτό νά τούς πληρώσης κι’ εσύ μέ τό ίδιο νόμισμα. Στον κατεργάρη, έ­ νας κατεργάρης καί μισός! Καί τοΰ ψιθύρισε στο αυτί πώς νά ένεργήση γιά νά τιμωρήση όλους αυτούς τούς απατεώνες. Ό Τσούν - Σιν γελάει τελευταίος

ΑΣΚΑΛΕΜΕΝΟΣ τώρα ό Τσούν - Σίν από τον σωτήρα ταυ, γύρισε στο χάνι καί κοιμήθηκε ή­ συχος. Το άλλο πρωί έφτασαν στο χάνι εκείνοι πού τον είχαν κατακλέψει στο δρόμο,

Δ


Η ΚΑΤΑΡ/*

—Έλα!, τοΰ είπαν. Είναι καιρός να έξοφλήσης τό χρέος σόυ. —Φίλοι μου, τούς απάντησε τότε δ Τσούν - Σίν. Προτιμώ να πιώ όλο το νερό της λίμνης παρά νά σας δώσω τά λεφτά μου πού έχω κρυμμένα στα μπαούλα μου. Μά για νά μπορέσω νά τό κάνω αυτό πρέπει νά με βοηθήσετε κι’ εσείς. —Σάν τί βοήθεια ζητάς; ρώτησαν ανήσυχοι. —Νά, τούς εξήγησε ό μικρός Κινέζος. Γιά νά πιώ τό νερό τής λίμνης, πρέπει νά βάλετε ολοι από ένα χέρι γιά νά σηκώσετε τη λίμνη, νά την φέρετε στά χείλη μου καί νά την κρατήσετε έτσι σάν κούπα ώσπου νά την ρουφήξω όλη! Εκείνοι κατάλαβαν τό πάθημά τους. Ώμολόγησαν οτι νικήθηκαν κι’ έφυγαν με κατεβασμενα τά μούτρα. Σέ λίγο φάνηκε ό μπαλωματής γιά νά τού δώση όπως τούχε ύποσχεθή ό Τσούν - Σίν, ό,τι θά τον ευ­ χαριστούσε. —'Ο ένδοξος βασιλιάς μας, τουπέ αμέσως ό Τσούν - Σίν. συνέτριψε τούς εχθρούς τής πατρίδας μας. Αύτό δεν σ’ ευχαριστεί περισσότερο άπό κάθε τί στον κόσμο; Μ’ ευχαριστεί, απάντησε ό μπαλωματής φοβι­ σμένα. Πού νά τολμήση νά πή ότι οί νίκες τού βασιλιά δέν τον ευχαριστούσαν! Έτσι πήρε κι’ ό μπαλωματής την πληρωμή του κι’ έφυγε. Τρίτος ήρθε ό μονόφθαλμος εκβιαστής πού παίρνοντάς τον γιά κουτό, τοΰ είχε ζητήσει την τιμή τού ματιού του. —Βγάλε τό μάτι σου!, τοΰ πρότεινε τότε ό Τσούν -


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

19

Σίν. Θά τά ζυγίσουμε κι άν τά βρούμε ίσια στο βάρος, θά παραδεχτώ τότε δτι σούκλεψα το μάτι, και θά σού πληρώσω τήν αξία του. Διαφορετικά, θά πή πώς λές ψέματα καί θά σοΰ κάνω μήνυσι γιά ν’ αποζημίωσης τό δικό μου. Ό μονόφθαλμος, πού κατάλαβε κι’ αυτός τό πά­ θημά του, έφυγε μουτρωμένος. Τελευταίος τον έπισκέφθηκε ό αγοραστής των ξΰλων. —Ήρθα νά κανονίσουμε τό λογαριασμό μας, τοΰ είπε.

*0 ττρωθι/ττουργός £καν*ε ττώς Θαύμασε τό άνύτταρκτο ύφασμα!

—Τί θά μοϋ δώσης, λοιπόν, γιά τά ξύλα μου; ρώ~ ησε ό Τσούν - Σίν. —"Ε, δεν τά είπαμε; Μιά γαβάθα γεμάτη με δ,τι τλύτερο νομίζεις. Πάντως εγώ θά τήν γεμίσω μέ φλουιά! Δεν φαντάζομαι νά έπιθυμής τίποτ’ άλλος


Η ΚΑΤΑΡΑ

20

—"Οχι! είπε ό Τσούν - Σίν. Δέ θέλω φλουριά! Θα μηϋ γέμισης τη γαβάθα μέ... ψύλλους! Τούς μίσους αρσενικούς καί τούς μισούς θηλυκούς! Αυτό επιθυμώ! Ό κατεργάρης κοκκάλοκτε. Κατάλαβε πώς είχε βρή τδ μάστορή του. Ευχαριστημένος ό Τσούν - Σίν πού γλύτο,κτε τόσο έξυπνα άπδ τις κατεργαριές των κατοίκων αυτής τής πολιτείας, συνέχισε τδ δρόμο του. Δεν είχε κάνει όμως ούτε τρία χιλιόμετρα όταν τον έφτασε ένας άπδ τά θύματά του —ό Φάν - Τάν όπως τουπέ πώς τδν λένε— καί τοϋ πρότεινε συνεργασία. —Ούτε μέ ξέρεις ούτε σέ ξέρω, τοϋ είπε τότε ' Τσούν - Σίν. Πώς ζητάς, λοιπόν, νά συνεργαστούμε; —Ξέρω ότι είσαι πολύ έξυπνος, ώμολόγησε ό ΦάνΤάν, κι’ αυτό είναι αρκετό. Καί μέ λίγα λόγια ό Φάν - Τάν τού είπε τί δου­ λειά σκόπευε νά κάνη μαζί του. Στη χώρα ττ\ς Ματαιοδβξίας

ΟΛΙΣ ό Τσούν - Σίν ακούσε τδ έξυπνο αλλά τολμηρό σχέδιο1 τοϋ Φάν - Τάν, φάνηκε διατα­ κτικός, Φοβήθηκε μήπως αυτή ή περιπέτεια γινόταν αφορμή νά διακόψη τδ ταξίδι του. Γι’ αύτδ σκύφτηκε νά ρωτήση πρώτα τήν ψυχή τοϋ άδελφοϋ του κι ϋστε ρα νά δώση τή συγκατάθεσί του. —Θά σοΰ πώ τδ άλλο πρωΐ, άν δέχωμαι ή όχι, τοϋ απάντησε. Θέλω πρώτα νά κάνω τήν προσευχή μου στο Βούδδα (*) καί νά πάρω τήν άδειά του γι’ αυτή τή δουλειά πού μοΰ λές νά κάνουμε. "Εδωσαν ραντεβού σ’ ένα λόφο κι’ ό Τσούν - Σίν απομακρύνθηκε τάχα για νά προσευχηθή σέ μια μικρή

Μ

είναι £

των Κινέζων,


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

21

φυλλωσιά, αλλά στην πραγματικότητα για ν’ άκούση τό σωτήριο γάβγισμα όπως ήλπιζε. Ήταν σούρουπο... περίμενε ν’ άκούση τό γάβγισμα άλλα δεν τό άκουγε. Τέλος αποκοιμήθηκε κα'ι στον ύπνο· του... ξύπνησε άπό τό γάβγισμα. Και —-νά!— μπροστά του είδε τον σκύλο - αδελφό του. —"Οταν κοιμάσαι μπορώ καί βρίσκομαι κοντά σου, αδελφέ μου, τούπε, γιατί τότε ταξιδεύουν οί ψυχές μας... Αφήνουν τά σώματά μας κι’ έρχονται καί σμί­ γουν. Ή ψυχή τού Τσούν - Σίν χάρηκε πού ξανάβλεπε το σκύλο. Καί χωρίς χρονοτριβή τού μίλησε για την πρότασι πού τού είχε κάνει ό Φάν - Τάν. —Ή πρότασί. του δεν είναι άσχημη, τουπέ ό σκύ λος - αδελφός του. Θά τήν εκμεταλλευτής για νά γνωρίσης έτσι τό Μονόφθαλμο Βασιλιά στή χώρα τής Ματαιοδοξίας. Δεν πρέπει όμως νά παρασυρθής καί νά ξεχάσης νά συνάντησης τό Δακρυσμένο "Αγαλμα. —Δέ μοϋ είπες όμως λεπτομέρειες γά αυτό τό Δα­ κρυσμένο Άγαλμα πού θά συναντήσω... "Αντρας εί­ ναι ή γυναίκα; —Τίποτα δεν μπορώ νά σοΰ πώ για τό άγαλμα. Θά σοΰ μιλήση εκείνο. Πάντως σε περιμένει πάνω άπό εκατό χρόνια, άκίνητο ψυχρό. Έσύ θά τού ζωντανέψης ξανά τή χαρά καί τον πόνο... Μόλις σέ δή, θά δακρύση! Με τά λόγια αυτά πού άκουσε, ό Τσούν - Σίν ξύ­ πνησε. Αμέσως τότε έτρεξε καί βρήκε τον Φάν - Τάν καί τού άνακοίνωσε ότι δέχεται τήν πρότασί του. Άωφώνησαν καί οί δυό, μόλις θά έφταναν στή ταιοδοξίας πού θά ήταν ό επόμενος στα.. " ■ στούν στο φαντασμένο καί μο-


Η ΚΑΤΑΡΑ

22

νόφθαλμο βασιλιά και νά ισχυριστούν δτι υφαίνουν κα'ι ράβουν τά ωραιότερα ρούχα. —Είσαι βέβαιος όμως, ρώτησε ό Τσούν - Σίν τον Φάν - Τάν, δτι αυτός ό βασιλιάς είναι φαντασμένος καί τρελλαίνεται νά φορή ωραία ροΰχα ; —Μά άν δεν τό ήξερα αυτό δεν θά σοΰ έκανα μια τέτοια πρότασι τον διαβεβαίωσε ό συνεργάτης του. Νά δής δτι θά κάνουμε λεφτά μέ ουρά! —Κι’ άν μάς άνακαλύψουν καί μάς κρεμάσουν; —Αύτό είναι αδύνατο γιατί δλοι σ’ αυτή τη χώ­ ρα είναι φαντασμένοι. "Έτσι στην κουτή φαντασία τους θά στηριχτή ή απάτη μας. Ό Τσούν - Σιν μουρμούρισε κάτι καί συνέχισε μαζί του τον περιπετειώδη δρόμο του. Τδ κομμάτι αυτό τής διαδρομής κράτησε μιά ολό­ κληρη εβδομάδα. Κι’ δταν τήν τελευταία ήμερα έφτα­ σαν στη χώρα τής Ματαιοδοξίας, ήταν πανσέληνος. Πλησίασαν στήν πόλι τό σούρουπο κι’ είπαν στους φύ­ λακες των τειχών δτι είναι σπουδαίοι ύφαντάδες ποΰρχονται από μακρυνή χώρα γιά νά ύφάνουν καί νά ρά­ ψουν τοΰ βασιλιά τά πιο ωραία ροΰχα. Ό έπί κεφαλής τής φρουράς γέλασε μέ τά λόγια τους αυτά. —Καί ποϋ είναι τά εργαλεία σας; τούς ρώτησε. Δεν τά βλέπω. \ * ~ Γν γκειται ή τέχνη μας!, απάντησε ό πο­ νηρός Φάν - Τάν. Δέ χρειαζόμαστε εργαλεία γιά νά ράψουμε. Θά σοΰ προσφέρουμε άλλωστε καί σένα τέ­ τοια ροΰχα. Επειδή κι* ό αξιωματικός αυτός ήταν φαντασμέ­ νος καί τοΰ άρεσαν τά ωραία ροΰχα ενθουσιάστηκε. Τούς άφησε νά περάσουν μέσα στήν πόλι. Πράγματι σ’ αυτή τή χώρα συνέβη·νπ«Ο


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

έργα πράγματα. Ό βασιλιάς ήταν ένας μονόφθαλμος καί πεισματάρης γέρος1, πού τού άρεσαν υπερβολικά τά ωραία ρούχα. Καί επειδή διαδόθηκε σε δλη τήν πόλι πώς έφτασαν δυο ύφαντάδες μ’ εξαιρετική τέχνη, πού πρώτη φορά θά γνώριζαν οί κάτοικοι τής χώρας τής Ματαιοδοξίας, ό βασιλιάς πού λεγόταν Μάο Τάνγκ έστειλε νά τούς φέρουν μπροστά του. —Το χρυσό -ψάρι τσίμπησε. Γύρισε καί εΐπε σιγά ό Τσούν - Σίν στο αύτί τοΰ Φάν - Τάν δπως έμπαιναν στο παλάτι. Σε λίγο παρουσιάζονταν με υποκλίσεις, μπροστά στον Κινέζο ’Άρχοντα. —Σείς είσθε οί καταπληκτικοί ραφτάδες; τούς ρώ­ τησε μέ βροντερή φωνή. —-Μάλιστα, Μεγαλειότατε, είπαν κι’ οί δυο μέ μια φωνή. Μέ τή διαφορά δμως —συνέχισε ό Φάν Τάν— δτι τά ρούχα πού υφαίνουμε καί ράβουμε δεν μπορούν νά τά δούν όλοι... —Δηλαδή; έκανε ό τρομερός μονάρχης Μάο Τάνγκ. Είναι μαγικά ρούχα; —Περίπου, άποκρίθηκε ό Τσούν - Σίν. Γιαυτό δεν μπορούν νά τά δούν δσοι δέν τούς αξίζει τό αξίωμα πού κατέχουν καί δσοι είναι βλάκες. —Μπά! έκανε ό Μάο - Τάνγκ μέ άνακούφισι. Λίγα μέ νοιάζει γιά τούς ανίκανους καί τούς βλάκες. Αρκεί πού τά βλέπουν οί έξυπνοι κι’ οί ικανοί. Καί σκέφθηκε: —Θά είναι πολύ σπουδαία αυτά τά ρούχα. Γιατί, άν τά φορέσω, θ’ άνακαλύψω αμέσως ποιοι άνθρωποι στό παλάτι μου καί στο βασίλειό μου είναι ανίκανοι ή βλάκες. Καί, χωρίς χρονοτριβή, διέταξε τον υπασπιστή του νά δώση λεφτά στούς δυο ύφαντάδες γιά ν’ αρχίσουν


Η ΚΑΤΑΡΑ

νά φτιάνουν τά μαγικά ρούχα πού έλεγαν πώς μπορού­ σαν, νά φτιάχνουν. Εγκαταστάθηκαν κι’ οί δυο α ένα μεγάλο ξύλινο οίκημα στους κήπους τού παλατιού και στρώθηκαν στη δουλειά. Δηλαδή έκαναν πώς δούλευαν. Τη μόνη πρα­ γματική δουλειά πού έκαναν ήταν νά πάρουν ξύλα καί νά φτιάξουν δυο αργαλειούς τής κακής ώρας. Έτσι γιά νά τούς βλέπουν οί περίεργοι επισκέπτες στο έργαστήριό τους. Φυσικά τό μετάξι καί τό χρυσάφι πού ζή­ τησαν καί πήραν τό έκρυψαν γιά δικό τους λογαριασμό. Έτσι έκαναν πώς ΰφαιναν χωρίς οί αργαλειοί νά έ­ χουν ούτε μεταξωτές άλλά ούτε καί χρυσαφένιες κλω­ στές. Τά αόρατα ρούχα

ΣΕ ΔΥΟ - ΤΡΕΙΣ ημέρες ό βασιλιάς Μάο - Τάνγκ θέλησε νά μάθη πόσο είχαν προχωρήσει στή δου­ λειά τους οί δυο ύφαντάδες. ’Επειδή όμως θυμήθηκε πού είπαν ό Τσούν - Σίν καί ό Φάν - Τάν οτι οί ανίκα­ νοι καί οί βλάκες δεν θά μπορούσαν νά δουν αυτό τό ύφασμα, άλλαξε σκέ/ψι κι’ έστειλε στο εργαστήριο των δύο ύφαντάδων τον Πρωθυπουργό του. —Ό Πρωθυπουργός μου Τσούνγκ, σκέφθηκε, εί­ ναι έξυπνος καί ικανός. Καλύτερα, λοιπόν, νά πάη ε­ κείνος καί νά μοΰ πή τί είδε. Πράγματι ό γέρο - Πρωθυπουργός πήρε τή δια ταγή καί πήγε στο εργαστήριο δπου οί δύο θρασείς α­ πατεώνες κάθονταν καί ύφαιναν μπροστά στούς άδειους αργαλειούς. -—"Αγιε μου Βούδδα!, φώναξε ό σύμβουλος τού βασιλιά γουρλώνοντας τά μάτια του. Δεν βλέπω τίποτε! Οί δυο κατεργαραίοι έκαναν πώς δεν άντελήφθη σαν τήν απορία τού Πρωθυπουργού καί πρώτος ό Τσούν


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

25

- Σίν παοεκάλεσε την εξοχότητά του νά πλησιάση. —Εγκρίνετε, έξοχώτατε, είπε ό Φάν-Τάν στον κα­ τάπληκτο Πρωθυπουργό, τά χρώματα και το σχέδιο του υφάσματος; Κι’ ό γέρο - Τσούνγκ πού έτρεμε νά όμολογήση ότι δεν έβλεπε κανένα ύφασμα γιατί θά ήταν σάν νά (ομο­ λογούσε πώς ήταν ανίκανος και βλάκας, είπε, μέ προσ­ ποιητά ενθουσιασμό: —Είναι υπέροχο! Είναι θαυμάσιο! —Τό γούστο σας μάς συγκινεί, έξοχώτατε, είπε ό Φάν - Τάν. Ό γέρο - Τσούνγκ όμως βιαζόταν νά φύγη. Πήγε αμέσως και παρουσιάστηκε στον Μάσ Τάνγκ. —Λοιπόν; ρώτησε ανυπόμονος ό βασιλιάς. Είναι ωραίο τό ύφασμα πού μου υφαίνουν; —Πολύ ωραίο, Μεγάλε ιότατε, ψιθύρισε ό γέρο Προοθυπουργός μέ σκυμμένο τό κεφάλι. * * *

Έτσι ό βασιλιάς Μάο - Τάνγκ αποφάσισε νά πάη κι’ ό ίδιος νά τό θαυμάση. Έπισκέφθηκε, λοιπόν, μέ την ακολουθία του τούς δύο ύφαντάδες στο εργαστή­ ριό τους. Καί πράγματι τούς βρήκε καί τούς δυο εκεί νά υφαίνουν μ’ ενθουσιασμό —κι5 όπως πάντα— χω­ ρίς κλωστές. — Λεν είναι ωραίο τό ύφασμα. Μεγαλειότατε; τούπαν οί δυο σύμβουλοί του πού τό είχαν δή πριν, ή μάλ­ λον. πού δεν τό είχαν δή. Π ίστευαν κι/ οί δυο πώς ό βασιλιάς σάν έξυπνος καί ικανός πού ήταν θά τοβλεπε πραγματικό αυτό τό καταπληκτικό ύφασμα. Ό βασιλιάς έρριξε τό βλέμμα του στον άδειο αργα­ λειό κι’ αμέσως ένοιωσε μεγάλο φόβο. —Τί έπαθα ; άναρωτήθηκε. Δεν βλέπω τίποτα


26

Η ΚΑΤΑΡΑ

Δέν μοΰ αξίζει λοιπόν νά είμαι βασιλιάς αύτης τής χώρας; , Προσπάθησε όμως νά κρύψη τή συγκίνησί του. Στράφηκε στην ακολουθία του καί μέ προσποιητό εν­ θουσιασμό τους είπε : — "Ω! Είναι πλύ ωραίο: Μοΰ αρέσει Υπερβολικά! —Ναί, είναι πολύ ωραίο έπανέλαβαν κι όλοι οί άλλοι για νά μήν μαρτυρηθοΰν στά μάτια τοΰ βασιλιά τους. Φυσικά κανείς δεν έβλεπε τό ύφασμα πού τούς έ­ δειχναν οί δυο τετραπέρατοι Κινέζοι. Καί ή εξωφρε­ νική αυτή κατάστασι συνεχιζόταν.... Ύό &γ«λμα πού δακρύζει

ΒΑΣΙΛΙΑΣ Μάο - Τάνγκ είχε πεί ότι τά ρούχα πού θά τοΰφτιαχναν οί δυο ξένοι θά τά φο­ ρούσε στην μεγάλη παρέλασι. "Εκλεινε τά εβδομήντα του χρόνια κι’ ήθελε νά τά γιορτάση μέ μεγαλοπρέπεια. Ό κρυφός φόβος όμως μήπως πάθει κανένα ρεζηλίκι δεν τον άφινε ήσυχο. Πάντως ή ήμερα αυτή πλησίαζε κι’ από τό προηγούμενο βράδι ό Τσούν - Σίν μέ τον Φάν Τάν έκαναν ότι δούλευαν εντατικά. Μέ διάφορα κοψί­ ματα στον αέρα έδειχναν πώς έκοβαν τό ύφασμα στά μέτρα τού φαντασμένου "Αρχοντα. Κατόπιν τό... έρραψαν μέ βελόνες, πού δεν είχαν κλωστές. "Οταν σε λίγο έφτασε ό βασιλιάς μέ την ακολου­ θία του ό Τσούν — Σίν μέ τον Φάν — Τάν ύψωσαν τά χέρια τους, σάν νά σήκωναν κάτι (τό ύφασμα) καί εί­ παν: — Βλέπετε; Αύτό εδώ είναι τό πανταλόνι. Αυτό είναι τό σακκάκι. Κι αυτή ή μπέρτα! — Ναί. ναί βλέπουμε!, είπαν όλοι οί εύγενείς πού στέκονταν σέ ημικύκλιο γύρω από τό βασιλιά καί οί ό-


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

27

ποιοι στην πραγματικότητα δεν έβλεπαν τίποτε. — Θά έχετε τότε την καλοσύνη, Μεγαλειότατε, νά γδυδητε για νά σάς τό φορέσουμε ; είπε στον βασιλιά Μάο - Τάνγκ ό Φάν - Τάν. — Τρελλάθηκες,; ψιθύρισε ό Τσούν — Σίν στο

Ό Τσούν - Σίν ανέβηκε καί φίλησε τό άγαλμα...

αύτί τού συντρόφου του. Θά τον γδύσουμε κι’ δλας; "Ενα αυστηρό δμως βλέμμα τού Φάν—Τάν έκανε τον Τσούν—Σίν υπάκουο. Ό βασιλιάς τότε με σφιγμένη την καρδιά, γδύθη­ κε καί στάθηκε μπρος στον καθρέφτη. Ένώ οί δυο ραφτάδες έκαναν πως τον έντυναν... Ό "Αρχοντας στριφογύριζε ολοένα καί καμάρωνε τάχα τά ρούχα του. Τό ίδιο καί δλοι οί άλλοι. Εκείνη τη στιγμή, άπό τη μεγάλη πύλη ταΰ παλα­ τιού, ό τελετάρχης ανήγγειλε : — Μεγαλειότατε, τό αμάξι σάς περιμένει.


28

Η ΚΑΤΑΡΑ

Κι5 ό Μάο - Τάνγκ μπήκε στο αμάξι του χωρίς νά τολμάη κανείς να τοϋ πή πώς ήταν γυμνός. Στους δρόμους, απ’ όπου περνούσε τό βασιλικό α­ μάξι, όλοι ψιθύριζαν με θαυμασμό. — Τί ωραίο πού είναι τού βασιλιά μας τό κοστού­ μι! Κανείς δεν ήθελε νά δείξη στο διπλανό του ότι δεν μπορούσε νά δή τίποτε γιατί έτσι θά ήταν τό ίδιο σάν νά ομολογούσε πώς ήταν ανίκανος καί βλάκας. Ένα παιδάκι όμως πού παρακολουθούσε τήν παρέλασι φώναξε : — Μπά! ό βασιλιάς μας είναι γυμνός,! — Άκοϋτε τί λέει αυτό τό αθώο πλάσμα; είπε ό πατέρας τού παιδιού στούς άλλους έκεΐ κοντά πού πα­ ρακολουθούσαν τήν παρέλασι. Κι’ ό ένας τότε ψιθύριζε στο αυτί τού άλλου τά λό­ για πού είχε ξεστομίσει τό παιδάκι. — Πράγματι ό βασιλιάς μας δεν φοράει τίποτε!, φώναζε στο τέλος όλο τό πλήθος. Είναι γυμνός! Ό βασιλιάς Μάο - Τάνγκ τοιράχτηκε γιατί κατά­ λαβε πώς ό λαός του είχε δίκιο. Στο μεταξύ, ό Τσούν - Σίν μέ τον Φάν - Τάν είχαν έξαφανιστή κι’ ό καθένας τράβηξε δικό του δρόμο γιά νά μήν τούς άνακαλύψουν. Ό Τσούν - Σίν βραδιάστηκε σ’ ενα μικρό ποτάμι. Καί μετανοιωμένος γιά τήν πράξι του άρχισε νά κλαίη. Μά ξάφνου άκουσε τό γνωστό του γάβγισμα καί κατό­ πιν τή γνώριμη του φωνή!. — Θ’ άφήσης τά κέρδη τής απάτης έδώ γιά νά τά βρούν καί νά τά πάνε πίσω στο βασιλιά!, είπε ό σκύλος αυστηρά! —Αυτό ακριβώς σκόπευα νά κάνω, απάντησε ό Τσούν - Σίν. Μά πές μου, αδελφέ μου: Τό Λακρυσμένο


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

29

"Αγαλμα, πού δέ τοϋ ξαναζωντάνεψα τη χαρά, βρίσκε­ ται μακρυά ακόμα; — Αύριο τό πρωί θά τό πλησιάσης, τον πληροφό­ ρησε ή φωνή τοΰ σκύλου - αδελφού. Γιά να δακρύση δ · μως πρέπει πρώτα νά τό φιλήσης. Πράγματι τό άλλο πρωί ό Τσούν - Σίν συνάντησε στην άκρη τοΰ δάσους, επάνω σ’ ένα βάθρο, τό κίτρινο άγαλμα μιας ωραίας κόρης. Ανέβηκε στο βάθρο χωρίς δισταγμό κι’ άκοΰμπησε τά χείλη του στα δικά της. Τό άγαλμα τότε δάκρυσε... Ύστερα πήρε ζωή κι’ ένας βαθύς αναστεναγμός φούσκωσε τό στήθος της. — Μέ ξανάψερες στη ζωή!, μίλησε τό άγαλμα. Καί ό Τσούν - Σίν πληροφορήθηκε κατάπληκτος α­ πό τά χείλη τής — ζωντανής τώρα — κόρης δτι λέγον­ ταν Μιτσούΐ κιέ δτι ήταν βασιλοπούλα. "Οτι την είχε κε­ ραυνώσει μέ τό δάχτυλό της μια μάγισσα επειδή ήθελε νά βάλη στή θέσι της τήν κόρη της... Κι’ δτι τή δύναμι τοϋ κεραυνού πού είχε τό μακρύ δάχτυλό της μέ τό γαμ­ ψό νύχι της τήν έπαιρνε από μία μικρή φωτιά πού -άνα­ βε πάντα μέσα στη σπηλιά της.... Στή φωτιά αύτή άκουμποΰσε ένα μεγάλο τσουκάλι δπου κατασκεύαζε μέ τον βρασμό τοϋ νερού από τή μαγική φωτιά τά διάφορα μάγια της... Καί πρόσθεσε : —’Άν μπορέσης, χρυσέ μου, καί σβύσης αύτή τή φωτιά, τότε νά είσαι βέβαιος δτι θά μέ ξαναβρής στο πα­ λάτι τού φαντασμένου βασιλιά Μάο - Τάνγκ. Είμαι ή κόρη του κι’ δτι θέλησης θά σέ βοηθήσω νά τό απόκτη­ σηςΚόρη τού βασιλιά Μάο - Τάνγκ ! τραύλισε ό Τσούν - Σίν ταραγμένος. Αύτόν τον άνθρωπο, χρυσή μου, δέν μπορώ πιά νά τον άντικοϋσί .0 γιατί τον γελοίο/ · Ή I


30

Η ΚΑΤΑΡΑ

Και της εξιστόρησε τι είχε σκαρώσει στον φαντα­ σμένο ' πατέρα της. Ή Μιτσούϊ δμως δεν έδειξε τήν παραμικρή συγκίνησι. — Σβύσε πρώτα τη φωτιά, τον καθησύχασε, κι ό­ λα θά διορθωθούν. Θά βρίσκομαι τότε στο παλάτι νά σε βοηθήσω. Τά τρία χρυσάνθεμά ΟΤ είχε πή ποιο δρόμο θά πάρη για νά φτάση οτδ βου­ νό δπου βρισκόταν ή σπηλιά τής μάγισσας. Πώς δμως θάσβυνε τή φωτιά; Άπό την απορία τον έβγαλε πάλι ή φωνή τού σκύλου. — Ή φωτιά αυτή δέ σβύνει μέ νερό, άλλα μ’ ένα είδικό χώμα. Θά γέμισης ενα σακκί μέ αυτό τό χώμα και θά πας νά τό ρίξης στήν φωτιά. Θά τήν σκεπάσης μέ τό χώμα καί ή φωτιά θά σβύση, Ό Τσούν - Σίν άκο?«,ούθησε τις συμβουλές τού σκύλου κι’ έτσι μπόρεσε νά σβύση τή φωτιά τής μάγισσας. Μέ τή διαφο­ ρά δτι τή μαγική εκείνη φωτιά δέν τή βρήκε μέσα στην σπηλιά αλλά εξω άπ’ αυτήν, καί κάτω άπό ένα δέντρο. Ίκανοπαιημέλ'ος τώρα άπό τό κατόρθωμά του ό Τσούν Σίν γύρισε στο παλάτι τού μονόφθαλμου βασιλιά Μάο-Τάνγκ, βέβαιος δτι θά συναντούσε εκεί τή βασιλοπούλα Μιτσούϊ. Μόλις δμως τον άντίκρυσε δ φανατισμένος βασιλιάς τον θυμήθηκε καί διέταξε νά τον δέσουν και νά τον ρίξουν στη φυ­ λακή. Μά τό ϊδιο βράδι ή Μιτσούϊ πού είχε έλευθερωθή άπό τά μάγια τής μάγισσας και δέν ήταν πιά άγαλμα έπεσκέφθηκε τον πατέρα της στ’ όνειρό του και τού είπε πώς τώρα βρισκόταν μέ­ σα σ’ ενα άπό τά τρία μαγικά χρυσάνθεμα κι* οτι ό μόνος πού μπορούσε νά τήν βοή καί νά τού τήν φέρη. κοντά του ήταν ό άνθρωπος πουρριξε τό βράδι μέσα στη φυλακή. Το πρωί ό Μάο - Τάνγκ διέταξε νά φέρουν μπροστά του τον Τσούν - Σίν καί τον ρώτησε: — Μήπως θέλεις νά παντρευτής τήν κόρη μου Μιτσούϊ;

Τ


ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ

31

—Ναι», απάντησε ό Τσούν - Σίν πού άρχισε τώρα νά πιστεύη στά θαύματα. — Ωραία. Κάνε στη ζωή σου ένα κατόρθωμα, όχι δμως σαν κι’ αυτό μέ τά ρούχα, γιά νά <τέ κρίνω άξιο κι’ Ικανό νά την παντρευτής. Πήγαινε νά βρής και νά μου φέρης τά τρία μα­ γικά χρυσάνθεμα. Ό Τσούν-Σίν ύποσχέθηκε πώς .θά τά φέρη και ξεκίνησε γιά νά τά βρή. Κατέφυγε στο άγαλμα τής κόρης, μά δέν τό βρή­ κε στη θέσι του. Είχε έξαφανισθή. Μά ή φωνή τού σκύλου τον βοήθησε πάλι. "Ετσι μπόρεσε και βρήκε την τοποθεσία δπου άν­ θιζαν τά τρία χρυσάνθεμα. Κι’ όπως, υπερήφανος, ό Τσούν - Σίν τά ξερρίζωσε καί τά πήγαινε στο βασιλιά σκόνταψε στο δρόμο του και τό ενα χρυσάνθεμο έγειρε από τό μακρύ κλωνί του και χτύπησε στη γή. Και τότε μέ μιας πετάχτηκε μέσα από τό λου­ λούδι μ,ιά κοπέλλα. Ήταν ή Μιτσούΐ. Χαρούμενος τότε δ Τσούν -Σ'ιν έτρεξε στον πατέρα τής Μιτσούΐ γιά νά τού παρουσίαση την κόρη του. Μόλις όμως έ­ φτασε έξω από τήν πολιτεία, την άφη,σε στη φύλαξι ενός χοι­ ροβοσκού τού παλατιού γιά νά πάη νά φέρη ένα αμάξι. 'Ο χοι­ ροβοσκός όμως αυτός ήταν γυιός της μάγισσας: "Ενας κακός άνθρωπος ποΰχε μιά άσχημη αδελφή. Είχε μάθει τά καθέκα­ στα από τον Τσούν - Σίν καί βρήκε τήν ευκαιρία κατάλληλη γιά νά έπωφεληθή καί νά πασάρη τήν αδελφή του στο παλά­ τι, όπως άλλοτε είχε έπιχειρήση νά τό κάνη αυτό ή μητέρα του. "Εντυσε, λοιπόν, τήν αδελφή του μέ λαμπρά ρούχα καί την Μιτσούΐ τήν έρριξε μέσα σ’ ένα πηγάδι. ©ί μεταμορφώσεις της Μιτσούΐ ΔΕΝ πέρασε πολλή ώρα κι’ ό Τσούν - Σίν έπέστρεψε. Τον συνώδευε δ βασιλιάς Μάο - Τάνγκ, μέ τη βασίλισσα καί τήν ακολουθία της. "Όλοι αυτοί όμως πού είδαν τήν κό­ ρη τής μάγισσας νά ποζάιρη γιά τήν κόρη τους άπαγοητεύθησαν... κυρίους έμειναν κατάπληκτοι γιά τήν ασχήμια της. Κι’ επειδή δ Τσούν - Σίν δέ θέλησε νά μαρτυρήση τό πάθημά του κανείς δέν έμαθε τήν απάτη καί τήν πλαστοπροσωπία. Τό


Η ΚΑ,ΤΑΡΑ

32

ίδιο κακό είχαν πάθει δλοι μέσα στο παλάτι: Ήξεραν ότι ή κόρη τους από μικρή είχε μαγευτή από κάποια άγνωστη δύναμι κι’ άλλαζε τακτικά προσωπικότητα. Δεν είχαν όμως ποτέ φανταστή πώς δλα αυτά ώφείλονταν στη σατανική έπέμβασι τής μάγισσας πού πάσχιζε νά κάνη την κόρη της βασίλισσα. ’Έτ-σι υποδέχτηκαν στό παλάτι την αδελφή τού χοιροβοσκού μέ προσποιητή χαρά. Σέ δυο μέρες ό Τσούν - ΣΙν τήν επαθε: Π αντρεύθηκε τήν άσχημη και αντιπαθητική κόρη τής μάγισ­ σας. Ή λύπη του όμως ήταν μεγάλη. Κα'ι το χειρότερο ή φω­ νή τού σκύλου - αδελφού του δεν ξανακούστηκε γιά νά τού δώση κάποια λύσι. Ή ζωή κυλούσε θλιμμένα μέσα στό παλάτι τού Μάο Τάνγκ όταν μιά μέρα ό Τσούν - Σίν, ξεχασμένος πιά από τον τετράποδο φύλακα - άγγελό του, περνούσε μέ τό αμάξι του από τό πηγάδι οπού είχαν ρίξει τή Μιτσούϊ. Ό Τσούν - ΣΙν δίψασε και διέταξε τον άμαξα του νά τού τραβήξη έναν κου­ βά νερό. Φαντασθήτε δμως τήν έκπληξί του δταν είδε νά έπιπλεη στό νερό τού κουβά μιά μικρή πάπια πού ξαφνικά χάθη­ κε και στην θέσι της βρέθηκε μιά κοπέλλα. Ήταν ή Μιτσούϊ,. Στό παλάτι επακολούθησαν χαρές και γλέντια. Ή κόρη τής μάγισσας διώχτηκε μέ καμουτσές. Μά τό Ιδιο βράδι δ ανύποπτος Τσούν - Σίν βρέθηκε πάλι στη φυλακή. Ό Μάο - Τάνγκ δεν εί­ χε καμμιά δρεξι νά τού δώση γιά γυναίκα τήν πραγματική κό­ ρη του. Ό έρως θριαμβεύει

ΤΑΝ ή Μιτσούϊ έχασε τον αγαπημένο της από κοντά της παραλίγο νά τρελλαθη. Είπε στή μητέρα της γιά τήν έξαφάνισι τού Τσούν - Σίν κι’ εκείνη πού κατάλα­ βε τήν αιτία έπιασε τό βασιλιά καί τον ίκέτευσε νά τον έλευθερώση γιατί ή κόρη τους θά πέθαινε από τό μαράζι. ’Έπειτα από πολλές παρακλήσεις τής βασίλισσας δ Μάο Τάνγκ δέχτηκε νά έλευθερώση τον Τσούν - Σίν. Τον διέταξε δμως νά φύγη από τή χώρα του, κι’ δταν εκείνος ζήτησε νά πά­ θη μαζί του καί τή Μιτσούϊ ό βασιλιάς έβαλε τά γέλια. — Θά σου δώσω τήν κόρη μου, τού είπε, αν μού φέρης

Ο


ΤΗ2 ΜΑΓΙΣΣΑΣ

^

τρία» άλογα φορτωμένα χρυσάφι, ένα άσπρο, ένα καφέ, καί ένα μαύρο. Ό Τσουν - Σίν τά έχασε. Ευτυχώς όμως γι’ αυτόν ή Μιτσουϊ είχε κρυφακούση δ,τι του είπε ό πατέρας της κι’ έπιστρέφοντας στο δωμάτιό της κάθησε καί τοΰγραψε ένα γράμμα πού τό εμπιστεύτηκε για νά τού το δώση, στην πιστή της υπηρέτρια: Τούγραφε νά την έπισκεφθή ενωρίς τό άλλο πρωί στο διαμέρισμά της, χωρίς νά κά­ νη στο μεταξύ τίποτε δίχως νά την συμβουλευτή. Καί τό ίδιο βράδι, όταν ό βασιλιάς Μάο - Τάνγκ αποκοι­ μήθηκε ή Μιτσουϊ γλύστρησε στο δωμάτιό του καί πήρε ένα μα­ γεμένο μαχαίρι πού ό πατέρας της τό έκρυβε, μαζί μέ τ’ άλ­ λα κειμήλια, μέσα στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο. Μόλις είχε άνατείλει ό ήλιος, την άλλη μέρα, όταν ή πιστή υπηρέτρια έφερε τον άμορφο Τσούν - Σίν μέσα στο δωμάτιό της. ^ # ; Τότε ή Μιτσουϊ είπε: — Πάρε αμέσως τό άλογό μου καί τράβηξε πρός τή δύσι, ώσπου νά φτάσης σ’ ένα βουνό μέ τρεις κορφές. Μόλις ψτάσης έκεΐ στρίψε πρώτα δεξιά κΓ ύστερα αριστερά. Θά βρεθής σ’ ένα ηλιόλουστο λειβάδι οπού βόσκουν πολλά άλογα. Ξεχωρίζεις από αυτά, τά τρία πού σου περιέγραψε δ πατέρας μου. ’Άν φο­ βηθούν καί δεν σε άφήσουν νά τά πλησιάσης τράβηξε αυτό τό μαχαίρι πού σου δίνω ώστε ν’ αστράψουν στη λεπίδα του οί α­ χτίδες τού ήλιου καί νά φωτιστή δλο τό μέρος.. Τ’ άλογα τό­ τε θά σέ πλησιάσουν μέ τή θέλησί τους καί θ’ άφεθουν νά τά όδηγήσης δπου θέλης. Κατόπιν ψάξε γύρω σου νά βρής μιά ιτιά μέ χοντρές ρίζες. Σκάψε μέ τό μαχαίρι γύρω από τις ρίζες καί θά βρής έναν θησαυρό από χρυσάφι καί ασήμι. Φόρτωσε τον στα τρία άλογα κΓ ύστερα γύρισε μέ τ' άλογα καί τό φορ­ τίο τους στον πατέρα μου. ΓΙές του πώς έκανες 6,τι σου είπε κΓ έκεΐνος νά κάνη δ,τι σου ύποσχέθηκε. Έκρυψε τό μαχαίρι στη μέση του, ανέβηκε στο άλογό του καί πήγε νά βρή τό λειβάδι, Δέ δυσκολεύτηκε νά βρή τό [.ιε­ ρός. Τ’ άλογα όμως ήσαν άγρια καί δεν τον πλησίαζαν. Τρά­ βηξε τότε τό μαγικό μαχαίρι καί τό κράτησε ψηλά, Οί αχτίδες


34

Η ΚΑΤΑΡΑ

τού ήλιου αντιφέγγισαν επάνω του καί πολλαπλασιάζοντας τήν δύναμί τους έλουσαν δλο τό λειβάδι με δυνατό φως. "Όλα τ' ά­ λογα τότε έτρεξαν κοντά του καί τό καθένα πού περνούσε άπό μπροστά του γονάτιζε υποτακτικά. 'Ο Τσούν - Σίν δμως διάλε­ ξε μόνον τά τρία πού τού είχε περιγράφει ό βασιλιάς. Τά έδε σε μέ τή μεταξωτή τριχιά τού δικού του άλογου κι’ ύστερα άρχισε νά κυττάζη για νά βρή την Ιτιά. Τή βρήκε. Κι’ αμέσως μέ τό μαχαίρι άρχισε νά σκαλίζη τό χώμα στις ρίζες της. Έσκαψε βαθειά ώσπου τό μαχαίρι χτύπησε έπάνω στο θαμμένο θησαυρό πού βρισκόταν μέσα σέ πέτσινα σακκιά. Τά έβγαλε καί τά φόρτωσε στά τρία άλογα καί σέ μιά ώρα παρουσιάστηκε μέ φορτωμένα τ’ άλογα μπρος στο βασιλιά. Ό Μάο - Τάνγκ δεν έδειξε δμως απορία κι’ έκπληξι γιά τό κατόρθωμά του, δπως περίμενε ό Τσούν - Σίν. Περιορίστη­ κε νά χαμογελάση καί νά δεχθή νά τον κάνη γαμπρό του... Τώ­ ρα ήξερε δτι ήταν άξιος νά παντρευτή τήν κόρη του. Καί τούτο γιατί τώρα ήταν βέβαιος δτι αυτή πού δλοι νό­ μιζαν πώς ήταν κόρη του, ήταν πραγματικά ή άγαπημένη του κόρη Μιτσούϊ πού τήν είχε χάσει πριν τρία χρόνια. Τήν άπόδειξι τήν είχε... Γιατί εκείνη τή νύχτα πού έπεσε νά κοιμηθή δέν κλείδωσε τό χρηματοκιβώτιο δπου είχε κρυμμένο τό μα­ γικό του μαχαίρι. Σκέφθηκε πώς άν ή Μιτσούϊ ήταν πράγματι ή χαμένη του κόρη θά γνώριζε τήν ύπαρξι τού μαγικού μαχαι­ ριού στο χρηματοκιβώτιό του. Κι’ άν, επίσης, αγαπούσε πραγ­ ματικά τον Τσούν - Σίν θά έκανε τό παν γιά νά τόν βοηθήση στή δύσκολη αποστολή του. "Έτσι τώρα Ικανοποιήθηκε μέ τό κατόρθωμα τού Τσούν - Σίν πού δέν ήταν παρά κατόρθωμα τής κόρης του καί δικό του. Οί γάμοι τής Μιτσούϊ μέ τόν Τσούν - Σίν έγιναν μέ με­ γαλοπρέπεια κι’ αυτοί έζησαν καλά καί έμεΐς καλύτερα. , Καί κάθε τόσο, στον ύπνο του, δ Τσούν - Σίν άκουγε τή φωνή τού σκύλου - αδελφού του νά τού λέη: — Κράτησα τήν ύπόσχεσί μου, αδελφέ μου: Σέ ώδήγησα στήν ευτυχία.... ΤΕΛΟΣ Κεήι*νο: Π. ΑΝΤΩΝΟΠΟΤΛΟΤ



&εν ηΐΣτευειε \ Ε' ΕΛΗ ΚΟΛΙΓΕ) λ/Α αοκ/Αΐβίαυ-

ψ

ΛΟΕ Μ#2ν 0ΛΤ εχο

V Κβηεΐί Ε Η£) Χ/Μ'-

Μου φβιηετβΐ ά­ τι ηΗβΚΠΛυνΆ , μ/ρ /κρόκη

/ ΔΙΚΗΟ.’__ β**'2ΗηΤ/ */**}9ββι.

τρυπη'.

χ

ρε* ΧΑ!ΧΑ! Η Μ2ΟΥΛ& ΚΙΚΙΤ£Ρ ΤΟΥ ΓΗΝ ΕΖΗΗΙΕ ΤΟΥ %

I

Ε

ΗθΤΒΦΕΡΤ2Η ΝΙΗΗΗΗ I

>


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ Συγκινητικά Παρ<χμυ6ι

3

/ί \ Ψα

ΨΖ Ί$

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Ο «Κ Υ Κ Λ ΟΧ»

ΐ|



I >39 Ι)ΙΐτΐΕ]3!)3[ 999 98 Β9ΒΙ998Β9ί18:ΐίΙΙ9Β99!Ι8Ι$Ι 98199919ΙΕΒΒΒΟΒΕ 888 Ι909ΙΙΒ9ΒΙΕ9ΙΙΙ99Ι3ίΒΒ9 ( 811 89 Μ 11191 5 IIII ί 1 ί · 115 I 9 9 9 I! 191 (I

Ό σκληρόκαρδος Σουλτάνος φώναξε τους σωματοφύλακες του.

Ο ΣΟΥΛΤΆΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΜΟΡΦΗ

Μ

ΙΑ φορά κι’ έναν καιρό σέ μια μακρυνή χώρα τής Ανατολής ζοΰσε ένας Σουλτάνος, πού ή μόνη του χαρά ή­ ταν νά βλέπη τούς άλλους νά υποφέρουν. εΌλοι πού τον ήξεραν δεν τον έλεγαν Βασιλιά ή Σουλτάνο, αλλά Σκληρόκαρδο Δράκο. Τό βασίλειο τού Σκληρόκαρδου Δράκου ήταν πολύ μεγάλο, μά πουθενά δεν υπήρχε καλλιεργημένο μέρος, γιατί οι υπήκοοί του δεν έσπερναν τίποτα, επειδή ήξεραν πώς θά τούς έπαιρνε τον καρπό ή θά τούς τον κατέστρεφε ό κακός ’Άρχοντάς τους. Μανία του ήταν ή καταστροφή γιατί φθονούσε δλο τον κόσμο. Κι’ αίτια τού φθόνου καί τής κακίας ήταν ή ασχήμια του. Ένα βράδι, λοιπόν, πού πεσμένος ανάσκελα στο κρεββάτι του συλλογιζόταν στο σκοτάδι τί κακό να κάνη στην άτυχη χώ~


4

Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

ρα του, παρουσιάστηκε από πάνω του ολόρθος και απαίσιος ό ίδιος ό εαυτός του. Ό Σκληρόκαρδος Δράκος άνακάθησε στο κρεββάτι έτοιμος νά του έπιτεθή. Ή άσχημη σκιά δμως άπλωσε τό χέρι της και τον ερριξε στο κρεββάτι. — Χαφτούλ - Μασάν, του ψιθύρισε μέ μια απόκοσμη φωνή. "Όπως τρόμαξες πού μέ είδες, έτσι τρομάζει κι’ ό κόσμος πού βλέπει εσένα. Κι’ αυτό γίνεται γιατί ή ψυχή σου, πού είναι ό καθρέφτης τής δικής μου ψυχής, είναι άσχημη κι’ αίμοβόρα! Ή σκιά πήρε ύπόστασι και σταύρωσε στο τριχωτό στήθος τά χέρια της καί μέ τά γυαλιστερά μάτια της τον κύτταζε ακί­ νητη και αμίλητη. Ό Σκληρόκαρδος Δράκος ξεθάρρεψε κι’ άνακάθησε πάλι στο κρεββάτι. -— Χάσου από μπρος μου!, ούρλιασε. Είσαι βαλτός από τούς εχθρούς μου νά μαλακώσης την καρδιά μου! Σηκώθηκε στά γόνατά του. ■— "Άδικα σέ μασκαρέψανε γιά νά μου παραστήσης τό σοφό και τον τρελ?νό, συνέχισε φουρτουνιασμένος. Κι’ αν είσαι ό Αλλάχ ή δ Σεϊτάν κι’ όχι απατεώνας, μάθε πώς εγώ αυτός πού είμαι κι’ όχι κανένας ά?Λος γιατί ή αφεντιά σου τάθελε έτσι: νά σπέρνω παντού τή συμφορά καί την απελπισία ! Τώρα ή σκιά είχε χαθή μέσα στο σκοτάδι πού απλωνόταν στο βασιλικό κοιτώνα, μά ό Σουλτάνος Χαφτούλ - Μασάν πάνω στην παραφορά του έβλεπε παντού σκιές νά τού μοιάζουν καί νά τον μαλλώνουν. Άπό τό κακό του έπεσε κάτω από τό κρεββάτι μέ πάταγο. Ξεφώνιζε καί κυλιόταν στο χαλί έτσι, πού ξεσήκωσε όλο τό παλάτι του. Αμέσως τότε έτρεξε κοντά του μιά ψιλόλιγνη γυ­ ναίκα έτοιμη ν’ άκούση την προσταγή του. Ή καμαριέρα του. — Φύγε, Γιασμάν !, τή διέταξε δ Σκληρόκαρδος Δράκος. Ή γυναικεία σιλουέττα κούνησε τό κεφάλι της, πούμοιαζε μέ τό κεφάλι ένός βάτραχου ! "Έστριψε στις μύτες των σαντα-


β ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΙ

λιών της για νά φύγη. Μά εκείνος σάλταρε σαν πίθηκος καί τής έκοψε τό δρόμο. — Στάσου ! Ή γυναίκα τρόμαξε μέ την προσταγή του αυτή κι’ έφερε τις παλάμες της στο βατραχίσιο πρόσωπό της καί τό σκέπασε, — Βγάλε τη μάσκα !, γρύλλισε δ Σκληρόκαρδος Δράκος. Ή άτυχη γυναίκα λύγισε τή μέση της καί κουλουριάστηκε σάν φίδι. Ζητούσε νά τού ξεφύγη. Μά τό τέρας μέ τό βασιλικό όνομα την άρπαξε από τά μαλλιά καί τραβώντας την την ξά­ πλωσε ανάσκελα. Μιά διαπεραστική κραυγή της σκόρπισε ανατριχίλα σέ δλσ τό παλάτι. — Βγάλ’ την τή μάσκα σου νά δώ τό αγγελικό σου πρόσο> πο !. ούρλιαζε ό Σουλτάνος προσπαθώντας νά τής άποσπάση τή μάσκα τού βάτραχου πού σκέπαζε τό πρόσωπο τής γυναίκας. Ή πόρτα εκείνη τή στιγμή μισάνοιξε καί στό κατώφλι φάνηκε μιά τρίτη άποκρουστική μορφή. Ένα όρθιο υπερ­ φυσικό ποντίκι. Είδε τά κορμιά τού άντρα καί τής γυναίκας νά παλεύουν καί στρίγγλισε. Κι’ όταν στό θαμπόφωτο πού μπήκε από τον βασιλικό διάδρομο γυάλισε ή λεπίδα ενός μαχαιριού, πού ό Σκληρόκαρδος Δράκος κρατούσε ψηλά καί πάνω από τήν καταξεσχισμένη μάσκα τής γυναίκας, τό όρ­ θιο ποντίκι, πού δέν ήταν άλλος από τον υπηρέτη τού Χαφτούλ - Μασάν, τον μικρό Νουβά, ξανάκλεισε μέ βία καί κρότο τήν πόρτα καί χάθηκε. Τό θύμα τού Σκληρόκαρδου Δράκου ήταν τώρα λιπόθυ­ μο. Στά γουρλωτά μάτια του φάνταζε κάτω από τή μάσκα ένα αγγελικό καί κατάλευκο πρόσωπο κοπέλλας. Σκοπός του αρχικός ήταν νά τήν σκοτώση. Μά τώρα πού ή κοπέλλα είχε κλειστά τά μάτια, γαλήνεψαν τά νεύρα του. Τή σκέπασε μ’ ένα σεντόνι καί χτύπησε τό μπρούτζινο σήμαν­ τρο μ’ ένα ρόπαλο* Σέ λίγες στιγμές ή πόρτα ξανάνοιξε. Ήταν δυό στιβα-


<§

"

6 ί ΚΛΗΜΚΑί^Αόίί

ροΐ άντρες με πρόσωπο αρκούδας, πού έτρεξαν στο άκουσμά τού σήμαντρου. — Π άρτε από εδώ την Γιασμίν!, τούς είπε δείχνοντας το σκεπασμένο και αναίσθητο κορμί τής όμορφης καμαριέρας του. Τόλμησε κι’ έβγαλε μπροστά μου τη μάσκα της και παρά λίγο να πλήρωσή ακριβά την απροσεξία της: Οί δυο άντρες με την άρκουδίσια μορφή τσακίστηκαν νά έκτελέσουν τή διαταγή του καί σέ λίγο δ Σκληρόκαρδος Δρά­ κος βρισκόταν πάλι μόνος μέσα στο υπνοδωμάτιό του. Έπεσε βαρύς στό κρεββάτι. Μά, πριν κλείση τά μάτια του, έφερε τά δυο χέρια στό πρόσωπό του και τράβηξε την πέτσινη μάσκα πού τού τόκρυβε. Γιατί καί τό δικό του πρόσωπο ήταν σκεπασμένο μέ μάσκα, πού δμως είχε ωραία χαρακτηριστικά νέου άντρα. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και τό σκοτάδι ήταν πηχτό, έτσι πού κι’ άν βρισκόταν κανείς μέσα στό δωμάτιο δέν •θά μπορούσε νά δή τί κρυβόταν πίσω από τή μορφή τής μά­ σκας. Ποιά ήταν ή πραγματική μορφή τού Σκληρόκαρδου Δράκου ; ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΦΤΕΡΝΙΣΜΑ Εκείνο τό βράδι, σ’ ένα από τά καπηλειά τής μεγάλης πολιτείας μέ τούς πολλούς άσπρους μιναρέδες, γενικό θέμα συζητήσεως ήταν τό προσκύνημα στη Μέκα, πού είναι ό τόπος οπού προσκυνούν δσοι πιστεύουν στον Αλλάχ καί τόν προφήτη του, τόν Μωάμεθ. Ένας γέρος μέ μακρυά άσπρα γένεια και καμπουριασμένη ράχη πλησίασε τή μικρή και σιωπη­ λή συντροφιά τού Τεμπέλ - Ραχάτ καί τού Νουβά. —- Εσείς πού μένετε στό παλάτι τί σχεδιάζετε έχει; τούς ρώτησε. Δέν θά πάρετε μέρος στό προσκύνημα; — Δέ φτάνει πού προσκυνάμε τόν Σουλτάνο Χαφτούλ Μασάν, άποκρίθηκε αναστενάζοντας ό μικρός Νουβά, θά πάμε νά προσκυνήσουμε καί τό Μωάμεθ στη Μέκα;


Ό φίλος του, δ Τεμπέλ - Ραχάτ χασμουριόταν χωρίς ν’ άπαντά: — Έ, Ραχάτ!, τον σκούντησε ό γέρος. Έσύ ολο θά νυστάζης; Καλά λέμε νά οέ θάψουμε αφού δεν έχεις κανένα προ­ ορισμό στη ζωή. *— Τί άλλο μπορώ νά κάνω, απάντησε ό χοντρός Ραχάτ, αφού δλη μου την οικογένεια και την περιουσία την εξολόθρε­ ψε ό Σκληρόκαρδος Δράκος; Ό Ραχάτ ήταν ένας χοντροφτιαγμένος άντρας φς πενήντα χρόνων, πού ποτέ στη ζωή του δεν είχε δουλέψει. Τον φρόντι­ ζε δ μικρός του φίλος Νουβά πού τούφερνε από τό παλάτι φαί καί ρούχα. — Κι’ έσύ, τυφλοπόντικα; ρώτησε ό γέρος τό Νουβά γιατί στο παλάτι φορούσε μάσκα ποντικού; Πώς τά πας με τό Σουλτάνο; -— Κακά, ψυχρά κι’ ανάποδα, αναστέναξε δ μικρός υπηρέ­ της τού παλατιού. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε στην καπνισμένη αίθουσα τού καπηλειού ένα δυνατό φτέρνισμα. Φτερνίστηκε δ Σεφκέτ δ ταβερνιάρης καί με μιας δλοι πού βρίσκονταν μέσα στην τα­ βέρνα σηκώθηκαν στις θέσεις καί τού φώναξαν: — Μέ τις ύγειές σου, Σεφκέτ. — 3Άν τολμάτε μή μοΰ λέτε μέ τις ύγειές μου, απάντησε γελαστός δ ταβερνιάρης. Θά σάς ποτίσω δλους μέ δηλητήριο. — Μά γι’ αυτό κι’ εμείς σέ λογαριάζουμε, τού είπε δ Νου­ βά. Επειδή κρατάς την κάνουλα τού βαρελιού. Άλλοιώτικα, θά σοΰ ευχόμουν τόν κακό σου τον καιρό. Άπ’ δσα σάς διηγηθήκαμε παρά πάνω αλλά κι’ απ’ δσα θά μάθετε παρακάτω, σ’ εκείνη την μακρυνή χώρα? πού την τριγύριζε μιά απέραντη έρημος μέ καυτή άμμο καί την πλημ­ μύριζε μιά αβάσταχτη δυστυχία, συνέβαιναν πολλά θλιβερά καί παράξενα πράγματα. Ό Σουλτάνος της είχε διατάξει κανείς νά μην παρουσιά­


ζεται μπροστά του χωρίς άσχημη μάσκα στο πρόσωπο. Μέσα στο παλάτι δλοι κυκλοφορούσαν μέ μάσκες, που τις είχαν κα­ τασκευάσει βασιλικοί τεχνίτες καί παράσταιναν δλες διάφορα ζώα. Έξαίρεσι αποτελούσε ό ίδιος ό Σουλτάνος. Φορούσε κι’ έκεΐνος μάσκα, μά ή δική του παράσταινε έναν ωραίο ξανθό νέο. Αλλοίμονο σέ οποίον αύλικό τύχαινε νά τον συνάντησή στο παλάτι, στο δρόμο ή στην έρημο και νά μή φορή μάσκα. Διέτα­ ζε άμέσοος τούς σωματοφύλακες του καί τον σκότοτναν επί τό­ που. Επίσης στο χαρέμι του είχε χυθή πολώ αίμα γιατί ό Σκλη­ ρόκαρδος Δράκος δταν βρισκόταν μαζί μέ τις γυναίκες του ζη­ τούσε από αυτές νά βγάζουν τή μάσκα τους για νά θαυμάση την ομορφιά τους. Μά μόλις έβλεπε τή μορφή τους κυριευόταν από μανιασμένο μίσος καί τις σκότωνε. Μέσα σέ δέκα χρόνια δ Σκληρόκαρδος Δράκος είχε σκοτώ­ σει πάνω από χίλιες γυναίκες τού χαρεμιού του έτσι πού κάθε γυναίκα πού έμπαινε στο παλάτι ήταν καταδικασμένη σέ θά­ νατο. Μιά άλλη κατηγορία ανθρώπων πού έχαναν τό κεφάλι τους ήσαν δσοι έμπαιναν στον κλήρο γιά νά περιποιηθούν τά μαλλιά καί τά γένια τού Σουλτάνου. Καί τούτο γιατί δλοι έκεΐνοι πού τον κούρευαν καί τού ψαλίδιζαν τά γένεια γνώριζαν πώς ήσα^ τά χαρακτηριστικά τού προσώπου του γιατί φυσικά τή δουλειά άύτή την έκαναν χωρίς νά φορή τή μάσκα του. Στην αρχή, δ Σκληρόκαρδος Δράκος ξεπάστρεψε δλους τούς μπαρμπέρηδες τής χώρας του. Κατόπιν δποιον κλήρωνε κάθε εβδομάδα νά τον κουρέψη. εΌλους αυτούς τούς άτυχους ανθρώπους τούς εξα­ φάνιζε έτσι πού δλοι στην πόλι ήξεραν πώς δταν οί στρατιώτες έπαιρναν κανέναν γιά νά κουρέψη τό Σουλτάνο δέν θά τον ξανάβλεπαν. Δεύτερη τρελλή άπαίτησι τού Σκληρόκαρδου Δράκου, πού ήταν συγχρόνως καί κωμική, ήταν, σάν φτερνιζόταν, νά τού ίύχωνται δλοι καί νά τού λένε, «μέ τις υγείες σου Σουλτάνε μ@υ». Αδιάφορα πού βρισκόταν καί πού καθόταν ό καθένας


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

9

μόλις θ’ ακουγε τό διπλανό του νά προφέρη την ευχή αυτή Ι'πρεπε νά τήν έπαναλάδη κι5 αυτός, γιατί ήταν σίγουρο πώς είχε φτερνιστή ό Σουλτάνος και κάποιος τον είχε ακούσει καί πρόφερε τήν ευχή πού τήν ακόυσαν οι διπλανοί του και τήν μετέδωσαν στους άλλους καί οί άλλοι σέ δλη τήν πόλη καί τέ­ λος σέ δλη τή χοόρα. Κάθε φορά πού φτερνιζόταν ό Χαφτούλ - Μασάν έβγαινε ατό μεγάλο μπαλκόνι τού παλατιού πούβλεπε στήν πλατεία για ν’ άκούση τις ευχές τού λαού του πού διαρκοΰσαν αρκετές ήμε­ ρες ώσπου νά μάθουν δηλαδή, δλοι τήν είδη σι τού βασιλικού φτερνίσματος. Τό βράδι εκείνο, δ Σκληρόκαρδος Δράκος ακούσε ένα βου­ ητό πού ερχόταν από τήν πλατεία. Αγριεμένος ετρεξε και βγήκε στο μπαλκόνι κι’ εκεί ακούσε καθαρά νά τού εύχονται δλοι: «Με τις υγείες σου, Σουλτάνε μου, με τις υγείες σου, Σουλτάνε μου, με τις υγείες σου, Σουλτάνε μου», ακουγε συ­ νέχεια τήν ευχή νά πλημμυρίζη τήν ατμόσφαιρα. Αμέσως φώναξε τούς τρεις υπασπιστές του —τον Γιουλάν, τον Σουρτούκ καί τον Μπαλαμούτ. Κι’ οί τρεις ήσαν τρο­ μεροί στήν δψι γιατί φορούσαν μάσκες ταύρου. -— Άκούτε; — Μέ τις υγείες σου, Σουλτάνε μου, τραύλισαν κι’ οί τρεις κάτω από τις μάσκες τους. — Τήν πάθατε, λοιπόν, κι’ εσείς, έ; βροντοφώνησε ό Σκλη­ ρόκαρδος Δράκος. Τρέξετε νά μού βρήτε καί νά μού φέρετε εκείνον πού πρωτοπρόφερε τήν ευχή γιατί εγώ δεν φτερνί­ στηκαν! Οί τρεις υπασπιστές τού Χαφτούλ - Μασάν πήραν τή δια­ ταγή του καί χάθηκαν από μπροστά του τρέχοντας σάν αφηνι­ ασμένα άλογα. — Χμ: έκανε 6 Σουλτάνος. "Έχουμε καί τέτοια; "Άρχισαν νά μέ κοροϊδεύουν; Αιματοχυσία προβλέπω! Κι’ ετρεξε νά κυττάξη στον καθρέφτη τό πρόσωπο τής


10

Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΙ ΔΡΑΚΟΣ

μάσκας πού φορούσε για νά ήρεμήση έτσι τά νεύρα, πού είχαν τεντωθή από την απάτη πού είχαν σκαρώσει εις βάρος του. «ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ!» ΠΟΥΛΑΝ, ό Σουρτούκ κι’ ό Μπαλαμούτ σή­ κωσαν δλη τή φρουρά τού παλατιού στο πόδι και μεταβίβασαν στούς άντρες τή διαταγή. Τώρα πού δεν άντίκρυζαν τό Σουλ­ τάνο, δέ φορούσαν μάσκες και τ’ άγρια πρόσωπά τους έδειχναν δλο τό φόβο και την κακία πού είχαν. — Νά βρήτε σέ μιά ώρα, φώναξαν, ποιος είπε πρώτος την ευχή! Ρωτώντας και μεταδίνοντας τή διαταγή τού Σουλτάνου οί στρατιώτες έφτασαν στήν ταβέρνα τού Σεφκέτ. Οί πληροφορί­ ες πού έλαβαν άπόδειχναν δτι από αυτήν τήν ταβέρνα πρωτοακούστηκε ή ευχή. Έζωσαν τό χτίριο καί περίμεναν νά φτά­ σουν οί τρεις αρχηγοί τους πού τούς είχαν στο μεταξύ ειδο­ ποιήσει. Ό Νουβά μέ τό φίλο του Τεμπέλ - Ραχάτ βγαίνοντας νά φύγουν είδαν ύποπτες κινήσεις τών στρατιωτών καί κατάλαβαν. — Τήν έχουμε άσχημα, Ραχάτ, ψιθύρισε ό μικρός Νουβά. Ή ευχή πού είπαμε τού Σεφκέτ θά μάς στοιχίση τό κεφάλι. — Καί πού τό έχουμε τί κερδίζουμε; μουρμούρισε ό Ραχάτ. Π άντα σέ μπελάδες δέ μάς βάζει; Καλύτερα, λοιπόν, νά λει­ ψή: Αρκετά τό κρατάω στούς ώμους μου. Τίναξε δεξιά κι’ αριστερά τό λαιμό του καί πρόσθεσε σάν νά μιλούσε στο κεφάλι του: —’Άντε, ξεκόλλα από έκεΐ καί σέ βαρέθηκα, χοντροκέφαλε! Ό Νουβά τούκοψε τό βήμα καί τή φωνή: — Μάς πλησιάζει κάποιος απ’ αυτούς, τού ψιθύρισε. Βού­ λωσε το! Ή σκιά πού πλησίαζε ήταν τού Μπαλαμούτ. — Μή φεύγετε ΙσειςΙ τούς φώναξα


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

11

Αναγνώρισε δμως τό Νουβά και πρόσδεσε μέ μαλακό τόνο: — Πώς, εδώ, Νουβά; — ?Ηρθα μέ τό φίλο μου τον Ραχάτ νά πιω κανένα καί νά πάνε τά φαρμάκια κάτω.

Ή «έηβοούδα ά ωιρβώβηικίε γουλλί ζέοντας ο6γ:ρι>σ !

Θά ξέρης τότε νά μου πής άν ακόυσες στην ταβέρνα την ευχή; ' Ό Νουβά κοκκάλωσε. Τον έβγαλε - όμως από τό αδιέξοδο δ Ραχάτ. — Ναι, απάντησε. Την ακόυσα εγώ γιατί εγώ την είπα καί την μετέδωσα πρώτος. — Ψέματα!, τον έκοψε ό μικρός του φίλος. Ό Μπαλαμουτ κατάλαβε τό σκοπό του Νουβά. — Πάμε μέσα στην ταβέρνα, Νουβά, νά έξετάσουμε καλύ­ τερα γιατί ό Σουλτάνος θέλει νά του πάμε σε μιά ώρα τόν άν-


12

6 ΪΚΑΗΡόΚΑΡΔιόϊ ΔΜΚ0Ϊ

θροτπο πού είπε πρώτος την ευχή πού λέμε μόνον όταν φτερ­ νίζεται εκείνος. Ό Μπαλαμούτ προχιύρησε κι* δ Νουβά μέ τον Ραχάτ τον ακολούθησαν. — Αυτό είναι γλέντι πού αρχίζει, είπε ό αθεόφοβος τεμπέ­ λης πού βαρυόταν από χρόνια νά ζή και βιαζόταν νά πεθάνη. Κι’ δχι αυτό πού τελείωσε μέσα στην ταβέρνα. Μόλις κι5 οί τρεις βρέθηκαν μέσα στην ταβέρνα ό ταβερ­ νιάρης ό Σεφκέτ πλησίασε τον Μπαλαμούτ καί τού δήλίοσε: — Έγώ φτερνίστηκα, καπετάνιε... — Π οιός σου ευχήθηκε πρώτος μ’ ενδιαφέρει νά μάθω. — Έγώ, ξαναειπε ό Ραχάτ. Δεν στο είπα κι’ έξω, αφέντη; — Αυτός ήταν πού σου ευχήθηκε πρώτος, Σεφκέτ; ρώτη­ σε ό Μπαλαμούτ τον ταβερνιάρη. — Ναι, έκανε δ Σεφκέτ ξεροκαταπίνοντας. — Έλα μαζί μου τότε, είπε απλά δ υπασπιστής τού Σκλη­ ρόκαρδου Δράκου καί τον πήρε έξω. Οί λιγοστές παρέες τών μισομεθυσμένων πού έμειναν μέσα στην ταβέρνα σχημάτισαν μια συντροφιά κι’ έχοντας στή μέση τον Νουβά άρχισαν νά οικτίρουν τήν τύχη τού ξεροκέφαλου Τεμπέλ - Ραχάτ. Ό μικρός, υπηρέτης τού παλατιού έρριξε τό­ τε τήν ιδέα νά τρέξη νά τον σώση. Μά οί άλλοι τον συμβούλε­ ψαν νά μήν κάνη τέτοια κουταμάρα, αφού δ ίδιος δ Ραχάτ ε­ πιθυμούσε νά χάση τή ζωή του. "Άλλωστε, αν δέν ήταν ό Ρα­ χάτ θά ήταν κάποιος άλλος πού θά πλήρωνε μέ τό κεφάλι του αυτό τό αστείο. — Δίκιο έχετε, παραδέχτηκε ό Νουβά. Θά τρέξω δμως στο παλάτι νά παρακολουθήσω τί θά γίνη κι’ ίσως ν' ανακατευτώ τήν τελευταία στιγμή. Έχω κάποιο ατού στό χέρι μου» — Πρόσεξε, Νουβά, τού φώναξαν δ'πως έφευγε. Τό νού σου μήν σέ παρασύρη ό ενθουσιασμός σου καί κάνεις καμμιά τρέλλα! "Οταν δ Νουβά έφτασε στό παλάτι οί υπασπιστές τού


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

13

Σκληρόκαρδου Δράκου είχαν κιόλας παρουσιάσει στην μεγάλη αίθουσα του Θρόνου τον παραβάτη Ραχάτ. “Όλοι έκεΐ φορού­ σαν μάσκες ζώα>ν καί μόνη έξαίρεσι αποτελούσε ό κατηγορού­ μενος. Ό Σουλτάνος περιέφερε τό άγριο βλέμμα του ένα γύρο3 για να βεβαιωθή μήπως είχε τρυπώσει κανείς του παλατιού χωρίς νά φέρη μάσκα. Καί κατόπιν, αφού βεβαιώθηκε πώς δλα τά ...ζώα τού παλατιού του ήσαν παρόντα, στράφηκε στον Ραχάτ πού χάζευε μ’ έναν ηλίθιο θαυμασμό δλους έκεΐ μέσα, καί τουπέ: — Πώς τόλμησες νά παρουσιαστής μπροστά μου δίχως μάσκα; — Αφού γουστάρω νά πεθάνω, Σουλτάνε μου, άποκρίθηκε ό Ραχάτ, ποιος ό λόγος νά γίνω... ελέφαντας; Ό Σκληρόκαρδος Δράκος μοΰγγρισε από τό κακό του. Ση­ κώθηκε όρθιος στον αιματοβαμμένο θρόνο του καί ρώτησε τούς υπασπιστές του: — Αυτός είναι, λοιπόν, πού διέδωσε πρώτος στην πόλι την ευχή; Ό Γιουνάν έτοιμάστηκε νά δώση την άπάντησι μά ό Ρα­ χάτ πρόλαβε καί απάντησε εκείνος: — Έγώ είμαι, Σουλτάνε μου πού σού την έσκασα, είπε, γι’ αυτό τράβηξε τό γιαταγάνι σου καί κόψε μου τό κεφάλι! — Ψέματα! ακούστηκε μιά παιδική φωνή από τό βάθος τής μεγάλης αίθουσας. "Όλες οί μάσκες στράφηκαν προς τό μέρος πού στεκόταν ό Νουβά με τή μάσκα τού ποντικού στο πρόσωπό του. — Πλησίασε, Νουβά διέταξε ό Σουλτάνος τον μικρό υπη­ ρέτη, νά μάς πής εσύ τήν αλήθεια. Ό Νουβά πλησίασε. — Πρώτος τήν πρόφερα έγώ, Σουλτάνε μου είπε. Δεύτε­ ρος έκεΐνος. γ-- Ψέματα, Σουλτάνε μου, διαμαρτυρήθηκε αμέσως 6 Ρμ-


© ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΙ ΔΡΑΚΟΣ

14

χάτ. Ιγώ καί δεύτερος εκείνος. Ό Σουλτάνος, όπως κι’ όλοι οι άλλοι, παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τή σκηνή. -— Σταθήτε:, διέκοψε τον καβγά τους ό Σκληρόκαρδος Δράκος. Θά μάθω αμέσως τώρα ποιος μου λέει ψέματα και ποιος αλήθεια. Και φέρνοντας τά χέρια του στο πρόσωπό του για νά συγ­ κράτηση τή μάσκα του άφησε ένα δυνατό φτάρνισμα. "Ολοι στην αίθουσα μέ μια φωνή του ευχήθηκαν. -— Μέ τις υγείες σου, Σουλτάνε μου. Μα δ Νουβά μέ τον Ραχάτ έμεναν ακίνητοι καί αμίλητοι. Λέξι δέν είχε 6γή από τό στόμα τους κι’ ούτε τό είχαν σκοπό νά τό ανοίξουν. Ό Ραχάτ μάλιστα έσφιξε επιδεικτικά τά χείλη του γιά νά δείξη καλύτερα ότι δέν είπε τήν ευχή. Τό πράγμα ήταν φανερό. Κι’ οί δυο αψηφούσαν τις δια­ ταγές τού Σουλτάνου. «Τρελλάθηκαν», συλλογίστηκε ό Σουλτάνος όπως τούς κύτταζε σαστισμένος. «Τρελλάθηκαν»’ σκέφτηκαν κι’ όλοι οί άλλοι. Καί μέ α­ νυπομονησία περίμεναν τήν άπόφασι πού θάβγαζε δ Σκληρό­ καρδος Δράκος. Για

ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΤΑ ΒΆΣΑΝΆ . δέκα λεπτά σέ όλο τό παλάτι αλλά καί σέ

όλη τήν πόλι επικρατούσε γενική σιωπή καί αγωνία. Τί θά έ­ κανε ό Σουλτάνος μέ τον Νουβά καί τον Ραχάτ; Στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα δ Σκληρόκαρδος Δράκος καθισμένος στο Θρόνο του, μπροστά σέ όλους τούς μασκοφορεμένους άν~ θρώπους τού παλατιού, κύτταζε μέ κατάπληξι τό Νουβά καί τον Ραχάτ καί συλλογιζόταν: «Μήπως μέ κρατούν στο χέρι καί μοΰ φέρνονται έτσι;» Σηκώθηκε καί τρεκλίζοντας από τό θυμό του κατέβηκε τά δυό τρία σκαλοπάτια καί πλησίασε πρώτα τόν Ρα^άτ,


Ο ΣΚΛΗΡΟΚίΑΡΛΟΣ ΔΡΑΚΟ*

η

— Γιατί παρακούς τις διαταγές μου; — Γιατί έτσι μου αρέσει: Θέλω νά πεθάνω δπως πέθαναν τόσοι άλλοι πριν από μένα. — Π άρτε τον από μπροστά μου καί ριχτέ τον στο κλουβί μέ την ύαινα νά τον κατασπαράξη, δταν πια αυτός θά έξαντληθή άπό τήν πείνα καί δέ θά μπορή νά άντισταθή! διέταξε ό Σουλτάνος. Κι’ δπως τον έπαιρναν, ό Χαφτούλ - Μασάν πλησίασε τον Νουβά. — 'Αψουυυυύ: φτερνίστηκε επίτηδες μπροστά του. Αμέσως δλοι εκεί μπροστά κι’ δλοι μέσα στο παλάτι, στην πόλι καί σέ δλη τή χώρα τούπαν: «Μέ τις υγείες σου, Σουλ­ τάνε μου». Ή μυριόστομη αυτή ευχή των υπηκόων που σηκώθηκε σάν μιά βουή άφησε τό μικρό Νουβά ασυγκίνητο. — Γιατί έσύ δεν μου εύχεσαι; του βροντοφώνησε κατά­ πληκτος ό Σκληρόκαρδος Δράκος. Γιατί δέ μου λές «μέ τις υ­ γείες μου;» — Μέ τό ζόρι, Σουλτάνε μου, απάντησε ό πεισματάρης Νουβά, ούτε λέω ούτε κάνω τίποτε. Γιατί ή κάθε ευχή πρέπει νά βγαίνη άπό τήν καρδιά! Ό Σκληρόκαρδος Δράκος πήγε νά φρυάξη άπό τό κακό του. Έφερε μιά βόλτα καί κατόπιν άρπαξε τον Νουβά άπό τό λαιμό. — Λέγε!, γρΰλλισε. Τι ξέρεις γιά μένα καί μου μιλάς έτσι! Δέν τον έπνιξε δμως γιατί κυριεύτηκε άπό μιά τρεμούλα καί χρειάστηκε ν’ άποσυρθή άμέσως στο Ιδιαίτερο διαμέρισμά του γιά νά βγάλη τή μάσκα πού τον στενοχωρούσε. ΑΑδικα στο μεταξύ αυτό οί υπασπιστές τού Σουλτάνου καί οί άλλοι αύλικοί πίεσαν τον μικρό Νουβά νά πή τήν ευχή. Τί­ ποτα. Ό νεαρός Νουβά δέν εννοούσε νά τήν προφέρη. — Πες παιδί μου, τόν συμβούλεψε δ Βεζύρης πού τόν πλησίασε, «μέ τις υγείες σου, Σουλτάνε μου»! Γιατί άλλοιώτι-


16

Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

κα Μ χάσης τη ζωή σου! Ό Νουβά σκέφθηκε λίγο και κατόπιν απάντησε ξαφνικά: — Θά πώ την ευχή, είπε, άν μου ύποσχεθή κι’ εκείνος πώς θά μου δώση γιά γυναίκα την κόρη του Έσμέ. Μόλις ή κόρη του Σκληρόκαρδου Δράκου πού στεκόταν πλάϊ στο θρόνο άκουσε αυτή την άπάντησι τού μικρού Νουβά έμπηξε τά γέλια. — Τί είπε; Τί είπε; έκανε σάν τρελλός ό Σουλτάνος πού έπέστρεφε εκείνη τή στιγμή κα! άκουσε τήν άπαίτησι τού μι­ κρού. — Νά με δώσης γυναίκα του, πατέρα, γιά νά σού πή τήν ευχή, τον πληροφόρησε ή Έσμέ. — Τρελλάθηκες, παιδί μου; ψιθύρισε στο αύτι τού Νουβά ό Βεζύρης. — Γιατί; έκανε τάχα ανήξερος ό ξεροκέφαλος Νουβά. Α­ φού ό Σουλτάνος θέλει σώνει κα! καλά νά τού ευχηθώ «μέ τ!ς υγείες του», θέλω κι’ εγώ νά πάρω γυναίκα μου τήν κόρη του. Αυτή είναι κα! μόνο ή επιθυμία μου. Τό θράσος αυτό τού Νουβά έκανε τόν Σουλτάνο νά χάση τήν υπομονή του κα! νά μήν λογαριάση τούς φόβους πού τόν κατείχαν κα! πρόσταζε νά τόν ρίξουν μέσα στο κλουβί μέ τήν άσπρη αρκούδα. «Δεν πιστεύιο νά ξέρη τίποτε γιά τό μυστήριο πού κρύβει τό πρόσωπό μου, συλλογίστηκε. Γιατί άν ήξερε κα! τό παραμι­ κρό θά τό αποκάλυπτε τώρα μπροστά σέ ο?ιους». Μόλις ό πεισματάρης Νουβά βρέθηκε μέσα στο κλουβί κι’ αντίκρυ στο πεινασμένο θηρίο δ νοΰς του έτρεξε στόν φίλο του Ραχάτ. Νά γλύτωσε άραγε άπό τήν ύενα; Ή τά)ρα θά είναι μακαρίτης; Άπό τή σκέψι αυτή δμως τόν έβγαλε τό ούρλιασμα τής αρκούδας. Ό Νουβά τότε γούρλωσε τά μάτια του κα! άφησε ένα παράξενο γρύλλισμα, δπως τόν είχε μάθει άλλοτε ό παπούς του, περίφημος κυνηγός θηρίων. Ή αρκούδα μαλάκω­ σε αμέσως και φάνηκε σά νά τρόμαξε κι’ εκείνη πού τά


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

17

γουρλωμένα μάτια τού Νουβά νά βγάζουν σπίθες. Μαγνητί­ στηκε, κα! δεν τολμούσε νά τον πλησιάση. Αρκούδα καί παιδί, έστεκαν δ ένας αντίκρυ στόν άλλον, παραλυμένοι από τον κοινό φόβο και μαγνητισμένοι από τ'ις άγριες ματιές τους. “Έτσι τό πρωί οι φύλακες τον βρήκαν ζωντανό και τάν παοουσίασαν ξανά στόν Σουλτάνο. — Λοιπόν; τον ξαναροοτησε ό Σκληρόκαρδος Δράκος πού άρχισε νά τά βρίσκη μπαστούνια με αυτόν τον μπελά. Θά μου πής «μέ τις υγείες μου»; — “Όχι!, απάντησε μέ πείσμα δ Νουβά ποΰβλεπε μέ κρυ­ φή χαρά πώς άρχιζε νά κερδίζη τό παιχνίδι του πού θά έσωζε δλο τό δυστυχισμένο λαό από τά νύχια τού τρελλοΰ Σουλτάνου. Μέ τή βία δέ λέω τίποτε. Έκτος άν μου δώσης την κόρη σου Έσμέ γιά γυναίκα μου. — Ρίξτε τον στά φαρμακερά φίδια:, βρυχήθηκε δ Σκλη­ ρόκαρδος Δράκος. Μά δ Νουβά, μόλις βρέθηκε αντίκρυ τους, έβγαλε από τό μανίκι του μιά φλογέρα κι’ άρχισε νά τούς παίζη εναν γλυκό σκοπό. Τά ερπετά στην αρχή στάθηκαν μαγεμένα από τή μου­ σικέ]. Κατόπιν άνωρθώθηκαν κι’ άρχισαν νά χορεύουν ώσπου κουράστηκαν κι’ έπεσαν καί κοιμήθηκαν. ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΜΥΣΤΙΚΟ: ο ΤΑΝ τό πρωί δ Βεζύρης τον βρήκε ζωντανό νά καμαρώνη, τά έχασε. — Φαίνεται πώς δ μικρός αυτός διάβολος μέ τήν ποντικί­ σια μούρη, μουρμούρισε, ξέρει πολύ καλά τί λέει κα! τί κάνει. Κάποια δύναμι κρατάει στά χέρια του γιά νά φέρνεται έτσι στο Σκληρόκαρδο Δράκο. Τον άρπαξε από τό χέρι και τόν έβγαλε έξω από τό κλουβί. — Τί ξέρεις γιά τό Σουλτάνο κα! δέν τόν φοβάσαι; τόν ρώτησε μέ Αγωνία:


6 ·Σ ΚΑΗΡ&ΚΑ&Αάϊ ΑΡΑΚΟΪ — Ξέρω τί κρύβει κάτω από τή μάσκα πού φορεΐ, απάν­ τησε δ μικρός. — Ποια μάσκα; Φορεΐ μάσκα; έκανε κατάπληκτος ό Βεζύρης. Τ’ αποκαλυπτικά λόγια τού Νουβά τον ζάλισαν. Ήξερε πώς ό Χαφτούλ - Μασάν ήταν σκληρός, αλλά ωραίος κι’ επι­ βλητικός. Καί ποτέ δεν είχε φανταστή δτι τό πρόσωπό του ήταν μιά μάσκα πούκρυβε ένα άλλο πρόσωπο, τό πραγματικό. — Π ιστεύεις πώς φορεΐ κι’ αυτός μάσκα; — Ξέρω δτι φορεΐ μάσκα, άποκρίθηκε μέ πεποίθησι δ Νου­ βά γιατί τό είδαν αυτό τά μάτια μου. Ό Βεζύρης άρχισε τώρα νά τριβή τά δικά του μάτια. — Είσαι στά καλά σου, Νουβά; Τί είδαν τά μάτια σου πού δεν είδαν τά δικά μου; — Πές μου πρώτα τί απογίνε μέ τό φίλο μου τον Ραχάτ; Μπορείς νά τον σώσης; Θά τού χαρίσης τή ζωή; Ό Βεζύρης σκέφτηκε καί ξανασκέφτηκε καί αποφάσισε νά σώση τό φίλο τού Νουβά. Σίγουρα, τό παιδί αυτό θά γινό­ ταν δυνατός άρχοντας μιά μέρα καί ήταν προτιμότερο νά γίνη φίλος του. — Θά σώσω τό φίλο σου, Νουβά, τού είπε. Τώρα πάμε νά σέ παρουσιάσω ξανά στόν Σουλτάνο γιά νά δούμε άν θά του πέση ή μάσκα του από την τρομάρα του πού θά σέ δή πάλι ζωντανό. Πράγματι, μόλις τού τον παρουσίασε σέ λίγο, δ Σκληρόμαρδος Δράκος παρά λίγο νά πέση ανάσκελα. — Ζωντανό μού τόν φέρνετε πάλι; ρώτησε αγριεμένος. — Δέν έχουν δρεξι τά φίδια, Σουλτάνε μου, φαίνεται, για­ τί μόλις τόν είδαν έπεσαν καί κοιμήθηκαν:... — Κοιμήθηκαν, είπες; Άψοΰυυυ! Άψοΰυυυ! Άψοΰυυυ! Ό Νουβά τόν κύτταζε χαμογελαστός, ένώ ό Βεζύρης ψέλιζε τήν ευχή.

— Έσύ δέ μιλάς, ϊ;


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟ! ΔΡΑΚΟΙ

- — Τί; Μέ το ζόρι; Δόσε μου την Έσμέ...; Δεν τά είπαμε; — Στο πηγάδι μέ τά κοφτερά δρεπάνια!, ούρλιασε ό Σκλη­ ρόκαρδος Δράκος. Στό μέρος πού τον ώδήγησαν τώρα ήταν θεοσκότεινα καί μόνον ένα μικρό φως έφεγγε στό βάθος τού πηγαδιού.

ΟΙ ανβρ’ωτπη τού Σουλτάνου κύ&λ,ωο'Οίν τό κάτοφυγι© τίου'ς.

— Σταθήτε: είπε ό Νουβά στους φύλακες επειδή δεν είχε καμμιά όρεξι νά τούς άφήση νά τόν ρίξουν μέσα στό πηγάδι μέ τά κοφτερά δρεπάνια. Μού φαίνεται πώς θά υποχωρήσω καί θά τό κάνω τό χατήρι τού Σουλτάνου μας. Θά τού ευχηθώ «μέ τις υγείες του». 'Όταν οί φύλακες τόν άφησαν μόνον στό σκοτάδι γιά νά σκεφτή γιά πέντε λεπτά, δποος τούς παρακάλεσε, ό πονηρός Νουβά στήριξε στην άκρη τού πηγαδιού ένα μακρύ ξύλο στό μπόι του, τό έντυσε μέ την μπέρτα του καί τό σκουφί του κι* ό ίδιος κρύφτηκε πίσω από τό πεζούλι τού πηγαδιού κι’ από


20

Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΙ

τό αντίθετο μέρος. "Ύστερα τούς φώναξε: — Ρίξτε με στο πηγάδι, τούς είπε μόλις διέκρινε στο σκο­ τάδι νά πλησιάζουν, γιατί δεν αλλάζω γνώμη! Εκείνοι τότε, μετανοιωμένοι για την καθυστέρηση τον άρ­ παξαν και τον πέταξαν βιαστικά μέσα στο πηγάδι πιστεύοντας πώς έξετέλεσαν πιστά τή διαταγή τού Σουλτάνου. Τό άλλο πρωί δμως τον βρήκαν ξαπλωμένο καταγής κοντά στο στόμιο τού πηγαδιού καί νά τούς κοροϊδεύη. Μόλις τον είδαν τον πέρασαν γιά στοιχειό και τό έβαλαν στά πόδια. "Όταν ό Σουλτάνος πληροφορήθηκε πώς ό μικρός Νουβά εξακολουθούσε νά μένη ζωντανός και άπείρακτος, τον πήρε και τον έκλεισε στο Ιδιαίτερο διαμέρισμά του μέ την ελ­ πίδα και την άπόφασι νά τού άποσπάση τό μυστικό πού υπο­ πτευόταν πό)ς κρατούσε καί πού τόν έκανε έτσι τολμηρό καί άφοβο. -— Όστε, λοιπόν, δεν εννοείς νά πεθάνης; τουπέ αγρι­ εμένος. — Γιατί νά πεθάνοη Σουλτάνε μου; Ό Χαφτούλ - Μασάν τράβηξε μέ μιά βίαιη κίνησι τή μά­ σκα τού ποντικού πού έστεκε μπρος του καί τόν κοροΐδευε καί παρουσιάστηκε στά μάτια του ή συμπαθητική μορφή τού Νου­ βά. Ό μικρός υπηρέτης τήν κύτταξε ήρεμος καί γελαστός καί συνέχισε: — Δέν ξέρεις, λοιπόν, Σουλτάνε μου, πώς τίποτε δεν γί­ νεται στον κόσμο αυτόν μέ τή βία; Πιάσε με μέ τό καλό καί τότε καί μέ τις υγείες σου θά σού πώ καί θά πεθάνιο αμα τό θέλησης. Ό Σκληρόκαρδος Δράκος σκέφτηκε γιά μιά στιγμή μέ πονηριά. — Δέν έχεις κι’ άδικο, τούπε. Μέ τή βία δέ γίνεται τίποτε. Καί γιά νά τόν πιάση άν τούλεγε τήν αλήθεια τούταξε νά τού χαρίση τό ασημένιο δάσος, τό χρυσό κάστρο καί τήν διαμαντένια γέφυρα, άρκεΐ ν’ άνοιγε τό στόμα του καί νά τούλεγε


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΛΡΑΚΟΣ

21

τήν ποθητή ευχή. Φλεγόταν άπό την περιέργεια νά μάθη ποια ήταν αυτή ή δύναμι πού διέθετε ό μικρός τρελλός μέ τή γλυ­ κεία μορφή πού φερνόταν τόσο πεισματικά και παράλογα. Μά ό Νουβά παρ’ δλα αυτά τά τεράστια δώρα πού τούταζε δέν άνοιγε τά χείλη του νά προφέρη τήν ευχή. Ό Χαφτούλ - Μασάν τράβηξε τό σπαθί του. — Ετοιμάσου τότε νά πεθάνης! — Δέ θά τολμήσης νά μέ πειράξης, Σουλτάνε μου, τον προειδοποίησε ό Νουβά, γιατί ξέρω ένα μυστικό πού αν τό μάθη ό κόσμος θά σκάσης από τό κακό σου. Ό μικρός Νουβά έπαιζε τό πρώτο και μεγάλο του ατού. Τί έντύπωσι θά έκανε στον Σουλτάνο ή άποκάλυψι; Δέν τό ήξε­ ρε. Και τί αποφάσεις θά έπαιρνε; Δέν τΙς ήξερε. — Τότε καλύτερα νά σέ σκοτώσω γιά νά μήν τό μάθη, εί­ πε γελώντας σατανικά ό Χαφτούλ - Μασάν. Τον μικρό Νουβά τόν είχε τά)ρα στο χέρι. "Έτσι νόμιζε... Ό Νουβά δμως είχε έτοιμο τό δεύτερό του ατού. — "Εννοια σου κι’ έχω λάβει τά μέτρα μου. Τό μυστικό πού ξέρω τό έχω εμπιστευθή και σέ δεύτερο πρόσωπο... άν πεθάνω. Ό Σκληρόκαρδος Δράκος άρχισε τώρα νά μασουλίζη τή γλώσσα του. -— Τί είπες; Δέ σέ κατα?αχβαίνω... — Είπα δτι δέν είσαι άνθρωπος μέ πρόσωπο ανθρώπου όπως είμαστε εμείς ο! άλλοι άνθρωποι... Ό Σκληρόκαρδος Δράκος ένοιωθε τά πόδια του νά λυ­ γίζουν. — Αλλά; μπόρεσε νά τραυλίση. — Αλλά... τράγος μέ σώμα ανθρώπου! Τό κεφάλι σου είναι τραγίσιο! Αυτό είναι τό μυστικό μου πού μου δίνει τή δύναμι καί σου φέρνομαι έτσι. Κι’ αυτό τό κάνω γιά τό καλό τό δικό σου καί τού λαού σου. Κι’ αν μέ σκοτώσης, δπως ετοι­ μάζεσαι πάλη δέν πρόκειται μαζί μέ μένα νά θάψης κ.αΐ τέ


22

© ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

μυστικό μου γιατί ό,τι ξέρω εγώ τό ξέρει και ό φίλος μου ό Ραχάτ, πού δεν είναι μακαρίτης βπως νομίζεις, γιατί φρόντι­ σα και τοΰ γλύτωσα τή ζωή. Μά, κι’ αν μάς σκοτώσης και τούς δυό, πάλι δεν θά καταψέρης τίποτε γιατί έχω δώσει εντολή σε άλλους αν πάθω τίποτε, νά πάνε κάπου καί νά βρούνε καί νά διαβάσουν κάτι πού εχω γράψει για σένα. Κατάλαβες, λοιπόν, πώς μόνο μια συμφωνία μεταξύ μας μπορεί νά σώση την κατάστασι; "Αν ό λαός μάθη ποιος είσαι, θά σέ σκοτώση μέ τις πέτρες! Τό σπαθί έφυγε από τό παράλυτο χέρι τού Σκληρόκαρδου Δράκου, κι’ ό ίδιος γιά νά κρατηθή έπεσε βαρύς σ’ ένα κά­ θισμα. Ένα χαμόγελο θριάμβου χαράχτηκε στά χείλη τού διαβο­ λόπαιδου. Ό Νουβά είχε κερδίσει στον δύσκολο καί παράτολ­ μο αγώνα του. Ο ΝΟΥΒΑ... ΚΟΥΡΕΑΣ/ Τα ΓΕΓΟΝΟΤΑ πού επακολούθησαν ήταν ραγ­ δαία και δραματικά. Ό Νουβά άφησε μόνον στο δωμάτιό του τον Σουλτάνο κι’ έτρεξε νά συνάντηση τό φίλο του, στο μυ­ στικό μέρος πού συναντιούνταν τακτικά. Τον βρήκε έκει νά τον περιμένη μέ ξυνισμένα μούτρα. — Τί σούρθε κι’ έστειλες τον Βεζύρη νά μέ γλυτώση από τό στόμα τής ύαινας; τοΰπε αμέσως. — "Εχω τό λόγο μου. Εξαγόρασα την ζωή σου μέ τό μυ­ στικό μου. -— Ποιο μυστικό; — Κάτι πού υποπτευόμουν και πού ήταν αληθινό. •— Δέ σέ καταλαβαίνω. Εκείνη τή στιγμή έζωσαν τό κρυσφήγετό τους καμμιά ει­ κοσαριά καβαλλάρηδες. Ξεπέζεψαν, μπήκαν μέσα σαν μανια­ σμένος άνεμος καί τούς πήραν σηκωτούς στο παλάτι, — Χαθήκαμε, Ρα^άτ! είπε ό


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

— Σωθήκαμε νά λες!, απάντησε μέ χαρά 6 Ραχάτ. Γιά σκότωμα δέν είμαστε; Στο παλάτι εκπληξι και χαρά περίμενε τό Νουδά καί άπογοήτευσι τον Ραχάτ. Πρώτα - πρώτα στην είσοδο είδαν τούς φρουρούς χωρίς μάσκες. Τό ίδιο καί μέσα στο παλάτι. Άπ’ δλους τούς διαδρό­ μους καί τις αίθουσες πού τούς περνούσαν, οί αύλικοί τούς υ­ ποδέχονταν γελαστοί χωρίς νά φορούν μάσκες. — Βλέπεις; — Βλέπω. Τώρα κι’ οί δυο ένοιωθαν την καρδιά τους ανάλαφρη. Ό Ραχάτ μάλιστα ήταν δλο κέφι καί χειρονομίες. Μέ μια απλοχε­ ριά έβγαλε τή μάσκα τού ποντικού από τό πρόσωπο τού Νου­ δά. Γενικά τό παρουσιαστικό τού χοντρού τεμπέλη έδειχνε πώς είχε ξεχάσει τό θάνατό του. "Όταν τούς παρουσίασαν καί τούς δυο μπροστά στο Σουλ­ τάνο, ό Σκληρόκαρδος Δράκος... γελούσε! — Έγινε τό θαύμα!, μουρμούρισε δ Ραχάτ. Ό Σκληρό­ καρδος Δράκος γελά! — Σέ κάλεσα, Νουδά, τούπε αμέσως ό Σουλτάνος γιά νά σού αναγγείλω δτι σέ διώρισα μόνιμο κουρέα μου. Στο έξης μόνο εσύ θά περιποιήσαι τό κεφάλι μου κι’ δ φίλος σου δ Ρα­ χάτ θά είναι δ βοηθός σου. Ό μικρός υπηρέτης τού παλατιού στράφηκε στόν τεμπέλη Ραχάτ. — Κατάλαβες τί έγινε; τούπε. Ό χοντρός φίλος τού Νουδά έκλεισε τό μάτι χωρίς ν’ α­ πάντηση. — Έδωσα διαταγήν, συνέχισε ό Χαφτούλ - Μασάν, νά βγάλουν δλοι τις μάσκες καί νά παρουσιάζονται μπροστά μου μέ τό πραγματικό τους πρόσωπο. Πλησίασε, Νουβά. Ό μικρός υπηρέτης έκανε διατακτικά μερικά βήματα μπροστά.


© ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟ X

— Βρήκα αύτή τή λύοι, του ψιθύρισε, υπό τον δρο βμως νά μή μάθη τρίτος τό μυστικό μου. Δεν θά σάς πειράξω εσάς άλλα κι5 εσείς νά μή μέ πειράξετε. Σύμφωνοι; — Ό φίλος μου ό Ραχάτ δεν ξέρει τό μυστικό, αλλά και νά τό μάθη δεν πρόκειται νά του ξεφύγη γιατί... βαρειέται ν’ άνοιξη τό στόμα του. Ό μικρός Νουβά δέχτηκε τον διορισμό του κουρέα του Σουλτάνου κι’ από έκείνη την ημέρα σταμάτησαν οι σκοτωμοί μέσα στό παλάτι κι’ ό κόσμος άρχισε νά γελάη. Έπειτα από τρεις ημέρες δ Σκληρόκαρδος Δράκος παράγγειλε στόν Νουβά νά μπή στό Ιδιαίτερο διαμέρισμά του για νά τον κουρέψη. Ό Νουβά πήρε μαζί του τά σύνεργα κι’ ετρεξε νά έκτελέση τά νέα του καθήκοντα. Θέλησε ναρθη κι’ δ Ραχάτ μά δ Νουβά δεν τον άφησε. Τοΰπε πώς δ Σου?αάνος άλλαξε γνώμη γιατί έμαθε πώς ήταν τεμπέλης καί φοβόταν μήπως τον έπαιρ­ νε δ ύπνος την ώρα που θά τον κούρευε. 3/Αλλο πού δεν ήθελε άλλωστε δ χοντρός και τεμπέλης φίλος του Νουβά. Πάντοτε δεν τού άρεσαν οί δοσοληψίες μέ τό Σουλτάνο. Κλείστηκε έτσι στην κάμαρά του κι’ άρχισε αμέσως τό ροχαλητό. εΌταν δ Σουλτάνος μπροστά στα γουρλωμένα μάτια τού Νουβά έβγαλε τη μάσκα του, πού σκέπαζε τό τραγίσιο κεφάλι του, δ μικρός κουρέας έχασε τή μιλιά του. Μεγαλήτερη έντύ· πωσι τούκαναν τά δυο διπλωμένα κέρατα τού Σουλτάνου κι’ άναρωτήθηκε γιατί νά μην έχη αποφασίσει ώς τώρα νά τά κόψη. Τό ϊδιο μπορούσε νά κάνη καί μέ τό τραγίσιο του γενάκι. Νά τδκοβε κι’ εκείνο. Μάλιστα έκανε κουράγιο καί τον ρώ­ τησε γι’ αυτό. Μά δ Σου?πάνος τούδωσε άμέσοος την αποστο­ μωτική άπάντησι πώς δν πείραζε έστω καί μιά τρίχα δπό τό γενάκι του ή έκοβε έστω κι’ ένα κομματάκι από τά κέρατά του θά πέθαινε αμέσους. Ό Νουβά τώρα μπερδεύτηκε. ~ Τότε; τον ρώτησε, θά κόψουμε;


ό Ι&ΑΗΡό'ΚΑΡΑόΙ ΑΡΑΚΟΪ

— Τίποτε, του απάντησε δ Σουλτάνος. Και του εξήγησε πώς πριν δέκα χρόνια είδε ένα όνειρό. Στό όνειρό αυτό παρουσιάστηκε δ παπους του και του είπε πώς τό κεφάλι του είναι τραγίσιο γιατί εκείνος —δ παπους του— διέπραξε κάποιο φριχτό έγκλημα. Επίσης τουπέ δτι για νά πέ­ σουν τά γένεια του καί τά κέρατά του θά πρέπει νά μην τά πειράξη επί δέκα χρόνια.. — Καί τί κάνανε οί μπαρμπέρηδες τόσα χρόνια πού τούς καλοΰσες εδώ νά σέ κουρέψουν κι’ ύστερα τούς σκότωνες; Ό Σουλτάνος τότε εξήγησε στον μικρό Νουβά δτι φερνό­ ταν έτσι τόσα χρόνια γιά δυό σπουδαίους λόγους. Πρώτα γιά νά μή διοση την υποψία στούς περίεργους οτι δέν κόβει ποτέ τά μαλλιά του καί τά γένεια του. —Μόλις έβγαζα τή μάσκα μου μπροστά στον κάθε κου­ ρέα, τον ρωτούσα τί βλέπει. Κι’ επειδή δλοι ώς τώρα απαντού­ σαν τό ίδιο, δηλαδή οτι έβλεπαν τά κέρατά μου, ήξερα αμέ­ σως οτι δέν θά μπορούσαν νά κρατήσουν μυστικό ο,τι είδαν στό κεφάλι μου, κι’ δτι δπως έλεγαν σέ μένα τί είδαν τό ίδιο θά έλεγαν καί στούς άλλους πού θά τούς ρωτούσαν από περιέρ­ γεια. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι’ εγώ τούς έκλεινα τό στόμα μέ τό σπαθί γιά νά μήν τό ανοίξουν δπως τό άνοιγαν μπροστά μου.

ίΙ%Γ ΟΜΩΣ, τον διέκοψε τότε δ Νουβά, κάποιος απ’ δλους δέν σού απάντησε τί βλέπει δταν τόν κάλεσες νά σου περιποιηθη τό κεφάλι.... —Ναί, έκανε δ Σουλτάνος, μά τόν έχασα. Φοβήθηκε καί δέν ξαναφάνηκε. Κι’ δμως εκείνον δέν θά τόν πείραζα γιατί δέν ήταν ούτε περίεργος ούτε κουτσομπόλης... — Μπροστά "σου βρίσκεται, Σουλτάνε μου. Δέν μέ ανα­ γνώρισες γιατί τότε φόρεσα έπίτηδες άλλη μάσκα. Ήταν ναρθή νά σέ κουρέψη δ φίλος μου δ Ραχάτ ποΰχε βγή στον κλήρο,


26

5 ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

μά πήρα εγώ τή θέσι του φορώντας τή δική του μάσκα. Τή μάσκα ενός ελέφαντα. Ό Νουβά επισκεπτόταν τακτικά τον Σουλτάνο στο ιδιαίτε­ ρο διαμέρισμά του, τάχα πώς πήγαινε εκεί για νά τον κουρέψη. Έτσι δλοι τόν κυνηγούσαν και τον παρακαλοΰσαν φορτικά νά τούς πή αν τό πρόσωπο του Σουλτάνου είναι μιά μάσκα πού τή φορεΐ πρόσθετα στο πρόσιοπό του ή δχι. Ό Νουβά δμως ήταν προσεκτικός και δεν μαρτυρούσε τίποτε σέ κανέναν. Επειδή δμο^ς ήταν άνθρωπος μέ δλα τ’ ανθρώπινα ελαττώματα και προ­ τερήματα, ΰπέφερε πολύ πού δέν μπορούσε νά μιλήση. Τό τρο­ μερό αυτό μυστικό φλόγιζε τά σωθηκά του και λαχταρούσε νά τό πή σέ κάποιον. Ό Βεζύρης, στον όποιο είχε πή γιά νά γλυτώση άπ τό θάνατο τό φίλο του Ραχάτ, δέν ζούσε πιά. Είχε πε~ θάνει στο μεταξύ από συγκοπή. Ό Τεμπέλ - Ραχάτ κατάλαβε πώς κάτι σοβαρό βασάνιζε τό μικρό του φίλο καί μιά μέρα τόν ρώτησε: — Κάτι μού κρύβεις, Νουβά, πού σέ τυραννει, και θέλεις νά τό πής γιά ν’ άνακουφιστής. Ό Νουβά παραδέχτηκε τότε πώς τόν βασάνιζε κάποιο μυ­ στικό πού γνώριζε, αλλά πού δέν μπορούσε νά τό μαρτυρήση γιατί θά έκανε μεγάλο κακό στούς ανθρώπους αν τό μάθουν... — Έμπιστέψου το σέ μένα, τόν συμβουλέυσε ό Ραχάτ. Είμαι ό μόνος πού δέν θ’ άνοιξη ποτέ τό στόμα του. Είμαι τό­ σο τεμπέλης πού δέν τό άνοίγω ούτε γιά νά φάω... — Τό ξέρω αυτό, Ραχάτ, αλλά μπορεί νά σέ αναγκάσουν νά τό άνοιξης... —Τότε πήγαινε νά τό πής στόν ιμάμη. Ή κάνε κάτι άλλο καλύτερο. Πήγαινε σ’ ένα χωράφι, έξω από τήν πόλι, άνοιξε μιά τρύπα στή γή, γονάτισε καί ψιθύρισε τό μυστικό σου τρεις φορές μέσα στήν τρύπα. ''Υστερα σκέπασε την μέ χώμα καί γύρισε πίσω στήν πόλι. Νά δής τότε πώς θά νοιώσης τόν εαυτό σου ξαλαφρωμένο. Ό Νουβά βρήκε πώ^ ή τελευταία συμβουλή τού Ραχάτ


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΙ

27

ήταν ή καλύτερη. Και τό απομεσήμερο πήγε σ’ ένα λειβάδι, Ά­ νοιξε μια βαθειά τρύπα κα'ι ψιθύρισε τρεις φορές: «Ό Σουλτάνος μας έχει τραγ[σια μούτρα!» Κι’ δπως ψιθύριζε στη γή τό περιβόητο μυστικό του, ό

ψιθύρισε μέισαι στηγ τρύττ<α τό μεγάλο μυστικό !

Νουβά ένοιωσε πράγματι νά φεύγη από πάνω του ένα μεγάλο βάρος. "Έπειτα σκέπασε την τρύπα με χώμα καί γύρισε ξαλαφρωμένος στο σπίτι του. Πέρασαν τρεις εβδομάδες κι’ από την τρύπα εκείνην φύ­ τρωσε καί ξεπετάχτηκε ένα δέντρο πού είχε τρία όλόΐσια κλα­ διά. Μερικοί τσοπάνηδες πού περνούσαν από εκεί είδαν τό τρίκλαδο δέντρο κι’ ένας απ’ αυτούς έκοψε τό ένα κλαδί καί τό έκανε φλογέρα. Μόλις δμως άρχισε νά παίζη αυτή τή φλογέρα μόνο ένα τραγούδι άκουγόταν πούλεγε: «Ό Σουλτάνος μας έχει τραγίσια μούτρα!»


28

Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΣ ΔΡΑΚΟΣ

Έτσι δεν πέρασε πολύς καιρός κι’ ολόκληρη ή πολιτεία έ­ μαθε τό τραγούδι της φλογέρας, Στο τέλος τό τραγούδι αυτό έφτασε και στ’ αυτιά τού Σουλτάνου. Αμέσως τότε έστειλε και κάλεσε τό Νουβά καί τον ρώτησε: — 3/Ακόυσες τό τραγούδι; — Ποιο τραγούδι; Ό Σουλτάνος αγρίεψε. — Παρέβης τή συμφωνία μας κα'ι διέδωσες τό μυστικό! Ή κατηγορία ήταν βαρεία καί ό Νουβά διαμαρτυρήθηκε. — Σέ κανέναν δεν τό είπα: Μάρτυς μου δ ?Αλλάχ! Μια Ιδέα πέρασε τότε από τό νοΰ τού Σκληρόκαρδου Δράκου. -—Μόνος κοιμάσαι στο δωμάτιό σου; — Μόνος. Μόνο μια φορά την εβδομάδα πηγαίνω στο δω­ μάτιο τού φίλου μου Τεμπέλ - Ραχάτ. Συχνάζουμε στην ταβέρ­ να τού Σεφκέτ, πίνουμε μερικά ρακιά καί τέλος επιστρέφουμε στο δωμάτιό του όπου διανυκτερεύω. *Αμέσως τότε δ Σουλτάνος έδωσε διαταγή νά φέρουν μπρο­ στά του τον Ραχάτ, ενώ τον Νουβά τον απομόνωσε σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Τώρα δ μικρός υπηρέτης είχε άπελπιστή. Τό μυστικό, πού τόσον καιρό τδκρυβε σάν τον πιο πολύτιμο θησαυρό τής ζοοής του, μέ αποκλειστικό σκοπό νά τό άνταλλάξη μέ την έλευθερία και την ευτυχία των συμπατριωτών του, είχε γίνει γνωστό σέ ολον τον κόσμο. "Όλες του τις προσπάθειες καί τά κατωρθώματα τά σκόρπισε επάνω σέ μιάς στιγμής Απερισκεψία. Πώς δμως μαθεύτηκε τό μυστικό; Στον Ραχάτ δέν είχε πή τίποτε. Μέ αυτές τις σκέψεις βασανιζόταν δ Νουβά όταν στό δω­ μάτιό του μπήκε δ υπασπιστής τού Σουλτάνου, δ Σουρτούκ, καί συνοδεία τον πήρε καί τον πήγε πάλι μπροστά στον Χαφτούλ Μασάν. Εκεί βρισκόταν, γελώντας ηλίθια, καί δ Ραχάτ. — Λοιπόν; έκανε καί στούς δυο ό Σουλτάνος. Αποφασί­ σατε νά μου εξηγήσετε καί νά με πείσετε μέ ποιο τρόπο έμαθε


δλος δ κόσμος δτι τό πρσωπό μου μοιάζει μέ τράγου πρόσωπο; Ό Νουβά και ό Ραχάτ άλληλοκυττάχτηκαν. Ό ένας υπο­ πτευόταν τον άλλο. Ό Σουλτάνος τότε τούς έβγαλε άπδ την α­ πορία μέ την παρακάτω έρώτησι: — Στόν ύπνο σας παραμιλάτε; — Παραμιλάμε; ρώτησε χαζά δ Ραχάτ τον Νουβά. — Που νά ξέρω άν παραμιλάω; ^’Αφού κοιμάμαι; — Μά θά ξέρη ό ένας γιά τον άλλο, έπενέβη κι’ εξήγησε ό Σουλτάνος. — Αίγο - πολύ, Σουλτάνε μου, δλοι παραμιλάμε, είπε σιγα­ νά δ Νουβά γιά νά μοιράση την ευθύνη. — Τότε, δ Νουβά μαρτύρησε τδ μυστικό στόν ύπνο τού. Θά διατάξω νά σάς κλείσουν καί τούς δυό στις φυλακές τού παλατιού καί τά χαράματα νά σάς κρεμάσουν! Πράγματι ή απειλή τού Σουλτάνου έκτελέστηκε αμέσως. Ήταν αποφασισμένος αυτή τή φορά νά ξαναγίνη εκείνος πού ήταν πριν: Κακός κι’ εκδικητικός. Γιατί διαπίστωσε δτι ή έπιείκια καί καλοσύνη πληρώνεται σ’ αυτόν τόν κόσμο με τήν κακία και τήν απάτη. "Όταν βρέθηκαν κι’ οι δυό στο κελί, άρχισαν νά κλαΐνε. 3Όχι επειδή θά έχαναν τή ζωή τους, αλλά γιατί έβλεπαν δτι τήν έλευθερία καί τήν ευτυχία πού είχαν δώσει στο λαό μέ τήν αυτοθυσία τους, τού τήν έπαιρναν πίσω μέ τήν άπερισκεψία τους. — Πώς έγινε καί μαθεύτηκε τό μυστικό; ρώτησε μέ υπο­ ψία τόν μικρό φίλο του δ Ραχάτ. "Έκανες ακριβώς δπως σου είπα; — Ναι, Ραχάτ. Πήγα σ’ ένα λειβάδι, άνοιξα τήν τρύπα καί είπα τρεις φορές πώς τά μούτρα τού Σουλτάνου μας είναι σάν τού τράγου. — Μήπως σέ άκουσε κανείς εκεί τριγύρω; — Κανείς. Δέν υπήρχε ψυχή, Ό Ραχάτ έπεσε σέ σκέψεις. -


5 -Ϊ ΚΛΗΡΟΚΑ^ΔόΣ ΑΡΑΚύί

— Θαρρώ πώς θά φτιάξη ή δουλειά, είπε στο τέλος. Φώναξε τό δεσμοφύλακα καί τού είπε νά καλέση τον υπα­ σπιστή, γιατί έχει κάτι σοβαρό νά τού πή. Κι’ δταν σέ λίγο ό Σουρτούκ έφτασε καί μπήκε στό κελί των δυό μελλοθάνατων, ό Ραχάτ τον παρακάλεσε νά ειδοποίηση τον Σουλτάνο πώς εμαθε ποιος πρόδωσε τό μυστικό. Μόλις ό Σουρτούκ έφυγε για νά μεταδώση την εϊδησι στό Σουλτάνο, ό Νουβά ρώτησε ακρά­ τητος τό χοντρό φίλο του. — Ξέρεις, λοιπόν, ποιος τό πρόδωσε; -— Καί βέβαια ξέρω. — Έγώ; — Ούτε έσύ, ούτε έγώ κι’ ούτε κανείς άνθρωπος..; — Αλλά τότε; — Μή βιάζεσαι καί νά τό μάθης. Αρκεί νά πής. μόλις παρουσιαστής μπροστά στον Σκληρόκαρδο Δράκο, δ,τι άκριβώς έκανες. Τό παρακάτω είναι δική μου δουλειά. — Δεν είσαι μόνο τεμπέλης, Ροχάτ, άλλα καί κουτός, τού άποκρίθηκε ό Νουβά. Νά πώ, δηλαδή, την κουταμάρα πού μού ύπέδειξες νά κάνω, γιά νά σκυλιάση περισσότερο; "Όχι! Προ­ τιμώ νά παρουσιαστώ ήρωας στά μάτια τά δικά του καί τού κόσμου καί νά πώ πώς έγώ τό μαρτύρησα παρά νά τού ξεφουρ­ νίσω αυτή την βλακεία πού μ? έστειλες νά κάνω... Δέ δώθηκε ό καιρός στον Ραχάτ, νά δώση στό μικρό του φίλο την κατάλληλη άπάντησι. Τον έμπόδισε ή έπιβλητική φω­ νή τού Σουρτούκ. — Μπρος, τούς είπε, άνοίγοντας τήν πόρτα τού κελιού τους. Ελάτε! Οί δυό κρατούμενοι προχώρησαν στό σκοτεινό διάδρομο. Πίσω τους ό Σουρτούκ με τή μάσκα τού ταύρου στό πρόσωπο. — Τί λέει γιά μάς ό κόσμος τού παλατιού; ρώτησε δειλά δ Νουβά τον υπασπιστή. — εΌλοι τά έχουν μαζί σου γιατί τά θαλάσσωσες, τού α­ πάντησε πικραμένος ό Σουρτούκ. Γιά ένα μήνα πίναμε νερό


6 ΪΚΑΗΡύΚΑΡΜΪ ΑΡΜύϊ στ’ όνομά σου, Νουβα, γιατί ό Σουλτάνος είχε γίνει άγιος άν­ θρωπος* Κατάργησε τις μάσκες και μας έκανε χίλιες - δυο άλ­ λες παραχωρήσεις. Τώρα δμως δλα τά χάσαμε πάλι. Κι* αίτια αυτό τό τραγούδι τής φλογέρας. "Ολοι πιστεύουν δτι έσύ δη­ μιούργησες αυτή τη φριχτή κατάστασι κι’ δτι δ μόνος τρόπος για νά γλυτώσουμε άπό τά βάσανά μας είναι νά λειψής έσύ από τή μέση. -— Άκοΰς; γύρισε καί είπε δ Νουβά στο φίλο του Ραχάτ πού προχωρούσε αμίλητος. — Υπομονή, καθησύχασε καί τούς δυο δ Ραχάτ. "Ολα θά διορθωθούν. ★ Μόλις παρουσιάστηκαν κι’ οί δυο μπρος στον Σουλτάνο, δ Ραχάτ πίεσε τον μικρό του φίλο νά πή τήν αλήθεια. •—Σουλτάνε μου, άρχισε δ Νουβά. Θέλεις πίστεψε με, θέλεις μή μέ πιστεύεις. Σέ κανένα δεν είπα λέξι, ούτε ξύπνιος ούτε κοιμισμένος, ούτε μεθυσμένος γιά τό μυστικό πού κρύβει τό πρόσωπό σου. — Ψέματα!, τον διέκοψε δ Ραχάτ. Ό Σκληρόκαρδος Δράκος χαμογέλασε μέ ίκανοποίησι. βλεπε επί τέλους δτι θά μάθαινε τήν αλήθεια. — Μίλα!, ξανάπε έπιτακτικά ό Ραχάτ. Τήν αλήθεια! — Τό μαρτύρησα, Σουλτάνε μου, ώμολόγησε μέ συντριβή ό Νουβά, αλλά δχι σέ άνθρωπο. Τό ψιθύρισα τρεις φορές σέ μιά τρύπα! — Σέ μιά τρύπα!, έπανέλαβε έκπληκτος δ Σουλτάνος. Ό Ραχάτ τότε βρήκε τή στιγμή κατάλληλη καί μέ μιά παθητική φωνή διηγήθηκε μέ λεπτομέρειες μέ ποιο ακριβώς τρόπο έγινε γνωστό σέ δλο τόν κόσμο τό μυστικό του. — Έσύ θά μέ τρελλάνης!, βρυχήθηκε δ Σκληρόκαρδος Δράκος. Θέλεις νά μέ κάνης νά πιστέψω οτι τό μυστικό τό μαρτύρησε ή... τρύπα; — Ακριβώς, είπε μέ απάθεια ό Ραχάτ. Ή τρύπα!


Μ

0 £ΚΛΗ Ρ όίΚΑΡΔ&ί ΑΡΑΚ.01

Ό Σουλτάνος: στην αρχή παραξενεύτηκε. Κατόπιν όμως υποπτεύτηκε πώς τοΰπαιζαν πάλι κάποιο παιχνίδι. Αμέσως πρόσταζε νά έτοιμαστη τό αμάξι του καί, παίρ­ νοντας μαζί του και τούς δυο ύποπτους απατεώνες, ετρεξε κι’ έφτασε στο μέρος δπου φύτρωνε τό περίεργο δέντρο. Ήθελε νά πειστή μέ τά ίδια του τά μάτια δτι τό απίστευτο παραμύθι πού τοΰπε ό χοντρο - Ραχάτ ήταν κάτι πού πράγματι είχε γίνει. Ό Νούβά έτρεμε. — Κουράγιο, μικρέ!, τού ψιθύρισε 6 Ραχάτ. 3Έχε εμπιστο­ σύνη σε μένα. Θαρρώ πώς με τό κόλπο πού ετοιμάζω, θά δούμε δλοι μας άσπρες μέρες κι’ έτσι θά παντρευτής την κόρη του, την Έσμέ. Μόλις πλησίασαν εκεί, είδαν πώς μόνο ένα κλαδί είχε άπομείνει από τό δέντρο. Ό Σουλτάνος διάταξε τούς ακολούθους του νά τό κόψουν και νά τό κάνουν φλογέρα. "Ύστερα τή φλο­ γέρα αυτή τήν έδωσε στον υπασπιστή του, τον Γιουνάν, νά την παίξη. Παρ’ δλες δμως τις προσπάθειες τού Γιουνάν από τή φλογέρα δεν έβγαινε τίποτ’ άλλο παρά μόνο αυτά τά λόγια: «Ό Σουλτάνος μας έχει τραγίσια μούτρα!» Ό Σκληρόκαρδος Δράκος έκρυψε τότε στις παλάμες τό πρόσωπό του και δλοι, αμίλητοι, γύρισαν στο παλάτι. Έκεΐ ό Ραχάτ πλησίασε τον περίλυπο Σουλτάνο καί τού είπε: — "Όποος είδες, Σουλτάνε μου, κανείς, ούτε ή γη δεν μπο­ ρεί νά κράτηση μυστικά. ’Αλλά... γιά κύτταξε! Ή μάσκα σου έπεσε καί... τό πρόσωπό σου δεν είναι πιά τραγίσιο! Κύτταξε στον καθρέφτη! Φαίνεται πώς ή καλωσύνη πού έδειξες τον τε­ λευταίο καιρό έκανε τό θαύμα. Ό Σκληρόκαρδος Δράκος κύτταξε στον καθρέφτη καί εί­ δε ένα πρόσωπο μέ κανονικά, σχεδόν ωραία χαρακτηριστικά! Τρελλός άπό τή χαρά του, έτρεξε στή μεγάλη αίθουσα καί φώναξε στους αύλικούς:


Ο ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΟΙ ΔΡΑΚΟΙ

33

— Είναι τά μούτρα του Σουλτάνου σας τραγίσια; Κυττάξτε με! — "Όχι!, έχαναν δλοι μέ μια φωνή. Τότε ό Ραχάτ πήρε περισσότερο θάρρος, βγήκε μπροστά, και εΐπε στο Σουλτάνο: — Βλέπεις, Σουλτάνε μου. Δέ μοιάζεις μέ τράγο. Του φέρνεις όμως λίγο. Μην ξεχνάς άλλωστε πώς ολοι μας λίγο πολύ μοιάζουμε μέ ζώα. 5'Αλλος μέ γαϊδούρι, άλλος μέ γου­ ρούνι, άλλος μέ κοράκι, κι’ άλλος μέ ποντίκι. Νά εγώ μέ τό μουσούδι μου τό μακρύ, μοιάζω λίγο τού ελέφαντα... Αλαφιασμένος ό Σουλτάνος έτρεξε στον καθρέφτη καί κυττάχτηκε. — Καλά λες, Ραχάτ, μουρμούρισε μέ ανακούφιση αυτά πού βλέπω δέν είναι κέρατα. Τ’ αυτιά μου είναι. Είναι μακρυά, εξέχουν πάνω από τό κεφάλι μου καί τά θαρρούσα γιά κέρατα. -— Έτσι γίνεται μέ δλους τούς ανθρώπους πού φαντάζον­ ται δτι τούς αδίκησε ή φύσις καί τούς έκανε άσχημους. Απο­ κτούν μιά κακία γιά τούς άλλους καϊ θέλουν νά τούς τυραννούν αυτή ή κακία τής ψυχής ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους, και τότε τά μούτρα τους, στά μάτια τού κόσμου, γίνονται μούτρα τράγου καί κάθε άλλου κακού ζώου... Αλλαξε, λοιπόν, τακτική μέ τούς άνθροόπους πού σέ τριγυρίζουν, γίνου καλός μαζί τους, και τότε θά δής Σουλτάνε μου, δτι τό πρόσωπό σου δέν είναι τραγίσιο, αλλά πρόσωπο αγγέλου. Γιατί ή ομορφιά καί ή ασχή­ μια δέ βρίσκεται στο πρόσωπο αλλά στήν ψυχή... — Έχεις δίκιο, τού είπε ό Σουλτάνος. Πιο σοφά λόγια δέν έχω ξανακούσει Ραχάτ. Άπό σήμερα και πέρα θά σέ πά­ ρω γιά σύμβουλο τού θρόνου μου και δ,τι μοΰ λές θά κάνω. "Ο­ σο γιά τον μικρό Νουβά... Δέν μπόρεσε νά συνέχιση, γιατί εκείνη τή στιγμή φτερνί­ στηκε. Ό κόσμος ετοιμάστηκε νά πή δπως άλλοτε: «Μέ τις υγείες σας Σουλτάνε», μά κάνεις δέν μίλησε, γιατί τώρα κανείς δέν


Ο Σ ΚΛΒΡΟιΚΑΡ-ΑΟΣ ΑΡΑΚΟΣ

34

φοβόταν τον καλό τους Σουλτάνο. Μόνο δ Νουβά προχώρησε μπροστά, έκανε μια ύπόκλισι και του είπε: — Μέ τις υγείες σας Σουλτάνε. — Ευχαριστώ παιδί μου του είπε ό Σουλτάνος. Αλλά... γιατί βρίσκεσαι ακόμη εδώ; Πήγαινε νά βρής την κόρη μου την Έσμέ, γιατί κι’ εκείνη μου φαίνεται πώς σ’ αγαπάει από καιρό! Άπό τότε χαρά καί ευτυχία απλώθηκαν σέ δλη τή χώρα του Σκληρόκαρδου Δράκου, γιατί ό Σουλτάνος έγινε καλός 'Άρχοντας. "Έτσι κι’ οι υπήκοοί του έ'παψαν νά τον Ονομάζουν Σκληρόκαρδο Δράκο. βΌσο γιά τό Νουβά παντρεύτηκε την όμορφη Έσμέ καί ζήσαμε εμείς καλά κι’ έκεΐνοι καλύτερα. ΤΕΛΟΣ Κβίιμ«νο : Π. ΑΗΤΩΝΟΠιΟΥΛΟΥ

*Έκ6οσιζ : «ΧρΜσά Πιαρ>α^ύΟια» — ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑ!

ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΥΧΟΥΣ 4

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΑΙ 2



Ι-'ι

Ο ΝΙΚΒΚΗΣ ΚΙ*Μ

&I

ΗΟΚΠ

μτην τμ»

Μ™£^ζ^ζιο ?

£?ΐυ, /ν/-Ί ΚΟΠΗ, &ΕΝ < ϊ'ηρειειτο ΣΧΕΔΙΟ ΜΟΟ, ΗΡβαηαυι/

(ρχου/ΔΕ. ΣΠΰΙΙί2ΕΙΗβ< ΒΟΛΟΙ/ ΜΕ ΒΛΒΒΙΜΟ!

/Ίΐρχιζο νπ ΒΒΡυεηηι τιι βηοΓΟΗτευΣίΐι' β» τουζ ΜΒΒβ £ΓΡ ΑΛ/,μ ΦΟΡΟ ΝΟ ΧηΡοτε'ΧΜΠΕΡΙΣΣΟ τεποόε 12 °ΓΡΡΦ/ΗΒ Μουΐχχγ


■■/£*«!*& - 1 ./■ ■ Μ ία η •&.ΛΓ— -*ΐΓ/ν ^”5^^/

Ι' /

\

ΠΑΡΑΜΥΘΙ λ Ο «Κ Υ Κ Α Ο Ζ»



91

!!>!ΠΙΙΙ[11!ί1Ι!!ΙΙ!Ι!1ΜΙΙΙΜ1!1[

ίΙ>Ι1!ΙΙ9ΙΕ9!1ϋΐ;ηΐΙ1338>Ι91»Ι9ΙΙίΙΙ>1Ι!ϋ11)ΙίΙ13Ι·ΜΙ)9Ι

ογο III! 1ΙΕ;ΐΙ91ΙΗίί!11!Ι9ίΙ3ΙΙΙ

Αιμη, πού είσαι; Ό Λεόν, τό δμορφο καί πε­ ρήφανο πριγκιπόπουλο, ξεχύθη­ κε στον καταπράσινο κάμπο δλος χαρά, φωνάζοντας τή μικρή του φίλη. "Ήξερε πώς θά τον περίμενε πίσω από τά μεγάλα δένδρα ό­ πως κάθε πρωί, για ν’ αρχίσουν τά παιχνίδια τους πότε κυνηγών­ τας πεταλούδες καί πότε τσαλαβουτώντας ώς τά γόνατα οτά νερά τού μικρού ποταμού. *— Αΐμη, γιατί δεν μιλάς; Ό Αεόν κύτταξε τριγύρω του μά δεν είδε πουθενά την πριγκιποπούλα μέ τά μαύρα μαλλιά καί τό κόκκινο φόρεμα. Κι’ όμως πριν από λίγη ώρα την είδε νά φεύγη από τον γειτονικό πύργο, ν’ άνοίγη την πορτούλα τού κήπου καί νά τού κάνη νόημα πώς θά τον περιμένη στον κάμπο, κάτω από τά δέντρα. — Αΐμη, που κρύβεσαι; "Έβγα γιατί θά θυμώσω και θά φύγω! Τό πριγκιπόπουλο άρχισε νά θυμώνη γιά τά καλά. Ποτέ δέν τού είχε κάνει τέτοιο πράγμα ή Αΐμη, νά τον άφίνη νά φωνάζη καί κείνη νά γελάη κρυμμένη, ποιος ξέρει πού. — Θά μετρήσω μέχρι τό τρία καί αν δέν φανεριοθής θά


4

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

φύγω καί δέν θά ξανάρθω πια μαζί σου! Τ’ αχούς; Αρχίζω... Δεν πρόλαβε ν’ άρχίση τό μέτρημα δταν από τό γειτονικό δάσος ακούστηκε ένα παράξενο βραχνό γέλιο. — Χά... χά... χά!... Χά... χά!... Ό Λεόν έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Ποιος ήταν αυ­ τός πού γελούσε; Αποφάσισε νά ρωτήση: — Ποιος είσαι σύ πού γελάς; Γιατί δέν βγαίνεις πιο έξω νά σέ δω; -— Νά μέ δής; 5Άν σού πώ ποιος είμαι, παληκάρι μου, θά τό βάλης στά πόδια από τό φόβο σου! — Δέν σέ φοβάμαι οποίος κι’ αν είσαι! Μπορεί νά είμαι μικρός στά χρόνια, μά ξέρα) καί δουλεύω τό σπαθί μου καλύ­ τερα κι’ από μεγάλο. — Χά... χά! Καί τί μπορεί νά κάνη τό σπαθί σου στη Μά­ γισσα τού απάτητου βουνού; Ποιος είναι έκεΐνος πού θά τολμήση νά τά βάλη μαζί μου; Ό Λεόν έκανε δυο - τρία βήματα πίσω άθελά του. Αυτό δέν τό περίμενε ποτέ του! Είχε ακούσει τόσα καί τόσα από τή γιαγιά του γιά τή φοβερή μάγισσα, πού είχε τό παλάτι της στη­ μένο πάνω στήν κορφή ενός κοντινού βουνού πού τό έλεγαν α­ πάτητο, γιατί κανείς ως τώρα δέν είχε κατωρθοασει νά άνεβή ώς εκεί πάνω. Ήταν ψηλό καί απότομο σάν ένας θεόρατος βράχος πού στο επάνω του μέρος φύτρωναν πανύψηλα δέντρα. Οί άνθρωποι τό κύτταζαν μέ φόβο καί μέ τρόμο καί δέν τολ­ μούσαν ούτε κοντά στή ρίζα του νά περάσουν. Ό Λεόν θυμήθηκε καί κάτι άλλο πού τού είχε πει ή γιαγιά του. Πώς ή μάγισσα άρπαζε από τούς πύργους τά μικρά καί όμορφα κορίτσια καί τά έπαιρνε μαζί της στο άγνωστο καί α­ πάτητο παλάτι της. Κανείς δέν ήξερε γιατί τά έκλεβε. — Ζητάς νά βρής τή μικρή σου φίλη, όμορφο πριγκιπόπουλο; νΑδικα όμως τήν ζητάς. Δέν πρόκειται ποτέ σου πια νά ξαναδής τήν Αίμη. Τήν ανέβασα εκεί στο παραμυθένιο μου παλάτι καί θά τήν κρατήσω γιά πάντα μαζί μου. Μήπως σού


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΑϋΤό

κακοφάνηκε αυτό πού σου είπα; Χά... χά... χά! Γιατί δεν βγά­ ζεις τό σπαθί σου, γενναίο πριγκιπόπουλο; Ό Λεόν, χωρίς νά πή λέξι, γύρισε πίσω στον πύργο του. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και από τή μεγάλη του θλΐψι δεν δεχόταν ούτε νερό ούτε φαγητό. Στην αρχή έκλαψε πολύ γιά τό χαμό τής αγαπημένης του φίλης, μά στο τέλος ώρκίστηκε νά την έλευθεροοση από τά νύχια τής στρίγγλας τού απάτητου βουνού. Μέ ποιόν τρόπο δμως; Πώς θά τά κατάφερνε αφού ως τό» τε κανένας δεν είχε κατωρθώσει όχι ν’ άνεβή στο βουνό, αλλά ούτε και νά τό πλησιάση; «ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ ΖΗΤΩ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΟΥ/» βϋ&ΩΡΪΣ νά χάση καιρό, χαιρέτησε

τούς δικούς

του λέγοντάς τους ότι δεν θά πατούσε ποτέ του στον πύργο άν δεν εύρισκε την Αΐμη, και βγήκε έξω. Ήταν μιά νύχτα σκοτει­ νή. Ό Λεόν προχώρησε στο μεγάλο κάμπο, πέρασε τό ποτάμι και πήρε ενα στενό μονοπάτι πού ώδηγούσε σέ ένα μακρυνο δάσος. Τό δάσος εκείνο βρισκόταν κοντά στη ρίζα τού απάτη­ του βουνού καί όπως έλεγε ό κόσμος ήταν μαγεμένο. Τις νύ­ χτες έβγαιναν από μέσα του κάτι παράξενες φωνές, άκούγονταν αλλόκοτα τραγούδια, τά πουλιά καί τά θηρία κουβέντιαζαν σαν τούς ανθρώπους καί τά δέντρα περπατούσαν βγάζοντας τις ρίζες εξω από τό χώμα. Έκεΐ ήθελε νά πάη ό Λεόν. Βάδισε τρεις δλόκληρες ώρες ως πού νά φτάση. Δεν ένοιω­ θε κανένα φόβο μέσα του. Ή σκέψι τής δυστυχισμένης Αϊμης πού βρισκόταν φυλακισμένη στο πανύψηλο βουνό τού έδινε θάρρος, Μόλις πήγε νά πατήση τό πόδι του στο δάσος, είδε τά δέν­ τρα νά στριμώγνωνται τό ένα κοντά στό άλλο καί νά μην τον άφήνουν νά πέραση. "Έμπλεξαν τούς κορμούς καί τά κλαδιά


τους σάν φράχτη, ενώ μια μακρυνή φωνή Ιφτασε ώς τ’ αυτιά του: — Που πηγαίνεις, άνθρωπε; Στο μαγεμένο δάσος μόνο τά δέντρα, τά θεριά και τά πουλιά ζούν. Γύρισε πίσω αν θέλης τή ζωή σου! Είσαι μικρός ακόμη και σέ λυπόμαστε. Ό Λεόν ανέβηκε πάνω σέ μιά μεγάλη πέτρα και άρχισε νά φωνάζη δυνατά: — Μαγεμένο δάσος, έρχομαι γιά νά ζητήσω τή βοήθεια σου! Πάνω στο απάτητο βουνό βρίσκεται φυλακισμένη ή αγα­ πημένη μου φίλη. Τήν άρπαξε ή κακία μάγισσα τή στιγμή πού κυνηγούσε τις πεταλούδες στον κάμπο. Μαγεμένο δάσος, βοήθησέ με ν’ ανεβώ ώς τήν κορφή τού βουνού γιά νά τήν πάρω από τά νύχια τής μάγισσας: Αυπηθήτε με!... Τά λόγια του αντήχησαν σάν καμπάνα μέσα στο δάσος. Τήν ίδια στιγμή, δυο μαύρα κοράκια πετάχτηκαν καί στριφο­ γύρισαν ολόγυρά του. Ό Λεόν κατέβηκε από τήν πέτρα καί δοκίμασε νά ξαναμπή στό δάσος, μά τά δέντρα αγκαλιάστηκαν πιο πολύ, ένώ ή φωνή ξανακούστηκε πάλι: — Ή μεγάλη μάγισσα τού βουνού δέν μάς έχει κάνει κακό, γι’ αυτό καί μεΐς δέν μπορούμε νά σέ βοηθήσουμε γιά νά τής κλέψης τή μικρή σου φίλη. 3Άν μάθη πώς σέ βοηθήσαμε, θά ρίξη φωτιά( καί θά μάς κάψη. Φύγε λοιπόν πριν τό πάρη εΐδησι. Ό Λεόν δοκίμασε νά ξαναπαρακαλέση, αλλά μιά δυνατή βοή σάν φοβέρα αντήχησε μέσα άπό τά δέντρα καί τόν έκανε νά άπομακρυνθή. Τό μαγεμένο δάσος δέν ήθελε νά τόν βοηθήση. Τώρα πού θά ζητούσε βοήθεια; Ποιος θά δεχόταν νά τόν άνεβάση ώς τήν κορφή τού απάτητου βουνού; Πήγε νά φύγη, δταν είδε τή γή κάτω άπό τά πόδια του ν’ άνοίγη καί νά πετάγεται ένα μεγάλο καί χοντρό φίδι. Στάθηκε ολόρθο μπροστά στον Λεόν κυττάζοντάς τον άπό τήν κορυφή ώς τά νύχια μέ τά λαμπερά του μάτια γεμάτα μαγνητισμό. — Τί θέλεις εδώ στό βασίλειό μου; Τόν ράπτησε μέ μιά ψι­ λή φωνούλα.


— Ήρθα νά παρακαλέσω τό μαγεμένο δάσος νά μέ βοηθήση γιά ν’ ανέβω στην κορυφή του απάτητου βουνού. Τό φίδι κούνησε τό κεφάλι του. — Γιατί δεν ζητάς από μένα αυτή τη χάρι, ευγενικό μου πριγκιπόπουλο; Επειδή σάς έχουν πή πώς εμείς τά φίδια είμα­ στε ύπουλα; Κι7 όμως εγώ καταλαβαίνω πολύ καλά τον πόνο σου καί τον καημό σου. Θά σέ ανεβάσω ψηλά στο απάτητο βου­ νό. Κανένας άλλος δεν μπορεί νά σέ βοηθήση. Μόνο τό δικό μου κορμί μπορεί νά σκαρφαλώση τούς βράχους. Ό Λεόν πέταξε από τή χαρά του! Ποτέ δέν περίμενε αυτή τήν ανέλπιστη τύχη. — Έλα λοιπόν μή χάνουμε καιρό, τού είπε τό θεόρατο φίδι. Ανέβα στήν πλάτη μου και κρατήσου καλά. Μόνο νά μή φοβηθής όταν σκαρφαλώσουμε ψηλά στούς βράχους. Ό Λεόν χωρίς άλλη κουβέντα κάθησε πάνω στο κορμί τού φιδιού και κρατήθηκε μέ τά δυό του χέρια. Εκείνο, μόλις έ­ νοιωσε τό πριγκιπόπουλο επάνω του, άρχισε νά γλυστράη γρή­ γορα - γρήγορα στή γή και σέ λιγάκι βρέθηκε στη ρίζα τού βουνού. Τό πριγκιπόπουλο σήκωσε τά μάτια του ψηλά. Είδε τον α­ πότομο θεόρατο βράχο και τού κόπηκε τό αίμα. Πραγματικά μόνο ένα φίδι μπορούσε νά άνεβή εκεί πάνω. — Έτοιμος; Φώναξε τό φίδι. Κρατήσου καλά. Ό Λεόν αγκάλιασε τό κρύο κορμί τού φιδιού. Τό είδε νά σηκώνη τό κεφάλι και ν’ άρχίζη τό σκαρφάλωμα. Γλυστρούσε από βράχο σέ βράχο, πότε κουλουριαζόταν, πότε απλωνόταν, πότε έστριβε δεξιά κα'ι πότε αριστερά. Ή καρδιά τού παιδιού πήγαινε νά σπάση από τήν αγωνία πώς θά βρισκόταν σέ λίγο πάνω στο βουνό, μά και από τον τρόμο του. 3Άν έκανε έτσι λιγάκι πώς γλυστρούσε τό φίδι, θά έπεφτε κάτω και θά γινόταν χίλια κομμάτια. Θά είχαν φτάσει περίπου στή μέση στο βουνό, όταν τό φίδι σταμάτησε πάνω σέ μια πέτρα.


I

Το ΦΤΕΡήτο ΑΑύ,Μ

— Κατέόα λιγάκι από τό κορμί μου νά ξεκουραστώ, του είπε. "Ας καθήσουμε λιγάκι καί έπειτα συνεχίζουμε. Ό Αεόν κατέβηκε μέ προφύλαξι και κρατήθηκε γερά από τον κορμό ενός μικρού δέντρου. Τό φίδι κουλουριάστηκε δίπλα του. Ξαφνικά, μέσα σέ κείνη τή σιωπή τής νύχτας, αντήχησε ένα τραγούδι σιγανό, πού μόλις άκουγόταν και έμοιαζε σαν μοιρολόι. Τό πριγκιπόπουλο τέντωσε τ’ αυτιά του. Ή φωνή ήταν γνωστή του! Ήταν τής Αΐμης! Σήκωσε τό κεφάλι του προς την κορυφή, μά δεν μπόρεσε νά διακρίνη τίποτε. — Τί συμβαίνει; ρώτησε τό φίδι. — Άκούς; Είναι ή φωνή τής Αΐμης, τό μοιρολόι τής μι* κρής μου φίλης. Ποιος ξέρει πόσο υποφέρει κοντά στήν τρο-; μερή στρίγγλα. “Έλα, καλό μου φίδι, ας μή χάνουμε καιρό, πάμε γρήγορα κοντά της. Τό φίδι σήκωσε τό χοντρό του κεφάλι. Τά μάτια του έλαμψαν τώρα πιο πολύ. — Χί... χί!, έκανε. Μήπως πίστεψες, ανόητο πριγκιπόπουλο, πώς θά σέ ανεβάσω ως τό παλάτι τής αγαπημένης μου μά­ γισσας γιά νά βρής τήν πριγκιποπούλα σου; Μά γιά τόσο βλάκα μέ πέρασες; Έγώ και οί δμοιοί μου δέν πρόκειται νά γίνουμε ποτέ φίλοι μέ σάς τούς ανθρώπους. Πάντα θά σάς φοβόμαστε καί θά μάς φοβόσαστε. "Όταν μάς βρίσκετε, μάς κάνετε κακό. Τώρα, ήρθε ή σειρά μου νά σου κάνω κακό. Ξέ­ ρεις τί θά πάθης; Θά σου δώσω μιά σπρωξιά καί σέ λιγάκι θά βρεθής στον αέρα!... Χί... χί! Ετοιμάσου νά γκρεμοτσακιστής, ανόητο πριγκιπόπουλο! Ό Λεόν δέν μπορούσε νά πιστέψη τά αυτιά του. Είχε ακού­ σει πώς τά φίδια είναι ύπουλα μά όχι καί σέ τέτοιο σημείο. "Α­ πλωσε αμέσως τό χέρι του καί τράβηξε από τή ζώνη του τό α­ σημένιο του σπαθί. — "Αν μέ πλησιάσης, θά σού κόψω τό κορμί στά δύο, ύ­ πουλο καί άσπλαχνο φίδι!


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

§

— Δεν πρόκειται νά σέ πλησιάσω μή φοβάσαι. Τή βλέπεις εκείνη την πέτρα πού κρέμεται έτοιμη νά πέση πάνω στο κε­ φάλι σου; Θά πάω νά την σπρώξω λιγάκι.... Τώρα, τί λες ποιος θά νικήση; "Αν μπορής άφισε τό δέντρο πού κρατής και έλα νά μου κόψης τό κεφάλι. Ό Λεόν απελπίστηκε. Είδε τό φίδι νά σέρνεται και νά πηγαίνη πίσω από την πέτρα, πού ήταν έτοιμη νά κατρακυλήση επάνω του. Τώρα δεν θά μπορούσε κάνεις νά τον γλυτώση... Τόση ήταν ή ζωή του! Δεν πρόλαβε νά τελειουση τή σκέψι του όταν ακούσε την πέτρα νά τρίζη και τό φίδι νά γελάη από πίσο3 της...

Ενα μαύρο σημάδι παρουσιάστηκε στον ουρανό, τή στιγμή πού ή πέτρα ήταν έτοιμη νό κατρακυλήση, και σάν αστραπή βρέθηκε μπροστά στο απελπισμένο πριγκιπόπουλο. Ήταν ένας τεράστιος αετός μέ δυο πελώριες φτερούγες. -— Κρατήσου γρήγορα από τά δυό μου πόδια γερά, είπε στο πριγκηπόπουλο. Εκείνο, χωρίς νά χάση καιρό, αρπάχτηκε από τά χοντρά του πόδια και σέ λίγο βρέθηκε κρεμασμένος, ενώ ό αετός πετούσε ψηλά. Μιά στιγμούλα ακόμη άν αργούσαν ή πέτρα πού έσπρωξε τό φίδι θά τούς χτυπούσε και τούς δυό και θά τούς γκρέμιζε στο κενό. Τώρα έπεσε μονάχη της προς τά κάτω μέ πάταγο ενώ τό φίδι έσκασε από τό κακό του και άρχισε νά κατεβαίνη σιγά - σιγά γιά νά κρυφτή στήν τρύπα του. — Κατοικώ καί γώ στο μαγεμένο δάσος, είπε ό αετός ενώ πετούσε, καί ή μάγισσα δέν θά μού συγχωρέση αυτό πού έκα­ να. Σέ γλύτωσα δμως γιατί δέν χωνεύσ) τό άθλιο τό φίδι καί γιατί δέν μπορούσε νά κράτηση ή καρδιά μου τον άδικο θά­ νατό σου. Γιατί δμως επιμένεις ν’ άνεβής στο βουνό;


10

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

— Γιατί πρέπει νά πάρω την Αίμη, πού τήν κρατάει φυ­ λακισμένη ή μάγισσα. -— Παιδί μου, μή δοκιμάσεις νά άνεβής εκεί επάνω, γιατί δεν θά γυρίσης ζωντανός. Έγώ πού περνώ πάνω από τό πα­ λάτι της μάγισσας κάθε μέρα ξέρω τί κίνδυνοι σέ απειλούν. — Δεν μέ φοβίζει κανένας κίνδυνος, άποκρίθηκε ό Αεόν, αρκεί νά ανέβω. Καλέ μου αετέ, μια και πετούμε ψηλά, άφισέ με επάνω καί φύγε! Κάνε μου αυτή τή χάρι. — Δεν πρόκειται νά σέ ανεβάσω στο απάτητο βουνό, γεν­ ναίο μου παιδί, γιατί ή μάγισσα δέ θά χαρίση τή ζωή ούτε σέ μένα ούτε σέ σένα ούτε στή φίλη σου. Τό μόνο πού μπορώ νά σου κάνω είναι νά σέ περάσω από ψηλά νά δής τό παλάτι. Πραγματικά σέ λίγο δ αετός πήρε ύψος, έφτασε τήν κορυ­ φή τού βουνού και τήν προσπέρασε. Ό Αεόν πιασμένος γερά από τά πόδια του έρριξε ένα βλέμμα προς τά κάτω. Είδε ένα μεγάλο παλάτι, φωτισμένο, μέ πολλά παράθυρα, πνιγμένο μέ­ σα σέ μεγάλα δέντρα. Γύρω του διέκρινε κάτι αλλόκοτα τέρα­ τα μέ ανοιγμένα στόματα και μέ κοφτερά μεγάλα δόντια. — Είδες; Του είπε δ αετός. Γιά νά μπής στο παλάτι πρέ­ πει νά γλυτώσης από τά επικίνδυνα αυτά τέρατα. — 5'Αφισέ με επάνω, παρακά?^εσε πάλι δ Αεόν, και κάτι θά σκεφτώ γιά νά νικήσω τά τέρατα. — Μήν έπιμένης, δεν πρόκειται νά σέ άφίσω. Θά σού πώ δμως κάτι: Μόνο ένας μπορεί νά σέ βοηθήση νά άνεβης καί ν’ άρπάξης τή φίλη σου από τά χέρια τής μάγισσας. Κι’ αυτός δ ένας δέν είναι άλλος από τό νάνο Μπί-ρί-μπό. — Και πού θά μπορέσω νά βρώ αυτό τό νάνο; — Δέν ξέρω... Κάποιος από τό μαγεμένο δάσος θά τον ξέρη... Παρακάλεσέ το πάλι καί ίσως σού κάνουν τή χάρι. Λέγοντας αυτά ό αετός μάζεψε τις φτερούγες του καί κα­ τέβηκε στή γή. Χωρίς νά πή άλλη λέξι στο πριγκιπόπουλο, τό άφισε καί πέταξε πάλι ψηλά στά ουράνια. Μένοντας μόνος, ό Αεόν έπειτα από τήν περιπέτεια του


1!

αυτή ξαναπλησίασε τό μαγεμένο δάσος. Θά τό παρακαλούσε για άλλη μιά φορά. — Μεγάλο μου μαγεμένο δάσος, και πάλι σέ παρακαλώ μέ δάκρυα στα μάτια, κάνε μου μιά μικρή χάρι. Έσύ ξέρεις που βρίσκεται δ νάνος Μπί-ρί-μπό. Πες μου τό μέρος πού κάθεται

"ΑρΊϊΌίξε τά* ττάδαχ τοΟ άχηοΰ, καθώς ό βοά^ος Ιττΐφτε '

για νά τον βρώ. Μήπως έχει τό παλάτι του κάτω από τά δέντρα σου ή μήπως είναι μακρυά από δώ; Τό δάσος έμεινε σιωπηλό. Ό Λεόν είδε τά δέντρα νά γέρ­ νουν τό ένα επάνω στό άλλο λες και άρχιζαν την κουβέντα. "Έ­ πειτα βγήκε μιά φοονή σάν βουητό: — Έμπα μέσα στό δάσος καί θά βρής τό παλάτι τού νά­ νου Μπί-ρί-μπό. Μέ μιας τά δέντρα πού ή σαν μπρος του παραμέρισαν καί τού άνοιξαν ένα μικρό μονοπάτι. Ό Λεόν προχώρησε μέ δι­ σταγμό. Τό ένα κοντά στό άλλο τά δέντρα παραμέριζαν δεξιά


11

τα ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

καί αριστερά, ενώ το πριγκιπόπουλο προχωρούσε ολο καί πιο πολύ στα βάθη τού δάσους. Τριγύρω του έβλεπε παράξενα πράγματα. Τά ζώα βία­ ζαν μορφές, πηδούσαν, χόρευαν, τραγουδούσαν. Ή γή πολλές φορές άνοιγε καί από μέσα της έβγαιναν μεγάλα χρωματιστά φίδια πού πετάγονταν προς τον ουρανό σφυρίζοντας. "Όλος ό κόσμος τού δάσους, πού ήταν τόσο ήσυχος την ήμερα, τώρα είχε αλλάξει τόσο πολύ. Κάθε νεκρό πράγμα είχε πάρει ζωή. Άφού βάδισε αρκετά ανάμεσα από τό μαγεμένο αυτό κό­ σμο, ό Αεόν διέκρινε στο βάθος ένα γυάλινο παλάτι. Ο ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΒίτΑΜ τόσο όμορφο καί παραμυθένιο τό παλάτι αυτό, πού ό Αεόν τό κύτταζε χωρίς νά τό χορταίνη. Είχε ολό­ κληρο στολιστή μέ διαμάντια καί χρυσαφικά πού άστραφταν καί λαμποκοπούσαν. — Αυτό είναι τό παλάτι τού βασιλιά τού δάσους, τού είπε μιά φωνή. Απόψε περιμένουμε έναν καλεσμένο. Σέ λίγο θά τον δής νά έρχεται. Τώρα κάθησε νά ξεκουραστής. Ό Αεόν στηρίχτηκε πάνω σέ μιά πέτρα. Μπρος του κυλού­ σε ένα ήσυχο ποταμάκι τά καθαρά νερά του. Μέ φανερή άγω νία περίμενε νά δή τον καλεσμένο τού δάσους. Ποιος νδταν άραγε; Δέν άργησε νά τό μάθη. Ψηλά από τον ουρανό είδε νά κατεβαίνη καβάλλα σέ μιά σκούπα μιά γυναίκα. Ή καρδιά του χτύπησε τρελλά άπ τό φόβο της. Ή γυναίκα αυτή δέν ήταν άλλη από την τρομερή μάγισσα τού απάτητου βουνού! Τά δέν­ τρα, τά ζώα καί τά πουλιά παραμέρισαν στον ερχομό της. Ε­ κείνη κάθησε στον κήπο τού παλατιού, έβαλε τά χέρια της στη μέση καί κύτταξε τό παιδί. — Χά: χά:, έκανε. Πώς από δώ, αγαπητό μου πριγκιπό-


τσ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

13

πουλο; Μήπως είσαι και σύ φιλοξενούμενος του βασιλιά του δάσους; — "Οχι, τής απάντησε ό Λεόν. Είμαι περαστικός από δώ. — Καί πώς έτόλμησε ό βασιλιάς νά έπιτρέψη σ’ έναν άν­ θρωπο νά πατήση τό μαγεμένο καί ιερό αυτό χώμα; Τώρα μίλησε ή αόρατη φωνή: — Τον έφερα επίτηδες για νά τον παραδώσω στα χέρια σου, μεγάλη μου μάγισσα. Ή μάγισσα φάνηκε ευχαριστημένη από τά λόγια του, ενώ δ Λεόν κατάλαβε πώς αυτή τη φορά τήν είχε άσχημα. Κύτταξε ολόγυρά του γιά νά βρή μέρος ελεύθερο. Τά δέντρα όμως σφιχταγκαλιάστηκαν καί τον είχαν βάλει στη μέση σάν φυλακισμένο. — Γιατί δεν βγάζεις τό σπαθί σου γιά νά μάς φοβερίσης, γενναίο πριγκιπόπουλο; Τον πείραξε ή μάγισσα καί ξεκίνησε από τή θέσι της. Τά μάτια της τώρα μεγάλωσαν, έγιναν τρομερά, λες καί πετοΰσαν φλόγες. Τά μακρυά της μαλλιά έμοιαζαν σάν ζων­ τανά φίδια πού στριφογύριζαν στο λαιμό της. Απότομα τό δάσος άρχισε ένα πένθιμο βουητό καί τά ζώα πήραν άσχημες καί απειλητικές μορφές. Τώρα κανένας αετός δεν παρουσιά­ στηκε από ψηλά γιά νά βοηθήση τό πριγκιπόπουλο. Πάνω στην απελπισία του καί, ενώ περίμενε δλος αυτός δ άγριος κό­ σμος νά τού δρμήση επάνω, έκανε μπρος δυο βήματα καί έπε­ σε μέσα στά νερά τού ποταμού πού εξακολουθούσαν νά τρέ­ χουν ήσυχα - ήσυχα σάν νά μη συνέβαινε τίποτε. Μέ μιας ή μάγισσα σταμάτησε καί τό παράξενο καί λυπη­ τερό βουητό κόπηκε. Ό Λεόν είδε μέ μεγάλη του χαρά τά δέν­ τρα νά παραμερίζουν καί τά ζώα νά φεύγουν ένα - ένα. Τότε κατάλαβε πώς τό νερό δεν ήταν μαγεμένο καί πώς μέσα σ’ αυτό δέν είχε νά φοβηθή τίποτε καί κανέναν! "άρχισε νά κολυμπά η γρήγορα - γρήγορα. Είδε τή μάγισ­


14

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

σα νά άνεβαίνη στη σκούπα της και νά πετάη προς την κορυφή τού απάτητου βουνού. Κολύμπησε αρκετή ώρα ώς πού βρέθηκε έξω από τό δάσος. Τή στιγμή εκείνη είδε από τό μακρυνό βουνό νά άνατέλλη ό ήλιος. Ή παράξενη και επικίνδυνη νύχτα είχε περάσει χωρίς νά μπόρεση νά κάνη τίποτε για τή δυστυχισμένη Αΐμη. Κώθη­ σε λίγο νά στεγνώσουν τά ρούχα του, έφαγε λίγα βατόμουρα καί άγριες φράουλες καί κατόπιν έπεσε νά κοιμηθή τσακισμέ­ νος από την κούρασι. ★ "Όταν ξύπνησε, σκέφτηκε αυτό πού τού είπε ό αετός. Πώς έπρεπε νά δρή τό νάνο Μπί-Ρί-μπό. Τό μαγεμένο δάσος δεν ή­ θελε νά τού πή πού βρισκόταν. Έπρεπε νά ψάξη μόνος του. ^Αρχισε τώρα νά βαδίζη από βουνοκορφή σέ βουνοκορφή καί νά χτυπάη σέ κάθε πύργο καί σέ κάθε παλάτι πού συναν­ τούσε στο δρόμο του. Ρώτησε πολλούς διαβάτες, μά κανένας δεν ήξερε νά τού πή πού έμενε ό νάνος Μπί - ρί - μπό. Πέρα­ σαν ολόκληρες μέρες, χωρίς νά μάθη τίποτε δταν ένα βράδυ, κουρασμένος καθώς ήταν από την πορεία, έπεσε νά κοιμηθή στή ρίζα ενός μεγάλου δέντρου. Έκλεισε τά βλέφαρά του καί ή σκέψι του έτρεξε πάλι κον­ τά στήν Αΐμη καί στο παλάτι τής επικίνδυνης μάγισσας, πού τό φρουρούσαν τά μεγάλα τέρατα. Πόσο θά ύπέψερε ή καημέμένη εκεί μέσα! Ποιος ξέρει τί μαρτύρια νά τραβούσε δλη μέ­ ρα! Επάνω πού θά τον έπαιρνε ό ύπνος ακούσε πιο κάτω, πά­ νω στα ξερά χόρτα, κάτι σάν ελαφρό βηματάκι. Σηκώθηκε μέ προφύλαξι καί είδε έναν τόσο δά άνθρωπάκο νά βαδίζη μέσα στή νύχτα. — Ό νάνος!, σκέφτηκε καί χωρίς νά χάση καιρό τον ακο­ λούθησε. Τό σκοτάδι, πού σιγά - σιγά γινόταν όλο καί πιο βαθύ, σέ


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

15

μια στιγμή του Εκρυψε τό νάνο άπό τά μάτια, Ό Αεον απελ­ πίστηκε. Προς τά που νά είχε πάει τάχα; Καθώς σκεφτόταν αναποφάσιστος ποια κατεύθυνσι νά πάρη, είδε μέσα άπό τή γή μπροστά ατά πόδια του νά βγαίνη Ενα πράσινο φως. Πλησίασε και πρόσεξε πώς τό φως Εβγαινε μέ­ σα άπό Ενα μεγάλο άνοιγμα! Εκεί μέσα φαίνεται είχε μπή ό νάνος! Μέ γρήγορα βήματα κατέβηκε τά σκαλιά που (οδηγούσαν στο βάθος τής γης. Πέρασε ενα άδειο δωμάτιο καί, καθώς προχωρούσε, Εφτασε στ’ αυτιά του μια φωνή. Πλησίασε μέ προφύλαξι καί βρέθηκε άπότομα μπροστά σέ ενα μεγάλο δω­ μάτιο στρωμένο μέ λογής - λογής χαλιά. Στη μέση ήταν στημέ­ νος ένας χρυσός θρόνος πού λαμποκοπούσε καί πάνω του κα­ θόταν ένας ασπρομάλλης νάνος, ενώ γύρω του καθισμένοι κα­ τάχαμα ήσαν άλλοι είκοσι νάνοι. ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΆ ΤΟΎ ΦΤΕΡΩΤΟΎ ΑΛΟΓΟΥ ΕΓΑΑΕ νάνε Μπί - ρΐ - μπό, άρχισε νά λέη έ­ νας νάνος, θά σου πούμε Ενας - ένας, δπως κάθε βράδυ, τί εί­ δαμε και τί ακούσαμε σήμερα στόν κόσμο πού γυρίσαμε. Έγώ πήγα και κρύφτηκα μέσα σ’ Ενα μεγάλο πύργο. Είδα μιά γυ­ ναίκα νά κλαίη άπό τό πρωΐ ώς τό βράδυ γιατί κάποιος τής Εκλεψε τή μονάκριβη πριγκιποπούλα της. Ό Αεόν κατάλαβε πώς ό νάνος είχε μπή στόν πύργο τής Αΐμης. — Ποιος είναι αυτός πού έκλεψε την κόρη τής δυστυχι­ σμένης μητέρας; ρώτησε ό Μπί - ρί -μπό. — Δέν μπόρεσα νά μάθω, άποκρίθηκε ό νάνος. Ό Μπί - ρί - μπό αγρίεψε καί χτύπησε μέ θυμό τό χέρι του στά γόνατά του. — Σάς εχω πει πώς πρέπει νά τά μαθαίνετε καί νά μου ΐά λέτε ολα! φώναξε. Φύγε άπό μπροστά μου γρήγορα!


16

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

Ό Λεόν, πού ώς τή στιγμή εκείνη κρυβόταν, πετάχτηκε μπροστά στο νάνο Μπί - ρ! - μπό. — Θά σού πώ έγώ ποιος έκλεψε την κόρη τής γυναίκας τού πύργου, τού είπε θαρρετά. Την έκλεψε ή μάγισσα τού απάτη­ του βουνού! "Όλοι τά έχασαν ξαφνικά από την τολμηρή έμφάνισι τού Λεόν καί έκαναν μέρος στον Μπι - ρι - μπό γιά νά τον δή κα­ λύτερα. — Και πώς τόλμησες εσύ νά μπής στο βασίλειό μου, άγνω­ στο παιδί; Ποιός σού έδειξε τό δρόμο; — Τον έμαθα μόνος μου, μεγάλε Μπι - ρ! - μπό. Ήρθα νά ζητήσω τή βοηθέιά σου, γιατί μού είπαν πώς αγαπάς καί συμπονεΐς τούς δυστυχισμένους άνθρίόπους. — Τί θέλεις νά σού κάνω; τον ρώτησε περίεργος ό νάνος. -— Θέλω νά μέ βοηθήσης νά ανεβώ στο απάτητο βουνό γιά νά γλυτώσω τή μικρή πριγκιποπούλα από τά χέρια τής κακής μάγισσας. Ό νάνος σκέφτηκε γιά λίγο και μετά τού είπε: — Τό δικό μου τό βασίλειο ζή ήσυχα καί ειρηνικά καί δεν θέλω νά έχω φασαρίες μέ τή φάγισσα. "Όταν μέ δή νά σέ βο­ ηθώ θά μού κηρύξη τον πόλεμο. Μπορώ δμως νά κάνω κάτι άλλο γιά σένα. Νά σού δείξω έναν τρόπο πού θά μπορέσης νά άνεβής στο απάτητο βουνό. Σηκώθηκε από τό θρόνο του έπιασε από τό χέρι τον Λεόν καί ανέβηκαν στήν επιφάνεια τής γης. — Ή μάγισσα δεν έχει τή δύναμι νά διαβάζη τις σκέψεις ούτε νά βλέπη τί θά γίνη στο μέλλον, τού είπε. 5Άν ήξερε πώς μιά μέρα θά ανέβαινες στήν κορυφή τού βουνού της, θά σέ σκότωνε. Έγώ θά σού βρώ τον τρόπο νά άνεβής, μόνο πού δεν θά πής πουθενά καί σέ κανένα δτι σέ βοήθησε ό νάνος Μπί - ρί - μπό. 5Άν τό πής, θαρθώ νά σέ πνίξο) μέ τά ίδια [του τά χέρια. — Σού υπόσχομαι πώς δεν θά το πώ σέ κανένμν,


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

Μ

— Ακούσε με λοιπόν. Τή βλέπεις την κορυφή εκείνου του βουνού; Ακριβώς στη μέση υπάρχει μια μεγάλη σπηλιά πού μέσα της κατοικεί ένα φτερωτό και παντοδύναμο άλ,ογο. νΑν καταφέρης και το κλέψης από τον γίγαντα πού τό φυλάη, τό­ τε ξαναπέρασε από δώ νά σου πώ τί θά κάνης. "Άλλη βοήθεια δεν μπορώ νά σου προσφέρω γιά νά σκοτώσης τό γίγαντα, γιατί καί τά δικά μου μάγια δεν πιάνουν σέ γίγαντες. Χωρίς νά πή άλλη κουβέντα δ νάνος χάθηκε από μπρος του καί έτσι ό Λεόν έμεινε πάλι μόνος του με τή σκέψι στο παντοδύναμο φτερωτό άλογο, πού τό είχε κλεισμένο στή σπη­ λιά ό γίγαντας... Μια καί δυό, χωρίς νά χάση καιρό, ξεκίνησε γιά τήν κορυ­ φή τού βουνού. "Έκανε τρεις ολόκληρες μέρες νά φτάση καί τά πόδια του είχαν γεμίσει πληγές καί αΐματα από τήν πορεία. Δεν τον έννοιαζε δμως ο,τι καί νά πάθαινε, αρκεί νά μπορούσε νά γλυτώση τή μικρή του Αΐμη από τή μάγισσα. "Έφτασε βράδυ στο βουνό. Δεν ήξερε σέ ποιο μέρος ακρι­ βώς ήταν ή σπηλιά, γι’ αυτό άρχισε νά ψάχνη. Καθο3ς βάδιζε στην τύχη έφτασε στ’ αυτιά του ένας μεγάλος θόρυβος πού έκα­ νε τή γή νά τρέμη. Ανέβηκε σέ μιά μεγάλη πέτρα καί κύτταξε προς τά κάτω περίεργος. Στο φώς τού φεγγαριού, πού μό­ λις εκείνη τή στιγμή είχε άνατείλει, είδε έναν πελώριο γίγαντα νά κοιμάται μέσα σέ μιά χαράδρα. Ήταν τόσο μεγάλος πού τό ροχαλητό του έκανε τή γή νά τρέμη! «Τώρα, πώς θά τά βγάλω πέρα μ’ αυτόν; άναρωτήθηκε τό πριγκιπόπουλο. Ούτε νά τον νικήσω μπορώ ούτε νά τον σκο­ τώσω. Γιά νά τον άφίσω στον τόπο πρέπει νά κυλήσω ένα βρά­ χο τόσο μεγάλο δσο είναι ένα σπίτι! Πρέπει νά φυλαχτώ, για­ τί άν μέ πάρη είδη σι θά μέ διαλύση μέ ένα φύσημα ή μέ τό μικρό του δαχτυλάκι...» Κρύφτηκε πίσω από τήν πέτρα καί προσπαθούσε νά βρή έναν τρόπο γιά νά νικήση τό γίγαντα πού φύλαγε τή σπηλιά μέ τό φτερωτό άλογο.


το Παιδεύτηκε δλη τη νύχτα μά δεν μπόρεσε νά βρή καμμιά λύσι. Τό πραίί είδε το γίγαντα νά σηκώνεται. Ήταν ψηλός δσο ένα μεγάλο κυπαρίσσι καί ο! μαλλιαρές χερούκλες του μπορού­ σαν νά άγκαλιασουν ενα καράβι ολόκληρο. "Όλη την ήμερα δεν τό κούνησε καθόλου από την άκρη τής σπηλιάς καί μόνο σαν βασίλεψε δ ήλιος έπεσε ανάσκελα νά κοιμηθή. Ό Λεόν πρόσεξε τώρα πώς γύρα) από τό γίγαντα ξαγρυπνούσαν κάτι παράξενα ερπετά πού είχαν στην πλάτη τους μεγάλα αγκάθια σαν αγκίστρια. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος νά πλησιάση τον γίγαντα ό μικρός Λεόν. Μά... ήταν ανάγκη νά τόν πλησιάση; Δεν μπορού­ σε τάχα νά τόν στείλη στον άδη μέ άλλον τρόπο; Τό μυαλό του δούλεψε γιά πολλή ώρα καί στο τέλος ανακά­ λυψε τί έπρεπε νά κάνη. νΑρχισε χωρίς αργοπορία νά μαζεύη ξερά κλαδιά και χόρτα δλη τή νύχτα. Τά έφτιαχνε μπάλλες καί τά έβαζε τό ένα δίπλα στο άλλο. "Όταν ήρθε τό πρωί σταμάτη­ σε τή δουλειά του καί κρύφτηκε πάλι. Μόλις βράδυασε καί 6 γίγαντας άρχισε τό ροχαλητό του συνέχισε τή δουλειά του. "Όταν πιά έφτιαξε αρκετές μπάλλες τΙς κύλησε όλες καί τις έφερε στην άκρη ώστε νά μπορή μέ ένα σπρώξιμο νά τις ρίξη στη χαράδρα δπου κοιμόταν δ γίγαντας. Πήρε τώρα ένα σπίρτο και άναψε τή μια μπάλλα |ΐέ τά χόρτα. "Όταν άναψε γιά τά καλά τήν έσπρωξε νά πέση κάτω καί γρήγορα - γρήγορα έσπρωξε καί τίς άλλες. Σέ λιγάκι ή χαράδρα γέμισε από μια μεγάλη φλόγα πού έφτανε ώς τά ουράνια, ενώ από κάτω αντηχούσαν οΐ φωνές τού γίγαντα καί οι κραυγές των ερπετών. Μόλις βγήκε δ ήλιος ό Λεόν κύτταξε στη χαράδρα. Δέν εί­ δε τίποτε άλλο έκτος από ένα σωρό στάχτες. Κατέβηκε θαρρετά καί στάθηκε στην είσοδο τής σπηλιάς. Ήταν κλεισμένη μέ μιά τεράστια πέτρα, πού δέν θά μπορούσαν νά τήν κινήσουν ούτε πενήντα άνθρωποι μαζί. Πώς θά κατόρθωνε τώρα μονάχος


ΤΟ ΦΤ£ΡΠΤΟ ΑΛΟΓΟ

19

του νά την παραμερίση; Καλά, ό γίγαντας είχε πεθάνει χάρις στην έξυπνη ιδέα του, ή πέτρα δμως; Ή εξυπνάδα δεν χρειάζεται για νά νικήση μόνο ανθρώ­ πους καί γίγαντες. Μπορεί νά νικήση τά πάντα. Αυτό σκέφτηκε 6 Αεόν και έβαλε μπροστά την καινούργια του ιδέα. 'Άρχι··

Φάν^εε ή «ΐ'άγισχα, καΟάλλα σ’ % <χ σκου-πόξυλο σε νά μαζεύη πάλι ξύλα καί νά τά τοποθετή κάτω από την πέ­ τρα. Τρεις μέρες συνέχεια σώριαζε τά ξύλα καί στό τέλος τούς έβαλε φωτιά. Ή φωτιά έκαιγε δυό ήμερόνυχτα δλόκληρα. 'Όταν έσβη­ σε, ή πέτρα πού έκλεινε τή σπηλιά δεν ύπήρχε πιά. Είχε κομ­ ματιαστή από τις φλόγες 1 Γεμάτος χαρά ό χΔεόν μπήκε μέσα. Τό άνοιγμα τής σπη­ λιάς ήταν πολύ μεγάλο. Παίρνοντας στό χέρι του ένα αναμμέ­ νο κλαδί τό πριγκιπόπουλο προχώρησε. Δέν έκανε δμως οΰτε πέντε βήματα δταν είδε νά δρθώνεται μπρός τού ένα μαλλια­


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

ρό φίδι μέ ένα χοντρό καί στρογγυλό κεφάλι. Στριφογύρισε στην ουρά του για λίγο καί έπειτα πετάχτηκε μέ ορμή πάνω στο παιδί ρίχνοντάς το κάτω. Ό Αεόν, παρ’ δλο το φόβο του, δεν έχασε τήν ψυχραιμία του. Μέ τό ένα χέρι έσφιξε δυνατά τό λαιμό του φιδιού καί μέ τό άλλο τράβηξε τό αχώριστο ασημένιο του σπαθί. Τό σήκωσε ψηλά καί χτύπησε μέ δύναμι τό φίδι στο κεφάλι. Δεν χρειάστηκε νά ξαναχτυπήση. Τό φίδι ξεμπλέχτηκε α­ πό τό κορμί του καί σωριάστηκε κατάχαμα νεκρό. Μέ τό σπαθί στο χέρι τώρα, ό Λεόν προχώρησε μέ προφύ­ λαξη ενώ τά μάτια του προσπαθούσαν νά διακρίνουν σέ καμμιά γωνιά τό φτερωτό άλογο. Αντί δμως γιά τό άλογο άντίκρυσε χωρίς νά τό περιμένη έναν άνθρωπο! "Έναν άνθρωπο μαλλιαρό καί άγριο πού τον κύτταζε μέ μίσος. Ό Λεόν κοντοστάθηκε. Ό άνθρωπος χωρίς νά χάση στιγ­ μή άρπαξε μιά μεγάλη στρογγυλή πέτρα πού βρισκόταν μπρο­ στά στα πόδια του, τή σήκωσε ψηλά καί ετοιμάστηκε νά τήν πετάξη μέ ορμή. Δέν πρόλαβε δμως, γιατί τό σπαθί τού γεν­ ναίου πριγκιπόπουλου σφύριξε στον αέρα καί καρφώθηκε στο μαλλιαρό του στήθος. Ό Λεόν πλησίασε καί έσκυψε νά σηκώση τό σπαθί του. Τότε είδε μέ τρόμο πώς ό αλλόκοτος αυτός άνθρωπος είχε μιά μεγάλη ούρα κάπου τρία μέτρα! Δέν πρόλαβε νά συνέλθη από τον τρόμο του, δταν άκουσε στο βάθος τού σκοτεινού διαδρόμου κάποιον θόρυβο καί κάτι σάν χλιμίντρισμα αλόγου. Επιτέλους είχε φτάσει κοντά στο φτερωτό άλογο! ’Έτρεξε, καί μέ λίγα πηδήματα βρέθηκε μέσα σέ μιά α­ πλόχωρη καί μισοσκότεινη σάλα. Στο βάθος είδε ένα άλογο δε­ μένο από τά τέσσερά του πόδια μέ χοντρά σκοινιά από κάτι χαλκάδες πού είχαν καρφώσει στις πέτρες των τοίχων. Ό Λεόν γονάτισε κοντά του καί άρχισε νά χτυπά μέ δλη


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

21

του τή δύναμι τά χοντρά σκοινιά. "Επειτα άπο πολλές προσπά­ θειες κατάφερε νά τά κόψη όλα. Τό άλογο, μόλις έλευθερώθηκε από τά δεσμά του, άρχισε νά χλιμιντρίζη και χτύπησε δυο τρεις φορές τά μουδιασμένα φτερά του στον αέρα. Ό Λεόν τό έπιασε από τή χαίτη και τό τράβηξε έξω. Ή­ ταν ένα μεγάλο λευκό άλογο και στις πλάτες του φύτρωναν δυο φτερά. Τά φτερά, πού θά μπορούσαν νά τον ανεβάσουν ψηλά στο παλάτι τής μάγισσας! Μέ ένα πήδημα βρέθηκε στην πλάτη του και τό χτύπησε μέ τά δυό του πόδια στά καπούλια. Τό άλογο άνοιξε τά φτερά του καί βρέθηκε στον αέρα!... Τί ωραία, τί υπέροχα πού ήταν εκεί πάνω στο γαλάζιο ου­ ρανό πετώντας μέ τό φτερωτό άλογο! "Έβλεπε τή γη σάν παιχνιδάκι νά φεύγη κάτω από τά πόδια του και νόμιζε πώς ήταν βασιλιάς της. Τώρα πού είχε καταφέρει νά έλευθερώση τό άλογο, έπρεπε νά πέραση από τό νάνο Μπί - ρί - μπό όπως τού είχε ύποσχεθή. Τον βρήκε νά τον περιμένη εξοο από τό παλάτι του. — Τά κατάφερες; Τού είπε. Μπράβο σου! Μά τήν αλήθεια πώς μπόρεσες καί νίκησες αυτόν τον γίγαντα μέ τά ερπετά καί πώς άνοιξες τήν τρύπα τής σπηλιάς από τή βαρειά πέτρα; Ό Λεόν τού εξήγησε μέ ποιόν τρόπο ένίκησε όλες τις δυ­ σκολίες πού τού παρουσιάστηκαν. — Τιορα δεν σού μένει παρά νά πετάξης γιά τήν κορυφή τού απάτητου βουνού. "Όμως, μικρό μου πριγκιπόπουλο, μή νομίσης πώς όταν πατήσης τό πόδι σου εκεί επάνω θά έλευθερώσης αμέσως τή φυλακισμένη γειτονοπούλα σου. Εκεί σέ πε­ ριμένουν μεγαλύτερα έμπόδια, κι’ έπειτα ή μάγισσα θά σέ γκρεμοτσακίση μέ τά μάγια της, μόλις σέ δή στο βασίλειό της. Έγώ θά σέ προφυλάξω από τή δική της φοβέρα. Πρέπει ό­ μως νά μου ύποσχεθής κάτι. — Τί πράγμα; Πώς, όταν κατεβής από τό βουνό μέ τήν πριγκιποποώ


ΤΟ ΦΤΕΡΠΤΟ ΑΛΟΓΟ

11

λα, θά μου χαρίσης τό φτερωτό σου άλογο. — Αυτό δεν πρόκειται νά γίνη ποτέ!, φώναξε ό Λεόν. — Τότε, μην περιμένης τή βοήθεια μου. Ή μάγισσα θά σέ χτυπήση πριν πατήσης τό πόδι σου στο βουνό. Ό Λεόν σκέφτηκε πολλήν ώρα και στο τέλος αναγκάστη­ κε μέ μεγάλη του λύπη νά υποσχεθή στο Μπι - ρί - μπό πώς θά του Εδινε τό φτερωτό άλογο, αφού θά Επαιρνε πίσω τήν Αϊμη. Ό Μπι - ρί - μπό Εβαλε τό χέρι στην τσέπη καί Εβγαλε δύο χρυσά δαχτυλίδια. — Φόρεσε αυτό τό δαχτυλίδι, τού είπε, καί δεν Εχεις νά πάθης τίποτε απολύτως από τή μάγισσα, γιατί διώχνει τά μά­ για της. Τό άλλο νά τό δώσης στή μικρή σου φίλη νά τό φορέση κι’ αυτή στο δάχτυλό της. Κι’ όταν ακόμη κατεβήτε από τό βουνό, νά μην τά άποχωριστήτε ποτέ άν θέλετε νά μή σάς κάνη κακό ή μάγισσα. Πρόσεξε δμως γιατί τά δαχτυλίδια μου δέν διώχνουν παρά τά μάγια, ενώ στά άγρια τέρατα πού φυ­ λάν τό παλάτι δέν μπορούν νά κάνουν τίποτε. Ό Λεόν πήρε τά δαχτυλίδια καί τά φόρεσε καί τά δυο στό δάχτυλό του ευχαριστώντας τον καλό νάνο. — Πήγαινε τοόρα νά βρής τή μικρή σου φυλακισμένη, τού είπε Εκείνος, καί μην ξεχνάς τήν ΰπόσχεσί σου. Περιμένω τό φτερωτό άλογο.

ο

ΛΕΟΝ χαιρέτησε τό Μπί - ρί - μπό καί Εκανε νόημα στό φτερωτό άλογο νά πετάξη. Σέ λιγάκι βρέθηκαν τόσο ψηλά πού δέν τούς Εβλεπε κανείς από τή γή. Ό ήλιος τώρα Εκαιγε πιο πολύ καί τά δάση κάτω είχαν γίνει αόρατα. Έφτα­ σαν σύντομα κοντά στό απάτητο βουνό, μά περίμεναν νά σουρουπώση, για νά μην τούς πάρουν εΐδησι τά τέρατα μέσα στον ύπνο τους,


ΤΟ ΦΤΕΡΟΤΟ ΑΛΟΓΟ

23

Κάθησαν και οί δυο δίπλα σ’ ένα ποτάμι και περίμεναν. 'Η καρδιά του Αεόν πήγαινε νά σπάση από την αγωνία. Πόσες καί πόσες μέρες δεν είχε ονειρευτή αυτή τή στιγμή νά άνεβή πάνω στο βασίλειο τής μάγισσας; Θά τά κατάφερνε τάχα; Τί χαρά πού θά είχαν οί γορεΐς τής Αΐμης, δταν θά τούς τήν πή­ γαινε τήν άλλη μέρα χωρίς νά τήν περιμένουν! Μέ τά όνειρα αυτά πέρασε ή μέρα καί άρχισε νά σουρουπώνη. Τά αστέρια ένα - ένα άρχισαν νά στολίζουν τον ουρανό. Ό Αεόν έκανε τό σταυρό του, έσφιξε τό σπαθί στή μέση του καί ανέβηκε πάνω στο φτερωτό άλογο. Τά φτερά του χτύπησαν στήν άρχή πολλές φορές τον αέ­ ρα. Νά τους τώρα καί τούς δυο πού ανεβαίνουν, δλο ανεβαί­ νουν, καί προσπαθούν να περάσουν οπό ύψος τό άπάτητο βουνό. Μά, τή στιγμή πού έφτασαν πάνω άπό τό παλάτι είδαν δίπλα τους τή μάγισσα νά πετάη κι’ αυτή πάνα) στή σκούπα — Μπά!, έκανε παραξενεμένη, Αυτό δεν τό περίμενα ποτέ μου, ανόητο πριγκιπόπουλο! Τόλμησες νά φτάσης &ς τό βασί­ λειό μου; Τόλμησε δμως νά πατήσης τό πόδι σου πάνω καί νά δής τί σέ περιμένει! Μέ μιας χαμήλωσε τή σκούπα καί κατέβηκε απότομα. Μό­ λις πάτησε τό πόδι της κάτω έβαλε μιά μεγάλη φωνή καί πα­ ρουσιάστηκε αμέσως μπροστά της ένα θηρίο σάν χταπόδι μέ πολλούς πλοκάμους πού έμοιαζαν σάν φίδια. — °Άν τολμήσουν αυτοί πού πετούν άπό πάνω μας καί κατέβουν στο βασίλειό μας, θέλω νά μου τούς συγυρίσης γιά τά καλά, τό διέταξε. Τό μεγάλο χταπόδι άπλωσε τούς πλοκάμους του, άρπαξε ένα μεγάλο καί χοντρό δέντρο καί τό ξερρίζωσε σάν νά ήταν σπιρτόξυλο. Τή στιγμή δμως πού ή μάγισσα μιλούσε μαζί του, ό Αεόν βρήκε τήν ευκαιρία νά πέραση δίπλα σέ ένα φωτισμένο παρά­ θυρο τού παλατιού. Είδε μέσα νά κάθωνται μερικά κορίτσια


24

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ· ΑΛΟΓΟ

κακοντυμένα και κίτρινα. Μέσα σ’ αυτά δέν μπόρεσε νά διακρίνη την Αΐμη. Ποιός ξέρει που την είχε φυλακισμένη ή μάγισσα. — ’Άς κατεβουμε, είπε στο αλογο. Μόλις πάτησαν δμως τό πόδι τους στο χώμα νά σου και πρόβαλε μπροστά τους τό μεγάλο χταπόδι. Ό Λεόν, πού είχε για λίγο κατεβή από τό άλογο, ανέβηκε πάλι σ’ αυτό καί, τή στιγμή πού ένας πλόκαμος ξεκίνησε για νά τούς άρπάξη, εκεί­ νοι βρέθηκαν στον αέρα. Την ίδια στιγμή τό σπαθί τού πριγκιπόπουλου έπεσε μέ τρομερή δύναμι πάνω στον πλόκαμο καί τόν έκοψε στα δυο. Τό θηρίο ούρλιασε από τόν πόνο καί σήκωσε καί δεύτερο πλόκαμο. Μιά κλωτσιά δμως τού φτερωτού άλογου τό έστειλε νά ξαπλωθη στή γη. Ή μάγισσα πιό πέρα παρακολουθούσε τή σκηνή καί ούρ­ λιαζε από τό κακό της βλέποντας τό χταπόδι της νά μή μπορή νά κάνη τίποτε. Προσπάθησε τότε νά κάνη μάγια στο πριγκιπόπουλο, μά τά μάγια της δέν έπιαναν. Τόση ήταν ή κακία της πού τραβούσε τά μαλλιά της καί τά ξερρίζωνε. Ή πάλη μέ τό χταπόδι τού απάτητου βουνού κράτησε κά­ που μιά ώρα. Στο τέλος έχασε τόσο πολύ αίμα πού σωριάστη­ κε νεκρό. Τό φτερωτό άλογο μέ τό μικρό του καβαλλάρη ξανακατέβηκαν στή γη καί προχώρησαν προς τό παλάτι. Τή στιγμή δ­ μως πού ανέβαιναν τις σκάλες ένα πελώριο φίδι έπεσε από τή σκεπή καί τύλιξε μέ δλη του τή δύναμι τό άλογο καί τό πριγκιπόπουλο. Ευτυχώς πού τό δεξί χέρι τού Αεόν μέ τό σπαθί έμεινε ε­ λεύθερο. Κυλίστηκαν καί οί τρεις κατάχαμα σαν ένα κουβάρι, αλλά δχι γιά πολύ. Τό σπαθί καί πάλι θαυματούργησε. Χώθη­ κε δλο μέσα στο κορμί τού φιδιού. Εκείνο ξετυλίχτηκε μέ μιας καί άρχισε νά κατρακυλάη καί νά χτυπιέται στον τοίχο. Ό Λεόν πρόσεξε πώς ήταν τό ίδιο τό φίδι πού τόν ξεγέλασε καί τόν ανέβασε ώ^ τή μέστ) τού βουνού


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

2$

γιά νά τόν γκρεμίση κατόπιν. Πήγε νά σηκώση τό σπαθί καί νά του κόψη πέρα γιά πέρα τό κεφάλι, μα τό φτερωτό άλογο πρόλαβε και τούδωσε μια δυνατή κλωτσιά πετώντας το κάτω από τό πανύψηλο βουνό. Ήταν έτοιμοι νά σπάσουν την πόρτα καί νά μπουν όταν τό παλάτι τό κύκλωσαν κάτι παράξενα ερπετά μέ μεγάλα δόντια. — Έσύ, άλογό μου, μείνε έξω καί σκότωσε οσα μπορείς από αυτά τά θηρία. Έγώ πρέπει νά μπω μέσα γιά νά βρω την Αΐμη! Τό φτερωτό άλογο δεν άργησε νά καταλάβη τή διαταγή τού Λεόν. Στάθηκε μπροστά στήν πόρτα τού παλατιού καί άρ­ χισε τις τρομερές του κλωτσιές. "Όποιο θηρίο ζύγωνε τού εδινε μιά μέ τά ατσάλινα πόδια του καί τού έσπαζε τά δόντια. Ό Λεόν άνοιξε την πόρτα καί μπήκε στο παλάτι. Βρέθη­ κε αμέσως στο δωμάτιο μέ τις κοπέλλες. Έτρεξε κοντά τους καί άρχισε νά τις ρωτά: — Πού είναι ή Αΐμη; Πού βρίσκεται ή πριγκιποπούλα πού έφερε δώ πάνω τοόρα τελευταία ή μάγισσα; Πές τε μου, σάς παρακαλώ, πού είναι κρυμμένη ή μικρέ] μου φίλη; Οί κοπέλλες δμως τόν κύτταζαν χωρίς νά τού μιλούν. Ούτε κινήθηκαν από τή θέσι τους. — Είναι μαγεμένες!, σκέφτηκε ό Λεόν. Δέν μπορούν νά μέ πληροφορήσουν τίποτε. Πρέπει μονάχος μου νά τήν βρω. ’Άφισε τό δωμάτιο μέ τις δυστυχισμένες καί βουβές κο­ πέλλες καί πήρε ένα διάδρομο στήν τύχη. Ήταν σκοτεινός καί ώδηγούσε στά υπόγεια δοι μάτια τού παλατιού. Ό Λεόν χωρίς δισταγμό άρχισε νά κατεβαίνη κάτι μεγάλα τετράγωνα σκαλιά. ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

ί Ο ΣΚΟΤΑΔΙ είναι ό μεγαλύτερος έχθρός τού ανθρώπου. Αυτό δέν τό σκέφτηκε ό Λεόν δταν κατέβαινε στο


26

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

υπόγειο του παλατιού. Τί κι’ αν κρατούσε το σπαθί στο χέρι έτοιμος νά όρμήση σέ κάθε κίνησι; Εκείνος πού τον χτύπησε στο κεφάλι ήρθε από π (σοκ "Έτσι ό Λεόν έχασε τίς αισθήσεις του καί κατρακύλησε στα μεγάλα σκαλοπάτια... "Οταν άνοιξε τά μάτια του, βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα μέσα σέ ένα φοκεινό δωμάτιο τού υπογείου. Τό πρώτο πρόσω­ πο πού άντίκρυσε ήταν ή μάγισσα. Καθόταν μπροστά σέ ένα μεγάλο τραπέζι καί τον κύτταζε. — Τί λες τώρα, κουτό μου πριγκιπόπουλο; Τού είπε ειρω­ νικά. Είσαι τόσο δυνατός ώστε νά τά βάλης μέ μια μάγισσα σαν έμενα; Νόμισες πώς θά την γλυτώσης, επειδή δεν σέ πιά­ νουν τά μάγια σου; Αλήθεια γιατί νά μή σέ πιάνουν, από ποιόν πήρες φάρμακο; Ό Λεόν κύτταξε μέ μια κλεφτή ματιά τά δυο δαχτυλίδια πού φορούσε στό δάχτυλό του καί δεν μίλησε καθόλου. — "Αν δεν σέ πιάνουν τά μάγια μου, σέ πιάνει τό χέρι μου! εξακολούθησε ή μάγισσα. Πώς πάει τό κεφαλάκι σου, σέ πονάει; Τό πριγκιπόπουλο λυσσούσε από τό κακό του, μά δεν μπο­ ρούσε νά κάνη ούτε την παραμικρή κίνησι για νά έλευθεροοθή. — Τώρα θά σέ χρειαστώ καί σένα, δπως χρειάζομαι καί τά μικρά κοριτσάκια πού φέρνω επάνω στό βασίλειό μου. Ό κόσμος απορεί γιατί τά αρπάζω από την αγκαλιά τών μανάδων τους. Τώρα θά τό μάθης. Σηκώθηκε έπάνω καί άνοιξε μια πόρτα. Τή στιγμή έκείνη παρουσιάστηκε ένα σιχαμερό πλάσμα πού δέν έμοιαζε ούτε σαν άνθρωπος ούτε σαν ζώο. Είχε μεγάλα πλατειά αυτιά καί τό σαγόνι του ήταν μακρύ σαν τού γαϊδάρου. — Φέρε μου μια κοπέλλα έδώ, τόν διέταξε. Πραγματικά σέ λιγάκι τό σιχαμερό αυτό πλάσμα έφερε στην αγκαλιά του ένα ξανθομαλλό καί αδύνατο κοριτσάκι, τό­ σο αδύνατο πού δέν μπορούσε νά σταθή στα πόδια του. Τό ξά­ πλωσε πάνω στό τραπέζι και τού έδεσε τά πόδια καί τά χέρια. — Τά κοριτσάκια, άρχισε ξανά ή μάγισσα, τά χρειάζομαι


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

27

για νά μου δίνουν το αγνό και άλικο αιμα τους. Μά νομίσης πώς τό πίνω. 'Απλούστατα μέ τό αίμα αυτό κατωρθώνω και φτειάχνω χρυσάφι. Θά μου πής τί τό θέλω τό χρυσάφι; Έγώ, μικρέ μου πρίγκιπα, κάνω διπλή ζωή. Την ήμερα είμαι γυναίκα

"Ακόυσαν Ενα βογγητο μ,£σα άττό τό πηγάδι !

καί κατοικώ σέ έναν μακρυνό πύργο και τό βράδυ γίνομαι μάγισσα. »Άλλά αρκετά δεν σου είπα γιά μένα; Τώρα θά δής μέ τά ίδια σου τά μάτια πώς τό αίμα τών κοριτσιών γίνεται από τή μαγική μου τέχνη ατόφιο καθαρό χρυσάφι. Πήρε στά χέρια της μια μεγάλη σύριγγα καί πλησίασε τή δυστυχισμένη κοπέλλα. Εκείνη καταλαβαίνοντας τί την περιμένη άρχισε τις φωνές καί κύτταζε τον Λεόν σάν νά του ζη­ τούσε βοήθεια. Ή καρδιά τού πριγκιπόπουλου σπάραζε βλέποντάς την μά τί μπορούσε νά κάνη έτσι πώς ήταν δεμένο; — Μεγάλη μάγισσα, πες μου καί κάτι άλλο!, ή μάγισσα


28

ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

σταμάτησε τή δουλειά της και τον κύτταξε. — Έμενα τί μέ θέλεις; Έγώ δεν είμαι κορίτσι για νά μου πάρης τό αίμα. — ’Έχεις δίκιο, μικρέ μου. Μέχρι τώρα μόνο τό αίμα των κοριτσιών κάνω χρυσάφι. Γιατί νά μην κάνω δμως καί των ά·γοριών; Μπορεί έτσι νά πετύχω καλύτερο καί βαρύτερο χρυ­ σάφι. Μή βιάζεσαι, σέ λιγάκι θά ξαπλίόσης καί σύ πάνω σ’ αυτό τό τραπέζι. — Πριν μου πάρεις τό αίμα πού σου τό δίνω ευχαρίστως, δεν μου κάνεις μιά χάρε; νΑφΐσέ με νά δώ την Αΐμη γιά λίγο. Σου τό ζητώ ως χάρι! — Ή καρδιά μιας μάγισσας είναι σκληρή καί δεν μαλα­ κώνει ούτε μέ δάκρυα ούτε μέ παρακάλια. Την Αΐμη σου δέν πρόκειται νά τήν δής ζωντανή! Σταμάτησε απότομα τήν κουβέντα καί πήρε πάλι τή σύριγ­ γα στά χέρια της. Μόλις δμως πήγε νά τήν άκουμπήση πάνω στήν κοπέλλα ακούστηκε ένας πάταγος καί ένας μεγάλος σα­ ματάς απ’ έξω. Τήν ίδια στιγμή ή πόρτα έγινε χίλια κομμά­ τια καί παρουσιάστηκε τό φτερωτό άλογο. Μόλις είδε τον Αεόν δεμένο, δάγκασε τό σχοινί καί τό έκο ψε σάν μέ μαχαίρι. Ό Αεόν, μόλις βρέθηκε, ελεύθερος άρπα­ ξε μέ ενα πήδημα τό ασημένιο του σπαθί πού βρισκόταν στήν άκρη τού τραπεζιού. Τό σήκωσε μέ ορμή καί ετοιμάστηκε νά χτυπήση τή μάγισσα. Στο μέρος δμως πού έστεκε πριν ή μάγισσα τώρα δέν είχε μείνει τίποτε. Τό σπαθί καρφώθηκε πάνω στή σανίδα τού τρα­ πεζιού. Τό πριγκιπόπουλο έλευθέρωσε τή δυστυχισμένη κοπέλ­ λα, πού κύτταζε δλα αυτά πού γίνονταν γύρω της, χωρίς νά μπορή νά τά πιστέψη καί έπειτα έβαλε τό άλογο νά σπάση δλες τις πόρτες μέ τις κλωτσιές του. Μέ γρηγοράδα σάν αστραπή πέρασαν από τό ένα δωμάτιο στο άλλο. Οί κοπέλλες στριμώχτηκαν σέ μιά γωνιά δλες. Ό


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

Αΐμη. Που νά την είχε κρύψει άραγε ή τρομερή μάγισσα; 17 Α ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΆΙΜΗΣ ΦΙΣ ΑΝ τό δωμάτιο μέ τις τρομαγμένες κοπέλλες και πήραν στήν τύχη ένα σκοτεινό διάδρομο. Στο τέλος τού διαδρόμου, είδαν ενα άλλο δωμάτιο μέ μια σιδερένια πόρ­ τα. Τό φτερωτό άλογο πήρε φόρα καί τής έδωσε μια τρομερή κλωτσιά μέ τα πισινά του πόδια. Ή πόρτα γκρεμίστηκε μέ πά­ ταγο καί τούς άφισε έ?^εύθερο τό δρόμο. Μπήκαν τώρα σέ ένα σκοτεινό δωμάτιο απ’ οπού άκούγονταν πνιγμένα βογγητά. Μά τά βογγητά έβγαιναν μέσα από τή γή! Ό Λεόν έψαξε μέ τό χέρι του καί βρήκε ένα πηγάδι. Άπό κεί έρχονταν τά βογγητά πού ήταν τής Αΐμης! Έσκυψαν καί οί δυο πάνω του. Ακόυσαν τώρα τό βογγητό πιο καθαρά. — Αΐμη... Αΐμη, ζής; φώναξε ό Λεόν. Τό βογγητό τώρα σταμάτησε. — Αΐμη!, έκανε πάλι τό παιδί. Αΐμη, μέ άκουσες; Είμαι ό Λεόν ο φίλος σου πού ήρθε νά σέ σώση. — Λεόν... πεθαίνω, ακούστηκε ή φωνή άπό τά έγκατα τής γής. — Είσαι δεμένη Αΐμη; - "Οχι. Τό μυαλό τού Λεόν πήγε νά σταματήση. Πώς θά τήν έβ­ γαζε άπό κεί μέσα; Τό πηγάδι ήταν στενό καί δέν χωρούσε τό άλογο νά κατεβή. Ούτε σκοινί είχε νά ρίξη. -— Αΐμη, σού ρίχνω ένα δαχτυλίδι, τής είπε. Φόρεσε το. Καί άφού τής τό έρριξε καί βεβαιώθηκε οτι τό φόρεσε τή ρώτησε: — Υπάρχει καιιμιά σανίδα §κεΐ κάτω; — Ναί,


ΤΟ ΦΤΕΡΠΤΟ ΑΛΟΓΟ

36

Τό έφευρετιχό του μυαλό βρήκε μά* λύσι. Κάπου εκεί κον­ τά άκουσε νά τρέχη νερό. Θά έκανε τό νερό νά πέση ατό πη­ γάδι, και δσο τό πηγάδι θά γέμιζε, θ’ ανέβαινε καί ή σανίδα μέ την Αΐμη. Την πληροφόρησε τί θά εκανε, καί {.ιέ τή βοήθεια του τρτε* ρωτού άλογου έσκαψε τό χώμα κάνοντας αυλάκι, καί ρίχνοντας τό νερό στο πηγάδι. Μά τή στιγμή εκείνη ακούστηκαν κραυγές αγωνίας κάπου έκεΐ κοντά. Φώναζαν τά κοριτσάκια. Βγήκαν νά δουν, και τά μάτια τους τυφλώθηκαν άπό καπνό. Ή καταραμένη μάγισσα είχε βάί^,ει φωτιά στο παλάτι. Γύρισαν πάλι στο δωμάτιο μέ τό πηγάδι, μά έκεΐ άντίκρυσαν ένα τρομερό θέαμα. Μεγάλες πέτρες είχαν πέσει στο πηγά­ δι καί θά είχαν όπωσδήποτε σκοτώση την Αΐμη, ένώ οί φλόγες έκαιγαν τά πάντα. Βρήκαν σέ μιά γωνιά του δωματίου κάτι σκαλοπάτια νά κατεβαίνουν. Ήταν ό μόνος δρόμος πού τούς έμενε για νά σωθούν άπό τις φλόγες. Τά κατέβηκαν καί βρέθηκαν σέ λίγο σ' ένα μεγάλο δωμάτιο, χτισμένο μέ γερή πέτρα. Μά δταν μπή­ καν μέσα, ένας θεόρατος βράχος τούς έκλεισε την είσοδο. Παι δΐ καί άλογο, φυλακίστηκαν για τά καλά στό υπόγειο δωμάτιο! ΧΤΙΓΜΒ1 ΑΓΩΝΙΑX

είχαν τώρα νά φύγουν άπό πουθενά: Βρέ­ θηκαν κλεισμένοι σέ μιά τρομερή καί σκοτεινή φυλακή, χωρίς νά ύπάρχη ούτε ό παραμικρός τρόπος σωτηρίας. Ή πονηρή μάγισσα κατάφερε καί τούς έκλεισε σ’ αυτό τό υπόγειο. Τώρα μπορούσε νά μένη ήσυχη πώς οί εχθροί της θά πέθαιναν άπό τήν πείνα καί πιο πολύ άπό την άσφυξία. Καθώς στεκόταν όρθιος ό Αεόν, στριμωγμένος σέ μιά γω­ νιά τού τοίχου, καί προσπαθούσε νά βρή έναν τρόπο για νά φύγη άπό τή φυλακή του, ένοιωσε τό πόδι του νά κρυώνη. 5Έ-


σκύψε καί άκούμπησε τό χέρι του στο χώμα. Ήταν νερό!... Τώρα θά πέθαιναν σέ λίγες στιγμές. Ή μάγισσα τούς ερριχνε νερό μέσα για νά τούς πνίξη! Τό φτερωτό αλογο άρχισε ν’ άνησυχή καί νά κλωτσά ολό­ γυρα. "Άδικα δμως. Ό τοίχος ήταν τόσο γερός λες και τον είχαν φτειάξει άπό ατσάλι. Τά λεπτά περνούσαν γρήγορα και τό νερό δσο πήγαινε και υψωνόταν. "Έφτασε τώρα ώς τά γόνατα καί προχωρούσε προς τή μέση του. Χωρίς νά καταλαβαίνη, ό Λεόν άπλωσε σέ μιά στιγμή μη­ χανικά τό χέρι του μπροστά. Τά δάχτυλά του μπερδεύτηκαν πάνω σέ κάτι μαλλιαρό. Έβγαλε άθελά του μιά φωνή και σή­ κωσε τό σπαθί του γιά νά χτυπήση στά τυφλά τον ύπουλο εχθρό πού φανεροόθηκε μέσα στο σκοτάδι. Δέν πρόλαβε δμως νά κατεβάση τό χέρι του βταν άκούστηκε μιά κοριτσίστικη φωνή: — Αΐμη!, φώναξε. — Αεόν, αγαπημένε μου φίλε!, τού απάντησε εκείνη καί ψαχουλευτά άπλωσε τά χέρια της. Τά δυύ παιδιά άγκαλιάστηκαν μέ κλάματα μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ενώ τό νερό οσο πήγαινε καί ανέβαινε. — Πώς ήρθες εδώ, ΑΤμη; Έγώ σέ είχα γιά πεθαμένη! — Τό πηγάδι, Λεόν, είχε μιά μεγάλη τρύπα στη μέση κον­ τά στην έπιφάνεια. "Έτσι τό νερό δέν άνέβηκε ώς επάνω άλλά παρέσυρε τή σανίδα μου και μένα μαζί σέ κάτι σκοτεινές στοές. Βρέθηκα έτσι κοντά σου. Χωρίς νά χάση καιρό, δ Αεόν άρχισε νά ψαχουλεύη δλόγυρα τον τοίχο και βρήκε μιά μεγάλη τρύπα από δπου ερχόταν τό νερό. Έπιασε την Αΐμη από τό χέρι και προχώρησαν ψαχουλεύοντας πάντα στούς τοίχους. Πίσω τους ερχόταν καί τό φτερωτό άλογο. Πέρασε αρκετή ώρα καί οι τρεις σύντροφοι προσπαθούσαν νά βρουν ενα άνοιγμα γιά νά γλυτώσουν άπό τό σκοτάδι και


η

ίο ΦΤΕΡήΤΟ ΑΛΟΓΟ

τό πνίξιμο του νερού. Επάνω στην απελπισία τους, τό ποθητό άνοιγμα βρέθηκε. Ήταν μια μικρή τρυπούλα πού από μέσα της περνούσε λίγο φως. Βέβαια ή τρύπα δεν μπορούσε νά χωρέση ούτε έναν ποντικό, μά άνέλαβε τό φτερωτό άλογο νά την μεγαλώση. Μέ λίγες δυνατές κλωτσιές γκρέμισε τον τοίχο, πού στο μέρος αυτό ήταν πιο μαλακός, και έτσι σέ λιγάκι βρέθηκαν και οι τρεις τους σέ ένα φωτισμένο δωμάτιο. Ψηλά υπήρχε ένα παράθυρο μεγάλο μέ κρύσταλλο. Τό φτε­ ρωτό άλογο μπήκε στη σκέψι τού Λεόν. "Άνοιξε τις φτερούγες του, έφτασε ώς εκεί ψηλά καί μέ ένα τίναγμα τού ποδιού έκανε συντρίμμια τό τζάμι. Τά δυο παιδιά ανέβηκαν στην πλάτη του κα'ι πέρασαν μέ ευκολία από τό ανοιχτό τζάμι σέ ένα άλλο ευρύχωρο δωμάτιο πού ή βαρειά του πόρτα ήταν σιδερένια. Πώς θά την άνοιγαν; Τό φτερωτό άλογο δοκίμασε νά την σπάση. Ή πόρτα τραν­ ταζόταν, μά δέν έλεγε νά πέση. Ή φωνή τής Αΐμης έκανε τον Αεόν νά γυρίση απότομα προς τά πίσω. Άπό ένα μικρό φεγγίτη πρόβαλε τό κεφάλι ένός θηρίου! Ήταν ένας πελώριος δράκοντας πού σέ λίγο πέρασε δλος μέσα στο δωμάτιο... Την ίδια ακριβώς στιγμή ή πόρτα έπεσε μέ πάταγο. Ό Λεόν, χωρίς νά χάση τό θάρρος του, μέ ένα πήδημα βρέθηκε στή ράχη τού φτερωτού αλόγου πού άπλωσε αμέσως τά φτερά του. Μέ τό αριστερό χέρι τό πριγκιπόπουλο μόλις πρόφτασε νά πιάση τήν Αΐμη άπό τό χέρι της, άκριβώς τή στιγμή πού ο δρά­ κοντας άγγιξε μέ τή μούρη του τό φόρεμά της! Μέ ένα τίναγμα τών φτερών τό φτερωτό άλογο βρέθηκε ψηλά στον άέρα. Είχαν γλυτώσει. Πιο πίσω ή τρομερή μάγισ­ σα πέταξε κι’ αυτή μέ τή σκούπα της. Μά τί μπορούσε νά τούς κάνη; Τά δαχτυλίδια τού νάνου Μπι - ρί - μπό εμπόδιζαν τά τρομερά της μάγια νά φτάσουν κοντά τους. Μπορούσαν τώρα νά γυρίσουν ευτυχισμένοι και άμέριμνοι κοντά στούς δικούς τους, πού είχαν τά παιδιά τους γιά χαμένα. Ό Λεόν όμως δέν


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

33

πήγε στον πύργο του. 'Ωδήγησε την Αιμη στο νάνο ΜπΙ - ρ'ι · μπό καί, άφίνοντάς την εκεί, γύρισε ξανά καβάλλα στο φτερω­ τό άλογο στην κορφή του απάτητου βουνού. Έπρεπε νά έλευθερώση και τις άλλες δυστυχισμένες κοπέλλες αν ζούσαν. Κα­ τέβηκαν χωρίς νά τούς πάρη κανείς εΐδησι. Ό πύργος τής μά­ γισσας δεν είχε καεί δλος από τή φωτιά, ή πόρτα δμως ήταν κλειστή. Έπρεπε νά την σπάσουν γιά νά μπουν μέσα. Π άνω σέ ένα σκαλοπάτι δ Αεόν είδε μιά κόκκινη ζώνη κεντημένη μέ χρυσάφι. Την σήκωσε περίεργος στο χέρι του. Την ΐδια στιγμή είδε τή μάγισσα νά ξεπροβάλη από μιά γωνιά τού παλατιού. Περπατούσε ξυπόλυτη και είχε μιά δψι αξιο­ θρήνητη. Ήταν νά τήν λυπόταν κανείς. — Πώς κατάντησες έτσι; Τή ρώτησε τό πριγκιπόπουλο. — Σέ παρακαλώ, δόσε μου τή ζώνη πίσω και σοΰ υπό­ σχομαι πώς δεν θά σέ πειράξω πιά και θά σέ άφίσω νά πάρης δλες τις κοπέλλες, παρακάλεσε. Ό Αεόν αμέσως πονηρεύτηκε. Είχε ακούσει από τή γιαγιά του πως ή μάγισσα τού απάτητου βουνού ήξερε νά μαγεύη μό­ νο όταν έφερνε επάνω της ένα μαγεμένο πράγμα. Κα'ι αυτό τό πράγμα ήταν οπωσδήποτε ή ζώνη! Τώρα τά μάγια της ήταν άχρηστα, δέν μπορούσε νά τούς κάνη τίποτε! Τό πριγκιπόπουλο, χωρίς νά τής πή λέξι, μέ τή βοήθεια τού φτερωτού αλόγου μπήκε στο παλάτι κα'ι έβγαλε έξω δλες τις δυστυχισμένες κοπέλλες πού είχαν βρή τώρα τή μιλιά τους και τά είχαν χαμένα από τον φόβο. Μιά - μιά τις κατέβασε ό­ λες στον κάμπο. 'Όταν άφινε γιά τελευταία φορά τήν κορφή τού βουνού, είδε τή μάγισσα νά γυρίζη εδώ και κεΐ κουρελιασμένη και καταματωμένη. Τά λιγοστά θηρία πού είχαν μείνει έπάνω τήν πήραν μυρωδιά και άρχισαν νά τήν κυνηγούν... Τό τέλος τής τρομερής αυτής γυναίκας πού σκόρπισε τόση θλΐψι στις δυστυ­ χισμένες μητέρες κλέβοντας τό κοριτσάκια τους, είχε φτάσει. Σέ λίγο θά γινόταν χίλια κομμάτια από τά ίδια της τά θηρία.


ΤΟ ΦΤΕΡΩΤΟ ΑΛΟΓΟ

34

Ό Λεόν πέταξε στο παλάτι του ΜπΙ - ρι - μπό. Φίλησε τό φτερωτό άλογο, πού τον βοήθησε τόσο πολύ νά έλευθερώση την αγαπημένη του φίλη, και τό παρέδωσε στο βασιλιά των νάνων, δποος τού είχε ύποσχεθή. Αφού χαιρέτησε κα'ι τον Μπι - ρΐ μπό, πού μέ τις συμβουλές του και τά δαχτυλίδια του τούς έσωσε τή ζωή, πήρε την Αΐμη και ξ αναγύρισε στον πύργο. "Έφτασαν ενα πρω'ί. Άπ’ έξω, μόλις πλησίασαν, ακόυσαν θρήνους και μοιρολόγια. ΟΙ γονείς καί των δύο είχαν σμίξει και εκλαιγαν τά χαμένα τους παιδιά. "Όταν τά είδαν ξαφνικά νά παρουσιάζωνται μπροστά τους τά έχασαν! "Έβαλαν ξεφω­ νητά χαράς καί έπεσαν επάνω τους μέ φιλιά κα'ι μέ κλάματα. Τώρα ό Λεόν και ή Αΐμη τρέχουν κάθε πρωί κα'ι παίζουν ξέγνοιαστοι στον καταπράσινο κάμπο κυνηγώντας πεταλούδες. Τό θάρρος τού πριγκιπόπουλου κατώρθωσε μέ τή βοήθεια τού φτερωτού άλογου νά νικήση και νά έξολοθρέψη γιά πάντα από τή γη την τρομερή μάγισσα, πού είχε γίνει γιά πολλά χρόνια δ φόβος και ό τρόμος όλης τής χώρας. ΤΕΛΟΣ Κζψννο : ΠΟΤΗ ΣΤΡΑΓΙΚΗ

"Εκδονις : «Χρυσά Π1ΰ!ρ«ΙμύΘ!ιαζ» —* ΑΕΚ,ΚΑ 2.2

ΑΘΗΝΑ!




Παράξενα Παραμύθι

V;

/βψ Μ /"*«7*ν·<,’ί\}]\ΐ\^ΰ^Μ ΗΗΒ^Κν ΗΒΓ ΙΜΜΙΗ πίπΝίΐΙ'!ίι Ί7®:·»*ν

1

ΗΕ κ:>;. \\ //!I ■% ^6 V^ α •πΐΟ^ % ¥ ! Μ 6 ΜΗ·/<»3Λ.· ν?>, ί»τ / ΒΗ Λ» βΙβΙΜΡ ' 1 ρ·%Γ3ΜΙ Α ΧΡΥΧΑ __ ΓίΑ Ρ Α Μ Υ Θ I Α



Ιτή Χώρα τον Κυκλώπων Ι»»ϊβίίΒ18«β8·0ί8»ΪΒΕί1ΙΙ0ίΙ!!13!ί}8Ι1Ι1ϊ<Ιί»ΙΙ(Ιί«Ι!ΕΙΙΙ8Ι11Ιί81>«»Ι!ί.ίΙΙ>Ι1ΙΙΙ«»151ίΙ»»1Β»ϊ»ί,»ΙΙ1Ι,Ι,Ι!Ι,Ι|ΐυΐίΙΙΗ1Ιί1ίΙ,ΐυ,1ίΠ3

Τρεις ΚΡκλαπίεζ τΰαρονσιάστηροαν μυριοστά του !

Μ ΙΑ φορά κι’ έναν καιρό σ’ ένα απέραντο δάσος ζούσε ένα παιδάκι πού το έλεγαν Σπίνο. Έκεΐ βρέθηκε δταν ήταν ακόμα δυο χρόνων. Τόφερε μια ακυβέρνητη βάρκα. Α­ πό τα ρούχα του πού τα περιμάζεψε ένας μονόφθαλμος άγριος εξακριβώθηκε αργότερα —έκτος από τ’ ρνομά του— δτι ό Σπίνος ήταν ορφανός γιατί οι γονείς του είχαν πνίγη. Τότε πού συνέβηκε το κακό ό πατέρας του κα'ι ή μητέρα του βρί­ σκονταν στη μοιραία βάρκα μαζί μέ άλλους κυνηγούς. Διέσχι­ ζαν το μακρύ ποτάμι πού χωνόταν βαθειά στη ζούγκλα κυνη­ γώντας διάφορα πολύχρωμα έξωτικά πουλιά —παπαγάλους κ.λ.π.— δταν τούς επετέθηκαν άπό τά πυκνά φύλλα τής όχθης


4

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

κάτι άγριοι πού είχαν μόνο ένα μάτι στο κούτελο σαν τούς Κύκλωπες τής αρχαίας εποχής, τότε πού ζούσε ό Όδυσσεύς. Τούς έρριξαν πάνω από 500 δηλητηριασμένα τόξα καί τούς σκότωσαν δλους. Ό τελευταίος πού έμεινε ζωντανός από εκεί­ νη την ανθρωποσφαγή ήταν ό Σπίνος. Καί τούτο γιατί δλη την ώρα πού σφύριζαν τά βέλη πάνω από τά κεφάλια τους ό πατέρας του τον είχε κρύψει μέσα στη βάρκα. "Οταν οί άλλοι, σκοτωμένοι, έπεσαν στο νερό, ή βάρκα μέ τό παιδάκι συνέχισε ακυβέρνητη τό δρόμο της... Τρία ήμερόνυκτα έπλεε στο άγνοοστο, μέ μόνη συντροφιά τά κελαδήματα των πουλιών καί τις διάφορες κραυγές των θη­ ρίων. Τέλος ή βάρκα τού Σπίνου ήρθε καί άραξε σ’ ένα ορμί­ σκο, στην όχθη. Έκεΐ δμως παραμόνευε ένας άγριος, ίδιος μ’ εκείνους πού είχαν σκοτώσει τον πατέρα του καί τή μητέρα του. Τό χαμένο καί ορφανό παιδί μόλις τον είδε νά τον άγριοκυττάζη μέ τό μοναδικό μάτι του έμεινε βουβό. Μά ό τερατό­ μορφος άνθρωπος τούκανε νοήματα πούδειχναν πώς δέν θά τούκανε κακό. Κοντολογής μαζί μ’ αυτόν τον άνθρωπο πού μπορούμε νά τον πούμε καί σωτήρα του, ό Σπίνος έμεινε τρία χρόνια. Ό ένας έμαθε τή γλώσσα τού άλλου κι’ έτσι ό Σπίνος μαζί μέ τ' όνομα τού σωτήρα του έμαθε καί την περιπέτειά του: Τον έ­ λεγαν Κραγιαμπού καί είχε άποσκιρτήσει από τή φυλή του — ή μάλλον τον έδιωξαν— γιατί είχε άποπειραθή νά δηλητηριάση τον βασιληά τους. Ό Σπίνος τώρα ήταν έξη χρόνων. Δέ φορούσε δμως ρού­ χα —δπως τότε πού βρισκόταν στη βάρκα. Ήταν σχεδόν γυ­ μνός κι’ έμοιαζε μέ αγρίμι. — Θά μέ ζητήσουν, Κραγιαμπού, παρηγορούσε τό σωτή­ ρα του πού τον θεωρούσε σάν θετό του πατέρα. Θά έμαθαν στην πατρίδα μου πώς χαθήκαμε στο μακρύ ποτάμι πού φέρνει εδώ καί κάποια μέρα θαρθοΰν νά μέ ζητήσουν. Τότε, Κρα-


ΪΤΗ ΧΩΡΑ ΤίϊΝ ΚΥΚΛΟΠΩΝ

γιαμπού, θά σέ πάρο3 καί σένα μαζί μου και θά σέ ντύσω μέ ομορφα ρούχα. Ή ζωή τού Σπίνου στο μεγάλο δάσος μέ τά πυκνά δέντρα πού δεν τελείωναν πουθενά, κυλούσε ήρεμα κι* ευτυχισμένα. ' Ωστόσο ό Κύκλωπας τον πρόσεχε και δεν τον άφηνε ν’ άπομακρυνθή, πράγμα πού στενοχωρούσε τό Σπίνο μας, γιατί πο­ θούσε νά μάθη πού τέλειωνε ή ζούγκλα καί τί υπήρχε πέρα από αυτή. — Υπάρχουν άνθρωποι σάν έμένα, τού εξηγούσε τότε ό Κραγιαμπού, πού δεν πρέπει νά σέ δούν γιατί θά σέ σκοτώ­ σουν καί θά σέ φάνε. Ή προειδοποίησι αυτή είχε φοβίσει τό Σπίνο καί δέν ξε­ μάκραινε χωρίς συντροφιά. "Ένα βράδι δμως πού ό Κραγιαμπού κοιμόταν βαθειά, ό Σπίνος ξύπνησε από μιά ανθρώπινη κραυγή. Άνακάθησε στο στρωσίδι του κι’ αναρωτιόταν μήπως ή φωνή αυτή ήταν κανέ­ να μήνυμα των δικών του, πού πάντα τούς περίμενε ναρθούν καί νά τον πάρουν από αυτή τήν ερημιά. Κατέβηκε από τό ψη­ λό δέντρο δπου είχαν στηρίξει τήν καλύβα τους καί προχώρησε αρκετά μέσα στο δάσος. Τό φεγγάρι ψηλά τοΰδινε κουράγιο καί μιά μαϊμού πού τού πετούσε στο κεφάλι μπανάνες μαρτυ­ ρούσε πώς υπήρχε κάποιος πού τον πρόσεχε. Σέ λίγο φανερώ­ θηκε κι’ ένας χιμπατζής πού στάθηκε μπροστά του μέ τήν πρόθεσι νά τού έμποδίση τό δρόμο. -— Μή φοβάσαι, Κούμ - Κούμ, είπε ό Σπίνος χαϊδεύοντας τον πίθηκο. Δέν πρόκειται νά πάθω τίποτε κακό. Μά ό Κούμ - Κούμ δέ συμφωνούσε μέ τό Σπίνο κι’ άρχισε νά μουγγρίζη. Τέλος σήκωσε τό τριχωτό του χέρι, καί τον αγκάλιασε από τή μέση. — 5Άφησέ με, Κούμ - Κούμ!, τον παρακάλεσε ό Σπίνος. ’Άκου! Άκοΰς αυτή τή φωνή; Στήν απόλυτη ησυχία τής νύχτας ακούστηκε ξανά τό «άουα», «άουα», τού άγνωστου πού καλούσε... Ποιος νάταν;


6

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

Ποτέ πριν δεν είχε ακούσει ίδια φωνή. Πλησίαζε νά χαράξη καί δ Σπίνος συνέχιζε τό δρόμο του μέσα στό πυκνό δάσος. Ό Κούμ - Κούμ, τον είχε άφήσει. Είχε γυρίσει πίσω, ίσως για νά είδοποιήση τον Κραγιαμπού. Μόνο ή χο3ρατατζού ή μαϊμού τόν έπαιρνε ακόμη τό κατόπι τσιρίζοντας. Ξάφνου μπροστά στόν ανύποπτο Σπίνο παρουσιάστηκαν τρεις Κύκλωπες ίδιοι στην έμφάνισι μέ τόν Κραγιαμπού. Στά­ θηκαν τρία μέτρα μακρυά και κύτταζαν μέ θαυμασμό καί κατάπληξι τόν ακίνητο Σπίνο. — Πώς ξεφυτρώσατε σεις εδώ; τούς ρώτησε ό Σπίνος στη γλώσσα τού Κραγιαμπού. Εκείνοι έδειξαν πώς κατάλαβαν τί τούς έλεγε ό μικρός. Έδωσαν δμως μικρή προσοχή στά λόγια του. Αντάλλαξαν με­ ταξύ τους άγρια βλέμματα, συνθηματικά, κι’ ό ένας από τούς τρεις, έκανε δυο βήματα μπρος. Τό μάτι του ζύγιζε τό μικρό ά·νάστημα τού Σπίνου. Τότε, μέ μιά κίνησι σάν αστραπή άπλωσε τά δυό του χέρια και ό Σπίνος βρέθηκε σηκωτός στήν γυμνή αγκαλιά του. Δέν πρόλαβε δμως νά τόν κρατήση γερά καί ά­ φησε μιά κραυγή πόνου. Τόν πέταξε χάμω κι’ έπιασε τό ματω­ μένο μπράτσο του. Τό τραύμα τού τό είχαν προξενήσει τά κο­ φτερά δόντια τής μαϊμούς πού τώρα κειτόταν νεκρή χάμω στά ξερόκλαδα χτυπημένη από τό μικρό μαχαίρι τού δεύτερου Κύ­ κλωπα. — Κραγιαμπούυυ!, φώναξε ό Σπίνος πού μυρίστηκε τόν κίνδυνο. Τρέξε, Κραγιαμπού. Μάς σκότωσαν τήν Φάου! (Τήν μαϊμού δηλαδή). Μά τώρα ήταν αργά γιά νά τόν σώση ό Κραγιαμπού. Τόν είχε αρπάξει στήν γυμνή αγκαλιά του ό τρίτος Κύκλωπας κι’ έτρεχε μακρυά. Πίσω του σέ μικρή άπόστασι ακολουθούσαν οί άλλοι δυό. Δέν πέρασαν πέντε λεπτά καί στό μέρος δπου είχε συμβή ή απαγωγή τού Σπίνου από τούς τρεις Κύκλωπες, κατέφτασε λα­ χανιασμένος ό πίθηκος Κούμ - Κούμ. Μύρισε τό πτώμα τής


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

7

Φάου. Και κατόπιν συνέχισε σαν αστραπή τό τρέξιμό του. Τούς Κύκλωπες τούς εόρτασε σ’ ένα στενό μονοπάτι. Σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο και από ψηλά πέφτει βαρύς επάνω στον Κύκλωπα πού κρατούσε τό Σπίνο στην αγκαλιά και τούς ξαπλώνει και τούς δυο στο έδαφος. Τρομαγμένοι οί άλλοι δυο από τό ξαφνι­ κό πέσιμο παραμέρισαν. Κι’ ώσπου νά συνέλθουν ό Κούμ-Κούμ έκανε μιά βουτιά στά γυμνά πόδια τού ενός καί τά δάγκωσε. Στο μεταξύ δ Σπίνος τινάχτηκε όρθιος κι’ άρχισε νά τρέχη. ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΟΥΛΙ Μ ΙΣΗ ώρα έτρεχε ώσπου κουράστηκε κι’ έπεσε έξαντλημένος... Ξύπνησε από τις καφτερές ακτίνες τού ήλιου. Σήκωσε ψηλά τό βλέμμα και πάνω του, σ’ ένα χοντρό κλαδί άντίκρυσε νά τον κυττάζη ένα πελώριο και παράξενο πουλί. Οί τεράστιες κόκκινες φτερούγες του ήσαν ανοιχτές. Τις κουνού­ σε ρυθμικά καί τό μεγάλο του ράμφος άνοιγόκλεινε. Ό Σπίνος μαζεύτηκε στην τρύπα του. — Πρώτη φορά βλέπω τόσο μεγάλο πουλί, συλλογίστηκε. Τί νά είναι; Νυχτερίδα ή παπαγάλος; Πράγματι έμοιαζε σάν μιά μεγάλη χρωματιστή νυχτερί­ δα. Τό πουλί ξεθάρρεψε μαζί του. Π έταξε από τό κλαδί του καί κούρνιασε πλάϊ του. — Τώρα δέ γλυτώνω! τραύλισε ό Σπίνος. Θά μέ καπακώση σέ τις φτερούγες του! Τού ρίχτηκε μέ απελπισία καί μέ τό σκοπό νά τό φοβερί­ ση καί νά τού άφίση τό δρόμο ελεύθερο νά γυρίση κοντά στον Κραγιαμποΰ. Τό πελώριο πουλί όμως στηρίχθηκε όρθιο αντίκρυ του καί μέ μιά σπασμωδική κίνησι δίπλωσε τις κόκκινες φτερούγες του καί τον έκλεισε στή σφιχτή αγκαλιά του. Ό Σπίνος τήν είχε άσχημα. ?Ωστόσο δεν έχασε τήν ψυχραι­ μία του. Μαζεύτηκε όσο μπορούσε καί γλυστρώντας πάνω στό


ΪΤΉ ΧΗΡΑ ΤήΗ ΚΥΚΛΩΠΑΝ

χνούδι των φτερών του ξέφυγε από κάτω καί βρέθηκε ελεύθε­ ρος πάλι. Γιά νά μην τον ξαναδιπλώση μέ τις φτεροΰγες του πού τΙς άνοιγε πάλι, δ Σπίνος ρίχτηκε ατό εξωτικό πουλί από πίσω σφίγγοντας τά χέρια του στο μαλακό λαιμό του. Εκείνη δμως τή στιγμή συνέβη κάτι πού πάγωσε τό αίμα του στις φλέβες. Τό πουλί πέταξε! Κι’ ό Σπίνος βρέθηκε, καβάλλα στη ρά­ χη τού πουλιού στον αέρα. Ευτυχώς, μπόρεσε και πιάστηκε γε­ ρά πάνω του, άλλοιώς θά έπεφτε καί θά τσακιζόταν. Τό πουλί μέ τό φορτίο του, αφού πήρε τό κανονικό του ύ­ ψος, ισορρόπησε τό σώμα του καί πήρε οριζόντια κατεύθυνσι. Τώρα ό Σπίνος βρέθηκε ξαπλωμένος πάνω στις ανοιχτές φτερούγες τού πουλιού πού πετούσε σταθερά σάν ένα αεροπλάνο. Κύτταξε κάτω. Ή ατέλειωτη ζούγκλα. Κύτταξε επάνω. Ό α­ τέλειωτος ουρανός. Πού τον πήγαινε, λοιπόν, τό παράξενο αυτό πουλί; Στη φωληά του τροφή γιά τά μικρά του; Ή σκέψι αυτή τούφερε ανατριχίλα στο κορμί κι’ ό νούς του έτρεξε στον Κραγιαμπού. — Είχε δίκιο, δ καημένος, πού μέ συμβούλευε νά μήν άπομακρύνωμαι από κοντά του. Τώρα χάνω καί τον δεύτερο πα­ τέρα μου. Δυο φορές παρά λίγο νά χάση τήν ισορροπία του καί νά πέση στο κενό. Ήταν τότε πού τό περίεργο πουλί κουνούσε προς τά κάτω τά φτερά του. Στή στιγμή δμως αντιλαμβανό­ ταν τον κίνδυνο τού παιδιού πού μετέφερε στή ράχη του κι’ αμέσως τό ξαναστήριζε μέ τά φτερά του. Δέν ήθελε, λοιπόν, τό κακό του τό πουλί. Νά ήταν αυτό ή είχε ύποσχεθή νά τον πάη ζωντανό πουθενά; Ρίγος διέτρεξε τό κορμί του μέ τή σκέψι αυτή. Ζάρωσε στή θέσι του καί κουρασμένος δπως ήταν από τήν καταπληκτι­ κή περιπέτεια έκλεισε τά μάτια του καί αποκοιμήθηκε. "Οταν τ’ άνοιξε βρισκόταν πάνω από μιά μεγάλη πόλι μέ κάτασπρα μυτερά σπίτια. Τό μεγάλο πουλί έφερνε βόλτες πά-


ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΩιΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

9

νω από εκείνη την πόλι κι’ έτσι δινόταν ή ευκαιρία στον Σπίνο νά παρατηρήση καλύτερα. Τ’ άσπρα σπίτια ήσαν χτισμένα στη σειρά και είχαν το σχήμα μιναρέδων. Στη μεγάλη κεντρική πλατεία ήταν συγκεντρωμένος δλος δ πληθυσμός —άντρες, γυναίκες και παιδιά— ντυμένοι στ’ άσπρα καί φαίνονταν νά παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον τό πέταγμα του πουλιού. Ήταν δικό τους πουλί, λοιπόν, καί τό περίμεναν, σκέφτηκε δ Σπίνος. Τό πουλί χαμήλωσε μέ μιά απότομη βουτιά πού τούφερε σύγκρυο καί δ Σπίνος διέκρινε τώρα δτι δλοι οι άνθρωποι εί­ χαν από ένα μάτι. — Βρίσκομαι στην πατρίδα τού Κραγιαμπού, τραύλισε δ Σπίνος. Στή χώρα των Κυκλώπων. Είμαι χαμένος! Δεν πρόλαβε νά κάνη δεύτερη σκέψι. Τό μεγάλο πουλί πήρε κάθετη κατεύθυνσι καί δ Σπίνος πιάστηκε πάλι από τό λαιμό του γιά νά μην πέση. Καί σέ λίγο τό πουλί, αφού πέρασε ξυστά πάνω από τά κεφάλια των Κυκλώπων πού ήσαν συγκεντρωμέ­ νοι στην πλατεία προσγειώθηκε στο ψηλό παράθυρο ενός σπι­ τιού. Μέ μιας τότε δλοι οι Κύκλωπες άφησαν μιά κραυγή χαράς. — Κάτι συμβαίνει μέ αυτό τό πουλί, μουρμούρισε δ Σπίνος πού τώρα βρισκόταν κρυμμένος πίσω του γιά νά μή δίνη στό­ χο στούς περίεργους από κάτω. Μόλις άκούμπησε τά πόδια του στο βάθρο τού παραθυριού τάνοιωσε μουδιασμένα. Τό πουλί στεκόταν δρθιο καί ακίνητο ίδιο μέ κουκουβάγια καί κύτταζε κάτω τον κόσμο. Ό Σπίνος ερριξε γύρω του μιά σύντομη ματιά νά δή πού ακριβώς βρι­ σκόταν. Είδε τότε δτι εκεί οπού στεκόταν μέ τό πουλί δέν ήταν παράθυρο αλλά τό αέτωμα τού μ,ιναρέ. Δηλαδή μιά μεγάλη εσοχή στον τοίχο στο σχήμα ενός μεγάλου παράθυρου. — Τώρα; έκανε μέ άπόγνωσι δ Σπίνος. Πώς θά κατεβώ από εδώ πάνω πού μέ κουβάλησε αυτό τό διαβολεμένο πουλί; Δέν πρόλαβε νά μέτρηση καλά τή δύσκολη θέσι του δταν


10

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

ακούσε έναν κοντινό ήχο φτερών. Τό μεγάλο πουλί είχε ανοίξει τά φτερά του και πετοΰσε μακρυά άφίνοντάς τον ακάλυπτο στα μάτια δλων. Μια οχλοβοή υψώθηκε τότε φτάνοντας ώς τ’ αυ­ τιά του. Τον είχε δή δ κόσμος και μέ άγριες φωνές κι’ έξαλ­ λες χειρονομίες τον φοβέριζε χωρίς νά ξέρη τό γιατί. Σέ λίγο άρχισαν νά του πετάνε πέτρες και ξύλα. Και στο τέλος, χάρις στη βοήθεια ενός γερακιού —ήμερου ασφαλώς— πέρασαν τή θηλειά ενός σχοινιού στη μυτερή κορυφή τού σπιτιού οπού βρι­ σκόταν ό Σπίνος. Ό κίνδυνος τώρα για τον καημένο και κα­ τατρεγμένο Σπίνο γινόταν άμεσος κα'ι σοβαρός γιατί διέκρινε από τήν άλλη άκρη τού σχοινιού πού κρεμόταν κάτω, νά σκαρφαλώνη κάποιος πού τον ακολουθούσε ένας δεύτερος κα'ι τον δεύτερο ένας τρίτος... -—Κραγιαμπού! φώναξε τότε μέ απελπισία δ Σπίνος. Πού είσαι Κραγιαμπού νά μέ βοηθήσης; Πού είσαι Κούμ - Κούμ νά τούς πετάξης δλους κάτω από τό σχοινί; Στεκόταν μέ χαμένο τό μυαλό καί τούς κύτταζε πού τον πλησίαζαν... Στο μεταξύ κάτω στή μεγάλη πλατεία ό συγκεντρωμένος κόσμος παραμέριζε νά περάση ή φρουρά τού αρχηγού τών Κυ­ κλώπων. Οί άντρες, στά λευκά ντυμένοι καί αυτοί, παρατάχτη­ καν σέ δυο παράλληλες σειρές καί ανάμεσα πέρασε ευθύς αμέ­ σως δ αρχηγός τών Κυκλώπων. Στάθηκε στή μέση τής πλατεί­ ας, επιβλητικός, καί παρακολουθούσε μ’ ένδιαφέρον τούς τρεις πού σκαρφάλωναν στο σχοινί. Είχε πληροφορηθη από τούς αν­ θρώπους του τά καθέκαστα, κι’ ετρεξε νά παραστή στο θέαμα καί νά δώση τις κατάλληλες όδηγίες. Φυσικά δ Σπίνος δέν έφερε τήν παραμικρή άντίστασι. Οί τρεις κύκλωπες τον κατέβασαν κάτεο μ’ ευκολία καί χωρίς νά τον πειράξουν τον παρουσίασαν στον αρχηγό τους, πού —δπως άκουσε δ Σπίνος— τον έλεγαν Άρχμάν. Τά δυο μικρά καί γαλανά μάτια τού μικρού έκαναν εντύπωσι στον μεγαλόσωμέ καί μαύρο Άρχμάν» Τον έξέτασε σκ$»


ΣΤΗ ΧΗΡΑ ΤΠΝ ΚΎΚΛΟΠΟΝ

11

φτικός από πάνω ώς κάτω καί τέλος τον ρώτησε σέ μιά διάλε­ κτο πού γνώριζε ό Σπίνος, γιατί ήταν ή ΐδια γλώσσα πού μι­ λούσε κι’ ό Κραγιαμπού. — Πώς βρέθηκες στη χώρα μου; — Μ’ εφερε τό μεγάλο πουλί μέ τά κόκκινα φτερά.

Τό τκχοάξονΌ πουλ} ττετοΰΐτε ττάνοα άττό μιά πάλι \

— Γιά ποιο λόγο; — Ρώτησέ το. — Θάνατος!, φώναξαν οί πιο ζωηροί και φανατικοί από τούς κύκλωπες πού ακόυσαν τ’ απότομα καί ξερά λόγια τού Σπίνου. Μαγάρισε τη φωληά τού ιερού πουλιού. Μερικοί μάλιστα πλησίασαν μέ κακές διαθέσεις. Μά ό Άρχμάν τούς ηρέμησε μ’ ένα σήκωμα τού χεριού του. — Κανείς μην τον πειράξη, διέταξε. Φέρτε τον πρώτα στο παλάτι νά τον ανακρίνω. Κι’ άν πειστώ πώς θέλει τό κακό μας θά σάς τον παραδώσω νά τον κομματιάσετε.


12

ΣΤΗ χβΡΑ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟΠάΝ

ΤΟ παλάτι, μόλις βρέθηκε μόνος μέ το Σπίνο, ό Άρχμαν συνέχισε την άνάκρισί του: — Π οΰ σέ βρήκε το μεγάλο πουλί καί σ’ έφερε εδώ; — Στο μακρυνό δάσος. Στην αρχή έμπλεξα μέ τρεις κύ­ κλωπες σαν καί σένα, μά τούς ξέφυγα χάρις στη βοήθεια τού φίλου μου Κούμ - Κούμ τού πίθηκου... Μήπως γνωρίζεις κανέναν Κραγιαμπού; Είναι μ7 ένα μάτι σαν καί σένα. Ό Άρχμαν είπε τάχα πώς τον γνώριζε. Ό Σπίνος τότε ξεθάρρεψε καί διηγήθηκε στον αρχηγό των κυκλώπων δλη τήν μικρή άλλα τραγική ιστορία της ζωής του. Εκείνη τή στιγμή μπήκαν στο παλάτι τρεις κύκλωπες, ζα­ λισμένοι καί ταραγμένοι. Στάθηκαν σέ απόσταση κι’ έσκυψαν το κεφάλι μπρος στον αρχηγό τους. Κατόπιν, τού είπαν πώς το παιδί πού βρισκόταν μπροστά του ήταν επικίνδυνο κι’ έπρεπε νά τό σκοτώση. — Τοστειλε ό Κραγιαμπού, νά σέ δηλητηριάση, Άρχμάν, τού εξήγησαν. Τό σταματήσαμε στο μέρος πού είχαμε στήσει τήν ένέδρα για νά πιάσουμε τον Κραγιαμπού. Τό συνώδευε 'κι’ ένας επικίνδυνος πίθηκος πού μάς ρίχτηκε κι’ έτσι βρήκε ευκαιρία δ πιτσιρίκος καί μάς ξέφυγε. — ’Ώστε γι’ αυτό σ’ έφερε εδώ τό ιερό πουλί; γύρισε καί είπε άγρια στον Σπίνο πού τώρα είχε ζαρώσει σάν βρεγμένη γάτα. Πήγες νά μάς ξεφύγης; Οί τρεις Κύκλωπες ικανοποιημένοι πού γλύτο^ναν τον αρχη­ γό τους από μεγάλο κακό άρχισαν νά γε?ωυν μέ πάταγο. — Π άρτε τον απ’ εδώ!, βρυχήθηκε ό Άρχμάν. Νά τον πάτε στήν πλατεία καί νά τον κάψετε! Κι’ δμως δεν έγινε τέτοιο πράγμα. Τον Σπίνο δεν τον έ­ καψαν. Γιατί μπορεί οι άνθρωποι —- πολιτισμένοι ή άγριοι— νά θέλουν νά κάνουν κάτι, μά πρέπει αυτό τό κάτι νά τό θέλη


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

13

νά γίνη κι’ ό Θεός πού αγαπάει περισσότερο τά παιδιά και τά ζώα. Έτσι ό κατατρεγμένος Σπίνος μας γλύτωσε κι’ αυτή τή φορά. Τή στιγμή πού οι Κύκλωπες ετοιμάζονταν ν’ ανάψουν τή μεγάλη φωτιά στήν πλατεία, τό ιερό πουλί πέταξε πάνω α­ πό τ’ αναμμένα ξύλα πολλές φορές. Οι Κύκλωπες πού τό είδαν φοβήθηκαν και κατάλαβαν πώς τό ιερό πουλί είχε θυμώσει μέ τό φέρσιμό τους. Σκόρπισαν σέ όλη τήν πόλι τρομοκρατημένοι, άφίνοντας στήν πλατεία μόνον τό Σπίνο μέ τό τό ιερό πουλί πού μέ τον ίδιο τρόπο πήρε τό παιδάκι στις φτεροΰγες του κι’ εξαφανίστηκε πετώντας ψηλά καί μακρυά. Τον πήγε καί τον άφησε στο ίδιο μέρος πού τον είχε βρή καί τον είχε πάρει. Κι’ ύστερα χάθηκε ψηλά στον ουρανό πη­ γαίνοντας ίσως νά κουρνιάση στο ψηλό παράθυρο. Ό Σπίνος κάθησε στο νωπό χώμα τής ζούγκλας κι’ έτριβε τά μάτια του. Πώς καί γιατί τού συνέβηκαν δλα αυτά τά γε­ γονότα στις τελευταίες ώρες; Τώρα πού ήξερε τί γινόταν καί τί υπήρχε πέρα από τό πυκνό δάσος, μπορούσε νά ριψοκινδυνέψη καί δεύτερη φορά. 7Ηταν βέβαιος πώς, άν επισκεπτόταν πάλι τή χώρα τών Κυκλώπων, οι μονόφθαλμοι κάτοικοί της θά τού φέρνονταν διαφορετικά. Ήταν κουρασμένος από τήν καταπληκτική περιπέτειά του κι’ έπεσε νά κοιμηθή. Ήταν άνοιξε τά μάτια του σέ δυο ώρες είδε κοντά του τον Κούμ - Κούμ. Ό καλός χιμπατζής είχε μυριστή τήν επιστροφή τού Σπίνου κι’ έτρεξε νά τον προϋπάν­ τηση. Τότε θαρχόταν αργότερα καί ό Κραγιαμπού; Ή απου­ σία τού Κούμ - Κούμ. θά τον έβαζε σέ υποψίες καί θά έπαιρνε τό κατόπι του. Πράγματι σέ λίγο έφτασε καί ό θετός του πα­ τέρας καί ό Σπίνος μέ δάκρυα χαράς τού διηγήθηκε μέ δλες τις λεπτομέρειες τήν απίστευτη, περιπέτειά του. Ό Κραγιαμπού άνεπήδησε από τή χαρά του. — Ναι, Σπίνο, τοϋπε. Ήταν τό Τρί - Τρί, Τό ιερό πουλί τής φυλής μου,


14

ΣΤΗ ΧΩιΡΑ ΤΏΝ ΚΥΚΑΠΠαΝ

— Και γιατί §έ μέ πείραξε; ρώτησε με ανυπομονησία δ Σπίνος. — Θά σέ πήρε από καλό μάτι. Ή θά ξέρη δτι βρίσκεσαι υπό την προστασία μου. Κι’ αυτό αποδείχνει δτι δεν συμπαθεί τον Άρχμάν. Έλα Σπίνο. Πάμε πίσω στο καλύβι μας νά σκε~ φτοΰμε πώς πρέπει νά ενεργήσουμε. Τώρα δεν πρέπει νά φο­ βόμαστε. Έχουμε τήν ύποστήριξι του ΤρΙ - Τρί. Τό ίδιο βράδι άποφασίστηκε τό ταξίδι τής επιστροφής στη χώρα των Κυκλώπων. Μαζί τους θά έπαιρναν καί τον Κούμ Κούμ. Ό Κραγιαμπού γύριζε στην πατρίδα του, γιατί τη νο­ σταλγούσε αλλά και γιατί επιθυμούσε νά έκδικηθή τον Άρχμάν. Ό Σπίνος όμως γύριζε εκεί από περιέργεια νά γνωρίση καλά τή χώρα των Κυκλώπων και μέ τήν ελπίδα νά ξαναγυρίση από εκεί στην πατρίδα του κι’ εκείνος. Γιά νά φτάσουν στον προορισμό τους περπατούσαν στο δάσος επί μιά εβδομάδα. Στο δρόμο ό Κραγιαμπου διηγόταν στον μικρό προστατευόμενό του τις ομορφιές τής πατρίδας του. -— Υπάρχουν πολλά παιδιά; ρώτησε ό Σπίνος. -— Και παιδιά και μαγαζιά και θηρία. — Καί θηρία; έκανε ό Σπίνος μ5 ενδιαφέρον. — Φυσικά. Γύρω από τήν πόλι. Τή νύχτα δμως μπαίνουν στήν πόλι μέ τά κάτασπρα σπίτια και κλέβουν δ,τι δρουν. Στήν ανάγκη ρίγνονται και στους Κύκλωπες. Τό σχέδιό τους ήταν νά μπουν νύχτα στήν πόλι και νά τρυπώσουν στο σπίτι τού Κραγιαμπου πού περίμεναν νά τό βρουν κλειστό καί ακατοίκητο. "Ύστερα θά σκέφτονταν τί νά έκαναν. "Όλα έξελίχθησαν σύμφωνα μέ τις προβλέψεις τους καί τις ελπίδες τους. Κάνεις δέν άντε?\.ήφθη τήν παρουσία τους στήν πόλι. Άλλωστε τήν νυχτερινή έκείνη ώρα δλοι κοιμώνταν. Τό σπίτι τού Κραγιαμπου τό βρήκαν κλειστό καί ακατοίκητο. Βρισκόταν στήν άκρη τής πόλεως, Τό άνοιξαν μέ ϋύκοΑία, Ινώ


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

II

ό Κούμ - Κούμ παραμόνευε Ικεΐ τριγύρω για νά πρρλάδη καί νά έμποδίση την παρουσία κανενδς Ανεπιθύμητου. Τό άλλο πρωί, ανυπόμονος, ό Σπίνος πήρε ένα σακκοΰλι κι’ ένα ραβδί και μέ την Αδεια τού Κραγιαμποΰ ξεκίνησε για περιοδεία στην πόλι. "Ολα τοΰκαναν μεγάλη έντύπωσι. Οι Αν­ θρωποι, τά σπίτια. Για νά μη δείχνη σέ κανένα πώς έχει δυο μάτια είχε αφήσει τά μακρυά Ατακτα μαλλιά του νά πέφτουν μπροστά στά μάτια του καί νά τού σκεπάζουν τελείως τδ κού­ τελο. Γιά νά μαζέψη μερικά λεφτά πού τού χρειάζονταν στά­ θηκε σέ δυο τρεις γωνιές κι’ έκανε τδ ζητιάνο. Μέ δ,τι μάζεψε αγόρασε ψωμί καί τυρί. Καί τδ βράδι, κουρασμένος, γύρισε στδ σπίτι δπου τον περίμενε ό Κραγιαμπού καί δ Κού - Κούμ. Την Αλλη μέρα δ Σπίνος είπε τού Κραγιαμπού πώς θά πή­ γαινε έξω άπδ την πόλι νά κυνηγήση πεταλούδες. Μαζί του ή­ θελε νά πάη καί δ πίθηκος. Τδν μάλλωσε βμως δ Κραγιαμπού καί δέν τον Αφησε. Σφυρίζοντας δ Σπίνος διέσχισε την πόλι μέ τά κάτασπρα σπίτια κι’ έφθασε σέ μιά μικρή λίμνη. Εκεί σταμάτησε νά παίξη μέ τίς πράσινες πάπιες πού διέσχιζαν κολυμπώντας τά ήσυ­ χα νερά τής λίμνης. Ξαφνικά σ’ έναν κοντινό λάκκο μέ καθαρό νερό ό Σπίνος είδε κάτι μεγάλες πεταλούδες μέ πολύχρωμα φτε­ ρά νά πίνουν νερό ξέννοιαστες. Άφηρημένος δπως ήταν δ Σπί­ νος άπδ τδ μαγευτικό αυτό θέαμα, σήκωσε τδ πλατύφυλλο κλαδί πού κρατούσε στο χέρι του κι’ έπαιζε μέ τδ νερό τής λίμνης, καί χτυπώντας στη λακκούβα μέ τδ νερό, χωρίς νά τδ θέλη σκότω­ σε εννιά άπδ τίς ξέγνοιαστες καί διψασμένες πεταλούδες. Πήρε λυπημένος τδ δρόμο τής επιστροφής καί μόλις πλη­ σίασε στην πόλι μπήκε σ’ ενα σιδεράδικο καί παράγγειλε τού σίδερα νά τού φτιάση μιά ζώνη πού θά γράφη: «Ο ΣΠΙΝΟΣ ΜΕ ΜΙΑ ΣΚΟΤΩΣΕ ΕΝΝΙΑ». Φόρεσε κατόπιν μέ καμάρι τή σιδερένια ζώνη καί συνέχισε τδ δρόμο του. Σέ λίγο συνάντησε καδάλλ* @τέ Αλογέ του τδν

Αρχοντα Άρχμάν,


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

1*

Έσκυψε τό κεφάλι για νά μην τον άναγνωρίση κι’ έρριξε μπρος στα μάτια του τα μαλλιά του. Ό Άρχμάν ομιος δεν πρό­ σεχε τό μούτρο του. Τοΰκανε έντύπωσι ή ζώνη του. — Έλα έδώ, μικρέ: Στάσου νά δώ τί γράψει ή ζώνη σου! Ό Σπίνος στάθηκε. Ό Άρχμάν διάβασε τά λόγια τής ζώ­ νης καί κατόπιν ρώτησε τό μικρό. — Π οιός είναι αυτός ό Σπίνος που «μέ μιά σκότωσε εννιά;» — Έγώ, άρχοντά μου. -—- Και τί ήσαν αυτοί οί εννιά πού σκότωσες; -— Αλεπούδες, απάντησε στήν τύχη ό Σπίνος. Ο ΣΠΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ

ο

ΑΡΧΜΑΝ πίστεψε στά λόγια τού μικρού ψεύ­

τη καιτοΰπε: — Τότε είσαι καλό παλληκάρι και μπορεί νά σέ χρειαστώ!.. "Έξω από τό παλάτι μου τριγυρίζει ένας άγριόλυκος και οί άν­ θρωποί μου τον φοβούνται... Σκότωσε τον, λοιπόν, εσύ καί θά σού δώσω χίλια χρυσά νομίσματα... Ό μικρός ψευτοπαλληκαράς γιά νά μην φανερώση τή δει­ λία του δέχτηκε ν’ άναλάβη και νά φέρη σέ πέρας αυτόν τον δύ­ σκολο άθλο. Τότε δ Άρχμάν ενθουσιάστηκε καί τοΰπε: — Ανέβα πίσω στο άλογο νά σέ πάω έκεί πού πρωτοφανερώνεται δ άγριόλυκος... — Μήπως είναι μακρυά; Γιατί μέ περιμένει ή μητέρα μου νά γυρίσω σπίτι. — Μπά:.. Καθόλου μακρυά... σ’ εκείνον τον άντικρυνό λό­ φο πού βλέπεις. — Τότε πήγαινε, άρχοντά μου, μπρος κι’ έγώ έρχομαι από πίσω, πρότεινε δ Σπίνος μέ πονηριά πού είχε σκοπό μέ την πρώ­ τη ευκαιρία νά τό σκάση... Ό Άρχμάν κατάλαβε την ποόθεσί του. Καί γελώντας πα­ ρατήρησε ;


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

17

— Πες καλύτερα πώς φοβάσαι καί θέλεις νά τό σκάσηςI Ό Σπίνος τότε φιλοτιμήθηκε. Πλησίασε στο άλογο και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε καβάλλα πίσω στα καπούλια του. Σέ πέντε λεπτά βρέθηκαν στο λόφο. — Κάπου εδώ φωλιάζει ό φίλος σου ό λύκος. Ό Σπίνος πήδησε μέ άνακούφισι κάτω και τότε ό Άρχμάν πρόσθεσε: — Έγώ τώρα σέ αποχαιρετώ γιατί έχω δουλειά. Έσύ κάθησε εδώ και στήσε καρτέρι. Παραφύλαξε καί μόλις δής τό λύκο σκότοοσέ τον. Κατόπιν έλα στο παλάτι νά σου δώσω τά χί­ λια χρυσά νομίσματα. Σύμφωνοι; -— Σύμφωνοι... μουρμούρισε φοβισμένα ό Σπίνος. ?Όλο καί πήγαινε ό νους του πώς ό άρχοντας τον είχε ανα­ γνωρίσει καί τούπαιζε αυτό τό κόλπο για νά τον τιμωρήση. ^Αρ­ χισε νά τρέμη από τό φόβο του. Ήταν μόνος. Τότε έκανε τή σκέψι νά φύγη κι’ εκείνος καί ν’ άφήση τό λύκο στην ησυχία του. -— Καλύτερα νά τού δίνιο πριν μέ πάρη μυρουδιά ό λύ­ κος καί μέ στρώση στο κυνήγι. Νά είχα τουλάχιστον μαζί μου καί τον Κούμ - Κούμ. Τότε κάτι μπορούσε νά γίνη καί νά κέρδιζα τά χίλια φλουριά. Δέν πρόλαβε δμως νά κάνη ούτε ένα βήμα καί νά ό λύκος! — Χάθηκα: Τώρα θά μέ χάψη! ’Ίσως μάλιστα νά τον έ­ στειλε κι’ ό Ιδιος ό Άρχμάν γι’ αυτή τή δουλειά. Πάντως πήρε μιά βαθειά ανάσα κι’ άρχισε νά τρέχη σάν λαγός. Μά ό λύκος δέν κάθησε μέ τά πόδια... σταυρωμένα. Έτρεχε ό Σπίνος, έτρεχε κι’ εκείνος από πίσω του. Φτερά έβαλε τότε ό Σπίνος στά πόδια του. Ευτυχώς, δταν πιά ό λύκος τον ζύγωνε, ό Σπίνος βρέθηκε κοντά σέ μιά ακατοίκητη καλύβα. Τρυπώνει, λοιπόν, ό Σπίνος μέσα χωρίς νά κλείση πίσω του τήν πόρτα. Τρυπώνει σέ λίγο καί ό λύκος. Δέν τον άρπαξε δμως γιατί ό Σπίνος βγήκε από τήν πίσω πόρτα τής καλύβας καί τήν έκλεισε. "Ύστερα έτρεξε κι’ έκλεισε από μπροστά καί τήν


18

ςτη χώρα τον

κγκΛαπηκ

άλλη πόρτα κι? έτσι ό λύκος πιάστηκε αιχμάλωτος στην καλύβα. — Βρε κάτι πράγματα πού γίνονται!, έκανε κατάπληκτος καί χαρούμενος ό Σπίνος από τό αναπάντεχο κατόρθωμά του. Φοβήθηκα και τσάκωσα τό λύκο. 37Αν δεν φοβόμουνα, θά μέ τσάκωνε εκείνος! Χωρίς δισταγμό έτρεξε αμέσως στο παλάτι. Άπό τη χαρά του δμως ξέχασε νά σκεπάση μέ τά μαλλιά τά μάτια του κι* έτσι ό Άρχμάν τον αναγνώρισε. Αντί δμως νά περιμένη τή σύλληψί του καί τή καταδίκη του, ό Σπίνος βλέπει μέ κατάπληξι δτι ό εχθρός του κάνει πώς δέν κατάλαβε: — Φαίνεται οτι φοβάται τό ιερό πουλί, συλλογίζεται ό Σπίνος. Άλλοιώς, δέν εξηγείται ή φιλική συμπεριφορά του. Πράγματι, αυτή ήταν ή αλήθεια. Ό Άρχμάν, δπως καί δλοι οί Κύκλωπες υπήκοοί του, είχε πειστή γιά τή συμπάθεια καί τήν προστασία πού απολάμβανε ό Σπίνος άπό τό Τρί - Τρί. "Έτσι δέν τολμούσαν νά τον ενοχλήσουν. Ό Άρχμάν μάλιστα τον φοβόταν. "Ήξερε πώς ήταν εχθρός του κι’ δτι καραδοκού­ σε τήν ευκαιρία νά τον βλάψη. Πάντα περίμενε τήν άντεκδίκησι τού Κραγιαμποΰ καί γι’ αυτό είχε στείλει τούς τρεις Κύ­ κλωπες νά τον βρούν καί νά τον εξοντώσουν. Εκείνοι δμως έκαναν τή γκάφα νά πειράξουν τό παιδί κι’ έτσι νά κάνουν ν’ άναμιχθή στή διαφορά τους καί τό ιερό πουλί. Τί νά έκανε τώρα ό Άρχμάν; Βρισκόταν σέ δύσκολη θέσι. Υποπτευόταν τήν παρουσία τού Κραγιαμπού στήν πόλι. Θά τον είχε ειδο­ ποιήσει ό Σπίνος καί κάπου θά κρυβόταν έτοιμάζοντας ξανά τό δηλητήριό του. — Υπομονή: συλλογίστηκε. Χρειάζεται υπομονή. Τό σχέδιό του ήταν ν’ απαλλαγή πρώτον άπό τον μικρό διαβολάκο, χωρίς δμως νά κακοκαρδίση τό Ιερό πουλί καί πά­ θη έτσι χειρότερο κακό. Ή πρώτη ευκαιρία μέ τό λύκο ήταν μοναδική. Μά ό Σπίνος στάθηκε τυχερός καί μάντρωσε τό λύκο. *— Ή εξυπνάδα σου καί ή πάλληκαριά σου, Σπίνο, μ’ έν-


1 ΤΗ ΧΗΡΑ Τ&Ν ΚΥΚΛΩΠίΙΝ αα*"

1$

θουσιάζει, τοΰπε τάχα χαρούμενος, και θά σέ υιοθετήσω. Θά σέ κάνω παιδί μου. —Μέ τό συμπάθειο, άρχοντά μου, αλλά έχω πατέρα. —* Μπά: Κι’ εγώ νόμιζα πώς είσαι ορφανός. Ό Σπίνος δαγκώθηκε. Κι’ αν τον ροοτούσε ποιος ήταν ό

Κόφφΐοισε βιαίστίικα τό μεγάλο κιέ^οττο τοό ΟηιοΓου !

πατέρας του; Αμέσως διάψευσε την π?α]ροφορία και δικαιο­ λογήθηκε πώς του απάντησε έτσι γιατί ήταν άφηρημένος. — Πάει καλά... είπε ό Άρχμάν πού βιαζόταν νά τελειώνη μαζί του. Πάντως, δταν τό άποψασίσης νά γίνης παιδί μου, νά μου τό πής. Τώρα δμως θά σου αναθέσω νά πας νά βρής κα'ι νά σκοτώσης κάποιο άλλο θηρίο. — Μέ θηρία μέ ανακατεύεις, άρχοντά μου; — Μά έσύ δέ μου είπες πώς δέν τά φοβάσαι; Πώς μέ μια σκότωσες εννιά αλεπούδες; — Αλεπούδες;... Ναί... πεταλούδες.


20

ΪΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

-— Πεταλούδες; — Ναι πεταλούδες... αλεπούδες. -— Αλεπούδες ή πεταλούδες; βρυχήθηκε ό Άρχμάν. -— Αλεπούδες, αλεπούδες, άποκρίθηκε φοβισμένος δ Σπίνος. -— Τότε θά πας νά σκοτώσης καί τον ρινόκερω μέ τό με­ γάλο κέρατο! — "Οπως διατάζεις, άρχοντα μου. Νά τον σκοτώσω τό ρινόκερω μέ τό μεγάλο κέρατο. Τον πήρε πάλι μέ τό άλογό του καί τον πήγε σ’ ένα (ορι­ σμένο μέρος δπου τον άφησε. — Σέ λίγο θά περάση από εδώ ό ρινόκερως. Δός του, λοι­ πόν, μιά καί σκότωσέ τον, του είπε. — Μέ τί; ρώτησε σαστισμένος ό Σπίνος. — Εμένα ρωτάς; Μέ τό δπλο πού σκότωσες τις εννιά πε­ ταλούδες... -— Αλεπούδες, παρακαλώ, διώρθωσε ό Σπίνος κάνοντας τον προσβεβλημένο. Φυσικά, τό πέρασμα από έκει τού άγριου ρινόκερω ό Άρχμάν τό είχε κανονίσει μέ τούς ανθρώπους τού παλατιού του. Ήταν ένα πολύ άγριο θηρίο πού τό κρατούσε αιχμάλωτο σ’ ένα μεγάλο κλουβί στο παλάτι. Τό είχε μεταφέρει κρυφά καί από πριν στο μέρος δπου θ’ άφινε μόνο τον Σπίνο. Έκεΐ πού οί άνθρωποί του θά τό άφιναν ελεύθερο νά κομματιάση τό Σπίνο μέ τό κέρατό του. Στο Σπίνο τότε ήρθε μιά ξαφνική εμπνευσι. — Ξέρεις κάτι, άρχοντά μου; Τις αλεπούδες τις σκότωσα μέ τή γροθιά μου γιατί δέν είχαν κέρατα. Ό Ρινόκερως δμως έχει καί δέν θά τά καταφέρω νά τον χτυπήσω μέ τό χέρι μου. Δέ μού δίνεις νά κρατάω κάτι; — Σάν τί; ρώτησε ό Άρχμάν. — Δόσε μου ένα σφυρί νά τού τσακίσω τό κεφάλι. Ό αρχηγός τών Κυκλώπων έδωσε εντολή σ’ έναν σωματο-


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

21

φύλακά του νά δώσουν στο Σπίνο ένα σφυρί. — Νά πάρε κι’ ένα καρφί, τοΰπε κοροϊδευτικά ένας δεύτε­ ρος σωματοφύλακας, γιά νά του καρφώσης και τό κέρατο! Τού πέταξαν τό σφυρί καί τό μεγάλο καρφί καί γελώντας τον άφησαν μόνο, ενώ ό Άρχμάν έδινε κρυφή εντολή στους άλλους ν’ άφήσουν έλεύθερο τον ρινόκερω. Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ 1ΠΙΝΟΥ

Μ

ΟΛΙΣ ό Σπίνος βρέθηκε μόνος σ’ αυτή τήν ε­ ρημιά, άρχισε νά τρέμη σάν φθινοπωρινό φύλλο. Κύτταξε τά δυο κωμικά του 8πλα πού κρατούσε στά δύο κρεμασμένα χέ­ ρια του κι’ ύστερα κύτταξε νά δή από πού θά φανερωνόταν δ ρινόκερως. Τον βλέπει τότε νά ξεμυτίζη από τήν κορφή τού κοντινού λόφου και νά τρέχη καταπάνω του... — Μανούλα μου!, ξεφώνισε ό Σπίνος κι’ ετρεξε και ταμπουρώθηκε πίσω από τον κορμό ένός δέντρου. Τώρα πιά είναι τά τελευταία μου! Ό ρινόκερως έφτασε σέ μιά άπόστασι είκοσι μέτρα από τό τρομοκρατημένο παιδί κι’ έκεϊ στάθηκε και τον κύτταξε α­ ναποφάσιστος. — Θά είδε, φαίνεται, τό σφυρί, συλλογίστηκε με άνακούφισι ό Σπίνος, καί σκέπτεται νά... κάνη μεταβολή! Τό μακρύ και μυτερό κέρατο τού ρινόκερω ήταν απειλητι­ κό έτσι πούκανε τό αίμα τού Σπίνου νά παγώνη στις φλέβες του. Ξαφνικά τό θηρίο πήρε τήν άπόφασι κι’ ώρμησε ακάθε­ κτο. Πέρασε ξυστά από τό δεξί μέρος τού δέντρου. Ό Σπίνος 8μως πρό?.αβε κι’ έγειρε από τό αριστερό μέρος κι’ έτσι άπέφυγε τό κέρατο. Τώρα ό ρινόκερω πήρε θέσι κι’ ετοιμαζόταν γιά τή δεύτερη έφοδό του. Ζύγιαζε τήν άπόστασι και τή θέσ<. τού εχθρού του καί τού ρίχτηκε. Αυτή τή φορά πέρασε ξυστά από τό αριστερό μέρος τού δέντρου, μά ό Σπίνος πρόλαβε πά­ λι κι’ έγειρε άπό τό δεξιό κι’ έτσι άπόφυγε τό τρύπημα τού


22

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΝ ΚΥΚΛΏΠΩΝ

κέρατου καί τό χτύπημα τού κεφαλιού του. Στην τρίτη του έ­ φοδο δ ρινόκερως ρίχτηκε κατ’ επάνω στον κορμό τού δέντρου. Τό χτύπημα ήταν φοβερό καί τό δέντρο τραντάχτηκε μά δεν έπεσε. Ό Σπίνος, πού τη στιγμή εκείνη βρισκόταν ταμπουρωμένος πίσω από τό δέντρο, τα έχασε κι’ έπεσε μπρούμυτα, άφίνοντας από τά παράλυτα χέρια του τό σφυρί και τό καρφί, Μά σαν συνήλθε από τό τράνταγμα και τό πέσιμο, είδε κα­ τάπληκτος οτι δ ρινόκερως στεκόταν από πάνω του: — Τετέλεσται! μουρμούρισε δ Σπίνος. Τώρα δέν τή γλυ­ τώνω. Θά μέ κρεμάση στο τσιγκέλι του! Μέ πόδια πού έτρεμαν από τό φόβο δ Σπίνος έπεχείρησε νά σηκωθή γιά νά πάρη φόρα και νά τρέξη. Ό ρινόκερως όμως δέν κουνιόταν. "Έμενε ακίνητος λες καί τό κεφάλι του ήταν κολλημένο στο δέντρο. Ό Σπίνος σηκώθηκε όρθιος καί τότε είδε καλύτερα καί βεβαιώθηκε δτι τό κέρατο τού ρινόκερω είχε τρυπήσει κι’ είχε περάσει πέρα γιά πέρα τον κορμό τού δέν­ τρου χωρίς νά είναι σέ θέσι νά τραβηχτή πίσω. Τό κέρατό του είχε σφηνώσει γερά στο ξύλο καί δέν έβγαινε. — Καλώς μου τον τό φίλο μου τό ρινόκερω!..., έκανε μέ άνακούφισι δ Σπίνος. Π ιάστηκε σάν τον ποντικό στη φάκα. Τό θηρίο τινάχτηκε μέ λύσσα καί τράνταξε τό δέντρο. Ό Σπίνος τά χρειάστηκε πάλι. — "Έχει γούστο νά ξαγκιστρωθή τό ψαράκι μου! Μιά ιδέα τοΰρθε τότε αμέσως. "Έσκυψε κι’ έπιασε τό σφυ­ ρί καί τό καρφί. Καί χωρίς νά χάση στιγμή άρχισε νά καρφώνη τό κέρατο στά μέρος πού εξείχε από τήν άλλη μεριά τού κορμού... Τώρα τό μεγάλο καρφί, καρφωμένο κάθετα στο κέ­ ρατο καί στήν τρύπα πού είχε ανοίξει, γινόταν ένα εμπόδιο καί τό κέρατο, δσο καί νά προσπαθούσε ό ρινόκερως ήταν α­ δύνατο νά βγή! Ήσυχο καί χαρούμενο κατόπιν τό έξυπνο παιδί γύρισε στήν πόλι άφίνοντας τόν άφρισμένο ρινόκερω νά τινάζεται άκαρπα... Παρουσιάστηκα αμέσως στον Άρχμάν.


ΣΤΗ ΜΩ^Λ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΑΝ

23

Ό αρχηγός των Κυκλώπων μόλις τον είδε μπροστά του, ζωντανό πάλι, τά έχασε. — Τον σκότωσες, λοιπόν, τον ρινόκερω; μπόρεσε νά τον ρωτήση. — Τον λυπήθηκα τον καημένο και δεν τον σκότωσα, άποκρίθηκε μέ ειρωνία ό Σπίνος. — Και δεν σ’ έφαγε εκείνος; Η — Δέν μπορούσε γιατί τον επιασα από τά κέρατά του... — Έσύ; — Ναι εγώ. Δέ σου γεμίζω τό μάτι; Τον εφερα τρεις βόλ­ τες πάνω από τό κεφάλι μου. — Έσύ; — Μάλιστα, κύριε Κύκλωπα. Αυτό τό λέμε στην πατρίδα μου άεροπλανικό κόλπο... Ό ?Αρχμάν έπεφτε από έκπληξι σέ έκπληξι. Έτριβε τά μάτια του καί δέν ήξερε πού ν? άποδώση τά κατορθώματα του Σπίνου. Μήπως και τώρα είχε καμμιά άνάμιξι τό Ιερό πουλί Τρι - Τρί; Στο μεταξύ 6 ψευταράς Σπίνος συνέχιζε τό παραμύθι του: — Πού λές, άρχοντά μου, τόν φέρνω τρεις βόλτες πάνω από τό κεφάλι μου καί τόν κολλάω στο δέντρο. — Ποιόν; τραυλίζει, σαστισμένος ό Άρχμάν. — Τί ποιόν; Τόν ρινόκερω. Σήκω και πάμε νά τόν δής αν σου λέω ψέματα. — Δέν σέ πιστεύω, έκανε ό Άρχμάν. Κάποιος άλλος θά την έκανε αυτή τη δουλειά. Ή δ πατέρας σου δ Κραγιαμπού ή τό Τρι - Τρί. — Τί Μπού και Τρί μου ψέλνεις. Έλα νά δής και τό καρ­ φί πού είπες νά μου δώσουν γιά νά καρφώσω τό κέρατό του. Τό κάρφωσα, λοιπόν, γιά νδχης την άπόδειξι. Τώρα τό πράγμα δέν έπαιρνε άστεια, Κι? δταν ό Άρχμάν μέ συντροφιά τόν μικρό διάβολο πήγαν κι’ ΕΪδε δ άρχηγός των Κυκλώπων τό ρινόκερω καρφωμένο στό δέντρο νά σπαράζη αάν


24

ΣΤΗ ΧΗΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

τό ψάρι, έπεσε καταγής κι’ άρχισε νά προσεύχεται. — Τότε, παιδί μέ τά δυο μάτια, τον προσφώνησε μέ σε­ βασμό και υποταγή ό αρχηγός των Κυκλώπων, τό μυαλό σου και τό χέρι σου τούς δίνει δύναμι και τά κυβερνά κάποιος Θεός. -— Αυτό λέω κι’ εγώ. — Γι’ αυτό πρέπει ν’ άπαλλάξης τή χώρα μου από τον Γκαρού, τούπε ό Άρχμάν. Αυτή τή φορά δεν αστειευόταν. Πράγματι 6 Γκαρού — ένα λιοντάρι θεόρατο— ήταν ό φόβος και ό τρόμος των Κυ­ κλώπων. Κανείς δεν μπορούσε νά τό αντιμετώπιση και τά τόξα πού τούρριχναν δεν τού δηλητήριαζαν τό αίμα. — Τον Γκαρού!, είπε ό Σπίνος. Μ ή μέ βάζεις, άρχοντά μου, σέ καινούργιους μπελάδες καί δέν έχω καιρό. Μέ περι­ μένει ό πατέρας μου. — Μήν άνησυχής γιά τον Κραγιαμπού, τού άποκάλυψε 6 Άρχμάν. Ξέρω πού βρίσκεται κι’ έχω στείλει ανθρώπους μου κα'ι τον φρουρούν. Ή πληροφορία αυτή αντί νά καθησυχάση τό Σπίνο, τον ανησύχησε τρομερά. Ό Κραγιαμπού κάτω από τή φρούρησι τού εχθρού του Άρχμάν; Ή θά είναι ψέματα γιά νά τού πάρη λόγια ή θά τον κρατάη όμηρο γιά νά τον έκβιάση. — Πρέπει νά βεβαιωθώ μέ τά μάτια μου, άποκρίθηκε ό Σπίνος μέ θάρρος, οτι ό πατέρας μου κι’ ό φίλος μου, ό χιμπατζής Κούμ - Κούμ, βρίσκονται ζωντανοί καί απείραχτοι κι’ ύστερα πές μου νά κάνοο όποια παλληκαριά θελήσης. -— ’Όχι!, έπέμεινε ό Άρχμάν. Πρώτα θά σκοτώσης τον Γκαρού κι’ ύστερα θά δής τον Κραγιαμπού. Ό αρχηγός τών Κυκλώπων πίστευε πώς ό μικρός μέ τά δυο μάτια καί τό θαυματουργό μυαλό δέν θά γλύτωνε από τό φοβερό λιοντάρι κι’ έτσι αυτός δέν θά είχε νά δώση λογα­ ριασμό σέ κανέναν γιά τήν άθέτησι τής ύποσχέσεώς του. Ό Σπίνος δέχτηκε. Μπρος στήν αλύγιστη έπιμονή τού Άρχμάν δέν μπορούσε νά κάνη καί διαφορετικά, Άν αρνιά-


ΣΤΗ ΧΑΡΑ ΤΑΝ

ταν ίσως νά έδινε διαταγή και οι άνθρωποί του νά σκότωναν τον πατέρα του καί τον φίλο του τον πίθηκο. "Ηξερε δτι ό πο­ λυμήχανος Άρχμάν ήλπιζε στο θάνατό του στην πάλη του μέ τό λιοντάρι. Έδώ δμως υπήρχαν ελπίδες νά ζήση κι’ έτσι νά γλυτώση κι’ ό Κραγιαμποΰ κι’ δ Κούμ - Κούμ. -— Δέχομαι ν’ αντιμετωπίσω τό λιοντάρι, του βροντοφώνησε θυμο^μένος ό Σπίνος. "Ελα! Πές μου που βρίσκεται γιά νά τελειώνουμε καί μ’ αυτό. Αλλά είμαστε σύμφωνοι; Μετά μη μου πής νά πάω νά σκότωσα) κι’ ελέφαντα; Ό Άρχμάν ανησύχησε μέ τό καταπληκτικό θάρρος τού μικρού και λίγο ελειψε νά παραδεχτή τή μαγική δύναμί του και νά εγκατάλειψη δλα του τά σχέδια. Μά κάτι δμως τούλεγε μέσα του πώς μέ τον Γκαρού ό Σπίνος δέν θά τά έβγαζε πέρα. Τό λιοντάρι αυτό δέν ήταν τού ζωοτροφείου του κι’ ούτε τό είχε στη διάθεσί του. "Ηξερε δμως τή φωληά του καί τά περάσματά του κι! εκεί θά πήγαινε τον Σπίνο καί θά τον άφινε. -—- Θά τά καταφέρης, Σπίνο; τον ξαναρώτησε δ αρχηγός των Κυκλώπων. — Θά μέ βοηθήση δ Θεός! απάντησε ό Σπίνος —άν καί τον τρόμαζε καί ή απλή σκέψι πώς μπορούσε νά βρεθή μπρο­ στά σ’ ένα τέτοιο φοβερό θηρίο. Αυτή τή φορά τό κατόρθωμα τού φαινόταν δύσκολο κι’ είχε πέσει σέ βαρειές, αποκαρδιωτικές σκέψεις. Τούς ίδιους φόβους δμως είχε καί ό Άρχμάν. Κι’ άν τό σκοτώση ό μικρός διαβολάκος; σκεφτόταν δλη τή νύχτα ανήσυχος. Καί τό άλλο πρωί τροποποίησε σκόπιμα τή συμφωνία. Πή­ γε καί βρήκε τό Σπίνο στο μικρό του δωμάτιο —στο παλάτι— δπου τον κρατούσε καί τοδπε: — 'Όπως είπαμε, λοιπόν, Σπίνο, τον Γκαρού θά τον πιάσης ζωντανό. — Δέν είπαμε νά τον πιάσω ζωντανό διαμαρτυρήθηκε ό Σπίνος έπίτηδες γιά νά τον κάνη νά πιστέψη δτι μπορούσε νά


26

ΙΤΗ ΧΑΡΑ ΎάΗ ΚΥΚΛΑΤΏΝ

τον σκοτώση. Είπαμε νά τόν σκοτώσω. *Ά, δλα, κι’ δλα, άρχοντά μου. Παραβαίνεις τό λόγο σουί — Έσύ δέ θυμάσαι, Σπίνο, έπέμεινε ό Άρχμάν. Νά τόν πιάσης είπαμε κι’ δχι νά τόν σκοτώσης. Του Σπίνου τότε τοΰρθε μιά πρώτης τάξεως εμπνευσι... Γέλασε. — Θέλεις, λοιπόν, νά τόν πιάσω τόν Γκαροΰ; "Όπως θέ­ λεις. Νά τόν πιάσω. Μήπως θέλης νά στόν φέρω και μέσα στο παλάτι σου νά πή μιά καλημέρα; — Όχι, δχι! φώναξε ό Άρχμάν. Όχι στο παλάτι μου! Θά τόν πιάσης καί θά τόν βάλης μέσα σ’ ένα κλουβί! — Κι’ άν ό Γκαροΰ επιμένει νά σου ύποβάλη τά σέβη του; είπε μέ πονηρή ψυχραιμία ό Σπίνος. —- 5Άν μου τό κουβαλήσης στο παλάτι, τόν φοβέρισε τό­ τε ό Άρχμάν, νά ξέρης οτι ό πατέρας σου δεν πρόκειται νά ζήση. — Τότε υποχωρώ, είπε μέ άπογοήτευσι ό Σπίνος.

Επειτα από δυο ώρες ό Σπίνος βρέθηκε στο πέρασμα του τρομερού Γκαροΰ. Έκεΐ τόν πήγαν και τόν άφη­ σαν ό ίδιος ό Άρχμάν και μερικοί άπό τους πιστούς του σω­ ματοφύλακες. — Αυτή τή φορά δεν γλυτώνει, είπε ένας άπό τούς σω­ ματοφύλακες στόν Άρχμάν, τήν ώρα πού έπέστρεφαν στο παλάτι. — 5Έτσι πιστεύω κι’ εγώ, μουρμούρισε δ αρχηγός των Κυ­ κλώπων. Έκτος άν μπή στή μέση τό Ιερό πουλί καί τόν σώση. Μόλις έμεινε μόνος στό επικίνδυνο μέρος, ό Σπίνος προσ­ πάθησε νά βρή κανένα λάκκο γιά νά κρυφτή. Τέλος έκρινε πώς ένα δέντρο ήταν τό πιό κατάλληλο καταφύγιο* Ανέβηκε, λοιπόν, στό πρώτο πού Ιτυχε μπροστά του %(ύ ήσυχος τώρα


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

27

έπεσε στον ύπνο για νά διώξη από τό ταραγμένο μυαλό του την έγνοια καί τον φόβο. Κατά τό βράδι δμως ξύπνησε από δυνατό θόρυβο. Τό λιον­ τάρι ήταν ξαπλωμένο κάτω από τό δέντρο και ροχάλιζε! — Τί νά κάνο3 τώρα; ψιθύρισε δ Σπίνος κι’ άρχισε νά τρέμη.

Τό λιοντάρι μττ^ΙΙκΕ στήίν ττόίλ ΐ' μέ τόν Σττΐνιο στιήν πλάτη; του* !

Τρέμοντας δμως γλύστρησε κι’ έπεσε επάνω στη ράχη τού Γκαροΰ! Τό λιοντάρι ξαφνιάστηκε στον ύπνο του καί σηκώθη­ κε. Ό Σπίνος μη έχοντας τί άλλο νά κάνη γιά νά γλυτώση α­ πό τό λιοντάρι πιάστηκε από τη χαίτη του. Τότε δ Γκαροΰ, μέ τόν Σπίνο πιασμένον στην πλάτη του, άρχισε νά τρέχη σάν τρελλός καί νά κατευθύνεται προς την πόλι... Σε λίγο δλη ή πόλις των Κυκλώπων είχε άναστατωθη καί δλοι έτρεχαν νά σωθούν.

Μόλις δ Άρχμάν έμαθι τό τρομερό, .νέο παρά λίγο νά πέ-


28

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

ση από τό θρόνο του. Στην αρχή σκέφτηκε νά το σκάση και νά πάη νά κρυφτή στο βουνό. Σαν μανιακός γύριζε μέσα στο δωμάτιο, περιμένοντας από στιγμή σέ στιγμή τό Σπίνο νά μπή καί νά παρουσιαστή μπροστά του θριαμβευτής καβάλλα στο λιοντάρι. Στάθηκε δμως τυχερός. Γιατί ό Γκαρού σκόνταψε κάπου καί τσάκισε τό μπροστινό του πόδι. Έτσι βρήκαν τον καιρό μερικοί γενναίοι Κύκλωπες καί τον ξέκαναν μέ τά μαχαίρια τους. Τό Σπίνο όχι μόνο δεν τον πείραξαν, αλλά τον θεώρησαν Θεό πού μπορούσε, άν ήθελε, όλους νά τούς καταστρέψη. Τον σήκωσαν στά χέρια καί τον πήγαν μπροστά στον Άρχμάν. — Έσύ, παιδί μου, τό παράκανες!, τουπέ ό Άρχμάν μέ πραγματικό θαυμασμό. Ζωντανό σου είπα νά πιάσης τό λιον­ τάρι, μά όχι καί νά τό φέρης καβάλλα μέσα στήν πόλι καί νά σκορπίσης τον πανικό στον κόσμο! — Αυτά εγώ, Άρχμάν, τά είχα προβλέψει, τού απάντησε ό Σπίνος, γι’ αυτό έπέμεινα νά τό σκοτώσω κι’ όχι νά τό πιάσω ζοοντανό. "Ηθελες δμως νά γίνη εκείνο πού έγινε. Τώρα λοιπόν, πού βεβαώθηκες γιά τή δύναμί μου καί τήν εξυπνά­ δα μου, κάνε τόπο νά περάσω γιά ν’ ανεβώ στο θρόνο σου. Οι ζητωκραυγές τού συγκεντρωμένου κόσμου σκέπασαν τις διαμαρτυρίες τού Άρχμάν.... Μερικοί ά'ρχισαν νά τον σπρώχνουν. Τέλος τον πέταξαν χάμω, τον τσαλαπάτησαν καί, τή στιγμή πού κάθιζαν τον Σπίνο στο θρόνο του, εκείνος ξε­ ψυχούσε από τις πολλές κλωτσιές πού τούδωσαν στήν κοιλιά Ή πρώτη διαταγή πού έδωσε ό Σπίνος —ό Βασιληάς μέ τά δυο μάτια δπως τον άποκαλούσαν οί Κύκλωπες— ήταν νά ελευθερώσουν καί νά παρουσιάσουν μπροστά του, τον Κραγιαμπού καί τον Κούμ - Κούμ. Τον πληροφόρησαν δμως οτι καί τούς δυο τούς είχε σκοτώσει ό Άρχμάν, μιά ώρα πριν τον στείλη νά πιάση ζωντανό τό λιοντάρι. Ή εΐδησι λύπησε πολύ


ΣΤΗ χαΡΑ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟίΠαΗ

Μ

τον Σπίνο κι’ επί ένα μήνα διέταξε γενικό πένθος. Μέ τό πέρασμα του χρόνου ό Σπίνος ψήλωσε κι’ έγινε ενα ωραίο παλληκάρι. Έν τούτοις τίποτε δεν τον ευχαριστούσε. Νοσταλγούσε τή μακρυνή του πατρίδα. Τό ιερό πουλί εγκατα­ στάθηκε πλάι στο θρόνο του κι’ υπογράμμιζε έτσι την συμπά­ θεια που του είχε καί την προστασία πού τούδειχνε. Έν τούτοις, ό Σπίνος δεν έμενε ικανοποιημένος και τέλος αποφάσισε νά εγκατάλειψη τή χώρα των Κυκλώπων. Κυρίως του ήταν α­ δύνατο νά παντρευτή γυναίκα μ’ ενα μάτι, όπως ήθελαν οί υ­ πήκοοί του Κύκλωπες. Τού παρουσίασαν τ'ις καλύτερες κοπέλλες και τον παρακάλεσαν νά διαλέξη. Μά ό Σπίνος δλο και α­ νέβαλε τό γάμο του λέγοντας πώς είναι ακόμα μικρός. 'Ένα πρωΐ ό Σπίνος εξαφανίστηκε από την πόλι των Κυ­ κλώπων. Μερικοί τον είδαν, καβάλλα στο άλογό του, νά χάνε­ ται στο δάσος. Άπό τότε δεν τον είδαν ξανά. Πέρασαν μερι­ κές ημέρες κι’ δταν είδαν οτι δέ φαινόταν κατάλαβαν πώς τούς περιφρόνησε καί δεν ένδιαφέρθηκαν πιά γιά την τύχη του. Έξαίρεσι άποτέλεσε τό Τρί - Τρί, πού πέταξε ψηλά νά πάη νά τον βρή. Τον συνάντησε σε μιά μακρυνή κι’ έρημη χώρα. Τό άλογό του είχε ψοφήσει, κι’ ό ίδιος κειτόταν αναίσθητος στήν έρημο. Τό Ιερό πουλί κούρνιασε κοντά του, κι' αργότερα, δταν ό Σπίνος συνήλθε, καί είδε τό πουλί τό παρακάλεσε νά τον μεταφέρη μέ τις φτερούγες του στήν πατρίδα του. Τό ιερό πουλί τον λυπήθηκε καί πραγματοποίησε τήν επιθυμία του. Τού είπε μόνο δτι πουθενά δέν θά βρή τήν ευτυχία κοντά στούς ανθρώ­ πους παρά μόνο κοντά στά ζώα. Καί γιά νά τού εξασφάλιση αυτή τήν τύχη τον συμβούλεψε νά μάθη τή γλώσσα τών ζώων. Ό Σπίνος άκούγοντας αυτά τά σοφά λόγια τού ιερού που­ λιού τών Κυκλώπων, έμεινε σκεφτικός. Τό Τρί - Τρί συνέχισε τήν πτήσι του κι’ έπειτα άπό μιά εβδομάδα τον άφισε δίπλα σ’ ένα χωριό πού βρισκόταν κοντά σέ θάλασσα. — Αυτό τό χωριό ήταν ή πατρίδα σου, τον πληροφόρησε.


30

2ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

Έδώ οί άνθρωποι έχουν δυο μάτια σαν κι’ έσένα, τούπε τό Ιερό πουλί, κι5 είναι έπίσης άσπροι. Κι’ αυτοί όμως είναι κακοί και σου ξαναθυμίζω νά κάνης συντροφιά μόνο μέ τά ζώα. — Θά μου μάθης, λοιπόν, τη γλώσσα τών ζώων πού μου ύποσχέθηκες; /— Ναι, θά στην μάθω στη στιγμή, τού άποκρίθηκε τό πουλί στη γλώσσα τών Κυκλώπων. Αρκεί ν’ άγγίξω τό ράμ­ φος μου στά χείλη σου τρεις φορές κι’ εσύ πάλι τά δικά σου στο ράμφος μου άλλες τρεις φορές. Έτσι κι’ έγινε. Κατόπιν τό ΤρΙ - Τρι τούκανε την παρα­ κάτω προειδοποίησή — Τώρα πού ξέρεις τή γλώσσα τών ζώων θά γίνης πλού­ σιος καί θά εύτυχήσης. Φυλάξου μόνον νά μην πής σέ κανέναν αυτό τό μυστικό σου γιατί άμέσως θά πεθάνης! Ο ΣΠΙΝΟΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ .^ΡΙΐιΥΤΑ τά λόγια τούπε καί πέταξε μακρυά καί α­ πό τότε δεν τό είδε ξανά. Ό Σπίνος τούς πρώτους μήνες τής ελευθερίας του τούς έζησε στο κοντινό χωριό βόσκοντας πρόβατα. Κι’ έπειδή ήταν ένας ωραίος, σεμνός κι’ έργατικός νέος γρήγορα απόκτησε συμπάθειες. Τό αφεντικό του μάλιστα τού προξένεψε γιά γυ­ ναίκα του την όμορφη κόρη του. Ό Σπίνος δέχτηκε την πρότάσι και σέ λίγες εβδομάδες έγινε κι’ ό γάμος. Τώρα ό Σπίνος απόκτησε ένα κοπάδι πρόβατα —προίκα τής γυναίκας του— καί κάθε πρωί πήγαινε καί τάβοσκε στο βουνό. Σέ κανέναν, φυσικά, δέν είχε πή από πού είχε έρθει και πού θά πήγαινε. Ούτε πώς γνώριζε τή γλώσσα τών ζώων. Μιά μέρα, λοιπόν, έκεΐ πού έβοσκε τά πρόβατά του είδε δυο κοράκια σ’ ένα δέντρο πού κουβέντιαζαν μεταξύ τους κι’ έλεγαν: — °Άν ήξερε δ τσοπάνος ότι κάτω άπό εκείνο τό πλάγιά-


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

31

σμένο μαύρο πρόβατο βρίσκεται ένας παλιός τάφος γεμάτος χρυσά φλουριά θά έκανε την τύχη του! Ό Σπίνος κατάλαβε αμέσως τά λόγια τους κι’ αργότερα έ­ ψαξε καί βρήκε τό θησαυρό. "Έγινε έτσι πλούσιος κι’ απόκτη­ σε κι’ άλλα πρόβατα. Κάποτε, λοιπόν, κάλεσε όλους τούς κτηνοτρόφους σε γλέντι στο κτήμα του και τούς είπε: — Φάτε και πιέτε, παιδιά, κι’ εγώ θά πάω απόψε νά φυ­ λάξω τά πρόβατά σας πού είναι μαζεμένα στο μεγάλο κτήμα μου. Τά μεσάνυχτα, όπως περίμενε ό άγρυπνος Σπίνος, φάνη­ καν λύκοι καί τά σκυλιά άρχισαν νά γαυγίζουν. Αμέσως ξαπλώθηκε στο έδαφος καί προσπάθησε ν’ άκού· ση. Πράγματι τότε οι λύκοι ρώτησαν τά σκυλιά: — Ναρθούμε νά φάμε μερικά πρόβατα χωρίς νά μάς πει* ράξετε; Καί τά σκυλιά τούς άποκρίθηκαν: — Καλώς νάρθήτε γιά νά φάμε κι’ εμείς!... Μονάχα ένας γέρικος σκύλος δεν συμφώνησε μέ τούς άλ*· λους καί φώναξε στούς λύκους: — "Οσο κρατιέμαι στά πόδια μου δεν θ’ άφήσω κανέναν από σάς νά πειράξη τά πρόβατα τού αφέντη μου!... "Ολα αυτά τά λόγια των σκύλων καί των λύκων ό Σπίνος τ’ ακούσε καί τά κατάλαβε κι’ όταν ξημέρωσε έδωσε διαταγή νά σκοτώσουν όλα τά σκυλιά εκτός από τό γέρικο καί τον φα* φούτη σκύλο πού τού είχε σταθή πιστός. Αργότερα ό Σπίνος άνέφερε στούς άλλους την προδοσία των σκύλων καί την τιμωρία πού τούς επέβαλε καί όλοι τον συγχάρηκαν γιά την πρόβλεψί του καί την εξυπνάδα του. Α­ πορούσαν μόνο πώς είχε καταλάβει την συμπαιγνία τών λύκων καί τών σκύλων. — Μήπως ξέρεις τή γλώσσα τών ζώων; τον ρώτησε ένας κτηνοτρόφος.


ϊϊ

ίΐΉ χάΡΑ Τ&Ν ΚΥΚΛΩΠΑΝ

Ό Σπίνος δμως δέν απάντησε γιατί θυμήθηκε πώς δν μαρ­ τυρούσε τό μυστικό του θά πέθαινε. "Ύστερα από τό γλέντι ό Σπίνος πήρε τή γυναίκα του για να επιστρέφουν στην πόλι. Ανέβηκαν στ’ αλογό τους καί ξεκί­ νησαν. Προβάδιζε ό Σπίνος κι’ ακολουθούσε ή γυναίκα του. Τότε τό άλογο του Σπίνου γύρισε πίσο^ τό κεφάλι καί είπε στη φοράδα πού ερχόταν από πίσω. — Γιατί περπατάς τόσο σιγά; Πλησίασε κι’ έλα κοντά μου. — Μιλάς έτσι, τού απάντησε ή φοράδα γιατί έχεις φορτωθή τον αφέντη πού είναι λιγνός. Για σκέψου δμως κι’ εμένα πού έχω φορτωθή την κυρά μου πού είναι χοντρή! Ό Σπίνος πού ακούσε τό παράπονο τής φοράδας κύτταξε πίσω του καί γέλασε. — Γιατί με κύτταξες καί γέλασες; τον ρώτησε τότε ή γυ­ ναίκα τού. —- "Έτσι μοΰρθε να γελάσω, τής απάντησε ό Σπίνος. Μά ή έξήγησι αυτή δέν ικανοποίησε την περιέργεια της καί άρχισε μ’ επιμονή να τον πιέζη νά τής πή γιατί γελ,ούσε. Στο τέλος ό Σπίνος νεύριασε καί τής είπε: —’Άφησέ με ήσυχο, γυναίκα! Δέν μπορώ νά σου πω τήν αιτία πού γέλασα γιατί άν στήν πω θά πεθάνω αμέσως!... Εκείνη δμως δέν λογάριασε τήν προειδοποίησι τού Σπίνου, γιατί δέν τον αγαπούσε καί αδιαφορούσε άν πέθαινε καί συ­ νέχισε τις έροπήσεις της. — Καλά μού είπε πώς οι άνθρωποι μόνο τό κακό μου θά θελήσουν, μουρμούρισε. Τί μού ήρθε ό βλάκας καί παντρεύτη­ κα; Άπό τήν ημέρα πούκανα σύντροφο τής ζωής μου αυτή τή γυναίκα έχασα τήν εξυπνάδα μου καί τό κέφι μου. Στο μεταξύ τό αντρόγυνο έφτασε στο σπίτι καί ό Σπίνος γιά νά τήν τιμωρήση καί νά τήν δοκιμάση συγχρόνως παράγγειλε στούς υπηρέτες νά τού φέρουν ένα φέρετρο! — Τί νά τό κάνης τό φέρετρο! ξεφώνησε ή γυναίκα του


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

33

πού ακούσε αύτή τή μακάβρια παραγγελία. — Δεν θέλεις νά μάθης γιατί γέλασα; — Ναι. — Γι’ αυτό, λοιπόν, τό παράγγειλα τό φέρετρο. Ή γυναίκα τού Σπίνου δεν κατάλαβε τί εννοούσε μέ τά δι­ φορούμενα λόγια του. Μά όταν οι υπηρέτες έφεραν τό φέρετρο και τό άπόθεσαν έξω από τό σπίτι ό Σ’πΐνος εξήγησε στην πε­ ρίεργη κι’ επίμονη γυναίκα του: — Βλέπεις τί μού κάνεις μέ την επιμονή σου; Θά μπω τώρα και θά ξαπλώσω στο φέρετρό μου γιατί ξέρω πώς θά πεθάνω μόλις σου πω τό μυστικό μου... — Π οιό μυστικό σου; ρώτησε ανήσυχη ή γυναίκα. — Την αιτία πού γελούσα, τής εξήγησε πάλι ό Σπίνος. Ή γυναίκα του έμπηξε τά γέλια μέ τό αστείο τού Σπίνου. Καί χωρίς νά πάρη στά σοβαρά τή φοβέρα του τον άφησε νά κάνη τού κεφαλιού του, κι’ εκείνη πήγε καί κλειδώθηκε στο δω­ μάτιό της. Ό Σπίνος όμως έμεινε στο πείσμα του, χωρίς νά δείξη την παραμικρή συγκίνησι γιά τό σκληρό αυτό φέρσιμο τής γυναί­ κας του. Μπήκε στο φέρετρο αποφασισμένος νά πεθάνη γιατί είχε άπογοητευθή από την κακία των ανθρώπων καί ειδικά τής γυναίκας του πού τοΰχε κάνει τή ζωή βασανισμένη. Θά τής φώναζε τό μυστικό του κι’ ύστερα θά έκλεινε τά μάτια του γιά νά πάη νά συνάντηση στον άλλο, τον άγνωστο κόσμο τούς γο­ νείς του, τον Κραγιαμπού καί τον Κούμ - Κούμ. Έρριξε μιά ματιά γύρω γιά ν’ άποχαιρετήση τή φύσι ενώ ό πιστός του σκύλος ήρθε καί κάθησε πλάϊ του στο φέρετρο καί άρχισε νά κλαίη... Ό Σπίνος συγκινήθηκε μέ την άφοσίωσι τού σκύλου του. Άντιθέτως ή γυναίκα του νεύριασε μέ τό κλάμα του. Πετάχτηκε από τό δωμάτιό της καί πήρε ένα ξύλο γιά νά τον χτυπήση. Νόμισε πώς έκλαιγε επειδή πεινούσε. Είδε δμως τον άν­ τρα της ξαπλωμένο στο φέρετρο κι’ 6 θυμός της πέρασε. Έ~


ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

34

μπήξε πάλι τά γέλια ενώ για να σταματήση τα κλάματα του σκύλου τουρρίξε ένα κομμάτι ψωμί πού εκείνος όμως ούτε τό άγγιξε. Τότε πλησίασε ό κόρακας και τσίμπησε τό ψωμί. — Λαίμαργε! τού φώναξε ό σκύλος. Πώς μπορείς και τρώς τη στιγμή πού ό αφέντης μας πρόκειται να πεθάνη; Ό κόρακας τότε τού απάντησε: — ’χ\φοΰ είναι βλάκας ας πεθάνη! Έγώ έχω εκατό γυ­ ναίκες κι’ οποία μου κάνει τη ζόρικη την αρχίζω στις τσιμπιές και την ...καθίζω στ’ αυγά της. "Όχι αυτός πού έχει μόνο μια γυναίκα και κάθεται καί τής κάνει δλα τ’ ανόητα χατήρια. Α­ φού, λοιπόν, είναι βλάκας και κάθεται κα'ι την ακούει, νά πε­ θάνη εκατό φορές! Ό Σπίνος μόλις ακούσε τά πειραχτικά, άλλα σοφά λόγια τού κόρακα, παραδέχτηκε πώς αυτός ήταν ό κοκορόμυαλος κι’ οχι ό κόρακας. Πετάχτηκε έξω από τό φέρετρό του, άρπαξε ενα ραβδί και φώναξε τής γυναίκας του: — Θέλεις, λοιπόν, νά μάθης γιατί γέλασα, έ; Και άρχισε νά την ξυλοφορτώνη γελώντας. — Νά γι’ αυτό γελούσα... τής έλεγε. Επειδή συλογιζόμουνα πώς νά σε δείρω! Άπό τότε ή γυναίκα τού Σπίνου συνετίστηκε κι’ έ'παψε νά τον βασανίζη με τήν περιέργειά της και τις ερωτήσεις της. Κι’ ό Σπίνος βρήκε έτσι γιά πάντα τήν ησυχία του. ΤΕΛΟΣ

Κ*1\μυνο : Π. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΑΟΥ 3Έκ$ο'σις : «Χ^ικτά Πΐαίραιμύβιοε» — Α5ΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑ!

ΑΡΙΘΜΟΙ ΤΕΥΧΟΥΣ 6

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΑΙ 2



I βΟΝΟΣΗ ΕΙΔΕΣ I }ΤΟΔί ΟΔΗΓΟ εκε/\ ΝΗΣ ΤΗΣ ΜΠΛΕ ΗΟΟΡ^ Γ/7Σ ΛΙΟ ΠΗΓΟΙΝΗΠΟΟΣί

—ν το εηο/νο;^*

ΠΗΓΑΙΝΕ \ ΤΟΛ/ ε/Δ£ Ο ίππο Τ 'ΠΡΙΣΤΒΡΠίΠΣΤΙ/βϋΑΟβΠΣ που πππΓΟΡευ] της τροχοί -ή ετεπ /

Ιος;

«**·»»

•II ν»·

/ΒΕΒΟΙΟίΤΟΜ

Ψ/Δε,ΗΛΛΠ Α£Η [ του ε/ηε τιπο ^

/Η&Ε

το//

ντο; κβι τότε

'ΤηΓ/ΔΙΙ ΠίΓ'

ψΚΓΤΟΗ ΕΠ/Α-

ΠΟΔΙπ!

-γ//?γ/ ύΕΝ

ΜΆ&. Γ£ γ*

Γπ/Λ/ε μγ το


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.