Ταγκόρ

Page 1


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-078-0 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ

παντελονάκι κι* ένα αμοιόχρωμο ινδικό σαρίκι στο κε­ φάλι, πού υπογραμμίζει πιο I ΔΥΟ άνθρωποι, που πολύ τήν αρρενωπή του ομορ­ βαδίζουν^ μέ προφυλά­ φιά. Τό υπόλοιπο κορμί του ξεις αυτή τή νυχτερι­ νή ώρα στον έρημο δρόμο είναι τής γυμνό, ψημένο κι5 αυτό άπ5 τον ήλιο, μέ μυώνες πού παλιάς συνοικίας του Δελχί, δείχνουν άνθρωπο γυμνασμέ­ δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ νο και χειροδύναμο. Ό Τα· τους. Ό ένας, ό Δημήτρης γκόρ έχει κατατομή τέλεια Σάρτας, τό Θρυλικό Ελληνό­ ελληνική κι* ή ομορφιά του πουλο πού είναι γνωστό ανά­ έρχεται σέ μια χτυπητή αντί­ μεσα στους Ινδούς μέ τό ό­ θεα ι μέ τήν άσκημιά εκείνου νομα Τ α γ κ ό ρ και πού μέ πού τον συνοδεύει. τήν παλληκαριά του και τα Ό σύντροφός του σ’ αυτή κατορθώματά του έφτασε αρ­ τή νυχτερινή πορεία, πού γί­ γότερα να γίνη ό ξακουστός νεται μέ τόσες προφυλάξεις, μαχαραγιάς του Κασμίρ, εί­ είναι ένας άντρας μέ κανελλ'ι ναι ένα γεροδεμένο παλληκάπρόσωπο, ένας θεόρατος γί­ ρι δεκάξη πάνω - κάτω χρό­ γαντας, πού ξεπερνάει τα δυο νων, μέ μελαχροινό,^ ψημένο μέτρα σέ ύψος καί φοράει από τούς ήλιους των τροπι­ κών πρόσωπο κι* έξυπνα μά­ χαλκάδες στ5 αυτιά. "Έχει πα τια. Φοράει ένα κοντό, άσπρο χειά χείλη κι* είναι κάπως πιο

©

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ

%


4

ΤΑΓΚΟΙ3

σκούρος οπτό έναν γνήσιο 31 νδό και κάπως τίΐιό* ανοιχτό- · χρωμος από έναν γνήσιο άράπη. Φοράει σαρίκι και μια κοντή κελεμπίσ, που του φτά­ νει ως τα γόνατα, Μπροστά σ’ αυτό τον ανθρώπινο όγκο, τό Ελληνόπουλο .φαίνεται, σαν μωρό! ΚΓ ωστόσο —περίεργο—τό παιδί είναι πού διατάζει κι αυτός έ5ώ ό γίγαντας υ­ πακούει καί τον κυττάζει στα μάτια, σαν ένα πιστό ρωμα­ λέο σκυλί, . πού είναι έτοιμο να κατασπαράξη εκείνον πού θά τολμήση ν’ άγγίξη τον α­ φέντη του. — Είμαστε μακρύά ακό­ μα, Ταγκόρ; ρωτάει ό άντρας. -— Μη βιάζεσαι, Μαλα­ μπάρ!, τον μαλώνει τό παι­ δί. Σε λίγο φτάνουμε. Καί θά ύπάρχη έκεΐ, δπως καταλα­ βαίνεις, πλούσιο τραπέζι. ^— Μπορώ νά φάω έναν ο­ λάκερο ελέφαντα στη σούβλα. Ταγκόρ!, λέει ό Μαλαμπάο καί γλείφεται. Δεν έρριξα τί­ ποτα στο στομάχι μου όπτ’ τό μεσημέρι καί αρχίζω νά ζαλίζουμαι. Ετοιμάζεται καί κάτι άλλο <5οκάμα νά πή, μά τό παιδί τού τραβάει άποτοιμα τό χέρι καί σταματάει. Τρυπώνουν στην κώχη μιας πόρτας καί στέκουν .αμίλητοι. Μιά -περί” πολος * από ’ I νδούς στρατιώ­ τες, μέ επικεφαλής ένα Αγ­ γλο αξιωματικό, έρχεται όπτό την απέναντι γωνιά. Τα βά­ ρε ιά βήματα των άνδρών τα* ραΐζουν την ήσυχία τής νύ­ χτας. Ή περίπολος περνάει

δυο μέτρα μόλις άπό μπρο­ στά τους, μά, καθώς είναι κ ρυμ μένοι στη σκ ιά,' δεν1 τούς βλέπουν. "Ύστερα άπό λίγο, οι στρατιώτες χάνονται 1 στο βάθος του δρόμου κι’ ό Τα­ γκόρ μέ τον Μαλαμπάρ άφίνουν την κρυψώνα τους. — Αγριέψανε οί Εγγλέ­ ζοι τελευταία, λέει ό άντρας. Μά δεν θά καταφέρουν νά σέ πιάσουνε... — "Ας τό έλπίσουμε!,, ά. ναστενάζει τό παιδί. ΕΤμαι σίγουρος πώς ό Θεός είναι μαζί μας·... Αρχίζουν πάλι νά βαδί, ζουν κι’ άπό μακρυά βλέπουν τώρα τό παλιό φρούριο του Σερ - Σάχ. Τό φεγγάρι λού­ ζει μέ τό ασήμι του τα μισογκρεμ ισμένα τείχη καί τή με­ γάλη μαρμάρινη πύλη. • — Ζυγώνουμε, λέει τό Ελ­ ληνόπουλο. Μπαίνουν σέ μιά πάροδο, Έδώ, σέ κάποιο παλιό σπίτι, τούς περιμένει ό άπεστσλμέ­ νος, τού μαχαραγιά Νιρούκτα. Ό Ταγκόρ πήρε, λίγο πριν απ’ τό μεσημέρι, τό βιαστικό μήνυμα πού του ώριζε μιά συνάντησι γιά τά μεσάνυχτα, σ’ ·αύτό τό σπίτι * καί τώρα, έρχεται νά τον άνταμώαή. Ή μικρή ξύλινη πόρτα είναι μι­ σάνοιχτη. "Ομως, ^μέσα άπό τις χαραμάδες του. κλειστού παράθυρου, διακρίνεται φώς. Πρώτος περνάει τό κατώ­ φλι ό Ταγκόρ κι5 άκολουθεί ό Μαλαμπάρ.· Μπαίνουν σέ μια σκοτεινή στενόμακρη αυλή μ^’ έναν έγκαταλελειμμένο^ μικρό κηπάκο καί τό Ελληνόπουλο


ΤΑΓΚΟΊ

*

χτυπάει ^ συνθηματικά πέντε Ράκσα, του ψιθυρίζει φορές στην πόρτα του δωμα­ χαμηλόφωνα. Ράκσα! Μ* ά­ τίου, από όπου διακρίνεται τό κου ς; φώς. Καμ-μιά άπάντησι. Εκείνος προσπαθεί ν’ άνοι­ — Περίεργοί, ψιθυρίζει. ξη τά μάτια. Αναπνέει ακό­ Ξαναχτυπάει, άλλα οΰτε μα, άλλα είναι σίγουρο πώς τώρα παίρνει άπάντησι. Γυ­ δέν θ’ άντέξη πολύ. Τό στή­ ρίζει τό πόμολο^ τής πόρτας θος του άνεβοκατεβαίνει μέ καί σπρώχνει. Είναι κι5 αυτή δυσκολία. "Έχει χάσει πολύ ξεκλείδωτη. Μπαίνει στην κά­ αΐμα... Αγωνίζεται νά. συγ­ μαρη κάπως . ανήσυχος και κράτηση τις δυνάμεις του, μονομιάς σταματάει σαν νά πού χάνονται σιγά - σιγά. τον χτύπησε κεραυνός. Ένας ■— Πες μου τί σου συνέβη, άνθρωπος είναι πεσμένος άΡάκσα!, λέει μέ αγωνία τό νάσκελα στο πάτωμα, μέσα παιδί. Ποιοι σέ^χτύπησαν; σέ .μια λίμνη άπό· αίμα. Τ ά χείλη του έτ ο ι μ αθάνα­ — "Ω! ”Ω!, ξεφωνίζει μέ του κινούνται αργά. 'Ό Τατήν' αγριοφωνάρα του ο Μαγκάρ στηλώνει τ’ αυτιά του. λαμπαρ καθώς ^ αναγκάζεται — Ποιοι; ξαναρωτάει. νά σκύψη γιά νά περάση την ^ ' Οι Τέγκ !, αποκρίνεται πόρτα πού δεν χωράει τό μπόϊ μέ φωνή πού μόλις άκούγεται του. Έδώ έγινε μακελλειόΐ έκεΐνος. Πάλι νηστικός θά μείνω! Τον Μιά δυνατή φρικίασι ■ δια­ σφάξανε! περνάει τό κορμί τού παιδιού. Τό δωμάτιο είναι · άνασταΟί Τέγκ λοιπόν μπλέχτηκαν 'τωμένο. Μερικές καρέκλες εί­ σ’ . αυτή τήν ιστορία; Τώρα ναι αναποδογυρισμένες,^ δυο τά π σάγματα μπερδεύονται τρία βάζα άπό πορσελάνη έ­ περισσότερο. Οι Τέγκ, πού χουν γίνει κομμάτια. Μονάχα λατρεύουν τήν αιμοβόρα Κ α­ μιά λάμπα πετρελαίου ρίχνει λί, δέν σταματούν μπροστά τό χλωμό της φώς άκουμπισέ τίποτα! σμένη σ’ ένα τραπέζι, που — Σαχήμπ!, ψιθυρίζει ό βρίσκεται στη γωνιά. Είναι μελλοθάνατος. Σαχήμπ! (Κύ­ φανερό πώς, πριν απ’ τό φό­ ριε!...).^ νο, ό απεσταλμένος του μα­ — Λέγε, Ράκσα. Σέ α­ χαραγιά πάλαιψε μέ τούς δο­ κούω ! ' Και σκύβει πιο κοντά του. λοφόνους του. Τό ' Ελληνόπουλο σκύβει — Σαχήμπ! Ή Ζανγκάρ. κοντά του και προσπαθεί νά Ή Ζανγκάρ είναι στα χέρια τον άνασηκώση. Αέν είναι ή των Τέγκ! Ό άφέντης. μου πρώτη φορά πού βλέπει αυ­ έστειλε νά σέ ειδοποιήσω. Μα τόν τον άνθρωπο. Κι’ άλλοτε δέν πρόφτασα... . — Πού είναι ή Ζανγκάρ; συναντήθηκε μαζί του και πή­ ρωτάει μέ φωνή πού τρέμει τό ρε σημαντικά μηνύματα άπό ' Ελληνόπουλο, τον Ν ιρούκτα.


? Α ΐ « ΰ *

6

α *

<3

— Είναι... Είναι.., — Κάνε κουράγιο, Ράκ* σα!, παρακαλεΐ ό Ταγκόρ. Που βρίσκεται ή Ζανγκάρ; — Στο σταυροδρόμι. Στο σταυροδρόμι του... Τα χείλη, πού άνοιγόκλειναν με δυσκολία, σταματούν. Δεν σαλεύουν πιά. Τά μάτια στη λύνονται σε μια γωνιά τού ταβανιού καί γίνονται γυάλι­ να. Ό Ταγκόρ πιάνει τό σφυγ μό του. Ή καρδιά δεν άκούγεται. Έσβυσε... — Πέθανε! Δεν τον βλέ­ πεις, Τανκόρ; λέει ό Μαλαμπαρ πού σ’ αυτό τό μεταξύ παρακολουθούσε αμίλητος την άγωνία τού άπεσταλίμενου! τού μαχαραγιά. Στο ιχη,ματίζω πώς οί φίλοι πού τον σκότω-

σαν δέν είναι πολύ μακρυά άπό εδώ. —. Είναι οί Τέγκ!, λέει σο­ βαρά τό Ελληνόπουλο. Κα­ ταλαβαίνεις τί θά πή αυτό, Μαλαμπάρ; -—"Οταν έρθη η ώρα, θά τούς περιποιηθοϋμε κι* αυ­ τούς όπως τούς ταιριάζει ί, αποκρίνεται ό γίγαντας άνασηκώνοντας άδιάφορα τούς ώ­ μους. Προς τό παρόν όμως... ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ!

ΑΦΝΙΚΑ σκύβει καί μ: α ένα απότομο σπρώξιμο 0=9 ρίχνει στο πάτωιμα το παιδί. Κάποιος άνοιξε άπ5 έ­ ξω αθόρυβα τό παράθυρο, ποέ βλέπει οπό δρόμο, καί σχε·

Σέ 8ύ® λεπτά, τ© 'Ελληνόπθνλ© θ« εϊνεα νεκρό!


Σφαίρες άρχίζουν νά σφυρίζουν γύρω τους.

δον άμέσως τά κλειστά τζά­ μια σπάζουν μέ πάταγο. Την ίδια στιγμή κάτι βαρύ πεψτει ανάμεσα στα πόδια του Τα» γκόρ. — Μιά χειροβομβίδα!, ξε­ φωνίζει ό Μαλαμπάρ. Φυλά» ξου! Τό Ελληνόπουλο όμως μπο ρεί να ζυγιάση^πιό γρήγορα την κρίσιμη θέσι τους. Το μυαλό του δουλεύει πολύ πιο γοργά απ' τό μυαλό του γί­ γαντα. Μέ σβέλτες κινήσεις αρπάζει στη φούχτα του τη μεταλλική σφαίρα, πού από δευτερόλεπτο σέ δευτερόλεπτο μπορεί νά έκραγή και νά τον κάνη χίλια κομμάτια. Σαλτάρει προς τό παράθυρο και τήν τινάζει μέ δύναμι έξω, στο

δρόμο. Μιά δυνατή έκρηξι καί μιά έκτυφλωτική λάμψι επα­ κολουθούν. Λίγο άκόίμα, μισό δευτερόλεπτο, καί όλα 6ά ή­ ταν χαμένα! Ευτυχώς πού πρόφτασε... — Μά τον " I ντρα!, γρυλλίζει ό Μαλαμπάρ καθώς ση­ κώνεται, ή νύχτα αυτή άρχι­ σε πολύ άσκημα! Καιρός νά του δίνουμε, πρίν φτάσουνε οι περιπολίες μέ τούς Εγγλέ­ ζους. Ό Ταγκόρ 5έ μιλάει. Βγαί­ νουν στο δρόμο μέ προφυλά­ ξεις. Τρεΐς σκιές σαλεύουν στο χώμα. Κάποιο βογγητό άκούγεται. Είναι εκείνοι, πού έρριξρν τή χειροβομβίδα καί παραμόνευαν έξω απ’ το παράθυρο. Τώρα είναι βαρεία


ΐ Α <* Κ Ο Ρ πληγωμένο* ^ καί ; σέρνονται άάν φίδια μέ την κοιλιά στο χώμα, — Χό! Χό!, γελάει ό Μαλαμπάρ'.· Αντί να την πάθουμε' έμεΐς, την πάθανε αυτοί! Την.πάθανε σαν αγράμματοι! Χό! Χό! · . · Τό Ελληνόπουλο καί πάλι 5έ μιλάει. · Σκύβει -πάνω από τούς τρεΐς πληγωμένους. Εί­ ναι 'έιντελώς. άγνωστα μούτρα. Γιά πρώτη φορά τούς βλέπει. Οΐ δυο είναι, πολύ βαρεία χτυ­ πημένοι. Λεν πρόκειται νά ζήσουν. Ό ένας όμως, πού δο­ κιμάζει καθώς βλέπει τό παι­ δί νά σηκωθη, δεν φαίνεται νά έχη πάθει σοβαρά πράγματα. Μικρογρατζουνιές. ' -οπτλώθηκε στο δρόμο ζαλισμένος από τον φόβο περισσότερο παρά., απ’ τά τραύματά. · ·. · ; — Μαλαμπάρ !, φωνάζει ό Τάγκόρ. Ό γίγαντας -τρέχει κοντά, του: . · *··*'. ' — Αυτός μάς χρειάζετα^ι ζωντανός, ^Μαλαμπάρ, του λέει. Μπορεί νά ξέρη ένδιαφέ·. ροντα πράγματα... • -— Κοτάλαβα, άποκρίνεται' έκεΐνος καί τά μεγάλα μάτια του αστράφτουν· από ευχαρί­ στησή Θά. τον πάρουμε πα­ ρέα... * — Ναί, Μαλαμπάρ. Θα τον πάρουμε μαζί· μας. • - Ό γίγαντας σκύβει, ά­ πλωνε ι τη χερούκλα τού καί • άνασηκώνει σάν ^πούπουλο τον άγνωστο. * Έκεΐνος όμως έχει άντιρρήσεις. . Ζητάει^ νά ξεφύγη · καςί προσπαθεί νά Φουχτιάση τη λαβή ένός πι­

στολιού, που Ιχει στη μέση του. -— Είσαι καί ζόρικος, βλέ­ πω!, γκρννιάζει ό Μαλαμπάρ καί μέ τό ελεύθερο χέρι, του τού κατεβάζει · γιά γερή κα·« τραπακιά. Νά, .γιά νά γίνης .φρόνιμο · παιδί! . / — Μάς χρειάζεται ζωντα­ νός !, τον μ σελώνει τό ' Ελλη­ νόπουλο.· — Μη φοβάσαι!, αποκρί­ νεται ό γίγαντας. Δεν τον χτύπησα. Τον χαΐδεψα μονά­ χα. Τώρα θά πάψη νά κουνιέ­ ται. Άλλα σε λίγο θά ζωντανέψη πάλι. Καί, καθώς μιλάει, τού παίρνει τό πιστόλι, τό κρύ­ βει κάτω από την κελεμπία του καί τον φορτώνεται σάν άδειο σακκί στούς ώμους τού. Την ίδια στιγμή, άκούγονται ποδοβολητά. Είναι οί στρα­ τιώτες κάποιας περιπόλου, που ακόυσαν την έκρηξι καί τρέχουν προς τό μέρος τους... -— "Έρχονται!.*, λέει ό Ταγκόρ. Εμπρός, δρό·μο! Μέ βιαστικό βήμα βγαίνουν από την πάρο$ο, παίρνουν έ­ να στενό δρομάκο που φέρνε ι­ στό παλιό Δελχί (*) καί άρ(*) Τό Δελχί είναι ή σημερι­ νό πρωτεύουσα των Μνδιών. Στη μεγάλη πεδιάδα, πού εκτείνεται σήμερα , τό^ Δελχί, έχουν χτίστη κατά περιόδους, από τό 3000 προ Χρίστου μέχρι τό 1600- με­ τά Χριστόν, 13 μεγάλες πόλεις, που ακμάσανε και παροικμάσανε. Γι’ αυτό ή μεγάλη πεδιάδα που περιβάλλει τη σημερινό πρωτεύ­ ουσα είναι γεμάτη ερείπια, πύρ­ γους, μισογκρεμισμένα ανάκτορα, υπόγειες στοές, λείψανα πόλεων, ναούς, κατακόμβες, τείχη κλπ.

Τό σημερινό Δελχί χτίστηκε πριν


,ΤΑΓΚΟΡ

9

χίζουν νά τρέχουν. *Όμως άα ’λιάδες ρούπίες (*). Απάνω πόψε, καλά τό είπε ό Μαλατου! Πιάστε τον! μπάρ, δεν έχουν τύχη. Ή νύ­ Ο ΕΓΓΛΕΖΟΣ χτα έχει αρχίσει άσκημα. Κα­ ΚΑ? ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ θώς τρέχουν, μια άλλη περί­ Ο ΕΑλΗΝΟΠΟΥΑΟ βλέ πολος· ξεφυτρώνει μπροστά τους. Πηγαίνουν κυ· αυτοί πει τούς στρατιώτες νά τροχάδην στο σημείο πού άτον ζυγώνουν καί. κατά> κούστηκε ή δυνατή έκρηξ,ι. Ό λαβαίνει πώς είναι χαμένος επικεφαλής ■ Εγγλέζος άξιθε­ αν πέση ότά χέρια τους. Τό ματικός, πού βλέπει τό παι­ βλέμμα του, κοφτερό σάν ά­ δί και τον γίγαντα,. μ’ έναν τσαλη· κυττάζει γύρω. Νά γυάνθρωπο πού φαίνεται· νεκρός ρίση πίσω είναι τό ίδιο σάν φαρτωμένον στούς ώμους του, ν’ άποφασίση ν3 αύτοκτονήση. ξαφνιάζεται καί φουχτιάζει τό Θά .πέρη απάνω στην άλλη περίστροφό του. περίπολο, πού θάχη φτάσει —"Αλτ !, ουρλιάζει. 'Απά­ κιόλας στο σπίτι πού βρίσκε­ νω, τά χέρια! ται τό πτώμα τού Ράκσα. Ε­ δώ πάλι, αυτοί οί έξη ώπλιΤό 1 Ελληνόπουλο κι* ό Σασμένοι άντρες, φαίνονται Α­ λαμπάρ σταματούν. Την ίδια ποφασισμένοι νά πυροβολή­ • στιγμή, ό Εγγλέζος μέ τό ε­ σουν, άν δοκιμάση νά κινηθη. λεύθερο χέρι του πιέζει τό Ρίχνει, μια ματιά στόνΜαλακουμπί τού ηλεκτρικού του ψα μπάρ. πρύ στέκει μερικά βήνοοριοΰ καί ένα έκτυφλωτικό φως πέφτει στο πρόσωπο τού • ματα πιο εκεί. Ό γίγαντας, μέ τον λιποθυμισμένο συ μ μ ο* παιδιού καί τού γίγαντα. Τά μάτια τού αξιωματικού . ,ρίτη στον ώμο, .έχει σφίξει τά δόντια καί κυττάζει δεξιά κι3 στρογγυλεύουν άπό την έκαριστερά σάν ένα άγριο ζώο πληξι κι* είναι σά νά μη πι* πού έχει πέσει σέ δόκανο. στεύη σε κεΐνο πού βλέπει μπροστά του. “Ύστερα συ­ — ΜαλαμπάρΙ,' ψιθυρίζει τό παιδί·. Δεν θά τούς αφήνέρχεται. σουιμε νά, μάς πιάσουν! — Παιδιά!, φωνάζει στούς . Ό γίγαντας ’ βγάζει ^ ένα πέντε στρατιώτες του. Αυτός' βρυχηθμό θυμωμένου, ελέφαν­ εδώ ό πιτσιρίκος πού βλέπε­ τα. τε, είναι ό Ταγκόρ! Απόψε — "Οχι,^· βέβαια Π λέε>. κάναμε την τύχη μας. Τό κε­ φάλι αυτού τού παλιόπαιδού . Δεν μού αρέσει νά σέ βλέπω έχει έπικηρυχτή .γιά έξη χιχωρίς κεφάλι! —τ Είπα, απάνω τά χέρια!, 300 χρόνια άπο τον Μεγάλο Μουδιατάζει πάλι ό αξιωματικός γόλο' Σάχ-Τσεγάν. Το επίσημο Ο­ νομα της πρωτευούσης εΐνα·» ΣάχΤσεχάν-Κούλ πού σημαίνει: «'Η πόλις του Βασιλέως του κό­ σμου»:

"

'

-

11

^

(*) 'Η ρούπια· εϊναι ινδικός νό­ μισμα πού Ισοδύναμε! μέ τά 34 της αγγλικής λίρας..


10

ΤΑΓΚΟΡ

πού βρίσκεται τώρα, πολύ κον τά στο ηρωικό Ελληνόπουλο, Παραδόσου, Ταγκόρ! Δέ μπορείς πιά νά ξεφύγης! — Αυτό δεν τό ξέρεις, Εγ­ γλέζε!, μουγγρίζει τό παιδί μέ σφιχτά δόντια καί καθώς μιλάει σαλτάρει απάνω του σαν λιοντάρι. Τό λαστιχένιο κορμί^του τυλίγεται στο κορμί του Α­ ξιωματικοί) σαν ψίδι. Τά γυ­ μνασμένα πόδια του σφίγγουν σαν μια σιδερένια τανάλια τό στήθος του καί του κάνουν δύσκολη την ανάσα. Ταυτόχρονα τά χέρια του δουλεύουν γοργά καί, πριν προφτάση ε­ κείνος νά συνέλθη, τό πιστό­ λι του βρίσκεται στη φούχτα τού παιδιού. — Στο είπα, Εγγλέζε! Ό

Ταγκόο δεν πιάνεται εύκολα! Αυτός, προσπαθώντας ν’ α­ παλλαγή από την ξαφνική τούτη περίπτυξη βλαστημάει καί παλεύει απεγνωσμένα. Μά τό ηρωικό Ελληνόπουλο ξέ­ ρει μερικές λαβές, πού παρα­ λύουν καί τον πιο χειροδύνα­ μο άντρα. Τον κρατάει γιά μι­ σό λεπτό ακίνητο κι’ ύστερα, μονομιάς, βάζει σέ κίνησι Ο­ λους τούς γυμνασμένους μυώ­ νες του καί τον υποχρεώνει νά^πάρη μιά βόλτα στις φτέρνες του, έτσι πού νά σταθή ^σάν Ασπίδα μπροστά του, Ανάμεσα σ’ αυτόν καί τούς στρατιώτες. Τό πιστόλι, που κρατάει τώρα οτά χέρια του ό Τανκόιρ έχει καρφωθή στη ράχη του Εγγλέζου, πού έχει γίνει χλωμός σάν κερί

*0 Τσγκόρ άρπαζε» την Ζανγκάρ κι* Αρχίζει νά τρέχη!


ΤΑΓΚΟ Ρ ψ

11

Τό κεφάλι τής κόμπρας πλησιάζει στο πρόσωπό του!

Οι στρατιώτες, πού είναι έτοιμοι νά πυροβολήσουν, κα­ θώς βλέπουν τό παιδί νά τα­ μ πουρώ νέτα ι γύρω από τον αξιωματικό τους, σταματούν σάν νά τούς χτύπησε αστρο­ πελέκι. — ’Άν ρίξετε, φωνάζει ό Ταγκόρ, έκεΐνος πού θά ττέση πρώτα νεκρός από τις σφαίρες σας, δεν θά είμαι ε­ γώ ! Πρώτα θά σκοτώσετε τον άποσπασματάρχη σας! Πετάξτε τά όπλα καί δρόμο! "Ομως εκείνοι δεν άκουνε. Συνέρχονται σχεδόν αμέσως από την πρώτη έκπληξι καί σκορπίζουν στις άκρες του δρόμου, προσπαθώντας νά ση­ μαδέψουν απ’ τά πλάγια τό τολμτρό παιδί. Τότε πέφτει σά σίφουνας στη μέση ό Μα-

λαμπάρ. Πετάει τό λιποθυμά σμένο συμμορίτη στο χώμα και βάζει σέ κίνησι τις γρο­ θιές του. Άψίνει ένα άγριο ουρλιαχτό καί με την πρώτη γροθιά τινάζει δέκα μέτρα πί­ σω έναν στρατιώτη πού τον ζυγώνει. Σαλπάρει έπειτα α­ πάνω του, τον αρπάζει μέ τις χερούκλες του καί τον πετάει απάνω ατούς δυο άλλους, που ετοιμάζονται νά πυροβολή­ σουν. Σχεδόν αμέσως, τινά­ ζοντας προς τ’ αριστερά το τεράστιο κορμί του, πιάνει α­ πό τό σβέρκο τούς δυο τελευ­ ταίους, πού δείχνουν νά τά έ­ χουν νάσει μ5 αυτή τη θυελ­ λώδη επίθεση έναν μέ κάθε χέρι, καί, σπρώχνοντας τον έ­ ναν απάνω στον άλλον, κάνει τά κρανία τους νάρθοΰν σέ μιά


12

Τ -Α Γ Κ © Ρ

δυνατή σύγκρουσι. Άκούνεται ένα βογγητό καί τα δυο κορμιά σωριάζονται στο έδσ' •ψος πλάϊ -στους - άλλους, πού δεν -μπορούν 'νά σαλέψουν. —- Έν τάξει, Ταγκόρ!, γρυλλίζει ό. Μαλαμπάρ. Τούς κανονίσαμε ! Τον Εγγλέζο τί θά τον-κάνης; — Πάρε τον- λιποθυμισμένό συμμορίτη πάλι στον ώμο σου, Μαλαμπάρ!, διατάζει τό /Ελληνόπουλο. Προχώρησε κι’ έφτασα! _ · .. · Ό γίγαντας κάνει αυτό πού του λένε καί ό Ταγκόρ' περ­ νάει τό πιστόλι πού κρατάει. στη ζώνη του ποη/τελονιού του κΓ' ύστερα σπρώχνει απότομα προς τά έμπρός τον -αξιωμα­ τικό. . — Καί τώρα οι δυό μας!, του λέει χαμογελώντας. Λυ-·. πάμαι πού έχασες τις έξη χι­ λιάδες ρούπιες καί θά λυπήθώ περισσότερο πού θά σε στείλω^ μέ στραπατσαρισμένα τά μούτρα στην αρραβωνιαστι­ κιά σου! · · Μά την ίδια στιγμή ό. Εγ­ γλέζος, πού έχει γυρίσει και βρίσκεται φάτσα μέ φάτσα α­ πέναντι του, τινάζει προς τά έμπρός τή γροθιά του καί^ τό Ελληνόπουλο καθώς σκύβει νά προφυλαχτή δέχεται ένα δυνατό' χτύπημα στο πρόσω­ πο. Αισθάνεται τή γεύσι τού· αΐιματος' στο στόμα του καί μισοκλείνει τά μάτια ζαλισμέ- · νος. "Όμως, μισό .δευτερόλε­ πτο αργότερα, συνέρχεται καί δίνει πίσω τό χτύπημα.^ Το σαγόνι του αξιωματικού δέ­ χεται τό βάρος τής σιδερένιας

πυγμής του παιδιού καί κά­ νει μερικά βήματα προς τά πίσω.· Μονομιάς, ό Ταγκόρ ρίχνεται απάνω του. Οί γρο' θιές του κινούνται μέ απί­ στευτη ταχύτητα καί τό πρό­ σωπο τού Εγγλέζου γίνεται παράξενα μελανό καί κόκκι­ νο. Στηρίζεται στον τοΐχο, έ­ τοιμος νά σωριαστή. -— Τώρα είμαστε ίσα κΓ' ίσα, λεβέντη!, τού φωνάζει ό Ταγκόρ. Γειά σου καί όνειρα γλυκά γιά τις έξη χιλιάδες ρουπιες πού έχασες... Καί γλυστράει στο σκοτά­ δι ακολουθώντας τήν κατεύ­ θυνση πού πήρε πριν από λί­ γο. ό Μαλαμπάρ. ■ —Μέ λένε Μάξγουελ!, φω­ νάζει ό Εγγλέζος. Σημείωσε αυτό τό όνομα στο μυαλό σου, Ταγκόρ ! Τήν άλλη φο­ ρά πού θά συναντηθούμε, δέ θά φύγης ζωντανός απ’ τά' χέ­ ρια μου. Αλλά δέν παίρνει άπάντησι. Ή νύχτα έχει τυλίξει στά σκούρα της κρέπια τό τολμη­ ρό Ελληνόπουλο,. πού τρέχει ανάμεσα στά ερείπια τής πα­ λιάς πολιτείας προς τον σκο­ τεινό όγκο τού μισογκρεμισμένου πύργου τού Σέρ-Σάχ. Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΜΑΧΑΡΑΓΙΑ

Ο. ΣΚΟΤΑΔΙ είναι πη· •χτό σάν τήν κόλασι σ'* αυτά τά χαλάσματα. Τα παιδί όμως προχωρεί μς στα­ θερό βήμα, γιατί· ξέρει καλά όλη αυτή τή μεγάλη πεδιάδα, πού βρίσκεται έξω . από τό

Τ


Τ Α Γ Κ Ο Ρ Νέο Δελχί. Ή μιά της άκρη συνορεύει μέ την πολυθόρυβη ποωτεύουσα, όπου βρίσκεται τό μεγαλοπρεπές κτίριο τού • Αντιβασιλέας των Ινδιών, έ­ να είδος στρατιωτικού διοικητοϋ πού παίρνει κατ’ εύθεΐαν εντολές από τό Λονδίνο. Ή άλλη άκρη χάνεται μαζί μέ • τά ερείπια στη ζούγκλα. Τά θεόρατα δέντρα καί ή άγρια βλάστησι έχουν σκεπάσει έ­ να μέρος από την ποώιά πο­ λιτεία, πού χτίστηκε τρεις χι- ■ λιάδες χρόνια προ Χριστού.α­ πό τον ξακουστό Μαδχάντι πού υνηΐμονεύεται στη Μαχαβαράτα (*); • Στην άνατολικη πλευρά τής πεδιάδας, είναι ό πύργος τΰύ Σέρ - Σάχ^ Καί ο Τα­ . γκόρ, καθώς βαδίζει προς τά εκεί καί ζυγώνει σγή μεγάλη μισοΥκρεμισμένη του· πύλη,' βγάζει τρεΐς κλαψιάρικες κραυγές τσακαλιού: • — Γάου! Γάου! Γάουού! Είναι τό σύνθημα άναγνω· ρίσεως. Γιατί αμέσως, ·άπό την άλλη μεριά, άκούγεται ή άπάντησι. Αυτή τη φορά α­ παντάει ό Μαλαμπάρ, σά μια γέρικη · κουκουβάγια. -Τούτο , σημαίνει πώς όλα είναι εν τά­ ξει καί πώς'τό Ελληνόπουλο μπορεί νά προχωρήση άφοβα. Ό Ταγκόρ περνάει την πύ­ λη, κατευθύνεται σε-μιά στοά, (*) 'Η Μσγαβαράτα_ είναι Ενα από τά μεγάλα επη των Ινδιών καί άποτελεΐται από ^ 200.000 στίχους. Περιγράφει ήρωϊσμους καί κατορθώματα. Είναι κάτι· που θυμίζει την Ίλιάδα καί την Όδύσεια τού 'Ομηρου. Γράφτηκε γύρω στά 500 π· %·

13

άνεβαίνει μερικές πέτρινες σκάλες καί κάποιος ϊσκιος σα~ λεύει, καθώς μπαίνει σέ μιά μεγάλη κυκλική κάμαρη.. — Έσύ, Ταγκόρ; — Έν τάξει, Μαλαμπάρ..." . Άκούγεται τό.τρίξιμο πού κάνει 'ένα σπίρτο,, καθώς τρί· βεται στον τοΐχα, καί μιά α­ δύνατη κίτρινη φλόγα σπάζει τό σκοτάδι. —"Άναψε τό λύχνο, Μοώαμπάρ!/ διατάζει τό παιδί. Θέλω νά δώ καθαρά τό μού­ τρο τού -μουσαφίρη μας. Ό γίγαντας ανάβει τό λύ­ χνο καί ζμγώνει προς τό μέρος τού Ταγκόρ. Κάτω στις πλάκες ,έίναι ξοατλωμένος ό συμμορίτης, πού.έχουν μεταφέρει ώς εδώ ύστερα από τό­ σες περιπέτειες. Τό 4Ελληνό­ πουλο παίρνει 'τό λύχνο καί σκύβει πάνώ άπό τόν'λιποθυμισμένο άνθρωπο. Εΐναι ένας άντρας μέ κοντοκομ μένα μαύ­ ρα γένέια καί σκληρά, χαρα­ κτηριστικά. ; — Νά τον ξυπνήσω, Τα­ γκόρ; ρωτάει ό γίγαντας. -— -υπνησέ τον, Μαλα­ μπάρ! Σού ξοτναθυμίζω μο­ νάχα πώς μάς χρειάζεται. ζο>ν τανός. Δεν χρειάζεται... νά τον χαϊδέψης καί πολύ! . Ό σύντροφος, τού "Ελληνό­ πουλου κουνάει ·τό κεφάλυ Σκύβει, * φουχτιάζει οπτό τά γένεια τον λιποθυμισμένο συμ ■ μο ρ ίτη-, , τον άνσσηκώνε ι ραί τον στήνει ορθό στον τοΐχο. "Ύστερα μέ τό ελεύθερο χέ­ ρι του τόν...χαϊδεύει ελαφρά στο πρόσωπο. Ό άνθρωπος άνοίγει τά μάτια. Κυττάζει


14

ΤΑΓΚΟΡ

γύρω του καί μέσα στο μισο­ σκόταδο προσπαθεί νά μ αν» τέψη που βρίσκεται. "Ύστερα θυμδται καί τό βλέμμα του, γεμάτο λύσσα, καρφώνεται πάνω στο παιδί. —Ό "Ελληνας!, γρυλλίζει. Ό Ταγκόρ! — "Ολάκερος, καθώς βλέ­ πεις!.. χαμογελάει τό Ελλη­ νόπουλο. ^— Τί θέλεις από μένα; ρο3τάει. — Που είναι ή Ζανγκάρ, ή κόρη τοΰ Νιρούκτα; κάνει απότομα τό παιδί. "Ενα άσκημο χαμόγελο σχε βιάζεται στο τΤρόσωπο του συμμορίτη. —Μά τή θεά Κάλι (*) που μέ προστατεύει, πολλά ζη­ τάς ! "Έχω ακουστά πώς ά.γαπάς την όμορφη μοναχοκό­ ρη τού Μαχαραγιά, μά άπό μένα δε θά μάθης πού θά τή βρής. Οι Τέγκ δεν προδίνουν! — ΕΤσαι ένας Τέγκ λοι­ πόν; Δέ γελάστηκα! — Ναί. Είμαι ένας Τέγκ! — Τώρα θά δούμε, άν θ’ άνοιξης τό στόμα σου! Τό "Ελληνόπουλο γυρίζει στον γίγαντα. (*) ( ιΗ Θεά Κάλι (ή Μαύρη) είναι η πρώτη άττο τις τρεις γυ­ ναίκες τοΟ^Θεου Σίβα. Είναι η πιο αίμοβόρα Θεά^ του ινδικού πανθέου. Έτη χιλιάδες^ νοόνια, έσφαζαν στα πόδια^ του ειδώλου της ανθρώπους. Σήμερα ^ στην παληά παγόδα της που υπάρχει σ:ρν Καλκούτα αντί άνθρο:ποθυο-ίες γίνονται θυσίες ζώων., Γυ­ μνοί οος τη μέση, οι Ιερείς κάνουν αυτές τις θυσίες, που επιτρέπε­ ται νά τις παρακολουθούν καί οί

ξένοι.

— Μαλαμπάρ, κάνε τή γλώσσα του νά λυθή! — Έν τάξει, Ταγκόρ! ^Ε­ φτασα !... Χάνεται στή σκιά κι’ άκούγεται κάποιο γλυκό σφύριγ­ μα. "Ο Μαλαμπάρ σφυρίζει παράξενα. "Ενας ασυνήθιστος θόρυβος φτάνει άπό μιά σκο­ τεινή άκρη τής μισογκρεμισμένης αυτής κάμαρης. Κ Π ύ­ στερα ξαναφαίνεται ό γίγαν­ τας. Κρατάει στα χέρια ένα μεγάλο φίδι μέ πλατύ κεφάλι. — Μιά κόμπρα!, ξεφωνίζει τρομαγμένος ό Τέγκ. Μιά κό­ μπρα! . — Χό! Χό!, γελάει ό Μα­ λαμπάρ καθώς τό φίδι κου­ λούρι άζεται και ξεκουλουριάζεται στά γυμνά μπράτσα του. "Έχω ακούσει πώς οί Τέγκ στραγγαλίζουν τούς αν­ θρώπους μέ τό ρυμάλ, ένα με­ ταξωτό μαντήλι πού έχουν πάντα γύρω άπό τή μέση τους. Έγώ δέν έχω ρυμάλ, μά τούτη ή κόμπρα θά περιποιηθή τό λαιμό σου... Καί, καθώς μιλάει, ζυγώ­ νει όλο και περισσότερο. Τά χάντ-ρινα μάτια τού δηλητη­ ριώδους φιδιού καρφώνονται απάνω ατό χλωμό συμμορίτη. Δυο μεγάλα σουβλερά δόντια φαίνονται, καθώς- ή κόμπρα ανοίγει τό στόμα της. Μέσα σ’ αυτό υπάρχει τό κεραυνο­ βόλο δηλητήριο... — Μήπως θυμήθηκες τώρα πού είναι ή Ζανγκάρ; άκούγεται ή φωνή τοΰ παιδιού. "Ο Τέγκ τρέμει. Τό βλέμ­ μα του καθρεφτίζει τον τρό­ μο, πού έχει φουντώσει μέσα


Τ Α Γ Κ Ο Ρ του., Μά είναι πεισματάρης κι*, έχει ^άποφασίσει νά μην ά­ νοιξη τό στόμα του. —- Θά σέ ψιλήση γλυκά γλυκά στο λαιμό ή φιλενάδα μου, λέει ό Μαλαμπάρ. Κι’ ό­ ταν πάψη νά σέ φιλάη, δυο μικρές κόκκινες τελείες σάν τό κεφάλι μιας καρφίτσας θά μείνουν στο πετσί σου. "Υστε­ ρα θ5 άρχίσης νά χοροπηδάς σάν τρελλός όσο νά παράλυ­ σης ολάκερος καί νά πεθάνης. — Που είναι ή Ζανγκάρ; ξαναρωτάει ό Ταγκόρ. -— Πάρε τό φίδι από κοντά μου!, ουρλιάζει ό Τέγκ τρέμοντας. Θά μιλήσω! Ό γίγαντας κάνει μερικά βήματα πίσω. — Έν τάξει, φίλε! Μτγορεΐς τώρα νά μιλήσης έλεύθερα, του λέει. Τό παιδί πηγαίνει κοντά του. — Ή κόρη τοϋ Μαχαρα­ γιά είναι στο σταυροδρόμι του Τζάλ -,Τζαμί, αρχίζει νά μιλάη_ ό Τέγκ. Έκεΐ θά την βρής. Την κρατάει αιχμάλω­ τη ό Ναντίρ-Χο, ό Μονγόλος.' — Ό Ναντίρ-Χό; ξαφνιά­ ζεται τό Ελληνόπουλο. Ό Ναντίρ - Χό είναι νεκρός! — Ό Ναντίρ δεν πέθανε ποτέ, λέει ό Τέγκ. Ή μεγάλη Κάλι τον προστατεύει "Αρ­ παξε τη Ζανγκάρ καί την κρα τάει αιχμάλωτη όσο νά μάθη τό μυστικό του πατέρα της. Ό μαχαραγιάς , Νιρούκτα, που τώρα ξεσηκώθηκε εναν­ τίον των Εγγλέζων, έχε· ένα μεγάλο θησαυρό κρυμμένο στη ζούγκλα. Ό Ναντίρ τον

15

®έλει γιά τους Τέγκ! Ό Ταγκόρ γυρίζει οπόν γί­ γαντα, που στέκει παράμερα. — Στείλε τό φίδι σου νά κοιμηθή, Μαλαμπάρ, τού λέει. Ό μουσαφίρης μας είναι έν τάξει. Μάς είπε^τήν άλήθεια. — Δεν θά σου χρειαστή ό­ μως αύτή ή άλήθεια, Ταγκόρ, γιατί ύστερα από λίγο θά ταξιδεύης στην κόλασι! „ άκούγεται μιά βαρειά φωνή. ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Ο ΠΑ]ΔΙ γυρίζει, ξα­ φνιασμένο. Τρεΐς ίσκιοι στέκουν στο άνοιγμα της πόρτας. Ό ένας από τους τρεΐς είναι πού μιλάει. Ό Ταγκόρ κάνει ένα βήμα πίσω καί με μιάν απότομη κίνησι ρίχνει στις πλάκες τον λύχνο πού είναι κρεμασμένος οπόν τοίχο. Ή κάμαρη γεμίζει άπότομα σκοτάδι. Μά σχεδόν αμέσως, τρεΐς αστραπές έρ­ χονται από τό μέρος τής πόρ­ τας. ’Ακούγεται μιά κραυγή πόνου καί ό βαρύς γδούπος ενός κορμιού πού πέφτει στο έδαφος. Είναι ό Τέγκ, πού εί­ χε σαλτάρει προς τό μέρος τοΰ παιδιού. Σημαδεύοντας ιόν Ταγκόρ τον χτύπησαν, χωρίς νά τό καταλάβουν, ο’ϊ σύντροφοί του πού ήρθαν νά τον έλευθερώσουν. — Πρόσεξε, Μαλαμπάρ !, φωνάζει τό 1 Ελληνόπουλο. Μη προχωρής προς την πόρτα! "Ενας βρυχηθμός ελέφαντα φτάνει απ’ τό σκοτάδι. — Έν τάξει, Ταγκόρ! Κα­

Τ

τάλαβα !


16

ΤΑΓΚΘΡ

Οί χερούκλες του μέ σφιγμέ­ Και την ίδια στιγμή τδ πι­ στόλι του Εγγλέζου, πού έ­ νες γροθιές στριφογυρνάνε χει στη μέση του τό1 παιδί,. .στον άέρ,σ καί πέφτουν, βαπερνάει στο δεξιό του χέρι. ρειά σέ μερικά κεφάλια. *Ακαί έξη άπανωτές .βροντές κούγονται κραυγές καί βλα­ στέλνρυν Ισάριθμα καυτά μο­ στήμιες. Ταυτόχρονα ό άσυγλύβια προς τό μέρος τής πόρ­ κράτητος γίγαντας, χρησιμο­ τας. Κάπριος- πέφτει άφίνονποιώντας τά. τεράστια πόδια τας ένα πνιχτό βογγητό. Ό του, άνατρέπει τούς πρώτους Ταγκόρ γλυστράει πλάγια. τρεΐς. Εκείνοι πέφτουν άνάσκελα καί, καθώς γκρεμίζον­ Δυό γλώσσες φωτιάς σπάνε τό σκοτάδι. Οί σφαίρες τρυ­ ται στην απότομη σκάλα, πα­ πουν τον άέρα' στο σημείο α­ ρασύρουν σ’ ένα άγριο κατοακύλισμα κι5 αυτούς, πού βρί­ κριβώς, πού ένα δευτερόλεπτο σκονται πίσω τους. Μερικές πριν στεκόταν τό ηρωικό παι­ δί. Τό Ελληνόπουλο· σέρνε-, πιστολιές πέφτουν άκόυα καί ται μέ την κοιλιά στο βάθος απότομα γίνεται σιωπή. τής κυκλικής κάμαρης. Τώρα—- Θά ξαναγυρίσουν, Μαμπορεί νά σημαδέψη καλύτε­ λαμπάρ!, φωνάζει τό παιδί. ρα. Πιέζει, την σκανδάλη. "Ε­ "Ενας δρόμος μονάχα μάς μέ­ νας ξερός κρότος μετάλλου νει. Νά γλυστρήσουμε άπό τό •άκούγετ'αι. Τό περίστροφο δεν παράθυρο. Είμαστε άοπλος έχει άλλες σφαίρες. Τό πεκι’ εκείνοι είναι πολλοί · καί τάει κι* ή καρδιά του αρχί­ ώπλισμένοε ζει νά χτυπάη βιαστικά, κα­ Ό γίγαντας καταλαβαίνει. θώς βλέπει καινούργιους Τ Τρέχουν τώρα κι" οί δυό στο σκιους νά γεμίζουν τό άνοιγ­ βάθος τής κάμαρης, , περνούν μα τής πόρτας. μια χαμηλή στοά καί βρίσκονΤούς παρακολούθησαν ώς • ται σέ μια στενόμακρη ,έρειέδώ οί Τέγκ, χωρίς· νά τό μ υβ­ πωμένη αίθουσα μέ πολλά πα­ ριστούν, καί τούς έκλεισαν έ­ ράθυρα. Ό Μαλαμπάρ κρατσι σέ άσκημο δόκανο. τάει κιόλας ένα χοντρό σκοι­ νί στα χέρια του. Σέ -τούτο — Παραδόσου, Ταγκόρ!, τον έοειπωμένο πύργο, πού άκούγεται πάλι ή βαρειά φω­ νή. Δέ μπορείς νά ξεφύγης! χρησιμοποιούν κατά· καιρούς "Αν είσαι φρόνιμος, δεν έχεις για κρυψώνα, έχουν όλα τά νά φοβηθής τίποτα. χρειαζούμενα γιά περίπτωσι ανάγκης.Δένουν τό ' σκοινί 'σέ Τό παιδί δε μιλάει. Ό Μα-· κάποιο κάγκελο, ρίχνουν την λαμπάρ δμως αρχίζει νά θυάλλη άκρη τόυ^στήν έξωτεριμώνη καί άφίνει ένα καινούρ­ κή πλευρά , τού πύργου καί γιο ουρλιαχτό. Καί, ξαφνικά, γλυστρουν έξω άπ’ τό παρά­ σαλτάρει προς την πόρτα, θυρο. Πιασμένοι άπό τό σκοι­ χωρίς νά λογάριάζη τις σφαί­ νί, άρχίζουν νά κατεβαίνουν. ρες πού σφυρίζουν γύρω του.


ΤΑΓΚΟΡ Πρώτος, ό γίγαντας Μαλαμπάρ., δεύτερο τό τολμηρό, η­ ρωικό ' Ελληνόπουλο. Κάτω α­ πό τά πόδια τους, σέ βάθος πενήντα και παραπάνω μέ­ τρων, είναι ή γ.ή. Κατεβαίνουν όσο γίνεται πιο γρήγο-ρά:. Ξαφνικά όμως, μια σφαίρα · περνάει δίπλα απ’ τ’ αυτιά τους σφυρίζοντας. Κι* ύστερα άλλη κι5 άλλη. 'Ο Ταγκόρ εί­ χε δίκηο. ζιαναγύρισαν και πυ­ ροβολούν τώρα απ’ τό παρά­ θυρο. · Τό παιδί καί ό γίγαν­ τας αισθάνονται άσκημα. Μο­ νάχα ένας Θεός ξέρει άν θά προφτάσουν νά πατήσουν στο έδαφος. Καί σαν νά μην έφτα­ ναν οί σφαίρες, εκείνοι που τούς κυνηγούν άποφασίζουν τώρα κάτι πιο σίγουρο. Μ5 έ­ να μαχαίρι άρχίζουν νά κόβουν τό σκοινί πού κρέμεται απ' τό παράθυρο ί Ό Ταγκόρ, πού άνασηκώνει τά μάτια καί βλέ­ πει, αισθάνεται -ένα παγερό ρΐγος νά τον κυριεύη. "Αν κο­ πή τό σκοινί, θά κατρακυλή­ σουν κι5· οί δυο, αυτός κι* ό Μαλαυπάρ, στο κενό καί εί­ ναι χαιμένοι. Τούτη την κρίσι­ μη στιγμή πού βρίσκεται α­ νάμεσα ζωής καί θανάτου, ό Ταγκόρ θυμάται τούς γονείς του. "Ενα παρόμοιο τραγικό περιστατικό τερμάτισε την καριέρα τού πατέρα καί τής μητέρας του. Κάποιο σκο'νί έσπασε καί τότε κι5 έμεινε ορ­ φανός κι5 απροστάτευτος σε τούτη την αχανή καί μυστη­ ριώδη χώρα,' τις Ινδίες...-

17

Η ΙΣΤΟΡΙΑ •ΤΟΥ ΤΑΓΚΟΡ

Ρ IΝ. έξη χρόν ι α, ό Δη** ΜΠΤρης Σάρπας, πού χ έγινε αργότερα ό ξα­ κουστός Ταγκόρ, αποτελούσε μαζί μέ τον πατέρα του, Πα­ ναγιώτη Σάρπα καί τη μητέ­ ρα του ^ Μαρία Σάρπα, μιά θαυμαστή ακροβατική- ομάδα στο περίφημο τσίρκο Πιεραντόνι, πού έκανε τό γύρο τού κόσμου. Κάποιο βράδυ· όμως, όταν τό ιπποδρόμιο έδινε πα­ ραστάσεις στήν Καλκούτα, έ­ χασε τούς γονείς του. "Ενα σκοινί έσπασε, τή στιγμή α­ κριβώς πού έκτελούσαν 'τό νούμερο «Πήδημα τού θανά­ του», κι5 έπεσαν άπό ψηλά καί σκοτώθηκαν. Ό Δημήτρης, πού ήταν τό­ τε σχεδόν δέκα χρόνων, έκλά­ ψε πικρά. Μιά καί δέ μπορού­ σε όμως νά κάνη διαφορετικά, εξακολούθησε νά δουλεύη στο τσίρκο, ταξιδεύοντας μαζί του άτίό τή μιά πολιτεία στήν άλ­ λη. "Ενα ξημέρωμα, τά. τρο­ χόσπιτα τού ιπποδρομίου πη­ γαίνοντας γιά ^τό Μπεναρές, την ιερή πόλι των Ι νδών, περ­ νούσαν άπό τό στενό μονο­ πάτι μιας ζούγκλας. Καί τό­ τε έγινε κάτι πού άλλαξε τή μοΐρα τόύ μικρού Ελληνόπου­ λου. Τά άλογα πού. σέρνανε τ5 αμάξια αφήνιασαν άντικρύζοντας έναν άγριο ελέφαντα καί ό Δημήτρης τινάχτηκε έ­ ξω άπό την ανοιχτή πόρτα έ· νός τροχόσπιτου κι5 έπεσε .βα­ ρεία στο- χώμα. "Εχασε τις αισθήσεις του κι* όταν συνήλ-

Ο


■|Μ| ΒιΒΒΙΙ

(1···

1111

®%<<·χ·:*:5ί5ίί:'ή·κ<*«ίί*¥:':·:· «ι * :*<·:■

&>:·>:'·:ν

■I %;.·.·«

4&νθρ«*π·ς

*ιτ**τ«λμέν©β *

§1ναι

7Γεβτμένος

χ«μ«* $αρ®ι« ττληγωμένθς I


Τ Α Γ Κ ©. Ρ θε^βρέθηκε ολομόναχος στη ζούγκλα. /Ένας δυνατός φόβος τόν> 'κυρίεψε κι5 άρχισε νά τρέχη, κλαίγοντας και ζητώντας βο­ ήθεια. Μά κανείς δεν ήταν να τον άκούση σ’ αυτή την ερη­ μιά, πού σέ κάθε σκοτεινή γω­ νιά της παραμόνευε 'ό .θάνα­ τός.’ΤΡ μόνο πού κατάφερε ή­ ταν νά περί πλάνη θή περισσό­ τερο καί νά χαθή μέσα στο πυκνό δάσος. Δεν·είχε παρά ένα μαχαίρι μαζί του κι* όλο βάδιζε, άνοί>όντας δρόμο ανάμεσα στους, κορμούς των αιωνόβιων δέν­ τρων καί στούς πυκνούς θά­ μνους. Που καί που, τό αργό σύρσιμο κάποιου φιδιού, που περνούσε άπό μπροστά του. τόν έκανε νά σταιματάη. "Ήξε­ ρε πώς τά φίδια δεν έπιτίθεν* τα.ι, άν δεν τά 'πειράξης. 5 Απ' τά^ κλαριά, ξεπηδουσαν που­ λιά μέ παράξενα χρώματα. Μερικοί άσπροι πίθηκοι, κρε­ μασμένοι απάνω στά δέντρα, τον κυτταζαν ξαφνιασμένοι μέ τά περίεργα μάτια τους. Βάδιζε, βάβιζε, βάδιζε. "Αλλα πουθενά δεν μπορούσε νά βρή μια έξοδο. Ή ζούγκλα είχε αποφασίσει νά τόν κρά­ τηση αιχμάλωτο! Κατά τό σούρουπο, άπελπισμένος καί κατάκοπος, έπεσε καί ξαπλώ­ θηκε κάτω άπό ένα άρτάδεν­ τρο. "Ενας γλυκός ύπνος άρ­ χισε νά κλεινή τά μάτια του. ζαΦνιικά ανατρίχιασε. "Ενα πνιχτό ουρλιαχτό τόν έκανε νά τη/οχτή τρομαγμένος. ? Η­ ταν ένας βρυχηθμός λιοντα­ ριού. "Ενα ουρλιαχτό όμως

παράξενο καί· θλ ι μ μένα. Κ ύτ ■ τάξε γύρω του προσπαθώντας νά ραντέψη σέ ποιο μέρος βρι σκόταν’τό φοβερό αγρίμι πού ούρλιαζε καί, θέλοντας νά τ' άποφύγη, άρχισε νά τρέχη χω­ ρίς νά ξέρη· άν είχε πάρει το σωστό δρόμο ή όχι.:. Καθώς έτρεχε, καρφώθηκε στη θέσι του σά ^νά τόν χτύ­ πησε κεραυνός. Είχε πέσει α­ πάνω στο λιοντάρι, πού ϊσσΤσα ήθελε. / άποφύγη. ■ Μά πράγιμ α^ περ ίεργο: Τό ύπερήφανο ζώο ήταν ξαπλωμένο πλάγια πάνω σέ σωρούς ξε­ ρών Φύλλων, ακίνητο, καί γύ­ ρω του πεντέξη πίθηκοι, χο­ ροπηδούσαν καί τό κοροΐδευ­ αν βγάζοντας παράξενα ουρ­ λιαχτά... * Ό Ταγκόρ τότε θέλησε νά φύγηΐ Μά πάλι σταμάτησε. Γιοττί τό λιοντάρι έστρεψε τά μάτια του πρός τό μέρος του καί κύτταξε τό παιδί θλιμμέ­ να κι’ έβγαλε έναν καινούργιο παραπονιάρικο βρυχηθμό, ίό Ελληνόπουλο ήξερε άπό λιον­ τάρια,. άφου στο τσίρκο πού δούλευε είχαν κάμποσα άπ: αυτά μέσα σέ μεγάλες σιδε­ ρένιες κλούβες. Κατάλαβε λοι­ πόν την παρακλητική ματιά του αγριμιού. Τότε πήρε κου­ ράγιο καί πλησίασε περισσό­ τερό κοντά του. Μ’ ένα κλα­ ρί που έκοψε άπό κάποιο δέν'·· τρο, έδιωξε τούς πιθήκους χτυπώντας δεξιά αριστερά καί τούς έκανε νά χαθούν τρο­ μαγμένοι, γρυλλίζοντας θυ­ μωμένα, μέσα · στις πυκνές φυλλωσιές. • Τώρα, τό παιδί ήταν μόνο


ΤΑ ΓΚΟΡ' μέ τό λιοντάρι..Φάτσα μέ φά­ τσα. "Ενα χτύπημα μέ τά χοντρά νύχια του1 θά ήταν άρκετό νά του συντρίψη το κε­ φάλι. Μά τό ένστικτό του δεν τον γελούσε. Τό ζώο τον κύτταζε παρακλητικά κι* έδειχνε πώς είχε την άνάγκη του.^Ε­ μενε ασάλευτο και βονγουσε. Τό Ελληνόπουλο, διώχνον-. τας κάθε φόβο, πήγε πιο πο- · λυ κοντά του. Και τότε κατά­ λαβε. Δυο πόδια του· άγριμιοΰ, ένα μπροστινό κΓ ένα πισινό, ήταν τσακισμένα από σφαίρες! Κάποιος κυνηγός τό είχε, πληγώσει κι* εκείνο κα~ τάφερε νά φτάση καί νά κρυ­ φτή ως εδώ, άλλά έτση κα­ θώς δέ .μπορούσε τπά νά σαλέψη/ ήταν καταδικασμένο σέ θάνατο... · Ό Δημήτρης- είχε παρακο­ λουθήσει πολλές φορές τό θη­ ριοδαμαστή του τσίρκου, ό­ ταν περιποιόταν τά λιοντάρια του,, κι5 είχε μάθει αρκετά για­ τροσόφια.. Χαΐδεψε λοιπόν τό υπερήφανο ζώο στο κεφάλι^κι5 έκεΐνο σαν άνθρωπος, μέ δακρυσμένα μάτια, έγλειψε^μέ τή γλώσσα του τό χέρι του παι­ διού. — Έν τάξει, φίλε!., εΐπε 6 . Δημήτρης πού ξέχασε κιόλας τούς φόβους του καί τή δύ­ σκολη θέσι πού βρισκόταν χαμένος μέσα στη ζούγκλα. Θά σέ γιατρέψω πολύ σύντο­ μα! Εύτυχώς, έκεΐ κοντά, υπήρ­ χε μιά πηγή. Μούσκεψε τό μαντήλι·του κι5 έπλυνε μέ προ σοχή τις πληγές του λιοντα­ ριού. Τό ζώο άνακουφίοτηκε

κάπως καί κούνησε μ’ ευγνω­ μοσύνη τήν ουρά του. ^Υστε­ ρα, έκοψε μέ τό μαχαίρι. του δυο ίσια κλαριά, τά καθάρισε άπό τά φύλλα καί άρχισε μιά παράξενη δουλειά, πού θά τή ζήλευε ακόμα κι* ένας χει­ ρουργός μέ . μεγάλη πείρα. Πρώτα, έφερε· στή θέσι του τό σπασμένο κόκκαλο του μπροστινού ποδιού, ένωσε τις δυο του άκρες- καί, γιά νά μή ξεφύγουν άπό τή θέσι τους, τοποθέτησε πλάϊ. τους τό ένα κλαρί καί τό έδεσε σφιχτά μέ πολλές ' βόλτες, χρησιμοποι­ ώντας αντί γιά σκοινί μερικά πλατειά καί μακρυά φύλλα δέντρου. Τό ίδιο έκανε καί γιά τό άλλο πόδι. "Υστερα έφτια­ ξε μιά πηχτή λάσπη άπό ά­ σπρο χώμα, πού βρισκόταν πλάϊ στήν πηγή, κάτι πού έ­ μοιαζε πολύ μέ. γύψο, καί τύ­ λιξε μ5 ένα χοντρό στρώμα απ’ αυτή τά ξύλα καί τά μέ­ ρη τών σπασμένων ποδιών. . —Σέ μιά^ βδομάδα, είπε χαϊδεύοντας τό λιοντάρι, θά περπατάς όπως πριν.. Μη στενοχωριέσαι! Έκεΐνο έβγαλε- ένα ^ βρυ­ χηθμό ευγνωμοσύνης καί κού· νησε τήν ούρα τρυ. Τήν έπόμενη στιγμή τό παιδί, χρησι­ μοποιώντας γιά δοχείο μιά μεγάλη καί πλατειά φλούδα κάποιου άγνωστου καρπού, βαθουλωτή σαν λεκάνη,, έφε­ ρε νερό στο ζώο. Τό λιοντάρι άρχισε μέ λαιμαργία νά πίνη. Χρειάστηκε νά κάνη επτά δρόμους ό Δημήτρης γιά νά χορτάση τή δίψα τού λιοντα­ ριού κι*' υστέρα σποκαμωμέ-


22

ΤΑΓΚΟΡ

πάρδαλι πού, παρακούοντας τίς εντολές τού λιονταριού., θέλησε νά τού έπιτεθή ύπου­ λα... Τό γυμνασμένο από τό τσίρκο κορμί του, ελεύθερο μέσα στην παρθένα τούτη φύσι, έδεσε περισσότερο. Δυ­ νάμωσαν τά χέρια καί τά πό­ δια του καί απέκτησε μιά κα­ ταπληκτική δύναμι. Σιγά-σιγά, τά ζώα, βλέποντας την υπεροχή καί την εξυπνάδα του, ήρθαν κΤ έγιναν φίλοι του. "Εμαθε τή γλώσσα τών άγριμιών καί μ5 ένα σφύριγ­ μά του ή έναν λαρυγγισμό του έτρεχαν κοντά του τά πιο ά­ Η ΖΑΝΓΚΑΡ γρια καί αίμοβάοα θηρία. ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ Στενός του δμως φίλος έ­ μεινε ^ πάντα τό λιοντάρι, ό ΣΤΕΡΑ από μια εβδο­ Άσικάγκα, δπως τόν ώνόμά­ μάδα, τό λιοντάρι άρ­ σε, πού θά πή «άφοβος». "Ο­ χισε νά περπατάη. Τό σο μακρυά κι* άν ήταν, ό 3Α* Ελληνόπουλο καί τό υπερή­ σικάγκα έτρεχε σάν αστραπή φανο ζώο έγιναν στενοί φίλοι. κοντά στον Ταγκόρ καί ξά­ Τό λιοντάρι μέ τούς βρυχηθ­ πλωνε μπροστά του, δταν άμούς του ειδοποίησε όλα τ5 α­ κουγε νά τόν φωνάζη. γρίμια τής ζούγκλας πώς κα­ νείς δεν έπρεπε νά πειράξη "Εθη ολάκερα χοόνια πέρα­ τό παιδί, πού του έσωσε τή σαν έτσι, ώσπου ένα πρωΐ τό ζωή καί πού ήταν τώρα υπό 4 Ελληνόπουλο γνώρ ι σε τήν την προστασία του. Ό ΤαΖανγκάρ, ένα όμορφο μελσγκόρ τρεφόταν μέ καρπούς, χροινό ^κορίτσι, την μοναχο­ έκανε συχνά περιπάτους κακόρη τού^ όνο μ αστού μαχαρα­ βάλλα στή ράχη τού μεγάλου γιά Νιρούκτα. Είχαν βγή μαζί φίλου του καί τ3 άλλα ζώα τής μέ τόν ποττέρα της κυνήγι, ζούγκλας τόν κύτταζαν μέ καί μιά μεγάλη ακολουθία α­ θαυμασμό. "Εμαθε νά σκαρπό ώπλισμένους Ινδούς ήταν ψαλώνη στά δέντρα, νά σαλ­ μαζί τους. "Ομως τό κορίτσι ιάρη από κλαδί σέ κλαδί, νά σέ μιά στιγμή άπομακρύνθηκε πραγματοποιή απίθανα πηδή­ άπό τούς άλλους καί μιά άματα, νά παλεύη μέ τούς με­ γοιεμένη τίγρις τής έπετέθη, γάλους άσπρους πιθήκους καί Ό Ταγκόρ, πού βρισκόταν κάποτε μέ μιά γροθιά σκότω­ κάπου εκεί κοντά, άκουσε τήν σε μιά μαύρη πεινασμένη λεο­ κραυγή τής νέας κι3 ή καρδιά νος ξάπλωσε δίπλα στο ζώο. Τό σκοτάδι είχε άοχίσει νά πέφτη και ή ζούγκλα γέμισε γυαλιστερά μάτια και ουρλια­ χτά. Τά αγρίμια έβγαιναν γιά τό νυχτερινό τους κυνήγι. Τό παιδί όμως ήταν τόσο κου­ ρασμένο. πού δεν τά λονάριασε. -άπλωσε καί κοιμήθηκε. "Αγρυπνο δμως έμεινε, προ­ στατεύοντας τή ζωή^ του, τό μεγάλο λιοντάρι πού αισθα­ νόταν μιά δυνατή ευγνωμοσύ­ νη καί μιά περίεργη αγάπη γι’ αυτόν τόν μικρό άνθρωπάκο, πού του φέρθηκε μέ τόση στοργή.

Υ


ΤΑΓΚΟΡ του χτύπησε παράξενα. Σαλ= χάροντας από δέντρο σέ δέν­ τρο, έφτασε κοντά της και έ­ χοντας μονάχα για δπλο τό (κοντό μαχαίρι* τους ρίχτηκε απάνω στην τίγρη. Ξεγάντζω­ σε τό κορίτσι από τά νύχια της κι5 ύστερα, παλεύοντας ά­ γρια, πλήγωσε θανάσιμα^ τό αγρίμι, πού χάθηκε ούρλιάζον τας πίσω από τούς μεγάλους θάμνους. "Υστερα από λίνο, έφτα­ σαν έκεΐ ό μαχαραγιάς κΓ ή άκολουθία του. "Οταν είδαν ζωντανή την κοπέλλα καί γο­ νατ ισμένο πλάϊ της τόν Τα­ γκό ρ νά περιποιήται τά ελα­ φρά τραύματά της, ξαφνιά­ στηκαν. Πώς βρέθηκε αυτό τό παιδί στην άγρια ζούγκλα; Μά ή κατάπληξί τους έγινε μεγαλύτερη, δτοον τόν ακόυ­ σαν νά μιλάη τη γλώσσα τους και νά διηγήται τά καθέκα­ στα, πού έπεβεβαίωνε έπεμβαίνοντας κάθε τόσο τό κορί­ τσι. —· Ό Μεγάλος 5 Αλλάχ ^νά σέ προστατεύη, παλληκάρι μου!, του είπε 6 μαχαραγιάς^. Τό παλάτι μου είναι ανοιχτό γιά σένα. "Ελα μαζί μου, νά σέ γεμίσω χρυσάφι και αξιώ­ ματα. "Εσωσες τη μοναχοκό­ ρη μου, πού είναι δ,τι πιο πο­ λύτιμο έχω στον κόσμο. —"Ελα μαζί μας, είπε κΓ ή Ζανγκάρ. Τό 4Ελληνόπουλο δέχτηκε. ’Άν ήταν διαφορετικά, δέν θά δεχόταν γιά κανένα λόγο ν’ άφήση τή ζούγκλα. ^ "Ομως στά δυο μάτια του άμορφου κοριτσιού, πού ήταν γεμάτα

23

από μιά σιωπηλή ικεσία, τί­ ποτα δέν μπορούσε νά άρνηθή. — Δέχομαι νάρθώ μαζί σας, είπε. Μονάχα πού πρέ­ πει ν’ άποχαιρετήσω πρώτα κάποιο φίλο μου. Καί, γυρίζοντας κοττά τή δύσι, σφύριξε τρεις φορές. "Ε­ νας άνατριχιαστικός βρυχηθ­ μός ^ακούστηκε. Τό παιδί χα­ μογέλασε. Κι5 υστέρα άπό λί­ γο φάνηκε τρέχοντας προς τό μέρος, του ό Άσικάγκα, τό λιοντάρι. Ό Μαχαραγιάς καί οί ακόλουθοί του τραβήχτηκαν πίσω άφίνοντας κραυγές τρό­ μου. Μά τό Ελληνόπουλο τούς καθησύχασε. -—Είναι φίλος μου!, εΐπε. Μη φοβόσαστε! ^"Επειτα, μιλώντας τή γλώσσα του, άποχαιρέτησε τό λιοντάρι, χαϊδεύοντας την υπερήφανη χαίτη του: -—θάρχωμαι τακτικά νά σέ βλέπω, του είπε. ’Άν μέ χρειαστής, ’Ασικάγκα, τό ξέρω πώς καί στην άκρη του κό­ σμου νά είμαι, θά μέ βρης. Γειά σου, φίλε. Τό λιοντάρι κούνησε την ου ρά του, μά τά μάτια του ή­ ταν λυπημένα. — Δέν είναι ανάγκη νά στενοχωριέσαι, του είπε ό Ταγκόρ, σκύβοντας κοντά στ5 αυτί του. Δέ βλέπεις τό κο­ ρίτσι πού μέ θέλει κοντά του; Θάρθουιμε μιά μέρα νά σού κάνουμε έπίσκεψι μαζί... Ό Άσικάγκα κατάλαβε κΓ έβγαλε ένα χαρούμενο γρύλλισμα. ^Ηταν σά νά του έ­ λεγε:


24

ΤΑΓΚΟΊ

; τ— "Εχεις δίκηο, Ταγκόρ: καί νά ζητάη την ελευθερία Είναι πολύ όμορφη... Στο κα­ του. ΕΤσαι δεκάξη χρόνων παι­ λό και καλή τύχη! δί ακόμα, όπως μου είπες. Μά έχεις τό μυαλό καί· την κρίσι Πέντε ώρες αργότερα, τ.ό ενός ώριμου άντρα. Θέλεις, ν’ Ελληνόπουλο βρισκόταν ατό θερινό ανάκτορο1, πού είχε ο αγωνιστής μαζί μας; Νιρούκτα' στο. Δελχί. ^Ηταν Ό Ταγκόρ έμεινε γιά λίγο* ένα παραμυθένιο παλάτι, χτι­ σκεφτικός. σμένο μέ· χρωματιστό μάρμα­ — Ναι!,'απάντησε. Θέλω. ρο, μέ τοίχους γεμάτους στο­ Ή άπάντησι αυτή, πού δό­ λίδια από χρυσάφι,, μέ τεχνη­ θηκε έτσι απλά, μέ δυο λόγια, τές λίμνες κι5 έναν απέραντο ήταν ένα συμβόλαιο πού έκα­ κήπο. Ό. Ταγκόρ φόρεσε και­ νε μέ τη μοΐρα του τό ήρωϊκό νούργια ρούχα κι3 έμοιαζε τώ­ ' Ελληνόπουλο. "Ένα συμ βό­ ρα μ5, έναν πραγματικό πρίγ-, λα ιο γεμάτο δάκρυα, αίμα καί κηπα. Ή Ζαν'γκάρ τον κύτταπαλλήικαριά, πού θά τον έ­ ζε θαυμάζοντας την ομορφιά φερνε όμως αργότερα στά σκα του. . . λιά ένός θρόνου! -— 3 Από πού είσαι; ρώτη­ 3Από την άλλη κιόλας εβδο­ σε τό παιδ] ό" μαχαραγιάς. μάδα άρχισαν οι φασαρίες μέ — Είμαι "Ελληνας από την τούς "Εγγλέζους. Ό Μαχάτμα Κύπρο ! ,·. άποκρίθηκέ. Μέ Φω­ Γκάντι, ό μεγάλος ηγέτης τού νάζουν Ταγκόρ μά τό πραγ­ ινδικού λαού, ώργάνωσε τό κίματικό μου όνομα είναι Δη' νήμα τής «ανυπακοής», πού μήτρης Σάρτας. * Και διηγήθηκε μέ λίγα λό­ . ήταν η αρχή τού ^γκρεμίσμα­ τος τής αποικιακής δουλείας για την ιστορία του. "Οταν τέ ■ τών Ινδών. Ό. Μαχαραγιάς ■λειώσε, ό Νιρούκτα χαμογέ­ Νιρούκτα κι3 ή κόρη του τέ λασε. θηκαν υπό δ.ιωγμό. Καί, σαν — Αφού είσαι "Ελληνας, ■ νά μην έφταναν οί "Αγγλοι, θ’ αγαπάς την έλευθερία, τού ένας αντίπαλος τού Νιρούκτα. είπε. . — Και βέβαια!, .συμφώνη­ ό Ναντίρ -.Χό, ζητώντας νά σε τό. παιδί. Οί "Ελληνες πο­ οικειοποιηθή τούς αμύθητους τέ δέ σταμάτησαν ν3 άγωνίθησαυρούς του καί νά κάνη ζωνται για την ελευθερία. - . γυναίκα του διά τής. βίας τήν όμορφη Ζανγκάρ, άρχισε1 ένα — Μπορείς λοιπόν νά κακρυφό καί ύπουλο πόλεμο ε­ ταλάβης τον πόνο ένός σκλα­ ναντίον" του, έναν πόλεμο γε­ βωμένου λαού, είπε. Εμείς οι μάτο παγίδες καί θάνατο! · 3Ινδοί είμαστε σκλάβοι. Μια άδική μοΐρα μάς καταδίκασε Τότε, ό Ταγκόρ μπήκε μέ νά είμαστε σκλάβοι τών "Αγ­ τά όλα του σ’ αυτόν τον σκλη­ γλων. Μά αυτό δέν μπορεί νά ρό αγώνα, ζητώντας νά προκράτηση γιά πολύ. Ό λαός1 στστέψη τή ζωή τής όμορφης μας * άρχισε νά ξεσηκώνεται κοπέλλας με τά μαύρα μάτια


ΐΑΓΚΟΡ

25

—Πιο σβέλτα, Μαλαμπάρ, φωνάζει τό .παιδί. ’Άν προ; φτάσουν καί κόψουν τό σκοι­ νί,^ θά κατρακυλήσουμε άπό τούτο τό ύψος καί θά γίνου­ με χίλια κομμάτια.! Πρέπει νά φτάσουμε στο έδαφος, πριν τό κόψουν. — Δεν θά προφτάσουνε!, γρυλλίζει ό γίγαντας. Καί αρχίζει νά. σφυρίζη πα ράξενα. Είναι ένα οξύ σφύ­ ριγμα πού γεμίζει τή νύχτα καί τρυπώνει άπό τά μισο^ γκρεμισμένα παράθυρα σ’ ό­ λες τις γωνιές τού ’παλιού πύργου.- Την ίδια στιγμή, μιά κόμπρα, πού είναι κρυμμένη σέ μιά σκοτεινή γωνιά τής κά μάρης, όπου βρίσκονται τώ­ ρα οι Τέγκ καί παρακολουθού­ νε εκείνον πού πριονίζει τό κρεμασμένο άπ’ τό παράθυρο σκοινί-, τινάζει τό κεφάλι της καί ξεκούλουριάζεται. Γνώρι­ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Η ΚΟΜΠΡΑ σε τό σφύριγμα καί κατάλα­ βε.· · ΛΑ αυτά έχουν γίνει Μέ γοργές κινήσεις τού λα­ στο παρελθόν, · μά σήστιχένιου κορμιού της, άφίνει μέρα τό τολμηρό παιδί τή γωνιά της, σέρνεται καί μέ τή λιονταρίσια καρδιά δια­ ζυγώνει αθόρυβα τά πόδια ε­ τρέχει ένα θανάσιμο κίνδυνο. κείνων πού στέκουν κοντά στο Καθώς είναι κρεμασμένοι αυ­ παράθυρο. Οί φοβερές μασέ­ τός κι’ ό. Μαλαμπάρ απ’ τό λες της άνοιγοικλείνουν βια­ σκοινί καί γλυστράνε. έξω α­ στικά κάμποσές · φορές.· Τά πό τον πύργο του Σερ Σάχ, μυτερά δόντια τού φιδιού καρι­ οι αιμοβόροι Τέγκ, οί .πιστοί κώνονται σέ μερικά πόδια καί τής μαύρης θεάς Κάλι, τούς τό δραστικό δηλητήριο διοχε­ πυροβολούν. Αλλά τώρα δεν τεύεται σέ κάμποσα κορμιά. είναι μονάχα’ό κίνδυνος άπό Τρομαγμένες καί. πνιχτές τις σφαίρες. "Ενας άπό τούς κραυγές · φτάνουν ,στ’ αύτιά’ I έγκ χρησιμοποιεί τό μαχαί­ των δύο ανθρώπων, πού κρέ­ ρι του, εφαρμόζοντας έναν πιο μονται στον άέρα καί.αγωνί­ σίγουρο τρόπο θανάτου. Πριο ζονται νά φτάσουν στή γη... νίζει τό σκοινί.; καί τη ζωή του μαχαραγιά, του πατέρα της. Πέταξε^τά μεταξωτά ρούχα πού φορούσε, ’ξανάβαλε το κοντό παντελονάκι του, τύλι­ ξε τό άσπρο σαρίκι στο κεφά­ λι του καί, μαζί μέ τον γί­ γαντα· Μαλαιμπάρ, πού ήταν ένας άπό τούς πιο άφοσιωμένους ανθρώπους του Μιρούκτα, άρχισε τη δράσι του. Μέσα σέ' λίγους μήνες, στη •Βομβάη, στο Δελχί, στην Κ αλκούτα στο · Ραγκούν, στο Μπενάρες καί σ’ όλες τις άλ­ λες μεγάλες πολιτείες καί ε­ παρχίες των Ινδιών, τό όνο­ μά του ήταν σ’ όλα τά στό­ ματα. Τό ήρωϊκό Ελληνόπου­ λο είχε, γίνει θρύλος καί, έ" πειδή είχε παραμπή καί στη. μύτη ' των Εγγλέζων, ό. άντ;βασιλεύς τον έπικήρυξε γιά έ­ ξη χιλιάδες ρούπιες... ,

©


26

ΤΑΓΚΟ Ρ

Τό μαχαίρι σταματάει νά πριονίζη τό σκοινί. — Έν τάξει, Ταγκόρ!, ξε* ψωνίζει ό Μαλαμπάρ. Τό που­ λάκι μι ου τούς κανόνισε! Τώ­ ρα θά τινάζουν τά πόδια σαν καραγκιόζηδες! —Θαρρώ πώς σωθήκαμε !, αποκρίνεται τό παιδί. Καί μέ βιαστικές κινήσεις γλυστράνε όσο γίνεται πτό γρήγορα στο έδαφος. Λίγο άργότερα, πατάνε στη γή. Τρέχουν καί κρύβονται πίσω από μερικά χαλάσματα. Στέ­ κουν μερικές στιγμές ακίνη­ τοι, επισκοπώντας όλα τά γυω. Πενήντα μέτρα πιο έκε^Τ, ιακρίνουν άλογα. Χλ ι μ ιντρά­ νε καί σψυροκοποϋν μέ τίς^όπλές τους ανήσυχα τό έδα­ φος.

— "Έχουν αφήσει τ’ άλο­ γά τους!, λέει ό Ταγκόρ. Ευναι δ.τι μάς χρειάζεται, Μαλα,μπορ, γιά νά φτάσουμε στο σταυροδρόμι του Τζάλ - Τζα­ μί. Έκεΐ κάπου βρίσκεται αιχμάλωτη ή Ζανγκάρ καί μάς περιιμένει. Εμπρός λοι­ πόν, φίλε! Τρέχουν προς τό ^ μέρος, πού βρίσκονται τά ζώα, καβαλλικεύουν δυό άπ" αυτά καί, σάν σίφουνες, χάνονται στο σκοτάδι... ΝΑΝΤΙΡ - ΧΟ, Ο ΝΕΚΡΟΖΩΝΤΑΝΟΣ!

ΥΓΩΝΕΙ νά ξημερώση καί καλπάζουν ακόμα. Οί πρώτες ακτίνες τού ήλιου χρυσώνουν τις κορυφές -τ. όταν φτάνουν

Ζ

Μιά τρομακτική Ικρηξις άντηχεϊ τότε!


ΤΑΓΚΟΡ

27

Τό παιδί εγινε γρήγορα φίλος μ’ δλα τά ζώα της ζούγκλας!

κατάκοιτοι στο μεγάλο σταυ­ ροδρόμι, όπου έχει τή φωληά του ό Ναντιρ - Χό, αυτός ό μυστηριώδης Ινδός που δι­ ευθύνει τούς I έγκ. "Ολοι εί­ χαν πιστέψει δτι είχε πεθάνει, όταν, ύστερα από μιά ά­ γρια πάλη πού είχε μέ τον Ταγκόρ, κατρακύλησε σ’ ένα σκοτεινό βάραθρο έξω απ’ τό Μπεναρές. Κι5 όμως... — ΕΤναι απίστευτα* λέει τό παιδί. — Ποιο; ρωτάει ό Μαλαμπάρ. — Τό ότι ό Ναντιρ - Χό βγήκε ζωντανός από τή βαθειά χαράδρα. — Ό Ναντιρ - Χό, λέει σοβαρά ό γίγαντας, είναι μα» γος!

— Δεν υπάρχουν μάγοι ·., αποκρίνεται τό Ελληνόπουλο. ΕΤναι όλοι τους] κατεργάρη­ δες ! Άφίνουν ί άλογα πίσω άπό^ μερικά δέντρα και προχω­ ρούν πεζοί ·μέ προφυλάξεις στο μεγάλο σπίτι πού βρίσκε­ ται ακριβώς απάνω στο ιστο­ ρικό σταυροδρόμι. Μερικοί καμηλιέρηδες, πού^ περνούν σέρνοντας τις καμήλες τους μέ τις μεγάλες καμπούρες φορτωμένες μέ λογής - λογής πραμότηες γιά τό παζάρι τής μεγάλης πολιτείας, ούτε τούς προσέχουν. ΕΤναι νωρίς κι* η κίνησι δέν έχει αρχίσει ακό­ μα. ^ Ό Ταγκόρ κΤ ό Μαλαμπάρ κάνουν μιά βόλτα γύρω άπο


28

ΤΑΓΚΟ Ρ

τό σπίτι, προσπαθώντας νά ^ — Καλά. Ταγκόρ. Αλλά βρουν έναν τρόπο πού θά τους δέν είναι σωστό. · έπιτρέψη νά τρυπώσουν απα­ Τό Ελληνόπουλο όμως έχει ρατήρητοι εκεί μέθα. "Ενας αρχίσει κιόλοςς νά σκαρφαλώμεγάλος κήπος βρίσκεται, στο Λ/η στο δέντρο. Καί ύστερα άπίσω του μέρος. · πό^ δυο λεπτά έχει φτάσει .,— 3 Από εδώ θά μπούμε·, · στην . κορυφή του. 5Από τού­ λέει ό Ταγκόρ. ,. τη τή. θέσι, κρυμμένος ’μέσά στά κλαριά, μπορεί νά δη τό Σκαρφαλώνει στον υψηλό εσωτερικό τού δωματίου άπό τοΐχο και τό λαστιχένιο κορ­ τό^ ανοιχτό παράθυρο. Δέν υ­ μί· του σέ λίγο τινάζεται και πάρχει κανείς έκεΐ μέσα. Τό­ πέφτει άθόρυβα στο μαλακό τε άφίνει τό κορμί του νά κρε­ χώμα·., ανάμεσα σέ μια συστά­ μαστή στον αέρα. Τό κλαρί δα . από μεγάλα δέντρα. Σέ πού είναι γαντζωμένα τά χέ­ λίγο, κατρακυλάει. κοντά του ρια του λυγάει καί ζυγώνει ξεφυσώντας και- ό γίγαντας στό^ παράθυρο. Κάνει δυο Μαλαμπάρ. Τώρα προχωρούν τρεΐς βιαστικές κινήσεις καί • καί. οί δυο σκυφτοί, προσπα­ ζυγιάζεται. Πηγαινοέρχεται θώντας νά ’ φτάσουν όσο γίνε­ σάν εκκρεμές καί άπότομα τι­ ται πιο αθόρυβα στο σπίτι. νάζεται προς, τά πίσω. 3Αφί"Ολα φαίνονται ήσυχα. Ό νει τό δέντρο καί τά γυμνά Ναντίρ - Χό καί οΓ σκλάβοι του πόδια ύστερα άπό μιά του όέν έχουν ξυπνήσει ακό­ στιγμή πατούν έλαφρά στο. μα. "Ολες οί πόρτες είναι πάτωμα τού δωματίου. κλειστές καί μονάχα ψηλά φαί νεται κάποιο ανοιχτό παρά­ Παίρνει μιά βαθειά ανάσα. θυρο. Τό 1 Ελληνόπουλο καρ­ Τά κατάφερε. Στέκει άκίνητος φώνει τά μάτιά έκεΐ. Είναι καί στηλώνει τ’ αυτί. Κανε'ς πολύ δύσκολο νά σκαρφαλώθόρυβος.^ Προχωρεί προς τό ση^ κανείς ως έκεΐ πάνω. Ό μέρος τής πόρτας. Την ανοί­ τοίχος είναι εντελώς λείος ε­ γει καί βρίσκεται σ3 ένα φαρ­ ξωτερικά καί δέν παρουσιάζει δύ χώλ. Κυττάζει γύρω, Δέν καμιμιά προεξοχή. "Ομως' το βλέπει τίποτα. Ησυχία. Τρέπαιδί δέν άργεΐ νά βρή τή χ όντας έρχεται καί στέκει έ­ λύσι. "Ενα -ψηλό δέντρο πού ξω άπό μιάν άλλη πόρτα. 3Α· βρίσκεται δυο μέτρα μακρυά ’ φουγκράζεται. Κι3 έδώ δέν υ­ άπ3 τον τοΐχο, θά τον βοήπάρχει κανείς. Γυρίζει έλα* θήση. φρά τό πόμολο τής πόρτας καί γλυστράει μέσα. Τούτο — .'Περίιμενέ με, Μαλα­ τό δωμάτιο είναι^στρωμένο μέ μπάρ!, λέει στον γίγαντα. βαθειά χαλιά τής Βουχάρας — Θά πας μόνος; ρωτάει κΓ είναι έπιπλωμένο μέ πραγ­ ξαφνιασμένος αυτός. ματικά ανατολίτικη * χλιδή. λΝαί.^ ’Άν δής^ πώς άργώ νά γυρίσω καί γίνεσαι φα­ °Ενας μεγάλος πολυέλαιος σαρία, μπαίνεις μέσα καί σύ. κρέμεται μέ χοντρές μαλαμα-


ί.ΑίΚΟΡ 4

τένοες αλυσίδες; άττ° τα τα­ βάνι. —- Φσσ!, κάνει τό 11 Ελλη­ νόπουλο καθώς. κυττάζε| γύρω· του μέ θαυμασμό. Τούτος όληστής πού κάθεται έδώ μέσα δέ λογαριάζει τό χρήμα! Ξαφνικά όμως στέκες άκπ νητος. Κάτι μυτερό καί πα­ γωμένο άκουμπάει στη γυμνή του ράχη. Ή παγωμένη ’ λεπί­ δα ενός μαχαιριού είναι έτοι­ μη νά βυθιστή στη σάρκα τ.ου. —·„ Μη σαλέψης, Ταγκόρ, αν αγαπάς ,τή ζωή σου! α­ κούει -μιαν άγρια* φωνή ^ πίσω του. Περίδενα την έπίσκεψί­ σου και σου έχω ετοιμάσει μιά ωραία υποδοχή. Οι κρο­ κόδειλοι πού έχω,. στη λίμνη μου είναι- νηστικοί πέντε μέ­ ρες. Θά βρουν πολύ -τρυφερό .τό κρέας σου! Ό Ναντίρ - Χό!, κάνει τό παιδί πού έχει αναγνωρί­ σει τη φωνή. Ό Ναντιρ - Χό! Καί, καθώς μιλάει, σαλτά­ ρει προς τά εμπρός καί παίρ­ νει μιά στροφή στις φτέρνες του κι’ έρχεται φάτσα μέ φά. τσα μέ τον άνθρωπο, πού κρα'τάει τό μαχαίρι. Είναι ένας ψηλός Ινδός μέ λιγνό πρόσω­ πο καί μαύρο γένι. Τά μάτια του έχουν μιά- παράξενη έκ·■ φρασι. — Πού .είναι ή Ζανγκάρ; ρωτάε ι τό * Ελλη νόπουλο. -— Μη σαλέψης!, μουγγρί- * ζει ό Ναντίρ. Κι5 εκεί μακρυά πού στέκεις θά σέ βρή τό μα­ χαίρι μου! Θα-χής ακούσει πώς δεν λαθεύω ποτέ, όταν σημαδεύω κάποιον.

29

—~ Πού εΐναι ή Ζανγκάρ; ξ αναρωτάει ό Ταγκόρ καί σφίγγει τά δόντια. •Ό Ναντίρ χαμογελάει α­ παίσια. — Ή Ζανγκάρ . αύτή τή. στιγμή πουλιέται στο παζάρι των σκλάβων τού Δελχί „ τού λέει. "Ήτανε πολύ ζόρικια καί πεισματάρα. Δέ θά τήν ξαναδής πιά! • Τό πρόσωπο Τού Ταγκόρ γίνεται απότομα χλωμό κα> νοιώθει, ένα δυνατό σφάχτη στήν καρδιά. "Ενας ασυγκρά­ τητος θυμός γεμίζει τό στέρ­ νο του καί σφίγγει τά δόντια. Ό Ναντίρ όμως χαμογελάει πάντα καί τον ζυγώνει μέ ύ­ πουλο βήμα. Τό παιδί ολο καί οπισθοχωρεί προς τή μέση τής κάμαρης. —Γιά φαντάσου, Ταγκόρ! Ή μοναχοκόρη τού Νιρούκτα σκλάβα σ’ ένα παζάρι!, λέει ειρωνικά. Δεν θά περάση ά­ σκημα. Θά τήν ξεχάσης όμως πολύ σύντομα, όταν βρεθής ανάμεσα στις μασέλες τ·ών κροκοδείλων. Το πούιδί αισθάνεται μιά δυνατή ψρικίασι. Δεν · υπάρ­ χει πιο φοβερός θάνατος απ’ αυτόν. ’Αλλά δέν είναι μονά­ χα οί κροκόδειλοι. Εκείνο πού τον ενδιαφέρει αύτή τή στιγ­ μή περισσότερο είναι ή Ζαν­ γκάρ. ’Άν δέν προφτάση καί πουληθή σέ κάποιον από- έκείνους πού έρχονται κι5 άγοράζουν γυναίκες από τις μακρυνές επαρχίες των Μνδιών, είναι χαμένη. Δέν θά. μπόρε­ ση νά τήν ξαναβρή ποτέ,*. Σ/


αυτή τή σκέψι νοιώθει ^τήν καρ διά του έτοιμη νά σπάση. 5Όχι! Δεν θά την άφήση... Και άπότομα τινάζεται σαν βολίδα προς τό μέρος του Ναντίρ. Εκείνος όμως κάνει ένα βήμα πλάγιο και ξεφεύ­ γει. Την ίδια στιγμή πετάει τό μαχαίρι του προς τό^μέρος του Ταγκόρ. Τό ηρωικός Ελ­ ληνόπουλο βλέπει τό θάνατο στην αστραφτερή λεπίδα. Σκυ βει καί τό μαχαίρι σφυρίζον­ τας περνάει πάνω άπ5 τό κε­ φάλι του. Ό Ναντίρ βλαστη­ μάει καί τά μάτια του αστρά­ φτουν απαίσια. Τρέχει προς τό μπρούτζινο τάσι πού βρί­ σκεται κρεμασμένο στον τοί­ χο. Ό Ταγκόρ καταλαβαίνει. "Αν χτυπηθή τούτο τό γκόγκ, θά ειδοποιηθούν οι υπηρέτες κι* οί σωματοφύλακες τού λη­ στή καί θά γέμιση ή κάμαρα άπό ώπλισμένους ανθρώπους. Σαλτάρει απάνω του. Τά σι­ δερένια μπράτσα^ του διαγρά­ φουν δυο φοβερά τόξα στον ά*οα. Οί γροθιές του παιδιού, ή μιά πίσω άπό την άλλη, χτυπουν σάν σιδερένια σφυ­ ριά τό κεφάλι του Ναντίρ. Ό ληστής, ξαφνιασμένος ά­ πό τούτη την άγρια επίθεση άνατρέπεται καί κυλιέται στο πάτωμα. Μουγγρίζει καί δο­ κιμάζει νά σηκωθή. Μιά δυ­ νατή όμως κλωτσιά πού του στέλνει στο στομάχι τό Ελ­ ληνόπουλο, τον κάνει φρόνιμο σάν κορίτσι. Πέφτει άνάσκε» λα καί μένει ασάλευτος στο πάτωμα...

ΪΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΩΝ

ΣΚΛΑΒΩΝ

ΕΝΤΕ λεπτά αργότερα τό ήρωϊκό Ελληνόπου­ λο, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, βγαίνει άπό τό σπίτι του Ναντίρ. Ό Μαλαμπάρ, πού έχει άρχίσει νά γί­ νεται άνήσυχος, τον βλέπει μέ άνακούφισι. — Που είναι ή Ζανγκάρ; ρωτάει. — Πρέπει νά προφτάσουμε, Μαλοομπάρ! Τό κορίτσι βρίσκεται στο παζάρι του Δελχί. Τήν έστειλε ό Ναντίρ νά πουληθή γιά σκλάβα. λ "Ενας βρυχηθμός έρχετα’ι σάν άπάντησι άπό τό μέρος του γίγαντα. ^ Σκαρφαλώνουν πάλι οπόν τοίχο καί πηδούν έξω στο δρόμο. Τά άλογα εί­ ναι έκεΐ πού τά άφησαν. Σαλτάρουν άπάνω τους καί ξεκι­ νούν μέ καλπασμό άφίνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω τους. -— Είναι μιά τρέλλα αυτό πού κάνουμε!, φωνάζει ό Μαλαμπάρ. "Ολοι σέ ξέρουν στο Δελχί. "Αν σέ δουν νά κοκλοφορής μέρα, ^ θά^ σέ^άναγνωρίζουν καί θά σέ πιάσουν οί Εγγλέζοι !.„ — Πρέπει νά σώσουμε τη··. Ζανγκάρ !, άπαντάει ξερά τε Ελληνόπουλο. Τά άλογα βγάζουν άφρούι άπ1 τό στόιμα. Μά ό Ταγκοί τραβάει^ τά χαλινάρια πιο πο λά Πρέπει νά τρέξουν! Νί τρέξουν οσο μπορούν περισ σότερο. Άπό μιά στιγμή, ο πό ένα μονάχα δευτερόλεπτα έξαρτάται ή ζωή τού κορι

Π


τσιού^ ιτον λατρεύει καί ΐτου μιά μέρα σίγουρα θά γίνη γυ­ ναίκα του. — Φτάσαμε!, λέει ^τέλος ό γίγαντας. Να σταθούμε ε­ δώ και να πάμε μέ προφυλά­ ξεις στο παζάρι. — Θά προχωρήσουμε λίγο άκόμα!, λέει τό παιδί. Προχωρούν κάμποσο. Τώ­ ρα τό παζάρι των σκλάβων δεν απέχει παρά μονάχα λί­ γα βήματα και μπερδεύονται ανάμεσα σέ λογής - λογής ανθρώπους πού κυκλοφορούν εδώ. Είναι έμποροι γυναικών οι περισσότεροι. Μωαμεθα­ νοί καί πυρολάτρες, που έρ­ χονται νά διαλέξουν κορίτσια γιά τά χαρέμια εκείνων πού πληρώνουν καλά. Τό παιδί προχωρεί πρώτο. Σπρώχνει δεξιά κι5 αριστερά άνοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. "Ακολουθεί ό Μαλαμπάρ. — Νάτη !, ξεφωνίζει μέ πνι χτή φωνή τό Ελληνόπουλο. Ή Ζανγκάρ! Πραγματικά, ή Ζανγκάρ είναι εκεί. Τό κορίτσι είναι χλωμό καί κυττάζει μ" έντρο­ μο βλέμμα ένοον ψηλό γεροδε­ μένο δουλέμπορο, πού κρα­ τώντας ένα χοντρό μαστίγιο καταφέρνει δυνατά χτυπήμα­ τα στο λιγνό κορμί της. Ξε­ φωνίζει από τον πόνο καί κλαίει. — Τον (άτιμο!, μουγγρίζει 6 Ταγκό ρ. Τίποτα δεν μπορεί νά τον συγκράτηση πιά. Μιά φοβερή λύσσα τον πνίγει. Μέ σφιχτά τά δόντια φτάνει κοντά του καί σσλτάρει σαν αίλουρος

στή ράχη του. Τό

χέρι μέ τό μαστίγιο, πού ετοιμάζεται νά χτυπήοη πάλι τήν όμορφη κοπέλλα, αιχμαλωτίζεται μέσα στή λαβή τού χαλύβδινου μπράτσου τού ήρωϊκού παιοιοΰ. Τό μαστίγιο μένει με­ τέωρο στον αέρα καί τήν ε­ πόμενη στιγμή ένα φοβερό κλειδί, πού σχηματίζουν τά δυο χέρια τού Ταγκόρ, πιέζει μέ δύναμι τόν χοντρό σβέρκο τού Ινδού. Άφίνει ένα^ ουρ­ λιαχτό πόνου καί παλεύει α­ πεγνωσμένα νά ξεφύγη. — ι αγκόρ !, φωνάζει ή Ζανγκάρ πού βλέπει τό παιδί καί τρέχει κοντά του. Τά όακρυσμένα μάτια της είναι γεμάτα από μιά βαθειά ευγνωμοσύνη. Ή χαρά γεμύ ζει τό πρόσωπό της καί κυττάζει μέ θαυμασμό τό σωτή­ ρα της. —Φυλάξου, Ζανγκάρ!, φω* νάζει τό Ελληνόπουλο. Φυλά-ου! * Ενας άλλος 51 νδός, παρέα τού πρώτου, τρέχει προς τό μέ ρος τού κοριτσιού, κραδαίνοντας ένα χοντρό ρόπαλο. Μουν­ τάρει απάνω της καί ή Ζαν­ γκάρ βγάζει μιά τρομαγμένη κραυγή καί σηκώνει τά χέρια της προσπαθώντας νά φυλάχτή. Τό ρόπαλο ζυγιάζεται τώρα έτοιμο νά κατέβη στο κεφάλι της. Μά δέν προφταί­ νει! Ό γίγαντας Μαλαμπάρ έχει φτάσει κιόλας κοντά της καί ή χερούκλα του σβερκώνει τόν Ινδό. Τό ρόπαλο περ­ νάει τώρα στα χέρια του καί βροντάει στο κρανίο τού άγριανθ,ρώπου, πού ήθελε νά


ΐ Α Γ Κ Ο Ρ

.

..

δί.. "Όμως Ταγκόρ δεν τον άφίνει. Τρέχει κοντά του. σωριάζεσαι. Μ’ ένα βήμα ό Μαλαμπάρ ζυγώνει τον Τα^ — Πάρε τήν Ζανγκάρ !, τού λέει...Έγώ· θά τους καθυστε­ γκόρ, πού παλεύει ακόμα μέ ρήσω καί θά ξεφυγω αργότε­ τον πρώτο 'Ί νδό. . . — "Άφησε τον σέ μένα ί, ρα ! Αυτό δε γίνεται!, απο­ γρυλλίζει. Θά τον χαϊδέψω! κρίνεται ό γίγαντας. Δέ (μπο­ Καί, καθώς τό παιδί ξε­ ρώ νά σ’^ άφήσω μόνο! γαντζώνεται από τή ράχη του, — Κάνε αυτό που . σού τό ρόπαλο του γίγαντα...χαϊ" λέω!, διατάζει· άγρια τό παιδί. δεύει τα μούτρα τού δουλεμ­ πόρου... λ Μαλαμπάρ δεν μπορεί —Δρόμο, Μαλαμπάρ!, ψω νά κάνη διαφορετικά. Σκύβε;, νάζει τό Ελληνόπουλο που άρπάζει τήν τρομαγμένη κσκρατάει τώρα από τό χέρι τή πέλλα καί, κρατώντας την Ζανγι<άρ. Δρόμο. . σφιχτά στήν αγκαλιά του, ★ ★ * τραβάει τά γκέμια τού άλο­ γου του καί χάνεται σάν α­ ΕΣΑ στην αναταραχή στραπή στο βάθος τού δρό­ που έχει δημιουργημου. θή, τά δυό παιδιά καί Τήν ίδια στιγμή, ό Ταγκόρ ό γίγαντας ανοίγουν δρόμο κυττάζει γύρω^ του. Οί. Εγ­ σπρώχνοντας τον κόσμο που γλέζοι στρατιώτες τον έχουν τρέχει εδώ κι" εκεί τρομαγμέ­ κυκλώσει άπ’ δλες τις πλευ­ νος. "Εχουν βγη τώρα έξω α­ ρές. Είναι πολύ δύσκολο νά πό τό χώρο τού σκλαβοπάζαξεφύγη. Όμως θά δοκιμάση. ρου καί πλησιάζουν στο μέ­ — Παραδόσου,, Ταγκόρ !, ρος, όπου έχουν αφήσει τά ά­ ακούει μιά άγρια φωνή. λογά τους. Δέκα βήματα ά\ Τό ' Ελληνόπουλο δεν άπανκόμα καί φτάσανε, -αφνικά τάει. Σάν άγρίμι, που- βρέ­ όμως ένα ουρλιαχτό "άκούγεθηκε ξαφνικά σ’ ένα κλουβί, ται πίσω τους: στριφογυρίζει σάν σβούρα —ΌΤαγκόρ! ΌΤαγκόρ! προσπαθώντας νά βρή μιά δι­ Πιάστε τον! έξοδο. Τώρα πού ξέρει πώς Την ίδια στιγμή πέφτουν είναι μακρυά ή. Ζανγκάρ, θά μερικές πιστολιές. Τό Ελλη­ παλαίψη. Τινάζεται σά σαΐ­ νόπουλο γυρίζει ξαφνιασμένο.. Άπ’ δλες τις γωνιές τού δρό­ τα, πέφτει άπάνω. στον πρώ­ το Εγγλέζο που βρίσκεται μου τρέχουν προς τό μέρος πιο κοντά του, τον άνατρέπει, τους ώπλισμένοι στρατιώτες. σοίλτάρει πάνω άπό τό πεσμέ­ —- Οι ^Εγγλέζοι! „ βγάζει νο κορμί του, μά δεν προφταί­ μιά πνιχτή κραυγή/ νει νά ξεφύγη! "Ενας άλλος Ό Μαλαμπάρ, που έχει τού κόβει τό δρόμο καί τό^ κιόλας σαλτάρει στο άλογό χτυπάει μέ τό κοντάκι τού Ο­ του, έτοιμάζεται νά ξανακατέβη γιά νά βοηθήση τό παι­ πλου του στό κεφάλι. Είναι

χτυιτήοη τό.κορίτσι, Έκέίνάς

Μ


ΤΑΓΚΟΊ ένας άξιωματικός και' ό Ταγκόρ νομίζει πώς θυμάται άόριστα τη μορφή του. — Σου είχα πή νά θυμά­ σαι τό όνομά μου!, γρυλλίζει εκείνος. Μέ λένε Μάξγουελ! Χθες τό βράδυ κέρδισες τό παιχνίδι. "Ομως σήμερα έχα­ σες κι5 οι έξη χιλιάδες ρούπιες έΐναι δικές μου. Μά τό παιδί’ δεν τόν ακούει. Τό δυνατό χτύπημα τόιν έχει ζαλίσει καί πέφτει στο χώιμα. Ακούει φωνές και ποδοβολη­ τά γύρω του. Καταλαβαίνει ότι τον άνασηκώνουν και χά' νει εντελώς τις αισθήσεις του. "Οταν συνέρχ ετ α ι, β ρ ίσκέ­ τσι σ3 ένα κελλι των φυλακών του Δελχί. Τόν ανακρίνουν,, προσπαθώντας νά μάθουν που βρίσκεται τό στρατηγείο που οργανώνει την έπανάστασι έναντίον τών "Αγγλων. Τό Ελ­ ληνόπουλο όμως κρατάει σφσληχτό τό στόιμα. "Υστερα ά- . πό μιά έβδοιμάδα, κουράζον­ ται νά.τού κάνουν ερωτήσεις, χωρίο νά παίρνουν απάντηση καί τόν στέλνουν στο Στρα- . τοδικεΐο. Ή διαδικασία είναι συνοπτική και ή άπόφασι βγαίνει ύστερα από μιά ώρα. Ό πρόεδρος την απαγγέλλει μέ βαρειά φωνή: -— Δηιμήτοη Σάρτα, ή Ταγκόρ, καταδικάζεσαι εις θά­ νατον. Θά τουφεκισθής την αυγή, έκεΐ όπου, πριν τρεις μήνερ. οι έπαναστάτες φίλοι σου στήσανε ένέδρα στους στρατιώτες τής Α.Μ. του Βασιλέως τής 5Αγγλίας...■ Ούτε μιά γραμμή δέν αλλά­ ζει στο πρόσωπο του ήρωϊκού

31

1 Ελληνόπουλου. Διατηρεί α­ πόλυτη ψυχραιμία κι5 ένας γέ­ ρος συνταγματάρχης, μέλος τού. στρατοδικείου, τόν κυτταζει μέ θαυμασμό. — Αυτός ό "Ελληνας, λέεη είναι ένα πραγματικό παλληκάρι! Τήν άλλη μέρα, πριν καλάκαλά ξημερώση, τόν παίρνουν από τις φυλακές, τόν φορτώ­ νουν σ5 ένα καμιόνι και τον πάνε στο μεγάλο δρόιμο τού Ραγκούνα. Τόν στήνουν στον τοίχο τού παλιού φρουρίου καΐ απέναντι του παρατάσσεται τό εκτελεστικό απόσπασμα. Τό ' Ελληνόπουλο κυτ'τάζει γύ­ ρω του. Είναι κάπως χλωρό. Τούτη τήν τελευταία στιγμή, πού πρόκειται ν’ άποχαιρετηση τή ζωή, αισθάνεται μιά πί­ κρα βαθειά στην καρδιά. "Ε­ να σωρό όμορφα όνειρα, πού έχει κάνει, θά σβύσουν σέ λί­ γο καί δέν θά ξαναδή πιά τή Ζανγκάρ. "Ολα θά τελειώσουνμέ μιά ομοβροντία και μερικά καυτά μολύβια πού θά καρ­ φωθούν· Οπό κορμί του. Και δέν είναι ακόμη ούτε δεκάξη χρονών... Πρώτα άκούγοντάι τά·, τύ­ μπανα. Είναι σαν βαρείες βροντές, πού προμηνύουν τόν' έρχομό μιας καταιγίδας. "Υ­ στερα δ ίνονται β ι αστ ικά ^πα­ ραγγέλματα. Οί στρατιώτες γεμίζουν τά όπλα. "Ενας, άξιωρατικός πλησιάζει προς τό μέρος του. — Θέλεις νά σοΰ δέσουμε τά μάτια; ρωτάει. -— "Οχι. Δέ φοβάμαι!, ά-. πσντάει υπερήφανα τό. παιδί.


ΤΑΓΚΟΡ

34

— "Εχεις νά πής τίποτα; ξςεναρωτάει ό άξιωμ σηκός. -— Ζητώ ή έλευθερία!, φω­ νάζει το Ελληνόπουλο. Ό αξιωματικός γυρίζει ατούς στρατιώτες. Κυττάζει τό ραλόϊ του. "Υστερα από

δυο λεπτά ανατέλλει ό ήλιος. "Υστερα άπό δυο λεπτά άκριβώς, θά δοθή το παράγγελμα «πυρ», όπως είναι ό κανονι­ σμός... Μέσα σ' αυτά τά δυο λε­ πτά όμως κάτι γίνεται, πού κανείς δεν τό περιμένει...

ίΛ Ν ΙΠ ΙΠ Π νίΠ ΙΗ ΙΙΙΙΙΙϋΙ

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ

Τ Α ΓΥ 1

*ΛΙ

ΑΥΤΟΤΕΛΗ

·|·ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕ

Γραφεία: 'Οδος Λέκκα 22 ·γ* ’Αριθ. 1 |>***-1'|

Ι—ι I-

ΒΙΒΛΙΑ

1Μ|Ιί·»Μ——..--. ■

ΗΡΩ=

|

I ΩΝ

Ξ

-ν* Τιμή δραχ. 2

—11 ·»·»>«»«——— Ι·Ι I

25 .-ί

Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, ’Αριστεί8ου 174. Προϊστ. Τυττ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25

5^1

Π

ΙΙΙΙ8ΙΙΙΙΙΙΒΙ1ΙΙΙΙΒΙ1ΙΙβΙΙ!!ΙΙΙ9ΙΒΙΙΙΙΙΙ!ΙΙ9βΙ1ΒΒ(Ι&Ι1Η!ΒΙΙΙ8ΙΒ1ΒΙ!ΙΙ181ΙΙΙ!883ΙΙΙΙΙΙ^ *

Στο Τεύχος 2, πού κυκλοφορεί βδομάδα μέ τον τίτλο:

την

ερχόμενη ε­

0 Ό Ταγκόρ σώζεται μέ τον πιο απίθανο τρόπο άπό τό εκτελεστικό άπόσπασμα των "Αγγλων και συνεχίζει μέ τόλμη καί όρ μη τόν αγώνα του γιά την ελευθερία καί γιά την αγαπημένη του, την όμορφη πριγικηποπούλα Ζανγκάρ!

ΤΒ Περιπέτεια, δράσις, πλοκή, συναρπαστικά επει­ σόδια, αγωνία, ηρωισμοί, ενθουσιασμός, δάκρυα, γέλιο!

, )



&£&■£%£* ΠΟΛΛΗ

ορβ που ηΕΡΠζε_πππ

Αθ ΜΙΠ ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΗ ϋΛΒΠΘ ΤΗ /ΧΛΜ —

*■ ΧΤΡ Χ5Κ!β.

ΕΛΗΤΕ Λ/Η ΤΗΗ Η

ΚΠΛΟΟΒΗΓΟυΜΕ !

ΑΚ€Υ° ΚΗΠΟ!Ο { ΚΡΟΤΟ ΚΡΕΓΚΗ.

ΧΜ! Νβ Η ΜΣΓΠΛΗ ΓΗΤΗ παα ΚΗΠΩΙΟΝ

ρρρπριαΝΒιιευ ΒΛΕΠΕΙΣ Τ//7Ρ ) ΠΡΕΠΕΙ ΝΠ ΤΡΕ}Ρ. 'τΕ/Σ ρίει/νετ ΕΑΡ, . τπ εκεί ' Χ-ν_ ΚΗΤΒίΥ

Μια ΜΒΓΗΛαχΕΜΗ ΛΕΟΠΗΡΑΑ ΕΤΟΙΗΡ2ΕΤΡΙ Λ/Η ΟΡΧΗΣΗ Κ>


νΒ

■Β.Ι ; ηρΗ α

/ /

?}|

ν'*» ¥11 ■; ■ γΒ* Ι <

11

1 ι

Α Β

931

Γ / # / ■ /

ύ

ι" Γ

■ι 1

Λ

χ-/^·ΐπ/ ✓ Γ'ίΛον ν Ι^Μ^/

\ ] Λ



ΕΝΑΣ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ ΚΑΛΠΑΖΕΙ...

ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ καβαώλάρης, πού ταξι­ δεύει καλπάζοντας μέ­ σα στη νύχτα, ξεκίνησε μιά ώρα από το Δελχί. Τό ά­ λογό του βγάζει^ άφρούς άπ^' τό στόιμα κι από στιγμή σε στιγμή μπορεί νά πέση νεκρό από τήν ύπερέντασι των δυ­ νάμεων του. Κι" δμως εκείνος τραβάει τά γκέμια, δεν τό α­ φήνει ν’ άνασάνη ούτε λεπτό. Πρέπει νά ψτάση δσο γίνεται πιο γρήγορα στο Μαχρά. "Ε­ ξω από τό Μαχρά αρχίζει ή ζούγκλα μέ τά θεόρατα μπα­ μπού. Και ανάμεσα οπά μπα­ μπού ζούν σαν φγ.ρίμια έκείνοι πού πηγαίνει νά συνάντη­ ση άπόψε... Τό Μαχρά δεν έχει ξυπνή­ σει άκόμα και τά μικρά ψτωΊΊΜ*1 ΔΡΑΧΜΕΣ &

Ο

χικά σπίτια του, τυλιγμένα στο σκοτάδι, κοιμούνται. Τό ποδοβολητό τού άλογου άντηχεΐ βαρειά στους στενούς καί έρημους δρόμους. Μερικά σκυ­ λιά μονάχα, τρομαγμένα, πριν γαβγίζουν. Ό καβαλλάρης ό­ μως ούτε προσέχει. Τό ^μάτι του είναι στηλωμένο έκεΐ κα­ τά τήν έξοδο τού χωριού. "Υστερα από λίγο, έχει α­ φήσει πίσω του τις τελευταί­ ες καλύβες καί βγαίνει στον κάμπο. Δυο χιλιόμετρα πιο έκεΐ, φαντάζει σάν ένας πελώ­ ριος τοίχος πού κλείνει το δρόμο, τό δάσος μέ τά μπα­ μπού. Προχωρεί άφοβα προς τά έκεΐ καί δέκα λεπτά αργό­ τερα σταματάει τον άγγριο καλπασμό του... Τό άλογο βαδίζει τώρα ξεφυσώντας μέ αργό βήμα καί ξαφνιικά μέσα στο σκοτάδι κά


ΤΑ Γ Κβ

τι σαλεύει. "Ενας ίσκιος προ βάλλει άπό τό μέρος της αδι­ απέραστης ζούγκλας. Ό γι­ γαντόσωμος καβαλλάρης σφυ ρίζει συνθηματικά τρεις φορές. 3Από τό μέρος του ίσκιου έρχεται ή άπάντησι. Τρία σφυ ρίγματα πάλι. "Υστερα έκεΐνος πού γλύστρησε μέσα από τή ζούγκλα προχωρεί προς τό μέρος του καβοάλλάρη. Είναι ένας ψηλός άνδρας μέ μιά άσπρη μπέρτα ριγμένη στους ώμους του. Τό πρόσωπό του είναι σκεπασμέ­ νο ιμ5 ένα καρώ μαντήλι πού αφήνει μονάχα δυο μικρά α­ νοίγματα στη θέσι των ματι­ ών. Πίσω άπό τά δυο αυτά α­ νοίγματα άστράψτει ένα βλέμ μα σάν κοφτερό ατσάλι... — Γειάσου, Μαλαμπάρ !, λέει ό άγνωστος μέ τή μπέρ* τα. — Ό Θεός μαζί σου, Γκάλεμ !, αποκρίνεται ό γίγαντας καθώς πηδάει άπό τό άλογό του. *Εχω νέα άπ3 τό παιδί. — Που θά τον πάνε, Μα­ λαμπάρ; — "Ολη τή^νύχτα, ως τά μεσάνυχτα!, γύριζα έξω απ’ τις φυλακές κι5 έμαθα. Θά ξε­ κινήσουν πριν ξημερώση γιά τό παληό κάστρο τού Ραγκούνα. Εκεί θά τον τουφεκίσουν. Πρέπει νά βιαστούμε, Γκάλεμ! Πριν ξημερώση, πρέπει νάμαστε έκεΐ. — Θά είμαστε, Μαλαμπαρ! "Ελα μαζί μου. Δέν θά τούς άφήσουμε νά σκοτώσου­ νε τον Ταγκόρ. Καί ή φωνή του τρέμει έλα φρά, καθώς προφέρει το δνο·

. ,ι. ιιι. ■

μα του ήρωίκου' λου.

·ίίί·ί^·.

Έλληνόττου-

ΑΠΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ

Λ Λ§Τ ΕΡ I Κ ΕΣ ώρες άργότέρα, τό θρυλικό ΈλΆ Ψ κ· ληνόπουλο, ό Δημήτρης Σάρτας άπό την Κύπρο, πού είναι γνωστός σ3 ολάκε­ ρες τις Ινδίες μέ τό όνομα Ταγκόρ, στέκεται άπέναντ· στο αγγλικό απόσπασμα και περιμένει άπό δευτερόλεπτο σέ δευτερόλεπτο τό θάνατο. (*) Χοντρά σκοινιά κρατουν δεμένα τά χέρια καί τά πό­ δια του... Έδώ, στο μεγάλο δρόμο, έξω άπό τό παληό τείχος τού ερειπωμένου φρουρίου τού Ραγκούνα, μιά ομοβροντία και δεκατέσσερες γλώσσες φω τιάς, πού θά βγούν άπό τις κόννες των όπλων των στρατ1ωτών πού είναι παραταγμέ­ νοι απέναντι του, θά σημάνουν τό τέλος. Τό ηρωικό παιδί περιμένει. Τά μάτια του είναι καρφωμέ­ να στον ουρανό, έκεΐ κατά τό μέρος τής άνατολής. Μόλις ή πρώτη αχτίδα τοΰ ήλιου χρυ­ σώσει τις κορυφές τοΰ άπέναντι βουνού, θά 5οθή τό πα­ ράγγελμα «πύρ!» καί μερικά κοφτά μολύβια θά καρφωθούν στο κορμί του. Ό "Αγγλος άξιωματικός, που είναι έπί κεφαλής του άποσπάσματος, κυττάζει τό ρολόϊ τοΰ χεριού του. Δυο λε(*) Διάβασε τό πρώτο τέθνος τού «Ταγκόρ» «*0 Μικρός 'Ελ«υ·

©ερέτης®.


ΤΑΓΚ6ί 3»2!3

τττά άκόιμα μένουν ώς τήν «3ενατόλή του ήλιου, Καί, ύστε­ ρα από δυο λεπτά, όλα Οά έχουν τελείωση. Ξαφνικρ, ή καρδιά του Ταγκόρ σκιρτάει. Κάτι ακούει και οι έλπίδες, πού έχουν σβύ σει, ξαναφουντώνουν μέσα του. Είναι τό κράξιμο ενός γε ρακιού. Είναι μιά φωνή,, ττου μπορεί νά ξεγελάση όλους ε­ κτός από τον Ταγκάρ, πού έ­ χει ζήσει έξη χρόνια στη ζούγ κλα. Τό γεράκι πού κράζει εί­ ναι ό Μαλομπάρ! Κάπου ε­ δώ κοντά πρέπει νά βρίσκε­ ται κρυμμένος ό γίγαντας. Τού στέλνει ένα μήνυμα ελπί­ δας. Τον προειδοποιεί νά εί­ ναι έτοιμος, γιατί κάτι πρό­ κειται νά γίνη. Τό στήθος του Φουσκώνει καί, την πιο κρίσι­ μη αυτή στιγμή τής ζωής του, αισθάνεται σάν ένα αγρίμι έ­ τοιμο νά μουντάρη για νά κατασπαράξη μέ τά νύχια καί τά δόντια του εκείνους πού 6έ λουν νά τού στερήσουν τήν ε­ λευθερία καί τή ζωή! Μά τά σκοινιά τον κρατούν ακίνητο καί σέ κάθε ανυπόμονη κίνη­ σί πού κάνει νοιώθει νά τού πριονίζουν τις σάρκες του. Καί απότομα παγώνει. Βλέ πει τον "Άγγλο αξιωματικό1 νά ύψώνη τό σπαθί ταυ καί τούς στρατιώτες νά φέρνουν τά ό­ πλα στούς ώμους τους καί νά τον σημαδεύουν. Μόλις τό σπαθί κατεβή προς τή γη, θά •έπακολουθήση ή φοβερή ομο­ βροντία. Άχ! Δέ θά προφτά σουν οί φίλοι του νά τον σώ­ σουν...

Όμως, αυτό άκριβςος τό τε

α&φάΐή&ηΐΒαίώϊα

■'.Ξ

53

λέυταίό δευτερόλεπτο, ^δλα άλλάζρυν, "Ενας καβαλλάρης μέ άσπρη μπέρτα καί σκεπα­ σμένο πρόσωπο, βγάζοντας μιά άγρια πολεμική κραυγή, όρμάει απάνω ατό απόσπα­ σμα. Γίλάϊ του, καλπάζει σά σίφουνας ό Μαλαμπάρ μ5 ένα γιαταγάνι στο χέρι. Καί πιο πίσω από δεξιά κι" αριστερά άλλοι καβαλλάρηδες, πού γε­ μίζουν τον αέρα μέ άγρια ουρλιαχτά καί πυροβολι­ σμούς ! Ό "Αγγλος αξιωματικός κυττάζει ξαφνιασμένος γύρω του. Οί στρατιώτες τρομαγ­ μένοι από τήν άγρια καί α­ πρόοπτη τούτη έπίθεότ ξε­ χνούν τό παιδί, πού είναι στη μένο στον τοίχο,, καί προσπα­ θούν νά αμυνθούν. Κανείς δεν ακούει τώρα τον αξιωματικό, πού δίνει παραγγέλματα ζη­ τώντας νά έκτελέση τήν άπόφασι τού Στρατοδικείου. "Ε­ νας άπ3 τό απόσπασμα πέ­ φτει βαρεία πληγωμένος στά πόδια του. Οί σφαίρες σφυρί ζουν πάνω άπ5 τό κεφάλι του. Δεν τις λογαριάζει. Πρώτα πρέπει νά τουφεκισθή ό μι­ κρός αντάρτης καί ύστερα θά δη τί θά κάνη μ5 αυτούς τούς καβαλλάρηδες Ινδούς! Σκύβει κι5 αρπάζει τό ό­ πλο τού πληγωμένου καί ση­ μαδεύει τό παιδί. — Ταγκόρ, φυλάξου! Πρό σεχε Ταγκάρ! Τό ήρωϊκό 6 Ελληνόπουλο, πού παλεύει όλην αυτή την ώρα νά σπάση τά δεσμά του, ακούει τή φωνή καί καταλα­ βαίνει. Ρίχνεται μέ την κοι-


'ί α ί % ΰ ¥

λιά στο έδαφος. Μερικές σφαΐ ρες περνούν άπό πάνω του και γκρεμίζουν χώματα και πέτρες άπ5 τό τείχος. Ό άξιωιματικός βλαστημάει. ΓΊετάει τό όπλο, πού δεν έχει πια άλ­ λες σφαίρες και φουχτιάζει τό περίστροφό του. Μά τούτη τή φορά δεν προφταίνει να πίεση τη σκανδάλη. Ό άνθρωπος μέ τό σκεπασμένο πρόσωπο πυ­ ροβολεί. Τό καφτό μολύβι χτυπάει τό ώπλισμένο χέρι και ό αξιωματικός βγάζει μιά κραυγή πόνου. Ταυτόχρονα, ό Μαλαμπάρ, πού βρίσκεται τώ ρα κοντά στον Ταγκόρ, σκύ­ βει κι5 άνασηκώνει άπό τό χώ­ μα τό δεμένο χειροπόδαρα Έλ ληνόπουλο καί τό καθίζει στη σέλα του άλογου του.

ώ=

Είσαι χτυπημένος^ Ταγ­ κόρ; ρωτάει ενώ μέ τό μα­ χαίρι του ^κόβει τά σκοινιά πού κρατούν τά χέρια και τά πόδια τού παιδιού. — "Οχι, Μαλαμπάρ! Δεν προφτάσανε! ^ Και την ίδια στιγμή σαλτάρει^ σά σαΐτα στή ράχη ε­ νός άλλου άλογου χωρίς κα-> βαλλάρη, πού περνάει τρο­ μαγμένο δίπλα τους. "Ετσι, άοπλος καθώς είναι, καβάλ* λα στ’ άλογο,^ρίχνεται μέσα στή -μάχη πού έχει φουντώσει.. Οί Ινδοί πυροβολούν στο ψα­ χνό. Μά καί οί "Αγγλοι στρα τιώτες δεν άστειεύονται. Ό α­ έρας έχει γεμίσει άπό βρον­ τές καί μυρουδιά καμμένου μπαρουτιού.

Ό ινίαΛαμττ^ρ υαρ τώνει άτ»ρ ι^ν Ο^νανο την Ζανγκάρ καί βγαίνει Μοτζί της άπό τις Φλόγες.


'Ο

Καβαλλά.οης μέ την άσπρη μπέρτα, κρατώντας τον Ταγκόρ καλπάζει προς τις πλαγιές του λόφου...

— Ταγκόρ!, ουρλιάζει καλ πάζοντας 6 γίγαντας πίσω του. Μά τό παιδί δεν τον ακούει. Θέλει νά μπή στη μάχη. "Ο­ μως ξαφνικά κάποιος μπαίνει μπροστά του και του κόβει τό δρόμο. Είναι ό παράξενος άν­ θρωπος με τό σκεπασμένο πρόσωπο καί την άσπρη μπέρ τα. — Πίσω, Ταγκόρ!, διατά­ ζει. Μαλαμπάρ εδώ! Ό γίγαντας!, ξεφυσώντας σαν ελέφαντας, φτάνει κοντά του. ^— Έσύ κι* ό Ταγκόρ θά φύγετε αμέσως!, λέει ό μα» σκοφόρος μέ φωνή πού δεν ση κώνει άντίρρησι. Εμπρός, δρόμο! Ό Νιρούκτσ σάς πε­

ριμένει στο •μοναστήρι τού Νίσιο. Τό Ελληνόπουλο κάτι πάει νά πη, αλλά ό άλλος σηκώνει τό χέρι. —Κάνε αυτό πού σοΰ λέω, Ταγκό ρ !, δ ι ατ άζε ι. Αυτή ή φωνή τον ξαφνιά­ ζει. Κάπου τήν έχει ακούσει κι5 άλλοτε αυτή τή φωνή. Μά τούτη τή στιγμή πού σφυρί­ ζουν ο^ΐ σφαίρες γύρω του δέ μπορεΐ νά θυμηθή. — Εμπρός, Ταγκόρ! Φεύ νουμε! Τούτη τή^φορά είναι ό Μα­ λαμπάρ πού του μιλάει. Το παιδί υπακούει. Καί σέ λίγο οί δυο καβαλλάρηδες, πού ξε μακραίνουν από- τον τόπο τής άγριας μάχης^, χάνονται στο βάθος του δρόμου, αφήνοντας


ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης πίσω τους. Οι πυροβολισμοί 6έν άκούγονται ιτιά..* Η ΠΑΓΟΔΑ ΚΑΙΓΕΤΑΙ !

ΑΘΩΣ τά άλογα κό­ βουν τώρα λίγο τον καλ πασμό τους τό παιδί ρωτάει: — Ποιος είναι αυτός με τό σκεπασμένο πρόσωπο; — Χμ! Ούτε εγώ τον ξέ­ ρω!, λέει ό Μαλοομπάρ και άνασηκώνει τούς πελώριους ώ­ μους του. Κανείς δεν είδε άκό μα τά φάτσα του. Μονάχα ό μαχαραγιάς Νιρούκτα ξέρει ποιος είναι. Τάν λένε Γκάλεμ, πού θά πη άφοβος. Τώρα δι­ ευθύνει μια ομάδα από «Ε­ λεύθερους Ινδούς» (*). Είναι ένα ατρόμητο παλληκάρι. Τό λημέρι του είναι στη ζούγκλα μέ τά μπαμπού. "Οτοεν έμαθε πώς ήταν νά ντουφεκιστής, έ­ κανε σάν λυσσασμένο λιοντά­ ρι. Αυτός κατάστρωσε τό σχέ διο και ώργάνωσε την επίθε­ σή Χωρίς αυτόν, ίσως τώρα σού κάνανε την κηδεία σου. -—Περίεργο!, κάνει ό Τα· γκόρ. Κάπου έχω ξανακούσει τη φωνή του. Μά δεν μπορώ νά θυμηθώ που ακριβώς. Γ«ά πρώτη φορά βλέπω αυτόν τον άνθρωπο. Κι* όμως είμαι βέ­ βαιος πώς έχω ξαναμιλήσει μαζί του. (*) «Ελεύθεροι Ινδοί» είχαν ονομασθή κατά την περίοδο 1920 —-1931 οϊ Ινδοί που είχαν ξεσηκωθη έκείνη την έττοχη εναντίον των "Αγγλων. 5Ηταν ενα είδος πατριωτών πού Ικαναν κλεφτοπό λ^μβ μέ τούς "Αγγλους.

—* Δέν τό πιστεύω!, λέει ό Μαλάμπάρ. Ό Γκάλεμ α­ ποφεύγει τούς ανθρώπους σάν τό διάβολό! Μετριούνται στά δάχτυλα εκείνοι πού έχουν μ Η λήσει μαζί του. —"Ίσως νά γελιέμαι!, κά­ νει σκεφτικό τό ' Ελληνόπαις λο. Κι5 ύστερα από λίγο, σάν νά θέλη νά δίωξη από τό νού του τό αίνιγμα πού τον βα­ σανίζει, τινάζει προς τά πί­ σω τό κεφάλι. —Ή Ζανγκάρ; ρωτάει. Δέ μου είπες για την Ζανγκάρ. Ό γίγαντας χαμογελάει. —Ή Ζανγκάρ σου στέλνει χαιρετισμούς καί σέ περιμέ­ νει. Είναι μαζί μέ τον πατέρα της, τον Νιρούκτα. "Οταν έ­ μαθε πώς σέ πιάσανε έγινε σάν πεθαμένη. Τώρα θά ζωντανέψη^ πάλι, όταν σέ δη... -—Είναι μακρυά τό μονα­ στήρι του Νίσιο; ρωτάει τό ' Ελληνόπουλο. —Σέ λίγο φτάνουμε, απο­ κρίνεται ό Μαλαμπάρ. Είναι πίσω άπό τό λόφο πού βλέ­ πεις. Ή παγόδα είναι πνιγ­ μένη μέσα στά άρτόδεντρα καί τούς κοκοφοίνικες. Κανείς δέ μπορεί νά ύποφιαστή δτι εκεί,, ανάμεσα στούς ευσεβείς λάμα (*) μέ τά κίτρινα ράσα, κρύβονται ό μαχαραγιάς Νι­ ρούκτα καί ή κόρη του. ’Άν τό ξέρανε, οι ^Αγγλοι θά στέλ­ νανε πέντε μεραρχίες νά περικυκλώσουν τον τόπο καί νά τον πιάσουν ζωντανό. —-Πιο επικίνδυνοι άπ’ τούς (*) Λάμοε: Ίερεΐς τον Βούδδα.


ΤΑΓΚΟ Ρ

Αγγλους είναι αί Τέγκ!, λέει μέ μΐσος ό Ταγκόρ. Αυ­ τό] οί ληστές είναι χειρότεροι. Δουλεύουν στο σκοτάδι καί χτυπούν ύπουλα. Μή ξεχνάς δτι ό Ναντιρ - Χό, ό αρχηγός τους, ζητάει για τον έαυτό του τον τίτλο του μαχαραγιά του Κασμίρ, που σημαίνει πώς θά κάνη τ" άδυνατα δυ­ νατά νά εξόντωση τον Νιρούκτα. Κάτι θέλει νά πή άκόμα ό Ταγκόρ, αλλά σταματάει. Τραβάει τά χαλινάρια του ά­ λογου του και τό ζώο καρφώ­ νεται απότομα στη θέσι που βρίσκεται. Μιά τεράστια φλό­ γα έχει σηκωθή πίσω από τό λόφο και μεγάλα σύννεφα κα­ πνού γεμίζουν τον ούροονό. — Κύτταξε, Μαλαμπάρ !, ξεφωνίζει. — Φωτιά!, κάνει ξαφνια­ σμένος ό γίγοοντας. Τό δάσος καίγεται. — Στοιχηματίζω πώς καί­ γεται ή παγόδα!, λέει τό παιδί. Νά μή μέ λένε Ταγκόο, άν σ3 αυτή τη δουλειά δέν έ­ χουν βάλει τό χέρι τους οί Τέγκ! "Εμπρός, Μοελαμπάρ! "Ίσως τούτη τή στιγμή νά κινδυνεύουν ή Ζανγκάρ κι* ό πατέρας της! Τραβούνε τά γκέμια οί δυο καβαλλάρηδες και ξεχύνονται σάν σίφουνας προς τό μέρος του λόφου. "Οσο ζυγώνουν έ­ νας πυρωμένος αέρας τούς χτυπάει τό πρόσωπο και οί φλόγες άπό λεπτό σέ λεπτό γίνονται μεγαλύτερες. Ή καρ διά τού ηρωικού 4Ελληνόπου­ λου χτυπάει βιαστικά.

«Θεέ μου, προφτάσουμε παρακαλάει...

9 κάνε νά τούς ζωντανούς !»,

ΝΑΝΤΙΡ - ΧΟ, Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ!

ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΣ Νιρούκτα καί ή όμορφη Ζανγκάρ βρίσκονται πραγματικά σέ φοβερό κίνδυ­ νο. Δεμένοι χειροπόδαρα μέ χοντρά σκοινιά μέσα σ" ένα δωμάτιο τού μεγάλου ξενώίνα τοΰ Νίσιο, βλέπουν τον θά­ νατο νά τούς ζυγώνη μέ βαρειά βήματα. Το μεγάλο ςόλινό σπίτι, πού μοιάζει μ" ένα όμορφο άνάκτορο, είναι τυλιγ­ μένο στις φλόγες καί στ" αυ­ τιά τους φτάνουν άνατριχι α­ στικά καί υπόκωφα τά τριξί­ ματα πού κάνει ή φωτιά, κα­ θώς καταβροχθίζει τήν μιά μετά.τήν άλλη τις γύρω κά­ μαρες καί προχωρεί προς τό μέρος τους. Οι καπνοί τούς πνίγουν. "Από τά χλωμά πρό­ σωπά τους κατρακυλούν κό­ μποι άπό ιδρώτα άνωνίας. Ή αναπνοή γίνεται δύσκολη. Οί φλόγες γλείφουν τούς εξωτερι­ κούς ξύλινους τοίχους τού δω­ ματίου πού είναι νά γίνη σέ λίγο ό τόπος ενός φριχτού καί μαρτυρικού θανάτου.—Τίποτα δέ μπορεί νά μάς σώση πιά!,, αναστενάζει ό Νιρούκτα γεμάτος θλΐψι. Λυ­ πάμαι, αγαπημένη μου κόρη, πού σέ παρασύρω σ" ένα τέ­ τοιο θάνατο. —"Αν ήταν τουλάχιστον ε­ λεύθερος ό Ταγκόρ!, λέει ή κοπέλλα καί τά μάτια της εί­


10

ΤΑΓΚΟΡ

ναι γεμάτα δάκρυα. "Ίσως υ­ πήρχε ή ελπίδα. Πριν κάμποσες μέρες εγκα­ ταστάθηκε σ' αυτό τό μονα­ στήρι ό επαναστάτης μαχα­ ραγιάς μαζί με την κόρη του. Τό άγριο κυνηγητό, πού τούς ράνουν οι "Αγγλοι καί οι Τέγκ, τον αναγκάζει κάθε τό­ σο ν' άλλάζη κρυψώνα. Κι' ε­ δώ, στο μοναστήρι του Νίσιο, .έχει πιστέψει πώς για μια δυο έβδομάδες τουλάχιστον θά είναι ασφαλής. Οί λάμα εκτιμούν την παλληκαριά κα'ι τούς αγώνες του για τό λαό, και τον προστατεύουν. "Ομως οί Τέγκ έχουν παν­ τού τούς κατασκόπους τους. Χαί σέ τούτη την παγόδα υ­ πάρχει ένας κακομούτσουνος

λιγνός Ινδός, ό Καντράγια, ό επιστάτης τών κτημάτων του μοναστή οι ού, φανατικός οπαδός τής θεάς Κάλι. Ό Καντράγια βλέπει μια μέρα τον Νιοούκτσ καί την κόρη του καί ξαφνιάζεται. Παρακο­ λουθεί καί βεβαιώνεται καί τό Τδιο^ βράδυ, καβάλλα στο άλονό του, ξεκινάει καί φτάνει στο σταυροδρόμι του Τζάλ Τζαμί, στο σπίτι του Ναντίο* Χό. πού εΐναι ό άρχηγός τών Τέγκ. ^ —Σου φέρνω σπουδαία νέος Ναντίρ, του λέει. Ό Νιρούκτακι5 ή Ζανγκάρ βοίσκον ται στην παγόδα του .Νίσιο.. "'Αν βιαστής, μπορείς νά τούς βάλης στο χέρι. Ό Ναντίρ ξαφνιάζεται καί

Τά δυο παιδιά βλέπουν νά ^ωντ ανεύουν οί έλπίδες τής σωτηρίας καθώς πιάνονται άπο τη βάρκα.


11

'Ο Τσγκόρ έττιτίθεται σαν κεραυνός εναντίον^του συμμορίτη ττου κρατάει άττειλητι κά τό τσεκούρι...

τά μάτια του γεμίζουν σκού­ ρα σύννεφα. "Ενα άπαίσιο χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπό του. —«Είσαι βέβαιος, Καντοά­ για; ρωτάει. —Ό Καντράγια δέ σέ γέ­ λασε ποτέ!, αποκρίνεται σο­ βαρά ό κατάσκοπος. Ό αρχηγός των Τέγκ τον χτυπάει στον ώμο. —Ή θεά Κάλι νά σέ προ* στατεύη, Καντράγια! Θά γίνη τό θέλημά της. Του βάζει μερικά χρυσά νομίσματα στη φούχτα καί τού σφίγγει τό χέρι. —Γύρισε στην παγόδα, τού λέει. Θά γίνη, δ/π χρειά­ ζεται... "Υστερα από δυο μέρες, ό

Ναντιρ - Χό έχει καταστρώσει τό σχέδιο καί, λίγο πριν ξημερώση, πραγματοποιεί μιά αιφνιδιαστική έπίθεσι στο μο­ ναστήρι. Οι Τέγκ στραγγαλί­ ζουν τούς σωματοφύλακες του Νιρούκτα. Οι λάμα αιχμαλω­ τίζονται καί κλειδώνονται στις αποθήκες τού ρυζιού, πού βρίσκονται κοντά στο μονα­ στήρι, καί, όταν όλα είναι έ­ τοιμα, ό Ναντιρ μπαίνει στην κάμαρη του επαναστάτη μα­ χαραγιά του Κασμίρ. Ό Νιρούκτα τινάζεται ξα­ φνιασμένος άπ5 τό κρεββάτι του και φουχτιάζει τό σπαθί του. Τά μάτια του στενεύουν από οργή καί μίσος, καθώς βλέπει μπροστά του τον πιο

I I


12

ΤΑΓΚΟΡ

αίμοβόρο και θανάσιμο εχθρό του. —Πάλι εσύ; γρυλλίζει και μουντάρει μέ σηκωμένο τό σπαθί. "Ομως οί Τέγκ πού συνο­ δεύουν τον Ναντίρ, είναι πιο σβέλτοι. Πέφτουν απάνω του και τον άφοπλίζουν. —Δέστε τον!, διατάζει ό Ναντίρ - Χό. Και φέρτε εδώ και την κόρη του. Θέλω νά κουβεντιάσουμε πριν τον στείλω ν’ άνταμώση τούς μακρυνούς του προγόνους. Κι3 αυ­ τά πού θά πω νά τ’ άκούση και ή Ζανγκάρ. Οί ληστές δένουν τον Νιρούκτα μέ χοντρά σκοινιά σέ μιά καρέκλα. "Υστερα φέρ­ νουν σέρνοντας καί την Ζαν­ γκάρ. Την δένουν κι3 αυτή σ' ένα κάθισμα. Τό βλέμμα ^ τού κοριτσιού είναι γεμάτο μίσος γιά τον άνθρωπο, πού πριν λίγες μέρες την έστειλε νά πουληθή γιά σκλάβα στο Δελ­ χί. 5 Εκείνος άμως δείχνει πώς δεν καταλαβαίνει καί χαμο­ γελάει. "Υστερα γυρίζει στον πατέρα της. -—-Έχω ένα χαρτί στην τοέ πη μου, Νιρούκτα, του λέει. Γράφει πώς παραιτείσαι μέ τή^ θέλησί σου από (μαχαρα­ γιάς καί πώς παραχωρείς τή θέσι του σέ μένα, πού πρό­ κειται νά γίνω γαμπρός σου. ’Άν τό ύπογράψης, θά σου χαρίσω τή ζωή καί ή Ζαν­ γκάρ θά γίνη γυναίκα μου. 'Άν^όχι, τούτο τό ξημέρωμα θά είναι τό τελευταίο καί γιά τούς δυο σας. Θά πεθάνης, Νιρούκτα καί μαζί μέ σένα

κι3 ή κόρη σου κι5 ύστερα από τό θάνατό σου, θά μου δώ­ σουν τήν^έπαρχία σου οί "Εγ­ γλέζοι! "Έτσι κι3 άλλοιώς λοιπόν... Τό πιο,σωστό όμως νομίζω πώς είναι νά ύπογρά­ ψης αυτό τό χαρτί... —3Όχι, πατέρα! Μήν υπο­ γραφής !, φωνάζει τό κορίτσι. -—Δεν υπογράφω !, μουγγρίζει ό Νιρούκτα. Μαχαρα­ γιάς δέ μπορεί νά γίνη ένας ληστής σάν καί σένα. Τά μάτια τού Ναντιρ - Χό αστράφτουν άπό λύσσα. —Είναι ή τελευταία σου λέξι αυτή; ρωτάει. —Ναί. Είναι ή τελευταία μου λέξι! —Τότε μπορείς νά προσευχηθής στον παντογνώστη Βούδδα, κάνει καί ή φωνή του γεμάτη είρωνία, μοιάζει μέ σφύριγμα φιδιού. Προσευχή­ σου νά σοΰ δώση περισσότε­ ρο μυαλό, όταν ξαναγεννηθής καί ερθης πάλι στον κόσμο (*). Ετοιμάζεται νά φυγή, άλλά σά νά θυμάται κάτι τήν τε­ λευταία στιγμή, ξαναγυρίζε'. —Θέλω νά σου πω καί κά­ τι άλλο, Νιρούκτα, λέει στον δεμένο μο:χαραγιά, γιά νά πε­ θάνης ευχαριστημένος. Οί θη σαυροί σου, πού έχεις κρύψει στή ζούγκλα, θά γίνουν σέ λί­ γο δικοί μου. Οί άνθρωποί μου βρίσκονται στά ίχνη τής (*) Οί Βουδδιστές, ως γνω­ στόν, πιστεύουν στην μετεμψύχωσι. Πιστεύουν ότι οί ψυχές των νεκρών ξαναγυρίζουν στον κόσμο αυτό και μπαίνουν στο σώμα νε­ ογέννητων παιδιών.


ΤΑΓΚΟΙ5

κρυψώνας. Σέ λίγο τό χρυ­ σάφι σου και τά διαμαντικά σου θά είναι δικά μου. Κι’ ένα γέλιο άτταίσιο σκε­ πάζει τά τελευταία του λόγια. "Υστερα βγαίνει μέ βιαστικό βήμα άπό την κάμαρη καί κλειδώνει την πόρτα. —Βάλτε φωτιά!, διατάζει τούς Τέγκ πού τον συνοδεύ­ ουν. Ό Νιρούκτα κι3 ή κόρη του δεν θά υπάρχουν σέ λί­ γο κι3 ό δρόμος γιά τον και­ νούργιο μαχαραγιά θά είναι ελεύθερος! Εμπρός, παιδιά! Ή θεά Κάλι, πού μάς βλέπει άπό ψηλά, είναι μαζί μας!

13

^ —Είναι ό Νοτντίρ - Χό!, λέει τό παιδί πού βλέπει καί ξεχωρίζει τον πρώτο καβαλλάρη. Είναι ό Ναντίρ - Χό μέ τούς ληστές του! Καλά τό κα­ τάλαβα! Σφίγγει τά δόντια, άλλα δέν υπάρχει καιρός νά τούς κυνηγήση.'Τώρα, κάθε στιγμή πού περνάει, είναι πολύτιμη. Κατηφορίζουν τήν πλαγιά καί φτάνουν στήν παγόδα. Πηδούν άπό τ3 άλογα. Ό μισός ξε­ νώνας είναι κιόλας έρείπιο κι* ή φωτιά, πού κάνει τον άέρα νά ζεματάη, άγκαλιάζει τον άλλο μισό. ^—Θαρρώ πώς φτάσαμε άρΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ γά!, λέει ό Μαλαμπάρ. ΠΕΡΑΣΜΑ —Που ήταν τά δωμάτιά ΛΑ αυτά δεν τά ξέρουν τους; ρωτάει μέ άγωνία τό 4 Ελληνόπουλο. ακόμα ό Ταγκόρ καί ό Μαλαμπάρ, πού καλ Ό γίγαντας δείχνει προς πάζουν προς τον τόπο τής μιά κατεύθυνσι μέ τό χέρι του. Ταγκόρ όρμάει προς τά ε­ φωτιάς. Τώρα ένα μονάχα ξέ­ κεί. Νοιώθει τις φλόγες νά τον ρουν. Πώς πρέπει νά φτάσουν όσο γίνεται πιο σύντομα στην τυλίγουν καί χάνεται μέσα στούς καπνούς. Τήν ίδια στιν παγόδα τού Νίσιο, όπου ό Νιρούκτα κι3 ή κόρη του δια­ μη, ό Μαλαμπάρ τρέχει ξοπί­ σω του. Τρέχει, τον προσπερ­ τρέχουν ένα φοβερό κίνδυνο. νάει καί, ρίχνοντας όλο τό βά­ Τ3 άλογα σκαρφαλώνουν στις ρος του κορμιού του σέ μ'ά πλαγιές τού λόφου, φτάνουν στην κορυφή κι3 άπό εδώ οί πόρτα πού καίγεται, τήν γκρε ρίζει. Ή πόρτα πέφτει μέ πά­ δυο καβσλλάρηδες βλέπουν ταγο. Καί ό γίγαντας βρίσκε­ τό άνατριχιαστικό θέαμα. Οί ται σέ μιά κάμαρη γεμάτη κα* φλόγες έχουν άγκαλιάσει τον πνό. Δέν βλέπει. "Ολα είναι ξενώνα καί οί γλώσσες τής χαμένα μέσα σ3 ένα σκούρο φωτιάς, άγριες καί άσυγκράσύννεφο καί ή ανάσα του κό­ τητες,, υψώνονται στον ούραβεται. -αφνικά σκοντάφτει νό. κάπου. Πέφτει, ξανασηκώνεται —Νάτοι!, φωνάζει ό Μα­ καί απλώνει τά χέρια. Τά δά­ λαμπάρ καί δείχνει πέρα στο χτυλά του άγγίζουν ένα κορ­ μακρυνό μοναστήρι. Βάλανε μί δεμένο. Μέ μιάν άσύλληφωτιά καί φεύγουν καβάλλα πτη ταχύτητα σπάζει τά σκρίτ ρτ’ άλογά τους.

Ο


14

ΤΑΓΚΟΊ

νιά κι5 άνασηκώνει στην άγκαλιά του το ανθρώπινο σώ­ μα. Είναι ή Ζανγκάρ! —Ταγκόρ !, φ ω νάζε ι. 5 Ε­ δώ! "Οιμως δεν παίρνει άπάντησι. Δεν ξέρει τί νά κάνη. Οί καπνοί και ή αγωνία τον πνί­ γουν. —Τ σγκόρ ! Τ αγκόρ !, ξαναφωνάζει. Βρήκα τη Ζαν­ γκάρ ! Άλλα και πάλι κοομμιά α­ πάντηση Ακούει κάτι νά τρίζη υπόκωφα πάνοο άπ5 τό κε­ φάλι του. Ή στέγη ετοιμάζε­ ται νά πέση. Κρατώντας την άναίσθητη κοπέλλα στά χέρια του, αποφασίζει νά κινηβη. Νά σώση ποώτα αυτήν κι’ υ­ στέρα βλέπει τί πρέπει νά κάνη. "Ενας τεΐχος φωτιάς σηκώνεται μπροστά του. Άλλα δεν έχει καιρό νά διάλεξη. Μουντάρει μέ σκυφτό τό κε­ φάλι, προσπαθώντας νά κά­ λυψη μέ τά μπράτσα του τό κορμί του κοριτσιού. Τρέχει στά τυφλά καί τά αναμμένα ξυλά καΐνε τά πόδια του. Ή άσπρη κοντή ρόμπα του παίρ­ νει φωτιά. Κάθε δευτερόλεπτο μοιάζει μ* έναν αιώνα σ’ αυ­ τή τήν κόλαση Έτπ τέλους βγαίνει από τον φλέγόμενο ξενώνα. Άκουιμπάει απαλά τό κορίτσι μακρυά απ’ τις φλό­ γες κάτω από ένα δέντρο καί βάζει τό αυτί του στο στήθος της. Ευτυχώς! Ή καρδιά δου­ λεύει. Ό καθαρός αέρας θά τήν κάνη σέ λίγο νά συνέλθη. Ετοιμάζεται νά τρέξη πά­ λι προς τό μέρος τής φωτιάς. Έκεΐ μέσα στίς φλόγες καί

στους καπνούς πρέπει νά βρί­ σκεται ό Ταγκόρ. Άφίνει τό κορίτσι καί τρέχει προς τά έ­ κεΐ. Αλλά τούτη τή φορά εί­ ναι αδύνατο νά προχωρήση. Ή πυρκαϊά έχει γίνει χίλιες φορές πιο άγρια. Καί σάν νά μή φτάνη αυτό, μονομιάς, μ’ ένα φοβερό πάταγο, γκρεμί­ ζεται ή στέγη του ξενώνα καί οί φλόγες παίρνουν καινούρ­ για δύναμι. Εκατομμύρια μι­ κρά άστρα, οί σπίθες, τινά­ ζονται προς τον ουρανό σάν ένα τραγικό καί μεγαλόπρεπο μαζί πυροτέχνημα. #—Πάει ό Ταγκόρ!, γρυλλίζει ό γίγαντας καί γιά ποώτη φορά στή ζωή του αισθά­ νεται τά μάτια του υγρά. Χά­ θηκε ό Ταγκόρ ! Πραγματικά, τό ηρωικό Ελληνόπουλο είναι σάν νά ταξιδεύη τώρα στο θάνατο. Χαμένο μέσα στίς^φλόγες καί τούς καπνούς, είχε άκούσει πριν από λίγο τή φωνή τού Μαλαμπάρ πού τον καλούσε. "Ομως δέν μπορεί νά απάντη­ ση. Ό καπνός τού φέρνει α­ σφυξία καί, καθώς κάνει ν’ ά­ νοιξη τό στόμα του, αισθάνε­ ται νά τον πνίγη. Μέσα σ’ αυτό τό μισοσκό­ ταδο μιά γλώσσα φωτιάς φω­ τίζει τον γίγαντα. Τον βλέ­ πει πού κρατάει στά δυνατά μπράτσα του τήν Ζανγκάρ και τώρα πιά είναι σίγουρος πώς θά τήν σώση. Απομένει δμως ό Νιρούκτα. Τούτον πρέπει νά σώση αυτός. Ακούει ένα βογγητό. Κάποιος ζητάει βο­ ήθεια. Μέ τά χέρια μπροστά, ψάχνοντας, γαντζώνεται άπά-


ΤΑΓΚΟΙ*

νω στο κορμί του. Τα δάχτυ­ λά του συναντούν τά σκοινιά και καταλαβαίνει. Μέ σβέλ­ τες κινήσεις βγάζει τό μαχαί­ ρι του καί τον έλευθερώνει. ΕΤναι ό Νιρουκτα. — Μαχαραγιά!, ψιθυρίζει μέ τπ/ιχτή φωνή τό παιδί. Έκεΐνος, πού δεν έχει χά­ σει άκόμα τις αισθήσεις του, άναγνωρίζει τη φωνή του Ταγκόρ και ο! έπλίδες του δίνουν κουράγιο. —-Ήου εΐναι ή Ζανγκάρ, 1 αγκόρ; ρωτάει. —Ή Ζανγκάρ είναι έν τά­ ξει Έμεΐς τώρα πρέπει νά βγούμε άπ’ αυτή τήν κόλασι. Στηρίξου απάνω μου, Μαχα­ ραγιά! Δέν έχουμε πολύ και­ ρό μπροστά μας! Κάνουν μερικά βήματα προς τήν πόρτα, μά τήν ίδια στιγμή γίνεται κάτι φοβερό. Ή στέγη πού καίγεται πέφτει μέ πάταγο. Ό άντρας καί τό παιδί ξαπλώνουν στο πάτωμα. Τά χοντρά καντρόνια πού δέν έχουν καή άκόμα κρατούν έ­ να κομμάτι τής καμμένης στέ­ γης ένα μέτρο πάνω από τό κεφάλι τους. Μά τούτο δέν μπορεΐ νά κράτηση πολύ. "Υ­ στερα άπό μερικά λεπτά, τά άναμμένα ξύλα θά πέσουν κΓ οί δυό άνθρωποι, αιχμάλωτοι μέσα στις φλόγες, θά ψηθούν ζωντανοί. —Είμαστε χαμένοι!, λέει τό παιδί. —"Οχι άκόμα!, αποκρίνε­ ται ό Νιρουκτα. Καί, καθώς μιλάει, σέρνει τήν παλάμη του στο πάτωμα. Κάτι ψάχνει νά βρή. Τά δά­

11

χτυλά του Αγκαλιάζουν έναν σιδερένιο χαλκά. Τον τραβά­ νε προς τ’ Απάνω μέ δύναμι κΓ ένα τετράγωνο κομμάτι α­ πό τό πάτωμα παραμερίζει κΓ άφίνει ένα μεγάλο άνοιγ­ μα. Είναι μιά καταπακτή,, έ­ να μυστικό πέρασμα! —* Εδώ, Ταγκόρ!, ψιθυρ ίζει. Νομίζω πώς σωθήκαμε! "Ελα μαζί μου! "Ενα ρεύμα ψυχρού αέρα γεμίζει τά πνευμόνια τους καί αισθάνονται νά ξαναγυρίζουν στη ζωή. Σ’ αυτό τό άνοιγμα υπάρχει μια παλιά πέτρινη σκάλα. Πρώτος κατεβαίνει ό Νιρουκτα. Τό Ελληνόπουλο Ακολουθεί. Προχωρούν σ’ ένα σκοτεινό διάδρομο, που μυοίζει υγρασία καί μούχλα. —Είναι ένα μυστικό υπό­ γειο πέρασμα, έξηγεΐ ό μα­ χαραγιάς καθώς βαδίζουν βιαστΙκά καί απομακρύνονται άπ’ τή φωτιά. Τό είχαν φτιά­ σε ι οί λάμα τού μοναστηριού αυτού για νά κρύβωνται καί νά ξεφεύγουν άπό τις ληστρι­ κές έπιδρομές, πού τά παλιά χρόνια ήταν συχνές σ’ αυτό τον έρημο τόπο. "Οταν εγκα­ ταστάθηκα εδώ, μου έδειξαν τήν καταπακτή καί μέ συμ­ βούλεψαν νά τη χρησιμοποιή­ σω σέ ώρα ανάγκης. Καί ή ανάγκη αυτή δπως βλέπεις δέν άργησε νά παρθυσιαστή. Άλλα έσυ δέν μού μίλησες για τά δικά σου. Πρόφτασε λοιπόν ό Γκάλεμ τό άπόσπασμα; —Ναί! 7Ηρθαν καί μ’ ε­ λευθέρωσαν τήν τελευταία


Η

Τ Λ Γ Κ θ ψ

στιγμή, λέει το ■Ελληνόπου­ λο. Και ξαφνικά θυμάται τον άνθρωπο μέ την άσπρη ,μττέοτα και τό σκεπασμένο πρό­ σωπο. —Ποιός είναι αυτός ό Γκάλεμ; ρωτάει. Για ποιό λόγο κρύβει τό πρόσωπό του; Ό Νιρούκτα χαμογελάει παράξενα. —Αυτό Ταγκόρ είναι ένα μυστικό, λέει, πού δεν έχω τό δικαίωμα νά τό άποκαλυψω σέ κανένα. "Ισως δμοος άργότερα τό μάθης και σύ... ΚΑΝΤΡΑΓΙΑ, Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ

ΑΦΝI Κ Α καθώς βαδίζουν β ικάτι σαλεύει στο σκοτάδι. "Ενας ίσκιος πού παραμονεύει μέσα στο στενό πέρασμα έχει κινηθή και κάτι αστράφτει και σφυρίζει στον άέρα. Τό παιδί σπρώχνει α­ πότομα προς τά πλάγια τον Νιρούκτα καί σκύβει. "Ενα κοφτερό μαχαίρι περνάει πά­ νω από τό κεφάλι τους καί άφίνει έναν οξύ μεταλλικό ή­ χο, καθώς χτυπάει στον μου­ χλιασμένο καί υγρό τοΐχο. Την ίδια στιγμή, τό ηρωικό Ελληνόπουλο τινάζεται σά σαΐτα προς τό μέρος τής σκιάς,, πού φαίνεται νά κινη­ τοί προς την έξοδο. Τό χέρι του γαντζώνεται στη ράχη τού άγνωστου καί ή γροθιά του πέφτει σάν ένα σφυρί, πού ζυγίζει χίλιες οκάδες, στο σαγόνι του. Άκούγεται ένα βογγητό, αλλά ταυτόχρο­ να έ'να καινούργιο μαχαίρι

διο:γράφει ένα θανάσιμο τόξο στον άέρα. Τό παιδί σκύβει κι* Αποφεύγει τό χτύπημα. Την ίδια στιγμή, μέ άσύλληπτη ταχύτητα, φουχτιάζει μέ τά δυό του χέρια τό πόδι του αντιπάλου του καί τον άνατρέπει. Κυλιούνται κι* οι δυό στο υγρό χώμα. Τό λαστιχέ­ νιο^ κορμί τού Ταγκόρ ρίχνει ολόκληρο τό βάρος του άπανω στο σώμα τού αγνώστου καί τά δάχτυλά του τυλίγονται σάν μιά σιδερένια τανάλια γύ ρω από τον καρπό τού (οπλι­ σμένου χεριού. Ό άγνωστος όμως^ δεν θέλει ν* άφήση τό μαχαίρι. Κάνει μιά Απεγνω­ σμένη προσπάθεια, ξεφεύγει από τη σιδερένια τανάλια και τό κατεβάζει μέ δύναμι στη ράχη ..τού παιδιού. Τό Ελλη­ νόπουλο διμως προσέχει. Παίρ νει μιά βόλτα στον άέρα καί μέ μιάν απότομη κίνησι κάνει την αστραφτερή λεπίδα νά σφηνωθή στην κοιλιά τού ά­ γνωστου ληστή. Εκείνος χτυ-, πημένος θανάσιμα μέ τό Τδιο του τό χέρι, άφίνει ένα μουγγρητό καί τινάζει τά πόδια. -τ—*Εν τάξει!, λέει ό Τα­ γκόρ καθώς άνασηκώνεται. Την έπαθε σάν Αγράμματος! Ό Νιρούκτα, πού έχει πλη­ σιάσει στο μεταξύ καί σκύβει πάνω άπό τον χτυπημένο, άφίνει μιά κραυγή έκπλήξεως: —Ό Κοοντράγια!, λέει. Εί­ ναι ό Καντράγια! Τώρα είμαι σίγουρος πώς αυτός μας πρσδωσε στον Ναντίρ - Χό! Τον είδα προχτές νά μέ παρακολουθή καί νά μέ κυττάζη πα­ ράξενα. "Ηξερε τό μυστικό


ΤΑΓΚΟΊ

πέρασμα και παραμόνευε. τΗτσν ό επιστάτης των κτη­ μάτων αυτής τής παγόδας. Τό παιδί δεν μιλάει, Κατα­ λαβαίνει δτι τώρα πρέπει νόό χουν τά μάτια ανοιχτά, γ^ιατί κανείς δεν ξέρει τί μπορεί νά συμβή από τή μια στιγμή στην άλλη, μέσα σέ τούτο το σκοτεινό πέρασμα. Αρχίζουν πάλι νά βαδίζουν. Ευτυχώς δέν έχουν άλλη άσκημη συνάντησι καί σέ λίγο βγαίνουν μέ­ σα στό ναό. Ή έξοδος είναι άκριβώς πίσω άπό τό μεγά­ λο είδωλο του φωτοδότη Βούδδα, πού είναι στημένο στό κέν τρο τής παγόδας. "Ενα χαρούμενο ουρλιαχτό τούς υποδέχεται, καθώς βγαί­ νουν στό ύπαιθρο. Ό Μαλαμπάρ ουρλιάζει σαν ελέφαν­ τας πού του χαρίζουνν. ζαχα­ ρωτά! Τρέμει καί πέφτει άπάνω στους δυο ανθρώπους καί τούς κλείνει στις τερά­ στιες χερούκλες του καί τούς σφίγγει καί τούς φιλάει καί κλαίει άπό χαρά. —Μαλαμπάρ, για τ’ όνο­ μα του Θεού!, κάνει τό Ελ­ ληνόπουλο. Θά μάς λυώσης! Ό γίγαντας λασκάρει τό... αγκάλιασμα καί ό Νιρούκτα, πού κινδυνεύει νά λιποθυμήση, παίρνει μιά βαθειά ανάσα. —Δόξα νάχη ό μεγάλος Βούδδας! Γλύτωσα απ' τή φωτιά αί παραλίγο νά πεθαί­ νω στην αγκαλιά σου, Μαλα­ μπάρ ! ' Την ίδια στιγμή, ή Ζανγκάρ, πού έχει συνελθεί σ’ αύτο τό μεταξύ, τρέχει καί πέφτει στην άγκαλιά του. Τά

17

μάτια της είναι δακρυσμένα, —(Πατέρα!, ξεφωνίζει μέ λαχτάρα. 5Αγαπημένε μου πα­ τέρα! -—Παιδί μου κάνει αυτός καί τή φιλάει καί τής χαϊδεύει τά μαλλιά. Ό Ταγκόρ, πού στέκει λί­ γο πιο έκεΐ, παρακολουθεί μέ συγκίνησή την τρυφερή αυτή σκηνή. Είναι πολύ ευτυχισμέ­ νος. Ό Νιρούκτα γυρίζει καί τον κυττάζει. —’Έλα λοιπόν, Ταγκόρ! Τί^ στέκεις εκεί σά χαζός!, του λέει καί του μισοκλείνει πονηρά τό μάτι. Δέ θά φιλήσης καί σύ την άρραβωνιαστι κιά σου; Τό 4Ελληνόπουλο νοιώθει την καρδιά του νά σκιρτάη. Είναι ή πρώτη φορά, πού ό μαχαραγιάς δείχνει πώς έχει καταλάβει την αγάπη του γιά τό όμορφο κορίτσι. Κάνει ένα βήμα δειλό. Είναι μιά άπό τις πιο μεγάλες στιγμές τής ζωής του. Ή Ζανγκάρ τρέχει κοντά του. Τό βλέμμα της είναι γε­ μάτο λατρεία. Την αγκαλιά­ ζει. Τον αγκαλιάζει. Καί τά δυο παιδιά, μπροστά στά μά­ τια του ευτυχισμένου πατέρα, αλλάζουν ένα αθώο φιλί, συμ­ βόλαιο ενός γάμου πού πρό­ κειται νά γίνη σύντομα... ΕΝΑΣ ΦΑΚΙΡΗΣ ΚΓ ΕΝΑ ΑΡΑΠΑΚΙ

ΝΑ μακρόστενο χαμηλό καρότσι έρχεται καί στέκει στή γωνιά τού μεγάλου δρόμου. Δέκα μέτρα πιο έκεΐ βρίσκεται τό μέγαρο του Αγγλικού Στρατηγείου


Το ήρωϊκό

Ελληνόπουλο $λέττ« μ^οι

πλησιάζει


Τ Α Γ Κ Θ Ρ

τού Δελχί. Τό καρότσι είναι κάπως περίεργο. Μοιάζει μ' ένα ντιβάνι μέ ρόδες. "Ενα ντιβάνι όμως, χωρίς σωμιέ. Στη θέσι του σώμιέ υπάρχουν σειρές - σειρές από μυτερά καρφιά. Κι5 απάνω στα μυ­ τερά αυτά καρφιά, ξαπλωμέ­ νος άναπαυτιικώτατα, καπνίζει τον ναργιλέ του ένας φακί­ ρης! Πολύς κόσμος έχει μ άζευ­ τη γύρω άπό τό καρότσι και θαυμάζει, κυττάζοντας μέ δέος, τον άνθρωπο πού βασα­ νίζει τό κορμί του μέ ένα τό­ σο σκληρό τρόπο νιά νά κεο­ δίση την αγιότητα στη μέλλουσα ζωή (*). Ό φακίρης όμως δέν φαίνεται νά δίνη ση­ μασία στό.,.φτωχό^λαό, άλλα καπνίζει σάν πασάς, ξαπλω­ μένος άπάνω στά μυτερά καρ­ φιά, τον ναργιλέ του. Και κά­ θε τόσο ρίχνει γοργές ματιές στην ,πόρτα του Αγγλικού Στρατηγείου και χαϊδεύει τά μαύρα μακρυά γένεια του. Εκείνος πού σέρνει αυτό τό καρότσι μέ τό φακίρη και ήρθε καί τό σταμάτησε σ’ αυ­ τό τό δρόμο είναι ένας μικρός νέγρος μέ γυαλιστερό μαύοο (*) 'Η λέξις Φακΐρ είναι αρα­ βική καί σημαίνει φτωχός. Στίς Ινδίες τό όνομα φακίρης δίνε­ ται σέ φτωχούς ασκητές, που βασανίζουν τό κορμί τους, για νά κερδίσουν μια θέσι στή Νιρ­ βάνα. στον Παράδεισο των Βουδδιστών. Δέν κάνουν καμμιά έρΥασία καί ζοϋν άπό ελεημοσύνες των πιστών. 'Η λέξις φακίρ στον πληθυντικό είναι φουκαράς άπό αυτό δέ φαίνεται ότι προέρχεται καί ή λέξις που χρησιμοποιούμε στή γλώσσα μας «φουκαράς», δη­

λαδή 6 άξιολόπητος.

ό

Φτωχός.

μούτρο καί κορμί χωμένο σέ μια μακρυά^ καφετιά κελεμπία; Κρατάει ένα μπρούτζινο τάσι καί μαζεύει τις έλεημοσύνες τού κόσμου. —Οί άγιοι φακίρες μοιά­ ζουν μέ τούς σκύλους, λέει κλαψιάρικα καί τραγουδιστά. Είναι πάντοτε πεινασμένοι, δέν έχουνε στέγη, είναι πι­ στοί στον κύριό τους Θεό καί δέν θυμώνουν ποτέ άπό τά χτυπήματα που δέχονται. Λο­ στέ τον όβολό σας για τον ά­ γιο φακίρη, που κάθεται είκο­ σι χρόνια συνέχεια άπάνω στά μυτεοά αυτά καρφιά καί άναπαύεται σάν νά είναι ξαπλω­ μένος σέ πούπουλα! Κόσμος περνάει, κόσμος έρχεταη κόσμος φεύγει. Ό άράπης έχει ξελαρυγγιαστή νά περιγραφή τραγουδιστά τήν άγισσύνη τού άνθρώπου πού καθεται στά καρφιά, τό τάσι γεμίζει όσο πάει καί περισ­ σότερο μέ πενταροδεκάρες, άλλά^ό φακίρης, αντί νά εί­ ναι ευχαριστημένος, άρχίζει νά στενοχωριέται σά νά κά­ θεται σέ... αναμμένα κάρβου­ να. Καί σέ μια στιγμή, πού δέ βρίσκεται κανείς περίεργος κοντά του, κάνει νόημα στον άραπάκο νά πλησιάση. —Ταγκόρ, λέει χαμηλόφω^να ό φακίρης, τά καρφιά μου φάγανε τά κρέατα! Θά ση­ κωθώ νά φύγω! Δέν αντέχω άλλο νά παρασταίνω τό...φα­ κίρη. "Ωχ μανούλα μου! Πονάω! -—Είσαι τρελλός, Μαλαμπάρ; τον μαλλώνει τό παιδί.

—"Ετσι μούρχεται νά ση­


ΤΑΓΚΟΊ κωθώ, νά πάω κατευθείαν μέ­ σα, νά τά κάνω γυαλιά^καρψιά με τις γροθιές μου!, γρυλ λίζει ό γίγαντας. Μέ ταράξα­ νε τά καρφιά! —Κάνε υπομονή, Μαλαμπάρ! —"Έπρεπε νά καθόσουνα εσύ έδώ πάνω, νά βλέπαμε τί θά έλεγες!, κάνει κλαψιάρικα εκείνος. "Ώχ, μανίτσα μου, κοντεύω νά γίνω... σουρωτή­ ρι... Και μήπως είναι μονάχα τά καρφιά; Αυτά τά ψεύτικα γένεια που μου φόρεσες μου ψάγανε τά μούτρα! Ό Ταγκόρ — ό άνοτγνοόστης θά έχη καταλάβει βέβαια δτι ό μικρός νέγρος μέ την κελεμπία είναι τό ήρωϊκό 1 Ελ­ ληνόπουλο και ό φακίρης ό αχώριστος σύντροφός τον ό Μ(χλαμπάρ — σκουντάει άπότομο τον γίγαντα. —Νάτος!, λέει. Ό Μαξγουελ! —Ναί! Αυτός είναι!, ανα­ στενάζει ό Μαλαιμπάρ και τά μάτια του γυαλίζουν. "Επί τέλους! Ό Μάξγουελ,, ό "Αγγλος αξιωματικός, κατεβαίνει πραγ ματικά αυτή τή στιγμή τις σκάλες τού Στρατηγείου^ κρα τώντας ένα μεγάλο δερμάτινο χαρτοφύλακα στο χέρι. Περ­ νάει μπροστά από τό καρότσι μέ τά καρφιά καί, χωρίς νά προσέξη τον ψευτο φακίρη καί τό παιδί,^ προχωρεί ^πρός τό βάθος τού δρόμου, δπου τον περιμένει ένα τζίπν Μπαίνει μέσα, πατάει τό γκάζι και τό αυτοκίνητο ξεκινάει αμέσως.

Μονομιάς ό Μαλαμπάρ τι­

21

νάζεται άπό τά καρφιά, ττετάει τό ναργιλέ καί, κρατών­ τας τό πίσω μέρος τού κορ­ μιού του πού πονάει, τό βάζει στά πόδια. Πίσω του, τρέχει τό παιδί καί πιο κάτω οί πε­ ρίεργοι,, βλέπουν έναν φα­ κίρη νά σαλτάρη σάν μανια­ σμένος ταύρος. — "Αλλάχ! Μασαλλάχ!, ξεφωνίζει ένας μωαμεθανός "Ινδός. Ό φακίρης τρελλάθηκε! "Αλλά ό Μαλαμπάο δέν τον ακούει. Αίγο πιο πέρα δυο ξεκούραστα άλογα περιμένουν. Τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο καί ό γίγαντας σαλτάρουν άπάνω τους καί ξεχύνονται πίσω άπό τό τζιπ τού "Άγγλου α­ ξιωματικού καί αρχίζουν νά τό παρακολουθούν. Τό αυτοκίνητο προχωρεί προς τήν έξοδο τής πόλεως, μπαίνει στο μεγάλο δημόσιο δρόμο καί Αναπτύσσει μεγά­ λη ταχύτητα. "Εδώ, ή περιοχή είναι σχεδόν έρημη καί ό Τα­ γκόρ δίνει τό σύνθημα. —Νά τον σταματήσουμε, Μαλαμπάρ! Ό γίγαντας πετάει τά ψεύ­ τικα γένεια, πού τον στενο­ χωρούν καί ζορίζει τό άλογό του. Τό ζώο ορθώνεται στά πίσω πόδια του κι" ύστερα άρ χίζει νά καλπάζη, σχίζοντας τον άέρα σά σα'ίτα. -επερνάει τό αυτοκίνητο, προχωρεί μπρο στά καί, σέ μιά στροφή, εκεί πού ό δρόμος γίνεται απότο­ μα στενός, ξεπεζεύει. Μέ γορ­ γές κινήσεις σπρώχνει τρείς πελώριους βράχους στή μέση τού δρόμου, κρύβει τό άλογό


22

ΤΑΓΚΟΊ

του πίσω άπό μια συστάδα δέντρων/ και περιμένει. Μερικά λεπτά αργότερα, φαίνεται τό τζιπ. Ό άξιωματικός. βλέποντας ξαφνικά τις μεγάλες πέτρες νά του κόβουν τή διάβασι, φρενάρει. Κυττάζει παραξενεμένας γύρω του. Δεν βλέπει κανέναν. Ανοίγει την πόρτα καί κατεβαίνει. Την ίδια στιγμή κάτι σαλεύει πί­ σω άπό τά δέντρα καί ό Μαλαμπάρ τρέχει προς τό μέρος του άφίνοντας ένα ουρλιαχτό ελέφαντα. Ό "Αγγλος όμως, πού κα­ ταλαβαίνει τώρα δτε έπεσε σε παγίδα, τινάζεται προς τά πίσω καί βγάζει τό περίστρο­ φό του. Ό γίγαντας στέκε­ ται ξαφνιασμένος. Ή σκοτεινή κάννη τον σημαδεύει καί σί­ γουρα είναι χαμένος, γιατί δεν προφταίνει νά φυλαχτή. "Ομως ξαφνικά ό Ταγκόρ, τό ήοωϊκό 1 Ελληνόπουλο, που δεν έπαψε νά παρακολουθή τό τζιπ, σαλτάρει σάν σίφουνας, πηδάει άπό τ’ άλογο καί ρί­ χνει ολάκερο τό βάρος του λαστιχένιου κορμιού του, α­ πάνω στον "Αγγλο. Έκεΐνος πιέζει τή σκανδάλη, μά τό πι­ στόλι του αύτή'τή φορά ση­ μαδεύει τον ουρανό καί ο; σφαίρες πάνε χαμένες. —Παραδόσου, Μάξγουελ !. γρυλλίζει τό παιδί. Αυτός δμως άρνεΐται. Άφίνει μιά βλαστήμια καί κυ­ λιέται μαζί του στο χώμα. Ό αξιωματικός είναι χειρ οδύνου μος καί πεισματάρης κι* ό­ ταν, καθώς παλεύει, αναγνω­ ρίζει δτι κάτω άπό'τή μαύρη

μπογιά κρύβεται- ό Ταγκόρ, ό πιο θανάσιμος εχθρός του (*)/ γίνεται σάν λυσσασμέ­ νος λύκος. Αλλά ό Μαλαμπάρ δεν είναι μακρυά. Μέ δυο βή­ ματα φτάνει κοντά τους, α­ πλώνει τή χερούκλα του καί άνασηκώνει στον άέρα τον "Αγγλο, πού παρουσιάζει έ­ να πολύ κωμικό θέαμα! Κα­ θώς πάλευε μέ τον Ταγκόρ, ή μαύρη μπογιά, είχε πασαλειφθή στά μούτρα του καί μοιάζει σάν καρβουνιάρης! —Μωρέ μούτρα πού έκα­ νες!, γρυλλίζει ό γίγαντας καθώς^τόν κρατάει κρεμασμέ­ νο άπό τή^ χερούκλα του. Θά ξεκαρδιστή άμα σέ δή σ’ αυ­ τά τά χάλια ό στρατηγός! "Αλλά εγώ θά σέ περιποιηθώ νά παρουσιαστής άσπροποόσωπος! Έσύ θέλησες νά μέ σκοτώσης κι5 εγώ θά σέ δρο·· σίσω, παλιόπαιδο! —Πρίν τον δροσίσης, βγά­ λε του τή στολή!, διατάζει 6 Ταγκόρ. Ό Μαλαμπάρ γδύνει τον "Αγγλο. Μερικά μέτρα πιο ε­ κεί είναι μιά βαθειά στέρεα για τό πότισμα των περαστι­ κών άλογων. Ό γίγαντας βου­ τάει δυό-τρεΐς φορές στο νε­ ρό τον Μάξγουελ καί τον... δροσίζει μέ τό ζόρι. "Υστερα τον δένει σ’ ένα δέντρο. —Εκεί θά μείνης δσο νά τελειώσουμε!, τού λέει. Σ’ αυτό τό μεταξύ, 6 Τα­ γκόρ πού έχει φορέσει τή στο­ λή τού άξιωματικού κι* έχει (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεΰγος: «Ό Μικρός ΊΕλευθεο<4-


ΤΑΓ Κ © Ρ

πλύνει τά μούτρα του και τα χέρια του για να φύγη ή μαύ­ ρη μπογιά πού τον έκανε νέ­ γρο, γίνεται σωστός "Αγγλος. —Αγνώριστος έγινες, Τα­ γκόρ!, ξεφωνίζει ·μέ κατάπληξι ό Μαλαμπάρ. Τό Ελληνόπουλο χαμογε­ λάει. Ούτε παραγγελία νά την εΐχε. Τόσο ώραΐα έρχεται α­ πάνω, του αυτή ή στολή! Χα­ μογελάει καί ψάχνει τον χαρ­ τοφύλακα του Μάξγουελ. —Νά, τό χαρτί πού μάς χρειάζεται!, λέει χαρούιμενσ. Δρόμο,, Μαλαμπάρ, νά προφτάσουμε!

23

ρό χέρι κρατάει τό βολάν. Κά­ νει τό τζιπ νά ταξιδεύη μέ ί­ λιγγιώδη ταχύτητα καί, υστέ­ ρα από μισή ώρα, τό μικρό αυτοκίνητο σταματάει έξω άπό τή μεγάλη πόοτα μιας στρατιωτικής αποθήκης υλι­ κού. Μέ γοργές κινήσεις τό 'Ελληνόπουλο κατεβαίνει απ’ τό τζιπ, κρατώντας τον δερμάτι­ νο χαρτοφύλακα τού Μάξ­ γουελ στο χέρι, καί χαιρετάει τον σκοπό πού παρουσιάζει δπλα. Πίσω του, έρχεται ό Μαλαμπάρ κουτσαίνοντας πό­ τε άπό τό ένα καί πότε άπό τό άλλο πάδι. Περπατάει... ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΑΛΑΜΠΑΡ χοροπηδηχτά! Ό Ταγκόρ μπαίνει μέ θάρ­ ΓΙΓΑΝΤΑΣ έλευθερώρος οπό γραφείο τού άρχ(φύ­ νει τό δρόμο από τις λακα τής αποθήκης καί τού πέτρες καί κρύβει τά δείχνει τό χαρτί. 6υο άλογα πιο πέρα. Τό άγ—Σάς φέρνω αυτό τό έγ­ γλικό τζιπ μέ οδηγό τώρα τό γραφο από τό Στρατηγείο, Ελληνόπουλο, πού φοράει λέει. 9Ηρθα νά παραλάβω τό στολή αξιωματικού, άφίνει τη υλικό. στροφή καί μπαίνει πάλι σι ή Ό άρχιφύλακας ρίχνει μιά μεγάλη λεωφόρο. ματιά στή διαταγή, διαβάζει —"Ως εδώ όλα πήγαν κα­ τό κείμενο, αναγνωρίζει τήν υ­ λά!, λέει ό Μαλαμπάρ πού έ­ πογραφή καί τήν σφραγίδα χει πιάσει μέ τον όγκο του καί δέν φαίνεται νά υποψιάζε­ ολόκληρο τό πίσω μέρος^ του ται τίποτα. αυτοκινήτου. Νά δούμε τί γί­ —Πρώτη φορά σάς βλέπω, νεται παρακάτω! "Ωχ, μεγά­ λέει στο παιδί. λε Βούδδα! Μέ σακατέψανε —Υπηρετούσα μέχρι τώρα τά καρφιά! "Απόφευγε τούς στή Βεγγάλη, αποκρίνεται λάκκους. Ταγκόρ, ^ γιατί...χα­ ψύχρσυμα ό Ταγκόρ. θήκαμε! Πρέπει νά βρω πεν—Καί ό Μάξγουελ; τέξη πήχες τσιρότο νά βάλω στά ψαχνά μου! Άλλοιώς —-Ό κύριος Μάξγουελ έχει πάω χαμένος! ένα δυνατό συνάχι!, λέει ό Μαλαμπάρ έπεμβαίνοντας. Οί Τό παιδί δέ μιλάει. -"Αφίνει γιατροί τον κράτησαν ιμέ τό τό φίλο του νά γκρινιάζη καί ζόρι στο κρεββάτι. "Εκανε ίνά παραμιλάη καί μέ σταθε­

Ο


24

ΤΑΓΚΟΡ

δρώμενος κρύα μπάνια και πούντιασε. —Τό αυτοκίνητο μέ τις σφαίρες, τά δπλα και τις χει­ ροβομβίδες είναι αύτό, λέει ό άρχιφύλακας καί δείχνει ένα μεγάλο φορτηγό καμιόνι πού είναι στο προαύλιο της απο­ θήκης, κοντά στην έξοδο. Μια στιγμή μόνο νά -μου υπογρά­ ψετε την άπόδειξι παραλαβής. Και ανοίγει τό συρτάρι του. "Οταν τό ξανακλείνει, έ­ να έννιάσφαιρο αύτόρατο α­ στράφτει στο χέρι του καί ή σκοτεινή κάννη του σημαδεύει τό παιδί καί τον γίγαντα. Στο μούτρο του σχεδιάζεται ένα άσκηιμο χαμόγελο. —Απάνω τά χέρια κι5 οί δυό σας!, διατάζει. Παρ’ όλη τήν ωραία στολή πού φοράς, Ταγκόρ, σε άναγνώρισα. Πρίν τρία λεπτά, έλαβα ένα τηλε­ φώνημα πού ·μέ ειδοποίησε ό­ τι ό χαρτοφύλακας του Μάξγουελ έκλάπη καί πώς ό λο­ χαγός έκανε τήν έμφάνισί του ξυπόλυτος, μ5 ένα κοντό σωβρακάκι, στούς δρόρους του Δελχί... —Εμφανίστηκε μ’ αυτά τά χάλια στο Δελχί ό κ. Μάξγουελ; ρωτάει καί γουρλώνε^ι τά μάτια ό γίγαντας. Μή μου τό λές! —Ναί!, άποκρίνεται ό άρ~ χιφύλακας μέ σφιχτά τά δόν­ τια. —Πω ! Πω ! ^ Ντροπές!, κά­ νει ό Μαλαμπάρ. —Είπα, άπάνω τά χέρια!, γρυλλίζει ό "Αγγλος. Καί νά λείπουν τ5 αστεία! Σέ λίγο

πού θά σάς περάσουνε τά σί­ δερα στά χέρια, θ’ άστειευόσαστε καλύτερα! Καί τό χέρι του πλησιά­ ζει ένα κουμπί πού βρίσκεται απάνω στο γραφείο του. Αυ­ τό τό κουδούνι θά ειδοποίηση τή φρουρά. ’Άν τήν ειδοποίη­ ση, είναι χαμένοι. Τό βλέμ­ μα τού Ταγκόρ καρφώνεται στο δάχτυλο πού διαγράφει μιά θανάσιρη πορεία προς τό κουιμπί. Τό πιστόλι πού είναι στραμμένο έναντίον τους δεν τό λογαριάζει. Αύτό πού έχει σηιμασία τούτη τήν κρίσιμη στιγμή είναι νά μή είδοποιηθή ή φρουρά. Καί τότε παίρνει τήν άπόφασι. Μέ μιάν άσόλληπτη τα­ χύτητα κινεί τά χέρια. Τά γε­ ρά μπράτσα του άνασηκώνουν τό τραπέζι καί τό άνατρέπουν προς τό ,μέρος τού άρχιφύλακα. Εκείνος ξαφνιάζεται καί στρίβει τή ράχη στον τοίχο. Τήν ίδια στιγμή ένα κάθισμα πετάει στον άέρα καί συντρί­ βει τά δάχτυλα πού κρατάνε τό πιστόλι. Τό όπλο πέφτει στο πάτωμα καί τό επόμενο δευτερόλεπτο ό Μαλαμπάρ εί­ ναι σκαρφαλωμένος στή ράχη τού "Αγγλου. "Ενα... χάϊδε* μα μέ τή γροθιά του τόν άφίνει ακίνητο καί ξαπλωμένο στο πάτωμα. —Έν τάξει, Μαλαμπάρ I,κάνει χαρούμενα τό παιδί. "Οσο νά συνέλθη θά είμαστε πολύ μακρυά. Μέ γοργές κινήσεις βγαί­ νουν άπ’ τό δωμάτιο, κλείνουν τήν πόρτα πίσω τους καί, χω­ ρίς νά δείχνουν πώς βιάζον*


ΤΑΓΚΟΊ

ΐαι, προχωρούν προς το -με­ γάλο καμιόνι πού βρίσκεται στο προαύλιο. Ό Ταγκορ σ αλτ άρει στη θέσι του οδη­ γού κι5 ό γίγαντας κάθεται δίπλα του. Τό παιδί βάζει μπροστά καί τό αυτοκίνητο περνάει σά βέλος την έξοδο καί μπαίνει στο μεγάλο δη­ μόσιο δρόμο. —Καί τώρα κατευθείαν γιά τό Μαχρά!, λέει τό * Ελληνό­ πουλο. Έκεΐ στο δάσος μέ τά μπαμπού, ό Γκάλεμ μέ τό σκεπασμένο πρόσωπο καί ο'; «Ελεύθεροι 5Ινδοί» του περι­ μένουν τά πολεμοφόδια. "Έτσι οί δικοί μας... μέ έξοδα των "Αγγλων θάχουν νά πολεμουν κάμποσους μήνες! "Εξυπνη ι­ δέα νά κάνης τό φακίρη,, Μα­ λαμπάρ. —Έγώ καί τά...ψαχνά μου τό ξέρουν!, αναστενάζει γε­ μάτος μελαγχολία ό γίγαν­ τας. Ο ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΜΑΛΑΜΠΑΡ

Κτ=@ ΑΦΝΙΚΑ όμως παύει ν5 μ αναστενάζει καί δείχνει μπροστά. —Μπλόκο!, λέει. Κυτταξε εκεί!

Πραγματικά, πεντακόσια μέτρα μπροστά τους, μια σειρά από μοτοουκλέττες μέ ώττλισμένους "Αγγλους, περι­ μένουν. "Εχουν κλείσει τό δρόμο καί κάνουν έλεγχο στα αυτοκίνητα πού περνάνε. Ό Ταγκορ μέ μιά ματιά ζυγιάζει την κατάστασι. Νά γυρίσουν προς τά πίσω είναι άδύνατον. Ό άρχιφύλακας

23

μπορεί σ5 αυτό τό μεταξύ νά έχη συνελθεί καί νά έχη καλέσει σέ συναγερμό τη φρου­ ρά. Καί ή φρουρά τώόα μπο­ ρεί νά έρχεται τό κατόπι τους. —θά προχωρήσουμε, Μα* λαμπάρ!, λέει τό παιδί. Ε­ γώ φορώ στολή αξιωματικού καί μπορεί νά τούς ξεγελά­ σω. Έσύ δέν θά κατεβής απ’ τό αυτοκίνητο. "Οταν δής πώς μπερδεύονται τά πράγ­ ματα,, ^θά ξεκινήσης αμέσως. Ευτυχώς ξέρεις νά όδηγής. "Ετσι θά ξεφυγης καί θά φτά­ σουν τά πολεμοφόδια στον Γκάλεμ. Κ) ) ' ι εσυ; ^ -—-Έγώ θά βρω τον τρόπο νά ξεγλυστρήσω. Αυτό πού μας ένδιαφέρει προς τό πα­ ρόν περισσότερο άπό κάθε άλλο είναι τά όπλα. Κατάλα­ βες; Ό Μαλαμπάρ έχει τίς αν­ τιρρήσεις του. Δέν θέλει ν άφήση μόνο^ τό παιδί. 5Αλλά ξέρει πώς τό Ελληνόπουλο έ­ χει αγύριστο κεφάλι. —Έν τάξει!, λέει. Τά ό­ πλα θά πάνε στον Γκάλεμ. Σ’ αυτό τό .μεταξύ τό κα­ μιόνι^ ζυγώνει τις μοτασυκλέττες. "Ενας "Αγγλος, πού στέ κει^ μπροστά απ’ τούς στρα­ τιώτες, άνασηκώνει τό χέρι δείχνοντας έτσι στο αυτοκίνη­ το πώς πρέπει νά σταματήση. Ό Ταγκορ πατάει τό φρένο. Τό αμάξι σταματάει καί ρ Μαλαμπάρ παίρνει τό βολάν στά χέρια του. Τό 1 Ελ­ ληνόπουλο σκύβει προς τά έ­ ξω καί...νοιώθει ένα σφάχτη


26

ΤΑΓΚΟ

στην καρδιά! Ό.,.Μάξγουελ είναι επί κεφαλής του απο­ σπάσματος! Καθώς αναγνω­ ρίζει τό παιδί, ένα άγριο χα­ μόγελο σχεδιάζεται στο πρό­ σωπό του. —Κατέβα κάτω, Ταγκόρ, νά κουβεντιάσουμε!, του φω­ νάζει. —Μόλις κατέβω, ψιθυρίζει τό παιδί στον γίγαντα, καί τους απασχολήσω, κάνε αυτό πού είπαμε! Ό Μαλαμπάρ κουνάει τό κεφάλι καί τρ 1 Ελληνόπουλο πηδάει έξω άπό τ’ αυτοκίνη­ το. —'Ωραΐα σου πάνε αύτά τά ρούχα!, γρυλλίζει ό "Αγ­ γλος. Μά δεν τά χάρηκες πολύ... —Κάποιο λάθος κάνετε!,

λέει ψύχραιμα τό παιδί. Γιά κάποιον άλλον μέ περνάτε. Έ* γώ εΐμαι ό λοχαγός Χάρυ Λίντεν. λ—ΚΓ εγώ είμαι ό...πάπας τής Ρώμης!, τον κόβει σαρ­ καστικά ό "Αγγλος. ^—Νά, τά χαρτιά ιμου !, λέει τό τολμηρό Ελληνόπου­ λο καί καθώς προσποιείται πώς βάζει τό χέρι στην τσέ­ πη, τινάζεται απότομα προς τά εμπρός. Τό λαστιχένιο κορμί του παίρνει μιά βόλτα στον αέρα καί αρπάζει τό (οπλισμένο μπράτσο του Μάξγουελ. Την ίδια στιγμή, τό πιστόλι του "Αγγλου περνάει στο χέρι του. Οι μοτοσυκλεττιστές, ξα­ φνιασμένοι, τρέχουν προς τό μέοος του άξιωματικοΟ τους.

'0 Μάξγουελ κουνιέται @άν καοαγ κιόζης ατά χέρια του γίγαντοι..;


ΤΑΓΚΟΡ

'Η γροθιά του Ταγκόρ άνατρ

Μια δυνατή γροθιά έχει στεί­ λει όμως κιόλας στην άκρη του δρόμου τον Μάξγουελ. Δημιουργεΐται μια φοβερή α­ ναταραχή και μερικές σφαίρες σφυρίζουν στον αέρα. *Όλο* έχουν ριχτή τώρα απάνω στο Ελληνόπουλο πού άντιπυροβολεΐ καί σπάζει μερικά χέ­ ρια. —Τον θέλω ζωντανό !, φωνάζει ό Μάξγουελ. Τήν ίδια στιγμή όμως, του κόβεται ή άνάσα! Τό μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο με τά πολεμοφόδια μουγγρίζοντας παίρνει μιά άπότσμη στροφή καί ρίχνεται άπάνω στο σω­ ρό των άνθρώπων πού παλεύ­ ουν. Ό Μαλαμπάρ εφαρμόζει ένα... μέγαλεπήβολο σχέδιο, του κεφαλιού του! Αντί νά

%1

έπει τον Ινδό μέ τό μαχαίρι.

φύγη;,, όπως τον είχε διατά­ ξει ό Ταγκόρ, βάζει μπροστά τή μηχανή καί...όποιον πάρη ό Χάρος! —Πίσω όλοι!, άκούγεται ένας βρυχηθμός ελέφαντα. Πί­ σω όλοι γιατί σάς έκοονα...ζυ­ μαρικά ! Οί στρατιώτες οπισθοχω­ ρούν τρομαγμένοι καί. σε μιά στιγμή πού ό Ταγκόρ βρίσκε­ ται μόνος, νοιώθει τήν τερά­ στια χερούκλα του Μαλα­ μπάρ, πού έχει σκύψει έξω άπό τό αυτοκίνητο, νά τον άνασηκώνη καί νά τον τοποθε­ τή δίπλα του. —"Εκανες μιά τρέλλα εσύ, Μαλαμπάρ!, λέει στο φίλο του μέ σφιχτά δόντια. Θά κά­ νω κι* εγώ μιά τρέλλα άκό~ μα κι* ό Θεός βοηθός!


Τ Α Γ Κ Ο Ψ

Μ

'Αρπάζει το βολάν στά^ χέ­ ρια του κι5 ένώ οι σφαίρες σφυρίζουν σαν σφήκες γύρω τους, δίνει μια απότομη στρο­ φή στο αυτοκίνητο και τό ρί­ χνει απάνω στις σταμστημέ­ νες μοτοσυκλέττες. Μέ γοργές κινήσεις φέρνει τούς μεγάλους τροχούς πότε δεξιά, πότε άριστερά καί κάτω άπό τό φο­ βερό βάρος τού αυτοκινήτου τά... ιμηχανήματα τού Μάξγουελ γίνονται ένας σωρός ά­ πό άχρηστα σιδερικά. "Ύστε­ ρα πατάει όλες τις ταχύτη­ τες καί τό καμιόνι χάνεται στο βάθος τού δρόιμου, άφίνοντας πίσω του ένα άσπρο σύννεφο σκόνης. 0 ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΟΜΠΡΑ

ΙΑ ώρα άργότερα

Μ

Γκάλί& εχει

'τά

ό

τ°·

λεμοφοδια στα χέρια του. "Έχουν κρύψει τό φορτη­ γό μέσα στο δάσος των μπα­ μπού καί ό Ταγκόρ παρακο­ λουθεί τό ξεφόρτωμα των πο­ λεμοφοδίων άπό τούς επανα­ στάτες. Κάθε τόσο όμως ρί­ χνει λοξές ματιές στον ψηλό άνδρα πού στέκει δίπλα του καί φοράει μια άσπρη μπέρ­ τα κι* έχει κάτω άπό τό ιν­ διάνικο σαρίκι του σκεπασμέ­ νο τό πρόσωπο μ’ ένα καρώ μαντήλι. Δίνει βιαστικά πα­ ραγγέλματα καί οδηγίες στούς άνδρες του κι’ εκείνοι τον άκούνε μέ σεβασμό καί έκτελούν μέ προθυμία τις δια­ ταγές του. Ό Μαλαμπάρ ξεκοκκαλίζει πιο έκεΐ έναν α­ γριόχοιρο ψημένο στη σούβλα

πού ζυγιάζει έβδομήντα οκά­ δες ! λ —-Αυο χιλιόμετρα έξω άπό τό δάσος μένει ό Νιρούκτα μέ την Ζανγκάρ, λέει ό άντρας μέ τό σκεπασμένο πρόσωπο στον Ταγκόρ. Μένουν σ' ένα παλιό εγκαταλειμμένο πύρ­ γο, πού φαίνεται άκατοίκητος. Μέ ειδοποίησε πώς σέ χρειά­ ζεται. /Έχω ένα καλό άλογο νά σού δώσω νά πας ξεκούραστα ως έκεΐ. Τό παιδί τον ακούει. Καί πάλι τούτη ή φωνή πού τού φαίνεται γνώριιμη, τον άναστατώνει. —Ποιος είστε κ. Γκάλεμ; ρωτάει σέ μιά στιγμή. Εκείνος κάνει μιά κίνησι σχεδόν τρομαγμένη. —Τί θέλεις νά πής; λέει ά~ πότομα. ^ Τό βλέμμα του μέσα άπό τις δυο τρύπες τού μοαττηλιού αστράφτει παράξενα. Μά ό Ταγκόρ δέν κατεβάζει τά μά­ τια. —Νομίζω πώς γνωριζόμα­ στε, —ΜπορεΤ νά γνωριζόμα­ στε !ν λέει κι* άνασηκώνει τούς ώμους. —Μά τότε πέστε μου ποιος είστε. Αφήστε με νά δώ έ­ στω καί μιά στιγμή τό πρόσωπό σας. Θέλω νά ξέρω σέ ποιόν χρωστώ τή ζωή μου. Ό Γκάλεμ απλώνει τό χέ­ ρι καί χαϊδεύει τά μαλλιά τού παιδιού. Τό χέρι του τρέμει έλαφρά. —"Εκανα τό καθήκον μου, λέει άπλά. "Όσο γιά τό ποιος


0£~8~

εϊμαι, οώτό είναι ένα μυστικό πού δεν έχω δικαίωμά ν" άττοΚαλυψώ σέ κανένα,.. Νά εί­ σαι βέβαιος μονάχα ©τι ό Γκάλεμ είναι φίλος σόυ, Τ" ά­ λογο είναι έτοιμο, Ταγκόρ. Μπορείς νά ξεκινήσης. Βγάλε μονάχα αυτά τα εγγλέζικα ρούχα πού φοράς! Δεν μ5 άρέσου^ καθόλου. Τό παιδί πετάέι τή στολή του Μάξγουελ καί γίνεται πά­ λι ό Ταγκόρ μέ τό κοντό άΡπρο παντελονάκι καί τό σα­ ρίκι. —-Κι5 ό Μαλαμπάρ; ρωτάει. —-Τώρα θά πας μονάχος, λέει ό άντρας. Στο γυρισμό έρχεσαι καί τον παίρνεις. Εί­ ναι αμαρτία νά του χαλάσου­ με την ορεξι. Του σφίγγει τό χέρι καί τό παιδί νοιώθει^ μιά περίεργη συγκίνηση καθώς κυττάζει τα σκούρα μάτια του Γκάλεμ που τον αγκαλιάζουν μέ στοργή. "Ύστερα σαλτάρει στο άλο­ γο καί ξεκινάει μέ καλπασμό. Λίγο αργότερα βλέπει ανά­ μεσα στά δέντρα τον μισοερειπωμένο πύργο. Ή Ζανγκάρ, που έχει ακούσει τό ποδοβολητό του αλόγου του, τρέχει χαρούμενα καί τόν υ­ ποδέχεται. Τά δυο παιδιά κά­ θονται σέ μιά μεγάλη κάμαρη καί κουβεντιάζουν. Ό Τα­ γκόρ διηγείται στο κορίτσι μέ λίγα λόγια τά καθέκαστα. —Πού είναι ό πατέρας σου; ρωτάει τό "Ελληνόπουλο. —Είναι ενθουσιασμένος σή μέρα!, λέει ή Ζανγκάρ. Κάποιος φίλος του, που

δέν θέλησή νάΛ φανερώστζ τα όνομά του, του έστειλε έναν όλάκερο θήσαυρό. "Ενα σεν­ τούκι μέ χρυσάφι καί διαμαν­ τόπετρες. ΦαντάσουΙ "Ολα αυτά θά πουληθούν καί θά γί­ νουν χρήμα! Καί μ5 αυτό τό χρήίμα θ5 αγοραστούν όπλα γιά την έπανάστασι πού θά ελευθερώση τις "Ινδίες! Μ5 αυ­ τό τόν δρο του έστειλε αυτόν τόν θησαυρό ό άγνωστος πα-' τριώτης. Καί τώρα είναι έκεΐ κάτω στο υπόγειο. Πήγε νά καμαρώση τό σεντούκι πού του χάρισαν. "Αλήθεια, πρέ­ πει νά σου ετοιμάσω κάτι νά φάς... —Σ’ αυτό τό μεταξύ, λέει ό Ταγκόρ, κατεβαίνω στο υ­ πόγειο. Ό Γκάλεμ μου είπε πώς ό πατέρας σου θέλει νά μου μιλήση γιά κάτι σοβαρό. Τό κορίτσι τοΰ δείχνει πώς θά φτάση στο υπόγειο. Κι" υ­ στέρα περνάει σέ μιάν άλλη κάμαρη νά έτοιμάση κάτι πρόχειρο γιά φαγητό. Ό Ταγκόρ κατεβαίνει την πέτρινη σκάλα πού φέρνει στο υπό­ γειο. "Από μοοκρυά βλέπει τόν Νιρούκτα. "Έχει ένα κερί πλάϊ του καί προσπαθεί ν" άνοιξη τό σιδερένιο σεντούκι. Τόν βλέπει νά τό άνοίγη κι" ένα πλήθος από χρυσά νομί­ σματα καί διαμάντια αστρά­ φτουν. Μά ξαφνικά γίνεται κάτι πού τόν κάνει νά πα° γώση,! Μιά μεγάλη κόμπρα έτοιμάζεται νά δαγκάση καί νά χύση τό δηλητήριό τη(^ μέ­ σα στο αίμα τού Νιρούκτα πού τά έχει χαμένα, Μένει ά*


/

κινητός, ανίκανος να κάνη τήν/

ττεραστική γυναικεία κραυγή

ελάχιστη κίνησε., Καί μέ μιαν ασύλληπτη τα­ χύτητα, βγάζει τό κυνηγετικό του ιμαχαΐρι, σημαδεύει και το τινάζει προς τά εμπρός. Ή κοφτερή λεπίδα γίνεται -μια αστραπή σκίζοντας τον άέρα και καρφώνεται στο κε­ φάλι τού φιδιού. Τό έρπετό δέχεται ένα θανάσιμο κτύπη­ μα. Σφυρίζει σαν λυσσασμέ­ νο και πέφτει σφαδάζοντας. "Υστερα μένει ακίνητο. Τό ηρωικό Ελληνόπουλο τρέχει κοντά στον μαχαραγιά, πού είναι γονατιστός μπροστο στο σεντούκι καί τον βοηθάει νά σηκωθή. -—Σ’ ευχαριστώ, Ταγκόρ!, τού λέει καί ή φωνή του τρέ­ μει απ’ τή συγκίνησι. Τό παιδί ρίχνει μια ματιά στά χρυσά νομίσματα καί τις διαμαντόπετρες. —"Ολα αυτά είναι ψεύτι­ κα!, λέει. Οι διαμαντόπετρες είναι γυαλιά καί τό χρυσάφι τενεκές επιχρυσωμένος. Σί­ γουρα κάποιος σκάρωσε αυτή τή δουλειά γιά νά σέ σκοτώση τό ψίδι!... —Ό Ναντίρ - Χό, σίγου­ ρα!, γρυλλίζει ό Νιρούκτα. Ήταν μιά παγίδα!

φτάνει ώς εδώ κάτω. λ—'Η Ζανγκάρ!,·. ξεφωνίζει τό ' Ελλη ν όπουλ ο. Σ αλτ ά­ ρει καί τό λαστιχένιο κορμί του είναι σάν νά πετάη στον αέρα, καθώς ανεβαίνει τέσσε­ ρα^- τέσσερα τά σκαλοπάτια. Φτάνει στήν έξοδο τού υπο­ γείου,, περνάει σά σίφουνας στήν κάμαρη καί κυττάζει γύ­ ρω του. —Ζανγκάρ !, φωνάζει. Ζαν γκάρ! Ξαφνικά ακούει ποδοβολητό άλογου. Σκύβει απ’ τό παρά­ θυρο. "Ενας καβαλλάρης . μέ μαύρη μπέρτα κρατάει στά χέρια του τό κορίτσι. Ή πα­ λάμη του τής κλείνει τό στό­ μα καί αρχίζει νά καλπάζη σάν αστραπή προς τό ανηφο­ ρικό μονοπάτι πού φέρνει στήν πλαγιά τού απέναντι λό­ φου. Ό Ταγκόρ πηδάει απ’ τό παράθυρο καί τρέχει προς τό μέρος πού έχει αφήσει τό άλογό του. Μά τούτο δεν βρί­ σκεται πιά στή θέσι του! Ό άγνωστος μέ τή μαύρη μπέρ­ τα τό έλυσε καί τό έδιωξε μακρυά γιά νά τον έμποδίση νά τον κυνηγήση. Μά τήν ίδια στιγμή τό έν­ στικτός του τον προειδοποιεί γιά κάποιον φοβερό κίνδυνο πού τον ζυγώνει. Χωρίς νά ξέοη γιατί, σαλτάρει πλάγια, σκύβει κι5 ένα κοφτερό τσε­ κούρι πού ζυγιάζετ,αι πάνω απ' τό κεφάλι του σκίζει σφυ­ ρίζοντας τον άέρα. "Ενας Ιν­ δός καβαλλάρης μέ άγριο προ σωπο τόν κυττάζει μέ τά φι­ δίσια του μάτια. Πέρασε σάν

Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΖΑΝΓΚΑΡ

ΡΧΙΖΟΥΝ^ ν\ ανεβαί­ νουν αργά τίς πέτρι­ νες σκάλες αμίλητοι. Απότομα δμως μένουν ασά­ λευτοι καί κυττάζουν ό ένας τον άλλο μέ έκπληξι, Μιά δια-


σαΐτα δίπλα τοιν, μά δεν μττό* ρεσε νά τον χτυπήση. Τώρα έτοιμάζει νέα επίθεση Κρα* τάει πάλι σφιχτά τό τσεκού­ ρι στο χέρι του και ουρλιά­ ζοντας υποχρεώνει τό άλογο νά όρμήση και πάλι απάνω στο παιδί. Ό Ταγκόρ σφίγγει τά δόντια καί περιμένει. Τό άλογο καλπάζει άγρια προς τό μέρος του. Στο μούτρο του Ινδού σχεδιάζεται ένα απαί­ σιο γέλιο. Μέσα σ’ ένα δευ­ τερόλεπτο ό Ταγκόρ η θά εί­ ναι νεκρός η θά έχη κερδίσευ Με μιά σβέλτη κίνηση την τε­ λευταία στιγμή, παραμερίζει αλλά τά σιδερένια του μπρά­ τσα κινούνται γοργά σάν δυο φοβερές άρπάγες καί φουχτιάζουν τό δεξί πόδι του καβαλλάρη. Μονομιάς τινάζεται προς τά πίσω καί ό Ινδός με τό τσεκούρι κατρακυλάει οτό χώμα βλαστημώντας. Τό ηρωικό 1 Ελληνόπουλο μουντά­ ρει απάνω του. Αλλά εκείνος ξεφεύγει καί κάνει μερικά βή­ ματα προς τά πίσω. Ή ράχη του άκουμπάει τώρα στον κορ μό ενός μεγάλου δέντρου. Τό παιδί σαλτάρει σάν πεινασμέ νο λιοντάρι. Τά δάχτυλά του τυλίγονται στον καρπό του χεριού που κρατάει τό τσε­ κούρι καί τό άλλο του χέρι σφιγμένο σέ γροθιά κατεβαί­ νει σάν ένα φοβερό αστροπε­ λέκι στο πρόσωπο τού 3 Ινδού. Σχεδόν αμέσως σκύβει, άρ πάζει τό τσεκούρι καί τρέχει κοντά στο άλογο τού συμμο­ ρίτη, πού στέκει λίγα μέτρα πιο έκεΐ καί παρακολουθεί μέ έκπληκτα μάτια τη δραματι­

κή σκηνή. Σαλτάρει στή ράχη του καί / ξεχύνεται σάν σαΐτα πρός τό μονοπάτι, πίσω άττό τόν^ άνθρωπο μέ τη μαύρη μπέρτα πού έχει αρπάξει την Ζανγκάρ... ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΥΣ

ΤΑΝ ό Ταγκόρ φτάνει στην κορυφή τού λό­ φον, ό 3Ινδός κατηφο­ ρίζει προς την αντίθετη πλα­ γιά. 3Από ψηλά τό παιδί βλέ­ πει τό φαρδύ ποτάμι, έναν με­ γάλο· παραπόταμο, πού έρχε­ ται από τον Γάγγη καί κατε­ βαίνει πρός τή Βεγγάλη. Ό καβαλλάρης μέ τή μαύ­ ρη μπέρτα γυρίζει κάθε τόσο καί κυττάζει πίσω του. "Εχει άντιληφθή ότι κάποιος, που πετάνε σπίθες τά πόδια τού άλογου του, τον κυνηγάει. Πιέζει κι3 αυτός τό ζώο, μά ό Ταγκόρ ολοένα καί τον ζυ­ γώνει περισσότερο. Κάθε στιγ μη πού περνάει τον φέρνει πιο κοντά του. Καί σέ λίγο, καθώς άφίνουν πίσω τους τό λόφο καί καλπάζουν στην πε­ διάδα, πλάι στο ποτάμι, τό παιδί φτάνει τον καβαλλάρη. Ό Ταγκόρ βγάζει μιά κραυ­ γή θριάμβου καί ετοιμάζεται νά έπιτεθή, κραδαίνοντας τό τσεκούρι. Τό κορίτσι ακούει τή φωνή τοΰ φίλου της καί παίρνει θάρ­ ρος. Ή φλόγα τής έλπίδας πού τρεμοσβύνεμ ξαναΦουν1τώνει μέσα της. Την ίδια στιγ μή, τό Ελληνόπουλο, πού βρίσκεται τώρα πλάϊ στον κα­ βαλλάρη, κάνει ένα άκροβατι-

Ο


12

Λ ι.Υ Γιίι" ι Γ,Γ- ;

Τ Α Ρ X Ο Ψ

"*·-»>.·ην“»*Γ

καί πυροβολώντας

έρχονται

κδ πήδημα. ’Αφίνει τσ <δλογό του,νά τρέχη και μέ μιά ^α­ σύλληπτη Παχύτητα γαντζώ­ νεται στη ράχη του ξένόυ α­ λόγου. Τό αριστερό του μπρά τσο τυλίγεται σά άιδερένια θηλειά γύρω απ’ τό λαιμό του ανθρώπου μέ τή μαύρη μπέρ­ τα καί τό άλλο χέρι του πού κιρατάε: τό τσεκούρι διαγρά­ ψει ένα θανάσιμο τόξο στον άέρα. Ό Ινδός ουρλιάζει, γέρνει πλάγια βαρεία πληγω­ μένος, καί πέφτει στο χώμα. Μά σέ τούτο τό άσκημο πέσι­ μο παρασύρει μαζί του καί την Ζανγκάρ! Τό 'Ελληνόπουλο ανατριχιάζει. ΕΤναι μια φοβερή στιγμή. Προσπαθεί νά συγκράτηση τό άλογο. Μά τό ζώο δεν τον ακούει. Φοβισμέ­ νο καλπάζει σά σίφουνας. Τό­ τε 6 Ταγκόρ αποφασίζει νά τά παίξη δλα γιά όλα. Άψίνει τό κοριμί του νά γλυστρή­ ση κάτω άπ’ τήν κοιλιά τού άλογου καί πέφτει στο έδα­ φος. Αισθάνεται μιά δυνατή ζάλη, καθώς παίρνει μερικές τούμπες στο χώμα, αλλά ξα­ ναβρίσκει αμέσως τον έοτυτό του. Σηκώνεται καί τρέχει προς τό μέρος τής Ζανγκάρ. Ό Ινδός εΤναι^άσάλευτος. Τό κορίτσι ευτυχώς δεν έχει τί­ ποτα! Τά δυο παιδιά άγκαλιάζοινται μέ δοοκρυσμένα μά­ τια. —*Ηταν ένας Τέγκ!, λέει τό κορίτσι. —θαρρώ πώς έρχεται κΓ ή παρέα του, λέει μέ σφιχτά δόντια τό παιδί. Πρςτγματικά, οπτό τό βάθος

πρός τό μέρος τους κάμποσοι καβολλάρηδες. Τά δυο παιδιά γεμίζουν από καινούργια α­ γωνία. Μόνοι σ’ αυτή τήν ε­ ρημιά, χωρίς άλογα, είναι κα­ ταδικασμένοι. -αφνικά, ό Τα­ γκόρ έχει μιά έμπνευσι: —Στο ποτάμι!, μουγγρίζει. Νά ριχτούμε στο ποτάμι. Θά τούς ξεφύγουμε κολυμπών­ τας. Μέ τήν ψυχή ^ στο στόμα τρέχουν προς τήν όχθη. Ρί­ χνονται ατά θολά νερά Οι καβαλλάρηδες, πού έχουν φτάσει στήν όχθη, πυ­ ροβολούν. Τά δυο παιδιά όμως α­ πομακρύνονται ολοένα καί πε­ ρισσότερο. —Μιά βάρκα!, ξεφωνίζει ή Ζανγκάρ. Πραγματικά, άπό ψηλά πα­ ρασυρμένη από τό ρεύμα, έρ­ χεται μιά βάρκα. Είναι άκυβέρνητη καί κοπείς δεν υπάρ­ χει μέσα. —Σέ δυο λεπτά θά πέρα­ ση άπό μπροστά μας!,. λέει ό Ταγκόρ. Ετοιμάσου ν’ αρ­ παχτούμε άπό τις κουπαστές ! Ή ^ βάρκα ζυγώνει καί μέ μερικές άπλωτές τά δυο παι­ διά γαντζώνονται απάνω της. "Υστερα, μέ σβέλτες κινήσεις σκαρφαλώνουν άπό τά πλά­ για της καί πηδούν μέσα. Βρίσκουν δυο κουπιά και άρχίζουν νά κωπηλατούν. Παρ’ δλη τή δύναμι τού ρεύ­ ματος, ή Ζανγκάρ κι* ό Τα­ γκόρ κατορθώνουν νά κατευ­ θύνουν τό μικρό σκάφος καί

τής πεδιάδας

ταξιδεύουν σχεδόν άνετα. 'Ύ-

καλπάζοντας


Τ Α Γ Κ © Ψ

ατερςχ άττό μιοή ώρα την κα­ τευθύνουν στην όχθη. Είναι έ­ νας μικρός κόλπος μέ καλα­ μιές πού κόβει τη φθόρια του νερού. Ρίχνουν τή βάρκα στην αμμουδιά και πηδουν έξω. —Σωθήκαμε!, λέει χαρού­ μενα τό κορίτσι. Την ίδια στιγμή δμως κάτι ίσκιοι σαλεύουν πίσω από τις καλαμιές καί τά δυο παιδιά βρίσκονται ξαφνικά κυκλωμένα από δέκα Ινδούς μέ άγρια μούτρα και φιδίσια μάτια. Γί­ νονται χλωμά καί ρίχνουν γύ­ ρω τους τρομαγμένες ματιές. Ό Ταγκόρ κάνει νά κινηθή, μά νοιώθει τή μύτη ένός μαχαιριού ν5 άγγίζη τό λαιμό του. Γυρίζει καί βλέπει. Τέσ­ σερις Ινδοί πέφτουν άπάνω του καί τον κρατούν. —Ό Ναντίρ - Χό! γρυλλίζει. -—Ναί. Ό ίδιος!, λέει καί χαμογελάει ό αρχηγός ^ των Τέγκ. Στο είχα υποσχεθή πώς θά ξανασυναντηθούμε, Τα­ γκόρ! Δέν μοΰ αρέσει νά μπερδεύεσαι κάθε τόσο οπά πόδια μου καί αυτή τή φορά θά πλήρωσής! Τ4 παιδί τον κυττάζει μέ μίσος.. —Κάποτε θά πλήρωσής κι5 εσύ, ληστή!, τού λέει μέ σφιχτά δόντια. Ό Ναντίρ - Χό όμως δέν α­ παντάει. Γυρίζει στους άνβρώπους του. -—Ή άρτε αυτή ^ τή μικρή, τούς διατάζει καί πηγαίνετέ την κατ’ ευθείαν στο ναό τής Μεγάλης Κάλυ Ή θ&α ζητώι

33

τό αίμα της. "Απόψε θά τή σφάξετε ατά πόδια της. Τρεΐς Τέγκ τραβούν τό κο­ ρίτσι πίσω άπό τις καλαμιές, ενώ^παλεύει απεγνωσμένα νά ξεφύγη άπό τά χέρια τους. —Ταγκόρ !,, Β οήθησέ με, Ταγκόρ!, φωνάζε ι. Αλλά τό * Ελλη νόπουλο δέν μπορεί νά σαλέψη. Όκτώ χέ­ ρια τον κρατούν άκίνητο. Νοι­ ώθει τά μάτια του δακ·ρυσμέ­ να. —Δεν είσαι άντρας, Ναντίρ - Χό!, μουγγοίζει. Είσαι ένας δειλός καί τά βάζεις μέ τις γυναίκες! Μά ό Νιρούκτα θά σοΰ τσάκιση μιά μέρα τό κεφάλι. Ό Ναντίρ γίνεται κίτρινος άπό τή λύσσα καί σηκώνει τό χέρι καί τό κατεβάζει δυο φορυς μέ δύναμι στο πρόσωπο τού παιδιού. —Νά, γιά νά μάθης νά κρατάς τή γλώσσα σου!, λέε ι σφυρίζοντας σά φίδι. Τό παιδί δαγκώνει τά χεί­ λη του. Μά δέν δείχνει πώς πόνεσε. —Είσαι ένας φονιάς!, τού λέει. "Αν συναντηθούμε άλλη φορά θά σέ σκοτώσω χωρίς καμμιά τύψι. "Ενα άπαίσιο γέλιο άκούγεται. ■—Δέν θά προφτάσης, ηλί­ θιε!, γρυλλίζει ό Νοη/τίρ. Ε­ κατό μέτρα άπό έδώ είναι μιά ωραία καί γραφική λίμνη μέ εκατοντάδες κροκοδείλους. Ε­ κεί θά σέ ρίξουν σέ λίγο καί τά ερπετά θά βροΰν τρυφερό καί νόστιμο τό κρέας σου! Καί, καθώς μιλάει, γυρίζει


34

ΤΑΓΚΟΡ

προς τούς συμμορίτες πού κρατουν τό παιδί. —Πάρτε τον καί ρίχτε τον στη λίμνη!, διατάζει άγρια. Ό Ταγκόρ δοκιμάζει ν’ άντισταθή, μά δεν ιμπορεΐ νά κά­ νη τίποτα. Τον σέρνουν- και τον χτυπούν. Μια φοβερή άγωνία τον πνίγει. "Όχι, δεν θέλει νά πεθάνη μ’ ένα τόσο φριχτό θάνατο. Αγωνίζεται μέ άπόγνωσι. Άλλα δλα εί­ ναι χαμένα. "Υστερα από με­ ρικά λεπτά οι Τέγκ τον έχουν φέρει στη λίμνη. Δυο άπ5 αυ­ τούς τον άνασηκώνουν και τό βλέμμα τού ηρωικού Ελληνό­ πουλου γεμίζει άπό μιά άπε

ρίγραπτη άπελπισία, καθώς βλέπει τά συχαμερά έρπετά νά περιμένουν μέ άνοιχτές τις τεράστιες μασέλες τους, έ­ τοιμα νά τον κατασπαράξουν. —Καλή διασκέδασι μέ τούς κροκόδειλους, Ταγκόρ !, γρυλ λίζει ό Ναντιρ - Χό, πού έχει φτάσει σ5 αυτό τό μεταξύ στη λίμνη. Ό Νιρούκτα δέν θά σέ ξοοναδή πιά. .Και τήν ϊδια^ στιγμή τό παιδί,, σάν νά ζή μέσα σ5 ένα φριχτό εφιάλτη, νοιώθει τά χέρια πού τον κρατούν νά τον τινάζουν στή λίμνη μέ τούς φοβερούς καί ,άχόρταγους κροκόδειλους...

ΤΒΑΟ

>

&*«*¥η^Τ8Ββε5ίΙίΜ9ΒΙΜΐΙΒ9ίϊβΒΝΙΙβΙΙΙΕΙβΒΙΙΙΙΙ59«ΙΙΪΙ1ΠΙίΒΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙ9ΙΙί6ΙΙΐ£ΐηϊ$?£

|

ΤΛΓ^ΠΡ

ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ Η ΡΩ-

=

Ί'ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕ I ΩΝ

|

5

1 Μ 1 IV

|||

Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 Φ Άριθ. 2

=

Οικονομικός Δ)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Άριστεί6ου 174 Προϊστ. Τυττ.: Α. Χατζηβασιλείου, Αμαζόνων 25

Γ

Τιμή δραχ. 2

Ε

ΤίΐΙΙΙΙΙΙΙΕΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙβΙΙΙΙΙΗΙΙΙΕΙΜΙΜΙΙΒΙΙΙΒΙΗΙΠΙΙΙΒίΒΙΙΙΙΙΐί!

Θά κατασπαράξουν οί κροκόδειλοι τον Ταγκόρ, τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο; Θά πάρετε άπάντησι στήν έπώτησι αυτή στο έπόρενο τεύχος, τό 3, πού κυκλο­ φορεί τήν ερχόμενη Παρασκευή, μέ τον τίτλο:

0 ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ "Ενα τεύχος πού θά (κάνη τήν ανάσα σας νά πιαστή καί τήν ψυχή σας νά γεμίση άπό ρίγη συγκινήσεως.



ΙΤΩ ΜΣΜ&ΰ της: ΡΡΡΧΝΗΣ. ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΤίΝ^ΒΓΜ, Ηβ ΤΩ *\ΒύΗΤΐΩ Ταυ κπεγκρ Σάυρ/ζε/ στον ηερη ^ , Τ / Λ/ Π /3 Λ £7 · κη ) ταυ -τ-,-ι,,ππ τρύπα την κη ΡΑιη -1

/

ΙΗΝ :

κι

ηπω

ΡΗ-ΒΛ/Ω

ε/να ΩΗ-1ΜΜ& 7*ΟΗ

τα ΣΩΜΠΛΒΓΜβ

ΚΛΡΑ/ΒΝ, 3ΕΥ&ΡΙΖ& Τ®8! ΡΙ/Ρ ΗΔαΛ/ρ ΠΤΜδ/νΗ^^

ΜΩΡΦΡ, ΩΩΩ ΡΑΛΕ/*0&ί 477 ΓΗΝ Ι&ΣΩΩ/ν ί^3ΛΜ

'& * * ·

κ//νΑυ/να

μ£Μ:

ΜΕΡΙΚΕ* βΚΛίΕΪ αΜΡΤΠι

'ΜίΙ/νε Π/ΙΒ ΑΑ/ΛΑ1 /Σ9Ι είΛΙΑΙ ΠΑΡΑ Α'

Μ/ναρπΰη ΚΒΦβΛίΡ ταυ.I (

ΓΡΗΓΏΡΩΤΕΡΒX ΗΠΩ ΤΗΛΟΓ! 'ΜΙ.'Μ.!

£!ΝΡΙ *ΤΡΥΜΜΕΑίαΐ/ΤΡ ΑΒΑρΨ^-

ΤΡΡ! ΓρΗΓΰΡβ!*

!I

ν/ν£ ΥΊΤ


ν»ηα·ι: Όϊΐϋ;::

' οκ ^ 1 ΚΜΙί

Μ / ΜΚ ι |1 ίϊ.Μ

\



Λ·:·:·ί Μ»

.'.ν.ν

το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ 01 ΚΡ0Κ0ΔΕΙΑΟΙ

11111

σ.Ιμοβόρα αμφίβια ερπετά, κουνώντας τις μεγάλες φολι­ δωτές ουρές τους, τρέχουν Ι ΤΡΕΙΣ τεράστιοι προς τό ,μέρος του. Μιά πα­ κροκόδειλοι ανοιγο­ γερή φρικίασι τον κυριεύευ κλείνουν τις φοβερές Γιά /μιά στιγμή αισθάνεται να μασέλες τους,, περί μένοντας παραλύη ολάκερο τό κορμί να κατασπαράξουν τό ηρωι­ του. κό Ελληνόπουλο, τον θρυλι­ — Πάμε νά φύγουμε!, λέει κό Ταγκόρ, που οί δυο Ινδοί ό Ναντίρ στους συμμορίτες τής συμμορίας των Τέγκ, κατ^’ καί χαμογελάει απαίσια. Σέ εντολήν του Ναντίρ - Χό, του λίγα λεπτά, θά τον έχουν χω­ σίμοβόρου άρχηγοϋ τους, ρί­ νέψει οί κροκόδειλοι. Ελπίζω χνουν στη λίμνη (*). νά βρουν νόστιμο τό κρέας Τό παιδί νοιώθει να χάνη του. Εμπρός γιά τήν παγόδα την έπαψή του μέ τα χέρια τής θεάς Θέλω νά εΐ,μσι εκείνων πού τον κρατούνε.-Τα­ μπροστά, όταν ό ιερέας θά λαντεύεται για -μερικά δευτε­ κάνη τή μεγάλη θυσία. Θά ρόλεπτα στον άέρα κι’^ύστεευχαριστηθώ πολύ, καθώς^ θά ρα πέφτει στά νερά τής λί­ βλέπω σφαγμένη στά πόδια μνης, άνασηκώνοντας ένα με­ τής σεπτής Κάλι, τήν όμορ­ γάλο πίδακα από άφρούς. Τά φη Ζανγκάρ, τή μοναχοκόρη του Νιρούκτα. ' (*) Διάβασε τό προηγούμενο Καί ό αρχηγός σαλτάρει τεύχος: «01 θησαυροί τής Κόμ­ στ’ άλογό του. Τό ίδιο κάνουν πρας».

Ο

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.


4

ΤΑΠί@Ρ

και οΐ σύντροφοί του και σέ λίγο .ή συμμορία, άφίνοντας πίσω της ένα σύννεφο σκόνης, ■καλπάζει προ ςτό- μυστικό ναό τής μαύρης προστάτιδος των Τέγκ, όπου πρόκειται ύστερα από μερικές ώρες νά βρή τρα­ γικό θάνατο τό κο,ρίτσι (μέ τά μαύρα μάτια καί τό μελαμψό κορμί, ή άγαπημένη τού Τα­ γκό ρ, ή όμορφη κόρη τού έΛ παναστάτη μαχαραγιά τού Κασμίρ... ★ * * Σ’ αυτό τό μεταξύ, τό Ελ­ ληνόπουλο βλέπει τό Χάρο μέ τά μάτια του. Καθώς βρίσκε­ ται στο νερό, νοιώθει νά τον ζυγώνουν απειλητικά μέ ανοι­ χτά τά άβυσσαλέα στόματά τους οι κροκόδειλοι. Ανατα­ ράζουν τά νερά καί τά απαί­ σια μάτια τους είναι καρφω­ μένα απάνω του. Δέν τού μέ­ νουν παρά ελάχιστες στιγμές Ή απόσταση που τον χωρί­ ζει άπ5 αυτούς είναι ασήμαν­ τη. Σέ λίγο θά έχη βρή έναν οδυνηρό θάνατο. Ό Ταγκόο καταλαβαίνει πώς είναι χα­ μένος. "Ομως θά δοκι-μάση νά ξεφύγη. "Αν τά καταφέρη, θά εΐνα; ευτυχής. ,λΑν όμως δέν πετύγη, τόσο τό χειρότερο. "Έτσι κι·5 άλλριώς ή ζωή του κρέμεται σέ μιά κλωστή. Ό ένας από τούς κροκόδειλους, ό -μεγαλύτερος, πού είναι πιο μπροστά από τούς άλλους, βρίσκεται πολύ κοντά καί εί­ ναι σά νά τον έχη κιόλας στα σαγόνια του. Σχεδόν τον άγ­ γιζε ι. Βλέπει τις τετραπλές σειρές των δοντιών του... Τούτη ακριβώς όμως την

κρίσιμη στιγμή τό παιδί, μέ μιά αιφνίδια κίνηση πραγμα­ τοποιεί ριά κάθετη κατάδυσι μέσα στο νερό. Κι’ όταν φτά­ νει σέ αρκετό βάθος, άρχιζει νά ταξιδεύη μέ απλωτές προς την αντίθετη καπεύθυνα ι από εκείνη πού έχουν τά τρία άμφίβια τέρατα. Περνάει κάτω άπό τις κοιλιές τους, πού στέλνουν κίτρινες άνταύγειες στο νερό,^καί άπομακρύνεται. Οί τρεΐς κροκόδειλοι λυσ­ σασμένοι,, γιατί έχασαν τη λεία τους, βροντούν τις ουρές τους κι* άφίνουν μικρές κραυ­ γές, πού θυμίζουν κλάιμα μω­ ρού παιδιού. Τό Ελληνόπου­ λο βγαίνει στην έπιφάνεια. Μέ μιά ματιά πού ρίχνει γύρω του καταλαβαίνει πώς ό κίν­ δυνος είναι πάντα κοντά. Τα τρία τέρατα τον βλέπουν καί σάν σαΐτες γυρίζουν καί μουν­ τάρουν προς τό μέρος του. Οί πράσινες φολιδωτές ράχες τους αστράφτουν στον ήλιο καί τά σκοτεινά στόμοπά τους ανοιγοκλείνουν βιαστικά. Ό Ταγκόρ παίρνει μιά βαθειά ανάσα καί γοργά βυθί­ ζεται πάλι. Τά έρπετά γλυστροΰν σά σαΐτες πάνω άπ’ τό κεφάλι του. Καί τούτη τή φορά όμως καταφέρνει νά^ ξε­ φύγη. 5Αλλά πόσο μπορεί νά κρατήση τό γεμάτο αγωνία τούτο παιχνίδι μέ τό θάνατο; Αρχίζει νά καταλαβαίνη πώς οί δυνάμεις του τον άφί­ νουν. Δέ μπορεί κανείς έπ5 ά­ πειρον νά ταξιδεύη χωρίς άερα κάτω άπ* τό νερό. Τινά­ ζεται προς τ5 άπάνω γιατί πρέπει ν’ άναπνεύση. Μά, κα-


4ββΜΙΜΚίΗΜΜ·

ΐ Α

Ψ

θώς άν^ββίνβί, τδ κίφάλι του βροντάει σέ κάΐι σκληρό, Γλυστράει τρομαγμένος πλαγια καί, καθώς βγάζει τό κε* φάλι του οτήν έττιφάνεια,, βλέττει κάτι πού τον κάνει νά χά­ ση και τις ελάχιστες έλπίδες σωτηρίας πού του άπέμεινσν. Πρίν λίγες στιγμές τό κεφάλι του έΐχε χτυπήσει στην κοι­ λιά ενός τεράστιου βόα πού ταξιδεύει αργά απ’ τη μιά ό­ χθη στην άλλη. Και τώρα τό μεγάλο ψίδι μέ την καταπλη­ κτική δυναμι κυλάει σχεδόν πλάϊ του μαζεύοντας και τι­ νάζοντας!, πότε μπρος, πότε πίσω, τά δαχτυλίδια του κορ­ μιού του, χωρίς νά ένδιαφέρεται γιά την παρουσία του... Την ίδια στιγμή οί κρο­ κόδειλοι έρχονται προς τό μέ­ ρος του. Ανάμεσα σ’ αυτούς όμως και στο παιδί υπάρχει τώρα τό φίδι. Τά τρία μεγάλα ερπετά τυφλά από τη λύσσα δεν βλέπουν τό φίδι καί πέ­ φτουν απάνω του. Ό βόας, ξαφνιασμένος από τούτη την επίθεση άνοίγει τό στόμα του, πετάει θυμωμένος τή μακριά του γλώσσα έξω και απότο­ μα συσπειρώνεται και κουλού­ ρι άζεται σάν αστραπή... Τά τρία έρπετά βρίσκονται σέ μισό δευτερόλεπτο τυλιγ­ μένα στις φοβερές κουλούρες τού φιδίσιου'κοριμιου και τότε αρχίζει μιά απερίγραπτη σέ αγριότητα τιτανομαχία. Τά μεγάλια σαγόνια των κροκο­ δείλων προσπαθούν νά δαγ­ κώσουν τό βόα, μά τό πετσί του. είναι χοντρό και αδιαπέ­ ραστο σάν λάστιχο. Άγριε-

κ

ύ Ψ

3

μένσ<, τινάζοντ-αι ττότι

πότε Αριστερά, ζητώντας ν απαλλαγούν άπό τήν θανάσι* μη περίπτυξι πού από στιγ* μη σέ στιγμή γίνεται πιο Φο­ βερή. Μιά άγρια τρικυμία άπλώνεται γύρω τους. Τά νερά τι­ νάζονται ψηλά, καθώς τά χτυ­ πούν οί ουρές και καθώς τά τέσσερα τέρατα σάν ένας όγ­ κος κυλιούνται στην επιφά­ νεια, βουλιάζουν, ξαναβγαί­ νουν απάνω καΐ_συνεχίζουν τή σκληρή μάχη, -αφνικά άκούγεται ένα δυνατό τρίξιμο κι’ ύστερα ένα «κράκ», ένας κρό­ τος από κάκκαλα πού σπότνε, καί ατά γαλάζια νερά τής λί­ μνης απλώνεται ένας λεκές α­ πό αίμα πού μεγαλώνει, με­ γαλώνει. Τό φίδι >μέ την κα« τοττληικτική δύναμί του συνέτριψε τά φολιδωτά κορμιά των κροκοδείλων, τά πολτοποίησε καί τώρα τό φοβερό του στό" μα έτο κράζεται νά τά καταπιη! Ό · Ταγκόρ, πού παρακο­ λουθεί άπό . μικρή άπόστασι σάν υπνωτισμένος αυτόν τον θανάσι.μο αγώνα, συνέρχεται καθώς βλέπει τό αίμα καί, κο­ λυμπώντας μέ γοργές κινή­ σεις, απομακρύνεται. Ή όχθη δέν είναι μακρυά. Τώρα που διέφυγε — ύστερα απ’ αυτή την απροσδόκητη έμφάνισι τού βόα — τον κίνδυνο, ξα­ ναβρίσκει τό κουράγιο του καί κολυμπάει σάν δελφίνι. "Υστερα άπό #λίγο, φτάνει στην ξηρά. Κρύβεται άνάμεσα στίς καλαιμιές καί περιμέ­ νει. Τό βλέμμα του διαγράφει


&

__

ΤΑΓΚΟΙ®

4

μέ τα μαύρα μάτια διοττρέχει ξναν απερίγραπτο κίνδυ­ νο. Κάθε στιγμή πού περνάει τήν φέρνει όλο καί πιο κοντά στο θάνατο. Στ5 αυτιά του άντηχουν άκόρα τα φοβερά λό­ για τού Ναντίρ: «Πάρτε την καί πηγαίνετέ την κατ’ ευ­ θείαν στήν παγόδα τής Με­ γάλης Κάλι. Ή θεά περιμέ­ νει νά βρέξη τά πόδια της οπό αίμα αυτής τής άπι­ στης !» Ο ΤΑΓΚΟΡ Ό Ταγκόρ ξέρει πολύ κα­ ΚΑΙ 0 ΜΑΞΓΟΥΕΛ λά τί σημαίνει αυτό καί νοιώ­ θει ένα σιδερένιο ^χέρι μέ μυ­ Ο ΤΟΛΜΗΡΟ Ελληνό­ τερά νύχια νά τού φουχτιάζη πουλο αρχίζει να προχωρή μέ προφυλάξεις. Τώ­ τήν καρδιά. Πρέπει νά βια­ στή !... ρα πού έχει πάλι τα χέρια Ξαφνικά όμως σταμοπάει. ελεύθερα, ο νους του είναι στή 3Ακούει ποδοβολητό αλόγων. Ζοτνγκάρ. Τό όμορφο κορίτσι ενα τόξο στα γύρω, έξετάζον* τας μέ προσοχή κάθε πτυχή του έδάψους. Στηλώνει τ’ αυ­ τί. Δεν βλέπει καμμιά ύπο­ πτη κίνησι. Δεν ακούει κανένα θόρυβο γύρω από τή λί,μνη. Ό Ναντίρ - Χό καί ο! άλλοι καβαλλάρηδες, βέβαιοι πώς οί κροκόδειλοι κατάπιαν τό θύ­ μα τους, έχουν άπομακρυνθή καί καλπάζουν προς τήν πα­ γόδα τής Κάλι...

Τ


Τ Α Ρ ΡΓ Ο Ρ

'Η κοφτερή λεπίδα ζυγιάζεται επάνω άπό την καρδιά του παιδιού.

Πέφτει ιμέ την κοιλιά ατό χώ­ μα και περιμένει μέ αγωνία. *Αν είναι οί Τέγκ πού ξοα/αγυρίζουν είναι χαμένος! Κρα τάει την άναπνοή του και πί­ σω άπό τις καλαμιές προσπα­ θεί νά δ ι ακρινή εκείνους πού έρχονται. Απότομα ένα χα­ μόγελο ευτυχίας σχεδιάζεται στο κουρασμένο πρόσωπό του. Τινάζεται ορθός καί τρέ­ χει προς τό μέρος του δρό­ μου. Δεν του χρειάζονται τώ­ ρα οί καλαμιές. Εκείνοι πού έρχονται είναι φίλοι!... — ^Μαλαμπαρ! Έδώ, Μαλαμπάρ!, φωνάζει. Ό γίγαντας —- γιατί αυ­ τός είναι πού έρχεται μαζί μέ τρεΐς άλλους καβαλλάρηδες καθώς βλέπει ξαφνικά τό

παιδί μπροστά του, άφίνει έ­ να χαρούμενο ουρλιαχτό καί σαλτάρει απ’ τ’ άλογο. \Αρπάζει μέ τις χερούκλες του τό 1 Ελληνόπουλο, τό αγκαλιάζει καί τό φιλάει. — Δέν είσαι έν τάξει, Ταγκόρ!, παραπονιέται. Μου την έσκασες καί μ5 άφησες νά κολατσίζω τον αγριόχοιρο ενώ εσύ... Ευτυχώς, ήρθε ό Νιρουκτα στο δάσος μέ τά μπα­ μπού καί μάς ειδοποίησε... Κυττάζει γύρω του. -— Πού είναι ή Ζανγκάρ; — Τό κορίτσι είναι στα χέρια των Τέγκ, Μαλαμπάρ! Πρέπει νά βιαστούμε!, λέει τό παιδί. Καί μέ λίγα λόγια του ε­ ξηγεί τά καθέκαστα.


δ

................

Ϋ Α Γ Κ Ο Ρ

——— ■ ———>1^——Β—<———Ρ————

—· Ή παγόδα τη< Κάλι £ίναι στο Δελχί, λέει ό γίγαν­ τας, "Έχουν στήσει Τό ξόα­ νό της σ’ ένα βαθύ υπόγειο κι" έκεΐ, δυο φορές τό χρόνο, μαζεύονται κάΐ κάνουν τις αν­ θρωποθυσίες τους! Τά ερεί­ πια ενός παλιού πύργου κρύ­ βουν την παγόδα- Μά εγώ ξέ­ ρω τό δρόμο. —- Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως, Μαλαμπάρ! —- Αυτό δεν χρειάζεται νά μου τό πής, Ταγκόρ! "Οσο πιο γρήγορα φτάσουμε, τόσο καλύτερα. "Αποφασίζουν, για ^νά μ ή κινήσουν υποψίες, νά πάνε μό­ νοι οι δυο τους. "Ενας από τούς τρεΐς καβαλλάρηδες πού άκσλουθοϋν τό' γίγαντα πα­ ραχωρεί τό άλογό του στο παιδί. Αυτός θά βολευτή μ" έναν άλλο σύντροφό του. Δυο σ’ ενα άλογο. Θά γυρίσουν κι’ οι τρεΐς στο δάσος με τά μπαμπού. — Ειδοποιήστε τον Γκάλεμ, τούς λέει ό Μαλαμπάρ, πώς βρήκαμε τον Ταγκόρ. Ε­ γώ κι* ό Ταγκόρ θά πάμε πα­ ρέα στο Δελχί. Πέστε του άκό'μα πώςί ή Ζανγκάρ είναι στην παγόδα τής Κάλι. Οι Τέγκ ετοιμάζονται νά την θυ­ σιάσουν. Ξεκινάμε νά τούς προλάβουμε. Καί τό παιδί κι* ό γίγαν­ τας σαλτάρουν στ5 άλογα καί μπαίνουν καλπάζοντας στο μεγάλο δρόμο. — Πόση ώρα μάς χρειάζε­ ται όσο νά φτάσουμε έκεΐ, ρω­ τάει τό 1 Ελληνόπουλο. — Αυτό έξαρτάται οπτό τό

συναττάντημα ΐτού θά έχου­ με !, άποκ-ρίνεται ό γίγαντας. Ξέχασα νά σου πώ πώς ό μο­ ναδικός δρόμος πού φέρνει στο Δελχί,, τούτος εδώ πού άκολουθάμε, είναι πιασμένος από τούς "Εγγλέζους! Πριν δυο ώρες, φέρανε τά νέα στον Γκάλεΐμ. "Ολοι οι δρόμοι γέ­ μισαν μέ φωτογραφίες σου καί, ύστερα από τά πυρομα­ γικά πού τούς πήραμε, ή ά' μοιβή γιά τό κεφάλι σου δι­ πλασιάστηκε. Τώρα είσαι έπικηουγμένος γιά δώδεκα χι­ λιάδες ρούπιες. — Χμ! Δεν είναι^ καί λί­ γα! , κάνει χαμογελώντας τό παιδί καί τραβάει τά γκέμια του άλογου του προσπαθών­ τας νά τό κάνη νά τρέξη πε­ ρισσότερο. Δώδεκα χιλιάδες ρούπιες είναι μιά περιουσία! "Έχει άρχισει νά σουρουπώνη. Τώρα βρίσκονται μερι­ κά μόνο χιλιόμετρα έξω άπό τό Δελχί. Οί πρώτες σκιές σχεδιάζονται στον ουρανό καί τό κακό συναπάντημα πού φο­ βάται ό Μαλαμπάρ, δεν έγι­ νε. Μπαίνουν σέ μιαν ατραπό, πού απ’ τη μιά καί την άλλη πλευρά τους υψώνονται αιω­ νόβια δέντρα, σχηματίζοντας έναν πράσινο θόλο πάνω άπό τό κεφάλι τους. — Λίγο ακόμα καί φτά­ νουμε!, λέει εύθυμα ό γίγαν­ τας. Στο πρώτο σταυροδρόμι που θά συναντήσουμε, θά στρίψουμε δεξιά καί θά μπού­ με στά ερείπια. "Από έκεΐ καί πέρα ό δρόμος είναι ελεύθε­ ρος Κάτι ετοιμάζεται νά πή ά*


ΤΑ.ΓΚΟΡ

κόμα, · άλλα δεν προφταίνει. Οΐ πράσινες φούντες τών δέν­ τρων σαλεύουν ύπουλα και παρα|μερίζουν.^ Ε’ίκοσι ’Άγγλοι στρατ ιώτεςΓ που εΐνσι κρεμασμένοι ψηλά ανάμεσα στα κλαριά και περιμένουν, σαλτάρουν σαν άγρίιμια άπάνω στους δυο καβαλλάρηδες. Ό Ταγκαρ νοιώθει ένα ά· σηκωτό βάρος στους ώμους του καί, καθώς σκύβει νά φυλαχτη, γκρεμίζεται άπό τ’ ά­ λογο καί πέφτει βαρύς στο χώμα. Πέντε στρατιώτες έχουν ριχτή άπάνω του καί δεν μπο',οούν νά τάν συγκροτήσουν. Το λαστιχένιο κορμί του κου­ λούρι άζεται σάν φίδι, τινάζε­ ται πότε μπρος, πότε πλάγια καί οι γροθιές του χτυπουν πρόσωπα, κροα/ία, σαγόνια, στομάχια. Απότομα όμως αι­ σθάνεται νά παίρνουν δλα μιαν άπίθανη βόλτα γύρω του. Ό υποκόπανος ενός όπλου σφυροκοπάει τά μηνίγγια του. Κάποιος στρατιώτης ^άνασηκώνει τό όπλο καί τό κατε­ βάζει μέ δύναμι στο κεφάλι του. Τό παιδί δαγκότνει τά χείλη άπό τον δυνατό πόνο, άλλά δεν ξεφωνίζει. Χιλιάδες χρωματιστά άστέρια στριφογυρνάνε γύρω οπτό τό κεφάλι του καί στ3 αυτιά του φτά­ νουν σάν άπό πολύ μακρυά οί' ήχοι μιας μεγάλης καμπάνας. Καταλαβαίνει πώς ζαλίζεται καί είναι έτοιμος νά χάση τις αισθήσεις του. Την ίδια στιγμή ό Μαλαμπάρ άγωνίζεται άπεγνωσμέ­ να. Δεκαπέντε άπό τούς στρα τιώτες έχουν ριχτή απάνω του

9

καί ποώεύουν νά τον γκρεμί­ σουν άπό τό άλογο. Μά ό γί­ γαντας δεν έχει καμμιά διάθεσι νά παραδοθή. Τυλίγει τά πόδια του στην κοιλιά του α­ λόγου κι5 έτσι, καθώς κανείς δεν μπορεί νά τον κουνήση, έχει τά χέρια ελεύθερα καί οι γροθιές του, σάν σφυριά πού ζυγιάζουν, τό καθένα χίλιους τόννους, διαγράψουν βιαστι­ κά τόξα στον άέρα καί προσ­ γειώνονται άπάνω στά κορ­ μιά τών άντι πάλών του καί τσακίζουν σβέρκους, καί συν­ τρίβουν κρανία. Μέ μιάν άπότσμη κίνησι άνατρέπει 'έκείνους πού έχουν σκαρφαλώσει ατούς ώμους του καί, ότοον αι­ σθάνεται κάπως πιο άνετα, σταματάει τά γρονθοκόπημα, απλώνει τις χερούκλες του καί άνασηκώνει σάν πούπουλα δυο ”Αγγλους, τούς άφοπλίζει κι’ ύστερα τούς πετάει σάν άδεια σακκιά στην άκρη του δρόμου καί μέ τά δυο πι­ στόλια προτεταμένα καί τά δάχτυλα στην σκανδάλη όρμάει στο σωρό ν’ άπελευθερώση τό άτρόμητο 1 Ελληνόπου­ λο. "Ομως αυτό πού βλέπει τον κάνει ν’ άνατριχιάση καί κρατάει άπότρμα τά γκέμια του άλογου του. — Ό Μάξγουελ ί, γρυλλίζει. Πάλι ό Μάξγουελ. Ό Αγγλος άξιωματικός στέκει πάνω άπό τό παιδί πού άγωνίζεται νά συγκρατήση τίς αισθήσεις του κι’ έχει μισόκλειστα τά μάτια, ξαπλωμέ­ νο άνάσκελα στο χώμα. Στέ­ κει άπό πάνω του καί ή κάννη του περιστρόφου του ά-


ΤΑΓΚΟΊ

10

κουμπάει στάν δεξιό κρόταφο του Ταγκόρ. — "Αν κάνης ένα άκόμη βήμα., Μαλαμπάρ, γρυλλίζε» ο αξιωματικός, θά πιέσω τη σκανδάλη και ένα καφτό μο­ λύβι θά σφηνωθή στο κρανίο του φίλου σου. Είναι ένα σί­ γουρο εισιτήριο γιά την κόλασι! Λοιπόν, άν θέλης ό φί­ λος σου νά μείνη ζωντανός, α­ πομακρύνσου. Προς τό παρόν δεν μου χρειάζεσαι. "Αργότε­ ρα όμως, θάρθή ή σειρά σου. "Έχω σημειώσει στο καρνέ μου ένα λουτρό πού έκανα παρά τη θέλησί μου. Αυτό τό λουτρό θά τό πλήρωσής μέ μιά θηλιά πού θά σου περά­ σουν στο λαιμό. Τώρα είσαι ελεύθερος νά φύγης. Εκτός

άν προτιμάς νά δής νεκρό τό φίλο σου. Ό γίγαντας βγάζει ένα ά­ γριο ουρλιαχτό Θυμωμένου έλέφαντα και ετοιμάζεται νά μουντάρη. "Αλλά ό Μάξγουελ κάνει μιά ασήμαντη κίνησι και τό πιστόλι στερεώνεται πιο βαρειά στον κρόταφο του πληγωμένου παιδιού. — Φύγε, Μοώαμπάρ!, λέει μέπνιχτή φωνή τό 1 Ελληνόπου­ λο. Κάνε αυτό πού σου λένε! Ή Ζοονγκάρ κινδυνεύει... — Και σύ; ρωτάει αυτός. — Μη σέ μέλλει για μένα, Μαλαμπάρ. Γιά μένα υπάρ­ χει καιρός. Μη ξεχνάς πώς ή Ζανγκάρ είναι στά χέρια των Τέγκ και άπό στιγμή σέ στιγ­ μή...

Γά ©παθιά

καβαλλάρηδες

άατράφτουν. και οί διώ

άγ&να

και θανάτον.

άρχίζονν Ινα

*


ΤΑΓΚΟΡ

11

Ή „ί;γκάρ κάνει μια σβέλτα κί νησί και η γροθιά της βροντάει στο πρόσωπο τή ς αντιπάλου της.

Ό Μαλαμπάρ άφίνει ένα καινούργιο γρύλλισμα. — Μάξγουελ, λέει. "Αν ττει ραχτή έστω καί μια τρίχα άπ5 τό κεφάλι αύτού του παιδιού, νά ξερής πώς δεν Θά ζήσης πολύ... /Κι5 ύστερα, γυρίζοντας προς τό 4 Ελληνόπουλο, προ­ σθέτει : — Θά σου κάνω κι* αυτή τή φορά τό χατήρι. Ταγκόρ! Θά σ5 ακούσω και φεύγω. "Ο­ μως δεν ξέρω άν κάνω καλά... — Τή Ζανγκάρ! Τή Ζανγκάρ νά σώσης, Μαλαμπάρ !, φωνάζει τό παιδί καθώς τόν βλέπει ν’ Απομακρύνεται καλ­ πάζοντας. — Και τώρα οι δυό μας, διαβολοέλληνα!, τόν κόβει ό Μάξγ©υελ. Τώρα Θά κστάλά-

βης τί θά πή νά τά βάζη κα­ νείς με τούς "Άγγλους... -— Αέ σε φοβάμαι!, άπο= κρίνεται μέ σφιχτά δόντια τό παιδί. — Δέστε τον καί φορτώστε τον σ5 ένα άλογο!, διατάζει ό Αξιωματικός. Μού χρειάζε­ ται μερικές μέρες ακόμα ζων­ τανός... ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΟΜΕΡΗΣ

ΚΑΑΙ

ΤΗΝ παγόδα τής Μαύ­ ρης Θεάς, έχουν αρχί­ σει κιόλας οι ψοολμοί. Μπροστά στο μεγάλο μαύρο ξόανο τής Κάλι καίνε βαρειά θυιμιάματα, πού κάνουν θολή τήν ατμόσφαιρα, καί δυσκο­ λεύουν τήν αναπνοή. Μεγάλες Αναμμένες λαμπάδες, φτιαγ­


12

ΤΑΓΚΟΊ

μένες από ένα ειδικό ξύλο μουσκεμένο σέ πετρέλαιο, ρί­ χνουν πορφυρές άντ αυγείες καί καπνό σ’ δλα τά γύρω. Εκατό καί περισσότεροι άν­ θρωποι ε?νιαι γονάτ ιστοί σέ τούτη την παγόδα, πού βρί­ σκεται πενήντα μέτρα κάτω από τη γη, μέσα στα ερείπια τής παλιάς πολιτείας του Σαρχάν, λίγο πιο έξω από τα μισογκρεμισμένα τείχη του αρχαίου Δελχί. • Είναι ένα ευρύχωρο κυκλι­ κό υπόγειο καί στη μέση του είναι στημένο τό ξόανο τής Κάλι, τής Θεάς τής^ Αρχής καί του Τέλους, πού στέκει ασάλευτο μέ τά δεκάξη του χέρια μακρυά τεντωμένα ψη­ λά, πλάγια καί μπροστά. Στη θέσι των ματιών υπάρχουν δυο μεγάλα σραράγδια, πού φεγγοβολούν παράξενα καί δίνουν κάποια ζωντάνια στο απαίσιο πρόσωπο τής αίμοβόρας πρώτης γυναίκας του Θεού Σίβα... "Ενας ιερέας, γυμνός ώς τή μέση, καθισμένος πλάϊ στο ξόανο τής Κάλι μ5 ένα σπαθί σάν μισοφέγγαρο άκουμπισμέ νο στα γόνατά του, πού ή κο­ φτερή λεπίδα του αστράφτει ανατρίχιασα ικά, απαγγέλλει μέ σιγανή φωνή όοκατοα/όητες προσευχές καί τά λόγια του κατόπιν επαναλαμβάνουν τρα γουδί στα οί γονατιστοί λη­ στές. Είναι ένα ιερό τραγού­ δι πού μιλάει γιά τά μεγάλα σταυροδρόμια, απ’ όπου περ­ νούν τά πλούσια καραβάνια των έμπορων, γιά τις άπάτητες ζούγκλες, γιά τις μακρύ-

νές θάλασσες όπου ταξιδεύ­ ουν μεγάλα καράβια μέ γε­ μάτα τ’ αμπάρια τους άπό άμύθητους θησαυρούς. "Ολα τούτα παρακαλούν οί ληστές νά γίνουν δικά τους καί δίνουν ύπόσχεσι πώς σύντομα θά φέ­ ρουν τό μερίδιο τής θεάς στο ναό της, άν εύδακήση νά τούς βοηθήση. Καί τό μαύρο ξόα­ νο τής Κάλι ακούει καί τά σμαραγδένια μάτια φεγγοβο­ λούν παράξενα. Ξαφνικά, γίνεται ήσυχίσ. "Ενας^ψηλός άντρας μέ κον­ τό μαύρο γένι κατεβαίνει τή σκάλα καί πίσω του έρχον­ ται δυο άλλοι μέ άγρια πρό­ σωπα, πού σέρνουν μαζί τους ένα μελαχροινό κορίτσι. Είναι ό Ναντίρ - Χό, πού φέρνει α­ πόψε νά θυσιάση μπροστά στά πόδια τής αίμοβόρας θεάς τή (μοναχοκόρη τού Νιρούκτα, τήν όμορφη Ζανγκάρ ! Τό κορίτσι αντιστέκεται καί φωνάζει, μά κανείς δέν τό α­ κούει. Οί Τέγκ εξακολουθούν νά παραμένουν γονατιστοί καί ακίνητοι1, βυθισμένοι σέ μά παράδοξη έκστασι, σάν^ νά έ­ χουν ομαδικά υπνωτιστή. Δέν σηκώνουν τά μάτια. Ό Ναντίρ - Χό περνάει α­ νάμεσα στούς γονατιστούς ληστές, φτάνει στο μέρος τού ιερέα καί κάνει μιά βαθειά υ­ πόκλιση γεμάτη σεβασμό. — Ή μεγάλη θεά μαζί σου, σεβαστέ λάμα,. τού λέε . Ό Ναντίρ - Χό κράτησε την υπόσχεσί του. Ή μεγάλη Κά­ λι θά έχη τό αίμα τής άπι­ στης.


Τ Α Γ Κ © Ψ Ό ιερέας χαμογελάει α­ παίσια. ^— Ή Ειρήνη μαζί σου, με­ γάλε αδελφέ, άποκρίνεται. Ή θεά πού διευθύνει τις τύχες τού κόσμου, νά σέ προστατεύη... Ό Ναντιρ - Χό παραμεοίζει καί παίρνει θέσι δίπλα του, ενώ εκείνος μ5 ένα αδιό­ ρατο νεύμα προσκαλεΐ τούς δυο άντρες πού κρατουν την αιχμάλωτη κοπέλλα. Οί δυο Τέγκ πλησιάζουν και στέκουν μπροστά του, έχοντας στη μέ­ ση τό κορίτσι. Είναι κι* οί δυο χειροδύναμοι κι* έχουν φουχτιάσει μέ τά σιδερένια δά­ χτυλά τους τά μπράτσα τής Ζανγκάρ και την κρατουν α­ κίνητη. Ή νέα στηλώνει τό φοβισμένο της βλέμιμα απάνω στο κοφτερό σπαθί του ιερέα, πού εξακολουθεί νά χαμογελάη άνατριχιαστικά καί νά την κυττάζη παράξενα... — Αφήστε με, σάς παρα­ καλώ!, λέει ή Ζανγκάρ καί τά μάτια της γεμίζουν δά­ κρυα. Δεν σάς έφταιξα σέ τί­ ποτα. Γιατί θέλετε νά μέ σκο­ τώσετε; — Είσαι ή κόρη του Νιρούκτα,. του πιο θανάσιμου εχθρού τής αδελφότητας τών Τέγκ!, λέει μέ σύρτη φωνή πού μοιάζει μέ σφύριγμα φι­ διού ό ιερέας. Είσαι αίμα α­ πό τό αίμα του κι* ή θεά ζη­ τάει έκδίκησι. Θά πλήρωσής, γιατί ό πατέρας σου πρόσ­ βαλε την μεγάλη Κάλι. Τό κορίτσι βγάζει μιά ά­ γρια κραυγή.

13

^— Δεν θέλω νά πεθάνω! Δέν θέλω νά πεθάνω!, φωνά­ ζει. Μά απότομα αισθάνεται νά χάνη τη φωνή της καί κάθε δύναμι άντιστάσεως. Τά μι­ κρά μάτια του ιερέα έχουν καρφωθή μέ μιά παράξενη ε­ πιμονή απάνω της καί τό βλέμμα του διοατεραστικό', ύ­ πουλο, φοβερό, βυθίζεται στο δικό της. Τήν κυττάζει επίμο­ να καί τά κσκκαλιάρικα δά­ χτυλά του κάνουν μερικές α­ νάλαφρες κινήσεις μπροστά στο πρόσωπό της. Ή Ζανγκάρ νοιώθει νά παραλύη, μιά δυ­ νατή κούρασι γεμίζει τό κορ­ μί της καί δεν έχει πιά τή δύναμι νά μιλήση... — Υπνωτίστηκε!, λέει ό ιερέας στον Ναντιρ - Χό. Σέ λίγο, μπροστά στά πόδια τής Μεγάλης Θεάς, θά ξεπλύνη μέ τό αίμα της τήν προσβολή πού έκανε ό πατέρας της στην "Αδελφότητα τών Τέγκ. Ο ΜΑΛΑΜΠΑΡ.. ΓΕΥΜΑΤΙΖΕΙ!

! ΝΑI σκοτάδι όταν ό Μαλαμπάρ φτάνει στά_έρείπια τοΰ Σαρχάν. Ξε­ πεζεύει καί δένει τό άλογό του σ’ ένα· δέντρο. "Υστερα αρχίζει, πατώντας αθόρυβα σάν γάτα, νά πλησιάζη στον ερειπωμένο πύργο, στά υπό­ γεια τοΰ όποιου ξέρει πώς γί­ νονται οί μυστικές λειτουργίες τής θεάς τών Τέγκ. — Μά τό Μουγκαλίντα, τό


14

Τ Α Γ Κ © Ρ

βασιληά των φιδιών (*), λέει μέσα οπτό τα δόντια τοι; κα­ θώς προχωρεί μέ προφυλάξεις, που τύλιξε εφτά φορές τό κορμί του γύρω από τον Βούδδα καί τον προστάτεψε από τή θύελλα, απόψε έχω 6ρεξι νά στραγγαλίσω καί την ίδια τή σαρανταπαδαρουσα Κάλι άν βρεθή στο δρόιμο μου. Στη ζώνη του έχει περάσει τά δυο πιστόλια, πού πήρε απ’ τούς "Άγγλους λίγη ώρα νωρίτερα, καί κάτω άπ5 την κελεμπία του υπάρχει κρεμα­ σμένο τό σπαθί του. Απόψε, λογαριάζει νά τά χρησιμο­ ποίηση δλα αυτά καί κανείς δέ θά μπόρεση νά τον συγ­ κράτηση. Στο βάθος είναι πο­ λύ ανήσυχος αυτός ό γίγοα/τας, πού άργεΐ... νά θυμώση, (*) Μουγκαλίντα, είναι μια άλ­ λη ονομασία της δηλητηριώδους κόμπρας^ Τδ φίδι αυτό στην ιν­ δική γλώσσα λέγεται νάγια και θεωρείται ιερό. Τα 'τταληά χρόνια κάνεις δεν τολμούσε^ νά σκοτώση μια κόμπρα. ΓΓ αυτό και ή τέραστία αΰξησι του άριθμοΟ τους. Καί τώρα ακόμα σέ πολλά ινδι­ κά χωριά δεν πειράζουν τις κόμ­ πρες, που σκορπίζουν, όπως έ­ χουν λογαριαστή, τό θάνατο^ κά­ βε χρόνο σέ διακόσιες πενήντα χιλιάδες ανθρώπους!^ Ή νάγια, όπως αναφέρει ή παράδοσι, κάπο­ τε που ό Βούδδας βρέθηκε μόνος σ’ ένα άγριο δάσος και ξέσπασε μιά φοβερή θύελλα, άπλωσε από πάνω του τό πλατύ κεφάλι της καί τον προστάτεψε σάν όμπρέλλα καί τύλιξε τό κορμί της στο σώμα του καί τον προφύλαξε α­ πό τη δυνατή παγωνιά. "Ετσι η νάγια έγινε ευλογημένο φίδι. Τό όνομα κόμπρα στο είδος αυτό του έρπετοΰ τό έδωκαν οί Πορ-^ τογάλοι καί από τότε έμεινε μ’ αυτό τό όνομα σ’ όλες τις γλώσ­ σες.

άλλά .πού δταν θυ/μώση, μπο­ ρεί νά τά βάλη μέ μιά ολά­ κερη μεραρχία.... θωρακισμέ­ νων! Εΐναι λυπημένος, γιοσί υποχρεώθηκε ν5 άφήση στα χέρια των Άγγλων τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο, καί ανήσυχος, γιατί δέν ξέρει άν έφτασε άογά έδώ στην παγόδα των Τέγκ, κι* άν θά προλάβη νά σώση άπ’ τό μαχαίρι τους την μελαχροινή Ζανγκάρ... Πίσω οστό ένα γκρεμισμέ­ νο τοΐχο, σταματάει. Κάποιον ύποπτο θόρυβο έπιασε τ" αυ­ τί του. Στέκει καί άφουγκράζεται. Τά μάτια του τρυπουν τό σκοτάδι. Μιά σκιά σαλεύει μερικά μέταα π ιό έκεΐ. Εΐναι σίγουρα ένας Τέγκ πού φρου­ ρεί την είσοδο τής παγόδας. Εΐναι φανερό πώς ακούσε κι" αυτός κάποιον ύποπτο θόρυ­ βο στο σκοτάδι καί κυττάζει γύρω του προσπαθώντας ν’ άντιληφθή περί τίνος πρόκει­ ται. "Αλλά ό Μαλαμπάρ δέν κινείται. —έρει πως πρέπει νά (δράση}. Άν τούτος^ ό Τέγκ τον δή καί εΐδοποιήση τούς συντρόφους του, δλα εΐναι χα­ μένα. Αέν θά προφτάση νά κάνη τίποτα γιά τή Ζοονγκάρ πού κινδυνεύει. Περιμένει λοι­ πόν κι* δταν τον βλέπει νά του γυρίζη τή ράχη, ^σέρνεται μέ μιά καταπληκτική γιά τό κορμί του έλαστικότητα κον­ τά του κι" υστέρα, ξαφνικά, τινάζει τον τεράστιο όγκο του καί ή γροθιά του πέφτει σάν κεραυνός στο κρανίο του Τέγκ. — Ούτε κιχ δέν έκανε τό

πουλάκι μου!, μουγγρίζει κσ-


Τ Α Γ Κ Ο ψ θώς τον βλέπει νά πηγαινοέρ­ χεται σαν μεθυσμένος και να κάθεται υστέρα φρόνιμα-φρόνιμα στο χώμα. Σέ σαράντα μέρες θά του κάνουν... μνημό­ συνο μέ ρύζι! Ό Μαλαμπάρ σκάβει, τον άνασηικώνει και τον πετάει πί­ σω άπό μια γκρεμισμένη κολώνα, έτσι πού να μή φαίνε­ ται, και προχωρεί. Κατεβαί­ νει μερικές σκάλες καί ξαφνι­ κά βρίσκεται μπροστά σέ δυο θολωτούς διαδρόμους. Ποιόν άπ5 αυτούς πρέπει νά διάλε­ ξη καί ποιος είναι έκεινος πού φέρνει στην παγόδα των Τέγκ; Πριν άπό χρόνια, είχε ζανάρθη σ5 αυτό τό μέσος, μά τώρα δέν θυμάται άκριβώς ποιόν άπ5 τούς δυο διαδρό­ μους εΐχε περάσει. Στην τύχη διαλέγει τόν έ­ να. Εκείνον πού βρίσκεται στο δεξιό του χέρι. Προχω­ ρεί καί κατεβαίνει ψαχτά, για­ τί τό σκοτάδι δσο πάει καί γίνεται πιο βαθύ. 'Ύστερα^ ά­ πό δέκα λεπτά, σταματάει. Παράξενες ψαλμωδίες^ φτά­ νουν στ9 αυτιά του,, αλλά συγ­ χρόνως καί ιμιά ερεθιστική μυρωδιά άπό ψητό βόδι χτυ­ πάει τά ρουθούνια του...καί κινδυνεύει νά λιποθυμηση! — Μεγάλε Παντογνώστη Βούδδα!, άναστενάζει. Τί μυ­ ρουδιά είναι αυτή; Καί ξερογλείφεται,^ γισοτί έχει χωνέψει κιόλας τις εβδο­ μήντα ομάδες του άγριογούρουνου πού έφαγε λίγες ώρες νωρίτερα στο δάσος των μπα­ μπού, καί αισθάνεται μιά δυ­ νατή λιγούρα...

15

— Πώ! Πώ!, κάνει. Τί πειρασμός είναι αυτός; Αρχίζω νά ζαλίζουμαι! ^Αρχίζει πάλι νά κατεβαίνη σάν μεθυσμένος τή σκάλα καί ξαφνικά βρίσκεται σέ μιά με­ γάλη καί εύρύχωρη κουζίνα, όπου στή σειρά, μέσα σέ δε­ καοχτώ μεγάλα καζάνια, ψή­ νονται μπούτια άπό βόδια, κο­ τόπουλα, άρνιά κι’ ένα σωρό άλλα πράγματα μέ γαργαλι­ στικές μυρουδιές. Ή κουζίνα είναι έρημη. Οί μάγειροι τώ; Τέγκ, σάν ευσεβείς άνθρωποι, πήγαν κι5 αυτοί νά παρακο­ λουθήσουν τήΛ/ μυστική λει­ τουργία. Αυτό σημαίνει ·—- ό­ πως ξέρει καλά ό Μοώαμπάρ — ότι ή άνθρωποθυσία άργεί άκόμα. Πρώτα γίνεται ή λει­ τουργία, έπειτα οι πιστοί τό ρίχνουν στο φαγοπότι καί κα­ τόπιν, μέ γεμάτα στομάχια καί ζαλισμένοι άπό τό ποτό, καλούνται νά παρακολουθή­ σουν τήν ιερή Θυσία. — "Έχω λοιπόν καιρό!, σκέπτεται. Καί απλώνει τή χερούκλα του καί αρπάζει άπ5 τό κα­ ζάνι ένα ροδοψημένο κοτόπου­ λο. Τό ρίχνει στο στόμα του καί οί άσυγκράτητες μασέλες του μπαίνουν σ’ ενέργεια. Τό καταπίνει χωρίς νά νοιάζεται άν ζεματάη ή όχι καί τό χέρι του πραγματοποιεί δεύτερη κατάδυσι στο καζάνι. Μέσα σέ πέντε λεπτά, οκτώ κοτό­ πουλα έχουν βρή άνάπαυσι στο τεράστιο στομάχι του. Τώρα αισθάνεται περίφη­ μα. Είναι στά κέφια του καί μπορεί νά δράση...κεραυνοβό-


16

ΤΑΓΚΟ*

λα! Άφίνει τήν κουζίνα και ξαναγυρίζει στο σκοτεινό διά* βρομο.

ήσουν νιά νά κερδίσουν την ε­ λευθερία τους. Τό μούτρο τού "Αγγλου γί­ νεται σκυθρωπό. ΜΙΑ ΑΠΙΘΑΝΗ — Έσύ τί δουλειά έχεις ΑΠΟΔΡΑΣIΣ μαζί τους; ρωτάει. Γιατί τούς ΛΟΧΑΓΟΣ ^ Μάξγουβοηθάς, άφού δεν είσαι Ιν­ ελ,^ ξαπλωμένος πίσω δός; από τό γραφείο του, ι— Μισώ τη σκλαβιά!, λέει κοητνίζει τό τσιμπούκι του μέ τό 1 Ελληνόπουλο. Καί σείς μιά απερίγραπτη έκφρασι ευ­ κρατάτε σκλάβους 6λα αυτά τυχίας στο πρόσωπο. Απέ­ τά εκατομμύρια τών ανθρώ­ ναντι του άκριβώς, ιμέ δεμένα πων, πού ζούν σέ μιαν άπετά χέρια, κάθεται σε μια κα­ ρίγραπτή άθλιότητα! Είμαι ρέκλα τό * Ελληνόπουλο. "Έχει μαζί τους καί θ’ άγωνίζωμαι μιά πληγή στον δεξιό κρότα­ μαζί τους δσο ζώ! φο, άλλα τίποτα δεν προδίδει -— Είσαι ηλίθιος!, κάνει τους πόνους που τον βασανί­ καί ξεσπάει σ’ ένα τρανταχτό ζουν άπό τό δυνατό χτόπηιμα γέλιο ο αξιωματικός. Θαρρείς πού εχει δεχτή. Τό πρόσωπό πώς θά φαβηθή ένα μωρό σάν του είναι χλωμό, γιατί έχασε καί σένα ή Αγγλία; θά σέ αρκετό αίμα, άλλα στο βλέμ­ κρεμάσουμε καί σέ λίγο κα­ μα του είναι ζωγραφισμένη ή νείς δέν θά θυμάται άν άζηάπόφασι νά κερδίση καί τού­ σες ποτέ! τη τη φορά τό παιχνίδι! Πώς; — Μπορεί νά μέ κρεμάσε­ Ούτε κι’ αυτός δεν μπορεί νά τε!, λέει άφοβα τό παιδί. Μά ξέρη άκόμα. Ή θέσι του, φυ­ ή ελευθερία θαρθή μιά μέρα σικά, είναι πολύ δύσκολη, αλ­ καί σείς θά φύγετε άπό δλες λά ό Ταγκόρ δέν άπελπίζετσι τις χώρες, πού τόσα χρόνια εύκολα... κατέχετε. Οι σκλάβοι ζητούν — Λοιπόν, βρωμοέλληνα, νά σπάσουν τά δεσμά τους σκύφτηκες; ρωτάει ό "Αγγλοι καί θά τά σπάσουν. "Οσο άνί— Ναί, σκέφτηκα, άποκρίκητη καί μεγάλη κι’ άν φαί­ νεται τό παιδί. νεται ή Αγγλία, θά ύποκύψη — Τί άποφάσισες; μιά μέρα! Δέν μπορεί παρά — Δεν πρόκειται νά μάνά θριαμβεύση τό δίκηο! θης τίποτα άπό μένα, Μάξ"Οσην ώρα μιλάει, ό Τα­ γκόρ κινεί ανεπαίσθητα τά χέ­ γουελ! Ούτε πού μένει ό Νιρούκτα θά σου πώ, ούτε που ρια του, πού είναι δεμένα πί­ σω στη ράχη, καί προσπαθεί πήγαν τά πυραμαχιικά θά μάθης! Αυτό μονάχα πού πρέ­ νά χαλάρωση τά σκοινιά πού πει νά ξερής είναι δτι τά ό­ τον κρατούν άκίνητο. ’Από νωρίς δταν τον έδεναν χρησι­ πλα βρίσκονται σέ καλά χέ­ ρια κ Γ εκείνοι πού τά κρα­ μοποίησε ένα άπό τά πολλά τεχνάσματα πού έφάρμοζε έ­ τούν τώρα θά τά χρησιμοποι­

Ο


ΐ Α Γ Κ Ο Ρ νας ταχυδακτυλουργός, πού δούλευε στο τσίρκο οπού με­ γάλωσε (*). Κράτησε σέ μι­ κρή άπόοκασι τους καρπούς των χεριών του κΓ έτσι τό δέ­ σιμο,. παρ’ δλο τό φαινομενι­ κά άγριο σφίξιμο, έμεινε χα­ λαρό. Αυτό προσπαθεί τώρα νά έκμεταλλευθή τό παιδί, καθώς μιλάει. Κινεΐ με ρυθμό τους ' λαστιχένιους μυώνες του, τά δάχτυλα ανοιγοκλεί­ νουν και τώρα ό καρπός μπο­ ρεί νά ξεφυγη άπ’ τή Θηλεια. — Ποιος είναι ό Γκάλεμ; ρωτάει υστέρα από μιά μικρή σιωπή ό Μάξγουελ. Μήπως θυμάσαι τουλάχιστον^ ποϋ εί­ ναι κρυμμένος αυτός ό λη­ στής; — Ό Γκάλεμ δεν είναι λη­ στής!, λέει τό Ελληνόπουλο. Μιά μέρα θά μετανοιώσης γ’ αυτό πού λές! Ό Μάξγουελ τινάζεται σαν νά τόν δάγκωσε σφήκα. Ση­ κώνεται και πηγαίνει κοντά στο παιδί. Τό μούτρο του έ­ χει πάρει μιά σκληρή έκφρασι. ^ ^ — Δηλαδή, τί θέλεις νά πής; ρωτάει μέ σφιχτά δόν­ τια και τόν κυττάζει άγρια. Ό Ταγκόρ δεν κατεβάζει τά μάτια. — Ό Γκάλεμ είναι ένας άντρας μέ καρδιά!, λέει κο­ φτά. Ή άπάντησι αυτή εξαγριώ­ νει πιο πολύ τόν "Αγγλο, που σηκώνει τό χέρι και τόν χτυ­ πάει μέ δύναμι στο πρόσωπο. — Νά, γιά νά μάθης νά (*) Διάβασε τό τεύχος 1 : «Ό Μικρός ’Βλ8υθερ&τ*ς3>.

Ϊ7

μώάς!^, γρυλλίζει. Αρκετά σού φέρθηκα ευγενικά ώς τώ­ ρα. 5Από εδώ κΓ εμπρός 9ά μέ δη.ς κι" απ’ τήν ανάποδη ! — Εΐσαι ένας δειλός!, λέει ό Ταγκόρ που αισθάνεται ένα δυνατό πόνο στήν πληγή άπό τό χτύπημα. Είσαι ένας άναν­ δρος ! Ό Μάξγουελ γίνεται πιο κίτρινος και σηκώνει πάλι τό χέρι, έτοιμος νά καταφέρη δέύ τερο ράπισμα. Άλλα δέν προ­ φταίνει. Τούτη ακριβώς τή στιγμή γίνονται σχεδόν ταυ­ τόχρονα τρία πράγματα μέ μιάν ασύλληπτη ταχύτητα: πού αλλάζουν ριζικά τήν κατάστασι μέσα * σέ τούτο τό γραφείο τού αξιωματικού. Τα χέρια τού παιδιού γλοστράνε άπ" τή θηλειά τού σκοινιού, πού έχει σ’ αυτό τό μεταξύ χαλαρωθή αρκετά, τά πόδια του μαζεύονται καί τινάζον­ ται προς τά εμπρός καί βρον­ τούν μέ δύναμι στο στομάχι τού "Άγγλου καί ή καρέκλα μέ μιά βίαιη κίνησι πηγαίνει στον απέναντι τοΐχο. Τό α­ μέσως επόμενο δευτερόλεπτο, τό ένα μπράτσο τού 1 Ελληνό­ πουλου, πού είναι άσσος στή γιαπωνέζικη πάλη, γίνεται μιά φοβερή λαβή καί τυλίγε­ ται στο σβέρκο τού Μάξ­ γουελ. Τό ελεύθερο χέρι φουχτιάζει τό περίστροφο πού βρίσκεται στή ζώνη του καί μονομιάς, μέ μιά μελετημένη άπό πριν κίνησι, ή λαβή σφίγ γεται περισσότερο, τό παιδί σκύβει καί ό "Άγγλος παίρνε; μιά βόλτα οπόν άέρα καί


Τβ ήροοϊκό Έλληνόπσυλ· καθώς ή τιγρις ζυγώνβι

Ζ*νγκν· κΜφάν&τκι

κατώφλι α«ν να τον κτυτπισε κεραυνός


26

ΐΑΓΚΟί

βροντάει σάν άδειο σακκί στο πάτωμα. . Άφίνει ένα βογγητό πό­ νου, βλαστημάει και τινάζε­ ται όρθός. Τά μάτια του γε­ μάτα λύσσα Αστράφτουν κι" έτοιμάζεται νά μουντάρη. Μά ή κάννη του πιστολιού του, πού βρίσκεται τώρα στο χέ­ ρι τού Ταγκόρ, καρφώνεται στήν κοιλιά του.. — "Ακίνητος καί τά χέρια ψηλά!, διατάζει τό 'Ελληνό­ πουλο μέ σφιχτά δόντια. ’Άν δοκιμάσης νά κάνης τον έξυ­ πνο, λογάριασε τον εαυτό σου μέ τους πεθαίμένους, Μάξ· γουελ. Κι5 άν μέ ξαναπής βρωμοέλληνα, θά σού σπάσω τά μούτρα! Ό "Άγγλος αφρίζει, μά δέ μτΐορεί νά φερθή διαφορετι­ κά. Σηκώνει τά χέρια. — Καί κάνε αυτό πού θά σού πώ τώρα, 5 Εγγλέζε!, συ­ νεχίζει τό παιδί. Προχώρησε στην πόρτα καί πές στο φρου­ ρό νά μ’ ,άφήση ελεύθερο ' να περάσω. ’Άν κανένας Απ' τούς στρατιώτες σου θέληση νά μού έπιτεθή, τό πιστόλι μου θά κελαϊδήση γλυκά καί θά αίσθανθής μερικά καυτά μολύβια νά τροπάνε τη ράχη σου. Εμπρός, Μάξγουελ, φεύ­ γουμε ί Τούτη ακριβώς τη στιγμή,, ή πόρτα ανοίγει καί δυο στρα τιώτες, πού έχουν ακούσει τις ΦΡονέό, μπαίνουν <μέ φούρια. Μά, καθώς βλέπουν τον Αξιωματικό τους μέ σηκωμένα τά χέρια., μένουν Ασάλευτοι, σαν νά τούς χτύπησε κεραυνός. — Κάνετε τόπο νά περάση

τούτος ό μικρός σατανάς:, γρυλλίζει ό Μάξγουελ. Μη τόν πειράξετε, γιατί θά μέ σκοτώση ! Οί στρατιώτες παραμερί­ ζουν καί, .μπροστά ό "Άγγλος πίσω τό Ελληνόπουλο, περ­ νούν στην αύλή. Στην μεγά­ λη εξώπορτα, στέκουν δυό καβαλλάρηδες Ινδοί τής φρου­ ράς. Καθώς βλέπουν τον λο­ χαγό σέ δύσκολη Θέσι, ετοι­ μάζονται νά αουντάροον. — Μή ! Προς Θεού !, κάνει εκείνος κλαψιάρικα. Μή τον πειράξετε! Οί Ινδοί τάχουν χαμένα καί κυττάζουν μ’ έκπληκτα μάτια τό παιδί πού κρατάει αιχμάλωτο τον Μάξγουελ. Μά καί ό Ταγκόρ τούς κυττάζει καθώς βρίσκεται πλάϊ τοες καί τό μυαλό του δουλεύει γοργά. ΕΤναι μιά ευκαιρία, σκέπτεται. Θά δοκμμάση νά κάνη μιά τρέλλα. ’Άν τό πετύχη όμως. Μέ μιάν Απότομη κίνησι χτυπάει μέ τό πιστόλι του στο κεφάλι τον "Άγγλο καί, καθώς εκείνος ζαλίζεται καί πέφτει, σαλτάρει πλάγια, αρπάζει- τον ένα 51 ν5ό καβαΛλάρη Από τό πόδι, τον γκρε­ μίζει Από τ’ άλογο καί κυλιέ­ ται μαζί του στο χώμα. Μά εκείνος έχει προλάβει κι" έχει τραβήξει τό μακρύ σπαθί του. Άκούγεται ένα άγριο μουγ· κρητό κι* ή Αστραφτερή λε­ πίδά του σφυρίζει σάν Χά­ ρος πάνω Από τό κεφάλι τού παιδιού. Ό Ταγκόρ νοιώθει ένα δυνατό χτυποκάρδι καί μαζεύεται σάν ιμιά μπάλλα Α­ πό λάστιχο. Άλλα ή τρέλλα


Τ Λ Γ Κ Θ Ρ

11

πού άρχισε πρέπει νά τελεί­ καλπάζει πλάϊ του, νά κραωση! Τά κοφτερά του δόντια δαίνη τήν κοφτερή λεπίδα καρφώνονται ατό -μπράτσο του βγάζοντας μιαν άγρια πόλε Ίνδοϋ και τά δάχτυλα πού μική κραυγή... Σκύβει καί α­ κρατάνε τό σπαθί παραλύουν. ποφεύγει τό χτύπημα. Ταυτό­ Την ίδια στιγμή, τό πιστόλι χρονα, τό άλογο άφρίζοντας σηκώνεται και πέφτει και βρον μπαίνει στο μεγάλο δρόμο. τάει σαν τούμπανο τό κρανίο Ό Ινδός όμως δεν θέλει νά του φρουρού. Τό Ελληνόπου­ τον άφήση νά ξεφύγη. Τό ά­ λο φουχτιάζει τό σπαθί και λογό του εΐναι πιο σβέλτο καί σηκώνεται. Τό άλογο βρίσκε­ γρήγορο. Τον ακολουθεί καί ται δυο βήματα πιο έκεΐ. Κυτβγαίνει -μπροστά του. Τώρα τάζει γύρω του. Ό άλλος καό Ταγκόρ είναι αναγκασμένος βαλλάρης δεν έχει συνελθεί α­ νά παλαίψη. Αλλά κάθε στιγ κόμα άπ’ την έκπληξι καί δεν μη πού περνάει είναι πολύτι­ ξέρει τί πρέπει νά κάνη. Στο μη, γιατί ή Ζανγκάρ κινδυ­ χώμα είναι πεσμένος με χα­ νεύει. Τότε σηκώνει κι’ αυτός μένες τις αισθήσεις ό Μάξίο σπαθί πού έχει πάρει άπό νουελ. Πιο πέρα, ξαπλωμένος τον λιποθυμισμένο Ινδό καί ανάσκελα, βρίσκεται ό Ινδός. σφίγγει· τά δόντια. 5Από τό βάθος τής αυλής τρέ­ — Παραμέρισε, .ηλίθιε!, χουν δυο στρατιώτες. Μέσα ουρλιάζει. σε μισό δευτερόλεπτο ολα — Πσραδόσου, Ταγκόρ!, τούτα, σάν φευγαλέες εικόνες, έρχεται άγρια ή άπάντησι. περνούν άπ5 τά μάτια του. Καί οι ατσάλινες λεπίδες Ζυγιάζει την κατάσταση λο­ βροντούν απαίσια στο σκοτά­ γαριάζει τήν κατεύθυνσι που δι που έχει άρχισει νά πέφτη. πρέπει νά πάρη. Μιά σφαίρα · Τά σπαθιά διασταυρώνονται, σφυρίζει καί περνάει ξυστά κι* οι δυο καβαλλάρηδες αρ­ απ’ τόιν ώμο του. Τινάζεται χίζουν έναν άγώνα ζωής καί απότομα. Μέ δυο βήματα φτα θανάτου, ενώ άπό ,μακρυά νει στο άλογο. Σ αλτ άρει σάν φτάνουν οί κραυγές καί οί πυ­ λάστιχο, καβαλλάει στη ράχη ροβολισμοί των στρατιωτών του καί τραβάει τά γκέμια. πού κυνηγούν τό άτρόμητο Ελληνόπουλο... Τό ζώο, ξαφνιασμένο, όρμάει προς τά εμπρός. Μερικές • Ο ΜΑΛΑΜΠΑΡ σφαίρες σφυρίζουν πάνω απ’ ... ΠΑΡΑΦΕΡΕΤΑΙ! τό κεφάλι του. 5Αλλά δεν εί­ ΜΑΑΑΜΠΑΡ, αρκετά ναι τώρα μονάχα οι σφαίρες. χορτάτος, ελαφρά ζα­ Ό άλλος Ινδός καβαλλάρης, λισμένος καί αποφα­ πού έχει συνελθεί στο ,μεταξύ σισμένος νά τά κάνη γης Μα­ από τήν έκπληξη έπιτίθεται διάμ, προχωρεί σ’ ένα σκοτει­ μέ γυμνό τό μακρύ σπαθί^ του. νό διάδρομο. "Οσο βαδίζει Ό Ταγκόρ τον βλέπει μέ την τόσο πλησιέστερα άκούγοντρα άκρη του ,ματ ιού του, καθώς \

©


22

Τ Λ Γ Κ 0 Ρ

οί παράξενες ψαλμωδίες των Τέγκ. — Πηγαίνω μια χαρά!, Λέει μέσα από τά δόντια του. Φτάνω άπάνω στην ώρα! Προχωρεί κάμποσο ακόμα και μια θαμπή ανταύγεια αρ­ χίζει να χτυπάη τά μάτια του. Μά κάτι περίεργο συμβαίνει. Ένώ οί ψαλμωδίες αντηχούν δίπλα σχεδόν στ3 αυτιά του, δεν βλέπει κανόναν γύρω του. Τό ιμυιαλό του δεν μπορεί να λύση αυτό τό μυστήριο. Ξαφνικά, σκοντάφτει σ’ ένα σκαλοπάτι. Τούτη τή φορά, μπροστά του, υπάρχει^ μια στενή ξύλινη σκάλα πού άνεβαίνει. Πατάει τό πρώτο σκα­ λοπάτι κα] τό ξύλο βογγάει κάτω άπό τό βάρος τού τερά­ στιου δγκου του. Πατάει τό δεύτερο και συνεχίζει νά άνεβαίνη. ?Απότομα δμως στα­ ματάει. Τώρα μπορεί νά λύ­ ση τό μυστήριο! "Εχει ακο­ λουθήσει έναν υπόγειο διάδρο•μο πού φέρνει... μέσα στήν κοιλιά τού ξόανου τής Θεάς Κάλι! Είναι ό μυστικός διά­ δρομος πού ακολουθο ύν ο ι λ ά­ μα των Τέγκ, όταν θέλουν νά καταπλήξουν τούς πιστούς μέ διάφορα τεχνάσματα, κάνον­ τας τό ξόανο νά βγάζη φω­ τιές καί καπνούς άπό τό στό­ μα ή νά κουνάη τά μάτια του. Ό Μαλσμπάρ κάτι ξέρει απ’ αυτά. "Οταν ήταν ακόμα παιδί, είχε έργασθή στις επι­ σκευές ενός μοναστηριού τής Θεάς Κάλι, στήν Καλκούτα, καί είχε ανακαλύψει πολλά πράγματα. Τώρα λοιπόν, κα­ θώς βρίσκεται τόσο απρόοπτα

μέσα στο ξόανο, αισθάνεται κάπως παράξενα. Σκαρφαλώ­ νει καί φτάνει στο ύψος του στόματος καί άπό τή χαρα­ μάδα ένός δοντιού ρίχνει μιά ματιά στήν παγόδα. Τό κυ­ κλικό υπόγειο είναι γεμάτο γονατιστούς Τέγκ, πού ψέλ­ νουν μέ σιγανή φωνή έπαναλαμβάναντας τά τραγουδιστά λόγια τού ιερέα. — Δέν είναι καί λίγοι!, γρυλλίζει. Μά, άν δέν τούς κοταφέρω, νά μή μέ λένε Μαλαμπάρ! "Υστερα, τό βλέμμα τ·υ διαγράφει έναν κύκλο, προ­ σπαθώντας ν’ άνακαλύψη τήν Ζανγκάρ. Τό κορίτσι τον ένδιαφέρει περισσότερο άπό 6λα αυτή τή στιγμή. Μέσα στούς καπνούς πού βγάζουν οί ξύλινες λαμπάδες, δέν εί­ ναι εύκολο νά ξεχωρίση πρό­ σωπα. "Ομως τά μάτια τού γίγαντα ψάχνουν έπίμονα καί ξαφνικά άνασκιρτάει. Νάτη ή κοπέλλα μέ τά μαύρα μάτια, ή μοναχοκόρη τού μαχαραγιά Νιρούκτα! Βρίσκεται ορθή άνάμεσα σέ δυο Τέγκ, μπροστά στο ξόανο. Είναι χλωμή καί αμίλητη. Τό βλέμμα της δέν έχει καμμιά έκφρασι. Μοιάζε, σάν νά κυττάζη τό κενό. >— Την υπνωτίσανε γιά νά την σφάξουν χωρίς φασαρία!, λέει μέ σφιχτά δόντια. Μά δέν θά τούς γίνη τό χατήρι... Κατεβαίνει ^μέ προσοχή ά­ πό τό στόμα τής Κάλι καί πα­ τάει τώρα στο πάτωμα. Πρέ­ πει νά βρή έναν τρόπο νά δρά­ ση κεραυνοβόλα. Μά, έτσι πού είναι φορτωμένο τό στομάχι


ΤΑΓΚΟΊ του, οι ιδέες άργουνε νάρθοΰνε. Τον πιάνει ένας δυνατός ...λόξυγκας. Καί δταν πιάνει λόξυγκας τον Μαλαμπάρ, εί­ ναι σάν...νά φτερνίζωνται δέ­ κα γκαμήλες μαζί! Πρώτος ακούει τον παρά­ ξενο θόρυβο ό ιερέας. Γυρίζει και κυττάζει τον Νοοντίρ - Χό, πού βρίσκεται πλάϊ του. * Αλ­ λά και ό Ναντ'ιρ τόν κυττάζει ξαφνιασμένος. — Τί είναι αυτό; ρωτάει ανήσυχος. Ό ιερέας σουρώνει τά φρύ­ δια. Δεν ξέρει τί νά άποτντήση. "Αλλά ό λόξυγκας του Μαλαμπάρ δσο πάει και γίνεται αγριότερος! "Αδικα προσπα­ θεί ό γίγαντας νά τον σταματήση. Οι γονατιστοί Τέγκ άνασηκώνουν τά κεφάλια τους καί στρέφουν έντρομα βλέμ­ ματα προς, τή θεά. — Ή Θεά Κάλι έπσθε λόξυγκα!, λέει ένας. — Αυτό είναι άσκηιμο ση­ μάδι!, συμπληρώνει άλλος. Οί ψαλμοί σταματάνε καί γίνεται κάποια αναταραχή. Μιά νευρικότητα τούς κυρι­ εύει όλους, γιατί ό Μαλαμπάρ είναι... απελπισία απόψε ί ' "Υστερα από τό λόξυγκα, αρ­ χίζει νά φτερνίζεται! Ψύλλοι μπαίνουν στ5 αυτιά τού Ναντίρ - Χό! — Κάποιος είναι κρυμμέ­ νος μέσα στο ξόανο της με­ γάλης Κάλι!, λέει στον λάμα. "Ίσως κανένας άπιστος. "Αλλά δεν προφταίνει νά τελειώση. Τό μεγάλο ξόανο τής θεάς αρχίζει νά σσλεύη. Πό­ τε γέρνει δεξιά, πότε άριοπε^

23

ρά, πότε προς τά έμπρός, πο­ τέ προς τά πίσω. Ό γίγαν­ τας πού είναι κλεισμένος στο εσωτερικό του, βρήκε επιτέ­ λους τον τρόπο νά δράση κεραυνοβόλα! Στηλώνει τις πο­ δάρες του στο πάτωμα καί άπλώνει τις χερούκλες του καί ζητάει νά ξεριζώση άπό τή βάσι του τό μεγάλο ομοίωμα τής προστάτιδος των Τέγκ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος γιά νά βγή άπό έκεΐ μέσα. "Αρχίζει λοιπόν νά σοχλεύη τό ξόανο καί οί ευσεβείς...λησταί διακόπτουν τις προσευ­ χές τους καί σηκώνονται τρο­ μαγμένοι. Κάτι φοβερό καί πρωτοφανέρωτο πρέπει νά συμβαίνη. Ό πανικός σκορ­ πίζεται μέσα στην παγόδα καί δλοι αρχίζουν νά ξεφωνί­ ζουν. "Αλλά τά πράγματα γί­ νονται χειρότερα, δταν κάνει την τελευταία προσπάθειά του ό Μαλαμπάρ. Τό ξόανο ξερι­ ζώνεται άπό τή θέσι του καί πέφτει μέ πδοταγο προς τά πίσω. "Ολοι τότε άφίνοντας άγρια ουρλιαχτά τρέχουν προς τις σκάλες πού φέρνουν προς την έξοδο γιά νά γλυτώσουν άπό την οργή τής θεάς... "Απάνω σ" αυτή τή σύγχυ­ ση κάνει τήν έμφάνισί του ό γίγαντας. · Σαλτάρει προς τό μέρος τής Ζανγκάρ, τή φορ­ τώνεται στούς ώμους του καί μέ τό ελεύθερο χέρι του αρ­ πάζει μιά αναμμένη λαμπάδα καί κάνει μιά ηρωική έπίθεσι τσουρουφλίζοντας τά μούτρα εκείνων πού προσπαθούνε νά τον πλησιάσουν. Παλεύοντας


24

Τ Α Γ Κ Θ Ρ.

έτσι προχωρεί προς την έξο­ δο... — Πίσω γιατί θά σάς κά­ νω ψητούς όλους!, ουρλιάζει. 3 Αλλά λογαριάζει χωρίς τον Ναντίρ - Χό καί τον λάμα, πού δεν έχουν χάσει την ψυχραιμία τους καί έχουν κα­ ταλάβει τί άκριβώς έχει συμβή. Ό Ναντίρ, ό ιερέας καί κάμποσοι άλλοι ρίχνονται ξωπίσω του καί ξαφνικά ό γίγαν­ τας αισθάνεται ένα... καντρά­ ν ι πού τό κρατάνε δέκα Τέγκ νά πέφτη στο κεφάλι του μέ δύναμι. Ό Μαλαμπάρ νοιώθει κάτι σάν...6αρυσταμαχιά καί γονατίζει. — Δέστε τον άμέσως !, μουγγρίζει ό Ναντίρ - Χό ί Δέστε καί την κοπέλλα. Πάρτε τους καί μαστιγώστε τους. Ή θυσία θά γίνη ^αύριο. Αλ­ λά τούτη τή φορά θάχη καί παρέα ή άπιστη... Η ΘΕΑ ΚΑΛΙ ΚΑΪΓΕΤΑΙ

ΥΤΗΝ άκριβώς την ώ­ ρα, ό Ταγκόρ, άφού, υστέρα άπό μιά άγρια πάλη, πλήγωσε μέ τό σπαθί του τον Ινδό στρατιώτη του Μάξγουελ, πού θέλησε νά του κόψη τό δρόμο, καλπάζει σά σίφουνας μέσα στη νύχτα προς τά ερείπια τού Σαρχάν. 3Από όσα τού είπε ό Μαλα­ μπάρ, καταλαβαίνει πού βρί­ σκεται ή παγόδα των Τέγκ καί δέν άργεΐ νά τή βρή. Κα­ θώς πλησιάζει όμως προς τά έκεΐ, βλέπει ανθρώπους τρο­ μαγμένους νά βγαίνουν από τή γή καί μαντεύει πώς κάτι

* ΰ

έκτακτο έχει συμβή. Κρύβει τό άλογό του καί, τρέχοντας σάν ζαρκάδι ανάμεσα στις πέ­ τρες, στά αγκάθια καί στά μάριμαρα,. φτάνει στην είσο­ δο πού φέρνει στό κυκλικό ύ­ παγε ιο τής Κάλι. Σφίγγοντας τή λαβή τού σπαθιού του σπρώχνει δεξιά κι5 άριστερά προσπαθώντας ν’ άνοιξη δρό­ μο. 3Εκείνοι πού φεύγουν πα­ νικόβλητοι κυττάζουν παράξε­ νε μένοι τούτο τό παιδί, πού ζητάει νά φτάση έκεΐ όπου λί­ γη ώρα πριν έγιναν τόσα φο­ βερά πράγματα. -—- Θέλω τον Ναντίρ - Χό *, λέει. Είναι ανάγκη! Φέρνω έ­ να σοβαρό μήνυμα. "Ολοι παραμερίζουν καί, μερικά λεπτά αργότερα, ^τό παιδί βρίσκεται στό γεμάτο καπνούς καί μισοσκόταδο υ­ πόγειο. Μιά γενική συγχυσις επικρατεί κι5 εδώ. Μέ μιά, μα­ τιά πού ρίχνεί γύρω του, κα­ ταλαβαίνει. Ό Μαλαμπάρ βέν τά κατάφερε! Βλέπει σέ μιά γωνιά δεμένους τον γίγαντο: καί τό κορίτσι κι3 έναν 3Ινδό νά μαστιγώνη άγρια τά κορ­ μιά τους. Νοιώθει την καρδιά του έτοιμη νά σπάση. Βγάζει μιά φοβερή κραυγή καί μ3 έ­ να πήδημα αγριεμένου τίγρη φτάνει κοντά τους. Τό σπαθί του αστράφτει σάν ρομφαία καί τσακίζει τό χέρι πού κρατάει τό μαστίγιο. Ό δήμιος άνατρέπεται βγάζοντας ένα α­ παίσιο βογγητό. Ταυτόχρο­ να, ή κοφτερή λεπίδα κόβει τά σκοινιά πού κρατούν ακίνητο τον Μαλαμπάρ καί ό γίγαν­ τας τινάζεται σάν ένα άφηνια-


ΤΑΓΚΟΊ σμένο βουβάλι ορθός καί οί τεράστιες γροθιές του μπαί­ νουν σ’ ενέργεια. "Ολα τούτα έχουν γίνει μέ μιά κινηματογραφική ταχύτη­ τα καί όλοι δσοι βρίσκονται σ5 αυτό τό κυκλικό υπόγειο, νομίζουν πώς ονειρεύονται. •—- Είναι ό Ταγκόρ!, άκουγεται ή φωνή του Ναντίρ. Δεν τον έφαγαν οί κροκόδειλοι. Εί­ ναι ό Ταγικόρ! Απάνω του! Τί τον άφίνετε; — Ναι, Ναντίρ - Χό! Δεν μέ φάγανε οί κροκόδειλοι!, γρυλλίζει τό παιδί. Καί τήν ίδια στιγμή δια­ σταυρώνει τό σπαθί του μ' έ­ ναν άπό τούς Τέγκ, πού μουν­ τάρει απάνω του. Οί ατσάλι­ νες^ λεπίδες βροντούν καί πε­ τουν σπίθες στον αέρα. Τό σπαθί στο χέρι τού Ταγκόρ κινείται σαν μια άγρια άστραπή σέ καταιγίδα, κι5 απότομα ανεβαίνει ψηλά καί κατεβαί­ νει μέ φούρια. Ό Τέγκ, που δέχεται ένα Θανάσιμο χτύπη­ μα, κυλιέται στα πόδια του. Μονομιάς, τό Ελληνόπουλο σκύβει κι5 άρπάζει στά χέρια του τήν Ζανγκάρ. Τώρα, πού κρατάει στήν αγκαλιά του τή; όμορφη κοπέλλα, τίποτα δέν μπορεί νά τον συγκράτηση. Προχωρεί προς τήν έξοδο καί πίσω του ακριβώς έρχεται ό Μαλαμπάρ, πού άρπάζει κά­ θε τόσο, όταν δέν χρηισιμοποιή τις γροθιές του, τις άναμμένες λαμπάδες πού βρί* σκοιντάι δεξιά καί αριστερά καί τις έκσφενδανίζει απάνω στούς Τέγκ. Άκούγονται φω­ νές, ουρλιαχτά, πέφτουν μερι­

κές πιστολιές, μά τό σπαθί του Ταγκόρ ανοίγει πάντα σταθερά τό δρόμο. , Καί ξαφνικά ένα καινούρ­ γιο κύμα πανικού άπλώνεται. ■— Φωτιά! Φωτιά! Ή Θεά Κάλι καίγεται! Είναι μιά δ ι οπτεραστική κραυγή πού γεμίζει φόβο καί απελπισία τις καρδιές των, Τέγκ.^Μερικές άπό τις λαμπά­ δες^ πού εκσφενδονίζει έδώ κι’ εκεί προστατεύοντας τήν η­ ρωική έξοδο τοϋ μικρού του φίλου ό Μαλαμπάρ, έχουν πέ­ σει απάνω στο ξύλινο ξόανο τής Κάλι, πού αρχίζει νά καί­ γεται, βγάζοντας υπόκωφους τριγμούς. — Θαρρώ πώς τά καταφέ­ ραμε !, γρυλλίζει ό Μαλαμπάρ ένώ μέ τή χερούκλα τού σκορ­ πάει... χάδια γύρω του. Κου­ ράγιο, Ταγκόρ, καί τούς φά· γάμε! Τό παιδί δέ μιλάει. Κρα­ τάει σφιχτά στήν αγκαλιά του τήν Ζανγκάρ,. πού έχει αρ­ χίσει νά συνέρχεται, καί προ­ χωρεί. Τώρα δέν συνοαττούν καμμιά άντίστασι. Οί Τέγκ τά έχουν κυριολεκτικά χαμέ­ να. Ή φωτιά τού ξόανου τής προστάτιδός τους τούς έχει γεμίσει φόβο καί απογοήτευ­ σε Εκείνοι όμως, πού βρίσκον­ ται έξω άπό τό υπόγειο, άνάμεσα στά έρείπ'.α, δέν έχουν μάθει τά καινούργια μαντά­ τα κι5 όταν ό Μαλαμπάρ μέ τον Ταγκόρ καί τό κορίτσι βγαίνουν, τούς βλέπουν κι5 ε­ τοιμάζονται νά ριχτούν απάνω τους. Μά ό γίγαντας καί τέ


Τ Α Γ Κ Ο Ρ

=2>

παιδί έχουν κιόλας σαλτάρει σέ δυο αλόγα πού βλέπουν μπροστά τους. Τραβούν τά γκέμια καί, άνοίγαντας-δρόμο Ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από άγριεμένους, έντρομους καί α­ πελπισμένους Τέγκ, πού ουρ­ λιάζοντας άπειλοθν, χάνονται καλπάζοντας προς τά δυτικά.

μουν καθώς τον αγκαλιάζουν. Ή φωνή του είναι γεμάτη συγκίνησι. Κάθονται καί του διηγούντο ι»μέ λίγα λόγια τά καθέκαστα. Εκείνος τούς α­ κούει μέ προσοχή. Τό στήθοο του φουσκώνει από άγανάκτησι. — Αυτός ό Ναντίρ - Χό εΐ­ ναι ένας φονιάς!, λέει. Μά κά­ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ποτε θά τον ανταμώσω. Καί ΤΟΥ ΓΚΑΛΕΜ τότε θά του θυμήσω πώς πρέ­ ΡΩΤΑ περνούν άπ5 το πει νά φέρνωνται οι άντρες! δάσος μέ τά μπαμπού. Δέ θά βγή ζωντανός άπ5 τά χέρια μου! Ό Γκάλεμ, ό άνθρωπος μέ το σκεπασμένο πρόσωπο, — Γνωρίζεις τον Μάξγουπού εΐναι βαρύς καί αμίλητος ελ; ρωτάει τό παιδί. όσο κρατάει ή έξαφάνισί τους, Ό Γκάλεμ δείχνει μιά ξα­ ξεσπάει σέ μιαν άγρια χαρά φνική ταραχή. — Γιατί ρωτάς, Ταγκόρ; καθώς τούς βλέπει. Ό Ταγκόρ νοιώθει τά χέρια του νά τρέ­ κάνει απότομα.

Ο

Ιϋ$|ρ «ϋ

«II

'Η διαταγή του Ναντίρ

Χό έκτελειται

&ε

λίΥΘ...


ΤΑΓΚΟΡ

27

40 Μαλαμττάρ καβάλλα στο Νουοεντίν συνεχίζει την έπίθεσί του.

— Γιατΐ μιλούσε μ’ ένοτν τρόπο σαν νά σέ^γνώριζε. *Ήθελε νά μάθη που θά μπορού­ σε νά σε συνάντηση. — Καί συ; — Δεν άνοιξα τό στόμα μου. Κατάλαβα όμως πώς ή­ θελε νά σου στήση παγίδα Κι’ όταν σ5 έβρισε καί του εί­ πα πώς μιά μέρα θά μετανοιώση γι’ αυτό, μέ χτύπησε. Τό Ελληνόπουλο βλέπει τό βλέμμα του Γκάλεμ πίσω από τις δυό^τρύπες τού μαντηλιού, πού τού κρύβει τό πρόσωπο, νά σκοτεινιάζη καί νά γίνεται θολό. "Υστερα τόν βλέπει ν’ άνασηκώνη τούς ώμους. ^ —» Ναί. Βέβαια, καλά τού είπες, λέει. Μιά μέρα θά μετανο,ιώση πικρά... Γίνεται μιά μικρή σιωπή, κατά τη διάρκεια τής όποιας

άκούγονται μόνο οί μασέλες τοΰ Μαλαμπάρ πού άλέθουν ένα κομμάτι ζαρκαδιού. Κατό­ πιν, μιλάει πάλι ό Γκάλεμ: —^Τώρα πρέπει νά ξεκουραστήτε, λέει. Σέ λίγο θ’ άναλάβετε μιά καινούργια άποστολή, πολύ πιο δύσκολη καί έπικίνδυνη άπό όσες έγι­ ναν μέχρι τώρα. Πρέπει λοι­ πόν νά έχετε ακμαίες δυνά­ μεις. Θά ^μείνετε κοντά στον μαχαραγιά. "Υστερα άπό λίγο, είναι έ­ τοιμοι νά ξεκινήσουν. "Ενας άπ_* τούς <<’Ελεύθερους Ιν­ δούς», θά τούς όδηγήση κον­ τά στον Νιρούκτα, πού έχει άλάξει κατάλυμα. Σέ μιά στιγ μή, πού τό 'Ελληνόπουλο βρί­ σκεται κοντά στον Γκάλεμ, βλέπει ξαφνιασμένος μιά χρυ­ σή άλυσσιδίτσα μ’ ένα σταυ*


28

ΤΑΓΚΟ Ρ

ρό νά κρέμεται απ’ το λαιμό του. Πάλι αισθάνεται μια πα­ ράξενη συγκίνησι νά τον κυριευη. — Είσαι Χριστιανός, Γκάλεμ; ρωτάει. — Ναί. "Οπως και σύ, Ταγκόρ... — Περίεργο!, κάνει τό παι 6ί. Αυτός ό σταυρός όπως κΓ ή φωνή σου, γεμίζουν μέ θα­ μπές εικόνες τό νοΰ μου. Δέν μπορώ νά εξηγήσω ^τί μου συμβαίνει. Γιατί κρατάς σκε­ πασμένο τό πρόσωπό του καί δέ μέ βοηθάς νά^ θυμηθώ πότε συναντ η θήκ α μ ε άλλοτ ε; — Δέν μπορώ !, αποκρίνε­ ται κι5 αναστενάζει ό Γκάλεμ. Στο είπα καί άλλη φορά, Τα­ γκό ρ. Δέν έχω τό δικαίωμα ν’ Αποικαλύψω τό μυστικό μου. Αργότερα όμως μπορεί, για­ τί τίποτα^ δέν Αποκλείεται. Μιά μέρα, θά κουβεντιάσουμε χωρίς νά έχω κρυμμένο τό πρόσωπό μου. Καί τότε ίσως χαρή,ς καί σου φυγουν οί α­ πορίες που σέ βασανίζουν σή­ μερα... (Κάνει μιά αόριστη χειρονομία. λ— "Ομως μποοεΐ νά λυττηθης καί νά κλάψης, Τα­ γκόρ... Τό παιδί τον κυττάζει μέ Απορία. Τά τελευταία λόγια του κάνουν πιο πυκνό καί α­ διαπέραστο τον πέπλο του μυστηρίου, πού σκεπάζει αυ­ τόν τον παράξενο άνθρωπο πού έχει γίνει ό φόβος καί ό τρόμος τών "Αγγλων. Μά ποιος λοιπόν κρύβεται κάτω απ’ αυτό τό μυστικό; Καί

ποιο εΐναι έκεΐνο τό φοβερό μυστικό, πού μπορεί νά τον κάνη, όταν τό μάθη, νά χά­ ρη ή νά κλάψη; ς— Καί τώρα δρόμο, Τα­ γκόρ!, λέει σπάζοντας τή σι­ ωπή καί Αλλάζοντας κουβέντα ό Γκάλεμ. Ό Νιρούκτα σάς περιμένει. Θά σάς πάη ένας άνθρωπός μου στο μέρος πού βρίσκεται τώρα... Μερικές^ ώρες Αργότερα, ο μαχαραγιάς ^ υποδέχεται μέ δάκρυα χαράς καί ευγνωμο­ σύνης την μοναχοκόρη του καί τούς δυο έμπιστους καί Αφοσιωμένους φίλους του. Είναι τώρα εγκατεστημένος σέ μιά μεγάλη έπαυλι ενός φανατι­ κού πλούσιου φίλου του κι5 Από εδώ δίνει οδηγίες καί ορ­ γανώνει τον πόλεμο εναντίον τών "Αγγλων, πού κάθε μέρα γίνεται καί πιο άγριος. Στις περισσότερες επαρχίες, ό λα­ ός ξεσηκώθηκε καί μέ συλλα­ λητήρια καί μαχητικές διαδη­ λώσεις ζητάει ν’ Αποτινάξη τον Αποικιακό ζυγό. Τά συν­ θήματα πού ρίχνονται είναι γεμάτα φανατισμό καί μίσος. Οί συγκρούσεις πού επακο­ λουθούν είναι αιματηρές. ’Αλ­ λά ή φωτιά πού έχει Ανάψει δέν σβύνει εύκολα. Ή φλόγα τής- Αγάπης προς την ελευθε­ ρία έχει φουντώσει μέσα στις ψυχές τών Ι νδών καί οί "Αγ­ γλοι άδικα κοπιάζουν. Έ5ώ καταπνίγεται μιά εξέγερση ε­ κεί ξεσπάει Αμέσως άλλη. ^ Αυτές τις μέρες, ό Ταγκόρ είναι πολύ ευτυχισμένος. Βρί­ σκεται πάντα κόντά στην 2αν γκάρ καί τά δυο παιδιά κά­


Ψ Α ΐ Ιί Ο ψ νουν λ μακρυνούς περ ιπάτους, μιλούν για τά όνειρά τους και καταστρώνουν σχέδιά , γιά τα γάμο τους. Και ό Νιρούκτά επίσης είναι ένας ευτυχισμέ­ νος πατέρας;. Καμαρώνει το 1 Ελληνόπουλο και την κόρη του και κάνει κι* αυτός όνει­ ρα για την ευτυχία τους... Αλλά και ό Μαλαμπάρ κά­ νει όνειρα. Τρώει καλά, πίνει καλά καί" ξαπλωμένος κάτω από τον ίσκιο μιας χουρμα­ διάς^ ονειρεύεται νά γίνη γόης Φιδιών, νά κάνη σφυρίζοντας μ5 ένα καλάμι από μπαμπού τις κόμπρες νά χορεύουν σάν ...γικέϊσσες μπροστά του!..;

μισά βαρέλι στη σκάφη καί τό άλλο μισό άρχιζει νά τό

κατεβάζη γουργουριστά στό στρμάχι του! — Εις υγείαν, Νοϋρεντίν] -—* Γρρρ!..., κάνει ό ελέ­ φαντας. Καί βουτάει την προβοσκί­ δα του στη σκάφη καί ρου­ φάει, κάνοντας ένα' θόρυβο σαν νά δουλεύουν χίλιοι μα­ ζί ναργιλέδες.1 ^—’Είς υγείαν φίλε!, λέει ό γίγαντας. —1 Γρρρ! Γρρρρ.., αποκρί­ νεται τό παχύδερμο κουνών­ τας τά τεράστια αυτιά του, "Οταν ρουφάνε καί την τε­ λευταία σταγόνα κι5 έρχονται ΝΟΥΡΕΝΤΙΝ στό κέφι, ό Μαλαμπάρ σκαρ­ Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ φαλώνει στη ριάχιηι τού ελέ­ ΓΙΓΑΝΤΑΣ όμως ε­ φαντα καί οι δυο φίλοι πάνε δώ; σέ τούτη την 6- παρέα περίπατο... νά ξεσκά­ «μορφη έπαυλι, άπέ- σουνε. Αυτό γίνεται κάθε μέ­ κτησε κι5 έναν καινούργιο ρα.φί­Πάνε περίπατο καί γυρί­ λο. Τον Νοϋρεντίν. Ό Νουρεν ζουνε τό βραδάκι σαν δυο φρό τί;ν είναι ένας εξημερωμένος νιμα κορίτσια, νά κοιμηθούν.. ελέφαντας, που ζυγιάζει πέν­ Τούτο τό μεσημέρι όμως τά τε χιλιάδες κιλά καί έχει γί­ έχουν παρακοπανήσει καί τό νει ένας πρώτης τάξεως... με­ ρίχνουν για καλά έξω! Ό πε­ θύστακας. Ό Μαλαμπάρ τά ρίπατος τραβάει πολύ καί το κοπανάει κάθε μεσημέρι μαζί κακό είναι πού ό Μαλαμπαρ του. Αυτός πίνει μέ τό βαρέ­ δεν τό αντιλαμβάνεται. Ό λι. Ό Νοϋρεντίν πίνει μέ τη... Νοϋρεντίν, τραγουδώντας μέ σκάφη. Ό γίγαντας έχει ανα­ την προβοσκίδα του ενα τρα­ καλύψει ένα πρώτης τάξεως γούδι πού θυμίζει τό ουρλια­ κρασί στο υπόγειο της έπαύχτό των σειρήνων τού αντιαε­ λεως καί κάθε μεσημέρι, όταν ροπορικού συναγερμού, ποοόλοι οι άλλοι ,μπαίλντισμένοι χωρεΐ παραπατώντας, άφίνει από τη ζέστη, πλαγιάζουν, ε­ πίσω του τό λόφο, μπαίνει κείνος. φορτώνεται ένα βαρέλι στην πεδιάδα καί βαδίζει θρι­ στην πλάτη καί πάει καί αν­ αμβευτικά προς τό μέρος ό­ ταμώνει τον Νοϋρεντίν. Εκεί, που βρίσκεται κάποιο χωριό. κοντά στις χουρμαδιές, υπάρ­ Ό Μαλαμπάρ,· πού τόν νάνου-1 χει κΓ ή σκάφη. Αδειάζει τό ρίζει τούτη η γλυκέιά μελωδία

©


10

&

του φίλου του, κοιμάται καί τρία; "Αν δεν κατεβής σ’ αυ­ ροχαλίζει σαν κινητήρας... ι­ τό τό αναμεταξύ απ’ τον έλέπταμένου φρουρίου και όνειφαντα, θά σοΰ στείλω μια ρεύεται... σφαίρα ανάμεσα στά φρύδια. -αφνικά δμως σταματάει 5Αρχίζω: "Ενα... τό τραγούδι καί ό ελέφαντας Ό Μαλαμπάρ δέ μιλάει. ...φρενάρει άπότομα καί στηΖυγιάζει μέ τό μάτι την κα-' λώνει τά πόδια του στο έδα­ τάστασι. Είναι μόνος καί εί­ φος. Τούτο τό σταμάτημα ξυ­ ναι πενήντα. Είναι άοπλος πνάει τον γίγαντα. Ανοίγει καί είναι ώπλισμένοι. τά μάτια καί... γίνεται πρά­ — Δύο!, άκούγεται ή φω­ σινος... νή τού Ναντίρ. Μερικά βήματα μπροστά — Μιά στιγμή νά ρωτήσω του στέκει 6 Ναντίρ - Χό καί τό φίλο μου!, λέει ό Μαλα­ τον σημαδεύει μ5 ένα πιστό­ μπάρ. λι! Πίσω του, δεξιά του κι5 Καί, καθώς μιλάει, σκύβει αριστερά του είναι σκορπι­ στο αυτί τού ελέφαντα. σμένοι οί Τέγκ. — Τί καταλαβαίνεις, Νου—Παραδόσου, Μαλαμπάρ, ρεντίν, θά τούς καταφέρουμε; φωνάζει ό άρχηγός των λη­ ρωτάει. στών, καί θά σέ συγχωρήσω Ό ελέφαντας καταλαβαί­ γιά την προσβολή πού έκανες νει καί κουνάει τά αυτιά του στην Κάλι. Δέν θά σου κάνω πού είναι ενα τετραγωνικό μέ­ κακό, άν μου πής που βρίσκε­ τρο τό καθένα. ται ό Νιρούκτα! ΕΤχα μυρι— Γρρρ!, κάνει. Γρρρ!... στή πώς κάπου εδώ γύρω — Τρία!, φωνάζει ό Νανκρύβεται καί τώρα πού σέ τίρ. βλέπω είμαι βέβαιος. Πές μου — Απάνω τους, Νουρενπού έχει τό λημέρι του τό α­ τίν!, ουρλιάζει ό γίγαντας. φεντικό σου καί σ’ άφίνω έΚαί, τήν ίδια στιγμή, ό τό­ λεύθερο νά πας όπου θέλεις πος γεμίζει άπό σφαίρες, πού με την παρέα σου... σφυρίζουν, άπό σπαθιά πού Ό γίγαντας σουρώνει τά άστράφτουν καί άπό πολεμι­ φρύδια κι* ετοιμάζεται νά θυκές ιαχές τών Τέγκ. μώση. Μά ό Νουρέντίν θυμώ­ — Δέν πρέπει νά μάς ξε* νει πιο εύκολα καί βγάζει έ­ φύγη!, άκούγεται ή φωνή τού να άνοτριχιαστικό σάλπι­ αρχηγού τών ληστών. σμα, κουλουριάζοντας καί ξε5Αλλά τότε γίνεται κάτι κουλουριάζόντας την προβο­ πού δέν τό περιμένει κοα/είς. σκίδα του. Τότε σφυρίζει ή Ό έλέφαντας αρχίζει νά παίρ πρώτη σφαίρα πάνω άπό τό νη βόλτες απάνω στά πόδια κεφάλι τού γίγαντα. του μέ τεντωμένη τήν προβο­ —Λοιπόν, τί θά κάνης, Μα­ σκίδα καί δσοι άπό τούς Τέγκ λαμπάρ; ρωτάει απειλητικά ό βρίσκονται κοντά του πέφτουν Ναντίρ. Θά μετρήσω ώς τό άνάσκελα μέ ανοιγμένα κρα*


Τ Α Ϋ νία. Ταυτόχρονα οί -μεγάλοι χαυλιόδοντες του άγκιστρό)· νουν άλλους και τούς τινάζουν ψηλά στον άέρα, ενώ τά βα­ ρεία σαν οδοστρωτήρας πόδια του τσακίζουν κόκκαλα... — Μπράβο, Νουρεντίν!, φωνάζει ό Μαλαμπάρ πού στέ­ κει τώρα ορθός απάνω στη ράχη του φίλου του, χωρίς νά λογάριάζη τις σφαίρες. Είσαι έν τάξει! Ό πανικός σκορπίζεται στις τάξεις των Τέγκ καί αρ­ χίζουν τρομαγμένοι νά τρέ­ χουν προς τό χωριό. Μά ό ε­ λέφαντας δεν τούς άφίνει. "Έ­ χει θυμώσει για καλά καί θέ­ λει ν5 άποτελειώση αυτό πού άρχισε. Τούς παίρνει τό κα­ τόπι ουρλιάζοντας. Εκείνοι τρυπώνουν στα πρώτα σπίτια πού βρίσκουν μπροστά τους. Άλλα κι* εκεί ό Νουρεντίν συ­ νεχίζει την κεραυνοβόλα έπίθεσι. Πέφτει απάνω στά χαμό­ σπιτα σαν ένα ασυγκράτητο καί θεόρατο τανκ καί τίπο­ τα δεν μένει όρθιο. Καί μο­ νάχα όταν βλέπη τούς ελάχι­ στους^ Τέγκ, πού άπόμειναν, νά χάνωνται τρέχοντας προς τά χωράφια, ησυχάζει. —Σαν νά τελειώσαμε, Νου ρεντίν!, φωνάζει θριαμβευτικά ό γίγαντας. Τώρα μπορούμε νά γυρίσουμε σπίτι μας. Αύ­ ριο, στο μερτικό σου θά έχης δυο σκάφες κρασί, λεβέντη μου! Καζ αρχίζουν ν" άνηφορί­ ξουν τό λόφο πού φέρνει στην έπαυλι του Νιρούκτα. "Απάνω στον ενθουσιασμό τους όμως, ο>ί δυο φίλοι δ«ν προσέχουν

ύ Φ κάποιον πού τούς παρακολου» θεΐ από μακρυά καί έρχεται ξοπίσω τους θέλοντας νά μάθη τό κρησφήγετο του επανα­ στάτη μαχαραγιά. Δεν τό ξέ­ ρουν ακόμα πώς ό άνθρωπος αυτός, πού δεν είναι άλλο^ α­ πό τον πεισματάρη Ναντίρ Χό, τούς ετοιμάζει πάλι και­ νούργιες φασαρίες. Ο ΤΡΙΠΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΥΟ μέρες αργότερα, γί­ νεται τό πρώτο ύποπτο περιστατικό. Ή Ζανγκάρ έχει προσλάβει από την προηγούμενη μέρα μιά και­ νούργια υπηρέτρια. Είναι ένα ήσυχο κορίτσι — έτσι δείχνει τουλάχιστον — από τά γύ­ ρω χωριά. *Ηρθε καί χτύπη­ σε την πόρτα τής έπαύλεως, είπε μιά ψεύτικη ιστορία — όπως άποδείχτηκε αργότερα — ότι οί γονείς της έχουν ρι­ χτή από τούς "Άγγλους στη φυλακή καί ή Ζανγκάρ πού τη λυπήθηκε την πήρε στην υ­ πηρεσία της. "Ομως, εϊκοσιτέσσερις ώρες πιο ύστερα, την πιάνει νά κρυφακούη έξω άπό την πόρτα τής κάμαρης του πατέρα της. α— Τί θέλεις έδώ; τή ρω­ τάει παραξενεμένη ή Ζανγκάρ. "Εκείνη προσπαθεί νά δ<καιολογηθή, μά τό μάτι τού κοριτσιού ξεχωρίζει κάτω ά­ πό τή^ ρόμπα της ένα μαχαί­ ρι^ πού γυαλίζει. Καί, ξαφν.κά, τούτο τό μαχαίρι περνάει στο χέρι της καί απειλεί την Ζοα/γκάρ. Ή μοναχοκόρη τού Νιρούκτα όμως τώρα έχει μά-


η

Ί ΑΤ %§ Ρ

βει άιτ’ τόν Ταγκόρ τώς πρέ* πει. νά άιμύνεταυ Καί μέ μια σβέλτη κίνπησι καταφέρνει μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο τής άντιπάλου της καί την στέλνει πέντε μέτρα μακρυά της.

— Ποια είσαι; τή ρωτάει τό κορίτσι. Και τί ζητάς ε­ δώ; Εκείνη δμως έχει /σαλτάρει κιόλας στο ανοιχτό παρά­ θυρο και από εκεί σηκώνει το μαχαίρι της, τή σημαδεύει καί το πετάει. Ή Ζανγκάρ γέρ­ νει πλάγια καί ή λεπίδα σφυ­ ρίζει πάνω από τον ώμο της. "Υστερα τρέχει· στο παράθυ­ ρο. Μά ή καινούργια υπηρέ­ τρια έχει χαθή. — Αυτό δεν είναι καλό ση­ μάδι, λέει ό Ταγκόρ ύστερα άπό λίγο όταν ή κοπέλλα τού διηγείται τήν ιστορία. Πρέπε. νάχουμε τα μάτια μας ανοι­ χτά. ’Άν φώναζες καί τήν πιά­ ναμε, ίσως ήταν καλύτερα. Θα τήν υποχρεώναμε νά μιλήση καί κάτι θά μαθαίναμε. Τό ίδιο βράδυ δμως, γίνε­ ται κάτι πιο σοβαρό. Περα­ σμένα μεσάνυχτα, ένας ίσκιος σαλεύει έξω άπό^ τήν έπαυλι τού Νιρούκτα. Τούτος ό ίσκιος γλυστράει αθόρυβα καί σέρνε­ ται προς τό μέρος τού «Ελεύ­ θερου Ινδού», πού πηγαινο­ έρχεται με τό αυτόματο στον ώμο φρουρώντας τήν είσοδο τού σπιτιού. Φτάνει κοντά του καί ξαφνικά σαλτάρει απάνω του. "Ενα μετάξωτό μαντήλι τυλίγεται στο λαυμό του καί δυο κοκκαλιάρικα χέρια σφίγ­ γουν τις δυο του άκρες.

—Το ρυμάΜ 01 Τέγ* !, ξι φώνίζευ Μά ή φωνή του σβήνει α­ πότομα καί κόβεται ή άνάσα του. Πέφτει στραγγαλισμέ νος καί μένει ακίνητος στο έ­ δαφος. Τότε απ’ τό σκοτάδι βγαίνουν δυο άλλοι ίσκιου Κρύβουν άνάμεσα στά δέν­ τρα τό πτώμα τού φρουρού, ανοίγουν τήν μεγάλη σιδερέ νια πόρτα καί γλυστρούν σάν φαντάσματα στον κήπο. Κά­ τω άπό ένα δέντρο αλλάζουν τις τελευταίες τους κουβέν­ τες: -— Εκεί είναι ή κάμαρη του Ταγκόρ!, λέει μιά γυναι­ κεία φωνή δείχνοντας ένα πα­ ράθυρο. Έκεΐ, στο άλλο γω­ νιακό δωμάτιο, κοιμάται ή Ζανγκάρ. — Μόνη της; ρωτάει κά­ ποιος. ^— Ναί. Κι5 εκεί, σ’ αυτή τήν πτέρυγα μένει ό Νιρού­ κτα. "Ενα σιγανό σφύριγμα άκούγεται. Δυο καινούργιοι ί­ σκιοι μπαίνουν άπό τή μεγά­ λη πόρτα. — Τί έγινε; ρωτάει ό άν­ τρας πού φαίνεται πώς είνα· ό^άρχηγός τής νυχτερινής αυ­ τής έπιχειρήσεως. — "Ολα έν τάξει, κύριε!, αποκρίνεται ό ένας άπό τούς δύο. Οί δυναμίτες είναι γύρω άπό τό σπίτι. "Οταν άνάψω τό φυτίλι δεν θά μείνη τίπο­ τα όρθιο άπό τούτη τήν ό­ μορφη έπαυλι! "Ενα σατανικό χαμόγελο σχεδιάζεται στο πρόσωπο τού αρχηγού.


ΤΑΓΚΟΊ — Έν τάξει, παιδιά!, λέει. Μπορούμε ν’ αρχίσουμε. Τού­ τη τη φορά, τό χτύπηιμα θά είναι τριπλό. "Αν γλυτώσουν άπ’ τό μαχαίρι μας, θά πέ­ σουν στά δόντια του Τάϊ-Τζό. "Αν ξεφύγουν άπό τά νύχια και τά δόντια τού Τάϊ - Τζό, θά γίνουν κομμάτια άπό τό δυναμίτη ! "Ενα καινούργιο σιγανό σφύριγμα άκούγεται πάλι κ<’ ένας γιγαντόσωμος Ινδός, που σέρνει μαζί του^ μιά τερά­ στια τίγρι σάν ένα ήμερο σκυ­ λάκι, βγαίνει απ’ τη σκιά. Τά μάτια του αίμοβόρου αγρι­ μιού άστράφτουν πράσινα στο σκοτάδι. — Αυτή είναι ή κάμαρη τής Ζανγκάρ, του λέει καί του δείχνει ό άρχηγός. — Τά σαγόνια του Τάϊ Τζό θά δουλέψουν καλά από­ ψε!, γρυλλίζει παράξενα ε­ κείνος., *Έχω κάνει ένα ώραΐο μάθημα στον άγριόγατ-ο! — Εμπρός, λοιπόν!, αρ­ χίζουμε. Οι σκιές γλυστρουν μέσα στον κήπο, άκολουθώντας δια φορετικές κατευθύνσεις καί σέ λίγο κάποιος σαλτάρει αθόρυ­ βα άπ’ τό παράθυρο μέσα στην κάμαρη του Ταγκόρ. Τό παιδί κοιμάται ανύποπτο. Ό νυχτερινός μουσαφίρης, που σφίγγει νευρικά ένα στιλέττο στο χέρι, ζυγώνει πατώντας στά νύχια των γυμνών του ποδιών τό κρεββάτι τού Ελ­ ληνόπουλου. Ή κοφτερή λεπί­ δα ζυγιάζεται γιά. μιά στιγ­ μή πάνω άπό τήν καρδιά τού παιδιού κι* ύστερα ό άγνω­

33

στος κατεβάζει μέ δύναμι πό χέρι σφίγγοντας μέ λύσσα τά δόντια) καί τό στιλέττο του καρφώνεται...στο στρώμα τού κρεββατιού. Γιατί ό Ταγκόρ, πού έχει αυτιά γυμνασμένα έξη χρόνια μέσα στή ζούγκλα, ξυπνάει μέ τον ελάχιστο θόρυβο κΓ α­ πό τήν πρώτη στιγμή που ο συμμορίτης σάλταρε στο δω­ μάτιο έχει ξυπνήσει καί μέ μισόκλειστα μάτια καί τεντω­ μένες όλες τι ο ίνες τού κορ­ μιού του περιμένει καί παρα­ κολουθεί, χωρίς νά τό δείχνη, τήν κάθε του κίνησι. Καί το τελευταίο ακριβώς δευτερόλε­ πτο, καθώς τό μαχαίρι δια γράφει τή θανάσιμη τροχιά του, τραβιέται πλάγια καί · ή λεπίδα τρυπάει τό στρώμα. Τήν αμέσως επόμενη στιγμή, τό κορμί του κουλουριάζεται σάν μιά μπάλλα άπό λάστι­ χο καί τινάζεται σάν βολίδα. Τά πόδια του χτυπούν τό στο μάχι τού δολοφόνου καί, κα­ θώς εκείνος κάνει μερικά βή­ ματα προς τά πίσω βογγώντας καί βλαστημώντας, τά σι­ δερένια δάχτυλα τού παιδιού τυλίγονται στο λαιμό του. ΑΛέ μιά λυσσασμένη κίνησι τον τινάζει προς τό μέρος τού τοί­ χου καί τό κρανίο τού κακούρ­ γου βροντάει σάν ταμπούρλο καί τσακίζεται. Ό νυχτερινός μουσαφίρης γλυστράει στό πάτωμα καί μένει άσάλευτος. Ό Ταγκόρ σκύβει άπάνω του προσπαθώντας νά διακρίνη τά χαρακτηριστικά του καί παίρνει στά χέρια καί έξετάζει τό μαχαίρι του.


34

Τ Α Γ Κ Ο Ρ

’— Σίγουρα βΤναι ένας Τέγκ!, λέει. Μά δεν προφταίνει νά ολο­ κλήρωσή τη σκέψι του. Μιά διαπεραστική γυναικεία κραυ­ γή φτάνει στ* αυτιά του καί κάνει την καρδιά του νά φτερσκοπήση τρομαγμένα. "Έχει αναγνωρίσει τή φωνή τής Ζανγκάρ. Είναι ή φωνή τής Ζανγκάρ που ζητάει βοήθεια. Τό Ελληνόπουλο ξεχύνεται σαν σίφουνας έξω απ' τό ποοράθυρο, βγαίνει στον κήπο καί τρέχει προς τό μέρος τής

κάμαρης του κοριτσιού μ! τά μαύρα μάτια. Ή εξωτερική πόρτα είναι ανοιχτή. Μέ δυο βήματα περνάει τό διάδρομο. Μά, καθώς φτάνει στο κατώ­ φλι του δωματίου καρφώνεται ακίνητος σάν νά τόν^ χτύπησε κεραυνός! Μιά τεράστια τίγρις ζυγώνει νιαουρίζοντας καί δείχνοντας τά σουβλερά της δόντια, προς τό μέρος τής Ζανγκάρ, πού έχει γίνει χλω­ μή άπ5 τον τρόμο, καθώς βλέ­ πει τον φοβερό θάνατο πού τήν περκμένει...

ΤΙΑΟ 2

| Ι

Τ

Ά Π/ΠΒ 1 ΗΙ ]\υΓ

...

- ■—

1

11· II ■■■ I ■

ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΠΡΩ­ Ί-ΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ 1 «—τ—_

I

Μ I ■ —I ■| |

———

Γραφεία: Όδός Λέκκα 22 4- 3Αριθ. 3

III

II —I I Γ

-------------

4 Τιμή §ραχ. 2

Οίκονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδοι/ράς, Άριστεί8ου 174. Προϊστ. Τυττ.: Α. Χατζή βασιλείου, Αμαζόνων 25 7(Ι!ΙΙΙ!1ΙΙΙΙ1ΙΙΙΙΙΙΙΙΙ819ΙΙΒ1ϋβ9Ι8Ι19ΙΙΕΙΙΒΙΒΒ98ΙΜΙ9ί!11Ε9ΒΙΙΒΙΙ1ΒΒΒΙΠΟΒΙΙΙΙΐνΐΠΙπ1

Στο επόμενο τεύχος, τό 4, πού κυκλοφορεί τήν έρχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ό Ταγκόρ διεξάγει μιά τρομακτική πάλη γιά νά σώση τον εαυτό του, τήν ^ αγαπημένη ^του καί τον πα­ τέρα της από τον τριπλό θάνατο τού μαχαιριού, τής τίγρης καί τού δυναμίτη ·

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ "Ενα τεύχος πού θά μείνη άξέχαστο.



\ ΊΓΗΓ ΠΡΩΓΜΗ ΤΙ! -

Ο ΚΗΕΓΚΗ ΩΜΟΣ ~£φ£Β/77/)τ(

1 Ε/νΡΐ/λΰί μ βγρρι ηο

ΤΙΣ 3ΗΛ&ΣΖ ΕΚΗ/νΕ ΠΡΒΤΟΣ£Π/{

Α£ΜΪ£Τ&( ΠΗΔΗΣΑ/Μ 0)Ω ΤίΣ ΦΙ/ΛΛ9Σ1ΕΪ.

ΣΗ ΜΕ Τ/Σ Σ/ΑεΡΕΜΕΖ ΓΡΟβΙξ

ΡΡ/ΊΗζί ΤΩΑ/ ΠΡΗ70 ΚΗ) ΓΩΑ/ ' ηΕΤΗ τΕ πρΑ/ο ΣΓΡΩΣ ΗΑΛΩηΣ.

ΠΕΣ ΜΩυ ΓΡΗΓΟΡΗ ^ \ Η &ΗΣ/Λ ίΣΣϋ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΗ( ΚΠΓ \Ρπκλ/η Οη Μ/, ΠΩ/ΠΣ Σ' ΕΣΤΕ/ΑΕ 4/Κ ΙΚΗΙ ΤΗ Α(2ηρ ΒΕΣ ΤΗ ... βη ηεζαυίνΣη

ΡΜίζου' χ ΗΑΛΟ Δ£/ν{ #5«βι ΜΗ ΣΩΟ Π

'<ί®;·ίί&

ΙϋΝΕΚΓΖΕΤΠ


ΒβΡρ 1



Η ΗΡΩΙΚΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ

ΥΤΗ την κρίσιμη στιγ­ μή, ό θρυλικός Ταγκόρ, τό ατρόμητο Ελ­ ληνόπουλο, καθώς στέκεται στο κατώφλι και βλέπει την άγριεμένη τίγρη νά πλησιάζη τό ανυπεράσπιστο κορίτσι, νιαουρίζοντας -και δείχνοντας τα απαίσια δόντια της, νοιώ­ θει τα γόνατά του νά λυγί­ ζουν. Τό άγριο κι5 αίμοβόρο αιλουροειδές άπέχει μονάχα ένα μέτρο άπό την Ζανγκάρ καί δέρνει τον άέρα μέ την ουρά του. Μ' ένα βήμα μονά­ χα μπορεί νά τη φτάση, ν’ άπλώση τά νύχια του, νά την κομματιάση, νά τής χαρίση έ­ να φριχτό θάνατο ! Βλέπει τό τρομαγμένο πρόσωπο τής ό­ μορφης κοπέλλας νά μουσκεύη άπ5 τον ιδρώτα τής άγωνίας καί μέσα στά μάτια της ξεχω

ΤΙΜΗ ΑΡΛΜΜΕΣ 2.

ρίζει τη φρίκη καί την απόννωσι (*). Κι5 αυτός είναι έκεΐ, σχε­ δόν άοπλος, μ' ένα κοντό μό­ νο στιλέττο στο χέρι, άνήμπορος νά τής προσφέρη βοήθεια, γιατί φοβάται πώς άν τρέξη πρός τό μέρος τής τίγρης, αυτό θά γίνη άφορμη νά έπιταχύνη την έπίθεσι του άγριμιου καί νά φέρη πιο σύντο* μα τό θάνατο στην άγαπημένη του. Καί τότε ό Ταγκορ θυμάται τή ζούγκλα. Τά έξη χρόνια, πού έζησε άνάμεσα στά θηρία του δάσους, έρχον­ ται πάλι στο νού του κύ άπό τό στόμα του βγαίνει ένας πα ράςενος χαμηλόφωνος λαρυγ­ γισμός. "Ενας λαρυγγισμός όμως πού είναι ή σωτήρια τής Ζαγκάρ. Γιατί άπότομα ή {*) Διάβασε το τεΟγος τό 3: «Ό

Καβοελλάρηζ».

προηγούμενο Άο^ύλληπτος


4

ΤΑΓΚΟΡ

τίγρη ξεχνάει τό κορίτσι και στρέψει ανήσυχη τό μεγάλο γατίσιο κεφάλι της προς τό μέρος του καί τά πράσινα μά­ τια της καρφώνονται απάνω του. Ό Ταγκόρ βγάζει ένα καινούργιο —πιο δυνατό αυ­ τή τη φορά— λαρυγγισμό, πού είναι μιά φανερή πρόκλησι προς τό θηρίο. Ή τίγρη τώρα γυρίζει ολάκερη προς την πόρτα, τραβάει προς τά πίσω τά χείλη της καί δείχνει τά σουβλερά της δόντια. Καμπουριάζεη οι τρίχες τής ρά­ χης καί του σβέρκου της άνασηκώνονται σάν αγκάθια καί ξεφυσάει σάν λυσσασμένη γά τα άπ’ τά ρουθούνια της. Τό παιδί σφίγγει άνάμεσα στά δάχτυλά του τό μαχαίρι καί μένει ασάλευτο μ’ ανοιχτά τά πόδια στο κατώφλι τής πόρ­ τας καί περιμένει την έπίθεσι "Ένα άνατριχιαστικό νιαούρισμα γεμίζει την κάμαρα καί κάνει τά τζάμια νά τρέμουν. Στ’ αυτιά του Ελληνόπουλου φτάνει μιά απελπισμένη κραυ γη από τό μέρος τής Ζανγκάρ/ πού, ακίνητη καί στριμωγμένη σε μιά γωνιά, μαν­ τεύει τον φοβερό κίνδυνο πού τράβηξε απάνω του τό ατρό­ μητο αγόρι γιά νά την σώση. — Ταγκόρ, προσοχή!, φω νάζει μέ σπαραγμό. Αλλά τό παιδί ξέρει τί έ­ χει νά κάνη. Τό φοβερό αιλου­ ροειδές διαγράφει κιόλας ένα τόξο στον άέρα. Τινάζεται προς τά εμπρός. Μ5 ανοιχτό τό στόιμα καί μέ βγαλμένα έξω^ άπ5 τις βελούδινες θήκες

των μπροστινών ποδιών του τά

γαμψά του νύχια, έρχεται προς τό μέρος του σάν βολί­ δα. Αυτό τό μισό δευτερόλε­ πτο πού επακολουθεί είναι έ­ να παιχνίδι^μέ τό θάνατο! Ό Ταγκόρ σκύβει καί κάνει δυο βήματα^ προς τά εμπρός. Ε­ τσι, βρίσκεται κάτω από την κοιλιά του άγριμιοϋ. Ταυτό­ χρονοί υψώνει τό ώπλισμένο του χέρι καί ή κοφτερή άτσάλινη λεπίδα καρφώνεται στο μέρος τής καρδιάς του. Ή τίγρις όμως δέν σταματάει. Συνενίζει τό ταξίδι της στον άέ­ ρα, κι* αυτό είναι τό ίδιο μέ μιά αυτοκτονία. Γιατί τό μα­ χαίρι μένει ακίνητο στο σιδε­ ρένιο χέρι του παιδιού καί ή κοιλιά της σκίζεται άπό τη μιά έως την άλλη της άκρη, καθώς σέρνεται απάνω στην κοφτερή αιχμή του. Τήν επό­ μενη στιγμή, μέ ιμιά σβέλτη κίνησι τό άφοβο Ελληνόπου­ λο κάνει ένα πλάγιο βήμα καί μισό μέτρο πιο κεΐ πέφτει μ5 ένα δυνατό βρόντο στο πάνωμα τό θηρίο, ουρλιάζοντας, αλλά ανίκανο νά βλάψη πιά. Τινάζει τά πόδια καί ξεψυ­ χάει μέσα στο αίμα του. Ό Ταγκόρ τρέχει κοντά στή Ζανγκάρ. Τό κορίτσι ω­ χρό απ’ τό φόβο, μέ κομμένη ανάσα, ρίχνεται απάνω του. Κρύβει τό πρόσωπό της στο στήθος του καί κλαίει άπό χα ρά. Τό 'Ελληνόπουλο τής χαϊ­ δεύει τά μαλλιά. — Δέν πρέπει νά φοβάσαι πιά, Ζανγκάρ!, τής λέει. Μά, καθώς ρίχνει ένα βλέμ­ μα έξω άπ5 τό παράθυρο, βλέ­ πει κάτι πού τήν κάνει ν* ά·


κ;

ί Α ¥ & ό ϊ

νατριχιάση. Μια μικρή γλώσ* σα φωτιάς σέρνεται γοργά στο χώμα. Είναι μια φλόγα ττού περπατάει κι5 δλο ζυγώ­ νει περισσότερο προς τό σπί­ τι. Δε χρειάζεται πολύ για νά καταλάβη. Οι κακούργοι, πού ώργάνωσαν την δολοφονική ε­ πί θεσι ένοοντίον του, εκείνοι πού στείλανε μέσα στη νύχτα την πεινασμένη τίγρη νά κατασπαράξη τη Ζανγκάρ, έ­ χουν προετοιιμάσει και τρίτο χτύπημα. Επιχειρούν ν’ άνα τινάξουν τό σπίτι στον αέρα με δυναμίτη! Τό παιδί κινείται μέ μιά κε ραυνοβόλα ταχύτητα. Τινάζε­ ται ασυγκράτητο έξω απ’ τό παράθυρο, έχοντας καρφωμέ­ νο τό βλέμμα στη φοβερή φλό γα πού απειλεί νά στείλη στο θάνατο τον μαχαραγιά Νυ ρουκτα καί τήν ακολουθία του, πού κοιμούνται ξέγνοια­ στοι χωρίς νά έχουν άντιληφθή Ακόμα τά δραματικά γε­ γονότα τής νύχτας αυτής. ί"Ομως, καθώς σαλτάρει καί νοιώθει τά πόδια του ν’ άκουμπουν στο έδαφος, δέχεται ένα φοβερό κτύπημα στο πί­ σω μέρος του κρανίου. Κάποι­ ος από τούς ανθρώπους του Ναντίρ - Χό, αυτός πού ά­ ναψε τό φυτήλι τής καταστρο­ φής, έχει καθυστερήσει κά­ πως. Τον βλέπει καί του καρ­ φώνει ένα δυνατό χτύπημα με τή λαβή του πιστολιού του στο κεφάλι κι5 υστέρα χάνε­ ται στο σκοτάδι. Τό παιδί πέφτει μέ τά μού­ τρα στο χώμα καί τά μάτια του γεμίζουν παράξενες χρω-

%

μάτι στες Αστραπές. Αισθάνεται νά ζαλίζεται καί νά χάνη τις αισθήσεις του. "Ενας φο­ βερός πόνος τον βασανίζει καί νοιώθει σάν νά κατρακυ­ λάει σ’ ένα σκοτεινό βάρα­ θρο. λ— Ζοτνγκάρ!, ψελλίζει ζη­ τώντας βοήθεια. Ζανγκάρ! ’Αλλά ή κοπέλλα δεν τον ακούει. "Εχει δή απ’ τό πα­ ράθυρο τήν δολοφονική επίθε­ σή καί νομίζει πώς τό τόλμην ρό παιδί είναι νεκρό. Καί, κα­ θώς είναι εξαντλημένη από τήν αγωνία, πού πέρασε πριν με τήν τίγρη, σωριάζεται λι­ πόθυμη στο πάτωμα! /Ο Ταγκόρ καταλαβαίνει τώρα,, καθώς δεν παίρνει α­ πάντηση πώς κανείς δεν έρ­ χεται νά τον βοηθήση καί σφίγγει τά δόντια. "Οχι, δεν πρέπει νά χάση τις αισθήσεις του! "Αν λιποθυμήση κΓ αύτός, όλα σε λίγο θά γίνουν στάχτη^καί ερείπια! Κι* ή μι κρή γλώσσα φωτιάς δλο σέρ­ νεται στο χώμα καί κάθε δευ­ τερόλεπτο πού περνάει ζυγώ­ νει καί περισσότερο στις δέ­ σμες τοΰ δυναμίτη. Τό βλέμ­ μα του καρφώνεται μέ αγωνία στο Φυτήλι, πού καίγεται... — Θεέ^ μου, βοήθησέ με !, παρακαλεί. Καί βάζει σέ κίνησι τις τε­ λευταίες δυνάμεις πού του απομένουν. Ή κάθε Τνα τού κορμιού του τεντώνεται καί αρχίζει νά γλυστράει άργά, μέ δυσκολία, προς τό μέρος τής φωτιάς, άγκομαχώντας. Μονάχα τρία μέτρα τον χωρί­ ζουν, μά αυτή ή ελάχιστη ά-


ττοστασι του φαίνεται τερά­ στια. Σέρνεται μέ την κοιλιά σαν ένα πληγωμένο αγρίμι και κόμποι ιδρώτα κατρακυ­ λούν από τό γεμάτο θολά σύννεφα μέτωπό του... Τώρα, δεν τον χωρίζουν παρά δυο μονάχα μέτρα. Άλλα και οι δυναμίτες δεν απέχουν περισ­ σότερο από τή μικρή κοκκινοκίτρινη φλόγα, πού προχωρεί γοργά. Μιά προσπάθεια άκό μα. Μερικές κινήσεις απελπι­ σμένες. Πρέπει νά προφτάση ! Τό ήρωϊκό παιδί αισθάνεται μιά φοβερή εξάντληση αλλά δεν μπορεί, δεν έχει δικαίωμα νά εγκατάλειψη τον αγώνα. Στά χέρια του κρέμεται ή ζωη τόσων ανθρώπων! Σφίγγει τά δόντια' καί σερ

νεται. Μισό μέτρο. Λίγο ακό­ μα. Φτάνει. "Εφτασε! Μέ μιά απεγνωσμένη κίνησι πέφτει απάνω στο φυτήλι πού καίγε­ ται. Τό στήθος του πιέζει τή μικρή φλόγα. Ό αέρας γεμί­ ζει από μυρουδιά καμένης σάρκας. Νοιώθει τό φοβερό κάψημο. Δαγκώνει τά χείλη για νά μην ξεφωνίση από τον πόνο. Αλλά δέ σαλεύει. Μέ­ νει εκεί σκεπάζοντας μέ τό στήθος του τό φυτήλι. Ή μι­ κρή φλόγα σβύνει καί ό Ταγ­ κό ρ, εξαντλημένος τώρα από τήν υπεράνθρωπη προσπά­ θεια, χάνει τις αισθήσεις του. Ό Νσ.ντίρ - Χό καί οι λη­ στές συνένοχοί του, μάταια περιιμένουν από μακρυά, οπόν απέναντι λόφο, ν’ άντικρύσουν

Καί ξαφνικά ή δούλη... τού Θεού δίνει μιά δυνατή στομάχι τού Μάξγουελ.

γροθιά στο


ΐ Α Γ Κ ύ »

'Ο Γκάλεμ δίνει

τδ σταυρό του στο Ταγκό.ο για νά τον προστα­ τεύει οπτό τούς κινδύνους.

τό μαχαραγιά πώς θά μάς κάνη μιά έπίσκεψι σήμερα, λέει τό παιδί. Είμαι σίγουρος πώς θά μάς βρή δουλειά. "Άλλωστε, μάς τό είπε την ΑΠΟΣΤΟΛΗ τελευταία φορά πού τον είδα­ ΣΤΟ ΜΠΕΝΑΡΕΣ με. "Έχει έτοιμη μιά δύσκολη αποστολή νά μάς άναθέση. ΕΡΑΣΑΝ κάμποσες^ μέ­ Κατά τό σούρουπο τής ίδι­ ρες χωρίς κανένα άλλο ας μέρας, έρχεται πραγματι­ επεισόδιο. Ό γίγαντας κά στην έπαυλι του Νιρούκτα Μαλαμπάρ αρχίζει νά στενο­ ό Γκάλεμ. Αυτός ό άνθρωπος χωριέται. Μάταια ό πελώριος —αίνιγμα, γιά τον Ταγκόρ, φίλος του, ό ελέφαντας Ναυ* έχει παρέα δυο ώπλισμένους ρεντίν, προσπαθεί νά τον δια» καβαλλάρηδες, πού άνήκουν σκεδάση. "Έχει γίνει πολύ με στη μυστική στρατιά των «Ε­ λαγχολικός. λεύθερων Ινδών». Τό πρόσω­ —Μούδιασα, Ταγκόρ, λέει πό του είναι όπως πάντα σκε­ στο παιδί. Μέ τρώνε... τά χέ­ ρια μου! Βαρέθηκα νά κάθουπασμένο μ5 ένα κοορώ μαντή­ λι, πού αφήνει δυο μικρά α­ μαι... άνεργος! — Ό Γκάλεμ ειδοποίησε νοίγματα στο επάνω του μέ­ την έκρηξι. Τό μικρό Έλληνό τϊούλο μέ την αυτοθυσία του ματαιώνει τή μεγάλη κατα­ στροφή.

Ο


ρος για νά βλέττη. Ό μαχαραγιάς τον υποδέχεται έγκάρ δια. Ό Μαλαμπάρ δεν μπορεί νά κρύψη τή χαρά του κι5 ό Ταγκόρ τοΰ σφίγγει θερμά το χέρι. Τής Ζανγκάρ τό πρόσωπο αστράφτει από θαυμασμό, καθώς βλέπει αυτόν τον μεγα­ λόσωμο άντρα πού διευθύνει τον πόλεμο εναντίον των νΑγ­ γλων γιά άπελευθέρωσι τής πατρίδας τους απ’ τον αποι­ κιακό ζυγό. Ό Γκάλεμ αλλά­ ζει μερικές κουβέντες μέ τά παιδιά, άλλά πίσω άπό τις δυο τρύπες του μαντηλιού τά σκούρα μάτια του φαίνον­ ται ανήσυχα. — Συμβαίνει τίποτα, Γκά­ λεμ; ρωτάει τό παιδί. — Ετοιμάσου γιά μιά δύ­ σκολη δουλειά, Ταγκόρ!, λέει σοβαρά εκείνος. Τί λές; "Έ­ χεις κουράγιο ν’ άναμετρηθής άλλη μιά φορά μέ τους Εγγλέζους; —Είμαι έτοιμος γιά όλα!, λέει τό Ελληνόπουλο. Ό Γκάλεμ τού χαϊδεύει τά μαλλιά. Τούτη ή χειρονομία είναι γεμάτη τρυφερότητα και στοργή. Τό παιδί προσέχει πώς τρέμει τό χέρι του, κα­ θώς τον χαϊδεύει. — Έν τάξει, Ταγκόρ! Την περί μένα αυτή την άπάντησ:, λέει συγκινημένος. "Υστερα, ό Νιρούκτα κι" ό Γκάλεμ κλείνονται μόνοι σέ μιά κάμαρη καί κουβεντιά­ ζουν χαμηλόφωνα άρκετήν ώ­ ρα. "Έπειτα, καλούν τον Ταγ* κόρ καί τον Μαλαμπάρ. — Αυτή τή φορά θά πάτε στο Μπενάρες, λέει σοβαρά

ό άνθρωπος μέ τό σχεπασμέ* νο πρόσωπο. — Στο Μπενάρες; κάνει ξαφνιασμένος ό Ταγκόρ. — Ναί. "Εκεί σέ λίγες μέ­ ρες αρχίζουν οι γιορτές τού Σιβά. "Ενα εκατομμύριο "Ιν­ δοί θά μαζευτούν άπ’ όλες τίς άκρες τής χώρας νά κάνουν τό λουτρό τους στον Ιερό Γάγγη καί νά προσευχηθούν. "Εκεί θάναι καί ό μεγάλος Γκάντι (*), πού τον κρατάνε κατά ένα τρόπο αιχμάλωτο οι "Άγγλοι. Φαινομενικά βέβαια ό Γκάντι είναι ελεύθερος. Στήν πραγματικότητα όμως, κάθε κίνησί του παρακολουθεί ται άγρυπνα άπό ένα πλήθος (*) Κατά τον πρώτο παγκό­ σμιο πόλεμο, τό 1914, ένα έκατομμύριο Ίνδοί πολέμησαν στο πλευρό των "Άγγλων. άφου πήραν ρητη υπόσχεσι ότι, υστέρα άπό τον πόλεμο, θά έοίδετο στις Ιν­ δίες πολίτικη ελευθερία, κατά τό δόγμα της αυτοδιαθέσεως των λαών. 'Η υπόσχεσις όμως αυτή δεν τηρηθηκε καί άπό τό 1919 ό μεγάλος 5 ινδός φιλόσοφος καί πατριώτης Μαχάτμα Γκάντι έκιίρυξε την «παθητική άντίστασι» εναντίον τώ"' "Άγγλων κατακτητών. "Ακολούθησαν αιματηρές ε­ ξεγέρσεις. Πολλές χιλιάδες θύμα­ τα άοπλων "Ινδών σημειώθηκαν. "Αλλά άγώνας για την άποτίναξι τού άποικιακοΟ ζυγού ^ δέν σταμάτησε. 'Ο Γκάντι συνεληφθη πολλές φορές, αλλά οϊ "Άγγλοι, επειδή είχε^ μιά τεραστία επιρ­ ροή στο λαό, δέν τόλμησαν νά τον έκτελέσουν. Τον "Ιανουάριο^ του 1930 στη Ααχώρη έγινε υπό την προεδρία τού Γκάντι τόΠανινδικόν Συνέδριον, τό όποιο έλαβε ρητη άπόφασι γιά την άπελευθέ­ ρωσι τών "Ινδιών.^ Ό ίδιος ό Γκάντι έπέδωσε στον αντιβασι­ λέα τό σχετικό τελεσίγραφο. Δό­ θηκαν υποσχέσεις, άλλά καί πά­ λι τίποτα δέν έγινε. "Υστερα


ΤΑΓΚ0Ρ κατασκοποον που τον τριγυοιζουν. Υπάρχει ένας αόρατος κλοιός γύρω του, πού πρέπει νά τον σπάσης, Ταγκόρ, και νά πλησιάσης τον Γκάντι. Θά τον συνάντησης καί θά του δώσης αυτό τό γράμμα. "Απ’ την άπάντησι πού θά πάρης θά έξαρτηθοϋν πολλά πράγ­ ματα. Ό Γκάλεμ δίνει στο παιδί ιό γράμμα. Είναι ένας μικρός φάκελλος σφραγισμένος μέ βουλοκέρι. Τό Ελληνόπουλο τόν κρύβει στο σαρίκι του. — Αυτό τό γράμμα θά ψτά ση στά χέρια τού Γκάντι, λέει. Έκτος άν πεθάνοο !, Πότε φεύγουμε για τό Μπενάρες; — Μπορείτε νά φύγετε κΓ απόψε. Θά άποψύγετε να χρη σιμοποιησετε τόν σιδηρόδρο­ μο. Οι Εγγλέζοι κάνουν έλεγ­ χο σ’ δλους τούς σταθμούς. Θά χρησιμοποιήσετε άλογα. Έτσι θάσαστε πιο ασφαλείς. -— ^Ηταν πάντα τό όνειρό μου νά κάνω ένα μπάνιο στον ιερό Γάγγη, λέει ό Μαλαμπάρ αναστενάζοντας. Τώρα μ5 αυ­ τό τό ταξίδι μου δίνεται ή ευ­ καιρία νά εξασφαλίσω μια θέσι στον Παράδεισο... Οι προετοιμασίες γίνονται βιαστικά κι5 ύστερα από δυο ώρες δλα είναι έτοιμα. Ό Ταγκόρ αποχαιρετάει μέ συγκίνησι τόν Νιρεύκτα, την Ζανγκάρ καά τόν Γκάλεμ. Ό Μα­ λαμπάρ άσπάζεται. τρυφερά απ’ αυτά, ή έπανάστασις γενι­ κεύτηκε. Τότε μπήκε στο πλευρό τοΟ Γκάντι ό μαχαραγιάς Νιρούκτα. που ώργάνωσε μαζί μέ τόν Γκάλεμ τόν τακτικό έπαναστατικό στρατό,

9

τόν φίλο του τόν Νουρεντίν, τόν ελέφαντα. — Θά γυρίσω σύντομα, σκύβει καί τού λέει στ5 αυτί καθώς τό μεγάλο παχύδερμο γονατίζει. Πρόσεξε μη βάλης χέρι στά βαρέλια μέ τό κρασί μονάχος σου,'γιατί θά τά χα­ λάσουμε, Νουρεντίν (*). Νά τό ξέρης! Ό ελέφαντας καταλαβαίνει και δίνει μιά γερή καμουτσικιά μέ την προβοσκίδα του ατά ψαχνά του γίγαντα. — Γρρρ !, κάνει σάν /ά λέη: Θά σέ περιμένω νά τά κοπανήσουμε πάλι μαζί. "Αλ­ λά μην άργήσης! — Δέν θ" αργήσω φίλε! "Αλλά δέν είναι ανάγκη νά βα ράς κιόλας! Ό Γκάλεμ σφίγγει τό χέρι του Ταγκόρ. —Καλή τύχη! του λέει. Ό Θεός νά είναι μαζί σσυ. Κι" ύστερα καθώς μιλάει ξε κουμπώνει τό πουκάμισό του. Βγάζει τόν μικρό σταυρό μέ την χρυσή άλυσιδίτσα πού εί­ ναι κρεμασμένος στο στήθος του καί τόν δίνει στο παιδί. — Πέρασε στο λαιμό σου αυτόν τόν σταυρό, Ταγκόρ, του λέει. Θά σέ προστατέψη από πολλούς κινδύνους. Τό Ελληνόπουλο παίρνει τό σταυρό μέ συγκίνηση _ — Σ" ευχαριστώ, I κάλεμ, λέει. Αυτός ό σταυρός θά μέ κάνη νά σ" έχω πάντα στο νου μου. Περνάει την χρυσή αλυσίδα (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος «Ό ασύλληπτος Καβαλλάρης».


10

Τ Λ Γ Κ © Ρ

στο λαιμό του και σαλτάρει στ5 αλογο. — Καλήν άντάμωσι! Φωνά ζει... — Νά μου προσέχετε τον Νσυρεντίν! λέει ό Μαλαμπάρ. Και οί δυο καβαλλάρηδες αρχίζουν νά καλπάζουν μέσα οπή νύχτα. Κατηφορίζουν στην πλαγιά του λόφου, περ­ νούν μερικά μονοπάτια καί βγαίνουν στο μεγάλο δημόσιο δρόμο. — Πρόσεξες κάτι; ρωτάει από λίγο ό γίγαντας. — Τ1' — Τον Γκάλεμ. Καθώς σου έδινε τό σταυρό, έκλαιγε. Εί­ δα τά :μάτια του γεμάτα δά­ κρυα μέσα άπό τις δυο τρύ­ πες του μαντηλιού, πού του

σκεπάζει τό πρόσωπο. Δεν ναι μυστήριο; —Ναι. Είναι ένα μύστης αυτός ό άνθρωπος!, λέει Ελληνόπουλο κι3 άναστενάζ Γιά μένα είναι ένα άνεξήγη αίνιγμα. "Έχω την έντύπω πως τον ξέρω πριν άπό πο λά χρόνια. Ή φωνή του, παρουσιαστικό του, οί κιν σεις του. "Ολα μου θυμίζο κάτι παληό καί άόοιστο. Κ όμως δε μπορώ νά θυμηξ που καί πότε ξανοοκουβέντίι σα μαζί του! 'Καθώς μιλάει όμως, γυς ζει^ άπότομα προς τά πίσ καί κρατάει τά γκέμια τού < λόγου του. Τό ίδιο κάνει κι3 Μαλαμπάρ. — Κάποιος έρχεται τό κ

ϋ

:·:·»:■

Ταμπουρωμένος

σέ |ΐιά γωνιά ό Ταγκόρ

κόβει

"Άγγλων που έπιτίθεντοι.

τον

δρόμο

των


Τ Α Γ Κ © Ρ

τόπι μας, λέει τό παιβί. Μάς ακολουθεί καλπάζοντας. Παραμερίζουν και στέκουν στη σκιά, στην άκρη τοΰ δρό­ μου. Άφουγκράζονται και πε ριμένουν. "Από μακρυά τώρα ξεχωρίζουν τον καβαλλάρη, πού τρέχει σά σίφουνας κι5 έρχεται προς τό μέρος τους. — ’Άν είναι κανένας Τέγκ μουγγρίζει ό γίγαντας και σφίγγει τό μαχαίρι του, θά τον στείλω χωρίς κεφάλι στον αφεντικό του τον Ναντίρ-Χό. Ό Ταγκόρ δέ μιλάει. Προσ παθεΐ νά διακρίνει τά χαρακτη ριστικά τού καβαλλάρη που πλησιάζει. Εκείνος φτάνει κοντά τους καί, παραξενεμένος πού δεν τούς βλέπει, σ»*α ματάει καί ρίχνει ματιές γύ­

11

ρω του. Τώρα ό Μαλαμπάρ δεν έχει καμμιά αμφιβολία πώς είναι κάποιος Τέγκ πού τούς παρακολουθεί καί μουν­ τάρει σάν πάνθηρας. -— Απάνω τά χέρια, λη­ στή!, ουρλιάζει. Ό καβαλλάρης γυρίζει ξαφ νιασμένος καί μιά γυναικεία διαπεραστική κραυγή άκου ε·· ται. Ό γίγαντας αισθάνεται σόον νά έπεσε ένα ολάκερο βουνό στο σβέρκο του καί ζα λίζεται. "Εχει αναγνωρίσει αυτή τή φωνή. -—- Ή Ζανγκάρ !, ξεφωνίζει τήν ίδια στιγμή σάν παιδί <αί τρέχει κοντά της. Είναι πραγματικά ή μονα­ χοκόρη του Νιρούκτα, ή όμορ­


12

ΤΑΓ ΚΟΡ

φη κοπέλλα, πού τούς είχε πάρει το κατόπι. — Τί τρέχει, Ζανγκάρ; ρω­ τάει ανήσυχα τό Ελληνόπου­ λο. — Τίποτα τό σοβαρό, λέει εκείνη προσπαθώντας νά χαμογελάση γιατί δεν έχει συνέλθη ακόμα από τό^ φόβο της. Αποφάσισα νάρθώ μαζί σας. "Άφησα ένα γράμμα στον πατέρα καί σάς πήρα τό κατόπι. Θά πάμε μαζί στο Μπενάρες... — Αυτό δέ γίνεται!, γκρινιάζει ό Μαλαμπάρ. Τά καλα κορίτσια κάθονται φρόνιμα σπίτι τους καί δουλεύουν του αργαλειό. Θά σέ πάω πίσω στον μαχαραγιά. Την ίδια γνώμη έχει καί ό Ταγκόρ καί γίνεται ένας... τρικούβερτος καυγάς στη μέ­ ση του δρόμου. "Αλλά στο τέ­ λος τό παιδί καί ό γίγαντας, πού έχουν παλέψει χίλιες φο­ ρές μέ τό θάνατο κι" έχουν κα τατροπώσει εκατοντάδες άν­ τρες, δεν τά βγάζουν πέρα μ" αυτό τό ζόρικο κορίτσι καί α­ ναγκάζονται νά υποχωρήσουν. Παίρνουν μαζί τους την Ζαν­ γκάρ καί συνεχίζουν τό ταξίδι τους. ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ ΠΟΥ ΚΛΕΒΟΥΝ!

ΙΜΑΙ πραγματικά όπως τούς τά είπε ό Γκάλεα. "Υστερα άπό^ δυο μέρες που φτάνουν βρίσκουν Μπενάρες γεμάτο κόσιαο. Στην παληά αυτή πολιτεία, πού φτάνουν βρίσκουν στο λιάδδς χρόνια, πριν ακόμα

Ε

χτιστούν ή Αθήνα κι* γ Ρώυη έχουν φτάσει άπό όλες τις πό λεις καί τά νωριά των Ινδ­ ών ^ εκατοντάδες χιλιάδες πα­ στών νά προσκυνήσουν τις 1500 εκκλησίες της καί νά πλύνουν τό κορμί τους στά ι­ ερά νερά του ποταμού Γάγ­ χη. Κι" άν ήταν μονάχα ή πο­ λυκοσμία, πάει καλά. Άλλχ είναι καί οί... αγελάδες πού εμποδίζουν την κυκλοφορία. Οί αγελάδες είναι ένα ίεοό ζώο καί δεν επιτρέπεται σέ κανέναν νά τό στενοχωρήση. Γυρίζουν λοιπόν ανάμεσα στούς στενούς δρόμους, ανε­ βαίνουν στά πεζοδρόμια, τσα λαπατουν τούς απρόσεχτους καί όλοι υποχωρούν μπροστά τους... — "Έτσι μούρχεται νά... ασεβήσω!, γκρινιάζει ό Μα­ λαμπάρ καθώς κάθε τόσο μ^ά μαύρη ή κριζόιμαυρη αγελάδα τού κόβει τό δρόμο. Θά τής δώσω κουτουλιά πού θά π. καπνός! —Κράτησε την δρεξί σου!, τού λέει χαμογελώντας τό παι δί. "Ίσως χρειαστή νά κουτου λήσης αργότερα τίποτα Εγ­ γλέζους. Κότταξε εκεί! Ό γίγαντας γυρίζει κατά τό μέρος πού τού δείχνει 6 Ταγκόρ καί χάνει τό κέφι του. Εκατό μέτρα μακρυά τους, περνάει ένας "Άγγλος άξιωιμα τικός. Φοράει ανοιχτό πουκά' μισό, κοντό πανταλονάκι^ καί στοκάσκα. Στη μέση του κρέμον­ ται δυο περίστροφα. —- Ό... Μάξγουελ!, γρυλλίζει. — Ναι. Ό Μάξγουελ!,


ΤΑΓΙΟΡ λέει το παιδί. “Όπως βλέπεις λοιπόν, πρέπει νά ποοσέχου με καί να μην κάνουμε ψασα» ρίες. Πρώτα, πρέπει ν’ Αντα­ μώσουμε τον Γκάντι κι* υστέ­ ρα έγουμε καιρό γιά τά υπό­ λοιπα. Ευτυχώς δέ μάς είδε. — Πηγαίνει σ’ ένα γκάτ, (*) λέει ό γίγαντας πού τόν παρακολουθεί μέ την άκρη του (*) Τό Μπενάρες πού θεωρεί­ ται ίερά πόλις άπό τους Ινδούς γιατί έκεΐ ττρίν 2.500 χρόνια έκηρυξε ό Βούδδας, είναι γτισαένο στην αριστερή όχθη τού Γάγ­ γη ποταμού. 'Η όχθη αύτη είναι απόκρημνη, αντίθετα μέ την άπέναντι, τη δεξιά όχθη, πού αρχί­ ζει από μιαν κίτρινη αμμουδιά. Οί δυο όχθες συνδέονται μέ ^μιά γέφυρα, πού ξεπερνάει σέ μήκος τό ένα^ χιλιόμετρο, γιατί τό φάρ­ δος της κοίτης του ποταμού σ’ αυτό τό σημείο είναι 725 μέτρα. Στην αριστερό λοιττόν όχθη τού Γάγγη εΐναι τά «γκάτ». Τά γκάτ είναι πέτρινες σκάλες, ττού αρχί­ ζουν άττό ψηλά καί φτάνουν ως μέσα στά νερά του ποταμού. Υ­ πάρχουν αμέτρητα γκάτ σέ όλο τό μήκος ττού ττιάνει τό Μπενά­ ρες πλάϊ στην αριστερή όχθη. Άττό τις σκάλες αυτές κατεβαί­ νουν οί ττιστοϊ καί βυθίζονται ως τους ώμους στο ποτάμι καί προ­ σεύχονται ρίχνοντας λουλούδια στο νερό. 'Η προσευχή αυτή μέσα στον Γάγγη μπορεί νά κράτηση μ ιό: ώρα, αλλά καί μιά βδομάδα! Οί πιό φανατικοί μένουν^ στο νε­ ρό χωρίς τροφή μέχρις δτου κα­ ταλάβουν πώς χάνουν τις αισθή­ σεις τους. Οί άντρες φοράνε μακρυές ρόμπες. "Ασπρες οί Φτω­ χοί. Οί πιό πλούσιοι χρηματι­ στές. Οί γυναίκες φοράνε ένα σαοί, ένα κομμάτι δηλαδη που τους σκεπάζει μόνο τη μέση. Πιό πέρα από τό γκάτ, είναι οί προ­ βλήτες όπου καίνε τους νεκρούς. Τό όνειρο κάθε^ Ινδού είναι, ύ­ στερα από τό θάνατό του, νά καη σέ μιά τέτοια προβλήτα κι* ύ­ στερα νά ριχτή ή στάχτη του στά νερά τς>0 ιερού ποταμού

13

ματιού του. Δεν πιστεύω να λερώση τά ιερά νερά μέ την αφεντιά του... — Μή φοβάσαι!, τόν καθη συχάζει ό Ταγκόρ. Αέν τολ­ μάει. ^ Βρίσκουν μέ χίλια βάσανα, πληρώνοντας ηγεμονικά, δυο δωμάτια σ’ ένα ξενοδοχείο, πού βρίσκεται στην άκρη τής πολιτείας. Είναι ένα άθλιο κτίριο, βρώμικο καί άπεριποί ητο, αλλά δέν μπορούν νά κά­ νουν διαφορετικά. Δέν έχουν την ευχέοεια νά διαλέξουν. Τό ένα δωμάτιο, τό πιό καλύτερο είναι γιά την Ζανγκάρ. Το άλλο είναι γιά τόν Ταγκόρ και τόν_ Μαλαμπάρ. -— ίά χρυσαφικά πού φο­ ρείς, λέει ό γίγαντας στο κο­ ρίτσι., νά μή τ’ άφηνης απάνω στο κομοδίνο σου ή στο τρα­ πέζι. Ρίχνε τα καλύτερα σε κανένα συρτάρι. "Ετσι θάσα; σίγουρη πώς, όταν ξυττνησης, θά τά βρής πάλι... —Γιατί; ρωτάει ξαφνιασμέ νη ή κοπέλλα. Κλέβουνε εδώ; —Έδώ κλέβουνε τά που­ λιά καί όχι οι άνθρωποι!, Α­ ποκρίνεται ό Μαλαμπάρ. Υ­ πάρχουνε έδώ κάτι κοράκια (*) σωστοί άετονυχηδες. Μπαίνουνε άπό τ’ άνοιχτά πα­ ράθυρα και αρπάζουνε δ,τι (*) Τά κοράκια στις * Ινδίες όπως κι* ένα σωρό άλλα ζώα, θε­ ωρούνται ιερά καί κανείς δέν τά πειράζει. Σέ ώρισυένα μάλιστα ξενοδοχεία έχουν ειδικά άνοίνματα στον τοίχο γιά νά απαινοβναί νουν έλεύθερα. Σέ κάθε πελάτη ξενοδοχείου γίνεται —στην Καλκούτα ιδίως— σύστασι νά ποοσέγη τά χρυσαφικά του άπό τά.,. ιερά αύτά πουλιά!


14

ΤΑΠΘΡ

γυαλίζει. Δεν τ" άκούς πώς γκαρίζουνε απ’ έξω; Φερμά,ρανε τά σκουλαρίκια σου. Μά εγώ δταν κοιμάμαι δεν τά βγάζω. Πρέπει νά με σηκώ­ σουνε ολάκερο γιά νά τά πά­ ρουνε... -—-Έκτος άν σηκώσουνε μο­ νάχα κανένα κομμάτι από τ’ αυτιά σου!, τον πειράζει ό Ταγκόρ. Έχω ακούσει αμως πώς οί ξενοδόχοι ξέρουν πού βρίσκονται οί φωλιές των ψτε ρωτών αυτών λωποδυτών. Πη­ γαίνουν λοιπόν καί ψάχνουν, βρίσκουν τό κλεμμένα καί τά επιστρέφουν στον ιδιοκτήτη τους... — Ναι, κάτι τέτοιο έχω α­ κούσει κι" εγώ, λέει ό Μαλαμπάρ καί χασμουριέται. "Αλ­ λά προς τό παρόν νομί­ ζω πώς μάς χρειάζεται λί­ γος ύπνος. Αύριο θάχουμε πολλή δουλειά... — Έν τάξει, Μαλαμπάρ !, συμφωνεί τό παιδί. "Έχεις δίκηο... "Έχει άρχισει νά νυχτώνη πιά καί, καθώς είναι κουρα­ σμένοι από τό μακρυνό ταξί­ δι, τρώνε κάτι πρόχειρο καί πλαγιάζουν ξέγνοιαστοι. Δεν έχουν άντιληψθή κάποιον ί­ σκιο που, δσην ώρα μιλούσαν, είχε κολλήσει τό αυτί του στην πόρτα καί κρυφάκουγε...

Είναι ένας ψηλός άντρας μέ σκληρά χαρακτηριστικά κι" έ­ να απαίσιο χαμόγελο σχεδιά­ ζεται στο πρόσωπό του, κα­ θώς βαδίζει. Διασχίζει μερι­ κούς έρημους δρόμους τής πα­ λιάς πόλεως, φτάνει στην και­ νούργια καί μερικά λεπτά άργότερα, βρίσκεται στην άριστοκρατική συνοικία τού Μπενάρες^. πού απλώνεται κοντά στην όχθη. Έξω άπό ένα με­ γάλο σπίτι τριγυρισμένο άπό κήπο, στέκει. Χτυπάει συνθη­ ματικά τρεΐς φορές τη σιδε­ ρένια έξώπορτα καί κάποιος άνοιγει. Περνάει μέσα καί ή έξώπορτα κλείνει πίσω του. "Υστερα άπό λίγες στιγμές, μπαίνει σ" ένα ευρύχωρο, ά­ πλετα φορτισμένο δωμάτιο. Γύρω άπό ένα τραπέζι κά­ θονται πέντε άνθρωποι, σκυμ­ μένοι πάνοο άπό ένα μεγάλο τετράγωνο χαρτί. Είναι ένα σχεδιάγραμμα τού Μπενάρες. Κάποιος μιλάει καί δείχνει μέ τό μολύβι του διάφορα σημεία άπάνω στο χαρτί. Οί άλλοι άκούνε καί παρακολουθούνε μέ προσοχή. Αυτός πού μι­ λάει είναι ό "Άγγλος λοχαγός Μάξγουελ. Δίπλα του άκριβώς κάθεται ό Ναντίρ - Χό, ό άρχηνός τών Τέγκ. Οί άλλοι είναι πρόσωπα πού γιά πρώ­ τη φορά μπαίνουν στην ιστο­ ρία μας. ΣΚΟΤΕΙΝΑ Καθώς άνοιγε ι η πόρτα καί ΣΧΕΔΙΑ φαίνεται στο κατώφλι ό καινουργιοφερμένος, ή κουβέντα Ι ΣιΚ ΙΟΣ αυτός, υστέ­ σταματάει καί δλοα γυρίζουν ρα άπό λίγο, γλυ** προς τό μέρος του. στράει στο διάδρομο, —Έχεις νέα, Ντάσκα; ρω­ κατεβαίνει μιά ξύλινη σκά­ τάει ό Μάξγουελ. λα καί βγαίνει στο δρόμο.

Ο


ΤΑΓΚΟΙ* —Ό Ταγκόρ καί ή παρέα του βρίσκονται στο Μπενάρες, λοχαγέ!, λέει αυτός. Οί πληροφορίες που σου στείλα­ νε άπ’ τό Δελχί, είναι σωστές. Είναι μαζί του εκείνος ό κρε­ μανταλάς ό Μαλαμπάρ και ή Ζανγκάρ, ή κόρη του Νιρούκτα. ^ Αυτή ή εϊδησι, δσο κι’ αν την περίδεναν, τούς ξαφνιάζει καί από τά μάτια του Ναντίρ καί τού Μάξγουελ, περνάει μια αστραπή λύσσας. —Είσαι βέβαιος; ρωτάει ό "Αγγλος. —"Οπως μέ βλέπεις καί σέ βλέπω, λοχαγέ. ’Άν έχη μαζί του τό γράμμα για τον Γκάντι, είναι σαν να βρίσκεται στα χέρια σου. Φτάνει νά κινηθής γοργά απόψε. Θά τούς πιάσης καί τούς τρεΐς νά κοι­ μούνται σάν άγγελούδια στά κρεββάτια τους. Μένουν σ’ ε­ κείνο τό σαράβαλο τό «Μέντορ». Στείλε μερικούς νά τούς συλλάβουν. —Έκτος άν θέλης νά τούς άναλάβω εγώ, λέει μισοκλείνοντας τό μάτι ό Ναντίρ-Χο. "Ετσι δεν θά έχης πιά σκο­ τούρες στο μυαλό σου. Θά τε­ λείωσης »μιά καί καλή μαζί τους. 'Ο Μάξγουελ δεν δίνει α­ πάντησε Γυρίζει σ’ έναν "Αγ­ γλο πού κάθεται πλάι του: —Είδες αυτόν τον γεροξεκουτιάοη χορτοφάγο, τον Γκάν τι σήμερα, Χάρυ; ρωτάει. —ΐον είδα. Είναι αμίλητος καί κατσούφης. Διαβάζε,ι καί προσεύχεται. Στοιχηματίζω άμως μέ τό κεφάλι μου πώς

15

υποκρίνεται. "Εχει τήν ουρά του στή συνωμοσία πού έτοιμάζουνε καί περιμένει. —Τό γράμμα περιμένει χωρίς άλλο!, λέει ό Ναντίρ. Νά ξερής, λοχαγέ, πώς θάχουμε φασαρίες. Είπε πώς θέλει νά λουσθή στο ποτάμι; —Ναι. Τό είπε, αποκρίνε­ ται ό Χάρυ. "Υστερα άπό δυο μέρες,, θά κατεβή στο Γάγγη. Αλλά θαρρώ πώς δεν πρέπει νά τού επιτρέψουμε... Ό Μάξγουελ κουνάει τό κε­ φάλι. —-Κανείς δεν μπορεί νά τού τό απαγόρευση ! ’Άν κάνουμε κάτι τέτοιο θάναι χειρότερο. "Ολοι οί πατριώτες του, πού τον περνάνε γιά θεό, θά έξεγερθούν μιά ώρα νωρίτερα. Πόσους ανθρώπους έχεις, Ναν τίρ - Χό, στο Μπενάρες; —Πάνω άπό δυο χιλιάδες. —Θά τούς κρατάς σ’ επι­ φυλακή ο,ύτές τις μέρες. Θα τούς ο'.κορπίσης ανάμεσα στούο προσκυνητές. Κι5 άν κά-' νη πώς σαλεύει κανείς, θά χτμ πήσουν στο ψαχνό. ΚατάΧαβες; —Έν τάξει, λοχαγέ... —"Επειτα μήν ξεχνάς καί τούς δικούς μου στρατιώτες. Θά χτυπήσουν κύ αυτοί δίχως οίκτο. Δε χρειάζεται λύπη γιά γόν αχάριστο αυτό λαό, πού δεν αναγνωρίζει πώς τον εκ­ πολιτίσαμε καί αγωνίζεται τάχα γιά τήν ελευθερία του! "Εφερα κάμποσα τάνκς εδώ καί περιιμένουν. Στήν πρώτη ύποπτη κίνησι, θά πέσουν σάν οδοστρωτήρες απάνω στις ορ­ δές τών στασιαστών καί δεν


16

Ύ Α Γ Κ Ο Ψ

θ’ άφήσουν τίποτα όρθιο. *Όσο για τον Ταγκόρ καί την παρέα του δεν θάθελα νάμουνα στη θέσι τους. 5Απόψε κιό­ λας θά τούς κάνω μια έπίσκεψι. πού δεν την περί μένουνε. Καί τό γράμμα δε θά φτάση ποτέ στά χέρια αυτού του γέ­ ρου στασιαστή... Γυρίζει στον Χαρυ. —"Εσύ θά εξακολούθησης νά προσέχης τον Γκάντι, του λέει. Χωρίς νά φαίνεσαι, θά κάνης τον κλοιό γύρω του στε­ ρεότερο. Μάς συμφέρει νά φαντάζεται πώς είναι έλευθερος. Στο Λονδίνο, βλέπεις, τον τρέμουνε! "Αν είναι δυνατόν νά τό χωρέση κεφάλι ανθρώ­ που, πώς μιά ολάκερη συμπο­ λιτεία στέκει σέ προσοχή μπροστά σ5 αυτόν τον γέρο αλήτη! "Έπρεπε νά μου δί­ νανε τό δικαίωμα. Θά τον του­ φέκι ζα την ίδια στιγμή καί κανείς πιά δεν θά τολμούσε νά μιλήση γιά ελευθερίες καί κουραφέξαλα... —Είσαι όπως πάντα υπερ­ βολικός, λοχαγέ!, κάνει χα­ μογελώντας ό άλλος. Οι Ί >δοί, δπως κι5 οι άλλοι λαοί πού κρατάμε υπό την κυριαρ­ χία μας, είτε τό θέλουμε είτε όχι, θά πάρουν μιά μέρα μέ τό χέρι τους την ελευθερία πού τούς στερούμε... Κουβέν­ τιαζα μ" έναν "Ελληνα έμπο­ ρο από την Κύπρο σήμερα τό άπόγεμα... —"Άφησε τις πολλές κου­ βέντες, Χάρυ!, τον κόβει α­ πότομα. Θά κάνης αυτό πού σοΰ είπα!

"Ύστερα γυρίζει βτέ κά­ ποιον άλλο. —Καί σύ, λοχία, πήγαινε νά έτοιιμάσης είκοσι διαλε­ χτούς άντρες. Θά τούς πάρω μαζί μου καί θά πάμε στο ξε­ νοδοχείο «Μέντορ». Λυπάμαι πού θά διακόψω τά γλυκά ό­ νειρα τής παρέας τού Ταγκόρ. Μά ίσως ύστερα από λίγο ξαναβρούν τη συνέχεια στο μπουντρούμι πού θά τούς θί­ ξω!... ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

ΡΩΤΟΣ ξυπνάει © Τα­ γκόρ. "Ενας ύποπτος θόρυβος φτάνει στ* αυ­ τιά του. Κάποιος γυρίζει τό πόμολο τής πόρτας τής κάμα­ ράς του, προσπαθώντας νά την άνοιξη. Τινάζεται ξαφνια­ σμένος καί φουχτιάζει τό μα­ χαίρι πού βρίσκεται κάτω από τό μαξιλάρι του. Ό Μαλα» μπάρ ξαπλωμένος στο άλλο κρεβάτι κοιμάται καί ροχαλί­ ζει άνατριχιαστικά, κάνοντας τά τζάμια νά τρίζουν. Τό παι­ δί, πατώντας στά νύχια, πλη­ σιάζει αθόρυβα την πόρτα. Τώρα δμως ακούει σιγανούς χτύπους. Εκείνος πού βρίσκε­ ται απ’ έξω δέν γυρίζει πιά τό πόμολο. Χτυπάει. Αυτό ση­ μαίνει πώς δέν έρχεται σάν εχθρός. "Εκτός άν πρόκειται γιά παγίδα. "Αλλά τό 1 Ελλη­ νόπουλο παραξενεύεται ακόμα περισσότερο, όταν ακούει νά τόν κολούνε μέ τ’ όνομά του. —Ταγκόρ, άνοιξε!, ψιθυρί­ ζει κάποιος άπ* έξω. —Ποιος είναι; ρωτάει ξσ-


Τ Α Ρ Κ © Ρ φνιασμένο τό παιδί. -—"Ενας φίλος. "Άνοιξε! Ό Ταγκόρ ανοίγει καί μέ­ σα στην κάμαρη μπαίνει ένας άντρας λαχανιασμένος σά να έφτασε τρέχοντας από πολύ μακρυά. — Πρέπει νά φύγετε αμέ­ σως!, τού λέει. 01 Εγγλέζοι έρχονται νά σάς πιάσουν. Με στείλανε νά σάς ειδοποιήσω, σύπνησε τούς συντρόφους σου κι’^ελάτε μαζί μου.^ Κάθε λεπτό πού περνάει είναι πολύ­ τιμο... —«Ποιος σ' έστειλε; ρωτάει τό παιδί πού φοβάται παγίδα. —Δε ,μπορώ νά σου πώ πε­ ρισσότερα, λέει εκείνος. Μια λέξι μονάχα έχω δικαίωμα νά σού πώ: Γκάλεμ... Καθώς ακούει αυτό τό 6 νομα ό Ταγκόρ, ανασκιρτάει. Ό άνθρωπος αυτός, πού προ­ φέρει μέ τόσο σεβασμό τό ό­ νομα τού άφοβου άρχηνού τών «Ελευθέρων Ινδών», δεν μπο­ ρεί παρά νά είναι φίλος. Μέ­ σα σε δυο λεπτά, ξυπνάει τον Μαλοαμπάρ καί την Ζανγκάρ. —«Μού χάλασες ένα ωραίο όνειρο!, γκρινιάζει ό γίγαν­ τας. "Ήμουνα παρέα μέ τον έλέφαντα, τό φίλο μου τον Νουρεντίν, καί τά πίναμε! Κι5 ήρθες απάνω στην ώρα καί μέ ξύπνησες! —"Αφησε τ' άστεΐα, Μαλαμπάρ!, τον μαλώνει το παι δί. Φεύγουμε... Ντύνονται βιαστικά καί άκολ^ · "ν'ωστο. Καχ καί βγαί ς,τού ξετίσκονται

1/

δ μ ως στον έρημο δρόμο, δοκούνε ποδοβολητό πολλών ανθρώ­ πων πού ζυγώνουν προς τό μέ­ ρος τους. —"Έρχονται!, γρυλλίζει ό γίγαντας. —-Άπό εδώ!, άκούγεται ή φωνή τού οδηγού. ’Άν δεν σάς βρουν στο ξενοδοχείο, θ’ αρ­ χίσουν νά ψάχνουν παντού. Μπαίνουν σ’ ένα στενό δρό­ μο πού βγάζει σέ μιά μικρή πλατεία. — Που πάμε; ρωτάει τό παιδί. —Στη Χρυσή Παγόδα, πά με. ΈκεΤ μονάχα θά είστε α­ σφαλείς. Οι βραχμάνες καί ό­ λες οι ντεβαντασί (*) τού ιε­ ρού αυτού τού μεγάλου Σίβα είναι μαζί μας. Καί θά μάς βοηθήσουν... Ξαφνικά όμως, καθώς δια­ σχίζουν την πλατεία, μιά σφαΐ (*) ιΗ Χρυσή Παγόδα του Μττενάρες ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους 1.500 ναούς της ιταληάς αυτής πολιτείας καί έχει πάρει τό ονομά της άπό ένα τόξο πού είναι φτιαγμένα άπό πλάκες χρυ­ σού καί βρίσκεται στον υψηλότε­ ρο τρούλο της: ^Εκεί μέσα μπάρχει ό Βωμός τού Σίβα. Κάθε πι­ στός πού κατορθώνει νά μπη μέ­ σα σ' αυτό τό ναό καί νά έκτελέση γύρω άπό τό μαρμάρινο βωμό ώρισμένους θρησκευτικούς τύπους θεωρείται βέβαιο ότι θα πάη στον Βραχμανικο παράδεισο. Οί Ντεβαντάσι είναι οί ιέρειες των ιν­ δικών ναών πού χοο^νουν θρη­ σκευτικούς χορούς. Ντεβαντάσι θά πη «δούλη τού Θεού». Οί Ευ­ ρωπαίος τις ιέρειες αυτές τις ξέ­ ρουν μέ τό όνομα «μπαγιαντέ­ ρες». "Έτσι τις ονόμασαν οί Πορτογάλοι έξερευνηταί πού πρώ­ τοι τις είδαν νά χορεύουν. «Μπα* γιαντέρα» στην πορτογαλική γλώσσα σημαίνει χορεύτρια.


Ό γεναιος

Τ

τον Μάξγουελ ν’ άφρί£η όπτ’τό κακό του


20

ΤΑΓΚΟΊ

ρα σφυρίζει πάνω από τά κε­ φάλια τους. "Υστερα κι5 άλ­ λη κι5 άλλη. Φωνές άκούγονται στο σκοτάδι. —Μάς πρόλαβαν!, λέει τό παιδί. —Προχωρήτε !, άπαντάε ι ό όδηγός. Ή παγόδα δεν εί­ ναι μακρυά άπό εδώ. Αρχίζουν νά τρέχουν. Άλ­ λα οί "Αγγλοι τούς έχουν δη και οι πυροβολισμοί γίνονται περισσότερο πυκνοί. Τό ποδο­ βολητό ολοένα άκούγεται πιο κοντά. Βρίσκονται σέ πολύ δύ­ σκολη θέσι. Σέ λίγο θά τούς έχουν φτάσει. —Μαλαμπάρ, λέει τό τολ­ μηρό Ελληνόπουλο καθώς μπαίνουν σ’ έναν καινούργιο δρόμο. Θά μείνω πιο πίσω έγώ. Θά τούς κρατήσω. Σ' αυ­ τό τό μεταξύ, έσύ κι* ή Ζανγκάρ μαζί μέ τον οδηγό θά φτάσετε στην παγόδα. Δόσε μου τό πιστόλι σου. Ό γίγαντας αρχίζει νά /κρινιάζη. Θέλει νά μείνη κον­ τά στο παιδί. —Κάνε αυτό πού σου λέω!, διατάζει ό Ταγκόρ. Σέ λίγο θά είμαι πάλι κοντά σας... ^ Ό Μαλαμπάρ δέ μπορεί νά κάνη διαφορετικά. Υπακούει, δίνει γκρινιάζοντας τό πιστό­ λι στον Ταγκόρ και χάνεται στο βάθος του δρόμου. Τώρα τό 1 Ελληνόπουλο μένει μόνο, Ταμπουρώνεται πίσω άπό μιά γωνιά μέ τό πιστόλι στο χέ­ ρι. Τό σχέδιό του είναι ν’ α­ πασχόληση τούς διώκτες του. Παίζοντας κορώνα - γράμμα­ τα τη ζωή του, θέλει νά διευ-

κολύνη τη φυγή τής Ζανγκάρ. -έρει πόσο σκληρά θά φερ­ θούν οι "Αγγλοι στο κορίτσι, άν πέση στά χέρια τους. Περιμένει λοιπόν κι’ έχει τό δάχτυλο στη σκανδάλη. "Ενα λεπτό αργότερα φαίνονται οι πρώτοι στρατιώτες πού τούς κυνηνοΰν. Τρέχουν, φωνάζουν και πυροβολούν. Καί τότε τό αγόρι ιμέ την λιονταρίσια καρδ'ά, αρχίζει νά ρίχνη. Τό πι­ στόλι του ξερνάει γλώσσες φωτιάς καί καυτό μολύβι. "Ε­ νας άπό τούς "Αγγλους τραυ­ ματίζεται καί πέφτει στη μέ­ ση τού δρόμου ουρλιάζοντας άπ’ τόν πόνο. Οί άλλοι ξα­ φνιασμένοι στέκονται γιά με­ ρικές στιγρές άκίνητοι —Δειλοί!, φωνάζει κά­ ποιος. 'Γί στέκεστε; Θά τους άφήσετε λοιπόν νά μάς ξεφύγουν; Ό Ταγκόρ άναγνωρίζει τού τη τη φωνή. Είναι τού λοχα­ γού Μάξγουελ. Αλλά δέν χά­ νει την ψυχραιμία του. Τό έννεάσφαιρο πιστόλι του κάνει θαύματα. Καί λίγα λεπτά μονάχα νά σταΐματήση τούς "Αγγλους, είναι κέρδος. Οι φίλοι του εν τώ μεταξύ θά έ­ χουν έξαψανιστή καί δέν θά βροΰν τά ίχνη τους. —Απάνω του ’ τό ουρλισ^ ~ ΓΥ 1

ι.α χρησι­ μοποιώ ' -.φυλάγεται τό παιδί, ιυροβολεϊ κι’ αυ­ τός. Κι’ οί στρατιώτες δέν τρέχουν πιά. "Εχουν γλυστρή-


ΤΑΓΚΟΙ" σει στο έδαφος και σέρνον­ ται μέ την κοιλιά. Προχωρούν, αλλά προχωρούν πολύ άργά. Τώρα ό Μαλαμπάρ, ή Ζανγκάρ και ό οδηγός τους Βά βρίσκωνται σίγουρα πολύ μσκρυά.

21

γύρω του. Τώρα οί στρατιώ­ τες τρέχουν τό κατόπι του καί τό ποδοβολητό τους μαζί αέ τις άπειλητικές κραυγές καί τις βλαστήμιες τους, γεμίζουν τον αέρα. Πόρτες ανοίγουν καί κλείνουν, τρομαγμένες μορφές έμφανίζονται στά παράθυρα. ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ Σιγανές κουβέντες άκούγοντα· ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΣ μέσα στά σπίτια. Ι ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ μέ ε­ —Ποιόν κυνηγάνε οί Εγ­ πικεφαλής τον Μάξγλέζοι;^ γουελ, ζυγώνουν. Τό —Τον Ταγκόρ ! άφοβο Ελληνόπουλο πιέζει —Είναι στο Μπενάρες ό τή σκανδάλη. Άκούγεται ένας Ταγκόρ; ξερός κρότος. Ό κρότος πού —Ναί. Έδώ είναι! κάνει τό μέτοώλο όταν χτυ­ Σ’ αυτό τό μεταξύ, τό παι­ πάει σ’ ένα άλλο. Δεν ύπάρ^ δί έχει μπή τρέχ όντας σ’ ένα χουν πια σφαίρες. Πετάει τό λαβύοινθο από στενούς δρό­ όπλο. Του είναι άχρηστο. Τώ­ μους καί ξαφνικά νοιώθει τό ρα ήρθε ή ώρα να φροντίση αίμα του νά παγώνη. Μπρο­ καί γιά τή δική του σωτήρια. στά του προβάλλουν τέσσερ-.ς Ρίχνει μιά ματιά γύρω του. (οπλισμένοι στρατιώτες. Δεν πρέπει να τον πιάση ό Μάξγουελ. Τό μυαλό του δου­ —Στάσου, Ταγκόρ!, άλεύει γοργά. Μέσα στο σαρά­ κούγεται ένα ουρλιαχτό. Δέ κι του είναι κρυμμένο τό μπορείς πιά νά ξεφύγης. Πα­ γράιμυα τού Γκάλεμ προς τον ραδόσου ! Γκάντι. "Αν τον πιάσουν οι Τον έχουν μπλοκάρει! Ε­ "Αγγλοι καί τό διαβάσουν, θα κείνοι πού τον κυνηγούν μοι­ είναι μιά μεγάλη καταστροφή. ράστηκαν στά δύο κι* έκλει­ σαν τό δρόμο. Δέν θά μπορέ— Παραδόσου, Ταγκόρ:^ ση νά ξεφύγη. Κάνει μερικά άκούγεται βραχνή ή φωνή τού βήματα προς τά πίσω, μέ^ τή λοχαγού. "Αν είσαι καλό παι­ ράχη κολλημένη στον τοίχο. δί, δεν έχεις νά πάθης τίπο­ Κρύος ιδρώτας βρέχει τό μέ­ τα! τωπό του. Ή καρδιά του χτυ­ Τό Ελληνόπουλο ' χαμογε­ λάει. Τις ξέρει τις υποσχέσεις πάει βιαστικά καί τό στήθος του άνεβοκατεβαίνει, καθώς των "Αγγλων. είναι λαχανιασμένος από τό —"Ελα νά μέ πιάσης, Μάξ τρέξιμο. Δέν τον ενδιαφέρει η γουελ!, φωνάζει. ζωή του. Τό γράμμα έχει στο Καί, πέρνοντας μιά στροφή νού του. Τό γράμμα τού Γκά­ απάνω στις φτέρνες του, άρχίζει νά τρέχη. Οί σφαίρες ^ λεμ δέν πρέπει νά πέση στά σφυρίζουν καί πέφτουν βροχή χέρια των "Αγγλων, "Εδωσε

Ο


22

Τ Α Γ Κ 0 Ρ

μια υπόσχεσι και πρέπει νά τήν κράτηση. Ρίχνει απελπι­ σμένες ματιές δεξιά κι5 αρι­ στερά. Οι στρατιώτες τον ζυ­ γώνουν κι* από τις δυο με­ ριές. Ούτε νά προχωρήση ού­ τε νά υποχώρηση μπορεί πια. Στέκει ασάλευτος. Στηρί­ ζει τη ράχη του στην κώχη μιας πόρτας και σφίγγει τά δόντια. Δεν θά παραδοθή. Θά παλέψη άγρια πριν ύποκύφη. * Απότομα όμως γίνεται κάτι πού τον ξαφνιάζει. Ή πόρτα ανοίγει κι3 ένα χέρι τον τρα­ βάει προς τά μέσα. Ή πόρ­ τα ξανακλείνει. Μιά γρηά Ιν­ δή στέκει μπροστά του. Βρί­ σκεται σέ μιά φτωχική κάμα­ ρη. Μιά σκάφη με προζύμι εί­ ναι στη μέση και είναι φανερό πώς ή γυναίκα, πού τόσο α­ πρόοπτα ήρθε νά τον βοηθήση, ζύμωνε λίγες στιγμές νω­ ρίτερα. —Είσαι ό Ταγκόρ; ρωτάει και κυττάζει μέ θαυμασμό το παιδί. "Ακόυσα εκείνους πού σέ κυνηγουν νά φωνάζουν αυ­ τό τό όνομα. —Ναί, είμαι ό Ταγκόρ, λέει τό Ελληνόπουλο. —"Εχω κι5 εγώ ένα γυιό πού πολεμάει τούς Έγγλέζους. λέει ή γυναίκα. Θά σέ βοηθήσω. Μά την ίδια στιγμή ή πόρ­ τα κλονίζεται. Οι "Αγγλοι έ­ χουν συνέλθει από τήν πρώτη έκπληξι καί ρίχνονται μέ λύσ­ σα απάνω της. Θά τήν γκρε­ μίσουν μέσα σ’ ένα λεπτό. Τον είδαν νά χάνεται από μπρο­ στά τους καί κατάλαβαν. — Θά μέ πιάσουν!, λέει

βιαστικά τό παιδί στο γυναί­ κα. Πριν μπουν μέσα όμως πρέπει νά σου πώ κάτι... Καί αρχίζει νά τής μιλάη βιαστικά καί χαμηλόφωνα. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

ΝΑ λεπτό αργότερα, ή πόρτα υποχωρεί μέ πά­ ταγο. Στο κατώφλι φαί­ νεται ή άγρια μορφή του Μάξ γουελ. Κρατάει δυο πιστόλια, ένα στό κάθε του χέρι, καί ση­ μαδεύει τό παιδί. Πίσω του φαίνονται οι στρατιώτες. —5Απάνω τά χέρια, λη­ στή!, γρυλλίζει. —Βάλε τά πιστόλια στήν τσέπη σου, Μάξγουελ!, λέει χαμογελώντας τό Ελληνόπου­ λο. Είμαι άοπλος καί παραδί­ νομαι... —Δέστε τον!, ουρλιάζει 6 λοχαγός. Οι στρατιώτες δένουν γορ­ γά τον Ταγκόρ καί ό Μάξ­ γουελ γυρίζει στη γυναίκα. •—Έσύ ποιά είσαι; ρωτάει άγρια. —3Εγώ είμαι μιά φτωχή 3 Ινδή, αποκρίνεται εκείνη δί­ νοντας μιά τρομαγμένη έκφρα σι στό πρόσωπό της. Ζύμωνα ψωμί γιά τά παιδιά μου, ό­ ταν είδα αυτόν τον άγριά·ΓθρωπέΓ'νά μπαίνη μέσα. Ευ­ τυχώς πού ήρθατε πριν μου κάνη κακό αυτός ό ληστής! Ό φωτοδότης Βούδδας νά σάς εύλογή. Ό λοχαγός χαμογελάει. —Οι "Αγγλοι προστατεύ­ ουν τούς καλούς υπηκόους τους, λέει. Τώρα μπορείς νά


Μ·!——...

ΙΑΠΘ^ ■■ ι

ιιι.ι

συνέχισης ήσυχα τή δουλειά σου. Ή συνοδεία βγαίνει πάλι στο σκοτεινό δρόμο υστέρα α­ πό λίγο. —Που είναι οι άλλοι; ρω­ τάει ό Μάξγουελ. —Ποιοι άλλοι; κάνει σά νά ξαφνιάζεται ό Ταγκόιρ. —"Άφησε τις εξυπνάδες! Ρωτάω γιά την παρέα σου. Τρεΐς φύγατε άπό τό «Μέντορ». —Δεν ξέρω πού πήγαν οί άλλο η λέει τό παιδί. "Οταν σάς είδαμε άπό τό παράθυ­ ρο, φοβηθήκαμε καί τό βάλα­ με στα πόδια. Βγήκαμε στο δρόμο κι" άρχίσαμε νά τρέ­ χουμε στην τύχη. Τούς, έχα­ σα. —Καί κάτι άλλο ακόμα Π συνεχίζει ύστερα άπό μικρή σιωπή ό "Άγγλος λοχαγός. "Έφερες κάποιο γράμμα γιά τον Γκάντι. Αυτό τό γράμμα >μού χρειάζεται. —Δεν καταλαβαίνω τί μου λες!, κάνει τό Ελληνόπουλο. —Αυτό θά τό δούμε, βρωμοέλληνα!, μουγγρίζει ό Μάξ γουελ. —Σου είπα καί τήν άλλη Φορά πού συναντηθήκαμε, λέει με σφιχτά τά δόντια τό παι­ δί. Νά μή^ με βρίζης, όταν μ" έχης δεμένο, βρωμοεγγλέζε ’ Άν είσαι άντρας, νιατί κου­ βαλάς σαράντα ανθρώπους κάθε τόσο όταν έρχεται νά μέ πιάσης; Τά μάτια τού λοχαγού α­ στράφτουν απαίσια. —Βούλωσε τό στόμα σου. φτάρτη!, ουρλιάζει καί χτυ­

23

πάει μέ δύνοομι στο πρόσωπο τό παιδί. Πάψε νά μιλάς, λη­ στή! Ή γροθιά ματώνει τά χεί­ λια τού Ταγκόρ καί τού προ­ ξενεί ένα φοβερό πόνο στά δόντια. Μά δεν ξεφωνίζει. Μο­ νάχα παλεύει νευρικά μέ τά σκοινιά πού είναι δεμένα τά χέρια του. "Ομως τίποτα δεν καταφέρνει. .Είναι σφιχτά δε­ μένος καί κάθε προσπάθεια πού κάνει πληγώνει τις σάρ­ κες του. Ό λοχαγός γυρίζει στους στρατιώτες. —"Εμπρός!, φωνάζει άγρια^Πάρτε τον στον στρατώ­ να. "Εκεΐ θά τον κάνω εγώ νά λύση τή γλώσσα του! "Αλλά ούτε στο στρατώνα ό Ταγκόρ άνοίγει τό στόσσ του. Τον .μπάζουν σ’ ένα χα­ μηλοτάβανο δωιμάτιο, περνούν σ" ένα γάντζο τό σκοινί πού κρατάει δεμένα τά χέρια του καί τον κρεμούν στο ταβάνι. Τό παιδί, κρεμασμένο έτσι στο κενό, αισθάνεται σάν νά κόβωνται οί μασχάλες του. Υποφέρει. Ό Μάξγουελ κά­ θεται σε μιά καρέκλα καί τον κυττάζει. —Λοιπόν, μήπως θυμήθη­ κες πού είναι τό γράμμα; ροοτάει άγρια. —-"Όχι. Δεν θυμήθηκα!, α­ ποκρίνεται μέ πείσμα τό πα δί.£ Ό Άγγλος γυρίζει σέ δυο γιγαντόσωμους "Ινδούς πού κρατούν μσκρυά, αγκαθωτά ,μαστίγια στο χέρι. —"Εμπρός, παιδιά!, λέει. Αρχίζουμε!


14

ΤΑΓΚΟΊ

ρωνικά κι5 ύστερα μέ μιάν α­ Και τότε τά δυο μαστίγια πότομη κίνησι απλώνει τό χέ­ αρχίζουν ρυθμικά, μέ μιαν α­ φάνταστη αγριότητα νά πέ­ ρι καί τραβάει βάναυσα τό σαρίκι από τό κεφάλι του Τα­ φτουν στη γυμνή πλάτη του γκόρ. παιδιού, σχηματίζοντας 'μα­ τωμένες ευθείες καί τεθλασμέ­ —Έδώ μέσα πρέπει νά εί­ ναι κρυμμένο τό γράμμα!, νες. "Οσο και νά θέλη νά κραλέει θριαμβευτικά. τηθή, ό Ταγκόρ δεν μπορεί. Ό πόνος είναι αβάσταχτος. Καί αρχίζει βιαστικά νά Βογγάει. Ό Μάξγουελ που ξετυλίγη τό άσπρο πανί. Τό τον ακούει, ξεσπάει σ' ένα δυ­ Ελληνόπουλο κάνει μιά κίνη­ νατό γέλιο. σί σάν νά θέλη νά σηκωθή. Αλλά δυο ζευγάρια χέρια τον —Και ακόμα βρισκόμαστε καθηλώνουν απάνω στο κάθι­ στην αρχή !, μουγγρίζει. Εμ­ πρός, λεβέντες! Πιο δυνατά. σμα. ΑΑέ γοργές κινήσεις ό Μάξγουελ ξετυλίγει τό πανί Τά δυο μαστίγια σφυρίζουν καί ξαφνικά ουρλιάζει σά νά σάν φίδια και τά αγκάθια τους τον δάγκωσε κόμπρα. τραπούν τό κορμί του παιδιού. Τό πρόσωπό του γίνεται όσο —Δέν είναι!, λέει μέ σφι­ περνάει ή ώρα καί πιο χλωρό. χτά δόντια. Δέν υπάρχει ού­ τε στο σαρίκι τό γράμμα! Κάθε στιγμή νομίζει πώς θά λιποθυμήση. "Ομως τό έχει Τά μάτια του στενεύουν α­ πάρει άπόφασι. Δεν πρόκει­ πό τή λύσσα πού τον παι­ ται νά παραδώση τό γράμμα δεύει. ούτε θ’ αποκάλυψη πώς οί δυο —Κρεμάστε τον πάλι!, φίλοι του βρίσκονται κρυμμέ­ διατάζει. Κι* άρχίστε τό μανο ι_στή Χρυσή Παγόδα... στίγωμα! -αψνικά, ό Μάξγουελ σηκώ­ Οι δυο Ινδοί κρεμουν τό παιδί πάλι άπ’ τό ταβάνι καί νεται όρθιος. —Σταματήστε!, διατάζει ύστερα από δυο λεπτά τά μα­ τούς δυο δήμιους. Κατεβάστε στίγια αρχίζουν νά σφυρίζουν τον απ' τον γάντζο. Θαρρώ στον αέρα. πώς ξέρω τώρα που έχει κρυμ —Τί τό έκανες τό γράμ­ μένο τό γράμμα. μα; ρωτάει τον Ταγκόρ. Εκείνοι έκτελουν ο,τι τούς —Δέν θά τό μάθης ποτέ!, λέει. Τό παιδί πού δεν μπο­ αποκρίνεται μέ ξεψυχισμένη ρεί νά σταθή όρθιο σωριάζε­ φωνή τό παιδί. ται σ’ ένα κάθισμα. Τό στή­ -—Φέρτε τή φωτιά!, μουγθος του άνεβοκατεβαίνει σάν γρίζει ό "Αγγλος. ’Άν δέν τόν φυσαρμόνικα. Τό πρόσωπό κάνω εγώ απόψε νά μιλήση, του^ έχει μουσκέψει άπ’ τον νά μή μέ λένε Μάξγουελ. ιδρώτα. Τό μαρτύριο τον έχει Οι δυο δήμιοι φεύγουν καί εξαντλήσει. Ό "Αγγλος πη­ ξαναγυρίζουν σέ λίγο. Τοπο­ γαίνει προς τό μέρος του. θετούν μερικά ξύλα στο πά­ Στέκει καί τον κυττάζει ει­ τωμα, κάτω ακριβώς άπό τά


ΑΛ&Λ*———— —» — ———

ί Α Γ Κ 5 Ρ —■ ...

πόδια του κρεμασμένου παι­ διού καί βάζουν φωτιά. Οι φλόγες άρχίζουν νά τσουρου­ φλίζουν τον Ταγκόρ. —Άρχίστε τό μαστίγωνα πάλι!, διατάζει ό "Αγγλος. Τώρα τό ατρόμητο Ελλη­ νόπουλο καταλαβαίνει πως δέ θά μπόρεση ν’ άντέξη πο­ λύ. Ή φωτιά πού του καίει τά πόδια και τά αγκάθια που του γδέρνουν την πλάτη, θα τον κάνουν νά χάση τις αισθή­ σεις του. "Ομως αυτή την κρίσιμη στιγμή γίνεται κάτι και στα­ ματάει απότομα τό φριχτό μαρτύριο. Ή πόρτα ανοίγει κΓ ένας στρατιώτης μπαίνει τρέχοντας στο δωμάτιο. Πη­ γαίνει κοντά στον Μάξγουελ, χαιρετάει, σκύβει και κάτι τού λέει ψιθυριστά στ5 αυτί. Εκεί­ νος ανασκιρτάει και σηκώνε­ ται. "Ενα παράξενο χαμόγε­ λο κρέμεται στά χείλη του. —Ξεκρεμάστε αυτόν τον ληστή!, διατάζει ^ τούς Ιν­ δούς. Ρίχτε του δυο κουβάδες παγωμένο νερό στά^ μούτρα νά συνέλθη. Θά πάμε στή Χρυσή Παγόδα και τον θέλω, παρέα μου. Έκεΐ κρύβοντας ό κρεμανταλάς ό^ Μαλαιμπαρ και ή κόρη αύτού τού προδό­ τη τού Νιρούκτα. Έκεΐ έχει κρυμμένο σίγουρα καί τό γράμμα πού έφερε γιά τον Γκάντι αυτό τό παλιόπαιδο... ΣΤΗ ΧΡΥΣΗ ΠΑΓΟΔΑ

ΧΕ! αρχίσει ^νά ξημερώνη κι5 οί πρώτες ακτίνες τού ήλιου χρυσώνουν τον ιερό Γάγγη. Τά νερά του κυ­

2*

λάνε άργά, ^ φορτωμένα λου­ λούδια. Απάνω από τούς πέν­ τε τρούλλους τής Χρυσής Πα­ γόδας τού Θεού Σίβα φτερο­ κοπούν χιλιάδες γαλάζια καί άσπρα περιστέρια, πράσινοι παπαγάλοι κι5 ένα σωρό άλ­ λα όμορφα πουλιά μέ παρά­ ξενα καί χτυπητά χρώματα. Οί ανθώνες πού περιβάλλουν τον ναό γεμίζουν τον αέρα μέ λογής - λογής αρώματα. Γύρω ^ από τό μαρμάρινο βωμό τού πρώτου θεού καίνε βαρειά θυμιάματα καί μέσα στο απέραντο ιερό πηγαινοέρ χονται πατώντας στις μύτες τών ποδιών τους οι βραχμάνοι μέ χρυσοκέντητες στολές, προετοιμάζοντας τήν τελετή πού αποτελεί τήν έναρξι τών μεγάλων θρησκευτικών έορτών τοΰ Μπενάρες. Πίσω απ’ τό ναό οί «δούλες τού Θεού», οί ντεβαντάσι, τυλιγμένες στά χρωματιοπά πέπλα τους, προ ετοιμάζονται γιά τον πρώτο χορό τους, πού εΐναι^ ό χαιρε­ τισμός στήν αυγή τής ημέρας πού έρχεται... Μιά γοώήνη άπ'λώνεται σ’ όλα τά γύρω καί ολα φαίνον­ ται ήρεμα, όταν ξαφνικά έ­ νας βραχμάνος μέ μακρυά ά' σπρα γένεια φτάνει άσθμαίνοντας καί πλησιάζει τις χο­ ρεύτριες. —Πού είναι ή κοπέλλα καί ό ξένος μας; ρωτάει ανήσυ­ χος. —Είναι κάτίο κρυμμένοι στο υπόγειο τής παγόδας, λέει μιά άπ’ όλες. —Φροντίστε νά τούς βρήτε μιά άλλη κρυψώνα!, Οί ’Εγ­


26

Τ Α Γ Κ Ο Ρ

γλέζοι περί κύκλωσαν τό ναό και θά ψάξουν παντού. Ό Δαλσϊλάμα τούς κουβεντιάζει ε­ πίτηδες καί τούς καθυστερεί στην είσοδο. Βιασθητε! Πρέ­ πει νά γίνουν τ’ αδύνατα δυ­ νατά νά μη τούς πιάσουν... Γίνεται μια αναταραχή α­ νάμεσα στις ιέρειες και σκορ­ πίζουν. Την ίδια στιγιμή έξω από τό ιερό, στη μεγάλη εί­ σοδο τής Χρυσής Παγόδας, κατεβάζουν από ένα τζιπ, μέ δεμένα πίσω στην πλάτη τά χέρια, τον Ταγκόρ. ' Τό Ελ­ ληνόπουλο είναι χλωρό και ε­ ξαντλημένο από τά βασανι­ στήρια, μά μέσα στο βλέμ­ μα του διακρίνεται ή άπόψασι νά μην ύποκύψη. Ή έρευ­ να πού πρόκειται νά γίνη μέ­ σα στον μεγάλο ναό τον κά­

Ό

Μαλαμττάρ,

ξαιτλωμένος

νει κάπως ανήσυχο. Αλλά έλ*· πίζει πώς εκείνοι πού άνέλαβαν νά προστατέψουν την Ζανγκάρ και τον Μαλαμπάρ δεν θά τούς άψήσουν νά πέ­ σουν στά χέρια των "Άγγλων. -—-Άρχίστε τις έρευνες!. διατάζει ό Μάξγουελ τούς στρατιώτες πού τον ακολου­ θούν. αέρω καλά δτι εδώ μέ­ σα κρύβονται! —Δέν υπάρχει κάνεις ξέ­ νος στο ναό!, λέει ένας σεβά σμιος ιερέας. Αυτό πού κά­ νετε είναι ανευλάβεια. Ό Θεός Σίβα θά έκδικηθή. —Τί ^μάς λές; κάνει ειρω­ νικά ό Άγγλος. Παραμέρισε κι5 άφησέ μας νά κάνουμε τη δουλειά <μας ! Θαρρείς πώς δέν τό ξέρω δτι ή παγόδα αυ­ τή έχει γίνει ή σφηκοφωλιά έ-

στο δρόμο, μιλάει τρυφερά στη γάτα.


ΤΑΓΚΟΡ

27

Άύτο το βάθος του δρόμου φάνηκε το πρώτο ΊΞ,γγΛεζικο Τανκς.

κείνων πού μάς^ πολεμάνε; ’Άν ήτανε στο χέρι μου, θα την άνατίναζα μέ δυναμίτη άπ’ τά θεμέλια! Οί έρευνες άρχίζουν ^ χωρίς ευγένεια. Βάναυσα και άγρια. Όλάκερος ό ναός ανακατώνε­ ται από την μιά ώς την άλλη άκρη. Άλλα ό Μαλαμπάρ καί ή Ζανγκάρ δεν βρίσκονται. Αυτό κάνει πιο έξαλλο τον Μάξγουελ. "Έχει βάλει στη γραμμή τούς βραχμάνους καί τούς τραβάει τά γένεια για να βεβαιωθή άν είναι ψεύτικα η άληθινά. "Υστερα τούς ρω­ τάει για τό γράμμα καί κάθε τόσο ρίχνει απειλητικές μα­ τιές στον Ταγκόρ. —Ή υπομονή έχει καί τά δριά της!, του λέει. Βάζορ στοίχημα πώς τήν επιστολή

τήν έχεις παραδώσει σέ κά­ ποιον άπ5 όλους αυτούς τούς άγύρτες! Μίλησε άν άγαπάς τή ζωή σου... Τό παιδί δμςος κρατάει κλειστό τό στόμα του. ’Άν εΐ“ χε λυτά αυτά τά χέρια θά μπορούσε βέβαια νά μιλήση μέ άλλο τρόπο σ5 αυτόν τον αυθάδη λοχαγό. Αλλά τά σκοινιά τον κρατάνε καί δέν μπορεΐ νά κάνη τίποτα. "Υστερα άπό μιά ώρα έχει έρευνηθή χωρίς κανένα απο­ τέλεσμα ολόκληρο τό εσωτε­ ρικό τού ναού καί οι στρατιώ­ τες μέ τον Μάξγουελ σέρνον­ τας πάντα μαζί τους τον Ταγκόρ, βγαίνουν στο πίσω προ­ αύλιο. 5Εδώ οί τριάντα ιέρειες μέ τά πολύχρωμα πέπλα τους χορεύουν τον ιερό χορό. Είναι


28

Τ Α Γ Κ Ο 8®

σαν νά μ ή κατάλαβαν δτι γύ* ρω τους ήρθαν καί στάθηκαν ένα σωρό στρατιώτες φορτω­ μένοι μέ αυτόματα. Είναι βυ­ θισμένες σέ μιαν θρησκευτική έκστασι και οΐ απαλές κινή­ σεις τους είναι γεμάτες γοη­ τεία. Ό Μάξγουελ κι* οί άνδρες του στέκουν γοητευμένοι από τούτο τό θαυμάσιο θέα­ μα. ΕΤναι τριάντα κοπέλλες και πίσω από τα αραιά πέ­ πλα πού σκεπάζουν τά πρό­ σωπά τους, διακρίνονται τά όμορφα χαρακτηριστικά τους Ξαφνικά τό παιδί αισθάνε­ ται ένα βιαστικό χτυποκάρδι. "Ανάμεσα στις ιέρειες ξεχωρί­ ζει την Ζανγκάρ! Τό κορίτσι του στέλνει ματιές φοβισμέ­ νες, αλλά και γεμάτες λα­ τρεία. "Ομως ή έκπληξί του γίνεται ακόμα μεγαλύτερη και δαγκώνει τά χείλη του νά μη ξεφωνίση, δταν βλέπει μια μεγαλόσωμη χορεύτρια που αγωνίζεται υπεράνθρωπα νά κράτηση την ισορροπία της, προσπαθώντας νά δώση μιά γοητευτική χάρι στις κινήσε>ς της... —Ό Μαλαμπάρ !, λέει μέ­ σα από τά δόντια του. Ό Μα­ λαμπάρ έγινε... χορεύτρια!... ΕΤναι πραγματικά ό γίγαν­ τας τυλιγμένος σέ τριαντα­ φυλλιά πέπλα πού κουνιέται σά νά χορεύη... χασάπικο! "Αν ήτανε διαφορετικά τά πράγματα, ό Ταγκόρ θά έπε­ φτε ανάσκελα και θά ξεκαρ­ διζότανε από τά γέλια μπρο­ στά σ5 αυτό τό καταπληκτι­ κό φαινόμενο! Μά τώρα πρέ­ πει νά κράτηση την ψυχραι­

μία του καί νά ψανή άδιάψορος. Κυττάζει λοιπόν τις χορεύ­ τριες και περιμένει. Οι ιέρειες μέ άογές κινήσεις σχηματί­ ζουν ένα κύκλο. "Υστερα τού­ τος ό κύκλος αλλάζει σχήμα. Γίνεται ένα μεγάλο άστρο και οι κοπέλλες περνάνε ανάμεσα από τούς στρατιώτες και μέ κινήσεις όλο χάρι χορεύουν κοντά τους, σχεδόν τούς αγ­ γίζουν και χαμογελουν. Εκεί­ νοι τις κυττάζουν μέ θαυμα­ σμό και καμαρώνουν τά λυ­ γερά κορμιά τους. "Έχουν ξεχάσει γιατί ήρθαν. Και ό Μάξ νουελ ακόμα ξεχάστηκε πα­ ρακολουθώντας τό θαυμάσιο αυτό όραμα. Μονάχα του Ταγκορ τό μυαλό δουλεύει γοργά. Βλέ­ πει τή Ζανγκάρ πού έρχεται κοντά του χορεύοντας καί κα­ τόπι στέκει γιά μερικές στιγ­ μές πίσω από τή ράχη του. Τό παιδί νοιώθει ένα μαχαίρι νά κόβη τό σκοινί πού κρατάει δεμένα τά χέρια του καί ή καρδιά του γεμίζει έλπίδα. "Υστερα τούτο τό μαχαίρι ά"ουμπάει στή φούχτα του. Τά δάχτυλά του αγκαλιάζουν τή λαβή του. —Σ’ ευχαριστώ, Ζανγκάρ, ψιθυρίζει. ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΛΑΜΠΑΡ

ΑΝΕΙΣ δέν έχει άντιληφθή τίποτα καί τό κο­ ρίτσι αμίλητο πάντα α­ πομακρύνεται ακολουθώντας τις άλλες ντεβαντάσι. Τώρα ό Ταγκορ παρακολουθεί μέ ά-


γωνία τις κινήσεις του γίγαν­ τα. Ό Μοώαμπάρ του ρίχνει ένα βιαστικό βλέμμα πού ση­ μαίνει πολλά καί χορεύοντας τό...χασάπικο του πλησιάζει μέ χαριτωμένες κοριτσίστικες κινήσεις, τυλιγμένος στο ροζ πέπλο του, τον Μάξγουελ καί τού χαμογελάει γλυκά. Ό λο­ χαγός κολακευμένος από την εύνοια πού τού δείχνει τούτη ή μεγαλόσωμη χορεύτρια, χα> μογελάει κι5 αυτός. —ΈΤμαι ωραίος, σκέπτεται ό Μάξγουελ, καί μ’ έρωτεύτηκε^. Αυτή ή «δούλη τού Θεού» έχει γούστο καί ξέρει νά διαλέγη. Καί ξαφνικά νοιώθει μιά παράξενη ευτυχία καθώς ή χο­ ρεύτρια, πού βρίσκεται πιά εντελώς κοντά του, τον αγκα­ λιάζει. 5Αλλά ή ευτυχία αυτή γίνεται ένας απερίγραπτος πανικός μέσα σέ μισό δευτε­ ρόλεπτο. Τά χέρια πού τον αγκαλιάζουν είναι μιά φοβερή σιδερένια τανάλια πού τού κό­ βει τήν αναπνοή... — Μή βγάλης τσιμουδιά, Μάξγουελ!, λέει μιά βραχνή φωνή στ5 αυτί του. ’Άν κά­ νης πώς μιλάς θά σοΰ στρίψω μέ μεγάλη ευχαρίστησι τό λα­ ρύγγι... 'Αλλά ό "Άγγλος είναι πει­ σματάρης. Ανοίγει τό στόμα έτοιμος νά ξεφωνίση καί τι­ νάζεται προς τά πίσω γιατί έχει καταλάβει οτι έπεσε σέ παγίδα. "Ομως δέν προφταί­ νει νά κάνη άλλη κίνησι. Ή χερούκλα τού Μαλαμπάρ τι­ νάζεται προς τά εμπρός καί ή γροθιά του πέφτει βαρειά

στό στομάχι του. —Νά, γιά νά μάθης νά εί­ σαι άτακτος!, γρυλλίζει. Καί, καθώς ό Μάξγουελ δι­ πλώνεται στά δύο καί πέφτει αναίσθητος, ό γίγαντας σκύ­ βει καί φουχτιάζει τά δυό του πιστόλια. Τήν αμέσως επό­ μενη στιγμή πυροβολεί δεξιά κι" αριστερά καί δυό "Άγγλοι, πού έρχονται κατ’ απάνω του, γονατίζουν. Ταυτόχρονα άκούγεται μιά άγρια παιδική φωνή: —Απάνω τά χέρια δλοι * "Οποιος* κινηθή θά πέση νε­ κρός ! Είναι ό Ταγκόρ πού διατά­ ζει. Τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο έχει έπωφεληθή από ^τή σύγ­ χυση πού δημιουργεΐται καί αφοπλίζει έναν από τούς "Άγ­ γλους πού στέκει δίπλα του. Καί τώρα μέ τό αυτόματο στό χέρι, διατάζει: —Απάνω τά χέρια, "Εγ­ γλέζοι! Σάς διατάζει ό "Ελ­ ληνας ! Κι’ ύστερα γυρίζει στον γί­ γαντα: —ιΠάρε τους τά δπλα, Μα­ λαμπάρ !, φωνάζει άγρια. Καί κλείδωσέ τους στό υπόγειο. Κάποιος δοκιμάζει ν’ άντισταθή. Μά σχεδόν αμέσως άφίνει ένα ξεφωνητό πόνου καί σωριάζεται. Τρεΐς σφαίρες άπ^’ τό αυτόματο τού παιδιού τού τσακίζουν τον ώμο. Οί άλλοι σηκώνουν τά χέρια καί άψίνουν τον Μαλαμπάρ νά τούς άφοπλίση. —Καί τώρα...εις φάλαγγα κατά τετράδας!, διοπτάζει ό Μαλαμπάρ,


3:

Θέλοντας καί μή οι "Αγγλοι υ π ακούουν και ό γίγαντας, που έχει ττάρει στα σοβαρά την υπόδεσι, συνεχίζει τά παρ αγγέλματα: —Εμπρός, Μαρς ! "Ενα ουο! "Ενα - δυο! Βαβίζετε: Οί ιέρειες παραμερίζουν και μπροστά οί στρατιώτες μέ ψηλά τά χέρια καί πίσω ό Μαλαμπάρ που κρατάει έτοι­ μο νά κελαϊδήση ένα αυτόμα­ το, κατεβαίνουν κατά.,.τετρά' δες τις σκάλες κύ υστέρα από δυο λεπτά είναι κλειδωμένοι στο υπόγειο. —"Ετοιμοι γιά δρόμο’, διατάζει ό Ταγκό ρ δταν έπ ιστρέψη ό γίγαντας. Θά πά­ ρουμε τό τζιπ του Μάξγουελ πού είναι στην είσοδο. "Ενας φίλος θά μάς πάη σε ασφα­ λές καταφύγιο. Τά δυο παιδιά καί ό Μα­ λαμπάρ ευχαριστούν ύστερα τις χορεύτριες καί τούς βραχμάνους πού τόση βοήθεια τούς πρόσφεραν. —Έταν καθήκον μας, λέει μέ συγκίνησι ό αρχιερέας κα­ θώς σφίγγει τό χέρι του α­ γοριού. Είμαστε ευτυχισμέ­ νοι πού γνωρίσαμε από κον­ τά τον θρυλικό Ταγκόρ καί την παρέα του, πού τόσα έ­ χουν κάνει γιά την έλευθερία μας... Η ΕΠΑΝΑ2ΤΑΣIΣ ΑΡΧΙΖΕΙ !

ίΑ ώρα^άργότερα, φι­ λοξενούνται στό^σπίτι κάποιου πλουσίου Ινδού, πού ανήκει στη κή όργάνωσι «Έλευθερία ή

Μ

Θάνατος» ^ και συνεργάζεται στενά μέ τον Γκάντι. Είναι έ­ νας άρχοντας πού έχει ακού­ σει τόσα πολλά γιά τό ηρωι­ κό Ελληνόπουλο καί τούς υ­ ποδέχεται μέ χαρά. Τούς πα­ ραχωρεί τρία άπ’ τά καλύτε­ ρα δωμάτιά του. Τούς δίνει ρούχα κύ ένας γιατρός πού προσκαλείται αμέσως περι­ ποιείται τις πληγές πού εχε' ό Ταγκόρ στη ράχη από τό άγριο μαστίγωμα τών "Αγ­ γλων. — Κάποτε θά τά πληρώ­ σουν δλα αυτά καί ακριβά μά­ λιστα!, λέει ό Ινδός. "Υστερα από λίγο, δταν δ­ λα έχουν πια τακτοποιηθή, ό Μαλαμπάρ θυμάται τό γράμμα. —Τί έγινε τό γράμμα; ρω­ τάει τον Ταγκόρ. Στο πήρε ό Μάξγουελ; Τό παιδί χαμογελάει. —Τό γράμμα βρίσκεται σέ .καλά χέρια,, αποκρίνεται. Τό έχω έμπιστευθή σέ μια γυνοακα. ’Άν θέλης μάλιστα, πάμε μαζί νά τό πάρουμε... Κατά τό σούρουπο βγαί­ νουν από τό σπίτι. Είναι ντυ­ μένοι τώρα σάν αληθινοί άρ­ χοντες καί ό Ταγκόρ είναι α­ γνώριστος μέσα στα μεταξω­ τά σαλβάρια^ πού φοράει. Ό Μαλαμπάρ είναι μέ τό τερά­ στιο μπόϊ του μεγαλοπρεπής σάν ακόλουθος πρίγκηπα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι προσκυ­ νητές καί έτσι καθώς μπερ­ δεύονται μέσα στο πλήθος, δέν ^έχουν φόβο νά αναγνωρι­ μυστι­ στούν. "Οσο βαδίζουν, ό Ταγκόρ


I8 Α Ρ Κ 0 Ψ διηγείται στον γίγαντα την χθεσινοβραδυνή π ε ριπέτειά Του. Του -περιγράφει μέ συν­ τομία πώς δταν βρέθηκε κυ­ κλωμένος απ’ τούς Αγγλους, μιά άγνωστη γυναίκα του ά­ νοιξε την πόρτα του σπιτιού της νά τον κρύψη. —Ή γυναίκα έφτιαχνε ψω­ μιά δταν μπήκα, λέει. Ζύμωνε σε μιά σκάφη και φούρνιζε ο'5 ένα χωριάτικο φούρνο πού υ­ πήρχε μέσα στην ίδια κάμα­ ρη^ "Οταν άρχισαν νά βρον­ τούν την πόρτα οί "Άγγλοι κι’ είδα πώς δεν υπήρχε πια τρόπος νά γλυτώσω, έβγαλα τό γράμμα από τό σαρίκι και τδδωκα στη γυναίκα. Εκείνη ~όρριξε στη σκάφη, τό τύλι­ γε στη ζύμη κι’ έφτιαξε μέ καταπληκτική ταχύτητα μιά μικρή πήτα πού τήν έρριξε α­ μέσως μέσα στο φούρνο, Ή καρδιά μου πήγε νά σπάσπ Αλλά εκείνη μ’ ένα βλέμμα μέ καθησύχασε. "Υστερα από μισό λεπτό μπήκαν οί Εγ­ γλέζοι και μέ πιάσανε... —Καί τώρα; ρωτάει ό γί­ γαντας. —Τώρα πάμε νά πάρουμε τήν πήτα καί νά ευχαριστή­ σουμε τήν καλή γυναίκα. Πραγματικά, ύστερα από λίγο χτυπούν τήν πόρτα τού χαμηλού σπιτιού. Ή γυναίκα τούς ανοίγει. "Οταν άναγνωρίζη τόιν Ταγκόρ, τό πρόσω­ πό της αστράφτει από χαρά. Περνούν μέσα. ,—"Ολο τό Μπενάρες συζη­ τάει σήμερα γιά σένα, παλ· ληκάρι μου, τού λέει. Μαθεύ­ τηκε πώς ξέφυγες απ’ τούς

Εγγλέζους. Καί πώς τούς έ* ξευτέλισες στην Χρυσή Πα­ γόδα. ^—*Ηρθα γιά τό γράμμα, λέει τό παιδί. —Σέ περί μένα. Τό γράμ­ μα βρίσκεται μέσα στην πή*· τα καί είναι στή διάθεσί σου. Αμέσως νά στο δώσω. Ό Ταγκόρ χαμογελάει. Βλέπει τή μικρή πήτα πού βρίσκεται στο άντικρυνό τρα­ πεζάκι. Κανείς δέ μπορεΐ νά φανταστή δτι έκεΐ μέσα υ­ πάρχει ένα τόσο πολύτιμο έγγραα>ο. Χαμογελάει μά ξαφνι­ κά τό χαμόγελο σβύνει καί τό πρόσωπό του γεμίζει αγωνία. Καθώς ή γυναίκα άπλωνει τό χέρι νά πάρη τό ψωμί, μιά με­ γάλη πεινασμένη, όπως φαί­ νεται, μαύρη γάτα, σαλτάρει καί άρπάζει στά δόντια της τήν μικτή πήτα. "Υστερα πη­ δάει κάτω άπ’ τό τραπέζι καί γλυστρώντας άπ’ τή μισάνοι­ χτη πόρτα, βγαίνει στο δρό­ μο ! —Δυστυχία μου!, βγάζει μιά φωνή ή γυναίκα. Αλλά τό Ελληνόπουλο έ­ χει μέ δυο βήματα δρασκελί­ σει τό κατώφλι καί δεν τήν ά~ κούει. Πίσω του τρέχει ό Μαλαμπάρ άνατρέποντας τά πάντα στο πέρασμά του. Βγαίνουν κι’ οί δυο στο δρό­ μο. Ή γάτα μέ τό ψωμί στο στόμα καί κατεβασμένη τήν ουρά, γυρίζει καί τους κυττάζεέ —’Άφησέ με νά τήν κανο­ νίσω εγώ!, λέει ό γίγαντας. Θά τής μιλήσω στή γλωσσά της...


. Κόα πέφτει^ στο χώρα καί βαδίζοντας μέ τά τέσσερα, αρχίζει νά... νι.αουρίζη! Τό ζώο παραξενεμένό άνασηκώνε1 τ’ αυτιά και απαντάει μέ τρία άγρια ψτερνίσματα. -—Μά τον "Αγιο Βούδδα!, γκρινιάζεμ ό Μαλαμπάρ. Τού­ τη έδώ είναι πολύ ζόρικη. Καί αρχίζει πάλι νά νιαουρίζη γλυκά. ;—"Ελα, γατούλα μου, στο θειο, τής λέει παρακλητικά. 5/Ελα, ^ δμορψη γατούλα μου, μην κάνης άστεΐα και μάς κό­ βεις τό αΐιμα; Δώσε μας την πήτα κι5 έμεΐς άμα πάρουμε αυτό πού έχει ιμέσα, σου την ξαναδίνουμε νά την φας μέ την ησυχία σου! Αλλά ή γάτα δέν χαμπαρίζει άπό γλυκόλογα καί, κα­ θώς ό Μαλαμπάρ τινάζεται μέ τά τέσσερα σάν βάτραχος προς τό μέρος της, εκείνη τό βάζει στά πόδια. Καί τότε αρ­ χίζει ένα δραματικό κυνήγι μέσα σπά στενοσόκακα τού Μπενάρες. Μπροστά ή γάτα, πίσω ό Μαλαμπάρ καί πιο πί­ σω ό Ταγκόρ. Οι προσκυνη­ τές παραμερίζουν τρομαγμέ­ νοι. "Άλλοι ξεφωνίζουν κΓ άλ­ λοι γελάνε. Μερικές γυναίκες λιποθυμούν, γιατί δέν ξέρουν τί ακριβώς συμβαίνει καθοός βλέπουν έναν άντρα κι* ένα παιδί νά τρέχουν σάν δαιμονι­ σμένοι πίσω άπό μιά πεινασμένη. γάτα, πού δέν έκανε στο κάτω - κάτω τής γραφής τίποτα σπουδαίο. "Ενα κομμόττι ψωμί έχει κλέψει πού δέν κοστίζει τίποτα! Που νά ξέ­

ρουν τί κρύβει αύτό τό ψωμί μέσα του!... Τώρα όμως δέν είναι μόνο

ή γάτα καί οί δυο φίλοι πού Τρέχουν.^ Μιά μεγάλη Ουρά ά-· πό περίεργους σχηματίζεται πού τρέχουν κι* αυτοί. —Τί συμβαίνει; ρωτάνε ό ένας τον άλλο. —Δέν ξέρω. Πάμε νά δού­ με... Καί τρέχουν. Χιλιάδες άν­ θρωποι τρέχουν, χωρίς νά ξέ­ ρουν γιατί τρέχουν, καί γί­ νεται μιά φοβερή άναστάτωσι στούς δρόμους τής μεγάλης πολιτείας. Τούτη ή φασαρία όμως βάζει ψύλλους στ* αυ­ τιά τών "Άγγλων καί ό Μάξγουελ, πού σ’ αυτό τό μετα­ ξύ έχει απελευθερωθώ, άπ" τό υπόγειο τής παγόδας καί έ­ χει έπιατρέψει στο στρατώνα καί πίνει... σόδες γιά νά συνεφέρη τό στομάχι του άπό τη γροθιά τού Μαλαμπάρ, υπο­ ψιάζεται... έξέγερσι! Διατά­ ζει λοιπόν συναγερμό καί βγαί νουν οί στρατιώτες καί τά τάνκς στούς δρόμους κι" αρ­ χίζουν νά κυνηγούν κι* αυτά τη...γάτα! Θά ήταν νά ξεκαρ­ δίζεται κανείς μ" αυτήν τήν ι­ στορία, άν δέν έπαιρναν ξα­ φνικά τά πράγματα μιά απί­ θανη τροπή. Οί Τέγκ πού έ­ χουν πάρει άπό τήν προηγού­ μενη μέρα οδηγίες καί πού νο­ μίζουν πώς άρχισε ή επανά­ σταση πυροβολούν. Ό κό­ σμος γιά μιά στιγμή μουδιά­ ζει. Οί πυροβολισμοί όμως πυκνώνουν. Καί τότε οί έπανα» στάτες ξεχύνονται στούς δρό~


Τ Α Γ Κ Ο Ρ μους. Μιά άγρια κραυγή γε­ μίζει τον άέρα: —Κάτω οί^ “Άγγλοι! Ε­ λευθερία ή Θάνατος! Τούτο τό σύνθημα, πού συγ κινεΐ κάθε ινδική καρδιά, α­ πλώνεται παντού. Τα τάνκς τών Άγγλων αρχίζουν νά θε­ ρίζουν μέ τά πολυβόλα τους. Τά μαγαζιά κλείνουν. Μερι­ κοί τρέχουν νά κρυφτούν, οι περισσότεροι όμως μέ δπλα καί αυτόματα πού μοιράζον­ ται από τις μυστικές αποθή­ κες τών «Ελευθέρων Ινδών», ρίχνονται σέ μιά σκληρή μά­ χη* Ακριβώς τούτη τη στιγμή, ό Μαλαμπάρ προφταίνει τή γάτα καί πέφτει απάνω της. —Έπΐ τέλους!, μουγγρίζει καί αρπάζει από τό στόμα της τήν πήτα. Ό Ταγκόρ τρέχει κοντά του, τήν παίρνει στά χέρια του καί τήν κόβει στά δύο. Τά μάτια του λάμπουν. Ή ε­ πιστολή είναι μέσα στή μα­ λάκιά ζύμη. —Τό γράμμα γιά τον Γκάν τι!, λέει. Δόξςχ τώ Θεώ! —Μά τί γίνεται; ρωτάει ό Μαλαμπάρ, πού μόλις αυτή τή στιγμή ακούει τούς πυρο­ βολισμούς. —Δέν βλέπεις; τού φωνά­ ζει κάποιος πού περνάει ώπλισμένος δίπλα του. Οί Εγ­ γλέζοι χτυπούν τον κόσμο. —Κάτω οί Εγγλέζοι!, φωνάζει ό γίγαντας. Ζήτω οί Ινδίες! Καί μον^Ι ιιάς αρχίζει νά τρέχη προς τό^βάθος τού δρό­ μου. Άπό έκεΐ έχει φανή ένα

33

τάνκς πού κάνει έπίθεστ. —Πού πας; τού φωνάζει τό παιδί. -—Πάω νά σταματήσω αυ­ τόν τον οδοστρωτήρα!, άποκρίνεται. Δέν βλέπεις πώς άρ­ χισε τό γλέντι; Ό Ταγκόρ, μόνος τώρα μέ­ σα στούς πυροβολισμούς καί στις κραυγές πού ζυγώνουν, μένει γιά μιά στιγμή αναπο­ φάσιστος. Άπό πιο νωρίς έμαθε τό σπίτι όπου μένει αιχμάλωτος ό μεγάλος φιλό­ σοφος. Μέσα στή σύγχυσι γλυστράει σ3 ένα στενοσόκα­ κο καί περνάει τρέχοντας κάμποσους δρόμους. Σέ λίγο είναι έξω άπό τό σπίτι του Γκάντι. Ησυχία. Ξαφνικά τό βλέμμα του καρφώνεται σ3 £να φωτισμένο παράθυρο πού βρίσκεται στο τρίτο πάτωμα. Σότν φευγαλέα ο­ πτασία διακρίνει τή σκιά τού ξακουστού επαναστάτη, πίσω άπό τό τζάμι. Πηγαινοέρχεται μέσα στήν κάμαρη του σκε­ φτικός. 3Εκεΐ πρέπει νά φτάση ό Ταγκόρ νά τού παραδώση τό γράμμα τού Γκάλεμ. Μέ μιά βιαστική ματιά ζυ­ γιάζει τήν κατάστασι. Ό κορ­ μός ένός κισσού πού απλώνει τά κλαριά του στον τοΐχο τού σπιτιού, θά τον βοηθήση νά φτάση ως έκεΐ πάνω. Τρέχει αθόρυβα προς τά έκεΐ καί άρχίζει νά σκαρφαλώνη. Τώρα βρίσκεται άρκετά ψηλά. "Ενα - δυο μέτρα τον χωρίζουν άπό τό παράθυρο τού Γκάντι. Λίγο ακόμα κι3 έ­ φτασε... "Ομως ξαφνικά γίνεται κά»


34

ΤΑΓΚΟ Ρ

τι πού δεν τό περιμένει. "Ενα άλλο παράθυρο ανοίγει με πά­ ταγο καί κάποιος μ5 ένα πι­ στόλι στο χέρι πού τον έχει δη, αρχίζει νά ρίχνη εναντίον του. Είναι ένας από εκείνους πού έχουν βάλει οι "Άγγλοι νά κρατουν σε άπομόνωσι τον αιχμάλωτό τους. Ό Ταγκό ρ νοιώθει τον θάνατο νά φτερουγίζη μέσα του. Οι σφαίρες σφυρίζουν σά σφήκες πάνω άπ" τό κεφάλι του και τινά­ ζουν κομμάτια απ’ τά κλαριά καί τον τοίχο. Είναι μόνος καί άοπλος, κρεμασμένος σε αυ­ τό τό ύψος, ανίκανος νά άμυν­ ί $ Λ

θή, με τό πολύτιιμο έγγραφο στά χέρια. ’Άν τον σκοτώ­ σουν ή άν τον πιάσουν, τά μυ­ στικά των «Ελευθέρων "Ιν­ δών» θά μαθευτούν από τούς "Άγγλους καί τούτο θά είναι μιά ανεπανόρθωτη καταστρο­ φή. —θεέ μου, βοήθησέ με!, παρσικαλεΐ. Μά ξαφνικά άφίνει μια κραυ γη πόνου καί νοιώθει πώς κιν­ δυνεύει :;ά γκρεμιστή. Μιά σφαίρα τον έχει χτυπήσει στό^' αριστερό ώιμο κι" αισθάνεται ένα δυνατό κάψιμο... Ο

*

ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ~ ΠΕΡ I Π ΕΤ Ε I ΩΝ Γραφεία: ιΟδός Λέκκα 22 *❖* ’Αριθ. 4

❖ Τιμή δραχ. 2

Οικονομικός Δημοσιογραφικός Α)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Άριστεί8ου 174. Προΐστ. Τυπ.: Α. Χατξηβασιλείου, Αμαζόνων 25

Στο επόμενο τεύχος, τό 5, πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:

ό Ταγκό ρ καί ό Μαλαμπάρ συνεχίζουν τον ηρωικό α­ γώνα τους εναντίον τών τυράννων! Τό Ελληνόπουλο πέφτει πάλι στά χέρια τών εχθρών τής ελευθερίας καί υπομένει μέ τά χείλη σφραγισμένα τά πιο απάν­ θρωπα μαρτύρια! Μά γο στόμα του μένει κλειστό καί ό Ταγκό ρ δεν προδίδει τούς φίλους του καί τά ιδανικά του!

& £

V*



ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΡΣ ΑΡΑΧΛ/ΜΣ ο αεοκος 'ρμ&ι, 7ουζ είπε ρεριιζούερρ

ε/ΜΗ! ο ΕΜΠΟΡΟ* ΑΒΙΡΗ. Ρ ΒΤίΐ/Λ/ΣΣΡ

ΜΕ ΤΟ ΠΡΒΤΟ ΩΜΡΖ ΦΟΡΤ/Ω Ο, /7ΗΓΡ. Λ£ΡΜΤΡΣ£ ΡΛ//7 Χόρια '

£Γ9 ά ΕΑ ΔεχΤΟΚΡ Μ# Ι7ΡΙ /V» /ΤΗ£ ΗΣ */Γ·ί/

Ζ* ΑΛΛΟ Ω/ΤΛΟ. εκείΜΗ νη ΑίεΤΒζε ΑίΕΤΑζΕ /

επ/ΡΖΒ/ν ΚΛ* Με πηγ 7ΗΓΛ* /η* μ Μ0ΡΏ /ρα

κι οτρ* εγρ εαεΜειΝΠ ιγην άρμηςη*&

ΜΟΝΟ α10/ ΒΕΛΩΟΜ ΜΡ

πΕΒΡΝουΝ Αεηε οκ* στη Β/ηΐΛατα ΒΪη*ΝΗ~-& ,. &Λ0ΚΒ'Γ~·~* ' / Μ

£/να

ωμθζ

ΤΗ2 ΒΡΗΧΗΗΣ...

βατ*, ζτρ άρζ/ΛΕ/Ρ


-«έ'11 %γ «Ι ϊ $.

Μι * *•

!1:Γ ' γ/ ψη!” 1 'Μ ·:

11 Μβ4 ■ρ *? &&Α <395Μ^β-



ΝΑΝΤΙΡ - ΧΟ, Ο ΑΠΛΗΣΤΟΣ

I ΣΦΑΙΡΕΣ σφυρίζουν II ’ II Υ^ρω από τό ατρόμητο 1 Ελληνόπουλο, πού έχει γίνει,ό εφιάλτης των "Άγ­ γλων. Αλλά τό παιδί δεν φο­ βάται. Κρεμασμένος στά κλα ριά του μεγάλου κισσού, ό θρυλικός Ταγκόρ αγωνίζεται νά φέρη σέ πέρας την απο­ στολή του. Σ κοπός· του είναι * νά φτάση στο φωτισμένο πα­ ράθυρο του τρίτου πατώμα­ τος τού σπιτιού. "Εκεί μέσα βρίσκεται ό μεγάλος φιλόσο­ φος καί- πνευματικός ηγέτης τών "Ινδών Μαχάτμα Γκάντι. (*)’Οί Άγγλοι έχουν δη­ μιουργήσει . έναν αδιαπέρα­ στο κλοιό γύρω του καί παρα _(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος: «Παιχνίδι με τό θάνατο»

ΤΪΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.

κολουθουν -άγρυπνα κάθε κίνη σί του. Αυτόν τον κλοιό πρέ­ πει νά σπάση τό τολμηρό παιδί. Τό Ελληνόπουλο, πού έχει φτάσει εδώ, στην Ιερά Πολιτεία τού Μπενάρες, φέρ­ νει ένα έμπιστευτικό μήνυμα, ένα πολύτιμο έγγραφο τού αρχηγού τών "Ελευθέρων "Ιν­ δών, Γκάλεμ, τού · ανθρώπου μέ τό σκεπασμένο πρόσωπο, προς τόν’Γκάντι και έχει όρ·ιστή.νά έκτελέση τη δύσκολη αποστολή πού τού ανέθεσα; ή νά πεθάνη. Δεν φοβάται λοιτΐόν ό Ταγ­ κόρ γιά τη ζωή του, παρ" δλο πού ένα καυτό μολύβι τον έ­ χει τραυματίσει —ελαφρά ευ­ τυχώς— στον ώμο. Τρέμει δ: ρω'ς γιατί, αν πέση ό φάκελλος πού έχει μαζί του στά χέρια τών "Άγγλων, όλα 6ά πάνε χαμένα. Γι" αυτό πρέ-


ΤΑ Γ Κ ® Ψ

πει νά κάνη τ’ άδύνατα δυνα­ τά νά φτάση στο δωμάτιο του Γκάντι, νά του παραδώση το πολύτιμο γράμμα κι5 υστέρα δεν τον ενδιαφέρει δ,τι κι" άν συμβή. — Θεέ μου, παρακαλάει. Βοήθησέ με νά τελειώσω την αποστολή μου. Κι5 υστέρα άς πεθάνω.... Ρίχνει μιά ματιά προς τό παράθυρο του δευτέρου πατώ­ ματος. Τοόρα δεν είναι ένας αυτός πού πυροβολεί. Είναι τρεΐς - τέσσερις, πού τον ση­ μαδεύουν καί ρίχνουν. Οι σψαί ρες πέφτουν βροχή. Δεν είναι σωστό λοιπόν νά μένη ακίνη­ τος. "Έτσι τούς δίνει καλύτε­ ρο στόχο. /Αρχίζει πάλι νά σκαρφαλώνη. Μέ γοργές κινή­ σεις, χρησιμοποιώντας σάν σκαλοπάτια τά κλαριά του κισσού πού σκεπάζει την δυ­ τική πλευρά τού σπιτιού, κερ­ δίζει ύψος. Τώρα τό παράθυ­ ρο δεν απέχει παρά μονάχα ένα μέτρο και ίσως λιγώτερο. Μιά μικρή προσπάθεια α­ κόμα. "Ομως ξαφνικά κάτι γίνε­ ται πού τον κάνει νά χάση κά­ θε ελπίδα. Οί σφαίρες κόβουν σάν ξυράφι τά κλαριά πού κρατάει καί τό Ελληνόπουλο βρίσκεται στο κενό. Καταλα­ βαίνει πώς χάνει τήν ισορρο­ πία του και γέρνει προς τά πίσω. Εΐναι χαμένος. "Έχασε τό στήριγμά του και* γκρεμί­ ζεται. Τώρα κατρακυλάει σάν βολίδα προς τά κάτω καί, ό­ ταν έρθη σέ επαφή μέ τό έ­ δαφος, θά τσακιστή, θά γίνη ένας άμορφος σωρός από σαρ

κες και κόκκαλα. Ακούει α­ παίσια γέλια θριάμβου νά τον ακολουθούν σ5 αυτή τή θανά­ σιμη πτώσι και κλείνει τα μάτια... * * * "Οταν όμως ξανανοίγει τά μάτια του, νοιώθει νά πέφτη σέ κάτι μαλακό καί βλέπει πώς βρίσκεται στήν αγκαλιά .. .τού Μαλαμπάρ ! — Λίγο ακόμα και θά χρειαζόμουνα φτυάοι νά σέ μαζέψω!, γουλλίζει ό γίγαν­ τας καί καθώς τον κρατάει σαλτάρει πλάγια καί κρύβε­ ται πίσω από τή γωνιά τού σπιτιού γιατί απ’ τό παρά­ θυρο αρχίζουν πάλι νά πυρο­ βολούν. Έδωκες τό γράμμα στον Γκάντι; — Παρά λίγο θά τό πή­ γαινα στον άλλο κόσμο, λέει τό παιδί καθώς πατάει μαλα­ κά στο χώμα. Μά εσύ πώς βρέθηκες εδώ; * — Τό γλέντι δυνάμωσε στούς δρόμους, λέει αυτός. Οι δικοί μας τσακίζουν τούς Έν· γλέζους. Οί συμπατριώτες μου πολεμάνε σά θεριά. "Ο­ ταν χωρίσαμε ρίχτηκα απάνω στο τανκ (*) καί τό σταμά­ τησα. Π έταξα τούς Εγγλέ­ ζους έξω καί τό παρέδωκα στούο Ινδούς. "Υστερα ήοθα νά σ5 ανταμώσω νά δώ τί έ­ κανες μέ τό γράμμα. — "Έφθασες πάνω στήν ώ­ ρα, Μαλαμπάρ! "'Αν δεν ή­ σουν από κάτω νά μέ κρατήσης... (*) Διάβασε το τεύχος: «Παι­ χνίδι μέ τό θάνατο».


ϊ Α ί" I Ο Ρ — Βρήκες τον Γκάντι; *Έ* δωκες τό γράμμα του Γκάλεμ; — Δέν τά κατάφερα!, α­ ναστενάζει τό Ελληνόπουλο. — Μή στενοχωριέσαι. Θά τό πάμε παρέα. Πάρε τούτο τό αυτόματο. "Αρπαξα δυο απ’ τούς Εγγλέζους. "Ενα για σένα κι5 ένα για μένα. Μπορεί νά μάς χρειαστούν. Πάρε και σφαίρες. Δέν έχει τελειώσει δμως α­ κόμα την κουβέντα του καί μιά' πιστόλια άκούγεται σχε­ δόν πλάι τους. Μερικοί ίσκιοι σαλεύουν πίσω από τά δέν­ τρα καί έρχονται προς τό μέ­ ρος τους. Ό γίγαντας^ καί τό παιδί, ιμέ μια βιαστική ματιά πού ρίχνουν γύροο τους, κατα λαβαίνουν πώς έχουν κυκλωθή. Άπό παντού ξετρυπώνουν σκιές μ5 άσκημα μούτρα καί μέ μάτια πού αστράφτουν ά­ γρια γεμάτα απειλή. — Μή δοκιμάσετε νά κά­ νετε τούς έξυπνους !, άκούγεται μιά βραχνή φωνή. Βρίσκο σαστε περί κυκλωμένοι. Στην πρώτη κίνησί σας θά γίνετε κόσκινο απ’ τίς σφαίρες. Πε·* τάχτε αυτά τά όπλα πού κρα τάτε καί σηκώστε τά χέρια ψηλά. Αυτός πού μιλάει έχει προ χωρίσει πιο μπροστά απ' τούς άλλους καί ό Ταγκόρ μέ­ σα στο μισοσκόταδο αναγνω­ ρίζει τά χαρακτηριστικά του. Είναι ένας ψηλός άντρας μέ σκούρο πρόσωπο καί κοντο­ κομ μ ένο μαύρο γένι. Κρατάει ένα πιστόλι καί σημαδεύει.

— Ό Ναντιρ - Χό!, λέει τό παιδί. Ό Μαλαμπάρ, πού ανα­ γνωρίζει κι5 αυτός τον αρχη­ γό των Τέγκ, άφίνει ένα άγριο Ουρλιαχτό κι5 ετοιμάζεται νά έπιτεθή. Τό Ελληνόπουλο ό­ μως μέ μιά κίνησι τού χεριού του τον συγκρατάει. — Όχι, Μαλαμπάρ!, τού λέει. Είναι περιττό. Δέν θά μπορέσουμε νά τά βγάλουμε πέρα! — Τρελλάθηκες; μουγγρίζει ό γίγαντας. —Κάνε αυτό πού σού λέω, Μαλαμπάρ!, διατάζει τό παι­ δί. -— Τό μωρό έχει περισσό­ τερο μυαλό από σένα, μαν­ τράχαλε!, άκούγεται πάλι ή φωνή τού Ναγτίρ - Χό. Π έτα­ ξε τό όπλο σου καί σήκωσε τά χέρια ψηλά! πετάει τό όπλο Πρώτος του ό Ταγκόρ καί σηκοόνει τά χέρια. Ό γίγαντας αναγκά­ ζεται νά τον μιμηθή, αλλά τό μούτρο του έχει κατσουφιάσει σάν νά τού δίνουν νά πιή... ρετσινόλαδο. Τήν επόμενη στιγμή είκοσι άντρες πού εί­ ναι ώπλισμένοι μέ αυτόματα τούς έχουν βάλει στ ή μέση — Πάρτε τους σπίτι!, δι­ ατάζει ό Ναντίρ. Θέλω νά τούς ανακρίνω. "Υστερα σάς τούς χαρίζω. Είναι δικοί σας — Τώρα νά δούμε πώς θά ξεμπλέξουμε!, αναστενά­ ζει ό γίγαντας καθώς προχω­ ρεί μαζί μέ τον Ταγκόρ α­ νάμεσα στούς ώπλισμένους Τέγκ. "Υστερα άπό λίγα λεπτά


ϋ

Ά τ * ύ $»

τόυς μπάζουν στο μεγάλο σίτί τι. Ανεβαίνουν μερικές σκά­ λες καί τους οδηγουν σέ μια μεγάλη κάμαρα του δευτέρου πατώματος. Είναι ένα' πλούσια επιπλωμένο δωμάτιο. Λογης - λογής έργα τέχνης βρί­ σκονται εδώ μέσα, απ’ τό τα­ βάνι κρέμεται ένας μεγάλος κρυστάλλινος πολυέλαιος .που ρίχνει άπλετο Φως σ5 δλα τά γύρω. —Δυο από σάς θά μείνουν μέσα στήιν. κάμαρη, λέει ό αρ­ χηγός των Τέγκ στους συμμο­ ρίτες "του. Οί άλλοι θά περι­ μένετε στο διάδρομο. "Οταν ψανή ό λοχαγός Μάξγο.υελ, θά με ειδοποιήσετε. Πρέπει να τού_μιλήσω... Ό Γαγκορ. ακούει και σφίγγει τά δόντια. "Ωστε οι

Ψηλά τά χέρι,.

άκίνητοι!

"Αγγλος συνεργάζονται πάν­ τα στενά μ’ αυτό τό κάθαρ­ μα;· Δεν είναι ντροπή για έ­ ναν αξιωματικό μιας τόσο με γάλης και μέ τόσο ένδοξο πα ρελθόν αυτοκρατορίας να στη ρίζεται απάνω στους Τέγκ γιά νά κρατάει υπόδουλους ε­ κείνους πού ζητούν την ελευ­ θερία .τους; Αυτό τού κάνει μεγάλη εντύπωση άλλα δεν μιλάει. Ό Μαλαμπάρ είναι κι3 αυτός αμίλητος, άλλα έ­ χει τον δικό του καημό! Δέν μπορεί νά καταλάβη γιατί' αυτό τό παιδί, πού έχει καρ­ διά λιονταριού, δείλιασε τόσο εύκολα καί δέχτηκε νά πετάξουν τά όπλα καί νά πάροδο-, θούν σ’ αυτούς τούς ληστές. Κάτι θά έχη σίγουρα στο μυαλό του. Γιατί διαφορετι-

διατάζει ό Νσντΐρ - Χό!


Τό ήρωϊκό Ελληνόπουλο . μεταβάλλεται σ’ ενα ζωντανό εκκρεμές και τά γυμνασμένα πόδια του βροντούν στα ;κρανία των Τέγκ.

κά δεν έξηγεΐται. "Ο,τι.ΊκΤ αν εχη όμως στο μυαλό του. ό Ταγκόρ, αυτός, .θά κάνη σε λί­ γο τόυ κεφαλιού του! Θά τά κάνη γυαλιά - καρφιά εδώ μέ­ σα κι5 οποίον πάρει ό. χάρος! Δεν είναι σωστό "νά κάθεται αυτός εδώ μέσα σάν μαθητής * μπροστά στον" Ναντί-ρ Χό, . ενώ. έξω στους δρόμους χα­ λάει ό κόσμος και συνεχίζεται τό γλέντι εναντίον τών ΤΑγ­ γλων. Ό Μαλαμπάρ νοιώθει νά τό,ν... τρώνε οι φούχτες του καί θέλει νά ^εμουδιάση! Δεν του τό έπιτρεπει ή συνείδησί του νά. βρίσκεται μακρυά ά- . πό ένα τόσο άμορφο πανηγυ-' ρι. , · ' ■ /· — Λοιπόν,. Ταγκό ρ, σπάει · τη σιωπή ό Ναντΐρ - Χό, εί*

σαί δπως, βλέπε ίς καί .. πάλ . αιχμάλωτός μου ! Κι* αυτή τή φορά δεν* είσαι μονάχος. Λ&. . χεις καί τήν παρέα σου μαζί... Κάθεται σ' ένα1 τραπέζι·, ■ έχει μπροστά του τό ήμιαυγ τόματο πιστόλι: του. καί ένα σατανικό χαμόγελο σχεδ.ιάζεστό μούτρο του' καθώς'μιλάει.. •Ό γίγαντας και τό παιδί στέ κουν ορθοί στή μέση τής κά-; μαρης. Πίσω -τους μέσα απ’; τήν κλειστή πόρτα-βρίσκονται, οι δυο συμμορίτες, μέ τά'αυ­ τόματα, έτοιμα σ· ενα νεύμα τοΰ αρχηγού τους νά πυροβο■ λήσουν. *···’. . ·Ί

— Τί θέλεις από μάς; ρω;τάει τό παιδί; · - '·· ^ — 'Ώ \ ΤΠποτα .σπουδαίο I ^έρω πώς έχεις κάποιο γράμ-.


ΓΡΈΙΤ ■=ΖΞΤ

ί Α ι” ί Ο Ρ Μ"·\ϊ__ ’■ _·;_1!_Μ 'Ι 'Ζ’

μα στην τσέπη σου. Αυτό θά πληρωθή καλά άπ5 τούς ^Αγ­ γλους. Εΐναι λοιπόν σαν ναχω στα χέρια μου δέκα χιλιά­ δες ρούπιες. Και άλλες δώδε­ κα χιλιάδες πού έχουν επι­ κή ρυξρι τό κεφάλι σου. Κάνε λογαριασμό να δής πώς εί­ ναι μιά ολάκερη περιουσία. Έτσι νά κάνω νά τό σφυρίξω στον φίλο μου τον Μάξγουελ και ή περιουσία αυτή βρίσκε­ ται στο πουγγί μου. — Λοιπόν τί θέλεις τώρα; τον κόβει ανυπόμονα ό Μαλαμπάρ. — Εσένα δέ σου πέφτε: λόγος !, κάνει απότομα ό Ναν­ τίρ - Χό. Κράτησε την δρεξί σου για αργότερα. Καί ξαναγυρίζει στο Ελ­ ληνόπουλο πού τον κυττάζει χωρίς νά μιλάει. -—Λοιπόν, Ταγκόρ, θά σου κάνω μιά πρότασι. Θά σ’ άφήσω ελεύθερο εσένα καί τό φίλο σου καί θά πετάξω τίς είκοσιδυό χιλιάδες ρούπιες στη θάλασσα, άν φανής λογι­ κός καί μου πής εκείνο πού χρειάζουμσι. Δεν θά σε ψάξω γιά νά σου πάρω τό γράμμα. Ούτε θά πω τίποτα στον Μάξ γουελ, άν μου φανερώσης που έχει κρυμμένα τά σεντού­ κια με τό χρυσάφι του καί τίς διαμαντόπετρες ό φίλος σου ό Νιρούκτα. -έρω πώς ή κρυ­ ψώνα βρίσκεται μέσα στη ζούγκλα. Μα, δσο κι5 άν έψα­ ξα, δεν κατάφερα νά τή βρω... Έσύ ξέρεις που είναι. Με δυο λέξεις μπορείς νά μέ κατατό­ πισης. Καί ύστερα θά είσαι ελεύθερος. Διαφορετικά, θά

σάς παραδώσω καί τούς δυο στούς^ Εγγλέζους. Έγώ 8ά πάρω την αμοιβή κι" έσεΐς ξέρετε τί σάς περιμένει. Γίνεται μιά μικρή σιωπή. Κανείς δέ μιλάει. Ό λΑαλσμπάρ ανοιγοκλείνει νευρικέ; τά δάχτυλά του, καί κυττάζει γύρω του αδιάφορα λογαριά­ ζοντας από πού πρέπει... ν' άρχίση!... Μ!Α ΤΡΟΜΕΡΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣI Σ

ΣΤΕΡΑ από μερικές στιγμές· ό Ναντίρ - Χό ρωτάει πάλι μέ σιγανή φωνή: — Λοιπόν; I ί προτιμάς; Τούς Εγγλέζους ή τήν ελευ­ θερία σου; — Χμ! "Έκανες προόδου^ βλέπω, Ναντίρ - Χό!, λέει τό παιδί χαμογελώντας ειρωνι­ κά. Τώρα συνεργάζεσαι καί μέ τούς "Εγγλέζους. Αυτό πρέπει νά τό μάθουν οί συμ­ πατριώτες σου γιά νά ξέρουν τί θά σου πουν, δταν σέ κρε­ μάσουν! "Οσο γιά τό χρυσά­ φι καί τίς διαμαντόπετρες τού Νιρούκτα είναι καλά εκεί πού βρίσκονται. Είναι πράγμα τι κάτι παραπάνω από ιερά. Ό Νιρούκτα πουλάει κάθε τό­ σο τούς θησαυρούς του καί μέ τά χρήματα πού παίρνει αγο­ ράζει δπλα καί σφαίρες για τούς Ινδούς πού θέλουν νά ζήσουν ελεύθεροι... Τό πρόσωπο του άρχηγου τών Τέγκ γίνεται πράσινο έίπό λύσσα. Τά μάτια του θο­ λώνουν καί τρίζει τά^ δόντια. — Αυτή λοιπόν είναι ή ά


ΤΑΓΚΟΡ

πάντησί σου στη φιλική πρότασι πού σου κάνω; — Ναι, Ναντίρ - Χό! Καί κάτι άλλο ακόμα. "Ήξερα πώς ήσουν ληστής και φονηάς, μά τώρα, πού μαθαίνω πώς είσαι προδότης και βοη­ θάς εκείνους πού κρατάνε σκλάβους τούς πατριώτες σου, σέ συχαίνουμαι περισσό τερο! — Σκασμός, αντάρτη !, ουρλιάζει και τινάζεται όρθι­ ος ό Ναντίρ. Δέστε τους καί τούς δυο καί ψάξτε αυτό τό παληόπαιδο! "Έχει ένα γοάαμα στην τσέπη του πού θά πληρωθή δέκα χιλιάδες ρούπιες άπ" τούς Εγγλέζους! Οί δυο Τέγκ με τά αυτό μα τα, σαστισμένοι από τό ξα­ φνικό ξέσπασμα του άρχηγοΰ τους, τρέχουν προς τό μέρος του γίγαντα καί του παιδιού. Ό Ταγκόρ δείχνει ψύχραιμος, μά τό μυαλό του δουλεύει γοο γά. Ό Μαλαμπάο όμως δέ μπορεί νά κρατηθή. Σφίγγει τις γροθιές του καί σηκώνον­ τας τό τεράστιο πόδι του κλω τσάει καί στέλνει μια πολυ­ θρόνα ποός τό μέρος του Ναν­ τίρ - Χό. Τό βαρύ κάθισμα πετάει δυό δευτερόλεπτα στον αέρα καί ύστερα προσγειώνε­ ται... γλυκά - γλυκά στο κρα νίο του αρχηγού των ληστών, Ό Ναντίρ άφίνει ένα ουρλια* χτό πόνου καί ζαλισμένος α­ πό τό χτύπημα παραπατάει σαν μεθυσμένος. Τήν ίδια στιγμή όμως ό γίγαντας νοι­ ώθει τήν παγωμένη κάννη ε­ νός αυτόματου νά χτυπάει τό νεφρό του καί ακούει κάποιον

9

πίσω του πού γαβγίζει μέ κοντή ανάσα. — Ακίνητος,, Μαλαμπάρ, άν δεν θέλης νά γίνης σουρω­ τήρι από τις σφαίρες! — Καλά ντέ! Δεν είπαμε νά σέ πιάση κι" ή καρδιά σου!, λέει ό γίγαντας καί, προσπαθώντας νά δείξη πώς χαμογελάει, κάνει ένα μορφα σμό σάν νά θέλη νά φάη άν­ θρωπο. "Άν σέ πιάση ή καρ­ διά σου καί πάθης συγκοπή, θά φορέσω μαύρα! Καί, καθώς μιλάει, σκύβει καί παίρνει μιά ξαφνική στρρ φή πάνω στις φτέρνες του καί ή χερούκλα του φουχ^ιάζει τή γάμπα του Τέγκ καί τον κά­ νει νά πέο-η ανάσκελα στο πά πωμοψ "Εκείνος! πυροβολεί, αλλά οι σφαίρες πάνε τώρα χαμένες καί γκρεμίζουν μερι­ κούς ασβέστες άπ" τό ταβάν;. Ταυτόχρονα τό πόδι του Μα­ λαμπάρ πέφτει μέ δύναμι στό μούτρο τού ξαπλωμένου λη­ στή. Ή τεράστια πατούσα του, ίδια μέ πόδι ελέφαντα, τον συνθλίβει καί τον κάνει νά μείνη ακίνητος. Ό γίγαν­ τας σκύβει κι" αρπάζει τό ό­ πλο του. — Πρόσεχε, Μαλαμπάρ!, Φοονάζει ό Ταγκό ρ. Ό γίγαντας γυρίζει ξα­ φνιασμένος. Ό δεύτερος από τούς Τέγκ έρχεται τώρα κατσ. πάνω του καί τον σημαδεύει. Μιά σφαίρα τού γδέρνει τον ώμο. "Αλλά οί άλλες πάνε έ­ ξω από τό παράθυρο. Μέ μιά σβέλτη κίνησι τό παιδί έχει μπή κάτο: από τά σκέλια τού ληστή κι" εφαρμόζοντας μιά


10.·. '

.·'···

'

ΤΑΓ Κ,.ΟΡ

%λά6ή; πού ·τ^ν είχε^μάθη δτςχν :Ό γίγαντας πιέζει την σκανδούλευε^ μαζί μέ.'τον άκροβάδάλη.'Μά ξαφνικά μσυγγρίτη πατέρα του στο ^τσίρκο, . ζει σαν ένα λιοντάοι που έτίετόν τινάζει έξω από τό παρά-* σε σέ δόκανο. Ό Ταγικόρ γυ6ύρο; Ό'Τέγκ αφήνει ένα·, άρίζει παρ άξενε μένος -καί τον ,γριο ούρλιαχτό'χαθώς^.-βρίσκε ’’ κυττάζει^ Μέ μια ματιά καταταί · ξαφνικά στον ^άέρα· καί λαβαίνει*. Τό δπλο του Μαλ'α-κατρακυλάει άπό.'τόσο ύψος' μπαρ είναι, άχρηστο. Δεν έστό.ρδαφος·. "Ομως δεν έχουν ■ χει πιά άλλες σφαίρες! Κι* έτελειώσεΓ ακόμα.- ·; · ’ ’ τσι ακίνητος πού ·μένει, ϊάνί-’ Ή πόρτα βροντάει κι1 άνοί · κανός" νά άμυνθήμ είναι σίγου γει ιμ.έ φούρια. .Οί συμμορίτες ρα καταδικασμένος σε · θάναπού βρίσκονται στό διάδρομο το. Τό τολμηρό παιδί πρέπει, μπαίνουν φωνάζοντας στό δω' τώρα ’ νάκ ινηθή κεραυνοβόλα. •μάτιο. Μιά.ρίπή, απ' τό αυτό- ■/ — Φρόντισε νά'πάρής άλματο. τού Μαλαμπάρ. κάνει με λο δπλό, ■ Μαλαμπάρ !, * του ρίκούς νά γονατίσουν ,μά οί φωνάζει. ■ άλλοι, βλαστημώντας άέν όπι-' Κάί„ καθώς φωνάζει, τό σθοχωρούν. Δρασκελίζουν τά · λαστιχένιο κορμί του τινάζε'κορμιά των. χτυπημένων συν-' ται προς τ5^ απάνω καί τά τ.οόφων'· τους καί προχωρούν. χέοια του γαντζώνονται, στον.

Ό Τμγκόρ κΓ ο Μαλαμπάρ κρατούν την άναπνοή τους* κι* είναι • έτοιμοι νά επιτεθούν.


.

«

; · .*

Τό Ελληνόπουλο φορώντας στολή "Άγγλου στρατιώτη γλυστράει στο υπόστεγο μέ τις βενζίνες και τοποθετεί τις δεσμίδες τοί) ...... ' · ' δυναμίτη... ..... '

πολυέλαιο, πού κρέμεται στο ταβάνι.. Την. αμέσως επόμενη στιγμή, τό ηρωικό παιδί, ’παί ζοντας μέ τό θάνατο, μεταβάλ λεται σ’ ένα. ζωντανό εκκρε­ μές κςχι τινάζεται πρός' ' την. πόρτας Τά· γυμνασμένα πό­ δια ταυ βροντούν μέ .ορμή α­ πάνω σέ τρομαγμένα "πρόσω­ πα και κρανία και μερικοί απ’ τούς Τέγκ πέφτουν ζαλισμέ­ νοι; ανάσκελα. · Μονομιάς ό Μαλαμπάρ σαλτάρεί μέσα στη σύγχισι πού επικρατεί και αρπάζει ένα καινούργιο αυτόματο. Ό Τέγκ πού .τό κρατούσε πριν από λίγο στα χέρια του μέ μια γροθιά έχει τιναχτή στον απέναντι τοΤνο και τώοα νλυστοάει, αφή­

νοντας . ένα •■περίεργο βογγη’τό; στο πάτωμα./Ό γίγαντάς • κάνει μερικά βήματα προς -τά πίσω καί τό όπλο:άρχίζει Ττάλι νά'. κελαϊδάει γλυκά: στα χέρια του. Οι σφαίρες πηγάι-' νοέρχονται μέσα στην/κάμα­ ρα1 καί ό·’ αέρας . γεμίζει; άπα καπνούς, γλώσσες φωτιάς κο:ι μυρουδιά από κΡμμένο μπό>. ρούτι. ·' · '/ . ·'.·· Κι* ό Ταγκόρ 'άμως ; τώρα έχει .ριχτή, στον αγώνα. Μέσά' σέ τούτη την άγρια μάχη,· το., παιδί, κρεμασμένο από τον·^ιε. γάλο πολυέλαιο," πυροβολάει ένοοντίσν των: Τέγκ,-;Τ Εχε ι άρ- . πάξει τό όπλο;, ενός ληστή κα·ί,. γαντζωμένος· μέ τό άρ’ι­ στέ οό Υ.έοΓ του στά κούσταλ-·.


12

?ΑΠ(0^

λα, ρίχνει πιέζοντας τή σκαν­ δάλη μέ τό ελεύθερο χέρι. Οι σφαίρες σφυρίζουν γύρω του μά_δέ λέει νά σταματήση. ζαφνικά δμως από εδώ ψη­ λά πού βρίσκεται βλέπει τον Ναντίρ - Χό νά σαλεύη! Ό αρχηγός των Τέγκ πού ύστε­ ρα από τό ξαφνικό χτύπημα πού δέχτηκε από την πολυ­ θρόνα στο κεφάλι είχε χάσει τις αισθήσεις του αρχίζει τώ­ ρα νά συνέρχεται καί άπλωνει τό χέρι νά φουχτιάση τό πι­ στόλι πού βρίσκεται πάνω στο -γραφείο του. Τούτο τό πιστόλι μπορεί νά χτυπήση ύπουλα καί νά σωριάση νεκρό τον Μαλαμπάρ πού έχει γυρι σμένη τή ράχη στον Ναντίρ Χό καί πολεμάει τούς συμμο­ ρίτες χωρίς νά λογαριάζη τον κίνδυνο πού διατρέχει. Δέ .θ’ άφήση νά χτυπήσουν τον Μαλαμπάρ! Τινάζει τό κορμί του προς τά έκεΐ καί ζυ γιάζεται πάνω στον πολυέ­ λαιο. "Υστερα αφήνει τον εαυ­ τό του νά πέση. Τό πόδι του αγγίζει τό τραπέζι καί πατάει μέ δόναμι τό χέρι πού σέρνε­ ται προς τό περίστροφο. Ό Ναντίρ ξεφωνίζει από τον πό­ νο μά την ίδια στιγμή κλείνει τό στόμα του γιατί μιά γρο­ θιά τού Ταγκόρ τον κάνει νά δή χιλιάδες χρωματιστά αστέ” ρια νά τριγυρνάνε σάν βεγγα­ λικά γύρω άπ3 τό κεφάλι του, — Είπαμε νά είσαι φρόνι­ μο παιδί, Ναντίρ!, γρυλλίζει. Την ίδια στιγμή άκούγεται ένα θριαμβευτικό ουρλιαχτό τού γίγαντα. — Τούς κανονίσαμε Ταγ­

κόρ! "Ολα είναι έν τάξει ! Τώ ρα μπορούμε νά τού δίνουμε! "Ομοος, καθώς γυρίζει καί άντικρύζει τον άρχηγό των ληστών, τό πρόσωπό του συν νεφιάζει. Φέρνει τό δάχτυλο στήν σκανδάλη τού όπλου του καί σημαδεύει... — Αυτός έμεινε μονάχα1, λέει μέ σφιχτά τά δόντια. Καιρός νά ξεμπερδεύουμε καί μέ τούτο τό φίδι! ΓΚΑΝΤΊ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

ΤΑΓΚΟΡ απλώνει τό χέρι καί τον εμποδί­ ζει, πιάνοντάς τον άπό τό μπράτσο. — Δέν τελειώσαμε ακόμα, Μαλαμπάρ, τού λέευ_ Ό Ναντίρ μας χρειάζεται, ζεχνάς τό γράμμα τού Γκάλεμ; Αυτός θά μάς βοηθήση ν’ ανταμώ­ σουμε τον Γκάντι... — Είμαι πολύ βιαστικός! γρυλλίζει ό γίγαντας. Δέν άκους εξω τι γίνεται; Οι Ινοοι αγωνίζονται γιά τή λευτεριά τους! 3Άφησέ με νά τον σκο­ τώσω... Τό παιδί χαμογελάει. — Καί μεΐς γιά τήν ίδια ύπόθεσι αγωνιζόμαστε, Μα­ λαμπάρ! Κάνε υπομονή. "Υστερα από μερικά λε­ πτά ό Ναντίρ άνοίγει τά μά­ τια. Ό Ταγκόρ κρατάει το πιστόλι του στο χέρι καί τό^ κυττάζει. — Ναντίρ - Χό, τού λέει. Ό φίλος μου από δώ ίσως α­ κόυσες πώς είναι πολύ βιαστι κός. Λοιπόν, σήκω καί πάμε

Ο


Ύ Α Γ Κ Ο Ψ

παρέα νά μάς δείξης την κά­ μαρη πού μένει ό Γκάντι. Όπως ξέρεις έχω κάποιο γράμ­ μα νά δώσω στα χέρια του. — Κι* άν δεν σου δείξω την κάμαρά του; γρυλλίζει ό Τέγκ. — Τότε θά σου ανοίξω ε­ γώ τό κεφάλι στα δύο λη­ στή! , έπεμ βαίνει ό γίγαντας. Ρίξε μια ματιά γύρω σου και θά καταλάβης άν άστειεύομα>· Ό Ναντίρ κυττάζει και γί­ νεται απότομα χλωμός. Στο πάτωιμα νεκροί καί βαρειά πληγωμένοι βρίσκονται οΐ συμμορίτες του. — Είσαι πολύ τυχερός, Ταγκόρ!, λέει με σφιχτά δόν τια. Κέρδισες καί τούτη τή φορά τό παιχνίδι. Μά κάποια μέρα θά χάσης καί τότε! — "Άφησε τις πολλές κου­ βέντες, Ναντίρ!, τον κόβει τό παιδί! Προχώρα καί δείξε μας πού βρίσκεται ό Γκάντι. Άν δοκιμάσης νά μάς ξεγελάσης, ή νά στήσης παγίδα, νά τό ξέρης! Ό πρώτος που 6ά πέση νεκρός θά είσαι σύ! Βγαίνουν έξω από την κά­ μαρα. Πρώτος προχωρεί ό Μαλαμπάρ με τό αυτόματο στο χέρι. Πίσω του έρχεται ό Ναντίρ καί τελευταίος ακο­ λουθεί ό Ταγκόρ, έχοντας πάντα τό δάχτυλο στη σκαν­ δάλη τού πιστολιού του. Άνε βαίνουν τις σκάλες καί φτά­ νουν στο τρίτο πάτωμα. Τό σπίτι φαίνεται σάν έρημο. Ό Μάξγουελ με την ακολουθία του βγήκαν στο δρόμο νά πά­ ρουν μέρος στις συγκρούσεις

18

που γίνονται. Οί Τέγκ που έ­ μειναν νά φρουρούν τον Γκάντι είναι τώρα όλοι έκτος μά­ χης στο δεύτερο πάτωμα. Περνούν ένα διάδρομο καί ό Ναντίρ δείχνει μιά πόρτα. — Έδώ^ είναι, λέει. Βγάζει ένα κλειδί απ’ την τσέπη του καί ξεκλειδώνει. Ή πόρτα ανοίγει. —- Πέρασε καί συ μέσα! διατάζει τό παιδί. "Ενας λιγνός άνθρωπος, τυ λιγμένος σέ μιά άσπρη ρόμπα,^ιέ ξυρισμένα τό κρανίο καί τό πρόσωπο καί μέ χον­ τρά μυωπικά γυαλιά στά μά­ τια, στέκει στη μέση τής κά­ μαρης καί κυττάζει αδιάφορα τούς καινουργιοφερμένους. Εί ναι συνηθισμένος από παρό­ μοιες νυκτερινές επισκέψεις. Οι Άγγλοι κι" οί Τέγκ τού κάνουν συχνά αιφνιδιασμούς. "Όμως ξαφνικά τό ύφος του αλλάζει, καθώς προσέχει πώς ανάμεσα στους απρόσκλητους μουσαφίρηδες βρίσκεται κι* ένα παιδί. Τό Ελληνόπουλο τρέχει κοντά του καί τού φι­ λάει τό χέρι μέ σεβασμό. — Μέ λένε Ταγκόρ, μεγά­ λε δάσκαλε, τού λέει. Σου φέρνω χαιρετισμούς από τον μαχαραγιά Νιρούκτα κι5 ένα γράμμα από τον Γκάλεμ. Τά^ μάτια τού γέρο - επα­ ναστάτη φιλόσοφου κινούνται χαρούμενα. Στο αιώνια θλιμ­ μένο πρόσωπό του σχεδιάζε­ ται ένα χαμόγελο. "Έχει άκού σει τόσα πολλά γιά τό θρυλι­ κό παιδί που κατάγεται από την 4Ελλάδα καί τώρα πού τό βλέπει μπροστά του δέν μπο


14

.. ·■

· ·-

■·

'

τ Α Γ Κ Ο Ψ

• ρεΐ νά πιστέψη.-πώς αυτό το. πίστευαν κι" οί δυο πώς ξα­ • μικρό, αγόρι, .είναι εκείνος πού φνικά ό Ταγκόρ τρελλάθηκε. έχει· τρομοκρατήσει μια -όλα- •Μένομν κι" οί δυο άσάλευτοι. . •κέρη αυτοκρατορία. : . — •Κάνε λοιπόν αυτό πού ’· Το αγκαλιάζει μέ στοργή • σου λέω, Μαλαμπάρ !, διατά­ καί .τό φιλάει στο · μέτώπο'· ζει τό Ελληνόπουλο. — Είμαι πολύ ευτυχισμέ­ *0 γίγαντας άνασηκώνει τό νος πού σε γνώρισα, Ταγκόρ, .βλέμμα προς το ταβάνι σά ' του λέει καί ή φωνή του τρέ­ νά παρακαλάει τό Θεό νά γιμει άπό τή συγκίνησι. "Ακόυ­ • ατρέψη αυτό τό παιδί πού άρ> σα πολλούς νά μιλούνε για ρώστησε τόσο ξαφνικά . καί σένα.· Οι "Ινδίες, πού θ" άπο* πηγαίνει προς" τό μέρος ' τού ..κτήσουν σύντομα, την έλέυθεΝαντίρ. Βάζει· μηχανικά τό ρία .τους, δεν θά σε ξεχάσουν · χέρι, του στη δεξιά του τσέπη ποτέ και θά. ευγνωμονούν τ·ήν καί ξαφνικά γουρλώνει τά μά •Ελλάδα πού ·έστειλε ένα παι τια. Τά δάχτυλά του άγγιξαν δί της νά βοηθήση ατούς άτό φάκελλσ. Τον τραβάει βια­ . γώνες τής. .' . στικά καί νοιώθει έτοιμος νά —— Δεν κάνω παρά τό κα...λιποθυμήση. Είναι ό.φάκελ-Θήκον μου, 'άποκρίνεται · τό λος τού Γκάλεμ σφραγισμέ­ 1 Ελλη νόπουλο. % Κ ατάγο μ αι νος μέ βουλοκέρι καί μέ γραμ άτίτ’ την.· Κύπρο καί δσοι γεν» μένο άπάνώ τό όνομα τού νηθήκαίμε καί ζήσαμε σ’ αυτό Γκάντι. ’ · · τό σκλαβωμένο ελληνικό νησί · —· Μά πώς βρέθηκε * τό κάτι ξέρουμε άπό. Έγγλέγράμιμα στήν τσέπη . αυτού τού ληστή!, ρωτάει. ζους. • Υστερα γυρίζει στον γί­ — Είναι πολύ απλό, Μα­ γαντα πού παρακολουθεί συγ λαμπάρ, λέει, ό Ταγκόρ ·κα-· •θώς παίρνει.την έπιστολή. 'Όκινημένος τή · σκηνή. .* — Δόσε μου τό γράμμα, ' ταν μάς περικυκλώσανε, στον Μαλαμπάρ, του λέει;. κήπο οί Τέγκ δε βρήκα καταλ Ό γίγαντας τινάζεται σά/ ληλότερη κρυψώνα άπό την ■νά τον δάγκωσε κόμπρα. ’ τσέπη τού Ναντ.ίρ - Χό. νΟ _—τ Ποιο γράμμα; ρωτάει.· πως ξέρεις, στο τσίρκο . πού "Έχει γούστο νατό έχασες δούλευα είχαμε » κάμποσους καί νά νομίζης πώς τό έδωσες ταχυδακτυλουργούς καί είχα 'έμένα! Δεν., έχω- έγώ κανένα μάθει πολλά άπ’ τά κόλπα .γράμμα!.; τους. "Έβαλα λοιπόν σ" εφαρ­ *· Τό παιδί-· χαμογελάει. μογή ένα άπ’ αυτά όταν μάς — .Ψάξε τή δεξιά τσέπη πιάσανε... τού' Ναντίρ -, Χό, Μαλαμπάρ ! . Ό Μαλαμπάρ τον άκούει λέει. / , καί τά έχει χαμένα. "Αλλά Ό Μαλαμπάρ κυττάζεί τον. καί ό άρχηγός των Τέγκ φαί­ ληστή καί ο ληστής κυττάζεί νεται περισσότερο σαστισμέ­ τον Μαλαμπάρ. Είναι σάν’νά · νος. Άκοΰς. εκεί ·νά έχη στην


ΤΑΓΚΟΡ

18

τσέπη του ένα τόσο πολύτιμο στερα άπό λίγο ό Ταγκόρ. έγγραφο τόσες ώρες καί νά — Θά του πής Ττώς είμαι μην το μυριστή! Αυτό, έκτος σύμφωνος σέ δλα. Οί εξεγέρ­ άπό τ’ άλλα, είναι καί μια σεις πρέπει ν’ αρχίσουν παν­ φριχτή γελοιοποίησι. "Ενας τού. / · Ναντίρ - Χό νά καταντήση... — Άρχισαν κι’ δλας!, κρυψώνα τής αλληλογραφίας * λέει ό γίγαντας. Απόψε τό τού Γκάλεμ! Μπενάρες καίγεται. Σ’ αυτό τό μεταξύ τό παι­ Καί μέ λίγα λόγια εξηγούν δί έχει δώσει τ.ό γράμμα στον στον Γκάντι τό πώς μιά... γά­ Γκάντι, Εκείνος τό άνοιγει τα (*) έγινε αφορμή νά έκδη■ καί τό διαβάζει μέ προσοχή. λωθή πρόωρα ή έξέγερσις. "Υστερα παίρνει ένα σπίρτο — Δέν πειράζει, λέει ό καί τό ζυγώνει στο χαρτί, Ή Γκάντι. Όλα ήσαν έτοιμα μέ­ μικρή φλόγα αρχίζει νά τυ~ ρες τώρα. Δέν έμενε παρά ο λίγη την επιστολή. Σ’ ένα λε­ σπινθήρας γιά νά φουντώση ή πτό έχει γίνει στάχτη. Ανοί­ πυρκαϊά... Νά θυμάστε μονά­ γει τό παράθυρο καί τή σκορ χα αυτές τις διευθύνσεις που πίζει στον αέρα. θά σάς πώ. ’Έχεις καλή μνή­ ΤΑ/ ίδια στιγμή δμως, κα­ μη, Ταγκόρ; θώς δοκιμάζει νά τό-ξανακλεί­ ση, δέχεται ένα δυνατό χτύ­ — Δέν ξεχνάω εύκολα, δά­ πημα στον ώμο καί κλονίζε­ σκαλε. ται. "Ενα άνθρώπινο κορμί τι­ Τούς λέει μερικά ονόματα νάζεται· σάν σαΐτα έξω άπό καί μερικές διευθύνσεις σέ τό παράθυρο καί. τό αυτόματο διάφορες μεγάλες καί μικρές τού Μαλαιμπάρ βήχει ξερά. πόλεις. — Ό Ναντί - Χό!, γρυλλί— Δέν' υπάρχει λόγος να ζεΐ μέσα άπό τά δόντια του τις γράψετε. Τά γραφτά είναι καθώς σκύβει καί προσπαθεί πάντοτε επικίνδυνα σέ παρό­ νά δ ι ακρινή στο σκοτάδι. Ό μοιες περιπτώσεις. Θά τις. Ναντίρ ■■ Χό! .κρατήσετε στο .μυαλό σας. *— Ό Ναντίρ - Χό τόσκα"Οποια πόρτα άπ’ αυτές χτυ­ σε, Μαλαμπάρ!, λέει ήρεμα πήσετε θά σάς άνρίξουν και τό. παιδί. Αλλά μ ή στενοχω­ θά σάς βοηθήσουν. Μη διστά­ ριέσαι. Θά τον ανταμώσουμε σετε λοιπόν άν παραστ-ή ά-· πάλι σύντομα. νάγκη. "Υστερα γυρίζει στον Γκάν — Θέλεις ναρθής, ’ μαζί Τι. μας δάσκαλε; ρωτάει τό παι­ -— Σέ χτύπησε, δάσκαλε; δί. ’ ■ -—- Όχι. Δεν είναι τίπο­ — ’Όχι. Δέν πρέπει, λέει τα!, αποκρίνεται καί χαμογε λάει ό Φιλόσοφος. (*) Διάβασε τό προηγούμενο -— Τί θέλεις ν’ απαντήσω, τεύχος: «Παιχνίδι μέ τον Θάνοςστον Γκάλεμ; ρωτάει πάλι ϋ- · το>>,


ΐ# ιΟΜΒ·

Τ Α Γ Κ © Ρ

ό Γκάντι. Αργότερα θά κα­ ταλάβετε... Του σφίγγουν και του φι­ λάνε τό χέρι. Κι5 εκείνος τους αγκαλιάζει καί τούς φιλάει. -— Καλή τύχη και ό Θεός μαζί σας, τούς λέει καθώς φεύγουν. Χαιρετισμούς στον Νιρούκτα και στον Γκάλεμ... ΕΝΑ ΤΑΝΚ ΚΥΡΙΕΥΕΤΑΙ

ΤΑΓΚΟΡ κι5 ό Μαλαμττάρ γλυστράνε μέ προφυλάξεις έξω από το σπίτι. Δεν υπάρχει κανείς νά τούς σταιματήση. Π ροχοορούν σ5 ένα σκοτεινό δρόμο κα^ απότομα σταματούν. Ά­ κου νε ποδοβολητά πολλών αν­ θρώπων πού τρέχουν. —_ Έδώ είναι!, λέει ·μιά φωνή. Θά τούς πιάσετε στήν κάμαρη τού Γκάντι! —Είναι ό φίλος σου ό Ναν τίρ '- Χό, λέει τό παιδί χαμόγελώντας. Πήγε κι5 έφερε τον Μάξγουελ νά μάς πιάση. Αλ­ λά τά πουλιά πετάξανε! Ε­ μπρός ! Δρόμο, Μαλαμπάρ! Καί τό παιδί καί ό γίγαν­ τας βγάζουν τώρα τά πλού­ σια ρούχα πού φοράνε καί παίρνουν τήν πρώτη τους έμΦάνισι. Τώρα δεν έχουν ανάγ­ κη νά κρυφτούν. Αρχίζουν νά βαδίζουν βιαστικά προς τήν όχθη. Άπό τό μέρος τού Γάγγη οοκούγονται φωνές καί πυ­ ροβολισμοί. Έδώ έχει ανάψει για καλά ή μάχη. — Κάτω οι Άγγλοι! Ζη­ τώ οί ελεύθερες 5 Ινδίες !,, φω­ νάζουν οι επαναστάτες. —- Ελευθερία ή θάνατος!

Διασχίζουν μερικούς ακόμα δρόμους καί ξαφνικά βρίσκον ται ανάμεσα σέ μιά αμάδα άπό γυναικόπαιδα, πού τρέ­ χουν βγάζοντας γοερές κραυ­ γές. Είναι γέροι προσκυνητές καί γυναίκες μέ τά παιδιά τους, πού βρέθηκαν τυχαίως μέσα σέ τούτον τον χαλασμό καί σκορπίζονται πανικόβλη­ τοι προς όλες τις κατευθύν­ σεις. Είναι άοπλοι κι* ενώ δέν μπορούν νά βλάψουν κανένα, ένα αγγλικό τάνκ τούς κατα­ διώκει καί ρίχνει κάθε τόσο ριπές εναντίον τους. Μιά γυ­ ναίκα που κρατάει στήν αγ­ καλιά της ένα μοορό κυλιέται βαρειόζ πληγίαμένηι στά πό­ δια τού Ταγικόρ. -—- Είναι ατιμία!, λέει μέ σφιχτά δόντια τό Ελληνόπου­ λο. Σκοτώνουν αθώα πλάσμα­ τα... Πίσω άπό τό τάνκ έρχον ται οί στρατιώτες πού πυρο­ βολούν κΓ αυτοί κάθε τόσο. Οί πυροβολισμοί, οί ριπές τών πολυβόλων, ό έκκωφαντικός κρότος πού κάνουν οί άλυσσίδες τών τροχών του τάνκ, τά κλάματα τών παιδι­ ών καί τών γυναικών δημιουρ­ γούν μιά άπαίσια συμφωνία. — Κύτταξε εκεί!, λέει ό Μαλαμπάρ στον Ταγκό ρ. Ό δρόμος είναι άδιέξοδος. Σέ λίγο όλοι τούτοι οί άνθρωποι θά στρκμωχτούν στούς τοί­ χους καί δέ θά μπορέσουν ού­ τε νά προχωρήσουν ούτε νά οπισθοχωρήσουν πιά. Τό τάνκ θά πέση άπάνω τους καί θά τούς λυώση. — "Ελα μαζί μου, Μαλα­ μπάρ!, μουγγρίζει τό παιδί.


Τ Α Γ Κ & Ρ Μέσα στο σκοτάδι τό Ελ­ ληνόπουλο γλυστράει προς τό μέρος του θωρακισμένου.Πίσω του έρχεται ό γίγαντας μέ το αυτόματο στο χέρι. Αυτό που κάνουν ίσοδυναμεΐ μέ αυτο­ κτονία. ’Άν τούς δουν από το τάνκ, είναι καταδικασμένοι. Μια ριπή θά τούς ξαπλώση νεκρούς -κι* ύστερα σάν όδοστρωτήρας θά περάσουν οί τροχοί πάνω από τά κορμιά τους. "Ομως δεν μπορούν νά κάνουν διαφορετικά. Θά παί­ ξουν πάλι κορώνα - γράμμα­ τα τή ζωή τους γιά νά σώσουν από ένα φριχτό θάνατο αυτά τά αθώα γυναικόπαιδα. Άπό τό τάνκ ευτυχώς δεν τούς έ­ χουν δή. Κυττάζουν μονάχα μπροστά καί γελούν, καθώς βλέπουν τον πανικό των αν­ θρώπων. Τώρα τό τολμηρό παιδί βρίσκεται πλά'ί στο τάνκ. Μετράει μέ τό βλέμμα τήν άπόστασι πού τό χωρίζει άπ" αυτό καί, σφίγγοντας τό πιστόλι στο χέρι του, σαλτάρει. Τό λαστιχένιο κορμί του γίνεται μιά σαΐτα πού ταξι­ δεύει γιά λίγο στον αέρα κι5 ύστερα πέφτει βαρειά απάνω στον στρατιώτη πού χειρίζε­ ται τό ένα από τά πολυβόλα τού τάνκ. Ή λαβή τού πιστο­ λιού τού Τάγκορ βροντάει στο κρανίο του κι5 ό πυροβολητής γέρνει δεξιά καί μένει ακίνη­ τος. Μέσα στο ίδιο δευτερόλε πτο σκαρφαλώνει στο τάνκ μέ μιά καταπληκτική, γιά τον τεράστιο όγκο του, ευκινησία καί ό Μαλαμπάρ. Μέ τό αϋ^ό ματό του τσακίζει δυο κρανία καί πιάνει τό δεύτερο πολυ­

Μ

βόλο. Τό γυρίζει προς τό μέ­ ρος τών στρατιωτών πού ακο­ λουθούν καί γλώσσες φωτιάς γεμίζουν τον αέρα. Ταυτόχρο­ να τό Ελληνόπουλο έχει τρυ­ πώσει στή θέσι τού σωφέρ. Μέ γοργές γινήσεις τον αφο­ πλίζει. Ή κάννη τού πιστο­ λιού του άκουμπάει στον κρό­ ταφο τού "Άγγλου. — ί όρισε τό τιμόνι σου!, τον διατάζει πριν προφτάοη νά συνέλθη από τήν έκπληξί του. Γύρισε τό τιμόνι σου καί πάρε στροφή προς τά πίσω. Άν παρακούσης, θά φυτέψω μιά σφαίρα στο κρανίο σου! Ό σοοφέρ δοκιμάζει ν’ άντι σταθή, μά καθώς γυρίζει καί βλέπει ποιος τού μιλάει αφή­ νει μια κραυγή τρόμου. —Ό Ταγκόρ!, τραυλίζει. Ό Ταγκόρ! Καλά! Θά κάνω δ,τι μού πής ! Τήν επόμενη στιγμή, τό χαλύβδινο μεγαθήριο βογγάει υπόκωφα καί παίρνει απάνω στις μεγάλες ρόδες του μιά στροφή. Τό παιδί αφήνει τόν σωφέρ, πηδάει στον πυργίσκο καί αρχίζει νά χειρίζεται τά δεύτερο πολυβόλο. "Ολα αυτά έχουν γίνει μέ μιά ασύλληπτη παχύτητα. Τώρα οί "Άγγλοι στροπιώτες, πού έρχονται πί­ σω από τό τάνκ, βλέποντας τόν χαλύβδινο κολοσσό νά κατευθύνεται προς τ’ απάνω τους, σαστίζουν. Τά χάνουν, γιατί δέν έχουν καταλάβει α­ κόμα τί ακριβώς συμβαίνει. Καθώς όμως βλέπουν δυο α­ γνώστους νά στρέφουν προς τό μέρος τους τά πολυβόλα καί νά ρίχνουν εναντίον τους,


(ΛΛ*

;.%···.

ψ Οί "Αγγλοι βλέποντας τον χαλύβδινο κολοσσό μέ τά -------έίφοβο1 1 ποη Υιγαντα

εοχεται

κατ’έττάνω το^ζ· αρχίζοον


20

ΤΑΓΚΟΡ

συνέρχονται και πανικόβλητοι αρχίζουν νά τρέχουν... — Πίσω και σάς έφαγα ό­ λους! γρυλλίζει ό γίγαντας. Πέρα τα γυναικόπαιδα*, πού έχουν σταθή και παρακο­ λουθούν μ5 έκπληξι τή δρα­ ματική σκηνή πού υπήρξε και ή σωτηρία τους, καθώς άναγνωρίζουν τό Ελληνόπουλο απάνω στο τανκ, καταλαβαί­ νουν. Δάκρυα ευγνωμοσύνης γεμίζουν τά μάτια τους. — Είναι ό Ταγκόρ!, λέει κάποιος. Είναι ό Ταγκόρ, 6 Έλληνας, πού μάς έσωσε! — Ό Θεός νά προστατεύη τό όμορφο Ελληνόπουλο!, προσθέτει μια γυναίκα. Ό Θε ός νά είναι πάντα κοντό στον Ί αγκόρ. Καί καθώς τό τάνκ, κυνη­ γώντας άγρια τούς "Άγγλους πού οπισθοχωρούν, χάνεται ατό βάθος τού δρόμου, τό όνο μα τού ηρωικού παιδιού γεμί­ ζει τον άέρα... — Ζητώ ό Ταγκόρ! Κάτω οί τύραννοι! ΕΝΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΣΧΕΔΙΟ

ΕΝ ΘΕΛΟΥΝ όμως νά χάσουν τό παιχνίδι οί "Άγγλοι. "Από νωρίς έ­ χουν σταλή στο Δελχί μέ τον ασύρματο επείγοντα μηνύμα­ τα πού ζητούν βοήθεια. Καί τώρα, καθώς οί μάχες συνεχί­ ζονται στούς δρόμους, άκούγονται στον ουρανό τά βογγητά των μεγάλων μεταγωγικών αεροπλάνων, πού μεταφέρουν στο Μπενάρες ενισχύσεις. Στο αεροδρόμιο, πού βρίσκε­

ται λίγο έξω από τήν ιερή πολ ιτείος, προσγειώνονται -τά τεράστια αεροσκάφη καί άπο βιβάζουν ώπλισμένους μέ βαρειά όπλα στρατιώτες. Τά α­ εροπλάνα ξεφορτώνουν καί α­ πογειώνονται αμέσως, έπιστρέφόντας στο Δελχί γιά νά ξαναγυρίσουν ύστερα άπό λί­ γες ώρες μέ καινούργιες ενι­ σχύσεις... Σ" αυτό τό μεταξύ, ό Ταγκορ κι" ό Μαλαμπάρ μαζί μέ άλλους "Ινδούς πατριώτες έ­ χουν στά χέρια τους τέσσερα τάνκς καί δίνουν γερά μαθή­ ματα στούς "Άγγλους! Ό γί γαντας ιδιαίτερα είναι σαν μεθυσμένος άπ" τήν άτμόσψαι ρα τής μάχης καί τίποτα δεν μπορεί νά τον συγκρατήση. Οί στρατιώτες τού Μάξγοοελ έχουν διασκόρπιστή εδώ κι" ε­ κ εΐ καί μόλις πού μπορούν νά κρατήσουν μιά ασθενή άμυ­ να. Οι Τέγκ έχουν γίνει... 'λαγοί! — "Άντε λίγο ακόμα, καί τούς φάγαμε!, φωνάζει ό Μα λαμπάρ κάθε τόσο ενώ τό πο λυβόλο στά χέρια του κάνει θαύματα. Κουράγιο, λεβέν­ τες! Απάνω τους! Πίσω ά­ πό τά τέσσερα τάνκς πού α­ ποτελούν τήν πρωτοπορία έρ­ χονται οι πεζοί. Κρατούν λογής - λογής όπλα καί γεμί­ ζουν τον αέρα μέ κραυγές εν­ θουσιασμού... — Ζήτςο ή έλευθερία! Κατά τά μεσάνυχτα όμως, τά πράγματα αρχίζουν νά παίρνουν άλλη τροπή. Οί και νούργιες δυνάμεις πού πέ­ φτουν στή μάχη αλλάζουν τήν


Τ Α Γ Κ Ο Ρ κατάσταση Τό Ελληνόπουλο γίνεται ανήσυχο. Αυτά τα σύρ τα - φερτά των αεροπλάνων δέν του αρέσουν καθόλου. Κά τι πρέπει νά γίνη νά σταμα­ τήσουν νάρχωνται αυτές οί ε­ νισχύσεις πού θά πνίξουν σί­ γουρα στο αίμα την ήρωϊκή έξέγερσι. Καταστρώνει ένα τολμηρό σχέδιο τό μυαλό του. — Θέλω έναν νά με όδηγήση στον τοπικό άρχηγό των επαναστατών, λέει ό Ταγκόρ. Πρέπει νά μιλήσω μαζί του. "Ενας άντρας πού βρίσκε­ ται απάνω στο τανκ πρόθυμό ποιείται νά του γίνη οδηγός. — Έγώ θά σέ πάω, "Ελ­ ληνα, του λέει. — "Έλα και σύ μαζί, Μαλαμπάρ, διατάζει το παιδί. — Και τό θωρακισμένο; τας. — Θά τό κρατήσουν οι δι­ κοί μας όσο νά γυρίσουμε. Κατεβαίνουν από τό τανκ κα] ύστερα από ?,ίγο βρίσκον ται στο τοπικό άρχηγεΐο των «Ελεύθερων Ινδών». Ό άρχη γός, ένας μεσόκοπος άντρας, σφίγγει με θαυμασμό τό χέρι του παιδιού. — Σου χρωστάμε πολλά, Ταγκόρ!, τού λέει. "Ολοι ε­ δώ κουβεντιάζουν γιά την παλ ληκαριά σου και σέ θαυμά­ ζουνε. Τό Ελληνόπουλο χαμογε­ λάει, μά ξαναγίνεται αμέσως σοβαρό. — Τά πράγματα δέν είναι τόσο εύκολα, τού λέει. Οι ε­ νισχύσεις πού έρχονται θά

31

μάς τσακίσουν. "Έχω ένα σχέ δ ιο. 1 Μιλάει κάμποσην ώρα χα­ μηλόφωνα μαζί του. Ό Μνδός τον κυττάζει καθώς μιλάει μέ στρογγυλεμένα τά μάτια από την έκπληξη — Μά αυτό πού θέλεις νά κάνης είναι μιά τρέλλα!, τού λέει. ^— "Αν πετύχω όμως; ρω­ τάει τό παιδί. "Αν πετύχω τότε^βέβαια αυτή ή τρέλλα μπο­ ρεί νά σώση την κατάστασι! Ό αρχηγός αναγκάζεται νά συμφωνήση καί μέσα σέ δέ κα λεπτά έχουν τελειώσει ό­ λες οί προετοιμασίες. Τό παι δί, ό γίγαντας καί τρεΐς άλ­ λοι Ινδοί πατριώτες φορτώ­ νουν μερικά πράγματα μέσα σ’ ένα τζιπ, πού έχουν κύριέψει πριν λίγες ώρες από τούς "Αγγλους, καί ξεκινούν μέσα στη νύχτα. — Πού πάμε; ρωτάει ό Μαλαμπάρ. — Πάμε γιά ένα καινούρ­ γιο γλέντι!, αποκρίνεται τό τολμηρό 'Ελληνόπουλο καί χα μογελάει... "Απόψε τό Μπενά ρες θά δη πολύ περίεργα πράγματα... ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΓΩΝΙΑΣ

ΝΑ τέταρτο αργότερα, τό τζιπ σταματάει σέ μιά συστάδα δέντρων, πεντακόσια μέτρα από τή δυ τική πλευρά τού αεροδρομίου τού Μπενάρες. Κρύβουν τό αυτοκίνητο καί πέντε σκιές γλυστρούν στο σκοτάδι. Τό αεροδρόμιο έχει μιά μικρή κί-


11

ΤΑΓΚΟΡ

νησί -απόψε. Τά* αεροπλάνα πηγαινοέρχονται καί- μεγάλα στρατιωτικά καμιόνια είναι σταμστημένα έξω από την κεν τρίκή είσοδό του!· Κάθε ένα απ’ αυτά που γεμίζει ξεκι­ νάει αμέσως για την επανα­ στάτη μένή πόλι. · ' · · — :Τό σχέδιο, εξηγεί χσιμη λόφων.α τό παιδί; είναι νά α­ χρηστέψουμε τό αεροδρόμιο, προσω.ρινώς τουλάχιστο. "Ε­ τσι θά σταματήσουν νά στέλ­ νουν ένισχύσεις καί σ’ αυτό τό μεταξύ θά δοθή ή ευκαιρία/ τούς Ινδούς πατριώτες, νά σταθεραποιήσουν τις θέσεις τους Έσεΐς οί τρεις θά πλη­ σιάσετε στο Αεροδρόμιο από την. ανατολική πλευρά. Θά ρί­ ξετε · μερικές χειροβομβίδες έτσι.πού νά τραβήξετε την προσοχή των "Αγγλων ποός τά εκεί. Χρησιμοποιήστε καί τά αυτόματά σας στο τέλος. "Υστερα είστε ελεύθεροι ; νά φύγετε. Έγώ · μέ τον Μαλα­ μπάρ. όταν οί "Αγγλοι θά εί­ ναι απασχολημένοι μαζί σας, θά. βρούμε τήν ευκαιρία νά ζυ γώσουμε τή δυτική πλευρά. Καί-τότε θά δράσουμε. Οί'τρείς Ινδοί άπόχαιρε- . τουν τό παιδί καί τον γίγαν­ τα! · • ·— Καλή' τύχη κι’ ό Θεός μαζί σας, τούς λέει ό.Ταγκόο καθώς φεύγουν. ' 1—' Εμείς τί θά κάνουμε; ρωτάει ό Μαλαμπάρ. Έμείς' θά μπούμε στο αεροδρόμιο, αποκρίνεται, ψύ­ χραιμα τό παιδί. Θά βάλουμε . Φωτιά στις αποθήκες βενζίνης *

καί στά υπόστεγα καί θά φύ­ γουμε... — "Αν προφτάσουμε!, άνα στενάζει ό Μαλαμπάρ. τ— Τί; Φοβάσαι; παραξε­ νεύεται τό Ελληνόπουλο. — "Οχι... πεινάω! λέει ό γίγαντας. "Εχω νά φάω έξη ώρες καί αρχίζω νά-ζαλίζουμαι. Δεν θά ήθελα νά πεθάνω νηστικός... Αφήνουν νά περάσουν με­ ρικά λεπτά καί, όταν οί σκιές τών τριών Ινδών χάνονται στο σκοτάδι, αρχίζουν νά προχω­ ρούν κι’ αυτοί μέ προφυλάξεις ακολουθώντας τήν · αντίθετη κατεύθυνσι. Τό παιδί κρατάει μαζί του ένα μικρό βαλιτσάκ ι. — .Τί είναι αύτό πού κου­ βαλάς μαζί σου; ρωτάει ό Μα λάμπάρ. 1— Δυναμίτης, αποκρίνεται τό παιδί. Είναι ένα ηλεκτρι­ κό μηχάνημα κΓ ένα δέμα μέ δυναμίτη. Μ’ αυτά θ’ άρχίση τό γλέντι. Ό γίγαντας χαμογελάει. Δέ χορταίνει νά καμαρώνη τούτο τό άφοβο Ελληνόπου­ λο πού βαδίζει τόσο ξέγνοια­ στα προς τό .θάνατο. · —τ Θέλω νά σού πώ κάτ Ταγκόο, λέει. Είσαι μικρό παιδί καί δέν κάνει νά κρα­ τάς στά χέρια σου τέτοια... πυροτεχνήματα! —* Είσαι εντάξει, Μαλα­ μπάρ·! Για νά. λες αστεία θά πή πώς δέν πεινάς πιά! Ό Μαλαμπάρ αναστενά­ ζει,-καθώς θυμάται πάλι. ’ τό στομάχι του, άλλα δέν απαν­ τάει. Βαδίζουν τώρα σιωπή-


κορ

:

:λοι και κάθε τόσο, .σέ κάθε . μπαρ κάνει ένα τεράστιο πή­ «ύποπτα θόρυβο πού ' άκοΰνε’ δημα. ·Μέ τό. ένα χέρι, . τού σταματούν μέ ' χτυποκάρδι. κλείνει, τό στόμα για νά μή Κρύβονται πίσω από τούς θά φώνάξη. Μέ τό άλλο τού κα­ μ νους και περιμένουν. "Υστε­ ταφέρνει ένα: δυνατό χτύπημα ρα αρχίζουν πάλι νά προχω· ατό πίσω μέρος τού κρανίου.· Ό στρατιώτης βγάζει.·ένα *. ρόυν αθόρυβα. Σέ λίγο έχουν/ φτάσει κοντά: σέ μια από τις βογγητό καί πέφτει στήν. αγ­ μικρές εισόδους του αεροδρό­ καλιά τού γίγαντα. ' · μιου. “Διακρίνουν· τώρα τον ν · — Θά κάνη, τουλάχιστον /Άγγλο σκοπό πού'πηγαινοδυο ώρες νά ξανάζωντανέψη 1,. γρυλλίζει ό Μαλαμπάρ. ■· έρχεται μέ/το όπλο στον ώμο, •έξω από τή σκοπιά του. Γο­ > — Γδύσετσν!, διατάζει το: νατίζουν καί περιμένουν κα,, -παιδί...·· .· ’ .· σέ μια στιγμή πού έκεΐνος Μέ γοργές κινήσεις τόνγδύ τούς έχει· γυρίσει τή ράχη., νουν ,καί ό Ταγκόρ φοράει τά φτάνουν στον· μαντρότο'ιχο πού . ρούχα του. "Υστερα από πέν­ τε λεπτά, κάτω από τή στρα­ • τριγυρνάεΐ τό γήπεδο προσ* .γειώσεως, τά υπόστεγα . καί - τιωτική στολή καί.τήν κάσκα, τις αποθήκες.· Μένουν για -μιά είναι άδήνατο ν’ αναγνώριση· στιγμή Ακίνητοι.· Ή σκιόο κανείς τό ηρωικό Ελληνόπου­ τούς προστατεύει. ""Εχουν κόλ ­ λο. Δένουν τον 3Άγγλο καί ό λησε μ στον τοΐχο κι5 έχουν γί Μαλαμπάρ τον κρύβει πίσω από ένα μεγάλο θάμνο. Σ3 αυ­ - νει ένα μέ τό σκοτάδι. , — Αυτός φυσικά δέν * θά τό τό μεταξύ, τό παιδί , ανοί­ . μάς έπιτρέψη την · είσοδο ί / γει τό βαλιτσάκι. Βγάζει τήν γρυλλίζει ό Μαλαμπάρ. 3Άφη. ■'ήλεκτ/ική συσκευή τής άνατί. νάξεως πού είναι ένα τετρά­ σέ τον σέ .μένα νά τον περιγωνο σιδερένιο κουτί μέ° ενα . ποιηθώ. · · . " Περιμένουν λίγο ακόμα; "Υ­ έ'μβολο. Τούτο τό έμβολο πού . στερα αρχίζουν νά ζυγώνουν . έχει σχήμα κεφαλαίου Τ συν: αθόρυβα σάν φαντάσματα δέετσ^ εσωτερικά μ3 ένα μα­ προς τό μέρος του. Στέκουν - κρύ ηλεκτρικό καλώδιο·. -Στο . ■πάλι. .Γιά μιά στιγμή; ό στρα τέρμα τού καλωδίου αυτού εΐ- . τιώτης φαίνεται σάν νά τούς ναι τό δέμα τού δυναμίτη.1 Μέ κϋττάζει. Κρατούν τήν άνα- 1 τήν πίεάι τοΰ··έμβόλου αυτούπνοή τους. Ή καρδιά τού Ταγ σχηματίζεται ένας ήλοκτρικοςικορ βροντάει δυνατά." /Αν σπινθήρας πού ανάβει τό δυ­ ναμίτη καί προκαλεΐ τήν ετούς ,είδε, είναι χαμένοι; Πριν προφτάσρυν νά .κινηθούν, θά κρηξι. / η / ν τούς, γαζώση μέ τό αυτόματό "Ολα αυτά τά έλεγε στον Μαλαμπάρ ό Ταγκόρ βιαστι­ του;.., "Ομως" δέν τούς^ εΐδελ. Τούς γυρίζει τή ράχη καί·. άρ;· . κά, άλλα καί · μέ λεπτομέρει.χίζεί νά βαδίζη πάλι. Αυτή α­ - ες. · . ' κριβώς τή στιγμή, ό ΜαλαΈσύ θά μείνής εδώ του


24

ΤΑΠΘΡ

λέει. Θά έχης κοντά σου αυτό το μηχάνημα. Έγώ θά προ­ χωρήσω μέ το καλώδιο και τό δυναμίτη μέσα στο άεροδρόδ ιο. Κυτταξε τό ρολόϊ σου. Θά περιμένης δέκα λεπτά κι5 υστέρα θά πατήσης τό έμβο­ λο. Σ' αυτό τό μεταξύ έγώ θά έχω τοποθέτηση την εκρη­ κτική ύλη έκεΐ πού χρειάζεται ...και θ' άρχίση τό γλέντι. Κα τάλαβες; — Κατάλαβα, λέει ό γί­ γαντας... Η ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

ΑΦΝΙΚΑ άκούγονται με Ε3 ρίκες βροντές από τή δυτική πλευρά τού αε­ ροδρομίου. Είναι εκρήξεις α­ πό χειροβομβίδες. — Οί φίλοι μας δίνουν τό σύνθημα!, λέει τό παιδί. Φεύ γω, Μαλαμπάρ. Κύτταξε τό ρολόϊ σου. "Οπως είπαμε. Σέ δέκα λεπτά ακριβώς. Ό γίγαντας ρίχνει μιά ματιά στο ρολόϊ του κι5 ό Ταγκόρ κυττάζει τό δικό του. — Μήν άργήσης νά γυρίσης, λέει ό Μαλαμπάρ στο παιδί και ή φωνή του τρέμει ελαφρά. — Δε θ’ άργήσω, Μαλα­ μπάρ ! Μή φοβάσαι. Και ό Ταγκό ρ, πού φοράει τώρα τή στολή του στρατιώ­ τη, κρατώντας στά χέρια τις δεσμίδες του δυναμίτη και αφήνοντας πίσω του τό ηλε­ κτρικό καλώδιο πού συνδέεται μέ τό καλώδιο άνατινάξεως, προχωρεί μέ βιαστικό βήμα. Μέσα στο αεροδρόμιο έπικρα

τει μια μεγάλη αναταραχή. Οϊ εκρήξεις τών χειροβομβί­ δων συνεχίζονται καί οι "Αγ­ γλοι τρέχουν προς τό μέρος πού διακρίνονται οί μεγάλες λάμψεις. Δέν ξέρουν τί ακρι­ βώς συμβαίνει καί ή σύγχισις κάθε λεπτό πού περνάει γίνε­ ται καί μεγαλύτερη. Αυτή είναι μιά ευκαιρία γιά' τό * Ελληνόπουλο. Μπο­ ρεί νά κινηθή πιο άνετα. Μέ­ σα σέ τούτη τήν άναστάτωσι κανείς δέν τον προσέχη. "Αλ­ λωστε τά στρατιωτικά ρούχα πού φοράει τον προστατεύουν από κάθε υπόνοια. Ρίχνει μιά ματιά γύρω του καί κατατοπί ζεται. Ό αρχηγός τών «Έλεύ θέρων 5! νδών» τού Μπενάρες του είπε πώς οί αποθήκες βεν ζίνης είναι προς τή δεξιά πλευ ρά. Προχωρεί γοργά προς τό υπόστεγο. Δέν υπάρχει καΗ νείς έδώ. Οί φρουροί έχουν τρέξει προς τό μέρος όπου άκούγονται οί εκρήξεις τών χει ροβομβίδων. Ριπές αυτομά­ των σκίζουν τον αέρα. Έδώ είναι άποθηκευμένες οί βενζίνες. Πεντακόσια μέτρα πιο εκεί είναι τό γήπεδο προσ γειώσεως. Αυτή τή στιγμή προσγειώνεται ένα μεγάλο με ταγωγικό αεροπλάνο μέ ενι­ σχύσεις. Οί στρατιώτες αρχί­ ζουν νά αποβιβάζονται. Τό παιδί ακούει τά παραγγέλμα τα τών αξιωματικών πού δί­ νονται ιμεγαλόφωνα. Γλυστράει στή σκιά καί μπαίνει στο υπόστεγο. Εκα­ τοντάδες βαρέλια γεμάτα βεν ζίνη είναι άποθηκευμένα έδώ, Ό Ταγκόρ σάν ίσκιος κρύ­


ΐ Α Γ Κ 6 Ρ

βεται πίσω άπό μια σειρά βα ρελιών. Ψύχραιμα μέ γοργές άλλα προσεχτικές κινήσεις το ποθετεΐ τις δέσμες του δυνο;μίτη ανάμεσα σέ δυο απ’ αυ­ τά συνδέει τό καλούδια καί ρίχνει μιά ματιά στο ρολόι του. Χαμογελάει. "Υστερα ά­ πό τρία λεπτά ό Μαλαμπάρ θά πιέση τό έμβολο και όλα αυτά πού βλέπει γύρω του θά μεταβληθούν σέ μιά τεράστια φλόγα... Αλλά είναι καιρός νά φύγη πια. Απομακρύνεται άπ’ τά βαρέλια καί γλυστράει στην έξοδο τού υποστέγου. Αλλά δέν προφταίνει νά κά­ νη άλλο βήμα. Μιά βαρειά φω νή τον καρφώνει ακίνητο στη θέσι του... — Έ! Έσύ στρατιώτη! τού φωνάζει κάποιος. Τί δου­ λειά έχεις μέ τις βενζίνες; "Ενας άξιωματικός βρίσκε­ ται δίπλα του καί τον κυττάζει μέ υποψία. Ό Ταγκόρ χαι ρετάει στρατιωτικά. — Ποιος είσαι έσύ; ρώτη σε άγρια ό άξιωματικός. Θαρ­ ρώ πώς πρώτη φορά βλέπω τή φάτσα σου. — Μέ λένε, "Έντουαρτ Σέφερσον, άποκρίνεται μέ ψυ­ χραιμία τό παιδί. /— Δέν έξω ξανακούσει αυ­ τό τό όνομα!, γρυλλίζει ό ά­ ξιωματικός. Δόσε μου τά χαρ τιά σου καί πές μου τί γύρευ­ ες στην άποθήκη μέ τις βενζί νες. Μιά φοβερή άγων ία κυρι­ εύει ξαφνικά τό Ελληνόπου­ λο, καθώς ρίχνει μιά ματιά (στους δείχτες τού ρολογιού

2$

του. Σέ ένάμισυ λεπτό, άκριβώς, ό Μαλαμπάρ θά πιέο*η τό έμβολο τού μηχανήματος άνατινάξεως καί αυτός δέν α­ πέχει παρά μονάχα τρία μέ­ τρα από την άποθήκη! "Έ­ φτασε ή τελευταία στιγμή του. — Λοιπόν θά μοΰ δώσης τά χαρτιά σου; ξαραρωτάει άγρια ό άξιωματικός. Τό παιδί τούτη την κρίσι­ μη στιγμή άποφασίζει νά τά παίξη όλα γιά όλα. "Έτσι κι’ άλλοιώς ή ζωή του κρέμεται σέ μιά κλωστή. Καθώς κινεί λοιπόν τό χέρι προς τήν εσω­ τερική τσέπη τού χιτωνίου του, γιά νά βγάλη τάχα τά χαρτιά πού τού ζήτησε ό ά­ ξιωματικός, κάνει μιά άπότ> μη κίνησι καί τινάζει τό πόδι του προς τά εμπρός. Τό χον­ τροπάπουτσο πού φοράει χτυ­ πάει μέ δύναμι τό καλάμι τού "Άγγλου καί, καθώς εκείνος βογγάει καί σκύβει, οι γροθι­ ές του - πέφτουν σάν σφυρ ά στο κεφάλι του. — Φρουρά στά όπλα1, ουρλιάζει άγρια ό άξιωματι­ κός καί δοκιμάζει νά βγάλη τό πιστόλι του. Στά όπλα ό­ λη ή φρουρά! "Αλλά τό παιδί δέν έχει τού ρα καιρό νά περιμένη. Μιά καινούργια γροθιά στο στομά χι ρίχνει πίσω τον αξιωματικό. "Εκείνος πέφτει, μά τά δάχτυ λά του τυλίγονται σάν σιδερέ νια άρπάγη στις γάμπες τού παιδιού. Ό Ταγκόρ αισθάνε­ ται νά κλονίζεται κι" ένας πα­ γωμένος ιδρώτας άγωνίας μουσκεύει τό πρόσωπό του


*

26 ■ „ .1 ——

*

1

«

.

Τ Α Γ Κ Ο Ρ ί—

π.ιιι ——■——

Δεν -μένει τίαρά ένά ' μονάχα λεπτό και κάτι λιγώτερο Τσως. "Υστερα άπό ένα. λεπτό ή.αποθήκη Όά τιναχτή· στον αέρα. Και δέν’ είναι τώρα μο·* νάχα ό' αξιωματικός που ·τον κρατάει και ουρλιάζει.. Πολ­ λοί στρατιώτες πού έχουν ά-' κ θύσει τις ψωνές .του Τρέχουν προς το μέρος του μέ τα όπλα στο νέρι.’. : . * Είναι μια στιγμή πραγμα'τικά φοβερή! Κάνεις άλλος έκτος άπ5 αυτόν δεν ξέρει ,τ,όν ,άπάίσιο. θάνατο *' πού παραμονέέι μερικά μέτρα δίπλα τους; .Δεν υπάρχει πιο φοβε*' ρός θάνατος άπό εκείνον πού δίνουν οι φλόγες. Κάνει μιά τελευταία- απεγνωσμένη προσ πάθεια. "Ολες οι ϊνες τού λα

· ' ·

,

-

——

στιχένιου κορμιού του μπαν νουν σέ κίνησι και, τινάζεται . πρ ός ·τ ά πίσω.1 Τά πόδ ια του γλυστρουν' άπό την. ’ τανάλια των: δακτύλων · τ.ου αξιωματι­ κού... Τινάζεται προς τά πίσω και αρχίζει νά τρέχη: Τώρα ακούει τούς στρατιώτες πού έρχονται τρ κατόπι τού. Τούς, χωρίζει μτά-άρκετή απόστασι. Άλλά' οί .. σφαίρες ’ είναι πολύ πιο γρήγορες απ’ τον. άνθρω ' πο.... ·. · ·. . ' — "Αλτ ! λ Αλτ I "Αλτ ή πύ -ροβολώ!·., άκούγεται μια κρσυ γή γειμάτη απειλή/;... Μά τούτη ή κραυγή είναι ή. τελευταία πού βγαίνει .οστό το στόμα τού στρατιώτη, -αφνλ κά γίνεται κάτι- σαν .σεισμός και τό έδάτός .χοροπηδάει

Μέ μιά ελαφρά κίνησι ό γίγαντας κάνέι νά τιναχτούν στον άέρσ: ... τεράστιες φλόγες κομ σύννεφα καπνού...


.π ττεινασμενη ΛεοτταροαΜ γοερνει■ με τα νύχια της τον κορμο του δέντρου ζητώντας νά φτάση τον Ταγκόρ καί τον ' Μαλαμττάρ ττόυ τής ξέφυγαν...

ένα πού τον..βλέπει αφήνει σά νά πέφτουν μαζί * χίλιες βόμβες·. Μια τεράστια φλόγα ουρλιαχτό χαράς καί τον άγκαλιάΓει. . ■ · · υψώνεται στον ουρανό κι5 ένα ποτάμι φωτιάς μπαίνει άνά-' — Δοξασμένος νά είναι 6 μέσα στο παιδί καί σε κείνους φωτοδότης Βούδδας!, λέει.’ πού. τον καταδιώκουν. Ή νύ­ Είχα φοβηθή πώς χάθηκες με χτα γίνεται μέρα ..καί ,ή γή . σα ςττϊς. φλόγες... Μά τί έ­ ξερνάει φωτιά καί σίδερο.· Τά χεις; -■ · · \ βαρέλια τινάζονται στον αέ­ Τό παιδί είναι χλωμό καί ρα κι* ύστερα’■ πέφτουν σχηδεν μπόρεΐ νά μιλήση. Μόλις ματίζοντας μιά πύρινη βρο­ πού στέκεται στά πόδια -του. χή..., Ή .βενζίνη πού καίγεται —Νά φύγουμε Μαλαμπάρ! σέρνεται σάν' .πυρωμένη λάβα ψιθυρίζει. Νά φύγουμε.;. προς όλες τις κατευθύνσεις, ’Έχει 'τρομάξει κι’ ό ίδιος καί αγκαλιάζει προσγειωμένα οπτό τό μέγεθος τής.κατάστρο αεροπλάνα καί κτίρια.· -Είναι φής πού προκάλεσε. Είναι έ­ μια καταστροφή χωρίς προη­ να φοβερό πράγμα 6 πόλεμος γούμενο..., * · ■’ ■ κι5 ό Ταγκόρ έχει παρασυρθή’ Ό Ταγκόρ φτάνει χλωμός σ’ αυτόν τον απερίγραπτο σί στην έξοδο. . - Ό-' Μαλαμπάρ φουνα, ενώ ακόμα είναι ένα


28

Τ Α Γ Κ © Ψ

Ξαφνικά, ό Μαλαμπάρ σκουντάει τό παιδί. — 3Ακούς; τό ρωτάει. Η ΛΕΟΠΑΡΔΑΛ! — Ναί. 3Ακούω, αποκρίνε­ ΚΑΙ Ο ΑΓΓΛΟΙ ται ό Ταγκόρ. Θαρρώ πώς κά ποιο βαρύ αυτοκίνητο έρχεται Ε ΛΙΓΟ όμως τό Ελλη­ από την πόλι. Θάναι σίγουρα νόπουλο έχει συνελθεί ■καί ξαναβρίσκει την αύ εγγλέζικο καί πηγαίνει γιά τοκυριαρχία του. Ένώ οί εκ­ τό αεροδρόμιο. Καλύτερα ν3 ρήξεις συνεχίζονται κι5 οί φλό άποφύγουιμε τή συνάντηση γες παίρνουν μεγαλύτερη, έ­ Καί, καθώς μιλάει, στρέψει κταση τρέχουν προς τή συ­ απότομα τό τιμόνι καί τό στάδα των δέντρων. Τό τζιπ τζιπ τρυπώνει ανάμεσα στά είναι έκεΐ. Οί τρεις Ινδοί σύν δέντρα πού βρίσκονται στη δεξιά πλευρά τού δρόμου. 3Α­ τροφοί τους δεν τό χρησιμο­ πό εδώ καί πέρα αρχίζει ή ποίησαν, γνωρίζουν αυτοί κα­ ζούγκλα. λύτερα από κάθε άλλον τους — Θά περιμένουμε νά πε­ δρόιμους γύρω άπ3 τό αερο­ ράσουν κι3 ύστερα βγαίνουμε δρόμιο καί, ύστερα από τις πάλι στο δρόμο, λέει τό παι­ χειροβομβίδες πού ρίξανε, έ­ δί... χουν σκορπιστεί γυρίζοντας 3Από ιμακρυά διακρίνουν πεζοί στην πόλι. κιόλας τούς προβολείς τού Ό Ταγκόρ παί'ρνει στα χέ­ αυτοκινήτου. Είναι πραγματι­ ρια του τό βολάν καί βάζει κά ένα αγγλικό μεγάλο άνο'μπροστά τ3 αυτοκίνητο. Το τζιπ αρχίζει νά κατηφορίζη κεινα που έρχονται και παρα­ προς τό Μπενάρες, λαβαίνουν τούς στρατιώτες — Τώρα θά σταματήσουν πού μεταφέρουν άπ3 τό Δελχί νάρχωνται ενισχύσεις άπ3 τον τ’ αεροπλάνα. αέρα!, λέει ό Μαλαμπάρ. Κα — Στοιχηματίζω με τό κε­ νένα αεροπλάνο δε θά τόλμηφάλι μου, λέει ό γίγαντας, ση νά προσγειωθή στο αερο­ πώς θά γυρίση άδειο στο δρόμιο. ^Ήταν ένα έξυπνο κόλ Μπενάρες. "Αδικα ξόδεψε τή πο. Σε θαυμάζω, Ταγκόρ! μπενζίνα του... Ταξιδεύουν με σβυστά τά 3Απότοιμα όμως σταματάει φώτα. Ψηλά στον ουρανό δεν νά μιλάει. "Ενας άγριος βρυ­ υπάρχουν πιά αεροπλάνα. Οί χηθμός άκούγεται έκεΐ κάπου φλόγες καί οί εκρήξεις τά κοντά τους πίσω από τίς πυ­ προειδοποίησαν. "Ενα - δυο, κνές φυλλωσιές τών δέντρων. πού είχαν φτάσει πριν λίγη I αυτόχρονα άκούγονται κλα­ ώρα πάνω άπ3 τό Μπενάρες ριά νά σπάζουν. Γυρίζουν κι3 φορτωμένα στρατιώτες, αναγ­ οί δύο ξαφνιασμένοι. Δυο πρά κάστηκαν νά επιστρέφουν ά­ σινα μάτια αστράφτουν στο πρακτα στο Δελχί... σκοτάδι. παιδί,. ένα άγόρι δεκσξη μο­ νάχα χρόνων...

Ε


—Μια πεινασιμένη Αεοπάρ νύχια των μπροστινών της πο δαλι! , γρυλλίζει ό Μαλαμττάρ διών γδέρνουν τον κορμό του κι5 ετοιμάζεται νά πυροβόλη­ μεγάλου δέντρου. Ζητεΐ νά ση μέ το αυτόματο, σκαρφάλωση γιά νά κατασπα — Τί κάνεις εκεί; ξεφωνί­ ράξη τούς δυο ανθρώπους, πού ξέφυγαν απ’ τά δόντια ζει τό Ελληνόπουλο καί τον εμποδίζει. Θέλεις λοιπόν ν’ α­ τηςκούσουν τους πυροβολισμούς — Τώρα είμαστε ωραία!, οί "Άγγλοι καί ν’ αρχίσουν νά μουγγρίζει ό γίγαντας. Άπ’ ψάχνουν νά μάς βρουν καί νά τή μιά μεριά οι Εγγλέζοι μάς πιάσουν; πού ζυγώνουν μέ τ’ αυτοκίνη­ — Δεν πιστεύω νά θέλης το άπ’ την άλλη τούτη ή λυσ­ νά καθήσουμε νά κολατσήση σασμένη λεοπάρδαλι. Δόξα μέ τό κρέας μας αυτή ή αγρι­ στο Βούδδα! Ποτέ δέν αίσθάν όγατα! , μουρμουρίζει ό Μαθηκα πιο ευτυχισμένο τον ε­ λοομπάρ. αυτό μου!... — ’Όχι βέβαια! Δεν έχω -αφνιικά όμως κάτι γίνεται καμμιά τέτοια δρεξι. καί ή πεινασμένη αγριόγατα "Ενας καινούργιος βρυχηθ­ σταματάει νά γδέρνη τό δέν­ μός ακούγεται πάλι καί ή λεο τρο καί τρομαγμένη απομα­ πάρδαλι, δείχνοντας τά δόν­ κρύνεται. Οί προβολείς του τια της, μαζεύει τό λαστιχέ­ εγγλέζικου καμιονιού έπεσαν νιο κορμί της έτοιμη νά μουν* απάνω της καί, καθώς μέσα τάρη. στο σκοτάδι φεγγοβόλησαν -—- Στο δέντρο, Μαλααντανακλώντας τό φώς τά μπάρ! ^διατάζει τό παιδί. "Έ­ πράσινα μάτια της, κάποιος λα μαζί μου! τή σημάδεψε. Ή σφαίρα πέ­ Καί, κρατώντας γιά κάθε ρασε πλάϊ άπ’ τό δέντρο καί ενδεχόμενο τά όπλα στο χέρι, πάνω άπ’ τό κεφάλι τού α­ γλυστρούν έξω απ’ τό τζιπ γριμιού... καί σαλτάρουν σ’ ένα ψηλό — Ό διάολος νά μέ πάρη! δέντρο πού βρίσκεται στην ά­ ακούγεται μιά φωνή. Λίγο α­ κρη τού δρόμου. Σκαρφαλώ­ κόμα καί θάστελνα στο Λον­ νουν σάν αίλουροι καί τρυπώ­ δίνο ένα σπουδαίο γουναρικό. νουν ανάμεσα στά κλαριά. ΕΤ Γιά σταμάτα σοοφέρ ! ναι τυχεροί, γιατί ακριβώς τό Ό σωφέρ φρενάρει απότο­ αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο μα καί κάποιος πηδάει άπ’ τ’ τό αγρίμι, διαγράφοντας ένα αυτοκίνητο κρατώντας ένα ό­ τόξο στον άέρα, τινάζεται πλο στο χέρι. Προχωρεί προς προς τό μέρος τους. Αλλά τά δέντρα έτοιμος νά πυρο' τώρα πιά είναι αργά. βολήση. "Ο'μως δέν απελπίζεται. — Ό Μάξγουελ!, λέει μέ­ Βγάζοντας ένα άπαίσιο νια* σα άπ’ τά δόντια του ό Ταγούρισμα ορθώνεται στά πισι­ κόρ. νά τη:ς πόδια καί τά φοβερά — Ναι. Είναι ό Μάξγου-


#

..

'·

$ Α Γ

$λ!, μουγγρίζεί ό ΜαΧαμιτάρ πού τον έχει * αναγνωρίσει κι’ αυτός. Μωρέ τύχη, πού την έ­ χουμε απόψε κι" εχώ τρελλαθή απ’ την πείνα. "Έτσι μούρχεται νά σαλτάρω μέσα στο αυτοκίνητο. "Ολο και .θά υπάρχη. κανένα καρβέλι ■ και καμμιά. κονσέρβα.1 5Απότομα δμοος καθώς μι­ λάει νο,ιώθει νά τον σκουντάει δυνατά τό παιδί που βρίσκε­ ται · πλάϊ του. . — Κύτταξε εκεί, Μαλσμπαρ.! Φοβάμαι πώς αρχίζω, νά όνειρεύουμαι!, τού λέει. Κάτω από τά κλαριά άκρυ βώς του δέντρου; πού είναι κρυμμένο τό Ελληνόπουλο κι’ ό: γίγαντας., έχει σταματήσει τό ανοιχτό εγγλέζικο καμιόνι.. Καί,.μέσα ατό αυτοκίνητο αυ­ τό, υπάρχει ένα ανθρώπινο πλάσμα δεμένο, χειροπόδαρα καί φιμωμένο. Κι" αυτό τό αν­ θρώπινο πλάσμα, εΐναι μιά γυ νάίκα!· . . · — Ή Ζανγκάρ !, γρυλλί-. ,ζεί ό Μαλσμττάρ καθώς κυττ_άζει έκεΐ πού του δείχνει ο I αγκόρ. Είναι ή Ζανγκάρ δε­ μένη- χειροπόδαρα και φιμω­ μένη... Δεν πιστεύω νά την α-, ψήσουμε στον Μάξγουελ! —- Λεν θά την αφήσου με Μαλαμπάρ! · 0 ΜΑΛΑΜΠΑΡ* .".ΞΕΒΙΔΩΝΕΤΑΙ ! *

ΑΤΙ ετοιμάζεται νά πή ακόμα, μά δεν προφτά­ νει. · Την ίδια · στιγμή άκούγεται ή φωνή τούΑγ­ γλου λοχαγού. Ψάχνοντας για τη λεοπάρδαλι ό Μάξγουελ

εχιι βεΐ τό τζίτϊ1, που έχουν κρύψει ανάμεσα στα δέντρα τό παιδί καί ό γίγαντας, καί · ξαφνιάζεται·. Τά μάτια του ά.· στραφτούν παράξενα;. Κάτι μυρίζεται. · · · -ς- ■ " Εδώ- ^ κάτ ι συ μ βαίνε ι!, φωνάζει. Κάποιοι κρύψανε '-ε-· να τζΙπ τού αγγλικού .στρα­ τού.· Είναι ένα από εκείνα πού μάς έκλεψαν σήμερα τό απόγεμα αυτοί οΐ ληστές πού λέ­ νε πώς αγωνίζονται τάχα γιά την ελευθερία, τους !· Στοιχη­ ματίζω πώς εδώ γύρω κρύβον τάι άντάρται. Αφήστε τό αύ' τοκίνητα, πάρτε τά όπλα σας καί ελάτε όλοι εδώ νά ψάξου­ με. Εμπρός, πριν μάς ξεφύγουν/ ; ’ .■ "· Ό Ταγκόρ αισθάνεται ένα ρίγος νά διατρέχη τό -σώμα, του; Πρέπει νά κινηθή κεραυνΰβόλοσ με αστραπιαία 'ταχύτητα. Διαφορετικά/ άν τούς άνακαλύψουν, όλα θά ' πάνε χαμένα. Εκείνο πού δεν μπο• ρεΐ νά καταλάβη. ακόμα" εΐναι τό πως βρέθηκε δεμένη μέσα σ’ αυτό τό καμιόνι ή Ζανγκάρ. Πώς την έπιασε ό Μάξγουελ καί πού την.1 πηγαίνει αυτή τη νυχτερινή ώρα; Αλλά δεν υπάρχει καιρός νά Χύνη αι­ νίγματα. Αργότερα θά. μάθη. Π,ρός τό παρόν πρέπει νά ■ βράση γοργά, άν θέλη νά πάρή άπό τά. χέρια των -^Αγ­ γλων τό κορίτσι, πού γι? αυ­ τόν είναι τό πιο πολύτιμο πράγμα πού υπάρχει στον κό σμο.' "Από εδώ ψηλά βλέπει ττόρα .τούς στρατιώτες —εΐναι περισσότεροι από δέκα— πού


ΐ Α ί* έχουν πηδήσει οπτό τό βώΐΟκί • ι/ητο και μέ ηλεκτρικά φανά­ ρια ατά χέρια ψάχνουν άνάμ,ε σα στα δέντρα νά τούς άνακα · Χάψουν.· Σκάβει στ” αυτί του λΑαλαμττάρ. ' · — Είναι μιά ευκαιρία τώ­ ρα!, του ψιθυρίζει". Τι λες; · —Ομσι εντάξει, Ταγκόρ!, αποκρίνεται αυτός. "Ο,τι μεύ πής θά κάνω... Τό ατρόμητο παιδί έχει κι­ όλας έτοιμο τό σχέδιο οπό μυαλό του. Αρχίζει νά κινηται γοργά και αθόρυβα. Με •σβέλτες κινήσεις τό λαστιχέ­ νιο κορμί του γλυστράει από κλαδί σέ κλαδί. Χίλιες φορές κινδυνεάει νά τσακιστή καί χίλιες φορές καταφέρνει νά κράτηση την ισορροπία του. Πίσω του ακολουθεί ό Μαλαμπάρ. . -— Έγώ θά μπω στη θέσι του σωφέρ, του λέει χαμηλό­ φωνα ό Ταγκόρ. Έσύ θά πηδήσης στο πίσω μέρος του" καμιονιού * δίπλα στην Ζανγκάρ. Βάρα στο ψαχνό άν χρειαστή. Δεν πρέπει νά μάς πιάσουν! — Νά .μείνης ήσυχος, μικρέ!, γρυλλίζε'ι ό γίγαντας. _ Τήν έπό μενη στ ιγ μή' τό. Ελληνόπουλο βρίσκεται κρε­ μασμένο στην άκρη ενός κλα­ διού πού λιγάει καί έλατώνςι τό ύψος πού τον χωρίζει από τή γη.-Αφήνει τό κορμί του νά πέση αθόρυβα στό χώμα. "Υστερα, σκυφτός, προχωρών. τας πάντα πλάι στό αυτοκί­ νητο, σαλτάρει στη θέσι τού σωφέρ. Τά δάχτυλά του τυ-

&& ρ ■

α

λίγονται ατό βολάν καί τό ττό* δι του είναι έτοιμο νά πατήση τό γκάζι* * · .' — Έδώ βλέπω και μιά στολή στρατιώτη !, άκοάγεται ή φωνή τού ΜάξγΡυελ. ,Κά ποιος τή φορούσε καί τήν έ­ βγαλε καί τήν πέταξε 'στο τζιπ. Τά πράγματα μπερδεύω ονται... ■ · · Ό Ταγκόρ αισθάνεται ενα βιαστικό χτυποκάρδι. Βρήκαν τή στρατιωτική στολή. Κα­ θώς κατηφόριζαν προς τήν πό λι τήν έβγαλε καί-τήν άφησε «μέσα στα αυτοκίνητο. 5Ακί~ νητος_ περιμένει. Βλέπει · τά φώτα νά ζυγώνουν προς τό μέ­ ρος τού καμιονιού. Μά τί'κά­ νει επί τέλους αυτός ό Μαλαμπάρ καί δεν πηδάει άπό·τό δέντρο νά τελειώνουμε; Ρί­ χνει μιά ματιά, προς τ’ ■ Απά­ νω καί πιάνεται... ή αναπνοή του! Ό γίγαντας καθώς σέρ­ νεται από κλαδί σέ κλαδί γλυ στράει απότομα, χάνει τήν ι­ σορροπία του.καί παίρνει μιά βουτιά μέ τό κεφάλι προς τό έδαφος. Τό κρανίο του θά ποή^ τοποιηθή καθώς θαρθή σέ ε­ παφή μέ τή γη. Τό παιδί εί­ ναι έτοιμο νά ξεφωνίση, . υά δαγκώνει τά χείλια του καί δέ μιλάει. Μονάχα στό βλέμμα, του· ζωγραφίζεται ένας απε­ ρίγραπτος τρόμος... Καί ξαφνικά γίνεται κάτι πού δέν τό περιμένει. Ό Μα-· λαμπάρ στέκεται · μετέωρος στον αέρα! Μέ τό κεφάλι κά­ τω, κρατώντας-στά χέρια του τό-αυτόματο κουνιέται . σάν εκκρεμές δεξιά κι5 αριστερά μέ γουρλωμένα μάτια·. .Ή δ- ·


η

? Λ Γ λ ύ

σττρη ρόιμπα του έχει μττερ» δέυτή σ" ένα κλαδί και σταμά τησε αή θανάσιμη τττώσι. "Αλ­ λά ό θόρυβος έχει ξαφνιάσει τον Μάξγουελ και τούς στρα­ τιώτες του και ό γίγαντας δεν βρίσκεται σε καλύτερη θέσι. -— Νότος ό ένας!- άκούγεται ένα ουρλιαχτό. Πιάστε τον! "Ολοι κυττάζουν ψηλά. — Παραδόσου, παληόσκυλο! άκούγεται βραχνή ή φω­ νή του "Άγγλου λοχαγού. Πα ραδόσου ή πυροβολώ. Την ίδια στιγμή όμως από τή θέσι τοΰ σωψέρ τού αγγλι­ κού καμιονιού ένα αυτόιματο αρχίζει νά κελαϊδάει γλυκά. Γλώσσες φωτιάς σκίζουν τό σκοτάδι καί καφτά μολύβια ταξιδεύουν προς τό μέρος τών "Άγγλων. Ό Ταγκόρ πυροβο­ λεί καί οι σφαίρες σφυρίζουν σαν μέλισσες στον αέρα. — Κ αλ υψ θήτ ε! 5 Ενέδρ α 1, φωνάζει ό Μάξγουελ. Οί στρατιώτες σκορπίζουν σαστισμένοι, προσπαθώντες νά ταμπουρωθούν κάπου. Ταυ τόχρονα άκούγεται ένα ουρ­ λιαχτό έλέφαντα πού σκορπί­ ζει παγωμένα ρίγη. Ό Μαλαμπάρ... γκρεμίζεται! Ή άσπρη ρόμπα του δεν μπορεί βέβαια νά κράτηση έπ" άπει­ ρο τό βάρος τοΰ τεραστίου κοριμιοΰ του. Σκίζεται καί ό γίγαντας παρασύροντας μαζί του τό... μισό δέντρο πέφτει μέσα στο αυτοκίνητο. — Μεγάλε, Βούδδα, ξεβι­ δώθηκα!, φωνάζει.. Τό αυτοκίνητο τραντάζεται σάν νά ρίχτηκε ένα βουνό ά

πάνω του. Ό Ταγκόρ δέν πε* ριμένει περισσότερο. Μέ γορ­ γές κινήσεις γυρίζει τό βολάν καί πατάει τό γκάζι. Τό μο­ τέρ μουγκρίζει άγρια καί τό αμάξι, κάνοντας μιάν απότο­ μη στροφή στά γυμνασμένα χέρια τοΰ ατρόμητου παιδιού, αρχίζει μέ ασύλληπτη ταχύ~η τα νά κατηψορίζη προς τό Μπενάρες. «ΠΑΡΑΔΟΘΗΤΕ!»

λΛΑ δέν έχουν τελειώ­ σει ακόμα. Ό Μάξγου­ ελ είναι πολύ πείσματά ρης. Βλέποντας τό φορτηγό νά ξεκινάει καταλαβαίνει, τί ακριβώς έχει συμβή. ^— "Ολοι στο Τζιπ!, δια­ τάζει. Δέν θά τούς άφήσουμε νά ιμάς ξεψύγουν! Οί στρατιώτες κΓ ό Μάξ­ γουελ πηδούνε στο αυτοκίνη­ το καί μέσα στή νύχτα αρχί­ ζει ένα άγριο κυνηγητό. Τά δυο αυτοκίνητα τρέχουν σάν δαιμονισμένα. Τό τζιπ τρέχει πιο γρήγορα άπ" τό φορτηγο καί οί "Άγγλοι κερδίζουν από στασι. Οί σφαίρες σφυρίζουν πάνω άπ" τό κεφάλι τού Μαλαμπάρ. "Αλλά ό γίγαντας, πού έχει ξεχάσει... τό ξεβίδω,[ά του κι" έχει συνέλθει. στέλνει τήν άπάντησι μέ το αυτό'ματό του. Οί σφαίρες δι­ ασταυρώνονται στον αέρα καί δλα τά γύρω αντιβουίζουν α­ πό τούς πυροβολισμούς. Ό Ταγκόρ μέ σφιχτά δόντια όδη Λ

γει~;

Τό αυτοκίνητο αφήνει τώ­ ρα τό μεγάλο δημόσιο δρόμο καί μπαίνει στά στενοσόκακα


ΤΑΓΚΟΡ

τής παληάς πολιτείας. Τό παιδί λογαριάζει πώς μ5 αυτόν τον τρόπο οί διώκτες τους θά χάσουν τά ϊχνη τους καί θά μπορέσουν νά ξεφύγουν. Μάταιη ελπίδα. Τό τζιπ τους ακολουθεί καί όλο καί περισσότερο τους ζυγώνει. ΐΑλλά δεν είναι τώρα μόνο αυτό. Τά πράγματα χειροτε­ ρεύουν άποταμα. Τό καμιόνι που όδηγεΐ ό Ταγκόρ σταμα­ τάει ξαφνικά στη 'μέση του δρόμου. — Σώθηκε ή βενζίνα! α­ ναστενάζει μέ άπελπισία. Θα μάς πιάσουν!... Πηδάει έξω από τ’ αυτοκί­ νητο. Κυττάζει γύρω του. Ή μισάνοιχτη πόρτα ενός χαμη­ λού σπιτιού, πού βρίσκεται βήματα πιο εκεί, τού δίνει ελ­ πίδες. 5Από μακρυά φαίνονται οί προβολείς του τζιπ πού πλησιάζει. -— Κατεβήτε!, διατάζει τό παιδί. Ό Μαλαμπάρ κι5 ή Ζαν­ γκάρ πηδουν έξω απ’ τό αυ­ τοκίνητο. Τό κορίτσι είναι χλωμό καί τρέμει. Ό Ταγ­ κόρ την αγκαλιάζει. — Μη φοβάσαι, Ζανγκάρ !, τής λέει. Τρέχουν προς την ανοιχτή πόρτα. Μπαίνουν μέσα καί την κλείνουν πίσω τους. Τό σπίτι είναι ακατοίκητο. Είναι ένα μισοερειπωμένο έγκατα* >οιμένο σπίτι. — Πώς βρέθηκες στά χέ­ ρια του Μάξγουελ, Ζανγκάρ; Ρωτάει τό Ελληνόπουλο. — "Ήρθανε στο σπίτι, δ* που μ5 άψήσατε, οι έγγλέζοι

33

καί ιμέ πιάσανε. Πιάσανε κΤ αυτόν πού μάς φιλοξένησε. "Ήθελαν νά μέ στείλουν μέ α­ εροπλάνο στο Δελχί. ΓΤ αυ­ τό μέ πήγαιναν γιά τό αερο­ δρόμιο. Ό Ταγκόρ ακούει, αλλά τό βλέμμα του εξετάζει μέ προ­ σοχή όλα τά γύρω. Αυτό τό καταφύγιο δέ θά μπορούσε ν’ άντέξη πολύ. Κι5 οί "Άγγλοι έφτασαν κιόλας! Άκούγεται τό φρενάρισμα τού τζιπ καί τό ποδοβολητό τών στρατιω­ τών. — Θεέ μου! Θά μάς πιά­ σουν!, ξεφωνίζει ή Ζανγκάρ. Τό παιδί γυρίζει στον γί­ γαντα. ^— Πάρε τή Ζανγκάρ, σου λέω. Πήδησε απ’ τό πίσω μέ­ ρος αυτού του σπιτιού καί πη γαίνετε σέ μια από τις διευ­ θύνσεις πού μάς έδωσε ό Γκάντι. — "Εσύ τί θά κάνης; ^— "Εγώ θά μείνω νά κρα­ τήσω τούς "Εγγλέζους, απο­ κρίνεται αποφασιστικά ό Ταγ κόρ... — Θά μείνω κι5 εγώ κοντά σου!,^λέει ό Μαλαμπάρ. Δέ μπορούμε νά σ" άφήσουμε μο νάχο. -—Κι" εγώ, κι" εγώ θέλω νά μείνω κοντά σου, Ταγκόρ!, λέει τό κορίτσι μέ δακρυσμέ­ να μάτια... — Κάνετε αυτό πού σάς λέω!, διατάζει τό παιδί. Δεν υπάρχει καιρός. Ό γίγαντας καί τό κορίτσι αναγκάζονται νά συμμορφω­ θούν. Χάνονται στο βάθος τού σπιτιού. Τό ηρωικό παιδί ό-


Τ Α Γ Κ Ο Ρ

ττλίζει τώρα τό -αυτόματό· του και περιμένει. Οι Άγγλοι άρ χίζουν νά βροντούν την-πόρ­ τα προσπαθώντας νά την σπά. σουν. . · ■ .— ΓΊαραδοθήτε!, άκουγε·· ,ται ή φωνή του Μάξγουελ. Άλλα τό Ελληνόπουλο δεν · .απαντάει. - Μέ σφιχτά τά δόν- *. τια κομ τό δάχτυλο στη σκαν­ δάλη στέκει ασάλευτο. · Δεν Η

Τ

I

1\ ΤΙ/ Π®

ΜΙ ΙΧν^Γ

έχει καμμιά δ ι άθεοι νά παραδοθή. ’Άν· πέση πάλι στά χε*· ρια του Μάξγουελ,, ξέρει τό φριχτό μαρτύριο πού τον περί μένει. Θά τον κρεμάθουν μχττ’ τό ταβάνι, ,μέ αλυσίδες καί. κά. ποιος θ5 άρχίση πάλι νά του χαράζει την πλάτη με τό άγκαθωτό μαστίγιο. "Όχι δεν θά παραδοθή στους "Άγ­ γλους,!...

ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ-Ι-ΚΠΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

Γρ&ψεΐα: 'Οδός Λέκκα 22 Φ Άριθ. -6

'Ε

❖ Τιμή δραχ. 2

Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάδης* Σφιγγός 3®. ικός Α)ντής: Στ. 'Ανεμοδουρας, Άριστείδαυ-174. Προϊστ. Τυπ.: Α. Χατζη.βασιλείοι^ Αμαζόνων 25

ιη ιιιιιιη ιιιιιιχ ιι

34-

ζΐΒΒ88ΐ§ΒΒ9ΒΒΙΒ!ΙΒΚ1ΙΙΒΒΒΒΒ1ΒΚ1ΒΕΒίΒΙ13ΙΐεΒ»ΙΐΒϋΜΙΙΙΙΙΙΗΗΒΙΗ1ΒΙΙΒΒΜΒΙϋΙΙΙΙΙΒΙΗΐδ

Υ . Η Στο επόμενο τεύχος,, τό 6, πού κυκλοφορεί την Λ ς ερχόμενη εβδομάδα· μέ τον τίτλο:

ί -ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ. • ό Ταγκόρ, τό άδάμαστό Ελληνόπουλο από τήν^ Κύ. ’ προ, αντιμετωπίζει ένα φριχτό θάνατο γιά νά σώση V ;τήν αγαπημένη του καί νά προσφέρη τίς υπηρεσίες Ν του στον αγώνα, γιά, την ελευθερία! V

Λ

ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ Σελίδες' γεμάτες άγων ία, ηρωισμούς, ^ δάκρυα, αυτοθυσία, γιγαντομαχίες, γέλια καί υπέροχες αν­ δραγαθίες!· Κάτι πού θά ,μείνη άξάχαστο στην καρ­ διά κάθε. 4Ελληνόπουλου!



ΣΤΟ ΒΗΣ/ΛΕ/Ο ΤΗΣ βΡΠΧΛ/ΗΣ.

^\\\ 5

ζ ΐι,Κ

11 I ί?ϊ§! Ρΐ^ ν *Ι*Α

Ίί+ίΤ*.-


7

Ν 4 <40

5



ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ

τής μοναχοκόρης του Μαχα­ ραγιά Νιρούκτα, και του γί­ γαντα Μαλαμπάρ. Στέκει και ΤΑΓΚΟΡ, τό θρυλικό περιμένει μέσα στο μισοερειΕλληνόπουλο, βλέπον­ πωιμένο σπίτι καί βλέπει την τας τώρα τον εαυτό χαμηλή εξώπορτα νά κλονίζε­ του περικυκλωμένο από τούς ται. Δεν θά μπορέση νά κρά­ "Αγγλους, αποφασίζει γιά τηση πολύ. Σέ λίγο θά γκρεμιά ακόμη φορά νά παίξη κο­ μιστή_ μέ πάταγο .καί οι εξα­ ρώνα- - γράμματα τη ζωή γριωμένοι στρατιώτες θά μουν του (*). Τό ξέρει πώς οι πι­ τάρουν. θανότητες νά ξεφύγη άπό τον — Θά μετρήσω ως τό τρία, φοβερό αυτόν κλοιό του Μάξι αγκόρ!, άκούγεται γεμάτη γουελ είναι μιά προς χίλιες, λύσσα ή φωνή του "Αγγλου αλλά δεν φοβάται. Στέκει α­ ,λοχαγου Μάξγουελ. ©ά με-, σάλευτος μέ σφιχτά τά δόν­ τρήσω ως τό τρία -κι* άν δεν τια και τό δάχτυλο στη σκαν­ παραδοθής μαζί' μέ την πα­ δάλη του αυτόματου όπλου ρέα σου, μιά βροχή-άπό χει­ πού,κρατάει, προστατεύοντας ροβομβίδες θά τινάξη αυτό τό την ύποχώρησι των δυο πιο σπ ίιτ ι ^ στον άέρ α! " Ετσ ι κι5 αγαπημένων προσώπων πού άλλοιώς είστε χαμένοι. Παραέχει στον κόσμο: Τής όμορ­ δοθήτε! φης μελαχροινής Ζανγκάρ, Τό παιδί χαμογελάει. Παρ’ όλο πού ή θέσι- του ,εΐναα πραγ (*) Διάβασε προηγούμενο τεύ­ ίματικα τραγική, δέν μπορεί χος: «Φριχτό Μαρτύριο».

©

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 1*


4

ΤΑΓΚΟΡ

νά συγκράτηση ένα χαμόγε­ λο. Φαντάζεται τά μούτρα που Βά κάνη ό λοχαγός, δταν άν~ τιληφθή πώς οι δυο φίλοι του —ή κοπέλλα καί ό γίγοοντας —€χο_υν έξαφανιστή. —Λοιπόν, αρχίζω!, άκουγεται πάλι ή φωνή του Αγ­ γλου. "Ενα! —Μην κάνης τον κόπο, Μάξγουελ, νά μέτρησης !, φω­ νάζει τό Ελληνόπουλο. Δεν παραδίνομαι! Μια ομοβροντία από πυρο­ βολισμούς είναι ή άπάντησι. Οί σΦαΐρες σφυρίζουν γύρω από τον Ταγκόρ καί ή πόρτα γίνεται κόσκινο. Τό παιδί κά­ νει ιμερικά βήματα προς τά πίσω, στερεώνει τη ράχη του στον τοίχο καί... ξαφνικά νοιώ θει ενα δυνατό χτύπημα στο πίσω μέρος του κρανίου του! Δυο ίσκιοι έχουν σαλτάρει απ’ τό πίσω μέρος τής αυλής μέ­ σα στο σπίτι, χωρίς εκείνος νά τούς άντιληφθή, καί επιτί­ θενται ύπουλα. Ό Ταγκόρ παίρνει μιά βόλτα στίς φτέρ­ νες του καί θαμπά, σάν σέ όνειρο, ξεχωρίζει μέσα στο σκο τάδι δυο γιγαντόσωμους "Άγ­ γλους στρατιώτες. Δοκιμάζει ν5 άντισταθή, μά ενα καινούρ­ γιο χτύπημα ιμέ τό κοντάκι ε­ νός αυτομάτου στο κεφάλι, τον κάνει νά γονατ ίση. Τό ό­ πλο ξεφεύγει από τά χέρια του καί μιά παράξενη βουή γεμίζει τ’ αυτιά του. Τήν ίδια στιγμή, ή εξώπορ­ τα γκρεμίζεται κι’ ό Μάξγου­ ελ μέ τούς υπόλοιπους στρα­

τιώτες του μπαίνουν στο σπί­ τι. — Τήν έπαθες σάν αγράμ­ ματος, ληστή!, γρυλλίζει ο λοχαγός καθώς σκύβει πάνω άπό τό κεφάλι του. Τώρα θά λογαριαστούμε οι δυο μας! "Υστερα γυρίζει σ’ αυτούς πού τον ακολουθούν. — Ψάξτε σ’ όλες τίς κά­ μαρες!, διατάζει. Κάπου ε­ δώ θάχουν τρυπώσει τό κορί­ τσι κι’ ό άλλος πού ήταν πα­ ρέα του. Τους θέλω καί τούς δυο ζωντανούς. Μου χρειάζον­ ται. Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΑΝΙ !

ΝΑ μεγάλο αυτοκίνητο διασχίζει τούς μεγάλους δρόμους του Μπενάρες καί κατηφορίζει προς τή δε­ ξιά όχθη του Γάγγη., όπου ή εξέγερση πού έχει φουντώσει πριν δυο μέρες, συνεχίζεται ακόμη. Οι Ινδοί επαναστάτες έχουν όχυρωθή σέ δυο παλιούς πύργους καί δεν δέχονται νά παραδοθοΰν. Στά άλλα μέρη τής ιερής πολιτείας επικρατεί μιά σχετική ησυχία. "Υστερα άπ’ τό σβυσιμο τής φωτιάς του αεροδρομίου έφτασαν άπ’ τό Δελχί καινούργιες αγγλι­ κές ενισχύσεις καί ό λαός α­ ναγκάστηκε νά υποχώρηση. Οί επαναστάτες διασκορπί­ σθηκαν. Τούτο ήταν σίγουρα μιά καινούργια νίκη τών "Άγ­ γλων. «Μιά νίκη όμως πού, ό­ πως είπε ό μεγάλος φιλόσο­ φος Γκάντι αργότερα, προε­ τοιμάζει τήν ολοσχερή ήττα


ΐ

Α

ί*

τους! Γιατι όλες αυτές οί αι­ ματηρές εξεγέρσεις των Ιν­ δών γιά την ελευθερία τους και την άποτίναξι του άποικιακού ζυγού δίνουν τό βάπτισμα ταυ πυράς στους εν­ θουσιώδεις πατριώτες, που μ5 αυτό τον τρόπο αποκτούν μιά πεΐρα γιά την μεγάλη επανά­ σταση πού θά ερθη στην κα­ τάλληλη στιγμή !»... Τό έπαναστατικό κίνημα λοιπόν τού Μπενάρες έχει πνί­ γη και μονάχα εκεί, στη δε­ ξιά όχθη τού ιερού ποταμού Γάγγη, οί δυο παληοι πύργοι πού έχουν καταληφθή άιτ’ τούς επαναστάτες, αντιστέ­ κονται. Πενήντα άνθρωποι, α­ ποφασισμένοι νά πεθάνουν πα ρά νά παραδοθοΰν, κλεισμένοι μέσα στά δυο αυτά οχυρά, πο­ λεμούν άγρια θερίζοντας κά­ θε έπίθεσι των "Άγγλων. Άλ λά δεν είναι μόνο αυτό. Οί "Ινδοί πατριώτες έχουν κι" έ­ να άλλο όπλο, στά χέρια τους. Κρατούν τριάντα Άγ­ γλους αιχμαλώτους, στρατιώ­ τες καί αξιωματικούς. Τούς έχουν συλλάβει κατά τη διάρ* κεια τής τριήμερης μάχης και τούς κρατούν τοόρα στούς δυο πύργους ως ομήρους... Αυτοί οί τριάντα αιχμάλω­ τοι κάνουν τον Μάξγουελ νά φυσομανάη σάν φάλαινα καί νά τρίζη κάθε τόσο τά δόντια. Άν δεν ήταν οί αιχμάλωτοι στη μέση, ήξερε αυτός πόσο όμορφα θά τελείωνε αυτή την έπιχείρησι! Θά έστηνε μπρο­ στά στούς πύργους δυο κανό­ νια καί θ" άρχιζε έναν άγριο

έ ύ ψ βομβαρδισμό. Μέσα σέ μισή ώρα, όλα^ θά ήταν έν τάξει! Οί δυο πύργοι καί τό...περιε­ χόμενά τους θά είχαν γίνει στάχτη καί σκόνη!... — Μά τό Θεό!, γκρινιάζει κάθε τόσο καθώς πηγαινοέρ­ χεται στο γραφείο του. "Εκεί­ νοι εκεί κάτω στο Δελχί δεν έχουν καθόλου μυαλό στο κε­ φάλι τους! Γιατί βέβαια, γιά νά ζητούν νά σώσω αυτούς τούς τριάντα αιχμαλώτους μέ­ σα από τά χέρια αυτών τών άνθρωποφάγων ληστών, θά πή πώς τό λογικό τους σάλεψε καί δεν τό έχουν καταλάβει! Γιατί δέ μ" άφίνουν νά γκρε­ μίσω με τις οβίδες αυτές τις δυο σφηκοφωλιές; ΚΓ άν χα­ θούν τάχα τριάντα αξιωματι­ κοί καί στρατιώτες δικοί μας, τί ^έγινε; Πφφφ^! Μεγάλη ζη­ μιά γιά την άυτοκρατορία! Άν είναι ποτέ δυνατό ή κο* σμοκράτειρα Μεγάλη Βρεττανία νά δέχεται τέτοιους έξευτελισμούς γιά τριάντα αιχμα­ λώτους! "Έπρεπε νάμουνα ε­ γώ "Αντιβασιλέας τών "Ινδιών καί νάβλεπες! Καθώς πηγαινοέρχεται ό­ μως καί... παραμιλάει κατε­ βαίνει μιά... μεγαλοφυής ιδέα στο νοΰ του. Ένα σατανικό σχέδιο έρχεται στο μυαλό του. Τά μάτια του στενεύουν από­ τομα καί σταματάει τον πε­ ρίπατό του. Πατάει ένα κου­ μπί πού υπάρχει απάνω στο γραφείο του κι" ένας "Άγγλος λοχίας εμφανίζεται, χαιρετών­ τας μέ σεβασμό στην πόρτα. — Τί κάνει αυτός ό νεαρός


αντάρτης/ λοχία; του λέευ Εννοείτε τον I αγκόρ; ρωτάει έκεΐνος. •—- .Μάλιστα, αυτόν. εννοώ! — Εΐναι δεμένος στο υπό­ γειο δπως διατάξατε καί... τραγουδάει! —- Τραγουδάει; Τΐ τραγου­ δάει; ρωτάει καί ζαρώνει τά φρύδια του ό Μάξγουελ. ■ , — Τον. Ελληνικό .Εθνικό ΓΎιμνο! 5Απ’ τά κόκκαλα βγαλ ιμένη.λ και. τά λοιπά και τά λοιπά. Τό ξέρω αυτό τό τρα­ γούδι απ’ τον καιρό πού υπη­ ρετούσα στην Κύπρο. Εκεί, βλέπετε, όλοι σχεδόν οι κά­ τοικοι είναι' "Ελληνες... — Σκασμός !, ουρλιάζει ξαφνικά και βροντάει τό χέρι του ό λοχαγός στο τραπέζι.

Ποιος, σόν είπε πώς ύπάρχουν "Έλληνες στην Κύπρο; Μονά­ χα "Αγγλοι υπάρχουν καΓ με­ ρικοί,.. Τούρκοι! Και ξαναβροντάει τό χέρι του ό Μάξγουελ περισσότερο άγρια στο τραπέζι. Αλλά αυτή τη φορά δια­ μαρτύρεται ...τό μελανοοοχεΐο. Με την φοβερή γροθιά πού καταφέρνει εξαγριωμένος ό λοχαγός στο γραφείο του; τό μελανοδοχείο άνατινάσσεται στον αέρα και τό περιεχό­ μενό του εκσφενδονίζεται στά μούτρα του! Ό Μάξγουελ πασαλειιμιμένος απ’ τά μελά­ νια, γίνεται από τή μιά στιγ­ μή στήν άλλη ένας αξιοθρήνη­ τος άράπης ! Ό λοχίας δαγκοο νει τά χείλια του γιά νά μή

Αυτή τή φορά όμως διαμαρτύρεται καί τό... μελανοδοχείο καί ό Μάξγουελ γίνεται Ινας αξιοθρήνητος άράπης!


'Ο Ταγκόρ κρεμασμένος Εξω άττό τον πύργο νοιώθε» νά γάνη τις αίσ&ησεις του, ένώ έκεΐνοι που τον κρέμασαν κοροϊδεύουν...

γελάση, μπροστά στο κωμικό αυτό θέαμα και τρέχει κοντά του. — Μακρυά, λοχία!, διατά­ ζει αυτός. Μακρυά και ετοι­ μάσου νά πας στο στρατοδι­ κείο! Και... δέκα μέρες πε­ ριορισμό στο μελανοδοχείο πού τόλμησε νά σηκώση βέβη­ λο χέρι εναντίον μου! Βιαιο­ πραγία κατ’ άνωτέρου! Κα­ τάλαβες; Ό "Αγγλος υπαξιωματικός καταλαβαίνει ότι ό λοχαγός του, πού έχει απερίγραπτα χάλια, έπσθε ξαφνικά ναυρική κρίσι απ’ άλες τις σκοτούρες αυτές πού έχει φορτωθή στο κεφάλι του και προσπαθεί- νά τόν καθησυχάση, — Πρέπει νά κάνετε ένα

ντούς^ κ..λοχαγέ, του λέει, θά σάς κάνη κοίλο, £ΝΑ ΗΡΩ Ι ΚΟ ΠΑΙΛΙ!

ΣΤΕΡΑ από μιά γερή ψυχρολουσία, ό Μάξγουελ ξαναβρίσκει την ψυ­ χραιμία του.. "Εχει καθαρίσει τό πρόσωπά του απ’ τά μελά­ νια Κ[ έχει φορέσει μιά άλλη καθαρή στολή. Τώρα πού η­ σύχασε λοιπόν, στρογγυλοκάτ· θεται πάλι στο γραφείο του καί _ξαναθυμάται τό σχέδιό του. -αναχτυπάει τό κουδουνι και ξαναεμψανίζεται στην πόρτα ό λοχίας. · — Φέρε μου αμέσως απα­ νω αυτό τό βρωμόπαιδο!, δια τάζει.


ί Α Ρ Κ © 9 Ό λοχίσς φεύγει και ξανα· γυρίζει σέ λίγο μαζί μέ τον Ταγκό,ρ. Τό Ελληνόπουλο, ττού εΐνάι κλεισμένο δυο μέ­ ρες καί δυο νύχτες σ’ ένα μπουντρούμι, έχει.χλωμό πρό­ σωπο. Μά ή στάσι του δεί­ χνει πώς δεν φοβάται τον α­ ξιωματικό, πού τον κυττάζει μ’ ένα βλέμμα γεμάτο απειλή. Αυτές τις τελευταίες σαραν* ταοχτώ ώρες πού βρίσκεται στα χέρια του Μάξγουελ, ύπέφερε από πολλά βασανιστή ρια, άλλα παρ' όλα αυτά δεν άνοιξε τό στόμα του νά μαρ» τυρήση που κρύβονται ή Ζανγκάρ καί ό Μαλαμπάρ. I ι’ αυτό τώρα πού τον καλεΐ πά­ λι μπροστά του καταλαβαί­ νει πώς καινούργια μαρτύρια πρόκειται ν’ αρχίσουν. Αλλά ό Ταγκόρ έχει πάρει την απόφασί του. "Έχει σιδερένια θέλησι καί δεν θά ύποκύψη δ,τι κι’-άν του κάνουν. Παρα­ ξενεύεται όμως καί κυττάζει μέ απορία τον Μάξγουελ, ό­ ταν ακούει τά πρώτα του λό­ για. — Θά σου κάνω μιά πρό­ ταση του λέει ό 5/Αγγλος προ σπαθώντας νά γλυκάνη τη φω­ νή του. Θέλεις νά σ’ άφήσω ελεύθερο; Τό παιδί δέν απαντάει α­ μέσως. Προσπαθεί νά μαντέψη τί κρύβεται κάτω από την φαινομενικά μεγαλόψυχη αυ­ τή πρότασι. ~έρει καλά τί σατανάς είναι τούτος ό "Άγ­ γλος λοχαγός. Δέν προσφέρει κάτι χωρίς αντάλλαγμα, -έρει ακόμα πώς δέν κρατάει

ποτέ τις υποσχέσεις του. Εί­ ναι σίγουρος λοιπόν πώς ε­ τοιμάζεται νά τοΰ στήση κά­ ποια παγίδα. Προσποιείται δμως πώς δέν καταλαβαίνει. — Μιλάς σοβαρά, Μάξ­ γουελ; ρωτάει. — Πολύ σοβαρά μιλάω. Θά σ’ άφήσω ελεύθερο, παρ’ όλο πού μ’ αυτό τον τρόπο θά χάσω τις 12.000 ρούπιες πού έχουν έπικηρύξει τό κε­ φάλι σου. — "Ολοι σας, τον τελευ­ ταίο καιρό γίνατε πολύ κου­ βαρντάδες καί ανοιχτοχέρη­ δες, λέει τό παιδί καί χαμο­ γελάει. Κι’ ό Ναντίρ - Χό, πρίν μερικές μέρες, τά ίδια μου έλεγε, μέ την διαφορά ότι ζητούσε νά τού υποδείξω τό μέρος πού έχει κρυμμένους τούς θησαυρούς του ό μαχα­ ραγιάς Νιρούκτα. Έσύ τί αν­ τάλλαγμα ζητάς; — ’Εγώ θέλω κάτι πολύ πιο εύκολο, Ταγκόρ. Θά πά­ με ως τη δεξιά όχθη του πο­ ταμού μ’ ένα αυτοκίνητο πού θά έχη ένα μεγάφωνο. Θά σταθούμε έξω άπό τούς δυο πύργους:, πού κρατάνε ακό­ μα αυτοί οί ληστές... οί έπα~ ναστάτες ήθελα νά πώ„ καί θά τούς πής δυο λόγια μονάχα. "Υστερα θά είσαι ελεύθερος... — Τί θά τούς πω, Μάξ° γουελ; ρωτάει τό 4Ελληνόπου­ λο καί τον κυττάζει λοξά. Ό Άγγλος ξεροβήχει. — Νά, δηλαδή θά τούς πής ν’ άφήσουν ελεύθερους τριάν­ τα αξιωματικούς καί στρατιώ­ τες πού κρατάνε αιχμαλώτους.


Τ Α Γ Κ Ο Ρ

Κι’ υστέρα νά παραδοθοΰνε. Δεν έχουν νά φοβηθούν τίπο­ τα. Θά τούς άφήσω νά ξαναγυρίσουν ήσυχα στά σπίτια τους. Καί εις αντάλλαγμα θά χαρίσω καί σέ σένα την ελευ­ θερία σου. Δέχεσαι; Ό Ταγκορ καταλαβαίνει τί πάει νά σκαρώση ό Μάξγου­ ελ. Δεν έχει καμμιά αμφιβο­ λία πώς τίποτα από δσα λέει δεν πρόκειται νά γίνουν. Θά πάρη τούς αιχμαλώτους, θά συλλαβή τούς Ινδούς πατρι­ ώτες, θά τούς τουφεκίση καί μαζί τους θά τουφεκίση κι5 αυτόν. "Ολα τούτα περνούν βιαστικά άπ5 τό μυαλό του καί μπροστά στά μάτια του βλέπει ζωντανή την παγίδα. "Οιμως δεν τό δείχνει. Γύ αυ­ τόν είναι μιά ευκαιρία. ’Άν τον βγάλουν άπ5 τό υπόγειο καί τον πάνε περίπατο ως τη δεξιά όχθη του Γάγγη, κα­ νείς δεν ξέρει τί μπορεί νά συμβή... — Δέχομαι!, λέει. — Μπράβο! Τώρα άρχι­ σες νά γίνεσαι καλό παιδί, Ταγκορ!, λέει χαρούμενα ό "Αγγλος. Θά κάνης δ,τι σου πώ; — Να;. Θά κάνω δ,τι μου πής... "Ύστερα από λίγο, ένα με­ γάλο αυτοκίνητο, έφωδιασμένο μ5 ενα μηχάνημα μεγαφώνου, κατηφορίζει διασχίζον­ τας τούς δρόμους του Μπενάρες, προς τη δεξιά όχθη. Μέ­ σα στο αυτοκίνητο είναι ό Μάξγουελ, ό Ταγκορ καί κάμποσρι στρατιώτες. Τό αυτο­

κίνητο έχει μιά άσπρη σημαία μπροστά, σημεΐο πώς οι επι­ βάτες του φέρνουν ειρηνικές προτάσεις. Πραγματικά, οι έπανοστάτες πού είναι ώχυρωμένοι στούς δυο πύργους, κα­ θώς τό βλέπουν, σταματούν τούς πυροβολισμούς. Είναι πε ρίεργοι νά μάθουν τί συμβαί­ νει. Τό καμιόνι μέ την άσπρη σημαία σταματάει μερικά μέ­ τρα μακρυά από τά δυο οχυρά καί πρώτος ό "Αγγλος λοχα­ γός αρχίζει νά μιλάη : —- Έδώ λοχαγός Μάξγου­ ελ!, λέει καί κρατάει μπρο­ στά στο στόμα του τό μικρό­ φωνο ενώ ή φα>νή του πολλσπ?\ασιάζεται σέ έντασι καί με­ ταδίδεται άπ5 τό μεγάφωνο. Σας ομιλώ εγώ, ό Μάξγουελ. Μέσα στο αυτοκίνητο δίπλα μου, βρίσκεται ό φίλος σας 6 Ταγκορ. Είναι αιχμάλωτός μου. -έρετε δλοι σας τί τον πεοιιμένει άν πάη στο Στρα­ τοδικείο. 5Αλλά εγώ είμαι α­ ποφασισμένος νά κάνω στρα­ βά μάτια καί νά τον άφήσω ε­ λεύθερο. "Ερχομαι λοιπόν νά σάς κάνω μιά τίμια πρότασι. Δέχομαι νά τον ανταλλάξω μέ τούς αιχμαλώτους πού κρα­ τάτε, αφού δμως μου ύποσχεθήτε πώς θά παραδοθήτε καί σείς. Σάς δίνω τό λόγο μου πώς κανείς σας δεν πρόκειται νά πάθη κακό... 5Από τίς επάλξεις τών πύρ­ γων προβάλλουν τά κεφάλια πολλών Ινδών. Πολιορκημένοι εδώ μέσα δέν ξέρουν τό δυσά­ ρεστο νέο. Γιά, πρώτη φορά μαθαίνουν δτι τό τολμηρό Έλ«


ΤΑΓΚΟΊ"

10

ληνόπουλο, ' ό θρυλικός Το> γκόρ, είναι αιχμάλωτος των Άγγλων. Μια παγωνιά απλώ­ νεται στις καρδιές τους. ' Ή θλΐψι γεμίζει τά πρόσωπά τους. Ψίθυροι σκορπίζονται μέσα στ.ά οχυρά και τά βλέμ­ ματα των. αποφασισμένων αυ­ τών πατριωτών, πού έχουν όρκίστη νά πεθάνουν γιά την ε­ λευθερία της χώρας τους, πλημμυρίζουν από απελπισία. Ό Ταγκόρ είναι στά χέρια του Μάξγουελ. Ό Ταγκόρ αίχ μάλωτος τών "Άγγλων! —ΤΊοΰ είναι ό Ταγκόρ; Θέ­ λουμε νά δούμε τον Ταγκόρ, νά μάς τά πή ό ίδιος αυτά .πού λες εσύ!,, άκούγεται μιά φωνή από τον πύργο. Μπορεί νά μάς κοροϊδεύης.

Στά

Ό Μάξγουελ χαμογελάει. Καταλαβαίνει πώς τό σχέδιό του θριαμβεύει. Γυρίζει^προς τό μέρος του παιδιού πού στέκει δίπλα του. —- "Έλα λοιπόν! Ή σειρά σου νά τούς τά πής κι" εσύ!, του λέει. Δεν πιστεύω νά κά­ νης κανένα λάθος. — Μείνε ήσυχος, Μάξ­ γουελ ! Παίρνει τό μικρόφωνο στά χέρια. Γύρω του είναι πέντε στρατιώτες με έφ" όπλου λόγ­ χη. Οι άτσάλινες μύτες τών σπαθιών αγγίζουν τό κορμί του. Ό Μάξγουελ χαϊδεύει τη λαβή του πιστολιού του.· Βρί­ σκεται μέσα σ" έναν αδιαπέ­ ραστο κλοιό. Ένοον κλοιό πού προιμηνύει τό θάνατο. "Αλλά

υπόγεια του πύργου κάτω από την έπίβλεφ» του Ταγκόρ άρχίζέι μέ αγωνία Α προετοιμασία γιά την άπόδρασι..»


ΤΑΓΚΟΡ

11

Τά μεσάνυχτα αρχίζουν να ττέφτοϋν αδόρι/βα στο ποτάμι...

τό Ελληνόπουλο δεν φοβάται.· "Εχει περάσει από πολλές και χειρότερες μπόρες. Τό βλέμ­ μα ' του παίρνει μια παράξε­ νη έκφρασι και στο χλωμό πρόσωπό του σχεδιάζεται έ­ να χα_μόγελο. Φέρνει τό μικρό­ φωνο μπροστά στο στόμα τοϋ, ·-— Ινδοί πατριώτες!, φω­ νάζει καί· ή φωνή του καθώς βγαίνει άπ5 τό μεγάφωνο μοι­ άζει σάν βροντή. Ινδοί πα­ τριώτες., -σάς; μιλάω εγώ, ό Ταγκόρ, τό παιδί από την Ελ­ λάδα,, πού στάθηκα πάντα στο πλευρό σας καί αγωνίστηκα για την έλευθερία σας... •.Πενήντα πολεμιστές μέ α­ ξύριστα καί άγρια από τον σκληρό αγώνα πρόσωπα έχουν σκύψει έξω από τις πόλε μι-.

στρες καί τον άκούνε. Πολλοί, πού τόν: έχουν συναντήσει κι3 άλλες φορές, τον αναγνωρί­ ζουν. Τον βλέπουν ανάμεσα στούς . στρατιώτες καί περι­ μένουν. "Ολοι κρέμονται άπ5 τά χείλη του. "Ο-,τι τούς πή αυτό τό ήρωϊικό .παιδί, θά τό κάνουν. —7 5Εγώ λοιπόν ό Ταγκόρ, συνεχίζει τό Έλληινόπουλο, σάς Χέω πώς πρέπει νά συνεχίσετε τον αγώνα γιά την ε­ λευθερία. Εμένα μη με λογα­ ριάζετε. Ή ζωή ή δική μου δέν έχει καμμιά αξία μπροστά στη νίκη. Προσέξτε! Ό Μαξ·^ γουελ σάς έχει στήσει παγί­ δα. Κάτω οί "Αγγλοι! Ξαφνικά ή φωνή του κόβε­ ται. Ό "Αγγλος λοχαγός έχει


ΤΑΓΚΟΊ ριχτή μέ λύσσα απάνω του και σηκώνει τό πιστόλι του καί τό κατεβάζει μέ δύνσμι στο κεφάλι του παιδιού. Ό Ταγκόρ όμως, πού περιμένει τούτη την επίθεση γέρνει πλά­ για, ξεφεύγει τό χτύπημα καί τά σιδερένια δάχτυλά του τυ­ λίγονται σαν μια φοβερή τα­ νάλια γύρω άπ5 τον καρπό του ώπλισμένου χεριού τού άξκυ­ ματικού. Την άμέσως επόμενη στιγμή, ή γροθιά του προσ* γειώνεται σαν ένα σιδερένιο σφυρί άνάμεσα στα δυο φρύ­ δια τού Μάξγουελ. Ό "Αγ­ γλος κλονίζεται. Τώρα όμως οι στρατιώτες, πού γιά μιά στιγμή τά έχουν χάσε η συνέρχονται καί επιτί­ θενται μέ τις ξιφολόγχες. Τό κοφτερό άτσάλι άστράφτει στον άέρα καί μερικές βλα­ στήμιες βγαίνουν άπό σφιχτά δόντια. Τό παιδί βλέπει τό θάνατο νά τον σημαδεύη άλλα δεν χάνει τήν ψυχραιμία του. Μέ μιά ο'βέλτη κίνηση γονα­ τίζει καί, χρησιμοποιώντας σάν άσπίδα τον μισολιπόθυμο Μάξγουελ, άποκρούει τήν έπίθεσι. Οί στρατιώτες διστά­ ζουν. Τώρα φοβούνται πώς μιά άδέξια κίνησί τους μπο­ ρεί νά σκοτώση τό λοχαγό τους καί στέκουν άκίνητοη κυττάζόντας μέ μάτια γεμά­ τα λύσσα τό άφοβο Ελληνό­ πουλο. Σ’ αυτό τό μεταξύ άπό τούς πύργους οί Ίνοοή πού παρα­ κολουθούν μέ κομμένη άνάσα τήν άνιση αυτή πάλη, ξεσπούν σε άγριες κραυγές.

— Απάνω τους, Ταγκόρ! Κουράγιο, Ταγκόρ! — Μήν τούς φοβάσαι, "Ελ­ ληνα ! — Κράτα γερά τον Έγγλέ ζο καί πήδα άπό τό αυτοκί­ νητο, Ταγκόρ! Τό παιδί δέν περιμένει νά τού τό πουν. Ξέρει τί έχει νά κάνη. Σέρνοντας πάντα μαζί του σάν άσπίδα τον Μάξ­ γουελ, οπισθοχωρεί προς τήν έξοδο τού καμιονιού. Οί στρα­ τιώτες τον παρακολουθούν μέ τό βλέμιμα, άλλά δέν τολμούν νά πυροβολήσουν. Φτάνει στήν έξοδο κι* ετοιμάζεται νά σαλτάρη. "Ομως ξαφνικά, καθώς τινάζεται στον άέρα, νοιώθει ένα δυνατό χέρι νά τυλίγεται στά πόδια του. Ό "Αγγλος λοχαγός έχει συνελθεί καί μέ μιά «μελετημένη άπό πριν κί­ νηση φουχτιάζει τούς άστραγάλους τού παιδιού καί τά δάχτυλά του τυλίγονται γύρω τους σάν μιά φοβερή άρπάγη. Τό κορμί του Ταγκόρ μένει μετέωρο γιά μερικά δευτερό­ λεπτα στον άέρα κι5 ύστερα κουλούριάζεται σάν λάστιχο καί ξετυλίγεται «μέ δύναμη σχεδόν άμέσως. Ή ορμή είναι τέτοια, πού παρασύρει στο έ­ δαφος κι* έκεΐνον πού τό κρατάει. Πέφτουν κι* οί δυο στο χώμα καί παλεύουν άπεγνωσμένα. —^ Αυτή τή φορά θά τό πλήρωσής ,μέ τή ζωή σου, βρωμοέλληνα!, γρυλλίζει ό άξιωματικός. — Σού έχω πή νά μ ή βρίζης!, μοογγρίζει τό παιδί.


ΤΑ Τ Κ Ό Ρ Νά, λοιπόν, για νά μάθης ποιος είναι ό βρωμοέλληνας! Η γροθιά του τινάζεται α­ πότομα και αυτή τή φορά τσακίζει για καλά τή μύτη τού Μάξγουελ. Τά αίματα γε­ μίζουν τό πρόσωπο τού "Άγ­ γλου. — Βοήθεια! Μέ σκοτώ­ νουν ! Στα όπλα δλος ό λό­ χος ! Πιάστε τον! Οΐ στρατιώτες τώρα δέν δι­ στάζουν. Ρίχνονται ανάμεσα σέ κείνους πού κυλιούνται στο χώμα και παίρνουν από τά χέρια τού εξαγριωμένου Τα­ γκό ρ τον αξιωματικό τους. Τό Ελληνόπουλο τινάζεται ορθό. Τώρα πρέπει νά παλέψη υέ πολλούς. Είναι εντελώς άο­ πλος και εκείνοι είναι βαρειά ώπλισμένοι. "Ομως δεν διστά­ ζει. Ρίχνει μια ματιά γύρω του καί σαλτάρει προς τό μέ­ ρος ενός μικρόσωμου στρα­ τιώτη. Μέ μια γροθιά τον α­ νατρέπει, πηδάει πάνω από τό κορμί του και αρχίζει νά τρέχη. Μερικές σφαίρες σφυ­ ρίζουν πάνω από τό κεφάλι του. "Αλλά δέν έχει καμμιά διάθεσι νά στα^ματήση. — "Αλτ! Μιά φωνή βαρειά διατάζει. "Έχει ξεχάσει δτι ολάκερος ό χώρος γύρω από τούς δυο πύρ γους είναι κυκλωμένος από τούς "Άγγλους, ^έφυγε από τούς στρατιώτες τού Μάξ­ γουελ, άλλά δέν τά καταφέρ­ νει νά ξεφύγη^ άπό τούς άλ­ λους. Σηκώνει τά μάτια καί καρφώνεται ακίνητος στή Θέσι Άπό μπροστά έρχονται

τρέχοντας κατ’ απάνω του καί τού κλείνουν τό δρόμο ένα πλή Θος από στρατιώτες, πού έ­ χουν .τά δάχτυλα στήν σκαν·* δάλη τών όπλων. "Από πίοω τον κυνηγούν ό Μάξγουελ, πού κρατάει τή.,.μύτη του νά σταματήση τό αίμα, . καί οί άλλοι. Είναι μεταξύ δύο πυ­ ρών. Δέν μπορεί νά κάνη τίποτά. "Ενας κρύος ιδρώτας μουσκεύει τό μέτωπό του κι" ένα χέρι τού σφίγγει τήν καρ­ διά. Θά τον πιάσουν καί θά τον ρίξουν πάλι στο σκοτεινό υπόγειο. Οι ελπίδες πώς μπο­ ρούσε νά ξεφύγη σβυνουν ή μιά μετά τήν άλλη... ΣΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

ΑΑΑ ό Μάξγουελ έχει κάτι πολύ χειρότερο στο νού του. Μέ άγρια φωνή διατάζει: — Πιάστε τον καί δέστε τον αμέσως! Τώρα Θά μάθουν όλοι πώς πρέπει νά φέρνωνται στούς ληστές! Τό παιδί, κυκλωμένο άπό τούς στρατιώτες, δέν δοκιμά­ ζει πιά ν’ άντισταθή. Τό κα­ ταλαβαίνει κι" ό ίδιος δτι κά­ θε προσπάθεια είναι καταδι­ κασμένη σέ άποτυχία. Άφίνει λοιπόν νά τον δέσουν. Κι" όταν τον δένουν, ό λοχαγός λυσσασμένος γιά τό στραπατσάρισμα τής μύτης του, ση­ κώνει τό χέρι καί τού κατα­ φέρνει δυο δυνατά ραπίσματα στο πρόσωπο. — Είσαι δειλός καί γε­ λοίος.!, γρυλλίζει ό Ταγκόρ,


14

ΤΑ Γ Κ ©

Έγώ δεν θά χτυπούσα .ποτέ έναν άνθρωπο δεμένο και ά= νίκανον ν’ άμυνθή. —- Σέ λίγο δεν θά 'μπορής νά μιλάς!/ τον ειρωνεύεται ε­ κείνος. Κάποτε όμως θαρθή κι" ή σειρά σου ! / αποκρίνεται ά­ φοβα τό παιδί. Οι Ινδοί πα­ τριώτες θά σοΟ τό πληρώσουν .μιά μέρα... —γ Τώρα οι φίλοι σου «"Ιν­ δοί πατριώτες» θά απολαύ­ σουν ένα πρώτης τάξεως θέα­ μα!/ λέει ό Μάξγουελ κι* ένα απαίσιο χαμόγελο σχεδιάζε-· ται στο πρόσωπό του. Κάνε λίγη υπομονή!. "Υστερα -γυρίζει στους στρατιώτες. — Έμπρός,' πάρτε τον κι* ελάτε .μαζί μου. Θά τον στή­ σουμε έξω από τούς πύργους και μπροστά στους Ινδούς, πού θά κυττάζουν άπ" τις πο­ λεμίστρες, θά τον τουφεκίσουμε. "Ίσως αυτό πού θά δουν νά τούς βάλη μυαλό! Οι στρατιώτες βάζουν στη μέση τό δεμένο Ελληνόπουλό καί μέ σπρωξιές καί βάναυ­ σα χτυπήματα τό οδηγούν προς τό μέρος, των οχυρών. Οι Ινδοί επαναστάτες, πού βλέπουν τό ηρωικό παιδί πάλι αιχμάλωτο .στά χέρια τών "Άγγλων, σφίγγουν τά δόντια. Δεν ξέρουν τί πρέπει νά κά­ νουν. Καμμιά βοήθεια δεν μπο ρουν νά τού δώσουν. ’Άν πυ­ ροβολήσουν άπό έκεΐ πού βρί­ σκονται,. υπάρχει κίνδυνός· οι σφαίρες τους νά πετύχρυν τον Τσγκόρ καί τότε θά είναι σάν

Ψ

νά σκοτώνουν τον ίδιο τόν ε­ αυτό τους. Φοβερές βλαστή­ μιες εκτοξεύονται εναντίον τών "Αγγλων. — Ντροπή σας. φωνάζουν.·. Είναι αίσχος νά χτυπάτε ένα παιδί, πού έχει δεμένα τά χέ­ ρια. ’Άν θέλετε, ελάτε νά. παλαίψετε μαζί μας! Ντροπή! Ό Ταγκόρ ακούει τίς κραυ­ γές καί στέλνει ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τό .μέρος εκείνων, πού σέ λίγο θά πα­ ρακολουθήσουν τό τραγικό τέλος του μπροστά στο εκτε­ λεστικό απόσπασμα. Τώρα πού νοιώθει νά πλησιάζουν οί τελευταίες του στιγμές, ό νους του γυρίζει στά πιο άγαπημένα του πρόσωπα. Στην Ο­ μορφη Ζανγκάρ, στον γίγαν­ τα Μαλαμπάρ, στον μαχαρα­ γιά Νιρούκτα καί σ" αύτόν τόν μυστηριώδη άνθρωπο μέ τό σκεπασμένο πρόσωπο, τόν Γκάλεμ, τόν αρχηγό τών Ε­ λευθέρων "Ινδών. Στο στήθος του έχει κρεμασμένο .πάντα τόν μικρό χρυσό σταυρό πού τού χάρισε την τελευταία φο­ ρά πού τον είδε. (*) — "Έχε πάντα μαζί σου αυτό τό σταυρό γίά φυλαχτό, τού είπε. Θά σέ πραστατεύη άπό κάθε κίνδυνο. ■ ' Καί τώρα, αυτή την τελευ­ ταία στιγμή, ξαναθυμάται τό σταυρό καί, καθώς τόν σπρώ­ χνουν στον, τοίχο, κάνει μιά προσευχή μέσα του. · «Θεέ μου, παραικαλεί. Βοήθησέ με νά σωθώ άπ" τίς σφαίρες. ΕΤ(*) «Διάβασε τό τεύχος «Παι-, χνίδι τόν θάνατρ».


?ΑΠΟ? μαι τόσο μικρός ακόμα. Μό­ λις έκλεισα τα δεκάξη μου χρόνια. "Άφησε με νά μεγα­ λώσω. Νά είσαι βέβαιος πώς πάντα καλές πράξεις θά κά­ νω στη ζωή μου...» Τα βλέπει άλα γύρω του σαν ένα φοβερό έψιάλτη. Α­ κούει τις φωνές των "Άγγλων, βλέπει τον Μάξγουελ που τον κυττάζει κοροϊδευτικά· και δί­ νει διαταγές, νοιώθει νά τον σπρώχνουν και νά τον βρίζουν κι" άπρ μακρυά απέναντι του ξεχωρίζει στις έπάλξεις τά πρόσωπα των Ινδών φίλων του, που παρακολουθούν μέ αγωνία καί θλΐψι τις προετοι­ μασίες. "Έχουν καταλάβει τώ­ ρα τί πρόκειται νά γίνη. Μιά άγρια άναταραχή απλώνεται μέσα στους πύργους! -— Θά τουφεκίσουν τον Ταγκόρ! Ή εϊδησι, πού μεταδίδεται από στ.όιμα σέ στόμα ανάμε­ σα στους πολιορκημένους, στην αρχή φαίνεται άπίστευ" τη. "Υστερα δμως βλέπουν. — Θά τουφεκίσουν τό παι­ δί απ’ την Ελλάδα! Δέν πρέ­ πει νά τούς άφήσουμε! Σ’ αυτό τό μεταξύ τελειώ­ νουν όλες οι προετοιμασίες Τό άπόσπασμα έχει παραταχθή απέναντι στον Ταγκόρ. Τό παιδί νοιώθει τον θάνατο νά πλησιάζη μέ γοργά βήματα^ Ακούει τόν’ Μάξγουελ πού διατάζει: -— Έπί σκοπόν! Οί στρατιώτες φέρνουν τά δτΤλα στο ύψος τών ώμων καί σηιμα$ευουν. Οί σκοτεινές κάν-

νες σημαδεύουν τό στήθος τού παιδιού. Τό Ελληνόπουλο παίρνει μιά βαθειά ανάσα. -—■ Ζή,τω ή Ελευθερία!, φωνάζει. Ό Μάξγουελ άφρίζει. Ση­ κώνει τό χέρι. Ό Ταγκόρ νοι­ ώθει την καρδιά του νά χτυπάη δυνατά. Μιά λέξι ακόμα. Μόλις κατεβάση τό χέρι ό. Μάξγουελ. Ή λέξι «πύρ!>> καί ύστερα όλα θά τελειώσουν". Μά ξαφνικά κάτι γίνεται καί τό χέρι τού λοχαγού μέ­ νει μετέωρο στον άέρα. Κά­ ποιος σκαρφαλώνει μέσα άπρ τις επάλξεις τού πύργου κρα­ τώντας μιά άσπρη σημαία στά χέρια του. ΕΤναι ένας με­ γαλόσωμος Μνδός καί φαίνε­ ται πώς είναι ό αρχηγός τών πολ ιορκημένων έπαναστατών. —Μιά στιγμή, Μάξγουελ!, άκούγεται·ή βαρεία φωνή τόυ. Ό Μάξγουελ γυρίζει ξα­ φνιασμένος καί κυττάζει τον άνθρωπο πού φωνάζει. — Μιά στιγμή!,, συνεχίζει εκείνος. .Σέ προειδοποιούμε γιά νά τό ξέρης! ’Άν τουφε­ κίσης αυτό τό παιδί, θ’ ανα­ τινάξουμε καί τούς δυο πύρ­ γους στον άέρα. Θά χαθούμε φυσικά κι" όμεΐς, άλλα μαζί μας θά πάρουμε στο θάνατο καί τούς τριάντα Εγγλέζους αιχμαλώτους, Σέ προειδοποιώ γιά νά τ’ ακούσουν κι" οί στρα τιώτες πού έχεις μαζί σου. ’Άν πειράξης έστω καί μιά τρίχα απ’ τό κεφάλι τού Τα­ γκόρ, θά είσαι υπεύθυνος γιά τό θάνατο τών τριάντα συμ­ πατριωτών σου καί γι’ αυτό


Η ϋ—

Τ Α Γ Κ © Ψ

θά δώσης σίγουρα λόγο στους αρχηγούς σου! Ό λοχαγός νοιώθει ένα σφά χτη στην καρδιά καί σφίγγει μέ λύσσα τά δόντια. Τούτη ή άττειλή τού δένει τά χέρια! Του ξαναφέρνει στο νοΰ την αυστηρή διαταγή που του έ­ χουν δώσει: «Μέ κάθε τρόπο νά σώση τούς αιχμαλώτους!» Τό αίμα μαζεύεται στο προ» σωπό του καί ή τραυματισμέ­ νη μύτη του γίνεται...σάν με­ λιτζάνα. Βρίσκεται πράγματικά σέ πολύ δύσκολη θέσι. — Παραδοθήτε!, ουρλιά­ ζει* — "Ακόυσες τήν προειδοποίησι!, άποκρίνεται ψύχραι­ μα ό αρχηγός των πολιορκημένων. "Αν πειράξης τον "Ελ­ ληνα,. τριάντα Εγγλέζοι α­ ξιωματικοί καί στρατιώτες θά τό πληρώσουν μέ τή ζωή τους! Γειά σου, Μάξγουελ!

νικού στρατού επί τέλους νά τον δέρνουν κάθε τόσο καί νά •μή μπορή νά τιμώ ρήση ένα... ένα... βρωιμοέλληνα! ζαφνικά σταιματάει. Μιά .αινούργια μεγαλεπήβολη ιδέα τού έρχε­ ται στο νού. — Τώρα θά σάς κάνω ε­ γώ, γρυλλίζει,, νά σταματήσε τε τις απειλές καί νά πάψετε νά μέ φοβερίζετε γιά τούς αιχ μαλώτους... Κάνει μερικές βόλτες ακό­ μη, καταστρώνει σέ όλες του τίς λεπτομέρειες τό σχέδιο στο μυαλό του καί σταματάει. — "Ελα έδώ, λοχία!, φοονάζει. Τον παίρνει ιδιαιτέρως καί τοΰ δίνει χαμηλόφωνα διάφο­ ρες οδηγίες. "Οταν τελειώνει, ρωτάε ι: — Κατάλαβες λοιπόν, τί έχεις νά κάνης, λοχία; — Μάλιστα, κύριε λοχαγέ. Κατάλαβα. ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ — Αοιπόν σύντομα νά τε­ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ λειώνουμε, πριν βραδυάση! ΤΑΓΚΟΡ χαμογελάει. "Υστερα από λίγο, τρεΐς Βλέπει τον "Αγγλο νά στρατιώτες προχωρούν μέ φυσσομανάη καί νά δί­ προφυλάξεις προς τον ένα νη διαταγή στούς στρατιώτες πύργο, έχοντας μαζί τους μ:ά νά κατεβάσουν τά δπλα. Ευ­ μικρή ξύλινη σκάλα. Τήν στε­ χαριστεί από ,μέσα του τό ρεώνουν στον τοίχο, ανεβαί­ Θεό πού είσάκουσε τήν προ­ νουν* καί καρφώνουν σέ ύψος σευχή του καί περιμένει. Ό πέντε πάνω κάτω μέτρων α­ Μάξγουελ πηγαινοέρχεται σάν πό τό έδαφος, δυο μεγάλα αγ­ λυσσασμένος σκύλος, παραμι­ κιστρωτά καρφιά. "Υστερα, α­ λάει καί χειρονομεί. Έπ’ ά­ πομακρύνονται πάλι μέ προ­ πειρον λοιπόν θά τον κάνη φυλάξεις καί επιστρέφουν στή μαύρο στο ξύλο αύτό τό παι­ θέσι τους. Τότε ό λοχίας πλη­ δί, χωρίς αύτός νά μπορή νά σιάζει τον Ταγκόρ. έκβικηθή,; Είναι,· φοβερό γιά — Θά περάσης ωραία!, τήν αξιοπρέπεια τού βρεττο τού λέει μέ κοροϊδευτικό τρό~

©


ΤΑΓΚΟΊ

πο. Ό λοχαγός βρήκε έναν ω­ ραίο τρόπο νά διασκέδαση την παρέα σου! Έλα μαζί μου! Το παιδί δεν καταλαβαίνει αμέσως. "Οταν όμως βλέπει νά τον σπρώχνουν βάναυσα και νά τον οδηγούν στο μέρος του τοίχους δπου είναι καοψωιμένα τά άγκυστρωτά καρ­ φιά, νοιώθει ένα παγωμένο ρί­ γος νά διατρέχη τό κορμί του. Δοκιμάζει ν’ άντισταθή, μά έ­ τσι δειμένο καθώς τον έχουν, είναι αδύνατο. Οι στρατιώτες και ό λοχίας τον κρατουν τώρα και δεν τον άφίνουν νά κινηθή. Στην αρχή, του λύνουν τά χέ­ ρια και τά χωρίζουν. Δεν υ­ πάρχει τώρα λόγος νά είναι δεμένα και τά δυο μαζί. "Υ­ στερα τού περνούν δυο θη~ λειές από χοντρό σκοινί στον καρπό τού κάθε χεριού. Κα­ τόπιν δένουν στά άγκυστρωτά καρφιά τις άλλες δυο άκρες τού σκοινιού και τό ηρωικό Ελληνόπουλο βρίσκεται κρε­ μασμένο με τή ράχη στον τοί­ χο τού πύργου. Τά χέρια ψη­ λά και τά πόδια στο κενό. Τούτο τό κρέμασμα τού προκαλεΐ φοβερούς πόνους. Παρ’ ολο που τό γυμνασμένο κορμί του έχει υποφέρει πολ­ λά ώς τώρα, αυτή τή φορά εί­ ναι σάν νά ξεβιδώνεται. Σπγμές - στιγμές, έχει τήν έντύπωσι ,πώς θά ξεκολλήσουν τά χέρια από τους ώμους καί τό υπόλοιπο κορμί θά κατρσκυλήση βαρειά στο χώμα. Πονάει, άλλά δεν φωνάζει. Δαγ­ κώνει τά χείλια γιά νά μή βγή

ί1

, κανένα βογγητό πόνου από τό στόμα του. Οι στρατιώτες απομακρύ­ νονται καί βλέπει από μακρυά τον Μάξγουελ νά χαμογελάη απαίσια. "Υστερα, τον βλέ­ πει νά μπαίνη, στο αυτοκίνητο μέ τό μεγάφωνο καί νά παίρνη τό μικρόφωνο στά χέρια. Αρχίζει νά μιλάη. — Έδώ Μάξγουελ!, φω­ νάζει. Προσοχή από τούς πύρ­ γους ! Σάς όμιλεΐ ό λοχαγός Μάξγουελ καί ακούστε τί θά σάς πή... 5Από τίς πολεμίστρες φα­ νερώνονται πάλι μερικά κεφά­ λια των πολιορκηιμένων. Κυττάζουν καί περιμένουν μέ πε­ ριέργεια ν’ άκούσουν τί Οά τούς πή. —· 5Από αυτή τή στιγμή, συνεχίζει εκείνος, θά πάψετε νά κοκορεύεστε ! Ό φίλος σας ό Ταγκόρ είναι κρεμασμένος έξω από τον τοίχο τού πύργου. Σέ περίπτωσι πού θά δοκι­ μάσετε ν5 ανατινάξετε τά ό. χυρά στον αέρα, ό τοίχος θά γκρεμιστή καί ό "Ελληνας θά γίνη σκόνη μαζί σας. Δεν εί­ ναι έξυπνο σχέδιο; Σάς έκα­ να τό χατήρι καί δεν τον τουφέκισα. Βρήκα όμως έναν κα­ λύτερο τρόπο νά σάς δέσω τά χέρια. Τώρα δεν μπορείτε νά βλάψετε τούς αιχμαλώτους, γιατί ξέρετε δτι θά σκοτώσετε καί τον φίλο σας. Αοιπόν παραδοθήτε όσο είναι καιρός καί ελευθερώστε τούς "Αγγλους πού κρατάτε. Διαφορετικά, ή πολιορκία θά συνεχισθή. Σέ λίγο θά σάς σωθούν τά πυ-


Και

ξαφνικά

ό

Ταγκόρ

ττραγμα τρίτοι βι

έπίθεσι

έναντίον

του αρχηγού

των

ληστών


20

ΤΑΓΚΟΡ

ρομαχικά και τά τρόφιμα. Νε­ ρό δεν έχετε. Μην κάνετε λοι­ πόν τούς πεισματάρηδες. Σάς προειδοποιώ ακόμη πώς ό­ ποιον από τούς δυο πύργους κι’ άν τινάξετε στον αέρα, ό Ταγκόρ θά είναι τό πρώτο θύ­ μα σας. Οί πύργοι είναι πλάι ό ένας στον άλλο και ή έκρηξι θά τούς γκρρμίση και τούς δυο μαζί... Τό πιο σωστό εί­ ναι νά παραδοθήτε. "Υστερα από πέντε λεπτά ή ανακωχή λήγει. Θά κατεβάσω την ά­ σπρη σηιμαία από τό αυτοκί­ νητο και ή μάχη θ’ άρχίση. — Ζητώ οι Ελεύθερες ΊνδίεςΠ έρχεται σάν βροντή α­ πό τά στόματα τών πολιαρκημένων ή απάντησε Καλύτερα ό θάνατος παρά ή σκλαβιά... Ό Μάξγουελ ξυνίζει τά μούτρα του και άφίνει τό μι­ κρόφωνο. Τό αυτοκίνητο απο­ μακρύνεται καί ύστερα από λίγο, όταν κατεβαίνει ή άσπρη σημαία, αρχίζει ή μάχη... Η ΜΑΧΗ ΜΑΙΝΕΤΑΙ

'

ΕΚΑ λυσσασμένες επι­ θέσεις τών 5/Αγγλων α­ ποκρούονται. Οι επανα­ στάτες, ώχυρωμένοι γερά στούς πύργους, στέλνουν κο­ φτά μολύβια στο στρατό τού Μάξγουελ πού κάθε τόσο, ύ­ στεροί από κάθε έξόρ,μησι, α­ ναγκάζεται νά όπισθοχωρή. Οι Ινδοί έχουν κάμποσους τραυματίες, αλλά οί ’Άγγλαι έχουν νεκρούς καί πολύ πε­ ρισσότερους τραυματισμένους. Οί σφαίρες τών αυτομάτων

καί τά βλήματα τών πολυβό­ λων διασταυρώνονται στον αέ­ ρα καί σφυρίζουν τό τραγού­ δι τού θανάτου. Πολλές σφαί­ ρες χτυπούν καί γδέρνουν τον τοίχο4 γύρω από τον Τοτκόο. ’Έτσι κρεμασμένος καθώς εί­ ναι, μέ φοβερούς καί αβάστα­ χτους πόνους σ’ ολάκερο τό κορμί. περιμένει μέ αγωνία τό τέλος τής μάχης. ’Άν νικήσουν οί φίλοι του τό φριχτό μαρτύ­ ριο θά τελειώση. ’Άν όμως ό­ χι, καταλαβαίνει πώς δέν θά μπορέση ν’ άντέξη πολύ. Οί δυνάμεις του τον άφίνουν καί φοβάται πώς θά λιποθυμήστ. Καί ξέρε| καλά πώς ό Μάξ­ γουελ θά τον άφήση εκεί όσο νά πεθάνη. Οί πολεμιστές τού πύργου βρίσκονται σέ ύψος εφτά μέ­ τρων απ’ τό κεφάλι του. Κάθε τόσο ακούει τούς Ινδούς πού σκύβουν καί τού φωνάζουν νά κάνη κουράγιο. Τούς ακούει, αλλά νά τούς δη δέν μπορεί. Δέν έχει τη δύναμι ούτε ν’ άπαντήση. Μιά δυνατή έξάντλη σι τον παιδεύει... Δυο τρείς α­ πόπειρες πού γίνονται νά τν τραβήξουν από πάνω μέ κά­ ποιον γάτζο, δέν πετυχαίνουν. Οί δυο Ινδοί πού έχουν άναλάβει αυτή τή δουλειά, πλη­ γώνονται από τις σφαίρες τών Άγγλων βαρειά... Τώρα νυχτώνει. Τό σκοτά­ δι αρχίζει νά σκεπάζη τήν πόλι τού Μπενάρες καί τά νερά τού ιερού Γάγγη παίρνουν έ­ να σκούρο μολυβί χρώμα. Μέ τή νύχτα πού έρχεται, ή μά­ χη χάνει την άγριότητά της


Τ Α Γ Κ © Ρ

καί, όταν βγαίνουν τά πρώτα αστέρια, σταματάει έντελώς. — Αύριο τό πρωΐ πάλι!, διατάζει ό Μάξγουελ. Αύριο θά τούς χορέψουμε για καλά τους φίλους μας! Τί θά κά­ νουν; Θά παραδοθούν,. γιατί θά λυσσάξουν από την πείνα. — Μέ τον Ταγκό ρ τί θα γίνη; ρωτάει ό λοχίας. — Θά τον άψήσετε εκεί κρεμασμένο, δσο πού νά ψοφήση σάν σκυλί! "Υστερα αλλάζει ύφος. *— Πώς βλέπεις τή μύτη μου, λοχία; Ό λοχίας τον κυττάζει προ σεκτικά καί δαγκώνει τά χείλη του γιά νά μή γελάση,. Τό πρόσωπο τού Μάξγουελ έχει πραγματικά μιά εξαιρετικά γελοία έιμφάνισι από τις γρο­ θιές πού του έχει δώσει ό Τα­ γκό ρ. — Ή μύτη σας είναι...λί­ γο στραπατσαρισμένη, λέει ό λοχίας. Πρέπει νά την προσέ­ ξετε. Δεν μπορείτε νά γυοίσετε στο Δελχί μέ τέτοια μύ­ τη. Ή αρραβωνιαστικιά σας θά στενόχωρηθή πολύ ! — Θά πάω σέ κανένα για­ τρό νά την εξετάση. Τό πρωί θά είμαι πάλι εδώ νά ξαναρ­ χίσουμε τή μάχη. —Νά βάλετε καταπλάσμα­ τα από λιναρόσπορο!, τόι/ συμβουλεύει ό ύπαξιωματικος. Δίνει μερικές οδηγίες ακό­ μη καί φεύγει. "Υστερα από λίγο, οι στρατιώτες κουρασμέ­ νοι από την ολοήμερη ράχη, ξαπλώνουν νά κοιμηθούν. Με­ ρικοί σκοποί μένουν άγρυπνοι

τοποθετημένοι σέ διάφορα έπίκαιρα σημεία. Αυτοί θά άντικατασταθοΰν άπό άλλους ύ­ στερα άπό τά μεσάνυχτα... Η ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΥ

ΙΑ κομψή κοριτσίστι­ κη σιλουέττα διαγρά­ φεται στο σκοτάδι. Ό "Αγγλος στρατιώτης, πού εί­ ναι φρουρός σ5 αυτό τό ση­ μείο του στροτΓοπέδου, κυττά*· ζει μέ περιέργεια τήν όμορφη κοπέλλα πού ήρθε νά κάνη τον περίπατό της μιά τέτοιαν ώ­ ρα πλάϊ στο ποτάμι. — Θά είναι καμμιά ρωμαντική Ινδή, συλλογίζεται καί χαμογελάει. Θά τής πιάσω κουβέντα νά περάση ή ώρα μου. Ή νέα ωστόσο, πού δέν εί­ ναι άλλη άπό τή μελαχροινή Ζανγκάρ,, προχωρεί τάχα α­ διάφορη κατά μήκος τής ό­ χθης, χωρίς νά φαίνεται ότι έ­ χει προσέξει τήν παρουσία τού σκοπού. Προχωρεί καί όλο πλησιάζει πρός τό μέρος του. -αφνικά όμως ό στρατιώτης εμφανίζεται μπροστά της καί τής κλείνει τό δρόμο. Τό κο­ ρίτσι βγάζει μιά χαμηλόφωνη τρομαγμένη κραυγή. — "Αχ! Θεέ μου! Πώς τρόμαξα!, λέει. 'Ο "Αγγλος τήν κυττάζει καί χαμογελάει. — Πού^ πας άπό εδώ; τή ρωτάει. Δέν ξέρεις ότι άπα­ γορεύεται; Ή Ζανγκάρ προσποιείται τήν έκπληκτη.

Μ


η

ΤΑΓΚΟΡ

Γιά ττοιό λόγο άπαγο νό. . Ό φρουρός σαστισμένος ρεύεται; Θεέ μου! Συμβαίνει από τούτη την άπρόοπτη έτίποτα; πίθεσι, δοκιμάζει νά φωνάξη, — Χιμ ! "Όχι' και σπουδαία μά ή Ζανγκάρ, με μιά σβέλτη πράγματα! . Κάποιο παλιό­ ■ κίνησι χώνει στο στόμα του παιδο είναι κρεμασμένο σ’ αυ·\ ένα μεγάλο μεταξωτό μαντή­ τον τον άντικρυνό τοίχο τΟυ λι πού κρατάει στά χέρια της. πύργου πού βλέπεις. Μάς έ­ Την αμέσως επόμενη στιγμή, χει· βάλει σέ φασαρίες και ο ή . βαρειά γροθιά τού Μαλαλοχαγός τον κρέμασε εκεί για μπάρ — γιατί αυτός είναι.ο παράδειγμα. · ίσκιος πού έχει ξετρυπώσει Το κορίτσι νοιώθει έναν κό­ απ’ τό σκοτάδι — πέφτει βα; μπο στο λαιμό και γίνετα.ι ρειά στο κεφάλι τού στρατιώ­ χλωμό. τη καί ό Αγγλος νοιώθει νά -— Μά τί έπαθες; κάνει1 πα-, χάνεται ό κόσμος, από τά μά­ ραξενέμενος- ό στρατιώτης. τια του. .— ’Ώ! Τίποτα:!, λέει η —Νά! Γιά νά μάθης νά Ζανγκάρ και προσπαθεί νά λες π;ώς είναι ληστής ό Ταξαναβρή την ψυχραιμία της. •': γκόρ.! μουγγρίζει ό γίγανταςΠού είναι κρεμασμένο αυτό Ό σκοπός πέφτει άναίσθη' τό... τό... βρομόπαιδο πού είτος στο -χώιμα καί ή Ζανγκάρ ττες; ν · αρπάζει τό όπλο του, Ό ΜαΌ νΑγγλρς γυρίζει τη ρά­ , λαμπάρ τον φορτώνεται στον χη του και τής δείχνει. ώμο καί τον άφίνει στά σκα­ — Τον: λένε" Ταγκόρ, τής λοπάτια ενός γκάτ. "Υστερα λέει. Είναι ένας νεαρός πού γυρίζει κοντά στο κορίτσι. θέλει νά παραστήση τον έξυ­ — Είσαι γιά φίλημά, Ζαν­ πνο... 5Αλλά, έννοια σου! Την γκάρ!, τής λέει. Τού έπιασες έπαθε γιά καλά. Σέ μια - δυο την κουβέντα μιά χαρά.. Καί μέρες θά τον κατεβάσουν άπο τώρα δρόμο! Σού έδειξε πού εκεί ψόφιο από την πείνα καί βρίσκεται ό Ταγκό ρ; τή δίψα.. ’Έτσι θά βάλουν μυα — ’Έλα μαζί μου !,. λέει, τό λό κι’ οι άλλοι. Αυτοί πού εί­ κορίτσι. Μού είπε πού τον έ­ ναι κλεισμένοι 'μέσα στούς χουν κρεμάσει/ πύργους. Καί θά πάραδοθούν. Καί οι δυο σκιές μέ γοργά, "Οσην ώρα μιλάει στο ό­ μορφο κορίτσι, πού τραβάει . αλλά αθόρυβα βήματα, γλυστροΰν ■ προς τό μέρος τού επίτηδες . την· κουβέντα, δεν φρουρίου, όπου βρίσκεται κρεμπορεί ν’ άντιληφθή έναν ίσκιο ,μασμένος ό Ταγκόρ. Μέσα πού τον ζυγώνει. Είναι ένας στο σκοτάδι διακρίνουν τό η­ ψηλός- άντρας πού πλησιάζει ρωικό Ελληνόπουλο πού έχει σκυφτός πίσω του καί ξαφνι­ σχεδόν χάσει τις αισθήσεις κά μ5 ένα σάλτο πέφτει απά­ του. Ό Μςχλαμπάρ σφίγγει τά νω του σάν ένα θεόρατο βου­


ΤΑΡΚΟΡ δόντια και άφίνει μια βλαστή­ μια να του ξεφύγη. —- Τούς άτιμους!, γρυλλίζει^ "Υστερα γυρίζει προς το μέρος τής Ζανγκάρ: — "Εχεις τό μαχαίρι μαζί σου; — Ναί. — 5 Ε μ προ ς λο ι πό ν! =έρε1 ς τί έχεις νά κάνης. Την άνασηκώνει σόα/ πού­ πουλο στα χέρια του και ύ­ στερα από ένα δευτερόλεπτο τό κορίτσι, πατώντας στους ώμους του γίγαντα, φτάνει στο ύψος πού είναι κρεμασμέ­ νος ό Ταγκόρ. Τό παιδί, παρ’ όλους τούς πόνους και την έξάντλησι πού αισθάνεται, α­ ναγνωρίζει την Ζανγκάρ, μά δεν πιστεύει στα μάτια του. -----Έσύ εδώ, Ζανγκάρέ ρωτάει μέ ξεψυχισμένη φωνή. Θά όνειρεύωμαι βέβαια. Τό κορίτσι τον κυττάζει μέ δάκρυσμένα μάτια και ρίχνε­ ται απάνω του μέ λαχτάρα. -— Αγαπημένε μου !, λέει μέ φωνή γεμάτη συγκίνησι. Έπΐ τέλους, σέ ξαναβρίσκω ζωντοςνό. Μέ σβέλτες κινήσεις, κόβει μέ τό μαχαίρι της τά σκοινιά πού κρατουν κρεμασμένο τό Ελληνόπουλο. Σαλτάρει ύστε ρα στο έδαφος καί ό Ταγκόρ νοιώθει νά πέφτη μαλακά στην αγκαλιά του Μαλαμπάρ. — Παλιόπαιδο!, τον μαλλώνει ό γίγαντας. Κόντευε νά σπάση ή καρδιά μου, όταν έ­ μαθα πώς σέ κουβαλήσανε ε­ δώ και σέ κρεμάσανε!

—- Σ5 ευχαριστώ, Μαλο μττάρ !, λέει τό παιδί. Ό γίγαντας βγάζει από την τσέπη του ένα παγούρι μέ νερό ανακατεμένο μέ κονιάκ και του τό δίνει. — Πιές κάτι νά συνέλθης ί, του λέει. Τό παιδί ρουφάει άπληστα τό περιεχόμενο του παγου­ ριού και σέ λίγο αισθάνεται τις δυνάμεις του νά έπανέρχωνται. Ή Ζανγκάρ σ’ αυτό τό μεταξύ του εξηγεί πώς σ’ όλόικληρο τό Μπενάρες διαδό­ θηκε τό άπόγεμα ή είδησι ό­ τι τον κρέμασαν οι "Αγγλοι και πώς αποφάσισαν μαζί μέ τον Μαλαμπάρ νάρθουν νά τον ελευθερώσουν. — Κ ινδυνέψατε τη ζωή σας γιά νά μέ σώσετε!, λέει τό παιδί. Πώς θά σάς τό ξεπλη­ ρώσω αυτό; — Καιρός νά τού δίνουμε !, τον κόβει ό γίγαντας. Πρέπει νά γλυστρήσουίμε μέσα απ’ τις γραμμές τών "Αγγλων ποίν καταλάβουν ότι είμαστε εδώ..., —— Εμπρός!, συμφωνεί τό παιδί., Νά φύγουμε! Καί οί τρεΐς σκιές αρχίζουν νά προχωρούν στο σκοτάδι. Μπροστά ό Μαλαμπάρ, στη μέση ή Ζανγκάρ καί τελευ­ ταίος ό Ταγκόρ μέ τό εγγλέ­ ζικο αυτόματο στο χέρι, — "Εκανες άγια δουλειά, λέει στην κοπέλλα πού πήρες τούτο τό όπλο απ’ τό φρουρό. Μπορεί νά μάς χρειαστή.


14

Τ Α Γ Κ Ο Ψ

ΠΑίΧΝΙΑί ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

ΕΝ έχουν κάνει όμως παρά μερικά μονάχα βήματα, δταν καρφώνον­ ται ακίνητοι στη θέσι τους. Μιά κάποια αναταραχή φαί­ νεται πώς επικρατεί στο στοά τόπεδο των "Άγγλων. Στην άρχή.„ άκούγονται βιαστικά βήματα και χαμηλόφωνες κου­ βέντες. "Υστερα ό αέρας γε­ μίζει άγριες κραυγές. — Στά δπλα! "Ολοι στά δπλα! — Την πάθαμε!, γκρίνιαζει ό Μαλαμπάρ. Φαίνεται δτι δέ^.,χάϊδεψα δπως έπρεπε τον Εγγλέζο και ξύπνησε πριν τής ώρας του. Τώρα ξυ­ πνήσανε κι" οί άλλοι. Ώραΐα θά περάσουμε! Μου μυρίζε­ ται...γλέντι ! Το Ελληνόπουλο δεν μι­ λάει. Ιν-Σφίγγει νευρικά τό αυ­ τόματο στά χέρια του και προσπαθεί κυττάζοντας γύρω του νά βρή μιά διέξοδο. "Υ­ στερα από ένα λεπτό καταλα­ βαίνει πώς δεν υπάρχει δρό­ μος νά ξεφύγουν. Οι* "Άγγλοι κλείνουν δλες τις εξόδους του στρατοπέδου καί πιάνουν την όχθη τού ποταμού. —- Θά μάς πιάσουν!, λέει μέσα άπό τά δόντια του τό παιδί. — "Άν τά καταφέρουν, χα­ λάλι τους!, γρυλλίζει ό γί­ γαντας. Θά μάς κρεμάσουν καί τούς τρεις. Πρέπει νά εί­ σαι ευχαριστημένος πού θά έχης παρέα. -αφνικά όμως, σταματάει

νά μιλάη. "Ενα σιγανό σφύ­ ριγμα φτάνει άπό τό μέρος τού πύργου. Γυρίζουν κι" οί τρεΐς ξαφνιασμένοι. "Ενα φως άναβοσβύνει βιαστικά στίς έπόώξεις. Σχεδόν αμέσως μιά ομοβροντία άπό πυροβολι­ σμούς γεμίζουν τον αέρα. Πυ­ ροβολούν οι "Άγγλοι!. Τό φως σβύνει. "Αλλά τό σιγανό σφύ­ ριγμα δεν σταματάει. — "Ελάτε προς τά εδώ!, διατάζει χαμηλόφωνα τό παι­ δί. Ή σωτηρία μας είναι στον πύργο. Μάς καλούν κοντά τους οί "Ινδοί πατριώτες. Γλυστρούν πάλι προς τά πίσω. Οί πολιορκημένοι έχουν άντιληφθή την αναταραχή στο αγγλικό στρατόπεδο, έχουν ακούσει τις κραυγές «στά δ­ πλα! στά δπλα!» κι" έχουν βγή στίς πολεμίστρες. Μέσα στο σκοτάδι άναγνωρίζουν τον Ταγκόρ καί καταλαβαίνουν τί έχει συμβή. Σφυρίζουν λοιπόν σιγανά κι" άναβοσβύνουν το φώς γιά νά τούς προσέξουν τό 1 Ελληνόπουλο καί οί δυο φίλοι του. Οί πυροβολισμοί τούς αναγκάζουν νά σβύσουν τό φώς, μά δεν θέλουν ν" άφή­ σουν αβοήθητο τό ήρωϊκό παι­ δί. Βλέπουν τόν κίνδυνο. Μέ γοργές κινήσεις ρίχνουν δυό σκοινένιες σκάλες πού φτάνουν σχεδόν ώς τό έδαφος. — Θαρρώ πώς σωθήκαμε!, ξεφωνίζει ό Μαλαμπάρ, καθώς βλέπει τις σκάλες. "Εμπρός! ■Καί μέ μιά γοργή κίνησι άρπάζει καί φορτώνεται τήν κοπέλιλα στούς ώμους του καί αρχίζει νά σκαρφαλώνη στά


η σκοινένια σκαλοπάτια. Ό Τα­ γκόρ την ίδια στιγμή γατζώνεται στην άλλη σκάλα και αρχίζει ν’ άνεβαίνη κι" αυτός. "Από πάνω άκούνε σιγανές φωνές, που τους δίνουν κουρά­ γιο. Μά τό ύψος δεν είναι κα­ θόλου μικρό καί από τη μια στιγμή στήν άλλη μπορεί νά τους- δουν οι "Άγγλοι. Τότε, δλα θά είναι χαμένα. Κρε­ μασμένοι έτσι καθώς θά είναι στις σκάλες, θά δίνουν έναν πρώτης γραμμής στόχο γ>« τις σψαΤρες τους. Ό γίγαν τας, παρ" δλο πού έχει φορ­ τωμένη στή ράχη του τή Ζανγκάρ, ανεβαίνει μέ σβέλτες κινήσεις. Ό Ταγκόο όμως, ε­ ξ αντλημένος από τό πολύωρο μαρτύριο, ανεβαίνει μέ δυσκο­ λία. Ό Μαλαμπάρ, πού τον παρακολουθεί κάθε τόσο μέ τήν άκρη του ματιού του, τού φωνάζει: — Άντε καί φτάσαμε, λε­ βεντόπαιδο ! Λίγο ακόμα καί φτάσαμε! Ό Ταγκόρ λαχανιασμένος δέν μπορεί νά μιλήση. Ρίχνει μονάχα ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη στον φίλο του καί χαμογελάει στήν Ζανγκάρ, πού είναι χλωμή καί τρομαγ­ μένη. Τά χέρια του τρέμουν καί πονούν. Τά πόδια του λυ­ γίζουν καί ή άναρρίχησι γίνε­ ται δσο περνάει ή ώοα καί πιό δύσκολη. Ωστόσο, δλο καί προχωρεί. "Ολο καί λιγο­ στεύει τό ύψος πού τον χωρί­ ζει απ’ τις επάλξεις. Ξαφνικά δμως γίνεται κάτι, πού δέν τό περιμένει κανείς.

"Ενας μεγάλος προβολέας α­ στράφτει καί μιά δέσμη_φω­ τός σκίζει τό σκοτάδι. Είναι ένας προβολέας από τό σπρατόπεδο των "Άγγλων. Ή φω­ τεινή δέσμη διαγράφει μερικά τόξα ψάχνοντας δεξιά κι’ άρ’στερά κι" ύστερα έρχεται καί πέφτει απάνω στον τοίχο τού πύργου. Τό φως πιάνει τον Ταγκόρ. Τό παιδί κλείνει τά μάτια θαμπωμένο από τον προβολέα, αλλά δέν σταμα­ τάει. Εξακολουθεί νά σκαρφαλώνη προς τά επάνω μέ αρ­ γές δμως πάντοτε κινήσεις. Ό Μαλαμπάρ κι’ ή Ζανγκάρ πού ανεβαίνουν τήν άλλη σκάλα, βρίσκονται πλάγια καί πιο ψηλά. Δέν τούς βρίσκει τό φως. Αυτοί προς τό παρόν φαίνονται ασφαλείς. Οι Άγ­ γλοι δμως είδαν τον Ταγκόρ. — Νάτος ! Νάτος !, άκούγονται άγριες κραυγές. Ριχτέ του! Καί απότομα αρχίζουν ή μιά πίσω από τήν άλλη οί ρι­ πές των αγγλικών αυτομάτων. Οί σφαίρες σφυρίζουν σάν με­ θυσμένες σφήκες καί γκρεμί­ ζουν τον τοίχο γύρω από τό παιδί. Είναι μιά φοβερή στιγ­ μή. Ό Ταγκόρ δέν θυμάται νά έζηισε χειρότερη στιγμή στή ζωή του. Γιατί τώρα δέν είναι μονάχα οί σφαίρες. "Α­ κούει καί τό ποδοβολητό των στρατιωτών πού τρέχουν προς τό μέρος του. Θά ανέβουν στή σκάλα καί, άν δέν τον γκρε­ μίσουν οί σφαίρες, θά γκρεμιστή_ απ’ αυτούς πού έρχον­ ται νά τον συλλάβουν ούρλιά-


ΤΑ ^ X ύ Ρ

ζοντας σαν αγρίμια! "Ομως εκείνοι που είναι στις πολεμίστρες των πύργων έχουν άπόφασι νά σώσουν μέ κάθε τρόπο τό ηρωικό παιδί. Καί ξαφνικά πενήντα αύτόιματα αρχίζουν νά βγάζουν γλώσσες Φωτιάς καί νά στέλνουν καψτά μολύβια προς τό μέρος των "Άγγλων. Μιά ριπή κομ­ ματιάζει τον προβολέα καί γί­ νεται "σκοτάδι. Μιά άλλη' ξα­ πλώνει βαρειά πληγωμένους μερικούς από εκείνους, πού θέλουν νά ζυγώσουν τον θρυ­ λικό Ταγκόρ... Ή μάχη ανάβει. λΛιά άγρια μάχη γιά τη σωτηρία ή τό θά­ νατο του Ελληνόπουλου. Ευ­ τυχώς τώρα, πού δεν υπάρχει πιά ό προβολέας, οί Άγγλοι

δεν μπορούν νά διακρίνουν τό παιδί καί πολλές σφαίρες πά­ νε χαμένες. Έξ άλλου, ένα. πραγματικό φράγμα πυρ.ός α­ πό τά όπλα των πολιορκηιμένων τούς εμποδίζουν νά πλη-' σιάσουν. Ό Ταγκόρ δεν δια­ τρέχει πιά τόσο σοβαρό κίν­ δυνο από μέρους των "Άγ­ γλων. Ό κίνδυνος αυτή τή' στιγμή είναι από τον Υδιο τον έαυτό του. Ή έξάντλησι γίνε­ ται από λεπτό σέ λεπτό με­ γαλύτερη καί οι κινήσεις του πιο άργές. Σφίγγει τά δόντια καί ή αγωνία τον πνίγει. Βά­ ζει σέ κίνησι καί τήν τελευ­ ταία ϊνα του κορμιού του. "Ε­ να ακόμα σκαλοπάτι. Σκαρφα λώνει ένα ακόμα σκαλοπάτι. Μά ξαφνικά νοιώθει νά κόβε-

Τά δυο παιδιά βλέπουν μέ τρόμο τά κίτρινα μάτια τοΰ καϊμάν νά τους μαν νιτίζουν...


ΤΑΓΚΟ*

27

Λίγο ακόμα και τό ηρωικό Ελληνόπουλο θ’ άπογαιρετουσε τη ζωή, άλλα ό Μαλαμπάρ έμφανίζεται σάν άπό μηχανής Θεός.

τάι ή αναπνοή του. Τό 6εξί του χέρι πού απλώνεται να πιάση πιο πάνω τό σκοινί/ γλυστράει. Τώρα κρέμεται ά­ πό τ’ αριστερό μόνο. Αλλά και τούτο, σάν νά παράλυσέ απότομα, άφίνει τό σκοινί και τό κορμί του γέρνει προς τά πίσω, έτοΐιμο νά κατραΚυλήση στο κενό, νά πέση μπροστά στά πόδια των "Άγγλων. Αυτό τό κρίσι>μο λεπτό, ό Ταγκόρ νοιώθει πώς έφτασε ΐό τέλος. Κάθε ελπίδα σβύνει. Καθώς γλυστράει όμως προς, τά πίσω, σάν άπό έν­ στικτο και εντελώς μηχανικά, κάνει μιά κίνησι, πού χίλ'ες φορές την έκανε όταν μαζί μέ τούς άκροβάτες γονείς του

δούλευε στο μεγάλο τσίρκο Πιεραντόνι. Τά γόνατά του δι­ πλώνουν καί γαντζώνονται σ’ ένα άπ" τά σκοινένια σκαλοπάτιοε Γαντζώνονται καί κλεί­ νουν καί κρατούν άνάμεσά τους τό σκοινί. Τούτη ή κίνησι είναι ή σωτηρία του γιατί την ίδια στιγμή σάν σε όνει­ ρο, ακούει μιά φωνή πού τον ξαφνιάζει: — Κρατήσου, Ταγκόρ ? Κουράγιο! ΕΤμαι κοντά σου. Είναι ό Μαλαμπάρ. Ό γί­ γαντας πού έχει φτάσει πολύ νωρίτερα στις επάλξεις, έχει αφήσε^ι τήν Ζανγκάρ στά χέ­ ρια των "Ινδών καί τώρα κα­ τεβαίνει μέ γοργές κινήσεις νά σώση τό παιδί. Φτάνει κρν-


ΤΑΓΙΟΡ

τά του καί, μη λογαριάζοντας τις σφαίρες πού σφυρίζουν σάν δαίμονες γύρω του, σκύ­ βει και αρπάζει μέ τό ένα του χέρι τον Ταγκόρ, πού κινδυ­ νεύει νά γκρεμιστή καί ύστερα αρχίζει ν5 άνεβαίνη. — "Άν δέ γίνω καρδιακός αύτές^ τις μέρες, γκρίνιάζει, δεν έχω φόβο νά γίνω ποτέ! Μου κόπηκε τό αίμα όταν σέ είδα ν5 άφίνης τά σκοινιά καί νά γέρνης προς τά πίσω... Αλλά ό Ταγκόρ δεν απαν­ τάει. Δεν ακούει καί δεν μπο­ ρεί-νά μιλήση. Κι5 όταν ύστε­ ρα από πέντε λεπτά βρίσκε­ ται ασφαλισμένος πιά μέσα στον πολιορκημένο πύργο,, ό­ λοι καταλαβαίνουν πώς έχει χάσει τις αισθήσεις του... ΕΝΑ ΠΑΝΟΥΡΓΟ ΣΧΕΑΙΟ

ΕΝ άργεΐ όμως ιμέ τις περιποιήσεις πού του κάνουν νά συνέλθη. Πέ­ ρασε μιά ανήσυχη νύχτα καί δίπλα στο προσκέφαλό του, ενώ ή μάχη συνεχιζόταν άγρια έξω, έμειναν ξάγρυπνοι ή Ζαν γκάρ καί ό Μαλαμπάρ. Τό πρωΐ έχει ξαναβρή τις δυνά­ μεις του καί έχει συνέλθει εν­ τελώς. Οί Ινδοί πολεμιστές τον κυττάζουν ιμέ θαυμασμό καί του μιλούν μ5 έναν μεγά­ λο σεβασμό. Ή παλληκαριά του καί οί ιστορίες πού έχουν ακούσει γι' αυτό τό παιδί, τούς έχουν θαμπώσει. Κατά τό μεσημέρι, ό Τα­ γκόρ κάνει μιά βόλτα μέσα στούς πύργους. Ή κατάστασι

είναι πραγματικά κρίσιμη γιά τούς π ολιορκηι μένους. Νερό δεν υπάρχει πιά. Οί "Άγγλοι έκοψαν τις σωλήνες καί κατέ­ στρεψαν τό υδραγωγείο πού τροφοδοτούσε τούς πύργους. Τά πυρομαχικά σέ λί,γο θά σωθούν. Τά τρόφιμα είναι ε­ λάχιστα. Μόλις επαρκούν γιά μιά - δυο μέρες ακόμα. —— "Οταν τελειώσουν οί σφαίρες, τού λέει ό αρχηγός τών επαναστατών, θά τινάξου­ με μέ δυναμίτη τούς πύργους στον άέρα καί θά θαφτούμε κάτω από τά ερείπια. Είναι προτ ιμώτερο από τό νά πέ­ σουμε στά χέρια τών "Άγ­ γλων. — Κι" όμως, Αποκρίνεται σκεφτικός ό Ταγκόρ. Οί Ιν­ δίες χρειάζονται πολεμιστές. Δέν είναι σωστό ν’ αυτοκτονούμε. Πρέπει νά βρεθή κά­ ποιος άλλος τρόπος πού θά μάς βοηθήση νά ξεφύγουμε. Ό Ινδός αναστενάζει. —Δυστυχώς, δέν υπάρχει!, λέει Ή πολιορκία γίνεται από μέρα σέ μέρα στενώτερη. Τό παιδί δέν αποκρίνεται. Ζητάει μόνο νά τον οδηγήσουν στά υπόγεια τών πύργων, “έρει πώς ή μιά πλευρά τους εί­ ναι χτισμένη πάνω ακριβώς α­ πό την άπόκρημνη όχθη τού Γάγγη. Άπό εκεί κάτι θά μπο ρούσε νά γίνη. Κατεβαίνει στά υπόγεια έχοντας μαζί του τον Μαλαμπάρ κι" έναν "Ιν­ δό πού χρησιμεύει γιά οδηγός. Τό σκοτάδι είναι πηχτό καί αδιαπέραστο. Μέ τή βοήθεια ενός λαδοψάναρου καταφέρ­


ΐ Α ί* & 0 Ρ νουν νά βαδίζουν μέ δυσκο­ λία, Ό άέρας εΐναι γεμάτος ύγρααίά και μούχλα. — 5Εδώ είναι χειρότερα άπ" την κόλασι!, παραπονιέ­ ται ο γίγαντας καθώς χτυπάει κάθε τόσο τό κεφάλι του στις χαμηλές καμάρες πού χωρί­ ζουν τά υπόγεια σέ διαμερί­ σματα. "Αν εξακολουθήσουμε νά περπατάμε κάμποσην ώρα ακόμα εδώ μέσα, θά μείνω δί­ χως κεφάλι. — Πρέπει νά περπατάς σκυφτός!, του λέει τό παιδί καθώς εξετάζει τούς τοίχους. — Δέ λες καλύτερα γονα­ τιστός!, γρυλλίζει ό γίγαν­ τας. "Υστερα από λίγο ανεβαί­ νουν πάλι απάνω. Ό Ταγκόο έχει κιόλας έτοιμο τό σχέδιο στο μυαλό του. — Πρέπει νά τρυπήσουμε τον τοίχο πού βλέπει στο πο­ τάμι, λέει στον αρχηγό τών Ινδών. Αυτός είναι ό μοναδι­ κός δρόμος σωτηρίας. Οι Εγ­ γλέζοι έχουν στρέψει δλη την προσοχή τους στη στερηά. Εμεΐς θά φύγουμε απ’ τό πο­ τάμι κολυμπώντας. Αυτό φυ­ σικά θά γίνη νύχτα. ^ — Καί τούς αιχμαλώτους τί θά τούς κάνουμε; -— Θά τούς άφήσουμε εδώ. "Οταν έγκατ αλείψουμε τον πύργο οί Εγγλέζοι θά μπούν μέσα καί θά τούς παραλάβου­ νε. Αλλά εμεΐς θά βρισκόμα­ στε μακρυά. Τό σχέδιο συζητήθηκε καί φυσικά αλοι τό βρήκανε πο­ λύ πιο λογικό από τις άλλες

ϋ

λύσεις. Οί ττολιορκημένοι μοι* ράστηκαν σέ βάρδειες. Οί μ η σοί, κρυμμένοι στις πολεμί­ στρες^ πυροβολούσαν κάθε τό­ σο καί απασχολούσαν τούς Άγγλους, ενώ οί άλλοι μαζί μέ ιόν Ταγκόρ καί τον Μαλαμπάρ άρχισαν τή δουλειά στο υπόγειο. Σκεπάρνια, φτυάρια, άξΐνες καί λοστοί μπήκαν σέ ενέργεια. 7Ηταν πραγματικά μιά πολύ δύσκολη δουλειά μέ­ σα στο σκοτάδι καί την γεμά­ τη μούχλα καί υγρασία ατμό­ σφαιρα. Μά δεν ήταν οπό χέ­ ρι τους νά διαλέξουν. "Έπρεπε μάλιστα νά βιαστούν. Οί τοί­ χοι τού υπογείου, πού ήταν καί θεμέλια τών πύργων, εί­ χαν χτίστη μέ χοντρές πελε­ κητές πέτρες, πού ζύγιαζαν διακόσιες καί παραπάνω οκά­ δες ή κάθε μιά. "Έπρεπε νά σπάζουν αυτές τις πέτρες μέ τούς λοστούς καί κατόπιν νά τις τραβούν προς τά μέσο*. Τό πάχος τού τοίχου, όπως λογάριαζε ό Ταγκόρ, ήταν πε­ ρισσότερο από πέντε μέτρα καί χρειαζόταν μεγάλη προ­ σπάθεια γιά νά τρυπηθή. Ό Μαλαμπάρ στην περίστασι αυτή κάνει θαύματα, βάζον­ τας σέ κίνησι τούς σιδερένιους μυώνες του. Ή έλλειψι τού νε­ ρού τούς βασανίζει δλους. Μά περισσότερο βασανίζει τον Μαλαμπάρ πού εΐναι συνηθι­ σμένος νά ρουφά η τρεΐς...σκάφες^νερό την ημέρα γιά νά ξεδιψάση! — "Άντε λεβέντες !, φωνά­ ζει κάθε τόσο. Βάλτε τά δυ­ νατά σας νά τρυπήσουμε μιά


ΐ Α Τ * β *

ώρα νωρίτερα 'Τ&ν τοίχο, νά

φαντας ό Μαλαμττάρ/

πέσουμε στο. ποτάμι νά ξεδυ ψάσαυμε. Νά μ ή μέ λένε Μαλοςμπάρ, άν δέ ρουφήξω τον μισό Γάγγη ότο?ν τελειώσου­ με. Την άλλη μέρα άκριβώς τό βράδυ, δλα είναι έτοιμα. Δεν μένει παρά μονάχα μιά πέ­ τρα, πού την άφίνουν επίτη­ δες εκεί γιά νά μή φαίνεται άπ3 έξω τό άνοιγμα του τοί­ χου. "Έτσι, κοάζεις δεν μπο­ ρεί νά ύποψιαστή τό σχέδιο των πολιορκημένων. — Λοιπόν δλα είναι έν τά­ ξει, λέει ό Ταγκόρ στον Ιν­ δό. Τά μεσάνυχτα μπορούμε νά βάλουμε σ3 εφαρμογή τό σχέδιο. Θά ριχτούμε ό ένας μετά τον άλλο στο νερό και κολυμπώντας θά φτάσουμε σκόρπιοι σέ διάφορα σημεία τής όχθης μακρυά άπ3 τούς πύργους. Τό πρωΐ, οί Εγγλέ­ ζοι θά τρίβουν τά μάτια τους.

"Ολα είναι ήσυχα καί ο! πρώτοι έχουν^φθάσει σχεδόν στή στερηά. -αφνικά όμως ή γαλήνη τής νύχτας κομματιά­ ζεται από Ιμιά κραυγή τρό­ μου: — Οί καϊμάν! Οί κροκό­ δειλοι,! Τήν ίδια στιγμή άκούγεται ένα ουρλιαχτό πόνου κι3 ένας από εκείνους πού κολυμπάνε κοντά στόν Μαλαμπάρ σηκώ­ νει τά χέρια, σάν νά ζητάη νά πιαστή από κάπου, μά μονο­ μιάς χάνεται κάτω από τό νε­ ρό. "Ενας κροκόδειλος από ε­ κείνους πού ζοΰνε από τά πτώματα τών 3Ινδών ιερέων, τών Βραχμάνων (*), έχει κλεί­ σει ανάμεσα στις τεράστιες μασέλες του τό πόδι του Ιν­ δού καί τον τραβάει προς τό βυθό. Ό γίγαντας ρίχνεται προς τό μέρος τού ανθρώπου πού παλεύει μέ τό θάνατο, χωρίς νά λογάριάση τον φοβερό κίν­ δυνο. — Είσαι τρελλός, Μαλα­ μπάρ I, του φωνάζει τό παιδί. 3Αλλά εκείνος δεν δίνει ά-

ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΙ

ΤΗΝ άρχή, τά πράχυατα έρχονται καλά. Ακρι­ βώς τά μεσάνυχτα αρχί­ ζουν νά πέφτουν οί πρώτοι Ι νδοί στο ποτάμι. Κολυμπουν άθόρυβα στο σκοτάδι καί γλυστρουν μακρυά άπ3 τούς πύρ­ γους. Δέκα λεπτά αργότερα, βρίσκονται όλοι σχεδόν στο νερό καί ταξιδεύουν προς έ­ να ερημικό σημείο τής όχθης όπου δεν υπάρχει κοάζεις κίν­ δυνος. Ή Ζανγκάρ κολυμπάει πλάϊ στόν Ταγκόρ καί άκολουθεί ξεφυσώντας σαν έλέ-

(*) Οί Ινδοί ως γνωστόν ««αί­ νε τούς νεκρούς. "Οσοι πεθαίνουν στο Μπενάρες μεταφέρονται σ’ ένα από τά «γκάτ». τις σκάλες του ιερού Γάγγη. Εκεί τά πτώ­ ματα καίγονται και η στάχτη τους ρίχνεται στόν ποταμόν μέ τη βεβαιότητα^ οτι έτσι ό νεκρός Εξασφαλίζει τον Παράδεισο. Μό­ νο τά πτώματα τών Βραχμάνων δεν καίγονται. Τοποθετούνται καθιστοί σέ μιά πολυθρόνα και οίχνονται στο ποτάμι, όπου^ λίγο πιο κάτω γίνονται βορά τών «ι­ ερών» κροκοδείλων, τών καϊμάν!


?

ΙΜΟΜΒΗμμμμιμμμμ

ΤΓαντηΟΊ. Κολυμπάέΐ μέ^ γόρ* γές κινήσεις, θέλοντας νά προ σφέρη βοήθεια. Ή καρδιά του Ελληνόπουλου σφίγγεται, για τί ξέρει σέ τι θανάσιμο άγώνα πηγαίνει, νά μάερδευτή ό φίλος του. Είναι, μια τρέλλά αυτό πού πάει νά κάνη. Αλ­ λά την ίδια τρέλλα θά κάνη κι5 αυτός. Πρέπει νά πάη κον­ τά του.,. Ετοιμάζεται λοιπόν νά κινηθή προς τά έκεΐ,; όταν μιά τρομαγμένη κοριτσίστικη φ<ωνή άκουγεται δίπλα του. ,Εί­ ναι ή_ Ζανγκάρ πού του μι­ λάει : — Ταγκόρ! Κυτ'ταξε εκεί. Θεέ μου! Τό παιδί γυρίζει γρργά και τά μάτια του γεμίζουν τρόμο, καθώς .βλέπει. αυτό πού τού δείχνει ή Ζανγκάρ. Μέσα στο σκοτάδι, εκατό μέτρα δεξιά τους, μιά τεράστια λεπιδωτή ουρά σφυρσκοπάει τό νερό και έρχεται προς τό μέρος τους. — Κροκόδειλος!, κάνει μέ φρίκη ό Ταγκόρ'. — Θεέ μου! Είμαστε χα­ μένοι!, λέει με φωνή ξεψυχισμένη τό κορίτσι. — Μή φοβάσαι,, Ζανγκάρ, λέει προσπαθώντας· νά κρά­ τηση τήν ψυχραιμία του τό Ελληνόπουλο και . πηγαίνει κοντά της. Μεΐνε Ακίνητη. . Παρ’ ολο πού βρίσκονται μέσα στά παγωμένα νερά τού ποταμού,” νοιώθουν κόμπους ι­ δρώτα νά γεμίζουν τό πρόσω­ πό τούς. Τά δυο παιδιά, μέ · τά μάτια· καρφωμένα στή λε­ πιδωτή ουρά πού κινείται,

Κ § Ρ

'

. ·

_

.11

πρδς τό μέρος τους, μόνα τους —- όλοι οί' άλλοι έχουν άπομα­ κρύ νθή και ζυγώνουν τή στερήά — πνίγονται άπό τήν α­ γωνία. Ό Ταγκόρ φουχτιάζει τό κυνηγετικό μαχαίρι του. Μά ξέρει ότι .τίποτα δεν” μπορεί νά κάνη μζ αυτό ! Όλάκερο τό κορμί τών κροκοδείλων εί­ ναι ’ αδιαπέραστο καί άπό σφαίρα ακόμη! Μονάχα εκεί, ανάμεσα, στά δυο μάτια τού συχαμερου ερπετού υπάρχει ένα τρωτό σημείο. Άλλα αυ­ τό.πια μονάχα άν είχε ένα ό­ πλο στά-χέρια του θά μπορού­ σε νά τό καταφέρη! Τό μα­ χαίρι πού κρατάει εΐνοα γιά τήν περίστασι αυτή ένα πράγ­ μα άχρηστο... Στέκουν λοιπόν ασάλευτοι και περιμένουν.· Ή Ζανγκάρ έχει γίνει χλωμή καί, καθώς τής μιλάει προσπαθώντας νά τής δώση κουράγιο, ό Ταγκού βλέπει πώς είναι έτοιμη ιά λιποθυμήση. Τότε τό Ελληνόπουλο παίρ νει μιά ήρω'ίκή άπόφασι. Α­ ποφασίζει νά θυσιασθή γιά νά μπόρεση νά σώση- τήν αγα­ πημένη του; Δέν γίνεται .δια­ φορετικά. — /Άκου, Ζανγκάρ, τής λέει. Μή χάνης τό θάρρος σου. Προσπάθησε νά κολυμπήσης ώς τήν όχθη. Εκεί θά σέ πε­ ριμένουν οί άλλοι... . —^- Κΐ* εσύ; ρωτάει τό κο­ ρίτσι . μέ μάτια φοβισμένα γιατί μαντεύει τί θά τής πή. > Κι >. εσυ;.. ; γ— Έγώ! Μή σένοιάζη γιά μένα. Έγώ θά φροντίσω ν’ ά3


πασχολήσω τσν κροκόδειλο. Έτσι θά σου βοθή καιρός ν’ άπο μακρυνθής... Σ' αυτό τό μεΤαξυ, το τε­ ράστιό ερπετό ζυγώνει προς τό μέρος τους. Τώρα βλέπουν καθαρά τις απαίσιες μασέλες του ανοιχτές, έτοιμες νά τούς καταπιούν. Ξαφνικά όμως, κάτι αστρά­ φτει στο σκοτάδι. Μιά γλώσ­ σα φωτιάς. Κι5 υστέρα κι’ άλ­ λη,, κι5 άλλη. Μερικές σφαίρες περνάνε πλάϊ τους σφυρίζον­ τας καί πριν προφτάσουν νά συνέλθουν από την έκπληξ', βλέπουν τό τεράστιο ερπετό νά σπαράζη, νά παίρνη μιά βόλτα μέσα στο νερό δείχνον­ τας την κίτρινη κοιλιά του καί νά χάνεται... Την ίδια στιγμή άκουνε κά­ ποιον πού φωνάζει: — Είχατε τύχη άπόψε,, λε­ βεντόπαιδα! Λίγο ακόμα καί θά ταξιδεύατε στο στομάχι αυτού τού θηρίου. Έυρίζουν προς τό μέρος τού ανθρώπου πού μιλάει. Λίγα μέτρα πιο έκεΐ έχει σταθή έ­ να μεγάλο κόττερο κι5 ένας ναύτης πού βρίσκεται στην πλώρη κρατάει ένα όπλο στο χέρι του. Είναι αυτός πού πυ­ ροβόλησε. Καθώς είχαν καρ­ φωμένα τά μάτια στον κροκό­ δειλο πού τούς ζύγωνε, δεν εί­ χαν προσέξει τό κόττερο πού πλησίαζε προς τό μέρος τους. — Τί ήρθατε νά κάνετε νυ­ χτιάτικα εδώ; συνεχίζει ό ναύ­ της. Δεν τό ξέρετε πώς τά νε­ ρά είναι γεμάτα κροκόδει­ λους; Δεν μού κάνει καρδιά

νό^σας άψήσω. Ελάτε άπάνω στο καράβι. Τ5 αφεντικό μου θά εύχαριστηθή πολύ πού σω­ θήκατε... Τούς ρίχνει ένα σκοινί. Τά δυο παιδιά σκαρφαλώνουν καί πέντε λεπτά αργότερα πατούν στο κατάστρωμα. Έχουν σωθή... ΣΤΟ ΚλΟΥΒ2 ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ

ΜΩΣ ή μοίρα θέλει νά παίξη μαζί τους. "Οταν ό ναύτης πού τούς έσω­ σε απ’ τον κροκόδειλο τούς τράβηξε άπ3 τό νερό τούς οδηγεί στο καρέ τού κόττερου γιά νά τούς δείξη στο αφεν­ τικό του, τά δυο παιδιά βρί­ σκονται μπροστά στόν... Ναν­ τί ρ - Χό, τον αρχηγό των Τέγκ! —Αύτό θά πή τύχη !, γρυλλίζει ό Ναντίρ. Νά ψαρεύης στο δρόμο σου δυο ανθρώπους πού τούς άναζητάς παντού καί δέν τούς βρίσκεις ! Μη μού πής πώς δέν είμαι τυχερός, Ταγκόρ! Τό παιδί δέ μιλάει. Ή καρ­ διά του είναι γεμάτη απελπι­ σία. Ή Ζανγκάρ έχει χάσει τό χρώμα της. — Λοιπόν, θυμάσαι, Ταγκόρ, τί σέ ρωτούσα πρίν με­ ρικές μέρες; Ή κουβέντα μας τότε σταμάτησε απότομα, γιατί εκείνος ό φίλος σου ό Μαλαμπάρ κατάφερε νά μέ χτυπήση. Τώρα όμως μπορού­ με νά μιλήσουμε μέ την ησυ­ χία μας. Σέ ρωτούσα λοιπόν γιά τούς θησαυρούς τού Νι-

Ο

καί


ΤΑΓΚΟΡ

ρούκτα (*). Μήπως θυμήθη­ κες τώρα που είναι κρυμμέ­ νοι; "Αν τό θυιμηθής, θά χαρί­ σω καί στους δυο σας τή ζωή. Διαφορετικά... Τά δυο παιδιά αλλάζουν έ­ να βλέμμα συνεννοήσεως. -— "Οχι, δεν θυμήθηκα!, α­ ποκρίνεται κοφτά ό Ταγκόρ. — Αυτό τό κόττερο, λέει υστέρα από μιά μικρή σιω­ πή, που ταξιδεύει τώρα στο ποτάμι, θά έχη φτάσει τό πρωΐ στην εξοχική μου βίλλα. Έκεΐ πηγαίνω νά δω κάποιο λιοντάρι που μου χαρίσανε. Θά είσαστε κι5 οι δυο ένας κοίλος μεζές γιά τά δόντια του. Θά περάσετε ωραία στο σιδερένιο κλουβί του! Ό Ταγκόρ, νοιώθει ένα πα­ γωμένο ρίγος νά διαπερνά η τό κορμί του. Ή Ζανγκάρ γί­ νεται περισσότερο χλωιμή. Τά γόνατά της τρέμουν. —Θεέ μου!,' ψιθυρίζει. Εί­ ναι φριχτό! Ί δ παιδί όμως δεν την ά·* κούει. Τό -μυαλό του δουλεύει γοργά κι5 έχει συλλάβει ένα τολμηρό σχέδιο. Μέ μιά α­ στραπιαία κίνησι σαλτάρει προς τό μέρος τού Ναντίρ Χό και ή γροθιά του πέφτει —πρίν εκείνος προφτάση νά φυλαχθή — σάν κεοαυνός στο κρανίο του. Τό άλλο του χέ­ ρι φουχτιάζει ένα περίστροφο πού βρίσκεται μπροστά του, απάνω σ’ ένα τραπέζι. — Ψηλά τά χέρια, Ναντίρ(^) Διάβασε τό τεύχος «Φρι­ χτό μαρτύριο».

33

Χό!, λέει άγρια καί τον ση­ μαδεύει. Ό Ναντΐρ σηκώνει τά χέ­ ρια, μά την ίδια στιγμή μιά διαπεραστική γυναικεία κραυ­ γή γεμίζει τό καρέ τού σκά­ φους : — Φυλάξου, Ταγκόρ!, ξε­ φωνίζει ή Ζανγκάρ. Τό παιδί έχει ξεχάσει τον γιγαντόσωμο ναύτη πού βρί­ σκεται πίσω τους καί, καθώς δοκιμάζει νά γυρίση ξαφνια­ σμένος, δέχεται ένα δυνατό χτύπημα στά νεφρά. Νοιώθει ένα φοβερό πόνο καί γονατί­ ζει βγάζοντας ένα βογγητό. Τό όπλο ξεφεύγει άπό τά χέ­ ρια του. —- Πάρε τουο, άπό δω !, διατάζει τον ναύτη ό Ναντίρ, αφρίζοντας άπό λύσσα. Κλεί­ σε τους στήν άποθήκη, γιατί τό πρωΐ μοΰ χρειάζονται ζων­ τανοί... ^ Μερικές ώρες άργότερα, τό κόττερο τού άρχηγοΰ των Τέγκ προσεγγίζει σ5 ένα ση­ μείο τής όχθης, πολύ μακροά άπ5 τό Μπενάρες. Πιο μέσα είναι ή άδιαπέραστη καί πυ­ κνή ζούγκλα. Έδώ στήν άκροποταμιά είναι χτισμένη ή βίλλα τού Ναντίρ. Τά δυο παιδιά άποβιβάζονται άνάμεσα σέ τέσσερις ώπλισμένους συμμορίτες καί πίσω τους α­ κολουθεί μ5 ένα άπαίσιο χα­ μόγελο ό Ναντίρ - Χό. Δια­ σχίζουν ένα ευρύχωρο προαύ­ λιο καί^φτάνουν στο πίσω μέ­ ρος τού σπιτιού. "Ενα μεγά­ λο σιδερένιο κλουβί υπάρχει έδώ, ανάμεσα στά δέντρα.


34

ΤΑΓΚΟΡ

Και μέσα στο. κλουβί ένα α­ γριεμένο λιοντάρι πηγαινοέρ­ χεται· Καθώς βλέπει τή συνοδεία, βγάζει άγριους βρυ­ χηθμούς και δείχνει τά δόν­ τια του. —- Ριχτέ τους Καί τούς .δυο στο κλουβί!, διατάζε.ι ό άρχηγός των ληστών!' Θέλω νά δώ^ με τά μάτιά μου πώς θά τούς καταβρρχθί-ζη .το άγρίμ!'

>

·

, \' ·

Λ·

Δυο άπ’.τούς.’Τέγκ σέρνουν τά παιδιά κοντά στο κλουβί, ανοίγουν βιαστικά μια 'Ρ.ΐ'κ-ρή καγκελλωτή πόρτα. και τά

Τ Λ Π/ΟΡ

1 Μΐ·|\υί

σπρώχνουν άγρια προς τά μέ­ σα. Ή · Ζανγκάρ σωριάζεται ■ λιπόθυμη, καθώς βλέπει τό • πεινασμενο λιοντάρι νά την ,κυττάζη έτοιμο νά έπιτεθή. Ό Ταγκόρ δμως, μέ μιά ο'βέλτη κίνησί, μπαίνει -μπροστά· της, προτάσσοντας τό. κορμί του σάν. ζωντανή ασπίδα ανάμεσα στο κορίτσι καί στο αγρίμι... ■ .Είναι πραγματικά -μιά φο­ βερή-στιγμή, "Ομως κάτι γί­ νεται ξαφνικά πού δεν μπορεί νά τό χωρέση ό νους του αν­ θρώπου καί απότομα δλα παίρνουν μιά άπί'θανη βόλτα.

ΑΥΤΟΤΕΛΗ -ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩ** *

ΗΚΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ

Γραφεία: "Οδός· Λέκκα 22 Φ 5Άριθ. £

❖ Τιμή δραχ. 2

Οικονομικός Α)ντής: Γεώρ. Γεωργιάβης, Σφιγγός 38. Δημοσιογραφικός Α)ντής: Στ0 Άνεμαδουράς, Άριστςί* Βου 174. Προίστ. Τυπ.: Α. Χατζ^βσσιΑείου, Αμαζόνων 25

• Στο επόμενο τεύχος, τό 7, πού κυκλοφορεί τήν έρχάμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο: Ο

Β

®

τά δυο παιδιά περνούν στιγμές τρόμου καί φρίκης μέσα στο κλουβί του πεινασμένου λιονταριού καί συνεχίζουν·· μέ ηρωισμό καί · αυτοθυσία τον πόλεμο ε­ ναντίον τών τυράννων! "Ενα τεύχος γεμάτο -αγωνία,· μυστήριο, αυτοθυ­ σία. δάκρυα καί γέλια! ... *



Π/βίΤΕ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΗ/ ΨΗΞΤΕ Π Η ΤΟΗ ΚΡΕΓΚΗ ΡΜΟΛΜΙΤΕ 777 ΣΚυΛ/ρ ΜββΙ Γ«Τ^ ΓΡΗΓΟΡΗ Γ;

ΜΓΑ ΔευτεΡοΛΕΠτρ

ηργοτερη

ΘΡ ΓΕΛΡΖΟυΜΕ ΠΟΛΟ ΜΟΛ\1

τοτν ρη/ρκο- ) ΑυΨοα/ν...

Ο ΚΡΕΓΚΗ ηπ Μιρ

ηΚΟΜΗ ΦΟΡΒ ΡΜΗΔΕ/κ/νΟΕ ΤΒΐ Π/Ο ΓΟΡ­ ΓΟΣ ΚΓ ΗΠΟ τα ΓΡΗ­

ΓΟΡΗ ΤΕΡΡΖ90 ΤΗΣ 200ΓΚΛΗΤ.

__ Γ“


ι'

Γ.Α ΑΜΚΙΠΠηΥΛ

ΠΠΥ

ΕΓΙΝΕ

μαχδόδπαγ



'$1ραϊηή

ΕΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ ΚΑΛΟΣ ΦΙΛΟΣ

στήθος καί περιμένει. Τό ξέ­ ρει καλά πώς ή ζοοή τουε, ή δική του ζωή καί ή ζωή του Α ΔΥΟ παιδιά, ό Ταγκοριτσιού, κρέμονται τούτη κόρ καί ή Ζανγκάρ, βρί τήν ώρα από μιά κλωστή. "Ε­ σκονται τώρα φυλακι­ να θαύμα μονάχα μπορεί νά σμένα στο μεγάλο κλουβί των τούς σώση. λιοντΓΌΐών κι’ άπ5 έξω ό Ναντίρ - Χό, ό ληστής, καί οί Τό λιοντάρι δείχνει τά δόν­ τέσσερις συμμορίτες του μ’ τια του καί αφήνει έναν φοβε­ ένα σατανικό χαμόγελο στά ρό βρυχηθμό, πού κάνει κι' ε­ άγρια πρόσωπά τους περιμέ­ κείνους ακόμα πού βρίσκον­ νουν νά καμαρώσουν τό τραγί ται έξω από τό κλουβί, ν’ άκό θέαμα (*). Τό κορίτσι έ­ νατριχιάσουν. Είναι έτοιμο νά χει χάσει κιόλας τίς αισθή­ όρμήση απάνω στο παιδί νά σεις του καί βρίσκεται λιποτό τσάκιση μέ τά πόδια του θυμισμένο στο πάτωμα. Ανά­ νά τού ξεσκίση τό στήθος μέ μεσα στη Ζανγκάρ καί στο τά νύχια, νά τό κατασπαράαγρίμι στέκει ορθό, άσάλευτο ξη· σαν ένας βράχος από γρανίτη, Ο Ταγκόρ νοιώθει τό αΐ,μα τό θρυλικό Ελληνόπουλο, μέ του νά παγώνη. τά χέρια σταυρωμένα στο — Τώρα θά περάσης ω­ ραία, παληόπαιδο!, τού φω­ (*) Διάβασε τό προηγούμενα νάζει ό Ναντίρ - Χό, πού έχει τεΟ-χος: «.Στο κλουβί των λεόν­ πλησιάσει στά κάγκελα για των».

Τ

ΤίΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.


4

ΤΑΓΚΟΡ

νά παρακολούθησή καλύτερα τον -μαρτυρικό θάνατο των δυο παιδιών. Υπάρχει άκοσμα και ρός νά σώσης τή ζωή σου! Μπορώ νά σάς βγάλω· και τούτη την τελευταία στιγμή από τό κλουβί., άν μου πής σέ ποιο 'μέρος τής ζούγκλας έχει κρυμμένους τούς θησαυρούς του ό μαχαραγιάς Νιρούκτά. -—- Δεν έχω νά σού πώ τίποτα!, αποκρίνεται ό Τσ-γκόρ.-Νά ξερής μονάχα πώς δέ θά ζήσης πολύ, Ναντίρ - Χό. Κάποιος έχει φυλάξει ένα κΟμ μάτι σκοινί για νά σέ κρεμά­ σουν. Ό αρχηγός τών Τέγκ γίνε­ ται χλωμός καί αφρίζει από τή λύσσα του. Κάποια-γρηά μάγισσα πριν από λίγες μέ­ ρες, διαβάζοντας τό μέλλον του στις γραμμές του χεριού του, τού προφήτεψε πώς τον περιμένει ό θάνατος·.στην κρε­ μάλα. "Από τότε, κάθε πού ακούει παρόμοιες κουβέντες τρέμει καί. γίνεται- δειλός σάν ένα μωρό πού πρόκειται νά τό δείρουν. "Έτσι καί τώρα αυτές οι τελευταίες λέξεις τού Ταγκόρ είναι- μιά μαχαιριά ίσια στην καρδιά του. — Πάμε νά πιούμε κάτι στο σπίτι!, λέει ένας συμμο­ ρίτης του. Τό λιοντάρι- δέ χρειάζεται παρέα νά κάνη τή δουλειά του. Σέ λίγο γυρίζου με όταν θάχη πιά .τελείωσε:. Δέ μπορώ ν" ακούω τις ανοη­ σίες αυτού τού βρωμόπαιδου. Ό Ταγκόρ βλέπει τον Ναν­ τί ρ - Χό καί την παρέα του πού απομακρύνονται καί νοιώ­ θει μιά παράξενη χαρά. Για

ένα όμως μονάχα λεπτό. Γιατί καί πού έφυγαν τούτος οί κακούργοι δεν καλυτέρεψε φυ­ σικά ή θέσι του. Τό λιοντάρι στέκει πάντα μπροστά του έ­ τοιμο ·νά μουντάρη νά τον ξεσκίση μέ τά δόντια τού. Καί νάτο ξαφνικά που αρ­ χίζει νά ζυγώνη πρός-τό μέ­ ρος του μέ καρφωμένα τά μά­ τια απάνω του. "Ενα πάγον· μένο ρίγος διατρέχει τό κορ­ μί του. "Έφτασε ή τελευταία του στιγμή. "Ομως πρέπει νά συμβαίνη κάτι παράξενο! Τούτο εδώ τό άγρίμι δέν δείχνεΓπιά τά δόντια του. "Αφή­ νει μονάχα μερικούς χαμηλό­ φωνους βρυχηθμούς κΓ έρχε­ ται καί κυλιέται στά πόδια του. Μιά λέξι έρχεται άπότομα στά χείλη τού παιδιού: — "Ασικάγκα!,, ξεφωνίζει μέ συγκίνησι καί άγκαλιάζει ,τό άγρίμι. "Ασικάγκα! Τό βλέμμα του γεμίζει από μιά απερίγραπτη ευτυχία. Τό χέρι τού Θεού μπήκε πάλι α­ νάμεσα σ" αυτόν καί στούς κακούργους γιά νά σώση τά δυο παιδιά. Ό Ασικάγκα εί­ ναι τό λιοντάρι τής ζούγκλας, ό στενός φίλος καίπροστάτης τού Ταγκόρ, πού μαζί του έ~ ζησε σχεδόν ολάκερα έξη χρό­ νια. Τό έξυπνο ζώο πρώτο α­ ναγνώρισε τό παιδί καί τώρα πού ακούει νά τό φωνάζουν μέ τ" όνομά του κάνει χαρές σάν ένα πιστό σκυλί, πού υστέρα από καιρό ξαναβρίσκει τον τα ληό του αφέντη. — "Ασικάγκα! "Αγαπημέ­ νε μου "Ασικάγκα!, λέει ό Ταγκόρ καί τά μάτια του εΐ-


ί ΑΜΟ#

ναι δ«βϋάμέν® γιατί ξανβ» βρίσκει στήν λ τπό κρίσιμη στιγμή τής ζωής του τον δυ­ νατό και ακατάβλητο φίλο του. Είναι απίστευτο κι5 ό­ μως είσαι κοντά μου, Άσικάγκα! · ' ,Κ αί τό Ελληνόπουλο που ξέρει τή γλώσσα των άγριμι­ ών, άφου μεγάλωσε μαζί-τους (*), αρχίζει βιαστικά να βγά ζη παράξενους λαρυγγισμούς μιλώντας κοντά στ3 αυτί του λιονταριού. Ό βασιληάς τής ζούγκλας ακούει και τινάζει κάθε τόσο άγριεμένα τη φουν τωτή ουρά του και βγάζει θυ­ μωμένους γρυλισμούς. Ακούει καί καταλαβαίνει. Ό μικρός φίλος του μαζί με τό κορίτσι* είναι'αιχμάλωτοι, όπως κι’ αύ τός είναι αιχμάλωτος, μέσα στο σιδερένιο τούτο κλουβί. Είναι τρεΐς μέρες τώρα πού, καθώς βάδιζε ανύποπτος στη ζούγκλα, έπεσε σ’ ένα λάκκο πού είχαν σκάψει επίτηδες οι άνθρωποι καί τυλίχτηκε σέ σιδερένια δίχτυα καί δέ μπό­ ρεσε νά ξεφύγη. Μά τώρα, πού είναι τό άσπρο παιδί πά­ λι κοντά του, ξέρει ότι δλα θά τελειώσουν καί* δλα θά πάνε καλά.· Ό Ταγκόρ κάτι του λέει α­ κόμα καί απομακρύνεται, καί πηγαίνει προς· τή σιδερένια πόρτα τού κλουβιού.· ' Είναι απ’ έξω μανταλωμένη. Μά τώ ρα, πού τό παιδί μπορεί νά κινηθή χωρίς τον φόβο τού α­ γριμιού καί αφού δεν υπάρχει (*)

Διάβ-ακχε τό τεύχος:

Μικρός Ελευθερωτής»,

«*0

καν£ΐς νά· -τδν έμττοδίση άηδ τούς συμμορίτες τού Ναντίρ Χό, δλα ιμπορούν νά γίνουν. Περνάει τό χέρι του εξω από τά κάγκελα καί, ύστερα από μιά δύσκολη προσπάθεια^ άνασηικώνει τό μοχλό πού κρατάει μιά βαρειά σιδερένια μπάρα. Με μιά ελαφρά κίνησι ή πόρτα ανοίγει, τρίζοντας απάνω στις στρόφιγγες της. Ό δρόμος είναι ελεύθερος. Πέ ρα στην αυλή τού σπιτιού τού αρχηγού τών· Τέγκ, διακόσια μέτρα απ’ τον μαντρότοιχο, είναι ή ζούγκλα... Τό παιδί άνασηικώνει τή Ζανγκάρ καί τή. φορτώνεται στούς ώμους του. Βγαίνει απ’ τό κλουβί κυττάζοντας γύρω του με χτυποκάρδι.. Κανείς. Προχωρεί καί πίσω τον ακο­ λουθεί σάν φύλακας άγγελος ό Άσικάγκα... Καθώς σκαρψαλούνει όμως στον τοίχο αι­ σθάνεται νά παγώνη τό αίμα του. Κάποιος Τέγκ, απ’ τή φρουρά τού Ναντίρ - Χό, τον βλέπει καί τρέχει προς τό μέ­ ρος του. Τρέχει κρατώντας τό δπλο του έτοιμος νά πυροβό­ ληση. — ’Άλτ !, φωνάζει άγρια. .Γύρισε πίσω, άν δεν θέλης νά σού γεμίσω σφαίρες τό κορ­ μί ! • Τό παιδί μένει γιά μιά στιγμή ακίνητο κρεμασμένο στον τοίχο καί δέν_ ξέρει τί πρέπει νά κάνη, -αφνικά δ­ μως ένας φοβερός βρυχηθμός γεμίζει τον άέοα καί ό .Άσικάγκα, τό λιοντάρι, πού βλέ πει νά ενοχλούν τό φίλο του, όρμάει σάν αστραπή απάνω


1ΓΑ £ Β

6

στον Τέγκ. Τά φοβερά νύχια του του κομματιάζουν τό στη θος καί ό συμμορίτης, βγάζον τας ένα βογγητό σωριάζεται στο χώμα. Την αμέσως επόμενη στιγ μή ό Ταγκόρ με τό κορίτσι πη δουν έξω από τόν τοίχο και έ­ να λεπτό αργότερα, τρέχοντας, τους φτάνει καί τό λιον­ τάρι. Τό θαύμα πού περίμενε τό Ελληνόπουλο έγινε. "Έχουν σωθή. ΜιΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΓΚΑΛΕΜ

ΣΤΕΡΑ άπό δυο μέρες, τά παιδιά ξαναγυρίζουν στο Δελχί. "Αποχαιρέ­ τησαν τό φίλο τους τό λιοντά­ ρι, πού έγινε αφορμή νά γλυστρήσσυν απ’ τά χέρια των

'Ο Ταγκόρ οσο κυτιτάζει

________

..._ _

Τ'έγκ, και ξαναγυρίζουν κοντά στον μαχαραγιά Νιρούκτα. Ό γίγαντας Μαλαμπάρ, πού κα­ τά τή διάρκεια τής απουσίας τους ήταν μελαγχολικός καί αμίλητος, ξέσπασε σέ... ζη­ τωκραυγές. Τά παιδιά διηγούνται μέ λίγα λόγια τις περιπέτέιές τους στον £ I ερό Γάγγη καί έξηγουν πώς κατάφεραν νά ξεφύγουν άπό τόν Ναντίρ - Χό χάρις στο Άσικάγκα, πού τό χέρι του Θεού τόν έστειλε στο κλουβί τών λιονταριών. -— Έσύ τί έγινες; ρωτάει ό Ταγκόρ τόν γίγαντα. Είχα φοβηθή πώς θά σέ κατάπινε κανένας κροκόδειλος (*). "Ο(*) Δ ι άβιοοσε το προ ηχούμενο τεύχος: «Στο Κλουβί των λε­ όντων».

τη φωτογραφία

μέ τά

δυο πρόσωπα

νοιώθη μιά παράξενη συγκίνησι καί δακρνζονν τά μάτια τον.


<ΜϋηΜ>Β—Μ8—Βί

ΪΑΠ3?

ΒΕΕΡ

'Ο θρυλικός Γκάλεμ, ό μυστηρι ώ&ης σνβρωπος μέ το σκεπασμένο πρόσωπο αποφασίζει νά πεθ οονη· και διασταυρώνει τό ξίψος ν ταυ μέ τούς ^Αγγλους πού τον έχουν κυκλώσει...

ταν σέ είδα νά κάνης μακρο­ βουτ ι και νά πηγαίνης κατ’ ευθείαν απάνω τους (μοΰ κόπη κε ;%ό αίμα! Ό Μαλαμπάρ άνασηκώνει τούς πελώριους ώμους του. — Τούς κατάφερα μιά χα­ ρά!, λέει. Έταν ένα κοπάδι άπό καμμιά πενηνταριά αλλά τούς έκανα τού... αλατιού! — Δηλαδή; ρωτάει τό κο­ ρίτσι μέ γουρλωμένα μάτια. _— Δηλαδή τούς καθάρισα! "Έπεσα μέσα στό σωρό και που σέ πονεΐ και που σέ σφά­ ζει! Πιάνω τον πρώτο του α­ νοίγω τις μασέλες και τού παίρνω τον άνθρωπο πού είχε ανάμεσα στά δόντια του. ^Υ­

στερα τον άρπάζω άπ" την ουρά και τον στριφογυρίζω σά ρόπαλο· γύρω μου. Ό δεύ­ τερος πού πήγε νά μέ ζυγοό ση τρώει μιά και τό κεφάλι του γίνεται... στιφάδο! "Αφή­ νω τον πρώτο καί πιάνω τον τρίτο. "Ήτανε ένας κροκοδείλαρος ώς είκοσι μέτρα. — Κόντη νέ τον, Μαλα­ μπάρ!, του λέει χαμογελών­ τας τό Ελληνόπουλο. — "Έ! Καλά μπορεΐ νά ή­ τανε δεκαπέντε μέτρα! — Κόντηνέ τον ακόμα!, έ» πιμένει ό Ταγκόρ. Ό γίγαντας ξεφυσάει. — "Έ! Ωραία! "Ίσως νά ήτανε δέκα μέτρα! Δέν είχα κανένα μέτρο στην τσέπη


αΜΟΜΜΜΝβύ· οπής; ρωτάει 'μέ άττόρία ό μου, νά τον μετρήσω! Τόν τπάνω λόπτόν και τόν διπλώ­ Μαλαμπάρ. νω στα δύο κι5 ακούστηκε έ­ — Είμαι ξέκούρ αστός \, να «κράκ», καθώς έσπασε ή λέει τό παιδί. Ό Γκάλεμ πού σπονδυλική του στήλη'. Τόν μάς ζήτησε κοντά του θάχη άψήνοο αυτόν κα] άρπάζω μα­ τούς, λόγους του. Δεν πρέπει ζί τόν τέταρτο και τόν πέ*< νά χασομερνάμε, Μαλαιμπάρ. μπτο. :—Έν τάξει,· Ταγκόρ! ζΕρ— Σταμάτα . Μαλαμπάρ 1 χόμάι- μαζί σου. του λέει τό· παιδί. Στα)μάτα Τά άλογά τους είναι κιόλας γιατί έτσι πού πας δέ θά μείνη ζωντανός κανένας κροκό­ δειλος στο Γάγγη. "Ύστερα. . — Γιατί δέ μέ παίρνεις μα "Ύστερα απ’ τούς..;, πενήντα ί σου Ταγκόρ; παραπονιέται κροκόδειλους πού σκότωσες τό· κορίτσι. νά μάς πής τί έγινε... Τό παιδί τής' χαμογελάει — ’Έ! "Ύστερα κολυμπών­ γλυκά. τας βγήκα στην όχθη καί — Θά ξαναγυρίΐσω γρήγο­ σάς περίμενά. Είδα πού δέ ρα κοντά σου, Ζανγκάρ !, τής φανήκατε καί είπα πώς θά λέει. λΑή φοβάσαι. ερχόσαστε' εδώ. Έρθα λοιπόν Άλλα ή κοπέλλα μέ τά καί σάς περίμενά νά πάμε πα μαύρα μάτια έχει ' άσχημα ρέα στον Γκάλεμ πού μάς θέ­ προαισθήματα καί, καθώς βλε λει... Εΐναί στο δάσος τών' πει τούς δυο καβαλλάρηδες ν’ μπαμπού καί ετοιμάζει ένα άπομσκρύνωνται καί νά καλ­ καινούργιο γλέντι στούς Εγ­ πάζουν μέσα στη νύχτα, νοιώ­ γλέζους·. Μετά άπ' τό Μπενά θει ένα χέρι νά τής σφίγγη ρες, τό' πανηγύρι θά γίνη στο την καρδιά. Δελχί. Θά περάσουμε πολύ ώραΐα! Ο ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗΣ ■ ’Εν τάξει, Μαλαμπάρ!. . ΝΑΣ άνθρωπος τυλιγμέ­ λέει το- παιδί πού νοιώθει μιά νος σέ μιά άσπρη ρό­ άκατανίκητη επιθυμία νά βρε·· μπα, μέ τό σαρίκι του θή πάλι κοντά στον μύστηρ1κατεβασμένο ως.τά φρύδια, ώδ.η αύτόν αρχηγό των έλευθέ χτυπάει στην πόρτα τού σπι­ ρων ’Ινδών μέ το σκεπασμένο πρόσωπο. Πότε φεύγουμε; τιού τού Άγγλου ’ λοχαγού Μάξγουελ. Κυττάζει γύρω του :—- "Όποτε μου πής!, α­ . σαν νά φοβάται μήπως τόν ποκρίνεται ό γίγαντας. παρακολουθούν· καί είναι φάνε —~ Μ’ αρέσει νά ταξιδεύω ρό πώς δεν θέλει νά δούνε τό μέ τό φεγγαρόφωτο!, λέει ό πρόσωπό του. Έχει νυχτώσει Ταγκόρ. Τί θάλεγες γυ από­ πρί-ν από κάμποση ώρα καί οι ψε; · · χ δρόμοι τού Δελχί έχουν λίγο— Τί;. Αέν θά ξεκουρα-


Τ Α Γ Κ Ο Ρ· ατούς διαβάτες. . Ανήσυχες φήμες κυκλοφορούν παντού τις τελευταίες μέρες,, ττού λένε πώς οί επαναστάτες υστέρα, από το Μπενάρες θά δοκιμά­ σουν πάλι την τύχη τους στο Δελχί, ξεσηκώνοντας τό λαό εναντίον των "Άγγλων. Οί φή­ μες· αυτές έχουν γεμίσει αγω­ νία τούς κατοίκους τής ινδι­ κής" πρωτευουσης καί οί άν­ θρωποι, άφοΰ δεν ξέρουν τί μπορεΐ νά γίνη άπο στιγμή σέ <ττιγΐμή, προτιμούν νά κλείνωνται νωρίς στά σπίτια τους .διπλοιμανταλώνοντας πόρτες καί παράθυρα. Οί Άγγλοι έ­ χουν αγριέψει πολύ γιατί δεν είναι μόνο τό Μπενάρες. Οί εξεγέρσεις παίρνουν από την μιά μέρα στην άλλη όλο καί περισσότερη έκτασι. Παντού, σέ μικρές καί μεγάλες πολι­ τείες, οί Ελεύθεροι Ινδοί 'πα τριώτες χτυπούν-τούς Βρεττανούς στρατιώτες, ζητώντας ν’ άποτινάξούν τον αποικιακό ζυγό. ^ Γι’ αυτό λοιπον άπόψε οί δρόμοι τού Δελχί εΐναι σχε­ δόν έρημοι καί μονάχα τά βαρειά. βήματα· τών στρατιωτι­ κών περιπόλων άκο άγονται μέ σα στη νύχτα. Ή πόλις -φαί­ νεται -ήσυχη καί κοιμισμένη, άλλά κανείς δέ μπορεί νά πή τί ακριβώς γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες καί τούς σκοτεινούς τοίχους τών σπιτι­ ών. Μπορεΐ όλα τούτα πού φαί νονται ήσυχα νά φέρουν ένα φοβερό σίφουνα ξαφνικά καί νά μεταβληθούν σ’ ένα ασυγ­ κράτητο ηφαίστειο. Τούτο τό μήνυμα τού ηφαι­ στείου έρχεται νά ψέρη άπό­

V

ψε ό άνθρωπος μέ την άσπρη ρόμπα πού χτυπάει την πόρ­ τα τού Μάξγουελ. Είναι ό Νιότα ό κατάσκοπος, ένας 31 νδός πουλημένος ατούς Άγ­ γλους^ πού αγαπάει περισσό-· τερο απ’ την πατρίδα του τό χρυσάφι. — Άν είναι ή άρραβωνιαστικιά. ιμου,, λέει ό Μάξγουελ στον λ οχ ία του καθώς ακούει νά χτυπούν την πόρτα, θά τής πής πώς δέν γύρισα ακόμα άπ" τό Μπενάρες. Πές της. ότι πολεμάω σάν λιοντάρι αυτούς τούς ληστές καί πώς σέ λίγό θά μέ κάνουνε γιά τον ηρωι­ σμό μου στρατηγό! Κατάλα­ βες τί σού είπα, λοχία; Δέν θέλω νά μέ δή σ5 αυτά τά χά­ λια. Μάλιστα, κύριε λοχαΚαί ό λοχίας, πού βάζει καφτές κομπρέσσες στην πρ’σμένη μύτη καί τά μελανια­ σμένα" μάγουλα τού Μάξγου­ ελ, γελάει κάτω άπό τά μου­ στάκια του. Αυτός καλύτερα άπό κάθε άλλον ξέρει πόσον .. ηρωισμό έπέδειξε ό λοχαγός του καί σέ τί χάλια τον κατάν τη σαν οί γροθιές τού θρυλικού Ταγκόρ, ώστε νά μη μπορεΐ νά εμψανιστή ακόμα στους άνωτέρους του. "Αφήνει λοιπόν την κομπρέσσα καί την κατοά ρόλος ιμέ τό νερό νά βράζουν στο καμινέτο καί πηγαίνει ν’ άνοιξη την πόρτα. -"Αναγνω­ ρίζει τον Νιότα' καί καταλα­ βαίνει πώς κάτι σοβαρό πρέ­ πει νά συμβαίνη γιά νά κάνη αυτή τήν ώρα έπίσκεψι.ό κσ*. τασκοπος, —- Είναι άνάγκη νά μιλή-


ΤΑΓΚΟΊ σω στον λοχαγό Μάξγουελ αμέσως!, λέει ό Ινδός. Ό λοχίας τον οδηγεί στο δωμάτιο του 'Άγγ?νου αξιω­ ματικού, πού είναι ξαπλωμέ­ νος στο κρεββάτι και αναπαύ­ εται... στις δάφνες του. — Τί τρέχει, Νιότα; ρω­ τάει καθώς τον βλέπει. — "Έχω πολλά και ενδια­ φέροντα νέα, λοχαγέ, λέει ό Ινδός. Μογ, καθώς προσέχει τό στραπατσαρισμένο άπ" τις γροθιές του ήρωϊκου Ελληνό­ πουλου μούτρο του Μάξγουελ, ξαφνιάζεται. — Μά εσείς εΐσθε τραυμα­ τισμένος ο-οβαρά!, του λέει. — Ναι! απαντάει νευρικά εκείνος. Κυνηγώντας νά πιάσω τον αρχηγό των ανταρτών στο Μπενάρες, έπεσα άπό τό

Ο

άλογο και χτύπησα. Αλλά στο τέλος τά κατάφερα. Τον έπιασα και σέ δυο τρεΐς μέ­ ρες πάει στο στρατοδικείο. Ποιά είναι τά νέα πού μου φέρνεις; — Ό Γκάλεμ, λέει ό κατά σκοπος, έχει συνάντησι από­ ψε μέσα οπό Δελχί... Ό Μάξγουελ ανασκιρτάει σαν νά τον δάγκωσε φίδι: -— Ό Γκάλεμ; Ό Γκάλεμ στο Δελχί; Δεν είναι δυνατόν! — Καί δμως οι πληροφορί­ ες μου είναι θετικές. Απόψε θά συναντηθή μέ τούς τοπι­ κούς άρχηγούς στην ταβέρνα ό «Πράσινος αετός». 5Από ε­ κεί πρόκειται νά δοθη, αφού πάρουν οριστικές άποφάσεις, τό σύνθημα γιά την έξέγερσι. "Έχουν έτοιμα όλα τά σχέδια καί θά αίματοκυλήσουν την

Αραττακος ττου δεν είναι αλ λος άττδ τον Ταγκόρ στέλνει τον Μάξγουελ ττάλ ι γιά0.. κομττρέσσες ϊ


ΤΑΓΚΟΡ

Αυτή ήτ<χν η τελευταία άτι μία που εκανες προβάτη' τό Ελληνόπουλο καί πυροβολεί.

πόλι. Άλλα μπορούμε δλα αυτά να τα ματαιώσουμε μέ μιά κεραυνοβόλα ενέργεια. —1 Αυτό πού μου λες εΐνα. σοβαρό !, λέει ό ΑΑάξγουελ και ξύνει τή μύτη του. Άλλα καθώς την αγγίζει βογγάει από τον πόνο. — "Ωχ! παναγία μου !, κάνει. Μωρέ τί γροθιές έχει αυτός ό βρωροέλληνας; — Τί είπατε, λοχαγέ; ρω­ τάει παραξενεμένος ό Νιότσ πού ακούει αλλά δέ μπορεί νά καταλάβη. — Τίποτα δέν είπα!, λέει ό "Αγγλος. Είπα μονάχα πώς , πρέπει νά πιάσω απόψε αυτό τον ληστή τον Γκάλεμ. "Αν δέν τον πιάσω νά μη μέ κά­ νουν... στρατηγό! Ά! Από­

II

λέει

ψε τελειώνουν τ5 αστεία! Αοχία! Βάλε μου ακόμα μιά κομπρέσσα στη μύτη καί έτοί μασέ μου ύστερα τή στολή καί τά όπλα μου. Αυτή ή νύ­ χτα θά μείνη ιστορική γιάΆήν Αγγλία! Ό «Πράσινος αε­ τός» θά μέ κάνη ένδοξο! Ό Γκαλέιμ! Έπί τέλους, αυτός ό μυστηριώδης άνθρωπος με τό σκεπασμένο πρόσωπο θά πέση στο δόκανο! "Υστερα γυρίζει στον· κα­ τάσκοπο: —Τί ώρα θά γίνη ή συγκέντρωσις στον «Πράσινο αε­ τό»; ρωτάει. — Στή μιά μετά τά μεσά­ νυχτα ! Ό Μάξγουελ κυττάζει τό ρολό'ί του.


η

ΤΑΓΚΟΊ

— Λοχία, βάλε μου ακόμα μια κομπρέσσα στη μύτη. "Ε­ χουμε μπροστά μας τρεις ώ­ ρες καιρό δσο'νά γίνω... ένδο­ ξος !

βει ένα μικρό λαδοψάναρο γιά νά έχουν φως. Ή σκηνή' του αρχηγού δεν διαφέρει καθόλου από τις σκηνές των άλλων πο λεμιστών. Είναι μόνο λίγο με γαλύτερη καί, έκτος άπό τό ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ . σκληρά κρεββάτι εκστρατεί­ ας, περιλαμβάνει κι5 ένα τρα­ ΤΑΝ φτάνουν στο δά­ πέζι πού χρησιμοποιεί γιά σος με τά μπαμπού ό γραφείο ό Γκάλεμ, Ταγκόρ και ό Μαλσμπάρ, ό Πκάλειμ δεν είναι ε­-—- Κι’ είχα μια όρεξι από­ ψε! γκρινιάζει ό Μαλαμπάρ κεί. Έχει φύγει. όταν μένουν μόνοι..Κρίμα νάρ— Ό άρχηγός ξεκίνησε θουμέ , τόσο αργά. γιά το Δελχί καβάλλα στ" ά­ ■ — Πάλι πεινάς; ρωτάει χα λογό του πριν λίγη ώρα, τούς μογελώντας τό Ελληνόπουλο. λέει ένας από τούς άξιωματι— Ή δρεξί μου δεν είναι κούς πού τον αντικαθιστούν. απόψε γιά φαΐ !, άποκρίνεται Ό γίγαντας κυττάζει το ό γίγαντας. Είχα όρεξι γιά ρολόι του. Είναι μεσάνυχτα. ξύλο! Κάτι μου λέει πώς εκεί -— Τέτοια ώρα στο Δελχί, πού πάει ό Γκάλεμ θά γίνουν κάνει με απορία. Φασαρίες. Καί μέ τρώνε τά — Μόνος έφυγε; ρωτάει τό χέρια μου. "Έχω πέντε μέρες παιδί. πάνω - κάτω, νά δώσω γρο-' — "Όχι. Πήρε μαζί του θιά καί άρχίζω νά αίσθάνουκαι δυο απ’ τους υπασπιστές μαι... πονοκέφαλο! · του. Μάς είπε πώς θά γυρίση -— Κάνε υπομονή, Μαλάπριν απ' τά ξημερώματα. Δεν μπάρ !, λέει τό παιδί. Θάρθή μάς εξήγησε όμως που οοκρ.ή ώρα πού θά βάλης καί πά­ βώς πάει και ποιους προΚε>λι σε κίνησι τις .γροθιές του. ται νά συνάντηση. Ό Μαλαμπάρ ξαπλώνει —-Πρέπει νά τον περί μενού στο κρεββάτι έτσι ντυμένος με!, λέει ό Ταγκόρ. Θά πρό­ καθώς είναι καί δεν άποκρίνε κειται σίγουρα γιά κάτι τό σο ται. Φαίνεται πολύ μελαγχο­ βαρό. Γιά νά ξεκινήση τέτοια λικός καί ύστερα άπό'-λίγο ή ώρα γιά τό Δελχί... "Ίσως σκηνή αρχίζει νά τρέμη άπό άν φτάναμε λίγο νωρίτερα... τό ροχαλητό του! Ροχαλίζει — Θέλετε νά περιμένετε μέ καί ό Ταγκόρ έχει τήν αίσθησα στη σκηνή του; ρωτάει ό σι πώς εκεί στο κρεββάτι έχει αξιωματικός. "Έξω στο ύπαι­ σχηματιστή ένας καταράχτης θρο. δεν σάς συμβουλεύω νά. άπό παληοσιδερικά πού γκρε­ μείνετε. Ή υγρασία στη ζούγ' κλα.είναι απόψε φοβερή. μίζονται άπό ψηλά. Καί νά θέλη τώρα νά κοιμηθή είναι Δεν έχουν άντίρρησι. Ό α­ αδύνατο. Προτιμάει λοιπόν νά ξιωματικός τούς όδηγεΐ στη περιμένη - άγρυπνος τήν έπι· σκηνή του Γκάλεμ και άνά-

©


ΐΑΓΟΡ

στροφή του Γκάλεμ. Κάθησε στο .τραπέζι πού χρησιμεύει για γραφείο και ξεφυλλίζει μερικά βιβλία που βρίσκοντα.ι έκεΐ. Ρίχνει βιαστικές μα­ τιές καί τα ξαναφήνεΓ πάλι στη θέσι τους. Δέ βρίσκει τί­ ποτα ενδιαφέρον. Τώρα ξεφυλ λίζεί ένα άλμπουμ. Είναι ένα παληό χρυσόδετο βιβλϋο μέ λογής - λογής φωτογραφίες. Αυτό ναί! Μάλιστα, έχει εν­ διαφέρον. Είναι παληές καί καινούργιες, φωτογραφίες άπό διάφορες· πόλεις των Ινδιών· καί τής Ευρώπης. Ξαφνικά, τό μάτι τού παιδιού καρφώνε­ ται μέ μιάν παράξενη έπιμονή σέ μια φωτογραφία. Δυο ακροβάτες μέ τά φαννελένια μαγιό τους έχουν φωτογραφηθή εδώ. "Ενας άντρας καϊ^υιά γυναίκα. Κυττάζουν ό ένας ιόν άλλο καί χαμογελούν. Ό Ταγκόρ νοιώθει τά χέρια του νά τρέμουν. Μιά δυνατή ταρα χή τον κυριεύει. Βγάζει τή φωτογραφία άπό τό άλμπουμ καί ζυγώνει πιο πολύ κοντά στο λαδοφάναρο. Θέλει περισ σότερο φώς, νά διακρίνη δσο γίνεται πιο καθαρά αυτά τά δυο πρόσωπα, νά βεβαιωθή πώς δέ γελιέται, καί πώς δεν ονειρεύεται. — Θεέ. μου, ψελλίζει,. Θεέ μου! Μά ...πώς εΐναι δυνατό; Όχι. Δέν ονειρεύεται. Τοϋ' τα τά" δύο πρόσωπα τής φωτο γραφίας είναι οι πιο άγαπητοί άνθρωποι πού υπήρχαν κάποτε γι’ αυτόν στή γή... ' — Ή μητέρα μου κύ ό πα τέρας 'μου!, λέει καί τά μά-για του δακρύζουν^ Οι άγαπη-

ϊ*

μένοι 'μου γονείς πού βρήκαν τόσο τραγικό θάνατο στο τσίρκο^ πριν δέκα χρόνια! Μά πώς είναι δυνατό; Μιά φωτο-' γραφία τους στά χέρια τού Γ κάλεμ; Είναι πραγματικά φωτογραφή μένοι σέ τούτο τό κάρτ - ποσπάλ ό Παναγιώτης Σάρτας καί ή Μαρία Σάρτσ, οι δυο διάσημοι "Ελληνες άκροβάτες πού δούλευαν στο τσίρ­ κο Πιεραντόνι. Οί γονείς τού Ταγκόρ, ττού'τό πραγματικό του άνομα είναι, δποος θυμά­ ται ό άναγνώστης, Δημήτρης Σάρτας. "Υστερα άπό τό θά­ νατο τού πατέρα καί τής μη­ τέρας του, ό μικρός Δημήτρης είχε πολλές φωτογραφίες τους. "Οταν δμως τά τροχό­ σπιτα τού το'ίρκου περνούσαν ταξιδεύοντας άπό τήν μιά πά­ λι στή ν' άλλη, ανάμεσα άπό τή ζούγκλα γιά'νά συντομέψουν τό δρόμο τους, κι* εκεί­ νος γκρεμίστηκε άπό τό αμά­ ξι κι* έμεινε μόνος ανάμεσα στον άγριό αυτό τόπο μέ συν­ τροφιά τον Άσικάγκα τό λι­ οντάρι καί τά άλλα θηρία,-έ­ χασε τις άποσκευές του καί μαζί μ5 αυτές τις φωτογραφί­ ες τής μητέρας καί τού πατέ­ ρα του που τις φύλαγε σαν* κάτι ιερό καί πολύτιμο. (*) Μά νά πού τώρα τόσο α­ πρόοπτα ξαναβρίσκει μιά φωτογραφία τους! Ό Γκάλεμ, λοιπόν, αύτός ό άνθρωπος μυστήριο μέ τό σκεπασμένο •πρόσωπο, -πρέπει νά ήταν (*) Διάβασε το τεύχος: κ,ρος ’Απελευθερωτής>>,

«Μι


14

ΤΑΓΚΟΊ

γνωστός στους γονείς του ! Γιά νά έχη φωτογραφίες τους θά ττή πώς είχε φιλίες μαζί τους. Καλά τό είχε καταλά­ βει όταν τον πρωτοεΐδε και πρωτοάκουσε τή φωνή του. Κάπου την είχε ξανακούσει αυτή τή φωνή. Δεν γελάστη­ κε. Δέ μπορούσε νά είχε γε­ λαστή! "Αλλωστε κι3 ό ίδιος 6 Πκάλεμ δεν τό άρνήθηκε. Μά δεν είναι λοιπόν παρά­ ξενο; Γιατί αφού είχαν γνωριστή καί άλλοτε —ό Ταγκόρ φυσικά θά ήταν τότε πολύ μι­ κρός— εξακολουθεί νά κρυβη κΓ απ’ αυτόν τό πρόσωπό του καί δεν φανερώνεται νά του πή ποιος είναι; Τούτο τό αί­ νιγμα πού τον βασάνιζε από καιρό, τον βασανίζει απόψε, ύστερα από τή φωτογραφία πού βρήκε, περισσότερο. Τού γίνεται ένας φοβερός βρα­ χνάς. Ή παιδική φαντασία του φουντώνει καί βάζει στό νοΰ του τά πιο απίθανα πράγ­ ματα. Ποιος είναι λοιπόν ό Γκάλεμ; Ποιος είναι αυτός ό γνω­ στός του άντρας,, πού θέλει ωστόσο νά μένη άγνωστος; Ή αλήθεια είναι πώς από τήν πρώτη στιγμή τού έδειξε στορ γή καί αγάπη. Αυτό Φυσικά είναι μ ιά άπόδειξι δτι είχε γνωρίσει άλλοτε τούς γονείς του. Κι* αυτός ό μαλαματέ­ νιος σταυρός, πού τού χάρισε τις προάλλες καί πού κρέμε­ ται τώρα στό στήθος του γιά νά τον προστατεύη από τούς κινδύνους; Κι5 αυτό δεν είναι μιά ακόμη άπόδειξι; Καί γι­ ατί λοιπόν τού είπε πριν από

μέρες εκείνα τά παράξενα λό­ για όταν ήταν νά φύγη γιά τό Μπενάρες; Τού είπε: «Μπο­ ρεί νά χαρής αλλά μπορεί καί νά λυπηθής όταν βγάλω τού­ το τό μαντήλι πού κρύβει τό πρόσωπό μου!» Καί τά λόγια του ακόμα τούτα είναι ένα αίνιγμα ανεξήγητο... "Ολα τούτα σκέπτεται, κα­ θώς κυττάζει τή φωτογραφία, καί τά μάτια του είναι δάκρυσμένα. "Υστερα ό νούς του γυ ρίζει στά παληά χρόνια όταν ήταν πολύ μικρός. — Γιατί νά μήν έχω κι5 ε­ γώ τούς γονείς μου!, αναστε­ νάζει. Γ ιατί νά μήν έχοο κι5 ε­ γώ κοντά μου τή μητέρα μου καί τον πατέρα μου όπως τό­ σα άλλα παιδιά; Φέρνει μέ σεβασμό τή φω­ τογραφία στά χείλη του. Φι­ λάει τό πρόσωπο των δυο αν­ θρώπων πού τον έφεραν στή ζωή καί πού μιά τραγική μοί­ ρα θέλησε νά τούς χάση τόσο πρόωρα! — Είστε τουλάχιστον εύχα ριστημένοι από μένα; ρωτάει κυττάζοντας τή φωτογραφία. 3Από έκεΐ ψηλά στον ουρανό πού βρίσκεστε μπορείτε νά βλέπετε πιο καθαρά τά πράγ­ ματα από κάθε άλλον. Δεν έ­ χω κάνει τίποτα πού νά σάς στενοχωρέση. "Ετσι δεν είναι; Τό παιδί νοιώθει τά μάτια τού πατέρα καί τής μητέρας του νά τον αγκαλιάζουν μέ στοργή. Τά πρόσωπά τους τού χαμογελάνε. Ναί σίγου­ ρα είναι ευχαριστημένοι άτΓ αυτόν.


<*>

ΤΑΓΚΟΊ

19

ζει καί βλέπει τό παιδί πού ρωτάει. Τό πρόσωπό του άστράφτει καθώς τον βλέπει ΜΩΣ δλες τούτες οϊ Τά μάτια του ςο:στερώνουν. σκέψεις σταματούν ά— Θάρχόμουνα στοΰ μαχα πότο·μα. "Έξω από τή ραγιά νά σε βρώ, Ταγκόρ ί, σκηνή άκούγεται τό ποδοβο­ τού λέει. "Έχω μιά παραγγε­ λητό κάποιου αλόγου και στ5 λία γιά σένα από τον αρχη­ αυτιά του Φτάνουν δυνατές γό. κα] βιαστικές κουβέντες. 5Α­ — Πού είναι ό αρχηγός τώ­ φήνει τή φωτογραφία στο άλ­ ρα; ξαναρωτάει τό παιδί. · μπουμ και βγαίνει έξω. Λογά ριάζει πώς έχει ξαναγυρίσει — Ό Γκάλεμ μεταφέρθηκε στο διοικητήριο τού Δελχί, 6 Γκάλεμ απ’ τό Δελχί. Εΐναι λέει ό υπασπιστής. Μά δέ θά μιά ευκαιρία τώρα νά μιλήση μείνη γιά πολύ εκεί. Θά τον μαζί του νά μάθη πώς καί μεταφέρουν στήν Καλκουτα πού γνώρισε τούς γονείς του. μέ τό σιδηρόδρομο κΓ από έ'Όμως δεν είναι ό Γκάλεμ. Έ κεΐ θά τον πάνε στήν Αγγλία. χει γυρίσει ό ένας μονάχα α­ Εκεί θά τον δικάσουνε. "Άκου πό τους υπασπιστές του. Τό σα τούς Έγγλέζους νά κου­ πρόσωπό του είναι χλωμό καί βεντιάζουν τά καθέκαστα. "Ή­ Τδρωμένο καί τα ρούχα σκι* θελα νά μείνω κοντά του, μά σμένα καί γεμάτα σκόνη. Τό μέ διέταξε νά φύγω ναρθώ ε­ μανίκι του είναι βουτηγμένο δώ νά φέρω τό μήνυμα. "Έπει­ στο αίμα. Μιλάει βιαστικά τα μού είπε νά σ" ανταμώσω. καί με κοντή ανάσα. — Ποιά είναι ή παραγγε­ -— Ό αρχηγός έπεσε στά λία που μοΰ φέρνεις; ρωτάει χέρια των Εγγλέζων!, λέει. ό Ταγκόρ. Μάς κυκλώσανε ξαφνικά στήν — "Ενα γράμμα. Τό είχε ταβέρνα τού «Πράσινου αε­ μαζί του ό Γκάλεμ καί μού τό τού», όπου γινόταν ή σύσκεέδωσε νά στο φέρω. Τό είχε ψι κι5 ακολούθησε άγριο μαγράψει από μέρες, καθώς μού κελλειό! 'Ήταν σίγουρα προ­ είπε, καί απόψε ακόμα σε πε δοσία. Τό μάτι μου πήρε α­ ρίμενε νά σού τό δώση. Μά νάμεσα στους έγγλέζους τον δέν τον πρόφτασες. Είχαμε Νιότα τον κατάσκοπο. Μέχρι φύγει. ’ "Οταν μάς κυκλώσανε χτες ακόμα μάς έκανε τό φί­ οι έγγλέζοι καί άρχισε τό μαλο. Σήμερα μάς πρόδωσε. Ό Ταγκόρ νοιώθει νά λιγάκελλειό, μοΰ είπε: «Πάρε αυ­ τό τό γράμμα καί φύγε! Θέ­ νε τά γόνατά του. λω νά άνταμώσης τον Ταγκόρ — Ποΰ είναι τώρα ό Γκά* καί νά τό δώσης στά χέρια λεμ; ρωτάει καί ή φωνή του του!» Οι σφαίρες είχαν αρχί­ αντηχεί ψύχραιμα μέσα στη σει νά πέφτουν από παντού. γενική ταραχή πού επικρατεί. Τά εγγλέζικα τάνκς είχανε Ό υπασπιστής, κρατώντας πιάσει τούς δρόμους καί ρί­ τό πληγωμένο του χέρι, γυρί­ Ο ΓΚΑΛΕΜ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

Ο


Η

Τ Α Τ Κ © Ψ

χνανε άπ’ ^δλες τις μεριές ε­ ναντίον τού ■ «Πράσινου άετοϋ». Είχαμε πέσει σέ δόκα­ νο σαν τά ποντίκια. «Δεν θέλω νά φύγω, αρχηγέ!» του λέω. «Θέλω νά μείνω· μαζί σου νά πολεμήσω!» «Κάνε αυτό που σέ διατάσσω!» μου είπε. «Κι* αυτό πού θά κάνης είναι μια υπηρεσία στον αγώνα μας!» Αναγκάστηκα νά υπακούσω. Πήρα τό γράμμα καί, γλυστρώντας στο σκοτάδι άνάμε σα στά τάνκς και τάς περιπό λους,'. κατάφερα νά φτάσω ε­ δώ. Στο μεταξύ μιά σφαίρα μέ χτύπησε στο χέρι. 5Αλλά δεν είναι τίποτα... Πάρε τό γράμμα. Τό Ελληνόπουλο παίρνει τό γράμμα καί τρέχει στη σκη νή του Γκάλεμ οπού υπάρχει φως. Στέκει κοντά στο λαδοφάναρο κι5 ετοιμάζεται νά σκί ση τό φάκελλο. Μά ξαφνικά σταματάει.. Ό φάκελλος γρά­ φει κάτι απ’ έξω πού τον συγκρατή. «Προς τον αγαπητόν μου Ταγικόρ. Επιστολή εντε­ λώς προσωπική». Καί παρα­ κάτω μέ κεφαλαία γράμματα «ΠΡΟΣΟΧΗ Ο ΦΑΚΕΛΛΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΝ ΔΕΝ ΕΞΑΚΡΙΒΩΘΗ ΠΡΩΤΑ ΘΕ­ ΤΙΚΑ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ, ΝΕ­ ΚΡΟΣ...» Τό' παιδί στέκει ,γιά μιά στιγμή αναποφάσι­ στο. Μιά φοβερή νευρικότητα τό έχει κυριέψει. Τούτο πάλι είναι κάτι πού δεν τό περιμέ­ νει ! Ό Γκάλεμ του στέλνει έ­ να γράμμα μ5 έναν άνθρωπο πού είναι υποχρεωμένος ν’ αν­ τιμετώπιση χίλιες φορές τό θάνατο καθώς θά περν'άη ανά­

μεσα από τις αγγλικές γραμ­ μές καί τούτο τό γράμμα δέν πρέπει, λέει,· νά τ’ άνοιξη πριν... Ή περιέργεια τον πνί­ γει! Θά τό άνοιξη! Είναι βέ­ βαιος οτι εκεί μέσα κρύβεται η λύσι τού αινίγματος πού τον βασανίζει τόσον καιρό. Πρέ­ πει νά μάθη.' ’Έφτασε ή ώρα επί τέλους νά λυθή τό μυστή­ ριο! Είναι έτοιμος νά σκίση τό φάκελλο; Τά δάχτυλά τού πιάνουν τό χαρτί. "Ομως όχι! Δεν θά τό κάνη αυτό! Δέν εί­ ναι τίμιο. Ό Γκάλεμ είνα4 ζων τανός. Δέν έχει πεθάνει. Θά ήταν ντροπή νά υπερίσχυση ή περιέργεια καί νά παραβή τήν εντολή ενός άνθρώπομ, πού ό­ σο είναι ζωντανός θέλει νά κράτηση τό μυστικό του... — Θά περιμένω!, λέει. Μα κάρι νά'μήν πάθη τίποτα κα­ κό. Θά τού έπ ιατρέψω άνέγγι χτο τό φάκελλο. Θά κάνω υπο­ μονή. Μιά μέρα' θά μοΰ έξηγήση ό ίδιος μιλώντας μου τό σϊνιγυα τής ζωής του... Ρίχνει τό γράμμα στήν τσέ ή η τού πανταλονιού του καί σκουντάει τον Μαλαμπάρ πού ροχαλίζει μακαρίως. 1— "Αντε ξύπνα,· Μαλα­ μπάρ!, τού φωνάζει. ’Έχουμε δουλειά.., — ’Άφησέ μέ νά τον δείρω λίγο ακόμα!, μουγγρίζει ό γίγαντας. '— Πριόν δέρνεις πάλι; ρω τάει χαμογελώντας τό παιδί. Ό Μαλαμπάρ άνασηκώνεται καί τρίζει τά μάτια του. —- Μ’ έκοψες στήν καλύτε­ ρη στιγμή!, παραπονιέται. 5/Εδερνα τόν Μάξγουελ. Τήν


ί Α Ν ό ρ , ώρα άικριβώς πού πήγαινα νά του δαγκώσω τ" αυτί... — Δεν ύπαρχεγ καιρός γι5 άστεΐα, Μαλαμπάρ!, λέει ό Ταγκό,ρ σοβαρά. Ό Γκάλεμ βρίσκεται στα χέρια των Εγ­ γλέζων. — Ό Γκάλεμ; ρωτάει μέ μισή φωνή ό γίγαντας καί χλωμπάζει απότομα. —- Ναί. Ό Γκάλεμ... "Έλα μαζί υου, Μαλαμπάρ, νά δού­ με τι πρέπει νά κάνουμε. Γ: ατι βέβαια δεν πρέπει νά τον άψήσουμε στά χέρια τους... Βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέσι. Καί, μπροστά τό παιδί πί­ σω ό αγουροξυπνημένος γί­ γαντας, βγαίνουν απ’ τή σκη νή καί προχωρούν προς τό μέ­ ρος μιας ομάδας αξιωματι­ κών, πού είναι συγκεντρωμέ­ νοι έξω στο σκοτάδι καί συζη τουν χαμηλόφωνα. «Π Α Ρ ΑΔιΟ ΘΗ Τ Ε !»

ΑΡΧΗΓΟΣ^ των Έλευ Θέρων Ινδών, ό ξακου στός Γκάλεμ, πού έ­ χει γίνει μαζί μέ τον Ταγκό ρ ό φοβερός εφιάλτης των "Άγ­ γλων, βρίσκεται πραγματικά σέ πολύ δύσκολη θέσι. "Έχε; φτάσει από νωρίς στον «Πράσινο.άετό» μέ τούς δυο υπα­ σπιστές του, όπου τον περί με ναν γιά μιά τελειωτική σύσκεψι οί τοπικοί αρχηγοί των ορ­ γανώσεων τού Δελχί.. Απόψε είναι γά παρθή ή τελειωτική σπόφασι. Θά καθορισθούν ό­ λες οί λεπτομέρειες καί ή άκριβής ώρα τής έξεγέρσεως. Οί έκδηλώσεις θ" αρχίσουν α­

η

πό πέντε διαφορετικά σημεία τής πρωτεύουσας ταυτόχρονα σέ τρόπο πού νά αίφνιδια­ στούν οί "Άγγλοι καί ν" άναγ καστούν νά σκορπίσουν τις δυ­ νάμεις τους. Τήν ίδια ώρα, αυτός μέ τους άφοβους καί γερά (οπλισμένους «Ελεύθε­ ρους "Ινδούς του» θά πραγμα τοποιήση μ ιά ήρωϊκή έξόρμη σι από τό δάσος μέ τά μπα­ μπού καί θά μπή στο Δελχί γιά νά δώση'έκ τού συστάδην πιά τήν αποφασιστική μάχη, Δέν μένουν λοιπόν παρά ελά­ χιστα πράγματα νά καθορί­ σουν ακόμα καί πριν απ’ όλα τήν ακριβή ώρα. Αυτό θά παί-’ ξη πρωταρχικό ρόλο στήν ε­ πιτυχία τής έπαναστάσεως. Λίνο ύστερα από τά μεσά­ νυχτα, μερικές σκιές γλυστρούν στήν ταβέρνα τού «Πράσινου αετού», που βρί­ σκεται στήν παληά τουρκική συνοικία τής ινδικής πρωτεύ­ ουσας. Ή συνοικία είναι στήν άκρη τής πολιτείας καί δέν χρειάζεται νά διάσχιση . κα­ νείς κεντρικούς δρόμους γιο: νά φτάση στον «Πράσινο αε­ τό». Βρίσκεται κοντά στο δημόσιο’ δρόμο καί σέ περίπτωσι ανάγκης ή διαφυγή θά είναι πιο εύκολη. Ό ένας μετά τον άλλο, λοιπόν, οί "Ινδοί πατρι­ ώτες ύστερα από τά μεσάνυ­ χτα φτάνουν στήν - ταβέρνα πού διαθέτει ένα μικρό διαμέ­ ρισμα στο πίσω μέρος, κατάλ ληλο γιά τήν συσκεψι πού πρόκειται νά γίνη. Στή μία ακριβώς, έχουν συγκεντρωθήδλοι καί ό Γκάλεμ ·μέ τό σκε­ πασμένο . πρόσωπο ανάμεσα


Εμττρος λβ&βντες! Φωνόίζβι

Τ«γκ·ρ, ΓΌ^ Ρ·ζι

έλ ®υθ'ερω<Γου'μ 9

άργηγό μ«^


20

ί Α Γ $ Ο *

στους δυο υπασπιστές του, αρχίζει νά μιλάη, εκθέτοντας σέ δ/λες τις λεπτομέρειες τό σχέδιό του., πού όλοι τό βρί­ σκουν πραγματικά θαυμάσιο. Κανείς δεν υποψιάζεται ακό­ μα πώς κάποιος προδότης, πού ήταν μέχρι χτες ανάμεσα τους, ό Νιότα, έχει προδώσει ατούς "Άγγλους αυτή τή συγ­ κέντρωση καί πώς αυτή τή στιγμή ό Μάξγουελ κινείται υέ τούς άντρες του καί μιά ισχυρή δύναμι τάνκς προς τον «Πράσινο Αετό»! Ανταλλάσ­ σουν λοιπόν γνώμες καί, ζη­ τώντας τον λόγο από τον Πκάλεμ, μιλάνε ό καθένας μέ τή· σειρά του καί λένε τις από­ ψεις τους. ταφνικά όμως ή. πόρτα άνοί γει καί μπαίνει μέ χλωμό προ σωπο τρέμοντας ό ταβερνιά­

ρης·

— Οί "Εγγλέζοι!, λέει. 01 "Εγγλέζοι μάς κυκλώσανε. Εί­ μαστε .χαμένοι! "Ολοι τινάζονται απ’ τις θε σεις καί άνάμεσά τους δημιουργεΐται κάποιος πανικός. Ό Γκάλεμ μέ μιά κίνησι τού χεριού του ξαναφέρνει τήν η­ συχία. — Πριν απ’ όλα, λέει μέ επίσημο τρόπο, πρέπει νά μή χάσουμε τήν ψυχραιμία^μας. Άν γρειαστή νά πολεμήσου­ με, .θα πολεμήσουμε. Κι" ο:ν χρειαστή νά πεθάνουμε. γιά τήν ελευθερία τών "Ινδιών, θά πεθάνουμε... "Άλλωστε, δλοι τό ξέρουμε πώς' ό αγώνας μας είναι δύσκολος καί θέλει θυ­ σίες. Σβύστε τό φώς! Κάποιος σβύνει τό φώς καί

*

γίνεται σκοτάδι. Τότε ό ·Γκά­ λεμ πλησιάζει πρός τό παρά­ θυρο .μέ προφυλάξεις. "Από τις γρίλλιες ρίχνει μιά ματ>ά πρός τά έξω. Μέσα στή νύ­ χτα διακρίνει σκιές πού κι­ νούνται. "Απ’ τις στολές τους κι" από τ" αυΤόρατα πού κρα τάνε στά χέρια τους καταλα­ βαίνει πώς είναι Άγγλοι. Τό βλέμμα του ατάραχο καί γα­ λήνιο διαγράφει ένα τόξο στά γύρω. — Είμαστε πραγματικά κυ κλωμένοι,. λέει. Δεν έχω καμμιά άμφιβολία πώς μάς ττροδόσανε. "Αλλά θά χτυπηθού­ με, μέ τούς "Εγγλέζους. Δεν πρέπει νά τούς άφήσουμε νά μάς πιάσόυνε ζωντανούς. ·Στε ρεώστε τις πόρτες καί τά πα­ ράθυρα καί τοποθετήστε πί­ σω τους όσα -μπορείτε περισ­ σότερα εμπόδια. "Υστερα γυρίζει στον ένα άττ" τούς υπασπιστές του καί τού δίνει τό γράμμα πού έχει έτοιιμάσει γιά τον Ταγκόο. Ό αξιωματικός, πού στήν αρ­ χή δέν θέλει νά εγκατάλειψη τον αρχηγό του, αναγκάζεται στο τέλος νά συμμαρφωθή μέ τή διαταγή του. Τού σφίγγει τό χέοι. — Θέλω νά κάνης τ" άδύνα τα δυνατά, τού λέει, νά φτά ση αύτό τό γράμμα στον Ταγ κόρ. Καλή τύχη... Αίγα λεπτά αργότερα άκού γεται έξω από τήν κυκλωμένη ταβέρνα τό μεγάφωνο τών "Άγ­ γλων. — "Εδώ, λοχαγός Μάξγου­ ελ, λέει ή φωνή. Γκάλεμ, ξέ­ ρουμε πώς βρίσκεσαι μαζί μέ


ΤΑΓΚΟΊ

11

πλα. Οι σφαίρες μας είναι με τρημένες. Αυτοί έκτος άπό τ’ αυτόματα έχουν καί τά τάνκς Καμμιά άπ3 τίς δικές μάς σφαίρες δεν πρέπει νά πάη χα μένη. λ Οί σφαίρες τρυποϋν τά κλει στά παράθυρα καί τίς ττό-ρ* τες, θρυμματίζουν τά τζάμια καί γκρεμίζουν ολάκερα κοιτμάτια από σοβάδες του παληού αυτού μαγαζιού. Ή τα­ βέρνα είναι χτισμένη πριν πολλά χρόνια καί φυσικά δεν έχει χτιστή γιά φρούριο. — Δεν θ3 άντέξη ττολύ !, λέει κάποιος. — "Οσο οτντέξη !, αποκρί­ νεται κοφτά ό· Γκάλεμ. . Στέκει πλάϊ στο παράθυρο μέ τή ράχη κολλημένη στον τοίχο, καί κάθε. τόσο ρίχνει ματιές προς τά έξω. Πίσω άπ3 τήν πόρτα καί πίσω άπ3 τ3 άλ­ λα παράθυρα στέκουν οι άλ­ Η ΤΡΟΜΕΡΗ λοι, περιμένοντας διαταγή ν3 ΜΑΧΗ αρχίσουν τό ντουφεκιό ι. Τώ­ Ο ΕΝΑ λεπτό όμως περ­ ρα ο! "Αγγλοι,, βλέποντας πώς δεν παίρνουν απάντηση νάει σύντομα καί ό λο­ πιστεύουν, ότι οί περικυκλωμέ χαγός Μάςγουελ, νευρι. ασμένος γιατί διέκοψε την κού νοι δέν έχουν όπλα·. Πυροβο­ λούν καί προχωρούν κι3 ολο ρα τής... μύτης του καί βια­ ζυγώνουν περισσότερο απ’ ό­ στικός από την άλλη μεριά-νά γίνη.., ένδοξος, διατάζει την λες τις _μεριές τον «Πράσινο Αετό», -αφνικά, τό αυτόματο έναρξι τής μάχης. Τά αυτό­ ματα τών "Αγγλων αρχίζουν πού κοατάει στά χέρια Του ό νά ξερνούν φωτιά καί καφτά Γκάλεμ αρχίζει νά βήχη ξερά. Ή σκοτεινή κάννη του προ­ μολύβια. Ό «Πράσινος Αε­ βάλλει άπό μιά γρίλλια τού τός» όμως δεν απαντάει ακό­ παραθύρου καί ' αρχίζει νά μα. — Θά τούς άφήσουμε νά · στέλνη βροχή άπό σφαίρες ζυγώσουνε πρώτα, λέει ό Γκά στούς "Αγγλους. . — Τρύπησα κάμποσα πουν λεμ. Είμαστε δέκα καί είναι κάμισα!, λέει χαμογελώντας. περισσότεροι από εκατό. Ε­ μείς δεν διαθέτουμε πολλά ό­ 3Εμπρός παιδιά. Άρχίστε καί άλλους συνωμότες στην τα­ βέρνα. ΕΤσαστε κυκλωμένοι άπό* παντού. Παραδοθήτε !... Σάς δίνω διορία ενός λεπτού!. "Υστερα, θά διατάξω^πύρ. Τά μάτια του Πκάλεμ κά­ τω από τις δυο τρύπες του μαντηλιού του αστράφτουν σαν δυο γυαλιστερές λεπίδες από ατσάλι καί κάνουν μια βόλτα σ3 όλα τά πρόσωπα. — "Οποιος θέλει μπορεί νά ψυγη!,, λέει. Κανέναν δέν.κρα τώ διά τής βίας εδώ μέσα. "Ο-' σοι μείνουμε πρέπει νά τό πά­ ρουμε άπόφασι πώς θά πεθάνουμε. ■ Κανείς δεν κινείται.. -Σ' ό­ λων τά πρόσωπα είναι χαρσγ μένη ή άπόφασι γιά τή μεγά­ λη θυσία. — Σάς ευχαριστώ!-, λέει μέ φωνή πού δείχνει τή βσ~ θειά συγκίνησί του.

Τ


%1

¥ Α Τ Κ Ο Ρ £^®ί&5.--ίϋ

σεΐς! Ωραία! "Ετσι μπράβο! Μ5 αρέσει τό ντουφεκίδι; Οϊ πολιορκητές, ξαφνιασμέ νοι από την άγρια αυτή άντεπίθεσι, υποχωρούν αφήνοντας γύρω από την ταβέρνα πολ­ λούς νεκρούς και τραυματίες. Ό Μάξγουελ βγάζει άψρούς άπ’ τό στόμα και τη... μύτη του πού εξακολουθεί παρ5 ό­ λες τίς κομπρέσσες νά μοιά­ ζει μέ μελιτζάνα... Σφίγγει τά δόντια και ουρλιάζει. '— Απάνω τους ! Ντροπή σας ! Απάνω στούς ληστές ! Μά, επειδή οι στρατιώτες δεν φαίνονται καθόλου πρόθυ­ μοι νά υπακούσουν, δίνει δια­ ταγή στα τάνκς ν5 άρχίσουν τήν έπίθεσι. Τά χαλύβδινα με γαΐθήριοο, πραγματικά, άρχίζουν νά κινούνται άογά στρέ­ φοντας τά πυροβόλα τους προς τον «Πράσινο Αετό». "Υ όπερα άπό λίγο αρχίζουν νά σπέρνουν τήν καταστροφή και τον θάνατο. Τοεΐς άπό τους Ινδούς πατριώτες είναι κιό­ λας νεκροί. Τά παράθυρα καί οί πόρτες τής ταβέρνας γί­ νονται κόσκινο. Οί τοίχοι άρχίζουν νά καταρρέουν. Αυτή τή φορά ή άγγλική έπίθεσι εΐ ναι φοβερή. Οί σφαίρες τών αυτομάτων πού χρησιμοποι­ ούν οί πολιορκημένοι είναι 'παιιχνήδάκια μπροστά στά βλήματα πού στέλνουν τά τάνκς. — Θά επιχειρήσουμε μιά έξοδο!·, λέει μέ σφιχτά δόντια ό Γκάλεμ. "Έτσι κι5 άλλοιώς είμαστε καταδικασμένοι, αν μείνουμε σε τούτο τό σαράβα λα. Άς δοκιμάσουμε. Μερικοί

άπό μάς ίσως καταφέρουν νά ξεφύγουν ζωντανοί. Εμπρός, παιδιά,, κουράγιο! "Από ένα γκρέμισμα τού τοίχου τής δεξιάς πλευράς, οί σύντροφοι τού άρχηγοΰ τών Ελευθέρων Ινδών γλυστροΰν έξω άπό τον «Πράσινο 5Αετό», πού έχει μεταβληθή σέ ερεί­ πιο. Σέρνοντας τήν κοιλιά τους στο χώμα μερικοί κατα­ φέρνουν νά χαθούν τρέχοντας στο σκοτάδι. Άλλοι μένουν στον τόπο νεκροί. Ό Γκάλεμ βγαίνει τελευταίος. Μέ τις λι­ γοστές σφαίρες, πού άπομένουν στο όπλο του, θά πουλήση άκριβά τή ζωή του. Γλυστράει πίσω άπό ένα θάμνο ν καί περιμένει. Είναι βέβαιος πώς εδώ πού βρίσκεται δεν μπορούν νά τον δούν. ζαφνικά όμως τό έκτυφλωτικό φώς ε­ νός προβολέα πέφτει άπάνω του... τον είδαν! -— Είναι ό Πκαλέμ!, άκούγεται μιά φωνή. Ό άνθρωπος μέ τό σκεπασμένο πρόσωπο. Προσοχή μή διαφύγη! Μού χρειάζεται ζωντανός! Ό Γκάλεμ άφήνει τό θάμνο καί τινάζεται ορθός. Οί σφαί­ ρες σφυρίζουν γύρο: του σά σφήκες. Μά δεν τον άγγίζουν. Δημιουργούν ένα φράγμα πυρός. "Ενα άδιαπέραστο τείχος καί δέν τον άφήνουν νά ξεψύγη. Κυττάζει δεξιά κι5 άριστε ρά σάν ένα άγρίμι πού έχει πέσει σέ δόκανο. — ’Όχι. Δέν θά μέ πιάσετε ζωντανό!, λέει μέσα άπό τά δόντια του. Καί τήν ίδια στιγμή πιέζει


ΤΑΓΚΟΊ την σκανδάλη του αυτομάτου του καί στέλνει μιά ριπή στον προβολέα που τον τύφλωνε». 'Ακούγεται ό θόρυβος από τζάμια πού σπάνε καί γίνε­ ται σκοτάδι. Δημιουργεΐται κάποια σύγχυσι ανάμεσα στους "Αγγλους. Αυτό είναι μιά ευκαιρία. Μ5 ένα πήδημα, κραυγάζοντας άγρια, τινάζε­ ται προς τό μέρος ενός χαν­ τακιού που βρίσκεται μερικά μέτρα αριστερά του. Πέφτε;, μά άμέσως άνασηκώνεται. Τώ ρα είναι κάπως καλύτερα προ φυλαγμένος. Τό αυτόματό του άρχίζει πάλι νά βγάζει πόρ ­ νες γλώσσες καί θερίζει όσους θέλουν νά τον ζυγώσουν. Μερι καί πέφτουν στο χώμα μέ βογ γητά. Αλλά οί άλλοι πού έρ­ χονται πίσω τους δεν σταμα­ τούν. Είναι σάν μιά ανθρωπο­ θάλασσα πού δεν έχει τελει­ ωμό. "Ολοι αυτοί πυροβολουν, αλλά δεν θέλουν νά τον σκοτώσουν. Ή εντολή ξίναι νά του κόψουν τήν υποχώρησι καί νά τον πιάσουν ζωντανό. Εκείνος όμως δεν θέλει. Καί οί σφαίρες του όπλου του χτυπουν στο ψαχνό... — Παραδόσου, Γκάλεμ!, του φωνάζει ό Μάξγουελ κρυμ μένος πίσω από ένα τάνκ πού έρχεται μέ βαρύ θόρυβο προς τό μέρος του. — Ποτέ!, αποκρίνεται αυ­ τός. "Εχω άπόφασι νά πουλή σω ακριβά τό τομάρι μου! Καί πιέζει τήν σκανδάλη. Μερικά καφτά μολύβια ταξι­ δεύουν πάλι προς τό μέρος των "Αγγλων. Μά απότομα

νοιώθει νά του. κόβετε ή ανά­ σα. Δεν έχει πιά σφαίρες. Πε τάει τό όπλο καί τραβάει τό μακρύ σπαθί του. Τινάζεται ορθός καί στέκει στο φρύδι του χαντακιού. Μέσα στή νύ­ χτα, διαγράφεται τό γεροδε­ μένο κορμί του σαν τό κορμί ένός ^άτρωτου γίγαντα. Ζη­ τάει τό θάνατο. Είναι φανερό πώς ζητάει τό θάνατο γιατί είναι μιά τρέλλα αυτό πού κά νει. Άναμαλλιασ μένος, μέ σκε πασμένο τό πρόσωπο, μέ τό ξίφος στο χέρι, μένει ασάλευ­ τος, ενώ οί σφαίρες από τή μιά στιγμή στήν άλλη μπορεί νά τον θερίσουν νά τον κάνουν κομμάτια. — Σταματάτε νά ρίχνετε !, διατάζει ό Μάξγουελ. Πλησιά στε τον. Δέν έχει πιά όπλο νά σάς πυροβόληση. Αφοπλίστε τον μέ τά σπαθιά σας! Είκοσι καί παραπάνω ξίφη αστράφτουν στον αέρα. Οί πυροβολισμοί σταματούν καί τήν φοβερή χλαπαταγή τής μάχης διαδέχεται μιά βαρειά ήσυχία... Ό Γκάλεμ "βλέπει τούς στρατιώτες πού έρχονται προς τό μέρος του,, μά δέν σαλεύει. Τό βλέμμα του παρακολουθεί κάθε κίνησί τους. Τον πλησιά­ ζουν αργά, μέ κοντά βήματα καί τά βλέμματά τους είναι γεμάτα έχθρα. "Εχουν σχήμα τίσει ένα τόξο γύρω του πού όσο πάει γίνεται στενώτερο καί θά κλείση σίγουρα σέ λί­ γο. 5 Αλλά δέν θέλει νά ύποχω

ρήση.,,


14

Τ Α Γ I Ο Ψ

ΕΝΑΣ ΗΡΩΤΚΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ

1η] ΑΦΝΙΚΑ ό πιο θαρραλέβ ος άπ’ όλους σαλτάρει 0^3 μπροστά μέ τό σπαθί προτεταμένο βγάζοντας μιά πολεμική κραυγή. Ό Γκάλεμ τινάζει τό χέρι του αποκρούει τό χτύπημα · και την άλλη στιγμή ή μυτερή λεπίδα του ξίφους του διαπερνάει τον ώ­ μο τού στρατιώτη. Αυτός ά­ φηνε ι ένα βογγητό πόνου και πέφτει. 5Αλλά οι’ άλλοι δεν σταματούν. Ό κλοιός κλείνει απότομα κι’ οι λεπίδες δια­ γράψουν θανάσιμα τόξα γύ­ ρω από τον Γκάλεμ. Ό ξερός μεταλλικός ήχος . των σπαθ'ών, πού διασταυρώνονται καί βροντούν, γεμίζει τον αέρα. Είναι μόνος μέ είκοσι! "Έχει όμως σταθερό χέρι. Είναι σβέλτος σαν αίλουρος στις κι νήσεις καί ξέρει σάν τούς ιπ­ πότες τού παληοΰ καιρού νά χειρίζεται τό ξίφος του. Στρι ψογυρνάει- σάν σβούρα καί πότε γέρνει πλάγια, πότε πη δάει εμπρός, πότε σαλτάρει. προς τά πίσω.’Τό σπαθί του αποκρούει καί χτυπάει. Άφο πλίζει καί τραυματίζει. Οι στρατιώτες πού τον έχουν στ ή μέση ιδροκοπούν καί άγκομαχούν καί αφρίζουν από τή λύσ σα, καθώς · βλέπουν πώς οεν μπορούν νά τον βλάψουν. Ε­ κείνος κινείται άνετα σάν νά βρίσκεται σ’ ένα σαλόνι ξιψα σκίας καί είναι σίγουρο1 πώς κάτι απ’ τό μαντήλι, πού τον κρύβει, τό πρόσωπό του δεν παρουσιάζει καμμιά κόπωση κι’ άς έχει μιά ώρα σχεδόν

πού παλεύει ! "Ομως ξαφνικά κάτι γίνεται. Καθώς τινάζει προς τά εμπρός τό ώπλισμένο χέρι του κι’ αποκρούει ένα ύπουλο χτύπημα, σπάει τό σπαθί του. Ή λεπίδα κομμα­ τιάζεται καί μένει ή λαβή μο νάχα στο χέρι του. Είναι χα­ μένος. Την ίδια στιγμή οί στρατί ωτες βγάζοντας άγριες κραυ­ γές ρίχνονται απάνω του. Τώ­ ρα παλεύει μέ τις γροθιές του απεγνωσμένα. Άλλα ή μάχη έχει κριθή καί τίποτα πιά δέ μπορεί ν’ άλλάξη τά πράγμα τα. Ό Γκάλεμ, ό θρυλικός άρ χηγός των Ελευθέρων Ινδών, είναι αιχμάλωτος στά -χέρια τών ’Άγγλων. •— Μπράβο, παιδιά!, ψωνά ζει ό Μάξγουελ πού τρέχει κοντά τους τώρα πού είναι σί γου,ρος ότι δέν έχει νά φοβη’θή τίποτα. Μπράβο! Τά κα­ ταφέρατε μιά χαρά. "Υστερα, γυρίζοντας προς τον αιχμάλωτο, κάνει μιά κοροϊδευτική υπάκλισι. — Επιτέλους, κύριε·, είσθε φιλοξενούμενος μου. Θά περάσης πολύ ωραία στις α­ λυσίδες όσο νά σέ. κρεμάσου­ νε. — Κέρδισες, Μάξγουελ!, λέει μέ σφιχτά δόντια ό Γκά­ λεμ. Αλλά δέ θά χάρης γιά. πολύ καιρό τή νίκη σου! Οί Ινδίες,, είτε τό θέλεις είτε ό­ χι, θά βρούνε σύντομα τήν ελευθερία τους!. Ό ’Άγγλος ξυνίζει τό μού τρο του αλλά κάνει πώς δέν ακούει. —- Ανέκαθεν ήμουν περί-


*+·>*&¥*

εργος νά γνωρίσω τή φάτσα σου!, συνεχίζει. Θαρρώ ό­ μως ττώς τώρα έφτασε ή ώρα. Τώρα θά - μάθουμε επιτέλους ποιος εΐσαι! Καί, καθώς δέκα στρατι­ ώτες κρατουν ακίνητο τον Γκάλεμ, απλώνει τό χέρι του καί τραβάει απότομα τό μαν τηλι πού σκεπάζει τό πρόσω­ πό του. Μά σχεδόν αμέσως α­ φήνει μια κραυγή καί τό κο­ ροϊδευτικό· χαμόγελο σσύνει καί τά μάτια του γεμίζουν έ­ ναν άπερίγραπτο τρομο σάν νσβλεπε ένα φάντασμα. —' Σκεπάστε τό πρόσωπό του!, φωνάζει, μέ φρίκη. Δό^ στε του. τό μαντήλι νά σκεπά ση τό μούτρο του. Δεν μπορώ νά τον όλέπω νά μέ κυτταζει έτσι... Οί στρατιώτες. δίνουν στο Γκάλεμ τό μαντήλι κι3 εκεί­ νος ξανασκεπάζει τό πρόσω­ πό του. — Δεν φταίω εγώ, ΛΛάξγουελ, λέει άργά καί μ5 έναν τρόπο έπίσημο, άν εσύ είσαι περίεργος. Τό λάθος είναι, δι κό σου! Έσύ μόνος σου ξε­ σκέπασες τό πρόσωπό μου! ΣΤΟ ΚΕΛΛΓ ΤΟΥ ΓΚΑΛΕΜ

ΥΟ καβαλλάρηδες, ένας γιγαντόσωμος άντρας κι’ ένα παιδί, φτάνουν τά ξημερώματα στο Δελχί. Τά ρούχα τους είναι σκανισμέ να ^ άπό τή μακρυνή πορεία, πού έκαναν καλπάζοντας, καί τά πρόσωπά τους χλωμά από την αγρυπνία καί · την αγω­ νία. Αποφεύγουν τούς κεν­ τρικούς δρόμους καί, διασχί­

2% ζοντας τά στενοσόκακα τής άνατολικής πλευράς τής’ πόλε ως, φτάνουν έξω άπό ένα χα­ μηλό σπίτι, αεπεζεύουν καί χτυπούν · συνθηματικά τήν πόρτα καί ύστερα άπό λίγο κάποιος ανοίγει καί δυο φο­ βισμένα μάτια καρφώνονται απάνω τους. — Μήν τρέμεις Σακακιάμι!, λέει τό παιδί.. Φίλοι εί­ μαστε ! — Περάστε μέσα/ αποκρί­ νεται ό αγουροξυπνημένος άνθρωπος πού τούς άναγνωρί ζει. Ό Ταγκόρ καί ό Μαλαμπάρ —γιατί αυτοί είναι οί δυο καβαλλάρηδες όπως θά κατάλαβε ό αναγνώστης— μπαίνουν μέσα στο σπίτι καί ό Σακακιάμι τούς οδηγεί σ’ ένα χαμηλοτάβανο - δωμάτιο πού βρίσκεται στο βάθος τής αυλής. — "Εχεις τίποτα καινούρ­ γιο; .ρωτάει τό Ελληνόπου­ λο. — Τά καινούργια τά μά­ θατε, απαντάει ό άντρας. Πέν τε άπ’ τούς δικούς μας σκο­ τώθηκαν χθες τό βράδ,υ στον «Πράσινο Αετό» καί ό Γκά­ λεμ είναι αιχμάλωτος. — Τί έμαθες γιά τον Γκά­ λεμ; ρωτάει ό γίγαντας. ^ — Θά τον πάνε στο Λον­ δίνο νά τον κρεμάσουν!, Λέει μέ απελπισία εκείνος. — "Ακου,^Σακακιάμι, λέει ό Τ αγκόρ. Είναι ανάγκη νά μΛήσω μέ τον Γκάλεμ · πριν τον πάρουν απ’ τό Δελχί. Ό άνθρωπος ανοίγει διά­ πλατα τά μάτια του. '


2$

ΤΑΠ?ΟΡ

— Νά δήι'ς τον Γκάλεμ; Αυτό είναι εντελώς άδύνατο! Πώς τό σκέφτηκες ένα τέτοιο πράγμα; Τον έχουν σ’ ένα α­ πό τά μπουντρούμια του δι­ οικητηρίου και κάνεις δεν μπορεί νά τον πλησιάση. — Δεν πιστεύω νά τον α­ φήνουν νηστικό, λέει τό παι­ δί. — "Όχι βέβαια. — Λοιπόν άκου τό σχέδιό μου, Σακακιάμι. Έσύ είσαι ό^μάγειρος τής φρουράς και τών, κρατουμένων του Διοικη­ τηρίου. "Έχεις κάποιον πού σέ βοηθάει. "Έτσι δεν είναι; — Ναί. ^ ^— Λοιπόν αυτός ό ύπάλλη λός σου 9" άρρωστήση σήμε­ ρα. Στη ^θέσι του θά πάρης εμένα. Είσαι άπ" τούς κα­

λούς πατριώτες, Σακακιάμι, και δεν πρέπει^ ν’ άρνηθής. — Μά τί θέλεις νά κάνης; ρωτάει αυτός με απορία. -— Θέλω νά πω δυο λέξεις στον Γκάλεμ. Πρέπει νά μι­ λήσου προσωπικά .μαζί του. Δεν σου κρύβω πώς έχουμε αποφασίσει νά τον πάρουμε από τούς "Άγγλους μέ κάθε θυσία. ΓΓ αυτό πρέπει νά τον κάνω ενήμερο του σχε­ δίου. Θά μέ πάρης λοιπόν μα ζί σου κι" ύστερα θά βρής έ ναν τρόπο νά μέ στείλης είτε μέ φαγητό, είτε μέ τίποτα άλλο στο κελλί του. — Αυτό είναι μιά τρέλλα^!, διαμαρτύρεται ό Σακα­ κιάμι. Άν σέ αναγνωρίσουνε, Ταγκόρ, είσαι χαμένος. Για τη δική μου ζωή δέν μέ νοιά-

*0 Γκάλεμ αιχμάλωτος των "Αγγλων έττιβιβάζετα: ι στο τκμ) θά τον μεταφέρει στην Κοιλικούτια,..


ΤΑΓΚΟΙ»

27

Καί ξαφ'νικά ό Μσλαμτταρ κα6ά\ λα στον Νουρειντ ίν τόν ελέφαντα όρμάει ακολουθούμενος άττο τό κοιτάδι ^ των ελεφάντων και στα­ ματάει το τραίνο.

ζει. 'Αλλά ή δική σου ζωή εΤναι πολύτιμη. — Μή φοβάσαι, μάγειρα!, επεμβαίνει ό Μαλαμπάρ. Ό μικρός είναι ατσίδα! "Εχει τό λόγο του γιά νά έπιμένη. Ό Σακακιάμι έχει ά^όμη μερικές αντιρρήσεις, αλλά στο τέλος υποχωρεί και λίγο αργότερα, στις οκτώ τό πρωΐ, πηγαίνει όπως κάθε μέρα στο Διοικητήριο ν5 άρχίση τή 6ου λειά του στο μαγειρείο. Μαζί του είναι κΓ ό Ταγκόρ. Φο­ ράει μιά σκούρα πρόστυχη ρόμπα, ένα ψηλό κόκκινο φέ­ σι κΓ ^εχει βάψει κατάμαυρα τά μούτρα του. Κανείς δεν μπορεί ν’ άναγνωρ.ση κάτω απ’ αυτή την έμψάνισι του

άραπάκου τό θρυλικό παιδί. Ο' στρατιώτες μονάχ λ π:υ τόν βλέπουν παραξενεύονται. — "Αρρώστησε ό βοηθός μου, λέει χαμογελώντας ό Σακακιάμι, καί πήρα τούτον τόν άραπάκο νά με βοηθηση στην κουζίνα σήμερα. Λίγο πριν άπ5 τό μεσημέ­ ρι είναι κΓ οί δυο άπελπ.σμέ νοι. Δεν έχει βρεθή ευκαιρία νά πλησιάση ό Ταγκόρ τό κε λί τού Πκάλεμ. Τό μεσημέρι δμως δλα γίνονται εύκολα. "Ενας οττρατιώτης τής Φρου­ ράς μπαίνει στο μαγειρείο. — "Ακου, Σακακιάμι, τού λέει. Ό ταγματάρχης σού πα ραγγέλνει νά στείλης φαγητό σ’ αυτόν τόν ληστή που έχου


η

ΤΑΓΚΟΡ ————■ ΙΙΜΙ&ΐυΐ'ίΤΤΤΜϊΜΒΓ»*

θέρων Ινδών. Ό υπερήφανος με στο υπόγειο; τον Γκάλεμ. Γκάλεμ μοιάζει .μ* έναν αετό Ό Ταγκόρ, καθώς ακούει' πού του τσάκισαν τά φτερά. νά μιλούν έτσι γιά τον μεγά-· λο του φίλο, νοιώθει τό αίμα ΤΟ ΑΡΑΠΑΚΙ. του νά φουντώνη καί σφίγγει ΚΑΙ Ο ΛΟΧΑΓΟΣ * τις γροθιές του. Μά κρατιέ­ ΑΝΕΙΣ δεν έμσθε τί α­ ται, γιατί δεν ήοθε εδώ μέσα κριβώς είπαν ό Ταγκόρ νά κάνη τον παλληκαρά. "Ο­ καί ό Γκάλεμ. Τό γεγο ταν φεύγει ό στρατιώτης, τό νος είναι υιονάχα δτι τό παι­ παιδί καί ό μάγειρος .ανταλ­ δί, βγαίνοντας ύστερα άπό λάσσουν ένα βλέμμα συνεννομ.σή ώρα από τό κελί του φυ ήσεως. Εντάξει. "Ολα έρχον­ Χακισμένου, έχει μιά παράξε­ ται βολικά. νη λάμψι στά μάτια. Ανεβαί­ Μετά δέκα λεπτά, ό άραπά νει στην κουζίνα αποχαιρε­ κος Ταγκόρ κρατώντας μιά τάει καί ευχαριστεί τον Σα-. στρατιωτική καραβάνα στά κακιάμι καί πηγαίνει ν άντα χέρια κατεβαίνει στο υπό­ μώση τον Μαλαμπάρ. "Εχουν γειο, δπου είναι τό'κρατηρήορίσει συνάντησι σ’ ένα φι­ ριο με τον Γκάλεμ. Ό σκπός λικό καπηλειό, γιατί, πριν φύ πού πηγαινοέρχεται στο διά­ γουν άπ5 τό Δελχί,, έχουν καί δρομο ειδοποιεί τό δεσμοφύ­ κάτι άλλο νά κάνουν ακόμα. λακα καί ό δεσμοφύλακας, Πρέπει νά ξοφλίσουν κάποιο πού. έχει δη απ' τό πρωΐ τό λογαριασμό. παιδί στην κουζίνα μαζί με Καθώς βαδίζει .λοιπόν βιατον Σακακιάμι, δεν φέρνει .στικός ό Ταγκόρ, μέ σκυφτό άντίρρησι. Είναι μάλιστα πο κεφάλι, γιατί δέν θέλει νά τον λύ βιαστικός, γιατί παίζει μέ αναγνωρίσουν, ακούει κάποι­ άλλους στρατιώτες χαρτιά ον δίπλα του νά του μιλάει. στο γραφείο του καί πρέπει ■—Γιά έλα εδώ εσύ, άρά­ νά ξαναγυρίση. -εκλειδώνει πη !, του λέει. Θαρρώ πώς κά την πόρτα καί ανοίγει. . ποιον μου θυμίζεις. ^ — Θά καθήσης καί σύ πα­ Τό παιδί άνασηκώνει τά ρέα μαζί του άράπη, λέει μάτια καί βλέπει μποοστά στον Ταγκόρ. "Οσο νά τελειώ του τον Μάξγουελ. Τό διαπε­ ση τό φαΐ του θά κλειδώσω ραστικό βλέμμα του είναι την πόρτα. "Οταν τελείώση καρφωμένο άπάνω στο βαμμέ μέ φωνάζης καί σου ανοίγω. νο πρόσωπό του καί τον κυτΤό παιδί μπαίνει θαρραλέα τάζει μέ υποψία. Ό Ταγκόρ στο κελί καί δταν κλείνει πί­ προσποιείται τον αδιάφορο. σω^ του ή βαρειά πόρτα αι­ Σήμερα δέν πρέπει νά κάνη σθάνεται ένα σύγκρυο νά τον τον παλληκαρά. Είναι κοίσικυριεύει. Μέσα στο μισοσκό­ μες οι ώοες καί κάθε στιγμή ταδο, σε μιά γωνιά, μέ' βα­ πού νάνεται είναι πολύτιμη. ρείες αλυσίδες στά πόδια, Κοντοστέκεται λίγο, λέει μέ­ βλέπει τον αρχηγό τών Ελευ­ σα άπό τά δόντια του ένα


ΤΑΓΚΟΊ ■*>*

^λάθος κάνετε, κύριε» κι* έτσι μάζεμαι νά άπομακρυνβή. Μά ό "Αγγλος μ5 ένα βήμα βρί­ σκεται κοντά του καί απλώνει τό χέρι καί τον πιάνει από τον ώμο. Μέ τό άλλο του χέρ| του χαϊδεύει τό πρόσωπο καί κυττάζει την παλάμη ^ του. Ημαύρη μπογιά έχέι αφήσει τά ίχνη της απάνω στά δά­ χτυλά του. »— Χμ! Καλά τό κατάλα­ βα πώς έχεις μπογιατισμένα τά μούτρα σου!, γρυλλίζει. "Ελα μαζί μου! Ό διάολος νά μέ πάρη άν δεν είσαι - ό Τ αγκόρ! Καί, καθώς μιλάει, ψουχτιάζει τη λαβή του περιστρό­ φου του- καί ή σκοτεινή κάννη στρέφεται κατ’ ευθείαν στο στήθος τού παιδιού. —-Εμπρός, βρωμοέλληνα! διατάζει. Τό θρυλικό παιδί όμως εί­ ναι πολύ βιαστικό. Γλυστράει πλάγια, φουχτιάζει τό ώπλισμένο χέρι τού αντιπάλου του καί μέ τό άριστερό καταφέρ­ νει μιά δυνατή γροθιά στο στομάχι τού Μάξγουελ. Ό λοχαγός πιέζειάην σκανδάλη,αλλά ή σφαίρα πάει στά σύν­ νεφα. Μιά δεύτερη γροθιά στέλνει τον "Αγγλο στον α­ πέναντι τοίχο. Τό κεφάλι του βροντάει σάν τούμπανο, μά δέν πέφτει. Ετοιμάζεται πά­ λι νά έπιτεθή. Ό Ταγκόρ όρμάει σάν αστραπή απάνω του τού παίρνει τό πιστόλι καί οι γροθιές του τώρα - πέφτουν σάν χτυπήματα από ένα ηλε­ κτρικό σφυρί στο πρόσωπο τού αντιπάλου του.

*— Τό Ιχω τΓή ττώ^ δέν βέλώ νά μέ λές βρωμοέλληνα!, τού λέει τό παιδί. Νά λοιπόν γιά νά καταλάβης! Γύρω άπ τό παιδί καί τον Μάξγουελ, πού... τρώει τής χρονιάς του, έχει σχηματισόή ένας κύκλος από περιέργους, πού παρακολουθούν μέ εξαι­ ρετική εύχαρίστησι -αυτό τό άγριο ξυλοκόπημα. Κανείς πιά δέν χωνεύει τούς "Αγ­ γλους σ5 αυτό τον τόπο καί όλοι είναι μέ τό μέρος τού μι κροΰ άραπάκου καί τον εν­ θαρρύνουν. — Δόσε του κι5 άλλες, μι­ κρέ ! ’Αλλά ό Ταγκόρ δέν έχει, ανάγκη από λόγια. "Υστερα από πέντε λεπτά τό μούτρο τού αξιωματικού έχει · γίνει αγνώριστο καί- δέν χρειάζεΜ ται άλλη περιποίησι! Τον α­ φήνει · καί διασχίζοντας τό πλήθος τρυπώνει σέ μιά πά­ ροδο καί αρχίζει νά τρέχη. Καί είναι καιρός, γιατί δυο λεπτά αργότερα μιά περίπο­ λος μ5 έναν λοχία επί κεφα­ λής, πού βλέπει τή συγκέντόω σι τού κόσμου, σπεύδει προς τά εκεί. Οι περίεργοι σκορπί ζουν.καί μένει ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο ό Μάξγουελ. Ό λοχίας, πού τον βλέπει σ’ αυτά τά χάλια, .σκύβει κον τά του καί τον άνασηκώνει. —- Πάλι από τό άλογο είτε σες, κύριε λοχαγέ; ρωτάει καί δαγκώνει τά χείλια του γιά νά μή γελάση. — "Αφησε τις πολλές κου βέντες, λοχία!, γκρινιάζει ό Μάξγουελ. "Αφησε τις κου-


βέντες καί πήγαινε με γρήγο ρα σπίτι. Απόψε έχεις υπη­ ρεσία κοντά μου... Θά μου βάζης συνέχεια κομπρέσσες, γιατί νομίζω πώς χάλασε πά­ λι λίγο ή μύτη μου... Η ΤΙΜΠΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ

ΜΑΛΑΜΠΑΡ περιμέ­ νει στην εξώπορτα. Ό Ταγκόρ πού έχει πλυθη τώρα κι3 έχει ξαναπάρει την κανονική του εμφάνιση γλυστράει μέσα στην αυλή και ανεβαίνει γοργά τή μαρ­ μάρινη σκάλα. Σπρώχνει την πόρτα καί περνάει στο χώλ. Στέκει για μιά στιγμή ακίνη­ τος καί άφουγκοάζεται. "Ε~ νας περίεργος θόρυβος έρχε­ ται από κάποιο δωμάτιο. Εί­ ναι σαν νά μετρούν βιαστικά χρυσά νομίσματα. "Ενα αι­ νιγματικό χαμόγελο σχεδιάζε ται στο πρόσωπο του παιδιού.^Έδώ είναι λοιπόν. Προ­ χωρεί άθόρυβα'πατώντας στις μύτες των παπουτσιών του. Ναι, δεν έχει γελαστεί. Τώ­ ρα ακούει πιο καθαρά. Κά­ ποιος βρίσκεται σ3 αυτό τό δωμάτιο. Φουχτιάζει τό πόμο λο τό γυρίζει απότομα, ανοί­ γει την πόρτα και μένει ασά­ λευτος στο κατώφλι μέ τό πι­ στόλι στο χέρι. "Εκείνος πού βρήσκεται μέσα στην κάμαρα κάθεται μπροστά σ3 ένα γρα φεΐο κι3 άνασηκώνει ξαφνια­ σμένος τό κεφάλι. Καθώς βλέ πει τό Ελληνόπουλο, χάνει τό χρώμα του, γίνεται κίτρι­ νος και τά μάτια του άνοιγο° κλείνουν τρομαγμένα.

~ Ό Ταγκόρ!, Α£ει μέ πνιχτή φωνή. Ό Ταγκόρ! —^ Ναι. Νιούτα! Έγώ ο Ταγκόρ είμαι!, λέει τό παιδί καί χαμογελάει. Δεν μέ περίμενες τόσο σύντομα βέβαια. "Έτσι δεν είναι; Ή φωνή του είναι γεμάτη απειλή καί ό Νιούτα καταλα­ βαίνει ότι δεν αστειεύεται. Τραβάει τό χέρι άπ3 τό συρ­ τάρι. — Μά δεν μπορώ νά κατα­ λάβω, λέει, γιατί ήρθες μ3 αυ τό τον τρόπο, Ταγκόρ, νά μου κάνεις έπίσκεψι; Τό παιδί κλείνει πίσω του τήν πόρτα καί προχωρεί με­ ρικά βήματα. — *Ηρθα νά σε ρωτήσω, Νιούτα, γιατί πρόδοσες τον Γκάλεμ καί πόσα πληρώθη­ κες. Γι3 αυτό ήρθα. Ό κατάσκοπος γίνεται πε ρισσότερο χλωμός. — Σου ορκίζομαι!, ψελλί ζει. Κάποιο λάθος βέβαια συμ βαίνει. Δεν μπορεί νά μιλάς σοβαρά. Κάποιος μέ συκο­ φάντησε. Τό Ελληνόπουλο ρίχνει μιά ματιά στά χρυσά νομί­ σματα πού βρίσκονται απάνω στο τραπέζι. —Στοιχηματίζω πώς αυτά τά λεπτά πού έχεις μπροστά σου είναι δέκα χιλιάδες ρούπιες. Τόσα είχαν έπικηρ^ξει τον Γκάλεμ οΐ Εγγλέζοι. Πή­ γες λοιπόν καί εϊσπραξες τήν αμοιβή καί τώρα μετράς τά λεφτά μή σέ γελάσανε. —έρεις δτι λογαριάζουν νά κρεμά­ σουν τον Γκάλεμ οϊ φίλοι σου; —· "Όχι! Όχι! Μή μέ σκο


1 τώσης Ταγκόρ!, παρακαλάεκ Ναι. Είναι δέκα χιλιάδες ρού πιες αυτά τά λεφτά. Πάρτα. Σου τά χαρίζω. Μά ,μή μέ σκοτώσης 1 — Ούτε νά σέ φτύσω δεν εΐσαι άξιος!, μουγγρίζει τό παιδί καί τον κυτάζει μέ περιφρόνησι. Δεν θά σέ σκοτώ­ σω, Νιούτα. Θά σκοτωθής ό­ μως εσύ μέ τά ίδια σου τά χέρια. Θ’ αύτοκτονήσης... Πάρε τό πιστόλι πού έχεις στο συρτάρι σου καί στήριξε την κάννη στον κρόταφό σου. Πίεσε τή σκανδάλη καί δλα θό: τελειώσουν. — Μά ακούσε με, σέ πα­ ρακαλώ, Ταγκόρ. — Είμαι πολύ βιαστικός Νιούτα!, λέει ό Ταγκόρ. Ε­ μπρός νά τελειώνουμε! Ό Νιούτα υπακούει. Παίρνει τό πιστόλι καί τρέμοντας τό φέρνει κοντά στον κρόταφό του. Μά ξαφνικά τό χέρι του παύει νά τρέμει καί μέ μιά σβέλτη κίνησι γυρίζει τό πι­ στόλι του προς τό μέρος τού Ταγκόρ καί πυροβολεί. Τό παιδί τινάζεται πλάγια καί δυο σφαίρες τρυπάνε τον τοί­ χο. Την αμέσως επομένη στιγ μη τό όπλο του Ταγκόρ μέ μιάν ασύλληπτη ταχύτητα δί νει την άπάντησι. Τρία καφτά μολύβια τσακίζουν τό κρανίο τού Νιούτα καί ό προδότης γκρεμίζεται από τό κάθισμα βογγώντας. —Λύτη ήταν ή τελευταία σου άτιιμία, γρυλλίζει τό παι­ δί. Δέν θά μπόρεσης νά προδώσης άλλους...

ΟI ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ

ΗΝ ΑΛΛΗ μέρα, στις δέκα τό πρωί, οί "Άγ­ γλοι μέ ισχυρή συνο­ δεία επιβιβάζουν τον Γκάλεμ στον σιδηρόδρομο, πού φεύ­ γε^ γιά την Καλκούτα. Άπό εκεί μ5 ένα πολεμικό θά μετά φερθη στο Λονδίνο, όπου θά γίνη ή δίκη του. Την ίδια μέρα, άπό τά ξη­ μερώματα, βρίσκεται σέ συ­ ναγερμό τό στρατόπεδο των «Ελεύθερων Ινδών» στο δά­ σος μέ τά μπαμπού. Ό Ταγ­ κόρ διατάζει καί δλοι ύπακού ουν τυφλά. Οί Ελεύθεροι "Ιν­ δοί θά ελευθερώσουν τον αρ­ χηγό τους. Θά επιτεθούν καί θά σταματήσουν τό τραίνο. Λυτό τό ξέρουν δυο άν­ θρωποι κι5 ένας... ελέφαντας. Ό Ταγκόρ, ό Μαλαμπάρ καί ό ελέφαντας Νουρεντίν. Ό γίγαντας, πού ξέρει νά κουβεντιάζει μέ τον Νουρεν­ τίν, τού έχει πή την ιστορία καί τό παχύδερμο έχει κατα­ λάβει τί ζητούν απ’ αυτό. Την προηγουμένη τής έπιθέσεως νύχτα ό ελέφαντας, αφού τά... κοπάνισε μαζί μέ τό Μαλα­ μπάρ καί άδειασε μέ την προβοσκίδα του τρεις σκάφες κρασί, ξεκινάει έχοντας στη ράχη τον φίλο του, γιά τό ε­ σωτερικό τής ζούγκλας. Καί ό Νουρεντίν, όταν σέ λίγο φτάνουν εκεί πού έχουν τό λημέρι τους οί ελέφαντες, αρχίζει νά ουρλιάζει άγρια, γεμίζοντας τή νύχτα μέ δια­ περαστικά σαλπίσματα. Σέ

Τ


ττένΤΕ λεπτά, μέσα άπά

τΙς

πυκνές Φυλλωσιές των δέν­ τρων άκούγέται τό βαρύ πο­ δοβολητό των ελεφάντων. Τά μεγάλα παχύδερμα φτάνουν αγουροξυπνημένα, βγάζον­ τας παράξενους βρυχηθμούς. Σ’ αυτό τό ,μεταξύ, ό Νουρεντιν συνεννοήθη μέ τούς φί­ λους του καί μπροστά αυτός μέ τον γίγαντα καβάλλά στη ράχη του καί πίσω τό άγριο κοπάδι παίρνουν τό δρόμο τής /επιστροφής. Φτάνουν στο σ~*,€Ίθ πού πρόκειται νά νί·νη ή έπίθεσι καί περιμένουν κρυμμένοι πίσω από τά αιω­ νόβια δέντρα. Κανείς δεν μπο ρεΤ νά ύποψιαστή ότι έκατό καί παραπάνω ελέφαντες πα­ ραμονεύουν έκεΐ, περιδένον­ τας τό τραίνο πού μεταφέρει στην · Καλκούτα σιδηροδέσμιο τον Γκάλεμ. "Οπως κανείς έπί σης δέ μπορεί νά ύποψιαστή ότι ό στρατός των Ελευθέρων Ινδών εκατό μέτρα πιο κεΐ, έχοντας έπί κεφαλής τον θρυ­ λικό Ταγκόρ, παραμονεύει γιά τον ίδιο λόγο. "Ολα είναι έτουαα καί όλοι κυττάζουν. στο βάθος τής πε­ διάδας άπό όπου πρόκειται νά φανή ό σιδηρόδρομος. Καί, ξαφνικά, νά ένα σ'^νεφάκι καπνού κΓ ύστερα ένα σφύριγμα. Τό τραίνο έρχεται γλυστρώντας μέ ταχύτητα έ- ■ κατό χιλιομέτρων.απάνω στις γιαλιστερές ράγες. "Οσο πλη σιάζει όμως προς τό μέρος ·

ίου λόφου έλαττώνίϋ τήν τα­ χύτητα, · ^- "Ετοιμός, Μαλαμττάρ^,· φωνάζει τό παιδί. Εμπρός άρχισε, · , — 5 Εντάξε ι, Ταγκόρ !, άποκρίνεται ό γίγαντας. • Καί την ίδια στιγμή τό κ-σ πάδι των έλεφάντων μέ τον Μαλαμττάρ απάνω στον Νου·· ρεντιν ξεκινάει προς τ:ίς σιδη­ ροδρομικές γραμμές. Ό όδηγός τής ατμομηχανής βλέπον­ τας από μακρυά τα μεγάλα παχύδερμα πού τού κόβουν τό δρόμο, κρατάει τό φρένο περί μένοντας νά περάσουν οι ελέ­ φαντες. Τό τραίνο σταμα­ τάει. Πολλά κεφάλια προβάλ­ λουν άπό τά παράθυρα -ζη­ τώντας νά μάθουν τί συμβαί­ νει. Είναι ή κατάλληλη στιγ­ μή γιά κεραυνσβόλα δράσι. — Εμπρός, λεβέντες!, άκούγεται ή φωνή τού Έλληνό πουλου. "Εφτασε ή ώρα νά ελευθερώσουμε τον Αρχηγό μας. Ελάτε μαζί μου ! Καί μέ τό σπαθί στο χέρι, καβάλλα στο άλογό του, όρμάει προς τον κάμπο καί πί­ σω του, βγάζοντας πολεμικές κραυγές, ακολουθούν οί. Έλεύ θέροι Ινδοί. Είναι μιά ηρωι­ κή έπέλασις,. μιά έξόρμησις προς τό θάνατο, Γιατί στο με ταξύ τό απόσπασμα των "Αγ γλων πού συνοδεύει τον Γκάλεμ έχει άντιληφθή τί συμβαί­ νει καί ένας κατακλυσμός ά­ πό σφαίρες έρχεται νά τσά­ κιση την έπίθεσι...

ΤΙΑ © I


Την Μεθεπόμενη Παρασκευή, 22 "Οκτωβρίου

(29 Οκτωβρίου στις επαρχίες) Κυκλοφορεί ένα νέο αναγνώσιμα, πού ομοιό του έχετε ξαναδιαβάσει ποτέ!

δέν

'Ο Μικρός ΙΠΠΟΤ ΗΣ

"Ενα ανάγνωσμα πού θά συγκίνηση την καρδιά κάθε παιδιού και θά γοητεοση τούς αναγνώστες πε­ ριπετειών! "Ενα παιδί 15 χρονών ξεκινάει, τον Με­ σαίωνα, μ5 ένα σπαθί καί μ' ένα άλογο, και σκορπίτ ζει τον τρόμο ατούς τυράννους καί σ5 εκεί νους· πού βασανίζουν τούς φτωχούς καί τούς δυστυχισμένους! "Ενα παιδί, πού γίνεται ό προστάτης τών κατα­ τρεγμένων . καί καταπλήσσει τον κόσμο με τά ύπέρο» χα κατορθώματά του.

Ό Μικρός ΙΠΠ ΟΤΗ Σ

"Ενα ανάγνωσμα πού θά σάς ξετρελλάνη καί θά σάς χαρίση αξέχαστες στιγμές! Πορασ<€υή,

22

Όκ τωβρίου

(29 Οκτωβρίου οτίς επαρχίες)


Στο επόμενο, τό τελευταίο τεύχος του «Ταγκόρ», πού κυκλοφορεί την ερχόμενη έβδοιμάδα ,μέ τον τίτλο:

οί αγώνες του ηρωικού παιδιού στέφονται από μ.ιό: με­ γάλη επιτυχία καί τελειώνει τό βιβλίο του «Ταγκόρ» με τρόπο ευχάριστο καί απροσδόκητο. 'Έτσι, με τό τεύχος αυτό, αποκτάτε ένα έξαίρετο βιβλίο, πού θά στολίση τή βιβλιοθήκη σας! Σχετικά με τό δέσιμο τού βιβλίου του «Ταγκόρ», τεύχη 1—8, θά γίνη σέ λίγο σχετική άνακοίνωσις.

θά κυκλοφορήση τό πρώτο τεύχος ενός νέου άναγνώσματος, πού θά συγκλονίση καί θά ένθουσιάση κάθε παιδί:

Διάβασε λεπτομέρειες γιά τον «Μικρό στη διπλανή σελίδα.

Ιππότη»



/ ΉΙ. ΗΗΗΛΝ-Η4. ΜΕΣΗ ΣΕ ΑιΓΡ ΔΕΟ­ ν ΤΕΡΩΛΕΠΤΡ 0/1X0ΛΟΙ ΤΗΣ ΡΡΡΧΑ/ΗΙ

β/\ ΤΡ ΜΕΓΕΞϋ ΟΗ9Σ Η ΣΡ ΤΡΝίΚΗ βΡ Σ/ΛίΙΣΡ ΜΕ ΓΗ /30Ρ/&7 ΤΗΣ ΓΕΜΡΤΡ ΠΟΛΕΜ/ΣΤΕΣ.,.

ΕΚΣΕΰΕΕυΤΟίνίΣΤΗΚΰ.

ΣΤΟ ΠΟΤΗΜ! ΜΕ ΟΠΕ Ρ/ΓΡΡΤ7ΤΟ ΔΟΛ/ΡΜΟ

Π/Ο ΓΡΗΓΟΡΟ.

^_.

βάρκες!

Ο ΚΡΕΓΚΡ' Ο ΚΡ ΕΓΚΡ ΡΡΝ9 Σ ΤΟ Δέντρο *ς*ο- , τρίτε τόα//λ

-

ιΙΙΙίΠ ι

.

ςγρλ/εχ/ε ΤΡ'




Η ΜΕΓΑΛΗ · ΝΙΚΗ ;

.

' ΜΑΧΗ είναι σκληρή και σύντομη. Ό αιφνι­ διασμός έχει πετύχε ι. . Μέσα; στη φοβερή χλαπαταγή, των πυροβολισμών · καί τών • πολεμικών κραυγών, το άφο­ βο Ελληνόπουλο,· ο. θρυλικός Ταγικόρ, καβάλλα στο άλογό ..του> μέ γυμνό τό αστραφτερό ■ του σπάθή μοιάζει σαν ένας ημίθεος πού .επιτίθεται. Τά • παραγγέλματα.του ηχούν σαν βροντές στον άέρα και εμψυ­ χώνουν εκείνους πού τον ακο­ λουθούν σέ τούτη την ηρωική προσπάθεια. 'Απ5 τα παρά­ θυρα" τού σταματημένου τραί­ νου τά αυτόματα καί τά πο­ λυβόλα τών ”Αγγλων στέλ­ νουν βροχή τίς σφαίρες. Μα ό. Ταγκόρ καί οί Ελεύθεροι

Η

Ίνδοί’δέ λογαριάζουν, τά καφ.τά μολύβια καί τό θάνατο. Προχωρούν κι5 ύστερα από λί­ γο, έχουν .τσακίσει κάθε αντί· στασι. 01 "Αγγλο.ι βλέποντας πώς χάνουν τό παιχνίδι ξεχύ­ νονται ·άπ? τά βαγόνια στην ,έρημη πεδιάδα καί ' σκόρπα ζαυν,, άφίνοντας πί'σοο τους νε­ κρούς' καί πληγωμένους;· (**)* —.Μαλαμπάρ !, φωνάζει τό ήρωϊκό · παιδί στο γίγαντα. Κυνήγησέ τους κατά τό λόφο καί μήν τούς άφήσης νά γυρί­ σουν στο Δελχί. — /Εν τάξει, Ταγκόρ! Νά μείνης ήσυχος ! Εμπρός, Νου ρεντίν! Καί ό. Μαλαμπάρ, καβάλλα στον Νουρε',ντίν, τον ελέ­ φαντα; έχοντας πίσω του όλά(*) Διάβασε τό προηγούμενο" τεύχος «Ήρωϊκη Έπέλασι ς». • 4

ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.


Τ Α Γ Κ @ ψ

4

κ'ερο το κοπάδι· των ελεφάν­ των, αρχίζει την άγρια κατα­ δίωξε — Να είσαι καλό παιδί, Νουρεντίν, λέει στον παχύδερ­ μο φίλο του.' "Οταν τελείωση τούτο τό γλέντι, θά πάρης ό­ λη την παρέα σου καί θαρθήτε νά τά κοπανίσουμε στην έπαυλι τού Νιρούκτα. Νά εί­ σαι βέβαιος δτι ό μαχαρα­ γιάς, δταν μάθη τά καθέκα­ στα,, θά μάς άφήση ν’ άδειάσσυ)με καμμιά πενηντάρια βα­ ρέλια άτί’ τό υπόγειό του, χω­ ρίς νά πή κουβέντα! Καί ό Νουρεντίν, καθώς τρέχει πίσω από τούς "Αγ­ γλους.. κουνάει τά τεράστια αυτιά του καί ροχαλίζει ευχα­ ριστημένος : —-'Γρρρ! Γρρρ! Σ’ αυτό τό μεταξύ, ό Τα­ γκόρ, ψάχνοντας από βαγόνι σέ βαγόνι, βρίσκει τον Γκά­ λεμ. Είναι πεσμένος σ’ ένα κάθισμα δεμένος χειροπόδα­ ρα. Τρέχει κοντά του καί τά μάτια του αστράφτουν από χαρά·

,

— Έπί τέλους!, φωνάζει. Τά καταφέραιμε, Γκάλεμ! Εί­ σαι ελεύθερος... Μά ξαφνικά ένας κόμπος έρχεται καί τον πνίγει στο λαιμό. Τό βλέμμα του γεμί­ ζει απελπισία καί φόβο. Ό αρχηγός των Ελευθέρων Ιν­ δών, ό άνθρωπος μέ τό σκε­ πασμένο πρόσωπο, μένει α­ σάλευτος στη θέσι του. Δεν ακούει. Είναι βαρειά πληγω­ μένος καί μιά μικρή λίμνη αί­ ματος σχηματίζεται στά πό­ δια του. Ό Ταγκόρ κόβει βια­

στικά με το μαχαίρι του τα σκοινιά πού τον κρατάνε δε­ μένο καί τον άνασηκώνει. "Ε­ να αδύνατο βογγητό βγαίνει από τό στόμα τού πληγωμέ­ νου. Μιά θαμπή ,έλπίδα φτερο­ κοπάει στην ψυχή τού παιιδ ιού. — Γκάλεμ!, τού λέει κι5 ή φωνή του τρέμει. Είμαι εγώ, ό Ταγκόρ, κοντά σου! Πές /μου τί συνέβη; Καί, καθώς μιλάει·, απλώ­ νει τό χέρι του νά τραβήξη τό μαντήλι νά τού ξεσκεπάση τό πρόσωπο. "Ετσι ό πληγωμέ­ νος θά μπορέση ν’ άναπνεύση καλύτερα, νά ξαναβρή τις οιίσθήσεις του. "Ομως άπότομα σταματάει. "Οχι. Δεν έχει δικαίωμα. Δεν πρέπει νά παραβιάση, τό μυστικό πού κρύ­ βει τούτος ό άνθρωπος, σέ μιά στιγμή πού εκείνος είναι ανίκανος νά τό προστατέψη. — Σέ χτύπησαν, Γκάλεμ; ρωτάει. Εκείνος άνοίγει τά μάτια Μέσα από τις δυο τρύπες τού μαντηλιού, τά μάτια του φεγ­ γοβολούν παράξενα καί καρ­ φώνονται άπάνω στο παιδί. — Δεν είναι τίποτα, Τα­ γκόρ, ψιθυρίζει μέ σπασμένη φωνή. Κάποιος Εγγλέζος, δ­ ταν άρχίσατε τήν έπίθεσι, θέ­ λησε νά βγάλη τό άχτι του σέ μένα πού ήμουν δεμένος καί μέ πυροβόλησε. Μά θά περάση. Πές μου. Νικήσαμε; — Ναί, Γκάλεμ. Τούς διώ­ ξαμε απ’ τό τραίνο. Νικήσα­ με. Έν τάξει! Αυτό είναι


¥ Α Τ 1 © Ψ

Ϋτου Ιχει ένδιαφέρον, (ΌΜ τ1 άλλα θά περάσουν,.« ΕΝΑΣ ΗΡΩΪ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

ΕΡΙΚΕΣ ώρες αργό­ τερα ό Γκάλεμ, ελεύ­ θερος πια άλλα βαρεία τ ρ αυμ ατ ι σ μένος, μετ αψέ ρετ α ι στην έπαυλι που (μένει ό μα­ χαραγιάς Νιρούκτα. Τρεις α­ πό τούς καλύτερους γιατρούς στεκουν πάνω από το κρεββάτι τού πληγωμένου. Πριν λί(γ*η ώρα έκαναν μ ιά δύσκο­ λη έγχείρησι. "Έβγαλαν τή σφαίρα.,, πού είχε σψηνωθή πλάϊ στην καρδιά του. "Αλ­ λά και πάλι ή ζωή τού Γκάλεμ κρέμεται σε μια κλωστή. "Έχει χάσει πολύ αίμα και το βλήμα έχει κάνει σοβαρές ζη­ μιές στο εσωτερικό του θώ­ ρακας. Ό Νιρούκτα στέκει πλάι στο προσκέφαλο του πληγωμένου και είναι χλωμός και ακίνητος. "Έξω από την κλειστή πόρτα τής κάμαρης στέκουν γεμάτοι άγωνία ό Τα­ γκό ρ κι’ ή Ζανγκάρ. Τά δυο παιδιά νοιώθουν τήν ψυχή τους βαρεία από θλΐψι καί παρακαλουν το Θεό νά βοηθήσή τον γενναίο τους φίλο νά ξεφυγη τό θάνατο. "Ολοι όσοι βρί­ σκονται στην επαυλι έχουν θλιμμένη έκφρασι στά πράσον πα. Μιλούν χαμηλόφωνα καί κάθε τόσο, όταν βλέπουν κά­ ποιον άπ" τούς γιατρούς νά βγαίνη απ’ την κάμαρη, τρέ­ χουν καί τον ρωτάνε, Οί για­ τροί δεν λένε ψέματα. — Είναι πολύ σοβαρά. "Ε­

§

να θοώμα .μονάχα ρποριΐ νά τον σώοη, Τήν άλλη μέρα τά άπόγεμα ή κατάστασι χειροτερεύει. Ό Γκάλεμ καταλαβαίνει πώς* ζυγώνει τό τέλος του. -—Θέλω νά μιλήσω τού Ταγικόρ, λέει. Πριν πεθάνω θέ­ λω νά τού μιλήσω. Τό παιδί μπαίνει στήν κάμαρη. Ό Γκάλεμ είναι ξαπλω­ μένος στο κρεββάτι καί τό πρόσωπό του είναι πάντα σκε­ πασμένο με τό μαντήλι του. Ούτε τούτες τις τελευταίες· στιγμές τής ζωής του δέν ά~ φίνει νά τού ξεσκεπάσουν τό πρόσωπο. Ό Ταγκό ρ πλησιά­ ζει στο προσκέφαλό του καί έχει δαικρυσ'μένα μάτια. — Δέν πρέπει , νά κλαίς, Ταγκό ρ, τού λέει ό πληγωμέ­ νος πού τον βλέπει. Ή μοίρα τού ανθρώπου αυτή είναι. Μιά μέρα όλοι θά πεθάνουμε. Εί­ ναι ευτυχισμένοι δμως εκείνοι πού πεθαίνουν γιά τήν ιδέα τής Ελευθερίας. Έγώ είμαι έτοιμος νά παρουσιασθώ στο Θεό, άφού έκανα τό χρέος μου σ’ αυτόν τον κόσμο. Είμαι ευ­ χαριστημένος γιαπί πρόφτασσ νά οργανώσω τούς Ελεύθε­ ρους Ινδούς, πού αργά ή γρή­ γορα θ’ άποτινάξουν τον αγ­ γλικό ζυγό καί θά χαρουν ε­ λεύθερη τήν πατρίδα τους. Ή φωνή του είναι αδύνατη καί κάθε τόσο σταματάει γιά νά πάρη ανάσα. Είναι φανε­ ρό, πώς αγωνίζεται νά συγ­ κράτηση τις δυνάμεις του. — Θέλω νά μου ύποσχεθής κάτι, Ταγκόρ, λέει ύστερα α­ πό μερικές στιγμές σιωπής.


*

*

·

«

* ·

I

Τό έργο πού ,άφίνω'· μισοτεουι, Ταγκόρ/ πώς θά συνεχή λειωμένο πρέπει' νά τό άττοτε* σης έσύ την μεγάλη προοπά-' λειώσηςέσύ. Οι ΜνδοΙ ξέρουν ' θεία πόύ. άρχισα; πόσο·· αξίζεις και τ’ όνομά σου ■ — Σου υπόσχομαι, Γκάείναι σ3 όλων τά στόματά. Σέ λεμ!/ λέει τό παιδί/ καμαρώνουν γιά τήν πςχλληκά- ' ·------Σ3 ευχαριστώ, Ταγκόρ. ,ριά σου καί γιά την τόλμη ' Ό μαχαραγιάς Νιρούκτα θά σου. "Ως αυτή τη στιγμή ήσέ βοηθήση. Μίλησα πρσηγου ξεραν .'πώς εγώ διηύθϋνα τ-ή . · μένως μαζί .του. "Οπως, μίλημάχη εναντίον των "Άγγλων, > σα καί .μέ τούς αξιωματικούς 'Τώρα-, πρέπει νά μάθουν πώς · μου. "Όλοι " είναι σύμφωνοι/ θά. την διευθύνης έσύ; "Ολα "Ολοι σέ/αναγνωρίζουν 'όπτό είναι έτοιμα. Σ3 όλες τίς' με- ·· .τώρα γιά αρχηγό. ■ γάλες καί: τις μικρές πόλεις, - · Αναστενάζει. . ''· οι πατριωτικές οργανώσεις έ. —/Έλα πιο κοντά μου,, α­ χούν τ.όν.μυστικό στρατό τους γαπημένο μου. γενναίο * παιδί, καί μέ τό πρώτο σύνθημα ή λέει. ' · - . έπανάστασις θά ξεσπάση./Ο ' .1 ό Ελληνόπουλο σκύβει αγώνας είναι σκληρός, αλλά . κοντά-του κι3 εκείνος απλώνει στο τέλος ή νίκη,θά είναι δι- ·. τό χέρι, του πού τρέμει καί κή μας·. Λοιπόν μου ύπόσχετου χαϊδεύει τά τ'αλλιά. ·

Ό Ταγκόρ διαβάζει τοΰτο . · ·

γράμμα καί ' νοιώθει. γεμάτα δάκρυα τά μάτι© τον.

τό


ΐ Α Γ I Ο Ρ

' ' ·

. 9

I

■*

,

I Λ,

>

*0 Μαλάμττάρ κι5 ό Ταγκόρ γράφουν στ<χ παλήά τους· τά· παπού­ τσια χίς διαταγές των "Αγγλων;

"Ηθελα' νά ζησω να σέ ' καμαρώσω, Ταγκόρ, συνεχί­ ζει καί1 ή. ψωνή του μοιάζεισαν κλάμα’. Μά άλλο είναι το :θελημα του Θεόΰ... Τό παιδί του φιλάει το χέ­ ρι μέ σεβασμό. . — Δεν θά πεθάνης, Γκάλεμ, τοΰ λέει. . ΟΙ Ινδίες .σέ χρειάζονται. Θά γίνης καλά και 6ά.άν<τλάβης και πάλι την •άρχηγία των Ελευθέρων Ιν­ δών. — Ό αρχηγός των Ελευ­ θέρων -Ινδών ■είσαι συ, Τα­ γκόρ'!, 'άποκρίνετάι έκεϊνος. ■ Και σωπαίνει. Το στήθος του άνεβοκατεβαίνει βιαστι-.

κά. .Μιά έρώτησι ζεματάει τά 'χείλια του παι$ιοΟ. Μιά έρώ"

τησι πού 'τόν κρατάει τόσον καιρό·.σ' άγων.ία. ·. , . . — -Πκάλεμ ! Μ* '.άκοΰς;· ρω­ τάει, ' Ό πληγωμένος γυρίζει τό σκεπασμένο λ* πρόσώπό' του προς τό μέρο^ του. ’■ — Σ' ακουώ/ Ταγκόρ.. , "Ηθελα .νά μάθω,'.^Γκάλεΐμ... Εΐναι κάτι π,ου,-με .βα­ σανίζει πολύ,-αυτές, τις τελευ­ ταίες μέρες. Μέσα στη σκηνή . σόυ,^ στο δάσο'ς μέ τά μπαμπού,- βρίσκεται ένα ςχλμπουμ και μέσα στο άλμπουμ αυτό, άνάμεσα στΐς άλλες, υπάρχει καί μιά φωτογραφία μέ δυο άΚροβάτες.· ^.Εναν. άντρα καί μιά- γυναίκα; Είναι ό πατέρας μου, ό.;Σάρτας Καί .ή μητέρα μου, · πού σκοτώθηκαν .πριν άτ


? Α Γ Κ II ψ ίτό χρόνια σ' ίνα δυστύχημά μέσα στο τσίρκο.· Νά μέ συγ* χωρής πού άνοιξα τό άλμπουμ καί βρήκα αυτή τή φωτογρα­ φία. Μά, καθώς σέ περίμενα προχτές, τό ξεφύλλισα καί την είδα. "Ήθελα λοιπόν νά σέ ρω­ τήσω αν γνώριζες τούς γονείς μου καί πάτε τούς γνώρισες. "Από την πρώτη στιγμή πού μου μίλησες, ή φωνή σου δεν μου φάνηκε άγνωστη. "Ίσως λοιπόν μέ βοηθήσης νά θυμη­ θώ τώρα... Πίσω από τις δυο τρύπες του μαντηλιού τά μάτια του Γκάλεμ ανοιγοκλείνουν βιαστι κά. — "'Εχεις ένα γράμμα στά χέρια σου, Ταγκόρ, "Έτσι δεν είναι; ν —: Ναί, έχω τό γράμμα. Μου τό έδωκε ένας από τούς ύ πασπ ι στ ές σου... — ""Αν πεθάνω, θ’ άνοιξης αυτό τό γράμμα τρεΐς μόρες μετά τον θάνατό μου. "Οταν τό διαβάσης θά λυθούν οί α­ πορίες σου... Τό Ελληνόπουλο δεν τολ­ μάει νά ξαναρωτήση. Μιά πα­ ράξενη σιωπή άπλώνεται μέ­ σα στην κάμαρη. "Υστερα, άκούγεται πολύ αδύνατη αυτή τή φορά ή φωνή του Γκάλεμ. — Δώσε μου τό χέρι σου, Ταγκόρ. Ή ώρα νά σ’ άποχαιρετήσω, έφτασε. Καλή τύ­ χη, παιδί μου! Τό παιδί τού δίνει τό χέρι καί ξαφνικά νοιώθει τό κορμί τού πληγωμένου νά τινάζεται σάν νά τό χτύπησε κεραυνός. "Υστερα μένει ακίνητο. Οί για τροί πού βρίσκονται στην άλ­

λη άκρη τής κάμαιρι^,. ϊφί* χουν κοντά του.· "Ενας έξέτά; ζει τό σφυγμό του Γκάλεμ. — Πέθανε, κύριοι, λέει· μέφωνή θλιμμένη. Η ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΑΠΟ ΚΑΛΥΨΙ Σ

ΡΕΙΣ μέρες ύάτερα απτό τό θάνατο τού Γκάλεμ, ό Ταγικόρ ανοίγει τό γράμ­ μα. Κάτι του λέει πώς αυτή ή επιστολή θά λύση τό μυ­ στήριο πού σκέπαζε τον γεν­ ναίο αυτόν άντρα. Καί δεν έ­ χει άδικο. "Από τις πρώτες κιόλας γραμμές, πολλά πράγ­ ματα αρχίζουν νά εξηγούνταν "Οσο προχωρεί όμως στο διά­ βασμα, τόσο καί περισσότερο νοιώθει μιά ασυγκράτητη θλΐψι νά τοΰ βαραίνη τήν καρ­ διά. ΚΓ όταν τελειώνει, δεν μπορεί νά συγκρατηθή πιά. -εσπάει σέ λυγμούς... ^— "'Αχ, Θεέ μου, λέει α­ νάμεσα στά άναφυλλητά του. Είναι απίστευτο! Είναι κάτι παραπάνω από απίστευτο! ίΚι" ύστερα από λίγο, μέ μάτια μουσκεμένα από τά δά­ κρυα, ξαναδιαβάζει απ’ τήν αρχή πάλι τήν επιστολή: «Αγαπητέ μου Ταγκόρ, Ή ίδια ή ζωή δημιουργεί πολλές φορές μερικά-γεγονό­ τα πού φαίνονται απίστευτα καί εντελώς απίθανα. Είναι πράγματα πού ή φαντασία καί τού πιο μεγάλου ακόμα μυθιστοριογράφου δέν τολμάει ποτέ νά συλλαβή. Κάτι τέτοιο εΐναΐι καί τό περιστατικό πού πρόκειται νά σου διηγήθώ τώ*

Τ


ΤΑΓΚΟΡ ρα. Θυμάσαι τό τσίρκο Πιεραντόνι; "Ήσουν ττολύ μικρός τότε, αλλά πρέπει νά θυμάσαι τον πατέρα σου καί την μητέ­ ρα σου. Τον Παναγιώτη Σάρτα καί την Μαρία Σάρτα, τους δυο περίφημους ακροβάτες που έκαναν τούς θεατές νά κρατάνε την αναπνοή τους ό­ ταν έκτ έλουσαν τό Πήδημα του Θανάτου. Θά θυμάσαι α­ κόμη καί τό τραγικό τέλος τους. "Ενα βράδυ, όταν τό ιπ­ ποδρόμιο ήταν γεμάτο από χιλιάδες κόσμο, έπεσαν καί σκοτώθηκαν από ένα μεγάλο ύψος. Δηλαδή έτσι νόμισαν ό­ λοι. Στην πραγματικότητα ό­ μως είχε σκοτωθή μόνο ή μη­ τέρα σου. Ό πατέρας σου εί­ χε σωθή. "Αλλά ήταν σέ μια τέτοια κατάστασή ώστε χί­ λιες φορές προτιμώτερος θά ήταν γι’ αυτόν ό θάνατος. Πάλαιψε μέ τό χάρο πολλούς μή­ νες καί, όταν έπί τέλους συ­ νήλθε καί κατά τύχην κυττάχτηικε στον καθρέφτη:, ανατρί­ χιασε. Τό πρόσωπό του είχε γίνει απαίσιο. Αυτός ό άνθρω­ πος μέ τό συμπαθητικό πρό­ σωπο, είχε μεταβληθή σ’ ένα φοβερό καί άποκρουστικό τέ­ ρας. "Ακόμα καί οι γιατροί, πού τον περιποιήθηκαν τόσον καιρό στο νοσοκομείο, δέν μπο ρούσαν νά τον άντικρύσουν χωρίς νά αισθανθούν μιά δυ­ νατή φρίκη. Τότε ό Παναγιοότης Σάρτας, αφού δέ μπορού­ σε πιά νά έμ^νισθή άνάμεσο στούς άλλους ανθρώπους, α­ ποφάσισε νά έξαφανιιστή. Παρακάλεσε τούς γιατρούς νά τόν λυπηθούν καί νά διαδό-

9

σουν πώς πέθανε. Καί αυτοί δέχτηκαν νά τόν βοηθήσουν. Δέν ήθελε νά τόν βλέπουν σ" ένα τέτοιο κατάντημα. Καί πο­ λύ περισσότερο δέν ήθελε νά τόν δή τό παιδί του. -εκίνησε τότε, γυρίζοντας από πολι­ τεία σέ πολιτεία καί από χω­ ριό σέ χωριό, καί στο τέλος κατέληξε σ^ό Κασμίρ. Ό μα­ χαραγιάς τού τόπου αυτού ή­ ταν ένας άνθρωπος μέ μεγά­ λη καρδιά. Τόν γνώρισες άλ­ λωστε καί σύ τόν Νιρούκτα καί ξέρεις τά ευγενικά του αι­ σθήματα. Ό Νιρούκτα, λοι­ πόν, πήρε στο ανάκτορό του τόν Παναγιώτη τόν Σάρτα καί κουβέντιασε μαζί του. Φαίνε­ ται ότι τόν συμπάθησε, όταν άκουσε τήν τραγική του Ιστο­ ρία, καί δέν τόν άφησε πιά νά φύγη άπό κοντά τού1. "Από τότε ό Σάρτας φόρεσε ένα μαντήλι σάν προσωπίδα πού έκρυβε τό παραμορφωμένο ά­ πό τό πέσιμο πρόσωπό του καί πήρε τό όνομα Γκάλεμ. Μ" αυτό τό όνομα έμεινε πολ­ λά χρόνια σύμβουλος του μα­ χαραγιά τού Κασμίρ καί, ό­ ταν οί "Ινδίες άρχισαν νά ξεσηκώνωνται εναντίον των "Άγ­ γλων, ό Γκάλεμ άνέλαβε νά όργανώση τόν μυστικό στρα­ τό τής ελευθερίας. Κατάλαβες τώρά ποιος είμαι. Είμαι ό πα­ τέρας σου, Δημήτρη Σάρτα. "Οταν ό Νιρούκτα σέ βρήκε στή ζούγκλα καί σ’ έφερε μα­ ζί του πάλι ανάμεσα: στούς ανθρώπους, σέ αναγνώρισα α­ μέσως κι" ένοιωσα μιά μεγά­ λη ευτυχία νά πλημμυρίζη τήν καρδιά μου. "Αναγνώρισα σέ


σένα, πού σέ λέγανε τώρα Τα­ γκό ρ, τό αγαπημένο μου παι­ δί, αλλά δέ'ν τόλμησα να σου πώ. την -αλήθεια. Προτίμησα, νά υποφέρω παρά νά σ3 ά-, ψήσω νά δής το πρόσωπό μου. 'Ήθελα νά θυμάμαι τον πατέ­ ρα σου ’ όπως ήταν τότε, τά παλιά.χρόνιά κι.· όχι όπως εί­ ναι σήμερα.· ©".ανατρίχιαζες . σάν θάβλεπες την· απαίσια μορφή πού έκρυβα κάτω από τό μαντήλι, ·°Απ>· όλους ,έδώ, μονάχα ό Νιρούκτα-γνωρίζει τό' μυστικό., μου. Αυτός ξέρει πώς είσαι ό' γυιός μου, ό Δημήτρής Σάρτάς και έχει με­ γάλα όνειρα,’ γιά σένα.' Δέν ξέρω πόσο' θά- ζήσ.ω ακόμα, Ταγκόρ. 5Αλλά κάποιο προαίσθηιμα υπάρχει μέσα μου,· πού

μου.λέει πώς σύντομα θά πεθάνω.,Πρΐν λοιπόν ξεκινήσω νά συναντήσω την αγαπημέ­ νη μου μητέρα σου στούς ούρανούς. όπου -βρίσκεται, απο­ φάσισα νά σου , γράψω αυτό τό γράμμα..-Οταν τό διαβά-' ζης, εγώ. θά βρίσκω μαι· στον, τάφο. "Έτσι,, όταν μάθης πώςείμαι ό' πατέρας σου, δέ' θά μπορέσης νά δής τό πρόσωπό μου, Συχώρεσέ. μου αυτή την άδυνο^μία, αγαπημένο μου πα: δί, Θέλω, νά μέ θυμάσαι πάν­ τα· όπως ήμουν τότε, όταν ζοά σαμε στο τσίρκο κι" οι τρεις. Έσύ, ή μητέρα σου κι9 έγώ. Αυτό θά είναι τό καλύτερο·. Σέ; χαιρετώ, Ταγκόρ; Είμαι* υπερήφανος γιά σένα' καί πε­ θαίνω· ευχαριστημένος πού σέ

Ό Μάξγονελ τιόΟ ξχει μεταμφιεσθή σέζΜνδό παραμονεύει τον ΤαΥ* . . . ·.. . · " κοο και τον γίγαντα;


ΤΑΓΚΟ? ·'

. " ·

'·'*·.'■

’ 11

— Ό Ναντίρ - Χό και οί άμμμορίτες του ήρθαν ,τττ. νύχτα και τούς πήραν.. .·

' είδα κάί σ" ένοιωσα πάλι κον-’ •τά μου. Μην ξεχάσης ποτέ ό­ τι είσαι' "Ελληνας. Σ" αυτή ■ τη χώρα πού ξοΰμε εμείς. σή~ ·. μέρα, π.ρίν από δυο χιλιάδες 'καί. περισσότερα χρόνια, ζού- 1 σανέ κι* άλλοι "Ελληνες. Ό Μέγας. "Αλέξανδρος κλ.οί στρα τιώτες του. Χιλιάδες άπ" τούς στρατιώτες αυτούς έγκώταστά θηικΰν εδώ, παντρεύτηκαν, πή­ ραν Ι νδές, έκαναν παιδιά καί. δημιούργησαν απογόνους·. Έλ ληνικό αΐιμα τρέχει στις· ψλέ• 6ες τών Περισσοτέρων.5 Ινδών. •Καί ·μή σου φαίνεται παράξε• νο άν σου πώ πώς υπάρχουν άΚόμα περιφέρειες* ολάκερες, •κοντά στην έρημο του ΚόμπΓ, πού μιλάνε παρεφθαρμένα έλληνικά, τά έλληνικά του Με­

γάλου "Αλεξάνδρου. (*) * Μ’ αυτό - θέλω, νά σου· εξηγήσω πώς δεν είμαστε-ξένοι καί γι" αυτό .ό αγώνας τους γιά. την. "Ελευθερία πρέπει νά μάς συγ κινή. ’ Θέλω, ■ λοιπόν, νά συνέ­ χισης τό έργο.-μου καί νά θεωρής πάντα τον Ν-ιρόύκτα' σάν ευεργέτη σου, '· όπως -υπήρξε καί δικός μου- -ευεργέτης. ' Ή μητέρα σου κι" εγώ θά ·σέ πα­ ρακολουθούμε από τον ουρανό (.*·) Στις Ινδίεςάκόιχόί καί σή μερα.μιλανξ για τον Μέγα'/Αλέξςνδρ.ο σάν ενα^' μυθικό πρόσωπο ιτύυ ερχεται άτιμ, τά .βάθη των αί-. ώνων; Στα αρχαία .ινδικά κείμενα όπως καί στα σύγχρονα ο 5Αλέξαν δρός άναφέρεται /.μέ τό όνομα’ Γνσκανΐάρ ό Πονά;· πού θά. πή ό ·’Αλέξανδρος ό Λεσκός ή ό "Ελ­ ληνας.1 ' : 1


ΤΑΠΟΡ και θά βρισκόμαστε κοντά σου νά σέ οδηγούμε στο σωστό και τίίμαο δρόμο. "Ενα λεύκω­ μα μέ Φωτογραφίες στη σκη-, νή μου στο δάσος μέ τά ,μπαμπού είναι ή μόνη κληρονο­ μιά ττού σοΟ άφίνω. Δεν έχω τίποτ" άλλο. Γειά σου, αγα­ πημένο ,μου παιδί. Ό πατέ­ ρας σου: Παναγιώτης Σάρτος —Γκάλεμ».

Οι εξεγέρσεις διαδέχονται ή μιά τήν άλλη. Ό πόλεμος ε­ ναντίον τών "Άγγλων δίνει καί παίρνει μέσα στά χωριά καί στις πόλεις. Ή ύπαιθρος καί­ γεται> από ενθουσιασμό. Μιά κραυγή δονεί ολάκερη τή χώ^α, από τή μιά ως τήν άλλη της άκρη: — "Ελευθερία ή θάνατος! Κάτω οι "Άγγλοι! Ό Ταγκόρ έχει γίνει θρύ­ Ο ΑΓΩΝΑΣ λος καί οί "Ινδοί ορκίζονται ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στ" όνομά του. "Ολοι έχουν Ι ΜΗΝΕΣ πέρασαν ό μάθει τώρα πώς ό Ταγκόρ εί­ ένοος μετά τον άλλο. Ό ναι γυτός τού αλησμόνητου χρόνος επουλώνει καί Ρκάλεμ. Στο πρόσωπό του καί τις πιο βαθειές πληγές. βλέπουν ταιν άνθρωπο·, πού θά Σιγά - σιγά, ή μεγάλη θλΐψι συντρίψη τον αγγλικό αποι­ γιά τό χαμό του πατέρα του, κιακό ζυγό, καί τον ακολου­ κατακάθησε στην ψυχή του θούν μ" ενθουσιασμό κι" εμπι­ παιδιού καί, ακολουθώντας στοσύνη. Ό μαχαραγιάς Νιτην τελευταία θέλησί του, ρί­ ροόκτα τον καμαρώνει, αλλά χνεται μέ καινούργια ορμή τρέμει γιά τή ζωή του. στον αγώνα γιά τήν απελευ­ — Πρόσεχε, παιδί μου!, θέρωσε Ό θρυλικός Ταγκόρ, τού λέει κάθε τόσο πού έρχε­ αρχηγός τώρα τών Ελευθέρων ται καί τον βλέπεκ. Πρόσεχε, Ινδών, έχοντας πάντα στο Ταγκόρ. Ή ζωή σου είναι πο­ πλευρό του τον γίγαντα Μαλύτιμη γιά τις "Ινδίες. Οί "Ιν­ λαμπάρ, γίνεται ό εφιάλτης δοί σέ χρειάζονται. τών "Άγγλων κατακτητών. "Έ­ Τό παιδί' χαμογελάει. χει ικαταότήσείι ένας άνθρωτ — Μή φοβάσαι, Μαχαρα­ πος - φάντασμα κΓ ενώ τήν γιά! Θά είμαι ζωντανός καί μιά μέρα τον αναζητούν στο θά γιορτάσουμε μαζί τήν ε­ Δελχ ίι, έμφανίζετ αι ξ αφν γκά λευθερία μας. στο Τζάϊπουρ. Κι" όταν στέλ­ Ή γλυκέ ιά μελαχροινή Ζαννουν στο Τζάϊπουρ νά τον γκάρ τον λατρεύει κάθε μέρα πιάσουν, τον βλέπουν στο Άλκαί περισσότερο. λαχάμπαντ καβάλλα στο ά­ — Δέν θ" αργήσουμε νά σπρο άλογό του νά επιτίθε­ παντρευτούμε, Ζανγικάρ, τής ται. Ταξιδεύει μυστικά από λέει. Ή ήμέρα τής νίκης εί­ πόλι σέ πόλι καί μιλάει γιά ναι κοντά. τήν "Ελευθερία πού έρχεται, Τό Ελληνόπουλο κινείται οργανώνει στρατό, μοιράζει ό­ κεραυνοβόλα καί καταφέρνει πλα, εκγυμνάζει στρατιώτες. ισχυρά κτυπήματα στούς κα-

Ο


ΤΑΠΡΡ τοακτητές. Εξαφανίζεται γιά ένα - δυο μήνες καί, ξαφνικά, φανερώνεται έκεΐ πού δεν τον περιμένουν. Έπί κεφαλής των 3 Ελευθέρων 3! /νδών μπα ί νε ’ στις πολιτείες, τσακίζει τις τοπικές άγγλιικές φρουρές κι’ υστέρα χάνεται. Στο Δελχί, στην Καλικούτα, στη Βομβάη, στο Ραγκούν, στην "Άγρα, στο Άλλαχάμπαντ, στο Τζάίπουρ, στη Λαχώρη, στο Μαν• τράς,, συγκρούεται σέ τακτι­ κές μάχες μέ τον αγγλικό στρατό. Προξενεί καταστρο­ φές, αιχμαλωτίζει, καίει στρα­ τιωτικές εγκαταστάσεις καί αεροδρόμια, ανατινάζει τραί­ να καί κτίρια. Μεταφέρει μέ την παρουσία του την ελπίδα στους σκλαβωμένους καί ή φΙλόγαι τής Ελευθερίας δσο πάει καί δυναμώνει στις ψυ­ χές των 31 νδών. Ό "Άγγλος Άντιβασιλεύς μάταια από ιμέρου σέ μέρα αυ­ ξάνει τό ποσόν τής έπικηρύξεως. Άπό 12 χιλιάδες ρού­ πι ες έφτασε να προσφέρη, τώ­ ρα 100 χιλιάδες γιά την σύλληψί' ή την κατάδοσι του κρη­ σφύγετού του Ταγικόρ. "Αλλά κανείς δέν προδίδει. Τό Ελ­ ληνόπουλο βρίσκεται παντού ,καί πουθενά. Είναι ένα ασύλ­ ληπτο φάντασμα. "Ολοι οι "Ινδοί ΘεωροΟν ιερό καθήκον τους νά τον φυλάξουν άπ" τίς παγίδες καί νά τον προστα­ τέψουν άπό τούς "Άγγλους, που τον καταδιώκουν καί τον αναζητούν παντού. Οι δρόμοι είναι; γεμάτοι άφίσες μέ τη φωτογραφία τού Ταγκόρ. Οί άφίσες τοιχοκ αλλού νται παν­

ϊ II

τού καί αναγγέλλουν δτι ή Αγγλική Κυβέρνησις θά πληρώση αμέσως μιά ολάκερη πε­ ριουσία σ’ εκείνον πού θά βοηθήση τίς αρχές νά πιάσουν τό άτρόμητο παιδί. Τό Ελληνό­ πουλο δμως δέν τά λογαριά­ ζει δλα τούτα. Τίς νύχτες, παρέα μέ τον Μαλαμπάρ, πού είναι τώρα υ­ πασπιστής του, διασχίζουν καβάλλα στ" άλογά τους τούς μεγάλους δρόμους καί σκί­ ζουν μέ τά σπαθιά τους τά χαρτιά. Δείχνουν μ" αυτό τον τρόπο πώς γράφουν στά πα­ λιά τους τά παπούτσια τις διοπαγές τού "Αντιβασιλέα καί τούτο ακριβώς είναι πού κάνει τούς "Αγγλους νά αφρί­ ζουν άπό τή λύσσα τους... Ό Μαλαμπάρ όμως αυτές τίς μέρες γίνεται ξαφνικά μελαγχολιικός. — Τί έχεις; τον ρωτάει παραξενεμένος ό Τογκόρ. — Θυμήθηκα τόν...Μάξγουελ!, άπαντάει ό γίγαντας. — Κι" επειδή τον θυμήθη­ κες μελαγχόλησες; Αυτό μου φαίνεται περίεργο! — "Έμαθα, λέει ό Μαλα­ μπάρ, δτι έγινε άπό λοχαγός συνταγματάρχης καί άρχίσανε νά μέ τρώνε οί φούχτες μου. Τον έχω δείρει ως τά τώ­ ρα κάμποσες φορές, άλλά συνταγματάρχη δέν τον έδει­ ρα άκάμσ. Θέλω νά τού τίς βρέξω καί στον καινούργιο του βαθμό... Τό παιδί χαμογελάει. — Φύλαξε τήν δρεξί σου, Μαλαμπάρ! 'Θαρθή κι" ή ώρα τού Μάξγουελ,


Μ

Τ Α Γ Κ Ο.Ρ

— / Από' τό στόμα σου και στοΰ Θεού τ* αυτί!, Τ.αγκόρ ί, αναστενάζει 6 γίγαντας: Ο-ΑΝΤΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ· ΚΑΙ Ο ΜΑΞΓΟΥΕΛ ··

*

ΜΑΞΓ Ο Υ Ε Λ είναι πραγματικά. κάμπο­ σους -μήνες, συνταγμα­ τάρχης·:· Την προαγωγή την πήρε υστέρα από την έπιχεί-' ρησί του .«Πράσινου Αετού». (*) Άλλα τώρα -κινδυνεύει νά ξαναγίνη πάλ ι.. λοχαγός. Ό Άντι βασιλεύς είναι πυρ καί μανία, εναντίον Ίου. Κάθε μέ­ ρα. τον φωνάζει- στο. γραφείο του καί τον. περνάει...- γενεές' δεκατέσσερις... · · ·,· · -— Είσαι εντελώς ανίκανος/ συνταγματάρχη I) . του λέει. Ό Ταγκόρ μέ. την ΐταρςα του εξακολουθεί 'νά μάς ντροπιάζη. *Ορίστε, διάβασε τούτο τό καινούργιο τηλεγράφημα. Αυ*: τό τό παλιόιΊαιδο έκανε πάλι την'έμφάνιισί του στο Μπενά- ' ρεςϊ Έπετέθη· πάλι εναντίον τής φρουράς, τήν διεσκόρπι-' σε, απελευθέρωσε . τούς αιχ­ μαλώτους ’ πού κρατούσαμε καί χάθηκε:· ’ — ' Θά πάω άμέσως. στο Μπενάρες, -Έξοχώτατε! —- ΕΤ.σαι' φελλός, 'Μάξγου-··' ελ!.,.αγριεύει απότομα ό Άντιβασιλεύς. κάί. βροντάει τη γροθιά του στο τραπέζι. Κα­ τάλαβες; · // - · ’ ../ · — Μάλιστα, · Έξοχώτατε1 Κατάλαβα. ··■··"' — “Όσο νά φτάσης εσύ στο ’ (*) Αιύ&ασζ προηγούμενο τεύ­ χος: «Ήρωΐκη Έπέλοπις^.

Μπενάρες, αυτό τό διαβολο­ ελληνόπουλο θά εΐναι στο Δελ* χί ή δεν ξέρω' πού αλλού! Ή δουλειά σου είναι, νά προλαβαίνης, δχί 'νά τρέχης τό κατ τόπι του. φ — “Σάς δίνω τό λόγο μου. δτ.ι αυτή τή. φορά δεν θά μρΰ ξεφύγη, Έξοχώτατε. Θά τόν φέρω.· ζωντανό ή πεθαμένο μπροστά σας τούτες τις μέ-, ρες. ' λ· ' Ό Άντιβασιλεύς . κατσόυ-. φιάζει. · • —- Βαρέθηκα νά σ’ άκούορ/ Μάξγούελ!, λέει. Κάθε φορά μού δίνεις τό λόγο σου καί κάθε, φορά βρίσκεις μια δι­ καιολογία. Πήγαινε!' • Ό συνταγματάρχης Μάξγουελ φεύγει σά βρεμμένη γά­ τα από τό -ανάκτορο καί. επι­ στρέφει στο γραφείο του1. Αρχίζει νά πηγαινοέρχεται μόνος έκεΐ μέσα. Είναι ή πρώ-' τη φορά πού τό έχει. πάρει κατάκαρδα. - * —- . Άκοΰς έκεΐ νά μέ .πή ' φελλό! Θά τού αποδείξω λοι­ πόν εγώ δπ δέν'εΐμαι! Καί' δχι μόνο αυτό! Αλλά σέ λί­ γες μέρες θ5 άναγκασθή νά μού ζήτηση συγγνώμην καί νά •μέ κάνη καί στρατηγό!.. Στέκει μπροστά, στον κα­ θρέφτη πού έχει στο γραφείο του καί φουσκώνει σά *διάνος. Καμαρώνει τόν εαυτό του. ,· — Λοιπόν, . συνταγματάσ χα Μάξγούελ, λέει μιλώντας προς τό είδωλό Ίου πού φαί­ νεται στον καθρέφτη. Αρκετά φόρεσες αυτή τή στολή !. Και­ ρός είναι ν' άλλάξης τ αστέ­ ρια τού συνταγματάρχη μέ τ’


. τ

α γ' κ.’ο ψ

άστέρ.ια του στρατηγού. Και θά τ' άλλάξης! .Σε* συγχαίρω . αϊτό τώρα, στρατηγέ Μάξγουελ!. . Άφίνει ευχαριστημένος τον •καθρέφτη και πηγαίνει σέ μια διπλανή κάμαρη. Έδώ έχει λογής' - λογής κοστούμια <αι διάφορες πλαστικές ύλες, τίς οποίες- χρησιμοποιεί όταν θέΓ ’λη νά κυκλοφορήση αγνώρι­ στος έξω στους δρόμους. Β γά­ ζει· τα στροςτιωτικά ρούχα.καί αρχίζει να ' μεταμορφώνεται γοργά. Σε λίγο ό συνταγμα­ τάρχης Μάξγουελ δέν ύπά> χει.πισ, Στη θέσΓΤου βρίσκε­ ται ένας κακομούτσουνος Ιν­ δός μ~ρ σαρίκι καί κόντί| ρό­ μπα. Κάτω, από τη ρόμπα κρύβε,ι δυο έννεάσφαιρά ή μ ι,αυτόματα περίστροφα, ρίχνει μ.ιά τελευταία, ματιά στον κα­ θρέφτη καί βγαίνει έξω. Στο προαύλιο ό λοχίας πού τον έχει δη πολλές φορές νά μεταμφιέζεται, τον αναγνωρί­ ζει/ γ. • — Φεύγετε, κύριε συνταγματάρχα; ρωτάει.· Ναι, φεύγω. -— Μόνος; — ■ Μόνος. Αλλά όταν γυ­ ρίσω θά έχω μαζί μου καί κά­ ποιον άλλον χειροπόδαρα δε­ μένο, . — .Τον. Ταγκόρ; ,-— Ναί: Τον Ταγκόρ! Αυ­ τή τή φορά δέν θέλω νά ;ιέ βοηθήση· κανείς. Θά συλλάβω .μονάχος μου. αυτό,τό βρωμοπαιδο. . Καί απομακρύνεται μέ γοο­ γό; βήμα * Ο λοχίας πού τον βλέπει νά βγαίνη άπό την

11

πόρτα καί- νά χάνεται στο με» , γάλο δρόμο, άναστενάζει. ^— Πάλι θά έχω όλονύκτιο υπηρεσία απόψε!, λέει. Πρέ­ πει νά ετοιμάσω ένα. καμινέ­ το καί ψιιά κατσαρόλα μέ καφτό νερό γιά, κομπρέσσες. Προβλέπω ότι όταν γόρίση ή μύτη του-θά είναι πάλι πρη­ σμένη σάν μελιτζάνα,; όπως κάθε φορά πού... συλλαμβάνει τον Ταγκόρ! ’ . Οί ΚΟΜΠΡΕΣΣΕΣ . ΤΟΥ ΑΓΓΛΟΥ

ΜΑΞΓΟΥΕΛ όμως ^ έίί Μ χει ' τις πληροφορίες του. ΓΈνας· από τούς πληροφοριοδότες του τον έχει ειδοποιήσει ότι ένας γιγαντό­ σωμος άνδρας κι’ ένα παιδί έμφανίζονται στην ταβέρνα «Τό τζαμί» κάθε τόσο καί συ­ ναντούν · διάφορα πρόσωπα, πού φροντίζουν νά φτάνουν έ. κεΐ μέ κρυμμένα πρόσωπα τή νύχτα. -—- Ό μεγαλόσωμος άνδρας δέν ξέρω ποιος είναι, τού Λέει ό πληροφοριοδότης. Άλλα για τό παιδί είμαι σχεδόν βέβαιος ότι πρόκειται γά τον Ταγκόρ.· "Έρχεται κάθε τόσο καί δίνει οδηγίες, φαίνεται, * στους συ­ νωμότες. "Αν έστελνες μια πε­ ρίπολο νά περικύκλωση την ταβέρνα, ίσως τον έπιανες μιά άπ" αυτές τις νύχτες. . —-Δέν έχω· ανάγκη από τή ■ βοήθεια κανενός!, λέει ό Μάξ­ γουελ.· Αυτό έλλειπε τώρα νά κινητοποιήσουμε καμμιά με­ ραρχία γιά νά πάσουμε αυτό . τό.μμωρό! Θά τον συλλάβω • μονάχος μου... ■


1* Άπό νω,ρις λοιπόν, έχοντας αυτό τό σχέδιο στο «μυαλό του, ο "Αγγλος συνταγματάρ­ χης, μεταμφιεσμένος καθώς είναι, αρχίζει νά τριγυρίζη στους δρόμους πού φέρνουν σ’ αυτή την ταβέρνα. Κανείς, φυσικά, δεν .μπορεί νά τον ύ·· ποψιαστή μ5 αυτή τήιν έμφάνισι καί κανείς δεν μπορεί νά φανταστή πώς κάτω από τά φτωχικά ρούχα του * I νδού κρύ­ βεται ό φοβερός καί τρομερός Μάξγουελ. — Κι’ άν δεν ερθη σήμερα αυτό τό βρωμόπαιδο, θάρθή αύριο·. Κι’ άν δεν ερθη αύριο, θάρθή μεθαύριο. Είμαι άποφασισμένος νά περιμένω ένα χρόνο εδώ... 5Αλλά δέ θά μού ξεφύγη! Είναι όμως τυχερός, φαίνε­ ται, ό Μάξγουελ γιατί αργά τό βράδυ, βλέπει δυο καβαΛλάρηδες νά ξεπεζεύουν έξω α­ πό «Τό τζαμί» καί νά μπαί­ νουν μέσα. Ό ένας είναι ό γι­ γαντόσωμος Μαλσιμπάρ καί ό άλλος είναι ό Ταγκόρ! Δεν γελιέται. Αυτούς τούς δυό π'ό θανάσιμους εχθρούς του μπο,ρεΐ νά τούς αναγνώριση ανά­ μεσα σέ εκατό χιλιάδες αν­ θρώπους. — Τώρα σάς έχω στο χέ­ ρι!, λέει καί χαμογελάει κά­ τω άπό τά ψεύτικα μουστάκια καί γένια πού φοράει. Μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια! Αύριο τό πρωί ό 5 Αντί βασιλεύς θά καταλάβη πώς δεν είμαι...φελ­ λός ! Ό δρόμος είναι έρημος, αλ­ λά στην ταβέρνα υπάρχουν μερικοί πού πίνουν κρασί καί

κουβεντιάζουν. "Εχουν τά πο­ τήρια μπροστά τους καί μι­ λάνε μεγαλόφωνα καί λένε τό ένα καί τ’ άλλο. Ό Μάξγουελ παραπατώντας γιά νά δείξη μ’ αυτό τον τρόπο δτι είναι μεθυσμένος, μπαίνει στο «Τζα μί» καί κανείς δεν τον προσέ­ χει. Παραγγέλνει κάτι καί κάθεται σ’ ένα γωνιακό τρα­ πέζι πού βρίσκεται κάπως στη σκιά. Άπό εδώ μπορεί νά παρακολουθή κάθε κίνησι χωρίς νά γίνεται αντιληπτός. Ό ταβερνιάρης πού τον σερβίρει προσέχει μόνο πώς τούτο τό πρόσωπο τού είναι εντελώς άγνωστο. — Είσαι ξένος; τον ρωτάει. Δεν σ’ έχω ξαναδή άλλη φο­ ρά στο μαγαζί μου. — Είμαι περαστικός άπό εδώ, λέει εκείνος. "Ερχομαι ά­ πό τό Σάρκτο. Νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο πού βρίσκεται στον παρακά­ τω δρόμο κι’ ήρθα νά πιώ ένα ποτήρι. Έχω λεφτά. Δεν πι­ στεύω νά φοβάσαι πώς δέ θά σέ πληρώσω. Ό ταβερνιάρης χαμογελάει. — Έν τάξει, πατριώτη!, τού λέει. Δεν είπαμε καί νά σού κακοψανή! Καί ξαναγυρίζει στη θέσι του ανύποπτος, χωρίς νά δώση περισσότερη σημασία στον καινούργιο του πελάτη. Ό Μάξγουελ όμως κάνει1 τώρα μιά χ_αρά τη δουλειά του. Βλέ­ πει τόν Μαλαμπάρ σ’ ένα τρα­ πέζι πού πίνει μέ μιά παρέα καί διηγείται μεγαλόφωνα διά φορές ιστορίες. Οί άλλοι τόν άκούνε καί γελάνε. Πιο έκεΐ


Τ Α Γ κ © Ρ ξεχωρίζει τον Ταγκόρ. Το παιδί μιλάει χαμηλόφωνα μέ τρεΐς Ινδούς και εκείνοι φαί­ νονται νά παρακολουθούν μέ προσοχή τά λόγια του. — Θάδινα. χίλιες ρούπιες, για ν5 ακούσω τί τούς λέει αυτό τό μωρό!, μουρμουρίζει μέσα από τά δόντια του ο "Αγγλος. Κάτι σοβαρό πρέ­ πει νά τούς λέη γιά νά τον άκοΰνε τόσο προσεχτικά. Άφίνει νά περάση λίγη ώ­ ρα. "Υστερα λογαριάζει νά ένεργηση κεραυνοβόλα. Κρα­ τώντας κα! τά δυο περίστρο­ φα στά χέρια θά έπιτεθή καί τότε όποιος θέλει άς μην παραδοθή! Άλλα, σ’ αυτό τό μεταξύ, κάτι γίνεται πού του ανατρέ­ πει τά σχέδια καί αναγκάζε­ ται ν5 άλλάξη τρόπο ένεργείας. Ό Μαλαμπάρ, πού έ­ χει ερθει στο κέφι καί ρίχνει άπ5 ευθείας μέ την κανάτα, χωρίς νά χρησιμοποιή ποτήρι, τό κρασί στο στομάχι του, δί­ νει διαταγή στον ταβερνιάρη νά κεράση όλους όσους βρί­ σκονται υέσα στο «Τζαμί.» γιά λογαριασμό του. — Απόψε κερνάω όλο τον κόσμο!, λέει ό γίγαντας. "Ο­ λοι θά πιούνε εις υγείαν των Ελευθέρων Ινδών καί τού φί­ λου μου του Ταγκόρ! "Οποι­ ος δεν πιεΐ θά τού κόψω τά πόδια! "Ολοι γελάνε, εκτός απ’ τον Μάξγουελ. Έ! "Οχι καί ώς έικεΐ! Νά καταντήση νά π.ή καί εις υγείαν τού Ταγκόρ ί Αυτό πάει πολύ. Ή αξιοπρέ­ πεια του ώς συντοτγματάρχη

17

δεν τού τό επιτρέπει. Αλλά ό ταβερνιάρνης έχει φέρει κιό­ λας μπροστά του ένα γεμάτο ποτήρι καί ό Μαλαμπάρ ση­ κώνει τήν κανάτα καί δίνει τό σύνθημα. _ — "Ολοι ορθοί καί όπως είπαμε!, φωνάζει. "Ολοι σηκώνονται κρατών­ τας τά ποτήρια στά χέρια τους κι’ ετοιμάζονται νά πι­ ουν, αλλά δεν προφταίνουν. Μιά άγρια μεταλλική φωνή γε μίζει τήν ταβέρνα. — "Ολοι τά χέρια ψηλά καί ακίνητοι! "Οποιος θά 5οκιμάση νά παραικούση,, θά πό­ ση αμέσως νεκρός μ3 ένα κο­ φτό μολύβι στήν καρδιά. Μι­ λάω σοβαρά καί δεν άστειεύουμαι... Ξαφνιασμένοι γυρίζουν πρός τό μέρος όπου έρχεται ή φωνή καί, καθώς βλέπουν τον κακομούτσουνο 51 νδό νά κρστάει τά δυο πιστόλια στά χέ­ ρια καί νά τούς σημαδεύει, παγώνουν. Ό Ταγκόρ, πού, άπορραφημένος απ’ τή συζήτησι που κάνει, δεν έχει προσέ­ ξει τί ακριβώς έχει σιιμβή, τι­ νάζεται ορθός καί δοκιμάζει νά βγάλη τό περίστροφό του. — Απάνω τά χέρια, Ταγγόρ!, άικούγεται πάλι ή φω­ νή. Μήν κάνεις τον έξυπνο! Αυτή τή φορά σταματήσανε τ: άστεΐα! Ό Ταγκόρ, σηκώνει τά χέ­ ρια, αλλά τό μυαλό του δου­ λεύει γοργά. Πρέπει νά βρεθή ένας τρόπος ν5 αχρηστεύ­ σουν αυτά τά δυο πιστόλια. "Ολοι σηκώνουν τά χέρια έ­ κτος από τον Μαλαμπάρ. Ό


Άττ«ν«

τ*

χνος

χέρι σ δλ·ι·! ι.

Μάξγουελ ττβοτεινοντος

•ττι·,**λι* *·Υ


20

Τ Α Γ Κ © Ψ

γίγαντας -μοιάζει σά νά δέ­ χτηκε ένα κεραυνοβόλο χτύπη μα και μένει ασάλευτος. — Ή φάτσα σου μου είναι άγνωστη !, γρυλλίζει κυττάζον τας άγρια τον "Άγγλο. Μά ή φωνή σου είναι ή φωνή ενός τταληοϋ μου φίλου. Του λοχα­ γού Μάξγουελ! — ΕΤιμαι συνταγματάρχης τώρα, Μαλοιμπάρ ! „ άποκιρίνεται Φουσκώνοντας άττό μιαν· άσυγκράτητη υπερηφάνεια ε­ κείνος.

— Είμαι ευτυχής, Μάξγου­ ελ !, λέει ό γίγαντας. "Ανέκα­ θεν τό όνειρό -μου ήταν νά δει ρω έναν συνταγματάρχη του άγγλικού στρατού! — Σκασμός!, άγριεύει ό "Άγγλος. Βούλωσε τό στόμα σου και σήκωσε τά χέρια ψη­ λά κτήνος! "Εγώ διατάζω εδώ μέσα! Ό Μαλσιμπάρ γίνεται ξα­ φνικά φρόνιμος καί σηκώνει τά χέρια. Καθώς σηκώνει ό­ μως τις χερούκλες του τά δά­ χτυλά του διπλώνονται γύρω στο φανάρι πού κρέμεται πά­ στο νω άπό τό κεφάλι του ταβάνι καί μέ ·μιά σβέλτα κίνησι τό τραβάει καί τό ξεκολ­ λάει άπό τη θέσι του. Άκούγονται τζάμια πού σπάνε καί γίνεται πηιχτό σκοτάδι. Ό Μάξγουελ βλαστημάει καί δυο γλώσσες φωτιάς βγαίνουν ά­ πό τις κάννες των πιστολιών του προς την κατύθυνσι, όπου πριν ένα λεπτό στεκόταν ό γί­ γαντας. Οί σφαίρες τρυπουν τον άέρα, γιατί ό Μοώαμπάο έχει σαλτάρει πλάγια. Την Ι­

δια στιγμή άκουγεται ή φωνή τού Ταγκόρ. — Μή τόν άφήσης νά φυ­ γή, Μαλσιμπάρ! —Μείνε ήσυχος μικρέ! Δεν θά ξεφύγη !, άπαντάει έκεΐνος. Δυο γλώσσες φωτιάς βγαί­ νουν πάλι άπ" τά πιστόλια τού Μάξγουελ. Μά αυτό πε­ ριμένει καί τό παιδί. "Αμέ­ σως στέλνει τήν άπάντησι μέ τό περίστροφό του. Ό Άγ­ γλος δέχεται δυο σφαίρες στά χέρια καί τά σιδερικά πού κρατάει πέφτουν στο πάτω^μ<χ· — Τόν κρατάω!, φωνάζει ό γίγαντας. Άνάφτε τό φώς. Ανάβουν ένα άλλο φανάρι καί γίνεται φώς. Ό Μαλαμπάρ σέρνει στή μέση τού μα γαζιού τόν Μάξγουελ. Είναι αξιοθρήνητος. Ή μισή ψεύτι­ κη γενειάδα έχει ξεκολλήσει άπό τό πρόσωπό του καί ή άλλη μισή κρέμεται κάτω οστό τό σαγόνι του. Τά ψεύτικα μουστάκια του έχουνε περπα­ τήσει κι" έχουνε πάει στά φρύ δια του. Ή μύτη του έχει γί­ νει σάν μελιτζάνα άπ" τις γρο θιές τού γίγαντα. Μόλις σέρ­ νεται στά πόδια του. ου είχα πη πως θα σε δείρω, Μάξγουελ!, τού λέει ό γίγαντας καθώς προσπαθεί νά τόν κρατήση όρθιο. Καί δέ τό. πίστευες! "Άλλη φορά νά ξερής πώς κρατάω τό λόγο μου. — Δέστε τον!, διατάζει ό Ταγκόρ. Φορτώστε τον σ’ ένα γαϊδούρι καί στείλτε τον στον αντιβασιλέα νά καμαρώοη τά μούτρα του...


Τ Α Γ Κ © Ψ

II

— Τί; θά τον άφήσουιμε τα! Ετοίμασε μονάχα ζεστό νερό, γιατί πρέπει νά βάλω ζωντανό; ρωτάει κάποιος. —Δέ χρειάζεται νά πάθη κάμποσες κσμπρέσσες στη μύ περισσότερα!,, λέει ό Ταγκόρ. τη ιμου απόψε. "Έτσι πού τον κατάντησε ό — ΕΤναιι έτοιμες οί κομΜαλοιμπάρ θά μείνη πάνω α­ πρέσσες συνταγματάρχαιμου! πό δυο μήνες στο κρεβ-βάτι. αποκρίνεται αυτός καί χαμο­ Κάνετε δ/Τΐ σάς λέω. γελάει πονηρά. Τά είχα έτο Κι3 υστέρα από λίγο, όταν μα δλα από νωρίς καί σάς πε­ ρί μένα... έχουν φορτώσει τον λιποθυμι σμένο Μάξγουέλ σ’ ένα γαϊ­ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ *Ή δούρι πού φεύγει και κατηφο­ ΘΑΝΑΤΟΣ ρίζει τρέχοντας προς τό κέν­ τρο τής πόλεως, τό παιδί γυ­ ^■ΐρΣΤΕΡΑ από δυο μέρες, ξέσπασε ή μεγάλη έξέρίζει στούς τρεΐς Ινδούς πού Ά γερσις τού Δελχί. Πριν μιλούσε προηγουμένως. ξημερώση., σύμφωνα μέ τίς ο­ — Λοιπόν/ είμαστε σύμφω δηγίες τού Ταγκόρ, ώπλισμένοι; Σέ δυο μέρες. νες αμάδες από Ι νδούς στρα­ —Σύμφωνοι σέ δυο μέρες! τιώτες ξεχύνονται από διάφο­ απαντούν αυτοί. ρα σημεία τής μεγάλης πολι­ — Κλείστε τό μαγαζί καί τείας στούς δρόμ ους μέ κ ρού­ σκορπιστήτε τώρα. Δεν είναι γες :" άπίθογο νάρθουν οί Εγγλέ­ — Ελευθερία ή Θάνατος! ζοι νά κάνουν έπίσκεψι. — Κάτω οί "Άγγλοι! "Έβω από την ταβέρνα πε­ -— Δέν θέλουμε πιά νά εί­ ριμένουν τά δυο άλογα. Ό μαστε αποικία! Ταγκόρ κι5 ό Μαλαμπάρ σαλ— Αυτοδιοίικησι! Ανεξαρ­ τάοουν απάνω τους καί ξεκι­ τησία !... νούν καλπάζοντας μέσα στ ή Οί ισχυρές δυνάμεις όμως νύχτα. Την ίδια πάνω κάτω ώ­ τού Αγγλικού στρατού, πού ρα ό Μάξγουέλ πού έχει συ­ βρίσκονται όλες αυτές τίς μέ­ νελθεί· στο μεταξύ φτάνει καρες σ’ επιφυλακή, κρατούν τά βάλλα στο γαϊδούρι έξω άπο επίκαιρα σημεία καί απαγο­ τούς στρατώνες όπου βρίσκε­ ρεύουν την κάθοδο των ένο­ ται τό γραφείο του. πλων προς τό κέντρο τής πρω — Λοχία!, φωνάζει άγρια. τευούσης. Σημειώνονται οί Ό λοχίας τρέχει κοντά του πρώτες συγκρούσεις καί από καί, καθώς βλέπει τά άπερίτή στιγμή εκείνη ό αέρας γε­ γραπτα χάλια του,, χλωμιάζευ μίζει από βροντές. Τά πολυ­ Δεν ξέρει άν πρέπει νά γελάβόλα καί τά αυτόματα σκορπί ση μ5 αυτά πού βλέπει. ζουν τό θάνατο κι" από τίς — Συνέβη τίποτα άσκηρο δυο πλευρές. Τά μαγαζιά δέν στον κ. συνταγματάρχη; ρω­ ανοίγουν καί τά γυναικόπαι­ τάει. δα, κλεισμένα μέσα στά σπί— "Οχι. Δέ συνέβει τίπο­


Τ Α Γ Κ Ο Ρ

τια, περιδένουν μέ αγωνία την έκβσσί τού.άγώνα που άρ­ χισε. Οι δρόμοι δπου δεν . γί­ νονται μάχες/ είναι έρημοι και πολλά από τά δημόσια κτί-' ρια καίγονται. Τεράστιες φλό γες και μεγάλα σύννεφα μαύ­ ρου καπνού σκεπάζουν την ττό λιτεία. Ό δαίμονας τής κατα­ στροφής και τού θανάτου φτε·* ρ οργίζει πάνω ’άπό’ την ινδική πρωτεύουσα... . . · ' ’. Κατά το μεσημέρι, ή νίκη φαίνεται δτι κλίνει προς το μέ ρος των "Άγγλων. Οι Επανα­ στάτες Αρχίζουν · νά λυγάνε. Και τότε άπ’ τό δημόσιο δρό­ μο έρχονται, καλπάζοντας- οί Ελεύθεροι "Ινδοί. Είναι χί­ λιοι καβαλλάρηδες ώπλισμένοι ως τά δόντια μέ επικεφα­ λής τον Ταγκόρ καί τον Μαλρμπάρ,, .αποφασισμένοι νά νικήσουν ή .νά πεθάνουν... —.Εμπρός, λεβέντες!, φω νάζει τό ήρωϊκρ παιδί. /Αρ­ χίζει ή μάχη! * . . . Είναι ένας πραγματικός σί­ φουνας.. -"Ενα ασυγκράτητο ανθρώπινο ποτάμι . που δέν': .μπορεί τίποτα νά τό σταματήση. Τά αγγλικά τάνκς, που. προσπαθούν νά τούς κόψουν τό δρόμο, κυριεύονται" τό’ ένα ύστερα από τό άλλο καί χρη­ σιμοποιούνται τώρα απ’ τούς επαναστάτες. Οι -νεκροί γεμί­ ζουν τις μεγάλες πλατείες καί. τούς δρόμους.. Τά βογγητά των πληγωμένων- άκούγονται παντού. Οί ’ σφαίρες, πηγαινο­ έρχονται σαν χιλιάδες σφήκες στον άέρα καί σφυρίζουν α­ παίσια, · σκορπίζοντας τό θά­ νατο. .Τό άπαγε μα οί "Άγγλοι

αρχίζουν νά υποχωρούν πρό.ς τά γύρω υψώματα. Στο ανά­ κτορο τού αντιβασιλέα σηκώ­ νουν άσπρη σημαία. Οί Ινδοί, πατριώτες, πού τό έχουν κυ­ κλώσει άπ" όλες, τις πλευρές, ζητούν νά τό πυρπολήσουν. — "Όχι!, φωνάζει ό Ταγ­ κόρ όρθιος απάνω ίττό κάτα­ σπρο άλογό- Του;. Θά υπαγο·’ ρευσουιμέ τούς όρους μας! Δέ βλέπετε τη λευκή σημαία; Κά νουμε έναν τίμιο πόλεμο καί είμαστε υποχρεωμένοι νά σε-· βαστούμε/ τον αντίπαλο πού . ζητάει ανακωχή! Ή · αυστηρή φωνή τού παι­ διού συνεφέρνει τούς πιο ευέ* · ξαπτούς καί γίνεται ησυχία.· Εκείνοι πού ζητούν νά βάλουν φωτιά στο ανάκτορο ■ καταλα­ βαίνουν πώς ό νεαρός αρχη­ γός τους πού τούς μιλάει έτσι έχει δίκηο,: -— Μαλαμπάρ διατάζει ό Ταγκόρ. Φέρε τον Δάσκαλο. Ό γίγαντας πού βρίσκε’ται πάντα .κοντά στο Έλλη' νόπουλο απομακρύνεται καί έπιστρέφει ύστερα από λίγο. .Δίπλα του, απάνω σ’ ένα’ή­ μερο άλογο, βρίσκεται ό με• γάλος Γκάντι. Ό φιλόσοφος καί· π’ρώτος ηγέτης τής 3Ι νδι­ κής έπαναστάσεως. Τά πλή­ θη αναγνωρίζουν τον λιγνό αυτόν γεροντάκο μέ τό .ξυρι­ σμένο κρανίο καί -τά- χοντρά μυωπικά γυαλιά στα μάτια· καί - ξεσποϋν σέ ζητωκρανές. Ό Τκάντι συγκινημένος κου­ νάει τά χέρια καί χαιρετάει μέ τό ήρεμο· χαμόγελό του.:. — Ό σεβαστός σέ όλους μας -Γκάντι, φωνάζει ό Ταγ-


? ΑΤ κόρ, θ’ άνέβη στο Ανάκτορο* ώς άντ-ΐΊτρόσωττΌς ταυ _ λοοσυ κά'ΐ θά μιλήση μέ τον άντιβα­ σιλέα. θά του άναπΐύξη τους: ορούς .μας και θά του π ή πώς ζητούμε την Ανεξαρτησία μςος. Άπό. την άπάντησι πού θά του δώση θά έξαρτηθή αν θά συνεχίσουιμε τή μάχη η θά . διάκόψουιμε τον αγώνα. Δέχε• σθε; . \ — Δεχόμαστε! · Δεχάμα-’. στε!, είναι ή άπάντησι. Τότε ό Ταγκόρ συνοδεύει, ώς την πόρτα του ανακτόρου τον Γκάντη τον βοηθάει να ξεπεζέψη από τό άλογο· και του- σφίγγει τό χέρι. Ό φιλό­ σοφος μαζί μέ δυο Αξιωματι­ κούς τών Ελευθέρων Ινδών Ανεβαίνει τις μεγάλες μαρμά­ ρινες· σκάλες καί περνάει στην· κεντρική πόρτα του με­ γάρου... \ . · Μια ολάκερη ώρα περνάει ' σέ μια Αγωνιώδη Αναμονή. Τά .πλήθη πού περιμένουν συγκεν τρωμένα εξόο Από τό Ανάκτορο του Αντιβασιλέως τ.ών Ινδιών Αρχίζουν νά άδημονούν. Πολ­ λοί φοβούνται ότι οι "Άγγλοι έστησαν παγίδα σηκώνοντας άσπρη σημαία καί παίρνον­ τας κοντά τους τον Γκάντι για νά τον έχουν αιχμάλωτο καί όμηρο. Ό Μαλαιμπάρ. έχει γίνει πολύ..νευρικός. Κι5 ό ϊδιός .ό Ταγκόρ Αρχίζει- τώρα ■ ν’ Ανησυχή. ■ "Ομως ξαφνικά γίνεται μια νεκρική σιγή/ Οί μεγάλες μπαλκονόπορτες -του Ανακτό­ ρου Ανοίγουν καί εμφανίζεται > ό. Πκάντι.' Πλάϊ του ^χλωμός στέκει ό Αντί βασιλεύς. Ζητω­

κραυγές δΡνουν τον Αέρα. Κι" όταν επί τέλους - ξαναγίνεται ησυχία, Ακούγεται σοβαρά1 καί έπίοτιμα ή φωνή τού με­ γάλου ήγέτη: · — Συμπατριώτες! Ό Αν­ τί βασιλεύς δέχτηκε τούς ό­ ρους μας. Μέσα σέ διάστημα λιγώτερο Από δυο μήνες· οι·; • "Ινδίες θά είναι Ανεξάρτητες. Ό Αποικιακός·· ζυγός κατσργεΐται καί.θά -είμαστε ελεύθε­ ροι νά διευθύνουμε όπως εμείς θέλουμε· τις τύχες- μας. Ό Αν• τιβασιλεύς επικοινώνησε μέ τό· Λονδίνο καί έχει κατ" Αρ­ χήν την έγκρισι τής Αγγλι­ κής Κυβερνήσεως. ■ · ' · Τό πλήθος ξεσπάει- σέ· νέ­ ες ζητωκραυγές κι" ένας Ασυγ■ κράτητος ενθουσιασμός άπλώ νεται σ’ όλη την πόλη-καθώς Από στόμα σέ. στόμα μεταδύ δεται ή εΐδησις. Ό λαός μα-, ζί μέ τους πατριώτες πολεμι-' στες καί τους Ελεύθερους "Ιν­ δούς Αποθεώνουν τον . Γκάντ ι καί τόν Ταγκόρ. ι—"Επί τέλους κερδίσαμε!, λέει ό Μαλαμπαρ.. — Είναι, τό. πρώτο βήμα προς τή νίκη, συμφωνεί ό Τον κόρ. "Ομως θά βρισκόμαστε πάντα σέ επιφυλακή γιά κά­ θε ενδεχόμενο. Οι "Εγγλέζοι, ξεχνούν πολλές, φορές ,τίς, .υ­ ποσχέσεις τους.· ·· "Ολη τήν υπόλοιπη μέρα οί "Ινδοί Πανηγυρίζουν καί · τή νύχτα ; τό 1 Ελληνόπουλο μέ τούς ."Ελεύθερους "Ινδούς· ξα­ ναγυρίζουν ’στό στρατόπεδό τόυς, στο δάσος μέ τά μπάμπού, .


14

ΤΑΓΚΟΊ

— Και τώρα καιρός νά ει­ δοποιήσουμε τον μαχαραγιά Νιρούκτα·, λέει τό παιδί, γιά τή νίικη μας. Θά πάμε παρέα., Μαλαμπάρ, νά τον δούμε... ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΝΤΙΡ - ΧΟ

ΜΑΧΑΡΑΓΙΑΣ όμως ικα] ή μελαχροινή Ζαν γκάρ ή άμορφη κόρη του και άρραβωνιαστηκιά τοϋ θρυλικού Ταγκόρ δεν είναι πια στη βίλλα τους. Ό σατα­ νικός αρχηγός τών Τέγκ, ό αι­ μοφόρος Ναντίρ - Χό, πού ο­ νειρεύεται πάντα νά κάνη δι­ κό του τό χρυσάφι τοϋ Νιρού­ κτα, τούς έχει στά χέρια του. Την ίδια μέρα πού ή μάχη έχει φουντώσει στο Δελχί, ό Ναντίρ - Χό, καί οι συμμορί'τες του,, ξέροντας πώς ό Ταγκόρ κρί ό Μαλαμπάρ βρίσκον­ ται μακρυά, περικυκλώνουν Ίην ερημική έπαυλι καί εξον­ τώνουν ύπουλα τή φρουρά της. "Υστερα, αιχμαλωτίζουν τον Νιρούκτα καί την Ζανγκάρ, τούς φορτώνουν στά ά­ λογα καί καλπάζοντας εξαφα­ νίζονται... Καί τώρα οι δυο αίχμάλωτοι πατέρας καί κόρη βρί­ σκονται δεμένοι χειροπόδαρα ο5 ένα σκοτεινό καί υγρό υπό­ γειο τής συμμορίας., στην μι­ κρή πόλι "Αρντεκ. —Τήν τελευταία φορά τού συναντηθήκαμε, λέει χαμογε­ λώντας κοροϊδευτικά ό Ναν­ τίρ - Χό στο κορίτσι, σ’ είχα αφήσει στο κλουβί ενός λιον­

Ο

ταριού (*). Μά εσύ κι5 ή πα­ ρέα σου ό Ταγκόρ καταφέρα­ τε νά ξεφυγετε. ?Ηταν τό τε­ λευταίο κόλπο σας. Τώρα κα­ νείς δε θά μπόρεση πιά νά σάς πάρη ζωντανούς άπό τά χέρια μου... — Τί' ζητάς άπό· μάς πάλι, ληστή; τον ρωτάει ό Νιρούκτα. Ό συμμορίτης σουρώνει τά φρύδια του καί μιά αστραπή λύσσης περνάει άπό τά σκού­ ρα μάτια του. Σηκώνει τό χέ­ ρι νά χτυπήση τον μαχαρα­ γιά μά_ συγκρατεΐται. -έρει πώς τό συμφέρον του είναι νά μήν εκτραχύνη τά πράγματα. Προσποιείται λοιπόν τον άδιάφορο καί έξαικολουθεί νά χα­ μογελάει. — Αυτό νομίζω πώς τό ξέ­ ρεις, Νιρούκτα! "Εχουμε κου­ βεντιάσει γιά τό ίδιο ζήτημα πολλές φορές. Θέλω νά μάθω πού βρίσκεται έκείνο τό σεν­ τούκι με τό χρυσάφι καί τις διαμαντόπετρες,, πο*υ έχεις κρυμμένο στή ζούγκλα. — Αυτό δε θά τό μάθης ποτέ!, φωνάζει τό κορίτσι. — Έσύ νά μ ή ,μιλάς δτα^ κουβεντιάζουν οί άντρες!, τήν κόβει άγρια ό Ναντίρ. "Υστερα γυρίζει πάλι στον Νιρούκτα. — Σκέπτομαι, μαχαραγιά, συνεχίζει, νά κάνω ένα ταξί­ δι ως τήν Αμερική καί τά χρυ σαφικά ,μού χρειάζονται. Μοϋ είπανε πώς εκεί οποίος έχει λεφτά ζή καλά. "Αν μού άρέ(*) Διάβασε τό τεύχος: «Στο κλουβί τών λεόντων».


ΤΑΓΚ0Ρ ση, μπορεί νά εγκατασταθώ μονίμως στη Νέα Ύόρκη η σέ καμμιά άλλη απ’ τις πολιτεί­ ες καί δεν θά με ξαναβρής στο δρόμο σου. Αναστενάζει·. — Βλέπεις πώς σου άνοίγω την καρδιά μου κα!ί σου λέω δλα μου τά σχέδια. Κι5 εσύ λοιπόν πρέπει νά ψανης εντάξει άπέναντί μου. ΓΊές μου που έχεις κρυμμένο τό χρυσάφι και τά διαμάντια καί υστέρα δεν θάχης νά φοβηθής τίποτα. Κάποτε ήθελα νά πά­ ρω τη θέσι σου καί νά γίνω μαχαραγιάς τού Κασμίρ κι" ήταν μιά ευκαιρία γιά μένα. Τώρα που σέ κυνηγάνε οι Εγ­ γλέζοι. Μά δεν ενδιαφέροιμαι πιά γιά τέτοια πράγ'ματα. °Οπως δεν σοϋ ζητάω πιά την κόρη σου γιά γυναίκα μου, άφού ξέρω πώς αγαπάει εκείνο τό παληόπαιιδο τον Ταγκόρ. — Αυτό τό παληόπαιδο ό­ μως, όπως τό λες έσυ, πολε­ μάει τώρα γιά την έλευθερία τής πατρίδας μας!, φωνάζει τό κορίτσι. Πολεμάει παλληκαρίσια καί δεν τά βάζει μέ γέρους καί γυναίκες όπως οι Τέγκ. Ό Ναντίρ - Χό ξυνίζει τά μούτρα του καί δαγκώνει τά χείλια. — Έχεις μεγάλη γλώσσα:, Ζανγκάρ, καί θά ρετανοιώσης! τής λέει*. — Ζανγκάρ!, τη μαλλώνε» κι5 ό πατέρας της πού φοβά­ ται γιά τη ζωή της. — Λοιπόν τί λές; ρωτάει ό ληστής. Σέ προειδοποιώ πώς, άν άρνηθής νά μού απο­

25

κάλυψης πού έχεις κρυμμένο τό θησαυρό, θά πεθάνη ή ό­ μορφη κόρη σου! Θά στενοχωρηιθής, φυσικά, που θά την βλέπης μπροστά σου νά σπα ράζη καθώς θά την βασανί­ ζουν. Μά δέ θά φταίω εγώ. Λοιπόν θά μ Κλήσης; -— Μη μιλήσης πατέρα! Τό χρυσάφι καί τά διαμάντια ίάνήκουν στην πατρίδα μας. Μ5 αυτά άγοράζουμε όπλα καί πυρομαχ ικά γιά νά πολε­ μήσουμε τούς "Άγγλους! Δέν έχεις δικαίωμα νά τά παραδοόσης σ’ αυτόν τον ληστή ! Ό Ναντίρ χαμογελάει α­ παίσια. Τά μάτια του στενεύ­ ουν καί αστράφτουν γεμάτα απειλή. — ΕΤσαι ή πιο κουτή γυ­ ναίκα τού κόσμου, Ζανγκάρ 1, τής λέει. Προτιμάς λοιπόν νά σέ κρεμάσουν σ’ ένα τσιγκέ­ λι καί νά σέ γδάρουν ζωντα­ νή; "Άν είναι έτσι, δέν έχω άντίρρησι. Χτυπάει τά χέρια του. Δυο μεγαλόσωμοι Τέγκ, γυμνοί ώς τη μέση, μπαίνουν στο υ­ πόγειο κρατώντας δυο γυρνά κοφτερά σπαθιά στά χέρια τους. — Ή μικρή είναι λίγο πει­ σματάρα! , τούς λέει. Θέλω νά την περιποιηθήτε όπως τής αξίζει. "Εμπρός! Τό κορίτσι νοιώθει μιά φο­ βερή παγωνιά σ’ ολάκερο τό κορμί της, καθώς βλέπει τούς δυο δημίους νά την πλησιά­ ζουν. — Μιά στιγμή, Ναντίρ!, λέει ό Νιραυκτα μέ φωνή πού τρέμει. Άφησέ με νά σκεφτώ.


26

Τ Α Γ £ Ο Ρ

Δεν. θέλω νά 'γίνίο εγώ αφορ­ — Είμαστε χαμένοι !, ανα­ μή να πεθάνη ή κόρη μου. Δό στενάζει ό μαχαραγιάς καθώς σε μου- μια" προθεσμία. .. ■' βλέπει τούς Τέγκ νά φεύγουν. Ό· αρχηγός των Τέγκ.. τον •Έχει- ψυχή φαρμακερού φι­ κυττάζεΓ λοξά. · . . διού και τίποτα ·δέ· μπορεί- νά . ·.— "Εστω!, λέει, ύστερα άτον σταματήση! . πό μικρή σκέψι. Θ.σ-σοϋ κά­ «ΚΑΡΝΤΕΚ... ΚΑΡΝΤΕΚ...» νω κγ αυτό το χατήρι., μαχα­ ραγιά. Σου δίνω. προθεσμία ΑΘΩΣ . ξεπεζεύουν . έξω δυο μέρες. Να το ξερής πώς ·. άπό την έπαυλι τοΰ .Νίδεν θά περιμένω περισσότερο. . ρουκτα, ό Μαλαμπάρ. Σ’ αυτό το μεταξύ θά μείνετε Κι5 ό Ταγκό ρ νοιώθουν ένα χέ­ δεμένοι σε τούτο τό υπόγειο. ρι νά τούς σφίγγει τήν .καρ­ Μή δοκιμάσετε· νά'κάνετε φα­ διά. --Τρεΐς άπό τούς άντρες σαρίες.· "Εχω. αφήσει στο φύ-, τής φρουράς είναι ξαπλωμένοι •λσικα' εντολή νά. σάς σφάξη,.αν στήν εξώπορτα νεκροί. θέλ,ετε νά παραστήσετε τούς · . —/Εδώ μέσα έγινε .μακελέξυπνους..'.' - '·· λειό 18. φρυλλίζει ό γίγαντας. Γυρίζει προς τούς δύο δή­ Ό Ταγκόρ σκύβει καί εξε­ μιους. ··' ·: . . — Πάμε!, τούς λέει.,.. τάζει τά πτώματα. ’

Ο ά*^ηγός των Τέγκ δεν θά υττ®οέση νά κάνη κακό τπά σέ κανένα.


ΤΑΓΚΟ ψ:·

Ό Νι.οοΟκτα τους έκανε γαμήλιο δώρο τον θρόνο .του -μαχαραγιά . . του Κααμίρ. ,' . . .*

-—. Είναι-χτυπημένοι ,μέ. μςχ χάΐρι, λέει. · Με γοργό, βήμα και· γεμά­ τοι · άσκημα προαισθήματα, διασχίζουν την αυλή·... Νά κι’’* ένας ■ άλλος 51 νδός τής φρου- ’ ράς του μαχαραγιά νεκρός. ■ Νά ικΓ άλλος πίό εκεί. Οι πάρ-. τες τής βίλλας είναι ανοιχτές-. Ό Ταγ^όρ τρ(γυρνάει έξαλλος • άπό την αγωνία όλα τά δω­ μάτια. Δεν υπάρχει. κανείς. "Ολοι αί άντρες· τής φρουράς σκοτωιμένοι· κι" ό Νιρούκτα ■·<* . ή όμορφη Ζανγκάρ έχουν γίνει άφαντοι. Μια φοβερή απελπι­ σία κυριεύει; τό παιδί καί τον γίγαντα. Τά μάτια τού 'Ελληνόπουλου είναι- κιόλας υγρά. Θά τούς σκοτώσουν κι* αυτούς!., λέει ό Μαλαμπάρ.

Βρήικαν την ευκαιρία.- Άές νάναι δουλειά των Εγγλέζων;, Τρ παιδί-δεν απαντάει. "Ε­ να άδύνοοτο βόγγητό. ακούγεται κάπου άπρ·τό; μέρος τής' αυλής.. Τρέχουν. Τό βογγητό άκούγεται δυνατώτερα. . "Έρ­ χεται από την αποθήκη. Με. δυό' βήματα ό Μαλαμπάρ ε-. χει Φτάσει-εκεί καί ανοίγει τήν πόρτά.* Κάτω στις πλάκες, μέ μιά μεγάλη πληγή στο στή­ θος ,. β ρίσκ ετ α ι μ ιά · γρηά ύπη-. ρέτρια. · Ή Άϊσ.ά! ,,'*ξεφωνίζει;. Ή παραμάνα τής-ΖανγκάρΤ Ή γρηά είναι έτοίμοθάνατη. Τό παιδί-, πού έχει φτάσει τώρα τον γίγαντα, σκύβει καί τήνρνασηκώνει.,


28

Τ Α Γ Κ © Ρ

— Μ" οοκους; τή ρωτάει μέ αγωνία; Είμαι ό Ταγκόρ πού σέ ρωτάω. Πες μου, τί έγινε εδώ; — Ό Ναντιρ - Χό... Οί Τέγκ..., λέει μέ ξεψυχισμένη ψωνή ή γυναίκα. ?Η.ρθα^ μέ τ3 άλογα καί πήρανε την Ζανγκάρ καί τον πατέρα της. — Γιά που τράβηξαν;

Ή γυναίικα πνίγεται από τον επιθανάτιο ρόγχο. * Αγωνί­ ζεται να ιμιλήση. 3Αίλλά δέ μπορεΐ. — Γ ιά τό όνομα του Θεού !, παρακαΐλεΐ ό Ταγκόρ.. ΆΧσά, ακόυσες για που ήταν νά πά­ νε; Μίλησέ μου, "Αϊσά... Ή γυναίικα κάνει μια τελευ­ ταία προσπάθεια. — Καρντέκ,, λέει. Καρντέκ. Τό πρόσωπό της συσπάται άγρια καί μένει άκίνητηι. — Πέθανε!, λέει τό παιδί καί άφίνει απαλά τό παγωμέ­ νο κορμί της στίς πλάκες. — Δέν πρέπει νά χάνουμε καιρό!, μουγγρίζεν ό γίγαν­ τας. Τό Καρντέκ είναι ή σφη­ κοφωλιά των Τέγκ. Πρέπει νά βιαστούμε... — "Εμπρός, Μοολαΐμπάρ 1 είμαι έτοιμος !, αποκρίνεται ό Ταγκόρ καί σαλτάρει στ3 ά­ λογό του. Αυτή ή φορά θά εί­ ναι ή τελευταία πού έπαιξε μαζί μας αυτός ό ληστής, ό Ναντιρ - Χό... — Φτάνει νά τούς προφτάσουμε ζωντανούς!, λέει μέσα από τά δόντια του εκείνος κα­ θώς πατάει τά σπειρούνια στά πλευρά του άλογου του...

ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟ ΤΩΝ ΤΕΓΚ

ΤΟ^χωριό, όπου έχουν τό στρατηγείο τους οι Τέγκ, αυτή την εποχή, φτάνουν αργά τή νύχτα. Είναι κατά­ κοποι από τον μακρυνό δρόιμο καί ό γίγαντας... διψάει! Στέ­ κουν λοιπόν σ3 ένα φτωχικό πανδοχείο πού βρίσκεται στην είσοδο του Καρντέκ καί ζη­ τάνε κάτι νά ρίξουν στο στο­ μάχι τους. Τούτο είναι μιά κα­ λή σύμπτωση γιατί μέσα στο πανδοχείο αυτό υπάρχουν α­ νάμεσα στους άλλους καί με­ ρικοί μεθυσμένοι,, πού φαίνε­ ται από τις κουβέντες τους δ" τι ανήκουν στη συμμορία των Τέγκ.. Ό Ταγκόρ καί ό Μοολαμπάρ για κάθε ενδεχόμενο παίρνουν προφυλακτικά μέτρα. Δέν πρέ πει νά τούς αναγνωρίσουν. "Α­ ποφεύγουν νά δείξουν τά πρό­ σωπά τους καί κάθονται σέ μά γωνιά, πού δέ φωτίζεται καί τόσο καλά. Ό γίγαΐντας παραγγέλνει μαζεμένες τρείς οκάδες κρασί καί τις κατεβά­ ζει μονορούφι καί πλαταγίζει τή γλώσσα του ευχαριστημέ­ νος. — Τώρα πού ξεδίψασα, λέει στον ταβερνιάρη πού τον κυττάζει μέ γουρλωμένα μά­ τια, φέρε μου κάτι νά φάω. Ή παρέα τών Τέγκ είναι στήν απέναντι πλευρά τού παν δοχείου καί, καθώς τρώνε, ό Μαλαμπάρ καί τό παιδί πα­ ρακολουθούν τίς κουβέντες τους. Δέν χρειάζεται άλλωστε καί μεγάλη προσπάθεια. Κου-

Ε


<*®»ίΚΐ*ί«ίί*?

1?

Α ϊ* Κ § Ψ

ί&\ή[ά£βυν μεγαλόφωνας κώί δεν νοιάζονται άν τούς άκόύ-' νε και άλλοι. "Ολόι στο Καρντέκ φοβούνται τούς Τέγκ και τούς τρέμουν. Κανείς δεν τολ­ μάει να τά βάλη μαζί τους. — Που λες... Έιμέινα μου είπε ό Ναντίρ την αλήθεια. Ό γέρος φαίνεται πιο μαλα­ κός καί θά μάς δείξη την κρυ­ ψώνα. Γι’ αυτό τούς1 έδωσε καί προθεσμία να σκεφτοΰνε. Αύ­ ριο τό βράδυ θά γυρίση τά ττάρη. την άπάντησι. — Δόξα σοι ό Θεός!, ανα­ στενάζει ό Ταγκό ρ πού άττ’ αυτά πού ακούει καταλαβαί­ νει οτι ό μαχαραγιάς κι5 ή Ζανγκάρ είναι ζωντανοί. Φτά­ σαμε εγκαίρως... —- Δεν τά ξέρεις καλά τά πράγματα!, λέει ένας άλλος τώρα. Ό Ναντίρ - Χό έχει έ­ να έξυπνο σχέδιο. "Οταν μάς δείξη την κρυψώνα ό Νιρούκτα καί βάλουμε στο χέρι ’τό χρυ­ σάφι καί τά διαμάντια του, δεν θά τον άφήση ελεύθερο. Ούτε αυτόν,, ούτε έκείνή την όμορφούλα τη Ζανγκάρ. Τό γέρο θά τον παραδώση στους Εγγλέζους νά τον κρεμάσουν καί θά τσεπώση κι’ από έκεί τό παραδάκι. "Οπως ξέρεις, ό 5 Αντί βασιλεύς πληρώνει γιά τον Νιρούκτα είκοσι χιλιάδες ρούπι ες. — Φσσσς!, κάνει ένας άλ­ λος από την παρέα τών Τέγκ. Πολλά λεφτά! — Ναι. Πολλά λεφτά! ’Άς άφήσουιμε καί τά. λεφτά που θά ττάρη. από την κοπέλλα. Οά την πουλήση γιά σκλάβα καί

■► Ό Μαλαμττάρ, ΐτού τταρο κολουθεΐ μέ την άκρη του μα,ιου του ©κείνους πού κουβεν­ τιάζουν καί ακούει τή συζητησι, σκύβει στ3 αυτί του Ταγκόρ. — Μέ τρώνέ οί φούχτες μου!, του λέει χαμηλόφωνα. Τί λές; Νά σηκωθώ νά τούς διαλύσω; Τό παιδί δαγκώνει τά χεί­ λια του. — "Οχι κουταμάρες, Μαλσι.μπάρ !, αποκρίνεται. Μόνος σου τό είπες πριν πώς εδώ βρισκόμαστε στη σφηκοφωλιό τών Τέγκ. Τό πράγμα χρειά­ ζεται υπομονή καί πονηριά. Πρέπει ν’ απελευθερώσουμε τή Ζανγκάρ καί τον Νιρούκτα, χωρίς νά τούς εκθέσουμε σέ κίνδυνο·. "Έπειτα, δεν ξέρουμε ρκόμα που τούς κρατάνε φυ­ λακισμένους. ’Άν αρχίσουμε από τώρα τις φασαρίες, θά τά κάνουμε θάλασσα... Ό γίγαντας ξεφυσάει στε­ νοχωρημένος καί κατεβάζει μιά ακόμα οκά μονορούφι. Φυ­ σάει καί ξεφυσάει, μά δεν θέ­ λει νά παρακούση καί τον Ταγκόρ. -—Θά μέ πιάση λόξυγκας :, γκρινιάζει. "Άφησε με τουλά­ χιστον νά βρώμιά άλλη άφορμή γιά νά τούς δείρω! — Φύλαξε την ορεξί σου γιά άλλη φορά, Μαλαμπάρ!, τον μαλλώνει τό παιδί. Νάτοι κιόλας! Σηκώθηκαν νά φύ­ γουν. Θά τούς πάρουμε τό κα­ τόπι καί θά μάθουμε που μέ­ νουν. ’ Εκεΐ θά κρατανε σίγσυ*


' ? Α Γ Κ' 0 Ρ τάει ένας Τέγκ πού τόν βλέ­ πει παραξενεμένος. -—Έδώ είναι τό σπίτι τού αφέντη τού Ναντίρ - Χό τού πολυχρονεμένου; ρωτάει ό '·· γκαμήλιέρης.. — Ναι. 5Εδώ είναι, λέει έ­ νας άλλος. —' Έ ! Τότε καλά σταμά­ τησα σέ τούτη τήν-πόρτα. Ό αφέντης Ναντίρ στέλνει αυτό τό μπαούλο. Σάς παραγγέλ­ νει νά τό κρατήσετε μέσα στό •σπίτι καί νά ιμή τό πειράξετε. "Οταν θά γυρίση, θά σάς" έξηγήσηι ό ίδιος για τί πράγμα πρόκειται. - ' — Μά ό Ναντίρ ,- Χό έρ• χεται άπόψε. Γιατί "έστειλε έ■ σένα νωρίτερα; _ .·· Ό άράπης σηκώνει, τά μά­ τια στον ουρανό.. —- Μά τόν Αλλάχ δεν ξέ­ ρω, τό γιοπί, άφεντάδες μου.! "Οταν 'έρθη- τόν ρωτάτε καί σάς λέει. "Εμένα μού είπε νά φέρω τό* μπαούλο -καί τό έφε­ ρα. Τίποτα άλλο δεν· γνωρΜ ,ζω. -Αλλάχ Μασαλλάχ... -— 'Άν είναι έτσι, φέρτο ;ΤΟ ΤΕΛΟΣ* - ' μέσα!, λέει ανύποπτος ό ΕΝΟΣ ΛΗΣΤΗ . • Τέγκ, 1 ΗΝ ΑΛΛΗ -μέρα ί& με­ Ό γκαμήλιέρης ξεφορτώνει σημέρι, ένας άράπης από τό ζώο τό μπαούλο, τό γκαμήλιέρης έρχεται.καί άψίνει ,μέσα στό σπίτι καί φευ-, στέκει εξω από την πόρτα τ,ού γει. Καθώς; στρίβει όμως την σπιτιού, όπου έχουν τό στρα­ απέναντι γωνιά κι* όταν δεν τηγείο τους ο! Τέγκ. . ΚρΡτάει Τσν βλέπουν πιά οί Τέγκ,. άάττό τό χαλινάρι μια ψωριάριφίνει τό ηλίθιο ύψος που έχει καί ’ γίνεται άλλος άνθρωπος. κη γκαμήλα. Ή* γκαμήλα -έ­ Τώρα κάτω από την έκφρασι χε·* τρεΐς καμπούρες, καί άλ­ τού μουτζουρωμένου αυτού λο ίθωρα'μάτια. Κι’, απάνω στις καμπούρες είναι φορτω­ ■• μούτρου, όλοι μπορούν νά· α­ μένο .ένα μεγάλο μπαούλο.· ναγνωρίσουν τόν.Μαλαμπάρ.’ — Αυτό πού -σοφίστηκε ό ■·' -— Ποιόν ζητάς άράπή; ρω­

ρα-και τούς'δυο φίλους μας. • ·. —·Έν τάξει, Ταγκόρ.!, λέει ρ γίγαντας .Καί αρχίζει νά τρώη τά νύχια του. Θα κάνω ’ υπομονή. ' ; • "Υστερα από λίγο·, οΐ Τέγκ ττρύ συνεχίζουν ακόμα τήνκο.υ · βέντσ το'υς μεγαλόφωνα, βγαί. νουν στο δρόμο.·.. Βαδίζουν ξέ­ γνοιαστα καί γελάνε' κάθε τό­ σο... ·* · ' —Φαντασθητε τά· μούτρα που θά κάνη ό γέρος όταν,, κα­ θώς · θά περτμένη νά, φυγή ε­ λεύθερος μέ την κόρη .του, δ ή ■.τούς Εγγλέζους πού θάρθουν, ,νά τον παραλάβουν ·γιά την κρεμάλα! Μά την Μεγάλη Κά;λι, που προστατεύει όλους τους .Τεγκ, δεν θά ήθελα νά ήμουνα στη θέσι του! • Κάτι τέτοια λένε μεταξύ τους κάι' γελάνε καί ούτε λο­ γαριάζουν -πώς δυο ίσκιοι, έ- ' νας άντρας κι3 ένα παιδί,-τούς παρακολουθούν βήμα προς βήμα μέσα στο πηχτό σκοτάδι καί· δεν τούς .αφίναυν από. τά . μάτια τους.

Τ


τία του,, είναι μια τρέλλα. Άλ-' λά δέ. μπορούσε νά γίνη δια­ φορετικά. Πρέπει ώς τόσο νά παραδεχτής,. Μαλαμπάρ, · πώς είναι πολύ έξυπνο' τό κόλπο. Πήγαινε λοιπόν νά πλύνης τά μούτρα σου νά- ξαναγίνης ό­ πως ήσουνα κι’ ετοιμάσου νά ...πιάσης δουλειά!· Θά έχου­ με ωραίο γλέντι απόψε... ..· Τήν ίδια αυτή στιγμή, μέ— σα στο .μεγάλο μπαούλο πού .βρίσκεται · στο σπίτι των Τέγκ, κάτι σαλεύει ελαφρά και δυο μάτια καρφώνονται σέ δυο δυσδιάκριτες τρύπες πού βρίσκονται στό τρίχωμά του. Τά δυο μάτια, πού δεν είναι άλλα, από τά μάτια του Τα­ γκόρ, γιατί τό θρυλικό /Ελ­ ληνόπουλο βρίσκεται μέσα στο μπαούλο, κατασκοπεύουν τά γύρω. Βλέπει χωρίς νά τον βλέπουν. 01 Τέγκ πηγαινοέο- . χονται; αμέριμνοι, γιατί, βέ­ βαια- δεν μπορούν νά φαντα­ στούν δτί τόσο κοντά 'του'ς βρίσκεται τό ήρωϊκό παιδί, πού τόσο πολύ μισούν καί φο-' βούνται.' Πηγαινοέρχονται, κου βεντιάζουν καί . 6 Ταγκόρ κα­ τατοπίζεται. Ξέρει-τώρα πώς πρέττει νά κινηθή καί νά δράση , κεραΰνοβόλα. Πρέπει μονάχα νά βρή την . κατάλληλη στιγ».. μη. Καί ή στιγμή αυτή φτά­ νει τό άπόγεμα.,. "* . . Ό διάδρομος όπου βρίσκε- . ται τό μπαούλο είναι έρημος; Οι περισσότεροι συμμορίτες λείπουν άπό τό σπίττ. Οι άλ­ λοι κοιμούνται, καθώς είναι-με­ θυσμένοι. ακόμα από τό μεση­ μέρι, και μονάχα ένας, ό δε-

σμοψύλακάς, · πού - βρίσκεται μαζί μέ τούς δυο φυλακισμέ1 νους στό υπόγειο, είναι εκεί­ νος πού λογαριάζεται. Αυτός πρέπει νά έξουδετερωθή όσο . γίνεται πιο απρόοπτα καί ά•θόρυβα, πριν προφτάση νά εί-, ' δοποιήση τούς,, άλλους καί πριν προφτάση .νά βλάψή τον μαχαραγιά καί τήν κόρη του. Ό Ταγκόρ αποφασίζει λον -πόν νά δράσή καί, ελευθερώ­ νοντας τό καπάκι που κρατιέ­ ται κλειστό άπό' έναν εσωτε­ ρικό.-σύρτη., βγαίνει άπ? ·τό μπαούλο. Τό ξανακλείνει καί­ με προφυλάξεις -προχωρεί στό βάθος τού σπιτιού, δπου βρί­ σκεται τό υγρό καί σκοτεινό υπόγειο. Μιά πέτρινη σκάλα οδηγεί σ’ αυτόν τον τάφο. "Ε­ να άμυδρό φως φτάνει από κάτω. Ακούει τά βήματα τού δεσμοφυλακα πού πηγαινοέρ­ χεται. Ή πόρτα είναι άνόι-. χτή; Αέν υπάρχει λόγος νά την κλείσουν αφού οΐ δυο αιχμά­ λωτοι είναι χειροπόδαρα δε­ μένοι καί δεν μπορούν νά κι­ νηθούν. Τό παιδί αρχίζει νά κατεβαίνη. Σε κάθε σκαλοπά­ τι όμως στέκεται καί άφουγκράζεται μέ χτυποκάρδι. Στη ' μέση> του έχει ένα πιστόλι.-· ■ Άλλα δέν πρέπει νά τό χρησιμοποιήση παρά μονάχα' σέ ' έάχατη ανάγκη.. Ό πυροβολι­ σμός, είναι επικίνδυνος αυτή τήν ώρα. Θά ακουστή άπ’ τούς ■άλλους. συμμορίτες καί όλοι θά τρέξουν νά δούντί συμβαί­ νει.-· Τότε ή θέσί του θά είναι εξαιρετικά δύσκολη. Άλλα τΤΐό δύσκολη θά είναι ή θέσι τών δυο .φίλων ■ του/ πού ζητάει


η

ΤΑΓΚΟΙ» |5

τώρβ ν' 4ΐΜλ€υθβρώ0ηΐ<« . Κατεβαίνει μΙ^τηλάγια βή­ ματα,* έχοντας πάντα τή ρά­ χη του κολλημένη στον τοί­ χο. "Έτσι ό Τέγκ που βρίσκε­ ται στο υπόγειο δεν μπορεί νά τον δη, Δέ μένουν παρά μονάχα τρία σκαλοπάτια. Τό παιδί λογαριάζει νά έπιτεθή την στιγμή πού ό Ινδός θά τού έχη γυρίσει τά νώτα. "Έ­ τσι δλα θά τελειώσουν πιο εύ­ κολα. "Αλλά τά πράγματα έρχον­ ται ανάποδα. Καθώς κατεβαί­ νει, γλυστράει, παραπατάει καί, χάνοντας την ισορροπία του, πέφτει ανάσκελα στο τε­ λευταίο σκαλοπάτι. Ό δεσμο­ φύλακας άχούγοντας τον θό­ ρυβο γυρίζει ξαφνιασμένος καί, καθώς βλέπει μπροστά του τό άγνωστο παιδί, όρμάει απάνω του βγάζοντας τό πλα­ τύ κο:φτερό μαχαίρι του... — Ό Ταγκόρ!, άκούγεται ή φωινή τής Ζανγκάρ πού α­ πό τή Θέσι πού βρίσκεται δε­ μένη βλέπει τό παιδί πού έ­ χει πέσει. Ό Ταγκόρ!, ξεφω­ νίζει καί τά μάτια της γεμί­ ζουν τρόμο. Θά τον σκοτώση ! Πραγματικά, τό Ελληνό­ πουλο βρίσκεται σέ κίνδυνο. Πάνω άπ" τό κεφάλι του α­ στράφτει τώρα τό κοφτερό μαχαίρι. Δεν προφταίνει νά σηκωθή καί ό Ινδός πατάει τό στήθος του καί γρυλλίζει άπαίσια. "Έχει άκούσει τή φωνή τού κοριτσιού καί ξέρει τώρα μέ ποιόν έχει νά κάνη. —/Εσύ λοιπόν είσαι ό Τα­ γκόρ; μουγγρίζει. Ό Νοτντίρ-

Χό θά βύχαρίύτηθίΐ ττολύ τίού θά σέ δη χωρίς κεψάλι! Καθώς κατεβάζει όμως τό αχαίρι, σημαδεύοντας τό αιμό τού παιδιού, ό Ταγκόρ γέρνει πλάγια καί αποφεύγει τό χτύπημα. Ή λεπίδα βρον­ τάει στο πέτρινο σκαλοπάτι. Τό Ελληνόπουλο τώρα κινεί­ ται ραγδαία. Τό λαστιχένιο κορμί του κουλουριάζεται καί τά πόδια του τινάζονται έμττρός. Ό δεσμοφύλακας δέχε­ ται ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι. Δυο ακόμα φοβερές γροθιές τού Ταγκόρ τον στέλνουν σάν άδειο σακικί στον απέναντι τοίχο. Βσγγάει καί πέφτει μέ τά μούτρα στις παγωμένες πλάκες αναίσθητος. Τώρα ό Ταγκόρ τρέχει προς τό μέρος των δυο αιχμαλώ­ των, πού παρακολουθούσαν μέ αγωνία την σκληρή πάλη, κό­ βει μέ τό μαχαίρι του τά σκοι­ νιά καί τούς ελευθερώνει. Ό μαχαραγιάς δακρύζει από τή συγκίνησι. Ή Ζανγκάρ τον αγκαλιάζει καί τον φιλάει. — Καί τώρα πρέπει νά φύ γουμε άπ" αυτή τή φωλιά τής συμμορίας!, λέει τό παιδί. Ελάτε μαζί μου. Ό Μαλαμπάρ μάς περιμένει. "Έχει έ­ τοιμα τέσσερα άλογα. Σέ λί­ γο θάσαστε ελεύθεροι... — "Όχι ακόμα, Ταγκόρ! Μή βιάζεσαι νά δίνης υποσχέ­ σεις. Τό 1Ελληνόπουλο γυρίζει ξαφνιασμένο. Στήν είσοδο τού υπογείου στέκει ό Ναντίρ-Χό: Κρατάει ένα περίστροφο. — "Απάνω τά χέρια δλοι!,


ΐΑΠΘΡ

33

διατάζει ό Ναντίρ. Διαφορετι­ Ό Νιρούκτα ξαναγυρισ: κά θά πυροβολήσω και αυτή στο Κασμίρ καί τώρα ή όμορ­ τή φορά θά τελειώσουν τ’ α­ φη Ζανγκάρ είναι παντρεμένη με τον Ταγκόρ. Τά δυο παι­ στεία. Ό Ταγκόρ σηκώνει τά χέ­ διά, πού έχουν μεγαλώσει πια ρια. Σηκώνουν τά χέρια κι5 οι αρκετά, ζούνε πολύ ευτυχι­ άλλοι·... αλλά μονάχα γιά ένα σμένα. Γιατί ό Νιρούκτα, κου­ λεφτό. Γιατί τούτη, ακριβώς ρασμένος από τις τόσες περι­ τή στιγμή ό Μαλαιμττάρ κα­ πέτειες, τούς έκανε ένα περί­ τρακυλάει σάν έλέφαντας α­ φημο γαμήλιο δώρο. Τον θρό­ πό την κορυφή τής σκάλας καί νο του μαχαραγιά. Τό Ελλη­ ό Ναντίρ, πριν προφτάση νά νόπουλο είναι τώρα μαχαρα­ άντιληφθή τί ακριβώς συμβαί­ γιάς τού Κασμίρ καί ζή μέ­ νει, έχει δεχτή τρεις σφαίρες σα στά παραμυθένια άνάκτοστή ράχη άπ" τό πιστόλι τοΰ ρα τά γεμάτα χρυσάφι, ασή­ γίγαντα. Τήν ίδια στιγιμή πυ­ μι, διαμάντια καί ελεφαντό­ ροβολεί κι" ό Ταγκόρ. Ό αρ­ δοντο. Ό Μαλαμπάρ, πού εί­ χηγός τών Τέγκ κάνει ένα α­ ναι υπασπιστής του, είναι παίσιο μορφασμό, παίρνει μιά πάντα κοντά του καί μιλούν βόλτα απάνω στις φτέρνες του κάθε τόσο γιά τά παλιά. καί πέφτει νεκρός.·.. Είναι όμως στιγμές πού ό — Έν τάξει!, μοογγρίζε. Ταγκόρ γίνεται μελαγχολι­ ό γίγαντας. "Ενας σκόρπιός κός. Αυτό συμβαίνει όταν βλέ­ λιγώτερος... πει απ’ τό παράθυρό του έναν — Πρέπει νά βιαστούμε!, άδριάντα πού στολίζει τον κή­ λέει ό Ταγκόρ. Εμπρός, πριν πο ,μπροστά στήν είσοδο τού μάς προφτάσουν οι συμμοοΐπαλατιού του. Είναι ένας γε­ τες του! ροδεμένος καβαλλάρης με σκε­ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ^ πασμένο πρόσωπο. Ό θρυλι­ "Υστερα από κάμπτοσον κός Γκάλεμ πού ώργάνωσε καιρό, ή ζωή στίς Ινδίες αρ­ τούς «Ελεύθερους Ινδούς» χίζει νά κυλάη πάλι ήσυχα. καί προετοίμασε τό δρόμο Οί "Αγγλοι αυτή τή φορά κρά προς τήν ελευθερία. Ό Πανα­ τησαν τήν ύπόσχεσί τους καί γιώτης Σάρτας, ό πατέρας ή μεγάλη αυτή χώρα έπαψε τού ηρωικού παιδιού. Καί ό νά είναι αποικία. Απέκτησε Ταγκόρ βυθίζεται σέ πικρές τήν ανεξαρτησία της καί έγι σκέψεις, καθώς βλέπει τό με­ νε κτήσις. Δηλαδή κάτι όπως γαλόπρεπο άγαλμα. ή Αυστραλία κι5 ό Καναδάς. — "Επρεπε νά ζοΰσες ακό­ 5Από εδώ κι5 εμπρός οί Ινδοί μα, πατέρα μου, ψιθυρίζει. είναι έλεύθέροι νά κανονίζουν "Έπρεπε νά ζούσες νά χαιρό­ όπως αυτοί θέλουν τά εσωτε­ σουν μαζί μας τή νίκη... ρικά τους ζητήματα, χωρίς ιΚαί τά μάτια του τότε δα­ κανείς ξένος νά έπεμβαίνη... κρύζουν... ΤΕΛΟΣ


τ· η νγΓ\Ό ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΒΙΒΛΙΑ ΗΡΩX ΗΙ ΑυΓ Ί*ΚΩΝ ΠΕΡ I Π ΕΤΕ 1 ΩΝ . Γραφεία·:· ιθ8ος Αέκκα Οικονομικός

Δ)ντής:

Δημοσιογραφικός βοιτ

174.

22

❖ *Αριθ.

Γ«ώρ.

Δ)ντής:

8

Φ Τιμή βραχ.

Γεωργιάδης, Στ,

Σψιγ-γός

2

38,

Άνεμοδουράς, .Άριστεί-

Προϊστ. Τιπτ.; Α. Χατζηδασιλείοι.», Αμαζόνων

25

'Μέ τό σημερινό τεύχος, το 8, έκλεισε-τό βιβλίο του «Ταγκόρ», ένα υπέροχο βιβλίο, -πού συγκίνη'αε κάθε * Ελληνόπουλο.! ·' ■

Κύκλοφ'ορρΐ ένα νέο’ ανάγνωσμα, πού δμοιό του . έχετε ξαναδιαβάσει ποτέ! ;

δεν

·*Ενα ανάγνωσμα πού θά συγκίνηση τήν' καρδιά κάθε παιδιού καί θά γοητευση τούς αναγνώστες-πε­ ριπετειών.! "Ενα παιδί 15 χρόνων ξεκινάει, τον Με­ σαίωνα, -μ’ ένα σπΡθί καί μ5 ένα άλογο, καί σκορπί­ ζει τον τρόμο- ατούς τυράννους καί σ5. εκείνους πού βασανίζουν τούς φτωχούς καί τούς δυστυχισμένους! "Ενα παιδί, πού γίνεται, ό προστάτης τών κατα­ τρεγμένων καί καταπλήσσ ει τον κόσμο μέ, τά υπέρο­ χα κατορθώματά του. / ·

"Ενα ανάγνωσμα πού ,θά σάς ξετρελλάνη καί θά σάς χάρίση άξέχαστες στιγμές!·1 . -



ΓΤϋ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΧ ΗΡΗΚΝΗΣ αίβροι ΚΡΟ­ ΚΟΔΕΙΛΟΣ ΤΗΣ 0-

ρρχα/ηχ!

ΉΡΘΗΚΗΠΕ! Ί 6Ϊ ΓΡΟ&/Β5 7ΰΰ

(ΠΛϋΖΗΛ/ ΤΡ

ΜΑ/νΤ&'

Λ

>τ\

[ΜΗ Ο Γ/Γ/7Ι ΤΗ* ΙΤΙ/Ζ ΖΡΗΓΚΛΗΣ ■Αρπαζε ΤΗ ΣΡΤΗ , ΝΙΚΗ ΓΐΠνΗ/ΚΗ

ζτα χερ/η ταυ

. ΚΗ! ΤΗΧΗΚΡΣΕ Μ*ΗΛΒ.

_/ν.

ρΡΓοτεΡ#]

"

ΟΛΗ ΕΙΝ ΕΗΤΡΞΕ!

Λ ατΟΗ ! ΜΠΟΡΕ/Σ ΝΠ ΠβΡΡΛΡΣΗΤΗμτΗ ΓΗ ΓΙΙΛ/Ρ'ΧΡ ΣΤΗ Δ /ΚΡι-

βΠ/ΛιΗ. V

1191ΘΗ

ΗΤΑΝ

ΚΛλΗΤΕΡ* !£*!>'

ΧΒ&ΡΜΓ

κι’ετΣ1

η

εηκ/Μ-

ΛΗίΫΗΡϋΤΗ ΗΡΡΧΑίΡ

βα ΜΒιληςημ-

ΑΟυί ΠΝβΡΡΡΟΡΣ /?//?. — ~ΗΤΗ/ν£ ΤΗΤϋ\Η ηηυ

>εΔλ£Ξ£ΓΟ

,Λ/ΧΤΟΤΗΣ ΚΟΑ/ΤβΣΤΗΝ

Κ% ΓΑβυΧβΡ/-

ηερίοΚΗΣα^


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.