ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-079-7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ •ί'Μ^Λνννν\%^\\νννννννν\ννννννν^ννννννν·.ν^'ΜΛ'ννν\·>^ 'Ο Τάργκα, τό Ατρόμη το Ελληνόπουλο, παλεύει με τά θηρία καί τούς Γερ-| | μανούς για νά σώση τήν.| % αγαπημένη του Μαλόα | | καί · τη λατρευτή του 5 I . Ελλάδα! ,Λ ·Λ^ννννννννν\ΛΛνννννννννννννννίν ΚΕΦ. 1
"Οπου ένας πάνθη ρας επιτίθεται καί αύτοκτονεί! ρυμμένος άναμεσα στα ψηλά χόρτα της ζούγκ λας, ένας τεράστιος πάνθη ρας παραμονεύει. Είναι συσπειρωμένος κι* έ τοιμος νά έπίτεθή! Τά μεγ ά λα γαμψά νύχια του, πού εί ναι πιο κοφτερά και πιο μυτε ρά από γυριστά. ατσάλινα μαχαίρια, είναι, βγαλμένα α πό τις βελούδινες, θήκες των ποδιών του θηρίου! Τά χείλη του είναι τραβηγμένα * προς τά πλάγια ξεσκεπάζοντας δυο σειρές τρομερά δόντια! • Τά κίτρινο κόκκινα μάτια του είναι καρφωμένα μέ απλή στία.πάνω σε τρία πλάσματα, πού διασχίζουν τή ζούγκλα χωοίς νά υποψιάζονται, το φοβερό κίνδυνο -πού ' διατρέ χουν έκείνη τή στιγμή ! •Είναι τρεις άνθρωποι. · Ό ένας απ’ αυτούς,·· είναι ένας μελαχροινός νεαρός γίγαντας, .μέ σώμα τέλειο καί ά1
κ
ΤΑΡΓΚΑ βλητικό, με (μυώνες πού προε ξέχουν σαν ανάγλυφοι από τά μέλη του, μέ πλατύ στή θος καί λιγνή ,μέοη. Τό πρόσωπό του είναι δμορ φο^καί ανδροπρεπές καί τά μαύρα μάτια του λάμπουν α πό έξυπνάδα καί τόλμη. Τά χαρακτηριστικά του φανερώ νουν δόναμι θελήσεως, καλο σύνη, πείσμα, αυστηρότητα καί άφοβία. Είναι γυμνός. Τό μόνο ρού χο πού φοράει είναι ένα κον τό, γαλάζιο παντελονάκι μέ πλατειά μαύρη ζώνη, πού ή άγκράφα της παρασταίνει έ να μεγάλο άσπρο κύκλο μ5 ένα γεράκι ζωγραφισμένο στο κέντρο του. Καθώς περποπάει, ό νεαρός γίγαντας έχει περασμένο τό μπράτσο του στη μέση ένός πεντάμορφου, ξανθού κορι τσιού, πού βαδίζει δίπλα του. Τό κορμί της, ντυμένο μ1 ένα κιτρινόχρυσο έφαρμοστό ρούχο, είναι μιά αρμονία ο μορφιάς καί κινήσεων. Τά χρυσά μαλλιά της χύνονται ατούς ώμους της σάν ένα υ πέροχο κύμα από φώς του ή λου. Τά γαλανά μάτια της άντικαθρεφτίζουν δλη τή δρο σιά, τήν όμορφιά καί τή γοη τεία τής παρθένας ζούγκλας. Τά μέλη της έχουν τήν α παλότητα ένός λουλουδιού. Κι* δμως, άν καλοκυττάξη κανείς τά μέλη αυτά, θά δή δτι κάτω από τό τρυφερό δέρ μα τους κρύβονται μυώνες ατσάλινοι, ικανοί νά δράσουν κιραυνρβόλα άν χρειαοτή!
Πίσω από τό τόσο ταιρια στό καί άσύγκριτο ζευγάρι, περπατάει ένα άπερίγραπτο καί κωμικό πλάσμα. Είναι έ νας παχύς, κοιλαράς νέγρος, τής φυλής τών Ζουλού, μέ πλατύ κωμικό πρόσωπο καί χοντρή, γυριστή προς τά πά νω καί πλακουτσή, μύτη, πού μοιάζει μ’ ένα πολύ μεγάλο... κουμπί! ιΗ κοιλιά του προεξέχει σάν ένα μεγάλο μπαλόνι καί σαλεύει πάνω-κάτω καί πέ ρα - δώθε, καθώς ό νέγρος περπατάει. Τά γυμνά πόδια του είναι τόσο πλατειά καί τόσο μεγά λα, ώστε στά αποτυπώματα πού αφήνουν θά μπορούσε νά ξαπλώση άνετα ένα μικρό.... παιδί! Στή μύτη τού νέγρου κρέ μεται ένας μεγάλος χάλκινος κρίκος, πού σαλεύει κι’ αυτός αστεία σέ κάθε βήμα του. * * * Ό νέγρος ανοίγει τό μεγά λο στόμα του μέ τά χοντρά χείλη, βγάζει τή γλώσσα του έξω, γλείφει τον κρίκο π'ού κρέμεται από τή μύτη του κύ έπειτα λέει στο νεαρό γίγαν τα σέ παρεφθαρμένη έλληνική γλώσσα: — Κύριος Τάργκα! Έγκώ πεινάει πολύ! Ό νέος καί τό κορίτσι βά ζουν- τά γέλια. — Καταλαβαίνω, Ατσίδα, λέει ό νέος σέ τέλεια ελληνι κή γλώσσα. Κοντεύεις νά πεθάνης από τήν πείνα! Πριν ξεκινήσουμε σήμερα το πρωξ
ΤΑί*ΓΚΑ έφαγες μόνο μισό... ζαρκάδι! Δεν ειν" έτσι, Μαλόα, αγάπη μου; — Ναι! λέει με μουσική φωνή τό κορίτσι γελώντας. Μισό ζαρκάδι και... δέκα ά γριο κάρπουζα ! Ό νέγρος παίρνει προσβε βλημένο ύφος. Δαγκώνει τον κρίκο κάνοντας τη μύτη του νά τραβηχτή προς τα κάτω, καί λέει γκρινιάρικα: — Τι μπορεί κάνει εμένα τζα,ρκάντι ιμισό καί κα,ρπούτζια ντέκα; Αυτά μόνο ανοί ξει δρεξι εμένα. Έγκώ τέλει... ’Ώου! ’Ώου ! "Ώου ! Τό νού σου, κύριος Τάργκα! Ό Τάργκα, ό νεαρός γίγα ντας, παρατάει τή Μαλόα καί γυρίζει γο,ργά, ενώ τό μυώ δες χέρι του αρπάζει τή λα βή του μαχαιριού του! Τα μαύρα μάτια του σπιθί ζουν, καθώς άντικρύζουν ένα καταπληκτικό θέαμα. Ό τεράστιος πάνθηρας πού παραμόνευε στα ψηλά χόρτα, λίγα μέτρα πιο πέρα έχει έφορμήσει! Τό ελαστικό, πανίσχυρο κορμί του έχει τιναχτή προς τα πάνω καί προς τά εμπρός καί σκίζει τον αέρα, μέ τά νύχια προτεταμένα καί τά τρομερά σαγόνια του ορθά νοιχτα, μέ στόχο τό όμορφο καί τρυφερό κορίτσι, τή Μα λόα ! Μέ μια ταχύτατη κίνησι, ό Τάργκα μπαίνει ανάμεσα στή Μαλόα καί στό σαρκοφάγο θηρίο. Τό άνδροπρεπές πρό σωπό του δέ χάνει τήν ή ρε-
μία του. Τά μάτια του μόνο άστράφτουν άπό θυμό. Τό χέρι του τραβάει τό μα χαΐρι άπό τή, θήκη του καί, σαν άστραπή, κινείται άπό κάτω προς τά πάνω! 'Ηάτσάλινη λεπίδα χώνεται στό στήίθος τού θηρίου, άκριβώς πάνω στό μέρος τής καρδιάς, σκοτώνοντας το αμέσως! Μέ τήν ίδια γρηγοράδα καί έπιδεζιότητα, ό Τάργκα τρα βάει τό μαχαίρι του άπό τό κορμί του άγριμιοΰ καί κάνει ένα βήμα προς τά πλάγια, τραβώντας μαζί του καί τή Μαλόα! Ό πάνθηρας, νεκρός πιά, συνεχίζει τήν τροχιά του στόν άέρα καί πηγαίνει καί πέφτει στά πόδια τού νέγρου, τού Ατσίδα. Τό παχύ καί άστεΐο πρόσω πο τού "Ατσίδα, μέ τή χον τρή, πλακουτσή μύτη καί τόν κρεμαστό κρίκο, δέ φανερώ νει κανένα φόβο. "Απεναντί ας, δείχνει άγανάκτησι για τό ...θράσος τού πάνθηρα! — Έσύ όκι ένοχλεΐ έμένα, παλιόσκυλο!, γρυλλίζει. Έγ κώ εσένα νά! Καί ή ποδάρα του τραβιέ ται άίσω καί δίνει στό θηρίο μια κλωτσιά τόσο δυνατή, ώ στε θά μπορούσε νά τό σκοτώση άν δέν... ήταν κιόλας νεκρό! "Έπειτα, οί δυο νέοι καί ό κωμικός συνοδός τους συνεχί ζουν τό δρόμο τους σόα/ νά μή συνέβη τίποτα! Πραγματικά, τό επεισόδι ο αυτό μέ τόν πάν'θήρα είναι
6
' · —
ΤΑΡΓΚΑ
I------- ·1 ·Π I I ΓΜ|·----------------------
-"·-ιΙ—Μ·ΙΜ<ί·····ιΤιί ίΊΤιϊιΜΙΒ1Γ"η—-—>
νά γυρίσουμε λίγα. χρόνια κάτι συνηθισμένο καί άσήμαν το γιά τη ζωή των τριών αυ στο παρελθόν. “Ενα μεγά τών ανθρώπων! λο φορτηγό βαπόρι ταξιδεύει Γιατί ό νεαρός γίγαντας, στο πέλαγος, σέ μεγάλη άπόδεν είναι άλλος από τον ξα στασι από την παραλία τής κουστό Τάργκα, τό ατρόμη • 5Αφρικής. Είναι νύχτα. Πάνω το Ελληνόπουλο, τον τρομε στο κατάστρωμα ένα παιδί ρό Κυρίαρχο τής Ζούγκλας, δώδεκα περίπου χρόνων είναι τον Προστάτη των αδυνάτων καθισμένο σ’ ένα σωρό άπό' ■καί Τιμωρό κάθε αδικίας!.... σκοινιά καί άκούιει μέ άναι-' χτό στόμα τις ιστορίες, πού του διηγείται ό μάγειρός του ΚΕΦ, 2. "Οπου 6 άναγνώστης ένας παχύς νέ μαθαίνει . την 1 ι καραβιού, γρος μέ μεγάλη κοιλιά καί στορία του Τάργκα πλακουτσή χοντρή- μύτη, από ιά 'νά μάθουμε την ιστο τήν οποία κρέμεται ένας' ρία του Τάργκα-, τής Μα- μπρούντζινος κρίκος. λόσ καί' του Ατσίδα πρέπει Τό παιδί, πού τό κορμί του είναι αθλητικό καί μυώδες καί τό πρόσωπό του όμορφο καί μελαχροινό, είναι έγγονός του πλοιάρχου Νικόλα Γεράκη, ενός γέρο - θαλασσόλυκου γεμάτου καλοσύνη καί αυστηρότητα. Τό παιδί λέγεται Γιώργος Περάκης καί έχει μείνει όρφα νός από πολύ μικρός. Ό παπούς του, ό καπετάν - Νικόλας, έγινε έτσι, γι’ αυτόν μη τέρα καί πατέρας καί τον με γάλωσε μέ στοργή παίρνοντάς τον 'μαζί του στ(* Ταξίδια . του καί μαθαίνοντάς του τή ναυτική τέχνη. Του έμαθε ε πίσης όλες τις γλώσσες-πού. ήξερε —-αγγλικά, γαλλικά, ι ταλικά καί γερμανικά—, του έμαθε μαθηματικά, αστρονο μία, μηχανική, ραδιοφωνία, καί πολλά άλλα πράγματα/ — 5Εσύ όκι ένοχλεΐ έμίνα, γρυλγιατί ό .γεροπαποϋς ήταν σολίζει' 6 5 Ατσίδας κλωτσώντας τον ■ φός άνθρωπος! Ό μικρός Γιώργος είχε πάνθηρα!
Γ
ΤΑΡΓΚΑ
7
Κ'αί τότε ό Τάργκα, τό Ατρόμητο'Ελληνόπουλο, όρμάει γιά νά σώση τό όμορφο ξανθό κορίτσι! .............
·"
πάντα στη διάθεσί του άφθο "Ολοι πάνω στο πλοίο ένα βιβλία, -ιστορίες, γεωγρα κτιμούν καί υπολογίζουν τό φίες, δμο,οφα . μυθιστορήματα δωδεκάχρονο αυτό παιδί, δχι διαλεγμένα από τον παποΰ τόσο γιατί είναι έγγονός τού του, και είχε ιι-άθει να αγα πλοιάρχου, δσο γιατί ό μι πάει την πατρίδα του, την Έλ κρός Γιώργος είναι φοβερός λάδα, τη Δικαιοσύνη, την Α αντίπαλος δταν τ~οπως συμ λήθεια, την· Καλοσύνη, την- βαίνει ’ συχνά ’ στά πλοΐα— ξεΑλληλεγγύη, τΙς -ηρωικές σπάει κανένας καβγάς! Μέ’ πράξεις! τη δύναμί του, την. ευστροφία Πολλές ώρες την ήμερα, ό του καί τήν ταχύτητά του μπο Γιώργος κάνει συστηματική ρεΐ νά αντιμετώπιση, νικηφό γυμναστική, πού έχει δώσει ρα .πένΐε μεγαλόσωμους καί στο κορμί του λυγεράδα και . ρωμαλέους ναύτες! δύναμι. Τό σφίξιμο του χε Κάποτε, στην προκυμαία έ ριού του είναι ατσάλινο καί νας -λιμανιού, έξη1 μεθυσμένοι ή γροθιά του, δπου πέση, χτυ αλήτες έπετέθησαν εναντίον πάει υιέ φόρα καί. δύναμι σφυ τού καπετάν - Νικόλα γιά νά ριού! τον ληστέψουν! Γιά κακή
Τ ΑΡΓΚΑ τους τύχη όμως, ό μικρός Γιώργος συνώδευε τον παπού του! Μέσα σέ λίγα λεπτά, τό εκπληκτικό παιδί τσάκισε τούς μεθυσμένους στο ξύλο και τούς έκανε νά τό βάλουν στα πόδια πανικόβλητοι! Μια ’ίλλη ψο.ρά, Κινέζοι κουρσάροι έπετέθησαν εναν τίον τού καραβιού τού παπού του, μέ σκοπό νά τό κυριεύ σουν, νά σφάξουν τό πλήρω μά του καί νά κλέψουν τό φορτίο του I Τό πλήρωμα άντιστάθηκε μέ ανδρεία, μά οί Κινέζοι ή σαν περισσότεροι καί καλύτερα γυμνασμένοι στον πόλεμο καί θά νικού σαν, άν στην πιο κρίσιμη στιγ μή τής μάχης δεν ώρμούσε άνάμεσά τους ό Γιώργος (ο πλισμένος μ* ένα μακρύ ραβ δί! Στριφογυρίζοντας τό ραβ δί του σάν σίφουνας, τό παιδί τσάκισε τούς, κουρσάρους καί έδωσε τή νίκη ατούς δικούς του, σώζοντας έτσι τό καρά βι του παποΰ του καί τό πλή ρωμά του! * * * Μέ δλους πάνω στο καρά βι είναι φίλος ό Γιώργος. 5 Ι διαίτερη όμως φιλία τον συν δέει μέ τό νέγρο μάγειρο, πού τό παιδί τον έχει όνομάσει πειραχτικά Ά τ σ,ί δ α. Μά καί ό νέγρος έχει δώσει ένα παρατσούκλι στο Γιώργο Γεράκη. Τον λέει Τ ά ρ γκα γιατί στή γλώσσα τής φυλής τών ΖουλοΟ, άπό τούς όποι ους κατάγεται, «Τάργκα» ση μαίνει «Γεράκι». Ούτε τό παι δί όμο:ς ούτε ό νέγρος μπο
ρούν νά μαντέψουν ότι τό ό νομα αυτό είναι προορισμένο νά γίνη μια μέρα τό πιο ξα κουστό, τό πιο τιμημένο, τό πιο τρομερό και πιο σεβαστό όνομα σ’ ολόκληρη τήιν 5Αφρι κή καί, αργότερα, σ’ όλόκλη ρο τον κόσμο! Τώρα, καθώς τό καράβι σκίζει ,τά νερά τής θάλασ σας μέσα στή νύχτα, σέ με γάλη άπόστασι άπό την πα ραλία τής Αφρικής, ό Τάρ γκα ακούει μέ αγωνία καί άπόλαυσι τις Ιστορίες πού ό χοντρός Ατσίδας διηγείται γιά τή μακρυνή πατρίδα του, γιά. τά χρόνια πού είχε ζήσει μέσα στή ζούγκλα, πριν ξένη τευθή καί πιάση δουλειά σέ καράβια! — Έγκώ βλέπει τότες ένα μεγκάλος κοροκόδειλος!, δι ηγείται ό Ατσίδας. Έγκώ σ κι φοβάμαι! Έγκώ τραβάει τό μαχαίρι μου καί... Ένας υπόκωφος δυνατός κρότος σκεπάζει τά λόγια τού νέγρου. Τό καράβι τραντάζεται άπότομα, ρίχνοντάς τον χάμω, κΓ έπειτα γέρνει προς τά έμπρός καί... άρχιζει νά βουλιάζη ! ιΗ φωνή τού πλοιάρχου αν τηχεί άπό τή γέφυρα: — "Ολοι έπάνω! Πέσαμε πάνω σέ ξέρα! Βουλιάζουμε! Πέστε όλοι στή θάλασσα! Δεν προλαβαίνουμε νά ρί ξουμε βάρκα! Γιώργο! Γιώρ γο! Πού είσαι; — Έδώ, παπού!, φωνάζει ό Τάργκα. Έρχομαι!
ΤΑΡΓΚΑ Καί τρέχει κοντά στόν παπου του για νά τον βοηθήση. Γην Ιδια στιγμή δμως, τό με σιανό κατάρτι, σπασμένο από τό άπότομο τράνταγμα, πέ φτει! Πέφτει καί χτυπάει τό παιδί στά κεφάλι, πού σωριά ζεται χάμω μέ τις αισθήσεις του χαμένεςί...
5
καρούμπαλο έχει σχηματιστή άπό τό χτύπημα τού καταρ τιού. — Ατσίδα-!, λέει. Πού βρι σκόμαστε; Τί συνέβη; Τί έγι νε ό παπούς, οί ναύτες καί τό καράβι; Ό Ατσίδας σταματάει τό μασούλημα. Τού κόβεται ή δρεξι, μολονότι έχει φάει μό ΚΕΦ. 3, "Οπου ό μικρός Τάρ- νο... πενήντα καρύδες ώς τώ 'γκα μένει πεντάρ ρα! Τό πρόσωπό του παίρνει φανος κι* 6 κωμί” μια έκφρασι λύπης, πού τό κά ί κ&ς Ατσίδας κλαίει νει νά μοιάζη μέ μούτρο... συ ΑΚ* ναχωμέ'νου χιμπαντζή! ταν ό μικρός Τάργκα α Δαγκώνει τον κρΐκο τής μύ νοίγει πάλι τά μάτια του της του, τον τραβάει μέ τά -είναι μέρα. Είναι ξαπλωμέδόντια του προς τά κάτω, τον '·νσς. χάμω και πάνω από τό παρατάει καί λέει: ικεφάλι του φοίνικες καί άλ “ Κύριος Τάργκα, παπούς λα δέντρα σαλεύουν τά κλα δκι έχει καράβι πιά! Καρά διά τους, δείχνοντας που καί βι δκι έχει ναύτες! Έσύ δκι πού κανένα κομμάτι γαλά έχει παπού! Καραχαρίες ζιου ουρανού. μεγάλος φάει παπού καί ναύ Κάπου κοντά του άκούγετες! Καραχαρίες δκι φάει έται ένας παράξενος ήχος, σάν μένα, γιατί έγκώ μαύρος! νά πίνουν νερό δέκα διψασμέΈγκώ κολυμπάει, έχει έσένα να βόδια μαζί! πλάτη μου, καραχαρίες δκι Γυρίζει τό κεφάλι του, πού φάει εσένα! Κατάλαβε; πονάει τρομερά, καί βλέπει Ό Τάργκα καταλαβαίνει. τον Ατσίδα, τό χοντρό νέγρο Τό καράβι είχε βουλιάξει καί φίλο του, καθισμένο λίγο πιο οί καρχαρίες είχαν κατασπα πέρα, νά καταβροχθίζη μέ ράξει ολόκληρο τό πλήρωμά άπληστία αμέτρητες μεγάλες του, έκτος άπό τό νέγρο μά καρύδες, καταπίνοντας τερά γειρο, γιατί τά τρομερά αυτά στιες μπουκιές καί ρουφών ψάρια άποφεύγουν τό μαύρο τας τό γαλακτερό ζουμί τους. χρώμα! 'Ο ίδιος ό Τάργκα Τό μάοημα των σαγονιών του είχε σωθή, γιατί τον είχε με καί τό γουργούρισμα του λα ταφέρει στη στεριά ό Ατσί ρυγγιού του προ καλούν τον δας στην πλάτη· του! παράξενο έκεΐνο ήχο. Αρχίζει νά κλαίη πικρά Ό Τάργκα άνασηκώνεται, για τό χαμό τού αγαπη φέρνοντας τό χέρι του ατό κε μένου του παπού, τού μό φάλι του, δπου ένα μεγάλο νου προσώπου πού του άπέ-
Ο
10
ΤΑΡΓΚΑ
μενε στον κόσμο! Είναι τώ ρα ορφανός, πεντάρφανος; και ή ψυχή του είναι άδεια και πονεμένη ! 'Ένα γρύλλισμα αγριμιού άκούγεται δίπλα του! · Ό Τάργκα γυρίζει ξαφνι ασμένος. Είναι ό 5Ατσίδας! Ό χοντρός νέγρος έχει καθήσει κοντά του καί κλαίει κι’ αυτός, τραβώντας 'μέ άπόγνω σι προς τά κάτω τόν· κρίκο τής μύτης του ! — Κύριος Τάργκα!, λέει α νάμεσα -στούς λυγμούς του.
Κύριος Τάργκα ΓΟκι κλαίει 1 "Οκι κλαίει! Έσύ σπαράζει τό καρντιά εμένα! "Οκι κλαίει! Έγκώ είναι εσένα μπαμπά καί μαμά καί παπου! Έγκώ πάρει έσένα καί πάει μέσα ζούγκλα/ ζήση ό μορφα ! Καί, αρπάζοντας μια μεγά λη καρύδα, την σπάζει στα δυο μέ μια γροθιά καί αρχί ζει να την καταβροχθίζη μέ ...βαίθ'ειά συγκίνησι!... . ·· ΚΕΦ. 4. "Οπου ό Τάργκα οώ$ει την όμορφη” Μαλόα από τά νύχια των Καλουάχα! ά χρόνια περνούν... Ό Τάργκα είναι τώρα ένας νεαρός γίγαντας μέ αθλητικό τέλειο σώμα. '.Η δύναμί του είναι -καταπληκτική. Τά μπρά τσα του μικρού παιδιού, πού στά δώδεκα χρόνια του μπο ρούσε νά δείρη πέντε ρωμα λέους ναύτες, μπορούν τώρα νά σκίσουν στά δυο τό στό μα ενός λιονταριού,, μέ την ευκολία πού ένά κορίτσι σκί ζει ’ ένα κομμάτι χασέ, ή νά τσακίσουν τή σπονδυλική στή λη ενός κροκόδειλου, όπως ένα παιδάκι σπάζει , ένα λε πτό ξερόκλάδο! Ή γρηγοράδα του είναι ασύλληπτη καί ή ευστροφία τού κορμιού του αφάνταστη. Κάνενα αγρίμι τής ζούγκλας δέν μπορεί νά τον ψθάση στο τρέξιμο καί οί κινήσεις του έχουν την ταχύτητα τού κε ραυνού ! · όνομα τού Τάργκα εΐ-
Τ
Το
δωδεκάχρονο παιδί τσάκισε τούς ναύτες στο ξύλο!”
- 2>
'ΓΑΜ'ΚΑ
ναι γνωστό τώρα απ’ άκρη σ’, άκρη τής ζούγκλας. Οί ι θαγενείς τον τρέμουν καί τον σέβονται, γιατί ό Τάργκα — δταν εχει τό μαχαίρι του στο χέρι του— είναι πιο ορμητι κός καί πιο καταστρεπτικός κι5, από θύελλα, ενώ συγχρό νους είναι απόλυτα τίμιος καί δίκαιος στις σχέσεις του- όχι ' μόνο με τούς άνθ,ρώπους άλ λα καί με τ’ αγρίμια! Δεν σκοτώνει κανένα ζώο πάρα μόνο για νά φάη ή ό: ταν. κανένα αγρίμι κάνη τό μεγάλο σφάλμα* νά έπιτεθή εναντίον του ή έναντι Ον φίλων του! Τότε ή γροθιά του καί τό μαχαίρι του σκορπούν τό θάνατο! . Με τό μαχαίρι του, ·ό Τάρ γκα μπορεί νά καρφώση φίδι άπό άπόστασι πενήντα μέτρων ή να τρυπήση την καρδιά ε νός άντιπάλου του άπό πολύ μεγαλύτερη άπόστασι! "Αχώριστος σύντροφος του Τάργκα — καί εξ ίσου γνω στός σ’ ολόκληρη τη ζούγκλα — είναι ό καλός φίλος του Α τσίδας, ό χοντρός καί κωμι κός νέγρος ' πού τόν είχε σώ σει άπό τθύς...«καραχαρίες» I Ό Ατσίδας πάρ* δλη την κοιλάρα του. . την τεμπελιά Του καί τήν άχό.ρταγη πολυ φαγία του, δεν είναι καθόλου , ευκαταφρόνητος άντίπάλος. Τά μπράτσα του, καί οί ώ μοι τόυ είναι προικισμένοι με σπάνια δύναμι καί, όταν κανένας ξαφνικός κίνδυνος α πειλεί αυτόν ή τόν «Κύριος Τάργκα», · ό "Ατσίδας μετα-
11
Τό κράνος του Γερμανού 1 άνοίγει στα δυο καί μαζί μ5 αύτό τδ κε• φάλι του!
βάλλεται σε μαινομένη λαίλα πα δυνάμεως καί- όρμητικότητος! Οί γροθιές του τό τε τσακίζουν τά πάντα καί οί... κλωτσιές του χτυπουν καί συντρίβουν σαν χειροβομ βίδες ! *Όταν ρμως τόν πιάνει -ή τεμπελιά, ούτε βίντζια δέν .μπορούν νά τόν ξεσηκώσουν καί νά τόν μετακινήσουν άπό τή θέσι του! * * * Μια μέρα, καθώς ό Τάρ γκα κι5 ό "Ατσίδας διασχίζουν
12
ταργκΑ
ένα πυκνό δάσος από τερά στια δέντρα, ένας όχι πολύ μακρυνός ήχος από τάμ-τάμ φτάνει ώς αύτούς. Σταματούν κι* οί δυο και στήνουν τ’ αυτί τους. Ξέρουν περίφημα τώρα .και ό ένας και δ άλλος όλες τις γλώσ σες των ιθαγενών φυλών τής ζούγκλας, καθώς καί τά συν θεματικά χτυπήματα τών τάμτάμ, πού χρησιμοποιούν οί δι άφορες φυλές για να συνεν νοούνται μεταξύ τους άπό μακρυά! Ό Τάργκα ακούει με προ σοχή τά χτυπήματα του τάμτάμ καί τά μεταφράζει ψιθυ ριστά: «Εμείς ή φυλή τών Καλουάχα... προσφέρουμε... στούς θεούς... διαλεχτή... θυσία!... Πολύ... διαλεχτή... θυσία... στούς θεούς... ’Εμεΐς... ή φυ λή τών Καλουάχα...» Τό άμορφο καί ανδροπρε πές πρόσωπο του Έλληνόπου λου συννεφιάζει. — Κάνουν θυσία!, μουρ μουρίζει. Ελπίζω νά θυσιά ζουν κανένα ζώο, γιατί τούς έχω απαγορεύσει νά θυσιά ζουν ανθρώπους! Πάμε νά δούμε, Ατσίδα! Ό χοντρός νέγρος, πού τον έχει πιάσει ή τεμπελιά, μορ φάζει κωμικά. Βγάζει έξω τή γλώσσα του, γλείφει τόν κρί κο τής μύτης του καί λέει: — Έγκώ είναι κουρασμένο πολύ, κύριος Τάργκα! Έγκώ ξαπλώση λίγο έντώ, έσύ πάει νά ντήςΐ Ό Τάργκα άνασηκώνει
τούς ώμους του. Ξέρει δτι εί ναι περιττό νά έπιμείνη. Α φήνει, λοιπόν, τό χοντρό νέ γρο πού ξαπλώνει αμέσως χάμω μ’ ένα στεναγμό άνακουφίσεως, καί γυρίζει προς τό μέρος άπό τό όποιο άκούγεται τό τάμ - τάμ! Τό έδαφος κάτω άπό τά πανύψηλα δέντρα είναι έλεύθερο άπό θάμνους καί ό Τάρ γκα, τρέχοντας άναπτύσσει τόση ταχύτητα ώστε μέσα σέ λίγα λεπτά βρίσκεται χίλια μέτρα μακρυά, στην άκρη ένός ξέφωτου! Έκεΐ άντικρύζει ένα θέα μα, πού κάνει τά μάτια του νά σπιθίσουν άπό θυμό ■ καί θαυμασμό. Μέσα στό ξέφωτο, γύρω1 άπό μια μεγάλη φωτιά, είναι συγκεντρωμένη όλόκληρη ή άγρια φυλή τών Καλουάχα. Ετοιμάζονται νά προσφέ ρουν θυσία στούς θεούς τους· έναν άνθρωπο, δεμένο σ’ ένα στύλο κοντά στή φωτιά! Ό άνθρωπος αυτός είναι μια γυναίκα! Μια νεαρή λευ κή. πεντάμορφη, ξανθή γυ ναίκα, πού κρατάει τό κεφά λι της ψηλά με περηφάνεια, κυττάζοντας περιφρονητικά καί άφοδα τούς ιθαγενείς, πού ουρλιάζουν δαιμονικά χοροπηδώντας γύρω της! Τό κορμί της εΐναι σφιγμέ νο σ* ένα κίτρινο έφαρμοστό ύφασμα κι* έχει τις τέλειες γραμμές τών άρχαίων άγαλμάτων! Τό δέρμα της είναι άπαλό καί τρυφερό, μά κα θώς τά μπράτσα της είναι
ΤΑΡΓΚΑ δεμένα στο στυλό, ξεχωρίζουν κάτω από τό δέρμα Ισχυροί καί καλογυμνασμένοι μυώ νες ! Για μερικές στιγμές, ,ό Τάργκα μένει ασάλευτος κυττάζοντας μέ θαυμασμό καί συγκίνησι τό υπέροχο αυτό ξανθό κορίτσι. Ή καρδιά του χτυπάει γοργά, μέ ταραχή. Καταλαβαίνει ότι στο κορί τσι αυτό βρήικε τόν αληθινό σύντροφο τής ζωής του, τή γυναίκα πού θά του γέμιση τήν ψυχή καί θά τόν βοηθάει στόν άγώνα του εναντίον των εχθρών τής Ειρήνης καί τού Δικαίου! Καί την βρήικε ακριβώς ιή στιγμή, πού μια φυλή καννιβάλων ετοιμάζεται να σφάξη, να ψήση καί να καταβροχθί ση τό έξαί'σιο αυτό πλάσμα! Τό ταμ - ταμ τών Καλουάχα παύει ξαφνικά νά άκούγεται. Ό άγριος χορός γύρω από τή φωτιά καί από τό κο ρίτσι σταματάει. Μιά νεκρι κή σιω^πή απλώνεται. Καί τότε Μνας πανύψηλος άντρας μέ ογκώδεις ώμους καί τεράστια μπράτσα, ό αρ χηγός καί μάγος τής φυλής τών Καλουάχα προχωρεί προς τό δεμένο κορίτσι μ9 έ να μεγάλο μαχαίρι στο χέρι καί μέ διαβολική Μκφρασι στο πρόσωπό του! Πηγαίνει νά σφάξη τήν ό μορφη λευκή γυναίκα, νά τήν προσφέρη θυσία ατούς αιμο φόρους θεούς του! Ό Τάργκας βρίσκεται πο λύ μακρυά καί, όσο γρήγο
13
ρος κΓ άν είναι, καταλαβαΤ νει πώς δεν μπορεί νά προλάβη νά φτάση εγκαίρως καί νά μπή άνάμεσα στόν άρχηγό τών Καλουάχα καί στο κορί τσι, πριν τό μαχαίρι τού άγρι ου κόψη τόν ρμορφο λαιμό της! Τό χέρι του Καλουάχα ση κώνεται κιόλας πάνω από τό κεφάλι τού κοριτσιού! Μιά στιγμή ακόμη καί τό υπέρο χο, τό πεντάμορφο πλάσμα πού τόσο παράξενα συνάντη σε στο δρόμο του ό Τάργκα, δέ θά είναι παρά ενα άψυχο, ματωμένο κορμί! Καί τότε τό ατρόμητο Ελ ληνόπουλο, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, δρά μέ αστραπι αία ταχύτητα! Τά ατσάλινα δάχτυλά του αρπάζουν τή λαβή τού μα χαιριού του, τό τραβούν από τή θή.κη του καί τό έκσφενδονίζουν μέ έκπληκτική δύναμι! 'Η ατσάλινη λεπίδα σκίζει τόν αέρα, σφυρίζοντας σαν φίδι, καί, καθώς τό ώπλισμένο χέρι τού καννίβαλου κα τεβαίνει αέ ορμή προς τό λαι μό τού κοριτσιού, τό μαχαίρι καρφώνεται στο μπράτσο του, λίγο πάνω από τό καρπό! *Ένα ουρλιαχτό πόνου ξεπηδάει από τά σφιγμένα χεί λη τού αρχηγού τών Καλουά χα καί ό μεγαλόσωμος ά γριος παραπατάει προς τά πίσω ! Τό μαχαίρι ξεφεύγει α πό τά δάχτυλά του καί πέ φτει χάμω! Βλαστημώντας άγρια, ό Καλουάχα αποσπάει τό κσρ-
14
ΤΑΡΓΚΑ
— Τό μόνο· πού θυμάμαι, λέει απαντώντας στις επίμο νες ερωτήσεις πού τής κάνει κάθε τόσο ό Τάργκα, είναι ό τι εδώ καί πολλά χρόνια, ό ταν ακόμα ήμουν πολύ μικρή, ζουσα σέ μιά σπηλιά μαζί μ’. ένα ασπρομάλλη · γέρο, πού τον έλεγα «παπου»’. 'Η σπη λιά — θυμάμαι ήταν γεμά τη από κάτι πετραδάκια πού άστραφταν όμορφα όταν· τά χτυπούσε τό φώς! "Ενα από αυτά, τό· πιο μεγάλο ’ ήταν πράσινο καί είχε σχήμα μι-, κρής νεκροκεφαλής! 'Ο παπούς μου τό . έπαιρνε συχνά στά χέρια του καί μου τό έ δειχνε, λέγοντας: «"Οποιος έχει αυτό τό πετράδι, Μαλόα, είναιπροορισμένος νά γίνη ό πιο δυνατός άνθρωπος τού .κό σμου! θά σού τό · εξηγήσω αυτό όταν μεγαλ.ώσης!» Μά ΚΕΦ. 5. "Οπου © Τάργκα .δέν πρόλαβε., Μιά μέρα ήρθε ένας άνθίρωπάκΟς, ένας νά συγκρούεται μ’ ένα • μαινόμεν© θωρηκτ© νος μέ μεγάλα αυτιά, μαζί μέ γορίλλες καί σκότωσαν τ$\ς ζούγκλας! τον παπού! 5Εγώ τούς ξέφυΤΣΙ ό Τάργκα έσωσε γα, γιατί ήξερα μιά στενή καί ελευθέρωσε την ό μυστική έξοδο πού υπήρχε μορφη σύντροφό του, τή Μα στο βάθος τής σπηλιάς! 5Από λόα·, πού από τότε τον ακο τότε.γυρίζω μέσα στά δάση λουθεί πιστά παντού γεμάτη καί ζώ από τό κυνήγι καί τά εύγνωμοούνη ' καί στοργή, γιά .φρούτα τών δέντρων! · τό ατρόμητο Ελληνόπουλο! — Δέ . θυμάσαι καθόλου Δέν μπορεί όμως να δώση πού βρίσκεται ή σπηλιά αυτή, καμμιά καθαρή πληροφορία Μαλόα; ρωτάει ό Τάργκα. γιά τήν προέλευσί της, γιά Ογι! ’Έχουν περάσει τούς γονείς της, γιά τήν πα πολλά χρόνια από τότε! τρίδα της. Δέν μπορεί νά έ— Κάποτε, λέει ό Τάργκα. ξηγήση. στον Τάργκα πώς* τρυφερά χαϊδεύοντας τά μαλ βρέθηκε μέσα στη ζούγκλα λιά· της, θά ψάξουμε νά βρού αυτή, ένα λευκό ξανθό κορί με τή σπηλιά αυτή. "Ισως τσι ! βρούμε τό πράσινο · πετράδι. φωμένο μαχαίρι μέ το αρι στερό του χέρι και τό τινάζει εναντίον τοΰ ΤάργκαI Μά τό Ελληνόπουλο, τρέχόντας -σαν τον άνεμο, έχει φτάσει κιόλας κοντά του. Α ποφεύγει τό -μαχαίρι ,μ’ ένα λύγισμα του κορμιού του καί ή γροθιά του χτυπάει τον αρ χηγό των Καλουάχα μέ τόση δύναμι στο σαγόνι, ■ ώστε ό μεγαλόσωμος νέγρος σωριά ζεται χάμω νεχρός μέ τη σπονδυλική του στήλη τσακι σμένη στη βάσι του κρανίου του !... Οί· υπόλοιποι πολεμιστές τής φυλής Καλουάχα τραβι ούνται πίσω · τρομαγμένοι, μουρμουρίζοντας: — Ό Τάργκα! Ό Τάργκα! Ό Κυρίαοχος τής· Ζούγικλας ! Τ0 Τάργκα!.
Ε
ΤΑΡΓΚΑ
15
ζει κάτω, τό Ελληνόπουλοκαί τιμωρήσου με τό δολοφό νοιώθει τό αίμα του νά παγώ νο, τοΰ παπού σου! * * * νη στις- φλέβες-· του! . Ή Μαλόα βρίσκεται· εκεί Ό καιρός περνάει... Στην Ευρώπη έχει ξεσπάσει ό Πα νη τη ρτιγμή ακριβώς κάτω, από τό δέντρο, όπου είναι άγκόσμιος Πόλεμος! Ή Ελλά νεβσσμένος ό .Τάργκα, · καί δα πολειμάει στο πλευρό τών έχει σκύψει γιά νά κόψη ένα συμμάχων της έναντίον . των Ιταλών, τσακίζοντας »με τον μεγάλο κιτρινόμαυρο λουλου ηρωισμό των άνδρείών παιδι δι, όταν ανάμεσα· σέ δυο θά μνους προβάλλει ένας τερά ών της τις σιδερόφραχτες στιος ρινάκέρως! στρατιές του Μουσολίνι! Πριν ή Μαλόα· προλάβη νά Στά βάθη τής Αφρικής δρως δλα είναι ήρυχα. Τά α .άντιληφθή τον κίνδυνο πού την απειλεί, τό θηρίο έφορμά γρίμια, καί οί ιθαγενείς ζοΰν αμέριμνα μέσα στά παρθένα . μέ τό κεφάλι του χαμηλωμέ νο καί· τά φοβερά κέρατά του δάση, χωρίς νά ύποψιάζωνται. προτεταμένα! κάν τό μακελειό πού γίνεται Ή ορμή Καί ή γρηγοράδα ανάμεσα στούς «πολιτισμέ- ' τοΰ ρινόκερου είναι τόσο με νους» ανθρώπους!· Καί' τότε, ξαφνικά, ή ζούγ γάλη, ώστε ή' Μαλόα φαίνε ται καταδικασμένη ! κλα χάνει τη γαλήνη της!... Μά ό Τάργκα, τό άτρόμηΑυτό συμβαίνει' ένα λαμ το Ελληνόπουλο, τό ταχύτε πρό, δροσερό πρωινό, γεμάτο ρο πλάσμα τής ζούγκλας, άφώς καί αρώματα;. χΟ Ατσίδας, ξαπλωμένος γρυπνάει! Δρώντας κεραυνοβόλα, πα ανάμεσα σέ· κάτι πυκνούς θά μνους, τρώει καμμιά..-. δεκα ρατάει τά φρούτα, πού κρα τούσε, καί, αρπάζοντας τό ριά μεγάλα άγριοπέπονα, για χοντρό, ' λυγερό, κρεμαστό νά.. δροσίση λιγάκι τό λαρύγ κλαδί ενός αναρριχητικού φυ γι του, όπως λέει ό ίδιος. του, ρίχνεται στό κενό! Ή Μαλόα περπατάει ανά Τό κορμί του διαφράφει μεσα, στά δέντρα, σιγοτραγου δώντας καί μαζεύοντας όμορ μιά γοργή τροχιά, ένα σπα θωτό ημικύκλιο· στον αέρα, φα εξωτικά λουλούδια, γιά καί μέ τά πόδια μπροστά χτυ νά στολί'ση Γμ’ αυτά τά'ξανθά πάει τον ρινόκερω στό· σβέρ μαλλιά της. κο, τή στιγμή σχεδόν πού τά Ό Τάργκα έχει σκαρφαλώ κέρατά του αγγίζουν τό όμορ σει πάνω σ’ ένα δέντρο γιά φο κορμί τής Μαλόα! νά κόψη διαλεχτούς καί- νό Τό θηρίο, σπρωγμένο από στιμους καρπούς γιά την α τά μυώδη πόδια τού Κυρίαρ γαπημένη του. χου τής Ζούγκλας, . παραπα ξαφνικά · όμως, καθώς γέρ τάει καί παραμερίζει ελαφρά, νει τό κεφάλι του καί κυττά-
16
ΤΑΡΓΚΑ
χάνοντας έτσι τό στόχο του ! Ένω ό Τάργκα προσγειώ νεται έπιδέξια δίπλα στη Μα λόα, ό ρινόικερως απομακρύ νεται σαν βολίδα μουγγρίζον τας άγρια, σταματάει, γυρί ζει καί έφορμά πάλι, σφυροκοπώντας τό έδαφος με τα πόδια του και κάνοντας το νά άντηχή! Ό Ατσίδας ακούει τά μουγγ,ρίσματα καί τά ποδο βολητά, άνασηκώνει τό κε φάλι του καί, ανάμεσα από τά κλαδιά των θάμνων, βλέ πει τό θηρίο. Μέ Απάθεια, ξαπλώνει πάλι χάμω καί συνεχίζει την... πε πονοφαγ ία του μουρμουρίζον τας: — Πφφ! Αυτό μόνο ένα ρινόκερω! Έγκώ δκι σηκωθή! Κύριος Τάργκα μπορεί σκοτώση τοία ρινόκερω ματζί! ^ Πραγματικά, μετρημένες είναι οί στιγμές της ζωής του ρινόκερου! Καθώς φτάνει κον τά στον Κυρίαρχο τής Ζούγ κλας καί στη χαριτωμένη σύντροφό του, ό Τάργκα τι νάζεται μπροστά, μέ μια θαυ μαστή έκσφενδόνισι του κορ μιού του, καί άρπαζει τό θη ρίο από τά κέ,ρατα. ("Έπειτα, ένα πήδημα προς τά πλάγια καί μιά σύσπασι των πανίσχυρων μυών τού μπράτσου του, είναι αρκετά γιά νά κάνουν τον ογκώδη ρινόκερω νά χάση την ισορ ροπία του καί νά κυλιστή χά μω γεμίζοντας τον ήσυχο α έρα τής ζούγκλας μέ τά μα νιασμένα μουγγρητά του!
Πριν προλάβη νά πεταχτή πάλι στά πόδια του καί νά συνέχιση την έπίθεσί του, τό χέρι τού Τάργκα κινείται μέ τόση ταχύτητα ώστε δέν μπο ρεί νά τό παρακολούθηση τό μάτι! 'Αρπάζει τό μαχαίρι του, τό τραβάει από τη θήκη του, τό σηκώνει ψηλά καί τό μπή γει στο πιο ευαίσθητο σημείο τού θηρίου, ανάμεσα στον ώ μο καί στο αυτί! Ό ρινόκερως άνασηκώνεται σπασμωδικά, βογγάει μέ άπόγνωσι καί πέφτει χάμω μ’ έναν υπόκωφο γδούπο, πού κάνει τό έδαφος νά κλονιστή ! Εΐναι νεκρός! ΚΕΦ. 6. "Οπου τ© άτρόμητ© Ελληνόπουλο π©λεμάει' γιά την πατρί δα τ©υ μέαα οτη ζούγκλα! Τάργκα, πού τό πρόσω πό του δέν έχει χάσει κα θόλου την ήρεμία του στο δι άστημα τής φοβερής αυτής μονομαχίας, σκουπίζει τό μα χαίρι του στά χόρτα, τό βάζει στη θήκη του καί ετοιμάζε ται νά γυρίση προς την Αγα πημένη του. όταν μιά άκλη ρη καί δυνατή φωνή αντηχεί πίσω του: —■ Με ί νετ ε άκ ίνη το ι! 3 Αλλοιώς... θά πεθάνετε! Ό Τάργκα μαρμαρώνει! Ή έκπληξί του είναι Απέραν τη. Κατάλαβε εντελώς τά Α πειλητικά αυτά λόγια κι3 ό μως ή φωνή πού τά πρόφερε
Ο
δέν είχε μιλήσει στήν Έλληνι-
ΤΑΡΓΚΑ !κή;^γλώσσα, ούτε σέ καμμιά γλώσσα ιθαγενών τής Άφρι'κής! Ξαφνικά θυμάται! θυμά'ται την έποχή πού ήταν μέ τον παπού του, τον καπετάν -Νίικόλα, και τις γλώσσες πού αυτός του είχε μάθει. <Γε ρμανι κ ά ! Ναι! * Η ψω νή έ'κείνη είχε μιλήσει στη γερμανική γλώσσα! Γεμάτος απορία δ Τάργκα γυρίζει αργά. Τά μάτια του ανοίγουν διάπλατα από την έκπληξι. Δυο Γερμανοί στρατιώτες στέκονται μπροστά του σέ άπόστασι μερικών μέτρων ! Τούς αναγνωρίζει από τά κρά νη τους καί τις στολές τους κΓ από τούς αγκυλωτούς σταυρούς, γιατί, πολύ πριν άπό τό ναυάγιο του καρα βιού του παπού του, ό Χιτλερ είχε άνεβή στην έξουσία στη •Γερμανία! Δυο Γερμανοί στρατιώτες στη ζούγκλα! Αυτό είναι Πρωτάκουστο καί ανεξήγητο I Ό ένας απ’ αυτούς κρσ'τάει ένα μεγάλο πιστόλι κΓ ■ό άλλος ένα αυτόματο. ΚΓ δ Τάργκα ξέρει καλά οτι τά ό πλα αυτά μπορούν νά σκορ πίσουν από μακρυά τό θάνατο μέ κεραυνοβόλα ταχύτη τα ! —Τί θέλετε:; ρωτάει δ Τάρ γκα ήρεμα. Δέ σάς πειράξα με ! Γιατί, λοιπόν, μάς φοβερί ζετε μέ τά δπλα σας; — Είστε κατάσκοποι τών "Αγγλων!, γρυλλίζει δ ένας άπό τούς Γερμανούς. Ψηλά τά χέρια! Ελάτε κοντά, κΓ
11
έσύ καί τό κορίτσι, μέ τά χέ ρια ψηλά! Άλλοιώς... Κ'αί -σαλεύει απειλητικά τήν κάννη τού αυτομάτου του 1 Ό Τάργκα σηκώνει τά χέ ρια του καί προχωρεί άργά προς τό μέρος τους, κάνον τας νόημα στη Μαλόα νά τον μιμηθή. Σταματάει σέ -άπόστασ» δυό μέτρων από τούς Γερμα νούς καί λέει; — Δέν είμαστε κατάσκοπο» κανενός! "Αλλωστε, τί δου λειά μπορούν νά κάνουν κα τάσκοποι μέσα στή ζούγκλα; Καί, στο κάτω - κάτω, κΓ άν άκόμα υποθέσουμε πώς είμα στε κατάσκοποι τών "Αγ γλων, τί σάς νοιάζει έσάς : Χαμηλώστε τά δπλα σας καί πάψτε νά μάς άπειλήτε! ΟΙ Γερμανοί βάζουν τά γέ λια. — Παίζει ώραΐα τό ρόλο του!, λέει ό ένας. Κάνει τόν κουτό! 'Έ,νας λευκός άντρας καί μια ξανθή λευκή γυναί κα μέσα στή ζούγκλα καί λέ νε πώς δεν είναι κατάσκοποι τών "Αγγλων! Τί είναι αύτό πού κάνει νιάου - νιάου στα κεραμύδια; Σιγά - σιγά, θά μάς πή δτι δέν ξέρει πώς ή Γερμανία καί ή Ιταλία βρί σκονται σέ πόλεμο μέ τήν Αγγλία,, τη Γαλλία καί τήν Ελλάδα! Χά, χά, χά'! Τά μάτια τού Τάργκα άστράφτουν. Ή Ελλάδα είναι σέ πόλεμο μέ τήν Ιταλία τού Μουσαλίνι καί μέ τή Γερμα νία τού Χίτλερ! ΤΙ αγαπημέ νη του πατρίδα κινδυνεύει!
"Ενας ρίνόκερώξ όμμ&ει εναντίον τής Μάλόα! Μά ό Τάργκα άγρυ^νάει! ΠήΒάμ άτιό *ό δέντρο,
καί, Επειτα άπό
σύντ'όμΎ]
πάλη, ό ρινόκερώς
είναι νεκρός!
Και τότε άκούγεται μια φωνή: Ψηλοί; τά χέρια!» ΕΙ\αΓ δυο Γερμανοί! Μέ αυτόματα καί πιστόλια! Μά ό Τό;ργκα τούς τσακίζει και τους αφοπλίζει!
20
ΤΑΡΓΚΑ
ΚΓ ό πόλεμος έχει φτάσει, δ* πως φαίνεται από τά λόγια των Γερμανών στρατιωτών, ώς την καρδιά τής ζούγκλας! Ό Τάργκα σφίγγει τά δόν τια του κι* έτοιμάζεται νά ορ μήση έναντίον τους. Μά συγκρατεί τον εαυτό του. Πρέπει νά μάθη πρώτα τί άκριβώς συμβαίνει και τί γυρεύουν στη ζούγκλα οι Γερ μανοί. — Δεν σάς καταλαβαίνω Κ λέει στο Γερμανό. Τώρα μα θαίνω πώς ξέσπασε πόλεμος, γιατί ζώ στη ζούγκλα από μικρό παιδί. Κι* άν δμως υ ποθέσουμε πώς είμαστε πρα γματικά κατάσκοποι, τί μπο ρούμε νά κάνουμε έδώ έναν τίον τής Γερμανίας; Νά μα θαίνουμε στά θηρία και στους ιθαγενείς την. . . άγγλική γλώσσα; Οί Γερμανοί θυμώνουν. — Γουρούνι!, ουρλιάζει αύΐός πού κρατάει τό πιστόλι. Δέ σέ ώφελεΐ σέ τίποτα νά κάνης τον ανήξερο! ξέρουμε πολύ καλά πώς ήρθατε εδώ γιά νά κατασκοπεύσετε τό α εροδρόμιο, πού έχουμε φτιά σε ι! Μά δέ θά μπορέσης νά ειδοποίησης τούς "Αγγλους! Σέ λίγες μέρες όλα θά είναι έτοιμα καί τεράστιες ρουκέττες θά ξεκινήσουν από τή ζούγκλα καί θά πάνε νά κα ταστρέφουν έντελώς τό Λον δίνο, τό Παρίσι, τό Κάϊρο καί τήν Αθήνα! Τήν Αθήνα I "Ενα κύμα θυ μού πλημμυρίζει τό Ελληνό πουλο ! Τήν * Αθήνα! Οί βάρ βαροι έτοιμάζοντοα νά κατα
στρέφουν τήν αγαπημένη του Αθήνα, όπου ό Τάργκα έχει περάσει τά αξέχαστα παιδικά του χρόνια! Ή Μαλόα, πού παρακολου θεΐ άγρυπνα τή σκηνή αυτή, δεν καταλαβαίνει οϋτε λέξι άπό τις φράσεις, πού άνταλλάσσουν οί στρατιώτες μέ τόν' αγαπημένο της. Καταλαβαίνει δμως δυο1 πράγματα: "Οτι αυτή, καί ό Τάργκα διατρέχουν σοβαρόκίνδυνο κι* δτι, άπό τό σφί-' ξιμο τών δοντιών του κι* άπό τή σύσπασι τών μυών τών πανίσχυρων ώμων του, είναι φανερό δτι τό Ελληνόπουλο ετοιμάζεται νά έπιτεθή! Ετοιμάζεται, λοιπόν, κι* αυτή νά τον βοηθήση! Ξαφνικά, ό Τάργκα τινάζε ται πρός τά έμπρός, σάν βέ λος πού ξεπηδάει άπό· ένα τόξο! Τό αριστερό του χέρι κατεβαίνει μέ αστραπιαία τα χύτητα καί παραμερίζει τό ώπλισμένο χέρι τού Γερμανού μέ τό πιστόλι! Τό πιστόλι εκπυρσοκροτεί μέ τήν κάννη στραμμένη πρός τά πάνω1 ! Ή σφαίρα του χώνεται ανάμεσα στά φυλλώματα καί χάνεται πρός τον ουρανό! Τό δεώό χέρι χοό Τάργκα, σφιγμένο σέ μιά ατσάλινη γροθιά, χτυπάει τό· Γερμανό στο στήθος μέ τόση δύναμι, ώστε ό έχθρός τής Ελλάδος σωριάζεται αμέσως, άναίσθητος χωρίς νά βγάλη λέξι άπότό στόμα του! Τήν ίδια στιγμή, συμβαί νουν 5υό πράγματα:
ΤΑΡΓΚΑ Ό άλλος Γερμανός στρέφει τό αυτόματό του πρός τόν Τάργκα και πιέζει τη σκαν δάλη καί ή Μαλόα κατεβάζει μέ ορμή τά χέρια της καί σπρώχνει τήν κάννη του ό πλου πρός τά κάτω I Ή Ατμόσφαιρα Αναταράζε ται από μια σειρά έκπυρσο· κροτήισεων, πού κάνουν τά πουλιά καί τ’ αγρίμια της ζούγκλας νά τρομάξουν καί νά ξεμακρύνουν πετώντας καί τρέχοντας ί Οί σφαίρες καρφώνονται στό χώμα, κοντά στά πόδια τού Τάργκα! Πριν ό Γερμα νός προλάβη νά ξανασηκώση τό όπλο του καί νά τραβήξη πάλι τή σκανδάλη, ή γροθιά του Τάργκα τον χτυπάει στό σαγόνι καί τον στέλνει νά κοι ,μηΐθή δίπλα στό σύντροφό του 1
ΚΕΦ. 7.
ό
Ατσίδας
βρά, άνδρ&γαθεί και ...τά κάνει ©άλασσα! απλωμένος πάντα χάμω, _ ό Ατσίδας μασουλάει τά πεπόνια του. Βρίσκεται τώ ρα στό... δέκατο πεπόνι καί άπό τό λαρύγγι χου βγαίνουν σιγανά γρυλλίσματα ίκανοποιήισεως καί ηδονής. Ξαφνικά, αντηχούν στ* αυ τιά του ή πυροβολισμοί των Γερμανών! Ό χοντρός νέγρος γουρλώ νει τά μάτια του, ανοίγει τό στόμα του μια σπιθαμή καί τινάζεται όρθιος μέ ευκινησία καταπληκτική για τό δγκώ-
δες κορμί του! "Έχει φτάσει
21
ή στιγμή τής δράσεως καί ό Ατσίδας γίνεται πραγματι κός... ατσίδας! — Ντέν αρέσει έμένα αυ τός κρότος! θυμίζει έμένα πιστόλι! Κύριος Τάργκα καί κύριος Μαλόα που είναι; Καί μέ μεγάλα βήματα προχωρεί πρός τό μέρος πού είχαν ακουστή οί πυροβολι σμοί. Σέ λίγο σταματάει. Βλέπει Ανάμεσα Από τά κλα διά τών θάμνων τον Τάργκα καί τή Μαλόα νά δένουν στον κορμό ενός δέντρου τούς δυο Γερμανούς, πού είχε ρί ξει Αναίσθητους τό Ελληνό πουλο. Οί Γερμανοί έχουν συνέλθει τώρα καί κυττάζουν τον Τάργκα μέ μάτια γεμάτα τρό μο καί μίσος. — Που βρίσκεται τό Αερο δρόμιό σας; τούς ρωτάει ό Τάργκα γερμανικά. Πώς μπο ρεΐ κανείς νά πάη έκεΐ; — Δέ θά τό μάθης αυτό .ιθτέ Από εμάς, παλιοκατάσκο πε!,, γρυλλίζει ό ένας Από τούς αιχμαλώτους. Ό Τάργκα σηκώνει τό χέρι του γιά νά τον χτυπήση, μά τό χαμηλώνει πάλι. "Οχι! Αύτός, ό ξακουστός Τάργκα, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, τό ή,ρωϊκό Ελληνόπουλο, δέ θά χτυπήση ποτέ έναν άοπλο καί δεμένο αιχμάλωτο ί — Πολύ καλά, λέει. Τότε, θά σάς έγκαταλείψω εδώ καί βγάλετε τα μόνοι σας πέρα μέ τ’ Αγρίμια πού θάρθουν νά σάς έπισκεφθοϋν τή νύ χτα! "Αν μιλήσετε, θά σάς αφήσω.ο. ......... .. .. .
22
ΤΑΡΓΚΑ
—- ψηλά τά χέρια], λέει πά' λόκοτα όπλα πού ξερνούν φω λι μια άλλη φωνή πίσω του τιά καί βροντές! 'Ο Τάργκα γυρίζει γοργά —θά πεθάνετε, γουρούνια !,καί... άντι,κρύζει έναν τρίτο ουρλιάζει μέ μανία ό Γερμα Γερμανό, πού έχει προβάλει νός. Τολμήσατε νά σηκώσετε πίσω από ένα θάμνο, όέκα.μέ χέρι εναντίον στρατιωτών τρα μακρυά! * τού Χίτλερ, τού αρχηγού τής Μά' τον νεοφερμένο τον βλέ Γερμανίας καί τού κόσμου ο πει ταυτόχρονα κι’ ό Ατσί λόκληρου! θά... δας και τό παχύ πρόσωπο Δέν προλαβαίνει ούτε ■ τή του νέγρου ■ συσπάται από φράσι του νά άποτελειώση θυμό. Αρπάζει μέ τά δόντια ούτε τή σκανδάλη τού όπλου του τό χαλκά, πού κρέμεται· ’ του νά τραβήξη! από τη μύτη του, τον τραβάει Κάτι βαρύ καί σκληρό, σάν προς τά κάτω και μουρμουρίσφυρί, τόν χτυπάει στο κεφά ζει: λι ξαφνικά, πάνω οτό κρά —Αυτό ακικαλό άντρωπο 1 νος ! Αυτό μιλάει άγρια κύριος Τό κράνος του ανοίγει στά Τάργκα! Έγκώ ντείξη αύδυό σάν καρύδα ! / I το * Καί μαζί μέ τό κράνος, α Καί ό νέγρος προχωρεί μέ νοίγει στά δύο καί τό κεφάλι προφυλάξεις προς τό μέρος του καί ό Γερμανός σωριάζε του Γερμανού, διαγράφοντας ται χάμω νεκρός! ένα μεγάλο· κύκλο γιά νά Τόν είχε χτυπήσει ή γρο πλησιάση τόν έχθρό από πί θιά τού Ατσίδα, τού κωμικού σω. νέγρου σύντροφου τού Τάρ Μολονότι τό κορμί του εί γκα ! ναι ογκώδες καί βαρύ, ό Α Ό χοντρός νέγρος στέκεται τσίδας περπατάει τόσο άνάλα τώρα πάνω από τό νεκρό κορ φρά. ώστε δέν άκούγονται μί τού άντιπάλου του καί καθόλου οί πατημασιές του ! γλείφει τόν κρίκο, πού κρέμε Μέ την άκρη του ματιού ται άπό τή μύτη του, γρυλτου, ό Τάργκα διακρίνει ανά λίζοντας: μεσα στούς θάμνους τή σιλου- • Έσύ τώρα όκι πειράξη έττα τού "Ατσίδα νά γλυπιά κύριος ' Τάργκα καί κύ στράει προς τό Γερμανό καί ριος Μαλόα! *Εσύ τώρα όκι σηκώνει τά χέρια του πάλι. πειράξει κανένα πιά! ,Ή Μαλόα τόν μιμείται. Καί, ενώ ό Τάργκα κΓ ή .Τό όμορφο πρόσωπό της Μαλόα κατεβάζουν τά χέρια 'δέν Φανερώνει καθόλου φότους καί γυρίζουν προς τούς βρ. ίνίναι μόνο γεμάτο έκπλη αιχμαλώτους, ό Ατσίδας κά ξι καί απορία. Δέν καταλα τι κάτι παιδιάστικο, μιά γκάφα, πού βάζει- σέ τρομερό βαίνει -^ώ>ς ή ζούγκλα γέμισε έτσι ξαφνικά από ανθρώπους κίνδυνο τή ζωή καί τών τρι παράξενα/ ντυμένους, μέ αλ ών ηρώων μας!
ΤΑΡΓΚΑ Σκύβει, σηκώνει από χά μω τό αύτόιματο πού Γερμαη νου καί τό εξετάζει μέ περι: έργεια καί κάποιο φόβο. Ξα φνικά, χωρίς κι3 ό Ιδιος νά καταλάβη πώς, χό δάχτυλό του άκουμπάει στη σκανδάλη του δπλου, καί σφίγγεται ε πάνω της! Τό αυτόματο αρχίζει νά τε ρετίζη εκπυρσοκροτώντας καί σκορπίζοντας. γύρω φωτιά κάί σφαίρες! Ό Ατσίδας τρομάζει καί σαστίζει. Αντί ·νά -παρατήση τό όπλο Καί νά τό πετάξη χά μω·, τό κρατάει πιο γερά στά χέρια του καί τό δάχτυλό του σφίγγεται . περισσότερο πάνω σΐή σκανδάλη ! Γτά νά αποφυγή * τις σφαΐ- ' οες·, πού σκορπίζονται, σφυρί ζοντας προς κάθε κατεύθυνσι κουβαλώντας μαζί τους τό θάνατο; ό Τάργκα αρπάζει τη Μαλόα από τή. μέση καί πέφτει μαζί της χάμω!· —Πέταξε τό όπλο !, φωνά ζει στον Ατσίδα. Πέ'ταξέ το ! — Ντέ-ν μπορεί, κύριος Τάρ γκατ ντέν μπορεί!-,. άπαντάει μέ άπόγνωσι ό νέγρος μέ τά μάτια του γουρλωμένα Κρα τώντας πάντα στά χέρια του τό αυτόματο πού εξακολου θεί νά έκπϋρσΟ'Κροτη και στριφογυρίζοντας καί χοροπη δώντας σάν τρελλός. Ντέν μποοεΐ νά πετάξη αυτό.! Αυ τό σατανάς! Κόλλησε επάνω έμενα καί θέλει νταγκώστ] ε μένα ! Καί τότε, ξαφνικά,' οί απα νωτές γοργές εκπυρσοκροτή σεις του αυτόματου σταμα
23
τούν! Οί. σφαίρες τού όπλου έχουν έξαντλη,θή! Ό Τάργκα κϊ’ ή Μαλόα ση κώνονται καί δ Ατσίδας, στα μα.τώντας τά χοροπηδήματα καί τα στριφογυρίσματα, μέ νει ασάλευτος, σαν άπολιθωμένος, κοπάζοντας χαζά τό αυτόματο, πού είναι πάντα κουρνιασμένο -ανάμεσα στά χέρια του! Τό παχύ πρόσωπο τού νέ γρου. συννεφιάζει'από σκοτει νό θυμό. Τά ματάκια τόυ πε τουν σπίθες μανίας. Τά δόν τια του αρπάζουν τον κρίκο τής μύτης του καί τον τρα βούν προς τά κάτω, σημάδι πώς ό νέχρος είναι έτοιμος . νά ξεσπάση ! — Έσύ οκι φοβήση εμένα!., λέει· άγ,ρια στο αυτόματο. Τ ού όκι μπορεί νικήσει· εμένα !, Καί, πιάνοντας τό- αυτόμα το από την άκρη τής κάννης, τό χτυπάει πάνω στον κορμό ενός δέντρου μέ τόση δύναμι, ώστε τό σπάζει στά δυά* "Έπειτα, καμαρώνοντας γιά γιά τή... νίκη του, γυρίζει προς τό μέρος τού Τάργκα καί τής Μαλόα καί πηγαίνει κοντά, τους. — Αυτό ήθελε -σκοτώοη έ μενα, λέει, έγκώ σκότωσε αυ τό ! Έγκώ... Σωπαίνει, “ άνοιγοκλείνοντας μέ απορία τά μάτια του καί στήνοντας τ’ αυτί του-. Τό ίδιο κάνουν κι* ό Τάογκα κι5 ή Μαλόα. Άπό κά που, μέσα από τή ζούγκλα, οχι' πολύ μακρυά από τό μέ ρος όπου' βρίσκεται, φτάνει· ώς αυτούς ένας αλλόκοτος
24
ΤΑΡΓΚΑ
ήχος, ένα βροντερό καί μύστη ,ριώδες μουγγρητό! ΚΕΦ. 8. "Οίτου ο Τάργκα χά νει Θραΰσι κι* 6 Α τσίδας δοκιμάζει μιά οδυνηρή έχπλπξιί ίναι ένας ήχος, πού πρώτη φορά άκουνε οί ήρωές μας! Μοιάζει λίγο βρυχηθμό ιλιοντα,ριοϋ, μά εί ναι πολύ πιο δυνατός καί πο λύ πιο σκληρός καί παρατεταμένος! Οί δυο νέοι κΓ ό Ατσίδας μένουν άσάλευτοι περιμένοντας, μέ τα έκπληκτα μάτια τους στραμμένα προς τό μέ ρος από τό οποίο άκούγεται ό ήχος. , Καί τότε, ξαφνικά, ανάμε σα από τούς θάμνους πρΟ'βάλ λει ένα τεράστιο, μετάλλινο θηρίο, ένα τάνκ! "Ενα γέρμα νικό τάνκ μέ τον αγκυλωτό σταυρό του Χίτλερ ζωγραφι σμένο πάνω του! "Ενα μικρό κανόνι εξέχει απειλητικά από τον πυργί σκο του καί δυο μεγάλα πο λύ,β όλα κυττάζουν τούς ήρω ές μας μέ τά σκοτεινά στόιμιά τους, πού κρύβουν τό θάνα το I Τρομαγμένοι, ό Ατσίδας κι* ή Μαλόα γυρίζουν γιά νά δουν τον Τάργκα καί μιά σι γανή κραυγή έκπλήξεως βγαίνει από τό στήθος τους. Ό Τάργκα δεν είναι πιά δί πλα τους! Τό Ελληνόπουλο έχει έξασφανιστή μύστηριωδώς, χωρίς νά τον άντιληφθή κανείς καί χωρίς ν’ άφήση τον παραμικρό ήχο!
Ε
Τήν ίδια στιγμή, ό Τάργκα, μέ κινήσεις πιθήκου καί άγριόγατου, σκαρφαλώνει πά νω σ’ ένα μεγάλο δέντρο, άκριβώς πάνω' από τούς δυο συντρόφους του καί από τό τάνκ, πού έχει σταματήσει τώ ρα σέ μικρή άπόστασι από τή Μαλόα καί τον Ατσίδα. με Μέ άγρυπνα μάτια καί μέ αγωνία στή.ν ψυχή, παρακο λουθεί από ψηλά τις κινήσεις των Γερμανών. Τό σκέπασμα του τάνκ είναι άνο·ιχτό κι* ό Τάργκα βλέπει μέσα στό με τάλλινο θηρίο τέσσερις στρα τιώτες μέ κράνη. Ό ένας όδηγεΐ τό τάνκ κΓ οί άλλοι τρεις κρατούν έτοι μα τό κανονάκι καί τά δυο πολυβόλα μέ τις κά,ννες τους στραμμένες προς τή Μαλόα καί τον Ατσίδα! Μιά φωνή ουρλιάζει γέρμα νικά μέσα από τό τάνκ! ~ Ψηλά τά χέρια! Σκοτώ σατε ένα Γερμανό στρατιώτη καί αιχμαλωτίσατε δυο άλ λους! θά π εθάνετε! Ή Μαλόα κΓ ό Ατσίδας, μην καταλαβαίνοντας τί τούς λέει ό Γερμανός, μένουν ακί νητοι, κυττάζοντας σαστισμέ νοι τό αλλόκοτο αυτό «θηρίο» πού... μιλάει σάν (άνθρωπος! Ό νέγρος δαγκώνει τον κρίκο του, τον τραβάει προς τά κάτω καί μουρμουρίζει μέ εκνευρισμό: — Έγκώ ριχτή επάνω θη ρίο, κύριος Μαλόα! Έγκώ σκοτώση αυτό! Έγκώ... — Μείνε ήσυχος!, ψιθυρί ζει ή Μαλόα. Μείνε ακίνη τος! Γιά νά έξαφανιστή ό
Τάργκα* θά πή πώς έχει κά ποιο σχέδιο! — Ψηλά τά χέρια, ειπαΐ, 66ρλιάζει με λύσσα ό Γερμα νός μέσα άπό> τό τάνκ. Ψηλά τα χέρια, άλλοιώς θά σάς κάμουμε κόσκινο στις σφαί ρες. Ό Τάργκα, έπάνω στο δέν τρο, σφίγγει τά δόντια του. Καταλαβαίνει δτι οί Γε,ρμανοί, από τό θυιμό τους, θά πυ ροβολήσουν βλέποντας τη Μα λόα και τον Ατσίδα νά μην ύπακούουν στη διαταγή τους! Καί ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας άποφασίζει νά δράση ! Μέ τό μαχαίρι στό χέρι, πη δάει από κλαδί σέ κλαδί, ώ σπου φτάνει ακριβώς πάνω από τό τάνκ. — Ψηλά τά νέρια!, βρυχάται γιά τρίτη φορά ό Γερμα νός. Θά... €Η φράσι του μένει στη μέ ση ! Ό Τάργκα ζυγιάζεται έπιδέξια και αφήνει τό κορμί του νά ριχτή στό κενό! Ή ψυ χή του βράζει άπό απέραντο θυμό γιά τούς έγκληματίες αυτούς, πού θέλουν νά καταπ στρέψουν τήν πατρίδα του την Ελλάδα καί νά σκοτώσουν τήν άγσπημένη του Μαλόα καί τόν πιστό σύντροφό του τόν "Ατσίδα! θέλει νά τιμωρήση σκληρά τούς ανθρώ πους, πού ήρθαν νά ταράξουν τη γαλήνη τής ζούγκλας καί νά φέρουν έκεΐ τό θάνατο! Τό κορμί του σκίζει τόν α έρα καί πέφτει όλόϊσια μέσα ατό τάνκ, περνώντας άπό τή
μεγάλη, άνοιχτή, στρογγυλή τρύπα! Οί Γερμανοί, πού είναι έτοι μοι νά πιέσουν τις σκανδάλες των πολυβόλων καί του μι κρού κανονιού, δεν βρίσκουν τόν καιρό νά άντισταθουν στήν ουρανοκατέβατη αυτή έπίθεσι! Ό Τάργκα, στριφογυρίζον τας μέσα στον περιωρισμένο χώρο του τάνκ μέ γρηγορά δα καί μανία σίφουνα, έζοντώνει καί τους, τέσσερις Γερή μανούς μέ τό μαχαίρι του καί μέ τις γροθιές του! Πρίν κα λό καταλάβουν τί συνέβη, οί στρατιώτες του Χίτλερ, οί ε χθροί τής Ελλάδος, ταξιδεύ ουν γιά τόν άλλο κόσμο, γιά τή,ν Κόλαση, γιά νά πληρώ σουν έκεΐ ακριβά τά έγ κλή ματά τους! Τήν ΐδια στιγμή, ό Ατσί δας όρμάει έναντίον του „ «θηρίου»! — Έγκώ σκατώση εσένα!, γρυλλίζει. Έσύ δκι σκοτώση εμάς! Καί ή μεγάλη γροθιά του ανεβαίνει καί κατεβαίνει μέ ορμή, χτυπώντας τά πλευρά του τάνκ! Φυσικά, ό παχύς άτσάλινος θώρακας του τάνκ δεν παθαίνει τίποτα, ένώ ό "Ατσίδας ούρλιάζει άπό τόν πόνο! "Ωουουου !, κάνει τρί βοντας τό πονεμένο χέρι του. Έσύ ντάγκωσε έμένα! Έγ κώ κλωτσήση τώρα έσένα! Καί, τραβώντας πίσω τήν ποδάρα του, έτοιμάζεται νά χτυπήση τό τάνκ! Μά ό Τάργκα πηδάει Ιξω
ΤΑΡΓΚΑ νούς καί μαζί με τον άλλο, καί τον σταματάει γελώντας: πού είχε σκοτώσει ό Ατσί ·~~ Στάσου, Ατσίδα! Δεν μπορείς νά του κάνεις τίπο δας, τους θάβει γιά νά μη γίνουν βορά τών τσακαλιών τα! Είναι, άπό' σίδερο ! Τώρα πού σκότωσα τούς Γερμα καί καρφώνει πάνω από τον νούς, τό τανκ είναι δικό μας! τάφο - τους ένα σταυρό από δυο κλαδιά. ~έρω νά τό οδηγώ, γιατί, ό ταν ήμουν μικρός, ό παπους *Έπειτα, μπαίνει στο τάνκ, βάξει τη μηχανή μπροστά έ μου μου ,είχε διδάξει μηχανι πειτα από μερικές δοκιμές κή τών πλοίων καί τών αυτο κινήτων ! · *' I σως μάς χρεία- * καί ξεκινάει. Χώνει τό τάνκ σέ μερικούς πυ στή τό τανκ αυτό, θά τό κρύ . ανάμεσα κνούς θάμνους καί μέ τή Μσψω ανάμεσα στούς θάμνους λάα καί τον Ατσίδα, έξάφανίκαι θά εξαφανίσω τά ίχνη . ζει τά ϊχνη του ισοπεδώνοντας τών τροχών του 1 Πραγματικά, ό Τάργκα τό έδαφος καί * στρώνοντας βγάζει τους νεκρούς γερμαχάμω ξερόφυλλα. Τέλος, γυρίζει στον Ατσί δα καί λέει: —* Καί τώρα, αγαπητέ μου ' * Ατσίδα, πρέπει νά αναγκά σουμε τσύς φίλους μας, πού είναι δεμένοι έκεΐ, νά, μιλή σουν! Πρέπει νά μάς πουν πού -είναι ■ τό αεροδρόμιό τους! • Τό άροντρόμο; ρωτάει χαζά ά’ Ατσίδας. Ντέν ξέρει τί είναι .άροντρόμο, μά έγκώ •κάνει αυτό · μιλήση καί πή που είναι άροντρόμο! *·
ΚΕΦ. 9. "Όπου © Τάργκα ξε κινάει, ή Μαλόα χά νεται κΓ © Ατσίδας τήν παθαίνει πολύ άσχημα ί ό παχύς νέγρος, δαγ κώνοντας ,τόν κρίκο τής μύτης του, , πηγαίνει κοντά στούς δεμένους Γερμανούς, καί βρυχάται: . . Που εΐναι άροντρόμο; 3Έ; Που είναι άροντρόμο; χχ\
Κ 'ό
Τάργκα πέφτει ολόισια στο τάνκ!
μέσα
ΤΑΡΓΚΑ
'Ο Κυρίαρχος τής ζούγκλας γλυστράει σαν χόρτα. Μέσα άπό τό παράθυρο τής καλύβας
ΟΙ Γερμανό! τον- κυττάζουν , χαζά. μην καταλαβαίνοντας λέξι. Ό Ατσίδας μόρφαζε·' άγρια κα! συνεχίζευ — Έισυ. όκι πή πού είναι άρόντρόμο, έγκώ πνίξη εσένα! “ Τ! λέει αυτός ό κ αννίβα λος; οωτάει ό ένας άπό τούς αίχιμαλώτους τον Τάργκα. — Λέει ότι .πεινάει, απαν τάει τό Ελληνόπουλο σοβα ρά, και ότι \Θά σάς ψήση καί θά σάς φάη !· — θά... θά τον άφήσης νά τό κάνη αυτό; τραυλίζει ό Γερμανός μέ τό .πρόσωπο πα- · ραμορφωμένο άπό τρόμο. — Γιατί όχι-; Π,ροκειμένου νά σάς φάνε τά θηρία, καλύ-
27.
φάντασμα άνάμεσα στα μια φωνή άκούγεται....
τέρα νά σάς φάη αυτόςΓ — Που είναι άροντρόμο ; ουρλιάζει πάλι ό Ατσίδας άπλώνοντας τις χερούκλες του. — Πες του νά σταματήση!, λέει γοργά 'ό ίδιος Γερμανός. Τά αεροδρόμιο είναι μέσα σέ αιά κοιλάδα, πίσω άπό τούς λόφους πού υψώνονται προς τά δυτικά! Δέ σέ συμβου λεύω όμως· νά πάς έκεΐ! θά σέ σκοτώσουν πριν πλησιάσης καλά - καλά! · — Αυτό είναι δικός μου λο γαριασμός!, απαντάει ό. Τάρ γκα. Ατσίδα, σηκωσέ τους αυτούς και κουβάλησέ τους μέσα στο σιδερένιο «θηρίο». 3Άν τούς αφήσου με εδώ, θά
28
ΤΑΡΓΚΑ
τούς φάη καμμιά τίγρη 1 "Ε πειτα, ή Μαλόα κΓ έσύ θ’ άνεβήτε σ’ ένα δέντρο και θά μέ περιμένετε έδώϊ Τό, όμορφο πρόσωπο τής Μαλόα γεμίζει ανησυχία. — ’Εσύ πού θά πας, Τάρ.γκα; ρωτάει. Τί σημαίνει αε ροδρόμιο; Ποιοι είναι οί άν θρωπος αυτοί καί γιατί θέλη σαν νά μάς σκοτώσουν; — θά σου έξηγήσω άργότε ρα, Μαλόα!, απαντάει ό Τάρ γκα χαϊδεύοντας τά ξανθά μαλλιά τού κοριτσιού. *Ένα μόνο μπορώ νά σου πώ χώ ρα: Θυμάσαι την πατρίδα μου την Ελλάδα, γιά την ό ποια σού έχω μιλήσει τόσες φορές; Βρίσκεται σέ κίνδυ νοί Οί άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι παράξενα μηχανήματα, πού θά τά στείλουν από ,όώ νά την καταστρέψουν! — Είναι μάγοι οί άνθρωποι αυτοί; — Είναι κάτι χειρότερο! Σατανάδες! Καλή αντάμω ση, αγάπη μου! Αγκαλιάζει τή Μαλόα, την φιλάει στο μέτωπο καί απο μακρύνεται τρέχοντος! 'Ο Ατσίδας λύνει από τό δέντρο τούς δυο Γερμανούς, τούς δένει τά χέρια πάνω στο κοραί τους, τούς σηκώνει καί τούς κουβαλάει στο τάνκ ανάμεσα στους θάμνους. — Εντάξει!, λέει γυρίζον τας πίσω. Έγκώ βάλη αυτό μέσα! Τώρα, έγκώ καί κύρι ος Μαλόα άνεβ... Σωπαίνει καί κυττάζει γύ ρω σαστισμένος. Ή Μαλόα &έν φαίνεται πουθενά I
Τά γυμνασμένα μάτια του Ατσίδα ψάχνουν τό έδαφος καί ξεχωρίζουν τις πατημα σιές τού κοριτσιού νά ξεμα κραίνουν καί νά χάνωνται σ’ ένα πετρώδες μέρος τής ζούγ κλας! —Κύριος Μάλόα!, φωνάζει ό χοντρός νέγρος. Κύριος Μα λόα! Δεν παίρνει καμμιά άπάντησι καί τό πρόσωπό του γε μίζει πανικό. Τί συνέβη; Τί έγινε τό όμορφο ξανθό κορί τσι; Μήπως έπαθε τίποτα; Μήπως.... Τά μάτια τού Ατσίδα λά μπουν. Μήπως φταίει εκείνο τό αλλόκοτο... σιδερένιο θη ρίο; Ό νέγρος, γεμάτος θυμό, γυρίζει τρέχοντας κοντά στο τάνκ καί μουγγρίζει: —Πού είναι κύριος Μαλόα; έ; Πού είναι κύριος Μαλόα; Μτέν απαντάει, έ; Καλά! Έγ κώ μπή μέσα εσένα, ξερριζώση καρντιά έσένα \ Σκαρφαλώνει πάνω στό τάνκ καί πηδάει μέσα, κάνον τας τούς δυο δεμένους Γερ μανούς νά ξεφωνίσουν από φόβο. "Αρπάζει μέ μανία ένα μο χλό καί τον τραβάει, νομίζον τας πώς ξερριζώνει έτσι την ...καρδιά τού «θηρίου»! ιΗ μη -χανή τού τάνκ μουγγρίζει κι’ αρχίζει νά δουλεύη! — Χιμ!, κάνει ό Ατσίδας ι κανοποιημένος. Έσύ πονάει, έ; Πού είναι Μαλόα; Ντέν απαντάει πάλι; Καλά! Καί τραβάει έναν άλλο μο χλό !
τΑργκά Τό τανκ... ξεκινάει! Τίναζε ται μπροστά μέ ό,ρμή σαν α φηνιασμένο άλογο, ανατρέ πει ένα δέντρο που βρίσκεται μπροστά του καί αρχίζει μια ξέφρενη περιπλάνησι μέσα στη ζούγκλα ισοπεδώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του! Ένώ οί δυο αιχμάλωτοι Γερμανοί γελούν από χαιρεκακ{α, ό Ατσίδας ξεφωνίζει θυμωμένος, σαστισμένος καί κάπως τρομαγμένος: — Έσύ σταθή, θηρίο ! Έσύ όκι τρέχει! Ατσίδα όκι αρέ σει τρέχει εσύ! Έσύ σταθή, είπα! Έσύ σταθή ! Μά τό τανκ συνεχίζει τό· δρόμο του! Ανεβαίνει σέ πλα γιές, κατεβαίνει σέ χαράδρες, περνάει μέσα από ποταμά κια ! Τίποτα δεν μπορεί νά σταμα,τήση χό τρομερό ατσάλινο «θηρίο» των πολιτισμένων αν θρώπων ! Καθώς προχωρεί, ή ζούγ κλα αντιβουίζει από τά μ ου γ γρητά τής μηχανής του κι” από τά θυμωμένα καί τρομαγ μένα ουρλιαχτά τού Ατσίδα,, πού τό διατάζει νά σταθή !
ΚΕΦ. 10.
ό
Τάργκοζ
διεξάγει έναν αδυ σώπητο άγωνοζ, Π$ και θανάτου! ίναι νύχτα τώρα. Μέσα σέ μιά μικρή κοιλάδα, ζωσμένη από μιά κυκλική ρά μεγάλων λόφων, διακρίνονται πολλά φώτα. Είναι η λεκτρικά φώτα! Ηλεκτρικά φώτα μέσα στή ζούγκλα!
Ε
Είναι τό άεροδρόμιο' τών Γερμανών! 'Η βάσι από τήν οποία θά ξεκινήσουν οί ρουκέττες, πού θά καταστρέψουν τό Λονδίνο καί τό Παρίσι, τό Κάϊρο καί τήν 5 Αθήνα! Είναι τριγυρισμένο ολόγυ ρα από διπλή σειρά συρματο πλεγμάτων ! Πάνοπλοι φρου ροί βαδίζουν αργά έξω από τά συρματοπλέγματα, μέ τά μάτια τους άγρυπνα καί τά όπλα τους έτοιιμοΠ Στο κέντρο τού αεροδρο μίου διακρίνονται τέσσερα τε ράστια κανόνια. Είναι τά κα νόνια πού θά εξαπολύσουν τις ρου κέττες! Κοντά τους υψώνεται ένας μεγάλος σωρός από μακρό στενα κΐ'βώτια. Είναι τά πυρ ο μαχικά, οί τρομερές ρου κέτ τες, πού είναι προωρισμένες νά σκορπίσουν τό θάνατο στις μάκρυνες πόλεις τής Ευ ρώπης ! "Ενας ίσκιος γλυστράει α νάμεσα στά χόρτα καί στους θάμνους, πλησιάζοντας στο αεροδρόμιο. Είναι ό Τάργκα, τό ατρόμητο Ελληνόπουλο, πού είναι έτοιμος νά προσφέρη τή ζωή του γιά νά σώση τήν μακρυνή, αγαπημένη του πατρίδα! Τά μάτια του λαμπυρίζουν μέσα στο σκοτάδι, προικι σμένα μέ τή διαπεραστική 6ρασι τών άγριμιών τής ζούγ κλας. Διακρίνουν τά κανόνια καί τις ρουκέττες. Διακρίνουν σειι Γερμανούς νά πηγαινοέρχωνται ανάμεσα σέ διάφορα ξύ λινα κτίρια, κοντά στά κανό νια. Καί διακρίνουν τούς
'28>
ΤΑΡΓΚΑ
φρουρούς που τριγυρίζουν έ ξω από τά συρματοπλέγμα τα. *. ' . Πίσω από τά συρματοπλέγ ματα ό Τάργκα βλέπει μια μικρή ξύλινη καλύβα. . ’Από τό ανοιχτό παράθυρό· της φαί νεται ένας ξανθός άντρας μέ ακουστικά ασυρματιστή στά αυτιά. Μιά φωνή φτάνει ως τον Τάργκα άπό τήν καλύβα Ή φωνή λέει στή γερμανική γλώσσα: «Έδώ γερμανική ' βάσις ρουκεΧτών τής Αφρικής! Κα . λώ τό Βερολίνο! Καλώ τό Βερολίνο ! Είμαστε έτοιμοι I "Ετοιμοι! Οί ρουκέττες θά έξακολυθούν μόλις ξημερώση! Θά χτυπήσουμε πρώτα τήν ? Αθήνα, όπως διατάξατε!. .Ναι! θά. έξαφανίσουμε τήν Αθήνα άπό τό χάρτη ! θά ε ξαπολύσου με εναντίον της. έικατό ρουκέττες!...» Τό πρόσωπο τού Τάργκα συσπάται άπό θυμό. Σε λίγες •ώρες ή Αθήνα, ή άγαπημένη του Αθήνα, δε θά ύπάρ;χει πιά! 5,Αν αύτός δεν μπό ρεση νά σταματήση τό χέρι πών εγκληματιών, ή Ελλάδα θά δοκιμάση μιά άπό τις με γαλύτερες συμφορές τής Ιστό ρίας της! · * Ό Τάργκα γλυσ'τράει προς τά εμπρός. Ξαφνικά, ή σκοτει νή σιλουέττα ενός φρουρού υψώνεται μπροστά του άπειλητικά. Τό στόμιο ενός, αυτο μάτου καρφώνεται στο στή θος του. — Ψηλά τά χέρ...-κάνει ό Γερμανός.
Μά δεν άποτελειώνει τή φράσι τοΟ.,Μέ'μιά ταχύτατη κίνησι, τό άτρόμητο Ελληνό πουλο παραμερίζει τήν κάννη του αυτομάτου και ή' γροθιά του χτυπάει τό στρατιώτη στο στομάχι μέ- . αφάνταστη όρμήή Ό Γερμανός άφηνει ένα ύπόκωφο (6ογγητό, διπλώνεται στά δυο. καί σωριάζεται χά-, μω ! Βαρειά βήματα άντηχοΰν πίσω άπό τον Τάργκα. 'Ο Κυ ρίαρχος τής Ζούγκλας στρι φογυρίζει καί βλέπει · έναν άλλο Γερμανό νά πλησιάζη πρός τό μέρος του τρέχοντας. — Στά όπλα!, ουρλιάζει ό Γερμανός. Στά όπλα I Και τό αυτόματό του ξερ-, ιάει· φωτιά καί άτσάλι πρός τό μέρος' του Τάργκα. ΣφαΓ ρες περνούν σφυρίζοντας δί πλα στον ήρωά μας καί'σφη νώνονται στούς κορμούς των δέντρων! . Πέφτει μπρούμυτα, κάνον τας σιωπηλά τήν προσευχή του: «θεέ μου!, μουρμουρίζει·. Δύσε μου τή δύναμι νά σώσω τήν Ελλάδα!» 5Αφήνει τό κορμί του νά κυλήση σε μιά μικρή Κατηφοριά καί... σταματάει* σκοντάφτοντας στά πόδια ενός τρί του Γερμανού, πού βλαστη μώντας άγρια, χαμηλώνει τό αυτόματό του πρός τό στήθος τού Τάργκα. Τό Ελληνόπου λο είναι χαμένο ! Τήν ίδια στιγμή όμως ένα σφύριγμα άκούγεται στον άέ-.
1
ΎΑΡΓΚΑ
ρα κι* ένα μαχαίρι περνάει πάνω .από τον Ίάργκα και καρφώνεται στο στήθος του Γερμανού, ακριβώς πάνω στην καρδιά! Ό στρατιώτης του' Χ-ίτλερ ' πέφτει νεκρός, πριν τραβήξη τή σκανδάλη! Μια λυγερή μορφή ΐρέχει κοντά στον Τάργκα καί τον άγκαλιάζει τρυφερά! Είναι ή Μαλόα, ή αγαπημένη του, και τό μαχαίρι πού είχε σώ σει τον Τάργκα ήταν δικό της!' — Μαλόα!, ρωτάει βραχνά ό Τάργκα. 1 ίώς' βρέθηκες ε δώ ; . — Σε παρακολούθησα!, α παντάει τό ξανθό κορίτσι χα μηλώνοντας τό κεφάλι. Δεν μπορούσα νά σε άφήσω μόνο·! 'Ο Τάργκα θέλει νά την μα λώση, μά δεν είναι ώρα για επιπλήξεις- τώρα. Οι Γερμα νοί έχουν άναστάτωθή καί όε- ' κάδες φρουροί με" αυτόματα πλησιάζουν από κάθε κατεύ θυνσή πυροβολώντας μέ λύσ σα ! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας αρπάζει από χάμω τό αυτόματο τού νεκρού Γερμανού καί, στρέφοντάς το προς τούς ίσκιους πού πλησιάζουν,· πιέζει τή σκανδάλη ! «Τα - τα - τά - τ,ά - τά-τά!» . Οί. σφαίρες τού αυτόματου γαζώνουν τό σκοτάδι. .Μερι κοί από τούς ίσκιους πέφτουν. "Αλλοι έξακολουθούν νά προ χωρούν, ' απαντώντας ' στούς πυροβολισμούς τού Τάργκα! · «Τά - τά - τά - τά - τά-τά!»
31
ΚΕΦ. 11. "Οπου © Ατσίδας· μέ την νκάφα . του σώ£ει την κατάστα σι καί την.;,· Ελ λάδα! αφνικά, τό αυτόματο τού Τάργκα, σωπαίνει! Ο’ί σφαίρες του έχουν τελειώσει! Οί 1 ερ,υανοί πλησιάζουν, πυ ροβολώντας πάντα! Καί τότε ένα μουγγρητό μη' χανής άκούγεται πάνω άπο, τούς κρότους τών πυροβολι σμών! Τό μουγγρητό τής μη χανής ενός τάνκ! Καί, μαζί μέ τή μηχανή, άκούγονται δι απεραστικά ουρλιαχτά: —Έσύ σταθή, είπα Κ Έγκώ 6κι αρέσει αυτό! "Οικι τρέχει έτσι! "Ολη μέρα έσύ τρέχει, τρέχει, τρέχει, έγκώ σκι φάει τίποτα! Έγκώ, πεθάνη από πείνα ! Έσύ σταθή,! Τά μάτια τού Τάργκα α στράφτουν. — Είναι τό τάνκ πού αίχμα λωτίσαμε ! λέει. Φαίνεται πώς ό 5Ατσίδας τό έβαλε . μπροστά καί, μήν μπορώντας νά τό σταματήση, έφτασε ώς ·έδώ πε ριπλανώμενος στήν τύχη! Σε ευχαριστώ, θεέ μου! "Ελα, Μαλόα! Καί, ακολουθούμενος άπό τό ξανθό κορίτσι, σκαρφαλώ νει άπό' κλαδί σε κλαδί κΓ α πό δέντρο σέ δέντρο, ώσπου φτάνει ακριβώς πάνω άπό τό τάνκ, πού στριφογυρίζει' τώ ρα σάν τυφλό, εκατό μέτρα πιο πέρα! Ό ένας μετά τόν άλλο, ό Τάργκα κΓ ή Μαλόα πηδούν μέσα στο τάνκ άπό τήν άνοιχτή τρύπα.
η
ΤΑΡΓΚΑ
Ό Ατσίδας άνοιγε ι τό στό ,μα του μια σπιθαμή, άντικρά ζοντας τους, και γουρλώνει τά μάτια του. *Έ... έγκώ... τραυλίζει, χαζά, έ... εσύ, κύριος Τά'ργκα.... έγώ... ~~ Καλά, καλά! τον διακό πτει ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας. Δεν έχουμε καιρό γιά χάσιμο! Παραμερίζει τον νέγρο και κάθεται στη θέσι του οδηγού. Τό τάνκ, κυβερνημένο από τό στιβαρό χέρι του, προχωρεί τώρα προς τό αεροδρόμιο των Γερμανών. Ό Τάργκα δείχνει στη Μαλόα καί στόν Ατσίδα τις σκανδάλες των πολυβόλων καί τούς λέει: — Βάλτε τό δάχτυλό σας έκεΐ καί τραβήξτε μέ δύναμι! Μη φοβηθητε πού θ’ άκούσετε δυνατούς κρότους! Τό κορίτσι καί ό νέγρος ύπακούουν καί τά δυο πολυβό λα του τάνκ αρχίζουν νά γαβ γίζουν έκκωφαντικά, σκορπί ζοντας πυρωμένο ατσάλι όλό γύρα, μέσα στήν νυχτωμένη ζούγκλα! Κλαδιά συντρίβον ται, δέντρα πέφτουν μέ τον κορμό τους γαζωμένο από τις μεγάλες σφαίρες, Γερμα νοί σωριάζονται νεκροί! — Άχαχούχα!, κάνει ό 5Α τσίδας ένθουσιασμένος. Αυτό θηρίο πολύ ντυνατό φωνή ! Φω νη πού σκοτώνει! Τό τάνκ φτάνει τώρα σ5 έ να ύψωμα από τό όποιο διακρίνεται όλό κλήρο τό αερο δρόμιο. Φαίνονται κάτω τά κανόνια, ό σωρός μέ τις ρου-
κέττες, μερικά αεροπλάνα ■καί αρκετά τάνκς! Δεκάδες Γερμανοί τρέχουν προς την έ ξοδο του αεροδρομίου, μέ ό πλα στα χέρια! Ό Τάργκα σταματάει τό τάνκ, σηκώνεται καί παίρνει τη θέσι τού Ατσίδα στό πολύ βόλο. Στρέφει την κάννη του προς τούς Γερμανούς καί πιέ ζει τη σκανδάλη! Πολλοί από τούς στρατιώ τες τού Χίτλερ πέφτουν χτυ πημένοι! Οί υπόλοιποι σκορπί ζονται προς κάθε, κατεύθυνσι μέσα στό αεροδρόμιο. Ό Τάργκα άρπάζει τώρα τό κανονάκι. Σημαδεύει. Ση μαδεύει τό σωρό των ρουκεττών! Σημαδεύει καλά, κρα τώντας την αναπνοή του! —Φύγετε!, λέει στή. Μαλόα καί στόν ’Ατσίδα. Φύγετε καί περιμένετέ με μακρυά, προς τό μέρος πού βγαίνει ό ήλι ος! — Μά... κάνει ή Μαλόα. — Φύγετε αμέσως!, διατά ζει ό Τάργκα μέ άγρια φω νή. Τό κορίτσι κΓ ό νέγρος ύπακούουν. Βγαίνουν άπό τό τάνκ. Ό Τάργκα αφήνει νά περάση ένα λεπτό κΓ έπειτα πιέζει τη σκανδάλη μια δυό, τρεις φορές! Τρεις βροντερές εκπυρσο κροτήσεις άκούγονται καί τρεις μικρές άλλα τρομερά ι σχυρές όβίδες πηγαίνουν καί πέφτουν πάνω στό σωρό τών ρουκετών! Αυτό πού έπακολουθεΐ δέν μπορούν νά τό περιγράφουν λέξεις καί φράσεις!
ΤΑΡΓΚΑ
33
^ ΤΟ 2ο ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ «ΤΑΡΓΚΑ» ^πού θά κυκλοφορήση τήν έρχόμενη Πέμπτη μέ τόν τίτλο Ν \ \ Ν Ν Νθά υκανοποιήση καί θά συναρπάση άκόμα και τους πιο α παιτητικούς άναγνώοτες των περιπετειών τής ζούγκλας! Ν ^ Ό Τάργκα, μαζί μέ τή Μαλόα καί τόν άνεκδιήγητο ^Ατσίδα, ξεκινάει για -να βρή τή σπηλιά, όπου είχε άλλοτε ^ σκοτωθή ό παπούς του κοριτσιού, καί τό άλλόκοτο καί Η ? πανίσχυρο πράσινο πετράδι, πού έχει σχήμα νεκρό κεφαλής! V • Στήν προσπάθειά του αυτή, ό Τάργκα αντιμετωπίζει έναν Η ; όλόκληρο στρατό από αγρίμια κι5 ένα φριχτό έγκληματία, Η ^ πού τρομοκρατεί τή ζούγκλα καί απειλεί τόν κόσμο! \ Ν "Οσο γιά τον "Ατσίδα, ό χοντρός νέγρος χρησιμοποΊεΐ ^τώρα ένα... νέο δπλο, πού κάνει θαύματα, καί κάνει κωμι- Ν Ν ^ κές γκάφες πού έχουν απροσδόκητα αποτελέσματα! ^ Κανένας σας δεν πρέπει νά χάση τό 2ο τεύχος τού Ν ^«Τάργκα» καί την ταυτότητα, πού θά περιέχει!
| Η ΣΠΗΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ
Μιά τρομακτική έκρηξι αν τηχεί, καθώς όλες μαζί οί ρουκέττες παίρνουν φωτιά σάν νά είχε ξεσπάσει ένα η φαίστειο ! Τεράστιες φλόγες τινάζον ται πρός τά πάνω καί προς τά πλάγια καταστρέφοντας τά πάντα σέ ακτίνα πεντακό σια) ν μέτρων! Άκόμα καί τό τάνκ, δπου βρίσκεται ό Τάργκα, εκσφεν δονίζεται πενήντα μέτρα μα κρύ ά καί σταματάει στο βά θος μιας χαράδρας μέ τή μη χανή του κατεστραμμένη! Οί δυο αιχμάλωτοι Γερμα νοί είναι τώρα νεκροί! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας σέρνεται μέ δυσκολία έξω από τό τάνκ. Είναι τραυ ματισμένος στόν «ώμο, χτύπων
τας στό μετάλλινο τοίχο. Μά μπορεί άκόμα νά στέκεται στά πόδια του καί άπομακρύ νεται παραπατώντας μέσα στό δάσος, πού φωτίζεται τώ ρα άπλετα από τις φλόγες πού έξακολουθοΰν νά ύψώνον ται από τό κατεστραμμένο άεροδρόμιο. Ό ώμος του πονάει πολύ μά ό Τάργκα είναι εύτυχισμέ νος! Ή πατρίδα του, ή Ελ λάδα, δέν κινδυνεύει πιά! Ή Αθήνα δέ θά καταστροφή ! Οί εχθροί της πλήρωσαν μέ τά ιδία τους τά δπλα τό έγ κλημα, πού ήθελαν νά κά νουν ! Δυό σιλουέττες διαγράφον ται άνάμεσα στά δέντρα. Εί ναι ή Μαλόα καί ό Ατσίδας. Τό κορίτσι τρέχει κοντά τοο
34
ΤΑΡΓΚΑ \ννννννννννννν.ννννν\νννν\\\νν\νννννννννν\ν\\ννν\ν\>; 1
*
ς προϊοχϋ ^ ^ Ή επιθυμία ' των χιλιά- \ . ξ δων αναγνωστών του «Ύ- ^ ? περανθρώπου» καί του ^. ;«Τάργκα» Ικανοποιείται ε-? 3 πιτέλους! . Αγοράζοντας · ντο· δεύτερο τεύχος του; ^«Τάργκα», πού θά κύκλο-Η * ^φορήση την ερχόμενη ΠέμΛ ζπτη, θά .βρήτε μέσα του \ ^καρφιτσωμένη μια όμο ρ-^ ;φη τ α, υ·· τ ό τ η .τ α «Ύ- ^ «περανθρώπου — Τάργκα»ί ) Δεν έχετε παρά νά την · Ν συμπληρώσετε με τό όνο-; νμά σας καί· τά άιλλα στοι-^ \χεια σας καί θά έχετε μιά\ ^ταυτότητα αναγνώστου ^πού θά σάς δώση στο μέλ- \ , ;λον μεγάλα πλεονε'κτήμα-^ • τα! Μέ τον τρόπο· αυτό, θά · ; αποκτήσετε τή,ν ταυτότητά) ^σας, χωρίς κανένα άπολύ-; \τως κόπο ή έξοδο! ^ $ Κανένας δεν πρέπει νά^ Νμείνη χωρίς ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ \ .
“ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΤΑΡΓΚΑή
I
ΤΑΡΓΚΑ • Εβδομαδιαία
βιβλία %
Τεύχος ΓΡΑΦΕΙΑ:
$
1
Λέκκα 23
Τη,λ. 36-373 ' Οίκον. Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. .Αρχισυντάκτης: Στ. Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊστάμενος· τυπογρ.: Δ. Κορδάκης Πέτρας 29.
5
-ί
<νννννννννννννννΛΛΛννννννννΛν\νννννν\\ννννν'νν\ννν\\
*
Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
^
• ν περιοδί; ^
; γ© κοσμαγάπητο Ηκό των παιδιών της Έλ-^ § Αάδος,· εγκαινιάζει μια ^ $ νέα έπόχη γεμάτη ^εύχά-; ^ ριστες εκπλήξεις με τ©? ^τεύχος 64, πού κυκλοφο-; ?ρ/ΞΪ τήν ερχόμενη Τρίτη! ^ .• Αγοράστε ©λοι τον «Ύ- Η λπεράνθρωπο» την έρχομε-^ } νη Τρίτη! · ' η
Τό όμορφο πρόσωπό του συ καί τον αγκαλιάζει με, τρυφε σπάται από τον πόνο · καί ρότητα καί αγωνία. —Τάργκαί, φωνάζει^ Σε χλομιάζει καί τό χαμόγελό χτύπησαν ! · Είσαι ματωμένος ! του σβήνει. . . Τό Ελληνόπουλο χαμογε — Ή Ελλάδα... σώθηκε!, λάει. λέει. πάλι. — Ή Ελλάδα,, λέει με δυ Καί χάνει τις αισθήσεις σκολία, ή Ελλάδα... σώθη του!... κε ! ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο ύπό θάνου- Αστρίτη • Απαγορεύεται ή άναδηψιοσίευσις
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΙΧ 2.000
ΕΙΜΑΙ ΑΥΓΟ
ΜΕ Π/15Γ0 ΕΡΓΟίΤΑΤΙο! /
ΜΙΑ Μ£ΡΛ,Κ4Θ8Σ ΟΥΠΕΡΑΝ-1 < Ρ*,. 0Ρ9ΠΟΖ.ΗΑΣΤΡΑΠΗ.Κ4Ι Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΠΕΤΟΥΝ ΠΑΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ 2ΚΕΑΝΌ, &ΠΕΠΟΥΝ ΕΝΑ ΠΑΡΑ** ΝΟ ΠΛΕΟΥΜΕΝΟ ΝΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΤΡΙΚΥΜΙΑ
μοιάζει
ί
ΕΜΠΡΟΣ,
Λ:
IΠΑΙΔΙΑ.1 ΑΝ ΔΕΝ ΙΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΟΥΜΕ ΘΑ ΤΟΥΜΠΑΡΗ ! -__■
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ, ΥΠΕΡΑΝΘΡεΠΟί! ΕΙΜΑΙ Ο ΕΠΙΣΤΗΜ2Ν ΚΥΡΟΣ ΝΤΟΥΝ!Σ9ΣΑΤΕ < ΚΑΙ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑ9Τ0 ΕΡΓΟΣΤΑ Λ Σ/0 ΜΟυ! ^
ΒΤ*>ί/ 1 \
^ΠΠΕΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ; ΧΡ)! ΠΟΑ Υ ΘΑ ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ρ* % το Εη/ΣκεώθογΜΕ! \Ι V _ τι ΠΑΡΑΓΕΙ: )
ΒΓΑΖΕ! ΜΕΤΑ/1Π Η ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ
Ο> τίαίχίΛη* /V ΟΑΠΑΣΣΑΣ! . ϊγ/έώΐΎ* ^ ΚΥΤΤΑΣΤΕ ! Μ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΒΜηι Η Λι ι|ι ΙΓ ιΐ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ΗΡ9ΪΚΕΕ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Η ΣΠΗΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ I 1 ί : ] \
'Ο Τάργκα, τό Άτρόμητο Ελληνόπουλο, παλεύει μέ τούς γορίλλες, τΙς κόμπρες, τούς κροκοδείλους, τό νερό καί τη φωτιά, για νά σώση την αγαπημένη του σύντροφο ,την πεντάμορφή Μαλόα!
ί ; ί I ί § |
ΚΕΦ. 1. "Οπου έ Ατσίδας ©τιάχνει ένα νέο όπλο καί... χειρο κροτείται! Ατσίδας, ό χοντρός νέ γρος σύντροφος του Τάρ γκα Ίμέ τή μεγάλη κοιλιά, τόν κρίκο στή μύτη καί τΙς άμέτρητες... γκάψες του, έχει κέφια αυτό τό πρωΐ. Είναι καθισμένος χάμω, κάτω άπό τά πανύψηλα δέν τρα της ζούγκλας, καί, μολο νότι γύρω του είναι σκορπι σμένα πολλά μεγάλα άγριοπέπονα —πού είναι ή άδυναμία του Ατσίδα—, ό χοντρός νέγρος δέν τρώει! Τά άπλη στα σαγόνια του δέν άνοιγσκλείνουν ιμασουλώντας! ’Από τό λαρύγγι του βγαίνει ένα σιγανό γέλιο. Αυτό είναι τόσο παράξενο και έκπληκτικό, ώστε 6 Τάργκα, τό Ατρόμητο Ελληνό πουλο, καί ή Μαλόα, ή άμορ φη ξανθή σύντροφός του, που είναι καθισμένοι λίγο πιο
Ο
4
ΤΑΡΓΚΑ
•πέρα, γυρίζουν καί κυττάζουν τό νέγρο μέ άπορία. Τόν βλέπουν νά δουλεύη πυρετωδώς —πράγμα εξίσου έκπληκτικό για τόν άρχιτεμπέλη Ατσίδα— ξήνοντας καί σκαλίζοντας ένα μικρό καλά μι άπό μπαμπού. — ΤΙ κάνεις έκεΐ, Ατσίδα; ρωτάει ό Τάργκα. — Έγκώ έχει μεγκάλος μυ αλός, κύριος Τάργκα!, απαν τάει ό νέγρος χαμογελώντας θριαμβευτικά καί κάνοντας τό μούτρο του νά θυμίζη... κανάτα πού χάλασε στο πλά σιμο. Έγκώ φτιάξη ένα νέο δπλο! Βλέπει έντώ; Καί δείχνει χό μικρό καλά μι. Άπό τή μιά τρύπα του κα λαμιου προεξέχει ή μύτη έ νας μικροσκοπικοϋ βέλους 1 — Βλέπει έκεΐνο πουλί έπάνω κλαρί; λέει πάλι. Κύττα καλά τώρα, κύριος Τάρ γκα, κύριος Μαλόα! Σηκώνει τό καλάμι, βάζει τή μιά άκρη στο στόμα του, σημαδεύει με προσοχή καί ψυ σάει μ* όλη του τή δύναμι. Τό μικροσκοπικό βέλος έκτοξεύεται μέ όρμή μέσα ά πό τό καλάμι, .σκίζει γοργά τόν αέρα καί... τό πουλί πέ φτει τρυπημένο πέρα - πέρα I °Η Μαλόα χειροκροτεί μέ ένθουσιασμό. Ό Τάργκα κυττάζει μέ θαυμασμό τόν κωμι κό σύντροφό του. — Μπράβο, Ατσίδα!, του λέει. Τό μαύρο πρόσωπο του νέ γρου λάμπει άπό περηφάνεια. *Η γλώσσα του γλείφει τόν κρίκο τής μύτης του, σημάδι
πώς ό Ατσίδας είναι ευτυχι σμένος. Κυττάζει τό αυτοσχέδιο φυ σοκάλαμό του μέ στοργή, τό χώνει στή ζώνη του μαζί μέ μερικά μικροσκοπικά βέλη καί άπλώνει τό χέρι του γιά νά πιάση ένα πεπόνι. Μά τό χέρι του μένει με τέωρο στόν αέρα, άκίνητο. Ό νέγρος στήνει τό αυτί του, ζαρώνοντας τά φρύδια του. Τό ίδιο κάνουν ό Τάργκα κι’ ή Μαλόα. "Ενας υπόκωφος ήχος, φτά νει ώς τ’ αυτιά τους, ένας ή χος πού μοιάζει μέ μάκρυνες βροντές! Τά πουλιά, πού κελαϊδουσαν μέσα στά φυλλώματα, σωπαίνουν ξαφνικά καί φεύ γουν πετώντας. "Ενα κοπάδι άπό μικρούς πιθήκους, πού φλυαρούσε πάνω· σ’ ένα με γάλο δέντρο, τό βάζει στά πόδια άφήνοντας σιγανά γρυλλίσματα τρόμου. — Παράξενο!, μουρμουρί ζει ό Τάργκα. Φαίνεται πώς κάποια φυλή γοριλλών μετα ναστεύει ! Σηκώνονται καί οί τρεις όρθιοι. Τά πρόσωπά τους εί ναι γεμάτα άνησυχία. ξέρουν καλά —δπως ξέρει καί κάθε άγρίμι μέσα στή ζούγκλα— ότι δέν υπάρχει τρομερώτερο πράγμα άπό μιά φυλή γοριλλών πού μεταναστεύει! Εκατοντάδες γορίλλες, μέ κτηνώδη δύναμι καί άγριότητα, ταξιδεύουν μαζί καί άλ λοι μ ονο στό άγρίμι, πού θά βρεθή στό δρόμο τους! Ακόμα καί τό λιοντάρι καί
ΤΑΨΡ&Α δ γιγάντιος ελέφαντας παρα μερίζουν, όταν περνούν οί γορίλλες χτυπώντας ,μέ τις όγκώδεις γροθιές τους τά τερά στια στηθη τους, πού αντη χούν σαν κυκλώπεια τάμ τάμ! Ακόμα κι’ ό Τάργκα, 6 Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, θε ωρεί τώρα συνετό νά άπομακρυνθή κι5 αυτός από τό μέ ρος δπου θά περάσουν τά άνθρωποειδή θηρία! "Οσο δυνατός κι5 άν είναι κι5 όσο γοργός καί ατρόμη τος, προτιμάει νά μή χτυπηθή μέ τούς γορίλλες, δσο αύτοί δέν παραβαίνουν τούς με γάλους νόμους τής ζούγκλας. — Ακολουθήστε με!, λέει στη Μαλόα καί στον 5Ατσίδα. Καί, γυρίζοντας την πλάτη του προς τό μέρος απ’ δπου άκούγονται τά υπόκωφα σφυροκοπήιματα των γοριλλών, απομακρύνεται γοργά. Δέν προλαβαίνει όμως νά κάνη δέκα βήματα, δταν ό ήχος πού σκορπίζουν τά στήθη των γοριλλών πολλαπλασιάζεται, δυναμώνει καί άκούγεται άπό κάθε κατεύθυνσι! Άπό δε ξιά κι* άπό αριστερά, άπό μπρος κι5 άπό πίσω! Τό πρόσωπο τού Τάργκα καί τής Μαλόα χλομιάζει. Ό κίνδυνος πού τούς άπειλεΐ εί ναι μεγάλος! Είναι ζωσμένοι άπό παντού άπό κύματα άμέτρητων γοριλλών, πού προχω ρούν προς τό μέρος τους! βρίσκονται μέσα σέ μιά τρο μερή παγίδα!
%
ΚΕΦ. 2.' έμφανί$ετα,ι τ© πράαιν© πετράδι, π©ύ μοιάζει μέ ν«κροχεφαλή! ιά μερικές στιγμές, οί τρεις ήρωές μας μένουν άσάλευτοι, αποσβολωμένοι, άκούγοντας τόν αλλόκοτο ή χο πού μεγαλώνει, μεγαλώ νει, μεγαλώνει, πλησιάζοντας ολοένα. Ξαφνικά, τά κλαδιά τών δέντρων καί το έδαφος γύρω γεμίζουν άπό γιγαντόσωμους γορίλλες, πού σταματούν σε άπόστασι λίγων μέτρων άπό τόν Τάργκα καί τούς συντρό φους του. Κυττάζοντας τούς φίλους μας μέ τά μικρά, γυαλιστε ρά ματάκια τους γεμάτα μα νία, οί γορίλλες εξακολου θούν νά χτυπούν τά στήθη τους μέ τις γροθιές τους, κά νοντας τόν άέρα νά πάλλη έκκωφαντικά! Καί ^ τότε ό τρομακτικός αυτός ήχος παύει ν’ άκούγεται. Οί γορίλλες κατεβάζουν τά χέρια τους καί μένουν Α κίνητοι σάν άγάλματα. Άνάμεσά τους μιά Αλλό κοτη μορφή γλυστράει πρός τό μέρος τού Τάργκα. Είναι ένας περίεργος νάνος! Είναι λευκός, μά τό πρόσωπό του είναι άποκρουστικό, καί διαβο λικό. Τά αυτιά του είναι τε ράστια. Στό χέρι του κρατάει ένα τσεκούρι. Τό κορμί του είναι τυλιγμένο μέ δέρμα πάνθηρα. Ό νάνος σταματάει δέκα μέτρα μακρυά άπό τόν Τάρ-
Γ
ΤΑΡΓΚΑ γκα και λέει μέ στριγγή, δια περαστική φωνή στή γλώσσα των ιθαγενών: _ — Είσαι αιχμάλωτός μου, Τάργκα, έσύ κι* οί σύντροφοί σου! Λέν είσαι πια ό Κυρίαρ χος τής Ζούγκλας! Κυρίαρ χος τής Ζούγκλας είμαι τώρα έγώ, ό Χαμόρ, ό μεγάλος μά γος μέ τις Απέραντες δυνά μεις! Ό λαός των γοριλλών είναι δικός μου! Καί θά γί νουν δικοί μου δλοι οί λαοί τής ζούγκλας, γιατί έχω στην κατοχή μου τό περίφημο· μα γικό πετράδι «Κουέρα», πού δίνει δύναμι και δόξα καί έξουσία! Χρόνια τώρα έψα χνα νά τό βρω μέσα σέ μια
Βρέθηκαν μέσα σ’ ένα λάκκο μέ κόμπρες!
σπηλιά, δπου τό είχε κρύψει ένας παλαβός γέρος! Νάτο ! Καί ό Χαμόρ χώνει τό χέ ρι του στο στήθος του καί βγάζει £να μεγάλο πετράδι, πού κρέμεται από τό λαιμό του μ’ έ,να σπάγγο. Τό πετρά δι έχει σχήμα νεκροκεφαλής! Μαά κραυγή βγαίνει από τά χείλη τής Μαλόα. — Τό πράσινο πετράδι του παποϋ μου!, φωνάζει. Τάργκα! Αυτός είναι ό δολοφό νος του παποϋ μου ! Τον θύμα μαι τώρα καλά! Αυτός σκό τωσε τον παποϋ μου ! Καί, άρπάζοντας ενα άκόντιο μέ πλατεία λεπίδα, πού ή ταν Ακουμπισμένο κοντά της, όρμάει ένσντίον τοϋ Χαμόρ! Τή,ν ίδια στιγμή όμως δε κάδες γορίλλες πηδούν άπό τά κλαδιά των δέντρων, πού απλώνονται πάνω άπό τά κε φάλια τους, καί προσγειώνον ται μπροστά στο νάνο καί γύ ρω άπό τούς ήρωές μας! ’Άλ λοι γορίλλες προχωρούν προς τό ίδιο μέρος άτώ’δλες τις κα τευθύνσεις. Καί τότε μια φοβερή μάχη αρχίζει ανάμεσα ατούς άνθρώ πους καί ατούς κτηνώδεις, γι γαντόσωμους γορίλλες! Ό Τάργκα ικι* ή Μαλόα, χωριστά ό καθένας τους, αν τιμετωπίζουν πολλούς γορίλ λες -μαζί! Τά θηρία, μέ τά τε ιράστια, πανίσχυρα μπράτσα τους απλωμένα όρμοΰν έπάνω τους γιά νά τούς συντρίψουν κάτω άπό τά χτυπήματα τους, νά τούς πνίξουν μέ τά σιδερένια δάχτυλά τους! Μά τό ζευγάρι των κυρί-
ΤΑΡΓΚΑ
'Ο Τάργκα, κρατώντας τον Χαμόρ μέ τό ένα χέρι τσακίζει τους γορίλλες μέ τ’ άλλο!
άρχων της ζούγκλας δου λεύει ιμέ ψυχραιμία και άφάν ταστη γρηγοράδα. Τό ακόν τιο της Μαλόα, τό μαχαίρι της καί τό μαχαίρι του Τάργκα, οι γροθιές τους καί τά γόνατά τους, χτυπουν προς κάθε κατεύθυνση σκορπίζον τας τον πανικό καί τό θάνα το ! Τό δάσος έχει γεμίσει τώ ρα άπό τά δαιμονικά ουρλια χτά των γοριλλών, άπό τά βογγητά καί τά ξεφωνητά των χτυπημένων θηρίων καί από τις διαπεραστικές* κραυ γές τού νάνου, πού παροτρύ νει τη φυλή των γοριλλών να συνέχιση την έπίθεσι εναντίον
των δύο νέων! "Οσο γιά τον Ατσίδα, ό χοντρός νέγρος τόχει ρίξει στην ...ξάπλα! "Εχει ξαπλώσει στη ρίζα έ<νός δέντρου, λίγο απόμερα από τό κέντρο τής συγκρούσεως, κι* όμως προκαλεΐ κι’ αυτός τρομερές απώλειες στους γορίλλες! Μέ τό ενα του χέρι κρατάει τό φυσοκάλαμό του. Δίπλα του, χάμω, έχει άκουμπίσει άφθονα μικρά βέλη, πού τά έχει φτιάξει μόνος του. Μέ τεμπέλικες κινήσεις, χωρίς να βιάζεται, βάζει βέλη μέσα στο φυσοκάλαμο·, σημαδεύει
3 Ό Ατσίδας, ξαπλωμένος πάντα στη ρίζα του δέντρου, άγρυπνάει. Τά ματάκια του παρακολουθούν τή μάχη, ένώ τά χείλη του φυσουν μέ αργό, μά σταθερό ρυθμό έξα ποντίζοντας βέλη. Κάθε φορά πού ό νέγρος βλέπει τον Τάρ γκα ή τή Μαλόα σέ δύσκολη θέσι, στρέφει προς τά έκεΐ τό φυσοκάλαμό του καί, μ’ ένα μικρό βέλος, τούς απαλλάσ σει από τον κίνδυνο! Ξαφνικά, τά μάτια του νέ γρου γουρλώνουν. Βλέπει έ ναν πελώριο γορίλλα νά άρπάζη τό άκόντιο του ξανθού κοριτσιού καί νά τό σπάζη στά δυό μέ μιά απότομη κίνησι! "Επειτα, ή τεράστια, όγκώδης, μαλλιαρή γροθιά του ση-κώνεται ψηλά γιά νά χτυπήση καί νά συντρίψη τό κορίτσι! — "Οκι έσύ σκοτώσει κύρι ος Μαλόα!, γρυλλίζει μέ θυ μό δ 15 Ατσίδας. Καί, φέρνοντας τό φυσοκά λαμο στο στόμα του, σκο πεύει γοργά καί φυσάει μέ μανία! Τό μικροσκοπικό βέλος βρί ΚΕΦ. 3. νΟπου τά βέλη του σκει τό στόχο του, πριν ή γρο "Ατσίδα χάνουν 8ρ«υ θιά τού γορίλλα χτυπήση τό αι καί δίνουν μια όμορφο ξανθό κορίτσι! θριαμβευτική νίκη. Καρφώνεται στό λαιμό του, ακριβώς πάνω στό λαρύγγι, μάχη συνεχίζεται μέ μα καί μένει έκεΐ σαλεύοντας τή νία καί πείσμα γύρω από τούς δυό νέους. Ό Τάργκαφουντώδη ουρά του πέρα-δώ καί ή Μσλόα έξακολουθούν θε! “Ένα υπόκωφο βογγητό νά άποκρούουν τις έπιθέσεις βγαίνει άπό τό στήθος τού τών γοριλλών, στριφογυρίζον γιγάντιου γορίλλα. Τό υψω τας σάν σίφουνας καί μοιρά μένο χέρι του δέν χτυπάει τή ζοντας χτυπήματα μέ ταχύτη Μαλόα! “Αρπάζει τά καρφω τα κεραυνού! και φυσάει .μ8 όλη ταυ τη δύναμι! Κάθε φορά, ένας γορίλλας ουρλιάζει από τον πόνο, κα θώς τό βέλος καρφώνεται στο κορμί του! Βέβαια, τά μικρά αύτά βέλη δέν έχουν τή δόναμι νά σκοτώσουν, παρά μόνο όταν χτυπήσουν τό ΘΟμα στο λαιμό ή σέ άλλο ευαίσθητο σημείο του σώματός του! "Ο σοι όμως γορίλλες πληγώνον ται από τά βέλη τοϋ Ατσίδα δέν έχουν πια τό κουράγιο νά συνεχίσουν τή μάχη! Τό βά ζουν στά πόδια καί χάνονται μέσα στο δάσος, ουρλιάζον τας σάν κολασμένες ψυχές! — Έσυ όκι πειράζει κύριος Τάργκα καί κύριος Μσλόα!, γρυλλίζει δ χοντρός νέγρος. Νέο όπλο Άτσίντα σκοτώση έσένα! , , ; ,· Καί ό νέγρος συνεχίζει τή δουλειά του μέ απάθεια καί τεμπελιά, φυσώντας καί ξαναφυσώντας καί έξαπολύοντας μικροσκοπικά βέλη εναν τίον τών γοριλλών!
Η
ΤΑΡΓΚΑ μένο βέλος καί το άποσπάει άπό τό λαιμό του! 47Ενα συντριβάνι άπό αίμα, ξεπηδάει από τήν τρύπα πού είχε ανοίξει τό βέλος! Ό γορίλλας σαλεύει σπασμωδικά τά μπράτσα του στον άέρα, κάνει μια στροφή γύρω από τόν έαυτό του και σωριάζεται χάμω μέ βαρύ γδούπο! — Έγκώ σκότωσε έσένα!, λέει μέ ίκανοποίησι ό Ατσί δας. Έσύ δκι πια πειράζη κύ ριος Μαλόα! Έσύ δκι... "Ωουουου! Αυτό πού βλέπει τώρα τόν γεμίζει απέραντη χαρά. Ό Τάργκα έχει αρπάξει τόν Χαμόρ από τό δέρμα του πάνθη ρα, πού τυλίγει τό κορμί του και τόν έχει σηκώσει ψηλά, έ τοιμος νά τόν χτυπήση χάμω! Τήν ίδια όμως στιγμή, μια ομάδα άπό τεράστιους γορίλλες δρμάει έναντίον του Τάργκα. Τό Ελληνόπουλο κρα τώντας πάντα τόν άπαίσια Χαμόρ, άμύνεται μέ τό έλεύθερο χέρι του, χτυπώντας τούς γορίλλες και άναγκάζοντάς τους νά υποχωρήσουν μέ τις τρομερές άτσάλινες γροθιές του! "Ενα νέο κύμα γοριλλών διαδέχεται τό πρώτο. ’Από παντού, γορίλλες ρίχονται πά νω στον Τάργκα, χωρίς ή Μα λόα, πού εΐναι κυκλωμένη ά πό άλλους γορίλλες, νά μπορή νά τόν βοηθηση ! Γιά νά μπόρεση νά άμυνθή, ό Κυρίαργος τής Ζούγκλας αναγκάζεται νά παρατήση τόν Χαμόρ, πού χάνεται άμέσως άνάμεσα στους γορίλλες,
9
\ 'Όσοι διοζβά^ουν τόν: : «Τάργκα» και τόν «'Υπερ^ • άνθρωπο» πρέπει νά είναι * 5 πάντα ύπέρμαχοι του ? ) λού και του Δικαίου! Η > ΘΑΝΟΣ ΑΣΤΡΙΤΗΣ ^ V ί γρυλλίζοντας υστερικά άπό μανία! Μά ό Ατσίδας δέν τόν χά νει άπό τά μάτια του. Χωρίς νά πάψη νά έξακοντίζη τά βέλη του μέ τό φυσοκάλαμό του, ό χοντρός νέγρος παρα κολουθεί τις κινήσεις τού Χα μόρ, πού κυκλοφορεί γοργά άνάμεσα στά πόδια τών γοριλλών. Ξαφνικά, ένα ρίγος διαπερ νάει τή ραχοκοκ καλιά τού Ατσίδα. Ό νέγρος, μέ τό τσεκούρι του στο χέρι, έχει πλησιάσει στή Μαλόα άπό πί σω καί έτοιμάζεται νά πετάξη τό τρομερό όπλο του έναν τίον του όμορφου κοριτσιού! Μέ μιά άστραπιαία κίνησι, τό φυσοκάλαμο τού Ατσίδα γυρίζει προς τόν Χαμόρ καί ό νέγρος φυσάει μέ λύσσα. "Ενα βέλος ξεπηδάει άπό τό στόμιο τού φυσοκάλαμου, σκι ζει τόν άέρα σφυρίζοντας δι απεραστικά καί... καρφώνε ται στήν πλάτη τού νάνου! Μιά τρομερή κραυγή βγαί νει άπό τό λαρύγγι τού Χα μόρ. Τό κορμί του συσπάται καί τό τσεκούρι ξεφεύγει άπό τό χέρι του! Γιά μερικές στιγμές, ό Χα μόρ μένει άσάλευτος βογγών-
10
ΤΑΡΓΚΑ
τας καί ουρλιάζοντας από τον πόνο και κυττάζοντας γύρω μέ μάτια θολά από τρόμο καί λύσσα. "Έπειτα, πριν ό "Ατσί δας προλάβη νά βάλη κι* άλ λο βέλος στο φυσοκάλαμό του καί νά τον ξαναχτυπήση, ό Χαμόρ γυρίζει καί τό βά ζει στα πόδια, αφήνοντας ένα μα,κρόσυρτο, κυματιστό ουρ λιαχτό ! . Οί γορίλλες γύρω, άκούγοντας τό ουρλιαχτό αυτό, σταιματουν σαστισμένοι, μέ νουν για λίγο ακίνητοι κι’ έ πειτα τό . βάζουν στα πόδια κι* αυτοί ακολουθώντας τόν πανικόβλητο αφέντη τους! Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα,
ή ζούγκλα γύρω από τούς ήρωες μας έχει μείνει έρημη καί σιωπηλή. 'Ο μόνος ήχος πού άκούγεται είναι τά ποδο βολητά καί οί κραυγές των γσριλλών, πού όλο καί ξεμα κραίνουν. Τό πρόσωπο του * Ατσίδα παίρνει μιά έκφρασι άπογοητεύσεως. — Έγκώ όκι θέλει φύγη γο ρίλλες!, μουρμουρίζει. Έγκώ θέλει «κάνει κι* άλλο- σημάδι φύσα - φύσα κάλαμο!... ΚΕΦ. 4. 'Όπου ό Τάργκα καί ή Μαλόα παλεύουν για τη $ωή τους κΤ ό Ατσίδας επεμβαί νει εγκαίρως! ί τρεις φίλοι προχωρούν μέ προφυλάξεις μέσα στή ζούγκλα. Τά μάτια τους, καθώς βαδίζουν, ερευνούν μέ προσοχή τό έδαφος. Ακολου θούν τά ίχνη, πού έχουν αφή σει πίσω τους οί γορίλλες τού Χαμόρ. Ό Τάργκα είναι αποφασι σμένος νά βρή τό δολοφόνο τού παπού τής Μαλόα καί νά τόν τιμωρήση σκληρά, παίρνοντάς του καί τό «Κουέρα» τό πράσινο πετράδι μέ τή μα γική δύναμι. Ό Τάργκα καί ή Μαλόα πηγαίνουν μπροστά. Ό "Ατσί δας τούς ακολουθεί μερικά βήματα πίσω. Τά μαύρα μα τάκια του ψάχνουν τό έδαφος κι" αυτά. "Όχι όμως μόνο γιά ίχνη γοριλλών, αλλά καί γιά κανένα... άγριοκάρπουζο ή άγριοπέπονο!
Ο
Και ό Χαμόρ σηκώνει τό τρομερό τσεκούρι του!
ΤΑΡΓΚΑ Ξαφνικά, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας καί το κορίτσι του αφήνουν μια κραυγή· έκπλήξεως. Νοιώθουν τό έδαφος νά ύποχωρή κάτω από τα πόδια τους! Πέφτουν! Πέφτουν γοργά μέσα ο5 ενα βαθύ λάκκο, σαν πηγάδι* καί προσγειώνονται στο βάθος του ! — Πέσαμε σε μια παγίδα!, λέει ό Τάργκα. Καί την ίδια στιγμή νοιώ θει τό αιμα του νά παγώνη στις φλέβες του καί τις τρίχες του κεφαλιού του νά ανορθώ νονται ! *0 λάκκος είναι γεμάτος φίδια! Κόμπρες! "Αγριες καί φαρμακερές κόμπρες, πού έ να δάγκωμά τους είναι άρκε τό γιά νά σκοτώση έναν άν θρωπο ! Τα έρπετά έχουν κιόλας ξε διπλωθή καί δυο απ’ αυτά έ χουν ανορθώσει τά κουκουλω τά κεφάλια τους, έτοιμα νά επιτεθούν εναντίον τής'Μαλόα! Με τά δόντια σφιγμένα, ό Τάργκα, τό ατρόμητο Ελλη νόπουλο, τραβάει τό μαχαίρι του καί μεταβάλλεται σε μαινόμενο σίφουνα! Όρμάει πάνω στις δυο κό μπρες καί μέ δυο ταχύτατες κινήσεις τις αποκεφαλίζει μέ την ατσάλινη λεπίδα τού μα χαιριού του! "Επειτα γυρίζει καί άντιμε τωπίζει τά υπόλοιπα φίδια, πού είναι τώρα κι* αυτά έτοι μα νά επιτεθούν! Ή Μαλόα, τό υπέροχο κο ρίτσι μέ τό τρυφερό δέρμα
11
Ή Μαλόα πηδάει καί την ίδια στιγ μή ό Χαμόρ εξακοντίζει τη φαρμα κερή κόμπρα εναντίον της!...
καί τούς ατσάλινους μυώνες, παίρνει θέσι δίπλα του μέ τό μαχαίρι της στο χέρι. Καί τότε μιά σκληρή καί φριχτή μάχη αρχίζει ανάμεσα στούς δυο ανθρώπους καί στά αποτρόπαια φαρμακερά έρ πετά. Οί κόμπρες επιτίθενται ε ναντίον των ηρώων μας, πού αποφεύγουν τά θανάσιμα δαγ κώ,υατα' τών ερπετών μέ επι δέξιους καί γοργούς έλιγμούς, απαντώντας μέ μαχαι ριές, πού έχουν τή γρηγορά δα καί την δρμητικότητα τής αστραπήςί ,
12
ΥΑΡΓΚΑ ■,-ν'-,ΓντΒ,
Τά φίδια πέφτουν ένα - ένα, μέ τό κεφάλι τους κομμένο. Δεν έχουν ,μείνει τώοα παρά μόνο δυο τεράστιες κόμπρες πού, πιο συνετές από τις άλ λες, δεν έπιτίθενται στα τυφλά, αλλά κάνουν μια έξυ πνη κυκλωτική κίνησι για νά βάλουν τούς δυο Ανθρώπους άνάμεσά τους! Καί τότε συμβαίνει κάτι, πού βάζει σέ κίνδυνο θανά του καί τή Μαλόα καί τον Τάργκα! Τό ξανθό κορίτσι, στην προσπάθειά της νά χτυπήση τή μια κόμπρα, κάνει ένα άπότομο βήμα προς τά πλάγια γλυστράει καί... πέφτει! Τό μαχαίρι ξεφεύγει από τά δά χτυλά της! Ή κόμπρα σφυρίζει θριαμ βευτικά καί μέ μανία καί χυμάει έναντίον του κοριτσιού μέ τό φοβερό στόμα της όρθάνοιχτο| Τό μακρόστενο κορμί του φιδιού σκίζει μέ α σύλληπτη ταχύτητα τόν άέρα! Μά τό χέρι του Τάργκα κινείται μέ πιό μεγάλη ταχύ τητα! ^Αναση χώνεται καί τινάζε ται πρός τά έμπρός, έκτοξεύοντας τό μαχαίρι του, πού κάνει στόν άέρα μιά στροφή καί καρφώνει τήν κόμπρα στό κεφάλι, ρίχνοντάς την νεκρή πάνω στόν άπέναντι τοίχο του λάκκου. Τήν ίδια στιγμή δμως, μέ τήν άκρη του ματιού του, ό Τάργκα βλέπει τήν άλλη κό μπρα, τήν τελευταία, νά έκτι νάζεται έναντίον του από τά πλάγια 1
Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας καταλαβαίνει πώς είναι χαμένος! Στή θέσι πού είναι δεν προλαβαίνει νά γυρίση καί νά άμυνθή, πριν τά δόν τια του έρπετοϋ καρφωθούν στό κορμί του! Καί δεν έχει τό μαχαίρι του γιά νά τό χτυ πήση από μακρυά! «Αυτό είναι τό τέλος! μουρ μαυρίζει. Καί... ένα σφύριγμα άκούγεται καί ή κόμπρα πέφτει στά πόδια του νεκρή, μέ τό κεφάλι τρυπημένο άπό ένα μι προσκοπικό βέλος! 8Από έπάνω, άπό τά χείλη του λάκκου, άκούγεται ή φω νή του Ατσίδα: — Έγκώ μπράβο έμενα! Έγκώ έγινε καλό... σκοτοβο λή!
ΚΕΦ. 5. *'©π©ν>
ό
Τάργκα
«Ιχμαλωΐ’ίξετοα
γίνεται
βορά
κ$ί
των
κροκοδείλων! γαίνουν άπό τό λάκκο μέ τις κόμπρες καί συνε χίζουν τό δρόμο τους πιό προ σεκτικά τώρα. Είναι φανερό πώς τήν παγίδα εκείνη του θανάτου τήν είχε οτήσει ό σα τανικός Χαμόρ για νά έξοντώση τούς έχθρούς του καί νά Απαλλαγή μιά καί καλή άπό τόν Τάργκα! — "Ισως, λέει τό Ελληνό πουλο, έχει στήσει κι* άλλες παγίδες στό δρόμο του ό Χαμόρ! Γι' αυτό θά προχω ρώ έγώ μπροστά. Έσύ, Μα λόα, θά μέ άκολουθεΐς άπό άπόστασι δέκα μέτρων κΓ ό
Β
ΤΑΡΓΚΑ
13
Γ2Ζ2-1
"Ατσίδας θάρχεται ξοπίσω σου. "Ετσι, &ν υπάρχουν κι' άλλες παγίδεΓ μόνο ένας ά πό μάς θά πισστή ! Μέ γοργά, άλλά προσεκτι κά βήματα, προχωρούν έτσι γιά πολλές ώρες, χωρίς νά συμβή τίποτα. Ξαφνικά, καθώς τό πόδι του πατάει πάνω σ* ένα ξερό κλάδο πεσμένο χάμω, ό Τάργκα νοιώθει ένα σκοινί δεμέ νο σέ θηλειά, νά πέφτη από ψηλά και νά τυλίγεται γύρω άτΐό τό κορμί του! Δοκιμάζει νά άπαλλαγή, μά ή θηλειά σφίγγεται δλο καί πιο πολύ σέ κάθε κίνησί του, ένώ από τά δέντρα καί τούς θάμνους γύοω ξεπηδουν έκατοντάδες γορίλλες καί ρί χνονται έπάνω του! 01 ογκώδεις πανίσχυρες γροθιές των κτηνωδών θηρί ων χτυπουν τόν Κυρίαρχο της Ζούγκλας άπό κάθε κατεύθυν σι, στό κεφάλι, στο στήθος καί στην πλάτη, κάνοντάς τον νά χάση τις αισθήσεις του! Πριν βυθιστή στό σκοτάδι τής λιποθυμίας, ό Τάργκα φωνάζει: — Ατσίδα! Πάρε τη Μαλόα καί φύγετε! Αμέσως! φ * * "Οταν άνοίγει πάλι τά μά τια του, ό Τάργκα καταλαβαί νει πώς, αύτή τη φορά, δέν ύπάργει πιά καμμιά σωτηρία γι* αύτόν! ΕΤ^αι δεμένος πά νω σ9 ένα στυλό μέ σκοινιά, πού χώνονται βαθειά μέσα στη σάρκα του, κόβοντάς την καί ματώνοντάς την!
£
Κάθε Ελληνόπουλο πρέίϊ
? πει νά διαττνέετοα άπό τά ^
• ύψηλά ιδεώδη της Άλλη- $ ; Αεγγύης, της Φιλοπκτρί- $ Ν ας, του Ανθρωπισμού, της ζ Η Αυτοθυσίας, της Η
ΘΑΗΟΣ ΑΣΤΡΙΤΗΣ (
Γύρω του, στριφογυρίζουν καί χοροπηδούν αμέτρητοι γορίλλες χτυπώντας τά στή θη τους καί κάνοντας τόν άέρα νά άντιβουΐζη βροντερά! Απέναντι του, σέ άπόστασι μερικών βημάτων, στέκεται ό διαβολικός νάνος, ό Χαμόρ, μέ τό τσεκούρι του στό χέρι! Στήν πλάτη του δέν είναι πιά καρφωμένο τό μικροσκοπικό βέλος του Ατσίδα. Στήν πλη γή, ό Χαμόρ έχει βάλει ένα μπλάστρι άπό θεραπευτικά βότανα, πού έ'χουν σταματή σει τό αίμα καί έ'χουν κάνει την πληγή ν5 άρχίση νά έπουλώνεται. Τό άσχημο πρόσωπο του Χαμόρ λάιιπει σκοτεινά άπό σατανική χαρά. — Σέ κρατώ έπιτέλους, Τάργκα!, γρυλίζει θριαμβευ τικά. Ή βασιλεία σου μέσα στή ζούγκλα έχει πάρει τέ λος! Στό θρόνο σου κάθομαι τώρα έγώ, ό μεγάλος Χαμόρ, ό αύτοκράτωρ των γοριλλών καί τής ζούγκλας! Θά πεθάνης, Τάργκα! Ό Τάογκα καταλαβαίνει δτι πρέπει νά κερδίση καιρό. Δοκιμάζει νά άπαλλοίγή άπό τά δεσμά του, μά δέν τό κα
14
ΤΑΡΓΚΑ
τορθώνει. Τό σκοινί, πού τον κ.ρατεΐ δεμένο, είναι πολύ γε ρό και τυλιγμένο πολλές φο ρές γύρω από τό κορμί του. — "Αν με σκοτώσης, Χα μό ρ, λέει ό Τάργκα, οί σύν τροφοί μρυ θά εκδικηθούν! Ή τιμωρία σου θά είναι σκλη ρή! 'Η Μαλόα θά... Ό Χαμόρ μορφάζει περι φρονητικά. Τά μάτια του σπι θίζουν με μιά λάμψι πού δεν αρέσει καθόλου στον Τάρ γκα. — Ή Μαλόα; λέει. Τό Ο μορφο κορίτσι, πού ήταν έγγονή του παλαβού εκείνου γέρου πού σκότωσα; "Οταν πεθάνης, Τάργκα, θά την πα ρασύρω κι* αυτήν σέ παγίδα και θά την αιχμαλωτίσω! Δέ θά την σκοτώσω δμως! θά την κρατήσω μαζί μου καί θά την κάνω βασίλισσα μου! Χά, χά, χά \, Καί πηγαίνει πιο κοντά στον Τάργκα. Τό Έλληνόπου λο προσπαθεί καί πάλι νά έλευθερωθή, χωρίς δμως νά τό κατορθώση. Κυττάζει γύ ρω. Ό στύλος, όπου είναι δε μένος, βρίσκεται κοντά στην άκρη ενός γκρεμού. Κάτω, διακρίνεται ένα ποτάμι, πού κυλάει γοργά τά νερά του. Στις όχθες του, λάμπουν στο φως του ήλιου τά λεπιδωτά κορμιά πολλών κροκοδεί λων ! Ό Χαμόρ γελάει πάλι. — Χά, χά, χά! Διάλεξα 6μ^-φο μέρος γιά νά σέ σκο τώσω, Τάργκα! "Οταν πεθά νης, θά ρίξω τό κορμί σου στο ποτάμι! Οί καημένοι οί
κροκόδειλοι πρέπει νά φάνε κι’ αυτοί λιγάκι! Καί σηκώνει τό τσεκούρι του γιά νά χτυπήση ! Τότε ό Τάργκα κάνει κάτι απροσδόκητο. Πατάει γερά χάμω καί τά μυώδη πόδια του σπρώχνουν τό έδαφος μ’ όλη τους τή δύνοαμι. "Ενα διαπεραστικό τρί ξιμο άκούγεται, ένας ξερός κρότος. Ό στύλος σπάζει στη βάσι του, γέρνει προς τά πίσω καί, πριν τό τσεκούρι άγγίξη τό κορμί τού Ελληνόπουλου, πέφτει στον γκρεμό μαζί μέ τον Τάργκα! Μέ μιά κραυγή λύσσας, ό Χαμόρ τρέχει στήν άκρη του γκρεμού καί κυττάζει κάτω·. Βλέπει τό στύλο, μαζί μέ τον δεμένο Κυρίαρχο τής Ζούγκλας, νά στριφογυρίζη στο κενό, νά χτυπάει πάνω σ’ ένα βράχο πού προεξέχει στή μέση τού γκρεμού καί νά εκ σφενδονίζεται μέσα στον πο ταμό ! Καί βλέπει τούς, κροκοδεί λους νά εγκαταλείπουν την... ήλιοθεραπεία τους, νά πέ φτουν στο νερό καί νά κατευθύνωνται ολοταχώς προς τό ■μέρος όπου είχε χαθή ό Τάρ γκα ! Μέ τήν ανάσα πιασμένη, ό Χαμόρ περιμένει ένα - δυο λε πτά. ’Έπειτα, βλέπει αίμα νά ανεβαίνει στήν έπιφάνεια τού νερού! — Ζήτω!, ουρλιάζει μέ έ ξαλλη χαρά. Ό Τάργκα δεν έγλύτωσε! Ό Τάργκα είναι νεκρός!
ΤΑΡΓΚΑ
15
σκοπικές γροθιές της. "Αψησέ με! Ό Τάργκα κινού νε 6ει! Πρέπει νά τόν βοηθή σουμε ! Μά ό Ατσίδας συνεχίζει τό τρέξιμό του. — Έγκώ σκι άφήσει εσέ να, κύριος Μαλόα!, λέει. Κύ ριος Τάργκα διατάξη έμένα, έγκώ άκούει κύριος Τάργκα! Έγκώ έπειτα γυρίση σκοτώση γκορίλλες, έλευθερώση κύριος Τάργκα! Καί τρέχει μέ γρηγοράδα ΚΕΦ. 6. νΟπου η Μαλόα 8ρη καταπληκτική για τό βάρος νδί πικρά για τ© χα μό τ©δ Αγαπημένου του, ενώ οί χοντρή κοιλιά του σαλεύει πάνω - κάτω1, δεξιάτης κΓ ό Ατσίδας Αριστερά! απειλεί! Μερικοί γορίλλες δοκιμά ίγες, ώρες αργότερα, ένα ζουν νά τούς κυνηγήσουν, μά μουρμούρισμα διατρέχει ό Ατσίδας, τρέχοντας πάντα, τή ζούγκλα άπ’ άκρη σ’ ά τούς κάνει νά γυρίσουν πίσω κρη. Άπό γορίλλα σέ γορίλέκτοξεύοντας εναντίον τους λα, άπό χιμπαντζή σέ χιμπανλίγα βέλη μέ τό φυσο κάλαμό τζή, άπό ιθαγενή σέ ιθαγενή, του. άπό άγρίμι σέ άγρίμι, μιά Τέλος, σταματάει. Βρίσκον τρομερή καί πρωτάκουστη εΐται χώρα έκτος κινδύνου. Α δησι διαδίδεται! φήνει τή Μαλόα καί τό ξαν "Ας γυρίσουμε δμως λίγο θό κορίτσι λέει γοργά, κυτπίσω, στήν ώρα πού ό Τάρτάζοντάς τον άγρια μέ τά γκα συλλσμβ άνετα ι άπό τήν γαλανά μάτια της πού άστρα προδοτική θηλειά του Χαμόρ. φτουν άπό άγανάκτησι: Ό Άτσίδαςι πού βαδίζει — Δέν τό περίμενα ποτέ πίσω άπό τή Μαλόα, άκούει αύτό άπό σένα, Ατσίδα! Μέ τή διαταγή του κυρίου του άνάγκάσες νά έγκαταλείψω καί δρά γοργά, μέ τήν άκρίτον άγαπημένο μου σωτήρα! βεια ενός μηχανικού ρομπότ. "Αν ό Τάργκα έπαθε τίποτα, Αρπάζει τό κορίτσι μέ τό θά πεθάνω κΓ εγώ! Άκολούενα του χέρι καί άρχίζει νά θησέ με! Θά γυρίσουμε πίσω άπομακρόνεται τρέχοντας καί στο μέρος δπου αιχμαλωτί κουβαλώντας τή Μαλόα κάτω στηκε ! άπό τή μασχάλη του. Ό Ατσίδας μένει γιά μιά — "Αφησέ με!, ξεφωνίζει στιγμή διατακτικός, τραβών τό κορίτσι κλωτσώντας καί τας μέ άμηχανία τό χαλκά χτυπώντας τον μέ τις μι προ τής μύτης του. ’Έπειΐα λέει: Γυρίζει στους γορίλλες του καί καλεΐ μερικούς άπό αυ τούς κοντά του. Τούς λέει κά τι στη γλώσσα τους. 'Όταν τελειώνει, προσθέτει: — θά πάτε νά τό διαδόσετε αυτό σ’ όλόκληρη τή ζούγ κλα ! Αμέσως! Οί γορίλλες κουνάνε τά κεφάλια τους καί ζειμακραί νουν τρέχοντας προς διαφορε τική κατεύθυνσι δ 'καθένας!.. ί
Λ
16
ΤΑΡΓΚΑ
— Έγκώ κάνει αυτό πού είπε κύριος Τάργκα! Τώ,ρα κάνει αυτό πού λέει κύριος Μαλόα! Πάει πίσω 1 Πηγαίνουν πίσω, στο μέρος δπου ό Τάργκα είχε πέσει στην παγίδα, άλλα ,μιά μεγά λη άπογοήτευσι τούς περιμέ νει. Δεν είναι πια έκεΐ ούτε ό Τάργκα, ούτε ό Χαμόρ, οϋτε οί γορίλλες! "Εχουν έξαφα ν ι στη ! Και —τό χειρότερο— φεύ γοντας έκάλυψαν τα ίχνη τους κι” έτσι ή Μαλόα και ό Ατσίδας δεν μπορούν νά τούς παρακολουθήσουν και νά μά θουν που έπηγαν! Δάκρυα, καφτερά καί πι κρά δάκρυα, κυλοϋν από τά γαλανά μάτια τής Μαλόα καί αύλακώνουν τά άμορφα μά γουλά της. Ή ψυχή της είναι μαύρη από απέραντη θλίψι. Δεν ξέρει όιν ό άγαπη,μένος της ζή ή είναι νεκρός, άν εί ναι αΙχμάλωτος στα χέρια του απαίσιου έχθρού του ή έλεύθερος! — Κύριος Μαλόα, λέει ό χοντρός νέγρος τραβώντας μέ άπόγνωσι τό χαλκά τής μύ της του, έσύ άκι κλαίει! Κύ ριος Τάργκα δκι πέτανεί Κύ ριος Τάργκα δκι... Σωπαίνει. Μακρυνοί ήχοι φτάνουν ώς τ9 αυτιά του, ρυθ μικοί ήχοι άπό κάποιο τάμτάμ ιθαγενών. Οί ήχοι έχουν κάτι σκληρό καί θλιβερό. Με ταδίδουν κάποιο κακό μήνυ μα. 'Η Μαλόα κι* ό 9 Ατσίδας διαβάζουν τούς ήχους του ταμ - τάμ:)
«Ό Τάργκα... ό Τάργκα... ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας... είναι αιχμάλωτος... αιχμάλω τος του Χαμόρ... του νέου Κυ ρίαρχου τής Ζούγκλας!... Εί ναι αιχμάλωτος στη σπηλιά τού Χαμόρ, στην πλαγιά τού βουνού μέ τά πράσινα βρά χια! Αιχμάλωτος!... Ό Τάρ γκα είναι... αιχμάλωτος! Αίχ μάλωτος τού Χαμόρ!...» Ό "Ατσίδας κι* ή Μαλόα κυττάζονται μέ μάτια πού άστράφτουν. — Είναι αιχμάλωτος στη σπηλιά τού Χαμόρ!, λέει τό κορίτσι. Υπάρχουν, λοιπόν, ακόμη ελπίδες νά τον σώσου με ! Πού είναι όμως αυτό τό βουνό μέ τά πράσινα βράχια; — Έγκώ ξέρει πού είναι βουνό μέ πράσινα βράκια!, λέει ό "Ατσίδας. Έγκώ έσύ πάει έκεΐ, πιάσει Χοητόρ καί φάη αυτό ζωντανό! Πάει! Πάει άμέσεως! Καί ξεκινούν αμέσως ταξι δεύοντας γοργά προς τό νό το. "Εχει πια νυχτώσει στο μεταξύ, μά ή νύχτα μέ τό οκο τάδι της δεν μπορεί νά στο^· ματήση τούς δυο συντρόφους, τόν νέγρο καί τό κορίτσι, πού πηγαίνουν νά έλευθερώσουν τόν άγαπημένο τους Τάργκα! Οί ώρες περνούν... Ξημερώνει πιά, δταν ή Μα λόα κι9 ό Ατσίδας φτάνουν μπροστά στο βουνό μέ τά πρά σι να βράχια καί άνε βαίνουν στην πλαγιά του ψάχνοντας νά βρουν τήν σπηλιά του Χσμόρ.,ο
ΤΑΡΓΚΑ
17
Α
ΚΕΦ. 7. "Οπου © Ατσίδας κΓ ή Μ«λόκ πηγαίνουν
στη σπηλιά τοΰ Χαμόρ και πέφτουν στην παγίδα! εν αργούν νά άνακαλύψουν, ανάμεσα σέ δυο πανύψηλους βράχους, τό γάλο στόμιά μιας σπηλιάς. "Ενας πελώριος γορίλλας στέκεται φρουρός έκεΐ μπρο στά, μ* ένα τεράστιο ρόπαλο στα χέρια. ;Η Μαλόα, κρυμμένη πίσω από κάτι θάμνους μαζί μέ τον Ατσίδα, τραβάει τό μαχαίρι της κι* έτοιμάζεται νά όρμήση έναντίον του νορίλλα, μά ό χοντρός νέγρος την σταμα τάει. — Γιατί έσύ κουράση έσένα, κύριος Μαλόα; λέει ό Α τσίδας ψιθυριστά. Έσύ άφήση εμένα κανονίση γκορίλλα μέ φύσα - φύσα κάλαμο ! Έσύ μόνο κυττάζει εμένα! Βάζει ένα μακροσκοπικό βέλος μέσα στό φυσοκάλαμό του, χώνει την άλλη άκρη του περίεργου όπλου στό στόμα του, σημαδεύει μέ προσοχή καί φυσάει μ* δλη του τη δύναμι. Τό βέλος έκτινάζεται μέ όρμή, σκίζει γοργά τον αέρα καί πηγαίνει καί μπήγε ται στο* λαρύγγι του γορίλλα. Ό κτηνώδης φρουρός τής σπηλιάς πεθαίνει Αμέσως, χω ρίς καν νά βγάλη έναν ήχο από τό στόμα του! Πεθαίνει καί, καθώς ή πλάτη του είναι Ακουμπισμένη πάνω οτό βρά χο, δέν πέφτει, άλλα μένει Α κίνητος έκεΐ σάν ζωντανός!
Δ
— Αυτό τώρα δκι πειράξη έμάς!, λέει ό Ατσίδας. Προχωρούν σιγά - σιγά, μέ χίλιες προφυλάξεις. Περνών τας από θάμνο σέ θάμνο κΓ από βράχο σέ βράχο, τό κο ρίτσι κΓ ό νέγρος πλησιά ζουν, αθόρυβα σάν ίσκιοι στό στόμα τής σπηλιάς. με "Οταν φτάνουν έκεΐ, ό Α τσίδας παραμερίζει τη Μαλόα λέγοντας σιγανά: — Έγκώ περάση μέσα πρώ τη! Έσύ περάση ντεύτερος! Καί μπαίνει στή σπηλιά! 'Η Μαλόα τόν ακολουθεί γεμάτη συγκινήσεις καί άναμνήσεις. "Έχει αναγνωρίσει τή σπηλιά αυτή ! Είναι τό μέ ρος όπου είχε περάσει τόσα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια μέ τόν παποϋ της! Είναι ή σπηλιά όπου ό Χαμόρ είχε 5ο λοφονήσει τόν καλό γέρο γιά νά του πάρη τό πράσινο πε τράδι, τό «Κουέρα», μέ τή μαγική δύναμι! Κάνουν μερικά βήματα μέ σα στή σπηλιά. Μιολονότι τά μάτια τους, θαμπωμένα Από τόν ήλιο, δέν έχουν ακόμα συνηθίσει στό μισοσκόταδο πού έπικρατεΐ έκεΐ μέσα, δια κρίνουν στό βάθος τής σπη λιάς μια φεγγοβολή. Έί Μαλόα ξέρει τι είναι ή φεγγοβολή αυτή. Προέρχεται άπό τά πετράδια του παπου της! *0 Ατσίδας, δαγκώνοντας τό χαλκά τής μύτης του, προ χωρεΐ μέ τά μαύρα ματάκια του άγρυπνα καί μέ τό φυσο κάλαμό του έτοιμο γιά δράσι.
Μια τρομερή μάχη διεξάγεται ανάμεσα στους γόρίλλες του Χαμό-ρ και
οΐούζ ήρωές μας!
Μ«
νά ^ού ή
Μ·αλόα
κινδυνεύει. Ό Χαμάρ...
Α: Μ '.ν.ν
IV.»
ν.ν,ν,ν.
*:·:·:■
—έτοιμάζεται νά χτυπήση
ϋ πουλά
άπό πίσω! Μά ό Ατσίδας και *ϊό
φυσοκάλαμό του άγρυπνοΰν και επεμβαίνουν
καί δίνουν τή νίκη!
-μη
20 Ξαφνικά, ένας ίσκιος προ τήν κρατουν ακίνητη! βάλλει μέσα από τό μισοσκό Είναι δυο γιγαντόσωμοι γο ταδο καί συσπειρώνεται γιά ρίλλες, συνοδευόμενοι άπό νά έπιτεθή έναντίον τών δυο τον Χαμόρ, τον τερατώδη νά έπισκεπτών. Είναι ένας όγκώ νο μέ τό τρομερό τσεκούρι του στό χέρι! δης γορίλλας! Τό φυσοκάλαμο άνεβαίνει — Χά, χά!, κάνει ό Χαμόρ κυττάζοντας πονηρά τή Μα στο στόμα του νέγρου μέ α σύλληπτη ταχύτητα κι* ένα λόα. Τώρα συμπληρώθηκε ό θρίαμβός μου ί Ό Τάργκα νε βέλος σταματάει τον γορίλλα, μπαίνοντας ολόκληρο μέ κρός! 'Ο Ατσίδας νεκρός! σα στό δεζιό μάτι του! Καί ή όμορφη Μαλόα αίχμάΟυρλιάζοντας άνατριχιαλωτή μου! στικά, τό κτηνώδες Θηρίο γυ "Ενα παγερό χέρι σφίγγει ρίζει καί χάνεται τρέχοντας τήν καρδιά τού κοριτσιού. οτό^ βάθος της σπλιάς! — Ό... Τά,ργκα... νεκρός!, Γην ίδια στιγμή, ό Ατσί τραυλίζει μέ απέραντη άπόδας, νοιώθει κάτι βαρύ και γνωσι στην ψυχή. Λες ψέμα σκληρό νά τον χτυπάει στό τα, τέρας! 'Ο Τάργκα βρί σκεται έδώ μέσα ’ αιχμάλω κεφάλι! Κλονίζεται, παρατών τας τό φυσοκάλαμό του. Χι τός σόυ! Που τον έχεις, δολο λιάδες καμπάνες αντηχούν φόνε; στ5 αυτιά του. Εκατομμύρια —Ό Τάργκα είναι νεκρός!, πουλάκια τερετίζουν μέσα άπαντάει \>Α χαιρεκακία ό Χα στό κρανίο· του. Δεκάδες μόρ. Τον ερριξα στους κροκό λαμπροί ήλιοι χοροπηδούν δειλούς τού ποταμού! Τούς μπροστά στά μάτια του! είδα μέ τά ίδια μου τά μάτια "Ενα χαζό χαμόγελο ευχά νά τον κατασπαράζουν 1 Καί, ριστή σεοος άπλ.ώνεται στό πα για νά σέ παρασύρω έδώ, χύ, μαύρο καί κωμικό πρόσω διέδωσα στη ζούγκλα 5τι ό πό του. Τάργκα είναι αιχμάλωτος καί βρίσκεται στή σπηλιά —Έγκώ έχει πολλή χαρά!, μουρμουρίζει. Έγκώ πηγαί μου! 'Ωραΐο κόλπο, έ; νει παράντεισο! Τό όμορφο πρόσωπο του Καί σωριάζεται χάμω άναί κοριτσιού χλωμιάζει σαν πρό σθητος! σωπο νεκρού! 'Η ψυχή της *Η Μαλόα πού έρχεται πιο πλημμυρίζει άπό μια άπερίπίσω βλέπει ένα γορίλλα νά γραπτη λύπη, άπό μιά μαύρη χτυπάει τον Ατσίδα στό κεφά απελπισία! Ό Τάργκα εΐναι λι μ* ένα μεγάλο ρόπαλο. νεκρός! Ό αγαπημένος της Δεν προλαβαίνει όμως νά έδεν υπάρχει πιά! πεμβή, γιατί τήν ίδια στιγμή "Ενα μίσος τήν συγκλονί νοιώθει νά τήν αρπάζουν άπό ζει. "Ενα απέραντο μίσος γιά τά μ.πράτσα μεγάλα, τριχω τόν σατανικό έκεΐνον άνθρω τά, άτσάλινα χέρια καί νά πο, πού είχε δολοφονήσει τά
21 δυό π ιό αγαπημένα της πρό σωπα, τόν παποΟ της και τόν Τά,ργκα! — Δολοφόνε!, φωνάζει. Καί μέ μια απότομη κ[νη σί άποσπάται άπό τά χέρια των γαριλλών καί φέρνει τό χέρι της στη λαβή του μαχαι ριου της! Μά δεν προλαβαίνει νά το τραβήξη από τή θήκη του καί νά χτυπήση τό Χαμορ, ξεκά νοντας μιά για πάντα τόν α παίσιο καί φριχτό νάνο! Ή γροθιά του ένός από τούς γορίλλες άνεβαίνει καί κατεβαίνει γοργά, χτυπών τας την στο κεφάλι καί ρίχνοντάς την αναίσθητη δίπλα στον Ατσίδα!
ΚΕΦ. 8.
© Χαμορ κα λέ! τις φνλές ττ\ς Ζούγκλας και παίρ νει μα£ί τή Μαλόα!
πό τό λαρύγγι του απο τρόπαιου άρχηγοϋ των γοριλλών ξεπηδάει ένα βολικό γέλιο, πού κάνει τή σπηλιά μέ τά διαμάντια νά άντηχήση αλλόκοτα, σάν νά γελούν πολλοί μικροί δαίμο νες μαζί! — Χά, χά!, κάνει. Είμαι ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας! Κανένας πια δεν μπορεί νά καταστρέψη τά σχέδιά μου ! Κανένας! Τώρα, πού ό Τάργκα δέν είναι πιά ζωντανός γιά νά βάζη έμπόδια στο δρό μο μου, δλες οί φυλές τής ζούγκλας θά υποταχθούν σέ μένα, δλες! Θά δημιουργή σω Ινα τεράστιο στρατό καί
Α
ολόκληρη ή "Αφρική θά γίνη μιά απέραντη αυτοκρατορία, ή αυτοκρατορία τοϋ μεγάλου Χαμόρ ! Αλλοίμονο σ' εκεί νους πού δέ θά υπακούσουν στις διαταγές μου! Σκύβει, κυττάζει τρυφερά την αναίσθητη Μαλόα καί προσθέτει: — Καί αλλοίμονο σ’ εκεί νους πού δέ θά υπακούσουν στις διαταγές τής βασίλισσας μου, τής Μαλόα! Γυρίζει τέλος στούς δυό γο ρίλλες καί συνεχίζει μιλών τας στή γλώσσα τους: — Πρέπει νά μάθη άμέσως όλόκληρη ή ζούγκλα τή με γάλη, τή χαρμόσυνη είδηοι! Πηγαίνετε νά μου φέρετε ένα τάμ - τάμ! Ό ένας άπό τούς δυό γο ρίλλες τρέχει στο βάθος τής σπηλιάς καί έπιστρέφει σέ λίγο, κουβαλώντας ένα μεγά λο τούμπανο, φτιαγμένο άπό πετσί άγριοβούβαλου τεντω μένο πάνω σ5 ένα κούφιο κορ δια μό δέντρου. Τό τοποθετεί μπροστά στο στόμιο τής σπηλιάς κΓ ό νά νος στέκεται κοντά του καί αρχίζει νά χτυπάει ρυθμικά μέ δυό μικρά ρόπαλα: «Τάμ... Τάμ - τάμ... Τάμ... Τάμ - τάμ - τάμ...» Ό ήχος ταξιδεύει φτερω τός στόν άέρα καί σκορπίζε ται άπ’ άκρη σ3 άκρη τής ζούγκλας. Οί ιθαγενείς, δπου κΓ άν βρίσκονται, άκοϋνε τό μήνυμα του Χαμόρ καί γουρλώνουν τά μάτια τους ά πό έκπληξι καί τρόμο. Νά τί λέει τό μήνυμα:
η
ΤΑΡΓΚΑ
«Έγώ, 6 Χαμόρ, ό Αυτόκράτωρ τής Ζούγκλας, καλώ δλες τίς φυλές νά υποτα χθούν στή θέλησί μου! Ό Τάργκα, ό Κυρίαρχος της Ζούγκλας, δέν υπάρχει πιά! Είναι νεκρός! Νεκρός! Ό Τάργκα είναι νεκρός! Ό Χα μόρ τον έρριξε στόν ποταμό καί οί κροκόδειλοι έκαναν συμπόσιο μέ τις σάρκες του! Τό νερό του ποταμού βάφηκε κόκκινο άπό τό αίμα του! Ό Τάργκα εΐναι νεκρός καί ή Μαλόα, ή σύντροφός του, εΐ ναι τώρα ή σύντροφος κι* ή βασίλισσα του Χαμόρ!.. Έγώ ό Χαμόρ, ό Αύτοκράτωρ τής Ζούγκλας, καλώ δλες τίς φυ λες τής ζούγκλας νά υποτα χθούν στή θέλησί μου! Σάς καλώ δλους νά συγκεντρωθήτε αύριο, τήν ώρα πού θά βγα!νη ό ήλιος πίσω άπό τά βουνά, στην κοιλάδα πού εκ τείνεται στά πόδια του βου νού μέ τά πράσινα βράχια! "Οποια φυλή δέν ύπακούση στή διαταγή μου αυτή, θά έξοντωθή καί τά κορμιά τών μελών της θά πεταχτούν στά τσακάλια καί στούς κροκόδει λους! "Ολοι αύριο τό πρωί στήν κοιλάδα, μπροστά στο βουνό μέ τά πράσινα βρά χια!» ' Ό Χάμόρ παύει νά χτυπάε* τό ταμ - ταμ. Γυρίζει καί μπαίνει πάλι μέσα στή σπη λιά. Δίνει μιά διαταγή στούς γορίλλες του. ’Αμέρως αυτοί παίρνουν ένα κομμάτι σκοινί άπό τό βάθος τής σπηλιάς καί δένουν τή Μαλόα. "Επειτα, ό Χαμόρ πηγαίνει
κοντά στόν Ατσίδα, πού έξακολουθεΐ νά εΐναι πάντα χά μω άναίσθητος μ5 ένα τερά στιο καρούμπαλο στό κεφά λι, βλέπει δτι ό νέγρος δέν είναι νεκρός καί σηκώνει τό τσεκούρι του για νά τόν άποχεφαλίση! Μά τήν τελευταία στιγμή, μετανοιώνει. Χαμηλώνει τό τσεκούρι χωρίς νά χτυπήση τό νέγρο. — ’Όχι!, μουρμουρίζει. Ό θάνατος θά είναι ευχάριστος γΓ αυτόν! Δέ θά καταλάβη τίποτα, άναίσθητος καθώς εί ναι! Θά τού προσφέρω έναν άλλο θάνατο π ιό... ενδιαφέ ροντα ! Πηγαίνει σέ μιά γωνιά τής σπηλιάς καί ξαναγυρίζει κον τά στό νέγρο, κουβαλώντας ένα μεγάλο κλουβί γεμάτο... κόμπρες! Γελώντας σατανικά, ανοί γει μιά μικρή παρτούλα τού κλουβιού, χώνει τό χέρι του μέσα, πιάνει μιά κόμπρα καί τήν τραβάει έξω. Τό φαρμα κερό ερπετό γυρίζει τό κεφά λι του γιά νά τόν δαγκώση, μά ό Χαμόρ αφήνει ένα σιγα νό σφύριγμα καί τό φίδι χα μηλώνει τό κεφάλι του ύποτα κτικά. *0 Χαυό.ρ τό άκουμπάει χά μω, δίπλα στό κεφάλι τού “Ατσίδα. *Η κόμπρα ξεδιπλώνεται α μέσως καί ανορθώνεται, &το'μη νά έπιτεθή και νά χαοίση στό χοντρό, άναίσθητο νέγρο τό θάνατο μ* ένα δάγκωμά της! Ό απαίσιος νάνος προφέρει
ΤΑΡΓΚΑ μια γοργή διαταγή. Ό ένας από τούς γορίλλες σηκώνει στα μπράτσα του τή Μαλόα καί βγαίνει έξω. Ό σύντρο φός του κι* ό Χαιμό.ρ τον ακο λουθούν. Βγαίνοντας από τή σπηλιά ό Χαμόρ γυρίζει καί ρίχνει μια τελευταία ματιά μέσα. Βλέπει τό κεφάλι της κόμπρα νά πάλλη στον αέρα καί νά τραβιέται πίσω γιά νά πάρη φόρα καί νά δώση τό θανά σιμο χτύπημα στο νέγρο! Γελώντας σαρακαστικά, ό Χαιμόρ κατεβαίνει τήν πλαγιά πίσω από τούς δυο γορίλλες του ! ΚΕΦ. 9. "Οπου ό Ατσίδας κουβεντιάζει μέ τ© θάνατο καί μέ τά διαμάντια καί βλέ πει ένα., φάντασμα! ά δε Θά γελούσε έτσι, άν βρισκόταν μέσα στή σπη λιά καί παρακολουθούσε καταπληκτική σκηνή, πού ε πακολούθησε μετά τήν άναχώ ρησί του. Ό Ατσίδας βογγάει υπό κωφα καί σαλεύει. Όλόκληρο τό παχύ κορμί του πονάει καί τό κεφάλι του καίει καί βουίζει, σάν καζάνι γεμάτο νερό πού βράζει. Μέ πολλή δυσκολία ανοί γει τά μάτια του. Τό πρώτο πράγμα πού άντικρύζει είναι τό κουκουλωτό κεφάλι μιάς κόμπρας, πού είναι στημένο ψηλά, πάνω από τό κεφάλι του, μέ τό στόμα ανοιχτό, έ τοιμο να τον δαγκώση ! Ό Ατσίδας δέν χάνει τον
Μ
η
καιρό του σέ σκέψεις καί άπο ιρίες. Τό ένστικτό του, άκονισμένο άπό τούς καθημερινούς κινδύνους τής ζούγκλας, τον κάνει νά άντιδράση μέ άστρα πιαία ταχύτητα. Συστρέφει απότομα τό κορ μί του καί τό κάνει νά κυλήση μακρυά, τή στιγμή άκριβώς πού τό κεφάλι τής κό μπρας κατεβαίνει, συναντών τας τον άδειο άέρα! Ό χοντρός νέγρος κυλάει, σάν ένα μεγάλο βαρέλι προς τό βάθος τής σπηλιάς, γιατί τό έδαφος είναι κατηφορικό προς τά μέσα. Έχει, σταμα τάει σκοντάφτοντας πάνω στον τοίχο. 'Η κόμπρα, μανιασμένη πού είχε άστοχήσει καί είχε χάσει τό θάμα της, γυρίζει καί σέρνεται μέ άπίστευτη γρηγοράδα προς τό μέρος του σφυρίζοντας άπαίσια! Ό Ατσίδας φέρνει τό χέ τήν ρι του στή ζώνη του, μά τό φυσοκάλαμό του δέν είναι πια έκεΐ! Είναι πεσμένο ^άμω στό κέντρο τής σπηλιάς, πίσω άπό τήν κόμπρα πού έρ χεται ! Ό νέγρος άρπαζει μέ τά δόντια του τό χαλκά τής μύ της του. — Έγκώ 5κι θέλει πετάνει!, γρυλλίζει άγρια. Έσύ όκι νταγκώση εμένα, κό μπρα! Έγκώ δκι άφήση έσένα σκοτώση έμένα! Μ’ ένα σφύριγμα, ή κό μπρα ανορθώνεται καί έπιτίθεται πάλι! Τό κορμί της σκίζει τον αέρα, μέ τό κεφάλι μπροστά,
24
κατευθυνόμενο όλόισια προς τή μεγάλη κοιλιά; του Ατσί δα! Ό νέγρος, παρ’ όλο τό πά χος του, τον δγκο του και τό βάρος του μεταβάλλεται στο ...ταχύτερο πλάσμα του κό σμου για νά αποφυγή τό θα νατηφόρο δάγκωμα του φι διού καί τά φριχτά μαρτύρια πού αυτό προκαλεΐ. Μέ μια άπεγνωσμένη προσ πάθεια, τινάζεται προς τά πλάγια καί άρχίζει νά κυλάει πάλι στο κατηφορικό έδαφος τής σπηλιάς. Αυτή τή φορά, ό "Ατσίδας σταματάει πάνω σ’ ένα σωρό από μεγάλα πετράδια, πού τά οιναγνωρίζει αμέσως. Εί ναι διαμάντια! Είναι τόσο με γάλα καί τόσο πολλά, ώστε θά μπορούσε κανείς νά γίνη ό πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου! Ό "Ατσίδας, πού έχει ταξι δέψει αρκετά στή ζωή του, ξέ ρει τή μεγάλη αξία των δια μάντι ών. Ό θαυμασμός του γιά τήν άνακάλυψι αυτή είναι τόσο μεγάλος, ώστε για μιά στιγ μή ξεχνάει τήν κόμπρα καί τον κίνδυνο πού διατρέχει. Γουρλώνει τά μάτια του γλείφει τό χαλκά τής μύτης του καί χώνει τά δάχτυλά του στο σωοό των διαμοα/τιών μ ου ρ μ ου ρ ίζοντας: ~ Ντιαμάντια! Πά, πά, πά, πά! Έγκώ γίνη πολύ πουλούσιο άντρωπο! Έγκώ έχει πολύ μεγκάλος καράβι, πολύ ναύτης μέσα, πολύ φαΐ, πολύ καρπουτζι! Έγκώ...
'Η κόμπρα πίσω του έφορμά πάλι. Τό κεφάλι της μέ τήν άπο κρουστική κουκούλα πλησιάζει μέ ταχύτητα άστρα πής προς τό σβέρκο του νέ γρου ! Καί τότε, μιά στιγμή πριν τά δόντια του τρομερού έρπε του δαγκώσουν τον "Ατσίδα, κάτι λαμπερό σκίζει τον άέρα καί ή κόμπρα πέφτει πά νω στά διαμάντια, νεκρή, μέ ένα κυνηγετικό μαχαίρι καρ φωμένο στό κεφάλι της! Ό "Ατσίδας κυττάζει τήν κόμπρα περιφρονητικά. ~ Βλέπει έσύ; λέει. Έσύ δκι καλό, έσύ πετάνη ! Έσύ... παφνικά σωπαίνει γουρλώ νοντας τά μάτια του, Μιά σκέψι αστράφτει στό χοντρό μυαλό του. Ποιος σ κ ό τωσε τήν κόμπρα; Τίνος μαχαίρι τήν κάρφωσε στό κεφάλι; Μήπως... Γυρίζει άργά τό κεφάλι του καί μιά κραυγή, ενα ούρλιαχτό, ένα μουγγρητό χα ράς ξεπηδάει από τά χείλη του! Ό Τάργκα, τό "Ατρόμητο Ελληνόπουλο, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας στέκεται μπρο στά του, μ’ ένα ήρεμο χαμό γελο στό όμορφο καί Ανδρο πρεπές πρόσωπό του! — Τί είναι έσύ; τραυλίζει ό νέγρος τρέμοντας. Φάντασμα είναι έσύ ή άντρωπο; Είσαι κύοιος Τάργκα ή... τό ψυχή του κύριος Τάργκα; Είσαι.... — Είμαι αυτός πού είμαι!, άπαντάει τό Ελληνόπουλο γε λώντας. Είμαι ό Τάργκα! Όλοζώντανος!
ΤΆΡΓΚΑ
ΚΕΦ. 10. 'Όπ©υ
ό
Τάργκα
παλεύει μέ κροκοδείλους
τούς καί
σώζεται σάν
από
ενα θαύμα!
^ ΟΙ άναγνώσται τούξ ; «Τάργκα» καί τού «'Υπερ 2 ? ανθρώπου» όςοείλουν νά) 5 βοηθούν καί νά πρόστα-Η ϊ τεύουν τούς φτωχούς καί Η \ τούς αδυνάτους! ξ
ιά να Εξηγήσουμε την α προσδόκητη αυτή έμφάνι ) 0ΑΝ02 ΑΣΤΡΙΤΗΣ $ σι του Τάργκα, πού ό Χαμόρ, * V ή Μαλόα κι* δλόκληρη ή ' έΤο^7- ■> ^ ^ - ^~·° ο^ ° ^ ο Λ*- « ^ ζούγκλα θεωρουν ώς νεκρό, κεφάλι ή τό στήθος τσακισμέ πρέπει νά γυρίσουμε πίσω, νο I στη στιγμή πού ό Κυρίαρχος Ό Τάργκα νοιώθει τό κορ τής Ζούγκλας πέφτει ατό κε μί του νά βουλιάζη μέ φόρα νό, δεμένος πάνω στό στυλό μέσα στό νερό καί σέ λίγες του Χαμόρ. στιγμές φτάνει στον πάτο του Καθώς τό κορμί του στρι ποταμού. Φτάνει εκεί μά... φογυρίζει στον άέρα πέφτον δεν ανεβαίνει πάλι έπάνω! τας κάτω, στον ποταμό μέ Ό στύλος, πάνω στον ό τούς κροκοδείλους, τό μυαλό ποιο είναι δεμένος, έχει μπλέ λειτουργεί γοργά. Καταλα ξει μέ τά μακρυά φύκια καί βαίνει δτι είναι τρέλλα αυτό αλλα υδρόβια φυτά πού φυ πού Εκανε. Πέφτοντας στό πο τρώνουν στό βάθος του ποτα τάμι, δεμένος όπως εΐναι, θά μού καί ό Κυρίαρχος τής γίνη σίγουρη λεία των τρο Ζούγκλας,' δσο κι* αν πασχίμερών Αμφιβίων, των Αχόρτα ζη κλωτσώντας το νερό μέ γων κροκοδείλων! τά έλεύθερα πόδια του, δεν Πάντως εΐναι προτιμότερο μπορεί νά ξεσκα?νώση από τά αυτό, παοά νά σκοτωθή Από φύκια καί νά άνεβή πάλι στήν τό τσεκούρι του Χαμόρ. “Οσο επιφάνεια! ζή κανείς πρέπει νά έλπίζη Τό στήθος του πονεΐ Από καί ή έλπίδα δέ λείπη ποτέ τήν έλειψι άέρα καί τό κεφά Από τό Ατρόμητο στήθος του λι του βουίζει! Καί —τό χει Τάργκα. ρότερο— μέ τήν άκρη των ματιών;του βλέπει ίσκιους νά Ξαφνικά, νοιώθει έναν Από πλησιάζουν γοργά σκίζοντας τομο καί οδυνηρό κλονισμό. τό νερό. Είναι οί κροκόδει Καθώς πέφτει, ό στύλος χτυ λοι, πού έρχονται νά κατα πάει πάνω σ° ένα βράχο πού σπαράξουν τό πιό δυνατό, προεξέχει καί Εκσφενδονίζε πιό λυγερό, πιό όμορφο καί ται πρός τό κέντρο του ποτα πιό Ανδροπρεπές κορμί πού μού ! “Αν χτυπούσε λίγο πιό έχει γνωρίσει ποτέ ή ζούγ πέρα, πάνω στό κορμί του ήκλα ! ρωά μας, τό Ελληνόπουλο Μά ο Τάργκα είναι τυχεΘΑ σκοτωνόταν Αμέσως μέ τό
Γ
26
ΤΑΡΓΚΑ
ρός! *Η μοΐρα δέ θέλει ακό μα να λείψη από τή ζωή τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο, ό Προστάτης του Δικαίου! Τό σκοινί πού τον δένει σπάζει ξαφνικά! Σπάζει γιατί είχε χτυπηθή πάνω στο βράχο ε κείνο, πάνω στον όποιο είχε προσκρούσει ό στύλος πέ φτοντας ! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας έλευθερώνεται ακριβώς τή στιγμή πού ό πρώτος από τούς κροκόδειλους φτάνει κον τά του, μέ τά τεράστια καί τρομερά σαγόνια του ορθά νοιχτα ! __
— Νά!, φωνάζει ό Ατσίδας χτυ πώντας τόν Χαμόρ μέ τη νεκρή χόμτφα. Νά, νά, νά!
=ώ3ί>
Μέ μια γοργή συστροφή του σώματός του, ό Τάργκα αποφεύγει τήν έπίθεσι τού θη ρίου, χώνεται κάτω από τήν κοιλιά του καί μπήγει τό μα χαίρι του στο λαιμό του κρο κόδειλου ! Τά νερά γύρω βάφονται κόκκινα από τό αίμα του αίμοβόρου αμφίβιου! Ό Τάργκα αγκαλιάζει τό κορμί του κροκόδειλου, πού σπαρταράει φριχτά, καί αφή νει τό δυνατό ρεύμα τού πο ταμού νά τούς παρασόρη καί τούς δυό! Οί άλλοι δμως κροκόδει λοι τούς άκολουθούν, έρεθισμένοι από τή μυρουδιά τού αίματος! Ό Τάργκα, μισολιπόθυμος σχεδόν από ασφυξία, παρα τάει τό νεκρό κροκόδειλο, όρμάει έναντίον ενός άλλου καί κατορθώνει νά σκαλώση στήν πλάτη του, νά κολλήση έκεΐ σφίγγοντας μέ τά πόδια του τό σκληρό, λεπιδωτό κορ μί τού θηρίου. Μέ δυό γορ γές μαχαιριές τού βγάζει τά μάτια! Τρελλός από πόνο καί λύσ σα, ό τυφλωμένος κροκόδει λος άναπτύσσει καταπληκτι κή ταχύτητα. Σκίζει τά νερά σάν σαΐττα, νομίζοντας άτι έτσι απομακρύνεται άπό τόν τρομερό εχθρό, πού τού είχε βγάλει τά μάτια! Μά τό μόνο πού κατορθώ νει είναι νά φτάση σέ λίγες στιγμές στήν όχθη, πίσω άπό μιά στροφή τού ποταμού, σ’ ένα μέρος πού δεν φαίνεται
γ-3-
ΤΑΡΓΚΑ
η
*0 ένας άπό τους γορίλλες σηκώνει τή Μαλόα καί βγαίνει έξω. 'Ο άλλος κι* ό Χαμόρ τον άκολουβουν.
άπό τό γκρεμό όπου στέκεται ό Χαμόρ. Εξαντλημένος από την ύπεράνθρωπη, απεγνωσμένη προσπάθεια πού είχε καταβά λει, ό Τάργκα σέρνεται έζω. στη στεριά, ένώ πίσω του οί άλλοι κροκόδειλοι πλησιά ζουν γοργά, γιά να προλά βουν τη λεία του. Παραπατώντας, ό Κυρίαρ χος της Ζούγκλας σκαρφα λώνει σ’ ένα βράχο με πόδια πού τρέμουν άπό την κούρα ση, βρίσκει έκεΐ μια μακρο σκοπική σπηλιά δπου δέν μπορούν νά φτάσουν οι κρο κόδειλοι καί σωριάζεται χά μω λιπόθυμος!
"Οταν ανοίγει τά μάτια του πάλι, έχουν περάσει πολ λές, πάρα πολλές ώρες. "Ε χει βραδυάσει κι* έχει ξημε ρώσει πάλι καί κάπου^ μακρυά ένα δυνατό τάμ ^ τά^ι μεταδίδεται £να μήνυμα. Εί ναι τό μήνυμα του Χαμόρ, πού καλεΐ τις φυλές τής ζούγ κλας νά συγκεντρωθούν στήν κοιλάδα, μπροστά στα πόδια του βουνού μέ τά πράσινα μά τια! Άπό τό μήνυμα αύτό ό Τάργκα μαθαίνει δτι ό Ιδιος είναι... νεκρός καί δτι ή Μαλόα είναι αιχμάλωτη, στά χέ ρια του άπαίσιου νάνου! Τινάζεται δρθιος, τέντωναν
2*3ί!83Μ7ΠΧ«ΐ8««*«-*»ίϋΓ ««ϋ
τας τό ύπέροχο κορμί του. 01 δυνάμεις του έχουν ξαναγυρίσει στα μέλη του I Τρέχει έξω, κάνει μιά βου τιά στο ποτάμι, βγαίνει από τό δροσερό νερό πριν τον κυνηγήσουν πάλι οι κροκό δειλοι, προγευματίζει μέ ά γρια καί νόστιμα φρούτα καί ξεκινάει για τό βουνό μέ τά πράσινα βράχια. Ταξιδεύει σαν σίφουνας! Σκαρφαλώνει πάνω στα δέν τρα καί αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα, πηδώντας από κλα 6ί σέ κλαδί κι’ από δέντρο σέ δέντρο, μέ τή βοήθεια των λυ γερών κλαδιών των αναρρι χητικών φυτών, πού κρέμον ται από τά δέντρα σαν χον τρά σκοινιά!
ΚΕΦ. 11. νθΓ?οι> 6
Ατσίδας
χτίζει παλάτια στην άμμ© κι 6 Τάργκοι τά γκρε μίζει! τσι ό Τάργκα έφτασε στο πράσινο βουνό καί βρήκε τή σπηλιά μέ τά μάτισ πάνω στην ώρα για νά σώ,ση τον Ατσίδα, όχι ό μως καί τή Μαλόα, πού έχει στο μεταξύ χαθή μαζί μέ τούς δυο γορίλλες καί τον Χαμόρ! — Πάτσι!, λέει ό Ατσίδας μαζεύοντας από χάμω τό φυ σοκάλαμό του. Έγκώ σκοτώ ση κόμπρα πού θέλει φάει σένα, έσύ σκοτώση κόμπρα πού θέλει φάει μένα! — Που είναι ή Μαλόα; ρωτάει γοργά ό Τάργκα.
Ε
Ό χοντρός νέγρος τραβάει πρός τά κάτω τό χαλκά τής μύτης του μέ άπόγνωσι. — Έγκώ σκι ξέρω, κύριος Τάργκα!, άπαντάει. Έγκώ καί κύριος Μαλόα μπαίνει αυτή σπηλιά βρή εσένα, κά τι χτυπάει εμένα κεφάλι, έγ κώ ακούει κουντούνια, βλέ πει ήλιος, έγκώ πάει παράντεισος, έγκώ γυρίσει πίσω, δκι βλέπει κόριοςΜαλόα πιά! Βλέπει μόνο κόμπρα. Τό πρόσωπο του Τάργκα συσπάται άπό πόνο* καί απέ ραντο θυμό. *Η αγαπημένη του Μαλόα, τό όμορφο καί θαρραλέο κορίτσι που γεμί ζει τή ζωή του μέ χαρά, βρί σκεται στα χέρια του Χαμόρ, του πιο φριχτού πλάσματος πού έχει γνωρίσει ποτέ ή ζούγκλα! Τά χείλη του σφίγγονται. Οί γροθιές του σφίγγονται. Οί μυώνες τών μπράτσων του καί τών όόμων του φουσκώ νουν. Θέλει νά τρέξη, νά βρή τον Χαμόρ, νά τον λυώση σάν διασκουλήκι κάτω άπό τή φτέρ να του καί νά έλευθερώση τή Μαλόα! Μά όχι! Πρέπει νά κάνη υ πομονή. ’Άν βγή τώρα καί άρχίση τό κυνήγι του Χαμόρ, ό απαίσιος νάνος θά μάθη δτι ό Τάργκα είναι ζωντανός καί θά τον κάνη νά άποσυρθή, φοβερίζοντας τον δτι θά σκοτώση τή Μαλόα! "Όχι! Πρέπει νά δράση ,κεραυνοβόλα! Καί ό καλύτε ρος τρόπος νά τό κάνη αυτό είναι νά μείνη κρυμμένος, φ
ΤΑΡΓΚΑ φήινοντας τον Χαμόρ νά πιστεύη πώς είναι νεκρός, καί νά έπιτεθή ξαφνικά τό έπόμε νο πρωινό, όταν ό Χαμόρ 0ά μιλάει στις φυλές τής ζούγ κλας ! Μέ την ψυχή γεμάτη πίκρα καί θυμό, ό Τάργκα κάθεται χάμω, σέ μια πέτρα, καί πιά νει τό κεφάλι του μέ τά χέ ρια του. Βυθίζεται σέ στοχα σμούς, σκοτεινούς καί όδυνηρούς, πού του σπαράζουν την καρδιά. Ό Ατσίδας τόν κυττάζει μέ λύπη γιά πολλή ώρα τόν «κύριος Τάργκα», δαγκώνον τας τόν χαλκά τής μύτης του. "Έπειτα κάθεται κΤ αυτός χάμω, μπροστά στό σωρό των διαμαντιών καί χώνει τά χέρια του μέσα στά πολύτι μα πετράδια. — "Ώουουου!, κάνει μέ χα ρά. Έγκώ είναι ό πιο πουλούσιος άντρωπος! Έγκώ έχει παλάτι μεγκάλος! Έγκώ έχει χίλιος σκλάβος καί χίλιος γυναΐκος σκλάβος, ώραΐος, πολύ ωραίος! Έγκώ είναι βασιλιά, μεγκάλος βασι λιά! Έγκώ έχει πολύ φαΐΐ Έγκώ έχει έλάφι ψητός ντέκα, καρπούτζια πεπόνια έκατό, έγκώ τρώει, τρώει, τρώει, τρώει, τρώει... Ουφ, έγκώ σκάση από φαΐ πολύ! Έγκώ ξεσφίξη ζώνη, φάει κι* άλλο! "Έλα έντώ, σκλάβος! Έσύ φέρη κι* άλλο φαΐ! Γρήγορα! Έσύ δκι φέρη φαΐ, έγκώ κό ψη κεοάλι έσένα! Έσύ... — Ατσίδα!, άκούγεται αυ στηρά ή φωνή του Τάργκα. Ό χοντρός νέγρος γκρεμί-
29
ζ ©ί άναγνδ>σται του \ «Τάργκα» καί τοΰ «'Υπερ^ ανθρώπου» πρέπει νά ε'ίί ναι άπό τούς πρώτους ατό •σχολείο τους, στη δουλειά 5 τους καί στην κοινωνία!
£
ΦΑΝΟΣ ΑΣΤΡΙΤΗΣ (
ζεται από τόν κόσμο των ο νείρων καί προσγειώνεται κάπως οδυνηρά στην πραγμα τικότητα. — "Ώουου!, κάνει μέ απο γοήτευσή Γιατί έσύ σταματήση έμενα, κύριος Τάργκα; "Εγκώ όκι χορτάση ακόμα! Σκλάβος φέρη κι" άλλο φαΐ! Ό Τάργκα, όρθιας μπρο στά του, τόν κυττάζει μέ τά ς^ρύδια ζαρωμένα. "Έπειτα τό βλέμμα του χαμηλώνει στά διαμάντια. Τά πολύτιμα αυ τά πετράδια φέρνουν χή συμ φορά! Κάποτε, προκάλεσαν τό θάνατο του παποΰ τής Μαλόα καί τώρα, άφοϋ έκαναν τη Μαλόα νά πέση στά χέρια τοΰ Χαμόρ, έχουν τρελλάνει σχεδόν τόν "Ατσίδα! Κυττάζει γύρω. Σέ μιά γωνιά τής σπηλιάς διακρίνει ένα μεγάλο σιδερένιο κιβώ τιο. Τό σηκώνει καί τό κουβαλάει κοντά στά διαμαντια. — Βοήθησε με!, λέει στό νέγρο. Καί αρχίζει νά παίρνη μέ τις φούχτες του τά διαμάτια καί νά τά ρίχνη μέσα στό κι βώτιο. •βο**··*·
'
ΤΑΡΓΚΑ
36 'Φ
— Έγκώ κατάλαβε!, λέει ό Ατσίδας. Έσύ θέλει κρό ψη ντιαμάντια! Χά! Μέσα σέ λίγα λεπτά, τά διαμάντια βρίσκονται δλα μέ σα στό μεγάλο σιδερένιο κι βώτιο. — Σήκωσε το καί άκολούθησέ με!, διατάζει ό Τάργκα. Τό βάρος του κιβώτιου μέ τά διαμάντια είναι πολύ με γάλο, μά ό Ατσίδας, τό ση κώνει όπως ένας άλλος άν θρωπος θά σήκωνε μια βαλί τσα ! Βγαίνουν έξω, προχωρούν για λίγο καί σταματούν στην άκρη ένός γκρεμού. Κάτω περνάει ένα στενό, άλλα βα θύ ποτάμι. — Πέταξε τό κιβώτιο κά τω!, διατάζει ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας. Ό Ατσίδας γουρλώνει τά μάτια του. — "Ε; κάνει χαζά. Έγκώ ντιαμάτια μέσα ποτάμι; "Οκι! Έγκώ σκι πετάξη! Έγ κώ.. Μέ μια θυμωμένη κίνησι, ό Τάργκα άρπάζει τό κιβώτιο καί τό έκσφενδανίζει κάτω, στό ποτάμι, όπου τά διαμάν τια βουλιάζουν για πάντα! — Πά... πά... πάει παλάτι εμένα!, μουρμουρίζει μέ από γνωσι ό Ατσίδας. Πάει χίλι ός σκλάβος! Πάει έλάφι ψη τός καί πεπόνια καρπούτζια εκατό! Έγκώ πεινάση τώ ρα! Πεινάση πολύ! Πετάνη άπό πεΐνα!
«©Λ
βΑη
ΚΕΦ. 12. "Οπου ό Τάργκα, ή
Μαλόα χΓ ό τσίδας τιμωρούν τό Χαμ&ρ χΓ ό χον τρός νέγρος χρησι μοποιεί ένα περί εργο μαστίγιο! την κοιλάδα, πού απλώ νεται στα πόδια του βου νού μέ τά πράσινα βράχια, είναι συγκεντρωμένοι χιλιά δες άγριοι! Είναι πσρατεταγ μένοι κατά φυλές καί ξεχω ρίζουν μεταξύ τους από τα χα ρακτηριστικά τους καί από τό διαφορετικό τρόπο μέ τον όποιο έχουν βάψει τά κορμιά τους. "Αλλοι είναι πανύψηλοι σαν γίγαντες κι’ άλλοι μικρό σωμοι σαν νάνοι! "Αλλοι έ χουν βάψει τά κορμιά τους μέ άσπρες γραμμές, άλλοι μέ κόκκινες, μέ κύκλους καί με τρίγωνα καί μέ τετράγωνα! "Αλλοι φορούν κόκκινα βρακάκια, άλλοι πράσινα, άλλοι γαλάζια καί άλλοι δέρματα ζώων! Δυο πράγματα έχουν κοι νά όλοι τους: είναι ώπλισμένοι καί τρομαγμένοι! Κυττάζουν μέ φόβο τον Χα μόρ, τον Αύτοκράτορα τής Ζούγκλας, πού τούς μιλάει άνεβασ μένος πάνω σ’ ένα βρά
Σ
χο.
Γύρω από τό βράχο είναι μαζεμένοι έκατοντάδες γιγαν τόσωίμοι γορίλες, έτοιμοι νά δράσουν μόλις τούς διατάξη ό άποκρουστικός νάνος! Δίπλα στό Χαμόρ, στέκεται ή Μαλόα, ή όμορφη σύντρο
ΤΑΡΓΚΑ φος του Τάργκα. Τό πρόσωπό της είνοοι γεμάτο πίκρα και άπόγνωσι. Χάμω είναι ακου μπισμένο τό κλουβί μέ τις κόμπρες,! —Είστε δλοι σκλάβοι μου!, φωνάζει ό Χαμόρ. Σκλάβοι μου! ’Ακουτέ; “ Άκούμε !, επαναλαμβά νουν χιλιάδες στόματα. Εϊμα οτε σκλάβοι σου! — Ό Τάργκα πέθανε!, ξε φωνίζει ό νάνος. Ό Τάργκα είναι νεκρός! “Ό Τάργκα είναι νεκρός!, ξαναλένε οί ιθαγενείς. “ *Η Μαλόα, ή σύντροφός του, είναι τώρα δική μου συν τροφος! Είναι ή βασίλισσα μου ! Είναι... Ό Χαμόρ δεν προλαβαίνει νά άποτελειώση τή φράσι του. Κάτι σκίζει γοργά τον άέρα, κατευθυνόμενο προς την κορυφή του βράχου, δπου στέκονται αυτός κύ ή Μα λόα. Εΐναι ένας άντρας μέ τέλειο, μυώδες σώμα και γα λάζιο παντελονάκι. "Εχει πη δήσει από ένα γειτονικό πα νύψηλο δέντρο καί ταξιδεύει στον άέρα κρεμασμένος στην άκρη ένός κλαδιού άναρριχη τικου φυτού! "Οταν φτάνει στο βράχο, ό νεοφερμένος δέ σταματάει. Μέ μιά πλάγια κλωτσιά ανα τρέπει τον Χαμόρ ρίχνοντάς τον κάτω από τό βράχο, μα ζί μέ τό κλουβί μέ τις κό μπρες, άρπάζει τό κορίτσι άπό τή μέση καί συνεχίζει μα ζί της τό ταξίδι του, ώσπου φτάνει στά κλαδιά ένός άλ λου δέντρου, δπου περιμένει
31
ό Ατσίδας, ό χοντρός και κω μικός νέγρος! Μιά μυριόστομη κραυγή ξε πηδάει μέσα από τα πλή&η των ιθαγενών: — Είναι ό Τάργκα! Ό Τάργκα! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας! Ό Τάργκα δέν πέθανε! Ό Τάργκα είναι ζων τανός! Καί τότε, ό τρόμος τών α γρίων μεταβάλλεται σέ θυμό, σέ μανιασμένη λύσσα έναντι ον τού Χαμόρ καί τών γοριλλών, τών σωματοφυλάκων του! "Αγρια ουρλιαχτά αντη χούν καί οί ιθαγενείς έπιτίθενται! Όρμούν έναντίον τών γοριλλων καί μιά έξοντωτική μάχη άρχίζεί· άνάμεσα στά ανθρωποειδή θηρία καί στους αγρίους! Οί τρεις ήρωές μας παρα κολουθούν άπό τό δέντρο τους μέ ίκανοποίησι αυτή τή σκηνή. Ό Ατσίδας κάθεται οέ άναμμένα κάρβουνα. Ξαφνικά, τά μάτια τού Τάργκα αστράφτουν. — Ό Χαμόρ!, λέει. Πραγματικά, ό Χαμόρ, κρα τώντας μιά κόμπρα στό χέρι του, κατορθώνει νά ξεγλυστρήση μέσα άπό τό πεδίο τής μάχης τρομάζοντας μέ τό φίδι τούς ιθαγενείς καί φεύ γει τώρα τρέχοντας. Χωρίς νά τό καταλαβαίνη, κατευθύνεται πρός τό δέντρο δπου βρίσκονται οί τρεις φίλοι μας. Καί τότε, πριν προλάβη νά τήν έμπσδίση ό Τάργκα, ή Μαλόα τραβάει τό μαχαίρι
ΤΑΡΓΚΑ της καί ρίχνεται στο κενό, ε νη, κάτω άπό τή μεγάλη ναντίον του απαίσιου νάνου. άγκράφα. ^ Ό Χαμόρ αντιλαμβάνεται Τώρα, λέει στον Χαμόρ, την κίνησί της, αφήνει μια θά τιμωρηθής για τά έγκλή κραυγή τρόμου καί καθώς τό ματά σου! Θά σέ παραδώσω κορίτσι πέφτει προς τό μέρος στούς ιθαγενείς πού... του, έκσφενδονίζει έναντίον — Έσύ άψήση έμενα τιμωτης τον κόμπρα πού κρατάει! ρήση έγκώ αυτό, κύριος Τάρ γκα!, λέει ό Ατσίδας. Έσύ Τό κορμί του ερπετού καί τό κορμί του κοριτσιού σκί κυττάζει μόνο I ζουν τόν αέρα ταξιδεύοντας Καί αρπάζοντας άπό τήν τό ένα προς τό άλλο. Μια ουρά τή νεκρή κόμπρα, αρ στιγμή άκόμη καί τό φίδι θά χίζει νά μαστιγώνη άγρια δαγκώση τή Μαλόα μέ τα τόν Χαμόρ, χρησιμοποιώντας φαρμακερά δόντια του, δίνον τό φίδι ώς... μαστίγιο! τάς της τόν θάνατο! —Νά!, γρυλλίζει ό νέγρος. Μά, πριν περάση ή στιγμή Νά! Έσύ μάθει πειράζει κύ αυτή, συμβαίνουν τρία πράγ ριος Τάργκα, κύριος Μαλόα ματα μαζί: Τό μαχαίρι τής καί... κύριος ΆτσίνταΙ Μαλόα χτυπάει τήν κόμπρα Ουρλιάζοντας άπό τρόμο στό κεφάλι, τό μαχαίρι του καί πόνο, ό Χαμόρ τό βάζει Τάργκα τρυπάει τό κορμί του στα πόδια, μέ τόν Ατσίδα ξο φιδιού στή βάσι του κεφαλιού πίσω του. κΤ ενα βέλος του φυσοκάλα — Νά, νά, νά!, φωνάζει ό μου του Ατσίδα καρφώνεται νέγρος χτυπώντας τον άδυσώ στήν ουρά του. πητα. Ή Μαλόα, καί ξοπίσω της Καί τότε ή Θεία Δίκη έπεμ ό Τάργκα κι9 ό Ατσίδας, βαίνει. Τυφλός άπό τό φόβο προσγειώνονται γύρω άπό του, ό Χαμόρ δέν βλέπει ένα τόν Χαμόρ, πού τρέμει τώρα τρίσβαθο γκρεμό πού βρίσκε άπό τό φόβο του σάν ψάρι! ται ξαφνικά στό δρόμο του! Δοκιμάζει νά τραβήξη τό Πέφτει στό κενό, ουρλιά τσεκούρι του, πού είναι κρε ζοντας σάν κολασμένη ψυχή, μασμένο στή ζώνη του, μά ό καί συντρίβεται στά βράχια Τάργκα τόν προλαβαίνει. κάτω! Χάρις στόν Τάργκα τόν α Αρπάζει τό τσεκούρι καί τό τρόμητο καί στούς δυό βοη πετάει μακρυά. θούς του, τήν όμορφη Μαλόα "Επειτα αρπάζει τό «Κουέρα», τό μαγικό πράσινο* πε καί τόν κωμικό ’Ατσίδα, ή τράδι, πού κρέμεται άπό τό ζούγκλα έχει γλυτώσει άπό λαιμό του νάνου, τό αποσπάει ένα φοβερό κίνδυνο κι* ένα καί τό χώνει στή δική του ζώ φοιχτό έγκληματία! ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο υπό Θάνου "Αστρίτη Απαγορεύεται ή ^ναδημοσίευσις
I
ϊ
ί
ΐ
'■
$
* I * αυτός είναι ό τίτλος του 3ου τεύχους του «Τάργκα», ττού 3 ^θά κυκλοφορή,ση την έρχόμενη Πέμπτη·. ^ | "Οσοι άπόλαυσαν τό πρώτο τεύχος του «Τάργκα»Λ ^ δσοι δοκίμασαν ρίγη αγωνίας καί ένθουσιασμοϋ μέ τό δεύ-Λ ^τερο, δέν πρέπει νά χάσουν τό τρίτο τεύχος, δπου ό Κυ-^ ^ιρίαρχος της Ζούγκλας θά σάς γοητεύση μέ νέες γιγαντο- ^ ^ιμαχίες κι9 δπου δ Ατσίδας θά σάς ξετρελλάνη μέ νέα κω-? )ΐυικά επεισόδια! < · ; ι ι
5
ι *
η
Ν $
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
ΤΑΡΓΚΑ *«έΤ°«έ?Ό^ο^Το^·α
Εβδομαδιαία
δι&Αία
Τεύχος 2 ΓΡΑΦΕΙΑ:
Λέκκα 23
Τηλ. 36-373 Οίκον. Δ)ιντής: Γ. Πεωργιάδης, Σφίγγός 38. Αρχισυντάκτης: ι Στ.. "Α/ν^μοδουράς, Α. Θησέως 323. Προϊστάμενος τυπογρ.: Δ. Κορδάκης Πέτρας 29. ;>
)
Ν Αποκτήσατε την περιπόθη' ^τη ταυτότητά σας! Είναι * {•καρφιτσωμένη μέσα στό ίτεύχος αυτό! Δέν έχετε 6 /παρά νά κολλήσετε τή φω * νογραφία σας, νά γράφε Η στε μ έ καθαρά \ *γ ράμματα τά στοι\χεΐα σας καί νά βάλετε Ν ^τή,ν υπογραφή σας! ξ Φυλάξτε σάν τά μάτια /σας τΛν ταυτότητά σας! • Στό μέλλον θά σάς χρεια- \ . στη ! Ν %
©>
0
«
| ^\ννη\ν\νννν\ΛνΛΛ\\νν\\ν\νννΐΛνΐν\ν\\ν\ΛΙΛΛΛΛΐννννγ
'νιννϊ%\ιννη\ν\νιηνι^νννιηηη'\νν\νιννννν,ινν'ννννινν\ΜΛ\νΜνινννν'ννν\'νν\νΐΛ^ην%νΐ'νΐ<')Λ\'ννν^ν\νν«/ν\'ΐ\ννν'νν^ >
I «Ο ΥΠΕΡΑΝΦΡΛΠΟΣ»
I
,1 Τό τεύχος 65 του «Υπεράνθρωπου» πού θά κυκλοφο- \ ρήση την ερχόμενη Τρίτη είναι αφιερωμένο στον Κ ερ α υ ν ό και έχει τον τίτλο:
0 ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ Στην περιπέτειά του αύτή. ό Κεραυνός γνωρίζει τρο- \ μακτυκούς κινδύνους καί συναντά έπιτέλους$ τή γυναίκα πού θά γίνη ό ο υ ν τ ρ ο* ί φος τής ζωήςτου!
ι *
I ΤΙΜΗ ΑΡΛΧΜΕ2» 2.000
ο!
κουρσάροι τ*ν π/ιανητεν
Ο ΚΟΣΜΟΣ &Α ΣΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΙ, ΚΑΘΗΓΗΤΑ ΠΗΓΑΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΒΝΑΓΛ /*οχ/!οχ/ ΓΕΙΡΟΥΜΕ ΤΗ Γ ΑΚΟΜΑ! ΘΕΡΕ , ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΔΗΣ! ΙΥΑ ΜΕΙΝΗ ΜΥΣΤΙΚΗ Η
V
*
ΜΑ 01 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΧΟΥΝ Κ/ΟΡΑΣ ΑΠΟΓΕΙΟΘΗ, ΓΕΜΑΤΟ! ΧΑΡΑ........
/ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ
/ΕΦΕΥΡΕΣΗ —>
Λ I /
Α/ΓΟ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΟΜΩΣ ΣΥΝΑΝΤΟΥΝ ΜΙΑ ΝΕΑ εκΠΓΗΞΐ. ΕΝΑΣ ΣΤΟΛΙΣΚΟΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΠΛΟΙΑ ^=ΒΗΒΖ-1 ΠΠΗΣΙΑΖΕΙ ΓΟΡΓΑ !1 ι ι,ιι ιπ
ίίΜΛ
/ποιοι εινε; /^ΜΗΠΕΣ &ΕΠΘΥΝ η ΝΑ ΧΤΥΠΗΣΟΥΝ / ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ: Τ
)ΜΑ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ» ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΝΘΕΜΟΥΖ ! ορμουν ΜΕΣΑ ΣΈΝΑ ΑΕΡΟΠΠΟΙΟ ΚΑΙ
ί
· · · ·
ΑΝΘΡΕΠΟ! ΑΠΟ ~\ΑΑΙ?0 ΠΡΑΝΗ.
ΝΑ! ι
/Γ ΝΑ ΤΟΥΣ
ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ.
I
ΣΥΝΕΤΙΖΕΤΑΙ
τραμητό
τίηηνόπονΝο
ΝΜϋ03Μϋ
ιΑΥΤΟΤΕΛΕΙΓ
ΗΡΟΪΚΕΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
ΙΟΑ 1^9^χοχ Λ3§ ΧϊΛφνοχ
*5ηθ1
!)^Ί\ωφ· 5^10 30Α?ΐ1Λχ)ΐ1θθίΐ 130 -^ίλοΙοομ λποΧ3 5»γ>ιΛοο5 ^ϋ1 χητ^ΦΛρ ,ι ΙπΊφ^ρ 9^οχ> ,Γη 310£) ^Ο3θηφ ί)ΐΑ1 Λ 09]3·Χΐ010 ΛΟΙ ΟΙΑΟΐΙ Ιί £>10131 ΙΟΑΐ^ •Λοφφγ Λίρα 53ΐΛ»γϋ 5]10 οΛΌΙΌΙΙ· 3·γ1 ΑΠΟγ -Π>ί£>6ΐ£»{ 30113113 41Μ ί)ΠΌ1 113
-30 ΙΐΙΟ οΛίγ ΐΟαΛΠΟΙΑΠΟΧ '5θφ
-30 <$ φ^Υ30^ 91 ,^Ρ ΑΠογγΟΜ -3^ 10X9^9 ]° *ί>ΙιιΧχ>οΓοΙχ>ιχ)>ι ΑΌΩ
13ΐφ31Ι ϋ.Χθ09
Ιί 'Ο^^Υ*
91 ^ηοι :>91Λ05]51:001 4»^ια39 »1° Χ303Τ19Λ9 ΑΟΟ^ρτγ^ΟΟ ΙΟΓΐ -3Λ3ξ> ]0 ί »Υ*·Λγ>ο5 ’αιο ιηΐ3Α -Ί30ΤΓΪ Ό^ΐλίΟΙΟΧ Ιί !>3ΐΧηΑ *~7 οης ι»Μ 'οό'φΐ ιί>3ό^η (?η V
ρΐίΐΐα©^ 0€Ϊ3|,
α©α οΧ&6$ι
ΛΟΧΟ
111 Ϊ3ΑΧ3Χ0 130Χ ©Χ1Λ -301* ΛφΑ »γκλαΦ5 1*10 ί3$;α*3οκο Iΐηΐκκοκ
χόαήτίϋγν &ϊϊ1
ο©ι*ολ
-χ ’Φ3>*
ν^ννννΛ,\νννίΛΛΜΛ^Λ^Λνΐνννννν\,Α/ννννν^^νν^Λ\ν>Λ%'ΐν»^
|
ιίικιΰώ
ίϊχ
οχιχ)
5«γ
§
| -Λα0*1 5ΐμ 5α©3ογ 5α©ι λπφγ | | -(ρο ψΛ νιΑ 53%Χ)Τί 53ΧΙθ€ 1 I Λα©Λ30§3ΐ<? ι»κ 5α©Λα? I 1 λικ 5αοιντο&Λφώιρ ΛαοΐΛ»Λ I -πο '5?όχ 5σώοόΐΛΩθ 5©κη1 I (όκ φ 452ος>ιοχγι © 4ικ '5χ?γκ I* -Λα©% 5ϋι ΐ£ΐι<3©25 Φ1 *»?γ
’^Μ Μ 'ογα©ϋ9ΛΐιΥΥ3,
| § I 1
02 I
-Ιιτίο^ιγ, ©ι (3οκΛο’9Χ Ο,
\
/.νννν\νν\νΐ\\ν\Λ,νΛ-νννννν'νννννχνννΛνννννΛ.νν\νν\Λ^Χν' '
2νΐΝΥΦ3ν3 2 0^31 Ο
4
ΤΑΡΓΚΑ
ξεμυτίση. · Κι* ή πείνα πού τούς θερίζει τά στομάχια, τά κάνει ν’ ανακατεύουν τά Θυ μωμένα μουγγρητά τους, μέ τις βροντές των κεραυνών. Μόνη της ή Μαλόα, ή ό μορφη σύντροφος του . Τάργκα, του Ατρόμητου Έλληνό πουλου, κάθεται- στη σπηλιά της καί παρακολουθεί τό. ξέ σπασμα της θύέλλάς. Δεν α νησυχεί καθόλου. Ξέρει κι* α πό άλλες φορές πώς ή καται γίδα θά κοπάση ξαφνικά, ό πως ξαφνικά είχε έρθη. ■"Όρες περνούν... . Σιγά - σιγά, σβήνουν τά ουρλιαχτά των ανέμων,- σπά ζουν τά σύννεφα στον ουρα νό- και σταματάει κι* ή βρο χή. Τώρα, όπου καί νάναρ θά φανή ό. Τάργκα, ό Κυρί αρχος τής' Ζούγκλας, πού εί χε ξεκινήσει μαζί με τον Ά-*' τσίδα', τον ογκώδη καί κωμι κό νέγρο βοηθό του, για νά κυνηγήσουν ζαρκάδια μέσα στο πυκνό δάσος καί γ'ιά νά μαζέψουν διαλεχτούς καί νό στιμους καρπούς. 'Η Μαλόα τον περιμένει α νυπόμονα. Βγαίνει απ’ τή όπη λιά, 'γιά νά τον συναντήση μιαν ώρα πιο νωρίς, μά ξαφνι κά καρφώνεται ακίνητη -στη θέσι της. Ό αέρας, φρέσκος καί δροσερός μετά την κατα-ι γίδα, φέρνει πάνω στά φτερά του μακρσνούς . καί μονότο νους ήχους από ταμ - τάμ. · .Ή Μαλόα στέκεται καί στή νει αυτί. Καθώς έχει μεγαλώ σει,, από ,τοσηδά μικρούλα, στή ζούγκλα,· ξέρει πιά άπ* έξω κί* ανακατωτά τούς ή
χους των τάμ - τάμ καί τή σημασία τους. Ακούει, λοιπόν, μέ προσο χή καί μεταφράζει μόνη της, μουρμουριστά: «'Ο άνθρωπος πού πετάει... σάν πουλί... προσκαλεΐ όλους τούς κατοίκους... τής ζούγ κλας νά... υποταχθούν στή θέλησί του... Κεραυνοί θά συντρίψουν τό κρανίο . εκείνου, πού θά τολμήση... ν’ άντισταθή... καί... ’ τα νύχια των τί γρεων... θά ξεσκίσουν τις οάρ κες του...» "Οσο ή Μαλόα προχωρεί στή μετάφρασι του μηνύμα-, τος, πού μεταδίδουν τά τάμ τάμ στήν αχανή ζούγκλα, τό σο τό πρόσωπό της συννεφιά ζει, Δεν ξέρει ακόμα καλάκαλά τί συμβαίνει. Μαντεύει, όμως, πώς αυτός- ό άνθρωπος πού ζητάει νά υποταχθούν ό λοι στή θέλησί του, θά έρθη οπωσδήποτε σε σύγκρουσι μέ' τον αγαπημένο της Τάργκα. Κι’ άν εκείνος διαθέτει, όπως διαλαλουν τά τάμ - τάμ, τή φωτιά των κεραυνών καί τα νύχια τών τίγρεων, ό Τάργκα τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο, θά τον πολεμήση μέ τούς α τσαλένιους μυώνες του,; ’ μέ τήν αδάμαστη θέλησί του, μέ τή γοργότητα,·* τήν εξυπνάδα καί τήν τόλμη του. Τώρα ή Μαλόα, δέν έχει .και ρό για χάσυρο. θέλει νά συ νάντηση αμέσως τον Τάργκα, για νά του κάνη γνωστό τον καινούργιο κίνδυνο, που ξεφύ τοωσε κοντά τους. Μέ γοργά βήματα απομακρύνεται από τή σπηλιά. Ξέρει περίπου τήν
ΤΆΡΓΚΑ κατεύθυνση πού πρέπει ν.’ ά.κολουθήση,· για ν’ άνταμώση τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλάς. Τό περπάτημά της είναι γρή γορο, ελαστικό καί τ.ό μάτι της κοιτάζει άγρυπνα τριγύ ρω. Μετά τήν' καταιγίδα . τά θηρία βγαίνουν, στο κυνήγι πεινασμένα καί, γι5 αυτό, εί ναι πιο επικίνδυνα. Πίσω από κάθε κλαδί μπορεί να παρα μονεύουν τά κοκκινόχρυσα μάτια ενός πάνθηρα ή τά φαρ μακερά δόντια μ.άς κόμπρας. Τούς έχει συνηθίσει αυτούς τούς κινδύνους ή Μαλόα. Καί. ξέρει νά προστατέψη τον εαυ τό της κι’ όταν άκόμα ό Τάργκα βρίσκεται μοοκρυά. Προ χωρεί, λοιπόν, μέ χίλιες προ φυλάξεις, όταν ένας έκκωφαν τικός θόρυβος, μια τρομακτι κή κι* απερίγραπτη συναυλία από μουγγρητά .θηρίων, σφυ ρίγματα φιδιών, ποδοβολητά καί βρυχηθμούς, την κάνει νά καρφωθή .στη θέσι της, παγω μένη 1 . · Στην αρχή, δεν μπορεί νά καταλάβη καλά - καλά τί συμβαίνει, θά .νόμιζε κανείς, * πώς μια ομαδική τρέλλα έχει χτυπήση κατακέφαλα όλα V άγρίαια καί τά ερπετά · τής ζούγκλας καί τ* αναγκάζει · νά τρέχουν προς όλες τις κα τευθύνσεις μ5 έναν ανεξήγητο πανικό I Γσρίλλες,· πίθηκοι καί μαϊ μούδες περνούν πάνω · άπ* τό κεφάλι της, ουρλιάζοντας καί πηδώντας από κλαδί σέ κλα δί κι’ από δέντρο σέ δέντρο μέ Ασύλληπτη ταχύτητα. Τίγρεις, πάνθηρες καί ρινό
&
κεροι διακρίνονται δεξιά κύ αριστερά να τρέχουν σάν τάν · άνεμο! Τί συμβαίνει λοιπόν; Τί εΐ.'νιαί εκείνο· πού έχει τρομάξει έτσι.αυτά τά πανίσχυρα «.γρίμ’ια; 'Η Μαλόα κυττάζει γύρω της. Τό βλέμμα της πηγαίνει στην αρχή έπάνω, έπειτα-δε ξιά, αριστερά καί, τέλος, προσγειώνεται κάτω, στο χώ μα! Καί, τότε, τό γενναίο καί πεντάμορφο κορίτσι νοιώθε*. # τό αίμα νά παγώνη στις φλέ βες του. Έκεΐ, μπροστά· της, οέ Α πόσταση είκοσι μόλις μέτρων μια κοκκινωπή γλοιώδης ου σία έχει καλύψει τό έδαφος τής ζούγκλας- κι* έπεκτείνετσ* μέ άρκετή γρηγοράδα. Ή κοκκινωπή αυτή ουσία προ χωρεί ολοένα κι5 απλώνεται, σάν τό μέλι,· όταν χυθή σέ μιά λεία επιφάνεια!··· Ή - Μαλόα τρέμει σύγκορ. μη· ■ Τον καιρό πού ήταν άκό μα μικρή εΐχε ακούσει, τον παποϋ της νά τής λέη πώς το . πά τρομερό, τό πιο ακαταμά χητο πράγμα μέσα στη ζούγ κλα, δέν είναι τά νύχια του • πάνθηρα καί τής τίγρης, ούτε τά δόντια τών φιδιών καί τών κροκοδείλων, ούτε τά κέρα τα του άγριοβούβαλου- καί του ρινόκερου, ούτε ή προβο σκίδα κΤ οί χαυλιόδοντες του ελέφαντα! Τό τρομερότερο πράγμα στη ζούγκλα είναι τά σαγόνια τών. τερμιτών, τών φοβερών πολεμικών μυρμηγ-
ΤΆΡΡΚΑ κιών, πού ταξιδεύουν κατά μάζες, ύστερα από τίς μεγά λες καταιγίδες καί σκεπά ζουν την έπιφάνεια της γης ιμέ τό κοκκινωπό χρώμα τους! *Αλλοί-μονο στο αγρίμι ή στόν άνθρωπο, πού θά β,ρεθή στό δρόμο των αδηφάγων τερ μίτων. Θά σκαρφαλώσουν έπάνω του κατά έκατομμύρια, θά του επιτεθούν μέ τά σιδε ρένια σαγόνια τους καί θά του καταβροχθίσουν τίς σάρ κες, μ'εταβάλλοντάς τον, μέ σα σε λίγην ώρα, σε... σκελε τό 1 Όσαδήποτε κι* άν σκοτώ-
Τό μικροσκοπικό βέλος καρφώνεται στο στήθος του θηρίου!
σης απ’ αυτά δεν βρίσκεις τέ λος. Θά έρθουν άλλα, κι* άλ λα... κι* άλλαβ ποταμός ολό κληρος από τερατώδη έντο μα 1 Μέ γουρλωμένα μάτια τά κυττάζει τώρα ή Μαλόα. Τό βλέμμα της είναι γεμάτο τρό μο. Ιό μαχαϊ,ρι πού κραταει ανίσχυρο. Καί ή φρικώδης κοκκινωπή μάζα απλώνεται ολοένα, προχωρεί, και σιμώ νει,. δεν τής δίνει καιρό νά σκεφτή περισσότερο. Μια λύσι της μένει: ή φυγή! Νά γυρίση στη σπηλιά; Αυτή εί ναι ή πρώτη της σκέψι, μά τή διώχνει γρήγορα, γιατί ό κοκ κινωπός «ποταμός» τής έχει φράξει αυτόν τον δρόμο. Δεν της μένει παρά ν’ άπομακρυνθή πρός τό μέρος που βγαί νει ό ήλιος, πίσω απ’ τά ψη λά βουνά. Πρός τό μέρος τής Λίμνης μέ τά Πράσινα Πετρά δια» Καί ή Μαλόα αρχίζει νά τρέχη. Γρήγορη, σαν τον άνεμο, πηδάει θάμνους καί βράχια καί ρυάκια. Κάθε τόσο ρίχνει πίσω της μια ματιά. Ή κοκκινωπή μά ζα έχει καλύψει όλη τή γύρω έκτασι- κι’ ένας μόνον τρόπος υπάρχει γιά νά σωθή τό κο ρίτσι τής Ζούγκλας: νά διά σχιση τή λουρίδα τής γης, πού κόβει στή μέση τή Λίμνη μέ τά Πετράδια καί βγάζει απέναντι στον 'Ιερό Βράχο του Θεού τής Φωτιάς! °Η Μαλόα ξέρει πώς είναι
ΤΑΡΓΚΑ
ασέβεια καί ιεροσυλία νά πα τήση ποδάρι θνητού, σ’ αυτόν τον ιερό τόπο. Ξέρει ακόμα» πώς από χρόνια πολλά ένας γιγάντιος έλέφαντας, ό Ζοϋμπο, είναι ό ακοίμητος φρου ρός του ' Ιερού Βράχου καί της Σπηλιάς, πού κρύβει ό Βράχος- αυτός στα σπλάχνα του! Τά ξέρει δλ’ αυτά ή Μαλόα μά δεν μπορεί νά κάνη διαψο ρετικά. Ό θανατηφόρος «πο ταμός» των τερμιτών την εχει αποκλείσει. Της £χει κόψει κά θε άλλο δρόμο σωτηρίας. Καί ή Μαλόα αρχίζει νά τρέχη πάνω στη λουρίδα της γης, πού κόβει στη μέση τή Λίμνη μέ τά Πράσινα Πετρά δια...
I
ΚΕΦ. 2. "Οπου ό Ζούμπο κιν δυνεύει καί οχτώ τίγρεις, πού ετοιμά ζονται νά στρωθούν σε γεύμα, χάνουν ξα φνικά το με$έ τους! ά, ό Ιερός Βράχος!... 4Η Μαλόα τον βλέπει μπροστά της καί νοιώθει κά ποιο δέος. Είναι ψηλός, πανύ ψηλος, κοφτός καί τελείως φαλακρός. ’Έχει £να παράξε νο χρώμα κι* δπως πέφτουν ε πάνω του οί αχτίνες τού ήλιου τον κάνουν ν’ άστράφτη κατα κόκκινος, σάν ενα πελώριο, υπερφυσικό ρουμπίνι 1 Κάτω, στη ρίζα του, υπάρ χει μιά μαύρη κουφάλα. Έκεΐ είναι ή είσοδος της σπη-
Ν
ΤΑΡΓΚΑ . λιάς Μά ποδάρι άνθρώπου δεν- έχει πατήσει ποτέ · έκεϊ. * Μόνον.- ό .Ζοϋιμπο, 6 ιερός ελέ φαντας; τριγυρίζει .άγρυπνος κι’ ακοίμητος φρουρός. ιΗ Μαλόα έχει την περιέρ γεια νά τον 'δη. · . Λοξοδρομεί λίγο* παίρνει τό μονοπάτι του ' γκρεμού, ..πού περνάει πλάϊ στον 'ίερό Βράχο, και προχωρεί σιγάσιγά κυττάζοντας · 'πρός τό στόμιο τής σπηλιάς. Τό. βλέμμα της χαϊδεύει τά πράσινα νερά τής Λίμνης, £.πείτα τό ,ρσυμπινί χρώμα τού Βράχου κι* έπειτα σταματάει ανάμεσα σ’ αύτά τά δυο χρώ ματα. ’Εκεΐ βλέπει έναν πε λώριο γ.κρίζο όγκο, πού κείτεται κατάχαμα! Κυττάζει. καλύτερα καί τά μάτια της .γεμίζουν έκπλ,ηξι. Ναξ δεν. γελάστηκε! Ό'έουμπο, ό Ιε ρός έλέφαντας, είναι δεμένος μέ χοντρά σκοινιά, φτιαγμέ να από ισχυρούς κλάδους άναρριχητικών·, πού τον κρα τουν ακίνητο! Δέν ξέρει τϊ νά σκεψτή ή Μαλόα! • Αλλά δέν είναι καιρός καί. για σκέψεις. Χωρίς νά χάση στιγμή, αρπάζει τη λαβή του . μαχαιριού της καί τρέχει. * Σέ λίγο .βρίσκεται· κονία στον δέΟιίιο έλέφάντα. Μέ μιά γορ γή κίνησί τού κόβει τά σκοι νιά. τον απελευθερώνει,' άπο-. τραβιέται' καί τον περιμένει, νά σηκωθή, μ’ ένα χαμόγελο ,ίκανρποιήσεως ζωγραφισμένο στό πρόσωπό της. Μά την ίδια στιγμή ένας βρυχηθμός .άκούγεται, έπειτα.
.δεύτερος, τρίτος, τέταρτος../ Τώρα, μόλις, ή Μαλόα ξεχω ρίζει τί γίνεται γύρω της: κρυμμένες πίσω από τά χοντι νά · βράχια, μέ την * κοιλιά τους ακουμπισμένη χάμω, στή γή, παραμονεύουν έφτά· - ό-· χτώ τεράστιες τίγρεις! Τά κί τρινα μάτια τούς .είναι γεμά τα κακία καί δίψα γιά αίμαί Τ’ άνασυρμένα προς τά πίσω χείλη τους,' αφήνουν νά φα νούν δυο σειρές σουβλερά δόν τια κι* άπ’·τό όρθάνοιχτό στό μα τους κατρακυλάει σαν χα ώδης ’ βροντή τό τρομερό μουγγρητό τους. Μουγγρητό λύσσας γιά τή. λεία πού τούς διέψυγε 1 'Η Μαλόα καταλαβαίνει 1 3Από πολλήν ώρα τά σαρ κοβόρα/ θηρία παραμόνευαν, τον έλέφαντα·, *' Ηθελαν νά βεβαιωθούν πρώτα πώς ήταν, ανίκανος ν’ άμυνθή, γιά νά του. έπιτεθουν. καί- νά τόν κα τασπαράξουν. Καί, ξαφνικά, ή έπέμβασις τής Μαλόα, τούς • είχε χαλάσει τά σχέδια! ^Εί χαν χάσει τό1 πλούσιο γεύματους! · . . . Οι τίγρεις έχουν" .λοιπόν, σοβαρούς 'λόγοΰς νά είναι/, πολύ δυσάρεστη μένεζ! Μιά άπ’ όλες, —έκείνη·-πού βρίσκετα* πιό κοντά στον έλέφάντσ— ζυγιάζεται πάνώ στα λυγισμένα πόδια'της·, μα ζεύεται, συσπειρώνεται κι8 & πειτα, σάν .ένα συμπιεσμένο γαλύβδινο έλατήριο, πού τ8 άφήνουν ξαφνικά έλεύθερο, τι νάζεται ψηλά! Τό ελαστικό μακρόστενο κορμί της γίνεται ένα. σάρκινο βέλος, πού σκί-'
9
ΤΑΡΓΚΑ I*
ζει τόν αέρα κυκλικά, μέ ·άπετάει στον Τάργκα. Πού νά περίγράπτη σβελτάδα κι* έρ ' βρίσκεται τώρα ό άγαπημέ χεται νά πέση μέ δόντια και νος της γίγαντας; Σίγουρα μέ· νύχια πάνω στη Μαλόα! θά τής κουβαλάει κανένα τρυ ; Μά ή άγαπημένη του Τάρφερό ζαρκάδι καί άφθονα γκα είναι μια άντάξία συντρό εύχυμα λαχταριστά φρούτα, φισρα τού ' Κυρίαρχου τής . χωρίς νά μαντεύη, πώς ή ’Μοί Ζούγκλας! ρα της-την έφερε νά . δώοη Μέ μιά ταχύτατη κίνησι ραντεβού μέ τό.ν Θάνατο, .στό τραβιέται δεξιά, τινάζει βίαια χείλος ένός γκρεμού,· πίσω προς τά .πάνω και · πίσω τό από τόν /Ιερό Βράχο! * ' χέρι της και τό ξαναστελνει 'Η Μαλόα ρίχνει .γύρω μιά ,μπροστά μέ όρμή σφυριού, τελευταία περίτρομη ματιά. πού πέφτει στό άμάνι. Ανάμε Βλέπει τις πελασμένες κι·* έσα στά δάχτυλά της ' είναι . ξαγριωμένες τίγρεις νά πέ σφιγμένη ή-λαβή του μαχαι φτουν έπάνω- της καί κάνει ριού. .Ή λεπίδα βυθίζεται ό-’ να τρομαγμένο .βήμα πίσω. λόκληρη στά πλευρά τού α Καί τότε συμβαίνει κάτι γριμιού! : τρομακτικό. Βρίσκεται πιά 'Η τίγρις αφήνει ένα μακρό στην άκρη - άκρη του γκρε συρτο ουρλιαχτό πόνου 1. · μού κι* έκεΐ τό· χώμα, μαλαΣυστρέφεται μέ ίλιγγιώδη κωμένο άπό.τήν καταοοακτώταχύτητα και χύνεται, πανί: δη βροχή, δεν μπορεί νά συγκόβλητη και · καταματωμένη, κοατήση τό βάρος ττχςΐ· προς την κοντική πυκνή ζούγ Και τη στιγμή, πού τά γαμ' κλά, συναπο κομίζοντας καί ψά νύχια ,τών τίγρεων, βγαλ° τό μαχαίρι τής Μαλόά, · πού ιμένα από τής θήκες τους, πέ κάνει παλμικούς κραδασμούς,· φτουν στό καλλίγραμμο, κορ έτσι καθώς μένει .καρφωμένο μί της, γιά'νά τό σπαράζουν, στά πλευρά τού θηρίου·!· τό έδαφος.·., υποχωρεί! Τ.ήν ϊδια οτιγμή άκούγεται Ή Μαλόα βρίσκεται στά κενό Γ . ' · ενα άλλ.ο. μουγγρητό.' · Ή Μαλόα καταλαβαίνει Τό σώμα της διαγράφει με πώς είναι πια στή, διάθεσι των ■ρι'κούς ασύμμετρους κύκλους άλλων άγρίμιών. Τραβιέται . στον αέρα. Τά χαριτωμένα σαν αστραπή προς τό δρόμο χαρακτηριστικά τού· προσώ του γκρεμού, μά την ίδια που· τής αλλοιώνονται · από στιγμή, ξεπηδουν εναντίον της μιά σύσπασι ’ του . τρόμου. δυό.,.' τρεις... ίέσσερις-τί Σαν αστραπή περνάει άπ* τό γρεις! . μυαλό της ή σκέψι πώς' · θά 'Η Μαλόα τις βλέπειλά σκί κομματιαστή πάνω σέ βρά έουν σαν ζωντανά βέλη τόν χους πιο κοφτερούς από τά άέρα’ όρμώντας πρός τό μέ νύχια και πιό' αιχμηρούς άρος τηςί - . ^ ’ •πό τά δόντια των .τίγρεων ί. Μά, τήν Ιδια-στιγμή, άκούει Αστραπιαία, τό μυαλό τής
1©
I
ΤΑΡΓΕΑ
Μ.να δυνατό παφλασμό. Τερά στιοι πίδακες νερού πετιουνται γύρω της. Και νοιώθει τό κορμί της να βυθίζεται σέ μιαν ύγρή μάζα! Κάτι σαν ασφυξία τής βασανίζει τό στή Θος... Αστραπιαία, τό κορίτσι τής ζούγκλας ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του. Κλωτσάει μέ δύναμι τό νε ρό. ’ Ανοιγοκλείνει τά χέρια της· σαν μια τεράστια πετα λούδα, αισθάνεται μιαν αόρα τη δύναμι νά τή,ν σπρώχνει πρός τά πάνω καί... βρίσκε-
'Ο χοντρός νέγρος έχει στήν άγκα« λιά τοο μεγάλα και χυμώδη καρπούζκχ καί πεπόνια...
ται στήν έπιφάνεια του νδρουί Πρώτη της δουλειά είναι νά πάρη μια βαθειά αναπνοή. "Επειτα κυττάζει γύρω της. Βρίσκεται σ’ ένα ποτάμι, πού, θολό και φουσκωμένο· α πό την καταιγίδα, κυλάει στο βάθος τοΰ γκρεμού, πίσω α πό, τον 'Ιερό Βράχο. Μια α περίγραπτη άγαλλίασι ξεχύ νεται μέσα της. ’Έχθΐ την έντύπωσι πώς πέθανε και ξανά ζησε ! Μέ καινούργιο κουράγιο άρχιζει νά κολυμπάει προς την όχθη. Μά την ίδια στιγμή ακούει μια γνώριμη φωνή. Τή φωνή του Ατσίδα, αλλοιωμέ νη από τον πανικό: Έσύ δ κι φάει έμενα I Έγκώ χοντρό κόκκαλός ε κεί, στομάχι ντικό σου καθήσει! ’Όκι φάει έσύ, εμένα I Ή Μαλόα γυρίζει γοργά καί βλέπει τον χοντρό νέγρο νά έπιπλέη. στο νερό σαν ενα μαύρο μπαλλόνι, πού τό κυ νηγουν από κοντά οί ορθάνοι χτες μ,ασσέλες τριών κροκο δείλων 1 Τό κορίτσι τής ζούγκλας κάνει μιά γοργή συστροψή του σώματός του, για νά τρέξη σέ βοήθεια του1 Ατσίδα. Μόλις γυρίζει, δμως, αντιμε τωπίζει τΙς φοβερές οδοντο στοιχίες ένός τέταρτου κροκό δειλού, ό όποιος τήν βρίσκει, καθώς φαίνεται, όρεκτικώτερη απ’ τον 3Ατσίδα καί τήν προτιμάει! Μισολιπόθυμη σχεδόν από τον τρόμο της και άοπλη κα θώς είναι, ή Μαλόα χτυπάει-
ΤΑΡΓΚΑ ^Β*ΒέάΒ**Β***ηΒθ***»1«ΜΙΙΜί·Μο·*—————
II
δυνατά τό νερό με τά χέρια της καί τραβιέται λίγο προς . τά πίσω. Μα την ίδια στιγμή κι* ή πανίσχυρη ουρά του κροκό δειλου πλαταγίζει πάνω .στά νερά. Τό τέρας προωθείται μέ ορμή. Τό κεφαλάκι τής Μαλόα βρίσκεται σχεδόν μέσα στις ,μασσέλες του. Ή άγαπη ιμένη, του ΤΑργκά κλείνει τά μάτια. Τό αίμοβόρο αμφίβιο έτοιμάζεται νά κλείση κι* αυτό τά σαγόνια του, τσακίζοντας έτσι τη σπονδυλική στήλη του κοριτσιού, στή βάση του κρα ■νίου 1 "Αλλά δεν προλαβαίνει. "Ενας όγκος από καλοδου• λεμένους μυώνες σπαθίζει γοργά τον αέρα, διαγράφει μέ ταχύτητα αστραπής ένα τεράστιο τόξο κι* έρχεται νά Τά σαγόνια του Θηρίου Ανοίγουν πέση καί νά κόλληση σάν βεν μ* εναν ξερό κρότο! τούζα στή ράχη του κροκόδει στον κορμό του δέντρου. “Έ λου 1 πειτα τεντώθηκαν απότομα, Είναι ένας άντρας μέ πανί μέ δύναμι καί έσπρωξαν τό σχυρο μυώδες κορμί. Φοράει σώμα του μπροστά μέ Απί ένα γαλάζιο παντελονάκι καί στευτη δρ,μή. Τινάχτηκε ατό στήν πλατεία μαύρη ζώνη κενό, έκανε ένα γρήγορο κυ του κρέμεται ένα κοφτερό α κλικό ταξίδι στον αέρα κι* έ τσάλινο μαχαίρι. πεσε στή ράχη του λεπιδωτού Πριν από λίγες στιγμές εί θηρίου, τυλίγοντας σφιχτά τις χε φανή στά κλαδιά ένός πα γάμπες του γύρω στο άπονύψηλου δέντρου, πού βρίσκε κρουστικό του σώμα. Τέλος ται στήν όχθη του φουσκωμέ αρπάζει μέ τά δυό του χέρια νου ποταμού. "Από εκεί είδε τά όρθάνοιχτα σαγόνια πού τό τρομερό θέαμα καί τά μαΰ άπειλουν. νά καταβροχθίσουν ρα μάτια του άστραφκχν από την Αγαπημένη του Μαλόοτ, θυμό. Μέ τά δυό του χέρια καί τά τραβάει μέ όλη του τή άρπαξε τό μακρύτατο ' κλαδί δύναμι, κάνοντάς τα ν* Ανοί ένός Αναρριχητικού φυτου.Τά ξουν πιο πολύ, Ακόμα πιδ μυώδη πόδια του λύγισαν μέ πολύ! τά πέλματα Ακουμπισμένα
η
'ΐΑΡΡ&Α
. — Τάργκα!, φωνάζει μέ λα,. 40 Τάργκα έντείνει τίς 'δυχτάρα ή Μαλόα. Τάργκα! ’ νάμεις του. Ξανακούγεται και Τ’ απαίσια μάτια τοό αίμο- ' νούιργιο τρίξιμο· κι’ αμέσως βόρου αμφίβιου . αστράφτουν έπειτα τό φοβερό ρόγχος του από όργή'καί πόνο. Ή τεράθηρίου σκίζεται-στα δυο I στια ουρά του σηκώνεται ψη- . * 4 Η ού,ρά σηκώνεται προς τά λά, ξαναπέφτει μέ ορμή σφυπάνω για -τελευταία φορά, ριου. καί μαστιγώνει τά 'θολά σαν ν’ αποχαιρετάει τη - ζωή νερά .σαν ένα τερατώδες μα-καί* ξαναπέφτει μέτο άψυχο στίγιο. Άφροί σηκώνονται γύ βάρος της- στο νερό. Ό Τάρρω. Ό κροκόδειλος · συστρέγκα νοιώθει κάτω από τά πό~ φει' τό πελώριο κορμί του, τό δια του πώς τό ρεύμα του πο αναποδογυρίζει, βυθίζεται . τοαμρϋ ’παρασύρη. τό νεκρό στον ποταμό,· ξαναβγαίνει πια οώμα του κρόκόδειλου. στήν έπιφάνεια. και προσπαθεί · · Μ’ ένα γοργό πήδημα τό έγμέ κάθε τρόπο ν* άτΐαλλαγή καταλείπει καί τό αφήνει, νά απ’ αυτόν 'τόν έπικίνδυνο: έπι- * ταξιδέψή πρός τή. θάλασσα.... σκέτττη, που χοΰ κόλλησε Οτή . ράχη σαν βεντούζα I ΚΕΦ. 3, ^©π©^ ό. Τάργκα Μά ό Τάργκα, τό 5Ατρομη· . κάνει τη γνωριμία το Ελληνόπουλο, ό Κυρίαρ- * μιάς κάσκας κι’ έν©£ χος τής Ζούγκλας, μένει άκλό1 ' αύτόματου. " . νητος στη θέσι του, μέ τά'πό- .· δια του σαν βιδωμένα έπάνω Ο Ιναι, δμως, καιρός νά έστό τέρας. "Εχει άφίξει τά '' Ε, ξηγήσουμε, - πώς .ό κωμιδόντια του σέ μιαν, ύπερέντακός Ατσίδας έπεσε.στο ποτά-, σι δυνάμεων καί οί τεράστιοι μι καταδιωκόμενος άπό τρεις μυώνες τών χεριών του -έχουν κροκόδειλους καί νά δούμε* πεταχτή έξω καί ξεχωρίζουν πώς βρέθηκε ό Τάργκα, ό’ άσάν ογκώδεις ρόζοι απάνω νίκητος Κυρίαρχος τής Ζ.ουγσέ κορμό' γέρικου έλιόδενκλας, .κοντά στή Μαλόα,' τή τρουί ’ . . · στιγμή πού ή άγαπημένη του Ό κροκόδειλος προσπαθεί έκανε τή γνωριμία της μέ'τό γά κλείση τις μασσέλες του„ θάνατο,, μέσα στα σαγόνια 'έμά= ή δυναμι .πού 'τίς τραβάει" νας άμφίβιου τέρατος.· πολλαπλασιάζει ό θυμός, γιά. τον κίνδυνο πού διέτρεξε ή ΜαλόαΙ * . "Ενά απαίσιο, ’ ξερό· τρίξιμο ά·κοόγεται.\Κάτι · σαν κόκκαλα πού σπάζουν έπάνω στίς . κλειδώσεις τους! Τά σαγόνια •του θηρίου άνοίγουν πίό.πολύΙ·* γ , · 1
σώ. . ,. __ _ . # μαζί μέ τόν "Ατσίδα, κάνουν. ήσυχα = ήσυχα τόν περίπατό τους στήν πυκνοφύτεμένη .ζούγκλα, αναζητώντας τροφή, *Η θύελλα μόλις έχει χο~ πάσει. Ό Τάργκα κυττάζει .γύρω του μέ. προσοχή καί ■ στήνει
13
ΤΑΡΓΚΑ I
αότί προσπαθώντας νά ' ξεχω θυμό καί τότε διακρίνει από ρίση τόν θόρυβο κάποιου .πε κάτω *ένα. μικρό κροκοδειλάραστικού ζαρκαδιού, Ό Άτσ» κι. Αύτρ άποτραβιέται · κάθε δ'ας, μέ τό. φυσοκάλαμό του φορά πού βλέπει, νά απλώνε στο χέρι, περπατάει έκεΐ κον ται τό χέρι τού,Ατσίδα. Καί τά κι* ένδιαφέρεται πιό-πολύ, μαζί τόυ·, απομακρύνεται καί γιά κάτι ’ άλλα. Τραβάει τόν τό καρπούζι. πελώριο, χαλκά της μύτης του* •“Ο. θυμός τού Ατσίδα · πολτόν πιπιλάει μ* εύχαρίστησι λαπλασιάζεται. Π.άγεται σέ... ^τά χοντρά του _ χείλια * καί · αντιζηλίες με τό κροκόδειλόν .μουρμουρίζει: · : κι και τού φωνάζει δυνατά: . — Έντώ έκει καρπόύτζια — Ντικό μου μεγκάλος καρ μεγκάλος, σάν τό Κοιλιά τού πούτζι! Έγκώ τό ειντες πρώ Άτσίντα! "Ενα τέτοιος καρτη ! Αυτό δκι .είναι ντικό σου ! -πούτζι γέμιση ντικός μου. κοι Μέ φύσα - φύσα κάλαμο έγκώ λιά! . . * ' χτυπήσει* έσένα ί ' Καί, πραγματικά σηκώνει Κι* αλήθεια, έκεΐ είναι μιά περιοχή στην όχθη του · ποτα τό φυσοκάλαμό του, 'άλλά δέν μού με πολλά νερά και' μέ προλαβαίνει νά''έκτελέση 'τήν άφθονες άγριοκαρπουζιές. Ό απειλή του. ·Τό κροκοδειλάκι τρομάζει, τινάζεται άπ5 τή θέ “Ατσίδας εξετάζει τούς πελώ ριους σκουρόχρωμους" καρ-. σι του και χάνεται 'στά. βαπούς κάί, στο τέλος, ξεχωρί- * θεια νερά. Μέ. τό τίναγμα, δζει έναν, πού είναι πιο μεγά μώς, .αυτό κόβεται καί τό ά λος απ’ δλοϋς . τούς .άλλους γριο κάρπουζο από την καρ καί .σχεδόν επιπλέει στ'ό νερό , πούζια καί παρασύρεται - από τό ρεύμα1 του ποταμού/ του πίοταμου·. < Ό Ατσίδας τό κυττάζ’ει • Ό άστεΐος νέγρος, πλησιά ζει μ* .εύχαρίστησι, γονατίζει, γιά μιά στιγμή χαζά, τό βλέ ■απλώνει τά χέρια του νά κό πει .ν’ απομακρύνεται κάί, ψη, τό χυμώδη . καρπό, μά ξαφνικά, γίνεται κατακόκτην ϊδια' στιγμή τό άγριοκάρκινος άπό θυμό.· "Εχει πιστέ πουζο άποτραβιέτα-ι λίγο. Ό ψει πώς τό κροκοδειλάκι τού Ατσίδας μορφάζει στενοχω άρπαξε τό «μεγκάλος καρρημένα. Συλλογίζεται πώς ποΰτζι» και τό πηγαίνει στή τό καρπούζι κατάλαβε τούς... φωλιά του γιά’νά τό φάή! *Η ακοπούς του καί θέλει νά όργή- του δέν έχει όριά. Γιά τόυ ξεφύγη. Γι’-αυτό προσπα-’ λί’γες στιγμές/ τρέχει^ στα· θεΐ νά τό .καλοπίάση, ξεγε 'μάκρος τής όχθης· τού φου λώντας το με ψέματα: σκωμένου ποταμού φωνάζον_ — Έσύ σταθή ! Έγκώ' δκι· ■ τας: φάει έσένα! — Έσύ αφήσει καρπουτζι, Ξαναπλώνεί τό χέρι, του, έμένα! Έσύ φύγη! ’ Άτσίντα μά τό καοπουζι ξαναχοροπηφάει μεγκάλος καρπουτζι] δάέι! Ό Ατσίδας σκύβει μέ ■Καθώς, δμως, τό καρπούζι
14
ΤΑΡΓΚΑ
συνεχίζει τό ταξίδι του, ό Α τσίδας δεν άντέχει πιο πολύ. Δίνει μια και τό πλαδαρό σώ μα του πέφτει μέσα στο νερό, σαν-ένα φουσκωμένο ασκί,. Άλλα σ’ έκείνο τό σημείο τό ρεύμα του ποταμού είναι πο λύ όρμητικό, γιατί ή κοίτη του διαγράφει ένα μεγάλο τό ξο πίσω από τον 'Ιερό Βρά χο. Ό Ατσίδας τα βρίσκει σκούρα. Μαζί μέ τό νερό τα ξιδεύουν στο ποτάμι ξερριζωμένοι κορμοί δέντρων κι’ άλ λα διάφορα αντικείμενα πού τά έχει παρασύρει ή· θύελλα. “Ένα χοντρό κλαδί χτυπάει τόν νέγρο στο κεφάλι μέ τόση δύναμή ώστε στ* αύτιά του αντηχούν αμέτρητες καμπά νες καί στά μάτια του χορο πηδούν χιλιάδες . πολύχρωμα αστέρια. Λίγο ακόμα καί θά χάση τις αισθήσεις του. Μά, την ί δια στιγμή, ένα τρομερό θέ αμα τόν κάνει νά συνέλθη: είναι ένας πελώριος κροκό δειλος, πού κούρνιαζε ώς τώ ρα κάτω από τ’ άγριόφυτα τής όχθης, μέ την κοιλιά άκουμπισμένη στο χώμαί Καθώς βλέπει τόν νέγρο, άνασηκώνεται στά τέσσερα πόδια του. Οί συχαμερές μασ σέλες του ανοιγοκλείνουν. "Έ πειτα τρέχει γοργά καί αθό ρυβα καί ρίχνεται στο νερό. Τό φοβερό ρόγχος του σκίζει την υγρή έπιφάνεια, σαν πλώ ρη υποβρυχίου, πού πλησιά ζει ύπουλα τό θύμα του. Ό Ατσίδας τόν βλέπει καί τρομοκρατιέται. Αρχίζει νά κολυμπάει πρός
την κατεύθυνσι του ρεύματος μ’ όλη του τή δύναμι, ένώ συγχρόνως φωνάζει: — Κύριος Τάργκα! Κύριος Τάργκα! "Όκι φάει εμένα κο ροκόντειλο! Έγκώ χαρίσει έσένα ’ μεγκάλος καρποΰτζι! Κύριο... κοροκόντειλος! ’Όκι φάει έμενα 1 Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας βρίσκεται μακρυά. Α κούει, όμως, τις απελπισμένες κραυγές τού Ατσίδα καί κα ταλαβαίνει πώς κάτι τρομερό τού συμβαίνει. Δρώντας κεραυνοβόλα, σκαρφαλώνει σαν αγριόγα τος σ’ ένα δέντρο. Άπό την ψηλή σκοπιά του, διακρίνει τόν νέγρο, πού παίζει κυνηγη τό μέ τόν Χάρο μέσα στ’ άφρισμένα νερά τού ποταμού! Χωρίς νά χάση καιρό, αρπά ζει τό στέρεο, λυγερό, κρεμα στό κλαδί ένός αναρριχητι κού φυτού καί ρίχνεται στο κενό. Τό κοομί του διαγράφει μιά γοργή κυκλική τροχιά στον αέρα καί, περνώντας ξη στά άπό τή γή, τινάζεται άπό δέντρο σέ δέντρο! Φτάνει πίσω άπό τόν Ιερό Βράχο κι* ετοιμάζεται νά βουτήξη στο νερό γιά νά σώση τόν Ατσίδα. Άπό ψηλά ρίχνει μιά τελευ ταία ματιά στον ποταμό καί... τρίβει τά μάτια του. Μπρο στά στά τρομερά σαγόνια τού κροκόδειλου, πού χάσκουν μέ λαιμαργία, δέν βλέπει πιά τόν νέγρο, άλλά τή Μαλόα! Γιά μια στιγμή νομίζει, πώς είναι θύμα παραισθήσεως. Γρήγορα, όμως, συνέρχεται
ΤΑΡΓΚΑ
κι* έφορμά «μέ την άπίστευτη άποφασιστικότητα πού είδα με. *Η πάλη είναι γοργή. Καί, σέ λίγο, τα νερά του ποτα μού, κυλούν κατακόκκινα α πό τό αίμα τού τερατώδους άμφιβίου! Οί άλλοι κροκόδειλοι, έκεΐ <νοι που λίγο παρακάτω κα ταδιώκουν τον Ατσίδα, βρί σκονται ξαφνικά μέσα σέ μα τωμένο νερό κι* αυτό τούς έοεθίζει άφάνταστα. Αφήνουν ένα φριχτό γρύλλισμα καί στρέφονται προς τό μέρος απ' όπου έρχεται τό αίμα, παρα τώντας τό νέγρο. Ό Τάργκα τούς βλέπει καί ξανοίγεται μέ δυο - τρεις α πλωτές. Στ* όμορφο κι* αν δροπρεπές πρόσωπό του δέν υπάρχει ή παραμικρή έκφρασι φόβου. Φωνάζει μόνο στη Μαλόα: — "Εβγα, γρήγορα, απ’ τό νερό ! Σ καρφάλωσε πάνω σ’ ένα δέντρο I Κι* ήταν καιρός. Σαν α στραπή τό κοπάδι των κροκό δειλων χωρίζεται σέ δυό. Τό ένα ρίχνεται στή Μαλόα. Τό άλλο όρμάει έναντίον τού Τάργκα. Τό ξανθό κορίτσι, προειδο ποιημένο από τό ατρόμητο Ελληνόπουλο, έχει βγή κιό λας στη στεριά. Μανιασμένο οί κροκόδειλοι πού βλέπουν νά χάνεται ή τρυφερή λεία τους, ρίχνονται ξοπίσω της! Βναίνουν στάζοντας άπ’ τό νερό καί, καθώς τρέχουν στην ξηρά, χαράζουν ολόκληρα ύγρά αύλάκια. Τά σαγόνια τους είναι όρθάνοιχτα καί τ£
15
μάτια τους γεμάτα κακία καί απληστία. Μά ή Μαλόα βρί σκεται κιόλας άσφαλισμένη στα κλαδ,ά ένός ψηλού δέν τρου. Έκεΐ - πάνω δέν μπο ρούν ποτέ νά φτάσουν τά σι χαμερά έρπετά! Στήν άντικρυνή, όμως, ό χθη τού ποταμού ή κατάστα ση είναι έντελώς διαφορετι κή. "Ενας κροκόδειλος, ό πιο άγριος κι* ό πιο πεινασμένος απ’ όλους χυμάει καταπάνω στον Τάργκα, μέ όρμή αφη νιασμένου αλόγου. ιΗ παντο δύναμη ούιρά του χτυπάει δε ξιά κι* αριστερά, συντρίβον* τας κι* ισοπεδώνοντας τά χα μηλά κλαδιά καί τούς θά μνους. Μά ό Τάργκα είναι πιό τα χύς. Γοργά κι* έπιδέξια κό βει ένα χοντρό κλαδί δέντρου καί, κραδαίνοντάς το σάν ρό παλο, κάνει μιά στροφή καί βρίσκεται στά πλευρά τού σαρκοβόρου ερπετού. 4Η θέσι αυτή τον ευνοεί, γιατί άποψεύγει έτσι τά χτυπήματα, τής ουράς καί των σαγονιών τού θηρίου. Καί ό Τάργκα χτυπάει σάν κεραυνός! Τό ρόπαλο σπαθίζει τόν Λ έρα, πέφτει μέ ασύλληπτη δύνοαμι καί χτυπάει τό θηρίο στην κορυφή τού κρανίου, α κριβώς πιό πάνω από τά τρο μερά του μάτια I Είναι ένα χτύπημα αδυσώ πητο καί συντριπτικό. "Ενα πνιχτό ουρλιαχτό κι* ένα ύπόκωφο βογγητό άκούγεται. Τό αΐμα αναπηδάει άπό τό κομματιασμένο κρανίο
16
ΤΑΡΓ&Α
και βάφει κόκκινη την πρασι νάδα. Τό πελώριο κορμί του κροκόδειλου τεντώνεται, · για μια στιγμή, σπασμωδικά, πά.νω στα τέσσερα ποδιά του κι’ αμέσως ξαναπέφτει μέ τό μου σοί3όι χωμένο στη λάσπη. * Αυτός ό άντίπαλος δεν πρό κειται νά ξανασηκωθή. Είναι - νεκρός ! Νεκρός, ό πως κάθε αντίπαλος του Ελ ληνόπουλου I Ό Τάργκα άνσσαίνει βαβειά. Τό στήθος του φουσκώ νει από αέρα κι’ οί μυώνες του διαγράφονται ανάγλυφοι σαν ένας ατσάλινος .θώρακας του τέλειου σώματός του. Κυτ τάζει γύρω, Οί άλλοι κροκόδειλοι έχουν χαθή από μπροστά του. Μέ τη διάίσθησι πού τούς διακρί νει, κατάλαβαν πώς αυτή ή μάχη μέ τον Κυρίαρχο της Ζούγκλας, είναι πολύ... ανθυ γιεινή γι’ αυτούς. Καί γυρί ζουν βιαστικά στά υγρά κατα φύγιά τους. * *·^ Κρατώντας την Μάλόα από τη μέση.,' ό Τάργκα άνηφασί ζει τώρα στο μικρό λόφο. Τό κορίτστ του διηγείται όλα τά τελευταία παράξενα περιστα τικά. Του- λέει για τό μήνυμά πού σκόρπισαν στη ζούγκλα τά ταμ - τάμ, γιά τον «άνθρω πο πού πετάει σαν πουλί», γιά τον Ζουμπο, τον .ιερό ελέ φαντα πού βρέθηκε δεμένος μέ χορτόσκοινά καί γιά τόσα άλλα. Ό Τάργκα την ακούει μέ προσοχή καί τό πρόσωπό του είναι συννεφιασμένο, Κοααλσ-
βαίνει πώς ή απέραντη ζούγ κλα έχει χάσει πάλι την ή, συχία της καί πώς κάποιο τρομερό, μυστικό πλανιέται γύρω. Ξαφνικά οί φωνάρες του... ■ ’Ατσίδα τον άποσπουν από τούς συλλογισμούς του: — Έγκώ φάει μεγκάλος καρπούαζι, όκι τό κοροκοντει λο ! Έγκώ φάει" καρπούτζι! Ό Τάργκα γυρίζει- καί τον . βλέπει. Ό πεισματάρης νέγρος έ χει ψαρέψει επιτέλους τό πε λώριο -καρπούζι, πού παραλί. γο νά τό πληρώση μέ τη ζωή του, καί τούς ακολουθεί καταβροχθίζοντάς το σέ μεγά λα ’ κομμάτια. Τό θέαμα είναι αστείο, μά ό Τάργκα δέν έχει διάθεσι νά γελάση. "Αλλες σκέψεις του βασανίζουν τό μυαλό. Ποιος νά είναι τάχα αυτός ό «άν θρωπος πού πετάει»; Τί γυ δρεύει στή ζούγκλα; Καί γιατί ζητάει νά ύποτάξη τά πάντα, ■ —αγρίμια καί ανθρώπους; Δέν προλαβαίνει, όμως* νά άραδιάση τις απορίες του. Ε κείνη τή στιγμή κατηφορίζουν • την αντίθετη-πλαγιά του λό φου καί τό κακάρισμα ένός επαναληπτικού όπλου τούς •κάνη ν’ αναπηδήσουν. · Ό Τάργκα μαντεύει άμέ• σως, ότι πρόκειται γιά αυτό ματο.· Αλλά κΤ ή Μαλόα δέν γελιέται. "Εχει ήδη συναντηθή κΤ «άλλες φορές μέ «πολι τισμένους» λευκούς καί ξέρει, πώς οί πιο πολλοί απ’ αυτούς κρατουν στά χέρια τους ενα στενόμακρο αντικείμενα, ·ποό,0
βήχει σαν κρυολογημένος άν θρωπος καί φτύνει φωτιά καί σίδερο., πρύ φέρνουν τον θά νατο ! Αστραπιαία ό· ΤάρΥκά την παρασύρει καί πέφτουν μαζί κάτω. 5 Από πάνω ’ τους ό Χά ρος σφυρίζει. Οί σφαίρες περ νούν καί χάνονται στα κού φια. Τρομαγμένος αυτή τή φορά ό Ατσίδας, αλλά κρατώντας πάντα τό... καρπούζι του, σκαρφαλώνει σ’ ένα- δέντρο καί μουρμουρίζει γκρινιάρι- ' κα: : — Έγκώ δκι φάει μέ'ησυ χία εμένα αυτός ωραίος καρπο ύτζι; Την ίδια στιγμή μιά σκλη ρή καί απειλητική φωνή αντη χώ . ’ — Ψηλά τά χέρια $λοι! Ε σύ, λευκέ άνθρωπε, απομα κρύνσου ! Δεν έχω τίποτα .ε ναντίον σου ! 'Όμως,. ή λευκή γυναίκα, πού τόλμησε νά κό-' ψη τά δεσμά του . ελέφαντα, πού τον είχα δέσει μέ τόσο κόπο, θά πεθάνη ! Ό Τάργκα μένει κατάπλη κτος. Στήν αρχή δυσκολεύε ται νά καταλάβη τά λόγια, τού λευκού ανθρώπου. ".Επει τα, δμως, ή μνήμη ’ του ξαστε ρώνει· καί θυμάται τά λόγια ένα - ένα, όπως του τά δίδα ξε ό παπους του, ό καπετάν Νικόλας, πού είχε γυρ.ίσει δλον τον κόσμο ικι’ ήξερε κα λά ' όλες τις λαλούμενες γλώσσες. * Ισπανικά! Δέν χωράει καμμιά αμφιβολία, πώς ό άν θρωπος μέ τό αυτόματο είναι
. Ισπανός! ·. Ό Τάργκα δέν θυμάται,’νά ζαναείόε αυτόν τον άνθρωπο καί γΤ αυτό τον ρωτάει ώργι σμένα: — .Τι έχεις μέ μάς; Ποιος σέ πείραςε; Καί. γ.αά προσ παθείς νά μάς σκοτώσης μέ τό όπλο; σου; — Μέ σένα δέν έχω τίπο. τα, γρυλλίζει μέσ’ απ' τά δόν τια-του ό άλλος. 'Τό κορίτσι όμως... Κόβει απειλητικά τή φράσι . του καί. προχωρεί προς τό μέ ρος τους, προτείνοντας πάντο τε τό αυτόματο. Ή κάν.νη κυτ . τάζει όλόίσα τό στήθος τοΰ Τάργκα, σαν μάτι του Χάρου. Στέκεται κάτω απ’ τά κλα διά ίου δέντρου, που φιλαξε: νεΐ τάν σκαρφαλωμένο Ατσί δα, καί ξαναλέει μέ άγρια φωνή: * · — Τό κορίτσι αυτό έκοψε τά δεσμά τόϋ έλέΦαντα, του Ζοϋμπο ! Μόνον εγώ ξέρω μέ πόσες δυσκολίες είχα Κατορ θώσει νά τον . εξουδετερώσω I ’ Μου χρειάστηκαν πολλά δρά μια ναρκωτικά γι’ αυτή τή δουλειά. Λοιπόν, απ’ αυτή τή στιγμή την παίρνω σκλάβα μου 1 Τραβήξου έσύ, νεαρέ, από κοντά της! ΚΕΦ. 4·.' "Οπου υποδεικνύε ται, οτι ό Ατσίδα;... «άγχαπάει κύριοί -.Τάργκα».- πιο πολύ ' κι* από ένα... «μεγκάλος καοπούτ$ι»! θυμός βράζει στα στήθια του ατρόμητου Ελληνό πουλου, Ωστόσο, στο πρόσω-
Ο
“Η ράχη πού διεξάγεται Ανάμεσα Ατούς Ιθαγενείς καί τούς τρεις ήρωές μας, ίχ5ι Απερίγραπτη Αγριότητα. ΐό μαχαίρι καί οΐ γροθιές του ΐάργκά, τό μα
χαίρι και το οορυ της Μαλόα καί τό... «φύσα - φύσα κάλαμο» του "Ατσίδα
θαυματ^ργουνί Οί ιθαγενείς τό ύαςουν στα τιοοια και ψ^υγουν 7ΐανικο«Λΐ]ΐ^υ
ίΑΡΓΚΑ πό του, διατηρεί όλη τήν ψυ χραιμία καί την απάθεια, πού χρειάζεται, για την έψαρμογή του σχεδίου του. Προσπαθεί να κερδίση χρόνο καί νά πλη σιάση,όσο μπορεί πιο άκίνδυ να, τον σιδερένιο ’ Θάνατο, πού κρατάει ό αντίπαλος α νάμεσα στα δάχτμλά του. . — Δεν μπορεί, λέει μέ ήρε μη φωνή καί, συγχρόνως,- ά-' πλώνει τό πόδι του, κάνει &να βήμα, απλώνει καί τ9 άλλο, . κάνει δεύτερο, βήμα. Δεν μπο ρεί, κάποΊΟ λάθος θά έγινε! — Λάθος; καγχάζει ό Ι σπανός. Τήν είδα μέ τα μάτια του νά έλεϋθερώνη τόν Ζούμπο! ~ Μά... ήταν αυτή; κάνει άθώα ό Τάργκα, πραγματο ποιώντας καί τρίτο βήμα •προς τόν άντίπαλο» Αυτός, · δμως, είναι πονη ρός. Μαντεύει τούς σκοπούς ’ του Τάργκα κι9 άποτραβιέται μουγκρίζοντας, σάν μιά τίγρη πού βλέπει ξαφνικά μπροστά της τήν παγίδα! Μέ τό κεφάλι του χωμένο στοάς άναση.κωμένους καί κα μπουριασμένους ώμους του; μέ τα μάτια του νά πετουν φω τιές κάτω άπ9 τά πυκνά φρύ δια τους καί μέ τά .χείλια τραβηγμένα προς τά πίσω σέ άπειλητική γκριμάτσα χαμό γελου, ό Ισπανός τραβιέται ....τραβιέται, ώσπου άκου-, μπάει τή ράχη στόν κορμό του δέντρου. ' Κι9 άπό έκεΐ ουρλιάζει μέ θυμό: — Τό έπόμενο βήμα πού θά κάνης, θά σέ φέρη στήν
Κόλασι! Δοκίμασε, άν θέλης | νά δή·ς τό στήθος σου σουρω8 τήρι άπό τις σφαίρες! .· Ό Τάργκα κοντοστέκεται. Είναι σίγουρο πώς ό αντί παλος. θά πραγματοποίηση τή φοβερή του απειλή. — Φύγε!, ξαναφωνάζει ό Έσπανός. Τό κορίτσι νά' μείνη έδώ μαζί μου, σκλάβα μου! Έσυ, φύγε! Οί φωνές του είναι τόσο δυ νατές, ώστε φαίνεται πώς... ε νοχλούν τόν ^Ατσίδα, πού ξα πλωμένος ψηλά, στα κλαδιά του δέντρου, έχει άρχισει γε νική έπίθεσί', μέ τά’ δόντια του. έναντίον του... τεράστιου καρπουζιού, πιού ψάρεψε ■ μέ τόσους κόπους καί κινδύνους άπό τόν ποταμό. . Ό παχύσαρκος νέγρος άνακινεΐται στή θέσι του, σκύ βει τήν κεφάλα του πρός τά κάτω." παραμερίζει κάπως τις φυλλωσιές, κυττάζει μέ πε ριέργεια, καί βλέπει τόν Ι σπανό, μέ τή ράχη άκουαπισμένη στόν κορμό του δέν τρου καί μέ τό αυτόματο. έτουμο νά θερίση κορμιά. Ατσίδας δαγκώνει μέ δυσαρέσκεια τόν χαλκά ' τής μύτης του. Τόν τραβάει λίγο συλλογισμένος κι9 έπειτα ,άογίζει μιάν... έρωτική έξομολόγησι, πρός τό τεράστιο μισοφαγωμένο... καρπούζι πού κρατάει στα χέρια του: — Καρποΰτζι έγκώ άγκάπάει έσένα! Έγκώ πέση νε ρό. τσακωθή μέ κο ρο κοντέ ιλος, για νά κάνη έσένα ντικό μου·!, "Αντρωπος μέ... ύπόστε ■ γος ατό κεφάλι (έννοεΐ τόν *Ι
ΤΑΡΓΚΑ
21
σπανό με τήν κάσκα) σκοτώ- • γδούπο 1 . ση κύριος .Τάργκα. Άτσίντοε — 9Εσύ προσέξη!, τού φω προτιμάει πετάνη καρποΰτζι, νάζει κοροϊδευτικά άπ9· τό 6έν τρο ό · Ατσίδας. Παραλίγκο, όκι κύριος Τάργκα καί κύ ριος Μσλόαΐ πέση χάμω εσύ! Καί χωρίς άλλους δισταγ Γιά λίγα λεπτά τής ώρας* μούς πιάνει τό καρπούζι άνά ό 4Ισπανός μένει ακίνητος, σαν βυίθισμένος· σέ ύπνο βα μέσα’. στά δυό του χέρια, τό θύ, εφιαλτικό. Έπειτα σα σηκώνει ψηλά; πάνω άπ’ τό λεύει ελαφρά· καί, καθώς ό κεφάλι του, έπειτα τό κατε βάζει μέ τρομερή ταχύτητα "Ατσίδας πηδάει άπό τό' δέν κα) τό έξακοντίζει προς τά τρο κοντά του, .αυτός, άψήνει ένα βραχνό μουγγρητό κι9 .έκάτω I Καί ό Ατσίδας παίρνει,., πιχειρεΐ ν9 άνακαθήση. Ό Ατσίδας άπλώνει τήν άριστα στη σκοποβολή! Τό τεράστιο Καρπούζι βρί πατούσα του, πλατεία καί σκει κατακέφαλα τον Ισπα πλαδαρή σαν πελώρια μαύνό, σπάζει σε άπειρα κομμά • ρη-.. σουπιά, καί τον σπρώ τια καί τού γεμίζει τό πρό χνει πρός τό 'έδαφος. σωπο κόκκινα, νερά, κουκού — Έσύ’ κοιμητή λίγο- άκότσια καί φλούδια! Τό χτύπη ιμα!, τον συμβουλεύει. Έγκώ...αγαπάει έσένα, έγκώ κοιμή μα είναι αρκετά δυνατό. Ό έγ κ λη μ ατ ί ας μ ισο ζαλ ίζετ α ι, ση εσένα πολύ - πολύ! · Μά ό Τάργκα τον συγκρα παραπατάει λίγο πέρα - δώ θε. τινάζει τό πρόσωπό . του* τεί. για νά φύγουν τά κουκούτσια — "Άφησε τον νά σηκωθή! , καί φέρνει τό χέρι στα μάτια, τού λέει. Ποέπει νά μάς πή. για νά τά σκουπίση άπ9 τά ώρισμένα πράγματα... * καρπουζόνερα. Πραγματικά ό £Iσπανός ά^ Την επόμενη στιγμή, ό * Ι νασηκώνεται πάλι. Τινάζει τό σπανός έχει δεχτή ' άπό τον κεφάλι του, σαν νά θέλη νά Τάργκα τήν ωραιότερη γρο τό άπαλλάξη άπό τις άμέτρη θιά πού δέχτη κεποτέ'Ισπανός τες... σκνίπες πού κάνει νά υπήκοος σ’ αυτόν τον κόσμο! βουίζουν μέσα στό · κρανίο Στό πρόσωπό του άποτυ-' του ή· γροθιά τού Τάργκα. πώνεται μια εκπληκτική γκρι — Πώς βρέθηκες στή ζούγ κλα; τον ρωτάει ήρεμα καί μάτσα χαζού γέλιου. Τά μά τια του θολώνουν. Τά πόδια σοβαρά ό Τάργκα. Τί γυρεύ του τρεκλίζουν, σαν πόδια με εις; Καί ψιά ποιο λόγο νάρ κωσες .τον Ζούμπο, τον Ιερό θυσμένου. Γέρνει λίγο δεξιά, έτοιιμος νά πέση, επειτα σαν . έλέφαντα, καί τον άφησες νά νά μετανΟ'ΐώνη δοκιμάζει γίνη λεία των άγριμιών; 6 Ο ξένος δέν απαντάει. "Έ πρός τ’ άριστερά καί, στό τέλος, σωριάζεται στό χώμα νας άνεξήγητος σαρκασμός μπρούμυτα, μ9 Ινα βαρύ έχει 'άπλωθή στή μορφή του.
22
ΤΑΡΓΚΑ
{· Τά χείλια του προβάλλουν, σμίγουν και αφήνουν ν’ ακου στή ένα σφύριγμα παράξενο καί δυνατό» Ό Τάργκα δεν ιμπορεΐ νά μαντέψη τί σημαίνει αυτό το σφύριγμα. Για μια στιγμή συλλογίζεται μήπως ό αντί παλός του τρελλάθηκε. Γρή γορα, όμως, ενα υπόκωφο μουγγρητό κΓ έπειτα δεύτεκαί τρίτο, τον βγάζουν από την πλάνη του. Οί πιο κοντινοί θάμνοι κου, νιουνται βίαια, σαν νά περ νάει άνάμεσά τους άνεμοστρό βιλος! Καί, σε λίγο, ένα μπουλούκι από αγριεμένες τίγρεις προβάλλουν απ’ όλες τις πλευρές 1 ΚΕΦ. 5. νΟπ©υ © Τάργκα αν τιλαμβάνεται πώ$ αντιμετωπίζει τ©ν «Κύριο των Τίγρε° ων» και ό Ατσίδας άπ©χτά ...«άσπρος ύπόστεγος»! στιγμή είναι κρίσιμη καί γεμάτη από θανάσιμους κινδύνους. Τά αγρίμια μέ τό μακρύ, λυγερό καί μυώδες σώμα σέρ νονται κιόλας μέ τήν κοιλιά στο χώμα, ζύγιάζονται καί φαίνονται έτοιμα νά επιτε θούν. Τά κοφτερά τους νύχια έχουν προβάλει απειλητικά, από τις βελουδένιες θήκες τους! Τά δόντια τους έχουν ξεσ κεπαστή διψασμένα γιά αίμα! Τώρα πια δέν χωράει καμμιά αμφιβολία, πώς ό άνθρω πος μέ τό αυτόματο καί τήν
Η
κάσκα έχει δαμάσει τΙς τίγρεις, τις έχει κάνει σκλάβες του καί όργανά του καί, μέ τη βοήθειά τους, απειλεί νά ύποτάξη τη ζούγκλα! Ό Τάργκα ρίχνει γύρω του ένα γοργό βλέμμα. Κυττάζει πώς θ’ άμυνθή πιο άποτεΛεσματικά. Τήν ίδια στιγμή ξα νακούει τό σφύριγμα τοϋ 1 Ι σπανού, πού είναι τώρα κο φτό, ξερό. Αμέσως ένας ταυ τόχρονος βρυχηθμός ξεχύνε ται από τά λαρύγκια τών τί γρεων. Καί τά θηρία έφορμουν! Τό θέαμα είναι καταπλη κτικό καί τρομερό. Τά έλα στικά καί πανίσχυρα κορμιά τών άγρ ιμιών διαγράφουν στον αέρα πελώρια τόξα, μέ τά νύχια τεντωμένα μπροστά καί τά δόντια έτοιμα νά ξε σκίσουν ! Μ’ ένα σατανικό χαμόγελο, ό Ισπανός παρακολουθεί τήν έπίθεσι. Σέ λίγα λεπτά, ό αν τίπαλός του θά έχη μεταβλη τή σέ άμορφη μάζα από σάρ κες καί αίμα! Μά τό αδάμαστο Ελληνό πουλο, ψύχραιμα κΓ άντρίκια περνάει στήν άντεπίθεσι! Τό στιβαρό κΓ ανίκητο μπράτσο του, ώπλισμένο μ’ ένα πελώ ριο ατσαλένιο «νύχι» —τό μα χαίρι του~ κατεβαίνει άστρα πιαΐα πρός τά κάτω καί πί σω κΓ υστέρα κινείται πάλι μέ ορμή πρός τ’ απάνω. Ή λεπίδα του μαχαιριού βυθίζεται στο κορμί ένός α γριμιού! *Ένα μουγγρητό πόνου άντιβουΐζει γύρω κΓ 6 Τάργκα πηδάει δεξιά» Δίπλα
ΤΑΡΓΚΑ
του πέφτει ανάσκελα ή πρώ τη τίγρις, μέ την κιτρινόμαυρη γούνα της βαμμένη κόκ κινη άπ’ τό αίμα, μέ μια όρθάνοιχτη πληγή στο στήθος! Ό Τάργκα δέν άσχολεΐται πιά μ’ αυτή. Γοργός σάν άνε μος, τινάζεται ψηλά και μ’ ένα ύπέροχο πήδημα καρφώ νεται καβαλλητά στη ράχη ενός άλλου αγριμιού. Μέ τό αριστερό μπράτσο του τυλί γει τό κεφάλι, τό άνασηκώνει ψηλά κι9 αμέσως κατεβάζει ορμητικά τό δεξί. Γιά δεύτε ρη φορά τό μαχαίρι του κά νει τη γνωριμία τής σάρκας καί βυθίζεται στο λαιμό του θηρίου, ώς τή λαβή. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο, μέ καινούργιο αστραπιαίο άλμα, την εγκαταλείπει. Εί ναι λαχανιασμένος κι’ ό ίδρώ τας πού σκεπάζει τό τέλειο κορμί του, τό κάνει ν’ α στράφτει σάν μπρούτζινο ά γαλμα. — Κύριος τίγκρος, φωνά ζει πιο πέρα ό Ατσίδας, εσύ δκι φάει εμένα ακόμη! Έγκώ έτοιμαστή πρώτα! ΚΓ αρχίζει νά... «ετοιμάζε ται» αργά - αργά, μέ τό ραχΐάτι του. Οι τίγρεις, δμως, δέν έχουν την ίδια... γνώμη ! Φαίνονται βιαστικές, ανυπό μονες και δέν μπορούν νά τόν... περιμένουν! Μιά απ’ ό λες τον βλέπει, στριφογυρί ζει ύπουλα μέ φιδίσια εύλυγι σία κΓ έφο,ρμά εναντίον του. — Έσύ πολύ... πεινάει!, τής λέει ό Ατσίδας. Φου! Καί φυσάει μέ δύναμι το φυσοκάλαμό του. "Ενα μικρό
23
νν^νννννννΜΛννννννννννννννννν^^ . ΟΙ άναγνώσται του I «Τάργκα» και του «Ύπερ-| ανθρώπου» πρέπει νά εί-| ναι από τούς πρώτους στο | σχολείο τους, στη δουλειά! τους και στην κοινωνία! |
Ι
ΦΑΝΟΣ ΑΣΤΡΙΤΗΝ
1
Λ\ΥΐννννννννννννννΐΛΛΛΛ^νννΐινν\\ννν\Λ'ννννννννν\νννίν βέλος έξακοντίζεται καί σκί ζει την ατμόσφαιρα σφυρίζον τας. Αίγες στιγμές αργότε ρα, χώνεται ολ6κλήρο στο λαιιιιό του αγριμιού καί δέν μένει ελεύθερη παρά μόνον ή φούντα του, πού κάνει μερι κούς κραδασμούς στον αέρα! Τό χτύπημα έχει γίνει σέ τόσο ευαίσθητο σημείο, ώστε τι τίγρις πέφτει σάν κεραυνο βολημένη. ιΟ Ατσίδας ενθου σιάζεται. — Έγκώ έχει κΓ άλλα βέ λος!, φωνάζει. Έγκώ έχει βέλος γιά... δλος τό τίγκρος! Βάζει, τώρα, στο φύσα - φά σα κάλαμο καί φυσήξη! Υ πομονή, κύριος τίγκρος! "Ε χει γιά δλους! "Ολοι τά... πάρετε! Ξαναβάζει ένα βέλος στο φυσοκάλαμό του κΓ άναζητάει καινούργιο στόχο, ανά μεσα στις μανιασμένες τίγρεις. Ό Τάργκα τόν βλέπει κι αναπνέει μ’έ άνακούφισι. θέ λει νά χαμογελάση, μά δέν προφταίνει, γιατί την ίδια στιγμή τό μάτι του βλέπει κάτι, πού τόν κάνει νά παγώση. Μιά από τις τίγρεις έχει
24
.
. .
ΤΑΡΓΚΑ
.βρή, γιά τρυφερή καί νόστίτ μη λεία, τή Μαλόα καί την καταδιώνει μέ τεράστια .άλ ματα! · · Τό ξανθό κορίτσι, τρέχει α πελπισμένα. Φτάνει σ’ ένα δέντρο. Αγκαλιάζει τον κορ μό, γιά νά σκαρφαλώση., μά την ίδια, στιγμή, απ’ τά κλα διά του δέντρου αυτού, ξεπετιέται ενα απαίσιο τριγωνικό, κεφάλι. Μιά διχαλωτή γλώσ σα ψαλιδίζει τον αέρα κι* ενα άνατριχιαστικό σφύριγμα άκόύγεται! "Ενα τεράστιο φί δι. κουλουριασμένο στα κλα διά. προσμένει, τό θύμα του μ* δρθάνοιχτα σαγόνια! Τά χέρια τής Μαλόα, · που είχαν άγκαλιάσει κιόλας τον κορμό του δέντρου, χαλα.ρώ-' νουν, ξεσφίγγονται καί πέ φτουν σαν παράλυτα! Πίσω της, πολύ κοντά της, άκούει τό βραχνό γρύλλισμα πού αφήνει ή πεινασμένη τίτίγρη, καί ή καφτή άνάσα του αγριμιού, τής τσουρου φλίζει σχεδόν τον τράχηλο! "Ολα δείχνο,υν, πως.δεν υ πάρχει πια σωτηρία γιά τή Μαλόα. Άλλα τήν ίδια στιγ μή ένας ήχος ανάλαφρος, σαν θρόισμα, άκούγεται. Κάτι, —' κάτι πού αστράφτει στο ψώς του ήλιου— σκίζει τόν· όέρα κι* έρχεται νά χωθή στο μάτι· του αγριμιού, τήν ώρα ακρι βώς πού κάνει τό τελευταίο πήδημα προς τήν τρυφερή λεία του! * Η τίγρη δέχεται τό μαχαί ρι, πού τής πέταξε μέ. τέχνη, καί δύναμι ό Τάργκα, κουΑουριάζεται στόν άέρα καί
πέφτει κάθετα, σάν μπόγος!· Ό Τάργκα ανασαίνει. "Ε χει σώσει τήν άγαπημένη του, άλλά ένει μείνει ό ίδιος άο πλος, χωρίς το μαχαίρι τουΚαί τήν ίδια στιγμή, άλλη τίγρις βρυχάται κοντά του! Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο στρέφεται καί χύνεται σάν θύ ελλά. Δεν θέλει νά τήν άφήση, νά του' έπιτεθή πρώτη, γιατί τότε ή ,θέσι του θά εΤ ναι δύσκολη. Τό αγρίμι βρίσκεται άπρσε' τΟ'ίμαστο,. "Ετσι, καθώς ό Τάργκα βρίσκεται άπρόοπτα' δίπλα στή,ν τίγρη, αυτή δέν βρίσκει τήν ευκαιρία νά χρη σιμοποίηση τά φοβερά της νυχια. Μιά πάλη σώμα μέ σώμα διεξάγεται · ανάμεσα στό θη ρίο καί στον άνθρωπο. Τά τρο μ’ερά-σαγόνια, τής τίγρης α νοίγουν διάπλατα.'Μά ό Τάργκα αυτήν ακριβώς τήν ευ και ρία περιμένει. Απλώνει καί τά δυο χέρια ταυτόχρονα. Τά χαλύβδινα δάχτυλά τόυ·γαν τζώνονται σάν αγκίστρια στις δύο μασσέλες της —τήν απά νω καί. τήν κάτω. ’ Κι’ αμέσως έπειτα συγκεν τρώνει, δλη τήν τεράστια μυϊ κή του δύναμι σέ μιά προσ^ πάθέια: τό ένα χέρι του τρα βιέται απότομα πρός τή ·γή’ καί τό άλλα ανεβαίνει, σάν έμβολο μηχανής πρός τον ου ρανό ! * [ Ή σύσπασι του προσώπου του φανερώνει πόσο μεγάλη δυσκολία υπάρχει σ* αυτό τό
■*1ΑΡΓΚΑ -*Ε£5ϋ£ί£3
τόλμημά. Ή τίγρη, πονάει, σφαδάζει, κάνει μ'.άν ύστατη προσπάθεια νά χρησιμοποίη ση τά νύχια της, μά. είναι αρ γά. Μ5 ένα απαίσιο τριγμό το κάτω - σαγόνι της εξαρθρώνε ται και το δέρμα στα μάγου:λά της σκίζεται σαν χασές! ■ ΟΙ δυνάμεις της την εγκα ταλείπουν, .τά μπροστινά της πόδια λυγίζουν καί κατρακυ λάει στο χώμα! * Γύρω, στό πεδίο τής μά χης, . δεν αντηχούν -πια θυμω μένοι- βρυχηθμοί, παρά μόνον ρόγχοι πόνου. Καί ή -τελευ ταία τίγρη έχει έξοντωθή α πό τό φυσοκάλαμο του Ατσί δα, ένώ μια άλλη σπαρτα ράει χτυπημένη από τό .μαχαΐρ ι. τή ς Μαλρ α! Μά ό άνθρωπος μέ την κά σκα δέν φαίνεται πουθενά. Μόλις.είδε την τρομακτική έξόντώσι των άγριμιών του, φρόντισε ν’ άρπάξη τό αυτό ματό του καί νά τό βόιλη στα •πόδια!· Εκεΐ, στό πεδίο τής, μάχης, δεν. μένει παρά μόνον .ή κά σκα του. Ό Ατσίδας τή βλέ πει καί... τρελλαίνεται,' από. τή χαρά του. —"Ασπρο... ύπόστεγος, φω νάζει. Άτσίντα πάρη άύτό! Ντικό μου άσπρο... ,όπόστε-· γος! Τρέχει κοντά, το αρπάζει, ΐό στερεώνει στό κεφάλι το^> καί καμαρώνει σαν ...βλάχος υποψήφιος βουλευτής, γλεί φοντας μέ Ικασ/οποίησι τό . χαλκά τής μύτης του 1 Ρ
ΚΕΦ. 6. "Οπου ώ ^ Ατσίδας χάνει τό "«άσπρος ύ. πό3τεγος)) και οι IV. , : ρωέ<; μαξ περνούν . , μερικές ακόμα στιγ μές αγωνίας φρίκηζ •καί - θανάτου! > . \ \ λλά δεν προφταίνει . νά τό χαρή καί πολύ. "Ενας φοβερός άλλαλαγμός .άκούγε ται πίσω από τον λόφο. Είναι αναρίθμητες άγριες κραυγές, σαν να ουρλιάζη ένας ό λ ά κληρος λαός καννιβάλων! Κι” αμέσως έπειτα, ιθαγενείς πο λεμιστές, με δόρατα, μαχαΐρες καί ασπίδες στά χέρια, κάνουν άγρια τήν έμφάνισί τους 1 — Τό· νου σάς!> φωνάξει ό Τάργκα ατούς συντρόφους • του. · Τήν ίδια στιγμή, ένας δυνα τός άνεμος σηκώνεται κΓ άρπάζει τήν άσπρη κάσκα απ’ τό κεφάλι του Ατσίδα. Ό κω' μικός νέγρος £ΐναι απαρηγό ρητος. Μέ τρρμερό .θυμό δαγκώνει τό χαλκά του, φω-. νάζει στον άνεμο καί τόν δι ατάζει : — Έσύ φέρει πίσω άσπρος ύπόστεγος! Ντέν ακούει; Φέ ρει πίσω ύπόστεγος! Φυσικά δεν του άποη/τάει κανείς. Μόνον ένα πελώριο δό ρυ, που περνάει μέ άπίστευτη φόρα ξηστά.. στό - κεφάλι τής Μαλόα, τους . πείθει δτι οι ιθαγενείς πολεμισταί δέν έρχονται μέ φιλικούς * σκο πούς. Ευκίνητος, σάν αγριόγα τος, ό Τάργκα τρέχει στή
Α
26
ΎΑΨΤΚΑ
κρή τίγρη, της τραβάει από τό μάτι τό μαχαίρι του και χύνεται πάνω ατούς αντιπά λους του σαν θύελλα. Μά ένας καννίβαλος του εγει πε τάξει τό δόρυ του. "Α πίστευτα ευκίνητος καί ψύ χραιμος ^ καθώς είναι ό Κυρί αρχος της Ζούγκλας, πραγ ματοποιεί ένα θαύμα: σκύβει απότομα καί, τινάζοντας προς τ’ άπάνω τό χέρι του, αρπάζει στον άέρα τό δόρυ τού εχθρού! Ή αμέσως επόμενη .στιγμή χαρίζει δυο θανάτους! Μέ ά-
Ίιά γροθιά καί ό έχθρός της Ζούγλσς, της Ειρήνης και του Δικαίου ■πέφτει ατό γκρεμό!
πιστευτή μανία ό Τάργκα... επιστρέφει τό δόρυ στον ιδιο κτήτη του, καρφώνοντάς το στην κατάμαυρη ράχη του. Και, συγχρόνως, τό δεξιό του χέρι, σφίγγοντας τό μα χαίρι του, άνεβοκατεβαίνει μέ δύναμι. 'Ένας δεύτερος καννί βαλος σωριάζεται νεκρός! Στο μεταξύ ή Μαλόα έχει θέσει εκτός μάχης έναν καννί βαλο τού έχει πάρει τό δόρυ καί χτυπάει γύρω κι* αυτή μέ λύσσα! Ό Ατσίδας μέ τό φυσοκά λαμό του, εξακοντίζει μέ τά μικροσκοπικά βέλη τού Θανά του επάνω στούς άγριους αν τιπάλους. Ή μάχη κοντεύει νά γίνη σφαγή. 'Ο Τάργκα εξαπολύει ένα δόρυ, μέ τόση δύναμι, ώστε ή αιχμή του τρυπάει πέρα - πέ ρα μιαν ασπίδα καί καρφώνει θανάσιμα τόν καννίβαλο πού κρύβεται από πίσω! Αυτό φέρνει τρόμο καί πα νικό στους άλλους. ’Αφοΰ οί ασπίδες τους είναι ανίσχυρες για νά τούς γλυτώσουν απ’ την οργή τού λευκού ανθρώ που, δεν βλέπουν άλλη λύσι απ’ τή φυγή. Τό βάζουν στα πόδια. Τό φυσοκάλαμο δμως τού 5Ατσί δα προφταίνει δυο - τρεις απ’ αύτούς καί τούς... απαλλάσ σει από τόν κόπο νά τρέχουν! Ό Τάργκα σκύβει, κόβει μια χούφτα φρέσκα χόρτα καί σκουπίζει μ5 αυτά τό ίδρωμένο πρόσωπό του, ένώ ό Ατσίδας θυμάται τήν κάσκα καί τόν παρακαλεΐ. — Έσύ ντιστάξει άνεμος,·
Τ ΑΡΓΚΑ
τρυφερά μέ
φέρει πίσω άσπρος ύπόστεγος! Αυτό κάνει πολύ ωραί ος κεφάλι έμένα! ’Αλλά ό ΤάρΥκα δεν του δίνει σημασία. Ό άνεμος δυ ναμώνει κι9 αυτό εκνευρίζει τον Ατσίδα, πού νομίζει πώς τό κάνει επίτηδες, για νά τόν' ...κο,ροϊδέψη! Λυσσασμένος από τό κακό του, χειρονομεί σαλεύοντας τΙς γροθιές του Α ν αντίο ν του ...άνεμου καί του φωνάζει: — Έγκώ... σκοτώσει έσέν-α και πάρη πίσω άσπρος σ πάστε γος ! Καί, χωρίς άλλο δισταγμό, χάνεται τρέχοντας προς τήν κατεύθυνσι πού χάθηκε ή ά σπρη κάοκαΟ00
27
ευγνω,μοσύνη!
Τώρα πια έρχεται ή νύ χτα. 'Ένα βαθύ βουητό ξεχύ νεται σ9 ολόκληρη τή μυστη ριώδη ζούγκλα, καθώς ό δυ νατός άνεμος αναδεύει τις πυκνές φυλλωσιές των δέν τρων. Μά„ πάλι, δέν είναι γραφτό νά ησυχάσουν. Δυνατοί ήχοι από πρωτόγονα τούμπανα δο νούν τή νυχτερινή ατμόσφαι ρα καί κομματιάζουν τό μουρ μουοητό του δάσους. Ό Τάργκα γυρίζει έκπλη κτος. Κόκκινες ανταύγειες από κινούμενα- άναμμένα δαδιά προβάλλουν μέσα στδ σκοτά δι. Τό αύτί του Έλληνόπου-
28
ΤΑΡΓΚΑ
λου^δέν γελιέται. . Οί ήχοι προέρχονται άπό •πολεμικά τούμπανα καί ση μαίνουν-γενικό συναγερμό ό λων των άγριων φυλών τής περιοχής. Κι* όταν οί φυλές αυτές'έξεγείρόνται, χρειάζεται ολό κληρος θωρακισμένος στρα τός,. για να τις αντιμετώπιση ! Ό Τάργκα τό ξέρει αυτό καί, προτιμάει ν’ άποσυρθή. Πιάνει τή Μαλόα άπ’ τό χέ ρι καί την ποςρασυ,ρει τρέχον τος. κατά τό νότο. Μά σέ λίγα βήματα στέκεται. Καινούργια αναμμένα δα διά προβάλλουν κι από κεΐ... •κι* απ’ την ανατολή... κι’ άπ” τή δύσ-ι 1 Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο τρίζει τά δόντια· του σάν παγιδευμένο λιοντάρι. Μά τό θάρρος δέν- τον εγκαταλείπει ποτέ 1 . ' * Αρπάζει τό ακόντιο ένός νεκρού καννίβαλου καί. άκολουθούμενος από τή Μαλόα. όρμάει ν’ άνοιξη .δρόμο, ανά μεσα -στους αντιπάλους/ Εκείνοι αμύνονται μέ λύσ σα! "Οπου πέφτει ένας, ξεφϋ ·' τρώνουν. τρεις. Ό Τάργκα χτυπάει αλύπητα. Σκύβει, πη δάει, λαχανιάζει, άποφεύγει χτυπήματα, σωρ άζει- εχθρούς ■μά. σέ μι,ά' στιγμή, τό κον τάρι του... σπάει- στά δύοΐ Κυττάζεΐ' γύρω του μέ * μά τια· που άστράφτουν. Περισσότερα από είκοσι, άκόντια έχουν στρέφει απειλή τικά τις αιχμές τους, προς τό μέρος τής καρδιάς του.
"Ενα. πλατύ, σαρκαστικό γέλιο άκούγεται τότε. Κι* ανάμεσα άπ’ τούς ιθα γενείς ξεπροβάλλει ό 'Ισπα•νός. ’ . — Νά τον δέσετε άμέσως!/ .διατάζει παγερά. Νά τον με ταφέρετε στη φωλιά τού «με γάλου .πουλιού» I 1 . ΚΕΦ. 7. "Οπου ό Τάργκα πιά. νει ψιλή κουβέντα μέ' τον Θάνατο... καί ψήνει τον. ίδιο τον... εαυτό τουί ίναι ένα ' μεγάλο , ξέφίύτο καταμεσής στά δέντρα τής ζούγκλας. Μϊά μεγάλη φωτιά ανάβει* παράμερα καί φωτίζει μέ 'κόκ κινο φως τή νύχτα: "Ολο τό πλάτωμα είναι γεμάτς> από Ιθαγενείς, πού ■ γο νατίζουν καταγής κι5 άκου: μπάν τά πρόσωπα στή γή„ σ’ έκδήλωσι υποταγής προς τον άνθρωπο, ’ πού στεκει μπρο στά τους όρθός. · · Αυτός είναι ό ^φοβερός καί μύστη ριώδης ' I σπανός. Φοράει, μια .καινούργια κά σκα καί στο τροιχύ·. πρόσωπό του υπάρχει μια έκφρασι ίκα νοποιήσεως. * Μιλάει μέ δυνατή φωνή, σέ τοπική διάλεκτο, κι* οί άλλοι τον ακούνέ μέ φοβισμένη σι ωπή : — "Ενας μόνον κυβερνάει στή ζούγκλα-ί Ό ’Άνθρωπος πού μπορεί νά πετάη σάν που λί! "Ενα γενικό μουρ μου ρητό δέούς υψώνεται άπό τούς ίθα- · γενεΤς, / * * . ,
Ε
ΤΑΡΠίΑ •
·
29
,
— Ό "Ανθρωπος, συνεχίζει ό Ί σπανός, πού -δαμάζει* τ'ις τίγρεις! "Οσοι σντισταθήκα.τε στη θέλησε μου, κατάλαβα τε γρήγορα,· πόσο- πιο δυνα1τρς είμαι άπό δλους σας ! Θέ λω ·νά πατήσω-τή σπηλιά του * Γέρου Β ράχου. Ό θησαυνός πού ύπάρχει έκεΐ, θά γίνη δι κός μου! Ό έλέφαντας, ό Ζούμπο, άν μου γλύτωσε μια φορά, θά έξοντωθή στη δεύτε ρη! Γιά την ώρα έχω στη διάθεσί μου το «κορίτσι πού έ. λευθέρωσε τό Ζοΰμπο καΤτόν Τάργκα, .πού.σήκωσε κεφάλι έναντίον μου!.1 Η φωτιά τούς «περιμένει και τούς· δυό'ή . Ό Τάργκα άκούει τά λό για τού * Ισπανού μά δέν' τά προσέχει καί πολύ. Βρίσκε ται δεμένος χειροπόδαρα,· μέ χορτόσκοινά, κοντά στη φω τιά. που την έχουν ανάψει έπί τηδες γι’ αυτόν. Κοντά- του βρίσκεται·ή Μαλόα, δεμένη κι5 αυτή.. Καί στο βάθος -τού ξέφωτου διακρίνεται ένα μι- · κοό· άεροπλάνο ! ·Μ’ αυτό έχει έρθει στη ζούγκλα ό Ίσπανός.' Μ’ αυτό κατώρθωσε· νά έπιβληθη ατούς ιθαγενείς πείθοντάς τόυ,ς.' δτι πετούσέ, για τί . διαθέτει ' μαγικές ίδιότηΤ£Γ 1 βΟ Τάργκα' είναι, άποψασ^ σμένος νά έλευθερωθή. "Ετσι. καθώς είναι δεμέ-. νος, κατορθώνει -με τή συνερ γασία δλων των μυώνων του νά'κινήται λίγο - λίγο καί νά πλησιά^η στη φωτιά. Κανείς δεν τον προσέχει."Όλοι παρακολουθούν τό λόγο τού 1 Ισπανού; .
I ©ί άναγνώστάι τ©ΰ| • I «Τάργκα» και τοΰ «Ύπερί ανθρώπου» βφείλουν νά 1 βοηθούν καί νά προστα» 1 τεύουν τ©ύ$ φτωχούς καί | τού^ άύυνάτ©υξ! *. |
I
ΘΑΝΟΣ ΑΣΤΡΙΤΗΣ | . ^Λ/4<ννΐ\ννν^νννννννννννννννν\·\'ννν<ίΛ'νννννίΛ/ν(ΛνΐΛ'ννν. • Τώρα ό' Τάργκα είναι τό σο· κοντά, ώστε -άρχιζει νά βασανίζεται άπό την πυρά τής φωτιάς. Κάνει μιά τελευ ταία προσπάθεια, απλώνει τά δεμένα χέρια, του καί νοιώθει τις φλόγες νά του γλύφουν τή σάρκα. ^φίγγε.ι τά δόντιαί γιά νά μη φωνάξη. Μυρωδιά σάρκας πού καί γεται άπλώνεται τριγύρω. Ό Τάργκα ξέρει πώς ή σά,οκα πού καίγεται είναι ή δί,κή του! Ο ί πόνοι πού τό.ν βασανίζουν είναι αφόρητοι! 'Ωστόσο οϋτε τό * παραμι κρό βογγητό δεν βγαίνει ά πό τά χείλια του. Περιμένει λίγο άκό'ΐια κι9 έπειτα, μέ τε ράστια δύναμι προσπαθεί άπομακρόνη τό ένα χέρι του άπα τό.άλλο. Τά χορτόσχοινα, αρπαγμέ να άπό τή φωτιά, μισοκαμμένα, έχουν χάσει την , άντόχη το*>/\ Λίγο άκόμα κι* άκούγεται ένα ■ σιγανό «κράκ» πού στ* αύτιά τού Τάργκα παίρνει μορφή ουράνιας μελωδίάς. , . Τά σκοινιά έχουν σπάσει! Τά παντοδύναμα χέρια του είναι έλεύθερα! *Από κεΐ καί πέρα δεν χά-
36
ΤΑΡΓΚΑ
χει ούτε μια στιγμή. Μέ αστραπιαίες κινήσεις λύνει σέ μια στιγμή τά ποδιά του και ελευθερώνει τή Μαλόα! "Οταν τον βλέπουν οί άλλοι λυμένο, είναι πια αρ γά 1 Ό Τάργκα αρπάζει ένα ακόντιο και χυμάει σαν σίφου νας απάνω στον ' I σπανό ! Ό Ευρωπαίος έγκληματίας σαστίζει. Μπροστά στην καταιγίδα, που έρχεται νά τον εξαφάνι ση από τό πρόσωπο τής Γης, τρομάζει και τρέχει σαν τρελλός προς τό αεροπλάνο του. *0 Τάργκα τον καταδιώκει μανιασμένος. Οί ιθαγενείς, βλέποντας έ τσι πανικόβλητο αυτόν, πού τον θεωρούσαν ανίκητο·, μέ νουν άναυδοι και κυττάνε σάν χαζοί την άγρια σκηνή του ανθρωποκυνηγητού, πού γίνε ται μέσα στις κόκκινες λάμ ψεις τής φωτιάς! ιΗ άπόστασι πού χωρίζει τούς δυο αντιπάλους, όσο πάει καί γίνεται πιο μικρή. Ό * Ισπανός είναι πολύ γρή γορος. Μά ό Τάργκα ξεπερνάει σέ γρηγοράδα καί τον άνεμο! Τό αεροπλάνο είναι ακόμα μακρυά. Ό Τάργκα θά προλάβη! Μά την τελευταία στιγμή γίνεται κάτι απροσδόκητο: ένα μικρό φίδι ξεπετιέται από τό λιθάρι του τρομαγμένο καί βρίσκεται στο δρόμο των άντιπάλων. Ό Τάργκα δεν τό βλέπει καί τό πατάει. Τότε ή σάρκα του φιδιού λυώνει, γί
νεται κάτω από τό πέλμα τού Τάργκα μιά γλοιώδης ■ ουσία, πού τον κάνει νά γΛυστρήση καί νά πέση χάμω μέ τά μού τρα 1 Μέ πολλή σβελτάδα ξανασηκώνεται. "Αλλά τώρα ό Ισπανός έ χει προλάβει. Βρίσκεται κιόλας στή θέσι τού πιλότου καί αγωνίζεται νά βάλη μπροστά τή χημανή τού αεροπλάνου. Πράγμα πα ράδοξο, όμως. *Η μηχανή α φήνει ένα - δυο μουγγρητά, συγκλονίζει τό αεροσκάφος κι5 έπειτα... σωπαίνει! Τί έχει συμβή;
ΚΕΦ. 8 "Οπου
ό
Ατσίδας
συλλαμβάνει τον... άνεμο καί τοΰ τσα κίζει τά... πλευρά! ι „ I ιά νά δούμε τί ακριβώς συμβαίνει, πρέπει νά πα ρακολουθήσουμε, γιά λίγο τον Ατσίδα» Τον αφήσαμε νά τρέχη μα νιασμένος καί νά διατάζη τον... άνεμο νά τού έπιστρέψη τήν άσπρη κάσκα I Γιά πολλήν ώρα τρέχει στον βρόντο. 1 ύρω του ό άνε μος σψυρίζει περιπαικτικά καί ή άσπρη κάσκα έχει κά νει φτερά. Ό πεισματάρης νέγρος δεν απελπίζεται. Συνεχίζει τήν περιπλάνησί του, σταματώντας κάθε τόσο γιά νά κόψη κανένα άγριοκάρπουζο ή άγριοπέπονο Στο μεταξύ έχει νυχτώσει. Καί, ξαφνικά, άκούει ένα
Γ
ΤΑΡΓΚΑ
παράξενο μουγγρητό. Στήνει αύτί. Όχι. Δεν εί ναι μουγγρητό ρινόκερου, ούτε κροκοοειλου, -ούτε άλ λου θηρίου, ίείναι κάτι άλλοι ώτικο, κάτι που γιά πρώτη φορά άκούγεται στη ζούγ κλα 1 Ό Ατσίδας συσπειρώνεται και προχωρεί σιγά - σιγά, μέ προφυλαςεις, προς το μέρος τού μουγγρητου. Κάπου έκεΐ βλέπει τ’ αγριόχορτα ν’ ανα κατεύονται σαν μανιακά. Προ χωρεΐ λίγο ακόμα καί μένει κατάπληκτος. Χωρίς νά τό φαντάζεται, έχει φθάσει στο ξέφωτο, όπου βρίσκεται τό μικρό αεροπλά νο τού Ισπανού. Αυτός, για καλό καί γιά κακό, έχει βά λει μπροστά τη μηχανη κι* ή έλικα στριφογυρίζει, μαστι γώνοντας οαιμονυσμένα τον αέρα! Ό Ατσίδας για πρώτη φο ρά βλέπει τέτοιο... θηρίο! Στην αρχή τό κυτταζει μέ τρόμο. Όπειτα ένας άγριος θυμός ξυπνάει μέσα του. Βλέπει τον δυνατό άνεμο, πού ξεσηκώνεται από την έλι κα καί λυγίζει τους κλάδους των γύρω δέντρων καί μιά... σοφή σκέψι περνάει απ’ τό χοντρό μυαλό του: — Έσύ όκι είναι θεριό!, φωνάζει. Έσύ είναι... άνεμο, έσύ πήρε ντικό μου άσπρος... ύπόστεγος! Ντώσει πίσω ύ~ πόστεγος Άτσίντα! Καί καθώς δέν παίρνει άπάντησι, εξαγριώνεται πιο πο λύ.
31
— Έσύ όκι ντώσει υπόστεγος; Έγκω τσακίσει πλευρά εσένα 1 * Αρπάζει ένα βαρύ κλαδί, πληοιαςει μέ προφυΛα^ι τό α εροπλάνο κι' αρχίζει νά τό χτυπάει μέ λύσοα: — Μά! Νά! Πά! Οί βλάβες πού προκαλεΐ, κάνουν την έλικα ν’ ακινητήση. Ό Ατσίδας τρομάζει. Σκαρφαλώνει σ’ ένα δίπλα νό δέντρο καί μένει ακίνητος κυττάζοντας ύποπτα τό άερο πλάνο. —Έσύ λουφάξει!, του λέει. Όκι φυοάει πιά. Ντώσει πί σω ύποστεγος; Καί περιμένει μέ υπομονή, πού υά την έζήλεοαν καί τά... γαϊδούρια. Μά, ξαφνικά, παράξενα πράγματα αρχίζουν να γίνον ται γύρω του. Μιά μακρυνή μεγάλη φωτιά ανάβει. Σού σουρο άπό πολλά στόματα άκούγεται. Καί, στο τέλος, έ να δυνατό ποδοβολητό! Ό Ατσίδας σκύβει περίερ γος τή μεγάλη κεφάλα του καί βλέπει τον Ισπανό, μέ τή νέα κάσκα στο κεφάλι, νά πηδάει πάνω στο αεροπλάνο καί τον Τάργκα νά τον κατα διώκει άπό κοντά ! Αμέσως βγάζει τό συμπέρασμα πώς ό Ισπανός καί ό... άνεμος έ χουν φιλίες! ΓΓ αυτό ό άνε μος του πήρε τήν κάσκα, γιά νά τήν ξαναδώση στόν... Ι σπανό ! ιΗ καινούργια του σκέψι τόν εξοργίζει. — Έγκώ, φωνάζει, μέ φύ
32
ΤΑΡΓΚΑ ·
σα . φύσα κάλαμο σκοτώνει έσένα! Φέρνει τό φυσο·κάλαμο στο. στόμα κι* ετοιμάζεται- νά τό .φυσηξη ,μέ στόχο τόν * Ισπανό, πού αγωνίζεται άδικα νά βαλη μπροστά τό χαλασμένο α εροπλάνο. Τή,ν ίσια στιγμή καταφθάνει- κι* ό Τάργκα υ ψώνοντας τό άκόντιό του. "Αλλά σταματούν κι* οί δυο. άνατρ ιχιάζο ντας. Μια σπαραχτική κράύγή άκούγεται. *Η φωνή τής ΜαλόαΙ Σαν αστραπή ό Τάργκα κι5 ό Ατσίδας τρέχουν, προς τό ξέφωτο. Έχει βλέπουν μια πελώρια γκρίζα μάζα νά στριφογυρίζη με μανία, σκορπίζοντας το θανατο ανάμεσα στους ίθα γενεΐς του * Ισπανού, που φεύ γουν πανικόβλητοι προς όλες τις κατευθύνσεις! Είναι ό Ζουμπο, ό' 1 Ιερός Ελέφαντας! ιΟ Ζουμπο βρίσκεται αυτή τή στιγμή άκριβώς πάνω από τήν πεσμένη Μαλόα κι* έχει σηκώσει άπειλητικά πάνω- α πό τό κεφάλι του * όμορφου ξανθού κοριτσιού τήν πανί σχυρη προβοσκίδα του! Ό Τάργκα σηκώνει τό ά'κόντιο 1 Ό Ατσίδας τό φυσοκάλα- . μο! Μά ό Ζουμπο, ό έξυπνος έλέφαντός, μόλις φθάνει κον τά στή Μαλόα, κοντοστέκε ται. Αναγνωρίζει αυτήν πού τού έκοψε τά δεσμά και τόν Ισωσε απ’ τις τίγρεις. Χαμη- · λώνει τήν προβοσκίδα του
καί τή · χαϊδεύει απαλά .στα μαλλιά, μ* ευγνωμοσύνη!
ΚΕΦ. 9. "Οίτου τ© άδικο τιμώ ρείτοζς όπως. .πάν τοτε* σκληρά! “Ισπανός!, ουρλιάζει ό Τάργκα. Δεν πρέπει νά μας ξεφύγη! 1 υριςει καί τρέχει πρός τό μέρος του. 'ϋ λευκός εγκληματίας έ χει παρατήσει τό χαλασμένο αεροπλανο καί φεύγει πρός τόν κοντινό γκρεμό. Ταυτό χρονα αντηχεί τό συνθηματι κό σφύριγμα του, πού καλεΐ τις τίγρεις. Μανιασμένος * ό Τάργκα τόν καταφθάνει. ιΗ μονομαχία πού έπακολοΟθεΐ είναι σύντομη. Με μια τρομερή γροθιά τό ανίκητο Ελληνόπουλο τόν ρίχνει νά κομματιαστή κάτω, στον γκρεμό! "Επειτα γυρίζει βαρειανασαίνοντας. Δεκάδες τίγρεις έχουν ψανή πίσω του, μά δεν χρειάζε ται ν5 άσχοληθή μ* αυτές! Γεμάτος μίσος ό Ζούμπο, 6 ιερός έλέψαντας, έχει έπιςεθή στ* αγρίμια, πού έπιχείρη σαν νά τόν σπαράζουν, όταν ήταν δεμένος, καί τά τσακίζει με τήν προβοσκίδα του καί Τά λυώνει μέ τά τεράστια πέλ ματα των ποδιών του. * * * "Αργά, τή νύχτα, οί. τρεις •ήρωές μας ξαναγυρΤζουν νίκη τές στήν σπηλιά τους. Μά δεν είναι τρεις τώρα. Είναι τέσ σερις.
Ο
33
ΤΑΡΓΚΑ • Μπροστά πήγαινε; ό Τάργκα μέ την αγαπημένη του Μαλόα. Πίσω έρχεται ό Ατσίδας. Είναι σκαρφαλωμένος άπά νω στον πανύψηλο ελέφαντα, τον Ζουμπο, καί ή αγκαλιά του είναι γεμάτη' από μεγά λα πεπόνια καί καρπούζια. Τό μαύρο πρόσωπο του χον τρού συντρόφου του Τάργκα λάμπει από βαθειά ικανοποί ησε ·Η γλώσσα του γλείφει Τ Ε Α
.τό μεγάλο .χαλκά της μύτης του, σημάδι πώς ό Ατσίδας είναι ευτυχισμένος. —. Ζουμπο,, λέει στόν ε I ερό Ελέφαντα, έγκώ έσύ φίλος! Έγκώ δκι ,περπατάει . πιά! Έγκώ ξάπλαν- ξάπλα πλάτη έσένα, έγκώ τρώει καρπούτ-ζια, πεπόνια,· έγκώ δκι κουράτζει έμένα πιά! Έγκώ πο λύ φίλος έσένα! Καί μέ μιά δαγκωνιά κατα βροχβίζει... μισό καρπούζι!· Ο. Σ
Πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο υπό Θάνου Αστρίτη “Απαγορεύεται ή άναδημόσίευσις
, Λ,Λ/νΜ/νννννίΜίνίΜΜ'
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ τού
Α Τ Σ I Λ Α
Φύσα-Φύσα Κάλαμου
ΠΡΟΣ ΤΟΝ >
4
ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ ·
«Αξιότιμος Κύρι©ς Κοντοστούπες, Ένας πίθηκος έρτη εμένα φέρη. ντικό σου μή νυμα. Έγκώ ©κι καταλαβαίνει καλός. Έσύ τι ζητάει έμενα, Κοντοστούπος:; Έσύ κάνει παλληκαρά έμέ. να, ξητάιετ καβγά εμένα; Έσύ τρελλό είναι! ’Ατσίντα μπορεί πιάσει εσένα, ψήση έσένα, φάη εσένα! Χράπ, κάνει έσένα μπουκιά μία! Εγκώ φάη εσένα, δκι χόρταση! Έγκώ φάη πέντε εσένα χόρταση! Κατάλαβα; Έσύ λέει κάνει μονομαχία έμένα ' ποιος ©κι φάη . τίποτα μέρα πολύς! Χά! Έσύ ©κι καλά μυαλό έσέτ να! Έσύ βρίτξέι εμένα, έγκώ θυμώση έσένα! Έγκώ πιάση εσένα, βάλη μέσα ζούγκλα, ντώση έσένα καρπούζια —'πεπόνια εκατό, πχχύνη εσένα, φάη εσένα! Έγκώ περιμένει έσένα άπαντήση έμένα τεύχος 66 «Υπεράνθρωπος»! Έσύ δκι άπαντήση έμενα,, εγκώ έρτη Αμερικανική, σπάση ξύλο Κοντοστούπες καί όλος Υπεράνθρωπος! Χά! ΑΤ22ΙΝΤΑΣ Φύσα -[φύσα Κάλαμος»
ζΙ%Κβ/νΜ/ΜβήΛΜη&Α/νν\/ννννννϊΑηΜβ/νν\Α/νννΜΜινν\ΛΜι\νΐ'.
ΤΑΡΓΚΑ Εβδομαδιαία
βιβλία
Τεύχος 3 ΓΡΑΦΕΙΑ:
Λέκκα 23
Τηλ. 36-373 Οίκον. Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Αρχισυντάκτης: Στ. ’Αινεμοδουράς, Α. Θησέως 323. Προϊστάμενος τυπογρ.: Δ. Κορδάκης Πέτρας 29.
^ Την ερχόμενη Τρίτη κυΛ { κλοφορεΐ τό 66 τεύχος του \ ^ «Ύπερανθρώπου: ^ Η Αίχμάλωτοι του ολέθρου $ ) Τό τεύχος αυτό είναι ά- ζ Αφιερωμένο οτόν "Ελληνα» ^ Υπεράνθρωπο Έ λ Γ κ ρ έ' Α κ ο καί στην Αστραπή, Α \τήν Κόρη του Ύπερανθρώ-Α \ που, πού συνοδεύονται, φυ- Α ^σικά, από τόν... Ύπερκον-\ ;τοστουπη! \ ζ Στο ίδιο τεύχος θά άπο-^ Α λαύσετε την ξεκαρδιστική : Α άπάντησι του κωμικού νά·· Α Ανου στην ανοιχτή επιστολή) Α του Ατσίδα ! )
4ννΜ/ννι/ννννν\νννινννννν\νι/νιννν^ Γ»*,
Η *
* * Νβ Ν% Ν* %
Ν Ο
Ν β
Ν ο
ο \»
Ν Ή» Ο
X
Τό 4ο τεύχος τού «Τάργκα» πού θά κυκλοφορήση την ιέρχόμενη Πέμπτη ιμέ τόν τίτλο;
© ιο ο
! Ο ΦΥΛΑΚΑ! ΤΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ
I I Ν Ο
θά είναι £να από τά πιο συναρπαστικά και πιο παρά ξενα αναγνώσματα ζούγκλας πού εχετε διαβάσει ποτέ! Στο τεύχος αυτό, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, ό ατρόμητος Τάργκα, /μαζί μέ τή Μαλόα, τόν Ατσίδα καί τόν νέο σύντροφό τους Ζούμπο, ανακαλύπτουν μέσα στην καρδιά τής ζούγκλας, κάτι αλλόκοτο καί ώραΐο καί τρομερό, κάτι πού δεν Ιμπορεΐ νά 6άλη ό νους τού ανθρώπου!
Ο
Η
\«
\β I Ο
\ο
\ Ο
Ν Η Ηβ Ν Η Ο
Ο
"Οποιος χάση τό τεύχος 4 τού «Τάργκα», θά χά ση ώρες χαράς, αγωνίας, γέλιου, ηρωισμού καί πα ράξενων καί γοητευτικών περιπετειών!
4»
«
·.
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2.000
Ο! ΚΟΥΡΣΆΡΟΙ Τ9Ν ΠΠΆΝΗΤ9Ν ςγαθητε / κάνετε λάθος!
ΝΟΜΙΣΑΜΕ ΟΤΙ ΕΣΕΙΣ θ£Πβ Τ£
-
ΗΡΘΑΜΕ 8Σ ΦΙΛΟΙ' ΑΝΘΡΕΠΟ! Η ΤΗΣ ΓΗΣ*
ΝΑ ΜΑΣ ΧΤΥΠΗΣΕΤΕ/
✓—* ΓΤΑΥΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΑΤΕ
.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΑ·
^-----ν_. ΝΗΓΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ,4—ΚΑ! ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ γ£^ίν^ν^
(ίί
ΠΕΡΙΗΓΗ-
Ν ΤΑ*! *---✓
Ο! ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΕΨΑΝ, ΑΠΛΑ------
/ΑΣ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑ' ΚΟΓΟΥΘΗΣΟΥΜΕ ! ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΠΤΟ!!τ
Υ ΧΗί ΓΥΡ/ΖΟΥΝ } ΠΙΣΕ ΠΡΟΣ ΤΟ Κ
πηβτο
) Σιο !
εργοςγα
__ _
ΜΑ Οι ΥΠΕΡΑΝ02ΠΟΙ ΧΑΝΟΥΝ ΤΑ ΑΕΡΟ ΠΛΟΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ,
ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΠΟΥ I -
ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΑΕΤΟ ΕΡΓΟΣ- Γ~? ταςιο ------- -— ----- ■-
ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΧΑΘΗΚΕ ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΜΈΝΑ/ί ΧΗΜΕΙΕ ΜΑ !
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Μ
των
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ΗΡΩΙΚΕΣ!
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟΝ Ενα τρομερό μυστήριο, ένα αλλόκοτο αίνιγμα, από τό μακρυνό παρελθόν τής παιδικής ήλικίας τής Μαλόα, έρχεται γιά νά ρίξη τον Τάργκα, τή Μαλόα καί τον Ατσίδα σέ περιπέτειες! ΚΕΦ. 1. "Οπου 6 Ατσίδας τρώει γιά... είκοσι καί κινδυνεύει νά... φαγωθη κι* ό ίδιος!
ρυ μ μένος άπό πολλή ν ώ ρα, ανάμεσα στις πυκνές καταπράσινες φυλλωσιές ενός πελώριου βαοβάβ (*), ό τε ράστιος βόας διατηρεί μιάν ύ πουλη άκινησία. Είναι νηστι κός ένα ολόκληρο δεκαήμερο καί τά παγερά μάτια του, γε μάτα άπληστία, παρακολου θούν άγρυπνα τό πλάσμα που κινείται στη ρίζα του βαο βάβ, χωρίς νά μαντεύη τον φοβερό κίνδυνο που κρέμεται μερικά μέτρα πάνω άπό τή χοντρή κεφάλα του. Τώρα ό βόας ξεδιπλώνει άργά τις πανίσχυρες «κουλού ρες» του. Ή ουρά του μένει τυλιγμέ νη σ’ ένα ψηλό κλαδί, μά τό τριγωνικό κι* άποκρουστικό κεφάλι του γλιστράει γοργά καί άθόρυβα προς τά κάτω. Γιά μιά στιγμή σταματάει, κάνει μερικές ρυθμικές κινή-
(*) Το βαοβάβ είναι, ώς γνω στόν, τό π ιό μεγάλο δέντρο τής παρ θένας ζούγκλας. Γιά νά λάβετε μιάν ιδέα του μεγέθους του, φαντασθήτε δτι, πολλές φορές, πέντε άντρες, πιασμένοι χέρι - χέρι, δεν φτάνουν ν’ αγκαλιάσουν τον κορμό του!
4
ΤΑΡΓΚΑ
σεις και φαίνεται έτοιμος νά έπιτεθή, άλλα, ξαφνικά, άνακότττει την όρμή του. Ό άνθρωπος, πού βρίσκε ται στη ρίζα του δέντρου, χω ρίς βέβαια νά ξέρη πόσο τρο μερό κίνδυνο διατρέχει, απο μακρύνεται μερικά βήματα καί φωνάζει σ’ ένα όμορφο ξανθό κορίτσι, πού στέκεται πιο πέ ρα : — Κύριος Μαλόα, έγκώ όκι φτάνει κόψη - κόψη φροϋτος! Έγκώ στήση σκαλωσιά, άνέ6η ψηλός, κόψη - κόψη φρούτος, ψάη κύριος Μαλόα! Αμέσως, ό Ατσίδας —για τί αυτός είναι τό πλάσμα πού καοαδοκεΐ ό βόας— φέρνει στα παχειά χείλια του τό φυ σοκάλαμό του, από την... α νάποδη, καί φυσάει. "Έτσι, δεν εξακοντίζεται βέλος, άλλ" άκούγεται ένα σφύριγμα δυ νατό κι* αλλόκοτο. Σέ λίγο, άντηχεΐ κάπου πο λύ κοντά ένα βαρύ ποδοβολη τό. Τά κλαδιά των δέντρων λυ γίζουν καί σπάζουν καθώς περνάει άνάμεσά τους τό τε ράστιο σώμα ενός ελέφαντα καί ό Ζούμπο, ό νέος σύντρο φος των τριών ηρώων μας. κά νει τη μεγοώοπρεπή έμφάνισί του. Ό Ατσίδας πανηγυρίζει : — "Ετοιμος τό... σκαλω σιά! "Ατσίντα, σκαρφαλώσει επάνω Τζούμπο, κόψη - κόψη ψρουτος! Ό έξυπνος ελέφαντας μαν τεύει αμέσως την επιθυμία τού Νένοου. Τεντώνει την προβο σκίδα του, τη λυγίζει στην ά κρη, την κάνει σάν... κάθισμα
καί την προτείνει στον 3Α τσίδα. Ό Νέγρος κάθεται, χαμο γελώντας σάν συναχωμένος γέρικος γορίλλας! Καί ό Ζουμπο (*) μέ μιά κίνησι μαλακιά καί άνετη, τον σηκώνει σάν πούπουλο καί τόν ρίχνει άπάνω στην ράχη του! "Από έκεΐ, ό Ατσίδας φθά νει νά κόψη μ3 ευκολία τούς άγριους, αλλά εύχυμους καί δαλεχτούς καρπούς τών δέν τρων καί τών άναρριχητικών τής ζούγκλας. Κάτω, ή Μαλόα περιμένει νά τής πετάξη ό Ατσίδας με ρικά φρούτα, γιά νά χορτάση την πεΐνα της, ώσπου νά φανή ό Τάργκα, φέρνοντας τό νόστι μο κρέας κανενός ζαρκαδιού ή την τρυφερή σάρκα κάποιου άγριου πουλιού. "Όρθιος ό "Ατσίδας, έπάνω στη ράχη τού ελέφαντα, απλώ νει τίς χερούκλες του, διαλέ γει ένα πελώριο άγριοροδάκινο, τό κόβει, ετοιμάζεται νά τό πετάξη -στη Μαλόο|, μά συγκρατιέται, τό κυττάζει μέ βουλιμία, ξερογλείφεται καί, τέλος, τό,.. χώνει βιαστικά στο πελώριο στόμα του, δικαιολο γούμενος φωναχτά : — Ροντάκινος τούτος... άγκουοος! Βλάψει εσένα κύριος Μαλόα. Έσύ όκι πρέπει φάει αυτό! 3 <“> « Τό καταβροχθίζει, ενω οι χειλάρες του πλαταγίζουν σάν . . . πατσές, πού τίς χτυπούν (*) Περισσότερες λεπτομέρειες γ:ά τόν Ζούμπο θά βρίστε στο προηγούμενο τεύχος, πού έχει τόν τίτλο : «Ζούμπο, ό Ιερός Ελέφαντας»,
ΤΑΡΓΚΑ · επάνω σέ μάρμαρο! Συγχρόνως τά χέρια του, χωμένα άνάμεσα στα κλαδια, παραμερίζουν φύλλα, ψάχνουν, χουφτιάζουν έναν καινούργιο καρπό και τον κόβουν. Ό Ατσίδας τού ρίχνει μια γρήγορη... εξεταστική ματιά. "Επειτα, φωνάζει κουνών τας τήν κεφάλα του : — Όκι! Όκι! Ντς! Ντς! Όκι κάνει φάει αυτό κύριος Μαλόα! Αύτό... παραγκινωμέ νος^ Έγκώ πετάξη αύτό φρούτος! Καί τον πετάει στο... στό μα του! ' Ή ίδια ιστορία ξαναγίνεται καί μ5 ένα τρίτο καί μ3 ένα τέ ταρτο άγριοροδάκινο. ^ — Όκι!, φωνάζει κάθε φο ρά ό "Ατσίδας. Αύτό... σά πιος! Έγκώ πετάξη αύτό! Καί τό πετάει πάντα στο ορθάνοιχτο χαώδες... στόμα ίου! Στο τέλος αποφασίζει νά δικαιολογηθή... μιά για πάν τα, για δλα τ" άγριοροδάκινα τού δέντρου καί φωνάζει κουτοπόνηοά : -— Όλος ροντάκινος όκι καλός, κύριος Μαλόα! "Ολος . . . σάπιος, όλος... άγκουρος! Έγκώ... πετάξει όλος ροντάκι νος ! "Από εκείνη τη στιγμή κΓ ύστερα ή φωνή του δεν ξανα κούγεται. Τά χέρια του δου λεύουν^ γοργά, άνεβοκατεβαίνουν σάν έμβολα "Αχανής, κό βουν φρούτα, τά ρίχνουν στο οτόμα του, ξανακόβουν... τά ξαναρρίχνουν... καί δεν άκούγεται πιά, παρά ένας παράξε
5
νος ήχος, σαν να πίνουν νερό ένα κοπάδι βουβάλια! Ό "Ατσίδας καταβρόχθιζε, τ’ άγριοροδάκινα ρουφώντας τον γλυκό χυμό τους και κάθε τόσο διακόπτει, γιά νά κάνη : — Φτοΰ! . , Καί κάθε φορά πού κάνει «οτού!», ένα κουκούτσι έξακοντίζεται με ορμή άπό τις χειλάρες του! Ή Μαλόα, πού περιμένει άπό κάτω φρούτα, δέχεται μό νο μιά βροχή άπό... κουκού τσια. "Ανοίγει τά χείλη της γιά νά διαμαρτυρηιθή, άλλα μένει με τό στόμα ορθάνοιχτο. Τά μάτια της γουρλώνουν καί γεμίζουν τρόμο. Μιά βρα χνή φωνή ξεφεύγει άπ" τό λαρύγκι της ·: -— "Ατσίδα, · πρόσεχε! Α τσίδα ! Ό βόας! Ό Νέγρος δεν καταλαβαί νει ακόμα τον φοβερό κίνδυνο πού διατρέχει. "Ολη ή σκέψι του, δλο τό είναι του είναι δο σμένα στά φρούτα καί στο ά~ χόρταγο στομάχι του! Ό τεράστιος βόας, πού τον παρακολουθεί άπό τόσην ώρα, μακρύ κορμί του, σαν ένας πε λώριος σάρκινος κλάδος, έχει γεφυρώσει τό βαοβάβ. με τή.ν άγριοροδακινιά! Τό άποκρουστικό κεφάλι του κατεβαίνει γοργά προς τον "Ατσίδα, άναδεύεται μέ τρομερή ευλυγισία καί κινεί ται γιά νά σχηματίση τίς πε λώριες «κουλούρες», μέσα στις όποιες θά πολτοποιηθή σέ λί γα δευτερόλεπτα τό κορμί τού Νέγρου!
6
ΤΑΡΓΚΑ
^ Ή λεία φαίνεται πιά τόσο σίγουρη, ώστε ό βόας άφίνει ένα προκαταβολικό σφύριγμα θριάμβου. Ό 3Ατσίδας, άφωοιωμένος στο φαί, τό άκούει αυτό τό σφύριγμα, μά δεν του δίνει σημασία. Μέ τη χερούκλα του σπρώ χνει τό κορμί του βόα, πού ετυχε νά μπή μπροστά σ’ ένα όρεχτικό ροδάκινο. Καί γρυλλίζει : -—- Αυτό, ωραίος ροντάκινος! Άτσίντα, κόψη αυτό ροντάκινος! Αυτό πού επακολουθεί την επόμενη στιγμή είναι τρομα-
κτικό και καταπληκτικό. Ό βόας πραγματοποιεί την έφόρμησί του! Τό πελώριο κορμί του εκτι νάσσεται μέ ταχύτητα σαΐτας, διαγράφει στον αέρα μερικούς φριχτούς καί άσύλληπτους ελιγμούς καί βρίσκεται τυλι γμένο, σάν ένα τερατώδες σάρ κινο ελατήριο γύρω από το κορμί τού Ατσίδα! Ό χοντρός Νέγρος άποοττάται από τη ράχη τού ελέ φαντα καί βρίσκεται στον αέ ρα, κρατώντας άκόμα στο δε ξιό του χέρι ένα ροδάκινο! Τότε μόνο καταλαβαίνει την τρομερή του θέσι. Πρώτη του δουλειά είναι νά χώση γρήγορα - γρήγορα τό ροδάκινο στό... στόμα του κι’ αμέσως έπειτα μιά κραυγή φρίκης ξεπηδάει άπό τό λαρύγκι του! Ή Μαλόα τον κυττάζει μέ τρόμο, χωρίς νά μπορή νά τού δώση καμμιά βοήθεια. Ό α κατανίκητος βόας τον άνυψώνει προς τά πανύψηλα κλαδιά τών δέντρων τής ζούγκλας, πού οι κορφές τους λες κι’ αγ γίζουν τον ουρανό! ΓΙοιά δύναμι είναι ικανή ν’ αναχαίτιση καί νά τραβήξη προς τά κάτω τό πανίσχυρο μυώδες κορμί ενός βόα, πού φτάνει σέ μάκρος τά 10 μέτρα; ΚΕΦ.
'Ένας άλλόκοτος γίγαντας κάνει την έμφάνισί του πάνω σ’ §να ρινόκερω!
2. "Οπου ό Ζουμπά καί ό Τάργκα, τό ατρόμητο Ελληνόπουλο, αγωνί ζονται για τη σωτηρία τού Ατσίδα!
Ζουμπο, ό ιερός ελέφαν τας, πού έχει γίνει πιά ό άχώριστος σύντροφός τού
Ο
ΤΑΡΓΚΑ
Ό Ατσίδας κάνει
7
μια βουτιά και άρπάδει τον αγκαθωτό γίγαντα από τό πόδι ί
1 άργκα, τής Μαλόα και τοϋ "Ατσίδα, δεν αργεί να καταλά6η αυτά πού γίνονται πάνω α πό τή ράχη του. Στο άγριο σφύριγμα του τεράστιου βόα, απαντάει μ" έ να τρομερό φύσημα τής προ βοσκίδας του, πού άντηχεϊ σ’ ολόκληρη τή ζούκλα σάν αν τίλαλος σειρήνας! Τραβιέται γοργά δυο βήμα τα πίσω. Τινάζει προς τ’ άπάνω τό κεφάλι του. ^ Βλέπει τον βόα, πού τρα βάει μέ αμείλικτη δύναμι τό θύμα του, βλέπει και τον Άτοίδα, πού υποφέρει από τρο μερούς πόνουο καί σπαράζει, καθώς τά κόκκαλά του τρίζουν
κιόλας καί κινδυνεύουν νά συντριβοΰν. Αμέσως, ή πανίσχυρη προ φαντά εξακοντίζεται προς τα ύψη καί ή άκρη της, σάν άγκίστρι, γαντζώνεται σε μιά απ’ τις «κουλούρες» τού βόα! Μιά φοβερή μονομαχία, μιά ανατριχιαστική άναμέτρησι δυ νάμεων, ανάμεσα στά δυο ιοχυρότερα θηρία τής ζούγ κλας, επακολουθεί! Μέ τρομερή δύναμι. ή προ βοσκίδα τού ελέφαντα τρα βάει τό φίδι προς τά κάτω, ένφ τό χοντρό, σάν κορμός δέν τρου, καί μυώδες σώμα τού βόα, τραβιέται ακατανίκητα προς τά πάνω!
ΤΑΡΓΚΑ Δυνατά σαλπίσματα· τής προβοσκίδας καί μανιώδη σφυ ρίγματα του ψιδιού γεμίζουν τή ζούγκλα. Τ' άλλα θηρία, παγωμένα άπό τρόμο, μπροστά σ’ αυτή την τερατώδη άναμέτρησι των δυο γιγάντων, τρέπονται σέ φυγή μέ γρυλλίσματα φόβου. Ό Ατσίδας, σφιγμένος πάντα στις «κουλούρες» τού φιδιού, περνάει στιγμές πολύ δύσκολες. Ό βόας νοιώθει πώς ό ελέ φαντας, ό Ζοΰμπο, είναι ένας άντίπαλος άνίκητος κι3 * απο φασίζει νά... ξεμπλέξη όπως δπως μέ τον Ατσίδα, γιά νά προσπαθήση έπειτα νά ξεφθγη. ^ ' Αναδεύει τον ατέλειωτο κορμό του, συσπά τούς μυώ νες του κι3 άπό τά χείλια τού Ατσίδα ξεφεύγει ένα σπαρα χτικό ουρλιαχτό πόνου! Την ίδια στιγμή άκούγεται άπό κάτω, άπό τή ρίζα τού δέντρου, ή φωνή τής Μαλόα : — Τάογκα-! Τάογκα! Ό βόας! Πνίγει τον Ατσίδα! Ό Τάργκα, τό ατρόμητο Ελληνόπουλο, ό. Κυρίαρχος της Ζούγκλας,: έχει γυρίσει ά πό τό κυνήγι του. Πάνω στους πελώριους ώ μους του είναι ριγμένο ένα τουφεοό ζαρκάδι κι3 ό Τάογκα πλησιάζει πολύ ευχαριστημέ νος. γιατί· έξασφάλισε γιά τή Μαλόα νόστιμη τροφή. -σφνικά, όμως, ακούει τή φωνή της. Στέκεται απότομα, σηκώ νει τό κεφάλι, βλέπει τή φρικιαστική μονομαχία, πού δια
δραματίζεται πεντακόσια μέ τρα πιο κάτω, καί παίρνει μια βαθειά αναπνοή. Τό πλατύ στήθος του φουοκώνει·, γίνεται σάν μιά πελώ ρια θολωτή καμπάνα καί οϊ μυώνες του πετιοΰνται προς όλες τις κατευθύνσεις, σάν ρό ζοι τεράστιοι καί καλοσχηματισμένοι: Γοργός σάν άνεμος πετάει τό ζαρκάδι άπό τούς ώμους καί σκαρφαλώνει στο πιο κον τινό δέντρο. Πρέπει νά προλάβη ! Ή ζωή τοΰ Ατσίδα με τριέται τώρα μέ χιλιοστά τού δευτερολέπτου! 'Αρπάζει τό μακρύ χορτόσχοινο ενός αναρριχητικού φυ τού, δοκιμάζει τήν στερεότητά του κι3 αμέσως εξακοντίζεται ο τον αέρα, σάν βέλος πού ξέΦυνε άπό καλοντεντωμένο τόξ°? χ Το κοουί του. σχίζει σπαθω τά τον αέρα. Διαγράφει την κυκλική τρο χιά του καί βοίσκεται οπήν κορυφή ενός άλλου δέντρου, πενήντα μέτρα πιο πέρα. Α πό έκεΐ ξαναγίνεται ή ίδια δουλειά μέ άστοαπιαία. τανύτητα, έτσι, πού τό μάτι δέν ποοφτσίνει νά παρακολουθηαη τις κινήσεις του καί νομίζει πώς 6 Τάονκα απέκτησε, ξα φνικά. φτερά καί πετάει στον άέηητ! "Ετσι, πετώντας, εκμηδενί ζει την άπόστσσι. Καί τη ατινηη πού ό βόας επιχειρεί την τελικό του σύσφ'ξι, σφυοίζοντσς άπαίσια, ό Τάργκα πέφτει επάνω του σάν κεραυνός!
ΤΑΡΓΚΑ
Τό δεξιό του χέρι, που εί ναι κιόλας υψωμένο, κατεβαί νει άδυσώπητα, μέ ορμή! Τό άτσάλι του μαχαιριού α στράφτει για μιά στιγμή καί, πέφτοντας, χώνεται στην πα γερή σάρκα του βόα, στή βάσι του κεφαλιού του, μέ απί στευτη δύναμι. Αμέσως ό καρπός του χε ριού τού Τάργκα κινείται μ* έτιιτηδειότητα, συστρέφε τ α ι γοργά καί τό τεράστιο τριγω νικό κεφάλι του φιδιού πέφτει στο χώμα, κομμένο, σάν ένας καρπός, που σάπισε στο κλα δί του καί ξεκολλάει καί πέ φτει μόνος του! Οί «κουλούρες» του βόα πα ραλύουν ! Ό Ατσίδας .γλυτώνει απ', τό φοβερό σφίξιμο, αναπνέει, κυττάζει γύρω του καί, βλέ ποντας πώς ξεγλίστρησε απ’ του Χάρου τά δόντια, κλω τσάει τό νεκρό φίδι ουρλιάζον τας : — Έγκώ κλωτσήση έσένα, ο κοτώση έσένα! Νά! Ό άψυχος πια κΓ ατελείω τος κορμός του φιδιού/ έτσι καθώς σέρνεται απ’ τήν ’ προ βοσκίδα του ελέφαντα, άποοπάται απ’ τά· κλαδιά του δέν τρου καί πέφτει μέ πάταγο στο χώμα. Δίπλα του πηδάει κι* ό Τάργκα, ήρεμος καί ψύχραι μος, μέ τό όμορφο καί ανδρο πρεπές πρόσωπό του χαμογε λαστό, σάν νά μήν είχε συμβή τίποτα! Επάνω στο δέντρο άκούγονται πάλι κάτι, μικροί θόρυ βοι, .σάν αυτούς πού κάνουν τά
9
βουβάλια πίνοντας νερό. Είναι ό Ατσίδας, πού... καταβρο χθίζει όσους καρπούς άπόμειναν, δικαιολογούμενος φωνα χτά : ; . , — Έγκώ πρέπει ψαη ! Σφί ξε - σφίξε βόας, ανοίξει εμένα όρεξος! Έγκώ έχει λιγκσύρα! Ό Τάργκα χαμογελάει κΤ ή πλατειά παλάμη τού χεριού του χτυπάει χαϊδευτικά τό λι παρό δέρμα τού ιερού ελέ φαντα. — Μπράβο, Ζοΰμπο!, τού λέει. Χωρίς εσένα, ό φίλος μας ό Ατσίδας θά ήταν τώρα μα καρίτης ! Τό έξυπνο μεγαθήριο κατα λαβαίνει. Άνασηκώνει τήν προ βοσκίδα του, τήν κουνάει χα ρωπά στον αέρα, έπειτα τήν κατεβάζει καί... χαϊδεύει κι’ αυτός, μέ τή σειρά του, τον Τάργκα! ΚΕΦ. 3. "Οπου ό Ατσίδας θυ μώνει και κηρύσσει τον πόλεμο έναντίον των... άγκαθιών καί των. . „ σκαντζόχοιρων!
Ζοΰμπο · κινείται, κάνει δυο βήματα. Ό Ατσίδας τον κυττάζει από τό δέντρο, μασουλώντας καί χαμογελών τας μ’ ευγνωμοσύνη. -αφνικά, όμως, τά μάτια του γουρλώνουν. — Τζοΰμπο, φωνάζει, κου τσαίνει! Τζοΰμπο ντέν μπορεί περπατήση ωραίος! Τζοΰμπο ... ανάπηρος πόλεμος! Στην άρχή ό Τάργκα δια σκεδάζει. — Ό Ζοΰμπο; τον ρωτάει γελαστά,
Ο
10
ΎΑΡΓΚΑ
— Νοεί, Τζοΰμπο... ανάπη ρος πόλεμος! — Μπά; ξανακάνει ό Τάργκα αγκαλιάζοντας τή Μαλόα. Ανάπηρος πολέμου; Τότε νά του δώσουμε... περίπτερο, νά πουλάη... τσιγάρα και σοκολάτες! Απότομα δμως σωπαίνει καί σοβαρεύεται. Βλέπει τώρα κι5 αυτός πώς ό Ζοΰμπο κουτσαίνει! Τί έχει συμβή τάχα; Μήπως καμμιά ύπουλη δαγκωματια του βόα; Γεμάτος ανησυχία ό Τάρ γκα τρέχει. Τρέχουν μαζί του κι5 ή Μαλόα κΓ ό Ατσίδας.
Τςη δρεπάνι του κακούργου κατε βαίνει γιά νά θερίση τό κεφάλι τίκ Μαλόα!
5Ανασηκώνουν τό δεξιό μπρο στινό ποδάρι του Ζουμπο κι" ανακαλύπτουν ένα τεράστιο αγκάθι, σκληρό σαν χαλύβδι νο σουβλί, πού χώθηκε στο πέλμα τού ελέφαντα, κατά τή διάρκεια τής πάλης του μέ τον βόα. Ό Τάργκα τό τραβάει μέ δύναμι. Τό βγάζει σιγά - σιγά καί τό πετάει μακρυά. Ό ελέφαν τας ανακουφίζεται καί δείχνει την εύχαρίστησί του χαϊδεύον τας καί πάλι τον Τάργκα μέ την προβοσκίδα του. Ό "Ατσίδας δμοος είναι μα νιασμένος. Αισθάνεται μεγάλη ευγνω μοσύνη στον Ζουμπο καί δεν μπορεί νά χώνεψη τό αγκάθι, πού τον έκανε νά πονέση. Χυμάει, λοιπόν, εναντίον του... αγκαθιού φωνάζοντας : — "Εσύ πονέσει Τζοΰμπο, έγκώ εσένα... πετάνη ! Δαγκώνει τό χαλκά τής μύ της του, σηκώνει την πλάτεμά ποδάρα του καί τή ρίχνει μέ δύναμι, σάν πλατεία μαύρη σουπιό;, άπάνοο στο αγκάθι, γιά νά τό... «πετάνη»! "Αμέσως, δμως, μια κραυγή πόνου ξεπηδάει από τά στή6ια του. Τό αγκάθι του έχει τρυπήσει τό πόδι. Ό "Ατσίδας καταλαμβάνε ται από πανικό κΓ από πεί σμα. Συμμαζεύεται, συσπειρώνε ται, κάνει δυο βήματα πίσω καί κυττάζει ύπουλα τό αγκά θι. —— "Εσύ, άγκάτι, δκι άγκσπάει "Ατσινταί, μουρμουρίζει.
ΤΑΡΓΚΑ
Έσύ πονέσει Τζοϋμπο, εσύ πονέσει Άτσίντα! Γιά πρώτη του φορά ό πα χύσαρκος Νέγρος εγκαταλεί πει τή συνηθισμένη νωθρότητά του και κινείται δραστήρια. Τρέχει προς τή σπηλιά τού Τάργκα, άρπ'άζει ένα βαρύ ρόπαλό από γρανίτη, που το χρησιμοποιεί καμμιά φορά ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, ό ταν παλεύει σώμα προς σώμα μέ τά θηρία, και ξαναγυρίζει ορμητικός. — Τώρα έγκώ ντείξη εσέ να!, φωνάζει. Σηκώνει τό ρόπαλο και το κατεβάζει μέ δύναμι πάνω στο αγκάθι, συντρίβοντάς το. "Επειτα κυττάει δεξιά και αριστερά. Βαρυανασαίνει κι5 έχει καταληφθή από μιά φοβερή λύσ σα. Τό βλέμμα του περπατάει ανάμεσα στ’ άγριόχορτα τής ζούγκλας. Καί κάθε φορά που φαίνεται ένα άγκάθι, τό χον τρό βαρύ ρόπαλο άνεβοκατεβαίνει αμείλικτα. Κι’ επειδή στο έδαφος τής ζούγκλας φυτρώνουν άφθονα αγκάθια, ό Ατσίδας βρίσκει ... πολλή δουλειά. 1 Ιδρώνει καί, κάθε φορά πού κατεβάζει τό ρόπαλο, άγκομαχάει κι’ οί πλαδαρές σάρ κες του τρεμουλιάζουν καί κου νιουνται πέρα - δώθε. -αφνικά γίνεται κάτι άπρόοπτο. Καθώς βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μάτσο από μαύρα γυα λιστερά άγκάθια καί τά χτυ πάει μέ δύναμι, άκούει ένα γρυλλισμό πόνου καί τ’ άγκά-
Μιά
η
πέτρα χτυπάει τον Τσργκα στο κεφάλι από πίσοο!
θια τό... βάζουν στά πόδια! Ό Ατσίδας μένει κατάπλη κτος. Στήν αρχή δέν μπορεί νά έξηγήση πώς έγινε νά... ζων τανέψουν αυτά τ’ άγκάθια. Νομίζει πώς έγινε... θαύμα καί τρομάζει! Σκέπτεται, μά λιστα, νά τό σκάση, άλλ’ ά κούει τά γέλια τού Τάργκα καί τής Μαλόα καί σαστίζει. — Σκαντζόχοιρος είναι, "Α τσίδα!, τού φωνάζει ό Κυρίαρ χος τής Ζούγκλας. Γιατί τρό μαξες έτσι; — ΝαΠ, έπικυρώνει κΓ ή:
η
ΤΑΡΓΚΑ
Μαλόα. -^Ηταν ένας τεράστιος σκαντζόχοιρος! — Σ καντζόκερσ!, φωνάζει μέ θυμό^ ό Νέγρος. Αυτό έχω σε άγκάτι ποντάρι Τζούμπο! Έγκώ πιάση - πιάση σκαντζόκερο, σκοτώση - σκοτώση ! ΚΓ αρχίζει ένα τρομερό κυνηγητό άνάμεσα στην ττυκνή κι* άγρια βλάστήσι. Μπροστά τρέχει πανικόβλη τος ό σκαντζόχοιρος, που τό μέγεθος του είναι έκπληκτικά μεγάλο, γιά νά γλυτώση άπ" τον άπροσβόκητο έχθρό. Πίσω ακολουθεί μ’ άγριες κραυγές καί μέ τό ρόπαλο ύ»"'>μένο ό Ατσίδας. Ό Νέγρος τρέχει σαν δαι μονισμένοι αλλά· κάθε τόσο, καθώς προσπερνάει πλάϊ από άγριοκαρπουζιές κι* άγριοπεπονιέε, δέν αντέχει στον πειρα σμό και σταματάει, γιά νά καταβροχθίση στα πεταχτά... εΡ- - έφτά πεπόνια ή καρπού ζια! "Ετσι ό σκαντζόχοιρος βοίσκει τον καιρό νά ξεμακραίνη λιγάκι κάθε τόσο. Κι* ό "Ατσίδας τον ξαναστρώνει στο κυνήγι μέ αγριο φωνάρες και γρυλλισμούς. Μέ τις συνθήκες αυτές τό κυνηγητό κρατάει ώρες πολλές..·. -αφνικά, ό Ατσίδας βλέπει τόν σκαντζόχοιρο νά πλησιάζη, τρέχοντας, κατατρομαγμέ1 νος, στο στόμιο μιας υπόγειας και θεοσκότεινης φυσικής υπο νόμου. Ό Νέγρος φοβάται πώς τό θυμά του θά του. ξεγλιστρήση και προσπαθεί νά τόν,.. ξεγε-
λάση. Κρύβει τό γρανίτινο ρό παλο πίσω άπό τη ράχη του, γιά νά μην τό βλέπη ό σκαν τζόχοιρος και του φωνάζει : — Έσύ, σκαντζόκερο, σπά θή ! Έγκώ... μιλήση εσένα! Μά τό ζφο χώνεται μέσα στη στοά. Κι* ό πεισματάρης ό Ατσί δας τό ακολουθεί! ΚΕΦ. 4. "Οπου ό Ατσίδας γνω ρίζεται μ* έναν πολύ παράξενο «σκαντζόχοι ρο» κι* αυτός τοΰ κά νει μια υποδοχή όχι πολύ ευχάριστη!
ικαταβίωξι μέσα στην υ πόγεια εκείνη στοά είναι πραγματικά φοβερή. . Ό αέρας έχει μιά έντονη μυρουδιά μούχλας. "Από τά τειχώματα τρέχουν νερά. Δεξιά κι* άριστερά άκούγονται τά τρομαγμένα σφυρί γματα των φιδιών και οί δια περαστικές φωνές των τερά στιων ποντικών, πού ζουν κά τω άπ’ τό χώμα. Μπροστά άντ^νεί τό τρεχα λητό τού μεγάλου σκαντζόχοι ρου. Μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινή κόλασι, τό ζφο βρίσκεται στο στοιχείο του καί φεύγει μέ α περίγραπτη ταχύτητα. Αλλά δέν συμβαίνει τό ί διο μέ τόν Ατσίδα. Αυτός κάθε τόσο σκοντά φτει, πέφτει χάμω, σηκώνεται καί ξαναρχίζει τό κυνήγι, άπελπισμένος γιατί ό υπόγειος αυτός διάδρομος δέν έχει κα-
Η
ΤΑΡΠΚΑ
13
οάφι κι’ έλεφαντόδοντο! Βόλου βλάστησι καί, ^ συνεπώς, Μένει ακίνητος ό Ατσίδας οϋτε... καρπούζια, ούτε πεπό κι’ από την έκπληξί του άνοίνια, ούτε καν μερικά φρέσκα γει ένα στόμα τόσο μεγάλο, βλαστάρια. · ^ ώστε μερικά περαστικά που Αύτό τον ενοχλεί πολύ τον λάκια τό περνάνε γιά... κουΑτσίδα. Τρέχοντας φωνάζει στο . φάλα δέντρου κι’ έρχονται, φτερουγίζουν γύρω καί δοκι σκαντζόχοιρο : μάζουν μάλιστα νά... μπουν — Έγκώ πετάνη από πεί να άμοί τρέξη ακόμα έντώ μέ μέσα! Μά ό Νέγρος δέν τά προσέ σα! Έγκώ πεινάει - πεινάει ϊ. Έσύ, σκαντζακερο, βγής έξω,· χει καθόλου. Πρίν πολλά χρόνια, είχε κάέγκώ κυνηγάει, έγκώ τρώει • νει μάγειρος στο καράβι του καρπούτζι, ροντάκινος! καπετάν - .Νικόλα —του παπ Μά, τώρα πιά, τό τρεχαλη πού τού Τάργκα— κι’ είχε δή τό του σκαντζόχοιρου δεν άλιμάνια καί πολιτείες, μά τέ κούνεται μπροστά. τοιο ανάκτορο δεν τό είχε αν Τό ζώο έχει ξεμακρύνει πά τί κρύσει ούτε μέ τη φαντασία ρα πολύ. του! Ό Ατσίδας, κραδαίνοντας Μεγαλοπρεπείς στοές οδη τό ρόπαλό του, προχωρεί μέ γούν σέ υαρυαρένιους διαδρό κάποια προφύλαξη μους, πού τούς στολίζουν χρυ Τώρα τό σκοτάδι δέν είναι σά κι’ ελεφάντινα αγάλματα γύρω του καί τόσο πυκνό. Λί μεγάλης ,άδίας! γο - λίγο άονίζει ν’ ανακατεύ Μαουαοένιες κολώνες συγ εται μέ τό φως τής η αέρας καί ν' άραιώνη. Αίγα βήαατα α κρατούν τ’ αστραφτερά ταβά νια, —-δσα δέν έχουν ακόμα κόυα, έπειτα μιά άπότουη καταοοεύσει μέ τον Χοόνο... στροφή της υπόγειας στοάς, κατόπι ένας σνήφοηος κι’ ό Στέρνες, πού δλο τό εσωτε παχύσαρκος Νέγρος Εαναβγαίρικό τους είναι σκεπασμένο μέ νει στην έπιφάνεισ τής γήςϊπολύτιμα πετράδια κόκκινα καί πράσινα, σέ προσκαλούν Τό υπόγειο ταξίδι του έχει τελειώσει. νά κάνης τό μπάνιο σου. Έ νας μεγάλος ποταμός κυλάει Στέκεται εκεί καί κυττάζει γύοω του. τό γάοναλο νεοό του άνάυεσ’ Τό θέαυσ που άντικρύζει εί άπ’ αυτές τίς στέρνες, τις α νανεώνει κι’έπειτα, διασχίζον ναι καταπληκτικό. Εκεί, στην καοδιά τής ζού τας τό πυκνό δάσος, τραβάει γκλας, στο πιό απάτητο ση κατά τον ωκεανό! μείο τού πσοθέ'>ηυ δάσους/ 'Ο 3Ατο·ί8ας βλέπει γύρω στέκονται ακόυα όοθι.α καί υεκαί θαυμάζει. γσλοττοεπή τά ερείπια ενός Μά πιό Ή-ολύ άπ’ δλ* αυ τά... θαυμάζει κάτι παράβενα πελώοιου παλατιού, που είναι δλο χτισμένο μέ .μάρμαρο, χρυ δέντρα, πού φυτρώνουν εκεί
14
ΤΑΡΓΚΑ
κοντά κΓ είναι φορτωμένα μέ προκλητικούς βαθυπράσινους καρπούς, ένα εΐδοο καρπουζιών, πολύ πιο μεγστ\ων και πιο χορταστικών απ’ τά συνη θισμένα καρπούζια. Αμέσως τρέχει και κόβει μιαν αγκαλιά, κάθεται στην ό χθη του ποταμού κι5 αρχίζει νά τά καταβροχθίζη μέ μεγά λη λαιμαργία. Τρώγοντας, πετάει τερά στια κομμάτια άπ5 τά φλού δια στο νερό κι5 αυτά ταξιδεύ ουν μαζί μέ τό ποτάμι προς τη θάλασσα. Γιά λίγην ώρα ή ησυχία τής περιοχής διακόπτεται άπ5 τό πλατάγισμα πού κάνουν τά χείλια του "Ατσίδα, καθώς μα σούν... * * * Ξαφνικά, όμως, κάτι σάν βογγητό άκούγεται κοντά του. Ό "Ατσίδας κουνάει τό. . . πελώριο αυτί του, τό γυρίζει από δώ κι" από κεΐ σάν χωνί, συλλαμβάνει τό σιγανό βογ γητό, γουρλώνει τά μάτια του καί... πετιέται όρθιος, σάν νά τον δάγκωσε φίδι. Στο χέρι του σφίγγει τό ρόπαλο, Προχοορεΐ αργά - αργά, μουρμουρίζοντας : — "Εσύ, σκαντζόκερο, όκι ξεγλυτώση ' τώρα! "Ατσίντα σπάση - σπάση άγκάτι εσένα ένα - ένα! "Έτσι, φτάνει στην είσοδο του άρχαίου παλατιού. 'Απλώνει τ’ αριστερό χέρι, παραμερίζει μερικά πράσινα κλαδιά κι* άφίνει ένα γρύλλισμα χαράς.
Μπροστά του κοιμάται κου~ λουριασμένο ένα τεράστιο, παράξενο όν! Έτσι, καθώς έχει κουλουριαστη, δέν φαίνονται σχεδόν καθόλου τό κεφάλι καί τά πό δια. Μόνο ή ράχη του φαίνε ται, —μιά ράχη πελώρια, ντυ μένη μ* ένα θώρακα, πάνω στον όποΐο φυτρώνουν τερά στια μετάλλινα αγκάθια! Ό χοντρός Νέγρος δέν αμ φιβάλλει πώς έχει μπροστά του τον σκαντζόχοιρο, πού τον κυνήγησε ώς τώρο: μέ πείσμα στην υπόγεια στοά. "Επιτέ λους, είναι ευχαριστημένος, γιατί θά τον τσάκιση ! Τον πλησιάζει πατώντας στίς άκρες τών νυχιών του. Σηκώνει ψηλοί τό γρανίτινο ρόπαλο καί τό κατεβάζει μέ ορμή! "Ενας ξερός, μεταλλικός κρότος άκούγεται. Ό αλλόκοτος θώρακας τραν τάζεται. Ό άνθρωπος, πού κοιμώταν μέσα σ* αυτόν, τινάζεται όρ θιος μ* ένα ουρλιασμα θυμοί) καί οργής! Ό "Ατσίδας γιά μιά στιγμή τά χάνει. Δέν μπορεί νά έξηγήση πώς αυτός ό... σκαντζόχοιρος στέ κεται όρθιος στά δυο πόδια του! — Έσύ, όκι σταθή ορτιο!, ρο, ντεν περπατάει ντυο πόν τια! Τέσσερα πόντια πρέπει περπατάει! Μά ό μελαψός γίγαντας, πού βρίσκεται απέναντι του, κάνει σάν λυσσασμένος.
ΤΑΡΓΚΑ Είναι πελώριος, σαν υπερ φυσικός γορίλλας, έχει μού τρο πλατύ και απαίσιο και κρανίο στενό, θολωτό κΓ εντε λώς άτριχο! Τά μπράτσα του, πελώρια και μυώδη, προκαλουν τον τρόμο. Τά τεράστια σουβλερά αγ κάθια του θώρακά του τον κά νουν έπικίνδυνο κι* απλησία στο γιά μια πάλη σώμα προς σώμα. Κυττάζει τον Ατσίδα καί τά μάτια του πετάνε φωτιές καί τά δόντια του τρίζουν α παίσια. Με άπίστευτη γοργότητα τραβάει άπό τη μέση του ένα καλοακονισμένο δρεπάνι! Τό χέρι του διαγράψει μιάν αστραπιαία κυκλική κίνησι. Τό δρεπάνι του γίνεται μιά λάμ ψη που σπαθίζει τον αέρα, μέ τόση ορμή, ώστε δεν μποοεΐ, παρά νά κόφη πέρα - πέοα δ,τι βρεθή στην τροχιά τής λε πίδας του! Κι* έκεΐνο .που βρίσκεται στην τροχιά της είναι... τό κε φάλι του * Ατσίδα! *Ενα εκατοστό του δευτεοολέπτου άν κσθυστεοήση ό Νέ γρος. θά πάθη κάτι, που τό παθαίνει κανείς μόνο μιά φοοά στη ζωή του : τό καλοακονισμένο ατσάλι του δοεπανιου θά του κόψη τόν σβέρκο σάν τρυφερό αγγούρι! Μά ό Ατσίδας βλέπει τόν κίνδυνο. Κι* ενώ τό δρεπάνι του γί γαντα μέ τ’ αγκάθια σχίζει τόν αέρα, αυτός κάνει μιά γοργή βουτιά καί μέ τά δυό
15
του χέρια αρπάζει τόν άντίπαλο άπ’ τό ποδάρι! Ό γίγαντας δεν τό περιμέ νει αυτό καί βρίσκεται άπροετοί μαστός. Τά δυό μπράτσα του Ατσί δα, σάν ελατήρια, συσπώνται, τραβάνε άκατανίκητα τό πόδι πού κρατουν, ενώ ή κεφάλα του χτυπάει δυνατά τό γίγαντα στήν κοιλιά! Αυτό είναι ένα ωραίο κόλ, πο, πού ό Νένοος τό έχει κλέ ψει άπό τόν Τάργκα καί τό ε φαρμόζει, όταν τό καλεΐ ή στι γμή, μ’ έπιτυχία. Ό γίγαντας χάνει τήν ισορ ροπία του καί πέφτει άνάσκελα. Πέφτει καί τό πελώριο κορμί του κάνει ένα γδούπο, πού συγκλονίζει τό έδαφος! Ό Ατσίδας μόλις εκείνη τή στιγμή καταλαβαίνει πώς ό Χάρος πέρασε ξηστά άπ* τό κεφάλι του, άφου τό δρεπάνι του έχει σχίσει τό δέομα του κρανίου του καί τό αΐμα του πλημμυρίζει τό πρόσωπο! Ό γίναντας μέ τ* αγκάθια μουνκοίζει! Τινάζεται καί πάλι όοθός, μά ό Ατσίδας δεν πεοιμένει τήν καινούργια του έπίθεσι. — Ένκώ ντέν σέ... ντέονει άλλο σήμερα!, του Φωνάζει. Αύοιο σέ... ξαναντέρνει! Καί, χωοίς νά χάση καιοό δίνει μιά βουτιά στο γάργαρο νεοο του ποταμού κι* απομα κρύνεται οσο πιο γοργά μπο ρεί ! Καταλαβαίνει πολύ καλά πώς ή μονομαχία του μ* αυτόν τόν τεοατώδη γίγαντα είναι καθαρή αυτοκτονία! Κι* ό 5Α-
16
ΤΑΡΓΚΑ
τσίδας έχει σέ πολύ μεγάλη ύΓτόληψ.ι τά νιάτα του και την... ομορφιά του! ΚΕΦ. 5. "Οπου το γάργαρο νε ρό ενός ποταμού φέρ νει παράξενα μηνύμαματα στον Τάργκα!
χεϊ περάσει ώς μια ώρα άπ’ τη στιγμή πού ό ήλιος μεσουράνησε. Ό Τάργκα κΓ ή αγαπημένη του Μαλόα έχουν χορτάσει με τά καλοψημένα κομμάτια του ζαρκαδιού, πού έφερε ό Κυρι άκος τής Ζούγκλας απ’ τό πρωϊνό του κυνήγι. Ό Ατσίδας δεν φαίνεται •πουθενά, μά δεν ανησυχούν γι’ αυτόν, -έρουν πώς θάχη πιάσει φλυαοία με κάποιο... καρ ποφόρο δέντρο και πώς τη φλυ αοία του αυτή δεν θά τήν διακόψη, 'πρίν καταβροχθίση και τον τελευταίο του καρπό! Κοατώντας στο χέρι του έ να άδειο καβούκι από καρύδα, ό Τάργκα πηγαίνει στον πο ταμό νά τό γέμιση γάργαρο νερό καί νά τό φέρη' στήν άναπημένη συντρόφισσα τής ζωής του. Φτάνει στην ακροποταμιά, γονατίζει, βυθίζει τήν κούπα του στο νερό, μά ξαφνικά ζα ρώνει τά φρύδια.του. "Ενα ποτάμι πού διασχίζει τη ζούγκλα, κουβαλάει στα νε ρά του λογής - λονής αντικεί μενα καί χόρτα, αλλά τό όςύτατο, σάν τού γεοακιού, βλέμ μα τού Τάργκα ξεχωρίζει κάτι περίεργο : αυτές οι πελώριες καοπουζόώλουδες, πού ταξι δεύουν μαζί με τό νερό τού πο
ταμού, έχουν επάνω τους ίχνη άπό... ανθρώπινες δοντάρες! . Καί τέτοια δόντια μόνον ό Ατσίδας έχει! Ό Τάργκα δεν έχει γελα στήΌ ποταμός αυτός είναι ό ϊόιος πού περνάει άπ5 τά ερεί πια τού αρχαίου παλατιού, πού ανακάλυψε ό Ατσίδας έξ αίτιας ενός... σκαντζόχοιρου! ΚΓ οι φλούδες πού τρέχουν με τό ρεύμα εΐν’ εκείνες, πού πέρασαν, όπως είδαμε, απ’ τά δόντια τού λαίμαργου Νέγρου. Ό Τάργκα διασκεδάζει με τό εύρημά του καί φωνάζει τη Μαλόα, γιά νά γελάσουν μαζί. Ένφ, όμως, κάθονται πλάϊ πλάϊ στήν ακρογιαλιά, τό έξησκημένο μάτι τους διακρίνει κάτι, πού τούς κάνει ν’ άνησυχήσουν πολύ : μαζί μέ τό νε ρό, ταξιδεύουν τώρα καί ίχνη αίματος! Ό Τάογκα δεν μπορεί νά ξέρη τί ακριβώς συμβαίνει. Μαντεύει, όμως, πώς ό Α τσίδας περνάει δύσκολες στι γμές. Τ’ ατσάλινα δάχτυλά του σφίγγονται. Οί τεράστιοι μυώνες του αναδεύουν, ξεμου διάζουν, έτοιμάζονται - γιά δράσι. • —Μαλόα!, φωνάζει. "Έλα μαζί μου! ΚΓ αρχίζουν, μέ περπάτη μα σβέλτο κΓ ακούραστο, ν' ανεβαίνουν την ακροποταμιά. Στήν άοχή ό δρόμος τους .είναι εύκολος. "Επειτα, δμως, τό ποτάμι πεονάει μέσα από λόχμες α διάβατες. ΈκεΤ, άπό αιώνες
ΐΑΡΓΚΑ τώρα, τ5 αναρριχητικά και V άλλα ύδρόβια φυτά, έχουν πλέ ξει τούς · κορμούς των γύρω στους άγριους θάμνους και στους κορμούς των μεγάλων δέντρων, σχηματίζοντας έτσι ένα τείχος αδιαπέραστο. Άπό έκεΐ τό πέρασμα είναι άδύνατο. Χρειάζονται πολλά χαλύ βδινα μπράτσα . και δουλειά πολλών ήμερων, γιά νά πέση αυτό τό αδιάβατο φυτικό φραγμαν Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο βρίσκει γρήγορα τη λύσι : Να πέση στον ποταμό καί νά περάση πλάγια τό φράγμα, κο λυμπώντας... Στρέφεται, ρίχνει- μιά μα τιά οπό ποτάμι κι3 αναγκάζε ται ν’ άλλάξη γνώμη, γιατί κάτω από την επιφάνεια τών νερών ξεχωρίζουν τεράστιοι μακρουλοί σκουρόχρωμοι όγ κοι, πού κολυμπούν ύπουλα μέ τις μασέλλες τους ορθάνοι χτες! Αμέτρητοι είναι οί κροκό δειλοι πού οργώνουν αυτήν την υγρή περιοχή ! Καί ό Τάργκα δεν έχει ούτε λόγο, ούτε καί τον χρειαζούμε νο καιρό γιά νά τά βάλη μαζί τους. Αμέσως βγάζει από την πλατειά μαύρη ζοδνη του έναν μεγάλο φακό, τό μόνο πρά γμα πού του έμεινε από τότε πού βυθίστηκε τό καράβι τού παππού του (*). Τον γυρίζει προς τον ουρανό, συγκεντρώ (*) Διάβασε τό τεύχος 1
γκο:».
τοΟ «Ταρ-
\7
νει τίς άκτΐνες τού καφτερού ήλιου καί τίς ρίχνει στο ξυλια σμένο φυτικό φραγμα, πού τού κλείνει τον δρόμο. Λίγα μόνον δευτερόλεπτα περνούν. 'Έπειτα πυκνός, καπνός ση κώνεται, κάτι σπιθίζει άνάμεσά του κι’ ή, πρώτη φλόγα ξεπηδάει. Σέ λίγο οί πύρινες · γλώσαες έχουν αγκαλιάσει τό φρά γμα καί τό κατατρώνε, κάνον τας το νά τρίζη άπαίσια. Ή Μαλόα κι3 ό Τάργκα πα ρακολουθούν τό θέαμα, όταν ένα μουγγρητό τούς ξαφνιαζει. Ένστικτωδώς τό Ελληνό πουλο χουφτιάζει τό μαχαίρι του. Τό μάτι του έρευνρ ανήσυ χο πέρ’ άπ3 τό φλέγόμενο φρά γμα. Καί νά, τό μουγγρητο ζευγαρώνει. Βαρύ ποδοβολητό άκούγεται. Τό έξασκημένο αυτί τού Τάργκα ξεχωρίζει αμέσως ό τι καί τό μουγγρητό καί τό ποδοβολητό είναι άπό ρινόκερω. Σκύβει, κυττάζει καλύτερα καί βλέπει ένα θέαμα κατα πληκτικό : "Ενας πελώριος γί γαντας, μέ άποκρο.υστική οψι, μέ τεράστιο αγκαθωτό θώρα κα καί μ3 ένα φοβερό δρεπάνι ατό χέρι, καλπάζει. καβάλλα στη ράχη τού πιο μεγάλου ρι~ νόκερου πού άντίκρυσε ποτέ του ό Τάργκα! Τόσο ό άποκρουστικός γί γαντας, οοό κι5 ό πελώριος ρινόκερως φαίνονται εξαγριωμέ νοι απ’ αυτή την πύρινη κόλα-
στο άρχαΐο έρημο παλάτι,
στην
καρδιά
της
ζούγκλας,
μιά τρομακτική μονομαχία,
μια πάλη ζ^ης
(<αί
θανάτου διεξάγεται. . <
.ανάμεσα στον Τάργκα και τον άτταίσιο άγκαθωτο γίγαντα! =αφν ικά. μπροστά στην όρμή του Ελληνόπουλου, ό γίγαντας υποχωρεί.
20
ΤΑΡΓΚΑ
σι, πού αγκάλιασε ξαφνικά την περιοχή εκείνη τής ζούγ κλας. Οί φλόγες τούς φέρνουν έ ναν τρομερό ερεθισμό κι5 ό ρινόκερως στριφογυρίζει μαινόμενος, σάν νά γυρεύη κάποιον αντίπαλο, για νά τον κομματιάση μέ τά φοβερά κέρατά του. Ή Μαλόα βλέπει κι’ αυτή τον άλλόκοτο καβαλλάρη και τό άπίθανο «άλογό» του καί βγάζει μια μικρή κραυγή έκπλήξεως. — Τάργκα..., μουρμουρίζει. Αυτός έκεΐ... είναι... Τό Ελληνόπουλο τής σφίγ γει τό χέρι. — Τον ξέρεις; τή ρωτάει μέ άγωνία. Τον έχεις ξαναδή πο τέ σου, Μαλόα; Τό ξανθό κορίτσι άνοιγοκλείνει τά μάτια. Κάτι στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό της, κάποιες άναμνήσεις σπιθίζουν άπ’ τά παι δικά της χρόνια, μά δεν μπο ρεί καλά - καλά νά θυμηθή. Τό μόνο πού νοιώθει είναι ενα άπέραντο δέος, ένας ανε ξήγητα μεγάλος τρόμος, πού δεν τής τόν προκαλεΤ ό τερά στιος ρινόκερως, άλλά ό τερα τώδης άναβάτης του! Τρέμει σύγκορμη ή γενναία Μαλόα! Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο τήν άγκαλιάζει μέ τδνα χέρι καί προσπαθεί νά τήν ήσυχάση. #—Κουράγιο, Μαλόα!, τής λέγει. Τ' είναι έκεΐνο πού μπο ρεί νά σε τρομάξη, όταν έγώ βρίσκομαι στό πλευρό σου;
Μιμ τό κορίτσι τρέμει, άδιάκοπα. . Νοιώθει ένα ρίγος, πού κά νει τά δόντια της νά χτυπούν. Κάποια τρομερή άνάμ ν η σ ι τή βασανίζει. Μιά άνάμνησι, μέσα στήν όποια ύ~ • πάρχει καί ή τερατώδης μορ φή του γίγαντα μέ τ’ άγκάθια. ’Αλλά δέν μπορεί νά θυμηθή καλά... . ΚΕΦ. 6. "Οπου 6 Τάργκα συγ κρούεται μέ δυο μαινό• μένα θωρακισμένα τέ ρατα...
μως, ξαφνικά, γίνεται κά τι απρόοπτο. Τό πελώριο τετράποδο θωρηκτό τής ζούγ κλας κάνει μιά στροφή για να φύγη κι’ έτσι φέρνει φάτσα μέ φάτσα τον γίγαντα άναβάτη του μέ τή Μαλόα. Ό Τάργκα παρακολουθεί ά γρυπνα τή σκηνή. Καί μένει κατάπληκτος βλέ ποντας τον γίγαντα μέ τ’ αγ κάθια νά κυριεύεται από ένα κύμα ασυγκράτητης μανίας στό άντίκρυσμα τής Μαλόα! Κουνάει απειλητικά τό δρε πάνι του. Σκύβει καί προφέρει μερι κές βραχνές κι’ άκατάληπτες λέξεις κοντά στ' αυτί τού ρινόκερου. Τό θηρίο σκύβει άμέσως τό κεφάλι του, προβάλλει · σάν λόγχες τά κέρατά του κι* έφοομςχ μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα. Ό Τάργκα μένει έκπληκτος μπροστά στό ανεξήγητο μίσος πού δείχνει ό τερατώδης γί γαντας μέ τον άγκαθωτό θώ
Ο
ΤΑΡΓΚΑ ρακα. Μά δεν υπάρχει καιρός για συλλογισμούς. — Τραβήξου, Μαλόσ!· φω νάζει δυνατά. Ή Μαλόα, μέ μια γοργή καί λυγερή κίνησι, άρττάζει έ να κλαδί καί σκαρφαλώνει σ3 ένα δέντρο! Κι" ό Τάργκα βρίσκει όλη τή γρηγοράδα καί τήν άττοφαο ιστικότητά του. Πηδάει σ5 ένα διπλανό βραχάκι καί., καθώς περνάει τρέχοντας δίπλα του ό ρινάκερως, διασχίζοντας τή χόβολη, που έχει αφήσει ή φωτιά, αυτός κάνει μιαν υπέροχη έκτίναξι. Τό κορμί του, μέ όλους τούς μυώνες του σε ύπερέντασι, σκίζει τον αέρα σαν ρουκέττα! Οί δυο γροθιές του, σφιγ μένες ή μια κοντά στήν άλλη, ά,νεβακατεβαίνουν μέ δυναμι. Ό γίγαντας μέ τον αγκα θωτό θώρακα δέχεται στο κρα νίο ένα φοβερό χτυπηιμα, πού του γεμίζει τό μυαλό αστρά κια καί καμπάνες! Σωριάζεται μονοκόμματος κάτω από τον ρινόκερω, ένφ στή θέσι του προσγειώνεται μ3 έπιτηδειότητα τό ατρόμητο Ελληνόπουλο! Αυτή ή κατοπτληκτική σκη νή διαρκεί μόνον ένα δευτερό λεπτο, Μά ό τεράστιος ρινάκερως καταλαβαίνει αμέσως τί έχει συμβή. Καταλαβαίνει πώς ό αναβά της του άλλαξε. "Αμέσως, μέ ορμή ανεμο στρόβιλου, χύνεται μπροστά, έπειτα σταματάει απότομα, στριφογυρίζει σαν. σίφουνας
21
καί τινάζεται προς τά πίσω! "Ολες αυτές οί ταχύτατες κι3 απότομες κινήσεις γίνονται πριν ό Τάργκα καθήση καλά καλά στή ράχη τού θηρίου. Κ-ι3 έτσι ή ορμή του ρινόκερου τον στέλνει νά κυλιστή στή χόβο λη, δέκα μέτρα πιο μακρυά! Γιά μιά στιγμή οί στάχτες του κλείνουν τά μάτια. "Αμέ σως όμως συνέρχεται καί μ" έ να λαστιχένιο πήδημα βρίσκε ται όρθιος! "Ακούει ένα βαρύ ποδοβολη τό καί βλέπει τον μανιασμένο ρινόκερω, πού ξαναχύνεται α πάνω του μουγκρίζοντας απαί σια ! Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο μπαίνει σέ κεραυνοβόλο δράσι...
Κάνει ένα ταχύτατο άλμα, δεξιά, καί πέφτει πλάϊ στον ρινόκερω. Τό αριστερό του χέ ρι, σάν χαλύβδινος γάντζος, τον άρπάζει από τό ένα κέρα το. Τό δεξί αρπάζει τή λαβή του μαχαιριού του, τό τρα βάει από τή θήκη καί τό ανε βοκατεβάζει μέ αληθινή λύσ σα. Ή μαχαιριά είναι καλοζυ γισμένη. Ή λεπίδα χώνεται γοργά στούς πλάγιους μυώνες τού θηρίου. Σχίζει τις σάρκες, κό βει τις. αρτηρίες καί καρφώνε ται στή σπονδυλική στήλη. Τό χτύπημα είναι κεραυνο βόλο! Ό ρινάκερως δέν προφταί νει νά κάνη παρά μόνο ένα κλονιζόμενο βήμα μπροστά. "Ενα βαθύ βογγητό ξυπνάει τον αντίλαλο τής ζούγκλας. Καί τό .ογκώδες θηρίο πέφτει
22
ΤΑΡΓΚΑ
μέ υπόκωφο γδούπο, για νά μην ξανασηκωθή ποτέ! Ό Τάργκα σκύβει και τρα βάει τό μαχαίρι του, πού έμ πλεξε σφηνωμένο ανάμεσα στους σπονδύλους του ρινόκερου. Καθώς τό σκουπίζει, κυττάζει γύρω του, Ικανοποιη μένος οπτό την έκβασι τής τρο μερής μονομαχίας. "Αλλ" αμέσως τά μάτια του ανοίγουν διάπλατα. Τό βλέμμα του γεμίζει α νέκφραστη οργή ! Τά δόντια του σφίγγονται μέχρι πού νά σπάσουν καί μια τρομερή σύσπασι κάνει πάλι τούς μυώνες του νά πεταχτουν σαν πελώριοι ρόζοι γέρικου έλιόδεντρου. — Μαλόα!, κραυγάζει μέ άπόγνωσι. Μαλόα! ΚΕΦ. 7. "Οπου ένα κοφτερό δρεπάνι Θέλει νά στεί λη την άγνή ψυχή τής Μαλόα στον . . . άλλο Κόσμο.
υτό πού έχει συμβή είναι τρομερό. Ό γίγαντας μέ τον αγκαθωτό θώρακα συνέλθει άπ" τό χτύπημα τού Τάργκα. Άνασηκώνεται. Κυττάει γύρω του. Βλέπει πώς τό (ατρόμητο Ελληνόπουλο είναι μπλεγμένο σε θανάσιμη πάλη μέ τον τεράστιο ρινόκερω. Καί, πιο πέρα, ή Μαλόα μόνη της, σάν τρομαγμένο πουλί! Τά πλατειά ρουθούνια τού τερατώδους γίγαντα ανοίγουν ρουφώντας βαθειά τον αέρα. Τά χοντρά χείλια του άνασύρονται πίσω καί πάνω, απο καλύπτοντας δυο σειρές σου-
Α
βλερά δόντια, σ’ ένα άπαίσιο χαμόγελο, γεμάτο ικανοποίησι καί άπειλή! "Έπειτα, αρμάει επάνω στο κορίτσι γρυλλίζοντας! Την άρπάζει, τή ρίχνει στον ώμο του κι" άρχιζει νά τρέχη σάν άνεμος! Ό Τάργκα τον βλέπει μέ φρίικη. Πρώτη του σκέψι είναι νά τινάξη εναντίον του τό μαχαί ρι του! "Αλλά αμέσως συγ κροτεί τον εαυτό του. "Όλη σχεδόν ή ράχη τού τερατώδους άπαγωγέα είναι σκεπασμένη από τό κορμί τής Μοο\όα. ’Άν πετάξη τό μαχαίρι, μπορεί νά μην σκοτώση τον γίγαντα, αλ λά τό αγαπημένο του κορίτσι μέ τά χρυσά μαλλιά. Δέν χάνει καιρό τό άτρόμητο 1 Ελληνόπουλο. Βάζει τό μαχαίρι στη θήκη του κι" αρχίζει νά κυνηγάη τον άπαγωγέα! Είναι ένα κυνηγητό ασύλλη πτο σέ ταχύτητα. Είναι σά νά κυνηγάη ή θύελλα την καται γίδα! Τόσο γρήγορα τρέχουν έχει κι" οί δυό τους. "Αλλά, λίγο - λίγο, ό Τάρ γκα κερδίζει έδαφος. Ή άπόστασι πού τούς χω ρίζει ελαττώνεται... Δέκα μέτρα. "Οχτώ. Πέντε. Τέσσερα... Ό Τάργκα κάνει μιά τελευ ταία προσπάθεια... Σφίγγει τά δόντια. Πρέπει νά σώση την αγαπημένη του άπ" τά νύχια του τρομερού γί γαντα ! Τώρα τούς χωρίζουν μόνον τρία μέτρα. Δύο! Ό Τάργκα
Τ ΑΡΓΚΑ
άπλωνει το μπράτσο του καί... ξαφνικά, δέχεται πάνω στο χέρι του ένα απότομο/ βαρύ χτύπημα, πού το κάνει νά μουδιάση οχ τον ώμο! Την ίδια στιγμή ένας κιτρινόφαιος όγκος περνάει μπρο στά απ’ τά μάτια του. Κατάπληκτο τό Έλληνόπου λο βλέπει μια πεινασμένη λεο πάρδαλη μέτριου μεγέθους, πού έχει έψορμήσει εναντίον του, πηδώντας απ’ τά κλαδιά του διπλανού δέντρου! Το λαστιχένιο κορμί τού θη ρίου σχίζει τον αέρα και τά νύ χια ταυ είναι δέκα μυτερά και κοφτερά μαχαίρια, πού έρχον ται νά καρφωθούν μέ δύναμι στο κεφάλι τού Τάργκα! Αυτή ή έπίθεσι γεμίζει έξ αλλο θυμό τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας. Πιο γοργός κι5 απ’ τό σαρ κοφάγο θηρίο, ό Τάργκα πέ φτει στά γόνατα, τραβώντας τό μαχαίρι από τή θήκη του, κι* αμέσως ξανασηκώνεται μέ την ατσάλινη αιχμή γυρισμένη προς τον ουρανό! Τό κορμί τού αιλουροειδούς πού περνάει αυτή τή στιγμή πάνω απ’ τό κεφάλι τού Τάρ γκα, δέχεται ένα τρομερό χτύ πημα, συνεχίζει τό δρόμο του, μ’ ένα μαχαίρι χωμένο ώς τή λαβή στήν κοιλιά του, καί πέ φτει λίγα μέτρα πιο πέρα, νε κρό ί Στο μεταξύ όμως ό γίγαν τας, μέ τό ανεκτίμητο φορτίο του, έχει πιά χαθή. Σάν τρελλός ό Τάργκα α ποσπά τό μαχαίρι του από τό
κορμί τού θηρίου καί αρχίζει νά τρέχη.^ Μόνος οδηγός του είναι τά βαθειά ίχνη πού άφίνουν τά πέλματα τού γίγαντα, έτσι .καθώς τρέχει μέ τό πρόσθετο βάρος τής Μαλόα στον ώμο. — Μαλόα!, φωνάζει τρέχόντας απελπισμένα ό Τάργ κα. Μαλόα! Δέν τού απαντάει παρά μό νον ή ηχώ τής ζούγκλας. Καί, ξαφνικά, καθώς βγαί νει σ’ ένα ξέφωτο, παραμερί ζοντας μερικά ψηλά αγριόχορ τα, άντικρύζει ένα τρομερό θέ αμα : ή αγαπημένη του Μα λόα είναι ριγμένη καταγής, α νάσκελα, κι* άντικρύζει μ’ έν τρομα μάτια τον αποτρόπαιο γίγαντα πού έχει σηκώσει τό τρομερό του δρεπάνι, έτοιμος νά τής θερίαη τον λαιμό, σάν νά ήταν στάχυ! Ή άπόστασις είναι μακρυνή κι’ ώσπου νά φτάση ό Τάρ γκα κοντά, ή Μολόα θά έχη ταξιδέψει στον άλλο Κόσμο! — Μή !, ουρλιάζει τό Ελ ληνόπουλο. Ό άποκρουστικός γίγαντας ακούει τήν κραυγή. Τό πρόσωπό του κάνει μιά σύσπασι. Στρέφεται, βλέπει τον Τάργκα νά έφορμα μέ τα χύτητα θύελλας καί ξαναγυρίζει νά αποτελείώση πιο γρή γορα τό φρικι αστικό έργο του! Σηκώνει πάλι τό κοφτερό δρεπάνι! "Ενας ξερός κρότος κι* ένα αντικείμενο πού χτυπάει μέ ορμή στή ράχη τού άγκαθω-
24
ΤΑΡΓΚΑ
"Ενας βρυχηθμός άπεριγρα πτης λύσσας ξεχύνεται απ’ τό λαρύγκι του γίγαντα. Προσπαθεί ν’ απαλλαγή απ’ τό λάσο, πού τού πέταξε μέ τόση τέχνη καί ψυχραιμία ό Τάργκα, μά δεν τά κοτταφέρνει. Τό αδάμαστο 1 Ελληνόπουλο έπιτίθεται τώρα σάν σίφου νας, πού συνεπαίρνει τά πάν τα! Ή μανία του, γιά τόν κίν δυνο πού διέτρεξε ή Μαλόα, τού δίνει πρωτοφανή δύναμι. Πρωτοφανή καί γι’ αυτόν ακό μα τόν Τάργκα. Καθώς φτάνει κοντά στον αντίπαλό του, τόν βλέπει νά παίρνη στάσι αμυντική, έτοι μος ν’ άρχίση τήν πάλη. Μά τό Ελληνόπουλο δεν άΚΕΦ, 8. "Οπου ό Τάργκα πεί υακόπτει τόν ξέφρενο δρόμο θεται πώς πρέπει ν’ ά του καί, μ" όλη του τή φόρα, γων ισθη εναντίον. . . θρυκολάκων ί έξακοντίζε.ι τή φοβερή γροθ'ά του, σφιγμένη σάν ένα χον ην ίδια στιγμή ένας ανά τροκομμένο κομμάτι ατσάλι! λαφρος θόρυβος άκούγε"Ενας απαίσιος τριγμός άται. Κάτι σάν τόν θόρυβο πού κούγεται, καθώς ή γροθιά τού κάνει ένα φίδι., όταν περνάει Τάργκα, μέ τήν απίστευτη τα τρέχοντας ανάμεσα σέ χόρτα! χύτητά της, ^συγκρούεται μέ "Ενα μακρύ καί ισχυρό τό κεφάλι τού γίγαντα! σχοινί ξεδιπλώνεται γοργά Καί ό δήμιος τής Μαλόα στον αέρα! Ή θηλειά του περ σωριάζεται σάν κεραυνόπλη νάει μ5 έπιτηδειότητα γύρω α κτος ! πό τό δρεπάνι., ανεβαίνει στο Τό κρανίο, του έχει κομμα μπράτσο του γίγαντα, τό τιαστή σάν καρπούζι, πού τό σφίγγει μ5 απίστευτη δύναμι, χτυπρς όρμητικά σ’ ένα βρά τό^τραβάει προς τά πίσω καί χο ! τού ανακόπτει τόν φονικό του Ό Τάργκα δεν άσχολεΤται δρόμο, συγκρατώντας τή λε πιά μ3 αυτόν. Ο νεκροί δεν έ πίδα δυο μόλις εκατοστά του χουν καμμιά θέσι ανάμεσα μέτρου πιο πέρα απ’ τόν λαι στούς ζωντανούς. μό τής Μαλόα, πού έχει κιό "Ανασαίνει μόνο βαθειά καί λας κλείσει τά μάτια, περί μέ στο πρόσωπό του απλώνεται νοντας τό θάνατο! μιά άνέκφραστη γλυκύτητα, του θώρακα του, τον κάνουν καί πάλι νά σταθή. Γυρίζει καί ρίχνει μια γρή γορη ματιά. Ό Τάργκα έχει ττετάξει τό μαχαΤρι του, άλλ’ αυτό στά θηκε ανίσχυρο νά διαπεράση τον θώρακα πού φοράει ό γί γαντας κΓ έχει πέσει χάμω. Ό δήμιος χαμογελάει μέ περιψρόνησι. Για τρίτη φορά σηκώνει τό δρεπάνι. Ή στρογγυλή λεπίδα ταυ. θερίζει τόν αέρα μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα καί ή κοφτερή, σάν ξυράφι, κόψη του πλησιάζει στο λευκό καί τρυφερό λα·μό τής Μαλόα!
Τ
ΤΑΡΓ'ΚΑ καθώς βλέπει μπροστά του, "ζωντανή, την αγαπημένη του Μαλόα. — Μαλόα!, τής λέει σιγά σκάβοντας κοντά της. Τό κορίτσι τής ζούγκλας δεν απαντάει. Οι άπερίγράπτες στιγ μες τρόμου, πού πέρασε, στά χέ ρια του άποικρουστικού γίγαν τα, τής έχουν τσακίσει τά νεύ ρα και την κάνουν να χάση επί τέλους τις αισθήσεις της·. Ό Τάργκα τη βλέπει λιπό θυμη κι5 άνασηικώνεται νά ψέ-' ρη λίγο νερό, νά τής δροσίση τό κεφάλι. Καθώς σηκώνεται όμως άκούει ένα παράξενο σφύριγμα. Δεν είναι σφύριγμα ανθρώ που. Ούτε φιδιού. Είναι σφύ ριγμα, πού άφίνει. ένα βαρύ αντικείμενο, όταν σχίζει όρμητικά τον αέρα. Ό Τάργκα δεν προφταίνει νά σκεφτή περισσότερο. "Ενα χοντρό λιθάρι τον χτυ πάει, σάν σφυρί, στο πίσω μέ ρος τού κρανίου, λίγο πιο πά νω από. τον τράχηλο. Τό χτύπημα είναι τρομερό! Μέσ3 στο κεφάλι τού Τάρ γκα κουδουνίζουν-μονομιάς χι λιάδες ξυπνητήρια, ένφ στ* αύ τιά του · βουίζουν αμέτρητα σμήνη κουνουπιών! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας παραπατάει, κλονίζεται, τρεκλίζει. Κάνει δυο - τρία άσταθή βήματα κι3 Ανοιγοκλείνει τά βλέφαρα σάν αγουροξυπνημέ νος. Γύρω του βλέπει μιά κόκκνη ανταύγεια κι* άνάμεσά της πολλά μέτρα μακρύτερα.
2$
διακρίνει, τον άποκρουστικό γίγαντα με τον αγκαθωτό θώ ρακα, πού τού. έχει πετάξει δολοφονικά την πέτρα! Μέσα στη θολούρα τού μυα λού του, τό ατρόμητο 4Ελλη νόπουλο. συλλογίζεται : —- Βρυκολάκιασε, λοιπόν, τό τέρας; Μά δλ3 αυτά σβήνουν σ’ έ να καινούργιο κύμα ζάλης, πού τού κατακλύζει τό μυαλό. ’ Τά γόνατά του παραλύουν, τό βάρος τού κορμιού του-γί νεται ασήκωτο κι* ό Τάργκα πέφτει. "Ενα άγριο γρύλλισμα χαράς άκούγεται! \0 γίγαντας μέ· τον Αγκα θωτό θώρακα πηδάει μέ τερά στιους δρασκελισμούς τ’ Αγρι όχορτα κι5 έρχεται κοντά. Κα θώς βλέπει τον σύντροφό του κατάχαμα, μέ τό κεφάλι κομ ματιασμένο από τη γροθιά τού Τάργκα, κυριεύεται από μα νία ! Στέκεται όρθιος κοντά στο λιπόθυμο Ελληνόπουλο, γέρ νει προς τό μέρος του κι3 ε τοιμάζεται νά πέση έπάνω του με τ3 Ατσάλινα Αγκάθια τού θώρώοκά του, μεταβάλλοντάς του τό κορμί σέ ματωμένο κό σκινο. Ξαφνικά, όμως,· τό βλέμμα του διακρίνει κάτι άλλο καί γεμίζει Αστραπές καί σπίθες: τή Μαλόα! "Ενας καινούργιος βραχνός λαρυγγισμός άκούγεται. Ό γίγαντας μέ τον αγκα θωτό θώρακα δέν νοιάζεται πιά γιά τον νεκρό σύντροφό του, ούτε γιά τόν λιποθυμισμένο Τάργκα!
1 Αρπάζει τή Μαλόα μέ μιά γκρι μάτσα ανέκφραστης αγρι άδας, τή ρίχνει στον ώμο ταυ κΓ απομακρύνεται τρέχοντας. Λίγο πιο πέρα, πίσω από κάτι ψηλά αγριόχορτα, φτάνει στα ερείπια του πολυτελέστα του πανάρχαιου παλατιού. Χωρίς νά χάση καιρό ό γί γαντας, συναποκομίζο ν τ α ς πάντοτε τό πολύτιμο φορτίο του, μπαίνει τρεχάτος μέσα στις μαρμαρένιες στοές, πού αντηχούν παράξενα από τό βα ρύ γδούπο των βημάτων του...
Τά κόκκαλα του γίγαντα τρίζουν κάτω οπτό την κλειδολαβή του Τάργκα!
ΚΕΦ. 9. "Οπου ό Ατσίδας αρ χίζει μιαν αλλόκοτη... καρπουζοδρεπανομονο μαχία!
νφ, δμοος, ό γίγαντας τρέ χει προς τό μαρμαρένιο α νάκτορο, κάτι παράξενο γίνε ται πίσω του. Τά πυκνά φυλλώματα ενός πανύψηλου δέντρου κινιουνται βίαια κι’ απ’ τά κλαδιά ξεκολ λάει ένας πρωτοφανής πελώ ριος καί μαύρος καρπός! Ό «καρπός» αυτός πέφτον τας στή γη, κάνει εναν ήχο σάν τούμπανο, έπειτα σηκώνε ται, στηρίζεται σέ δυο κωμι κά πόδια, τραβάει μέ τά χεί λια του έναν πελώριο χαλκά πού κρέμεται από τήν πλακου τσή μύτη του καί κάνει μιά γκρι μάτσα δυσαρέσκειας : —Μεγκάλο σκατζόκερο αρ πάξει κύριος Μαλόα! Έγκώ σκοτώση - ο'κοτώση σκατζό κερο, πάρη κύριος Μαλόα! ΕΤναι, φυσικά, ό... Ατσί δας ! Τον είχαμε δή νά πέφτη στο ποτάμι καταματωμένος, για νά ξεφύγη τήν οργή τού άποκρουστικοΰ γίγαντα. Έκεΐ κολυμπάει γοργά καί φτάνει στην άντικρυνή όχθη. Ό μα νιασμένος γίγαντας τον ακο λουθεί, άλλα καθώς διασχίζει τό ποτάμι έχει μιά δυσάρεστη συνάντησι μ’ έναν κροκόδειλο. Ανάμεσα στα δυο τέρατα αρ χίζει μιά μονομαχία. Τό ένα διαθέτει φολιδωτή ουρά καί τεράστια δόντια. Τό άλλο έχει αγκαθωτό θώρακα καί κοφτε ρό δρεπάνι.
Ε
ΤΑΡΓΚΑ
Ό Ατσίδας τούς βλέττει και τούς προειδοποιεί : — "Οποιο φάη τό άλλο, πά θη... ντηλητηρίασι! "Έπειτα απομακρύνεται, α νεβαίνει σ’ ένα τεράστιο δέν τρο κατάφορτο από καρπούς, πού μοιάζουν μέ μικρά καρ πούζια, κι" αρχίζει να τρώη λαίμαργα, μουρμουρίζοντας μια φράσι, πού τή θυμάται α κόμα, απ’ τον καιρό πού ήταν μάγερας στα πλοΐα : — Καράβι κάνει... άνθράκευσι! Σέ λίγο ακούει βαρεία τρε χαλητά. Παραμερίζει τά κλαδιά, σκύ βει την κεφάλα του και βλέ πει κατάπληκτος τον γίγαντα νά τρέχη μέ τή Μαλόα στον ώμο!
27
Ό "Ατσίδας είναι στο βά θος γενναίος. Τ" αγκάθια του γίγαντα τον έχουν τρομάξει, μά, μπροστά στον κίνδυνο τής Μαλόα, ξεχνάει τά πάντα! Και πέφτει από τό δέντρο! Μαζί του, απ’ τό κούνημα τών κλαδιών, πέφτουν και κάμποσα καρπούζια! Ή καρδιά τού "Ατσίδα δεν πάει νά τ" άποχωριστή ! Κά νει νά φύγη, μά τούς ρίχνει μιά λυπημένη ματιά καί... ξαναγυρίζει! Μαζεύει οσο πε ρισσότερα μπορεί στην αγκα λιά του, απλώνει τις τεράστι ες πατούσες του και προχωρεί προσεχτικά στά ίχνη του γί γαντα. Στο δρόμο ένα - ένα τά καρ πουζάκια του ξεγλιστράνε άπ’ τό χέρι κσϊ πέφτουν χάμω. *ζ)
28
ΤΑΡΓΚΑ
Ατσίδας προσπαθεί νά τα καλοπιάση : . — Έσυ δκι πέση - πεση χάμω, καρπούτζι! Έγκώ άγκ σπάει έσένα, κρατάεΓ αγκα λιά εσένα, νανουρίτζει εσένα! Έσύ δκι πέση - πέση χτυπήση κεφάλι, πονάει! Φορτωμένος- μέ δσα καρπου ζάκι α του απομένουν, εισχω ρεί στο χρυσομαρμάιρινο ανά κτορο. Τό δάπεδο είναι στρωμένο μέ πλατείες πλάκες. Ό Ατσί δας προχωρεί. Σέ κάθε βήμα, ή πελώρια πατούσα του σκε πάζει κι’ από μιά... πλάκα! παφνικά στέκεται και στή νει αυτί. Ναι, δεν γελάστηκε! Αυτό που ακούει είναι ένα α λαφρό βογγητό! , Στρίβει σέ μιά στοά και στέκεται πίσω από μιά κολώνα. Μπροστά του, κατεβαίνουν λίγα σκαλοπάτια, έπειτα υ πάρχει μιά πλατειά σάλλα κι5 έκεΐ' ό άπαίσιος γίγαντας ε τοιμάζεται νά θυσιάση τη Μαλόα, μέ τό δρεπάνι του, μπρο στά σ’ ένα άγαλμα! Ό Ατσίδας δεν χάνει και ρό. 4Αρπάζει ένα από τά μι κρά καρπούζια του και τό . . . εκσφενδονίζει μέ δλη του ιή δύναμι, μουρμουρίζοντας : — Έγκώ ζητάει συγγνώμη έσένα, καρποθΐζι! Τό καρπούζι πηγαίνει νά χτυπήση τή ράχη τού γίγαντα και νά καρφωθή στά ατσάλι να* αγκάθια! Ό γίγαντας νοιώθει τό-χτύ πημα, καταλαβαίνει πώς κάτι έχει κολλήσει στη ράχη του, άλλα δεν μπορεί νά κστςχλάβη
πώς είναι... καρπουζάκι και α νησυχεί. Στριφογυρίζει μέ τα μάτια πεταμένα εξω άπό τις κόγχες τους! Ό Ατσίδας σηκώνει ά μ έ σω ς δεύτερο καρπουζάκι καί τό... τρώει, σηκώνει τρίτο και τό πετάει, σηκώνει τέταρτο και τό... τρώει —και συνεχί ζει μιαν ανάμικτη καρπουζο φαγί α και καρπουζομαχία! Ό γίγαντας δεν άργεΐ νά τον. πάρη μυρωδιά. Τρίζοντας τά δόντια, τού ρί χνεται. Ό Ατσίδας δεν είναι καθό λου δειλός. Καταλαβαίνει, όμως, πώς- ή πάλη του μέ τό τερατώδες αυ τό όν είναι εντελώς άνιση καί καταδικασμένη απ’ την άρχήΜέσα σέ λίγες στιγμές, το δρεπάνι τού γίγαντα θά τον έ'χη θερίσει! Κι’ έπειτα θά μιίνη ελεύθερο νά θερίση καί τό κεφάλι τής Μαλόα. Πρέπ-ι, λοιπόν, νά κερδίση καιρό,.. Καί αρχίζει νά τρέχη μέσο στίς ατέλειωτες σάλλες τού τεράστιου παλατιού. 01 πλατείές ποδάρες του πλοτταγίζουν στά μάρμαρα τού δαπέ δου. Μαινόμενος ό γίγαντας τον καταδιώκει. Ό Ατσίδας τρέχει σαν τρελλός, στρίβει στις στροφές, σταματάει κά θε τόσο καί πετάει κι9 άπό έ να... καρπουζάκι, πού έρχεται καί σπάει στά μούτρα τού γί γαντα, τον γεμίζει νερά- καί κουκούτσια, τον τυφλώνει προ σωρινά καί τού ανακόπτει την ορμή. "Επειτα ξαναρχίζει τό κωμ ικρτραγ ικό άνθρωποκυνηγ η -
ΤΑΡΓιΚΑ τό. Ό πολύσαρκος Νέγρος δεν ξέρει τά κατατόπια τού πανάρχαιου ανακτόρου. Καί σέ μια στιγμή, χώνεται σ5 έ να διάδρομο, πού δεν έχει αν τίκρυ έξοδο! Ό γίγαντας τον βλέπει, Άφίνει ένα φριχτό ουρλιαχτό, πού καμπανίζει άνατριχιαστ κά στις ατέλειωτες στοές. Καί χύνεται έπάνω του κουνώντας απειλητικά τό δρεπάνι του! Ό Ατσίδας νοιώθει πώς τί ποτα δεν τον σώνει. Κλείνει τά μάτια γιά να μή ,βλέπη τον τρομερό άντίπαλό του καί, σαν μελλοθάνατος, έκτελεί την τελευταία του επιθυμία : κα ταβροχθίζει τά δυο καρπουζάκια πού του απομένουν!
Τι είναι ό
Ζ___ Ρ • ί
· ϊ
· ι
Ένα κύμα λύσσας του πλημμυρίζει τά στήθια. Κάνει λίγα διατακτικά βή ματα. Δεν ξέρε η δεν μπορεί νά μαντέψη ποιο-δρόμο άκολούθησε ό δεύτερος απαγωγέας, μέσα στην αχανή ζούγ κλα. Ξαφνικά βλέπει χάμω ένα ΚΕΦ. 10. "Οπου τό ταξίδι του μικρό καρπούζι. Πιο πέρα ένα Ατσίδα γιά τσν άλ άλλο. Καί, στην ίδια γραμμή, λο Κόσμο ματ α ι ώνείχνη άπό ποοτούσες μεγάλες ται την... τελευταία καί πλατείες. "Ιχνη τεράστια στιγμή! σαν λακκούβες, πού θά χωρού Τάργκα άφίνει ένα βα σαν μέσα τους ξαπλωμένο έ θύ ^στεναγμό. Ή ζάλη να.., μικρό παιδί! Τώρα ό Τάρ πού τού έφερε τό τρομερό χτύ γκα δεν αμφιβάλλει. Άπό 5ώ πημα τού λιθαριού, υποχωρεί έχει περάσει ό Ατσίδας! σιγά - σιγά. Καί τό ατρόμη Μιά κρυφή ελπίδα γεννιέται το Ελληνόπουλο τινάζεται όρ-. στην ψυχή του. θιο. Ακολουθεί τόν δρόμο πού λ ΚυττάζεΓγύρω του. Πουθε τού δείχνουν τά καρπουζάκια νά ή^Μαλόα. Π ιό κάτω βρίσκε κύ οι πατημασιές καί, ξαφνι ται ό γίγαντας μέ τ’ αγκάθια κά, παραμερίζοντας μερικά α πεθαμένος, 6σο... δεν γίνεται γριόχορτα, βρίσκεται μπρο πιο πολύ! Τότε καταλαβαίνει στά στά μεγαλοπρεπή έρείπια πώς αυτός πού τού κατάφεοε των πανάρχαιων ανακτόρων! το δολοφονικό χτύπηρά ήταν Στέκεται μιά στιγμή καί τ’ κάποιος άλλος. Κάποιος πού άτενιζει μέ κάποιο δέος στην έχει φύγει συναποκομίζοντας ψυχή. Ποιοι βρίσκονται τάχα καί την αγαπημένη του Μαέδω - μέσα! Παίρνει μιά βαλόα. θειά αναπνοή κι’ έπειτα ή φω
Ο
30
ΤΑΡΓ&Α
νή του ξεπηδάει δυνατή : — Μαλόα! Ή ψωνή του ξεχύνεται στις στοές τού ερειπωμένου παλα τιού καί πολλαπλασιάζεται α πό την ηχώ τους. Είναι ή στιγμή που ό γί γαντας σηκώνει τό δρεπάνι κι’ ό Ατσίδας τρώει τά τελευταία καρπούζια τής ζωής του... Τό αγκαθωτό τέρας στέκε ται. Προαισθάνεται κάποιον κίν δυνο, πιο μεγάλο από τον κίν δυνο πού παρουσιάζει γι’ αυ τόν ό 'Ατσίδας. Ακούει κιόλας τούς βημα τισμούς τού Τάργκα στην εί σοδο τού ανακτόρου καί κινεί ται μέ ταχύτητα άστραπής. Αυτός ξέρει τά κατ απόπια. Α νάλαφρος καί γοργός σαν ά νεμος φτάνει πίσω άπό μια μαρμάρινη κολώνα. Έκεΐ στέ κεται. Κρατάει την αναπνοή του. Παραμονεύει. Καί, καθώς βλέπει τον Τάργκα νά προαπερνάει ανύποπτος, πηδάει ε πάνω του, ένφ συγχρόνως τό κοφτερό, σαν ξυράφι, δρεπάνι του διαγράφει στον αέρα μ·ά θανάσιμη κυκλική κίνηση στο ύψος τού λαιμού τού Κυρίαρ χου τής Ζούγκλας. Ό Τάργκα δεν ακούει παρά τό λεπτό σφύριγμα πού κάνει τό δρεπάνι σχίζοντας την α τμόσφαιρα! Πιο γρήγορος κλ απ' τη σκέψη πέφτει στα γό νατα, τραβώντας συγχρόνως τό μαχαίρι άπό τη θήκη του! Τό δρεπάνι τού αγκαθωτού γίγαντα δεν βρίσκει στόχο κ/ ολοκληρώνει τον κύκλο του χω ρίς άποτέλεσμα. Τό τέρας ά-
φίνει ένα μουγκρητό καί τινά ζεται δυο μέτρα πιο πέρα. Άλ λα ό Τάργκα μαίνεται. Τώρα μάχεται για τη Μαλόα, γ.ά τον Ατσίδα, γιά τη ζωή του. Σφυρίζοντας, τό μαχαίρι τού Τάργκα φεύγει μέ απί στευτη δύναμι καί καρφώνεται στο δεξιό χέρι τού γίγαντα, τρυπώντας του την παλάμη πέρα ώς πέρα. Τό τέρας μορ φάζει άπό τον πόνο. Τό δρε πάνι ξεφεύγει απ' τά παράλυ τα δάχτυλά του καί πέφτει στο δάπεδο, μέσα σέ μιά Λί μνη αίματος! Αμέσως ό γίγαντας άρπάζει τη λαβή τού μαχαιριού, τό ξεκολλάει απ’ τό χέρι του καί τό πετάει χάμω. Τώρα οι δυο παντοδύναμοι αντίπαλοι, άο πλοι, στέκονται άντικρυστά καί ζυγίζουν τις δυνάμε·ς τους. Μά τό Ελληνόπουλο1 δέν πε ριμένει. Όρμάει σαν άνεμοστρόβ1λος κι5 ή γροθιά του βροντάει πάνω στο κεφάλι τού τέρατος. Ό άντίπαλος κλονίζεται, αλ λά δέν προφταίνει νά αντίδρα ση. Μιά δεύτερη γροθιά, πιο γερή απ' τήν πρώτη, στέλνει τον τρόμο νά φωλιάση στήν ψυχή του! "Οχι, ό παντοδύνα μος Τάργκα δέν αντιμετωπίζε ται, όταν μάχεται γιά τήν α γαπημένη του Μαλόα! , Περίτρομος ό αγκαθωτός γίγαντας τινάζεται, μέ όσες δυνάμεις τού μένουν, καί βου τάει μέ τό κεφάλι σέ μιά κα ταπακτή, πού χάσκει ορθάνοι χτη κοντά τους.
ΤΑΡΓΚΑ 5Από κάτω κυλάει ό ποτα μός. Ό Τάργκα ακούει τόν πα φλασμό καί, χωρίς δισταγμό, πέφτει κι5 αυτός! Τώρα ό γίγαντας κολυμπάει με άπόγνωσι. Πίσω του κολυμπάει ρωμα λέα κι3 ό Θάνατος, καταδιώκοντάς τον μέ τή μορφή του Τάργκα. Ή όχθη δεν είναι μακρυά. Τό τέρας φτάνει πρώτο, άλλ" αμέσως κι" ό Τάργκα πα τάει τή στεριά και πηδάει ε πάνω του, δπως ή τίγρις στο ζαρκάδι! "Αποφεύγοντας τ" αγκάθια τού θώρακα του, δι πλώνει τά μπράτσα του καί του τυλίγει τό κεφάλι σ’ ένα πανίσχυρο κεφαλοκλείδωμα, που τόν κάνει νά σπαράζη α πό τόν πόνο καί την ασφυξία. Τά αγκάθια του τέρατος αγγίζουν τό κορμί τού Ελλη νόπουλου καί αρχίζουν νά του τρυποΰν τό δέρμα καί νά χώνωνται μέσα στις σάρκες του. Τό Ελληνόπουλο όμως δεν νοιώθει καν τόν πόνο- πού τού προκαλούν τά μετάλλινα αγ κάθια ! Μιά σκέψι κυριαρχεί μέσα του! Πώς νά τιμωρήση, νά συντρίψη τόν κακούργο, πού είχε τολμήσει νά σηκώση τό δρε πάνι του εναντίον τής άγαπημένης του Μαλόα! Αμείλικτος ό Τάργκα τόν σφίγγει ολοένα καί περισσό τερο. Στον τράχηλο τού γί γαντα οι σπόνδυλοι τρίζουν. Την ίδια στιγμή άκούγεται ή Φωνάρα του... Ατσίδα :
31
— Έσύ αφήσει "Ατσίντα σκοτ ώση... άγκάτ ι α! Καί, μέ τά μάτια γουρλωμένα από θυμό, ό χοντρός Νέ γρος σηκώνει τό ραβδί του κι1 αρχίζει νά τσακίζη ένα - ένα τά μετάλλινα αγκάθια τοΰ γί γαντα. — Νά! Νά! Νά! φωνάζει κάθε τόσο ό Ατσίδας. Έγκώ, χατήρι εσένα, πάει χαμένα τό σα... καρπούζια! Έσύ κάνει εμένα πετάη καρπούτζια, έγ κώ σκοτώση εσένα! Μά ό γίγαντας δεν τόν α κούει πιά. Τό κορμί του έχει βαρύνει ατά μπράτσα του Τάργκα... Καί, καθώς τό κεφαλοκλεί δωμα λύνεται, τό άγκαθωτό τέρας σωριάζεται νεκρό! —- Μαλόα!, φωνάζει ό Τάρ γκα. ^—Έγκώ πάει εσένα στο κύριος Μοώόα!, λέει ό Ατσί δας. Καί μπαίνει μπροστά καμα ρωτός καί όδηγεΐ τόν Τάργκα εκεί όπου βρίσκεται τό κορί τσι τής ζούγκλας. — Έγκώ, δηλώνει υπερήφα να στή Μαλόα ό "Ατσίδας, μέ . . . βοητος εμενα κύριος Τάρ γκα, σκοτώσει... άγκάτια! Ό Τάργκα. γεμάτος συγκί νηση περνάει τό χέρι του γύ ρω στή μέση τής Μαλόα. Κ αθώ ς τ ρ ι γυ ρ ί ζο υ ν μέσ α στο έρημο πιά ανάκτορο, βρί σκονται ξαφνικά μπροστά σ’ ένα πελώριο άγοολμα, πού πα ριστάνει μιά γυναίκα όλόϊδια μέ τήν... Μαλόα! Μονομιάς ή μνήμη τοΰ κο ριτσιού ξεκαθαρίζει. Ή θέα
32
ΤΑΡΓΚΑ
του αγάλματος τής ξυπν$ τίς αναμνήσεις. Ναι, τώρα θυμά ται ! Στο ανάκτορο ©κείνο έχει ττεράσει τα πρώτα .παιδικά της χρόνια. Έκεΐ ζούσαν άλ λοτε οί πρόγονοί της, βασι λιάδες μιας όμορφης λευκής φυλής, πού κυβερνούσε τη ζού γκλα! Και μια μέρα ή στρα τιά τών αγκαθωτών γιγάντων ήρθε σαν θύελλα. Στη σκληρή· μάχη, πού ακολούθησε, έξωντώθηκαν οί αντίπαλοι κι* από τά δυο μέρη ! Μόνο ή Μαλόα κι’ ό παππούς της σώθηκαν α πό τά δρεπάνια τών γιγάν των! "Έφυγαν μακρυά καί κρύφτηκαν σέ μια σπηλιά. Καί φαίνεται πώς από τούς αγκα θωτούς γίγαντες είχαν γλυτώ σει μόνον αυτοί οί δυο. Κι" εί χαν έγκοπασταθή στα έρείπια τών άνακτόρων τής φυλής τής Μαλόα... — Τάργκα!, μουρμουρίζει τό όμορφο ξανθό κορίτσι., αφού έξήγησε στον αγαπημένο της τί είχε συμβή στο παρελθόν. Τώρα θυμάμαι, καθαρά τό α δυσώπητο κυνηγητό, πού υάς έκαναν μέσα στη ζούγκλα ο' αγκαθωτοί αυτοί γίγαντες! Ό παπους αναγκαζόταν νά υέ σηκώνη κάθε τόσο στην άγκαλιά του, γιατί τά πόδια μου λύγιζαν από την έξάντλησι καί δέν μπορούσα νά περπατήσιο πιά! Τρεις μέρες καί τρεις νύ χτες μάς κυνηγούσαν έτσι τά τέρατα! Δέν τολμούσαμε νά
σταματήσουμε ούτε γιά νά φάμε κανόναν καρπό! Καί μό νο τό πρωί τής τέταρτης μέ ρας κατωρθώσαμε νά τούς ξεφύγουμε καί νά κρυφτούμε μέ σα σέ μιά σπηλιά! Ό Τάργκα τραβάει μιά βαθειά · άνάσα γεμάτη άνακούφισι, άκούγοντας τις εξηγή σεις τής Μαλόα. — "Έτσι εξηγείται τό μί σος τους έναντίον σου!, λέει στη Μαλόα. Πάντως, έκδ'.κηθήκαμε γιά τό κακό πού έκα ναν σέ σένα καί στη φυλή σου, αγαπημένη μου! Τιμωρήθηκαν όπως τούς ταίριαζε! "Ενα σιγανό, παράξενο γρύλλισμα τον κάνει νά γορί ση ξαφνιασμένος. Ό "Ατσίδας έχει χώσει τη μούρη του μέσα σ’ ένα τεράστιο καρπούζι καί ρουφάει τό χυμό του μέ απε ρίγραπτη ήδονή ! —-Καλή όρεξι, "Ατσίδα!, τού λέει τό Ελληνόπουλο γε λώντας. Ό "Ατσίδας βγάζει γιά μιά στιγμή τό μουσούδι του άπό τό καρπούζι, λέγοντας : — Έγκώ όκι καλή όρεξος! Ντρεπάνι όκι κόψη - κόψη κε φάλι εμένα! Κόψη - κόψη όρε ξος έμένα! Καί, ξαναχώνοντας τό μου σούδι του στο καρπούζι, άρχίζει νά ρουφάει πάλι τό χυμό του μέ τή... μεγαλύτερη όρεξι τού κόσμου!
ΤΕΑΟΣ Πρωτότυπο έλληνικό κείμενο υπό ΘΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ. ("Απαγορεύεται ή άναδηιμοσίευαι ς)
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
τού ΑΤΣΙΔΑ πρός τόν ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ
1 π 3
«Κύριος
ΚοντοστοΟττος,
Έγκώ ττάρει γκράμμα εσένα/ έγκώ βάλει κύριος^ Τάργκα νά ντιαβάση γκράμμα, έγκώ λυσσάξει ττολύ άκούση λόγια ντικό σου!
3» Η
«
'ύ π
“ π 0 ίϋ :: γ
· , ν’Εσύ#ί ΚοντοστοΟπος, όκι κόψη - κόψη γλώσσαεμένα! Έσυ °,κι ττιάση - ττιάση άττό καλκά μύτη εμένα, σέρνει εμένα μέσα άγκάτια! , ^ολυ θυμωμένος είναι, ΚοντοστοΟττος! Έγκώ άκουσει λόγια ντικό σου, έγκώ άοπάξει , αμέσως καρττούτ£ια ντεκα - ντέκα, φάερ - φάει οιυτό μεγκάλες νταγκωνιά, λέει λεει : , «Έγώ όκι εγει ΚοντοστοΟττος έντώ, έγκώ νταγκώσει καρπούτζια! Καρττρϋτζι αυτός κεφάλι ΚοντοστοΟττος, γράττ1 -Νταγκώση - νταγκώση! Καρττοΰτζι αυτός άλλος κεφάλι Κοντοστοΰττος, γράττ! Νταγκώση - νταγκώση! Αυτό μπανάνα μύτη ΚοντοστοΟττος, γράττ! Νταγκώση - νταγκώση!»
■
«
Β
Κύριος Τάργκα όκι άφίνει έρτη Αμερικάνικη! 'Αλλοιώς, έγκώ ττιάστίι - ττιάση έσένα, κόψη - κόψη μύτη εσένα, κάνη ω ραίος... φύσα - φύσα κάλαμο με μύτη έσένα! Άτσίντας όκι άγκάττάει ΚοντοστοΟττος! ΚοντοστοΟττος τταλληκαράς ψεύτικο είναι! Μεγκάλος λόγια λέει - λέει, μεγ· . κάλος... λιποτυμίος κάνει κάνει! Χά!
ΑΤΣΙΝΤΑΣ Φύσα - φύσα Κάλαμος»
5
5
| Λ» :
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
■
3
Οί άποοντήσεις στα γράμματα, πού παίρναμε για τον «Τάργκα», θά δημοσιεύωνται προς το παρόν στόιν
α□ □ α
«Υπεράνθρωπο», για νά μην αναγκαστούμε νά έλαττώσουμε τις σελίδες του κειμένου του νέου αναγνώσματος μας!
: Ρ
I
Γ
Λ
■
«
Β
ΤΑΡΓΚΑ
1ΒΒ8Ρ3ΒΒΒ3ΒΒΒΒ3ΒΕΕΒ3Θ
ΙΒΒβ!
@ά; χάοουν'πολΑά
■
■
α’3Λ 3
■
εβδομαδιαία βιβλία
Ο Ο
•
ΤεΟχος 4 ΓΡΑΦΕΙΑ :
*
■
η
Β
Λέκκα
23 Μ Η Β Ο Ε
Τηλέφ. : 36-373
«
Η Κ
Οίκον. Δ)ντής : Γ. Γεωργίαδης, Σφιγγός 38, Αρχισυν τάκτης : Στ. Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊστάμε νος τυπογραφείου : Δ, Κορθάκης, Πέτρας 29.
Β
03 ">
Β Η Η
3 3’·
Β 8
όσοι χάσουν τό τεύχος 67 του «Υπεράνθρωπου», που κυκλοφορεί την ερχόμενη Τρί τη μέ τον τίτλο :
* Μ
■
*
ΟΙ ΕΞΩΚΘΙΜΟΙ ΣΥΝΤΡΙΒΟΝΤΑΙ Το τεύχος 67 εΤναι άφιε ρωμένο στον Ύπερελληνα, τό Παιδί -λ Θαυμαστόν αγαπη μένο των παιδιών δλου του Κόσμου! 'Ο Ύπερέλληνας αντιμετωπίζει μόνος, του τούς εχθρούς του Κόσμου, αναπτύσσοντας όλη την αν δρεία ^ του, τη δύναμί του καί τη γρηγοράδα του! Στο ίδιο τεύχος, η άπάντησι τού Κοντοστούπη ^στά προσβλητικό γράμμα τού Α τσίδα !
Β Ρ
~ II
*
ΒΓ! Ο
9
Π
33
Β
«01
0«I
Β Ο Ώ Ο
0 88 3Π » 13
Η Β Β
ϋ
I π *
4
Ο ΒΒΒΒΒΒΒΙΒΒΒΒααηΒΒ ΒΗΘΒΒΟηΒΒΗΕΗΠΒΒΒΚΙΒΙΒΒΕΚΗΒ ΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒΒ ΙΒΒΒΒΒΒΒΒΒβΙΙΙΗΒΒΗΗΒΗΒΒβίΐηΐϊίΙΒΒΕΒΒαΗΗΓΒΗΗΗΙΪΠΙΗηΗΗΒΙΒαΒΚΜΒΒΒΗΗΒΗΒΒΒ'ΒΒΒΙΗΙ»
α
Η
Κανένα άπό τά τεύχη τού «Τάργκα», πού διαβάσατε ώς τώρα, δεν μπορεί νά συγκριθή μέ τό άφθαστο, τό άπαράμιλλο τό γοητευτικό, τό συγκλονιστικό τεύχος
α !.;
Β
3 Β 3 3 (1
ηι?ι α
πού
κυκλοφορεί
την
ερχόμενη Πέμπτη
μέ τον τίτλο 3
απ
αι: Εί
Β Ρ Β Π
α
*
Β Μ
ΤΟ
ΚΟΡΙΤΣΙ - ΤΙΓΡΙΣ
Στο τεύχος αυτό ό Μαλόα, ή όμορφη συντρόφισσα τού Τάργκα, τού Κυρίαρχου της Ζούγκλας, διεξάγει αγώνα ζω ής καί θανάτου μέ μιά γοητευτική καί σατανική μάγισσα, γιά νά σώση τον βαρειά τραυματισμένο Τάργκα!
33 η
33
0ΐαβΙΒ·ΒΒ·Β&ΒΒΒΒΒΒ«ΒΙ3Β«·»Β8ΒΙΒ·«ΒΒΙ!1Β9ΒΗΒ3ΒΒΚΒΒΒαΐΒαΒΒαΒΒΒΒΒΙΐαΒαΗΒΒαΞΙΒΒΒΙ5Ε1£ΙΒΒ13ΒΒ8ΒΒΒΒΒαΒι«
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜΕΣ 2,000
ΥΕΜΠΡΟΧ. ΠΛ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ Α4>Ρ0$!ΤΗ! ΠΡΕΠΕΙ Μ ΣΥΝτριψογ^ΜΕ ΤΟΥΣ Μ ΚΟΥΡΣΑΡΟΥΣ.
Αργότερα, ΠΑ/υ^ ΑποτηΙαΦροδγγη. ΤΙΑΣ ΕΦΤΑΣΑΝ οI Υί)Ε' ΡΑΝΘΡΩΠΟϋ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΚβ'
ΠΥΨΟΥΑ/ Γμ ηνζτι>^ΚΗΠΑΣΒΠΣΙ .
% ΡΙΞΤΕ ΜΙΑ ΕΗΠΡΗ \Τ!ΚΗ βΟΜΘΑ !ΐ
Μ ΔΙΑΒΟΛΕ / ΚΑΙΝΕ ΤΙΣ ΙΔΙΕΣ ΤΟΥΣ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ! ,
^
\ ΕΥΤΥΧΕΣ Η ΠΟήΗ &ΙΝΡΙ ΖΩΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΝΕΡΑ \! * ΕΜΠΡΟΣ ΝΑ ΣΒΗΣΟΥΜΕ ^ΤΗ Φϋ 'ίβ !!
ΒΟΗ ΘΕΙΕ) !
ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΚΥΜΑ, ΣΠΡΕΓΜΕΝΟ ΑΠΟ Τους υπεράνθρωπους, σκεπάζει την πόλη
7ΤΠ77-------- «ν--------- 1
ΚΑΙ ΣΒΗΝΕ! ΓΗ
ΜΑΛΟΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΙΓΡΙΣ
Ό Τάργκα, τό 3Ατρόμητο Ελληνόπουλο, συναντά μια μαύρη ομορφιά, πού σέρνει πίσω της τό θάνατο, καί ή Μαλόα μάχεται μέ αυτοθυ σία για νά σώση τον αγαπη μένο της, τον πληγωμένο Κυρίαρχο τής Ζούγκλας ! ΚΕΦ. 1. "Οπου ένα βαβυ μυ στήριο βάζει σέ σκο τούρες τον Τάργκα υσπειρωμένη πίσω από μιά τούφα ξερά χόρτα ή μικρόσωμη τίγρη παραμο νεύει. Ή χαμηλωμένη ως το χώμα κοιλιά της, η ρυθμική ταλάντευσι του μυώδους κορ μιού της, τα τρομερά δόντια της πού προβάλλουν κάτω α πό τ’ -άνασυρμένα χείλια της και τό απαλό γουργουρητό της, πού ξεχύνεται γύρω Α πειλητικά,— δλ5 αυτά δεί χνουν φανερά πώς ή τίγρη εΐν’ έτοιμη νά έπιτεθή. \ Ό Τάργκα, τό ατρόμητο Ελληνόπουλο, ό ’ Κυρίαρχος της Ζούγκλας, τη βλέπει από είκοσι μέτρα -μακρυά. ’Ατά ραχος,^ χωρίς ή παραμικρή γκρι μάτσα ■ φόβου ν’ άποτυπώνεται στ3 άντρίκια · χαρακ τηριστικά του προσώπου του, απλώνει τό. χέρι -του καν πιάνει σφιχτά τό μπράτσα, τής- Μάλόα, τής.άμορφης ξαν θής συντρόφισσάς του πού περπατάει πλάϊ του. —-Στάαου!> τής λέευ Αυ τή ή μικρή τίγρη έτοιμάζεταΓ' νά γέυμΟτίση. ’Άς μην τής κόψουμε την δρεξι! Σ ίγουρα, πίσω άπό έκείνα τά χόρτα, θά βόσκη κάποιο έλάφι ή κά-
Σ
4
ΤΑΡΓΚΑ
ττοιο τρυφερό ζαρκάδι, που 6έν υποπτεύεται τον τρομερό κίνδυνο ! Νά, κύττα, Μαλόα! Ή Μαλόα σηκώνει γοργά το ξανθό της κεφάλι. Τό θέα μα πού άντικρύζει εΐναι πολύ συνηθισμένο στη ζούγκλα. Τδχει δη χίλιες φορές. Μά πάντοτε τή συγκλονίζει, για τί έχει μια τρομακτική μεγα λοπρέπεια, Ή τίγρη έχει κιόλας έφορμήσει! Τό ραβδωτό κιτρινόμαυρο κορμί της, μ5 ένα πήδημα λα στιχένιο κι3 άθόρυβο, σκίζει τον άέρα τεντωμένο, μέ τά πόδια μπροστά και μέ τά νύ χια πεταγμένα έξω, σά νά βιάζωνται νά χωθούν στη σάρ κα τού θύματος. Τό μουγγρητό της άκούγεται τώρα ώργισμένο. Καί την επόμενη στιγμή χάνεται από ^τά μάτια τού Τάργκα καί τής Μαλόα. Σάν βολίδα έχει πέσει πίσω απ’ τ* άγρια ψηλά χόρτα. Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας στήνει αυτί. Περιμένει ν3 άκουση τό τρο μαγμένο βέλασμσ τού ζαρκα5 ού, λίγο ποίν τό σπαράξουν τα νύχια του σαρκοφάγου θηρίοϋο^ ? Μά.., δεν άκούει απολύτως τίποτα! *ΊΗ, μάλλον, άκουει μερι κούς αγρ'ους λαρυγγισμούς, τον θόρυβο μιας θανάσιμης πάλης, τον κρότο κλαδιών πού τσακίζονται και θάμνων πού ποδοπατ ιοΟνται, ένοα/ πνιγμένο γρυλλισμό τής τί
γρης κι5 έπειτα... τίποτα! Σιγή. Θανάσιμη σιγή απλώνεται γύρω. Μιά σιγή γεμάτη άπ3 τό αιώνιο, βαθύ μουρμουρητό τής ζούγκλας! Ό Τάργκα γυρίζει καί κυττάζει τήν Μαλόα. Τον κυττά™ ζει κι3 αυτή γεμάτη απορία. Δεν χωράει καμμιά αμφι βολία, πώς κάτι πολύ περίερ γο καί πολύ άπροσδόκητο έ χει συμβή πίσω άπ3 αυτούς τούς ξεοούς θάμνους. Ό Τάργκα θέλει νά τό έξακριβώση. Μέ μιά ταχύτατη κίνησι προσπερνάει τή Μαλόα, ανοί γει μέ τά δυό του χέρια δρό μο, ανάμεσα άπ3 τά ψηλά κι3 άγρια χόρτα, ρίχνει μιά μα τιά ερευνητική καί μένει μέ τό στόμα όοθάνοιχτο από τήν έκπληξι: Έκεΐ, κάτω άπ3 τό βλέμμα του, στο νωπό χώμα, βρίσκεται ή τίγρη. . . νεκρή ! Κανένα άλλο θηρίο, ζωντα νό ή νεκοό, δεν υπάρχει γύ ρω, πουθενά! "Ενας μορφασμός άπορίσς; τραβάει προς τά κάτω τις ά~„ κρες των χειλιών τού Τάργκα. Τό μάτι του στηλώνεται στή Μαλόα έρωτηματικά. Τό όμορφο κορίτσι καταλαβαί νει τί σημαίνει αυτό τό βλέμ μα καί σηκώνει τούς ώμους. Δεν μπορεί νά έξηγήση κι" αυτή τί συνέβη. Μά ό Τάργκα δεν χάνει κα’οό. Σηκώνει τό πόδι του, τό βάζει κάτω άπ5 τήν κοιλιά
ΤΑΡΓΚΑ
τοΰ σκοτωμένου θηρίου κι' έ πειτα τό σπρώχνει μέ δύναμι. Τό κουφάρι τής τίγρης α ναποδογυρίζεται. Καί τότε βλέπουν στό λαι*· μό της, έκεΤ άκριβώς πού ή γούνα της παίρνει ένα άσπροκίτρινο χρώμα, δυο άνοιχτές πληγές, τεράστιες καί βαθειές, σάν νά τις έχουν ανοί ξει τα κέρατα κάποιου πανί σχυρου ζώου! — Θά ήταν άγρ ιοβούβα λος ί, λέει ή Μαλόα. Μά ό Τάργκα φαίνεται πο λύ άνήσυχος. Τό μάτι του ερευνά μέ προ σοχή τό μαλακό καί νωπό έ δαφος, ψάχνει παντού, άλλά δεν βλέπει πουθενά ούτε τό παραμικρό άποτύπωμα άπό ποδάρια άγριοβούβαλου! —"Οχι, Μαλόα!, μουρμου ρίζει. Ή πάλη τής τίγρης δεν έγινε μέ άγριο βουβάλι. Μέ κάποιο, άλλο ζώο έγινε. Θά έ γινε μέ... Απότομα ή φωνή του κό βεται. Τά μαύρα μάτια του σπι θίζουν. —Κΰτταξε], φωνάζει; Κ,ι’ έδώ... κι’ έκεΤ... καί πιο πέ ρα βαθειά άποτυπώματα ά πό γυμνά πόδια ανθρώπου ! Πρόσεξε, Μαλόα, αυτά τ’ ά ποτυπώματα. Είναι άλλου πιο βαθειά κι’ άλλου ρΐ}χά, σημάδι πώς ό άνθρωπος έκα νε άπότομα πηδήματα καί με τακινήσεις έδώ κι* έκεΤ! Ε πειτα άπομακρύνόνται καί χάνονται στην πυκνή βλάστησι!
ί>
"Ανθρωπος έπάλεψε μέ τήν τί γρη, Μαλόα! —Καί τή σκότωσε; —Ναι! —· Μέ κέρατα ; Πώς είναι δυνατόν; Ό Τάργκα τήν κυττάζει α μίλητος. "Ενα σύννεφο έχει σκοτεινιάσει τά μάτια του* "Επειτα τής πιάνει τό χέρι καί τής λέει άπότομα: — Θυμάσαι, Μαλόα ; Δέν εΐναι ή πρώτη φορά πού βρί σκουμε, τώρα τελευταία, ζώο σπαραγμένο άπ’ τό χτύπημα πού του κατάφεραν δυο πανί σχυρα κέροττα. Νομίζαμε, τό τε, πώς κάποιο μανιασμένο βουβάλι κάνει αυτή τή σφα γή. Αλλά τώρα καταλαβαίνω πώς είναι κάτι άλλο. Είναι... άνθρωπος, Μαλόα! Τήν ίδια στιγμή άκούγεται θόρυβος άπό κλαδιά πού σπάζουν. Κορμοί αναρριχητι κών ξεκκολάνε άπό τή θεσι τους. Μικρά δέντρα παραμε ρίζουν κάτω άπό τήν πίεσι μιάς άκατανίκητης δυνάμεως. Κι5 έτσι, άνοίγοντας δρόμο α νάμεσα στήν παρθένα ' βλάστησι τής ζούγκλας, προβάλ λει ό Ζοΰμπο, ό τεράστιος έλέφαντας, ό άφωσιωμένος. φί λος τής Μαλόα. Ό Τάργκα, πού έχει κιό λας χουφτώσει άνήσυχος τή λαβή του μαχαιριού του, χα μογελάει καθησυχασμένος. —"Ελα, Ζουμπο!, τού λέει μαλακά. Καί χαϊδεύει τήν προβο σκίδα πού τοΰ απλώνει · τό πελώριο παχύδερμο.
β
ΤΆΡΓΚΑ
’Έπειτα τον ρωτάει: —Γιοττί έχεις τό ένα σου αυτί ριγμένο επάνω στο κε φάλι σου; Πραγματικά, ενώ τό ένα αυτί του ελέφαντα βρίσκεται στην κανονική του θέση τό άλλο είναι γυρισμένο προς τά πάνω και σαν τεράστιο φύλ λο κάποιου εξωτικού φυτού, τού σκεπάζει τό κεφάλι! —Κατέβασε κάτω τό αυτί σου I, τού ξαναλέει ό Κυρίαρ χος τής Ζούγκλας. Καί, καθώς ό έλέφαντας βέν φαίνεται πρόθυμος νά υπακούση, ό Τάργκα σηκώνε-
Ξαψνικά,. φτάνει ή Μαλόα καβάλλα στον Ζοϋμπο !
ται στις μύτες των ποδιών του, τεντώνει ψηλά τό χέρι του καί, πιάνοντας τό αυτί τού παχύδερμου, τό> τραβάει προς τά κάτω. Την Τδια -στι γμή μιά αγριοφωνάρα άκούγεται: — Έσυ τραβήξη> αυτί Τζούμπο, ξεσκεπάσει 'Ατσίντα, κούνουπος ρουφήξει αΐμα εμένα, σκνίπος ντέν άφήση κοιμητή έμένα! Είναι ό κωμικός 5Ατσίδας, ό χοντρός νέγρος, πού, κολ λημένος σάν ένα πελώριο μαύρο τσιμπούρι στο σβέρκο τού έλέφαντα, κοιμάται, σκε πασμένος με τό τεράστιο.... αυτί τού παχύδερμου! —- "Εβαλες καί.;. κουνου πιέρα στο κρεββάτι σου; τον ρωτάει πειραχτικά ό Τάργκα. — Κούνουπος τσιμπάει έ μένα, παραπονιέται ό * Ατσί δας, έγκώ φύσα - φύσα κάλα μο σκοτώσει... κούνουπος! Ε σύ; κύριος Τάργκα, έσύ, κύ ριος Μαλόα, άφήση Άτσίντα τελειώση ντουλειά του! Ό Τάργκα κι* ή Μαλόα ξα φνιάζονται. Στην άρχή δεν μπορούν νά καταλάβουν τί είδους δουλειά κάνει ό Ατσίδας... ξαπλωμέ νος έπάνω στον γιγάντιο έλέ φαντα. "Επειτα, δμως, ' καθώς ό Ζοΰμπο προχωρεί μερικά άκόμα βήματα, άκούνε τον κρότο που κάνουν τά φυτά, δταν κά νεις τά ξερριζώνει καί μένουν κατάπληκτοι : ό έφευρετικός Ατσίδας μ' ένα μακρύ καί λυγερό χορτόσκοινο, φτιαγμέ-
ΤΑΡΓΚΑ
Ή μαύρη μάγισσα Ραραού μάχεται επικεφαλής των κερασφόρων υπηκόων της! νο άττό τον κορμό ενός άναρριχητικου, έχει δέσει^ μεταξύ τους καμμιά εικοσαριά μεγά λες... άγριοκαρπουζιές, κατά φορτες άπό πελώρια καρπού ζια! Την άκρη του χορτόσκο^νου την εχει δεμένη στον ελέ φαντα... Καί, καθώς τό παχύ δερμο προχωρεί, οί άγριοκαρπουζιές τραβιούνται άπό την ακατανίκητη δύναμί του και ξεκολλάνε, . μαζί μέ τή ^ρίζα τους, άπό τό μαλακό χώμα! — Έγκώ, έξηγεϊ ό Ατσί δας, σούρει - σούρει στο σπη λιά τριάντα καρπουτζιές, ε κατό, ντιακόσα καρπούτζια,
έγκώ. φάει αυτά, έγκώ κόψει κόψει λιγάκι όρεξος έμένα! Ό Τάργκα κύ ή Μαλόα θέ λουν νά γελάσουν μέ τον κω μικό νέγρο, πού κάθε μέρα κατεβάζει καινούργιες σοφίες γιά νά μαζευη άνετα τά άφθο να καρπούζια, πού χρειάζε ται γιά νά γεμίση ή πελώρια κοιλιά του. Μά την ίδια στιγμή βλέ πουν κάτι παράξενο : 5Ανά μεσα στις άφθονες άγριοκαρπουζιές πού σέρνει πίσω του ό έλέφαντας, υπάρχει τό πτώ μα ενός πάνθηρα ! Και σέρ νεται κι* αυτό μαζί, έτσι κα θώς είναι πεσμένο^ στά κλα διά μιας καρπουζιάς.
7
8
ΤΑΡΓΚΑ
Ό Τάργκα τό πλησιάζει γοργά. Ιο κυττάζει καί τά δόντια του σφίγγονται καί οί γρο θιές του συσπώνται. — Μυστήριοί, μουρμουρί ζει σιγανα. Ό πάνθηρας, ένα ζώο με γάλο καί πανίσχυρο, μέ μαύ ρο στιλπνό τρίχω-μα, είναι νε κρός από τις πΛηγες πού τού έχουν προξενήσει Ουό κέρατα μυτερά καί μακρυά, σαν τά κέρατα, πού έξωντωσαν προ ηγουμένως καί την τίγρη! Τό Ελληνόπουλο στέκει γιά λίγο αμίλητο. Μιά βαθειά ρυτίδα, πού σκάόει τό μέτωπο του, φανε ρώνει πώς είναι βαθειά συλ λογισμένος. "Αλλά παίρνει την άπόφασί του μέ πολλή γρηγοράΟα. — Κάτι παράξενο γίνεται σ’ αυτή την περιοχή!, λέει. "Εδώ ή ζούγκλα δέν έχει πιά τή συνηθισμένη μορφή της. Κάποιο μυστήριο πλανιέται κΓ εγώ πρέπει νά τό ξεδια λύνω. /Εσύ, Μαλόα,, μαζί μέ τον "Ατσίδα, γυρίστε στη σπηλιά. Σέ λίγο θάρθω-κι" έγώ! Ή Μαλόα κοντοστέκεται διατακτική. —Μά... —- Κάνε αυτό πού σου λέω!, τής κάνει ήρεμα καί σταθερά ό Τάργκα. Ό "Ατσίδας είναι ευχαρι στημένος από τή διαταγή του Τάργκα, γιατί βιάζεται νά... «σούρη - σούρη» τις καρπούζιές του ως τή σπηλιά, γιά
νά... ξεκοκκαλίση τά καρπού ζια ! Τραβάει μέ τά παχειά χεί λια του τον χαλκά τής μύτης του καί τον γλύφει μ" ευχα ρίστησή —"Εσύ, κύριος Μαλόα, φω νάζει, άνέβη Τζοϋμπο, έγκώ κατέβη Τζούμπο, έγκώ ξά πλα -λ ξάπλα κλαντιά καρπουτζιάς, έγκώ τρώει καρπούτζια, Τζοϋμπο σέρνει - σέρνει έμένα, έγκώ φτάσει σπηλιά, έγκώ όκι κουράτζει έμένα! Κεφ. 2.— !ί©?ϊ@!ι εν® γλοιώδες τέρας καταϋι&άζ&ι Άτοίδα σέ .. . νηστεία ! ό..; μεγαλοφυές σχέδιο του λαίμαργου νέγρου μπαίνει αμέσως σ’ έφαρμογή. Ή Μαλόα σκαρφοώώνει στή ράχη του Ζοϋμπο. Ό "Ατσί δας κατεβαίνει, πλησιάζει τον σκοτωμένο πάνθηρα, τραβάει τήν ποδάρα του πίσω κι" έ πειτα του δίνει μιά φοβερή κλωτσιά στήν κοιλιά. Τό άψυ χο σαρκοφάγο κυλιέται μερι κά μέτρα πιο μακρυά. Κι" ό "Ατσίδας του φωνάζει: —Φτάνει έσύ τσούλα-τσσύλα ξαπλωμένο σέ καρπουτζιά! Τζοϋμπο ντικό μου φί λο, Τζοϋμπο κάνει τσούλα τσούλα "Ατσίντα! "Αμέσως ξαπλώνεται στις άγριοκαρπουζιές, πού εΐναι δεμένες μέ τό χορτόσκοινο στον έλέφαντα. Τό παχύδερμο προχωρεί σέρνοντας τες πίσω του κι" έτσι ό άστειος νέγρος
1
ΤΑΡΓΚΑ χξιδεύει, χωρίς νά κούραζε» χι. Κάθε τάσο απλώνει τεμ ελικά τό χέρι του, κόβει ένα ττό τά καρπούζια, πού ταξί:ύουν κι* αυτά μαζί μέ τις χοπουζιές, καί τό καταβρο>» 3ίζει μέ δυο δαγκωνιές. Ό * Ατσίδας είναι ευτυχισ μένος. Ταξιδεύει χωρίς νά )υράζεται κι3 έχει πλάϊ ^του φθονη τροφή, πού μπορεί νά ^ν τρώη, χωρίς κανένα κόπο! — Ωραίος ταξίντι!, μονο>γεΐ. Τζουμπο δκι σταματήζι, Τζουμπο περπατάε’... )όνια, 'Ατσίντα ξάπλα - ξά\α τρώει καρπουτζι! Ό καιρός γύρω είναι γλυ>ς καί ζεστός. Τά καρπούζια πού... άπο^κεύονται τό ένα μετά τό \λα στο στομάχι του νέγρου, χνουν την κοιλιά του νά φου<ώνη. Τό μονότονο σούρσιμο πά> στο μαλακό χώμα τον ναιυρίζει. Και σιγά - σιγά, οοίς νά τό καταλάβη, ό 9Απδας... άποκοιμιέται! Στην ?χή ή άνάσα του είναι ήσυ1, μά ό τόνος της δσο πάει ανεβαίνει καί, σέ λίγο, τό ιχαλητό του αντηχεί στη ιυγκλα σαν μιά ολόκληρη χράτονη ορχήστρα. Τώρα ό Ζουμπο, ό μεγά>ς έλέψαντας, περπατάει ^άΐ σ$ ένα πελώριο πράσιελος, πού τά νερά του κρύ>υν τον θάνατο. Είναι μ·ά :γάλη λίίχνη καταμεσής στη ύγκλα. ^Οσα άγρίμια έρινται διψασμένα νά δροσιΓοΟν στά νερά της, δεν ξα-
9
ναγυρίζουν ποτέ στο δάσος. Σαρκοβόρα υδρόβια τέρατα τά παρασύρουν στά σκοτεινά βάθη των νερών, γιά νά τρα φούν από τις σάρκες τους! Ό "Ατσίδας δεν ξέρει τίποτ’ άπ’ αυτά. Ταξιδεύει στις όχθες του έ λους, σκορπίζοντας γύρςο τό βαθύ ροχαλητό του. Βλέπει κι3 ένα δνε'ρο καί χαμογελάει μέσα στον ύπνο του εύχαοιστημένος. Βλέπει,^ πώς έχει στρωμένο μπροστά του ένα πλούσιο τραπέζι, πώς υπάρ χουν άφθονα φαγιά, πώς τον!., παοακαλουν νά φάη καί πώς αυτός κάνει... νάζια. —"Οκι!, κάνει κάθε τόσο μέσα στο βαθύ ροχαλητό του. Όκι! Ντέν^τέλει άλλος Φαί! Ντέν τρώε< άλλος ένκώ! Ντέν τέλει άλλος ψημένος τζαρκάντι! Εκείνη, όμως, τη στιγμή στ* άκρατα καί πράσινα νε ρά του έλους γίνεται κάτι τοο μεοό! Ή έπιφάνειά τους ανα σαλεύει κι* ένα τεοάστιο γλοιώδες πλοκάμι βγαίνε» σ·νά - σινά προς τά έξω! Σέ Αίνο δεύτερο πλοκάμι τό άκολουθεί. ^Επειτα καί τρίτο καί τέταρτο καί πέμπτο. . . . Τά πλοκάμια αυτά, γλοιώδη και άποκοουστικά, άναδευονται, χτυπάνε μαλακά τά νερά και προχωρούν προς την οΧθη. Έκεΐ τό έλος εΐναι ρηχό καί προβάλλει ένα όλόκληοο τέοας, σάν πελώριο χταπόδι, μέ μάτ’α στρονγυλά, πού κυττάζουν τον 3Ατσίδα, κσ°
10
ΤΑΡΓΚΑ
θώς λ ταξιδεύει κοιμισμένος, γεμάτα κακία! Αμέσως τό ένα πλοκάμι ξεδιπλώνεται κι* άκουμπάει απάνω στο γυμνό στήθος του νέγρου. Ό Ατσίδας, συνεχίζοντας τ’^δνειρό του, νομίζει πώς ε κείνος πού τον... παρακαλεϊ νά φάη^τό ψητό ζαρκάδι, τον άγκαλιάζει για νά τον καλοπιάση. -—"Όκι!, μουρμουρίζει με πεΤσμα μέσα στο ροχαλητό του. Έγκώ δκι τρώει ζαρκάν-
Τό ζαρκάδι πέφτει χτυπημέ νο άπο τό μικροσκοπικό βέλος !
τι ψητός, έσύ δκι άγκαλιάζει εμένα! Καί, κοιμισμένος ^πάντα, πιάνει τό πλοκάμι του τέρα τος και προσπαθεί νά τό σπρώξη μακρυά του. Το ύδρόβιο τέρας, βλέπον τας πώς ή λεία του άντιστέ κεται, έρεθίζεται. Τά υπόλοι πα πλοκάμια του χτυπουν με λύσσα τό νερό. Εκείνο πού είχε αγκαλιάσει τον Ατσίδα, άποσύρεται γιά μιά στιγμή κι* έπειτα όλα μαζί άναδεύονται μανιακά στον άέρα, σάν ένα κοπάδι κόμπρες, πού έτοιμάζονται νά επιτεθούν! Μέσα στον ύπνο του ό "Α τσίδας άκούει τό πάφλασμα των νερών, κάτω άπό τό μαστίγωμα πού τούς κάνουν τά πλοκάμια. "Ανοίγει τά μάτια του, βλέπει τό γλοιώδες τέ ρας έτοιμο νά τον άγκαλιάση θανάσιμα κι’ επιχειρεί νά βγάλη μιά φωνή, καλώντας σέ βοήθεια^ Τό στόμα του α νοίγει διάπλατα, τό στήθοςτου φουσκώνει, ·μά ό απερί γραπτος τρόμος του έχει πα~ ραλύσει τις φωνητικές του χοςδές! , Ενα πολύ σιγανό γρύλλι-. σμα άκούγεται καί τίποτ*. άλ λο ! Με μιάν υπεράνθρωπη προ σπάθεια, τό χοντρό σάν μπα-; λόνι κορμί του κυλάει* κάτώάπ’ τις άνριοκαρπουζιές πού* σέρνει ό Ζαυμπο. 'Έτσι' απομακρύνεται λίγο άπό τό τέρας. "Αλλ’ αυτό δεν θέλει νά παραιτηθή τόσο εύκολα1 άπό
ΤΑΡΓΚΑ την παχειά και καλοθρεμμένη λεία του. Μέ μιά μικρή προ σπάθεια τό μυώδες σώμα του προβάλλει ολόκληρο έξω άπ τό νερό κι’ επιτίθεται μέ άσυγκράτητη μανία. Ό * "Ατσίδας ρίχνει μπρο στά του μι'ά ματιά γεμάτη άπόγνωσι. Ή Μαλόα κι5 ό Ζοϋ- μπο έχουν κιόλας χαθή μέοα οπήν πυκνή ζούγκλα, χωρίς νά μαντεύουν τό δράμα πού παίζεται πίσω τους! Ό χοντρός νέγρος ξανα βρίσκει άμέσως όλη του τήν ενεργητικότητα. "Οσο μπορεί πιο γρήγορα, σκαρφαλώνει σ' ένα παρόχθιο δέντρο κι* από κεΐ σκύβει τήν κεφάλα του καί κυττάει κάτω. Τό τέοας δεν μπορεί νά τον άκολουθήση. Εΐναι όμως πει σματάρικο καί πεινασμένο. Στρ φογυρίζει στά νερά, που βρίσκονται στη ρίζα του δέν τρου, καί τά μάτια του κυττάζουν λαίμαργα τόν· Ατσί δα. Πρώτη δουλειά του νέγρου, μόλις βρίσκεται ασφαλισμέ νος στά ψηλά κλαδιά, εΐναι νά έδακριβώση- τί είδους δέντοο ^εΐναι αυτό που τον φιλο ξενεί. Τό κυττάζει καί φωνά ζει μ^ θυι»ό: —Έ'τυ οκ» καλός ντέντρος ϊ Έσύ δκι έχει καρπούτζι, πε πόνι,-φάει Άτσίνταί Φτου ! ^Καί τό... φτύνει καταθυμωμένος. "Έχουν περάσει μερικές ώρεε. Ή ^τείνα θερίζει τό στουάχι του νέγρου-, αλλά τό τέρας
Π
Ό Ατσίδας καταβροχθίζει,· ϊ απληστα τό ψητό, ενώ πί σω του . . . εξακολουθεί νά τριγυρίζη κά τω στά νερά τής λίμνης. Με ρικά βέλη πού του πέταξε ό Ατσίδας μέ τό φυσοκάλαμό του, στάθηκε αδύνατο νά του κάνουν κακό. Γλύστρησαν πά νω στο γλοιώδες κορμί του κι5 άποστρακίσθηκαν, χωρίς νά καοφωθούν στο σώμα του! —Έσύ φύγει - φύγει, του φωνάζει ό "Ατσίδας, έγκώ κατέβει, έγκώ φάει - φάει καρ πούτζι, πεπόνι ! Έγκώ όχι τρώει, έγκώ πετάνει!
12
ΤΑΡΓΚΑ
Και καθώς τό υδρόβιο τέ ρας μένει ακίνητο και τον κυττάζει μέ τό παγερό βλέμμα του, ό Ατσίδας προσπαθεί νά τό... κοροϊδέψη: —Έσύ φύγει - φύγει, έγκώ κατέβει, έγκώ φάει - φάει καρπούζι, έγκώ... παχύνει, έ σύ φάει - φάει έμένα, έσύ χορτάσει! "Επειτα θυμάται τό όνει ρο πού έβλεπε καί... θυμώνει μέ τον έαυτό του, γιατί έκανε... νάζια και δεν έφαγε τό ψητό ζαρκάδι πού του πρόσΦεραν! —Έγκώ όκι έξυπνο, έγκώ βλάκα ^ είναι!, μουρμουρίζει. Έγκώ έπρεπε φάει τζαρκάντι, κοιλιά ντικό μου γεμάτο είναι τώρα! Μά, ξαφνικά, άκούει μιάν άνάλαφρη περπατησιά. Σκύβει περίεργα την κεφά λα του. Είναι^δυό μεγάλα ζαρκά δια κι* έρχονται στη λίμνη νά ξεδιψάσουν. Ή μοίρα τους εί ναι καταδικασμένη. Τό υδρό βιο τέρας έγκαταλείπει τή σκοπιά του πλάϊ στο δέντρο, βυθίζεται στο νερό, πλησιά ζει άθέατο τό ζαρκάδι πού πί νει, του άρπάζει τό λαιμό μέ τά πλοκάμια του και τό τρα βάει μέ δύναμι! *Όλα γίνονται μέ άσύλληπτη ταχύτητα. Τό ένα ζαρκάδι έχει πια ξοφλήσει μέ τή ζωή. Τό άλλο, κατάπληκτο και τρομαγμένο θέλει νά φύγη. Αλλά δέν προφταίνει. Ό Α τσίδας... ξεκολλάει άπ’ τό
δέντρο του, πέφτει κάτω σάν άσκΐ κι* αμέσως φέρνει τό φυ σοκάλαμο στο στόμα. "Ένα μικρό βέλος έξακοντίζεται όρμητικά κι* έρχεται νά καρφωθή στά πλευρά του ζώου. Τό ζαρκάδι δέχεται τό χτύ πημα, μ’^ ένα βέλασμα πόνου. Κάνει ένα τεράστιο άλμα, σάν νά γυρεύη νά υπερπήδη ση τον θάνατο, αλλά όταν ξαναπέφτη στη γη, είναι πιρι νεκρό! Ό Ατσίδας δέν χάνει και ρό... Τό σέρνει γρήγορα - γρή γορα μακρυά από την επικίν δυνη λίμνη και τό κομματιάζει. ^ - "Επειτα ανάβει μιά φωτιά, τρίβοντας μ’ έπιτηδειότητα δυο ξερά^ ξύλα, άραδ άζει ε πάνω στη χόβολη τά κομμά τια του ζαρκαδιού κι* έπειτα αρχίζει νά τά καταβροχθίζη έ να - ένα, άφήνοντας μικρούς γρυλλισμούς ίκανοποιήσεως. —Έγκώ τρώει - τρώει, ντικός μου όνειρος όκι... ψεύτι κος, ντικός μου όνειρος άλητινός! Τά δόντια του, μεγάλα και κοφτερά σάν δρεπάνι, κατα κερματίζουν τίς σάρκες και τις στέλνουν σέ τεράστιες μπουκιές στο στομάχι του. "Όταν του μένη γυμνό τό κόκκαλο, τότε τό χέρι του κι νείται μέ δύναμι κυκλικά κα^ΐ τό εκσφενδονίζει πάνω άπ’ τό κεφάλι του, προς τά πίσω. Κι* αμέσως έπειτα άρπάζει άλλο κομμάτι!
ΤΑΡΓΚΑ Κεφ. 3. ι "©που άποδεικνύεται πώς έ'να κόκκαΑ@ μπορεί να οώοη μια
”
!
αφνικά οι φυλλωσιές των χαμόδεντρων παραμερί ζουν, σπρωγμέν£ς άπό ένα μελαψό χέρι. "£:να άποκρουστικό κεφάλι προβάλλει πίσω άπ" τον "Ατσίδα. Είναι μια φάτσα άσκημου νέγρου μέ πλατεία μύτη, άγρια μάτια και κοντά σγουρά μαλλιά. Τό κούτελο εΐναι στενό, χαυηλό κι* άπό τις άκρες του, δεξιά κι5 άριστερά, φυτρώνουν άπειλητικά δυο τεράστια κέοατα, ϊσχυοά και σουβλερά σάν του βούβαλου! Ό άνθρωπος μέ την τεοατώδη μορφή κυττά£ει μ'ά στινμή τη οάχη τοΰ "Ατσίδα κι8 ένα άτταίσιο χαμόγελο ζωγρ™ι>ί£«τοπ στο ποόσωπό του. Τό δεξί του χέοι ά^ασύ^εται πίσω άπ’ τις Φυλλωσιές καί σηκώνεται ο··νά - σ'^ά ποός τά πάνω. Τά δάχτυλα κοηττουν σΦ'ντά ένα β'τού πρωτόγονο σφμοί, που ο^αν πέη-η μττοοεΤ νά κοαυατιάση ά^όυ^ και το -αο^π/τνυρο κρα νίο τ~0 κοοκόδειλου! Ό 8Ατσίδας. πεσμένος υέ τά ι^,%οα στο ρρΐ. Ρ«·ν ενει καταλάβει, πώς ό θάνατος βοίσκετοο πάνω άπ’ τό κεφά λι τ^ι, έτο'υος νά πέση μέ άσ^'λληπτη το-νύτητα! Τώρα τά δόντια του λιανί ζουν τό ένα μπούτι του ζαρ καδιού. Οι σάρκες άναρπάζονται κυριολεκτικά, άλέθον-
13
ται, καταπίνονται καί σέ λί γα δευτερόλεπτα έχει άπομείνει μόνο τό μεγάλο κόκκαλο. Κατά τη συνήθειά του ό "Ατσίδας, σηκώνει τό χέρι του καί τό τινάζει προς τά πίσω μέ ίλιγγιώδη ορμή. Τό κόκκαλο διαγράφει μιά κυκλική τρο χιά καί χτυπάει μέ δύναμί στο πρόσωπο τον τερατώδη άνθρωπο, πού στέκεται λίγο πιο πίσω, μέ τό σφυρί του υ ψωμένο ! "Ενας θυμωμένος γρυλλισμός τού ξεφεύγει. Ό "Ατσίδας τον άκούει κι" άναπηδάει. Γυρίζει καί βλέ πει τον άπροσδόκητο άντίπαλό του. Ή πρώτη ματιά του πάει στά μεγάλα σουβλερά κέρατά του. —"Εσύ, τοΰ λέει, δκι άν~ τρωπο. έσύ βούβαλο εΐναι! "Αμέσως, όμως, βλέπει τό ποόσωπο, τό σώμα καί τά χέρια του καί... διοοθώνει: "Εσύ, δκι βούβαλο! "Ε σύ... άντρωπο είναι! "Αλλά ό άντίπαλος δέν χά νει καιρό. Παρατάει τό βαρύ σφυοί, σκύβει τό κεφάλι καί, προβάλλοντας άπειλητικά τά κέρατά του, χυμάει μπροστά μέ ένα μουγγρητό λύσσας. Ό "Ατσίδας βλέποντας αυ τή τήν έπίθεσι, πού δέν εΐναι καθόλου συνηθισμένη στούς... άνθρώπους τά χάνει. Κι’ άμέσως σπεύδει νά κάνη καινούρ για διόρθωσι: — "Εσύ δκι άντρωπο, έσύ δκι βούβαλο, έσύ... άντρωποβούβαλο εΐναι! "Εγκώ φύσα-
14
ΤΑΡΓΚΑ
ψύσα κάλαμο χτυπήσει έσένα, πετάνει έσένα! Με αστραπιαία ταχύτητα φέρνει τό φυσοκάλαμο στο στόμα και τό φυσάει δυνα τά, ενώ συγχρόνως πηδάει πλάγια, για ν’ άποφύγη τά φοβερά κέρατα του αντιπάλου του. Τό μικρό βέλος σφυρίζει στον αέρα, άλλα δεν πετυ χαίνει τελείως τό στό^ο του. Άπό τό πήδημα, πού εκανε ό "Ατσίδας,^ τό βέλος λοξεύει καί καρφώνεται στο μπράτσο του βουβαλάνθρωπου. Μιά σύσπσσι πόνου τού παραμορφώνει τό πρόσωπο. Τραβάει τό βέλος και τό ξε κολλάει, ένώ συγχρόνως τά παχειά χείλια του σμίγουν μπροστά κι5 άφήνουν μιά πα ράξενη γοερή κραυγή, πού μοιάζει μέ κλαψο.ύρισμα τσα καλιού ! Σ’ αυτή την κραυγή απαν τούν αμέσως πολλλές άλλες όμοιες, σάν νά βρίσκεται κά που κοντά ολόκληρο κοπάδι πεινασμένων τσακαλιών. Ό "Ατσίδας τό καταλαβαί νει και θυμώνει, γιατί, νομίζει πώς θέλουν νά του... φάνε τό ψημένο ζαρκάδι! -— Έγκώ έσένα πετάνει ! τού φωνάζει. "Εγκώ άντρωποβούβαλος πετάνει, έγκώ όλος άντρωποβούβαλος πετάνει ί Τζαρκάντι ψημένος ντικός μου κοιλιά γεμισμένο κάνει! Τά μάτια του αστράφτουν άπό θυμό. Φέρνει τό φυσοκάλαμο στο στόμα καί ξαναφυσάει. Τώρα
τό βέλος, σκίζοντας ορμητικά τον αέρα, χαράζει μιάν ευθεία γραμμή, πού περνάει άπό τήν καρδιά τού άνθρωποβουβαλου καί τον κεραυνοβολεί. Δεν προφταίνει παρά νά τεντώση τά χέρια του, σάν φτερά λα βωμένου πουλιού, πού προσ παθεί μάταια νά πετάξη ! Καί πέφτει μέ βαρύ γδούπο! Κεφ. 5.— "®π©μ ό
Ατσίδας ένδόζως, ύηέρ ο . . μισού ψημενού ζαρκαδιού !
αρειά τρεχαλητά άκούγονται, τώρα, άπ" όλα τά σημεία τού δάσους!^ Οί άνθρωποβούβαλοι έρχον ται τρέχοντας στήν πρόσκλη» σι τού συντρόφου τους. Ό "Ατσίδας έχει τον καιρό νά φύγη^ άμέσως, άλλά δεν θέ λει ν’ άποχωρισθή άπό τό... υπόλοιπο τού ψημένου ζαρκα διού ! Τρέχει κοντά στή χό βολη, τό άρπαζει, τό ρίχνει στον ώμο του καί' κάνει· νά φύγη, άλλά τώρα είναι άργά! Μελαψοί, μέ τά σουβλερά τους κέρατα, οί άνθρωποβούβαλοι έχουν ξεπηδήσει άπό παντού, σάν μιά στρατιά δια βόλων ! Κραδαίνοντάς τά άκόντιά τους άπειληπκά^ όρμούν άπό όλες τις πλευρές μέ άναρ θρες κοαυνές. Ό Ατσίδας κυριεύεται ά πό λύσσα. —"Όκι φάτε ψημένος τζαρκάντι εμένα!, τούς φωνάέει. Καί φυσάει τό φυσοκάλα μό του.
Β
ΤΑΡΓΚΑ Ό πιο άγριος κι* ό πιο έπιθετικός αντίπαλος, πού βρι σκόταν κιόλας πολύ κοντά, δέχεται καρφωτό τό βέλος στο λαιμό. "Ενα άνατριχιαστικό γουργουρητό ξεφεύγει απ’ τό λα ρύγγι του και τό αίμα έκσφενδονίζεται σάν συντριβάνι! Τα μάτια του γεμίζουν τρόμο, τα χέρια του πετουν τό ακόντιο καί, με μια σπασμωδική κίνησι, σφίγγουν τό λαιμό του, στο σημείο άκριβώς, όπου πάλλεται άκόμα τό καρφωμένο βέλος. "Έπειτα, κάνοντας μια οδυνηρή, άλλά καί μάταιη προσπάθεια άναπνοής, τεντώνεται στις μύτες των ποδιών του καί πέφτει α νάσκελα. Αυτό τό χτύπημα ανακό πτει την ορμή των άλλων. Γιά μιά στιγμή σταματάνε. Ετοι μάζονται γιά νέα έφοδο καί λένε μεταξύ τους μερικά λό για ακατάληπτα: Ό "Ατσίδας έπωφελεΐται. Βάζει κάτω τό πολύτιμο ζαρ κάδι του, κάθεται άπάνω γιά νά τό... σιγουρέψη καί ξαναφυσάει τό φυσοκάλαμό του. Δεύτερος αντίπαλος κεραυνόβολεΐται. Οί άλλοι καταλαμ βάνονται από λύσσα. Μέ μιά ταυτόχρονη λαρυγ γόφωνη κραυγή, χύνονται ά πάνω του. Μέσα σ" ένα δευ τερόλεπτο ό πόλεμος γίνεται μάχη σώμα προς σώμα. Τό φυσοκάλαμο του "Ατσίδα δεν μπορεί νά δράση σέ τέτοια πεοίπτωσι. Πλήθος άκόντια καί τεράστια κέρατα στροβι
15
λίζονται γύρω του. Ό τταχύς νέγρος έχει τήν εντύπωση πώς μεταφέρθηκε ξαφνικά, άπό τον Παράδεισο του... ψημένου ζαρκαδιού, στήν Κόλασι τών Διαβόλων, πού χορεύουν γύ ρω του φρενιασμένοι κι* άδυσώπητοι! Ό Θάνατος τον άγγίζει με τά γαμψά του νύχια, όταν έ να βοερό σφύριγμα, σάν άπό τεράστια σειρήνα βαποριού, κομματιάζει τήν άτμόσφαιρα καί γεμίζει τρόμος τούς Διαβό λους! Ό Ζοϋμπο, ό τεράστιος έλέφαντας, έφορμά στο πεδίο της μάχης, σάν ένα ζωντανό κι* άκατανίκητο θωρακισμένο άρμα! Σφυρίζοντας άδιάκοπα καί ώργισμένα ή φοβερή προβο σκίδα του, χτυπάει δεξιά κι" άριστερά, μοιράζοντας τόν θάνατο! Τά πόδια του πατά νε καί πολτοποιούν τούς μαύοους δαίμονες ! Κι" ή Μαλόα, όρθια κι* άτρόμητη πά νω σ* αυτό τό κινούμενο φρού ριο, τό καθοδηγεί μέ κραυγές καί χτυπάει μέ τό άκόντιο, ό σους ξεφεύγουν! —Κουράγιο, "Ατσίδα! φω νάζει. Ό κωμικός νέγρος συνέρ χεται άμέσως. Πρώτη του δουλειά είναι ν’ άρπάξη τό... μισό ζαοκάδι καί νά τό πετάξη ψηλά, στή ράχη του έλέφαντα! —"Εσύ, δκι... φάει, κύριος Μαλόα !' φωνάζει. Ψημένος τζαρκάντι ντικός μου είναι, έμένα κοιλιά γεμίσει!
16
ΤΑΡΓΚΑ
Καί, ήσυχος ττιά γιά την Ασφάλεια τής τροφής του, αρ χίζει νά φυσάη με τό φυσοκά λαμό του, παντού όπου βλέ πει στόχο! Ή Μαλόα έχει σώσει την κατάστασι. Μόλις έφτασε στη σπηλιά τους και δεν βρήκε τον Ατσί δα πάνω στις... άγριοκαρπουζιές, που έσερνε ό Ζούμπο, κατάλαβε πώς κάτι κακό του είχε συμβτ^. Αμέσως ξαναγύρισε στον ίδιο δρόμο, ακολου θώντας τά ίχνη, πού άφησαν στη γή, καθώς έσέρνονταν οι άγριοκαρπουζιές. Καί έφτασε στην πιο κρίσιμη στιγμή. * * * Τώρα οι μαύροι κερασφό ροι δαίμονες έχουν κυριευθή άπό πανικό. Φεύγουν μπρο στά στην έπίθεσι τού ασυγ κράτητου ελέφαντα, σάν ένα κοπάδι καρακάξες, πού τούς ρίχτηκε ένας πελώριος άετός I Αλλά, λίγα μέτρα πιο κά τω κοντοστέκονται. ’Από τις γύρω λόχμες, ά γνωστο πώς, άρχίζουν νά ξεπετιοΰνται καινούργιες δεκά δες, εκατοντάδες κερασφόρων μελαψών Διαβόλων! Εκείνοι πού έφευγαν παίρ νουν θάρρος. Σταματούν. Συνεννοούνται. Κι* αμέσως μιά βροχή άπό άκόντια, εξαπολύονται σφυρί ζοντας εναντίον τής Μοώόα ! Τό ατρόμητο κορίτσι, όρ θιο πάνω στον έλέφαντα, βρί σκεται απροετοίμαστο καί τό
κορμί της δίνει έναν υπέροχο στόχο! Γιά ν’ άποφύγη τά θανατη φόρα χτυπήματα, πέφτει Απότομα στά γόνατα. Τά ακόντια περνούν πάνω Απ’ τό κεφάλι της καί πάνε νά καρφωθούν στά κοντινά δέντρα. Καθώς γονατίζει, δμως, τά γόνατά της γλυστρούν στη λεία καί λιπαρή ράχη τού ελέφαντα, κατηφο ρίζουν προς τά πλευρά του, χάνουν τό στήοιγμά τους και τήν παρασύρουν, σέ μιαν Α συγκράτητη πτώσι προς τήΥή! Τό έπόμενο δευτερόλεπτο ή Μαλόα βοίσκεται πεετμένη μέ τό κεφάλι ανάμεσα στά χόρτα! Μέσα στή ζάλη, πού τής έ χει φέοει τό χτύπηυα, άκούει τον ^άλλαλαγμό τής άγριας χα^άς, πού πληυμυρίζει τά στήθια των μαύρων Διαβό λων. Ό Ζούυπο, παρασυ^υέν^ς άπ* τή ιιανία του, καταδ ώσει μιάν όυάδα άπό τά κερασφό ρα τέο^τα. Οι άλλοι, όμως, προτείνοντας τά θανατηφόρα κέοατά τους καί σαλεύοντας στον Α έρα πελώριους κλάδους δέντοων, κάνουν τήν τελική τους έφοδο προς τή Μαλόα καί τον Ατσίδα. Τίποτα δεν μπορεί πιά νά τούς σώση άπό τή μα νία των τρομερών αυτών οντων!
ΤΑΡΓΚΑ
17
μεταφράση τί σημαίνει ένας τέτοιος παράξενος λαρυγγι σμός τού πανυηρα: σημαίνει πώς τό σαρκοόορο θηρίο αν τιμετωπίζει έναν αντίπαλο, φήσαμε τον Τάργκα νά πού τον φοβάται, πού τον τρέ περπατάη μόνος μέσα μει κυριολεκτικά, αλλά είναι στην άτέλειωτη κι5 επικίνδυ υποχρεωμένο νά δώση μαζί νη ζούγκλα. Τό μυστήριο των του τή μάχη τής Ζωής ή τού άγριμιών/ πού βρίσκονται τώ Θανάτου! ρα τελευταία, νεκρά, μέ την "Αμέσως κινείται αθόρυβα κο λιά τους άνοιγμένη άπό έ καί γοργά, σάν άνεμος. να ζευγάρι θανατηφόρα κέρα Πάνω απ’ τό κεφάλι του υ τα, τον κάνει νά κυττάζη γύ πάρχει ένας άπό τούς πολ ρω του τά πάντα μέ προσο λούς κλάδους, πού διασταυ ρώνονται στη ζούγκλα, προς χή·.· Προχωρεί ώρες πολλές ά δλες τις διευθύνσεις. φοβα, αλλά μέ τό μάτι του ά Τεντώνει τά χέρια, κάνει έ γρυπνο, μέ τ5 αυτί στημένο να ελαστικό πήδημα κι5 αρ καί μέ τούς πανίσχυρους μυ πάζει τον κλάδο. "Αμέσως οι ώνες του τέλειου κορμιού του μυώνες τών μπράτσων του συ έτοιμους νά δράσουν σάν κε στέλλονται, μαζεύονται, περαυνοί καί σάν θύελλα! τιοϋνται προς τά έξω πελώ ριοι, σάν κεφάλια μικρού παι Μικρά αγρίμια, πάνθηρες, διού, καί τον τραβούν μέ απί άγριόγατοι καί τίγρεις, πού στευτη δύναμι. Σάν πούπου ακόμα δέν μεγάλωσαν, δια λο τό σώμα του, κάτω άπ" σχίζουν τις πυκνές λόχμες, αυτή την πανίσχυρη έλξι, ξε τρέχοντας γοργά, σάν βέλη, κολλάει άπ5 τό χώμα κΓ ανε κι5 άφήνοντας παράξενους σι βαίνει γοργά προς τά κλαδιά γανούς γρυλλισμούς. τού δέντρου! Ό Τάργκα ξέρει τις συνή θειες τών άγρ ιμιών. Καί κα Τό άλλο δευτερόλεπτο ό ταλαβαίνει πώς κάποιος άνε Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, μέ μος άνησυχίας πνέει άνάμεσά μιά σβελτάδα, πού θά τήν^ζή τους, πώς κάποιοι επικίνδυ λευαν κΓ οι πίθηκοι, κινείται νοι εχθροί τους έχουν παρουανάμεσα στις φυλλωσιές τών σιαστή σ’ αυτή την περιοχή. δέντρων, πού μπλεγμένες ή Καί τό ένστικτό του δέν μιά μέ την άλλη, σχηματίζουν γελιέται. έναν αδιάκοπο πράσινο θόλο. Λίγα βήματα παρακάτω έ Σέ λίγο σταματάει. να ιδιόρρυθμο ουρλιαχτό τον Ένας τρίτος γρυλλισυός, καρφώνει στη θέσι του. Στή ίδιος μέ τούς δυο προηγούμε νει αυτί. Τό ουρλιαχτό ξανα νους, τον κάνει νά σκύΨη καί κούγεται. Ό Τάργκα ξέρει νά νά παραμερίση τά κλαδιά.
6ΪΙΦ. 5. "Οπου 6 Τάργκα ά νοί^ει Ααγαρβααμ^ύς μέ τ@ώς δαίμονες Τβ|^ 2*λμ\τκγ 1«ρ Ι
Α
Ο Ατσίδας διατρέχει "Θανάσιμο κίνδυνο. Τό μαχαίρι της Ραραον είναι §χοιμο νά τον Θερίαη το κεφάλι ! ε0 Τάργκα επεμβαίνει, μά £να φαρμακερό
ϊάλος καρφώνεται &τδ στη&ος τον! βΗ Μαλόα ρίχνεται ατή μάχη καί, ενώ αυτή Αντιμετωπίζει τη Ραραον, ό ’Ατσίδας κουβαλάει μακρνά τον Τάργκα!
20
ΤΑΡΓΚΑ
Τό θέαμα πού άντικρύζει εί ναι καταπΑηκτικό. "Ένας πανσηρας συσπειρω μένες, σέ στασι αμυντική, γρυΑηΐζει υπόκωφα, δείχνει τα κίτρινα οόντια του καί με τά νύχια, βγαλμένα έξω απ' τις θήκες τους, σκάβει τό μαλακό χώμα» λ όλη την κινησι του σόελτου κορμιού του υπάρχει μιά φανερή Οιαϋεσι νά υποχώ ρηση. Ί ο βΑεμμα του, όμως, παρακολουθεί άγρυπνα τον άντιπαΑο. λΑυτός ό αντίπαλος προξε νεί την μεγαλύτερη καταπΑηξι στον Τάργκα. Είναι ένα ανθρώπινο ον, αλλά δυό πε λώρια, πανίσχυρα καί σουβλερά κέρατα πού φυτρώνουν στούς κροτάφους του, τού δί νουν μιάν άποτρόπαια δαιμο νική μορφή. Στέκεται απέναντι στον πάνθηρα σκυφτός, κουλουριασμένος, μέ όψι παλαιστού πού αντιμετωπίζει τον αντί παλό του. Μέσα στά μάτια του λάμπει μιά ανέκφραστη αίμοβσρία. Ό πάνθηρας, γρυλλίζοντας, κάνει μερικά βήματα προς τα πίσω. Θέλει νά φυ γή, μά ό δαιμονικός αντίπα λος δεν τόν άφήνει. Σκύβει, παίρνει μιά πέτρα καί τού τήν Εκσφενδονίζει μέ δύναμι. Τό θηρίο άπαντάει μ3 ενα ώργισμένο γρύλλισμα. Τό ευ λύγιστο κορμί του κάνει μερι κές φιδίσιες κινήσεις καί, ξα φνικά, τινάζεται ψηλά. Σπα θίζει τόν αέρα καί πέφτει μπροστά μέ νύχια καί τά δόν
τια του διψασμένα γιά αίμα! Ό δαιμονικός άντίπαΑος περιμένει την έπιθεσι. Καί τή στιγμή, ακριβώς, πού τό σώμα του θηρίου βρί σκεται στο ψηΑοτερο σημείο τής τροχιάς του,^ αυτός τινά ζεται μπροστά, ^έπειτα σηκώ νεται άποτομα όρθιος καί ξα~β ναπέφτει σάν νάχη στή μέση του ελατήριο, αντί γιά ραχοκοκκαλιά! Ό πάνθηρας έχει ξοφλήσει τούς λογαριασμούς του μέ τή ςωη! Τό κορμί του, μέ τή φόρα πού είχε πάρει, συνεχίζει^ τό ταξίδι του, αλλά, τώρα έχει στην κοιλιά δυό φοβερές πΑηγές από τά κέρατα τού δαί μονα. Δυό βρύσες έχουν ανοί ξει εκεί καί τρέχουν αΐμα! Ό πάνθηρας κυλιέται στή γη μ5 ένα βαθύ μουγγρητό. Κάνει μιάν άγωνιώδη προσ πάθεια, σηκώνεται πάλι κΓ άρχιζει μιά κουραστικής άναρ» ρίχησι, στον κορμό τού δέν τρου, πού τά κλαδιά του φι λοξενούν τόν κατάπληκτο Τάργκα. Ό αντίπαλος τόν παρακο λουθεί μ3 ένα χαμόγελο δια βολικού θριάμβου καί μέ μια χούφτα χόρτα σκουπίζει τά ματωμένα κέρατά του. Τό βλέμμα του, όμως, καθώς πα ρακολουθεί τόν λαβωμένο πάν θηρα, άνηφορίζει λίγο παρα πάνω καί καρφώνεται στον Τάργκα, πού βρίσκεται σφη νωμένος στά κλαδιά! Αμέσως στά μάτια του αστράφτει καί πάλι ή άνέκ-
ΤΑΡΓΚΑ φραστη αΐμοβορία. Ό πάνθηρας δεν τον απασχολεί πια κΓ ούτε τον προσέχει Λ καθώς σω ριάζεται στη γή εξαντλημένος άπο την αιμορραγία. Μέ σκο τεινό μάτι κυτάζει τον Τάργκα καί κάνει μερικές κινή σεις, σά νά θέλη νά σκαρφαλώση στο δέντρο καί νά του έπιτεθή.^ Τά φονικά κέρατά του διψούν καί γι' άλλο αιμ^· ΚΕΦ,
"Οτ?ου Υποδεικνύεται πώς ή ελληνική ψυ χή δέν ξέρει τί Ββ πή: «φόβος»!
ό ατρόμητο Ελληνόπου λο βλέπει τις επιθετικές κινήσεις του άντιπάλου κι" αυτό του γεμίζει την ψυ χή μέ θυμό. Τά μαύρα μάτια του εξακοντίζουν σπίθες. ’Αφου τό δαιμονικό αυτό πλά σμα θέλει νά συγκρουσθή μα ζί του, ό Τάργκα δέχεται πρώ τος τη μάχη. Δέν τον περι μένει. Πηγαίνει αυτός νά τον συνάντηση! 1 Αρπάζει τον μα κρύ καί λυγερό κορμό ενός α πό ^ τ' άπειρα άναρριχητικά, που τυλίγουν τά δέντρα τής. ζούγκλας, πιέζει^ δυνατά τά πέλματά του σ’ ένα κλαδί καί τινάζεται γοργά προς τά έμ προς.
Τ
Τό τέλειο άντρικό σώμα του σκίζει σπαθωτά τον άέρα, κάνει ένα γοργό κυκλικό ταξιδάκι. Τά πόδια του Τάργκα χτυ πάνε κατάστηθα τον διαβολι κό αντίπαλο καί τον στέλνουν
21
νά κάνη μερικές κουτρουβάλες στο γρασίδι! Κατάπληκτος άπ’ τήν κε» ραυνοόόλο έπιοεσι, ό τρομε ρός αντίπαλος σηκώνεται, ζυ γιάζει τό κορμί του καί προ χωρεί σιγά - σιγά, μέ περίσκεψι καί μέ τό κεφάλι του κατεβασμένο μπροστά, ώστε νά προβάλουν απειλητικά τά κέρατά του. Ό Τάργκα τον περιμένει μέ ηρεμία. Στηλώνεται πάνω στ’ άνοιχτά πόδια του, έχει τά χέ ρια του έτοιμα γιά οράσι καί τό μυαλό του δουλεύει γοργά. Τώρα τούς χωρίζουν πέντε μέτρα, έπειτα τρία.... δύο.... καί ^ ό τερατώδης άνθρωπος του χυμάει μέ απίστευτη ταχύτη τα. Τά κέρατά του είναι έτοι μα νά σουβλίσουν πέρα ώς πέρα τον αντίπαλο. Αλλά στή ζούγκλα δέν υ πάρχει τίποτα πιο ταχύ άπό τον Τάργκα. Ούτε κι5 ό άνε μος δέν μπορεί νά ξεπεράση σέ γρηγοράδα τό πλάγιο άλ μα που κάνει γιά ν’ άποφύγη τήν έπίθεσι καί τό δεύτερο πήδημα πού πραγματοποιεί, περνώντας στήν άντεπίθεσι ! Τό κορμί του τινάζεται έλαψρά καί καβαλλικεύει τον άντίπαλο στή μέση. Τά πανί σχυρα πόδια του δένονται γύ ρω άπό τό κορμί τού άλλου. Καί τά χέρ·α του μέ μια. κίνησί ασύλληπτη σέ γρηγορά δα τού γαντζώνουν τά κέ ρατα ! Δεμένοι σ’ αυτό τό παρά δοξο κι* απίθανο σύμπλεγμα
22
ΤΑΡΓΚΑ
οι δυο άντίπαλοι κυλιούνται στη γη. "Από δώ και πέρα ή πάλη γιά τον Τάργκα και τούς τρο μερούς μυώνες του είναι μιά αστεία... προπόνησι! Τά χέρια του, σφίγγοντας πάντα τά κέρατα, ανοίγουν, άπομακρύνονται τό ένα^ από το άλλο. Τά κέρατα τού αν τιπάλου τρίζουν ξερά καί μέ νουν, σάν δυο άνίσχυρα κι5 άσήμαντα κομμάτια, στις χού φτες τού Τάργκα! Τό Έληνόπουλο τά πετάει μέ περιφρόνησι. Ό άλλος έχει τό κουράγιο νά συνέχιση την πάλη. Ό Τάργκα έφορμά καί τά μπράτσα του τον στριφογυρί ζουν, όπως ό ^ανεμοστρόβιλος ένα κομμάτι άχυρο. Τον ση κώνει^ ψηλά, τον χτυπάει κά τω, έπειτα τον ςανασηκώνει κςχί τον... στήνει όρθιο! Χωρίς τ3 άποτρόπαια κέ ρατα ό άντίπαλος έχει μιάν οψι φυσιολογική. Κι5 ό Τάρ γκα, χρησιμοποιώντας όλες τις διαλέκτους τής ζούγκλας, αρχίζει νά τον ρωτάη: —Σε ποιά φυλή άνήκεις;^ Ό άλλος, τρομοκρατημέ νος, προσπαθεί νά έξηγήση σέ μιά παρεφθαρμένη διάλε κτο: — Έγώ..; έχει... βασίλισ σα... Ραραού! Ό Τάργκα άνατινάζεται. Δέν__έχει δη ποτέ τη Ραραού. -έρεις, όμως, πώς όλες ο! φυλές των άγριων Ιθαγενών τής Ζούγκλας μιλάνε γι5 αυ
τήν μέ σεβασμό, μέ θαυμα σμό καί μέ τρόμο. Είναι ή Ραραοΰ ή άσύγκριτη σέ ομορφιά μελαψή μάγισ σα, πού τά βότανά της μπο ρούν νά προκαλέσουν τις πιο Φριχτές συμφορές! Τώρα θυμάται ό Τάργκα τά λόγια ενός περίτρομου καννίβαλου, πού^ ισχυριζόταν πώς ή Ραραοΰ είχε υποτάξει μιάν άπό τις ισχυρότερες φυ λές τής Ζούγκλας καί πώς μέ τά βότανά της είχε κάνει νά φυτρώσουν κέρατα στους κρο τάφους τους! Τότε ό "Γάργκα τά νόμισε όλ’ αυτά γιά πα ραμύθια. —Καί πώς βρεθήκατε έδώ; ξαναρωτάει τον περίτρομο αιχμάλωτό του. Αυτός μέ πολύ κόπο του δί νει νά καταλάβη πώς ή Ρα ραοΰ μέ τή φυλή τών υπηκό ων της, ξεκίνησε νά ύποτάξη όλες τις άλλες φυλές καί νά γίνη ή πανίσχυρη καί παντο δύναμη βασίλισσα τής ατέ λειωτης Ζούγκλας. Ό Τάργκα θέλει κάτι νά τίή. Μά δέν προφταίνει, γιατί ό ύπουλος . άντίπαλος του έχει αφήσει τή γοερή κραυγή, πού μοιάζει μέ θρήνο τσακαλιού, σημάδι πώς γυρεύει βοήθεια άπό τούς συντρόφους του. Καί πρίν περάση ένα λε πτό τής ώρας, καμμιά πενην τάρι ά δαίμονες έχουν ξεμπου κάρει άπό παντού, κρατώντας στο ένα χέρι άκόντια καί στο
ΤΑΡΓΚΑ; άλλο τεράστιες πολύχρωμες άσπίδες. Τώρα ό Τάργκα καταλα βαίνει πώς^ ή τρομερή ψυλή της Ραραοΰ, χωρισμένη σέ με γάλες όμάδες,'κατηφορίζει σι γά - σιγά την αχανή Ζούγ κλα, αφανίζοντας μέ άγριο θάνατο τά θηρία καί τούς άνθρώπους πού βρίσκονται στο δρόμο της! Συστρέφεται σάν αίλουρος κι* άπο<|>έύγει τό πρώτο άκόντιο, που του πετοϋν, πηδών τας πίσω από τον κορμό ε νός δέντρου. 3Από κε?, μ5 ευ κινησία ζαρκαδιού πηδάει στά νώτα ενός άλλου κερασφόρου δαίμονα καί μέ μιά τρουερή γροθιά στον τράχηλο τον στέλνει νά κοιμηθή μίσ/χ στά χόρτα. ’Αυέσως του παίρνει την άσπίδα καί, κρατώντας την στο αριστερό του χέρι, όρμάει ανάμεσα στούς αντιπά λους του. Στο δεξί σφίγγει τό μαχαίρι του κι5 έτσι, κα θώς πηδάει δεξιά κΓ άριοτερά μέ άστραπιαία γρηγορά δα, φέρνει στούς εχθρούς τον πανικό καί τη ζάλη. ^ Είναι σάν τον σίφουνα πού έξορμάει σέ μιά κοιλάδα σπαρμένη καλάμια καί τ’ α νακατεύει, τά τσακίζει καί τά σωριάζει καταγής σέ άμορ φους σωρούς! ✓ Το δεξιό του χέρι σηκώνε ται ψηλά, καί πέφτει πάλι ρυ θμικά, σάν τό έμβολο μιας μηχανής, πού έκτελεΐ ένα κα ταστρεπτικό έργο. Σέ κάθε του χτύπημα, παύει ν' άνα-
......................................
23
πνέει κι5 ένας -δαιμονικός υ πήκοος τής ωραίας μάγισσας Ραραοΰ. Σιγά - σιγά ό τρό μος χώνεται στήν ψυχή τους καί τούς παραλύει τις κινή σεις. "Ενας άπ5 όλους κάνει πρώτος τή σκέψι τής φυγής. Αυτός είναι τό σύνθημα. Αμέ σως τον ακολουθούν όλοι οί άλλοι. &εφ. 7.
πανηγύρι γενικεύεται κΓ 6 Ατσίδας για μαΑΑι καί φεύγει κουρεμένος ! τ©
ώρα ό Τάργκα μαίνεται. ^ Τίποτα δέν επιθυμεί πιο πολύ, από τό ν’ άπαλλάξη τή Ζούγκλα απ’ αυτά τά τέρατα. Μέ τό μαχαίρι σφιγμένο στήν παλάμη τούς καταδιώ κει βήμα προς βήμα. Εκείνοι, μέ . τά κέρατα σκυμένα μπροστά,, φεύγουν σά μιά περίτρομη στρατιά διαβόλων, πού τούς κυνηγάει αμείλικτος ό Δαίμονας τού Καλού! ’Έτσι φεύγουν, μέσα στην πιο πυκνή λόχμη τής Ζούγ κλας, άνοίγοντας δύσκολα δρό μο ανάμεσα στά κλαδιά καί στά φυτά, πού έχουν μεγαλώ σει αγκαλιασμένα, χρόνια καί χρόνια. Καί, ξαφνικά, γίνετσ1 κάτι περίεργο. Οί δαίμονες αυτοί πού γλυστροΰν ανάμεσα στήν πυκνή βλάστηση σάν μοχθηρά φί δια, βγαίνουν άπότομα σ3 έ να μ^κρό ξέφωτο του δάσους.
24
ΎΑΡΓΚΑ
Εκεί βλέπουν άλλους δι κούς του^ νά φεύγουν πανικό βλητοι. ' Ενας ελέφαντας μα νιασμένος τούς κυνηγάει αυ τούς. Κι3 ένα ωραιότατο ξαν θό κορίτσι, σκαρφαλωμένο στη ράχη τού ελέφαντα, τούς χτυπάει μέ τό ακόντιο πού κρατάει στά χέρια της! 01 δυο πανικόβλητες όμάδες των δαιμόνων ενώνονται. Κάτι λένε μεταξύ τους. Παίρ νει θάρρος ό ένας άπ3 τον άλλο. Κι3 άμέσως έξακοντ-ίζουν τά άκόντιά τους, γιά νά καοφώσουν τ3 ωραίο κορμί τής Μαλόα και νά τό κάνουν κό σκινο! Τό ωραίο κορίτσι τής Ζούγ κλας σκύβει, γιά νά προφυλαχτή, άλλά γλυστράει και βρί σκεται πεσμένο στο χώμα. Αμέσως οι δαίμονες χύνοντα· μέ τρομερές κραυγές θρι άμβου και τά φοβεοά κέρατά τους είναι έτοιμα νά τη σου βλίσουν και νά τής κάνουν τό κορμί κόσκινο! Μά'τήν ίδια στιγμή τά γύ ρω αγριόχορτα συνταράζον ται, σάν νά ιτερνάη άνάμεσά τους ό βορ-άς! Είναι ό Τάργκα, τό ατρό μητο Ελληνόπουλο! Πηδάει στο ξέφωτο καί μέ μιά τρομερή κραυγή πέφτει σάν κεραυνός στους δαίμονες. Μόνον ή έμφάνισί του τούς γεμίζει πανικό. Οι άναρθρες κραυγές τους πνίγονται στά λαρύγγια τους. "Εγκαταλεί πουν τήν Μαλόα άπείοαχτη καί φεύγουν σάν τρελλοί.
Ό Τάργκα τρέχει πίσω τους σάν ϋύελλα. Ή Μαλόα τον ακολουθεί. Ό "Ατσίδας κοντοστέκεται λίγο. "Έπειτα άρπάζει τήν προβοσκίδα του Ζοϋμπο, σκαρ ψαλούνει στή ράχη του, παίρ νει τό υπόλοιπο του... ψημέ νου ζαρκαδιού και τρέχει κι" αυτός κοντά στούς δυο φίλους του, μασώντας ένα τεράστιο κοψίδι καί... δικαιολογούμενος στον έαυτό του: — Έγκώ/τρέξει - τρέξει, κοιλιά εμένα όκι γεμάτη, έγκώ πετάνει - πετάνει! Πρώτα φά ει - φάει τύαρκάρντι, έπειτα τρέξει - τρέξει ματζι μέ κύ ριος Μαλόα και κύριος Τάρ γκα! * * * Τώρα έρχεται στή ζούγκλα τό δειλινό καί σηκώνεται ένα δυνατό άεράκι, πού άναμαλλιάζει τά πυκνά δέντρα καί βουίζει στις φυλωσιές και βογγάει στά βαθειά σπήλαια. Τρομαγμένοι οι δαίμονες φεύγουν προς τήν περ οχή τής Ραραου. Αυτή ή περιοχή εί ναι ώχυρωμένη μέ διπλή σει ρά πασσάλων και τήν προ στατεύουν ο! πιο έκλεκτοϊ και πιο αιμοβόροι πολεμιστα! τής φοβερής φυλής. 3Από μακρυά άντηχουν οΐ φοβισμένες και συνθηματικές κραυγές τους. Ή Ραραου, ή όμορφη υελαψή μάγισσα τις άκούει. Τινάζετα1, άρπάζει τό ακόντιο, τό πελώριο μαχαίρι της και τήν πλουμισμένη άσπίδα της κι* έξορμάει. "Εχει άκαταμάχητες πολεμικές ίκα-
νότητες. Καί οί πιο δυνατοί άντρες την τρέμουν, γ.στί ξέ ρουν πώς μιά μονομαχία μαζί της σημαίνει, θάνατο! Οί άλλοι πολεμισταί την α κολουθούν. Κι’ έτσι, σέ παράτα ξι μάχης, φτάνουν μπροστά στην ώχυρωμένη γραμμή των πασ σάλων. Ό Τάργκα^κι* ή Μαλόα έ= χουν φτάσει σέ μικρή άπόστσσι από τήν ώχυρωμένη γραμ μή καί κοντοστέκονται. Τό άετίσιο μάτι του άτρόμητου Ελληνόπουλου διατρέ χει τις τάξεις των έχθρών καί δεν βρίσκει άκρη. Είναι πολ λοί, πάνοπλοι καί ή παρου σία τής όμορφης μάγισσας τούς έχει φανατίσει. Μιά μάχη μαζί τους φαίνε ται τρομερά δύσκολη δουλειά. Τόσο δύσκολη, ώστε κι’ αυ τός άκόμα ό Τάργκα τη συλ λογίζεται μέ δισταγμό. -αφνικά, όμως, ανατινάζε ται. Βλέπει κάποιον αναβρα σμό, κάποιαν άναταραχή στις τάξεις των άντιπάλων. Προσέ χει καλύτερα καί διακρίνει τόν... Ατσίδα, πού έχει κιό λας πιαστή στή μάχη! -— Ό Ατσίδας!, φωνάζει. Πώς βρέθηκε έκεΐ; Πραγματικά, ό τρόπος πού έφτασε ό κωμικός νέγρος ώς τίς θέσεις των έχθοών είναι άφάνταστα παράδοξος. Κοθώς άκολουθοΰσε τά Ιχνη του Τάρ γκα κοντοστάθηκε. Δίπλα του βλέπει έναν τεράστιο, άλλά χαμηλό σκοτεινό όγκο, πού
κινείται άλλά καί σέρνεται πά νω στο χώμα. Είναι μ*ά άπό τίς πιο μεγάλες χελώνες τής ζούγκλας καί τό χοντρό κεφά λι του Ατσίδα κατεβάζει μιά... σοφή ιδέα: — Έγκώ ξάπλα - ξάπλα ράκη ντικό σου, έσύ πάει έμένα άντρωποβούβαλο, έγκώ φύσα - φύσα κάλαμο σκοτώ σει άντρωποβούβαλο! Καί χωρίς νά χάση καιρό ξαπλώνεται στο καύκαλο τής πελώριας χελώνας καί τήν α φήνει νά προχωρήση σιγά σιγά προς τό εχθρικό στρατό πεδο. Κανείς δεν τόν βλέπει, ώσ που φτάνει κοντά στους έχθρούς. Τότε πηδάει απ' τό καύκαλο, σηκώνεται όρθιος καί τεντώνει ψηλά τό χέρι του, πού είναι ώπλισμένο μ* ένα ακόντιο. Μπροστά του βρίσκεται ή τρουερή Ραοαου. Ό ^ Ατσίδας ^ τη βλέπει^ γόυολώνει τά μάτια του και νοιώθει νά ξυπνάη μέσα του ό... ίπποτισμός! —Έσύ γυναίκας, ’Ατσίντα όκι υαλλώνπ μέ γυ^αίκοο!, τής λέει. Έσυ φωνάδει άντροσ ένκώ σκοτώσει άντρος! ?Αλλά ή Ραραου είναι θύελ λα ! Καθώς τόν βλέπει νά ξεφυτρώνη μπροστά της σάν... ραπανάκι καί νά τήν απειλή μέ τό άκόντιο, πηδάει λοξά,^ σηκώνει τό χέρι της ψηλά κι* αμέσως τό κατεβάζει μέ ίλιγ γιώδη ταχύτητα! Τό πελώριο μαχαίρι ν
26
Ταργκα
κρατάει, σχίζει τον άέρα κυ κλικά καί μέ την κοφτερή πλευρά του χτυπάει τό ακόν τιο του Ατσίδα καί τό κόβει πέρα ως πέρα, σά νάταν ένα τρυφερό άγγουράκι! ^ Κατάπληκτος ό Ατσίδας γέρνει τό κορμί του πίσω, για να μη θεριστή κι5 αυτό από τό τρομερό μαχαίρι τής Ραραοΰ! ΕΤναι^ μια στιγμή επικίν δυνη για τον 5Ατσίδα. Ό ΊΓάργκς* τον βλέπει άπό μακμυά καί ρρμάει σφίγγον τας τό μαχαίρι του. Άλλα ή όμορφη μάγισσα,
δτοχν άρχίση τήν έπίθεσί της είναι ακαταμάχητη. Καθώς ό Ατσίδας γέρνει πίσω για ν’ αποφυγή τό θέ ρισμα, δέχεται άπό τήν άντίπαλό του μιά κλωτσιά στο στήθος, πού τον στέλνει να πέση άνάσκελα, στο παχύ χορτάρι. "Ενα βραχνό μούγγρισμα βγαίνει άπό τό στή θος του. Ή Ραραου πηδάει κοντά του σαν Μαινάδα; Γύρω^ της, τρεΐς - τέσσερις υπήκοοί της είναι έτοιμοι νά τήν βοηθή σουν. Αλλά δεν χρειάζεται. Ή όμορφη καί σατανική μά γισσα σηκώνει πάλι τό αχόρ ταγο μαχαίοι της καί τό κα τεβάζει μέ δύναμη γιά να χω ρίση τό παχύ σώμα του Α τσίδα σε δυο κομμάτια! Τό αστραφτερό ατσάλι κα τεβαίνει γοργά. Αλλά, πριν φτάση στον στόχο του, χτυπάει μέ δύναμι σ’ ένα άπρόοπτο εμπόδιο πού μπήκε μπροστά κι’ άνακόπτει τήν όρυή του άφήνον^τας μιά μεταλλική κλαγγή ! Τό έμπόδιο αυτό είναι τό μαχαίρι τοΰ Τάργκα. Τό αδάμαστο Ελληνόπου λο έχει πηδήσει κιόλας τούς πασσάλους, δρώντας κεραυνοβόλα καί συντριπτικά.
Φαρμακερά βε?ν/η χτυπούν τήν άμορφη, μαύρη μάγισσα !
Μ’^ένα βίαιο τίναγμα του χεριού του ρίχνει ανάποδα τή Ραραου κι’ έπεπα όρμάει στούς σωματοφύλακες της. Μέ άσύλληπτη ταχύτητα τό
27
ΤΑΡΓΚΑ
Ή Ραραού, μέ μεγάλη έπιδεξιότητα, αποσπά το βέλος από τό στή θος του Κυρίαρχου τής Ζούγκλας ! χέρι του ανεβαίνει καί κατε^ βαίνει.- Αυτό ξαναγίνεται και δεύτερη καί τρίτη καί τέταρ τη φόρα. Οί' κερασφόροι δαί μονες τϊέ^Τουν βογγώντας σαν βώδια. - Ο Τάργκα πηδάει κοντά στη Ραραού καί τη δια τάζει νά σηκωθή! ,Μά την ίδιά στιγμή ένας α πό τούς πολλούς 'άνθρωποβούβαλους, χωμένος στα ^πλα τεία φύλλα ενός εξωτικοί} φυ τού, ■ τεντώνει τό τόξο τόυ, σκοπεύει μέ στόχο τό στήθος τού Τάργκα καί παρατάει τή χορδή! λ * ; -
ΚΕΦ. - .
"Οπου ή ΜαΑό® αγω νίζεται μέ ήρωΐαμό για τη ζωή τ@δ πολυαγαπημένου της Τάρ. γκα ! :
Τό βέλος σκίζει γοργά τον αέρα. Ή αιχμή του τρυπάει τον Τάργκα στο δεξιό μέρος τού στήθους καί χώνε ται βαθειά στη σάρκα του. ' · Μιά γκρι μάτσα πόνου πα ραμορφώνει τ’ όμορφο ανδρο πρεπές πρόσωπο τού Ελλη νόπουλου. Οι πόνοι πού νο’ώθει εΐναι πραγματικά άβάσταχτο'ΐ, γιατί τά βέλη των ό-
28
ΤΑΡΓΚΑ
παδών τής Ραραοΰ είναι βου τηγμένα στον υηΛητημιωοη χυ μσ ενός ψυτου. ! ο υη/\ητη^ιθ αύτό κάνει το χτύπημα οουνηρο και οέν αφήνει την π.Ληγη να κλειση π^τε! Ό Γαργκα ρογγαει σάν λα βωμένο Λιοντάρι. Μέ το χέρι του προσπαθεί νά ^τραόηςη τό βε/\ος, αΛΛ αυτό είναι αδύνατο. Ί ' άγκι στρα της αιχμής του έχουν γστζωθη μέσα για καλάί Το αίμα τρέχει ποτάμι, ή έξάντλησι έρχεται ραγδαία κύ οί πόνοι γίνονται πιο αφό ρητοι, δσο παρατείνεται ή ε νέργεια του δηλητηρίου. Καί ό γίγαντας κλονίζεται. Κάτι σάν πυκνό πέπλο του θολώνει τά μάτια. Τά γόνατά του λυγίζουν, δεν μπορούν νά κρατήσουν τό βάρος τού κορ μιού του. Τό πέπλο γύρω του γίνεται πιο θολό... πιο θολό/ ώσπου σωριάζεται κάτω λι πόθυμος ! _ Ή Ραραου άφήνει μια κραυγή χαράς. Τώρα ο άνί κήτος άντίπαλος βρίσκεται, στην απόλυτη διάθεσί της. Καί τό μεγάλο μα χαίρι της ανυψώνεται νά πέάη και νά κομ^ιατιάση τό πιο τέλειο άντρικο σώμα, που πλάστηκε στη γη! Ή Μαλόα βλέπει τή σκη νή άπό μακρυά κι* οί τρίχες της ορθώνονται άπό τή φρίκη. *Έτσι, απρόοπτα, μπροστά στα μάτια της, κινδυνεύει νά χάση για πάντα τον άγαπημένο της ^Τάογκα, έξ αιτίάς μιας σειράς δολοφονικών χτυ
πημάτων. "Αν τρέξη νά προλαοη, σά φταση ποΛύ αργά. Ιο μαχαίρι της Ραραου, που αίωρεααι κιο/\ας πάνω από το κεφαΛί του λιποθυμισμένου Τάργκα, θαχη τελε.ωσει τό φρικιαστικό έργο το·υ! Ή Μαλόα σκύβει γοργά κι άρπαζει ένα ακόντιό^ πού βρίσκεται χάμω. Ίό σφίγγει γέρα κύ οι χαλύβδινοι μυώ νες, πού βρίσκονται κάτω άπο τή ροδοΛευκη επιδερμίδα της τεντώνονται, ώθούν το χέρι της προς τά πίσω κι έπει τα τό ξαναστέλνουν μέ δυναμι μπροστά! Τό τίναγμα είναι πανίσχυρο καί καλοζυγιασμένο. ' Τό ακόντιο φεύγει σφυρί ζοντας καί μέ τή μπρουτζιντ} αιχμή του χτυπάει τό μαχαί ρι, πού κρατεί ή Ραραού, άκριβώς στή λαβή ί λ Τό μεγάλο μαχαίρι φεύγει άπό τά δάχτυλα τής έκπλη κτης Ραραοΰ καί τινάζεται μα κρυά. . Τήν ίδια στιγμή ή Μαλόα ξεχύνεται άκράτητη. -. Περνάει μέ ταχύτητα άστρσπής πάνω άπ3 τους άγρι ους θάμνους, φτάνει κοντά στον αγάπη μένο της^ σκύβει κοντά του, παίρνει τό μαχάΐ* ρι του, παίρνει καί μια άπό τϊς άσπίδες που ^βρίσκονται σκορπισμένες μαζί μέ τά πτώ μάτα των άνθρωπο βουβάλων καί στέκεται μέ στάσι μάχης! Ή Ραραου τήν κυττάζει μέ κατάπληξι. Αυτή κοατάέι τώ ρα ένα άκόντιο και τά μάτια της πετουν φλόγες. 3
4
ΤΑΡΓΚΑ Ό Ατσίδας, που στο με ταξύ έχει συνελθεί, τρέχει κοντά στον Τάργκα. λ κόβει, τον παίρνει στα δυνατά του μπράτσα, τον ρίχνει οπόν ώ μο του καί τρέχει νά τον μεταφέρη σέ τόπο ασφαλισμένο. Ή ωραία μελαψή μάγισσα τον βλέπει μέ λύσσα, άλλά καταλαβαίνει, πώς γιά νά χτυ πήση τον αναίσθητο Τάργκα, πρέπει πρώτα νά περάση πάνκ άπό τό νεκρά κορμί τής Μαλόα ! Αυτό πολλαπλασιά ζει τή λύσσα της. Θέλει μέ κάθε τρόπο νά βγάλη άπό τή μέση τήν ξανθή αντίπαλό της. Και σηκώνει τό σκόντ ο. Γιά μια στιγμή οί δυό όμορ φες κοπέλλες άναμετριοϋνται μέ τό βλέμμα. Άλλά ή Μαλόα δεν . χάνει καιρό. Τό λαστιχένιο σώμα της συσπειρώνεται κι* έπειτα πη δάει έπανω στή Ραραοϋ. Ε κείνη άμύνεται τινάζοντας μπροστά τό κοντάρι της. Ή αιχμή άναζητάει τή ροδαλή ε πιδερμίδα τής Μαλόα, άλλά τό% κορίτσι τής Ζούγκλας, μέ μιαν άστραπιαία κίνησι βάζει τήν άσπίδα μπροστά. "Ενας ξερός κρότος άκούγετάι άπό τό χτύπημα τού άκόντιου στο μέταλλο τής α σπίδας. Ή Ραραοϋ κάνει ένα βήμα πίσω καί καθώς βλέπει το μαχαίρι τής Μαλόα έτοιμο νά τήν καρφώση, πέφτει όρμητικά μπροστά γιά ν’ άρπάξη τά πόδια της καί νά τήν άνατρέψη! . "Ομως ή ξανθή συντρόφια-
29
Τί
είναι
©
Ζ*Ν»*Ρ ι
ί
>
ι
'
σα του I άργκα μαντεύει τήν κίνησί της. Τραβάει τό δεξί της πόδι προς τά πίσω. Και καθώς ή μελαψή μάγισσα κά νει τήν παράτολμη βουτιά της, τό πόδι τής Μαλόα τινά ζεται μπροστά μέ απίστευτη δύναμι! Ή κλωτσιά πού δέχεται ή Ραραοϋ στο πρόσωπο είναι τρομαχτική. Τό κεφάλι της γέρνει πίσω μέ^ ορμή, σάν νά θέλη νά ξεκολλήση άπό τό'υ πόλοιπο σώμα. ^Επειτα ξα νάρχεται μπροστά καε πέφτει στο χώμα, γεμάτο άστρα .καί καμπάνες, άπό τό χτύπημα πού δέχτηκε. ■ Αδυσώπητη ή Μαλόα γο νατίζει κοντά της. Τή γυρίζει άνάσκελσ κι" άκουμπάει τήναιχμή τοϋ μαχαιριού της. στή μελαψή επιδερμίδα τής μά γισσας.^ -λ—- Είσαι αιχμάλωτη μου!, τής λέει. Δόσε έντολή στους ανθρώπους σου . ν" άπρμοαφυν^ θουν!
30
ΤΆΡΓΚΆ
μο. Δείχνει στή Ραραοϋ τον Τάργκα, πού φλέγεται άπό τον πυρετό καί τής Λέει ξερά, ενώ ή αποφασιστικότητα λάμ πει στά μάτια της:^ —"Εχεις καιρό ως πού νά έσα _ στον πυρετό που του έχει φουντώσει ή βγή ό ήλιος πίσω άπό τά ψη πληγή και τό_ δηλητήριο τής λά βουνά, νά τον γιατρέψης μέ τά βότανά σου! Άν ώς τότε μάγισσάς, ό I άργκα ρογγάει ο Τάργκα δέν γίνη καλά θά και παραμιλάει. Γύρω, τά τοιχώματα τής πεθάνης! σπηλιάς αντηχούν από τά βογ Πιο πέρα ό Ατσίδας... ξε γητά του. Δίπλα του κάθεται σπαθώνει: ό "Ατσίδας. Τό πρόσωπό του -—Έγκώ φύσα - φύσα κά έχει μιά βλακώδη γκρι μάτσα λαμο πετάνει έσένα!, τής φω λύπης. Τό κεφάλι του τινάζε νάζει. Κύριος Τάργκα δκι πο ται κάθε τόσο, σαν νά θέλη νάει πιά, έγκώ δκι πετάνει έ ν3 άπαλαγή από τον χαλκά σένα! πού κρέμεται στή μύτη του, Καί κρατάει τό φυσοκάλα — σημάδι μεγάλης απελπι μό του έτοιμο νά μπή σέ σίας. δράσι. "Αξαφνα άκούγονται βήμα Ή Ραραοϋ βλέπει πώς δέν τα στήν είσοδο τής σπηλιάς. έχει τρόπο νά ξεφύγη, άν θέ~ Ό Ατσίδας πετιέται ανήσυ λη νά γλυτώση ζωντανή άπό χος καί, καθώς βλέπει έκείτό κορίτσι τής Ζούγκλας,—ά νην πού έρχεται, γουρλώνει πό τή Μαλόα. τά μάτια, υποχωρεί φοβισμέ 2. κύβε ι, γονατίζει κοντά νος καί φέρνει τό φυσοκάλαμο στον πληγωμένο γίγαντα καί στό στόμα του. ;τοΰ άλείφει τήν πληγή μέ χυ Είναι ή Ραραοϋ καί προχω μούς παράξενων βοτάνων, πού ρεί μέ σκυφτό κεφάλι. τούς έχει πάντα μαζί της. Α μέσως ό πόνος υποχωρεί. Ή Αμέσως, όμως, τό μάτι του Ραραοϋ σκύβει πιο πολύ. Πιά αστράφτει από χαρά. Βλέπει νει τό δηλητηριασμένο βέλος τή Μαλόα πού ακολουθεί, μέ καί μέ έπιδέξιες κινήσεις τό τ3 ωραΐο της πρόσωπο τελεί τραβάει, τό ξεκολλάει άπό τό ως ήρεμο καί μέ τό μαχαίρι σώμα του Τάργκα καί τό πεσφιγμένο στά δάχτυλα. Κα τάει μακρυά. ταλαβαίνει πώς τό ξανθό κο ρίτσι τής Ζούγκλας έχει δα Καινούργια αιμορραγία ξα μάσει τή μελαχροινή Ραραοϋ. ναρχίζει, άλλά ή ομορφη μά Καί ξεσπάει σέ εκδηλώσεις, γισσα έχει καί γι3 αυτήν τούς χαράς. κατάλληλους χυμούς. Αλείφει Μά τό κορίτσι τής Ζούγ πάλι^ τήν πληγς κΓ άμέσως κλας δέν έχει καιρό γιά χάσι τό α!μα παύει να τρέχη. &£Φ* 9.
Μ
ή πέ φτει @τ©ν Αάκκ® πού είχε ©κάψει γιά τούς αΑΑους !
ΤΑΡΓΚ/ ι Ό Τάργκα αφήνει ένα α νάλαφρο βογγητό, πού φανε ρώνει ανακούφισε Ή Μαλόα, τό κορίτσι - τιγρις, στέκεται από πάνω όρ θια καί παρακολουθεί μέ σφι γμένα χείλια. Κάπου - κάπου τά μάτια της βουρκώνουν.^ Ή μελαψή μάγισσα άνασηκώνεται. — Θά γίνη καλά; τή ρω τάει ή Μαλόα μέ αγωνία.^ Ή Ραραου τήν κυττάζει καί τά μαύρα μάτια της α στράφτουν από τή φωτιά τού μίσους. Ένα διαβολικό χαμό γελο ζωγραφίζεται στις άκρες των χειλιών της. Μιλώντας μέ κόπο τή διάλεκτο τής Μαλόα, τής δίνει νά καταλάβη, πώς γιά νά γίνη ό Τάργκα εντε λώς καλά, χρειάζονται μερικά μαγικά ξόρκια στους θεούς τής Ζούγκλας. —■ Νά γίνουν άμέσως!, προστάζει ή Μαλόα. Καί ή μάγισσα δεν χάνει καιρό. Πέφτει στά γόνατα κΓ’ άπό τά χείλια της ξεφεύγουν κάτι λαρυγγώδεις κραυγές, που θυμίζουν τον θρήνο τού τσακα λιού ! Ό Ατσίδας τ’ άκούει κι’ όναττηδάει. Θυμάται πώς μέ μιά τέ τοια κραυγή κάλεσε σέ βοή θεια καί ό άνθρωποβούβαλος, όταν πρωτοχτυπήθηκαν οί δυο τους! Τά μάτια του κοκκινίζουν άπό θυμό, τά μάγουλά του φουσκώνουν σάν τρομπέττες καί τό κεφάλι του κουνιέται „
31
δαιμονισμένα, τινάζοντας τον πελώριο χαλκά τής μύτης του πέρα - δώθε. —Έσυ όχι σκούζει - σκού ζει τσάκαλος!, τής φωνάζει. Έσύ φέρει ουλος άντρωποβούβαλος, έγκώ πετάνει εσέ να μέ φύσα -^φύσα κάλαμος! Αστραπιαία ή Μαλόα κα ταλαβαίνει τό δόλιο σχέδιο τής μάγισσας. Τρέχει^ κοντά της, στηρίζει τό μαχαίρι στή ράχη της καί τής λέει: — Π ροχώρε ι ! Θά ψτάσης ώς τήν έξοδο τής σπηλιάς καί θά δώσης διαταγή στους υπη κόους σου νά μήν πλησιάσουν. Μέ τον πρώτο που θά δώ νά σιμώνη σ’ αυτή τή σπηλιά θά βάλω στη ζωή σου τελεία ι Αναγκαστικά, ή Ραραου προχωρεί. Μέσα στο δαιμονικό μυαλό της στροβιλίζονται διάφορα σχέδια. "Οταν ψτάνη στην έ ξοδο τής σπηλιάς στηλώνεται όρθια καί προσπαθεί, κάτω άπ’ τήν ωχρή άστροφεγγιά, νά ξεχωρίση τις θέσεις τών όπαδών της. ’Αλλά... δεν τής μένει καιρός! Ειδοποιημένοι άπό τή συν θηματική κραυγή της, ο! άνθρωποβούβαλοι έχουν σιμώσει στή σπηλιά κι5 έχουν σκορπι στή, σχηματίζοντας ένα κυ κλικό τόξο λίγο μακρύτερα ά πό τό στόμιό της. Τά χέρια τους κρατούν άκόντια καί τόξα. Τά μάτια τους προσπαθούν νά ξεχωρί σουν τί γίνεται σ’ έκείνη τή σπηλιά, άπ’ τήν όποια άκού-
στηκε το σύνθημα τής μαύ ρης μάγισσας% Καί, ξαφνικά, μέσα στο λι γοστό φως πού δίνει ή αστρο φεγγιά της τροπικής νύχτας, βλέπουν μια σκιά να προόαλλει ! Κάποιος βγαίνει από τή σπηλιά. ΟΙ κερασφόροι δαίμονες δεν τον διακρίνουν, άλλα πιστεύουν πώς είναι σί γουρα εχθρός! Σάν χαλάζι έρχονται άπό παντού τά βέλη, μέ τις αιχμές τους στραμμένες προς τό στο μια τής σπηλιάς, όπου έχει έμφαν,σθή ή Ραραοΰ! Μια κραυγή απερίγραπτου πόνου ξεχύνεται άπό τό λα ρύγγι της όμορφης μάγισσας, ία βέλη των ίδιων των οπα δών της την έχουν καρφώσει άπό παντού καί, τώρα, τό φαρμάκι πού αυτή ή ίδια είχε φτιάξει, κυκλοφορεί μαζί μέ τό αίμα της, δηλητηριάζοντάς το ! Κανείς δέν μπορεί νά τήν γλυτώση, γιατί κανείς δέν ξέ ρει τά μαγικά βότανα - πού χρειάζονται. Τά μάτια της πετιουνται ά πό , τις κόγχες τους, καί τό στόμα της ανοίγει σέ μιά μά ταιη προσπάθεια αναπνοής, σάν νάχη λείψει άπό γύρω ό άέραςί Πέφτει κάτω σφαδάζοντας. ^Επειτα κάνει μιά μικρή προ σπάθεια ν3 άνασηκωθή στηρί ζοντας στή γή τον αγκώνα της. Αμέσους, δμως, παρα λύει και πέφτει πάλι μ3 έναν υπόκωφο γδούπο. Τώρα πιά δέν-σαλεύει Είναι νεκρή!
Για μιάν ακόμα φορά ό ή λιος προ&αλλει πίσω άπ" τά ψηλά βουνά, ^ σκορπίζοντας στή ζούγκλα τό φως του. Οί κερασφόροι δαίμονες τής Ραραού κινούνται κάτω ά πό τά πλατειά φύλλα των έξωτικών φυτών καί προχωρούν σιγά - σιγά, σκυφτοί, προ βάλλοντας τά πελώρια κέρα τά τους καί σφίγγοντας στα χέρια τά τόξα τους. "Εχουν όλοι _ τους ακούσει τήν σπαραχτική κραυγή τής Ραραοΰ, όταν δέχτηκε τά δη λητηριώδη βέλη καί θέλουν νά πάρουν εκδίκηση γιά τον θά νατό της. -—-Γρήγορα, λέει ή Μαλόα. Φέρε μεγάλες πέτρες νά όχυρώσουμε τήν είσοδο! Μά ό "Ατσίδας είναι δυσά ρεστη μένος. — Έγκώ δκι... παίζει!, γκρινιάζει. Έγκώ πεινάει, έγ κώ πετάνει έμενα άμα δκι φάει! Στο μεταξύ οί διαβολικοί άντίπαλοι προχωρούν. — Γρήγορα!3 τού φωνάζει ή Μαλόα. Μέ τήν ίδια στιγμή γίνεται κάτι παράξενο. Οί υπήκοοι τής μάγισσας καρφώνονται στή θέσι τους, κάτι λένε μεταξύ τους, έπει τα δείχνουν προς τό μέρος τής σπηλιάς, μέ μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο κι3 α μέσως γυρίζουν τή ράχη τους κι3 δπου... φύγει - φύγει! 3Από τό πολύ τρεχαλητό χτυπάει ή φτέρνα τους στο σβέρκο.^ Κατάπληκτη ή Μαλόα κυτ-
ΤΑΡΓΚΑ
τάζει γύρω της, για νά δή τι συνέόη. Κι5 άμέδως χαμό» γελάει καί τό πρόσωπό της γεμίζει χαρά. Είναι ό αγαπη μένος της Τάργκα, πού έρχε ται σ γά - σιγά άπό τό βά θος τής σπηλιάς. Είναι κιόλας εντελώς καλά. Είναι κι" αυτός γελαστός. Περνάει τό μπρά τσο του γύρω στη μέση της καί τής λέει: —Μέ είχαν 6ή νά πέφτω χτυπημένος άπ" τό δηλητηρια σμένο βέλος καί μέ νόμισαν νεκρό ! Τώρα πιστεύουν πώς είμαι τό... φάντασμά μου και
----------
ΑΝΟΙΚΤΗ
γι’.αυτό τώβαλαν στά πόδια! Ή Μαλόα χαμογελάει ευ τυχισμένη. Μιά δυνατή φωνή άκούγεται άπό τό εσωτερικό τής σπηλιάς: —-"Έφοντοοο! Μαρς! Γυοίζουν κσί βλέπουν τον "Ατσίδα, πού έχει κάνει έφοδο εναντίον ένός... σωρού άποθη» κευμενών καρπουζιών ^ και τά ροκανίζει μέ λαιμαργία! ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Ελληνικό . κείμενο υπό ΘΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ *
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
...—-
τοΟ ΑΤΖΙΑΑ πρός τέν ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ .. Κύριος Κοντοστούπος, Έγκώ πάρει — πάρει γκράμμα εσένα, έγκώ τρομάξει —τρομά ξει πολύ ! Έγκώ παραχαλάει εσένα δκι μπόμπα αντίσει καρπούτζια πεπόνια Αφρικανική, δκι Άτσίντα πετάνει— πετάνει πείνα !
Έσύ κακό άντρωπο, Κοντοστούπος ! Έγκώ δκι πειράτζ* ι εσένα, εσύ πειράτζει έμενα ! Έγκώ ξέρει τι πρέπει κάνει ! Έ γκώ κόψει — κόψει πολύ καρπούτζια πεπόνια, κρύψει —- κρύψει μ<'σα βαρεία σπηλιά, έγκώ δκι πετάνει πείνα ! Κοντοστούπος, έγκώ βλέπει — βλέπει φωτογκραφίος εσένα μέσα έφημερίλτος, έγκώ γελάει «τ— γελάει πολύ ! Έσύ δκι άντρωπο είναι ! Έσύ μοιάζει πίθηκος, Κοντοστούπος ! Έσύ χο λ τό - κοντό τοσοντούλικο είναι, έσύ μούτρο αστείο εκεί, μύτη πολύ μεγκάλος εκεί ! *
Έγκώ λέει μέσα έμενα : «Πολύ... ωραίος παιντί Κοντοστού πος ! Κοντοστούπος έρτη Αφρικανική, πίθηκος δ/ος κάνει· . . καλλιστεΐος, Κοντοστούπ ς γίνει . . . Μις Μαϊμού !» Χά, χά, χά, χά 1 Κοντοστούπος . . , Μις Μαϊμού I Τό πιο ωραίος μαϊμού σε δλος Άφρικαν ική ! Φίλος-φίλος νακό σου ΑΤΣΙΝΤΑΣ Φύσα — φύ'α κάλαμος
Τ ην ερχόμενη. Τρίτη κυκλοφορεί τό 68 τεύχος του «Ύπερανθρώπου» μέ τον τίτλο :
ΤΑΡΓΚΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ
Ο ΑΫΛΟΖ
Τεϋχος
Τό τεύχος αντό είναι α φιερωμένο οτόν ηρώα τών ,ήρώθίν Υπεράνθρωπο πού αγωνίζεται εναντίον άυλίον •..ό'ντων καί φοβερών μυ στηριωδών δυνάμεων για νά σώση τον κόσμο ! Τον βοηθει, φυσικά, καί ό ' Υ περκοντοστούπης μέ την «ωραία» Έλχίνα ! Στο ίδιο τεύχος, ή άπάντησι τού Κοντοστούπη στον 3Ατσίδα.
5
ΓΡΑΦΕΙΑ : > Λέκκα
2.3
Τηλέφ. 36 - 373
Οίκον. Δ)ντής : Γ. Γεωργιάδης* Σφιγγός
38»
^Αρχισυντάκτης :
Στ. 'Ανεμοδουράς,
Λ.
Θησέως
323. Προϊστάμενος Τυπογραφείου Βίκτωρ Κωνσταντινίδης, Προύσσης 21.
Στο επόμενο τεύχος τού
«Τ ά ρ γ π α»
τό
6 κάνει τήν έμφάνισί του ένας τρομερός αντίπαλος τού Κυ ρίαρχου της Ζούγκλας, ένας κτηνώδης καί διαβολικοί γί γαντας, πού θέλει νά ύποτάξη η νά εξόντωση τά πάντα» Μά ό
ΤΑΡΓΚΑ Ο ΛΕΥΚΟΙ ΣΙΦΟΥΝΑΣ μαζί μέ τήν όμορφη ξανθή Μαλόα καί τον κωμικό χοντρό νέγρο ΥΑτσίδα, ρίχνεται σ3 έναν αδυσώπητο πόλεμο έναν-, τίον του καί εναντίον τών λευκών εγκληματιών, πού συ νοδεύουν τον εχθρό τής ζούγκλας ! Α Δραματικά επεισόδια, αγωνίες, ηρωισμοί, περιπέτειες, αυτοθυσία, γέλια ! Θά χάση πολλά οποίος χάσει τό τεύχος 6 τού «Τάργκα^ϊ
—"------------
ΤΙΜΗ ΔΡ ΑΧΜΕΖΓ 2ΤΟΌΌ'
0/ ΚΟΥΡΣΑΡΟ! ΤΟΝ ΠΛΛΝΗΤ9Κ X* Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΑΣ ΕπετεΘΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΓΗΣ ____ κγεκλεΦε χ ΜΕΤΑΛΛΑ / Γ-·— Πον ΕΙΝΑΙ ; {
[ ΕΥ/ΗΜίτονηΕ ΠΟΥ ΣΏΣΑ ΤΕ τΗ/νηο-* Λ Η ΜΑΣ ί
ΕΚΛΕΨΕ ΜΕΤΑΛΛΑ,ΓΙΑΤΙ ΣΤΟΝ 1 ΠΛΑΝΗΤΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡ) ΧΟΥΝ ΚΑΘΟΛΟΥ ΜΕΤΑΛΛΑ /ΕΙΝΑΙ | ΟΛΟ ΝΕΡΟ/ 0/ΠΟΛΕΙΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ\ > ΠΛΩΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΑ ί \ ΠΟΥ ΒΓΑΖΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ/ { ΤΕΡΑ ΟΜΕΣ ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΠΟν \ ) ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΓΟΝΕΡΟ ΕΧΟΥ/Υ ΕΣΑΝΤΛΗΘΗ ΚΑΙ Ο! ΠΟΛΕΙΣ ΜΑΣ ΚΙΝγΪΧΙΪ0^^ ΗΑΤΑΣΓΡΑΦΟΥΝ! Π ΑΥΤΟ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΜΑΣ, Ο ΚΟΖ ΗΡΘε ΣΤΗ ΓΗ ΝΑ ΚΠΕΊΉ ΜΕΤΑΛΛ& ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΗΤΕ ΣΕ ΑΠΟΣΓΑΖΙ Ε- | ΚΑΤΟ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΩΝΑΠΟ ΔΩ, ΟΡΟΙ, ΤΑ Δ ΥΠΚΑ! ΕΚΕΙ ΕΐΝ$Ι Η ΜΥΣ ΤΙΚΗ &ΑΣ! ΤΟΥ..................
Μ ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΑΣΙ τον κοζ ΕΙΝΑΙ
I ΚΑΜΟΥΦΠΑΡίΣΜΕΝΗ ί, ΕΜΠΡΟΣ ΠΑΙΔΙΑ !
ΚΑΙ 01 Ιίβ ΥΠΕΡΑΝ- ~ ΘΡΩΠΟΙ ΕΦΟΡΜΟΥΝ, ΔΙΑΣΠΟΥΝ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΩΝ ΦΡΟΥ ΡΩΝ ΚΑΙ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗ ΘΑXI /
ΧΥΝΕΚΙ2ΕΤΔΙ
ΤΑΡΓΚΑ, Ο ΛΕΥΚΟΙ ΣΙΦΟΥΝΑΣ Ό Τάργκα, τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο, διεξάγει μια τρομακτική γιγαντομαχία, μέ τον φοβερώτερο έχθρό πού γνώρισε ποτέ ή Ζούγκλα, μέ ιόν κυλώπειο Χόου-Χό! α
ΚΕΦ. 1. "Οπου
τθ
εκπέμπουν
τάμ-τάμ τι®
§€ΐνδύν@υ? μέ@α στη βα&ειά νύχτα τής Ι@ύγκΑας! νύχτα ^ είναι σκοτεινή, χωρίς άστρα καί χωρίς φεγγάρι. ,Βαρεία σύννεφα έ χουν κατέβει χαμηλά καί κυ λιούνται όκνά επάνω στίς κο ρυφές των πανύψηλων δέν τρων. Ζεστοί υδρατμοί σηκώ νονται από τις λίμνες κι* απ’ τά ποτάμια καί κάνουν την ά~ τμόσφα ρα άποπνιχτική. "Ολη ή τεράστια ζούγκλα μοιά ζει^ σαν ένα πελώριο χαμάμ, πού δυσκολεύει την ανάσα καί στους άνθρώπους καί στ" άγρίμια. Ανήσυχα τά θηρία έχουν άΦήσει τούς φωλιές τους καί ψάχνουν να βρουν τρ'-'φή. *Ακουγεται από παντού ό πεινασμένος βρυνηθμός τής τί γρης,. τό γρυλλισμα τού ττάνθηοα,'τό σούρσιμο τού ψιδ οΰ μέσα στα χαυόκλαδα, ή κραυγή τού πίθηκου καί τ9 άνατριχιαστικό τοίξιμο πού κά νουν οί μ^σέλλες τού κοοκόδειλού καθώς άνοιγοκλείνουν. ΞσΦνκά, ουως. ό νυχτερι νός άέρας κουβαλάει ατά φτε ρά του κάτι, πού δεν εΐνα* -τό σο συνηθισμένο, δσο οι φω νές των πεινασυένων άνοιυι ών. Είναι ^ναι ά^ό μσκουνά τάμ-τάμ. ^Ηχοι ζωηρό:,_γορ«
Η
4
ΤΑΡΓΚΑ
γοί, μέ ρυθμό εντελώς ασυνή θιστο. Ό Τάργκα ανακάθεται πά νω στα ξερά άχυρα, που του χρησιμεύουν για στρώμα. Στήνει τ’ αυτί του. Ή κατεύθυνσι άπό την οποία έρχονται οί ^ ήχοι του ταμ -ταμ, δεν του άφήνει καμμιάν άμφιβολία, ότι κάτι παράξενο κι5 άπρόοπτο συμβαίνει τούτη τή νύχτα στη γειτονική φυλή τών ιθαγενών Μπαλού. Κάποιος σοβαρός κίνδυνος πρέπει ν’ άπειλή τους Μπαλού, για να στέλνουν μέσα στη βαθειά νύ χτα, άδιάκοπα μηνύματα μέ τό ταμ - ταμ. Ό Τάργκα, μέ τ’ αυτί τεν τωμένο, προσπαθεί νά συλλάβη αυτούς τούς ήχους, άλλά δέν τά καταφέρνει, γιατί λί γο π'ό πέρα κοιμάται ό Α τσίδας και μέ τό βαθύ ροχα λητό του μπορεί νά.., ξεκουφάνη άνθρωπο! Καί, σαν νά μη φτάνη αυτό, άρχιζει κάθε τόσο νά παραμιλάη μέσα στον ύπνο του: —Έγκώ φάει... δκι εσύ. . . καοπούτ£ι. . . Φέρει έμενα καρπουτζι... Έπειτα παύει τό παραμι λητό κι* ή γλώσσα του πλατανίζοντας άφήνει τον ήνο, που κάνει μ'ά... διμοιρία (3ώδ>α π^ύ πίνουν νερό, σημάδι πώς ό 'Ατσίδας άπέκτησε στό... όνειρό του τό καρπού ζι καί τό... τρώει! Κι* ά"έ~ως ξαναρχίζει τό παοσμ'λητό: ------Κι* άλλος κσοπούτζι... μ^κάλοΓ καοπούτζι... ένκώ Βάλει αέσα κο·λ·ά έμενα... μεγκάλος καρπουτζι!
Καί, μέσα στον ϋπνο του, ξαναρχίζει τό... μάσημα! Ό Ταργκα τον άκούει και χαμογελάει. —-Αυτός, συλλογίζεται, έ χει σκοπό νά... καταβροχθίση όλα τά καρπούζια τής ζούγ κλας, άν δέν τον ξυπνήσω ! Τον σκουντάει κι’ ό κωμι κός νέγρος άνοίγει πρώτα τό ένα μάτι, κατοπτεύει τά πέριξ, έπειτα άνοίγει τό άλλο μάτι καί, στο τέλος, άνοίγει και τό... στόμα. — Κύριος Τάργκα, παρα πονιέται, δκι ξυπνήσει έμενα ...έγκώ μισός καρπούτζι έφαγκε, άλλος μισός πάει χαμέ νος! Αλλά τό άτρόμητο Ελλη νόπουλο δέν τον προσέχει. Τώρα που τό τρομερό ροχα λητό τού νέγρου έκόπασε, τά μηνύματα τών τάμ - τάα άκούγονται καθαρά κι5 ό Τάρ γκα τά μεταφράζει: «...ή φυλή τών Μπαλού... κινδυνεύει... έχθροί θέλουν.^. · νά μάς διώδ^υν... άπό... τή... νή μαο... "Ολοι οί Μπάσου... ξεσηκωθήτε. . . πάοτε ^λη... και άκόντια. . . και ^τρέδτε...» Τά μηνύματα του πολεμι κού ξεσπκώμου σκοο-^'^ηνται μέσα στη νύχτα κι* ό ΤΑ^ν^α είναι σίγο^οος πώς οί λομ θά -ττολ.ευήσουν πνληΛΑ. ΕΤνο·· άδάυαστοι πόλε»"σταί καί θά υπερασπίσουν τή τ^υς, τγοπ τή 5ιασγί^·« άπ* α κοή σ* άκοη ό ι 'Ρ.γσ>ΛΓ Υ^υσοφόοος ποτσμόο Σ'ΝΌ'>^α θά νικήσω·IV τή φυλή. ΤτοΓι Τ-Ής ρίγτηι<ε υπηιΑο- κι* τ!λμι?!'^στικά μέοντ ττη ττηχτό σκοτά δι τής ζούγκλας!
3
Ταργκα Ό Τάργκα ετοιμάζεται νά ξαναπέση στ' άχυρενιο στρώ μα του, άλλα καινούργια μηνύμαΊα τού ταμ - ταμ έρχον ται να τον αναστατώσουν: «, . .οι Μαλού υποχωρούν... ό εχθρός συντρίβει. . . τούς πολεμιστές Μπαλού... ό ε χθρός προχωρεί. . . όλες οι.... φυλές κινδυνεύουν άπ’ τον. . · εχθρό. . . όποιος ^πορεί. . . άς βοηθήση τούς... Μπαλού... Οι Μπαλού... ζητάνε βοή θεια. . .» Τώρα τά χτυπήματα τού τάμ - τάμ άκούγονται π ιό δυ νατά, πιο καθαρά, σημάδι πώς οι Μπαλού, υποχωρών τας άποδεκατισμένοι από κά ποιον ^ πανίσχυρο αντίπαλο, πλησιάζοντας την περ οχή τής σπηλιάς τού Τάργκα! Δέν χωράει άμφιβολία, πώς ό εχθρός είναι ξένοςλ καί γι' αυτό οι Μπαλού ζητάνε βοή θεια από τούς άλλους ιθαγε νείς. Σέ λίγο άκούγονται δυ νατοί διακεκομμένοι κρότοι, πού έπαναλαμβάνοντσι ρυθμι κά καί ^κάνουν τά μαύρα μά τια τού Τάργκα ν' αστρά ψουν από θυμό. Είναι εκπυρ σοκροτήσεις αυτομάτων ο πλοον καί συνοδεύονται κάθε τόσο από βαθειά υποχθόνια μπουμπουνητά, πού κάνουν τή γή^νά τρέμη. Καί σπαθί ζουν τό σκοτάδι μέ γρήγορες έκτυφλωτικές λάμψεις! Μικρές βόμβες άποδεκατίζουν τούς Μπαλού καί τούς κάνουν νά φεύγουν περίτρο μοι ! Λευκοί «πολιτισμένοι» άνθρωποι αναστατώνουν τή ζούγκλα, γιά νά πατήσουν πόδι στον χρυσοψόρο ποταμό.
Ή δίψα τού κίτρινου μέτάλ λου γίνεται πάλι αιτία γιά μιά φοβερή σφαγή. Ό Τάργκα δέν μπορεί νά μείνη αδιάφορος. "Ενα δυνατό τέντωμα ξε μουδιάζει τούς χαλύβδινους μυώνες τού τέλειου κορμιού του, από τήν ακινησία τού ύ πνου. Μ’ ενα πήδημα ^βρίσκεται όρθιος καί προχωρεί προς τήν έξοδο τής σπηλιάς. Ό Ατσίδας άρπαζε ι στά χείλια του τόν χαλκά τής μύ της του, τόν γλείφει μέ... πο λεμικό μένος, σφίγγει στά χέ ρια του τό φυσοκάλαμο καί τον ακολουθεί. Καθώς περ νάει πλάϊ στήν αγουροξυπνη μένη Μαλόα, τής δηλώνει ύπε ρήφανα: —Έγκώ πηγκαίνει... πόλε μος ! Έγκώ φάει εχτρός σάν καρπούτζι! 2, "©«ου
ο,
Άτβίδας
«συλλαμβάνει»
εν®
βωοτό ©χέαβ© Κ£δ9 τά θ . . κάνει
8άΑαβοα!
σκηνή πού άντικρύζει ό Τάργκα είναι τρομερή. Χωμένος μέσα στά πλατεία φύλλα ένός τεράστιου έξωτικού φυτού, μέ σφιγμένα δόν τια, μέ δάχτυλα πού γατζώνουν σπασμωδικά τή λαβή τού μαχαιριού του καί μέ μά τια πού αστράφτουν από θυ μό, ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας παρακολουθεί τρείς άνθροοπους, πού οί μορφές τους αρχίζουν νά διακρίνωνται, ό σο τό φως τής αυγής σκορ πίζει τό βαθύ σκοτάδι. Είναι τρείς κακομούτσου-
Ϊ
6
ΤΑΡΓΚΑ
νοι λευκοί άνθρωποι, |ιέ μου στάκια και μέ μεγάλα γενεια. Φοράνε στολή κυνηγών και στο κεφάλι τους έχουν α πό μια λευκή κάσκα. Οι δυο άπ’ αυτούς κρα τουν στα χέρια τους αυτόμα τα δπλα. Ό τρίτος είναι φορ τωμένος μ5 ένα σακκίδιο, γε μάτο μικρές στρογγυλές βόμ βες, πού φτάνουν τό μέγεθος τής καρύδας. Προχωρούν κι' οι τρεΐς σκυ φτοί, καμπουριαστοί και τό μάτι τους γεμάτο μοχθηρία κυττάζει^ δεξιά κΓ αριστερά. Κάθε τόσο τό δάχτυλό τους
Ο Τάργκα του χτυπάει μέ τό κεφάλι στο σιομάχι 1
διπλώνεται στή σκανδάλη, κά νει μιά σύσπασι προς τα πί σω καί, τότε, από τήν κάνντ* του μακρόστενου όπλου ξεπηδάει φωτιά και σίδερο, ενώ συγχρόνως μέ απαίσιο^ μεταλ λικό κακάρισμα ξυπνάει τήν ηχώ τού δάσους! Κραυγές πόνου άπαντοΰν πάντοτε, σέ κάθε τέτοιο κα κάρισμα. Κι1 όσοι Μπακού προσπάθησαν να διαφύγουν τον θάνατο, χωμένοι στις πυ κνές φυλλωσιές των δέντρων, πέφτουν από ψηλά σαν γιγαν τιαίοι καρποί καί μένουν άκίνητοι, μέ τά πρόσωπα χωμέ να στή μαλακή γή! Οί λευκοί έγκληματιές άφήνουν ένα κτηνώδες γέλιο, κάθε φορά πού μέ τ* αυτόμα τά τους θεοίζουν κΓ έναν τέ τοιο άνθρώπινο «καρπό». Καί προχωρούν παοσκάτω. * * ☆ Συσπειρωμένος στον κού φωνα του, σάν ένας πάνθη ρας. ό Τάργκα έτοιμάζεται νά έπιτεθή. Πίσω του ή Μαλόα παρα κολουθεί, μέ μάτια γουολωμένα τά μακοόστενσ αυτά αν τικείμενα, πού ξεονάνε τή φω τιά καί τον θάνατο. Π^σϊ του, ό "Ατσίδας έγει όδοάδει τον χαλκά τής μύτης του, τον κοστάει ακίνητο μέ σα στα δόντια του καί σω παίνει, σημάδι πώο ή... σοφή κεοάλα του έτοιμά^ει κάποια καινού^νισ ιδέα. Κσί ποαγ"πτικά, σέ λίγο τήν ξεφουρ νίζει : —Κυριοο Τσονκσ, εσύ όκι μαλώσει ά·'άυα ? Άτσήσα τρέξει - τρέξει άλλος πλευ-
ΎΑΡΓΚΑ
7
"Ο γιγάντιος γορίλλας δέν ξεχωρίζει την κοιλιά του Ατσίδα ά>ά μεσα στα νεροκολοκύθα ! •
ρά... "Ατσίντα βγκάλει φωνά ρα... Άτσϊντα φυσήξει φύσαφύσα κάλαμο... Κύριος Τάρ γκα μαλώσει τότε με άσπρος άντρωπος! . . . Γιά πρώτη φορά στη ζωή του ό κωμικός νέγρος λέγει μιά... σωστή κουβέντα. ’Άν τραβήξη αυτός την προσοχή των τρ ών κακούργων προς τήν άλλη πλευρά του δάσους, ό Τάργκα θά χυθή σάν ανε μοστρόβιλος, θά βρεθή κοντά τους, πριν προλάβουν νά μι λήσουν τά αυτόματα, και τό τε οί γροθιές του καί τό μα χαίρι του, θ’ άνσλάβουν νά τούς βγάλουν διαβατήριο γιά τον άλλο κόσμο. Μιά βαθειά ρυτίδα συλλο
γισμού αυλακών ει τό μέτωπο τού συσπειρωμένου £Ελληνό πουλου. Τά σφαγμένα χείλια του κινούνται ανεπαίσθητα : —Γρήγορα, "Ατσίδα! μουρ μουρίζει. Πήγαινε... Μέσα στο θαμπό κι5 άμφίβολο φως τής αυγής ό μαύ ρος απομακρύνεται όσο μπο ρεί πιο αθόρυβα. "Έτσι, κα θώς περπατάει με τά τέσσε ρα, δίνει τήν έντύπωσι μιας καλοθρεμμένης χελώνας, πού χοονεται σιγά - σιγά στά πυ κνά χορτάρια κι" εξαφανίζε ται. Ό Τάργκα περιμένει. Τά μάτια του είναι^καρφω μένα επάνω στούς τρεΐς ώπλισμένους λευκούς καί παρακο-
8
ΤΑΡΓΚΑ
λουθούν άγρυπνα την παραμι μέ όλη του τή δύναμη διαγρά κρή τους κίνησι. ί ώρα ό έ φει μέ τό σώμα του στον αέ νας από τούς 6υό πού κρατάρα ένα σπαθωτό τόξο, πού θά νε τ5 αυτόματα πλησιάζει τον τό ζήλευε καί μιά λεοπάράλλο. Κάτι λένε χαμηλόφωνα παλι. Ό άνθρωπος μέ τό αυτό κι5 έπειτα ό πρώτος απομα κρύνεται μέ τό δάχτυλο στη ματο μπήγει μιά κραυγή τρό μου, καθώς βλέπει νά πέφτη σκανδάλη και χάνεται πίσω από τά δέντρα. κοντά του, σάν νά ερχόταν ά~ πο τον ουρανό, ένας άντρας, Στο μεταξύ ό άλλος, αυ τός που κρατάει τό σακκίδιο πού οι πανίσχυροι μυώνες του με τις βόμβες, σίγουρος πώς μπορούν νά συντρίψουν μα το έδαφος είναι πιά ξεκαθα νιασμένο ρινόκερω! ρισμένο από τούς Μπαλού, έ Τό χέρι του Τάργκα κινεί χει κι5 εκείνος προχωρήσει μέ ται ταχύτατα. Ό αγκώνας του τινάζεται σα^ στην πράσινη λόχμη. πίσω κι* έπειτα ξαναγυρίζει "Ενα χαμόγελο εύχσριστήμπροστά μέ άπερίνραπτη σεως απλώνεται στο πρόσω γρηγοράδα, έξακοντίζοντ α ς πο του Τάργκα. Τώρα ή δουλειά γίνεται μιά σφιγμένη γροθιά, πού πιο εύκολη. μοιάζει σάν χοντροκομμένο κομμάτι ατσάλι. Συσπειροο μένος πάντοτε και ακίνητος περιμένει. Ή α Τό σαγόνι του κακούργου γωνία έχει κάνει τό πρόσωπό άφ^'*ει έναν ξεοό κρότο. Τό στόμα του γεμίζει αίμα του νά ιδρώση. Τά ατσαλένια καί σπασμένα δόντια. νευοα του βρίσκονται σέ συ ΤοικΧίζει λίνο φέονοντας ναγερμό, σαν νά τά διαπερνάη ίσχυοό ηλεκτρικό ρεύμα. τό ένα χέρι στο κεφάλι του, Τό μυαλό του μετράει ένα μυώ'^ς του Τάο^κα τεν ένα τά δευτεοόλεπτα Καί τ' - τώνοντας εταιμοι νά έφοομήαυτί του, στημένο, πεοιμένει σουν για δεύτερη καί τελειω ν5 άκούση τή συνθηματική τική φορά. Μά τήν ίδια στιγμή ξονακραυγή του Ατσίδα. κούνε-τσ1 το γνώ^Ίΐο κι* Γ.αφνικά, άκούνεται μιά τοιγιαστικό κσκάρισμα τ~0 κηαυγή βοσχνη. δυνατή, πα αυτόματου. Πίσω ά^ό τίς ράτονη, σάν νά βναίνη ά^ό Υε’ΤΠ'^’κςς ΧΛνιΐΓς σάν ι’οπ ι σκουοιασμέ\'η σάλπ νγα. Τό σκοτεινό καί θυμωμένο. έν«?ι άτοόΐ'ητο Ελληνόπουλο ανα ποοβάλει τ κάννη ένός αυτό γνωρίζει τή φωνή του Ατσί ματου καί ώτύ'^ι πείνες δα... γλΛ'τη-ί·^· Κ'τί γ''τγτγ·(\' Τυσπε·ιοών?·τσι πχόμα π>ό Τ ΛρτΤοες περνάνε γύρω ούρπολύ καί τό θαυπάστο κοουί του •'/ίνετσι τγ^Χώ·ο Ό ΤάοΥκα σκύβει, κυττσκομμάτι καλόβουλεμένο λάζε ι './όο'··* του ι στιν'1 ττού τλ ενουν σ»Μ,π»ένο λιοντάρι καί μ* ένα πήδη σει. Καί, άμέσοος, τινάζεται
9 μα βρίσκεται πίσω από ένα δέντρο. Ό χοντρός αιωνόβιες κορμός δέχεται τώρα οάν βροχή τά βλήματα. Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο καταλαβαίνει, πώς ό δεύτερος κακούργος μέ τό αυτόματο έχει ξαναγυρίσεί* στην π ό κρίσιμη στιγμή. Τα μαΰρα_μάτια τού Κυρί αρχου τής Ζούγκλας έχουν γίνει κρατήρες ηφαιστείου, πού τινάζουν θυμωμένες φλό γες, γιατί καταλαβαίνει ποος, άν τολμήση νά ξεκολλήση α πό τον χοντρό κορμό του δέν τρου, το στήθος του θα γίνη σουρωτήρι από τις σφαίρες ! Κυττάζει δεξιά κύ αριστε ρά, περί μένοντας τον άντίπερ·σπασμό τού Ατσίδα, άλλα ό χοντρός νέγρος δεν φαίνεται π:υθενά! Ό εχθρός μέ τό αυτόματο χτυπάει άδιάκοπα, άλλά δεν τολμάει νά κάνη ούτε βήμα μπροστά. Σέ μιά στιγμή άκούγεται ή φωνή του γεμάτη άγωνία. Ό Τάργκα μέ λίγη προσοχή καταλαβαίνει τή γλώσσα πού μιλάει ό Ευρω παίος. Εΐναι Γαλλικά. Είναι μ,ά ^ γλώσσα πού τό άτρόμητο Ελληνόπουλο την άκουγε πολύ συχνά στα λιμάνια, πού «έπιανε» τό καράβι τού παπ πού του και την θέοει καλά. —Έτιέν!, φωνάζει λύσσα-. σμένα% Έτιέν! "Αμέσως ξεπροβάλλει ό τρί τος άπό τούς κακούργους, αυ τός πού κρατούσε τό σακκίδη μέ τις μικρές στρογγυλές βόμβες. ^Φαίνεται ξαφνιασμέ νος, καθώς βλέπει τον ένα ά πό τούς συντρόφους του πεσμένον χάμω, στή γή και τον
άλλον νά γαζώνη μέ λύσσα ένα δέντρο! —Τι δ.άβολο, βρήκες την ώρα νά μάθης... σκοποβολή; φωνάζει δυσάρεστη μένος στον σύντροφό του. —Τσακίσου, Έτιέν! μουγγρίζει ό άλλος. Πάρε μιάν ά πό τις βόμβες σου καί πέταξέ την σ' αυτό τό παλληκαράκι νά τό κάνης σκόνη! "Αν τε, κάνε γρήγοοα! Ένώ δέν τον αφήνω νά ξε μυτίση άπό τό δέντοο! Ό Έτιέν κυττάζει τον Τάρ γκα, πού βρίο'κεται πάντα κολλημένος πίσω άπό τον κορμό, καί μένει κατάπλη κτος. Τον βλέπει τώρα για πρώτη φορά. — Πού ξεφύτρωσε αυτό τό... λευκό ραπανάκι ; γρυλλίζε». ’Αλλά δέν χάνει καιρό. Αμέσως εξαφανίζεται πί σω άπό τά πυκνά πράσινα παραπετάσματα τής ζούγ κλας. Σέ λίγο ξαναγυρίζει. Είναι κατακίτρινος άπό μίσος κΓ αίμοβορία. Στά χέρια του κρατάει δυο στρογγυλές βόμ^ βες, πού ή τεράστια δύναμί τους μπορεί νά 9εοίο*η τούς κορμούς των αιωνόβιων δέν τρων, δπως θερίζει τό^ καλοακονισμένο δρεπάνι τά στάχυα. Σηκώνει τή μιά, τή φερνει πάνω άπ' τό κεφάλι του κι έπειτα, τινάζοντας τό χέρι μπροστά, την στέλνει νά διαγραφή μιά ^καμπυλωτή τροχιά, για νά πέση στη ρί ζα· του δέντρου, πού καλύπτει τή δεύτερη. 01 δυο βόμβες κάνουν ενα
10
ΤΑΡΓΚΑ
γρήγορο ταξίδι στον αέρα. Ή μιά πάει πίσω από την άλλη κι5 έπειτα, μέ καταπληκτική ακρίβεια, πέφτουν απάνω στο άτρόμητο *Ελληνόπουλο! Κρυμμένη πίσω από τις φυλλωσιές, ή Μαλόα βλέπει τά^δυό σφαιρικά αντικείμενα, που κρύβουν μέσα τους τον όλεθρο καί τον θάνατο, νά χτυπούνε τον αγαπημένο της. Καταλαβαίνει πώς τίποτα π ά δεν μπορεί νά τον σώση ! Τό ασύγκριτο αθλητικό κορμί του και τό άροενωπό του κεφάλι θά μετσβληθουν σε μιάν άμοοφη μάζα από σάρκεο και αίμα!
Ενα χτύτηιια και τό αγρίμι “ σωριάζεται- νεκρό !
Τά γόνατά της κόβονται, κλείνει τά μάτια της γιά νά μην άντικρύση τό τρομακτικό θέαμα και μιά σπαραχτ κή κραυγή τής σκίζει τό λαρύγ γι: —Τάργκα!
§€ΙΦβ 5.
6 κά νει μια βλακε~£<γ η®6... σώ ζουν τηιν κ€ΐτά@τ€ΐ®§!
φήσαμε τον "Ατσίδα να φεύγη μπουσουλώντας μέ τά τέσσεοα, κάτοο απ’ τά κλαδιά τής πυκνής ζούγκλας. Στο στόμα του κρστάει δαγ κωτά τό φυσοκάλαμο κ’ ό χσλ κάς που κρέμεται άπ5 τή υύτη του, κουνιέται πέοα - δώ θε σάν κυκλική προβοσκίδα. Λίγο παρακάτω ή βλάστησι δεν είναι τόσο πυκνή. Έκεΐ ό κωμικός νέγρος άνασηκώνεται. -—Έγκώ τρέχει εμένα..., μουρμουρίζει, έγκώ πάε- εμέ να γρήγορα - γοήγο^α! Κι* αρχίζει, νά τρέχη συντρίβοντας μέ τίς χοντρόπε τσες-πατούσες του τ5 αγκά θια που βρίσκονται κατανύς. - Περνάει σάν άστραπή ανά μεσα από τά δέντρα, τρέχει στο μάκρος τής όχθης του χουσοΦόοου ποταμού, πού κυ λάει έκεΐ κοντά τά νερά του, καί κοντεύει πιά νά φθάση στόν σκοπό του, έταν ένα στρογγυλό πράγμα μπερδεύ εσαι στά πόδια του, τον κάνει νά χάση την ισορροπία τ~υ καί νά κουτοουβσλστή χάυω, * Αμέσως σηκώνεται. Τρα βάει μέ τά δόντια τρν χαλκά τής μύτης του, σημάδι πώς
Α
ΤΑΡΓΚΑ είναι πολύ θυμωμένος, και μουγγριςει: —· ίζαυ μπή πόντια έμενα, έγκώ ρίξει... Άτσιντα χάμω! Έγκώ ΚΛωτσήσει έσεναι Λυμάει μπροστά,, τραβάει πίσω την ποοαρα του κύ ε τοιμάζεται να κλωτσήση αυ τό π~υ μπλέχτηκε στα πόδια του και τον ερριξε χάμω, Τήν τελευταία στιγμή, όμως, συγκρατιέται. Βλεπει καΑυτερα ποιος είναι ό... στόχος τής κλωτσιάς του κι* άμεσως γα ληνεύει και χαμογελάει. —Καρπούτζι!, μουρμουρί ζει γοητευμένος. Αμέσως όλη του ή προσο χή συγκεντρώνεται σ^ αυτό. Σκύβει, τό... χαϊδεύει, τό παίρνει στα χέρσοι του καί του.... εξομολογείται: -—Έγκώ όκι κλωτσήσει ε σένα, έγκώ ψάει εσένα... εσύ σελώσει πόντια έμένα! Καί τό καταβροχθίζει, μα ζί μέ τά φλούδ α, μέ δυο πελώρ ες... δαγκωνιές. Γλείφει μέ τή γλωσσάρα του τά παχειά του χείλια, καί τό λαί μαργο βλέμμα του πλανιέται στη γή. Ή άγριοκαρπουζιά, πού ποτίζεται αδιάκοπα από , τό νερό τού χρυσοφόρου ποτα μού, έχει άφθονα άγριοκάρπουζσ. Σκύβει καί κόβει άλλο έ να. —Έγκώ, τού λέει, δκι αφή σει εσένα... παραπονεμένος ! Έγκώ φάει έσένα! Τό καταβροχθίζει κΓ αυτό κι? αμέσως κόβει τρίτο... τέταοτο... πέμπτο... -αφνικά ακούει πίσω του
11
’Σοκοταιοαν ,τον γ; ^>ο επιστή μονα για Λα τοΰ παύουν τσ μυ στικό ! βαρείες πατημασιές. Γυρίζει απότομα καί τό καρπούζι τού στέκεται στό.... λαιμό ! Τά μάτια του πετι ού νται από τις κόγχες τους καί τό πρόσωπό του παρα μορφώνεται από τή γκρι μά τσα ένός απερίγραπτου τρό μου ! Μπροστά του στέκει ολόρ θο ένα τρομακτικό τέρας, πού όμοιο του δεν ξαναεΐδε ποτέ ή ζούγκλα! Είναι ένας απίθανα τεράστιος γορίλλας, πού τό ανάστημά του φτάνει σέ ύψος ένα μεγάλο δέντρο! Τό κορμί του είναι άτελείω-
ΤΑΡΓΚΑ το, τριχωτό και τά χέρια του πελώρια. Ίο άποκρουστικό πρόσωπό του μορφάζει απαίσια και τό στόμα του μισανοίγει, αφή νοντας νά προβάλλουν κάτι δόντια κίτρινα, σουβλερά, πανίσχυρα! 1 ια μ.ά στιγμή ό Ατσίδας παραλύει. -Αυτός ό γορίλλας που στέ κει τώρα μπροστά του, είναι τελείως αφύσικος. Είναι τρι πλάσιος άπό τους συνηθισμέ νους καί μοιάζει σάν δέντρο πού κινείται! Μ.ά τρομερή κραυγή ξε φεύγει άπό τα χείλια τού νέ γρου, μια κραυγή φρίκης, πού αντηχεί γύρω παρατονα, σάν νά βγαίνη άπό σκουριασμένη σάλπιγγα! Είναι ή κραυγή πού ακού σε ό Τάργκα καί τή νόμισε γιά συνθηματική καί πραγ ματοποίησε τή θυελλώδη έξόρμησί του, πού τώρα τον έχει φέρει κατάφατσα μέ τον Θάνατο! - Ό τερατώδης γορίλλας ση~ ,κώνει τό κορμί του καί σπά ζει ένα κλαδί άπό τό δέντρο. Τό κλαδί αυτό είναι χοντρό σάν τό κορμί ενός άνθρώπου κι5 όμως, κάτω άπό τή δύναμι τού τέρατος, σπάζει σάν καλάμι! Ό Ατσίδας καταλαβαίνει, πώς μ5 ένα χτύπημα θά γίνη λυώμα! Πανικόβλητος τό βά ζει στα πόδια, άλλο: κάθε διασκαλισμός τού γορίλλα καλύ πτει εκατό δικά του βήματα! Γεμάτος άπόγνωσι 6 νέγρ:ς^πέφτει στο νερό τού ^πο ταμού. Σ’ εκείνο τό σημείο ή
«££=ϊ.
βλάστησι είναι πυκνή. Στήν επιφάνεια των νερών επιπλέ ουν άφθονα υδρόβια φυτά, μέ μεγάλους κλάδους. Δίπλα τους επιπλέουν τά τεράστια νεροκολοκύθα. Ό Ατσίδας γυρίζει άνάσκελα καί στέκε ται κι’ αυτός στήν επιφάνεια άκίνητος! Ή πελώρ α θολω τή κοιλιά του μένει έξω άπ’ τό νερό καί δέν παραλλάζει καθόλου άπό τά νεροκολοκύ θα πού επιπλέουν γύρω τη£. Ό γορίλλας φτάνει στήν ό χθη κραδαίναντας τό υπερφυ σικό ρόπαλό του. Εκεί σταματάει καί κυττάζει γύρω του μέ άπορία. Δέν ξεχωρίζει τον νέγ^ο καί δέν μπορεί νά καταλάβη πώς χάθηκε τόσο ξαφνικά ά πό μπροστά του. Ό Ατσίδας, γιά' νά κρυ φτή καλύτερα, κλείνει τό... έ να μάτι καί κρατάει τό άλλο άνοιχτό, γεμάτο ελπίδες. Σέ λίγο, όμως, κι3 αυτό τό μάτι του γεμίζει τρόμο. "Ενας γρυλλισμός άκούγεται άπ’ τήν όχθη κι’ έ-π-ξίτα ένα ύπουλο σούρσιμο. "Ενας κροκόδειλος έχει μυριστή τό θαυμάσιο γεύμα, πού κούβεται άνάμεσα στά νερ-κολοκύ θα καί, άνοίγοντας τις ψοιχτές μσσέλλες του. εγκατα λείπει τό καταφύγιό του και σέρνεται προς τό νερό τού ποταμού ! Ό Ατσίδας πιστεύει πού έξώφλησε πιά τούς λογάρι ασυούς του υ.έ τή ζο:ή. Καμμιά δύναμι στον κόσυο δέν μποοεί νά τον νλυτώση άπό τήν τραγική του θέσι, άνάμεσα στά δυο τέρατα.
ΤΑΡΓΚΑ Ξαφνικά, όμως, άκαύγετσι κάτι σαν οροντη. Είναι τό ουρΛ ισχίο του γορίΛΛα. ιο τεράστιο τέρας αναζητώντας με το μάτι τον νέγρο, ΟΛεπει τον κρακοοειλο, που σέρνεται προς το ποταμη και οργιςεται. Τό ατελείωτο^ χέρι του, κρατώντας στην, άκρη τό μεγαΛο κλαοι, σηκώνεται ψηΛά κό αγγίζει, νομίζεις, τον ου ρανό. έπειτα πεψτει μέ απί στευτη όυναμι! Ό κρυκοόειλος την τελευ ταία στιγμή προφταίνει να μαζευτή πρός τα πίσω, μ’ έ ναν υποκωψο γρυλλισμό. Τό ρόπαλό του παίρνει ζυστά την άκρη του ρόγχους και α νθίζει έναν πελώριο λάκκο, στο χώμα τής όχϋης. Τώρα ό κροκόδειλος συ στρέφεται. Τά μάτια του γε μίζουν κακία, τά δόντ.α του προβάλλουν απειλητικά κι5 ε τοιμάζεται νά έπιτεθή στον α προσδόκητο εχθρό του! Μόλις, όμως, βλέπει τον τερατώοη γορίΛλα, κυριεύεται κι* αυτός από απερίγραπτο πανικό! Στριφογυρίζει πάλι γρυλλίζοντας κι* άρχίζει νά τρέχη μέ όλη του την ταχύτητα, πού ξεπερνάει καί τό πιο γρήγορο άλογο. Μά ό γορίλλας δεν θέλει νά τον άφήση, νά τού ξεφύγη. Χύνεται κι5 αυτός ξοπίσω του ουρλιάζοντας τρομαχτικά καί κουνώντας τό φοβερό ρό παλό του! * * ΛΤώρα ή χοντρή κοιλιά τού νέγρου κινείται ανάμεσα στα
13
χοντρά νεροκολοκύθα. Προχω ρεί πρός την όχθη καί, σέ λί γο, ό ’Ατσίδας βγαίνει στά ζοντας απ' τά νερά. Ό πανικός του έχει έξαφανιστή. — Κοροκόντειλος δκι φάει εμένα. . . γκοοίλλα φάει κοροκόντειλος!. μουρμουρίζει. Φυσάει τό φυσοκάλαμό του γιά νά φύγουν άπό μέσα τά νερά καί μπαίνει γοργά μέσα στη βλάοτησι της ζούγκλας. Προχωρείς κυττάζοντας χάμω μέ προσοχή. Γ ύρω, τό βαθύ δάσος έχει μείνει γιά λίγο ή συχο, άλλ’ αμέσως ξανακού γεται γο ουθυικό κακάρισμα του αυτόματου. Είναι ή στιγμή πού ό Τάργκα δέχτηκε την έπίθεσι τού δεύτερου όπ ττύς τρεις κα κούργους. Ό Ατσίδας δεν μαντεύει τίποτα, ούτε κάν βλέπει τίς λάμψεις του όπλου "Έχε· μά θει, όμως, ότι οί σφαίρες.... ποοτιμούν αυτούς που στέ κονται δοθηι. Πέφτει, λοιπήν, πάλι-ατά νόνατα κι* άογ'£ει νά ττοοΥωοάπ μέ τά τέσσεοα. Πεον^' έτσ' καμίαιά πενπνταοιά μέτρα καί σταματάς άπατο π α. Χάμω. μποοστά στά υάτ·α βλέπει νιπιέ να μεο'^ά άλλό^τα τΓΛ^νιΐ"τα. ΕΤ>αι *'"ύοα. οχληρά, π-αα^'κά κ·5 ενουν τό μέγε θος τη ο κο-οι'ογτο | Δίπλα βρίσκεται ακουμπι σμένο ένα σσκκΓδ·ο^ πού^ περ έχει κι5 αυτό τά ίδια πρά γματα! Είναι τό σακκίδιο μέ τίς βόμβες!
14
ΤΑΡΓΚΑ
Ό Έτιέν, ό ένας από τούς τρεΐς κακούργους, τό έχει άκουμπήσει έόώ, γιά να πάη νά δη, τί τον ήθελε ό σύντρο φός του, πού τον φώναξε τή στιγμή πού ό Τάργκα εχε ό= χυρωθή πίσω από τό δέντρο, γιά ν5 άποφύγη τις σφαίρες. Ό Ατσίδας πιάνει μιάν α πό αυτές τις βόμβες και την περιεργάζεται, Στο πα χύ μούτρο του ζωγραφίζεται μιά γκριμάτσα απορίας. Ή πρώτη του σκέψις είναι, άν αυτό πού κρατάει... τρώγε ται ! —Αυτό νταγκώσει Άτσίντα! μουομουρίζει. Τό φέρνει στο στόμα του και δοκιμάζει νά τό δαγκώση. —-Αυτός δκι νταγκώσει 'Ατσίνταί, ξαναλέει σκεπτικός. Αυτός σκληρός είναι... ντόντι εμένα σπάσει... έγκώ βάλει σέ νερό μαλακώσει... έγκώ έ πειτα έμένα φάει αυτό! Χωρίς νά χάση καιρό μα ζεύει τις βόμβες, τις βάζει στο σακκίδιο κι5 αμέσως τις βουτάει στο νερό τού διπλα νού ρυακ'ού. Τις αφήνει εκεί αρκετή ωρα γιά νά... μουσκέ ψουν και νά... μαλακώσουν. 37Επειτα τις ξαναβάζει στη ρίζα τού δέντρου καί φεύγει ευχαοιστημένος. Θά νυρίση, άργότερα, νά τις... φάη!
ΜΙ#. 4ο
6 Τά»γκα νάει ©τήν
και ©I χονται ήροϊκά.
μά
Α ψήσαμε τον Τάργκα άκίη νητο/ χωρίς πιά νάχη τή δυναμι ν άντιδράση στή μοΐρα του, νά κυττάζη τις δυο βόμ
βες, πού διαγράφουν τή γορ γή _τροχιά τους στον άέρα. Ξέρει πώς μαζί τους ταξι δεύει ό Θάνατος καί τον περ μένει, με τήν ηρεμία ζωγρα φισμένη στ5 άντρίκια χαρα κτηριστικά τού προσώπου του. Αλλά— πράγμα παράδο ξο ! —ο! βόμβες πέφτουν μπροστά στά πόδια του μ5 έ ναν μικρό υπόκωφο γδούπο, σάν νά ήταν δυο άπλα λιθάρ.α καί τίποτα παραπάνω! Μουσκεμένες καθώς ήταν κι5 οι δυό, άπ5 τήν... έξυπνη ιδέα τού Ατσίδα, νά τις βά~ λη στο νερό γιά νά...^ μαλα κώσουν καί νά τις... φάη, δεν παίρνουν φωτιά! Ό Ευρωπαίος πού τις πέταξε απομένει σάν αποσβο λωμένος, μέ τό στόμα ορθά νοιχτο. Δεν μπορεί νά κατα?\άβη τί. συμβαίνει, Ό άλλος, μέ τό αυτόματο,, τά χάνει γιά μιά στιγμή, δια κόπτει τούς πυροβολισμούς καί κυττάζει χαζά. Ή Μαλόα ανοίγει τά^ μά τια της καί, βλέποντας τον άγαπημένο της Τάργκα σώσ καί άβλαβή, κυριεύεται άπό μιάν απερίγραπτη^ * χαρά. Σφίγγει στο δεξιό χέρι τό μι κρό ακόντιό της καί τό εξα πολύει καλοζυγισμένα, μέ στόχο τον άνθρωπο πού κρα τάει τό αυτόματο. "Ενα λεπτό σφύριγμα άκούγεται στον άέρα, καθώς ή αιχμή τού ακόντιου πέφτει ορ μητικά. Ό αντίπαλος κάνει ένα πλάγιο πήδημα, μά δεν
ΤΑΡΓΚΑ .ΐ-.ιΐι™· ............
προφταίνει ν5 άποφύγη τε λείως το χτύπημα. Ή μεταΛΛίνη ^ αιχμή τού τρυπάει το δεξιό του μπρά τσο πέρα ως πέρα! 'Ένα πνι γμένο ουρλιαχτό ξεφεύγει α πό τά χείλ.α του. Ο πόνος τον κάνει νά μορφάση. Τό αί μα του πλημμυρίζει τό που κάμισο κΓ ένα όυνατό μούδιασμα τον άναγκαζει νά κρεμάση προς τά κάτω τό χέρι του, σαν παράλυτο. Μέσα σέ μια στιγμή ό Τάργκα βλέπει τήν κατάστασι. Ό ένας άπ’ τούς τρεις άντιπάλους του είναι ξαφνια σμένος από τό άπροσδόκητο τραύμα, που^ τού προξένησε τό ακόντιο τής Μαλόα ! Ό δεύτερος αγωνίζεται μέ κρπο νά σταθή στά πόδια του και είναι φανερό, πώς τό^ κρανίο του είναι ακόμα γεμάτο άπ’ τά σμήνη των κουνούπιών, πού έστειλε νά βουίζουν έκει .μέσα ή τρομερή γροθιά του α τρόμητου 1 Ελληνόπουλου ! Καί ό τρίτος μένει άκόμα κα τάπληκτος απ5 τήν ανεξήγη τη άφλογιστία, που έπαθαν οί βόμβες του! Καί, μέσα σ’ αυτή τή στι γμή, ό Τάργκα ξεχύνεται σάν σίφουνας, που συνεπαίρνει τά πάντα στους στροβίλους του! Ο! τρεις κακούργοι τον Βλέπουν καί κυριεύονται από πανικό. Μοναδική τους σκέψι είναι πια η φυγή! Όρμουν μέ τά κεφάλια μπροστά, σάν ζαρκάδια πού τά καταδιώκει ή πελασμένη τίγρης, καί χώνονται στις λόχ μες του πυκνού δάσους. Κά
ηιυα
θε τόσο σταματούν ,γυρίζουν καί σφίγγουν σπασμωόικα τό δάχτυλο στις σκανΡάλες τού αυτόματου. Τότε κακαρίζει γιά λίγο τό όπλο τους καί με ρικές σφαίρες χάνονται ούρλιάζοντας δεξιά κΓ αριστερά. "Επειτα ξαναρχίζουν τό τρέξιμο. Ό Τάργκα κΓ ή Μοώόα τούς καταδιώκουν. Ό Ατσίδας τρέχει κΓ αυ τός ξοπίσω δαιμονισμένα, μέ τις πελώριες πατούσες του, πού πλαταγίζουν δυνατά στο χώμα. Οι τρείς κακούργοι βρί σκονται σέ δύσκολη θέσι. Καθώς βγαίνουν άπ5 τή λόχμη καί περνούν τρέχοντας ένα ξέφωτο, μιά βροχή από βέλη έξαπολύεται εναντίον τους! Είναι οι πολεμ σταί τής φυλής των Μπαλου, πού ανα συγκροτήθηκαν, άπ5 τή στι γμή πού μπήκε στή μάχη ό Τάργκα, καί τώρα ξαναρχί ζουν τον άγώνα! Δυο - τρία άπ’ τά βέλη τους χτυπούν ξώφαλτσα τον ενα κακούργο.. Καρφώνονται έπάνω του, τοαυμστίζοντάς τον έλαφρά. Αυτός ούτε στέ κεται νά τά βγάλη. Συνενίζει τό τρέξιμό του καί τά βέ λη κουνιούνται πέοα - δώθε, κάνοντας παλιαικές κινήσεις στον άέρσ. *Η αιμορραγία, πού έπακολουθεΐ, τού σφαιρεΤ λίγο - λίγο τις δυνάμεις καί τό'> κάνει νά υήν μπορή νά τοέξη πηλ'» γρή^οοσ Πίσο:> του ξενωοίζει ξαφνι κά ένας πολεμιστής Μπαλού. Είναι γεμάτος ιύσος γιά τύν καταστροφή, πού έφεραν στή
16
ΤΑΡΓΚΑ
φυλή του αυτοί οί τρεις κα κούργοι καί τρέχει γοργός, σαν τον άνε|αο, ττάλλοντας στο χέρι του ένα είδος μπαλτά!' Ή άττόστασι πού τον χω ρίζει από τον τραυματισμένο εγκληματία, δσο πάει καί γί νεται πιο μικρή. Λίγο ακόμα καί ή δίκαιη τιμοορία θά πέση στο κεφάλι του Ευρωπαίου καί θά του τό χωρίση στά δύο. Ξαφνικά, δμως, ό Μπαλού ανακόπτει τον δρόμο του. "Ενα μουγγρητό, σάν βρον τη σε ώρα καταιγίδας, άκουγεται. Ό Τάργκα σηκώνει τό κε φάλι παράξενε μένος. Ό ΛΑπαλού εγκαταλείπει τή λεία του καί φεύγει έντρο μος. Ό Ατσίδας θά γινόταν, σίγουρα, κίτρ.νος από τον φό βο του, άν τό πετσί του δεν ήταν μαύρο. Αλλά καί ό Τάργκα γιά πρώτη φορά νοιόόθει κλονι σμός Τό τέρας πού χυμάει μαινόμενο στο ξέφωτο τής ζούγ κλας έχει κάτι υπερφυσικό στη διάπλαση πού σου πα γώνει τό αίμα. Είναι ό τεράστ.ος γορίλλας μπροστά στον όποΤο έφυγε, πριν λίγη ώρα, πανικόβλητος ό κροκόδειλος, πού θέλησε νά κατασπαράξη τον "Ατσίδα! Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο κυττάζει αυτόν τον κινούμενο καί τριχωτό... ουρανοξύστη καί δεν θέλει νά πιστέψη τά μάτια του. —Πώς είναι δυνατό ; συλ
λογίζεται. Ό μεγαλύτερος γο ρίλλας πού έχω δη, ώς τώρα, είναι νάνος μπροστά σ" αυ τόν! Πώς δημιουργήθηκε ένα τέτοιο γιγδίντιο τέρας ; Πώς γίνεται; Αλλά ή στιγμή δεν χω ράει συλλογισμούς. Οί πολεμισταί των Μπαλού έχουν τραπή σε φυγή, φωνάζοντας απεγνωσμένα. Ό Τάρ γκα ξέρει τή διάλεκτό τους καί καταλαβαίνει τί σημαί νουν αυτές οί φοονές. Οί Μπα λού ^ λένε: «ώΉρθε πάλι τό τέρας πού συντρίβει τά κεφάλια μας ! "Οσοι προλάβετε, φύγετε νά σωθήτε!» Τώρα ό Τάργκα εξηγεί πώς οί γενναίοι Μπαλού είχαν νικηθή τόσο εύκολα. Δεν ήταν μόνο τ5 αυτόματα πού τούς λύγισαν. ^Ηταν καί ή έπίθεσι τού υπερφυσικού αυτού ’Όντος, πού μαίνεται τώρα μερικές δεκάδες μέτρα μσκρυά. Κρατάει άκόμα τον πελώ ριο κλάδο, πού είχε κόψει προηγουμένως, καί τον στρι φογυρίζει ουρλιάζοντας άνατριχιαστικά! Αυτή τή στιγμή ένας πάνθηοας μεγάλος σάν τίγο'ς, έρεθισμένος από τον θόρυβο τής μάχης κι5 από τή μυρου διά τής ανθρώπινης σάρκας, κάνει τό θανάσιμο λάθος νά όρμήση στο ξέφωτο, μ’ ένα έλαστικό πήδημα! Είναι ένα θηρίο τεράστιο καί πανίσχυρο. Ό υπερφυσικός γορίλλας εξαπολύει τό θυμωμένο ουρ-
ΤΑΡΓΚΑ λιαχτό του, πού μοιάζει μέ βροντή. Ό χοντρός, σαν αν θρώπινο κορμί, κλάδος πού κρατάει, διαγράφει έναν ίλιγ γιώδη κύκλο στά ύψη κύ έπει τα πέφτει κάθετα, μέ άψάνταστη δύναμ1. Ό πάνθηρας μέ νει στη γη, σαν νά τον χτύ πησε κατακέφαλα κεραυνός ! Ό γορίλλας τον πατάει και οίχνει ένα καινούργιο ουρ λιαχτό θριάμβου : «Χόοοου χόοο»! Οί τοεΐς εγκληματικοί Ευ ρωπαίοι, πού ώς τώρα έφευ γαν πανικόβλητοι, μόλις βλέ πουν τον νοοίλλα σταματούν. —Ό «Χόου - Χό»!, φωνά ζει ό ένας μέ άνέκφραστη χα ρά. Κι5 ό υπερφυσικός γορίλ λας μόλις τούς βλέπει γαλη νεύει. Ανοίγει τις πελώριες πο δάρες του και μέ γιγάντιους διασκελισμούς άοχίζει νά προ χωρεΐ προς τό μέρος πού βρί σκεται ό Τάογκα! Οι τρεΐς Ευρωπαίοι τον ε ρεθίζουν μέ κραυγές. "Ορθιος ό Τάργκα, μ’ άνο χτά τά πόδια, μέ τό κορμί του συσπειρωμένο σέ στάσι πάλης και μέ τό μαχαίρι σφι γμένο στο δεξιό τζυ χέρι, κυττάζει τό έπερχόμενο τέ ρας! Ό Ατσίδας τρομάζει, άλ λα δέν θέλει νά τό δείξη. — Κύρ ος Τάργκα, μουρ μουρίζει μέ φωνή πού τρέμει. Κύοιος Τάργκα.. δκι μαλώνει σήμερα γκορίλλα... Εμείς μα λώνει αύριο» γκορίλλα... Αυτό δκι γκορίλλα είναι ! Αυτό....
17
ντέντρος είναι καί στόμα ε κεί ! Καί προχωρεί μερικά βή ματα φοβισμένος. Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο δέν απαντάει. Μένει άκίνητος, σάν νά ρί γωσε στη γή, καί τό πρόσω πό του έχει πάρει μιάν άγρια έκφρασι. "Ολοι του οι μυώ νες είναι έτοιμοι γιά μιά θα νάσιμη πάλη, πού δμο ά της δέν έγνώρισε ώς τώρα ή ζούγ κλα! Τά μάτια του είναι καρφω μένα στο τέρας, πού μέ τούς γιγάντιους διασκελισμούς του εκμηδενίζει την απόσταση πού τούς χωρίζει. Σάν μακρυνή ηχώ ακούει τις φωνές των Ευρωπαίων, πού ερεθίζουν τό τέρας. Καί ξαφνικά τό υπερφυσικό θηρίο κοντοστέκεται. Χτυπάει δυνατά, μέ τό έ να χέρη τό πλατύ του στήθος κι’ έκεΐνο αντηχεί σάν τερά στιο τύμπανο! Οι μυώνες τού Τάργκα συσπώνται. Ή κρίσιμη στιγμή πλησιάζει. Είκοσι μέτρα τ~ύς χωρίζουν. Ό απίθανος γορίλ λας τά εκμηδενίζει μέ δυό μο νάχα άλματα!
ΚΙΦ. 5. "Οπου ό Τάργκα συγ κρούεται μέ τ© τέρας και τό Φυσοκάλαμο τού Άτί ίδα προστα τεύει τή Μαλόα! ό πελώρ ο ρόπαλο τού γοοίλλα βρίσκεται κιόλας στά ύψη κι5 αμέσως κατεβαί νει διαγράφοντας μιά τροχιά κυκλική. Κρύβεται σ αυτή
Τ
Μιά[ Απερίγραπτη μάχη διεξάγεται Ανάμεσα στους εγκληματίες Ευρωπαίους, στόν γιγάντιό γόΟ&ϊσ στόν Τόργκα καί στή Μαλόα ϊ Τό Ατρόμητο
ϋ
ελληνόπουλο πολεμάει σάν είκοσι δυνατούς και θαρραλέου; άντρες, μά ή αγαπημένη του Μαλόα αντιμετωπίζει έναν τρομακτικό κίνδυνο 1
ΤΑΡΓΚΑ την κίνησι τόση δύναμη ώστε το κεφαΑΐ του Γαργκα κινδυ νεύει να κοπή και νά δρεϋή διακόσια μέτρα μακρυά! Μα τό ί^ΑΛηνοπουλο την έχει προδλέψει την κινησι αυ τή. _ Σκύβει απότομα, βρίσκε ται σχεδόν καθιστάς στη γη, κΓ ένω το ρ5παΛο περνάει πά νω από τό κεφάλι του σφυρί ζοντας μέ ανίσχυρη λύσσα; αύτος τεντώνει απότομα τα λογισμένα πόδια του και παίρνοντας έτσι μιάν άπίστευ τη φόρα, τινάζεται σάν βολί δα ! Τό κορμί του ξεκολλάει α πό τή γη κι5 εκσφενδονίζεται προς τον άντίπαλο. Τό πήδη μα είναι καλοζυγιασμένο και τό κεφάλι τού Τάργκα χτυ πάει δυνατά τον γορίλλα στο στομάχι. Τό σημείο είναι πο λύ ευαίσθητο και τό τέρας α φήνει ένα μουγγρητό πόνου. Ωστόσο δεν κλονίζεται. Κάνει μόνον ένα - δυο βήμα τα πίσω κι5 άπλώνει τά μαλ λιαρά χέρια του, γιά νά συλλάβη τον τολμηρό του άντί παλο. Μια ό Τάργκα ελίσσεται μέ ταχύτητα, που δεν την έχουν ούτε οι_σίφουνες κι5 οί καται γίδες. ζέρει, πώς ή γρηγορά δα είναι ο μόνος τρόπος ν' αντιμετώπιση αυτό τό παντο δύναμο και υπερφυσικό τέ ρας. Πηδάει αμέσως δεξιά κι’ εκσφενδονίζει μέ λυσσασμένη δύνσρι τό μαχαίρι του. Τό αιχμηρό ατσάλι καοΦώνεται όρμητικά στο στήθος του τέρατος, άλλ’ αυτό δέν
τό κλονίζει καθόλου. Ό πλα τύς θώρακάς του καλύπτεται από τοσο χοντρο στρώμα μυ ώνων, ώστε ή αιχμή όέν φτά νει ως την καρδια! Μέ μια αγριεμένη κίνησι ό γορίλλας ξεκοΛΛαε^ άπο τή σάρκα του τό μαχαίρι καί τό πετάει καταγής. Αμέσως χυμάει καί πάλι ακράτητος, άΐΛΑα ό Γάργ^α τού ξεφεύγει αστραπιαία. Αύ τή ή πάλη συνεχίζεται γιά λί γες στιγμές σ.ωπηλό κι5 ό γο ρίλλας παθαίνει τον έκνευρισμό τού ανθρώπου, πού προσ παθεί νά πιάση άνάμεσα στά δάχτυλά του τον άνεμο! Χτυπάει τά στήθια του ορ γισμένος κι3 αφήνει δυνατές κι3 άνατριχιαστικές κραυγές. Στο μεταξύ 6 3Ατσίδας έ χει πάρει κουράγιο. Βλέπει πώς τό τέρας δέν μπορεί νά έκμηδενίση εύκολα τον Τάργκα. Κι’ αρχίζει καί τις... φοβέρες.^ — 3Εσύ, κύριος γκορίλλα, φύγει - φύγει! 5Εσύ οκι φύ γει, έγκώ φύσα - φύσα κάλα μο σκοτώσει εσένα! Καί πραγματικά φέονει τό φυσοκάλαμο στο στόυα. Τά μικρά εξακοντίζονται έ να - ένα κ’3 έρχονται νά καρ φωθούν μ’ ένα ελαφρό κραδα σμό στο κορμί τού πελώριου γορίλλα! Αλλά τό τέρας ούτε κάν τά αισθάνεται! Συνεχίζει τό θανάσιμο κυνηνητό του ^ μέ τον Τάρνκα. Καί ό ’Ατσίδσς τού φωνάζει μέ θυμό: — 3Εσύ, κύοιος νκο^ίλλα, πέσει - πέσει νάμω! 3Εσύ όκι φάει δλα βέλη εμένα!
ΤΑΡΓΚΑ_ _____ _______. Ή Μαλόα προχωρεί μερικά βήματα προς το ζεφωτο. 'Αναζηταει την ευκαιρία να χτυπήση το τέρας μέ το ά<οντ>υ^ή μέ τό μαχαίρι, άλλα τό πράγμα είναι Ουσκολο. ’Άν πετάξη από μακρυά έ να τέτοιο όπλο, υπάρχει φό βος νά λαθέψη και να χτυπή ση τον Τάργκα. Νά σιμιώση πάλι δεν εΐν3 εύκολο, γιατί τό πελώριο κλαδί πού κραταει ό γορίλλας, διαγράφει ίλιγγιώ δεις κύκλους καί θερίζει μαν ολόκληρη περιοχή σε άκτΐνα δεκαπέντε μέτρων ! "Οποιος βρεθή σ5 αυτήν τήν περιοχή, κινδυνεύει νά τσακιστή σάν καλάμι! Μόνον ό Τάργκα μένει έ~ κεί καί στριφογυρίζει σάν α νεμοστρόβιλος, μέ τόση γρηγοράδα, ώστε τό ραβδί του γορίλλα, κάθε φορά πού πέ φτει, δέν βρίσκει στόχο παρά μόνον τον... αέρα! Στο μεταξύ οι τρεΐς λευκοί κακούργοι πλησιάζουν σιγά σιγά στά πεδίο τής μάχης. Βλέπουν πώς ό Τάργκα, ό λευκός σίφουνας, δέν δαμάζε ται εύκολα, ούτε άπ’ τήν τε ράστια δύναμι του υπερφυσι κού γοοίλλα. Οί δυο άπ5 αυτούς, μέ τά δάχτυλα στή σκανδάλη των αυτόματων, καί μέ μάτια κοκκ(να από λύσσα κάνουν μιά πλατειά κυκλ'κή κίνησι. Θέ λουν νά πετύχουν τον Τάογκα απομονωμένο από τον γορίλ λα, γιά νά τον γαζώσουν μέ πυ^υένα υο^ύβια. “Όμως ό Τάργκα μαντεύει τούς σκοττούς τους καί συ>,{Γχίζει τό. θανάσιμο παιχνίδι 4 {
21
του μέ τό τέρας, χωρίς ν3 α πομακρύνεται από κοντά του. Ξαφνικά τό πελώριο αυτί τού ^Ατσίδα... κουνιέται, σάν πλατύ φύλλο δέντρου, πού τό σηκώνει ο άνεμος. Έχει α κούσε, ι μιά σιγανή φωνή πού τήν αναγνωρίζει άμέσως, μέ σα σέ χίλιες άλλες. Γυρίζει τήν κεφάλα του καί βλέπει τή Μαλόα, νά παλεύη άπεγνωσμένα μέ τόν^ τρίτο εγκλημα τικό Εύρωπαΐο, πού προσπα θεί νά τήν άγκαλιάση καί νά τήν παρασύρη μαζί του, μουγ γρίζοντας: —"Έλα, λοιπόν, μην κάνης τή ζόρικη! Μιά σκλάβα, που νά ξέρη καί τά κατατοπια της ζούγκλας, είναι πολύτιμη! Ή Μοίλόα παλεύει απελπι σμένα καί ό Ατσίδας, βλέ ποντας τήν σκηνή, θυμώνει. -— Έσύ, μουρμουρίζει, δκι άπλώνει χέρι κύριος Μαλόα! Έγώ φύσα - φύσα κάλαμος πετάνει έσένα! Σηκώνει βιαστικά τό φυσοκάλαιαό του καί φυσώντας το μέ δύναμι, εξαπολύει ένα μι κρό βέλος. Ό Εύροοπαϊος, πού δέν έ χει μαντέψει τί γίνεται πίσω του, δέχεται στά... μαλακά τό βέλος κΓ άναπηδάει ουρ λιάζοντας. Ό Τάργκα ακούει τό ουρ λιαχτό του, ρίχνει μιά ματιά καί βλέπει τήν αγαπημένη του Μαλόα νά κινδυνεύη στά χέρια τού έγκληαστικού Ευραιπαίου! Ή καοδιά του χτυ πάει όομητικά καί τού ανεβά ζει δλο τό αΐμα στο κεφάλι. Τά μάτια του θολώνουν άπό
λύσσα. Γιά μια στιγμή ξε χνάει τελείως τον έαυτό του και τον καταπληκτικό γορίλλα, πού τον άπειλεΐ. Μ* ένα .μουγγρητό ακράτητης λύσ σας και μέ τις γροθιές σφι γμένες, όρμάει σαν αστραπή. Φτάνει κοντά στον εγκλημα τία πού άπειλεί την αγαπη μένη του και τον άρπάζει μέ τό άρ στερό χέρι απ' τό στή θος. Τό δεξ ό ανεβαίνει κύ άμέσως ξανακατεβαίνει μέ α σύλληπτη ταχύτητα και δύναμι. Τό κρανίο του κακούργου δέχεται τη γροθιά τού Τάρ γκα άκριβώς στην κορυφή του και τρίζει άπαίσια, σάν νά το χτύπησαν μέ βαρύ σφυρί! Τά πόδια του λυγίζουν καί πέ φτει κεραυνοβολημένος. Ό γιγαντιαΐ^ς γορίλλας έ χει σ^αθή μακρύτερα καί κυττάζει τή σκηνή άκίνητος. Γιά Ιμιά στιγμή τό πολεμικό του -μένος έχει έξαφανισθή. Κάτω από τό χαμηλό μέτωπο τού πελώριου κεφαλιού του, τά ■μάτια του άστοάφτουν παρά ξενα. Τούτη, μόλις, τή στιγμή έχει 5ή τή Μαλόα καί τόν^έχει κυρ’έψει μια τρομερή έκπληξι. Αυτό τό πλάσμα μέ τήν ολόλευκη βελουδένια επι δερμίδα, μέ τά καταγάλανα μάτια καί μέ τά ξανθά μαλ λιά, πού αστράφτουν σάν χρυ σάφι, κάτω από τον τροπικό ή λιο, είναι μια χτυπητή αντίθε ση προς δλα τά μαύρα καί τριχωτά έμψυχα 6ντα τής ζούγκλας! Τό τέρας την κυττάζει γιά λίγες στιγμές, μέ την άττλη-
στ ία πού κυττάει τό μικρό παιδί ένα ωραίο κι5 ασυνήθι στο παιχνίδι. "Ομως οι δυο άλλοι Ευρω παίοι δέν χάνουν καιρό. Καθώς βλέπουν τον σύν τροφό τους νά σωριάζεται στο χώμα, κεραυνοβολημένος άπ5 τή γροθιά τού Τάργκα, σηκώνουν τ3 αυτόματα * καί σκοπεύουν. Τώρα ό γορίλλας βρίσκεται μακρύτερα καί τό 1 Ελληνόπουλο δίνει καλό στό χο... Τό μάτι τους παίρνει γραμ μή ο’κοπεύσεως από τήν κάννη του όπλου στήν καρδιά τού Τάργκα. Καί τό δάχτυλο τραβάει πίσω τή σκανδάλη. Άκούγεται πάλι τό’ ρυθμι κό κακάρισμα, πού σκορπάει γύρω τον θάνατο. Γρήγορος ό Τάργκα πέφτει χάμω. Ή Μαλόα βρίσκεται ασφαλισμένη πίσω άπό ένα δέντρο. Ό "Ατσίδας τρομο κρατείται καί τό βάζει στά πόδια. Τρέχοντας βρίσκει μπροστά του ένα δεμάτι άπό μεγάλα χοντρά κλαδιά άγριεμπανανιας. Φαίνεται, πως κά ποιο χέρι τά έχει σωριάσει έκεΐ. Χωρίς νά χάση καιρό ό Ατσίδας κουτρουβαλάει πί σω άπ’ τό δεμάτι. Έκεΐ είναι άσφαλισμένος άπ* τις σφαίρες. * Ενα ^δυνατό καί ορμητικό αρωμα έρχεται άπ* τίς άφθονες μπανάνες, πού είναι κολλημένες σ* αυτά τά κλαδιά. Ό *Ατσίδας ^ τα όσφραίνεται, κλείνει τά μάτια καί γλείφει τον χαλκά τής μύ της^ του, σημάδι άμετρης ευ τυχίας.
ΤΑΡΓΚΑ /Έπειτα τά χέρια του άρχίζουν νά πηγαινοέρχωνται. Κανουν μια γοργή... συγκοι νωνία ·άπ’ τις μπανάνες στο... στόμα του. Κοβουν τους νό στιμους καρπούς και τούς πετάνε έναν - έναν ανάμεσα στά δόντια του. Και οι μασέλλες του_ αλέθουν ακούραστα.. -αψνικα ακούει ένα αγριε μένο ούρλ'αχτό του γορίλλα. Μπουκωμένος ό "Ατσίδας άνασηκώνει την κεψά?\α του πάνω απ’ τό δεμάτι μέ τις μπανανιές κι5 αμέσως γουρ λώνει τά μάτια. Μέσα σέ λί γα δευτερόλεπτα ( έχει ^ γίνει κάτι τρομαχτικό. Ό άτίθασος γορίλλας έπωφελεΐται άπ’ την ευκαιρία, πού οι πυροβολι σμοί έχουν άπομονώσει την Μαλόα. Κάνει μια φοβερή γκρι μάτσα και χυμάει επάνω της. - Τά κοντοδύναμα χέρια του τη σηκώνουν σά να ήτοα/ μια μικρή κούκλα από άχυρο! Και χοορις κάν νά δώση'προ σοχή στον Τάργκα, φεύγει τρέχοντας μέ τεράστιους δια σκελισμούς, πού δίνουν την άνατριχ αστική έντύπωσι πώς ένα γέοικο δέντρο τό έχει βά λει στά πόδια! Ό "Ατσίδας βλέπει ότι ό γορίλλας τρέχει μέ κατεύθυνσι τό δεμάτ^ι μέ τά κλαδιά τής μπανανιάς. "Ενας απερί γραπτος τρόμος τον κυρεύει. "Αν τό τέρας τον δή, θά τόν συντρίψη κάτω από τά πέλ ματά του. Χωρίς νά χάση και ρό ό κωμικός νέγοος άνασηκώνει μερικούς κλάδους μπα νανιάς, ξαπλώνεται ανάμεσα στούς άλλους, ρίχνει από πά νω του εκείνους πού σήκωσε
23
καί μένει έτσι ακίνητος και άόρατος μέσα στο πελώριο δεμάτι! Δεν περνάει, όμως, π.ό πολύ από λίγες στιγμές κι5 αισθάνεται πώς μιά άκα τανίκητη δύναμι τόν σηκώνει σάν πούπουλο από τή γή, προς τόν ουρανό! Τό τρομαγμένο μάτι του αγωνίζεται νά ξεχωρίση άνάμεσα άπ3 τά κλαδιά τής μπα νανιάς τί συμβαίνει. Εκείνο πού καταλαβαίνει τήν πρώτε στιγμή, είναι πώς ταξίδευε στόν... αέρα, μέ ταχύτητα β£ -λους! "Αμέσως έπειτα διαπι στώνει, πώς ό γιγάντιος γο ρίλλας, πού κρατάει στο ενα χέρι τη Μαλόα, έχει άδράξει μέ τό άλλο τούς κλάδους τή^ μπανανιάς, πού ήταν ή τροφή τού! Καί τώρα τρέχει, χωρίς νά μαντεύη ότι μαζί υέ τις μπανάνες έχει άρπάξει καί τόν κωμικό νέγρο...
ΚΙΦ.
"Οπου ή άπείπιβία κυριεύει τον Τάργκα κΓ ένα ξωνταν© τάνκ του προσφέρει τ)ς υπηρεσίες του!
ώρα τπά έχει αρχίσει νά νυχτώνη. Ή Ζούγκλα σκορπίζει γύ ρω τό βαθύ μουρμουρητό της κι’ οι φωνές των άγριμιών, πού βγαίνουν απ’ τις φωλ ές τους αναζητώντας τροφή, πόλ λαπλασιάζονται. Τά μαύρα μάτια του Τάρ γκα γεμίζουν άστραπές θυ μού καί τά δόντια του τρίζουν από λύσσα. Μέσα σέ λίγες στιγμές έ χε] μείνει ολομόναχος σ’ έκεΐνο τό ξέφωτο του δάσους.
Τ
24
ΤΑΡΓΚΑ
Ό τεράστιος γορίλλας έχει φύγει, παίρνοντας μαςί του τήν αγαπημένη του /ν\αλόα καί τον ’Ατσίόα, τυλιγμένον μέσα στους κλάόους των μπα νανιών. Οί δυο εγκληματικοί Εύρωποίαι, όταν είδαν τις κινήσεις του τερατώδους γοριλλα, φρόντισαν κι3 αυτοί νά τό βά λουν στά πόδια. Ό Τώργκα δεν ένδιαφέρεται πιά γι’ αυτούς. Ή σκέψι πώς ή αγαπημένη του Μαλόα βρίσκεται στά νύ χια ένός τέρατος του γιγαν τώνει τις δυνάμεις. Αυτή τη στιγμή πιστεύει πώς με μια γροθιά θά μπορούσε νά σκοτώση τον τρομερό αντίπαλό του, τον υπερφυσικό γορίλλα! Μπροστά του βρίσκεται ρι γμένο ένα ακόντιο. Σκύβει, τό άρπάζει και χύνεται νά διά σχιση τό ξέφωτο, σάν ανεμο στρόβιλος. Μερικά θυμωμένα μουγγοητά τον κάνουν νά κον τοσταθή. Τ’ αναγνωρίζει αυ τά τά μουγγρητά ό Τάργκα. Είναι μ κροί καί μεγάλοι πάν θηρες, πού έχουν ξεμυτίσει α πό τις φωλιές τους πεινασμέ να ι ! Πίσω απ’ τά πυκνά δέντρα καί τούς άνριους κάκτους, πού τριγυρίζουν τό μεγάλο δέόωτο, ό Κυοίαρχος τής Ζούνκλας μαντεύει πώς τά ε π' κίνδυνα σαοκοόάγα τον πα ραμονεύουν μέ τά κιτοινοκόκκινα μάτια τουε καί μέ τά σουβλεοά τ^υς δόντσ! "Αν κάνη "εοικά βήπατσ α κόυα. θά έξακοναισθ^ύν άπό τις λόχμες καί θά πέσουν ε
πάνω του, σάν γιγαντιαΐα έμ ψυχα βέΛη, τα πεινασμένα θηρία. Κι3 ό Τάργκα κοντοστέκεται. Δέν φοβάται τούς πάνθη ρες κι3 οί χαλύβδινοι μυώνες του είναι μια σίγουρη έγγύησι ότι θά τούς νικήση όσοι δή ποτε κι3 άν είναι. Αλλά μιά τέτοια πάλη θά χρειαστη ώρα πολλή κι5 ό Τάργκα βιάζεται ν3 άκολουθήση τά ΐχ^νη τού τρομερού άπαγωγέα τής Μα λόα, πριν τον χάση μέσα στην παρθένα βλάστησι τής άτελειωτης Ζούγκλας. Υποχωρεί χτυπώντας^ μέ τις πατούσες του τό χώμα, σάν αφηνιασμένο άλογο. Κυττάζει γύρω του τά ψηλά δέν τρα, άναζητώντας τούς μεγά λους λυγερούς κοομούς των αναρριχητικών, πού τού χρη σιμεύουν συχνά γιά ένα γορ-κ γό ένσέοιο ταξίδι. Τήν ίδια στιγμή τον ξα φνιάζει τό σιγανό σφύριγμα τής προβοσκίδας ένός ελέφαν τα. Τ3 άγρια κλαδιά τών δέν τρων παραμερίζουν, τσακίζον τα> μέ πάταγο, κι3 σΦήνουν δρόμο γιά νά περάση ένα τε ράστιο παχύδερμο. — ΖοίΤιπο!, φωνάζει μέ χαοά ό Τάργκα. Ό ίεοός έλεΦαντας ένει φτάσει ως έκεΐ. άκολουθώ'σσς μέ τά μυρουδιά τ’ σννάοια του Κυρίαρχου τής Ζούγκλας. Σάν νά μαντεύη όσσ γίνον ται, άπλωνε· τήν προβοσκίδα του, τη λυγίζει στην άκ^η. σγηιιατίζοντσο ένα ζ^χσ^Α σκσλοττάτ· κσ' χάν προτείνει στόν λευκό φίλο του,
ΪΑΡΓΚ/
■25
Ό Τάργκα πηδάει σάν λάΛεν χωράει αμφιβολία, πώς έκει, κοντά, έχουν κατασκη στ·χθ; ν ν „ Βρίσκεται μέ δυο άλματα νώσει οι αντίπαλοί του. Σκύ στη ράχη του ελέφαντα. βε,, χαϊδεύει απαλά τον ΖοϋΚαί 0 Ζούμπο διασχίζει μπο κι3 αυτός μπαίνει στο τρέχοντας τό ξέφωτο. νόημα. Κάνει, οσο μπορεί πιο I υρω άκούγονται οι ώργιαθόρυβα^ λίγα βήματα ακό μη κύ έπειτα σταματάει. σμένοι γρυλλισμοι πού αφή νουν οί πάνθηρες, άλλα ό /Από τό σημείο έκεΐνο ό Τάργκα δεν δίνει πιά καμμιά Τάργκα μπορεί νά δή όλο τό σημασία. θέαμα καθαρά. Στέκεται όρ "Οχυρωμένος σ’ αυτό τό θιος στη ράχη τού μεγάλου ε έμψυχο... τάνκ, περνάει ανά λέφαντα καί τό κεφάλι του ξε μεσα στα σαρκοφαγα θηρία περνάει τό πράσινο φράγμα χωρίς νά χρειάζεται να παλέτών φυτών. Καί βλέπει. ψη μαζί τους ! 01 πάνθηρες ΕΤν’ έκεΐ ένα μ κρό πλάτω ούρλ άζουν θυμωμένοι, άλλα μα καί στη μιά του πλευρά κανένας δεν έχει την τόλμη νά καίει μιά πελώρια φωτιά, γιά πΛησιαση. ιναταλαβαίνο υ ν, νά φοβίζη τ5 αγρίμια καί νά πώς φτάνει ένα μόνο χτύπη τά κρατάη μακρυά. μα από την πανίσχυρη προ Στην άκρη, σ’^ένα σωρό α βοσκίδα του Ζ:ΰμπο, για νά πό πλατύφυλλα άγρια χόρτα, ξοφλήσουν τούς λογαριασμούς είναι υισοξαπλωμένρ ή Μα τους μέ τή ζοοή! λόα. Τά μάτια της έχουν γε Ό Ζουμπο προχωρεί γορ μίσει τρόμο, καθώς βλέπουν γά. μπροστά της τον απίθανο γοΔεν έχει ανάγκη νά τού ρίλλα, νά στέκη όρθ ος, πανύ δώση κατευθυνσι ό Τάργκα. ψηλες, μέ κορμί πελώριο καί Ή ^ισχυρή του όσψρησι το’νωτό καί υ’ ένα απαίσιο μπορεί νά ξεχωρίση τό λεπτό πρόσωπο, πού την κυττάζει άρωμα, πεύ άναδίνει τό σώ μορφάζοντας φρικαλέα. μα τής Μαλόα, ανάμεσα σέ "Ενα ατέλειωτο μίσος ξεχύ χίλια^ άλλα. Τό περπάτημά νεται στην ψυχή τού Τάργκα. του είναι σίγουρο καί γρήγο Τά δάχτυλά του σφίγγουν ρο, ανάμεσα στη σκοτεινή καί μέ λύσσα τό άκόντιο. πυκνοψυτεμένη ζούγκλα. Ωστόσο κρατάει ακόμα Περπατούν έτσι πολλήν ώ τήν ψυχραιμία του. Τό βλέμ ρα καί, ξαφν κά, τό έξυπνο μα του φεύγει άπ5 τή Μαλόα παχύδερμο ανακόπτει την τα καί τον γ^ριλλα. Καί σαρώνει χύτητά του. Κάνει ακόμα λί αργά κι5 έρευνητ.κά όλο τό γα βήματα καί σταματάει. πλάτωμα. Ό ι άργκα απ' τό ψηλό του Στην αντίθετη πλευρά, κά παρατηρητήριο διακρίνει τις τω ακριβώς άπό τά μάτια τού κόκκινες λάμψεις μιας μεγά Τάργκα, πού τούς κυττάζει άλης φωτιάς.
πό ψηλά, εΐναι ξαπλωμένος οΐ -δυο εγκληματικοί Ευρωπαίοι, Φαίνονται πολύ ευχαριστη μένοι. Καπνίζουν καί συζη τούν. Μέσα στη νυχτερινή γαλή νη, πού τή διακόπτουν μόνο τά τρ.ξίματα των ξύλων πού καίγονται στη φωτιά, οι ομι λίες τους άκούγονται καθαρά. Ό ΊΓάργκα στήνει αυτί κι3 α πό δσα ^ ακούει, ή οργή του διπλασιάζεται. Τώρα, από τά ίδια ^τά λόγ^ια τους, νοιώθει ποιοι είναι ^αυτοί οι εγκλημα τίες καί πώς βρέθηκαν στήν καρδιά τής ζούγκλας.
Καί τότε ηα μ*-Λος ξεπηδάει χτό τό ψυσοκάλαμο τοΰ νέγρου καί ...»
Είναι τρεΐς τυχοδιώκτες, πού άκολουυησαν ^ναν ηΛΗ κιωμένο καί διάσημο γιατρό, που εφτασε στη ςουγκΛα, γ*α νά κάνη έπ.στημονικα πειρά ματα μέ τούς αοενες των γοριλλών. Στην αρχή τον βοη θούσαν πρόθυμοι καί ύπακοοι. "Επειτα τα παραζενα ε πιστημονικά πειραματα τού γιατρού, έδωσαν καταπληκτι κά αποτελέσματα. 'Ένας κοινος γορίλλας, στον ο ΐγοΤο είχε μεταφυτέψει άοενες απο οΑλο ς^ο, ο,ρχ^σε ν αναπτύσσεται γοργά, να μεγαΑωνη απο μέρα οε μέρα, ωσπ^υ πήρε ο,αο ιαοε^ς απί θανες κύ αττέκτησε μια ουναμι πρωτοφανή, για αγρίμι της ζούγκλας. Τό τέρας αυτό προσκολλήθηκε στούς λευκούς ανθρώ πους, ύπακούοντας τους τυ φλά, σαν πιστό σκυλάκι. Τότε οι εγκληματικές ψυχές ^των ανθρώπων, πού ακολουθούσαν τον επιστήμονα, εκδηλώθη καν. Μια νύχτα, ό ένας άτς αύτούς ρίχτηκε εναντίον τού γέρου γιατρού δοΑοφονικά α πό τη ράχη, τον αρπαξε πισθάγκωνα καί τον κράτησε α κίνητο, Ό άλλος σήκωσε ένα βαρύ ρόπαλο καί το κατέοασε μέ όύναμι. Τό κρανίο του γιατρού έτριξε ξέρα, καθώς συντριβόταν. Μετά τό έγκλημα, οί άλ λοι έμειναν ελεύθερο.. Μέ τ' αυτόματα όπλα τους καί μέ "ή βοήθεια τού πελώριου γο ρίλλα άρχισαν την επίθεση γιά νά διώξουν τή φυλή των Μπαλαύ, νά καταλάβουν τον
27
*
-
✓
Ό γορίλλας σέρΛ,ει ξοπσω του τό όμορφο κορμί Μαλόά I χρασοφόρο ποταμό καίνρ γυ ρίσουν στην πατρίδα τους με ολόκληρα , φορτώματα _από χρυσάφι,! ' ' _ ;
-
■-*-
~
ν·
-
-
Τώρα καπνίζουν, απολαμ βάνοντας τσν'' θρίαμβό- τους. Είναι ευχαριστημένοι που σκο τώθηκε ό ένας σύντροφος τουφ' απατό συντριπτγκο χτύπημα τού Τάργκα/ · * * ~ - -—^Ριά μάς πόας:.ύδυό^τό χουσάψι 9ά είναι αρκετοί, λεεκ ό 'ένας. ■ τΑν - είμαστε τρεις,:το' μερδικό'θά ήταν μι-· κ-ρότερό! ' * ~ ·* * ΤΛ> νΕνεις δίκιοί, παραδέ-, χεται 'ό^ άλλος: Εχουιίε',' ό μως, καί τον γσοίλλα: Κτ*· άυ>
τός«- :χρυσάφι θά~γίνη-!
:ο
τής
λιπό'θχμης' V
- —Μέ ποιόν.τρόπο- : - - Ό άλλος γελάει πλατεία, κυνικά :· ··· ' — Χά, χά, χά ! ■ Μά τον 6 άβολο,- δέν^- είσαι-' Γπολυ έξυ πνος ! Τον ναρκώνουμε καί τον μεταφέρουμε 'άτήν -Ευρώ πη·!- Οι ζωολογικοί κήποι θά τσακωθούν- ποιος θά δώση πε ρισσότερα, για νά τον όποκτήση! Σ κέψου,' τί αξία θά έχη~σΤήν -Ευρώπη ένα. τέρας,, που καί στη ζούγκλα-ακόμα είναι μοναδικοί - ^ Ό άλλος κουνάει έπιδακιμαστικά πό κεφάλα του. * - ^Επεττα λ.έέ'ι -μ.έ; κάποιο δκ σταγ-μό- —:Κσί τό... ξανθό κορίτσι; Ποιόφ άά π-ό'-πάρη; —Γ - -0 '
28
ΤΑΡΓΚΑ
Ξανακούγεται τό πλατύ κυνικό γέλιο του πρώτου. •— Λοταρία!, λέει ήσυχα. Θά κάνουμε κλήροοσι και σ’ οποίον απ’ τούς δυο πέση! Μέσα στο σκοτάδι τής τρο πικής νύχτας, ψηλά,^ πάνω άπό τούς κλώνους των φυτών, ένα τρομερό χαμόγελο ζωγρα φίζεται στη μορφή του Τάργκα. "Ενα χαμόγελο πού ση μαίνει θάνατο, γιά τούς εγ κληματίες καί τούς αρπαγές.
των φυτών πού βρισκόταν μπροστά της, καταρρέει απ’ τήν ορμή του σάν χάρτινο ! Κορμοί καί κλάδοι δέντρων τρίζουν καί πέφτουν μέ φεβέ ρο πάταγο! Ό τερατώδης γορίλλας, πού έτοιμάζεται νά έπιτεθή στή Μαλόα, ταράζεται, χτυ πάει μέ απίστευτη λύσσα τό πελώριο στήθος του καί πη δάει πλάγια, γιά ν’ αντιμετώ πιση τήν έπίθεσι! Αυτό τό πήδημα τον γλυ τώνει ! Είναι ή στιγμή πού ό Ζούμπο έχει φτάσει κοντά του καί τό ακόντιο τού Τάργκα, μέ μιά πρωτοφανή δύναμι, κα τεβαίνει άπό ψηλά, γιά νά χωθή βαθειά, άνάμεσα στις δυο ωμοπλάτες τού τέρατος, φέρνοντάς του τον θάνατο! Τώρα τό χτύπημα είναι πλάγ'ο. Μέ τό πήδημα τού γορίλ λα, ή σιδερένια αίχμή χάνει τον στόχ^ της καί τουπάει λο ξά, ξεσκίζοντας τό πελώριο τριχωτό μπράτσο τού τέρατοο! *Ένα καινούργιο ουρλιαχτό πόνου, άνάμικτού μέ λύσσα, δονΓ? νυχτεοινή γαλήνη. Ό Ζουυπο άπαντά^· μέ τη σπλήνα ^ης προβ^σκίδος του κι* έπιτίθεται γιά δεύτερη φο ρά. Όποιοδήποτε άλλο θηρίο τής Ζούγκλας, θά έφευγε πα νικόβλητο μπροστά στήν έπί θεσι τού μεγάλου ελέφαντα. 5Αλλά ό υπερφυσικός γο ρίλλας δεν υστερεί σέ διαστά σεις κι* έχει έμπιστοσύνη
ΚΕΦ. 7.
"Οπου 6 Τάργκα επι τίθεται και ο Χάρος £έν ξέρει ποιου νά πρωτοδιαλέξιι γιά βδμα !
η στιγμή εκείνη ένα ουρ λιαχτό θυμού άκούγεται. Ή Μαλόα σκέπτεται νά δραπέτευση. Κάνει μιά μικρή κίνήσι, γιά νά χωθή στά φυ τά, αλλά ό τερατώδης γορίλλας πού τήν παρακολουθεί ά γρυπνα, τή φοβερίζει, δείχνον τας τ’ άπαίσια δόντια του, έτοιμος νά έπιτεθή! Ό Τάργκα δεν βαστιέται πια! Ξέρει πώς ή έπίθεσι είναι παράτολμη,^ γιατί έκτος άπό τον παντοδύναμο γορίλλα, έ χει ν’ άντιμετωπίση καί τ’ αυ τό ματα^δπλα των Ευρωπαίων. Αλλά δεν χωράει καμμιά αναβολή. Σκύβει, χαϊδεύει τον έξυ πνο ελέφαντα στή βάσι του αυτιού κι* ό Ζοΰμπο όρμάει σφυρίζοντας μέ τήν προβοσκί δα του σάν πολεμική σειρή να^! *Όλο τό πράσινο τείχος
Τ
ΤΑΡΓΚΑ στήν> τρομερή του δύναμι. Ουρλιάζοντας αδιάκοπα, α πομακρύνεται λίγο, σπάζει έ να από τά τεράστια κλαδιά που χρησιμοποιεί για ρόπα λα καί μέ τή γνώριμη φρικα λέα γκριμάτυα άποτυπωμένη στο πρόσωπό του, ετοιμάζε ται νά παλέψη! Ό Ζουμπο χύνεται έπάνω του άκράτητος. Ό Τάργκα μαίνεται κοχϊ τό ρωμαλέο μπράτσο του, τεντω μένο ψηλά, κρατάε· τό ακόν τιο, έτοιμο νά πέση κοτ: να συντοίψ-η! Την ίδια στιγμή άκούγεται ή σπαραχτική κραυγή τής Μαλόσ: —Τάργκα, φυλάξου! Ό κίνδυνος είναι πραγμα τικά μεγάλος. Οι δυο εγκληματικοί Ευρω παίοι έχουν συνελθεί άπο την τρομερή κατάπληξη πού τούς προξένηοε' στήν αρχή ή μα νιασμένη έφοδος τού Τάργκα και του Ζουμπο. Τώοα έχουν τιναχτή κι' οϊ δυο όρθιοι. Ό ένας μέ τό δάχτυλο σ;ή σκανδάλη τού αυτόματου έχει κάνει στόχο τό ατρόμητο Ελ ληνόπουλο. Ό άλλος τού φωνάζει εν θαρρυντικά: —Νά, μιά καλή ευκαιρία! Θέρισε τον μέ τις σφαίρες σου, γιά νά γλυτώνουμε άπ' αυτόν τον μπελά! Ό εγκληματίας μέ τό αυ τόματο δέν θέλει συμβυυλέο. Γιά μιά τελευταία φορά κά νει τή σκόπευσί του. Τό σκο τεινό μάτι τής κάννης βλέπει τό κρανίο τού Τάργκα. Τότε
29
Τι
είναι
<■
Ο
ΖΑΝ + + Ρ 1119 9 1 1 9
§
9
τό δάχτυλο τυλίγει σπασμωδικά τη σκανδάλη καί τραοιέται μαλακά προς τά πίσω!
8= "Οπου ό 8Ατ@ίδας έπιμβνει οώνει καί καΑά νά καταδροδυο παράξε» νους καρπούς και τά κάνει . . * θάΛαοαα! Α φήσαμε τον κωμικό ’Ατσί** δα νά ταξιδεύη. . . άναυ λα, κάτω άπό τήν αγκαλια τού άπίθανου γορίλλα κΓ α νάμεσα στά ^πελώρι χ κλαδιά των μπαναν ών. Τις πρώτες στιγμές κάνει αυτό τό ταξιδάκι γεμάτος πα νικό. "Επειτα σιγά - σι/α συ νηθίζει. "Ετσι καθώς εϊνα» στριμωγμένος μέσα στά κα τάφορτα άπό καρπούς κλα διά, αισθάνεται ν’ άκουμποΰν στο πρόσωπό του, στά μάτια του, στο στόμα του, παντού, οί εύχυμες καί μυροόολες μπανάνες! Ό πειρασμός είναι μεγά λος. Ό Ατσίδας τό συλλογί ζεται λίγο, άλλα... δέν άντε-
30
ΤΑΡΓΚΑ
χει. Στην άρχή δειλά κι έπει τα μέ πιο πολύ θάρρος αρ χίζει ν3 ανοιγοκλείνει τις μασελλες του καί τα χοντρά δοντ.α του αλέθουν τον καρπό. "Ετσι ταξιδεύει... τρώγον τας ! Αυτό τον ένθουσιάζει. Τόσα χρόνια αυτή ήταν ή δουλειά του στο μαγειρείο του καρα βιού. Ταξίδευε κι5 έτρωγε, θυ μάται, λοιπόν, τά παλιά κι5 είναι ευχαριστημένος, ότανς έ να ξαφνικό τράνταγμα κι* ένα δυνατό χτύπημα τόν κάνουν νά μαρφάσρ μέ δυσαρέσκεια. Τό ταξίδι έχει σταματήσει. —Καράβι χτυπάει σέ... ύ φαλος !, μουρμουρίζει. . Μένει αρκετήν ώρα άκίνητος, θαμυένος μέσα στά κλα διά κι* έπειτα, δειλά - δειλά, προβάλλει την κεφάλα του. Κοντά του καίει μιά μεγά λη φωτιά. Στο βάθος βλέπει τόν γορίλλα, που έπιτηρεΤ τη Μαλόα. Στην άλλη άκρη, μακρυά, οί δυο Ευρωπαίοι καπνίζουν καί κουβεντιάζουν. Τό λαίμαργο μάτι του κυττάζει γύρω καί, ξαφνικά, γουρλώνει! Κοντά του βλέπει ριγμένο τό σακκίδιο μέ τις στρογγυ λές βόμβες! Τραβάει τόν χαλκά τής μύτης του καί τόν γλείφει μέ ευχαρίστησε Έπί τέλους 6ά δοκιμάση τόν αλλόκοτο... καρ πό. 'Απλώνει σιγά τά χέρια του, πιάνει δυο βόμβες καί τίς φέρνει τη μιά μετά την άλ λη στά δόντια του. Τό σιδε
ρένιο κέλυφος δέν... δάγκωνεται · Μιά άπερίγραπτή οργή τόν καταλαμβανει. — Έσύ οκι μαλακώσει!, λέει στις βόμβες. Έγκώ έβα λε σέ νερό, μαλακώσει, ντώσει έγκώ εμένα, φάει έμενα! Στέκεται λίγο συλλογισμέ νος κι* έπειτα μιά σκέψι του φωτίζει τό πρόσωπο. Αφού αυτό τό. . . «φροϋτος», δέν μαλακά)νει στο νερό, μπορεί νά... ψήνεται στή φωτιά! Κι* ό Ατσίδας δέν χάνει καιρό. *Εκείνη τή στιγμή γίνεται γύρω του τρομερός πάταγος* 'Ο Τάργκα εχει έπιτεϋη μέ τόν Ζουμπά. Ό Ατσίδας άφωσιωμένος στήν έξυπηρέτησι τής... κοι λιάς του, όέν προσέχει τίπο τα! -απλωμένος παντα ανά σκελα, για νά μήν τόν διακρί νουν, πετάει μέ τρόπο τά δυο «Φρούτα» του στή χόβολη, για νά ψηθούν! Περνάνε μερικές στιγμές. Κι3 έπειτα μιά τρομερή έκρηξι συγκλονίζει τή ζούγκλα! Μέσα στή φωτιά οι δυό βόμβες σκάζουν ταυτόχρονα. Προς όλες τίς διευθύνσεις ε ξακοντίζονται αναμμένοι κλά δοι καί πυρωμένα κομμάτια σίδερο! Ή πίεσι των άερίων είναι τρομακτική. Ό κατάπληκτος Ατσίδας βρίσκεται μερικά μέτρα πιο πέρα! Ή Μαλόα πέφτει μέ τά μούτρα μέσα στά πράσινα φυτά.
ΤΑΡΓΚΑ Ό Τάργκα άναρπάζεται άτγο τή ράχη τού ελέφαντα και πέφτει κάτω! Οι σφαίρες πού προορίζονταν γι’ αυτόν, δεν βρίσκουν στόχο. Αντίθετα, ένα^ θραύσμα βρίσκει τον κα κούργο μέ τό αυτόματο στο λαιμό και τον τρυπάει πέρα ως πέρα! Ό σύντροφός του τρομαγμένος τό βάζει στα πό δια! Πιο πέρα, ό πελώριος γορίλλας δέχεται μιά βροχή άπό άναμμένα δαυλιά. 5Α κούει την τρομερή έκρηξι και σπεύδει νά χαθή βρυχωμενος μέσα στο δάσος! Μόνον ό Ζούμπο, μέ τον τε ράστιο όγκο του, μένει όρθ ος μέσα σ’ αυτόν τον χαλαο'μό. Ό Τάργκα σηκώνεται μέ κόπο. —Μαλόα!, φωνάζει. Είσαι καλά;
Τό κορίτσι της Ζούγκλας; τρέχει κοντά του. Δέν έχει παθει τίποτα άπό την έκρηξι ! Ό Τάργκα κυττάζει τον νε κρό κακούργο. — Κρίμα!, μουρμουρίζει. Μάς ξέφυγε ό ένας, -εψυγε κι* ό τερατώδης γορίλλας ! Αλλά... θά ξανασυναντηθοΰΤην Ιδια στιγμή άκούγεται ή φωνάρα τού Ατσίδα, πού διαμαρτύρεται: —Έγκώ οκι βλέπει ντικός μου... ψροϋτος! Έγκώ βάλει φροΰτος ψηθή, έ^γκώ δκι βρί σκει τώρα φροΰτος! Γκορίλλας φάει φροΰτος ντικός μου,, γκορίλλας φύγει - φύγει ! Έγκώ πιάσει - πιάσει γκορίλλα, σκοτώσει - σκοτώσει γκορίλλα!
ΤΕΛΟΣ
Πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο υπό ΘΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις Άποκλειστικότης Υπεράνθρωπου
“Η δΙ*ονα τ*ΰ η,
©ΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ Ή Διεΰθυνσις του «'Υπερανθροόπου» ?γη την εΰχαρίστησι νά άναγγείλη στους θαυμαστάς του κ. 3Αστρίτη δ»ι ετοιμάζεται καλλιτεχνικό σκίτσο του αγαπημένου του^ συγγραφέως! Τό σκίτσο αυτό θά διανεμηθή δωρεάν σέ όλους μαζί μέ ένα άπό τα προσεχή τεύχη του «Τάργκα;» ή του «Ύπερανθοώπου» ! Περιμένενε την χους πού θά περιέχει τό σκίτσο !
άνακοίνωσι του τεύ
Τεύχη πού
θα ^ μείνουν
αλησμόνητα για τον ΙΙαιδο-
κοσμο τής Ελλάδος !
Τεύχη πού
κανένα Ελληνόπουλο
δεν
πρέπει
νά
χάση μέ κανέναν τρόπο ί
ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 9 Τού «Τάργκα» πού θά προσφέρη ατούς αναγνώστες του κάτι καινούργιο, ενα καλλιτεχνικό ενθύμιο εντελώς ' δ ω οVI ε ά ν !
Και
ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 72 τού «βΎπερανθροδπου», μέ τό όποιο το θρυλικό περιο δικό μπαίνει στη Β' Περίοδο, μέ πλήρη άνανέωσι τής έμφανίσεώς του καί μέ νέους εκπληκτικούς ήρωες ! Σημειώστε τά νούμερα των
δύο καταπληκτικών
τευχών: Τεύχος 9 τού «Τάργκα» καί τεύχος 72 τού «Υπεράνθρωπου» !
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
0 ΑΤΧΙ4 πρός τόν ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ Καίριος ΚοντοστούπΟς,
Χά, χά, χά, χά! Χέ, χέ, χέ, χέ ! Χί, χί, χί, χί! Χό, χό, %ό, χό! Χοϋ, χοϋ, χοϋ, χοϋ ! Έγκώ γελάα, γελάει, γελάει, έγκώ κοντεύει σκάσει — σκάσει από γέλιος πολύ, έγκώ κοιλιά έμέ»α πονάει — πονάει από πολύ γελάει—γε λάει ! Έσύ
άρόπλάνος εσένα ήρτε 9Αφρικανική,
Κοντο-
στούπος ! Έσύ κακό άντρωπο ! Ρίξει —ρίξει μπόμπα χτυ πήσει έμενα, μπόμπα χτύπησε ένα λίμνη, σκότωσε — σκό τωσε . . . χιλιάντος ψάρι. Άτσίντα, ψήσει — ψήσει ψάρι, φάει—φάει ψάρι, φουσκώσει - χορτάσετ-κοιλιά εμένα ! Έσύ γιατί δ κι ρίξει άλλος μπόμπα, σκοτώσει κι3 άλλος ψάρι, Κοντοστούπη ος ; 3Εσύ γιατί φύγει — φύγει πάλι μέ άροπλάνος ντικό σου; Έσύ, Κοντοστοϋπος, μείνιι έντώ 3Αφρικανικό], ρίχνει μπόμπα πολύ κάθε μέρ ·, σκοτα>νει ψάρι, σκοτώνει ελάφι, τρώει — τρώει 9Ατάνιας, χορτάσει εμενα ι Έσύ οκι έρτη πάλι μένει 3Αφρικανική,
έγκώ έρτη
Αμερικανική, αρπάξει εσένα, φάει εσένα ώμό ! Έγκώ άγκαπάει πολύ —πολύ Κοντοστούποο, ωραίος... Μις Μαϊμού ! 9Εγκώ· πολύ φίλος εσένα ΑΤΣ1ΝΤΑΣ Φύσα—φύσα Κάλαμος
Τό
| ΤΑΡΓΚΑ
ΓΡΑΦΕΙΑ 5
τού |
κλοψορεΐ την ερχόμενη Τρίτη μέ τύν τίτλο : |
6
Λέκκα
Τεύχος
«Ύπερανθρώτου* πούκυ- 1
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ
Τεύχος
69ο
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ
23
είναι ένα σωστό μαργαρι
Τηλέφ. 36 = 373
ιί
τάρι περιπετειών, δράσεως |
«
ηρωισμού,, μυστηρίου και ; Οίκον. Δ)ντής ; Γ. ΓεωρΥΐάδης, Σφιγγός
38.
εξωτικών σκηνών! Κανέ
Αρχισυντάκτης ?
Στ. ’Ανεμοδουράς,
Λ.
νας δέν πρέπει νά το χά
Θησέως
323. Προϊστάμενος Τυπογραφείου
ση !
Βίκτωρ Κωνστανηνίδης, Προύσ»
άπάντησι
σης 21.
Στο ίδιο τεύχος, τού
ή
Κ ο>ν τ ο
στού π η ! 1
Στό τεύχος 7 του «Τ ά ρ γ κ α»
πού κυκλοφορεί την
ερχόμενη Πέμπτη μέ τον τίτλο :
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΒΑΙΙΛΕ0Ν συνεχίζεται ή αδυσώπητη πάλη ζωής και θανάτου ανάμεσα στον καταπληκτικό γορίλλα «Χόου - Χό* και στον κυρίαρχο της Ζούγκλας «Τάργκα» ! -Στο τεύχος αυτό, τό ατρόμητο Ελληνόπουλο επιστρατεύει δλη τή δύναμη του, την παλληκαριά του, τό θάρρος του, τη γρηγοράδα Γου καί την πονηριά του για νά αν τιμετώπιση τον φοβερώτερο εχθρό, πού γνώρισε ποτέ ή Ζούγκλά ! ΤΙΜΗ
ΔΡΑΧΜΕΣ
2.000
ο/
ώτ/βχνον// ηεΓΜβ κμοη/0 ΚΑΙ ηθ/)£Κ/Κ& πηπίΥΗτοηηο/Α ι
υπεράνθρωποι Φτάνουν μπρος™ μια πετη/ιηΐΝΗ ιμμ·------- ■------- ■ ηορτη
ζε
και τότε,οι γπερβ/νορςηοι
\%ί~ίχ/)!Χ#( αε/ν μπορούσατε /νρ 6ανταζ4 βΠτε 0Τί συνεργαζόμουν Ζ7 ^ μτ το/ν | “ν^
δέχονται
ΑΠΟ Π/τε Μ/4 Αίφίγ/ΔΙΑΣΤΙΗΗ
εη/ΘΒΤι! ρόΝτρεζ Αηγζ/Δεζ
ΤΟΥΣ Τν/ΙΙΓΡΫΜΜη·
0··~ϊ<ΥΡΟΙ%/*1
ΧΡΟΝΑ9 Ρτ*Α9 εώού/Αζε Μ ΤΟΝ Η 02 Μ£ Λ
ψ ΜετπΑηρ βηο Μ ΤΟ Π/)£ΤΟ
ΕΡΓΘΖΤΑΧ/Θ Γ , μου!
Τ ΤΒΡβ £/ΜΑΣΤΕ
Λ (ΕΤΟΙΜΟΙ!
ι7 οττοηοζ μας VI Μ ΣΥΝΤΡΙΒΗ * ( ΤΗ ΓΗ ζε η/ΓΟ Τ ί/Δβ αα |ϊ
ΥεΓΜ Γ/9Γ Τβ ΘΟ Υ~Μ με
εκεί!
/—
τρομητο
Μονομαχία
ΒαδίΡέων ΙιΜίΑ νηΐ*
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΓ
_
ΗΡΟΪΚΕΣΙ
._.
_
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΕ
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΒΑΣΙΛΕΩΝ Ο ΤΑΡΓΚΑ, ΤΟ ΑΤΡΟΜΗΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ, ΑΝΤΙ ΚΡΥΖΕΙ ΘΑΝΑΤΟ ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΟΝ ΤΟΥ ΧΟΟΥ—ΧΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ! ΤΟΥ ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ ΚΕΦ. 1.
ΤΟ ΤΟΥ !...
'Όττου ενα καινούργιο θη ρίο εμφανίζεται και διεκδικεΐ τή βασιλεία τής ζούγκλας!
ά πυκνοφυτευμένα κι’ ά γρια δέντρα τής ζούγ κλας κινιοϋνται, σά να περνάη ανάμεσα τους ένας δυ νατός άνεμος. "Ενα σιγανό, άλλά απειλητικό μουγκρητό άκούγεται. Κρυμμένος κάτω άπ" τά πυκνά άγριόχορτα, πού φυτρώνουν ώς ψηλά καί μπερδεύονται με τίς φυλλω σιές των δέντρων, ό πελώριος ρινόκερως είναι έτοιμος νά ε φόρμηση. Τό χοντρόπετσο κορμί του μοιάζει σάν θωρα κισμένο τάνκ καί τά δυο κέ ρατά του προβάλλουν πάνω στο ρόγχος του, σάν απειλη τικές καί θανατηφόρες κάννες πολυβόλων. Ό Τάργκα, τό άτρόμητο Ελληνόπουλο, άκούει τό άπειλητικό μουγκρητό καί κον τοστέκεται. Τό χέρι του άρπάζει γοργά τή λαβή του μα χαιριού, πού βρίσκεται στήν πλατειά ζώνη του. Τό μάτι του ξεχωρίζει τον κίνδυνο, πί σω άπ" τήν πυκνή βλάστησι. Τό τέλειο κορμί του στηλώνεται όρθιο κι" οι μυώνες του φουσκώνουν προς όλες τίς κατευθύνσεις καί τον θωρακί ζουν σάν αρμονικοί όγκοι άπό καλοδουλεμένο άτσάλι. —"Ατσίδα, πρόσεχε!, λέει με ήρεμη φωνή.
Τ
4
ΤΑΡΓΚΑ
Ό κωμικός νέγρος ακολου θεί τον Τάργκα. Περπατάει, κι" αυτός στην ακροποταμιά κι’ οι πελώριες πατούσες του ανοίγουν ολόκληρους... λάκ κους στο μαλακό χώμα. — Ρ ινόκερω είναι!, απαν τάει μέ απάθεια. Ρ ινόκερω τελεί ψάει εσένα, εσύ...φάει ρινόκερω. Άτσίντα τρώει . . . καρπουτζι του! Καί συνεχίζει ατάραχος τό μάσσημα τού καρπουζιού του, γιατί είναι σίγουρος, πώς τό ζωντανό θωρηκτό τής ζούγκλας, ό ρινόκερως, δεν μπορεί ν’ αντιμετώπιση νικη φόρα τόν Τάργκα. Την ίδια στιγμή τά δέντρα άναμαλλιάζονται μέ απίστευ τη ορμή. ^ Ό ρινόκερως έχει έφορμήσει τσακίζοντας τά πάντα καί πέφτει απάνω στον Τάρ γκα, μέ τό πελώριο κεφάλι του χαμηλωμένο καί μέ τά πανίσχυρα κέρατα μπροστά, έτοιμα νά σουβλίσουν σάρκες καί νά συντρίψουν κόκκαλα. Τά χοντρά του πόδια χτυπά νε βαρειά τη γη καί μιά ανυ πόφορη κακοσμία ξεχύνεται από τό χοντρό κορμί του. Ή ταχύτητα μέ την οποία επιτίθεται είναι πρωτοφανής. Ό Τάργκα νομίζει πώς χύνεται καταπάνω του, ξεφυσώντας, μιά μεγάλη σιδηρο δρομική ατμομηχανή. Ψύχραιμος παραμερίζει μ5 ένα πήδημα. Τό θηρίο περνά ει ολοταχώς μπροστά σουβλί ζοντας μέ τά κέρατά του τόν αέρα καί προσπαθεί ν5 άνακόψη τόν δρόμο του καί νά στρα φή, γιά νά έπιτεθή καί πάλι
εναντίον τού στόχου, πού τού οιέφυγε. Αλλά ώσπου νά κάνη τό μονοκόμματο παχύδερμο ό λες αύτες τις μανούβρες, ό Τάργκα έχει κιόλας πραγμα τοποιήσει τήν αστραπιαία του έπίθεσι. Τό κορμί του τι νάζεται ψηλά μέ δύναμη σά νά εξακοντίστηκε από τήν κάννη κάποιου άορατου πυ ροβόλου, διαγράψει στον αέ ρα ένα αρμονικό τόξο καί πέ φτει καβαλλητά στή ράχη τού ρινόκερου! Τό δεξί του χέρι είναι κιόλας υψωμένο κι’ ετοι μάζεται νά πέση, καρφώνον τας τήν λεπίδα τού μαχαιρι ού πίσω άπ5 τ’ αυτί τού θη ρίου. Αλλά τήν τελευταία στι γμή αλλάζει γνώμη. Τό μάτι του, πού σ’ αυτή τήν κρίσιμη στιγμή τής πά λης, δέν χάνει τίποτα απ’ ό σα συμβαίνουν γύρω, έχει δή τά νερά τού ποταμού νά πα φλάζουν καί ν’ αφρίζουν κά τω από τά θυμωμένα κτυπή ματα ενός μεγάλου κροκόδει λου ! Τό αμφίβιο βλέποντας τόν ρινόκερω νά φτάνη τας τόν ρινόκερω νά φτάνη τρέχοντας ώς τήν άκρη τής όχθης μανιάζει καί επιτίθε ται μέ αφάνταστη αιμοβορία. Τό χτύπημα τής ουράς δί νει στο φολιδωτό κορμί του τήν ταχύτητα τής τορπίλλης καί τό απαίσιο ρύγχος του σκίζει ολοταχώς τά νερά. Μιά στιγμή ακόμα καί οι πε λώριες μασσέλες του ανοί γουν καί ξανακλείνουν. Τώ
ΤΑΡΓΚΑ
ρα τά τρομερά δόντια του έ χουν καρφωθή απ’ δλες τις μεριές στο χοντρό ποδάρι του ρινόκερου και τον τρα βάνε με απερίγραπτη δύναμι προς τά βάθη του ποτα μού ! "Ενας πνιχτός βόγγος ξε φεύγει από τό λαρύγγι του ογκώδους παχύδερμου. Και ό Τάργκα, ελαφρός σάν τό πούπουλο, πηδάει κά τω από τη ράχη του. Ή πε ρήφανη ψυχή του δεν τού επι τρέπει νά σκοτώση τον άντίπαλο, τη στιγμή πού αν τιμετωπίζει ένα καινούργιο άπροσδόκητο εχθρό. Άποσύρεται δυο βήματα και παρακολουθεί τη φρικα λέα πάλη των δύο τεράτων. Δίπλα του ό Ατσίδας έ χει... ξοφλήσει τούς λογαρι ασμούς του μέ τό καρπούζι και μασσάει τις τελευταίες μπουκιές, πλαταγίζοντας η χηρά τά παχειά χείλια και τη γλώσσα του. Είναι ενθου σιασμένος μέ τον καυγά πού άναψε καί... ένθαρρύνει μέ δυνατές φωνές πότε τό ένα καί πότε τό άλλο θηρίο. — Νταγκώσει εσύ... κοροκόντειλο πόντι ρινόκερω! Έσύ ρινόκερω κέρατο ντικό σου τρυπήσει κεφάλι κοροκόν τειλο! Στο μεταξύ τά δυο τέρα τα παλεύουν λυσσασμένα. Τό μαλακό χώμα τής α κροποταμιάς σκάβεται, σά νά τό χτυπούν γίγαντες μέ τεράστια τσαπιά. Χώματα τινάζονται δεξιά κι5 αριστε ρά. Ή ουρά τού κροκόδει λου χτυπώντας τά νερά, τά
5
πετάει στά ύψη, τά μετα βάλλει σέ πίδακες, πού πέ φτουν γύρω σάν αληθινή βροχή! — Αυτό μαλλώνει, ψιθυ ρίζει ό Ατσίδας. Έγκώ τέλει... όμπρέλλες, αυτό βρέξει-βρέξει εμένα! Τά μουγκρητά τών θηρίων ξυπνάνε τήν ηχώ τής άγριας περιοχής. Ό κροκόδειλος, μέ τά μά τια του γεμάτα μΐσος καί α γριάδα, έχει στηλώσει τά πό δια του στήν κατωφέρεια τής όχθης, κρατάει πάντοτε τά δόντια του μπηγμένα στο πόδι τού αντιπάλου του καί αγωνίζεται νά τον φέρη μέ σα στο νερό, νά τον πνίξη καί νά τον φάη έπειτα μέ τήν ήσυχία του. Μά ό ρινόκερως δέν άγωνίγεται μέ λιγώτερη λύσσα. Τά κοντόχοντρα παντοδύνα μα πόδια του έχουν μπηχτή στή γή σάν πάσσαλοι καί τό χοντρό κεφάλι του, σκυμμένο χαμηλά κάνει απότομα τινάγματα, χτυπώντας μέ τά δυο κέρατα τό φολιδωτό κορμί τού κροκοδείλου. Τό αίμα τρέχει ποτάμι κι5 απ’ τά δυο θηρία, ανακατεύ εται μέ τούς άφρούς καί κυ λάει μαζί τους στον ποτα μό. Ξαφνικά ό ρινόκερως κάνει μιά υπέρτατη προσπάθεια, πο συνοδεύεται από άνατριχιαστικό μουγκρητό. Ό βα ρύς κορμός του τραβιέται πί σω μέ ακατανίκητη δύναμι. Τό πόδι του ξεκολλάει άπό τις μασσέλες τού κροκόδει λου, αφήνοντας απάνω στά
6
ΤΑΡΓΚΑ
δόντια του κομμάτια από μα τωμένες σάρκες! Τώρα τά δυο θηρία στέ κονται τό ένα αντίκρυ στο άλλο, σέ άπόστασι ενός μονο μέτρου, Καί τά δυο Γ<αρειανασαίνουν λαχανιασμέ να, κυττάζονται με αστρα πές^ μίσους στά μάτια, άλλά κανένα δεν τολμάει νά ξαναεπιτεθή! Ή θανάσιμη άναμέτρησι πού^ έκαναν, πριν α πό λίγο, τούς έδωσε νά κα ταλάβουν πώς οί δυνάμεις τους είναι ισόπαλες! Γρυλλίζοντας ό κροκόδει λος υποχωρεί σιγά-σιγά προς τά υγρά καταφύγιά του.
Αύτο τήν άναμέτρησι ττου εκσ° ν«εν τά δυο τέρατα, κατσλαδαίνουν πώς είναι Ισόπαλα
-Λ! ^ π ·η——I— ■ 11
Κι5 ό ρινόκερως κάνει τό ίδιο, ώσπου τό πελώριο κορ μί του χάνεται στά πυκνά κι5 αδιάβατα φυλλώματα τής παρθένας ζούγκλας. Καί ό Ατσίδας, σά νά τον εΐχαν βάλει... διαιτητή τής τρομερής μάχης, λέει σοβα ρά: — Τό δύο αντίπαλος ισό παλος ! Αμέσως, όμως, ένα και νούργιο μουγκρητό, πού συ νοδεύεται από τρομερό βρυ χηθμό τον κάνει ν’ άναπηδήση. Κατάπληκτος ό Τάργκα στήνει αυτί. Καταλαβαίνει αμέσως πώς τό μουγκρητό, πού έρχεται πίσω απ’ την αδιάβατη βλά στηση είναι τού ρινόκερου, "Αλλά ή άλλη κραυγή, 6 τρομερός βρυχηθμός, έχει έ ναν τόνο πρωτάκουστο στην περιοχή εκείνη τής ζούγ κλας! Τέτοιος βρυχηθμός δεν έχει ξανακουστή. Δεν εί ναι άπό τίγρι, ούτε από πάν Θήρα. Κάποιο άλλο θηρίο, παραπλανημένο ίσως, έχει φτάσει ως εδώ άπό άλλη ζούγκλα, μακρυνή! Ό Τάργκα περιμένει μέ στημένο τ’ αυτί του. Σε λίγο ό βρυχηθμός ξα νακούγεται^, μαζί μέ τό μουγ κρΓ)τό του ρινόκερου. Μιά σκεψι φωτίζει σάν αστραπή τό μυαλό τού Τάργκα. Λι οντάρι ! Ναί. Είναι ό μεγα λειώδης ^βρυχηθμός τού βασιληά τής ζούγκλας, τού πα νίσχυρου σαρκοφάγου, πού δέν νικήθηκε ποτέ του στη μάχη μέ αλλα θηρία καί πού
ΤΑΡΓΚΑ
'Η γροθιά του Τάργκα χτυπάει μέ δόναμι στο κάτω σαγόνι του λιοντσριοΰ. Μ’ ©να ..βρυχηθμό τό' -·οίο σηκώνεται στα ττισί'νά του πόδια.
δεν διστάζει νά ριχτή ακόμα και στον ελέφαντα ί Ό Τάργκα θέλει νά εξα κρίβωση την υποψία του. Συσπειρωμένος, τώοα, κύ αυτός σαν αιλουροειδές, πού μαντεύει κάποιον επικίνδυνο εχθρό, προχωρεί προσεχτι κά. Τό αριστερό του χέρι πα ραμερίζει τούς πυκνούς κλά δους, τό δεξί του σφίγγει ■ μαχαίρι και τό κορμί του χώ νεται σιγά-σιγά μέσα στην άγρια βλάστησι. Ό "Ατσίδας τον ακολου θεί ανήσυχος. Μαντεύει κι5 αυτός, πώς κάτι ύποπτο συμβαίνει. Τώρα τα μουγκρητά κι’ οί βρυχηθμοί έχουν άνακατωθή
μεταξύ τους, έχουν γίνει ένα κράμα από άνατριχι αστι κές κραυγές και τά δέντρα κουνιούνται πέρα-δώθε σαν τρελλά, σά νά τά συνεπαίρνη κάποιος μανιαο'μένος σί φουνας ! Μιά τερατώδης πάλη ■ γι γάντων γίνεται πίσω από κεΐνα τά δέντρα, πού συνεχί ζεται ακόμα μερικές στιγ μές. "Έπειτα οι βρυχηθμοί καί τά μουγκρητά παύουν α πότομα. Στη θέσι τους άκούγονται όλόβαθα βογγητά, πού αντιβουίζουν σ’ δλη τη ζούγκλα. \ Κανένα θηρίο δέν βογγάει τόσο σπαραχτικά τη στισμή πού ξεψυχάει, όσο ό ρινόκερως!
ΤΑΡΓΚΑ
σημάδι αγωνίας καί νευρικόΌ Τάργκα το ξέρει αυτό τητος. κι5 ανοίγει πιο πολύ το βή —- Αυτός, μουρμουρίζει, μα του. Περνάει στά πυκνά καινούργιος θερίος. Αυτός φυτά γλυστρώντας με σβελ φάει εμένα, έγκώ οκι ντώσει τάδα φιδιού, απλώνει τό χέ εμένα φάει ί ρι, παραμερίζει μερικά φύλ Ό Τάργκα κυττάζει τή διλα πού τού κλείνουν ακόμα εύθυνσι άπ5 τήν οποία έφυγε τό δρόμο καί βλέπει μπρο τό λιοντάρι. Τά δόντια του στά του ανάσκελα τον ρινόείναι σφιγμένα. -έρει πώς κερω. τό περήφανο καί παντοδύνα Τό ό'γκώδες «τεθωρακι μο θηρίο, έχει πάντα τήν κυ σμένο» τής ζούγκλας κοίτεριαρχία στήν περιοχή πού ται άψυχο, σάν ένας λόφος ζή. Εΐναι ό άδιαφιλονείκητος από σάρκα, Ή κοιλιά του βασιλιάς τής ζούγκλας και εΐναι πέρα ώς πέρα ανοιχτή, μάχεται ώς τον θάνατο, μ5 ε από τα τρομαχτικά χτυπή κείνον πού θά τολμήση νά ματα των νυχιών τού αντιπά τού πάρη τά πρωτεία! λου του καί τά έντόσθιά του Αργά ή γρήγορα τό α είναι χυμένο: έξω, μέσο: σέ τρόμητο Ελληνόπουλο θά μια λίμνη αίματος! συγκρουσθή μέ τό πελώριο Τό βλέμμα τού Τάργκα λεοντάρι, Ό Τάργκα προτι προφταίνει για μια στιγμή μάει νά γίνη αυτό μιά ώρα νά ξεχωρίση τον ανίκητο αν γρηγορώτερα! Ή ξαφνική άτίπαλο τοΰ ρινόκερου. πόφασι τοΰ φλογίζει τά μά Είναι, πραγματικά, ένα τια. Σφίγγει τό μαχαίρι του πολύ μεγάλο λιοντάρι, πού πιο δυνατά καί γρήγορος άποσύρεται μετό^ τή νίκη σάν τον ανεμοστρόβιλο τρέ του, καί χάνεται μέσα στά χει στά αχνάρια τού μεγά πράσινα φύλλα των χαμόδεν λου του αντίπαλου! τρων. Τό λαστιχένιο περπά ΚΕΦ. 2. "Ο-ττσυ ό Τάργκα μπλέ τημά του έχει μιαν απίστευ κει σέ δύσκολους καυ τη σιγουριά, ή φουντωτή ου γάδες κι* ό Ατσίδας ρά, του χτυπάει περιφρονητι δέχεται τροφή από κά τούς κλάδους καί τό πε- * τον... ουρανό! λώριο κεφάλι του, μέ τήν πυ κνή χαίτη, πού τό στολίζει, Λίγο πιο πέρα τά δέντρα τοΰ δίνει μια αφάνταστη με ξανοίγουν. Γίνεται ένα γαλοπρέπεια. μ^ικρό ξέφωτο μέσα στήν α Σέ λίγο έχει χαθή μέσα τέλειωτη βλάστησι. Τό λιον στά δέντρα. τάρι τό διασχίζει αργά. Τό Ό Ατσίδας στέκει περί μεγαλόπρεπο κεφάλι του τρομος. Τά μάτια του έχουν στέκει ψηλά καί τό μάτι του γουρλώσει καί τά παχειά κυττάζει δεξιά κι5 αριστερά, χείλια του τραβούν τον χαλ ερευνητικά, αλλά χωρίς καμκά τής μύτης του καί τον... μιά προφύλαξι καί κανένα παραδίδουν στά δόντια του, φόβο. Τό τεράστιο θηρίο έ
ΤΑΡΓΚΑ
χει πεποίθηση πώς κανένας όέν θά τολμήση νά του έπιτεθή. Τά μικρά σαρκοβόρα, οι πάνθηρες κι3 οι λεοπαρδάλεις και οι άγριόλυκοι και τά τσακάλια, χωμένα μέσα στά φυτά πού τριγυρίζουν τό ξέφωτο, μένουν άκίνητα,^ κρα τοϋν την ανάσα τους και πα ρακολουθούν μέ τρομαγμένα μάτια τό πέρασμα τού ανί κητου βασιλιά! -αψνικά μιά άγρια κραυ γή άκούγεται. Τό λιοντάρι στέκεται άπότομα. Τ3 αυτιά του κουνιούνται, ορθώνονται, γιά νά συλλάβουν τον ήχο καλύτερα. Αυτή ή κραυγή δεν βγαί νει απ' τό λαρύγγι θηρίου. Είναι κάτι ασυνήθιστο, πού ξαφνιάζει τό λεοντάρι. Τά κλαδιά στήν άκρη τού ξ,έφωτου1 παραμερίζουν. Έ να μυώδες άντρίκιο μπράτσο άνοίγει δρόμο άνάμεσά τους κι5 αμέσως τό θαυμάσιο κορ μί τού Τάργκα πηδάει μπρο στά. "Ενα σιγανό γρύλλισμα ξεφεύγει άπ3 τά δόντια τού λιονταριού. Τά κοκκινωπά μάτια του κυττάνε μέ οργή τον άνθρωπο πού φύτρωσε ξαφνικά άνάμεσα από τά χόρτα. Τά νύχια του, σά νά γυρεύουν ν3 ακονιστούν, βγαί νουν άπ3 τις βελουδένιες θή κες τους και ξύνουν τή σκληρή ΥΠ. Μιά άπόστασι από τριάν τα μέτρα χωρίζει τώρα τό σαρκοφάγο θηρίο από τον άνθρωπο. Ό Τάργκα προχωρεί ατά ραχος προς τό λιοντάρι.
9
Τό κορμί του είναι όρθιο καί στο περπάτημά του υ πάρχει όλη ή λεβεντιά τής Ελληνικής ράτσας. Καμμιά σύσπασι δεν παραμορφώνει τ3 άντρίκια χαρακτηριστικά του. Μόνο που οι μυώνες του βρίσκονται σε συναγερμό, έ τοιμοι γιά τή φοβερή μάχη, πού προμηνύεται. Τώρα ή άπόστασι έχει λι γοστέψει. Τό λιοντάρι τινάζει τό χον τρό κεφάλι του. Ή χαίτη του αναστατώνεται, κυματίζει ώρ γισμένη στον άνεμο καί τό στόμα, του ανοίγει, αφήνον τας νά ξεχυθή σάν βροχή, έ νας χαώδης βρυχηθμός. Ό Τάργκα κάνει λίγα βή ματα άκόμη καί τό πελώριο λιοντάρι συσπειρώνεται, -α ψνικά καί σύγχρονα τά τέσ σερα πόδια του λυγίζουν. Ό κορμός του κατεβαίνει από τομα, ώσπου ν3 άκουμπήση ή κοιλιά του στο χώμα. Κι3 αμέσως έκτινάζεται σάν τό λάστιχο! Τό πήδημα τού τρομερού σαρκοφάγου έχει μιά λυγεράδα όμορφη καί τρομερή. Τό κορμί του, καθώς σκίζει τον αέρα, δυο μέτρα ψηλό τερα άπ3 τή γή, τεντώνεται, διαστέλλεται καί γίνεται α τέλειωτο σέ μάκρος. Τά δά χτυλα τών μπροστινών ποδι ών του είναι ανοιχτά, όσο γί νεται περισσότερο καί τά νύ χια έχουν προβάλει σάν δέ κα γυριστά μαχαίρια, πού πέφτουν άπάνω σ3 ένα σάρ κινο σώμα, γιά νά τό μετα βάλουν ακαριαία σέ κιμά! Σ3 αυτή τήν έπίθεσι του λεονταριού απαντάει ό Τάρ-
ΤΑΡΓΚΑ
10
γκα μέ δυό^ σβέλτα πηδήμα τα αριστερά. ^ Ό όγκος τού θηρίου, άψου κάνετ το γρήγορο σπαθωτό ταξίδι του στον αέρα, πέφτει μαλακά στη γη και τα νύ χια του δεν βρίσκουν νά ξε σκίσουν, παρά μόνον ξερό· κλαδα και χώμα! Τό λιοντάρι άψήνει ένα φοβερός βρυχηθμό, συστρέφε ται και άτενίζει γεμάτο κα χυποψία τον Τάργκα. Αυτός ό άντίπαλος πού του γλυστρησε σάν τό χέλι, κάτω απο^ τά νύχια, άποφεύγοντας το θανάσιμο χτύπη μά του, φαίνεται πολύ έπικίν ουνος. Πριν λίγα λεπτά της ώρας, ένα παρόμοιο χτύπη-
Τό θηρίο ζαλίζεται απ’ Το χτύ πημα. Παραπατάει σάν μεθυ
σμένο.
μα, είχε εκμηδενίσει καί εί χε σωριάσει χάμω νεκρό, ο λόκληρο ρινόκερω. Κι5 όμως, ό Τάργκα στέκει τώρα άντίκρυ, ολόρθος, σέ στάσι μά χης, μ5 άνοιχτά τά χέρια και τά πόδια, έτοιμος νά χτυπηθη! ^ Τό λιοντάρι γρυλλίζει, κα τεβάζει τό κεφάλι κάτοο, σκά βει τή γη μέ τά νύχια του καί δείχνει μια ψεύτικη άδιαψορία, ένώ έτοιμάζει την καινούργια του έπίθεσι. Μά ό Τάργκα, πού κατα λαβαίνει στους σκοπούς του, δεν του δίνει καιρό. Συσπειρώνεται κι5 αυτός καί, σέ μιά στιγμή, πού τό λιοντάρι σκύβει κάτω τό κε φάλι καί ή μακρυά χαίτη του πέφτει καί του σκεπάζει τό μουσούδι, τό_κορμί του άκατάβλητου Ελληνόπουλου, πραγματοποιεί την έκτίναξί του. Είναι ένα άλμα, πού ξε περνάει οέ λυγεράδα καί σβελτοσύνη, την προηγούμε νη έψόρμησι του λεονταριου! Σ' αυτή την άναμέτρησι των βασιλιάδων τής ζούγκλας, ό Τάργκα έχει φανη πιο τέλει ος καί πιο ελαστικός άπ’ τον πανίο-χυρο άντίπαλό του. Τό λευκό σώμα του σπα θίζει τον άέρα μέ ταχύτητα αερόλιθου καί πέφτει μ3 όλο του τό βάρος στη ραχοκοκκαλιά του λεονταριου — καβαλλητά, ^ όπως είχε γίνει προηγούμενους μέ τον ρινόκερω. ^ Την πρώτη στιγμή τό θη ρίο ^γονατίζει άπ3 τό βάρος. "Αμέσως, όμως, συγκεντρώνει τήν^πελοθρια ισχύ του κι3 όλο έκεΐνο τό τεράστιο κορμί συ
ΤΑΡΓΚΑ
στρέφεται σάν γιγαντιαΐο ε λατήριο, τινάζεται ψηλά, πέ φτει πλάγια, κι* αμέσως στρι ψογυρίζει μέ ίλιγγιώδη τα χύτητα. "Ετσι δημιουργεΐται μια αόρατη, άλλα τρομακτική δύ ναμη πού άναρπάζει τον Τάργκα σάν φτερό και τον ε ξακοντίζει δέκα μέτρα μακρύτερα. Το λιοντάρι απαλλάσσε ται απ' τον ανεπιθύμητο επι σκέπτη, πού είχε κολλήσει στη ράχη του, σάν βεντούζα. Βρυχάται πάλι. Επιτίθεται Ό Τάργκα πετιέται όρθι ος. Δεν προφταίνει ν' άρπάξη τό μαχαίρι του, πού βρί σκεται πεταγμένο ανάμεσα στά χόρτα, γιατί τό σαρκο φάγο θηρίο χύνεται κιόλας απάνω του σάν βέλος. Τό Ελληνόπουλο κυττάζει γοργά γύρω του. Πάνω απ' τό κεφάλι του εκτείνεται ό τεράστιος κλά δος ένός δέντρου. Μέ μιά α ξιοθαύμαστη προσπάθεια τι νάζεται ψηλά. Τά τεντωμένα χέρια του τον αρπάζουν κι5 αμέσως, μέ μιάν άκατανίκη τη έλξι των μυώνων του, όλο του τό κορμί ανεβαίνει γορ γά προς τά ύψη ! ^ Τό λεοντάρι μαίνεται, κα θώς βλέπει νά του διαφεύγη για δεύτερη φορά ή λεία του καί κάνει μιά απελπισμένη προσπάθεια νά πηδήση Κι5 αυτό στον κλάδο! "Αδικος κόπος. -αναπέφτει στη γη νικη μένο, άλλ’ αμέσως, σάν πε λώριος ζωντανός καρπός, πού
11
Τό λιοντάρι είναι ττιό τρομερό άττό ολα τά θ'/χρία, δταν έπιτίθετα ι.
άποσπάται ξαφνικά απ’ τό κλαδί του, πέφτει κι’ ό Τάρ γκα ! Ή πτώσι του εΐνε μελε τημένη. Τά πόδια του καρφώ νονται στά πλευρά τού λεον ταριού καί, συγχρόνως, ή γροθιά του πέφτει σάν βαρύς ατσάλινος όγκος καί σφυροκοπεΐ τό θηρίο στη βάοτ τού κρανίου, στην αρχή ακριβώς τής ραχοκοκκαλιάς. Τό ση μείο αυτό εΐνε ευαίσθητο καί τό λιοντάρι κυριεύεται από ξαφνική σκοτοδίνη. Δέν μπο ρεί ν’ άντιδράση άμέσως. Πα ραπατάει σάν μεθυσμένο. Ό Τάργκα δέν χάνει καιρό. Δέ νει σφιχτά τίς δυο γροθιές
12
ΤΑΡΓΚΑ
του, τις σηκώνει ψηλά και τις κατεβάζει με ορμή. "Ενας ξερός χτύπος άκούγεται, καθώς το θηρίο δέχε ται αυτό τό τρομερό χτύ πημα στο θόλο τού κρανίου του. Τά μάτια του θολώνουν κΓ ό Τάργκα είναι έτοιμος νά συνέχιση τά συντριπτικά του χτυπήματα, όταν ένας παρατεταμένος γρυλλισμος τον κάνει νά στρέψη τό κεφά λι. Στήν άκρη τού ξέψωτου, μορφάζοντας άπαίσια, στέκε ται ορθός και τεράστιος, σάν ένα ζωντανό δέντρο, ό παλιός του αντίπαλος, ό υπερφυσι κός γορίλλας Χόου—Χό! Τά στρογγυλά, σάν χάν τρες, μάτια του στριφογυρί ζουν μέσα στις κόγχες τους άγρια. Τό μακρύ δασύτριχο χέρι του ξεδιπλώνεται καί κό βει έναν πελώριο κλάδο δέν τρου. Ό Τάργκα καταλαβαίνει πώς αυτό τό τερατώδες ρό παλο προορίζεται νά τού συν τρίψη 'τό κεφάλι. Μ’ ένα σβέλτο πήδημα εγ καταλείπει τον μισονικημένο αντίπαλό του. Κάνει μερικά γρήγορα άλματα, αρπάζει α πό τά χόρτα τό μαχαίρι του κι5 αμέσως παίρνει στάσι πάλης. Είναι σκυφτός, με τό κεφάλι μπροστά καί όλους τούς μυώνες του εξογκωμέ νους. Μονάχος, ολομόναχος, άτενίζει τούς δυο τρομερούς εχθρούς του: τον απαίσιο γιγαντώδη γορίλλα καί τό μεγά λο λιοντάρι, πού μόλις τούτη τη στιγμή ο~υνέρχεται από τή ζάλη του κι’ άνασύρη λοξά τά χείλη του, αφήνοντας νά
φανούν απειλητικές οι δυο σειρές τών δοντιών του! Μιά στιγμή περνάει ακό μη· Κι’ έπειτα, σάν κάποια αό ρατη δύναμι νά τούς έδωσε τό σύνθημα, τά δυο παντο δύναμα θηρία όρμούν απάνω στο άτρόμητο Ελληνόπουλο! Κανείς άνθρωπος, όσο κι’ άν είναι δυνατός, δέν μπορεί ν’ άντιμετωπίση νικηφόρα δυο τέτοιους θανάσιμους αντιπά λους. Ό Τάργκο: τό ξέρει. Αλλά δέν δειλιάζει. Ούτε προσπαθεί νά γλυτώση μέ τή φυγή. Σφίγγει τό μαχαίρι, σφίγγει τά δόντια, τεντώνει τούς μύς του καί περιμένει τον θάνατο. Έχει αποφασί σει νά πουλήση τή ζωή του, όσο πιο ακριβά μπορεί! Ο Πεντακόσια μέτρα μακρύτερα από τον τόπο τής θανά σιμης μάχης, ό Ατσίδας περ νάει τις ωραιότερες στιγμές τής ζωής του! Τον είχαμε αφήσει μαζί μέ τον Τάργκα, τή στιγμή πού τό άτρόμητο Ελληνόπουλο αποφάσισε ν’ άναμετρηθή μέ τον καινούργιο εχθρό του. Πρώτος συλλογισμός, πού γεννιέται μέσα 'στό χοντρό κεφάλι τού νέγρου, είναι ν’ άκολουθήση τον κύριό του. Περ πατάει απάνω στις πατημα σιές τού Τάργκα, μονολογών τας: — Έγκώ πάει εμένα πί σω - πίσω κύριος Τάργκα! Έγκώ φύσα - φύσα κάλαμο σκοτώνει ούλα τά θηρία ματζΠ 'Αρπάζει στά παχειά του
ΤΑΡΓΚΑ
χείλια τον πελώριο χαλκά τής μύτης του, τον τραβάει, τον γλείψει μέ... πολεμικό μέ νος_ και προχωρεί. -αψνικά, όμως, γίνεται κά τι περίεργο: από τον... ουρα νό πέψτει στα πόδια του ένα κλαδί φορτωμένο με διαλεχτά εύχυμα φρούτα, πού μοιάζουν σάν άγρια ροδάκινα! Ό κοομικός νέγρος δεν σκο τίζεται νά βρη πώς συνέβη αυτό! Σκύβει μόνο, σηκώνει ^ τό κλαδί, τό φέρνει στο στόμα του καί τα παχειά του χεί λια αρχίζουν νά θερίζουν από πάνω τούς καρπούς, μέ μιαν έκπληκτική ταχύτητα. Μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα δλο τό κλαδί είναι... μαδημένο. Ό Ατσίδας γλείφεται μέ κωμική εύχαρίοπησι, άλλ’ α μέσως σταματάει, γουρλώνει τά μάτια καί τεντώνει τις αύτάρες του. Δεύτερος κρότος άκούγεται καί, μετά, τρίτος, τέταρτος. Ό φαγάς νέγρος έχει την έντύπωσι πώς α κούει κάποια ουράνια... με λωδία, γιατί κάθε κρότος εί ναι κι5 ένα κλαδί βαρυφορτο μένο από καρπούς, πού πέ φτει μπροστά του! Αυτή τή στιγμή έχει ξεχάσει τελείως τον Τάργκα. Στο μυαλό του κυριαρχεί μόνο μιά σκέψι: τό φαΐ. [ ονατίζει μπροστά σ’ αυτή τήν* τροφή, πού τού πέφτει από τον ουρανό καί, παίρνοντας ένα - ένα τά κλαδιά, τά... κα θαρίζει αστραπιαία από κά θε ίχνος φρούτου! Στον... δέ κατο πέμπτο κλάδο νοιώθει, επιτέλους, τό στομάχι του νά φουσκώνη. Τότε σκέπτεται
13
γιά πρώτη φορά, πώς γίνε ται νά πέφτουν άπ5 τά δέν τρα αύτά τά κλαδιά. Βρίσκει τό πράγμα ανεξήγητο κΓ έ νας άστεΐος μορφασμός άπορίας ζωγραφίζεται στο πλα τύ μούτρο του. Σηκώνει ψηλά τήν κεφάλο: του καί, τότε, βλέπει κάτι, πού τού κάνει μεγάλη έντύπωσι: τον αέρα, τον σπαθίζουν σφυρίζοντας δεκάδες κοφτερά γυριστά μα χαίρια, σάν μικρά δρεπάνια! Περνούν μέ μιά διαβολεμένη ταχύτητα, σάν κοπάδια από χελιδόνια, χτυπούν τούς τρυ φερούς κλάδους τών δέντρων, τούς κόβουν πέρα - πέρα καί τούς στέλνουν νά σωριαστούν στο χώμα! Καί πάλι ό λαίμαργος νέ γρος δέν νοιάζεται νά βρή α πό πού έρχονται αυτά τά ε πικίνδυνα γυριστά μαχαίο· Γλείφοντας τον χαλκά τής μύτης του γονατίζει^ χάμω καί αρχίζει νά μαζεύη ένα ένα τά κλαδιά μέ τά φρούτα. Θέλει νά τά κάνη δεμάτι καί νά... τά κουβαλήση μαζί του. — Έ.γκώ, μουρμουρίζει, ντώσει φρούτος εμένα, φάει εμένα, χορτάσει εμένα! ΚΕΦ. 3.
"Οίτου ό Ατσίδας με ταβάλλεται σέ κωμι κή... θεότητα ενός πα ράξενου λαού ιθαγενών!
“ αψνικά άκούγεται ένας «■» άλλαλαγμός. Είναι σάν οχλαγωγία, σά νά φωνάζουν πολλοί άνθρωποι μαζί, μέ ά ναρθρες κραυγές! Ό Ατσίδας αναταράζε ται. Τραβάει τήν κωμική κε φάλα του από τούς σωρούς τών κλάδων μέ τά φρούτα καί
14
ΤΑΡΓΚΑ
βλέπει γύρω του ένα πλήθος από νάνους ιθαγενείς, μέ ά σκημες φάτσες και κακοσχηματισμένα σωματάκια. Π ίσο;» από κάθε θάμνο, από κάθε πέτρα, από κάθε δέντρο, από κάθε πλατύ φύλλο των υδρο χαρών φυτών, ξεπροβάλλει κι" άπό μιά τέτοια άσκημη μουτσούνα καί άπειρα μικρά ματάκια τον κυττάζουν έχθρι κά! Είναι μιά παράξενη φυλή ύπερ-πυγμαίων, πού μετανα στεύει, κουβαλώντας καί τα κωμικά ξόανα των θεών της, ανάμεσα στην απάτητη ζούγ κλα ! ^ Κάθε ανθρωπάκι δεν ξεπερ νάει στο ανάστημα τούς πε νήντα πόντους κι3 όλοι μαζί βγάζουν ακατάληπτες φωνές. Κουνάνε όλοι μαζί τά μικροσκοπικά χεράκια τους καί δει χνουν στον Ατσίδα, πώς πρέ πει ν3 άφήση την τροφή, πού έκοψαν αυτοί μέ τά παράξε να μαχαίρια τους καί νά φύγη· Τρομαγμένος ό "Ατσίδας άπό την μυρμηγκιά των αλ λόκοτων εχθρών του, κάνει μερικά βήματα πίσω. Τά ανθρωπάκια σωπαίνουν κι3 οι χειρονομίες κοπάζουν. Ό "Ατσίδας ρίχνει μιά μα τιά στούς σωριασμένους κλά δους των καρποφόρων δέν τρων καί τούς... λυπάται ή ψυχή του! Δεν του κάνει καρ διά νά φύγη καί νά τούς ά φήση έκεΐ! _Στέκεται λίγο διατακτικός. "Έπειτα κάνει μερικά βήμα τα προς τά... φρούτα. Καινούργια θύελλα άπό κραυγές καί χειρονομίες τον
άναγκάζει νά σταματήση. "Αλλά ό "Ατσίδας είναι πο λύ πεισματάρης. Τραβάει τον χαλκά τής μύτη του, τον δαγκώνει μέ θυμό κι" έπειτα όρμάει προς τούς πολύτιμους κλάδους. Σκύβει, αρπάζει ένο: μακρύ λυγερό χορτόσκοινο, άπ" αύτά πού φυτρώνουν άμέτρητα στή ζούγκλα, δένει καλά τούς κλάδους, τούς ρί χνει στον ώμο του καί πέ φτει στο ποτάμι, γιά νά περάση άπέναντι κολυμπώντας ! Τά τερατόμορφα άνθρωπάκια γεμίζουν λύο’σα. Φτάνουν, τρέχοντας στήν άκροποταμιά. "Από κεΐ, άλ λα του εκσφενδονίζουν τά πε ρίεργα μαχαίρια τους κι3 άλ λα, άρπάζοντας τούς μακρεΐς καί λυγερούς κορμούς των άναρριχητικών, τινάζονται στον άέρα, κάνουν ένα γρήγορο καμπυλωτό ταξίδι άπάνω άπ" τό νερό, πέφτουν στήν άντίπερο: όχθη κι" έκεΐ περιμέ νουν μαινόμενα τον άρπαγα τής τροφής τους! "Ολα μαζί μοιάζουν σάν ένα κοπάδι ώργισμένες σφή κες, πού δέν θέλουν νά έγκαταλείψουν τον στόχο τους. Ό "Ατσίδας τά βλέπει σκούρα. Κολυμπάει χώνοντας τό κεφάλι του κάτω άπό τό δε μάτι των κλάδων, γιά ν3 άποφύγη τά γυριστά μαχαίρια, που περνάνε γύρω του σφυ ρίζοντας. "Ελπίζει άκόμα πώς ίσως τήν τελευταία στιγμή ξεφύγη, παίρνοντας μαζί καί τούς πολύτιμους καρπούς του. "Αλ λό: σέ λίγο κι" ή τελευταία ελπίδα ττου χάνετααι. Τά πα
ΤΑΡΓΚΑ
ρόχθια φυτά κρύβουν πάντα τον θάνατο κάτω απ’ τα πλατειά τους φύλλα, πού παί ζουν αθώα μέ τό νερό ! Τό αποτρόπαιο ρύγχος ενός κρο κόδειλου ξεμυτάει σε μια στι γμή άνάμεσ3 άπό τή βλάστησι. Τά μάτια του καρφώνον ται στον Ατσίδα, γεμάτα ψρικώδη λαιμαργία! Ό κω μικός νέγρος καταλαβαίνει, πώς είναι πια αδύνατο νά σω θή και αυτός και τά... φρού τα καί τούς λέει... μελαγχο λικά: -—- Έγκώ φάει εσάς, κορο κόντειλο φάει εμένα, έγκώ δκι δώσει εμένα φάει κοροκόν τειλο! Τά εγκαταλείπει κι3 έκεΐνα έπιπλέοντας συνεχίζουν τό ταξίδι ^τους μαζί μέ τό ρεΰμο: τού ποταμού. Ό 5Ατσίδας χτυπάει μέ τις πελώριες πατούσες του τό νερό, παίρνει μιαν απί στευτη ώθησι, σκίζει τό πο τάμι, φτάνει στην δνθη κι5 αρ χίζει νά τρέχη, στάζοντας ο λόκληρος. Πίσω του τον καταδιώκουν τά κακόμορφα ανθρωπάκια ουρλιάζοντας. Ό κωμικός νέ γρος τρέχει ολοταχώς. Κατα λαβαίνει, πώς οι μικρόσωμοι αντίπαλοί του ε?ν^ τ^σο πολ λοί, ώστε δσους κι* άν δεστρέψη, πάλι θά μείνουν αρ κετοί νιά νά τον θεοίσουν μέ τά ιδιότροπα μαχαίρια τους. Ξαφνικά, καθώς τρέχει μ’ όλη τή δόνα μι τών ποδιών του, βγαίνει σ3 ένα ξέφωτο. Έκεΐ είναι στημένα τά τερα τόμορφα ξόανα τών θεών, της φυλής τών νάνων. Είναι δλα καμωμένα απά μαύρη πέτρα
15
καί τό μέγεθος τους είναι σαν τό μέγεθος ενός κανονι κού ανθρώπου. Μιά ξαφνική ιδέα αστρά φτει στο χοντρό μυαλό τού 3Ατσίδα. Τρέχει κοντά στά ξόανα, κάθεται σταυροπόδι άνάμεσά τους καί... μένει α κίνητος ! Τά μικρόσωμα ανθρωπά κια φτάνουν, σέ λίγο, τρέχοντας στο ξέφωτο. 3 Εκεΐ στέκουν καί κυττάνε τριγύρω ξαφνιασμένα. Τί έγινε ό άρπαγας τών φρούτων τους;^ "Έτσι, καθώς μένει άκίνητος ό κωμικός νέγρος ανάμε σα στά άπειρα μαύρα ξόανα, δέν μπορούν νά τον ξεχωρί σουν. Σκορπίζουν αμέσως ε δώ κι3 έκέΐ καί ψάχνουν πίσω άπ’ τούς άγριους θάμνους καί τίς πέτρες. Ό Ατσίδας τούς βλέπει καί γλείφει ευτυχισμένος τον χαλκά τής μύτης του. Μέ τρό πο σηκώνει τό χέρι του, φέρ νει τό φυσοκάλαμο στο στό μα καί τό φυσάει! — 3Εγκώ φύσα - φύσα κά λαμο πετάνει εσένα!, 1 ψιθυ/ν ριζει. Πραγματικά ένα ανθρωπά κι^ χτυπημένο κατάστηθα άπό τά δυο μικρά βέλη τού "Ατσί δα, βγάζει μιά πνιχτή κραυ γή, τεντώνει τά χέρια μέ άπόγνωσι καί πέφτει μπρούμυ τα στή γή ! Ό Ατσίδας πανηγυρίζει για τήν επιτυχία του. -αναφέρνει τό φυσοκάλαμο στο στόμα καί αρχίζει νά έξακοντίζη τά μικρά βέλη του σάν χαλάζι. "Ενα... δύο... τρία... πέντε
16
ΤΑΡΓΚΑ
ανθρωπάκια τά δέχονται σέ διάφορα σημεία τοϋ σώματός τους, ενώνουν σπασμωδικά τά δυο τους χέρια στην πληγή, έπειτα τεντώνονται στις μύ τες των ποδιών τους και πέ φτουν μονοκόμματα! Τά υπόλοιπα καταλαβαί νουν πώς τά βέλη έρχονται άπό τά μέρη των θεοτήτων τους. Τρέχουν κοντά, έτοιμα νά έξαπολύσουν τά μαχαίρια τους. Κυττάζουν καχύποπτα, αλλά τό μικρό τους μυαλουδάκι, δεν τά βοηθάει νά ξεχω ρίσουν τί άκριβώς συμβαίνει. 'Ένα άπ' τ' άνθρωπάκια πέ φτει^ σέ κωμικό λάθος. Υπο πτεύεται κάποιο άπό τά ξόα να, ότι είναι ό... άρπαγας των φρούτων τους καί, γιά νά^ τό έξακριβώση, αρπάζει μια πέτρα καί του την πετάει! Ό Ατσίδας πού παριστά νει λίγο πιο πέρα τό... ξόανο, παρακολουθεί με τη γωνιά τοϋ ματιού του. Βλέπει την πέτρα νά δια γραφή στον άέρα την κυκλι κή τροχιά της καί, τη στιγμή άκριβώς, πού χτυπάει άπάνω. στο ξόανο, ό κωμικός νέγρος άφήνει^ μιά προσποιητή... κραυγή πόνου: — ΙΏχ!ι ^Μερικά άπ' τ’ άνθρωπάκια πέφτουν στήν παγίδα καί χύ νονται μανιασμένα στο ξόα νο. Τό πιστεύουν γιά ζωντα νό άνθρωπο καί τό χτυπούν με λύσσα. ^ Τά υπόλοιπα, όμως, ξεχω ρίζουν άπό πού ήρθε ή φωνί καί όρμοϋν μέ τά μαχαίρια τους προς τον Ατσίδα. Ό κωμικός νέγρος κατα
λαβαίνει, πώς μέ την και νούργια «εξυπνάδα» του την έπαθε. Ωστόσο είναι γενναί ος καί μέ τό φυσοκάλαμό του άρχίζει νά χτυπάη τούς διώ κτες του. Μερικοί άπ5 αυτούς κοντοστέκονται φοβισμένοι. ΐς, όμως, πέφτουν χάμω, σέρνονται σάν βατράχια στη γη, βγαίνουν στη ράχη τού Ατσίδα καί τού ρίχνονται μέ τά γυριστό: τους μαχαίριαΌ άστεΐος νέγρος δέν τούς έχει πάρει εϊδησι. Είναι άφωσιωμένος στούς άλλους πού βρίσκονται μπροστά του. Κι5 έτσι ό θάνατος τον σιμώνει άνενόχλητος άπό τη ράχη! ΚΕΦ. 4
"Οίτου ό -ποταμός φέρ νει μηνύματα καί ή Μαλόα ξεκινάει καβάλλα στον ΖοΰμτΓο!
λομόναχη ή Μαλόα κά θεται οπήν είσοδο τής σπηλιάς, κοντά στήν άκροποταμιά καί προσμένει τον γυρισμό τοϋ άγαπημένου της Τάργκα. Λίγο πιο πέρα ό Ζοϋμπο, ό πελώριος ελέφαντας, δια σκεδάζει. Ρουφάει μέ την προβοσκίδα του νερό καί με τά, σάν υδραντλία, τό πετάει στά κλαδιά τών πανύψηλων δέντρων, άναγκάζοντας τά πουλιά νά ψτερουγίζουν τρο μαγμένα. Ό ποταμός κυλάει ολοένα τά νερά του καί ή Μαλόα δέν βλέπει τίποτα παράξενο, ως τή^ στιγμή, ττού ένα δεμά τι άπό κλαδιά, γεμάτα φρού τα, περνάει μπροστά της. Τό κορίτσι τής ζούγκλας στήν άρχή ξαφνιάζεται,
Ο
ΤΑΡΓΚΑ
"Έπειτα όμως χαμογελάει. Μαντεύει πώς αυτά τά κλα διά τάκοψε και τά έδεσε ο "Ατσίδας καί πώς διάλεξε τό ρεύμα τού ποταμού γιά... με ταφορικό μέσο. Αυτό δεν τό έχει κάνει γιά πρώτη φορά. Πολύ συχνά φροντίζει έτσι γιά την τροφή του. Κόβει φρούτςς τά εμπιστεύεται στο ρεύμα τού ποταμού καί ή Μαλόα τά «ψαρεύει» τη στιγμή πού περνάνε μπροστά από τη σπηλιά. Τό κορίτσι τής ζούγκλας πιστεύει, πώς καί τώρα γίνε ται τό ίδιο. Μαζεύει από τό νερό τό δεμάτι μέ τά φρούτα, τό α φήνει μέσα στην σπηλιά κι* έπειτα βγαίνει πάλι έξω. — Έ, Ζοΰμπο!, φωνάζει στον ελέφαντα. "Αρκετά... έ παιξες! "Έλα, τώρα, νά πά με στον Τάργκα! Τό έξυπνότατο παχύδερμο καταλαβαίνει. "Αδειάζει χάμω τό νερό πού έχει ρουφήξει, σχηματί ζοντας ένα... μικρό ποτάμι καί πλησιάζει τή Μαλόα. Ή προβοσκίδα του λυγίζει στην άκρη, γίνεται, όπως πάντα ένα ζωντανό σκαλοπάτι κι" από κεΐ, μ" ένα πήδημα, τό κορίτσι^ τής ζούγκλας βρίσκε ται στη ράχη τού ελέφαντα. Τό παχύδερμο προχωρεί αργά. Τό πέρασμά του ανοί γει καινούργιους δρόμους στην απάτητη ζούγκλα. Συν τρίβονται οι άγριόθαμνοι κά τω από τά πέλματά του σπά νε τά κλαδιά από τον όγκο τού σώματός του κι" έτσι δημιουργεΐται μιά εύκολη διάβα
17
ση σε μιά περιοχή τελείως άδιάβατη ώς εκείνη τή στιΥμή ! Ή Μαλόα κάθεται στή ρά χη του καί τραγουδάει αμέρι μνα. Ή κρυσταλλένια φωνή της έχει μεγάλη έπίδρασι στον ελέφαντα. Τήν άκούει καί ρυθμίζει τό περπάτημά του σύμφωνα μέ τον σκοπό τού τραγουδιού. Μά, ξαφνικά, τό τραγούδι παύει. Ή Μαλόα άκούει άναρθρες κραυγές, πού μοιάζουν μέ ο χλοβοή. Σκύβει χαϊδεύει τον ελέ φαντα στή βάσι τού πελώρι ου αυτιού του. Ό Ζούμπο καταλαβαίνει καί ταχύνει τό βήμα του. Σέ λίγο αρχίζει νά τρέχη. Ή Μαλόα, όρθια τώρο: στή ράχη του, ατενί ζει απ’ την ψηλή της σκοπιά όλη τή γύρω περιοχή. Γύρω τά δέντρα έχουν γίνει πιο α ραιά καί καθώς φτάνουν στο ξέφωτο, τό μάτι της ξεχωρί ζει ένα θέαμα περίεργο καί τρομερό. Είναι ή στιγμή, πού οι τρεΐς κακομούτσουνοι νάνοι πλησιάζουν τον "Ατσίδα από τή ράχη κι" ετοιμάζονται νά τον χτυπήσουν μέ τά γυριστά μαχαίρια τους. Τό κορίτσι τής ζούγκλας παίρνει μιά βαθειά αναπνοή. Τά ώραία μάτια της αστρά φτουν από αποφασιστικότη τα. Σάν νά τήν άρπαξε κά ποιος σίφουνας, πηδάει κάτω άπ" τον ελέφαντα, κρατώντας σφιχτά τό ακόντιό της. Τό σηκώνει ψηλά, πάνω άπ" τό
—" Τάργκα... νά... εκεί πίσω άπό τό πλατύφυλλο φυτό κρύβεται τό... τό...
'Ο θανατος περνάει σφυρίζοντας· πίσω άπό την πλάτη του Έλλη* νόπουλου.
'Ο Τάργκα τρέχει σάν άνεμόστρόβιλος, στέκεται απότομα σηκώνει τό ακόντιο και...
-Ενα &χχ0 μικροσκοπικό άνβρωττάκι ετοιμάζεται νά πετάξη τό μαχαίρι του.
Τά μπροστινά πό$ια του χτυπουν τό ξύλο του ακόντιου καί τό τσα'V . __ \ __
Το λεονταρι βρυχαται και τιναζεται σαν πελώριος όγκος οπο λαΙ-Γ - I *"» I
Ή Μσλόα έκσφενδονίζει τόΛ άκόντιο μέ δύναμι καί μέ μίσος ανέκφραστο.
Τά μάτια του γουρλώνουν, τά δυο του χέρια χουφτιάζουν το ακοντ,ο που τον κάρφωσε!
20
ΤΑ^ΓΚΑ
κεφάλι της, τρέχει λίγα μέ τρα με άψάνταστη ορμή, δί νει στην κίνησί της παλμό καί τινάζει τό χέρι της μπροστά, μέ όλη την ορμή, πού τής δί νουν οί δυνατοί μυώνες, πού κρύβονται κάτω από τη βε λουδένια επιδερμίδα της! Τό ακόντιο φεύγει ακράτη το ! Τρυπάει τον αέρα μ5 ενα-α νάλαφρο σφύριγμα κι5 έτσι, καθώς τά τρία ανθρωπάκια προχωρούν τό ένα πίσω από τό άλλο, τούς διαπερνάει τά σώματα πέρα ως πέρα! "Εξη χέρια τινάζονται μέ χγωνία. "Εξη πόδια λυγίζουν αί τρία κορμιά σφαδάζουν, ερασμένα σάν βατράχια στο ιο ακόντιο! Ή Μαλόα στριφογυρίζει άν ανεμοστρόβιλος. Πηδάει πάλι στον ελέφαντα κι5 ό Ζοϋμπο φυσσώντας την προβοσκί δα του σάν πολεμική σειρή να, χυμάει μπροστά. Τά ανθρωπάκια πού πολι ορκούν τον Ατσίδα τά χά νουν. Στέκονται μιά στιγμή, κυττάζουν χαζά τον έπερχόμενο γίγαντα τής ζούγκλας κι5 έπειτα τό βάζουν στά πό δια περίτρομα. Ακράτητη ή συντρόφισσα σα του Τάργκα συνεχίζει τή'. έπίθεσι. Ό Ατσίδας τη βλέπει καί γεμίζει ενθουσιασμό. Τρέχει δαιμονισμένα μέ τις πλατειές ποδάρες του στο πλευρό τού ελέφαντα καί μέ τό φυσοκάλαμό του σκορπίδει τά μικρά φονικά βέλη σάν βροχή.
"Ενα σωρό από τά κακο μούτσουνα ανθρωπάκια καρ φώνονται απ’ αυτά τά βέλη καί γλυτώνουν από τον κόπο νά... τρέχουν. "Άλλα βρίσκον ται κάτω απ’ τό βαρύ πέλμα του Ζούμπο. Τότε τά κόκκαλά τους τρίζουν ξερά καί γί νονται λυώμα, σάν μια ακρί δα, πού την πατάει πόδι αν θρώπου ! Σέ λίγο, όμως, ό ιερός ε λέφαντας ανακόπτει τη φρε νιασμένη ορμή του. Στέκε ται, δείχνει σημεία αφάντα στης μανίας καί στριφογυρί ζει απειλητικά στον αέρα την πελώρια προβοσκίδα του. "Άδικα ή Μαλόα τον παρο τρύνει μέ φωνές, νά συνέχιση την καταδίωξι. Γιά πρώτη φορά ό Ζούμπο δέν ύπακούει! Λοξοδρομεί λίγο, βγαίνει στο γειτονικό ξέφοοτο καί, τό τε ή Μαλόα καταλαβαίνει, γιατί ό έξυπνος ελέφαντας δέν την είχε υπακούσει. Έκεΐ, λίγα μέτρα πιο πέ ρα, ό αγαπημένος της Τάργκα, σέ αμυντική στάσι, μέ τούς μυώνες του εξωγκωμένους καί μέ τά μαύρα μάτια του γεμάτα αστραπές θυμού, αντιμετωπίζει ένα περίεργο καί τρομερό θηρίο, πού γιά πρώτη φορά εμφανίζεται σ’ αύτή τη ζούγκλα. "Ενα λιον τάρι ! Καί λίγο μακρύτερα, ό πα λιός φριχτός τους γνώριμος, ό υπερφυσικός σέ όγκο γορίλ λας Χόου-Χό, επιτίθεται κραδαίνοντας ένα ρόπαλο, μεγά λο σάν ολόκληρο δέντρο!
ΤΑΡΓΚΑ ΚΕΦ. 5. "Οπτού ό Τάργκ-α επιτί θεται και ό Ατσίδας κατεβάζει... σοφές ι δέες!
21
5Αλλά, στο μεταξύ, ό Τάργκο: είχε έπιτεθή! Είναι πιά ελεύθερος από τόν εφιάλτη τού τρομερού γορίλλο: καί ή απερίγραπτη έσα σ’ ένα δευτερόλε λύσσα του ξεσπάει ' στον πτο αρχίζει ή μάχη. Τό κορίτσι τής ζούγκλας δεύτερο έχθρό του. Στο με γάλο λιοντάρι. μ5 ευκινησία πού θά την ζή Μέ πρωτοφανή τόλμη πη λευε κι5 ένας άκροβάτης πη δάει μπροστά στο ρύγχος δάει κάτω άπ5 τον ελέφαν τού θηρίου. Τό αριστερό του τα. Ελεύθερος τώρα ό Ζού χέρι, λυγισμένο στον αγκώ μπο, χυμάει προς τόν τε να, πάει πίσω μέ ορμή κΓ ρατώδη γορίλλα. Ή προβο ύστερα ξανάρχεται μπρο σκίδα του, διαγράφει κύ στά μέ δύναμι. Τό λιοντάρι κλους στον αέρα καί σφυ δέχεται μιά συντριπτική γρο ρίζει δαιμονισμένα. θιά κάτω ακριβώς από τό Ό γιγαντιαΐος γορίλλας σαγόνι του, κι5 άνασηκώνεγρυλλίζει καί μορφάζει α ται βρυχώμενο στά πισινά παίσιο:. Στέκεται σέ θέσι του πόδια. Θέλει νά ξαναπέαμυντική μέ τό μεγάλο ρό ση καί νά χτυπήση θανάσι παλό του ψηλά. μα, μέ τά νύχια τών μπρο Αλλά ή προβοσκίδα τού στινών. 'Αλλά δέν προφταί Ζούμπο πέφτει λοξά, σπα νει. Τό δεξί χέρι τού ατρό θωτά καί τό χτυπάει αυτό μητου Ελληνόπουλου, σφίγ τό ρόπαλο μέ τόση δύναμι γει τό μαχαίρι καί κάνει ώστε τό εκσφενδονίζει πε μιά γρήγορη λοξή κίνησι α νήντα μέτρα μακρυά! πό κάτω, _ προς τ’ απάνω. Αυτός ό ξαφνικός άφοπλι Ή ατσαλένιο: αιχμή κατευσμός κάν ει τόν υπερφυσικό θύνεται στο λαιμό τού λιον γορίλλα νά φρενιάση. ταριού. Αλλά τό σώμα τού Κάνει ένα τεράστιο άλμα προς τά πίσω γρυλλίζονθηρίου λοξοδρομεί καθώς πέφτει. Ή κοφτερή λεπίδα τας. Τά χείλια του άνασυρπαίρνει πλάγια τό στόχο μένα αφήνουν νά φανούν τά φρικαλέα κίτρινα δόντια της καί σκίζει τό δέρμα μα του. Τό ανάστημά του φτά ζί μ’ ένο: κομμάτι απ’ τις νει τό ύψος τού Ζούμπο! κοντρές μυϊκές μάζες, πού Τό δασύτριχο στήθος του καλύπτουν τόν τράχηλο τού λιονταριού! άντηχεΐ δυνατά καθώς τό χτυπάει μέ τά χέρια του, Τό αίμα τινάζεται σάν σημάδι τρομερού θυμού. πίδακας, αλλά δέν έχει κο Γιά λίγες στιγμές οι δυο πή ή καρωτίδα. πελώριοι αντίπαλοι στέκον Τό χτύπημα δέν είναι ται άκίνητοι. Ατενίζει ό έ θανάσιμο. νας τόν άλλον, σά νά προσ- Ή χαίτη τού λεονταριού παθή ν’ άναμετρήση τις δυ βάφεται στο αίμα, γίνεται νάμεις τον, κατακόκκινη καί τό θηρίρ
Μ
22
ΤΑΡΓΚΑ
(βγάζει ένα ουρλιαχτό οδύ νης. Ό Τάργκα είναι λαχανια καμένος. Ό ιδρώτας τρέχει -από πάνω του ποτάμι, αλ λά ό θαυμάσιος οργανισμός του διατηρείται πάντα ακ μαίος και πανίσχυρος. Μ" έ να λοξό πήδημα φεύγει δε ξιά. Τό χέοι του υψώνεται •καί πάλι, έτοιμο νά καταφέρη τό τελικό χτύπημα -στον σβέρκο του θηρίου. Αλλά τό λιοντάρι έχει τρομοκρατηθή. Αυτό τό α τσαλένιο «νύχι» πού κρατάει στά χέρια του ό λευ κός άνθροοπος είναι πολύ ο δυνηρό. Καί σκίζει τίς σάρ κες σά νά είναι καμωμένες από χαρτί! Τό θηρίο βρυχάται τρο μαγμένο, μαζεύει την περή φανη ουρά του κάτω απ’ τά σκέλια, πηδάει μέσα στην κοντινή πράσινη βλάστησι καί χάνεται από τά μάτια του αντιπάλου του. Ό Τάργκα άνασαίνει βαθειά καί τό θολωτό, όπως ή καμπάνα, στήθος του άνεβοκατεβαίνει, άστράφτοντας στίς ακτίνες του ήλιου, σάν μπρούτζινο. Στη δεύτερη συνάντησί του μέ τό λεοντάρι βγαίνει πάλι νικητής. Αλλά ή νίκη του δεν εΐναι οριστική. Πο λύ γρήγορα οί δυο βασιλιά δες τής ζούγκλας θά ξανα σμίξουν.* _ Ό λογαριασμός πού άνοιξαν δεν μπορεΐ νά τελειώση παρά μόνον μέ την έξόντωσι του ενός από τούς δυο! Ό κυκλώπειος γορίλλας Χόου-Χό, μουγγρίζει,
Τό παντοδύναμο^ τέρας, τό δημιούργημα των πειρα μάτων ενός σοφού επιστή μονα^), έχει συνηθίσει νά βλέπη ολα τά θηρία τής ζούγκλας νά τρέμουν μπρο στά στην οργή του. Παρα ξενεύεται τώρα πού βλέπει τον Ζοϋμπο επιθετικό καί ακατάβλητο. "Άλλοι ελέφαν τες, όσοι έτυχε νά βρεθούν στο δρόμο του, έκριναν φρό νιμο ν5 άποφύγουν τή σύγκρουσι μαζί του. Ό Ζουμπο, όμως, είναι επιθετικός κι" ή πανίσχυρη προβοσκί δα του κουνιέται απειλητι κά, έτοιμη νά μπή σέ μιά μάχη μέχρι θανάτου. Ό Χόου—Χό κάνει άκόμα δυο βήματα πίσω. "Ενα δέντρο είναι ^ κεΐ, πού τό ξύλο του, σκληρό σάν τό σίδερο, μπορεΐ νά συντρίψη τό κρανίο κι" ενός ελέφαντα ακόμα, άν τό χοησιμοποιήσοσυν τά υπερφυ σικά σέ δύναμι χέρια του γοοίλλα. "Ενα τέτοιο ρόπαλο θέ λει 6 Χόου-Χό. Ό Ζουμπο δεν μαντεύει τού σκοπούς του. "Αλλά ό Τάργκα κατα φθάνει, τρέχοντας σάν ανε μοστρόβιλος. Αρπάζεται α πό τά πελώρια αυτιά τού παχύδερμου καί, μ" ένα πή δημα, βρίσκεται στη ράχη του. "Από κεΐ τον κατευθύ νει μέ ζωηρές κραυγές. Καί ό Ζούμπο έφορμά! Αυτή τή φορά ό Χόου Χό δειλιάζει. Γρυλλίζει κυττάζοντας μέ (*) Διάβασε τς> τεύχος 6,
ΤΑΡΓΚΑ
άπίστευτο μΐσος τον Τάρ γκα, άλλα υποχωρεί ταχύ τατα. Ό Ζουμπο τον καταδιώ κει αμείλικτα. Έτσι καθώς τρέχει μέ την προβοσκίδα του τεντω μένη μπροστά, μοιάζει σάν ένα πελώριο τάνκ, μέ τό κα νόνι του έτοιμο νά βροντήση^ καί νά ^ κονιορτοποιήση τούς άντιπάλους! Ό Τάργκα, άποψασισμένος νά ξεμπερδέψη μιά καί καλή τούς λογαριασμούς του μέ τον παλιό κυκλώπειο εχθρό του, τον κυττάζει προ σεχτικά άπ’ τό ύψος του ε λέφαντα, έτοιμος νά έξαπολύση εναντίον του, την κα τάλληλη στιγμή, τό άκόντιο ή τό μαχαίρι του. "Ετσι, άψωσιωμένος στις κινήσεις τού Χόου-Χό, δέν προσέχει κάτι παράξενο καί επικίνδυνο, πού συμβαίνει στά πλευρά του. Τό χέρι ενός λευκού άνθρώπου παραμερίζει τά πλα τύψυλλα φυτά. Στο άνοι γμα προβάλλει μιά άσπρη κάσκα, δυο μάτια φλογι σμένο: άπό μΐσος κι5 ένα στόμα, πού χαμογελάει άνατριχιαστικά/Έπειτα, σάν τρίτο μαύρο μάτι, προβάλ λει τό στόμιο τής κάννης ε νός αυτόματου. Είναι ό Ευρωπαίος εγ κληματίας, ό μόνος πού άπόμεινε άπό τούς τρεΐς «κυοίους»τοΰ κυκλώπειου γορίλ λα Χόου-Χό! Τά στενά χεί λια του σαλεύουν. Μιά φω νή στεγνή βγαίνει άνάμεσα άπ’ τά δόντια του: - Παλιόσκυλο! Τούτη
23
τή φορά δέν μού τή γλυτώ νεις! Πρώτα σύ κι5 έπειτα ό παλιοελέφαντάς σου! Παίρνει στόχο στο κορμί τού Τάργκα. Ό δείκτης τού δεξιού του διπλώνεται νευρικά στή σκανδάλη καί τήν τραβάει προς τά πίσω. Αμέσως ή κάννη τού ό πλου άρχίζει νά φτύνη φω τιά, καπνό κι’ άτσάλι πυ ρωμένο. Οί σφαίρες ουρλιάζουν γυρεύοντας νά χωθούν στο κορμί τού Τάργκα, τού κυ ρίαρχου τής Ζούγκλας! ©
Ό Ατσίδας μαίνεται! Καθώς ό Ζούμπο, ό ιερός ελέφαντας, λοξοδρομεί γιά νά^ τρέξη σέ βοήθεια τού I άργκα, ό κωμικός νέγρος συνεχίζει άκάθεκτος τήν ήρωϊκή του έφοδο εναντίον των σπιθαμιαίων καί κακο μούτσουνων νάνων. —· Έγκώ φάει εσάς, όρύεται τρέχοντας, έγκώ ξε παστρέψει εσάς, έγκώ κά νει... καρπούτζια έσάς, βρον τήσει στο χώμα, σπάσει κεφάλι ντικό σας! Τό φυσοκάλαμό του κά νει θραύσι! Πολλοί άπό τούς νάνους, γιά νά γλυτώσουν τον θά νατο, σκαρφαλών ο υ ν μέ σβελτάδα μαϊμούς καί χά νονται μέσα στά δασύφυλ λα κλαδιά τών πανύψηλων δέντρων. Άπό κεΐ παραμο νεύουν τον διώκτη τους. Στά χέρια τους δέν κρα τούν πιά τά τρομερά γυρι στά μαχαίρια, γιατί τά έ
24
ΤΑΡΓΚΑ
χουν κιόλας πετάξει εναντί ον του. Μαχητικοί καθώς είναι, δεν βρίσκουν κανένα άλλο πρόχειρο όπλο, από ένα εί δος μεγάλες καρύδες, πού παράγουν αυτά τά δέντρα! Τις κόβουν αμέσως^ καί με δαιμονιώδη ταχύτητα αρχίζουν νά τις πετοΰνε στο κεφάλι του Ατσίδα. Ό κωμικός νέγρος κον τοστέκεται. Βλέπει νά πέφτουν γύρω του οι καρύδες, σάν χαλάζι, καί χαμογελάει. "Αμέσως ξεχνάει καί τον Τάργκα καί τή Μαλόα καί τον πόλεμο. Μόνη του σκέψι είναι τά φρούτα. Σκύβει μέ φόρα κι5 αρπά ζει δυό-τρία. Οι νάνοι πού βρίσκονται στά πιο κοντινά κλαδιά, σπεύδουν νά κρυφτούν, για τί φοβούνται πώς ό "Ατσί δας θά τούς άνταποδώση τό... πετροβολητό. Γ ρήγορα, όμως, αλλά ζουν γνώμη, μαζεύονται δυο -δυο, τρεΐς-τρεΐς, καί μέ τά έκπληκτα ματάκια τους πα ρακολουθούν τον νέγρο, πού καταβροχθίζει τά νωπά φρούτα, μαζί μέ τά φλούδια τους, κάνοντάς τα μιά... δαγκωνιά τό καθένα! Γυρω του οι καρύδες πέ φτουν ακόμα βροχή. Ό "Ατσίδας χαμογελά ει. ..φιλικά ατούς πρώην εχ θρούς του καί τούς υπόσχε ται : — Έγκώ οκι βάλει εμέ να, σκοτώσει εσάς. Έγκώ φίλος εσάς! "Εσεΐς κόψει -
κόψει φροΰτος, έγκώ ντώσει εμένα, φάει εμένα! Τα σαγόνια του αλέθουν ακούραστα τούς νόστιμους καρπούς. Τό στομάχι του γεμίζει, ή κοιλιά του φου σκώνει λίγο - λίγο καί γί νεται σάν πελώριο βαρέλι. Τά σαγόνια του τώρα κι νούνται αργά, όκνά καί τό βλέμμα του, χαυνωμένο άπ" τό βαρυστομάχιασμα κυττάζει δεξιά κι" αριστερά. "Ενας μεγάλος καί βαθύς λάκκος τραβάει την προσο χή του. Κυττάζει πρώτα τό λάκκο, έπειτα τούς σωρούς από καρύδες, πού τον τρι γυρίζουν, ξύνει την κεφάλα του καί γλείφει τον χαλκά τής μύτης του ευχαριστη μένος, γιο: τη «σοφή» ιδέα, πού κατέβασε! "Έκπληκτα τ" ανθρωπά κια πού βρίσκονται στά δέν τρα, τον βλέπουν, νά μαζεύη^ μέ τήν αγκαλιά του τις καρύδες καί νά τις ρίχνη στον μεγάλο λάκκο. "Αρκε τή ώρα δουλεύει έτσι μέ ζήλο· "Έπειτα βρίσκει πελώρι ους κλάδους δέντρων καί τούς βάζει προσεχτικά από τή μιά ώς τήν άλλη άκρη τού λάκκου. Μετά παίρνει ξε ρούς θάμνους καί χαμόκλα δα κςχί τ’ άπλώνει από πά νω. Μέσα σέ λίγα λεπτά τής ώρας έχει σκεπάσει τον λάκκο μέ τις καρύδες, μέ τόση μαστοριά, ώστε κανείς δεν μπορεΐ νά μαντέψη τί κρύβεται έκεΤ. Ό πελώριος λάκκος έχει γίνει τελείως αόρατος. Νομίζει κανείς
ΤΑΡΓΚΑ
25
Αμέσως νοιώθει τό γλυ κό συναίσθημα πού δίνει α σφάλεια. Νοιώθει τον εαυτό του σίγουρο καί ξεμουδιάζει ή καρδιά του, τχού την είχε παγώσει τό σιδερένιο χέρι τής άγωνίας. Εκείνη τή στιγμή, όμως, γίνονται ταυτόχρονα δυο τρομερά γεγονότα. Ό Ζοϋμπο πατάει ανύ ποπτος τό πλέγμα πού σκε πάζει τον τεράστιο λάκκο, ΚΕΦ. 6. "Οττου 6 Ζοΰ'μ'ττο πέ με τις καρύδες τού 3Ατσίφτει στή λουμττα: καί τό λιοντάρι ορέγεται δο:! ενα νόστιμο μεζέ! Καί, πίσω απ’ τά άντικρυνά φυλλώματα ή κάννη αρειά τρεχαλητά, λα ενός αυτόματου ξερνάει τό χανιασμένες αναπνοές θάνατο, μέ τή μορφή πυρω κι’ άγριοι γρυλλισμοί κά μένων βλημάτων! νουν τον ’Ατσίδα ν5 άναπηΤά ξερά κλαδιά τσακί δήση. ζονται σάν καλάμια, κάτω Γυρίζει γρήγορα την κε από τό'τεράστιο βάρος τού φάλα του, βλέπει αυτόν πού ελέφαντα. Ό Ζοϋμπο, μαζί έρχεται, γουρλώνει τά μά με τον Τάργκα κατρακυλούν τια καί τό βάζει στά πόδια! μέσα στο λάκκο κι5 έτσι ξε Είναι ό Χόου-Χό καί τρέ φεύγουν από τις σφαίρες χει με άπίθανα άλματα! του αυτόματου, · πού περ Στην άρχή ό Ατσίδας νούν από πάνω τους, σφυρί πιστεύει πώς αυτός ό τρο ζοντας μέ ανίσχυρη λύσσα! μερός κύκλωπας τής ζούγ Ό κωμικός νέγρος δεν κλας έρχεται εναντίον του! δείχνει νά ένδιαφέρεται γιά Φεύγει, λοιπόν, ολοταχώς δλ’ αυτά. "Ενας τρομερός κραυγάζοντας σπαραχτικά, θυμός τον έχει καταλάβει αλλά καθώς δεν ακούει πί καί τρέχει προς τον μεγάλο σω τό βαρύ γδούπο, πού λάκκο, φωνάζοντας: κάνουν τά πηδήματα τού τέ ^ — Έσύ, Ζοϋμπο, βλάκα ρατος, κοντοστέκεται. είναι! Έσύ πέφτει λάκκο, Πραγματικά, ό γορίλλας έσύ λυώσει φροΰτος εμένα, φεύγει, τρέχονΥας προς άλ έγκώ δκι δώσει φροϋτος ε λη κατεύθυνσι. Πίσω του, μένα, φάει εμένα! ένας^ άλλος όγκος, τό ίδιο ^ Πριν φτάση κοντά στον πελώριος, τον καταδιώκει λάκκο βλέπει τον Τάργκα λυσσασμένα. νά πηδάη έξω. Ό Ζοΰμπο λ Ό ’Ατσίδας αναγνωρίζει κάνει μιά προσπάθεια. Άγτον Ζοϋμπο καί πάνω στή κιστρώνει την προβοσκίδα ράχη του τον Τάργκα. του σ’ ένα κοντινό αιωνόβιο πώς τό έδαφος συνεχίζεται κανονικά. Ό Ατσίδας κυττάζει ευ τυχισμένος τό έργο του. Αργότερα, δταν τελειώ νουν οί φασαρίες, 6ά γυρίση θά φορτώση τις καρύδες στον Ζοΰμπο καί θά τις μεταφέρη στη σπηλιά του. Γιά μιαν ολόκληρη βδομάδα δεν θά τον σκοτίζη τίποτα. Θά τρώη καί θά... κοιμάται !
Β
2ό
δέντρο καί μέ χίλιους κό πους κατορθώνει ν’ άνασηκώση τον απροσμέτρητο όγ κο του, από τό απροσδόκη το πέσιμο. "Έπειτα από α γώνες αρκετής ώρας, κατορ θώνει επιτέλους νά ξαναβγή στην επιφάνεια. Ή προβο σκίδα του στριφογυρίζει καί τό μάτι του άναζητάει τον Χόου-Χό! Χαμένος κόπος. Ό γορίλλας έχει κιόλας έξαφανισθή. Μαζί του έχει χαθή κι’ ο εγκληματικός Ευρωπαίος, ό ταν είδε τις σφαίρες του ν’ αστοχούν.
Τό ακόντιο τρυττάει ττέρα-ττερα τους νάνους, σαν τρία βατρά χια.
ΤΑΡΓΚΑ
Τό μυαλό του 'Τάργκα δουλεύει ακούραστα. Θέλει νά βρή κάποιον τρόπο, για νά παγιδέψη τον Χόου-Χό καί ν’ άπαλλάξη τή ζούγκλα, απ' αυτό^ τό τερατώδες κι’ εφιαλτικό όν. 5Αλλά την ϊδια στιγμή, μιά σπαραχτική κραυγή τον ξεσηκώνει: —· Τάργκα! Τό Ελληνόπουλο πετιεται, σάν νά τό δάγκωσε φί δι. Ή κραυγή εκείνη ήταν τής Μαλόα! Ή Μαλόα κιν δυνεύει ! Χωρίς νά προφέρη λέξη χουφτώνει γοργά τό ακόντιό του, χαϊδεύει μέ τ’ άλλο χέ ρι τή λαβή τού μαχαιριού, πού αναπαύεται στήν πλα τεία ζοονη του ^καί ξεχύνε ται σάν τον τυφώνα, πού τί ποτα δεν μπορεί νά τον συγ κράτηση. —■ Τάργκααα! Ή φοονή τής Μαλόα ξανα κούγεται τρομαγμένη. Τό Ελληνόπουλο διαπερ νάει σάν βέλος τ’ αγριό χορτο: καί φτάνει τή στι γμή, πού τό λιοντάρι, σάν λυσσασμένο πηδάει απάνω στο κορίτσι τής ζούγκλας. "Έχει μιά τρομερή έκψρασι αυτή τή στιγμή τό λιον τάρι. "Ολο τό μΐσος του γιά τον Τάργκα έχει ξεσπάσει σ’ αυτή τήν έπίθεσι εναντίον τής Μαλόα. Νύχια καί δόν τια είναι έτοιμα νά τήν κα τασπαράξουν.
ΤΑΡΓΚΑ
27
Ό Ατσίδας κάθεται σταυροτιόδι ανάμεσα στα ξόανα των θεών καί μέ τό φυσοκάλαμό του
Για πρώτη φορά ή γεν ναία συντρόψισσα του Τάργκα κάνει τή γνωριμία του τρόμου. Ή έπίθεσι του λιονταριού είναι χίλιες φορές πιο τρομε ρή καί πιο επικίνδυνη από την έπίθεσι των άλλων θη ρίων ! Τα δάχτυλα τής Μαλόα παραλύουν, χαλαρώνουν τό σφίξιμο καί τό μαχαίρι της πέφτει στά ξερόχορτα. Τό λαστιχένιο της κορμί κάνει μια γοργή στροφή, δια φεύγει προς τά δεξιά κι5 α μέσως" εκσφενδονίζεται πά νω από ένα πλατύφυλλο φυτό γιά να βρή πρόχειρο οχύρω μα. Εκείνη τή στιγμή άκούγε-
θερίζει τούς
νάνους.
ται ή κραυγή του Τάργκα: — Μαλόα! Μαλόα! Τό κορίτσι τής ζούγκλας άκούε^ι τή φωνή του καί νοιώ θει ^τό συναίσθημα τού μι κρού παιδιού, πού βρίσκεται ξαφνικά στο πλευρό ένός α δάμαστου προστάτη. — Τάργκα, φωνάζει, νά... εκεί... πίσω απ’ τό φυτό πα ραμονεύει^ τό... τό... τό... Ή γλώσσα της μπερδεύε ται, δεν μπορεί νά συνέχιση, άλλά ό Τάργκα δεν έχει α νάγκη, νά τήν άκούση ώς τό τέλος. Το βλέμμα του, διαπερα στικό σάν βλέμμα γερακιού, έχει δή κιόλας τό λεοντάρι. Συσπειρωμένο, μέ τήν κοιλιά του κατεβασμένη ώς τό χώ-<
28
ΤΑΡΓΚΑ
μα καί μέ τό βαρύ κι5 ελα στικό κορμί του νά ταλαν τεύεται ρυθμικά πάνω στα λυ γισμένα πόδια του, ετοιμάζε ται για την τελειωτική έφόρμησι· Ό Τάργκα ανατινάζεται γεμάτος θυμό. Παίρνει φόρα, τρέχει σαν ανεμοστρόβιλος ανάμεσα στά φυτά τής ζούγκλας, στέκεται απότομα καί τό μπράτσο του τινάζεται μ5 εκπληκτική δό να μι μπροστά! Τό βαρύ ακόντιο φεύγον τας απ’ τά δάχτυλά του αφή νει ένα σφύριγμα πένθιμο, πού προμηνά τον θάνατο. Ό αντίπαλος φαίνεται καταδικα σμένος. Αλλά, τήν τελευταία στιγμή, γίνεται κάτι εκπλη κτικό. Τό λιοντάρι άφήνει έ ναν θυμωμένο γρυλλισμό, άνασηκώνεται στά πισινά πό δια καί μέ τά μπροστινά χτυ πάει δυνατά τό ακόντιο, κα θώς περνάει σφυρίζοντας κον τά του! Τό σκληρό ξύλο σπάζει στά δυό. Ή βαρειά μετάλλι νη αιχμή του πέφτει χάμω άχρηστη^. Ό Τάργκα συγκρατεΐ μέ κόπο, μιά βαρειά βρισιά, πού φτάνει ώς τά χείλια του. Τό χέρι του χουφτιάζει γοργά τή λαβή του μαχαι ριού του. Άναμετράει γιά λί γο τήν απόσταση πού τον χω ρίζει από τό θηρίο καί τινά ζεται μ’ ένα αστραπιαίο άλ μα εναντίον του. Αυτό τό πή δημα είναι πρωτοφο;νές. Ό Τάργκα, γιά νά τό πετύχη, επιστρατεύει δλη τή δύναμι των μυώνων του, τή λυγεράδα τού κορμιού καί τήν τέχνη
του. Τό σώμα του σκίζει τον άέρα παράλληλα προς τή γη, σέ ύψος δύο μέτρων, μέ τό κε φάλι μπροστά καί τά μπρά τσα ανοιγμένα, έτοιμα ν’ άγ καλιάσουν καί νά σφίξουν, σάν χαλύβδινες άρπάγες. ’Έτσι πέφτει μπρούμυτα, μ’ όλο του τό βάρος, στο μά κρος τής ραχοκοκκαλιάς. Α μέσως τυλίγει τά χέρια του γύρω στο κορμί τού θηρίου καί τά δένει κάτω απ’ τήν κοιλιά του, σχηματίζοντας έ να σιδερένιο στεφάνι! Τό λεοντάρι καταλαμβάνε ται από μιάν απερίγραπτη οργή. Χτυπιέται κι’ αναπη δάει σάν ένας πελώριος όγ κος από λάστιχο. Οί βρυχη θμοί του αναστατώνουν τή ζούγκλα. Τά νύχια του, πότε σκίζουν τον άέρα καί πότε σκάβουν τό χώμα, γυρεύον τας δαιμονισμένα τον αντίπα λο. Αλλά ό Τάργκα δέν τού δί νει πολύ καιρό. Ανάμεσα στά ^ δάχτυλά του, έτσι καθώς είναι πλε γμένα κάτω απ’ τή κοιλιά τού θηρίου, υπάρχει τό αιχμηρό μαχαίρι του. Ό καρπός τού χεριού του συστρέφεται μέ δύναμι καί τό κοφτερό ατσάλι, χώνεται μα λακά, ώς τή λαβή του, μέσα στήν κοιλιά τού λεονταριοιΰ. Μέ μιάν ασύλληπτη γρηγόοάδα τό Έλ?\ηνόπουλο τραβάει τό μαχαίρι καί σκίζει τις σάρκες τού αντιπάλου του ψηλά, ώς τό λαιμό! "Ενας βραχνός βόγγος αν τηχεί. Τά πόδια τού θηρίου λυγί ζουν καί τό κορμί του, μέ βα-
ΤΑΡΓΚΑ
ρύ γδούπο πέφτει στο χώμα. Ό Τάργκα στέκει δίπλα στον νικημένο αντίπαλό του καί τον κυττάει. Ή ανάσα του είναι καψτή. Του καίει τά ρουθούνια. Κι5 οι_ μυώνες του, έξωγκωμένοι άκόμα,^ σέ^ κατάστασι συναγερμού, δίνουν στο τέλειο κορμί του την όψι κορμού ροζιασμένου έλιόδεντρου, πού δεν μπορεί νά τό συντρίψη ούτε ό κεραυνός. Στη μονομαχία τών δ^υό βα σιλιάδων ό Τάργκα είναι ό νικητής. Σκύβει καί σκουπίζει το ματωμένο μαχαίρι του στά χόρτα. Αυτή ή κίνησι τον ξεγλυτώνει από ένα επικίνδυνο δο λοφονικό χτύπημα. Ό θάνα τος περνάει σφυρίζοντας πί σω άπ^ την πλάτη του! Με ρικά από τά σπιθαμιαία αν θρωπάκια, πού παραμονεύ ουν πίσω απ' τά χόρτα, τού έχουν εξαπολύσει ένα γυρι στό μαχαίρι! Κατάπληκτος ό^ Τάργκα άνασηκώνει τό κεφάλι, γιά νά εξακρίβωση τί συμβαίνει. Την ίδια στιγμή ένα άλλο ανθρωπάκι, ετοιμάζεται νά τού έξακοντίση δεύτερο μα χαίρι ! Αλλά ή Μαλόα άγρυπνάει. 'Αρπάζει τό ακόντιό της καί τό τινάζει με μιά λύσ σα ανέκφραστη. Τό δολοφο νικό ανθρωπάκι καρφώνεται πέρα - πέρα, από τό στομά χι του ως τή ραχοκοκκαλιά. Ρίχνει χάμω τό μαχαίρι του. Τά μάτια του γουρλώνουν καί τά δυο του χέρια χουφτιάζουν τό^ ξύλο τού ακόντιου, πού πάλλεται ακόμα, από τή δύναμι πού καρφώθηκε!
ΕνννννννννΛνννννννγ\νννννννννγ\νννννννννννννννννννν^
?
Τί είναι
ό
Υ Ρ
Ζ Β 2; τό
5 έ-ττό'μενο
τεύχος
του
«Τάργκα» θά μάθετε έτπτέ
£✓
λους τί είναι ό
1ΖΑΝΟΥΡ| /ί\νννννννννννννννννννννν\ννν\Λ\Λνν\\ννν\\\ννν\ν\ννν!
Τήν ίδιο: στιγμή ό Θάνα τος τον τυλίγει στο σκοτάδια του. ΚΕΦ. 7.
"Οίτου ένας σπιθαμιαί ος βασιλιάς παίρνει ακούσια τό επικίνδυνο μπάνιο του!
ά μαύρα μάτια τού Τάρ γκα γεμίζουν από φω τιές Θυμού. Καταλαβαίνει τον μεγάλο κίνδυνο πού διέτρεξε κι5 έ^ορμάει ακράτητος. Μπροστά του τ5 άνθροοπάκια Φεύγουν πανικόβλητα. Είναι όπως ό οΤφουνας, πού συνε παίρνει στήν ορμή του καί σκορπίζει ένα δεμάτι άχυρα! Άλαλάζοντας οί σατανικοί νάνοι, με τά χέρια τους ση κωμένα ψηλά, τρέχουν δαιμο νισμένα. Ό Τάργκα τούς καταδιώκει ώσπου φτάνουν κοντά στά ξόανα τών θεοτήτων τους. Εκεί στέκεται ένας άλλος νά νος, λίγο πιο μεγαλόσωμος άπό τούς άλλους, μ5 ένα ζευ
Τ
30
ΤΑΡΓΚΑ
γάρι μετάλλινα κέρατα στε ρεωμένα στο μέτωπο και μέ πολύχρωμες χάντρες περα σμένες στο λαιμό. Το Ελληνόπουλο καταλα βαίνει πώς αυτός εΐναι ό βα σιλιάς τής μικρόσωμης και μοχθηρής αυτής φυλής. Χωρίς νά χάση καιρό πη-* δάει απάνω του, τον άρπάζει ■ζει μέ τό ένα χέρι από τά με τάλλινα κέρατα καί τον ση κώνει ψηλά, όπως θά σήκω νε ένα μικρό... κατσικάκι! Τρομαγμένοι οί άλλοι νά νοι από τό απίστευτο ρεζιλί κι τοΰ βασιλιά τους, πέφτουν <στά γόνατα, προσκυνούν τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας και μέ την περίεργη διάλεκτό τους, τού γυρεύουν νά τον έ.λευθερώση. Ό Τάργκα καταλαβαίνει τί του λένε. Αλλά κουνάει αρνητικά τό κεφάλι. Προχωρεί μέ βή μα ία μεγάλα, φτάνει κοντά σ’ ένα λάκκο γεμάτο νερό καί, κρατώντας τον περήφανο βα σιλιά άπό τά κέρατα, τον βου τάει λίγο - λίγο μέσα! Στην άρχή βυθίζονται τά ποδαράκια του. "Έπειτα τό νερό ανεβαίνει στά γόνατα, φτάνει στη μέση, ξεπερνάει τό στήθος κι’ αγγίζει τον λαι μό! Ό βασιλιάς σπαρταράει. Οί νάνοι υπήκαοί του ικε τεύουν τον Τάργκα. Βλέπουν πώς αν τό χέρι του χαμηλώση άκόμα μιά πιθαμή, ό βα σιλιάς τους θά πνιγή σάν σκαντζόχοιρος. Τότε τό Ελληνόπουλο μέ μιά σειρά άπό κινήσεις παν τομίμας, τούς ρωτάει:
—’Άν τον άφήσω, θά... τσακιστήτε άπό δω; —Ναι! υπόσχονται όλοι μέ μιά φωνή. —Και δέν θό: ξαναφανήτε; -—Ποτέ! Τό δεξί του χέρι τραβιέται προς τ’ επάνω. Ό βασιλιάς ξεπροβάλλει, απ’ τό νερό μουσκεμένος καί αξιοθρήνητος. Ό Τάργκα τι νάζει τό χέρι τού μπροστά καί τόν πετάέι καμμιά δεκα ριά μέτρα μακριά. Χαμογελώντας βλέπει τά δολοφονικά ανθρωπάκια νά μαζεύουν μέ έντρομες κινή σεις τά ξόανά τους καί ν’ α πό μακρύνωνται τρέχοντας; Σέ λίγο ακούει κοντά του βή ματα βιαστικά. Ή Μαζόα τόν πλησιάζει καί ξεκουρά ζει τό κορμί της άκουμπώντάς το στο μυώδες σώμα του. —Ό Χόου - Χό ξέφυγε πά λι!, του λέει σιγά. Ό Τάργκα την κυττάζει Μιά ρυτίδα συλλογισμού σκά βει τό μέτωπό του. Καταλαβαίνει ότι, όσο ό Χόου - Χό κι’ ό εγκληματίας λευκός κύριός του είναι ζων τανοί, ούτε αυτός, ούτε ή Μαλόα, ούτε ολόκληρη ή ζού γκλα, θά μπορέσουν νά βροΰν μιά στιγμής ήσυχίας. —Υπόσχομαι, λέει μέ τά χείλη σφιγμένα, ότι την έπομένη φορά πο'ύ θά συναντη θώ μαζί του, ό Χόου - Χό θά πληρώση μέ τη ζωή του τά έγκλήματά του! "Οσο γιά τό λευκό κύριό του...
ΤΑΡΓΚλ
Αγριοφωνάρες τόν διακό πτουν ξαφνικά. I υρίζει μέ α πορία καί βλέπει τον Ατσί δα νά φορτώνη πάνω στον Ζοΰμπο δσες ^ καρύδες είχαν άπομείνει γερές άπό^ το πέ σιμο τού ελέφαντα μέσα στο λάκκο, καί νά φωνάζη χειρο νομώντας άγρια καί απειλη τικά: —Έσύ κουβάλα - κουβάλα καρύντες εμένα σπηλιάς έγκώ δκι ντέρνει εσένα, Τζοΰμπο! Έσύ πέσει - πέσει μέσα λάκ κο, έσύ σπάσει -■ σπάσει λυώ σει - λυώσει πολύ καρύντες εμένα, έγκώ μείνει - μείνει νηστικό, έγκώ πετάνέι - πετανει! Λίγος καρύντες μένει τώρα έμένα! Έσύ δκι σπά σει - σπάσει αυτός καρύν τες! Έσύ κουβάλα - κουβά λα καρύντες σπηλιά τώρα! Έσύ δκι κουβάλα, έγκώ φύ
3ί
σα - φύσα κάλαμο πετάνει έσένα! Ξαφνικά, ή προβοσκίδα τού Ζουμπο χαμηλώνει απότομα, άρπάζέι τό\> . παχύ, κωμικό νέγρο από τη μέση καί τον σηκώνει ψηλά, κάνοντας τά χα πώς θά τόν έκσφενδονίση μακριά! Μά, ενώ τά ματάκια του Ατσίδα πάνε νά πεταχτοΰν από τίς κόγχες τους από τόν’ τρόμο, ό Ζοϋμπο γυρίζει την προβοσκίδα του καί... άκουμπάέι άπαλά τόν νέγρο πάνω στην πλάτη του. /Ένα πλατύ χαμόγελο χα ράζεται στο φουσκωτό πρό σωπο τού Ατσίδα. -—Τζοΰμπο φοβάται έμέ να!, μουρμουρίζει. Τζοΰμπο· φοβάται φύσα - φύσα κάλα μο έμένα!
ΤΕΛΟΣ Προοτότϋΐτΰ
1 Ελληνικό
κείμενο
ίπτό
ΦΑΝΟΥ
Απαγορεύεται ή άναδηιμοσίευσι ς, Ά ττοχλειστικότης ? ΛΛ\\\\Λ \\\
ΑΣΤΡΙΤΗ Ύττερανθρώττου.
ννν\ν\ν\ΛΥννννVν\Υ\\ \ΛΛνννΑΊΛ νν\ννννν\Λ\ νΥ\\ΛΑ\\\Υ\ΛΑ\νννν\\ννΛ\Υ\νν\νννννννννν\\Λνα VIVννV,
Ή
εικόνα του κ.
ΑΣΎΡίΤΜ
Ετοιμάζεται ένα καλλιτεχνικό σκίτσο τού αγαπη μένου συγγραφέως τών παιδιών κ. Θάνου Τό σκίτσο αυτό θά διανεμηθή δωρεάν τούς θαυμαστάς τού μάγου τής πέννας μαζί πό τά προσεχή τεύχη τού «Τάργκα» ή τού θρώπου». κυκλοφορεί
Αστρίτη. σ’ όλους με ένα ά«Ύπεραν
Στο τεύχος 70 τού «Ύπερανθρώπου», πού την
έρχομένη Τρίτη, θά μάθετε πότε θά
πάρετε τό προσωπικό αυτό ένθύμιο τού κ. Αστρίτη!
ί
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ — τ@0
ΑΤΣΙΔΑ
,
> νν;Λ \ννΛ \\\\\\\\Λ Λ \νΐ\\\\ν\\\\νΛ \\Λ \\\\ν\\\Λ \ν\\ν\νΐ\\Λ \\\ννν\\\\^Λ \\\1 Λ \\Λ \\\\\νν^\\ννΛ Λ Λ Λ 'νν^ννΐΛ \\\νν\ννννν\\νννννν\\νν\ν\λν* ,ννννννννννν\ννννΛ Λ 'ννννν\ν\ ν\\νν*\ννν\Λ·
---------
ηρός
τ@¥
ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ
Έγκώ περιμένει - Ττεριμένει έσένα, εσύ οκι ερτη. σύ γκράφει έμενα, ερτη - ερτη ζούγκλα ρίξει
μπόμπα κεφάλι Εγκώ -ττεριμένει,
πέσει
μέ
Γιατί; Ε
άεροπλάνος,
ρίξει
-
έμενα! Κοντοστούπος.
Έγκώ
ξέρει
μπόμπα εσένα
Λννν\νννν\ννν\ν\ννν\
Κύριος Κοντοστούπος,
μέσα ποτάμι, μέσα Λ * μ νη, μέσα ντέ,ντρος, σκοτώσει - σκο
τώσει ψάρια πολύ, κόψει - κό ψει φάει, γεμίσει
φρούτος
πολύ,
τούμπανο κοιλιά εμένα, χορτάσει
Έσύ όμως οκι ερτη!
εγώ
φάει
-
εμένα!
Γιατί; Χάλασε αρσπλάνος έσένα; ’Έρ-
τη έρτη γκρήγκορα - γκρήγκορα,
Κοντοστούπος!
Έγκώ περιμένει
έσένα, ρίξει - ρίξει μπόμπα κάτω, μέσα ζούγκλα. Έγκώ περιποιηθη έσενα, ψήσει εσένα, φάει - φάει έσένα ματζί μέ καρπούτζι, πε πόνι και ψάρι !
Έγκώ βάλει
έσένα γύρω-γύρω
μαϊντανός,
πριν
έγκώ φάει - φάει έσένα! Ελα, περιμένει
λοιπόν, ανοιχτό
Κοντοστούπος! στόμα
Ρίξει-ρίξει
μπόμπα!
Έγκώ
έμένα!
Έγκώ
πολύττολύ
Ντόντία
εμένα...
’ντικός
σου
χαϊντεύει
φίλος έσένα
ΑΤΣΙΝΤΑΣ Φύσα-φύαα Κάλαμος
Λνννν\ννννν\νννννννννννννν\ν\Λνννννννννννννννννν\Λ\\ννννννν\\\ννννννν\ννννννννν\\ννν\\ννννννννννννννννννΛΛνϊ
Στο επόμενο τεύχος του «Τάργκα», τό
8ο,
κηρύσσεται
ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΙ ΙΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ 'Ο
Τάργκα,
Ζούγκλας,
τό
Ατρόμητο
αναγκάζεται
νά
Ελληνόπουλο,
επιστράτευση
ό
όλες
τις
Κυρίαρχος
τής
δυνάμεις
του
και όλη, την ταχύτητά του και την πανουργία του για νά έξολοθρεύση τόν
τον
λευκό
«Χόου-—Χό»/ καί
τον
εγκληματικό
τρομερό
έχθρό
τής
ζούγκλας,
καί
Κύριό Του! Ο
Στο ίδιο τεύχος θά μάθετε,
επιτέλους, τί θά είναι
τό τεύ
χος 9 τού «Τάργκα» καί τό τεύχος 72 τού « Υπεράνθρωπου»! Περιμένετε τό
8ο Τεύχος
μέ όγοονία! Ο
Θά μάθετε ποιά μεγάλη εκπληξι σάς επιφυλάσσει τό τεύχος 9 τού «Τάργκα» πού θά σάς προ σφέρη ΚΑΤΙ! Ο Θά μάθετε θρωπου»,
λεπτομέρειες γιά
που αρχίζει
μέ
τή
τό τεύχος
Β' 72!
Περίοδο τού «Υπεράν Νέα
μορφή εξωφύλλου,
νέοι ήρωες, νέες μάχες καί ηρωικά επεισόδια!
ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ Θά σάς γοητεύση καί θά σάς συναρπάοη!
1
Άριθ. 7 — ΔΡΑΧ. 2.000
I
Τά προηγούμενα τεύχη πωλοΰνται στα
' Εβδομ α δ ι αία Βιβλ ί α 'Ηοωϊικών Περιπετειών. Γραψεΐα:
Λέκκα
ιιΟ. Τηλεψ.
Διευθύνσεις:
θε μέρα 9—1 Υι καί 5—7, έκτος τού
23
απογεύματος τής Τετάρτης.
36.373
Οίκον.
Αρχισυντάκτης:
γραφεία μας, πού είναι ανοικτά κά
Δ)τής:
Στέλιος
Γεώργιος
Γεωργιάδης,
Άνεμαδουράς,
στάμενος τυπογραφείου:
Άν.
Λ.
Σφιγγος
Θησέως
Χατζη6ασιλείου/
323.
38. Προϊ
§ 8
■
Αμαζόνων 25. ΐϋΒοΐΒαηαΒ·^
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ϊ ) Ό κυρίαρχος τής Ζούγκλας.
5) Μαλόα, τό Κορίτσι-Τίγρις.
2)
6) τάργκα, ό Λευκός
'Η σπηλιά μέ τά Διαμάντια.
3) Ζούμπο, ό Ιερός Ελέφαντας. ,. 4) Ο Φύλακας των Θησαυρών.
7)
Σίφουνας.
_ Μονομαχία Βασιλέων.
Τό τεύχος 70 τού «Υπεράνθρωπου», πού κυκλοφορεί τήν έρ· χόμενη Τρίτη μέ τον τίτλο:
ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟ εΐνε μια όποθέωσι τού ’Ελ Γκρέκο καί λεύουν
μέ
αλλόκοτους
σουν τον κόσμο! τοστούπη
καί
τής
έξάχειρους
Αστραπής, πού πα
έπιδρομεΐς
γιά
νά
σώ
Στο ίδιο τεύχος, κωμικά έπεισόδια μεταξύ Κον
Έλχίνας
καί
ή
άπάντησι
τού
Κοντοστούπη
στον
Ατσίδα!
ΑΚΑΤΑΜΑΧΗ Μ&ΒΒ··α9*ΒΒ·8ΒΒ·ΒΒΒ·α·ΒΒαχηΒ*ΠΕΙ3α···Β··ΙΙΒ···ΒβΜ9>9»Ββ·!;9*·ΒΒ3ΒΒ·Β··ΒΒΒΒ889ΐαΖΒ·(9·Η{;·ΒΒΠβ·Β···α»ΐΗ··Ε99···ΒαΒς*>
ΔΡΧ. 2,
' ΚΑΙ ΕΓ£ 9Α Γ/Λ/ο ΚΥ ΒΕΡΝΗΤΗΣ \1ΗΣ ΓΗΣ
ΗΣ ΤΟΥΣ ΒΑΛΟΥΜΕ ΣΕ Μ/Η Μι ΑΔΕΙΑ βΟΜΑΘ ! θβ ΤΟΥΣ Γ\Ρ/ΕΟ?Μ£ ΣΤΟ ΗΒΡο'
<\ΤΐΕτη το*
Η βΟ/ΗΜ βθΥ/)ΙΗ2ΕΙ ΠΕ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΕΤΡ ΤΗΣ ί
Γ ΥΠΕΡΗΝθ ροπο /
ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ π/β!
ΜΗ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ
ΣΤΙΓΜΗ, 01 ΥΠΕΡΑΝ ΘΡΩΠΟΙ ε/ιευθεΡ9ΝΟΝΤ41 !__
εΜΠΡοχίηβΐΔ}Η[ η&€ηει
Νβ ΣΩΣΟΥΜΕ ^ ΤΗ γη! ^
Ο X ΤΟΠΟΣ { = ΕΚ!ΝΗΣΕ ΠΗ )' η ΤΗ ΓΗ ! ^
7
ΣΥΝΕΧΙ2ΕΤΜ
|?ξ/ΐΤϊΓ
Τνΐίέκ 7/
|||
■
Α/ΤΟΤΕΛΕΙΕ
ΗΡ9ΪΚΕΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΓ
τι
ΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ Ο ΤΑΡΓΚΑ, ΤΟ ΑΤΡΟ ΜΗΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ, ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΜΕ ΑΥ ΤΟΘΥΣΙΑ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΤΟΝ ΧΟΟΥ —ΧΟ, ΤΟΝ ΤΡΟΜΕΡΟ ΤΡΙΧΩΤΟ ΓΙΓΑΝΤΑ, ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙ ΚΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ! πάβηπαΗ ΚΕΦ.
I. "Οττου- 6 Θάνατος προ χωρεί μέσα στ^ νύχτα, άναζητώντας τον Τάρ-
Υκα! έσα στο βαθύ σκοτάδι τής ζούγκλας, ένα πελώ ριο, δασύτριχο και άποκρουστικό "Ον προχωρεί μέ ανοι χτά βήματα. Καθώς περπα τάει, τό γιγαντιαΐο κορμί του γέρνει πότε δεξιά καί πότε αριστερά. "Ενα σιγανό, αλ λά αδιάκοπο γρύλλισμα ξε φεύγει άπό τό λαρύγγι του καί τά πελώρια μπράτσα του στέκονται ανοιχτά, έτοι μα γιά μάχη! "Ενας άντρας λευκός έρχε ται πίσω απ’ αυτό τό εφιαλ τικό "Ον„ Φοράει μιά κάσκα στο κεφάλι καί κρατάει ένα αυτόματο στά χέρια. Κάθε τόσο ό λευκός σιμώ νει τον δασύτριχο γίγαντα καί τού λέει βραχνά, μασσώντας τίς λέξεις στά δόντια του μέ μίσος: — Τάργκα... Τάογκα... Τάργκα... Ό Χόου—Χό θά στραγγαλίση απόψε τον Τάρ γκα... Κάθε φορά που ακούει τ’
Μ
Ανάμεσα στην Μαλόα και στον Τάργκα, το άττστοότταιο κτήνος, ό Χόοο—Χό, μαίνεται γρυλλίζοντας άτταίσια και κραδαίνοντας το ρόπαλό του!
4
ΤΑΡΓΚΑ
όνομα του ατρόμητου Ελλη νόπουλου, τό πελώριο τέρας μορφάζει άπαίσια καί τρίζει τά δόντια του. ΚΓ ό ΰπουλος Ευρωπαίος συνεχίζει: — Μαλόα... Μαλόα... Μα λόα... Ή Μαλόα θά έρθη μαζ[ μας, ή Μαλόα θά γίνη δι κή μας! Στο άκουσμα του ονόμα τος τής Μαλόα, ό υπερφυσι κός γορίλλας παύει να γρυλλίζη απειλητικά. "Ενα ρόγχασμα εύχαριστήσεως ξεχύνε ται από τό χαώδες στόμα του. "Επειτα σωπαίνει ό λευ κός άνθρωπος και προχωρούν κΓ οι δυο μαζί, σιωπηλοί. Ό εγκληματικός Ευρωπαί ος είναι σίγουρος, ότι τούτη τη φορά θά λύση τελειωτικά τις διαφορές του μέ τον Τάργκα. Ή αυγή δεν πρόκειται νά βρή ζωντανό τό Ελληνόπου λο! λ Οί γιγαντιαΐοι ιθαγενείς τής φυλής των Ραμά έχουν άποκαλύψει στον Ευρωπαίο, που ακριβώς βρίσκεται ή σπη λιά τού Τάργκα. Αυτοί μι σούν τό άτρόμητο Ελληνό πουλο και επιθυμούν την έξόντωσί του, γιατί, πριν έμφανιστή ό Τάργκα, ή φυλή τών γιγαντιαίων Ραμά κυ ριαρχούσε στή ζούγκλα. "Ο λοι οι άλλοι ιθαγενείς ήταν υ ποτελείς τους. Κάθε γίγαν τας Ραμά είχε είκοσι σκλά βους από άλλες φυλές, πού δούλευαν από τό πρωΐ ως τό βράδυ, γιά νά μή λείψη τί ποτα στον αφέντη. "Οταν φά νηκε στή ζούγκλα ό Τάργκα,
μέ τούς χαλύβδινους μυώνες καί τήν αδάμαστη ψυχή, οί αδύνατες φυλές βρήκαν έναν ανίκητο προστάτη. Οί γιγαντιαΐοι Ραμά έξωργίστηκαν, άλλά^δέν έτόλμησαν νά χτυ πηθούν μέ τό Ελληνόπουλο. Γεμάτοι μίσος άποσύρθηκαν στις νότιες περιοχές τής ζούγ κλας, περί μένοντας πάντα τήν ευκαιρία νά εκδικηθούν.^ Τώρα, στο πρόσωπο τού εγκληματία Ευρωπαίου,^ βρί σκουν τον άνθρωπο, πού γύ ρευαν. Ό λευκός κακούργος καί ό αρχηγός τής φυλής τών Ρα μά κάνουν μιάν ανομολόγητη συμφωνία: οι γίγαντες Ραμά θά τον βοηθήσουν νά μαζέψη όσο κίτρινο μέταλλο θέλε η από τον χρυσοφόρο ποταμό τής γής τών λΊπαλού. Ακό μα θά τού προμηθέψουν μεγά λες ποσότητες από τά τρυφε ρά βλαστάρια ενός παράξε νου φυτού, πού φαίνεται πώς ενδιαφέρει τον Ευρωπαίο, ό σο καί τό χρυσάφι. "Επειτα θ' άναλάβουν νά τά συσκευά σουν όλ3 αυτά μέσα στις πε λώριες κάσσες, πού έχει φέ ρει μαζί του ό λευκός άνθρω πος, θά τά φορτώσουν στά πρωτόγονα πλοιάριά τους καί θά τά κατεβάσουν στο ρεύμα τού ποταμού, ως τή θάλασσα. Αυτά όλα είναι δουλειά τών Ραιαά, αν ό Ευρωπαίος, πριν φύγη, μπορέση νά έξοντώση τον Τάργκα! Ή συμφωνία \γίνεται δε κτή πρόθυμα κΓ άπ3 τά δυο .μέρη. 3 Εξ άλλου, ο ^Ευρωπαίος έ χει καί παλιούς λογάρι α-
-ψΑΡΓΚΑ σμούς μέ τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας. Θέλει νά τον ξεπαστρέψη, αλλά ξέρει από πεί ρα, πώς ό Τάργκα είναι α νίκητος, πώς γλυστράει σαν τό χέλι μέσα άπ3 τά νύχια τού Χάρου κι3 έπειτα χτυ πάει σαν κεραυνός! Γι3 αυτό καταστρώνει ένα καταχθόνιο σχέδιο. Θά τον χτυπήση τον Τάργκα, αλλά δχι παλληκαρίσια, κατάφατσα, μέσα στο φως τής ημέρας! "Οχι! Θά π ερω μένη νά νυχτώση, νά περά σουν τά μεσάνυχτα, καί τότε θά όδηγήση τον τεράστιο γο ρίλλα Χόου—Χό, ώς τη σπη λιά τού Ελληνόπουλου, πού θά κοιμάται ανυποψίαστος. Τό υπερφυσικό τέρας θά χυ6ή μέσα καί, μέ τά χοντρά μαλλιαρά δάχτυλά του, πού σπάζουν τον κορμό ενός δέν τρου σάν καλάμι, θά τον στραγγαλίση! Μέσα στον ύπνο του ό Τάρ γκα δεν θά προλάβη ν3 άμυνθή. Ή πανουργία του, ή εξυ πνάδα, ή σβελτάδα τού κορ μιού του καί τό καταπληκτι κό του θάρρος, δεν θά προ λάβουν νά τον βοηθήσουν σέ τίποτα! Τη στιγμή ακριβώς πού θά ξυπνάη, ή σπονδυλική του στήλη, λίγο πιο κάτω από τη βάσι τού κρανίου, θά τσα κίζεται στά δυο, άπ3 την α καταμάχητη δύναμι τού υ περφυσικού γορίλλα! "Επειτα τό τέρας θ3 άρπάξη, κάτω άπ3 τις δυο του μα σχάλες τή Μαλόα καί τον Ατσίδα καί θά τούς φέρη αι χμάλωτους στον λευκό κύριό
5
του, πού τον υπακούει τυφλά, Καθώς περπατάει μέσα στο σκοτάδι ό εγκληματικός Ευρωπαίος, κάνει αυτούς τούς συλλογισμούς καί χαμο γελάει απαίσια. Ή Μαλόα, τό γοητευτικό κορίτσι τής ζούγκλας, θά γίνη, θέλοντας καί μή, ή συντρόφισσά του. Κανείς, σ3 όλο τον κόσμο, δεν θά έχη τόσο όμορφη γυναίκα! 'Όσο γιά τον 3Ατσίδα, τον ενοχλητικό νέγρο μέ την τε ράστια κοιλιά καί τις μαύ ρες πλαδαρές σάρκες... κάτι θά γίνη! Οι κροκόδειλοι δέν είναι καί πολύ δύσκολοι στην τροφή τους. Τρώνε μ3 ευχαρίστησι δ,τι κι3 άν τούς ρίξης —· ακόμα καί νέγρους μέ πλαδαρές σάρκες! Ό λευκός κακούργος προ χωρεί βιαστικά καί τό απαί σιο χαμόγελο ζωγραφίζεται στά χείλια του, ολοένα καί πιο έντονο. 3Από καιρό σέ καιρό δέν παύει νά έξαγριώνη τον γο ρίλλα προφέροντας τ3 όνομα Τ άργκα. Καί τό τέρας, μέ την ανε πτυγμένη νοημοσύνη του, τά καταλαβαίνει δλα καί σπεύ δει άσθμαίνοντας νά συντρίψη τον εχθρό του! Αίγα βήματα ακόμα κι1 ό Ευρωπαίος σταματάει. Τό δεξί του χέρι αγγίζει τον γορίλλα, σημάδι πώς πρέπει κι3 εκείνος νά σταθή. Πίσω άπ3 τά χαμόκλαδα, μέσα στη νύχτα, έχει φανή μαύρη καί σκοτεινή, σάν ορ θάνοιχτο στόμα τής Γής, ή είσοδος τής σπηλιάς.
&
ίΑΡΓΚΑ
Έκεΐ - μέσα κοιμάται ανύ ποπτος ό Τάργκα! Ό Ευρωπαίος μέ μια κίνησι δλο μίσος, δείχνει τή σπη λιά στον γορίλλα. —· Ό Τάργκα!, του λέει επιτακτικά. Πήγαινε νά τον πνίξης! Τό τέρας κάνει μια γκριμάτσα τόσο φριχτή, ώστε άν την έβλεπε^ κάποιος τυχαία, θά μπορούσε νά πεθάνη άπό τον τρόμο του. 1 Απλώνει τά πόδια του και προχωρεί. ^ Κάθε του βήμα ξεπερνάει τά τρία μέτρα καί ό πελώριος κορμός του κουνιέται, σάν με γάλο δέντρο, που τό συνταράσσει ή θύελλα. .
Χωμένος στά χαμόκλαδα, μέ τό δάχτυλο στη σκανδά λη του αύτόματου, ό λευκός εγκληματίας, τον παρακο λουθεί. Τώρα τό χαμόγελό του έ χει γίνει πλατύ σαρκαστικό γέλιο. Τίποτα δεν μπορεί νά γλυτώση τον Τάργκα^ απ’ αύτόν τον απαίσιο δασύτριχο Χά ρο, πού εισδύει στο σπή λαιο. "Αλλη έξοδος δεν υπάρ χει. Σέ λίγο θ’ ακουστή ένας ξερός άνατριχιαστικός κρό τος, κάτι σάν κόκκαλα πού σπάζουν. Καί ό Τάργκα δεν θά ύπάρχη πιά... ΚΕΦ. 2. "Οίτου ό Ατσίδας ζη λεύει ένα... νεογέννητο ζαρκάδι κι5 ^ ένας σφε τεριστής ιτάει νά τοΟ φάη τό ττροϊόν των κο ιτών του!
Η
Τά ττόδια^ του Τάργκα χτύ-ττησαν
δυνατά τον υπερφυσικό γορίλλα.
νύχτα τούτη
γηρή;
εΐναι πνι
4
"Ολη την ήμερα ό δυνατός ήλιος έψλόγισε τή ζούγκλα κι’ έκανε τά ποτάμια καί τις λίμνες νά σιγοβράζουν καί νά έξατμίζωνται. Προς τό βράδυ, όμως, μαζεύτηκαν σύννεφα πολλά καί σκέπασαν τ’ απέ ραντα δάση,, σάν ένα πελώ ριο καπάκι. "Ετσι οί εξατμί σεις έμειναν κλεισμένες ανά μεσα στην πυκνή βλάστησι καί κάνουν δύσκολη την α ναπνοή των ανθρώπων καί των άγριμιών. Απόψε ό Ατσίδας δεν μπο ρεΐ νά κοιμηθή στη σπηλιά. Σηκώνεται καί κάνει μιά... σοβαρή δήλωσι στον Τάρ γκα:
?ΑΡΓΚΑ
1
Μ
Ή ττροβοσκίδα τού Ζουμ-ττο τι να χτηικε μέ διάνα, μι καί το κορμί τού Τάργκα, διαγράφοντας ενα τόξο, εττεσε στην άν'τπτερά όχθη..
—Άτσίντα απόψε αλλά ξει... ξενοντοχεΐος! Έγκώ πάει έμενα, κοιμητή εμένα άλλος μέρος! Και, πραγματικά, φεύγει για νά κοιμηθή μακρυά άπ τή σπηλιά και, εντελώς... τυ χαία, διαλέγει μιά περιοχή, στην όποια φυτρώνουν άφθο · νες άγριοκαρπουζιές. Ό Α τσίδας θέλει νά ξεκαθαρίση λίγο τον τόπο για νά φτιάξη χώρο νά ξαπλωθή. Τον έμπο δίζουν σ’ αυτό καμμιά... πενηνταριά καρπούζια. Ό α στείος νέγρος τούς ζητάει συγγνώμην γιά την ενόχληση τά... καταβροχθίζει μέ πελώ ριες δαγκωματιές κι5 ύστερα ξαπλώνεται. Περνάνε λίγες ώρες...
Μέσα στη ζούγκλα
άκού-
γεται ή άτέλειωτη ηχώ, άπ’ τις κραυγές τών ζώων και τούς γρυλλισμούς τών θηρί ων, που έχουν αφήσει τις φω λιές τους κι" αναζητούν την τροφή τους. Αντηχούν από μακρυά βρυ χηθμοι τίγρεων, μουγκρητά άγριοβουβάλων καί ψεύτικα κλάματα κροκοδείλου, — αλ λά όλ’ αυτά τά σκεπάζει έ νας θόρυβος δυνατός, σάν νά βγαίνη από πελώριο καζάνι, στο όποΐο κοχλάζει άκατάπαυστα νερό, άΐναι τό... ρο χαλητό τού Ατσίδα! -απλωμένος ανάσκελα, ό αστείος νέγρος, κοιμάται μα καρίως, μέ τή χοντρή κοιλιά του παραφουσκωμένη από τούς χυμούς αμέτρητων καρ
πούς ιών. Δίπλα του βρίσκε
δ
ΤΑΡΓΚΑ
ται σωρός ολόκληρος οπτό... καρπουζόφλουδες, άπομεινάρια από την... έκκαθάρισι τής περιοχής. Τίποτα δεν ταράζει τον ύ πνο του. Τ5 αυτί του, συνηθισμένο από τίς φωνές τής ζούγκλας, δεν ξαφνιάζεται, παρά μόνο τη στιγμή, πού άκούγεται πο λύ κοντά, ένας πολύ απαλός, αλλά διαφορετικός από τούς άλλους, θόρυβος. Είναι κάτι, σάν τό θόρυβο πού θά έκαναν αμέτρητα πετραδάκια, αν έ πεφταν, τό ένα μετά τό άλλο, μέσα στο νερό. Αυτός ό θάρυβος είναι αρ κετός, γιά νά ξυπνήση τον Ατσίδα. Δεν ανοίγει καί τά δυό του μάτια, γιατί φοβάται μήπως τον... δή κανένας εχθρός! Α νοίγει, λοιπόν, πρώτα τό έ να, τό στριφογυρίζει μέσα στην κόγχη του, στήνει αυ τί, ακούει πιο καθαρά τώρα αυτό τό ατέλειωτο κι5 ανάλα φρο «πλίτς... πλίτς...» καί, τέλος, αποφασίζει ν5 άνοιξη καί τ’ άλλο του μάτι. Ακίνητος στη θέσι του κυττάζει γύρω του. "Έπειτα απλώνει τις χειλάρες, συλ λαμβάνει τον χαλκά πού κρέ μεται από τή μύτη του κι5 αρχίζει νά τον γλείφη νευρι κά. Τό θέαμα πού άντικρύζει, τον κάνει νά ζηλεύη. Αίγα μέτρα παρακάτω, κοντά σ’ ένα φουντωτό δεντράκι, στέκεται ακίνητο ένα μεγάλο θηλυκό ζαρκάδι. Κάτω απ’ τά μακρυά πό δια αυτού τού ζαρκαδιού, υ πάρχει ένα άλλο, μικρό ζαρ-
καδάκι, σχεδόν νεογέννητο, πού έχει σηκώσει τό μουσού δι του καταπάνω καί βυζαί νει λαίμαργα, τό γάλα τής μάνας του! Τό στόμα τού Ατσίδα γε μίζει... σάλιο. Πλαταγίζει τή γλώσσα στον ούρανίσκο του, καταπί νει μιά, καταπίνει δυό, προσ παθεί νά ξανακοιμηθή, αλλά είναι αδύνατο νά τον πιάση ό ύπνος! —Γκάλα !, ψιθυρίζει μέ α νέκφραστη γλι^κύτητα. Μεγκάλο ζαρκάντις ντώνει μικρό ζαρκάντις γκάλα, μικρό ζαρκάντις πιή γκάλα, έγκώ δκι ντώσει εμένα, πιή γκάλα ε μένα ! Στέκεται λίγες στιγμές καί παρακολουθεί μέ απέραντη... ζήλεια τό μικρό ζαρκάδι, πού κατεβάζει μέ ήχηρές γουλιές τό παχύ γάλα τής μάνας του. Έπειτα... θυμώνει. Σηκώνεται σιγά - σιγά, παίρνει μερικές άπ" τις καρ πουζόφλουδες, πού βρίσκον ται πλάϊ του, προχωρεί μπου σουλώντας αθόρυβα, κρύβε ται πιστό από τό φουντωτό δεντράκι καί, ξαφνικά, μέ μιάν απότομη κίνησι, άρπάζει τό θηλυκό ζαρκάδι άπό... τ’ αυτιά! Τό ζώο ξαφνιάζεται κι5 α φήνει ένα τρομαγμένο βέλασμα. Χτυπάει τό χώμα μέ τά μακρυά καί λεπτά, σάν κα λάμια, πόδια του, έπειτα κά νει μερικά απότομα τινάγματα τού κεφαλιού καί προσπα θεί νά ξεφύγη άπό τον άπροσδόκητο εχθρό. Χαμένος κό~
ΤΑΡΓΚΑ γ'
ι ·ί -<■-··
'
'
'
9
1 111
ττος; Τά δάχτυλα του Ατσί δα έχουν κλείσει δυνατά σαν τανάλιες και κρατούν αιχμά λωτο τό αυτί του ζαρκαδιού. Τό άλλο του χέρι σπρώχνει βάναυσα τό νεογέννητο ζαρκαδάκι καί βάζει στη θέσι του μιά μεγάλη γουβωτή καρπουζόφλουδα, πού μοιάζει σάν τεράστιο ο'φαιρικό ποτή ρι. Κι3 έπειτα, μέ καταπλη κτική έπιτηδειόττγτα^ αρχί ζει... ν5 άρμέγη τό ζωο! Τό γάλα, σάν λεπτός λευ κός πίδακας εξακοντίζεται μ3 ένα σφύριγμα από τον μα στό καί γεμίζει λίγο - λίγο την καρπουζόφλουδα. Πιο πέρα τό μικρό ζαρκαδάκι βελάζει μέ παράπονο, γιατί του διέκοψαν έτσι ξα φνικά τό γεύμα. Ό "Ατσίδας, χωρίς νά διακόψη τό άρμεγμα, προσπα θεί νά τό παρηγόρηση, άραδιάζοντάς του διάφορες... ψευ τιές: ' — 3Εσύ αφήσει εμένα, πά ρει εμένα μητέρα ντικός σου γκάλα! "Έπειτα έρτει μητέ ρα... ντικός μου, πάρει έγκώ γκάλα... μητέρα ντικός μου, ντώσει έγκώ γκάλα... εσένα, πιή εσένα, χορτάσει εσένα! Σε λίγο ή καρπουζόφλουδα γεμίζει άπό τό παχύ, Ξαφρι σμένο γάλα. Ό "Ατσίδας στέκει μιά στιγμή σκεπτικός. "Έπειτα χαμογελάει πονηρά. 'Απλώνει τό χέρι, κόβει ένα, κομμά τι άπό τό λυγερό κορμό ενός αναρριχητικού, πού φυτρώ νει έκεΐ - κοντά, καί χρησιμο ποιώντας το γιά σκοινί, δένει τό θηλυκό ζαρκάδι, απάνω στο φουντωτό δεντράκι.
Έπειτα τού λέει μέ γλυ κέ ιά φωνή: — Έσύ περιμένει εμένα. "Εγκώ πάει εμένα στο σπη λιά, έγκώ αφήσει γκάλα στο σπηλιά, κύριος Μαλόα πιή πρωΐ-πρωΐ γκάλα! "Έπειτα έγκώ φέρει έμένα έντώ, στίψει- στίψει γκάλα, ντώσει έ μένα, πιή έμένα! Παίρνει τήν γεμάτη ^ καρ πουζόφλουδα καί, κρατώντάς την προσεχτικά, γιά νά μη χυθή τό πολύτιμο υγρό, τρέ χει όσο μπορεί πιο γρήγορα στή σπηλιά. Μέσα κοιμάται ό Τάργκα, τό άτρόμητο Ελ ληνόπουλο, καί ή Μαλόα, ή όμορφη καί γενναία συντρόφισσά του. Ό "Ατσίδας αφήνει έκεΐ τό γάλα, φορτώνεται μέ καμιά.... δεκαριά άδειες καρύδες καί ξανατρέχει στο ζαρκάδι, νά τίς_. γέμιση όλες! I ιά λίγες στιγμές μένουν όλα ήσυχα μπροστά στή σπη λιά του Τάργκα. "Έπειτα γί νεται κάτι παράξενο. "Ενα άνατριχιαστικό σφύριγμα άκούγεται καί ό πελώριος κορ μός ενός φιδιού ξετυλίγεται σιγά - σιγά άπό τό κοντινό δέντρο. ^ Είναι μιά τεράστια άνακόντα, πού κοντά της κι" ένας βόας θά φαινόταν σά νάνος! -ετυλίγει όκνά τις φοβε ρές «κουλούρες» της. Τό α ποτρόπαιο τριγωνικό κεφάλι της χαμηλώνει... χαμηλώνει, φτάνει στή γή κι’ άμέσοος αρ χίζει νά σούρνεται γοργά στο χώμα. Πίσω ακολουθεί τό μυώ δες κορμί της στρογγυλό καί χοντρό, σάν τον κορμό ενός μεγάλου δέντρου!
ΤΑΡΓΚΑ % -------------- η κι έχει ξεχωρίσει κιόλας δυο Τό φοβερό ερπετό προχω ρεί με γρηγοράδα. ανάλαφρες αναπνοές άνθρώΊΓων, πού κοιμούνται ξέγνοια "Εχει μυριστή την αγαπη μένη του τροφή, τό γάλα, καί στα στο βάθος τής σπηλιάς. Τώρα οί μορφασμοί του τρέχει νά τό ρουφήξη! ανθρωποειδούς τέρατος γίνον ΚΕΦ. 3. "Οττου δυο εφιαλτικά ιαι ακόμα πιο φρικαλέοι. τ έρατ α ^ σ-υγκρ ούν ο τα ι Τά χοντρά δάχτυλά του εΐκι’ ό Τάργκα: κάνει φΐλΥ κουβέντα μέ τον ' ναι συνεσπασμένα, έτοιμα ν5 Θάνατο! όβράξουν καί νά στραγγαλί σουν ! γιγαντιαΐος κι5 υπερφυ ΪΙροχοχοεΐ μέ πολλή προσο σικός γορίλλας κάνει τώ χή· ρα τά πρωία βήματά του μέ £ Απλώνει τό τριχωτό πόδι, σα στη σπηλιά του Τάργκα. κάνει ένα βήμα, έπειτα άπλώ Τό σκοτάδι εκεί - μέσα εί νει τό άλλο, κάνει δεύτερο ναι πιο πηχτό καί τό τέρας βήμα κι' αμέσως... άναπηπροχωρεί σκυφτό, χωρίς νά δάει! βλέπη τίποτα. "Ενα θυμωμένο καί δυνα Ωστόσο τό αυτί του είνα1 τό σφύριγμα άκούγεται. έφωδιασμένο μέ όξύτατη ακοή Ό τερατώδης γορίλλας ά τι αντάει μ5 ένα λυσσασμένο Χαρυγγισμό! Τό τεράστιο πέλμα τού πο διού του έχει πατήσει σέ μιά στρογγυλή, μυώδη, κρουστή καί γλυστερή μάζα, σάν πλο κάμι πελώριου χταποδιού! Γρυλλίζοντας πάντα ό Χόου-Χό κάνει ένα βήμα πίσω. Μέσα στο σκοτάδι δέν ξε χωρίζει τον αντίπαλο. "Από τό σφύριγμα πού α κούει, καταλαβαίνει πώς έπάτηο'ε κάποιο τεράστιο φίδι. 1 ό μάτι του ψάχνει ανήσυχα καί τ5 αυτί του προσπαθεί νά συλλάβη τον ήχο, άπό τό σούρσιμο τού τρομερού ερπε τού. 5 Αλλά ή πελώρια άνακόντα μαίνεται. Τη ^στιγμή άκριβώς πού ρουφούσε άπληστα τό γάλα τού Ατσίδα, ό γορίλλας την Ό Τάργκα: έφερε το χέρι του πάτηοε καταμεσής στο πανί ρτο σημείο της ττηγής Καί γο νάτισε. σχυρο κορμί της. Τό πάτη 10
5
Ο
ΤΑΡΓΚΑ μα είναι οδυνηρό. Τό όπτοκρουστικό κεφάλι της στρέ φεται αμέσως προς τον α προσδόκητο εχθρό καί τά δι κά της μάτια, πού μπορούν νά βλέπουν μέο*α στο σκοτά δι, ξεχωρίζουν αμέσως τον α πίθανο γορίλλα! "Ενα καινούργιο άνατριχια στικό σφύριγμα ξυπνάει την ηχώ τής σπηλιάς. Ή άνακόντα, όταν επιτίθεται, έχει την ταχύτητα τής αστραπής! Τό τριγωνικό κεφάλι της τινάζεται σάν βέλος ψηλά καί συστρέφεται σάν τον ανεμο στρόβιλο γύρω - γύρω στο πανύψηλο κορμί του γορίλ λα, παρασύροντας σ' αυτές τις στροφές, ολόκληρο τό α τέλειωτο κορμί της! Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο ό Χόου—Χό βρίσκεται τυλι γμένος άπ5 την κορυφή ως τά νύχια, στις «κουλούρες» τού παντοδύναμου κορμιού τής άνακόντα! Τό άποκρουστικό κεφάλι της, ελεύθερο στον αέρα καί σφυρίζοντας πάντα απειλητικά, διαγράφει τόξα καί αίωρεΐται πέρα δώθε, μπροστά στο απαίσιο μούτρο τού γορίλλα. Άναζητάει τό πιο ευαίσθητο σημείο του, για νά μπήξη τά δηλη τηριώδη δόντια της! Ό Χόου—Χό αφήνει ένα ουρλιαχτό πόνου, πού αντηχεί σάν κεραυνός, μέσα στον κλει στο χώρο τής σπηλιάς! Τά κόκκαλα τού γιγάντιου κορμιού του τρίζουν κιόλας, κάτω άπ5 τη συντριπτική σύσφιξι τού μυούδους σώματος τής άνακόντα. Ό θώρακάς του, συμπιεγμένος αβάστα χτα, δεν μπορεί ν5 άκολουθή-
Η
'Ο Τάρχκα τον αρπαιξε άιτ’ τό ττοδι καί τον στριφργρισε στον αέρα...
ση τις κινήσεις τής αναπνοής κύ ή ασφυξία τον βασανίζει απελπιστικά. Τά μάτια του θολώνουν καί κοκκινίζουν, σά ννό χύθηκε μέσα τους αίμα! "Ενα βραχνό μουγκρητό ξε χύνεται από τό στόμα του. Ή ζωή του μετριέται σέ στι γμές! Ή άνακόντα τό κατα λαβαίνει κι5 επιστρατεύει στις «κουλούρες» όλη τή δύνσμι τού πανίσχυρου κορμιού της. Τό κεφάλι της μένει γιά μιά στιγμή ακίνητο κι3 έπει τα, μέ τά σαγόνια ορθάνοι χτα πέφτει σάν σφυρί. Τά δόντια της είναι έτοιμα νά χύοΌυν τό φοβερό τους δηλη
12
ΤΑΡΓΚΑ
τήριο, στην πληγή πού θ’ α νοίξουν] Αλλά ό τερατώδης γορίλλας δεν είπε ακόμα την τε λευταία του λέξι! Μέσα στο πανύψηλο, χον τροκομμένο κορμί του υπάρ χουν ανεξάντλητα αποθέμα τα δυνάμεων, πού ακόμα δεν πρόλαβαν νά χρησιμοποιη θούν! Τό δεξί του χέρι, σαν έμ βολο πελώριας μηχανής, τι νάζεται μπροστά στο πρόσοοπό του και τά μαλλιαρά του δάχτυλα γαντζώνουν, σάν χα λύβδινες άρπάγες, την κρου στή σάρκα τής άνακόντα στον λαιμό, λίγο πιο κάτω άπ’ τό τριγωνικό κι’ άποκρουστικό της κεφάλι! Τό τρομερό ερπετό σφυρί ζει πάλι μέ θυμό. Τά δόντια της δεν πρό?\αβαν νά καρφωθούν καί νά χύ σουν τό δηλητήριό τους καί τό κεφάλι της άδικα προσπα θεί νά ξεφύγη από τήν άρπάγη τού Χόου—Χό ! Τώρα ή άνακόντα αρχίζει κι5 αύτή, μέ τή σειρά της, νά υποφέρη από ασφυξία. Ή α πίστευτη δύναμη πού συμ πίεζε ώς τώρα τις «κουλού ρες» της, χαλαρώνεται κά πως. Καί ό υπερφυσικός γορίλλας δεν χάνει τήν ευκαι ρία. Εκτείνει γοργά καί τ’ άλλο του χέρι κι’ αρπάζει τήν άνακόντα λίγο πιο κάτω άπ5 τό σημείο, πού τήν κρατάει με το οεςι. Καί, τότε, ό Χόου-Χό, τό υπερφυσικό δημιούργημα των πειραμάτων ενός μεγάλου έπιστήμονος, βάζει στά μπρά τσα του όλη τήν απίθανη δύ\
\
Ο
Ο'
ναμι πού διαθέτει καί στρί βει τις χούφτες του, μέ κατεύθυνσι τής μιας αντίθετη προς τήν άλλη, όπως ακρι βώς κάνει ή νοικοκυρά, όταν θέλη νά στίφη ένα πλυμμένο άσπρόρρουχο! Αυτό πού επιχειρεί ό τε ρατώδης γορίλλας, είναι κάτι εντελώς άσύλληπτο καί αδύ νατο, γιά τις δυνάμεις όποιουδήποτε άλλου θηρίου. Αλ λά τά μπράτσα τού Χόου— Χό συνεχίζουν τή συστροφή τους σταθερά, σά νά παίρ νουν ώθησι από κάποιο ισχυ ρότατο μοτέρ! Τό μυώδες σώμα τής άνακόντα υποκύ πτει, συστρέφεται καί στο τέ λος, κόβεται μαλακά - μαλα κά, σά νά ήταν από... μαστί χα! Στο ένα χέρι τού γορίλλα μένει τό κεφάλι τής άνακόν τα. Στο άλλο τό άποκεψαλισμένο κορμί της. Κι’ άπ’ τά δυο τό αίμα τρέχει ποτάμι. Οί «κουλούρες» πού έσφιγγαν θανατηφόρα τον γορίλλα, πα ραλύουν μέ μιας καί πέφτουν χάμω άψυχες, σάν τις κου λούρες ενός άπίθανα χοντρού σκοινιού! Ό Χόου—Χό πετάει χάμω τ’ άπομεινάρια τού τρομερού άντιπάλου του καί τά δυό του χέρια χτυπούν τό πλατύ στήθος του, σέ θριαμβευτική τυμπανοκρουσία. λ "Έπειτα, θυμάται ξαφνικά τον σκοπό πού τον έφερε ώς εδω. Θέλει νά συνέχιση τό δρό μο του, προς τό βάθος τής σπηλιάς, άλλά τήν ίδια στι γμή, περισσότερο μέ τό αυ τί καί λιγώτερο μέ τό μάτι,
ΤΑΡΓΚΑ καταλαβαίνει πώς δυο άνθρω ποι γλυστρούν γοργά προς την έξοδο τής σπηλιάς. Ό Χόου—Χό έχει αρκετή νοημοσύνη. Ή εξυπνάδα του είναι διπλάσια άπ3 την εξυ πνάδα ενός κοινού γορίλλα. Καταλαβαίνει αμέσως πώς ό Τάργκα, μαζί με τη Μαλόα, ξέψυγαν κάτω άπ5 τά νύχια του. Γιά μια στιγμή ό γορίλλας μένει αναποφάσιστος. "Έπειτα μ5 έναν ώργισμένο λαρυγγισμό χύνεται προς τά έξω, γιά νά καταδίωξη καί νά συλλάβη τον αλύγιστο εχ θρό του. "Αλλά, πριν κάνη δυό-τρία άλματα έξω απ’ τή σπηλιά αναγκάζεται νά σταθή. Ε κεί τον περιμένει ή μάχη μέ τό ατρόμητο Ελληνόπουλο!
Ϊ3
σκέται κοντά στήν πλατειά ζώνη του. Πλάι του κοιμάται πάντα ήρεμη κι3 άτάραχη ή Μαλόα. Ό Τάργκα άνασηκώνεται καί τό διαπεραστικό του βλέμμα άναζητάει, μέσα στή νύχτα, τό γιγαντιαΐο δηλη τηριώδες φίδι. -αφνικά, δμως, διακρίνει κάτι απρόοπτο, κάτι πού δέν τό περιμένει! "Ολο τό στόμιο τής σπη λιάς, πού όδηγεΐ έξω, στή μαυρογάλαζη νύχτα, έχει γε μίσει από τον τεράστιο όγ κο ενός θηρίου! Ό Τάργκα δέν δυσκολεύεται ν3 αναγνώ ριση τον Χόου—Χό ! Μέ τήν ψυχραιμία τυπωμένη στά χα ρακτηριστικά τής άντρίκιας μορφής του, ξυπνάει τή Μα λόα. "Ομως τά μαύρα μάτια του αστράφτουν από θυμό! ΚΕΦ. 4. "Οπου 6 Τάργκα άττοΑυτή ή έφοδος τού υπερφυσι δεικνύει ττώς ή Ελλη νική καρδιά δέν λυγίζει κού αντιπάλου*" του/, μέσα ττοτέ και νικάει πάν στήν ίδια του τή φωλιά, τον τοτε ! κάνει θηρίο ανήμερο. Τραβά ει γοργά τό μαχαίρι από τή Κυρίαρχος τής Ζούγ θήκη του, ετοιμάζει κι3 ένα κλας κοιμάται πάντοτε σάν ελάφι. Τό ένα του μάτιβαρύ ακόντιο μέ χάλκινη αιχ μή καί κουλουριάζεται απο είναι μισάνοιχτο καί τό ένα φασισμένος νά έπιτεθή σάν του αυτί μισοστημένο, έτοι θύελλα. μα πάντα νά τον ειδοποιή Μά δέν προφταίνει. "Ά σουν, γιά τήν προσέγγισι κά γρια ο'φυρίγματα καί πνιγ ποιου, από τούς χίλιους εχ μένα ουρλιαχτά τού δίνουν θρούς, πού τον ζώνουν μέσα νά καταλάβη, πώς μέσα στή στά απέραντα καί μοχθηρά σπηλιά του άρχισε κιόλας ή τροπικά δάση. εφιαλτική πάλη ανάμεσα "Έτσι άκούει από τήν πρώτη στιγμή τό ύπουλο στήν τεράστια άνακόντα καί σούρσιμο καί τό σιγανό σφύ στον υπερφυσικό γορίλλα. "Οπως κάνει πάντοτε, ό ριγμα τής τεράστιας άνακόνΤάργκα εκμεταλλεύεται καί τα. Τά μάτια του σπιθίζουν τούτη τή στιγμή μέ απίστευ καί τό χέρι του χουφτώνει τή τη εξυπνάδα καί ταχύτητα, λαβή τού μαχαιριού, πού βρί
Ο
14
ΤΑΡΓΚΑ
' Αρπάζει τή Μαλόα απ’ τό χέρι καί, γλυστρώντας σβέλ τα κι’ ατρόμητα πλάϊ στά δυο τέρατα πού παλεύουν, βγαίνει στο ξέφοοτο. Ό τεράστιος γορίλλας κατασπαράζει στά παντοδύ ναμα χέρια του την άνακόντα και χυμάει νά καταδίωξη τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας. Αλλά γρήγορα καταλα βαίνει πώς έκανε λάθος. Ό Τάργκα δεν έχει καμμιά διάθεσι νά άπομακρυνθή και ν’ άποφύγη τή μάχη! Τώρα, πού ό κυκλώπειος Χόου—Χό τού ρίχτηκε μέσα στη σπηλιά του, τό άτρόμητο Ελληνόπουλο είναι άποφασισμένο νά πολεμήση, ώς τή Νίκη ή ώς τον Θάνατο! Μέ γρηγοράδα άγριόγατου σκαρφαλώνει σ’ ένα άπ’ τά δέντρα, πού κυκλώνουν τήν είσοδο τής σπηλιάς. Τό πελώριο κορμί του συσπειρώ νεται, γίνεται μιά σφαιρική μάζα από λαστιχένιους μυώ νες καί τά μάτια του καρφώ νονται στον δρόμο, πού άκολουθεΐ ό τρομακτικός άντίπαλός ίου. Τόν' βλέπει νά βγαίνη άπ’ τή σπηλιά καί μ’ ενσ ρόγχασμα εύχαριστήσεως νά τρέχη προς τή Μαλόα, πού βρίσκεται ακριβώς, κάτω άπ’ τό δέντρο τού Τάργκα. Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο χύ νεται σάν άετός ! 'Αρπάζει τον μακρύ κορμό ενός άναρριχητικοΰ, λυγίζει τά πόδια του κι’ έπειτα τά τεντώνει α πότομα, κλοτσώντας τό χον τρό κλαδί του δέντρου, ’Έτσι τό σώμα του όλο, παίρ
νει μιάν άπίστευτη ώθησι, σπαθίζει τον άέρα, κάνει έ να γρήγορο κυκλικό ταξίδι καί πέφτει μέ δλη του τή φό ρα άπάνω στο πλατύ τριχω τό μούτρο του γορίλλα! Τό χτύπημα είναι καλοζυ γισμένο καί ισχυρότατο. _ Τό βαρύ σώμα του Τάρ γκα χτυπάει τό κρανίο τού τερατώδους γορίλλα, σάν έ να πελώριο ζωντανό σφυρί. Συγχρόνως, ή μυτερή καί πλατειά λεπίδα του μαχαι ριού του βυθίζεται ώς τή λα βή, στή βάσι τού λαιμού τού τέρατος σκίζοντάς του τις σάρκες. Ό κυκλώπειος γορίλλας τρεκλίζει σάν μεθυσμένος καί παραπατάει. Μοιάζει οάν ένα πελώριο κι’ αιωνόβιο δέντρο, πού τό χτύπησε ό κεραυνός καί μο λαταύτα άγωνίζεται νά βασταχτή, νά μή σωριαστή στο χώμα. 'Αλλά ό Τάργκα είναι άσυγκράτητος. Στριφογυρίζει γύρω οπόν γιγάντιο άντίπαλό του, σάν σίφουνας. Στά χέρια του κρατάε^ι α κόμα τό ματωμένο μαχαίρι. Ό γορίλλας ζαλισμένος, μουγκρίζοντας άπό τούς πό νους, απλώνει μέ λύσσα τά δασύτριχα χέρια του, άλλά ό Τάργκα γλυστράει σάν ά νεμος, φεύγει λοξά, βρίσκε ται στά νώτα τού Χόου—Χό καί, γιά δεύτερη φορά, τό χέ ρι του ανεβαίνει καί κατεβαί νει μέ δύναμι! Ή λεπίδα βυθίζεται στή ράχη τού υπερφυσικού γορίλ
ΤΑΡΓΚΑ
λα, στο ύψος των νεφρών. Τά δόντια του τέρατος τρίζουν, τά μάτια του αστράφτουν α πό λύσσα, άλλά οί κινήσεις του είναι, τώρα, πολύ δύσκο λες. Ή θανάσιμη πάλη του μέ την άνακόντα, τό τρομερό χτύπημα πού δέχτηκε από τον Τάργκα κι" ή ακατάσχε τη αιμορραγία από τά^ δυο πλήγματα τού μαχαιριού τον έχουν εξαντλήσει. Τρεκλίζοντας πάντα κάνει δυο βήματα προς τη Μαλόα. Παράξενοι γρυλλι σ μ ο ι βγαίνουν από τό φρικώδες στόμα του, μαζί μέ ματωμέ νους άφρούς. Ό Τάργκα ά/τομακρύνεται λίγο κι’ αμέ σως ξαναγυρίζει τρέχοντας σάν αφηνιασμένο άτι. Μέ τό δεξί του χέρι κρατάει υψωμέ νο πάνω άπ" τό κεφάλι του τό ακόντιο μέ τη χάλκινη αιχμή! Χωρίς να λογαριάζη τον κίνδυνο, φτάνει μέ ϊλιγγιώδη ταχύτητα σέ άπόστασι δυο μονάχα μέτρων από τον Χόου—Χό καί, τότε, τό νευρώδες μπράτσο του κινεί ται μέ ακατάβλητη δύναμι μπροστά. Ή μετάλλινη αιχμή βοίσκει τον γορίλλα ακριβώς στη μέση καί τού τρυπάει τό τριχωτό σώμα πέρα ως πέ ρα! Σ’ ένα δευτερόλεπτο ή χάλκινη αιχμή τού άκόντιου, ματοβαμμένη καί γεμάτη κομματιασμένες σάρκες, έχει ξεπροβάλει στή ράχη του, πλάι ακριβώς στή ραχοκοκκαλιά! Αυτό εΐναι τό τελειωτικό χτύπημα! "ΕΞνα βαθύ βογγητό ξεφεύ
15
γει άπό τ’ ορθάνοιχτο στόμα τού τερατώδους γορίλλα. "Ανοίγει άπελπισμένα τά πελώρια χέρια του, τρεκλίζει εδώ κι" εκεί κι" έπειτα σω ριάζεται μονοκόμματος, μέ δυνατό γδούπο,,, σάν αιωνό βιο δέντρο, πού δέν τό σεβά στηκε τό κοφτερό τσεκούρι τού ξυλοκόπου! Ό Τάργκα κοντοστέκεται βαρυανασαίνοντας... Στήν απαλή αστροφεγγιά, πού άρχίζει μόλις τώρα νά κατεβαίνη άπό τον ουρανό, διακρίνεται τό κορμί του, μέ όλους τούς μυώνες του Ανά γλυφους, νά λάμπη σάν μπρούτζινο άγαλμα, κάτω άπό τό λεπτό στρώμα ιδρώ τα, πού τό τυλίγει... Τήν ίδια στιγμή ό εγκλη ματικός Ευρωπαίος σηκώνει αργά τό αυτόματο όπλο του καί παραμερίζει τά πράσινα κλαδιά, πού τού κλείνουν τον στόχο. "Έχει παρακολουθήσει όλη τήν πάλη καί ή κατάπληξί του εΐναι μεγάλη, άπό τό άπίστευτο άποτέλεσμα. Ό υ περφυσικός, ό άνίκητος Χόου —Χό είναι νεκρός. Καί δί πλα του, ό Τάργκα όρθιος καί νικητής! Ό εγκληματίας μέ τήν κά σκα σκύβει λυσσασμένος τό κεφάλι του. Τό μάτι του παίρνει τή γραμμή τού στόχου καί τό χέοι του είναι έτοιμο νά τραβήξη τή σκανδάλη, για νά στείλη στον Τάργκα τή Φω τιά καί τό πυρωμένο άτσάλι. Μιά στιγμή άκόμα. Καί ξα φνικά ένα χοντρό καί πλαδα
16
ΤΑΡΓΚΑ
ρό μαύρο χέρι υψώνεται πά νω άπ" τό κεφάλι του λευ κού ζ Είναι ό Ατσίδας, που γυ ρίζει απ’ τό...άρμεγμα του ζαρκαδιού. Στα χέρια του κρατάει τή λούδα μιας μεγάλης καρύας, πού την έχει γεμίσει με γάλα^ ζεστό ώς απάνω. Προ χωρεί σιγά, προσεχτικά, γι ατί φοβάται μήπως παραπατήση καί μείνη χωρίς γάλα, -αφνικά τό μάτι του βλέπει μιά...λευκή κάσκα! -—-"Άσπρος... ύπόστεγος!, μουρμουρίζει με θαυμασμό. Σκύβει, βλέπει καλύτερα καί διακρίνει κάτω από την άσπρη κάσκα τό αναμαλλιά ρικο μούτρο τού λευκού εγ κληματία, πού παίρνει εκεί νη τή στιγμή σκόπευση με στόχο τό σώμα τού Τάργκα! Ό Ατσίδας σηκώνει τήν... καρύδα καί τή χτυπάει στο πρόσωπο τού Ευρωπαίου, με δλη του τή δύναμι! Τό χτύπημα δεν εΐναι κα θόλου ευκαταφρόνητο. Ή φλούδα τής καρύδας τσακίζεται καί τα κομμάτια της σκίζουν τό λεπτό δέρμα τού λευκού ανθρώπου. Τό ζε στό γάλα τον περιλούζει ο λόκληρο. Αυτός αισθάνεται· δυνατό πόνο απ’ τά φλούδια τής καρύδας, πού τον έχουν χαράξει σάν ξυράφια καί κα θώς νοιώθει τό παχύρευστο ζεστό γάλα να τον κατακλύζη ολόκληρο, πιστεύει πώς έπαθε ακατάσχετη... αιμορ ραγία καί πώς τό αίμα του τρέχει σάν ποτάμι! "Αμέσως μπήγει μια κραυ
γή άπεριγράπτου τρόμου καί σπεύδει νά χωθή πανικό βλητος στο δάσος, γιά νά ξεγλυτώση... ΚΕΦ. 5. "Οίτου ό Τάργκα δίνει τό σύνθεμα του συνα γερμοί) και ή ζούγκλα γεμίζει άττό τον θόρυ βο τής μάχης!
___αλόα,
"Ατσίδα!
Ζοΰ-
Ή φωνή τού Τάργκα σάν τό κρύσταλλο καί δυνατή σκίζει τήν υγρή νυχτερινή ατμόσφαιρα καί μεταδίδει τό μήνυμά της: — Μαλόα ί "Ατσίδα! — Μαλόοοοα ! "Ατσίδαα! Ζούουουμπο! Τό ξανθό κορίτσι τής ζούγ κλας βρίσκεται κιόλας κοντά του. Ό "Ατσίδας πλησιάζει κι" αυτός. "Ακούγονται τά πλα τεία πόδια του, πού χτυπάνε στο χώμα σάν... πατσές κι" ή αγριοφωνάρα του, πού γκρινιάζει γιά τό.,.γάλα, πού πήγε χαμένο πάνω στον άν θρωπο μέ...«άσπρος ύπόστε γος» ! Σέ λίγο ακούγονται κλα διά πού σπάζουν καί δέντρα πού λυγίζουν, σάν νά περνάη άνάμεσά τους ανεμο στρόβιλος. Γρήγορες καί βα ρείες πατημασιές συνοδεύ ουν δλους αυτούς τούς θορύ βους. — "Έρχεται ό Ζούμπο, λέει ό Τάργκα. Τήν ίδια στιγμή, σάν έπιβεβαίωσι τών λόγων του, άκούγεται τό δυνατό φύσσημα τής προβοσκίδας τού Ιερού ελέφαντα.
ΤΑΡΓΚΑ — Πάμε!, λέει ό Τάργκα. "Ολη ή ζούγκλα θά μπή σε συναγερμό, ωσπου νά έξοντωθή ό λευκός εγκληματίας κι5 εκείνοι, πού τον ακολου θούν ! Ό "Ατσίδας καταλαμβά νεται από. . . πολεμικό μέ νος. —· Πάμε!, λέει κι" αυτός. "Άσπρος άνθρωπος χύση γκάλα έμένα, έγκώ πάει εμέ να, πετάνει άσπρος άνθρω πος ! Καθώς προχωρεί, περνάει πλάϊ στο άτέλειωτο πτώμα τού τρομερού γορίλλα. Την πρώτη στιγμή τον νομίζει γιά. . . ζωντανό κι" ετοιμάζε ται νά τό βάλη στά πόδια. Έπειμα, δμως, βλέπει τό δασύτριχο σώμα του πού εί ναι γεμάτο αίματα καί τού τραβάει μιά κλωτσιά με την πλατειά ποδάρα του. — Μπάρμπα, τού λέει, εσύ σηκωτή, παλέψη ματζ'ι έμέ να, έγκώ βάλει έσένα κάτοο, έγκώ πατήσει κοιλιά έσένα, έγκώ νικήσει έσένα! "Έπειτα άκολουθεΐ τούς άλλους, πού βαδίζουν στά ί χνη τού Ευρωπαίου. Πρώτος πηγαίνει ό «Τάρ γκα, σκυφτός, συσπειρωμέ νος, έτοιμος νά δράση κεραυνοβόλα, μόλις παρουσιαστή άνάγκη. Πίσω έρχεται ό Ζοΰμπο, ό μεγάλος έλεψαντας. Ή πανίσχυρη προβοσκίδα του χτυπάει δεξιά κι" άριστερά τούς κλάδους των δένδρων, τρέποντας σέ φυγή τούς μι κρούς πάνθηρες καί τούς α γριόχοιρους πού παραμονεύ
17
ουν έτοιμοι νά έπιτεθοΰν στη λεία τους. Στη ράχη τού Ζούμπο εί ναι ξαπλωμένη ή Μαλόα. Τό κορίτσι τής ζούγκλας ταξι δεύει άνετα, ξεκούραστα καί διατηρεί τις δυνάμεις του α κμαίες, για την στιγμή τής μάχης, πού μπορεί ν’ άρχίση ξαφνικά, άπό στιγμή σέ στι γμή... ^ Ό κωμικός νέγρος κλείνει τή συνοδεία. "Έχει στο χέρι τό φυσοκά λαμό του καί "προχωρεί ρί χνοντας κάπου - κάπου προ σεχτικές ματιές στον ποταμό, πού ξεδιπλώνεται πλάϊ τους, γιατί άκούει κάθε τόσο ύπο πτα σουρσίματα, μικρούς γρυλλισμούς καί πλατσου ρίσματα στο νερό, σημάδι πώς οί κροκόδειλοι δέν λεί πουν άπ" αυτή τήν περιοχή. -αφνικά ό "Ατσίδας στέκε ται μέ γουρλωμένα μάτια. Ή γλωσσάρα του παίζει νευρικά μέ τον μεγάλο χαλ κά τής μύτης του, πράγμα πού γίνεται όταν ό "Ατσίδας βρεθή σέ δίλημμα. Πραγματικά, μπροστά του προχωρεί ό Τάργκα κι" ή Μαλόα κι" ό Ζούμπο. "Αλλά καί οπό ποτάμι, απάνω σέ μιά πρόχειρη σχεδία, ταξι δεύουν ακολουθώντας τό ρεύ μα τού ποταμού, ένας σωρός άπό άγρια πεπόνια, γεμάτα γλυκούς χυμούς! Αυτά τά πεπόνια φυτρώ νουν μακρυά, στά βορεινά τής ζούγκλας κι" οι ιθαγενείς φεύ γουν απ’ τά χωριά τους καί περπατάνε μερόνυχτα, ως πού νά τά βρούνε. Τότε τά σπρώ-
'Η μάχη του Τάργκα και της Μα λόα, <μέ τους
ρωική
συντρόφισσά
του
κακούς
δαίμονες της ζούγκλας ήταν άκληρη. Ιέ
έξώντιο σαν τον λευκό έγκΑηματία καί
δυο
συνεχείς
συγκρούσεις
το ατρόμητο
Ελληνόπουλο κι1
η
η
τους Ραμά. 'Η Ζούγκλα ξαναβρίσκει έτσι την ηρεμία της, την έλ ευθερία καί την ξεγνοιασιά της!
20
ΤΑΡΓΚΑ
*—— χνουν απάνω σέ πρόχειρες σχεδίες και τ'άφήνουν νά τα ξιδέψουν μόνα τους, μαζί μέ το νερό, ώς τά χωριά τους. Ό Ατσίδας ξύνει σκεφτι κός την κεφάλα του. Ρίχνει μιά ματιά στους συντρόφους του πού προχω ρούν μπροστά, έπειτα κυττάζει και τά πεπόνια, πού άπομακρυνονται γρήγορα-γρήγορα, σά νά βιάζονται νά ξεφύγουν άπό τά. . . δόντια του και θολώνει τό μάτι του. Χωρίς νά σκεφτή ούτε τούς κροκοδείλους, ούτε τίποτα, πέφτει στο νερό, σκαρφαλώ νει στη σχεδία, χώνεται άνάμεσα στά πεπόνια κι3 άρχίζει νά τά καταβροχθίζη ένα - έ να, μέ τεράστιες δαγκωμα τιές ! Ανύποπτος ό Τάργκα συ νεχίζει τον δρόμο του. Τώρα τό φως τής αυγής άρχίζει ν’ άνακατεύεται μέ τό σκοτάδι τής νύχτας και νά τό κάνη πιο απαλό καί πιο ξά στερο. Ό κυρίαρχος τής Ζούγκλας ξεχωρίζει πάνω στο παρθένο έδαφος τις πατημασιές, πού τού φανερώνουν τον δρόμο πού έχει πάρει ό Ευρωπαί ος. Τ3 άχνάρια άπ3 τις χον τρές σόλες καί τά τακούνια των παπουτσιών του διακρίνονται καθαρά. Πιο πάνω, ό μως, μιά έκπληξι περιμένει τον Τάργκα. Κοντά στ’ ά χνάρια των παπουτσιών, άρχίζουν νά φαίνωνται καί πα τημασιές άπό πελώρια γυ μνά πόδια! Τό πρόσωπο τού άτρόμη-
του Ελληνόπουλου συννεφιά ζει. Είναι φανερό, πώς άπό δώ καί κάτω ό λευκός εγκλημα τίας συνέχισε τον δρόμο του παρέα μέ ιθαγενείς, πού έ πρεπε νά είναι γίγαντες στο άνάστημα, άν έκρινε κανείς άπό τό μέγεθος τών πελμάτων τους. Φυλή γιγάντων σ3 αυτή την περιοχή δέν είναι άλλη άπό τούς Ραμά. Είναι όλοι τους δυνατοί, άλλά σκληροί, βά ναυσοι καί, κάπου - κάπου, θυμούνται καί τό παλιό φρικτό έθιμό τους, τήν άνθρωποψαγία! Μαζί μ3 αυτούς είχε συμ μαχήσει ό λευκός άνθρωπος; Ό Τάργκα στρέφεται στον ιερό ελέφαντα καί τον προσ τάζει : — 3Έλα, Ζούμπο. . . τρέχα! Πιο γρήγορα, Ζούμπο! Τό έξυπνο παχύδερμο νοι ώθει τί τού λένε. "Αρχίζει νά καλπάζη, άκολουθώντας τον Τάργκα, πού τρέχει μπροστά του σάν ά νεμος. Ή Μαλόα άνασηκώνετα: πάνω στή ράχη τού ελέφαν τα. Καταλαβαίνει πώς αυτή ή ορμητική έφοδος, προδικά ζει τή μάχη πού θά άρχίση σέ λίγο. Ψύχραιμη τραβάει τό μα χαίρι άπ3 τήν πλατειά ζώνη της· Τρέχουν, έτσι, πάνω στ3 άχνάρια τών άλλων, περισσό τερο άπό μιά ώρα. Τώρα έχουν βγή άπ3 τό πυκνό δάσος καί ό τόπος, γύ ρω τους είναι κατάξερος, φα
ΤΑΡΓΚΑ
21
λακρός, χωρίς τό παραμι ποφύγη τό χτύπημα γέρνει κρό δέντρο, κανένα θάμνο. δεξιά, αλλά βγαίνει. . . γε λασμένος. Ό 'Τάργκα, άντί Μέσα σ’ αυτήν την ατελεί νά τού έξακοντίση τή γροθιά ωτη κι3 άγονη γη, ό ποταμός του, τον ξεγελάει, σκύβει α διαγράψει ένα πελώριο τόξο πότομα, τού αρπάζει τά πό κι5 έτσι καθώς τρέχει, μοιά δια άπό τούς άστραγάλους ζει με μιά μεγάλη υγρή πρικαί με μιά πελώρια δύναμι, ονοκορδέλλα, πού χρόνια τώ τον περιστρέφει στον αέρα, ρα πριονίζει τον ψαλακρό σάν σφεντόνα! βράχο, για ν3 άνοιξη άνάμεσά του τήν πλατειά της κοί Ό άνθρωποφάγος ουρλιά τη ! ζει πανικόβλητος. 'λ5 ένα δευτερόλεπτο τό Τό Ελληνόπουλο τον στρι διαπεραστικό μάτι του Τάρφογυρίζει με απίστευτη τα γκα σαρώνει δλη τή γύροο χύτητα καί, ξαφνικά, τον α περιοχή. φήνει. Τό σώμα του άναρπάΈδώ οι αντίπαλοι δεν μπο ζεται άπό τήν τρομερή ψυγόρούν να κρυφτούν. κεντρο δύναμι πού έχει άναπτυχθή, ορκίζει τον αέρα σάν Γ ιγαντιαϊοι ιθαγενείς, μα ζί με τον λευκό άνθρωπο στέ βλήμα καί πέφτει κατακέφα κονται στήν πέτρινη όχθη τού λα στον ποταμό! ποταμού καί περνάνε ένας"Ενα δυνατό πάφλασμα άένας στήν αντίθετη πλευρά, κούγεται κι, άμέσοος, άπό από μιά πρόχειρη γέφυρα, τά γύρω, παντού, τρυπάνε πού έχουν στήσει. τήν επιφάνεια τού νερού τά Αμέσως ό Τάργκα έφοραποτρόπαια ρύγχη τών κρο μά με ταχύτητα θυέέλλης. κοδείλων, πού σπεύδουν προς τήν_ καινούργια τους τροφή ! Πίσω του τρέχει ό Ζούμπο, Ιά μαύρα μάτια τού Τάρ σαν βαρύ άρμα μάχης. γκα πετάνε φωτιές. Μέσα σε λίγα δευτερόλε πτα ό τρομερός άγώνας έ "Απέναντι ό λευκός εγκλη χει αρχίσει. ματίας με τήν κάσκα, έχει Ό πρώτος γιγαντιαΐος Ρακατεβάσει άπό τον ώμο του μά, πού βλέπει τον Τάργκα, τό αυτόματο, έτοιμος ν3 άρμπήγει μιά άγρια κραυγή καί χίση τό γάζωμα τού θανά χυμάει άπάνω του θαρραλέα. του. Τό Ελληνόπουλο, αντί ν’ άΤό ίδιο κάνει κι3 ό αρχη μυνθή, άντεπιτίθεται κεραυγός τών Ραμά, ό πελοόριος νοβόλα! * ιθαγενής, πού είναι κι3 αυτός Τό μπράτσο του τινάζεται έψωδιασμένος με αυτόματο πίσω κι5 έπειτα εξακοντίζεται όπλο. μπροστά, σημάδι πώς θά Ό Τάργκα συσπειρώνεται στείλη τή φοβερή του γρο καί τινάζεται σάν τίγρις. θιά, νά βροντήση στο σαγό Τό σώμα του διαγράφει νι τού αντιπάλου. Ό γ ι γάν ένα γοργό τόξο στον αέρα τι σΐος ιθαγενής, γιά ν3 άποκαί πέφτει κοντά στον πελδ^
22
ΤΑΡΓΚΑ
ριο ιθαγενή. Γέρνει μιά στι γμή πίσω, σηκώνει τό πόδι του, ώσπου τό γόνατο να φτάση τό ύψος τοΰ στήθους κΓ αμέσως τό τινάζει μπρο στά με μιάν απίστευτη ώθησι. Τό πέλμα του χτυπάει με δυναμι τον αντίπαλο στον λαιμό και τον σωριάζει ανά σκελα. Την ϊδια στιγμή άκούγεται τό κελάρισμα ενός αυτό ματου. Ό λευκός εγκληματίας έχει τραβήξει τή σκανδάλη. Οΐ σφαίρες περνάνε ουρλιάζον τας δίπλα στον Τάργκα. Μιά άπ5 όλες περνάει τή μυώδη μάζα του μπράτσου του καί τον κάνει να μορφάση άπό τον πόνο. Ζεστό κόκκινο αΐμα του λούζει τό χέρι. Ό Ευρωπαίος, με μιάν έκφρασι απερίγραπτου μίσους στο πρόσωπο, σηκώνει πάλι τό αυτόματο κι5 ετοιμάζεται νά έξαποστείλη δεύτερη ρι πή. Αλλά εκείνη τή στιγμή μιά κίτρινη αστραπή σχίζει τον αέρα. Ή Μαλόα, μ5 ένα απίστευ το άλμα, τινάζεται άπό τή ράχη τού Ζοϋμπο καί πέφτει με τό κεφάλι, απάνω στον λευκό εγκληματία. Τό δεξί της χέρι κρατάει σφιχτά τό μαχαίρι καί, καθώς βρίσκεται απάνω άπ’ τό κε φάλι τού αντιπάλου της, κα τεβαίνει με γρηγοράδα. Ή λεπίδα βυθίζεται πλά για, στον λαιμό τού έγκληματίθζ καί φθάνει ως τή σπον
δυλική στήλη, κόβοντάς του τήν καρωτίδα. 'Ένας βραχνός βόγγος ξε φεύγει άπό τον λάρυγγά του. Τά μάτια του γουρλώνουν μ5 έναν απερίγραπτο τρόμο κι1 έπειτα κλείνουν γιά πάντα. Πέφτει στή γη μονοκόμματος, σά νά τον χτύπησε κεραυ νός ! Στο μεταξύ, ό γιγαντιαΐος ιθαγενής έχει άνασηκωθή. Ή τρομερή έπίθεσις τού Τάργκα τόν έχει γεμίσει πα νικό. Μέ μιάν άναρθρη κραυγή, στρέφει τά νώτα καί τό βά ζει στά πόδια. Τό Ελληνόπουλο παίρνει μιά βαθειά ανάσα καί γονατίζει. Τό τραύμα άπό τή σφαίρα τοΰ αυτόματου τοΰ κλονίζει κάπως τις δυνάμεις. Ή Μα λόα τόν βλέπει καί σπεύδει κοντά του γοργά. Αλλά ό Τάργκα έχει καί πάλι σηκωθή! Ή πληγή του έχει γεμίσει πηγμένο αΐμα κι5 ή αιμορρα γία του έχει σταματήσει. Σφίγγει τις γροθιές του καί χύνεται ακράτητος στ5 αχνά ρια τού Ραμά, πού τρέχει απελπισμένα, μέ τό αυτόματο στό_ χέρι. Τό φοβερό ανθρωποκυνηγη τό δεν κρατάει πολύ. Τά πόδια τοΰ Τάργκα πετοΰν απάνω στον γυμνό βρά χο, σά νά είναι καμωμένα ά πό φτερά. Τό σώμα του σχίζει τόν αέρα μέ ταχύτητα πυραύλου. Λίγο πιο πάνω έχει κατα-
φθάσςι
τόν
Αντίπαλό τοίλ
ΤΑΡΓΚΑ Αυτός στρέφεται μέ άπόγνωσι και κάνει μιά τελευταία προσπάθεια ν' άμυνθή, χρη σιμοποιώντας τό αυτόματο, πού του είχε δώσει ό λευκός εγκληματίας. Αλλά ό Τάργκα έχει κιό λας έπιπέσει σάν κεραυνός! Τα δυο του χέρια είναι υ ψωμένα και πέφτουν μονοκόμ ματα, μ’ ανοικτές παλάμες. Τά δάχτυλά του γατζώνουν τό αυτόματο καί μ’ ένα από τομο καί δυνατό τίναγμα, τό αποσπούν άπό τά χέρια του Ραμά! Ο άνθρωποφάγος ιθαγε νής, τρομαγμένος άπό την α σύλληπτη ταχύτητα του τρόμε ρού αντιπάλου του, θέλει να ξεφύγη τρέχοντας. Αλλά τό αυτόματο βρίσκεται κιόλας ψηλά, στον αέρα! Ό Τάργκα τό κρατάει άπό την κάννη, τό αφήνει γιά μιά στιγμή μετέ ωρο κι5 έπειτα τό κατεβάζει μέ δύναμι, σάν ρόπαλο! Τό κοντάκι τού όπλου τρί ζει ξερά, καθώς προσκρούει στο κρανίο τού άνθρωποφάγου. Κι5 αμέσως σωριάζονται στή γη, — τό αυτόματο μέ κομματιασμένο τό κοντάκι κι5 ό άγριος ιθαγενής μέ συντριμμένο τό κρανίο! ΚΕΦ. 6. "Οίτου οί ιθαγενείς βά ζουν στο χεοι τη Μ'αλόα κι5 ό Τάογκα; -ττοαγματοττοιεΐ ενα αλλό κοτο... άεροιτοριικό τα ξίδι!
ΑΡΓΚΑ! Τάργκα ! Βοήθεια, Τάργκα! Ή άπελπισμένη κραυγή τής Μαλόα φτάνει στ’ αυτιά του κΓ αμέσως τά δόντιςχ του
Τ
23
σφίγγονται, οί μυώνες του τανύονται, φουσκώνουν, καί τό κορμί του παίρνει τήν 6ψι κορμού έλιόδεντρου, πού είναι γεμάτο ρόζους καί κον αυλώματα ! Οί Ραμά, όσοι είχαν άπομείνει σ’ αυτή τήν όχθη τού ποταμού, έχουν άρπάξει τή Μαλόα καί τρέχουν νά περά σουν άπό τήν πρωτόγονη γέφυρά του. Σάν άχυρο πού τό συνε παίρνει ό ξαφνικός ανεμο στρόβιλος, ό Τάργκα όρμάει γιά νά τούς προλάβη. Αλλά πολύ γρήγορα τό νοιώθει, πώς είναι αργά. Οί ιθαγενείς έχουν κιόλας περάσει, συναποκομίζοντας σάν πολύτιμη λεία τους, τήν όμορφη συντρόφισσα τού α τρόμητου Ελληνόπουλου! Μέ γοργές κινήσεις τρα βούν τώρα καί τήν πρωτόγο νη γέφυρά τους. · Κι5 ό Τάργκα, σφίγγοντας τις γροθιές του καί τρίζοντας μέ λύσσα τά δόντια του, πα ρακολουθεί τούς ημιάγριους Ραμά, πού απομακρύνονται σέρνοντας βάναυσα καί τό ξανθό κορίτσι τής Ζούγκλας! Κυττάζει γύρω του γεμά τος άπόγνωσι. Δέν υπάρχει πουθενά, ού τε ίχνος δέντρου, γιά ν’ άρ~ πάξη ένα ισχυρό κλάδο α ναρριχητικού καί νά τιναχτή στήν άντικρυνή όχθη. "Αν πέση στο νερό, έχει ν’ άντιμετωπίση ένα ολόκλη ρο κοπάδι άπό πεινασμένους κροκοδείλους. Ή πάλη μαζί τους θά είναι πολύ δύσκολη κΓ επικίνδυνη. Καί ςττό
24
ΤΑΡΓΚΑ
ταξύ ή Μαλόα μπορεί νάχη γίνει θύμα των άνθρωποφαγικών εθίμων των Ραμά! Τό έξυπνο μυαλό του Τάργκα δουλεύει άσταμάτητα Καί, ξαφνικά, τά μαύρα μάτια του φωτίζονται. — Ζοϋμπο!, φωνάζει δυ νατά. "Ελα δώ, γρήγορα! Τό τεράστιο παχύδερμο έρχεται γοργά κοντά του. Αμέσως ό Τάργκα με λό για καί με χειρονομίες τού δί νει νά καταλάβη τί ακριβώς ζητάει άπ5 αυτόν. Κι5 ό Ζούμπο, ό πανέξυπνος ιερός ελέ φαντας, κουνάει την χοντρή κεφάλα του, σά νά θέλη νά δείξη πώς κατάλαβε. 4Απλώνει την παντοδύναμη προβοο'κίδα του καί τυλίγει τό Ελληνόπουλο άπό τη μέτη. "Επειτα τον τραμπαλί ζει για λίγο πέρα - δώθε σά νά του κάνη . . . κούνια καί, οπό τέλος, τον έκσφενδονίζει μέ απίστευτη δύναμι στον αέρα! Τό σώμα τού Τάργκα φεύ γει άρμονικά; σά νά τό τίνα ξε καταπέλτης! ^ Στην αρχή ανυψώνεται μέ δύναμι, έπειτα γέρνει προς τή γη καί, κάνοντας ένα πα ράξενο τοξωτό αεροπορικό ταξίδι, περνάει πάνω άπ5 τά επικίνδυνα νερά τού ποταμού καί πέφτει μαλακά στήν άντικρυνή όχθη. Άπό κεΐ ό δρόμος του εί ναι ελεύθερος. Οι ιθαγενείς έχουν κιόλας έξαψανισθή μέσα στο δάσος,, πού αρχίζει νά φυτρώνη λίγο μακρύτερα. Σίγουρα έκεΐ εί ναι τό χωριό τρυς κι5 έκεΐ πη
γαίνουν τή Μαλόα, γιά νά προσφέρουν τις τρυφερές της σάρκες θύμα στά ξόανα τών τερατόμορων θεών τους! Ό Τάργκα αρχίζει νά τρέχη σάν άνεμος. . . Α VV Λίγο μακρύτερα άπό τό ποτάμι ή φαλάκρα τής γης κόβεται ξαφνικά κι5 αρχίζει τό δάσος μέ τά γιγαντόκορμα δέντρα. Πρωτόγονες καλαμένιες καλύβες είναι στημένες κάτω απ’ αυτά τά δέντρα. Άνάμεσά τους υπάρχει έ να ξέφωτο. Έκεΐ καίει μιά τεράστια φωτιά. Δίπλα της υπάρχει τό ξόανο ένός τερατώδους θεού, μέ φρικιαστικό πρόσωπο, μέ πόδια λεονταριού καί μ’ ένα κέρατο, σάν τού ρινόκερου, φυτρωμένο στή μύτη! Φαίνεται πώς κάποια άνατριχιαστική θυσία σ’ αυτόν τον τερατόμορφο θεό ετοιμά ζεται, γιατί μερικές ιθαγε νείς γυναίκες πηγαινοέρχον ται, κουβαλώντας διάφορα άντικείμενα. Είναι οι γιγαν τόσωμες καί χεροδύναμες γυ ναίκες τής φυλής τών Ραμά. Πέντε - έξη απ’ αυτές έχουν «ψαρέψει» στον ποταμό κΓ έ χουν μεταφέρει έκεΐ μιάν ο λόκληρη σχεδία, φορτωμένη μέ άγρια γλυκόχυμα πεπό νια. Πλάϊ στά πεπόνια έχουν τοποθετήσει ένα μεγάλο σωρό άπό παράξενους βλαστούς. Είναι οί βλαστοί πού τούς εΐχε ζητήσει ό εγκληματικός λευκός άνθρωπος, μέ την κά^
ΤΛΡΓΚΑ
σκα, για νά τούς πάρη μαζί του φεύγοντας. Πολύ κοντά υπάρχει κι’ έ νας τεράστιος κάδος, φτια γμένος από κουφωμένο κορμό μεγάλου δέντρου και γεμά τος νερό. Σέ λίγο οί άντρες Ραμά καταφτάνουν! Ανάμεσα τους έχουν τή Μαλόα, τό ξανθό κορίτσι τής ζούγκλας. Κι5 άρχίζουν τις έτοιμα σιές γιά τή θυσία. Παίρνουν τό ξόανο, τό βου τάνε δυο φορές στο νερό καί, μετά, τό τοποθετούν κοντά στη φωτιά. "Επειτα έρχεται ή σειρά τής Μαλόα. Την παίρνουν κι5 αυτήν, γιά νά τής κάνουν ένα ανα γκαστικό λουτρό, μέσα στον κάδο τους. "Επειτα την πη γαίνουν κοντά στη φωτιά. Τό κορίτσι κυττάζει γύρω του μέ άπόγνωσι. Ό Τάργκα, ό αγαπημένος της Τάργκα, δεν φαίνεται πουθενά. ΚΕΦ. 7. "ΟττΌυ ό Ατσίδας φροντίζει γιά τό στο μάχι του· καί σώζει τη ν κατάστασι!
^ΑΦΝΙΚΑ, δμοος, γίνεται 3™κάτι περίεργο. "Ενα απ’ τά πεπόνια, πού σωρεύονται στη σχεδία. . . παραμερίζεται και στη θέσι του προβάλλει από μέσα τό πλακουτσό κωμικό μούτρο τού Ατσίδα, μέ τον τεράστιο χαλκά κρεμασμένο από τή μύτη ! Χωμένος, όπως τον αφή σαμε, μέσα στά πεπόνια, ό
25
αστείος νέγρος έξακολουθού-' σε τό γεύμα του, ως τή στι γμή, πού καταλαβαίνει, πώς κάποια χέρια τραβάνε τή σχεδία από τον ποταμό! Αμέσως παύει νά. . . μαο-σάη και ζαρώνει στή θέσι του. Τώρα χέρια ανθρώπων με ταφέρουν τή σχεδία στή στε ριά. Και τήν άκουμπάνε κά που. Ό πονηρός ^Ατσίδας περιμένει ν’ απομακρυνθούν τά βήματα κΓ έπειτα, παρα μερίζοντας ένα πεπόνι, άνοι γε ι παραθυράκι καί προβάλ λει τή . . . φάτσα του! Τά δυο του μάτια στριφο γυρίζουν σάν χάντρες ερευ νώντας τήν περιοχή. Πρώτα - πρώτα βλέπει δί πλα του τά δεματιασμένα βλαστάρια και τον κάδο μέ τό νερό. Αμέσως κάνει τον απαραίτητο συλλογισμό: -—· Αυτό. . . νόστιμος βλα στάρι, έγκώ ντώσει εμένα, φάει εμένα! Παραμερίζει ένα άλλο πε πόνι, δημιουργεί έτσι ένα δεύτερο παραθυράκι καί... βγάζει από κεϊ τό χέρι του. Παίρνει μερικά βλαστάρια καί τά ρίχνει στο νερό, γιά .νά γίνουν πιο... τρυφερά. "Επειτα θά τά φάη. Τό βλέμμα του συνεχίζει τώρα τήν περιπλάνησί του καί κατοπτεύει στή γύρω πε ριοχή, όταν σέ μιά στιγμή τό μάτι του γουρλώνει καί γεμίζει τρόμο. Βλέπει αντίκρυ του τή Μα λόα όρθια μπροστά στή φω τιά. Καί από πίσω της, άκρι-
ΤΑΡΓΚΑ
βώς, ένας ιθαγενής σηκώνει τό αυτόματο όπλο του, έτοι μος νά τή γαζώση ! Ό Ατσίδας δεν χάνει και ρό. Μουρμουρίζει: —Έγκώ, φύσα - φύσα: κά λαμο πετάνει εσένα! Φέρνει τό φυσοκάλαμο στο στόμα και φυσάει δυνατά. Τό μικρό βέλος εξακοντί ζεται καί καρφώνεται ολόκλη ρο στον λαιμό του καννίβαλου, ανάμεσα στα διάφορα πολύχρωμα φτερά, πού τον στολίζουν! Κατάπληκτοι οί άλλοι ιθα γενείς τον βλέπουν νά πέφτη κεραυνόπληκτος. Γύρω τους δεν φαίνεται κανείς εχθρός καί ή πρώτη
Το ττσνισχυρό χέρι του Χόου— Χό αρτταξε την άνοοκόντσ...
τους σκέψι είναι, πώς ό τερα τόμορφος θεός τους, δεν θέ λει νά γίνη ή «θυσία» τής λευκής μ5 αυτό τό μακρόστε νο οπλο, πού χύνει φωτιά κΓ ατσάλι! Ή θυσία πρέπει νά γίνη στη φωτιά, μέ χο ρούς καί τυμπανοκρουσίες ! Αμέσως άρπάζουν τή Μαλόα καί τήν παρασύρουν σ' ένα ξέφρενο χορό, γύρω απ’ τή φωτιά. Οι κραυγές τους είναι τρομερές καί συνοδεύον ται από δυνατά χτυπήματα τού τάμ - τάμ. Κάνουν όλοι ένα γύρο, έπειτα φέρνουν τον κάδο μέ τό νερό μπροστά στο ξόανο, σκύβουν ένας - έ νας πίνουν αρκετά κΓ έπειτα μπουχίζουν τή Μαλόα. 3Έτσι γίνεται ό «ξορκισμός». Τώρα είναι καιρός νά τήν ρίξουν οπή φωτιά. Μά ό Ατσίδας απ’ τό πα ραθυράκι του άγρυπνάει. Τό φυο'οκάλαμο μέ εκπλη κτική ταχύτητα αρχίζει νά έξακοντίζη τά μικρά βέλη του. "Ενας. . . δυο. . . τρεις ...τέσσερις ιθαγενείς πέ φτουν σπαράζοντας στή γή. Οι άλλοι αναταράζονται. Τήν ίδια στιγμή άκούγεται μιά κραυγή: — Μαλόα ! Μαλόα ! Σάν μαινόμενος ταύρος ό Ί’άργκα χύνεται στο ξέφωτο. Τό μαχαίρι του, τό ακόντιό του κΓ οί σφιγμένες του γρο θιές δέν έχουν ποτέ χτυπήσει τόσο συντριπτικά. Οί Ραμά σωριάζονται σάν στάχυα κάτοο από κοφτερό δρεπάνι. Ό Ατσίδας παίρνει. . . θάρρος καί ξεπροβάλλει όλο-
ΤΑΡΓΚΑ
'Ο
27
Ατσίδας πρόβαλε τό άστεΐο κεφάλι του άινάμεσαι στα ττεπό νια κι* εψερε το φυσο/κάλαιμο στο στό>μα...
κλήρος κάτω από τά. . . πε πόνια. Κι5 ή Μαλόα μάχεται αάν λύκαινα! Γιά λίγην ώρα όλοι σω παίνουν καί μιλάει μόνον ό Θάντατος! Οί Ραμά άποδεκατισμένοι, τρομαγμένοι ετοιμάζονται να τό_βάλουν στα πόδια. -αψνικά, όμως, γίνεται κά τι τρομερό. Ή πληγή στον ώμο του Τάργκα ξανανοίγει. Τό πηγμένο αίμα, κατά τη διάρκεια τής πάλης, ξεκολ λάει από τό τραύμα κι3 ή αι μορραγία ξαναρχίζει ακατά σχετη. Ή έξάντλησις έρχεται ρα γδαία. Τά πανίσχυρα γόνα τα τού Ατρόμητου Ελληνό
πουλου αρχίζουν νά τρέμουν κάτω από τό βάρος του. Τά μάτια του βλέπουν μπροστά θολά πέπλα! — Μαλόα!, μουρμουρίζει έτοιμος νά^ σωριαστή ^χάμω. Τό κορίτσι τής ζούγκλας τρέχει κοντά του. Οι ιθαγενείς παίρνουν θάρ ρος. Κοντοστέκονται κρυμμέ νοι πίσω άπ3 τά δέντρα καί παρακολουθούν με άπειλητικές διαθέσεις. Ό Ατσίδας αγωνίζεται νά τους τρομάξη με τό ψυσοκάλαμο καί με τις αγριοφωνά ρες του: — Έγκώ βάλει εμένα, φάει εσάς! Έσεΐς φύγει—φύ γει ! Τώρα ό Τάργκα έχει γο^
η
ΤΑΡΓΚΑ
νοτίσει. Ή Μαλόα του πλένει την πληγή και προσπαθεί νά σταματήση την αιμορραγία, βάζοντας απάνω κλωνιά, δρο σερά φύλ?\α. Οι ιθαγενείς ξεθαρρεύουν πιο πολύ. Σιγά - σιγά αρχίζουν νά σιμώνουν απ’ όλες τις πλευ ρές· ^ Τά μάτια τους άγρια εί ναι καρφωμένα σάν μαχαίρια, απάνω στον Τάργκα καί τά πρόσωπά τους μορφάζουν φρικιαστικά. Βήμα προς βήμα ό κύ κλος στενεύει γύρω στο α τρόμητο Ελληνόπουλο. Τό φυσοκάλαμο του "Α τσίδα εξακοντίζει άκατάπαυστα τά μικρά βέλη του, αλ λά οί ιθαγενείς έχουν δη πιά τον εχθρό καί προφυλάγονται. Ό Τάργκα ανασαίνει γορ γά καί τό στήθος του άνεβοκατεβαίνει σάν καμπανωτό καύκαλο πελώριας χελώνας. Στο βλέμμα του αστρά φτει ό θυμός κι5 οί πανίσχυ ροι μυώνες του συγκεντρώ νουν καί πάλι όσες δυνάμεις τού μένουν. "Έχει διακρίνει μιαν ομά δα από τρεΐς τολμηρούς Ραμά, που τον έχουν πλησιάσει περισσότερο από τους άλ λους. Ό Τάργκα συσπειρώνεται καί παραμονεύει. Μοιάζει τώρα, σάν ένα παντοδύναμο καί λαστιχένιο ζαγκουάρ, πού λικνίζεται πά νω στά λογισμένα πόδια του, πριν έξαπολύση τήν έπίθεσι. Οί τρεΐς ιθαγενείς τον νο μίζουν για μισοπεθαμένο.
Καί γι’ αυτό καταλαμβά νονται από ένα τρομερό πανι^ κό, καθώς βλέπουν τό πανί σχυρο κορμί του νά τινάζεται στον άέρα, ξαφνικά, καί νά πέφτη άνάμεσά τους I Ούτε προφταίνουν νά συλ λογιστούν γιά άμυνα. , Πέφτοντας ό Τάργκα βυθί ζει τό μαχαίρι του στο στή θος τοΰ ένός άνθρωποφάγου, ένφ, ταυτόχρονα, τό πόδι του κλωτσάει κατάστηθα τον άλ λο καί τον στέλνει νά κοιμηθή πέντε μέτρα μακρύτερα! Ό τρίτος ιθαγενής προσθεΐ νά φύγη. Αλλά . . —πράγμα περί εργο ! — οί κινήσεις του εί ναι πολύ νωθρές. Νοιώθει τά μέλη του βαρειά, άσήκωτα, σάν τό μολύβι. Καί τά βλέ φαρά του κλείνουν! Ό I άργκα τον κυττάζει κατάπληκτος. Ό άντρισμός του δεν τοΰ επιτρέπει νά έπιτεθή σε αν τίπαλο, πού δεν μπορεί κα λά - καλά νά σταθή στά πό δια του! Στρέφεται αμέσως στούς άλλους, πού τον πλησίαζαν ως τώρα απειλητικά. Περίερ γο! Κι5 αυτοί βρίσκονται στήν ίδια κατάστασι. Στέκον ται σάν χαυνωμένοι. ’Έπειται λύνονται οί κλειδώσεις τους καί πέφτουν ένας - ένας στή γή καί. . . βυθίζονται σε ύπνο μακάριο! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο αναπνέει. Ή έξάντλησι πού νοιώθει έξ αιτίας τής αιμορραγίας είναι μεγάλη.
ΤΑί^ΓΚΑ
Κάθεται πάνω σέ μιά πέ τρα. ; — Περίεργο . , ., μουρμου ρίζει. Τί πάθανε αυτοί; Τό βλέμμα του, καθώς πλανάται γύρω, καρφώνεται στα δεματιασμένα χλαστάρια. —1 Τ’ εΐν" αυτά; ρωτάει μέ ζωηή έκπληξι. Ποιος τάψερε )ο ^ εοω; Ό "Ατσίδας σηκώνει τούς ώμους του. — "Ατσίντα ντέν ξέρει ποιος έφερε. . . . "Ατσίντα ντώσει βλαστάρια εμένα, φάει εμένα! — "Έφαγες; τον ρωτάει ό Τάργκα μέ ταραχή. — "Όκι! Έγκώ έβαλα βλαστάρι, βραχή βλαστάρι, μαλακώσει βλαστάρι, ντώσει έγκώ εμένα, φάει εμένα! Ό Τάργκα τρέχει κοντά στον κάδο μέ τό νερό και βλέ πει στο βάθος του πολλά τέ τοια βλαστάρια. — "Ήπιε κανείς νερό από δώ; — Ναι, απαντάει ή Μαλόα. "Ήπιαν όλοι οί ίθαγειεΐς, όταν ετοίμασαν τή θυ σία μου! Ό Τάργκα χαμογελάει. Τώρα εξηγείται ό ομαδικός ύπνος των Ραμά. Οι χυμοί αυτού του φυτού περιέχουν ένα δραστικό ναρκωτικό. Γι" αυτό ό εγκληματίας λευκός ήθελε νά τούς μετα^έρη στην Ευρώπη. Γιά νά τους πουλήση λαθραία καί νά κερδίση λεφτά, καταστρέφοντας τή ζωή των άλλων! Ό Τάργκα κύτταξε τούς Ραμά. Είχαν τιμωρηθή άρκε-
Οί άναγνώσται τού «Ύπερανθρώπου» καί τού «Τάργκα» πρέπει νά είναι η θικοί καί εργατικοί, ανδροπρεπείς καί τί μιοι, καί νά ύπερασπίζωντοςι τό Καλό καί τό Δίκαιο! Οί άναγνώσται τού « Ύπερανθρώπου » καί τού «Τάργκα» πρέπει νά είναι υπό δειγμα στήν κοινω νία !
|
Θ. ΑΣΤΡΙΤΗΣ —
— I-- Ιί·Ι|—Ι·Ι|—■
II Μ~ΜΙ·-Ί·Μ~Ι
~
τά. Οί πολλοί ήταν νεκροί κι’ οί υπόλοιποι βυθισμένοι οέ λήθαργο. — Πάμε. . είπε ό Τάρ γκα. Ό συναγερμός τής ζούγκλας έληξε. ..
Ό "Ατσίδας περπατάει1 χαρούμενος πίσω από τούς φίλους του. Είναι, βέβαια, κά πως απογοητευμένος πού δέν έφαγε τά βλαστάρια, μά τον παρηγορεΐ ή σκέψι ότι οί εχθροί έξωντώθηκαν κι" ότι στο μέλλον θά μπορή νά τό ρίχνη στήν καρπουζοφαγία, χωρίς νά τον ένοχλή κανένας κίνδυνος. Ξαφνικά, σταματάει ξαφνι ασμένος καί τό ένα του αυτί κάνει μισή στροφή δεξιά καί γυρίζει προς τό ανατολικό
σημείο τού ουρανού.
"Ενα βούϊσμα άκούγεται από τό μέρος αυτό, σάμπως ένα τεράστιο κουνούπι νά έρ χεται από πολύ μακρυά διψασμένο γιά αΐμα. Μά ό Ατσίδας ξέρει πώς δεν είναι κουνούπι. Είναι αε ροπλάνο και ό χοντρός κωμι κός νέγρος ξέρει πώς ή έμφά νισι ενός αεροπλάνου δεν μπορεΐ νά σημαίνη κάτι κα λό. "Έχει πολύ πικρή πείρα ό Ατσίδας από τά αερο πλάνα. Ό Τάργκα κι5 ή Μαλόα έχουν σταματήσει κι5 αυτοί καί μένουν ακίνητοι μέ τό αυτί τους στημένο. — "Ενα αεροπλάνο, λέει τό Ελληνόπουλο. Νάναι άρα γε περαστικό ή μάς φέρνει κανένα καινούργιο εχθρό ; Μέ τό αυτί παρακολουθούν τις κινήσεις τού αεροπλάνου, πού δεν είναι δυνατόν ακόμα νά τό δούν μέ τό μάτι. Ό ήχος σβήνει σιγά-σιγά. Σβή ^\νννννΛνννννΛΛ^ΛΛ^νννν\ν^ν\ν\Λνννννανννννν\'ννν\ν*^
"Οσοι διαβάζουν τον «Υπεράνθρω πο» καί τον «Τάργκα>} έχουν καθή κον νά είναι από τούς πρώτους στήν τάξι τους καί στήν κοινωνία καί νά διαπρέπουν σέ υψηλά καί ηθικά έργα. Θ. ΑΣΤΡΙΤΗΣ νΗΛΛΑΛΜΜΜΑΜΛΜΜΜΜ/.
νει πίσω από μιά μεγάλη ο ροσειρά, πού εκτείνεται προς τήν ανατολή. — "Ισως έφυγε τό αερο πλάνο, λέει ό Τάργκα. "Ίσως καί νά προσγειώθηκε πίσω άπό τά βουνά. Θά τό μάθου με αυτό αργότερα. Πάμε τώ ρα στή σπηλιά μας νά ξεκου ραστούμε. Συνεχίζουν τό δρόμο τους. Ό "Ατσίδας τούς άκολουθεΐ, σκεπτικός, μέ τά φρύδια του ζαρωμένα. Τραβάει νευ ρικά μέ τά δόντια του τό χαλκά τής μύτης του καί μουρμουρίζει : — Αυτό άεροπλάνος μπο ρεΐ είναι... κύριος Κοντοστού πος! Μπο ρεΐ κμ ρ ι ος Κοντςμ» στοΰπος φέρνει εμένα άτομική μπόμπα, ρίξει-ρίξει έμε να, φάει-φάει έγκώί ,Έγκώ πολύ λυπηθώ, άν Κοντοστοΰπος οκι βρή εμένα ρίξει-ρίξει μπόμπα ! Καί, γιά νά παρηγορηθή, ξεριζώνει μιά ολόκληρη άγριοκαρπουζιά, τήν κρεμιόει στούς ώμους του καί αρχίζει νά καταβροχθίζη τά καρπού ζια της μέ τεράστιες μπου κιές, κάνοντας τό στόμα του νά πλαταγίζη σάν νά πίνουν νερό πενήντα ιπποπόταμοι μαζί ! Ξαφνικά, ό χοντρός νέγρος ανασκιρτάει σάν νά τον εΐχε δαγκώση κόμπρα καί φτύνει μιά μπουκιά, πού θά ήταν αρκετή γιά νά γέμιση μιά μικρή ο'κάφη ! — Φτού!, κάνει. Φτού ! Φαρμάκι αυτός καρπούζι ! Αυτός καρπούζι οκι άγκα-
ττάει έμενα, τελεί πετάνει έ μενα ! Φτοϋ ! Στή βιασύνη τσυ να κατεβάση στο στομάχι του δσο περισσότερα καρπούζια μπό ρεση, ό Ατσίδας είχε δαγκώ σει ένα μεγάλο... πικράγγουρο, που είχε βρεθή ανάμεσα στην καρπούζια! —Κάποιος ρίξει-ρίξει φαρ μάκι μέσα καρποΰτζι πετάνει έμενα!, γρυλλίζει. Έγκώ..... Σωπαίνει καί σταματάει. Μαζί του σταματούν κι5 ό Τάργκα μέ τη Μαλόα. ^ 3 Από μακρυά, οί ήχοι ενός τάμ-τάμ φτάνουν ώς τ3 αυτιά τους. Ό Τάργκα καί οι φί λοι του άκοϋνε καί μεταφρά ζουν τά συνθηματικά χτυπή ματα : «Οι... λαοί.... τής ζούγκλας .... ευχαριστούν... τον... Τάρ γκα... τον Κυρίαρχο... τής.... Ζούγκλας... πού τούς... άπήλλαξε... από τον τρόμο... τού
Χόου—Χό... καί την... άπεί λή.των Ραμά!.., Μέρες..,, γαλήνης.... ξημερώνουν... γιά όλους!... Αλλά... νέος.,, κίν δυνος... νέος... εχθρός... έρχε ται... νά άπειλήση... τη Ζούγ κλα!... "Ενας... κίνδυνος...πιο ...τρομερός... από όλους....... τούς... άλλους!... Θά μάς... σώση... άρα γε από... τον... νέο... κίνδυνο... ό μεγάλος.... Τάργκα;» Τό ατρόμητο ' Ελληνόπου λο ζαρώνει τά φρύδια του. Ή Μαλόα γυρίζει καί τον κυττάζει ανήσυχη. Ό Ατσίδας ξεχνάει τό «φαρμάκι καρπούτζι» πού είχε δαγκώσει. Τό τάμ-τάμ συνεχίζει ; «Ικετεύομε... τον Τάργκα ... νά μάς λυπηθή... κι’ αυτή ... τή φορά... καί νά σώση... τούς... λαούς... τής Ζούγ κλας!... Ό κίνδυνος... ε!νε... μεγάλος...»
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Απαγορεύεται
ή
Ελληνικό
κείμενο
άναττύπωο-ις.
υπό
ΘΑΝΟΥ
Άπακλειστικότης
ΑΣΤΡΙΤΗ «Υπεράνθρωπου».
|^Λ\ν\\ννν\^ν\ΛλαΛννΛνν\\νΛΛΛΛ1,\\\\Λ\ννν\ννΛ/νννν\ν'νν\\νν\Λ\ννν»\\ννΥννν'ννν\\νν\ννΛ\ννννΜΛ'ννΛννννν'ν·νννλ
0! ΤΟΜΟΙ ΤΟΪ “ΥΠΕΡΑΝ8Ρ0Π0Υ,, Έχουν δεθή καλλιτεχνικά καί πωλούνται στά γραφεία τού περιοδικού (Λέκκα 23) οί τόμοι τού «Ύπέρανθρώπου»: Α' (τεύχη 1—8), Β' (9—Ιό), Γ' (17— 24), Δ' (25—32), Ε' (33—40), ΣΤ' (41 — 48), Ζ' (49—56) καί Η' (57—64).
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ τοΰ
μλλΑλλμλμλλΜλΜ;
ΑΤΣΙΔΑ
πρός ιόν ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ Κύριος Κοντοστοΰπος Έγκώ γελάσει — γελάσει πολύ γκράμμα ντικό σου! Έγκώ περιμένει αεροπλάνο εσένα, μπόμπα εσένα, ρίξει—ρίξει Αφρικανική, κό ψει—κόψει φρουτος εμένα, χορτάσει έμενα! Έσύ γκράφει έρτη έντώ, γιατί Έλχίνα — Μελχίνα λέει εσένα χαρίσει ζωή εμένα!
νννννννννν
Χί, χί, χί, χί! Πολύ άστεΐος πράματος αυ τός! Έλχίνα — Μελχίνα δκι γλέπει καλός! Έλχίνα—Μελχίνα βάλει—βάλει μάτια ντικός της γυαλιά, γλέπει —γλέπει καλά! Τό τε οκι λέει εσένα «ώραΐος Κοντοστοΰπος»! Τότε λέει εσένα. . .
μαϊμού
Κοντοστοΰπος !
Κύριος Κοντοστοΰπος, έσύ λέει έμένα τί είναι ατομικός μπόμπα; Μπορεί έγκώ φάει— φάει αυτό; Έγκώ περιμένει έσένα, Κοντοστοΰπος ! Έσύ λέει Έλχίνα—Μελχίνα οκι άνακατατεύεται ντουλειές ντικός μου, άφήνει έσένα έρτη Αφρικανική! Έγκώ περιμένει έσένα αγκαλιά ανοιχτός έ-. μένα, στόμας ανοιχτός έμένα, φάει—φάει άτομικός μπόμπα, φάει —· φάει έσένα! Φίλος ντικός σου ΑΤΣΙΝΤΑΣ *5^ΐνννΜΛννΜΜΛΛν^ΐ/ννννΐ^^νΐ1Λ^ΜΛΛΛ^1Λ^/ν^'ννννννν'\'ννΜ.ννννννννννν>,νννννΧΛΛ'ν\ΛΛΛ'ννν\,ίΛνν%^Λννννΐ\ννννΛ\ '
Λ\Λνννν
'Μ-νννν^ννί'ίΛ'ν^νννν
;^^\^^^Λ\ννι\ννννννννν\ΛΜ'ννΐΛΜ\ννΜΛιν\ΛΛΛΜΜ'νΐΜΛ'νννννΜΛΛ\ΐΛ\%ννννΐΜΛΛΛ\'ννν\ν\ΜΛΛΜΛΛΛΛΜΛΛΛ\νΐ\'
$ ϊ
Η Ο^Α ΕΦΤΑΣΕ! Την ερχόμενη Πέμπτη κυκλοφορεί τό θρυλικό τεύχος
Ζ Α ο π ρο
Υ Ρ Ο Τ Η Σ
Ό Ζανούρ, πού είναι ένας λευκός εγκληματίας μέ υπερφυσική δύναμι καί μέ ακαταμάχητα όπλα, διε ξάγει μέ τον Τάργκα, τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας, τρομακτικές γιγαντο μαχίες, πού φέρνουν πότε τον ένα καί πότε τον άλ λο φάτσα μέ τό θάνατο!
Στο Τδιο τεύχος θά είναι καρφιτσωμένο καί τό καλ λιτεχνικό σκίτσο του κ. ΘΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ, του αγαπημένου συγγραφέως όλων των παιδιών! Τό σκί τσο προσφέρεται ΔΩΡΕΑΝ. "Οταν θά αγοράσετε τό τεύχος σας, εξετάστε νά δήτε άν περιέχη τό σκί τσο. "Αν, κατά λάθος δεν τό περιέχη, ζητήστε από τον περιπτεριούχο ή από τον εφημεριδοπώλη νά σάς δώση άλλο! ΠΡΟΣΟΧΗ! Εξασφαλίστε τό τεΰχος9 τού «Τάργκα» άγοράζοντάς το πρωΐ-πρωί την ερχόμενη Πέμπτη, γιατί θά γίνη ανάρπαστο καί υπάρχει φόβος νά μην προλάβετε!
νννννννννννν
του «Τάργκα», πού θά άποτελέση σταθμό στην ι στορία των ήρωϊκών αναγνωσμάτων τής Ελλάδος! Στο τεύχος αυτό κάνει την έμφάνισί του ένας φοβε ρός ήρως του κακού, ό απαίσιος και κτηνώδης
Άριθ. 8 — ΔΡΑΧ. 2.000
ϊ ΑΡΓΚΑ Εβδομαδιαία Βιβλία Ηρωικών Περιπετειών. Γραφεία: Αέκκα 23 ’Αριθ. Τηλεφ. 36.373
Τά προηγούμενα τεύχη πωλούνται στά γραφεία
μας, πού
είναι
άνοικτά
κά
θε μέρα 9—1/2 καί 5—7, έκτος του απογεύματος τής Τετάρτης.
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεο>ργιάδης, Σφιγγός 38. Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Α. Θησέως 323. Προϊστάιμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1 ) 2) 3) 4)
'Ο κυρίαρχος τής Ζούγκλας. Ή σπηλιά μέ τά Διαμάντια. Ζουμπο, ό Ίερος Ελέφαντας. Ό φύλακας των Θησαυρών.
5) Μαίλόα, το Κορίτσι-Τίγρι ς. 6) Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας. 7) Μονομαχία Βασιλέων. 8) Συναγερμός στη Ζούγκλα.
Τήν έρχομένη Τρίτη> κυκλοφορεί τό τεύχος *·τού «Υπεράν θρωπου»
71 πού είναι τό τελευταίο τεύχος τής Α' Περιόδου του αγαπη μένου σας Περιοδικού! Στο τεύχος αυτό, πού έχει τον τίτλο
Ο ΥΠΕΡΕΛΛΗΝΑΙ ΤΙΜΩΡΕΙ 'Ο Γυιός τού Έ λ Γ κ ρ έ κ ο, μαζί μέ τον Κοντοστού πη, δοκιμάζει καταπληκτικές περιπέτειες μέσα σε μια έοημο τής Νότιας Αμερικής, όπου υιά παραμυθένια πάλι ξεπήδησί ξαφν/ικά μέσα άπά τήν άίμμο! Στο ίδιο τεύχος, θά δημοσιευβή ή άπάντησι του Κον τοστούπη στη σημερινή επιστολή τού Ατσίδα καί θά μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες γιά τό καταπληκτικό τεύχος
72
Τ"·
μέ
τό
όη-οία
αρχίζει
ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ
ή
Β' Περίοδος
το
τού
«Υπεράνθρωπου»!
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΣΑΣ
| ί
0/ ΚΟΥΡΣΑΡΟ! Τ?Ν ΠΛΑΝΗ Τ£Ν ΑΡΓΟΤΕΡΗ, ΠΗ/ν9 ΑΠΟ ΓΗ ΓΗ, Ο / υπεράνθρωποι.
ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ.1
ΣΥΝΤΡΙΒΟΥΝ
το στο η ο
ΤΟΥ ΗΟ2 Κ/9/ θ/ΧΜβ-
ηγπζονΝ
ΤΗ ναυαρχιάρ ΤΟΥ!
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΡ ΧΙΖΕΙ Η ΠΚΙΟΡΙΑ ΓΕΝ ΕΧΘΡΰΝ ΤΗΣ ΓΗΣ !
^Λ59 ΗΓβΠΟ ΜΕΝΑ ΚΑΚΟΥΡΓΟΙ!
ΗΟΖ Ηθ! ΗβθΗΓΗΓΑ ΝΓΟΥΝ! ΕΝ ΟΝΟΜβΓί Μ _ ΤΗΣ ΑΝ/ ΣΘΡ&ΠΟΤΗΤ0Σ Τ (Τ^τΤ ί Χ*Γ ΣΥΠΠΑΜ-)
&ΤΡΟ&
νροδογμο.
Ο ΤΑΡΓΚΑ, ΤΟ ΑΤΡΟ ΜΗΤΟ ΕΛΛΗ Ν ΟΠΟΥΛΟ, ΚΑΛΕΙΤΑΙ Ν’ ΑΝΤΙΜΕ ΤΩΠΙΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓ ΚΛΑΣ ΕΝΑ ΦΟΒΕΡΟ ΕΧΘΡΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ Ν’ ΑΓΩΝ IΣΘΗ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΚΕΦ. 1. 'Όττου ή Ζούγκλα συνταράσσεται άπό τρομερά γεγονότα καί ό Ατσί δας συμπλέκεται γιά Ε να... καλοθρεμμένο που λί ί
νας κρότος βαρύς και δυνατός άκούγεται. Τό έδαφος τής ζούγκλας τρέμει ολόκληρο, σά νά γίνεται κά ποιος φοβερός σεισμός. Εκ τυφλωτικές λάμψεις καί τερά στιες γλώσσες φωτιάς ξεπετιουνται πάνω άπ5 τις κορ φές των πανύψηλων κι5 αιωνό βιων δέντρων. Ό ουρανός φω τίζεται απαίσια, μ" ένα χρώ μα κόκκινο βαθύ, σάν αΐμα! "Έπειτα, λίγο - λίγο, οί αίματόχρωμες ανταύγειες υπο χωρούν, άλλ" αμέσως μιά και νούργια τρομερή έκρηξι έρχε ται νά δόνηση ολόκληρη τη ζούγκλα! Δέν χωράει καμμιά άμφιβολία, πώς κάτι τρομερό γί νεται πίσω άπό τό πυκνό παρ θένο δάσος κι" άπό τούς βρά χους, πού τριγυρίζουν τη σπη λιά τού Τάργκα! Κάτι ανή κουστο γίνεται σ5 εκείνη την
Ε
Τό μαστίγιο του Ζανουρ σηκώ θηκε πάνω άπό τόν αιχμάλωτο!
4
ΤΑΡΓΚΑ
περιοχή, γιατί τ’ αγρίμια φεύγουν από κεΐ κατατρομα γμένα, τρέχουν με την ουρά κάτω απ’ τά σκέλια κι5 αφή νουν γρυλλισμούς φρίκης καί φόβου! Σμήνη ολόκληρα, α πό πουλιά τεράστια καί πα ράξενα, έχουν ξεσηκωθή απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων καί φτεροκοπούν στον αέρα, κρώζοντας απελπισμένα... Ό Ατσίδας... χαμογελάει. Καί μουρμουρίζει: — Απόψε ζούγκλα... κρύο λογημένος είναι, απόψε ζούγ κλα... βήχει, πουλιά πετάνε, έγκώ φύσα-φύσα ίκάλαμο σκο τώνει πουλιά, έγκώ ντώσει εμένα πουλιά, φάει εμένα! Την ίδια στιγμή άκούγεται πάνω απ’ τό κεφάλι του ένα δυνατό φτερούγισμα. Ό Ατσίδας σηκώνει τό φυσοκάλαμό του. "Έπειτα φουσκώνει τίς μαγούλες του σάν δυο τεράστια μαύρα μπαλλόνια κι’ αμέσως αδειά ζει τον αέρα, φυσσώντας τον με δύναμι, μέσα στο στενό καλάμι! Κι’ ό αέρας αυτός, σφυρίζοντας σάν φίδι, άναρπάζει τό βέλος απ’ τό φυσο κάλαμο καί τό στέλνει νά καρ φωθή μ’ εκπληκτικήν ακρί βεια, στο μεγάλο πουλί, πού πετάει λίγα μέτρα πιο ψηλά απ’ τον Ατσίδα, με έντρομα φτερουγίσματα. Αμέσως άκούγεται ένας μικρός κρωγμός καί τό πουλί πέφτει στριφογυρίζοντας. Ό Ατσίδας τό πλησιάζει ευτυχιο'μένος. Τά χοντρά δάχτυλά του, έμπειρα απ’ τον καιρό πού ήταν μάγειρας σέ καράβι, ψαχουλεύουν τή σάρκα τού
πουλιού, κάτω άπ, τά φτερά καί τή βρίσκουν παχειά καί τραγανή. -— Έγκώ τρώει - τρώει ω ραίο πουλίς!, μουρμουρίζει. Έγκώ σκοτώσει κι’ άλλο, έγ κώ σκοτώσει πολλά, έγκώ έκει πουλίς φάει - φάει μιά βντομάντα, ένα μήνα... Αμέσως ετοιμάζει κι’ άλ λα βέλη κι’ αρχίζει νά προχωρή σιγά - σιγά, γλείφον τας μέ τίς χειλάρες τον χαλ κά τής μύτης του κι’ έρευνώντας μέ τά μάτια τον ου ρανό. Τά πουλιά τρομαγμένα α πό τίς έκρήξεις πού συνετί ζονται στήν καρδιά τής ζούγ κλας, φεύγουν κοπαδιαστά κι’ ό Ατσίδας, καθώς προχω ρεί, τα βρίσκει άφθονα καί τά κατεβάζει μέ τό φυσοκάλαμό του. Σέ λίγο, όμως, τά σκοτω μένα πουλιά γίνονται πολλά καί τον έμποδίζουν στίς κι νήσεις του. Στέκεται μιά στι γμή, ξύνει τήν κεφάλα του καί... κατεβάζει μιά σοφή ι δέα: μαζεύει από χάμω ένα μακρύτατο χορτόσκοινο κι’άρ χίζει νά δένη μ’ αυτό ένα - ένα τά σκοτωμένα πουλιά! Τά δέ νει καί τά παρατάει στή θέσι τους. Παρακάτω, μόλιο σκοτώση κάποιο άλλο, τό δένει κι’ αυτό στο χορτόσκοινο καί τ’ αφήνει χάμω. "Ε τσι, προχωρώντας, μεταβάλ λει τό μακρύτατο χορτόσκοισ’ ένα είδος ατέλειωτου... κομπολογ ιού, πού αντί γιά χάντρες, έχει... σκοτωμένα πουλιά! -αψνικά, όμως, γίνεται κά τι παράξενο καί τρομερό.
ΤΑΡΓΚλ "Ενας πεινασ μένος πάνθη ρας περνάει γρυλλίζοντας, σέ μεγάλην άπόστασι από τον Ατσίδα. Δεν έχει δη τον κω μικό νέγρο και ακολουθεί κατεύθυνσι αντίθετη απ’ αυτόν. Απρόοπτα, όμως, τό πεινα7 σμένο σαρκοφάγο βλέπει χά μω ένα... σκοτωμένο πουλί. Αμέσως τό αρπάζει με τ" ά πληστα δόντιαι του, τό κά νει ένα... μεζέ, γλείφοντας και κυττάζει γύρω του με μά τια γουρλωμένα. Λίγο παρα κάτω υπάρχει κι3 άλλο σκο τωμένο πουλί. Ό πάνθηρας προχωρεί γρυλλίζοντας από ευχαρίστησε Τό τρώει κι3 αύτό. Πιο κάτω βρίσκει άλλο. Τό καταβροχθίζει κι3 εκείνο. Κι3 έτσι ακολουθώντας το μακρύτατο χορτόσκοινο τού "Α τσίδα, βρίσκει δεμένα πάνω σ3 αυτό, τά πουλιά πού σκό τωσε ό αστείος νέγρος και τά τρώει, σαν ωραίους καί λα χταριστούς μεζέδες. Συγ χρόνως, με τό ελαστικό καί σίγουρο βάδισμά του, τό θη ρίο πλησιάζει καί τον "Ατσί δα, πού προχωρεί άμέριμνος, κρατώντας τό χορτόσκοινο άπό την άκρη, με την πεποίθησι πώς έχει σιγουρέψει τη λεία του! -αφνικά ένα μεγάλο πολύ χρωμο πουλί φαίνεται στον αέρα. Ό νέγρος σηκώνει τό φυσο κάλαμό του καί φυσάει. Συγχρόνως, όμως, άπ3 την άντικρυνή πυκνή λόχμη ξεπετιέται μια λάμψι κι" ακολου θεί ο κρόνος ενός πυροβολι σμού. Τό μεγάλο πολύχρωμο ττουλί,^ χτυπημένο συγχρόνως άπό τό βέλος τού "Ατσίδα κΓ
δ
άπό μια σφαίρα, πέφτει σαν κεραυνόπληκτο. Ό Ατσίδας τρέχει νά τό πάρη, για νά τό δέση κι3 αυ τό στο χορτόσκοινο του, άλ λα την ίδια στιγμή, πίσω άπ" την πυκνή λόχμη άκούγεται ένα γέλιο χοντρό καί πλατύ, σαν καγχασμός καί μιά βα ρεία φωνή, πού προφέρει σέ βάρβαρη Γερμανική γλώσσα: ^— Τό πέτυχα στο φτερό, μέ πιστόλι! Καλό σημάδι, έ; ^ Ό "Ατσίδας δέν τήν. ξέρει τή ^ γλώσσα καί δέν καταλα βαίνει τις λέξεις. Γιά μιά στι γμή νομίζει, πώς καγχάζει καί μιλάει τό... σκοτωμένο πουλί καί, γι" αυτό, κοντο στέκεται τρομαγμένος καί τό κυττάζει μέ φόβο. "Έπειτα, ό μως,^τ" αγριόχορτα τής άντικρυνής λόχμης κινιοΰνται. "Ε να μπράτσο χοντρό, σαν μεγά λος κλάδος δέντρου καί μαλ λιαρό προβάλλει μέσα άπ" αυτά τά χόρτα, παραμερίζοντάς τα. Ό "Ατσίδας γουρλώ νει τά μάτια. Πίσω άπό τού το τό φοβερό μπράτσο έρχε ται ένας άνθρωπος, πού μό νο μέ τήν έμφάνισί του μπο ρεί νά φέρη τον πανικό! Δέν είναι πολύ ψηλός, άλ λα οί πλάτες του φτάνουν σέ φάρδος σχεδόν τό άνάστημά του! Τό στήθος καί οι ώμοι του είναι θωρακισμένοι μέ χοντρές μυϊκές μάζες, ελαστι κές σαν τό καουτσσούκ καί ι σχυρές σάν τ3 ατσάλι. "Ανα σαίνει βαρειά, σάν φυσερό σι δηρουργού καί κάθε φορά, πού είσπνέεη νομίζει πώς τό πελώριο έκεΐνο στήθος θά ρουφήξη όλη τήν ατμόσφαι ρα τής γής! Ό θώρακάς του
ΤΑΡΓΚΑ
6
και τό μισό του μπράτσο εΐνε σκεπασμένα μέ μια λεπτό τατη εφαρμοστή φανελλίτσα> πού κολλάει απάνω του σαν δεύτερη επιδερμίδα κι3 αφή νει να φαίνεται δλη ή τρομα κτική μυϊκή του διάπλαση. 3Αντί για παντελόνι φοράει στρατιωτική κυλόττα καί μπόττες. Στή μέση του υπάρ χει μιά πλατεία ζώνη, πού στή θήκη ττης φιλοξενεί ένα πελώριο πιστόλι. Τά χοντρά χέρια του είναι μακρυά, πα ρά φύσι, κι3 έτσι καθώς κρέ μονται κάτω, φτάνουν ως τά γόνατά του. Ό σβέρκος του είναι φουσκωμένος από μυώ δης καί προβάλλει πίσω καί πλάγια, πανίσχυρος κι3 επι βλητικός. Τό πρόσωπό του,
*0^ Ζανούρ είναι έτοιμος νά σνντρίφη τη Μαλόα μέ τη βαοειά
ΐιπόττα τον
ώ
πλατύ καί κτηνώδες, αρχίζει από ένα σουβλερό κι3 εντε λώς άτριχο κρανίο καί κατα λήγει σ3 ένα σαγόνι πλατύ καί σέ δυο μασέλλες ισχυρές σάν του κροκόδειλου! Ό κτηνάθρωπος αυτός κά νει μερικά βήματα ^ καγχά ζοντας άπαίσια. Πίσω του ακολουθούν εφτά - οχτώ λευ κοί άνθρωποι. — Είδες σημάδι; ξαναλέει μέ τή βροντερή φωνή του ό κτηνάθρωπος. "Ενας άπ3 τήν ακολουθία του κουνάει τό κεφάλι. ^ — Μπορεί νά τό πέτυχες στήν τύχη, Ζανούρ!, λέει θαρρετά. Ό κτηνάθρωπος, πού άκου σε στ3 όνομα Ζανούρ, κοντο στέκεται καί κυττάει τον α κόλουθό του μ3 ένα βλέμμα γεμάτο κρυάδα καί κακία, σάν τό βλέμμα τού^ γιγαντιαίου χταποδιού, τή στιγμή πού διακρίνει, στο βυθς τών θαλασσών τό θύμα του. ^ Τά στενά χείλια του τραβοϋνται πίσω, οί άκρες τους φτάνουν σχεδόν ως τ3 αυτιά του καί δυο σειρές δόντια γερά κι3 ά σπρα, αποκαλύπτονται σ’ έ να παγωμένο χαμόγελο. — "Οχι, Φρίτς!, λέει μέ μιάν ηρεμία πού προμηνύει θάνατο. Δέν ήταν καθόλου τυ χαίο. Θά στο αποδείξω, αμέ σως! Νά, μια σφαίρα πού προορίζεται^ για τό^ δεξί σου τό μάτι. Γιά νά δούμε... Σηκώνει ατάραχα τό πι στόλι καί πατάει τή σκανδάλη.
Ή μαύρη^ κάννη βήχει και φτύνει φωτιά. Μιά σφαίρα ουρλιάζει και
ΤΑ^ΓΚΑ
. . . καί μέσα σ’ αυτό το δίχτυ, που μοιάζει ό Τάο γκα !
σωπαίνει αμέσως, καθώς χώ νεται σε ανθρώπινη σάρκα. Καί ό Φρίτς κυλιέται στη γη κεραυνοβολημένος! Ό κτηνάθρωπος σκύβει α πάνω του καί τον κυττάζει. · Τό αίμα άναβλύζει από τό βεξί του μάτι καί κυλάει στο πρόσωπό του, σχηματίζον τας ένα κόκκινο όκνό κι" αρ γοκίνητο αυλάκι. Ό Ζανουρ άνασηκώνεται. — "Ακριβώς, στο δεξί μά τι !, λέει με απάθεια στους άλλους ακολούθους του, πού τον κυττάζουν έντρομοι. Τί κρίμα, πού ό Φρίτς δεν είναι πιά ζωντανός, γιά νά δη, πώς είχα δίκιού ^ Τον κλωτσάει βάναυσα^ μέ
την μπόττα του καί ξαναλέει: — Εμπρός... Πάμε νά πά
7
σαν καμπίνα, πέφτει
ρουμε τό πουλί πού σκότω σα ! Ανοίγει τό βήμα του, προ χωρεί καί, ξαφνικά, τα άνοιχτογάλανα μάτια του γεμί ζουν περιψρόνησι καί κακία. Κοντά στο χτυπημένο πουλί βρίσκεται ό "Ατσίδας κι5 ε τοιμάζεται νά τό πάρη. — *Έ, συ!, τού φωνάζει βροντερά ο Ζανουρ. Γκρεμί σου από κεΐ, πριν σοΰ τσακί σω τά πλευρά! Ό αστείος νέγρος δεν κα ταλαβαίνει^ γρυ από τά Γερ μανικά τού Ζανουρ. Ωστόσο, μα πεύει πώς αυ τός ό κτηνάθρωπος γυρεύει νά του πάρη το μεζεδάκι του καί γεμίζει... άγανάκτησι καί θάρρος.
— 'Όκι!, φωνάζει χειρο
δ
ΤΆΡΓΚΑ —-
---- —
~~ ΤιΓ-'ΗΜΙ-τ'ιι
»
πολύ σιγανός βρυχηθμός κυ λάει από τό λαρύγγι του. "Υ στερα άπό τά «ορεκτικά» πού έφαγε, βλέπει μπροστά του τον Ατσίδα, σάν κύριο «γεύ μα» κι5 αμέσως λυγίζει τά πό δια του, άκουμπάει την κοι λιά του στη γη καί, γιά μιά στιγμή, τον καρφώνει μέ τά κοκκινοκίτρινα αίμοβόρα μά τια του. Τά χείλια του έχουν άνασυρθή στις παρειές, πα ρουσιάζοντας τά τρομερά του δόντια. Τά νύχια του, σάν κο φτερά γυριστά μαχαίρια, έ χουν προβάλλει άπό τις βε λουδένιες θήκες τους. Τό πα νίσχυρο κορμί του ταλαντεύ εται καί αμέσως έπειτα έκτοξεύεται, σάν γιγαντιαΐο βέ λος, πού φεύγει άπό κάποιο υπερφυσικό τόξο! Ό κωμικός νέγρος δέν έχει καταλάβει τίποτ3 άπ3 αυτά. Είναι ή στιγμή πού σηκώ νεται όρθιος, μετά τό τρομε ρό χαστούκι του Ζανούρ. Βλέπει τον κτηνάθρωπο νά τον σκοπεύη μέ τό πιστόλι του καί, θέλοντας ν’ άποφύγη τη σφαίρα, πέφτει μέ^ μια γρήγορη κίνησι στη γή. Τό πυρωμένο άτσάλι περνάει πά ΚΕΦ. 2. "Οίτου ό Ζανουο κάνει μιαν εντυπωσιακή επί νω άπό τό κεφάλι του, σφυρί δειξή δυνάμεωο καί ό ζοντας μέ μιάν άνίσχυρη λύσ Ατσίδας αίγλΐ<χλωτίζεσα. Κι3 άμέσως έπειτα, άπάται . . . νω άπ3 τον πεσμένο Ατσίδα φήσαμε τον πεινασμένο καί πάλι, άλλά μέ αντίθετη κατεύθυνση περνάει τό ελα πάνθηρα νά προχωράη στικό καί μυώδες κορμί του μέ απληστία καί νά καταβροπάνθηρα, πού έχει έφορμήχθίζη τά μικρά πουλιά, πού είχε δεμένα στο χορτόσκοινό σει! 'Έτσι ό διπλός θάνατος κάνει τό σταυροδρόμι του έ του ό Ατσίδας. Προχωρών να μέτρο μακρύτερα άπό τον τας έτσι τό ευλύγιστο σαρκο άστεΐο νέγρο, άλλά τον άφήβόρο φτάνει στά νώτα του κω μικού νέγρου. Αμέσως, τό νει άνέπαφο! τε, κουλουριάζεται κι’ ένας "Ενα τρομερό μουγκρητό νομώντας. Τούτος πουλίς ντικό μου, έγκώ φύσα-φύσα κά λαμο σκοτώσει εσένα, πάρει πουλίς, ντώσει έμενα, φάει £μένα! Τ5 άνοιχτογάλανα μάτια του Ζανούρ πετάνε αστραπές θυμού, καθώς βλέπει τον Α τσίδα ν5 ατσαλώνεται μπρο στά του καί νά τον φοβερίζη κουνώντας τό φυσοκάλα μο ! Απλώνει τό φοβερό μπρά τσο του καί τό κινεί με ταχύ τητα. Ό Ατσίδας δέχεται στο πρόσωπο ένα χαστούκι, πού μοιάζει με αστροπελέκι. Τό κρανίο του γεμίζει μ3 ένα σμήνος από κουνούπια, πού βουίζουν απελπιστικά καί βρίσκεται πεσμένος ανάσκε λα, πέντε μέτρα μακρύτερα. Ωστόσο, ό κίνδυνος πού δια τρέχει τό... σκοτωμένο πουλί του, τον κάνει νά σηκωθή α μέσως καί ν5 άτενίση, μέ επι θετικές διαθέσεις τον κτηνάν θρωπο. Ό Ζανούρ τον βλέ πει. Χωρίς δισταγμό, τρα βάει τό πιστόλι του, σκο πεύει καί τον πυροβολεί.
Α
ΤΑΡΓΚΑ
ςεχύνεται άπ3 το στόμα του 3ηρίου, πού βλέπει πώς τά ίοφτερά του νύχια καί τά )όντα, δεν βρίσκουν σάρκες 'ά ξεσκίσουν! Πέφτει μαλα κά στο χώμα, δυο, μέτρα μα:ρύτερα από τον Ζανούρ. Το μακρόστενο κεφάλι του κου'ΐέται δεξιά κι3 αριστερά. Τό μάτι του κυττάζει λαίμαργα :αι ύπουλα. Καθώς βλέπει 'όν κτηνάθρωπο αφήνει ένα ίεύτερο γρυλλισμό, συσπειιώνεται καί πάλι καί πηδάει (πάνω του! Ό τρομερός Ζανούρ δεν 'είχνει καμμιά ταραχή. Μόο, πού σφίγγει τά δόντια ου καί οι μυώνες τών παρει)ν του πετιουνται άπό δώ κι3 :πό κεΐ σάν δυο κεφάλια μιρου παιδιρυ! Τό άφύσικα ακρύ καί χοντρό χέρι του ίνει μιάν άπίστευτη ^ ώθησι πήν γροθιά του, πού τινάεται μπροστά καί βρίσκει όν πάνθηρα στο σαγόνι. Ή ύγκρουσις είναι τρομακτική, ό μπράτσο του Ζανούρ μέ:ι άκίνητο, σάν χαλύβδινος ξονας καί οί μασέλλες του αρκοφάγου χτυπουν με δύχμι στην τεράστια σφιγμέ1 γροθιά του καί κομματιά)νται. Ό πάνθηρας κυλιέται χά•χ), με τό μουσούδι του βουΊγμένο στο αίμα! Γιά λίγην ώρα ή ζούγκλα ντι βουίζει τούς πόνε μένους χυχηθμούς του. "Αλλά ό Ζανούρ, μέ μιάν :φρασι έσχατης περιφρονή:ως στο πρόσωπο, τον πληάζει καί του δίνει μέ τη τόττα του μιά φοβερή κλωπά στο κεφάλι. "Αμέσως οί
1
9
βρυχηθμοί του πάνθηρα κό βονται. "Ακούγεται μόνον κά τι, σάν επιθανάτιος βόγγος. Καί μετά τό σαρκοφάγο μέ νει άκίνητο, γεμάτο αΐμα, κομματιασμένο άπό τά δυο υ περάνθρωπα χτυπήματα του Ζανούρ! Πεσμένος χάμω μέ τήν κοι λιά ό Ατσίδας, έχει σηκώσει τη χοντρή κεφάλα του καί παρακολουθεί μέ γουρλωμένο μάτι τον καταπληκτικό Γερ μανό, πού ή συντριπτική δύναμι τής γροθιάς του, μόνον μέ τή γροθιά του Τάργκα μπορεί νά συγκριθή! Οι άλλοι παρακολουθούν τή σκηνή άτάραχοι, σάν νά βλέπουν κάτι, πού τό έχουν ξαναδή χιλιάδες φορές. Ό Ζανούρ σκουπίζει μέ μιά τούφα χόρτα τή ματωμέ νη γροθιά του. "Έπειτα σκύβει, παίρνει τό σκοτωμένο πουλί καί μέ τή βροντερή φωνή του προ στάζει : — Πάρτε μαζί σας αυτόν τον μαύρο βάτραχο! Καί πά με... Καί πάλι ό Ατσίδας δέν νοιώθει τή βάρβαρη γλώσσα του Γερμανού. Βλέπει, όμως, τούς άκολούθους του νά χυμάνε άπάνω του, νά τον αρ πάζουν βάναυσα — καί νοιώ θει, πώς τον έχουν αιχμαλω τίσει. Αμέσως βάζει τις... φωνές: — Έσύ δκι παίρνει- παίρ νει "Ατσίντα! "Ατσίντα σκο τώσει πουλίς, "Ατσίντα φάει πουλίς ! Τραβάει μέ δύναμι τό μα κρύ χορτόσκοινό του, άλλά ε κείνη μόλις τή στιγμή κατα
10
ΤΑΡΓΚΑ
λαβαίνει, ττώς δεν υπάρχουν πιά δεμένα απάνω του τά πουλιά πού σκότωσε. Καί νομίζει πώς του τά έ χει φάει ό Ζανούρ, ό γίγανμέ την κτηνώδη μυϊκή δύναμι. -— Έσύ... χοντρό, φωνάζει στον Ζανούρ, φάει - φάει ντικός μου πουλίς. Ντικός μου πουλίς κάτσει - κάτσει ντικό σου λαιμός! Μιά δυνατή κλωτσιά στά μαλακά τον τραντάζει όλόκλη ρο. Κάποιος από τούς ακο λούθους τοϋ Ζανούρ τον έχει χτυπήσει με δύναμι. — Τσακίσου!, τού φωνά ζει Γερμανικά. Δεν έχουμε καιρό γιά χάσιμο!
Καί μέ μιά ύπερέντασι δυνάμεως ό Τάργκα έκσφενδονίζει τη λεοττάρδαλι εναντίον του Ζανούρ
ΚΕΦ. 3. 'Ότου τά ταμ - τάμ με ταδίδουν πένθιμα μηνύ ματα και ό Κυοίαονος της Ζούγκλας ξεκινάει...
άργκα! Τάργκα! "Έ λα έξω ν’ άκούσης! Σή μέρα τά τάμ-τάμ χτυπούν πο λύ παράξενα. Ή Μαλόα, ή ξανθή συντρόφισσα τού Τάργκα, στέ κεται στήν εϊσοδο τής σπη λιάς. Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας κάνει τό μπάνιο του στο κοντινό ποτάμι καί, καθώς α κούει τή φωνή της, βγαίνει απ’ τό νερό καί τρέχει κοντά
Τ
της·
,
Λ
Αλήθεια οί ήχοι των ταμτάμ είναι σήμερα πολύ παρά ξενοι. Μονότονοι, μακρόσυρτοι, θλιβεροί, δεν ζητούν καμμιά βοήθεια, ούτε στέλνουν κανένα μήνυμα. Ειδοποιούν μόνο όλες τις ψυχές τής ζούγκλας πώς καμμιά ελπίδα δεν έμεινε γιά τούς ιθαγενείς! Ό Τάργκα, μέ στημένο αυ τί, άκούει καί μεταφράζει: «Τραβάμε όλοι... τό πικρό μονοπάτι... πού όδηγεΐ στον θάνατο... Τραβάμε όλοι... τό μονοπάτι πού δέν έχει καμμιά χαρά... Τραβάμε όλοι έξω από τά... όρια τής ζωής». Ό Τάργκα άρπάζει ταρα γμένος τό χέρι τής όμορφης συντρόφισσάς του. — Μαλόα!, τής λέει βρα χνά. , Κάποιος απαίσιος κίν δυνος στροβιλίζεται στη ζούγκλα κι5 οί ιθαγενείς έ χουν πιά ύποκύψει! Σήμερα τά τάμ-τάμ θρηνούν, όπως δέν έθρήνησαν ποτέ! Ό Θά νατος μάς παραμονεύει ό λους, Μαλόα!
ΤΑΡΓΚΑ Τό ξανθό κορίτσι τον α κούει καί τρέμει σύγκορμο. Τά δάχτυλα του αγαπημένου της Τάργκα, τής σφίγγουν τό χέρι τόσο δυνατά, ώστε κιν δυνεύουν νά τό τσακίσουν. Τά μαύρα μάτια του είναι καρ φωμένα μπροστά, άκίνητα, απλανή, σά ν’ άντικρύζουν κάποιο φριχτό όραμα. —Μαλόα, τής ξαναλέε^ι μέ σφιγμένα δόντια. Θυμάσαι τό αεροπλάνο πού ακούσαμε την ημέρα, πού γυρίζαμε απ’ τη μάχη μέ τούς Ραμά; (*). Θυμάσαι καί τά τάμ-τάμ των ιθαγενών πού μιλούσαν για κάποιο μεγάλο κίνδυνο; Δεν χωράει αμφιβολία, πώς εκεί νο τ’ αεροπλάνο έφερε τον κίνδυνο, πού θά είναι πολύ τρομερός, για ν’ άναγκάση αμέσως τούς ιθαγενείς νά ύποκύψουν! Πάμε, Μαλόα. ’Ίσως υπάρχει ακόμα καιρός νά προλάβουμε τις δυστυχι σμένες ψυχές, πού ό αδυσώ πητος εχθρός τις οδηγεί στον θάνατο... * (Είναι ακόμα πολύ πρωί καί στη ζούγκλα εΐναι διά χυτη μιά ανάλαφρη ομίχλη. Ό Τάργκα κι* ή Μαλόα προχωρούν βιαστικά προς τό σ^μεΐο, απ’ τό όποΐο φτά νουν οί σπαρακτικοί ήχοι των τάμ-τάμ. Θέλουν νά συντομέψουν, . όσο γίνεται, την άπόστασι καί γι’ αυτό ακολου θούν αδιάβατα περάσματα. Μέ τά κοφτερά μαχαίρια τους κόβουν τούς λυγερούς (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος, το 8, πού είχει τον τίτλο: «Συναγερμός στή Ζούγκλα».
Λευκοί άνθ'ρωττοτ μαστιγώνουν λύπητα τούς ιθαγενείς
11
α
κλάδους των αναρριχητικών πού χρόνια τώρα πλέκονται ήσυχα άνάμεσα στούς κορ μούς τών αιωνόβιων δέντρων καί φράζουν τον δρόμο, σχη ματίζοντας ένα καταπράσινο τείχος. Τά τάμ-τάμ άκούγονται^ ολοένα καί πιο καθαρά. Καί, ξαφνικά ό Τάργκα στέ κεται. Σ’ ένα μικρό ξέφωτο, πού σχηματίζεται λίγο παρα κάτω, μιά πένθιμη συνοδεία περνάει. Είναι υιά ολόκληρη στρατιά από ιθαγενείς, γυ ναίκες κι* άντρες, πού προχω ρούν δυό-δυό, μέ τά κεφάλια σκυφτά καί μέ τά χέρια δε μένα πισθάγκωνα, απάνω σέ
12
ταρΡκα
•χοντρούς κλάδους από δέν τρα. Ιά κουρασμένα πρόσω πά τους καί τα γυμνά πόδια τους, πού έχουν πληγιάσει κο;ί τρέχουν αΐμοζ δείχνουν κατακάθαρα, πώς οι δυστυ χισμένοι αυτοί άνθρωποι έρ χονται από πολύ μακρυά. Δεξιά κι5 αριστερά τής συ νοδείας, όπως τά τσοπανό σκυλα πού ακολουθούν τό κο πάδι, πηγαίνουν μερικοί λευ κοί άνθρωποι. Είναι ψηλόσωμοι όλοι τους, έχουν πρόσω πα στυγνά καί παγερά γα λάζια μάτια. Φορούν μπόττες βαρείες καί στά χέρια τους κρατούν πελώρια μαστίγια, πού σφυρίζουν απαίσια;, κα θώς τά πλαταγίζουν μέ τέχνη καί μέ δύναμι στον αέρα! Κάθε τόσο τά μαστίγια αυ τά πέφτουν απάνω στις γυ μνές πλάτες} καί τά στήθη τών ιθαγενών. Τότε τό σφύ ριγμά τους γίνται πιο ηχη ρό. Κουλουριάζονται σάν τά φίδια καί χαράζουν στη μελα ψή σάρκα βαθειά αυλάκια, πού γεμίζουν αμέσως μέ αί μα !... Οί ιθαγενείς δέν βγάζουν άχνα. Τό πρόσωπό τους πα ραμορφώνεται από τούς μορ φασμούς τού πόνου, αλλά ξέ ρουν, πώς στην πρώτη τους διαμαρτυρία, τά χτυπήματα θά πολλαπλασιαστοΰν καί τά μαστίγια θά τούς οργώσουν τά κορμιά. Γι3 αυτό προχω ρούνε σκυφτοί, αμίλητοι, μέ βραχνούς βόγγους! Πιο πίσω έρχονται οί γεροντότεροι ιθαγενείς. Αυτοί δέν είναι δεμένοι, αλλά ή μα κρυά πορεία τούς έχει εξαντ
λήσει. Κάθε τόσο κι3 ένας απ’ αυτούς, πέφτει καταγής. Σω ριάζεται μέ τό πρόσωπο στο χώμα καί μένει έκεΐ ακίνητος, γιά νά μην ξανασηκωθή πιά ποτέ. Ή συνοδεία συνεχίζει τον δρόμο της, κάτω απ’ τά φριχτά σφυρίγματα τών μαστιγίων καί τις βραχνές βλα στήμιες τών συνοδών. Γ ιά τούς άλλους,γιά εκείνους πού πέφτουν, θά φροντίσουν τ’ α γρίμια καί τά όρνια τής ζούγ κλας. Ό Τάργκο! παρακολουθεί τό απαίσιο θέαμα τρέμοντας σύγκορμος από λύσσα καί οργή. Τά μαύρα μάτια του πετάνε αστραπές θυμού. — Μαλόα, λέει σιγανά στη συντρόφισσά του. Πρέ πει νά τούς ελευθερώσουμε! Αυτό θά είναι ή πιο δύσκο λη δουλειά, από όσες, κατα πιαστήκαμε ώς τώρα. Οί βα σανιστές τών ιθαγενών εΐναι πολλοί. Φαίνονται όλοι τους σκληραγ'ωγημένοι πόλε μ \στές κι3 εΐναι πάνοπλοι. Πρέ πει νά τούς παραμονέψωμε μ3 εξυπνάδα καί πονηριά! Σέ λίγο περνούν μπροστά τους οί τελευταίοι τής συνο δείας. Αυτοί εΐναι οί πιο ε ξαντλημένοι άπ3 όλους. Σέρ νουν μέ κόπο τά βήματά τους. Τρεκλίζουν. Κρατιούν ται, όμως, όσο μπορούν νά μην πέσουν, γιατί πίσω-πίσω έρχεται ένας τετράγωνος κτη νάνθρωπος, ό Ζανούρ, πού πατάει, όποιον πέση, μέ την μπόττα του στο πρόσωπο καί τού συντρίβει τό κρανίο, καγχάζοντας απαίσια!
ΤΑΡΓΚΑ
Στη θέα αυτούς του κτη νάνθρωπου ή Μαλόα νοιώθει ένα ρίγος τρόμου. Τό ατρόμητο Έλληνόπου\ο, τον ατενίζει ^συνωφρυωμέ^ο, σχεδόν κατάπληκτο. Πο τέ του δεν είχε φαντασθή, πώς μπορούσε νά ύπάρςη άνθρωπος μέ τέτοια τερατώ δη μυϊκή διάπλασι. 5Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνει, πώς αυτός είναι ό^ αρχηγός. 3ΐ άλλοι τον κυττούν μέ τροαο καί σεβοκτμό. Μια μεγό'\η κι5 ανήμερη λεοπαρδαλις τον ακολουθεί πειθήνια, σαν ίχκακο σκυλάκι! Κάύε τοσο <υττάζει γύρω της κι5 ή μ~~ χοδιά τού άνθρώπινου κρέα τος τή διεχείρει. "Ανασύρει 'ότε τά χείλια της, δείχνει τά δόντια της καί βρυχάται άτειλητικά, μ5 επιθετικές δια θέσεις. "Αμέσως ό κτηνάν)ρωπος στρέφεται και κραυ γάζει μέ βάρβαρη προφορά, τέ Γερμανική γλώσσα: — Θά σκάσης, λοιπόν; Και συνοδεύει τήν κραυγή ου μέ μιά κλωτσιά, που άαγκάζει τό θηρίο νά γρυλλίτη μέ πόνο καί νά συνέχιση ό_δρόμο του συμμαζεμένο! -αφνικά ό Τάργκα' ταράεται πιο πολύ. Πίσω απ’ τον κτηνάνθρωγο έχει διακρίνει δυο όπαιούς του, που σπρώχνουν •άναυσα τόν... Ατσίδα καί όν αναγκάζουν, νά προχωρή, ίνοντάς του... χαστούκια καί ροθιές! Τό έ'ξυπνο Ελληνόπουλο, ίχνει μιά γοργή ματιά, στή υνοδεία πού χάνεται στο βά ος τού ξέφωτου, "Έπειτα
13
κυττάει τούς καθυστερημέ νους καί μιά ιδέα σπιθίζει μέ σα στο μυαλό του. Δρώντας κεραυνοβόλα αρπάζει τά κλα διά ένός δέντρου καί πηδάει απάνιω τους μέ τήν ευκινησία του άγριόγατου. — Μαλόα..., ψιθυρίζει στή συντρόφισττά του. Περίμενέ με εδώ, άκίνητη! Γρήγορος σάν άνεμος κι" αθόρυβος σάν μαϊμού, περ νάει ανάμεσα απ’ τις φυλλω σιές από δέντρο σέ δέντρο. Αυτά τά δέντρα παράγουν νόστιμα φρούτα, πού ό γλυ κύς χι^μός τουφ θάμίζει τά ροδάκκινα. Ό Τάργκα κόβει έναν κλάδο κατάφορο από τέ τοια φρούτα. Ξέρει πώς ό κλάδος αυτός θά είναι μεγά λος πειρασμός, γιά τόν "Α τσίδα κι" άμέσως βάζει σ’ ε φαρμογή τό σχέδιό του. "Αφήνει νά προσπεράση ό Ζανούρ μέ τήν ακολουθία του κι" όταν φτάνει ό κωμικός νέ γρος, μέ τούς λευκούς πού τόν συνοδεύουν, ό Τάργκα βγάζει ένα λαρυγγισμό σάν τού πιθήκου καί πετάει μέ δύναμι τόν κλάδο μέ τά φρού τα. Ό "Ατσίδας ανατινάζεται. "Ακούει τόν λαρυγγισμό, γυ ρίζει, κυττάζει, βλέπει τά φρούτα κι" άμέσως... ξεχνάει τή δύσκολη θέσι του καί ψι θυρίζει γοητευμένος: -—Ροντάκινος! Έγκώ ντώ·* σει εμένα, φάει-φάει εμένα, ροντάκινος! / Καί, χωρίς δεύτερη σκέψι, χύνεται τρέχοντας προς τά ροδάκκινα. Οι φρουροί του πιστεύουν,
14
ΤΑΡΓΚΑ
πώς ό Ατσίδας επιχειρεί νό: δραπέτευση και του ρίχνον ται καταπόδι μέ άγριες κραυ γές. Ό Ζανούρ κι* οί ακόλουθοί του τις άκοΟνε αυτές τις κραυγές καί κοντοστέκονται. Στην αρχή τό θέαμα τούς φαίνεται άστεΐο κι5 ό κτηνάν θρωπος γελάει πλατειά. Μπροστά τρέχει ό Ατσίδας σαν δαιμονισμένος κι5 οί πλα τειές πατούσες του, πλατα γίζουν στη γή, δημιουργούν αποτυπώματα τόσο μεγάλα καί βαθειά, ώστε θά μπορού σαν να χωρέσουν μέσα ένα μικρό παιδί. Τον κυνηγούν α πό κοντά οι δυο φρουροί του καί λίγο μακρύτερα ακολου θεί κι5 ό τρίτος, μέ φωνές καί βλαστήμιες. Ξαφνικά, όμως, γίνεται κά τι παράξενο: ψηλά, άπό τά φυλλώματα των δέντρων, ε ξακοντίζεται ένα λευκό μυώ δες κορμί, πού σκίζει τον αέ ρα μέ ταχύτητα ρουκέττας, καί πέφτει απάνω στον καθυ στερημένο Γερμανό φρουρό σαν καταπέ?\της! Ό Ζανούρ δέν προφταίνει καν νά έπέμβη. Τρομαγμένοι οί ακόλουθοί του τού δείχνουν την τρομερή σκηνή, πού εξελίσσεται μέ κινηματογραφική ταχύτητα : ό Τάογκα έχει πέσει 'στόν Γερμανό καί ή γροθιά του, μέ ασύλληπτη δύναμι καί λύσ σα, σψυροκοπεΐ τό κρανίο του, κομματιάζοντάς το μαζί μέ τήν κάσκα! Ό Γερμανός δέν προφταίνει νά προφέρη ούτε «κιχ». "Ενα ώργισμένο μουγκρη-
τό ξεφεύγει άπ5 τά δόντια τού Ζανούρ. Τραβάει τό πιστόλι του καί, χωρίς καθυστέρησι, πυ ροβολεί μέ στόχο τό ατρόμη το Ελληνόπουλο! Άλλα ό Τάργκα έχει προβλέψει τήν έπίθεσι τού Γερ μανού κτηνανθρώπου. Μέ μιαν αστραπιαία κίνη ση αρπάζει τ3 άψυχο ο'ώμα ιού αντιπάλου του και τό ση κώνει μπροοτα του .σαν άσπίδα. "Έτσι ή σφαίρα τού Ζα νούρ πάει χαμένη. Δέν κα τορθώνει, τιαρά νά σκοιώση ?ναν... νεκρό! Μιά καινούργια βλαστήμια γλυστράει άπ3 τά σφιγμένα χείλια τού κτηνανθρώπου. Α φρίζοντας άπό λύσσα χυμάει μπροστά ακράτητος, έτοιμος νά κεραυνοβολήση μέ τό πι στόλι τον θρασύτατο αντίπα λο. Τήν ίδια στιγμή, όμως, κά τι σκληρό καί στερεό σκίζει τον αέρα σφυρίζοντας^ κι5 έρ χεται νά χτυπήση μέ αφάν ταστη δύναμι τά δάχτυλα τού Ζανούρ, πού κρατούν τό πι στόλι. "Ενα αθέλητο ούρλιασμα πόνου τού ξεφεύγει. Αυ τό πού τον χτύπησε είναι μιά βαρειά πέτρα, πού ή Μαλόα τήν πέταξε μέ τέτοιαν έπιτηδειότητα, ώστε τό χέρι τού Γερμανού νά γέμιση αίμα τα 2 Τό πιστόλι ξεφεύγει άπ3 τά παράλυτα δάχτυλά του καί τά μάτια του γεμίζουν φωτιές θυμού. — Απάνω τους !, κραυγά^ ζει μέ τή βάρβαρη φωνάρα του. "Οσοι κι5 αν είναι, πρέ~
ΤΑΡΓΚΑ πει νά τελειώνουμε γρήγορα. Χτυπάτε τους αλύπητα! ΚΕΦ. 4. "Οττου ή μάχη Φουντώνει για καλά* καί ό ΤάοΥκα μττλέκεται ατά δίχτυα του Ζανούρ!
15
νώντας τον λάρυγγα πέρα γιά πέρα! Μ" ένα βαρύ βόγγο ό Γερ μανός σωριάζεται χάμω, στή
γη.
Τήν ίδια στιγμή άκούγεται ή ^οντρή^ φωνή του Ζανούρ, λλά τό άτρόμητο Ελλη που φωνάζει μέ θυμό: νόπουλο κι* ή γενναία συντρόφισσά του έχουν πάρει — Εμπρός! "Απάνω του! Κομμάτιασέ τον, πού νά πάκιόλας θέσεις για τη μάχη. ρη ό διάβολος! Σφίγγοντας τα μαχαίρια Ό Τάργκα στρέφεται συ τους προχωρούν ακροβολι σπειρωμένος, μέ τούς μυώνες στώ, μέ περίσκεψι εναντίον του σ’ επιφυλακή. των. επιδρομέων. Καί, τότε, βλέπει κάτι πού Ξαφνικά, όμοος, τό ξανθό δέν τό περίμενε: ύπακούονκορίτσι, βγάζει μιά κραυγή τας σάν πρόθυμο καί πειθαρ γεμάτη έκπληξι καί ταραχή. χικό σκυλί, σ" αυτή τή δια 'Άπό τη διπλανή λόχμη, από ταγή τού Ζανούρ, ή λεοπάρκεΐ πού δεν τό περίμενε, ξεδαλις πού τον ακολουθούσε, πετιέται ένας από τούς αντι έδειξε φανερές επιθετικές δια πάλους Γερμανούς καί χυθέσεις. Μαζεύτηκε ύπουλα, μάει απάνω της σάν λυσσα τον κάρφωσε μέ τά καταχθό σμένος! Τό κορίτσι κοντοστέ νια μάτια της, γρύλλισε άκεται. Κάνει μιά γρήγορη γριεμένα καί ώρμησε κατά στροφή, γιά νά τον αντιμε πάνω του μέ πελώρια άλμα τώπιση μέ τό μαχαίρι της, τα ! αλλά τήν ίδια στιγμή ό άλ Ό Τάργκά τήν περίμενε λος σηκώνει τό περίστροφό άοπλος, γιατί τό μαχαίρι του του! αναπαυόταν σφηνωμένο στο Ό Τάργκα βλέπει από μαλαιμό εκείνου, πού θέλησε νά κρυά τή σκηνή. πυροβολήση τή Μαλόα. Καταλαβαίνει αμέσως, πώς δεν έχει καιρό γιά χάσιμο. Ωστόσο περίμενε ακίνη 'Αρπάζει τό μαχαίρι του απ’ τος, μέ τήν απάθεια τυπωμέ τήν άκρη τής λεπίδας καί τό νη στ" άντρίκια χαρακτηρι εκσφενδονίζει μέ ασύγκριτη στικά τού προσώπου του. Τό τέχνη καί δύναμι. Τό λευκό μυαλό του είχε συλλάβει κιό μέταλλο αστράφτει κάτω απ’ λας όλες τις επόμενες κινή τον ήλιο καί, καθώς σκίζει σεις, πού θά έκανε τό ευλύγι τον αέρα, χαράζει ένα αδιά στο κορμί του. Καθώς ή λεοκοπο φωτεινό αυλάκι, μιά πάρδαλις έκανε τό τελειωτικό λευκή αστραπή, πού κόβεται πήδημά της κι" έπεφτε άπάξαφνικά στον λαιμό του Γερ νω του, μέ τά μπροστινά πό μανού. Έκεΐ τό μαχαίρι βρί δια της τεντωμένα καί μέ τά σκει μαλακή σάρκα καί καρ νύχια της βγαλμένα έξω από φώνεται μέ δύναμι, διαπερ^ τις βελουδένιες θήκες τους, ό
Α
16
ΤΑΡΓΚΑ
Τάργκα έφυγε σάν πούπουλο δεξιά και τινάχτηκε κι5 αυ τός, με τή σειρά του, στον αέρα. Τό καλογυμνασμένο κορμί του πηδώντας έλύγισε, σάν ένα λαστιχένιο τόξο καί, καθώς ή λεοπάρδαλις προσ γειωνόταν άπρακτη, μετά το τρομερό άλμα της, ό Τάργκα έπεφτε απάνω στη ραχοκοκκαλιά της καβαλλητά! Τά παντοδύναμα πόδια του τής σφίγγουν τά πλευρά σάν χα λύβδινα στεφάνια, ενώ τό βά ρος τού σώματός του την πιέ ζει άμείλικτα προς τή γή. Λύτη τή στιγμή οι μυώνες }νοϋ Τάργκα} έ^ουν πεταχτή άπό παντού, στρογγυλοί, ογ κώδεις, άλύγιστοί, σάν πελώ ριοι ρόλοι. Τά κόκκαλα τού θηρίου τρίζουν. Ένας βρυ χηθμός άνάμικτος με πόνο κυλάει άπό τό στόμα του. 5Α μέσως, τότε, τό δεξί χέρι τού Τάργκα ύψώνεται μέ τά δά κτυλα λυγισμένα σάν νύχια άρπαχτικοΰ και πέφτει κάθε τα στον σβέρκο τού θηρίου. Ή παλάμη του σφίγγεται μέ δύναμι και χουφτιάζει τό δέρ μα, μαζί μέ τούς μύς πού βρίσκονται από κάτω, άκινητώντας έτσι τό κεφάλι τού θηρίου. Ή λεοπάρδαλις άφηνει έ να βονγητό. Προσπαθεί μέ διάφορα τινάνματα νά ξεφύγη, άλλά γρήγορα καταλαβαίνει πώς αυτό τής είναι άδύνατον, για τί ή δύναμι πού τήν έχει τυ λίξει μέ άτσάλινα στεφάνια καί μέ χαλύβδινες τανάλιες είναι άκατανίκητη ! Εξουθενωμένη άφήνεται γιά
μιά στιγμή στή διάθεσι τού νικητή. Αμέσως ό Τάργκα κινεί ται μέ ταχύτητα. Χωρίς νά εγκατάλειψη τήν τανάλια στον σβέρκο τού θηρίου, πη δάει κάτω άπ’ τή ράχη του, τό άρπάζει μέ τ’ άριστερό χέρι άπ’ τή ρίζα τής ουράς κι’ έπειτα, μέ μιάν υπεράν θρωπη δύναμι, σηκώνει ολό κληρη τή λεοπάρδαλι στον άέρα, τή στριφογυρίζει μέ τρομαχτική γρηγοράδα καί τήν εκσφενδονίζει εναντίον τοΰ...Ζανούρ! Τό κόλπο τού Τάργκα, εί ναι, πραγματικά, καταπλη κτικό. Ό Γ ερμανός κτηνάνθρω πος δέν περίμενε ποτέ, πώς τό άτρόμητο Ελληνόπουλο, θά είχε τόση δύναμι καί γρη γοράδα, ώστε νά τού... έπιστρέψη μ5 αυτόν τον αναπάν τεχο τρόπο τή λεοπάρδαλι! Γιά λίγες στιγμές μένει άκίνητος, μαρμαρωμένος, σά νά μήν πιστεύη τά ίδια τά μά τια του. "Έπειτα ή λεοπάρδαλις έρχεται καί πέφτει μπροστά στά πόδια του, ρε ζιλεμένη άπό τήν ισχύ τού Τάργκα, τρομαγμένη καί μισοπεΌαμένη, άπό ^τό τρομερό σφίξιμο των ποδιών του. Δέν έχει κάν τή δύναμι νά σηκωθη στά πόδια της. Ό Ζανούρ τήν κυττάζει μέ άηδία. Στήν κολασμένη ψυχή του δέν υ πάρχει οίκτος γιά τούς νικη μένους. Τραβάει πίσω τή χον τρή του μπόττα καί δίνει μιά τρομερή κλωτσιά στο κεφάλι τού μισοπεθαμένου θηρίου. Έπειτα τού δίνει δεύτερη,
ΤΑΡΓΚΑ
τρίτη, ώσπου τ3 αφήνει κατα γής νεκρό! Μετά, με μάτι θολό και μέ μιαν έκψρασι λυσσαλέου μί σους στο κτηνώδες πρόσωπό του, άρχιζες νά προχωρή, βή μα ττρός βήμα, εναντίον του Τάργκα. Τά χοντρά μαλλια ρά μπράτσα του εΐναι ανοι χτά. Τό τετράγωνο κορμί του, θωρακισμένο καθώς εΐναι^ μέ τούς χοντρούς μυώνες, του δί νει τον όγκο του ρινόκερου. Απέναντι ό Τάργκα στέ κει γιά μιά στιγμή ακίνητος. Τό δικό του κορμί δεν έχει τό πλάτος του κορμιού του κορμιού του Ζανούρ, ούτε τη δική του φοβερή θωράκισε Είναι,^ όμως, πολύ πιο ψηλό, έχει τις τέλειες αναλογίες του αρχαίου αγάλματος κι3 επι πλέον οί μυώνες τής πλάτης,, του στήθους καί τών μπρά τσων είναι πιο γυμνασμένοι καί^ πιο ανάγλυφοι, άπ3 τους μυώνες του Γερμανού. Τό προ σωπό του, καθώς προχωρεΤ, σε συνάντησι του Ζανουρ, δεν έχει καμμιά έκφρασι αγωνίας ή θυμού. Είναι ήρεμο, ατάρα χο, γεμάτο αύτοπεποίθησι. Τώρα ή άπόστασι πού τούς χωρίζει λιγοστεύει ολο ένα. Ό Ζανούρ περνώντας πλάϊ από ένα δέντρο κοντοστέκε ται. Στο βαρύ τριγωνικό κρα νίο^ του γεννιέται ή σκέψι καί τοέχει νά κάνη κάτι εντυπω σιακό, κάτι πού ν3 άποτελή, άπάντησι στο προηγούμενο κατόρθωμα του Τάργκα μέ τη λεοπάρδαλι. Σφίγγει την τεράστια γροθιά του, τινάζει τον αγκώνα του πίσω καί, με
17
τά, τόν ξαναφέρνει μπροστά μέ αφάνταστη ορμή. "Ενας δυνατός τριγμός άκούγετοϊΐ. Τό δέντρο, καθώς τό χτυπάει ή γροθιά του Ζανούρ, συγ κλονίζεται σά νά τό χτύπησε τσεκούρι ξυλοκόπου. Ό κορ μός του γέρνει απότομα, τσα κίζεται στά δυο καί σωριά ζεται μέ πάταγο στη γή. Ό Γερμανός σκουπίζει τή γροθιά του μέ τη χούφτα τού αριστερού χεριού καί συνεχί ζει τό δρόμο του. "Ενα δευ τερόλεπτο πιο άργά, οί δυο γίγαντες έχουν συμπλακή. Ή πάλη τους είναι πρωτο φανής σέ δυναμικότητα καί αφάνταστη σέ πεΐσμα! Πρώ τη ή φοβερή γροθιά τού Ζα νούρ, ή ίδια γροθιά πού συνέτριψε τό δέντρο, εξακοντί ζεται εναντίον τού Τάργκα, αλλά τό Ελληνόπουλο τής φράζει τό δρόμο μέ τή δική του γροθιά! Ή σύγκρουσις είναι τρομερή κι3 οί δυο αν τίπαλοι δέν μπορούν νά συγ κρατήσουν μιά κραυγή πόνου, πού ξεχυλίζει άπ3 τά βάθη τής ψυχής τους. Αλλά ό Τάργκα δέν χάνει πιά καιρό. Γίνεται σωστός σίφουνας καί ξεχνύνεται στον αντίπαλό του μέ την κυκλική κίνησι τού άνεμοστοόβιλου. Πηδάει ψη λά μέ τά δυο πόδια λυγισμένα καί τά τεντώνει απότομα, τή στιγμή ακριβώς πού βρί σκεται στον αέρα. Οί δυο πα τούσες του ενωμένες χτυπάνε δυνατά τό θωρακισμένο στή θος τού Ζανούρ, μέ μιάν απε ρίγραπτη δύναμι καί τόν ρί-
Και ο Τάργκα,
εγκληματιών
τό ατρόμητο Έλ λτΐνόττουλο, μέ τή βοήθεια της Μα, λοα
ττου
τον
βοηθάνε
στο
φρικαλέο
έργο
του
'Η
αρχίζει τήν έ-ττίθεσι εναντίον 'τοί)
συγκρουσι
είναι
φοβερού
κτηνάνθρωπου
Ζαν ούρ και τών
ρομακτιχη και οί φάσεις της γοργές και ά περί γραπτές!
20
ΤΑΡΓΚΑ
χνουν ανάσκελα. Ό Τάργκα πέφτει κΓ αυτός στη γή, άλλά αμέσως τινάζεται σάν λα στιχένιο τόπι και πηδάει για δεύτερη φορά άπάνω στον άντίπαλό του. Ό Γερμανός δεν έχει προλάβει νά σηκωθή κι5 έτσι, καθώς είναι άνάσκελα δέχεται δλο το βάρος τού Τάργκα άπάνω στο χτυπημέ νο στήθος του! Αυτό τό δεύ τερο άπανωτό πλήγμα κάνει τον θώρακά του νά τρίζη άπαίσια. Μιά γουλιά αίματος άνεβαίνει ως τά χείλια του! Μουγκρίζοντας σάν πληγωμέ νη τίγρις ό Ζανούρ, φέρνει τις δυο γροθιές πάνω άπ' τό κεφάλι του κι* έπειτα τις ε ξακοντίζει με λύσσα, νά χτυ πήσουν τον άντίπαλό του στη ρίζα του λαιμού! Γιά μιά στιγμή ό Τάργκα χάνει τον κόσμο, μέσα σε μιά βαθειά θολούρα. Ή άναπνοή του κό βεται και ζαλισμένος κυλιέ ται κι5 αυτός άνάσκελα. Γιά ένα δευτερόλεπτο οι δυο άντίπαλοι άκινητούν κΓ ή σιγή, πού άπλώνεται γύρω, γεμίζει άπό τις βαρείες λα χανιασμένες άνάσες τους. Πρώτο συνέρχεται τό άτρόμητο Ελληνόπουλο. Άνασηκώνεται στά πόδια του, παίρνει μιά βαθειά άναπονή καί, καθώς βλέπει τον Ζανούρ ν5 άναστηλώνεται κι5 αυτός άπέναντί .του, ετοιμά ζεται νά πηδήση και πάλι ά πάνω του. Μά ό κτηνάνθρω πος βρίσκεται σέ κακά χά λια. Άπό τό στόμα του εξα κολουθεί νά βγαίνη τό αίμα σέ πυκνές γουλιές. Τό θωρα κισμένο στήθος του δέν στά
θηκε ικανό ν5 άντέξη στά φο βερά χτυπήματα τού Τάργ κα. Ό οργανισμός του έχει άνάγκη ν’ άνασυγκροτηθή γιά νά συνέχιση τη φοβερή αυτή πάλη. Και ό τρομερός Ζανούρ γιά πρώτη φορά υ ποχωρεί μπροστά σέ άντίπαλο! Άποτραβιέται γοργά προς τό πυκνότατεμένο κομμά τι τής γής, που βρίσκεται δε ξιά τους καί χάνεται μέσα στήν πυκνή βλάστησι. Αλλά τό άτρόμητο Ελλη νόπουλο δέν θέλει νά τον ά~ φήση νά ξεφύγη. Όρμάει στά ίχνη του σάν άνεμοστρόβιλος. Παραμερί ζει μέ τά χέρια του τ' άγριόχορτα καί προχωρεί, κυττάζοντας άγρυπνα δεξιά κι5 άριστερά. Σ' αυτή τήν περιοχή φυ τρώνουν κάκτοι πυκνοί, γεμάοι άγκάθια καί σχηματίζουν ένα φυσικό εμπόδιο, πού δέν μπορεί νά τό περάση κανείς, αν δέν έχει μαχαίρι, γιά νά κλαδέψη τ' άγρια φυτά. Ό Τάργκα δέν χάνει καιρός Άποτραβιέται λίγα μέτρα, παίρνει φόρα κι5 έπειτα πρα γματοποιεί ένα θαυμάσιο άλ μα, πού θά τό ζήλευαν όλοι οί πρωταθληταί τού κόσμου. Τό λαστιχένιο κορμί του τι νάζεται ψηλά, σά ν’ άπέκτησε ξαφνικά φτερά, διαγράφει ένα ήμικύκλιο πάνω άπ’ τό φράγμα των κάκτων, πού φτά νει τά τρία μέτρα καί πέφτει άπ' τήν άλλη πλευρά. Έκεΐ. όμως τον περιμέ νει μιά τρομερή υποδοχή. Ό Ζανούρ μ' έπιτηδειότητα καί γρηγοράδα πετάει έ-
ΤΑΡΓΚΑ
21
τ τεράστιο δίχτυ, φτιαγμέστο στήθος καί γρυλλίζει 3 μέ χοντρά σχοινιά. Είναι κυττάζοντας τον Τάργκα, πού ττ’ αυτά τά δίχτυα, ττού χρησπαρταράει σάν δελφίνι πια ιμοττοιοϋν οί κυνηγοί άγριων σμένο στά δίχτυα: , — Παραδίνεσαι, σκύλε, ή ηρίων γιά νά παγιδεύουν λεστάρια καί τίγρεις. Ό Ζα- ·.' νά τήν λυώσω κάτω απ’ τή 3ύρ άποδεικνύεται άσσος σ’ μπόττα μου; υτή τή δουλειά. Τό τεράστιο Ή ψυχή του άτρόμητου ίχτυ του στριφογυρίζει ά Ελληνόπουλου γεμίζει άγωλω μένο στον αέρα κι’ έπεινίοε α παίρνει τό σχήμα μιας τε—έρει πώς ό τρομερός αντί άστιας καμπάνας. Ό Τάρπαλός του δέν θά διστάση νά κα, υπερπηδώντας τό φράέκτελέση τήν απειλή του. μα των κάκτων, πέφτει^ μέΔέν δίνει καμμιάν άπάντηα σ’ αυτή την «καμπάνα», σι στά λόγια του Γερμανού. υλίγεται στά δίχτυα καί καΠαύει, όμως, τον αγώνα του ρακυλάει στη γή δεσμευμένά ξεφύγη απ’ τά χοντρά δί 3ς, ανίκανος ν’ άπελευθερωχτυα, σημάδι πώς ύποτάσσεται στη βούλησι τής Μοίρας. 0! , Τήν ίδια στιγμή τρεις άπό Μιά αστραπή θριάμβου ούς ακολούθους του Ζανούρ σπιθίζει στά καταγάλανα μά ροβάλλουν ανάμεσα άπό τά τια του Ζανούρ. έντρα', κουβαλώντας μοζζί —Δέστε τον, δέστε τον,γιά ους αιχμάλωτη τή...Μαλόα! καλά, τον φίλο καί δρόμο γιά "Ενας καγχασμός τραντάτό στρατόπεδο!, λέει στούς ϊι τά στήθεια του κτηνανδικούς του. Προσέχτε τον μή ρώπου. σάς ξεφύγη, γιατί είναι επι Ή βαρειά Φωνή του ακού κίνδυνος! Τό κορίτσι αφήστε εται νά διατάζη τούς συντο. Δέν μάς χρειάζεται πιά. ρόψους του: Ας μείνη κάτι νά φάη και ν— Φέρτε την εδώ αυτήν! καμμιά τίγρις... !Τναι εκείνη πού μοϋ χτύπηε τό χέρι μέ τήν πέτρα! ΚΕΦ. 5. "Οίτου ό Τάργκα διαπι στώνει ττώς στην καρδιά Τό όμορφο κορίτσι τής της Ζούγκλας έτοι μάχε ούγκλας φτάνει μέ βάναυσες ται η καταστροφή της πρωξιές ως τον Γερμανό άνθ'ρωττότητος ! τηνάνθρωπο. Αυτός τήν κυτνύχτα έ'χει πιά ξαπλωθή άζει μέ άφάνταστο μΤσος. κατασκότεινη πάνω στη Επειτα, σηκώνοντας τό χονζούγκλα, όταν ή συνοδεία ρό χέρι του, τή χτυπάει καφτάνει σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο, ά πρόσωπο, μέ πρωτοφανή στην καρδιά ακριβώς του δά :γριότητα. Ή Μαλόα συγσους. λονίζεται σάν φύλλο, πού τό Έκεΐ, ό Τάργκα βλέπει υνεπαίρνει ό άγριος βορηάς. κάτι πού του κάνει ζωηρή έκΙέφτει στά γόνατα. Ό κτηπληξι. άνθρωπος στέκεται μπροστά Μιά ολόκληρη πολιτεία έης μέ τά χέρια σταυρωμένα
Η
22
ΤΑΡΓΚΑ
χει φυτρώσει, σ’ αυτή την ά γρια περιοχή, πού ώς τότε δεν την είχε δή ανθρώπου μά τι καί δεν την είχαν πατήσει παρά μόνον τα πόδια των άγριμιών! Τεράστια υπόστεγα είναι χτισμένα δεξιά κι5 αριστερά. Κάποια μηχανή δουλεύει κά που μέ μονότονο βόμβο και δίνει σ’ δλα τα κτίρια ήλεκτρικό ρεύμα. Ό Τάργκα κυττάζει γύρω του κατάπληκτος. Στην πρόσοψι κάθε ξυλόσπι του υπάρχει και μιά ταμπελλα, γραμμένη μέ γράμματα παράξενα. Τό Ελληνόπουλο σκαλίζει λίγο τή μνήμη του. Ναι! Τώρα τά θυμάται καθα ρά, όπως του τα δίδαξε^ ό παπους του. Αυτά τά γράμ ματα είναι γερμανικά. Μιά ταμπέλλα ^άόει: «Αποθή κη πυρομαχικών». "Άλλη: «Αίθουσα πειραμάτων». "Άλ λη, παρακάτω: «Χημικά ερ γαστήρια». Ξαφνικά τό ατρόμητο Ελ ληνόπουλο νοιώθει ένα ρΐγος νά τού διατρέχη τή ραχοκοκκαλιά, σάν παγωμένο αυλάκι. Σ’ ένα απ’ αυτά τά ξυλόσπι τα έχει διαβάσει τήν επιγρα φή: «Πειράματα χημικών αε ρίων». Καί, ακριβώς δίπλα, βλέπει ένα χώρο φτιαγμένο μέ ψηλά αγκαθωτά συρματο πλέγματα. Έκεΐ-μέσα υπάρ χουν εκατοντάδες ιθαγενείς. Είναι αυτοί, πού σχημάτιζαν την πένθιμη συνοδεία καί, πού χτυπούσαν θρηνητικά τά τάμ-τάμ. Κάθονται όλοι σταυ ροπόδι. Γερμανοί μέ κράνη καί αυτόματα κόβουν βόλτες έξω απ’ τά συρματοπλέγμα
τα καί τούς επιτηρούν. Καί πάνω σ5 αυτά τά συρματο πλέγματα υπάρχει ή σχετική ταμπέλλα: «"Εμψυχο υλικό γιά τά πειράματα τών χημι κών αερίων». Ό Τάργκα σφίγγει τά δόν τι α^. Ό θυμός ανάβει στα μαύρα μάτια του καί τά κά νει νά φαίνωνται σάν πυρω μένα κάρβουνα. Μαντεύει ποιά είναι ή τρομερή αλή θεια. Ό Ζανούρ, ό τρομερός Γερμανός έχει κατορθώσει νά φθάση ώς τήν καρδιά τής ζούγκλας, κουβαλώντας μαζί του μέ αεροπλάνα, ολα τ’ α παραίτητα μηχανήματα, γιά νά χτίση ένα σωστό πολε μικό εργοστάσιο! Μαζί του έχει φανατισμένους επιστήμο νες καί στρατιώτες. Τό πυκνό δάσος τού προσφέρει τήν ά φθονη ξυλεία, τού δίνει αμέ τρητους καρπούς, νόστιμα ζαρκάδια κΓ ένα σωρό ακόμα θρεπτικές τροφές. "Απ’ τούς καταρράχτες πού σχηματίζει έκεΐ κοντά ό μεγάλος ποτα μός, παίρνει όση δύναμι τού χρειάζεται, γιά τήν παραγω γή ηλεκτρικού ρεύματος. "Ε τσι, μέσα σέ λίγες μέρες, -Εττήν καρδιά τής ζούγκλας, μακρυά άπ" τά μάτια τών αν θρώπων, έχει ξεπεταχτή μιά σωστή σφηκοφωληά, στήν ο ποία γίνονται πειράματα, γιά τήν άνακάλυψι νέων τρο μερών όπλων καί γιά τήν τελειοποίησι δηλητηριωδών χη μικών άερίων, πού θά ξεχυ θούν μιά μέρα από δώ, γιά νά βυθίσουν ολόκληρη τήν υ δρόγειο, στήν ασφυξία κοή στο θάνατο!
ΤΑΡΓΚΑ
Μια τρομερή λύσσα κυρί ευες την ψυχή του Τάονκα. -αφνικά βλέπει τήν πόρτα τής «Αίθουσας των Πειραμά των» ν5 άνοίγη. "Ενας ψηλό λιγνος Γερμανός, με λευκή μπλούζα, χρυσά γυαλιά^ και παγωμένη έκφρασι βγαίνει. ^ — * Ηρθες, Ζανούρ;^ ρω τάει τον κτηνάνθρωπο μέ φω νή πού βγαίνει από τή μύτη. — Ναι, "Αλμπερτ! Κου ράστηκα, άλλα ό περίπατός μου δεν πήγε χαμένος. "Ο πως βλέπεις σου έφερα αρ κετό «πράμα», γιά νά κάνης τα πειράματά σου! Δείχνει μέ μιά πλατεία κίνησι τούς δυστυχισμένους ι θαγενείς πού βρίσκονται στα συρματοπλέγματα, καί προσ θέτει: — "Ωσπου νά σου «τελει ώσουν» αυτοί, θά σου φέρω κι5 άλλους! Μή φοβάσαι, δεν θά μάς λείψουν! Ή 5 Αφρική έχει πολλά τέτοια σκουλήκια. — Καλά, Ζανούρ!, κάνει μέ τή γκρινιάρικη φωνή του ό άλλος. Πές νά υιού στείλουν απόψε πέντε. Θέλω νά δοκι μάσω πάνω τους μιά νέα σύνθεσι αερίου, πού πρέπει νά φέρνη τό θάνατο μέσα σέ μι σό δευτερόλεπτο. Δέν πι στεύω, ν3 άντέξουν περισσό τερο ! Ό κτηνάνθροοπος γελάει μ5 εύχσρίστησι. πέτυχες αυτό; γρυλλίζει. Μπράβο, "Αλμπερτ! Τώρα θέλω νά μου βρής έναν άλλο θάνατο, αργό καί βασα νιστικό, πού τον προορίζω γιά... Σωπαίνει απότομα καί
23
κυττάζει λοξά τον Τάργκος. Ό Γερμανός μέ τή μπλούζα καταλαβαίνει. Στο πρόσωπό του ζωγραφίζεται ένα απαί σιο χαμόγελο. — Έδώ, στο ποτάμι, εί ναι κάτι κροκόδειλοι, πού πει νάνε !, λέει απότομα. — Ώς τό πρωΐ μπορεί νά βρούμε καμμιάν ιδέα πιο κα λή !, συμπληρώνει ό Ζανούρ. Προς τό παρόν σου στέλνω πέντε άπ5 αυτά τά μαύρα σκουλήκια, γιά νά κάνης τή δουλειά σου! Ακίνητος ό Τάργκα παρα κολουθεί τό φοβερό θέαμα. Είναι δεμένος πισθάγκωνα στον κορμό ενός δέντρου καί τό σκοινί, σφιγμένο δυνατά, τού πριονίζει τις σάρκες καί τον κάνει νά μορφάζη από τούς πόνους. Τριγύρω, στις ατέλειωτες φυλωσσιές των άπειρων δέν τρων, πού ζώνουν αυτό τό καταπληκτικό στρατόπεδο, έ χουν συγκεντρωθή χιλιάδες μαϊμούδες. Κουλουριασμένες μέσα στά κλαδιά, κυττάνε μέ τά έκπληκτα ματάκια τους αυτό τό ασυνήθιστο θέαμα: Τούς κάνουν έντύπωσι τά λαμ πρά φώτα, πού ήρθαν, ξαφνι κά, νά τούς αναταράξουν τή ζωή, έκεΐ-μέσα οπήν απάτητη καρδιά τού παρθένου δάσους! Τά κυττάνε καί φλυαρούν με ταξύ των, βγάζουν ένα σωρό γοερές κραυγές καί λαρυγγι σμούς καί δημιουργούν έτσι ένα σωστό πανδαιμόνιο, πού σκεπάζει κάθε άλλο θόρυβο τής ζούγκλας. ΚΓ όμως, μέ σα σ' αυτό τό πανδαιμόνιό, το έξησκημένρ αυτί τνε Τάρ-
24
ΤΑΡΓΚΑ
νκα, άοπάζει ένα απαλό, σι γανό, αλλά μελωδικό σφύριγ μα^ Είναι τό συνθηματικό σφύ ριγμα τής Μαλόα! Ο Τάργκα θά μπορούοε να τό ξεχωρίση ανάμεσα σε χίλια άλλα! Άνασηκώνει τό κεφάλι του. Τό βλέμμα του οξύ και δια περαστικό, σάν του γερακιού, βυθίζεται στο σκοτάδι των φυλλωμάτων καί φθάνει ώς τά ξανθά μαλλιά τής Μαλόα, πού διακρίνονται μόλις, μιά ιδέα. Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο χαμογελάει. Τό τολμηρό κορίτσι τής ζούγκλας δεν μπορεί ποτέ νά τον εγκατάλειψη. Σκαρφαλωμένη στά δέν τρα, πηδώντας άπό κλαδί σε κλαδί, έχει φτάσει ώς έκεΐ καί, τώρα, τον ειδοποιεί μέ τό συνθηματικό σφύριγμά της. Ό Τάργκα κυττάζει γύρω του. Δυο βήματα πιο πέρα στέκεται ό Ζανούρ σφίγγον τας στο χέρι τό τρομερό του μαστίγιο. Λίγο μακρότερσ τριγυρίζουν διάφοροι στρατι ώτες μέ κράνη καί μέ αυτό ματα όπλα. "Ενα βαθύ αυλάκι χαράζε ται στο μέτωπο του Τάργκα. Τό βλέμμα του είναι σκοτει νό καί τό πρόσωπό του συν νεφιάζει. Κάποιά σκέψι τον βασανίζει. Καί, ξαφνκά, κά νει κάτι παράξενο, έτσι δε μένος καθώς είναι; μέ τά δά χτυλα τού γυμνού ποδιού του πιάνει μιά πέτρα καί, μ5 εκ
πληκτική έπιτηδειότητα, τήν πετάει ψηλά, προς τις φυλ λωσιές τών* δέντρων πού φιλο ξενούν τις μαϊμούδε^! Ή πέτρα διαγράφει μιά γοργή, τοξωτή τροχιά. Χτυ πάει στο κεφάλι μιά μαϊμού καί ξαναπέφτει στη γή. Ό Τάργκα ξέρει καλά τις συνήθειες αυτών τών ζώων, καί, γι’ αυτό, δέν παραξενεύ εται μ5 εκείνο, πού επακολου θεί: ή μαϊμού βγάζει μιά πα ράξενη κραυγή, πού τη συ νοδεύουν πολλοί λαρυγγισμοί καί κωμικές χειρονομίες. Μοι'άζει σάν νά διηγή^αι στις άλλες, ότι τήν έχτύπησαν μέ μιά πέτρα στο κεφάλι! "Έ πειτα κόβει έναν καρπό άπ" αυτούς πού παράγει τό δέν τρο καί τον πετάει μέ θυμέ στούς Γερμανούς πού βρί σκονται άπό κάτω. "Αμέσως σάμπως αυτό νά ήταν τό σύνθημα, οι χιλιάδες μαϊμού δες αρχίζουν νά κόβουν καρ πούς καί νά τούς πετάνε στούς άνθρώπους. Τά χέρια τους κινούνται μέ πρωτοφανή ταχύτητα. Τό περίεργο πετροβολητό, άρχίζει νά γίνε ται σωστό χαλάζι άπό φρού τα! Οί Γερμανοί στρατιώτες δέν ξέρουν, πώς νά προφυλαχτουν. Τά περίεργα αυτά βλή ματα τούς έρχονται άπό παν τού ! Αυτό τούς νευριάζει. Σηκώνουν τ" αυτόματα, τρα βάνε τις σκανδάλες κΓ άρχίζουν μιά σωστή μάχη μέ τις μαϊμούδες! Τά πεισματάρικα ζώα δέν υποχωρούν. Συνεχίζουν τήν έπίθεσί τους μέ τούς καρπούς
ΤΛΡΓΚΑ και οι Γερμανοί στροβιλίζον ται και καταπιάνονται μαζί τους στά σοβαρά. ΚΕΦ. 6. "Οπου τι Μαλόα έττιτίθε ται και ο Τάργκα βγά ζει μερικά «δανεικά» α ϊτό τόν Ζανιούρ!
ην Τβια στιγμή ένα λα στιχένιο σώμα τινάζεται από τις φυλλωσιές των τρων! Είναι μυώδες κύ εύκίνητο, σαν τό σΛ,,α του πάν θηρα, μόνον πού στο κεφάλι του άνεμίζονται κύματα χρυ σών μαλλιών καί στο χέρι του κρατάει σφιχτά ένα κοφτερό μαχαίρι! Ή Μαλόα επωφε λείται, από την ευκαιρία πού τής δημιούργησε ό Τάργκα, γιά νά έπιτεθή ! Οι στρατιώτες άπηο'χολημένοι στη μάχη τους μέ τις μαϊμούδες δέν την προσέχουν. Ό Ζανούρ τη βλέπει την τελευταία στιγμή. Στην άρχή νομίζει πώς κάποια τολ μηρή καί πεινασμένη λεοπάρδαλις έφτασε ως τό στρατό πεδο καί πέφτει γιά νά τόν σχίση μέ τά νύχια της. Α μέσως, όμως, αναγνωρίζει τό άδάμαστο κορίτσι τής ζούγ κλας. Πιπιλίζει μέ λύσσα μια βαρεία βλαστήμια καί πηδά ει δεξιά, γιά ν' άποφύγη τό χτύπημα! Τήν ίδια στιγμή τό κορμί τής Μαλόα, σάν βο λίδα, σκίζει τόν αέρα πλάγια από πάνω προς τά κάτω. Τό χέρι της υψώνεται καί ξανα πέφτει μέ δύναμι. Ή αιχμή τού μαχαιριού της δέν προ φταίνει νά βρή παρά μόνο τό χοντρό μπράτσο τού Ζανούρ καί τού ανοίγει μιά βαθειά,
Τ
25
κάθετη πληγή, μουδιάζοντάς το ολόκληρο. Τό μαστίγιο τού ξεφεύγει καί κυλιέται στο χώμα. "Ενα ούρλιασμοή σάν πλη γωμένου λεονταριού, σκίζει τό λαρύγγι τού κτηνανθρώπου. Υποχωρεί δυό-τρία βήμα τα, σφίγγοντας τήν πληγή δέν μέ τή χούφτα τού άλλου χε ριού του. Τό αίμα τρέχει ά φθονο καί στάζει απ’ τά δά χτυλά του στή γή. Ή Μαλόα πέφτει χάμω, άλλ5 άμέσως αναπηδάει μ’ ε λαστικότητα, πού θά τήν ζή λευε καί μιά νεαρή τίγρις. Κάνει μιά γοργή κίνησι προς τό μέρος τού Τάργκα καί τό μαχαίρι της άστράφτει, κα θώς άνεβοκατεβαίνει δυο φο ρές, κόβοντας σάν ξυράφι τά σχοινιά, πού κρατούν δέσμιο τό ατρόμητο ^.Ελληνόπουλο. Ό Τάργκα δέν χάνει και ρό. Τεντώνει τούς μυώνες του, γιά νά ξεμουδιάσουν κΓ άμέ σως πηδάει μπροστά. Οί κι νήσεις του είναι τόσο γρήγο ρες, ώστε δέν προφταίνει νά τις παρακολουθήση τό μάτι ιού ανθρώπου. Σκύβει, άρπάςει άπό χάμω τό μαστίγιο τού Ζανούρ, τό σηκώνει ψηλά καί τό κατεβάζει μέ τρομερή δύναμι. Γύρω τους γίνεται έ να σα»ο~ό πανδαιμόνιο. Κα καρίζουν τ5 αυτόματα τών Γερμανών καί φωνάζουν αδιά κοπα χιλιάδες μαϊμούδες. Ωστόσο τό σφύριγμα τού μα στιγίου άκούγεται άνατριχιαστικό. Σκίζει τόν άέρα καί πλαταγίζει καθώς πέφτει στή ράχη τού Ζανούρ, σκίζοντάς
ΤΑΡΓΚλ
26
την σέ βάθος δυο δάχτυλων! Καινούργια βρύση αίματος α νοίγει εδώ. Ό παντοδύναμος κτηνάνθρωπος, που με μια γροθιά γκρεμίζει δέντρο, κλο νίζεται! Τα πρωϊνά τρομα κτικά χτυπήματα τού Τάργκα καί, τώρα, ή μαχαιριά τής Μαλόα και τό τρομερό μαστίγωμα, τού κόβουν την ψυχή. Καί, καθώς τό μαστίγιο πεψτει απάνω του γιά δεύτερη καί τρίτη ψορά, ό Ζανούρ φωνάζει σπαραχτι κά: — Βοήθεια! Βοήθεια! Ή κραυγή του περνάει πά νω απ’ τον κρότο των πυροβο λισμών κι’ απ’ τούς λαρυγ γισμούς τών χιλιάδων μαϊμού-
Τό δέντρο τρίζει κάτω ά-ττ’ τη γροθιά τού Ζανούο καί σττάει στά
δύο
δων καί φτάνει στ5 αυτιά τών στρατιωτών του. Αυτοί γυρί ζουν κατάπληκτοι, έτοιμοι νά πυροβολήσουν. Αλλά ό Τάργκα χύνεται σάν ανεμοστρό βιλος. 'Αρπάζει τή Μαλόα καί μέ μιά γοργή αναρρίχη ση χάνεται στά πιο ψηλά κλαδιά τών πανύψηλων δέν τρων. Οί Γερμανοί τρέχουν κοντά. Στέκονται στη ρίζα καί σηκώνουν προς τ’ απάνω τις κάννες τών οπλών τους. Μά την ίδια στιγμή γίνεται κάτι τό εκπληκτικό. Κρατών τας τή Μαλόα στ’ άριστερό του χέρι καί τήν άκρη ενός χορτόσκοινου μέ τό δεξί, ό Τάργκα εκσφενδονίζεται απ’ τά ψηλά δέντρα, κάνει μια γρήγορη σπαθάτη τροχιά πάνω από τά κεφάλια τών κατάπληκτων αντιπάλων του καί πέφτει σάν βόμβα στο υπόστεγο, πού χρησιμεύει γιά θάλαμος πειραμάτων^! Μέ μιά φοβερή κλωτσιά ανοί γει διάπλατα τήν πόρτα καί όρμάει μέσα σάν ξεφρενιασμένος βορριάς. Ή Μαλόα τρέχει ξοπίσω του. Ό Γερμανός μέ τήν άσπρη μπλούζα έκτελεΐ εκείνη τή στιγμή τ’ ανομολόγητα πειράματά του. Μέσα σέ μιά πελώρια γυάλα, πού μοιάζει μέ καμπάνα, έ'χει βάλει τούς πέντε δυστυχισμένους ιθαγε νείς κι5 ετοιμάζεται ν’ άνοι ξη μιά βαλβίδα, γιά νά τούς διοχετεύση τό δηλητηριώδες αέριο. "Ενας βοηθός του κρατάει χρονόμετρο, γιά νά διαπιστώση σέ πόσα δευτερόλεπτα θά κεραυνοβοληθοΰν οί πέντε ά-
ΤΑΡΓΚΑ
Τό
πουλί
χτυπιέται
συγχρόνως απ’ σφαΐ ρα \
27
τό
μικρό
βέλος
και
τη
είσοδο κάνουν τήν έμφάνισί θώες ανθρώπινες υπάρξεις! Ό Τάργκα πέφτει απάνω τους μερικά αυτόματα όπλα. Είναι οι Γερμανοί στρατι στον απαίσιο επιστήμονα σάν βολίδα. Ή γροθιά του ώτες πού έχουν συνέλθει άπό τον σφυροκοπεΐ αλύπητα. Ό τήν κατάπληξί τους καί τρέ Γερμανός πέφτει με τό κρα χουν νά εξοντώσουν τον δαι νίο του κομματιασμένο! μονισμένο επιδρομέα. Την ίδια στιγμή ή Μαλόα Τό ατρόμητο Έλληνόπουκαρφώνει τό μαχαίρι της στο * λο κοντοστέκεται μιά στιγμή. λαιμό τού βοηθού του. Κυττάζει- γύρω του καί τό στήθος του άνεβοκατεβαίνει Οί άλλοι, όσοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή μέσα στο με σέ γρήγορες, λαχανιασμένες γάλο ξυλόσπιτο, γεμίζουν αναπνοές. Δίπλα του καίνε άδιάκοπα τρόμο απ’ τήν*, ξαφνική έπίθεσι. Πρώτη τους σκέψι εί μερικά δαδιά. Οι φλόγες τους ναι νά ξεφύγουν τρέχοντας α χρησιμεύουν για τά τρομερά πό τήν πόρτα τού βάθους, πειράματα των ανθρώπων τού αλλά ό Τάργκα τούς καταδι Ζανούρ. Ό Τάργκα άρπάζει ώκει αδυσώπητα. ένα απ’ δλα καά τό πετάει Ταυτόχρονα, δμως, στήν μέ λύσσα σ’ ένα μεγάλο σςο-
78
ΤΑΡΓΚΑ
ρό άττό ξυλομπάμπακο, πού βρίσκεται πλάϊ στην είσοδο. Ή εύφλεκτη ύλη φουντώνει αμέσως και πετάει μιά πελώ ρια λάμψι. Οί Γερμανοί στρατιώτες υ ποχωρούν έντρομοι καί μισοτυφλωμένοι. Ό Τάργκα μέ μιά γροθιά τσακίζει την πελώρια γυάλα, απελευθερώνοντας τούς μελ λοθανάτους ιθαγενείς. "Επει τα άρπάζει τη Μαλόα άπ" τό χέρι καί ρίχνονται τρέχοντας προς την έδοδο. Έκεΐ δμως, άναγκάζεται νά σταθη άπότομα. Απέναντι άκριβώς στη στέγη του ξυλόσπιτου μέ τά πυρομαχικά, ^βρίσκονται δέκα άλλοι στρατιώτες. Οί δέ κα κάννες τών αυτομάτων, σάν δέκα σκοτεινά καί θυμω μένα μάτια, τούς κυττάνε α μείλικτα. — "Αλτ! Στον τόπο!, βρυχάται ένας άπ5 τούς Γερ μανούς. ΚΕΦ. 7. "Οίτου ό ’Ατσίδας σφε τερίζεται τό σπίτι υι ός... γελώ να ς καί ανα καλύπτει μερικά δύσπε πτα. .. φραγκόσυκα!
φήσαμε τόν Ατσίδα αίχ μάλωτο στά χέρια τών ανθρώπων του Ζανούρ. ρός είναι νά τον ξαναβρούμε, έτσι καθώς προχωρεί μαζί μέ τούς άλλους ιθαγενείς, τό δρό μο προς τό φρικαλέο στρατό πεδο τών πειραμάτων. Τό πρόσωπό του έχει πάρει μιά έκφρασι κωμικής άπελπισίας. Ό χαλκάς τής μύτης του κου νιέται πέρα-δώθε, σάν εκκρε μές καί οί πελώριες πατού σες του χτυπούν μέ άπόγνω-
Α
σι τό χώμα! Ή πείνα τού θερίζει τό στομάχι κΓ ή άπελπισία του, όσο πάει καί μεγαλώνει, όταν σκέπτεται πώς είχε σκοτώσει τόσα που λιά κι’ αντί νά τά καταβροχθίση επί τόπου, τά έδενε στο μακρύ χορτόσκοινο, έτοιμάζοντας έτσι γεύμα στον πάνθηρα. Τό μυαλό του δέν τό απα σχολεί ή τραγική του μοΐρα στά χέρια τού Ζανούρ. Μόνο την πείνα του σκέφτεται. — Πάνθηρος, παλιόσκυλος..., μουρμουρίζει κάθε τό σο, φάει-φάει ντικός μου πουλίς, άφήσει , νηστικό εμένα, πετάνει εμένα! Προς τ ·> βράδυ, όταν βρί σκεται κλειόμενος μέσα στ5 αγκαθωτά συρματοπλέγμα τα, μέ τούς άλλους ιθαγενείς, άρχίζει νά περιφέρεται, μέ μιά σκέψι στο μυαλό: πώς θά ξεφύγη άπ5 τούς φρου ρούς, γιά νά μπορέση νά φάη κάτι. Μουρμουρίζει ολοένα: — Έγκώ έκει πεΐνα. Έγκώ πετάνει εμένα πείνας! Ξαφνικά τά μάτια του γουρλώνουν. Σέ μιά γωνιά, στην άκρη τών συρματοπλεγ μάτων, βλέπει τό καύκαλο μι Και ας πελώριας χελώνας. Είναι τελείως άδεια, γιατί τη χελώ να την έχουν μαγειρέψει καί την έχουν φάει οί άνθρωποι τού στρατοπέδου.Μιά ξαφνική ιδέα φωτίζει τό πρόσωπο τού "Ατσίδα. "Αστράφτουν τά μά τια του κι" ένα χαμόγελο ζω γραφίζεται στά χείλια του. 'Αρπάζει τόν χαλκά τής μύ της του καί τόν γλείφει κατευχαριστημένος.
ΤΑΡΓΚΑ — Άτσίντα γίνη...χελώ νος, μουρμουρίζει. Άτσίντα ψυγη-ψυγη χελώνος! Χωρίς νά χάση καιρό, χώ νεται κάτω από τό πελώριο καύκαλο τής χελώνας. . Κρύ βεται έτσι ολόκληρος, αφήνει ελεύθερα μόνο τά χέρια καί τά πόδια του κΓ αρχίζει να μπουσουλάη σιγά-σιγά, κά τω από τό συρματόπλεγμα! Τό σκοτάδι τον διευκολύνει Ό Γερμανός σκοπός που βολ τάρει σοβαρός., με τ’ όπλο έπ’ ώμου, βλέπει μέσα στο σκοτάδι την πελώρια «χελώ να», άλλα δεν τής δίνει ση μασία. Τέτοιες χελώνες είναι συνηθισμένες στην καρδιά τής ζούγκλας. Την αφήνει, λοι πόν, νά προχωρήση τον δρό μο της. Καί ό Ατσίδας συνεχίζει νά μπουσουλάη. Σκοπός του, είναι νά χωθή στο πυκνοφυτεμένο μέρος του δάσους, αλλά καθώς περνάει μπροστά από την φωτισμένη αποθήκη τών πυρομαχικών, προκαλεΐ την προσοχή ένός άλλου Γερμανού στρατιώτη, πού εΐν’ έκεΐ φρουρός. Ό Γερμανός αυτός βλέπει την πελώρια χελώνα καί σκέφτεται πώς θά ήταν ένα πολύ καλό γεύμα. Την πλησιάζει, λοιπόν, γιά νά την χτυπήση στο κεφάλι. Ό Ατσίδας κοντοστέκεται. Μαν τεύει τούς σκοπούς του καί μουρμουρίζει: — Έσύ τελεί φάει-φάει χελώνος, έγκώ φύσα κάλαμο πετάνει-πετάνει εσένα! Καί φέρνει γοργά τό φυσο κάλαμο στο στόμα. Ό Γερμανός, καθώς πλη
29
σιάζει ανύποπτος, δέχεται καρφωτό στο λαιμό του τό βέλος καί πέφτει ξερός, χω ρίς νά βγάλη άχνα! Μόνο τά μάτια του γουρλώνουν καί τά χέρια του ανοίγουν διάπλατα, σε μιά κίνησι απελπισίας. — Έσύ δκι φάει χελώνος. Χελώνος φάει-φάει εσένα!, μουρμουρίζει ό Ατσίδας. ΚΓ αρχίζει νά μπουσου λάη γρηγορώτερα. -αφνικά, δμως, τό βλέμμα του πέφτει στη μεγάλη απο θήκη τών πυρομαχικών, πού εμεινε τώρα χωρίς φρουρό. 5Από την ανοιχτή πόρτα, δια κρίνει σωρούς από κάτι πα ράξενα πράγματα, πού μοιά ζουν πολύ με μικροσκοπικά «βαρελάκια». Ό Ατσίδας γλείφει γοη τευμένος τον χαλκά τής μύ της του. — Φραγκόσυκος !, μουρ-
ΫΑΜ*ΚΑ
30
|
.ννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννι\\νν»ννν»<
1 |
"Όσοι
διαβάζουν
\
\
|
τον «Ύπεράνθρωττο» και τον «Τάργκα» έχουν καθήκον να είναι άττό
| | | I
| |
τούς πρώτους στην τάξι τους . και στην
| |
\
κοινωνία καί νά διαπρέπουν σέ υψηλά και ηθικά έργα.
| 1 I
|
\
| |
\ ί
Θ. ΑΣΤΡΙΤΗΣ
| I */ΜΛΛΛΛΛ/ΙΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛ/ννν.ννν^Λ\Λ^ννΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛνννν »
μουρίζει με γλυκά. Έκεΐ ε κεί ψραγκόσυκος, ένκώ πάει εμένα έκεΐ, ντώσει έμενα, φάει-φάει έμενα ψραγκόσυκος! Χωρίς άλλη σκέψι, στρίβει προς την αποθήκη. Παριστάνοντας πάντα τη χελώνα, μπαίνει μέσα. 'Απλώ νει τά χέρια του, άρπάζει ό σα μπορεί απ’ τά «φραγκό συκα» κι5 απομακρύνεται γρή γορα-γρήγορα. Δεν μπορεί νά μαντέψη πώς τά φραγκό συκά του είναι... χειροβομβί δες καί φέρνει ένα άπ5 αυτά στο... στόμα. Προσπαθεί του κάκου νά τό.,.δαγκώση. Δεν μπορεί καί τον πιάνει το πεί σμα του. — Σκληρός φλούντες ε κεί!1·, λέει μέ θυμό. Έγκώ πεινάει, έγκώ φάει-φάει! Καί έπιμένει σώνει καί κα λά νά δαγκώση την...χειρο βομβίδα καί νά την ξεψλουδίση. Τά μεγάλα δόντια του μπλέκονται στο «άγκιστρο» πού συγκροτεί την άσψάλεια
τής χειροβομβίδας καί τό... τραβάνε μέ δυναμι! Έτσι ή χειροβομβίδα είναι έτοιμη νά έκραγή. Ό Ατσίδας δεν κα ταλαβαίνει τίποτ’ άπ5 αυτά. Βλέπει, δμως, τώρα πιά, πώς τό «φραγκόσυκό» του είναι ...σιδερένιο, καί γεμίζει θυμό καί απελπισία. — Έσύ, του λέει, είναι σίντερος. Έγκώ δκι τρώει σίν τερος, έγκώ πετάξει-πετάξει μακρυά έσένα, έγκώ βρή καρπούτζι, ντώσει έμένα καρπούτζι, φάει-φάει έμένα, χορτά σει έμένα! Μέ μιά περιφρονητική κίνησι πετάει τη χειροβομβίδα κι5 αρχίζει νά τρέχη προς τό δάσος! Τό έκρηκτικό μηχάνημα διαγράφει μιά τροχιά στον αέρα καί πέφτει ακριβώς στην πόρτα τής αποθήκης μέ τά πυρομαχικά. Ή άσφάλειά του είναι βγαλμένη άπ* τά δόντια του ’Ατσίδα καί, γι’ αυτό σκάει αμέσως! "Ενας βαθύς κρότος άκού.εται, κι’ αμέσως τον σκεπάζει μιά δεύ τερη έκρηξις — τρομαχτική αυτή τη φορά. Όλόκληρη αποθήκη τών πυρομαχ ικών παίρνει φωτιά καί τινάζεται στον άέρα! Πυρωμένα σίδε ρα, αναμμένα δαδιά, φλέγό μενα ξύλα τινάζονται σέ απί θανα ύψη καί μοιάζουν, μέσα στη νύχτα, σάν φωτεινά με τέωρα ! Τό έδαφος τής ζούγκλας τραντάζεται ολόκληρο! Πανικόβλητες οί μαϊμούδες φεύγουν από τά κοντινά δέν τρα, κραυγάζοντας^ γοερά, σάν υστερικές γυναίκες.
ΤΑ^ΓΚΛ
31
&3&^Μ»Β8ι
κτωμένα σίδερα, εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα! "Οταν ξα ναπέφτουν στή γη, δεν είναι πιά ολόκληροι άνθρωποι. Εί ναι κομμάτια άπό ματωμένες καί καμμένες σάρκες! Ή τρομερή πίεσις τών άερίων στροβιλίζει καί τη Μα λόα σάν άχυρο. Ό Ταργκα κρατιέται στή θέσι του, άλλά ένα κομμάτι άπό άναμμένο κορμό δέντρου τον χτυπάει στο στήθος! Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο χάνει γιά λίγο τις αισθήσεις του. "Οταν συ νέρχεται, βλέπει τήν Μαλόα, πού τον τραβάει, μέ μιάν άγωνιώδη προσπάθεια μέσα στο πυκνό δάσος. — Μαλόα..., ψιθυρίζει μέ κόπο, έγλύτωσες; Ή οδύνη τής πληγής τού παραμορφώνει τό πρόσωπο. Ωστόσο χαμογελάει εύτυχισυένος καί ξαναλέει μέ δυ σκολία: — Προς τό παρόν... ξεγλύτωσαν οί ιθαγενείς... άπό τον φριχτό θάνατο τών πειραμά των... Μένει όμως άκόμα ό Ζανούρ... καί πολλοί άπό τούς οπαδούς του... Ό θά λαμος θά ξαναγίνη... Μαλόα ...δέν τελειώσαμε μέ τον κτη νάνθρωπο άκόμα...
Και ό Ατσίδας βρίσκεται ττεσμένος ανάσκελα, δέκα μέ τρα τπό μακρύά άττό τό καύ καλο τής χελώνας. Τά γουρλωμένα μάτια του, γυρίζουν ΐτερίτρομα μέσα στις κόγχες τους, και κυττάνε δεξιά κι5 αριστερά, χωρίς νά μπορούν νά καταλάβουν, πώς έγινε αυτός ό τρομακτι κός σεισμός κι5 άπό που ξεπετιούνται αυτές οί πύρινες γλώσσες, πού τον κυκλώ νουν ! Ψ Ή στιγμή πού γίνεται ή έκρηξις τής άποθήκης τών ττυρομαχικών, είναι άκριβώς ή ίδια στιγμή, πού οί δέκα Γερμανοί άπειλοΰν καθώς εί δαμε με τ’ αυτόματά τους τον Τάργκα καί τή Μαλόα καί τούς φωνάζουν άπειλητικά: — "Αλτ! Στον τόπο! "Εχουν καταλάβει κι5 οί δέκα, τή στέγη τής άποθήκης τών πυρομαχικών. Καί, πριν καλά-καλά τελειώσουν την προσταγή τους, ή τρομερή έκρηξίς τούς άναρπάζει με τή γιγαντιαία δύναμί της καί τούς εκτοξεύει μαζί μέ τά φλε γόμενα ξύλα καί τά πυρα
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Απαγορεύεται
Ελληνικό ή
κείμενο
άνατύπωοτς.
ύπό
ΘΑΝΟΥ
Άποκλειστίικότης
ΑΣΤΡΙΤΗ «Υπεράνθρωπου».
ΚΑΘΗΚΟΝ ΟΛΩΝ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ
ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΑΣ
*.»
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ του
ί
ΑΤΣΙΔΑ
πρός ιόν ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ Κύριος Κοντοστουπος, Έγκώ πολύ θυμώσει-θυμώσει διαβάσει γκρα μα εσένα! Έγκώ οκι κουτό άντρωπο! Έγκώ έξυπνο άντρωπο, πολύ έξυπνο - έξυπνο, πολύ σπίρτο-σπίρτο! Έγκώ πιο έξυπνο από...βου βάλι ! Έσύ λέει εμένα κουτό άντρωπο, γιατί εσύ φοβάται έρτη Αφρικανική! Έσύ φοβάται-φοβάται... ίσκιο εμένα! Έσύ έρτη έντώ, έγκώ φάειφάει εσένα χορτάσει εμένα! Κοντοστουπος, πότε έσύ γίνει... βασιλιά; Πότε έσύ παντρέψει Έλχίνα - Μελχίνα, γίνει άντρας ντικό της, γίνει...Μεγκαλειώτατος; Τότε έγκώ έρτη-έρτη παλάτι ντικό σου, φάει-φάει εκατό καρπούτζια, εκατό πεπόνια, ντέκα έλάφια, πέντε βουβάλια ψητός! ’Έπειτα, όταν έγκώ χορτάσει-χορτάσει, άρπάξει Έλχί να - Μελχίνα, φάει Έλχίνα - Μελχίνα, ντοκιμά σει κρέας βασιλικό! Γκράψει - γκράψει έμένα Κοντοστουπος, τε ντικό σου γκάμος γίνει, πότε έγκώ παλάτι ντικό σου! Έγκώ περιμένει!
πό έρτη
Πολύ-πολύ φίλος ντικός σου ΑΤΣΙΝΤΑΣ
'
^^^νν\νννίΛνν^νννν^^νν^ννννΜΛΛΐΛΛ'ννΐΛ.'1\'νΐΛΛννΐ/ννν'!Λνν'>,\·νννν·νννννν4\·ί.ΛΛΛννν'ί.'ννΛ,ν\^ν\^ννννννννν\ννννννν»ΑΛ
.νν\\νν\\\ννν\νννν\\ν\νν\ννν\ννν\ννν\ν\ννννννννννννννννΛνν\γν\\\\\\νν
ΟΜμΜμμμμμ/*
Τό επόμενο τεύχος του «Τάργκα», το
είναι εξίσου δυναμικό και συναρπαστικό
μ’
αυτό
πού διαβάσατε! "Έχει τον τίτλο
ΣΤΗ ΦΟΑΙΑ ΤΟΤ ΖΑΙΟΤΡ \\λ ^ ννννννν\Λ\νν\ννννννν\Λνννννν\\ννννννν\ ννννννννννννννννι\νννννννν\\\Λ/ν\\\ ννννννιννν\νννιννννι
καί είναι γεμάτο αλλεπάλληλα συγκλονιστικά επει σόδια, ηρωισμό, νέλια μέ τα παθήματα καί τις γκάψες τοϋ 5 Ατσίδα, αγωνία;, γιγαντομαχίες! "Όσοι πει
απολαύσατε τό θρυλικό τεύχος 9 δεν πρέ
να παραλείψετε ν5
αγοράσετε
Πέμπτη τό τεύχος 10!
την
ερχόμενη
Θά σάς μείνη αλησμόνητο!
Στο τεύχος αυτό, ό τρομερός Ζανούρ καί ό ατρό μητος Τάργκα συγκρούονται σέ μιά μονομαχία τό σο άγρια, ώστε καί τά θηρία τής ζούγκλας ριγούν!
ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΖΙΙ8ΥΡ ^Λ^ν\ΛΛΛ^\\ννννννννν^ΛννΛννν\ννννν\νΐνννν\νννΐΛννΜΛ\νν\\\\νν\\ννν\ν\\'νν\ννννν\\ν\ννν\\\ν\'ν\Λ
V
Κανένας δεν πρέπει νά χάση τό τεύχος ΙΟ!
ΆριΘ. 9 — ΔΡΑΧ 2.000
ΤΑΡΓΚΑ
| α
Εβδομαδιαία Βιβλία 'Ηρωϊκών Περιπετειών. ------------ - —----- —---- — Γραφεία: Λέκκα 23 ’Λριθ. Τηλεψ. 36.373
Τά προηγούμενα τεύχη πωλοΰνται γραφεία
μας, που είναι
ανοικτά
■ »
στά κά-
1 Β
θε μέρα 9—1 Υ% και 5—7, έκτος του
I
απογεύματος τής Τετάρτης.
ϊ ό
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ) τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊ στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19.
■
_______ ______________________________________________________________________________________________ _____ —-------------- -------- ---------- α '*ΙΙβΕΗ·Ι!ΗΜΠΒί)·1ΙΙ3υΐΒΒβΙΙβΕΗΗΡΕΒΒΒ8ΠΪ!ΠΒ1Ι00ΗΒ'3ΘΗΏΗΕ8·ϊβΗΗΕΒ···ΒΙ1·ΗΠΙΙΠ··Η·Η···ΕίΙΒ1ίΗ·ΗΒ3ΒΠβ··ΒΗΗΗΙ!Β·β·Ι*ΕΒΒ·ΒΟ·ΒΜ·ΒΒΒ8βΒ·ΒΒ·
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1 ) 2) 3) 4) 5)
'Ο κυρίαρχος τής Ζούγκλας. Ή σπηλιά μέ τά Διαμάντια. Ζουμ-ττΌ, ό Ιερός Ελέφαντας. 'Ο φύλακας των Θησαυρών. Μαλόα, τό Κορίτσι-Τίγρις.
6) Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας. 7) Μονομαχία Βασιλέων. 8)
Συναγερμός
στη
Ζούγκλα.
9) Ζανούρ ό προδότης πππαηαιΠΒΟΒΒΟΐ
Τό τεύχος τού
«Ύττερ ανθρώπου»
μέ τό οποίο αρχίζει ή Β Περίοδος του περιοδικού σας, κυκλοφορεί επιτέλους την ερχόμενη Τρίτη μέ τον τίτλο
ΓΚΙΝΑ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΔΕΚΑ Νέα έμφάνισι εξωφύλλων, νέοι ήρωες, νέες περι πέτειες ! Θά απολαύσουν τό τεύχος αυτό όσοι προλάβουν νά τό πάρουν πριν έξαντληθη!
ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ
Τ©
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΣΆΣ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ■'ν ν- -
.·;·;■
ΗΡΟΙΚΕΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
ΣΤΗ ΦίύΛΙΑ ΤΟΥ ΖΑΝΟΥΡ ^□Ββα·Β···α··ηαΒα·9α·····Β·ιαθΒ·ι»··«···Β··Βα·αΒ···Ββ· Ο ΚΤΗΝΩΔΗΣ ΖΑΝΟΥΡ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗ ΘΕΙΑ ΤΩΝ «ΛΗΣΤΩΝ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ» ΚΑΤΑΦΕΡΕ ΕΝΑ ΠΛΗ ΓΜΑ ΣΤΟΝ ΤΑΡΓΚΑ, ΑΡΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΑΛΌΑ. ΑΛλΑ ΤΟ ΑΤΡΟΜΗΤΟ ΕΛΛΗΝΟ ΠΟΥΛΟ ΑΝΤΕΠ (ΤΙ ΘΕΤΑΙ1 ΘΥΕΛΛΩΔΩΣ!
ΚΕΦ.
ίναι ένα χαρούμενο πρω ινό, -γεμάτο ■ γαλάζιο φως κι·5 αρώματα λουλουδιών. Ή ζούγκλά κρύβει μέσα στίς . βαθειές κι’ απάτητες λόχμες της ένα σωρό σαρκοβόρα θη ρία, πάνθηρες και τίγρεις καί ψίδπα καί ** γιγαντιαίους * δηλητηριώδεις σκορπιούς, αλ λά ψαινρμενίκά παρουσιάζε ται άκακη καί δροσερή. Μοι άζει σαν μιά ωραία κυρία, πού σου χαμογελάει, ένφ έτοιμάζεταΐ ' νά σού . καρφώση τό μυτερό στιλέττο της! Πλάι στον . μεγάλο ποτά• ,μό, πού κυλάει γαλήνια τά ξάστερα νερά του, υπάρχει έ να μικρό ξέφωτο. Είναι ένα φαλακρό κομμάτι γης, ' από σκληρή πέτρα. Πάνω σ’ αυ τή τη γη δεν φυτρώνει ούτε : θάμνος, . ούτε ρείκι, ούτε πουρνάρι. 'Κι’ όμως, - ξαφνικά, στην- άγονη τούτη ■ πέτρα βρέ- · θηκε φυτρωμένο πρωΐ-πρωΐ
Ε
0. κτηνάνθρωπος δοκιμάζει την μεγαλύτερη κστάττληξΓ Της ζ«ης
• του.
1 "Οπου ό Ατσίδας κάνει •ενα. ττρωτότυττ.α κυνήγι καί τσακώνεται μ’ ενα ’ ιθαγενή, για μια κεριίθρ·α μέλι.
4
ΤΑΡΓΚΑ
ένα... καταπράσινο φουντωμέ νο δεντράκι! Τά όμορφα παραδείσια πουλιά, πού τινάζουν τά πο λύχρωμα φτερά τους στο κον τινό πυκνό δάσος, βλέπουν μ5 έκπληξι αυτό τό απρόοπτο δέντρο και ξεκόβουν ένα-ένα κι5 έρχονται νά κάτσουν στα κλαδιά του. Άλλα νά, πού γί νεται κάτι πολύ παράξενο: μόλις τό πουλί κάτση σ’ ένα κλαδί, τότε τό δέντρο κου νιέται ανάλαφρα καί τό που λί πέφτει... κεραυνοβολημέ νο ! Τότε τό δέντρο... σκύβει, παίρνει από χάμω τό σκοτω μένο πουλί καί ξαναστέκεται ακίνητο... μουρμουρίζοντας : — Έγκώ μαντήση εσένα, έγκώ πετάξει-πετάξει ντικός σου φτερός, έγκώ ψήσει εσέ να, έγκώ ντώσει έσένα, φάει -φάει έμένα! "Οπως θά καταλάβατε, τό δέντρο πού ξεφύτρωσε ξαφνι κά πάνω στο βράχο, είναι ό... Ατσίδας ! Τό ^ σχέδιο πού κοότέβασε αυτή τη φορά ή κεφάλα του εΐναι πράγματι... σοφό! ’Απ’ τά ξημερώματα έχει τυλιχτή ολόκληρος μέ τεράστιους κλάδους φυτών καί στέκεται ακίνητος στο ά γονο τοπίο, παριστάνοντας τό...δέντρο! _Τά πουλιά ξεγελιούνται. "Έρχονται καί κάθονται στά ...κλαδιά του καί, τότε, αυ τός μέ τό φυσοκάλαμό του τά κεραυνοβολεί! "Απ’ τό πρωΐ έχει κάνει μεγάλη θραυσι στά πετούμε να. Τώρα είναι ευχάριστη μέ°
νος. Ετοιμάζεται νά πετάξη τούς κλάδους, νά πάψη νά εί ναι...δέντρο καί νά ξαναγίνη "Ατσίδας, όταν ένα καινούρ γιο πουλί, πού φτερουγίζει κοντά του, τον κάνει ν’ αλλάξη γνώμη. — Έγκώ, λέει μόνος του, πετάνει έσένα φύσα-φύσα κάλαμος, έπειτα πάρει έμέ να,__ φύγει έμένα! -αφνικά, όμως, τά μάτια του γουρλώνουν. Αυτό τό πουλί δεν είναι σάν τ’ άλλα. Είναι ένα από κεΐνα τά πα ράξενα πουλιά τής ζούγκλας, πού τά λένε «δείχτες» καί πού οδηγούν, όποιον τ’ ακο λουθεί, σε μελίσσια γεμάτα ώραΐο μέλι! Ό αστείος νέγρος τά ξέ ρει αυτά τά πουλιά. Θυμάται τό μέλι, τραβάει τον χαλκά τής μύτης του, τον γλύφει μέ ανέκφραστη γλυκύτητα καί μουρμουρίζει: — Μέλος ! Πουλίς πάειπάει μπροστά, έγκώ πάειπάει πίσω, πουλίς ντείχνει έ μένα μέλος, έγκώ ματζεύειματζεεύι μέλος, ντίνει έμένα, τρώει έμένα! Πραγματικά ό «δείχτης» πετάει μπροστά. Κάθε τόσο στέκεται καί κυττάζει τον Α τσίδα, σά νά τον προσκαλή. Ό αστείος νέγρος τον ακο λουθεί. Τυλιγμένος, καθώς είναι, μέ τά πελώρια κλαδιά, δεν διακρίνεται εύκολα, κι’ α πό λίγο μακρύτερα μοιάζει σάν δέντρο, πού...περπατάει! "Έτσι μπαίνουν μέσα στο βαθύ δάσος. Μπροστά τό πουλί καί πίσω ό Ατσίδας, προχωρούν ώρα πολλή.
ΤΑΡΓΚΑ .ΓΜΑϋ^ίί)·» ΜΟ— τι
■- ι·
ι . ■■■
-αφνικά ό «δείχτης» φωλι άζει σ" ένα δέντρο. Χτυπάει δυνατά τα φτερά του, έπειτα άνοιγει τό ράμφος του καί βγάζει μιά παράξενη κραυγή. Ό κωμικός νέγρος προβάλ λει την κεφάλα του άνάμεσ’ άπ" τά πυκνά κλαδιά, πού την τυλίγουν καί κυττάζει γύρω του λαίμαργα. Έκεΐ-δίπλα υπάρχει ένα μεγάλο με λίσσι. Οι κερήθρες του εΐναι γεμάτες μέλι, άλλά οι μέλι σ τες τριγυρίζουν δεξιά κι* αρι στερά, βουίζουν καί φαίνον ται αγριεμένες. Ό Ατσίδας προσέχει καλύτερα καί βλέ πει, τί εΐναι εκείνο πού τις αγριεύει. "Ενας ιθαγενής έ χει ανακαλύψει τά μελίσσια, στέκεται κοντά τους κι5 ανά βει χόρτα ξερά, πού άναδίνουν πυκνό καπνό. Θέλει έ τσι νά δίωξη τίς μέλισσες, γιά νά μπορέση νά πάρη αν ενόχλητα τό μέλι. Ό άστεΐος νέγρος γίνεται μπαρούτι από θυμό. Κι" αμέσως μπήγει τίς α γριοφωνάρες του: — Έσύ φύγει-φύγει! Ντικός μου εΐναι μέλος! Μέσα στη σιγή ό ιθαγενής ακούει αυτή τήν ξαφνική φω νάρα κΓ αναπηδάει τρομαγ μένος. Κυττάζει γύρω του, άλλά δεν μπορεί νά οή τίπο τα, ^ γιατί ό "Ατσίδας, έτσι καθώς εΐναι τυλιγμένος στα πελώρια κλαδιά, μοιάζει σάν ένα δέντρο, ανάμεσα στ" άλ λα δέντρα. Ό ^ ιθαγενής ^ κάνει μιά γκρι μάτσα απορίας καί συ νεχίζει^ τό κάπνισμα του με λισσιού.
Αυτό κάνει τον "Ατσίδα έ ξω φρένων. Τρέχει καταπάνω στον ι θαγενή, φωνάζοντας καί βρί ζοντας. "Εκείνος πάλι, καθώς βλέ πει ένα...δέντρο, νά τον κα ταδιώκει καί νά τον βρίζη, στέκεται μιά στιγμή, τό κυττάζει με τά μάτια πεταμένα έξω από τις κόγχες τους κι" έπειτα τό βάζει τρομαγμένος στά πόδια. Πιστεύει πώς το ...δέντρο αυτό εΐναι στοιχειωμένο! "Ανοίγει τά χέρια του με μιάν απελπισμένη κίνησι καί τρέχει σάν τρελλός. Πη δάει τ" αγκάθια, διασχίζει τούς πλατύφυλλους θάμνους, χώνεται μέσα στις λόχμες, άλλά, ξαφνικά, ένα απρόοπτο εμπόδιο τον κάνει νά διακόψη τον δρόμο του. Ψηλά, στά κλαδιά ένός μεγάλου δέντρου, κάτι σα λεύει. "Ανάμεσ" άπ" τά πρά σινα φύλλα διακρίνεται τό κιτρινωπό δέρμα τής λεοπάρ δαλης, με τά πλατειά μαύ ρα του στίγματα! Τό ευκίνη το θηρίο σέρνεται ύπουλα κι" άθόρυβα, άπό κλάδο σε κλά δο. Τό χοντρό κεφάλι του πα ραμερίζει τίς φυλλωσιές καί τό μάτι του κυττάζει μοχθη ρά τον ιθαγενή, πού τρέχει κάτω άπ^" τό δέντρο. "Ολ" αυ τά κρατάνε μόνο μιά στιγμή. "Έπειτα τό σαρκοφάγο τινά ζεται σάν βέλος, σκίζει γορ γά τον άέρα καί πέφτει άπάνω στον άνύποπτο ιθαγενή, με δλο^ του τό βάρος! Τά νύ χια των μπροστινών ποδιών του...σάν δέκα κοφτερά καί γυριστά μαχαίρια ξεσκίζουν
6
*
ΤΑΡΓΚΑ
τις σάρκες του ■ ανθρώπου., πολύ βαθειά,'ώς τά κόκκαλσ. Ό ιθαγενής δεν . προλαβαίνει ν’ άντισταθή. "Ενα σπαραχτι κό ουρλιαχτό τού σκίζει τό λαρύγγι. Αμέσως κυλιέται στο χώμα,. κάτω απ’ τά πό δια τού τρομερού σαρκοφά γου ! * Την ϊδια στιγμή οι φυλλω σιές των γύρω δέντρων, κου νιούνται, σά να περνάη άνάμεσά τους ένας δυνατός αέ ρας. "Ενα σωρό άλλα άίλου- .· ροειδή σαρκοβόρα . θηρία ξε προβάλλουν μέσα 'άπ’ 'τά , φυλλώματα,- έτοιμα νά μοιρα στούν τη λεία, πού πέτυχε, ή πρώτη λεοπάρδαλις. Ό Ατσίδας, μεταμφιεομέ-
0
ώοιο
5 Ατσίδεχς έτπττλέει μέ το ττε-
καρπούζι^ πάνω στην κοι- . λιά τον.·
νος πάντα σε δέντρο, έχει, φτάσει πολύ, κοντά στον ίθα-, γενή. Βλέπει ·τή φοβερή επίθεσι τοΰ θηρίου και κοντοστέγεται. Πρώτη του σκέψις'είναι νά γυρίση πίσω καί νά τό βάλη· στά· πόδια. Αλλά δεν προ φταίνει. Μιά ξαφνική πελώ ρια δύναμι, πού μοιάζει μέ σεισμό, τον συγκλονίζει, ολό κληρο. Παραπατάει .σαν με θυσμένος κι’ είναι έτοιμος νά σωριαστή στο χώμα! Μιά άπ’ τις πολλές λεοπαρδάλέις. τον έχει περάσει γιά...δέντρο κι’ έχει πηδήσει μέ άττίστευτη. ορμή,, απάνω στούς κλά- · δους πού τον τυλίγουν! Τά γόνατα τοΰ κωμικού νέ γρου λύνονται. Καθώς νοιώ θει- μιά λεοπάρδαλι ματζωμό νη λίγα μέτρα πάνω άπ’ τό κεφάλι του, πάει, νά πεθάνη από τον ■ φόβο του. ’Έπειτα είναι καί τό βάρος 'της, πού τον κάνει νά .κλονίζεται πε ρισσότερο! . Μιά τρομερή κραυγή ξεφεύγει άπό τό στό μα του. Πετάει καταγής ό λους τούς κλάδους πού τον τυλίγουν, μαζί μέ τή λεοπάρ δαλη καί τό βάζει στά πόδια προς τόν ποταμό. Ό τρόμος του εΐναι τόσο- μεγάλος, ώσ τε δέν γυρίζει τό κεφάλι του νά δή, τ’ί γίνεται πίσω. Α κούει,· όμως, πολύ κοντά του βήματα καί λαχανιασμένες αναπνοές κι’ αυτό τόν κάνει νά δυναμώνη ολοένα τό; τρέ ξιμό του! Τρέχοντας έτσι σάν δαιμο νισμένος*, φτάνει στην όχθη του ποταμού κι* έκεΐ, χωρίς
νά σταθή νά πάρη.άνάσα, δί-
7
01 Χάντα ιτρο·νω>ουν σ.κ,οο6:λιστ ά ·π\ο'6ς τη σττηιλιά
νει μια και πέφτει στο νερό. Τό πλαδαρό σώμα τοι> βυθί ζεται στην αρχή κι* έπειτα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια σιγά-σιγά, σαν μαύρο μπαλλόνι. Έκεΐ επιπλέουν άγρια υδροχαρή φυτά, πελώριες νε ροκολοκύθες, χοντρά καρπού ζια καί. άγρια' πεπόνια.. Ό -κωμικός νέγρος κόβει τό πιο μεγάλο άπ5 αυτά τά καρπούζια, ξαπλώνεται. ά ί διος άνάσκελα στην επιφά νεια τού νερού κι5 έπειτα βά ζει ·τό καρπούζι απάνω του. "Έτσι, καμουφλαρισμένος κάτω από τον πελώριο καρ πό, αφήνεται νά τον παρασύρη τό σιγανό ρεύμα. • Τό μάτι του · γουρλωμένο
του Τάργκα.
κυττάζει μέ τρόπο νά δή τί γίνεται στήν όχθη. Έκεΐ υ πάρχουν ψηλές καλαμιές καί πράσινα βούρλα. Ό. Ατσίδας δέν μπορεί νά. ξεχωρίση καί πολύ καλά, μαντεύει, όμως, ότι μερικά άπ’ τά πεινασμένα σαρκοφάγα τριγυρίζουν έ κεΐ ανήσυχα καί οσμίζονται τον αέρα, μή μπορώντας νά καταλάβουν, τί άπέγινε καί πώς. χάθηκε ξαφνικά ή λεία τους. • '0 κωμικός νέγρος είναι πολύ ευχαριστημένος. Γλείφει τον χαλκά τής μύ της του καί μουρμουρίζει.: — Θερίος^ ψάχνει-ψάχνει, θερίος ρκι. βρίσκει έμενα, καρ
8
ΤΑΡΓΚΑ
πούτζι σκεπάτζει - σκεπάτζει έμενα! Καθώς τον παρασύρει, ό μως, τό νερό ανάλαφρα, ό Ατσίδας δεν μπορεί ν' άντισταθή στον πειρασμό. Νοιώ θει τό καρπούζι ν’ άκουμπάη πάνω στά χείλια του κι5 αυ τό του ξυπνάει την όρεξι. Στην άρχή κάνει λίγη...υπο μονή. 5/Επειτα λίγο-λίγο άνοί γει τό στόμα του καί, άπότομα, τό κλείνει με δύναμι! Οι δοντάρες του βυθίζονται στο καρπούζι, κόβουν ένα τερά στιο κομμάτι μαζί μέ την φλούδα καί τό.,.άλέθουν στά γρήγορα! Αυτή είναι ή άρχή. Αμέ σως ό κωμικός νέγρος γλυ καίνεται. Τά σαγόνια του άρχίζουν νά δουλεύουν σαν μυ λόπετρες καί τό τεράστιο καρπούζι . μέσα σε λίγα λε πτά τής ώρας μετακομίζει στό...στομάχι του, φουσκώ νοντας το σάν άσκί! Την ίδια στιγμή, όμως, πληρώνει άκριβά τη λαιμαρ γία του. Ανάμεσα άπ5 τά φυτά τής όχθης διακρίνονται τά θηρία. Τον έχουν διακρίνει τώρα, πού έφυγε άπ’ τη μέση τό καρπούζι καί φαίνονται πολύ πεινασμένα, γιατί δεν διστά ζουν να πέσουν στό νερό, γιά νά τον κυνηγήσουν! Ό άστεΐος νέγρος μένει κατάπληκτος. -έρει, πώς αυτά τά αιλου ροειδή σαρκοφάγο δεν μπαί νουν ποτέ μέσα στό νερό, γιά νά κυνηγήσουν τή λεία τους. ΓΥ αυτό γεμίζει απορία καί
τρόμο, καθώς τά βλέπει νά πέφτουν μέσα στό ποτάμι. Χτυπάει μέ^ δύναμι τις πο δάρες του στό νερό καί, σάν πελώριος βάτραχος, απομα κρύνεται γοργά προς την άλ λη όχθη. "Γην ίδια στιγμή, όμως, άκούει κι' άπό κείνη την πλευ ρά ένα ύποπτο σούρσιμο. Άνασηκώνει την κεφάλα του καί τά μάτια του γουρλώ νουν καί γεμίζουν πανικό. "Ε νας κροκόδειλος έρχεται άπό κεΐ! Τ όσην ώρα καθόταν κουρνιασμένος μέσα στην άμ μο, κάτω άπό τις καλαμιές καί περίμενε τροφή. Καθώς βλέπει τον Ατσίδα, τά πε λώρια σαγόνια του άνοίγουν, δείχνοντας δυο άκανόνιστες σειρές άπό τεράστια σουβλερά δόντια. Τά πόδια του κι νούνται ταχύτατα, τό πελώ ριο λεπιδωτό κορμί του γλυστράει στήν άμμο καί μπαί νει στό νερό σάν υποβρύχιο. Μόνο τό άποκρουστικό ρόγ χος του μένει πάνω άπό την επιφάνεια. Ή μεγάλη ούρα του, σάν ένα παντοδύναμο κουπί, τού δίνει μιάν άπίστευτην ώθησι. Καί τό τέρας χυμάει νά κατασπαράξη τόνπανικόβλητο νέγρο! Ό Ατσίδας δέν έχει πια κανένα τρόπο νά σωθή. Αριστερά του έρχονται οι λεοπαρδάλεις. Δεξιά του εί ναι ό πεινασμένος κροκόδει λος. Ό κωμικός νέγρος ρίχνει μιά σπαραχτική κραυγή τρό μου καί κλείνει τά μάτια...-
ΤΑΡΓΚΑ
9
του, σά ν’ ακούσε κι5 αυτός κάτι παράξενο. Καί, νά! Σε λίγο ξανα κούγεται διαπεραστική, α πελπισμένη, σπαραχτική μιά Ζούμπο, ό μεγάλος Ιε ανθρώπινη κραυγή τρόμου! ρός έλέψαντοςς, προχω ρεί αργά ανάμεσα στην πυ Τώρα πιά κανείς δεν έχει άμφιβολία. ΚΛποιος άνθρω κνή ζούγκλα. πος κινδυνεύει κι5 ό άνθρω Ξαπλωμένοι στη ράχη του, πος αυτός είναι ό Ατσίδας ! ό Τάργκα κι’ ή Μαλόα, κά "Ολοι τους έχουν αναγνωρί νουν ξεκούραστα ένα μικρά σει τή φωνή του. περίπατο κι’ απολαμβάνουν Σάν ένα κομμάτι λάστιχο την πρωινή δροσιά τού παρ ό Τάργκα πετιέται όρθιος α θένου δάσους. Είναι κι5 οί πάνω στή ράχη τού Ζούμπο. δυο αμέριμνοι. Μοιάζουν σάν Άπό κεΐ-ψηλά, σά νά βρίσκε ...βαθύπλουτοι κύριοι τού ται σε παρατηρητήριο, μπο πολιτισμένου κόσμου, πού ρεί νά δή, τί γίνεται γύρω διαθέτουν δική τους λιμουζίτου. να και ταξιδεύουν, όπου θέ Ή Μαλόα στηλώνεται κι’ λουν χωρίς τά κουράζωνται. αυτή στά πόδια της, δίπλα Ό έξυπνος ελέφαντας περ του. πατάει αργά καί μαλακά, — Τί συμβαίνει, Τάργκα; γιά νά μήν τραντάξη τούς ρωτάει μέ ταραχή. Βλέπεις κυρίους του. Κάθε τόσο ση τίποτα; κώνει τήν προβοσκίδα του, Τό ατρόμητο Ελληνόπου κόβει ώριμους κι’ εύχυμους λο άπλώνει τά μπράτσα. Μέ καρπούς καί τούς... προσφέ τον δείχτη τού χεριού του τεν ρει στον Κυρίαρχο τής Ζούγ τωμένο, τής δείχνει τά νερά κλας καί στήν όμορφη συντού ποταμού, πού σ’ ένα ση τρόφισσά του. μείο παφλάζουν κι3 έχουν γε Ό Τάργκα κι3 ή Μαλόα μίσει άφρούς. τούς καθαρίζουν προσεχτικά — Βλέπεις; τής λέει. Δια καί τούς τρώνε, χαϊδεύοντας κρίνεις έκεϊ-κάτω; γι’ ανταμοιβή τον Ζούμπο, Ή Μαλόα εντείνει τήν στή βάσι τού πελώριου αυ προσοχή της, αλλά δεν μπο τιού του. ρεί νά ξεχωρίση καλά, τί Ξαφνικά, όμως, ή χαρού συμβαίνει σ,’ εκείνο τό ση μενη συντροφιά των τριών φί μείο τού ποταμού. "Ομως τό λων σταματάει. βλέμμα τού Τάργκα είναι πιο Ή Μαλόα εντείνει τήν δυνατό κι’ απ’ τό βλέμμα ε προσοχή της. νός γερακιού. Γι’ αυτό ξεχωΌ Τάργκα στήνει αυτί τα ρίζει καθαρά τον Ατσίδα, ραγμένος. πού παραδέρνει απελπισμέ Κι5 ό Ζούμπο κουνάει μέ νος στά νερά, τά αιλουροειδή ανησυχία τήν προβοσκίδα σαρκοφάγα, πού τού ρίχνον ΚΕΦ.
Ο
2. "Οπου δυο σαρκοφάγο ράνουν ξαφνικά την τοοφή τους καί. . . αλληλοτρώγονται!
10
ΤΑΡΓΚΑ *
ται από Τή. μιά και τον κρο κόδειλο πού του επιτίθεται α πό την άλλη πλευρά. ·' Ή άπόστασι πού τον χω ρίζει άπ5 αυτή τη δραματι κή σκηνή είναι μεγάλη. "Ο.σο γρήγορα κι5, αν τρέξη, ·θά φτάση .σίγουρα τή στιγμή, πού ό μισός "Ατσίδας...θ’ α ναπαύεται στο στομάχι . του κροκόδειλου, κι5 *ό άλλος μι σός στα δόντια των αίλουρο ειδών! Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο στέκει γιά μιά στιγμή σι ωπηλό.. · Τό' πρόσωπό του είναι σκοτεινό. Στά μάτια του έ χουν μαζευτή τά .συννεψα' των συλλογισμών. Τό έξυπνο μυαλό του δουλεύει· μέ - γρη~
Φεύνει τρέφοντας μέ την αναίσθη τη Μαλόα σταν' ώμο.
,γοράδα μοτέρ αεροπλάνου. Κι5 αμέσως -βρίσκει τή. λύσι. "Έτσι, καθώς βρίσκεται ςττή ράχη του Ζούμπο, παίρ νει μιά βαθειά αναπνοή, πού κάνει τό στήθος του νά προβάλη σάν χαλύβδινη θολωτή καμπάνα. Δεξιά κι5 άριστερά ξεπετιοΰνται οι χοντροί μυώ νες του καί τσιτώνουν τό δέρ μα, σά νά γυρεύουν νά^ τό σκίσουν. Λυγίζει · τά πόδια του, τά τεντώνει αμέσως μέ δύναμι - κύ εκτοξεύεται ^ απ’ τή ράχη του Ζοϋμπο, όπως μιά -τορπίλλη, από τόν τορ πιλοβλητικό της σωλήνα! Τό τέλειο κορμί του σκίζει τόν αέρα μέ κατέύθυνσι λο ξή, προς τ5 απάνω. Τά πανί» σχυρα μπράτσα του τεντώ νονται μπροστά καί τά δάχΤιίλά του, σάν χαλύβδινες ράπάγες, γαντζώνουν τό μα κρύ λυγερό κορμί ενός αναρ ριχητικού, πού κρέμεται απ’ τά κλαδιά τών πελώριων πα ρόχθιων δέντρων! 5Από κεΐ ό Τάργκα ξεκινάει γιά ένα γρή γορο εναέριο ταξίδι. Κρεμα σμένος στήν άκρη τού αναρ ριχητικού, σκίζει μέ ίλιγγιώ δη ταχύτητα τόν άέρα,' δια γράφοντας ένα πελώριο ' τό ξο. Στήν άρχή τό τόξο αυ τό κατεβαίνει προς τόν ποτα μό. Τό σώμα τού Τάργκα βουτιέται ως τή μέση στο νε ρό, τό σκίζει αστραπιαία καί φεύγει συνεχίζοντας τό τοξω τό ταξίδι του, προς τόν αυ~ ρανό! ' "Ομως, τή στιγμή. ακρι βώς πού. βουτιέται καί σκί ζει τό νερό, τό άτρόμητο Ελ ληνόπουλο πραγματοποιεί- έ
ΤΑΡΓΚΑ
11
Φ} να αληθινό κατόρθωμα σβελ-' τάδα'ς και δυνάμεως·! Με. τά δυό του πόδια, σαν- με μιαν .υπερφυσική χαλύβδινη . τανά λια, αρπάζει τον Ατσίδα κα^ί τον παρασύρει ·μαζ* του,· στο υπόλοιπο ταξίδι,! Σε δυό δευτερόλεπτα πέφτουν κΓ οι δυό. μαλακά, πάνω στά χόρ τα τής όχθης! Ό πεινασ μένος κροκόδει λος και· τ’ άπληστα σαρκοφά γο πού ετοιμάζονται νά .δια μοιράσουν τις πλαδαρές σάρ κες του Ατσίδα, χάνουν ξα φνικά τη λεία, μέσα απ’ τά δόντια τους!Γίνεται μόνον ένας πελώ ριος κυματίσμός, τά νερά γε μίζουν άφρούς κΓ όταν οι άφροί διαλύονται ό κροκόδει λος δεν βλέπει πιά μπροστά του τον κοομικό νέγρο. Αυτός ταξιδεύει .γατζωμένος μέσα 'Ο κροκόδειλος δέχεται ^ έ α συν· στά πόδια του .Τάργκα! Ό τριτττικό κτύπημα στό' κεφάλι. κροκόδειλος βλέπει μόνον τις λεοπαρδάλεις _ κΓ αφήνει ένα να καί στέκονται έτοιμα ν’ θυμωμένο γρυλλισμό. Τ’ άνααμυνθούν μπροστά σε κάθε τριχιαστικά μάτια του- γεμί αντίπαλο, όσο κΓ ά,ν είναι ζουν κακία·. Ή παντοδύναμη ίο-χυρός. ουρά του χτυπάει με λύσσα; ' Όμως αυτές οί περίεργες τό νερό.. Και τά ορθάνοιχτα λεοπαρδάλεις φαίνονται. πα σαγόνια του όρμοϋν νά κανικόβλητες. τασπαράξουν τά σαρκοβόρα Ό κροκόδειλος προφταίνει θηρία! μιάν απ’ όλες. Άτγο την όχθη ό Τάργκα Ανοίγει τά πελώρια σα παρακολουθεί μ(’ ενδιαφέρον γόνια του, .τά κλείνει μέ δύαυτή τή σύγκρουσι των τε . ναμι καί οί άφροί .τού νερού ράτων. Καί, ξαφνικά, · μένει κοκκινίζουν απ’ τό αίμα! Τό κατάπληκτος. •θύμα σπαράζει · μέσα στά . Στήν έπίθεσι τού κροκό δόντια τού τέρατος. Μιά δειλου, ·οί λεοπαρδάλεις δεν κραυγή βγαίνει .από τό λαδείχνουν καμμιά διάθεσι ν’ α ρύγκι του, αλλά ή κραυγή μυνθούν. Ό Τάργκα απορεί, αυτή είναι... άνθρώπ ιγιατί^ ξέρει πώς αυτά τά θη-, ν η ! Δέν είναι κραυγή λεο ρία είναι δυνατά καί περήφα-. πάρδαλης ή άλλου θηρίου!
12
ΤΑΡΓΚΑ
Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο προσέχει καλύτερα. Τότε μόνον καταλαβαίνει πώς τά θηρία αυτά δεν εΐναι^ τίποτ’ άλλο, παρά ιθαγενείς, πού φορούν στη ράχη τους τομά ρια μεγάλων λεοπαρδάλέων, πού τις έχουν γδάρει μέ πολ λή τέχνη, από τό κεφάλι, ώς τ' άκρα των ποδιών! Στά χέρια τους, ανάμεσα στά δάχτυλά τους, έχουν ε φαρμόσει κοφτερά και γυρι στά μαχαίρια, πού τά χρη σιμοποιούν μέ πολλήν έπιδεξιότητα, σάν νύχια! — Ή φυλή των Χάντα!, μουρμουρίζει ό Τάργκα μέ σφιγμένα δόντια. Αυτούς τούς ιθαγενείς τούς ξέρει πολύ καλά. Είναι οι αίμοβόροι λησταί τής ζούγκλας. ^Απληστοι και αί~ μοβόροι μεταμορφώνονται συ χνά σε πάνθηρες καί κουρνιά ζουν στά ψηλά δέντρα. Άπό κεΐ χτυπούν ύπουλα τούς περαστικούς ιθαγενείς, πού σχηματίζουν καραβάνια καί μεταναστεύουν, κουβα λώντας μαζί του£ όλα τους τά υπάρχοντα. Πέφτουν απά νω τους σάν πραγματικά θη ρία καί τού<£ ξεσκίζουν με τά ατσάλινα νύχια τους. "Έπει τα τούς αφήνουν βορά στ" α γρίμια, παίρνουν τά υπάρ χοντά τους καί φεύγουν! Ίλύ ατρόμητο Ελληνόπου λο κάνει μιά γκρι μάτσα απο ρίας. Δεν μπορεΤ νά καταλάβη, πώς^ οι Χάντα τόλμησαν νά φανούν στή δική του πε ριοχή. Μιά σκέψι σπιθίζει μέ σα στο μυαλό του: μήπως πίσω άπ" τούς ληστές τής
>.
ζούγκλας κρύβεται κάποιος άλλος, ισχυρότερος εχθρός; Χωρίς νά χάση καιρό πέ φτει στο ποτάμι. Τά πόδια του χτυπούν δυνατά τό νερό καί τά πε/\ώρια μπράτσα του αγκαλιάζουν τό κύμα. Οί κι νήσεις του είναι τόσο κομ ψές, άρμονικές καί δυνατές, ώστε, όλος μαζί, μοιάζει σάν ένα ώραΐο λευκό καί περήφα νο κόττερο. Πίσω του κολυμπάει ό Α τσίδας, σάν... καρβουνιάρικη μαούνα! Σέ λίγο βγαίνουν κι" οί δυο στήν αντίπερα όχθη. ΚΕΦ.
3. "Οπου οί
Χάντα
νικουν-
ται κατά κ,οάτος, άλλ’ άποικου ί ζουν ε ;α ττοιλύτ ι μ ο λάφυρο ! δώ οί ληστές τής ζούγ κλας^ έχουν αρχίσει μιά σωστή μάχη μέ τή Μαλόα1 Ή συντρόφισσα τού I άργκα, μόνη, χωρίς τήν βοήθεια τού αγαπημένου της, αμύνε ται μέ ήρωϊσμό καί λύσσα. Έχει πέσει μπρούμυτα πάνω στή^ ράχη τού Ζοΰμπο κύ άπό κεΐ λογχίζει μέ τό α κόντιό της, όσους ιθαγενείς ξεφεύγουν, άπό τήν πανίσχυ ρη προβοσκίδα καί τά τρο μερά πέλματα τού ελέφαντα 1 Ωστόσο οί Χάντα αγωνί ζονται μέ πείσμα, Θάλεγε^κανείς πώς γι" αΆ τον άκριβώς τό σκοπό έφτα σαν ώς εδώ: γιά νά συναν τήσουν τον Τάργκα καί τή Μαλόα! "Εχουν χωριστή κιόλας σέ δυο ομάδες. Ή μιά προσπαθεί νά ρίξη
Ε
ΤΑΡΓΚΑ
τή Μαλόα κάτω από τό ζων τανό φρούριό της. Ή άλλη ομάδα προχωρε'ι άκροβολιστά προς τή σπη λιά του Τάργκα. Δεν έχουν άντιληφθή πώς τό ατρόμητο 1 Ελληνόπουλο βρίσκεται στην αντίπερα όχθη του ποταμού καί προχωρούν με τα τέσσε ρα, γιά να τον αίφνιδιάσουν μέσα στη φωλιά του! Ό Τάργκα τούς βλέπει και τα μαύρα μάτια του α στράφτουν από θυμό. Τό χέρι του χουφτιάζει τή λαβή τού μαχαιριού του. Τήν τραβάει με δύναμη καί τό μυαλιστερό ατσάλι αστρά φτει κάτοο από τις ακτίνες τού ήλιου. Ή έπίθεσις τού Τάργκα γίνεται μέ γρηγοράδα ανεμο στρόβιλου. Κάνει μερικά α στραπιαία άλματα καί, κα θώς βρίσκεται ανάμεσα στους Χάντα, αρχίζει να στριφογυρίζη σάν άχυρο πού τό έχει αρπάξει κάποιος τρομερός σίφουνας. Τό χέρι του άνεβοκατεβαίνει ρυθμικά, δυνατά κι* ακούραστα1, σάν έμβολο μηχανής. Ή αιχμή τού μα χαιριού του βυθίζεται αδιάκο πα στις σάρκες των ληστών τής ζούγκλας! Αυτοί μένουν κατάπληκτοι απ’ τά κεραυνοβόλα χτυπήματα τού Τάρ γκα. Προτού προλάβουν ν’ α μυνθούν, έχουν κιόλας άποδεκατισθή. "Οσοι μένουν ζ|ωντανοί,^ υποχωρούν κατατρο μαγμένο ι. Οί άλλοι, εκείνοι πού αγωνίζονταν νά ρίξουν τή Μαλόα κάτω από τον ιε ρό ελέφαντα, τρέχουν νά βοη θήσουν τούς συντρόφους τους.
13
Ό Τάργκα στέκεται γιά μιά στιγμή. Ανασαίνει βαθειά στηρί ζοντας τή ράχη του στον κορμό ενός δέντρου, άναμετράει τούς καινούργιους αν τιπάλους του καί χυμάει καί πάλι, σάν μαινόμενο λιοντάΡ>· Οί γεροδεμένοι κι’ αΐμοβόροι ιθαγενείς Χάντα προσπα θούν ν' αμυνθούν μέ δλα τά μέοα. 5'Αλλοι προσπαθούν νά τον χτυπήσουν μέ τά κο φτερά γυριστά μαχαίρια, πού βρίσκονται μέσα στα δά χτυλά τους, κι’ άλλοι τού έκσφενδονίζουν σάν λυσσασμέ νοι, μεγάλες πέτρες καί χον τρά κλαδιά δέντρων! "Ενα σωστό χαλάζι από βαρειά αντικείμενα πέφτει α πάνω στον Τάργκα. "Οσες πέτρες χτυπούν απάνω στούς πελώριους μυώνες του, πη δούν αμέσως πίσω, χωρίς νά τού κάνουν ζημιά, σάν νά χτύπησαν απάνω σέ μιά μά ζα άπό καλοδουλεμένο καου τσούκ ! Ξαφνικά, δμως, μιά άπ5 δλες τις πέτρες, σκίζει ορμη τικά τον αέρα κι5 έρχεται νά χτυπήση μέ δύναμι στον λαι μό τού Κυρίαρχου τής Ζούγ κλας, ακριβώς απάνω στήν καρωτίδα! Είναι ένα τρομε ρό χτύπημα, πού μπορεί νά σωριάση σάν κεραυνόπλη κτο, ακόμα κι5 ένα βουβάλι. "Ομως ό Τάργκα στέκεται. Τα πόδια του τον κρατούν σάν χαλύβδινοι στύλοι, άλλά ένα θαμπό πέπλο απλώνεται μπροστά στά μάτια του. Γιά μιά στιγμή δλα γύρω του γί-
14
ΤΑΡΓΚΑ
νοντάι άχνά, θαμπά και στρι ό τυφώνας πού στριφογυρί φογυρίζουν παράξενα. Μέσα ζει άνάμεσα σέ φρεσκοφυτεσ3 αυτή τή θολούρα βλέπει μένα δεντράκια καί τά ξεπεδυο ■ ιθαγενείς, πού θέλουν νά τάει, μαζί μέ τις ρίζες τους! έπωψεληθουν καί χ.ύνονταί Στο μεταξύ, ό Ατσίδας καταπάνω του, σφίγγοντας έχει σκαρφαλώσει πάνω στή μέσα στα δάχτυλά τους, δέ ράχη τού Ζούμπο. ·3Από κεΐ κα μαχαίρια ό καθένας τους! φτάνει μια χαρά τά πιο ψηλά ,Τό άτρόμητο Ελληνόπου κλαδιά · των άγριοροδακινιών. λο δεν νοιώθει δισταγμό. Κόβει ροδάκινα,'τά καταβρο χθίζει καί, συγχρόνως, μέ δυ Σά νά κινήται μέσςχ σε μινατές κραυγές, οδηγεί τον ε άν άτμόσφαιρα γεμάτη πυ λέφαντα εναντίον των Χάντα! κνή ομίχλη, όρμάει στον έ ναν άττί’ τούς ιθαγενείς. Ή ' Τό έξυπνο παχύδερμο κα τρομερή του γροθ.ιά άνεβαί-, ταλαβαίνει τί σημαίνουν οί νει ψηλά καί κατεβαίνει μέ άκραυγές τού άστείου νέγρου. φάνταστη ορμή. Ό άντίπαΉ προβοσκίδα του σφυρίζει λος δοκιμάζει γιά μιάν άπειώργισμένα, καθώς αρπάζει ροελάχιστη στιγμή τό συναί τούς ληστές έναν-έναν καί σθημα ότι τον χτύπησαν στο τούς πετάει σάν μικρά πρακεφάλι μ3 ένα πελώριο σφυ γματάκια ψηλά, στον άέρα, ρί! Έπειτα σωριάζεται μέ · γιά.νά πέσουν μετά στή γή τό ^κρανίο του κατακομματια καί νά μείνουν άκίνητοι, μέ σμένο ! πολτοποιημένα κεφάλια! Ό Τάργκα σκύβει σαν σί 'Όσοι τυχαίνει νά βρεθούν φουνας. μπροστά στον μαινόμενο ε ' Αρπάζει στά ’δυό του λέφαντα, καταλαμβάνονται ά μπράτσα τον νεκρό καί τον πό άπερίγραπτο πανικό. Πεπετάει μέ δύναμι άπάνω στον 'τάνε τά τομάρια των λεοπαρδεύτερο ιθαγενή, άνατρέπονδάλεων άπό πό(νω τους,, ρί τάς τον. χνουν καί τ’ άχρηστα πιά γυ Τήν ίδια στιγμή βλέπει ριστά μαχαίρια τους κι3 άρ μακρυά τή Μαλόα. χίζουν νά τρέχουν σάν τρελλοί. 3Αλλά ό Ατσίδας δεν Τό ήρωϊκό . κορίτσι τής· τούς άφήνευ Είναι άποφασιζούγκλας ·έχει πηδήσει άπό σμένος.νά τούς.,.κυνηγάη μιά τον ελέφαντα καί τρέχει νά ολόκληρη...τριμηνία! βοηθήση τό άτρόμητο Ελλη νόπουλο. • —- Έγκώ κυνηγάει - κυνη Οί ληστέ-ς τής ζούγκλας γάει εσένα!, τούς φωνάζει.1 άρχίζουν νά περνούν μερικές 3Εγκώ· όκι κουράτζει εμένα, δύσκολες στιγμές. Μένουν ά~ εγκώ είναι.:, ξάπλα - ξάπλα, κόμρ: όρθιοι πολλοί καί πολε έγκώ κόβει - κόβει ροντάκιμούν. μέ λύσσα, άλλά 'ό Τάρ νος, έγκώ τρώει - τρώει, έγκώ γκα έχει .συνέλθει εντελώς κυνηγκάει· εσένα ένας... χρό καί χυμάει άνάμεσά τους καί νος ! τούς σωριάζει στή γή, όπως Κι3 εξακολουθεί νά κατευ-
' ΤΑΡΓΚΑ
15
, Οι ήμιάγριοι· Χάντα· ' τή θύνη τον Ζούμπο μέ τις α γριοφωνάρες του και- συνεχί βλέπουν. · · ζει το κυνηγητό, ένφ συγχρό '*Ένας άπ3 όλους, ό πιο δυνατός κι3 .ό πιο εύρωστος, νως κόβει, λογής-λογής φρού τα- και τά καταβρόχθιζε η • χυμάει άπάνω της. Τά μάτια φτύνοντας μεγαλοπρεπώς 'τά του λάμπουν άπό χαρά. · ...κουκούτσια στούς' τρομαγ , Μοιάζει σάν άνθρωποξ πού μένους Χάντα: βλέπει ξαφνικά μπροστά του-— Φτου ! Έσύ' φάει-φάεί έναν ουρανοκατέβατο. θησαυ ρό. 1 Αρπάζει· τή Μαλόα, ;τή .-..κουκούτσος,! |: ρίχνει στον ώμο του κι3 άρχι ** ζε ι νά. τρέχη σάν τρελλός. Μπροστά οπή σπηλιά .του Σέ λίγο χάνεται μέσα στο ό Τάργκα. συνεχίζει τη μάπυκνό δάσος. χη· ^ · Ό Τάργκα δέν έχει 'δή τίΤό βλέμμα; του παρακο ποτ3. άπ3 αυτά. ' λουθεί- χωρ-ίς ανάπαυλα τούς, Συνεχίζει* ακράτητος τον άντιπάλους .του. "Έτσι,, δεν άγώνα του. βλέπει τη Μαλόα, πού κάνει - · Οί Χάντα, άποδεκατισμέμιά· ολόκληρη στροφή τρέχον- •νοι, άρχίζουν.νά υποχωρούν. τας, μέ τό άκόντιο.στό χέρι, Καταλαβαίνουν πώς, άν γιά 'νά βρεθή στά’νώτα των συνεχίσο,υν τή φοβερή αυτή Χάντα. μάχη δέν θά μείνη κανένας Τό ήρωϊκό κορίτσι έτοιμάτους . ορθός. Συνεννοούνται ■ ζει μιά'πολύ δυσάρεστη εκ- • μεταξύ τους βγάζοντας άναρ πληξι στους ληστές τής ζούγ θρες · κραυγές. Κάνουν μερικά· κλας, άλλά καθώς τρέχει, τά βήματα προς τά· πίσω* κι3, έπόδια της μπλέκουν στους ά . -πειτα,. όλοι μαζί,, χώνονται τρέχοντας στο τΤυκνό δάσος γριους θάμνους -και κατρακυ τής πράσινης παρθένας ζούγ λάει στή γη. Ή μπρούτζινη αιχμή τού άκοντίου . της ^ τή· κλαςΙ Ό Τάργκα παίρνει μιά χτυπάει στον-δεξιό της ώμο βαθειά ανάσα. καί τής σκίζει βαθειά τή σάρ Τά πτώματα, των Χάντα, κα. Ό .δυνατός πόνος άποτυσκορπισμένα γύρω, του, "δεί πώνει μιά σφραγίδα · οδύνης χνουν πώς οί ληστές · τής στο όμορφο πρόσωπό της. ζούγκλας δέν θά τολμήσουν Τό αίμα ξεχειλίζει τήν πλη γή καί κυλάει, άφθονο στο γυ • π·ιά νά. ξαναπατήσουν' στήν περιοχή τή δική του! μνό της μπράτσο. Οί δυνά 3Αλλά πού εΐναι ή Μαλόα; μεις της τήν εγκαταλείπουν.. Δέν Χάνει τις αισθήσεις της καί . . Κυττάζει γύρω του. φαίνεται πουθενά, ούτε ψυχή. μένει άκίνητη. · Τά μάτια της Σ3 αυτή τήν-περιοχή, πού. παγωμένα, μέ μισάνοιχτα ως τώρα μαινόταν ή μάχη, βλέφαρα, δείχνουν άκόμα τον δέν άκούγεται ό παραμικρός τρόμο, 'π.ού δοκίμασε πέφτον ψίθυρος. . . . τας.5
16
ΤΑΡΓΚΑ
"Ενα παγωμένο >ζέρι σφίγ γει την καρδιά του Τάργκα. — Μαλόα!, φωνάζει απελ πισμένα. Μαλόα! Μιλιά. Κανείς δέν απαντάει, στην απεγνωσμένη έπίκλησί του. Τά μάτια του Τάργκα α νοίγουν . διάπλατα. Οι γροθι ές του σφίγγονται σαν δυο κομμάτια άτσάλι. Όρμάει σάν άνεμος στα ίχνη των λη στών που έφυγαν. Χώνεται στην πυκνοφυτεμένη περιοχή τής ζούγκλας, · αλλά έκεΐ α ναγκάζεται νά σταθή γεμά τος αμηχανία. Γύρω του, παν τού, υπάρχει ή ατέλειωτη πράσινη βλάστηση χωρίς καμμιά διακοπή και χωρίς κανένα ίχνος, απ’ τό πέρα σμα των Χάντα! Που πήγαν; 5Από που χά θηκαν; "Αραγε πήραν μαζί τους τή Μαλόα ή μήπως κά ποιος ύπουλος κροκόδειλος, έπρόλαβε μέσα στήν οχλο βοή τής μάχης καί τήν τρά βηξε μέ τά φοβερά του δόν τια μέσα στο ποτάμι; 5Αλλά ή τελευταία σκέφι τού φαίνεται πιο πιθανή. Προχωρεί αργά προς τήν υγρή λουρίδα, πού αύλακώνει τή γή λίγες εκατοντάδες μέ τρα παρακάτω. Σέρνει αργά τά βήματά του καί νοιώθει τά πόδια του ασήκωτα, σάν μολυβένια. Τό κεφάλι του του είναι σκυφτό. -αφνικά νοιώθει ένα παγω μένο ρυάκι νά κυλάη στο μά κρος τής ραχοκοκκαλιάς του! Μπροστά του βρίσκεται ριγμένο κατάχαμα ένα ακόν τιο. Ό Τάργκα τό γνωρίζει,
Είναι τό ακόντιο τής Μαλόα. Καί δίπλα μιά λίμνη άπό πηγμένο κόκκινο αίμα. Δεν χωράει καμμιά αμφιβολία πώς καί τό αΐμα είναι τής Μαλόα! Ή ψυχή τού Ελληνόπου λου γεμίζει πένθος. Άπό δώ, λοιπόν, τήν άρ παξε τήν όμορφη μικρή κά ποιο αμφίβιο τέρας καί τήν έσυρε στά «βοσκοτόπια» του: Ό Τάργκα προχωρεί προς τον ποταμό, ψάχνοντας τό έ δαφος μέ τό άγρυπνο μάτι του. ΚΕΦ.
4. "Ο'πτου ό Ατσίδας, ττού κάηκε στσν χυλό, σοφί ζει νά φυσάη και τή. . .
φήσαμε τον Ατσίδα ξαπλωμένο στή ράχη τού Ζούμπο, νά κυνηγάη τούς Χάντα καί νά.,.τρώη ροδάκι να ! Ή καταδίωξις αυτή κρατάει αρκετήν ώρα. Οί Χάντα έχουν λαχανιά σει απ’ τό πολύ τρέξιμο κΓ ό Ατσίδας έχει...φουσκώσει απ’ τά πολλά ροδάκινα. Κάποτε, όμως, τό έδαφος αρχίζει νά γίνεται πιο πετρώ δες, καί ανηφορικό. Έδώ ή βλάστησις αραιώνει. Τά δέν τρα δεν είναι πιά τόσο πυ κνά, ούτε τόσο μεγάλα. Σέ λίγο οι περίτρομοι ιθαγενείς χύνονται μέσα σ’ ένα ξέφωτο τού δάσους, μέ άγριες καί α κατάληπτες κραυγές. Αμέσως δεκάδες άπό ένο πλους φρουρούς, πού ως τού τη τή στιγμή ήταν άόρατοι, ξεπετιούνται άπό κρυψώνες σκαμμένες μέσα στή γή! Εϊ-
Α
ΤΑΡΓΚΑ
ναι δλοι τους λευκοί στρατι ώτες, καλοδεμένοι, ξανθοί καί στά χέρια τους κρατούν αυτόματα όπλα! Ένας ιθα γενής με φτερά στο κεφάλι, παίζει τό ρόλο του διερμη νέα. Ρωτάει σέ τοπική διάλε κτο τούς τρομαγμένους Χάντα τί τούς συνέβη, τούς α κούει προσεχτικά κι* έπειτα τά^ μεταφράζει στούς λευ κούς ανθρώπους. -— Ό Τάργκα, λέει, τούς πολέμησε σκληρά. Δεν μπό ρεσαν νά τον συλλάβουν μέ σα στή σπηλιά του. Ούτε τό ξανθό κορίτσι κατώρθοοσαν νά αίχμαλοοτίσουν. Αυτοί εί ναι ^τρομαγμένοι,· γιατί τούς κυνήγησε ως εδώ ένας εξα γριωμένος ελέφαντας, λυώνοντας όσους προλάβαινε, κάτω άπ’ τά βαρειά πέλμα τά του! Οΐ λευκοί στρατιώτες τον άκούνε προσεχτικά. "Έπειτα κάτι λένε μεταξύ τους κΓ έ νας απ’ όλους τρέχει προς τό μεγάλο ξυλόσπιτο πού εί ναι στημένο στή μέση τού ξέφωτου. Χτυπάει τήν πόρτα καί μπαίνει μέσα. Σέ λίγο ξαναβγαίνει καί στέκεται σέ στάσι προσοχής. Πίσω του, με βαρειές πατημοσιές, προ βάλλει ένας τετράγωνος άν θρωπος, μέ πελώριες πλάτες, ντυμένος μέ μιά λεπτή φανελίτσα, πού κολλάει απάνω του σαν δεύτερη επιδερμίδα. Τό πρόσωπό του έχει μιά κτηνώδη έκφρασι καί τό κω νικό κρανίο του είναι τελείως άτριχο. ^ Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα μαστίγιο. Ό στρατιώτης πού στέκει
17
παράμερα σέ στάσι προσο χής, τού λέει σέ Γερμανική γλώσσα: — Νά τους, · Ζανούρ! Πολ λές ελπίδες στήριξες στούς Χάντα, όταν τους πήρες μα ζί σου, αλλά γύρισαν τρομο κρατημένοι από τά χτυπήμα τα τού "Ελληνα! Μιά ολό κληρη φυλή πολεμιστών νική θηκε από έναν μόνον άνθρωπο! Ό τρομερός Ζανούρ δέν απαντάει σ’ αυτά. Προχωρεί καί τό κτηνώδες πρόσωπό του έχει πάρει μιάν άνατριχιαστική στυγνή έκφρασι. Φτάνει κοντά στούς περί τρομους Χάντα. Τούς κυττάζει λίγο στά μάτια μέ παγε ρό βλέμμα. Καί, ξαφνικά, σηκώνει ψηλά τό δεξί του χέ ρι καί τό κατεβάζει μέ δύνα-
μι· χ
Τό μαστίγιο σφυρίζει στον αέρα καί πέφτει αυλακώνοντας τό πρόσωπο ενός απ’ τούς ιθαγενείς. "Ενα τρομα γμένο ουρλιαχτό άκούγεται. Τό πρόσωπο τού νέγρου πλημμυρίζει αίματα. Ό Ζανούρ αφρίζει. Σάν αγρίμι πού τό μεθάει ή μυρουδιά τού αίματος, ό Ζανούρ αφήνει, ένα φοβερό γρυλλισμό κι’ αρχίζει νά χτυπάη άλύπητα. ίο μαστίγιο άνεβοκατεβαίνει μέ ορμή α φήνοντας ένα συνεχές σφύριγ μα. Τά ουρλιαχτά τών Χάντα "πολλαπλασ τάζονται. Τό αί μα τρέμει ποτάμι. Ό Ζανούρ όσο πάει εξαγριώνεται περισ σότερο. ’Αφροί φαίνονται στις άκρες τών χειλιών του,
Καί η μάχη για την άττελευθέοωσι
της Μοολόα άργίζει
τροίιερη
Κ$ί άΕυσώττητη.- ·0
Ταργκα γυνετώι στη
Φωλιά τ&ϋ Ζανουο σαν · κΰί
$*ά·' . ·'V ** £
καταστρειττικός σίφουνας, ττού τό μαγαϊρι του σκΌ'ΡΤϊ’ίζει τταντου
τον · Θάνατο
καί τη
συμφορά
!$&&-'· ■'/ΰ Ψ&ΨΨα:
20
τα^γκα
καθώς φωνάζει μέ βάρβαρη Γερμανική ττροφορά: — Κτήνη ! Ανίκανοι! "Α χρηστοι! Δειλοί! Οί ιθαγενείς εξαντλούνται από τ5 άγριο ξυλοκόπημα. Τά γόνατά τους λύνονται καί σωριάζονται μισολιπόθυ μοι στή γή. Αλλά ό κτηνάν θρωπος συνεχίζει αδυσώπη τος. -αψνικά ό Ζανούρ σταμα τάει τό απάνθρωπο μαστίγωμα. Στρέφεται στους Γερμα νούς στρατιώτες. Καί τούς λέει μέ τή βαρειά φωνή του: — Δεν άξιζει τον κόπο νά κουραστώ πιο πολύ μ5 αυτά τά ανάξια υποκείμενα. Αφού δεν κατόρθωσαν νά εξοντώ σουν τον καταραμένο τον "Ελληνα, ή, τουλάχιστον, νά μου φέρουν αιχμάλωτο τό ξαν θό κορίτσι, δεν μου χρειάζον ται πιά σε τίποτα! Νά τούς μεταφέρετε στο στρατόπεδο καί νά τούς κρατήσετε έκεΐ ώσπου... Διακόπτει γιά λίγο, χαμο γελάει απαίσια καί συμπλη ρώνει: — "Ωσπου νά ξαναγίνη ό θάλαμος τών πειραμάτων, πού άνατίναξε ό Τάργκα! Τότε θά μάς χρειαστούν, γιά τά πειράματά μας! Εμ πρός ! Πάρτε τους από δώ! Οί στρατιώτες σπεύδουν νά έκτελέσουν τήν κτηνώδη διαταγή του, αλλά τήν Ιδια στιγμή άκούγονται στο δά σος βήματα πολλά. Ό Ζα νούρ σηκώνει άνήσυχα τό κε φάλι. Τό πρόσωπό του συν νεφιάζει, τά φρύδια του σμί γουν καί τό χέρι του χουφτιά
ζει τή λαβή τού πιστολιού του. Οί στρατιώτες χαϊδεύ ουν μέ τά δάχτυλά τους τις σκανδάλες τών αυτομάτων δπλοον. Εκατοντάδες μάτια καρφώνονται βλοσσυρά, στο σημείο, άπ, τό όποΐο έρχον ται οί θόρυβοι τών βηματι σμών. Σέ λίγο ή πράσινη λόχμη άνοίγει. Προβάλλει μιά ομά δα άπό άντρες τής φυλής τών Χάντα. Φαίνονται δλοι κατά κοποι, αλλά ό τρομερός Ζα νούρ, βλέποντάς τους, αφή νει ένα χαμόγελο νά ζωγραριστή στά στενόμακρα χείλια του. Ό πιο γιγαντόσωμος άπ5 τούς Χάντα φέρνει στή ράχη του ένα πολύτιμο λά φυρο: τή Μαλόα! — Μπράβο!, φωνάζει ό κτηνώδης Γερμανός. Γιά τό δικό σας τό χατήρι, χαρίζω τή ζωή καί στούς υπόλοιπους Χάντα! Καί, τώρα, εμπρός!^ ’Άς ήχήσουν τά πάμ-τάμ καί ας μεταδώσουν σ’ ολόκληρη τή ζούγκλα τό μήνυμα τού Ζανούρ προς τον Τάργκα: ώσπου νά βγή ό ήλιος δυο φορές άπ5 τά ψηλά βουνά τής "Ανατολής, ό Τάργκα πρέπει νά μοΰ δηλώση υποταγή! Διαφορετικά ή όμορφη συντρόφισσά του θά κρεμαστή άπ5 τις μασχάλες στο δέντρο καί θάρθουν τά όρνια νά τήν φάνε λίγο-λίγο ζωντανή! Έμ προς! ’Άς χτυπήσουν τά τά-τάμ! * ** Ό Ατσίδας νοιώθει ένα α βάσταχτο φούσκωμα στο στο
μάχι. Δέν
μπορεί νά
ξεχωρίση,
ΤΑΡΓΚΑ
άν αυτό τό χρωστάει στ’ α μέτρητα άγρ ιοροδάκινα πού καταβρόχθισε η στην απελ πισία του, πού βλέπει^ τη Μαλόα λιπόθυμη στα χέρια του Ζανούρ! Χωμένος στά δέντρο* τής αντίπερα μεριάς του δάσους, παρακολουθεί με γουρλωμένα μάτια, όσα γίνονται στο ξέψωτο, στο όποΐο έχει στήσει τη φωλιά του ό Ζανούρ. Δαγκώνει νευρικά τον χαλ κά τής μύτης του καί μουρ μουρίζει : —Τζανούρ, άντρωπο πλα τύς μοϋτρος, τπάσει-πιάσει αιχμάλωτος κύριος Μαλόα! Έγκώ πάρει κύριος Μαλόα, έγκώ φύγει-ψύγει έμένα ματζί μέ κύριος Μαλόα! Πηδάει κάτω από τον Ζουμπο, καί, περπατώντας προσεχτικά, μέ τά τέσσερα, κάνει ένα μεγάλο γύρο μέσα στο δάσος. Περνάει άκρη-άκρη στο ποτάμι καί βγαίνει στη βόρεια πλευρά του ξέφωτου. Έκεΐ τά ξυλόσπιτα γειτονεύουν μέ τά δέντρα. Ό Ατσίδας προχωρεί έρποντας άλλ5 αμέσως στέκεται σκε πτικός. Τραβάει μέ τις χειλάρες του τόν χαλκά τής μύ της του καί ψιθυρίζει, γλείφοντάς τον: — Έντώ έκεις σωρός ολό κληρο μπούμ-μπούμ ! Πραγματικά, μπροστά του βρίσκονται σωρευμένα άφθο να μικρά στρογγυλά αντικεί μενα. ΕΤναι ένα παράξενο εί δος νόστιμες καρύδες, πού οι άνθρωποι τού Ζανούρ τις συγ κέντρωσαν εκεί, γιά νά τις τρώνε. Ό Ατσίδας τις κυτ-
21
τάζει καί κάνει ενα...άσυγχώρητο λάθος. Θυμάται τις χει ροβομβίδες, πού τις πέρασε γιά... φραγκόσυκα καί την φοβερή έκρηξι πού είχε επα κολουθήσει. Πιστεύει, λοιπόν, πώς κι* αυτά τά στρογγυλά αντικείμενα, πού βλέπει ^τώ ρα μπροστά του, δέν είναι φαγώσιμα, άλλά εκρηκτικά μηχανήματα! Τά κυττάζει περίτρομος καί ξαναλέει: — Έντώ έκει... μπούμμπούμ ! Μπούμ-μπούμ βγκάλει φωτιά, πετάνει έμένα! Έγκώ ρίξει-ρίξει μπούμμπούμ στο ποταμός, έγκώ πετάνει - πετάνει μπούμ μπούμ ! Καί, χωρίς αργοπορία, άρ χίζει νά πετάει τις καρύδες στο νερό τού ποταμού. Οι στρογγυλοί καρποί μένουν στήν έπιφάνεια καί ταξιδεύ ουν μαζί μέ τό ρεύμα! Ό Ατσίδας συνεχίζει μέ ζήλο τό... έργο του. Κοντεύει νά πετάξη δλες τις καρύδες, ό ταν μιά άγρια Γερμανική κραυγή τόν καθηλώνει στή θέσι του: — "Αλτ! Ό Ατσίδας στρέφεται τρομοκρατημένος. "Ενας απ’ τούς φρουρούς τής φωλιάς τού Ζανούρ τόν σημαδεύει μέ τ’ όπλο του. Κάτι τού λέει θυμωμένα, άλλά ό αστείος νέγρος δέν καταλαβαίνει τί ποτα. Πιστεύοντας απόλυτα, ότι αυτές οί καρύδες είναι... έκρηκτικά όπλα, άρπάζει μιά καί τήν πετάει μέ δύναμι έναντίον τού Γερμανού, κάνον τας συγχρόνως μέ τό στόμα: — Μπούμ!
22
,ΤΑΡΓΚΑ
Ό χοντροκέφαλος στρατι γώ θά δώσω μιά ματιά-στήν ώτης στην αρχή τρομοκρατεί όχθη τού ποτάμού, μήπως ται. Πέφτει μπρούμυτα στη βρίσκεται κανείς άλλος! Τά γη και καλεΐ στα...όπλα! μάτια σας δεκατέσσερα1 σκυ Ό "Ατσίδας, παραξενεμέλιά! Αυτή τή φορά πρέπει νος πού δεν είδε έκρηξι άπ5 νά τελειώνουμε μ5 αυτόν τον την πρώτη καρύδα, 'πετάει α βρωμο - "Ελληνα! ^Αρκετά μέσως και δεύτερη. Και τρί μάς κούρασε ως τώρα!. Αρ τη. Τέταρτη. Πέμπτη, κετά μάς εμπόδισε νά ετοι μάσουμε τά όπλα, πού μάς Στρ μεταξύ καταφτάνουν χρειάζονται γιά νά κατακτή κι5 οι “άλλοι στρατιώτες, πού σουμε τον κόσμο ί Εμπρός, ακόυσαν τήν κραυγή του συ νά τελειώνουμε! ναδέλφου τους. Ό -Ατσίδας Πρόθυμοι κι5 ύπάκοοι οι τούς... αντιμετωπίζει κι5 αυ Γερμανοί σκορπίζονται στο τούς; πετώντας τους καρύδες. δάσος. · · .Εκείνοι, όμως, ·δέν χάνουν Καιρό. Σηκώνουν τά όπλα Ό Ζανούρ μέ' τις βαρείες τους έτοιμοι 'νά τον κεντή πατημασιές του ακολουθεί σουν με σφαίρες, αλλά δεν τό μάκρος τής όχθης'τοΰ πο προφταίνουν. Εκείνη τή στίτ ταμού. Τό βλέμμα του σκου γμή στα νώτα του κωμικού πίζει όλη τή γύρω περιοχή. νέγρου παρουσιάζεται ό κτη-' Καί, ξαφνικά, τά μάτια τού νώδης όγκος του Ζανούρ. · αστράψανε καί γεμίζουν κα κία. Τά λεπτά χείλια του τρα . — Σταθήτε!, διατάζει, βαβιοΰνται πίσω, ως τίς ρίζες . ρειά. Σάς είπα χίλιες φορές τών αυτιών του, χαράζοντάς. νά'μήν σκοτώνετε ανθρώπους, του τό πλατύ μούτρο μ5 ένα γιατί πάνε... τζάμπα! Μάς μακρύ, αυλάκι. Τά ρουθούνια χρειάζονται γιά τον θάλαμο του άνοιγοκλείνουν. Ή έκφρά · των πειραμάτων! σί τού γίνεται τρομερή.* 'ΑΌ Ατσίδας γυρίζει ·να δή πλώνει τό χέρι του, κόβει έ-. ποιος μιλάει, στή ράχη του, να χοντρό κλαδί δέντρου καί αλλά δεν προφταίνει. Ό Ζα τό μάτι του ξαναπάει, στο' νε νούρ τραβάει πίσω .τό πόδι ρό τοΰ ποταμού. "Ενας γι-. του και του δίνει μιά τέτοια γάντιαΐος κροκόδειλος · έχει . κλωτσιά, πού τον στέλνει νά ψανή εκεί. “ κοιμηθή δέκα μέτρα μακρύΉ. λεπιδωτή ράχη του επι τερα! . πλέει. Τό άπαίσιο ρόγχος, ^ -— "Αφήστε- ' τον τώρα !, του σκίζει ήσυχα τό ρεύμα. λέει βάναυσα. Θά γρειαστή Καΐ τό τέρας προχωρεί γραμ αρκετή ώρα γιά νά ξυπνήση. μή πρός τον Ζανούρ, νομίζονΚαι τότε νά τον μεταφέρετε τάς τον γιά εύκολη καί τρυ στον θάλαμο! Τώρα σκορπι φερή λεία! στείτε στο δάσος και ψάξτε. Αυτό τό σκουλήκι μπορεί νά "Επειτα τό χέρι του χου είχε και συντροφιά! "Οποιον φτιάζει τή λαβή του πελοά βρήτε νά τον συλλάβετε! Έ- ' ριού πιστολιού του, Τό τρα- .
ΤΑΡΓΚΑ
βάει γοργά από την πέτσινη θήκη του, παίρνει στόχο στο κεφάλι του θηρίου, ανάμεσα στά δυο του μάτια καί τρα βάει τη σκανδάλη! .Ή* δυνα τή. έκπυσοκρότησι του τραν τάζει τό χέρι. Ή κάννη φτύ νει φωτιά. Τό φλογισμένο άτσάλι έξορμάει σφυρίζον τας. Μά... ό κροκόδειλος συ νεχίζει γεμάτος άπληστία τό δρόμο του, λες κι’ ή σφαίρα ήταν γι’ αυτόν ένα άσήμαντό παιχνιδάκι! Ό Ζοίνούρ άφρίζεί άπό τη λύσσα του. Τί σόϊ κροκόδειλος είναι τούτος πού άντέχει στη σφαί ρα ενός πελώριου περιστρό φου; -αναπαίρνει στόχο καί πιέζει πάλι τη σκανδάλη· μιά, δυο, τρεΐς, τέσσερις φο ρές! Τέσσερις μεγάλες σφαί ρες φυτεύονται' στο κρανίο τού τέρατος. Τό περίστροφο έχει άδειάσει. Ό κτηνώδης Γερμανός κρατάει μόνον τό ρόπαλο καί κυττάζει κατά πληκτος τον κροκόδειλο, που πλησιάζει, εξακολουθητικά, Φαίνεται ολοζώντανος, μ5 όλο πού τό κρανίο του είναι ' κα τά πέντε μεγάλες σφαίρες βαρύτερο! Ή άπόστασί πού τούς χω ρίζει λιγοστεύει ολοένα. Καί, ξαφνικά, πριν ό τε ρατώδης κροκόδειλος βγή καλά-καλά άπό τό νερό, ό κτηνώδης Γερμανός άφήνει έ ναν άνατριχιαστικό καγχα σμό καί τού επιτίθεται, πάλλοντας στον άέρα τό χοντρό ραβδί του! Αλήθεια, ό Ζανούρ είναι' άτρόμητος! Δεν φεύγει μπρο
23
στά στον μεγάλο κροκόδειλο πού δέν τον σκοτώνουν οι σφαίρες, ούτε τον άφήνει νά τού έπιτεθή πρώτος! Προ φταίνει αυτός καί · τό χαλύ.βδινο μπράτσο του κατεβαί νει με τρομακτική ταχύτητα. Τό άμφίβιο τέρας δέν έχει .καιρό ν’ άμυνθή. Δέχεται στο κρανίο του ένα κτύπημα τό σο συντριπτικό, ώστε μένει άκίνητο, κεραυνοβολημένο! Αλλά τήν ίδια στιγμή ό .Ζανούρ βλέπει -κάτι πού τόν κάνει νά γουρλώση τρο-' μαγμένος τά μάτια του! Βλέπει κάτι πού ούτε καν τό φανταζόταν εκείνη τη οτιγμη ! ΚΕΦ. 5. "Οττου ό Τάργκα άονίίει νά -ττιστεύη, δτι δέν έ να σε για -πάντα τη . Μαλό-α!
φήσαμε τόν Τάργκα μό νο κι’ άπελπισμένο, νά ψάχνη στήν άκροποταμιά, άναζητώντας · κάποιο ίχνος άπ’ τη Μαλόα. "Ωρα πολλή βαστάει αυ τή ή άναζήτησι. Ό Τάργκα άνηφορίζει τήν άκροποταμιόζ κυττάζει παν τού με τό άγρυπνο μάτι του, άλλά ό κόπος είναι μάταιος. Πουθενά δέν βλέπει' τίποτα, δταν σέ μιά στιγμή, ένα πλή θος άπό καρύδες άρχίζουν νά περνάνε μπροστά του, ταξιδεύοντας μέ τό ρεύμα τού ποταμού. Τό άτρόμητο Έλληνόπου- · λο νοιώθει ξαφνικά τή ζεστα σιά τής ελπίδας. ^Δέν μπορεί νά . μαντέψη πώς άκριβώς, βρέθηκαν έκεΐ οί καρύδες στο νερό. Έλπί-
Α
24
ΤΑΡΓΚΑ
ζει, όμως, ^ πώς μπορεί νά τίς ρίχνη κάποιος δικός του — η Μαλόα ή ό "Ατσίδας! "Αμέσως δλη του ή δραστη ριότητα ξυπνάει και πάλι. Ρίχνει μιά ματιά στα αιωνό βια δέντρα, πού φυτρώνουν στο μάκρος τής ακροποτα μιάς. "Από τούς κλάδους τους κρέμονται άναρρίθμητες κληματσίδες καί χορτόσκο ινα κι" άλλα αναρριχητικά. Ό Τάργκα δεν χάνει καιρό. Σκαρφαλώνει σάν αγριόγα τος σ" ένα άπ’ αυτά τά δέν τρα. 'Αρπάζει μιά κληματσί δα κι" εκσφενδονίζεται μέ δύναμι στο κενό. Διαγράφει έ να τεράστιο τόξο καί βρί σκεται στούς κλάδους (άλλου δέντρου, εκατό μέτρα μακρύτερα από τό πρώτο. "Από κεΐ μέ μιάν άλλη, κληματσίδα κάνει τό ίδιο. "Έτσι πραγμα τοποιεί ένα αστραπιαίο... α εροπορικό ταξίδι δίπλα στον ποταμό! ΠροχοορεΤ πετώντας πάνω από τά νερά του. Μά, ξαφνικά, του συμβαίνει ένα απρόοπτο ατύχημα. λΑιά άπό τίς κληματσίδες δέν πα ρουσιάζεται τόσο γερή, ώσ τε νά συγκράτηση τό βάρος του κορμιού του. Δέν αντέ χει. Τρίζει. Καί τή στιγμή πού ό Τάργκα διαγράφει τό τόξο του ακριβώς απάνω άπ" τό νερό, ή κληματσίδα κόβε ται στά δυο! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο, χωρίς νά τό θέλη, παίρ νει ένα... μπάνιο! Πέφτει κατακόρυφα στο νερό καί μέ τή φόρα πού έχει, φτάνει ως τον βυθό τού ποταμού! "Αμέσως, δμως,
κάνει μιά ταυτόχρονη έκτίναξι τών χεριών καί τών ποδιών του κι" ανεβαίνει σάν βολίδα στον άφρό! "Ανοίγει τό στό μα του καί παίρνει μιά βαρειάν αναπνοή, τινάζει τό κεφάλι του γιά νά φύγουν τά νερά καί βλέπει μπροστά του, σέ άπόστασι είκοσι μέ τρων, ένα μαύρειδερό αντι κείμενο ^νά σκίζη την επιφά νεια τού ποταμού, προχωρών τας αθόρυβα καί γοργά προς τό μέρος του! Τό έξασκημένο μάτι τού Τάργκα δέν γελιέται. Τό μαυριδερό αντικείμενο πού βλέπει είναι τό ρύγχος ενός κροκοδείλου, πού εξέχει άπ" τό νερό. Τό υπόλοιπο σώμα τού τέρατος βρίσκεται κάτω άπό την επιφάνεια, γιά νά πλησιάση αόρατο τή λεία του! Μ" αυτό τό σύστημα ό κροκόδειλος έχει μάθει νά πλησιάζη καί ν" άρπάζη ζαρκάδια, * ελάφια, βουβάλια, ακόμα καί πάνθηρες καί ρινόκερους καί νά τούς καταβροχθίζη ! "Α?\λά τούτη τή φορά ή λεία του δέν είναι καί τόσο εύκολη. Ό Τάργκα τον βλέπει, τραβάει τό μαχαίρι άπό την πλατειά ζώνη του καί τον α φήνει νά πλησιάση, κυττάζοντάς τον ψύχραιμα. "Έπει τα, μέ σβελτάδα κι" έπιδεξιότητα, κάνει μιά βουτιά, βρίσκεται κάτω άπ" την κοι λιά τού κροκόδειλου, γυρίζει ανάσκελα καί τον... αγκαλιά ζει μέ τά δυό του πόδια καί μέ τ’ αριστερό του χέρι! Τό αμφίβιο τέρας αφήνει
ΤΑΡΓΚΑ
έναν άνατριχιαστικό γρυλλισμό, καθώς νοιώθει τό άνθρώ τπνο κορμί κολλημένο σάν βεντούζα στην κοιλιά του! Τινάζεται μέ δύναμι καί χτυ πάει ώργισμένα μέ την τρο μερή ουρά του τό νερό, προ σπαθώντας ν’ ^ απαλλαγή. Δεν προφταίνει όμως, νά συ νέχιση επί πολύ αυτή τήν προσπάθειά του. Μέ μια τα χύτατη καί κομψή κίνησι,^ ό Τάργκα μπήγει τό μαχαίρι του στον μαλακό λαιμό τού κροκόδειλου καί μετά τό σέρ νει μέ δύναμι προς τήν ου ρά, άνοίγοντάς του έτσι την αχόρταγη κοιλιά του, απ’ ά κρη σ’ άκρη! Τό πλήγμα είναι κεραυνοβόλα θανάσιμο! Ό τεράστιος κροκόδειλος τεντώνει τά τέσσερα πόδια καί τήν ουρά του καί μένε^ι ακίνητος στήν επιφάνεια του νερού! Ό Τάργκα γλυστράει μακαλά κάτω απ’ τό κου φάρι του καί βγάζει άπ’^ τό νερό τό κεφάλι του, για νά άναπνεύση. Αλλά..., τήν ϊδια στιγμή βλέπει στήν ακροποταμιά τον κτηνώδη όγκο τοϋ Ζανούρ! Ό ποτνίσχυρος Γερμανός, μέ τήν τερατώδη διάπλασι καί τον πελώριο σβέρκο προ χωρεί αργά. Οι βαρειές μπότ τες του βυθίζονται στήν άμ μο τής ακροποταμιάς.Τό μαστίγιό του πλαταγίζει στον αέρα. Στήν πέτσινη ζώνη του φιγουράρει ένα πελώριο περίστροφο σέ πέτσινη θήκη Τήν ίδια στιγμή άκούγονται από μακρυά οι ήχοι τών
25
τάμ-τάμ, πού σκορπίζουν στήν απάτητη παρθένα ζούγ κλα, τό αδυσώπητο μήνυμα τοϋ Ζανούρ, προς τον Τάρ γκα! Τό ατρόμητο Ελληνό πουλο ακούει καί μεταφρά ζεις «Ό Ζανούρ... καλεί... τον Τάργκα νά παραδοθή... Άλλοιώς ή όμορφη συντρόψισσά του... θά παραδοθή στά σαρ κοβόρα όρνια... νά τήν...κομ ματιάσουν... Ό Τάργκα νά... παραδοθή !» Τό Ελληνόπουλο ακούει τό τρομερό μήνυμα τών τάμτάμ κι’ αντί νά λυπηθή, χαί ρεται.^Τώρα, ξέρει πώς ή Μα λόα^ είναι γιά τήν ώρα ζων τανή ! Καί πώς βρίσκεται στά^ χέρια τοϋ Ζανούρ! Κι’ αυτός ό Ζανούρ βρίσκεται τούτη τή στιγμή μπροστά του! Ό Τάργκα έχει όλη τήν ευχέρεια ν’ άγωνισθή. Καί ό αγώνας του θά είναι γεμάτος^ άνέκφραστο μίσος. Οί μυώνες του συσπώνται, σά νά τούς διαπερνάει έντονο ηλεκτρικό ρεύμα. Τό κορμί του ολόκληρο τυλίγεται καί πάλι από πελώριους σάρκι νους ρόζους. Ξαναβυθίζεται στο νερό, έρχεται κάτω από τον κροκόδειλο, καί, κουνών τας τά μπροστινά του πό δια, αρχίζει νά κολυμπάη μαλακά, σπρώχνοντας τό νε κρό τέρας προς τον Ζανούρ! Μένει έτσι αρκετήν ώρα βυθισμένος στον ποταμό. Τό πελώριο στήθος του, γεμάτο καθώς είναι μέ οξυγόνο, δέν τον αφήνει νά πάθη ασφυ ξία· Ό Ζανούρ μανιασμένος
16
ΤΑΡΓΚΑ
πυροβολεί .τον κροκόδειλο. Τον πιστεύει για...ζωντανό κι5 ή λύσσα του είναι μεγάλη, δσο βλέπει, πώς οι σφαίρες δεν τον σκοτώνουν! Αδειάζει δλο του τό περίστροφο καί, στο τέλος, σηκώνει τό βαρύ του ρόπαλο καί δίνει μ\ δλη του τή -δύναμι ένα συντριπτι κό χτύπημα στο κρανίο του τέρατος ί Περιμένει νά τό δ ή νά σψαδάζη. Αλλά, βλέπει κάτι, πού τον κάνει νά γουρλώση τά μάτια: τό φο λιδωτό ' κουφάρι .τού κροκό δειλου άνατρέπεται κι5 από κάτω πετιέται αγριεμένος καί πανίσχυρος, μέ τούς μυ ώνες του φουσκωμένους καί τά μάϋρα μάτια του γεμάτα
. . γτδν ^ (Στριφογυρίζει σαν άχυρο ικςχί τον πετάει απάνω στον . Ζανούρ.
' αστραπές θυμού, ό Τάργκα! —- Καί, τώρα, οί δυό μας, Ζανούρ!, τού φωνάζει σέ Γερμανική γλώσσα. ΚΕΦ.
6. "Όπου
ό
Τάργκα δίνει ραντεβού μέ τον Θάνατο κι’ ό Ατσίδας χάνει μέσα άπ’ ■ τά χέρια του πολλά. . . καλεβοεμμένα >ι< ι5 ό ρεχτ ι κά ττουλ ϊ σ. ·
κτηνάνθρωπος δοκιμάζει τή μεγαλύτερη κατάπληξι της ζωής του. Αλλά δεν τά χάνει. Ίό πελώριο μπράτσο του, κρα τώντας πάντα τό ραβδί κι·νεΐται·πάλι μ·έ ταχύτητα. Ό Τάργκα κινδυνεύει νά· δεχθή κατακέφαλα ένα ' χτύπημα συντριπτικό, σάν έκεΐνο πού δέχτηκε πριν από λίγο ό νε κρός κροκόδειλος καί παρά λίγο νά...ξαναπεθάνη ! Αλλά ό Ζανούρ υπολογί ζει χωρίς τή σβελτάδα τού Ελληνόπουλου. Καθώς τό μπράτσο· του διαγράφει τήν τοξωτή τρο χιά του, ό Τάργκα σκύβει καί τινάζεται μπροστά σάν βλήμα. Τό ρόπαλο τού Ζα νούρ δεν βρίσκει στόχο, αλ λά τό στομάχι.του δέχεται έ να φοβερό κτύπημα από τό κεφάλι τού Τάργκα. Συγχρό νως τό Ελληνόπουλο τεντώ νει τά δυό μπράτσα του α νοιχτά, έπειτα τά κλείνει α πότομα, αγκαλιάζει τά πό δια τού Γερμανού καί κυλιέ-' ται · μαζί του στήν ακροπο ταμιά! Οί δυό γίγαντες παλεύουν, μανιασμένα. Γύρώ τους έκτο’ ζεύονται σάν βλήματα τά βότσαλα κι/ ή άμμος τού πο-
27
ΤΑΡΓΚΑ
____ - | 'Ο _
...
Ζουμπά
τον λυώνει
μέ
ταμου! Τα μυώδη κορμιά τους ανοίγουν λάκκους όλο-. κλήρους καθώς , κυλίοϋντα: στη μαλακή γη. Σέ μιά. στιγμή ο Ζανούρ κατορθώνει νά δώση ένα γε ρό χτύπημα μέ το γόνατό του στο στήθος τού Τάργκα; Τό Ελληνόπουλο κλονίζεται καί πέφτει ανάσκελα. Ό Γερ μανός επωφελείται καί χύνε-* ται απάνω του · σαν ρινόκερως. Ό Τάργκα τον περιμέ- · νει, τινάζει προς τ’ απάνω τό πόδι, του. Ό Ζανούρ πέφτει μέ-τήν κοιλιά στο. πέλμα τού αντιπάλου του. Τό κορμί του, μέ τη φόρα πού έχει πά ρει, τινάζεται ψηλά στον αέ ρα, περνάει πετώντας πάνω από τον Τάργκα και πέφτει
τό
πελώριο
πέλμα του.
πέρα από τό κεφάλι του! Α μέσως· τό Ελληνόπουλο πετιέται όρθιο καί πραγματο ποιεί ένα πελώριο άλμα. Τό γιγάντιο .σώμα · του, μέ όλο ■του τό βάρος, πέφτει στο πλατύ . στήθος τού Ζανούρ καί τό κάνει νά ήχήση. σάν τερατώδες τύμπανο! "Ενας βαθύς βόγγος · άκούγεται. Τά δάχτυλα τού Τάργκα σάν δαγκάνες υπερφυσικού κά βουρα γατζώνουν τόν λαιμό τού Γερμανού. Τού σφυρίζει, απειλητικά: —Πού είναι ή Μαλόα; "Ε να δευτερόλεπτο σού .μένει γιά νά μιλήσης, Τά μάτια τού Ζανούρ πετιούνται απ’ τίς κόγχες τους. Νοιώθει κιόλας ασφυξία
?8
ΤΑΡΓΚΑ
κι* ανοίγει τό στόμα του για να μιλήση. "Αλλά την ϊδια^ στιγμή τά φυτά τής διπλανής λόχμης αρχίζουν νά σαλεύουν ζωηρά. "Ανάμεσα τους ένας ^κιτρινόψαιος όγκος ταλαντεύεται α πειλητικά. Λυό κοκκινωπά μάτια καρφώνουν άπληστα τούς ανθρώπους πού παλεύ ουν. Κι5 αμέσως ένας λαστι χένιος όγκος πηδάει σάν βέ λος απάνω στους ώμους τού Τάργκα! "Από την πρώτη στιγμή τό ατρόμητο Ελληνόπουλο δο κιμάζει τό συναίσθημα ^ πώς τού ρίχτηκε μιά λεοπάρδαλις! Οί χοντροί μυώνες των ώμων του σκίζονται κιόλας από τά πελώρια νύχια της. Αίμα πολύ κυλάει στή ράχη του. Ωστόσο τινάζεται πί σω, έγκαταλείποντας τον Ζανούρ. Τό βλέμμα του καρ φώνει τον καινούργιο του εχ θρό καί, καθώς διαπιστώνει ότι πρόκειται, όχι γιά λεο πάρδαλη αλλά γιά έναν ιθα γενή τής φυλής των Χάντα, τυλιγμένο μέ τό δέρμα τού θηρίου κι5 ώπλισμένον μέ γυ ριστά μαχαίρια, στή θέσι των νυχιών, καταλαμβάνεται από μιάν απερίγραπτη λύσ σα. Χυμάει απάνω του, τον άρπάζει από τή μέση, τον σηκώνει ψηλά, τον στριφογυ ρίζει σάν άχυρο καί τον πετάει μέ δύναμι στον Γανούρ! Μά ό γεροδεμένος Γερ μανός ξέρει ν* άμυνθή. Υπο χωρεί δυο βήματα κι5 αφήνει τον οπαδό του νά πέση κατα κέφαλα στή γή. "Έπειτα σκύ
βει, τον αρπάζει καί τον πετάει κι" αύτός εναντίον τού Τάργκα! Τό Ελληνόπουλο μαίνε ται. Μισεί θανάσιμα τον ι θαγενή, γιατί μπήκε στον α γώνα τή ^ στιγμή ακριβώς, πού ο Ζανούρ 9ά μιλούσε γιά τή Μαλόα. Καθώς τον βλέ πει, λοιπόν, νά πέφτη απάνω του, διαγράφοντας ένα κυκλι κό ταξίδι στον αέρα, τραβάει τό χέρι του πίσω καί τό ξαναστέλνει μπροστά μέ απε ρίγραπτη δύναμι. Ή γροθιά του χτυπάει τον «ληστή τής ζούγκλας» στο σαγόνι καί τού γεμίζει τό στόμα μέ κομματιασμένα δόντια καί πηχτό αίμα! Ό ιθαγενής Χάντα πέφτει στή γή, γιά νά μήν ξανασηκωθή ποτέ! Ό Τάργκα τού ρίχνει μιά τελευταία ματιά. "Έπειτα τό βλέμμα του άναζητάει τον Ζανούρ. Ό Γερμανός κτηνάνθρω πος επωφελείται από τή στιγμιαία άπασχόλησι τού Τάργκα μέ τον "ιθαγενή καί τό βάζει στά πόδια. Μπαίνει τρέχοντας στήν πυκνή λόχμη. Σκοπός του είναι νά φτάση στή φωλιά του, πριν τον προλάβη τό ατρόμητο 'Ελληνό πουλο. Ό Τάργκα ξεχύνεται πίσω του τρέχοντας σάν άνεμος. Ή βλάστησι είναι πυ,^νή καί οί φυλλωσιές κρύβουν τον όγκο τού Ζανούρ, από τά μά τια τού Ελληνόπουλου. Ώστόσο ή όξύτατη ακοή τού Τάργκα πιάνει τον θόρυβο πού κάνουν οί βαρειές μπότ-
ΤΑΡΓΚΑ ΒΒί* —Τι·., ,'ιΤΐί
τες του Γερμανού καθώς χτυ πούν το έδαφος. Αυτό τοΟ καθορίζει την κατεύθυνσι πού πρέπει νά πάρη, καταδιώ κοντας τον αμείλικτα. Καί δέν λαθεύει στον δρό μο που ακολουθεί. Ο Την ίδια στιγμή ό Γερμα νός σηκώνει τό μαστίγιο καί χτυπάει μέ λύσσα τη δέσμια Μαλόα. — Σήκω επάνω!, ουρλιά ζει μανιασμένος. Ή περήφανη συντρόφισσα τού Τάργκα μορφάζει από τον πόνο. Σηκώνεται, όμως, χωρίς νά βγάλη μιλιά. Προχωρεΐ μέ τά χέρια δεμένα στη ράχη, πάνω σ’ ένα κομ μάτι από χοντρό κλαδί δέν τρου. Ακολουθεί ό Ζανούρ. Δεξιά κι3 αριστερά,, ,σάν δι πλή φρουρά, προχωρούν οι Χάντα. Φαίνονται αμέριμνοι, γιατί δέν μαντεύουν ότι εκεί, γύρω τους, πλανιέται ή φο βέρα τού ανίκητου Τάργκα. Καί ^ ξαφνικά, ξεσπάει ή τρομερή καταιγίδα. Τό τρομερό Ελληνόπουλο εφορμά σάν κεραυνός. "Έχει άρπάξει 'τήν άκρη μιας κλη ματσίδας καί πέφτει μέσα στή συνοδεία των φρουρών τής Μαλόα ακράτητος. Στο δεξί του χέρι σφίγγει τό μα χαίρι του. Καθώς χυμάει στους Χάντα στριφογυρίζοντάς^ το δεξιά κΓ άριστερά, μοιάζει σάν επιδέξιος θερι στής, πού μπαίνει σ’ έναν α γρό σπαρμένο στάχυα. Τό κοφτερό του ατσάλι θερίζει τους Χάντα καί τούς ξαπλώ νει καταγής!
Ό Ζανούρ πηδάει σάν παγιδευμένο λιοντάρι. Τραβάει από τή_θήκη τό περίστροφό του. -έρει πώς είναι άδειο, αλλά πιστεύει πώς μέ τήν απειλή του, θ’ α ναχαίτιση τήν ορμή τού Τάρ γκα. Αλλά τό ^ πανέξυπνο Ελληνόπουλο δέν γελιέτσυ Θυμάται πώς όλες οι σφαί ρες σφηνώθηκαν, πριν από λίγο, στο κρανίο τού νεκρού κροκόδειλου. Σκύβει καί χυ μάει στον αντίπαλό του, μέ τήν ορμή καί τήν αποφασι στικότητα ενός αγριεμένου ρινόκερου. Ό Ζανούρ λοξεύει αμέσως καί φεύγει τρέχοντας. Στο δρόμο πετάει τ’ άχρηστο πε ρίστροφό του. Μπροστά του υπάρχει δρόμος ελεύθερος νά διαφύγη, άλλ’ αυτός προ τιμάει νά τρέξη, προς τήν κατεύθυνσι ένός περίεργου ξύλινου σπιτιού, πού βρίσκε ται στήν άκρη τού ξέφωτου, δίπλα ακριβώς στά πυκνά δέντρα τής ζούγκλας. Ό Τάργκα τρέχει πίσω του σάν άνεμος. Ή άπόστασι πού τον χωρίζει λιγοστεύ-
30
ϋαργκα
ει. Ό Ζ.ανούρ μπαίνει σάν α στραπή . στο ξυλόσπιτο.. Πτ οώ του μπαίνει κι* ό Τάργκα. Ό Ζανούρ βγαίνει απ’ την άντικρυνή πόρτα. Ό Τάρ γκα χυμάει στά ίχνη του. • Αλλά> τότε, 1 γίνεται κάτ^ι τρομερό: οι δυο πόρτες τού ξυλόσπιτου κλείνουν με πά ταγο, σά νά τις ώθησε κά ποια ανίκητη εξωτερική δύναμις! Ό Τάργκα βρίσκεται φυλακισμένος. Τώρα καταλα βαίνει για ποιο λόγο ό κτη νώδης Γερμανός άκολούθησε αυτόν τον δρόμο. Κυττάζει γύρω του σάν παγιδεύμένο λεοντάρι. .Θέλει νά βρή τρό πο νά φυγή, αλλά αμέσως ένας παράξενος διακεκομμέ νος θόρυβος, κάτι σάν φύσο-ημα πεπιεσμένου αέρα, τον αναστατώνει. Στο μνημονικό του πεδίο ξυπνάει ξεκάθαρα ή εικόνα του μηχανήματος, πού είχε δή στο καράβι τοϋ παππού του, όταν ακόμα ή ταν μικρό' παιδί. ^Ηταν. ένα μηχάνημα πού λειτουργούσε μέ πεπιεσμένο αέρα καί δη μιουργούσε μιά δύναμι τρο μερή, ’ ικανή νά μετακινήση βαρειά αντικείμενα. Τώρα ό Τάργκα ξανακού ει τον γνωστό θόρυβο: «Φσσ ...ψσσ... φσσ... φσσ...». Κυττάζει γύρω του καί βλέπει τούς δυο άντικρυνούς· τοίχους τού ξυλόσπιτου, νά μετακι νούνται γοργά καί νά πλησιάζη ό ένας τον άλλον!· Γιά πρώτη ' φορά τό ατρό μητο Ελληνόπουλο νοιώθει τήν καρδιά του νά σπαρτα ράς στο παγωμένο χέρι· τής Φρίκης! Οί δυο τοίχοι πλη-
«33 βιάζοντας γοργά κινδυνεύουν νά τον συνθλίψουν, νά τον λυώσουν άνάμεσά τους, νά μεταβάλουν τό τέλειο καί παντοδύναμο, κορμί· του σέ ματωμένο τσιγαρόχαρτο, Γεμάτος απελπισία τεντώ νει τά δυό του μπράτσα, Τά στηρίζει στούς τοίχους πού πλησιάζουν καί προσπαθεί νά τούς συγκρατήση. "Αδι κος κόπος. Τό μηχάνημα πού τούς κινεΐ έχει κολοσσιαία δύναμι.. Κι5 οί τοίχοι συνεχί ζουν αδυσώπητοι τον δρόμο τους! Τώρα δεν μένει άνάμε σά τους, παρά μιά άπόστασις μισού μέτρου. Άνάμεσά τους ό Τάργκα νοιώθει ασφυ ξία.* Κρύος ιδρώτας τον λού ζει! .
Ί*
• Στο μεταξύ ό Ατσίδας έ χει συνέλθει από τήν κλω τσιά τού Ζανούρ καί έχει ρι χτή, όπως συνήθως, σέ μιά’ άπασχόλησι ευχάριστη γιά τήν κοιλιά του. Προσπαθεί νά πιάση κάτι άγριόπαπιες πού επιπλέουν στον ποταμό. · Καθώς, προχωρεί όμως Γρποντας, οί πάπιες φτερουγίζουν λίγο μακρύτερα. Ό Α τσίδας πεισμώνει. Αρχίζει καί -πάλι νά τις πλησιάζη μέ προσοχή. Οί πάπιες ξαναπετοΰν. Ό Ατσίδας συνεχίζει τήν προσπάθειά του, μή μπο ■ ρώντας νά έξηγήση πώς γί νεται νά φεύγουν έτσι οί άγριόπαπιες μόλις τις σιμώ νει. Αυτή ή δουλειά κρατάει ώρα. πολλή.
Καί, ξαφνικά, ό Ατσίδας κοντοστέκεται. Ή... αυτάρα
Τα£ΓΚα .
·
·
§ί
μήν... του διώχνει τά πουλιά! Μιά γλυκέιά ελπίδα ξεχύνε ται καί -.πάλι στην ψυχή του ατρόμητου . -Ελληνόπουλου. Τώρα πού ό φριχτός θάνατος δέν τον πλησιάζει μέ την α κατάσχετη ορμή του, έχει ό λη τήν ευχέρεια ν’ άπελευθερωθή. .Χρησιμοποιώντας τό ατσάλινο μαχαίρι του, αρχί ζει νά πελεκάη μέ δύναμι τούς ξύλινους τοίχους. Γρήγορα βρίσκει τό αδύνατο ση μείο. Κόβει τά σανίδια, ρί χνει τά δοκάρια καί βγαίνει στο φως! ΓΊέρα-μακρυά βλέπει όσους άπόμειναν από τή συνοδεία τής Μαλόα, ν1 άπομακρύνωνται, · οδηγώντας τό ξανθό κο ρίτσι, άγνωστο σέ ποιο μέ ρος ! Ό Ζανούρ δέν έχει ξεκινή σει ακόμα. * . Τό Ελληνόπουλο ακούει τή βαρείά φωνή του, πού δί νει οδηγίες: — Μέ τον "Ελληνα τελει ώσαμε.· Ή συντρόφισσά του· ΚΕΦ. 7. "Οίτου ό Τάργκα έφοριμά γιά τό τελειωτικό θά μείνη κοντά μου! Μά τον χτύττημα, άλλα ό Ζαδιάβολο, δέν θά μου κάνη κα νούρ γίνεται... ττουλί κή παρέα ! Εσείς, .σκυλιά, καί γλυτώνει! νά δουλέψετε, γιά νά ξανα χτίσουμε δ,τι χάλασε. Τ’ ά αγιδευμενος^ στο ξυλό καυτε; 'Σέ μιά βδομάδά πρέ σπιτο ό Τάργκα κατα πει νά είναι δλα έτοιμα! Θά λαβαίνει πώς οί στιγμές του ...θά...θά....* είναι μετρημένες. Βλέπει πώς καμμιά δύναμις δέν μπο .Απότομα τά λόγια του ρεί ν5 αναχαίτιση τούς δυο μπερδεύονται. - Ή γλώσσα τοίχους, πού τον σιμώνουν του μπλέκει καί τά μάτια γοργά., Κι* δμως σέ μιά στι του πετιουνται από τις κόγ γμή γίνεται, τό θαύμα! Οί χες τους, καθώς βλέπει τον τοίχοη άκινητούν!· Είναι, ή Τάργκα ολοζώντανο καί πα στιγμή ττού ό Ατσίδας έχει νίσχυρο νά του επιτίθεται! συντρίψει τό μηχάνημα του Γά μιά στιγμή πιστεύει πώς του έχει άρπάξει τον διακε κομμένο θόρυβο, εκείνο το α διάκοπο «φσσσ... φσσσ..; φσσσ...» πού κάνει το. μηχά νημα του πεπιεσμένου αέρα! Αμέσως τραβάει τον χαλκά τής μύτης του και τον.δαγ κώνει νευρικά. Κυττάζές τό μηχάνημα ' μέ άγριο βλέμμα. Πιστεύει πώς’ κάνει επίτηδες τό «φσσ...φσσ...>>, γιά νά... διώχνη τις πάπιες!/ .— Έσύ κανει-κανει φους ...φο,υς..., του · φωνάζει, εσύ ντιώξει-ντιώξεί πάπιος, έγκώ όκι τρώει πάπιος, δκι πετάνει πάπιος! Έγκώ πετάνει έ-. σένα! Χωρίς δισταγμό αρπάζει ένα βαρύ. ρόπαλο, από κλα δί δέντρου, τό σηκώνει ψηλά κι5 αρχίζει νά χτυπάη μέ λύσ σα τό μηχάνημα! Μέ τό δεύτερο χτύπημα σπάνε οί βαλβίδες. Τό συνε χές φύσημα διακόπτεται καί τό μηχάνημα βουβαίνεται. Είναι πιά τελείως άχρηστο!
π
πεπιεσμένου
άέρα, γιά νά’
αντιμετωπίζει βρύκόλακα κι’
η
1*— ——ί·ί·38,
Τ ι·ίίι··1
■£ί£ύΒ,
ό τρόμος του είναι μεγάλος! Τό φυλλοκάρδι του σπαρτα ράει. Τό βάζει στα πόδια, ένφ οι οπαδοί του γυρίζουν κατάπληκτοι νά ίδσΰν τί εί ναι εκείνο, πού τρόμαξε τόσο πολύ, τον σκληροτράχηλο Γερμανό. Αέν προλαβαίνουν νά ιδουν καλά-καλά ποιόν έ χουν μπροστά τους. Τό μα χαίρι του Τάργκα τούς σω ριάζει στη γη. Την ίδια στι γμή άκούγεται βόμβος από μηχανή αεροπλάνου. Ό Τάρ γκα κυττάζει προς τον ου
ρανό. Βλέπει ένα έλικόπτερο ν’ άνεβαίνη κάθετα. Ό Ζανούρ έχει πάλι ξεφύγει. Μά τό Ελληνόπουλο δεν άσχολεΐται μ5 αυτόν. Τρέχει σαν άνεμος προς τή συνοδεία πού άπάγει τή Μαλόα. Οί ιθαγε νείς, χωρίς τον Ζανσύρ, σκορ^ πίζουν όπως τά κοράκια, πού τούς ρίχνεται ό άετός! Ό Τάργκα αρπάζει στήν αγκαλιά του τό κορίτσι τής ζούγκλας. — Μαλόα!, τής λέει. Καί τή σφίγγει τρυφερά.
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο ίπτό ΘίΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ Απαγορεύεται ή όναττύπωσις. Άποκλειστικότης «'ΥπερανΒΙρώπου».
Τό έπόμενο τεύχος τού «Υπεράνθρωπου»
είναι ένα από τά πιο δραματικά τεύχη τού αγαπη μένου σας περιοδικού! Ή Ρεγκίνα καί οι Δέκα φορούν στούς Ήρωες τού Καλού
ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ 01 Δυνάμεις του Κακού έπικρατοΰν πάνω στη Γή! Ή Άνθρωπότης στενάζει κάτω από μιά φρι χτή σκλαβιά, κάτω από τά χτυπήματα των τυράν νων, των βδελυρών έχθρώντού κόσμου! Άπ5 άκρη σ5 άκρη τού κόσμου, όλοι οί άνθρωποι έχουν παραδοθή στή Ρεγκίνα καί στούς Δέκα, κα θώς καί στά τερατώδη όντα, πού φτάνουν σε απα νωτά κύματα από τον πλανήτη Ποσειδώνα, ένφ οι Υπεράνθρωποι είναι ανίκανοι νά άντιδράσουν στή συμφορά αυτή, γιατί καί οί ίδιοι είναι αιχμάλωτοι, υποταγμένοι σέ μιά αλλόκοτη μοίρα!
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ τ©δ
«ρός
ΜΜΜΜΜΜΛΜΜΜί,
Α Τ I! Α Α
ιόν
Κύριος Κοντοστουπος, Έγκώ έκει μττροστά έμενα ντέκα καρπουτςι, ντέκα πεπόνι και μισός ψητός έλάφις, μά έγκώ δκι έόρεξος ψάει-φάει αυτός, χορτάσει έμενα! Έγκώ 5κι τελεί ψάει-φάει πια! Έγκώ τελεί μεί νει νη,ςτΐΐκό-μ νηστικό, πετάνει έμενα! Ψυχή έμενα πο λύ ντροπή έμενα! Έγκώ τελεί δκι ακούει, δκι βλέπει, δκι τρώει τίποτας! Έγκώ τελεί πεταμένος νά είναι έμένα! Έσύ, Κοντοστουπος, λέει-λέει έρτει Άφρικανική, έγκώ νομίτζει έσύ δκι έρτει! Μά έσύ έρτει! Έσύ πετάει-πετάει ψηλά αέρα πάνω ζούγκλα, έσύ όρμη~ σει-μορμήσει πάνω Άτσίντα, έσύ χτύπησει-χτυπήο-ει Άτσίντα χαστουκος μούρη Άτσίντα, έσύ φύγει-φύγει πάλι, οκι σταθή παλέψει Άτσίντα! Αυτός μεγάλος ντροπή εμένα, φάει έμένα χα στουκος μούρη από Κοντοστουπος! Έγκώ ρετζίλ» έμένα σ5 όλος θηρίος και σ’ δλος άντρωπος μέσα ζούγκλα, έγκώ τέλει τώρα πετάνει-πετάνει! Έσύ δκι άντρος, Κοντοστουπος! Έσύ χτυπήσει χαστουκος, έσύ φύγει-φύγει, έσύ δκι μείνει κοντά έ μένα, ντείρει έγκώ έσένα! Έσύ πετάει-πετάει σάν πουλίς, έσύ ντειλός σάν λαγκός, έσύ άτιμο σάν τσακάλις! Έσύ οκι έρτει πάλι ντείρει έγκώ έσένα, έγκώ «φτού» έσένα! Έγκώ περιμένει φάει-φάει έσένα ΑΤΣΙΝΤΑΣ
^νννννν\Λννννννννν\>Λννννννν'Λ\νΛΛ\ΛΛν*.ν'. νν\ννν%Λ\νννννννννΐ\Λ.νΐΛνννν\ννννννννννν
ΓΜ™'™Λνν,™
■ , Ί3ΡΒΒΒΒΒΒΒΒΒ!ί51ΡΒι1Ι38ΒΒΒΒΒΗΙ1ΒΒΒΒΕΙΗΗΒΒΗΒΒΒΒΒΕΕΒΕΒΒΗΕΒΕΒΕΒΒΗΒΒΒΒΒΗΕΒΒΒΒΕΕ8]Βρΐ3ΒΒΒΒΗαΒΒΒΕΒΒΒ1ΕΙΕΒΙ3ΡΗΒΒΕΙ1ΒΒΒΒΒΒ8ΒΕΒΒΗΒΒίΙΙΙΙΙί
’Αριθ.
ΤΔΡΓΚΔ 0
α
Η) α
[3
10.—ΔΡΑΧ. 2.000
ί]
*
*
' Ε βδ ομ α.δ.ι αΤα ■·* Βιβλία 'Ηρωΐκών. Περιπετειών.
Τά προηγούμενα τεύχη πωλοΟνται στά
Γραφεία: Λέκκα 23 #Αριθ·. Τηλεφ. , 36.373 * ».
θε μέρα 9— 1 Ίι και 5—7, έκτος τοΟ .
γραφεία
μας, πού εΐναι
ανοικτά κά-
απογεύματος τής Τετάρτης.
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεώργιάδης, Σψιγγός 38. Αρχισυντάκτης; Στέλιος Άνεμοδουράς, Α. Θησέως 323/ Προϊστάμενο-ς τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19. 'ΛΕίαΒαΒΒΗΟΕΒ3Β2ΗΒηΒΒ3ΒΒ»ΒΒ8ΒΕ0ΟΗΒΒΗ3ΗΗΠαΗαΗΒΚ!1Ι1ΙΙΕΕΕΒΠΠΗΒΒΒη0ΕΗΒΙΪΠΒΠ00θ3ΚΠΠΕ1ΠΕ0ΒΠΕΕΕΒΒΕΕ0Β3ΒΠ000Β£1ΒΒ8ΗΠΗΗΗ1ίηϊ8ΒΗ»Β1
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) 2) 3) 4) 5)
'Ο κυρίαρχος τής Ζούγκλας. Ή σπηλιά μέ τά Διαμάντια. Ζουμπά, ό 1 ίερός Ελέφαντας. 'Ο φύλακας των Θησαυρών. Μαλόα, τό Κορίτσι-Τίγρις.
6) Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας.
7) Μόνομαχ ία Βασιλέων. 8) Συναγερμός στή Ζούγκλα. 9)·Ζανοόο ό προδότης 10) Στή φωλιά ταυ Ζανούρ
Τό επόμενο τεΟχος του «Τάργκα», τό.
ίι
τ
ί-ί είναι κάτι πού κανένας δεν θά μπορούσε ποτέ νά φαν» τασθη, κάτι εκπληκτικό καί απροσδόκητο, κάτι φαν τασμαγορικό και συναρπαστικό, κάτι· συγκλονιστικό, και γιγάντιο!
Ό Τάργκά, τό "Ατρόμητο Ελληνόπουλο, συνε χίζει την υπεράνθρωπη πάλη του μέ τόν απεχθή Ζα νούρ, τόν απαίσιο εχθρό των ανθρώπων, τόν βδελυρό άρχιεγκληματία μέ την πορωμένη ψυχή! ·
"Ενα τεύχος πού κανένας-σας δέν πρέπει νά τό χάση !
ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ
ΤΟ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΣΑΣ
ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ ΤΡΟΜΟΣ ^.ΛΛ/νννΝ,νν\νν\\\\ΛΛΛΛ.ννννννννννννΐΛννννννν·ννν\'ννννν.'^
|
0
ΖΑΝΟΥΡ,
Ο
ΚΤΗΝΩ-
|
| |
ΔΗΣ ΓΕΡΜΑΝΟΙ, ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ
| 1
| | | | | |
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΤΑΡΓΚΑ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΕΝΑ ΤΡΟ ΜΕΡΟ ΕΝΑΕΡΙΟ ΟΠΛΟ, ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΝΙΚΟ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΕΙ ΝΑ ΔΩΣΗ
ί | | | | 1
I |
ΤΗ ΝΙΚΗ ΣΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ!
| |
^ΛΛ.ννΛΛΛΛΛ\\ιννννννν'ΙΛ'νννννΐνννννννννννννννν\ΛΛ\'ννν^
ΚΕΦ.
ΐναι πολύ πρω'ί, δεν έχει ακόμα ξημερώσει κι5 ή ζούγκλα ξυπνάει από έναν α περίγραπτο θόρυβο, από μια συναυλία κραυγών, πού ξε φεύγουν άπ3 τά λαρύγγια ό λων των τρομοκρατημένων άγριμιών! Μέσα στην απέραντη πυ κνή βλάστησι λογιών-λογιών θηρία τρέχουν ασυγκράτητα, προς δλες τΙς διευθύνσεις. 01 προβοσκίδες τών ελεφάντων φυσσάνε σάν σειρήνες πού σημαίνουν συναγερμό. Γρυλλίζουν οι τίγρεις κι3 οι πάν θηρες, βρυχώνται οι λεοπαρδάλεις, σκούζουν οι αγριόγα τοι, μουγκρίζουν άνατριχιαστικά οί κροκόδειλοι! Είναι μιά τρομερή άναστάτωσις ό λων τών άγριμιών! "Ολα φω νάζουν και τρέχουν, σάν ένα φοβισμένο κοπάδι προβάτων,
Ε
"Ένα γι>ΐαντιαΐα τταράξεΐνο όρ νιό φαίνεται στον ουρανό τής ζούγκλας και τά αγρίμια τρέ χουν ττρός
όλες
ο ύρλ ι άζον τ α ς
τις
διευθύνσεις
κατ ατ ρσ μ αγ μ έ να!
1. "Οίτου ένα παράξενο· και γ ι γάν τ) ι ο ττουλ ί, σκορπίζει τόν τρόμο1 στή ζούγκλα!
4
ΤΑΡΓΚΑ
πού άντικρύζουν ξαφνικά τά δόντια του λύκου! Ό "Ατσίδας, πού έχει κινήσει πρωΐ-πρωΐ γιά κυ νήγι, μέ τό φυσοκάλαμό του, μένει κατάπληκτος μπροστά σ’ αυτό τό θέαμα. Στην αρ χή δεν μπορεί νά εξηγήση τον ομαδικό φόβο των άγρι μιών. "Έπειτα ή...σοφή κεφά λα του κατεβάζει μιά σκεψι, πού τον κάνει νά χαμογελάση ικανοποιημένα. Τραβάει μέ τά δόντια του τον χαλκά τής μύτης του καί τον γλεί φει μ" ενθουσιασμό. "Έπειτα μονολογεί: ■ — Έγκώ τρομάξει - τρο μάξει θηρίος! Έγκώ, φύσαφύσα κάλαμος νικήσει θηρί ος ! Θηρίος βλέπει εμένα, τρέμει - τρέμει εμένα, τρέξειτρέξει γκλυτοόσει από μένα^! Έγκώ οκι αφήσει θηρίος φύφει-φύγει! "Εγκώ κυνηγήσει θηρίος, έγκώ... σκοτώσει θη ρίος ! Καί, χωρίς νά χάση και ρό, αρχίζει νά... τρέχη πίσω απ’ τά τρομοκρατημένα θη ρία... καταδιώκοντάς τα! Αυτό τό... κυνηγητό βα στάει πολλήν ώρα. Τά θηρία είναι τόσο φοβι σμένα, ώστε δεν γυρίζουν καν νά ίδουν τον Ατσίδα. Κι’ ό κωμικός νέγρος, σίγου ρος πιά πώς τούς...πήρε τον αέρα, τά... καταδιώκει γεμά τος πολεμικό μένος! Τό θρά σος του,έχει γίνει τόσο μεγά λο, ώστε σέ μιά στιγμή, πού διασταυρώνεται μ’ έναν ελέ φαντα, κορδώνεται μπροστά του καί τού φωνάζει χειρονο μώντας απειλητικά:
— Πίσω! Έσύ στρίψειστρίψει! Έσύ οκι στρίψειστρίψει, έγκώ βάλει έμένα, πατήσει έσένα, λυώσει έσένα! Ό έλέφαντας πού καλπά ζει τρομοκρατημένος από κά ποια μυστηριώδη κι’ ανεξή γητη αίτια, τραβάει λοξά την πανίσχυρη προβοσκίδα του καί, κατεβάζοντάς την πλά για, χτυπάει τον Ατσίδα στά μαλακά, τον τινάζει ψη λά, τον κάνει νά διαγράψη έ να κυκλικό ταξίδι στον αέρα καί τον στέλνει νά πέση α νάσκελα, σ’ ένα σωρό άπό χόρτα — είκοσι μέτρα μακρύτερα! "Έπειτα συνεχίζει τον τρομαγμένο καλπασμό του! ^ Ό κωμικός νέγρος γιά μιά στιγμή ζαλίζεται. Γρήγορα συνέρχεται καί βρίσκεται... άνασκελωμένος στά χόρτα, μέ τά χέρια καί τά πόδια του άνοιχτά καί μέ τό βλέμμα του στηλωμένο στον ουρανό. Μένει έκεΐ άκίνητος,_ γιά κάμποσες στιγ μές, -αφνικά, όμως, τά μά τια του γουρλώνουν, γίνοντα^ι μεγάλα σάν... γροθιές μικρού παιδιού καί πετιούνται έξω άπό τις κόγχες τους! Τό θέ αμα πού άντικρύζει ψηλά, στον ουρανό, τον γεμίζει κατάπληξι. Αίγο πιο πάνω άπό τις κορυφές των ψηλότερων δέντρων στέκεται ακίνητο έ να μαύρο πετούμενο, πού μοι άζει μέ όρνεο τερατώδους με γέθους καί βρυχάται απειλη τικά ! Ό "Ατσίδας έχει δή κι" άλ λοτε αεροπλάνο, αλλά τούτο
ΤΑΡΓΚΑ *»**■ »η^ι«·ΤΙητίίηι.'ίΜϋ·') ι' " — I
πού βλέπει τώρα είναι κάτι άλλοιώτικο. Πρώτα - πρώτα φαίνεται πιο μεγάλο κι5 έχει ένα σχή μα άποκρουστικό. Κι’ έπειτα δεν φεύγει, δεν τρέχει! Μένει έκεΐ, ακίνητο, καταμεσής στον αέρα, ανά μεσα στον ουρανό και στη γή καί μουγκρίζει! Πρόκειται γιά ένα γιγάντιο ελικόπτερο, κι’ ό Ατσί δας, που δεν έχει ξοιναδή τέ τοιο πράγμα, πιστεύει πώς άντικρυζει ένα όρνεο τρομα χτικό ! Μέσα στην ψυχή του - φω λιάζει ό τρόμος. Τώρα καταλαβαίνει τί ή ταν εκείνο, πού είχε τρομο κρατήσει όλα τ’ αγρίμια τής ζούγκλας. Τό κυττάζει με την ψυχή στά δόντια και φοβάται νά κινηθή, μήπως τόν.,.δή τό φο βερό πετούμενο καί πέση σ πάνω του καί τον κατασπαράξη^! Τα πελώρια δόντια του έ χουν τραβήξη τον πελώριο χαλκά τής μύτης του καί τον κρατάνε σφιχτά, σημάδι τρο μερού πανικού. Τό γιγάντιο ελικόπτερο στέκει πάνω από τά δέντρα τής ζούγκλας κΓ ή πελώρια έλικά του μουγκρίζει ολοένα καί πιο έντονα. Καί, ξαφνικά, δυνατά φτερουγίσματα άκούγονται στον αέρα κι* ένα σμήνος από έ~ Εξαγριωμένους γυπαετ ο ύ ς προβάλλει απ’ τό βάθος τού ορίζοντα! Τά τεράστια άρπαχτικά όρνεα έχουν, ώς τώρα, την ά-
διαψιλονείκητη βασιλεία τών αιθέρων καί ή ξαφνική παρου σία τού ελικόπτερου, τά γε μίζει από μιάν ασυγκράτητη μανία. Πιστεύουν κι’ αυτά ό τι πρόκειται γιά κάποιο και νούργιο είδος πετούμενου καί χύνονται απάνω του, νά τό κατασπαράξουν! Τά πελώ ρια φτερά τους χτυπούν τον αέρα. Τά χαλύβδινα γυριστά ράμφη τους καί τά ατσάλινα νύχια τους ζητούν μάταια, νά ξεσκίσουν τά σιδερένια τοι χώματα τού ελικόπτερου! Τρομεροί κρωγμοί ξεφεύγουν απ’ τά λαρύγκια τους! Εί ναι μιά έπίθεσις λυσσασμέ νη. Οι γυπαετοί απομακρύ νονται γιά λίγο καί ξαναχυμούν με περισσότερη ορμή, ώσπου μιά πλατειά άμπάρα ανοίγει στά πλευρά τού ε λικόπτερου κι’ ένα μυδραλλι οβόλο αρχίζει τό ρυθμικό κακάρισμά τουί Μικρές φλογίτσες ξεπηδούν από τά οττλάχνα τού ελικόπτερου. Ανα ρίθμητα πυρωμένα ατσάλια σκορπίζονται προς όλες τις διευθύνσεις. Ό πρώτος γυ παετός που συναντιέται μ’ έ να τέτοιο ατσάλι, διπλώνει τά φτερά του, στροβιλίζεται καί πέφτει σάν γιγάντιο κου ρέλι. Ό δεύτερος πάλι πέ φτει με ^τά φτερά του ανοιγ μένα διάπλατα καί σκεπάζει μιάν έκτασι εφτά τετραγω νικά μέτρα γής! ^ Ακίνητος ό Ατσίδας, μέ τΐς^ πλάτες του καρφωμένες στο χώμα, παρακολουθεί έν τρομος τήν τρομερή σκηνή,. Άπό τη θέσι ,πού βρίσκεται, δεν βλέπει τό μυδραλλιοβό·*
λα Ακούει μόνον τό κακάρισμά του, άνακατεμένο μέ τον βόμβο των έλίκων καί πιστεύει, πώς δλος αυτός ό θόρυβος είναι ή έκφρασι τής οργής τού τερατώδους που λιού! "Έπειτα βλέπει τούς πελώριους γυπαετούς νά πέ φτουν κεραυνοβολημένοι κι5 ό τρόμος του πολλαπλασιάζεται. Αύτό τό μυστηριώδες πετούμενο πρέπει νά είναι παντοδύναμο, γιά νά σαροονη μέ τόση ευκολία τούς βα σιλιάδες των αιθέρων!
Τό
έλικόπτερο μουγκρίζει
ιτροσ-
τταθώντας ν’ άνυψωθή κι5 ό Τάργκα μέ μίαν υττεράνθρ^η δόνα-
μι
άγω'νίζεται
νά
τ©
σνγκρα«
χάν®, στ© Ιδαφ©δ
Τώρα κανένας γυπαετός δεν έχει μείνει στο φτερό. "Ολοι έχουν σωριαστή κα τάχαμα, νεκροί. "Αλλά, νά! Καί τό έλικόπτερό αρχίζει νά κατεβαίνη κι" αυτό σιγά-σιγά προς τή γή. Τό μούγκρισμά του γίνε ται ολοένα καί πιο δυνατό. Στό’ τέλος κάθεται μαλακά στά ξερόχορτα καί μένει α κίνητο. Τό μούγκρισμά του παύει. "Ακίνητος πάντα στη θέσι του ό "Ατσίδας, στριφογυρί ζει τά μάτια του μέσα στις κόγχες τους καί συλλογίζε ται: -—- Μεγκάλο πουλί ς δκι μουγκρίζει, μεγκάλο πουλί ς έκεις πετάνει, έγκώ πάρει μεγκάλο πουλί ς τρώει-τρώει μέρες πολλές, βντομάντες πολλές. Μ" αυτές τίς σκέψεις παίρ νει κουράγιο. "Ανασηκώνεται λίγο, βλέπει τό ελικόπτερο, πού άκινητεΐ λίγο μακρύτερα κι5 επειδή φοβάται νά τό πλησιάση, βρίσκει μιάν άλλη σοφή λύσι: απλώνει τό χέρι του καί τραβάει κοντά του τον μακρύ καί λυγερό κορμό μιας κληματσίδας, πού έχει ξεραθή κι" έχει γίνει ένα γερό χορτόσκοινο. Σχηματίζει μιά θηλιά στήν άκρη, τήν μετα τρέπει σέ λάσσο καί τήν πετάει μέ αρκετή τέχνη προς τό ελικόπτερο. Τό χορτόσκοινο ξεκουλουριάζεται στον αέρα, σάν ένα πελώριο φίδι. Ή θηλειά πέ φτει στή μιά ρόδα τού ελικό πτερου καί δένεται άπάνο της σφιχτά.
®© Ατσίδας γλείψει μ εύ0
3
ΤΑΡΡΚΑ
Ανοίγει μια πλάγια άμπάοα καί τ° μυδραλλιοβόλο τους έξαγριωμένους γυπαετούς.
χαρίστησι τον χαλκά τής μύ της του. Και μονολογεί: —Μεγκάλος πουλίς πετα:μένος είναι. Έγκώ τραβήξει -τραβήξει ματζί μου, ψήσειψήσει, ψάει-ψάει... Αμέσως, δμως ανατινάζε ται σά νά τον τσίμπησε ένα χοντρό αγκάθι. Τό μακρύ τεν τωμένο χορτόσκοινο, καθώς τό κρατάει από τη μιά του άκρη, άρχίζει νά τρέμη. Τό βλέμμα του άστείου νέγρου τρέχει στο πελώριο πετούμε νο και τό βλέπει νά συγκλο νίζεται ολόκληρο^ νά μουγκρίζη απειλητικά κι3 έπειτα νά υψώνεται σιγά-σιγά ^ καί κάθετα προς τον ουρανό!
"Ένας άπερίγραπτος πα
7
εξοντώνει
νικός καταλαμβάνει τον "Α τσίδα! "Αρχίζει τώρα νά πιστεύη, πώς αυτό τό Ιπτάμενο τέρας είναι αθάνατο. Πώς εί ναι κάποιο προϊστορικό σαρ κοφάγο, πού τριγυρίζει πά νω απ’ τη ζούγκλα, γιά" νά κατασπαράξη όλους τούς αν θρώπους καί τ" αγρίμια της! Τά δάχτυλά του συσπώνται καί σφίγγουν δυνατά τό χορτόσκοινο, πού κρατουν. Τά τρομαγμένα μάτια του κυττουν τό ελικόπτερο, πού ανεβαίνει σιγά-σιγά προς τ" απάνω, ξεπερνώντας τις κο ρυφές καί των πιο ψηλών δέν τρων. Τό χορτόσκοινο, πού είναι σφιγμένο με θηλειά στη ρόδα του, τεντώνεται ολοένα
ΤαΡΡΚα
καί τπό ττολύ. Κα! σέ μιά στιγμή ό Ατσίδας νοιώθει μιά πελώρια κι5 ακατανίκητη δύναμι να τον τραβάει .προς* τον ουρανό! Ή πρώτη σκέψις πού γεν νιέται στη χοντρή κεφάλα τοι^ είναι, πώς τό γι γάντι ο πετούμενο θέλει νά τον πάη στή φωλιά του,, για νά τον κατασπαράξη! Ή κουταμάρα του τον κά νει νά σφίξη τό χορτόσκοινο ακόμα πιο δυνατά και τό ε λικόπτερο, συνεχίζοντας τήν άνοδό του, τον τραβάει κι5 αυτόν προς τά ύψη I Πριν^ περάσουν λίγα λε πτά τής ώρας, ό Ατσίδας ταξιδεύει κρεμασμένος από τό χορτόσκοινο, σάν ένας πα ράξενος μαύρος καρπός! Κά θε τόσο ανοίγει τήν μεγάλη στοματάρα του, γιά νά μπηξη μιά κραυγή απελπισίας. Τώρα καταλαβαίνει πώς ήταν μεγάλη ή βλακεία του νά^ κρατάη σφιχτά τήν άκρη τού χορτόσκοινου. 5Αλλά εί ναι πολύ αργά. Δεν μπορε.ΐ πιά νά τήν άφήση, γιατί, τό τε, θά πέση από τό ύψος, πού βρίσκεται και θά κομματια στή πάνω στά βράχια τής, γης! Κρατιέται, λοιπόν, όσο μπορεί πιο γερά, -καί συνεχί ζει τό παράξενο κι* άθέλητό ταξίδι του. Στο. δρόμο τον συναντούν κοπάδια από με γάλες κι5 άγριες σφήκες τής ζούγκλας, πού τον τριγυρί ζουν περίεργα καί τον...τσιμ πούν μέ μανία, όπου βρούν! Ό 5Ατσίδας, πονάει καί... γαργαλιέται. Τή μιά γκαρίζει από τον πόνο καί τήν άλ
λη ξελιγώνεται στα γέλια; απ’ τό'.., γαργαλητό, Συγ χρόνως κλωτσάει μέ τά πό δια του σάν δαιμονισμένος, γιά νά διώξη τά ενοχλητικά έντομα. Νά, ρμως, πού ,τό ελικό πτερο χαμηλώνει τώρα λίγο^ λίγο. Κάνει βόλτες πάνω από τή ζούγκλα, σάν όρνεο, πού άναζητάει' τά λεία του. Τά ψηλότερα , φυλλώματα των πιο μεγάλων δέντρων χαϊδεύ ουν κάπου-κάπου τΐς^ ρόδες τού χαλύβδινου πετούμενου. Ό Ατσίδας πού βρίσκεται κρεμασμένος από κάτω, μπλέκεται χωρίς νά τό καταλάβη ^μέσα σέ μιά τέτοια φυλλωσιά, σφηνώνεται ανά μεσα στούς κλάδους, τό χορτόσκοινο ξεφεύγει απ’ τά χέ ρια του κι’ αυτός μένει εκεί, ένω τό ελικόπτερο συνεχίζει τις έρευνές του, χωρίς νά πάρη εϊδησι τήν απουσία τού κωμικού νέγρου! Ό Ατσίδας ανασαίνει λα χανιασμένα. Μέ τις χερούκλες του τρί βεται ολόκληρος, γιατί τό πρόσωπό του είναι πρισμένο καί τό σώμα του έχει τουμ^ πανιάσει από τά τσιμπήμα τα, πού τού .έκαναν οι σφή κες. Όστόσο είναι χαρούμε νος, πού ξεγλύτωσε από τά ...νύχια τού τρομερού πετού μενου. Καί, καθώς τό βλέπει νά ξαναγυρίζη καί νά κάνη βόλτες πάνω από τό δέντρο του, καταλαμβάνεται καί πά λι από πανικό. . — Μεγκάλο πουλί ς τρώειτρώει εμένα, μουρμουρίζει. Έγκώ πάρει έμενα, πάει έ~
ΤΑΡΓΚΑ
9
μένα κύριος Τάργκα καί κύ ριος Μαλόα. Έγκώ γκλυτώοσει έμενα! "Αγκαλιάζει τον κορμό τού δέντρου^ γλυστράει ώς τή ρίζα του και τό βάζει ατά πόδια. Λίγα μέτρα πιο πέρα κα ταλαβαίνει, πώς βρίσκεται πολύ κοντά στη σπηλιά του Τάργκα καί τής Μαλόα.· Αυτό τον-κάνει νά νοιώθη τόν^ εαυτό του πιο ασφαλι σμένο. Καί, τρέχοντας, φω νάζει : — Κύριος Τάργκα! Κύρι ος Μαλόα! Κύριος Τάργκαα!
παραμικρό, έφορμούν σάν λυσσασμένα! Άπ’ τά φυλλώματα των δέντρων, απ’ τις λόχμες^, από, τ3 αγκάθια, από παντού, ξεπετιούνται πάνθηρες καί τί γρεις! Ό Τάργκα, μόλις πού προφταίνει νά τις αντι μετώπιση, κτυπώντας τις μέ τό τόξο του. 5Από μακρυά. άκούγονται τά βαρειά καλπάσματα των ρινόκερων καί, ο! τρομαγμένες κραυγές των κροκοδείλων. Τό Ελληνόπουλο δεν έχει δή τό γιγάντιο ελικόπτερο, πού πετάει χαμηλά, πάνω άπ3 τά δέντρα τής ζούγκλας καί, γι’ αυτό, δεν μπορεί νά ΚΕΦ. 2. "Οττου ό Τάργκα δέχε’ έξηγήση τόν τρόμο των άτα ι έττι σκέψε ι ς ά-ττδ γριμιών. Συνεχίζει ωστόσο τόν... ουρανό καί λ τό κυνήγι του καί, μετά, γυ Μιαιλόα τρώει μερικά ρίζει στην σπηλιά του, κρα δυσκολοχώνευτα χάτώντας απάνω στούς ώμους ττια .·. . του ένα μικρό τρυφερό ζαρ κάδι. · Τάργκα, τό ατρόμητο Ή Μαλόα τόν υποδέχεται Ελληνόπουλο, πριν φαγελαστή. νή ό ήλιος πίσω άπ3 τά βου ^ Γρήγορα - γρήγορα ετοι νά τής Ανατολής, έχει πά μάζουν τή φωτιά κι3 ένα ξύ ρει τό τόξο του κι3 έχει βγή λινο σουβλί, γιά νά ψήσουν για κυνήγι. Θέλει νά φέρη την τροφή τους. Μά την Τδ-ΐα στην αγαπημένη του Μαλόα στιγμή άκούνε ένα παράξενο τό ^τρυφερό κρέας ενός μι βουητό καί μιά μακρυνή τρο κρού ζαρκαδιού καί μερικούς μαγμένη φωνή, πού κραυγάδιαλεχτούς γλυκούς καρπούς,
Ο
γιά , ·Λ
τό
μεσημεριανό
τους
φαι. Σήμερα, όμως, ή ζούγκλα έχει ξυπνήσει κάπως παρά ξενα. Μιά ανατριχίλα πλανιέ ται άνάμεσά της. 'Τ3 αγρίμια γρυλλίζουν παράξενα, στρι φογυρίζουν γεμάτα ανησυ χία, δείχνουν τά δόντια τους, έχουν τά νύχια έτοιρα νά ξεσκίσουν σάρκες και, με τό
ζει:
—^ Κύριος Μαλόα! Κύρι ος Τάργκααά! . Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο πετιέται όρθιο. — Αυτός είναι ό Ατσί δας!, λέει κυττάζοντας δε ξιά κι3 αριστερά. Τί τού συμ βαίνει, πάλι; "Οπως- είδαμε, είναι πρα γματικά ό' Ατσίδας. Καθώς
ΤΑΡΓΚΑ
ΙΟ
τρέχει φοβισμένος ττρός τη σπηλιά του Τάργκα, διασχίζει ένα ξέφωτο. -αφνικά βλέ πει από πάνω τό ελικόπτερο, που κάνει έπίμονές βόλτες, σά νά άναζητάη κάτι. "Από τον φόβο μήπως τον δή τό «μεγκάλο πουλίς» ό "Ατσίδας κάνει μια βουτιά και πέφτει μέσα σ5 ένα πελώριο πλατ ά φυλλο φυτό. "Από κεΐ, κρυμμένος, πα ρακολουθεί τις ύποπτες κι νήσεις του μεγάλου πουλιού, -αφνικά, μιά άμπάρα πέφτει άπ" τά πλευρά του κι5 ένα
Ό Τάρνκα αναγκάζεται νά τοξεύη τά εξαγριωμένα αγρίμια της ζούγκλας,
χάσμα, σάν πελώριο στόμα, ανοίγει. Ό τρόμος του άστεί ου νέγρου πολλαπλασιάζεται. Μουρμουρίζει με τρεμού λα: λ — Μεγκάλο πουλίς άνοιγκεις στόμας του! Φόαει-φάει ντύο... έλέφαντος,^ τρεΐς έλέφαντος, δκι χορτάσει! Τή στιγμή εκείνη τό ελι κόπτερο μένει ακίνητο στον αέρα. "Από τό μεγάλο άνοιγμα των πλευρών του προβάλλει ένα χέρι, πού ρίχνει στο κε νό ένα πελώριο σκοινί. "Έπει τα βγαίνει ένας άντρας με τερατώδη μυϊκή διάπλασι καί με τριγωνικό ξυρισμένο κρανίο. Πιάνεται απ’ τό σκοινί καί γλυστράει προς τά κάτω. Ό "Ατσίδας ζαρώνει ακό μα πιο τρομαγμένος. — Τζανούρ!;, μουρμουρί ζει. Μεγκάλος πουλίς φάειφάει Τζανούρ, μεγκάλος που λίς φτύνει- φτύνει Τζανούρ! Τζανούρ κλωτσήσει - κλωτσή σει εμένα! Στήν αρχή ό Τάργκα τον κυττάζει σαστισμένος. Αέν μπορεί νά καταλάβη τί του λέει. "Έπειτα, όμως, σηκώνει τά μάτια στον ουρανό. Βλέ πει τό- πελώριο ελικόπτερο νά διαγράφη κύκλους απάνω άπ" τή σπηλιά του καί μπαί νει αμέσως στο νόημα! Ό Ζανούο, ό κτηνώδης Γερμα νός, επιτίθεται καί πάλι. Τούτη τή φορά έχει βάλει εις ενέργειαν τά μεγάλα μέσα! Πετώντας χαμηλά με τό ε λικόπτερο, ψάχνει άπ" τό πρωί τή ζούγκλα, γιά ν’ άνα-
ΤΑΡΓΚΑ
Κάλυψη τη θέσι τής σπηλιάς του Τάργκα. Καί, ψάχνοντας έτσι, έχει γίνει ό φόβος κι ό τρόμος των άγριμιών, πού γιά πρώτη φορά βλέπουν ενσ τέτοιο χαλύβδινο τέρας, πά νω απ’ τά κεφάλια τους! Σε λίγες ώρες έχει έπισημάνει τον στόχο του. Καί, τώ ρα, κατεβαίνει γιά νά έπιτεθή, έν$ τό ελικόπτερο στρι φογυρίζει χαμηλά, έτοιμο^ νά τον υποστήριξή στην επίθεσί του, με πυκνά φονικά πυρά! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο μουγκρίζει σάν παγιδευμένο λεοντάρι. Χουφτιάζει τη λαβή του μαχαιριού και την τραβάει με λύσσα. Την ίδια στιγμή άκούγεται τό κακάρισμα ενός πολυβό λου. ; Πυρωμένα βλήματα σφυρίζουν δεξιά κι’ άριστερά. Κλαδιά δέντρων τσακί ζονται και πέφτουν χάμω μέ πάταγο. 1— Ό Ζανούρ χτυπάει!, φ<ωνάζει ό Τάργκα. Προσο χή ! Φυλαχθήτε! 3Από τή μιά στιγμή στήν άλλη γίνεται αγνώριστος. Τά μαύρα μάτια του αστρά φτουν, σάν αναμμένα κάρ βουνα,τό τέλειο κορμί του συ σπειρώνεται, πηδάει ελαστι κά στήν κοντινή λόχμη κι* α πό κεΐ, μέ σβελτάδα φιδιού σέρνεται προς τήν κατεύθυνσι των αντιπάλων του. "Ο λες αυτές τις κινήσεις τις κά νει μέσα σ’ ένα δευτερόλε πτο. Ή Μαλόα τον ακολου θεί μέ τήν ίδια γρηγοράδα. Δυο άνθρωποι τού Ζανούρ, πού ζυγώνουν από κείνη τήν
Μέ το αριστερό της χέρι τυλι γμένο σέ μιά κληματίδα ή Μα λόα πηδάει απάνω στον σύντρο φο του Γερμανοί).
πλευρά, τον χάνουν ξαφνικά από τά μάτια τους. Ό ένας τους σφίγγει μέ λύσσα τό αυτόματο και μουγκρίζει: — Πού χάθηκε ό δαίμο νας; Μιά στιγμή άν τον πρόφταινα, θά τον έκανα σουρω τήρι! Αλλά τώρα... Δέν^ προφταίνει νά τελειώση τή φράσι του. *Ολ Τάργκα έχει κιόλας βρεθή κοντά του. Είναι αόρα τος, κρυμμένος μέσα στή λόχ μη. Στέκεται λίγο. Κι3 έπει τα οί πελώριοι μυώνες τού κ α λογυμνασμένου κορμιού
ιί
ΤΑΡΓΚΑ
του, συσπειρώνονται κι’ αμέ σως τεντώνονται, δίνοντας του μιαν απίστευτη ώθησι προς τά μπρος κι’ απάνω! , Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο εξακοντίζεται σάν μια νε αρή λεοπάρδαλις. Πέφτει α πάνω στον κακούργο, πού άπειλεΐ νά τον κάνη «σουρω τήρι» καί τό δεξί του χέρι άνεβοκατεβαίνει με δύναμι. Ή άτσαλένια λεπίδα τοϋ μα χαιριού του βυθίζεται ως τη λαβή στή μαλακή σάρκα τοϋ λαιμού. Ό έχθρός ρογχίζει, φτύνει αίμα καί τά χέρια του λύνονται, άψήνοντας τό αυτό ματο νά κυλιστή στα χαμό κλαδα. /Από πάνω κυλιέται κι’ ό Γερμανός! Ό σύντροφός, του μένει κατάπληκτος άπό τήν άπρόοπτη έμφάνισι καί τήν τρο μερή γρηγοράδα τού άτρόμητου Ελληνόπουλου. "Έτσι, καθώς ’τόν βλέπει νά πέφτη μέ ορμή κεραυνού άπάνω στον Γερμανό, καί νά κυλιέ ται χάμω μαζί του, δεν μπο ρεί νά χρησιμοποίηση τό δ-* πλο^ του. Φοβάται μήπως ή σφαίρα λαθέψη καί χτυπήση τον δικό του άνθρωπο. Γι’ αυτό σηκώνει μέ λύσσα τό άκόντιο καί ετοιμάζεται νά τό βυθίση άνάμεσα στις ώ μοπλάτες τού Τάργκα. 3Αλλά έχει λογαριάσει χωρίς τή γρηγοράδα, τήν εύλυγισία καί τήν τόλμη τής Μαλόα! Ή ήρωϊκή συντρόφισσα τού Ελληνόπουλου, τον βλέ πει. Τό μάτι^ της ζυγιάζει α στραπιαία τήν άπόστασι πού τή .χωρίζει άπ* αυτόν. Αμέ
σως άρπάζει τήν κληματσί δα πού κρέμεται άπό κάποιο δέντρο. Τήν τυλίγει^ δυο γύ ρους στον καρπό .τού άριστεροϋ χεριού της, παίρνει φό ρα καί τινάζεται στον άέρα, σφίγγοντας στο δεξί. της ένα κοφτερό μαχαίρι. Ιό κοώλίγραμμο κορμί της ταξιδεύει κυκλικά, μέ ταχύτητα^άστραπής καί πέφτει άκρίβώς άπά νω στον άνθρωπο, πού ετοι μάζεται νά χτυπήση τον Τάρ γκα. Τό μαχαίρι τής Μαλόα είναι πιο γρήγορο άπό τό άκόντιο τοϋ άλλου. Πέφτει τα χύτατα καί βυθίζεται στο στήθος του. Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο, καθώς γυρί ζει ν’ άντιμετωπίση τον δεύ τερο άντίπαλό του, τον βλέ πει νά πέφτη στή γή, σάν δέντρο . πόύ τό δούλεψε τό κοφτερό πελέκι τοϋ επιδέξιου ξυλοκόπου! — Έν τάξει, Μαλόα! λέ ει λαχανιασμένα ό Τάργκα. Τό τέλειο κορμί-του, καμ πουριασμένο γιά νά μή δίνη στόχο, στηρίζεται στά' λογι σμένα πόδια του. Είναι μιά στάσι ' άμύντική καί συγχρό νως έπιθεΥική. Τό βλέμμα του σαρώνει δλη τή γύρω έκ ταση τρυπώνει άνάμεσα σέ λόχμες καί κουφάλες, προσ παθώντας ν’ άνακαλύψη πού κρύβονται οί άλλοι εχθροί. Καί, ξαφνικά, πηδάει σάν λεοντάρι! * Αρπάζει τον σκοτωμένο Γερμανό, τον σφίγγει σαν θώρακα στο στήθος του καί μ’ ένα σάλτο βρίσκεται μπρο στά στή · Μαλόα. Τήν «δια στιγμή άκούγεται τό καχάρι-
ΤΑΡΓΚΑ
σμα^ ένός αυτόματου. Οί σψαΐρες, που προωρίζοντον γιά τό κορμί τής Μαλόα, σκοντάφτουν στον σάρκινο θώρακα πού κρατάει ό Τάργκα στο στήθος του καί βυ θίζονται σε μυώνες · νεκρούς και τσακίζουν νεκρά κόκκαλα! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας μένει άτρωτος. Φυσικά, μένει άτρωτη κΓ ή Μαλόα, πού βρίσκεται πίσω του. Τό όμορφο κορίτσι τής ζούγκλας μόλις εκείνη τη στιγμή νοιώ θει τόν τρομερό κίνδυνο, πού διέφυγε! Γυρίζει τό βλέμμα της μ’ ευγνωμοσύνη στον α γαπημένο της Τάργκα. "Αλλ" αμέσως, από την αντίθετη κατεύθυνσι άκούγεται μια καινούργια ριπή. Τούτη τη φορά όι σφαίρες δεν · βρί σκουν κανένα έμπόδιο. "Έ χουν τό δρόμο ελέύθερο κι" έρχονται νά γαζώσουν τό κορμί τής Μαλόα! Μέσα σέ μιά· ειπγμή}, ή μιά κοντά στην άλλη, σάνγαζί τής μη χανής, ανοίγουν μικρές τρυ πίτσες στην βελουδένια επι δερμίδα του κοριτσιού, πού γεμίζουν αμέσως ζεστό αίμα, πού ά,ναβλύζεΐι, σχηματίζον τας πολλούς τραγικούς καί θανάσιμους πίδακες! Κάτι σάν βόγγος καί πα ράπονο ξεχύνεται από τά στήθεια τής Μαλόα καί παίρ νει άρθρωση μόλις φτάνει στη γλώσσα της: -— Τάργκα... Τάργκα.,.Μέ χτύπησαν! Καί σωριάζεται χωρίς άλ λη μιλιά στη γή. Ό Κυρίαρχος τ% Ζούγ κλας στρέφεται καί καθώς
13
βλέπει τη Μσλόα βουτηγμένη στο αίμα, παθαίνει μιάν ο δυνηρή σύσπασι, πού. τού παραμορφώνει τό πρόσωπο. Ή έκφρασί του γίνεται τώ ρα θηριώδης! "Ενας λυγμός τού φουσκώνει τό στήθος καί φοονάζει απελπισμένα: — Μαλόα! Έπειτα, καθώς δεν παίρ νει απάντηση σηκώνει τό κε φάλι του καί βλέπει λίγο μα-· κρύτερα, πίσω από ένα δέν τρο, τό κτηνώδες σουλούπι τού Ζανούρ. Ό αδυσώπητος Γερμανός βάζει καινούργιο γεμιστήρα στο · αυτόματό του, γιά νά συνέχιση τή φο νική έπίθεσι. . Ό Τάργκα ξεχύνεται σάν ανεμοστρόβιλος. Ή απερίγραπτη λύσσα τής ψυχής του τόν κάνει νά πετάη σάν γεράκι καί τό χτύπημα πού · ετοιμάζεται γιά τόν Ζανούρ, θά είναι πρωτοφανές! Ό Γερμανός τόν βλέπει καί τά μάτια του γεμίζουν πανικό. Καταλαβαίνει πώς αυτό τό εξαγριωμένο λεοντάρι, πού άπόμεινε χωρίς ταί ρι, μπορεί νά τόν έκμηδενίση μ" ένα του μόνο χτύπημα. Τά χέρια τού Ζανούρ κα ταλαμβάνονται από μιάν α περίγραπτη νευρικότ η τ α. Τρέμουν, καθώς βιάζονται να προλάβουν, νά γεμίσουν τό όπλο, πρίν πλησιάση ό Τάρ γκα. "Αλλά . τό φτερωτό Ελ ληνόπουλο εκμηδενίζει τήν άπόστασι σάν ρουκέττα. Λί γο ακόμα καί θά προλάβη. Τρία άλματα· μένουν γιά νά πηδήση απάνω στον δολοφό
14
ΤΑΡΓΚΑ
νο Γερμανό και νά τον κατασπαράξη. Πραγματοποιεί" τό πρώτο. Πραγματοποιεί α μέσως και τό δεύτερο! Ό Ζανούρ κάνει νά ψύγη πανι κόβλητος. 5 Αλλά την ϊδια τττιγμή άκούγετα-ι τό βαθύ βουητό τού ελικόπτερου. Σάν γιγάντιο μχανοκίνητο πουλί χαμηλώνε;ι... χαμηλών νει κι5 αμέσως τά βαρειά μυ~ δραλλιοβόλα του αρχίζουν τό μονότονο καί ρυθμικό τράγου δι του Θανάτου! Τά βαρεία μυδράλλια πέ φτουν σάν πύρινο χαλάζι καί σκάβουν τή μαλακή γή! Α νάμεσα στον Τάργκα καί στον Ζανούρ πέφτει ένα α όρατο παραπέτασμα από βλήματα, πού σημαίνει θά νατο, για όποιον τολμήση νά τό περάση! Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο αναγκάζεται ν’ άνακόψη τον δρόμο του. Κυττάζει με λύσσα αυτόν τον εναέριο εχ θρό του, πού δεν έχει τρόπο νά τον καταβάλη. Βλέπει τον Ζανούρ νά χάνεται γοργά, πίσω απ' τά δέντρα. Καί στη σκέψι, πώς χάνει μέσο: από τά χέρια του τον δολο φόνο τής Μαλόα, νοιώθει μ ιό: τρέλλα νά τού σαλεύη τό μυ αλό. Χύνεται μανιασμένος στα κοφινά πυκνά δέντρα, κόβει μέ πυρετώδεις κινήσεις ένα πελώριο χορτόσκοινο, τό κάνει θηλιά καί, μέ μοναδική έπιδεξιότητα καί δύναμι τό τινάζει προς τά ύψη! Ή με γάλη σκοινένια κουλούρα α νεβαίνει γοργά^ διαγράφον τας στον αέρα ανοιχτούς κύ κλους καί τυλίγει τις δυο με
γάλες ρόδες προσγειώσεως τού ελικόπτερου. Πίσω τους, σάν φίδι ατέλειωτο ξετυλίγε ται τό χορτόσκοινο. Ό Τάρ γκα τό τραβάει μέ την υπερ άνθρωπο δύναμί του. Ή λύσ σα τον κάνει ακόμα πιο δυ νατό! Τό χορτόσκοινο τεντώ νεται, ή θηλειά σφίγγεται στο σύστημα προσγειώσεως του έλικόπτερου κι5 αρχίζει μιά τρομακτική τιτανομα χία: ή αδάμαστη ψυχή ^τού Ελληνόπουλου προσπαθεί νά καταβάλη τήν ισχύ τής μη χανής τού Γερμανού! Ό Τάργκα στηλώνεται στά δυο του πόδια, τυλίγει τό χορτόσκοινο γύρω στά παντοδύναμα μπράτσα του, σφίγγει τά δόντια καί τό τραβάει μέ δύναμι! Ποτέ άλ λοτε στή ζωή του δέν είχε καταβάλει μιά τόσο τερατώ δη προσπάθεια! "Ολο του τό κορμί έχει τεντωθή, από τούς χαλύβδινους όγκους τών μυ ώνων του, πού κατακόκκινοι καί σκληροί σάν τον γρανί τη έχουν πεταχτή, σχηματί ζοντας μικρούς λοφίσκους προς όλες τις κατευθύνσεις! Πελώριοι κορμοί δέντρων τον προστατεύουν άπό τήν έπίθεσι τών μυδραλλιοβόλων τού έλικόπτερου. Γιά λίγα λεπτά τής ώρας γίνεται μιά ισορροπία δυνά μεων. Ή μηχανή τού αεροσκά φους εντείνει τή δύναμί της. Οί στροφές γίνονται περισ σότερες. Τό μούγκρισμα δι» πλασιάζεται κΓ ή πελώρια έλικα χτυπάει μέ λυσσασμέ νη ορμή τον αέρα, αυξάνον
ΤΑΡΓΚΑ
13
καί τόν...καταπιή|, ό Ατσί δας άναζητάει καμμιά πενην τάρια άγριοκάρπουζα, για νά...κόψη κάπως τήν πείνα του! Σ5 εκείνη τήν περιοχή τής ζούγκλας υπάρχουν πολλά νερά, πού σχηματίζουν^ έλη καί τέλματα. Ό κωμικός νέ γρος ξέρε;ι άττό πείρα, ότι σ' όποια περιοχή υπάρχουν νερά, έκεΐ φυτρώνουν άγριοκαρπουζιές κι" άγριοπεπονιές. Ψάχνει, λοιπόν. Τό βλέμ μα^ του τρυπώνει παντού. Καί ξαφνικά οί χειλάρες του άρπάζουν τον χαλκά τής μύ της του καί τον γλείφουν η δονικά. ^— Καρπουτζι!, μουρμου ρίζει. Ώραΐος μεγκάλος καρποΰτζι! Πραγματικά έκεΐ βρίσκε ται μιά μεγάλη άγριοκαρπου ζιά, φυτρωμένη καταμεσής στο τεράστιο έλος. Χωρίς δισταγμό ό "Ατσί δας μπαίνει _ στο νερό καί προχωρεί. -αφνικά, όμως, νοιώθει ένα δυνατό πόνο στο δεξί του πόδι. Σέ λίγο νοιώ θει καί δεύτερο πόνο, τό ί διο δυνατό μέ τον πρώτο, κοντά στον αστράγαλο. Εί ναι^ σά νά του μπήγουν στο κρέας του ένα πυρωμένο καρ ΚΕΦ. 3. "Οίτου ό ’Ατσίβοίς έικφί κι" έπειτα δεύτερο... τρίτο τ ελεΐ... ύδ ροουλ ι κά έρ ...τέταρτο... εκατοστό! γα στή ζούγκλα καί... παίρνει στ δ λαιμό "Έχει μπή τώρα στο νερό ώς τή μέση. Καί τό πλαδαρό του τη Μαλόα! σώμα του, όσο είναι βυθισμέ νήσυχος, κρυμμένος μέ νο στο νερό, τον πονάει φρι σα στις πιο πυκνές λόχ χτά, αφάνταστα, σάν μιά με μες καί προσέχοντας μήπως γάλη πληγή! τόν.,.δή τό «μεγκάλο πουλίς» Δέν μπορεί νά προχωρήση τας ολοένα την ανυψωτική της δύναμι. Τό ελικόπτερο τράνταζε; ται, τρέμει ολόκληρο και γρυλλίζει στην τάσι του ν' άνυψωθή! Κι5 από κάτω ό Τάργκα μ5 ένα κορμί πού έχει γίνει κοκκινόμαυρο άπ" την προσ πάθεια και μοιάζει σαν πε λεκητός γρανίτινος όγκος, α γωνίζεται νά τό συγκράτη ση ! Αυτή ή τερατώδης άναμέτρησις δυνάμεων ανάμεσα στον "Άνθρωπο και στη Μη χανή δεν κρατάει πιο πολύ. Τό γερό καί χοντρό, σαν πα λαμάρι χορτόσκοινο τεντώνε ται, όσο δεν μπορεί περισ σότερο, τρίζει καί κόβεται α πότομα στα δύο! Αμέσως, σά νά εξαφανί στηκε ή πελώρια δύναμι, πού τούς συγκρατουσε, τό ελικό πτερο τινάζεται σάν βολίδα προς τά ύψη κι5 ό Τάργκα βρίσκεται πεσμένος ανάσκε λα είκοσι μέτρα μακρύτερα! Καθώς πέφτει, τό κεφάλι του χτυπάει στον κορμό ε νός δέντρου. Τό μυαλό του σκοτεινιάζει. Τό κρανίο του γεμίζει^ άστρα καί καμπάνες. Καί μένει βυθισμένος σέ λή θαργο.
Α
16
ΤΑΡΓΚΑ
τπά! Κατατρομαγμένος γυ ρίζει πίσω. Βγαίνει απ’ το έλος. Και βλέπει ένα θέαμα απαίσιο κΓ άπουκροϋστικό! Τό κορμί του ολόκληρο — όσο πρόλαβε νά μπή^ μέσα στο νερό — είναι γεμάτο α πό αναρίθμητες πελώριες και κατάμαυρες βδέλλες! Τά τεράστια σκουλήκια, διψασμένα γιά αΐμα, έχουν κολ λήσει απάνω του μέ τις α χόρταγες βεντούζες τους,ένφ οί ουρές τους ^ελεύθερες, σα λεύουν πέρα-δώθε! Στην αρχή ό Ατσίδας τρο μάζει. Λεν μπορεί νά καταλάβη πώς φύτρωσαν ξαφνι κά απάνω του, όλ5 αυτά τά άποιψουστικά σκουλήκ ι α, που σαλεύουν, όπως τά στάχυα τού αγρού, όταν περνάη από πάνω τους ό άνεμος. Αμέσως, όμως, καταλα βαίνει πώς είναι βδέλλες, απ’ αυτές πού πλημμυρίζουν τά πιο πολλά έλη τής ζούγκλας και κολλάνε στά δέρματα των ζώων πού έρχονται νά ποτι στούν και τούς ρουφάνε τό αίμα ως την τελευταία στα γόνα ! Χωρίς νά χάση καιρό τις πιάνει μέ τις φούχτες του τρεΐς-τρεΐς, πέντε-πέντε, τις ξεκολλάει, τις πετάει χάμω καί τις πατάει μέ την πλατειά ποδάρα του φωνάζοντας: ^ __ — Φτοΰ! Έσύ όκι πίνεις αΐμα εμένα!"Ετσι ξεγλυτώνει άπό τά αιμοδιψή σκουλήκια. Δέν θέλει, όμως, ν’ άπομακρυνθή άπό τό έλος, πριν βάλη στο χέρι τά μεγάλα
καρπούζια, πού του έχουν α νοίξει την όρεξι! Τά κυττάζει μέ μάτι σκεπτικό, ξύνει την κεφάλα του καί, στο τέ λος, κατεβάζει μιά^σοφή σκέψι: παίρνει ένα ξύλο χοντρό και σκληρό σάν σίδερο, πάει στην άκρη τού έλους, ανοίγει ένα χαντάκι κι5 άφήνει τό νε ρό νά τρέξη στην κατηφοριά. "Ετσι, λίγο-λίγο τό έλος... στραγγάει! Τά νερά σχηματίζουν ρυά κι και φεύγουν. Οί βδέλλες μέ τινάγματα τού μυώδους κορμιού· τούς, πηδούν δεξιά κι* αριστερά. Σκορπίζουν. Κι5 άλλες ψοφά νε στη στερηά κι5 άλλες κα τορθώνουν νά πέσουν στά γει τονικά έλη. Ό Ατσίδας εί ναι κατενθουσιασμένος μέ. τον εαυτό του, πού καθάρισε τό δρόμο. Πλησιάζει την άγριοκαρπουζιά, μουρμουρίζοντας: — Έγκώ... μπράβο έμε να! Έγκώ ντιώξει - ντιώξει βντέλλος, έγκώ φάει - φάει μεγκάλος καρπούτζι! -αφνικά ακούει ένα γρυλλισμό έκπλήξεως. Μικρά τσακάλια και μι κροί πάνθηρες, απ’ αυτούς πού μυρίζονται άπό μακρυά τό αΐμα καί τρέχουν μέ δόν τια καί νύχια άκονισμένα, ξε προβάλλουν στο δάσος απ’ όλες τις μεριές! Προχωρούν μέ προφύλαξη σέρνοντας τη λαστιχένια κοιλιά τους στο χώμα. Ό κωμικός νέγρος τά βλέ πει καί...αγριεύει! Συλλογίζεται πώς τ’ αγρί μια μαζεύτηκαν ςκεή γιά νά
ΤΑΡΓΚΑ πιουν τό δικό του αΐμα, τό χυμένο απ’ τις πληγές πού του άνοιξαν οι μεγάλες βδέλλες! Σηκώνει τό φυσοκάλαμο, τό φέρνει στο στόμα και φυσσάει δυνατά. "Έπειτα ξαναφυσσάει. "Έπειτα πάλι. Τά μικρά βέλη φεύγουν ένα-ένα μέ ορμή. Καρφώνονται στο λαιμό των μικρόσωμων άγρ ιμιών και μένουν εκεί, μέ τις φουν τωτές ουρές τους, νά σαλεύ ουν στον αέρα. Τά σαρκοψάφα πέφτουν κεραυνοβολημέ να. Ό "Ατσίδας ενθουσιάζεται καί...γλεντάει. —- Έγκώ κάνεις ωραίο... σκοτοβολή !, ψιθυρίζει. Τό βρίσκει τα πράγμα 6ιασκεδαστικό. Καί παρακολουθεί τό μπουλούκι των σαρκοφάγων, άποδεκατίζοντάς το μέ τά ε πικίνδυνα βέλη του. — "Εγκώ μπράβο εμένα!, ξαναλέει. Έγκώ... "Ώουουουου! Αυτό πού βλέπει τώρα τον τρομάζει! Αίγα μέτρα μακρύτερα, .α ναίσθητη μέσα σέ μια λίμνη αίματος βρίσκεται ή.,.Μαλόα! — Κύριος Μαλόα!, φω νάζει σπαραχτικά ό "Ατσί δας. Τό κορίτσι τής ζούγκλας μένει ακίνητο. Τ" αγρίμια, πού έφτασαν ως εκεί, τραβηγμένα από τη μυρωδιά τού χυμένου αίμα τός της, κοντοστέκονται, ο σμίζονται τον αέρα, γρυλλί-
17
ζουν μ" ευχαρίστηση ξύνουν μέ τά νύχια τους τη γη κι" ετοιμάζονται νά χυθούν στο νέο κορίτσι καί νά τό κατα σπαράξουν ! Ό "Ατσίδας τό^ νοιώθει καί. δέν χάνει καιρό. Μέ μιά ταχύτητα ασυνή θιστη γι" αυτόν, αρχίζει νά τοποθετή στο φυσοκάλαμό του βέλη καί νά τά εξακοντί ζει μέ δύναμι κι" ευστοχία! Κάθε αγρίμι, τη στιγμή πού ετοιμάζεται νά ριχτή στη Μαλόα, δέχεται ένα βέ λος καί σταματάει γιά πάν τα τις... ετοιμασίες του! Στο τέλος απομένει ένα τσα κάλι. Αυτό ό "Ατσίδας τό πλησιάζει τρέχοντας, τραβά ει πίσω την ποδάρα του καί τού δίνει μιά φοβερή... κλω τσιά! Τό μικρό σαρκοφάγο αφήνει ένα ουρλιαχτό πόνου, εξακοντίζεται στον αέρα, χτυπάει στον κορμό τού άντικρυνοΰ δέντρου καί πέφτει γιά νά μην ξανασηκωθή ποτέ πιά! — "Εσύ...σκασμό !, λέει ό \"Ατσίδας κυττάζοντάς το βλοσυρά. "Έπειτα πλησιάζει τό αν αίσθητο κορίτσι. — Κύριος Μαλόα! Κύρι ος Μαλόα!, τής λέει. "Ακούει σάν άπάντησι στα λόγια του μιά φωνή τόσο χον τρή καί βαρειά, ώστε γουρ λώνει τά μάτια. Σκύβει πάνω της καί μουρ μουρίζει: — Κύριος Μαλόα έκει... βραχνιάσει; Τώρα ξανακούγεται ή βαρειά φωνή. Τη συνοδεύουν
Ήσυχος 6 Τάργκα πηγαίνει στη Μαλόα το μικρό νόστιμο £αοκά£ι για νά γευίκτίση· ’Αλλα την
ι^ια στιγμή ο
Α σιόας
τον ειδοποιεί πώς ό Ζανουρ εφτασε με
______——=—·9
;· .τό «μεγάλο πουλί».
ΚΓ άμέσωςάρχίζει
μια τρομερή
μάχη,.
Ό Γερμανός υποστηρίζεται
άττό το έλικόπτερο.
20
ΤΑ^ΓΚΑ ύ.
και βαρείες πατημασιές, πί σω από τα κοντινά δέντρα, τής πτικνής ζούγκλας. Και λέει: — Κάπου εδώ πρέπει νά βρίσκεται τό πτώμα της, δ:ν τη σκότωσα! Άν όχι, θά την βρούμε τραυματισμένη ί Ό Ατσίδας δεν μπορεί νά καταλάβη, τί σημαίνουν αυ τά τά λόγια. Αναγνωρίζει ό μως τη...φωνή! Καί καταλα βαίνει πώς δεν μιλάει ή Μαλόα. Μιλάει ό.,.Ζανούρ! — Τζανούρ!, ψιθυρίζει έν τρομος ό κωμικός . νέγρος. Έγκώ πάρει εμένα, φύγει έ μενα. Τζανούρ... κλώτσησε ικλωτσήσει έμενα! • Σκύβει, παίρνει την αναί σθητη Μαλόα στην, αγκαλιά του κι5 όσο μπορεί πιο γρή γορα κι3 αθόρυβα, απομα κρύνεται από κείνο τό σημείο τής ζούγκλας. Κι3 ήταν πραγματικά και ρός ν5 άπομακρυνθή. Την ίδια στιγμή ένα χον τρό χέρι ξεπροβάλλει μέσα από την πυκνή λόχμη, παρα μερίζει τά πλατειά φύλλα .κι3 ένας άντρας με κτηνώδη διάπλασι πηδάει έξω. Πίσοο του έρχονται δυο άλλοι ώ~ πλισμένοι σάν άστακοί με αύ τόματά καί μέ -χειροβομβί δες. -— "Άδικα ψάχνουμε, Ζανόύρ!, λέει ό ένας. Είναι δύ σκολο νά βρής. σ3 ολόκληρη τή ζούγκλα, ένα κορίτσι περαθενο ή τραυματισμένο!, —Σκασμός, Χάνς!, γρυλλίζει ό κτηνώδης Γερμανός. Μήν ξεχνάς πώς κάθε άνθροοπος δικαιούται νά πή ώρι-
σμένο αριθμό λέξεων στή ζωή του. Έσυ φλυαρείς πο λύ, θά τις έξαντλήσης γρήγο ρα όλες τις λέξεις σου καί, τότε, θά είναι περιττό νά έξακολουθήσης νά ζής! Ό άλλος σωπαίνει τρομο κρατημένος. Ό Ζανούρ, πελώριος καί τετραγωνικός, σάν ένας ταύ ρος, προχωράει μπροστά, έρευνώντας μέ προσοχή τό έ δαφος. -αφνικά τό μάτι του σταματάει σε μιά λίμνη από πηχτό αίμα! Γύρω-γύρω υ πάρχουν πολλά τσακάλια καί μικροί πάνθηρες — δλα νε κρά. — Έδώ ήταν!, γρυλλίζει ό Γερμανός. Τό φανερώνει τό πηγμένο αΐμα της! ?Ηρθαν τά τσακάλια νά τήν φάνε, αλλά κάποιος πρόλαβε, τά σκότωσε καί τήν πήρε! Αυ τός ρ «κάποιος» δεν μπορεί νά εΐναι άλλος, από τον Τάργκα, τον ένοχλητικό "Ελλη να, πού ώρκίστηκα νά τον ξεπαστρέψω, πριν από κάθε άλλη· μου δουλειά. "Εμπρός, λοιπόν! Έτοιμαστήτε! Καθώς μιλάει, τό πρόσω πό του έχει πάρει μιά θηριώ δη έκφρασι. Τά πελώρια μπράτσα του , απλώνονται μπροστά καί τά δάχτυλά του συσπώνται, σά νά γυρεύουν νά συλλάβουν καί νά στραγ γαλίσουν ! — Έσυ, Χάνς, νά^ βγής στο ξέφωτο καί μέ τόν κα θρέφτη σου γυρισμένο προς τόν ήλιο, νά δώσης στο ελι κόπτερο φωτεινά σήματα Μόρς, ειδοποιώντας το νά γυρίζη άπό πάνω μας, έτοιμο
ΤΑΡΓΚΑ
νά μάς βοηθήση! Έσύ, "Αλμπερτ, έλα μαζί μου, ^ με το αυτόματο έτοιμο! Τούτη τή φορά ό Τάργκα δεν μοΰ γλυ τώνει ! Καί ή Μαλόα, μά τον Διάβολο, θά γίνη σκλάβα μου! Οί άλλοι ύττακούουν σάν «ρομπότ»! . Και ό Ζανούρ προχωρεί μέ προφύλαξι. Σε λίγο περπατάει στον τόπο, πού ήταν προηγουμέ νως τό έλος, πού τό στράγγιξε ό Ατσίδας! Οι βαρείες μπόττες του βυθίζονται ώς τή μέση στη λάσπη. ^Προχωρεί κυττάζοντας ε δώ κι’ εκεί. Καί, ξαφνικά, καρφώνεται στη θέσι του! Τό ίδιο κάνει κι5 ό Γερμα νός πού άκολουθεΐ! Κι5 οί δυο μαζί τυλίγουν νευρικά μέ τούς δείχτες των χεριών τους τις κάννες τών όπλων τους. — Τ' εΐν’ εκεί; κάνει σι γά ό Ζανούρ. — Τά φύλλα τής καρπουζιάς κουνιούνται!, λέει ό άλ λος βραχνά. Κάποιος κρύβε ται κεΐ-πίσω! 7—Αές κανένα αγρίμι; ρω τάει πάλι ό Ζανούρ. Πρέπει νά τό εξακριβώσουμε. Τράβα μιά ριπή στον άέρα. Προη γουμένως, όμως, οχυρώσου πίσω από τό δέντρο, γιατί αν είναι αυτός ό Σατανάς, ό Τάργκα, μπορεί νά σού χυθή σαν κόμπρα, άπό κεΐ πού δεν τον, περιμένεις! Εμπρός... Τράβα τή ριπή! Ό Γερμανός στρατιώτης
υπακούει,
21
Τό δάχτυλό του τραβάει τή σκανδάλη. Ή κάννη είναι γυρισμένη ψηλά, κΤ οί σφαίρες τρυπουν τον πράσινο θόλο, πού σχη ματίζουν άπό πάνω τους τά πυκνοπλεγμένα κλαδιά τών αιωνόβιων δέντρων. Συγχρό νως ό Ζανούρ κραυγάζει άΥΡια· , . ; ' —Παραδόσου ! Ό Ζανούρ δεν αστειεύεται! Πίσω απ' τήν καρπουζιά άκούγεται μιά βραχνή φωνή. Εκεί βρίσκεται κρυμμένος ό Ατσίδας. Έχει αφήσει δί πλα του τή Μαλόα .καί περι μένει νά περάση ό κίνδυνος. Καθώς βλέπει, όμως, δίπλα του τόσα ωραία καρπούζια δέν...μπορεί νά κρατηθή. Καί λέει σιγά: — Έγκώ ντώσει εμένα έ να καρπούτζι! Καί καταβροχθίζει ένα μέ δυό...δαγκωνιές! Αυτό είναι αρκετό νά γλυκαθή. Κόβει άμέσως δεύτερο καί τρίτο καί τέταρτο, χωρίς νά προσέξη πώς όλη ή καρ πουζιά τραντάζεται απ' τά τραβήγματα. Έτσι φανερώνει τήν πα ρουσία του στον Ζανούρ. /Ακούει τήν άγρια προσ ταγή του καί νοιώθει τά γό νατά του νά κόβωνται! Αυ τόν τον τρομερό ■ Γερμανό, ό Ατσίδας τον έχει φοβηθή πιο πολύ κι' άπ’ τον Διάβολο! Σηκώνει, λοιπόν, τά χέ ρια του ψηλά! Σηκώνεται κατόπιν κι’ ό Τ διος^ καί λίγο-λίγο ή ολο στρόγγυλη καί τρομοκρατη μένη φάτσα του προβάλλει
22
ΤΑΡΓΚΑ
πίσω από την καρπούζια, σάν...μαύρο φεγγάρι !^ Ό Ζανούρ τον ατενίζει πε ριφρονητικά. — Έσύ είσαι, παλιοσκούληκο; του φωνάζει. Τον πλησιάζει κι5 ένας γρυλλισμός ικανοποίησε ω ς ξεφεύγει από τό πλατύ λαρύγκι του. Πλάϊ στον Ατσί δα, απάνω στά μαλακά χόρ τα, βρίσκεται ξαπλωμένη ή Μαλόα! Ό Ζανουρ σκύβει. Άκουμπάει τ’ αυτί στην καρδιά της. — Είναι ζωντανή!, λέει. Θά την σώσουμε! Πραγματικά ή καρδιά της χτυπάει ασθενικά. Τά τραύματα δεν ήταν θα νατηφόρα. — Θά την μεταφέρουμε στο ελικόπτερο!, ξαναλέει ό Ζανουρ. Αυτή τη φορά είναι δική μου. "Οσο γιά τούτο τό μαύρο σκουλήκι... Κυττάζει με περιφρόνησι τον Ατσίδα. Τραβάει πίσω τή χοντρή μπόττα του κι5 ε τοιμάζεται νά τον κλωτσήση, μά ό έντρομος νέγρος πέφτει πρίν.,.φάη την κλωτσιά! -— ’Άς τον πάροσμε κι5 αυτόν μαζί!, μουρμουρίζει ό κτηνώδης Γ ερμανός. Αυτός θά ξέρη τις επιθυμίες τού ό μορφου κοριτσιού! Θά τον κρατήσω, γιά υπηρέτη μου! Την Τοια στιγμή άκούγεται ψηλά ένα βουητό. Τό ελικόπτερο, ειδοποιη μένο από τά φωτεινά σήματα Μόρς πού τού έστειλε ό ’ Αλμπερτ, διαγράφει κύκλους α πάνω από τά κεφάλια τους.
Ό Ζανούρ χαμογελάει μ5 ευχαρίστησε Τά μοχθηρά μάτια του α στράφτουν άπό χαρά. Αυτή τή φορά ό θρίαμβός του είναι οριστικός. — Τάργκα, θά σε ξερριζώσω άπό τή ζούγκλα!, μουρμουρίζει. Θά χάσης τ’ ό μορφο ξανθό κορίτσι. Καί, γιά νά μάθης νά μήν ορθώ νεσαι στο δρόμο τού Ζανούρ, θά πεθάνης, Τάργκα! Τώρα τό ελικόπτερο στέ κει άκίνητο πάνω άπό τό ξέφωτο. Ό Χάνς, με τό καθρεφτάκι του γυρισμένο στον ή λιο, τού δίνει τις κατάλληλες οδηγίες. Και τό μετάλλινο πουλί άρχίζει νά κατεβαίνη σιγά-σιγά, ώσπου κουρνιά ζει μαλακά στο χώμα! — Εμπρός!, διατάζει βαρειά ό Ζανούρ. Φορτώστε τους στο ελικόπτερο. Νά περιποιηθήτε τά τραύματα τού κοριτσιού. Καί δρόμο γιά την καινούργια μυστική φωληά μας! Οί διαταγές του έκτελούνται γρήγορα. Τελευταίος άνεβαίνει στο ελικόπτερο ό Ζανούρ. ’Έπειτα οι μηχανές μουγ κρίζουν ή γιγαντιαία έλικα στροβιλίζεται στον αέρα, τό μετάλλινο πουλί ξεκολλάει ά πό τή γή κι’ άπομακρύνεται σιγά-σιγά, άπάγοντας τή Μαλόα καί τον Ατσίδα -— τούς δυο μοναδικούς συντρό φους τού Τάργκα, προς τό καινούργιο μακρυνό κι5 άγνω στο καταφύγιο τού αδυσώπη του Ζανούρ!
ΤΑΡΓΚΑ
23
’Αλλ’ αυτή τη στιγμή άκούγεται ένα κελάρισμα! ται σαν άετος στους Πολλά νερά, άφθονα νερά, στους αίβέρες! κατρακυλούν από ένα ψηλό τερο σημεΐο τού εδάφους και σχηματίζουν ένα πλατύ ρυά ια ώρα πολλή ό Κυρί κι ανάμεσα στον Τάργκα καί αρχος τής Ζούγκλας στην κόμπρα! μένει βυθισμένος στο σκοτά Είναι τά νερά που φεύγουν δι τής λιποθυμίας. από τό αυλάκι, που άνοιξε ό Τό χτύπημα του κεφαλιού Ατσίδας, όταν θέλησε, κα του πάνω στον κορμό τού θώς είδαμε, νά ξεράνη τό έ δέντρου ήταν τόσο δυνατό, λος, γιά νά μπορέση νά πληώστε θά μπορούσε νά σκοσιάση τις... άγριοκοίρπου-' τώση ακόμα κι5 ένα βουβά ζιές! λι! "Ετσι απρόοπτα σχηματί Ό Τάργκα είναι ακόμα α ζεται ένα ρυάκι, που κυλάει ναίσθητος, δταν τά ξερόκλαάφρισμένα τ’ άφθονα νερά δα, λίγο μακρύτερά του, σα του καί δημιουργεί ένα αδιά λεύουν, τρίζουν κι5 άνάμεσά βατο εμπόδιο γιά τό φαρμα τους προβάλλει ένα άποκερό φίδι! κρουστικό σταχτοπράσ ι ν ο Ή κόμπρα είναι τώρα γε κουκουλωτό κεφάλι φιδιού! μάτη λύσσα! Είναι μιά πελώρια δηλητη 'Ανασηκώνεται στην ουρά ριώδης κόμπρα, πού σηκώνε της, παλεύει πέρα - δώθε τό ται σχεδόν ολόκληρη όρθια, κουκουλωτό κεφάλι της καί στηρίζεται μόνο στην ουρά σφυρίζει θυμωμένη. της, πετάει έξω τη διχαλωτή Στο μεταξύ τό κρύο νερό γλώσσα της καί σφυρίζει μέ κυλάει, απλώνεται, φτάνει μοχθηρία. κοντά στον λιπόθυμο Τάργκα καί τοΰ λούζει τό κεφάλι μέ Τά μικρά, σάν χάντρες μά την υγρή δροσιά του. Μιά τια της, καρφώνονται στον δυο από τίς^ λίγες βδέλλες Κυρίαρχο τής ζούγκλας. που ^παρασύρει τό ρεύμα, "Επειτα τό κουκουλωτό κε κολλάνε σάν βεντούζες στον φάλι της χαμηλώνει. σβέρκο τού Κυρίαρχου τής Τό λαστιχένιο κορμί της Ζούγκλας καί ρουφάνε δίψασέρνεται γοργά στη γή, σμένα τό αίμα του. προχωρώντας προς τον Τάρ Κι5 έτσι γίνεται τό θαύ γκα, που είναι πάντα βυθι μα : από τή μιά πάντα ή σμένος στο σκοτάδι τής λι δροσιά τού νερού κι5 από τήν ποθυμίας κι5 ανίκανος ν’ αάλλη τό χτυπημένο αΐμα, πού μυνθή. ρουφιέται^ από τις βδέλλες, Τά φοβερά της δόντια εΐν’ κάνουν τό ατρόμητο Ελληνό έτοιμα νά μπηχτούν στη σάρ πουλο νά συνέλθη! κα του καί νά χύσουν το δη Λίγο - λίγο τό σκοτάδι δι λητήριό τους. αλύεται γύρω του. ΚΕΦ.
Γ
4.
"Ο-Γτου δ Τάργκα γίνε ται... πουλί και μάχε
24
ΤΑΡΓΚΑ
Τά πέπλα τραβιούνται κΓ ό Τάργκα ανακάθεται. Στην αρχή φαίνεται κάπως ζαλισμένος. •■"Επειτα άκούει τό θυμωμέ νο σφύριγμα του φιδιού! . Στρέφεται καί βλέπει άπέναντι άπό τό αυλάκι την πελώρια κόμπρα νά τον φοβερίζη,^ φυσσώντας τή διχιλοττή γλώσσα της καί σαλεύοντας τό κουκουλωτό κεφάλι της. ^ Ό φοβερός κίνδυνος τον κάνει- νά συνέλθη τελείως. Τραβάει γρήγορα τό μα χαίρι του καί τό πετάει, μέ . μοναδική δεξιοτεχνία. Ή λε πίδα κάνει μια τούμπα στον άέρα κι3 έπειτα, μέ τήν αι χμή όλοΐσια προς τά εμπρός, σχίζει τον άέρα καί καρφώνε ται καταμεσής στήν κουκού- * λα τής κόμπρας, τρυπώντάς την πέρα ως πέρα! * Τό φοβερό φίδι πέφτει σάν απλωμένο σκοινί μπουγάδας, πού τού κόβουν άπότομα,τίς δυο άκρες! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας σηκώνετοι όρθιος. Πετάει άπό πάνω του τις δυο βδέλλες. Τεντώνει τά μπράτσα του, τανύει τις μυώνες του καί τό τέλειο κορμί του ξαναβρίσκει τήν κανονική λειτουργία του. Περνώντας κοντά άπ3 τήν κόμπρα, τραβάει τό ματωμέ νο μαχαίρι του, τό σκουπίζει πάνω στά χόρτα καί τό ξαναβάζη στή θέσι του. Ξαφνικά, όμως, άκούει τό βουητό^ μιας μηχανής! Σηκώνει τό κεφάλι του καί βλέπει τό γιγαντιαΐο έλικόΤίτερο νά χαμηλώνη, σάν όρ
νεο, πίσω άπό τήν κοντινή τούφα τών μεγάλων δέντρων. Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο προαισθάνεται κάτι. Τραβάει τό μαχαίρι του καί άρχιζει νά τρέχη σάν ά νεμος. Χώνεται μέσα στην πυκνοφυτευμένη περιοχή ^ τής ζούγκλας. Έκεΐ επικρατεί αι ώνιο σκοτάδι, γιατί οι άκτ'ίνες του ήλιου δεν μπόρεσαν νά τρυπήσουν ποτέ τις καταπράσινες φυλλωσιές τών δέντρων. Κληματίδες, άγριοι κισσοί κι3 άλλα άναρριχητικά πλέκονται, αιώνες τώρα, άνάμεσα στους κορμούς καί σ χ η ματίζουν άδιαπέρασ τα φράγματα. Γεμάτος άγωνία ό Τάργκα τραβάει τό μαχαί ρι του κι3 άρχίζει ν3 άνοίγη δρόμο, κόβοντας, όσο μπορεί πιο γρήγορα τά ξυλιασμένα άναρριχητικά. Μαντεύει πώς πίσω άπ3 αυτά τά φράγμα τα γίνεται κάτι πολύ σοβα ρό. Σίγουρα τό ελικόπτερο έχει, προσγειωθή γιά κάποια σπουδαία δουλειά! · Καί.τό Ελληνόπουλο βιά ζεται νά προλάβη. Τό κορμί του έχει ολόκλη ρο ιδρώσει! Κόβει ^ συνεχώς! Κόβει κληματσίδες καί προχωρεί, ώσπου τό φράγμα, άραιώνει κι3' άνάμεσά του διακρίνεται φώς. Ό Τάργκα κυττάζει μέ άγωνία. Διακρίνει στο ξέφωτο τό ελικόπτερο. Βλέπε Γ τό κτηνώδες σου λούπι τού Ζανούρ. Κι3 επετα... μιά σπαρα χτική κραυγή πνίγεται στο λαρύγκι τοα Βλέπει τούς
ΐλΡΓί<Α
Ανυψώνεται κάθετα, σάν δυο Γερμανούς νά φορτώνουν νά τό τραβάη από πάνω ένα στο ακίνητο ελικόπτεροτή πανίσχυρο γιγαντιαΐο αόρα Μαλόα. το χέρι. · Την πηγαίνουν σηκωτή καί Τό Ελληνόπουλο τρέχει'α τή ρίχνουν μέσα στο ιπτάμε πελπισμένα. νο μηχάνημα, άπο τήν μεγά Φτάνει κοντά τήν ώρα πού λη πόρτα ■ που χάσκει^ ορθά τό μετάλλινο πουλί έχει άνυνοιχτη στά πλάγια του σκά ψωθή στά τριάμιση μέτρα. φους. Σέ λίγο με τον ίδιο τρό Κάνει ένα απεγνωσμένο άλ πο, τό ελικόπτερο καταπίνει μα καί τό μόνο πού κατορ καί τον Ατσίδα, παρ’ όλο θώνει είναι· ν' άγγίξη μέ τήν πού διαμαρτύρεται πώς εί άκρη τών δακτύλων του το σύστημα· προσγειώσεις τού ναι νηστικός καί πώς θά πεθάνη τής πείνας! αεροσκάφους. · Ή άγωνία δίνει καινούρ Κι* έπειτα ξαναπέφτει στή ο γιες δυνάμεις στον Τάργκα. Υη. , · Τό · μαχαίρι του κινείται Κυττάζει μέ λύσσα τό δια σάν άστραπή. βολικό μηχάνημα τοϋ Ζανούρ Κόβει με ορμή καί τις τε πού εξακολουθεί ν’ ανυψώνε λευταίες κληματσίδες, πού. ται σιγά-σιγά, θριαμβευτικά, άπάγοντας . τήν πολύτιμη τοϋ φράζουν τό δρόμο, για νά τρέξη,· νά σώση τή Μα συνΐρόφισσά του, τό. ξανθό λόα. κορίτσι τής ζούγκλας, τή Μα Μένουν ακόμα: τρεΐς. Κό λόα! βει τήν πρώτη... τή δεύτερη Γιά μιά στιγμή στέκει α ....τήν τρίτη... καί χύνεται νίσχυρος. σάν μανιασμένος σίφουνας ; "Επειτα τό μυαλό του αρ στο ξέφωτο. χίζει νά στριφογυρίζη- κατε Σιμώνει τό ελικόπτερο μέ βάζοντας χίλιες· ιδέες. Μιά ταχύτητα βολίδας! άπ' όλες μπορεί νά πραγμα τοπο ιηθή, χάρι στις κλημα λ 'Αλλά ξαφνικά ένα δυνατό τσίδες, πού κρέμονται . σάν κύμα ανέμου τον χτυπάει κα χορτόσκοινα, άπό τά πανύ τάστηθα · καί του άνακόπτει ψηλα δέντρα. κάπως τήν ταχύτητα. Ή με Ό Τάργκα άρπάζει μέ δύγάλη έλικα τοϋ μηχανικού ναμι -μιά. · πουλιού- έχει αρχίσει νά στριφογυρίζη μέ δύναμι. Ό Τρέχει, κρατώντας την, δυνατός αέρας πού δημιουρ σάν άνεμος κι’* έπειτα δίνον γεί, μαστιγώνει τις φυλλω τας μιάν απίστευτη ώθησι σιές τών ^γύρω δέντρων, τις στο κορμί του, .τινάζεται όςνοομαλλιάζει καί τις κάνει στον αέρα σάν βολίδα. Δια νά βουίζουν, σά νά περνάη άγράφει ένα μεγάλο τόξο κι* νάμεσά τους ή Καταιγίδα! όταν φτάνει . στο ψηλότερο, Τό έλικόπτερο ξεκολλάει σημείο τής τροχιάς του, αρ από τή γη! πάζει δεύτερη κληματσίδα.
26
ΤΑΡΓΚΑ
5Από κεΐ ξαναρχίζει δεύτερο τοξωτό ταξίδι, πού^ τον φέρ νει σε ύψος ίσο, με τό ύψος πού έχει - φτάσει εκείνη τή στιγμή τό ανυψωμένο μηχάνη μα του τρομερού Ζανούρ! Αυτή τή στιγμή ό Τάργκα αφήνει τήν κληματσίδα. Τ'ό κορμί του, μέ τήν τα χύτητα πού έχει, κάνει μια καμπυλωτή τροχιά και ^πέ φτει άπάνω στή ράχη του ε λικόπτερου, μέ βαρύ γδού πο ! Τό ιπτάμενο σκάφος τραν τάζεται. Ή μηχανή του ροχθεΐ πιο δυνατά. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο καρφωμένο άπάνω του καβαλλητά, προχωρεί μέ τα τέσσερα προς τό ρύγχος του μεταλλικού πουλιού. ΈκεΤ βρίσκεται ή θέσι τού πιλό του κΓ είναι σκεπασμένη, όχι μέ μέταλλο, όπως τό υπόλοι πο σκάφος, αλλά μέ κρύσταλ λο. Ό Γερμανός πού κάθεται στο πηδάλιο άντικρύζει τούς γαλανούς αιθέρες, σίγου ρος, πώς κανένας έχθρός δέν μπορεί νά τον πλησιάση, έκεΐ-ψηλά, πού βρίσκεται τώ ρα, ανάμεσα στή γη καί στον ουρανό. Ξαφνικά, όμως, τά μάτια του γουρλώνουν. Οι βολβοί πετιούνται από τις κόγχες τους! Ό πιλότος βλέπει μπρο στά του, σκυμμένην άπ5 έξω από τό κρύσταλλο τήν αυ στηρή μορφή τού Τάργκα, μέ τ’ άντρίκια του χαρακτηρι στικά παραμορφωμένα, από
τήν έκφρασι τής λύσσας πού τον κατέχει! Τά μαύρα μά τια του άστράφτουν σάν κρα τήρες ήφαιστείων, πού ξεχύ νουν ποταμούς πυρωμένης λάβας! Τό δεξί χέρι τού Κυρίαρ χου τής Ζούγκλας, σηκώνε ται καί ξαναπέφτει, σφιγμέ νο σέ γροθιά. Χτυπάει σάν ένα βαρύτα το σφυρί! "Ολο τό θολωτό κρύσταλ λο πού σκεπάζει τό ρύγχος τού ελικόπτερου κομματιάζε ται μέ πάταγο. Ό Τάργκα πηδάει απ’ τό άνοιγμα μέσα στο σκάφος! Ό πιλότος πετιέται ορ θός, αλλά δέν έχει τον καιρό ν' άμυνθή, γιατί τό Ελληνό πουλο μαίνεται κι5 ή ταχύτη τα των κινήσεων του θυμίζει τρομερή λαίλαπα. 'Απλώνει τά μπράτσα του καί τά χα λύβδινα δάχτυλά του άρπάζουν τον Γερμανό απ' τον λαιμό. Συσπώνται, τού πιέ ζουν τήν καρωτίδα, τού κλεί νουν τον λάρυγκα καί τον κά νουν νά κρεμάση έξω τή γλώσσα του μιά πιθαμή! Ό Τάργκα νοιώθει όλο τό βάρος τού .Γερμανού, νά κρέ μεται άπό τά δυο του χέρια. Τόν παρατάει κΓ αυτός σωριάζεται άψυχος, σάν κου ρέλι. Ό Τάργκα κυττάζει τρι γύρω του. Αύτα τά μηχοτνήματα, οί μοχλοί καί τά πηδάλια, δέν τού είναι άγνωστα. Χάρις στις γνώσεις πού πήρε άπό μικρός, κοντά στον γερο-καπετάνιο, τόν παποΰ του, εΐ-
ΤΑΡΓΚΑ !&==!=* Έ
-
ι
..............—
27 —
——
"" ι
■■.'ΐι
Τό κορμί του, μέ τήν ταχύτητα ττσύ εχει, κάνει μια καμττυλωτή τροχιά και ττέψτει στή ράχη του έλικο-τττέρου!
ναι ένας τέλειος πιλότος αε ροπλάνων καί ελικοπτέρων. Σκύβει γοργά, ρυθμίζει τά πηδάλια, κανονίζει τό μηχά νημα προσγειώσεως καί τό αεροσκάφος άρχιζει να κατεβαίνη σιγά-σιγά προς τη γη! Καί, τώρα, μένουν οί κυ ρίως αντίπαλοί του. Αμέσως τό άτρόμητο Ελ ληνόπουλο ανοίγει τό μικρό πορτάκι, πού χωρίζει τον θά λαμο του πιλότου καί χύνε ται σάν λίβας πού καίει καί σαρώνει, μέσα στο μεγάλο κήτος τοΰ ελικόπτερου! Δυο Γερμανοί στρατιώτες άνασηκώνονται μέ φωνή έκ-
πλήξεως καί τρόμου! Τό μό νο πού δεν είχαν φανταστή, ήταν αυτή ή απρόοπτη έμφάνισις του τρομερού αντιπά λου τους, καταμεσής στούς αιθέρες! Φέρνουν γοργά τά χέρια τους, προς τις πέτσινες θή κες, στις όποιες αναπαύον ται τά περίστροφά τους. Αλλά είναι πιά παραπολύ αργά γι’ αυτούς! Ό Τάργκοί στριφογυρίζει σάν μιά τίγρις! Ή χαλύβδινη γροθιά του ανεβοκατεβαίνει δυο φορές καί προσκρούει στά κεφάλια τους μέ αφάνταστη δύναμι. Δυο ξεροί άνατριχιαστικοί
78
ΤΑΡΓΚΑ
κρότοι άκούγονται καί οί Γερμανοί σωριάζονται μέ τσακισμένα κρανία! Ό τρομερός- Ζανούρ,^ πούκάθεται στο βάθος του ελι κοπτέρου,, προφταίνει νά. δη αυτή την αστραπιαία σκηνή. Σκύβει αμέσως, αρπάζει ένα οπλοπολυβόλο πού βρίσκεται χάμω, τό στηρίζει παρ’ δλο τό βάρος του απάνω στο μυ ώδες στήθος του και τραβάει μέ λύσσα τη σκανδάλη προς τα πίσω! Τό σκοτεινό στό μιο του μεγάλου όπλου κυτ-. τάζει ίσια τον Τράγκα κι5 οί βαρείες σφαίρες του μπο ρούν νά συντρίψουν ακόμα κι3 έναν ελέφαντα!
πτερου, τις πληγές τής Μα λόα. Τά .μάτια του "Ατσίδα στριφογυρίζουν στις κόγχες τους κυττάζοντας τριγύροο. Πολύ κοντά του, κοντά στις πατούσες του, έτσι κα θώς είναι ξαπλωμένος, βλέ πει τό σκοτεινό μάτι τής κάννης ενός οπλοπολυβόλου, πού τόν.,.κυττάζει απειλητι κά ! Ό ^αστείος νέγρος τρομο κρατείται. -— Στόμαςί,' μουρμουρί ζει ' κυττάζοντας μέ φόβο τήν κάννη τού όπλου. Μαύρος στόμας τροοει-τρώει εμένα! Ξύνει σκεπτικός τήν κεφά λα του καί, γρήγορα-γρήγοΚΕΦ. .5. "Οίτου ό Ατσίδα ο τ μει ενα... σκοτεινό στό ρα, κατεβάζει μια σοφή’ ι μα κςχΐ αγωνίζεται να δέα. τό βουλώση! — Έγκώ, μουρμουρίζει, ντώσει εσένα, φάε ι-φάει εσέ φήσαμε τον Ατσίδα, μαζί μέ τη Μαλόα, μέ να, χορτάσει εσένα, οκι τρώ σα στό κήτος του ελικόπτε ει-τρώει εμένα! ρου. "Ανασηκώνεται σιγά - σι Ό κωμικός νέγρος αυτή τη γά, άπλώνει τό χέρι του καί φορά είναι περίτρομος. Στην πιάνει μιά χούφτα, από · ένα αρχή πιστεύει, πώς οι Γέρ: σωρό, στουπιά, πού βρίσκον ,μανοί τον έρριξαν μέσα στό ται εκεί για τό καθάρισμα ...στόμα τού γιγαντιαίου που τής μηχανής τού ελικόπτε λιού! ."Έπειτα, όμως, καθώς ρου. βλέπει καί .τον Ζανούρ νά Πλησιάζει τό στόμιο τού μπαίνη μέσα, ησυχάζει κά πολυβόλου κι3, αρχίζει νά χοά πως. νη μέσα στήν κάννη του... — Μεγκάλο πουλίς, μουρ στουπί! _ , μουρίζει, οκι τρώει-τρώει Τρομαγμένος άπό τήν άΤζανούρ, οκι τρώει-τρώει ε άπροσδόκητη έμφάνισι . του μένα! Τάργκα, ό Ζανούρ τον σημα Ό κτηνώδης Γερμανός δεύει μέ τό οπλοπολυβόλο χρησιμοποιεί ένα πρόχειρο καί τραβάει τή σκανδάλη! ’ φαρμακείο, βγάζει γ.άζες καί "Ακούγεται ή έκπυσοκρόμπαμπάκια καί περιποιείται, τησις^ αλλ3 αμέσως επακο στήν άλλη άκρη του ελικό λουθεί ένας άλλος κρότος,
Α
ΤΑΡΓΚΑ πιο τρομερός. Ή κάννη, στουμπωμένη καθώς είναι, α πό. τα στουπιά πού τής έβαλεό Ατσίδας, δεν αφήνει στις σφαίρες δρόμο να περά σουν! Κι5 αμέσως επακολου θεί μια ισχυρής έκρηξις!^ Ή κάννη κομματιάζεται στά χέ ρια του Ζανούρ! • Καί ό Τάργκα, σάν τίγρις λυσσασμένη, πηδάει απάνω του. Ό κυκλώπειος Γέρμανός επιστρατεύει όλες τις εκ πληκτικές δυνάμεις πού κρύ βει τό υπερφυσικό μυϊκό του σύστημα, γιά ν’ άμυνθή! Οι γροθιές τού.. Τάργκα τον σφυροκοποΰν αλύπητα, Τρεκλίζει, παραπατάει, βλέ πει μπροστά του τον θάνατο ολοζώντανο καί κατακυριεύεεται .από άπόγνωσι καί λύσ σα! ' Απλώνει τ5 αριστερό .του χέρι, τραβάει τή βαρειά άμπάρα, πού συγκρατεΐ την πλάγια πόρτα 1 καί σπρώχνει τό σιδερένιο θυρόφυλλο ν5 ά νοιξη ! "Επειτα, αδιαφορώντας για τις γροθιές τού Τάργκα πού τόν χτυπούν σάν χαλάζι, πέ φτει στά πόδια του, τ’ αγκα λιάζει σφιχτά καί... ρίχνεται στο κενό! "Ολ5 αυτά γίνονται μέ· α στραπιαία ταχύτητα. Ό Τάργκα συμπαρασύρεται καί πεφτει μαζί του! Στροβιλίζονται κι’ οί 6υό στον αέρα. Ή λύσσα τους είναι τόση, ώστε λησμονούν .τόν θάνατο πού τούς περιμένει κάτω, στη γη, κι’ εξακολουθούν νά χτυπιούνται καθώς πέφτουν!
Καί, ξαφνικά, άκοΰνε γύ
2!*
ρω τους ένα δυνατό παφλα σμό ! "Ογκοι νερού τινάζον ται προς . όλες τις διευθύν σεις! Ή τύχη θέλησε νά ορεθή από κάτω τους ένα πλα τύ ποτάμι. Πέφτουν κι5 οι δυο στο νερό καί βουλιάζουν σάν μολύβια! Μ| την ορμή πού έχουν, φτάνουν ώς τό\/ βυθό κι5 αμέσως, κινώντας χέρια καί πόδια ξαναβγαί νουν στην επιφάνεια. •Πρώτος φτάνει στον αέρα ό Τάργκα. Κυττάζει, γύρω του.- Σέ λύ γο ξεφυτρώνει από τό νερό/ σάν μανιτάρι, τό άτριχο κω^· νικό κρανίο τού Ζανούρ! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο απλώνει τά παντοδύναμα μπράτσα του, κλωτσάει μέ ορμή τά κύματα καί σάν τορπίλλη χύνεται προς τόν ύίιμόβόρο αντίπαλό του! Ό Γ ερμανός γρυλλίζει σάν θηρίο κΓ άντεπιτίθεται! Αλλά ό Τάργκα υπερέχει κι5 εδώ. Ζυγίζει μέ τό βλέμμα τή θέσι τού^ Ζανούρ, βουτάει α στραπιαία στο νερό, κολυμ πάει κάτω άπ5 τήν επιφάνεια καί, πριν ό Γ ερμανός καταλάβη τί ακριβώς γίνεται, τού αρπάζει σφιχτά τά πόδια α πό τούς αστραγάλους καί ξα ναβγαίνει στην επιφάνεια! Τό εκπληκτικό κόλπο εΐχε' πραγματοποιηθή ! Ό Ζανούρ χάνει τή βάσι του, αναποδογυρίζει καί βρί σκεται στον ποταμό μέ τό κεφάλι κάτω καί γιέ τά πόδια απάνω, γατζωμενα σφιχτά στά χέρια τού ακαταμάχη του Ελληνόπουλου!
30
ΤΑΡΓΚΑ ■ <ι «ΙΜΚίίίί ΒΜΜΒ ί-ι-ι
Τώρα ό Τάργκα μαίνεται κυριολεκτικά. Με τό πόδι του κλωτσάει τον Ζανούρ στο κρανίο. Ό Γερμανός ζαλίζεται. Τό πελώριο κεφάλι του γέρνει καί βυθίζεται μέσα στο νε ρό ! Ό Τάργκα αναπνέει μέ ίκανοποίησι. Αυτή τή φορά, ό αίμοβόρος εχθρός τής "Ανθρωπότητος καί τής Ζούγκλας δέν θά γλυτώση! Λίγο ακόμα κι5 όλα θά έχουν τελειώσει! Καί, ξαφνικά, τό μάτι του Τάργκα βλέπει την επιφά νεια του ποταμού, μερικά μέ τρα πιο κάτω, νά ρυτιδώνε ται καί νά σχηματίζη κυμα τάκια σε σχήμα γωνίας! "Ενας πελώριος κροκόδει λος τον πλησιάζει ολοταχώς, μέ τό φολιδωτό κορμί του κρυμμένο κάτω από τό νερό! Δυο λεπτά ακόμα καί τού ρίχνεται μέ ορθάνοιχτα τά πελώρια σαγόνια του! Τά μάτια τού Ελληνόπου λου αστράφτουν! "Όλο τό μίσος πού κλεί νει στην ψυχή του γιά τον Ζανουρ1, στρέφεται γιγαντω μένο εναντίον τού κροκόδει λου. Εγκαταλείπει τον Γερμα νό στην τύχη του. Βουτάει στο νερό καί χρη σιμοποιεί τό αγαπημένο του κόλπο, γιά την πάλη μέ τούς κροκοδείλους.
^Ερχεται άστρατπαΐα κά τω άπό τήν' κοιλιά του καί κολλάει απάνω της σάν κά βουρας. Μέ τό δέξί του χέρι αγκα λιάζει τό σώμα τού άμφιβίου τέρατος. Καί μέ τό άριστερό τού χώνει στο λαιμό τό κο φτερό του μαχαίρι! Μέσα σέ λίγα λεπτά έχει ξεμπλέξει. "Ανεβαίνει πάλι στην επι φάνεια. Κυττάζει γύρω του. Δέν υ πάρχει τίποτα. Μόνον οί άφροί τού ποταμού ταξιδεύουν ματωμένοι. Ό Ζανούρ βρήκε τον και ρό νά χαθή μέσα στήν πυκνοφυτεμένη περιοχή τής ζούγ κλας ! Ό Τάργκα ανασαίνει βαθειά, πολύ βαθειά. Μέ λίγες απλωτές φτάνει στήν όχθη. Τό ελικόπτερο, έχει κάτσει ήσυχα-ήσυχα, σάν κλώσσα, στο ξέφωτο! Ό Τάργκα τό πλησιάζει μέ λαχτάρα. Μπαίνει μέσα καί, σέ λί γο, ξαναβγαίνει κρατώντας τή Μαλόα στήν αγκαλιά του. Τώρα τό κορίτσι τής ζούγ κλας έχει συνέλθει. — Μαλόα!, τής λέει τρυ φερά τό Ελληνόπουλο. Παρά λίγο νά σέ σκοτώση τό τέ ρας! "Έννοια σου, όμως...’Γά βότανα τής ζούγκλας θά σέ γιάνουν αμέσως!
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο ' Ελληνικό κείμενο Οπό ΘΆΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ Απαγορεύεται ή άνοοτύπωσις. Άποκλειστίικότης «'Υ'περαν^ρώποο».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΎΧΟΣ ΤΟΎ ΤΑΡΓΚΑ
ΤΟ
12
είναι κι1 αυτό ένα από τά πιο συναρπαστικά τεύχη του αγαπημένου σας ήρωος, του Ατρόμητου Ελλη νόπουλου,
του
Προστάτη τών
"Αδυνάτων
και
των
Κατατρεγμένων! Στην περιπέτειά του αυτή, 6 Τάργκα αντιμε τωπίζει
ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ ΚΟΜΠΡΑΣ και μάχεται με ήρωϊσμό καί αυτοθυσία για νά συντρίψη νέες απόπειρες τοϋ Ζανούρ καί νά έμποδίση νέα εγκλήματα του τρομερού καί απάνθρωπου κούργου
μέ
την
κα
πέτρινη καί διψασμένη γιά αίμα
καρδιά!
ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ νιννν\ΛΛ^ννννννννννννννννν\\'ννννννννννννννινι\νννννν\ννννννννννννννννννννννννννννννν\'ννννννννννν
Είναι μιά περιπέτεια, πού θά σάς γεμίση ρίγη αυγκινήσεως καί ενθουσιασμού καί
θά σάς χαρίση
αξέχαστες στιγμές! "Αγοράστε όλοι την ερχόμενη Πέμπτη τό χος τού «Τάργκα» 12!
τεύ
ΜΕ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΝΘΡΜΠΟΥ
74 πού κυκλοφορεί την ερχόμενη Τρίτη με τον τίτλο
01 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΛΛ'ννννΥΛΛΛινννννΛ\\Λ/ννΛΛΛννννννννν\\ν\νννννννννννννννννΛ/ννννννν\νννννννννννννννννννννν
συνεχίζεται ή αδυσώπητη καί τρομακτική γιγαντομαχία ανάμεσα στους
Προστάτες τής "Ανθρωπότη- .·
τος καί στους Εχθρούς του Κόσμου! "Έπειτα άπό μια Μεγάλη Επανάσταση
πού
οργανώνουν οί Υπεράνθρωποι σ’ δλες τις χώρες του Κόσμου, οΐ άνθρωποι εξοντώνουν τούς τρομερούς καί τερατώδεις εισβολείς, πού έχουν έρθει άπό τον πλα νήτη Ποσειδώνα κι5 έχουν υποδουλώσει την "Ανθρω πότητα ! Στον πόλεμό τους εναντίον τής Ρεγκίνας
καί
των Δέκα,
01 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ Λννννννννννν\Λ\νννννννν\νΛ'ννννν\'ννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννννν
άλλα καί μάχονται με πείσμα καί υπέροχη άνδρεία, προστατεύοντας τη Γή καί την "Ανθρωπότητα! Τό τεύχος .74 είναι μια άσύγκριτη σειρά άπό άφθαστα επεισόδια, πού διαδέχονται τό ένα τ’ άλλο μέ κινηματογραφική καί συγκλονιστική γρηγοράδα!
.
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΑΤΣΙΔΑ προς τον ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠ Η του
Κύριος Κοντοστοϋπος, Έσύ δκι άντρωπο, έσύ στοιχειό είναι!. Έσύ ερ~ τει "Αφρικανική, παλέψει-παλέψει έμενα, έγκώ- περι μένει εσένα, έγκώ κάνει έσένα τούμπανο ξύλο! Μό: έσύ δκι άντρωπο! Έσύ πετάει-πετάει σαν πουλίς, έσύ βαράει-βαράει σαν ήλέκτρος σψυρίς, έσύ κουτουλάει-κουτουλάει σαν ρ^νοκέρας, έσύ κλωτσάεικλωτσάει σάν άγκριος άλογκος, έσύ σφίγγει-σφίγγει σαν μεγκάλος χταπόντις! . "Εγκώ δκι μπορεί πολεμάει έσένα! 'Έσύ στοι χειό! "Εσύ έρτει έντώ, πέσει-πέσει έσένα πάνω εμέ να, βαράει έμένα γροθιάς, βαράει κλωτσιάς, βαράει ι συτουλιάς, βαράει-βαράει-βαράει! Έγκώ δκι πρόλαβες βαράει έσένα! "Εγκώ οαστισμένο-ξαστισμένο είναι, έγκώ πονάει-πονάει πο- ■ λύ, έγκώ δκι μπορεί βαράει έσένα! "Εγκώ χτυπήσει μόνο φύσα-ψύσα κάλαμο έσένα, μά δκι κάνει έσένα τίποτα! Βέλος από φύσα-φύσα κάλαμο δκι τρυπάει πετσί έσένα! Τί άντρωπο είναι έσένα, Κοντοστοϋπος; Μήπως έσύ είναι κανένα...Θεό; Γράψει-γράψει έμένα τί είναι έσένα!. ’Άν είναι Θεό έσένα, έγκώ ματζέψει-ματζέψει πολύς φροϋτος, πολύς τζαρκάντις και ψάρις, ντώσει έσένα, κάνει έ> * σένα αγκαπαει εμενα! "Εγκώ περί μένε ι-περι μένει γκράμμα έσένα, στο μεταξύ έγκώ δκι έκει δρεξος φάει-φάει φροϋτος, φάειφάει κρέατος έμένα! "Εγκώ πολύς ντυστυχισμένος άντρωπο, Κοντο στοϋπος! Πονάει δλο σώματος έμένα από ξύλο πο λύς πού ντώσει έσύ έμένα! ΑΤΣΙΝΤΑΣ
\
·' ν ν VV ν \ V V\ν ν 'Λ Λ Λ ν 'ν ν \ ν ν \ V\ν ν V
Iν \Λ \ V
\^νννννννΐΜΛΛΛ/ννν\ΛΛ\\\ΜΛΛΛΛΛΛΛΛΛΜΛΛΛΛιννννν\\νν\\\ννν\\νΐννννννΐΛ\\\\ννννννν>Λι\\(^ΛΛΛννν^ννννννννννννΜΛ\1
τ ΑΡΓΚΑ,,
Εβδομαδιαία Βιβλία 1 Ηρωικών Περιπετειών. Γραφεία: Λέκκα 23 Άριθ. Τηλεψ. 36.373
Άοιβ.
Π.— ΔΡΑΧ.
2.000
Τά προηγούμενα τεύχη πωλοΰνται στά γραφεία
μας, ττού
είναι
άνοικτά
κά
θε μέρα 9—1 Υι και 5—7, έκτος τοΟ απογεύματος τής Τετάρτης.
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Α. Θησέως 323. Προϊ στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1 ) Ό κυρίαρχος τής Ζούγκλας. 2) *Η σπηλιά με τά Διαμάντια. 3) Ζούμττο, ό Ιερός Ελέφαντας. 4) 'Ο φύλακας των Θησαυρών. 5) Μαλόα, τό Κορίτσι-Τίγρις.
6) Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας. 7) Μονομαχία Βασιλέων. 8) Συναγερμός στη Ζούγκλα. 9) Ζανούρ ό προδότης
10) Στη φωλιά του Ζανούο 11) Ιπτάμενος Τρόμος
ΟΙ ΤΟΜΟΙ Του «Τάργκα» και του «Ύπερανθρώπου»
Μέ τό τεύχος 8 του «Τάργκα» και 72 του «Υ περάνθρωπου» συμπληρώθηκαν ό 1ος και ό 9ος τόμος των αγαπημένων σας περιοδικών. Ή Διεύθυνσις, θέλοντας νά προσφέρη πάντα κά τι καλύτερο στους αναγνώστες μας, άποφάσισε να δένη στο έξης τούς τόμους μέ πολυτελές πανό δετο και χρυσοτυπω μένο δέσιμο! Καμμιά έπιβάρυνσις τής τιμής δέ θά γίνη! Δηλαδή, γιά τή βιβλιοδεσία, θά πληρώνετε στο εξής 5.000 δραχμές και 6ά αποκτάτε έναν καλλιτεχνικό τόμο πού θά σάς γοητεύη μέ τήν έμφάνισί του! Φυσικά, ο! παλαιότεροι τόμοι θά εξακολουθήσουν νά δένωνται όπως πριν και μέ τήν ίδια τιμή (5.000 δραχυές). Διεύθυνσις του περιοδικού σας σάς αναγ γέλλει επίσης δτι^ πολύ σύντομα τά γραφεία μας θά εγκατασταθούν σέ νεόχτιστο κεντρικό μέγαρο. "Οταν θά γίνη αυτό, δέ θά σταματήσουμε ούτε στιγμή νά προσφέρουμε νέες εύχάριστες εκπλήξεις στούς ανα γνώστες μας!
10 ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ ΚΟΜΠΡΑ! ; ο •
ΖΑΝΟΥΡ, Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΕΝΑ ΤΡΟΜΕΡΟ ΟΠΛΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΟΝ
* ί
•
ΤΑΡΓΚΑ: ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ ΚΟΜΠΡΑΣ! ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΤΡΟ ΜΗΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ ΜΑΧΕΤΑΙ ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙ !
;
ΚΕΦ.
1. "Οίτου οί ήχοι μερικών μαγεμένων σουιραυλιώιν κυ κλώνουν τή σπηλιά του Τάργκα, σαν ττρομήνυιμα θανάτου!
Ο πρωϊνό είναι τπά προχωρημένο καί οί κραυγές των άγριμιών έχουν κοπάσει μέσα στη ζούγκλα. Τά θηρία, χορτασμένα από τό νυχτερινό τους κυνήγι, μέ σα στο παρθένο δάσος, έχουν τώρα κουρνιάσει στις φωλιές τους καί χωνεύουν ήσυχα την τροφή τους. Ό Τάργκα έχει κάνει κιό λας τό μπάνιο του, στο μεγά λο ποτάμι, πού κυλάει πιο πέ ρα άπ3 τή σπηλιά του. Τώρα κάθεται στην όχθη. Στο δεξί του χέρι κρατάει έ ναν μεγάλο φακό, πού τον έ χει πάντα μαζί του, άπ5 τον καιρό πού βρισκόταν στο κα ράβι του παπου του. Είναι ένας φακός ισχυρός, πού συγ κεντρώνει τις ακτίνες του ή λιου καί τίς τοξεύει σάν ένα πύρινο βέλος, πάνω στά ξερά χόρτα. Πριν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, ένας γκρίζος καπνός αρχίζει να υψώνεται. Μια λάμψι σπιθίζει στη βάσι του. Κι3 αμέσως έπειτα ή πρώτη γλώσσα τής φωτιάς ξεπηδάει κι5 αγκαλιάζει τά ξε ρά κλαδιά, κάνοντάς τα νά
Τ
4
ΤΑΡΓΚΑ
τρίζουν και κατατρώγοντάς τα λαίμαργα. Ή φωτιά είναι κιόλας άναμμένη. Σέ λίγο οι φλόγες θά υπο χωρήσουν καί στη θέσι τους θά μείνουν τά μεγάλα κού τσουρα, πυρακτωμένα σαν κάρβουνα. Έκεΐ - απάνω θά ψηθή τό τρυφερό ζαρκάδι, πού θά φάη τό μεσημέρι τό ατρό μητο Ελληνόπουλο, μέ τή συντρόψισσά του, τή Μαλόα, καί μέ τον κωμικό Ατσίδα. Ό Τάργκα σηκώνεται καί προχωρεί σιγά - σιγά μέσα στο πυκνό δάσος. Στο χέρι κρατάει τό κοφτέ ρό μαχαίρι του. Τό μάτι του εΐνε άγρυπνο καί τ’ αυτί του στημένο. 5Από στιγμή σέ στιγμή μπορεΐ ν’ άκουση τον ανάλαφρο θόρυ βο, πού θά κάνη τρέχοντας προς τή φωλιά του, κάποιο καθυστερημένο ζαρκάδι. Τότε ό Τάργκα θά πετάξη ιό μαχαίρι του καί θά τό ξεκουράση από τον... κόπο νά τρέχη. Θά τό γδάρη καί θά τό βάλη στή φωτιά. "Ωσπου νά φτάση ό ήλιος καταμεσής στον καταγάλανο ουρανό, τό ψητό θά είναι έτοιμο! Κι3 ό Τάργκα προχωρεί σι γά - σιγά, σκυφτός, παραμε ρίζοντας τά πλατύφυλλα φυ τά, τις κλιματίδες καί τά χορ τόσκοινα, πού πλέκονται, φρά ζοντάς του τον δρόμο. Μά,^ ξαφνικά, καρφώνεται στή θέσι του. Τό^αύτί του έχει πιάσει έ να θόρυβο, αλλά όχι θό ρυβο ζαρκαδιού πού τρέ
χει. Είναι ένας ήχος απαλός, μελωδικός, αρμονικός. Ό Τάρ γκα καταλαβαίνει. 3Έχει α κούσει κι5 άλλες φορές αυτή τή μουσική. Είναι ή γνώριμη μελωδία, πού βγαίνει άπ3 τά σουραύλια των ιθαγενών τής φυλής των Μπααλου. "Ολοι οί Μπααλου είναι γόητες φι διών. Παίζουν από μικρά παι διά στο σουραύλι τους ήχους λικνιστικούς, μακρόσυρτους, πού μαγεύουν τις κόμπρες, τις υπνωτίζουν καί τις κάνουν νά ξεκουλουριάζουν τό μακρύ κορμί τους καί νά τό υψώνουν προς τ3 άπάνοο, σάν ένα άποκρουστικό βλαστάρι, πού φυ τρώνει ξαφνικά καί μεγαλοόνει άπό στιγμή σέ στιγμή! Τούς ξέρει τούς Μπααλου ό Τάργκα. —έρει, όμως, πώς μένουν σέ μακρυνή περιοχή. Πρέπει κανείς νά περπατήση ανάμεσα στή ζούγκλα, ώ σπου νά βγή τρείς φορές ό ή λιος, πίσω άπό τ3 ανατολικά βουνά, γιά νά τούς συναντήση! Πώς γίνεται, λοιπόν, ν3 άκούγωντα^ι οι μακρόσυρτες με λωδίες τών σουραυλιών τους, γύρω στή σπηλιά του Τάργκα;^ Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο απορεί. "Ενα βαθύ αυλάκι σκάβε ται ανάμεσα στά φρύδια του, σημάδι συλλογισμών καί σκέ ψεων. Ωστόσο συνεχίζει τό δρό μο του. Περνάει πάντα ανάμεσα στά πυκνά δέντρα καί στις αδιάβατες κληματίδες, δταν ξαφνικά, ένα ομαδικό άνατρι-
ΤΑΡΓΚΑ ΜΠ·———ί——ί——
χιαστικό σφύριγμα φιδιών, τον κάνει ν’ άναττηδήση. Τούτη τή στιγμή βρίσκε ται κοντά σ’ ένα κάθετο βρά χο από μαύρο γρανίτη. Είναι ένας βράχος κούφιος στο ε σωτερικό του κι5 από μιά με γάλη ρωγμή, σαν ένα μπουκέ το από άηδιαστικά καί θανα τηφόρα λουλούδια, ξεπετιοΰνται άφθονες κόμπρες, σαλεύ οντας τά κουκουλωτά κεφάλια τους καί σφυρίζοντας Ουμωμέ να! Είναι ένα θέαμα πραγμα τικά απαίσιο. Ό Τάργκα κυττάζει τά ερ πετά μέ αηδία. -αφνικά, μιά απ’ τις κόμ πρες τεντώνει τό φριχτό κε φάλι της κι’ εξακοντίζεται μέ όρμή απίστευτη! Σκίζει τον άέρα σφυρίζον τας, σάν βέλος. Τό στόμα της είναι ανοι χτό, έτοιμο νά δαγκώση. Ταχύτερος ό Τάργκα κάνει ένα πήδημα κι’ αποφεύγει τά δόντια της. ’Έπειτα, καθώς τό επικίνδυνο ερπετό πέφτει στή Υή/ πηδάει κοντά του, τό άρπάζει απ’ τήν ουρά, τό στριφογυρίζει μέ τρομερή τα χύτητα καί τοΰ χτυπάει τό κε φάλι στον κορμό ενός δέντρου, πορτοποιώντας το. "Ωσπου νά γυρίση, όμως, βρίσκει τον τόπο ολόκληρο γεμάτον από αμέτρητα φί δια! Αυτή τή φορά τά δηλητη ριώδη έρπετά δεν βγαίνουν μόνον απ’ τή ρωγμή τού γρα νίτινου βράχου. "Ερχονται απ’ όλες τις διευθύνσεις καί τραβάνε γοργά προς ένα ώρισμένο σημείο, σά νά τά καλή
εκεί, κάποια υπερφυσική δύναμις! "Ενας τρομερός συλλογι σμός κυριεύει τον Τάργκα. Τ’ αμέτρητα τούτα φίδια φεύγουν όλα σάν αστραπή, προς τήν κατεύθυνσι τής... σπηλιάς του! Άπό κείνη τήν κατεύθυνσι άκούγονται τώρα ολοκάθαρα οί ήχοι των σουραυλιών των Μπααλού! Τό πρόσωπο τού Τάργκα παραμορφώνεται άπό μιάν εκ φρασι υπέρτατης αγωνίας. Ή Μαλόα βρίσκεται μόνη της στή σπηλιά! Καί οι Μπααλού έχουν κά νει συναγερμό όλων των φιδι ών τής ζούγκλας, γιά νά τά τραβήξουν κοντά της! Ποιος τούς διέταξε νά τό κάνουν αυτό; ;—Ζανούρ !, ψιθυρίζει ό Τάργκα. Τ’ άνομα τού αδυσώπητου εχθρού τής ζούγκλας καί τής άνθρωπότητος ανεβαίνει αυ θόρμητα στά χείλια του! Σίγουρα ό Ζανούρ, ό κτη νώδης Γερμανός, μέ τήν υπερ φυσική δύναμι, τήν εγκλημα τική ψυχή καί τό άτριχο τρι γωνικό του κρανίο, ετοίμασε αυτή τή σατανική κι’ ανομο λόγητη έπίθεσι! ^ "Ενας ασυγκράτητος θυ μός ξεχειλίζει ^ στά στήθεια τοΰ ήρωϊκοΰ Ελληνόπουλου. Μέ τό μαχαίρι σφιγμένο στά σιδερένια του δάχτυλα, ξεχύ νεται προς τή σπηλιά του. Περνάει τον δρόμο, τρέχοντας σάν άνεμος. Τά φίδια, γοητευμένα τώρα άπό τή μουσική πού άκοΰνε, δέν δείχνουν επιθετικές διαθέ σεις, Σέρνονται μόνον μέ όύ«
6
ΐΑϊ^ΓΚΑ
&—<
------------- --
,
ναμι και φεύγουν κι5 αυτά ο λοταχώς ! Τό ε Ελληνόπουλο λοξεύει τάν_ δρόμο του. -έρει καλά τά κατατότπα αυτής τής περιοχής. Λοξεύοντας μπαίνει σ’ ένα ξέφωτο^. Έκεΐ δεν υπάρχουν οι αιωνόβιες κληματίδες και τά ρεί κια, νά του φράζουν τον δρό μο. Τά πόδια του μπορούν ν’ αναπτύξουν δλη τους την τα χύτητα. Πρέπει νά προλάοη. Τούτη τη στιγμή ή Μαλόα θά
...τό
στριφογυρίζει
μέ
τρομερή
ταχύτητα και τού χτυπάει τό κεφάλι στον κορμό ένός δέντρου, λνώνσντάς
το.
—
βρίσκεται, χωρίς άλλο, κυ κλωμένη από κόμπρες άμετρητες! Μιά στιγμή άν καθυστερήση ή Τάργκα, μπορεί νά τον προλάβη ό Θάνατος! Καθώς τρέχει, ακούει πίσω από μιά κοντινή λόχμη, ένα περίεργο μουγκρητό. Ξαφνι κά, βλέπει νά ξεπηδοΰν απ’ αυτή τή λόχμη δυο πελώ ριες τίγρεις! Γρυλλίζουν κι’ οί^ δυο φοβερά καί τ’ άνασυρμένα χείλια τους αφήνουν νά φαίνωνται καθαρά, τ’ απειλη τικά τους δόντια! Άπ’ τήν πρώτη ματιά ό Τούργκα καταλαβαίνει πώς τά δυο θηρία είναι ανήσυχα, εξαγριωμένα καί κάπως τρο μαγμένα, σά ν’ άντίκρυσαν πριν από λίγο κάποιον παρά ξενο κι’ ακατάβλητο εχθρό! Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο κοντοστέκεται. Τό θολωτό σάν καμπάνα χαλύβδινο στήθος του, άνεβοκατεβαίνει σε λαχανιασμένες αναπνοές. Κυττάζει τά δυο πανίσχυ ρα θηρία, αλλά δεν δείχνει ε πιθετικούς σκοπούς εναντίον τους. Θέλει ν’ άποφύγη τή μά χη μαζί τους, γιά νά φτάοη γρήγορα στή Μαλόα. "Ομως οι τίγρεις βρυχώνται απαίσια. Όσμίζονται τό χώμα καί ό βρυχηθμός τους γίνεται άκόμα^ πιο άγριος, καθώς ξανα κούγεται πίσω άπό τή λόχμη τό περίεργο μουγκρητό! Ό Τάργκα γεμίζει άπό κατάπληξι! Τό αυτί του δεν μπορεί νά ξεγελαστή. Αυτό τό περίεργο μουγ*
7
ΤΑΡΓΚΑ ΖίΖίϊ
Τό θηρίο γαζώνεται τη στιγμή ακριβώς ττού βρίσκεται στον αέ ρα. Αφήνει ενα πονεμένο ουρλιαχτό καί πέφτει ανάσκελα!
κρητό, πού άκούγεται πίσω από τή λόγχη είναι ό ρόχθος πού κάνουν οι ισχυρές μηχα νές των μεγάλων αυτοκινή των ! Τί νά είναι, λοιπόν, αυτό πού τρόμαξε κι5 εξαγρίωσε τις τίγρεις; Περνούν μια - δυο στιγμές γεμάτες αγωνία. Τα σαρκοφάγα θηρία έχουν προβάλει τά τρομερά νύχια άπό τις βελουδένιες θήκες των ποδιών τους καί σκάβουν τό μαλακό χώμα, σά νά θέλουν νά τ’ ακονίσουν! Τά χοντρά κιτρινωπά κεφάλια τους, σκυμ μένα χαμηλά, κυττάζουν τή μιά προς τον Τάργκα καί την
άλλη προς την κοντινή λόχμη;, , , "Έπειτα το μουγκρητό γί νεται πιο δυνατό. Οί τρυφεροί βλαστοί καί τά παλιότερα φυτά, πού συγ κροτούν αυτή τή λόχμη, ανα ταράζονται βαθειά. Κάποια πελώρια δύνσμι τά συγκλονίζει! "Άλλα απ’ αυτά τσακίζον ται, άλλα γέρνουν δεξιά κι" α ριστερά κι" αφήνουν άνοιχτό τον δρόμο, γιά νά προβάλη έ να χαλύβδινο κι" ακατανίκητο τέρας! Ό Τάργκα τό βλέπει κι1 άνασαίνει βαθειά. Είναι ένα^ μεγάλο θωρακι σμένο αυτοκίνητο!
ταργκα
Παχειές πλάκες από χάλυ βα τό σκεπάζουν από παντού και τό κάνουν άτρωτο! Ή μη χανή του, ασφαλισμένη μέσα στο χαλύβδινο περίβλημά της, δουλεύει κανονικά και τό προωθεί μέ μεγάλη ταχύτη τα. Άπ’ όλες τις πλευρές του προβάλλουν οι κάννες με γάλων πολυβόλων, με τά σκο τεινά μάτια τους έτοιμα νά φτύσουν τή φωτιά καί τό α τσάλι ! Καί πίσω απ’ αυτά, θρο νιασμένος στη μέση του θω ρακισμένου αυτοκινήτου, κά θεται ό Ζανούρ! Τό κτηνώδες πρόσωπό του λάμπει από μιάν έκφρασι θριάμβου. Τά μάτια του α στράφτουν από εύχαρίοπησι. -έρει πώς αυτή τή στιγμή, χά ρι στα μαγικά σουραύλια τών Μπααλοΰ, όλα τά φίδια τής ζούγκλάς ξεχύνονται προς τή σπηλιά τού Τάργκα! Τό τρο μερό φαρμάκι τής κόμπεας έ χει κυκλώσει τον μισητό του εχθρό! Κι* ό Ζανούρ, θίγου με μένος μέσα στο χαλύβδινο αυτοκίνητό του, πηγαίνει ν’ απόλαυση τον τελικό του θρί αμβο ! Στο δρόμο του σκορπίζει τον πανικό στ’ αγρίμια! Οί λεοπαρδάλεις, οι πάνθη ρες, τά τσακάλια κι’ οί άγριό γάτοι, μόλις άντικρύζουν ιό θωρακισμένο εκείνος τέρας, καταλαμβάνονται από πανικό καί φεύγουν τρέχοντας, μέ την ουρά κάτω από τά σκέλια. Οί μεγάλες τίγρεις, δμως, αγριεύουν! Υποχωρούν σιγά - σιγά μπροστά σ’ αυτό τό «θηρίο» που δεν έχουν ξαναδή ομοιό
■ι.
>
του και, συγχρόνως, το απει λούν μέ μουγκρητά καί βρυ χηθμούς! Ό Ζανούρ, μέ τό δάχτυλο στή σκανδάλη τού πολυβό λου, διασκεδάζει βλέποντας τον ανίσχυρο θυμό τών σαρ κοφάγων. Καί τό θωρακισμέ νο αυτοκίνητο συνεχίζει πτ.ντα τον δρόμο του! ΚΕΦ. 2. "Οίτου
δύο
τίγρεις
επι
τίθενται καί ξοφλάνε τούς λογαριασμούς τους μέ τη Ζωή !
™ αφνικά τά βλέμματα τού ο®*® Τάργκα καί τού Ζανούρ διασταυρώνονται, πάνω άπό τις δυο εξαγριωμένες τίγρεις! Αστράφτουν τά μάτια τού £ Ελληνόπουλου! Φλογίζεται ή ματιά τού Γ ερμανοΰ! Μέ μιά γρήγορη κίνησι τού Ζανούρ φρενάρει τό θωρακι σμένο του αυτοκίνητο καί γυ ρίζει την κάννη τού πολυβό λου του προς τό μέρος τού Τάργκα. Τό χοντρό δάχτυλό του τραβάει μέ λύσσα τή σκαν δάλη καί τό βαρύ όπλο άρχ'ζει νά βήχη, ξερνώντας τε/>.ώρια πυρακτωμένα βλήματα. Τό Ελληνόπουλο πέφτει γοργά στα γόνατα. Ή πρώτη ριπή περνάει πά νω απ’ τό κεφάλι του, γαζώ νοντας τον αέρα. Μανιασμέ νος ό Ζανούρ κατεβάζει την κάννη καί ξανατραβάει τή σκανδάλη. Την ϊδια στιγμή οί δυο τί γρεις, εξαγριωμένες περισσό τερο άπό κάθε άλλη φορά, συ σπειρώνονται. αφήνουν έναν ταυτόχρονο ορυχηθμό, τεντώ*
ΤΑΡΓΚΑ
>υν τά πανίσχυρα ^ κορμιά }υς και τινάζονται σαν βολί:ς στον αέρα! Ή μια πηδάει μέ νύχια αι μέ δόντια έτοιμα νά ξεκίσουν, απάνω στο άτρόητο Ελληνόπουλο, Ή άλλη έφορμά έναντίν τού Ζανούρ. Την ίδια στιγμή άκούγεαι ή δεύτερη ριπή. Οί σφαίρες τού πολυβόου, πού προωρίζονταν για όν Τάργκα, βρίσκουν πιο ■ρόχειρη λεία την τίγρι και ώνονται στο στήθος της, ,ατώνοντας την υποκίτρινη ούνα! Τό θηρίο γαζώνεται τη •τιγμή ακριβώς πού βρίσκεαι στον αέρα. Αφήνει ένα τονεμένο ουρλιαχτό και πέπει άνάσκελλα. Στο μεταξύ ή δεύτερη τί'ρις, πού ρίχνεται στον Τάρ'κα, δεν έχει καλύτερη τύχη, ονατιστό καθώς είναι τό Ελληνόπουλο, γιά ν’ άποψύη τις σφαίρες τού Ζανούρ, (νασηκώνεται απότομα, κραώντας τό μαχαίρι του, μέ ήν αιχμή του γυρισμένη προς ·’ απάνω. Τό μυτερό ατσάλι ζώνεται λοξά στον λαιμό τού σαρκοφάγου, τού κόβει την :αρωτίδα και τό ζεστό αίμα ’επηδάει· σαν πήδακας! Τό λαστιχένιο^ καί πανίσχυ)0, ώζ εκείνη τη στιγμή, κορχί του θηρίου, καταρρέει άτότομα καί σωριάζεται στη 'ή, σάν ένας άψυχος όγκος! Ό Τάργκα δέν χάνει ούτε στιγμή. ^ Πέφτει άπάνω στη σκοτω μένη τίγρι, την άγκαλιάζει
9
καί συγκεντρώνει όλη τη δύναμί του στά μπράτσα του. Αμέσως οι μυώνες του φου σκώνουν, ξεπετιούνται σάν όγκοι πελώριοι, άνασηκώνουν τό ογκώδες θηρίο καί τό ρί χνουν στη ράχη τού Τάργκα! Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο άνασηκώνεται. Πίσω του, άπάνω στο σώ μα του, άπό τό κεφάλι, ώς τά νύχια τών ποδιών του, ξεδι πλώνεται τό τεράστιο κορμί τού νεκρού θηρίου. "Έτσι ό Τάργκα έχει ένα θώρακα, που τον προφυλάσσει άπό τό πο λυβόλο τού Ζανούρ κι5 άρχίζει νά προχοορή, προς τό πυκνοφυτεμένο μέρος τής ζούγ κλας ! Ό Γερμανός τον πυροβολεί λυσσασμένα. Οί σφαίρες περνάνε γύρω του σφυρίζοντας. "Οσες, όμως, προορίζονται γι’ αυτόν, βρίσκουν τό νεκρό σώμα τής τίγρης, χώνονται μέσα στις μυϊκές της μάζες καί μένουν έκεΐ σφηνωμένες! Λίγο μακρύτερα φυτρώνουν τά πρώτα δέντρα. Καί παρακάτω ή ζούγκλα ξαναβρίσκει όλο τό άγριο με γαλείο της, μέ την πυκνή κι’ άδιάβατη βλάστησι. Έδώ δέν μπορούν νά φτά σουν οί σφαίρες τού Ζανούρ! Ό Τάργκα πετάει τό σκο τωμένο θηρίο. Κόβει μιά χούφτα δροσερά χόρτα καί σφουγγίζει τό ΐδρωμένο άπό τήν προσπάθεια πρόσωπό του. ΚΓ άμέσως άρχίζει νά προ χωρή, άνοίγοντας δρόμο μέ τό μαχαίρι του, άνάμεσα στις κληματίδες.
ίΟ
ΤΑΡΓΚΑ
Κοντεύει τώρα νά φτάση στη σπηλιά, όπου βρίσκεται ή αγαπημένη του Μαλόα! Οΐ ήχοι άπ5 τα σουραύλια των Μπααλού άκούγονται πιο έν τονοι, πιο λικνιστικοί. "Από παντού, απ’ όλες τις μεριές τής ζούγκλας άκούγονται τα σουρσίματα των φιδιών, πού σπεύδουν γοητευμένα από τούς μακρόσυρτους ήχους! Καί, ξαψνικά, μιά σπαρα χτική κραυγή σκίζει τ’ αυτιά τού Τάργκα! Είναι, σίγουρα, ή κραυγή τής Μαλόα! Τό Ελληνόπουλο ξεπετιέ^ται απ’ τήν πυκνή βλάστησι
...κι3 επειτα δΐΌΠτερνάει ττέραπέρα τό αηδές κεφάλι του δηλη τηριώδους έρττετου.
σάν λιοντάρι. Βρίσκεται τώ ρα μπροστά στή σπηλιά του καί τό βλέμμα του διακρίνει τή Μαλόα, ακουμπισμένη σ’ ένα μεγάλο δέντρο. Τό πρό σωπό της είναι παραμορφωμέ νο άπό μιά φριχτή σύσπασι τρόμου, ένφ μπροστά της μιά πελώρια κόμπρα, μέ άνασηκωμένο τό άποτρόπαιο κουκουλωτό κεφάλι της, εΐναι έ τοιμη νά μπήξη δόντια φαρ μακερά στήν τρυφερή όάρκα τού κοριτσιού! Ό Τάργκα χουφτιάζει τό μαχαίρι του. Ίο τραβάει άπό τή θήκη καί τό πετάει μέ δύναμι. Τό κοφτερό ατσάλι κάνει δυο βόλτες στον αέρα κι5 έ πειτα διαπερνάει πέρα - πέ ρα τό άηδές κεφάλι τού δηλη τηριώδους ερπετού. Τό ανορθωμένο κορμί τής κόμπρας πέφτει σάν χορτόσκοινο, πού τοκοψαν ξαφνικά απ’ τή ρίζα. Τούτη μόλις τή στιγμή ό Τάργκα βλέπει πώς ή αγα πημένη του Μαλόα είναι δε μένη πισθάγκωνα πάνω στο μεγάλο δέντρο, στο όποιο ά κου μπάει ή ράχη της! Σκύβει σάν άγριοβούβαλος έτοιμος νά έπιτεθή. Καταλαβαίνει, πώς αυτό είναι δουλειά των ανθρώπων τού Ζανούρ. Ή Μαλόα, δεμέ νη στο δέντρο κι5 άνίσχυρη ν' άμυνθή, βλέπει μέ τον τρόμο στά μάτια τίς δηλητηριώδεις κόμπρες νά σέρνωνται ύπου λα κοντά της. "Ολος ό τόπος γύρω είναι γεμάτος άπό τ5 αμέτρητα φί δια, πού μαζεύτηκαν έκεΐ απ’
ΤΑΡΓΚΑ τά σουραύλια των Μττααλοϋ. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο βλέπει, πώς είναι ακατόρ θωτο νά πλησιάση την αγα πημένη του. Γιά νά πέραση αυτήν την περιοχή, την κα τάσπαρτη από τά φίδια, πρέ πει οπωσδήποτε νά πατήση απάνω τους. Καί τότε οί κόμ πρες θά του επιτεθούν! Κι* είναι τόσες πολλές, ώστε 9ά τού είναι αδύνατο νά προλάβη νά τις άντιμετωττίση όλες.. Ό Τάργκα κυττάζει τρι γύρω του. "Ένας δρόμος τού μένει γιά νά ψτάση στη Μαλόα! ΕΤνε ό ύγρός δρόμος τού ποταμού! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο δεν άργεΤ. Στρίβει προς τ’ αριστερά, άνεβαίνει σ’ ένα μικρό παρό χθιο βραχάκι, στέκεται ;<α) παίρνει μιά βαθειά αναπνοή. "Έπειτα τό τέλειο κορμί του τινάζεται ψηλά, διαγρά φει ένα τόξο στον αέρα, έρ χεται κάτω τό κεφάλι κι* α πάνω τά πόδια καί πέφτει, με δυνατό παφλασμό, στο νερό. Γιά πολλην ώρα μένει κά τω άπό την επιφάνεια. Κολυμπάει μ5 άσυγκράτητην ορμή. Μοιάζει σάν ένα γιγάντιο δελφίνι, πού εκμηδενίζει τις αποστάσεις μ5 ένα κολύμπημα δυνατό κι" άρμονικό. ^ Υπολογίζει πώς με τούτη την πελώρια βουτιά, θά παρακάμψη ^δλη την περιοχή τής στεριάς, πού είναι κατά μεστη άπό τις αγριεμένες κόμπρες καί πώς θά βρεθή
11
Τό θωρακισμένο αυτοκίνητο τα λαντεύεται, γέρνει ττρός την άλ λη πλευρά κι* αναποδογυρίζεται.
στα νώτα τής Μαλόα, γιά νά μπορέση νά τήν σώση! -αφνικά, όμως, γίνεται κά τι απρόοπτο. Τά χέρια του μπλέκουν σ’ ένα πελώριο υποβρύχιο... δί χτυ, τεράστιο καί πανίσχυρο, σάν αυτά πού χρησιμοποι ούν, γιά νά παγ^ιδέψουν καί νά συλλάβουν τά μεγάλα σκυ λόψαρα καί τούς καρχαρίες! Τώρα ό Τάργκα νοιώθει τήν παγίδα! Αγωνίζεται νά ξεψύγη, αλ λά είναι αργά! Οί άνθρωποι του Ζανούρ, πού βρίσκονται κρυμμένοι στήν παρόχθια βλάστηση άν-
ταργΚΑ
τιλαμβάνονται τό ζωηρό χτύ πημα, πού κάνουν τά χέρια και τά πόδια του Τάργκα, παλεύοντας μέσα στο δίχτυ, και χαμογελάνε απαίσια. Βγαίνουν από τις κρύπτες τους κι5 αρχίζουν νά τραβά νε σιγά - σιγά τά χοντρά σκοινιά, σάν επιδέξιοι ψαράδες. ^ Σε λίγο τά δίχτυα σηκώ νονται απ’ τό νερό και τρα βιούνται στην άμμο τής 6χ0ης·. Μέσα τους, σάν ενα γιγάν-· τιο λευκό δελφίνι παλεύει ό Τάργκα απελπισμένα. Οί κι νήσεις του, όμως, εμποδίζον ται από τά χοντρά, πυκνοπλεγμένα σκοινιά! ΚΕΦ. 3. "Οίτου ή λεία για τις κόμττρες δι-ττλασιάζεται κι’ ενα θωρηκτό τής ζούγ κλα ς συ μττλ έκετα ι μ έ... θίο ρα κ ι σμ ένα μ ηχανοκ ί νητα!
παγίδα ήταν στημένη μέ τέχνη. Οί άνθρωποι τού Ζανούρ υπολόγισαν πώς ό Τάργκα, θέλοντας οπωσδήποτε νά Φτά ση κοντά στην αγαπημένη του του Μαλόα, θ5 ακολου θούσε τό δρόμο τού ποτα μού, αφού ή στεριά ήταν γε μάτη από κείνη την πρωτο φανή συγκέντρωσι των φαρ μακερών φ ιδιών. Σάν καλοί ψαράδες άπλω σαν τά δίχτυα τους. Δίχτυα ισχυρά, ^ ικανά νά συλλάβουν καρχαρία! Καί... ψάρεψαν τό ατρόμη το Ελληνόπουλο. Τώρα ό Τάργκα βρίσκεται
Η
έκεΐ - μπροστά τους, παλεύ οντας ακόμα μέ άπογνωσι. Αμέσως πέφτουν απάνω του καμμιά δεκαριά Γερμα νοί. Στην κατάστασι πού βρί σκεται, τυλιγμένος στά δί χτυα, ό Τάργκα δεν μπορεί ν’ άμυνθή. Τεράστια, χοντρά χορτόσκοινα ξετυλίγονται γύρω του, τον σφίγγουν γερά, δυνα τά καί χώνονται μέσα στη σάρκα του, ματ.ώνοντάς την! Σε λίγο οί άνθρωποι τού Κακού έχουν θριαμβεύσει, "Έ χοντας δεμένον τον Τάργκα καί τυλιγμένον απ’ την κορυ φή ως τά νύχια μέ τά χορτόσκοινά τους, τον οδηγούν απ’ τη νότια πλευρά κοντά στη Μαλόα καί τον δένουν άτιάν'ω στο δέντρο, πού εΤναι δεμέ νη κι5 εκείνη! "Έπειτα απομακρύνονται καγχάζοντας. Μιά σπαραχτική κραυγή σκίζει τό στήθος της Μαλόα. Μιά κραυγή γεμάτη οδύνη: — Τάργκα! Ή άπογνωσι της είναι με γάλη, καθώς βλέπει, πώς έκτος άπ’ αυτήν, θά γίνη λεία των φαρμακερών φ ιδιών καί τό αγαπημένο της Ελλη νόπουλο ! Οί Γερμανοί στρατιώτες α πομακρύνονται γοργά στην αντίπερα όχθη. Έκεΐ κάθον ται, γιά ν" απολαύσουν τό φρικαλέο θέαμα! Αμέσως οί Μπααλού, πού είναι κρυμμένοι στ«ς μωνμές των βράχων, γύρω οτή σπη λιά τού Τάργκα, διακόπτουν
ΤΑΡΓΚΑ
τό μακρόσυρτο τραγούδι του σουραυλιού τους. Ή γοητεία τής μουσικής πάνω στις κόμπρες παύει! Τά φαρμακερά φίδια εξα γριώνονται. Κι3 αμέσως, από όλη αυτή την περιοχή, πού τήν σκεπά ζουν αργοσαλεύοντας τά μα κρόστενα γυαλιστερά κορμιά των ερπετών, σηκώνεται ένα άναΓτριχιαστικό ταυτόχρονο σφύριγμα! Είναι τό προ μήνυμα τής έπιθέσεως! Οί κόμπρες σηκώνουν όρ θια τά κουκουλωτά κεφάλια ■νους καί τά σαλεύουν πέρσδώθε, πετώντας έξο: τή διχα λωτή τους γλώσσα! Σ3 ένα λεπτό, από όλα τά σημεΐα, σάν αμέτρητα Φαρ μακερά βέλη, θά τιναχτούν οι κόμπρες εναντίον τού Τάρνκα καί τής Μαλόα! Αυτό τό ξέρει τό ατρόμη το Ελληνόπουλο. Με όλη τη δύναμι των μυώ νων του κάνει μιά προσπά θεια νά χαλαρώση λίγο τά δεσμά του. Τά χορτόσκοινα μπήγονται βαθύτερα στη σάρκα του. "Ομως ό Τάργκα δεν άπελ πίζεται. Παλεύοντας με τά δίχτυα, είχε σκεφτή νά βγάλη από τήν πλατειά ζώνη του, τον μεγάλο φακό, πού δεν τον α ποχωρίζεται ποτέ! Τον κρατάει στήν άκρη των δάχτυλων του καί τον στρέφει σιγά σιγά προς τον ήλιο. 3Αμέσως ό δυνατός φακός μαζεύει τις καφτερές άχ ινες τού τροπικού ήλιου, τις συγ
13
κεντρώνει σ3 ένα πύρινυ βέ λος και τό στέλνει, κατ’ εϋθεΐαν, σ’ ένα σημείο τού χορτόσκοινου, πού κρατεί οεμένον τον Τάργκα! Σχεδόν αμέσως ξεπηδάει ό πρώτος καπνός και σπιθί ζει ή μικρή φλογίτσα, πού κατατρώει γρήγορα τό ξερό χόρτο! Τό Ελληνόπουλο ανασαί νει βαθειά, κάνει μιάν άκόμα προσπάθεια, φουσκών ;υν. οί μυώνες του καί κάνουν ο χορ τόσκοινο νά τρίξη. Σέ λίγο άκούγεται ένα σιγανό ^κράκ» κι3 αμέσως τά δεσμά τού Τάργκα χαλαρώνονται! Τό α τρόμητο Ελληνόπουλο είναι πιά εντελώς ελεύθερο! Τεντώνει τά μπράτσα του σ3 ένα γοργό ξεμούδιασμα. "Επειτα άρπαζει τά δεσμά τής Μαλόα καί τά κατακομματιάζει με απερίγραπτη λυσ οα! Κι3 αμέσως παίρνει οπήν αγκαλιά του τό κορίτσι τής ζούγκλας καί σκαρφαλώνει γοργά ως τούς πρώτους κλά δους τού μεγάλου δέντρου! Τήν ίδια στιγμή σηκώνον ται από παντού οί κόμπρες, έκτινάζονται, σκίζουν τόν αέ ρα σάν σαΐτες, αλλά τά δόν τια τους δεν βρίσκουν σαρκα, γιά νά χύσουν τό φαρμάκι τους! Ό Τάργκα κι3 ή Μαλόα διε φυγαν τήν τελευταία στιγμή, ένα θάνατο φριχτό, γεμάτον πόνους! Τά φίδια σφυρίζουν μέ α νέκφραστο θυμό. Μερικά διπλώνουν τίς «κου λούρες» τους στον κορμο τού
14
ΤΑΡΓΚΑ
δέντρου πού φιλοξενεί τον Τάργκα κι* αρχίζουν ν' ανε βαίνουν προς τούς κλάδους.^ Αλλά τώρα τό Ελληνό πουλο μαίνεται. Στά χέρια του κοατάει τό μαχαίρι τής Μαλόα Και τό μπράτσο του κινεί ται μέ απερίγραπτη ταχύτη τα. Διαγράφει στον αέρα αλ λεπάλληλα τόξα. Και τό κα θένα άπ3 αυτά στοίχιζε, τό κεφάλι μιας κόμπρας! Τ’ απαίσια ερπετά, απο κεφαλισμένα, πέφτουν τό ένα απάνω στ* άλλο, οίνοντας την δψι ενός σωρού από μαύ ρα σκοινιά. Τό αίμα πλημμυρίζει γύρω τον τόπο. Μιά τέτοιαν εφιαλτική σφα γή φιδιών δεν έχει ξαναγνωρίσει ή ζούγκλα. Καί, ξαφνικά, άκούγεται ό ρόγχος μιας μηχανής! Ό Τάργκα τον αναγνωρί ζει αμέσως. Σηκώνει τό κεφάλι καί τά μαύρα μάτια του πετάνε φλό γες θυμού. Μέσα άπ3 τις λόχ μες προβάλλει τό απειλητικό μοσουδι του θωρακισμένου αυτοκινήτου του Ζανούρ! Ό κτηνώδης ! ερμανός κάθεται στο βολάν. Περιμένει ν5 άντικρύση τον θρίαμβό του. Καί, γι5 αυτό, ένα μουγκρητό λύσσας ξεφεύγει από τό λαρύγκι του, καθώς βλέ πει τη Μαλόα καί τον Τάρ γκα, σώους καί αβλαβείς, νά θερίζουν τό κοπάδι των φαρ μακερών φ ιδιών! Τρίζουν τά δόντια καί σμί γουν τά φρύδια του.
— Παλιόσκυλα!, ουρλιά ζει μ’ ασυγκράτητο θυμό. Πέφτει απάνω στο πιο με γάλο απ’ τά πολυβόλα του, τό άρπάζει μέ τά δυο χέρια του, τό στριφογυρίζει πάνω στη βάσι του καί καρφώνει με την κάννη του τά κλειδιά του δέντρου, πού φιλοξενεί τά παιδιά τής ζούγκλας. — Θά σάς κατεβάσω από κεΐ, τριγονάκια μου! μουγ κρίζει ό κτηνώδης Γερμανός μέ λύσσα. Καί τραβάει τη σκανδάλη του πολυβόλου. *
*
*
Μέχρι τούτη τη στιγμή δέν είδαμε πουθενά τόν Ατσί δα, γιατί ό αστείος νέγρος έχει άπομακρυνθή από τή σπηλιά, πριν ακόμα ξημερώ σει ! Στά χέρια του κρατάει τό φυσοκάλαμο. Καί στη... σοφή κεφάλα του στριφογυρίζουν λογής λογής καταπληκτικά σχέδια, γιά νά έχη επιτυχία στο ση μερινό του κυνήγι. Καθώς προχωράει μέσα στά πυκνοφυτεμένα δέντρα α κούει τό σιγανό βέλασμα ε νός μικρού ελαφιού. ^Αμέσως κοντοστέκεται καί τραβάει τόν χαλκά τής μύτης του, γλείφοντάς τον μέ προ καταβολική δρεξι. — Μικρός έλάφος !, μουρ μουρίζει. Έγκώ ντέσει - ντέσει μικρός έλάφος μέ χορτόσκοινος, μικρός έλάφος φωνά ζει - φωνάζει, μεγκάλος έλά^ φος ακούει, έρχεται τρεχά τος - τρεχάτος, έγκώ πιάνεις από τό κέρατος, ψήνεις - ψή
ΎΑΡΓΚΑ
νεις, ντίνει έγκώ έμενα, τρώει έμενα! Χωρίς ν’ αργή τρυπώνει στην πυκνή λόχμη, ανακαλύ πτει τη φωλιά των έλαφιών, άρπαζε ι τό νεογέννητο έλαφάκι, τό βγάζει έξω και τό δένει μέ χορτόσκοινο από ένα δέντρο. Τό μικρό έλαψάκι αρχίζει να βελάζη πιο δυνατά. Ό "Ατσίδας τό ακούει κατευχαριστη μένος. — "Εγκώ, μονολογεί, ξά πλα, ξάπλα περιμένει μεγκάλος έλάψος, σκοτώσει - σκο τώσει ψυσα - φύσα κάλαμος ί Βάνει τό φυσοκάλαμό του στο στόμα και ξαπλώνεται μέσα σέ μερικά φουντωτά, πλατύφυλλα φυτά. Κλείνει καί τά μάτια του, γιά νά μην... κουράζονται α νοιχτά καί περιμένει, άκουγοντας τό βέλασμα. "Ομως σ" έκείνη την πυκνή περιοχή τού παρθένου δά σους, τ’ αγρίμια είναι πάρα πολλά. Πίσω άπ" τά χαμόδεντρα, μέσα στά τεράστια εξωτικά φυτά, κάτω άπ" τά πελώρια πράσινα αγκάθια — παντού, τελοσπάντων, σέρνονται ύ πουλα τά αιλουροειδή σαρ κοφάγο, έτοιμα νά πηδήσουν απάνω στή λεία τους! Ή κραυγή τού έλαφιοΰ τά κάνει νά στήσοσυν αυτί! "Ανασύρουν πλάγια τά χείλια τους καί, δείχνοντας τά σουβλερά τους δόντια, προ χωρούν σιγά - σιγά προς τό μέρος πού πελάζει τό μικρό έλάφι. Τά κοκκινρκίτρινα μάτια
15
τους κυττάζουν γύρω μέ προ σοχή κι" οιμοβορία. Τά ευλύ γιστα κορμιά τους ελίσσον ται ανάμεσα στά πουρνάρια καί στους θάμνους καί τά βή ματά τους εΐνε τελείως άθόρυβα. "Έτσι ό "Ατσίδας δεν έχει καταλάβει απολύτως τίποτα, δεν έχει ακούσει τον παρα μικρό κρότος, δταν ξαφνικά αισθάνεται μιά καφτή ανάσα νά τού τσουρουψλίζη τό πρό σωπο, — έτσι καθώς είναι ξοπλω μένος! Χαμογελάει καί ψιθυρίζει ευτυχισμένος. — Μεγκάλος έλάφος έρτει γλήγορα - γλήγορα! "Ανοίγει τά μάτια καί βλέ πει, ακριβώς πάνω από τό κε φάλι του, τά σουβλερά δόν τια ενός πάνθηρα καί τό κοκ κινωπό βλέμμα του, πού τον κυττάζει έχθρικά! Τό σαρκοφάγο θηρίο αφή νει έναν υπόκωφο βρυχηθμό. Παγωμένος ό "Ατσίδας από τό τρόμο, ξανακλείνει τά μά τια του καί φυσσάει στά... στραβά τό φυσοκάλαμο, πού βρίσκεται στά χείλια του. "Ενα μικρό βέλος έξακοντίζεται. Καρφώνεται βαθειά στον λαιμό τού πάνθηρα καί μένει βυθισμένο ολόκληρο μέσα στο λαρύγκι του! Μόνον ή μικρή φουντωτή ουρά του μένει άπ" έξω καί σαλεύει γιά λίγο πέ ρα - δώθε! Τό χτύπημα έγινε σ’ ευαί σθητο σημεΐο. Καί τό θηρίο κυλυέται αμέ σως καταγής.
ϊ6
ΤΑΡΓΚΑ
Μοιάζει σά νά τό χτύπησε κατακέφαλα κεραυνός! Ό "Ατσίδας μένει ακόμα λίγες στιγμές ακίνητος, μέ κλειστά μάτια. "Έπειτα, κα θώς νοιώθει πώς τα νύχια και τά δόντια τοϋ πάνθηρα, δεν άρχισαν ακόμα νά του ξεσκί ζουν τις .σάρκες ανοίγει σιγάσιγά τά μάτια. Τό σαρκοφάγο είναι πεσμέ νο πλάϊ του. Ό κωμικός νέγρος δεν χά νει πιά καιρό. Πετιέται όρθιος καί τρέχει προς τό έλαφάκι, γιά νά τό πάρη και νά φύγη. "Αμέσως, όμως, μουδιάζει ολόκληρος. Στους γύρω θάμνους και στις λόχμες διακρίνει άπειρες διπλές κόκκινες φλογίτσες νά τον... κυττάζουν προσεχτικά! ΕΤναι τά μάτια των άγρι μιών, πού έφτασαν ώς έκεΐ, τραβηγμένα από τά δυνατα βελάσματα τού ελαφιού. Τούτη τή φορά ό τρόμος του γίνεται απερίγραπτος. Στρέφεται μέ μιάν ένστικτούδη κίνησι καί τό βάζει στά πόδια. Οί πλατειές ποδά ρες του χτυπάνε χάμω σάν... πατσές καί πλαταγίζουν σάν... πανιά καϊκιού σέ δυνα τό άνεμο! Φεύγει, όσο γρηγορότερα μπορεί. Φτάνει στο ποτάμι κι" έτοι μάζεται νά πέση στο νερό, γιατί πίσω του ακούει τά μουκρητά των άγρ ιμιών, που τον καταδιώκουν μέ πελώρια άλματα. "Απότομα, όμως, κοντοστέ κεται καί... κορδώνεται!
I
"Εκεΐ, στην ακροποταμιά, μέ την προβοσκίδα του βου τηγμένη στο νερό, ποτίζεται ό Ζούμπο, ό ιερός ελέφαντας! Μόλις τον βλέπει ό "Ατσί δας νοιώθει τον εαυτό του πα νίσχυρο! Τρέχει κοντά του φωνάζοντας: — Τζούμπο! "Εγκώ άνεβάσει εμένα ντικός σου ρά κη! Καί ό έξυπνος έλέφας κα ταλαβαίνει. Τον τυλίγει προσεχτικά μέ την προβοσκίδα του καί τον τοποθετεί άπάνοο στον χοντρό του σβέρκο! "Οχυρωμένος τώρα στο ζων τανό του φρούριο, ό κωμικός νέγρος, κυττάζει... απειλητι κά τούς πάνθηρες, πού έχουν κοντοσταθή καμμιά εικοσαριά μέτρα μακρύτερα, γρυλλίζοντας φοβισμένα. -— "Εσύ πάνθηρας φύγει φύγει!, τούς διατάζει χειρο νομώντας κωμικά πάνω από τό ύψος τού Ζούμπο. "Εσύ πάνθηρος δκι φύγει - φύγει, έγκώ πετάνει - πετάνει εσένα φύσα-ψύσα κάλαμο, Τζούμπο πατήσει - πατήσει εσένα μεγκάλο ποντάρος του! Καί, χωρίς νά χάση καιρό, παροτρύνει τον πελώριο ελέ φαντα νά ριχτή στούς αγρί ους πάνθηρες. Ό Ζούμπο δέν άργεΐ νά καταλάβη ! Σηκώνει ψηλά την ποντοδύ ναμη προβοσκίδα του, φυσσάει σάν μιά υπερφυσική σει ρήνα κι" αρχίζει νά τρέχη. Οί αγριεμένοι πάνθηρες κοντοστέκονται.
ΤΑΡΓΚΑ
Είναι πολλοί κι’ έχουν την άπόφασι ν’ άντισταθοΰν! Μόλις ό Ζούμπο φτάνει κον τά τους, δέχεται μιάν ομαδι κή επίθεση πού τή συνοδεύ ουν άγριοι γρυλλισμοί! Τά σαρκοφάγα θηρία συ σπειρώνονται. ’Έπειτα τινάζονται απότο μα και τά πανίσχυρα λαστι χένια κορμιά τους, σκίζουν τον αέρα, μέ τά πόδια τεντω μένα μπροστά και μέ τά νύ χια τους βγαλμένα έξω, σάν καλοακονισμένα γυριστά μα χαίρια ! Ό ελέφαντας δεν μπορεΐ ν’ αποφυγή αυτή την ομαδική έπίθεσι. Οί πάνθηρες καρφώ νουν τά νύχια τους στά πλευ ρά του καί του ξεσκίζουν τό χοντρά πετσί! Αυτό, όμως, είναι μιά ασήμαντη πληγή γιά τον Ζοΰμπο. Παραμέσα υπάρχει άφθονο λίπος που τον προστατεύει από τά νύ χια των σαρκοφάγων. "Ομως αυτή ή θρασύτατη έπίθεσις τον γεμίζει μανία. Στριφογυ ρίζει δλο τον τεράστιο δγκο του μέ μιά ταχύτητα εκπλη κτική. Καί μέσα στήν ΐδια στιγμή, μέ τό ένα του πέλμα πατάει καί λυώνει έναν πάνθηρα, ένφ μέ τό άλλο λυώ* νει καί δεύτερο! Άκούγονται μόνον δυο πό νε μένα μουγκρητά, πού μοιά ζουν σάν βόγγοι! ’Έπειτα ό κρότος πού κά νουν τά κόκκαλα, καθώς τσα κίζονται καί γίνονται ένας πολτός μέ τις σάρκες, κάτω από τό τεράστιο βάρος του Ζουμπο! Τήν ίδια στιγμή ή προβο
17
σκίδα του μεγάλου ελέφαντα, σάν υπερφυσικά χοντρό φίδι τυλίγει τό κορμί ενός άλλου πάνθηρα. Τον σηκώνει ψηλά, σάν ασήμαντο παιγνιδάκι. Τον στριφογυρίζει λίγο ατόν αέρα, τον κατεβάζει μέ ορμή καί τον χτυπάει στο κεφάλι τέταρτου θηρίου, πού στέκε ται πιο πέρα δείχνοντας, γιά φοβέρα, τά δόντια του! Πίσω απ’ τήν προβοσκίδα του Ζουμπο έρχεται δλη του ή τεράστια δύναμι, πού κάνει αυτό τό χτύπημα τρομερό! Οί δυο πάνθηρες λυώνουν ταυτόχρονα! Τά κόκκαλα κι’ οί σάρκες τους γίνονται ό ίδιος πολτός! Ό ελέφαντας σφυρίζει μέ τήν προβοσκίδα του απειλη τικά. Μέσα σε δυο δευτερό λεπτα τέσσερις πάνθηρες έ χουν εκ μηδενιστή ! Ό Ατσίδας ένθουσιαο'μέ νος σκοτώνει μέ τό φυσοκά λαμό του κι’ άλλον ένα! "Οσοι απομένουν ζωντανοί τρομοκρατούνται. Γρυλλίζοντας φοβισμένα χώνονται στο δάσος. λΌ κωμικός νέγρος ξαναθυμάται τό... έλαφάκι του! ^ Θέλει νά πάη, νά τό πάρη, τώρα πού είναι σίγουρος, α πάνω στή ράχη τού πελώρ'ου ελέφαντα. Καί φωνάζει; — Τζούμπο τρέξει - τρέξει, πάει εμένα, πάρει εμένα μικρός έλάφος, φάει - φάει ε μένα, δκι φάει - φάει πάνθηρος! Τρέξει-τρέξει Τζούμπο! Ό έξυπνος ελέφαντας συμ μορφώνεται μέ τις επιθυμίες τού φίλου του, τού Ατσίδα.
01
δηλητηριώδεις
κόμπρες,
μέ δόντια
κα'ι τό μαχαίρι του γίνεται
γεμάτα
φαρμάκι
§<χνατή1*>Ρ0/ τριγυρίζουν τή Μαλόα. '0 Τάργκα
καταστρεπτική θύελλα.
ξεχύνεται
Ή ζούγκλα δεν εχει ξαναδή παρόμοια σφαγή φίδιώνί...
ακράτητος
ΤΑί^ΓΚΑ
Μπαίνει στο δάσος τρέχοντας κι5 δσα αγρίμια εΐν’ έκεΐ καί βλέπουν το εξαγριωμένο έμ ψυχο θωρηκτό, σκορπίζουν πανικόβλητα! Σέ λίγο φτάνει έκεΐ πού βρισκόταν τό έλαψάκι. Στη θέσι του βρίσκει μια μικρή λίμνη αίμα! Ό κωμικός νέγρος γεμί ζει... άγανάκτησι. — Έγκώ, φωνάζει, κουράτζει εμένα, έγκώ βρίσκει^ βρίσκει μικρός έλάφος, πάνθηρος τρώει - τρώει μικρός έ λάφος ! Δεν μπορεί νά τό χωνέψη, οτι οί πάνθηρες έφαγαν τό έλαφάκι, πού αυτός... κουρά στηκε για νά τό άνακαλύψη ! Ό θυμός του είναι μεγάλος και τά δόντια του δαγκώνουν νευρικά τον μεγάλο χαλκά τής μύτης του. Μέ δυνατές φωνές καθοδη γεί τον ΖοΟμπο. Κι* αρχίζει νά περιπλανάται στη ζούγκλα, γιά νά βρή τούς πάνθηρες πού τούφαγαν τό έλάφι και νά τούς... έκδικηθή ! "Έχει βάλει δλη την προσο χή του, προσπαθώντας νά ξε χωρίση τον παραμικρό γρυλλισμό. Καί, ξαφνικά, ή πελώρια αυτάρα του κουνιέται σαν... σουπιά! Γυρίζει, ίδια μέ με γάλο χωνί καί... συλλαμβάνει ένα αλλόκοτο, βαθύ μουγκρητό! -— Γίάνθηρος!, λέει ό Α τσίδας καί χαμογελάει φαρ μακερά. Βαρύς μουγκρητός, μεγκάλος πάνθηρος είναι! Καί όδηγεΐ τον Ζουμπο
προς τό μέρος πού άκούγεται τό παράξενο μουγκρητό. Υπάκουος ό μεγάλος έλέφαντας προχωρεί. Τό ογκώδες σώμα του, τσα κίζει κλαδιά, σπάζει κλημα τίδες κΥ ανοίγει δρόμο, ώ σπου ξαφνικά φτάνει πολύ κοντά στη σπηλιά του Τάργκα! Έκεΐ ό Ζουμπο στέκεται α πότομα. Ό Ατσίδας, απ’ τό ψηλό θεωρείο του, βλέπει μακρυά καί οί πελώριες ματάρες του γουρλώνουν. Τό «θηρίο» πού μουγκρίζει τόσο παράξενα, δέν εΐναι πάνθηρας! Στέκε ται μερικές δεκάδες μέτρα μα κρύτερα κι5 έχει μιά παράξε νη δψι. Ό κωμικός νέγρος δέν έχει ξαναδή τέτοιο πρά μα. Γι’ αυτό δέν μπορεί νά καταλάβη, πώς πρόκειται γιά ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο! Τό κυττάζει καχύποτα, άλλά ξαφνικά αναστατώνεται ολόκληρος. "Απάνω στη... ρά χη αυτού του «θηρίου» διακρί νει τό άτριχο τριγωνικό κρα νίο του Ζανούρ! Ό κτηνώδης Γερμανός κά νει σάν λυσσασμένος. Ό "Ατσίδας τον βλέπει νά γυρίζη ένα πολυβόλο απάνω στη _βάσι του κι" ανατριχιά ζει. -έρει πιά, πώς αυτά τά μακρόστενα μετάλλινα αντι κείμενα βήχουν άσκημα καί φτύνουν τή φωτιά καί τον θά νατο ! Τό βλέμμα του πάει στον στόχο του πολυβόλου. Καί βλέπει πάνω στο δέν τρο, ανάμεσα σέ μιά θάλασ σα από φρενιασμένες κόμ-
ΤΑΡΓΚΑ ττρες τον Τάργκα και τη Μα λόα ! — Τζοΰμπο!, φωνάζει. Ε σύ χυμήξει - χυμήξει! Άλλα ό ιερός ελέφαντας εχει μπή κιόλας στο νόημα. Μέ μια ταχύτητα εκπλη κτική γιά τον όγκο του, καλτάζει προς τό θωρακισμένο αυτοκίνητο. Είναι ή στιγμή πού ό Ζα'ούρ πιέζει τη σκανδάλη. Ό Ζουμπο χαμηλώνει την τανίσχυρη προβοσκίδα του, Γην περνάει κάτω απ' τό άμά;ι, ανάμεσα στις δυο πλαϊνές )όδες του, κι5 έπειτα μέ όλη Όυ τη δόνα μι τή σπρώχνει τρός τά εμπρός καί απάνω! Τό θωρακισμένο αύτοκίνηό ταλαντεύεται. Γέρνει προς την άλλη πλευ ρά κΓ αναποδογυρίζεται! Κατάπληκτος ό Ζανούρ έκΓφενδονίζεται μερικά μέτρα ιακρύτερα, άλλ5 αμέσως ξααπετιέται ορθός. Μιά κόμπρα, πού έχει ξεπρατίο'ει από τό κοπάδι των :λλων, χύνεται καταπάνω ου. Ό Γερμανός σηκώνει τό Γόδι του καί τό κατεβάζει μέ υσσα. Κάτοο από τή χονρή, σιδηρόφραχτη μπόττα ου, τό κεφάλι τής κόμπρας ίνεται πολτός! Γυρίζει σάν λυσσασμένη ίγρις, βλέπει τον ελέφαντα, ού αναποδογύρισε τό αύτοίνητο καί, μέ τή βάρβαρη ροφορά του, φωνάζει οπούς τρατιώτες του, πού βρίσκονσι στήν αντίπερα όχθη τού οταμοϋ: — Γουρούνια! Δεν έχετε
21
οπδα; Τί περιμένετε, λοι πόν; Καί πέφτει μπρούμυτα, γιά νά μή δίνη στόχο! ΚΕΦ. 4. "Οττου ό Τά,ργκα την πα θαίνει σάν τον... κάβου ρα, που πηδάει απ’ τό τη γάνι και πέφτει στη φω τιά!
ό ατρόμητο Ελληνόπου λο κυττάζει γύρω του α λαφιασμένο. Ξέρει καλά τή γερμανική γλώσσα καί καταλαβαίνει τί σημαίνει αυτή ή διαταγή τού Ζανούρ! Σέ λίγο τά όπλα θ’ αρχί σουν νά ξερνοϋν τον πυρακτω μένο θάνατο. ΚΓ αυτός μέ τή Μαλόα, μέσα στά κλαδιά τού δέντρου, δίνουν έναν περίφη μο στοχο! — Μαλόα!, τής φωνάζει. Πρέπει νά φύγουμε από δώ! Γό κορίτσι κυττάζει μέ φρί κη τις κόμπρες. — Ό τόπος εΐνε γεμάτος φίδια!, τού λέει. Μά ό Τάργκα έχει βρή κιό λας τή λύσι. — Άκολούθησέ με, γρήγο ρα!, λέει βραχνά. Μ5 ευκινησία πιθήκου σκαρ φαλώνει προς τά πιο ψηλά κλαδιά τού δέντρου. Ή Μαλόα τον ακολουθεί μέ τήν ίδια ταχύτητα. Φτάνουν στήν κορυφή, σέ ύψος σαράντα μέτρων. λ — Γαντζώσου απάνω μου ! τής ξαναλέει. Το κορίτσι τής ζούγκλας α νεβαίνει στή ράχη του, τυλί γει τά δυο της μπράτσα γύ ρω στον τράχηλο τού Τάργκα
Τ
22
ΤΑΡΓΚΑ
και τά δυο της πόδια στη μέ ση του. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο ζυγίζεται πάνω σ3 ένα λυ γερό κλαδί. Ταλαντεύεται μα ζί μ3 αυτό τό κλαδί, πέρα δώθε καί την κατάλληλη στι γμή εκσφενδονίζεται μέ δύναμ ι στο κενό ! Εΐναι ένα άλμα γεμάτο τρο μακτικό μεγαλείο! Τό κορμί του Τάργκα, μέ την Μαλόα κολλημένη απάνω του, σαν τό στρείδι, σκίζει γοργά τον αέρα, στο τερά στιο ύψος των σαράντα μέ τρων ! Κάνει ένα γρήγορο κυκλι κό ταξίδι. Διαγράψει ένα τεράστιο τό 'ξο κι3 έπειτα πέφτει κάθετα σέ απόστασι μεγαλύτερη από τριάντα μέτρα, ακριβώς απά νω στά νερά του μεγάλου ποταμού! Ό Ζανούρ κι3 οί Γερμανοί στρατιώτες βλέπουν μέ δέος καί μέ κατάπληξι τό άπίστευ το κατόρθωμα, πού πραγμα τοποιεί τό ηρωικό Ελληνό πουλο ! ’Τ3 αυτόματα όπλα δεν προ φταίνουν νά μιλήσουν! "Ενας τεράστιος πίδακας νερού ξεπηδάει απ’ τό ση μείο πού πέφτει ό Τάργκα μαζί μέ τη Μαλόα. Τό ποτάμι γεμίζει ολόκλη ρο μέ άφρούς. ^Κάτω απ’ την επιφάνεια τού νερού ή Μαλόα ξεκολλάει άπ3 τη ράχη τού αγαπημένου της κι’ οί δυο μαζί κολυμπάνε γοργά, σέ όση απόστασι τούς επιτρέπουν τά γερά πνευμό νι τους. "Επειτςχ βγάζουν
μιά στιγμή τά κεφάλια τους στον αέρα, γιά ν3 άναπνεύσουν καί ξαναβουτάνε. Κάποιος άπ3 τούς Γερμα νούς τούς βλέπει. — Νά τους... νά τους!, φω νάζει σάν υστερικός. Οί άλλοι στρατιώτες αρχί ζουν νά τρέχουν μέ πεΤσμα στο μάκρος τής άκροποταμιάς. Στά χέρια τους κρατουν τά αυτόματα. 3Αρκετά μέτρα παρακάτω ξαναφαίνεται στήν επιφάνεια τό κεφάλι τής Μαλόα κι3 α μέσως, ΰστερ3 από μιά γρή γορη αναπνοή, ξαναχάνεται στο νερό! Τό ίδιο πράγμα ξαναγίνε ται αργότερα. Οί χοντροκέφαλοι Γερμα νοί τρέχουν σάν μπουλούκι. Είναι σίγουροι, πώς ό Τάρ γκα, δσο κι3 άν έχη πνευμό νια χαλύβδινα, θ3 άνέβη κι3 αυτός κάποια στιγμή στήν ε πιφάνεια τού ποταμού, γιά ν3 άναπνεύση. Καί, τότε, τά όπλα τους θά τον θερίσουν! Κι3 αληθινά τό κεφάλι τού Ελληνόπουλου αναδύεται κά ποτέ από τό νερό. Αυτό, ό μως, γίνεται πολύ πιο πίσω από τή θέσι πού τρέχουν οί Γερμανοί! Τό δαιμόνιο μυα λό τού Κυρίαρχου τής Ζούγ κλας τούς έχει παίξει ένα κα λό παιγνίδι: έχει αφήσει τή Μαλόα νά κολυμπάει μέ βου τιές προς τήν κατεύθυνσι πού ακολουθεί ό ροΰς τού ποτα μού. 3Αλλά ό Τάργκα κάνει τήν βουτιά του προς τήν άντίθετη πλευρά. "Έτσι οί Γ$ρ^
ΤΑΡΓΚΑ μανοί πού τρέχουν σάν ασύν τακτο μπουλούκι, ακολουθών τας την κατεύθυνσι τής Μαλόα, δεν βλέπουν τον Τάργκα πού ^εφυτρώνει^ πίσω τους από το νερό, σάν μανι τάρι ! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο δεν θέλει άλλη ευκαιρία. Εκείνη ή πλευρά τής ό χθης είναι κατάφυτη. Βγαίνει γοργά απ’ τό νε ρό, ανεβαίνει σάν αίλουρος στο πρώτο δέντρο πού βρί σκεται μπροστά του, αρπάζει μιά κλιματίδα κι5 εκσφενδονί ζεται πάλι στο κενό! Τώρα τό γρήγορο τοξωτό ταξίδι του έχει έναν συγκε κριμένο στόχο. Στην κατάλ ληλη στιγμή, ένφ βρίσκεται στον αέρα, ό Τάργκα παρα τάει την κλιματίδα. Τό σώμα του, με την κεκτημένη ταχύτητα πού έχει, διαγράφει ένα καινούργιο τό ξο καί πέφτει σάν αερόλιθος μέσα στο μπουλούκι τών στρατιωτών! "Ενας Γερμανός δέχετα^ι κατακέφαλα τό βάρος του Τάργκα. Ή ραχοκοκκαλιά του, μ5 έναν ξερό κρότο, σπά ζει στη μέση, σάν κορμός ε νός μικρού δέντρου, πού τό χτυπάει ό κεραυνός! Ό Γερμανός πέφτει χωρίς νά προφέρη λέξι. Τώρα ό Τάργκα γίνεται μαινόμενος σίφουνας. 'Αρπάζει άπό την κάννη το όπλο τού σκοτωμένου στρα τιώτη καί πετιέται ορθός, στριφογυρίζοντάς το, με άκα ταμάχητη δύναμι!
23
Οί άλλοι Γερμανοί πού γυ ρίζουν εκείνη τη στιγμή κα τάπληκτοι, γιά νά ίδούν τί συμβαίνει, δέχονται μιάν ολό κληρη σειρά, άπό συντριπτι κά χτυπήματα. Δυο - τρεις πέφτουν με α νοιγμένα κρανία. Οί άλλοι χύνονται προς τό δάσος με κραυγές! Είναι πανικόβλητοι καί δεν μπορούν νά έξηγήσουν, πώς τούς έπεσε κατακέφαλα, άπό τον... ουρανό, ό δαιμονισμέ νος αυτός άνθρωπος, πού τον νόμιζαν κάτω άπό την επιφά νεια τού ποταμού! Ωστόσο συνέρχονται πολύ γρήγορα. Γυρίζουν έτοιμοι νά χρησι μοποιήσουν τά όπλα τους, άλλά ό Τάργκα δεν τούς δί νει καιρό, -εσηκώνεται πάλι σάν άνεμοστρόβιλος καί χώ νεται άνάμεσά τους. Τό μαχαίρι του γίνεται κα ταστρεπτική θύελλα. Ή Μαλόα βγαίνει άπ3 τό νερό καί τρέχει ' νά βοηθήση τό άγαπημένο της Ελληνό πουλο. Την ίδια στιγμή κι3 ό 3Ατσί δας, πού βρίσκεται στήν άλ λη όχθη, πέφτει με ορμή στο νερό. Αυτή τή στιγμή έχει ξεχάσει καί τήν τεμπελιά του καί τήν... πεΐνα του κι3 είναι γεμάτος πολεμικό μένος. Δαγ κώνει νευρικά τον χαλκά τής μύτης του. Κολυμπάει σάν πελώριος μαύρος βάτραχος, χτυπώντας τό νερό μέ χέρια καί μέ πόδια. Βγαίνει στήν άντίπερα ό χθη μανιασμένος.
24
ΤΑΡΓΚΑ
_— Παλιόσκυλος!, φωνάζει. Έγκώ πετάνει - πετάνει έοάς! ^ Κι" αμέσως φέρνει τό φυσο κάλαμο στο στόμα. "Ενα μικρό βέλος φτερουγίζει στον αέρα. "Απέναντι ένας Γερμανός αναπηδάει, φέρνοντας και τά δυο του χέρια στα όπίσθιά του, δπου έχει καρφωθή τό βέλος! Νοιώθει έναν τρομερο πόνο κι" απομακρύνεται αϊτό τό πεδίο τής συμπλοκής ουρ λιάζοντας ! Την ίδια στιγμή ή Μαλόα χύνεται σάν τίγρις σ" έναν άλλο στρατιώτη. 4 Αρπάζει μιά κλιματίδα κι" εκσφενδονί ζεται απάνω του, συντρίβοντάς του τή ραχοκοκκαλιά. Οι στιγμές γεμίζουν τρο μερό μεγαλείο. Ό Τάργκα, ή Μαλόα κι" ό "Ατσίδας συντρίβουν ένα ολό κληρο Γερμανικό απόσπα σμα ! Ό Ζανούρ, απ’ την απέ ναντι δχθη^ τους βλέπει και τρίζει τά δόντια του. "Αφροί βγαίνουν άπ" τό στόμα του. Κάνει σάν λυσσασμένος. Τρέ πει κοντά στο θωρακισμένο αυτοκίνητο, ξεκολλάει από τη βάσι του ένα βαρύ πολυ βόλο καί τό στήνει στη γίΤ Τό δάχτυλό του τραβάει τη σκανδάλη. ^ "Ενας ρυθμικός έκκωφαντικός κρότος σκορπί ζεται ολόγυρα. ^ Κά-κά-κά-κάκά... Ίό πολυβόλο γαβγίζει σκληρά σκορπίζοντας ολόγυ ρα αναμμένο ατσάλι! Μεγάλος^ θόρυβος σηκώνε ται στη ζούγκλα.
συντρίβονται καί Κλάδοι δέντρα ολόκληρα σωριάζον ται με τον κορμό τους γαζω* μένον από τά μεγάλα βλήμα τα, πού ξερνάει τό βαρύ ό πλο ! Ένα σωρό Γερμανοί σω ριάζονται νεκροί. Ό τερατώδης Ζανούρ δεν τούς λογαριάζει! Σκοπός του εΐνε να έξοντώ ση τον Τάργκα κι" αδιαφορεί αν οί σφαίρες του πολυβόλου γαζώνουν καί τούς δικούς του στρατιώτες! Τό ατρόμητο 4Ελληνόπου λο μαντεύει τούς ανόσιους σκοπούς του κι5 άμέσως φω νάζει μ" όλη του τή δύναμι: — "Ατσίδα! Μαλόα! Νά πέσετε άμέσως κάτω! Ό ίδιος πέφτει μπρούμυτα στή γή. Τό κορίτσι κΓ ό νέγρος τον μιμούνται. Οί μεγάλες σφαίρες περνά νε από πάνω τους. 4 Ο αστείος νέγρος κολλη μένος, με τήν πελώρια κοιλιά του στή γή, κάτι μουρμουρί ζει. "Έχει δή τον μεγάλο φα κό, πού γλύστρησε από τήν πλατειά ζώνη του Τάργκα καί βρίσκεται χάμω, ανάμε σα στ" άγκάθια. — Έγκώ πάρει - πάρει φα κός, έγκώ ανάβει φωτιά, έγ κώ ψήνει - ψήνει ζαρκάντις, ντίνει έμένα, τρώει έμένα! Κι" αρχίζει νά σέρνεται κάτω από τις σφαίρες. Φτάνει κοντά στον φακό, τον άρπάζει καί... γλείφει μέ
ΤΑΡΓΚΑ
ΐκανοποίησι τον μεγάλο χαλ κά τής μύτης του. ΚΕΦ. 5 "Οίτου ό Ταργκια βυθί ζεται στο σκοτάδι τής λητοθΐυμίας και ό Ατσί δας ταξιδεύει παρέα μ’ εν α ν κ ρο κ όδε ι λ ο—ψόψ ι ο ?
ώρα ό Ζανούρ μαίνεται στ5 αλήθεια. Τό πολυβόλο του δουλεύει άκατάπαυστα κι5 ή κάννη του έχει ανάψει. "Ενας^ τερά στιος κροκόδειλος πετιέται α πό τό νερό άγριε μ μένος, μουγ κρίζοντας φριχτά. Ό Ζανουρ χαμηλώνει λι γάκι τ’ όπλο του. " Ενα γαζί από μεγάλες σφαίρες διαπερνάει τό τρομε ρό αμφίβιο και τό κάνει να σπαράζη στην ακροποταμιά, νά τινάζεται ψηλά καί νά μαστιγώνη μέ την παντοδύναμη ουρά του την άμμο. Αυτό κρατάει μόλις λίγα δευτερόλεπτα. "Επειτα τό σαρκοβόρο τέ ρας άκινητεΐ! Ό Ζανουρ έχει λυσσάξει, γιατί ό Τάργκα, πεσμένος καθώς είναι στο χώμα, δεν δίνει στόχο στις σφαίρες του. Οί Γερμανοί στρατιώτες πάλι, όσοι άΤτομένουν ζωντσ-
Τ
; ; ► ;
Νά είστε πάντα πρό-· θυμοί καί ευγενεΐς. Ή συμπεριφορά είναι ό καθρέφτης του πολιτισμού τού ανθρώπου. Θ. ΑΣΤΡΙΤΗΣ
; ; ' !
νοί, δεν τολμούν νά σηκωθούν κι’ αυτοί άπό χάμω. Ό Ζανουρ βλέπει, πώς κιν δυνεύει νά εξάντληση δλες τίς κορδέλλες των σφαιρών, χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό διπλασιάζει την οργή του. Μά, ξαφνικά, γίνεται κάτι απρόοπτο. "Ενας απ’ τούς , χοντρούς κλάδους, πού τσακίζονται α πό τίς σφαίρες τού πολυβό λου, στριφογυρίζει στον αέρα καί, πέφτοντας στη γη, χτυ πάει κατακέφοίλα τον Τάρ γκα ! ι Είναι ένα χτύπημα τρομα χτικό ! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο νοιώθει ν’ αντηχούν στ αύ τιά του δυο πελώριες καμπά νες. — Μαλόα!, προφταίνει νά φωνάξη. Φύγε! "Επειτα τα βλέπει δλα γύ ρω του κατακόκκινα κι’ αμέ σως βυθίζονται στο σκοτάδι τής λιποθυμίας! Ή Μαλόα δεν έχει δή τό τρομερό χτύπημα. Ακούει μόνο την προστα γή τού αγαπημένου της καί σπεύδει ν’ άπομακρυνθή, χρη σιμοποιώντας μ’ ευκινησία τά γόνατα των ποδιών καί τούς αγκώνες τών χεριών της. "Ομως την ίδια στιγμή παύει τό πολυβόλο. Κι’ άκούγονται οί άγριες κραυγές τού Ζανούρ: — Παλιόσκυλα σηκωθήτε! Ό δαιμονισμένος "Ελληνας άν δεν ψόφησε, είναι για κα λά λιπόθυμος! Δέστε τον μέ χορτόσκοινα! ΚΓ αυτόν καί
26
ΤΑΡΓΚΑ
τούς συντρόφους του! "Αν τη γλύτωσαν από τό φαρμάκι τής κόμπρας, δεν θά ξεφύγουν τό μαχαίρι μου! Εμπρός! Οί Γερμανοί στρατιώτες πε τιουνται ορθοί. Σε λίγα λεπτά ό Τάργκα είναι δεμένος. Ή Μαλόα δεν βρίσκει τον καιρό νά φύγη. ^ Αγωνίζεται σάν ύαινα, άλ λά στο τέλος υποκύπτει. Τώρα οι Γερμανοί ψάχνουν γιά τον Ατσίδα, αλλά... δεν μπορούν νά τον άνακαλύψουν πουθενά! Ό κωμικός νέγρος, μόλι^ νοιώθει αυτά πού γίνονται γυ
Κάτω άιτ’ μιτόττα του
τή σιδηρόψραχτη: ή κόμπρα γίνεται πολτός.
ρω του,^ σέρνεται στην άκροποταμιά, σπρώχνει τον σκο τωμένο κροκόδειλο καί τον ρί χνει πάλι στο νερό! Τό αμφίβιο τέρας, διάτρη το ^ από τις σφαίρες του Ζα νούρ, επιπλέει μισοβυθισμένο καί^ παρασύρεται σιγά - σιγά από τό ρεύμα τού ποταμού. Ό Ατσίδας πέφτει στη ρά χη^ του μπρούμυτα καί ταξι δεύει μαζί του... άναυλα. Τό μάτι του γουρλωμένο κυττάζει δεξιά κΓ αριστερά, αλλά κανένας δεν τόν παίρ νει χαμπάρι, γιατί άρχίζει κιόλας νά νυχτώνη. — Αφήστε τόν μαύρο βά τραχο !, φωνάζει ό Ζανούρ. Γρήγορα νά κατηφορίσουμε προς τό στρατόπεδό μας! ★ * * Τώρα ή νύχτα εΐναι προχω ρημένη. Ή μικρή κΓ άγρια κοιλά δά, πού φιλοξενεί τό ιδιαίτε ρο στρατόπεδο τού Ζανούρ, εΐναι κατάφωτη κι5 έχει μιάν εξαιρετική κίνησι. Έκτος α πό τά ηλεκτρικά φώτα, πού εΐναι όλα αναμμένα, υπάρ χουν καί τεράστιες φωτιές, στις όποιες καίγονται ολό κληροι σωροί ξύλα ξερά καί δαδιά! Ή πιο μεγάλη κίνησι γίνε ται στο ξυλόσπιτο, πού έχει στήσει ό κτηνώδης Ζανούρ τό στρατόπεδό του. Έκεΐ μπαινοβγαίνουν πολ λοί άξιωματούχοι. Ό Ζανούρ με θριαμβευτικό ύφος δίνει διαταγές. — Τό στρατόπεδο τών ερ γαστηρίων καί τών θαλάμων
ΤΑΡΓΚΑ
'Ο Ατσίδας ταξιδεύει στή ράχη
γιά τά πειράματα είναι εν τάξει; ρωτάει. ;— Μάλιστα, αρχηγέ! Κον τεύουν να επιδιορθωθούν οί ζημιές πού προκάλεσε ό Τάργκα με την έπέμβασί του! (*) Ό Ζανούρ χαμογελάει σαρ καστικά. ^— Ό Τάργκα θά τά πλή ρωσή δλα μαζεμένα, μόλις ^ημερωση !, λέει με σκληρό ύφος. Ή φωτιά πώς πάε*; -— "Οσο πάει καί γίνεται πιο δυνατή! Ρίχνουμε ξύλα! λ— Ωραία! Τό^μεγάλο ντε πόζιτο μέ τό νερό; (*) Διάβασε «Τάργκα» άριθ. τλο:
«Ζανούρ,
τό τεύχος τού 9 μέ τό-ν τί
ό ττροδότης».
27
τόΟ
νεαρού
κροκόδειλου.
— Βρίσκεται πλάϊ στή ψω τιά, δπως διατάξατε! Ό κτηνώδης Γερμανός καγ χάζει απαίσια. — Θαυμάσια!, ξανσλέει σε λίγο. Ό φίλος μου, ό Τάρ γκα, θά τσουρουφλίζεται λί γο - λίγο άπ5 τη φωτιά κΓ ε γώ, σάν... φιλάνθρωπος πού είμαι, θά τον δροσίζω, ρίχνοντάς του στά εγκαύματα., βραστό νερό! Τροφοδοτήστε τη φωτιά, δσο μπορείτε πε ρισσότερο... Ό άξιωματουχος υποκλίνε ται καί φεύγει. ^Έξω τριγυρίζουν οί στρα τιώτες καί τά στυγνά πρό σωπά τους έχουν μιάν άλλόκοτη έκφρασι, έτσι καθώς δέ χονται τις κόκκινες ανταύγει ες τής μεγάλης φωτιάς.
78
ΤΑΡΓΚΑ
Ό Τάργκα υποφέρει από τή θερμότητα. Τόν έχουν δέσε η ^ κατα με σής στο ξέψωτο, με τή ράχη ακουμπισμένη σ’ ένα^ σιδερέ νιο πάσαλλο, μπηγμένο βαθειά στή γη. Ή πελώρια φω τιά καίει μπροστά του, σ' έλάχιστη άπόστασι κι5 ή τρομερή της θερμότητα τόν τσου ρουφλίζει, του σιγοψήνει το μούτρο. Δίπλα του ακριβώς είναι τό ντεπόζιτο. Άπό νωρίς τό έχουν γεμί σει νερό, πού τώρα σιγοβρά ζει. Ό ατμός ξεφεύγει ατά τό σκέπασμα, αφήνοντας ένα άνατριχιαστικό σφύριγμα. Λίγο μακρύτερα βρίσκεται ή Μαλόα. Είναι κι5 αυτή δεμένη σ3 έ να πάσαλλο. Αλλά ή θερμό τητα κι3 ή λάμφι τής φωπάς δεν φτάνει κοντά της, για νά την βασανίση. Τά μάτια της είναι ανοιγμένα διάπλατα κι3 έχουν γεμίσει τρόμο. Καταλαβαίνει πώς κάτι τρομερό ετοιμάζει ό Ζανούρ γιά τόν άγαπημένο της Τάρ γκα. Ωστόσο τό Ελληνόπουλο είναι ψύχραιμο. , ► ; > ! • ' • ;
0 ; ! ; ; -
Μάθετε νά αγωνίζεστε μέ τόλμη, δταν^ τό δίκιο είναι μέ τό μέρος σας! Μάθετε νά ζητάτε συγγνώμη, ^ όταν τό δίκιο είναι μέ τό μέρος του αντιπάλου σας! Θ. ΑΣΤΡΙΤΗΣ : <1
Τ3 ^άντρίκια χαρακτηριστι κά τού προσώπου του δέν φα νερώνουν καμμιάν άγοονία ή τρόμο. Μόνον ένα βαθύ αυλά κι, σκαμμένο ανάμεσα στά φρύδια του, δείχνει πώς είναι βυθισμένος σέ συλλογισμούς.. ΚΕΦ. 6. "Οίτου ό Ατσίδας βλέ πε κ... μέλι καί γλε ίψει τόν χαλκά τής μύτης
του! άνω στή ζούγκλα έχει ξημερώσει μιά καινούρ για μέρα. Ό ήλιος ανεβαίνει σιγά σιγά στον ουρανό, σκορπίζον τας τις καφτές αχτίνες του, πού κάνουν τ’ άγρίμια νά λα χανιάζουν καί νά τρέχουν στά ποτάμια καί στις λίμνες ανα ζητώντας λίγη δροσιά... Ό Ζανούρ έχει πολλά κέ φια σήμερα. Βγαίνει άπ3 τό ξυλόσπιτό του κρατώντας ένα πελώριο μαστίγιο. Τόν ακολουθούν οί άξιωματουχοι του. Διασχίζει τό ξέψωτο περπατώντας αρ γά καί χτυπώντας τις υεγάλες βαρειές μπόττες του στήν ξερή γή. Φτάνει κοντά στο άτρόμητο Ελληνόπουλο. -—- Πώς τά πέρασες; ρω τάει σαρκαστικά. Ό Τάργκα σφίγγει τά δόν τια καί δέν άποκρίνεται. Τό πρόσωπό του, καί τό κορμί του ολόκληρο, είναι κατακόκκινα, αναμμένα άπό τό σιγοψήσιμο τής μεγάλης φωτιάς! Τά μάτια του καίνε αφάνταστα! Ό Ζανούρ τόν κυττάζει μέ ί κανοπο ίησι.
π
ΤΑΡΓΚΑ — Για νά δούμε... ψήθηκε; λέει γελαστά. Σηκώνει τό μαστίγιο καί τό κατεβάζει μέ δύναμι. Τό μακρύ λεπτοκομμένο ττετσί σφυρίζει στον αέρα, κι’ έπειτα κουλουριάζεται άττάνω του σάν φίδι. Ή μισοκαμένη σάρκα του ανοίγει σάν βρεγμένο τσιγα ρόχαρτο καί τό αίμα αρχίζει νά τρέχη ποτάμι. Ό πόνος πού δοκιμάζει 6 Τάργκα ,εΐναι άφόρητος. Ωστόσο κατορθώνει νά πνί ξη στά δόντια του, ένα βαθύ μουγκρητό, πού ξεχύνεται α πό τόν λάρυγγά του. Ή Μαλόα αφήνει μιά σπα ραχτική κραυγή. Δίπλα της βρίσκεται ένας Γ ερμανός. ^ Είναι κοντός, τετρά χωνικός, μέ κατακόκκινα πυκνά μαλλιά, με κόκκινα στίγμα τα στο πρόσωπο καί μέ μιάν έκφρασι κτήνους. Καθώς α κούει την κραυγή τής Μαλόα, σφίγγει τή γροθιά του, σάν ένα ^πελώριο κυδώνι καί τήν πετάει^ μέ ορμή στο πρόσω πο του κοριτσιού τής ζούγ κλας. Τό^ στόμα τής Μαλόα γεμί ζει αίματα. — Σκασμός!, τής φωνά ζει γερμανικά. Τάργκα, δεμένος στον πάσαλλο, μανιάζει. Κτήνος!, κραυγάζει κ.’ αυτός στή γερμανική γλώσ σα. Δέν ντρέπεσαι νά ντυπάς μιά δεμένη γυναίκα; Τόί στενά χείλια του Γερ μανού τραβιούνται πλάγια.
29
Δυο ο'ειρές κίτρινα δόντια φαίνονται. Είναι σάν ύπαινα έτοιμη νά πέση πάνω σ’ ένα πτώμα! Πλησιάζει γοργά τόν Ταργκα, ξανασφίγγει τή γροθιά του, τήν τραβάει πίσω καί τήν ξαναστέλνει μπροστά μ' όλη του τή δύναμι. Τό Ελλη νόπουλο δέχεται τό χτύπημα στο στήθος. Καί σ’ εκείνο τό σημείο ή μισοψημένη σάρκα του κόβεται καί... βουλιάζει! Τά μαύρα μάτια του γεμί ζουν αστραπές θυμού. — Κτήνος! Δειλέ!, ξαναλέει μέ σφιγμένα δόντια. Αμέσως άκούγεται τό γέ λιο τού Ζανούρ. — "Ησυχα, ’Άλμπερτ!, λέει στον κοντόχοντρο Γερ μανό. Δέν βλέπεις, . ποος ό καϋμένος υποφέρει άπό τή φωτιά; Καιρός είναι νά τόν δροσίσης λιγάκι! Ή κόκκινη ύαινα χαμογε λάει απαίσια. Παίρνει έναν άδειο γκαζον τενεκέ καί πλησιάζει τό με γάλο ντεπόζιτο μέ τό ζεματι στό νερό. Ό Τάργκα νοιοοθει πώς ήρ θε ή τελευταία στιγμή. Στήν κατάστασι πού βρί σκεται, άν χυθή απάνω του τό ζεματιστό νερό, σίγουρα θά τού δώση έναν μαρτυρικό θά νατό! Τό μυαλό του στριφο γυρίζει σάν έλικας αεροπλά νου. Καί, ξαφνικά, σφιγε* μέ τούς δυο άγκώνες του, ’όσο μπορεί πιο δυνατά, τόν σιδε ρένιο πάσαλλο. Στηρίζεται απάνω μέ τή ράχη του κι* έ πειτα σηκώνει τά δυο πόδια του στον αέρα. ’Ακουμπάει
§0
ΤΑΡΓΚΑ ■ II
1" ■ ' ► [ ■ ; ; |" ί
Ή ζωή του ανθρώπου παίρνει μεγάλη αξία δταν διαπνέεται οπό τά υψηλά ιδεώδη τής Ελευθερίας, τής Φίλοπατρίας, τής^ Κοινωνικής Δικαιοσύνης, τής Αλληλεγγύης καί τής "Αγάπης ποός την "Ανθρωπότητα! Θ. ΑΣΤΡΙΤΗΣ
* ! * \ ; ; « ί
τις πατούσες του στο ντεπό ζιτο μέ τό βραστό νερό. Νοιώ νει ένα κάψιμο τρομερό, αλλά δεν σταματάει. Μεμιάς όλοι οι μυώνες τού σώματός του σαλεύουν,^σάν μικρά θηρία' πού ξυπνάνε από τον ύπνο τους και κουλουριάζουν τις ράχες τους! "Ολο του τό κορμί γίνεται πελεκητός γρανίτης. Κι5 αυτός ό γρανίτης τεν τώνεται, μέ τή ράχη ακουμπι σμένη στον σιδερένιο πάσαλλο και μέ τις πατούσες του στηριγμένες στο πελώριο ντε πόζιτο ! "Ολ’ αυτά γίνονται σέ μιά μόνο στιγμή Ό σιδερένιος πάσαλλος λυγίζει ^λίγο. "Αλλά καί τό ντεπόζιτο, καθώς τό σπρώχνει ή ακατα νίκητη δύναμι τού Τάργκα, ταλαντεύεται κΓ αναποδογυ ρίζει, αδειάζοντας όλο τό νε ρό στη φωτιά! "Ενας πελώριος καπνός, α νακατεμένος μέ γκριζωπές στάχτες ανεβαίνει σιγά - σι γά προς τον ουρανό. Ό αναμμένος σωρός των
Π
Ι.ΠΓ—
■
1
I. Ι·ΙΙΙ ,»ΓΙ.|-,· I Ι..Γ.
ξύλων τσιρίζει καί σβήνει! Τά πόδια τού Τάργκα ξα ναπέφτουν στη γή. Τό πλατύ στήθος του άνέβοκατεβαίνει λαχανιασμένα. Ό Σανούς γελάει πλατεία καί χειροκροτεί. —* Μπράβο!, φωνάζει. Πο λύ όμορφο αυτό! Θά κούρο:στούμε λίγο, ώσπου νά ξαναετοιμάσουμε τό πανηγύρι, αλλά δεν πειράζει! Μου α ρέσει τό πεΐσμα μέ τό όποιο παλεύεις, γιά νά ξεφύγης α πό τά δόντια τού Χάρου! Χάνς! "Άλμπερτ! Μάνφρεντ! Έτομάστε καινούργια φωτιά! * ★ * "Αφήσαμε τον "Ατσίδα νά ταξιδεύη μέσα στη νυχτωμένη ζούγκλα, πεσμένος στη ράχη τού νεκρού κροκόδειλου. Τό ρεύμα τον παρασύρει σιγά - σιγά. Ή πελώρια αύτάρα του α κούει τον θόρυβο των Γερμα νών, πού περπατάνε πλάϊ στό ποτάμι, μέσα στην πυκνή βλάστησι. "Αλλά τό άγριο σκοτάδι δέν τον αφήνει νά τούς διακρίνη. Αυτό τό εφιαλτικό ταξίδι συνεχίζεται όλη νύχτα. Προς τό ξημέρωμα παύει ό θόρυ βος τών Γερμανών. Ό "Ατσί δας γλυστράει από τό παρά ξενο πλεούμενό του, πέφτει στό νερό καί βγαίνει στή στε ριά. Προχωρεί σιγά - σιγά μέ σα στά πυκνά δέντρα. Άνηφορίζει ένα κατάφυτο λοφίσκο καί, ξαφνικά, στέκε ται μαρμαρωμένος. "Ανάμεσα απ’ τήν τροπική βλάστησι βλέπει τό ξέφωτο, που φίλο-
ΤΑΡΓΚΑ V-
■■
—^ί-ί——ί-
ξενεί τό ιδιαίτερο στρατηγεΐο του Ζανούρ! ^Πελφριες ψωτιές καίνε παντού! Να, ό Τάργκα! Είναι δεμένος σ’ έ να σιδερένιο ττάσαλλο! Γουρ λώνει τό ένα μάτι του Ατσί δα. Νά, κι5 ή Μαλόα! Δεμέ νη σ’ ένα δέντρο! Γουρλώνει και τ’ άλλο μάτι του Ατσί δα! Λοξά, στην άκρη του ξέωτου είναι τό... μαγειρείο!^ ουρλώνει καί τό... στόμα του Ατσίδα! Γλείψει ττεριτταθώς τόν χαλκά τής μύτης του. Ό μάγειρος άνοίγει έναν μεγά λο ντενεκέ. Ό άστεΐος νέ γρος... λυοονει από εύχαρίστησι. Ό ντενεκές είναι γεμάτος μ’ ένα σκούρο, παχύρρευστο υγρό. -— Μέλος!, ψιθυρίζει ό Ατσίδας καί τα χείλια του... κολλάνε. Ό. μάγειρος παίρνει τό μέ λι κι’ απομακρύνεται. Ό Α τσίδας μένει σκεπτικός. Μια., «σοφή» σκέψι χορεύει στην κεψάλα του. Εκεί είχαν μεί νει κι’ άλλοι ντενεκέδες. Σί γουρα θά περιέχουν μέλι. Χουρίς να χάση καιρό βγάζει τόν ισχυρό φακό τού Τάργκα καί συγκεντρώνει τις καψτές α κτίνες τού τροπικού ήλιου πά νω^ σ’ έναν απ’ όλους αυτούς τούς ντενεκέδες! Μουρμουρίζει: — Φωτιά τρυπήσει - τρυπήσει τζίγκος! Μέλος χυθή όξω, Άτσίντα τρώει - τρώει μέλος! φακός συγκεντρώνει ό λη τη φλόγα του ήλιου, την κάνει πύρινο βέλος καί χτυ πάει κατ’ ευθείαν τόν τσίγκο τού ντενεκέ, ψλογίζοντάς τον.
31 ■
■
■,-Γ·^·τ,Γ„.,·»„,-,·Γ.τ„-η--··ι
■:,&*■££
Καί εξακολουθεί κάτι τρο μερό. Ό ντενεκές αυτός δέν πε ριέχει μέλι. Είναι γεμάτος... βενζίνα! Καί σέ λίγο μια τρομερή έκρηξι άκούγεται ί Ή φωτιά μεταδίνεται στις κοντινές εκρηκτικές ύλες καί στις άλλες βενζίνες καί οί εκρήξεις διαδέχονται ή μια την άλλη! Ή γή κουνιέται. Φλόγες πετιούνται από παν τού! Τό στερέωμα όλο φλο γίζεται ! Ό Ζανούρ καί οί όπαδ' του γεμίζουν τρόμο. Πιστεύουν πώς κάποια Γ πληκτική έπίθεσις έχει άρ; σει εναντίον τους καί τρε χουν, σάν τρελλοί, νά χωθούν στο δάσος γιά νά ξεγλυτώσουν! Ό Ατσίδας πέφτει στήν αρχή μπρούμυτα. ’Έπειτα άνασηκώνει τήν κε φάλα του. Βλέπει τόν Τάρ γκα, ακόμα δεμένον στον σι δερένιο πάσαλλο κΓ αδιαφο ρώντας γιά τις εκρήξεις, τρέ χει κοντά του. Μέ τά δόντια του κόβει τά δεσμά. Αμέσως τό Ελληνόπουλο ξεχύνεται προς τή Μαλόα. Τήν ελευθε ρώνει. Τήν αγκαλιάζει μέ τό ένα του χέρι. 4Αρπάζει μέ τ’ άλλο τόν Ατσίδα. Καί, τρέχοντας, χώνεται κι’ αυτός στο δάσος. Γύρω εξακοντίζονται καί διασταυρώνονται στον άέ ρα τ’ αναμμένα δαυλιά καί τά πυρακτωμένα σίδερα. Ό Τάργκα τρέχει μέσ’ στο δάσος μέ μεγάλα^ άλματα, -αφνικά πίσω άπό ένα ρείκι πετιέται ό κοντός, ό τετρα γωνικός κοκκινομάλης Γέρμα-
η
ΤΑΡΤΚΑ
νός, μέ τά κόκκινα στίγματα στο πρόσωπο. Πρώτη του κίνησις είναι νά τραβήξη τό πε ρίστροφό του. Άλλα δεν προφταίνει! Τό Ελληνόπουλο πηδάει άπάνω του και του δίνει μια φοβερή κλωτσιά; "Ολο του τό μΐσος, για τη γροθιά πού εί χε φάει προηγουμένως ή Μαλόα, κλείνεται σ’ αυτή την
κλωτσιά. Ό Γερμανός κόβε ται στά δυο ! — Κτήνος! Κτήνος!, μουγ κρίζει ό Τάργκα. Και συνεχίζει τον δρόμο του κρατώντας τή Μαλόα απ’ τό χέρι. Ό Ατσίδας άκολουθέΐ γκρι νιάζοντας: — Τζίγκο δκι εΐναι μέλος, Άτσίντα οχι τρώει - τρώει μέλος! Τζίγκο φωτιά είναι!
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Ελληνικό κείμενό ίπτό ΘΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ Απαγορεύεται ή άνατΐητωοτς. ΆπΟκλεισΉκότης «Υπεράνθρωπου».
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΓΚΑ
το 13 πού κυκλοφορεί την έρχομένη Πέμπτη σ’ δλα τά πε ρίπτερα μέ τον τίτλο:
ΑΡΠΑΓΗ ΤΙΣ ΜΑΛΟΑ
,'ννννννννινννννν\Λννννν\νννννννννννν\^νννννννν\'ννν\\ννννννννννννννννννννννν\ννννννννννννν\Λ\^\νν >
είναι ένα ακόμα διαμάντι στή σειρά των συναρπαστι κών περιπετειών του ξακουστού Τάργκα, του Ατρό μητου Ελληνόπουλου,, τού φημισμένου Κυρίαρχου τής Ζούγκλας, πού έχει τάξει τον εαυτό του στήν υ πηρεσία τών αδικημένων καί τών κατατρεγμένων. ^Στό ίδιο τεύχος, θά άρχίση ή δημοσίευσι μιας σειάς πολύχρωμων εικόνων, πού δείχνουν ποιά πρέει νά^ είναι ή ζωή στούς άλλους πλανήτες, σύμφωνα μέ τά τελευταία δεδομένα τής επιστήμης!
Η ΖΜΗ ΣΕ ΑΔΑΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ είναι ένα εγκυκλοπαιδικό ανάγνωσμα, πού θά σάς ένθουσιάση!
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Κύριος
►
> ► ► ► ► ►
► >
► ►
> ►
► ► ►
► ► > ►
κ
Κοντοστοΰπος,
Χά, χά, χά! Χού, χού, χού! Χό, χό, χό! Χέ, χέ, χέ! Χί, χί, χί! Κοιλιά έμενα σκάσει - σκάσει αϊτό γέλιο πολύς ! Έγκώ πολύς εύκαριστημένο, έγκώ πλη ρώσει σένα ξύλο εσύ ντώσει εμένα! Έσύ νομίτζει έγκώ φοβάται έσένα, εσύ λυπάται έμένα, έσύ λέει έρτει Αφρικανική γίνει φίλο - φίλο ε μένα, φάει - φάει ματζΐ έμένα τζαρκάντις, καρποΟτζι! Έγκώ περιμένει - περιμένει έρτει έσένα έντώ, έγκώ στήνει - στήνει παγίντα έσένα, έκντικητή έσέ να ! Έγκώ... ψόφιος κοριό κάνει! Έγκώ ψήσει - ψή σει μεγκάλος τζαρκάντις, ματζέψει πολύς καρποΟτζι, ετοιμάσει μεγκάλος τσιμπούσις! Έσύ ερτη, έ γκώ ντίνει έσένα πολύς φαΐ, κι5 άλλος φαΐ, πολύς τζαρκάντι, κι* άλλος τζαρκάντι, πολύς καρπούτζι ! Έσύ τρώει - τρώει πολύς, φουσκα>σει κοιλιά έσένα, πάθει - πάθει λιποτυμία, έσένα, πέσει - πέσει χά μω έσένα! Έγκώ τότες αρπάξει έσένα, ντέσει έσένα επά νω κορμό ντέντρος μέ χοντρό σκοινίς, παρατήσει έσέ να μόνο μέσα τζούγκλα, φύγει - φύγει έμένα! Έγκώ κρύψει - κρύψει έμένα, έσύ οκι μπορέσει βρή έμένα, ντείρει έμένα! Χά, χά, χά! Χού, χού, χού! Χό, χό, χό! Χέ, χέ, χέ! Χί, χί, χί! Έγκώ σκάσει - σκάσει έμένα άπό γέλιο πολύς! Έσύ πώς περάσει ντεμένος πάνω ντέντρος, Κοντο στούπος; Αρέσει έσένα παγίντα έγκώ έστησε έσέ να; Ντικός σου φίλος έσένα ΑΤΣΙΝΤΑΣ
■<
[
"ΤΑΡΓΚΑ,,
■
Εβδομαδιαία Βιβλία 'Ηρωϊκών Περιπετειών.
Γραφεία: Λέκκα 23 . ’Αριθ. Τηλεψ. 36.373 ----- ------ —------- =—:------ γ . •
’Αριθ.
12 — ΔΡΧ. 2.000
;
Τά προηγούμενα τεύχη πωλοΟνται στά
*
γραφεία
κά-
]
θε μέρα 9— 1 !ά και 5—7, έκτος τοΰ
'
μας, που είναι
ανοικτά
απογεύματος τής Τετάρτης.
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. "Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προΐ- στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19. “
ΕΞΕΛΟΘΗΣΑΝ 1) 2) 3) 4) 5) 6)
'Ο κυρίαρχος της Ζούγκλας. Ή σπηλιά μέ τά Διαμάντια. Ζουμπά, ο Μέρος Ελέφαντας. 'Ο φύλακας των Θησαυρών. Μαλόα, το Κορίτσι-Τίγρις. Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας.
7) 8) 9) 10) 11) 12)
Μονομαχία Βασιλέων. Συναγερμός στη Ζούγκλα. Ζανούρ ό προδότης Στη φωλιά τοΰ Ζανουο Ιπτάμενος Τρόμος Τό φαρμάκι τής κόμπρας.
Ή γιγαντομαχία ανάμεσα στους Υπεράνθρω πους του Καλού καί τοΰ Κακού συνεχίζεται και στο τεύχος
75
<
*
<
τοΰ «Υπεράνθρωπου», πού κυκλοφορεί την ερχόμε νη Τρίτη μέ τον τίτλο /
Η ΛΑΒΗ ΠΟΥ ΤΣΑΚΙΖΕΙ Λ\ννΛν^'ΐνν\ΛΛ\ννννΛΛννν\Λ,\%νν\\ννΛ.Λ\Λ\ννν\ν^ννννν\νν,νν\νν\\\\νΛ.νννννΛ,νννν\ΜΛ\ννννννν'ΛΛΛΛΛ,ννν
Στο τεΰχος αυτό ή Ρεγκίνα στήνει μια νέα πα γίδα στους ήρωές μαςί Κατορθώνει νά τούς παρα σύρει σ’ ένα μυστηριώδες άστρο καί νά τούς αιχμα λωτίσω έκεΐ μέ τη βοήθεια αλλόκοτων φυτών καί ζώων!{ Οί Υπεράνθρωποι περνούν πάλι δύσκολες καί βασανιστικές στιγμές! Ή αγωνία καί ή άπόγνωσι γεμίζει την ψυχή τους καί ό τρόμος, ένας τρόμος για τό άγνωστο καί τό ανεξήγητο, κάνει τά μέλη τους νά λύνωνται!
<
\ αϊ 'Μ Λ
^^ Λ *ϋ>* Μ
%'Μ -ΛΛ :Μ Λ
1 Α λ. λ_ :—-·-— -- --
^αρπαρΉ τηΐ}
ΗΑΑΟΑ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΕ
ΗΡΟΪΚΕΓ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΐΕΕ
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΜΑΑΟΑ
> ►
Ο ΕΦΙΑΛΤΙΚΟΙ ΘΑΝΑ ΤΟΙ, ΠΟΥ ΕΞΟΝΤΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΘΩΟΥΣ ΙΘΑΓΕ ΝΕΙΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΑΤΑΝΙΚΗ ΠΑ ΓΊΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΡΓΚΑ ΚΙ’ Η ΜΑΛΟΑ ΜΕΝΕΙ ΜΟ ΝΗ ΚΓ ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΗ ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗ ΝΩΔΟΥΣ ΖΑΝΟΥΡ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΑΝΘΡΩΠΩΝ ΟΠΑ ΔΩΝ ΤΟΥ! ΑΛΛΑ ΤΟ Α ΤΡΟΜΗΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥ ΛΟ ΞΑΝΑΓΥΡ !ΖΕΙ...
ΚΕΦ. I. "Οττοιυ ό Ατσίδας, κυνηπ γ ώ ν τα ς ττ ουλ ι ά, μ ττλ έ κ ε ι σέ ττρωτότυτΓΟ' ανταγωνι σμό με ενα μεγάλο... κρο κόδειλο!
'Ο Ζανούρ γίνεται ό εφιάλτης τών αθώων ψυχών τής ζούγκλας, σττ έρνοιν τ α ς τον τ ρ ό μ ο!
"ΞΓ απλοομένος άνάσκ ε λ α Ε323 στην καφτή αμμουδιά του ποταμού, ό τεράστιος κροκόδειλος, απολαμβάνει τεμ πέλικα τα χάδια του ήλιου. Τό άπαίσιο φολιδωτό σώ μα του σκορπίζει γύρω μιάν άπαίσια μυρουδιά καί τά τρομερά σαγόνια του είναι α νοιγμένα διάπλατα! Ή πελώ ρια ουρά του φτάνει ως τον ποταμό κι5 ή άκρη της σα λεύει άργά, παίζοντας ολοέ να με τό νερό. Τό άμφίβιο τέρας δεν κου νιέται. Τό στομάχι του είναι έντελώς γεμάτο. Πρωΐ - πρωΐ, πριν άκόμα χαράξει, ένας άγριοβούβαλος
ΤΑΡΓΚΑ ———ν
ήρθε στην ακροποταμιά νά ξεδιψάση. Προχώρησε ώσπου τά μπροστινά του πόδια βυ θίστηκαν στο νερό, έσκυψε^ τό κεφάλι κι5 άρχισε νά πίνη. "Ολα, γύρω, ήταν ^ήσυχα κα τ’ άγριο βουβάλι δεν πρόσε ξε, πώς ή επιφάνεια τού πο ταμού άρχισε νά σχηματίζη, λίγο μακρυτερα, μικρά τριγω νικά κυματάκια. Τό απαίσιο ρόγχος τού πεινασμένου κρο κόδειλου έξεΐχε άπό τό νερό μόλις, μιά ιδέα. "Υπουλα κι5 αθόρυβα πλησίαζε τό διψασμένο βουβάλι. Και, ξαφνικά, έγινε μιά τρομερή αναταρα χή ! Ό κροκόδειλος είχε έφορμήσει! Ή ουρά του μα στίγωσε τον ποταμό, γεμίζοντάς τον άφρους, τά τέσσε ρα πόδια του κινήθηκαν ταυ τόχρονα, σάν παντοδύναμα κουπιά καί τό σώμα του πετάχτηκε έξω άπό τό νερό, Ο'άν σαΐτα! Τά τρομερά σαγόνια του άνοιξαν κι3 έκλεισαν μέ δύναμι. Τά δόντια του, ίδια με τετραπλή σειρά άπό χα λύβδινα καρφιά, μπήχτηκαν στο πόδι τού άγριοβούβαλου καί τό τράβηξαν μέ ακατανί κητη δύναμι προς τό νερό ! Τό πελώριο ζώο ξαφνιάστηκε καί μούγκρισε μέ οργή καί πόνο. Συγκέντρωσε δλες του τις δυνάμεις καί προσπάθησε, νά διαφύγη προς τήν ξηρά. Μά ό μεγάλος κροκόδειλος κρατούσε γερά τή λεία του. Είχε στηλώσει τά πόδια του στά υποβρύχια βραχάκια τού ποταμού καί τραβούσε μέ πεΐ σμα τό θήραμά του προς τό νερό. Τά μάτια του, γεμάτα ανέκφραστη κακία, ήταν καρ
φωμένα στο άγριο βουβάλι. Κι* ή ουρά του χτυπούσε με λύσσα τον ποταμό. Ή τρομα χτική πάλη δέν βάσταξε πο λύ. Τό ^αμμώδες έδαφος άρχι σε νά ύποχωρή κάτω άπό τά πόδια τού βούβαλου. Πίδακες νερού τινάζονταν άπό τά χτυ πήματα τής ουράς τού κρο κόδειλου κι3 έπεφταν σάν κα ταρράχτες στήν ακροποταμιά καί μαλάκωναν τήν άμμο καί τήν έκαναν ανίσχυρη νά στηρί ξη τά πόδια τού μεγάλου ζώου! Σιγά - σιγά ό άγριοβούβαλος ακολούθησε τήν τρα γική του μοΐρα. Βυθίστηκε ως τήν κοιλιά, έπειτα ως τον λαι μό κι5 έπειτα χώθηκε ολόκλη ρος κάτω άπό τήν επιφάνεια τού νερού! Ό κροκόδειλος εί χε πιά ετοιμάσει το πλουσιο πάροχο γεύμα του. Τά σαγό νια του άρχισαν ν’ αλέθουν σάρκες καί κόκκαλα καί νά γεμίζουν μ5 αυτά τό αχόρτα γο στομάχι του. "Έπειτα ά φησε τ’ άπομεινάρια τού βού βαλου, νά ταξιδέψουν μαζί μέ τό ρεύμα κι3 αυτός βγήκε στήν ακροποταμιά, γιά νά χωνέψη μέ τήν ησυχία του... * ☆ * Καί, τοόρα, κυττάξτε τον! Είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. "Έχει κλείσει τά μάτια κι3 έ χει ανοίξει διάπλατα τά πε λώρια σαγόνια του. "Ενα ο λόκληρο σύννεφο άπό μικρά πουλιά τον τριγυρίζει! Είναι οι φτερωτές... οδοντογλυφίδες τού τέρατος! Τώρα, πού ό κροκόδειλος άναπαύεται, αυ τά τά μικρά πουλιά έρχονται στ3 άνοιχτά σαγόνια του καί τσιμπούν, άνάμεσ3 άπ3 τά
ΤΑΡΓΚΑ
δόντια του τα... υπολείμματα της τροφής του! Τό γιγαντιαϊο αμφίβιο ψαί νεται πολύ ευχαριστημένο άπ5 αυτή την έξυπηρέτησι! Ξαφνικά, όμως, ακούει κά ποιον κοντινό θόρυβο κι' ανα τινάζεται. Τά μικρά πουλιά ψτερουγίζουν καί σηκώνονται σάν τρομαγμένο σύννεφο! Τα μάτια τού τέρατος στριφογυρίζουν καί κυττάνε παντού με κακία. Πουθενά δεν φαίνεται τίπο τα. Κανένας εχθρός! Ό πο ταμός κυλάει γαλήνια κι5 έ να δέντρο, πού βρίσκεται αρ κετά μακρυά, σαλεύει τά κλα διά του στο πρωϊνό αεράκι! Τό_ αμφίβιο τέρας ησυχά ζει. -ανακλείνει τά μάτια, ξανανοίγει τά τρομερά του σαγόνια καί ξαναφτερουγίζουν δίπλα του τ’ αμέτρητα πουλιά. Σέ λίγο, δμως, νά! Ξανα κούγεται πιο κοντά ό ύποπτος θόρυβος! Ό κροκόδειλος σαλεύει, ανοίγει τά μάτια του καί μουγκρίζει απειλητικά. Κυττάζει γύρω, μά καί πά λι δεν βλέπει κανέναν εχθρό. Μόνο, πού αυτή τη φορά, τό μακρυνό δεντράκι βρίσκε ται... πιο κοντά! ’Αλλ’ αυτό δεν μπορεΐ, βέ βαια, νά τό καταλάβη ό κρο κόδειλος ! Ησυχάζει, λοιπόν, καί πά λι, γιά νά ξανακούση σέ λίγο τον... θόρυβο! Καί τούτη τή φορά είναι ό λα ήσυχα, αλλά τό δεντρά κι... έχει έρθει πολύ κοντά
5
στο αμφίβιο τέρας! Τώρα βρίσκεται... φυτρωμένο σέ α πόσταση όχι πιο μεγάλη από πέντε μέτρα! Ό κροκόδειλος ξύνει λίγο τή ράχη του στην άμμο, αφήνει μερικούς μαλα κούς γρυλλισμούς, χτυπάει δυο - τρεΐς φορές τή μακρυά ουρά του στο νερό καί, κλεί νοντας τά μάτια, ξαναβυθίζεται στο... χουζούρι του! Νά, δμως, πού τώρα γίνε ται κάτι πολύ παράξενο καί ανεξήγητο: Τά κλαδιά τού περίεργου δέντρου μετατοπίζονται λιγά κι. Ανάμεσα τους προβάλλει τό... φυσοκάλαμο καί, πιο πί σω, τό παχύ μούτρο τού... Ατσίδα! Ό κωμικός νέγρος έχει ε φαρμόσει καί πάλι τό μεγά λο κόλπο του! "Εχει τυλιχτή σέ πελώρια κλαδιά, πού τον σκεπάζουν ολόκληρο, καί, μεταμφιεσμέ νος σέ... δέντρο, περιμένει νάρθουν τά πουλιά στους κλάδους_του, γιά νά τά σκοτώση! -αφνικά βλέπει τον χορτάτο κροκόδειλο νά βγαίνη από τό νερό καί νά ξαπλώ νεται στήν άμμο. "Επειτα βλέπει καί τ’ άπειρα πουλιά, πού αντί νά κάτσουν στά δι κά του... κλαδιά, προτιμούν νά φτερουγίζουν γύρω στ3 α νοιχτά σαγόνια τού κροκό δειλου, πού περιέχουν άφθο νη τροφή. Καί τον πιάνει ή... ζήλεια! Μέσα του φουντώνει ό θυμός, γιά τον... ανταγωνι σμό ! — Πουλίς, μουρμουρίζει, πετάει-πετάει όλος κοροκόντειλο! Πουλίς δκι πετάει -
6
ΐΑΜΊίΑ ——
πετάει ντικός μου... ντέντρος! Έγκώ πετάει - πετάει κοροκοντέιλο, φύσα - φύσα κάλα μο ! Κι5 αρχίζει^ νά πλησιάζη σιγά - σιγά τό μισοκοιμισμένο αμφίβιο τέρας! Κάθε φορά πού ό κροκό δειλος κουνιέται ή γρυλλίζει, ό αστείος νέγρος καρφώνεται στη θέσι του, παριστάνοντας τό... δέντρο! "Έπειτα πάλι προχωρεί! "Έτσι φτάνει πολύ κοντά στον φολιδωτό... ανταγωνι στή του. Στά πέντε μέτρα! Ό κροκόδειλος δέν έχει
'Ο Ατσίδας χρησιμοποιεί το παίλιό τον κόλπο στό -κυνήγι. Τυλίγεται μέ ικλαδιά καί παρι στάνει τό... δέντρο!
,
. ,
πάρει χαμπάρι τί κρύβει αυ τό τό αλλόκοτο δέντρο. Κι5 ο "Ατσίδας, μέ την ησυχία του, κι" από πολύ κοντά, τον ση μαδεύει ! Σέ λίγο ένα μικρό βέλος φτερουγίζει από τό φυσοκά λαμό του! Σκίζει σφυρίζοντας τον αέ ρα καί, μέ θαυμαστή ευστο χία, χώνεται ολόκληρο, ως την άκρη τής φούντας του, μέσα οπό μάτι τού αμφιβίου τέρατος! Τό χτύπημα είναι τρομε ρό. Σχεδόν θανατηφόρο. Ό γιγαντιαΐος κροκόδει λος σπαρταράει, σάν προϊ στορικό τέρας! Τό κορμί του πετιέται δυο μέτρα ψηλά, στριφογυρίζει, ξαναπέφτει καί πάλι πετιέται, ενώ ή ουρά του μαστιγώ νει μέ λύσσα τον αέρα! Πελώριοι λάκκοι ανοίγον ται στην άμμο τής ακροποτα μιάς, απ’ τα τρομερά χτυπή ματα τού τέρατος, πού ξεψυ χάει ! Ό "Ατσίδας τό παρα κολουθεί πίσω από τά κλαδιά του μ" εύχαρίστησι. Καί ψιθυ ρίζει χαιρέκακα: — "Εσύ οκι παίρνει - παίρ νει εμένα πουλίς! "Εγκώ παίρνει- παίρνει πουλίς! Ξαφνικά, σ’ ένα από τά πολλά του τινάγματα, ό κρο κόδειλος βρίσκεται μέσα στό νερό τού ποταμού καί τό ρεύ μα αρχίζει σιγά - σιγά νά τον παρασύρη. Τά πουλιά, πού είχαν φτερουγίσει τρομαγμένα, από τούς έπιθανάτιους σφαδασμούς τού θηρίου, ξαναγυρί-
ταργκα
...οΐ ιθαγενείς «ατάκοινταν έκεΐ νεκροί, μέ τον άτταίσιο ^ιδένια βρό χο στο λαιμό τους...
ζουν πάλι και, καθώς δεν βρί σκουν πια τά ορθάνοιχτα σα γόνια του κροκόδειλου, έρχον ται στά πλαδιά του... Ατσί δα, για νά ξεδιαλέξουν και να φάνε τρυφερά φύλλα καί σπόρους. Ό αστείος νέγρος είναι, τώρα, ευχαριστημένος, γιατί τοχει... μονοπώλιο! Τά πουλιά, σάν πραγμα τικό σύννεφο, τον τριγυρίζουν άπό παντού. Μέ άνεπαίσθητες κινήσεις ό Ατσίδας ετοιμάζει τό φυ σοκάλαμό του. 5 Αλλά, ξαφνικά, αντηχεί μιά ισχυρή έκπυρσοκρότησις! Κάποιος, μέσα άπό τό δά σος, βλέποντας τόσα πουλιά νά ψτερουγίζουν σ αυτό τό
άλλόκοτο δεντράκι, τά σκο πεύει καί τά πυροβολεί μ5 έ να δίκανο κυνηγετικό όπλο! Δεκάδες πολύ μικρά σκά για ξεφεύγουν άπό τις δυο κάννες του ντουφεκιού κύ άνοίγοντας στον αέρα σάν αν θοδέσμη, ^ξεχύνονται προς τό μέρος τού Ατσίδα! Πολλά άπ5 αυτά βρίσκουν στο δρόμο τους μικρά πουλιά καί τά ρί χνουν χάμω κεραυνόπληκτα. "Αλλα χτυπούν στους κλά δους καί χάνουν την ορμή τους. Είναι, δμως, καί μερικά πού πετυχαίνουν τον κωμικό νέγρο στά... μαλακά καί τον τρυπούν σάν ψιλές, πυρωμέ νες βελονίτσες! Τό χτύπημα είναι ακίνδυ νο, αλλά ό Ατσίδας δόκιμά-
ζει έναν απερίγραπτο τρόμο! Ρίχνει μιά σπαραχτική κραυ γή καί τό βάζει στα πόδια, κρατώντας μέ τά δυο χέρια τά... οπίσθια του! Ούτε γυ ρίζει νά δή, ποιος είναι αυ τός, πού τον χτύπησε. Τρέ χει, σαν δαιμονισμένος στο μάκρος τής ακροποταμιάς, χώνεται έπειτα στο δάσος καί φτάνει στή σπηλιά του Τάργκα, μέ τή γλώσσα του κρεμασμένη δυο πήχες! ΚΕΦ. 2. "Οίτου ένας αόρατος δο λοφόνος σκορπίζει στη ζούγκλα τή φρίκη καί το θάνατο καί τά τάμ-τάμ ζητούν τή βοήθεια τού α τρόμητου Ελληνόπουλου.
Τάργκα, τό ατρόμητο Ελληνόπουλο, ακούει μέ προσοχή, δσα τού διηγείται ό τρομοκρατημένος Ατσίδας. Μιά σοβαρή έκφρασι έχει άποτυπωθή στ’ άντρίκια χα ρακτηριστικά του προσώπου του. Κυττάζει τά τραύματα του νέγρου. — Δέν είναι τίποτα!, λέ ει σέ λίγο. Γά σκάγια είναι πολύ ψιλά, απ’ αυτά πού χρη σιμοποιούν γιά τά μικρά που λιά. Μέ τά βότανα τής ζούγ κλας θά γίνης άμέσως καλά. Αλλά ποιος σέ πυροβόλησε; Μήπως ήταν άνθρωποι τού Ζα νούρ καί τριγυρίζουν πάλι στήν περιοχή τής σπηλιάς μας, ετοιμάζοντας κάτι κα κό; —^ Έγκώ ντέν ξέρεις!, α παντάει ό Ατσίδας. Έγκώ ψιλός - ψιλός βελόνος τρυπήσει-τρυπήσει ντικός μου οπί
σθιος, έγκώ πάρει εμένα, φύ γει-φύγει εμένα! ^ —- Πρέπει νά εξακριβώσω, τί συμβαίνει!, λέει σοβαρα τό Ελληνόπουλο. Έ-σύ Μαλόα, αγάπη μου, θά με>νης εδώ, μέ τον Ατσίδα. Δέν θ’ αργήσω, νά γυρίσω! Κι5 απομακρύνεται από τή σπηλιά τους μέ γοργό περπά τημα. "Οσο προχωράει, κυττάζει γύρω του μέ προσοχή κι5 ό ταν μπαίνει μέσα στήν πυκνοφυτεμένη περιοχή τής ζούγ κλας, τότε ή προσοχή του δι πλασιάζεται. Ξέρει, πώς πίσω από κάθε θάμνο κι5 από κάθε λόχμη, μπορεΐ νά τού έχη στήσει καρ τέρι ό θάνατος καί, γύ αυτό, τό χέρι του χαϊδεύει ολοένα τή λαβή τού ατσάλινου μα χαιριού, πού αναπαύεται στήν πλατειά ζώνη του. Καί, ξαφνικά, βλέπει κάτι πού τόν κάνει νά σταθή, ανα τριχιάζοντας ! Μπροστά του, ανάμεσα στ5 αγριόχορτα καί στ5 άγριάγκαθα, είναι ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς ένας ιθαγενής! Τό μαύρο χρώμα τού προσοάπου του έχει πάρει μιάν άπόχροοσι προς τό μπλέ, ση μάδι πώς ό θάνατος τού ήρ θε από ασφυξία! Τά μάτια του είναι γουρλωμένα, ακίνητα καί παγο μένα. Ή γλώσσα του κρέμεται άνατριχιαστικά έξω από τό στόμα! Δέν χωράει αμφιβολία, πώς αυτόν τον δυστυχισμένο κά ποιος τόν έχει στραγγαλίσει!
ΤΑΡΓΚΑ
Να, μάλιστα, και το σκοινί πού έχει γίνει βρόχος γύροο στο λαιμό του! Ό Τάργκα σκύβει. Πιάνει αυτό τό σκοινί για νά το λύ ση, άλλ5 αμέσως τό παρα τάει μέ μιά γκριμάτσα αηδί ας καί αποτροπιασμού ! Ό βρόχος πού έπνιξε τον δυστυ χισμένο ιθαγενή, δεν εΐνε σκοι νί. Είναι... ψίδι! Είναι ένα μακρύ, λεπτό, μαύρο ψίδι, πού κάποιος τό έδεσε κόμπο γύρω στο λαιμό τού θύμα τος, κόβοντάς του την ανα πνοή ! Μαζί μέ τον ιθαγενή, έχει ξεψυχήσει καί τό ψίδι! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο άνασηκώνεται μέ δόντια σψιγμένα. "Ενας τέτοιος άποκρουστικός θάνατος πρώτη ψορά πα ρουσιάζεται στη ζούγκλα! Κανείς δέν μπορεί νά ξε ρή, άν είναι δουλειά τού Ζανού ή, άν κάποιο άλλο έψιαλτικό κι5 αποτρόπαιο "Ον ήρθε νά σκορπίση στούς ιθαγενείς τη ψρίκη ! Ό Τάργκα προχωρεί μέ τό κεφάλι του γεμάτο συλλογι σμούς. Δέν προψταίνει, όμως, νά ξεμακρύνη πολύ κύ ένα και νούργιο παρόμοιο πτώμα τού Φράζει τό δρόμο! Είναι πάλι ένας ιθαγενής, πεθαμένος α πό ασφυξία! "Ενας ιθαγενής στραγγα λισμένος μέ τον πιο άνατριχιαστικό βρόχο! Μιά ανθρώπινη ψυχή, πού την έπνιξαν μ5 ένα μακρύ, λε πτό, μαύρο ψίδι! Ό Τάργκα άνέπνευσε βαθειά. Χωρίς νά τό θέλη, έ
9
νοιωσε πως άναμεσα στήν πυ κνή βλάστησι τής ζούγκλας, είχε ξεχυθή εκείνο τό πρωΐ ένας άνεμος τρόμου. Στάθηκε μιά στιγμή αναποφάσιστος. Κι5 αμέσως άκουσε πολύ κον τά του άγριους γρυλλισμούς πεινασμένων άγριμιών. Τό έξασκημένο αυτί του ξεχώρισε αμέσως τί ήταν αυτοί οι γρυλλισμοί. Τσακάλια, λύκοι, ύ αινες καί πάνθηρες είχαν συμπλακή εκεί - κοντά γυρεύον τας νά εξασφαλίσουν μερί διο, από κάποια άποσδόκητη λεία, πού τούς είχε τύχει! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο παραμέρισε μερικά πλατύ φυλλα φυτά καί κύτταξε. ?Ηταν αυτό ακριβώς πού φαντάστηκε ! Λογής - λογης ο'αρκοψάγα αγρίμια, φοβερί ζοντας τό ένα τό άλλο μέ α διάκοπους γρυλισμούς, διαμέ λιζαν τις σάρκες μερικών ίθαγενών, πού κατάκοινταν εκεί νεκροί, μέ τον απαίσιο φιδένιο βρόχο στο λαιμό τους! Ό Τάργκα έψριξε. Αυτό τό θέαμα ήταν από τά πιο άνατριχιαστικά, πού είχε συναν τήσει ποτέ του, μέσα στήν ά γρια καί μοχθηρή ζούγκλα! Την ίδια στιγμή τό πρωϊνό αεράκι, άρχισε νά κουβαλάη στά φτερά του μακρυνούς δια κεκομμένους ήχους τάμ - τάμ. Χωρίς νά χάση καιρό τό Ελληνόπουλο άρχισε νά μεταφράζη αυτούς τούς ήχους. Τό μήνυμα πού έστελναν τά τάμ-τάμ ήταν στ* αλήθεια σπαραχτικό: «Τά... φίδια τής ζούγκλας., διπλώνονται στον λαιμό μας., καί... μάς... φέρνουν τόν θά
10
ΤΑΡΓΚΑ
νατό... Τά αγρίμια... σπαρά ζουν... τούς νεκρούς μας... Μό νον ό... μεγάλος... Τάργκα... μπορεί νά μάς... γλυτώση... από τον... θάνατο...». Γιά λίγες στιγμές τά τάμτάμ σώπασαν. "Έπειτα ξανα μίλησαν: «Ή ψυλη... των Χαχόα... γυρεύει τή... βοήθεια... του Τ άργκα!». Ή φυλή των Χαχόα! Τό Ελληνόπουλο τούς ξέρει κα λά τούς Χαχόα. Είναι ή πιο ήσυχη κι5 ή πιο ειρηνική φυ λή μέσα στή ζούγκλα! Ποτέ δέν πολέμησε μέ άλλες φυλές. Ποτέ δέν βγήκε από τήν πε ριοχή της, κοντά στή μεγάλη λίμνη, πού απλώνεται μα-
κρυά, προς τά δάση, πού κρύ βουν τον ήλιο, δταν πηγαίνη στή δύσι του! Ποιο είναι, λοιπόν, τό εφιαλτικό κι5 ανάλ γητο "Όν, πού σκορπίζει τον θάνατο, σέ μιά τέτοια ειρηνι κή φυλή; Μήπως ό Ζανούρ; Ό Τάργκα αυτό δέν τό πι στεύει. Ό κτηνώδης Γερμα νός δέν είχε κανένα λόγο νά ξεκληρίση τούς Χαχόα! Δέν μπορεΐ ποτέ νά του γίνουν αυ τοί εμπόδιο στούς εγκληματι κούς του σκοπούς! Τότε, ποι ος είναι ό απαίσιος δολοφό νος; Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο στηλώνεται όρθιο, μέ τό πρόσωπο γυρισμένο προς τή Δύσι. Προς τή μεγάλη λίμνη πού φιλοξενεί τούς Χαχόα! Και δέν αργεί νά πάρη τήν άπόφασί του: πρέπει νά βοηθήση τούς αδύνατους τής ζούγκλας, πού γύρευαν μέ άπόγνωσι τήν προστασία του! ΚΕΦ. 3. "Οίτου ή Μαλόα άρχίζει ευχάριστο μπάνιο, ττού εχει πολύ δυσάρεστο τέλος.
ίναι ακόμα πολύ πρωί κι5 ή Μαλόα, ώσπου νά γυρίση ό αγαπημένος της Τάργκα, έχει δλον τον καιρό νά κάνη ένα μπάνιο στά γάρ γαρα νερά του ποταμού, πού κυλάει πλατύς και νωχελικός πλάϊ στή σπηλιά. Ό "Ατσίδας δέν βρίσκεται κοντά της. Ό τρόμος του, άπ5 τά ψιλά σκάγια πού δέχτηκε στά... μαλακά, τόν έχει πιά έγκαταλείψει. Κυττάζει τά νερά του ποταμού καί, βλέπον
Ε
«...ητσν αρκετό νά στραγγαλί σω μερικού ς ίθαγεινεΐ ς...»
ΤΑΡΓΚΑ
τάς τα νά παρασύρουν αργάάργά το πτώμα του κροκοδεί λου, πού σκότοοσε πριν από λίγην ώρα, κατεβάζει, όπως συνήθως, μια «σοφή» ιδέα. Νά «ψαρέψη» το νεκρό άμφΓ βίο τέρας, νά τό... γδάρη και νά κράτηση τό... τομάρι του! Είναι σίγουρος, πώς μπορεί νά τό χρησιμοποίηση για πολ λούς σκοπούς. Απομακρύνε ται, λοιπόν, άπ" τη σπηλιά τρέχοντας. "Έπειτα πέφτει στο νερό, πιάνει μέ τά δυό του χέρια τον κροκόδειλο από την ουρά καί, κλωτσώντας τό νερό μέ τά πόδια, τον τρα βάει μέ πολύ κόπο στη στε ριά. "Αμέσως τον γυρίζει α νάσκελα, βγάζει τό κοφτερό του μαχαίρι, του άνοίγει την κοιλιά κι" αρχίζει νά τον γδέρ νει μέ προσοχή. "Έτσι ή Μαλόα έχει μείνει στη σπηλιά της ολομόναχη. Μοναδική της συντροφιά είναι ή Μούμου, μέ μικρή χαριτω μένη μαϊμού, μέ ματάκια κατάμαυρα, σάν χαντρίτσες. Ή Μούμου τήν αγαπάει τή Μο:λόα. Κάποτε είχε πέσει στα νύχια ενός πεινασμένου πάν θηρα καί, σίγουρα, θά ήταν τώρα μακαρίτισσα, άν τό κο ρίτσι τής ζούγκλας δεν άκουγε τϊς σπαραχτικές κραυγές της καί δέν κεραυνοβολούσε τον πάνθηρα, μέ τό ακόντιό της! "Από τότε ή μαϊμουδίτσα, ή ^ Μούμου, νοιώθει ευγνωμο σύνη γιά τή Μαλόα. "Έρχεται συχνά στή σπη λιά καί τή βλέπει. Κάπου κάπου τής κουβαλάει καί ω ραίους εύχυμους καρπούς,
Π
Τό σώμα τον διαγράψει ενα δεύ τερο τόξο, πιο μ ικ,ρό από τό προηγούμενο καί πέφτει μαλακά στη ράχη τον Ζονμπο...
πού τό κορίτσι τής ζούγκλας τούς τρώει μέ όρεξι. "Έτσι καί σήμερα: Τή στιγμή πού ή Μαλόα πέφτει οπά δροσερά νερά τού ποταμού καί κάνει τήν πρώτη βουτιά της, ακούει τά χαρού μενα γρυλλίσματα τής Μού μου. Γυρίζει τό κεφάλι καί βλέ πει τή χαριτωμένη μαϊμουβίτσα. Είναι σκαρφαλωμένη στούς κορμούς τών αναρριχητικών, πού φυτρώνουν κοντά στο πο τάμι καί, κόβοντας μεγάλα
12
ΤΑΡΓΚΑ
λουλούδια/ μέ πλατειά σκαρκώδη ψύλλοτ, τά ττετάει στη Μαλόα, αφήνοντας μικρές πα ράξενες φοονές, ττού μοιάζουν σάν γέλια. Ή Μαλόα, άπ" το ποτάμι, τά πιάνει αυτά τά λουλούδια, πριν πέσουν στο νερό και τά ξαναρίχνει στη Μούμου. "Έ τσι αρχίζει άνάμεσά τους έ νας λουλουδοπόλεμος πού κρατάει πολλή ώρα. "Έπειτα ή Μαλόα βγαίνει στην ακρο ποταμιά καί κάθεται νά στεγνώση στον ήλιο. Είναι ήσυ χη κΓ αμέριμνη, γιατί δεν φαντάζεται, πώς μερικά μέ τρα μακρύτερα, πιοτά από τά πλατύφυλλα φυτά, την παρα μονεύουν τέσσερα μάτια, γε μάτα μίσος καί κακία! Δέχε ται τις ζεστές ακτίνες τού ή λιους καί, συγχρόνως, παρα κολουθεί μέ γέλιο τη Μούμου, πού χορεύει μπροστά της, κάνοντας χίλιες - δυο κωμικές φιγούρες. "Αλλά, ξαφνικά, τό γέλιο παγώνει πάνω στά χείλια τής Μαλόα! Τό αυτί της άρπάζει ένα σιγανό σφύριγμα, σάν αυτό πού αφήνει ένα ακόντιο, όταν σκίζει μέ δύναμι τον αέρα. Καί, πριν προλάβη νά γυρίση τό κεφάλι της, ακούει ένα ούρλιαγμα πόνου κι" αμέσως έπειτα ένα βαθύ βογγητό. Ή καϋμένη ή Μούμου, έτσι κα θώς βρίσκεται στον αέρα, κά νοντας την κωμική χορευτική της λ φιγούρα, δέχεται κατα μεσής στην κοιλιά ένα μεγά λο ακόντιο! Ή βαρειά χάλκι νη αιχμή τη διαπερνάει πέρα ώς πέρα!
Καί ή μαϊμουδίτσα πέφτει καταγής, γιά νά μην ξανασηκωθή ποτέ πιά! Κατάπληκτη ή Μαλόα πετιέται ορθή. Μέ μιά γρήγορα κίνησι τραβάει τό ακόντιο α πό τό σώμα τής νεκρής Μού μου καί, σφίγγοντάς το στο χέρι της, κεντάει δεξιά κι" αριστερά, νά δή ποιος εΐναι ό απροσδόκητος εχθρός. Μπροστά της, σέ αρκετή απόσταση στέκεται ένας ήμιάγριος ιθαγενής. "Έχει ξεπταχτή από τά πλατύφυλλα φυτά, πού τον έ κρυβαν ώς τώρα καί την κυττάζει μέ τά χέρια του ανοι χτά, έτοιμος νά τής έπιτεθή! Σίγουρα δικό του ήταν τό ακόντιο, πού κάρφωσε αλύ πητα τή Μούμου! Τό γενναίο κορίτσι τής ζούγκλας δέν τρομάζει. Σηκοονει τό ακόντιο ψηλά καί, πάλλοντάς το μέ τό δεξί της χέρι, χύνεται σάν θύελλα προς τό μέρος τού ήμιάγριου ιθα γενή. Τρέχοντας παίρνει τον στόχο. Ζυγίζει τό ακόντιο, συγκεντρώνει όλη την τερά στια δύναμι, πού κρύβεται κάτω από τή βελουδένια επι δερμίδα της, κι" ετοιμάζεται νά τό πετάξη, δταν... ...ένας βαρύς όγκος πέ φτει, ξαφνικά, σάν αστροπε λέκι στή ράχη της! Πέντε σιδερένια δάχτυλα σφίγγουν ^σάν τανάλιες τον καρπό τού χεριού της,,πού κρατάει τό ακόντιο. Καί, ταυ τόχρονα, ένα χαλύβδινο μπρά τσο τής τυλίγει τον λαιμό, κάτω ακριβώς από τό σαγόνι, κόβοντάς της τήν αναπνοή!
ΤΑΡΓΚΑ
Ή Μαλόα κάνει μιά τερά στια προσπάθεια νά ξεψύγη, από τον καινούργιο απροσδό κητο αντίπαλό της, άλλ’ αμέ σως καταλαβαίνει πώς τά χέ ρια πού την κρατούν, κρύβουν μιά δύναμι πραγματικά άτσα λένια! Την ίδια στιγμή ακούει πο λύ κοντά στ5 αυτί της ένα πλα τύ, κτηνώδες γέλιο, πού την κάνει νά παγώση ολόκληρη. Είναι τό γέλιο του Ζανούρ! — Χά, χά, χά! καγχάζει ό τρομερός Γερμανός. Αυτή τη ψορά, τίποτα δεν μπορεί νά σέ γλυτώση ! Βρίσκεσαι στά χέρια μου κι5 ό Τάργκα εΐνε πολύ μακρυά. Τρέχει νά σώση τούς Χαχόα από τον στραγγαλισμό μέ τά ψίδια! Χά, χά, χά! Μα τον διάβολο, σάν τό κουτορνίθι έπεσε στην παγίδα, πού του έστησε, γιά νά τον άπομακρύνω από τή σπηλιά! ?Ηταν αρκετό νά στραγγαλίσω μερικούς ιθα γενείς καί, μετά νά δέσω φί δια στο λαιμό τους, για νά πάρη ό ιππότης σου δρόμο γιά τή λίμνη των Χαχόα! Ή αλήθεια είναι πώς κι5 οι άν θρωποί μου τά κατάφεραν καλά στά ψεύτικα μηνύματα, πού έστειλαν μέ τό τάμ-τάμ ! Χά, χά, χά! Γιά ^πολλήν ώρα τό δάσος αντηχεί απ’ τό κτηνώδες γέ λιο του Ζανούρ. 5Αλλά τά χέρια του, στο μεταξύ, δουλεύουν χωρίς καμ μιά διακοπή. Ή τεράστια δύναμι του εκ μηδενίζει τή Μαλόα. Τής δέ νει τά χέρια πισθάγκωνα, μέ γερό χορτόσκοινο, "Επειτα
13
τή σηκώνει σάν ένα ασήμαν το παιγνιδάκι καί τή φορτώ νει στή ράχη του γιγάντιου ι θαγενή, πού έχει κοντά του. — Πάμε!, του λέει. Θά χρειαστή νά περπατήσουμε πολύ, ώσπου νά φτάσουμε στά θωρακισμένα αυτοκίνητά μας. 5Από κεΐ κι5 έπειτα, ό μως, ό δρόμος μας θά εΐναι ξεκούραστος! Καί ξεκινάνε. Μπροστά πάει ό ιθαγενής μέ τό πολύ τιμο φορτίο του. Πίσω έρχε ται ό Ζανούρ. Αυτή τή φορά 6 κτηνώδης κι5 αδυσώπητος Γερμανός έχει οργανώσει κα λά τήν αρπαγή τής Μαλόα. Κι5 έχει φροντίσει, νά τήν κρύψη σέ μέρος, απ’ τό όποιο δέν θά μπορέση ποτέ νά τού τήν ξαναπάρη ό Τάργκα. Ή «φωλιά» του είναι τώρα ένα πολύ μικρό οροπέδιο, υπονο μευμένο γύρω - γύρω μέ νάρ κες, έτοιμες νά πετάξουν στον αέρα, όποιον θέληση νά τις περάση. Νάρκες επίσης εΐναι κρεμασμένες σέ όλα τά γύρω δέντρα, ανάμεσα στά φύλλα καί πίσω απ’ τούς μεγάλους κορπούς. ’Άν τό τολμηρό Έλ ληνόπουλο θελήση νά φτάση στο μικρό οροπέδιο, πετώντας στον αέρα μέ τά χορτόσκοινά του, δέν μπορεί παρά νά Υτυπήση σέ κάποιαν απ’ όλες αυτές τις νάρκες καί νά ξαναπέση στή γή κομματιασμένο! Καί, γιά περισσότερη ασφά λεια, όλο τό μικρό οροπέδιο είναι τριγυρισμένο μέ πυκνά καί ισχυρά αγκαθωτά συρμα τοπλέγματα, πού φτάνουν σέ ύφος τεράστιο καί δέχονται ηλεκτρικό "ρεύμα, ικανό νά
14
ΤΑΡΓΚΑ
χαρίση τον θάνατο, σ’ όποιον τ' άγγίξη ! Ακόμη πάρα μέσα υπάρ χουν οί φρουροί μέ τ’ αυτόμα τα καί τά πολυβόλα! Ώρισμένως, αυτή τή φορά ό Τάργκα, δεν θά μπόρεση νά «πατήση» τη φωλιά του Ζανούρ καί νά ξαναπάρη την α γαπημένη του Μαλόα. ΚΕΦ. 4. "Οίτου μια ττα'ράξιενη «κηδεία» «ιαίνει τις μαϊ μούδες νά κιλαΐνε καί τον Τάργικα ν ’ άινησυχή !
σπηλιά του Τάργκα έ χει μείνει τώρα τελείως έρημηΚάτω από τ5 αναρριχητικά, πού φυτρώνουν κοντά στο πο τάμι, βρίσκεται ξαπλωμένη νεκρή, βουτηγμένη στο αΤμα, ή μικρή μαϊμουδίτσα, ·— ή Μούμου! Λίγη ώρα περνόχει έτσι κι5 έπειτα γίνεται κάτι πολύ παράξενο. Ανάμεσα απ’ τις φυλλοοσιές των δέντρων προβάλλει τό έξυπνο μουτράκι της μιά άλλη μαϊμού. Είναι κι* αυτή απ’ τήν ίδια ράτσα μέ τή Μούμου, εξυπνότατο ζώο, πού ή νοημοσύνη του ξεπερνάει πολλές φορές τή νοημοο'ύνη των ημιάγριων ιθαγενών! Στέκεται μιά στιγμή ακίνητη. Κυττάζει μέ προσοχή καί πε ριέργεια τή νεκρή αδελφή της. Τά μαύρα ματάκια της στρι φογυρίζουν έκπληκτα, σάν μαύρες χαντρίτσες, μέσα στις κόγχες τους. Καί, ξαφνι κά, αρχίζει νά... κλαίη! Τό μαλλιαρό στήθος της ά~ νεβοκατεβαίνει άταχτα κι5 α
Η
πό τό λαρύγγι της ξεχύνον τας μικρές, βραχνές ψοονές! Ό θρήνος της αντηχεί σ’ όλα τά κοντινά δέντρα καί τρο. βάει τήν προσοχή καί δεύτε ρη... καί τρίτης... καί τέταρ της μαϊμούς. Σέ λίγην ώρα έ να ολόκληρο κοπάδι από μαϊ μούδες έχει συγκεντρωθή σ’ όλα τά γύρω κλαδιά καί δη μιουργεί έναν απερίγραπτο θόρυβο, μέ τις βραχνιασμένες κραυγές του! ’Έπειτ’ απ’ αυτό δυο μαϊ μούδες κατεβαίνουν από τά κλαδιά τους. Πλησιάζουν τή νεκρή Μού μου, τήν παίρνουν, ξανασκαρφαλώνουν μαζί της στά δέν τρα κι5 αρχίζουν νά προχω ρούν από κλάδο σέ κλάδο. Πί σω τους, σάν μιά ολόκληρη πένθιμη συνοδεία, έρχονται όλες οι άλλες μαϊμούδες. Εί ναι, τοόρα, σιωπηλές. Αμίλη τες. Μοιάζουν σάν άνθρωποι πού παρακολουθούν μιά κη δεία ! ^ Καί αυτή ή πορεία τους, από δέντρο σέ δέντρο, συνεχί ζεται επί πολύ. Τούτες οι μικρές κοκκινω πές μαϊμούδες έχουν τά ίδια έθιμα μέ τούς ελέφαντες: μέ οδηγό τους τό ένστικτο, έ τους διαλέξει μιάν απόμερη τοποθεσία, μέσα στήν άγρια ζούγκλα, κι5 έκεΐ άποθέτουν τούς νεκρούς τους, γιά νά μήν ^τούς τρών τ’ αγρίμια! Έκεΐ πηγαίνουν τώρα καί τή σκοτοομένη Μούμου! Σέ λίγην ώρα, όμως, δρό μος τους διασταυρώνεται μέ τον δρόμο, πού ακολουθεί ό Τάργκα, πηγαίνοντας νά συ-
ΤΑΡΓΚΑ
νσντήση τή φυλή των Χαχόα! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο, στην αρχή, δεν δοκιμάζει καμμιάν έκπληξι. Τέτοιες «κηδείες» έχει συ ναντήσει πολλές μέσα στήν ζούγκλα. "Αφήνει, λοιπόν, τις μαϊ μούδες νά περνάν άνενόχλητες πάνω από τό κεφάλι του, όταν ξαφνικά βλέπει κάτι, πού τον κάνει ν’ άναπηδήση: σταγόνες πηχτό αίμα πέφτουν απ’ τα κλαδιά και ζωγραφί ζουν κόκκινους κύκλους στο χώμα! "Ωστε ή νεκρή μαϊμού δεν πέθανε άπό φυσικό θάνατο. Κάποιος τή σκότωσε! Πιο γρήγορος κι5 απ’ τή σκέψι του ό Τάργκα, αρπάζει μια κλίμα τίδα κι" άναρριχάται σβέλτα στα κλαδιά των ψηλών δέν τρων. Οί μαϊμούδες τρομά ζουν άπό τήν παρουσία του, άλλά δεν τρέπονται σε φυγή. Μοιάζουν σάν άνθρωποι, πού δεν εννοούν νά έγκαταλείψουν τούς νεκρούς τους! Κουρνιά ζουν στά κλαδιά, πού βρί σκονται και κυττάζουν τό άτρόμητο Ελληνόπουλο φοβι σμένα. "Έτσι ό Τάργκα έχει και ρό νά δη τή νεκρή μαϊμού κι5 αμέσους αναγνωρίζει τή Μούμου, τήν αγαπημένη φίλη τής Μαλόα! Προσέχει καλύτερα καί διακρίνει πώς ή θανάσιμη^πληγή της προέρχεται άπό χτύπημα με... άκόντιο! "Αμέσως ό Τάργκα φωτί ζεται ! Κάποια τρομερή επι δρομή έχει γίνει στή σπηλιά γρυ κι" ή Μαλόα, άν είναι ά-
15
κόμα ζωντανή, θά περνάη δύ σκολες στιγμές! Παγίδα ήταν οί νεκροί μέ τά φίδια στο λαιμό τους!^ Παγίδα ήταν καί τα τάμτάμ μέ τίς άπεγνωσμένες έπικλήσεις τους! Οί επιδρομείς είχαν βρη ένα σατανικό τρόπο, γιά νά τον άπομακρύνουν άπό τή σπηλιά του, ώστε νά μείνη ή Μαλόα άπροστάτευτη! Μιά τρομερή οργή φουσκώ νει τό στήθος τού 4 Ελληνό πουλου. Σφίγγει τά δόντια κι" οί μυώνες πετιοΰνται στις πα ρειές του, σάν ρόζοι! Πρέπει νά τρέξη, νά προφτάση, πριν τά "ίχνη τών άρπάγων χαθούν διά παντός ^ιέσα στήν πυκνοφυτεμένη ζούγ κλα ! Καί ό Τάργκα δέν χάνει ούτε μιά στιγμή. "Απ’ τά πανύψηλα κλαδιά πού βρίσκεται, άρπάζει ένα μακρύ χορτόσκοινο καί τινά ζεται μέ δύναμι στον άέρα. Τό γοργό τοξωτό ταξίδι του, τον πετάει στήν κορυφή ενός άλλου δέντρου, διακόσια μέ τρα μακρύτερα. "Από κεΐ ένα δεύτερο χορτόσκοινο, τον βοη θάει νά πραγματοποιήση κι* άλλο τεράστιο εναέριο άλμα. "Έτσι, πετώντας άπό δέντρο σέ δέντρο, έκμηδενίζει τήν άπόστασι, πού τον χωρίζει άπ’ τή σπηλιά του. Μέσα σέ λί γα δευτερόλεπτα φτάνει στήν άντικρυνή όχθη τού ποταμού. Τό βλέμμα του, γεμάτο άγωνία, ψάχνει άπό κεΐ ν" άνακαλύψη τήν άγαπημένη του συντρόφισσα. Δέν βλέπει που
16
ΤΑΡΓΚΑ
θενά, ούτε τή σκιά της. ^ Ή σπηλιά φαίνεται τελείως έρη μη! — Μαλόα! Μαλόα! Μα~ λόοοοα!, φωνάζει γεμάτος άπόγνοοσι. Μιά απέραντη σιγή, γεμά τη από τό μουρμουρητό των δέντρων, του απαντάει. — Μαλόοοα!, ξαναφωνάζει τό Ελληνόπουλο με σπα ραχτική φωνή. Και πάλι τσιμουδιά! Μό νον ένας τεράστιος γκρίζος όγκος κινιέται στην απέναν τι όχθη, μπροστά στο στόμιο τής σπηλιάς. Είναι ό μεγά λος ελέφαντας, ό Ζούμπο, πού μόλις γύρισε άπ5 τή νυ χτερινή βοσκή του καί στρι φογυρίζει κι5 αυτός έκπλη κτος, πού δεν βρήκε έκεΐ, σάν πάντα, τούς φίλους του! Αντίκρυ τό Ελληνόπουλο κινείται μέ γρηγοράδα ανεμο στρόβιλου. 'Αρπάζει μιά μεγάλη κλιματίδα* καί πέφτει πάλι μέ ορμή στο κενό. Τώρα τό κορμί του, μέ ό λους τούς μυώνες του σέ συ ναγερμό, χαμηλώνει μέ ίλιγ γιώδη ταχύτητα, προς τό νερό τού ποταμού, περνάει ξυστά από τήν επιφάνεια καί τινά ζεται πάλι στά ύψη. Εκείνη τί στιγμή ακριβώς αφήνει τό χορτόσκοινο. Τό σώμα του διαγράφει ένα δεύτερο τόξο, πιο μικρό από τό προηγού μενο καί πέφτει μαλακά α πάνω στήν πελώρια ράχη του Ζουμπο. —· Δρόμο, Ζουμπο!, φωνάζε^ τό Ελληνόπουλο. Δρόμο! Πάμε στή Μαλόα!
Τονίζει πολύ τ’ όνομα του κοριτσιού τής ζούγκλας κι5 α φήνει τον ελέφαντα νά τρέξη, διαλέγοντας μόνος του τήν κατεύθυνσι πού πρέπει νά πάρη. Τό έξυπνο ζώο κουνάει δε ξιά κι* άριστερά τήν προβο σκίδα του κι5 ή δυνατή του όσφρησι τό οδηγεί στον δρό μο πού πήραν οί αρπαγές τής Μαλόα! Καί τρέχει μέ όλη του τή γρηγοράδα, ισοπεδώνοντας κάθε εμπόδιο. Πάνω στή ράχη του, τό α τρόμητο 'Ελληνόπουλο μαί νεται κυριολεκτικά. Ή καρδιά του είναι σφιγμέ νη στο σιδερένιο χέρι τής α γωνίας. I άχα ό Ζούμπο έχει βρή τον σωστό δρόμο; ’Ή, μήπως, γελιέται; Ξαφνικά, όμως, τό έξασκημένο μάτι τού Τάργκα βλέ πει κάτω, στο χώμα, δυο τρία πελώρια πολύχρωμα φτερά. Αυτά τά φτερά τ’ αναγνω ρίζει. Είναι από κείνα πού φορούν στά κεφάλια τους οί πιο άγριες φυλές τών ιθαγε νών τής ζούγκλας! Μερικά μέτρα παρακάτω, άλλα παρόμοια φτερά είναι σκορπισμένα. Κι5 όταν προχωρούν ακόμα ?\ίγο βρίσκει κι5 άλλα τέτοια φτερά. Ή ψυχή τού Τάργκα ζε σταίνεται. Πείθεται τώρα πώς ό Ζούμπο ακολουθεί τον σω στό δρόμο. Αυτά τά φτερά ανήκουν χωρίς άλλο στον άρπαγα. Κι5 ή Μαλόα, κάνοντας
ΤΑΡΓΚΑ
δτι πορεύει μαζί του, τα ξε κολλάει από την πρωτόγονη περικεφαλαία του καί να πετάει καταγής, για νά δείξη οπό αγαπημένο της Ελληνό πουλο τον δρόμο πού ακολου θούν! — 1 ρήγορα, Ζούμπο!, φω νάζει μέ άδημονία ό Τάργκα. Πιο γρήγορα! Τό έξυπνο παχύδερμο κα ταλαβαίνει. Φυσσάει δυνατά την προβοσκίδα του, κάνοντάς την ν' άντηχήση σάν σει ρήνα του συναγερμού. Καί, αμέσως, διπλασιάζει την ταχύτητά του. Φεύγει, τώρα, σάν αστραπή. Σέ λίγο τά πυκνά δέντρα αραιώνουν. "Ολη ή περιοχή ε δώ είναι γεμάτη ψηλά αγκά θια καί χαμηλά πλατύφυλλα φυτά. Τό άετίσιο βλέμμα τού Τάργκα σκουπίζει δλη τη γύ ρω έκτασι. Καί, ξαφνικά, νά! Είναι ή Μαλόα καί σπαρταράει απε γνωσμένα πάνω στη ράχη ε νός γιγαντιαίου ιθαγενή καί τον χτυπάει μέ τις μικρές γροθιές της καί τον κλωτσά ει, μαδώντας τά πολύχρωμα φτερά, πού έχει στο κεφάλι του! Πιο πίσω προχωρεΤ ένας τετράγωνος όγκος, μέ τριγω νικό άτριχο κρανίο. Είναι ό Ζανούρ! Ό Τάργκα, σά νά σηκώ θηκε ξαφνικός σίφουνας καί νά τον συνεπήρε, ξεκολλάει από τη ράχη τού ελέφαντα καί προσγειώνεται στά χόρ τα. Την ϊδια στιγμή ό Ζούμπο, πού έχει αναγνωρίσει τη Μα
17
λόα, κυριεύεται από λύσσα καί ξεφυσσάει την προβοσκί δα του, κάνοντάς την νά ήχήση, γιά δεύτερη φορά, σάν τερατώδης ζωντανή σειρήνα. Ό κτηνώδης Γερμανός κον τοστέκεται. Γυρίζει τό κεφά λι. Βλέπει απροσδόκητα τον Ζούμπο. Βλέπει καί τον Τάρ γκα. Τά δόντια του τρίζουν καί χυμάει σάν ρινόκερως. Στο χέρι του βρίσκεται κιό λας τό περίστροφό του. Στό χος του, όμως, δέν είναι ό Τάργκα! Θέλει νά έκδικηθή, βγάζοντας από τή μέση τη Μαλόα! Καί φωνάζει δυνατά στον ιθαγενή: -— Ξεφορτώσου την, παλιόσκυλο! Πέτα την 1 αμέσως χάμω! Ό ιθαγενής μένει στην αρ χή κατάκληκτος, αλλά συμ μορφώνεται αμέσως. Πετάει τή Μαλόα από τούς ώμους του. Τήν ϊδια στιγμή κΓ ό Ζανούρ σηκώνει τό πε λώριο επαναληπτικό περίστρο φό του καί τή σημαδεύει. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο βλέπει πώς ή ζωή τής α γαπημένης του κρέμεται από μιά μόνο στιγμή. Σφίγγει μέ λύσσα τό ακόντιό του. ζ,έρει, πως αν τό πετάξη στή ράχη τού ^Ζανούρ, ό τερατώδης Γερ μονός θά χτυπηθή θανάσιμα, αλλά θά προλάβη νά τραβήξη τή σκανδάλη τού περι στρόφου του, σκοτώνοντας τή Μαλόα! Γι5 αυτό προτιμάει κάτι άλλο: χύνεται μπροστά σάν σίφουνας καί πετάει τό ακόντιο,^ μέ στόχο του τό ό πλο τού Ζανούρ! Ή χάλκινη αιχμή σκίζει
!Η Μαλόα κάνει τό μπάνιο της κ οοι διασκεδάζει μέ τα παιγνίδια
τής Μούμου, χωρίς να υποπτεύεται πώς τέσσερα μάτια την παρθικό
λουθούν, -αψνικά ένα ακόν τιο καρφώνει τή Μούμου. 'Ο Ζαινο ύρ κι’ ένας ιθαγενής ρίχνονται στη Μαλόα.
20
ΤΑΡΓΚΑ
ο'φυρίζοντας, τόν^ αέρα. Τ<3 α κόντιο φεύγει με γρηγοράδα φιδιού, πού τινάχτηκε ^ στον αέρα. Μόνον μια στιγμή περ νάει. Κι5 έπειτα ακούγονται δυο ταυτόχρονοι κρότοι. Ό πρώτος είναι ή έκπυρσοκρότησις του περίστρο φου του Ζανούρ. Ό δεύτερος είναι ένας ξε ρός ήχος, πού γίνεται από τό χτύπημα τής μπρούντζινης αιχμής τού ακόντιου, πάνω στο μέταλλο τού όπλου, πού κρατάει ό Ζανούρ! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο, σκυφτό καί λαχανιασμένο, κυττάει με αγωνία. "Όχι, ή Μαλόα δεν έχει πέ σει καταγής. Στέκεται ακλό νητη κι5 όρθια! Ή σφαίρα τοΰ Γερμανού αστόχησε χάρι στο χτύπημα τού ακόντιου! Καί τό περίστροφο έχει τιναχτή χάμω, δέκα μέτρα πιο μακρυά! Τώρα ή λύσσα τού κτηνώ δους Ζανούρ πολλαπλασιάζεται. Ό Τάργκα βρίσκεται ακό μα σ' αρκετή άπόστασι κΓ ό απαίσιος Γερμανός, πριν συμ πλακή μαζί του, σε μιά συγκρουσι τερατώδη, μέχρι θα νάτου, θέλει οπωσδήποτε νά ξεμπερδέψη με τή Μαλόα! Σφίγγες τις δυο γροθιές του, τίς^ κάνει σάν δυο πελώ ρια κυδώνια από σίδερο καί χυμάει απάνω της. Μιά τέτοια γροθιά μπορεί νά ζαλίση ρινόκερω. Σίγουρα τ’ όμορφο κεφαλάκι τής Μαλόα, θά γί-
νη πολτός κάτω από τό χτύ πημά της. Τήν ϊδια στιγμή ό γιγάντιος ιθαγενής άρπάζει από χά μω τό ακόντιο πού πέταξε ό Τάργκα κι5 όρμάει κΓ αύτός στή Μαλόα. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο εΐνε ακόμα πολύ μακρυά. Βλέπει τούς τρομερούς σκο πούς τών αδυσώπητων άντιπά λων του κι5 όρμάει σάν ανε μοστρόβιλος. Στο πέρασμά του τά ψηλά αγκάθια καί τά χόρτα σαλεύουν καί λυγίζουν, σά νά περνάη άνάμεσά τους ό άνεμος. Αλλά ή άπόστασι πού τον χωρίζει από τή Μαλόα, είναι ακόμα μεγάλη. ΚΓ οι γροθιές τού Ζανούρ καί τό ακόντιο τού ιθαγενή εΤνε κοντά της! Μά τό κορίτσι τής ζούγ κλας δεν είναι εύκολη λεία. Τραβιέται μερικά βήματα καί βγάζει γοργά, από τήν πλατειά ζώνη της, ένα μικρό αι χμηρό μαχαίρι, από γυαλι στερό ατσάλι! Τό σφίγγει στή χούφτα της με λύσσα καί παίρνει θέσι α μυντική. Ό κτηνώδης Γερμανός, μπροστά στήν αποφασιστική της στάσι, ανακόπτει τήν ορ μή του. Τό ίδιο κάνει κΓ ό γιγάντιος ιθαγενής. λ— Γρήγορα, κτήνος!, φω νάζει ό Ζανούρ. Πέτα της τό ακόντιο! Ό ιθαγενής κινιέται, σά νά ξυπνάη από λήθαργο. Πισωπλατίζει λίγο γιά νά πάρη φόρα, αλλά ή Μαλόα δεν τού δίνει καιρό. Πηδάει απάνω
ΤΑΡΓΚΑ
του σαν ύαινα. Σηκώνει το μαχαίρι της και τό κατεβάζει μέ δύναμι. Ή ατσαλένια αιχ μή άναζητάει τή σάρκα. Πέ φτει μέ ορμή, άλλα σταματά ει 6υο πόντους πιο πάνω απ’ τό στήθος του ιθαγενή! Ή Μαλόα βγάζει ένα μουγκρητό οργής. Τό χέρι του αντιπάλου της έχει προλάβει καί τής έχει αρπάξει, σάν χαλύβδινη τα νάλια τον καρπό τοΰ ώπλισμέ νου χεριού της. Τό άλλο χέρι του γίνεται γροθιά καί σηκώνεται ψηλά, γιά νά την χτυπήση, αλλά κι3 ή Μαλόα, μέ τή σειρά της, στον αέρα! Οι δυο μαζί, ό μελαψός ι θαγενής κι3 ή όμορφη κοπέλλα, γίνονται ένα κουβάρι' καί κυλιούνται στή γή, παλεύον τας λυσσασμένα. Ό Ζανούρ θέλει νά βοηθήση τον γιγαντιαΐο ιθαγενή, αλλά ό Τάργκα βρίσκεται κιό λας κοντά τους. Ό τετραγωνικός Γερμανός, μέ τον κτηνώδη σβέρκο, στέ κεται αναποφάσιστος. "Ενας θανάσιμος αγώνας μέ τό άκα τάβλητο Ελληνόπουλο, δέν τού δίνει πολλές ελπίδες νά νικήση. Υποχωρεί, λοιπόν, γοργά, φεύγει σάν σαΐτα ανάμεσα στά ψηλά αγκάθια και χώνε ται στο πυκνό δάσος. Στο μεταξύ ό Τάργκα πέ φτει σάν κεραυνός κοντά στή ΑΑαλόα, πού παλεύει λυσσα σμένα μέ τον αντίπαλό της. Σκύβει. Τό τεράστιο καί παν τοδύναμο μπράτσο του τινάζε
2!
ται μπροστά καί τά χαλύβδι να δάχτυλά του χουφτιάζουν τούς μυώνες τού ιθαγενή, πά νω στο στήθος του! Τον ανασύρει μέ δύναμι α κατανίκητη. I όν σηκώνει όρ θιο. Αυτός, άγριος από ^ τή σκληρή πάλη, μέ τά μάτια του γεμάτα φωτιές θυμού, προσπαθεί νά τού ξεφύγη, γιά ν3 άμυνθή ! "Ομοος ή ύπεράνθρωπη δύναμι τού Τάργκα διοχετεύε ται στά δάχτυλά του καί τά κάνει νά μπηχτούν σάν γάν τζοι στούς μυώνες τού ίθαγενή. Τό δεξΐ του χέρι σφίγγεται σέ μιά τρομερή κι3 αδάμαστη γροθιά. Τραβιέται πίσω κι3 αμέ σως εξακοντίζεται μπροστά, σάν κςραυνός! Ποτέ τό ατρόμητο Ελληνό πουλο δέν έδωσε πιο ισχυ ρό χτύπημα. Τό κρανίο τού βάρβαρου ι θαγενή τρίζει, κομματιάζεται. Καί ή σπονδυλική του στήλη, ακριβώς απάνω στον τράχη λο, τσακίζεται στή μέση! Ό ιθαγενής σωριάζεται μο νοκόμματος, γιά νά μήν ξανασηκωθή πιά. Οί λογαριασμοί του μέ τή Ζωή είναι οριστικά έξωφλημένοι! Ό Τάργκα στέκεται κοντανασαίνοντας. Κυττάει γύ ρω του σάν λαβωμένο λεοντάρι, πού θέλει νά συντρίψη όλους τούς αντιπάλους του. Ή Μαλόα έχει σηκωθή καί στέκει όρθια πλάϊ του. ΕΤνα[ λαχανιασμένη.
22
ΤΑΡΓΚΑ
Καί, ξαφνικά, τό Ελληνό πουλο την άρπαζε ι από τη μέση και κυλιέται μαζί της χάμω! Την ΐδια στιγμή άκούγεται τό «γάζωμα» ενός οπλοπολυ βόλου, κι5 από τό κοντινό δά σος ξεπροβάλλει καί πάλι ή απαίσια μορφή του Ζανούρ. Πίσω του έρχονται και μερι κοί στρατιώτες, ώπλισμένοι όλοι σάν αστακοί! Ό κτηνώδης Γερμανός βρή κε τή συνοδεία, πού τον πε ρί μενε, γιά νά μεταφέρη τή Μαλόα στήν ώχυρωμένη «φω λιά» του καί ξαναγυρίζει γιά νά πάρη τή φοβερή «ρεβάνς». Τώρα πιά είναι σίγουρος γιά τή νίκη του. Τά μάτια του κυττάζουν με κακία, θέ λοντας νά εξακριβώσουν τό αποτέλεσμα τής πρώτης ρι πής του οπλοπολυβόλου του. Στήν αρχή βλέπει τον Τάργκα και τή Μαλόα ασάλευ τους, ριγμένους στή γή. "Ε να καταχθόνιο μειδίαμα σέρ νεται στις άκρες των στενών χειλιών του καί τίς τραβάει προς τ’ αυτιά του. 'Αλλά τήν Ϊδια στιγμή κΓ αυτό τό χαμό γελο σβήνει. Τά μάτια του κοκκινίζουν καί πετάνε φω τιές θυμού, καθώς βλέπει τή Μαλόα καί τον Τάργκα νά σαλεύουν καί ν’ άνασηκώνουν τά κεφάλια τους. -—- Παλιόσκυλα!, μουγκρί ζει. Τώρα θά φάτε μερικές δυ σκολοχώνευτες ! Καί γυρίζει πάλι τό οπλο πολυβόλο του κατοπτάνω τους.
Τούς σημαδεύει καί περνάει τό χοντρό δάχτυλό του στή σκανδάλη. ΚΕΦ. 5. "Οίτου ό Ατσίδας δι εκ δίδει αητό τούς -πάνθηρες μερικά όλότταχα ζαρκά δια!
φήσαμε τον άστεΐο νέ γρο στήν όχθη τού πο ταμού, νά γδέρνη προσεχτικά τον μεγάλο κροκόδειλο, πού είχε σκοτώσει. Κάνει τή δουλειά του μέ πολλή γρηγοράδα κι5 ευσυνει δησία. Σέ λίγες ώρες τό φολιδωτό τομάρι τού αμφίβιου τέρατος είναι στή διάθεσί του. Τό κυττάζει. Στριφογυρίζει γύρω γύρω, τό καμαρώνει καί... κα τεβάζει όπως πάντα μιά «σο φή» ιδέα, νά κόλληση αυτό τό πελώριο τομάρι στή ράχη του. Νά τυλιχτή γιά καλά μέ δαΰτο. Καί νά άρχίση νά έρπη παριστάνοντας τον... κρο κόδειλο ! Αυτή ή ιδέα τον ενθουσιά ζει καί μονολογεί: -— Έγκώ σούρνει - σούρ νει εμένα, έγκώ είναι... κοροκόντειλο, έγκώ φοβίζει πάντηρος, φοβίζει λεοπάρνταλος, κυνηγάει - κυνηγάει θερίος! Μέσα σέ λίγα λεπτά τής ώρας πραγματοποιεί τή σο φή ιδέα του. Μπαίνει κάτω απ’ τό τομά ρι καί προχωρεί έρποντας μέ σα στο δάσος. Κάτω άπό τό φοβερό μουσούδι τού κροκό δειλου υπάρχει ή χοντρή κε φάλα τού Ατσίδα, πού κυτ τάζε^ι γύρω - γύρω μέ γουρ~ λωμένα μάτια.
Α
ΤΑΡΓΚΑ
Δυο - τρία βουβάλια, πού έρχονται τούτη τή στιγμή να ποτιστούν, από τό νερό τον ποταμού τον βλέπουν και κον τοστέκονται. "Αφήνουν ένα τρο μαγμένο μουγκρητό και φεύ γουν τρέχοντας μέσα στο δά σος. Τον έχουν πάρει γι’ αλη θινό... κροκόδειλο! Ό άστεΐος νέγρος ενθου σιάζεται από την επιτυχία του σχεδίου του. — Έγκώ ριχτή θερίος, μονολογεί, έγκώ τρομάξει τρομάξει θερίος! Κι" αλήθεια, έτσι καθώς σέρνεται μέσα στα αγριόχορ τα σκορπίζει τον πανικό σ’ όλα τά ζώα πού συναντάει. "Ενα κοπάδι από άγριόγατους, μόλις τον βλέπει, σκαρ φαλώνει γρήγορα - γρήγορα προς τά ψηλότερα κλαδιά των δέντρων, νιαουρίζοντας τρο μαγμένα. Οί σκίουροι, οί νυ φίτσες, τά τσακάλια κι" οί ά γριες αλεπούδες φεύγουν, σκορπίζουν ακράτητα προς όλες τις διευθύνσεις, με την ουρά κάτω άπό τά σκέλια! Γιά πρώτη φορά βλέπουν ένα τόσο μεγάλο κροκόδειλο, νά έγκαταλείπη τον ποταμό και νά χώνεται βαθειά, στην πυκνοφυτεμένη ζούγκλα. Φαίνε ται πώς θά είναι πολύ πεινασμένος. Κι" δλα τά ζώα σκορπίζουν άπό μπρος του περίτρομα! Ξαφνικά άκούγεται ένας γρυλλισμός... κι" έπειτα δεύ τερος... καί τρίτος! Ό Ατσίδας, αόρατος κά τω άπό τό τομάρι του κροκό δειλου στέκεται. Γυρίζει τό βλέμμα του, κυττάζει καί βλέ
23
πει μερικούς πάνθηρες, έτοι μους νά καταβροχθίσουν κάμποσα καλοθρεμμένα ζαρκά δια, πού τά έχουν κατασπα ράξει μέ τά νύχια τους. Τώ ρα διακρίνουν άνάμεσα στά χαμηλά άγριόχορτα τον φολι δωτό όγκο του κροκόδειλου καί γρυλλίζουν δυσάρεστη μένοι, άπό την παρουσία του! Ό κωμικός νέγρος τραβάει νευρικά τον κρΐκο τής μύτης του, μέ τά δόντια. —- "Εγκώ ριχτή πάνθηρος, λέει στον έαυτό του. "Εγκώ πετάνει πάνθηρος! "Αλλάζει αμέσως κατεύθυν σι. Καί, μπουσουλώντας μέ τά τέσσερα δσο μπορεί πιο γρήγορα, διασχίζει τά χόρτα, τρέχοντας καταπάνω στά σαρ κοφάγα θηρία. — "Εγκώ, σκέπτεται, κυ νηγήσει - κυνηγήσει πάνθη ρος, φάει - φάει ζαρκάντις! "Αλλά καί οί πάνθηρες δεν δείχνουν διάθεσι νά έγκαταλείψουν εύκολα τά λεία τους. Καρφώνουν τά κιτρινοκόκκινα μάτια τους άπάνω στον έπερχόμενο εχθρό, χαμηλώνουν τά χοντρά κεφάλια τους καί τον φοβερίζουν μέ άγριομς γρυλλισμούς. Τά χείλη τους τρα βιούνται προς τά πλάγια, ξε σκεπάζοντας δυο σειρές τρο μερά δόντια. Καί τά μεγάλα γαμψά νύχια τους, κοφτερά καί μυτερά, σάν γυριστά α τσάλινα νύχια σκαλίζουν άπει λητικά τό χώμα! Ωστόσο ή στάσι τους δεν είναι επιθετι κή. Τά μακρυά, λαστιχένια καί παντοδύναμα κορμιά τους τραβιούνται προς τά πίσω, δσο βλέπουν νά σιμώνη τρ γμ
24
ΤΑΡΓΚΑ
γάντιο αμφίβιο τέρας. Τα γρυλλίσματά τους γίνονται πιο άγρια, πιο απειλητικά, αλλά ό Ατσίδας, είναι απο φασισμένος νά τούς... πάρη οπωσδήποτε τά όλόπαχα ζαρκάδια, γιά νά τά καταβροχθίση αυτός! Και χυμάει άπάνω τους άποφασιστικά! Τά κορμιά των σαρκοφά γων θηρίων χαμηλώνουν καί συσπειρώνονται. Ταλαντεύονται πάνω στά λυγισμένα πόδια τους, έτοιμα γιά έφόρμησι. Αλλά γρήγορα άλλάζουν γνώμη. Ή πάλη τους μέ τό φολιδωτό τέρας, μέ τά τρομε ρά σαγόνια καί την πανίσχυ ρη ουρά, είναι άπ’ την άρχή καταδικασμένη. Γι’ αυτό οι πάνθηρες άρχίζουν νά υποχωρούν σιγά σιγά, σέρνοντας μέ τά δόν τια τους καί τά σκοτωμένα ζαρκάδια! "Ετσι ^ άρχίζει άνάμεσα στις άπάτητες λόχ μες τής ζούγκλας ένα παρά ξενο κυνηγητό. Ό Ατσίδας έχει... έκπνευριστή. "Έτσι, καθώς μπουσουλάει μέ τά τέσσερα, δεν μπορεί νά προλαβη τούς πάνθηρες, στη γορ γη ύποχώρησί τους. Γι' αυ τό, χωρίς νά χάση καιρό, ση κώνεται... ^ όρθιος, άρπάζει μιά κλιματίδα καί εφαρμόζει, όπως μπορεί, τη μέθοδο του Τάργκα: πιάνεται άπό την άκρη της καΐ^ κάνει μερικά κωμικά πηδήματα. Καθένα άπ5 αυτά τον μεταφέρνει καμ μιά δεκαριά μέτρα μακρύτερα. Τά πουλιά φτερουγίζουν τρομαγμένου Οί πίθηκοι σκύ βουν άπ5 τά ψηλά δέντρα καί
κυττάνε μέ μάτια έκπληκτα. Πρώτη φορά βλέπουν έναν κροκόδειλο... όρθιο, νά κάνη άκροβασίες στην άκρη μιας κλιματίδας! Ωστόσο ό πει σματάρης καί χοντροκέφαλος νέγρος συνεχίζει μ5 επιμονή. Κοντεύει νά τό πιστέψη κι5 ό... ίδιος πώς εΐνε κροκόδει λος καί μονολογεί: · — Έγκώ πάει - πάει γρή γορος ! Έγκώ... φάει - φάει όλος πάνθηρος! Προχωρώντας έτσι, κερδί ζει δρόμο. Προπορεύεται άπό τά θηρία. Τούς βγαίνει μπρο στά. Τά παραμονεύει μέσα άπό τά ψηλά χόρτα καί, κα θώς τά βλέπει νά κοντοστέκωνται λαχανιασμένα, γιά νά διαμοιράσουν τά ζαρκάδια, τούς... ρίχνεται μπουσουλώντας καί γρυλλίζοντας δυνα τά, μέ την άγριοφωνάρα του: — Γρρρ.... Γούρρ... Γούρρ. Γρρρ... Γκάρρρ! Αυτή τη φορά οί πάνθηρες ξαφνιάζονται. Είχαν ξενοιά σει άπό τον φόβο τού γιγάντιου κροκόδειλου. Νόμιζαν πώς είχαν άπομακρυνθή άπό κοντά του. Καθώς τόν βλέ πουν τώρα νά παρουσιάζεται ξαφνικά καί νά χυμάη άπάνω τους άκράτητος, πετιούνται ψηλά σάν λαστιχένιες σφαί ρες, κάνουν όλοι μαζί ένα ταυ τόχρονο άλμα προς τά πίσω καί φεύγουν εξαγριωμένοι, τρέχοντας σάν βέλη, προς τό κοντινό ξέφωτο! ^ Ό άστεΐος νέγρος χαμογε λάει. Αυτή τη Φορά είναι πο λύ ικανοποιημένος. -— Άτσίντα πήρε ζαρκάν-
τις, μονολογεί,
Άτσίντα εΤ-
ΪΑΡΓΚΑ
ναι έξυπνο, είναι... φωστήρα! Πριν, όμως, τελειώση κα λά-κοίλα |τόν μονόλογό του, ακούει δυνατές κραυγές. Αυτές οΐ κραυγές είναι αν θρώπινες καί φανεροόνουν με γάλο τρόμο! Ό Ατσίδας ξεχνάει αμέ σως πώς είναι... κροκόδειλος καί σηκώνεται όρθιος. Κάνει μερικά βήματα, πα ραμερίζει τά αγριόχορτα καί κυττάζει. — Ω... ω... ω..., κάνει με θαυμασμό. Πάνθηρος βρήκες άλλος ψαγητός! Καί, πραγματικά, οι πάν θηρες έχουν πέσει απάνω σε μιαν ομάδα στρατιωτών, πού ακολουθούν ανύποπτοι τον Ζανούρ! Είναι, ακριβώς, ή στιγμή πού ό κτηνώδης Γερμανός ε τοιμάζεται νά ξανατραβήξη τη σκανδάλη του όπλοπολυχόλου του, γιά νά γαζοόση τον Τάργκα καί τη Μαλόα ί Τά εξαγριωμένα σαρκοφάγα ξεπηδοϋν από παντού, σάν αφηνιασμένο μπουλούκι! Κατάπληκτος απ’ αυτή την ξαφνική έπίθεσι, ό Ζανούρ πιέζει τή σκανδάλη τού όπλου του, αλλά γυρίζει τήν κάννη προς τό μέρος τών σαρκοφά γων άγρ ιμιών! Δυο - τρεΐς πάνθηρες βρί σκονται κιόλας στον αέρα κι’ έφορμοΰν μέ τά νύχια προτε ταμένα, μέ τά αδηφάγα σα γόνια τους ορθάνοιχτα καί μέ στόχο τον κτηνώδη Γερμανό! Αμέσως άκούγεται τό σκληρό γάβγισμα τού μεγά λου οπλοπολυβόλου. Οί τεράστιες σφαίρες κεν
2!>
τάνε τον αέρα γαζωτά κι’ α μέσως κόκκινες κηλίδες, πού ολοένα μεγαλώνουν, ^ εμφανί ζονται στή γούνα τών αγριε μένων θηρίων! Νεκροί πιά οί πάνθηρες, συνεχίζουν γιά λίγο τό επιθε τικό ταξίδι τους κι5 έπειτα σωριάζονται καταγής, μέ υ πόκωφο γδούπο, μπροστά στά πόδια τού Ζανούρ. Ατό μεταξύ οί άλλοι στρα τιώτες έχουν σκορπιστή στο δάσος πανικόβλητοι. Οί πεινασμένοι πάνθηρες τούς κυνηγάνε μέ πελώρια άλματα. 'Όταν τούς σιμώ νουν, πηδάνε απάνω τους, μέ τά δάχτυλα τών ποδιών τους ανοιγμένα καί μέ τά κοφτερά νύχια τους πεταγμένα έξω α πό τις βελουδένιες θήκες τους. Τό βάρος τού λαστιχένιου κορμιού τους, μέ τήν τρομε ρή ταχύτητα πού πέφτει, α νατρέπει τον άνθρωπο καί τον κυλάει στο χώμα! Τήν ίδια στιγμή τ’ ανοιγμένα δάχτυλα τού θηρίου κλείνουν, μαζεύον ται καί τότε όλα τά νύχια τους μπήγονται βαθειά στην ανθρώπινη σάρκα! "Έπειτα τραβιούνται απότομα προς τά πίσω καί αποσπούν πελώρια κομμάτια, δίνοντας έτσι τον ακαριαίο θάνατο! Τό θέαμα αυτής τής α προσδόκητης ανθρωποθυσίας είναι τρομαχτικό. Οί κακούργοι οπαδοί τού Ζανούρ πληρώνουν ακριβά τά έγκλήματά τους. "Ενας απ’ όλους, φεύγον τας πανικόβλητος, πλησιάζει προς τό μέρος τού Ατσίδα. Αμέσως ό αστείος νέγρος
16
ΤΑΡΓΚΑ
πέφτει μπρούμυτα κι’ ό Γερ μανός, πάνω στη σαστισμάρα του, βλέποντάς τον, τον νομίζει αληθινό κροκόδειλο! Μπήγει άμεσους μιά σπαρα χτική κραυγή καί κάνει νά στρίψη, αλλά την ίδια στι γμή ό Ατσίδας απλώνει τό χέρι καί τον αρπάζει από τον αστράγαλο τού ποδιού του! 'Ο Γερμανός πιστεύει πώς τον έχουν αρπάξει τά δόντια τού τέρατος! Νοιώθει ένα δυνατό πόνο οπήν καρδιά, ανοίγει απελπι σμένα τά χέρια, αγωνίζεται μάταια ν’ άναπνεύση καί πέ»
Ό Ατσίδας βλεττει τούς πόονθηιρες καί μονολογεί: «Έγκώ εί ναι... κορκόντειλο! Έγκώ πετ άνε ι - πετ άιν ε ι έσά ς !».
φτει μονοκόμματος! Έχει πε θάνει από φόβο! Ό Ατσίδας τον κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια. Τού κάνει μεγάλη εντύπωση δτι ένας άνθρωπος πέθανε, μόνο καί μόνο, γιατί αύτός τον άρ παξε από τό ποδάρι! — Έγκώ είναι πολύ δυνα τό, μουρμουρίζει, έγκώ πετάνει - πετάνει... Τζανούρ!. Καί, χωρίς ^αργοπορίες, τρέχει μπουσουλώντας προς τό ξέφωτο, όπου βρίσκεται ό τερατώδης Γ ερμανός, μέ τ’ ο πλοπολυβόλου του. Εκεί γί νεται χαλασμός κόσμου! Ό Ζανούρ αγριεμένος, αλλά πάν τότε ψύχραιμος, χειρίζεται τό δπλο του γαζώνοντας αλύπη τα τους μαινόμενους πάνθη ρες. "Οσοι απ' τούς στρα τιώτες του μένουν ζωντανοί, έχουν σχηματίσει πίσω του έ να αμυντικό τείχος καί χτυ πάνε κι5 αυτοί μέ τ' αυτόμα τα. Οί κρότοι των πυροβολι σμών ανακατώνονται μέ τά γρυλλίσματα των θηρίων. Απάνω σ’ αυτή τή στιγμή ξεπετιέται ό Ατσίδας, κάνον τας τον κροκόδειλο! Στην αρχή δλοι τρομάζουν. Ό Ζανούρ γυρίζει καταπάνω του τήν κάννη! Γό οπλοπολυβόλο αρχίζει καί πάλι τό γάβγισμά του. Μιά ριπή από σφαίρες χώνε ται απ’ τή δεξιά πλευρά στο κρανίο τού κροκόδειλου καί βγαίνει απ’ τήν αριστερή. Ό Ατσίδας, πού βρίσκεται από κάτω, μένει άθικτος! Δεν έχει καταλάβει ακόμα δτι τό το μάρι τού κροκόδειλου γαζώ θηκε από σφαίρες καί, γι’ αύ-
ΤΑΡΓΚΑ
Τό σφίγγει στη χούφτα της μέ λύ σσα και παίρνει
τό εξακολουθεί, νά μπουσουλάη μέ γρηγοράδα! Γιά πρώτη ψορά ό κτηνώ δης Γερμανός αρχίζει νά δειλιάζη!^ Αυτός ό τεράστιος κροκό δειλος, πού δεν πεθαίνει από τις σφαίρες του οπλοπολυβό λου, τον γεμίζει δέος και κατάπληξι! Τραβάει και πάλι τη σκανδάλη μέ λύσσα. *Αλλ* αυτή τη φορά άκούει ένα ξη ρό «κράκ>> καί τίποτ’ άλλο! Ή ταινία μέ τις σφαίρες έ χει τελειώσει. Ό Ζανούρ υπο χωρεί γοργά. Χώνεται τρέ~ χοντας μέσα στο δάσος, γιά νά κερδίση χρόνο και νά περάση καινούργια ταινία στο οπλοπολυβόλο του. Οί υπόλοιποι στρατιώτες
27
θέσι άμι/ντική.
τον ακολουθούν κι5 αυτοί κα τατρομαγμένο ι ! Αυτή ή ανεξήγητη έπίθεσι των άγριμιών τούς έχει γεμί σει πανικό. Αλλά ό Ζανούρ ξέρει νά μάχεται μέ πεΐσμα, ως τήν τελευταία στιγμή. Περνάει γρήγορα καινούρ για ταινία στο δπλο του. Ίο σηκώνει ψηλά καί γυρίζει τήν κάννη καρφωτά, προς τό μέ ρος πού τον πλησιάζει ό κρο κόδειλος. Τούτη τή φορά οί σφαίρες θά χτυπήσουν από πάνω προς τά κάτω καί θά διαπε ράσουν τον Ατσίδα, πού βρί σκεται κρυμμένος στο τομάρι τού αμφίβιου τέρατος. "Ομως ό κωμικός νέγρος δέν έχει κα
28
ΤΑΡΓΚΑ
ταλάβει τίποτα καί... προχωρεΐ! Ό Ζανουρ σφίγγει τά δόν τια του καί τυλίγει τό δάχτυ λο στη σκανδάλη. ΚΕΦ. 6. 'Όττου ή ζούγκλα, παρ’ ολιγ τή λιαικάδος συγκλο νίζεται οπτο- χιλιάδες...
κεραυνούς! Τάργκα, τό άτρόμητο Ελληνόπουλο, βρίσκεται πάλι σέ συναγερμό! Τον αφήσαμε ριγμένον κα ταγής, μαζί μέ τή Μαλόα, γιά ν5 άποφύγουν την πρώτη δολοφονική ριπή του οπλοπο λυβόλου του Ζανουρ. Γεμάτος λύσσα ακούει τις σφαίρες νά περνούν από πά νω του σφυρίζοντας, "Έπειτα άνασηκώνει λίγο τό κεφάλι καί κυττάζει τον αντίπαλό του. Βλέπει τον Ζανουρ έτοιμο νά ξαναχτυπήση, μά τήν ίδια στιγμή βλέπει καί τούς φρε νιασμένους πάνθηρες νά χυ μουν απάνω του ουρλιάζον τας αγριεμένα. -— "Έλα μαζί μου, Μαλόα! ψιθυρίζει σιγά στο κορίτσι τής ζούγκλας. Ή ξανθή συντρόφισσά του τον ακολουθεί αμέσως, χωρίς νά πή λέξι. Προχωρούν κι5 οί δυο έρποντας, μέ γρηγοράδα κι5 ευ κινησία φιδιών. Ό Τάργκα πρέπει νά φυ γή, ν5 άπομακρυνθή_ από τό οπλοπολυβόλο τού φοβερού Γερμανού, πού κρύβει τή φω τιά καί τό θάνατο, στή σκο τεινή κάννη του! Αλλά τό άτρόμητο Ελλη
Ο
νόπουλο δεν σκέφτεται ποτέ του τήν ύποχώρησι! Κατορθώνει έρποντας νά κρυφτή πίσω από τά πανύψη λα αγριόχορτα. Τότε σηκώνεται όρθιος. Τεντώνει τούς μυώνες του. Καί λέει στή Μαλόα: —- Έσύ, Μαλόα, μεΐνε ε δώ! Έγώ θά κάνω μιάν... ου ρανοκατέβατη έπίο'κεψι στον καλό μου φίλο, τον Ζανούρ! Μήν κουνηθής καθόλου, γιατί θά σέ χτυπήσουν! "Αμέσως, μέ γρηγοράδα α γριόγατου καί πιθήκου, σκαρ ψαλώνει στο δέντρο. Περνάει σβέλτα από κλαδί σέ κλαδί. \ ά φυλλούματα είναι τόσο πυ κνά, ώστε τον κρύβουν τελεί ους. Κανείς δέν τον παίρνει εϊδηοΊ, ότι κυκλοφορεί μέσα στά κλαδιά, οχτώ μέτρα ψη λότερα άπό τήν επιφάνεια τής γής. Μόνον μερικές μαϊ μούδες... ενοχλούνται άπό τήν παρουσία του καί βγάζουν ά γριες στριγγλιές! Καί τό Ελληνόπουλο προ χωρεί γοργά, μέ τ’ αυτί του τεντοομένο. Τά φυλλώματα τον έμποδί ζουν νά δή τί γίνεται στή γή. Ή όξύτατη ακοή του, όμως, τον καθοδηγεί θαυμάσια. Α κούει, στήν αρχή, έναν άνακα τεμένο ορυμαγδό άπό πυροβολισμούς, άπό γρυλλίσματα θηρίων, άπό ουρλιαχτά κι’ άπό βόγγους κατασπαρα ζομένων άνθρώπων. Ωστόσο ξεχωρίζει τή βαρειά φωνή τού Ζανούρ, πού βλαστημάει ά γρια κι’ όσο πάει ξεμακραί νει προς τό εσωτερικό τού δά σους !
ίΑΡΓΚΑ
Ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας κινείται μέ αυτοκυριαρ χία και άνεσι. "Ολη του ή προσπάθεια εί ναι νά σιμώση αθέατος τον κτηνώδη Γερμανό καί νά ρι χτή απάνω του, χωρίς νά του όώση καιρό νά μεταχειριστή τό πολυβόλο του! Ή φωνή του Ζανούρ άκόύγεται νά βλαστημάη, τη μιά φορά πιο κοντά καί την άλ λη μακρύτερα. Τό Ελληνό πουλο ρυθμίζει άναλόγως τις κινήσεις πού κάνει. Καί, ξαφνικά, κοντοστέκε ται πάνω στά κλαδιά. Ή καρ διά του χτυπάει. Στήνει αυ τί, άφουγκρίζεται πιο καλά καί χαμογελάει. Ναί, δεν έ χει κάνει λάθος! — Είναι ή φωνή του Ζανούρ!, ψιθυρίζει. Βρίσκεται κάτω άπ5 τά πόδια μου! Σκύβει καί παραμερίζει μέ τρόπο τά πυκνά πλατειά φυλ λώματα. Κάτω, πλάι στή ρίζα του δέντρου, βλέπει ένα τριγωνι κό άτριχο κρανίο! Ό σκληροτράχηλος Γερμανός περνάει καινούργια ται νία στ5 οπλοπολυβόλο του. Τό βλέμμα τού 'Τάργκα κά νει ένα γύρο σ’ δλη τήν περιοχή· "Ολη ή άγρια βλάστηση πού υψώνεται άνάμεσα στούς κορμούς των δέντρων κουνιέ ται ύποπτα. Εΐναι ή κίνησι πού κάνουν τ’ αγριόχορτα, ό ταν κρύβουν μέσα τους τήν τίγρι, τον πάνθηρα ή τή λεοπάρδαλι! Τό μάτι του Τάργκα δεν μπορεί νά γελαστή σ’ αυτό. Δεν γελιέται, όμως,
κΓ ό Ζανούρ. Καί διατάζει μέ βαρειά φωνή: — Σκορπιστήτε, μωρέ παλιόσκυλα! Δεν βλέπετε, πως τριγυρίζουν μέσα από τις λόχμες τ’ αγρίμια; Σκοοτπστήτε καί βαράτε τα αλύπη τα! "Οσο γιά τον κροκόδειλο, αφήστε τον σε μένα! Μόλις ξεπροβάλει θά τον κάνω σουροοτήρι! Οΐ οπαδοί του βλέπουν τήν τρομερή του ψυχραιμία καί συνέρχονται. Σκορπίζονται δεξιά κΓ αοιστερά τρέχοντας, μέ τό δά χτυλο στή σκανδάλη. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο παρακολουθεί τά πάντα απ’ τή φωλιά του.· Καί, ξαφνικά, γουρλώνει τά μάτια! Αυτό πού βλέπε; είναι πολύ περίεργο. Τό τρο μερό ρόγχος ενός κροκόδει λου έχει ξεμυτίσει από τά χόρτα μιας λόχμης! -— Παράξενο !, μουρμουρί ζει ό Τάργκα. Είναι κροκό δειλος τόσο μακρυά απ’ τό ποτάμι; -έρει τις συνήθειες των αμ φίβιων αυτών τεράτων καί δέν μπορεΐ νά έξηγήση πώς ένας κροκόδειλος έγκατέλειψε τον ποταμό καί μπήκε τό σο βαθειά στο δάσος! Ωστόσο, έκεΐνο πού τον εν διαφέρει πιο πολύ άπ5 όλα, είναι ό Ζανούρ! Καί τούτη τή στιγμή ό κτη νώδης αντίπαλός του έχει μεί νει μόνος! Οί οπαδοί του, σύμφοονα μέ τις διαταγές πού πήραν, έχουν σκορπιστή μέοα στο δάσος. Τό ατρόμητο Έλληνόπου*
Λ
λο παίρνει μια βαθειάν ανα πνοή. Παραμερίζει τά κλαδιά καί, τή στιγμή πού ό Ζανούρ σηκώνει καρφωτά τό οπλοπο λυβόλο του, για νά θερίση τον Ατσίδα, πού σιμώνει πω ριστάνοντας τον... κροκόδει λο, ό Τάργκα πηδάει! Πέφτει λοξά μέ δύναυι. Και τό δεξί του πόδι πραγματο ποιεί ένα τρομερό λάκτισμα, καθώς βρίσκεται στον αέρα! Ό Ζανούρ τό δέχεται στά χέ ρια και ουρλιάζει απ’ τον πό νο. — Σ5 έφαγα, κακούργε!, φωνάζει ακράτητος καί μα νιασμένος ό Τάργκα. Τό λάκτισμά του είναι τό σο ισχυρό, ώστε άναρπάζε1 τό οπλοπολυβόλο από τά δά~ χτυλα τού Ζανούρ, μέ την ορ μή πού αρπάζει ό ανεμο στρόβιλος ένα άχυρο! Μέσα σέ μιά στιγμή ό κτη νώδης Γερμανός βρίσκεται άφωπλισμένος! Τό όπλο του έχει τιναχιή δεκάδες μέτρα μακρυά, μέσα στις παρθένες κι’ απάτητες λόχμες! Μέρες ολόκληρες νά ψάχνη κανείς, δεν μπορεί νά τό ξαναβρή! Ό Ζανούρ τινάζεται μουγ κρίζοντας, σάν παγιδευμένο λεοντάρι. Στηρίζεται στ 3 ανοιχτά και μισολυγισμένα πόδια του. "Απλώνει τά τεράστια χοντρά μπράτσα του καί μέ μάτια πού ρίχνουν σπίθες λύσ σας ετοιμάζεται ν3 αντιμετώ πιση τον Τάργκα, πού έπεσε έτσι ξαφνικά κι3 απροσδόκη τα μπροστά του. Σ3 αυτή τή στάσι ό Ζα
νούρ μοιάζει σάν ένας όρθιος ρινόκερως. Απέναντι, σέ τρία μέτρα απόσταση στέκεται τό αδά μαστο Ελληνόπουλο! Γ ιά ένα δευτερόλεπτο ο'ι άν τίπαλοι άναμετριουνται μέ τό βλέμμα. Τό τέλειο κορμί τού Τάρ γκα, πανέτοιμο γιά τήν τρο μερή σύγκρουση έχει τυλιχτή από τούς ατσαλένιους όγκους των μυώνων του. ΚΓ άξαφνα σηκώνεται στή ζούγκλα ό σίφουνας κι3 οί κα ταιγίδες ! Τό Ελληνόπουλο σκύβει καί τινάζεται μέ περηφάνεια, μέ δύναμι κι3 ευκινησία λεονταριού! Τό κορμί του σκίζει τον αέρα καί πέφτει σάν κε ραυνός. Ό Ζανούρ δέχεται μιά γε ρή κουτουλιά κατάστηθα. Τό στέρνο του αντηχεί σάν πε λώριο τούμπανο. Τήν ίδια στι γμή/ όμως, ή χοντρή γροθιά του τινάζεται καί χτυπάει τον Τάργκα στον τράχηλο! Αυτή είναι ή πρώτη επαφή των δυο τρομερών αντιπάλων. Ό χοντροκομμένος Γερμα νός κλονίζεται από τό τοομερό χτύπημα. Παραπατάει καί τό μάτι του θολοονει από ένα κύμα αί ματος. Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο νοιώθει μιά μικρή ζάλη. "Ό μως κΓ αυτή περνάει γρήγο ρα, γιατί οί μυώνες του τρα χήλου του,^ έξωγκωμένοι καί σκληροί, σάν τό ατσάλι, σχη ματίζουν έναν^ αληθινό θοόρακα, άπάνω στον όποιο χτύπη
&
σε ή τρομακτική γροθιά τού Ζανούρ ! Αναπνέει κι5 ετοι μάζεται πάλι νά έπιτεθή, άλλά την ίδια στιγμή. ακούει κάτι πού τον αναχαιτίζει. Εί ναι ένα βαθύ γουργουρητό: — Γρρρ... Γκρρρ.,. Γρρρ., Γκούρρρ.., Στρέφεται και βλέπει τον παράξενο κροκόδειλο νά τον πλησιάζη ! Ό Τάργκα μένει κατάπλη κτος. Τό αυτί του, μαθημένο άπ5 τούς γρυλλισμούς τών κροκοδείλων, καταλαβαίνει α μέσως πώς αυτό τό περίεργο όν, δεν μπορεί νά είναι αλη θινός κροκόδειλος. Τί είναι, όμως; "Άπειρες υποψίες γεν νιούνται μέσα του. "Ενα σωοό σκέψεις, σάν σμήνος από κου νούπια, χυμούν καί βουίζουν στο κρανίο του. Πιστεύει πώς οι αντίπαλοί του τον έχουν ρί ξει σέ καινούργια σατανική παγίδα. Λοξεύει γιά ν5 άποψύγη μιά πιθανή έπίθεσι τού Ζανούρ καί πηδάει απάνω στον «κροκόδειλο». "Ομως ό κτηνώδης Γερμα νός δεν έχει διάθεσι νά συνέ χιση τή μονομαχία του με τό ανίκητο Ελληνόπουλο. Επω φελείται, λοιπόν, από τήν εύκαιρία. Καί σπεύδει νά χωθή πίσω απ’ τά δέντρα καί νά έξαφανιστή! Τήν ϊδια στιγμή ό... «κρο κόδειλος» σηκώνεται όρθιος καί... φωνάζει με τρόμο: ■— Κύριος Τάργκα! Κύρι ος Τάργκα! Έγκώ δκι^εΐναι κοροκόντειλο! Έγκώ είναι... Άτσίντα! Κύριος Τάργκα,
εσύ δκι πετάνει - πετάνει ε μένα ! Τό Ελληνόπουλο στέκεται καί τον κυττάζει πλημμυρι σμένο άγανάκτησι. Δεν ξέρει, άν πρέπει νά θυμώση με τήν γκάφα τού Α τσίδα ή νά γελάση με τό κω μικό θέαμα πού βλέπει μπρο στά του. — Πώς διάβολο έγινες... έτσι; τον ρωτάει. Κι’ άπό πού ξεφύτρωσες εδώ; Ό αστείος νέγρος κάνει μιά γκρι μάτσα καί γίνεται σάν θλιμμένος... χιμπατζής. Ψάχνει νά βρή λόγια νά δι κά ιολογ'ηθή. Μά ό Τάργκα δε; έχει καιρό. ^— "Άφησε τώρα τις κου βέντες!, φωνάζει. Θά μοΰ ξεφύγη πάλι ό Ζανούρ! Καί ρίχνεται ακράτητος στά Τχνη τού κτηνώδους Γερ μανού. "Αλλά, τώρα, γίνεται κάτι παράξενο. Κάτι τρομερό κΓ απροσδόκητο. Κοπάδια άπό γυπαετούς φαίνονται στον ουρανό. Τά δρ νεα έχουν μυριστή τά πτώμα τα καί χαμηλούνουν, χτυπών τας τά πελώρια φτερά τους. Καθώς μπαίνουν, όμως, μέσα στά κλαδιά τών δέντρων, μιά τρομερή έκρηξι άκούγεται ! Οι χειροβομβίδες καί οι νάρ κες, πού είναι κρεμασμένες στά δέντρα, άπό τον Ζανούρ, γιά νά προστατεύουν τό κα ταφύγιό του, αρχίζουν νά σκά ζουν! Καί οι τρομερές έκπυρ σοκροτήσεις διαδέχονται ή μιά τήν άλλη! Τό δάσος γε μίζει φωτιές καί σέ λίγο τά δέντρα λαμπαδιάζουν! Μιά
η
ΎΑΨΤΚΑ
θάλασσα άττό φλόγες άπλώνεται. Καί οι εκρήξεις πολλάπλασισζονται. Ό Τάργκα αναγκάζεται νά υποχοορήση. Ό νους του τρέ χει στην άγαττημένη του συντρόψισσα. — Μαλόα!, φωνάζει. Μαλόα 1 ^ Κι’ αμέσως τό κορίτσι τής ζούγκλας πετιέται μπροστά του!
— Σέ.ώ παρακολούθησα!, του λέει χαμηλώνοντας τά μάτια. Σκέφτηκα πώς μπο ρούσες νά με χρειαστής! Ό Τάργκα δεν έχει καιρό νά τή μαλώση. Οι φλόγες τούς κυνηγάνε. —· Πάμε!, λέει τό Ελλη νόπουλο. "Αραγε ό Ζανούρ θά γλυτώση από τούτη την Κόλασι;
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Ελληνικέ κείμενο υπό ΘΑΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ Απαγορεύεται ή άνοττύπωσις. Άποκλει στ ικέτης «ΎΗτερανθρώπου».
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΓΚΑ -
>
ΤΟ πού θά κυκλοψορήση την ερχόμενη εβδομάδα με τον τίτλο
ΣΤΟ Β&3ΜΟ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ ή Μαλόα, ή αγαπημένη του Ατρόμητου Ελληνό πουλου, πέφτει στά χέρια ενός τρομερού δαίμονα, ενός απάνθρωπου οντος, πού θέλει νά την θυσιάση στούς ανύπαρκτους θεούς του! Ό Τάργκα, τρελλός από λύπη καί θυμό, αγωνί ζεται σκληρά μέ άπόγνωσι γιά νά σώση τή συντρόφισσά του καί, έπειτα από τρομερούς κινδύνους καί άπίστευτες γιγαντομαχίες, φτάνει κοντά της ακρι βώς τή στιγμή πού αυτή είναι δεμένη
ΣΤΟ Β&3ΜΟ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ Τό 14 είναι ένα από τά πιο γοργά, πιο δυναμι κά καί πιο συγκλονιστικά τεύχη του «Τάργκα»!
-
£^ρψζφ8ψ^'
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ του
ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΑΤΣΙΔΑ
ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ
Κύριος
Κοντοστούττος,
-< -
-
<
Έγκώ περιμένει εσένα πολύς καιρός έρτει Αφρι κανική, εσύ όμως δκι έρτει! Έσύ φοβάται πολύ ε μένα! Έσύ θυμάται εμένα ντέσει εσένα πάνω κορ μός ντέντρος φάει - φάει πανθήρος! Χά, χά, χά, χά! Χί, χί, χί, χί! Έσύ φυσάει αυτό δκι κρυώνει! Έσύ οκι πιά έρτει άλλο "Αφρικανική! Έγκώ όμως τέλει πιάσει εσένα ντείρει εσένα! "Εσύ δκι έρτει "Αφρικανική, έγκώ έρτει "Αμερικανι κή, πιάσει εσένα, χώσει εσένα μέσα στόμα ντικός μου, φέρει εσένα μέσα τζούγκλα, ντώσει εσένα... μαϊμοϋντος, παίτζει μαϊμουντος ματζι εσένα! "Εγκώ βάλει εσένα χαλκά γύρω λαιμός εσένα, τραβάει εσένα δπου πηγαίνει εμένα, όπως άντρωπος τραβάει ματζί του σκύλος! "Εγκώ κάνει εσέ να... σκυλάκις ντικός μου!
<
< <
<
<
< <
"Εγκώ περιμένει εσένα ακόμα ντύο μέρες! "Εσύ δκι έρτης, έγκώ ξεκουνήσει άμέσοος καράβι - καρά βι έρτει "Αμερικοα/ική, πάρει - πάρει έσένα, πάρει πάρει καί "Ελχίνα - Μελχίνα, ωραίος γυναΐκος ντι κός σου, Κοντοστοϋπος! Πολύ φίλος - φίλος ντικός σου ΑΤΣΙΝΤΑΣ
<
:
"ΤΑΡΓΚΑ,,
'
Εβδομαδιαία Βιβλία 'Ηρωϊκών Περιπετειών.
ί
Γραφεία: Αέκκα 23 Άριθ. Τηλεψ. 36.373
’ •
Άριθ. 13 — ΔΡΧ. 2.000 Τά προηγούμενα τεύχη πωλοΰνται στά γραφεία μας, πού είναι ανοικτά κάθε μέρα 9—1% καί 5—7, έκτος του απογεύματος τής Τετάρτης.
*
*
*
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. ' Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. ΠροΤ- . στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19. < ΕΞΕΔΟΘΗΣΛΝ 1) 2) 3) 4) 5) 6)
'Ο κυρίαρχος της Ζούγκλας. 'Η σπηλιά μέ τά Διαμάντια. Ζουμπά, ό Μέρος Έλέψαντας. 'Ο φύλακας των Θησαυρών. Μαλόα, τό Κορίτσι-Τίγρις. Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας.
7) Μονομαχία Βασιλέων. 8) Συναγερμός στη Ζούγκλα. 9) Ζανούρ ό προδότης 10) Στη φωλιά τού Ζανουο 11) Ιπτάμενος Τρόμος 12) Τό φαρμάκι τής κόμπρας. 13) Ή αρπαγή τής Μαλόα.
Τό επόμενο τεύχος του «Υπεράνθρωπου», τό
76
<
είναι από τά πιο αγωνιώδη τεύχη, που έχετε δια βάσει ποτέ. Στο τεύχος αυτό, πού έχει τον τίτλο < <
ΛΛνινι^νν\\ννΐΛ/νν\ννννννννννννννννιννννννννινννινννννννννννννννινννννννννΑ/νννννν\ΑΛνννννννννννΐΛ· >
>
►
>
ό τρελλός Κοντοστούπης συναντά τούς «νεκρούς» φίλους του και ή αγανάκτηση ή λύπη, ή απόγνω ση ό θυμός και ή πίκρα, πού δοκιμάζει, κάνουν την τρέλλα του νά έξατμιστη!
< < <!
νν\\νν\νγνννννννν\Ίννν\\\ΛΛΛ,ν\Λ\νγννν\νΐ'νννννν\ΑΛ\\ννννννννν'\ννννννν\ΛΛνννν\\ννννγννν'ννννννννννν
Νέοι ήρωϊσμοί, νέες περιπέτειες, νέες γιγαντο μαχίες, νέα σπαρταριστά επεισόδια μέ τον Κοντο στούπη, νέες συναρπαστικές στροφές στην ασύγ κριτη και συγκλονιστική ιστορία των Υπεράνθρω πων.
<
λ!Ζωή
&έ αί}ί)ον& Ηόσαοοα
ΠΟΙΟΣ ΘΡ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡ9ΤΌΖ ΗΝΘΡΕΠΟΣ. ΠΟΥ ΘΡ ΔΙΑ Σ,χ/ΓΗ ΤΟ ΚεΝΟ ΔΙΗΣ ΤΗ Νθ ΛΝΛΜΕΓΗ ΣΤΗ ΓΗ ______ Κβ/ΤΤΟΝ βΡΗ) Π2Σ 00 ΚΑ ΝΗ ΤΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ 779Ε/όΙ ΤΟΫ Κβ! ΤΙ θβ ΘΜΓ/ΚΡΥΣΗ ΟΓβΝ θβ
ΤΐβανήτΉα
φτβΣΗ εκεί) η3ΐ
!\!β/ Τβ ΟΝΤβ ΠΟΥ θβ βΡΗ ΣΤΟΝ ΛΡΗ} θβ £/Λίβ! Ζδβ "Η ΑΠΛΏΣ ΦΥΤΛ; 77 ΣΧΗΜΑ. θβ ΕΧΟΥΝ ) ΚΑΙ ΤΙ ΕίΝβ! Τβ ΜΥΣΤΗΡΙΏΔΗ κβΝβηιβ του ΗΡΕζς;
βπο γ/9 πβηιβ ΗβΝΕ ΕΝΤΥΠΏΣ!
χρον/θ στους
ο βρβζ εβΝΘΡΖΠΟΥΣ.ίΜΡΗΖ /
ΤΟΝ ΕΠΘΓΡεψβ/ν 5Σ θβο τον ΠΟΛΕΜΟ/ ΓΗΜΕΡΘ,ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟ ΝΕΣ ΥΠΟΣ ΤΗΡΙΖΟΥΝ ' 0Τ< ΣΤΟΝ ΟΡΗ ΥΠΗΡ ΧΕ! 20(4,
ΔΕΞΙΗ:
ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΫ ΟΡΗ, ΠΟΥ αειχνςι τη
ΜΥΣΤΗΡΙΏ ΔΗ ΚΗΝΡ-
η<Η.
ΓΓΟ ΕΠΟΜΕΝΟ: Η ΣΥΝΕΧΕ!Η
> >
>
ΜΊ’Α ΤΡΟΜΕΡΗ ΦΥΛΗ ΑΝ Θ ΡΩΠΟΦΑΓΩΝ ΕΕΕΓΕΙΡΕΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ .ΤΑΡΓΚΑ, ΧΑΡI ΣΕ ΜΙΑ - ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΖΑΝΟΥΡ ΚΑΙ ΤΌ ΕΛΛΗΝΟ ΠΟΥΛΟ ΠΕΡΝΑΕΙ ΜΕΡΙ ΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΤΙΓ ΜΕΣ.
ΚΕΦ. ** .
νύχτα είναι βάθειά .και σκοτεινή μέσα στην ά γρια κι5 άδΓάβατη ζούγκλα. Τα πανύψηλα κι5 αιωνόβια δέντρα, πλέκοντας τά κλαδιά" τους, δημιουργούν εναν καταπράσινο θόλο/ πού δεν επιτρέ πει νά περάσουν, ούτε οΐ άκτϊ ' νες του φεγγαριού, ούτε' οι ανταύγειες τής άστροφεγγιάς. "Έτσι, τό σκοτάδι καταν-. τάει άδιαπέραστο. . Ωστόσο, μέσα σ5 αυτή τήν κόλασι τού.σκοταδιού, δυο άν θρωποι περπατάνε: πλάϊ-πλάϊ. Στήν. άρχή δεν λένε λέξι. ^ό νον οι περπατησιές τους άκούγονται, άνάλαφρ'ες, -σάν τού ζαρκαδιού. Σέ λίγο,. δμως> άκούγεται ή φωνή τού ε νός — τού πιο κοντού: ’ -— Εμείς απλώσει τ. άπλω σε ι ντικσς μας ντιχτυα, εμείς πιάνει - πιάνεΓ μπόλικος πουλί’ς, τρώει - τρώει γεμίτζει ντικο μας στόμαχός* Ναι, Ατσίδα !, . άπαν-
Η
Το «ξαγριώμένο λιοντάρι, βλέττοντας τη Μσλόα βρυχάτοοι άγριΛ:... Το ικορίτσί; τής ζούγ κλας σφίγγει στό χέρι του ■ τό • ' ατσάλινο μαχαίρι.
1. "Οττου ο -Ατσίδας βγαί νει νά κυνηγήση ττουλιά καί γεμίζει- το στομάχι του... μέ μεγάλες ινδι κές καρύδες!
4
ΤΑΡΓΚΑ
τάει ό Τάργκα. Μέ τά δίχτυα θά ττιάσουμε πολλά πουλιά, άν είμαστε προσεχτικοί. "Απο δώ είναι καλό τό «πέρασμα». Μόλις πάρη νά χαράξη, θά περάσουν κοπάδια πουλιών. Θά πέσουν μέσα στά δίχτυα μας και θά τ" αρπάξουμε. Αλλά πρέπει νά είμαστε ά γρυπνοι. Μόλις κουνηθή τό δί χτυ από τά πουλιά, πρέπει αμέσως νά τά τυλίξουμε ! Σύμφωνοι; — Έγκώ είναι... σύμφω νοι!, άπαντάει σοβαρά ό Α τσίδας. Σε λίγο φτάνουν στην κα τάλληλη τοποθεσία. Ό Ατσίδας σκαρφαλώνει σ’ ένα πανύψηλο δέντρο, κρα τώντας την άκρη τού πελώ ριου διχτυού κι5 ό Τάργκα άπομακρύνε τ α ι, φωνάζοντάς του: — Πρόσεχε, μην... άποκοιμηθής! Πρέπει νά είσαι ξύ πνιος κι" έτοιμος, γιά νά πιά σουμε τά πουλιά, μόλις κινη θούν τά δίχτυα! — Έγκώ είναι... έξυπνο! Έγκώ πιάνει-πιάνει πουλίς !, υπόσχεται ό νέγρος. Σκαρφαλώνει σάν πίθηκος καί κουρνιάζει μέσα στίς φυλ λωσιές. Γιά λίγην ώρα δεν μπορεί νά βολευτή καί στριφογυρί ζει σάν δαιμονισμένος, αναζη τώντας την πιο καλή καί την πιο αναπαυτική θέσι. Στο τέ λος τή βρίσκει. Είναι ένα ση μείο από τό οποίο ξεφυτρώ νουν πέντε κλάδοι μαζί. "Έ τσι σχηματίζουν ένα είδος κρεββατιού, .γεμάτου από πυ κνά καί πλατειά φύλλα. Εκεί
μέσα ξαπλώνεται άνετα ό "Α τσίδας. Τεντώνεται τεμπέλι κα καί λίγο - λίγο αρχίζει νά.. νανουρίζεται από τό βαθύ καί αιώνιο μουρμουρητό των φύλ λων. Στήν αρχή προσπαθεί ν" άντιδράση. Γουρλώνει τις ματάρες του, τσιμπάει τον... ε αυτό του καί μουρμουρίζει γε μάτος πείσμα: —Έγκώ σκι αφήσει εμέ να, κοιμητή εμένα! "Ακούει... εμενα; Ε; "Ομως σε λίγο ανοίγει τή στοματάρα του σε... πελώριο χασμουρητό! — "Υπνο είναι... ώραίος πράμας!, ξαναλέει. "Ομως πουλίς φύγει - φύγει! Τό ξανασυλλογίζεται τό πράγμα, ξύνει τή χοντρή κε φάλα του κι" εκείνη, όπως πάντα, κατεβάζει μιά... «σο φή» ιδέα! Ό νέγρος χαίρε ται ! _— Χά!, κάνει μόνος του. "Εγκώ ντέσει - ντέσει ντίχτυς ντικό μου σώμα! "Εγκώ κοιμήσει - κοιμήσει εμένα. Ντί χτυς κουνήσει - κουνήσει, ντί χτυς ξυπνήσει - ξυπνήσει ε μένα! Χέ... Ώραίος... ίντέα ντικό μου! Χωρίς νά χάση καιρό, δένει τήν άκρη τού διχτυού γύρω στή χοντρή μέση του, βολεύε ται πιο... αναπαυτικά καί τό ρίχνει στον... ύπνο! Σε λίγο δεν άκούγεται γύ ρω, παρά τό βροντερό ροχα λητό του! Μετά αρχίζει νά... όνειρεύε ται. Κάτι όνειρα παράξενα, γεμάτα... φαγιά, άγριοκάρπουζα, άγριοπέπονα, ψημένα
ΤΑ-ΡΓΚΛ
$
<£
πουλιά και... παχειά ζαρκά δια! -αψνικά ανάμεσα σ’ αυ τά τά όνειρα ακούει κάτι πα ράξενους κρότους, σαν ομι λίες ανθρώπων, σάν ποδοβο λητά ζώων καί σάν τριγμούς, από κείνους πού αφήνουν τά κάρρα, πού προχωρούν σε α νώμαλο δρόμο! Σιγά - σιγά τά βλέφαρά του τρεμοπαί ζουν κι5 έπειτα άνοίγουν, χω ρίς ακόμα νάχη ξυπνήσει ό ί διος εντελώς. Ασυναίσθητα σκύβει την κεφάλα του. Τώρα πλησιάζει ή αυγή καί τό σκο τάδι δεν εΐναι πιά καί τόσο πυκνό. Βλέπει, λοιπόν, ακρι βώς κάτω από τό δέντρο πού τον φιλοξενεί, νά περνάη ένα κάρρο φορτωμένο με πελώρι ες φρέσκες καρύδες! Τά δόντια του τραβάν τον χαλκά τής μύτης του καί τον γλείφουν λαίμαργα! Κι’ αμέ σως, μισοζαλισμένος απ’ τον ύπνο, ψιθυρίζει μέ μάτια πού λάμπουν: — Καρύντα! Έγκώ πάει εμένα, φάει - φάει εμένα μεγκάλο καρύντα! Καί... πηδάει κάτω από τό δέντρο! Τό κάρρο τον έχει προσπεράσει λίγο. Εΐναι τό τελευταίο τροχοφόρο μιάς ο λόκληρης συνοδείας, πού δια σχίζει μέσ’ τη νύχτα τη ζούγ κλα, άγνωστο γιά ποιόν μυ στηριώδη σκοπό! "Ομως ό Ατσίδας λίγο νοιάζεται γι’ αυτό! Μέ γουρλωμένα μάτια καί μ’ ευτυχισμένο χαμόγελο κυττάζει τις καρύδες! Τρέχει πίσω άπό τό κάρρο, τό προ φταίνει καί... σκαρφαλώνει σβέλτα απάνω του! Πίσω σέρνεται τό πελώριο
δίχτυ, πού εΐναι δεμένο στη μέση του, άλλ’ αυτό δεν το θυμάται ό Ατσίδας καθόλου. Γ ρήγορα - γρήγορα παραμε ρίζει μερικές καρύδες, φτιά χνοντας άνάμεσά τους ένα λάκκο. Έκεΐ ξαπλώνεται. Ρί χνει πάλι καρύδες απάνω του, γιά νά μη... φαίνεται, βγάζει τό μυτερό μαχαίρι του κι’ αρ χίζει νά τις άνοίγη μιά - μιά καί νά τη καταβροχθίζη, ρου φώντας λαίμαργα τό νόστιμο γάλα, πού περιέχει. "Ενα γουργουρητό άκούγεται γύ ρω, σάν νά πίνουν νερό δέκα άγρ ιοβούβαλο ι μαζί. Είναι σά νά παφλάζουν τά νερά ε νός ποταμού, στον όποιον κά νουν τά παιγνίδια τους οί Ιπ ποπόταμοι. Οι συνοδοί τών κάρρων άκούνε αυτούς τούς περίεργους ήχους. Κοντοστέκονται λίγο. Συνεν νοούνται μεταξύ τους σέ Γερ μανική γλώσσα. "Έπειτα πλη σιάζουν τό κάρρο μέ τις κα ρύδες καί ρίχνουν απάνω του δέσμες άπό τό ηλεκτρικό φώς, τών φαναριών τής τσέ πης, πού έχουν πάντοτε μαζί τους. Ό κωμικός νέγρος δοκιμά ζει έναν απερίγραπτο τρόμο! Δεν μπορεί νά έξηγήση πώς φύτρωσε, ξαφνικά, μέσα στη νύχτα, αυτός ό... ήλιος! Καί πετιέται απάνω μέ γουρλωμέ να μάτια! Αμέσως δυο - τρεΐς άπ’ τούς Γερμανούς πού συνοδεύ ουν τό κάρρο, τού ρίχνονται καί τον άρπάζουν απ’ τά χέ ρια. Οι υπόλοιποι τον σημα δεύουν μέ τ’ αυτόματα όπλα
ΤΑΡΓΚΑ
6
και μέ τα περίστροφά τοοτςί Μέ· άγριες . καί . δυνατές κραυγές τον προστάζουν νά
σαν . τού ταύρου καί μέ κρα-. νίο τριγωνικό καί άτριχο! —- Τζανούρ!, ψιθυρίζει’ τρο μαγμένα ό νέγρος, αναγνωρί παραδσθή! Ό κωμικός νέγρος δέν' κα^ ζοντας τον κτηνώδη Γερμανό.. ταλαβαίνει τή γλώσσα τους Αυτό είναι Τζανούρ! Τζανούρ· καί τούς κυττάζει χαζά. · Οί κλωτσάει κλωτσάει εμένα! Ό Ζανούρ τον κυττάζε.ι μέ κραυγές τους, δμως; άναστα-. τώνόυν ολόκληρη τη συνοδεία! . μάτια πού αστράφτουν- άπό' Φωνές καί· τρεχαλητά άκούλύσσα.. :— Έσύ'είσαι πάλι, βρωμό γονται από παντού. "Ολα τά τροχοφόρα σταματάνε. ’Άπει- * σκύλο; μουγκρίζει-. ’Άς τελει ρα ηλεκτρικά ' φανάρια ■ ανά ώνω- μέ -σένα!. βουν καί. οί φωτεινές δέσμες 'Απλώνει τό παντοδύναμο τους σπαθίζουν Τά σκοτάδια! ' αριστερό . του χέρι,, .άρπσζει Καί, σε λίγο, φτάνει τρέχοντον Ατσίδα από -τό σβέρκο τας ένας άντρας τετράγωνος., καί σηκώνοντάς τον σάν ένο: μέ σβέρκο χοντρό καί δυνατό μεγάλο, μαύρο βάτραχο, τον κατεβάζει απ’ τό κάρρο, τον στήνει μπροστά του καί τον αναγκάζει νά γονατίση. στη γη! Αστραπιαία τό δεξί του χέρι, τραβάει 'άπ’ τό πλατύ ζουνάρι τής μέσης του ένα κο φτερό μαχαίρι καί τ.ό σηκώνει ψηλά. Τό'ατσάλι αστράφτει μέσα στο φως των φαναριών. • — ’Άντε νά γέμισης · τά στομάχια .των τσακαλιών^, ορύετα-ι ό Ζανούρ. · . Καί τό ώπλισμένο χέρι του κάτεβαίνει ορμητικά στον Α τσίδα! · * ΚΕΦ. 2. "Οίτου 6 Τάμγκα δοκι μάζει^ μερικές .εκ-ττληξέ.ις κι’. 'δ^ιαις βασιλάς ταξι δεύει κλεισμένος σέ σι• δ'ειρένιο κλουβ ί.!
φήσαμε· τον. Κυρίαρχο τής Ζούγκλας τή στι γμή, πού χωρίζει μέ τον Α τσίδα καί, κρατώντας Την άλ- . λη άκρη τού πελώριου διχτυ ού, πάει νά κουρνιάση;κΓ αυ- ' τός, σ’ ένα δέντρο μακρυνό, ·'
Α
.,'Λα) Όΐκοτιρφαλώινε,ι. οιτά-νω . στο κάρρο, τό φορτωμένο · μέ τ.»ς
καρύδες!
...καί πέφτει σάΐΗ κεραυνός στα νώτα τού λιόνταριοίΗ 'Η χάλκι νη αίγμη βυθίζεται στ ίο σάιο κες του . ξεσικίζοντάς τις·!
στήνοντας έτσι την ' παγίδα του, στο «πέρασμα» των πουλιών.! Ή νύχτα είναι ακόμα βα-' -θειά κι5 ό· Τάργκα προσμένει με τ5.' αυτί του στημένο, για· V5 άκούση τά μακρυνά . φιε-· ρουγίσματα, πού θά φανερώ σουν.,; πώς τά πετούμενα κο πάδια πλησιάζουν στά δίχτυα του. · . Περνάει έτσι.πολλή . ώρα καί, ξαφνικά, · συμβαίνει κάτι παράξενο. ' · ·.·;··’ . Τό δίχτυ, πού · 6 Τάργκα κρατάει · την άκρη- του τραν τάζεται !.'·.·.· .Τό ατρόμητο - Ελληνόπου λο. απορεί. Τά πουλιά δεν έ χουν ακόμα φανή κι3 ή δύναμι πού τραντάζει τό πελώριο
.δίχτυ φαίνεται παραπολύ με γάλη! · Νομίζει.· κάνεις πώς κάποιος τό · τραβάει από την άλλη άκρη! .— Περίεργο!, μουρμουρί ζει ό Τάργκα. Τά δίχτυα εί ναι άπλωμένα ψηλά, στον άέ. ρα. Ποιος μπορεί νά μ πλέχτη ,κε σ5 αυτά;. Τό μυαλό του πάει σε κα νένα πελώριο βόα, απ’ αυτούς · • πού κουρνιάζουν' τυλιγμένοι στούς χοντρούς κλάδους των ψηλών δέντρων.. . * · ,— Βόας θά είναι!, ξαναλέει ό Τάργκα. · Θά πήγε νά • περάση από τούς κλάδους -ε νός δέντρου,-, στούς κλάδους κάποιου ..γειτονικού Και θά-· • μπλεξέ μέσα στά δίχτυα. Τώ ρα τό μυώδες κορμί του στρι-
8
φογυρίζει και ττροκαλεΐ δλο τούτο τό τράγνταγμα! Πρέττει νά προλάβω, γιατί θά μου σττάση τά δίχτυα καί θά μου καταστρέψη την παγίδα.^ Αμέσως χουφτιάζει τη λα βή του μαχαιριού του. Το τρα βάει αϊτό τη θήκη του καί προ χωρεΐ προσεχτικά. ^ Ακολου θεί τ’ αχνάρια, πού του χα ράζουν τά δίχτυα, έτοιμος νά συγκρουστή, από στιγμή σέ στιγμή, με το πανίσχυρο ερ πετό, πού μπορεΐ νά τυλίξη στίς φοβερές «κουλούρες» του έναν ολόκληρο βούβαλο καί νά τον πολτοποιήση μέσα σέ δυο λεπτά τής ώρας! Οι μυώνες τού Τάργκα εί ναι σέ συναγερμό, έτοιμοι για τη μάχη! Κι3 οί πέντε αισθήσεις του άγρυπνες, αναζητούν τον αν τίπαλο ! Τό βλέμμα του βυθίζεται στο σκοτάδι, γιά ν3 άρπάξη καί τήν παραμικρή ύποπτη κίνησι. ΓΊροχοορεΐ έτσι αρκετήν ώ ρα, αλλά δέν συναντάει τίπο τα ! Καί — πράγμα περίεργο! — δσο ό Τάργκα προχωρεί, τόσο σουρνεται προχωρώντας καί τό δίχτυ, σά νά τό τραβάη κάποια ακατανίκητη δύναμι! Μιά τρομερή σκέψι γεν νιέται στο νού τού Ελληνό πουλου. Φοβάται μήπως κάποιος α πό τούς τερατώδεις βόες, πού εκτρέφει ή καρδιά τής ζούγ κλας, βρήκε τον Ατσίδα καί τόν κατάπιε ολόκληρο, μαζί μέ τήν άκρη τού διχτυού! Κι3 έπειτα άρχισε νά έρπη σιγά-
σιγά στή φωλιά του, γιά να πέση σέ νάρκη καί νά χώνεψη τόν πελώριο μεζέ του ! Αυτή ή φριχτή σκέψι τόν κάνει νά ταχύνη τό περπάτη μά του. Καί νά, σέ λίγο, μιά και νούργια έκπληξι τόν περιμέ νει! Έκεΐ, μέσα στήν καρδιά τής ζούγκλας, βλέπει νά δια σταυρώνονται δέσμες από η λεκτρικό φως! Ακούει τά τρι ξίματα πού κάνουν οΐ_ άξονες πολλών κάρρων. Ακούει καί φωνές ανθρώπων, πού μιλάνε δυνατά μιάν Ευρωπαϊκή γλώσ σα, πολύ γνωστή του: τά Γερ μάνικά! Χωρίς νά -χάση ^ καιρό ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας εγ καταλείπει τήν επιφάνεια τής γής κι3 αρχίζει νά σκαρφαλώνη μέ χέρια καί μέ πόδια, σάν αγριόγατος, σ3 ένα πανύψηλο δέντρο. 3Από κεΐ περνάει γορρά, από κλάδο σέ κλάδο. "Έ τσι, μέσα μέσα σέ γρήγορο χρονικό διάστημα, φτάνει α κριβώς απάνω άπ3 τό σταμα· τημένο κάρρο μέ τις καρύδες! Βλέπει τούς Γερμανούς, πού φωνάζουν χειρονομώντας έξαλλοι. "Έπειτα βλέπει καί τόν "Α τσίδα νά... ξεφυτρώνη ανάμε σα από τις καρύδες. "Αμέσως ακούει τό βαρύ ποδοβολητό πού προκαλοΰν τρέχοντας δυο βαρειές μπόττες. Καί, μέσα στο φως τών ηλεκτρικών φαναριών, ξεπροβάλλει τό τρι γωνικό κεφάλι καί τό θωρακι σμένο σώμα τού Ζανούρ! 3Από τήν ψηλή θέσι πού βρί σκεται ό Τάργκα, μπορεΐ νά έλέγξη μέ τό βλέμμα του δλη
ΤΑΡΓΚΑ τή γύρω περιοχή. ~Ρ αμέτρητα ηλεκτρικά φανάρια πού έχουν ανάψει, σπάνε λίγο τό σκοτάδι τής νύχτας και του έπιτρέπουν νά διακρίνη μιαν όλόκλη ρη σειρά άπό μεγάλες βωδάμαξες. Είναι όλες φορτωμένες μέ λογής - λογής πράγματα. "Αλλη έχει τρόφιμα, άλλη ο πλισμό καί πολεμοφόδια κι5 άλλη χοντρά καί στέρεα δί χτυα, άπ3 αυτά πού χρησιμο ποιούνται γιά παγίδες άγριμιών! Έκεΐνος, όμως, πού κάνει την πιο μεγάλη έντύπωσι στο Ελληνόπουλο, είναι ή πρώτηπρώτη βωδάμαξά! Αυτή δεν είναι ένα κοινό αμάξι, σάν ό λα τ3 άλλα. Αυτή είναι ένα πελώριο σιδερένιο κλουβί! Καί μέσα σ’ αυτό τό κλουβί ταξιδεύει αιχμάλωτος ό περί φημος κι3 άνίκητος βασιλιάς των δασών — ένα μεγάλο λιοντάρι! "Ενας μορφασμός άπορίας διπλώνει τά χείλια του Ελ ληνόπουλου. Τούτη τή στιγμή του είναι τελείως άδύνατο νά καταλάβη, γιά ποιο λόγο ό εγκλημα τικός Ζανούρ, μέ τή συνοδεία, του, διασχίζει μέσα στή νύ χτα τήν παρθένα ζούγκλα, κουβαλώντας μαζί του ένα αι χμάλωτο λιοντάρι. Κι3 ούτε καν έχει τον καιρό νά τό σκεφτή. Βλέπει, κάτω άπ3 τά πό δια του τον βάναυσο Γερμα νό, ν3 άρπάζη τον δυστυχι σμένο 3Ατσίδα καί νά ετοιμά ζεται νά τον σφάξη! Καιρός γιά άργοπορία δεν υπάρχει. Σέ λίγες στιγμές θά έχουν τελειώσει όλα! Τό
9
κεφάλι του άτυχου νέγρου θά έχη κυ/\ΐστή μέσα σέ μιά λί μνη αίματος, κάτω άπό τό α δυσώπητο χτύπημα του Ζα νούρ. Ό Τάργκα άρπαζε ι τόν μακρύ λυγερό κορμό μιας κληματίδας. Τραβώντας την μέ δύναμι, δοκιμάζει τή στερεότητά της. "Επειτα τή σφίγγει γερά στά χέρια του. ’Ακουμπάει στον κορμό τού δέντρου μέ τά πέλματά του καί δίνει στο σώ μα του μιάν άπίστευτα δυνα τή ώθησι! 3Αμέσως τό τέλειο κορμί του εκσφενδονίζεται μέ άπερί γραπτή ταχύτητα. /Μέσα στο άχνό ηλεκτρικό φώς, οι έξογκοομένοι μυώνες του φαντά ζουν σάν μπρούτζινοι. Διεγράφει τή συνηθισμένη τοξω τή τροχιά του χαμηλώνοντας ολοένα προς τή γή, μέ κατεύθυνσι του Ζανούρ καί τόν Α τσίδα. Καί, καθώς περνάει ο λοταχώς άνάμεσά τους πετυ χαίνει ένα άπίστευτο κατόρ θωμα: μέ τό δεξί του ποδάρι χτυπάει δυνατά τόν Γερμανό κατακέφα λ α,. άνατρέποντάς τον καί τινάζοντας τον πέντε μέτρα πιο μακρυά. Ταυτόχρο να λυγίζει τό άριστερό του πό δι καί, σφίγγοντας άνάμεσα στή γάμπα του καί στον μη ρό του, σάν σέ υπερφυσική τα νάλια, τόν ’Ατσίδα, συνεχίζει τό γοργό εναέριο ταξίδι του, πάνω άπό τις διπλανές πυ κνές λόχμες! Τήν κατάλληλη στιγμή χα λαρώνει τό σφίξιμο του αρι στερού ποδιού του. Τότε ό κωμικός νέγρος ξε-
10
ΤΑΡΓΚΑ
κολλάει από πάνω-ταυ καί πέ Ό Ζάνούρ, πόύ βρίσκεται φτει ανάμεσα στα πυκνά* καί ξαφνικά πεσμένος, ανάσκελα,. ψηλά φυτά τής λόχμης. . Ό . άνασηκώνεται τρίζοντας τά Τάργκα ρίχνει μιά ματιά, στη δόντια του από λύσσα. Κουκεφάλι του,, γη κι5 έπειτα αφήνει την κλη , νάει ,τό χοντρό ματίδα.'Μέ· την ταχύτητα- που . γιάνά ξεζαλιστή καί σκουπί ζει μέτίς παλάμες του τά αϊέχει· τό σώμα του, διαγράφει ένα δεύτερο . μικρό" τόξο στον ' ματα, πού πλημμυρίζουν τό αέρα και πέφτει απάνω στο . πρόσωπο,, εξ αίτιας-τού χτυπή ματος ■ τού Τάργκα! καγκελλωτό κλουβί, που έχει γίνει φυλακή τού περήφανου . Κυττάει μπροστά του·, καί "λιονταριού! . δεν βλέπει, παρά μόνρν τους οπαδούς τού. Αυτή ή. αστραπιαία έπέμ*~ • > Ό κωμικός νέγρος έχει πεβασις τού Τάργκα σκορπίζει τάξει I Ό Ζανούρ ορθώνεται τό δέος! ■ . μανιασμένος. . Κανένας από . τους · Γερ.μα—Πού είναι ό μαύρος, πανρύς δεν προφταίνει νά κάνη λιογούρόυνα; φωνάζει .στους άντίδρασι! · , οπαδούς του. Μ & • Αυτοί τον κυττάζουν στην αρχή σάν ' "χαμένοι, · . μ3 ένα ■ βλέμμα χαζό, ’ -— Πού είναι ό' μαύρος; ούρλιάζει· πάλι 6 Ζανούρ. Ποί . ός 'μέ χτύπησε; ■ Τότε, ένας από τούς στρα τιώτες σηκώνει τό δάχτυλό ..του και δείχνει τον Τάργκα! Τό ατρόμητο Ελληνόπουλό βρίσκεται απάνω· στο σιδερέ νιο κλουβί. "Έχει στάσΓ άμυν-τ τική καί στά χέρια του σφίγ γει . τό" μικρό, αλλά * κοφτερό σάν ξυράφι μαχαίρι του! Τά ; μαύρα μάτια του εινα.ι γεμά τα αστραπές θυμού. Φαίνεται έτοιμος γιά μάχη, έστω κι5 άν οί άντί.παλοί τού' είναι πολ λοί καί τέλεια ώπλισμένοι. ΤΗ κραυγή, τού Ζανούρ ,μέ• σα στή ■ ζούγκλα αντηχεί τρο μαχτική: — Φωτίστε ’τ'ον, παλιογού'Η Μαιλόιρς μαζεύει ττόλύνρωμά ρουνα! "Οσοι., βαστάτε στά φανταχ'τειρά ιλρνλούδια κιαί στο λίζεται μ’ σύτά. χέρια σας .φανάρια/ ρίξτε: τό
ΤΑΡΓΚΑ
ψώς τους άπάνω του! Γρήγο ρα..-. γρήγορα!· Ποτέ ό'"τερατώδης Γέρμα-, . ■νός -δεν ήταν τόσο μανιασμέ νος ! ; ■ • 3 Αμέσους οι. δέσμες, τ.οΰ* η λεκτρικού· φωτός κινούνται με-· ■ σα στο βαθύ σκοτάδι., σάν φω τ·εινά δίχτυα, και- τώρα δια σταυρώνονται πάνω στο άτρό μητο Ελληνόπουλο, φωτίζον- * τάς το ολόκληρο.! . . , Ό Ζανούρ ξεκρεμάει από τόν ώμο του'τό αυτόματο/φέρ νε'ι τό χέρι στη σκανδάλη-και. γυρίζει την κάννη προς τό-μέ ρος του .Τάργκα. ■' . Την ίδια στιγμή ένας .άλ λος Γερμανός "σηκώνει · τό πε ρίστροφό του. " Σχεδόν συγχρόνως ·τά δυο φονικά όπλα άρχίζουν. ν5 α στράφτουν καί να βροντάνε.· Φλόγες -και σίδερα ξεπηδάει από τις κάννες τους. .^Ταχύτερος- ό · Κυρίαρχος νΟ ζέβρ.Ο'ς ·|μη >μ^ορώχτ-άς νά κά τής Ζούγκλας πηδάει μ? ένα νη διαφΟ'ρετιικά. άοχίζ&ι να κάλ■ ' · ττάζη ! ' . ελαστικό άλμα κάτω από τό κλουβί, και βυθίζεται-στο σκο. . των άλλων . Γερμανών: στρατάδι/ Τά ηλεκτρικά φανάρια ' τ ιωτών. . . χάνουν τον στόχο τους κΓ αρ .-—· Ψάξτε,· σκυλιά!, κραυχίζουν νά τον ξαναζητάνε. ΕΙ γαζει : άφρισμενος ό Ζανούρ; ’ ναι, σάν αντιαεροπορικοί προ-· · -ψάξτε!. Βρήτε τον!' βολεΐς, πού σκουπίζουν τον. ' . . Τά ήλεκτρικά φαναρια στρ* σκοτεινό ούράνό, αναζητώ ν-" φογυρίζουν. με περισσότερο τας τό· εχθρικό αεροπλάνο ! πείσμα. ·* 1 ·' Τό ατρόμητο Έλληνόπου3Αλλά, τώρα, μέσα στη νύ έχει κουρνιάσει πίσω από έ χτα γίνεται κάτι τρομερό- γιά ναν πλατύφυλλο θάμνο και'δέν τόν:.Ζανούρ καί γιά .τούς όπα μπορεΐ ’νά .ξεμυτίση, γιατί .δε • δούς του!- "Ενας-ένας, αυτοί ξιά κι5 αριστερά του αμέτρη πού κρατάνε τά φανάρια, μπή’ τες φωτεινές δέσμες από ήλεκ γουν, μίά βραχνή · κραυγή καί τρικά φανάρια λογχίζουν το σωριάζονται στο ,χώμα . νε-' βαθύ σκοτάδι, ,, γυρεύοντάς κροί!,’ · / τον,, γιά νά τόν .δώσουν στο-^ Ό αέρας γεμίζει απ’ τ’ α χο, στά δπλά του .Ζανούρ καί νάλαφρα σφυρίγματα,, πού
12
ΤΑΡΓΚΑ
άφήνουν τά βέλη, δταν πετοϋν μέ την τρομερή ορμή τους ! Ό Ατσίδας, ριγμένος μέ σα στη λόχμη, πού τον πέταξε ό Τάργκα, δταν τον άρπα ξε κάτω απ' τό μαχαίρι τού Ζανούρ, δεν μένει αργός. Άνασηκώνεται μέσα στα χόρτα. Τό παχύ, πλαδαρό και μαύρο σώμα του αναδεύεται, όκνά, σάν τό σώμα ενός απί θανα μεγάλου βάτραχου. Ό κίνδυνος πού διέτρεξε πριν από λίγο, τον έχει νευριάσει. Τραβάει τον χαλκά τής μύτης του, τον δαγκώνει νευρικά καί μουρμουρίζει: — Τζανούρ θέλει πετάνειπετάνει εμένα, φάει - φάει μό νος του... καρύντα! Παραμερίζει λίγο τά άγριό χόρτα. Μέσα στο σκοτάδι βλέπει π5 αναμμένα ηλεκτρι κά ψαναράκια καί χαμογελάει εκδικητικά. Μουρμουρίζει: — Εσείς δκι πετάνει - πετάνει εμένα! Έγκώ βάλει ε μένα πετάνει εσάς! Φέρνει τό φυσοκάλαμό του στο στόμα κι5 αρχίζει νά φυ~ σάη, χωρίς διακοπή ! Κάθε φορά έχει μέσα στο σκοτάδι, για στόχο περίφημο κι5 από ένα αναμμένο ηλεκτρικό φανά ρι. "Ενα - ένα τά μικρά βέλη έξορμούν από τό φυσοκάλα μο, σκίζουν τον αέρα σφυρί ζοντας καί καρφώνονται ολό κληρα σ3 έκεΐνον πού κρατάει τό φανάρι! Άκούγεται αμέ σως μια βραχνή κραυγή. Τό φανάρι ξεφεύγει από τά δά χτυλα, πού παραλύουν καί κυ λιέται ανάμεσα στά χόρτα» Κι3 ό Γερμανός πέφτει μπρού μυτα στή γή!
Ό "Ατσίδας τό βρίσκει πο λύ... διασκεδαστικό αυτό τό παιγνίδι. — Χμ..., λέει μόνος του. Στρατιώτος δκι φύγει - φύ γει ! "Έρτει κι3 άλλος στρα τιώτος, έγκώ έκει βέλος γιά... δλος! "Εγκώ ντώσει βέλος σέ όλος! Καί συνεχίζει τή δουλειά του μέ τό φυσοκάλαμο! Ό Ζανούρ κινείται μέσα στο σκοτάδι άφρισμένος από τή λύσσα του. — -εκινήστε!, φωνάζει δυ νατά. Μαστιγώστε τά βώδια, παλιοτόμαρα 2 Οι οδηγοί τών βωδαμαξών σηκώνουν τά βούνευρα, τά κα τεβάζουν μέ δύναμι στά πλευ ρά τών ζώων, μαστιγώνοντάς τα αλύπητα! Τά βώδια ξεκι νούν αμέσως, μέ ορμή; Οι ά ξονες τών άμαξιών τρίζουν. Τό λιοντάρι στο κλουβί του βρυχάται κι’ ό βρυχηθμός του αντηχεί σάν βροντή σ3 ολό κληρη τή ζούγκλα. Ό Ζανούρ μαίνεται καί όρύεται: — Πέντε από σάς θά μεί νουν εδώ! Κ αί νά μή σάς ξαναδώ στά μάτια μου, άν δεν φέρετε ζωντανό ή πεθαμένο, αυτόν τον αναθεματισμένο, τον Τάργκα! Σβήστε γρήγο ρα τά φανάρια σας οι άλλοι! Καί ή συνοδεία ξεκινάει καί πάλι σιγά - σιγά μέσ3 στο δάσος! Οι Γερμανοί πού μένουν έ χουν κυριολεκτικά λυσσάξει. Κρατώντας τά αυτόματα περίστροφα στο χέρι, αρχί ζουν νά ψάχνουν προσεχτικά τις πυκνές λόχμες καί τις α διάβατες καλαμιές. "Έτσι περ
ΤΑΡΓΚΑ νάει σιγά - σιγά ή ώρα. Που θενά δεν υπάρχει ίχνος ανθρώ που. Μονάχα οι φωνές τής ζούγκλας άκούγονται μέσα άπ3 τό βαθύ δάσος. Καί, ξαφνικά, στο βαθύ σκοτάδι ξεπηδάει τό φώς τής αυγής! "Έτσι γίνεται πάντα στούς τροπικούς. Ή μέρα έρχεται απότομα κι3 απότομα πάλι φεύγει. Δεν ύπάρχει τό απαλό φώς τής άνατολής, ούτε κι3 ο! κοκκινοοπές ανταύγειες τής δύσης. Τώρα οι Γερμανοί στρατιώ τες διπλασιάζουν την προσο χή τους. Τό δάχτυλο τού καθενός, διπλωμένο στη σκανδάλη τού περιστρόφου, είναι έτοιμο νά την τραβάξη καί νά στείλη τον θάνατο! Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο κουρνιάζει ώς τώρα, πίσω α πό τά πλατύφυλλα φυτά. "Αλ λά μέ τό φώς τής ή μέρας έξορμάει ακράτητο! Ό πρώτος Γερμανός πού τον βλέπει, γυρίζει γοργά τό Υτερίστροφο προς τό μέρος του, τραβώντας ταυτόχρονα τη σκανδάλη. "Αλλά ό Τάργκα έχει πετά ξει κιόλας τό πλατύ μαχαίρι του! Ή ατσάλινη λεπίδα χτυ πάει μέ δύναμι την κάννη του περιστρόφου καί τον αναγ κάζει ν3 άλλάξη κατεύθυνσι. Οί σφαίρες, πού πετιουνται την ίδια στιγμή μαζί μέ φλό γες καί καπνούς, χάνουν τον στόχο τους καί τραβάνε προς τά δέντρα. Μιά κοκκινωπή μαϊμού, χτυπημένη στον ώμο,
13
ουρλιάζει παραπονιάρικα καί φεύγει από κλαδί σέ κλαδί κα τατρομαγμένη. Ό ένοπλος Γερμανός, για ένα μόνο δευτερόλεπτο, σά στιζε1 ! Αυτό είναι αρκετό γιά τον ήρωϊκό κι3 άκράτητο Τάρ γκα! Κάνει δυο - τρία λαστιχέ νια πηδήματα προς τό μέρος του κι3 έπειτα πραγματοποιεί ένα θανάσιμο, γιά τον αντί παλό του, άλμα. Πέφτει απάνω του καί τινά ζει τά δυο πόδια του μέ δύναμι*<
Ό Γερμανός δέχεται ένα δι πλό τρομερό χτύπημα, από τά πέλματα του Τάργκα, κα τάστηθα! Τό στέρνο του τρί ζει, τά πλευρά του τσακίζον ται καί πέφτει ανάσκελα, μέ τά μάτια του πεταγμένα έξω από τίς κόγχες. Μένει έκεϊ α σάλευτος. Μόνον άπ3 τό στό μα του κυλάει τό αΐμα, σχη ματίζοντας ένα κόκκινο αργο κίνητο ρυάκι... Τό Ελληνόπουλο πέφτει στή γή καί ξανατωάζεται στον αέρα, σάν λαστιχένιο. Δυο άλλοι Γερμανοί, πού προ βάλλουν εκείνη τή στιγμή α νάμεσα από τίς λόγχες, τον βλέπουν νά χυμάη απάνω τους σάν σίφουνας. "Αμέσως σηκώνουν κι" οί δυο τά περί στροφα, αλλά ό Τάργκα έχει κιόλας αρπάξει τον έναν από τή μέση. Τον σηκώνει σάν πούπουλο καί τον κρατάει σάν ασπίδα. Οί πρώτες σφαί ρες βρίσκουν αυτή τή ζωντα νή άσπίδα καί μένουν σφηνω μένες μέσα της.
14 · ·
·
ΤΑΡΓΚΑ
Τό. ατρόμητο Ελληνόπου λο στριφογυρίζει τόν Γερμα νό, πού ξεψυχάει κιόλας άπά τις σφαίρες του συναδέλφου . ηρυ και τόν ττετάει. μέ άψαν ταστη ορμή απάνω στον πρώ το. Γίνονται κΓ οι δυο. ένα κου βάρι, που κυλιέται καταγής., ΚΓ ό Τάργκα την ίδια στιγμή πηδάει, απάνω τους. Αυτό τό' τελέυταίο πήδημα ήταν περιτ τό. ΚΓ οι δυο Γερμανοί ήταν" κιόλας νεκροί* Ό πρώτος άπ" τις σφαίρες πού φυτεύτηκαν απάνω του. ΚΓνό .δεύτερος,.· .άπ5, τη σπονδυλική .του στή λη, -πού τσακίστηκε στά δυό, καθώς έπεσε μέ δύναμι απά νω του, τό· πτώμα του πρώ του ! Ό Τάργκα σηκώνεται καί' παίρνει μια βαθειά αναπνοή, πού.κάνει τούς μυώνες τόυ νά' εξογκωθούν, ’ σάν ρόζοι γέρι κης ελιάς. , · ' . Τά ψηλά · χόρτα έκεΐ-κοντά του σαλεύουν και πάλι ' ύπο πτα! ... Τό'.ατρόμητο -Ελληνόπου λο έφορμά σάν λυσσασμένη/ τίγρις.· . . / 1 · , Τινάζει ' μπροστά τά -δυο πελώρι'α μπράτσα του, άγκαλιάζει τό κορμί πού κρύβεται. στη λόχμη καί τό σηκώνει ψη- · λά, ξερριζώνοντας μαζί · του καί δέσμες ολόκληρες από χόρτα! . Τό' στριφογυρίζει στον αέρα κΓ ετοιμάζεται, νά τό βροντήση χάμω. Αλλά μιά κραυγή τρομαγμένη τόν ανα-' χαιτίζει: :— Κύριος Τάργκα... κύρι ος Τάργκα! Έσύ όκχ πετά-· νει έμενα! , · · · Τό/Ελληνόπουλο χαμογε
λάει κΓ άφήνει μαλακά τόν Ατσίδα στή γη. · . '— Πού.ήσουν χωμένος τό σην. ώρα·; τόν ρωτάει. "Έτρω γες,.. καρπούζια; Ό αστείος -νέγρος, στήν άνάμνησι τών· καρπουζιών,. τραβάει τόν. χαλκά .τή(^ μύτης του καί τόν γλείφει με εύχαρίστησι. · * * ’ — Έντώ^ λέει, όκι είναι καρποϋτζι! Έντώ είναι στρατι.ώτος, . έγκώ φύσα - φύσα· κάλαμο, -πετάνει..- πετάνει στρατιώτος! Καί του δείχνει τούς δυο άλλους Γερμανούς;, πού ψά χνοντας για τόν Τάρνκα, έ χουν δεχτή δυο μικρά βέλη τού "Ατσίδα στο λαιμό! Κ·ΕΦ. 3. "Οπου ή • ;
Μαλόκ
κάνει
τον -ττρω'ϊνΌ ττεραττίχτό της καί ονναντάει τόν θάν.ατο εκεί, ττου δεν τον ττεριιμένει!
ήλιος εχε:/ σηκωθή μιά Ιτιθαμή πιο πάνω άπό' τά δέντρα τού ανατολικού, δά σους.* Είναι ένα γαλάζιο πρωϊ νό γεμάτο κελαϊδήματα που-, λιών καί .αρώματα.. •"Η Μαλόα, τ".· όμορφο κο ρίτσι τής ζούγκλας, έχει βγή άπ" τή σπηλιά καί κάνει τόν πρωινό της περίπατο, μαζεύ οντας δροσερά αγριολούλου δα,' μέ φανταχτερά χρώματα καί ζωηρή μυρουδιά. Σήμερα ή συντρόφισσα τού Τάργκα είναι πάρα πολύ χα ρούμενη. ηέρει : πως' ό.άγαπημένος •'της έχει· πάει 'νά ,στήση τά χορταρένια . δίχτυα του- στο πέρασμα των πουλιών καί τόν
Ο
ΤΑΡΓΚΑ περιμένει-, άπό. ώρα σέ ώρα να φανή. Είναι σίγουρη πώς θά τής φέρη ,πόλύ Κυνήγι. Εί ναι τόσο δυνατό και τόσο ε πιδέξιο τ’ αγαπημένο της /Ελληνόπουλο! Κι5 "αυτή ^πά λι, σαν κοπέλλα πού είναι, έχε η μέσα τής έμφυτη τη ψιλαρέσκεια και μαζεύει τά πιο φανταχτερά λουλούδια. Στο λίζει· μ’. αυτά τά μαλλιά της γιά νά φανή ατά μάτια, του Τάργκα · ακόμα πιο, ομορφη από δ,τι είναι. ’ Ξαφνικά·, όμως/ σταματάει γεμάτη απορία. Κυττάζει· γύ ρω της. ' _ ’ Παράξενοι κρότοι άκόύγονται μέσα στά. δέντρα. τής ζούγκλας! Ή Μαλόα στήνει αυτί. Οί περίεργοι κρότοι πού άκούγονται είναι τριγμοί άπό άξο νες κι’ άπό ρόδες βωδαμα ζών. Μά ή ξανθή- συντρόφια, σα τού Τάργκα, δεν μπορεί' νά τούς καταλάβη,. γιατί δεν έχει συναντήσει μέσα στην . παρθένα 'ζούγ'κλα, παρόμοια τροχοφόρα.. · . . Στέκεται, λοιπόν,' γεμάτη * άπορία.' Νομίζει-· μάλιστα, πώς ανάμεσα στόύς τριγμούς αυτούς ακούει καί χαμηλές φωνές ανθρώπων καί'.μουρμου ρητά. .Αυτό την κάνει ν’- άπο ρή πιο πολύ. Βρίσκονται, λοι πόν, άνθρωποι εκεί, πίσω απ’ τά 'πυκνά δέντρα; Ποιοι νάναι· καί τί γυρεύουν; • Ή Μαλόα είναι γενναία!. ’ ’ Δέν τρομάζει- καθόλου καί· προ χωρεί μέ θάρρος νά έξακρ,ιβοό . ση τί συμβαίνει. "Οσο- βαδί ζει τόσο τά δέντρα ’ γίνονται πιό πυκνά, Οί τριγμοί δέν σ- ,
15
κούγονται πιά, άλλά οί χαμη λές -κουβέντες γίνονται . πιό έντονες! ■ Ή Μαλόα- προχωρεί· στό' δρόμο της θαρεττά. Κ ι’* όμως, αν ήξερε, τί γινόταν εκείνη τή .στιγμή, λίγο βαθύτερα στη ζούγκλα, ’θά είχε προτιμήσει νά γυρίση πίσω στη· ςτπηλιά της! · · · · * · Αλήθεια! . * . Όλόκληρο το καραβάνι .τού * τρομερού Ζανόύρ έχει στα ματήσει εκεί! . . Οί στρατιώτες του έχουν σκορπιστή παντού, μέ τά ό πλα στά· χέρια. "Άλλοι απ’ αυτούς έχουν · σκαρφαλώσει στά πανύψηλα δέντρα κι’ έχουν στήσει έκεΐ τά' παρατηρητήριά·.τους.· Ό Ζανόύρ γεμάτΰς'εγκλη ματική . φροντίδα επιστατεί· στά πάντα. · Συνεννοείται μ’ έκείνουη,. .πού σκαρφάλωσαν στά πανύ ψηλα δέντρα. ..—- Φάνηκε ή σπηλιά του Τάργκα; τούς ρωτάει. ' Είναι ακόμη μακρυά; Οί άλλοι τού δίνουν πληρο φορίες. -αφνικά,. δμως', ένας φωνάζει: * -— Προσοχή ! Τό ξανθό κο ρίτσι τοΰ καταραμένου . *Έλ-· ληνα έρχεται! ; 1 •Ό βάναυσος Ζανόύρ κυ-1 ριεύεται άπό μιάν απαίσια κι’ ανήκουστη χαρά. . ■— "Έρχεται μόνη της άτου ’ λύκου τά δόντια!/, μουγκρίζει. Αλλά δέν θά την αιχμαλωτίσω, ούτε θά την σκοτώσω ε γώ! Τό λιοντάρι ας κάνη τή δουλειά του! ’Άν τή φάη, καλή'του χώνεψι !. ’Άν πάλι αύ~
16
ΤΑΡΓΚΑ
τή ή δαιμονισμένη προλάβη και τό ξεπαστρέψη, τότε τό σχέδιό μου, θά πραγματοττοιηθή! Εμπρός, λοιπόν! ’Άς .μη χάνω περισσότερο και ρό! 1 Αρπάζεται από κάτι κλά δους και σκαρφαλώνει πάνω σ’ ένα δέντρο. Ή γρηγοράδα του είναι εκ πληκτική, παρ’ δλο τό τετρά γωνο καί χοντροδεμένο κορμί του! Μοιάζει με ρινόκερω, πού σκαρφάλωσε σε δέντρο ! Μέσα άπό τις φυλλωσιές, μέ μάτι μοχθηρό, παρακολουθεί τις κινήσεις τής Μαλόα. Καί, ξαφνικά, σάν μουγκρητό ρί χνει τή διαταγή: — Παλιογούρουνα! Αφή στε αμέσως έλεύθερο τό με γάλο λιοντάρι! Αμέσως οί Γερμανοί, πού επιβλέπουν τό σιδερένιο κλου βί, έκτελουν τή διαταγή του: σκαρφαλώνουν στά γύρω δέν τρα, για νά είναι σίγουροι, κΓ άπό κεΐ τραβούν μέ χορτόσκοινα την άμπάρα του κλου βιού κΓ ή πόρτα του ανοίγει, άφήνοντας έναν ανάλαφρο τριγμό! Ό φυλακισμένος βασιλιάς τής ζούγκλας άνασηκώνεται τεμπέλικα! Στην αρχή κυττάζει την α νοιχτή πόρτα, μέ κάποια δυσ πιστία. “Έπειτα προχωρεί αργά αργά, προσεχτικά. Τό μεγα λόπρεπο κεΦάλι του, μέ την πλούσια χαίτη, είναι σκυφτό. Όσμίζεται τό πάτωμα του κλουβιού. Καί, ξαφνικά, τινά ζεται απάνω. Τό μυώδες καί πανίσχυρο σώμα του πετιέ-
ται σάν βολίδα, περνάει άπό τό άνοιγμα τής πόρτας ^ καί πέφτει έξω, στην έλεύθερη ζούγκλα! Ταυτόχρονα ένας χαώδης, βροντερός βρυχηθμός ξεχύνεται άπό τον λάρυγγα τοΰ θηρίου! Ό βασιλιάς τής ζούγκλας, ανίκητος καί μεγαλοπρεπής, είναι ελεύθερος! "Οσα αγρίμια άκούνε τον βρυχηθμό του, σπεύδουν, ν’ α πομακρυνθούν ! Καί τό λιοντάρι εκνευρι σμένο, μανιασμένο απ' την κλεισούρα του στο κλουβί, γυρίζει τά κοκκινωπά μάτια του. Τά στηλώνει απάνω στά δυο βουβάλια, πού τραβού σαν ως τώρα την καγκελλόφραχτη φυλακή του. "Ενας καινούργιος βρυχηθμός οργής άκούγεται. Καί τό λιοντάρι έφορμά! Πηδάει στον αέρα καί τό άλμα του αυτό κλείνει μιά δύναμι καί μιά ταχύτη τα, πού θά την ζήλευαν όλες οί τίγρεις κι5 όλοι οί πάνθηρες τής ζούγκλας! Τά παντοδύ ναμα πόδια του είναι τεντω μένα, άνασηκομμένα κι5 έχουν μπροστά τά νύχια τους, σάν δέκα χαλύβδινα γυριστά μα χαίρια! Καθώς πέφτει απά νω στά βουβάλια, τά δυο του πόδια κατεβαίνουν μέ ταυτό χρονη κίνησι καί τά χτυπάνε δυνατά στον τράχηλο: Τά δυο πελώρια ζώα βγάζουν ένα βαθύ μουγκρητό καί σωριάογκοι, με τσακισμένη τα ραχοκοκκαλιά! Οί σβέρκοι τους έχουν γίνει δυο πελώριες α νοιχτές πληγές, γεμάτες αί μα καί ξεσκισμένες σάρκες!
ΤΑΡΓΚΑ
Ό βασιλιάς τής ζούγκλας ορθώνεται και βρυχάται για τρίτη φορά! Τά δυο βουβάλια, πού τόλ μησαν νά τον σέρνουν φυλακισμένον μέσα σ’ ένα σιδερέ νια κλουβί, έχουν τιμωρηθή σκληρά 1 Τώρα τό πελώριο λιοντάρι κάνει μερικά πηδήματα μπρο στά. ^ "Έχει ξαναβρή την ελευθε ρία του κι5 αυτό του έχει δώ σει ένα περίεργο αίσθημα μα νίας καί έκδικήσεως! Θέλει νά σπαράξη οποίο ζωταντό "Όν βρή μπροστά του! Στην αρ χή προσπαθεί, πηδώντας, νά φτάση μέ τά νύχια του τούς Γερμανούς πού βρίσκονται σκαρφαλωμένοι στά δέντρα. "Έπειτα βλέπει πώς ή προσ πάθειά του είναι άσκοπη. Την εγκαταλείπει. Πηδάει μέσα στις λόχμες άναταράζοντάς τις ολόκλη ρεςΠροχωρεί άνάμεσά τους, βγαίνει στο ξέφωτο καί κον τοστέκεται. "Ανοίγει τό πελώριο στό μα του καί ξεχύνει καινούργιο βρυχηθμό! Ένα καινούργιο θύμα έχει φανή μπροστά του: είναι ή... Μαλόα! "Ανύποπτο τό όμορφο κορί τσι τής ζούγκλας συνεχίζει τον πρωϊνό του περίπατο. Ξα φνικά ανατινάζεται. "Ακούει τον βρυχηθμό. "Ανασηκώνει τό κεφάλι. Καί βλέπει μπρο στά της ένα θηρίο παράξενο καί δυνατό. Λιοντάρια δεν υ πάρχουν σ" αυτή τή ζούγκλα. Αυτό πρέπει νάρχεται από
η
κάπου μακρυά! Ή Μαλόα θυμάται, πώς καί κάποιαν άλ λη φορά είχε φανή^ ένα παρό μοιο αγρίμι, σε τούτη τήν πε ριοχή. -έρει, από τότε, πώς τό λιοντάρι επιτίθεται καί χτυπάε_ι σάν μιά μεγάλη τί~ γρις. Ξίναι όμως πιο δυνατό απ’ αυτήν. Πιο γενναίο καί πιο άποφασιστικό. Γι" αυτό ή πάλη μαζί του είναι πιο σκλη ρή καί πιο δύσκολη. Ωστόσο τό κορίτσι τής ζούγκλας ορθώνεται αποφασι σμένο ν" άμυνθή! Τρόπος νά φύγη δεν υπάρ χει, γιατί τό θηρίο μέ τά τε ράστια άλματά του, θά τή φτάση αμέσως! Ή Μαλόα άρπάζει τή λαβή τού μαχαι ριού της. Τό τραβάει άπ" τή θήκη του. Καί στέκεται σέ στάσι μάχης! Οι σιδερένιοι μυώνες, πού κρύβονται κάτω από τή βε λουδένια της επιδερμίδα τής δίνουν αυτοπεποίθησι καί κου ράγιο. "Αθέατος ό Ζανούρ μέ σα στά πυκνόφυλα δέντρα, παρακολουθεί τή σκηνή μέ χα μόγελο μοχθηρό καί σαρκα στικό! ^Οποιος κι" άν βγή νι κητής σ’ αυτή τή μάχη, ό τρο μερός Ζανούρ θά είναι κερδι σμένος! "Έχει καταστρώσει τό σχέδιό του! Α * * Ξαφνικά τό πελώριο λιον τάρι τινάζεται καί βρυχάται δυνατά! Μέ δυό-τρία τεράστια άλ ματα εκμηδενίζει τήν άπόστα σι, πού τό χωρίζει από τή Μα λόα. Κι" αμέσως εκσφενδονί ζεται στο τελειωτικό πήδημα! Σκυφτό τό κορίτσι τής
Το καραβάνι' του
τρομερού. 2<χν ούρ -διασχίζει τη ζούγκλα/ μέ το -αιχμαλωτισμένο λιοντάρι ·
• ττουλο έττίτίθεται. Και
ή μάχη αρχίζει..
Μια
μάχη οπίου
η παλληκαοιά
στο
κλουβί. Τ© άτράμητο
Έλληινο- '·
καί η έπιδεξιότικ -παίζουν τον πρώτο ρόλο!
20
ΤΑΡΓΚΑ
ζούγκλας, μέ τό μαχαίρι σφι γμένο στο χέρι, βλέπει τον πελώριο καί βαρύ όγκο τού θηρίου νά Ο'κίζη τον αέρα, σαν πετούμενο καί νά πέφτη κατ5 ευθείαν στο κεφάλι της! Αμέσως ή Μαλόα πηδάει δεξιά. Τό χέρι της πηγαίνει πίσω καί ξανάρχεται μέ ορμή μπροστά κι5 επάνω. Τό κο φτερό άτσάλι του μαχαιριού παίρνει ξυστά τό στήθος του λιονταριού καί τό αΐμα τινά ζεται ! Την ίδια στιγμή, όμως, ή συντρόφι σσα τού Τάργκα νοιώθει ένα οδυνηρό μούδιασμα στον δεξιό της ώμο! Πέ φτοντας τό θηρίο έχει προλά βει νά τής ξεσκίσει βαθειά τό δέρμα, μέ τά μυτερά νύχια του! Την επόμενη στιγμή, άν θρωπος καί λιοντάρι, άποτραβιοΰνται λίγο. Τό τραύμα τού θηρίου είναι μάλλον ασήμαντο. Τό μόνο πού κατάφερε ήταν νά τό έξαγριώση περισσότερο! 'Όμως ή Μαλόα δέν νοιώ θει πολύ καλά τον εαυτό της. Σέ κάθε στιγμή πού περνάει, τό αρχικό μούδιασμα υποχω ρεί καί στή θέσι του έρχεται ένας πόνος βαρύς, φριχτός, εξαντλητικός, πού απλώνεται λίγο-λίγο καί τής αχρηστεύει ολόκληρο τό χέρι, ως κάτω, στά δάχτυλα! Τό κορίτσι τής ζούγκλας περνάει γοργά τό μαχαίρι α πό τό δεξί της χέρι στο αρι στερό. Μόλις, πού προφταίνει νά κάνη αυτήν τήν αλλαγή, γιατί τό αμείλικτο θηρίο έχει
καί πάλι έφορμήσει ακράτη το ! Ή Μαλόα δυσκολεύεται νά τό αντιμετώπιση μέ τό αρι στερό χέρι. Υποχωρεί όσο πιο γρήγο ρα μπορεΤ, γιά νά άποφύγη τά νύχια του. Τό λιοντάρι στο πρώτο του άλμα δέν βρίσκει τον ζωντα νό στόχο του. Αμέσως ξανασυσπειρώνεται καί ξαναπηδάει μουγκρίζοντας φοβερά. Ό Ζανούρ, μέσα στή φωλιά του, ξεσπάει σέ σαρκαστικούς καγχασμούς. — Τον λυπάμαι, τον φου καρά τον Τάργκα!, λέει κο ροϊδευτικά. Θά μείνη... χή ρος πριν τής ώρας του! Του λάχιστον θά γλυτώση τά έξο δα τής... κηδείας! Αυτό τό κέρδος έχει κανείς, όταν τον., τρώη ένα λιοντάρι! Κι5^ αλήθεια, αυτή ή τε λευταία έπίθεσις τού λιοντα ριού είναι τρομερή! Τό δυνατό καί μυώδες κορ μί του έχει τεντωθή στον αέ ρα, σάν χορδή κάποιου τερα τώδους τόξου! Τό κεφάλι του είναι βγαλμένο μπροστά, α νάμεσα στ5 άπλωμένα πόδια του. Κύ άπ5 τά άνασυρμένα χείλια του φαίνονται καθαρά τά τρομερά καί μυτερά δόν τια του! Ή Μαλόα υποφέρει από τούς πόνους τής πρώτης πλη γής πού πήρε! Δέν έχει πιά τή δύναμι, ού τε καί τήν ελαστικότητα ν5 ά ποφύγη τούτη τήν τελική έπίθεσι. Στέκεται κι5 αντιμετω πίζει τον σίγουρο θάνατο πού σκίζει τον αέρα, χωρίς τρόμο
ΤΑΡΓΚΑ
καί μέ μιαν ελπίδα: νά μπό ρεση, πριν ξεψυχήση μέσα στα νύχια του λιονταριού, νά τού μπήξη κι5 αυτή την ατσα λένια λεπίδα τού μαχαιριού της, μέσα στην καρδιά του! ΚΕΦ. 4. *Όττου ό Τάργκα έξορλεΐ τ ου ς λογαριασμ ού ς του μ’ είναι θηρίο και άνοιγει τταρτ ίδες .μ’ ενα ολόκλη ρο λεφοΰοη... όονθρωττο-
φάγων! ρήγορος καί σβέλτος, σάν ένας μεγάλος λευ κός πάνθηρας, ό Τάργκα χωρεί μέσα στη ζούγκλα, κυτ τάζοντας γύρω του άγρυπνα. Πλαδαρός καί γκρινιάρης, σάν ένας όρθιος... βάτραχος τον άκολουθεΐ ό αστείος νέ γρος, καταπίνοντας μέ τερά στιες δαγκωματιές ένα... γλυκοκολόκυθο, πού βρήκε στο δρόμο του. Καί διαμαρτύρε ται: — Έσύ, κύριος Τάργκα τρέχει - τρέχει γρήγορος, έγκώ ντέν προφταίνει νά τρώη καί χωνεύει - χωνεύει φαγητός του κι3 όλο τελεί νά τρώη κι5 άλλος. Έσύ δκι πηγαίνει εμένα τόσο γρήγορος! "Ομως τό ατρόμητο Ελλη νόπουλο φαίνεται πάρα πολύ βιαστικό. Αυτή ή πορεία τού Ζανούρ μέσα στή ζούγκλα τον έχει βάλει σε υποψίες. Συλλογίζε ται πώς κάποιο σατανικό σχέ διο θά έχη καταστρώσει ό τρομερός Γερμανός. Καί βιά ζεται νά φτάση κοντά στήν Μαλόα! Ό Ατσίδας στήν αρχή τον παρακολουθεί... φ ιλότι μα! "Επειτα, όμως, μπαίνουν
Γ
21
μέσα σε μιάν ελώδη περιοχή τής ζούγκλας. Έκεΐ ύπαρχουν παρα πολ λά στάσιμα νερά. Σχηματί ζουν μικρές λίμνες καί στις όχθες τους φυτρώνουν άφθο να άγρια καρπούζια καί πε πόνια. Τούρα ό πειρασμός γιά τον λαίμαργο νέγρο είναι πολύ μεγάλος! Θέλει νά παρακολουθήση τον Τάργκοί, γιατί καταλα βαίνει πώς από στιγμή σέ στιγμή, μπορεί νά μπλέξη μέ προ τούς ανθρώπους τού Ζανούρ. Βλέπει, όμως, καί τά καρ πούζια καί τά πεπόνια καί χαμογελάει καί τραβάει τον χαλκά τής μύτης του καί τον γλείφει ευχαριστημένος! Στο τέλος τό παίρνει άπόψασι. Στρίβει λοξά, χώνεται μέσα στίς άγριοκαρπουζιές κι3 αρχίζει νά καταβοοχθίζη τά καρπούζια ένα - ένα, κάνοντάς τα δυο μπουκιές. Τά χοντροί χείλια του πλαταγί ζουν από ευχαρίστηση καθώς ρουφούν τον γλυκό χυμό! Ό Τάργκα δεν έχει κατα λάβει τίποτα καί συνεχίζει τον δρόμο του. Τό μαλακό χώμα τής ζούγ κλας είναι χαραγμένο βαθειά από τ3 αυλάκια πού αφήνουν οί ρόδες των βαρυΦορτωμένων βωδαμαξιών. Κι3 ό Τάργκα βρίσκει εύκολα τον δρόμο πού πρέπει ν3 άκολουθήση. Μά, νά! "Ενας τρομερός βρυχηθμός ξυπνάει τήν ήχώ τής ζούγκλας. Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο στήνει αυτί. 3Ακούει καί ψιθυ-
ρίζει:
·» Γ
■ ..ι-τ*·^
' *—
·· ■ ΤΑΡΓΚΑ —; >————-
—^Λιοντάρι! Πώς βρέθηκε Λίγο αργότερα-, καθώς ·τά εδώ -.πέρα ένα μεγάλο, λιον ψηλά χόρτα αραιώνουν καί· μιά φαλακρή έκτάσι γής αρχί τάρι; · 4 ζει ν5 ' άπλώνεται μπροστά 'Αλλ’ αμέσως θυμάται 'τό -παράξενο κλουβί πού . έσερ του, ό Τάργκα στέκεται. . Τά-δόντια του σφίγγονται.ναν τά βουβάλια-τού Ζανούρ. ?Ητάν έκεΐ φυλακισμένο ένα Τά κλειστά χείλια τόυ τρα λιοντάρι. Είναι τάχα αυτό τά βιούνται στις άκρες, χαράζον ίδιο πού βρυχάται; Δεν χω τας .μιά συνεσπασμένη λεπτή, ράει αμφιβολία: Ό · Τάργκα γραμμή στά χλωμό πρόσωπό πείθετα-ι πώς ' βρίσκεται πο ' του. Βλέπει αντίκρυ’τό πελώριο λύ κοντά στο καραβάνι . του Ζανούρ. -Παίρνει,· λοιπόν, δλα ύπόξρινθο λιοντάρι νά συσπει ρώνεται ! · · · . · τά προφυλακτικά μέτρα και .Τό μάτι τού Τάργκα . πάει συνεχίζει τον δρόμο του., Δεν στήν άλλη-πλέθρα καί ξεχω ακολουθεί πιά τό μονοπάτι, πού έχουν χαράξει οί βωδάρίζει^ τη... Μαλόα! άγα-’ πημένη" του φίλη στέκει λαχα μαξες. Μπαίνει · .στην ' πυκνή λόχμη καί. γλυάτράει σβέλτα νιασμένη. Στά χέρια Της κρα ανάμεσα.στά φυτά> φροντίζον τάει τό μαχαίρι, στά μάτια της λάμπει ή άποφασιστικότ τας οσο μπορεί νά μην τά άτητα. Αλλά ό" δεξιός της ώνακινή.. ■ / .Λίγες στιγμές, περνούν άκό ■ μος είναι κατασκισμένος απ’ ■μα,^ γεμάτες αγωνία καί νευ τά νύχια τού θηρίου. Καί ή·. ρική -υπερένταση. αιμορραγία φαίνεται πώς τήν , "Ενας^ καινούργιος βρυχη έχει εξαντλήσει! θμός τού λ,ιονταριού ξεσκίζει Τό ατρόμητο. Ελληνόπουλο τόν αέρα! κυριεύεται από απερίγραπτο . Κι5 άμέσως έπειτα-· άκούθυμό I-, ; γονται τά σπαραχτικά βογγη Χυμάει μπροστά άκράτη- . τά των βουβάλων! το καί καθώς τό λιοντάρι βρίΤό ατρόμητο Ελληνόπουλο σκεται στον, αέρα; κάνοντας .τό τελειωτικό του πήδημά έδεν αμφιβάλλει πιά. Καταλα βαίνει, πώς.τό μεγάλο λιοντά • ναντίον τής Μαλόα, ό Τάρ ρι λευτερώθηκε απ’ τό .κλου'-, ■ γκα τινάζει τό ακόντιό του' βί του καί. πώς μερικά από τά . μέ λύσσα! βουβάλια τής συνοδείας τού' ’Από· τή · θέσι πού βρίσκε-.' Ζανούρ είναι τά πρώτα θύμα . ται, δεν έχει στόχο νά. χτυπή-' τά του! . ση ·τό θηρίο σε σημείο εύαί- ' σθητο. Ωστόσο τό ακόντιο, • Τώρα ή προσοχή τόυ δτπλα σιάζεται.^ Σφίγγει· στά χέρια σκίζει σφυρίζοντας τόν αέρα του'ένίχ'ακόντιο, πού τό βρή • καί πέφτε ι σάν' κεραυνός στά νώτα τού λιονταριού! Ή χάλ κε στό.'πεδίο τής" μάχης του' κινη αιχμή βυθίζεται βαθειά μέ τούς. Γερμανούς. Καί προχωρεί σταθερά κΓ στίς σάρκες τού θηρίου ξεσκί-· ζοντάς,τις! · αποφασιστικά.
ΤΑΡΓΚΑ
23
• Τό θηρίο αφήνει· ένα μουγτά τάμ-τάμ, στέλνουν αυτά κρητό ■ γεμάτο· πόνο, Ή τεράπόύ ηχούν τόσο κοντά; Ό Τάργκα στήνει αυτί.. Τ*· ' α σια ορμή του άνακόπτεται α μέσως. Ή τοξωτή τροχιά, ττού . κούει καί μεταφράζει αμέσως: διαγράψει στον αέρα, σπάει «Λευκοί άνθρωποι.;. εγκλη απότομα/ Τό: μυώδες κορμί ματίες... σκότωσαν τό...’ .ιερό του' γέρνει προς τα κάτω και λιοντάρι.... τής' φυλής τών Μπα πέφτει με βαρύ γδούπο μπρρ ταού... Ή φυλή τών ,Μπαταστα στα. πόδια τής Μαλόα, ού... άς· · έκδικήθή... τό φόνο πού τό. κυττάζει-. λαχανιάσμέ- . τού ιερού λιονταριού... Οι μαΰ νη, .μέ τά νώτα της στηριγμέ- . •ροι δαίμονες.·.!- το προστά να σ’ ένα δέντρο! "Ομως τό ζουν !». . θηρίο δεν έχει ακόμα ξεψυχή Ό Κυρίαρχος τής -Ζούγ σει!" Κάνει μια τελευταία κλας γεμίζει κατάπληξι. Τώ προσπάθεια ν’ άρπάξη μέ τά ρα μόνον* καταλαβαίνει τό ■νύχια του.τό ξανθό κορ*τσί σατανικό σχέδιο τού ΖανούρΤ τής .ζούγκλας και να τό σκίΌ τρομερός Γερμανός αιχμα ση. · . . . . · >' λώτισε τό ιερό λιοντάρι τών Αλλά, ή πληγωμένη Μαλόα •Μπαταού.. Τό έφερε κοντά στή ξέρει τώρα ν’ άμυνθή. · Και σπηλιά τού Τάργκα.· Καί· τό μπορεί;!· . · .. . άφησε ελεύθερο. Ή 'σκέψι- του Παραμερίζει -γοργά καί ήταν πώς ό Τάργκα, αμυνό σκύβει. Τ’ ώπλισμένο χέρι μενος, θά σκοτώση. τό λιοντά της ανεβαίνει· καί κατεβαίνει, ρι! · "Οπως κΓ έγινε!” Τώρα μέ δύναμι. Τό ακονισμένο α ή άγρια· φυλή τών άνθρωποτσάλι. χώνεται- βαθειά στον ,φάγων Μπαταού, .θά όρκιστή λαιμό του. λιονταριού, χωρίστούς Μαύρους·· Δαίμονες πού ζοντάς του στη μέση - τις αρ λατρεύει; πώς θά προσφέρη τηρίες !: "Ενας υπόκωφος βόγ ' θυσία στο- βωμό τους, εκείνον γος ξεχύνεται- απ’ τό λάρύγπού τόλμησε νά έξοντώση τό κι του.. Τό τρομερό θηρίο σπα . ιερό λιοντάρι! ράζει δυο"- τρεις φορές κι* έπειτα μένει ακίνητο. · Είναι, τρομερού Ζανουρ εχει πετύχει. νεκρό! ' Άπό .μακρυά © .Τάργκα- τώρα · πέρα ώς· πέρα ! βλέπει τη σκηνή Κι5 άνασαί- " * Και-οΐ άνθρωποί του·, μέ τά τάμ-τάμ, ειδοποιούν τούς άν* νει μ5 άνακούφισι. θρωπόφάγους! . · *Η αγαπημένη του Μαλόα ξεγλύστρησε απ’ τά νύχια, • ■—· Μαλόα!, φωνάζει δυνα τά ό Τάργκά.' Μαλόα, φύγε του Θανάτου! Έτομάζεται να τρέξη κον γρήγορά! . * · . Τό ξανθό κορίτσι τής ζουγ* κλας άνασηκώνεταί μέ πολύ τά χτυπήματα απο ταμ-ταμ τον ξαφνιάζουν. Τό Ελληνό κόπο. ■ · πουλο κοντοστέκεται.πάλι., Τί ,Ή πάλη μέ τό λιοντάρι νά συμβαίνη τάχα; Τί μήνυμα καί ή βαθειά της πληγή-, την
24
ΤΑΡΓΚΑ
έχουν εξαντλήσει. Ωστόσο προσπαθεί ν’ άπομακρυνθή. Ό Τάργκα τής ξαναφωνάζει: ■—Τράβα προς τή σπηλιά! Λ 3/ Α 3 ^ 3 3 Λ 3 \ 3/ Λ Θα έρθω εκεί κι εγω απο άλ λο δρόμο! Αλλά είναι κιόλας πάρα πολύ αργά! Ή άνθρωποφάγος φυλή των Μπαταού, άποτελεΐται από χαλύβδινους πολεμιστές, έξασκημένους στη μάχη, δσο καμ μιά άλλη φυλή τής παρθένας ζούγκλας. "Ολοι οί ά?\λοι ιθα γενείς τούς τρέμουν! Τούς τρέμουν, γιατί οι Μπαταού δεν νικιούνται ποτέ. Και πο λεμάνε πάντοτε γιά να... φ α ν ε τούς αντιπάλους τους! "Υ στερα από κάθε μάχη, στή νουν ένα μακάβριο γλέντι. Α νάβουν πελώριες φωτιές. Και χορεύουν σάν τρελλοί γύρω στο βωμό των Μαύρων Δαι μόνων τους, τρώγοντας τις σάρκες των νικημένων εχθρών τους! Γι’ αυτό το λόγο οι Μπα ταού είναι ό τρόμος τής ζούγ κλας ! Τώρα έχουν ακούσει τά μη νύματα πού στέλνουν τά τάμτάμ ! Και χωρίς νά χάσουν και*· ρό έρχονται από παντού μέ αστραπιαία ταχύτητα. Γιατί οι Μπαταού δεν περπατάνε. 01 ΑΑπαταού πετάνε από δέν τρο σε δέντρο, άρπάζοντας κληματίδες και χορτόσκοινα! Κι’ έτσι τούτη τή στιγμή όλα τά γύρω κλαδιά ανατινά ζονται, καθώς οί Μπαταού τα ξιδεύουν πετώντας από κλά
δο σε κλάδο. Καί, σε λίγο, οι πρώτοι άνθρωποφάγοι πολε μιστές πέφτουν από ψηλά στο ξέφωτο όπου βρίσκεται νεκρό τό λιοντάρι! Κρατούν στά χέ ρια τους πελώριες ασπίδες καί μακρύτατα ακόντια.Τά τε ρατώδη πρόσωπά τους έχουν μιάν απαίσια έκφρασι. Κάθε στιγμή έρχονται κι’ άλλοι... κι’ άλλοι! Νομίζει πώς είναι μιά βροχή από ζωντανούς καρπούς, πού ωρίμασαν καί πέφτουν αδιάκοπα απ’ τά κλαδιά τών δέντρων! Ό Τάργκα τούς παρακο λουθεί ψύχραιμα από τή λόχ μη του. Καί, ξαφνικά, νά, ό Ζανούρ! Ό αδυσώπητος κτηνοοδης Γερμανός! Πηδάει κι’ αυτός απ’ τήν κρυψώνα του, στά κλαδιά τού δέντρου. Τετράγωνος καί πανίσχυ ρος προχωρεί προς τούς Μπα ταού. !< Γ αμέσως αρχίζει νά τούς μιλάη, χρησιμοποιώντας τή δική τους διάλεκτο. — Τά δικά μου τάμ-τάμ σάς στέλνουν τό φοβερό μή νυμα! Τό ιερό λιοντάρι τών Μαύρων Δαιμόνων είναι νε κρό! Τό σκότωσε αυτή ή λευ κή γυναίκα καί ό σύντροφός της. Οι Δαίμονες ζητούν έκδίκησι! Μιά τρομακτική οχλοβοή υ ψώνεται, σάν άπάντησι στά λόγια του. Ξεχωρίζει κανείς άνάμεσά της τά λόγια τών Μπαταού: «Ό βωμός τού Μαύρου Δαί
ΤΑΡΓΚΑ μονά, άς δεχτή τους»!
φάγων, πού όδηγεΐ αιχμάλω τη την αγαπημένη του Μα λόα! Κ ΕΦ. 5 "Οπου ό Ταργκα μάχε Τούτη τη στιγμή τό ατρό ται μέ τούς άίνθοωπομητο Ελληνόπουλο δέν υπο φάγους κι’ π Μαλόα ο δηγείται στον απαίσια λογίζει τίποτα! βω·μ·ο του Μαύαου Δαί Τραβάει τό μαχαίρι του καί μονα! πηδάει μέσα στούς αντιλά λους του! ε ένα νεύμα του αρχη Αυτοί συγκλονίζονται, σάν γού τους, οι άνθρωποφάένα δεμάτι άχυρο, πού βρέθη γοι χύνονται λυσσασμένοι κε ξαφνικά στήν περιοχή ε προς τό μέρος τής Μαλόα. Ο; νός τρομερού κυκλώνα! γρήγορες κινήσεις τους και Ό Τάργκα στριφογυρίζει τά καλογυμνασμένα κορμιά καί τό καλοακονισμένο ατσά τους, δείχνουν πολεμιστές α λι πού βαστάει στά χέρια του κατάβλητους. θερίζει δπως τό δρεπάνι τά Τό πληγωμένο κορίτσι τής στάχυα! Οί πρώτοι άνθρωποζούγκλας παραδέρνει στά γε ψάγοι σωριάζονται, μέ τά κε ρά μπράτσα τους, σάν ένα φάλια τους κομμένα πέρα-πέπουλάκι πιασμένο στην παγί ρα! δα. Την άρπάζουν και χάνον Συντριβάνια αίματος ξεπεται γοργά μέσα στην πυκνοψυ τιοΰνται γύρω, από παντού! τεμένη έκτασι, με τά πελώρια Οί πολεμισταί Μπαταού δέντρα καί τις άπειρες λόχ σαστίζουν από τή φοβερή κύ μες· λ απρόοπτη εκείνη έφοδο. Αλ Γό ' Ελληνόπουλο τούς βλέ λά δέν αφήνουν τή Μαλόα. Τήν πει καί τά μαύρα μάτια του κρατούν σφιχτά κι5 ούτε ό Θά αστράφτουν! νατος δέν μπορεί νά τούς τρα Φουσκώνουν οί μυώνες του βήξη από κοντά της! τέλειου κορμιού του. Τρίζουν τά δόντια του! "Ενας από όλους κρατάει Μέ τό κορμί του γερμένο μπροστά του τήν πελώρια α καί μέ τό κεφάλι του σκυφτό σπίδα, ύψοδνει τό μακρύτατο μπροστά, τρέχει κι5 αυτός α κοντάρι του καί χύνεται βρυνάμεσα στά ψηλά χόρτα. Α χώμένος άπάνοο στον Τάρ ποφεύγει νά βγή στο ξέφωγκα. το, πού είναι γεμάτο από α 5Αλλά τό ατρόμητο Ελλη μέτρητους εχθρούς του. Βρί νόπουλο άντεπιτίθεται. "Ολα σκεται, όμως, κοντά στη σπη τά μέλη τού θαυμάσιου κορ λιά του καί, γι’ αυτό, την ξέ μιού του δουλεύουν μέ έναν ρει όλη τούτη την περιοχή, πρωτοφανή συγχρονισμό. Μέ βήμα προς βήμα, πιθαμή μιά δυνατή κλωτσιά τινάζει προς πιθαμή ! μακρυά τήν ασπίδα. Τήν ίδια Κόβει γρήγορα δρόμο καί στιγμή τό αριστερό του χέρι σέ λίγο βρίσκεται μπροστά χουφτιάζει μέ χαλύβδινη λα στο μπουλούκι των άνθρωποβή τ’ ώπλισμένο χέρι τού αν-
Σ
τά κεφάλια
25
16
ΤΑΡΓΚΑ
Τό άτρό μητο 1 Ελληνόπρυ■θρωποφάγόυ. από τον καρπό Πηδάει δυο καί τό κρατάει ακίνητο·. Τασ- ' λο άλαφιάζεται. βήματά πίσω καί ξαναρρίχνετόχρονα τό δεξί τοΟ χέρι α νεβαίνει και κατεβαίνεί. Τό ται μπροστά μέ μανία.. Ή συμπλοκή του μέ τούς καιατσάλι τού μαχαιριού αστρά νουργιοφερμένους είναι θανά φτει κι5· έπειτα .βυθίζεται στο. σιμη. Κι’ οί υπόλοιποι, αύτοί λαρύγκ-ι του άπαίσιο.υ' άνθρωπού κρατούν τή Μοιλόα, βρί ποφάγου !" "Ενας βάγγος ' άσκουν καιρό κώ’άπομακρύνονκούγεται. ]<ι5 6 αντίπαλος κα ται γοργά.’ . . ταρρέει σαν .κουρέλι !* "ένας... δυο... τρεΐς ΜπαΤην ίδια στιγμή οί κλάδοι των δέντρων, από πάνω, τρί .τάρυ πέφτουν άπ’ τά χτυπή ματα του’ Τάργκα!. ’ σ' ζουν-! . · Πέντ’ -έξη Μπάταού πέ Ό τόπος γεμίζει ,πτώυαφτουν- μαζεμένοι, σαν ώρ'ιμες . τά!. Ό άέράς βουίζει άπό τά βογγηΐά! . ’· ' · ■ οπώρες I · Άλλα οι άνθρωποφάγοι. εί . Τά κοντάρια. τους είναι υ ναι- ατελείωτοι. Ταξιδεύοντας ψωμένα,· Ουρλιάζουν δλόι σαν στον αέρα μέ τά .χορτόσκοιδαίμονες. . 1 . να, φτάνουν στον- τόπο τής μάχης κατά κύματα ! Τό "Ελληνόπουλο αγωνίζε ται υπεράνθρωπα. Οί μυώνες του φουσκώνουν απίστευτα, τού τσιτώνουν τό δέρμα-κι5 ό -ιδρώτας Κυλάει άπό ' πάνω του σέ χοντρές σταγόνες. .Ή πάλη γίνεται σώμα μέ σώμα, για νά μήν έχουν οί· Μ'παταού 'τήν · ευκαιρία νά χρησιμο-τ ποιήσουν τά · κοντάρια τους. Καί τό μαχαίρι, τού Τάργκα δουλεύει χωρίς διακοπή! Αλλά σέ λίγην ώρα οί άνθρωποφάγοι τον έχουν κυκλώ σει. · Τώρα ή μάχη- γίνεται πιο σκληρή. Οί τερατώδεις άντίπαλοί του προσπάθόύν ·νά τόν •ξεσκίσουν μέ · τά δόντια, νά τόν φάνε ζωντανό, κόβοντας του κομμάτια άπό τις σάρκες του! Ό Τάργκα κινδυνεύει! * * *· Αφήσαμε τόν χωμικό: Α Το μαίχα-ίιρ· τού Τάργκα χτυπάει τσίδα ριγμένον μέ -τά μοΰάΐλύττηιτα τό άη/δές παχύδερμο*!
\
27
ΤΑΡΓΚΑ
...Το σκότωσε ή λευκ-ή γυινσΐκοτ κι’ ό -σύντροφός της. νιες ζητούν έκδίκησι !
τρα... στις πεπονιές! . 5 Από τότε πού τον αφήσα με, δεν κάνει- άλλη δουλειά: τρώει πεπόνια! . Καταβροχθίζοντας ένα-ένα τα πεπόνια .προχωρεί κι5 ό ταν φτάνη στην άλλη άκρη τής μεγάλης άγριοπεπονιάς, βρίσκει .έναν... ανταγωνιστή! Είναι ένας ωραίος 'καί μεγά λος ζέβρος, με στιλπνό καί ραβδωτό τρίχωμα, πού τρώει σκυφτός τρυφερούς βλαστούς, για νά χορτάση. Ό .κωμικός .νέγρος νοιώθει τώρα τό · στομάχι του ’ πολύ βαρύ. ' — Έγκώ, ■ μουρμουρίζει, άκι μπορεί πηγαίνει εμένα γρήγορος, νά βρή κύριος Τάρ-
Οί
Δαίμο-
γκα! Έγκώ καβάλα-καβάλα ράχη, τζέβρο! Τζέβρο. πηγαί νει - πηγαίνει εμένα.- Έγκώ όκι .κουράτζέι εμένα!". Καί.χωρίς νά χάση καιρό, μ5 ένα πήδημα,· καβαλάει τον ζέβρο ! : . Τό όμορφο ζώο χρεμετίζεισάν άλογο, πού αφηνιάζει. Ό 5Ατσίδας κολλάει απάνω του σάν πεταλίδα καί τό χτυπάει μρ δύναμι.. Ό ζέβρός μη μπο ρώντας νά κάνη διαφορετικά/ αρχίζει νά καλπάζη !· ’ . Ό αστείος νέγρος γίνεται καβαλλάρης κι5, αυτό τον εν θουσιάζει.· ^Σκύβει απάνω στη ράχη του ζέβρου; ,γιά νά μην τον χτυπήση κανένα κλαδί . καί προχωρεί- σάν βέλρς. Σε λί
28
γο βλέπει από μακρυά τή μά χη του Τάργκα μέ τούς ^άνθρωποφάγους. Αμέσως δια τάζει τον... ζέβρο^νά σταθή. -— Έσύ δκι τρέχει άλλο!, του λέει. Έσύ σταθή, έγκώ κατεβάσει εμένα! Αλλά ό αφηνιασμένος ζέβρος συνεχίζει ακράτητος τον δρόμο του. Τότε ό Ατσίδας ^δαγκώνει τον χαλκά τής μύτης του, σουφρώνει τίς χειλάρες του καί, χωρίς δισταγμό, ρίχνεται κάτω από τή ράχη του ζώου. Στην αρχή παίρνες μερικές τού μπες άπάνω στα χόρτα, "Έπειτα σηκώνεται όρθιος. Κυττάζει από μακρυά τό μπουλούκι των άνθροτποψάγων, πού έχουν σχηματίσει έ να τείχος, γύρω στον Τάργκα. Τώρα γλείφει τον χαλκά του μέ πολλή ευχαρίστησι. Καί λέει: — Μπόλικος πράμα είναι! Ντικός μου βέλος δκι πάει χα μένος! Την... άράζει τεμπέλικα στη ρίζα ενός δέντρου. "Α κου μπάει τή ράχη του στον κορμό, για να μην... κουράζε ται καί βγάζει τό φυσοκάλα μό του. — Ντικός μου φύσα-φύσα κάλαμο, ξαναλέει, έκει πολλός βέλος! Κι" αλήθεια τά βέλη αρχί ζουν να ξεπετιουνται σαν χα λάζι. ^ Σκίζουν τον αέρα, τό ένα πίσω άπ" τό άλλο κι" όλα βρίσκουν στόχο στις γυμνές ράχες των άνθρωποφάγων. Πέφτουν ένας - ένας κεραυνό πληκτοι. Τά βέλη τού "Ατσί
δα κάνουν θραύσι. Θερίζουν τό εξωτερικό τού κύκλου, πού σχηματίζουν οί Μπαταού γύ ρω στο ατρόμητο Έλληνόπου λο! Στο κέντρο πάλι τού "ί διου ζωντανού κύκλου, τό μα χαίρι τού Τάργκα θερίζει άλύπητα. Έτσι, μέσα σ’ ελά χιστο χρονικό διάστημα οι άνθρωποφάγοι όλοι αλλάζουν ...στάσι. "Από κάθετοι, γίνον ται... οριζόντιοι! "Από όρθιοι ξαπλοονον τ α ι ανάσκελα ή μπρούμυτα, ό ένας άπάνω στον άλλο! Αυτή τή φορά τό ατσαλέ νιο Ελληνόπουλο ανασαίνει καταϊδρωμένο! — -εμπερδέψαμε, "Ατσί δα!, φωνάζει. Πάμε νά βρού με τή λΑαλόα! -— Πού είναι κύριος Μαλόα; απορεί ό νέγρος. /Όκι είναι ντικό μας σπηλιά/ Ό Τάργκα δεν έχει καιρό να δώση εξηγήσεις. Καί φω νάζει : — Έλα, "Ατσίδα!, Τρέχα, μαζί μου! Πρέπει νά προ λάβουμε ! ΚΕΦ. 6 "ΟτΓ0·υ ό Τάργκα ώτάστη φωλιά τώιν άνθιοωττοφάγο-’ιν κι* ό Ατσί δας βρίσκει ενα διασχιεδαστικό τταιγνίδι ί
| περιοχή τής φυλής των " άνθρωποφάγων Μπατα ού βρίσκεται σέ μιά βραχώ δη κι" αφιλόξενη, αλλά κατά φωτη κι" άγρια περιοχή τής ζούγκλας! Οί άνθρωποφάγοι έχουν πε ριζώσει τήν περιοχή τους μέ δύο κυκλικές τάφρους, φαρδύ τερες από ποτάμια καί πιο
Η
ΤΑΡΓΚΑ βαθειές. Στην εξωτερική τά φρο υπάρχουν άφθονοι ιππο πόταμοι, έτοιμοι νά σπαράξουν, όποιον τολμήση νά πέση στο νερό της, γιά νά την περάση. Στην εσωτερική πάλι ύπάρ χει ένα πλήθος άπό κροκόδει λους ! Τα τερατώδη άμφίβια ζουν έκεΐ-μέσα, τρώγοντας τά ύπο λείματα άπό τούς ανθρώπους, πού καταβροχθίζει κάθε μέρα ή τρομερή φυλή! Στή μέση αυτής τής περιο χής είναι στημένος ό πέτρι νος βωμός. Έκεΐ-άπάνω ή όμορφη Μαλόα, πού τόλμησε νά σκοτώση τό ιερό λιοντάρι των Μπαταού, θά γίνη θυσία στους Μαύρους Δαίμονες! Ό δήμιος των άνθρωποψάγων, μέ τήν τρομερή χατζά ρα του είναι κιόλας έτοιμος. Κοντά του στέκει ή Λάου-Λή, μιά πολύ όμορφη μελαψή γυ ναίκα. Ό αρχηγός των άνθρωποφάγων τήν έχει αρπάξει άπό μιάν άλλη φυλή. 9Ηταν τότε πολύ μικρή. Καί, τώρα, πού μεγάλωσε, έχει γίνει ή ιέρειά τους στο βωμό των Μαύρων Δαι μόνων ! Τώρα, όλα ετοιμάζονται γιά τή μακάβρια τελετή! Οΐ άνθρωποφάγοι πανηγυ ρίζουν καί χορεύουν σάν τρελλοί! Μόνο ή Λάου-Λή κυττάζει μέ θλΐψι τή λευκή Μαλόα! 5 Από τήν πρώτη στιγμή τήν έχει συμπαθήσει. Καί τή λυ πάται γιά τό φριχτό τέλος πού τήν περιμένει. "Οταν ό Τάργκα μέ τον Α
29
τσίδα σιμώνουν τήν περιοχή των άνθρωποφάγων, οι ^ ετοι μασίες γιά τή θυσία βρίσκον ται στο τέρμα τους. — Ατσίδα, άκουσέ με.. , λέει σιγά τό Ελληνόπουλο. Μεΐνε εδώ καί προσπάθησε νά τραβήξης τήν προσοχή τους. Έγώ θά κυττάξω νά περάσω τις δυο τάφρους, άπό τήν άλ λη πλευρά! — Κύριος Τάργκα νά είσαι ήσυχο!, τον διαβεβαιώνει ό νέγρος. ΚΓ άμέσως διαλέγει τό ψη λότερο δέντρο. Κι5 άνεβαίνει οπήν κορυφή! Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο άπομακρύνεται γρήγορα. Κά νει τον κύκλο τής εξωτερικής τάφρου. Τεράστιοι ιπποπότα μοι άναδεύουν τούς όγκους τους στο νερό. Κάθε τόσο οι ράχες τους προβάλλουν άπό τήν επιφάνεια κι5 άστράφτουν στον ήλιο σάν μαύροι βρεγμέ νοι λόφοι! "Άλλοι ιπποπόταμοι πα ρακάτω άνοίγουν διάπλατα τά πελώρια στόματά τους, δείχνοντας έτσι τον άπύθμενο λάρυγκά τους! Ή Μαλόα κινδυνεύει καί ό Τάργκα δέν γνωρίζει διστα γμούς. Πιάνει τό μαχαίρι στά δόν τια του καί μπαίνει γοργά στο νερό. Κολυμπάει σάν δελφίνι. Πο λύ γοργά καί αθόρυβα. "Ομως τά παχύδερμα θη ρία δέν άργούν νά τον πάρουν εΐδησι. "Ενας πελώριος ιπποπότα μος κολυμπάει όκνά προς τό μέρος του.
Άλλα ό Τάργκα γίνεται α μέσως σίφουνας. Κλωτσάει μέ δύναμι τά νερά. Ελίσσε ται. Και τή στιγμή.πού ρ ιπ ποπόταμος του ρίχνεται μέ ορθάνοιχτα σαγόνια, .ό Τάρ γκα διαφεύγει' .στο πλευρό του. Στηρίζει τό άριστερό χέ ρι του, γατζώνοντάς το στο απάνω σαγόνι του θηρίου. Και κατεβάζει τό δεξί' μέ δύναμι. Τό ατσάλι · βυθίζεται1 ο λόκληρο στη ρίζα τού. αυτιού τού ιπποπόταμου. Αυτό είναι τό. "πιο ευαίσθητο σημείο του/ Τό πελώριο θηρίο ρογχάζει. Βουλιάζει σάν τό" μολύβι." Σέ λίγο ξαναβγαίνει στην επιφά νεια, γυρισμένο ανάσκελα. Εΐναι πια νεκ-ρό! Την ΐδια στιγμή ένας δεύ- . τερος ιπποπόταμος · φτάνε1 κοντά. Ή πάλη τού ανίκητου Ελ ληνόπουλου · μ’ αυτά τά δυσ-, κινητά θηρία εΐναι άπλή' κύ εύκολη. Μέ τις γρήγορες κι- ■ .νήσεις του καί μέ τήν ψύχραι μη ανδρεία τά. εξουδετερώνει γρήγορα! ·' * Σε λίγο φτάνει στήν όχθη. Πίσω του, άψυχοι όγκοι πού επιπλέουν στο νερό, μένουν τρεΐς νεκροί ιπποπόταμοι. Ό Τάργκα . κυττάζει μπρο^ στά του καί τά δόντια τού σφίγγονται. . Πρέπει να βιαστή1. . Πάνω στον πέτρινο βωμό οί ετοιμα σίες ·γιά τή φριχτή θυσία τε λειώνουν. . Σέ λίγο ή Μαλόα .δεν θά είναι ζωντανή. Κι* ό Τάργκα θέλει π,ολλήν ώρα γιά, νά έξουδετερώση · τούς' κροκό δειλους που γεμίζουν τή δεύ τερη τάφρο. "
.. Στέκεται λίγο συλλογισμέ νος. "Ενα αυλάκι σκάβει τό μέτωπό τόυ. . ΚΤ αμέσως έπειτα γυρίζει" . στήν πρώτη -τάφρο. . ■ Πέφτε; στο νερό. Ψαρεύει · έναν ■? έ ναν τούς νεκρούς ιπποπότα μους.- Τούς τραβάει στήν ό χθη. Κι* από κεΐ, .χρησιμο ποιώντας όλη τήν. τεράστια μυϊκή τού δύναμι, τούς μετα φέρει στήν εσωτερική τάφρο καί τούς ρίχνει στο-νερό της! Τότε άπό όλα τά σημεία ξεπετιούνται ρύγχη κροκοδεί λων ! . Τά παμφάγα .αμφίβια, ρί χνονται στά ογκώδη πτώμα τα των - ίπποποτάμων.· Κ ι’ αρ χίζουν νά·.τά κατασπαράζουν μέ βουλιμία.. Ό Τάργκα απομακρύνεται τρέχοντας. Κι3 άπό άλλο ση μείο,, πολύ,πιο μακρυνό,πέφτει στήν τάφρο. Τώρα τά' νερά έ χουν μείνει "γιά λίγο, ελεύθερα.Οί κροκόδειλοι έχουν μαζευτή. στούς νεκρούς" ιπποπότα μους, όπως οί μύγες στο μέ λι] Τό Ελληνόπουλο κολυμπά ει μέ ασύλληπτη1 δύναμι. . καί. γρηγοράδα! , Χάρις στο· έξυπνο μυαλό του περνάει ακίνδυνα τήν τά; ' φρο αυτή. \ Καθώς βγαίνει άπ3 · τό νε ρό; ρίχνει μιά. ματιά στον πέ τρινο βωμό. . Καί παγώνει! Ό δήμιος έχει σηκώσει ·τή χατζάρα τ°υ κι* ετοιμάζεται νά-τήν .κατεβάση. Πάει πιά! Ό Τάργκα δέν θά προφτάση ζωντανή τή Μαλόα! /Ομως νά, γίνεται-κάτι πα-
ράξενό! Ό δήμιος, αντί .νά. χτυπήση μέ τή χατζάρα που, αναπηδάει, .κι5 αρχίζει νά τρί βη τα... οπίσθια του, σαν νά του · έμπηξαν' : στά μαλακά καμμιά βελόνα! ' . Το .ίδιο πράγμα ξαναγίνε ται- δυό-τρεΐς φορές. Ό δήμι ος ετοιμάζεται "νά χτυπήση. κι5' αμέσως άναπηδάει τρίβο'ν-· ' τας τά.λ .οπίσθια του! ■ -Ό Τάργκα βρίσκει τον καιρό, πού του. χρειάζεται. Και προχωρεί σκυφτά. Ό αστείος νέγρος βρίσκε ται, καρφωμένος στο πιο ψη λό δέντρο. Γ' .. ’ ·. 5Από κέΐ βλέπει, τον βωμό του Μαύρου Δαίμονα. Βλέπει και· τόν. δήμιο μέ τή χατζάρα του. Στην αρχή, ,ςτκέπτεται να τού έξακοντίση ένα μικρό βέ λος.1. — 5Εγκώ, λέει,· φύσα-ψύσα κάλαμο πετάνει - πετάνει άγκριάντρωπο! · · ,. · _ .· ' "Έπειτα,· όμως, αλλάζει γνώμη.· Συλλογίζεται πώς οί άλλοι . άνθρωποφάγοι μπορεί, νά σπαράζουν τήν Μάλόα από τή λύσσα τους, αν δουν τόν δήμιο νεκρό..Γι’ αυτό βγά ζει από τή ζώνη- του Τον με-, γάλο- φακό του-Τάργκα! Τόν γυρίζει προς τόν τροπικό ή λιο. Μαζεύει όλες τις καφτές αχτίνες καί τις κάνει ένα φλέ γόμενο καί πυρωμένο καρφί, πού καίει-σάν φωτιά! Κι5 αυ τό τό εξακοντίζει στά... οπί σθια του δήμιου! ' ; Ό απαίσιος άνθρωποφάγος, τήν ώρα πού ετοιμάζεται, νά χτυπήση μέ. τή χατζάρα του, νοιώθει σά·νά του μπή
γουν μιά πυρακτωμένη λεπτή λόγχη! Μπήγει μιά τρομερή . κραυγή καί γυρίζει πίσω που/ Περίεργο !. Δέν βλέπει κανέ να! Οί' άλλοι άνθρωποφάγοι απορούν! Ό δήμιος, κάνει- έ να μορφασμό απορίας-καί ξανάγυρίζει; στή.,.' δουλειά. του • "Αμέσως ό ■ "Ατσίδας . τού ξαναστέλνει μέ ■ τόν φακό τήν καφτή άχτίδα. · Τά γυμνά οπίσθια του δή μιου ξανακαίγονται! Μπήγει πάλι τις-φωνές.' Καί καθώς δέν. βλέπει' κανέναν ήλιο, .νο μίζει πώς κάποιος απ’* τούς δικούς του τού σκαρώνει τού το τό άσκημο παιγνίδι. Γυρίζει αγριεμένος καί προ φέρει μερικές βαρειές βρισιές. Οί άλλοι άνθρωποφάγοι, • κάτω άπ" τόν βωμό, σηκώ νονται μέ θυμό! ■.Για μιά στιγμή υπάρχει φόβος νά πιαστούν μεταξύ τους! ’ Τότε ακριβώς ό Τάργκα πη δάει στον βωμό " σάν ■ πάνθηραςί .· , . . Τό μαχαίρι του κατεβαίνει , γοργά. Χτυπάει τόν .δήμιο μέ τόση λύσσα, ·' ώστε ή αίχμή * βγαίνει άπό τήν άλλη πλευρά τού λαιμού ταυ! · Ό άπαίσιος ' ·άνθρωποφάγός σωριάζεται χάμω μέ- βα ρύ γδούπο! .. .· ' - ' · . Μιά οχλοβοή, σηκώνεται ά πό τό μέρος των άλλων άνθροο ποφάγων.· , ’ . Εκατοντάδες . άκόντια- ση κώνονται έτοιμα νά καρφώ σουν τόν Τάργκα! Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο άγκαλιάζει. μέ τ’ άριστερό. τή Μαλόσ, γιά νά τήν προ-
32
ΤΑΡΓΚΑ
η
μέ δύναμι τον πέτρινο βωμό! στατεύση. Κυττάζει γύρω του Τά δυο αγκαλιασμένα κορ αλαφιασμένος. 5Από στιγμή μιά σκίζουν σπαθωτά τον αέ στιγμή σέ στιγμή τ’ άμετρη ρα. Περνάν μέ ορμή πάνω τά ακόντια θά τον καρψώαπ’ τά κεφάλια των όρυομέσουν! νων άνθρωποφάγων κι’ έπει Και σ’ αυτή τήν κρίσιμη τα πετιουνται ψηλά, ^ στην ώρα ό Ατσίδας κάνει τό θαύ κορφή του δέντρου πού βρί μα του! σκεται ό Ατσίδας. Ή άκρη ενός πελώριου χορ Άπό κεΐ υπάρχει άλλο χορ τόσκοινου εξακοντίζεται από τόσκοινο. Κρατώντας πάντα τό πανύψηλο δέντρο, πού φι τή Μαλόα, ό Τάργκα εξακον λοξενεί τον κωμικό νέγρο! τίζεται γιά δεύτερη φορά στο Σκίζει ορμητικά τον αέρα κενό. και φτάνει ώς τό Ελληνόπου Τώρα, όμως, εΐναι κρεμα λο. σμένος άπό τά πόδια του καί Καί ό Τάργκα δεν χάνει ό κωμικός νέγρος, πού ψιθυ τήν ευκαιρία. Σφίγγει πιο δυ ρίζει: νατά μέ τό αριστερό τη Μα-— Έγκώ... ταξιδεύει τζά λόα. 4Αρπάζει μέ τό δεξί την μπα! Έγκώ ταξιδεύει, αλλά άκρη του χορτόσκοινου. Καί ντέν κουράτζει εμένα! τά πέλματά του σπρώχνουν ΤΕΛΟΣ
ν 'ν' ν^ν^ ^ -ν^-^^'“^·^' ΫΦ&φζρ&φφ^
ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΙ! Έττΐ τέλους, ή έττιθυμίσ χιλιάδων παιδιών τής Έλδος πραγματοποιείται! Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί, σε μιά υπέροχη έκδοσι, ό
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ
ΥΠΕΡΑΝΘΡωΠΟΣ Τό 2 τεύχος του «Εικονογραφημένου Υπεράνθρω που» θά είναι ένα χάρια εικόνων και δράσεως! 36 σελίδες! 130 εικό'ες σχεδιασμένες από τον καλλιτέχνη Βύρωνα "Αϊττόσογλου! Τετράχρωμα δι πλά καλλιτεχνικά εξώφυλλα! Συναρπαστικές περιπέτειες, πού αποδίδονται ΚΙ ΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ δλο με εικόνες! Διαβάζοντας τό 2 τεύχος του «Είκονογραφημέν ο υ Ύπεοανθρώπου», πού έχει τον τίτλο
Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ θά έχετε την έντύπωσι δτι παρακολουθείτε ένα ολό κληρο περιπετειώδες κινηματογραφικό έργο! Θά κυκλοφορήση σ" δλα τά περίπτερα την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 10 Όκτωβρίου Ή τιμή του θά είναι μόνο 2.000 ΔΡΑΧΜΕΣ! Υ. Σ.: Αόγω τεχνικών δυσκολιών, τό 2 τεύχος τού «Είκον. Υπεράνθρωπου» θά κυκλοφορήση στις επαρχίες και στο Εξωτερικό στις 22 "Οκτωβρίου.
!
ΒI >
ΤΑ Ρ Γ Κ Α ιι
5ΑριΟ: 14 —- ΔΡΧ. 2.000 * .
'Εβδομαδιςχΐα Βιβλία 'Ηρω'ι'κών Περιπετειών.
Τά ττροηγούμενα· τεύχη ττωλούνται- στά
Γ ραφεία·: Λέκκα 23 ’Αριθ. Τηλεφ. 36.373
θε μέρα 9—Ηά και 5—7, έκτος τού.
γραφεία .μας/ ττού είναι
ανοικτά κά
<
άττογεύματος τής Τετάρτης.
Διευθύνσεις.: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. ' Αρχισυντάκτης:. Στέλιο^ Άνεμοδουράς, Λ.' Θησέως 323. Προϊ στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεώργαλάς · Μεγίστης 19.
Τό επόμενο
τεύχος του «Ύπερανθρώπόυ»
*
77 >
>>
πού· κυκλοφορεί την-ερχόμενη Τρίτη, με τον- τίτλο:.
ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΟΥ ΧΑΛΑ ιιΐιιι III» ■ ——■ ———^—
θά . σάς προσφέρη νέες εκπλήξεις, νέες ' συγκινή σεις, νέους ένθουσιαο-μούς! Οί Υπεράνθρωποι, άπο- · ■ φασισμένόι νά τελειώσουν* μια γιά πάντα μέ τούς Εχθρούς του Κόσμου, κυνηγούν τη Ρεγκίνα'και τούς ; Δέκα άπό χώρα σέ χώρα .κι* από άστρο σε άστρο, διεξάγοντας τρομακτικές μάχες!*
Στο επόμενο-τεύχος τού γ<Τάργκα» τό
15 >
♦
■
πού κυκλοφορεί την ερχόμενη "εβδομάδα μέ τον τίτλο'·
ΟΙ ΠΙΘΗΚΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΎ ΜΠΟΥΑΝΑ
>
ή ζούγκλα αναπνέει, μέ άνακούφισι έπειτα άπό . την έξόντωσι · τού- τρομερού κτηναθρώπου Ζανούρ, τού. ά-' πάνθρωπου τέρατος μέ την. εγκληματική ψυχή, πού έχει τρομοκρατήσει άνθρώπους κι5 αγρίμια και είχε / σκορπίσει τό θάνατο!
το πρβγο ππανητοπλοιο βηο γη γη, που θβώτβ ΓΗΣΓΟΝ βΡΗ, θβ βΡΗ ΜΕΓΡΟΕΐ ΠΟΠΕΙΖ ΝΕΤΗ ΣΕ ΡΠΕΡΗ/ΥΓΕΓ ΕΡΗΜΟΥΣ,ΠΟΥΖΥΝύΕΟΝΓΗ/ΠΕΤΑ- Υ ΤΟΥΣ ΜΕ 7~9 ΜΥΣΓΗΡ/ΕΟ Η ΗΠΗΡη/ρ. ΠΟΥ βΟεαΟΚ Πβ/Υ£ ΧΤΟΗ ΘΡΗ. 4λ
ι Ο ΠΡΏΤΟΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ βηο ΤΗ ΓΗ &θ ΡΝβΚβΠΥΨΗ οτ/ 01 ΗβΤΟίΗΟί ΤΟΥ βΡΕΈΖ £/ΝΑΐ\ ΕΝΗΣ ΕΥΓΕΝ/ΚΟΣΚΗ/ Ε/ΡΡ γ/ΗΟΖ ΠβΟΖ.ΤΡΞΙοευουν με ρουκεττακατουχ. κήπε βηηο-
κοτβ βηΟΓΑ !
*>/
\Δ£ζΙΑ:εμ#ς
I κβτο/ΗΟχ τον ιεέζοπεζ
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟΝ ΗΡΗ ΕίΝβ/ΠΟΠν ρ<0 ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗ ΑίΚΗ ΜΕΣ, Γ/βΤ/ ΟΠΟΠΙΤ/ΓΜΟΧ ΕΚΕΙ ΕΗΫβΙ χίΠίβύΕΖ ΥΡΟΝ'β βΡλΗ/ΟΓΕΡΟΣ βΠΟ ΤΟ ύ!ΚΟ ΜθΖ ·
7Ν0βΗΓΡ^είΟΗήΟΗΓΗ .ΧΣΟΥΡΓΣΟΥ
Η. ΠΗ/ήΛ/ΗΟ ΑΚΟΝΤΙΟ οηηΟΠΑ Τ%ΗΓΡ!Η ΘΗΡΙβ Τ0ΥΡΡΕ91 θ. - ΜΕΓΡηβΡΥΓ/Η, εΥβ/ΣΟΗΤβίΤΑ ΤΗΠΕΠΟΘΗΠΜ ΚΥΜΗΓβ. Γ-ΥΠΕΡΕ ΥΛίΣΘΗ ΤΗ ΜΥΤΗ &.-ΊΕΪΖΕΡΗ ΠΠΡΗΤΣθε. - μθκρηι, ηεητπ, ανΝΑΓβ ΣΚΕΠΗ, ΠΟΥ 0ΝΟ-
ητγλΘΗΚΠΝ βηο τη ΜΙΚΡΗ ΟΘΡΥΓΗ ΤΗ ΤΟΥ 0ΡΕ21 2..πηβτειρ μεγρηπ ηοαιβ, ηΗ νο μη βΟΥΠ/ΗΖΟΥ/ν ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΤΟΝ ΕΡΚΜ2Ν. ΣΤΟ ΕΠΟΠ£IVΟ: Ο ΠήΡΝΗΓΜΣ ΡφΡΟύΙΤΗ
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ΗΡ9ΪΚΕΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣι
' ; . ►
ΜΙΑ ΣΑΤΑΝΙΚΗ ΣΥΜιΠΤΩΣ I ΣΤΕΛΝΕΙ ΤΟΝ ΤΑΡΓΚΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΑΟΑ ΣΤΑ ΔΙΧΤΥΑ ΤΟΥ ΖΑΝΟΥΡ. ΕΝΑΣ ΦΡΙΧΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΟΥΣ. ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Ο ΑΤΣΙΔΑΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ...
' < ;
ΚΕΦ. 1. "Οττον ό Ατσίδας άνακαλύτττ ε ι καινούργιο τ ρόττο να κυνηγάη ζαρ κάδια. γωρίς νά... κου ράζεται !
«· υσπειρωμένη μέσα στη λόχμη τής ακροποταμι άς, μιά πελώρια τίγρις τα λαντεύεται, έτοιμη να εφόρ μηση. Τά μοχθηρά μάτια της φωσφορίζουν, καθώς είναι κσρ φωμένα σ5 έναν τεράστιο βουβοίλο, πού προχωρεί αργά αργά προς τό νερό, γιά νά ποτιστή. "Έχει ξημερώσει α πό πολλήν ώρα κι1 ό ήλιος βρίσκεται ψηλά, στον κατα γάλανο ουρανό. Ό άγριοβούβαλος διαισθά νεται πώς έρχεται πολύ αργά νά πιή νερό καί πώς κάποιος φοβερός κίνδυνος μπορεί νά καραδοκή εκεί γύρω. Γι’ αυτό τό ογκώδες και έξαιρενικά δυνατό κορμί του κινείται αρ γά. Τό βλέμμα του κυκττάζει παντού καχύποπτα. Και τό μεγάλο κεφάλι του είναι χα μηλωμένο έτσι, πού νά προ βάλλουν σάν δυο μακρυά χα λύβδινα καί γυριστά σπαθιά, τά πελώρια κέρατά του. "Ετοιμος νά λογχίση μ5 αυ τά τον κάθε απροσδόκητο εχ θρό, ό άγριοβούβαλος πλησ;ά ζει σιγά - σιγά στην ακροπο ταμιά. Σκύβει κι* αρχίζει νά πίνη νερό.
Σ
4
ΤΑΡΓΚΑ
Ή μεγάλη τίγρις πού τον παραμονεύει, μέσα από τή λόχμη, συσπειρώνεται ακόμα περισσότερο κι5 αμέσως έψορμά! • Τό ραβδωτό · υποκίτρινο κορμί της πετιέται στον αέ ρα σαν καλοδουλεμένο λάστι χο, διαγράψει μέ ταχύτητα α στραπής μιά τοξωτή τροχιά και πέφτει. άπάνω' στη ράχη τού άγριαβούβαλου. Τά νύχια της καρφώνονται αμέσως, σάν είκοσι ατσάλι να μαχαίρια μέσα στις σάρ κες τού μεγάλου , ζώου καί, ταυτόχρονα, τά δόντια της μπήγονται βαθειά στο σβέρ κο του! Ό άγριοβούβαλος αφήνει ένα βαθύ μουγκρητό πόνου* καί οργής. * Συγκεντρώνει την τεράστια δύναμί του καί κάνει μερικά άλματα, μ5 όλο τό βάρος τής. τίγρης, πού βρίσκεται πάνο:> στη ράχη του. Προσπαθεί, νά την ρίξη κάτω, αλλά δεν τά καταφέρνει. Τό σαρκοφάγο 9η ρίο μένει γαντζωμένο στή θέσι του. Μπήγει τά δόντια του πιο βαθειά κι* αμέσως άκούγετο:ι ένας ξερός κρότος. Ό άγριοβούβαλος τρεκλίζει σάν μεθυσμένος. Κάνει μερικά βή ματα, βογγάει πάλι βαθειά καί πέφτει, μέ τούς σπονδύ λους τού τραχήλου του τσα κισμένους! Τότε ή τίγρις ξεγαντζώνε τ α ι. Σηκώνει τό μπροστινό της πόδι. Τά κο φτερά νύχια της έχουν βγή α πό.'τίς βελουδένιες θήκες τους καί, μ5 ένα δυνατό χτύπημα, σκίζουν από πάνω μέχρι κά τω την κοιλιά τού άγριοβού-
βαλου. Τά έντόσθιά του χύ νονται έξω. Τό σ’καρκοφάγο θηρίο σκύβει κι5 αρχίζει νά τά καταβφοχθίζη λαίμαργα. Την ίδια στιγμή τά.κλαδιά ενός κοντινού δέντρου σαλεύ ουν. "Ενας ^μαύρος. πλαδαρός όγκος κινείται άνάμεσά τους, παίρνοντας πιο αναπαυτική θέσι. Είναι ό κωμικός νέγρος, ό Άΐσίδας, * ό άφωσιωμένος φίλος τού Τάργκα, πού κάνει άδιάκοπες γκάφες, γιά νά βγούν στο τέλος σε καλό. Τήν ξαπλάρει στά κλαδιά καί μουρμουρίζει: — Έσύ τίγκρος σκοτώνεισκοτώνει άγκριος βούβαλος, έγκώ τρώει - τρώει άγκριος βούβαλος! Έσύ φύγει-φύγει γρήγορος! . Βγάζει άπο τη ζώνη του τον μεγάλο φακό τού Τάρ γκα, τον φέρνει κάτω άπ5 τις αχτίνες τού τροπικού ήλιου, τις συγκεντρώνει σ’ ένα πυ ρωμένο φωτεινό καρφί καί τό στέλνει νά τρυπήση τή ράχη τού θηρίου, πού καταβροχθί ζει λαίμαργα τά σπλάχνα τής λείας του! ' Τήν πρώτη στιγμή ή. μεγά λη τίγρις δεν · καταλαβαίνει τίποτα. Αμέσως, όμως, μιά στήλη· καπνού σηκώνεται από τή ράχητης! Τό στιλπνό τρίχωμά της α νάβει κάτω άπό τήν πύρινη άκτΐνα τού φακού κι* αρχίζει σιγά - σιγά νά... καίγεται! Ή τίγρις αφήνει ένα βρυ χηθμό καί πηδάει· πιο πέρα. Τά μάτια της παίρνουν τό κόκκινο χρώμα τής . φωτιάς
ΤΑΡΓΚΑ ΑΜ·ί—>■*■**■■
» ■ ·»^·.ν.τ,7«ν^.„■:: —
και ψάχνουν νά βρουν τον εχ θρό, πού την απειλεί. Γύρο), όμως, δεν φαίνεται ψυχή ζώ~ σα,Καί ή ράχη της έξακολου θητικά σιγοκαίγεται. Ταυτό χρονα^ ή αχτίδα άπό τον φα,κό του Ατσίδα, τής ανάβει δεύτερη φωτιά στο κεφάλι. ΚΓ άμέσως’ έπειτα τρίτη φω τιά στά πλευρά! Τώρα τό τεράστιο αιλου ροειδές κάνει σάν τρελλό! ΒρυχάταΓ μέ λύσσα · και κυ λιέται στο χώμα μέ τη ράχη, γιά νά έξουδετερώση τόν πό νο ^ πού του προκαλεΐ ή φω · •τιά. Ψύχραιμος ό Ατσίδας καί αόρατος μέσα στά φύλ λα των δέντρων, κατευθύνει τή φλογισμένη άκτΐνα του στην... κοιλιά τής · άναποδογυρισμένης τίγρης!· Καινούργια στή λη καπνού σηκώνεται άπό κεΐ. Καί, καθώς τό δέρμα τής κοιλιάς της είναι πιο μαλακό καί πιο ευαίσθητο, ή τίγρις νοιώθει τόν πόνο τής φωτιάς πιο αφόρητο! Πετιέται. ορθή καί,. ουρλιάζοντας απαίσια, τρ βάζει- στά πόδια. Τρέχει σάν αστραπή. Καί, σέ λίγο, χάνεται στά βάθη τής ζούγ κλας ! · . Κατενθουσιασμένος ό "Ατσί δας συγχαίρει · τόν... έαυτό του γιά τήν έπιτυχία. Γΐ — Έγκώ μπράβο... εμέ- < να!, λέει γελαστά. Έγκώ εί- :! ναι. έξυπνο, έγκώ είναι * .ψω- | στήρα! Έγκώ βρίσκει κρέας πολύ, έγκώ τρώει κρέας πολύ, : έγκώ δκι κουράτζει έμένα σκο τώνει - σκοτώνει άγκριος βού- | βαλος καί τζαρκάντις. Τίγ- ·ι κρος σκοτώνει, έγκώ παίρνει; 1 έγκώ τρώει - τρώει!
3 ^■— —■*■**■■»■* >*··γ··:π»τλ.κγι— ηιι
— 1
Πηδάει κάτω άπό τό δέν τρο, πιάνει τόν άγριοβούβα λο άπό τά πισινά του πόδια κι3 άγωνίζεται νά τόν τραβήξη. Φυσικά .δεν τά καταφέρω νει, γιατί τό ζώο είναι πελώ ριο καί πολύ βαρύ, Αγωνί ζεται,, φουσκώνε.ι, ξεφουσκώ νει κι3 άπό τό μέτωπό του κυ λάνε χοντροί κόμποι ιδρώτα. Στο τέλος... θυμώνει. Ση κώνεται όρθιος καί φωνάζει ά-* πειλητικά:^— 3Εσύ βούβαλο... πεισμα τάρης είναι! Έσύ όκι θελει έρτει ματζί μου, πάει-πάει ε σένα ντικός μου σπηλιά!. Έ γκώ έσένα, νά! Τραβάει πίσω τήν ποδάρα του καί του δίνει μιά φοβερή κλωτσιά. . — 3Εσύ έρτει ματζί τέλει ντέν τέλει, παλιόσκυλο 1,' τσό ξαναλέει. Ό Τάργκα, τό^ άτρόμητο 1 Ελληνόπουλο, πού βρίσκεται στις κοντινές λόχμες, κυνη γώντας μικρά έλάφια, άκούει τίς άγριες φωνές τού "Ατσί δα καί πιστεύεζ πώς τού συ νέβη κάτι κακό. "Αφήνει, λοι πόν, τό κυνήγι του καί του φωνάζει: , . — Τι τρέχει,. "Ατσίδα; Μέ ποιόν τάβαλες πάλι καί:..γκα ρίζείς έτσι; — Βούβαλο όκι τέλει έρτει ματζί μου!,' διαμαρτύρεται ό "Ατσίδας. Περίεργος ό Τάργκα βγαί νει άπό τίς λόχμες καί προ χωρεί. ^ λ Καθώς βλέπει άπό μακρϋά τόν σκοτωμένο άγρ ιοβούβα λο γεμίζει άπορία. "Ενα ά γριο βουβάλι είναι, γιά τόν
άνθρωπο, πολύ δύσκολος αντί παλος, γι" αυτό είναι περίερ γος, πώς ό αστείος νέγρος μπόρεσε νά τό σκοτώστγ — 3 Εσύ τον σκότωσες τον άγριοβούβαλο; τού φωνάζει. Μπράβο σου! Ό Ατσίδας κορδώνεται. Πετάει έξω τή χοντρή κοιλιά του, Τραβάει τον χαλκά τής μύτης του καί τον γλείφει μέ υπερηφάνεια. — Έγκώ, λέει, δκι καταδέκεται βάζει έμένα σκότωνεισκοτώνει άγκριος βούβαλο! Έγκώ βάζει ντικός μου... υπηρέτος, σκοτώνει βούβαλο, έγκώ παίρνει - παίρνει βού-
Τον τρυπάει πέρα-πέρα καί υπά γεται στο ξύλο τοϋ δέντρου, πού βρίσκεται από πίσ&δ.
βαλο, τρώει - τρώει βούβαλο! Στο μεταξύ ό Τάργκα έ χει φτάσει κοντά. 3Από την πρώτη ματιά πού ρίχνει, κα~ ταλαβαίνει πώς τό βουβάλι αυτό εΐνε σκοτωμένο από τά χτυπήματα των κοφτερών νυχιών κάποιου μεγάλου αιλου ροειδούς. λ — Πού είναι η τίγρις πού τό σκότωσε; Γιατί δεν τό έ φαγε; τον ρωτάει. — Ντικό μου φακό κάψεικάψει τίγκρος, απαντάει πο ζάτα ό "Ατσίδας, τίγκρος φύγει-φύγει τρεχάτος! Ό Τάργκα τον άκούει και γελάει. "Έπειτα τού λέει: — "Άντε, λοιπόν, δεν χρειά ζεται νά κυνηγήσουμε άλλο. Οι σάρκες τού βούβαλου θά μάς φτάσουν γιά αρκετές μέ ρες. ’Άς τον πάμε στή σπη λιά. Χωρίς νά χάση καιρό κόβε^ι μερικά μεγάλα κλαδιά από τά δέντρα. Τά δένει μεταξύ τους στερεά, μέ^ βούρλα τής ακροποταμιάς. "Έτσι φτιάνει μιά πρόχειρη,^ αλλά στερεά κρεββατίνα. Τή δένει από τή μιά άκρη μέ βυό χορτόσκοινα. "Έπειτα πλησιάζει τον σκοτωμένο βούβαλο, τον αρ πάζει μέ τά δυνατά του μπρά τσα καί τον αναποδογυρίζει απάνω σ3 -αυτή τήν κρεββα τίνα. Δίνει στον "Ατσίδα τήν άκρη τού ενός χορτόσκοινου. Κρατάει αυτός τήν άλλη. Κι" έπειτα τού λέει: — "Εμπρός, "Ατσίδα! Τρά βα μέ δλη σου τή δύναμι! Τά... καταφέρνεις; Ό κωμικός νέγρος προσ-
"Ανοίγει τά πόδια του καί κάθεται μαλακά - μαλακά στη οάγη του οι νόκερον.
βάλλεται. Δείχνει τά μπρά τσα του κι5 απαντάει: — Έγκώ είναι πολύ ντυνατό, κύριος Τάργκα! Έγκώ σκοτώνει - σκοτώνει... νεκρό κοροκόντειλο! Σέρνοντας κι’ οι δυο μαζί τά χορτόσκοινα, προχωρούν στο μάκρος τής ακροποτα μιάς, κουβαλώντας τον άγριοβούβαλο στη φωλιά τους.
της αντηχούν γύρω απαίσια. Ή φωτιά πού τής άναψε ό Ατσίδας σιγοκαίει τό τρίχω μά της. Κάπου - κάπου υ πάρχουν απάνω της κολλημέ να κομμάτια από τά ρετσί νια των δέντρων κι5 όταν ή φωτιά πλησιάση σ αυτό, τό τε ξεπετιουνται μικρές κιτρι νωπές φλογίτσες, πού τσιτσι ρίζουν ! Κατατρομαγμένο τό θηοίο ΚΕΦ. 2. "Οπου η φωτιά του Α κοντοστέκεται. Σ5 ένα σημείο τσίδα μεταδίδεται στη ζούγκλα καί η Μαλόα τής ράχης του έτυχε νά είναι κάνει απροσδόκητε^ καί κολλημένα χοντρά κομμάτια δυσάρεστες γνωρι μάες! ρετσινιού κι5 οι' φωσφορικές ανιασμένη ή πελώρια τίφλογίτσες^ γίνονται πιο μεγά γρις σκίζει σάν αστρα λες. Οι πόνοι τής τίγρης πολπή την πυκνοψυτεμένη ζούγ λαπλασιόζονται καί, απελπι κλα. Τά πονεμένα ουρλιαχτά σμένη, πέφτει μέσα σέ μια
Μ
6
ΐΑ*ηα ·
— —^—■—————■
— ■ ——————
λόχμη από ξερά χόρτα, για πώς έγινε .μιά τόσο μεγάλη νά κυλιστή καί νά γλυτώση . πυρκαγιά. Αυτές οι φλόγες πού ξα από τό μαρτύριο." πλώνονται, δεν μπόρεΐ' παρά Αλλά, τότε, ή φωτιά νά φέρουν καταστροφή. γενικεύεται! Τά φλέγόμενα Καί πραγματικά. ρετσίνια ξεκολλάνε" από το Τρέχοντας από δέντρο σέ τομάρι της τίγρης καί κολλά δέντρο, ή φωτιά ξεπερνάει ,.ε νε απάνω στά ξερά κλαδιά, ρικούς κατάφυτους λόφους κό μεταδίνοντάς .τους τή φλόγα έπειτα ξεχύνεται, σάν πύρι τους! νος καταρράχτης, προς τή Σέ λίγο ξεπετιούνται τρι γύρω οι πρώτες πύρινες γλώσ. βαθειά , καί μυστηριώδη κοι λάδα του Μπουάνα! σες. Ή φωτιά μέοα στην πυ Ποδάρι ανθρώπου δέν έχει κνή ζούγκλα πολύ σπάνια πατήσει ως τώρα, σέ τούτη παρουσιάζεται. "Οταν όμως τήν κοιλάδα! παρουσιαστή, θεριεύει καί "Οσοι ιθαγενείς παραπλα ξαπλώνεται μέ ασύλληπτη τα νήθηκαν στη ζούγκλα καί ξέχύτητα. Υπάρχουν εκεί άπει πεσαν προς τά έκεΐ, δέν ξαρα δέντρα, με τούς κορμούς νάδωσαν ποτέ πιά σημεία τους γεμάτους ρετο'ίνι, πού τά ζωής! ; κάνει ν’ αρπάζουν καί νά φλοΓι’ αυτό όλες οί φυλές α γίζωνται αμέσως, σάν γιγα\ποφεύγουν τήν κοιλάδα του τιες λαμπάδες! Μπουάνα! •Λίγην ώρα πιο αργά τερά Τήν πιστεύουν γιά στοιστια καί πυκνά σύννεφα ση χειωμένη! Κάί οί γέροι ιθα κώνονται ψηλά καί σκοτίζουν γενείς διηγούνται στά παιδιά τον μεσημεριάτικο τροπικό ή τους,.ότι σ' αυτή τή σκοτεινή λιο! καί πυκνοψυτεμμένη κοιλάδα, Μιά θάλασσα από φλόγες απ’ τήν όποια άκούγεται μέ σκεπάζει ολόκληρη την περα καί νύχτα τό αδιάκοπο ριοχή. ^ * μουγκρητό τών καταρραχτών Τά γιγάντια δέντρα τριζοκαί τά αλλόκοτα γρυλλίσμαβολουν καί πέφτουν σάν γί τα παραξένων ’Όντων---- σ' γαντες χτυπημένοι από κε αυτή τήν καταραμένη κοιλά ραυνό ! Τέτοιος χαλασμός δεν δα κατοικεί ό Μαύρος Διάβο ξανάγινε , στη ζούγκλα! λος τής Ζούγκλας, μέ στρα Ή Μαλόα, ή ξανθή συντρότιές ολόκληρες Δαιμόνων! "Έ ψισσα του Τάργκα, πού έχει τσι, κάθε παιδί μεγαλώνει μέ άπομακρυνθή απ’ τή σπηλιά τον τρόμο στήν ψυχή του, γι’ της, μαζεύοντας διαλεχτούς αυτή τήν κοιλάδα! καί νόστιμους καρπούς, για Καί νά, τώρα, πού οί φλό νά συμπλήρωσή τό . μεσημε γες χυμούν ακράτητες προς ριανό τους γεύμα, στέκεται τό μέρος της! κατάπληκτη. Αμέσως τά αλλόκοτα γρυλ Δεν μπορεΐ νά μαντέψη λίσματα πολλαπλασιάζονται..
ΤΑΡΓΚΑ
Άκούγονται βήματα καί λα χανιασμένα τρεχαλητά. Κι5 άνάμεσα από τά κάθετα βρά χια πού κυκλώνουν τή φοβερή κοιλάδα του Μπουάνα, ξεπρο βάλλουν οί τρομεροί κάτοικοι της! · Δεν εΐναι ζώα, άλλά δεν εΐναι καί άνθρωποι! Τά πρό σωπά τους έχουν την δψι ε νός αποτρόπαιου καί υπερβο λικά άσκημου γορίλλα, άλλά έχουν τό σώμα τους άτριχο, Ν οάν σώμα άνθρώπουί Μόνον τά τεράστια χέρια τους, από τον αγκώνα καί κάτω, σκεπά ζονται άπό πυκνό καί άγριο τρίχωμα, πού τά κάνει νά μοιάζουν σάν κλάδοι άγκαθιών! Πίσω, ή σπονδυλική τους στήλη καταλήγει σε μιά ισχυρή ουρά, πού μαστιγώνει κάθε τόσο τον αέρα, μέ σπα σμωδικές κινήσεις! Οί τρομεροί αυτοί πιθηκάν θρωποι, οί προαιώνιοι κάτοι κοι τής κοιλάδας των Μπουάνα, πού κατακερματίζουν ό ποιον τολμήση νά είσχωρήση στο μυστηριώδες άντρο τους., αναγκάζονται άπό τις φλόγες γιά πρώτη φορά νά βγουν ε~. ξω, στήν ελεύθερη ζούγκλα! Προχωρούν στο φώς τής η μέρας αγριωποί, αλαφιασμέ νοι, κρατώντας στά χέρια τους περίεργα όπλα, — μακρυά ακόντια καί παράξενα μαχαίρια, πού μοιάζουν μέ δι πλή αιχμή σιδερένιου βέλους. Πυκνό τρίχωμα τούς σκε πάζει τά μάτια καί τούς· κά νει νά φαίνωνται άπό μακρυά, σάν γιγαντιαΐοι τυφλοπόντι κες, πού σηκώθηκαν στά δυό
9
τους πόδια! Βαδίζουν ό ένας πίσω άπό 'τόν άλλον, στη γραμμή, σάν .στρατιώτες. 4Υ περπηδούν τούς βράχόυς και,· ξαφνικά, εκείνοι πού πάνε μπροστά άφήνόυν μερικούς ανατριχιαστικούς γρυλλισμόύς, ’Έχουν δή απέναντι τους τή Μαλόα, τό ξανθό κορίτσι τής ζούγκλας! Ή θέα της τούς εξαγριώ νει άκόμα πιο πολύ. Πιστεύ ουν, ίσως, πώς αυτό τό πε ρίεργό κί’ ολόλευκο κορίτσι έρριξε τή θάλασσα τής φωΤίάς μέσα στήν κοιλάδα τους! "Ενας πιθηκάνθροοπος τρέ χει προς τό μέρος της. Στη ρίζει τή ράχη του σ’ ένα δέν τρο καί σηκώνει ψηλά τό χέ ρι του, έτοιμος νά τής ττετάξη τό παράξενο μαχαίρι του, πού μοιάζει μέ διπλό βέλος. Άλλά ή ατρόμητη συντρόψισσα .του Τάργκα είναι πιο γρήγορη! Μαντεύει τούς σκοπούς του καί· τραβάει γρήγορα τό μαχαίρΐ' της.^ Τό πετάει μέ πολλή δύναμι καί μέ μοναδική ευστοχία. Τό καλοακονισμένο ατσάλι σκίζει τον άέρα. Καθώς α στράφτει απ’ τό φώς τού ή λιου κι’ από τίς ανταύγειες τών φλογών, χαράζει στήν α τμόσφαιρα μιά συνεχή φωτει νή γραμμή, πού μοιάζει μέ α στραπή ! Ή αιχμή του καρφώνεται στον καρπό τού υψωμένου χε ριού τού πιθηκανθρώπου. Τον τρυπάει πέοα-πέρα καί μπή γεται στο ξύλο τού δέντρου, πού βρίσκεται άπό πίσω ! Ό πιθηκάνθρωπος ρίχνει ένα
10
ΤΑΡΓΚΑ
σπαραχτικό ουρλιαχτό καί μέ νει εκεί, μέ τό χέρι του κα9τ}λοομένο ψηλά και βουτηγμέ νο στο αΐμα! Ή στρατιά τών άλλων πι θηκανθρώπων ξεσπάει σε φο βερούς λαρυγγισμούς. Και χύνονται όλοι μαζί ε ναντίον τής Μαλόα, κραδαίνοντας ένα ολόκληρο δάσος α πό μακρυά ακόντια. Οί φωνές τους δημιουργούν πανδαιμό νιο ! Τό ξανθό κορίτσι, άοπλο πίά καί μόνο, μπροστά σ5 αυ τούς τούς τερατώδεις κι* α προσδόκητους εχθρούς, αρχί ζει νά τρέχη τρομαγμένο. Άλλα οί πιθηκάνθρωποι
τού Μπουάνα έχουν απίστευ τη ταχύτητα! Ή άπόστασι πού τούς χω ρίζει απ’ τη Μαλόα, λιγο στεύει ολοένα. Τότε ή συντρόψισσα του Τάργκα κοντοστέκεται, επι στρατεύει όλη τη δύναμι τών πνευμονιών της καί βγάζει μια τρομερή κραυγή: —·Τάργκααα ! Τάααργκα! Βοήθεια, I άργκααα! Ή ηχώ τής ζούγκλας ξυ πνάει καί ξαναλέει μέ τον αν τίλαλό της: •— Τάαααργκα !... Τάργκααα... Βοήθεια, Τάργκαα... ΚΕΦ. 3. "Οίτου ό Τάργκα μττλέτ χει μέ καινούργιους, έγθρο ύ ς κα ί... ξ αναν οίγει τταληά τεφτέρια!
ό ατρόμητο Ελληνόπου λο καρφώνεται μονομιάς στη θέσι του! ^ Πετάει την άκρη τού χορτόσκοινου, πού κρατάει στά χέρια του. Καί στήνει αυτί. Μέσα στην μακρυνή αντάρα καί τη βοή πού προκαλούν τα στριγγλίσματα τών πιθηκαν θρώπων, αντηχεί ή γνώριμη κύ αγαπημένη φοονή τής Μα λόα, πού ζητάει τή βοήθειά του! Ό Τάργκα δέν χάνει ούτε στιγμή. Χουφτιάζει τή λαβή τού μαχαιριού του. Τό τρα βάει άπ5 τή θήκη του κι5 αρ χίζει νά τρέχη σαν άνεμος. Τό άλλο δευτερόλεπτο έχει χαθή από τά μάτια τού κατά πληκτου Ατσίδα. Τρέχοντας ξανακούει τή φωνή τής αγα πημένη του Μαλόα, πού τού φωνάζει καί πάλι, μέ πιο με
Τ
Τόγ σηκώνει άττ’ την ουρά τον γυρίζει στον αέρα καί τον ττετάει νά κοιμηθή σέ μια μακρυνη Αόγμη.
ΤΑΡΓΚΑ
γάλη απελπισία. Αυτό του δίνει φτερά στά πόδια. Εκμη δενίζει την άπόστασι με γρη γοράδα αστραπής. Κάθε τό σο πυκνοί θάμνοι καί πλατύ φυλλα φυτά του φράζουν τον δρόμο, αλλά τό Ελληνόπου λο τά υπερπηδάει μέ εύλυγισία αγριόγατου. -αφνικά, τή στιγμή ακρι βώς πού πετάει πάνω από έ να τέτοιο πλατύφυλλο φυτό καί προσγειώνεται μαλακά στην άλλη πλευρά του, ακού ει μιά σπαραχτική κραυγή κάτω απ’ τά πόδια του! Σκύ βει καί μένει κατάπληκτος. Χωρίς νά τό θέλη έχει πέσει απάνω σ’ έναν πιθηκάνθρωπο, πού παραμόνευε χωμένος στο φυτό! Ό Τάργκα κυττάζει μέ αη δία από τό άποκρουστικό ον. Αλλά ό πιθηκάνθρωπος έ χει λυσσάξει από οργή. Μοοφάζει απαίσια, σηκώνει τό τε ράστιο ακόντιό του, μέ τήν πλατειά μπρούτζινη αιχμή καί χύνεται νά διαπεράση μ5 αυτό τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας! Τό Ελληνόπουλο γιά πρώ τη φορά βλέπει μπροστά του ένα τέτοιο τέρας! Ωστόσο δέν χάνει τον και ρό του. Σκύβει γοργά, παίρ νει από κάτω ένα μεγάλο ξερό κλαδί καί χτυπάει μέ δύναμι τό ακόντιο τού έπερχομένου πιθηκανθρώπου. Τό χτύπημα είναι τόσο δυνατό καί τόσο βίαιο, ώστε τό ακόντιο ξεφεύ γει από τά χέρια τού τέρατος καί τινάζεται δέκα μέτρα πιο μακρυά! Ό πιθηκάνθρωπος σαστί-
'Ο Ατσίδας πεισμώνει. Τό τρα βάει μ’ δλπ του τη δυναμι. Τό τραβάει κΤ ό ττιΒηκάνθρούττος.
ζει. Τρίζει τά δόντια καί τά μάτια του πετάνε άστραπές θυμού. Τά χέρια του, μέ τό απαίσιο τρίχωμά τους άπό τον αγκώνα καί κάτω, τινά ζονται μπροστά. Τά συσπασμένα δάχτυλά του θέ λουν ν’ άρπάξουν τον Τάργκα άπό τον λαιμό καί νά τον σφί ξουν, στραγγαλίζοντάς τον! Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο χαμογελάει. Μ’ ένα πήδημα βρίσκεται πιο κοντά στον τερατούδη αντίπαλό του. Τό δεξί του χέρι πάει πίσω καί ξα νάρχεται μπροστά, μέ ταχύ τητα κεραυνού. Ό πιθηκάν θρωπος δέχεται τό χτύπημα
12
ΎΑΡΓΚΑ
στο σαγόνι και τό στόμα του γεμίζει, αΐμα και σπασμένα δόντια. Παραπατάει και στρι φογυρίζει σάν μεθυσμένος. Ό Τάργκα, μόλις τούτη τή στι γμή βλέπει πώς ό τερατώδης αντίπαλός του έχει καί ουρά. Την αρπάζει καί με απίστευ τη δύναμη σηκώνει .απ’ αυτήν τον πιθηκάνθρωπο, τον γυρί ζει μερικές- βόλτες στον αέρα καί τον στέλνει νά κοιμηθή σε μια μακρυνή λόχμη! Δεν άποσχολεΐται μαζί του περισσότερο. Σκύβει,, αρ πάζει τό κοντάρι του πιθηκαν θρώπου κύ αρχίζει πάλι νά τρέχη ακράτητος. Καθώς ξεπερνάει μιά τού φα από πράσινα αγκάθια ξε χωρίζει τή Μαλόα, πού φεύ γει τρομοκρατημένη. Πίσω της υπάρχει λεφούσι ολόκλη ρο από πιθηκανθροοπους εξα γριωμένους. "Ενας άπ5 όλους τήν- καταδιώκει άπό κοντά μέ τρομερό πείσμα! Ό θυμός βράζει σάν κσζ'ά- · νι στο πλατή στήθος τού Ελ ληνόπουλου. "Ετσι, καθώς τρέχει, χωρίς ν’ άνακόψη ούτε για μιά στι γμή τή φόρα· του, ζυγίζει τό τεράστιο ακόντιο πού κρατά καί τό εκσφενδονίζει. Άκούγεται ένα παρατεταμένο σφύριγμα κι5 ένας υπό- . κωφός γδούπος ! Ή πλατειά μπρούντζινη αιχμή, μέ τήν απίστευτη ορ μή πού έχει, περνάει πέρα ως πέρα τό στήθος τού πει σματάρη πιθηκάνθρωπου καί τον κάνει νά κυλιστή μέ ένα βραχνό βόγγο, ανάσκελα χά μω, στή γή!
Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο περνάει γοργά τό μαχαίρι του, άπό τό αριστερό του χέ ρι στο δεξί. Τό σφίγγει μέ δύναμι. Παίρνει μιά βαθειά αναπνοή, πού κάνει τό στήθος του νά φούσκωση σάν πελώ ρια χαλύβδινη καμπάνα. Καί ορθώνεται, ίδιος μέ βράχο α πό γρανίτη, ανάμεσα στή Μα λόα καί στους τερατόμορφους διώκτες της! Απέναντι οι πιθηκάνθρω ποι ανακόπτουν τώρα τήν ορ μή τους. , Αυτός ό πανίσχυρος λευκός άνθρωπος, μέ τό .τέλειο κορμί καί τούς λοξευτούς μυώνες, έ τσι καθώς ρίχτηκε ’ μπροστά τους σάν σίφουνας, τούς κά νει πιο λογικούς καί πιο προ σεχτικούς. Συγκεντρώνονται καί συνεννοούνται μεταξύ τους μέ .μερικούς ακατάληπτους γρυλλισμούς. . · Είναι φανερό πώς ετοιμά ζουν μιά ομαδική έπίθεσι .ε ναντίον του. — Μαλόα!, φωνάζει ό Τάρ γκα. Ανέβα γρήγορα στα δέντρα! Άπό κλαδί σέ κλαδί προχώρα στή σπηλιά μας. Καί περίμενέ’με έκεΐ! Τό κορίτσι υπακούει αμέ σως στήν προσταγή τού αγα πημένου της. Τά μάτια τού Τάργκα πετάνε φωτιές. Οί πιθηκάνθροοποι σκορπίζονται σκυφτοί, σά νά γυρεύουν νά τον βάλουνε στή μέση. Μέσα στούς κα πνούς καί στις κόκκινες αν ταύγειες τής πυρκαγιάς, πού ξαπλώνεται πίσω τους όλοένα καί περισσότερο, μοιάζουν σάν μικροί διάβολοι, πού μό
τΑΡΓΚΑ
13
λις τδσκασαν από την Κόλα- ■ λο βλέπει τη σκηνή καί σκαρ φαλώνει γοργά, σάν αίλου σι! , Την ϊδια στιγμή, από τό ρος απάνω σ3 ένα ψηλό δέν μέρος του φλέγόμενου δάσους τρο. Άπό κεΐ αρπάζει την ά άκούγεται ένας βαρύς, δυνα κρη μιας κληματίδας καί πέ τός καλπασμός, πού τον συ φτει απαλά στο κενό. Τό σώ νοδεύουν τά ρουθόυνιάσματα μα του σπαθίζει τον αέρα, ενός .αγριεμένου θηρίου. Οί ■κάνοντας ένα ταξίδι σιγανό, ττιθηκάνθρω π ο ι στρέφονται ήσυχο. "Έτσι έρχεται πάνω καί γεμίζουν πανικό. Ένας α άπό τή ράχη τού πελώριου ρι: πίστευτα μεγάλος ρινόκερως, νόκερου πού τρέχει μανιασμέ με διπλά κέρατα πάνω στη νος. Ό Τάργκα ανοίγει τά πό μύτη καί με θωρακισμένο πε δια του, ζυγίζεται" καί κάθεται λώριο σώμα, καλπάζει ασυγ απάνω στο θηρίο μαλακά κράτητα. μαλακά, σάν τό πούπουλΡ! Είναι εξαγριωμένος^ άπό Στήν αρχή ό ρινόκερως, κα την τρομερή φωτιά καί τρέ θώς δέχεται αυτόν τον άποόσχει, σαν ένας φοβερός έμψυ κλητο επισκέπτη άπό τον... χος οδοστρωτήρας, που εκμη ουρανό, ξαφνιάζεται, κοντο δενίζει όσες ψυχές1 βρή στον στέκεται καί μουγκρίζει. ξέφρενο δρόμο του! Ό Τάργκα μένει στη θέσι Μιά βροχή άπό μακρυά άτου σιωπηλός, χωρίς καυμιά κόντια πέφτει άπάν.ω στον ρικίνησι.· νόκερω. —έρει καλά τις συνήθειες Οί πιθηκάνθρωποι τον έ τού ρινόκερου. Είναι ένα θη χουν κάνει στόχο τους καί πε ρίο πανίσχυρο, αλλά κουτό. ρί μένουν νά τον δουν νά κλο Στήν αρχή τό ξαφνιάζει ϊό νίζεται καί νά πέφτη στο χώ απρόοπτο βάοος τού Τάογκα μα νεκρός. "Έπειτα, όμως, καθώς δεν "Ομως ή ελπίδα τους είναι έχει καμμιά ένόχλησι άπό τον μάταιη. Οί μπρούντζινες αί-' . αναβάτη του, συνεχίζει τον χμές τών κονταριών χτυπάνε φρενήρη δρόμο του, εναντίον στο χοντρό κι3 αδιαπέραστο τών πιθηκανθρώπων! πετσί τού θηρίου κι3 αφήνουν Τό Ελληνόπουλο σάν έπιδέ ένα καμπανιστό ήχο, σό: νά ξιος καβαλλάρης, σκύβει γορ χτύπησαν απάνω σέ. συμπα γά, κι3 ένφ ό ρινόκερως συνε γές σίδερο. χίζει τον καλπασμό του,· αρ "Έπειτα πέφτουν στη γή πάζει άπό τή γή ένα άπό το: ανίσχυρα, χωρίς νά μπορέ πολλά ακόντια, πού έγόυν σουν* νά τό διαπεράσουν. σπείρει γύρω οί πιθηκάνθμο . Τρομαγμένοι οί πιθηκάν ποι. θρωποι τού Μπουάνα μπρο Καί ή φοβεοή έπίθεσις “συ στά σ3 αυτό τό θαορακισμένο νεχίζεται, χοορίς την παραμι τέρας τρέπονται σέ άτακτη κρή ανάπαυλα. φυγή, ουρλιάζοντας φριχτά! Λίγο αργότερα τό μαινόμεΤό ατρόμητο Ελληνόπου νο θηρίο φτάνει μέσα στο
14
ΤΑΡΓΚΑ
μπουλούκι τών απαίσιων άποβρασμάτων τής κοιλάδας του Μπουάνα! Χαμηλώνει τό κε φάλι και τα πανίσχυρα κέρα τά του αρχίζουν νά σουβλί ζουν μέ απίστευτη μανία, ο ποίον βρουν μπροστά τους! Ό Τάργκα, σαν υπέροχος άκροβάτης, έχει σηκωθη όρ θιος στη ράχη του ρινόκερου κι5 από κεΐ χτυπάει άλυπη 'α μέ τό ακόντιό του. Ό Θάνατος κι3 ό Όλεθλος σκορπίζεται στις τάξεις τών πιθηκανθρώπων. Τά τερατώ δη π?\άσματα, πού είχαν σκορ πίσει τον πανικό στη ζούγ κλα κι5 είχαν κάνει απρόσιτη γιά τούς ιθαγενείς, την κοιλά δα του Μπουάνα, πέφτουν στη γη, στρώνοντάς την μέ τά πτώματά τους! Ιζίναι, όμως, πολλοί. Στρσ τιά ολόκληρη. Κι3 όσοι ξεγλυτώνουν φεύγουν ακράτητοι κατά τό βορριά -—- μακρυά α πό τη θάλασσα τών φλογών, πού κατακαίει τό δάσος και μακρυά από τον Τάργκα καί τον ρινόκερω, πού τούς άπειλουν μέ ολοκληρωτικήν έξόντοοσι. Περνάει έτσι πολλή ώρα μ3 έναν ασυγκράτητο καλπασμό. Τώρα οι απαίσιοι πιθηκάν θρωποι και διώκτες τους έ χουν μπή σέ μιά περίεργη περιοχή τής ζούγκλας, γεμάτην αλλόκοτη βλάστησι κοα συμ μετρικά μονοπάτια, πού θάλεγες πώς τά χάραξε ανθρώπου χέρι! Ό Ταργκα, μέσα στην πα ραζάλη τής ^ μάχης, δέν τό προσέχει αύτό. Συνεχίζει την αμείλικτη
καταδίωξί του, ώσπου, σέ μιά στιγμή τό δάσος ολόκληρο γεμίζει άπό κρότους και λάμ ψεις ισχυρών εκρήξεων! Ή γή ολόκληρη κουνιέται, σά νά έξερράγη κάποιο ηφαί στειο ! 3Απ3 τά κλαδιά τών δέν τρων, άπ3 τούς κορμούς, άπ3 τις ρίζες και κάτω άπό την επιφάνεια τής γής, άκούγονται αλλεπάλληλες εκρήξεις' Ό ένας μετά τον άλλον οί πιθηκάνθρ ω π ο ι τινάζονται στον αέρα, κομματιασμένοι και ακρωτηριασμένοι φριχτά! Ουρλιάζουν όλοι μαζί και τό ουρλιαχτό τους σμίγει μέ τούς κρότους τών έκρήξεοον! Κόκκινες αστραπές διασχί ζουν τή βαθειά σκιά του παοθένου δάσους! Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο καταλαβαίνει αμέσως τί έχει συμβή. Και ανατριχιάζει! Χωρίς νά τό καταλάβουν, έχουν πέσει σέ μιά περιοχή υπονομευμένη μέ νάρκες, μέ χειροβομβίδες κι3 άλλα εκρη κτικά όπλα! Σίγουρα έχουν πέσει στην περιοχή τής φωλιάς του τρο μερού Ζανούρ! Ό Τάργκα παρατάει τήν καταδίωξί τών πιθηκανθρώ πων κι3 έτοιμάζεται νά πηδήση κάτω άπό τό μανιασμένο ζωντανό θωρηκτό του. 3 Αλλά τήν ίδια στιγμή, μιά τρομερή έκρηξι, πιο κοντινή άπ3 όλες τις άλλες, τον τραν τάζει ολόκληρο! Μιά μεγάλη νάρκη έχει σκάσει, ακριβώς κάτω άπό τά πόδια του πε λώριου ρινόκερου! Ή πίεσι
ΤΑΡΓΚΑ
τών αερίων είναι τρομαχτική καί τά θραύσματα εξακοντί ζονται ττρός δλες τις κατευ θύνσεις, σφυρίζοντας το άνατριχιαστικό τραγούδι τού Θα νάτου! Ό Τάργκα βρίσκεται ακρι βώς καταμεσής, σ’ αυτήν την ανοιχτή «ανθοδέσμη» τών βλη μάτων. "Ομως, δεν τον χτυττάει κανένα, γιατί κάτω άττό τα πόδια του βρίσκεται το πε λώριο κορμί τού ρινόκερου! Αυτό δέχεται δλα τα κομμά τια τών πυρωμένων ατσα λιών ! Ή δύναμις τής έκρήξεως εί ναι τέτοια, ώστε δλο τό ογκώ δες θηρίο, μαζί μέ τον ανα βάτη του, άναρπάζεται στον αέρα! ΚΓ οί δυο μαζί τινάζον ται πολλά μέτρα πιο μακρυά. Κυλιούνται χάμω. Καί μένουν ακίνητοι! ★ ★ ★
"Έχει περάσει αρκετή ώρα καί οί εκρήξεις έχουν σταμα τήσει. "Ολη ή ^γύρω έκτασι έχει γίνει ένα είδος νεκροταφείου, γεμάτου από άταφα πτώμα τα. 5Από τούς πιθηκανθρώ πους πού έπεσαν σ’ αυτή τήν παγίδα, δεν έχει μείνει κανέ νας ζοοντανός. Γιά λίγες ώρες επικρατεί παντού νεκρική σι γή. ’Έπειτα άκούγονται βα ρείες φωνές. Κάποιοι μιλάνε γερμανικά. Σε λίγο ξεπροβάλ λουν μερικοί Γερμανοί στρα τιώτες κρατώντας στά χέρια τους αυτόματα. Προχωρούν σιγά - σιγά α κολουθώντας τά χαραγμένα μονοπάτια. Είναι τά μονοπάτια «ασφα
15
λείας», στά όποια δεν υπάρ χει καμμιά υπονόμευσι. Οί Γερμανοί, προχωρώντας, κυττάνε δεξιά κΓ αριστερά, μ’ έ να χαμόγελο τρομερής ικανο ποίησης στά στενά τους χεί λια. -—- Πού ξεφύτρωσαν δλ’ αύ τά τά παράξενα όντα; λέει μέ απορία ό ένας. ^ Χμ... ’Απ’ τήν Κόλασι θά μάς ήρθαν κΓ έκεΤ ξαναγύρισαν!, απάντησε κάποιος άλλος. Μονάχα, πού γέμισε ό τόπος απ’ τά κουφάρια τους. — Μή σπάς τό κεφαλάκι σου!, πετιέται γελαστά κά ποιος άλλος. "Ως τό πρωΐ δεν θά ύπάρχη ούτε δράμι από δαύτους ! Τά τσακάλια, οί ύ αινες καί τά όρνια, θά τά ξε παστρέψουν δλα! Φοβάμαι μόνον μήπως βαρυστομαχιάσουν! Έξ άλλου... Απότομα σταματάει καί γουρλώνει τά μάτια. Ή γλώσ σα ττου μπλέκει. — Τί... τί... τί βλέ... βλέ πω; μουρμουρίζει κατάπλη κτος. Τ’ εΐν’ αυτό; — Τί συμβαίνει; τον ρωτά νε οί άλλοι μ’ έκπληξι. Τί βλέ πεις; — Αυτός έκεΐ δεν εΐν’ εκεί νος ό αναθεματισμένος "Ελλη νας; Ό Τάργκα; Κυττάνε όλοι καί τά βλέμ ματά τους σμίγουν στον αναί σθητο Τάργκα. —Αυτός είναι!, φωνάζουν μ’ έξαλλη χαρά. Νά ειδοποιή σουμε τον Ζανούρ. Αμέσως ή ομάδα τών στρα τιωτών χωρίζει σέ δυο τμήμα τα. Οί μισοί τρέχουν πίσω στή
1©
ΤΑΡΓΚΑ
φωλιά τους νά ειδοποιήσουν τον Ζανούρ'. . Οΐ άλλοι μ ίσοι σπεύδουν προς τον Κυρίαρχο τής Ζούγ κλας. Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο δεν κινείται. 2_τό τέλειο κορμί του δεν υπάρχει κανένα τραύ μα, Τά θραύσματα των ναρ κών έχουν καρψωθή στο κορμί τόύ ρινόκερου, πού βρίσκεται κατασπαραγμένος λίγο πιο κη πιεσις των αέριων εχει ρί ξει τον Τάργκα σέ απόλυτη αναισθησία. Οί Γερμανοί τον πλησιά ζουν στην αρχή με φόβο, προτείνοντας τις κάννες των αυ τόματων οπλών τους. · "Οσο τον βλέπουν νά μη σαλεύη, τόσο ξεθαρρεύουν καί τον πλησιάζουν πιο ' γρήγορα. Φτάνουν κοντά του. — Μου φαίνεται πώς τά... τίναξε!, κάνει ό ένας σπρώχνοντάς τον με την μπόττα του. Ό Ζανούρ δεν θάχη άλ λη. ευχαρίστηση άπό τό νά· τού ψάλλη τον... επικήδειο! Χμ... Κάτι είναι κι5 αυτό! — Δε βαρυέσαι'! Ό Ζα νούρ θά προτιμούσε νά τον πνίξη μέ τά χέρια τού! Τότε μόνον θά ευχαριστιόταν! — Ναί, φίλε, δεν λέω, άλ- · λά αυτό φάνηκε ως τώρα δύ σκολο ! * Πολύ δύσκολο τό ά τιμο! Πηγαίνοντας νά πνίξης τον Τάργκα, ήσουν σίγουρος πώς θάβγαινες... πνιγμένος! Πιο καλά είναι νά τον 'έχης μπροστά σου πεθάμένο! Μο- ' νον έτσι δέν νοιώθεις λιγούρα στο στομάχι καί δεν τρέμουν
τά γόνατά σου.. "Ή όχι; Έγώ, τουλάχιστον,' θά... -αφνικά ή .γλώσσα του τραυλίζει. Τά δόντια του χτυ πάνε καί μασσάνε τις λέξεις. Τά μάτια του πετιούνται άπό τίς κόγχες τόυς. — Κ... κ... κινή... κινήθη κε! Κινήθηκε!, φωνάζει έξσλ.Γ λος. . ^ . Καί, πραγματικά, αυτή τη σ.τιγμή τό Ελληνόπουλο αφή νει ένα βαθύ στεναγμό. Καί γυρίζει προς τό ένα του πλευ ρό'. Τα βλέφαρά του τρεμο παίζουν λίγο, άλλά. παραμέ* νουν καί πάλι κλειστά. — Βρε δεν είναι πεθαμέ νος γιά... καλά!, κραυγάζει ό άλλος. Ελάτε νά τον δέσουμε, πριν συνέλθη’! ΚΓ άμέσως πέφτουν, όλοι απάνω του, σάν λυσσασμέ νοι. Χρησιμοποιούν λεπτά καί στερεά χορτόσκοινα. ιόν δέ νουν μ’ αυτά τυλίγοντάς-'τον σφιχτά, άπό την κορυφή, ώς τά νύχια. · "Έπειτα άνασήκώνονται κα ταϊδρωμένοι άπ’ την προσ. πάθεια. Τήν ϊδία στιγμή άκούγον. ται βαρειά βήματα στο μονο πάτι. Ό τετραγωνικός όγκος τού Ζανούρ, μέ τό κωνικό άτριχο κεφάλι, προβάλλει πίσω άπ5 τά* δέντρα. ~Π άχρωμα μάτια του αστράφτουν άπό μοχθηρία. Τά λεπτά χείλια του, τραβηγμένα προς τά πίσω, αφήνουν νά φανούν τά .γερά δόντια του, έτοιμα νά ξεσκί σουν ! — Είναι σκοτωμένος; ρω-
ΤΑΡΓΚΑ
17
Γρήγορα, όμως συνέρχεται. Τώρα άκούγεται πιο κοντά ή οχλοβοή τών πιθηκανθρώπων καί ή απεγνωσμένη, φωνή τού κοριτσιού τής ζούγκλας! . Ό Ατσίδας τραβάει και δαγκώνει νευρικά τόν χαλκά τής μύτης του. — Κύριος Μαλόα φωνάτζει!, μουρμουρίζει. # Έγκώ τρέξει - τρέξει τώρα! ΚΓ άρχίζει νά τρέχη, κραδαίνοντας στο χέρι τό φυσοκά λαμό του. Λίγο μακρύτερα σάν νά με τανοιώνη. Κοντοστέκ ε τ α ι. Στρέφεται. — Έγκώ άγκαπ;άει εσένα! λέει στον νεκρό άγριοβούβαλο, καλοπιάνοντάς τον. Έσύ όκι φύγει - φύγει! Έσύ περι μένει έμένα, γυρίσει εμένα!. Καί ξαναρχίζει νά τρέχη, προς τά κεΐ πού άκούγεται ή βοή. Περνάει ανάμεσα σέ πυ κνούς . πανύψηλους θάμνους καί σέ φουντωτά πλατύφυλλα φυτά, γεμάτος πολεμικό μέΚΕΦ.' 4. "Οτταιυ ο /Ατσίδας συ νος_καί .οργή. ναντάει στον δρόυο του -αφνικά, όμως, άνακόητει εν<χν ττϊθηίκάνΟοίύΤΓΟ κι’ . τόν γρήγορο δρόμο του. Τό ενα...καοττουζι! μάτι του μένει καρφωμένο στή φήσαμε τόν αστείο νέ- · γή, σά νά διέκρινε κάτι πολύ γρο, τή στιγμή πού σερ ενδιαφέρον. νει τόν σκοτωμένο άγριοβού — Φίδι!, μουρμουρίζει νευ βαλο προς τή σπηλιά του. Ό ριασμένος. Έσύ είναι ένα φί Τάργκα τόν βοηθάει σ' αυτή δι! . ; .τή μεταφορά, .-αφνικά, όμως, Πραγματικά, ένα μακρό ακούει τήν τρομαγμένη επί-· στενο ζωντανό . πράγμα σα .κλησι τής Μαλόα καί, τρα λεύει" στή ρίζα ενός πλατύ βώντας τό μαχαίρι του, · φεύ φυλλου φυτού." Είναι αρκετά γει σαν ανεμοστρόβιλος. μακρύ κι5 ή μιά άκρη του χά Ό Ατσίδας στήν αρχή τα νεται μέσα στά πράσινα φύλ χάνει. Καί μένει μ5 ανοιχτό τό λα. Ό Ατσίδας τό προσέχει στόμα. · καλύτερα κοη βλέπει Ττώς αύ-
τάει από μάκρυά μέ φανερή αγωνία. — "Όχι, Ζανούρ! Είναι ζωντανός και γι' αυτό τον. δέσαμε! Μια έκφρασι' απέραντης ευδαιμονίας άπλώνεται στη φάτσα του. — Ζωντανός; λέει μέ γέ λιο πού σημαίνει θάνατο. "Ω στε τό παλληκαράκι της ζούγ κλας, κυνηγώντας αύτους τούς διαβόλους,, έπεσε στα. νύχια • μας ζωντανό; Θά μέ κούραση, τιάρα, πολύ ως -πού νά... πεθάνη! Ύπάρχρυν, βλέπεις, κάτι θάνατοι πολύπλοκοι, πού σέ παιδεύουν Γ ’Άς δούμε... Σιμώνει πιο πολύ τόν δέ σμιο κι5 αναίσθητο ακόμα αν τίπαλό του. Τραβάει πίσωγτή μπόττα. του και του δίνει μια γερή κλωτσιά. -— Πάρ’ τε τον αμέσως στο στρατόπεδο!, μουγκρίζει μέ λύσσα.
Α
Οι πιθηκάνθρωποι βγαίνουν από
0εΐβο
την κοιλάδα του Μπουάνα
Κι’ ό Τάργκα καταφθάνει σαν σίφουνας!
βλέποντας τη Μαλόα, γυνονταί απάνω της. Τό κορίτσι της ζούγκλας τρο^οογμόνο καλεί σέ βοιι
Σαν μαινάμενος σίφουνας, που καταστρέφε
τά πάντα στο θυελλώδες πέρασμά του!
20
ΤΑΡΓΚΑ
τό τό πράγμα, πού σαλεύει, είναι γεμάτο τρίχες! — Έσύ, τού λέει, είναι φί δι... μαλλιαρός! Έσύ δκι εί ναι καλός ψίδι, έσύ είναι ψίδι κακός! Έγκώ σκοτώνει -σκο τώνει εσένα! Να! Νά! Σηκώνει την πλατεία πο δάρα του καί ·μ’ αυτήν πα τάει δυνατό τό παράξενο τού το τριχωτό ψίδι! Άλλ’ αμέ σως, πίσω από τό πλατύφυλ λο φυτό, άκούγεται ένας... σπαραχτικός λαρυγγισμός πό νου καί θυμού! ■ Ό αστείος νέγρος σουφρώ νει τίς χειλάρες καί γουρλώ νει τα μάτια. Σκύβει καί- βλέπει έναν πι θηκάνθρωπο, πού ακόμα ουρ λιάζει ! Τότε μόνον καταλαβαίνει, πώς αυτό τό πράγμα πού ε ξείχε από τά φυτά κι* αυτός τό πάτησε με δύναμι, δεν ή.τοιν φίδι, άλλα ή... ουρά τού παράξενου όντος, πού βρίσκε ται τώρα μπροστά του, μορφά ζοντας απαίσια! Στην αρχή ό κωμικός νέ γρος νομίζει πώς... ονειρεύε ται. "Ενα τέτοιο παράδοξο Όν δεν .έχει ξαναφανή στή ζούγκλα. Τρίβει τά μάτια του .καί ρωτάει: — Έσύ τί... είναι; 'Άντοωπο είναι; Γκορίλλα είναι; Τί είναι... εγώ; Ό πιθηκάνθρωπος γρυλλίζει απειλητικά, αλλά ξαφνικά ή έκφρασι του Ατσίδα αλλά ζει τελείως. Τώρα, τό βλέμμα του έχει διαπιστώσει πώς . ό πιθηκάνθρωπος κρατάει στά χέρια του ένα... καρπούζι τε ραστίων διαστάσεων!
—^ Καρπούτζι!, λέει ό νέ γρος κι’ ή φωνή του είναι γλυ κέ ιά σάν μέλι. -Έσύ κόψει» κόψει καρπούτζι, καρπούτζιά ντικός μου είναι! 'Από ντικός μου καρπουτζιά κόψει καρ πούτζι, καρπούτζι... ντικός μου είναι! 1 Καί, πιστεύοντας πώς με τήν παράξενη λογική του... έ πεισε τον πιθηκάνθρωπο, α πλώνει τά χέρια νά του πάρη τό... καρπούζι! Τό αλλόκοτο τέρας γρυλλίζει απειλητικά καί τραβιέται πίσω. ' · Ό ^ 5Ατσίδας... ^ θυμώνει. Κ αί δεν ύποχωρεΐ. "Οταν προ κειται γιά φαΐ, είναι ικανός νά τά βάλη καί μ5' έναν ελέ φαντα. Φωνάζει ·μέ θυμό: — Έσύ δκι ντίνει - ντίνει ντικός μου καρπούτζι, έγκώ παίρνει μόνος! Κι* αρπάζει μέ τά δυο του χέρια τον πελώριο γλυκό καοπό. Ό πιθηκάνθρωπος αμύνε ται. Δεν θέλει νά άφήση τό καρπούζι καί τό κρατάει πτό σφιχτά. Ό Ατσίδας πεισμώ νει. Τό τραβάει'μ’ όλη του τή δύναμι. Τό τραβάει κι5 ό πι θηκάνθρωπος. Κι’ άρχίζει ανάμεσά τους μιά παράξενη, διελκυστίνδα, μέ έπαθλο τό... καρπούζι! Γιά λίγην ώρα τραβιούνται σιωπηλοί. Καί, ξαφνικά, ό πιθηκάνθρωπος, μέ γρηγορά δα αστραπής, μπλέκει τό πό δι του στά πόδια- τού Ατσί δα καί τοΰ δίνει μιά δυνατή κουτουλιά κατά πρόσωπο! Ό λαίμαργος νέγρος άφωσιω μένος στήν προσπάθεια
ΤΑΡΓΚΑ
21
νά βουτήξη τό κορπούζι, δεν- όμως, συνέρχεται. Βλέπει πώς ή ζημιά πού έπαθε, δεν ήταν ■προφταίνει ' νά προφυλαχτή. καί πολύ μεγάλη. Σκύβει, Δέχεται την κουτουλιά κατά παίρνει τό καρπούζι καί ξα φατσα κι3 ή μύτη του γεμίζει ναρχίζει νά τρέχη, μυρίζοντας αίματα. Ό μεγάλος χαλκάς δυνατά τον αέρα, Ή τρομερή μπήγεται στά χοντρά του χεί του δσφρησις τού φανερώνει λια, σκίζοντάς τα κυκλικά. τόν δρόμο πού ακολουθούν οι Καί τό κρανίο του γεμίζει α άλλοι πιθηκάνθρωποι. Καί πό αμέτρητα μικρά κουδουνοί Φεύγει σάν αστραπή, γιά νά κια, πού κουδουνίζουν διαρ τούς συναντήση. κώς. Μιά θαμπή γάζα άπλούνεται μπροστά στά μάτια — 5Εσύ είναι πολύ πει τού. Τρεκλίζει λίγο, αλλά δεν σματάρη !, όρύεται πίσω του πέφτει. ό Ατσίδας: Έσύ ντέν... ύποΩστόσο ό πιθηκάνθρωπος φέρεται! Έγκώ τρέξει - τρέξει κοντά σου, πάρει - πάρε» προφταίνει· ν5 άρπάξη τό καρ πούζι καί νά τό βάλη ολοτα καρπούτζι. χώς στά πόδια. "Ωσπου νά Κι3 αρχίζει νά τόν κυνηγάη συνέλθη ό Ατσίδας, τό τερα μ3 δλη τη γρηγοράδα τών πο τώδες αυτό δν βρίσκεται πε διών του.. Ά Ά· ★ νήντα μέτρα μακρυά. Καί τρέ χει. σάν αστραπή. Ό κωμικός "Ενα ανάλαφρο αεράκι έχει νέγρος καταλαβαίνει πώς δεν σηκωθή τώρα καί τινάζει τά μπορεί νά τον προλάβη. Το φυλλώματα καί τά κλαδιά τών καρπούζι του κάνει... φτερά: πυκνών δέντρων τής ατέλειω — Έγκώ φύσα κάλαμο της ζούγκλας. χτυπήσει - χτυπήσει εσένα!, Αυτό τό αεράκι κουβαλάει., φωνάζει. στά φτερά του,· τη μυρωδιά Κι5 αμέσως τού εξακοντί τών άλλων πιθηκανθρώπων— ζει ένα μικρό βέλος με τό φυ αυτών πού φεύγουν κυνηγημέ σοκάλαμο. να από τό ακόντιο τού Τάρ"Όμως ή απόστασι πού γκα κι5 από τά κέρατα τού ε τον χωρίζει είναι τώρα πιο: ξαγριωμένου ρινόκερου.' πολύ μεγάλη. • Ό πιθηκάνθρωπος, μέ τό Τό βέλος φτερουγίζει στον ' καρπούζι στά χέρια, οσφραί αέρα, φτάνει τον πιθηκάνθρω νεται τή μυρωδιά τών συνα πο καί τον τσιμπάει πολύ· δυ δέλφων του καί τρέχει ακρά νατά στά... μαλακά! Δεν μπο τητος στά ίχνη τους. ρεΐ νά τού κάνη τίποτα πε Μά, ξαφνικά, σάν - καρπός ρισσότερο. Ό πιθηκάνθρωπος- πού ώρίμασε .κι3 εγκαταλεί στήν αρχή τρομάζει. Μπήγει πει τό κλαδί του» πέφτει από μιά φωνή, πετάει τό καρπού ένα δέντρο μπροστά του, μιά ζι καί τα δυο του χέρια ενώ πολύ όμορφη ξανθή κοπέλνονται στο σημείο πού τον λα^! Είναι ή... Μαλόα! χτύπησε τό βέλος. Αμέσως, Ή δμορφη συντρόφισσα
22
ΤΑΡΓΚΑ
του Τάργκα, ακολουθώντας τη πώς ξεκίνησαν όλα τά κακά! συμβουλή του αγαπημένου Χωρίς πιά νά διστάση σκύ της, έχει μείνει ώρα πολλή βει,βει, τήν άρπάζει, τή ρίχνει προψυλαγμένη μέσα στις φυλ στον ώμο του καί συνεχίζει λωσιές τών πανύψηλων δέν τό έξαλλο τρέξιμό του. Λίγο τρων. 5Από κεΐ βλέπει τήν έπιο κάτω σταματάει. Κάνει πέλασι του μαινόμενου ρινόκε τή σκέψι, πώς αν τό κορίτσι ρου. Βλέπει τό κατόρθωμα συνέλθη άπ3 τή ζαλάδα του, του Τάργκα, να καβαλλικέψη θ3 άρχίση νά τού φέρνη άντίπάνω στο άγριο θωρηκτό τής στασι. Γιά νά ήσυχάση, τήν ζούγκλας και νά τρέψη σέ ά κατεβάζει από τον ώμο του, τακτη φυγή όλη τή στρατιά τής δίνει μιά φοβερή γροθιά τών πιθηκανθρώπων. Σέ λίγο στον κρόταφο, ρίχνοντάς την ό θόρυβος τής πρωτότυπης σέ αναισθησία, τήν ξαναφορ καί τρομερής αυτής συγκρού τώνει καί τρέχει πάλι. σεις ξεμακραίνει, χάνεται ο Σ5 όλο τούτο τό διάστημα λοένα προς τον βορριά. Ή έχει χάσει αρκετό καιρό. Μαλόα καταλαβαίνει πώς εί Ό Ατσίδας, τρέχοντας κι* ναι πια καιρός νά κατέβη α αυτός όσο μπορεί, τον σιμώ πό τή φωλιά της και νά γυοίνει κάπως. ση στή σπηλιά. Στήν καρδιά Τον βλέπε υ από μακρυά, της έχει φωλιάσει ή αγωνία, νά έγκαταλείπη τό καρπούζι για τήν τύχη τού αγαπημένου καί χαμογελάει ευχαριστημέ της. Πιστεύει, όμως, πώς ό νος. "Έπειτα πάλι, καθώς τον Τάργκα καί τούτη τή φορά διακρίνει νά φεύγη μέ τή Μα θά γυρίση νικητής! λόα στον ώμο του, γεμίζει α Πιάνει μέ τά χέρια της έ πορία καί οργή. Μουρμουρίζει να κλαδί. Κρεμιέται στον αέ τρέχοντας: ρα κι5 αφήνεται νά πέση μα — Αυτό δλο βρίσκει! Βρίλακά, σάν λάστιχο, στή γή. μεγκάλος καρΤήν ίδια στιγμή, όμως, περ σκει-βρίσκει πούτζι, βρίσκει - βρίσκει κύ νάει από κάτω τρέχοντας ό ριος Μαλόα! Έγκώ τρέξει πά πιθηκάνθρωπος μέ τό καρ ρει πίσω κύριος Μαλόα! πούζι ! Αμέσως πέφτει απά Καί δυναμώνει δσο μπορεί νω της καί κυλιούνται κι5 οί δυο στή γή. Τό καρπούζι κα τή γρηγοράδα του. τρακυλάει παραπέρα. Καθώς προσπεράνει άπ3 τό Ή Μαλόα ζαλίζεται από σημείο, πού έγινε ή σύγκρουτήν απροσδόκητη αυτή σύγσις τής Μαλόα μέ τον πιθη κάνθρωπο, κοντοστέκεται. Ρί κρουσι. Ό πιθηκάνθρωπος πετιέται χνει μιά ματιά στο καρπούζι ορθός καί, βλέποντάς την, καί διστάζει. Γλείφει σκεπτι γουρλώνει τά σκεπασμένα μέ κός τον χαλκά τής μύτης του. δασύ τρίχωμα μάτια του. Α Κι3 έπειτα μέ μιά γρήγορη κίναγνωρίζει τήν ξανθιά γυναΐνησι αρπάζει τό καρπούζι. κςχ, άπ3 τήν οποία πιστεύει Τό ρίχνει κάτω άττ3 τή μασχά
ΤΑΡΓΚΑ
23
τό τί τον περιμένει καί τρέχει μ5 δλη του τή δύναμι. Τήν ίδια στιγμή ό Ζανούρ σηκώνει τό πελώριο περίστρο φό του. Παίρνει σκόπευσι. ΚΓ έπει τα τό χοντρό του δάχτυλο τραβάει τή σκανδάλη. Τό οπλο είναι ημιαυτόματο. Αμέ σως άκούγονται δυο - τρεΐς άπανωτές εκπυρσοκροτήσεις. Καί ό πιθηκάνθρωπος, βγά ζοντας ένα σπαρακτικό ουρ λιαχτό, κυλιέται στη γή, μέ ΚΕΦ. 5. "Ο-ττσυ ό Ζανού,ο δένε τσακισμένα τά πόδια του! ται στη φωληιά του και Πιο πέρα κυλιέται, άναίδεύτερο ^ κελεττοΟιΡί και ό Ά τ σ ί δα ς.. άγ<χνακτ εΐ! σθητη πάντα, ή συντρόφισσα τού Τάργκα! δηγούμενος από την τρο — Πάρτε την κΓ αυτήν!, μερή του όσφρησι ό πι προστάζει ψυχρά ό Ζανούρ. θηκάνθρωπος μέ τό πολύτιμο Μέ δυο πιτσούνια τό γλέντι φορτίο του, δεν άργεΐ νά φθάγίνεται καλύτερο! 5Ακόμα δεν ση στην υπονομευμένη περιο μπορώ νά καταλάβω, πώς ό χή, πού τριγυρίζει την άπρόΣατανάς μού τούς έστειλε οιτη φωλιά τού Ζανούρ. καί τούς δυο αναίσθητους μέ Τούτη τή στιγμή οί οπαδοί σα στή φωλιά μου! τού τρομερού Γερμανοΰ σηκώ Οί Γερμανοί στρατιώτες νουν τον αναίσθητο Τάργκα σπεύδουν νά υπακούσουν στις κΓ ετοιμάζονται νά τον με διαταγές του. ταφέρουν στο στρατόπεδο. Φορτώνονται γρήγορα- γρή Μιά δμως ξαφνικά και πλαγορα τή Μαλόα καί τον Τάρ τειά χειρονομία τού Ζανούρ γκα. Καί αμέσως προχωρούν τούς συγκρατεΐ. προς τό στρατόπεδο. Ό Ζα Τά λεπτά χείλια τού Γερ νούρ ακολουθεί. Μιά έκφρασι μανού σιγοτρέμουν» σάν χεί μοχθηρής χαράς ^ζωγραφίζε λια λεοπάρδαλης, πού μαν ται τώρα στο άπαίσιο πρόσω τεύει πολύ κοντά της μιά νό πό του! στιμη λεία. Μουγκρίζει: Πιο πίσω έρχονται μερικοί — Γιά σταθήτε! "Ενα από άλλοι Γερμανοί στρατιώτες τούτα τά τέρατα μάς φέρνει πάνοπλο ι. όρεχτικό πεσκέσι! ΚΓ έρχε "Ενας απ' δλους μένει τε ται καί... τρεχάτος, σά νά λευταίος. Μέ τό βλέμμα του βιάζεται νά μάς προλάβη ! κάνει μιά γενική έρευνα μή Πραγματικά, ό πιθηκάν πως ξεχάστηκε κανείς ζωντα θρωπος, πού κουβαλάει τή νός, μέσα σ5 αυτή τήν ΚόλςχΜαλόα, είναι ανύποπτος, γιά ΡΤ λη του. Και τό ξαναβάζει στά πόδια. Γιά πολλήν ώρα, τά πολύ χρωμα πουλιά τής ζούγκλας και οί μικρές μαϊμούδες, πα ρακολουθούν περίεργα από τό ύψος των κλαδιών τους, τον πιθηκάνθρωπο πού τρέχει, έ χοντας στον ώμο του τή Μα λόα. Και τον Ατσίδα πού τον καταδιώκει, κρατώντας στη μασχάλη του τό μεγάλο καρ πούζι !
Ο
24
ΤΑΡΓΚΑ
Τίποτα! "Ολα άκινητούν; δλα είναι -νεκρά. Τίποτα γύ ρω δεν ανασαίνει! Ό Γερμανός ετοιμάζεται νά.τρέξη, νά προλάβη τούς όΐλλους συντρόφους του, ό ταν ξαφνικά τό αυτί του αρ πάζει κάποιον θόρυβο, πού δυναμώνει από στιγμή σε στι γμή. Γεμάτος’ απορία κατε βάζει τ’ όπλο του. Περνάει τό δάχτυλο στη σκανδάλη. Το βλέμμα του, σάν επίμονο λα γωνικό, ερευνάει όλη τη γύρω περιοχή. Καί, σέ λίγο, στα ματάει σ’ ένα μαύρο σημάδι ■ πού φαίνεται στο βάθος. Καί, πού όσο πάει μεγαλώνει! Προσέχει καλύτερα καί δια κρίνει έναν ευτραφέστατο νέ γρο- πού έρχεται τρέχοντας μέ δαιμονισμένη ταχύτητα! Είναι ό... Άτσ.ίδας! Ό Γερμανός στρατιώτης πηδάει σέ μιά κοντινή λόχμη καί λουφάζει. Λίγην ώρα πιο αργά ό Α τσίδας περνάει κοντά του τρέ χοντας. Τότε ό στρατιώτης πετιέται καί τον καρφώνει μέ τήν κάννη του όπλου. * —- "Αλτ!, του φωνάζει -ά γρια σέ γερμανική γλώσσα. Ψηλά τά χέρια! Ό Ατσίδας δέν ξέρει γερ μανικά καί δέν καταλαβαίνει τή διαταγή. · Ωστόσο σηκώνει ψηλά τά χέρια του, άλλά... τά ξανακα τεβάζει μέ αστραπιαία ταχύ τητα/ κρατώντας ανάμεσα τους τό πελώριο καρπούζι! Ή... σύγκρουσις τόϋ καρ πουζιού μέ τό κεφάλι τού Γερ μανού είναι κωμική!
Ό στρατιώτης ζαλίζεται λίγο από τό σφοδρό τούτο χτύπημα. Αλλά έκεΐνο πού τον ενο χλεί πιο πολύ, είναι τά άφθο να ζουμιά καί τά κακούτσια, πού τού λούζουν τό πρόσωπο, έμποδίζοντάς τον νά^ δη ! Τραβάει βλαστημώντας τή σκανδάλη, μά οι σφαίρες του δέν βρίσκουν στόχο. Φεύγουν μακρυά, στά κούφια, ένφ ό Ατσίδας έχει μανιάσει. — Έσύ φταίει, έγκώ χά νει - χάνει ντικός μου καρπούτζι!, όρύεται. -Δένει τά δάχτυλα καί των δυο χεριών του σέ μιά πελώ ρια γροθιά, τή σηκώνει ψηλά καί τήν κατεβάζει μ' όλη του τή δύναμι! Τό κεφάλι τού Γερμανού τρίζει κάτω απ’ αυτό τό δεύ τερο χτύπημα. Τό κρανίο του κομματιάζε ται καί τά μυαλά ;του πολτο ποιούνται. Πέφτει μονοκόμματος σάν κεραυνοβολημένος δίπλα στο σπασμένο καρπούζι. Ό αστείος νέγρος κυττάζει γιά λίγο, σάν αποβλακω μένος. Φαίνεται πολύ λυπημέ νος κι5 έτοιμος νά βάλη . τά κλάμματα. Μουρμουρίζει: — Κρΐμος! ΏραΤο - ώραΤο καρπούτζι, πήγες... χα μένο! Κρΐμος! Καί ξαναρχίζει τόν δρόμο του,, άλλά λίγα μέτρα πιό· κάτω, μόλις .ξεμακραίνει από τή λόχμη, βλέπει τόν πιθηκάν θροίπο, πού κυλιέται χάμω ουρλιάζοντας, μέ τά πόδια τσακισμένα απ’ τις σφαίρες του Ζανούρ!
ΤΑΡΓΚΑ
' Ό Ατσίδας, τον1 πλησιάζει μέ μάτια, πού πετάνε φωτιές θυμού. ^— Πού είναι κύριος Μα λόα; τον ρωτάει τραντάζον τας τον από τό μπράτσο. Ε σύ όκι λέει έμενα-, πού είναι κύριος Μαλόα, έγκώ πετάνει εσένα! -Ακούει; Έγκώ σκο τώνει - σκοτώνει εσένα! Έ γκώ.... ώ... ώ... Τζανούρ! Διακόπτει τις απειλές του και προφέρει μέ πολύ φόβο τ’ όνομα. Ή τρομερή κλωτσιά πού έχει φάει κάποτε από τον κτη νωδή Γερμανό, τον έχει τρο μοκρατήσει. Γι" αυτό και τώ ρα γουρλώνει τά μάτια του φο βισμένα, καθώς τον βλέπει νά ξεμακραίνη μέσα οπά κλαδιά και στα χόρτα τής ζούγκλας, τά μισοκαμμένα άπό τις ε κρήξεις. Πρώτη του ,σκέψις είναι νά φύγη. Αμέσως,' όμως, ξεχωρί ζει τούς άλλους Γερμανούς πού μεταφέρουν τον άναίσθητο Τάργκα και την Μαλόα. — Κύριος Τάργκα... κύρι ος Μαλόα!, ψιθυρίζει ό κωμι κός νέγρος , κι5 αυτή τή φορά θέλει νά κλάψη στά σωστά. Τζανούρ πετάνει - πετάνει κύ ριος Τάργκα, κύριος Μαλόα, έγκώ μείνει - μείνει μόνο, ορ φανός ! Δέν του κάνει καρδιά νά εγ κατάλειψη τούς δυο αγαπημέ νους του φίλους και νά φύγη. Γρήγορα - γρήγορα σκαρφα λώνει σ' ένα δέντρο. Άπό ψη λά διακρίνει · καλύτερα τή συ νοδεία. Κύ άπό κλαδί σέ κλο: δί τήν παρακολουθεί μέ πολ λή προσοχή. Σέ λίγο τά δέν
1%
τρα τελειώνουν. 'Ένα μεγάλο ξέφωτο άπλούνεται καταμεσής τού δάσους! Ό Ατσίδας τό κυτγάζει βλακωδώς; "Έπειτα, ■όμως, σιγά - σιγά θυμάται. Κι" άλλη φορά έχει ξανάρθει ώς εδώ. Αύτή είναι ή φωλιά τού Ζανόύρ. Μέ τά ξυλόο'πιτα, μέ τις. άποθήκες και μέ τά μηχανήματα, πού βγά ζουν ήλεκτρικό ρεύμα. . Ό ήλιος πού πέφτει κάθε τα, φωτίζει δυνατά όλα τού τα τά παράδοξα · δημιουργή ματα τού πολιτισμού, πού ξε φύτρωσαν στήν καρδιά τής ζούγκλας! Ή συνοδεία προχωρεί αρ γά καί φτάνει στή μέση τού ξέψωτου. Έκεΐ οι Γερμανοί στρατιώ τες, σύμφωνα μέ τις διαταγές τού’ τρομερού Ζανούρ, άρχίζουν νά δίνουν τίς πρώτες βοή θείες στή Μαλόα καί στον Τάργκα. Τούς βρέχουν τά πρόσχοπα μέ δροσερό νερό. Τούς κάνουν έντριβές. Πρώτο τό Ελληνόπουλο βγάζει ένα βαθύ στεναγμό κι5 ανοίγει τά μάτια. Σέ λίγο συνέρχεται κι5 ή αγαπημένη του συντρόφισσα, — ή Μαλόοέ! Κι5 οι δυο δέν μπορούν, στήν άρχή, νά θυμηθούν πού βρίσκονται. Κυττάζουν γύρω μέ απορία καί, ξαφνικά, τά βλέμματά τους συναντιούν ται. — Τάργκα!, φωνάζει σπα ραχτικά τό ξανθό κορίτσι τής ζούγκλας. — Μαλόα!, κάνει ό Τάρ-
26
ΤΑΡΓΚΑ
γκα. Πώς βρεθήκαμε στά χέ ρια του Ζανούρ; "Ορθιος ό τερατώδης Γερ μανός, μέ μάτια πού αστρά φτουν από ικανοποίηση απο λαμβάνει τον θρίαμβό του, χτυπώντας μέ τό μαστίγιο τις μπόττες του. Ή έκψρασί του αυτή τη στιγμή είναι στυγνή κΓ άποκρουστική. — Είχα δώσει εντολή στο.. Διάβολο, νά σάς κουβαλήση! τούς εξηγεί μέ μιά φωνή φιλι κή, μαλακή. Καί, όπως κάνει πάντοτε, μέ ακούσε καί τώ ρα! "Ε, εΐναι πια καιρός νά τελειώνω μέ σάς! Αρκετά μέ παιδέψατε! "Εχω τόσες βδο μάδες στή ζούγκλα καί κον-
...καί τά δυό^ του χέσια ένώνονται στο σπιμεΐο. που τον χτύπησε τό βέλος.
τεύω, έξ αιτίας σας, νά λη σμονήσω τον πραγματικό σκο πό πού μ’ έκανε νά κουβαλη θώ εδώ - κάτω! Πρέπει νά τελειώσω τά πειράματά μου, μέ τις ρουκέττες, πού θά πε ριέχουν δισεκατομμύρια μι κροβίων χολέρας! Ή Ευρώ πη θ' άπόκανε πιά περί μέ νοντας νέα μου! Καιρός ν’ άρχίσω νά τής στέλνω από δώ, τά ιπτάμενα επισκεπτή ριά μου! Θά φτάνουν έκεΐ νύ χτα, θά ρίχνουν τό θανατηφό ρο περιεχόμενό τους καί θά ξαναγυρίζουν εδώ, χωρίς νά τά παίρνη κανείς εϊδησι! Ό Θάνατος κΓ ή Φρίκη θά θερί σουν τον Κόσμο! Καί, τότε, θά επιβάλω τούς όρους μου! Αλλά, προς τό παρόν, είναι καιρός νά ξεμπερδεύω μέ σάς. Θά σάς ετοιμάσω ένα θάνα το ωραίο, χαριτωμένο καί πο λύ εντυπωσιακό. Νά, κυττάξτε έκεΐ! Ασυναίσθητα γύρισαν τά κεφάλια τους καί κύτταξαν κΓ οί δυο. "Ολοι σχεδόν οί Γερμανοί στρατιώτες είχαν άποσυρθή προς τό δάσος πού ξετυλιγό ταν απ' τήν άλλη πλευρά, -—προς τό μεγάλο ποτάμι —καί δούλευαν άκούραστα συνδέον τας άπειρα μικρά χαλύβδινα αντικείμενα μ5 ένα μεγάλο κα λώδιο! — Γρήγορα παλιογούρουνα!, κραύγασε ό Ζανούρ. Κάντε πιο γρήγορα! Καί, γυρίζοντας προς τον Τάργκα, άρχισε νά τού έξηγή φιλικά: — Αυτά τά χαλύβδινα αν τικείμενα πού βλέπεις, είναι...
ΤΑΡΓΚΑ
27
Σηικιώινει τηιν πϊλατειά'τηοδάοα του και πατάει δυνατά τούτο τό πα ράξενο τριχοοτό φίδι.
κολοσ εμπρηστικές βόμβες σιαίας δυνάμεως! Τις τοπο θετώ εκεί και τις συνδέω δλες μ? ένα κεντρικό καλώδιο. Ή άκρη του καλωδίου αυτού φτά νει στο αρχηγείο μου και κα ταλήγει σ5 ένα κουμπάκι. Έ, λοιπόν, πατώντας αυτό τό κουμπάκι, μπορώ νά σταμα τήσω ολόκληρη στρατιά ιθα γενών ή αγρίων θηρίων, πού θά έκαναν έπίθεσι εναντίον μου! Μέσα σ5 ένα δευτερόλε πτο θά τούς κάνω όλους κάρ βουνο! Σκέψου τώρα, τί με γάλη τιμή ετοιμάζω γιά σένα καί τη συντρόφισσά σου την όμορφη Μαλόα! Θά σάς κά ψω μέσα σ’ αυτό τό καμίνι, πού μπορούν νά καούν χιλιά δες άλλων κοινών άνθρώπων! Θά τό ανάψω, γιά τό... χατή-
ρι σας! Ελπίζω, πώς αυτό θά τό έκτιμήση ό φίλος μου ό Τάργκα προ πάντων! Καί πώς θά βρή νά πή δυο καλά λόγια γιά μένα, στο... Διάβο λο, πού θά πάη! "Έτσι, χά, χά, χά! Καί ό τερατώδης^ Γερμανός ξέσπασε σ’ ένα γέλιο τραν ταχτό, απαίσιο! Στο μεταξύ οί άλλοι Γερ μανοί συνέχιζαν την φριχτή δουλειά τους. Ή μιά μετά τήν άλλη οί εκρηκτικές βόμβες συνδέονταν μέ τό κεντρικό καλώδιο, πού ξεκινούσε σάν λεπτό μαύρο ψίδι, από τό στρατηγείο τού Ζανούρ. Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο, ριγμένο καταγής καί ακί νητο μέσα στά φοβερά δεσμά
28
ΤΑΡΓΚΑ
του, διατηρούσε ακέραια τήν ψυχραιμία και τό θάρρος του. Το μυαλό του δούλευε άο κνα καί τό μάτι του έπαιζε παντού! ζαφνικά μιά λάμψι σπάθι σε τήν ηλιόλουστη μέρα. Μιά δυνατή λάμψι. Τά δϋό φρύδια του Τάργκα έσμιξαν με απορία. Τί νά ή-· τάν τάχα αυτή ή λάμψι;*9Η ταν κάθρέφτισμα του ήλιου πάνω σε κανένα γυαλί ή σέ κάποιαν επιφάνεια άκίνητου νερού; Στήν αρχή τό .Ελλη νόπουλο πίστεψε σ’ αυτή τήν έξήγησι. "Έπειτα, όμως, έπρόσεξε, 'πώς αυτή ή λάμψι .δεν ήταν ακίνητη. "Αστράψτε κι3 έσβηνε κάθε τόσο. "Έμοια ζε σά νά δίνη σήματα! Ο Τάργκα συγκρότησε τήν άΐΌ.· πνοή του κι" άρχισε νά τήν παρακολουθή μέ προσοχή. ?Ηταν μιά λάμψι, πότε πο λύ γοργή καί πότε μεγαλύτε ρης διάρκειας. Στιγμές-στιγμές έσβηνε εντελώς! Ή καρδιά του ατρόμητου Έλληνόπουλ ο υ χοροπήδησε . μέσα στο πλατύ στέρνο του! Αυτά ήταν φωτεινά σήματα του Μόρς, πού δίνονταν μέ άι>~ τανάκλασι των ακτινών τού ή λιου! Ό Τάργκα πού εΐχε.ζήσει τόσα χρόνια μέσα στο καρά βι τού παπου του, ήξερε, νά •διαβάζη τά σήματα τού Μόρς καλύτερα από δ,τι διάβαζε τό ίδιο τ’ όνομά του. Χωρίς νά χάση· καιρό άρχισε νά τά μέταφράζη! .«Έ... γ. . . ώ. . . εγώ. . , εΐ. . . μ. . . α. . . ί. . είμαι. . ε }Λ ' 0. ... / \. . . τ. , . σ... ι. . ,
8. . .α. . .ς. . . "Ατσίδας! Β.. ρ.. ι... σ ·. . . κ. . . ο. . . μ.·., α. . . ι, βρίσκομαι, π. . . ά... ν. . . ω. . ., πάνω, ■ σ. . . τ. ·. . ό, στό, δ.·, .έ. . .ν. . .τ. . .ρ.. ο, δέντρο!.». "Έτσι, μεταφράζοντας τά· σήματα γράμμα προς γράμ μα, τό ατρόμητο Ελληνόπου λο; πήρε όλο τό μήνυμα τού "Ατσίδα, πού εΐχε μάθει κι" αυτός τά σήματα του Μόρς, άπ" τον καιρό πού υπηρετού σε στό καράβι. ' Κι" αυτό τό χαρούμενο" μή νυμα έλεγε κατακάθαρα τά έξης:. «Κύριος Ταργκα έσυ τραβή χτή δεξιά. "Εγκώ είναι πάνω σέ δέντρος, ντικός μου φακός ντέν μπορεί φτάσει εσένα. "Ε σύ τραβηχτή ντεξιά, έγκώ ντι κός μου φακός κάψει - κάψει ντικός σου χορτόσκοινός, λευ τερώσει - λευτερώσει έγκώ, ε σένα !». .Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο δέν χρειαζόταν .νά μάθη πε ρισσότερα. "Από τήν κατεύθυνση πού ξεπηδουσαν οΐ λάμψεις, καθώ ρισε σέ ποιο περίπου σημείο βρισκόταν κρυμμένος ό κωμι κός νέγρος. Στήν αρχή δέν έκανε τήν παραμικρή κίνησι. "Έπειτα άρχισε ν’ άφήνη ανάλαφρου*: βόγγους καί νά κάνη μορφα σμούς, σά νά τον πόνούσαν τά χορτόσκοινα, πού τον τύ λιγαν, βυθισμένα μέσα στις σάρκες του. Ό Ζανούρ, πού εΐχε κά πως ξεμακρύνει, τον κύτταξε μέ περιέργεια. — Βογγάς; του φώναξε. Τ"
ΤΑΡΓΚΑ
Ϊ9
Ό άλλος έσπευσε νά πραάτιμα τά χορτόσκοινα κόβουν γματοποιήση τή διαταγή τού σαν πριόνια! αρχηγούς του. ^Τόν κύτταξε λίγο χαμόν εΌ Τάργκα’*πού τήν άκου,λώντας μέ ηδονή. Και του ξασε, είχε μάτια τέσσερα: κυ-. ναεΐπε: — Κάνε λίγην υπομονή» ά- λιόταν προς τό μέρος πού ή θελε, άποφευγοντας νά πλη'δερψάκι! Σέ λίγο θά μπής σ’ σιάση καί τό παραμικρό πεαυτό τό καμίνι και θά βγης τραδάκι, γιά νά μήν ξυπνήο-η κάρβουνο! Σέ βεβαιώνω, πώς τις υποψίες τού Γερμανού, τά κάρβουνα δεν πονάνε κα πού τον φρουρούσε! θόλου, δσο δυνατά κι3 άν τά Λίγες στιγμές αργότερα δέσης μέ τά... χορτόσκοινα ί τό Ελληνόπουλο . ήταν στο Χά, χά, χά! κατάλληλο σημεΐο. Ό Γαργκα δεν απάντησε "Εκεΐ άφησε ένα βόγγο βα καθόλου, μόνο δυνάμωνε τους θύ, σά νάβγαινε μαζί καί ή βόγγους του. Σέ λίγο άρχισε, δεμένος ' ψυχή του. . · ■ . -— ’Ώχ! Πονάω"! Πονάω!, καθώς ήταν σάν -λουκάνικο, νά μονολόγη σ ε, χρησιμοποιών-. κυλιέται απάνω στο χώμα. τας Γερμανική γλώσσα. Πήγαινε λίγο μακρύτερα και Ό βάρβαρος Γερμανός σκο ξαναγύριζε στη θέσι του. πός τον άκουσε. Τράβηξε πί — "Ανακουφίζεσαι έτσι ; σω τό πόδι του καί τοΰ έδω του φώναξε ειρωνικά ό Ζασε μιά τρομερή κλωτσιά. "Έ νούρ. Σου δίνω την άδεια νά πειτα τοΰ φώναξε βάναυσα: παριστάνης τό... βαρελάκι ό — Π άψε", λοιπόν, νά κα σο θέλεις! Κυλήσου, μέ την τρακυλάς, βώδι! Τήν . όρεξι ψυχή σου! σου θαρρείς πώς έχω;· Και πάλι τό ατρόμητο Ελ Ό Τάργκα πόνεσε άπ3 την ληνόπουλο δέν έδωσε καμμιό,ν κλωτσιά πού δέχτηκε. Τά δόν άπάντησι. Ό Ζανούρ άφου τον παρα τια του έτριξαν καί τά μαύρα μάτια του άστραψαν άπό θυ κολούθησε λίγο, μέ τό μάτι, μό. 'Ωστόσο δέν είπε λέξι. διασκεδάζοντας μέ την αγω — Άχ!, έκανε μόνο κΓ έ νία του, απομακρύνθηκε για μεινε στή θέσι του ασάλευ νά παρακολουθήση τή δου τος, σάν μαρμάρινος. λειά των στρατιωτών. Προη Ό Γερμανός φρουρός άρ γουμένως, όμως, ειδοποίησε χισε νά κόβη βόλτες γύροο έναν σκοπό. το.υ, κοντά του. . .— "Άκου δώ!, τού εΐπε. Νά πηγαίνης από κοντά σ’ ΚΕΦ. ό. ήΟπτου σποδέ ικινύεται πώς οποίος σκάβει λάκ αυτόν τον δι άβολο-" Ελληνα ! κο για .τον άλλο, πέ Πρόσεχέ τον μην κατρακυλήφτει μέσα ό ίδιας! ση κοντά σέ καμμιά κοφτερή πέτρα και πριονίση τά χορόρατη μέσα στο φώς τής τόσκοινά του! . Μ3 άκουσες,· ημέρας, ή^ καφτή αχτίδα παλιογούρουνο; τού φακού, πού συγκεντρώνει
Α
μέσα της ολη τή θερμότητα του τροπικού ήλιου, φτάνει ώς τον Τάργκα. Κρυμμένος μέσα στά φύλ λα του δέντρου ό Ατσίδας, κάνει τή δουλειά του. Τό χέρι του κρατάει τον φακό, αλλά τρέμει λίγο, από την ταραχή. "Έτσι ή πύρινη αχτίδα ξε φεύγει κάθε τόσο απ’ τό χορτόσκοινο, πού είναι ό στόχος της και καρφώνεται, σάν α ναμμένη βελόνα στη σάρκα τού Τάργκα! Σε λίγο ένας ανάλαφρος καπνός ξεπηδάει απ’ τό ση μείο, στο όποιο ή καφτή αχτί δα τού φακού αγγίζει τό χορτόσκοινο. Σε λίγο μιά μικρή λάμψι σπιθίζει στο σημείο αυτό. Μιά λάμψι πού τρεμο παίζει, τσιτσιρίζει, πετάει φωσφορισμούς καί, ξαφνικά, γίνεται μιά τοσηδά φλόγα. Τό στερεό χορτόσκοινο κατατρώγεται από τή δύναμι τής φωτιάς! Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο ανασαίνει βαθειά καί συγκεν τρώνεται. Ή μεγάλη στιγμή έχει φτά σει! Κάνει μιά τελική προσ πάθεια, τεντώνει τά μπράτσα του, φουσκώνει τούς μυώνες του καί τό δέρμα του κοκκινί ζει ολόκληρο άπό την προσ πάθεια. Τό χορτόσκοινο δεν άντέχει. Στο σημεΐο πού τό έχει φάει ή φωτιά άκούγεται ένα ξερό «κράκ»! Τά δεσμά σπάνε! Ό Τάρ γκα μένει αμέσως ακίνητος, απαθής! Ό Γερμανός φρουρός κάτι
ακούει. Αλαφιασμένος τρέχει κοντά. Καί τό ατρόμητο Ελληνό πουλο τινάζεται σάν μανια σμένη τίγρις! Τό σπασμένο χορτόσκοινο γλυστράει άπό τά μπράτσα του. Τά χαλύβδινα δάχτυλά του αρπάζουν τον Γερμανό απ’ τα πόδια. Ακριβώς άπό τό ση μεΐο τών αστραγάλων. Καί τον τραβάνε με απερίγραπτη δύναμι! Τό έδαφος χάνεται κάτω απ’ τά πέλματα τού στρατιώτη. Τό κορμί του, μ όλο του τό βάρος, γέρνει πί σω καί πέφτει ανάσκελα. Τ’ όπλο ξεφεύγει άπό τά χέρια του καί κυλιέται καταγής. Μιά τρομερή κραυγή τρόμου τού ξεσκίζει τό λαρύγγι! Μιά κραυγή πού καμπανίζει απαί σια σ’ δλη τή γύρω περιοχή καί ξυπνάει τον αντίλαλο τού δάσους! Ό Ζανούρ άπό μακρυά την άκούει κι’ άναπηδάει, σά νά τον δάγκωσε κόμπρα! Στρέφεται καί βλέπει τόν Τάργκα όρθιο κι’ ελεύθερο, νά χύνεται σάν σίφουνας άπάνω στον στρατιώτη, πού εί ναι πεσμένος στη γή άνάοκελα! Τά μάτια τού Ζανούρ γουρ λώνουν άπ’ τήν πολλή κατάπληξι. Δεν μπορεί νά καταλάβη, πώς συνέβη αυτό τό άπροοδόκητο θαύμα! Ωστόσο δεν χάνει τόν και ρό του σε άπορίες. Τραβάει γοργά τό περίστροφό του, σκοπεύει καί τραβάει τή σκαν δάλη. Ή σφαίρα του παίρνει
μέ ακρίβεια τον στόχο του Τάργκα. Σκίζει τον αέρα σφυρίζοντας απαίσια, Καί βυθίζεται στη σάρκα του... Γερμανοΰ στρατιώτη, που στο μεταξύ τό Ελληνόπουλο τον εΐχε άρπάξει μέ τό^ πανίσχυ ρα μπράτσο του και τον χρη σιμοποιεί για ασπίδα! Τά επόμενα δευτερόλεπτα γεμίζουν από ένα θοενάσιμο πυρετό! Ό Ζανούρ πυροβολεί λυσ σασμένα, κυλώντας τούς συν τρόφους του, μέ άγριες κραυ γές, σέ πολεμικό συναγερμό! Αλλά κι5 ό Τάργκα δέν α φήνει ούτε στιγμή νά πάη χα μένη ! Μέσα στο έξυπνο μυαλό του είναι καταστρωμένο ολό κληρο τό σχέδιο των κινήσε ων πού πρέπει νά κάνη. Ρί χνει επάνω του τον, νεκρό πιά, Γερμανό φρουρό, έτσι πού νά τον σκεπάζη από τις σφαίρες του Ζανούρ. Κι' αρ χίζει νά φεύγη σάν ανεμο στρόβιλος, προς τό ξυλόσπι το, στο όποιο έχει έγκαταστήσει τό «στρατηγείο» του ό τρομερός Γερμανός. Ό Ζανούρ μοτντεύει τούς σκοπούς του Τάργκα καί γε μίζει πανικό. Χωρίς νά πάψη νά πυρο βολή, τρέχει κι’ αυτός στο ί διο σημεΐο. Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο, μ3 όλο τό βάρος του σκο τωμένου Γερμανού, τρέχει σάν ανεμοστρόβιλος κι5 ό Ζανούρ μένει πολύ πίσω. Την άλλη στιγμή ό Τάρ γκα βρίσκεται κιόλας στο μι κρό ξυλόσπιτο.
Πετάει από πάνω τό πτώμα καί μπαίνει μέσα. Κυττάζει γύρω του αλα φιασμένος. Στον τοίχο υπάρ χει ένα ταμπλώ γεμάτο ήλεκτρικές συσκευές. 3Από κεΐ ξε κινούν δυο καλώδια. Τό ένα φεύγει έξω από τό ξυλόσπιτο, Τό άλλο φτάνει στο χοντροψτιαγμένο ξύλινο τραπέζι τού Ζανούρ καί καταλήγει σ3 έ,Ό κουμπί! Ό Τάργκα πέφτει ολόκλη ρος πάνω στο κουμπί τούτο. Τό πιέζει μ3 δλη του τη δύναμι. Ή άγωνία κάνει τήν καρδιά του νά σπαρταράη καί τά μάτια του νά λάμπουν. Τήν ίδια στιγμή φαίνεται στήν πόρτα ή τετράγωνη σιλουέττα τού τρομερού Γερμα νού. Τό περίστροφό του είναι προτεταμένο. Τό δάχτυλό του τραβάει τή σκανδάλη. Φωτιά κι’ άτσάλι ξεπηδάνε από τήν κάννη! Τήν ίδια στιγμή άκού γεται άπ3 έξω μιά τρομαχτική έκρηξι! Ταυτόχρονα ό Τάρ γκα πέφτει στά γόνατα, πίσω άπό τό χοντρό τραπέζι. Ή σφαίρα τού Ζανούρ τού έχει τρυπήσει τις μυϊκές μάζες στον ώμο. Τό αίμα πηδάει σάν κόκκινο συντριβάνι. Ό τρομερός Γερμανός αφήνει έ να μουγκρητό θριάμβου ^αΐ λύσσας. Χυμάει σάν θύελλα στο ξυλόσπιτο, έτοιμος νά ξα ναπυρο^'·Λ^~π! 3Αλλά τό ατρόμητο Ελλη νόπουλο, παρ3 δλο τό τραύ μα του, μαίνεται. 3Ανασηκώνεται αστραπιαία σηκώνοντας μαζί του ολο τό βαρύ ξύλινο τραπέζι. Μέ μ'
η
ΤΑΡΓΚΑ
αδάμαστη δύναμι τό ττετάει κό κρανίο του έχει συντριβή. μπροστά! "Ολο του τό κεφάλι έχει Ό Ζανούρ, πού μόλις αυτή γίνει μιά μάζα από αίμα. κόκ· τή στιγμή χυμάει μέσα στό καλα καί σάρκες! .ξυλόσπιτο, δέχεται κατάστη . Τό ατρόμητο· Έλληνόπου-» θα τό πελώριο έπιπλο, πού έ λο ανασαίνει! χει ορμή και δύναμι βλήμα "Έπειτα χυμάει έξω άπ5 τό τος, εξακοντισμένου από πυ ξυλόσπιτο. 'Όλη ή περιοχή ροβόλο δπλο! πέρα άπό τό ξέφωτο, προς τό Ό τετράγωνος Γερμανός μέρος τού ποταμού φλέγεται! .Κανείς απ’ τούς Γερμανού/ σωριάζεται χάμω/ άλλ" αμέ σως, λές κι5 ό όγκος του είναι ύπονομευτές δέν έχει προλά φτιαγμένος από λάστιχο, τι βει νά ξεφύγη. Μέο~α στήν τε νάζεται^ ορθός, μέ μάτι θολό· ράστια θερμοκρασία πού προκαι μούτρο αγριεμένο. ' καλούν οι εκρηκτικές βόμβες, έχουν γίνει όλοι κάρβουνο! "Αλλά τώρα τό Ελληνό πουλο μοιάζει μέ θηρίο μαιΌ Τάργκα τρέχει κοντά νόμενο. στή Μαλόα. Τή λύνει άπ" τά δεσμά της. Πηδάει επάνω στον τρομε ρό αντίπαλό του καί τον χτυ — Αγαπημένη μου!, τής πάει στό πρόσωπο μέ τις δυό λέει σφίγγοντάς την στήν αγ του γροθιές. Ό Σανού ο υπο καλιά του. Εκείνη είναι γεμάτη δάχωρεί μουγκρίζοντας» άλλα κρυά, άπό χαρά καί συγκίτήν ίδια στιγμή νοιώθει πώς νησι. μια ακατανίκητη λ δύναμι τον — "Ατσίδα!, φωνάζει ό άναρπάζει στον αέρα καί τον στριφογυρίζει ακατάσχετα! · Τάργκα.· "Ατσίδα! . Καί ό κωμικός νέγρος προ Ό κόσμος χάνεται από τά βάλλει άπό τήν άλλη "πλευρά μάτια του. Οι μυώνες τού Τάρ τού δάσους. Στά χέρια του γκα δέν ξέρουν παιγνίδια. κρατάει ένα καρπούζι καί τό Τον σηκώνουν ακόμα πιο ψη κατακερματίζει μέ τά δόντια λά καί τον χτυπάνε μέ μια του. πρωτοφανή λύσσα στή γή ί ·—*- Έγκώ πεινάει!, λέει Κι5 αμέσως τον πιάνουν, τον μόνο. ξανανυψώνουν καί τον χτυπά Τό Ελληνόπουλο κΓ ή ■ Μα νε γιά δεύτερη φορά. λόα γελάνε. ' Γύρω τους ή . Τώρα ό τερατώδης Ζανούρ ζούγκλα είναι καί πάλι ήσυ μένει ακίνητος! χη» λευτερωμένη άπό τή φο Τό φριχτό άτριχο τριγωνι βέρα τού τρομερού ΖανούρI
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο Ελληνικά κείμενο ΐπτό ©ΑΝ ΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ ’ Απαγορεύεται ή άνοττύττωσις. Άποκλει-ίττ ικέτης «Υπεράνθρωπου».
ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΤΤΙΣΤΟΛΗ
ΤΟΥ ΑΤΣΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ * Κύριος Κοντοστούπος, Έγκώ κατάλαβε εσένα πολύ φοβάται - φοβάται- ' έμενα' Έσύ δκι τελεί έρτεί τζούγκλα παλαίψη έμε να εσύ λέει - λέει Έλχίνα - Μελχίνα δκι αφήσει έ* σένα! 9Εσύ λέει κάνει μήνυσι εμένα εισαγγελέα στεί λει - στείλει άστροφυλακος - μάστροφύλακος μέσα τζουγκλα! Χά, χά, χά· χά! 5 Αστροφυλακος έμενα τπάσει - ττιάσει Νέος Ύόρκος χώσει μέσα φυλάκος, κλειντώσει - κλειντώσει έμένα, άφήσει - άφήσει εμέ να νηστικός! Έγκώ πιάσει -.ττιάσει άστροφυλακος μέσα τζουγκλα, ντέσει-ντέσει άστροφυλακος πάνω σέ κορμός ντέντρος, άφήσει - άφήσει ττανθήρος φάει φάει άστροφυλακος ί Έπειτα πιάσει - πιάσει εισαγγελέα - μεισαγγε λέα, ντώσει πολύς πεπόνις. και καρπούτζ^ις καί ψη τός τζαρκάντις, κάνει-κάνει αυτό άγκαπάετ έμενα, γίνει πολύ-πολύ καλό φίλο εμένα! Τότε ντούσει έγκώ εισαγγελέα μήνυσι έσένα, εισαγγελέα - μεισαγγελέα πιάσει - πιάσει έσένα, κλειντώσει εσένα ^ μέ σα φυλάκος, άφήσει έσένα νηστικός, πετάνει έσέ να πείνα.! ' Έγκώ περιμένει, Κοντοστούπος, άστροφυλακος καί εισαγγελέας κάνει μήνυσι έσένα! • . Πολύ - πολύ φίλο ντικό σου ΑΤΣΙΝΤΑΣ ννννννννννν\ννν\Λ\νν\νννννννΛ\\ΑΛΛ\ννι\Λνι\ΛΛ\νν\\\\\ΛΛΛ\ΛΛν\ΛΛ\\ΛΛΛ\ΛΛ\\ννννννν\/νννν> -ν\\νννννννννννννννΛΛΛ
ΚΥΝΗΓΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Αυτός είναι ό τίτλος του τεύχους: 16 του «Τάργκα», πού κυκλοφορεί· την έρχόμενη εβδομάδα! Είναι ένα τεύχος γεμάτο μυστήριο, αινίγματα καί γοργή δράση γεμάτο άπροσδόκητα έπεισόδια •- "καί άριστουργηματική πλοκή! Ό Τάργκα, τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο, συναν τά έναν καινούργιο άντίπαλο καί γνωρίζει την τρομε ρή φυλή του Γαλάζιου Πηγαδιού, δπου ό Κυρίαρχος . τής Ζούγκλας καί ή άγαπημένη του Μαλόα βρίσκον- . ται φάτσα με φάτσα μέ τό Θάνατο! Κανένας δεν πρέπει νά χάση τό τεύχος 16 τού «Τάργκα»!
:
"Τ ΑΡΓΚΑ,,
’Αριθίμ. 15.—ΔΡΑΧ. 2.000
’
Εβδομαδιαία Βιβλία Ήρωϊκών Περιπετειών.
' .
Γραφεία: Λέκκα 23 ’Αριθ. Τηλεφ. 36.373
Τά προηγούμενα τεύχη πωλούνται στά γραφεία μας, ποί) είναι άνοικτά κάθε μέρα 9—1 Ζι καί 5—7, έκτος του απογεύματος τής Τετάρτης.
<
* < *
I Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. ' - Αρχισυντάκτης; Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊ- * στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19. -
ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΕΚΔΟΣΕΩΣ! Έπΐ τέλους, ή επιθυμία χιλιάδων παιδιών τής Έλδος πραγματοποιείται! Αύριο κυκλοφορεί, σε μια υ πέροχη έκδοσι, ό
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ
ΥΠΕΡΑΝΘΡωΠΟΣ Τό 2 τεΰχος του «Είκο Όγραψημέν ο υ Ύπερανθρώπου» θά είναι ένα χάρ ια εικόνων καί δράσεως! 36 σελίδες! 130 εικόνες σχεδιασμένες από τον καλλιτέχνη Βύρωνα Άππόσογλου! Τετράχρωμα δι πλά καλλιτεχνικά εξώφυλλα! Διαβάζοντας τό 2 τεύ χος του «Εικονογραφημένου Υπεράνθρωπου»» που έ χει τον τίτλο:
Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ θά έχετε την έντύπωσι δτι παρακολουθείτε ένα ολό κληρο περιπετειώδες κινηματογραφικό έργο! Θά κυκλοφορήση σ5 ολα τά περίπτερα ΑΥΡΙΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 Όκτωβρίου Ή τιμή του θά είναι μόνο 2.000 ΔΡΑΧΜΕΣ ! Υ. Σ.: Αόγω τεχνικών δυσκολιών, τό 2 τεύχος του «Είκον. Ύπερανθρώπου» θά κυκλοφορήση στίς έπαρχίες και στο Εξωτερικό στις 22 Όκτωβρίου.
• ·* ' ΠίΙανήτϊΐζ ΑΦΡΟΑΙΤΗ
... , .
Αφροδίτη, ο ΑηοεηεΡίτΗζτο Ηζτρο τον θρηδυοχ ειπβι ινο ποΝΓβ ρη·ο/)ονζ τόνε /ΐεΓΑΛΥτεΡονε /ϊλανηΓΗ ΚιΌΜοχ ζεΡΟΥΜεηΟΑΥ ηΐΠϋ ΠΡΗΠΙβΤβ ηρΓΗΝ ρφροδιτη,ηβτί ΧΜ/νεΦβ εκεσβζον/ν β/*/ν/β την εοίΦβ*ί5ί*7ίί£- η^τενετβι ο η ει/γ*/ εΝβζ κο&ηοΐ βπο νερό ΓΐξβίΓςζ βουηοηορφεζ αον βηριπον/ν μέση βηοτογζ ζκεβΝονζ μ έτσι, ζοϋν εκεί βτϊΦ/θΐ# ον* τβ, ηον προτιι ίο να το νερό βπο τη Γτερ/β. Σε Μετβηεε ποβειε κθτς βπο τη θαοης*£*** Γηβ/γ/β ε>ΓΗΗνονη στη ττερ/β τ^ρο^^η*·*0™· ηηι&βίΥβ
... £//ν^/
ι
ττο εποηενο: ΗίΥ#ε/ε< 4
τρομητ
Κ ΑΑΟΥΓΧ Α ννν\ν\ννννν\νν\Λ\ΛΛννΛ\\^νννννννννν\Λνννννν\νννννν\ννννννγ\Λ,ννννννν\Λ'ννννν\ννννννννννννΛ\,ν\Λ/\\ΛΛ,ννΛΛΛνννννννννν\
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤωΝ ΑΕΤωΝ • ' . . . ► • ■
ΕΝΑ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ ΠΛΑ ΣΜΑ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΝΑΣ ΛΕΝ ΞΕΡΕΙ Α,Ν ΕΙΝΑΙ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ, ΤΣΑΚΑΛΙ, ΕΡΠΕΤΟ ’Ή ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΣΚΟΡΠΙΖΕΙ ΤΌΝ ΤΡΟΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΚΑΙ Ο ΤΑΡΓΚΑ. ΤΟ ΑΤΡΟΜΗΤΟ ΕΛΛΗΝ ΟΠΟΥΛ Ο, ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΣΚΛΗΡΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ
* , < . < * ' \ <
ΚΕΦ.
1. "Οπου ό ’Ατσίδας: για πρώτη Φοιρα διακόπτει από τό φόβο ταυ τό Φα γητό !
Ατσίδας είναι ^ έτοιμος νά σπάση μια καρύδα — τή δέκατη κατά σειράν ττού έχει φάει — όταν στα ματάει άπότομα. — Κύριος Τάργκα, λέει, ακούει έσένα ; Τό ατρόμητο Ελληνόπου λο, ό Κυρίαρχος τής Ζούγ κλας, έχει κιόλας τιναχτή όρ θιος. ?Ηταν ξαπλωμένος πιο πέρα από τον 5Ατσίδα με τή Μαλόα δίπλα του. — Τί τρέχει; ρωτάει τό κορίτσι. — Σήκω, τής λέει ανήσυ χα ό Τάργκα. Ή ξανθέιά κοπέλλα σηκώ νεται. 5Από τό ανήσυχο πρό σωπο του αγαπημένου της καταλαβαίνει ότι κάτι σοβα ρό πρέπει νά συμβαίνη. Ά-
Ο
4
ΤΑΡΓΚΑ
κόμα και ό Ατσίδας, ττού τό σην ώρα τεμπέλιαζε τρώγον τας καρύδες, έχει σηκωθή.^Τ3 αυτί του έχει συλλάβει ένα μακρυνό θόρυβο. Πριν όμως άπ3 αυτόν, έχει συλλάβει τό θόρυβο τό αυτί του Τάργκα. Σιγά-σιγά ό θόρυβος γίνε ται πιο καθαρός. Μοιάζει σαν ένας μακρυνός ανεμοστρόβι λος. — Στα δέντρα ί, φωνάζει ξαφνικά ό Τάργκα. Γρήγο ρα! Ελέφαντες! Πριν ακόμα τελειώση, ή Μαλόα έχει κιόλας πιαστή α πό ένα κλαδί καί έχει τιναχτή πάνω σ3 ένα δέντρο. Ό Τάργκα την ακολουθεί. Πίσοο τους ό Ατσίδας μ3 όλο τό βά ρος από ΐίς καρύδες πού έ χει καταβροχθίσει, σκαρφα λώνει σάν πίθηκος! — Μά τί τρέχει; ρωτάει πάλι ή Μαλόα. — "Ενα κοπάδι από ελέ φαντες πού τρέχουν τρομοκρα τημένοι, απαντάει ό. Τάργκα. ΚΓ έρχονται κατά δώ... Για τί όμως; Ή ξανθειά νέα καταλαβαί νει. "Οταν περνά ένα τρομα γμένο κοπάδι ελεφάντων στη ζούγκλα, αλλοίμονο σε κείνον πού θά βρεθή μπροστά του. Τίποτα δεν μπορεί νά τον σώση από τά πελώρια αυτά ζώα, πού συντρίβουν τά πάν τα κάτω από τό τρομακτικό τους βάρος. Τώρα ό θόρυβος γίνεται έκ κωφαντικός. Θάλεγες πώς ε κατοντάδες κανόνια εξαπολύ ουν ομοβροντίες! — Κρατηθήτε καλά!, φω νάζει ό Τάργκα.
Λίγες στιγμές αργότερα, δεκάδες ελέφαντες, μ5 άνασηκωμένες τίς προβοσκίδες καί αφηνιασμένοι, ξεπροβάλλουν ανάμεσα στά δέντρα. Είναι κάτι τρομακτικό. Μ3 όλη την ψυχραιμία του, ό Τάρ γκα έχει γίνει χλωμός. Τό Ι διο κι3 ή Μαλόα. Ό 3Ατσίδας έχει γουρλώσει τά μά τια του σάν τής γαρίδας. — Κύριος Τάρνκα, λέει, γιατί τούτο τρέχει-τρέχει ; — Δεν ξέρω, απαντάει τό Ελληνόπουλο. Γιά νά τρομο κρατηθούν τόσο οί ελέφαντες πρέπει νά συμβαίνη κάτι φο βερό στη ζούγκλα. Δέν θ3 αρ γήσουμε νά τό μάθουμε... Σάν νά γίνεται σεισμός, περνούν τρέχοντας οί ελέφαν τες. Σε δυο λεπτά έχουν κιό λας έξαφανιστή στά βάθη τής ζούγκλας. — Κύριος Τάργκα, φωνά ζει ξαφνικά ό "Ατσίδας έγκώ φάει-φάει πολύς καρύντες, πόντι εμένα γίνει πολύ-πολύ βαρύς! Μ3 όλη την ανησυχία του ό Τάργκα γελάει. — Πρώτη φορά ακούω νά βαραίνη... τό πόδι άπ3 τό φαΐ, λέει κυττάζοντας κοροϊ δευτικά τον νέγρο. — Έγκώ λέει... ώχ! τό πόντι εμένα! 3Ά! νάτο! Τό ... Μικρόβιος ! Κι3 άπλώνοντας τό χέρι στο πόδι του, ό "Ατσίδας αρ πάζει ένα ζωντανό πράγμα. Τό τραβάει κοντά του: Είναι ό... Σάμπα, ό καινούργιος φί λος των προστατών τής ζούγ κλας, τό μικροσκοπικό άνθροο-
ΤΑΡΓΚΑ ττάκι, που ό Ατσίδας ονομά ζει... «Μ.ικρόβιος»! Την ίδια στιγμή άγρια ουρλιαχτά αντηχούν. 3Από τό μέρος πού είχαν έρθει οι ε λέφαντες, εκατοντάδες μαύροι τρέχουν τώρα, ουρλιάζοντας τρομοκρατημένοι. Ό "Ατσίδας, πού ήταν έτοι μος νά τά βάλη μέ τον Σάμ πα, σταματάει κατάπληκτος. Γιά μιά στιγμή βγάζει τό φυσοκάλαμό του. Ό Τάργκα τον συγκρατάει. — Οί άνθρωποι αυτοί τρέ χουν τρομαγμένοι, λέει στον "Ατσίδα. Κάτι τρομερό πρέ πει νά τούς συνέβη γιά νά τρέχουν έτσι ουρλιάζοντας ! Μ"ένα δυσάρεστημένο γουρ γουρητό ό "Ατσίδας χαμηλώ νει τό καλάμι του. Ό Τάργκα γέρνει προς τά κάτω καί δι πλώνοντας τά πόδια του σ’ έ να κλαδί του δέντρου, σκύβει μέ τό κεφάλι προς τό έδαφος. ιΑπλώνοντας τά χέρια περι μένει. Καί, τή στιγμή πού έ νας μαύρος, περνάει ουρλιά ζοντας από κάτοο, τον αρπά ζει απ’ τά μαλλιά! Μέ μιά υπερφυσική δύναμι τον τινάζει προς τά επάνω καί ό μαύρος βρίσκεται καθι σμένος στο κλαδί δίπλα στο Ελληνόπουλο. Τό μαύρο χρώμα τού προ σώπου του έχει γίνει πράσινο από τον τρόμο του. Ό ! άργκα τον τραντάζει γιά νά τον συνεφέρη. — Γιατί τρέχατε έτσι ουρ λιάζοντας σάν τσακάλια; ρω τάει τό μαύρο στή γλώσσα του. Ό μαύρος τον κυττάζει μέ
*
γουρλωμένα μάτια χωρίς νά μιλάη. Αές καί ή γλώσσα του είναι δεμένη. Ό "Ατσίδας, βλέποντας ό τι ό μαύρος δέν απαντάει, ση κώνει τή χερούκλα του καί τοΰ αστράφτει ένα γερό σκαμ πίλι στο μάγουλο. — Ρωτάει-ρωτάει κύριος Τάργκα, γρυλλίζει, μιλάει μιλάει εσύ! Ή γλώσσα τοΰ ιθαγενούς λύνεται. — Κιπάνγκα ! ψιθυρίζει. Κ ιπάνγκα!... — Κιπάνγκα; επαναλαμ βάνει ό Τάργκα. Οι αετοί ; Τί θέλεις νά πής; ^ . Ή γλώσσα τού μαύρου λύ νεται περισσότερο. Καί διηγήται στον Τάργκα μιά πα ράξενη ιστορία. Ό μαύρος άνήκει στή φυλή τών .Μασάϊ, πού φημίζονται ως τρομεροί πολεμιστές; Έδώ καί τρεις μέρες εΐχε έρθη στο χωριό τους ένας πυγ μαΐος μ" ενα παράξενο μήνυ μα. *Ηταν απεσταλμένος — έλεγε — τού Καλούγκα Κι πάνγκα Μπουάνα —-τού Κα?\ούγκα, τοΰ Κυρίου τών "Αε τών. Ό Καλούγκα παράγγελ νε σ’ όλους τούς πολεμιστές Μασάϊ νά πάρουν τά όπλα τους καί νά πάνε σέ συνάντησί του. Ζητούσε συνάμα τήν απόλυτη υποταγή τους στις διαταγές του, γιατί τώρα αυ τός ήταν ό Κύριος τής Ζούγ κλας. "Οπως ήταν επόμενο, πολ λοί από τούς Μασάϊ γέλασαν. Κύριος τής Ζούγκλας ήταν έ νας : ό Τάργκα, τό γενναίο Ελληνόπουλο, ό προστάτης
■τής ησυχίας τής ζούγκλας και ό υπερασπιστής κάθε αδικού μενου. " Ενας από τούς Μασάϊ, ένας γιγαντόσωμος πόλε μιστής, αρπάζοντας τον κοντόσωμο απεσταλμένο, τον πέταξε μέ τρομερή δύναμι, πά νω στον τοΐχο μιας καλύβας Ό τοίχος, πού ήταν από λάσπη καί χόρτα, άνοιξε καί ό πυγμαίος βρέθηκε σάν οβί δα μέσα στήν καλύβα. "Ενας γέρος Μασάϊ πού πελεκούσε κείνη τή στιγμή ένα ρόπαλο μέσα στήν καλύβα, βλέποντας τον πυγμαίο πού βρέθηκε ξα φνικά στα πόδια του γκρεμί ζοντας τον τοΐχο τής καλύ-
'Ο Τάργκα τον αρπάζει άττό τό κεφάλι καί τον σηκώνει Ψηλά
βας, τρόμαξε καί σηκώνοντας τό ρόπαλο τό κατέβασε μέ ορμή στο κεφάλι τού πυγ* μαίου, πού άνοιξε στά δύο, σάν παραγινωμένο καρπούζι! Αυτό ήταν! Εκείνη τή στι γμή συνέβη κάτι τρομακτικό. Μιά σκιά φάνηκε στον ουρανό κι5 ένας πελώριος αετός πού μόνο τό άνοιγμα των φτε ρών του έφτανε τά τέσσερα μέτρα, ώρμησε προς τά κάτω καί έσκισε μέ τό πελώριο ράμ φος του στή μέση τό κεφάλι τού γιγαντόσωμου πολεμιστή πού εΐχε πετάξει τον πυγμαίο στον τοίχο τής καλύβας. Καί, πριν ακόμα συνέλθουν άπό τήν κατάπληξι οι άλλοι, ακούστηκαν άπό τήν καλύβα κάτι ουρλιαχτά πού δέν είχαν τίποτε τό άνθρώπινο! Οι Μασάϊ έτρεξαν προς τά εκεί καί είδαν δίπλα στον σκοτωμένο πυγμαίο, τον γέρο λΑασάϊ ξα πλωμένο ανάσκελα μέ δυο τρομερές πληγές στο στήθος του! Αές καί δυο πελώρια δόν τια είχαν σκάψει τις σάρκες του! Κι5 ένας πού έτυχε νά είναι εκεί κοντά, τούς είπε κά τι απίστευτο : Είχε δή ένα φριχτό πλάσμα, πού μόνο ή περιγραφή του προκαλούσε τον τρόμο. ^Ηταν ένα είδος γιγαντόσωμου ανθρώπου, μέ δέρμα φολιδωτό, σάν τού κρο κοδείλου, κι* ένα κεφάλι... αυ τό ήταν δύσκολο νά τό περιγράψη!. 15Ηταν κάτι μεταξύ κεφα λιού λιονταριού καί γορίλλα, καί τσακαλιού, μέ δυο πελώ ρια δόντια στο επάνω σαγό νι ! Κανείς δέν τό είχε άντι-
άβα
"Ενα κοπάδι αετών όομάει
ληφθή που πλησίαζε γιατί ή ταν όλοπράσινο καί δύσκολα ξεχώριζε από την πλούσια πράσινη βλάστησι τής ζούγ κλας ! Οι Μασάϊ — συνέχισε ό μαύρος τη διήγησί του στον Τάργκα— μαζεύτηκαν στη μέση τού χωριού κι' έκαναν πολεμικό συμβούλιο. Αλλά, την ίδια στιγή, ένα κοπάδι πελώριων αετών ώρμησε επά νω τους. Οί Μασάϊ σκόρπι σαν τρομοκρατημένοι, αφήνον τας οκτώ πολεμιστές τους νε κρούς μέ ανοιγμένα τά κεφά λια από τά ράμφη των αετών! "Οταν χώθηκαν στίς καλύβες τους, βρέθηκαν σέ ασφάλεια, γιατί οί αετοί δέν μπορούσαν νά μπουν μέσα.
έναιντίοιν τών πυγμαίων...
Αύτό έγινε την πρώτη μέ ρα. Την άλλη μέρα τό πρωΐ, ό πρώτος Μασάϊ πού βγήκε έξω απ’ τήν καλύβα του δεν ξαναγύρισε. "Ενας αετός τού είχε ανοίξει τό κεφάλι στα δύο. Τό ίδιο έπαθαν καί δυο άλλοι πού τόλμησαν νά βγοΰν έξω. Τώρα πιά, ό τρόμος βασί λευε στο χωριό τών Μασάϊ. *Αλλά οί Μασάϊ ήταν γενναίοι πολεμιστές καί δέν μπορού σαν νά καθήσουν μέ σταυρω μένα τά χέρια. Κι’ έτσι τό με σημέρι ακούστηκαν από τήν καλύβα τού αρχηγού τους τά τύμπανα. "Ολοι τέντωσαν τά αυτιά τους. «Μαζέψτε — έλεγαν οί συν θηματικοι ήχοι τών τυμπάνων
8 — τούς ελέφαντες! Θά ψά ξουμε νά βρούμε τό μέρος 'ΓΓού κρύβεται ό Καλούγκα, ό Κύριος των Αετών. Κι" εκεί θά δώσουμε τή μάχη! Και θά δούμε άν θά μπορέσουν νά .νικηθούν οι ανδρείοι Μασάϊ ! Μαζέψτε τούς ελέφαντες μό λις νυχτώση...» Πριν δμως νυχτώση, συνέ βη κάτι φοβερό. "Ολοι οί ε ξημερωμένοι ελέφαντες τού χωριού, λες και τούς εΐχε κυ νηγήσει κάτι υπερφυσικό, α φήνιασαν και ώρμησαν δλοι μαζί τρομοκρατημένοι, προς τά νότια τής Ζούγκλας. Στον τρελλό δρόμο τους θά περνού σαν μ.έσα από τό χωριό τών Μασάϊ. Οι Μασάϊ, βλέποντας τον κίνδυνο, σκορπίστηκαν στη ζούγκλα, ενώ ένα κοπάδι αε τών ώρμοϋσε κατά πάνω τους! Ευτυχώς γι" αυτούς τά πυκνά δέντρα τής ζούγκλας εμπόδιζαν τούς αετούς νά κατ,ζβοΰν χαμηλά. Στο μεταξύ οί ελέφαντες, περνώντας μέσα άπό τό χω ριό είχαν γκρεμίσει τις μισές σχεδόν καλύβες καί είχαν κά νει .λ χωριό σαν νά είχε πε ράσει επάνω του ένας κυκλώ νας ! Έδώ τελείωσε ή διήγησι. τού μαύρου στον Τάργκα, Τό πρόσωπο τού ατρόμη του Κυριάρχου τής Ζούγκλας έχει σκοτεινιάσει. Καταλα βαίνει πολύ καλά τί ήταν αυ τό πού τρομοκράτησε έτσι τούς Μασάει, τούς γενναιοτέρους πολεμιστές τής ζούγ κλας ! •— Τώρα τί κάνει - κάνει
έμάς; ρωτάει ό "Ατσίδας, πού τούχει κοπή κάθε δρεξι νά τά βάλη μέ τό... «Μικρόβιος».' — Θά πάμε ’ στο χωριό τών Μασάϊ! λέει αποφασιστι κά ό Τάργκα. Ό Τάργκα δεν μπορεί νά άφήση απροστά τευτους τούς Μασάϊ! Ό Καλούγκα, ό δολοφόνος, πρέπει νά τιμωρηθή ! Καί γυρίζοντας στον μαΰ* ρο, λέει: — Θά μάς όδηγήσης στο χωριό σου! Τά μάτια τού Μασάϊ γεμί ζουν άπερίγραπτο τρόμο. λ—."Οχι, °Χβ ώ Κυρίαρχε τής Ζούγκλας, τραυλίζει. Ό "Ατσίδας επεμβαίνει, ση κώνοντας τή μαύρη χερούκλα του. — Κύριος Τάργκα λέει λέει εσύ κάνει - κάνει!., γρυλλίζει υπόκωφα καί απειλη τικά. Ό Μασάϊ βλέποντας τό ση κωμένο χέρι τού "Ατσίδα, λέει βιαστικά : — Πάρε! Πάμε 9 — "Εσύ, Μαλόα, θά μείνης έδώ, λέει στην ξανθέιά συντρόφισσά του ό Τάργκα. Θά μείνη κι" ό Σάμπα μαζί σου. Μαζί μου θάρθή μόνο ό "Α τσίδας, γιατί δεν πρέπει νά είμαστε πολλοί... ΚΕΦ. 2. 'Όττον ό } "Ατσίδας, ο Τάογκα κι" ό Μασάϊ βί» νουιν μιά γερή πάχη.
χει πιά ξημερώσει δταν οί τρεΐς άντρες φτάνουν στην περιοχή, πού είναι χωριό τών Μασάϊ. Κρυμμένοι μέσα στούς θάμνους παρακο λουθούν τά γύρω τους.
Ε
τό
ΤΑΡΓΚΑ -—Έσεΐς κ&θήσίε εδώ, λέει 6 Τάργκα στον Ατσίδα καί τόν Μασάϊ: Θά πάω νά ρίξω μια ματιά μόνος μου καί θά γυρίσω. Προχωρεί αθόρυβα καί χά νεται μέσα στη βλάστησι. Ό Ατσίδας δεν χάνει τον καιρό· του! Αρχίζει νά κυτ» τάζη γύρω του γιά κανένα... άγριοπέπανο. Καί είναι τυχε ρός. Λίγο πιο πέρα ανακαλύ πτει άφθονα πεπόνια. Κάνον τας νόημα στον Μασάϊ νά τον άκολουθήση, χώνεται α νάμεσα στά πεπόνια καί αρ χίζει νά τρώη, βγάζοντας άπο τό λαρύγγι του ένα γόυργούρισμα εύχαριστήσεως. — Έσύ φάει - φάει πεπό νι ώραΐος !, λέει στον Μασάϊ, που δμως δεν έχει την παρα μικρή όρεξι γιά φαΐ. Στο μεταξύ ό Τάργκα προ χωρεί. "Εχει φθάσει τώρα στο φράχτη πού ζώνει τό χωριό καί σταματάει. Πέρα, διακρί νει δυό-τρεΐς πυγμαίους πού μπαίνουν σέ μιά καλύβα. Θυ μάται πώς ό Μασάϊ του είχε πή πως ό απεσταλμένος του Καλουγκα, τού Κυρίου των Αετών, ήταν πυγμαίος. «Φαίνεται πώς οί πυγμαίοι συμμάχησαν μαζί του», σκέ φτεται. Είναι έτοιμος νά πηδήση τό φράχτη, δταν, πριν ακόμα καταλάβη τί συμβαίνει, βλέ πει καμμιά δεκαριά πυγμαί ους νά πέφτουν επάνω του! τΗσαν — φαίνεται — άνεβασμένοι στά γύρω δένδρα καί τον παρακολουθούσαν. ^Μέ μιά τρομερή γροθιά, ό Τάργκα στέλνει τον ένα πέντε
9
μέτρα μακρυά. 'Έν'άν άλλον τον άρπάζει από τον λαιμό; αλλά, βλέποντας έναν τρίτο, πού πηγαίνει νά τον τραβήξη από τό πόδι, τον αρπάζει κΓ αυτόν από τον λαιμό. "Ενα «βίνγκ!» άκούγεται καί τά βυό . κεφάλια των πυγμαίων σπάνε τά πασχαλινά αυ/ά! Γιά μιά στιγμή πού έλευθερώνει τό χέρι του, τό ατρό μητο Ελληνόπουλο καιορθώνει νά βγάλη τό μαχαίρι του. Μέ μιά κίνησί του, ένας πυγ μαίος βρίσκεται χάμω μ5 ένα. χτύπημα τού μαχαιριού. "Ε νας άλλος βγάζει ένα ουρλια χτό πόνου, καθώς τό μαχαίρι τού σχίζει το δεξιό ώμο; Τήν ίδια δμως στιγμή, δε κάδες άλλων πυγμαίων, λές καί τούς είχε ξεράσει ή γη, όρμούν επάνω στο Έ,λληνόπουλο. Ή θέσι του είναι τώ ρα δύσκολη. Χτυπάει αδιάκο πα μέ τό μαχαίρι, μέ τά χέ ρια, μέ τά πόδια: ένας - έ νας οί πυγμαίοι στρώ^ονταϊ στη γη. -αφνικά, κάτι σκιάζα τό' ουρανό. Υψώνοντας τό κεφά λι ό Τάργκα β?\έπει διά αε τούς νά πετοΰν από πάνω τους. Δέν τού είχαν είχαν α κόμη έπιτεθή, γιατί πάνω του είνε πεσμένοι οί μαύροι πυγ μαίοι. Καί φαίνεται — κι5 αυτό είναι τό καταπληκτικό — πώς τά όρνεα αυτά κατα λαβαίνουν δτι οί πυγμαίοι εΤνε σύμμαχοι Ή φίλοι τού Καλούγκα, τού Κιτριού τών Αετών, καί δέν τολμούν νά τούς πειράξουν. Ό κίνδυνος τώρα είναι φοβερώτερος γιά τό 'Ελλη^όπου
ίΟ
ΤΑΡΓΚΑ
λο. 3Από κάτω οι πυγμαίοι κι5 από πάνω οι αετοί... ❖ ** Βρίσκεται στο δωδέκατο πεπόνι του ό Ατσίδας, όταν ό Μασάϊ τον σκουντάει, Ό Α’Τσίδας τεντώνει τ’ αυτιά ΐόυ, Του φαίνεται πώς ακόυει κάτι σάν ουρλιαχτό. Συνεχίζει όμως νά τρώη τό πεπόνι του, ;- Κύριος Τάργκα βγκάζει μόνος - μόνος πέρα !, λέει στον Μασάϊ. Ό Ατσίδας έχει βή τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας νά άντιμετωπίζη φοβερότερους κινδύνους. Τό ουρλιαχτό πού
'Ο αετός σηκώνει ψηλά στον άέ-. οα τον μικροσκο-τπκό Σάμπα!
είχε ακουστή ήταν άνθρώπινσ, Κι’ όττοιοσδήποτε άνθρωπος κι’ άν ήταν, δεν μπορούσε ν’ αντιμετώπιση τον Τάργκαν Τρώει λοιπόν τό δωδέκατο πεπόνι του, γουργουρίζοντας από ευχαρίστηση δταν ανά μεσα άπό τά φυλλώματα τών δέντρων άκούγεται ένας θόρυ βος. Θόρυβος φτερών, πού χτυ πουν δυνατά στον αέρα. τραυλίζει -— Κιπάνγκα!, τρομοκρατημένος ό Μασάϊ. Ό 5Ατσίδας πετάγεται όρ θιος. Καταλαβαίνει ότι τώρα πού έπενέβησαν^ οί αετοί, ό Τάργκα, κινδυνεύει περισσότερο. — Έγκώ έσύ πάει - πάει ί, φωνάζει αρπάζοντας τή Μασάϊ άπό τον ώμο. Προχωρούν τρέχοντας αθό ρυβα καί φροντίζοντας νά μή βγαίνουν σε ξέφωτα. Ή πυ κνή βλάστησι τής ζούγκλεχς εμποδίζει τούς αετούς νά φθάσουν εις τό έδαφος "Οταν πλησίασαν στο μέ ρος, πού ό Τάργκα χτυπιόταν με τούς πυγμαίους, σταμα τούν. Ό κίνδυνος γιά τον Τάρ γκα δεν είναι οι πυγμαίοι, πού τά πτώματά τους έχουν στρώ σει τον τόπο, αλλά οι αετοί "Ενας άπ’ αυτούς, ό πιο πε λώριος, έχει όρμήσει πάνω στο Ελληνόπουλο, πού γιά μιά στιγμή έχει έλευθερωθή άπό δυο επικίνδυνους πυγ μαίους. Ό Ατσίδας βγάζει γοργά τό φυσοκάλαμό του. Μ’ ένα γερό φύσημα στέλνει ένα βέ λος στον αετό. Τό μακροσκο πικό βέλος βρίσκει τό όρνεο στο μέρος τής καρδιάς. Τό τε
ΤΑΡΓΚΑ ράστιο πουλί πέφτει κάτω μέ μια κραυγή πόνου. Καθώς πέ φτει, τσακίζει κι5 έναν πυ γμαίο, πού βρέθηκε από κά τω του. Δεύτερος αετός παίρνει τή θέσι του πρώτου. Τούτη τή φορά όμως δεν προλαβαίνει 6 Ατσίδας νά φυσήξη τό βέ λος του, γιατί μιά μαχαιριά τοϋ Τάργκα κόβει τό λαιμό τοϋ ορνέου. "Ενας τρίτος πέ φτει χτυπημένος άπό τον Α τσίδα. Οι πυγμαίοι ρίχνονται στο μεταξύ πάλι μέ λύσσα στο Ελληνόπουλο. -—- Βαστάει - βαστάει, κύ ριος Τάργκα!, φωνάζει ό Α τσίδας. Καί άρχίζει τώρα νά ρίχνη μέ τό φυσοκάλαμό του εναν τίον των πυγμαίων. "Ενα βέ λος χτυπάει τον πιο επικίνδυ νο στο λαιμό. Μιά μαχαιριά ίου Τάργκα ρίχνει νεκρούς δυο άλλους μαζί. Επικρατεί σωστό πανδαι μόνιο. Ό Μασάϊ πού είναι μα ζί μέ τον Ατσίδα, αρπάζει ένα ξύλο κι5 όρμάει στο σω ρό, άρχίζοντας νά σπάζη κε φάλια στή γραμμή. Ό Ατσί δας γουρλώνει τά μάτια του άπό θαυμασμό. — Πώ, πω ! Κεφάλι - κεφά λι σάν καρύντος σπάζει!, ψω νάζει ενθουσιασμένος. Φστ! Καί μ3 ένα φύσημα καρφώ νει στο σβέρκο έναν πυγμαίο, πού πήγαινε νά χτυπήση άπό πίσω τον Μασάϊ. Πράγμα παράξενο! Οι άειοί εξαφανίζονται ξαφνικά, ένφ ή σύγκρουσι συνεχίζεται. Αντίθετα, άλλοι πολυάριθμοι πυγμαίοι φανερώνονται καί
1!
7 Κτετ.' ένα άττίστευτο τέρας! Κά τι μεταξύ ανθρώπου, τσακαλιού καί κροκοδείλου.
όρμουν άπ3 όλες τις μεριές. Δέν άκούει κανείς παρά τούς κρότους των κεφαλιών πού σπάζουν άπό τό ρόπαλο τού Μασάϊ, τά ουρλιαχτά ^ όσων χτυπάει τό μαχαίρι του Τάρ γκα καί τό «φστ! φστ!» τού 3 Ατσίδα. Ή πάλη όμως είναι άνιση Τρεΐς πυγμαίους σκοτώνουν οι τρεΐς φίλοι, έξη παρουσιά ζονται ξαφνικά. Λές καί τούς γεννάει ή γη! Σέ μιά στιγμή, καθώς τό μαχαίρι του γενναίου "Ελλη να έ'χει χωθή στο σώμα ενός
±
?ΑΡΓΚΑ
πυγμε ίου, δύο άλλοι κατορθώ νουν νά τό τραβήξουν ξαφνι κά καί νά τό ττετάξουν πιο πέρα. "Έτσι ό Τάργκα βρίσκε ται άοπλος. Μέ τις σιδερένιες του δμως γροθιές, τό Ελληνόπουλο κά νει θραύσι, σπάζοντας κεφά λια οάν σταμνιά! Είναι δμως αδύνατο· νά καταβάλη τό σους έχθρούς! Ό "Ατσίδας βλέπει τον κίν δυνο του αγαπημένου του φί λου. Τά βέλη τού καλαμιού του έχουν σωθή. Δαγκώνει τον χαλκά τής μύτης του μέ θυμό. — Τώρα ντείξει - ντείξει έγκί ό! Κι5 αρπάζοντας ένα κλαδί από δέντρο, τό σπάζει σάν... σπαγέττο! -Σηκώνοντάς το, αρχίζει· νά άλωνίζη γύρω του. Τό ίδιο κάνει κι5 ό Μασάϊ. Ό Τάργκα έχει αρπάξει έναν πυγμοόο από τοπόδι καί μ" αυ τόν, χρησιμοποιώντας τον γιά ρόπαλο, χτυπάει · γύρω του, μέσα στο πλήθος! Ό άγώνας δμοος Φτάνει στο τέλος του. "Οταν σε λίγο φα νερώνονται μερικές δεκάδες ακόμα πυγμαίων, είναι αδύνα το να κρατήσουν .οί τρεΤς φί λοι μας. "Ετσι, λίγες στιγμές αργό τερα, ό Τάργκα, ό "Ατσίδας κι3 ό Μασάϊ βρίσκονται δεμέ νοι χειροπόδαρα. Οί πυγμαίοι μέ ουρλιαχτά χαράς τούς οδηγούν στο χω ριό των Μασάϊ καί τούς κλεί νουν σ; μιά καλύβα...
ΚΕΦ. 3. "Οπου ό Ατσίδας πα ρά λίγο να μετα'βληθΏ σέ...μττ\ο·;τ£όλα!
φήσαμε^τη Μαλόα μέ τό νάνο Σάμπα, τό «Μικρόβιος», δπως τον λέει ό "Ατσί δας, νά κάθωνται περί μένον τας τον Τάργκα, σύμφωνα- μέ τη διαταγή του. Τό όμορφο κορίτσι δμως εί ναι άνήσυχο. Καταλαβαίνει δτι ό κίνδυνος, πού διατρέχει ό αγαπημένος της, είναι φοβε ρός. Γιά νά τρομοκρατηθούν τόσο οί Μασάϊ, οί γενναιότε ροι πολεμιστές τής ζούγκλας, κι" οί ελέφαντες, σημαίνει δτι κάτι τό τρομερό έχει συμβή στη ζούγκλα! "Έτσι, ύστερα από καμμιά ώρα, ή Μαλόα δέν μπορεί νά κρατηθή άλλο. — Σήκω, πάμε νά τούς βρούμε, Σάμπα!, λέει στο νάνο. Ό Σάμπα σηκώνεται καί χωρίς νά μιλήση, μαζεύει τά δηλητηριασμένα βέλη του κι" ακολουθεί την ξανθή νέα. Δέν δυσκολεύονται νά πα ρακολουθήσουν τη ίχνη τού Τάργκα καί των δυο φίλων του. "Άλλως τε, οί ποδάρες τού "Ατσίδα είναι ευδιάκρι τες. Οί πατημασιές του είναι μεγάλες, σάν... κούνιες μικρού παιδιού! . Προχωρούν ώρες ολόκλη ρες, ώσπου πλησιάζουν στο χωριό των Μασάϊ. -αφνικά ό Σάμπα άπλώνει τό χέρι του δείχνοντας κάτι στη Μαλόα. Ή κοπέλλα κυττάζει προς τη διεύθυνσι τού χεριού του. "Ενας σοορός από πτώματα μαύρων πυγμαίων μαρτυρεί
Α
ΤΑΡΓΚΑ
ότι φοβερή συμπλοκή έχει γί νει στο μέρος έκείνο. Καμμιά αμφιβολία βέν μέ νει στή Μαλόα δτι ό αγαπη μένος της Τάργκα κΓ οι δυο φίλοι του έχουν συγκρουσθή έκεΐ με εχθρούς. Τί όμως έ χουν απογίνει; Πλησιάζουν στά πτώματα. Κάτι που γυαλίζει τραβάει την προσοχή τής κοπέλλας. Σκύβει καί τό σηκώνει. Ξΐνα.· τό μαχαίρι τού Τάργκα! Ή Μαλόα χλωμιάζει. ^ Ό Σάμπα, πού έχει πλησιάσει, βλέποντας τό μαχαίρι, κατα λαβαίνει τί έχει συμβή. —Ό Τάργκα είναι στά χέ ρια των πυγμαίων, μουρμουρί ζει, Κι’ ό φίλος μου ό Ατσί δας! Χμ! — Τί θά γίνη τώρα; ρω τάει ή κοπέλλα. — Θά μπούμε χωρίς νά μάς δοΰν στο χωριό. Καί κεΐ... βλέποντας καί κάνοντας. Κρυμμένοι μέσα στούς θά μνους, ^ προχωρούν αθόρυβα. Πλησιάζουν· στο φράχτη τού χωριού, όταν, σ’ ένα ξέφωτο, βλέπουν μιά τρομακτική σκη νή. Ή Μαλόα λίγο έλειψε νά άφήση μιά κραυγή φρίκης, πού^ σίγουρα θά τήν πρόδιδε στούς πυγμαίους. Σε τρεΐς κορμούς δέντρων, τον ενα δίπλα στον άλλον, είναι δεμένοι πισθάγκωνα με χοντρές κληματίδες ό Τάργκα, ό Ατσίδας κι* ό Μασάϊ. Κι* από κάτοο τους μερικά δε μάτια ξερόχορτα. Μπροστά σ’ ένα είδος πλα τείας είναι μαζεμένοι οι πυ γμαίοι. Απόλυτη σιωπή βασ. Λεύει, γιατί ένας απ’ αυτούς.
Τ3 πού φαίνεται . αρχηγός τους, λέει κάτι, πού ή Μαλόα δεν καταλαβαίνει. Ό Σάμπα, δμως, πού ξέ ρει τή γλώσσα τών πυγμαίων, τής ψιθυρίζει: — Λέει πώς ή διαταγή τού Καλούγκα, τού * Κυρίου τών Αετών, είναι νά τούς κάψουν καί τούς τρεΐς ζωντανούς... Ανατριχιάζει ή όμορφη κο πέλλα. Κυττάζει τον Σάμπα, σάν νά τον ρωτάη τί Οάπρεπε νά κάνουν. Ό Σάμπα κυττάζει γύρω του. Πιο πέρα μερικά πελώρια δέντρα είναι τόσο κοντά τό έ να μέ τό άλλο, ώστε τά κλα διά τους μπλέκονται μαζί. — Έγώ θ’ ανέβω πάνω σ’ ένα απ’ αυτά, τής υιθυρίζει Έσύ θά πας στο πλάι τού φράχτη, ώστε νά βρεθής πί σω από τον Τάργκα καί τούς άλλους. Καί απ’ ότι θά δής θά καταλάβης τί τι ρέπει νά κάνης. Καί χωρίς νά ποοσθέση ά> λη λέξη όρμάει αθόρυβα καί σκαρφαλώνει επάνω στά δέν τρα. Ή Μαλόα πηγαίνει από τήν άλλη μεριά τού φράχτη καί περιμένει μ’ αγωνία, ακί νητη. Ξαφνικά, τή στιγμή πού ό άρχηνός τών πυγμαίων έχει αρπάξει έναν αναμμένο δαυ λό κι* ετοιμάζεται νά βάλη φωτιά στά χόρτα, πού είναι κάτω από τον Ατσίδα, αφή νει ένα άγριο ουολιαχτό καί σηκώνοντας τά χέοια του^ ψη λά, πέφτει ανάσκελα. η ναι νεκρός! *Ένα δηλητηοιασμένο βέλος τού Σάμπα τον έχει
14
ΤΑΡΓΚΑ
βρή ανάμεσα στους ώμους... "Άγριες κραυγές φρίκης καί λύσσας αντηχούν ολόγυ ρα. "Ενας άλλος πυγμαίος άρ πάζει τό δαυλό για νά βάλη αυτός φωτιά. Δεν προλαβαί νει όμως, γιατί ένα βέλος του Σάμπα τον χτυπάει στον άριστερό κρόταφο. Πέφτει χωρίς ούτε «κιχ» νά προλάβη νά κά νη. Πανικός επακολουθεί. Δυο άκόμα βέλη του Σάμπα ρί χνουν άλλους δυο πυγμαίους. Τρομοκρατημένοι οι μαύροι, άρχίζουν νά τρέχουν δώθε κεΐθε για νά προψυλαχτούν, χωρίς νά προσέχουν τούς αι χμαλώτους. Ή Μαλόα καταλαβαίνει ό τι έφτασε ή ώρα νά έπέμβη. Μ5 ένα πήδημα, διασκελίζει τό φράχτη καί, σάν άστραπή, χρησιμοποιώντας τό μαχαίρι του Τάργκα, κόβει γρήγορα τις κληματίδες, μέ τις όποιες είναι δεμένοι οι τρεΐς φίλοι. — Κύριος Τάργκα, λέει ό "Ατσίδας την ώρα πού ή κοπέλλα του κόβει τά δεσμά. Αίγκο - λίγκο άκόμα, έγκώ γίνει - γίνει... μπριτζόλος... Πηδώντας πάνω άπό τά χορτάρια οί τρεΐς αιχμάλω τοι, άρπάζουν άπό ένα άκόντιο, άπ" αυτά πού έχουν πετάξει χάμω στον τρόμο τους οί πυγμαίοι, κι’ όρμουν εναν τίον τών εχθρών τους, πού τρέχουν τρομοκράτη μ έ ν ο ι προς κάθε κατεύθυνσι. Αίγες στιγμές άργότερα άπόλυτη ήσυχία βασιλεύει στο χωριό... *
*
*
Ό Τάργκα, ό Ατσίδας, ό
Μασάϊ κι" ή Μαλόα γυρίζουν πίσω στο ξέφωτο, όπου ήσαν προτήτερα δεμένοι. Ή Μαλόα τούς έξηγεΐ μέ λίγα λόγια ί' είχε συμβή. — Τό «Μικρόβιος»; λέει ο Ατσίδας, γλείφοντας τόν χαλ κά του. "Ελα έντώ, έλα «Μικρόβιος»! Ό Σάμπα έχει κατεβή ά πό τό δέντρο κι5 έχει πλησιά σει στούς τέσσερις φίλους. Ό Ατσίδας τόν άρπάζει άπό τη μέση καί τόν σηκώνει ψη λά. — Μπράβο, Μικρόβιος ! λέ ει. Άτσίντας φίλο - φίλο Σάμ πα. "Εγκώ ντίνει Σάμπα πο λύς πεπόνις, πολύς καρύνΊος... "Εγκώ άγαπάει πολύ, Μικρόβιος! "Εγώ... Μιά κραυγή άντηχεΐ. Είναι ό Τάργκα πού φωνάζει:^ -— Γρήγορα στην καλύβα! Οί άετοΠ Όρμουν καί οί πέντε χω ρίς νά κυττάξουν γύρω τους, στήν πλησιέστερη καλύβα. "Από πάνω ό ουρανός έχει σκιασθή άπό τ" άνοιχτά φτερά τών άετών! — "Οσο είμαστε έδώ μέσα, δέν διατρέχουμε κίνδυνο, λέει ό Τάργκα. "Ομως δέν μπο ρούμε νά καθήσουμε έδώ. "Ό χι μόνο γιατί οί πυγμαίοι θά ξαναγυρίσουν, άλλά καί για τί πρέπει νά πάμε έμεΐς σ" άναζήτησι αυτού τού Καλούγκα. Άλλοιώς κινδυνεύ ουμε κι" έμεΐς καί ολόκλη ρη ή ζούγκλα. Καί πρώταπρώτα έλα δώ, Σάμπα! Ό Τάργκα δείχνει ένα μ^ικρό άνοιγμα στον τοΐχο τήο καλύβας καί συνεχίζει;
ΤΑΡΓΚΑ Τό σώμα του εΐναι όλο λέπια, όπως οί φολίδες του κροκο δείλου, καί τά δυο του χέρια καταλήγουν σέ φοβερά νύχια, Τό πρόσωπό του είναι κάτι ανάμεσα σέ λιοντάρι, κροκό δειλο, τσακάλι καί γορίλλα, μέ δυο μεγάλα, μακρυά, σουβλερά δόντια επάνω, πού πε τάγονται έξω άπό τό στόμα καί δυο μικρότερα στο κάτω σαγόνι. "Ολο τό φολιδωτό αύτό δέρμα είναι πράσινο. Εΐναι ό Καλούγκα, ό Κύ ριος τών "Αετών, αυτός πού φιλοδοξεί νά γίνη ό Κυρίαρ χος τής Ζούγκλας! "Έχει άπλώσει τά δυο του χέρια μέ τά σουβλερά νύχια γιά ν5 άρπάξη τήν Μαλόα. Αυτή όμως, πριν ακόμα τήν αρπάξουν τά νύχια του τέρατος, τραβάει τό μαχαίρι της καί τό χτυπάει πάνω στο στήθος του. "Ενας μεταλλικός κρότος άκούγεται καί τό μαχαίρι σπάζει στά δύο! — Έγκώ πετάνει εσένα!, μουγγρίζει ό "Ατσίδας, δαγ κώνοντας τόν χαλκά τής μύ της του κι" όρμώντας. Πριν όμως πηδήση άπάνω στο πράσινο τέρας, ό Τάρ γκα, πού έχει καταλάβει ότι τό μαχαίρι καί τά βέλη εΐναι άχρηστα στο λεπιδωτό αυτό δέρμα του Καλούγκα, πηδάει ΚΕΦ. 4. "Οίτου ό Ατσίδας τοώε» μια γεΐοη κλωτσιά πίσω του καί, άρπάζοντάς τον κΓ ο-ττο-ζηιμιώνεται με άπό τά δυο μπράτσα, τόν κρα μελικά πεττόνι-α! τάει άκίνητο, παρά τήν τερά ρθιο, στήν άκρη τής κα στια προσπάθεια πού κατα λύβας, στέκεται ένα πλά βάλλει ό Καλούγκα γιά ν" α σμα πού προκαλεΐ τόν τρόμο. παλλαγή άπό τή σιδερένια
— "Απ" αύτό τό παράθυρο, ρίχνε μέ τά δηλητηριασμένα σου βέλη στους άετούς. "Ο σο πιο πολλούς ρίξης, τόσο πιο καλά. Φαίνεται πώς αυ τός ό Καλούγκα έχει κατορ θώσει νά ύποτάξη στη θέλησί του τά πουλιά αυτά. Πώς όμως; Καί τά μάτια του ατρόμη του Ελληνόπουλου αστρά φτουν μέ μιά λάμψι πού δεν μαρτυρεί τίποτα καλό γιά τον Κύριο των Αετών. — "Ενας! φωνάζει ό Σάμ πα, ρίχνοντας τό πρώτο βέ λος του. — Ντύος!, φωνάζει ό Α τσίδας, πού ρίχνει άπό τό ί διο παράθυρο μέ τό φυσοκά λαμό του. -— Τρία!, ξαναψωνάζει ό Σάμπα. Τότε συνέβη κάτι παράδο ξο. Οι υπόλοιποι αετοί, σάν νά εΐχαν πάρει μιά διαταγή άπό κάποιον αόρατο αρχηγό, εξαφανίσθηκαν. /Ο Τάργκα βγαίνει στην πόρτα τής καλύβας, ακολου θούμενος άπό τον "Ατσίδα, τόν ^Σάμπα καί τον Μασάϊ, "Απόλυτη^ ησυχία επικρατεί. ^ζαφνικά, μιά φοβερή κραυ γή άκούγεται. Είναι ή Μαλόα. Τάργκα γυρίζει απότομα καί όρμάει μέσα στήν καλύ βα. Καί άντικρύζει κάτι φρικιαστικό...
Ο
16
ΤΑΡΓΚΑ
λαβή του άτρόμητου παλληκαριού, ^Αναρθρες βραχνές κραυ γές βγαίνουν από τό στόμα του. — Έγκώ πνίξει - πνίξει αυτό, κύριος Τάργκα! φω νάζει ό Ατσίδας, αρπάζοντας από τά πόδια τον Καλούγκα. Ό Κύριος των Αετών α γωνίζεται άπεγνωσμένα νά ξε φύγη από τή σιδερένια λαβή του Τάργκα. Ό Σάμπα, μέ γουρλωμένα μάτια, παρακολουθεί τήν πά λη. Σέ μιά στιγμή, βλέπον τας δτι τά σουβλερά δόντια του Καλούγκα είναι έτοιμα νά μπηχτούν στον ώμο τής Μαλόα, πού δέν έχει κατορθώ σει νά βγή από τό σύμπλε γμα τών τριών άντρών, σκύβει κι5 αρπάζει ένα ξύλο. άπό χάμω. Πηδώντας πάνω στον ώμο τού Ατσίδα, χώνει τό χοντρό ξύλο στο στόμα τού Καλούγκα, κρατώντας τον α κίνητο. — Μπράβο εσένα, Μικρόβιος !, φωνάζει ενθουσιασμέ νος ό Ατσίδας. Μ* ένα τρομακτικό δμοος τίναγμα ό Καλούγκα κατορ θώνει ν’ απαλλαγή γιά μιά στιγμή άπό τό σφίξιμο τού Τάργκα καί, κλωτσώντας μέ τήν ίδια ορμή τον Ατσίδα, τον ρίχνει ανάσκελα κι5 όρμάει έξω άπ5 τήν καλύβα. Πίσω του χύνεται ό Τάρ γκα, άρπάζοντας ένα τόξο πού κρεμόταν στον τοίχο τής καλύβας. Ή Μαλόα, άρπάζοντας έ να ακόντιο, τον ακολουθεί. Καθώς ό Τάργκα κυνηγάει
τον Καλούγκα, ένας πελώριος αετός όρμάει επάνω του. 5Α^φήνοντας τον Καλούγκα, το ατρόμητο Ελληνόπουλο, γυ ρίζει, τεντώνει το τόξο και ρί χνει ένα βέλος. Ό αετός χτυ πημένος στήν κοιλιά, ταλαν τεύεται γιά μιά στιγμή και πέφτει στή γή. Ή Μαλόα, στο μεταξύ, ση κώνοντας τό άκόντιο, τό χώνει μέ δύναμι στο στόμα τού Κα λούγκα. Ό Κύριος τών Αε τών μουγγρίζοντας· μέ λύσ σα, άρπάζει τό ακόντιο, τό σπάζει και κάνει νά ριχτή πά λι εναντίον τού κοριτσιού. Τήν ίδια δμως στιγμή βγαίνουν άπό τήν καλύβα ό Ατσίδας ό ΛΑασάϊ κι5 ό Σάμπα. Βγάζοντας ένα ουρλιαχτό, ό Καλούγκα πηδάει προς τά πίσω. Τρεις αετοί όρμοΰν ε ναντίον τών άλλων. Καθώς οι φίλοι μας τραβιούνται γιά νά προφυλαχθοΰν και νά χτυ πήσουν τούς άετούς, ένας άπ5 τούς, ό πιο μεγάλος, άρπάζει μέ τά νύχια του τον Καλούγκα και χάνεται μακρυά μέ γοργά φτερουγίσματα. Καθισμένοι στήν καλύβα, οι φίλοι μας ξεκουράζονται ύστερα άπό τήν αγωνιώδη αυτή πάλη. — Κύριος Τάργκα, λέει 6 Ατσίδας, έγκώ πεινάει - πει νάει! Έντώ ούτε πειτόνις, ού τε καοποΰτζις, ούτε καρύντος. Τί κάνει τώρα; — Θά πάω εγώ νά φέρω κάτι!, λέει ό Σάμπα. "Έτσι καθώς είμαι μικρόσωμος, δέν θά μέ άντιληφθούν! . —. Μπράβο εσένα, Μικρό-
ΤΑΡΓΚΑ
17
στην άγρια βλάστησι τής ζούγκλας. Ό "Ατσίδας δμως δεν είναι, άπό τούς ανθρώπους πού μπορούν νά περάσουν τή βραδυά τους νηστικοί. Σηκώνεται γλείφοντας τό χαλκά του. — "Εγκώ πάει - πάει βρί σκει πεπόνις!, λέει. Καί προχωρεί άργά, κυττάζοντας γύρω του γιά κανέ να άγριοπέπονο. Θά είχε προχωρήσει καμμιά πεντακοσαριά μέτρα, ό ταν άκούη έναν ελαφρό θόρυ βο μπροστά του, ανάμεσα στούς θάμνους. — Αυτός τζαρκάντις είναι! σκέπτεται. Κι" αθόρυβα, βγάζοντας τό φυσοκάλαμό του, ρίχνει έ να βέλος στο μέρος πού α κούστηκε ό θόρυβος. "Ενα «ά!» άντηχεΐ πού α σφαλώς δεν προέρχεται άπό ζαρκάδι. — Γρρ! κάνει ό "Ατσίδας. "Άντρωπο είναι! Καί, πηδώντας τούς θά ΚΕΦ. 5. °Ό'Γτοιυ ό Άτσίδαο αν μνους, πλησιάζει στο σημείο τί γιά ττεττόνια Φεονει ενςα άττροσδόκητο κυ άπ3 όπου ακούστηκε ή φωνή. νήγι και υποχρεώνεται "Ενας πυγμαίος είναι χωμέ νά το κουβοολάη στη ρά νος μέσα σ" ένα θάμνο. Τό χη του\ βέλος τον έχει χτυπήσει στον ροχωρούν άργά. Ό Σάμ ώμο, μά τό τραύμα δεν είναι πα βαδίζει μπροστά κυτσοβαρό. Ό "Ατσίδας τον άρ τάζοντας τά ϊχνη τών βημά παξε άπό τό σβέρκο. των. Είναι φανερό δμως δτι Καθώς τον τραβάει, νοιώ σέ λίγο θά άναγκαστοΰν νά θει κάποιον νά πηδάη επάνω’ σταματήσουν, γιατί θά πέση του άπό πίσω. Μά ό "Ατσίή νύχτα. δαό δεν έχει άδικα πάρει τό Καί πράγματι, σέ λίγο όνομά του. Καθώς ό άγνω στάθηκαν. Στο σκοτάδι πού στος πηδάει πάνω του, αυτός έπεσε απότομα, είναι αδύνα σκύβει άπότομα κι" ό εχθρός το καί στο πιο έξησκημενο πέφτει μπροστά μέ τά μού μάτι νά άνακαλύψη ϊχνη μέσα τρα. Μιά γροθιά στο δεξιό διος! φωνάζει ενθουσιασμένος ό "Ατσίδας. Έσύ φέρνει εμέ να πεπόνις, έγκώ ντωσει λίγο εσένα φάει... Ή Μαλόα κι5 ό Τάργκα γελούν. Ό Σάμπα βγαίνει κι3 α πομακρύνεται. Λίγη ώρα^ αρ γότερα γυρίζει με μερικά άγριοπέπονα, πού δλοι κι3 ό 3Α τσίδας πρώτος, τά τιμούν ό πως πρέπει. Πεινούσαν, άλ λως τε, φοβερά δλοι τους... 3Αφού έφαγαν, ό Τάργκα σηκώνεται. "Έχει αρχίσει νά βραδυάζη. — "Ακούστε, λέει. Ό κίν δυνος γιά δλα τά πλάσματα τής ζούγκλας είναι τρομερός. Θά φύγουμε τώρα κιόλας γιά νά ψάξουμε γιά τό καταφύγιο τού Καλούγκα, νά τον βρούμε, μέσα στη φωλιά του. 3/Αν δεν λείψη άπό τή μέση, θά γί νουν τρομερά πράγματα. Θά ακολουθήσουμε τά ϊχνη των πυγμαίων πού μάς έπετέθησαν.
π
Καθώς ό
ιάργκα
μόνης τοιν Ενα. 'Ο
ττρογωρεί. 5υ6 ττυγμα,οι προβάλλουν άβόουβα ττίσω -του. Μά 6 .Ατσίδας άγουττνάει. Μέ ια,ά κβοδδα Θέτει έκτάς
Σάμπα εμποδίζει τον άλλο αρπάζοντας τον από
γο
πόδι. "Ετσι βρίσκει ·τόν καιρό 6 Τάργκα
νά
δράστη !...
20
ΤΑΡΓΚΑ
μάγουλο του πυγμαίου—για τί πυγμαίος είναι κι5 ό δεύτε ρος — τον αφήνει μισόαναί-. σθητο. Ό Ατσίδας τούς άρ παζε ι και τούς δυο, τον καθέ να κάτω από τις μασχάλες του, καί γυρίζει πίσω κοντά στούς φίλους του. Καθώς πλησιάζει στο μέ ρος δπου είναι τό Ελληνό πουλο με τούς άλλους, βάζει τις φωνές: — Κύριος Τάργκα, έγκώ φέρνει - φέρνει καλός πεπόνις! ■ Φτάνοντας κοντά τους, ό Ατσίδας ρίχνει χάμω τούς δυο πυγμαίους, πού κάνουν έναν υπόκωφο γδοϋπό πέ φτοντας σαν να ήσαν σακκιά μέ πατάτες. -— Έγκώ φέρει - φέρει κα λός κυνηγ.ι, κύριος Τάργκα!, λέει. Ό πυγμαίος, · πού είχε φάει τη υροθιά, έχει τώρα συ νελθεί τελείως. Ό άλλος βογγάει άπό τούς πόνους τής πληγής του. .— Αυτός ντύος γκυρίζει γκύρω, συνεχίζει ό Ατσίδας. Καλούγκας έκει στείλει αυ τός ! Σκύβοντας, ό Τάργκα άρπάζει τον ένα άπό τούς πυ γμαίους — αυτόν πού είχε φάει τη γροθιά — άπό τό σβέρκο καί τον σηκώνει όρθιο σαν νάταν παιγνιδάκι. — Τί κάνετε εδώ γύρω; ρωτάει άγρια. Ό πυγμαίος δεν απαντάει. _— Λέγε!,, βρυχάται τό Ελληνόπουλο, πού τό βλέμ μα του αστράφτει άπό τον θυμό.
Ό πυγμαίος εξακολουθεί νά σωπαίνη. Ό Τάργκα σηκώ. νει τό χέρι του. Μιά τρομερή γροθιά στο στήθος του πυ γμαίου, τον στέλνει τρία μέ τρα μακρυά. Ό πυγμαίος, μέ την ψυχή γεμάτη τρόμο καί γιά τον Τάργκα καί γιά τον Καλούγκα, κάνει κάτι απροσ δόκητο. Χώνει τό χέρι του στη ζώνη του, τραβάει ένα στιλέττο, τό μπήγει στην καρ διά του καί πέφτει νεκρός! Ό Τάργκα, μέ τα χείλη σφιγμένα, σκύβει κι5 άρπάζει τό δεύτερο πυγμαίο, πού εί χε παρακολουθήσει μέ τρόμο τη φοβερή σκηνή.· — Τον είδες τό φίλο σου; ρωτάει άγρια ό Τάργκα. -— Τον είδα..., τραυλίζει 6 πυγμαίος. — Λοιπόν! Ποιος σάς έ στειλε; Μίλα! — Ό Καλούγκα, ό Κιπάνγκα'Μπουάνα (Ό Κύριος των 5 Αετών).— Νά κάνετε τί; -— Νά σάς παρακολουθή σουμε καί νά τον ειδοποιού με. — -έρεις που είναι ό Κα λούγκα τώρα; Ό πυγμαίος διστάζει. Ό Τάργκα τού δείχνει τό νεκρό πυγμαίο. — Ζηλεύεις την τύχη του, μήπως; ρωτάει ήρεμα, άλλα στο βλέμμα του περνούν α στραπές. — Στο Ίγκόρο, τό χωριό τών πυγμαίων, ψιθυρίζει ό πυγμαίος τρέμοντας. — Λοιπόν, θά μάς όδηγήσης στο ’ I γκόρο, καί τώρα αμέσως!
ΤΑΡΓΚΑ — Ό Καλούγκα θά μέ σκο
τώση! — "Έχεις καιρό δσο νά σέ ,οκοτώση ό Καλούγκα! Έγώ δμως θά σέ σκοτώσω τώρα αμέσως, άν δεν μάς όδηγήσης έκεΐ! Ό πυγμαίος δείχνει την πληγή του. ΊΗταν φανερό πώς δεν 0ά μπορούσε νά περπατήση γιά πολλή ώρα. — Θά σέ πάρη ό Ατσίδας στον ώμο του!, λέει ό Τάργκα. — Έ; κάνει ό "Ατσίδας. Έγκώ δκι πάρει πάνω ράχη εμένα αυτός μαϊμού! Ή Μαλόα βάζει τά γέλια. — "Έλα, "Ατσίδα, λέει. Ό σκοπός είναι νά απαλλάξου με τη ζούγκλα από τό τέρας αυτό ! Μέ δυσαρέσκεια ό "Ατσί δας^ φορτώνεται τον πυγμαίο στους ώμους του και ξεκινάει. Οί άλλοι τον ακολουθούν προ χωρώντας προς τή διεύθυνσι πού δείχνει ό πυγμαίος. ' Κάθε τόσο, δμως ό "Ατσί-' δας — γεμάτος φούρκα —ά πλωνε ι τό χέρι του καί δίνει μια γερή γροθιά στά πισινά τού πυγμαίου, πού στριγγλί ζει από τον πόνο! — "Εσύ σκάσει- σκάσει!, γρυλλίζει ό "Ατσίδας. "Εσύ δκι τζάμπα πάει - πάει άμάξι εμένα! ΚΕΦ. 6. 'ΌτΓου ό Τάργκα κι5 ό κούρος Μασάν θαυιια1τσ·υργού'ν στο ’ Ιγκόρο...
“ημέροονε, δταν πλησία— σαν στο "Ιγκόρο. Κρυμμέ νοι μέσα στούς θάμνους, πε ριμένουν νά φέξη καλά. Ό "Α
21
τσίδας έχει άφήσει χάμω τον πυγμαίο, δίνοντας του καί μιά γερή κλωτσιά! Ό δρόμος καί τό φορτίο έχουν ξελιγώσει κυριολεκτικά τον "Ατσίδα. Τά μάτια του έ χουν θολώσει από τήν πείνα καί τά γόνατά του τρέμουν. — Έγκώ πεινάει - πεινά ει !> μουγγρίζει. Έγκώ δκι φάει, πέσει - πέσει χάμω, γί νει - γίνει πεθαμένο! Ό Σάμπα προθυμοποιεί ται νά τον βοηθήση. Νά πάη αυτός νά τού βρή κανένα άγριοπέπονο. —1 Μήν πας πολύ μακρυά, τού λέει ό Τάργκα ως δτου δούμε πού βρισκόμαστε καί τί κρύβεται εδώ γύρω. — Όχι, δχι, απαντάει ό Σάμπα. Έδώ κοντά θά πάω. Καί άθόρυβα προχωρεί. Οι άλλοι, κρυμμένοι ανάμεσα στά δέντρα, τον παρακολου θούν πού απομακρύνεται. -αφνικά συμβαίνει κάτι καταπληκτικό. "Ενας αετός Φανερώνεται στον ουρανό κι" όρμώντας μέ απίστευτη τα χύτητα στή γη, χάνεται μέσα στή βλάστησι. Σέ λίγο ξανα φαίνεται ν" άνεβαίνη ψηλά, κρατώντας στά νύχια του τον... Σάμπα. Ό μικροσκοπικός άνθρωπάκος, στον τρόμο του, παρατάει δυο πεπόνια, πού βρήκε στο μεταξύ. Τά πεπόνια πέφτουν κον τά στο μέρος, δπου βρίσκεται ό Τάργκα μέ τούς άλλους. Ό 0 Ατσίδας, πού ήταν ξαπλωμέ νος κάτω από ένα δέντρο, καί δεν είχε άντιληφθή τί συνέβη, τινάζεται όρθιος κατάπλη κτος.
22
ΤΑΡΓΚΑ
— Πρώτος φορά Άτσίντα βλέττει - βλέπει, βοέκει - βρέκει ουρανός πεπόνις!, μουρ μουρίζει με δέος. Με το μέτωπο ζαρωμένο α πό έκπληξι και ανησυχία, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας λέει ατούς φίλους του: — Καθήστε εδώ! Περιμένετέ με! Θά ξαναγυρίσω. Ή Μαλόα τον πιάνει από τό χέρι μέ τό όμορφο πρόσω πό της συννεφιασμένο. -— Θάρθώ κι* εγώ!, λέει — "Όχι, Μαλόα!, απαν τάει τό 'Ελληνόπουλο. Έσύ κι5 ό Ατσίδας θά καθήσετε εδώ. Έγώ μέ τό Μασάϊ θά πάμε νά άνιχνεύσουμε τά υέρη, νά δούμε τί γίνεται. Κά ποιο πολύ άλλόκοτο καί τρο μερό υυστηριο ύπάοχει πίσω απ’ όλα αυτά! Πρέπει νά τό εξιχνιάσω! — Φοβάμαι, ψιθυρίζει τό κορίτσι. Φοβάμαι γιά σένα! Ό Τάργκα γελάει. — Μη φοβάσαι, λέει χαϊ δεύοντας τά ξανθά μαλλιά της. Εκείνος πού θά σκοτώση τον Τάργκα, δεν γεννήθηκε ακόμα. Μά κι’ άν γεννήθηκε, σέ βεβαιώ εγώ ότι δεν είναι ό Καλούγκα! Καί, λέγοντας αυτά, κάνει νόημα στον Μασάϊ νά τον άκολουθήση. Ό ύψηλόσωμος μαύρος, πού, ύστερα απ’ ολα αύτά πού είχαν συμβή, έχει ξαναβρή την ψυχραιμία του, τον άκολουθεΐ. Λίγη ώρα αργότερα, βρί σκονται κρυμμένοι σ’ ένα χαντάκι, πίσω από μερικές καλύβες τού Ίγκόρο. Μια πυρετώδης κίνησι επι
κρατεί στο χωριό. Πυγμαίοι μέ ακόντια πηγαινοέρχονται δώθε - κείθε φωνάζοντας. Σέ λίγο, ένας πυγμαίος πλησιάζει στο χείλος τού χαν τακιού, κρατώντας ψηλά τό ακόντιό του. Σάν αστραπή ό Τάργκα τον αρπάζει από τό πόδι καί τον τραβάει μέσα στο χαντάκι. Πρίν ακόμα καταλάβη τί συμβαίνει καί φωνάξη, ό πυγμαίος δέχεται μιά γερή γροθιά στά μούτρα α πό τον Μασάϊ καί μένει ακί νητος, λές κι5 είχε μαρμαρώσει. Ό Τάργκα κι5 ό Μασάϊ χώ νονται πάλι στο χαντάκι καί μένουν ασάλευτοι. Ό Κυρί αρχος τής Ζούγκλας θέλει νά έξακριβώση πρώτα καλά τί συμβαίνει στο χωριό αυτό, πρίν άποφασίση τί θά κάνη. Σέ λίγο, ένας άλλος πυ γμαίος πλησιάζει, ψάχνοντας ίσως νά βρή τον πρώτο. Καθώς σέ μιά στιγμή κυττάζει προς τό χωριό, έχοντας γυρισμένη τήν πλάτη του στούς δυο άντρες, ό Μασάϊ άνασηκώνεται καί τον χτυπάει στο κεφάλι μέ τό ακόντιο, χρησιμοποιώντας το σάν ρό παλο. Ό πυγμαίος πέφτει σάν κεραυνόπληκτος. Τήν ίδια όμως στιγμή δυο άλλοι πυγμαίοι πλησιάζουν. Ό ένας απ’ αύτούς διακρίνει ξαφνικά τό κορμί τού συμπα τριώτη του. Τό δείχνει στον άλλο κι’ αρχίζουν κι* οι δυο μαζί νά βγάζουν κραυγές συ ναγερμού ! — Τήν πάθαμε !, μουρμου ρίζει ό Μασάϊ. -— "Αλλο δέ μένει παρά
ΤΑΡΓΚΑ
τους χτυπήσουμε!, λέει ό Τάργκα. Βγαίνουν κι" οι δυο ορμη τικά από τό χαντάκι, κραδαίνοντας τα ακόντιά τους... Ή έξόντωσι των δυο πυ γμαίων είναι ζήτημα μερικών στιγμών. Στις λίγες δμως αυ τές στιγμές, ό τόπος γύρω γε μίζει από δεκάδες πυγμαίους που έπιτίθενται ουρλιάζοντας σάν τσακάλια! Μιά ψοβερή μάχη επακο λουθεί. Ό Τάργκα κι5 ό Μασάϊ δουλεύουν τ’ ακόντιά τους με τέχνη κι5 έπιδεξιότητα καταπληκτική. Τά κορμιά τών πυγμαίων σωριάζονται τό ένα επάνω στο άλλο... Οι πυγμαίοι όμως είναι πολλοί. Σέ μιά στιγμή, τό α κόντιο του Τάργκα σπάζει. Τό άτρόμητο Ελληνόπουλο βγάζει τό μαχαίρι του. Αλ λά είναι δύσκολο ν’ αντιμετώ πιση τά μακρυά ακόντια μέ τό μικρό μαχαίρι! Ό Μασάϊ βοηθεΐ όσο καλύτερα μπορεί, -αφνικά όμως πέφτουν επάνω του πολλοί πυγμαίοι μαζί καί του άρπάζουν τό άκόντιο! "Άοπλο πιά, τον πιάνουν καί τον οδηγούν σέ μιά καλύβα Ό Τάργκα αγωνίζεται μό νος τώρα. Μά είναι αδύνατον νά νικήση τόσους αντιπά λους. "Οταν, μάλιστα, πέφτει επάνω του μιά συντροφιά από καμμιά εικοσαριά πυγμαίους, δέν μπορεί ούτε νά σαλέψη ! "Ενας απ’ αύτούς φέρνει ένα σκοινί από κληματίδες καί σέ λίγο ό γενναίος "Ελλη νας εΐνα^ δεμένος γερά. Τον κουβαλούν στην καλύβα όπου βρίσκεται κι5 ό Μασάϊ,
23
Μέσα στην καλύβα υπάρ χει κι’ άλλος ένας ^ αιχμάλω τος. Ανήκει κι5 αυτός στη φυ λή τών Μασάϊ. — Πού είναι τώρα οι Μασάϊ; ρωτάει ό Τάργκα, ότεχν οι πυγμαίοι τούς^ άφησαν μό νους βγαίνοντας έξω. — Μισή ώρα μακρυά από δώ. "Ομως πρέπει κάποιος νά τούς είδοποιήση. Ποιος ό
μως;
Ό Τάργκα μενει σκεφτι κός. Ποιος θά ειδοποιούσε τούς Μασάϊ; Κι5 οι τρεΐς τους είναι γερά δεμένοι... Θάχη πεοάσει ως μισή ώ ρα, όταν τέσσερις πυγμαίοι μπαίνουν μέσα. Πιάνουν τον δεμένο Τάργκα από τούς ώ μους καί τά πόδια καί τον βγάζουν έξω. "Ενα δέντρο υψώνεται στη μέση ενός είδους πλατείας. "Έτσι δεμένος, όπως είναι χωρίς νά τον λύσουν, δένουν τον -Τάργκα μέ πρόσθετα σχοινιά από κληματίδες. Γύρω είναι μαζεμένοι καμμιά εκατοστή πυγμαίοι, ένφ στη μέση ένας μάγος τής φυ λής τους χτυπάει έ^α τύμπα νο. "Έπειτα από λίγο σταμα τάει. — Ό Μεγάλος Σκόρπιός θ" άποφασίση γιά την τύχη τού λευκού αυτού!, φωνάζει. Κι5 αρχίζει πάλι νά χτυπάη τό τύμπανο. ΚΕΦ. 7. "Οίτου ό ΤάοΥκα. ό Α τσίδας. η Μαλόο: κτ’ οί φίλοι τοιυς ^ ψάχ,ονταΊ ώ: ηρωικό μένος !
Οταν ό Σάμπα βρέθηκε στά νύχια τού αετού, στην αρχή ζαλίστηκε καί
24
ΤΑΡΓΚΑ
χρε.ιάστηκε αρκετά δευτερόλε πτα .για νά .καταλάβη τί α κριβώς είχε γίνει. "Οταν καταλαβαίνει δτι είναι γαντζωμένος στα νύχια του αετού, σκέπτεται στην αρχή · νά ρίξη στο όρνεο μέ τό τόξο του — γιατί τά χέ ρια του είναι ελεύθερα ·—· έ να δηλητηριασμένο βέλος,, αλλά αλλάζει γνώμη. Ό άετός πετάει πολύ ψη λά κι3 άν έπεφτε κάτω, θά τσακιζόταν κι3 ό ίδιος ό Σάμ πα. Αποφασίζει, λοιπόν, νά περιμένη μέχρις ότου χαμηλώση πουθενά τό όρνεο γιά νά τό χτυπήση, χωρίς νά κινδυνεύη νά σκοτωθή κι5 ό ίδιος. Πράγματι, σε λίγο ό άετός πλησιάζει στο Ίγκόρο καί χαμηλώνει αρκετά. 5Από κά τω απλώνεται μιά μικρή λιμνούλα μέ νερό. Ό Σάμπα δεν χάνει και ρό: ένα βέλος του χτυπάει τον αετό στήν κοιλιά! Τό όρνεο ταλαντεύεται γιά λίγο, χαμηλώνοντας ακόμα πιο πολύ, κι3 έπειτα πέφτει μέσα στή μικρή λίμνη. Κι3 ήταν ευτύχημα αυτό, γιατί άν έπεφτε στο έδαφος, ασφαλώς ό Σάμπα όχι μόνο θά χτυπούσε, πέφτοντας χά μω, μά θά τσακιζόταν καί άπ3 τό βάρος τού πελώριου πουλιού. Λίγες στιγμές αργότερα ό Σάμπα βρίσκεται στήν ξηρά καί τρέχει προς τό Ίγκόρο. Καθώς πλησιάζει, ακούει έναν ήχο τυμπάνου. Τεντώνει τ3 αυτιά του. Μεταφράζει τά γο'ργά χτυπήματα: «Ό Μεγάλος Σκόρπιός θ3
άποφασίση γιά τήν τύχη τού λευκού παλληκαριού... Ό Με γάλος Σκόρπιός θ3 άποφασί ση...». Δέ χρειαζόταν εξαιρετική ευφυΐα γιά νά καταλάβη ό Σάμπα ότι τό λευκό παλληκάρι είναι ό Τάργκα. Μέ προσοχή, χωρίς νά κά νη θόρυβο, πλησιάζει προς τό μέρος, από τό όποιο άκούγεται ό κρότος τού τυμπάνου. Αυτό πού βλέπει όταν φτάνη κοντά στο 3Ιγκόρο κάνει τά μάτια τού Σάμπα νά ανοί ξουν διάπλατα άπό^ τρόμο. Σ3 ένα δέντρο είναι δεμέ νος ό Τάργκα καί στο γόνα τό του άνεβαίνει αργά ένα κοκκινωπό άποκρουστικό έν τομο: ένας πελώριος αφρικα νικός σκόρπιός, πού τό χτύ πημα τής ουράς του είναι θα νατηφόρο ! "Αν χτυπήση μέ τό κεντρί του τον Τάργκα, τό γενναίο Ελληνόπουλο θά μείνη στον τόπο νεκρό. Φαίνεται όμως πώς ό σκόρ πιός σκοπεύει ν3 άνεβή ώς τό πρόσωπό του ή τό στήθος τού γιά νά τον κεντρίση. Ό Σάμπα καταλαβαίνει ότι κάθε δευτερόλεπτο πού περνά σημαίνει κίνδυνο θανά του γιά τον Τάργκα. Βγάζει τό τόξο του καί σημαδεύει άπό τά πλάγια τον σκορπιό. "Αν πετύχη στο σημάδι του, είναι βέβαιος πώς τό φαρμα κερό τέρας δέν θά προλάβη νά χρησιμοποίηση την ουρά του. Θά πετύχη; Ό Σάμπα όμως ξέρει νά ςτκοπεύη, όσο κανένας μέσςχ
ΤΑΡΓΚΑ
στη ζούγκλα. Μέ μια κίνησι του χεριού έξαχτολύει τό βέ λος πού χτυπάει τον σκόρπια άκριβώς στη μέση, από τά πλάγια. Ή ορμή τού βέλους τον τινάζει από τό πόδι του Τάργκα και τό έντομο πέφτει ατό έδαφος και μένει ακίνητο. Την Τδια όμως στιγμή, ό Σάμπα δέχεται ένα χτύπημα μέ ρόπαλο στο κεφάλι! Ζαλί ζεται καί πέφτει αναίσθητος "Ενας πυγμαίος που έρχόταν πίσω του τον είχε άντιληφθή καί πλησιάζοντας αθόρυ βα τον χτύπησε στο κεφάλι... * * Α Καθισμένος στή ρίζα τού δένδρου ό Ατσίδας τρώει τά δυο. πεπόνια που... είχε βρέ ξει ό ουρανός! Ή Μαλόα-λί γο πιο κάτω κυττάζει προς τό μέρος τού 3 I γκόρο. Ό Ατσίδας έχει πετάξε' τήν τελευταία φλούδα τόύ πε πονιού κι3 είναι έτοιμος νά γυρίση από τ" άλλο πλευρό, ό ταν ξαφνικά βγάζει ένα φοβε ρό «γρρρ»! καί δαγκώνει τον χαλκά του! Πλάϊ του άκριβώς, στέκε ται ένα αληθινό τέρας: ό Καλούγκα, ό Κύριος των Αετών! Πετάγεται όρθιος. Καί μ5 όλο τό βάρος τού ογκώδους σώματός του ρίχνεται πάνω στον Καλούγκα, πού χάνον τας τήν’ ισορροπία του, κυλιέ ται χάμω. Ό "Ατσίδας πέφτει άπό^ πάνω του. Μά τό φολι δωτό δέρμα τού Καλούγκα γλυστράει μέσα άπ" τά χέ ρια του! Ή Μαλόα, πιο πέρα, άκούγοντας τό θόρυβο, γυρίζει
25
νά δη. Μέ τήν πρώτη ματιά καταλαβαίνει τί συνέβαινε Τό μαχαίρι εδώ δέν κάνει τί ποτα. Αρπάζει -ένα χοντρό κλαδί από χάμω καί πληο'ΐάζει. Αρχίζει νά χτυπάη μ3 όλη της τή δύναμι τό τέρας. Κά θε χτύπημα άφηνει ένα με ταλλικό ήχο. Τό αποτρόπαιο κτήνος δεν σκοτώνεται καί δέν πέφτει αναίσθητο, μά φαί νεται ότι τά χτυπήματα πο νούν φοβερά τον · Καλούγκα, γιατί βγάζει άναρθρες κραυ γές καί ουρλιαχτά. Βλέποντας ότι τό μέσο αυ τό είναι κάπως αποτελεσμα τικό, ό "Ατσίδας πηδάει πί σω καί, ο-πάζοντας ένα κλα δί, αρχίζει κι3 αυτός νά χτυ πάη τον Καλούγκα. Ό Κύρι ος τών Αετών προσπαθεί νά γαντζώνη μέ τά σουβλερά του νύχια έναν από τούς δυο αντιπάλους του, αλλά μά ταια. Ή Μαλόα είναι ευκίνητη σάν τίγρις κι3 ό "Ατσίδας, μπροστά στον κίνδυνο, έχει ξεχάσει τήν συνηθισμένη τεμ πελιά του. "ξινας αετός φαίνεται από ψηλά. Ή Μαλόα, πού τον βλέ πει, ψοονάζει οπόν "Ατσίδα: — Ατσίδα! Φυλάξου! "Ενας^άετός!^ Πρέπει νά κρυ φτούμε αμέσως ! "Ακολούθη σε με ! Παρατούν τον Καλούγκα, ξεμακραίνουν τρέχοντας καί χούνονται ανάμεσα στούς πυ κνούς θάμνους. Δυο λεπτά αργότερα ό άετός_ έχει έξαφανισθή. Μά κι" ό Καλούγκα έχει κι3 αυτός έ-
26
ΤΑΡΓΚΑ
ξαφανισθή, σαν νά^ άνοιξε ή γή και να τον κατάπιε! — Έγκώ φάει - φάει Κα~ λούγκα!, - γρυλλίζει ό Ατσί δας. Φάει - φάει αυτός σαν πεπόνις, να έτσι - έτσι... Καί, λέγοντας αυτά, δαγ κώνει τό χαλκά του — Ναί, αλλά θαρρώ πώς ο Τάργκα κινδυνεύει, λέει ή Μα λόα. Ή παρουσία του Κα λούγκα εδώ δέ μαρτυράει τί ποτα καλό. —Κύριος Μαλόα, ντίκιο ε κεί. Κύριος Τάργκα κίντυνοκίντυνο μεγκάλος! Εμείς πάει-πάει Ίγκόρο...
Ό μεγάλος αφρικανικός σκορ τπός ανεβαίνει ττρός το στήθος του.
— Πάμε! Πλησιάζοντας στο Ίγκόρο, ό Ατσίδας κΓ ή κοπέλλα σταματούν. Άκούνε κρότο τυμ πάνου. «Ό Μεγάλος Σκόρπιός πέθανε. Μά ό λευκός θά πεθάνη κΓ αυτός. Οι ιεροί κροκόδει λοι θά έχουν μεγάλη γιορτή...» Ή Μαλόα χλωμιάζει. Ό Ατσίδας τραβαει μέ τά δόν τια του τό χαλκά τής μύτης του. — Κάτι πρέπει νά κάνου με, Ατσίδα. — Και βέβαιος πρέπει κάνει-κάνει κάτι εμείς... 'Έλα μαζί 'Ατσίντα, κύριος Μα λόα! ’Ατσίντας πολύ θυμό θυμό... Κι" ό 5 Ατσίδας προχωρεί προς μιά καλύβα πού βλέπει μπροστά του, ακολουθούμε νος απ’ τή Μαλόα. Κανείς δεν τούς βλέπει, γιατί όλοι είναι μαζεμένοι στην πλατεία. Μπαίνοντας στην καλύβα, βλέπουν δυο δεμένους μαύ ρους. Είναι οι δυο αιχμάλωτοι Μασάϊ. Λόγια δεν χρειάζονται. Μέ τό μαχαίρι της ή Μαλόα κό βει τά δεσμά καί τών δυο. Οι μαύροι σηκώνονται. — Έσύ, λέει ό Μασάϊ πού ήταν μαζί μέ τον Τάργκα στο σύντροφό του, φύγε αμέσως καί πήγαινε νά ειδοποιήσης τούς δικούς μας νάρθοΰν ώπλισμένοι όλοι εδώ... Ό Μαύρος εξαφανίζεται α θόρυβα. Οι άλλοι τρεΐς τους βγαί νουν σιγά - σιγά από την κα λύβα. Γύρω στά πτώματα τών πυγμαίων, πού είχαν σκο
ΤΑΡΓΚΑ
Μια
κίνησι
τών
πανίσχυρων
27
χειρι ών του καί τά κρανία τους συν-
τρίβονται\
τωθή στην πάλη πού προηγήθηκε, βρίσκονται πεσμένα α κόντια. Ό Μασάϊ κι5 ή Μαλόα αρπάζουν άπό ένα. Ό Ατσίδας ούτε καταδέχεται να τά κυττάξη. Βγάζει τό φυ σοκάλαμό του. Προχωρούν με άργά αθόρυ βα βήματα προς την πλατεία του Ίγκόρο. -αφνικά ό Ατσί δας βλέπει ένα πτώμα νά σαλεύη. Γουρλώνει τά μάτια του, φέρνει τό φυσοκάλαμό του στο στόμα καί είναι έτοι μος νά του φυσήξη ένα βέλος, όταν βλέπη πώς είναι ό... Σάμπα! — Τό Μικρόβιος!, ψιθυρί ζει. Τί αυτό πάθει - πάθει; Πλησιάζει. Ό Σάμπα συν
έρχεται εκείνη τη στιγμή. Δυο - τρία σκαμπίλια του Α τσίδα τον συνεφέρουν εντε λώς. -— Ό κύριος Τάργκα, εκεί, ψιθυρίζει ζαλισμένος άκόμα ό νάνος. Σκόρπιός... Ό Ατσίδας τον άρπάζει άπό τό χέρι. — Έσύ πάει - πάει μαζΐμαζί εμένα!, λέει. Οι πυγμαίοι ετοιμάζονται νά λύσουν τον Τάργκα άπό τό δέντρο. Θά τον πήγαιναν στους ιερούς κροκοδείλους. Ξαφνικά,^ένα βέλος χτυτνάει τό μάγο τών πυγμαίων στο λαιμό, την ώρα πού εΐναι έ τοιμος κάτι νά πή. Φοβερά ουρλιαχτά άντη-
28 '
ΤΑΡΓΚΑ
χούν. Οι πυγμαίοι γυρίζουν νά δουν τί συμβαίνει. Καί, βλέποντας τον Μασάϊ, την Μαλόα, τον "Ατσίδα καί τόν Σάμπα, όρμουν μ" αλαλαγ μούς εναντίον τους. Ό "Ατσίδας έχει άκουμπήσει στον τοΐχο μιας καλύβας γιά νά προφυλάη τά νώτα του καί φυσάει αδιάκοπα τό κα λάμι του. Δυο πού έχουν πλη σιάσει αρκετά, κυλιούνται στο χώμα. Ό Σάμπα στο με ταξύ έχει πηδήσει στο χαντά7 κι κι" από έκεΐ, αθέατος, ρί χνει τά δηλητηριασμένα' βέλη του. Ό Μασάϊ με τό ακόντιό του κάνει θραΰσι. Μόνο η Μαλόα δεν έλαβε μέρος στη συμπλοκή. Ή πρώ τη της σκέψι ήταν νά έλευθεροοση τον αγαπημένο της Τάργκα. "Έτσι κρατώντας τό μαχαίρι της, τρέχει κοντά του καί κόβει τά σκοινιά του Τάρ-’ γκα. Οί πυγμαίοι, αντιμετωπί ζοντας τόν "Ατσίδα καί τούς 6υό άλλους, έχουν λησμονή σει τόν αιχμάλωτό τους, ίσως γιατί τόν πίστευαν δεμένο. "Έτσι, στο κριοτμοότερο ση μείο τής συγκρούσεως πέφτει μέσα σάν κεραυνός, αρπάζον τας ένα ακόντιο κι" ό ατρόμη τος Κυρίαρχος τής Ζούγκλας. Μιά τρομακτική υάχη επα κολουθεί. Δεν βλέπει κανείς παρά κεφάλια σπασμένα καί πτώματα γύρω. Στο μεταξύ κι" οί άλλοι πυγμαίοι, πού βρί σκονται γύρω στο Ίγκόρο, τρέχουν κατά δεκάδες, άκούγοντας τούς κρότους τής μά χης·^ αγώνας είνα· ανισος.
"Οση δύναμι κι" άν διαθέτουν οί φίλοι του Τάργκα κι" ό, "ί διος, οί πυγμαίοι εΐναι πολλοί. — Κουράγιο!, φωνάζει ό Μασάϊ σε μιά στιγμή.· "Οπου νάναι έρχονται οί δικοί μας!.. Δεν είχαν περάσει λίγα λε πτά, όταν εκατοντάδες ύψηλόσωμιοι Μασάϊ, ώπλισμένοι μέ πελώρια «άσσεγκάϊ» (δόρατα). ξεπροβάλλουν άνάμεσα απ’ τά δέντρα τής ζούγ κλας. "Οταν άντηχή ή τρομερή πολεμική κραυγή των Μασάϊ, οί πυγμαίοι τρομοκρατούνται Τούς χτυπούν τώρα άπ: δλες τίς πλευρές. Δυό-τρεΐς πού εί ναι προς τό μέρος τού Τάργκα δίνουν πρώτοι τό σύνθημα τής' φυγής. Κι’ οι άλλοι πυγμαίοι πετώντας τά δόρατά τους, τό βάζουν στά πόδια... ΚΕΦ. 8. "Οίτου ό Καλού Υκα, ό Κύριος πλν Αετών, τά βρίσκει σκούρο, παλεύ οντας μέ τίς τίγρεις!
φήνοντας τούς Μασάϊ νά κυνηγούν τούς πυγμαίους ό Τάργκα μαζεύει γύρω του τόν "Ατσίδα, τή Μαλόα καί τόν Σάμπα. — Πρέπει νά βρούμε τόν Κσλούγκα, λέει. "Αν αυτός δεν λείψη, τίποτα δεν κάνου με. Πώς θά βρούμε τά "ίχνη του όμως; — Μάς έπετέθη εδώ καί λί- · γη ώρα!, λέει ή Μαλόα. Θά τόν εξοντώναμε "ίσως ό "Ατσί δας κι" εγώ, άν δεν έπενέβαινε ένας αετός ! "Από εκεί μπο ρούμε νά βρούμε τά ίχνη του
Α
ΤΑΡΓΚΑ καί νά τον ακολουθήσουμε! — Πάμε αμέσως έκεΐ!, λέ ει ό Τάργκα. — Πάει - πάει!, γρυλλίζει ό Ατσίδας. Έγκώ πιάσει πιάσει Καλούγκα, φάει - φάει αυτός ζωντανός!... · Πηγαίνουν όλοι γοργά στο μέρος όπου είχε φανή ό Κα λούγκα.. "Οταν φτάνουν έκεΐ, σκορπίζουν προς κάθε κατεύθυνσι και αρχίζουν νά ψάχνουν τό έδαφος γιά νά άνακαλυψουν Τά ίχνη του τερατόμορφου έρ πετοϋ.. Ό Ατσίδας εΐναι αδιόρθω τος ! ^ Καθώς προχ<ωρεΐ μέσα στο δάσος, βλέπει μιά πανύψηλη αφρικανική καρυδιά. Καί μιά φωτεινή σκέψι αστράφτει στο μυαλό του. — Έγκώ σκαρφα-σκαρφαλώσει απάνω, βλέπει - βλέ πει κάτω!, μουρμουρίζει. Δεν εκφράζει δμως την πρα γματική του σκέψι, πού είναι νά γεμίση με καρύδες τήν κοι λιά του, πού έχει άδιάσει σε επικίνδυνο βαθμό, κάνοντάς τον νά ύποφέρη αβάσταχτα. Παρ5 δλο τον δγκο του, ό Ατσίδας σκαρφαλώνει πάνω στό^ δέντρο μέ έπιδεξιότητα πιθήκου, θρονιάζεται έκεΐ πά νω αναπαυτικά καί αρχίζει τήν έπίθεσι έναντίον των... καρυδών! Τά σαγόνια του δουλεύουν γοργά καί 'ρυθμικά, κάνοντας ένα θόρυβο πού θυμίζει χαλα σμένη ατμομηχανή! Τά ρου θούνια του ξεφυσοϋν από τήν απόλαυση πού νοιώθει καθώς τό στομάχι του γεμίζει σιγά-
σιγά.
29
Ξαφνικά, σταματάει. Τά μά τια του γουρλώνουν . κοιτά ζοντας κάτω. Τά δόντια του αρπάζουν τον χαλκά ^τής μύ της του καί τον τραβούν.^ ' Βλέπει τον Τόίργκα, μέ τό μαχαίρι του στο χέρι, νά προχωρη . μέ προφυλάξεις ανάμε σα στούς θάμνους. Καί βλέ πει δυο π'υγμαίους νά ξεπρο βάλλουν ξαφνικά πίσω του, αθόρυβα σάν ίσκιοι, καί νά σηκώνουν τά ακόντιά τους έ τοιμοι νά τον καρφώσουν προ δοτικά στήν πλάτη! Ό Ατσίδας θέλει νά ψωνάξη, μά δέν μπορεί. Τό στό μα του είναι γεμάτο άπό τή λευκή, νόστιμη σάρκα μιάς καρύδας! ’Άν ψωνάξ-η, θά πε ταχτή τό νόστιμο φαγητό α πό τό στόμα του! Ιό ΐδιο θά συμβή άν χρησιμοποιήση τό φυσοκάλαμό του! Αποφασίζει, λοιπόν, νά κάνη κάτι άλλο: μιά μεγάλη θυσία! Νά πετάξη μιά καρύδα! — Έγκώ πολύ .- πολύ άγκαπάει έσένα!, λέει στήν-κα ρύδα. Έγκώ όμοος άγκαπάει πιο πολύ κύριος Τάργκα! Καί έξακοντίζει προς τά κάτω τήν καρύδα μέ όλη τή δύναμι του μυώδους μπράτσου του. — Καλός ταξίντ»!, λέει. Τό ταξίδι είναι... καλό καί γοργό! Ή καρύδα σκίζει τον αέρα μέ ορμή, χτυπάει τον έ να άπό τούς πυγμαίους στο κεφάλι καί του ανοίγει τό κρανίο! Άκούγοντας τον κρότο αυ τό, ό Τάργκα γυρίζει απότο μα. Τήν ίδια στιγμή, ό δεύτε*
ΤΑΡΓΚΑ ρος ττυγμαΐος τραβάει προς τά πίσω τό χέρι του για νά τινάξη εναντίον του τό άκόν"πό του! Ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας δεν προλαβαίνει νά άμυνθή ! Μά ένας τρίτος επεμβαίνει στην κρίσιμη στιγμή, καθώς τό ακόντιο πάει νά ξεφύγη α πό τό χέρι του άγριου. Είναι ό Σάμπα! Ό μικροσκοπικός άνθρωπάκος, μέ μιά βουτιά, αρπάζει τον πυγμαίο από τό πόδι, κάνοντάς τον νά μετακινηθή καί νά άστοχήση ! Τό ακόντιο περνάει ξυστά άπό τον Τάργκα, πού μέ ά φθαστη έπιδεξιότητα τό αρ πάζει στον αέρα καί τό στέλ νει πίσω άπό έκεΐ πού ήρθε! Ή μετάλλινη σϊχμή χτυ πάει τον άγριο κατάστηθα καί τον καρφώνει πάνω σ’ έ να δέντρο! ★ * ★ Συνεχίζουν τό ψάξιμο μέ σα στη ζούγκλα. -αφνικά, μαρμαρώνουν δλοι, σφίγγον τας ό καθένας τό όπλο του. "Έχουν φτάσει σ5 ένα ξέφωτο. ^Στό κέντρο τής έκτάσεως αυτής, όπου δεν υπάρχουν ού τε δέντρα ούτε θάμνοι, βρίσκε ται ένα πρασινωπό, φολιδωτό πλάσμα, πού εύκολα θά μπο ρούσε κανείς νά τον περάση γιά κροκόδειλο, άν δεν περ πατούσε όρθιο! Είναι ό Καλούγκα! Ό Κύ ριος των Αετών! Ό Ατσίδας, πού έχει κατεβή άπό τό δέντρο του κι5 έ χει άκολουθήσει τούς άλλους, γουρλώνει τά μάτια του καί
ώ&ώ*8
φέρνει τό φυσοκάλαμό του στο στόμα. Ό Σάμπα ετοιμάζει τό τό ξο του μέ τά φαρμακερά βέ λη. Ή Μαλόα σηκώνει τό άκόντιό της. Ό Τάργκα σφίγγει τό μα χαίρι του καί συσπειρώνεται έτοιμος νά όρμήση ! Μά δέν έφορμούν! Συμβαίνει κάτι άλλόκοτο. Τρομακτικά ουρλιαχτά άντηχούν. Δυο τίγρεις, πού φαί νονται πολύ πεινασμένες, ξεπηδοΰν μέσα άπό τούς θά μνους γύρω, διασχίζουν μέ μεγάλα πηδήματα τό ξέφωτο καί ρίχνονται πάνω του! Ό Καλούγκα, άφήνοντας υπόκωφα γρυλλίσματα, άγωνίζεται νά άπαλλαγή άπό τά θηρία, χτυπώντας τα μέ τά σπαθωτά νύχια του. I σως νά κατάφερνε νά βγή νικητής άπό την πάλη αυτή. "Ένα κοπάδι όμως άπό τί γρεις, πού τις τράβηξαν τά ουρλιαχτά, κάνουν την έμφάνισί τους καί, όλες μαζί, όρμούν εναντίον του. Τά αίμοβόρα άγρίμια ρί χνουν χάμω τον Καλούγκα, τον αρπάζουν άπό τά μέλη μέ τά δόντια τους καί άρχίζουν νά άπομακρύνωνται σέρνοντας τη λεία τους, μέ μουγγρητά ι κανοπο ιήσεως. — Είναι περιττό νά έπέμβουμε στη δουλειά ~ών τίγρε ων, λέει ό Τάργκα. Καλύτερο τάφο άπό τό στομάχι τους δέ θά μπορούσε νά βρή ό Κα λούγκα ! ^— Έκεΐ δέ θά τον βροΰν ούτε οί άετοί του!, προσθέ τει ό Σάμπα»
31!
—- Μόνο ττού 5έ θά μάθου με ποτέ τι ακριβώς ήταν 6 Καλούγκα!, λέει ή Μαλόα. "Ανθρωπος; 5Αγρί μ ι; ^ Ό Ατσίδας, πού πάντα στο φαΐ έχει τό νοϋ του, φω νάζει στις τίγρεις; — Καλό δρεξοςί Καλούγ κα έκει σκληρό κρέατος, αλ λά νόστιμος!
Και οί τέσσερις φίλοι μας άπομακρύνονται ικανοποιημέ νου Δεν θά ήσαν όμως τόσο ι κανοποιημένοι, αν μπορούσαν νά δοϋν τί συμβαίνει εκείνη τη στιγμή λίγο πιο πέρα, με ταξύ τού Καλούγκα και των τίγρεων!,,,
ΤΕΛΟΣ £νΥΥ\Υ\ΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ\ΥνΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ\ΥΥΥΥΥΥΥΥΥ\ΥΥΥΥΥΥΥΥΥ'νΥΥννΥννΥΥν\ΥΥνννΥνν*ΛΥΥΥ\\\ΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ\ΥΥΥ
' ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΔΙΣΚΟΙ υυυυλνννννννννννννν
Κάθε μέρα διαβάζετε στις εφημερίδες δτι «ιπτά μενοι δίσκοι», μυστηριώδη φωτεινά αντικείμενα έκα ναν την έμφάνισί τους ποτέ στην Αμερική, πότε στήν Αγγλία, πότε στη Γαλλία, πότε στή Γερμα νία! Κανένας δεν μπορεί νά έξηγήση τήν προέλευσί τους καί νά φώτιση τό μυστήριό τους. Τό έπόμενο τεύχος τού «Υπεράνθρωπου», τό 80, πού κυκλοφορεί τήι/ ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο
ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΔΙΣΚΟΙ έχει ως θέμα τό μυστήριο αυτό των ουρανών. Ή Γή ύφίσταται τήν έπίθεσι τών «ιπταμένων δίσκων» καί κινδυνεύει νά έξοντωθή ! Αλλόκοτα τερατώδη δντα από άλλους κόσμους σκορπούν τήν καταστροφή, μέ τή^ βοήθεια τού Εφιάλτη, τού "Οντος μέ τά Χίλια Μάτια! ^ Οι Υπεράνθρωποι ρίχνονται μέ αυτοθυσία στον αγώνα γιά νά υπερασπίσουν τήν Ανθρωπότητα!
ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΔΙΣΚΟΙ Ενα τεύχος πού θά διαβαστή από 30.000 παιδιά! Λνν^ΛΥΥΛ\ννννννννΥνννΥνννννννννννννν\ννΥΥν\νννΥ\νΥ\\ννν\ν'ΙΛΥΥν\\νΥΥνν\νΥννΥ\ν\νννγνννν\ν\ΥΥ\ννννΥΥννννννΥΥΥν\ν
ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΤΟΥ ΑΤΣΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ Κύριος
Κοντοστούπος,
Έσύ οκι καλός άνπρωπο! Έσύ μπαμπέσος, εί ναι, άτιμο είναι, ύπουλο είναι! Έσύ λέει - λέει ψι λό - φίλο εμένα είναι, μυαλό εσένα εχτρό εμένα είναι! , Έσύ ήρτε τζούγκ?\α, κάνει - κάνει γλέντι ματζί εμένα! Έγκώ έτοιμάσει πολύς καρποϋτζις, πολύς πεπόνις, πολύ καλός ψημένος τζαρκάντις, ντώσει ε σένα, φάει - φάει εσένα, χορτάσει έσύ τό κοιλιά εσένα! Έγκώ τέλει περιποιηθή εσένα, κάνει - κάνει εσένα πολύ - πολύ φίλο εμένα! Έσύ όμως, Κοντοστούπος, είναι άτιμο άντρωπο ! Έσύ φάει - φάει καρπουτζι, πεπόνι, τζαρκάντι, χορτάσει εσένα! "Έπειτας, έσύ θυμηθή παλιός καυβγάς εμένα - εσένα, άρχίτζει βρίτζει έμένα, λέει έμένα «μαϊμούς», «πίθηκος», «καννιβάλος», «ξυπόλη τος» ! Έγκώ άγκριεύει, λέει - λέει εσένα νάνο, λέει ε σένα «μις Μαϊμού», λέει εσένα άτιμο! Έγκώ λέειλέει, έσύ λέει-λέει, σηκώνει χέρι εμένα, σηκώνει χέ ρι έσένα, ξύλος - ξύλος άρχίτζει πέφτει! Έγκώ πολύ - πολύ ξύλος ντίνει έσένα, έσύ πιο πολύ ξύλος ντίνει έμένα, ρίχνει κάτω χώμα αναί σθητος έμένα, φεύγει έσένα! Έγκώ τώρα βάλει - βάλει μαγικός βοτάνος κορμί έμένα, γίνει
καλά εμένα! ;Έγκώ οκι ψίλος-φίλος έσένα, δκι τέλει ξέρει-ξέρει έσένα! !
'
ΑΤΣΙΝΤΑΣ
ΚΑΘΗΚΟΝ ΟΔΟΝ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΑΣ
ύ*Τ+*Τ*Τ*ΤΤ*Τ>Τ*^Τ**ΤΤ**,*****,+****,**Τ,Τ***Τ**ΤΤ*>*+Τ*Υ*Τ<Τ*Γ*% Τό έττόμενο τεύχος του «Τάργκα» τό 18, πού κυ κλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο
<
-<
< -<
ΤΟ νννννννννγ\\νι\'ννννννννννννννννννννννννννννννννννννν\Λνν\ννννγννΐννννν\ννν\νννννννννννννννννν\’ν
1 <
είναι μια άποθέωσι της ελληνικής πα?\ληκαριάς, μια τρομακτική τιτανομαχία- ανάμεσα στον Κ α λ ο ύ γκ α, τον Κύριο των Αετών, και στον Τάργκα, τον •Κυρίαρχο τής Ζούγκλας! Ό φριχτός Καλούγκα, μα νιασμένος, επιτίθεται και ή ζωή τής Μαλόα διατρέ χει κίνδυνο θανάτου! Μά επεμβαίνει
Τί Λ»Σ0 ΓΙΤ ΕΛΛΗΝΑ ΛνΛ\ΛΛ'ν\Λννννν\'ν'\Λ'ννΐνΐΛ\λ'νΛ'ν\'νννΛΛΛνΐ·1\Λ\'Λ-νΛν%'ν,'Λ^ΛΛννΐνν\ν\Λ/ΙΊ\ννν\νν\'νι\Λ\\'ν'ννΛ'ν\ν\·.'νν\Λ\ν
καί ανακόπτει τήν εγκληματική λύσσα του τερατώ δους τυράννου τής ζούγκλας! Τοορα πού — μέ τό κλείσιμο του αντιπάλου πε-. ριοδικου λόγω έλλείψεως αναγνωστών — ό «Τάρ γκα» έμεινε τό μόνο ανάγνωσμα ζούγκλας στήν Έλ λάδα, θά σάς προσφέρη κάθε εβδομάδα περιπέτειες, πού θά εΐναι-ή μιά καλύτερη από τήν άλλη σε ηρωι σμούς καί συγκλονιστική δράσί!
<
<
< -<
<: <; <
<
<; <
ίννν\νν\νν\\ν\νν\νν'Λ\νν\\\νννννννννν\ννν\λ')Λ\\Λ^Λ\\ννννννννννν·ν\\ννν\ν\\ννν\\\νν\ΛΛΛΛννννννννν\Λ^ννν\\Λν\’
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ
<
ΥΠΕΡΑΝΘΡωΠΟΣ έκυκλοφόρησε στις Επαρχίες καί στο Εξωτερικό! Εξασφαλίστε τον πριν έξαντληθή ! 36 σελίδες—130 εικόνες — Τιμή 2.000 δραχμές!
<
"Τ Α Ρ Γ Κ Α,-
Άριθμ.
17— ΔΡΑΧ.
2.000
Εβδομαδιαία Βιβλία 'Ηρωϊκών Περιπετειών.
Τά προηγούμενα τεύχη πωλούνται στά ανοικτά κά-
“
Γραφεία: Λέκκα 23 Άριθ. Τηλεψ. 36.373
θε μέρα 9—καί 5—7, έκτος του
-
απογεύματος τής Τετάρτης.
]
γραφεία
μας, που
εΐναι
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. * Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Α. Θησέως 323. Προΐ- , στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19. *
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8)
'Ο κυρίαρχος τής Ζούγκλας. Ή σπηλιά μέ τά Διαμάντια. ΖοΟμπο, ό 'Ιερός Ελέφαντας. 'Ο φύλακας των Θησαυρών. Μαλόα, τό Κορίτσι-Τίγρις. Τάργκα* ό Λευκός Σίφουνας. Μονομαχία Βασιλέων. Συναγερμός στη Ζούγκλα.
9) Ζανούρ ό προδότης 10) Στη φωλιά τού Ζανούο 11) Ιπτάμενος Τρόμος 12) Τό φαρμάκι τής κόμπρας. 13) 'Η αρπαγή τής Μαλόα. 14) Στο Βωρό τού Μαύρου Δαίμονα 15) Πιθηκάνθρωποι τού Μπουάνα. 16) Κυνηγός Άνθίρώπων. 17) Καλούγκα. ό Κύριος των Αετών.
ΟΙ ΤΟΜΟΙ ΤοΟ «Τάργκα>> και του «Ύπερανθρώπου»
< < <
Μέ τό τεύχος 8 του «Τάρνκα» καΐ^ 72 του «Ύ περανθρώπου» συμπληρώθηκαν ό 1ος και ό 9ος τόμος των αγαπημένων σας περιοδικών. Ή Διεύθυνσις, θέλοντας νά προσφερη πάντα κο'τι καλύτερο στους αναγνώστες μας, αποφάσισε δένη στο έξης τούς τόμους μέπολυτελες πανό δετο καί χ ρ υ σ ο τ υ π ω μί ν ο δ έ σ ι μ ο! Καμμιά έπιβάρυνσις τής τιμής δε θά γ;νη! Δηλαδή, γιά τη βιβλιοδεσία, θα πληρώνετε στο εξής 5.000 δραχμές^ καί θά αποκτάτε έναν καλλιτεχνικό τόμο πού θά σάς γοητεύη μέ την έμφάνισί του!^ Φυσικά, οΐ παλαιότεροι τόμοι θά εξακολουθήσουν νά δένωνται όπως πριν καί μέ την ϊδια τιμή (5.000 δρανυές). Γιά τούς αναγνώστες τών επαρχιών θά υπολογί ζεται καί μιά έπιβάρυνσι άπό 2.000 δρχ. γ^ιά ταχυ δρομικά, γιατί τά τέλη τού ταχυδρομείου αυξήθηκαν πολύ τον τελευταίο καιρό.
<
< <
<
<
<
<
1
£ ΕΝΑ ΛΙΠΑΠΑΚΙ, £ΝΑ< ΑΓΝβΧΤΟ* ΠΛ14£|ΑΖ£1 ΤΟΝΐΑΚΟνίΤΟ ΝΑΥΤΙΚΌ ΓΕΡΑΚΙ και το ϊυπτροφο τουΜΑϊκ...ι
Εκς.-ΓΗ.ΗνπφΜ ' €.πα ίπον. ΔΑίΟ ΓιΕΤ,ΠΟν €>Α ΠΑΡΜ Μ£ΡΟ! 1ΤΊ1 Ι1ΤΐθΔΡθ(νΐί£^ ΛΕΓΟΠΑ» ΧΑ^ΠΕ,Ρ ΚΑ» ΪΑ1 ΠΛΗΡΛ^Ρ ΚΑΛΑ / ΓΗΚ ΝΑ Κν^εΡΠΗίΕΓ
ΤΟ ΛΙΤΡΟΑΆΡΟ> Αντο ΤΟ ΐΑΓΙΌ -
1/ΑΡΑβΟ ·,
' ίΑΠίΟΚ^ΡΑβο ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑίνΓΟ χΟι/; ΝΑνΤί^Ε ΤΟΚ
I ΓΑνκΟν νεΡον.,'
τε ε*\,ι το πΑΟΐαΧ ρ© V___ Λον! >Τ ΚΑν>Αν
ΠΑΜΕ » ιπ ΛΪΚ
Α£Π ΜΠΟΡ£ι*.\ ΝΑ ΙΜΟΝ ΜΙΛΑ! ετ*ι! ,
ΚΑΤ9 τα
^ΕΡίΑ
Τμν Βθ.-<
ΙΔΙΑ ίΤίΓΙΜΜ 11 1·—»·^». .Μ
II
ΠΙΟ
— I '·^·ιι«,1.->1
—
ΠΕΡΑ..*.. "ΜΙ
,.
■
Αχονιζ. ΧΑΝ|£Νΐ)ΘΑ ©ρονιάς *Τρο ΠΡΕΠΕΙ ΟΠ2λΔΗΠΟ.| ΠΟ'. ΑΛΛ^ ΤΕ Γύ*ι τε να ΦντΑΑεγϋον./ εχονΉε δειε» ιμ£ τα ΚΛΟΠιΝΑι Α1/ ΚΑΛΑ ΕΚΕΙΝΟ %_
^7 ΤΛΝ ΑλΤ^ΝΟΙΜΙ·
Λ
Ν
/
ΚΟ ΠΟν λΤΕίΛΑ-
I
ΝΕ ΠΑ (*ΗλΠΐΑλΜ:
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ΗΡΟΪΚΕΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
ΤΟ ΛΑΣΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ 1 | |
Ο ΚΑΛΟΥΓΚΑ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΩΝ ΑΕΤΩΝ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΘΑ- 1 ΝΕΙ ! ΖΗ ΚΑΙ ΔΡΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΤΑΡΓΚΑ, ΤΟΥ ΑΤΡΟ- Γ ΜΗΤΟΥ ΕΑΑΗΝΟΠΟΥΛΟΥ. ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΣΥΓΚΡΟΥΕΤΑΙ· <[ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡΟΜΑΚΤΙ ΚΗ ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ! ... I;
ΚΕΦ. 1. "Οπόν ο * Ατσίδας δένε ται Ενα μττόγο στο κεφά= λι χωρίς ν η ·.. ·
νά τον ττερίϋέ-
;5Ατσίδας είναι ^ καθισμέ νος κάτω άπό ένα πελώ ριο δέντρο, τρώγοντας τή δέ κατη πέμπτη καρύδα του. Γύρω του είναι σκορπισμένες σπασμένες καρύδες, λες κι" εί ναι πεδίο μάχης. Ό νέγρος γουργουρίζει άπό ευχαρίστησι και κάθε τόσο γλείφει τον χαλκά τή<£ μύτης του. -αψνικα, έκεΐ ' πού, ετοιμά ζεται νά σπάση^ μιά καρύδα, ένας μπόγος πέφτει άπό' τό δέντρο. "Άν έπεφτε πάνω του άσφαλώς θά την είχε άσχημα ό Ατσίδας. Μά πέφτει λίγο μπροστά του και τον χτυπά μόνο στο χέρι. Ή καρύδα πε τάγεται μακρυά. — Γρρ!, κάνει θυμωμένος ό "Ατσίδας δαγκώνοντας τον χαλκά του. καί γυρίζοντας νά δή τό μπόγο δεξιά του.-: Δεν είναι μπόγος. Είναι έ νας ιθαγενής Μπαντού, πού πέφτοντας είχε τσακίσει και τό κεφάλι του. Τό ακόντιό του βρίσκεται δυο μέτρα πάρα πέρα. Μ" όλη την τεμπελιά του ό "Ατσίδας σηκώνεται. Γυρίζει ανάσκελα τον μαύρο και βλέ πει στο λαιμό του ένα μικρό βέλος. Τόσο μικρό, πού μόνο άν ήταν δηλητηριασμένο θά μπορούσε νάχη προκαλέσει
Ο
4
ΤΑΡΓΚΑ
τό θάνατο στον άνθρωπο αυ τό. — Μικρόβιος σκοτώνει!, μουρμουρίζει ό "Ατσίδας. ~έρει έμενα τούτος βέλος Μικρόβιος είναι. Καί γυρίζοντας βάζει μια αγριοφωνάρα:, — Μικρόβιος! "Έ, Μικρό6 ιος ! "Έλα ντώ! "Από μέσα από τους θά μνους πετάγεται ξαφνικά ό Σάμπα. — "Εσύ τί σκοτώνει τού τος; ρωτάει ό "Ατσίδας, δαγ κώνοντας τό χαλκά τής μύτης του. — 9Ηταν έτοιμος νά σέ χτυπήση μέ τό ακόντιο, απαν τάει ό Σάμπα. ^Ηταν κρυμ μένος στα φύλλα του δέντρου. Μά μόλις σήκωσε τό ακόντιο, βίννγκ! Τούρριξα ένα βέλος και νότον... — Και πάει τό καρύντα ε μένα!, λέει ό "Ατσίδας. "Εκείνη τή στιγμή φαίνε ται νάρχεται ή Μαλόα, ή ό μορφη ξανθέ ιά σύντροφος του Τάργκα. Βλέποντας τον μαύ ρο Μπαντου ξαπλωμένο χά μω, στέκεται άπότομα. — Τί τρέχει; ρωτάει. — Τούτο τέλει σκοτώνει ε μένα, λέει ό "Ατσίδας, Μικρόβιος ρίχνει τούτο πέφτει σαν καρύντας! Ή Μαλόα φαίνεται ανή συχη. — Γιατί νά θέλη νά σκοτώση αυτός εδώ; ρωτάει τον "Ατσίδα. — Έγκώ οκι ξέρει. Τέλει φάει - φάει καρύντας εμένα! Ή Μαλόα γελάει. Κανένας Μπαντου δεν θά σκότωνε έ
ναν άνθρωπο, γιά νά φάη... καρύδες, πού είναι τόσο ά φθονες στη ζούγκλα. — Κάποιο άλλο λόγο θάχη αυτός γιά νά θέληση νά σέ σκοτώση, λέει στον "Ατσί δα. Πρέπει νά ειδοποιήσω τον Τάργκα... * * *
Ό Τάργκα, τό ατρόμητο Ελληνόπουλο, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, έχει βγή στο κυνήγι. "Ελπίζει νά σκοτώση κανένα ζαρκάδι. Κρατώντας στον ώμο του τό τόξο και τή φαρέτρα μέ τά βέλη, προχω ρείς σκυφτά καί αθόρυβα. -αφνικά στέκεται. Τά ρου θούνια του διαστέλλονται. Τό σα χρόνια στη ζούγκλα μπο ρεί νά νοιώση τήν παρουσία τού ανθρώπου μόνο μέ τή μυ ρουδιά. Τό αυτί του, έξασκημένο, μπορεί ν" άντιληφθή καί τον πιο άνεπαίσθητο θόρυβο. Καί τώρα νοιώθει τή μυ ρουδιά άνθρώπου. "Από δυο πλευρές μάλιστα. "Οσο άθόρυβα κι" άν περπατούν, τό αυ τί τού Τάργκα δέ γελιέται. Τούς άκούει κι" αυτό. Στέκεται άπότομα. "Ενας άγριος βρυχηθμός άκούγεται. Είναι ή ώρυγή τού βασιλιά τής^ ζούγκλας, τού λιοντα ριού. Κι" από τό βρυχηθμό ό Τάργκα καταλαβαίνει ότι τό θηρίο είναι πεινασμένο. Κι" ένα πεινασμένο λιοντάρι είναι τρομερό. "Επιτίθεται χωρίς δισταγμό στον άνθρωπο. Τό λιοντάρι μυρίζεται όχι έναν, αλλά τρεΐς τώρα ανθρώ πους. Βρίσκεται στή δεξιά μεριά, στήν ίδια μεριά πού βρίσκεται κι" ό ένας από τούς
■ν-ν'ΐ-Ί
ΫΑΡ?%Α
αόρατους ανθρώπους, που πα ρακολουθοΰν τον Τάργκα. Γ*α τί σίγουρα αυτόν παρακολου θούν οί δύο αθέατοι άνθρω ποί -αψνικά ένα φοβερό ουρ λιαχτό αντηχεί δεξιά. Τό λιον τάρι έχει ριχτή στο θύμα του, πού ξεφωνίζει στον τρόμο του. Ταυτόχρονα απ’ την αρι στερή μεριά, ό άλλος άγνω στος πηδάει όρθιος και τό βάζει στά πόδια τρομοκρατη μένος. Μόλις προλαβαίνει νά τον πάρη τό μάτι του Τάργκα: ήταν ένας μαύρος Μπαντοΰ... Ό Ατρόμητος "Ελληνας προχωρεί προς τό μέρος πού τό λιοντάρι έχει κατασπαρά ξει τον άλλον. Με τά δυο μπροστινά του πόδια τό θη ρίο κρατάει τη λεία του, πού είναι νεκρή πιά. Και ή λεία αυτή είναι άλλος ένας μικρός Μπαντοϋ! Γιά μιά στιγμή τό λιοντά ρι κυττάζει ακίνητο τον Τάργκα. Είναι έτοιμο μέ την πα ραμικρής κίνησι του "Ελληνα να πηδήση επάνω του. Μά ό Τάργκα δεν ήρθε χθες στη ζούγκλα. Μέ μιά αδιόρατη κί νηση πού ούτε την άντιλαμβά νεταΐς τό θηρίο, πιάνει τό κο φτερό του μαχαίρι. Πρέπει τώρα νά κάνη τό λιοντάρι νά έπιτεθή πρώτο. — ’ΆΙ, κάνει ξαφνικά καί πηδάει στά πλάγια. Μ’ ςένα τρομερό πήδημα τό λιοντάρι^ χυμάει απάνω του. Καθώς όμως ό Τάργκα έχει τραβηχτή στά πλάγια, τό λιοντάρι δεν συναντά κανέναν στο πήδημά του. Μέ λύσσα
γυρίζει πίσω καί ξαναπηδάει. Αλλά τώρα ό Τάργκα τό περιμένει. Και καθώς τό λιον τάρι πηδάει, τό Ελληνόπου λο σκύβει καί μπήγει τό μα χαίρι του στην κοιλιά του θη ρίου, πού πέφτει κάτω, σπα ράζει γιά λίγο καί μένει νεκρό. Δέκα λεπτά αργότερα, ό Τάργκα τό έχει γδάρει καί ρίχνοντας τό δέρμα στον ώ μο του, ξεκινά γιά νά γυρίση πίσω στο κατάλυμά του... ΚΕΦ. 2. "Οίτου 6 Ατσίδας ανε βαίνει στον... ούσανό. αλ λά ό ψοχή του ιιεταινοιώ'νει και ξανοτ/υρίζει!
όλις τον βλέπει,ςή Μαλόα τρέχει κοντά του. — Αυτό ήταν τό κυνήγι μου, λέει ό Τάργκα γελώντας καί ρίχνοντας τό δέρμα τού λιονταριού στά πόδια τής Μα λόα. Τό μάτι του παίρνει ξαφνι κά τό πτώμα τού Μπαντοΰ. Τό πρόσωπό του σκοτεινιά ζει. Ή Μαλόα, πού είδε τό βλέμμα του, τού εξηγεί: -— ’Ήθελε νά σκοτώση τον Ατσίδα, ό Σάμπα τδρριξε έ να βέλος καί τον σκότωσε. — Ό δεύτερος !, μουρμού ρισε ό Τάργκα. Κι’ ένας πού έφυγε τρεις... Τρεις Μπαν τοΰ... , — £ Τρεις, τί πράγμα; ρω τάει ή κοπέλλα. — Αυτός εδώ θέλησε νά σκοτώση τον Ατσίδα, λέει ό Τάργκα. Δυο άλλοι παρακο λουθούσαν εμένα... , Καί διηγείται στη Μαλόα τί είχε συμβή. Εκείνη τή στιγμή, ττλησιά-
Μ
&
ΤΑ#Γ&Α
ζει ό "Ατσίδας μέ τον Σάμπα. — "Ακουστέ, λέει σοβαρά ό Τάργκα. ΤρεΤς μαύροι Μπαν του ήταν απεσταλμένοι ό έ νας νά σκοτώση τον "Ατσίδα και δυο άλλοι σίγουρα εμέ να. Γιατί όμως; — Φάει κάρύντες!, λέει ό "Ατσίδας. Ό Τάργκα εξακολουθεί νά είναι σοβαρός, δσο κωμική κι" αν είναι ή έξήγησι του χον τροί) νέγρου. — Οι Μπαντου μόνοι τους,· συνεχίζει, ποτέ δεν θά σκέ φτονταν νά σκοτώσουν εμέ να ή κανέναν από τούς φίλους μου. Κάποιος είναι πίσω απ’ αυτούς... Ποιος όμως;
ιΟ .Ατσίδας χώνει μια τεράστια καούδα στο στόμα τον Καλούγκα!
Σωπαίνει γιά λίγο. Αύριο, συνεχίζει, θά πά μέ στην περιοχή των Μπαντού. "Εκεΐ θά μάθουμε τί< συμ βαίνει. Τώρα ας φάμε κάτι.._. Ό Σάμπα παίρνει δρόμο. Σέ λίγο ξαναγυρίζει μέ με ρικά άγριοπέπονα και δυο τρεις καρύδες. __ Ό "Ατσίδας, πού είναι χορ τάτος, έχει πιάσει τή ρ.ίζα ε νός δέντρου και γλείφεται σάν γάτα πού έφαγε τον ποντι κό... ·& Α Α Μετά τό φαγητό ό Τάρ-· γκα απομακρύνεται λίγο κι" ύστερα άπό ώρα γυρίζει μ" έ να μάτσο κληματίδες στον ώμο του. — Τί τις θέλεις αυτές; ρω τάει ή Μαλόα. ’— Σκέφτηκα νά φτιάσω έ να λάσσο. Είναι ευκολώτ'ερο νά πιάνης ένα ζαρκάδι ζωντα νό... Καί... κανέναν Μπαντου! προσθέτει γελώντας. "Υστερα άπό λίγη ώρα, τό λάσσο είναι έτοιμο. Ό Τάρ γκα θέλει νά τό δοκιμάση. Γυ ρίζοντας βλέπει τον "Ατσίδα, πού γουργουρίζει στή ρίζα του δέντρου. Χωρίς θόρυβο ανεβαίνει σ’ ένα διπλανό δέντρο. Καί, ξα φνικά, ρίχνει άπό πάνω τό λάσσο τού στον "Ατσίδα. Πριν προλάβη ν’ άντιληφθή τί γίνεται, ό "Ατσίδας αισθά νεται τον έαυτό του ν’ άνεβαίνη στον αέρα. — Κύριος Τάργκα!, φωνά ζει νομίζοντας πώς ό Τάρ γκα είναι στο έδαφος. Κύριος Τάργκα! "Ατσίντα πάει ψηλάψηλά, ουρανό! "Αντίο έσένα...
Μά το λάσο τού 'Έλληινα ταξιδεύει στον αέρα τών Αετών!...
Ψυχή έμενα ταξίντι πάει -πάει άλλος κόσμος! Ή Μαλόα κι5 ό Σάμπα δεν μπορούν νά κρατήσουν · τά γέλια. Ό Τάργκα αφήνει τό λάσσο κι’ ό 5Ατσίδας ξανακατεβαίνει σιγά - σιγά στη γη. · , Ό χοντρός νέγρος γουρλώ νει τά μάτια του. — Ψυχή έμενα, λέει, γυρίτζει στο γης! Όκι αρέσει αυ τό άλλο κόσμο! * * *
Πρω'ί'-πρωΐ, τήν άλλη μέ ρα, οι τέσσερις φίλοι ξεκινούν γιά τήν περιοχή τών Μπαντοϋ. ' —- Πρέπει νά προσέχουμε, λέει ό Τάργκα, Μπορεί νά νά μας παρακολουθούν και νά
χιο:ι
αρπάζει τον Κάοιο
ειδοποιήσουν τούς άλλους Μπαντοϋ πώς πάμε στά μέρη τους. Πρέπει νά μάθουμε τί συμβαίνει χωρίς αυτοί νά πά ρουν εΤδησι. Προχωρούν έτσι σιωπηλοί. "Ολη τήν ή μέρα χρειάστηκαν γιά τήν πορεία τους. Είχε αρχίσει νά βραδυάζη όταν πλησιάζουν στο χωριό των Μπαντοϋ. Σταματούν σ’ ένα πυκνό μέρος τής ζούγ κλας, γιά ν’ αποφασίσουν τί θά κάνουν. Μέσα στή σιγή τοΰ σούρου που ξαφνικά αντηχούν τύμπα να. Ό Τάργκα τινάζεται όρ θιος. Τεντώνει τ’ αυτί του. — Ό Μέγας Καλούγκα, ό Κυρίαρχος τών Αετών, λένε
8
ΤΑΡΓΚΑ
συνθηματικά τά τύμπανα, προστάζει δλους τους Μπαντοϋ νά ετοιμαστούν γιά την ττεριοχή του Τάργκα, του Κυ ρίαρχου τής Ζούγκλας... "Ε νας είναι ό κυρίαρχος, ό Καλούγκα! Ό Τάργκα πρέπει νά πεθάνη! Ό Μέγας Καλούγκα... — Ό Καλούγκα!, ψιθυρί ζει χλωμή ή Μαλόα. Μά δεν πέθανε λοιπόν αυτό τό τέρας; 'Ο Ατσίδας, πού είναι ξα πλωμένος χάμω, άκούγοντας τ’ όνομα τού Καλούγκα, τι νάζεται σάν νά τον δάγκασε σκόρπιός. — Καλούγκας!, φωνάζει. Τίγκρη ντέν τρώει Καλούγ κας, τίγκρη δκι αξίζει τίπο τα... — Δεν ξέρω τί έγινε, λέει ό Τάργκα, και πώς γλύτωσε ό Καλούγκα από τις τίγρεις. Φαντάζομαι δτι οί αετοί του θά επιτεθήκαν στά θηρία κι5 αύτά αναγκάστηκαν νά τον άψήσουν. "Ομως καταλαβαίνε τε τώρα ότι ό Καλούγκα δεν θά ήσυχάση δσο ζοΰμε εμείς. Ακούσατε τί λεν τά τύμπα να... — Καί τώρα; ρωτάει ανή συχη ή Μαλόα. — Οί Μπαντοϋ είναι τώρα ήσυχοι δτι έμεΐ<^ δεν ξέρουμε τίποτα. Θά τους επιτεθούμε λοιπόν όλοι μαζί από τέσσε ρις μεριές, γιά νά τούς τρο μοκρατήσουμε. — Κι’ οί αετοί τού Καλού γκα; ρώτησε ή Μαλόα. —- ΓΓ αυτούς θά φροντίση ό· Σάμπα. Μέ τά δηλητηρια σμένα βέλη του θά ρίχνη
στούς Μπαντού. "Αν όμως μάς επιτεθούν αετοί, θ5 άφήση τούς Μπαντού καί θά ρίξη στά όρνεα. Μόνο θά πρέπει νάχη τά μάτια του δεκατέσ σερα;.. — "Αμα Μικρόβιος δκι έ χει ντεκατέσσερος μάτια, λέ ει ό Ατσίδας, έγκώ ντώσει ντώσει αυτό φάει - φάει πιο μεγκάλο τίγκρι τζούγκλα... — Έσύ, Ατσίδα, συνεχί ζει ό Τάργκα, θά πιάσης την αριστερή μεριά. Έγώ θά τούς επιτεθώ άπό μπροστά μέ τά βέλη μου. Τό ίδιο κι* ή Μα λόα απ’ την πίσω μεριά, χω ρίς όμως νά φανή καθόλου. "Αν δής κίνδυνο, Μαλόα, φύγε καί πήγαινε νά μάς περιμένης στο μέρος πού μένουμε. Ό κρότος των τυμπάνων συνεχίζεται. Ό Τάργκα ετοι μάζει τό τόξο του, τό ίδιο κι’ ή Μαλόα, ένφ ό Ατσίδας βγά ζει τό φυσοκάλαμό του. Ό Σάμπα^ έτοιμάζει τά φαρμα κερά βέλη του. _ Σύμφωνα μέ τό σχέδιο τού Τάργκα, ό καθένας παίρνει τή θεσι του. Μπροστά του ό άτρόμητος "Ελληνας βλέπει τούς Μπαντού νά είναι μαζε μένοι γύρω άπό τόν αρχηγό τους,^ πού κάτι τούς λέει εκεί νη τή στιγμή. Τά τύμπανα ξαφνικά σω παίνουν. Πρόκεπαι νά μιλήση ό αρ χηγός των Μπαντού. Άκούγεται ή φωνή του; ;— Ό Μέγας Καλούγκα, ό Κύριος των Αετών προστά ζει... "Ενα φύσημα τού καλαμιού τού Ατσίδα κι* ό αρχηγός.
ΤΑΡΓΚΑ βρίσκεται φαρδύς - ττλατύς ϋΐ*ό έδαφος. } χ Α
9
τόν βρίσκει στην καρδιά. Τθ χλώριο πουλί, πού^ θά ζύγι ζε τουλάχιστον πενήντα οκά "Άγρια ουρλιαχτά αντη δες, πέφτει στο έδαφος. Άπό χούν. Οι Μπαντού άρπάζουν κάτω του βρίσκονται δύο τ’ ακόντιά τΟυς κι* άρχίζουν Μπαντού, πού έχουν άντιληνά Τρέχουν γύρω, χωρίς όμως φθή τη Μαλόα καί πλησιά νά βλέπουν κανένα. Ό Ατσί ζουν άπειλητικά προς τό μέ δας είναι καλά κρυμμένος σέ ρος της. Τό βάρος του που Κάτι πυκνούς θάμνους. λιού; πού πέφτει στά κεφά "Ενα δεύτερο βέλος, από λια τους., τούς σπάζει τά κόΚ τόν Τάργκα αυτή τη φορά, ρί Καλά τού σβέρκου, κι* έτσι πέ χνει κάτω έναν άλλον Μπορν φτόύνί κι* αυτοί καί δεν ξανατού. Δυο άλλοι όρμόύν προς σηκώνονται πιά. τό μέρος άπ' δπόύ φά.ντ\κ& Τόν πρώτο άετό άκολουθεΐ νάρχεται τό βέλος., Ό ένεχς δεύτερος. "Ενα, άλλο ^ βέλος 6;μως δεν προλαβαίνει νά κά τού Σάμπα στέλνει κι5 αυτόν νη δυο βήματα, γιατί τό βέ στο έδαφος. λος τής Μαλόα τόν βρίσκει Ό Ατσίδας πού ,βλέπει στη ράχη. Ό άλλος πλησία τούς 5υό ,άετόύς νά πέφτουν, ζε* προς τό μέρος όπου είναι γλείφει τό χαλκά τής μύτης κρυμμένος ό Τάργκα, όταν τό του μ’ ευχαρίστησι. φυσοκάλαμο τού Ατσίδα θαυ ματουργεΐ καί πάλκ —■ Γρρρ !, κάνει. Μικρόβιος σκοτώνει - σκοτώνει άετός, Οί^Μπαντού έχουν πανικοέγκώ ψήσει άετός, φάει βληθη. Τρέχουν δώθε-κείθε φάει!... ούρλιάζονΐας σαν τρελλοί. Τό "Ενας τρίτος άετός φαίνε 'φυσΟκαλαμο τού Ατσίδα καί ται στον ορίζοντα. Όρμάει τ-ά 8έλη του Τάργκα καί τής προς τό μέρος τού Ατσίδα, Μαλόα κάνουν θραύσι. Μόνο πού περί μένοντας νά τόν χτυτοΰ^ Σάμπα δέ φαίνονται που πήση ό Σάμπα, δεν κουνιέται. θενά.^ Ό μικρόσωμος νέγρος Μά βλέποντας δτι ό άετός βρί κρατά τά ^βέλη του γιά ώρα σκεται σέ λίγα μόνο μέτρα άανάγκης, άν τυχόν έπιτεθοϋν πόστασι άπ3 αυτόν, φυσάει οί άετοί. γρήγορα τό καλάμι του. λ Καί δεν έχει άδικο. Γιατί ?Ηταν καιρός, γιατί τό που σέ,λίγο ένας πελώριος άετός λί πέφτει μόλις ένα μέτρο φαίνεται στον ουρανό... μακρυά άπό τόν Ατσίδα! ΚΕΦ. 3. Οίτου ό ^ Σάιιττσ τταίιονε ι -— Κάτι πάθει - πάθει, Μιτο λουτρό^ του σ’ ενα ττοκρόβιος!, μουρμουρίζει άνήταμ-ι παρέα μέ κροκοδεί λους ! συχα ό Ατσίδας. Την ίδια σκέψι κάνει καί ό αετός όρμάει κατά του Τάργκα, βλέποντας τόν άετό Τάργκα. Πριν δμως πληνά φτάνη ως τόν Ατσίδα, χω σιάση στο άτρόμητο Έλληνόρίς νά έχη έπέμβει ό Σάμπα. πουλο, ένα βέλος του Σάμπα Ή Μαλόα άπ’ την άλλη με-
α
ΤΑΡΓΚΑ
10
ριά βρίσκεται κι5 αυτή σ’ άγωνία. Άν τούς επιτεθούν πιο πολλοί άέτοί; Σκυφτός, ό Τάργκα τρέχει προς τό μέρος του Ατσίδα. "Έρχεται ή νύχτα τώρα. Κι5 ή νύχτα πέφτει απότομα στη ζούγκλα. — Που είναι ό Σάμπα; ρω τάει ό Τάργκα, ένφ την ίδια στιγμή φτάνει κι3 ή Μαλόα. ,— Μικρόβιο .χάτηκε, άπαντάει ό Ατσίδας. Έγκώ οκι ξέρει - ξέρει τί Μικρόβιος γίνει.·.. , ; Πρέπει νά τον βρούμε, λέει ό Τάργκα. .ο Λ τ-ν- "Ελάτε ν3 άπομακρυνθούμε γρήγορα από δώ..„ _
Τί έχει απογίνει 6 Σάμπα; Ό νάνος εχει ρίξει το πρωτο βέλος- στον αετό κι3 ύστερ'σ . τό δεύτε^ "Οταν φαίνεται κι3 ό τρίτος άετός, ό νάνος είναι έτοιμος νά ρίςη ένα βέ λος, όταν νόιώθη ξαφνικά δυό χέρια νά τον τυλίγουν τόσο σφιχτά πού τον παραλύουν. Γυρίζει τό κεφάλι καί τό βλέμμα του παίρνει ένα όν ^πρασινωπό, μέ δυο πελώρια ίΐδόντια στό’έπάνω σαγόνι και ΙΙδέρμα σκληρό, φολιδωτό σάν Ιιτού κροκοδείλου! || Ό Σάμπα καταλαβαίνει ά~ ■ «μ|σως: Είναι ό Καλούγκα! Ό Κύριος των "Αετών! Ό νά Β νος είναι έτοιμος νά φωνάξη, Ρ|νά ειδοποίηση τούς φίλους / *Μ$4ίι 5ιτου' °ταν Υε,Ρ° χτύπημα δ] στο κεφάλι τον κάνει νά χάση ||τ]ς αισθήσεις του... ■ Ό Καλούγκα τον αρπάζει στούς ώμους του και άρχίζει 3νά τρέχη..; *★* "Ακολουθώντας · τά ίχνη, πού είχαν αφήσει τά σουβλε|ρά πόδια τού Καλούγκα, ό Ι^Τάργκα, ή Μαλόα κι3 ό "Ατσί δας, προχωρούν μέ πρόφύλα» ξι. Είναι νύχτα, άλλά^ ιαιά ^πανσέληνος στον ολοκάθαρο ουρανό, φωτίζει σάν ή μέρα. "Άλλα ίχνη θά ήταν δύσκολο $|νά διακριθούν, μά τά πόδια Ττού Καλούγκα είναι, όπως καί Ιτά χέρια του, σουβλερά, καί Ι|βυθίζονται βαθειά στο υγρό |ϊχώμα ή σπάζουν τά τρυφερά ν κλαδιά τών θάμνων, όταν περΙ^πατάη.
Τό σώμα τού Σάμττα ταξιδεύει στον αέρα και ττέφτει κοντά στον κροκόδειλο!
Προχωρούν έτσι ίσαμε δυο |ώρες, όταν ό Τάργκα · στέκε ται. Τά ρουθούνια του άνοι-
ΫΑΡΓΚΑ οκλείνουν νοιώθοντας την υ'ρασία. — φτάνουμε στον ττοταμο Ιπόνγκο, λέει. — "Ιπόνγκο; έκανε ή· Μαόα. Στον ποταμό των κρο'οδείλων; — Ναι. Και πρέπει νά προ ,άβουμε τον Καλούγκα πριν ίξη τον Σάμπα στους κροοοείλους! — Μικρόβιος δκι περάση αλά στόμα κοροκόντειλος !, ουρμουρίζει ό "Ατσίδας, δαγ ώνοντας τό χαλκά του. Κο:>οκόντειλος χάψει - χάψει Μιρόβιος! "Αρχίζουν νά προχωρούν χεδόν τρέχοντας. Άναμεσα τα δέντρα, κάτω από τό άημένιο ψώς τού φεγγαριού, αινονται σε λίγο τα ήρεμα )ερά τού ποταμού Ίπόνγκο, ;ού κυλούν άργά. Σ’ ένα ξέψωτο, οι τρεις φίοι σταματούν απότομα. Κι" ΐ τρεΐς τους έχουν διακρίνει αυτόχρονα τον Καλούγκα, ου έχει, σηκώσει ψηλά στα (έρια του τον Σάμπα γιά νά όν ρίξη στο ποτάμι μέ τους ροκοδείλους. . * Ό "Ατσίδας βγάζει τό φυ•οκάλαμό του, αλλά ό Τάρκα τόν κρατά. Μέ νόημα τού ίνει νά καταλάβη δτι τά βέη είναι ανίσχυρα στο φολιωτό δέρμα τού Καλουγκα. Ό Τάργκα ξετυλίγει κάτι πό τη μέση του: είναι τό άσο που έχει φτιάξει μέ τις ληματίδες. Πριν όμως προάβη νά τό ρίξη, ένα πάφλαμα άκούγεται: ό· Σάμπα ρίσκεται στο νερό, ένφ ένας
II
Μια στργμη ττριν την άγγίξϊΐ η Τίγρης, τό λάσο του Τάργκα τοαβάει τη Μαλόα ττρός τά ττίσω! • >
πελώριος κροκόδειλος τόν πλη σιάζει γοργά. "Ένα σφύριγμα στον αέρα καί τό λάσο τυλίγεται γύρω απ’ τά μπράτο~α τού Κάλούγκα. Καθώς ό Τάργκα τό τοαβάει απότομα, ό Κύριος των "Αετών πέφτει ανάσκελα. Ό "Ατσίδας δέν χρειάζεται οδη γίες τώρα πιά. . * Αρπάζοντας μιά γερή κληματίδα, πού βρέθηκε μπροστά του,' δένει αστραπιαία τά δυο πόδια τοΰ Καλούγκα, πριν αυτός προλάβη νά σηκωθή. "Ενα μουγκρητό άκούγεται από τό στόμα τού Καλούγ-
1
ΤΑΡΐΚΑ
κα, πού τινάζεται απεγνωσμέ τός όρθιος μπροστά του. Μέ να γιά νά απαλλαγή άπό τα μιά γερή γροθιά τόν στέλνει δεσμά του. Ό Τάργκα του στο ποτάμι! βγάζει τό λάσο και τραβά τό Καθώς όμως ένας κροκό μαχαίρι του. Τό μόνο τρωτό δειλος έχει ανοίξει τό στόμα τού Καλούγκα πρέπει νά εί του νά τόν άρπαξη, ένας άεναι τό στόμα του. Εκεί θά τός φανερώνεται ξαφνικά, χυτου μπήζη τό μαχαίρι. μά καί μέ τό ράμφος του βγά ζει τά δυο μάτια τού κροκό Μα ό Καλουγκα, πού νοιώ δειλου. θει πώς,^ άν δεν ξεφύγη τώρα, θά σημάνη τό τέλος του, εν Ό Καλούγκα όρμάει έξω, τείνει τις δυνάμεις του σέ υ ενώ ό Τάργκα τόν περιμένει περάνθρωπη προσπάθεια. Καί μέ τις γροθιές έτοιμες. Μά την ώρα πού ό Τάργκα σκύ τώρα ό Καλούγκα έχει βοηθό βει για νά τον χτυπήση, τρα ισχυρό, τόν αετό, πού αφή βάει τον "Ελληνα άπό τό πό νοντας τούς κροκοδείλους, έδι. Χάνοντας τήν ισορροπία ό φορμά εναντίον των τριών φί Γάργκα πέφτει ανάσκελα. Μά λων. τήν ίδια στιγμή πηδάει πάνω Μά ό Ατσίδας τόν περιμέ νει. Μ' ένα φύσημα τού καλα στον Καλουγκα ό Ατσίδας. μιού, ένα βέλος στέλνει τόν Ή Μαλόα, πού είχε αρπάξει ένα ξύλο νά χτυπήση τό τε αετό νά πέση στο ποτάμι, ό ρατόμορφο αυτό όν, δεν μπο που οι κροκόδειλοι δέν χάνουν καιρό. Λίγες στιγμές αργό ρεί νά κάνη τίποτα άπό φό τερα, τό όρνεο αναπαύεται βο μη χτυπήση τόν νέγρο. Στο μεταξύ ό Τάργκα έχει στο στομάχι των κροκοδεί λων ! άνασηκωθή κι5 όρμάει πάνω Μά ό Καλούγκα, στο διά στον Καλοόγκα. Μέ τό κύλι σμα όμως έχουν φτάσει στήν στημα αυτό, έχει έξαφανιστή όχθη του ποταμού. Οί κροκό μέσα στήν πυκνή ζούγκλα.... δειλοι, πού μυρίστηκαν λεία, ΚΈΦ. 4. "Οίτου ό Άσίδας αρχί πλησιάζουν μ5 ανοιχτά τά φο ζει νά τά βλέττη τταλύ βερά στόματά τους... σκούρα τ ά ττοάγρ στα... Ό Τάργκα αντιλαμβάνε όλις πέφτει στο νερό, ό ται πρώτος τόν κίνδυνο, πού Σάμπα καταλαβαίνει ότι διατρέχουν άπό τούς κροκο πρέπει νά κάνη γρήγορα. Οί δείλους. Βάζει μιά φωνή στον κροκόδειλοι δέν αστειεύονται. ’Ατσίδα: Έχει πιά συνέλθει άπό τό — Μάμπα! χτύπημα καί τό κρύο νερό τόν «Μάμπα» στή σουαχιλική συνεφέρνει εντελώς. διάλεκτο σημαίνει «κροκόδει Καθώς βλέπει μπροστά λος». Τή λέξι τήν ξέρει καλά του ανοιχτό τό στόμα ενός ό Ατσίδας και τραβιέται πί κροκοδείλου, τού καρφώνει έ σω. Τό ίδιο κι5 ό Τάργκα. Κα να δηλητηριασμένο βέλος — θώς τινάζεται όρθιος, βλέπει δέν τού τά είχε πάρει ό Καότι ό Καλούγκα είναι κι5 αυ
Μ
ΤΑΡΓΚΑ λούγκα — με το χέρι του. Τό ερπετό τινάζεται μιά - δυο φορές και μένει ακίνητο. * Ό Σάμπα άρχιζει^ νά κολυμπάη γοργά. Δεν απέχει παρά δυότρια μέτρα άπ5 την όχθη. Δυο δευτερόλεπτα άργότερα, έχει βγή καί έξαφανιστή μέσα στή ζούγκλα, πολύ πιο κάτω από τό μέρος, όπου είναι ό Τάργκα, γιατί τον είχε πα ρασύρει τό ρεύμα. Στο μεταςύ ό Τάργκα, ή Μαλόα κι5 ό Ατσίδας, μετά την έξαψάνισι του Καλούγκα, κάνουν συμβούλιο. — Τί λες νά κάνουμε τώ ρα; ρωτάει ή Μαλόα. — Έγκώ λέει πάει-πάει χωριό Μπαντού, λέει ό Ατσί δας. Καλούγκας πάει ματζέψει- ματζέψει Μπαντού... — Καί ό Σάμπα; ξαναρωτάει ή Μαλόα. — Ό Σάμπα, απαντάει ό Τάργκα, έχει παρασυρθή από τό ρεύμα. 5Ή έχει γλυτώσει, οπότε θά μάς βρή, ή έχει φαγωθή από τούς κροκοδείλους, οπότε δεν μένει παρά νά εκδι κηθούμε τό θάνατό του... Ό Ατσίδας δαγκώνει τό χαλκά από τό θυμό του. — "Αμα κοροκόντειλος φάει-φάει Μικρόβιος, έγκώ σκο τώσει χίλιος Μπαντού..., λέει. "Έχει άρχίσει νά ξημερώνη. Κι’ οί τρεις ξεκινούν γιά τό χωριό των Μπαντού. Μετά δυό ώρες έχουν κιόλας φτάσει. Ό ήλιος φαίνεται εκείνη τή στιγμή στον ορίζοντα. Γύρω από τίς; καλύβες, οί ΝΑπαντού μαζεμένοι ομάδες Αμάδες, κουβεντιάζουν. Οί τρεΐς φίλοι πλησιάζουν
13
στο φράχτη, πού περιβάλλει τις καλύβες. Κρυμμένοι πίσω άπό μερι κούς θάμνους παρακολουθούν τις κινήσεις των μαύρων. Ξαφνικά ένα πλήθος Μπαντοΰ, πού έχει άθόρυβα πλη σιάσει πίσω τους, πέφτει ε πάνω τους. Ό Τάργκα τινά ζεται σάν πληγωμένη τίγρις. Μιά γροθιά στέλνει έναν Μπαντού δυό μέτρα πιο πέ ρα. Ενός άλλου τού σπάζει τό σαγόνι. Ό Ατσίδας θαυ ματουργεί. Μ’ ένα δάγκωμα κόβει ενός Μπαντού τή... μύ τη, ενώ μέ μιά γροθιά σπάε' τό κεφάλι ενός άλλου. Ή Μα λόα έχει βγάλει τό μαχαίρι της καί κάνει θραΰσι. Μά οί Μπαντού πού τούς επιτεθήκαν, βγάζουν πολεμι κές κραυγές. Οί άλλοι Μπαντοΰ μέσα στο χωριό τις άκοΰνε καί τρέχουν κι5 αυτοί μέ τά ακόντια στά χέρια. Ή θέσι των φίλων μας εί ναι κρίσιμη. Τρεΐς άνθρωποι, όσο γενναίοι κι5 άν είναι, εί ναι αδύνατο νά τά βγάλουν πέρα μέ εκατοντάδες. 'Έτσ' σέ λίγο, δεμένοι κι5 οί τρεις οδηγούνται στο χωριό. Δέκα Μπαντού μέ τά ακόντιά τους τούς πάνε στήν πιο μεγάλη καλύβα. Έκεΐ πρέπει νά εί ναι ό νέος άρχηγός τους — γιατί τον πρώτο τον είχε έξαποστείλει στον άλλον κό σμο ό Ατσίδας. Ή κατάπληξί τους όμως εί ναι μεγάλη, όταν άντικρύζουν τον... Καλούγκα! Τό πρασι νωπό τέρας στέκεται όρθιο, άκουμπώντας σ5 ένα ακόντιο. Μέχρι τή στιγμή εκείνη, τό
14
ΎΑΡΓΚΑ
μόνο πού είχαν ακούσει από τον Καλούγκα, ήταν γρυλλισμοί και άναρθρες κραυγές. Φαντάζεστε όμως την έκπληξι όλων, αλλά του Τάργκα ι διαίτερα, δταν τον ακοϋνε νά μιλάη. Ούτε ό Ατσίδας, ούτε ; ή Μαλόα καταλαβαίνουν τί λέ ει.· Ό Τάργκα |αόνο καταλα βαίνει. Ό Καλούγκα μιλάει... ιταλικά! — "Ωστε, λέει ειρωνικά ό Καλούγκα, εσύ είσαι ό περί φημος Τάργκα, ό Κυρίαρχος τής Ζούγκλας, έ; Ό Τάργκα τον κυττάζει πε ριψρονητικά, χωρίς νά μιλάη. Ό Καλούγκα συνεχίζει: — Τό είχα καταλάβει πώς θά γύριζες εδώ πάλι καί σέ πρόλαβα. Τώρα, λοιπόν, οί ίε ρές τίγρεις των Μπαντού θά έχουν την τιμή νά φάνε τον έξοχώτατο Τάργκα. Καί γιά νά μην παραπονιέται οτι θά πάη μόνος του, θά του στείλω μαζί καί· τον φίλο του τον άράπη με τό χαλκά! Ό Ατσίδας δεν καταλα βαίνει, αλλά, βλέποντας τον Καλούγκα νά τον δείχνη, δαγ κώνει τό χαλκά τής μύτης του μέ θυμό, .κάνοντας ένα «γρρ»!
τόσο γερά δεμένοι, ώστε^ δεν υπάρχει φόβος νά κινηθούν! Ό Καλούγκα βγαίνει άπό τήν καλύβα κι5 άπομακρύνεται. Σέ λίγη ώρα δυο Μπαντοϋ έρχονται καί παίρνουν τή Μαλόα. Κανείς δεν ξέρει που θά ο δηγήσουν τήν όμορφη- κοπέλλα... ^ . Ό. Τάργκα, καθισμένος α κίνητος, προσπαθεί ν’ άνακαλύψη κανένα τρόπο διαφυ γής... ΚΕΦ.5. "Οπο- ό λ Ατσίδας βλέπει ένα πράγμα, που δεν το είχε δη ποτέ στη £οοή του!
πέναντι στον Τάργκα, σ’ αττόστασι δύο μέτρων πε ρίπου, είναι ένας πυκνός θά μνος ύφους ένάμισυ μέτρου. Ό Τάργκα κυττάζει τό θάμνο κάπως παραξενεμένος. Τοϋ φαίνεται πώς ό θάμνος κου νιέται, χοορίς νά φυσά ή πα ραμικρή πνοή ανέμου. . Οί Μπαντου, πού τούς φρου ρουν, βέβαιοι ότι οί αιχμάλω τοί τους είναι άδύνατο νά διαφύγουν, έχουν άπομακρυνθή καί κουβεντιάζουν μέ τούς άλλους. Ό Τάργκα εξακολουθεί νά — "Οσο γιά την κοπέλλα κυττάζη τό θάμνο. Τώρα φαί από δω, είναι πολύ όμορφη νεται πώς ' έχει παραξενευτή γιά νά την φάν οί τίγρεις. Θά κι5 ό Ατσίδας, . γιατί έχει την κρατήσω γιά συντροφιά. γουρλώσει τά μάτια του κυτΚαί χωρίς νά προσθέση τίτάζοντας κι5 αυτός τό φυτό ποτ’ άλλο, δίνει μιά διαταγή πού σαλεύει. στή γλώσσα των Μπαντου. Καί ξαφνικά, κατάπληκτοι Οί μαυρςι μέ τά ακόντια, ■ κι5 οί δυο, βλέπουν τό δέντρο οδηγούν έξω άπό τήν καλύβα νά προχωρή μιά πιθαμή καί τούς τρεΐς φίλους καί τούς νά μένη πάλι ακίνητο! Ό βάζουν νά καθήσουν χάμω, άΤάργκα κνττάζει τον Ατσίδα κουμπώντας στον τοίχο. Είναι
Α
| ||
Ί
■ -,
ΤΑΡΓΚΑ
........ — ■ ■ ■■
κι* ό "Ατσίδας τον Τάργκα. Τόσα χρόνια στη ζούγκλα, ττοτέ δεν είχαν δή δέντρο νά περπατάη! ^ . Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα περνούν. Ό θάμνος προχωρεί μια πιθαμή ακόμα! Ό "Ατσί δας γουρλώνει τα μάτια του πιο πολύ. Οί Μπαντοΰ πιο πέ ρα δεν προσέχουν. Ούτε μπο ρούν νά φανταστούν δτι ένας θάμνος θά περπατούσε. Λίγο ακόμα και δ μεγάλος θάμνος πλησιάζει σ’ άπόστασι ενός μέτρου! "Ενας Μπαν τοΰ κυττάζει προς τά έκεΐ. Φαίνεται σάν νά παραξενεύε ται λίγο, χωρίς όμως κι’ ό ί διος νά καταλαβαίνη γιατί. Κάτι^άνώμαλο έχει συμβή, μά ό μαύρος δεν βλέπει τί είναι και ξαναπιάνει την κουβέντα μέ τούς δικούς του. Ξαφνικά μέσα από τό θά μνο βγαίνει ένα... μαχαίρι γρήγορα και μέ τρόπο κόβει τις κληματίδες τοΰ · αριστερού χεριού του Τάργκα. Κι’ αμέ σως τό μαχαίρι εξαφανίζεται μέσα στο θάμνο. Ό θάμνος υποχωρεί κΓ αυτός αδιόρατα και επανέρχεται στη θέσι του. # Ό Τάργκα έχει ελεύθερο τώρα τό αριστερό του χέρι. Μέ αργές, προσεκτικές κινή σεις, βγάζει απ’ τη ζώνη του τό μαχαίρι του, πού δέν του τό είχαν πάρει οί .Μπαντοΰ, όταν τον έδεσαν, και κόβει τις κληματίδες τοΰ δεξιού του χέ ρι οΰ κι’ ύστερα των ποδιών του. Οί Μπαντοΰ εξακολουθούν νά; μη τον προσέχουν. Ό Α τσίδας τάχει χαμένα καί κμτ-
15
τάζει μιά τον Τάργκα καί μιά τό θάμνο. Ό Τάργκα, πού είναι κα^ θισμένος δίπλα στον Ατσίδα, κόβει, γρήγορα τις κληματί δες τοΰ νέγρου. Τώρα κι’ οί δύο είναι ελεύθεροι; Πρέπει όμως νά οπλιστούν, γιατί έ χουν ως- μόνο όπλο τό μαχαί ρι τοΰ Τάργκα, πού όμως εί ναι ανίσχυρο -μπροστά στα μακρυά ακόντια των Μπαν τοΰ. Λίγο πιο δεξιά τους υπάρ χουν μερικά άκόντια όρθια στον τοίχο. Καί χάμω σ’ αυ τά, τό φυσοκάλαμρ του "Ατσί δα, πού καθώς τον έδεναν τοΰ είχε πέσει. Τό λάσο του Τάρ γκα είναι επίσης έκεΐ. Πρέπει νά κάνουν γρήγο ρα. Ό Τάργκα τινάζεται όρ θιος καί πηδώντας πιάνει ένα ακόντιο καί τό λάσσο του, πετάει ' ένα άλλο στο νέγρο καί ταυτόχρονα σπρώχνει προς τον "Ατσίδα μέ τό πόδι τό φυσοκάλαμό του. "Ενας ·Μπαντοΰ όμως, πού γυρίζει τό κεφάλι του εκείνη τη στιγμή, βλέπει τη σκηνή καί βγάζει μιά κραυγή. "Ο λοι οί μαΰροι άναπηδοΰν, άρπάζοντας τά ακόντιά τους. Ό πρώτος πού φώναξε άρμάει πρός^τό μέρος τοΰ Τάργκα. Μά τήν ίδια στιγμή πέφτει νε-τ κρός. "Ενα βέλος τον είχε χτυ πήσει στο λαιμό! Οί Μπαντοΰ κυττάζουν γύ ρω τους νά δοΰν ποιος έρριξε τό βέλος. Δέν βλέπουν κανέναν. Χυμοΰν τότε πάνω στο Ελληνόπουλο καί τό φίλο του. Ό "Ατσίδας δαγκώνει τό χαλκά του καί, χρησιμοπρι·*
15
ΓΑΡΓΚΑ
ώντας τό ακόντιο σάν ρόπα λο, σπάζει αράδα κεφάλια. Στο μεταξύ κι5 ό Τάργκα δεν κάθεται αργός. Τό ακόν τιό του χτυπάει γοργά. Καί κάθε χτύπημα σημαίνει κι5 έ να πτώμα Μπαντοΰ. "Ομως έκτος απ’ αυτούς τούς δυο, φαίνεται πώς παίρ νει μέρος στη μάχη κι5 ένας τρίτος. Γιατί εκτός από τούς σκοτωμένους από τά ακόντια τών δυο φίλων, πέφτουν κάτω και σκοτωμένοι από βέλη ! Καθώς ό Ατσίδας έχει στρι μώξει δυο Μπαντου, αυτοί προφυλαγόμενοι με τά ακόν τιά τους, υποχωρούν σπιθαμή προς σπιθαμή καί πλησιάζουν τό_θάμνο. -αφνικά πέφτουν κι3 οί δυο με τά μούτρα στο χώμα, χτυ πημένοι από δυο αόρατα βέ λη! Αλλά οί Μπαντοΰ δεν μπο ροΰν νά γελαστούν περισσότε ρο. "Ενας πού είναι δίπλα στο θάμνο καί βλέπει πώς έ πεσαν οί δυο δικοί του κτυπημένοι από πίσω, καταλαβαί νει δτι κάτι παράξενο συμ βαίνει. Υποπτεύεται ότι κά ποιος είναι κρυμμένος μέσα στο θάμνο. Όρμά με τό ακόντιο, όταν κι5 αυτός κι3 οί άλλοι βλέπουν κατάπληκτοι τό θάμνο νά...τό βάζη στά πόδια καί νά τρέχη.^ Στή σαστιμάρα του ό μαύρος στέκει γιά μιά στι γμή άναποφάσιστος. Αυτό ή ταν αρκετό όμως γιά νά σημάνη τό τέλος του. Γιατί, πί σω του, ό Τάργκα τον περνά πέρα γιά πέρα με τό ακόν τιο,
Ό Ατσίδας κυνηγώντας έ ναν Μπαντοϋ, φτάνει κοντά στο θάμνο πού είχε σταματή σει. Καθώς χώνει μιά γερή κλωτσιά στά νώτα τού μαύ ρου, αυτός πέφτει πάνω στο θάμνο κι3 ό θάμνος πέφτει κι3 αυτός! Καί μέσα από τό θάμνο βγαίνει ό Σάμπα! — Μικρόβιος!, φωνάζει ό Ατσίδας. Μικρόβιος γκίνεται ντέντρος! Πρώτα τρώει κοροκόντειλος, ύστερα φυτρώνει ντέντρος ! Γρρρ ! ΚΕΦ. 6. "Οίτου ό Τάργκα ττοολαβαίνες καί φταί ει απάνω στην ώρα...
τό^ μεταξύ, τό ακόντιο τού Τάργκα έχει σκορπί σει τον πανικό στούς Μπαντοϋ πού τό βάζουν στά πόδια σάν λαγοί, πού^ βλέπουνε κυνηγε τικά σκυλιά. ^— Ή Μαλόα !, φωνάει ό Τάργκα στούς συντρόφους του. 3Ελάτε νά σώσουμε τή Μαλόα! Όρμοΰν όλοι προς τή διεύθυνσι πού είχαν άπομακρυνθή οί Μπαντοΰ. Μετά τήν ήττα τους αυτοί ασφαλώς θά πή γαιναν ν3 αναγγείλουν στο Καλούγκα τί έγινε. Τά ϊχνη^τόσων ποδιών τών Μπαντοΰ είναι τόσο ευδιάκρι τα, ώστε κι3 ένα μικρό παιδί θά μπορούσε νά τά άκολουθήση. Τρέχουν μαζί. Ό Ατσίδας, πού συνήθως βαριέται νά κουνηθή, λες κι3 έχει φτερά στα πόδια του τώρα. Ό Τάργκα πετάει κυριολεκτικά, ένφ πί σω του ακολουθεί ό Σάμπα. Είναι πιά μεσημέρι, όταν
Σ
ΎΑΡΓΚΑ σταματούν άπότομα. "Ενας α παίσιος βρυχηθμός άκούγεται καί σε λίγο δεύτερος και τρίτος. — Οι ιερές τίγρεις των Μπαντοΰ!,^ λέει ό Τάργκα. Μείνετε εδώ. Θά προχωρήσω εγώ μόνος μου. Τρεις μαζί εί ναι εύκολώτερο να ανακαλυ φθούν. Θά με περιμένετε εδώ. Και λέγοντας αυτό ξετυλί γει τό λάσο άπό τή μέση του και ξεκινάει σάν άστραπή... Σε λίγες στιγμές έχει πλη σιάσει στο μέρος πού είχαν ακουστή ο\ βρυχηθμοί τών τί γρεων. Καί τότε τό μάτι του άντικρύζει ένα θέαμα φοβερό. Μιά τίγρις είναι έτοιμη νά έπιτεθή, ένφ ή Μαλόα τρομα γμένη έχει άκουμπήσει σ’ έ να δέντρο. Μέ μιά γρήγορη κίνησι τού χεριού ρίχνει τό λάσο καί πιά νει άπό τή μέση τή Μαλόα, τραβώντας την προς τό μέ ρος του. Την Ίδια στιγμή όρμά ή τίγρις επάνω στή Μαλόα.* Μά τό μέρος πού στεκόταν προτήτερα ή κοπέλλα είναι άδειο κύ ή τίγρις, αναπηδά πίσω άγριεμένη. Σπρώχνοντας πίσω του τή Μαλόα ό Τάργκα όρμάει μέ τό μαχαίρι πάνω στο θηρίο. Ή πάλη είναι σύντομη: λίγα δευτερόλεπτα, καί ή τίγρι πέ φτει νεκρή. Φωνές αντηχούν. Δυο Μπαν τού άνεβασμένοι σ5 ένα κον τινό δέντρο, βλέποντας την ιερή τίγρι τους νεκρή, βγά ζουν κραυγές γιά νά ειδοποιή σουν τούς δικούς τους.
π
Πριν όμως φανή κανείς, προβάλλει άπό μερικούς πυ κνούς θάμνους ό Καλούγκα, ό Κύριος τών Αετών. Μα λόα είναι τραβηγμένη πιο πέ ρα. Ό Τάργκα μόλις έχει άνασηκωθή άπό την πάλη του μέ την τίγρι. Τό λάσο, πού έχει βγάλει ή Μαλόα άπό τά μπράτσα της είναι χάμω. Ό Τάργκα τ5 αρπάζει. Τι νάζεται πίσω καί πριν ό Κα λούγκα άπλώση τά σουβλερά του νύχια στην κοπέλλα, ένα σφύριγμα άκούγεται καί τό λάσο πιάνει τόν Καλούγκα ά πό τον κορμό. Τό τέρας προσπαθεί ν3 άπαλλαγή μουγκρίζοντας. Οί Μπαντοΰ όρμοΰν νά κατεβούν άπό τό δέντρο. Ή Μαλόα όμως δέν κάθε ται άκίνητη. Βγάζοντας άπό τή μέση της τό μικρό κοφτερό μαχαίρι της όρμά στο δέντρο. Ό ένας Μπαντοΰ, μόλις πα τάει στο έδαφος, πέφτει χτυ πημένος στο δεξιό ώμο. Ό δεύτερος, βλέποντας την τύχη τού συντρόφου του καί κατα λαβαίνοντας ότι ή ίδια τύχη τόν περιμένει κι5 αυτόν, προσ παθεΐ νά ξανανέβη στο δέν τρο. Μά ή Μαλόα, σάν γάτα, άναρριχάται πίσω άπό τόν Μπαντοΰ. Καί σε λίγες στι γμές βυθίζει τό μαχαίρι της στή ράχη του. Ό Μπαντοΰ πέφτει, περνώντας άπό πάνω της, στο έδαφος καί άκριβώς πάνω στο σώμα τού συντρό φου του, πού τραυματισμένος μόνο, προσπαθεί ν5 άνασηκωθή. Μά μέ τό βάρος τού σώ ματός του ό δεύτερος τόν ρί-
Η συγκρόυσι
όύνάιμεσα στον
Καλ-συγΐκα, τον Κύριο τών "Αετών, καί στον ΤάρΎκ'ΰ, τον
γροθιές καί τά νύχια δουλεύουν! του
Κυρίαρχο της Ζούγκλας.
έίναι
τρόίμερη!
Οι
Τδ Έλληνόττουλο, μέ μια ξαφνική έττίθεσι ρίχνει τόν αντίπαλό του στους κροκοδείλους! Μά ο! αετοί Καλούγκα άγρυττνοϋν καί τον σώζ' ουν τυφλώνοντας τους κροκόδειλους!...
20
ΤΑΡΓΚΑ
ριος των Αετών, πιασμένος μέ τή θηλειά τού λάσου, δυ σκολεύεται νά κινηθή. Τό λά σο^ τό τραβά γερά ό Τάργκα, ένφ μέ τό άλλο χέρι κρατά τό μαχαίρι του. Γιά μια στιγμή οί Μπαν τού διστάζουν. Ξέρουν τί θά πή Τάργκα και δειλιάζουν μπροστά στον Κυρίαρχο της Ζούγκλας. Μά μιά κραυγή τού Καλούγκα τούς ξαναφέρ νει στήν πραγματικότητα. Κι" όρμούν... Μά εΐναι αργά. Γιατί ό πρώ τος πού χυμάει στον Τάργκα δέχεται ένα δηλητηριασμένο βέλος τού Σάμπα και πέφτει σάν νά κεραυνοβολήθηκε. Ό δεύτερος Μπαντού δέχε ται ένα δώρο από τόν "Ατσί· δα στο στήθος. Τρίτος άλλο.. Τέταρτος... Οί άλλοι Μπαντού σταμα τούν τρομοκρατημένοι. Αυτά τά μυστηριώδη βέλη πού έρ χονται άγνωστο από πού, τούς τρομοκρατούν. Οί αετοί, εξάλλου, τά όρνεα τού Κα λούγκα είναι αδύνατο νά ε:σδύσουν μέσα στήν πυκνή ζούγ κλα, αλλά κι" αν είσδύσουν, θά είναι πάλι αδύνατο νά κι νηθούν μέσα στή πυκνή βλάστησι. Στέκονται άναποφάσ ιστοί. Ό Καλούγκα μουγγρίζει. "Ε να άλλο βέλος τού Σάμπα ΚΕΦ.7. 'Ό-ττον ό Ατσίδας Φοοντίστέλνει στή χώρα τών πνευ ζει νά ταΐση τοιν Καλούμάτων έναν άλλο Μπαντού. Υκα κι5 έτοιμώζει τάν τά Σάν νά ήταν σύνθημα αυ φο του!... τό, οί Μπαντού κάνουν από το μεταξύ ή συμπλοκή έ τομη μεταβολή καί τό βάζουν χει άρχίσεκ Ό Τάργκα στά πόδια, όταν ξαφνικά βρο χτυπώντας μ3 δλη τή δύναμι χή από καρύδες σπάζουν του σώματός του τόν Καλού τρία - τέσσερα κεφάλια. γκα, τόν ρίχνει κάτω. Ό Κύ Τό δέντρο πού είχε ανέβει χνει πάλι χάμω και για καλά αυτή τή φορά. Οι κραυγές δμως των δύο Μπαντού είχαν ειδοποιήσει τούς άλλους. "Ετσι, πριν ή Μαλόα κατεβή από τό δέντρο, ένα πλήθος Μπαντού φτάνει άλαλάζοντας στο μέρος τής συμπλοκής... Τις ίδιες δμως κραυγές έ χει άκούσει κΓ ό Ατσίδας μέ τον Σάμπα. — Μικρόβιος, λέει ό Ατσί δας δαγκώνοντας τό χαλκά του, εμένα άκουει φωνές - φω νές... Μπαντου είναι φωνές... -—- Αυτό ακούω κι’ εγώ, ά παντά ό Σάμπα. Φαίνεται ν’ ανακάλυψαν τόν κύριο Τάργκα. Ό Ατσίδας βγάζει τό φυ σοκάλαμό του κι3 αρπάζοντας από τόν ώμο τόν Σάμπα, αρ χίζει να τρέχη, λέγοντας: — 3Έλα, Μικρόβιος! Τρέει εσένα γκρήγκορας ! "Έα! ^ Τρέχουν κι3 οι δυο και σε λίγα λεπτά πλησιάζουν στο μέρος τής συμπλοκής. Ό "Ατσίδας κάνει νόημα στον Σάμπα δείχνοντάς του ένα δέντρο. Ό Σάμπα κατα λαβαίνει κι3 άναρριχάται πά νω σ3 αυτό. Τό ίδιο κάνει κι3 ό "Ατσίδας, ανεβαίνοντας στο διπλανό δέντρο...
Σ
ΤΑΡΓΙίΑ ό Ατσίδας ήταν καρυδιά, απ’ αυτές που κάνουν μεγάλες καρύδες και πού οι ιθαγενείς ονομάζουν κοκκοφοίνικες. Τις «καρύντες», μ3 άλλα λόγια, του φίλου μας του Ατσίδα. Ό νέγρος πηδάει κάτω. Τό ίδιο κάνουν κι5 ό Σάμπα κι5 ή Μαλόα. Κι5 οι τρεΐς τρέχουν στο μέρος δπου ό Τάργκα ε ξακολουθεί νά κρατάη δεμένο στο λάσο του και ξαπλωμένο κάτω τον Καλούγκα. Ό Ατσίδας, κρατώντας μιά πελώρια καρύδα, τρέχει και την χώνει στο ανοιχτό στόμα τοϋ Καλούγκα, πνίγοντάς του τις κραυγές. Ό Κύ ριος των Αετών αγωνίζεται υπεράνθρωπα. ^ Τώρα τον κρατούν και οι τέσσερις φίλοι. Είναι άδύνατο νά ξεφύγη. Ό Τάργκα, ξέροντας πώς τό μαχαίρι του καί τά βέλη δεν μποοοϋν νά διαπεράσουν τό φολιδωτό δέομα τού Καλούγκα. έχει μιά έμπνευσι. Θά θάψη τον Καλούγκα Ζωντανό, άνοίνοντας ένα βα θύ λάκκο καί σκεπάζοντάς τον με χώμα, στο όποΐο θάοριχνε καί μερικούς κορμούς δέντρων γιά βάοος. Λέει την άπόφασί του στούς φίλους του. — Μπράβος!, κάνει ό Α τσίδας, γλείφοντας τό χαλκά του. Βάλει καί καρύντες μέ σα τάφο, τρώει - τρώει Κσλούγκα! Ή Μαλόα νοιώθει κάποια Φρίκη, άκούγοντας την άπόφασι αυτή. — Άλλοιώς, λέει ό Τάογκα πού καταλαβαίνει τί αισθάνε ται ή όμορφη κοπέλλα, θά
21
βγάλη αυτός εμάς από τη μέ ση ! Κι5 άλλοιμονο σ’ όλους άν κυριάρχηση ό Καλούγκα στη ζούγκλα... — Τί θά κάνουμε τώρα; ρωτάει ό Σάμπα. — Οί Μπαντού φεύγοντας πέταξαν τ’ άκόντιά τους, λέ ει ό Τάργκα. Πάρε ένα εσύ κι3 ένα ό Ατσίδας κι3 άρχίστε νά σκάβετε έκεΐ πέρα. Κι3 έδειξε ένα μικρό κομ μάτι γης, πού βλάσταινε ε πάνω του μόνο χορτάρι. Ό Ατσίδας κι3 ό Σάμπα αρπάζουν άπό ένα ακόντιο κι3 αρχίζουν τη δουλειά, ένφ ό Τάργκα με τη Μαλόα κρα τούν γερά τον Καλούγκα... "Έχει περάσει μισή περί που ώρα. Ό "Ατσίδας κι3 ό Σάμπα σκάβουν. Ό Τάργκα όρθιος, πατάει γερά πάνω στο στήθος τού Καλούγκα, έ νφ ή Μαλόα τού κρατάει γερά τά πόδια. Τό πράσινο τέρας μένει άκίνητο. Μόνο ένα βα θύ μουγγρητό βγαίνει καμμιά φορά άπ3 τό στήθος του, για τί τό στόμα του είναι βουλω μένο με την καρύδα. Τότε όμως συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. "Ενας πελώρι ος πίθωνας, τό τεράστιο αυτό φίδι τής ζούγκλας, πού είχε πλησιάσει χωρίς νά τον άντιληφθή κανείς, τυλίγεται ξα φνικά στο σώμα τού Τάργκα! Ή Μαλόα αφήνει μιά κραυ γή αγωνίας καί τρόμου. Στην κραυγή αυτή ό Ατσίδας κι3 ό Σάμπα γυρίζουν τά κεφά λια τους καί μένουν σάν μαρμαρωμένοι άπό τη φρίκη. Τό σφίξιμο τού πίθωνα εί ναι φοβερό. 3Άν σφίξη τό γεν ναΐο παλληκάρι, έτσι όπως εΐ~
22
ΤΑΡΓ&Α
ναι κουλούριασμένο στο σώ μα του, θά του τσάκιση ένα ένα τα κόκκαλά του. Ό Τάργκα αντιλαμβάνε ται τον κίνδυνο. Κρατά τό μα χαίρι του ακόμα, μά δεν μπο ρεί νά τό χρησιμοποίηση, για τί πρέπει νά χτυπήση τον πί θωνα σε ζωτικό μέρος του σώ ματός του. Άλλοιώς τό φοβε ρό έρπετό θά έξαγριωθή καί θά γίνη τρομερότερο. Γιά μιά στιγμή, τό απαίσιο κεφάλι του φαίνεται μπροστά στο στήθος του Τάργκα. "Αν χτυπήση τον πίθωνα στο λαι μό καί του κόψη τό κεφάλι, έ χει ελπίδες νά σωθή! Ό πίθωνας τεντώνει τό σι χαμερό κεφάλι του.' Με μιάν άστραπιαία κίνησι, ό Τάργκα χωρίζει τό κεφάλι του έρπετοϋ άπό τό σώμα. Ή πίεσι του φιδιού χαλαρώθηκε. Μά στην προσπάθειά του οχύτή, χαλάρωσε κι* ό Τάρ γκα τό σφίξιμο του ποδιού του .στο στήθος του Κοώούγκα. Κι3 ή Μαλόα στον τρόμο της είχε άφήσει τά πόδια του τέρατος. "Ετσι την ίδια στιγμή ό Καλούγκα πετάγεται όρθιος. Καί πριν καλά - καλά κατα λάβουν τί άκριβώς συνέβη, ο Κύριος τών Αετών, άπαλλσγμένος άπό τό λάσο, εξαφανί ζεται μέσα στις σκοτεινές λόχμες τής πυκνής ζούγκλας. -— Μάς έφυγε!, φωνάζει μ5 άπογοήτευσι ή Μαλόα, —Καλούγκας!, ^ γρυλλίζει ό Ατσίδας. Καλούγκας! Ε σύ όκι φύγκει.! Έγκώ βάλειβάλει καρύντες τάφο εσένα, τρώει - τρώει... — §ά τον κυνηγήσουμε!,
λέει ό Τάργκα, αρπάζοντας τό λάσο του κι3 ενα άκόντιο. Κι5 όρμά προς την διεύθυν σή πού εξαφανίσθηκε ό Κα λούγκα, ^άκολουθούμένος άπό τούς τρεις άλλους... ΚΈΦ. 8. "Οίτου ό Ατσίδας παρα δέχεται οτι ό Καλούγκα είναι ένας δαίμονας!
ό κυνήγι αυτό κρατάει ώ ρα πολλή. Τώρα πλησιά ζουν στον ποταμό Τπόνγκο. Είναι ή δεύτερη φορά πού ό Καλούγκα πηγαίνει προς τά έκεΤ. Νά θέλη άρα γε νά τούς παρασύρη στούς κροκοδεί λους; Σέ λίγο διακρίνουν μέσα άπ3 τά φυλλώματα τά νερά τού Ίπόνγκο. * — Μάμπα!, λέει ό Σάμπα, βλέποντας μερικούς κροκοδεί λους. — Οί κροκόδειλοι!, ψυθυρίζει ή Μαλόα. Τά Τχνη του Καλούγκα στο έδαφος φτάνουν ως την όχθη του ποταμού. Είναι τώ ρα φανερό ότι ό Καλούγκα πέρασε άπέναντι. Κι3 άσφαλώς θά πέρασε με καμμιά πι ρόγα ιθαγενών. -— Τώρα; ρωτάει ή Μαλόα. Πριν όμως άπαντήση .. ό Τάργκα, ένα βέλος ^περνάει άπό τό δεξί αυτί τού "Ατσί δα, χτυπώντας τον ελαφρά στο πέρασμά του. — Γρρρ !, κάνει ό Ατσίδας καί σάν άστραπή πέφτει κά τω, άνάμεσα στούς^ θάμνους. Σ3 ένα νόημα τού Τάργκα κάνουν όλοι τό ίδιο. — Μάς παρακολουθ ο ΰ ν, φαίνεται!, λέει τό Ελληνό πουλο σιγά στούς άλλους. 4ζ)
Τ
ΤΑΡΓΚΑ Καλούγκα πέρασε απέναντι, μά οι Μπαντοΰ του εΐναι κρυμ μένοι κάπου εδώ γύρω. Σωπαίνουν καί μένουν α κίνητοι. Νεκρική σιωπή βασι λεύει γύρω. -αφνικά άκούγεται μ*ά φω νή κουκουβάγιας. Ό Τάργκα κάνει ^ νόημα στή Μαλόα. Κι5 αυτός κι5 ό "Ατσίδας, όπως κΓ ό Σάμπα, δεν μπορούν νά γελαστούν: ή φωνή πού κάνει τήν κουκου βάγια εΐναι ανθρώπινη. Τόσα χρόνια στή ζούγκλα μπορούν νά ξεχωρίσουν καί τήν ελάχι στη άπόχρωσι στους ήχους, πού ένας άλλος ούτε θά υπο πτευόταν κάν.^ Ή φωνή τής κουκουβάγιας' ξανακούγεται. Τώρα από τήν άλλη πλευρά άκούγεται μια ώρυγή ύαινας. Μά κι5 αύτή.εΐ-. ναι άνθρώπινη. Ό Τάργκα χαμογελάει κι5 ό "Ατσίδας γλείφει τό χαλκά του. Ό Σά μπα έχει βγάλει τό τόξο του. Ή ώρα περνάει. Εξακο λουθεί νά επικρατή νεκρική σιωπή. -αφνικά ένας μαύρος φαίνε ται νά προχωρή στήν δχθη τού ποταμού. Ό "Ατσίδας βγάζει τό φυσοκάλαμό του κι" εΐναι έτοιμος νά τον στείλη στον άλλο κόσμο, όταν ό Τάργκα τού πιάνει τό χέρι μέ δύναμι. -— Μή ρίχνης!, ψιθυρίζει. Θέλουν νά μάς τραβήξουν σε παγίδα, γιά νά βγούμε έξω... Ό "Ατσίδας άκουμπά κά τω τό φυσοκάλαμό του. Περι μένουν ακίνητοι. Σε λίγη ώρα ένας άλλος μαύρος πλησιάζει στον · δεύ τερο. -Ύστερα ένας τρίτος.
23
*— "Ετσι μοΰρχεται νά τούς ρίξω κάνα - δυο!, μουρ μουρίζει ό Σάμπα. Ό "Ατσίδας κυττάζέι τό φυσοκάλαμό του καί δαγκώνει τό χαλκά τής μύτης του. ^— Περιμένετε άκόμα!, δια τάζει ό Τάργκα. Σε λίγο^ έρχεται καί τέταρ τος, πού όμως προχωρεί πέ ρα από τούς άλλους. — Τό νού σας, λεει ό Τάρ γκα. Προσπαθούν νά μάς βά λουν στή μέση. Τώρα σε θέ λω, "Ατσίδα. Καί σένα Σάμ πα ! Χτυπήστε! Ό "Ατσίδας φυσάει τό κα λάμι του, ένφ τήν ίδια στιγμή ό Σάμπα ρίχνει τό βέλος του. Οι δυο από τούς μαύρους πέ φτουν στο έδαφος νεκροί. Ταυ τόχρονα τό μαχαίρι τού Τάρ γκα σφυρίζει στον αέρα και βρίσκει τον τρίτο στήν καρ διά. Ό τέταρτος τό βάζει στά πόδια μά δεν προφταίνει. "Ε νας βέλος τού "Ατσίδα καί κυλιέται στο έδαφος. "Άγριες κραυγές άκούγονται από τήν δεξιά μεριά, ό που εΐναι κρυμμένοι οί άλλοι Μπαντοΰ. Πετάγονται πιά έ ξω κι" όρμούν προς τούς τέσ σερις φίλους, πού τούς περι μένουν. Μόλις πλησιάζουν ό Τάρ γκα τινάζεται έξω από τούς θάμνους, κραδαίνοντας τό α κόντιό του. "Ενας Μπαντοΰ κυλιέται κάτω. Οί άλλοι τρα βιούνται προς τήν όχθη. Ή Μαλόα κάνει θαύματα μέ τό δικό της ακόντιο. Ό "Ατσίδας κι" ό Σάμπα δέν χαρίζουν κά στανα. "Ενας Μπαντοΰ εΐναι ετρι-
24
ΤΑΡΓΚΑ
μος νά χτυπήση τη Μαλόα. Μια γερή γροθιά του Τάργκα τον στέλνει τρία μέτρα πίσω. "Ενας κροκόδειλος άρττάζει τον Μπαντοΰ από τό πόδι καί τον τραβάει στο νερό, ενώ ό μαύρος τρομοκρατημένος, ούρ λιάζει απεγνωσμένα. Ή μάχη συνεχίζεται, όταν από την απέναντι όχθη φαίνε ται ό Καλούγκα, περιστοιχι σμένος από πέντ’-έξη Μπαν τοΰ. Μιά πιρόγα είναι δεμένη στην όχθη. Ό Κύριος των 5Αε τών καταλαβαίνει ότι οί Μπαν του πρόκειται νά πάθουν και νούργια συμφορά και σπεύ δει σέ βοήθεια τους. Ό Τάργκα όμως καταλα βαίνει τον κίνδυνο. Γιατί είναι βέβαιος ότι ό Καλούγκα δεν θά ριψοκινδύνευε χωρίς νά βασίζεται στή βοήθεια των αετών του. Κι5 όσο καί γεν ναίοι κΓ αν είναι κι5 αύτός κι5 οί φίλοι του, είναι κάπως δύ σκολο ν’ αντιμετωπίσουν έπίθεσι καί άπό τήν γη καί άπό τον αέρα. — Πίσω πιθαμή προς πι θαμή!, λέει στον Ατσίδα, στή Μαλόα καί στο Σάμπα. Χωρίς νά καταλάβουν ότι υ ποχωρούμε επίτηδες. Θά τούς τραβήξουμε ως τά πυκνά δέν τρα τής ζούγκλας, ώστε νά μή μπορούν νά μάς έπιτεθου ' οί αετοί του Καλούγκα! Οί τέσσερις φίλοι αρχίζουν νά υποχωρούν κανονικά. Ό Τάργκα δεν είχε γελαστή. Λί γες στιγμές αργότερα καμμιά δεκαριά αετοί φαίνονται στον ουρανό. Ό Καλούγκα εί ναι αποφασισμένος νά δώση τή μάχη του. Μά δεν έχει υπολογίσει τήν
εξυπνάδα καί τήν γενναιότη τα τών αντιπάλων του. "Έτσι όταν βγαίνη άπό τήν πιρόγα στήν ξηρά, έχοντας άπό πά νω του τούς αετούς του, ό Τάργκα κι5 οί δικοί του έχουν μπή ανάμεσα στά πυκνά δέν τρα τής ζούγκλας. Οί αετοί δεν μπορούν νά χωθούν έκεΐ μέσα. Ό Καλούγκα βγάζει άγρι ους βρυχηθμούς άπό τή λύσ σα του. ^Ηταν σίγουρος πώς τούς είχε στά χέρια του καί τώρα βλέπει νά τοΰ ξεφεύ γουν. Γιατί καταλαβαίνει ότι μονάχα μέ τούς Μπαντοΰ δέν πρόκειται νά κάνη δουλειά. Δυο φορές τώρα τό άτρομητο Ελληνόπουλο μέ τούς δι κούς του έχει κατατροπώσει τούς μαύρους του. Τούς άετούς του όμως δέν ιαπορεΐ νά τούς κατατροπώση. Μά τώρα, μέσα στή ζούγκλα οί άετοί του είναι άνίκανοι νά δράσουν... Τυφλός άπό τήν οργή, όρμά πρ<^>ς τό μέρος τού Τάρ γκα. Ό "Ελληνας υποχωρεί γρήγορα. Θέλει νά τον φέρη πιο μέσα. Καί ξαφνικά, πριν ό Καλούγκα άντιληφθή τίπο τα. τό λάσο τού "Ελληνα σφυ ρίζει στον άέρα. Ό Καλούγ κα βρίσκεται τυλιγμένος στο λάσο, ενώ τήν ΐδια στιγμή ή Μαλόα ττόν χτυπά στο κεφά λι μέ τό ξύλο τού άκοντίου της. Ό Καλούγκα βγάζει ά γριες άναρθρες κραυγές καί φαίνεται σάν νά ζαλίζεται. Στο μεταξύ ό Ατσίδας κι5 ό Σάμπα, πίσω άπό δυο δέν τρα δουλεύουν ό ένας τό φυσο κάλαμό του κι’ ό άλλος τό τό ξο του, γιατί οί Μπαντοΰ εί
ΤΑΡΓΚΑ χαν τρέξει πίσω από τον Καλούγκα. Μπροστά στά βέλη του, οί μαύροι στέκονται ανα ποφάσιστοι. Ό Τάργκα όμως δέ χάνει καιρό. "Ετσι όπως φαίνεται μισοζαλισμένος ό Καλούγκα, τον τραβά με τό λάσο καί τον κολλά σ’ ένα δέντρο. Κάνει νόημα στη Μαλόα, πού κατα λαβαίνει αμέσως καί τρέχοντας φέρνει αρκετές γερές κλη ματίδες. Τώρα ό Καλούγκα, δεμένος γερά στο δέντρο, εξακολουθεί νά μουγγρίζη. Βλέποντας πέ ρα τούς Μπαντοϋ νά στέκωνται άναποφάσιστοι, τούς φω νάζει κάτι στη γλώσσα τους. Ό Τάργκα πού ξέρει τή γλώσσα των Μπαντοϋ, κατα λαβαίνει δτι τούς διατάζει 'νά καταβάλουν κάθε προσπάθεια γιά νά τον απελευθερώσουν. Χωρίς νά χάση καιρό, τρέχει προς τό μέρος τού ’Ατσίδα καί τού Σάμπα. — Απάνω τους !, φωνάζει. Κι5 οί τρεΐς φίλοι όρμοϋν ε ναντίον των Μπαντοϋ, πού δέ χρειάστηκαν καί πολύ γιά τό βάλουν στά πόδια. Τούς καταδιώκουν γιά λίγο, μά ύ στερα, βλέποντας δτι ή καταδίωξι μέσα στην πυκνή ζούγ κλα ήταν μάταιη, σταματούν. —— Πάμε, Καλούγκας τώ ρα!, λέει ό Ατσίδας. Έγκώ περιποιείται καλά - καλά! Ντώσει φάει - φάει καρύντες άσπαστος, κάνει Καλούγκα σκάσει - σκάσει... / Γυρίζουν γρήγορα προς τό μέρος, πού είχαν άφησει τον Καλούγκα δεμένο καί τή Μα λόα, δταν ό Τάργκα βγάζει μιά κραυγή αγωνίας: ό Κα
ϊ%
λούγκα δέν είναι έκεΐ! Καί μαζί μ’ αύτόν έχει έξαφανιστή κι5 ή Μαλόα! Ό Ατσίδας δαγκώνει τό χαλκά του από τό θυμό. — Αυτό δκι είναι άντρωπο, είναι νταίμονος!, γρυλλίζει. — Μά θά τον βρούμε!, λέ ει ό Τάργκα. Κι5 άλλοιυονό του, άν έπαθε τίποτα ή Μα λόα ! ΚΕΦ- 9. "Οποί; ό Ατσίδας ψέλνει νεχρ ώ σ ιιμ·ε ς
ευχές...
ί είχε γίνει ό Καλούγκα κι5 ή Μαλόα; "Οταν ό Τάργκα μέ τον Α τσίδα καί τον Σάμπα απομα κρύνθηκαν κυνηγώντας τούς Μπαντοϋ, ή Μαλόα στάθηκε νά φυλάη τον Καλούγκα. Δέν έχει δμως άντιληφθή έ να πράγμα. "Οτι ένας Μπαντοΰ έχει καταφέρει νά ξεφύγη από τούς άλλους καί νά κρυ φτή ανάμεσα σέ κάτι θά μνους. "Ετσι, ένφ ή Μαλόα κυττάζει προς τό μέρος πού έχει άπομακρυνθή ό Τάργκα, ό Μπαντοϋ πλησιάζει πίσω της καί μέ τό πίσω μέρος τοϋ α κοντίου του τής δίνει ένα χτύ πημα στο κεφάλι. Τό φώς σκοτεινιάζει γύρω στήν όμορφη κοπέλλα, πού χάνει τις αισθήσεις της καί πέφτει αναίσθητη. Χωρίς νά χάση καιρό ό μαύρος Μπαντοϋ μ’ ένα μα χαίρι κόβει τις κληματίδες, μέ τις όποιες είναι δεμένος ό Καλούγκα. Τό πράσινο τέ ρας είναι τώρα ελεύθερο! Δείχνοντας τήν αναίσθητη Μαλόα, ό Καλούγκα δίνει μιά
Τ
26 διαταγή στον Μπαντού. Αυ τός σκύβει και πιάνοντάς την την ρίχνει στους ώμους του κι* άκολουθεΐ τον' Καλόύγκα. "Έτσι όταν γυρίζουν ό Τάρ γκα μέ τον Ατσίδα και τον Σάμπα στο ρέρος αυτό, δέν βρίσκουν κανένα... Μά ό Τάργκα δέν είναι απ' αυτούς πού τά χάνουν. Κυττάζει γύρω του γιά νά άνακαλύψη τά ίχνη- του Καλουγκα. Μά ή βλάστησι είναι πυ κνή καί δύσκολα διακρίνει κανείς ίχνη. Ό Σάμπα όμως είναι ά φθαστος σ’ αυτές τις δουλεί ες. Θά μπορούσε ν’ άνακαλύψη ακόμα καί ΐχνη πουλιών στον... αέρα!
Τό
μαναΐρι
του
'Ελλπινσιτουλου
θαυματουργεί!...
Έτσι αναλαμβάνει νά όδηγήση τούς άλλους. . ★** Προχωρούν γρήγορα. Τώρα κατεβαίνουν τήν αριστερή ό χθη του ποταμού Ίπόνγκο. Στο υγρό έδαφος τής ό χθης, τά ίχνη διακρίνονται πιο καλά. Πλάϊ στ’ αποτυπώ ματα των σουβλερών ποδιών του Καλόύγκα, διακρίνονται τά πέλματα γυμνού ποδιού. — Τά πόδια έχουν αφήσει βαθειά Ϊχνη, λέει ό Σάμπα. Ό Μπαντού. είναι φορτωμέ νος μέ κάτι βαρύ.. -— Θά κουβαλάει ' τή Μα λόα!, λέει ό Τάργκα. — Κύριος Μαλόα πρέπει είναι ζωντανός, προσθέτει ό "Ατσίδας. Άλλοιώς^ οκι κρατάει ώμους Μπαντού... Ή σκέψις αυτή καθησυχά ζει τον Τάργκα κάπως. - Πρέ πει όμως νά βρούν τή Μαλόα καί νά τήν ελευθερώσουν, πριν είναι πιά πολύ αργά! Μιά σκιά ξαφνικά σκεπά ζει τον ουρανό. Εΐναι ένας πελώριος αετός. Δείγμα πώς ό Καλόύγκα είναι κάπου έκεΐ γύρω., "Ένα βέλος τού Σάμπα τον ρίχνει στο ποτάμι. — Έγκώ οκι καταλαβαί νει, λέει ό Ατσίδας. Πώς αε τός ακούει *- ακούει Καλούγκα καί κάνει - κάνει ο,τι. τέλει Καλούγκας;^ — Θά τό μάθουμε αυτό καί γρήγορα μάλιστα, απαν τάει ό Τάργκα. "Έχουν πλησιάσει σ’ ένα ξέφωτο τώρα. Προχωρούν μέέντεταμένη τήν προσοχή. Ε δώ γύρω πρέπει νάναι ό Καλούνκα. Καί πράγματι, τό τεράστιο
Τά τρομ&ρα σαγόνια τού αμφίβιου
τραβούν στο νεοό
τέρατος τον αρπάζουν καί στο θάνατο!
καί
τάν
άντιμετωπίσω τον Καλού /κα. τέρας ^φαίνεται όρθιο στη μέ ση του ξέφωτου. Ή Μαλόα έ "Ομως είναι σίγουρο ^πώς κά ποιος άετός θά ψανή. Μόλις χει συνέλθει καί είναι καθι σμένη στο έδαφος, έν$ δίπλα κανονίσης, λοιπόν, τον Μπαντου κι" εσύ κί" ό Σάμπα, θά τη^ όρθιος στέκει ό Μπαντού, ττου εΐχε απελευθερώσει τον προσέχετε μήπως φανουν τά Καλούγκα. όρνεα αυτά, στο διάστημα πού εγώ θά πιαστώ μέ τον — Αυτό τό Μπαντοΰ νιώ Καλούγκα. σει - ντώσει ’έμενα, κύριος Ό "Ατσίδας γλείφει τό χαλ Τάργκα, λέει ό Ατσίδας, . κά του. Μπροστά ό Τάργκα γλείφοντας τό χαλκά του. Ντώ καί Ήτσω του οι δυο φίλοι προ σει έμενα, έγκώ κανονίσει κσχωρούν προσεκτικά. Έχουν λά-καλά αυτός! πλησιάσει άρκετά τώρα... *— Στον χαρίζω, άπαντά *** χαμογελώντας ό Τάργκα. ■Πρώτος όρμάει, ό Τάργκα Ό "Ατσίδας κάνει νά προσαν λιοντάρι πάνω στη λεία χωρήση, μά ό Τάργκα τον εμ του. Ό Καλούγκα, ξαφνια ποδίζει. σμένος, πέφτειλκάτω. Κι" οι — Τό μέρος είναι άνοιχτό, δυό τους κυλιούνται στο χώ~ ψιθυρίζει, στο νέγρο. "Εγώ θ"
28
ΤΑΡΓΚΑ
μα. Ό Ατσίδας στο μεταξύ δίνει μιά γερή γροθιά στον Μπαντου, ττού ζαλίστηκε. ’Α μέσως τον άρπαζε η τον σηκώ νει ψηλά, λες κι’ ήταν φτια γμένος από φελλό, και τον πετάει στο ποτάμι. Πριν ό Μπαντοΰ καταλάβη καλά-καλά τί είχε ^ συμβη, βρίσκεται κιόλας στο φοβερό ρύγχος ενός κροκοδείλου. — Καλό όρεξος !, φωνάζει ό Ατσίδας, ενώ άκούγεται το τρίξιμο των κοκκάλων του μαυρου, πού σπάζουν κάτω από τά τρομερά δόντια του φρικαλέου ερπετού. Τρέχει σε μιάν άκρη, απέ ναντι στον Σάμπα, καί στέκε ται ακίνητος μέ τό πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό, περί μένοντας την άφιξι των άετών. Στο μεταξύ ό Τάργκα μέ τον Καλούγκα παλεύουν ά γρια, λυσσασμένα. Τό φολι δωτό δέρμα τού τέρατος γλι στράει πολλές φορές κάτω α πό τά χέρια τού Ελληνόπου λου. Μά δέν τον αφήνει. Εΐναι αποφασισμένος νά δώση ένα τέλος σ5 αυτό τό φοβερό κίνδυνο τής ζούγκλας. "Οσο ό Καλούγκα εΐναι στη ζωή, κάνεις δέν μπορεί νά εί ναι ασφαλής. "Ενας αετός φαίνεται στον ουρανό. Κι5 ύστερα άλλος... Μά δέν προλαβαίνουν, γιατί τό φυσοκάλαμο τού 'Ατσίδα και τό τόξο του Σάμπα τούς στέλνουν στο ποτάμι. "Υστερα φαίνεται τρίτος... τέταρτος... Κανένα όμως από τά όρνεα αυτά δέν μπορεΐ νά πλησιάση
καί νά βοηθήση τον Καλούγ κα. λΌ Ατσίδας βγάζει συνε χώς άγρια γουργουρητά καί γλείφει τό χαλκά του. -— Μικρόβιος!, φωνάζει ξα φνικά. "Αμα τελειώνει άετό^, εσύ πηγκαίνεις φέρνει καρύντες... Έγκώ πεινάει - πεινάει πολύ! Χωρίς νά μιλήση, ό Σάμπα ρίχνει τον πέμπτο αετό... Ή πάλη Τάργκα—Καλού γκα συνεχίζεται. Σέ μιά στιγμή ό "Ελληνας κατορθώνει καί πιάνει τό λά σο του, πού στήν πάλη έχει λυθή καί βρίσκεται στο έ δαφος. Ή Μαλόα παρακολουθεί μέ αγωνία... Ό Τάργκα κατορθώνει σέ μιά στιγμή καί τυλίγει τό λά σο στά μπράτσα του Καλού γκα. Ό Κύριος των Αετών δυσκολεύεται τώρα νά κινηθή. Ό "Ελληνας σφίγγει περισ σότερο τό λάσο του. Ή Μαλόα καταλαβαίνει ό τι πρέπει νά έπέμβη τώρα κι5 αυτή. Τρέχοντας πιάνει τήν άκρη τού λάσου καί δένει τά πόδια τού Καλούγκα, πού κλωτσά απεγνωσμένα. Τώρα τό τέρας μένει ακί νητο. Δέν είναι σέ θέση πιά νά παλαίψη. Ό Τάργκα σκύβει καί τό σηκώνει ψηλά στά χέρια. Πλη σιάζει στο ποτάμι. "Ενας κροκόδειλος στέκει μ3 άνοιχτό τό ρύγχος του. Πε ριμένει τή λεία του... "Ενα «πλάφ» άκούγεται κι3 ό Καλούγκα βρίσκεται στο νερό! Ό κροκόδειλος τον άρπά-
τλργκα
1§
*·»ί^
ζει από τό πόδι και τον τρα βά στα σκοτεινά νερά... — Αιώνιος τό μνήμη !, λέει ό Ατσίδας γελώντας, *—1 Αμήν!, κάνει ό Σάμπα. — "Εσύ σκι λέει ■» λέει α μήν - ξαμήν!, γρυλλίζει ό "Α τσίδας. "Εσύ πάει - πάει φέ ρει καρύντες, Μικρόβιος! Έγκώ ντουλέψεί - ντουλέψει πο λύ, πεινάει-πεινάεί πολύ, πό ντιας εμένα τρέμει πολύ! Έ-» σύ δκι πάει - πάει φέρει καρύντες, εγώ πιάνει - πιάνει ε σένα, ψήσει - ψήσει εσένα,, φάει-φάει εσένα! Ό Τάργκα κι" ή Μαλόα γελούν. "Έπειτα γυρίζουν καί, δλοι μαζί, χώνονται μέσα στη ζούγκλα, πού έχει τώρα άπαλ
λαγή από τον πιο τρομερό ε φιάλτη της! "Έχει όμως στ" αλήθεια α παλλαγή από τον Καλούγκα; "Έχει έξοντωθή ό Κύριος τών "Αετών, 6 πιο τρομερός και πιο τερατώδης εχθρός, που γνώρισε ποτέ ή ζούγκλα; Αυτές οί σκέψεις^ περνούν από τό μυαλό τού Τάργκα, καθώς βαδίζει δίπλα στη Μα λόα. Φωνές διακόπτουν τους στοχασμούς του, Είναι ό "Ατσίδας, πού φω νάζει στον Σάμπα: Μικρόβιος! Κάνει - κά νει γκρήγκορα! "Εσύ δκι φέ ρει γκρήγκορα καρύντες, έγκώ πετάνει - πετάνει!
ΤΕΛΟΣ Πρωτότυπο 4 Ελληνικό κείμενο οπό ΘΑΝ ΟΥ “Απαγορεύεται ή άνατύπωσις. Άποκλειστιχότης
ΑΣΤΡΙΤΗ Υπεράνθρωπου».
^%Λννννν\νγ\ν\νν\\\λ\ννννννννννν\ννννίΛΛ
I
Δ ■
*
^*Τ'
Λ
■
Α
* 4·',
α
β
Λ
Λ
■
■
9 9 9 9 9 9 Σε λίγο καιρό δλα τα Ελληνόπουλα θά δοκιμάσουν μιά ευχάριστη έκπληξι! Ό κ. Θάνος "Αστρίτης, πού πάντα ή μόνη του σκέψις είναι νά προσφέρη στά παιδιά μορφωτικά καί συναρπαστικά αναγνώσματα, ετοιμάζει κάτι πού θά σάς άφήση δλους κατάπλη κτους.
Δ 9
*
*+
9
:·'■
9
*
Α
9
Λ
9
Α
9
1
ΐ·ΗννννννννΐΛ^ννννννννννννΜΛννν^νν^\νηνν^ννΐΛ^Λ\\ννΐΛνηΜΛ'νννννννΗ^ν\ηη\ννννννΐ\νννννννννννννν^ννν^
Τό επόμενο τεύχος του «Υπεράνθρωπου», το
πού κυκλοφορεί τήν ερχόμενη εβδομάδα με Τον τί τλο
ΟΥΡΑΝΟΝ
ννννννννννίΛνννννννννννννννννννν\νννννννννΐΛ,νννννννν'νν\νΐιννννννννννν\\ννν\Λ<ννννννννΐΛΛΛ/ννννί
είναι κάτι εντελώς πρωτότυπο, κάτι πού για πρώ τη φορά θά διαβάσετε! . "Ενα τρομερό έγκλημα γίνεται στούς ουρανούς, άνάμεσα στ’ άστρα, και ή «Αστυνομία των Πλανη τών» αναλαμβάνει νά άνακαλύψη τον ένοχο! Φυσικά, παίρνει μέρος στις αναζητήσεις καί ό διακεκριμένος ντέτεκτιβ... Κοντοστούπης, μαζί μέ τούς...
βοηθούς του, τούς Υπεράνθρωπους!
ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ Είναι μιά περιπέτεια γεμάτη δράσι καί μυστή ριο, γοργά συναρπαστικά έπεισόδια, πρωτότυπη πλοκή καί συγκρούσεις Γιγάντων! Κανένας δέν πρέπει νά χάση τό τεύχος
ΤΕΤΕΚΤΙΒ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ
ΛΛΜΜΜΜΜΜΜΛΜΜΛΜΛΛΜΜΜΜΜΝνννΜ^^
Είναι κάτι πού θά γοητεύση καί θά συγκλονήση ακόμα καί τούς πιο απαιτητικούς αναγνώστες. 5
φ
δ
Τό έπόμενο τεύχος του «Τάργκα», τό 19, που· κυ κλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τόν τίτλο
(ΜΠΆΣΙΜΟ! ΧΑΛΑΣΤΗΣ
ΐΛΛΛΜ/νΐ ^ν\νέ^/ννίΛ^Μ^ννΜΛΜ'νννννΐΜ\νννννν!Λννννν\^ννν^ννν^
είναι μιά περιπέτεια γεμάτη αγωνία και εκπληκτι κά έπεισόδια, γεμάτη δράσι καί συναρπαστική πλοκή! Ό Καλούγκα, ό Κύριος των Αετών, κάνει πάλι την έμψάνισί του καί όιεκδικεΐ άπό τον Τάργκα την Κυριαρχία τής Ζούγκλας! "Άνθρωποι καί αγρίμια, ερπετά καί πουλιά, τρέ μουν δταν κάνη την έμψάνισί του
0 ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΧΑΛΑΣΤΗΣ
ννν\\ΐΛ\ννννννννΐΛνν\\ννν^\\νΐ\\ννγ\\ί/νννννν\ννΛ%ν\α\νννΛ\\ΛΛΛΥ\\Λν\\\\ν\\%\να'ννν\'ΤΛ\\νη'ηνΐ'
καί σκορπάει τόν πανικό, τη φρίκη καί τό θάνατο!. Τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο, ό Κυρίαρχος τής 2ούγα.
κλας, αναλαμβάνει γιά μιά ακόμα φορά νά σώση τή ζούγκλα άπό τρομακτικούς κινδύνους!
0 ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΧΑΛΑ Λχ^ν^ννννννι^ννΜΛννννηννννννννιννννν^νννννννννννννννννννν^^νννννννννννννννννννννννννννΦ
Μιά άπό τις καλύτερες περιπέτειες
ζούγκλας,
πού έχετε διαβάσει ποτέ! ΑΑΑΑΑι
^^
V
& -4 ,Ξ ίί6 £ ;ί& 3 1
-
2^^
£ ΤΤ I 2 Τ Ο Λ Ν
ΤΟΥ ΑΤΣΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ Κύριος
Κοντοστούπας,
Έσύ γιατί γκράψει - γκράψει μετανοιώσει εσέ να γιατί οκι ντείρει ττολύ έμενα; Έσύ κακός άντρωπο είναι, ΚοντοστοΟπος! Έγκώ ταΐσει - ταΐσει εσέ να, έσύ ντείρει έμενα! Έγκώ όμως τώρα άγκριέψει ττολύ! Έγκώ βρή ένας μεγκάλο βόας, ψίντι μακρύ - μακρύ, χοντρό χοντρό, κάνει αυτό σκυλί ντικό μου, ττάει - πάει αυ τό όπου πάει έμενα, φυλάει έμενα! Έσύ τώρα έρτει Αφρικανική αν έσύ βαστάει κότσια ντικά σου! Βόας ντικό μου αρπάξει έσένα, τυ λίξει έσένα, σπάσει - σπάσει κόκκαλος ντικό σου, «χλάπ» καταπιή έσένα, ησυχάσει έμένα! "Έλα, ΚοντοστοΟπος! "Εγκώ περιμένει έσένα, ντώσει έσένα πολύς καρπουτζις, πολύς πεπόνις, πο λύς τζαρκάντις, φάει - φάει έσύ χορτάσει έσένα, γε μίσει πολύ κοιλιά ντικό σου! "Έπειτα βόας ντικό μου καταπιή έσένα, κατο:πιή καί καρπουτζις, πεπόνις, τζαρκάντις, πού είναι μέσα κοιλιά ντικό σου. "Έλα, Κοντοστουιτος! Περάσει έσύ καλά μέσα κοιλιά βόας! "Εγκώ μόνο ένας φόβος έκει: Βόας ντι κό μου μπορεί πάθει... ντηλητηρίασος άμα φάει φάει έσένα! Χά, χά, χά! "Έλα, ΚοντοστοΟπος! "Εγκώ οκι φίλο-φίλο ντικό σου ΑΤΣΙΝΤΑΣ
ΚΑΘΗΚΟΝ ΟΛΩΝ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ
ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΑΣ
νννν\\\\'Λνν\ννΥ\\Υνννν\νν\ννΥννννν\\ν\ννννννν\\\ΛΛνννν\ν\ννννν\νννννν\ννν\ν\ν\ννν\\ΛΛ\ν\νν\\\νννλνννννννννΐΛΛ ΛΥΥΥΥΥνΥΥΥΥννΥΥλΥννΥΥΥΥΥνΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥνΥΥΥΥνΥΥΥΥΥΛ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ
ΠΡΟΣΟΧΗ! ΛνΥΥνΥΥΥΛΥΥΥΥΥΥΥΥΥ\ΥΥΥ^ν^ννΥΥΥΥΥ\ΥνΥΥΥΥνΥΥν\νΥΥΥΥΥΥΥΥνΥνΥΥ\ΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥνΥΥΥ·’
Αίγες μόνο μέρες θά μείνη σέ κυκλοφορία ό
ΕΙΚ0Ν0ΓΡ1ΦΒ1Ε1ΙΣ ΪΚΡΟΙίβΡΙΙΟΙ Σέ λίγο θά άποσυρθή γιά νά σταλούν, δσα αντίτυ πα έχουν άπομείνει, στο Εξωτερικό! "Οσοι, λοιπόν, δεν αγοράσατε ακόμα τον «Εικονογραφημένο Υπερ άνθρωπο», μή χάνετε ούτε στιγμή! Κινδυνεύετε νά μείνετε χωρίς άντίτυπο!
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΙ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Μιά συναρπαστική περιπέτεια δλο εικόνες, πού άποδίδεται ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ! 36 σελίδες! 130 εικόνες!
ΥΥΥΥΥΥΥΛΥΥνΥΥΥΥΥΥΥΥν\νΛΥΥΥΥΥΥνν1νννΥΥΥννΥΥΥΥνΥΥ\ννννΥΥνΥΥνννΥΥνΥννΥΥννΥννΥΥΥννν:ΛΥ\ΥνννννΥΥ\\νΥνννΥΥνΥΥΥννΥνΥννν'ΥΥΥΥνννΥΥΥΛΥΥννΥΥΥννΥΥΥνϊΥΥν
\%ΛΥννννΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥνννννΥΥΥΥΥΥΥ\'λ\νννννΥν.ΥΥΧνΥ\ΥΥ\ννΥΥΥΥΥΥΥΥννΥΥΥΥννΥΥΥΛΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ^ΥΥνΥΥΥνννΥΥνννίΛΥΥΥΥΥν
:
"ΤΑΡΓΚΑ,-
• ’
Εβδομαδιαία Βιβλία 'Ηρωϊκών Περιπετειών.
[ . Γραφεία: Λέκκα 23 ’ ’Αριθ. Τηλεφ. 36.373 ...... „ ... . •
5Αοιθ. 18—
ΔΡΑΧ.
2.000
Τά προηγούμενα τεύχη πωλοΟνται στά
!
γραφεία μας, πού. είναι άνοικτά κάθε μέρα 9—ΊΙά καί 5—7, έκτος του απογεύματος τής Τετάρτης.
" ]
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, . Σφιγγός 38. Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊ- ! στάμενος τυττογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς. Μεγίστης 19.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10)
Ό κυρίαρχος τής Ζούγκλας. * σπηλιά μέ τά Διαμάντια. ΖοΟ'μπσ, ό 1 Ιερός Ελέφαντας Ό φύλακας των Θησαυρών. Μαλόα, τό Κορίτσι-.Τίγρις Τάργκα, ό Λευκός Σ ίφουνας. Μονομαχία Βασιλέων. Σ οναγερμός στη Ζούγκλα. Ζανουρ ό προδότης. Στη φωλιά του Ζαινούρ.
ΟΙ
11) * Ιπτάμενος Τρόμος. 12) Τό φαρμάκι της κόμπρας. 13) 'Η άρπαγή τής Μαλόα. 14) Στό θωμό τόΟ Μαύρου Δαί μονα. 15) Πιθηκάνθρωποι του Μπουάνα. 16) Κυνηγός -Ανθρώπων. 17) Καλούγκα, ό Κύριος των Αετών. ,18) Τό Λάσσο τοΟ " Ελληνα.
ΤΟΜΟΙ
Τοΰ «Τάργκα» και του «Υπεράνθρωπου» Μέ τό τεύχος 8 τοΰ «Τάργκα» καΐ^ 72 του «Υ περάνθρωπου» συμπληρώθηκαν ό 1ος και ό 9ος τόμος των αγαπημένων σας περιοδικών. Ή Διεύθυνσις, θέλοντας νά προσψέρη πάντα κά τι καλύτερο στους αναγνώστες μας, αποφάσισε να δένη στό έξης τούς τόμους μέ πολυτελές πανό δετο καί χρυσοτυπωμένο δέσιμο! Καμμιά έπιβάρυνσις τής τιμής δέ θά γίνη! Δηλαδή,, για τη βιβλιοδεσία, θά πληρώνετε στό εξής 5.000 δραχμές καί 6ά άποκτάτε έναν καλλιτεχνικό τόμο πού·θά σάς γοητεύη μέ την έμψάνισί του! Φυσικά, οι παλαιότεροι τόμοι θά εξακολουθήσουν νά δένωνται όπως πριν καί μέ την ϊδια τιμή (5.000 δρανυές). Γιά τούς αναγνώστες τών επαρχιών θά υπολογί ζεται καί μιά έπιβάρυνσι από 2.000 δρχ. γιά ταχυ δρομικά, γιατί τά τέλη του ταχυδρομείου αυξήθηκαν πολύ .τον τελευταίο καιρό.
< ;
<
--•«5
ΤΟ Γ£ΡΑΚ/ ΤΗΧ ΘΑΛΡΣΧΑΪ. «
ΚΑΙ Ο ΝΑΪκΙ
ΧΑΜΣΕΝ’.ΚνΤΤΑ ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ!
λ
ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ» πον ΜΑΕ ΕΠΙΑΣΑΝ ΝΑ ΚΑΜΟνΜΕ ΛΑ-
Ϊ.ΛΛΤΕ ΠΑΙΑΝΑ είναι εκκαιρια ΝΑ ΤΟν^ί ΞΕΠΛΗ' ΡβϊΟΥΜΕ.' ·
©ΡΕΜΠΟΡιΟ ΕΑ®. ΚΑΙ
ν\Α*
β>Α ιε τ ΓΕΡΑΚΙ
Ζ
ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ
ΕβΑΑΑΝ ΦΥΛΑΚΗ
ο
χανιεν·
ΕΙΧΑ» βΑΕΠβ ΧΕΡΟ ΚΕφΑίνΟΧ ΟΠΡΧ ΠΑ ΝΤΑ 5
Αίγα
Λ1ΠΤΑ
ΑΡΓΟΤΕΡΑ
ΤΟΚΕ Δ&ΙΡΑΗΕ ΠΑ ΚΑΛΑ-
Α£-Ν ΟΑΙΙΗΟΝΤΑΙ ΪΜΑΧΟ^Ν ορεξΜ γΓααλο αΚΑΟ’.
ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ!
ΗΡΩΙΚΕΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ!
Ο ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΧΑΛΑΣΤΗΣ ΜΗΗΗΗΗΗΗΗΗ^ΗΗ^Η%Η»ΗΗΗ»Η»ΗΗΗΗΗΗΗ^
Η ΠΑΛΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΛΟΥΓΚΑ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ I | ΤΩΝ ΑΕΤΩΝ, ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΑΡ ΓΚΑ, ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΤΗΣ | | ΖΟΥΓΚΑΑΣ, ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΑΔΥΣΩΠΗΤΑ ΜΕ ΜΑΝΙΑ! % &*******%%**%*********%*%*%**%%*<***%*%%%*%%%*%%%%*%*%*%***
ΚΕΦ- 1. "Οίτου ό Ατσίδας εξα φανίζεται κατά τοόττο
μυστηριώδη!
αθισμένος κάτω άπό ένα. δέντρο, ό Τάργκα φαίνε ται σκεφτικός κι5 ανήσυχος. Δίπλα του ή Μαλόα έχει κι3 αυτή ζωγραφισμένη στο πρό σωπο την αγωνία. Είναι δυο μέρες πού ό Α τσίδας έχει έξαφανισθή. Είχε μαζέψει κάμποσες καρύδες κι5 άφου τις έφαγε, σηκώθηκε νά κάνη μια «βόλτα»,. όπως είπε, γιά νά χωνέψη. 5Από κεί νη τη στιγμή δεν ξαναφάνηκε. — Τί νά έγινε, άρα γε; ρω τάει ή Μαλόα, πού φοβάται ό μήπως ο νέγρος φίλος τους έπαθε τίποτα. — Δεν ξέρω, απαντάει στε νοχωρημένος ό Τάργκα. Ποτέ δεν είχε λείψει τόσο πολύ ό Ατσίδας. -— Δεν ήρθε κι5 ό Σάμπα, πού έχει πάει νά τον βρή άπό χτές. — Αυτή είναι ή αλήθεια, φαντάζομαι όμως ότι δπου νάναι θάρθη. Κι’ ό ατρόμητος "Ελληνας κάθεται πάλι σιωπηλός. Τό ί διο κι5 ή όμορφη κοπέλλα. Είναι απόγευμα. Ό ήλιος έχει αρχίσει νά γέρνη προς τή^δύσι του. Ξαφνικά ελαφρός θόρυβος άκούγεται. Μέσα άπό τήν λόχ
Κ
4
ΤΑ Ρ Γ Κ Α
μη Φαίνεται ξαφνικά νά βγαί- 7 χαίρι της καί τό τόξο μέ τά βέλη της. Κι" ό Τάργκα, εκτός νη ό Σάμπα. — Τί έγινε; ρωτάει ανήσυ χος ό Τάργκα. — Δεν κατάψερα νά τον βρω, απαντάει ό Σάμπα. "Ο μως βρήκα κάτω, μακρυά, ί χνη του. •— Που; —Στο μονοπάτι πού πάει γιά τούς Μακολόλο. ^Τί θέλει εκεί δμως δεν μπορώ νά κα ταλάβω. ■— Τούς Μακολόλο; κάνει ό Τάργκα. Ξέρει δτι ή φυλή των μαύ ρων Μακολόλο είναι μιά από τις πιο άγριες τής ζούγκλας. *Οσοι ανήκουν σ’ αυτή είναι άνθρωποφάγοι και κεφαλοκυ νηγοί. "Από τό σκοτωμένο εχθρό τους τρώνε συνήθως την καρδιά καί, παίρνοντας τό κε φάλι του, τό ξεραίνουν και τό κατεργάζονται κατά τέτοιο τρόπο, πού μικραίνει στο μι σό ο*χεδόν μέγεθος. Τά κεφά λια αυτά τά κρεμουν στη ζώ νη τους κι* δταν είναι πολλά, τά κρεμουν στις καλύβες τους. Ό "Ατσίδας στούς Μακο λόλο 1 Καί χωρίς μάλιστα νά τούς ειδοποιήση. Τί διάβολο ήθελε στο χωριό τών Μακολό λο; — "Αν ό "Ατσίδας πήγε στούς Μακολόλο, λέει στη Μα λόα, θά θή δτι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Δεν μπορούμε νά τον άφήσουμε μόνο του. Θά πάμε νά τον βρούμε. Χωρίς νά πουν λέξι ή Μαλόα κι" ό Σάμπα ετοιμάστη καν. Ό νάνος πήρε τό τόξο του καί τά δηλητηριασμένα βέλη του. Ή Μαλόα τό μα-
από τ" άλλα πήρε καί τό λά σο του. "Έτσι κι" οί τρεΐς ξεκίνη σαν γιά τούς Μακολόλο... £*Λ Προχωρούν γρήγορα ανά μεσα στην πυκνή βλάστησι τής ζούγκλας. Τό χωριό τών λΑακολόλο απέχει τρεΐς - τέσ σερις ώρες από τό μέρος πού βρίσκονται. Μά τρεΐς - τέσσερις ώρες γιά τον Τάργκα καί τούς φί λους του είναι παιχνίδι. Ό Σάμπα δεν χρειάζεται νά παρακολουθήση τά ίχνη γιά νά βρή τό δρόμο. "Άλλως τε, σε λίγο θά σκοτεινιάση κι" αυτό θά είναι αδύνατο. Θυμά ται δμως τό δρόμο κι" όδηγεΐ μέ βεβαιότητα κι" ασφάλεια. "Έχει πιά νυχτώσει. Οί τρεΐς φίλοι κάθονται λίγο νά ξεκουραστούν. Δέ θέλουν πα ρά μισή ώρα τό πολύ γιά νά ψθάσουν στο χωριό τών ΜακόΧόλο. -αφνικά άκούγεται ένας βρυχηθμός. Είναι βρυχηθμός πάνθηρα. Ό Τάονκα, πού εί χε ακούσει χιλιάδες πάνθη ρες νά βρυχώνται, φαίνεται παραξενεμένος. Ό βρυχηθμός αυτός έχει κάτι τό παράθενο. Τί δμως δεν μπορεί κι" ό ίδιος νά καταλάβη. Ό βρυχηθμός δμως είναι μακρυνός καί δεν τον ανησυ χεί. Φαίνεται πώς κάποιο άπ" τά θηρία αυτά θά γυρίζη γύ ρω στο χωριό τών Μακολόλο. Σηκώνονται καί πάλι καί προχωρούν. Είναι σκοτάδι, μά ό Τάργκα κι" ό Σάμπα εί
ναι μαθημένοι νά περπατούν τή νύχτα στη ζούγκλα. "Ενα τέταρτο έξω άπό το χωριό των Μακολόλο, κοντά στους βάλτους τού Μεκόνγκο, οί τρεΐς φίλοι σταματούν πά λι απότομα. Ό βρυχηθμός τού πάνθη ρα άκούγεται τώρα πολύ κον τά. Τόσο κοντά πού πρέπει οπωσδήποτε τό θηρίο νά τους έχη μυρισθή. Ό Τάργκα τραβά τό Μαχαίρι του, ένφ ό Σάμπα ετοιμάζεται τό τόξο του. Πράγμα όμως παράξενο! Τό θηρίο, ένφ φαίνεται πώς τριγυρίζει γύρω τους, δεν δεί χνεται διατεθειμένο νά τούς έπιτεθή. — Ό πάνθηρας μάς έχει μυριστή, λέει ό Τάργκα. ^— Πρώτη μου φορά βλέπω πάνθηρα νά μάς τριγυρίζη καί νά μη μάς ρίχνεται, λέει ό Σάμπα. -— Νά καθήσουμε εδώ ώς πού νά ξημερώση, προτείνει ή Μαλόα. Καθένας μας νά φυλάη, γιά κάθε ενδεχόμενο, μέ τη σειρά του, ένφ οί άλλοι δύο θά κοιμούνται. Ή πρότασι τής Μαλόα γί νεται δεκτή. ’Αποφασίζεται νά φυλάη πρώτος ό Τάργκα, δεύτερη ή Μαλόα και τρίτος ό Σάμπα. Σε λίγο ή Μαλόα κι5 ό νά νος έχουν βυθισθή σε ύπνο. Ό Τάργκα ξάγρυπνος φυλάει. Οί βρυχηθμοί τού πάνθηρα εξακολουθούν νά άκούγοονται κοντά. Κι* όμως τό θηρίο ούτε τούς πλησιάζει καν...
ΚΈΦ. 2. "Οττου ό Σάμπα 9ζεματί ζει σάιν ττοιντικο Ιναν σ.ν-
θίρωττοφαΎΟ! ί τρεΐς φίλοι φύλαξαν βάρδια μέ τή σειρά όλη τή νύχτα, όπως είχαν συμφω νήσει. "Έτσι ξημέρωσε.„ — "Ενας άπό μάς, λέει ό Τάργκα, πρέπει^νά μπή κρυ φά στο χωριό τών Μακολόλο, γιά νά όή μήπως άνακαλύψη τίποτα ίχνη τού Ατσίδα. -— Θά πάω εγώ!, προτεί νει ό Σαμπα. "Ετσι κοντός καθώς είμαι, θά μπορέσω νά χωθώ μέσα χωρίς^ να μέ πά ρουν είδησι. Εσείς θά περι μένετε εδώ. Ό Τάργκα μένει σύμφωνος κι* ό Σάμπα ξεκινάει... Σέ λίγο ό νάνος βρίσκεται στις πρώτες καλύβες τών Μα κολόλο. Καταλαβαίνει ότι πρέπει νά προχωρή μέ προσο* χή καί περίσκεψη γιατί, άν τον πάρουν είδησι οί Μακολό λο, τό λιγώτερο πούχει νά πά θη, είναι νά γίνη... βραστός ή ψητός, κατά την όρεξι πού θάχουν οί άνθρωποφάγοι αυτοί. "Έτσι συρτός μέ την κοι?\ΐά, χωμένος άνάμεσα στούς θά-* μ νους, φτάνει σέ μιά καλύβα. Μέσα σ’ αυτή ένας γέρος Μακολόλο κάθεται μπροστά σ’ ένα πήλινο τσουκάλι καί μαγειρεύει. Σέ μιά στιγμή σηκώνεται καί πάει στη γω νιά τής καλύβας. Αυτό περι μένει κι* ό Σάμπα. Προχω ρώντας αθόρυβα σηκώνει τό τσουκάλι απ’ τις δυο λαβές του καί τό χύνει στο κεφάλι τού Μακολόλο. Ό μαύρος άνθρωποφάγος _δέν προλαβαίνει νά κάνη ούτε κιχ! Πέφτει κά«
Ο
V
α
ί
τω ζεματισμένος σαν ποντι κός. Ό Σάμπα τον τραβάει α πό τα πόδια στο πιο σκοτει νό μέρος τής καλύβας. "Υστε ρα πλησιάζει στην πόρτα και κυττάζει με τρόπο έξω. Δυο Μακολόλο πλησιάζουν κουβεντιάζοντας. Ό Σάμπα που καταλαβαίνει τη γλώσσα τους, τεντώνει τ’ αυτιά του. — Αυτό πρέπει νά γίνη, λέει ό ένας. Κυρίαρχος στη ζούγκλα είναι μόνο ό Κιπάνγκα Μπόυάνα, Ό Σάμπα ανατινάζεται. Κιπάνγκα Μπουάνα θά πή ό Κύριος^ τών Αετών. Καί ό Κύ ριος τών ’Αετών, ήταν ό Καλούγκα. Μά κάποιο λάθος θά
Η Μαιλόα σηκώνει τό Ακόντιό της ιά νά άμννθΰ, έναΐντίσν τού ίιτ-
ποττότσμο^ ’
είναι. Προσέχει τή συνομιλία τών δύο άνθρωποψάγων. —-Ναι, μά εΐναι λίγο δύ σκολο νά βγή απ’ τή μέση ό Τάργκα, ό "Ελληνας. ^ Καί ό λη ή ζούγκλα αυτόν ξέρει για κυρίαρχό της, — Αυτό γινόταν πριν έρθη ό Καλούγκα. Τώρα είναι άλλοιώς... Οί δυο μαύροι έχουν σταθή απ’ έξω απ’ την καλύβα, μέ σα στην οποία βρίσκεται σ Σάμπα. — Δεν είδα σήμερα τό γέ ρο Ούγκόμπι. ’Άς ρίξω μ ιά ματιά στην καλύβα του. Ό Σάμπα καταλαβαίνει τον κίνδυνο. ’Άν μπή μέσα ό Μακολόλο, τά πράγματα θά είναι σκούρα πολύ. Ετοιμά ζει τό τόξο του. μπαίνει Μόλις ό μαύρος απ’ την πόρτα τής καλύβας, τό έξασκημένο μάτι του βλέ πει τον γέρο Ούγκόμπι ξαπλω μένο καί πιο πέρα τον Σάμ πα. Πριν -όμως προλάβη νά μιλήση ένα δηλητηριασμένο βέλος τον αφήνει στον τόπο. Ό γδούπος όμως πού πρόκαλει πέφτοντας τό σώμα του-, κάνει τό σύντροφό του πού στέ κεται απ’ έξω ν’ άναπηδήση. Είναι παλιός πολεμιστής στη ζούγκλα καί τ’ αυτί του δέ γελιέται. Καταλαβαίνει ότι ό σύντροφός του έπεσε ' κάτω. Καί γιά νά πέση χωρίς μι λιά, είναι άσχημο σημάδι. Βγάζει μιά πολεμική κραυ γή κι* υψώνοντας τό δόρυ του, όρμά στήν πόρτα τής καλύ βας.^ Μά δεν προλαβαίνει κΓ αυτός νά μπή, γιατί ένα βέ λος τού νάνου τον ρίχνει νε~
κρο.
*£=&
ΤΑΡΓΚΑ
Φωτιές ξεττηιδούν και τυλίγουν τις καλύβες Φοιντας τά ■πάντα!
Ή πολεμική δμως κραυγή, πού είχε βγάλει, έχει ξεσηκώ σει όλους τούς Μακολόλο, πού καταλαβαίνουν ότι εχθρός μπήκε ατό χωριό τους. Έτσι, αρπάζοντας τά δόρατά τους, τρέχουν προς τό μέρος πού ακούστηκε ή φωνή. Μόλις πλησιάζουν στην καλύ βα, βλέπουν στην είσοδό της το πτώμα τού δεύτερου Μα κολόλο. Κραυγές, λύσσας αντηχούν. Ό Σάμπα καταλαβαίνει ότιτά πράγματα είναι' άσχημα. Μέ τά βέλη του προλαβαίνει καί ρίχνει τρεΐς άνθρωποψάγους νεκρούς. Μά οί άλλοι πέ φτουν έπάνω του καί σέ λίγες στιγμές ήταν γερά δεμένος. Ό Τάργκα μέ τη Μαλόα
7
τού χωριού,
κατ α:στ οε-
κάθονται στη ρίζα ενός δέν τρου καί περιμένουν. Είναι τρείς ώρες πού 6 Σάμπα έχει φύγει κι5 ακόμα νά γυρίση. Αυτό ,άνησυχεΐ ε ξαιρετικά τον Τάργκα. Κατα λαβαίνει ότι αν ό νάνος πέση στά χέρια των Μακολόλος, τό λιγώτερο ποϋχει νά πάθη εί ναι νά μεταβληθή σέ μπιφτέ κια ! Ή ΑΑαλόα καταλαβαίνει την άνησυχία του. — Πέρασαν πολλές ώρες, λέει στον Τάργκα. Κάτι θά συνέβη στον Σάμπα. —; Πρέπει νά πάμε νά δού με, άπαντά τό' άτρόμητο Ελ ληνόπουλο. Δέν μπορούμε ν5 άφήσουμε έτσι τούς δυο φί λους μας. Γιατί κι3 άπ5 τον
&
ΤΑΡΓΚΑ
Ατσίδα δεν έχουμε^ ειδήσεις. Εκείνη τη στιγμή άκούγεται, δυνατός θόρυβος, σάν πο δοβολητό. — Ελέφαντας!, λέει ^ ό Τάργκα, πού από τον κρότο κατάλαβε τί ήταν. Πράγματι, λίγες στιγμές αργότερα, προβάλλει ανάμε σα από τά δέντρα ένας ελέ φαντας. Τό ζώο σταματάει βλέποντας τον Τάργκα. Είναι ό Ζοΰμπο, ό ιερός ελέφαντας, ό φίλος του Τάργκα και της Μαλόα_. Ό Γάργκα πλησιάζει καί θωπεύει τον ελέφαντα. — Ζούμπο!, του λέει χαϊ δευτικά. Τό ζώο κουνάει μ’ ευχαρίστησι τ' αυτιά του. Χωρίς νά χάση καιρό ό Τάργκα πηδάει επάνω στη ράχη του Ζοΰμπο. —- Μεΐνε εδώ εσύ, λέει στη Μαλόα. Θά ξαναγυρίσω σέ λίγο. Καί χτυπάει ελαφρά μέ τά πόδια του τά πλευρά του ελέ φαντα, πού ξεκινάει μέ βαρύ, θορυβώδη καλπασμό. Έχουν προχωρήσει λίγο, βταν άκούγεται κοντά τους ένας βρυχηθμός πάνθηρα. Ό Τάργκα σουφρώνει τά φρύδια του. Ό ελέφαντας δμως δέ σταματάει, ούτε δείχνει πώς είναι φοβισμένος. Καί αυτό κάνει πιο σκεπτικό τον Τάρ γκα. I ιατί ό ελέφαντας φοβάται τον πάνθηρα. "Όχι γιατί είναι δυνατώτερός του, μά γιατί εί ναι πιο ευκίνητος καί μπορεί νά του πηδήση στη ράχη καί τότε τά πράγματα είναι δύ σκολα γιά τον ελέφαντα.
ΚΕΦ. 3. "Οίνον
ό
Τάργκα
Ίτρώτη Φορά
Υιά
στή
του βλέττ£ΐ ττάνθπρο: νά τΓΤΊ/γαί νη ττερ ίττατα!
όλις ό ελέφαντας φτάνη στά κράσπεδα του χω ρίου τών Μακολόλο, στέκεται.· Πάνω στη ράχη του ζώου ό Τάργκα κυττάζει προς τό χωριό. Βλέπει ασυνήθιστη κίνησι. Γύρω σ’ ένα ξέφωτο, μαζεμέ νοι οί Μακολόλο ουρλιάζουν σάν τρελλοί. Φαίνεται νάχουν κάποιον αιχμάλωτο στη μέση. Μά ποιόν; Ό Τάργκα δεν μπο ρεΐ νά διακρίνη. Θά πρέπει νά είναι ή ό Ατσίδας ή ό Σάμπα. Παρακολουθεί τις κινήσεις τών άνθρωποφάγων Μακολό λο, έτοιμος νά έπέμβη. Σκέ φτεται νά βρή κανέναν τρόπο νά γλυτώση τον αιχμάλωτο, Μά την ίδια στιγμή, συμ βαίνει κάτι απροσδόκητο. "Ε νας βρυχηθμός άκούγεται κΓ ύστερα δεύτερος, τρίτος. Μέ σα από τούς θάμνους προβάλ λει ένας πάνθηρας. Οι Μακο λόλο τά χάνουν. Τό βάζουν στά πόδια κι5 αρχίζουν νά τρέχουν προς τό μέρος του Τάργκα, χωρίς νά σκεφθουν γιά τον αιχμάλωτό τους. Ό Τάργκα καταλαβαίνει που οφείλεται ό πανικός τών Μακολόλο. Τόσοι άνθρωποι, όλοι τους πολεμιστές, θά μπο ροΰσαν νά σκοτώσουν τό θη ρίο αυτό. Μά ό πάνθηρας θεω ρείται από τούς αγρίους αυ τούς ιερό ζώο. ΚΓ όποιος τό σκοτώση, τιμωρείται μέ θά νατο. Έτσι τό βάζουν στά πόδια. Τσούϊ! Τσουϊ! (πάνθη»
Μ
ΤΑΡΓΚΑ
ρας!), φωνάζουν καθώς τρέ χουν. Ό Τάργκα αποφασίζει νά έπέμβη.* — Απάνω τους, Ζοΰμπο!, φωνάζει χτυπώντας ελαφρά τον ελέφαντα. Και καθώς οΐ Μακολόλο έρχονται προς τό μέρος του πανικόβλητοι, ό ελέφαντας όρ μά κατά πάνω τους. Πρΐν άντιληφθοϋν καλά καλά τί συμβαίνει, πέντ’-έξη άνθρωποφάγοι βρίσκονται κά τω άπ5 τά πελώρια πόδια του ελέφαντα. Τό κρά-κράκ που άκούγεται, μαρτυρεί δτι τά κόκκαλά τους τσακίζονται κά τω από τό φοβερό βάρος του ζώου. Έν τω μεταξύ ό ελέφαντας ό.πλώνοντας την προβοσκίδα του, πιάνει ένα Μακολόλο και τον χτυπά σ5 έναν άλλον πού είχε πλησιάσει ^τρέχοντας Καί τό κεφάλι του ενός βρί σκεται στο κεφάλι του άλλου. Μ5 έναν ξερό κρότο σπάζουν καί τά δυο. Οι Μακολόλο, βλέποντας τον κίνδυνο, σκορπίζουν δεξιά κΓ αριστερά σάν κυνηγημένα ελάφια, ουρλιάζοντας από τον τρόμο τους. Για μιά στιγμή ό Τάργκα κυττάζει ^πρός τό μέρος πού είχε φανή ό πάνθηρας." Καί μένει μέ τό στόμα ανοιχτό. Ό πάνθηρας, αφού εΐχε κό ψει ριέ τά νύχια του τής κλη ματίδες, πού ήταν δεμένος ό Σάμπα, είχε γυρίσει κι5 έ φευγε αργά - αργά, λες καί πήγαινε περίπατο! Μέσα σε τέτοιο κακό, μέ τόσα πτώματα γύρω κι5 ό πάνθηρας νά ψεύγη ήσυχα -
9
ήσυχα^! Τέτοιο πράγμα δεν έχει δή μέχρι τώρα στη ζούγ κλα ό Τάργκα. Συνήθως ή μυ ρουδιά του αίματος εξαγριώ νει τά ζώα αυτά σέ σημείο Α πίστευτο... Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο δεν μπορεί νά έξηγήση τό μυ στήριο αυτό. Αποφασίζει, ό μως, νά τό άνακαλύψη αργό τερα. Σκουντώντας ελαφρά τον ελέφαντα ό Τάργκα προχωρεί προς τό μέρος πού βρίσκεται ό Σάμπα... Στο μεταξύ, ή Μαλόα κά θεται στο μέρος πού την έχει αφήσει ό Τάργκα. Εΐναι αρ κετά ανήσυχη, γιατί κΓ ή έξαφάνισι τού Ατσίδα κι5 ή έξαφάνισι τού Σάμπα είναι ά σχημα σημάδια. ΗΞχει περάσει έτσι αρκετή ώρα, όταν ή όμορφη κοπέλλα, βαρυεστημένη νά κάθε ται, αποφασίζει νά κάνη μιά βόλτα, νά ξεμουδιάση λίγο. Προχωρεί έτσι άσκοπα μα ζεύοντας πού καί πού κανέ να λουλούδι. Καί, χωρίς νά τό καταλάβη, απομακρύνεται άρ κετά από τό μέρος πού καθό ταν. ^ Σέ λίγο, ανάμεσα από τά δέντρα, φαίνεται κάτι νά γυαλίζη. Πλησιάζοντας βλέπει τά νερά ενός μικρού ποταμού. Πλησιάζει στις όχθες του καί κάθεται κάτω από ένα δέν τρο. Δέν έχει περάσει πολλή ώ ρα, όταν άκούη τνίσω της ένσ ρουγγρητό καί θόρυβο. Ή Μαλόα τινάζεται οοθια καί γυρίζει απότομα. *Ένας πελώ ριος ιπποπόταμος έχει όρθω-
Υύ
ΤΑΡΓΚΑ
θή πίσω της μ’ ανοιχτό τό πε λώριο στόμα του. ^Αρπάζον τας τό δόρυ, πού είχε ακουμ πισμένο χάμω, ή Μαλόα ετοι μάζεται ν’ άμυνθή. Είναι όμως δύσκολο, άν 6χι, αδύνατο νά'σκοτώση τό πα χύδερμο αυτό μ' ένα χτύπη μα τού δόρατος. Και ό ιππο πόταμος, όταν είναι, πληγώμένος, εΐναι τρομερός...
_Μέ δυο λόγια ό Σάμπα διη γέΐται στον "Ελληνα τί του είχε συμβη. — Μέχρι πού μου έκοψε τις κληματίδες ό πάνθηρας, προσθέτει τελειώνοντας. Κι’ εδώ πού τά λέμε, πρώτη φορά είδα πάνθηρα νά _κάνη. κάτι τέτοιες δουλειές. -έχασα ό μως τό σπουδαιότερο: ό Καλούγκα όχι μόνο ζή, μά κι5 έχει σΎην ύττοταγή του τούς ΚΕΦ. 4.' ο * Ατσίδας κά Μακολόλό» νει την έυφάινισί του κα Ό Τάργκα άναπήδ&έι πά τά. τον ττιό άττίστεύτό τρόπο! νω στον ελέφαντα.· — Μά εφτάψυχος έΐναι ό Τάργκα σκύβει., αρπάζει δαίμονας αυτός; λέει μέ θυ τον Σάμπα και τον ρί μό. Πώς διάβολο γλύτωσε α χνει πάνω στη ράχη του ελέπό τούς κροκόδειλους; φαντα, Ιδέα δεν έχω. Καί,, στο μεταξύ, κανέ να ίχνος τού Ατσίδα; — Κ ανένα! Καθώς ό ελέφαντας προχω ρεί, ό Τάργκα μένει σιωπηλός και σκεφτικός. Σέ λίγη ώρα φτάνουν στο μέρος πού έπρεπε νά περιμένή” τον Τάργκα ή Μαλόα. Τό Ελληνόπουλο κυττάζει γύρω του, μά δεν την βλέπει. Αγωνία τον κυριεύει. Τί άπόγ-ινε ή Μαλόα; 5Από τή στιγμή πού έμαθε οτι ό πρά σινος αυτός χαλαστής, ό Καλούγκα, ζή, δεν έχει ήσυχία; Δέ' φοβάται γιά τον εαυτό του, γιατί ποτέ·δέ Φοβήθηκε ό Τάργκα, μά φοβάται για την αγαπημένη του συντρόψισσα. Σ’ ένα νόημά του, ό Σάμ πα πηδάει από τον ελέφαν τα. Χάμω στο έδαφος διακρίΤά αγρίμια της1 ζούγκλας Φεύγουν νονται* άμυδρά τά ίχνη των ττανι-κόβλητο: μττραστά στους φτε ποδιών τής Μαλόα. "Ενας άλρωτούς κακούργους!
Ο
λος δέν θά διέκρινε τίποτα, μά ό νάνος είναι μοναδικός σ' αυτή τή δουλειά. Προχωρεί άργά, κυττάζοντας τό έδαφος ενώ πίσω του ό ελέφαντας, οδηγούμενος από τόν Τάργκα, τόν ακολουθεί. Προχω'ροϋν έτσι άνάμεσα στα δέν τρα, ώς δτου διακρίνουν τά νερά τού ποταμού. Τό έξησκη μένο αυτί τού Τάργκα παίρ νει ένα θόρυβο. Θόρυβο πού κάνει ή ζώο ή άνθρωπος. Όρμά μέ τόν ελέφαντα προς τό μέρος πού ακούει το θόρυβο καί βλέπει ξαφνικά τή Μαλόα νά έχη σηκώσει τό δόρυ της γιά νά χτυπήση 'τόν πελώριο ιπποπόταμο. Ό Τάργκα καταλαβαίνει * τόν κίνδυνο. ’Άν τό δόρυ δέν χτυπήση τόν ιπποπόταμο σέ καίριο σημεΤο, ή ζωή τής Μα λόα κινδυνεύει. λ Μ5 ένα γρήγορο, αστραπι αίο πήδημα, πιάνοντας τό· μαχαίρι του πηδά στο σβέρ κο τού παχύδερμου. Μέ μιά γοργή κίνησι βυθίζει τό μα χαίρι του στο πίσω μέρος τού κεφαλιού τού ιπποπότα μου, πού πέφτει σάν κεραυνο βολημένος. ;— "Ενα μάθημα γιά νά μη * φεύγης, χωρίς εγώ νά ξέρω τί ποτα!, λέει χαμογελώντας ό Τάργκα, καθώς βλέπει τήν κοπέλλα πού κοκκινίζει έλαφρά. / . -— Βρήκατε μήπως τόν Α τσίδα; ρωτάει ή Μαλόα. ^ — "Όχι. Πρέπει όμως νά τόν βρούμε. Καί γι5 αυτό θά ξαναγυρίσουμε. στο χωριό τών Μακολόλο. Τώρα θά εί ναι έρημο,-γιατί όλοι τους τδ~ σκασαν τρομοκρατημένοι. Θά
Τό^ κορμί του αιλουροειδούς δια γράφει ενα γοργό ημικύκλιο !στό·ν άέ,ρ α!
ψάξουμε έτσι μέ τήν ησυχία μας καί ελπίζω ν’ άνακαλόψουμε τίποτα... Στο χοοριό τών Μακολόλο επικρατεί απόλυτη ησυχία, τώρα πού οί άνθρωποφάγοι, τρομοκρατημένοι, τό έχουν έγ καταλείψει. Οι τρεΐς φίλοι μπαίνουν σέ μιά από τις καλύβες, κυττάζουν γύρω τους, μέ τίποτα τό' ύποπτο δέν βλέπουν. Γύρισαν έτσι δλο σχεδόν τό χωριό, χωρίς ν’ άνακαλύψουν ούτε ϊχνος τού Άτοίδα. • Ό Τάργκα έχει αρχίσει νά άνησυχή τώρα σοβαρά. — Μυστήριο!, λέει σάν νά μιλάη μόνος του. Κάτι θάπρεπε νά βρούμε, νά...
"Ενας φοβερός βρυχηθμός Κι·5 ό Ατσίδας αρχίζει^ νά τον κάνει νά διακόψη απότο διηγήται στόν Τάργκα τί εί μα τό μονόλογό του. Ό βρυ χε συμβή. *** χηθμός είναι βρυχηθμός ^πάν θηρα. Ό Τάργκα τραβά τό Δυο μέρες προτήτερα -— μαχαίρι του, ένφ ή Μαλόα την ημέρα πού εξαφανίστηκε κΓ ό Σάμπα ετοιμάζουν τά — ό ^Ατσίδας,^ είχε άπομακρυνθή αναζητώντας κανένα τόξα τους. Μέσα από ένα θάμνο προ πεπόνι, όταν ξαφνικά έκεΐ πού βάλλει ξαφνικά τό κεφάλι του προχωρούσε διέκρινε γνώριμα πάνθηρα. Ό Τάργκα ετοιμά ΐχνη^ τά ίχνη τών σουβλερών ζεται νά πηδήση, όταν ξαφνι ποδιών τοϋ Καλούγκα, τού κά κι5 οί τρεις τους άκοϋνε Κυρίου τών Αετών! κατάπληκτοι τον πάνθηρα νά Ό Καλούγκα, πού όπως κάνη ένα φοβερό «Γρρρ !». πίστευε ό Ατσίδας, είχε φαΚαι ποιά είναι ή κατάπληγωθή από τούς κροκόδειλους! ξί τους, όταν άκοϋνε τον πάν "Ακολουθώντας τά ϊχνη αύτά, έφθασε ως τό χωριό τών θηρα νά φωνάζη: — Κύριος Τάργκα, κύριος Μακολόλο. Έκεΐ διαπίστωσε δτι οι άνθρωποφάγοι .αυτοί ή Μαλόα, Μικρόβιος, όκι ρίχνει ρίχνει βέλος, σκοτώσει - σκο ταν νευρόσπαστα τού Κα τώσει Άτσίντα. λούγκα. Σκέφτηκε λοιπόν νά Τρανταχτά γέλια αντηχούν. μείνη κάμποσο ανάμεσά τους^, Ό Τάργκα δεν μπορεί νά συγ γιά νά μάθη πού κρυβόταν τό κρατηθή, ό Σάμπα βαστάει πράσινο αυτό τέρας. 5Εκεί την κοιλιά του κι’ ή Μαλόα πού τριγύριζε γύρω στο χω μόλις μπορεΐ νά σταθή όρ ριό, τού έπετέθηκε ένας πάν θια. ^ θηρας, πού όμως ό "Ατσίδας τον έστειλε στόν άλλο κόσμο Λίγες στιγμές αργότερα, βλέπουν νά βγαίνη από τό με τό φυσοκάλαμό του. τομάρι τοϋ πάνθηρα ό... Α "Οταν όμως σκότωσε τον τσίδας ! πάνθηρα, του ήρθε μια σκέψι: _— Μικρόβιος!, φωνάζει. ήξερε πώς οί Μακολόλο θεω Εσένα τρέκει - τρέκει βρης ρούν ιερό τον πάνθηρα καί κα νένας τους δεν τολμά νά τον καρύντες, πεπόνις, καρπούτζις... Άλλοιώς εμένα φάει άγγίξη. "Έτσι έγδαρε τό το μάρι τού θηρίου καί τό φόρε φάει εσένα! σε αυτός. Οί Μακολόλο, πού Ό Σάμπα^ τρέχει σ’ άναζήτησι καμμιάς καρύδας η πε τυχόν θά τον έβλεπαν, θά τον πονιού, χαρούμενος γιά την περνούσαν γιά πάνθηρα. "Άλ άνεύρεσι τού φίλου του. λως τε, φρόντιζε πάντοτε νά — Πώς χώθηκες σ’ αυτό τό στέκεται αρκετά μακρυά. Μό~ τομάρι, Ατσίδα; ρωτάει ό λι^ πλησίαζε κανένας από τους άνθρωποφάγους, ό "Α Τάργκα πού εξακολουθεί νά τσίδας - πάνθηρας^ έβγαζε γελάη ακόμη. ένα βρυχηθμό — εΐχε ακού — Έσύ οκι γκελάει - γκεσει, άλλωστε, τόσο πολλές λάει, κύριος Τάργκα!
'
ΤΑΡΓΚΑ
13
μιά βασιλική τίγρι έτοιμη νά φορές ττάνθηρα νά βρυχάται, ώστε μπορούσε νά τον μιμηόρμήση. Που όμως; θή στην εντέλεια — κι5 οι ΜαΚυττάζει αριστερά του και βλέπει τον Σάμπα! κολόλο φρόντιζαν νά απομα Πριν προλάβη νά τραβήξη κρυνθούν τό γρηγορότερο. "Έτσι παρακολουθούσε τις τό φυσοκάλαμό του, ή τίγρις όρμά κατά τού Σάμπα; Αυ κινήσεις τών άνθοωποφάγων, τός έχει γύρει τό κορμί του ώς που είδε τον Σάμπα δεμέ προς τά εμπρός Την ώρα πού νο. Τότε ετρεξε και του έκοψε πηδά εναντίον του τό θηρίο, τις κληματίδες, με τις όποιες ήταν δεμένος. αυτός χώνεται άπό κάτω του *** καί πιάνοντας με τό χέρι ένα βέλος, τό τρυπά στην κοιλιά. — "Έμαθες τίποτα γιά τον Τό θηρίο πέφτει σάν κεραυ Καλούγκα; ρωτάει ό Τάργκσ. βολημένο. — Εμένα μαθαίνει Κα -—- Μπράβο εσένα, Μικρόλούγκα, εΐναι μακρυά - μαβιος!, φωνάζει ενθουσιασμέ κρυά. "Έρχεται όμως ΜακΔΚό νος ό "Ατσίδας. "Εσύ... βρί λος, ντίνει ντιαταγός και φεύσκει πεπόνις; γκει πάλι... Ό Σάμττα τοΰ δείχνει μέ — Τότε θά πρέπει νά τον τό χέρι του γύρω. "Αφθονα άπεριμένουμε κάπου εδώ γύρω, γριοπέπονα φυτρώνουν. Ό λέει ή Μαλόα. "Ατσίδας πέφτει μέ τά μού — Κι" αυτό θά γίνη, απαν τρα. Και σέ λίγο, έχοντας μα τάει ο "Ελληνας. "Ομως άς ζέψει καμμιά τριανταριά απ’ περιμένουμε τον Σάμπα νά αυτά, κάθεται στη ρίζα ενός φέρη τίποτα νά φάμε, γιατί δέντρου και τρώει. Δεν άκούάρχισα νά πεινάω κι" εγώ. γεται παρά τό «γρρρ ■ γρρρ !» Μά ή ώρα περνά κι" ό Σάμ πού κάνει συνεχώς. πα δεν φαίνεται. Ό "Ατσίδας Ό Σάμπα έχει άπομακρυνδαγκώνει διαρκώς τό χαλκά θή λίγο καί τρώει κι" αυτός. του και κάνει αδιάκοπα "Υστερα, ό Σάμπα μαζεύει «γρρρ!». μερικά άγριοπέπονα, γιά νά γυρίση στο μέρος πού περι Σέ λίγο αρχίζει ν" άνησυμένουν ό Τάργκα κι" ό Μαλόα. ΧΤ Ό "Ατσίδας στο μεταξύ έχει — Μικροβιος όκι φαίνεται, φάει κι" αναπαύεται. λέει στον Τάργκα. Καλούγκας ραφνικά^ τά πεπόνια του γυρίτζει έντώ... "Εμένα πη Σάμπα φεύγουν απ’ τά χέρια γκαίνει βλέπει. του. Γιατί, καθώς κυττάζει — Πήγαινε, λέει ό Τάρ προς τό μέρος τού "Ατσίδα, γκα και κάθεται δίπλα στη βλέπει ένα φίδι νά κρέμεται Μαλόα. άπό τό δέντρο πάνω άπό τό Ό "Ατσίδας άπομακρυνεκεφάλι τού νέγρου, πού άναται.^Λίγες στιγμές άργότερα, παύεται στη ρίζα του. άκούγοντας ένα μουγκρητό, ^ Χωρίς νά μιλήση, πιάνει τό στέκεται. Τό μάτι του παίρνει τόξο του και ρίχνει ένα βέλος
14
ΤΑΡΓΚΑ
ακριβώς στο κεφάλι του ερπε τού, πού πέφτει πάνω ατό κεφάλι του "Ατσίδα. Ό νέγρος τινάζεται .όρθιος βλέποντας ξαφνικά ένα φίδι νά πέφτη στο κεφάλι του. Κα ταλαβαίνει όμως τί συνέβη καί γλείφει τό χαλκά του από ευχαρίστησε — Μπράβο εσένα, Μικρόβιος!, λέει. Έγκώ εύκαριστεΐ εσένα! "Εσένα λέε* κύριος Τάργκα εμένα- κάθεται έντώ ξεκουράζεται λίγκο, χωνεύει πεπόνις... Ό Σάμπα μαζεύει τά πεπόνια πού του έχουν πέοει καί ξεκινάει γιά τό μέρος πού περιμένουν τό ατρόμητο Ελληνόπουλο μέ την όμορφη συντρόφισσά του. Σε λίγο φτάνει. Κι" ό Τάρνκα μέ τή Μαλόα, πού είναι αρκετά πεινασμένοι, τρώνε μέ δρεξι...
κούς θάμνους καί περιμένουν. Τύμπανα άκούγονται ξα φνικά. Καί μέσα άπό τή ζούγ κλα προβάλλουν δεκάδες οί Μακολόλο, πού ξαναγυρίζουν στο χωριό τους. Καί άνάμεσά τους κάποιος βρίσκεται. Ό Τάργκα δέν μπορεί όμως νά διακρίνη ποιος είναι. ~ Καλούγκας !,'λέει ό "Α τσίδας, χωρίς κι" αυτός νά βλέπη ποιος είναι. ^ Μέσα άπό τούς θάμνους την ίδια στιγμή ένα ρινόκερως πού άγνωστο πώς βρέθηκε1 ε κεί, όρμά πάνω στον Τάρ γκα, πού ήταν πλησιέστερά του. Μέ μιά αστραπιαία κίνη’σι ό άτρόμητος Έλληνος πη δάει επάνω στο πελώριο θη ρίο καί καβαλλάει στή ράχη του. Ό ρινόκερως άναπηδάει Τ άγρια μουγκρητά, προσπα θώντας νά ρίξη τον άναβάτη του. Ό "Ατσίδας έχει βγάλει τό φυσοκάλαμό του, μά ό Τάρ ΚΕΦ. 5. "Οίτου τό χωριό των νκα μ" ένα κίνημα τού χεριού Μακολόλο γίνεται ιτυροτον εμποδίζει. "Έχει κάποιο τέχ;νπυΛ,α! σχέδιο στο μυαλό του. ίγη ώρα αργότερα έρχε Ό "Ατσίδας καταλαβαίνει ται κι" ό "Ατσίδας. Κι" οί τό σκοπό τού Τάργκα. - Χωρίς τέσσερις φίλοι κάθονται τώρα \*ά πή τίποτα, χώνεται μέσα κι" άναπαύονται ύστερα άπό στό' τομάρι τού πάνθηρα καί τόσους κόπους. . περιμένει. "Έπειτα άπό μισή ώρα, ό Ό ρινόκερως, έξαλλος άπό Τάργκα σηκώνεται. τή λύσσα, όρμάει προς τά εμ — ΓΊάμε γιά τούς Μακολόπρός καί πηδώντας τό φρά υο!, λέει. ’Άν φανή ό Καχτη τών Μακολόλο, μπαίνει λούγκα, πρέπει νά είμαστε ε μέσα στο- χωριό. Οί Μακολό κεί κοντά. ’ · λο βλέποντας τό ρινόκερω, κι" "Ολοι σηκώνονται καί προ απάνω σ" αυτόν τόν Τάργκα, χωρούν προς τό χωριό τών άναρχίζουν νά τρέχουν έντρομοι θρωποφάγων. Ό "Ατσίδας πη δώθε-κείθε. γαίνει προς τό μέρος πού έ ■ Σέ μιά στιγμή παρουσιά χει κρύψει, τό τομάρι τού πάν ζεται μπροστά του ό Καλούθηρα καί τό παίρνει. "Υστερα γκα μ" ένα μαχαίρι στά σουχώνονται ανάμεσα σέ μερι βλερά του χέρια, έτοιμος νά
Λ
ΤΑΡΓΚΑ
15
Κι* είναι καιρός, γιατί πί έπιτεθή κατά του ρινόκερου σω άπό τίς τρομοκρατημένες και του Τάργκα. λεοπαρδάλεις, μισή ντουζίνα Μά καταλαβαίνει δτι μόνος πελώριοι αετοί έφορμουν! του δεν μπορεί νά τά βάλη Οί αετοί του Καλούγκα! και μέ τό τρομερό θηρίο και με τον ατρόμητο καβαλλάρη Ό Καλούγκα, πού μένει του. Έτσι, γυρίζοντας, φώνα μόνος του ανάμεσα στις κα^ ζε γ τούς Μακολόλο σέ βοή λύβες των Μακολόλο, μουγ* θεια του. κρίζει άπό τή λύσσα του. Δέ Οί Μακολόλο, πού γιά μιά φοβάται τίς λεοπαρδάλεις, στιγμή ανακτούν την ψυχραι γιατί ξέρει ότι τίς κυνηγούν μία τους, τρέχουν προς τό οί αετοί του καί στον τρόμο μέρος του νά τον βοηθήσουν. τους δέν έχουν καμμιά διάθεΔεν λογαριάζουν όμως τον... σι νά επιτεθούν. Ατσίδα! Μά ή δειλία καί ό φανατι Την ίδια στιγμή πού όρ σμός των Μακολόλο, πού τρο μουν πρό<£ τό μέρος του Τάρμοκρατήθηκαν μπροστά στον γκα, άκουγεται ό βρυχηθμός πάνθηρα, τον έχουν κάνει έξω ενός πάνθηρα. Φρένων. — Τσούϊ! Τσούϊ! (πάνθη Σέ μιά καλύβα βλέπει κα ρας ! ) φωνάζουν. πνό. Κάποιος άπό τούς Μα Και μέ τήν πρώτη έμφάντκολόλο θά μαγείρευε σίγου σι του πάνθηρα, τό βάζουν ρα. Μπαίνει μέσα στήν καλύ στά πόδια. βα. Πράγματι μιά γρηά Μα τ— Μπβά ! (Σκύλοι!), ούρ κολόλο, πού δέν μπορεί νά λιάζει ό Καλούγκα, βλέπον κινηθή, κάθεται στή φωτιά τας νά του φεύγουν ο'ί Μακο καί κάτι ψήνει. Μέ μιά γερή λόλο. κλωτσιά ό Καλούγκα τήν Ή θέσι_τού Καλούγκα.είναι στέλνει έξω άπό τήν καλύβα. δύσκολη, -αφνικά όμως άκούΚι5 αρπάζοντας ένα δαυλό α γονται φοβερά ουρλιαχτά. "Ε ναμμένο, βάζει . φωτιά στήν να κοπάδι λεοπαρδάλεων φαί καλύβα. νεται νάρχεται γοργά. Τά θη Βγαίνοντας έξω, αρχίζει ρία είναι πανικόβλητα καί σαν τρελλός νά βάζη φωτιά ουρλιάζουν μέ άπόγνωσι. Ό στις ύπόλοιπες καλύβες. Λί ρινόκερως τρομοκρατημένος, γα λεπτά αργότερα, πελώρι ρίχνεται σέ τρελλή φυγή, κου ες φωτιές φωτίζουν τά πάν βαλώντας μαζί του καί τον τα γύρω. Τό χωριό των Μα Τάργκα. Ό Ατσίδας βγάζον κολόλο καίγεται σάν πυροτέ τας τό δέρμα του πάνθηρα, χνημα,^ ενώ οί^ λίγοι μαύροι όρμάει προς τό μέρος όπου πού είχαν μείνει κρυμμένοι ήταν ή Μαλόα κι5 ό Σάμπα. Κι’ οί τρεΐς ^τους τρέχουν στή μέσα στις καλύβες, βγαί ζούγκλα καί σκαρφαλώνουν νουν πανικόβλητοι, ουρλιά στά δέντρα. ζοντας...
ΚΕΦ. 6. "Οποί/ ό Ατσίδας μα θαίνει σ’ 'έναν Μοοκοιλόλο νά μην ξεχνάη...
αθώς ό ρινόκερως τρέ χει σαν αφηνιασμένος, ό Τάργκα άρπάζεται από έ να κλαδί και τινάζεται στον αέρα. Τό θηρίο νοιώθοντας τον αναβάτη του νά φεύγη^ 3ττό πάνω του, διπλασιάζει την ταχύτητα τής τρελλής φυγής του. Ό Τάργκα περιμένει λίγο κι3 ύστερα πηδά στο έδαφος. Πρέπει νά γυρίση γρήγορα στο μέρος, δπου έχει αφήσει τη Μαλόα μέ τον "Ατσίδα και τον Σάμπα. Δεν ξέρει τί έχουν άπογίνει και βρίσκε ται σ3 άληθινή αγωνία. Εΐναι έτοιμος νά τρέξη προς τά εκεί, όταν άκούη θόρυβο βημάτων. Τά έξασκημένα ρουθούνια του νοιώθουν την ανθρώπινη μυρουδιά. Ποιος νάναι άραγε; Ό Τάργκα κρύβεται α θόρυβα μέσα στους θάμνους καί ενεδρεύει σάν λιοντάρι, πού περιμένει τό θήραμα. Καί ξαφνικά βλέπει δυο μαύρους, τον ένα μπροστά και τον άλλον πίσω νά κρα τούν στους ώμους τους ένα χοντρό κλαδί δέντρου, από τό όποΐο κρεμόταν δεμένος γερά ό... "Ατσίδας! Ό Τάργκα παίρνει από τον ώμο τό τόξο του καί βά ζει ένα βέλος... *** Τί είχε συμβή; "Όταν πέρασαν οί λεοπαρ βάλεις, ό "Ατσίδας, ή Α4αλόα κι3 ό Σάμπα είναι έτοι μη νά κατεβούν, δταν 6λέ-
πουν τις φλόγες, πού πυρπο λούν τό χωριό των Μακολόλ°. — Ευτυχώς^ πού γύρω α πό τό χωριό εΐναι γυμνό μέ ρος, λέει ή Μαλόα, άλλοιώς ή φωτιά θά χαλούσε τον κό σμο στη ζούγκλα... — Κύριος Τάργκα κίντυνο εΐναι δμως, λέει ό "Ατσί δας. Αυτός ρινόκερω άγριο είναι έτσι τρομαγμένο... "Ε μένα πηγκαίνει βλέπει... Καί, χωρίς νά πή άλλη κουβέντα, κατεβαίνει γρήγο ρα από τό δέντρο καί τρέχει προς τή διεύθυνση πού εΐχε έξαφανισθή ό Τάργκα. Δεν έχει προχωρήσει δ μως πολύ, δταν νοιώθη νά πέφτουν επάνω του μερικοί Μακολόλο. Μέ μιά κουτουλιά στο σα γόνι τού ενός τον πετάει δύο μέτρα μακρυά. Μιά κλωτσιά στά νώτα ένός άλλου, τον ρίχνει πάνω στον πρώτο. "Ένας Μακολόλο, υψηλόσωμος, πάει ν’ άρπάξη τον "Ατο'ίδα άπ3 τό κεφάλι. Μιά γροθιά τού φίλου μας, τον τινάζει προς τά πίσω. Την ί δια στιγμή ένας άλλος Μα κολόλο πού έρχεται πίσω χτυπάει τό μέτωπό του στο κεφάλι τού πρώτου, πού χτυ πημένος άπ" τή γροθιά τού "Ατσίδα, πέφτει προς τά πί σω. Τά δυο κεφάλια κάνουν ένα «βίνγκ!» καθώς χτυπάνε. — Σάν καρύντες κάνει!, λέει ό "Ατσίδας. ^ Καί, δαγκώνοντας τον χαλ κά του, όρμά στον πέμπτο Μακολόλο καί, άρπάζοντάς τον από τό πόδι, τον χτυπά ει κάτω σάν χταπόδι.
ΤΑΡΓΚΑ
ΟΙ τέσσερις δ μ ως άλλοι Μακολόλο έχουν σηκωθή και πέφτουν κι3 οι τέσσερις επά νω στον "Ατσίδα, πού τούς ταράζει στις γροθιές, κλω τσιές και κουτουλιές. Καί θά τήν^ εΐχαν άσχημα οι Μακολόλο, άν την "ίδια στι γμή δεν έρχονταν πίσω τους άλλοι δυο κι5 ό... Καλούγκα μαζί! ^ Αυτός ό τελευταίος δίνει τέλος στη μάχη. Μέ τά σουβλερά του νύχια πιάνει από τά πόδια τον Ατσίδα καί πριν ό ψιλός μας προλάβη νά άντιληφθή τί συμβαίνει, βρίο'κεται φαρδύς - πλατύς χάμω στα χορτάρια. Σέ λίγες στιγμές ό Ατσί δας ήταν δεμένος γερά^ Οι δυο Μακολόλο, πού είχαν έρθει τελευταίοι, κόβουν ένα χοντρό κλαδί, καί, δένοντας πάνω σ’ αυτό τον Ατσίδα, τον σηκώνουν κρατώντας ό καθένας από μιάν άκρη του κλαδιού. Ό Καλούγκα δίνει διατα γές γιά τον αιχμάλωτό του στη γ?\ώσσα των Μακολόλο κι5 οι δυο άνθρωποψάγοι ξε κινούν... ^ Καθώς οι δυο Μακολόλο μέ τον "Ατσίδα περνούν από κοντά του, ό Τάργκα σημα δεύει μέ τό τόξο του. "Ενα βέλος βρίσκει τον πρώτο Μακολόλο στο λαιμό. Μέ μια κραυγή πόνου αφήνει τό κλα δΐ πού ί<ρατά καί πέφτει χά μω νεκρός. Ό δεύτερος Μα κολόλο, βλέποντας τό σύν τροφό του νά πέφτη, αφήνει κι" αυτός τό κλαδί καί τό βάζει στά πόδια. Ό "Ατσί
17
δας, πού είναι δεμένος πισθαγκωνα, πέφτει στο έδα φος μ" έναν υπόκωφο κρότο, κάνοντας ένα φοβερό «γρρ ί». Ό Τάργκα πλησιάζει καί μέ τό μαχαίρι του τού κόβει τις κληματίδες μέ τις όποι ες είναι δεμένος ό χοντρός νέγρος. — Πώς σέ κατάψεραν έ τσι; ρωτάει γελώντας. —Κύριος Τάργκα οκι γκελάει - γκελάει... "Αμα Καλούγκας δκι ερχόταν, "Ατσίντας τρώει χίλιος Μακολόλος! — Ό Καλούγκα; ρωτάει άνήσυχα ό I άργκα. Πού εί ναι; — "Όκι ^ ξέρει εμένα% Πέ ρα εκεί πιάνει εμένα πόντια μου καί μπάψ! πέφτει έμε να κάτω. Πιάνει - πιάνει εμέ να, ντένει εμένα! — Πάμε προς τά κεΐ γρή γορα ! Γ ρήγορα, "Ατσίδα! Πού άφησχς τή Μαλόα; — Κύριος Μαλόα είναι Μι κρόβιος ματζί. Κι" οι δυο φίλοι τρέχουν προς τό μέρος πού ό "Ατσί δας είχε αφήσει τή Μαλόα μέ τον Σάμπα. "Οταν πλησιάζουν εκεί, βλέπουν κάτι πού τούς κάνει νά τά χάσουν. Χάμω, κοντά στή ρίζα τού δέντρου, είναι ^ ξαπλοομένος ψαρδύς - πλατύς ό Σάμπα. Ό Τάργκα σκύβει έπάνοο του. Ό νάνος είναι αναίσθη τος κι" έχει ένα καρούμπαλο στο κεφάλι. Φαίνεται πώς κάποιος τοϋχει καταφέρει μιά στο κεφάλι μ" ένα ξύλο. Ό "Ατσίδας αρπάζει τον Σάμπα καί τον τινάζει όρ-
ί
Ενώ οί
ιθαγενείς πλησιάζουν άπειλητικά, ένας ρινάκερος πλησιάζει
καλπάζοντας
μέ
μανία
σκορπώντας τον τρόμο ανάμεσα τους. 'Ο
Τάργκα,
μέ ατρόμητη
ψ
ιΙ>υγρσιμία, πηδάει απάνω στο «θωοηκτό της ζούγκλας» και επιτίθεται εναντίον
τού
φοβερού
Καλούγχα, του τερατώδους. Κυ οίου τών Αετών!
20
θιο. Ό νάνος μόλις έχει αρ χίσει νά συνέρχετα.ι Δυο γε ρά σκαμπίλια του Ατσίδα, τον συνεφέρνουν γιά καλά. — Τί συνέβη; ρωτάει ό Τάργκα. — Κατεβήκαμε από τό δέντρο μέ την κυρία Μαλόα, λέει ό Σάμπα, γιά νά τρέξουμε πίσω από τον Ατσί δα, όταν είδα ένα Μακολόλο κρυμμένο πίσω απ’ αυτά τά κλαδιά. "Ήμουν έτοιμος νά του ρίξω ένα βέλος, δταν «μπάνγκ!», κάποιος μου κο πάνησε ένα ξύλο στο κεφά λι... "Από κεΐ και πέρα έγι νε νύχτα και δεν θυμάμαι τίποτα πιά... — Κι* ή Μαλόα; ρωτάει μ5 αγωνία ο Τάργκα. — Δεν ξέρω τίποτα. Ούτε πρόλαβα νά δω τίποτα. — Πρέπει νά_ βρούμε τή Μαλόα, λέει ό I άργκα ανή συχος. Αυτή ή δουλειά είναι δουλειά τού Καλούγκα. — Πού θά ^τον ^βρούμε ό μως; ρωτάει ό Σάμπα. — Δεν ξέρω... Θά τον βρούμε όμως, μεΐνε ήσυχος! "Ελάτε μαζί μου. Ό "Ατσίδας, ό Τάργκα κΓ ό Σάμπα προχωρούν τώ ρα μέσα στη ζούγκλα. Περ πατούν αθόρυβα, κυττάζοντας γύρω τους, έτοιμοι — στήν παραμικρή ύποπτη κίνησι — νά επιτεθούν στον εχθρό. Σέ μιά στιγμή, ό Τάργκα κάνει νόημα στους δυο άλ λους νά σταθούν.ΛΤό έξησκημένο αυτί του πήρε ένα α διόρατο θρόϊσμα. Κάποιος είναι κρυμμένος στους γύρω θάμνους.
Ό Τάργκα κυττάζει προ σεκτικά, δταν ξαφνικά ό "Α τσίδας φωνάζει: — "Εκείνο Μακολόλος μέ σα κλαριά... Νά τον! "Εσύ βγκαίνεις έξω, "Ατσίντα φάει φάει εσένα ζωντανό... Καμμιά άπάντησι δεν άκούγεται. "Ή δεν ήταν κά νεις Μακαλόλο κρυμμένος στους θάμνους, ή δεν κατάλαβε δτι σ" αυτόν απευθύ νονταν ό "Ατσίδας. Μά τό μάτι τού Τάργκα τον έχει κιόλας διακρίνει. — Τόκα! ("Έβγα έξω!); φωνάζει στή γλώσσα τού μαύ ρου. Φαίνεται πώς ό Μακολόλο έχει δη πόσοι καί ποιοι εΐναι οί αντίπαλοί του, γιατί βγαί νει άπό τούς θάμνους, όπου ήταν κρυμμένος, τρέμοντας. — Τί θέλεις εδώ; ρωτάει άγρια ό Τάργκα. — "Ήμουν κρυμμένος για τί φοβήθηκα, άπαντάει ό Μα κολόλο. — Φοβήθηκες ποιόν; —-Τον Καλούγκα, τον Κύ ριο τών "Αετών. Ό άργκα αναπηδάει. — -έρεις πού εΐναι τώρα ό Καλούγκα; Ό Μακολόλο διστάζει. Ό "Ατσίδας επεμβαίνει. -— "Εσένα άμα πιάση Κα λούγκας τί κάνει; ρωτάει τό μαύρο, δαγκώνοντας τό χαλ κά του. Ό Μακαλόλο δεν καταλα βαίνει. Κυττάζει τον Τάρ γκα. Ό Έλληνας τού μετα φράζει στή γλώσσα του τί είπε ό "Ατσίδας. •— Θά μέ σκοτώση, άπαν τάει.
ΤΑΡΓΚΑ
— Κύριος Τάργκα, λέει ό Ατσίδας, εσένα λέει αύτόνε γλώσσα του, δτι δκι αυτό λέει πού είναι Καλούγκα, ε γώ φάει αυτό ζωντανό έτσι... Και μέ νόημα δίνει του μαύρου νά καταλάβη^τί λέει. Πριν ό Τάργκα του τά μεταψράση, ό Μακολόλο έχει καταλάβει κιόλας. Το χρώμα του από μαύρο κοντεύει νά γίνη πράσινο. — Νά σάς πάω στο μέ ρος πού μένει ό Καλούγκα, λέει στον Τάργκα. Αλλά ύ στερα θά μ5 άφήσετε νά ψυγω; ^— Μεΐνε ήσυχος, λέει ό Τάργκα. Άρκεΐ νά δω τον Καλούγκα. "Από κεΐ καί πέ ρα κάνε ο,τι θέλεις... Ό Μακολόλο τούς κάνει νόημα νά τόν ακολουθήσουν. Προχωρούν έτσι αρκετή ώρα, ως πού φθάνουν σ’ ένα βάλτο. Γύρω - γύρω πυκνές καλαμιές κι3 άλλα υδρόβια Φυτά σχηματίζουν ένα είδος παραπετάσματος. Ό Μακολόλο δείχνει μέ τό χέρι του. ^— Πίσω άπ" αυτά τά κα λάμια είναι μιά καλύβα, λέ ει. Σ" αυτή μένει ό Καλούγ κα, τώρα πού έρχεται σ3 ε μάς. — Είσαι ελεύθερος νά φύγης, τού λέει ό Τάργκα. Δέν είναι βέβαια ανάγκη ^νά σού πώ δτι, άν σέ ξαναδώ μπρο στά μου, δέν θά φανώ τόσο καλός... Ό Μακολόλο γυρίζει νά φύγη. Τήν^Τδια στιγμή ό 9Α τσίδας τού χώνει μιά γερή κλωτσιά στά πισινά. •— Γιά νά μην ξεχνάη ε
21
σένα!, λέει και δαγκώνει τόν χαλκά του. Ό Μακολόλο γίνεται ά φαντος μέσα στή ζούγκλα...
ΚΕΦ.
7. "Οττσυ ό "Ατσίδας κάνει θάλασσα...
τά
ταν χάνεται ό Μακολό λο, ό Τάργκα λέει ατούς φίλους του: — ^5 Εσείς ^ θά ^ μείνετε εδώ και θάχετε τά μάτια σας τέσ σέρα. Έγώ θά προχωρήσω προς τήν καλύβα. ,λΑν δήτε ή καταλάβετε τίποτα ύπο πτο, τρέξτε καί σείς. Ό "Ατσίδας κάθεται χά μω γλείφοντας τό χαλκά του. Στο μεταξύ, έχει βγά λει τό φυσοκάλαμό του κι3 εί ναι έτοιμος. Τό ίδιο κι3 ό Σάμπα μέ τά βέλη του. Ό Τάργκα χώνεται μέσα στά καλάμια και εξαφανίζε ται πίσω άπ3 αυτά. Προχω ρεί σκυφτός. Αίγα μέτρα πιο πέρα ^βγαίνει σ" ένα ξέφωτο, ένα είδος μικρής πλατείας. Στή μέση τής πλατείας αυ τής υπάρχει μιά καλύβα αρ κετά μεγάλη. Ό Τάργκα προχωρεί μέ προσοχή. Πλησιάζει τώρα προς τήν πόρτα τής καλύβας, δταν άκούη πίσω του μιά προσταγή: — "Ακίνητος! Ψηλά τά χέρια! Κι3 ή γλώσσα, πού ήταν ιταλική κι3 ή φωνή έδωσαν στον Τάργκα νά κατάλάβη δτι ήταν ό Καλούγκα, ό Κύ ριος τών "Αετών. Γυρίζει αρ γά προς τό μέρος του. "Απέ ναντι του στέκεται ό τερατό μορφος ^πράσινος χαλαστής, ό Καλούγκα, τό τέρας αυτό
Ο
22
ΤΑΡΓΚΑ
πού φιλοδοξεί νά κυριάρχη καλά οί αετοί μου. Κέ έχοο ση στη ζούγκλα. Στο χέρι πολλούς απ’ αυτούς. Τό πώς του μέ τά σουβλερά του νύ τούς έ)(ω στή διάθεσί μου, χια, κρατάει ένα πιστόλι. αυτό είναι τό μυστικό μου. Ό Τάργκα ξέρει τί έπικίν' -Χρόνια καί χρόνια τούς άνέ5υν;ο είναι τό πιστόλι, μπρο τρεφα γιά μιά μέρα σάν τή στά στο όποΐο δεν χωρεΐ σημερινή... παλληκαριά. Κυττάζει μέ α Ό Καλούγκα σηκώνει τό πέχθεια τον Καλούγκα. πιστόλι του. "Ενας γρυλλισμός βγαίνει — ^Ήρθες γιά την κοπέλ από τό στόμα τού πράσινου λα σου, ο'υνεχίζει. Είναι δεμέ τέρατος, ένας' γρυλλισμός νη μέσα στην καλύβα. Είναι πού μοιάζει μέ γέλιο. άρκετά όμορφη γ^ιά νά σοϋ -— Δέν τό περίμενες. έ; την άφήση ό Καλούγκα. "Αλ λέέι ειρωνικά στον Τάργκα. λωστε. δέν πρόκειται νά την Τδξερα πώς θάοχόσουν γιά ξαναδής... την κοπέλλα. Δέν ήξερες που Εκείνη τή στιγμή τό μά είναι, μά ήμουν βέβαιος πέος τι τού Τάργκα παίρνει τον κάποιος απ’ αύτά τά γου Ατσίδα, πού ■ ερχόταν πίσω ρούνια τούς Μακολόλο θά μέ άπό τον Καλούγκα! πρόδινε. Ό Ατσίδας είχε σηκωθή άπό τή θέσι του κι’ είχε προ * Ό Τάργκα εξακολουθεί νά τον κυττάζη μέ περιφρόνησι . χωρήσει λίγο ανάμεσα στά καλάμια, γιά νά παρακολου'κι’ απέχθεια, χωρίς ν’ άπαν θή καλύτερα τον Τάργκα. ’Έ τά. •— Είχες φανταστή, συνε τσι μόλις ' είδε τον Καλο'ύγκα νά προτείνη τό πιστόλι χίζει ό Καλούγκα, όταν μ’ στον "Ελληνα, σηκώθηκε καί έρριξες στούς κροκόδειλους προχώρησε πρός τό μέρος ότι θά είχα ξοφλήσει πιο μέ τους. τη ζωή. “έχασες δτι τό δέρ "Ετσι τώρα πλησιάζει μα μου είναι πιο ^σκληρό κι5 στά νύχια των ποδιών του. άπό τό δέρμα τού κροκόδει .Ο Τάργκα τόν βλέπει. Κα λου. Κι’ δσο νά μπορέση τό ταλαβαίνει δτι πρέπει νά σιχαμερό αυτό ερπετό νά κερδίση καιρό, δσο νά πλητσάκιση τά κόκκαλά' μου, δέ χτηκε μιά μαχαιριά στο λα- ' Ο'ίάση ό Ατσίδας. — Κι’ άν μέ σκότώσης, ρύγγι. Κι’ δχι μόνο μέ ξέρα λέει στον Καλούγκα, δέν προ σε, μά μ5 έβγαλε καί στή κειται νά κυριαρχήσης στή στεριά, στην όποια βγήκε ζούγκλα. Γιατί τό έγκλημα κι’ αυτό νά ψοφήση... δέν μπορεί νά κυριαρχήση — Καί φαντάζεσαι· πέος θά γίνης κυρίαρχος τής ζουγ · γιά πολύ! Τό απαίσιο στόμα τού Κα κλας, Καλούγκα; ρωτάει ει λούγκα άνοιξε κι5 ένα απαί ρωνικά ό "Ελληνας. -—ι "Οταν θά λειψής εσύ, σιο γέλιο αντήχησε. — Καί ποιος θά μ’ έμποναί! "Οσο γιά τούς" φίλους σου, αυτούς θά τούς κάνουν δίση; Οι Μακολόλο μήπως;
ΤΆΡΓΚΑ
"Οσο γιά σένα, σέ λίγο θά βρίσκεσαι στη χώρα των πνευμάτων. Κάνε καμμιά προσευχή, άν ξερής. Μά την ίδια στιγμή, ό "Α τσίδας, πού έχει πλησιάσει πίσ τολ, σηκώνει την πελώ ρια χερούκλα του καί κατε βάζει μ^ά φοβερή γροθιά στο χέρι του Καλούγκα πού ,κρατάει τό πιστόλι. Τό δπλο ξε φεύγει από τά δάχτυα τοϋ Καλούγκα καί πέφτει κάτοο εκπυρσοκροτώντας. Ή ο'ψαίρα χώνεται μέσα στά καλά μια. Τό τέρας αφήνει . ένα ουρλιαχτό λύσσας'. Τήνγδια στιγμή, ό Τάρ γκα με μιά γερή κλωτσιά στην κοιλιά, στέλνει τον Κα λούγκα ανάσκελα, δυο μέτρα μακρυά. "Ατσίδας ^ άρπάζει τό πιστόλι από χάμω'. "Αλλά, καθώς δεν ξέοει νά .τό μετο?χειρισθή’, πιέζει τη σκανδά λη καί τό όπλο αρχίζει νά έκπυρσοκροτή στην τύχη Βλέποντας αυτό, ό Τάργκα πέφτει απότομα κάτω, για τί στη σαστιμάρσ του ό "Α τσίδας, αντί νά πετάξη τό πιστόλι, εξακολουθεί νά ρίχνη,^ μέχρις οτου σώθηκαν οί σφαίρες. Τότε ό Τάργκα πηδάει όρ θιος. Μά-είναι αργά πιά. Ό Καλούγκα μ" ^ένα πήδημα εί χε έξαφανισθή στίς. καλαμι ές, από τις όποιες τώρα φαί νεται ό Σάμπα νά βγαίνη τρίβοντας τά μούτρα του.· Είχε συναντήσει μπροστά του, καθώς ερχόταν άκούγοντας τούς πυροβολισμούς, τον Καλούγκα, ό όποιος τού είχε χώσει μιά γερή γροθιά.
23
Ό Τάργκα τρέχει μέσα στήν καλύβα. Δεμένη σέ μιά γωνιά είναι ή Μαλόα. Ή ό μορφη κοπέλλα. βάζει φωνές χαράς βλέποντας τον αγαπη μένο της. Γρήγορα, τό ατρό μητο Ελληνόπουλο κόβει μέ τό μαχαίρι του τις κληματί δες, μέ τις οποίες τήν είχε δέσει ό Καλούγκα. Ή χαρά τής Μαλόα ήταν μεγαλύτερη όταν είδε τον Τάργκα, γιατί άκούγοντας ’τούς πυροβολισμούς, είχε τρομάξει νομίζοντας ότι ό Καλούγκα είχε σκοτοοσει τον αγαπημένο της. Πετάγεται όρθια καί βγαίνει μέ τον Τάρ γκα έξω από τήν καλύβα. * * *
"Έξω περιμένουν ό "Ατσί δας μέ τον Σάμπα, πού έχει κιόλας τό ένα μάτι πρησμέ νο.: — "Έφυγε ό Καλούγκα; ρωτάει ή Μαλόα. . · — Εμένα φταίει, κύριος Μαλόα/λέει ό "Ατσίδας, πού καταλαβαίνει ότι από τήν άτζαμοσύνη του τούς ξέφυγε ό Καλούγκα. "Ομως εμένα πιάνει πιάνει Καλούγκα καί... γρρρ! -— Δέ φταίει ό "Ατσίδας, λέει ό Τάργκα. Μου έσωσε τή ζωή. Δέ φταίεμ γιατί αυ τός ό Καλούγκα είναι δαίμο νας σωστός. •Σωπαίνει γιά λίγο. "Υστε ρα συνεχίζει γ ■— Μά σου δίνω τό λόγο μου, ότι ή εγώ ή αυτός θά λειψή. Μείνε -όμως ήσυχη, γιατί εγώ δέν είμαι από ε κείνους, πού μπορεί νά βγάλη από τή μέση ό Καλού γκα!
24
ΤΑΡΓΚΑ
^— Τί θά γίνη τώρα; ρω τάει ή Μαλόα. — Θά τον στρώσου με στο κυνήγι. "Έχω σκοπό νά μην τον άφήσω οϋτε μιά στιγμή νά σταθή στά πόδια του. Ε λάτε μαζί μου!, Και ό Τάργκα, ακολου θούμενος από τούς άλλους τρεΐς, ^όρμάει προς τό μέρος πού είχε έξαφανισθή ό Καλούγκα. Τά Ιχνη του είναι ευδιάκρι τα. Οι τέσσερις φίλοι τά α κολουθούν βαδίζοντας γρήγο ρα· Προχωρούν έτσι καμμιά ώρα, όταν φτάνουν στις όχθες ενός ποταμού. Ό Καλούγκα, όπως φαίνεται από τά ίχνη των ποδιών του, έχει ακολου θήσει την όχθη. Πάνω στά ίχνη του προχοοροΰν κι5 οί διώκτες του. Χίλια περίπου μέτρα πιο κά τω σταματούν, γιατί εκεί σταματούν καί τά ίχνη τού Καλουγκα. — "Έχει περάσει απέναν τι μέ πιρόγα!, λέει μ5 απο γοήτευα ι ή Μαλόα. — Πρέπει νά περάσουμε κι5 έμεΐς, απαντάει ό Τάργκα. — Πώς όμως; Κολυμπών τας δεν μπορούμε, γιατί όλα αυτά τά ποτάμια είναι γεμά τα κροκόδειλους. 1 Ό Τάργκα μένει γιά λί γο σκεπτικός. Κυττάζει μιά προς τά πάνω τό ποτάμι καί μιά προς τά κάτω. — Ελάτε μαζί? μου!, λέ ει ξαφνικά. Σ" αυτό τό πο τάμι υπάρχει πιο κάτω ένα πέρασμα. "Ολοι ξεκινούν γρήγορα.
Μισό χιλιόμετρο πιο κάτω σταματούν. Στο σημείο αυτό τό ποτάμι στενεύει απότο μα. ’Άν έμπαινε κανείς μέχρι τή μέση στο νερό, μπορούσε νά πέραση. Ό κίνδυνος ήταν μόνο μήπο^ς φανή κανένας κροκόδειλος. -— "Άλλος τρόπος δεν υ πάρχει, λέει ό Τάργκα. Θά περάσουμε κι" δ,τι γίνη άς γίνη. Ετοιμάστε όλοι τά τό ξα καί τά μαχαίρια σας. Άν φανή κροκόδειλος, θά δώσου με μάχη. Τί νά γίνη; Πρώτος προχωρεί ό Τάρ γκα, ακολουθούμενος από τή Μαλόα. Πίσω τους έρχεται ό Ατσίδας καί τελευταίος ό Σάμπα. Οι δυο πρώτοι έχουν περάσει στην απέναντι όχθη κιόλας κι5 εΐναι έτοιμος νά βγή κι5 ό Ατσίδας, όταν τό μάτι του παίρνει έναν κρο κόδειλο. — "Ώχ!, κάνει. Κοροκόντειλο φάει - φάει Μικρόβιος! , , Πράγματι ό Σάμπα εΐναι στη μέση τού ποταμού κι5 ό κροκόδειλος πλησιάζει. Ό Ατσίδας κρατάει κιόλας τό φυσοκάλαμό του. "Ενα βέλος βρίσκει τον κροκόδειλο στο δεξί μάτι. Ό πόνος κάνει τό θηρίο τρομερό... Την ίδια στιγμή ή Μαλόα ρίχνει^ ένα βέλος στο άλλο μά τι τού κροκόδειλου. Τυφλό τό ερπετό τοδρα, στριφογυρίζει σάν τρελλό από τον πόνο. Ό Σάμπα έχει πλησιάσει κιό λας τον "Ατσίδα, πού άοπάζοντάς τον από τό σβέρκο^, τον πετάει στήν ξηρά. Μέ δυο πηδήματα βγαίνει κύ αυτός.
— "Αλλος φορά, κύριος Τάργκα, Λέει, εσένα παίρνει βάρκας, περνάει ποτάμι. — Θό: φροντίσω, Ατσί δα, απαντάει γελώντας ό Τάργκα. — "Από πού θά πάμε τώ ρα; ρωτάει ή Μαλόα. — Θά γυρίσουμε προς τα έπάνοί, στο σημείο που πέ ρασε ό Καλούγκα. 5Από εκεί θά ακολουθήσουμε τά ίχνη του. *** Ανεβαίνουν τώρα προς το πάνω μέρος του ποταμού. I ιά μιά στιγμή ό Σάμπα, πού προχωρεί μπροστά, δια κρίνει ίχνη ποδιών. -— "Εδώ βγήκε!, φωνάζει στον Τάργκα. Ό Τάργκα πλησιάζει. Τά σουβλερά πόδια του Καλού γκα διακρίνονται καθαρά. — Θά ακολουθήσουμε τά ίχνη αυτά, λέει ό Τάργκα. Κι[_όπου μάς βγάλουν. -εκινουν έτσι, ακολουθών τας τά ίχνη τού Καλούγκα. "Υστερα από μισή ώρα στέκονται. Τώρα μαζί μέ τά ίχνη τού Κυρίου τών "Αετών, διακρίνουν κι" άλλα πολλά. "Ασφαλώς θά εΐναι τίποτα μαύροι κάτω από τις διατα γές του. Ό Τάργκα κάνει νόη μα νά σταθούν. Πρέπει νά προχωρούν μέ περίσκεψι γιά νά μην πέσουν σέ καμμιά παγίδα. Προχωρούν σκυφτά, προσε κτικά. Πίσω από μερικούς υ ψηλούς, πυκνούς θάμνους άκοΰνε φωνές. Στέκονται. Σέ μιά στιγμή οί φωνές σταματούν. Τά τύμπανα άκούγονται νά χτυπούν.
Ό Τάργκα άκούει τούς ή χους. — Ό Μέγας Καλούγκα, λένε τά τύμπανα, θέλε_ι ζων τανό ή νεκρό τον "Ελληνα Κυρίαρχο τής Ζούγκλας. Προ στάζει όλους τούς γενναίους "1 μπάρα νά ξεκινήσουν γιά τό μέρος πού μένει ό Τάρ γκα. Νά μη γυρίσουν άν δέν φέρουν τό κεφάλι τού "Ελλη να... Ό Μέγας Καλούγκα θέλει... -— Λίγο δύσκολο είναι νά τού π'άνε τό κεφάλι μου, ψι θυρίζει χαμογελώντας Τάρ γκα. "Ομως μην κινηθή κα νένας σας. Θά παρακολουθή σουμε τις κινήσεις τους. Πράγματι, δέν περνά αρ κετή ώρα κι5 όλοι οι Ί μπά ρα, ώπλισμένοι μέ δόρατα κι5 ό ένας πίσω άπζ τον άλ λο, ξεκινούν. Περνούν μπρο στά από τούς τέσσερις φί λους, πού εΐναι κρυμμένοι στους θάμνους, χωρίς νά τούς άντιληφθούν. Μόλις περνούν ό Τάργκα, ο_ "Ατσίδας, ή Μαλόα κι" ό Σάμπα σηκώνονται. "Αθόρυ βα τούς ακολουθούν. — "Εμένα σπάζει - σπά ζει πολύς κεφάλος, ψιθυρίζει ό "Ατσίδας, πού καθώς βρί σκει ένα χοντρό κλαδί δέν τρου σπασμένο χάμω, σκύ βει καί τό παίρνει. Κύριος Ί άργκα, εμάς περπατάει πο λύς ακόμα; "Όκι σπάζει κε φάλος τώρα; Ή Μαλόα τοΰ κάνει νόη μα νά έχη υπομονή κι" ό "Α τσίδας δαγκώνει τό χαλκά του. , Σίγουρα ό Τάργκα έχει κάποιο σχέδιο. Πρώτα - πρώ
ΤΑΡΓΚΑ
τα είναι βέβαιος δτι οι Ί μπά ρα θά σταθούν κάπου νά πε ριμένουν τον Καλούγκα νά τούς όδηγήση η νά τούς δώση διαταγές. Κι5 ό Τάργκα θέλει τον Καλούγκα κι3 οχι τούς 31 μπάρα... ★★* "Οταν φτάνουν στην δχθη τού ποταμού, οι 31 μπάρα σταματούν και κάθονται χά μω. Ό Τάργκα καταλαβαίνειδτι περιμένουν πιρόγες νά τούς περάσουν απέναντι. Φαίνεται πώς έχουν ειδοποιή σει άλλους δικούς τους γι3 αυτή τη δουλειά. Πράγματι, δεν περνά πολ λή ώρα καί φαίνονται καμμιά δεκαριά πιρόγες. Σέ κάθε μιά υπάρχουν από δυο μαύ ροι ί μπάρα.
Οί άλλοι Η μπάρα επιβι βάζονται ένας - ένας στις πι ρόγες πού ξεκινούν. — Έτοιμαστήτε, λέει ό Τάργκα. Πρώτα- - πρώτα θά κρυφτήτε καλά. 3Εσύ, "Ατσί δα, μέ τό φυσοκάλαμό σου θά περιλάβης αυτούς πού εί ναι στις ττυό μπροστινές πι ρόγες. Ή Μαλόα τις άλλες δυο καί ό Σάμπα άλλες δυο. Τις υπόλοιπες τις άναλαμβά νω εγώ. . — "Εμένα θέλει σπάζει σπάζει κεφάλος!, λέει μέ δυ σαρέσκεια ό "Ατσίδας. • ^— Μήν άνησυχής, απαν τάει, ό Τάργκα, γιατί στή σαστιμάρα τους θά γυρίσουν πίσω καί θά βγουν *έξω. "Έ χεις τότε καιρό νά σπάσης δσα κεφάλια θέλεις. Τώρα πηγαίνετε νά πιάσετε τίς κα τάλληλες θέσεις, αρκετά μακρυά ό ένας από τον άλλο. Μόλις ακούσετε από μένα μιά κραυγή τσακαλιού, θ" άρ χίσετε νά ρίχνετε. Ό Ατσίδας άπομακρύνεται. Βρίσκει^ένά δέντρο, γύ ρω στο όποΐο υπάρχουν θά μνοι καί χώνεται πίσω άπ" αυτούς. Βγάζει τό φυσοκάλα μό του. Πιο πάνω ό Σάμπα έχει τεντωμένο τό τόξο του. Τό ίδιο λίγο πιο πέρα κι3 ή Μα λόα. -αφνικά άκούγεται μιά κραυγή τσακαλιού. ΚΕΦ. 8. 'Ό-ττου ό Ατσίδας κά νει θραύσι στα κεφάλια των ’ I μπάρα-
Καί
ό
Τάργκα έφορμά καβάλλα στον Ζσΰμττο!
νας 31 μπάρα, πού στέκε ται όρθιος στο μπροστι νό μέρος μιας πιρόγας, πέ-
Ε
ίΑΡΡΚΑ
«ΒΜϋί
27
Κουβαλούν τον Ατσίδα, τον κωμικό χοντρό νέγρο, δεμένο χεοοττόδαρα σ' ενα. μεγάλο κλαδί!
άνάποδα. Θέλουν νά · γυρί φτει ανάσκελα στο·* νερό. Α πό μιά άλλη πιρόγα πέφτει σουν τό συντομότερο στην ξηρά. "Αλλοιώς, καταλαβαίδεύτερος... ύστερα τρίτος. . τέταρτος. . νουν δτι είναι χαμένοι. "Αν Πανικός κυριεύει* τούς Ί μ • γλυτώσουν από τά μυστη ριώδη βέλη, πού τούς χτυ πάρα. πούν άπ5 όλες τις μεριές, δεν Ό "Ατσίδας μέ τό φυσο θά γλυτώσουν από τούς κροκάλαμό του δέν ' σταματάει στιγμή. * Τό ίδιο κι" ό Σάμ . κόδειλους, πού περιμένουν μ5 ανοιχτά στόματα τη λεία πα. Ή Μαλόα κάνει θαύμα τους. τα. "Οσο γιά τον Τάργκα κά θε βέλος του βρίσκει τό στό·^ Βλέποντας ο Ατσίδας δτι χο του αλάνθαστα. οϊ πιρόγες γυρίζουν προς την όχθη, αφήνει τό φυσοκά Στο μεταξύ γύρω από λαμό του κι5^ άρπάζει τό ρό τις πιρόγες έχει μαζευτή πλή παλο. Ό Τάργκα πλησιάζει θος κροκόδειλων. Τά ειδεχθή τή Μαλόα. αμφίβια πού έχουν μυρισθή λεία, γυρίζουν γύρω από τις ^ — ίζσυ καθησε εοω, της πιρόγες μέ ανοιχτό τό φοβε λέει. Μην άνακατωθής σ’ δ,τι ρό ρύγχος τους. γίνη. "Αλλωστε, έμεΐς οι Αυτοί πού κωπηλατούν τρεΐς φτάνουμε και μέ τό πα στις πιρόγες, κάνουν τώρα ραπάνω γιά νά διαλύσουμε
28
ΤΑΡΓΚΑ
δλους αυτούς του παλληκαράδες... Ή πρώτη ^ πιχόγα, μέ καμμιά δεκαριά μαύρους Ί μτΤαροζ, έχει κιόλας ^ φτάσει στην δχθη. Οί ^επιβάτες της βγαίνουν ακριβώς στο μέρος πού περιμένει ό 5Ατσίδας μέ τό ρόπαλό του. Ό πρώτος 51 μπάρα, πού έχει πηδήσει στη στεριά, κά νει νά προχωρήση, οπότε έ να «πάνγκ !» άκούγεται και τό κεφάλι του ανοίγει σαν ρόδι παραγινωμένο. "Οσο ν’ άντιληφθή ό άλλος πού ερχό ταν πίσω του τί είχε συμβή, δεύτερ «πάνγκ!» άκούγεται. Κι’ ό Ατσίδας βγαίνει α πό τούς θάμνους κι’ αρχίζει νά περιφέρη γύρω τό φοβερό του ρόπαλο. Δεν ακούει κα νείς παρά τόν ξερό κρότο του ρόπαλου και τά ουρλια χτά τών 31 μπάρα. Πιο κάτω ό Τάργκα έχει ανοίξει δικό του πανηγύρι. Ό ατρόμητος "Ελληνας δεν έχει ανάγκη από ρόπαλο Οί δυο σιδερένιες γροθιές του είναι πολύ καλύτερες απ’ αυ τό., "Έτσι, όταν ό πρώτος 31 μ πάρα έρχεται προς τό μέρος του δέχεται μιά γερή γρο θιά στο σαγόνι και πέφτει σάν σακκι μέ άμμο κάτοο. "Ενας δεύτερος αρπάζει μιά γερή στο στομάχι και διπλώ νεται στά δυό, μή προλαβαί νοντας νά κάνη ούτε «κίχ» ! "Ενας άλλος, πού δοκιμάζει νά άμυνθή, τρώει μιά γερή στο στήθος, έτσι πού πέ φτοντας κάνει σάν χαλασμέ νη φυσαρμόνικα «φφρού!». Ό Σάμπα, πού καταλα
βαίνει δτι^στό παιγνίδι αυτό δέν μπορεί νά πάρη μέρος, γιατί έτσι δπως είναι κοντόσωμος δέν είναι δυνατό νά κα ταβάλη τούς ύψηλόσωμους Ί μπάρα, κάθεται στή θέσι του καί δουλεύει αράδα τό τόξο του μέ τά δηλητηρια σμένα βέλη. Μόνο ή Μαλόα δέν παίρ νει μέρος στή συμπλοκή. Κά θεται καί παρακολουθεί τί γίνεται. Είναι δμως έτοιμη νά έπέμβη στον παραμικρό σημείο κινδύνου όποιουδήποτε από τούς δικούς της. Γιά μιά στιγμή, ένας 31 μ πάρα, τρέχοντας πανικόβλη τος, βρίσκεται μπροστά της. Πριν ή κοπέλλα τραβήξη τό μαχαίρι της, ό 31 μπάρα κά νει μεταβολή καί τό βάζει στά πόδια. Μά κατά κακή του τύχη πέφτει πάνω στον 3Ατσίδα, πού σηκώνοντας τή χερούκλα του, τού κοπανάει μιά στή μύτη τόσο δυνατή, ώστε ό μαύρος^ κλονίζεται. Ό Ατσίδας τού χώνει τότε μιά γερή κλωτσιά στά πισι νά κι’^ό 31 μπάρα πέφτει μέ τά μούτρα στο νερό τού πο ταμού. Μά φαίνεται δτι ή α τυχία του είναι μεγάλη για τί, καθώς πέφτει στο νερό, ένας πελώριος κροκόδειλος τόν υποδέχεται. 3Απ’ δλη τήν ^ ομάδα τών 31 μπάρα πού είχε εκστρα τεύσει γιά νά... έξοντώση τόν Τάργκα, δέν γλυτώνουν πα ρά μόνον πέντε - έξη. Μά κι* αυτούς δέν έχει σκοπό νά τούς άφήση ήσυχους ό Τάρνκα. Φωνάζει τούς φίλους του: — "Ολοι μαζί μου πίσω
........... — — —
29
ΜΜΜ—ϋίί—
τους! Θά πάνε κατ' ευθείαν στόν λ Καλούγκα! Σ3 αυτόν θά πάμε και μεΐς! Γρήγορα! "Ολοι τον ακολουθούν. Ό Ατσίδας, πού είχε πιάσει έ ναν Ί μπάρα από τό πόδι, μή προλαβαίνοντας νά τον χτυπήση, τον σέρνει από τό ^πό δι καθώς τρέχει. Ό μαύρος βγάζει άγρια ουρλιαχτά, κα θώς χτυπάει τό κεφάλι του καί τό σώμα του στο έδαψος. -— "Αφησέ τον, φωνάζει ό Τάργκα, γιατί μέ τις φωνές του θά μάς πάρουν εϊδησι. Ό Ατσίδας τον αφήνει, αλλά στέκεται γιά μιά στι γμή και πηδώντας πάνω στην κοιλιά του Ί μπάρα, χορεύει γιά λίγα δευτεοόλεπτα! "Επειτα τρέχει ακολου θώντας τούς άλλους. *** Είναι εύκολο νά παρακο λουθήσουν τούς πανικόβλη τους Ί μπάρα, γιατί αύτοί καθώς τρέχουν, αδιαφορούν αν θ αφησουν η οχι ίχνη. Τα σπασμένα κλαδιά τών θά μνων δείχνουν καθαρά από που περνούν. Ό Τάργκα είναι βέβαιος βτι οί Ί μπάρα τρέχουν νά βροΰν τον Καλούγκα, γιά νά του αναγγείλουν τί συμφοοά έπαθαν. Κι3 αυτό θέλει ό Τάργκα. Ν' άνακαλύψη τό νέο κρησφύ γετο τού Καλούγκα, τού πρά σινου χαλαστή. Πράγματι, ύστερα από ώ£>α, ό Τάργκα καταλαβαίνει οτι έφθασαν στο κρησφύγετο του Κυρίου τών Αετών. Κά~
νει νόημα στούς άλλους νά σταθούν. Πίσω από τά δέντρα άκουγονται φωνές. Ό Ατσίδας, ό Σάμπα κι3 ή Μαλόα δεν κα ταλαβαίνουν, μά ό Τάργκα πού ξέρει τη γλώσσα τών Μ μ πάρα — ξέρει όλες σχεδόν τις γλώσσες τών μαύρων τής ζούγκλας — καταλαβαίνει πολύ καλά. Οι Ί μπάρα διηγούνται στόν Καλούγκα τί συνέβη στις πιρόγες τους κι1 όταν βγήκαν στην ξηρά. Ό Κα λούγκα ακούει τή διή/ησί τους και κάθε τόσο βγάζει κι3 από ένα βρυχηθμό όογής καί λύσσας. "Ωστε τά σχέδιά του γιά την κατάκτησι τής ζούγκλας ναυαγούν χάρις σ3 αυτόν τον "Ελληνα, τον Τάργκα, τον Κυρίαρχο τής Ζούγκλας! Αύ τό είναι άδύνατο νά τό χωνέψη ό Καλούγκα. Ό Τάργκα ψιθυρίζει στούς δικούς του. -— Μαζί μου κι3 οί τέσσε ρις πάνω στόν Καλούγκα! Γρήγορα, πριν μάς φύγη.! Κι3 οι τέσσερις όρμουν προς τό μέρος πού άκούγονται οι ομιλίες. * ★ -&
Βλέποντας τους ξαφνικά καί τούς τέσσερις νά όρμούν προς τό μέρος του, ό Καλού γκα καταλαβαίνει ότι την έ χει άσχημα. Δεν μπορεί νά βασισθή στούς 31 μπάρα, για τί αύτοί μόλις βλέπουν τούς αντιπάλους τους, τό βάζουν στά πόδια καί γίνονται άφαντοι! Μιά λ^ύσι υπάρχει γιά τον Κύριο τών Αετών: Ή φυγή!
Νά φύγη προστατευό μένος άπό τούς αετούς του. Μά τούτη τή φορά ό Τάργκα εί ναι αποφασισμένος νά άψηφήση τά πάντα, Ό Καλούγκα * τό βάζει στά πόδια. Την ίδια στιγμή τρεΐς αετοί φαίνονται στον ουρανό. Δεν αργούν όμως δυο απ’ αυτούς νά πέσουν κάτω, χτυπημένοι άπό δυό_ βέλη τού 5Ατσίδα καί του Σάμπα. Μά, την ίδια στιγμή, άλλοι δυο αετοί φαίνονται στον ου ρανό. ^— 5 Από δω ! φωνάζε ι ό Τάργκα κυνηγώντας τώρα τον Καλούγκα · μέσα άπό τά δέντρα, όπου δεν μπορούν νά χωθούν οι αετοί. Ό Καλούγκα, πού κατα λαβαίνει ότι ή σωτηρία του έγκειται στο νά πηγαίνη διαρκώς προς τό ξέφωτο, τρέχει ακολουθώντας την ό χθη τού ποταμού. Μά ό Τάργκα δεν ξεγελιέ ται. Προχωρεί μέ τούς φί λους του πίσω καί πλάι στον Καλούγκα, χωρίς νά βνσίνη άπό τά δέντρα. - Ό Ατσίδας τρέχει δαγκώ νοντας τό χαλκά του, ενώ πί σω του' ακολουθούν η Μαλόα μέ τον Σάμπα. Τό άγριο κυνηγητό συνεχί ζεται. Τό ατρόμητο Ελληνό πουλο είναι αποφασισμένο νά δώση μιά καί καλή τέλος στην εγκληματική δράσι τού Κυρίου τών Αετών. Τρέχουν τώρα πρ'ός τά κάτω, πλάϊ στήν όχθη του ποταμού. Ό. Τάργκα κόβει λίγο τό δρόμο του καί περι μένει νά τον φτάσουν οί άλ λοι.
^— Πάμε γιά τούς καταρ ράκτες τού ποταμού!, λέει. Πρέπει νά ζώσουμε γιά καλά τον Καλούγκα. Καί τούς λέει γρήγορα τό σχέδιό του. Αυτός θά προ χωρούσε άπό ένα μονοπάτι γρήγορα ττρός τό μέρος τών καταρρακτών, ώστε νά βρεθή μπροστά στον Καλούγκα. Ο ^Ατσίδας θά έτρεχε νά βρεθή πλάϊ του, ενώ ή Μα λόα μέ τον ΣάμπΡ: πίσω του. "Ετσι ό Κύριος τών Αε τών, άποκλεισ μέ ν ο ς άπό τρεϊς μεριές δέν μπορούσε νά φύγη, γιατί άρισπερά του θά ήταν οί καταρράκτες. Έκτος άν άποφάσιζε νά πέση μέσα στούς καταρράκτες, οπότε ό θάνατός του θά ήταν σίγου ρος. "Ετσι καί γίνεται. Ό Τάρ γκα τρέχει μπροστά άπό τον Καλούγκα, άκολουθώντας ένα σύντομο μονοπάτι. Οί άλλοι κάνουν όπως τούς είπε. Καθώς τρέχει, ό Καλούγ κα φτάνει στούς καταρρά κτες πού πέφτουν μέ τρομα κτικό θόρυβο σέ βάθος τριάν τα ' σχεδρν μέτρων, όταν βλέπη μπροστά του τον Τάρ γκα. Ετοιμάζεται νά στρί'ψη προς τά δεξιά, όταν τό μάτι .του παίρνει τον Ατσί δα μ' ένα πελώριο ρόπαλο στο χέρι. Πίσω του βλέπει τή Μαλόα καί τον Σάμπα. Καταλαβαίνει ότι δέν μπο ρεΐ νά τά βγάλη πέρα. Μόνη ελπίδα εΐναι οί άετοί του, αλλά τό μέρος είναι πυκνοφυτεμένο κι5 άν τά όρνεα θε: λήσουν νά μπλεχτούν μέ σα στήν πυκνή αυτή βλάστη-
σι, αυτό θά σημάνη το τέλος τους. "Αλλη λύσι δεν υπάρχει. 'Θ Καλούγκα στρίβει άριστερά και μ5 ένα πήδημα πέ φτει στο νερό!... Τά παψλάζοντα νερά_ του καταρράκτη τον παρασύρουν στη φοβερή δίνη τους...
— Καλός ταξίντι!, φωνά ζει ό/Ατσίδας. ^ . — Θαρρώ πώς ήσυχάσα,με από τό τέρας αυτό!, λέει ή Μαλόα. "Εχουν όμως αλήθεια ησυ χάσει; Σκοτώθηκε πραγμα τικά ό Καλούγκα πέφτοντας στον καταρράκτη;
ΤΕΛΟΣ ί Λ ,,
Πρωτότυπο
’ Αναγορεύεται ή
Έλληνίκό κείμενο όπό ΘΆΝΟΥ ΑΣΤΡΙΤΗ άνοττύπωαις. Άποκλειοπικότης «Υπεράνθρωπου».
"Ενα τεύχος ^που Θά σάς μ£ινη άλησμόνητο τό τεύχος τού «Τάργκα» ^
20
Στο Τεύχος αύτό ό Καλούγκα, 6 Κύριος τών ’Αε τών, κάνει μιά τελευταία άπόπειρα νά έξοντώο'η τό Ατρόμητο Ελληνόπουλο και τούς συντρόφους του! Αυτή τή φορά συνοδεύεται από τερατώδεις βοηθούς, πού βάζουν 0‘έ έσχατο κίνδυνο θανάτου τους ήρωές μας!
ννν\\ν\ΑΛΛΛνννννννννννν\ΛΛννννννννννννννν\Λνν\ν'ΛννΛ.νΛ\νν\νΐνννν'<\'ννΥ\νν1νΛ.ν.\\ν\νννννννννν\ΛΛΜ
Ό Τάργκα όμως μάχεται μέ ανδρεία καί κα τορθώνει .νά δώση ένα τέλος στήν εγκληματική σταδιοδρομία τού τρομερού Καλούγκα καί νά άπαλλάξη έτσι γιά πάντα τή Ζούγκλα από τό απο τρόπαιο αυτό κτήνος!
ΤΟ ΚΟΡΙΤ
I ΤΟ ΤΕΡΑΣ
ινννννννννννλν\Vνλ\\λ\ννννννν^ν\ \νννν νννννν\\ννννννννν\'ννννννννν'νννννννννννν\'ν\νν\ νννΛΛ\\ννν\νν\
"Ενα άριστουργηματικό τεύχος, πού αποτελεί στα θμό στήν καταπληκτική ιστορία τού Τάργκα, τού Προστάτη τής Ζούγκλας! Α λ Α
α
ΑΛΛΑ.
Ι1Τ0ΑΗ
ΤΟΥ ΑΤΣΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΣΤΟΥΠΗ Κύριος Κοντοοτοϋπος, Έσύ οκι εντάξει -εντάξει! Έγκώ τελεί φίλο εσένα είναι, έσύ τελεί είναι οχτρό ντικό μουι Έγκώ λέει - λέει καλός κουβέντος έσένα, έσύ λέει λέει κακός κουβέντος! Έγκώ πώς σταματήση έσέ να, κάνει έσένα οκι μιλάει κακός έμενα; Έγκώ λέει έσένα κάνει μονομαχίας έμενα - έ σένα! Σκοτώσει ντύο τζαρκάντις, ένα πάρει έσένα, ένα πάρει έμενα! Έγκώ φάει - φάει αυτό πρώτο, νικήση! Έσύ φάει - φάει ντευτερο, ντοϋλος γίνη τό πρώτο! ’Άν αυτό οκι άρέση έσένα, τότες κάνει άλλος μονομαχίοςί Πέσει - πέσει έμένα - έσένα μέσα νερός ποτάμι, παλεύει -παλεύει! "Οποιος οκι πνί γη, νικητής εΐναι! "Οποιος πνίγη, ντοϋλος γίνει στο άλλος! Όκι, οκι! Έγκώ βλάκας είναι! Πώς γίνει ντοϋλος, άφοϋ πνιγμένο είναι; "Οποιος πνίγη, γίνει φαγητός στο κοροκόντειλος, φάει - φάει αυτό! Αρέσει έσένα αυτό, Κοντοστοΰπος; Όκι αυτό αρέσει έσένα, έσύ ντειλό είναι, φοβιτσιάρος είναι, έγκώ οκι λέει έσένα άντρας είναι! Έσύ γυναΐκος είναι, έσύ φουστάνις πρέπει φοράει, ματζΐ ΈλχίναΜελχίνα πλένει πιάτος μέσα κουτζίνα! Έγκώ περιμένει έσένα κάνει μονομαχίοςί Έγκώ οκι φίλο ντικό σου ΑΤΣΙΝΤΑΣ
ΚΑΘΗΚΟΝ ΟΔΟΝ ΣΑΣ ΕίΝΑΙ ΝΑ
I \ν\\νν\\\\ν\ΛΛ^ννν\Λν\\\νν\ννν\\ΛΛΛ'ννννννΛ'νννννννιΛν'ννννν\\\ΛννΛΛ\\λΛΛ\ννν\\\νΐα\ν\\ν Κολοσσιαία αντα μ τεράστια δόντια και νύχια! Αιμοδιψή πλάσματα μέ μακρυές ουρές, που βγάζουν φωτιά από τά ρουθούνια τους! Οι Υπεράνθρωποι μάχονται μέ άπόγνωσι για νά απαλλάξουν τή Γή από τούς τρομακτικούς αυ τούς επιδρομείς! Οι μάχες αυτές δμως δεν είναι τί ποτα μπροστά στις καταπληκτι κ έ ς τιτανομαχίες, πού διεξάγονται
<ννννΐ^\\^Λ^ννννννννννΛΛ\^Λ\^νννννν\\\νν\ννν\ΑΛνΐ^νΐΜΛΛ\νννΛΛ'ν\Λ'νννννννννν\Λννν'ννν»/1 Έκεΐ, περτμένει τούς Υπεράνθρωπους ή μεγαλύ τερη έκπληξι τής ζωής τους! Έκεΐ, συναντούν φ/ππάλους πού είναι τρομερώτεροι από κάθε προηγού μενο! Έκεΐ, συναντούν πλάσματα ωραιότερα από τούς ανθρώπους τής Γής!
^νννΐ\ννν\Αννννννν^νΛ'ίΛΥνννί'ΧΛΑΛΛΑ ννΐ/νννίννν^^ννννν^νν\ννννννν\\αΛ\ΜΛ/ν^ν.Λ,1'!/νΛΛ,νν'
Μιά ύπερπεριπέτεια, πού δημοσιεύεται στο 8 Ο τεύχος τού «Υπεράνθρωπου», πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα!
·»®Φβ®®®*©©®©®©·©®β©®@φ®·0ί'·^»*Φβ®*ββ®βββ©©®©®3®©©®®ββ©βΦ»©©0©4»0©©3β©Φ®θ@©®®®©θ®3β®©©©®β©·©®®Φ©Φ©β
©0©ββ®3®β«ι@©Ο©β©Φ**·©®βΦ®β·©βΦ®©@3@©Φ»©®«9ββ©Φββββ©ί9®*©Ο©®©®®©βββ*©*ΘΟ©®®·©®*©®©®Φ©®©»β®®©®©@ΘΦ©«@β®
Καινούργιος κίνδυνος απειλεί τή Γή! Απίθανα τέρατα πλημμυρίζουν την^ Αμερική και-■ την Ευρώπη! .-λ**-· -- —Γιγάντιοι δράκοι γεννημένοι
9···ο····························································*<&
>ν<·>; -V γγν ν·- ->
"Τ ΑΡΓΚΑ,, >
ν >
>
' 3Αριθ.
19.—ΔΡΑΧ. .2.000
*
Εβδομαδιαία Βιβλία * Ηρωικών Περιπετειών.
Τά προηγούμενα τεύχη πωλούνται στά
*
γραφεία μας, πού εΐναι
ανοικτά κά-
*
Γραφεία: Λέκκα 23 ’Α,ριθ. Τηλεφ. 36.373
θε μέρα 9—■ Ί '/ι καί 5—7, έκτος τού
.
άπογεύματος τής Τετάρτης.
’
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Αρχισυντάκτης;· Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊ στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς. Μεγίστης 19. ·<
ΕΖ.ΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) 2) 3) 4) 5) 6) ?) 8) 9) 10)
11) * I ππ άμενος Τράμος. 12) Τό φαρμάκι της κόμπρας. 13) *Η αρπαγή τής Μαλόα. 14) Σ Τό βωμό τού Μαύρου Δαί μονα. 15) Πΐ'θηικάνθρωποι του Μπουάνα. 16) Κ ονηγός 3 Ανθρώπων. ό Κύριος των 17) Καλούγκα, Αετών. 18) Τό Λάσσο του "Ελληνα. 19) 'Ο πράσινος Υαλαστης.
'Ο κυρίαρχος της Ζούγκλας. Ή σπηλιά με τά Διαμάντια. ΖοΟμπσ, ό * Ιερός Ελέφαντας Ό φύλακας των θησαυρών. Μαλόα, το Κορίτσι -.Τίγρις Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας. Μονομαχία Βασιλέων. Συναγερμός στη Ζούγκλα. Ζανούρ ό προδότης. Στη φωλιά του Ζανούρ.
^\4\\νν\\\\\Λνννν\\ννν\\\ννν\^ν^νΐΛΛΛνν\\\ννΐν\ν\\\Λ\Λ\νννννννννννννννννν4\ννντννννΐ\'ννν'Μ.νν\ννν\\'\\ννννννΜΛ'*: Λ-
Δ
Λ
Λ
Λ
Α
Α
Λ
Β
Β
■
■
■
■
Σ
Σ
Σ
Σ
Σ
Σ
Σέ λίγο καιρό όλα τά Ελληνόπουλα θά δοκιμάσουν μια ευχάριστη εκπληξι! Ό κ. Θάνος "Αστρίτης, που πάντα ή μόνη του σκέψις είναι νά προσφέρη στά παιδιά μορφωτικά και συναρπαστικά αναγνώσματα, ετοιμάζει κάτι πού θά σάς άφήση δλους κατάπλη κτους.
Δ
* **
Λ
*
Λ
Α
Α
■
Β
■
Σ
9
Σ
Λ'\ννν\\ν^Λ'^νΐ'νν\ννν'νννν\/\\'ννν'(.1ΛνΐΛ\ΊΛ^'1\ννν\ΛΛ\ν\νΐν\ν\,ΐννννίΛνν\\\,ΙΛΛΛ1ΛΛ-νννννΊ\\\νννΐΛν4.νΐνΐ,ΜΛΜνν».ν\\'ννν.
ΤΙΜΗ ΔΡΧ. 2.000
*****
ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΗ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ’.’ΛΕΓΟ ΜΑΙ VΑΜΠΕΡ! ΕΫ-Ι ΥΑΡ»1Τ$ ΓΙΑ Τ4
βοΜθΕ'Α’.
ΛΕΓΟΜΑΙ νΑίΜ^£Ν* ΟΠΟΙΟΣ Μ\1ΕΙ ΤΟ ΓΕΡΑ' ν<\ Ε.Ι ΗΑ' α>ΙΑ0^ ΜΟν! >
Τ» ΕνκΑΐΡΙΑΪ ΖΗΤΟν/ΣΑΜΕ ΤΡΟΠΟ (ΝΑ 3ε<1>νΓθνΐΜ£ κΑ\ ΜΑΣ ΗΡΘΕ ΑΠ ΤΟΝ ΟνρΑΝΟ !
ΑΚΟΥΣΤΕ- 0ΑΐΓίΕ.ίΤ£
ΝΑΥΤΙΚΟ»! ΘΑ ΘΕΛΑΤΕ. ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΤΕ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟ ΠΛΟίΟ Μθ^
χμ ΝΥΜ0Η;
Τη
>
εννΑριΖτον^ε α.
> ί^^'ΠεΡ 1· Θα
ΕΠίΒίΒΑΙΘΟνΜΕ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ ΖΑΐ'.
ΝΫ>ΤΑ,ίΤΜΝ π ΡΟΚΥΜΑΙ Α
ΓΕΡΑΚΙ1.
κντΤΑΞΕ! Τ
ΘΑ ΤΟνΖ
ί
Η ΣνΜίΜΟΡίΑ Τον I ΣΕΛΑΘΕ Ο ΧΑΝ1ΕΓ» ΑΝΕΒΑΙΝΕ» I ΜΓ\ΕΡ » ΠΑ<
ΐτμ ΝΥΜ«ί>Η 1
ΙΜΠΕΛΑ^
τρομητο
το κβριτπ και το τεμι ^ΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ^' ', ■
Ο ΤΑΡΓΚΑ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΤΡΟΜΕΡΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΛΌΥΓΚΑ ΚΑΙ Α.
< ' "
'
ΗΑΛΛΑΣΣΕΙ
ΠΑΝΤΑ
!
' •
ΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ ΚΥΡΙΟ ΤΩΝ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΕΤΩΝ...
, .
ΓΙΑ
< ΚΕΦ. 1. 'Όττου ό Ατσίδας ορ κίζεται νά φάηι το ^αλκά του!
3Ατσίδας μόλις έχει τε λειώσει τό εικοστό πεπό νι του καί κάθεται ξαπλωμέ νος νά χώνεψη. Πιο πέρα, ^ ή Μαλόα φτιάνει ένα στεφάνι από λουλούδια κι3 ό Τάργκα πιο κάτω φτιάνει ένα γερό σκοινί από κληματίδες. Ό Σάμπα γυρίζει δώθε - κεΐθε άσκοπα. Ξαφνικά, ό Τάργκα άνασηκώνει τό κεφάλι του. Τ3 αυτί του παίρνει έναν αδιόρατο θό ρυβο, πού κανείς ίσως άλλος δεν θά τόν αντιλαμβανόταν. Σέ λίγο ό θόρυβος γίνεται πιο ευδιάκριτος, γιατί τόν α κούει κι3 ή Μαλόα κι3 ό Α τσίδας. — 'Άντρωπο έρχεται!, λέ ει ό τελευταίος αυτός, χωρίς νά κινηθή από τη θέσι του. — Καί φαίνεται πώς είναι φίλος, ^ προσθέτει ή Μαλόα, γιατί δεν φροντίζει νά κρύψη τό θόρυβο των βημάτων του. Κι3 οί τρεις περιμένουν, κυττάζοντας προς τό μέρος προς ακούστηκε ό θόρυβος. Αίγες στιγμές αργότερα προ βάλλει ένας μαύρος τής φυ
0
4
ΤΑΡΓΚΑ
λής των Δόλο. Φαίνεται τρο μοκρατημένος. Βλέποντας τον Τάργκα, πλησιάζει καί σκύβει μπρο στά του, σ’ έ'νδειξι υποταγής. — Τί συμβαίνει; ρωτάει ό Τάργκα, βλέποντας τό τρομο κρατημένο ύψος τού μαύρου. — Κίνδυνος απειλεί τό χω ριό μας, μπουάνα (Κύριε), απαντάει ό μαύρος. Κι5 ό αρ χηγός μου ζητάει τη βοήθειά σου! — Ποιος είναι ό κίνδυνος αυτός; — "Ακούσε, μπουάνα. Προ χτες ήρθε στο χωριό των Δό λο ένας μαύρος Κίντου. Κ ά λεσε στην πλατεία τού χω ριού όλους τούς Δόλο καί τούς πρόσταζε να είναι έτοιμοι νά υποταχθούν στις διαταγές τού μεγάλου Κυρίου τής Ζούγ κλας... Ό Τάργκα γελάει. — Έγώ δεν έστειλα κανέναν, λέει στον μαύρο. — Κύριο τής ζούγκλας δεν έλεγε εσένα, μπουάνα. Δέν είπε ποιος είναι, αλλά άφησε νά ψανή πώς είναι κάποιος τρομερός. Βέβαια, ό αρχηγός μου τοΰ είπε ότι άν ξαναπατήση στο χωριό, θά τον γδάρη ζωντανό. Ό Κίντου έφυγε χωρίς νά πή τίποτα... Έν τφ μεταξύ ό Ατσίδας έχει άνασηκωθή κι5 έχει τεν τώσει τ’ αυτιά του. Κάτι ά σχημο τού μυρίζει αυτή ή δου λειά. ^— Εξακολούθησε!, λέει ό Τάργκα. ^— Χτές, μπουάνα, έγινε κάτι φοβερό. Ήταν κοντά με σημέρι, όταν παρουσιάστηκε
στο χωριό ένας άλλος Κίντου. Στάθηκε στη μέση τής πλα τείας καί έπανέλαβε τά ίδια πού είχε πή καί ό άλλος. “Ό λοι οί Δόλο νά υποταχτούν στον Κύριο τής Ζούγκλας. Έ νας από τούς δικούς μας τον άρπαξε καί δήλωσε ότι πρό κειται νά τον γδάρη ζωντανό. Τότε ακριβώς έγινε τό κακό. Ό δικός μας έβγαλε μιά ά γρια φωνή κι5 έπεσε κάτω σπαράζοντας. Ό Κίντου είχε τιναχτή πίσω κι" όσο νά συνέλθουμε άπό τη σαστιμάρα μας, είχε γίνει άφαντος. Τρέξαμε όλοι πάνω στον δικό μας: ήταν νεκρός. Καί στο μέρος τής καρδιάς του ήταν μιά τρομερή πληγή άπό φω τιά... — Άπό τί; ρωτάει ό Α τσίδας, πού έχει σηκωθή κιό λας όρθιος. — "Από φωτιά! -— Φωτιά; ρωτάει ό Τάρ γκα, χωρίς νά καταλαβαίνη. Ποιος τον έκαψε; — Αυτό δέν καταλαβαίνου με καί μεΐς. Φωτιά δέν υπήρ χε πουθενά. Ούτε κι" είδε κα νείς μας φωτιά. Κι" όμως ή πληγή του ήταν άπό φοοτιά, χωρίς νά ύπάρχη ίχνος φω τιάς. —Μήπως όλος Δόλος κοι μάται - κοιμάται μέρα - μεσημέρις; ρωτάει ό "Ατσίδας. — "Αστειεύεσαι, μπουάνα, λέει ό Λόλο.’ Αυτό τό είδε ό λο τό χωριό. "Υστερα δέν εί ναι μόνο αυτό. Σήμερα τό πρωΐ ήρθε τρίτος Κίντου. Στάθηκε στή μέση κι" είπε τά ίδια πού είχαν πή καί οι άλ λοι. Πρόσθεσε μόνο ότι, άν
&
ΤΑΡΓΚΑ μέχρι αύριο τό ττρωΐ δεν είναι οι Αόλο έτοιμοι για νά έκτελέσουν τις διαταγές του Κυ ρίαρχου τής Ζούγκλας, δλο τό χωριό θά καή όπως καίγονται τά ξερά χορτάρια, όταν τους βάλεις φωτιά. "Υστερα άπ" αυ τό ό αρχηγός μου μ3 έστειλε σέ σένα, μπουάνα, καί σέ παρακαλεΐ νά έρθης σέ βοήθεια όλων μας. Ό Τάργκα στέκεται σκε φτικός. — Καί βέβαια θάρθω, λέ ει στο Αόλο. 3Αλλά δέ μου λές; Οι Κίντου δέν σάς εΐτταν ποιος είναι αυτός ό Κύριος τής Ζούγκλας; — Καί βέβαια! Αυτός που ήρθε σήμερα, μάς είπε δτι έ νας είναι πιά ό Κύριος τής Ζούγκλας... Ό Καλούγκα, ό Κύριος των 3Αετών... Ό Τάργκα αναπηδά. Ό "Ατσίδας δαγκώνει τό χαλκά του μέ λύσσα. Ή λΑαλόα έχει χλωμιάσει. Ό Σάμπα πού έ χει πλησιάσει κάνει ένα μορ φασμό φόβου... — Ό Καλούγκα; λέει ό Τάργκα. Γλύτωσε, λοιπόν, ό δαίμονας αυτός κι3 από τούς καταρράκτες; — Αυτός δέν εΐν3 άνθρω πος, είναι σατανάς!, λέει η Μαλόα. — Και σατανά αυτό νά εί ναι, άμα γλυτώση από Άτσίν τας, εμένα φάει - φάει χαλκά μύτη ντικός μου!, λέει άγρια ό Ατσίδας. — Τούτη τη φορά δέν πρό κειται νά γλυτώση, Ατσίδα, λέει αποφασιστικά ό Τάργκα. Σου δίνω τό λόγο μου δτι καί στο στόμα τών κροκοδεί
λων νά πέση θά πέσω μαζί του γιά νά βεβαιωθώ δτι τον έφαγαν. Και γυρίζοντας στο μαύρο Αόλο λέει: — ΓΊροχώρει μπροστά κι3 ώδήγησέ μας προς τό χωριό σου. "Εμείς θά σ' ακολουθή σουμε... ΚΕΦ. 2. "Οπου ό ’Ατσίδας βρίσικει ευκαιρία νά δώση ενα γέρο ξύλο!
αθώς προχωρούν ακολου θώντας τον Αόλο, ό ’Ατσί δας δαγκάνει συνεχώς τό χαλ κά του και κάνει ολοένα «γρρρ!», πράγμα πού σημαί νει ότι βράζει από τό θυμό του. Ό Τάργκα δέν μιλάει. Φαί νεται συλλογισμένος. Κατα λαβαίνει δτι, δσο ό Καλούγ κα είναι ζοοντανός, κανείς από τούς δικούς του δέν είναι α σφαλής. Αλλά είναι αποφα σισμένος τούτη τη φορά νά δώ ση ένα τέλος. "Ενα οριστικό τέλος! "Υστερα από δυο ώρες πο ρεία, φτάνουν στά περίχωρα τού χωριού τών Αόλο. — 3Εσύ θά πάς στο χωριό σου καί θά πής στον αρχηγό σου, δτι πρόθυμα θά τον βοη θήσουμε. Θά τού πής όμως ε πίσης δτι δέ θά πή σέ κανό ναν δτι βρισκόμαστε εδώ γύ ρω. Πήγαινε. Ό Αόλο εξαφανίζεται μέ σα στούς θάμνους. Οι τέσσε ρις^ φίλοι κάνουν τώρα συμ βούλιο. — "Εσείς θά καθήσετε ε δώ, λέει ό Τάργκα. "Εγώ θά κάνω μιά βόλτα νά εξετάσω
Κ
τά γύρω. Μην άπομακρυνθήτε. Σέ λίγο θά γυρίσω. Ό Τάργκα απομακρύνεται αθόρυβα και σέ λίγο εξαφανί ζεται πίσω από τά δέντρα. Ό "Ατσίδας κι5 ή Μαλόα κάθον ται χάμω, ένφ ό Σάμπα ανε βαίνει πάνω σ’ ένα δέντρο. Καθώς προχωρεί, ό Τάρ γκα σταματάει απότομα. Α πό μακρυά ακούει μιά παρά ξενη κραυγή : «Γιάαα!... Κάαα!». Καταλαβαίνει ότι είναι ή πολεμική κραυγή των Κίντου. Φαίνεται πώς κάπου εδώ γύ ρω γυρίζουν δυο - τρεΐς απ’ αυτούς. Που όμως εΐναι; Α ποφασίζει ν’ άνέβη σ’ ένα ψη
Ό Τάργκα κι* ό Κ αλούγκα, ό Κύριος των Αετών, συγκρούον ται!
λό πυκνό δέντρο νά κυττάξη γύρω. 'Αρπάζεται έτσι άπό μιά κληματίδα καί τινάζεται προς τά επάνω. Μά τήν ϊδια στιγμή ένας Κίντου πού βρισκόταν πάνω στο δέντρο, κόβει μ’ ένα μα χαίρι τήν κληματίδα κι’ ό Τάρ γκα βρίσκεται πεσμένος μέσα σέ πυκνά κλαδιά καί θάμνους. Κι’ είναι ευτύχημα ότι άπό κάτω ήσαν πυκνοί θάμνοι κι’ οχι τό έδαφος, γιατί ασφα λώς, έτσι απότομα όπως έπε σε, θά: χτυπούσε γιά καλά. Τινάζεται όρθιος καί χω ρίς νά χάση τήν ψυχραιμία του, τινάζει τό μαχαίρι του προς τήν κορυφή τού δέντρου πού στέκεται ό Κίντου. Ό μαύρος, χτυπημένος στο πλευ ρό, πέφτει μέ τό κεφάλι κά τω. Ό Τάργκα παίρνει τό μα χαίρι του. Κρύβεται μέσα στούς θάμνους καί περιμένει, -έρει ότι οί Κίντου, πού στή ζούγκλα τούς άποκαλούν «αν θρώπους τών δέντρων», άναρριχώντοα στά δέντρα μέ τόση έπιδεξιότητα καί τόση ικανό τητα, πού δύσκολα μπορεί νά τούς διακρίνη κανείς. "Έτσι ό ατρόμητος "Ελληνας ρίχνει μέ τρόπο ματιές προς τό δέν τρο, στήν ρίζα του οποίου εί ναι κρυμμένος, ένφ γύρω τον καλύπτουν οι θάμνοι. Τό μάτι του παίρνει έναν Κίντου, πού έχει έρθει άπό πάνω του έτοιμος νά πηδήση. Ό Τάργκα πιάνει μέ τρόπο τό μαχαίρι του. Τήν ίΤκα στιγμή πού ό Κίν του πηδά έπάνω του, ό Τάρ γκα τραβιέται πλάγια. Ό
?
Ξαφνικά,
ό
Άτσί&ας, μέ τό τσεκούρι στο: χέρια, μάτια άοιό την έκτ.'λτξι!
μαύρος πέφτει μέσα στους θά μνους, άκριβώς δίπλα του και πριν προλάβη νά σηκωθή, δέ χεται μια γερή γροθιά στο πρόσωπο. Ό Τάργκα θεώρη σε περιττό νά χρησιμοποίηση τό μαχαίρι του. Κάτω απ’ τη σιδερένια γρο θιά του ό μαύρος μένει ακί νητος. Ό Τάργκα του δένει τά χέρια πίσω στη ράχη μέ μιά γερή κληματίδα. "Υστε ρα^ τον δένει γερά στή ρίζα του δέντρου. Άφήνοντάς τον ξεκινά νά γυρίση στο μέρος, όπου τον περίμεναν οί φίλοι του. **£ Στο μεταξύ ό ’Ατσίδας, βαριεστη μένος νά κάθεται, σηκώνεται νά πάη για κανέ
γο·υ·ρλώ\ει
Ία
να άγριοπέπονο. *Έτσι σιγάσιγά απομακρύνεται χωρίς νά τό καταλάβη. Τό ίδιο κάνει κι5 ό Σάμπα, πού προχωρεί από κλαδί σε κλαδί κι5 από δέντρο σε δέν τρο, κυττάζοντας γιά καρύ δες. "Ετσι ή Μαλόα μένει μόνη της. Σχεδόν έχει αρχίσει νά τήν μισοπαίρνη ό ύπνος, ό ταν άνοίγη ξαφνικά τά μάτια της σάν νά προαισθάνεται κίν δυνο. Καί, πράγματι, αυτό πού βλέπει τήν κάνη νά χάση τό χρώμα της: Μπροστά της έ να ζευγάρι τίγρεις στέκονται και τήν κυττουν. Ή Μαλόα κυττάζει κι* αυ τή τά κοκκινωπά μάτια των
ΤΛΡΓΚΑ
ΰ ί
Ι·—·.■■■■■»■■·Χ·Ιί*·1Μ
Ί
■·ν-^Μ·Τ—.·ΤΤ>1··
δύο θηρίων. Καταλαβαίνει ότι αυτή τη ψορά είναι τό τέλος της. Ό Ατσίδας είναι μακρυά, ό Σάμπα ούτε φαίνεται κι’ ό Τάργκα έχει πάει γιά νά ανίχνευση τά γύρω. Κι5 άν ύποτεθη ότι σκοτώνει τή μιά τίγρη, δεν θά γλυτώση από την άλλη, που θά εξαγριωθή άκόμα περισσότερο, γιατί φαίνεται πώς είναι ζευγάρι. Κι5 όταν τό θηρίο χάση τό ταΤρι του, γίνεται τρομερό. Μέσα της κιόλας κάνει μιά προσευχή... Ό Τάργκα πού γυρίζει ε κείνη την ώρα πίσω, πριν α κόμα δη τις δυο τίγρεις, τις νοιώθει από τή μυρωδιά. Κι’ αυτό τον γεμίζει αγωνία. Προο:ισθάνεται ότι ή αγαπημένη του Μαλόα κινδυνεύει. Καθώς προχωρεί γοργά, δια κρίνει τις δυο τίγρεις, πού εί ναι έτοιμες νά όρμήσουν. Καί απέναντι τους τό μάτι του παίρνει τή Μαλόα. Δεν προ λαβαίνει νά έπιτεθή στά θη ρία γιατί ή άπόστασι είναι αρκετή. Στέκει γιά μιά στι γμή αναποφάσιστος. -αφνικά βγάζει μιά δυνα τή κραυγή. Είναι ό μόνος τρό πος γιά νά γλυτώση τήν δμορ φη κοπέλλα. Πραγματικά, οι δυο τίγρεις, άκούγοντας τήν κραυγή, στρέφονται προς τά έκεΐ. Καταλαβαίνουν ότι έχουν ν5 αντιμετωπίσουν καινούργιο αντίπαλο καί μάλιστα πιο ε πικίνδυνο. Αυτό θέλει κύ ό Τάργκα. Μέ δυο πηδήματα πλησιάζει τις τίγρεις. Στο διάστημα αυτό, ή Μα λόα κάνει ένα βήμα μέ τό μα
χαίρι της στο χέρι. Ή τίγρις, βλέποντας τήν κίνησι τής κοπέλλας, όρμά επάνω της. Ή νέα τήν περιμένει. Καί, καθώς τά φοβερά νύχια τού θηρίου είναι έτοιμα νά μπη χτούν στις σάρκες της, ή Μα λόα τής βυθίζει τό μαχαίρι στο λαιμό. Ή τίγρις πέφτει κάτω σφαδάζοντας. Τήν ίδια στιγμή ό Τάργκα δέχεται τήν έπίθεσι τής άλ λης τίγρης. Καθώς όμως κρα τά τό μαχαίρι, τον χτυπούν τά νύχια τής τίγρης στον καρ πό καί γιά νά προφυλαχθή α φήνει τό μαχαίρι καί τραβάει πίσω τό χέρι του. Θηρίο καί άνθρωπος κυλι ούνται τώρα μαζί. Ό Τάργκα όμως δεν έχει πάρει όμως χωρίς λόγο τό όνομα τού Κυ ρίαρχου τής Ζούγκλας. Μέ μιά υπεράνθρωπη -δύναμι πιά νει μέ τά δυο χέρια του τά σαγόνια τής τίγρης. "Ενα τρο μερό «κράκ» άκούγεται, συνοδευόμενο μέ ένα φοβερό βρυ χηθμό. Τά σαγόνια σπάζουν καί εξαρθρώνονται. Ή δύναμι τού θηρίου παραλύει κι5 ό Τάργκα σκύβοντας αρπάζει τό μαχαίρι του καί τό βυθίζει στήν καρδιά τού ζώου, που μένει ακίνητο... Σε λίγες στιγμές κρατά στήν αγκαλιά του τη Μαλόα, πού μόλις έχει συνέλθει άπό τή λαχτάρα πού δοκίμασε... ΑΑ☆ Σέ λίγο γυρίζει κι5 ό ^Α τσίδας μέ τον Σάμπα. Ό Α τσίδας έχει κάνει αρκετή προ μήθεια άπό άγριοπέπονα κι1 όλοι κάθονται νά φάνε, γιατί
ό δρόμος κι* ή κούραση τούς έχουν ανοίξει την δρεξι. "Οταν τελειώνουν, πρώτος σηκώνεται ό Τάργκα. — Έγώ'θά μπω στο χωριό των Λόλο, λέει. Τό ίδιο θά κάνετε καί σεΐς, αλλά έναςένας καί χωρίς νά σάς πάρη κανείς εΤδησι. Θά κρυφτητε στους γύρω θάμνους καί 6ά περιμένετε. "Ετσι πρώτος ξεκινά ο Τάργκα. Λίγη ώρα αργότερα βρίσκεται μέσα στην καλύβα του αρχηγού τών Λόλο. Ό Αρχηγός, ό Μουσούνγκου, διη γεΐται στον Τάργκα τί συνέ βη. Την ίδια στιγμή άκούγεται θόρυβος. "Ενας Λόλο πολεμι στής μπαίνει μέσα στήν κα λύβα του αρχηγού. — Μπουάνα, λέει, ένας Κίντου ήρθε απεσταλμένος τού Κιπάνγκα Μπουάνα, τού Κυρίου τών Αετών... Ό Τάργκα επεμβαίνει πριν αρχηγός τών Λόλο απάν τηση : ^ — Πές του νά έρθη εδώ!, λέει. Σέ λίγο ένας μαύρος Κίν του· μπαίνει στήν καλύβα. — Τί θέλεις; ρωτάει ό Μου σούνγκου. ;— Ό αρχηγός μου, ό Καλούγκα, ό Κύριος τών Αετών, ρωτάει τον αρχηγό τών Λό λο: Δέχεται νά ύπακούση στις διαταγές του; Πριν άπαντήση ό Μουσούνγκου, μιλά ό Τάργκα: λ— Πες στον αρχηγό σου, λέει στον Κίντου, ότι ό άρχηγός τών Λόλο υπακούει μόνο στις διαταγές τού Τάργκα,
τού Κυρίαρχου τής Ζούγκλας. Κι5 άν ό Καλούγκα θέλη, πές του ότι ό Τάργκα τον πε ριμένει όπου καί δποτε θέλει.. Πήγαινε! Ό Κίντου στέκεται άπαθής. —Ό αρχηγός μου, λέει, σάς κάνει γνωστό δτι θά κάψη δλο τό χωριό, στήν περίπτωσι πού ό αρχηγός τών Λόλο θ’ άρνηθή. Καί πρώτα, γιά δεί γμα, θά κάψη τήν καλύβα τού Μουσούνγκου. Καί λέγοντας αυτό βγαίνει άπ5 τήν καλύβα, σηκώνοντας τό χέρι του σάν είδος χαιρετι σμού. Φαίνεται δμως πώς αυτό εΐναι σύνθημα γιατί σέ λίγα δευτερόλεπτα συμβαίνει κάτι παράξενο καί καταπληκτικό: Ή καλύβα τού αρχηγού τών Λόλο, μέσα στήν οποία βρι σκόταν ό ίδιος μέ τον Τάρ γκα, αρπάζει φωτιά! Μόλις προλαβαίνουν ό Μου σούνγκου κι5 ό Τάργκα νά πεταχτούν έξω γιά νά μήν κα ούν ζωντανοί. Ή καλύβα καί γεται σάν πυροτέχνημα. Οί άλλοι Λόλο έχουν μαζευτή καί ξερριζώνόυν τούς γύρω θά μνους γιά νά μήν έπεκταθή η πυρκαϊά. Ό Τάργκα κυττάζει γύρω γιά νά ίδή τον Κίντου. Μά αυ τός έχει έξαφανισθή... * Ίκ ★ Ξαφνικά άκούγονται φωνές, ουρλιαχτά. Καί σέ λίγο ψαίνε ται ό Ατσίδας πού κρατά στο ένα χέρι ένα μαστίγιο από κληματίδες καί μέ τ' άλλο χέ ρι τον Κίντου, τον οποίο μα στιγώνει αλύπητα.
<0
ΤΑΡΓΚΑ
— Ετούτος Καλούγκα στέλνει - στέλνει, λέει ό 5Ατοίδας. Λοιπόν, πρέπει πάρει πάρει κάτι γιά κόπο ντικό του! Νά! Και κατεβάζει μερικές μέ το μαστίγιο στά πισινά του Κίντου, πού ουρλιάζει πη δώντας σαν νά πατάη σε κάρ βουνά. — *Έ, Ατσίδα!, φωνάζει ό Τάργκα, πού δύσκολα κρατάει τά γέλια βλέποντας τό κωμικό θέαμα. χ Ό 5Ατσίδας γυρίζει νά δη τον Τάργκα και χαλαρώνει τό σφίξιμο του μαύρου. Αυτή την ευκαιρία επωφελείται κι* αυ τός κι5 εξαφανίζεται ξεγλυ
στρώντας μέσα από τά χέρια του Ατσίδα! Ό Ατσίδας δέ φαίνεται ν’ όνησυχί) γιά τη δραπέτευσι τού μαυρου. Τού έχει δώσει, άλλωστε, αρκετές ώστε νά είναι ικανοποιημένος. Πλησιά ζει τον Τάργκα. — Εμένα θέλει ντίνει αυ τό κι5 άλλος ξυλιές, λέει στον Τάργκα, αλλά μιλάει κύριος Τάργκα, εμένα κυττάζει έντώ, Κίντου φεύγει... — Δέ θά πάη και πολύ μα κρυά, λέει ό Τάργκα. Μείνε ε δώ, Ατσίδα, καί θά γυρίσω. Και λέγοντας αυτά, τρέχε1 προς τό μέρος, από τό όποΐο είχε έξαφανισθή ο Κίντοσ. Γιατι είναι βέβαιος ότι ό μαϋ ρος θά πήγαινε οπωσδήποτε ν5 άναφέρη στον Καλούγκα τί άκριβώς συνέβη... ΚΕΦ. 3. "Οίτου ό Τάργκα βρί σκεται ^ αντιμέτωπος μπροστά σ’ ενα μυ στήριο!
κολουθώντας^ τά ϊχνη τού μαύρου, πού είναι άρκετά ευδιάκριτα, ό Τάργκα προ χωρεί σκυφτός. Είναι βέβαιος ότι θά συναντήση τον Κα λούγκα. Ξαφνικά, άπό^ ένα δέντρο πέφτουν δυο μαύροι Κίντου επάνω του. Ό Τάργκα τινά· εται και μέ μιά γερή γρο«ά στέλνει τον ένα τρία μέ τρα μακρυά. Ετοιμάζεται νά χτυπήση τον άλλον, όταν ένα παράξενο, φοβερό στη θέα τέ ρας, πέφτει επάνω του. Είναι ένα είδος πελώριου νορίλλα, μέ τεράστια σουβλε ρά χέρια. Ή θέα του μόνο
Α
"Ενας Ακούσιος γο:ρίλλσς έτοιμάζεται νά ριχτή εναντίον της!
ΫΑΡΓΚΑ τγ^
Ο Τάρ γκα /ΐά τό τέ ρας αύ\ χν/κούρου» τό >ένε ο! ιθαγενείς — μά δεν τό έχει ποτέ του συναντή σει. Καί νά τώρα πού βρίσκε ται μπροστά του. Και τό πα ράδοξο είναι δτι επιτίθεται στον Τάργκα κι’ όχι στους δυο Κίντου. Σίγουρα κύ αυτό εΐναι στην υποταγή του Καλούγκα! Ό Τάργκα θά μπορούσε νά σπάση τά κεφάλια και των δυο Κίντου, θά μπορού σε ακόμα νά σκοτώση μέ μιά καλή μαχαιριά και τό τέρας αυτό. Μά ό «γκούρου», πέ φτοντας αναπάντεχα, τον είχε περιβάλει μέ τά δυο τερά στια μπράτσα του καί τού εί χε καταστήσει αδύνατη κάθε κίνησι. Ό ένας Κίντου, αυτός πού έφαγε τή γροθιά, έχει κιόλας σηκωθή. Μαζί μέ τον άλλον κόβουν μερικές κληματίδες καί δένουν γερά τον Τάργκα, πού τον κρατάει πάντα σφι χτά στά τρομερά του χέρια ό γκούρου. "Υστερα πιάνοντάς τον α πό τά χέρια κι’ από τά πόδια ξεκινούν γιά τό μέρος πού έπρόκειτο νά πάνε. "Ενα τέταρτο αργότερα βρίσκονται σ’ ένα ξέφωτο, στή μέση τού οποίου υπάρχει μιά καλύβα. Γύρω άπ5 αυτήν εί ναι μαζεμένοι καμμιά εικοσα ριά Κίντου καί περιδένουν Μόλις βλέπουν τους δυο δι κούς τους νάρχωνται, πετά γονται όρθιοι καί βγάζουν ά-
Το
χέρι
τοθ Ατσίδα μιέ δόνα'μι!
κατεβαίνει
λαλαγμούς χαράς. "Έχουν δη τον αιχμάλωτο! Δυο απ’ αυτούς τρέχουν νά τούς βοηθήσουν. Καί πιάνοντας τον Τάργκα τον τραβούν τπό κάτω, στή ρίζα ενός δέν τρου. Έκεΐ έρχονται καί οι άλλοι κι5 άρπάζοντας τό α τρόμητο Ελληνόπουλο, τό ση κώνουν ψηλά στά χέρια. "Ε νας Κίντου ανεβαίνει γρήγοοα στο χαμηλότερο κλαδί καί δένει τά χέρια τού Τάργκα σφιχτά έκεΐ, σέ τρόπο πού μόλις τά νύχια των ποδιών του νά άκουμπούν στή γη. — Μή σέ νοιάζει, άκούγεται μιά φωνή, πού ό Τάργκα
ΤΑΡΓΚΑ ωρίζει άμέσως, και .ινης έτσι πολύ. Θά οο νά σε απαλλάξου , α από τά βάσανα τού τής ζωής. , Είναι ό Καλουγκα! Ό Τάρ γκα τον κυττάζει χωρίς νά μιλάη. Καθώς τον βλέπει έτσι, στο μυαλό του περνά σαν α στραπή μιά ιδέα. Τό τέρας αυτό μιλάει ιταλικά καί προ στατεύεται από ένα φολιδω τό σκληρό περίβλημα, που ό χι μόνο τον κάνει τρομερό στη θέα, μά κάί άτρωτο. Καί ό μως αυτός πρέπει νά είναι άν θρωπος, σάν όλους καί νά έχη κάποιο τρωτό σημείο. Σέ λίγο, όχι μόνο ό Καλούγκα, αλλά καί οι άλλοι Κίντου εξαφανίζονται, άφήνοντάς τον έτσι μόνο, δεμένο. Που νά πήγαν άρα γε; Δεν προλαβαίνει νά όλοκλη ρώση τη σκέψι του, όταν βγάζη μιά τρομερή κραυγή πό νου! Μιά τρομερή φλόγα, ά γνωστο από που,· νοιώθει νά του καίη τό στήθος. Είναι κά τι τρομερό, πού μ5 όλη του τή γενναιότητα ό ατρόμητος "Ελ ληνας φοβάται. Γιατί φαίνε ται κάτι σάν υπερφυσικό. Ή τρομερή φλόγα καίει, είναι αβάσταχτη. Τέτοια θά ήταν αυτή πού έκαψε ένα Δό λο στο χωριό του Μουσούνγκου. Καί ξαφνικά συμβαίνει κά τι πού απαλλάσσει τό ατρό μητο παλληκάρι από τό φρι χτό μαρτύριο καί τό βέβαιο θάνατο. "Ενας ελέφαντας προβάλ λει μέσα από τά δέντρα. Κα θώς όμως περνά μπροστά από
ς τον Τά, φλογερές ε πάνω στο τυ. " Ενα τρομερό μουγγρητο άκούγεται κι5 ό ελέφαντας, τρελλός από τον πόνο, αρπάζει μέ τήν προβοσκίδα του τήν άκρη του κλαδιού πού ήταν δεμένος ό Τάργκα καί τήν σπάζει. "Υ στερα πιάνοντας πάλι μέ τήν προβοσκίδα του, οστό τή μέ ση τον Τάργκα, τρέχει καί ε ξαφανίζεται μέσα στή ζούγ κλα. Προχωρεί έτσι αρκετά καί στέκει. Τινάζει μέ δύναμι τον Τάργκα μακρυά κι5 εξαφανί ζεται πίσω απ' τά δέντρα. Στέκεται τυχερός ό Τάρ γκα, γιατί καθώς ό ελέφαν τας τον πετάει μέ δύναμι, πέ φτει μέσα στούς πυκνούς θά μνους. Ευτυχώς μπροστά του δέν έχει βρεθή κανένα δέν τρο, γιατί θά τσακιζόταν στον κορμό του. Άνασηκώνεται λίγο καί τρίβει τό στήθος του. Στο σημείο πού έχει καή, υπάρ χει μιά κόκκινη βούλα καί μιά μεγάλη φούσκα από τό κάψι μο. Τό μυστήριο αυτό τον κά νει σκεπτικό. Ό Καλούγκα δέν μεταχειριζόταν πιά τούς ό.ετούς του — φαίνεται πώς, υστέρα από τή θραΰσι πού τούς είχαν κάνει οι τέσσερις φίλοι, θά εΐχαν^ μείνει ελάχι στοι καί· θά τού είχαν φύγει καί εκείνοι —, μά πιο σατα νικά μέσα. Πώς μπορούσε νά διευθύνη άόρατος αυτές τις φλογερές ακτίνες καί πώς τις παρήγσ.γε; Αυτό τό μυστήριο, σκέφτε-
ΤΑΡΓΚΑ τσι ό Τάργκα, ττρέπει νά το έξιχνιάση. Γι’ αυτό σηκώνε ται. Δεν έχει σκοπό νά γυρίση αμέσως στο χωριό των Αόλο. -έρει πώς οι δικοί του είναι ασφαλισμένοι έχοντας γύρω τους τούς Αόλο. Τώρα πού βρήκε τό κρησφύγετο του Καλούγκα, δεν είναι διατεθει μένος νά φυγή χωρίς νά έκδικηθή, χωρίς ν’ άπαλλάξη τή ζούγκλα από τά φοβερά νύ χια αύτου τοΟ προσωποπο ιημένου σατανά... ’ &** Σηκώνεται και ξεκινά πάλι γιά τό μέρος πού συναντήθη κε μέ τον Καλούγκα. Πλησιά ζει αθόρυβα. Τό μέρος τώρα είναι έρημο. Φαίνεται πώς έ φυγαν όλοι. Κρυμμένος σε μερικούς θάθνους ό Τάργκα περιμένει. Θάχε περάσει κανένα τέταρ το, δταν φαίνωνται δυο μαύ ροι Κίντου. Φαίνεται πώς εί ναι οι μόνοι πού άπόμειναν ε κεί, ίσως γιά νά φυλάνε. Πλη σιάζουν προς τό μέρος του ί άργκα κουβεντιάζοντας. Ό "Ελληνας, πού ξέρει τή γλώσ σα τους, τούς παρακολουθεί. -— Αέν ξέρω τί καθόμαστε εδώ, λέει ό ένας απ’ τούς 6υό. Αυτός ό λευκός θάναι νε κρός πιά. Ό ελέφαντας μάς χάλασε τή δουλειά, μά δεν θά του τή χάρισε καί του λευ κου. Θά τον τσάκισε μέ τήν προβοσκίδα του. — "Υστερα είναι κι’ αυτή ή κοπέλλα, ή συντρόφισσά του, απαντάει ό άλλος. "Εχει μαζί κι’ έναν μ’ ένα χαλκά στή μύτη. Μά αυτή τήν ώρα ή κοπέλλα θάναι στά χέρια τού
13
Καλούγκα. Χμ ί Θά καλοπεοάση... Ό άλλος βάζει τά γέλια, — ’Αμ’ εκείνον μέ τον χαλ κά στή μύτη; 5Από τον χοώκά θά τον κρεμάση σ’ ένα δέντρο ό... Δέν προλαβαίνει δμως νά τελειώση, γιατί δέχεται μιά φοβερή γροθιά στον κρόταφο από τον Τάργκα, πού έχει τινσχτή όρθιος καί έχει ορμή σε ι εναντίον τών δύο μαύρων. Ή δύναμι τής γροθιάς είναι τόσο τρομερή, ώστε τό κεφά λι τού πρώτου χτυπά μέ σφοδρότητα στο κεφάλι τού δεύτε ρου μ3 ένα «βίνγκ». Δέ χρειά ζεται δεύτερη, γιατί οι δυο Κίντου πέφτουν φαοδειά- πλα τειά στο έδαφος καί μένουν α κίνητοι. Ό Τάργκα ούτε γυρίζει νά τούς δή. Ή σκέψι του είναι στή λΑαλόα. Αυτά πού ακού σε από τούς δυο μαύρους τον αναστάτωσαν. Ό Καλούγκα πάει προς συνάντησι τής Μαλόα, πράγμα πού σημαίνει άμεσο κίνδυνο γιά τήν όμορφη κοπέλλα. Γ.εκινά τρέχοντας γιά νά γυρίση στο μέρος δπου βρί σκεται ή Μαλόα. Τρέχει, τρέχει γρήγορα. Πλησιάζει στο χωριό τών Αό λο, στο μέρος πού έχει αφή σει τή Μαλόα. Καί πλησιά ζοντας βλέπει ένα φοβερό θέαμα. Ή Μαλόα είναι όρθια καί απέναντι της ένα λιοντάρι έ τοιμο νά έπιτεθή.’ Πίσω ακρι βώς από τή Μαλόα ένας μαύ ρος Κίντου έχει τεντωμένο τό δόρυ του κι’ ή αιχμή του άγ-
?«
ΤΑΡΓΚΑ
γίζει τή ράχη τής κοπέλλας. "Έτσι είναι αδύνατο να υπο χώρηση! Τής έχουν πάρει τό μαχαίρι κι* είναι άοπλη. Ό Τάργκα καταλαβαίνει δτι πρέπει νά ένεργήση κεραυνοβόλα. Θά μπορούσε νά ιτετάξη τό μαχαίρι του στον μαύρο. Κι5 ό Τάργκα στο ση μάδι μέ τό μαχαίρι είναι φο βερός. Μά έτσι θάναι κι" αυ τός άοπλος άπέναντι στο λιον τάσι. Τό μάτι του παίρνει ξα φνικά χάμοο ένα ξερό χοντρό ςύλο. Χωρίς νά χάση καιρό, τό άρπάζει καί τό πετάει μέ απίστευτη δύναμι προς τό μέρος τού μαύρου πού απει λεί μέ τό δόρυ στη ράχη τή Μαλόα. "Ενας ξερός κρότος άκούγεται. Ό μαύρος πού δέχε ται το ξύλο ακριβώς στη βάσι τού κρανίου πέφτει κάτω χωρίς νά βγάλη ούτε στενα γμό. I ήν ίδια στιγμή όρμά τό λιοντάρι. Μά ή Μαλόα ευκίνη τη σάν αίλουρος, πηδά πλά για. Το λιοντάρι πέφτει στο κενό. I υρίζει μέ λύσσα πίσω στην Μαλόα. Μά τώρα έχει φτάσει ό Τάργκα. Ό κίνδυνος τής άγαπημένης του δεκαπλα στάζει τις δυνάμεις του. Μέ μιάν μαχαιριά ξεκοιλιά ζει κυριολεκτικά τό λιοντάρι. Ή Μαλόα πού βλέπει τον α γαπημένο της, ένφ ταυτόχρο να καταλαβαίνει δτι ξέφυγε τον κίνδυνο, βγάζει φωνή χα ράς. -— Ό 5Ατσίδας; ρωτάει ό Τάργκα. Ό Σάμπα; Πού εί ναι;
— Δεν ξέρω, άπαντά ή Μα λόα. Τούς έχασα. Κάπου έδώ γύρω γύριζαν, μά δταν φώνα ξα δεν απάντησαν. Δεν ξέρω τί έγιναν. -αφνικά βάζει μιά φωνή τρόμου. Ό Τάργκα γυρίζει απότομα. Πίσω του βλέπει νά ττλησιάζη ό Καλούγκα! Μέ λύσσα ό Τάργκα^ όρμά εναντίον του. Κι’ οι δυο κυ λιούνται στο έδαφος, αποφα σισμένοι ό ένας νά έξοντώση τον άλλον. * * *
Τί έχει απογίνει στο μετα ξύ ό Ατσίδας; Ό νέγρος είχε άνακαλύψει μερικές καρύδες καί φωνάζοντας τον Σάμπα, τού τις έδει ξε. Ό μικρόσωμος μαύρος ή ταν έτοιμος νά άνέβη στο δέν τρο, δταν κι3 αυτός κι3 ό "Α τσίδας δέχτηκαν τήν έπίθεσ' μερικών Κίντου. Βέβαια, μερικοί Κίντου ή ταν μιά... μπουκιά γιά τον "Α τσίδα. Καί πράγματι, εΐχε σπάσει τρία κεφάλια, δταν ό Σάμπα, πού είχε δεχτή μιά γερή κλωτσιά στο κεφάλι, κυ λίστηκε κάτω. Μέ λύσσα ό Ατσίδας θέλησε νά έκδικηθή τό χτύπημα τού νάνου φίλου του. Μά ξαφνικά νοιώθει μιά τρομερή δύναμι νά τού τυλίγη τά χέρια καί νά τον κρατάη ακίνητο. Δαγκάνοντας τό χαλκά του ό "Ατσίδας, γυρίζει καί κυττάζει νά δή τί είναι αυτό πού τον κρατά. Βλέπει ξαφνικά τό φοβερό γορίλλα - τέρας τής ζούγκλας, τον γκούρου! Δεν είχε ξαναδή τέτοιο
ΎΑΡΓΚΑ πράγμα 6 ’ Ατσίδας, μά έχει ακούσει γι" αυτό. Καταλα βαίνει βτι μπροστά σ^ αυτό τό τέρας κάθε δύναμι είναι ά· νίσχυξ>η. Στο μεταξύ, οι τρεις υπό λοιποι Κίντου έχουν πιάσει και δέσει τον Σάμπα. Τον κουβαλούν στους ώμους τους οί δυο, ένφ ό ένας φέρνει κλη;’~τί5ες και δένει τον Ατσί δα, πού δεν μπορεΐ νά κινηΒη. / Αίγες στιγμές αργότερα, δεμένοι κι5 δυο, ρίχνονται σέ μιά ξεμοναχιασμένοι καλύβα, σ’ αρκετή άπόστασι από τό χωριό των Αόλο, πού δεν έ χουν άντιληψθή τίποτα απ’ ό σα γίνονται. Ό Ατσίδας κάνει διαρκώς «γρρρ!, γρρρ!» από τό θυμό του καί δαγκάνει ολοένα τον χαλκά του. ζαφνικά τοϋρχεται μιά ιδέα. Κάνει νόημα στάν Σάμπα, πού είναι πιο πέρα δεμένος πισθάγκωνα. — Μικρόβιος, τού λέει, έ λα κοντά - κοντά. Εσένα πιά νει με δόντια κόβει - κόβει σκοινίς εμένα. Εμένα ύστερα κόβει - κόβει εσένα. Ό Σάμπα καταλαβαίνει. Κάνει κάνα-δυό τού μπες σάν βαρελάκι καί πλησιάζοντας αρχίζει νά κόβη με τά δόντια τίς κληματίδες με τις όποΐες είναι δεμένος ό Ατσίδας. Ή δουλειά αυτή δέ βάστη-. ξε παραπάνω από δέκα λε πτά. "Ελεύθερος πιά ό "Ατσί δας, λύνει τον Σάμπα, που έχει ακόμα περασμένη στον ώμο του τή φαρέτρα καί τό τόξο του, γιατί οι Κίντου δέν τού τά είχαν πάρει. Ό
15
"Ατσίδας βγάζει από τή μέση του τό φυσοκάλαμό του. Κι" οί δυο πλησιάζουν στήν πόρτα τής καλύβας. Μά μπρο στά στήν πόρτα έχει κυλιστή ένας πελώριος κορμός δέν τρου. Πίσω απ’ αυτόν κάθον ται δυο Κίντου καί φυλάνε. Ό "Ατσίδας κυττάζει γύ ρω του. Σέ μιά γωνιά βρίσκει ένα τσεκούρι. Ή καλύβα είναι από χώμα καί καλάμια. Σκέ φτεται ν" άνοιξη μιά τρύπα στο πίσω μέρος τής καλύβας, πού είναι καί άφύλαχτο. "Έ τσι μέ τό τσεκούρι αρχίζει άθόρυβα νά γκρεμίζη τό πίσω μέρος. Οί δυο Κίντου, ήσυχοι, γιατί οί αιχμάλωτοί τους δέν μπορούν νά τό σκάσουν, μιά κι" είναι δεμένοι, φαίνεται πώς έχουν άποκοιμηθή. Σέ λίγο μιά μεγάλη τρύπα έχει ανοιχτή στον τοίχο, από τήν οποία μπορεΐ νά περάση ό "Ατσίδας. Φυσικά γιά τό Σάμπα δέ γίνεται λόγος, γιατί αυτός θά μπορούσε νά περάση κι" από μικρότερη α κόμα. "Αθόρυβα οί δυο φίλοι βγαίνουν έξω, από τό πίσω μέρος τής καλύβας. Ησυχία απόλυτη επικρατεί. Κανείς δέ φαίνεται. Ό "Αντσίδας βγάζει τό φυ σοκάλαμό του καί έρχεται σι γά - σιγά προς τό μέρος τής πόρτας. Οί δυο μαύροι πού φυλάνε, έχουν άποκοιμηθή. Φέρνει τό καλάμι στο στόμο του καί σημαδεύει. Τό βέλος βρίσκει τον ένα μαύρο στήν καρδιά. Μόλις τινάζεται μιάδυό φορές καί μένει ακίνητος. "Από τό τίναγμα όμως αύ-
Ϊ0
ΤΑΡΓΚΑ
τό ξυπνά ό άλλος. Βλέποντας ξαφνικά αυτούς πού είχε αι χμαλώτους και δεμένους, νά στέκωνται δρθιοι μπροστά του, ελεύθεροι, κάνει ν3 άρπάξη τό δόρυ του. Μά ό Ατσί δας τον άρπάζει από τά μαλ λιά. ■— Που είναι Καλούγκας; ρωτάει δαγκάνοντας τό χαλ κά του. — Δεν ξέρω, απαντάει 6 μαύρος φοβισμένος. -— "Έλα έντώ, Μικρόβιος, λέει στον λάμπα ό Ατσίδας. Έσύ σκοτώνει αυτό μέ ντηλητήριο βέλος άμα όκι τέλει μιλάη... Ό Σάμπα ετοιμάζει τό τό ξο του. Ό μαύρος τρομοκρα τείται. — Σταθήτε!, φωνάζει. — Εσένα μιλάει: Που πά ει Καλούγκας; — Στο χωριό των Δόλο, νά βρή την ξανθειά κοπέλλα. — Μόνο του πάει; ■— "Έχει μερικούς δικούς μας και τςν γκούρου μαζί. Τον γκούρου! Ό Ατσίδας καταλαβαίνει τον κίνδυνο. — Γιά νά μή μιλάη εσένα, πάρε!, λέει στον μαύρο και τού καταφέρνει μ ιά γερή γρο θιά. Ό Κίντου πέφτει χάμω κα' μένει ακίνητος. — Πέθανε; ρωτάει ό Σάμ πα. ^— "Οχι, Μικρόβιος. Μά τέλει ώρες - ώρες συνέρθει. Πάμε γκρήγορος! Κύριος Μαλόα, κύριος Τάργκα κίντυνο βρίσκεται!
ΚΕΦ. 4· "Οπου ό Τάργκα Ανα καλύπτει ^ τ© μυστικό τού Καλσύγκα.
Καλούγκα μέ τον ^ Τάρ γκα κυλιούνται ακόμα στο έδαφος σέ μιά άπεγνο σμένη πάλη. Ή Μαλόα θέλει νά βοηθήση, μά δεν μπορεί. Τό φολιδωτό δέρμα τού Καλούγκα είναι αδιαπέραστο α πό μαχαίρι. Θέλει νά τον χτυ πήση μ3 ένα ξύλο, μά φοβά ται μην χτυπήση τον Τάργκα έτσι δπως κυλιούνται κι’ οι δυό. Ή Μαλόα παρακολουθεί μέ αγωνία την πάλη, δταν πίσω της εμφανίζεται ένα τέρας α ληθινό. Είναι ό μεγαλόσωμος γκούρου, έτοιμος νά πιάση την κοπέλλα στη φοβερή του περίπτυξι. Καθώς όμως ό γκούρου α πλώνει πίσω της τά δυό τε ράστια μπράτσα του, λίγο πιο πίσω φαίνεται ό Ατσί δας μέ τον Σάμπα. Τό τερα τόμορφο θηρίο δέν τούς έχε* πάρει εϊδησι. Ό Ατσίδας κά νει νόημα τού Σάμπα. Κι5 οι δυό μαζί, ό ένας μέ τό φυσο κάλαμο κΓ ό άλλος μέ τά δη λητηριασμένα βέλη του ρί χνουν έπάνω στο θηρίο. Τό βέλος τού Σάμπα τον βρίσκει στη ράχη,^ ένφ τό βέλος τού Ατσίδα τον πετυχαίνει στο λαιμό. "Ένα τρομερό μουγγρητό άκούγεται από τό λαρύγγι τού γκούρου, ενώ την ίδια στι γμή ένα κύμα αίματος πλημ μυρίζει τό λαιμό του. Τό θη ρίο πέφτει σάν κεραυνοβολη μένο στο έδαφος.
Ο
ΤΑΡΓΚΑ
Ή Μαλόα, πού άκούει τό μουγγρητό, στρέψει άπότομα και βγάζει μιά κραυγή τρό μου. "Ακούγοντας την κραυγή αύτή ό Τάργκα, χαλαρώνει γιά μιά στιγμή τό σφίξιμο του Καλούγκα καί κυττάζει πίσω του. Αυτό ζητά κι5 ό Καλούγκα. Μόλις νοιώθει τή χαλάροοσι του σφιξίματος, τινάζεται, γλυστρά σάν φίδι κΓ εξαφανί ζεται μέσα στήν πυκνή βλάστησι. Ό Τάργκα στο μεταξύ τρέχει προς τή Μαλόα γιά νά δή μήπως έπαθε τίποτα. Τήν ίδια στιγμή βλέπει τον ’Ατσίδα καί τον Σάμπα. Βεβαιώνε ται πώς ή Μαλόα δεν έχει τί ποτα καί γυρίζει νά δή τον Καλούγκα. Μά ό Καλούγκα έχει έξαφανισθή. Μιά κραυγή οργής βγαίνει από τό στήθος του. "Όχι! Αυ τή τή φορά ό Καλούγκα δεν θά τού φύγη! Δεν θά γλυτώση, έστω κι5 άν τον προστα τεύουν όλοι οί δαίμονες τής κολάσεως. — Φεύγκει Καλούγκας; ρωτάει ό Ατσίδας. — "Έφυγε. Μά, καί στήν άκρη τής γής νά πάη, δεν θά μου γλυτώση, λέει ό Τάργκα Ελάτε όλοι μαζί μου! Όρμοΰν όλοι, ακολουθών τας τον ατρόμητο "Ελληνα. Ό Τάργκα πηγαίνει προς τό μέρος πού είχε συναντήσει τον Καλούγκα, όταν τον έδε σαν στο δέντρο. Έκεΐ θά ξαναπάη ασφαλώς ό Καλούγκα. ^ Ή οργή τού Τάργκα είναι τέτοια, ώστε τρέχει άκράτητος, σε σημείο πού οί τρεις
η
άλλοι δεν προλαβαίνουν νά τον φτάσουν. "Έτσι άπομακρύνεται άρκετά μπροστά α πό τούς άλλους. Σε μιά στιγμή βλέπει με ρικές σκιές απέναντι του. Εί ναι τέσσερις γορίλλες πού φαίνονται νά έρχωνται προς τό μέρος του. Μπροστά στο εμπόδιο αυ τό τον κυριεύει λύσσα. Εΐναι ικανός νά τά βάλη μ" όλους τούς γορίλλες τής ζούγκλας. Τραβά τό μαχαίρι του χωρίς νά διακόψη τό τρέξιμό του. Καί καθώς ό πρώτος γορίλλας μ" ένα μουγγρητό κάνει νά του φράξη τό δρόμο, του καταφέρνει μιά μαχαιριά στο μέρος τής καρδιάς. Ό δεύτε ρος γορίλλας δέχεται άλλη μιά στήν κοιλιά. Ό τρίτος μ" ένα άγριο ουρλιαχτό όρμά νά πιάση τον Τάργκα στά τρόμε ρά του μπράτσα. "Άνθρωπος καί θηρίο έρχονται στά χέρια. Καθώς κυλιούνται χάμω στο έδαφος, γιά μιά στιγμή ό Τάργκα βρίσκεται κάτω απ’ τό γορίλλα, πού τον πατά μέ τό γόνατο στο στήθος. Γιά ένα δευτερόλεπτο τό χέρι τοΰ Τάργκα πού κρατά τό μαχαί ρι, βρίσκεται ελεύθερο. Μιά μαχαιριά στήν κοιλιά κι" ό γο ρίλλας πέφτει μ" όλο τό βά ρος επάνω του. Ό τέταρτος γορίλλας χυμάει κατά τοΰ Τάργκα, πού δέν μπορεί νά κινηθή εύκολα κάτω άπό τό ογκώδες σώμα τοΰ τρίτου γορίλλα. Καί θά βρισκόταν σέ φοβερό κίνδυνο, άν κείνη τήν ώρα δέν πλησία ζε ό "Ατσίδας μέ τή Μαλόα καί τόν Σάμπα. "Ενα δηλητη-
Ή
σόγκρου.σι
ήταν
τρομακτική!
'Ο Τάργκα όρμά έναντίον του &<χσιλέως τής ζούγκλας καί έπειτα
μή αμως ιμιά 6 μάς ιθαγενών, ;μέ
τόν
Καλούγκα
από
επικεφαλής, επιτίθεται
μια σύντομη
εναντίον
πάλη
του!
τόν τρέπει εις φυγήν!
Τήν ϊδ-ια στιγ
20
ΤΑΡΓΚΑ
ριασμένο βέλος του νάνου κι5 ό τέταρτος γορίλλας πέφτει νεκρός. Ό Τάργκα σηκώνεται. — Δρόμο !, φωνάζει. Μαζί μου! ΚΓ οί τέσσερις ξεκινούν τρέχοντας γιά τό μέρος, όπου ό Τάργκα είναι βέβαιος οτι θά συνάντηση τον αδυσώπητο εχθρό του, τον Καλούγκα, τον Κύριο των Αετών... *** "Έχουν τώρα φτάσει στο ξέφωτο. Κρύβονται πίσω από κάτι θάμνους. Ό Τάργκα τους κάνει νόημα νά μείνουν εκεί, ωρίς νά φαίνωνται, κι3 ό Τιος προχωρεί σκυφτός προς την καλύβα. Κανείς δέ φαίνε ται γύρω. Ό Τάργκα μπαίνει μέσα. Κυττάζει γύρω του. Σέ μιάν άκρη βλέπει ένα σιδερένιο κουτί. Είναι σκεπασμένο μέ μερικά κλαδιά, έτσι πού νά μη φαίνεται. Μά τό μάτι τον "Ελληνα δεν μπορεί νά γελα στή. Πλησιάζει, παίρνει τό κου ■ τι καί τ3 ανοίγει. "Έχει μέσα διάφορα χαρτιά. Άπευθύνον ται σέ κάποιον Τζ. Λ. και εί ναι γραμμένα ιταλικά. Ό Τάργκα πού ξέρει τύ γλώσσα αυτή, διαβάζει. Και ξαφνικά όλα άποκαλύπτονται οπό μυαλό του. Αυτός ό Τζ. Λ. δεν εΐναι παρά ό Καλούγκα κι3 είναι καθηγητής ττ^ς Χημείας καί τής Φυσικής. 3 Εχει σταλή στη ζούγκλα γιά νά ξεσηκώση τις μαύρες φυλές εναντίον των Αγγλων καί τών Βέλγων. Και φυσικά νά ύποτάξη όλες
αυτές τις περιοχές στην πα τρίδα του. Ό Τάργκα διπλώνει τά χαρτιά καί τά κρύβει στη ζώνη του. Μή βρίσκοντας τί ποτα άλλο αξιόλογο στην κα λύβα, βγαίνει έξω. Καθώς στέκει στην πόρτα, τό μάτι του παίρνει δυο πυ ρωμένα κόκκινα μάτια νά ^τόν κυττάζουν. Δέ γελιέται. Εΐναι να λιοντάρι, πού μυρίζοντας ανθρώπους, εΐχε^ φτάσει ως εκεί μέσα από την πυκνή ζούγ κλα. Ό Τάργκα πιάνει τό μα χαίρι του. Την ίδια στιγμή τό λιοντάρι, βλέποντας την κίνησί του, όρμά κατ3 επάνω του. Ό "Ελληνας τον αρπάζει από τό σαγόνι καί τού βυθίζει τό μαχαίρι στο λαιμό. Μά ταυτόχρονα, ενώ τό λιοντάρι πέφτει στο έδοιφος σπαράζοντας, πεντέξη μαύροι Κίντου όρμούν μέ τά δόρατα καί τις ασπίδες τους εναντίον τού Τάργκα. Πίσω τους έρχε ται ό Καλούγκα. Ό Τάργκα μπαίνει μέσο, στην καλύβα. Βάζει τό μα χαίρι στη ζώνη του κι3 αρπά ζει ένα δόρυ πού είναι στημέ νο όρθιο στον τοΐχο. Μέσα στην καλύβα δέν μπορούν νά μποΰν όλοι μαζί, αλλά ένας - ένας γιατί ή πόρ τα εΐναι χαμηλή καί στενή. Μά οι μαύροι δέν φαίνονται τόσο ανόητοι νά μποΰν μέσα Επικρατεί ήσυχία γιά λί γες στιγμές. Φαίνεται πώς ο\ μαύροι κάτι ετοιμάζουν. Καί πράγματι, ένας άπ3 αυτούς πλησιάζει στήν καλύβα μ3 ένα δαυλό αναμμένο. Θά βάλουν
ΤΑΡΓΚΑ
φωτιά νά κάψουν την καλύβα/ ττού, μια κύ είναι φτιαγμένη από λάσπη και καλάμια, θά καή σάν πυροτέχνημα: Ό Τάργκα βλέπει τον κίν δυνο. Μά πριν ακόμα σκεψθή τί θά κάνη, βλέπει τον μαύρο πού κρατά τό δαυλό νά πέφτπ έ τά μούτρα. Στη ράχη του ιακρίνεται ένα μπηγμένο βέ λος. Ο Τάργκα καταλαβαίνει. Είναι ό Ατσίδας μέ τό φυσο κάλαμό του, που έχει θαυμα τουργήσει. Κραυγές λύσσας άκούγονται. Οι άλλοι μαύροι στέκουν φοβισμένοι. Ή κραυγή είχε βγή άπό τό ρύγχος τού Κα* λούγκα, πού φανταζόταν τον Τάργκα μόνο του. — Σκύλοι!, φωνάζει. Α πάνω του. Οι μαύροι ^ χυμούν τώρα στην είσοδο τής καλύβας. Κα ταλαβαίνουν δτι μέ τον Καλούγκα δέ χωρούν άστεΐα. Κι’ επειδή θάνατος γιά θάνατος είναι τό ίδιο, προτιμούν νά υ πακούσουν στις διαταγές τού Κυρίου των Αετών. Ό πρώτος πού φαίνεται στο άνοιγμα τής πόρτας, δέ χεται μιά μέ τό δόρυ στο στη 6ος. Πέφτοντας φράζει τήν πόρτα, έτσι πού οί άλλοι γιά νά μποΰν πρέπει νά τον τρα βήξουν πέρα. Αυτό όμως θά είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί καθώς θά σκύβουν, θά άποτελέσουν περίφημο στόχο γιά τό δόρυ τού Τάργκα. Τό άτρόμητο Ελληνόπου λο ρίχνει μιά ματιά προς τά έξω, άπό τό λίγο άνοιγμα τής
21
πόρτα. Δεν βλέπει τον Καλούγκα. π απουσία τού τέρατος αυτού τον ανησυχεί. Ό Καλούγκα δέν θ' άφηνε τή λεία του τόσο εύκολα, πριν τουλά χιστον χάση κάθε ελπίδα δτι θά ύπερισχύση. Κι5 δμως άφησε τούς μαύ ρους κι5 εξαφανίστηκε... ΚΕο>. 5. "Οττου
ό
φαοιμόζει
μέθοδο.
5Ατσίδας έτή δική τοι>
έν άργεΐ δμως νά καταλάβη γιατί έχει έξαφανισθή ό Καλούγκα. Γιατί λίγα δευτερόλεπτα άργότερα συμ βαίνει κάτι τό καταπληκτικό. Ή καλύβα αρχίζει νά καί γεται σάν πυροτέχνημα! Μ’ ένα τρομαχτικό σπρώξι μο τών ώμων του ρίχνει τό μι σό τοίχο τής καλύβας άπό τό μέρος πού ήταν ή πόρτα καί πηδά έξω. Οί μαύροι πού βλέ πουν μιά ξαφνική φωτιά, χω ρίς κανείς νά τήν άνάψη, τρο μοκρατούνται καί διασκορπί ζονται. Μά κατά κακή τους τύχη, τρέχουν προς τό μέρος πού βρισκόταν ό Ατσίδας. Ό νέγρος αρπάζει έναν α πό τό πόδι καί τον στριφογυ ρίζει σάν ρόπαλο. Μέ μιά τε ράστια δύναμι τον χτυπά πά νω σ' έναν άλλο κΓ ύστερα στον τρίτο, στον τέταρτο... Αυτός πού κρατούσε άπό τό πόδι, ύστερα άπό τόσα χτυ πήματα, έχει γίνει σάν πα τσαβούρα στυμμένη. Ό 3Ατσίδας τον πετάει κά τω καί γλείψει τό χαλκά του, κάνοντας ένα «γρρρ». Στο μεταξύ μέ δυο πηδή
Δ
22
ΤΑΡΓΚΑ
ματα ό Τάργκα βρίσκεται κοντά του. Μαζί έχουν τρέξει κι* ή Μαλόα μέ τον Σάμπα. — Ποιος έβαλε φωτιά στην καλύβα; ρωτάει ή Μαλόα. — Αυτό θέλω νά μάθω κι5 εγώ, απαντάει ό Τάργκα. Ή φωτιά έπιασε άγνωστο από πού. Μιά φωτιά κόντεψε νά κάψη και μένα, άν δεν μέ γλύ τωνε ένας έλέφαντας. Μά τί Φωτιά είναι αυτή κι5 από πού έρχεται; ^ ^ Γιά πρώτη φορά ή Μαλόα κι’ οι άλλοι προσέχουν τό κόκκινο σημάδι στο στήθος τού Τάργκα. Ή Μαλόα χλωμιάζει. Καταλαβαίνει οτι κι5 αυτό θάναι κανένα από τό: σατανικά τεχνάσματα τού Καλούγκα. Ή καλύβα τώρα έχει γίνει ερείπια. Γύρω είναι τά πτώ ματα των μαύρων. Ό Καλούνκα έχει πάλι έξαφανισθή. Ησως είναι βέβαιος πώς ό αν τίπαλός του έχει πιά καή ζωντανός... *** ^ "Έχει νυχτώσει πιά κι5 οι τέσσερις (|)ίλοι κάθονται κουμ μένοι στους θάμνους. Είναι τσακισμένοι στην κούρασι κι5 ό Ατσίδας κάνει συνεχώς «γρρ ! γρρ!». — Έγκώ πεινάει - πεινάεη κύριος Τάργκα! λέει διαρ κώς. Εμένα πηγκαίνει βρί σκει πεπόνις, καρύντες... ^ Ό Τάργκα όμως είναι α νένδοτος. -— *Όχι,^ λέει ^ στον Ατσί δα. Δεν πρέπει ν’ άπομακρυνθή ό ^ένας άπό τον άλλο, τώ ρα τή νύ^τα. Ποιος ξέρει άν βέν μάς εχη στήσει καμμιά
παγίδα ό Καλούγκα; Και μέ σα στο σκοτάδι είναι άδύνατο νά βρή ό ένας τον άλλο. Θά περιμένουμε λοιπόν ώς πού νά ξημερώση... — Δέ θ’ άπαλλαγοΰμε πο τέ άπ’ αυτόν τον δαίμονα; ρωτάει άνήσυχη ή Μαλόα. Ή νύχτα περνά. Μακρυά άκούγονται τά ουρλιάσματα τών τσακαλιών, καθώς παρα κολουθοΰν τά σαρκοβόρα θη ρία, περί μένοντας νά φάνε τά περισσεύματα τής λείας τους. Πού και πού ό Τάργκα, πού μένει ξάγρυπνος ένόρ ο! άλλοι κοιμούνται, άνοιγοκλείνει τά ρουθούνια του. Τό έλσφρό αεράκι τού φέρνει μυρου διά ανθρώπου. Είναι βέβαιος δτι γύρω θά ενεδρεύουν οπωσ δήποτε οι άνθρωποι τού Κα λούγκα, οι μαύροι Κίντου. "Ομως μέσα στο σκοτάδι δέν τολμούν νά τούς επιτε θούν. Μέσα του ό Τάργκα εί ναι ευχαριστημένος πού δέν άφησε κανέναν, ούτε και τον πεινασμένο Ατσίδα, νά άπαμακουνθή. *Έτσι ξημερώνει. Στη ζούγ κλα ξημερώνει απότομα, ό πως απότομα νυχτώνει. "Ολοι σηκώνονται. Είναι βέβαιοι ότι ό Καλούγκα, πού ξέρει πώς βρίσκονται έκεΐ γύ ρω καί δέν απομακρύνθηκαν, θά τούς έπιτεθή. Κι’ ό Τάργκα έτοιμος πε ριμένει... *Έχει περάσει αρκετή ώρα. Ό ήλιος βρίσκεται ψηλά στον ορίζοντα. ΚΓ οί τέσσερις φί λοι περιμένουν άκίνητοι, κρυμ μένοι ατούς θάμνους, όταν γ’ αυτί τού Τάργκα παίρνει
ΤΑΡΓΚΑ
23
ναν άδιόρατο θόρυβο. Κάνει άν εϊσαστε εδώ. Μ* έστειλε ό νόημα στους άλλους νά μην Καλούγκα γι" αυτό. ■— Πού είναι ό Καλούγκα κινηθούν. "Ένας μαύρος Κίντου φαί τώρα; νεται νά πλησιαζη άθόρυβα. -— Μέσα στη ζούγκλα. Δέ Δεν έχει άντιληψθή τούς τέσ στέκει σ3 ένα μέρος, γυρίζει σερις φίλους και προχωρεί διαρκώς, ώσπου νά ξανάρθη σκυφτός προς τό μέρος τους. πάλι εδώ. Μόλις πλησιάζει κοντά, μέ Ό Τάργκα γίνεται προσε μιά κίνησι ό Τάργκα τον άρ* κτικός. πάζει άπό τό σβέρκο καί τον *—- Γιατί θά ξανάρθη πάλι τραβά πίσω μέσα στους θά εδώ; ρωτάει τό μαύρο. μνους. Ό μαύρος φαίνεται Αυτός δέ μιλάει. τρομοκρατημένος. — "Ατσίδα, λέει ό Τάργκα απευθυνόμενος στο νέγρο, πά -— Που πήγαινες; ρωτά ό Τάργκα. ρε τον κι3 έφάρμοσε τη μέθο Ό μαύρος δε βγάζει λέξι. δό σου... — Μίλα!, λέει προστακτι Ό "Ατσίδας σκύβει νά τον κά ό Τάργκα. πιάση άπό τά πόδια. Τό χρώ Πάλι ό Κίντου δέ μιλά. μα τού μαύρου γίνεται πρασι νωπό. Ό Ατσίδας επεμβαίνει. •— ’Άν πώ, θά μέ σκοτώση — Κύριος Τάργκα_άφήνε· ό Καλούγκα..., τραυλίζει. εμένα μιλάει αυτόνε. -έρει έ μενα τρόπο κάνει μιλάει ~ —^ Μη φοβάσαι καί δέ θά μιλάει... προλάβη, λέει βλοσυρός ό Ό Τάργκα αφήνει τό μαύ Τάργκα. ρο καί τραβιέται λίγο πίσω. — Θάρθη, γιατί εδώ... Ό "Ατσίδας τον άρπάζει άπό — Γ ιατί εδώ; τά πόδια κι" ό μαύρος πέφτε; ;— ../Έχει τη μηχανή πού ανάσκελα. καίει... Μιά διαβολική μηχα — Εσένα λέει πού πάεινή... πάει!,^ διατάζει ό "Ατσίδας. ■—; Μηχανή; "Αλλοιώς εσένα κοπανάει χά -— "Έτσι λέει. "Εγώ δέν ξέ μω έτσι. ρω τί είναι... "Ομως άπό μέ Καί τον σηκώνει στον αέ σα της βγαίνει ό θάνατος... ρα, έτοιμος νά τον χτυπήση — Πού βρίσκεται αυτή ή χάμω σάν χταπόδι. Ό μαύ μηχανή; ρος καταλαβαίνει ότι δεν περ ■— "Εδώ γύρω. Είναι σ" έ νούν τ" αστεία μ3 αυτόν έδω. να ψηλό δέντρο επάνω. Μά -— Θά μιλήσω!, λέει. ποιο κι" εγώ δέν ξέρω. Ό "Ατσίδας τον αφήνει, έ *— Θά τό μάθω όμως ε τοιμος νά τον ξαναρπάξη πά γώ!, λέει^ό Τάργκα. λι. Ό μαύρος κάνει νά φύγη. — Πού πήγαινες; ξαναρω — Έ, όχι δά!, λέει ό Τάρ τώ ό Τάργκα. γκα. "Ατσίδα, πιάσε τον καί — Νά κυττάξω γιά σάς, δέσε τον γερά. 0ά μείνη έδώ
24
ΤΑΡΓΚΑ
μαζί μας, μέχρι να τελειώσου με μέ τον Καλούγκα. Γιά κα λό του, άλλως τε, γιατί αν πέση πάλι στά χέρια του Κα λούγκα, δεν θέλω νάμαι ούτε ψύλλος στον κόρφο του. Ζων τανό θά τον ψήση... Στο μεταξύ ό Ατσίδας δεν χάνει καιρό. Μέ μερικές κλη ματίδες δένει τον μαύρο γε ρά... Ό Τάργκα κυττάζει γύρω του. ■— Εσείς θά μείνετε εδώ, λέει στους άλλους, μή τυχόν παρουσιαστή ό Καλούγκα. ’Άν ψανη, εσύ Ατσίδα, βάλε τις φωνές, σφύριξέ μου η στεί λε τον Σάμπα νά μέ είδοποιή
ται δτι, όταν ήταν μικρός, εί χε ακούσει δτι ένας "Έλλη νας, ό Αρχιμήδης, είχε κά ψει τό στόλο τών εχθρών μέ κοίλα κάτοπτρα. Αυτό τό άπλό μέσο είχε βρή ό Καλούγ κα γιά νά συγκεντρςόνη τις άκτΐνες τού ήλιακού φωτός καί νά βάζη φωτιά. Ό κοίλος καθρέφτης είναι έτσι στερεωμένος, ώστε νά γυρίζη προς όποιαδήποτε διεύθυνσι θέλει αυτός πού θά τον χειρισθή. Έτσι γιά μ ιά στιγμή ό Τάργκα τό γυρίζει τφός μερικούς ξεμοναχιασμέ νους θάμνους πού βρίσκονταν στο κέντρο του ξέφωτου, πιο πέρα από - τό μέρος πού ήσαν κρυμμένοι ό Ατσίδας, ή ΜαΚαι λέγοντας αυτά εξαφα λόα κι5 ό Σάμπα... νίζεται μέσα στούς θάμνους.. Ό Ατσίδας, πού κυττάζει ΚΕΦ. 6. "Οίτου ό Ατσίδας τα άφηρημένος μπροστά του,^ άχάνει κυριολεκτικά... κουμπάει ξαφνικά και βγάζει σθελά του μιά φωνή: ου πηγαίνει ό Τάργκα α — *Άϊ! κριβώς δέν ξέρει. Κυττάπού κάθεται ζει γύρω του ψηλά στις κορυ Ή Μαλόα, σκεφτική, τινάζεται. Τό ίδιο φές τών δέντρων.Ψάχνει νά βρή κι’ ό Σάμπα. τό μηχάνημα πού του είχε α — Τί συμβαίνει; ρωτάει ή ναφέρει ό Κίντου. κοπέλλα. Σίγουρα ό Μηχάνημα... — Νά, έκεΐ!^ Κύριος Μα μαύρος δέν ξέρει τί πράγμα λόα, βλέπει εσένα; είναι τό μηχάνημα. Θά είναι Ή Μαλόα κυττάζει απέναν ασφαλώς καμμιά διαβολική έτι της. Πράγματι μερικοί μι φεύρεσι τού Καλούγκα. κροί θάμνοι έχουν πιάσει κα Ξαφνικά τό μάτι του παίρ τά μυστηριοθδη τρόπο^φωτιά! νει κάτι πού γυαλίζει. Είναι — "Οσο χρόνιας είναι \Αψηλά στην κορυφή ενός δέν τσίντας, λέει ό Ατσίδας κατρου. τάπληκτος, τέτοιος πράμα 6Χωρίς νά χάνη στιγμή κι έχει ντή... σκαρφαλώνει επάνω γρήγο Ή φωτιά σέ λίγο σβήνει, ρα. Κι’ εκεί βλέπει τό περίφη γιατί οί θάμνοι είναι μικροί μο... μηχάνημα. καί ξεμοναχιασμένοι. Λίγες Είναι ένας μεγάλος κοίλος στιγμές αργότερα φαίνεται ό καθρέφτης... Ό Τάργκα θυμά ση···
π
ΤΑΡΓΚΑ Τάργκα. Κάνει πώς δεν ξέρει τίποτα. •— Σαν νά τάχετε χαμένα, Λέει ατούς φίλους του. Τί πάθατε; Ή Μαλόα τοϋ έξηγεΐ τί συνέβη, πώς έπιασαν κατά μυστηριώδη τρόπο φωτιά οί θάμνοι. Ό 1 άργκα βάζει τά γέλια. — Τό μυστήριο λύθηκε, λέει. "Ομως τώρα ελάτε μαζί μου. Έκεΐ πού θά πάμε θαρθπ κι’ ό Καλούγκα. Κι’ αυτό θάναι τό τέλος του... "Ολοι τον ακολουθούν. Ό Τάργκα τούς όδηγεϊ στο δέν τρο, στην κορυφή του όποιου υπάρχει ό κοίλος καθρέφτης. — Αυτό είναι τό μυστικό! λέει στούς φίλους του καί τούς έξηγεΐ πώς ακριβώς λει τουργεί ό καθρέφτης. Ό Ατσίδας ανοίγει τό στο μα του μιά πιθαμή. Θέλει ν’ άνέβη πάνω στο δέντρο νο; δοκιμάση ό ίδιος τον καθρέ φτη, μά ό Τάργκα δεν τον α φήνει. — Κάθησε δώ, του λέει. Δεν υπάρχει λόγος νά βάλης καμμιά φωτιά στη ζούγκλα, πού νά μή μπορούμε νά τή σβήσω με ύστερα. Ό Ατσίδας δαγκάνει τό χαλκά τής μύτης του, μά δέ λέει τίποτα. Ό Τάργκα καταρτίζει τό σχέδιό του τώρα. Είναι αδύ νατο νά μή φανή ό Καλούγ κα, γιά νά χρησιμοποιήση ή νά μεταφέρη τή συσκευή του. νΒίτσι ό καθένας τους πιάνει μιά θέσι στήν πυκνή λόχμη. "Εχουν σχηματίσει έναν κύ κλο. ’Άν φανή ό Καλούγκα,
25
6ά τού επιτεθούν κι’ οί τέσσε ρις από δλες τις πλευρές. Ό Τάργκα θ’ άναλάβη νά τον δέση. Γι5 αύτό τό σκοπό κά θεται καί πλέκει ένα γερό σχοινί από κληματίδες. Κι’ οί τέσσερις φίλοι περι μένουν.!. Είναι μεσημέρι όταν ένας έλαφρό θόρυβος άκούγεται. Κάποιος πλησιάζει με προσο χή στο δέντρο, δπου βρίσκε ται ό κοίλος καθρέφτης. Είναι ό Καλούγκα! Τό πράσινο τέρας κυττάζει γύρω του. Δέ διακρίνει κανό ναν κι’ είναι έτοιμος νά σκαρψαλώση στο δέντρο, δταν ξα φνικά οί τέσσερις φίλοι όρμούν από τέσσερις πλευρές επάνω του. Ό Καλούγκα βγάζει άγρι ες άναρθρες κραυγές. Μά τού τη τή φορά καταλαβαίνει δτι δέν μπορεί νά ξεφύγη. Ό Α τσίδας έχει τυλίξει μέ τά μπράτσα του τό στήθος του κι’ άκινητοποιήσει τά χέρια του, ενώ ό Σάμπα τοΰ έχει πιάσει σφιχτά τά δυο πόδια. Τί Μαλόα τοΰ σφίγγει τά γό νατα. Κι’ ό Τάργκα μέ τό σχοινί του τον δένει γερά. Σέ λίγες στιγμές, ό Κα λούγκα είναι δεμένος κι’ α κίνητος. — Πάρε τον στούς ώμους σου, Ατσίδα, λέει ό Τάργκα, κι5 άκολούθησέ με. — Εμένα παγκαίνει αυτό, περίπατος; λέει ό Ατσίδας, δαγκάνοντας τό χαλκά του. — Μή σέ νοιάζει καί θάναι
ό τελευταίος περίπατος πού θά κάνη. —"Αμα είναι έ'τσις, έγκώ πάει - πάει αυτό περίπατος!, λέει ό Ατσίδας. Καί αρπάζει στά γερά του μπράτσα τον Καλούγκα, ρίχνοντάς τον στους ώμους του. Ό Τάργκα προχωρεί μπρο στά. Οί άλλοι ακολουθούν, ώς πού φτάνουν στο ξέφωτο. Ό Ατσίδας ρίχνει κάτω τον Κα λούγκα, πού πέφτοντας στο έδαφος κάνει ένα ξερό μεταλ λικό κρότο. Ό κρότος αυτός κάνει τον Τάργκα ν3 άνασκιρτήση. Μή πως τό πράσινο αυτό περί βλημα...
Μέ τό άκόντιο στήν πλάτη της, ό ιθαγενής σπρώχνει τή Μαλόα προς τά εμπρός!
— Σήκωσε τον όρθιο, λέει στον Ατσίδα, καί στήσε τον σ' αυτό τό δέντρο. Ό Ατσίδας άρπάζει τον Καλούγκα καί τον στήνει όρ θιο μέ τη ράχη στον κορμό τού δέντρου. Μέ μερικές γε ρές κληματίδες ό Τάργκα τον δένει. Ό Καλούγκα δέ μιλά. Γιά μια οπιγμή ό Τάργκα τον κυτ τάζει σιωπηλός. Κι3 ύστερα, ξαφνικά, χωρίς κανείς νά τό περιμένη, χυμά επάνω του, τού πιάνει τά δυο επάνω δόν τια μέ τά χέρια του καί τά τραβά μέ δύναμι. Καί τότε γίνεται κάτι πα ράξενο. Τό τερατώδες κεφάλι του Καλούγκα βγαίνει καί μέ νει τό... πραγματικό του κε φάλι ! Γιατί τό τερατόμορφο αυτό πρόσωπο δέν είναι πα ρά ένα είδος περικεφαλαίας φτιασμένης μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά φαίνεται σάν κεφάλι τέρατος. — Τό είχα καταλάβει, λέ ει ό Τάργκα ιταλικά στον Κα>ούγκα, πού τον κυττάζει σα στισμένος, ότι όλο αυτό τό φολιδωτό δέρμα δέν ήταν πα ρά ένας μετάλλινος θώρακας. Δέν είχα καταλάβει όμως το μυστικό πού άνοιγε... Ό Καλούγκα τον κυττάζει χωρίς νά μιλά. — Ξέρω τώρα ποιος είσαι καί ποιοι εΐν3 οί σκοποί σου, συνεχίζει ό I άργκα, βγάζον τας από την ζώνη του τά χαρ τιά πού είχε ανακαλύψει στο σιδερένιο κουτί. Θά μάζευες όλες τις φυλές γιά νά τις χρησιμοποιήσης εναντίον των Βέλγων καί των "Αγγλων. Κι3
ΤΑΡΓΚΑ
"Ενα τεράστιο κτήνος κάνει τήν έιμφάνισί ληνόπουλο !
όταν δλη αυτή ή περιοχή θά γινόταν δική σας, θά μεταφέ ρατε τον πόλεμο ατά μέρη συ τά... "Ομως δεν πέτυχες καί τό σχέδιό σου θά μείνη όνει ρο... — Είσαι βέβαιος; λέει ει ρωνικά ό Καλούγκα. — Αυτό θά^ τό δούμε. Τό περίβλημα αυτό που έχεις γύ ρω σου δεν έχει πιά κανένα μυστικό. ΕΤνώι από ντούραλουμίνιο. Τό ξέρω τό μέταλλο αυτό άπό ενα σάν καί σένα Γερμανό. Τόβαψες πράσινο γιά νά μή διακρίνεται μέσα στήν πράσινη βλάστησι... Τώ ρα δμως, Καλούγκα — άν καί τ’ όνομά σου δεν εΐν’ αυτό—έφτασε τό τέλος σου... Ό Καλούγκα έχει γίνει ω
27
του
μπροστά
στο
Ελ
χρός. Νοιώθει ότι ό Τάργκα είναι αποφασισμένος νά τον βγάλη άπό τή μέση. — Επειδή δμως, συνεχίζει ό Τάργκα, τρεις φορές ως τώ ρα βρέθηκες στους φοβερότε ρους κίνδυνους καί δμως κα τόρθωσες νά γλυτωσης, τού τη τή φοοά δεν θά σ’ άφήσω άν δεν βεβαιωθώ ό ίδιος δτι είσαι νεκρός. Γιατί... Ξαφνικά σταματά άπότομα. Τά μάτια τού Καλούγκα άστράφτουν. Ό Τάργκα άστραπιαΐα φορά στον Καλού γκα τό μετάλλινο κάλυμμα του κεφαλιού του, μέ τά σουβλερά δόντια καί τινάζεται πίσω. Μέσα άπό τή λόχμη προ βάλλουν μερικοί μαύροι Κίν-
ΤΑΡΓΚΑ
28
► ; • 1 ’ ■ ; > ;
Ή ζωή τοΰ άνθρώπου παίρνει μεγάλη άξια δταν διαπνέεται από τά υψηλά ιδεώδη τής Ελευθερίας,^ τής Φίλοπατρίας, τής Κοινωνικής Δικαιοσύνης, τής "Αλληλεγγύης καί τής "Αγάπης προς την "Ανθρωπότητα! Θ. ΑΣΤΡΙΤΗΣ
* ' ; · ; ! · ί ;
του. Είναι καμμιά δεκαριά, ώπλισμένοι μέ δόρατα καί α σπίδες. Μά ό Τάργκα εΐναι αποφα σισμένος νά τελειώση μιά γίά πάντα. Μέ μιά απίστευτη γρηγο ράδα τινάζει τό^ μαχαίρι του στόν πρώτο μαύρο πού τον πλησιάζει. Τό μαχαίρι τον πετυχαίνει στο μέρος τής καρ διάς. Ό μαύρος αφήνει τό δόρυ του καί την ασπίδα νά πέσουν καί κυλιέται κι5 ό ί διος νεκρός. Ό Τάργκα αρπά ζει τό δόρυ καί τό περιστρέ φει γύρω σάν ρόπαλο. Στο μεταξύ ό "Ατσίδας κά νει νά βγάλη τό φυσοκάλαμό του, αλλά μετανοιώνει. 4Αρ πάζει από τό πόδι τον πρώτο μαύρο πού βρίσκεται κοντά του καί γυρίζοντάς τον κυκλι κά γύρω από τό κεφάλι του τον χτυπά πάνω στόν Καλούγκα. "Ενας μεταλλικός κρότος άκούγεται καί τό κεφάλι τού μαύρου άνοιγει σάν κολοκύθι. "Ενας άλλος χυμά μέ τό δόρυ του νά έκδικηθή τό σύν τροφό του, μά ό "Ατσίδας
προλαβαίνει, τού παίρνει τό δόρυ καί καθώς ό μαύρος έ χει ανοίξει τό στόμα του νά φωνάξη τού χώνει · μέσα τό πίσω μέρος τού δόρατος, την άκρη τοΰ ξύλου. Τό ξύλο χώνε ται τόσο βαθειά στο λαρύγγι τού μαύρου, ώστε πέφτει άνάσκελα μέ τό ακόντιο όρθιο, σάν κοντάρι σημαίας. Ό Τάργκα έχει^ ήδη βγά λει τέσσερις από τη μέση. Δυό-τρεΐς~άλλους τούς βγάζει ό Σάμπα μέ τά δηλητηρια σμένα βέλη του. Μόνο ή Μαλόα δέν παίρνει μέρος στη σύγκρουσι. Βλέ ποντας ότι όλοι είναι απασχο λημένοι μέ τη συμπλοκή, σκέ φτεται ότι τό καλύτερο πού έχει νά κάνη, είναι νά προσέχη τον Καλούγκα. Δέν απο κλειόταν ό δαίμονας αυτός νά βρίσκε κανέναν τρόπο νά ξεφύγη. Μά ό Καλούγκα είναι γερά δεμένος. "Έτσι σέ λίγο ή μά χη τελειώνει. "Ενας μόνο Κίντου γλυτώνει καί βλέποντας τί είχαν πάθει οι δικοί του, τό βάζει στά πόδια... ΚΕΦ. 7. "Οπου ό Καλούγκα: βρίσκει τό τέλος πού τού αξίζει...
όλις τελειώνει ή συμπλο κή, ό ^ Τάργκα γυρίζει στόν Καλούγκα. — Πές, άν ξέρης, καμμιά προσευχή, τοΰ λέει. "'Αν καί δέν φαντάζομαι νά πιστεύης σέ Θεό εσύ. Σωπαίνει λίγο καί συνεχίζει: — Γι’ αυτό καί θά πεθάνης μέ τά ϊδ.ια μέσα πού προσπά
Μ
θησες νά σκοτώσης τούς άλ τσίδας. — Γιά νά μην τό χρησιμο λους. ποίηση κανένας πιά, λέει σκυ Γυρίζει στον Ατσίδα καί λέει: θρωπός ό Τάργκα. Πρέπει νά*— Πρόσεχε τον. ’Άν καούν ναι κανείς μεγάλος εγκλημα ττροτήτερα τα σχοινιά, μή τον τίας γιά νά καταφεύγη σέ τέ άφήσετε νά φύγη. ’Άν και δεν τοια μέσα... υπάρχει τέτοιος φόβος, γιατί — Πάμε νά φύγουμε, λέει θά λάβω τά μέτρα μου. ο. Μαλόα. Άπό τη στιγμή πού Καί δένει τό ^κάτω μέρος εΐδα τό φοβερό αυτό θέαμα, των ποδιών του Καλούγκα νοιώθω τό στομάχι μου ανα σφιχτά στον κορμό του δέν κατωμένο. τρου. Μέ μιάν άλλη κληματί — Πάμε, λέει ό Τάργκα δα τον δένει στο λαιμό. άγκαλιάζοντάς την. "Υστερα φεύγει. Τρέχει στο - εκ ι νουν έτσι όλοι. δέντρο πού βρίσκεται ό κοί ■"Υστερα άπό μερικές ώρες, λος καθρέφτης. φτάνουν στο χωριό τών Λόλο, Είναι μεσημέρι κΓ ό ήλιος Ό Μουσούνγκα τρέχει νά βρίσκεται σ’ όλη τη λαμπρό τούς ύποδεχτή. τητά του. Ό Τάργκα γυρίζει — Δέν υπάρχει πιά Κα τον καθρέφτη προς τό μέρος λούγκα, λέει ό Τάργκα. Μπο του Καλούγκα. Οί ακτίνες ρείτε νά εϊσαστε πιά ήσυχοι. συγκεντρώνονται στο θώρακα ΚΓ δχι μόνο έσεΐς, μά ολό του τέρατος. κληρη ή ζούγκλα. "Άγριες κραυγές βγαίνουν "Ολοι οι Δόλο έχουν μαζευάπό τό στόμα του Καλούγκα. τή γύρω τους; Άκούγοντας Ό μετάλλινος θώρακας πυρώ τά νέα ξεσποϋν σέ κραυγές νεται. Ό Καλούγκα πεθαίνει! - χαράς. 1 ό τέρας, πού είχε τρομο -—Μπουάνα Τάργκα, λέει κρατήσει τόσον καιρό τή' ζούγ ό Μουσούνγκα, θά καθήσετε κλα καί είχε θανατώο*ει τόσα μια μέρα μαζί μας. Θά μάς πλάσματα δεν υπάρχει πιά! κάνετε μεγάλη ευχαρίστησε * — Πεπόνις, καρποϋτζις έΜέ ένα δυνατό τράβηγμα ό κει έντώ; ρωτάει ό "Ατσίδας. Τάργκα αποσπά άπό τά στη— "Οσα Θέλεις, μπουάνα. ρίγματά του τον καθρέφτη. ι —- Τότε εσύ φέρνει πολύς Καί πετώντας τον άπό την πεπόνις, γιατί Άτσίντα πει κορυφή του δέντρου στο έδα νάει - πεινάει πολύ... φος τον κάνει χίλια κομμάτια. Καί, λέγοντας αυτά, ξα Καθώς κατεβαίνει στη γή, πλώνει κάτω άπό ένα δέντρο βλέπει τη Μαλόα, τον Ατσί καί περιμένει σάν πασάς νά δα καί τον Σάμπα νά τον πε του φέρουν πεπόνια... Δίπλα του κάθονται νά ξε ριμένουν. — Γιατί, κύριος Τάργκα, κουραστούν ή Μαλόα, ό Τάρ σπάζει ετούτο; ρωτάει ό Α γκα καί ό Σάμπα...
ίΐ^ννΜ
01 ΓΙΟΡΤΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ,ννννννννννννννννννν\\ννννννννννννννννννννν\νννν\ννννννννννννννννννννννν
Τό καλύτερο δώρο πού μπορεί νά προσφέρη κα νείς είναι ένας Τόμος του
«Ύπερανθρώπου» ή του
«Τάργκα»! Γιά νά διευκολύνη τούς αναγνώστες και νά προσ φέρη κάτι σ3 αυτούς γιά τις γιορτές, ή Διεύθυνσις τών δυο περιοδικών κάνει
ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ 25©)ο σέ κάθε τόμο πού θά άγορασθή από σήμερα μέχρι τής 31ης Δεκεμβρίου! Τής έκπτώσεως αυτής δικαιούνται μόνον όσοι έ χουν αποκτήσει
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
“ΥΠΕΡΑΚΒΡΟΠΟΥ- ΤΑΡΓΚΑ,, νννν^ννϊΛ^Μ/ννί'ννννννννννννννννννννναΜΜΜνννί/νννν^ννν^
Λ\ν\\ν\\ΛΛ\Λ\ννν\\νν\ν\Λ\\\\\ν\ννν\\\\ΛΛΛ\\\νΛ\ν\ν\\Λ\\\ννν\ν\ΛΛ\\\'ν\.\ν\νν'\.\νν\\\\νν\\\\\\\\\\\\\Λ\\\\ν\\ΛΛ-
/ν^νννννννννννννννννΐνννννννννννν·νννννννΛνννννννΛΛ\Λ'ννν\Λ%Λ\Λ\Λ\νν'ν\νΛν\\Λ\Λν\Λ\\\\\\ννν\Λ.\ΛΛΛ\Λνν\\\νΛ,ν\ν\\\\\ν\>ν\ν\ννν\Λ\ννν\\Λ,ΛΛΛΛ\ν\\ν
%*Λ%ΚΜΜΛ4ηΜΛΛν\Λ/νν\ΜΛΐΜ
Δ
Λ
Α
Α
* **
Λ
Α
Α
Λνννννν\\ννννννν\\ΛννλΛΛΛΆ\\Υ\\\\νν\\Λ\\ννΛΛ'ν\ν\ν'ΥΛΛΛΛ'νΛΛ\ΥνΥ\νν\Λ\νν\νν\ννννννννννννΥνννννννννννΊ'\Λν\Λ'\'νν\'Υ\'νν\\Λ\1
Κάτι πρωτοφανές για την Ελλάδα! Κάτι πού χρόνια περιμένουν δλα τα Ελληνό πουλα ! Κάτι πού θά δώση στον Παιδόκοσμο τής *Ελλάδος αυτό πού λείπει!
*>
Δ
* *■*
·*
**
Α· **
Α
Λ
Α
Κάτι υπέροχο, άφάνταστο, συναρπαστικό! Κάτι εκπληκτικό, πρωτότυπο, συγκλονιστικό! } Κάτι πού θά σκορπιση ρίγη ένθουσιασμου απ άκρη σ3 άκρη τής Ελλάδος!
Δ
Α
ί:*
** *
**
β,
*-*ί·
Α
**
Κάτι πού γιά πρώτη φορά εμφανίζεται στην Ελλάδα και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη! Κάτι πού θά λάμψη σάν "Ηλιος χαράς και υ γείας ! Κάτι πού θά γεμίση γοητεία την καρδιά κάθε Ελληνόπουλου!
Δ
Α
Λ
<? «4
Λ
ο
Α
Λ
"Ενα ευχάριστο δώρο του κ. Αστρίτη προς τά αγαπημένα του παιδιά τής 'Ελλάδος! Μιά έκδοτική προσπάθεια, πού δμοιά της δεν έ χετε ξαναγνωρίσει ποτέ! Τό δνειρο των όνείρων κάθε "Ελληνόπουλου!
ΝΡΑ ΕΞ€ΡΜΗ1Ι1!
«
ο
Μέ τό τεύχος 83 του «Υπεράνθρωπου» αρχίζει μια νέα σειρά καταπληκτικών ηρώων, πού θά γοητεύ σουν άκόμα και τούς πιο δύσκολους αναγνώστες μας. 'Ένας νέος ήρως, μιά τρομερή γυναίκα, ή
ΦΛΟΓΑ μάχεται έναντίον τών Δυνάμεων τού Καλού, πού δεν μπορούν νά τήν αντιμετωπίσουν μέ επιτυχία, γιατί ή Φλόγα έχει τήν ικανότητα νά μεταμορφώνεται από τή μιά στιγμή στήν άλλη! Κανένας από τούς χιλιάδες αναγνώστες τού «Υπε ράνθρωπου» δέν πρέπει νά χάση τό τεύχος 83 !
ΚΑΘΗΚΟΝ ΟΛΩΝ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ
® · ® Φ © © θ @ © © ® @ ® Θ ® · © ® β · ® © © © © © < ! " ''^ · ® ® © Θ
6
έρχεται νά εξαπόλυση εναντίον τής Ανθρωπότητας την καταστροφή, τή συμφορά και τον όλεθρο! Ή Φλόγα δεν χρησιμοποιεί κανένα από τά όπλα τής καταστροφής πού έχουμε γνωρίσει ώς τώρα! Συνοδεύεται από μιά στρατιά όντων πού δεν είναι άνθρωποι, δεν είναι ζώα και δεν είναι άψυχα πρά γματα! Μέ τή στρατιά αυτή, ή
©@ ©©©©©Θ®®©@ @ ©®®®©©®®®@ ®
0
ΦΛΟΓ
| ® © £ ® ® ® ί® β β β β ® ® β ® β © © θ · θ β β β
3 ©
είναι ένα από τά τεύχη του «Τάργκα», πού θά κα τάπληξη τούς αναγνώστες των περιπετειών του Α τρόμητου
Ελληνόπουλου! Μετά τό θάνατο του Κα-
λούγκα, του τρομερού Κυρίου τών "Αετών, ένας νέος αντίπαλος του Τάργκα κάνει την έμψάνισί του!
ΤΟΣΤ "Ενας αντίπαλος φοβερός, πού κάνει τον Κυρίαρ χο τής Ζούγκλας νά βρεθή φάτσα
μέ φάτσα μέ τό
θάνατο καί σκορπά στίς φυλές τών ιθαγενών τον τρό μο καί τον πανικό!
Τό 21 τεύχος του «Τάργκα» προσφέρει αναγνώστες του νέες συγκινήσεις, νέα πλοκή, περιπέτειες καί τιτανομαχίες! Κανένας νά μη χάση τό τεύχος 21 !
στούς νέες
II
>
Τ Α ΡΓΚ Α„
Ά,οιθ.
20.—ΔΡΑΧ.
2.000
Εβδομαδιαία Βιβλία 'Ηρωϊκών Περιπετειών.
Τά προηγούμενα τεύχη πωλούνται στά
Γραψεΐα: Λέκκα 23 ΆριΘ. Τηλεψ. 3ό.373
θε μέρα 9—ϊΐά και 5—7, έκτος τού
γραφεία
μας, ττού εΐναι
άνοικτά κά
απογεύματος τής Τετάρτης.
Π= Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊσταμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19.
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 1) Ό κυρίαρχος τής Ζούγκλας. 2) 3) 4) 5) 6) ?) 8) .9) 10) 11)
' Η σπηλιά μέ τά Διαμάντια. ΖαΟ'μπο·, ό ' Ιερός Ελέφαντας 'Ο φύλακας των θησαυρών. Μαλόα, τό Κορίτσι -.Τίγρις Τάργκα, ό Λευκός Σ ίψουνας. Μονοιμαχία Βασιλέων. Συναγερμός στ ή Ζούγκλα. Ζατούρ ό προδότης. Σ τή φωλιά του Ζανουρ. * Ιπτάμενος Τρόμος.
12) Τό φαρμάκι της κόμπρας. 13) *Η αρπαγή τής Μαλόα. 14) Στο βωμό τοϋ Μαύρου Δαί μονα. 15) Πιθηκάνθρωποι του Μπουάνα. 16) Κυνηγός Ανθρώπων. 17) Καλούγκα, ό Κύριος των 5 Αετών. 18) Τό Λάσσο του "Ελληνα.
19)
'Ο -πράσινος χαλαστής.
20)
Τό κορίτσι καί τό τέρας. -
-
>
>
ΟΙ
ΤΟΜΟΙ
ν·
>
-
<
Τοϋ «Τάργκα» και του «Ύπερανθρώπου» Μέ τό τεύχος 8 τού «Τάργκα» και 72 τού «Υ περάνθρωπου» συμπληροοθηκαν^ό 1ος και ό 9ος τόμος των αγαπημένων σας περιοδικών. Ή Διεύθυνσις, θέλοντας νά προσψέρη πάντα κά τι καλύτερο στους αναγνώστες μας, αποφάσισε να δένη στο έξης τούς τόμους μέπολυτελέςπανόδετο και χρυσοτυπομένο δέσι μ ο! Καμμιά έπιβάρυνσις τής τιμής 5έ θά ^γινη! Δηλαδή, για τή βιβλιοδεσία, θά πληρώνετε στο εξής 5.000 δραχμές^ και 6ά αποκτάτε έναν καλλιτεχνικό τόμο πού θά σάς γοητεύη μέ την έμφάνισί του! Φυσικά, ρί παλαιότεροι τόμοι θά εξακολουθήσουν νά δένωνται δπως πρίν και μέ την ίδια τιμή (5.000 δρανυές). Γιά τούς αναγνώστες τών έπαρχιών θά υπολογί ζεται καί μιά έπιβάρυνσι από 2.000 δρχ. γιά ταχυ δρομικά, γιατί τά τέλη τού ταχυδρομείου αυξήθηκαν πολύ τον τελευταίο καιρό.
<
Λ
ΤΟ Γ£ΡΑΧ! ΤΗΣ ΘΑ/)ΑΣΙΑΣ. Δ£Ν ΕΠΡΕΠΕ να ΑΦΜΧθνΜ£ Ζ9ΝΤΑ ΓΑΟ -ΤΟΗ ΑίΤΥΠΟΜΙ 140 ,ΧΆΜΙΕΝ Α.Γ4 ξεφΥΓΜ 3
ΚΥΝΗΓδ ΓΜΑ ίΥΜ ΜΟΡΙΑ ΔΟΛΟφΟΙΗΟΝ *Αι ΛΑΘΡΕ ΜΠΟΡΏΝ* Μ£ £ΙΥΑΗ Δ£££| ΚΑ« ΤΟΥΣ. ίεΛντΑ’.
είναι
ΕΙΣΑΙ ΒΑΑ*Α1'· 0*0 ΝΑ ΛνθΗ εΜΕίε ©Α ε*ονΜ£. <ΡΜη\\ Ι^Α\ ΑΙΗΟΐβΑΛΓ\£ ΑΓΗ
Την αλ^μ «μέρα, λιγο πρ»γ< απο Υΐ£ ΙΐΤίΟΔΡΟΜί^ε , Κ,ΑθβΙ το Α1-
ΎΡΟΟΆΡΟ
£Τ0ΐ(ΜΑΧεΐΑ\ ΓΜΑ ίΕΚΙ-
ΓΕΡΑ*». Θ£Α<2
ο ΓΝτετεν«ΐΤ\Β ΙπΤΟΡΓΚΑΗ! "Τι
θ(\ ΜΘΚ ΠΟΤΙ
ΤΗ βοΗθΕιΑ ΣΟΥ*
βΡϋΚΟΓΗΤΑ', χτμ Ν1ΜΦΗ .
Το ΑΙΤΡΟΨΑΡΟ ξεκινάει ΠΡοί ΤΑ ΑΜ^Α Γιοτ ΠΟΥ Ε.ΙΝΑ» ΠΑΡΑΤΕΐΤΑΓΜΕΠΑ ΠΑ ΤΙί ΙΣΤΙΟΔΡΟΜΙΕΣ.,..
ΝΑΤΗ ΝΟΜΣ
ίΥΜβΑίΙΗΕ^
ΕΕΚΙΝΗ1Ε.Ι
ο
ΥΑΙΗΣ.Ε.Μ ΚΑΚ...
Ξ.ΕΚΜΜΗ1ΑΝ· *Αΐ £*Μβντε ΑκΟΜΑ , ΜΑκΡΥΑ.
.%·.·.·«
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΠΜΕΝΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ > • • • ' ί { I
ΕΝΑ ΦΩΤΕΙΝΟ. ΣΤΟΙΧΞΙΩΜΕΝΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ, ΩΔΗίΓΗΜΕΝΟ’ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΛΕΥΚΟ, ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΣΚΟΡΠΙΣΗ ΤΟΝ ΠΑΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ!... ΚΕΦ.
" . . . , < *
1. "Ότταυ οί τρεις φίλοι μας βλέττοΊϊν ενα τρομακτ ικό θ'έαμα . . .
υο τουφεκιές, που ακού στηκαν ' μακρυά, κάνουν τον Τάργκα ν’ άναπηδήση. — "Ακόυσες; ρωτάει ανή συχη κι* ή Μαλόα. Είχε ακούσει κι5 αυτή τίς 6υό τουφεκιές. Τουφεκιές μέ σα στη ζούγκ?\α σημαίνουν λευκούς και οί λευκοί δεν φτσ νουν ποτέ τόσο βαθειά στο ε σωτερικό με καλό σκοπό. Στο μετο:ξύ ό Ατσίδας, πού είναι ξαπλωμένος κάτω από ενα δέντρο καί χωνεύει τις καρύδες του- σάν βόας, α νοίγει τά μάτια του. — Κύριος Τάργκσ, φωνά ζει, εσένα άκούει; Τί είναι τούτο; — Τουφεκιές, Ατσίδα, λέ ει ό Τάργκα. · Φαίνεται πώς περνούν λευκοί κάπου κοντά.. Ό Ατσίδας δαγκάνει τό χαλκά του. Άπό τόν καιρό πού έχει πάθει μερικές νίλες μέ τά πολεμικά όπλα, δεν τούς έχει καί μεγάλη συμπά θεια. — Ό Σάμπα που είναι; ρωτάει ή Μαλόα. — Μικρόβιος ' πάει φέρει πεπόνις, καρποΰτζις, λέει 6 Ατσίδας.
Δ
4
.
ΤΑΡΓΚΑ
"Ενας θόρυβος .άκούγεται ξαφνικά. Κι5, από μέσα άπ5 τή λόχμη ένας .μαύρος παρουσία- ■ ζεται. Τό αΤμα τρέχει από τον/ ώμο' του. ΕΤναι τραυματισμέ νος. ·/ '. , — Μπουάνά (Κύριε}, λέει πλησιάζοντας μέ κόπο -στον Τάργκα,. οι Άραμπι μπήκαν στο χωριό μας. Τό πρόσωπο του. Τάργκα σκοτε-ινιάζει. Άραμπι λένε οΐ μαύροι τους "Αραβες τής- Βο ρείου "Αφρικής. Κι9 οί Άρορ βές αυτοί -συνήθως γυρίζουν στά χωριά των. μαύρων κι5 άρ πάζουν ’ τούς πιο γερούς· άπ5 τούς, άνδρες καί" τις γυναίκες για δούλους. . . ·’ •Ή παρουσία των "Αράβων δε μαρτυράεί τίποτα καλό. Καί συνήθως πίσω ■ από τούζ "Άραβες θά ύπάρχη κάποιος καταχθόνιος Ευρωπαίος.. — Πού είναι τό χωριό σου; ρωτάει ό Τάργκα./ Ό μαύρος μόλις μίτορεΐ νά' σταθή στά πόδια -του. *Ή αι μορραγία άπ- την πληγή του τον έχει εξαντλήσει τελείως.· Στο Ίτάγκα, * τραυλί ζει.· ·λ · . λ ' Καί πρίν προλάβη κανείς νά τον κρατήση, πέφτει κάτω αναίσθητος. Ό Τάργκα σκύβει από πά νω του καί βάζει τό χέρι στην καρδιά του μαύρου. — Πέθανε!, λέει σκυθρω πός καί' σηκώνεται. -—.Καί τώρα; ρωτάει ή. Μαλόα; · · -—.Τώρα; Θά πάμε γραμ μή γιά· τό Ίτάγκα. "Εκεΐ θάμάθουμε... . · ' «—1 Καί Μίκρόβιος;· λέει ό
. "Ατσίδας, πού θυμάται ότι ό κοντόσωμος φίλος του έχει πάει νά του φέρη πεπόνια. • —: .Θά τοΰ δώσουμε νά καταλάβη που· πάμε; λέει ο Τάργκα. Καί κόβρντας ;ένα πελώριο πλατύ καί χοντρό φύλλο από ένα φυτό, χαράζει μέ τό μα χαίρι του τή λέξι «"Ιτάγκα». — Ό Σάμπα ξέρει καλά τή · ζούγκλα, λέει στον "Ατσί δα. Μόλις .δή τό όνομα αυτό θά καταλάβη καί · θάρθή νά μας βρη... ^ Είναι, απόγευμα. Σέ λίγο θά νυχτώσή. Ή νύχτα στη ζούγκλα πέφτει απότομα .κι" ή περιττλάνησι τή νύχτα εΐνα-ι επικίνδυνη,. όχι μόνο γιατί κινδυνεύει κανείο από τά κά θε είδους νυκτόβια θηρία, μά καί γιατί μπορεί νά χαθή μέ σα στά πυκνά, σκοτεινά δά ση, έτσι πού νά μήν μπορή πιά νά βγή. Σ"..ένα σημείο τού Τάργκα,· ό "Ατσίδας κι" -ή λΑαλόα στέ κονται. -— Πρέπει νά βρούμε ένα μέρος νά μείνουμε τή νύχτα, λέει. Χάμω στο έδαφος είναι επικίνδυνο.. Θά ανεβούμε'σ"^ 'ένα δέντρο καί θά κοιμηθούμε η εκεί. • Οι άλλοι επιδοκιμάζουν τή γνώμη του. Καί σέ λίγη ώρα βρίσκουν ένα πυκνόκλαδο υ ψηλό δέντρο, όπου μπορούν άνετα νά περάσουν τή νύχτα τους. ·Τά κλαδιά καί τό. φύλ λωμα εΐναι τόσο πυκνά, πού μττοροΰν νά ξαπλωθούν σάν νάναι στό καλύτερο κρεββάτι. Νύχτωσε. Οΐ τρεις φίλοι ά-
ποκοιμοΰνται. Μέσα στουςβρυχηθμούς των θηρίων, στα .ουρλιαχτά των * τσακαλιών, κρατάςι τό ίσο · τό ροχαλητό., τού Ατσίδα:,. Θάταν μεσάνυχτα οταν_ ό Τάργκα ανοίγει, τά μάτια, Ξυ πνάει. Κι3 ό ίδιος δεν ξέρει· γιατί ξυπνάει. "Ομως τό ε νασκημένο αυτί του ακούει κάτι · παράδοξο, ' -Ουρλιαχτά τρόμου, πού . αφήνουν- μερικό) πάνθηρες. Δεν μπορεί νά καταλάβη τί είναι κείνο πού προκαλεί τον τρόμο στά θη ρία/· · . Τά ουρλιαχτά πλησίάζουν. Ό Τάργκα έχει άνασηκωθή κάπως ανήσυχος1. Την ίδια στιγμή άνοίγει .κι5 ή Μαλόα τά μάτια της. . ■—- Τί τρέχει; , ρωτάει τό σύντροφό της. — Μά^κι" -εγώ δεν ξέρωη α παντάει ό Τάργκα. Περιμένω , να δω. Μόνο ό "Ατσίδας . δέν' ξυ πνάει. "Εξακολουθεί νά ροχαλίζη... · . Ό· Τάργκα ·κι" ή Μαλόα-έ χουν άνασηκωθή καί περιμέ νουν. · .* -αψνικά μέσα στη νύχτά διακρίνονται κάτι σάν μικρές λάμψεις. Είναι τά μάτια μιας αγέλης· πανθήρων πού αστρά φτουν μέσα στο σκοτάδι, κα θώς τά θηρία τρέχουν .τρομο κρατημένα, ουρλιάζοντας ά γρια.. Ό "Ατσίδας ανοίγει γιά μιά στιγμή τά μάτια του, αλ λά δεν κουνιέται από τή θέσι
του.
■
~αφνικσ
.
!
■/·
ένα τρομερό θέα
μα προβάλλει στά κατάπλη κτα μάτια του * Τάργκα καί τής· Μαλόα. Ή όμορφη κοπέλλα βγάζει μιά τέτοια φωνή τρόμου, πού ό "Ατσίδας άνάσηκώνεται,. Μά την ίδια στι γμή .βγάζει κι," άύτός μιά φω νή τρόμου, και καταπλήξεως. .-Πίσω από τούς πάνθηρας,. μέσα στο* πυκνό σκοτάδι δια• κρίνεται ή πύρινη μορφή ενός λιονταριού. Τό πελώριο κεφάλι του καί τό σώμα του λαμποκοπούν σάν νάναι όλα από φως. Μόνο . ό Τάργκα κρατά την ψυχραι μία του, στο ' καταπληκτικό άύτό φαινόμενο, ... Τό αστραφτερό'λιοντάρι ε ξαφανίζεται στή στιγμή σχε δόν καθώς τρέχει · πίσω από τούς πάνθηρες. Ούτε ή Μα-* λόα,' ούτε ό. "Ατσίδας δεν έχόυν συνέλθει ακόμα από τον τρόμο τους. . Πρώτος βρίσκει τή φωνή· του ό "Ατσίδας. • ^— "Κύριος" ΤάργΚα, λέει, τούτος στοιχειό είναι; "Ατσίν■τα τέτοιο πράγμας, οκι έκει ντή πότές.... .— Ούτε κι", εγώ, λέει συ νοφρυωμένος 1 ό Τάργκα, Πα' ράξενο! -· —τ Αυτό τό λιοντάρι είναι •στοιχειωμένο!, λέει με ■ φωνή πού τρέμει ή Μαλόα. ""Αστρά ψτε όλο. Γι" αυτό φοβήθηκαν οί πάνθηρες. · Σέ' λίγο επικρατεί ήσυχία 0 τή ζούγκλα. Οί πάνθηρες· έ χουν άπομακρύνθή· πολύ ώστε νά μην άκούγωνται πια.
-—1 Θά μάθουμε
■ τί είναι,
Δ
λέει ό Τάργκοε Ακόμα όμως είναι νύχτα, -απλωθήτε νά κοιμηθήτε. Κι5 όταν ξημερώ^ ση θά πάμε στο Ίτάγκα. "Ί σως νά ξέρουν εκεί νά μάς πληροφορήσουν τί συμβαί νει... Ό Ατσίδας ξαπλώνεται, Τό ίδιο κάνει κι5 ή Μαλόα. Σε λίγο κι5 οι δυο τους έχουν άποκοιμηθή. Μόνο ό Τάργκα μένει •ξά γρυπνος. Αέν μπορεΐ νά ξεχάση τό τρομερό θέαμα που άντίκρυσαν τά μάτια του: τό θέαμα του άγριου στοιχειωμένου λιονταριού...
Τό θηρίο πλησιάζει αργά άναίρΦητο κοοιαί...
στο
Τό θέαμα του άλλόκοτου λιονταριού μέ τό πύρινο κορ μί.,, ΚΕΦ. 2. "Οπου £ α ί'ν ε ινιΞ ύ·ε ι !
ό Άτσίδκο ττεκσ ί ξαναζώ1 ,τα-
χει πιά ξημερώσει. Στη ζούγκλα ό ήλιος βγαίνει απότομα στον ορίζοντα. "Έ τσι γύρω είναι όλα ψοοτεινά. Ό Τάργκα, ή Μαλόα κι* ό "Ατσίδας έχουν κατέβει από τό δέντρο. Τρώνε μερικά άγριοπέπονα κι5 ετοιμάζονται γιά τό Ίτάγκα. Τώρα πού είναι ημέρα, οι νυχτερινές εντυπώσεις έχουν κάπως διαλυθή κι5 όλοι είναι αρκετά ψύχραιμοι. . Μόλις τρώνε, σηκώνον ται. "Έχουν νά κάνουν αρκετό δρόμο και πρέπει νά βια στούν. Ό Τάργκα δίνει πρώ τος 'τό παράδειγμα, ξεκινών τας μέ γοργό βήμα. Κι" οί τρεις διευθύνονται προς τό χωριό Ίτάγκα... Προχωρούν έτσι δυο - τρεΐς ώρες, όταν ό Τάργκα σταμα τά απότομα. Ό "Ατσίδας κΓ ή Μαλόα, βλέποντάς τον, στα ματοΰν κι5 αυτοί. — Τί συμβαίνει; ρωτάει ή Μαλόα. . ^— Πλησιάζουμε στους Με γάλους Βάλτους, απαντάει ό Τάργκα. Κι" ή περιοχή είναι . αρκετά επικίνδυνη. Πρέπει νά προχωρούμε μέ προσοχή. — Γιατί; ρωτάει ό "Ατσί δας, γλείφοντας τό χαλκά του καί κυττάζοντας γύρω μή πως άνακαλύψη κανένα πε πόνι. — Γιατί οι Μεγάλοι Βάλ τοι βγάζουν άναθυμιάσεις δη-
Ε
Ϋ
ίέ.'=ύά
01
σκλάβοι
βαδίζουν
δεμένοι
δλοι
λητηριασμένες. Κι5 οποίος τις άναπνεύση κινδυνεύει νά πεθάνη από ασφυξία. — Και τότε τί θά γίνη; ρωτάει χλωμιάζοντας ή Μαλόα. — Θά περάσουμε από την αριστερή πλευρά τών Μεγά λων Βάλτων. Ό αέρας φυσά προς τά δεξιά, συνεπώς δεν κινδυνεύουμε. *Έτσι ξεκινούν πάλι. Τώρα διευθύνονται προς τά αριστε ρά. Δεξιά τους απλώνονται οι Μεγάλοι Βάλτοι. Τά εκατομ μύρια τών βατράχων, πού βρί σκονται μέσα σ’ αυτούς κά νουν ένα διαβολεμένο θόρυβο μέ τά κοάσματά τους. *Ένα έλσψρό αεράκι φυσά.
μαζί
στη/ κοιν'ι
άλυσσίδα...
άλλά ευτυχώς όπως τό είχε προβλέψει ό Τάργκα, φυσά α πό τά αριστερά προς τά δεξιά. "Έχουν προχωρήσει έτσι ως τά μισά του δρόμου τους, δταν ξαφνικά ό Τάργκα νοιώ θε^ ζαλάδα. Καΐ^ λίγες στι γμές αργότερα πέφτει μπρού μυτα στο έδαφος άναίσθητος. Ή Μαλόα βγάζει κραυγή αγωνίας. Τήν ϊδια στιγμή ό μως πέφτει κι3 αυτή αναίσθη τη. "Ενα φοβερό «γρρρ!» α πό τό στόμα τού "Ατσίδα άκούγεται, μά κι" αυτός πέ φτει άναίσθητος. Ό αέρας, πού φυσούσε α πό τά αριστερά-προς τά δε·< ξιά, έχει μεταβληθή άπότο-
νει ότι άν τυχόν δεν προλάβη,. μα και τώρα φυσάει άπο τα ό κίνδυνος είναι άμεσος. . δεξιά ττρός τά αριστερά. "Έ "Αστραπιαία τραβά τό ματσι οι αναθυμιάσεις έχουν έρ 6ει τώρα .προς τό' μέρος του ■ χαίρι του. Καί πρίν ή ύαινα άνορθωθή τής τό βυθίζει στη Τάργκα και των δύο δικών Βάσι τού αυχένα. Τό θηρίο πέ του, πού, είσπνέοντας .τό δη φτει κάτω μ" ένα· μόυγκρητό λητηριασμένο άέρα, έχουν πε πόνου. σει λιπόθυμοι. Την ίδια στιγμή άκούγον"Ενα · απαίσιο, φρικαλέο ται φοβεροί βρυχηθμοί. Δύο ουρλιαχτό άκούγεται. Ή ύαι να πού βρισκόταν πεσμένη ύαινες που έχουν μυρισθή άν~ στά πόδια τής Μαλόα, άκού™ θρώπινο κρέας, όρμοϋν προς γόντας τό μόυγκρητό τής άλ τό μέρος όπου οΐ τρεΐς φίλοι λης, άναπηδα. Ό Τάργκα κα είναι άναίσθητοι. Μια άπό τις ταλαβαίνει ότι είναι ζευγάρι. δυο όρμά προς τό μέρος του Κι" όταν σκοτωθή τό ταίρι ε Τάργκα καί έρχεται πάνω του, νός ζευγαριού άπό ύαινες, αυ για νά τον κατασπαράξη, ε τές γίνονται φοβερές: νώ ή άλλη έχει φτάσει στη Μαλόα. "Αναίσθητοι καί οι . Μ* ένα πήδηυα·ο Τάργκα δυο θά βρουν φρικαλέο .θάνα βρίσκεται όρθιος μέ τό μαχαί το κάτω άπό τα νύχια καί τά ρι στο χέρι. Καί καθώς τό θη δόντια τών δύο πειναλέων θη ρίο όρμά κατ’ επάνω του τι ρίων. νάζει το μαχαίρι του προς τό Ή μία ύαινα* σηκώνει τά λαιμό της. μπροστινά της πόδια νά σχίΜά τό μαχαίρι συναντά τό ση ·μέ τά νύχια τον Τάργκα, πόδι τής ύαινας καί τήν τραυ μά ξαφνικά πέφτει κΓ αυτή ματίζει ελαφρά. Ό πόνος κά άναίσθητη. "Έχει άναπνεύσει νει τό θηρίο τρομερό. Καί λί τις δηλητηριώδεις άναθυμιάγες στιγμές άργότερα ό.Τάρ σεις. τού βάλτου. Τό ίδιο κι5 γκα καί ή ύαινα κυλιούνται ή άλλη ύαινα που δεν πρόλα μαζί στο-έδαφος. βε νά άρπάξη τή Μαλόα. Ή Μαλόα έχει στο μετα Περνούν έτσι λίγα λεπτά... ξύ συνέλθει. Καί βλέποντας *** ότι ό άγάπημένος της βρίσκε• Πρώτος άνοίγει τά μάτια ■ τα.ι σέ τρομερό κίνδυνο, πηδά όρθια. Τρέχει σάν άστραπή του ό Τάργκα. Συνέρχεται. κρατώντας τό μαχαίρι-της. Ό άέρας έχει γυρίσει πάλι Καί στήν πιο κρίσιμη στι προς τήν πρώτη του διεύθυνγμή, τήν ώρα πού ό Τάργκα σι κι* ή άτμόσφαιρα έχει κα βρισκόταν σ’ αδυναμία, άοθαρίσει. Ό Τάργκα άνασηκώ νέτα* καθιστός, -αφνικά βλέ ·. πλος καθώς ήταν, νά άντιμε τωπίση τό θηρίο, ή κοπέλλα πει στά πόδια του τήν ύαι βυθίζει τό μαχαίρι της στή να. Τήν ίδια στιγμή συνέρχε ται καί τό θηρίο. Τό μυαλό ράχη τής ύαινας. Τό θηρίο τινάζεται άγρια τού Τάργκα ξαναβρίσκει τήν πίσω. Τραυματισμένο βαρεία έτοιμότητά του. Καταλαβαί
ΤΑΡΓΚΑ
/
9
έχει γίνει τηό άγριο. Μά τώρα πετάνει. ΈμεΤς τώρας.ζων έχει τιναχθή όρθιος ό·Τάργκα τανός ; κι* έχει αρπάξει τό μαχαίρι Μά ό Τάργκα ούτε διάθε του. _ ση ούτε καιρό έχει γιά άΣέ λίγα δευτερόλεπτα ή άστεΐα. πάλη έχει λήξει κι5 οι δυο ύ — Γρήγορα ! φωνάζει; αινες κείτονται νεκρές.., Γρήγορα νά περάσουμε άπ" • Στο μεταξύ ό Ατσίδας ξα ■τούς Μεγάλους Βάλτους! πλωμένος καθώς είναι, έχει Γιατί αν αλλάξη ό αέρας εί συνέλθεί κι5 έχει, ανοίξει τά μαστε χαμένοι. μάτια του, μά βαρυέται νά ΚΓ οι τρεΐς αρχίζουν νά σηκωθή. Κουρασμένος από τό τρέχουν. Θέλουν ακόμη μισή δρόμο καί μισοναρκωμένος α ώρα νά περάσουν τούς Μεγά πό τις δηλητηριώδεις αναθυ λους Βάλτους. μιάσεις των Μεγάλων Βάλ Ευτυχώς ό άέρας εξακολου των, σκέφτεται ότι καλά θά θεί νά φυσά από τ" αριστερά είναι νά καθήση λίγη ώρα έ προς τά δεξιά κι" έτσι περ τσι. Δεν έχει άντιληφθή την νούν χωρίς άλλο επεισόδιο πέ πάλη του Τάργκα καί τής Μα ρα άπ5 τούς θανατηφόρους λόα με τις ύαινες, ούτε τον βάλτους. Καί πέρα απ’ αυ κίνδυνο πού διατρέχει αν ό ά νεμος ξαναψυσήση από την τούς. βρίσκεται τό χωριό '* Iτάγκα. άντίθετη πλευρά. Πράγματι, ύστερα από πο Μά ό Τάργκα, πού νομίζει ρεία-μιάς ώρας, βλέπουν τις ότι ό Ατσίδας δεν έχει άκό καλύβες του Ίτάγκα. μα συνέλθεί, τρέχει κΓ άρπάΚΓ οί τρεΐς μπαίνουν μέσα ζοντάς τον από τους ώμους, στο χωριό. Οί .μαύροι κάτοι Τον ρίχνει στην πλάτη του. . κοι πού τούς. βλέπουν, τούς υ — Γρρρ!, κάνει ξαφνικά ό ποδέχονται φιλικά: "Ενας άπ5 Ατσίδας πηδώντας κάτω, για αυτούς τούς παίρνει καί τούς τί δέν έχει προλάβει νά καταόδηγεΐ στην -καλύβα τοΰ αρ λάβη τί τρέχει. Ποιο είναι ε χηγού τής φυλής τους... σένα... Μά σταματάει .απότομα.. ΚΕΦ. 3.'"Οίτου οι τρεΐς ^ φίλοι ■ττ&ρνουν μία απίστευτη — Έ; κάνει γουρλώνοντας ττειρητέτεκ*. . . ' τά μάτια καί δαγκάνοντας τό χαλκά' του. προστά σέ 'μιά μεγάλη "Έχει δη τά δυο θηρία νε καλύβα στέκεται ένας α κρά καί στο στήθος του Τάρ δύνατος, ξερακιανός μαύρος. γκα μερικές ματωμένες γραΒλέποντας τον Τάργκα μέ τζουνιές.· Θυμάται ξαφνικά τούς δυο δικούς του, πλησιά πώς έκεΐ πού περπατούσε εί ζει καί σκύβει τό κορμί του. χε πέσει αναίσθητος. — .Καλώς ώρισες στό-χω— Κύριος Τάργκα, λέει σα ,ριό μας, Μπαυάνα Τάργκα!, λέει. Ό Νοίτόγκο είναι στις στισμένος. Έμεΐς πετάνει -
ΤΑΡΓΚΑ
διαταγές σου κα! περιμένει τή βοήθεια σου! -— Καλώς εύρηκα τό γεν ναίο αρχηγό των Ίτάγκα!, απαντάει ό Τάργκα. Ό Νατόγκο τούς προσκαλεΐ νά φάνε. Και φέρνει άπό μέσα άπό την καλύβα μια πε λώρια γαβάθα μέσα στην ό ποια είναι βρασμένο ένα τε ράστιο κομμάτι κρέας. Οι τρεΐς φίλοι, πού ό δρό μος τούς έχει άνοίξει την 6ρεξι, κάθονται^ νά φάνε. — Ό γενναίος Νατόγκο 5έ θά μάς κάνη την τιμή νά φάη μαζί μας; λέει ό Τάργκα στον άρχηγό των Ίτάγκα. — Ναι, μπουάνα. Ό Να-
Λίγο αργότερα είναι κι’ οί ^οεΐς δεμένοι γερά!...
τόγκο θά φάη δ,τι περισσέψη άπό τό φαγητό σας. Τά τρό φιμα δεν εΐναι πολλά στο χω ριό των Ίτάγκα, άπαντάει ό μαύρος καί μπαίνει στην κα λύβα. Στο μεταξύ καμμιά είκοσα ριά μαύροι έχουν μαζευτή γύ ρω και κυτ.τοΰν τούς τρεΐς φί λους, πού τρώνε. — Μμμ!, κάνει ό Ατσί δας καθώς κόβει ένα κομμάτι κρέας. Τούτος οκι τρώει τρώει, οκι γιατί ντέν έκει φά ει, μά γιατί τούτο οκι τρώγε ται. Πετσίς ελέφαντα εΐναη οκι κρέας! — Ό Νατόγκο λέει ψέμα τα, ψιθυρίζει ή Μαλόα στον Τάργκα. Γιά κύττα δλους γύ ρω τούς μαύρους τί καλοθρεμ μένοι πού εΐναι. ’Άν τά τρό φιμα λείπουν άπό τό Ίτάγκα, τουλάχιστον δέ φαίνεται στά πρόσωπα τών κατοίκων του. Ό Νατόγκο ξαναβγαίνει άπ’ τήν καλύβα του. Ή Μα λόα, πού τον κυττάζει, νομί ζει δτι διακρίνει μιά λάμψι στά μάτια του. Σκουντάει τον Τάργκα με τό χέρι, λέγον τας έλληνικα, πού οι μαύροι δεν τά καταλαβαίνουν: — Μοΰ φαίνεται πώς κιν δυνεύουμε... Αυτός ό Νατό γκο... Πριν δμως προλάβη νά τελειώση, κι5 οι είκοσι μαύροι , όρμούν επάνω στούς τρεΐς φί λους. Πριν ή Μαλόα προφτά ση νά κινηθή, βρίσκεται δε μένη. Ό Τάργκα προλαβαί νει νά σπάση δυο κεφάλια μαύρων, μά κι5 αυτός βρίσκε ται σε λίγο δεμένος. "Οσο γιά τον Ατσίδα, έχει άρπάξει έ
11
ναν Ίτάγκα από τό πόδι, μά καθώς τον τραβούν οι άλλοι, χτυπάει μέ τό πόδι του τον μαρρο, ενώ τον κρατά από τό πόδι. "Ενα κράκ άκούγεται και τό πόδι σπάζει στο γόνατο. Κι5 έτσι ό Ατσίδας βρίσκεται δεμένος^ κρατώντας ακόμα τό σπασμένο πόδι. Λίγες στιγμές αργότερα βρίσκονται κι5 οί τρεΐς ριγμέ νοι σέ μιά καλύβα. — Αυτός παλιάντρωπο Να τόγκο, γρυλλίζει ό Ατσίδας, εμένα πιάση-πιάση αυτό κο πανήσει χάμω... -—- Μέ^ρις δτου γίνη αυτό, λέει ό Ταργκα, να δούμε πώς θά ξεμπερδέψουμε μ’ αυτούς. Οί ώρες περνούν. Τέσσερις μαύροι φυλάνε στην πόρτα μη πως οί τρεΐς αιχμάλωτοι απο πειραθούν νά δραπετεύσουν. ' Εχει πιά νυχτώσει. Οί τρεΐς φίλοι κουρασμένοι άποκοιμούνται... ** * ^Μέ τό πρώτο φώς τής αυγής, ή πόρτα τής καλύβας α νοίγει. Δυο "Αραβες (οπλισμέ νοι μέ καραμπΐνες φαίνονται στην είσοδο. Οί τέσσερις μαύ ροι φύλακες μπαίνουν μέσα. — Μπρος!, λένε στους φί λους. "Ορθιοι! Ό Ατσίδας θέλει νά άντισταθή, μολονότι δεμένος, μά ό Τάργκα τού κάνει νόημα νά σηκωθή. Καταλαβαίνει δτι άο πλοι δπως είναι, δέν μπορούν ν' άντιμετωπίσουν τις καραμπίνες τών δυο Αράβων δου λεμπόρων. Κι’ άπό μέσα του ό Τάρ γκα συλλογίζεται νά βρή τρό πο γιά ν5 απαλλαγούν άπό τή
Καί οιι %>οοες μας όο,μοΟν ακοάτητοι σαλεύοντας τά ακόντια!
δύσκολη θέσι στην όποια βρί σκονται. βγαίνουν έξω κι5 άντικρύζουν ένα θλιβερό θέαμα. Μιά σειρά μαύρων είναι δεμένοι ό ένας πίσω άπό τον άλλο μέ αλυσίδα περασμένη στο λαι μό τους. Μπροστά είναι δυο άλλοι "Αραβες ώπλισμένοι μέ καραμπίνες. ^Οί δυο "Αραβες, πού είναι πίσω, σπρώχνουν τον Ατσί δα, τον Τάργκα και την Μαλόα στη σεειρά και τρεΐς άλ λοι Ίτάγκα περνούν άπό ένα μεγάλο χαλκά στο λαιμό. Οί "Αραβες έχουν προτεταμένα τά όπλα τους.
2 Ό Ατσίδας δαγκάνει μέ τός τό. ίδιο σύστημα. Κι° ό λύσσα τό χαλκά τής μύτης ταν τον βοηθάή ό Τάργκα, τό σπάσιμο τού χαλκά είναι ευτου. Ή Μαλόα είναι κάτωχρη. κολώτατο. Μόνο ό Τάργκα, ό γενναίος "Ελληνας, διατηρεί όλη του "Ελεύθεροι τώρα κι" οι τρείς την ψυχραιμία. Καταλαβαίνει κυττάζουν γύρω τους. Πιο πέ ότι μόνο μέ την -ψυχραιμία θά ρα, στο σκοτάδι, τό έξασκηάπολευθερώση όχι μόνο τους ■ μένο μάτι τού Τάργκα διακρί δικούς του, μά καί τούς δυστυ νει .έναν από τούς "Άραβες. χισμένους μαύρους, πού είναι Κάθεται χάμω σταυροπόδι κΓ δεμένοι στην κοινή αλυσίδα. έχει στά γόνατά του ακουμπι σμένη τήν καραμπίνα του. ΆΣέ μια διαταγή τού "Άρα βα, ή θλιβερή συνοδεία ξεκι- ■ πό .τή στάσι του ό Τάργκα καταλαβαίνει ότι έχει άποκοινά... μηθή. Τί είχε νά φοβηθή, άλ Βαδίζουν έτσι όλη την ήμε λωστε; Οι αιχμάλωτοί του ή ρα. Τό βράδυ, πριν ακόμα πό ση ή νύχτα, οι "Άραβες δίνουν ταν δεμένοι στις αλυσίδες κι’ ήταν αδύνατο νά λυθούν. τή διαταγή τής διανυκτερεύΚάνοντας νόημα στον "Α σεως. τσίδα καί τή Μαλόα νά μην Κουρασμένοι, όλοι οι δεμέ κινηθούν καί κάνουν θόρυβο, νοι σκλάβοι, πέφτουν χάμω ό Τάργκα προχωρεί . συρτός στο έδαφος. Καί σε λίγο κοι ώς τό μέρος πού καθόταν ό’ μούνται βαθειά. "Άραβας. Μέσα από τή ζώνη, Τρείς άνθρωποι όμως δεν όπου είχε κρυμμένο τό μαχαί κοιμούνται :* ό Τάργκα, ή Μα ρι του — πού δεν είχαν, άντιλόα κι" ό Ατσίδας. ληφθή οί. μαύρο,ι "Ιτάγκα γιά Ό Τάργκα αγωνίζεται νά νά.τού τό πάρουν — τό βγά β'γάλη τό χαλκά από τό λαι ζε»· μό του. Οί μύς του τεντώνον Πλησιάζει αθόρυβα πίσω ται* καταβάλλει όλη του την άπό τον Άραβα. Αυτός έξα-’ τεράστια δύναμι. Αυγά καί κολουθεΐ νάχη σκυμμένο τό κεισιώνει διαρκώς τό σίδερο τού χαλκά, που είναι αρκετά: . φάλι αποκοιμισμένος. "Αστρα πιαία σηκώνει τό μαχαίρι του φαγωμένο απ’ τή σκουριά. καΤτό βυθίζει στή ράχη του Μισή ώρα υπεράνθρωπης "Άραβα,, πού πέφτει σαν κε προσπάθειας κι" ένα «κράκ!» ραυνοβολημένος, χωρίς · νά άκούγεται: ό χαλκάς έχει σπά σει. Τό ατρόμητο Ελληνόπου . προλάβη νά βγάλη ούτε στε ναγμό. λο είναι ελεύθερο! Μέ τον ίδιο αθόρυβο τρόπο Χωρίς νά χάση καιρό, κά ό Τάργκα, αυρτά, γυρίζει πί νει την ίδια δουλειά στη Μα σω στο μέρος πού περιμένουν λόα. Ό χαλκάς τής όμορφης ό "Ατσίδας καί ή Μαλόα. κοπέλλας σπάζει. Γιά τον Α — Μακρυά δόρατα είνα· τσίδα δέ χρειάζεται μεγάλη κεΐ κάτω, πού βρίσκονται οί προσπάθεια, γιατί βλέποντας τρείς άλλοι Άραβες, ψιθυρίτον Τάργκα,· εφαρμόζει κι" αυ
ΤΑΡΓΚΑ ζει ό Τάργκα. Πρέπει νά μπο ρέσουμε νά πάρουμε από ένα χωρίς νά μάς πάρουν μυρω διά. Ελάτε μαζί μου! Χωρίς νά ξυπνήσουν τούς άλλους σκλάβους, πού κοι μούνται βαθειά, οι τρεις.ψι λοί προχωρούν χωρίς τον πα ραμικρό θόρυβο, ως τό μέρος πού βρίσκονται οι τρεΐς "Ά ραβες. ' Αυτοί, καθισμένοι σταυρο πόδι, κουβεντιάζουν. Ή ομι λία γίνεται στη σουαχιλική γλώσσα, μά ό Τάργκα την ξέ ρει καλά, γιατί είναι ή γλώσ σα όλης τής παραλιακής Άφρικής· , Λ ε Λ — Αυτοί οι τρεΐς σκλάβοι, πού μάζ έδωσε ό Νατόγκο, λέει ό ένας, κάνουν πολλά λε φτά, σίντι Χάμιτ! — "Οσα θά πιάσουν όλοι οι άλλοι μαζί, Άχμετ, απαν τάει ό .άλλος. Γι" αυτό είπα στο Χαρούν νά τούς προσέχη περισσότερο από τούς άλ λους. Ελπίζω ό Σίμπα Μπουάνα νά εύχαριστηθή... Σίμπα Μπουάνα θά πή ό Κύριος τού Λιονταριού. ■ Ό ι άργκα σΌυψρώνει τά φρύδια του άκούγοντας αυτό τό όνο μα. Νάχη άρα γε καμμιά σχέσι μ5 αυτό τό στοιχειωμένο λιοντάρι, πού είχαν δή την προπερασμένη νύχτα; Μά δεν έχει τώρα καιρό νά κάνη τέτοιες σκέψεις. Τά δόρατα είναι πίσω από τούς "Ά ραβες. Σερνάμενος με την κοιλιά, πιάνει ένα. Τραβιέται πίσω, τό δίνει στον Ατσίδα καί ξαναπλησιάζει γιά δεύτε ρη καί τρίτη φορά. Οι "Άρα βες είναι άφωσιωμένοι στην
13 κουβέντα τους κα'ι. δεν έχουν καν άντιληψθή ότι ό σύντρο φός τους εκεί κάτω είναι νε κρός. ^ Ό Τάργκα δίνει τό σύνθη μα. Κι" οί τρεΐς- μαζί όρμούν ξαφνικά πάνω στούς τρεις Ά ραβες. Τό δόρυ τού Γάργκα χώνεται στη ράχη του ενός, ένόρ του Ατσίδα χτυπάει τον άλλο στο λαιμό. Ή Μαλόα· ό μως σκοντάφτει ξαφνικά και τό δόρυ ξεφεύγει από τό χέρι της. Αυτό δίνει καιρό στον τρίτο Άραβα νά τιναχτή όρ θιος κι" άρπάζοντας την καραμπίνα του νά έξαφανιστή στο σκοτάδι, ρίχνοντας έναν πυροβολισμό στον αέρα. Ό Τάργκα κι" ό "Ατσίδας τρέχουν πίσω του. Μά είναι πιά αργά. Ό "Άραβας έχει έ ξαψανιστή. Ό πυροβολισμός έχει ξυ πνήσει τούς σκλάβους τώρα,· πού έχουν άνασηκωθή ανήσυ χοι καί φοβισμένοι. Ό Τάργκα, ή Μαλόα κι" ό Ατσίδας έρχονται προς το μέρος τους. .Γρήγορα ό "Ατσί δας σπάζει τό χαλκά δυο απ’ αυτούς, οι όποιοι αρχίζουν νά κάνουν τήν "ίδια δουλειά καί στούς άλλους. Λίγο αργότερα είναι όλο* ελεύθεροι. Ό Τάργκα τούς α φήνει νά πάνε όπου θέλουν. Αυτός όμως είναι ' αποφασι σμένος νά μείνη πίσω στο "!τάγκα. Θέλει νά έκδικηθή τον Νατόγκο γιά τήν προδοσία του. "Ακόμα είναι σκοτάδι. Οι τρεΐς φίλοι ξεκινούν, όταν ά-
14
ΤΑΡΓΚΑ
κούγεται ένα τρομακτικό ουρ λιαχτό. Ό Τάργκα γυρίζει απότο μα. Και τά μάτια του άντι · κρύζουν ένα τρομερό θέαμα: Ή φωτεινή σιλουέττα ένός λιονταριού φάνηκε στο σκοτά δι. ^Ηταν κάτι απαίσιο. Στο άμυδρό φώς πού άφησε γύρω του τό θηρίο, διακρίνεται έ νας μαύρος πεσμένος ανάσκε λα. Τά νύχια του θηρίου είναι πάνω στο στήθος του. ^ Ό Τάργκα άρπάζει τό α κόντιό του. "Ο, τι και νάναι τό φοβερό αυτό τέρας, δεν πρό κειται αυτός νά τρομοκρατηθή.__Όρμά προς τό λιοντάρι... -αφνικά άκούγεται μιά κραυγή κουκουβάγιας.. Σάν νά ήταν σύνθημα, τό λιοντάρι αφήνει τό θύμα του κι3 εξαφα νίζεται μέσα στήν πυκνή λόΧμΤ Τό αυτί όμως του Τάργκα δέ γελιέται. Ή φωνή τής κου κουβάγιας είχε κάτι τό αφύ σικο και καταλαβαίνει ότι ή ταν συνθηματική. Ποιος δμως νά είναι αυτός πού τον υπα κούει τόσο τυφλά τό θηρίο; Ασφαλώς πρέπει νά είναι ό Σίμπα Μπουάνα, ό Κύριος τού Λιονταριού. Ποιος δμοος-'χ είναι; ^ ^ ^ Ό μαύρος έχει στο μεταξύ σηκωθή κι3 έξαφανιστή. Ό Τάργκα γυρίζει πίσω στο μέ ρος πού περιμένει ή Μαλόα μέ τον Ατσίδα. Κι3 οι τρεΐς μα ζί ξεκινούν γιά τούς Μεγά λους Βάλτους... Α Α Α
3Έχει πιά ξημερώσει. Κα θώς κοντεύουν νά φτάσουν στήν περιοχή των Βάλτων, ό
Τάργκα στέκεται. Πρέπει νά δοΰν από ποΰ φυσά ό αέρας, γιά νά μήν πάθουν δ,τι καί τήν περασμένη φορά. Ό αέρας εξακολουθεί νά φυ σά ευνοϊκά από τ3 αριστερά προς τά δεξιά. Μά έχει απο φασίσει νά πάνε πρώτα στο Ίτάγκα. Πράγματι, υστέρα άπό λί γη ώρα φτάνουν κοντά στο χωριό. Αμέριμνοι οι Ίτάγκα κάθονται παρέες - παρέες καί κουβεντιάζουν. Ό Νατόγκο δέ φαίνεται πουθενά. Ό Τάργκα ψιθυρίζει στον Ατσίδα καί στή Μαλόα νά περιμένουν. Κι3 αυτός προχω ρεί ανάμεσα στούς θάμνους. Πλησιάζει αθέατος στήν καλύβα τού Νατόγκο. Μέσα άκούγεται ένα ήχηρό ροχαλη τό. Φαίνεται πώς ό αρχηγός τών 3Ιτάγκα κοιμάται. Ό Τάργκα πλησιάζει στήν πόρ τα καί κυττάζει μέσα. Πράγματι, ό Νατόγκο κοι μάται μακαρίως. "Ησυχος δτι δεν διατρέχει κανένα κίνδυ νο, μιά κι3 οι δυο επικίνδυνοι αντίπαλοι, ό Τάργκα μέ τον Ατσίδα, εΐναι δεμένοι μ3 άλυσίδες καί χιλιόμετρα πιά μακρυά — δπως πίστευε —τδχει ρίξει στον ύπνο. Ό Τάργκα μπαίνει μέσα στήν καλύβα καί πλησιάζει τον Νατόγκο. Στέκεται άπό πάνω του. Μέ τό δεξί του χέ ρι τον σκουντά ελαφρά στον ώμο. Ό Νατόγκο ξεροκουνιέται λίγο καί ξαναρχίζει νά ροχαλίζη. Ό Τδχργκα τον σκουντά δυνατώτερα. Ό αρχηγός τών 3Ιτάγκα
19
ανοίγει τά μάτια του. Μά βλέ ποντας τον Τάργκα άπό' πάνω του, τά ξανακλείνει έντρομος. Νομίζει πώς βλέπει εφιάλτη. Μά ό Τάργκα τον βγάζει γρήγορα από την απάτη του. Τον αρπάζει από τον ώμο και τον στήνει καθιστά. Ό Νατόγκο κάνει νά φωνάξη, μά ό Γάργκα του βουλώνει μέ τό χέρι τό στόμα. Μέ' μιά απειλητική κίνησι του δίνει νά καταλάβη ότι την παραμικρή φωνή αν βγάλη, 6ά τον άφήση στον τόπο. Ό αρχηγός των 31 τάγκα τό κα ταλαβαίνει και δε μιλά. Τό χρώμα του μόνο από μαύρο έχει γίνει χαλκοπράσινο. — Λέγε ποιος είναι αυτός ό Σίμπα Μπουάνα, ψιθυρίζει ό Τάργκα, αν θέλης τη ζωή σου! . Ό Νατόγκο τον κυττάζει έντρομος. — Δεν... δεν ξέρω!, απαν τάει. Τό χέρι του Τάργκα σηκώ νεται απειλητικό. — Λέγε!, προστάζει. — Αλήθεια λέω, μπουάνα. Δεν ξέρω ^ποιός είναι. -έρω μόνο ότι εΐναι ένας λευκός. Λέ νε πώς έχει κι5 ένα λιοντάρι μαζί του, μά εγώ δεν τόχω δη. Μιά γερή γροθιά του Τάρ γκα τον ρίχνει φαρδύ - πλατύ στο δάπεδο. Μένει ακίνητος, γιατί έχει χάσει τις αισθήσεις του. Ό Τάργκα σηκώνεται νά βγή έξω. Μά καθώς φτάνει στην είσοδο τής καλύβας, έ νας μαύρος, πού έρχεται νά
• ζητήση τον Νατόγκο, πέφτε, επάνω του. Βλέποντας ένα λευκό ξσφνι κά μπροστά του ό μαύρος, βάζει τις φωνές. Την ίδια στι γμή οί άλλοι μαύροι πετάγον ται όρθιοι, άρπάζοντας τά δόρατά τους και τρέχουν προς τό μέρος τής καλύβας. Ό Τάργκα αρπάζει τό μαύ ρο από τό λαιμό και τον τρα βάει μέσα στην καλύβα. * Οι άλλοι Ί τάγκα έχουν κυκλώ σει τώρα την καλύβα, μά δεν τολμούν νά μποΰν μέσα. Καθώς κυττάζουν προς τό μέρος τής καλύβας, δε βλέ πουν πίσω τους. Την ίδια ά. κριβώς στιγμή, ό Ατσίδας, πού έχει ακούσει τις φωνές των μαύρων καί καταλαβαίνει ότι ό Τάργκα βρίσκεται σέ • κίνδυνο, βγάζει τό φυσοκάλα μό του. "Ενα γερό φύσημα καί τό βέλος χτυπάει ένα μαύρο στή ράχη. Οί άλλοι μαύροι γυρί ζουν πίσω σαστισμένοι. "Αντι λαμβάνονται οτι κίνδυνος τούς απειλεί από δυο μεριές. "Α-. στραπιαΐα οί μισοί γυρίζουν ν’ αντιμετωπίσουν τον αόρα το αντίπαλο πίσω τους, ενώ οί άλλοι περιμένουν τον Τάρ γκα. ^ Μά κάτι άλλο καταπληκτι κό .συμβαίνει. "Ενα βέλος, α πό τά πλάγια τώρα, βρίσκει στο λαιμό έναν τρίτο. Φαίνε ται πώς ^ κι" άλλος αντίπαλος παρουσιάστηκε. Οί μαύροι τά χάνουν. Μερι κοί τρέχουν προς τά πλάγια, αλλά πέφτουν πάνω στο δόρυ τής Μαλόα. "Έντρομοι, μή ξέ ροντας πόσοι είναι οί άντίπα-
(ό "
ΤΑΡΓΚΑ
λοί· τους, γυρίζουν .προς τά •ττίογοο,* για ν’ αντιμετωπίσουν πάλι το φυσοκάλαμο του Ά\ τσίδα. * . β *· Στο μεταξύ ό Τάργκα βγσι * νει από την καλύβα τραβών τας από τά μαλλιά τον μαύ ρο, πού είχε μπή μέσα. Οι άλ λοι τρομοκρατημένοι, ' έχουν σκορπιστή ·στά γύρω και τρέ χουν πανικόβλητοι. ,Μιά γερή κλωτσιά στά όπί-1 σθια τού μαύρου άττό τα πόδι * τού -Τάργκα,. τον στέλνει νά χτυπήση πάνω .στον· Ατσίδα. ; Ό /Ατσίδας δε χάνει καιρό: τον. αρπάζει από τό πόδι καί τον πετά στον ' λασπόχτιστό, τοΐχο μιας καλύβας. Με · το . δρόμο, πού είχε ό μαύρος, μπή κε με τό κεφάλι μέσα στην καλ'ύβα’ γκρεμίζοντας ένα·μέ- ' ρος τού ντουβαριού της. Στο μεταξύ ό Νατόγκο έχει . συνελθεί. "Ανασηκώνεται και μη βλέποντας τον Τάργκα, παίρνει θάρρος: Είναι βέβαιος, οτι οί υπήκοοί του θά τον έ- . πιασαν αιχμάλωτο! φ * ■ , · Βγαίνει στην πόρτα τής κα λύβας νά δη τί συμβαίνει, ό ταν τόν' βλέττη ό. "Ατσίδας! "Ενα φύσημα.στό καλάμι του , κι5 ό Νατόγκο ταξιδεύει γιά τον;άλλον κόσμο. — Δεν έπρεπε νά τον σκότώσης ί, λέει ό .Τάργκα - πού, βλέπει .τη *σκηνή, μά δεν εΐχέ προλάβει νά έπέμβη. . ·— Πφ! Κύριος' Τάργκα, λέει ο "Ατσίδας, .αυτό βάνει ε μάς . αλυσίδα στό ' λαιμό. · Έ.μένα αφήνει αύτόνε έτσι; Κρί μα πού εμένα δεν μπορεΐ-ψήση φάει - φάει ζωντανό!
Την ίδια στιγμή από μέσα από- τούς θάμνους πηδά ,ό... Σάμπα! . — Μικρόβιος.!, φωνάζει ό "Ατσίδας. Πρΰ είναι εσένα; ’ — Γύρισα μ" άγριοπέπονα κΤ είδα στό φύλλο γραμμένο ιό όνομα "Ιτάγκα, άπαντά ό Σάμπα.- Κατάλαβα ότι θά εϊ.χάτ'ε ρθή εδώ κι1 έτρεξα κΓ εγώ. . · — Καί πού εΐναι τώρα πε πόνι»;; ρωτάει ό "Ατσίδας γουρ λώνόντας τά 'μάτια Του .καί δαγκώνοντας τό χαλκά του: —: "Έφερά εδώ μερικά, λέ ει1 ό - νάνος, .δείχνοντας ανάμε σα στούς θάμνους. • ' Πράγματι, έχει .κουβαλήσει μαζί 'του πεντέξη πεπόνι ο:. Νηστικοί άπό ώρες κι5 οί τέσ σερις ’φίλοι, πέφτουν μέ βου λιμία επάνω, προς μεγάλη α πογοήτευα ι τού "Ατσίδα, στον όποιο, τό ένάμιση πεπόνι πού έφαγε, δεν είναι ούτε μπουκιά γιά μεζέ... . · ΚΕΦ: 4. "όιτον 6 Ατσίδας χά-, νει την ευκαιρία να φάη είναν "Αραβα -ψητ ό! .
ετά τό λιτό αυτό φαγη τό, οί τέσσερις φίλοι κά θονται νά ξεκουραστούν καί νά καταρτίσουν τά σχέδια τών . μελλοντικών ενεργειών, τους. — Τί γνώμη, έχείς γ„ι" αυτό τό στοιχειωμένο λιοντάρι; ρςοτάει τον Τάργκα ή Μαλόα. Στό πρόσωπο τού Τάργκα ζωγραφίζεται ή ανησυχία, ·— Κι" εγώ δεν. ξέρω, απαν τάει/ Τό φάντασμα αυτό τής νύχτας είναι κάτι τρομερό, "Οσα χρόνια είμαι στή ζούγ κλα, πρώτη του φορά βλέπω
Μ
ΤΑΡΓΚΑ
17
τέτοιο ·πράγμα. Μόνο άμα βά — Ποιος σ’ έχει. στείλει·; λουμε στο χέρι τον κύριο του ρωτάει ρ. Τάργκα σουαχιλικά λιονταριού, θά ανακαλύψουμ£ τον Χάμιτ.' · ... <-ό μυστήριο. Αυτός δέ μιλά. Ό Ατσίδας Ό Σάμπα, πού δεν κατα δαγκάνει τό χαλκά του. καί λαβαίνει τίποτα απ’, δσα λέ • σηκώνεται. Τό ύφος του είναι νε. τώρα, ρωτάει περίεργος.. τέτοιο, πού ό Άραβας μολο Ή Μαλάα του εξηγεί τί ακρι νότι δέν είχε καταλάβει τί εί βώς- συνέβη ΚΓ ό νάνος την α χε πή προΤητερα ό Ατσίδας, κούει μ’ ανοιχτό το στόμα.,.. κάνει ένα βήμα πίσω. . Κάθονται έτσι άρκετή ώρα,'. — Κύριος Τάργκα, · λέει, άταν τ' αυτί του Τάργκα. παίρ πες Άραμπι* εμένα τρώει νι·.ι έναν αδιόρατο θόρυβο. Κυ •.τρώει αύτόνέ ψητό... · νοντας νόημα .στούς' δικούς Ό -Τάργκα, .μόλις .μπορών του νά υή κινηθούν, ’σηκώνετοπ τας ·νά συγκράτηση τά ·γέλιο;, καί προχωρεί αθόρυβα πρόν τό μεταφράζει στον Χάμιτ. τ.ό μέρος πού άκούγεται ό·.θό- ■ Αύτός, πού πιστεύει ότι-πρά ουβος. ... ' * γματι ό Ατσίδας, είναι άνΌ Ατσίδας, ή Μαλόα κΓ ό '.θρωποφάγος,, τρομοκρατείται. Σάμπα περιμένουν ακίνητοι., .— Θά μιλήσω!,. λέει. ’ όταν άκούνε μια ".κραυγή τρό 1—'Τί λέει; ρωτάει ό Άτσί·μου : * * δας.,. ^ ?' -— Άλλάχόυ άκμπαρ ! • .—- Αέει ότι θά μιλήση, εξη Καί κατάπληκτοι βλέπουν γεί ό Τάργκα. τον Τάργκα νά έρχεται· προς ^— Κρίμα! Κι*.έμενα ’τέλει τό μέρος τους σπρώχνοντας φάει φάει Άραμτχι ψητό-! έναν Άραβα. Ό Ατσίδας α ,Ό Τάργκα γυρίζει στον ναγνωρίζει τον Χάμιτ., τον Ά Χάμιτ. οαβα πού είχε- κατορθώσει ·νσ • '— Λέγε!, προστάζει. δραπετεύση, όταν σκότωσα/ —■* Μέ στέλνει ' ό 4 Σίμπα τούς δυο άλλους. · Μπουάνα νά δώ τί.γίνεται στο — Γρρρ !, κάνει ό 5Ατσί . ·31 τάγκα. "Υστερα από τό.’σκο δας.. Κύριος Τάργκα, πού βρί "ιωμό τών τριών συντρόφων ο'κεις το.ύτο Άραμπι; μου, ζητά νά δή τον Νατόγκο. — Μάς κατασκόπευε, ά- · •—- Ποιος ' ειδοποίησε τον παντάει ό Τάργκα. Μά τώρα .Σίμπα Μπουάνα ότι σκοτώθη θά. μιλήση γιατί άλλοιώς... καν οι τρείς' /άνθρωποί του;, ρωτάει ό Τάργκα; · * — Άλλοιώς εμένα- ντώσει φάσει - φάει ψητό Άραμπι ·, τ— Έγώ,. μπουάνα. . Μόλις διακόπτει ό Ατσίδας. Καί Άέφυγα, έτρεξα'· νά.τόν είδοτσίντα ντέν έκει ακόμα φάει* ,ποιήσώ". ' · , — Καί ξέρεις τώ'ρα πού ε'ΤΆραμπι ψητό... Λένε καλό •ναι .ό Κύριος τού Λιονταριού"; είναι... . ' . · • · ·* Α * . Ό Άραβας κομπιάζει. Ό Άραβας φαίνεται τρο ..— Μπουάνα... αν τό πώ θά μοκρατημένος. * · μέ σκοτώση...
Ενα λιοντάρι
και ενα
τεράστιο ερπετό
γίνη
απειλούν
λεία του!
τη
£ωή
της
Μά ό Τάογκα
άμορφης
Μαλόα,
τό
της
οίΫαππμέν ης
Ατρόμητο
συντρόφι σσ ας
Ελληνόπουλο
Φτάνει
καί
του
Ταργκά!
έτοιμάζεται
Τό
ζαν$ό
κορίτσι κινδυνεύει
νά έπέμβη?
νά
20
ΤΑΡΓΚΑ
-— "Οπως προτιμάς-. Έγώ δμως στη θέσι σου θά προ τιμούσα νά μέ σκοτώση δ Σίμπά Μπουάνα από τό να μέ φάη 'ψητό ό "Ατσίδας από * κεΐ... · Ό "Αραβας βλέποντας τά γουρλωμένα ' μάτια και τό χαλκά τής μύτης του "Ατσίδα, τρομοκρατείται. . " — Τί ζητάς από μένα, μπουάνα; ρωτάει τον Τάργκα, τ— Νά μάς πας στο μέρος που κρύβεται ό Σίμπα Μπου άνα, ό Κύριος του Λιονταριού. -—-'Νά.σάς πάω, μπουάνα. Μά τό λιοντάρι εΐναι στοιχειω μένο, τρομερό. ■ . ' — "Εσύ πήγαινέ μας καί μή σέ νοιάζει. ----- Πάμε, μπουάνα. Και ξεκινούν όλοι γιά το κρυσφύγετο τού Κυρίου τού στοιχειωμένου λιονταριού. •Προχωρούν έτσι γρήγορα Εΐναι περασμένο μεσημέρι καί σέ δυο - τρεΐς ώρες θά νυχτώση. . Σ" ένα μέρος στέκον ται λίγο νά ξεκουραστούν. Κοντεύουμε, μπουάνα, λέει ό "Αραβας. Σέ .δυο ώρες θά βρισκόμαστε στο χωριό, πού μένει ό Σίμπα Μπουάνα. Εΐναι τό χωριό τών Ούλου-' γκού. , Καθώς εΐναι ξαπλωμένοι γύρω, ένας φοβερός βρυχη θμός άκούγεται. * τ — Τό" στοιχειω μένο. λιοντά ρι!, τραυλίζει ό "Αραβας. . Ή Μαλόα χλωμιάζει. "Αν ήταν άλλο λιοντάρι, ■ ούτε θά στενοχωριόταν καν. Μά αυτό τό λιοντάρι, πού πετάει φω τιές άπ" δλο του τό σώμα, .εί ναι κάτι τρομερό. Ό "Ατσί
δας έχει άνασηκωθή κι" .έχει "γουρλώσει τά μάτια του. Μό νο ό Σάμπα, που δέν έχει δή τό απαίσιο θηρίο., δέν κουνιέ ται άπό τή θέσι του. Ό Τάργκα έχει βγάλει το μαχαίρι του. Τό ίδιο κι" ό "Α τσίδας τό φυσοκάλαμό του. Κι" ή Μαλόα άκουμπά τό χέ ρι στη ζώνη της, πού βρίσκε ται τό δικό της1 μαχαίρι. Νέος βρυχηθμός,, πιο κοντά τώρα, άκούγεται. · "Ολοι εΐναι έτοιμοι. Κι" αυ τός ό Σάμπα έχει άνασηκωθή .κι" έχει πιάσει τό τόξο του. Μά την Τάια στιγμή μιά κραυγή κουκουβάγιας άκούγε ται. Κι" ύστερα απόλυτη ησυ χία- * , / — Ό Σίμπα Μπουάνα φώ ναξε πίσω τό λιοντάρι του, ψελλίζει, ό Χάμιτ. • — Γιατί; ρωτάει ή Μαλόα. — Γιατί φοβάται μήπως κινδυνέψη τό ζώο του. Τέτοια λιοντάρι δέν βρίσκεται- άλλο στον κόσμο, μπουάνα. Πετάει φωτιές άπό τό κορμί του. · Εΐ ναι τρομερό... Οί τέσσερις φίλοι περιμέ νουν- γιά κάμποση ώρα." Μά τίποτα δέ διακόπτει την από λυτη ήσυχία. — Πάμε!, ■ προστάζει ό Τάργκα. "Εσύ -—1 λέει στον "Αραβα — προχώρησε μπρόστά καί όδήγησέ μας. — Θά πάτε στον Σίμπα Μπουάνα; — •"Αλλά; -—- ΜπουάναΑ θά κινδυνέψη ή ζωή σας... — "Ας κινδυνέψη. Δρόμο κι5 .άσε τα πολλά λόγια,.. Ή πορεία δμως έπρεπε ά-
Τ ΑΡΓ ΚΑ
ναγκαστίκά νά διακοπή. Γιατί σέ λίγο θάπεφτε ή νύχτα. Κι5 ήταν όχι μόνο άσκοπρ μά κι5 επικίνδυνο νά ' περί πλανη θούν τή νύχτα στο έχθρικό αυ τό έδαψος. • "Έτσι αποφασίζουν νά διανυκτερεύσουν στο μέρος που βρίσκονται. Ό Τάργκα έχει τή γνώμη ν’ ανέβουν -σ’ ένα δέντρο, γιά κάθε ενδεχόμενο. Ή πρότασί του γίνεται δε κτή. Τό πρόβλημα είναι μονά χα πώς θά έξασφαλισθοϋν α πό τον * Αραβα, που μπορεί επωφελούμενος τού σκοταδιού νά δραπέτευση. Μά έπεμβαίνη ό !Ατσίδας. Παίρνοντας με ρίκες κληματίδες δένει πίσω τά χέρια του Χάμιτ. "Υστερα διαλέγοντας ένα πελώριο δέν τρο ανεβαίνουν επάνω, ένω ό Ατσίδας τραβάει από τ·.ς μασχάλες τον. "Αραβα. . . Μόλις έχουν τελειώσει κι’ ή νύχτα πέφτει απότομα.. ’Έτσι Τώρα είναι υποχρεωμένοι νά περιμένουν ως τό πρωΐ. Σιγά - σιγά, όλοι αποκοι μούνται. .Μόνο ό Τάργκα μέ τή Μαλόα μένουν ξάγρυπνοι, Ή όμορφη κοπέλλα άφ’ δτου είδε τό φοβερό θέαμα τού φλο γερού · λιονταριού έχει φοβηθή, γιατί είναι αδύνατο νά ε ξήγηση τό μυστήριο. Κι’ ό Τάργκα δεν μπορεΤ νά τό εξή γησή, μά προσπαθεΤ νά δια τήρηση την ψυχραιμία του. — Δέν ξέρω τί είναι αυτό, τό- πράγμα, λέει στή Μαλόα. Μά θά τ’ άνακαλύψω. Μην ξε χνάς ότι έτσι τά είχαμε χαμέ* να καί μέ τον Καλούγκα, .τον Κύριο των Αετών. Κι’· όμως
21
τό τέρας δεν ήταν παρά ένας κοινός κατάσκοπος. Ή νέα ησυχάζει κάπως. ’Έ χει μάλιστα αρχίσει νά την παίρνη ό ύπνος,” όταν τινάζε-’ ται απότομα. "Ενας απαίσιος βρυχηθμός ταράζει τή νυχτε ρινή ησυχία. Καί ξαφνικά,· σάν αστραπή, ένα φλογερό λιοντάρι περνά μέ μεγάλα άλ ματα καί χάνεται στο σκοτά δι τής νύχτας. Ό "Αραβας βάζει στριγγλιές: — Αλλάχ! Αλλάχ! · "Ενα γερό χαστούκι από τή χερούκλα τού Ατσίδα, τον κάνει νά ·τό βουλώση. Είναι αμως τρομοκρατημένος. Κι’ ό Ατσίδας, μολονότι δέν τό δεί χνει, είναι κι’ αυτός φοβισμέ νος από τό ύπερφυσικό θέα μα. Ό. Σάμπα, που γιά πρώ τη φορά βλέπει τό φλογερό λιοντάρι, γίνεται · χαλκοπρά σινος από τήν τρομάρα του. Ή Μαλόα σφίγγεται στο στή 6ος τού αγαπημένου της Τάρ γκα. . ’ Μόνο ό Τάργκα μένει σιω πηλός καί βλοσυρός. Τό μυα λό του δουλεύει γρήγορα. - "Ο μως δέ μιλάει... ΚΕΦ. 5. "ΟττΌ-υ η -ττεΐνα τ;ΰ Α τσίδα: καίνει μεγάλες- ζη μιές.
χει ξημερώσει. Οι τέσσε ρις φίλοι ρέ τον Χάμιτ κατεβαίνουν από τό δέντρο. Ό "Αραβας, πού έχει άναθαρρήσει από τό φώς τής η μέρας, προχωρεί μπροστά. Οί άλλοι τον ακολουθούν.· . "Υστερα άπό δυο ώρες πορείοχ φτάνουν κοντά -στο χω
Ε
22
ΤΑΡΓΚΑ
ριό των Ούλουγκού. Ό Τάργκα ξέρει τό χωριό αυτό, για τί οί κάτοικοί του είναι άνθρωπαφάγοι καί μάλιστα άπό αγριότερους τής ζούγκλας. ΓΓ αυτό τώρα προχωρεί προ σεκτικός. Κάνει νόημα στους άλλους νά σταθούν κι5 αυτός προχωρεί συρτός ανάμεσα στους θάμνους. Στην πλατεία τού χωριού μερικοί καννίβαλοι κόβουν βόλτες. Ό Τάργκα κάθεται ακίνητος- καί πε ριμένει. Είναι βέβαιος ότι κά ποια ώρα θά φανή κι5 ό Σίρπα Μπουάνα, ό Κύριος του Λιονταριού. Ό "Ατσίδας, αφήνοντας τόν Χάμιτ μαζί με τόν Σάμπα καί τη Μαλόα, ξεκινάει γιά άγριοπέπονα. "Έτσι σιγά-σιγά άπομακρύνεται, χωρίς να τό καταλάβη. Ό· Χάμιτ κάθεται σιωπη λός. Βλέπει ότι μόνοι φύλακές του είναι μιά γυναίκα -— ή Μαλόα — κι" ένας νάνος — ό Σάμπα. Καί μάλιστα ή Μα λόα είναι άπορροφημένη στο νά κυττάζη προς τό σημείο πού απομακρύνθηκε ό Τάργκα. Ό Χάμιτ ετοιμάζεται. Δί πλα του _κάθεται αμέριμνος ό Σάμπα, -αφνικά τού κατεβά ζει μιά γερή γροθιά στο κρα νίο. Ό Σάμπα πέφτει ανά σκελα αναίσθητος. Ή Μαλόα., άκούγοντας τόν υπόκωφο κρό το τής γροθιάς, γυρίζει νά δή, αλλά ό "Άραβας όρμα κατ’ ε πάνω της καί τής πιάνει τό στόμα νά μη φωνάξη. Ταυτό χρονα τραβώντας ένα πανί ά πό τό λαιμό του, την φιμώνει καί σύγχρονα τής δένει πίσω
τά χέρια μέ μιά κληματίδα, πού είχε κρύψει στην τσέπη του άπο προτήτερα, καθώς προχωρούσαν γιά νάρθουν στο Ούλουγκού. Ρίχνοντάς την κάτω ό Χά μιτ παίρνει δρόμο σκυφτός. Προχωρεί προς τό χωριό α θέατος. Καί σέ λίγο, κατάπληκτος ό Τάργκα βλέπει στην πλα τεία τού χωριού τόν Χάμιτ νά φωνάζη στούς Ούλουγκού, δί νοντας το σήμα τού κινδύνου. "Άγρια ουρλιαχτά άκούγονται. Οι καννίβαλοι αρπά ζουν τά δόρατά τους μέ πολε μικές ιαχές. Ό Τάργκα τινάζεται όρ θιος. Καταλαβαίνει ότι κάτι συνέβη στούς φίλους του. Τρέχει πίσω στο μέρος που έχει αφήσει τή Μαλόα, τον "Ατσίδα καί τόν Σάμπα. Βλέ πει τήν κοπέλλα στο έδαφος δεμένη καί φιμωμένη, ένφ δί πλα της τόν Σάμπα άναίσθη: το. Καταλαβαίνει αμέσως τί συνέβη. Έκεΐνο πού δέν μπο ρεΐ νά έξηγήση, είναι ή έξαφάνισις τού "Ατσίδα. Σκύβει νά λύση τή Μαλόα, μά δέν προλαβαίνει. Καμμιά πενηνταριά καννίβαλοι πέ φτουν επάνω του. Τινάζεται όρθιος. Μέ τό μαχαίρι του βγάζει τρεΐς - τέσσερις άπο τή μέση, μά οι αντίπαλοι εί ναι πολλοί. "Έτσι σέ λίγα λεπτά, ό Τάργκα κι" ή Μαλόα δεμένοι μεταφέρονται στο Ου λουγκού. Ό Σάμπα εξακολουθεί νό είναι άναίσθητος. Οί καννίβαλοι τόν θεωρούν νεκρό καί δέν ασχολούνται μ" αυτόν,
ΤΑΡΓΚΑ Δεμένοι σέ δυο δέντρα ό Τάργκα κΓ ή Μαλόα, περι μένουν νά δουν τί θ’ άπογίνη. Οί καννίβαλοι ^ έχουν συμ βούλιο. Άσψαλώς συζητούν την τύχη των αιχμαλώτων. Μά Φαίνεται πώς δεν παίρνουν α πόφαση γιατί ένας απ’ αύτούς, αφού παίρνει οδηγίες, εξαφανίζεται μέσα στη ζούγ κλα. Περνά έτσι καμμιά ώρα. Οί καννίβαλοι φαίνονται νά περ:μένουν κάποιον. Καί πράγματι, σέ λίγο κά ποιος θόρυβος δημιουργεΐται. Οι καννίβαλοι συγκεντρώνον ται δλοι μαζί. Καί μέσα από τά δέντρα προβάλλει ένας υψηλόσωμος λευκός άντρας μέ ξανθά μαλλιά. Φαίνεται Ευρω παίος. Χαιρετώντας μέ μιά κίνησι τού χεριού τους καννιβάλους, προχωρεί προς τό μέρος τού Τάργκα. Στέκεται μπροστά στους δυο αιχμαλώτους καί τούς μιλά αγγλικά: — Θά δής, .λέει άποτεινόμενος στον Τάργκα, δτι ή τύ χη τού σκλάβου ήταν πολύ καλύτερη από αυτή πού σάς περιμένει. "Όχι μόνο σκότω σες τρεις από τούς καλύτε ρους ανθρώπους μου, μά ελευ θέρωσες καί τούς άλλους δού λους. Ό Τάργκα, πού ξέρει τη γλώσσα, καταλαβαίνει καλά τί τού λέει ό άγνωστος. Τον κυττάζει περιφρονητικά κι5 ά παντά στην ϊδια γλώσσα: . — 5Από τη σκλαβιά κι5 ό χειρότερος θάνατος είναι κα λύτερος. Κανένας "Ελληνας
23
δεν προτίμησε τη σκλαβιά α πό τό θάνατο. — Κι3 αφού τό θέλεις, λοι πόν, πέθανε!, λέει μέ θυμό ό άγνωστος. Καί γυρίζοντας, βάζει μιά φωνή στούς καννιβάλους. Αυ τοί πλησιάζουν. "Ενας πού φαίνεται αρχηγός τους μιλά: —Πρόσταξε, Σίμπα Μπουάνα! "Ωστε αυτός είναι ό Σίμ πα Μπουάνα, ό Κύριος τού Λιονταριού, σκέφτεται ό Τάρ γκα. Ή Μαλόα πού δέν ξέρει αγ γλικά, δέν καταλαβαίνει τίπο τα, μαντεύει δμως δτι τά πρά γματα είναι άσχημα. Ό Σίμπα Μπουάνα παίρ νει παράμερα τον αρχηγό τών καννιβάλων καί τού λέει κάτι. Κι3 αυτός τό μεταδίδει στούς δικούς του. 3Επευφημίες καί κραυγές χαράς άκούγονται. Καί μέσοχ στις επευφημίες αυτές ό Σί μπα Μπουάνα φεύγει. Ούτε ό Τάργκα, ούτε ή Μα λόα άκουσαν τί είπε καί τί προσταγές έδωσε στούς καν · νιβάλους. Ουλουγκοΰ. Ό Τάρ γκα δμως μαντεύει δτι δέν εί ναι καθόλου ευχάριστες οί δια ταγές. Καί οί φόβοι του δέν αρ γούν νά έπαληθεύσουν. Γιατί σέ λίγο βλέπει μερικούς ιθα γενείς νά φεύγουν καί νά ξαναγυρίζουν φορτωμένοι ξερά ξύλα. Τά στήνουν σέ δυο σωρούς κι3^ ετοιμάζουν δυο τεράστιες σούβλες. Σίγουρα έχουν σκο πό νά τούς ψήσουν. Οί άνθρωποφάγοι Ούλουγκού δέν £-·
24
ΤΑΡΓΚΑ
βή. Τά γύρω κλαδιά είναι σπασμένα. Πετάει τά πεπό νια χάμω καί τρέχει νά δή τί συμβαίνει. . Τό μάτι του παίρνει τον Σάμπα. Ό νάνος είναι ξαπλω μένος καί μόλις αυτή τή στι γμή έχει συνέλθει από τήν λι ποθυμία του. Στο μεταξύ ή μύτη του είναι .πρησμένή από τή γροθιά τού Χάμιτ κι’ έχει γίνει σάν μικρή μελιτζάνα. — Τί γκίνεται, Μικρόβιος; ρροτάει · ανήσυχος* ό Ατσίδας. •Πού είναι κύριος Μαλόα; « Με λίγες λέξεις ό Σάμπα τού διηγείται τήν προδοσία ΚΕΦ. 6. "0ΊΓ3·υ ό "Ατσίδας τιτού "Αραβα. .Ό Ατσίδας δαγ μω.ρΐΤ 'χιατά τό διχό ’τ^υ τρέττο την τΓΡΌ'δ'οσίσ. κάνει τό χαλκά του . από τό θυμό του. φού γύρισε αρκετή ώρα ό —■ Σήκω, Μικρόβιος!, λέει Ατσίδας ψάχνοντας νά στον ’ νάνο. Εμάς πάει - πάει βρή κανένα, άγριοπέπονο, πε χωριό Όύλουγκού. Πάρε τόξο τυχαίνει τέλος τό σκοπό του. ντικό.σου. * . Σ’. ένα μέρος βρίσκει' άφθονα Κ\3 6 ίδιος βγάζει τό φυσο πεπόνια. Στρώνεται χάμω κΓ κάλαμό του. Ό Σάμπα σηκώ αρχίζει νά τρώη. νεται κΤ οί δυο μαζί προχω Γιά αρκετή ώρα δεν άκούρουν γρήγορα κι? αθόρυβα γεται γύρω παρά ένα φοβερό προς τό χωριό * ’τών Ούλου«γρρρ !» εύχαριστήσεως πού γκοϋ: . βγάζει ό Ατσίδας- καθώς γλεί . Μεγάλη φασαρία γίνεται φει συνεχώς τό χαλκά τής μύ στό’ μεταξύ στο χωριό.- Οί δυο της του. • σωροί τών ξύλων έχουν άναΤρώει έτσι αρκετά. Θέλε: ψτή καί τεράστιες φλόγες και νά ξαπλοοση, νά χωνέψη και καπνοί ανεβαίνουν προς τον νά ξεκουραστή, μά θυμάται ό ουρανό. Οί καννίβαλοι περιμέ τι πέρα, έκεΐ κάτω έχει άφηνουν νά καούν τά ξύλα, γιά νά σει τούς φίλους του. Σωστό , γίνουν κάρβουνα καί νά κάνουν είναι, σκέφτεται, νά πάη καί μιά καλή θρακιά γιά νά ψή σ’ αυτούς μερικά πεπόνια. σουν τούς .δυο αιχμαλώτους Παίρνοντας έτσι τρία μαζί τους. . · του, ξεκινάει . γιά νά φτάση Ό Ατσίδας με τον Σάμπα, στο μέρος πού είχε αφήσει τή κρυμμένοι πίσω από τούς, θά Μαλόα με τό’ Σάμπα. μνους, . βλέπουν τις . φωτιές, Μόλις όμως πλησιάζει, κα άλλα δεν διακρίνουν ούτε τή ταλαβαίνει ότι κάτι έχει συμΜαλόα, ούτε τον Τάργκα., για χουν φυσικά καμμιά όρεξι νά χάσουν την ευκαιρία νά φάνε δυο λευκούς. Ή Μάλόα ιτού δεν ξέρει τη •γλώσσα, δεν έχει καταλάβει βέβαια τί λένε, αλλά βλέπον τας τις προετοιμασίες αντι λαμβάνεται τί περιμένει κι* αυτήν και τον αγαπημένο της. Θέλει νά φωνάξη, μά ή φωνή της πνίγεται στο λαιμό της. Είναι κάτωχρη. Μόνο ό Τάργκα, . παρά τό δτι ξέρει καλά τον τρομερό κίνδυνο,, διατηρεί την ψυχραι μία του,,.
Α
25
ΤΑΡΓΚΑ τι. τά δέντρα πού είναι δεμέ νοι είναι πίσω από μιά καλύ βα. "Έτσι κάθονται νά δουν τί θά γίνη, μή ξέροντας άν οι δύο τους, φίλοι είναι αιχμάλω τοι _η όχι των Ουλουγκού. Σε λίγο οι φλόγες σβήνουν. Δυο πελώριες άνθρακίές ' κοκ κινίζουν τώρα -οπό έδαφος. Φωνές, άκούγο'νται. Οί καννίβαλοι κάτι λένε. Πεντέξη απ’ αυτούς τρέχουν πίσω από- μιά καλύβα .καί σέ λίγο γυρίζουν κούβαλώντας τον Τάργκα καί τή Μαλόα. Δεν χρειάζεται πολλή φιλο σοφία γιά νά καταλάβη ό Α τσίδας ποιά τύχη .περιμένει τόύς δυο αγαπημένους του. φύ λους.- Πιάνοντας τον Σάμπα άπό τό χέρι τού δείχνει τούς καννιβάλους, — Γκρήγκορα, ριχτούς !, λέει. · ^ Χωρίς νά χάση καιρό ό Σάμπα τεντώνει ·τό τόξο του καί αφήνει ένα δηλητηριασμέ νο βέλος: Ταυτόχρονα ό Άτσι δας φυσά τό καλάμι του. Δυο καννίβαλοι, πού ήτα»; δίπλα' στον Τάργκα, ■ πέφτουν μπρούμυτα, χτυπημένοι κι5 οι δυο στην καρδιά. Φοβερές κραυγές άκούγονται. Οί καννίβαλλοι αφήνον τας τούς δυο δεμένους αιχμα λώτους χάμω στο έδαφος τρέ χουν .νά πιάσουν τά δόρατά τους γιά ν’ αντιμετωπίσουν τούς αόρατους εχθρούς. Ό Ατσίδας, μέ τον Σάμπα δέν σταματούν νά ρίχνουν ό έ νας μέ τό φυσοκάλαμό του κΓ ό' άλλος μέ τό τόξο του. Είναι *γιά την _ ώρα αθέατοι κι5 οί καννίβαλοι τρέχουν δώθε-κεΐθε
γιά ν* άνακαλύψουν -άπό πού έρχονται τά θανατηφόρα βέλη. , Στο μεταξύ ό -Τάργκα κι’ ή Μαλόα είναι πεσμένοι στο έδαφος. Λίγο πιο πέρα άπό τον Τάργκα είναι ή μιά άπό 'τίς φοττιές. Βλέποντας-ότι κα νείς δέν τον προσέχει · μέσα . στη φασαρία, ό Τάργκα πλη σιάζει τά δεμένα'του χέρια στα άναμμένα κάρβουνα. "Ε να κάρβουνο^1 άκουμπάε.ι στις ' κληματίδες. Ή πύρα είναι άβάσταχτη,’μά ό Τάργκα την υπομένει. Ή κληματίδα καίγε ται καί κόβεται. Τά χέρια του είναι ελεύθερα. •
Πιάνει γρήγορα τό μαχαί ρι του καί χωρίς νά άνασηκω'θή κόβει Τις κληματίδες των ποδιών του; ' Κυλώντας σαν βαρελάκι, φτάνει δίπλα στη Μαλόα.· Οι καννίβαλοι έχουν άπομακρυνθή προς τό μέρος τού Ατσίδα, γιατί καταλα βαίνουν τοορα άπό-πού έρχον ται τά βέλη. • -Ό Τάργκα κόβει γρήγορα τά δεσμά τής Μαλόα. Σέ λί γες στιγμές ή κοπέλλα είναι ελεύθερη. Τινάζονται καί οί δυο όρ θιοι. Στον τοίχο μιας καλύβας βλέπουν όρθια μερικά δόρατα. ^Αρπάζουν δυο καί · τρέχουν σάν άστραπή προς τό μέρος , των καννίβάλων. Γιά μιά στι γμή -ένας άπ’ .αυτούς τούς βλέπει καί βγάζει μιά -κραυ γή. ·Μά δέν προλαβαίνει νά κινηθή, γιατί τό δόρυ τής Μα * λόα τον-βρίσκει στο λαιμό. Ό Τάργκα χτυπά στο: στραβά. Είναι -τόση ή όργη του πού καί χιλιάδες άν ήταν
ΤΑΡΓΚΑ
20
οΐ .καννίβαλοι, δεν θά τους λο γάριαζε. Οι καννίβαλοι είναι τοόρα έν μέσψ δύο... πυρών. 5Από μπροστά ό 5Ατσίδας με τον Σάμπα κι5 από πίσω ή Μαλόα με τον Τάργκα. Πανδαιμόνιο γίνεται από τις φωνές και τά ουρλιαχτά των άνθρωποφάγων. Μά βλέ ποντας δτι έχουν νά κάνουν μέ αντιπάλους γερούς, άκατά βλητους, αρχίζουν νά τό βά ζουν στά πόδια. Δεξιά - αρι στερά τρέχουν πανικόβλητο-., και χάνονται μέσα στη ζούγ κλα. Ό Ατσίδας πετάγεται μέ σα από τούς θάμνους.
'Ο
Τάργκα πλησιάζει
αθόρυβα...
— Κύριος Τάργκα! Κύρι ος Μαλόα!, φωνάζει χαρούμε νος. Ό Τάργκα τού σφίγγει τό χέρι σ' ένδειξι ευγνωμοσύνης Το ίδιο κΓ ή Μαλόα τού Σάμ πα. Γιά μιά στιγμή τό μάτι το.» Ατσίδα αντιλαμβάνεται μκν κίνησι μέσα σε μιά καλύβα Τρέχει προς τά εκεί. Οι άλλο τον ακολουθούν. Μπαίνοντας μέσα στην κα λύβα ό Ατσίδας βλέπει τον... Χάμιτ \ Ό "Άραβας έχει κρυ φτή μέσα από τό φόβο του, βλέποντας νά τό βάζουν στά πόδια οι Ούλουγκού. Φαντά στηκε πώς μέσα στην καλύβα κανείς δεν θά έψαχνε. Ό Ατσίδας τον άρττάζε από τό σβέρκο καί τον βγάζεξω. Ό "Άραβας ούρλιάζε σάν σκυλί, πού τό δέρνουν. — Κύριος Τάργκα, λέει ό Ατσίδας, Άτσίντα σώνει εσέ να καί κύριος Μαλόα ζωή; — Καί βέβαια, Ατσίδα, άπαντάει ό Τάργκα. Γι’ αυτό καί σ’ ευχαριστώ, άλλωστε. -— "Έ, τότε ντίνει . εμένα, τούτο Άραμπι. — Νά τον κάνης τί; -— -έρει Άτσίντα τί κάνει τούτο. Εσάς φεύγκετε πέρα τζούγκλα. Ή Μαλόα φαίνεται σάν νά λυπάται γιά την τύχη τού ά θλιου προδότη. — Τί θά τον κάνης Άτσι δα; ρωτάει. Κύττα μή τον βα σανίσης. ^— Τούτος, κύριος Μαλόα κάνει εσένα γίνης μπριτζόλος ψητός, αν ντέν ήταν Ά τσίντα. Αφήνεις εμένα καί ξέ
ΤΑΡΓΚΑ
ρει έγκώ. Πηγκαίνετε καί 5Ατσίντα έρτει σε λίγκος. Και χωρίς νά χάνη καιρό, πιάνει μια. - δυο κληματίδες άπ5 αυτές πού ήταν δεμένη ή Μαλόα καί δένει τά χέρια τού Χάμιτ πίσω στην πλάτη του. Ό Τάργκα πού καταλαβαίνει πώς κάτι φοβερό ετοιμάζεται νά κάνη ό Ατσίδας, πιάνει τή Μαλόα από τό χέρι κι5 άπομα κρύνονται... Πίσω τους άκο-' λουθεί ό Σάμπα. Ό Ατσίδας γυρίζει στον Χάμιτ. — "Αντρωπο πολεμιστής, λέει, σκοτώνει σάν παλληκάρις. Μά προντότη, σκοτώνεις έτσι... ΚΓ άρπάζοντας άπ5 τά πό δια τον "Αραβα, τον σηκώνει
27
καί τον ρίχνει μέσα στη φω τιά. ΚΕΦ. 7. 'Ότταυ η Μαλόα διατρέ χει φοβερδ κίνδυνο.
Τάργκα μέ τή Μαλόα καί τον Σάμπα έχουν άπομακρυνθή αρκετά καί δέ βλέπουν τί γίνεται, μά άκουν τά φρι καλέα ουρλιαχτά τού "Αρα βα. Σέ λίγο τούς φτάνει κι5 ό Ατσίδας. -— Τί τού έκανες; ρωτάει ή Μαλόα. — Τίποτα, κύριος Μαλόα. 'Ατσίντα κάνει δ,τι ήθελε Χά μιτ κάνει κύριος Τάργκα καί κύριος Μαλόα... ;— Τον έψησε!, λέει 6 Σάμπα.
Ο
28
ΤΑΡΓΚΑ
— Σιωπή εσένα, .Μικρόβιρόπαλο καί δέν άκοΰς παρά ος!, κάνει δήθεν άγρια ό "Α κράκ - ,κράκ, τον ήχο πού κά ■ τσίδας. "Εμένα ντέν ψήνει, φω νουν τά κεφάλια καθώς σπέχζουν. σάν καρύδια. τιά μόνο ρίχνει.. Τό άστεΐο είναι μακάβριο 4 Η σύγκρουσι δέ διαρκεΤ καί κανείς δεν έχει διάθεσι νά ιτολύ. Οί καννίβαλοι, .βλέπον γελάση. "Άλλως τε, ό κίνδυ- * τας πώς δέν τά βγάζουν- πέ νος έξακολουθεΐ νά ύπάρχη, ρα, εξαφανίζονται μέσα στίς γιατί άσφαλώς οί καννίβαλοΓ λόχμες τής ζούγκλας. Ό Τάργκα κυττάζει γύρω δεν πρόκειται νά μείνουν μέ σταυρωμένα τά χέρια. Θά ζη του. . Βλέπει τον "Ατσίδα καί τον Σάμπα,* μά δέ βλέπει τή τήσουν. νά ειδικευθουν γιά τό Μαλόα. · ^ πάθημά τους. Καθώς προχωρούν, ό Τάρ- . — ^4Η Μαλόα!,' -φωνάζει. Πού είναι ή .Μαλόα; γκα προηγείται των άλλων Πράγματι, ή Μαλόα είχε έμερικά μέτρα, -αφνικά διακρί ξαφανισθή... νει μιά κίνησι. .Τραβά τό μα 5*Τ χαίρι του καί. τό πετά μέ δύΤήν ώρα πού δλοι χτυπούν ναμι. Τό μαχαίρι βρίσκει έ ναν άνθρωποφάγο στο λαιμό, • τούς καννιβάλους, * κάνει 'τήν' "ίδια δουλειά κι" ή λΑαλόα. Μά τη στιγμή άκριβώς που είχε βγή από τούς θάμνους/ χοο- · καθώς κάνει νά χτυπήση έναν μαύρο, αυτός -χτυπάει τό δόρίς νά φαντάζεται δτι θάπεφτε πάνω στον Τάργκα καί -,ρυ της μέ'τό δικό του καί τό δόρυ τής Μαλόας σπάζει στα τούς φίλους του. δύο. Ό μαύρος ετοιμάζεται — Πρέπει νάχουμε τό νου νά τήν καρφώση: Βλέποντας μας, λέει ό Τάργκα. Τά μέρη τόν· κίνδυνο ή -Μαλόα καί μή εδώ είναι γεμάτα από τούς θέλοντας νά άπασχολήση καί καννιβάλους Ούλουγκοΰ. Αζν νά βάλη σέ κίνδυνο τον Τάρ-' πρόκειται νά χωνέψουν εύκολα •γκα, πηδάει μέσα σέ μερικούς τή νίλα πού έπαθαν. θάμνους καί ’ εξαφανίζεται. Ό Δεν εχει προλάβη . νά τε μαύρος ψάχνει μάταια νά την λείωση, δταν απ’ όλες τις με ριές βλέπουν νά προβάλλουν βρή. ^ ' Στο μεταξύ ή Μαλόα τρέ μαύροι Ούλουγκου, ώπλισμέχει πίσω άπ" τούς θάμνους νοι μέ δάρατα. Ευτυχώς γιά τούς τέσσερις • -αφνικά όμως στέκεται -απο σβολωμένη. -"Ενα λιοντάρι βρι φίλους, δέν είχαν πετάξει τά σκεται μπροστά της. Στέκει δόρατά τους. Καί τό μαχαίρι πού είχε ρίξει στον μαύρο ό' ακίνητο καί τήν κυττάζει. Ή Ομορφη κοπέλ?\ά καταλαβαί Τάργκα, τό είχε πάρει πάλι καί τό είχε βάλει στή ζώνη· νει δτι καί ή παραμικρή κίνήσις θά είναι επικίνδυνη, γιατί του.. τό θηρίο θά όρμήση κατ’ επά • Μάχη αληθινή αρχίζει. Ό νω της. "Ομως δέν μπορεί καί Τάργκα χτυπάει μέ τό δόρυ. νά καθήση· ακίνητη; γιατί ούΌ Ατσίδας τό γυρίζει σάν
ΤΑΡΓΚΑ
29
βέλος του Ατσίδα τό βόα στο τε και τό θηρίο πρόκειται να κεφάλι. κάνη τό ϊδιο. Τό βλέμμα της Τό λιοντάρι πέφτει νεκρό. παίρνει μπροστά και από πά Ό βοας κάνει νά τιναχθή γιά νω της ένα αρκετά χαμηλό νά περισφίξη στήν αγωνία κλαδί δέντρου. ' του τήν Μαλόα, μά ή κοπέλ Μ’ ένα πήδημα πιάνεται α λα, πού έχει τώρα πάρει θάρ πό τό κλαδί καί τινάζει τά ρος κι’ έχει ανακτήσει τήν ψυ πόδια της έπάνω.' Τώρα βρί χραιμία της, πηδάει γρήγορα σκεται στο κλαδί καθισμένη. στή γή.'* Ό ' βόας τυλίγει μέ Την. ίδια δμως στιγμή πηδά τό κορμί τού τον κορμό· το'ύ καί τό λιοντάρι/Λεν κατορθώ δέντρου καί λίγες στιγμές αρ νει όμως νά τήν φτάση καί γότερα μένει ακίνητος. Είναιστέκεται με τά’δυό οπίσθια νεκρός. πόδια όρθιο. Οι τέσσερι-ς φίλοι' στέκουν Ή Μαλόα ,δέ φοβάται, για γιά μιά στιγμή νά συνέλθουν. τί ψηλά στο κλαδί δεν μπόρεΐ νά Φτάο-η τό ζώο. Μά καθώς .Κάνουν συμβούλιο τί πρέπει νά κάνουν. Ό Τάργκα έχει τή σηκώνει τό βλέμμα της και γνώμη .νά γυρίσουν στά γύροο κυττάζει στο δέντρο· γιά ν’ άτου ^ Ουλουγκοΰ * . καί νά ’ κρυ νέβη κάπως ψηλότερα, παρά φτούν, περί μένοντας νά ξαναλίγο'νά βγάλη κραυγή τρό γυρίση ό Σίμπα Μπουάνα, ό μου. "Ενας βόας έχει κρεμά Κύριος^τού Λιονταριού. Γιατί σει τό σιχαμερό κεφάλι του ασφαλώς οι ’καννίβαλοι θά προς τά κάτω, λίγο πιο πάνω τον ειδοποιήσουν γιά ·τή συμ από τό κεφάλι τής Μαλόα, φορά πού έπαθαν κι’ ό Ευρω Τήν παραμικρή κίνησι νά κά παίος δουλέμπορος δεν ' ήταν νη θά βρεθή τυλιγμένη στή άττό · τούς ανθρώπους πού θά θανάσιμη περίπτυξι τοΰ φοβε . παραδεχόταν τήν ήττα του. ρού έρπετού. • Έτσι γυρίζουν στο. ΟύλουΉ όμορφη * κοπέλλα χλοο γκοΰ. Δεν μπαίνουν δμως στο μι άζει. ’Από πάνω κι’ από χωριό, αλλά . κρύβονται στά κάτω ενεδρεύει ό θάνατος. γύρω... -αφνικά τό μάτι-της παίρ νει τόν· Τάργκα, πόύ έχει πλη ΚΕΦ. 8. "Οττου 6 Ατσίδας τα σιάσει. Πίσω του εΐναί ό Α θαλασσώνει ττάλι. . . τσίδας καί ό Σάμπα. Μέ τήν πρώτη ^ατιά ό τελευταίος αυ χει νυχτώσει· πιά. Οι τέσ τός· βλεπει τήν τρομερή θέσι σερις φίλοι παρακολου τής Μαλόα.* Κάνει νόημα στόν θούν τήν κίνησι τού χωριού. Ατσίδα καί στον Σάμπα. Οί Ούλουγκού έχουν γύρισε* • Ό Ατσίδας βγάζει τό φυ τώρα κι’ έχουν ανάψει φωτιές, σοκάλαμό· του. Ό Σάμπα τεν γύρω στις όποιες κάθονται,. τώνει τό τόξο του. Κι’ οί δυο Φαίνεται νά περιμένουν κά ρίχνουν ταυτόχρονα. Τό δηποιον. Ό Τάργκα έχει τή γνώ δητηριασμένο · βέλος βρίσκει μη δτι περιμένουν τον Σίμπαστή ράχη τό λιοντάρι, ένφ τό Μπουάνα.
Ε
§0 Ή ώρα περνά. Οί φωτιές σιγά - σιγά σβήνουν. Οι καννίβαλοι κάθονται γύρω από τις αναμμένες άνθρακιές καί ψήνουν κομμάτια κρέας από κυνήγι. Ή μυρουδιά τοΰ ψη μένου κρέατος κάνει τον Α τσίδα νά γουργουρίζη διαρ κώς, άνοιγοκλείνοντας τά ρου θουνια του. Μέ κόπο τον κρατάει ό Τάργκα, γιά νά μή πηδήση μέ τό φυσοκάλαμό του ανάμεσα στους Ουλουγκοΰ. "Έχει περάσει ώς μισή ώ ρα κι" οί φωτιές έχουν σχεδόν σβήσει, όταν οί μαύροι Ου λουγκου σηκώνονται φοβισμέ νοι. "Έχει ακουστή ένας βρυ χηθμός λιονταριού. Μά φαίνε ται δτι δέν είναι ό βρυχηθμός αυτός που τους τρομάζει, αλ λά κάτι άλλο. Καί πράγματι, μέσα από τό σκοτάδι προβάλλει τό φο βερό θέαμα του φλογισμένου λιονταριού. Οί τέσσερις φίλοι κρατούν την αναπνοή τους μέ αγωνία. Πίσω από τό άστραποβολο, τό στοιχειωμένο αυτό λ1 ον τάρι φαίνεται ή υψηλή σιλοοέττα τοΰ Σίμπα Μπουάνα. Οί Ουλουγκοΰ έχουν άποτραβηχ θ ή τρομοκρατημένοι. Μέ γουρλωμένα μάτια κυττάζουν τό φωτεινό θηρίο, πού στέκει ακίνητο. "Ενας μόνο, ό αρχηγός των Ουλουγκοΰ, πλησιάζει τον λευκό καί κουβεντιάζει μαζί του. Τί ακριβώς λέει, δέν α κούει ό Τάργκα. Σέ μιά διαταγή τοΰ λευκού, τό λιοντάρι ^εξαφανίζεται σάν άστρσπή μέσα στη ζούγκλα,
αφήνοντας μιά φωτεινή γραμ μή. Μά τήν "ίδια στιγμή ό Τάρ γκα σηκώνεται όρθιος. — Μαζί μου!, λέει στόν "Ατσίδα καί τον Σάμπα. Ε σύ, Μαλόα, κάθησε εδώ. — Νά τοΰ ρίξω μέ τό τό ξο μου; λέει ό Σάμπα, ενώ ό Ατσίδας βγάζει τό φυσοκάλαμό του. -— "Όχι, διατάζει ό Τάρ γκα. Θέλω νά τον πιάσουμε ζωντανό. Μ" αυτό τό στοιχειω μένο λιοντάρι έχει τρομοκρα τήσει τή ζούγκλα. Πρέπει νά απαλλάξουμε τόν τόπο από τά τέρατα αυτά. Καί λέγοντας αυτό, όρμάεπρος τό μέρος πού είναι ό λευκός. Ό "Ατσίδας μέ το Σάμπα τόν ακολουθούν. Ό Σίμπα Μπουάνα, βλέ ποντας ξαφνικά τούς τρεΐς φί λους, τινάζεται πίσω καί τρα βά τό πιστόλι του. Ό "Ατσί δας, πού έχει πικρή πεΐρα α πό πιστόλια, παρακούει τή διαταγή τοΰ Τάργκα καί βγά ζει τό φυσοκάλαμό του. Καί πρίν τόν άντιληφθή κανείς, ρίχνει ένα βέλος στόν Σίμπα ΑΑπουάνα. Τό βέλος χτυπάει στο μέ ρος τής καρδιάς τό λευκό. Μά τότε συμβαίνει κάτι παράξε νο. Τό βέλος, σάν νά συνάντη σε κανένα μεταλλικό θώρακα, χτυπάει στο στήθος καί πέ φτει στο έδαφος. "Ενας, δύο, τρεΐς πυροβο λισμοί άκούγονται. Μά ο σφαίρες δέν βρίσκουν τό στο χο τους. Ό Τάργκα πηδά ε πάνω του. Μά τήν ϊδια στιγμή ό Αευ»
κός αφήνει μια κραυγή κου κουβάγιας. Και μέσα από τή ?\όχμη προβάλλει ξαφνικά το στοιχειωμένο λιοντάρι μ5 άγρι ους βρυχηθμούς. Μπροστά στο θέαμα αυτό λ ορμή του Τάργκα ανακόπτε ι αι. Οι άλλοι τά χάνουν. Και βρίσκοντας τήν ευκαιρία ό Σίμπα Μπουάνα, πηδά πάνω στή ράχη του φρικαλέου θη ρίου και εξαφανίζεται μέσα στή ζούγκλα; Πίσω του τρέχουν γιά λίγη ώρα ό Τάργκα, ό Ατσίδας, ό Σάμπα κι5 ή Μαλόα, πού έ χει τρέξει κι5 αυτή άκούγοντας τούς πυροβολισμούς. Μά ή καταδίοοξι είναι μά
ταιη, γιατί ό Κύριος τού Λιον ταριού έχει χαθή στή σκοτει νή ζούγκλα. Οι τέσσερις φίλοι στέκον ται. — Και όμως, λέει ό Τάρ γκα, πρέπει νά τον βρούμε. Πρέπει ν’ απαλλάξουμε τή ζούγκλα από τον άνθρωπο αύ τον. Και θά τον βρούμε. ^ — Εμένα κάνει αυτόνε ψη τός μπριζόλος!, λέει ό Ατσί δας δαγκάνοντας τό χαλκά του. Εμένα ψήσει - ψήσει αυ τόνε κάρβουνος... Γρρρ!... Καί όμως θάπρεπε νά αγω νιστούν μ’ όλες τους τις δυ νάμεις γιά ν3 απαλλαγούν α πό τό τέρας αυτό...
ΤΕΛΟΣ <
Στο επόμενο τεύχος τού «Τάργκα», τό 22, πού κι> κλοφορεΐ τήν ερχόμενη εβδομάδα με τον τίτλο:
Η1818 ΤΟΥ συνεχίζεται σκληρά ή μονομαχία τού Τάργκα, τού "Ατρόμητου Ελληνόπουλου, μέ τον μυστηριώδη Κύ ριο τού Στοιχειωμένου Λιονταριού! Ή Μαλόα, ή αγαπημένη τού Τάργκα, πέφτει στά χέρια τρομερών εχθρών1 Τό Ελληνόπουλο παλεύει μέ- άπόγνωσι καί φτάνει τήν ώρα πού
Η ΣΙΑ61 ΤΟΥ 1ΗΜΙ0Υ σηκώνεται γιά νά χαρίση τό θάνατο στο όμορφο κο ρίτσι !
']
<
φ<?-*
Λ
. Λ
Λ
Λ
Α
Κάτι πρωτοφανές για την Ελλάδα! Κάτι πού χρόνια" περιμένουν δλα τά Ελληνό πουλα ! Κάτς πού θά δώσή στον Παιδόκοσμο τής Ελλά δος αυτό πού. λείπει!
Δ
* φφ
φ **·
'-Κ **
φ · **
· φ*·*
,
φ**
φ**
Κάτι υπέροχο, αφάνταστο, συναρπαστικό!. •Κάτι έκπληκτικό, πρωτότυπο,· συγκλονιστικοί Κάτι πού θά σκορπίση ρίγη ένθόυσιασμου απ’ άκρη σ’ άκρη τής Ελλάδος!
¥
** *
Α
φ
·■
*φφ
*. φφ
*· *φ
*
Κάτι 'πού γιά πρώτη φορά εμφανίζεται, στην Ελλάδα και σ’. ολόκληρη την Ευρώπη! Κάτι πού θά λάμψη σάν "Ηλιος χαράς καί υ γείας ! Κάτι πού θά γεμίση γοητεία την καρδιά κάθε Ελληνόπουλου!
Δ
Λ
·
* . -
Λ
Λ
Α
•Λ
Λ
"Ενα ευχάριστο δώρο του κ. Αστρίτη προς τά • άγαπημένα του παιδιά τής Ελλάδος! Μιά εκδοτική προσπάθεια, πού όμοιά. της δεν έ- · χετε ξαναγνωρίσει ποτέ!* Τό όνειρο των ονείρων κάθε .4Ελληνόπουλου! 1μμμμμμμη«^^
Λ1Λ\'νννν\ννννν\\νννννν νννννΛ,ν\νν ϋννννν^νίΛνννννν^ ΙΛνννννννν\ν\\\ΛΛννννν\\ν\ν\\\\\\ννννν\
V »
\ ,ννΛΛννννννννννννννν» ννννννννν\ννιγννννν\\V) ΐν\Λ,νιν\Λ\νννν\Λ-ν\νννννννν\νι··.
» ■»*
-·ν\V;νννννννννννννΛνννννννννν^ννννννννν αννννχννννννννν* Λ'νννίΛ (ΛΛ,νι/ ίχνχννννννν »Λ.ννννΛΛ.>.νν»ννννΛΛΛΛΛννννι^ννχ' _
2 <*
01 ΓΙΟΡΤΕΣ Λ^ννννΧλνννννΧνννλΛΛΛΛννν^^ννννννννΛ/ννννν^ννΛΛΛΛν^ννννννννννν^
Ι ό καλύτερο δώρο πού μπορεί νά προσφέρη κα νείς εΐναι ένας Τόμος τού «Τάργκα»!
. ~
«Υπεράνθρωπου» η τού
·
Γ"ιό: να διευκολύνη τούς αναγνώστες και νά προσ ψέρή κάτι σ5 αυτούς για τις γιορτές,· ή Διεύθυνσις τών δύο περιοδικών κάνει ? £
ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ 25θ)ο σέ κάθε τόμο πού θά άγορασθή από σήμερα μέχρι τής 31ης Δεκεμβρίου!
I
Τής- έκπτώσεως αυτής δικαιούνται μόνον όσοι έ χουν αποκτήσει ·
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ «ννν\\ννννΐ\\ν\'ννν\\νννννν\νν^νν^νν\ννν\Λ\\νν\'νΐΛ\\'ννί\\ΛΛΛννννν\\νννν·νν\ν\\ν\\\'νΛΛΛνν'νννννννννΐ
ΪΑΛΛΛΜΛΑΛΜΛΛΜΛΛΛλΛΛΜΛΜΛΜΛΛΛΛΛΜΜ,\ΜΛΛΛΛ\ΛΛΛΜΛΛΛΜΜΛΜΛ/νίΛΑΛΙ\ΛΜΑΜΛΜΜΜΛΜΛΛΛΜ/\ΜΜΛΛΜΦΑΑΜί*\νΐ
^νννννν νΛνΜΛΛ/ννννννννίΛ'νννννννννννννννν νννννν'νν ννννννννννινννννΛν\νννννννννννννν\\ννννννν νννννννννννννννννννννννννννννννΛνννννννν/ννννννν νννννννν^
ϊ
II
ΤΑ ΡΓ Κ Α „
Εβδομαδιαία
* Ηρωικών >
Βιβλία
Περιπετειών.
Γραψεΐα: Λέκκα 23 ’Αριθ. Τηλεψ. 36.373
’Α,ριθ. 21—
ΔΡΑΧ.
2.000
Τά προηγούμενα τεύχη πώλου ν τα ι στά γραφεία
μας, πού είναι
άνοικτά
κά
θε μέρα 9—λ'ή καί 5—7, έκτος τού απογεύματος της Τετάρτης.
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ) τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προϊ στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19.
1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11)
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ 12) Τό φαρμάκι τής κόμπρας. 'Ο κυρίαρχος τής Ζούγκλας. 13) Ή αρπαγή τής Μαλόα. 'Η σπηλιά μέ τά Διαμάντια. 14) Στο βωμό του Μαύρου Δαί Ζοΰ'μπο, ό * Ιερός 'Ελέφαντας μονα. 'Ο φύλακας των Θησαυρών. 15) Πιθηικάνθρωποι τοΰ Μπουάνα. Μαλάα, το Κορίτσι -.Τίγρις 16) Κυνηγός Ανθρώπων. Τάργκα, ό Λευκός Σίφουνας. 17) Καλούγκα, ό Κύριος τών Μο νοιμ αχ ία Β ασ ιλέω ν. Άίετών. Σ υναγερμος στη Ζούγκλα. 18) Τό Λάσοο του "Ελληνα. Ζανούρ ό προδότης. 19) 'Ο πράσινος γαλαστής. Στη φωλιά τού Ζανούρ. 20) Τό κορίτσι καί τό τέρας. 'Ιπτάμενος Τρόμος. 21) Τό Στοιχειωυένο Λιοντάρι.
β
ο ©
9 Ο ©
Ο
ο ®
ο
©
ο α ) ·>
Ό πόλεμος ανάμεσα στη Φλόγα καί στους Υ περάνθρωπους συνεχίζεται! Ή Βασίλισσα του Κακού ξαναγυρίζει μέ. νέα ό πλα για νά έκδικηθή καί νά καταστρέψη τον κό σμο ! Οί Υπεράνθρωποι επεμβαίνουν! Ξαφνικά όμως, συμβαίνει κάτι τρομερό! Ή Φλόγα δρά καί επακο λουθεί
β
ο ©
ο ο ο
9
© Ο
ο
ο ο
ο
@ η © © 9 Ο
Ο
του Υπεράνθρωπου! Ό ήρως τών ηρώων γίνεται ένα άποκρουστικό, άπεχθές άποτρόπαιο ον, ένα πλάσμα πού ντροπιάζει τη δημιουργία τών όντων άπό τό Θεό! Πώς θά σωθή ό Υπεράνθρωπος άπό την τρομε ρή κατάστασι πού τον έρριξε
Η Πώς θά σωθή ό κόσμος άπό τά νύχια τής Φλό γας κύ άπό τά νύχια τού Υπεράνθρωπου; Αυτό θά τό μάθετε στο ερχόμενο τεύχος, τό 84, πού κυκλοφορεί την επόμενη εβδομάδα!
Το ΓΕΡΑΚΙ
-ΤΜ1
Χτο ΜΕΤΑΞΥ, Ο» Ι/Αΐ^ονΡΓΟ» ©πεπονΗ Τοκμ ΑίΤν^ΟΓΛΐν<0 ΑΠΟ ΤΗ ΜνΤΛΦΜ,, ΒΑ£π6.ιΐ.5 επρεηε |ΗΑ ίΚΟΤΟΣοΚΜΕ
τΟΜ ΝΤΟΓΚΑΜ!^
>
©ΑΑΑίΙΑί.
γλη
ΓΛΑί ότΑΝονΝ
Ορ\ τον*. χτνΠΗ
ΤΙ ΘΑ ^ΑΝΟΥΙΜΕ.
εονΜε «Λε τα ΟΠΛΑ ΜΑΙ*
ώοθΑ*Αι:
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟνΜ ΜΑ ΜΑ1 ΠΙΑίονΓΐί ,'.νχ.
Και
οι
κπκονΡΓον
αρ^ζ^ν
την
ε,αιβεϋ
Σκν^τε . ΜΑ1 Ρΐ^ί—* ΝΟνΜ
,
ί.
ΔΕΝ ΠΡεοε» ΜΑ ΤΟ ΚΑμΕΤΕ ΑΙ/ΤΟ4.
£Α1 ΑπΑΓΟΡεν^ΜΑ
Μ£
ΑΧ/-ΓΟΜΑ
ΤΑ 1
^
Π»Α£Τε ΤΟΜ. ΘΑ ΤΟΝ Ρΐΐόν^ΐε ετπ θαλαιια για μα τόνε κα ι βν'ί,τεΡΗΣονηε
Το ΚΟ|\ΠΟ Γ\»ΑΝ£Ι.ΤΟ Γ£ΡΑΚΙ ΡΙΧΝΕ ΤΑΙ £ΤΗ ΘΑΑΑ1Σ Α ·. * * ·*
£ΤΑΜΑΤη£Τ£ το ΠΛΟΙΟ Είπον ΜΑ τον
τθί.ο\
ιο
ατρόμητο______ τνΗΜ^οποντ/α
.ν.ν
/
'ΜΗ // Λ ^ ^ \\ ,νΓνΜ7 // '>·'# •/
'
εΡΙ Α*
Μ\Α
» ν I ®» β 7Μ
Η
#β
4' . ι
|1ι ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ
ί
' >Λ ΗΡ9ΪΚΕΣ
ί ^
χ Γ' ι 4-
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Η ΣΠΑΘΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥ **%%*%*%%*%**%%%%%*%%**%%%^ Ο ΤΑΡΓΚΑ, ΤΟ ΑΤΡΟΜΗ ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ, ΑΝ ΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕ! ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΛΛΟ Κ ΟΤΟ ΜΥΣΤΗ Ρ! Ο ΚΑΙ ΔΡΑ ΚΕΡΑΥΝΟΒ Ο ΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΗ ΤΗ ΜΑΛΟΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΟΥΓ ΚΛΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΦΡΙΧΤΟ ΚΙΝΔΥΝΟ!
?ί**%*%*%*%*>*%*ν%*%*νν*ν ΚΕΦ 1. "Οίτου 6 Τάργκα κΓ ή Μαλόα 5έν αναγνωρίζουν ενα φίλο τους.
έσσερις ^ μέρες και^τέσ σερις νύχτες χτυπούν τά τύμπανα των ΜπαντοΟ. Χτυ πούν παράξενα, στέλνοντας ένα μυστηριώδες μήνυμα. Α πό την περασμένη μέρα ό Τάργκα έχει στείλει τον Α τσίδα με τον Σάμπα στο χωρ ό Ίτάμπα για νά δούν τί συμβαίνει. Μά δεύτερη τώρα μέρα ούτε ό Ατσίδας, οΰτε ό Σά μπα φαίνονται. Ό Τάργκα άποφασίζει νά πάη ό ϊδιος μαζί με τη Μαλόα. —Παράξενο πράγμα, λέει ή όμορφη κοπέλλα στο ατρό μητο Ελληνόπουλο. Τά τύ μπανα σταμάτησαν κι5 όμως ούτε ό *’Ατσίδας, ούτε ό Σά μπα φάνηκαν. Τι νάγιναν άραγε; Ό Τάργκα τής κάνει νόη μα νά σωπάση. Τό αυτί του πήρε έναν αδιόρατο θόρυβο. Πιάνεται σε μιά κληματίδα και μ5 ένα τίναγμα πηδάει ψηλά στά κλαδιά ενός δέν τρου. ' Γρήγορα ανεβαίνει
Τ
4
ΤΑΡΓΚΑ
στην κορυφή, στέκει γιά λί νο πού δεν μπόρεσε νά· διαγο και ξανακατεβαίνει. . . κρίνη μέσα στούς Θάμνους. —Πέντε μαΰροι... λέει στη Μαλόα. Πέντε μαύροι .προ Ανάμεσα από 'τά πυκνά χωρούν κατά κάτω κουβα φυλλώματα, τέσσερις μαύροι λώντας κάτι... Μά' τι δεν κρατούν ένα είδος ’ φορείόυ. μπόρεσα νά διακρίνω. * "Ο"Ενας πέμπτος βαδίζει πί σω τους ώπλισμένος μέ δό μως... ■ · — Σάν ν’ ακόυσα ουρλια ρυ καί άσπίδα. χτό . λιονταριού, λέει .ή Μα Ντούγκου! —- Γρηγορα, λόα.. (αδέλφια) λεει ό ώπλισμένος Ό. Τάργκα είχε κΓ δλας· μαύρος. Γρήγορα νά βγούμε νοιώσει την οσμή του βασιαπό τά μέρη τούτα! ληά της Ζούγκλας. Καί γιά -αφνικά καί οί πέντε στέ νά φτάνη τόσο δυνατή ·ή ο κονται. Μπροστά στο μονο σμή σημαίνει πώς είναι πε πάτι πού ακολουθούν τρία ρισσότερο από ένα λιοντά λιοντάρια · έχουν φράξει · τό ρια. δρόμο. Βλέποντας τούς μαύ Έν τφ ’ μεταξύ, ή Μαλόα ρους βγάζουν άγριους βουΓ σφυρίζει ελαφρά. Μέσα από χηθμούς. τά δέντρα . προβάλλει · ένας • Οί μαύροι,· πανικόβλητοι, ελέφαντας. · πετούν τό φορείο πού κρα Είναι πέντε μέρες «τώρα τούν καί τό βάζουν στά πό πού ό-Τάργκα συνάντησε τόν δια. Τό ένα απ’ τά λιοντάρια ελέφαντα αύτόν μέσα ,στή έχει χυμήσει *α’ έχει βυθίσει ζούγκλα, όταν' τού είχε έπιτά νύχια του στή ράχη ενός τεθή μιά τίγρις'. Με* τό μα μαύρου, ένφ τό δεύτερο έχει χαίρι του τό ατρόμητο Ελ αρπάξει -έναν άλλον από τά ληνόπουλο είχε σκοτώσει τήν πόδια. "Ενα τρίτο κυνηγά έ τίγρι κι’ ό ελέφαντας, σ’ ένναν άλλο κι’ απέχει μόλις δειξι ευγνωμοσύνης τούς- α μιά πιθαμή από τον τρίτο κολουθούσε παντού. Ή Μα μαύρο. λόα τον είχε ονομάσει ΜάΤήν ϊδια όμως στιγμή, ό ουα . (λουλούδι). Καί τό .πε Τάργκα, πού έχει φτάσει πη λώριο ζώο έχει αγαπήσει τό δώντας από κληματίδα σε σο τήν όμορφη, νέα, ώστε σ’ κληματίδα κι’ από δένδρο σε ένα -σφύριγμά της τρέχει δί δένδρο πέφτει πάνω στο ένα πλα της. λιοντάρι —αυτό πού έχει Ή Μαλόα πηδά πάνω στη • βυθίσει τά νύχια του στή ρά ράχη τού ελέφαντα. χη τού ενός μαύρου—1 καί Ό Τάργκα, κάνοντάς της τού βυθίζει τό μαχαίρι στον νόημα νά τόν · άκολουθήση αυχένα. Ίο θηρίο πέφτει σάν προχωρεί μπροστά. κεραυνοβολη μένο. Θέλει νά φτάση τούς πέν Μά τώρα τά δυο άλλα λι τε. μαύρους πού ’κούβαλούν οντάρια αφήνουν τή λεία τους τό άγνωστο αυτό αντικείμε καί γυρίζουν ν’ άντιμετωπί-
ΤΑΡΓΚΑ νά κρατήση- τό επικίνδυνο σαυν τον καινούργιο τους αν ζώο. Μά τώρα ·τό έργο. είνατ τίπαλο. Ό Τάργκα έχει τώ ρα ν’ αντιμετώπιση δυο* θη εύκολο, 'Μ’ ένα χτύπημα τού μαχαιριού του. τό τρίτο λιον ρία πράγμα εξαιρετικά · επι τάρι μένει ακίνητο. Ό ελέ κίνδυνο. φαντας . χαλαρώνει την προ "αψνικά άκούγο'νται οί φωνές τής Μαλόα: βοσκίδα του. Έν τφ μεταξύ ή Μαλόα -— Γρήγορα, Μάουα, γρή πάνω άπό τη ράχη τού Μά γορα ! ουα βάζει μιά φωνή: . Καί μέσα από ·τά δέντρα — Οί μαύροι, Τάργκα!· φαίνεται νάρχεται καλπάζον Φεύγουν, τό .βάζουν στά πό τας ό Μάουα, φέρνοντας στη δια!-Πρέπει νά τούς προλά ράχη του · τη Μαλόα. Μέ την πελώρια προβοσκί βουμε ! · ·& * ■& δα του άρπάζέι από τη μέο'η Πράγματι οί μαύροι έχουν τό δεύτερα λιοντάρι καί- αρ άπομακρυνθή. Βλέποντας ότι χίζει νά τό χτυπά στο χοντρό απαλλάχθηκαν άπό τον κίν κορμό ενός δένδρου. δυνό τών λιονταριών ,στέκον-, Τό λιοντάρι βγάζει- άγρι ται γιά- μιά στιγμή. ους βρυχηθμούς, μά ό Μάουα — Το φορτίο πού. κουβα δεν τό αφήνει. Εξακολουθεί λάμε είναι καταραμένο, ■ νά τό χτυπά στρ δένδρο. Ντούγκου, λέει ό μαύρος μέ Έν τφ μεταξύ ό Τάργκα την άσπίδα καί τό δόρυ. Πά έχει πιαστή σε θανάσιμη πά με νά φύγουμε! "Ας τό πα λη .μέ τό τρίτο^ λιοντάρι. ^Αν ρατήσουμε δώ χάμω! θρωπος καί ζώο · κυλιούνται στό· έδαφος. — Ό λευκρς πού σκότω Μά ό ατρόμητος "Ελληνας σε τά λιοντάρια θά έπιτεθή δεν είναι ανίδεος σέ κάτι τέ σ’ εμάς τώρα! λέει ένας άλ τοια. Σέ μιά στιγμή που κα λος. Πάμε^! τορθώνει νά έλευθερώση τό . Μά δέν προλαβαίνουν. δεξί του χέρι, βυθίζει τό μα ! ιατί μόλις γυρίζουν νά- τό χαίρι του στην καρδιά τού βάλουν στά πόδια,* μέ δυο λιονταριού/ πηδήματα τούς φτάνει ό Τό θηρίο τινάζεται δυο Τάργκα. τρεϊς' φορές καί μένει άκίνη. -— "Ελεος, μπουάνα! (κύ^ ■ το. Έκεΐ νεκρό. * ριε) λέει ό ένας άπ’ αυτούς. Αυτή τη μούμια τη βρήκαμε Αφήνοντας, τό νεκρό λι στο δρόμο·. Δέν την κάναμε οντάρι ό Τάργκα γυρίζει προς τον ελέφαντα καί βλέ ■ έμεΐς έτσι! ■— Αέν πρόκειται· νά - σάς πει τό τρίτο θηρίο ν5' αγωνί πειράξω/ λέει ό Τάργκα. Μό ζεται απεγνωσμένα για ν’ νο σταθήτε μιά στιγμή . νά άπαλλαγή άπό τό. τρομερό σφίξιμο τής προβοσκίδας τού δούμε ποιος εΐν’ αυτός * πού Μάουα. Ό ελέφαντας κατα βρήκατε! · Οί μαύρόι · στέκονται, Ή βάλλει· τεράστια προσπάθεια • ·
6
ΤΑΡΓΚΑ
----
— Καί βέβαια, μπουάνα Τάργκα, λέει ό άνθρωπάκος, πού ήταν αδύνατο νά διακρίνη κάνεις τά χαρακτηριστικά του από τό παχύ στρώμα τού βούρκου πού ήταν κολένο επάνω του, σέ γνωρί·5 ζω... Ή Μαλόα βγάζει μιά κραυγή. ' "Εχει αναγνωρίσει από τη φων/ή τό κοντόσωμο ανθρωπάκι. -— Ό Σάμπα! φωνάζει. Πράγματι είναι ό Σάμπα, Μά έχει τέτοια χάλια, ττού θά ήταν αδύνατο νά Τον α ναγνώριση ό Τάργκα. — Έσύ είσαι, Σάμπα; λέει κατάπληκτος ό Τάργκα. Πώς διάβολο έγινες σ’ αυτά τά χάλια; — Μέ στέλνει ό Μουσοόνγκου, μπουάνα Τάργκα! Έρ χόμουν από τό Ίτάμπα. "Ε χουν ανάγκη ^άπό βοήθεια. Ό Ατσίδας είναι αιχμάλω τος... Ό Τάργκα αναπηδά. Ό ’ Ατσίδας αιχμάλωτος; Αυτό σημαίνει δτι τά πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Δεν είναι εύκολο νά πιαστή αιχ μάλωτος ό Ατσίδας. Κείνος πού θά τον πιάση πρέπει νάναι πολύ πιο δυνατός. Ό Τάργκα φωνάζει τούς πέντε μαύρους. — Πάρτε τον στο φορείο! προστάζει. Και δρόμο δλοι γιά τό Ίτάμπα! Οι τέσσερες μαύροι πιά νουν τό φορείο πάνω στο ό ποιο είναι ό Σάμπα. Ό νά νος είναι τελείως εξαντλη μένος. Στο δρόμο καθώς προ Τό χτύ-ττημα τοΟ ρινόκερου έκσφεν» δονίζει τό κορμί του στον άέροι! χωρούν ό Σάμπα διηγείται
Μαλόα έχει πηδήσει κάτω από τον ελέφαντα κι5 έχει τρέξει κοντά στο φορείο, πού έχουν πετάξει οι πέντε μαύ ροι. ~— Δέ φαίνεται γιά μού μια, Τάργκα! φωνάζει ή Μα λόα, στον Τάργκα πού πλη σιάζει. Μονάχα... γιά κύττα! Είναι βουτηγμένος όλος από τό κεφάλι ώς τα πόδια μέσα στο βούρκο! Ό Τάργκα έχει πλησιά σει. — Βούρκο; λέει. Χμ! Ό βούρκος αυτός είναι... Βέ βαια, δεν υπάρχει τέτοιος ε δώ κόντά. Θά είναι από τούς βάλτους . Τίνγκα. Έ; κάνει ξαφνικά ό Τάργκα. Μά Τούτος φαίνεται νά με γνωρίζη!
ΤΑΡΓΚΑ
Τα λιοντάρια, οί βασιλιάδες της Ζούγκλας, έφορμουν τας μέ άγ ριο θυμό!...
πώς βρέθηκε σ’ αυτά τά χά λια. "Έφτασαν στο "Ιτάμπα κΓ ό Μουσούγκου, ό αρχηγός των Μπαντού του χωρίου τούς είπε νά τρέξουν γρήγο ρα νά φέρουν τον Τάργκα, γιατί δλη ή φυλή τους κινδύ νευε. Πράγματι ό "Ατσίδας μέ τον Σάμπα εΐχαν ξεκινήσει για νά γυρίσουν και νά συ ναντήσουν τον Τάργκα, όταν κα,μμιά πενηνταριά μαύροι τούς είχαν έπιτεθή. "Υστερα από ήρωϊκή πάλη ό "Ατσί δας είχε πιαστή αιχμάλωτος, αλλά ό Σάμπα είχε κατορ θώσει νά ξεφύγη, χάρις στο μικρό ανάστημά του. Φεύγον τας^ όμως βρέθηκε μέσα στούς βάλτους και είχε βου
7
μουγγρίζον"
λιάξει^ώς τό κεφάλι. "Άν δεν περνούσαν οι πέντε εκείνοι μαύροι Μπαντού θά είχε σί γουρα πνίγη. Αυτή ήταν ή ιστορία τού Σάμπα. Δεν ήξερε τίποτ’ άλλο γιά την τύχη τού Άτσίδα. Οΐ πέντε μαύροι μέ τό φο ρείο, ό Τάργκα κι" ή Μαλόα προχωρούν προς τό Ίτάμπα. Δεν είναι μακρυά. Φαίνονται μάλιστα ανάμεσα από τά δένδρα οί καλύβες τους. Μόλις πλησιάζουν, ό Μουσούνγκου μ" έναν άλλο ύψηλόσωμο Μπαντού έ'ρχονται σέ συνάντησί τους. — Χαίρε, μπουάνα Τάρ γκα! λέει ό Μουσούγκου, υ ψώνοντας τό χέρι του.
ΤΑΡΓΚΑ
— Χαιρετούμε τό γενναίο αρχηγό των Μπαντοΰ! Α παντάει ό Τάργκα, υψώνον τας κι·9 αυτός τό χέρι του...
— Ό γενναίος Κιπάνγκα, λέει, έχει ανησυχήσει, γιατί κάθε βράδυ βρίσκονται δυο ~ τρεΐς δικοί μας πνιγμένοι στο βούρκε, "Ολοι οί υπήκοοί ΚΕΦ. 2. "Οίτου ό Ατσίδας βρίσκε μου έχουν τρομοκρατηθή. "Α ται κλεισμένος σε μια κούσε δμως τι τρέχει... κ λ ο ύβ α! Ί< ★ * υψηλόσωμος Μπα ντο 0 Τό Ίτάμπα, . αρχίζει που στέκει δίπλα στον τή διήγησί του ό Μουσούν Μουσούγκου, ρίχνει γύρω του γκου, βρίσκεται όπως ξέρεις μια ματιά καί βλέπει στο μπουάνα,_στά ο*ύνορα των φορείο τον πασαλειμμένο μέ βάλτων Ί ίνγκα καί τά τύ σα στο βούρκο Σάμπα. μπανα πού άκουγες είναι ή — "Αλλος ένας σημαδε άπάντησι στο οτοιχειωμένο μένος από τους δαίμονες λιοντάρι.... των βάλτων! λέει. Ό Τάργκα σουφρώνει τά Καί γυρίζοντας στους μαύ φρύδια του. Πάλι τό στοιρους πού .είχαν άκουμπήσει χειοομένο λιοντάρι, πάλι ό χάμω τό φορείο φωνάζει: Σ ί μπα Μπουάνα ! — Πάρτε τον καί ριχτέ -—- Δυο - τρεΐς νύχτες κά τον στο ποτάμι! Τί τον κρα θε μήνας συνεχίζει ό άρχηγός τάτε. Πνίξτε τον νά φύγη τό των Μπαντοΰ, όταν τό φεγ κακό από τό Ίτάμπα! γάρι είναι γεμάτο, από τό Ό Τάργκα επεμβαίνει. μέρος των βάλτων άκούγε-— Μιλάς σαν άμυαλος ται ένας βρυχηθμός λιοντα ριού. Καί τότε συμβαίνει κά αρχηγός, λέει στον ύψηλόοω μό Μπαντοΰ. Ό άνθρωπος τι παράξενο: δλα τά ζώα αυτός φέρνει εϊδησι γιο: τό μας τρομοκρατούνται. Κι" φοβερό κίνδυνο πού διατρέ όχι μόνο τά ζώα μας μά κι" δλα τά θηρία τής ζούγκλας. χετε... Ό Μπαντοΰ κυττάζει ει Καί πέρα, στο ξέφωτο, κοντά ρωνικά τον Τάργκα. στους βάλτους οί άνθρωποί μου βλέπουν κάτι τρομερό. — Ό Κιπάνγκα δεν φοβά Ένα: άστραποβόλο, φωτεινό ται κανέναν! λέει αγέρωχα.λιοντάρι, ενα λιοντάρι πού Ό Τάργκα είναι έτοιμος πετάει φωτιές...· νά τον άρπάξη από τό σβέρ κο γιά νά τον μάθη άν φο Πέρα στα χωριά Ούμόζα, βάται κανέναν, μά επεμβαίνει ■ Νγκόντα καί Οΰκίβα οί άν θρωποι προσκυνούν τό φ?\0ή Μαλόα. —-Περίμενε, Τάργκα, λέει.· γερό λιοντάρι. Κι" ότάν ακου "Ας άκούσουμε τί έχει νά στή ό βρυχηθμός του, την άλλη μέρα τό πρωΐ έρχεται μάς πή ό Μουσούνγκου. στο ποτάμι μιά πελώρια πυ-' Ό άρχηγός των Μπαντοΰ ρόγα, πού χωράει ίσαμε διατου Ίτάμπα σπρώχνει ελα κόσιους ανθρώπους. Κάθέ φρά τον Κιπάνγκα.
ΤΑΡΓΚΑ
9
χωριό- δίνει από είκοσι - τρι -—* Πού πρέπει νά στείλευάντα νέους. Που τούς πηγαί-τ λετε τούς είκοσι ανθρώπους νουν, τί τούς κάνουν κανείς σας; ρωτάει ό Τάργκας τον μας δεν- ξέρει. Δεν ξαναγυρίΜουσούνγκου. —Στο Ουμόζα. 5Από κεί ζουν πιά. Κι5 αρχηγός τής πυρόγας και των ανθρώπων περνάει ό μεγάλος ποταμός της είναι ένας λευκός... ΣίΜτό. μπα Μπουάνα τον ξέρουν ε — Λοιπόν, εγώ θά προ χωρήσω μόνος μου προς τό δώ... Ό Κύριος τού Λιοντα ριού... Μτό. Οί είκοσι μαύροι σου θά προχωρούν μόνοι τους γιά ^ Ό Τάργκα ακόυες σιωπη νά πάν στο Ουμόζα. Έγώ λός καί σκεφτικός, “έρει πο 6ά τούς παρακολουθώ χωρίς λύ καλά τί γίνονται οιυτοί νά μέ βλέπουν... πού φορτώνονται στην πυρό· — ΚΓ εγώ; ρωτάει ανήσυ γα. Πάνε γιά δούλοι ποιος χη ή Μαλόα. ξέρει πού... — Έσύ μπορείς νά περι —τ Γιά συνέχισε, λέει στον μένεις έδώ_ ΑΑαλόα, λέει ό Μουσούνγκου. Τάργκα. Είναι εξαιρετικά ε — Έδώ καί τρεΐς μέρες πικίνδυνο γιά σένα νάρθης ξανακούστηκε τό λιοντάρι. μαζί μου. · Καί προχτές καί χτες πάλι. Ή Μαλόα δέ μιλάει. ’ΑποΚΓ. αύριο τό πρωί 6ά φανή ή πυρόγα. Καί πρέπει να μέσα της δμως εΐνσι απο φασισμένη νά άκολουθήση στείλουμε καί μεΐς είκοσι δι κΓ άύτή κρυφά μέ τον Μάκούς μας. Την περασμένη φο ουα τον Τάργκα. Δέν τού ρά ^δέν στείλαμε. Κάθε δυό λέει δμως τίποτα γιατί κατα τρεΐς δμως ημέρες βρίσκαμε λαβαίνει δτι ό σύντροφός της καί μερικούς δικούς μας δέν θά την άφήση. πνιγμένους στο χάλτο. ΓΓ Την ίδια στιγμή φαίνεται αυτό ζητήσαμε τη βοήθεια καί ό Σάμπα. "Έτσι δπως σου, μπουάνα. Κι5 εγώ κι3 ό μπο Κιπάνγκα, πού είναι αρχη είναι πλυμένος. τώρα ρεί κανείς εύκολα νά τον α γός των μαύρων τού Ουμόναγνώριση. ζα..·. — Ό Σάμπα θάρθη μαζί — Καί θά σάς βοηθήσου μου, λέει ό Τάργκα. Θά τον με όσο μπορούμε, απαντάει χρειαστώ γιά νά βρώ*' τον ό Τάργκα. Μόνο τώρα άς πά"Ατσίδα. * ★ άρη ένας τον Σάμπα από δώ κΓ άς πάη νά τον πλύνη λί Σ 3 ένα νεύμα τού Μου γο για: νά βγή από πάνω του ■ σούνγκου είκοσι νέοι Μπαν ό βούρκος. τού, ύψηλόσωμοι καί γεροδε Δυό μαύροι αρπάζουν τον μένοι, μαζεύονται γύρω από Σάμπα κι3 απομακρύνονται. τον Τάργκα. Τάργκα, ή Μαλόα κι5 οί _— 3Εσείς, δίνει οδηγίες τό δυό αρχηγοί ^ των Μπαντού Ελληνόπουλο, θά προχωρή κάνουν συμβούλιο. σετε μόνοι σας γιά τό χω
10
ΤΑΡΓΚΑ
ριό Ουμόζα. Έγώ θά ^ σάς παρακολουθώ κρυψά. Δεν θά υπακούσετε δμως σε κανέναν άλλον παρά σε ^ μένα. Πάμε. Οί είκοσι μαύροι, άοπλοι, γιατί αυτός ήταν ό όρος του Κυρίου του Λιονταριού, ξεκι νούν. Ό Τάργκα περιμένει ν’ απομακρυνθούν αρκετά κι* υστέρα ξεκινάει κι5 αυτός μέ τόν Σάμπα. Είναι βέβαιος ότι έκεΐ στο Ουμόζα θά βρή την άπάντησι στο μυστήριο πού περιβάλλει τό φλογερο λιοντάρι, τό λιον τάρι πού είχε τρομοκρατήσει τά πάντα μέσα στη ζούγκλα. Προχωρούν έτσι δλη τη νύ χτα. Οι είκοσι Μπαντού, μολο νότι κυττάζουν γύρω τους, δεν έχουν άντιληφθή τόν Τάργκα,
'Ο χορος τού θανάτου αρχίζει ά γριος κα άνατριαστικσς.
πού δμως προχωρεί σκυφτός ανάμεσα στούς θάμνους κον τά τους. Σέ μιά στιγμή τούς πλτρ σιάζεί καί βγάζει ένα σφύρι γμα. Οί Μπαντοΰ σταματούν Ό Τάργκα έχει διακρίνει τό μεγάλο ποτάμι. — Έσεΐς θά περιμένετε ε δώ, λέει στούς Μπαντού. Ε γώ θ" ανέβω.σ* ένα δέντρο κι* από κεΐ θά δώ τί γίνεται στο ποτάμι. Έσεΐς καθήστε εδώ μέ τόν Σάμπα. Καί λέγοντας αυτά ξεκινά αθόρυβα. Πλησιάζοντας σ’ έ να πανύψηλο δένδρο πιάνεται από τά κλαδιά του καί σάν αί λουρος βρίσκεται σέ λίγα δευ τερόλεπτο στην κορυφή. * Από κεΐ πάνω απλώνεται πλατύς ό ποταμός. "Ίσαμε χί λια μέτρα πιο κάτω εΐναι άραγμένη μιά πελώρια^ πιρόγα, σάν μαούνα. 5Από την κίνησι πού γίνεται, ό Τάργκα κατα λαβαίνει δτι μέσα στη μαού να στοιβάζονται μαύροι από τά διάφορα χωριά. Κατεβαίνει γρήγορα. Γυρί ζει σέ λίγο στούς Μπαντοΰ μέ τόν Σάμπα, πού τόν περιμέ νουν. Αυτός κι5 ό Σάμπα έχουν καί τόξο καί βέλη κι5 επί πλέ ον ένα μαχαίρι. Μά οί άλλοι είκοσι είναι άοπλοι. Καί σί γουρα οί άνθρωποι τού Σίμπα Μπουάνα θά ήταν ώπλισμένοι. — "Εδώ κοντά, μπουάνα, λέει ένας άπό τούς Μπαντοΰ, είναι τό χωριό> Ντόνγκο. Μέσα έκεΐ έχω δικούς μου φίλους. Μπορούμε νά βρούμε όχι μό νο δόρατα μά κι* ανθρώπους. — Τότε θά μείνη έδώ 6
ΎΑΡΓΚΑ
11
Σάμπα μέ τούς άλλους, λέει ό Τάργκα, και σύ κι’ εγώ θά πάμε στο Ντόνγκο. Πράγματι, άφοΰ δίνει οδη γίες στον Σάμπα καί τούς μαύρους νά μή μετακινηθούν από κεΐ, ξεκινάει μέ τον Μπαν τού γιά τό Ντόνγκο. ΑΑΑ
Ό αρχηγός των Ντόνγκο δέχεται μ' εύχαρίστησι τον Τάργκα καί τον Μπαντού. Ό Τάργκα τού έξηγεΐ ότι ήρθαν έκεΐ γιά νά ζητήσουν ό πλα. Ό αρχηγός τούς πηγαί νει σέ μιά καλύβα μέσα στή^ όποια υπάρχει πλήθος άπο δόρατα, ασπίδες καί τόξα. — Θέλουμε νά μάς στείλης τρεΐς - τέσσερις ανθρώπους σου νά μάς βοηθήσουν νά κου βαλήσουμε μερικά άπ5 αυτά, λέει ό Τάργκα. — Γιατί όχι; λέει ό αρχη γός των Ντόνγκο καί βγάζει ένα σφύριγμα. Τρεΐς - τέσσερις μαύροι έρ χονται τρέχοντας. Μά την Τδια στιγμή τό μά τι τού Τάργκα παίρνει κάποι ον μαύρο, πού απομακρύνεται σκυφτός, γιά νά μή τον δή κανείς. — Περίμενέ με εδώ ί, λέει ό Τάργκα στον Μπαντοΰ. Κι* αρπάζοντας ένα δόρυ, αφήνει τον κατάπληκτο αρχηγό των Ντόνγκο καί τρέχει πίσω άπό τον μαύρο, πού είχε φύγει κρυφά. ^ Ό μαύρος Ντόνγκο, χωρίς νά άντιληφθή ότι ό Ταργκα τον παρακολουθή, προχωρεί προσεκτικά κι* άθόρυβα. "Υ στερα άπό μισή ώρα δρόμο φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Ό
Τό λάσα ξετυλίγεται στσν αέρα σαν ψίδι καί...
μαύρος τρέχει προς τό ξέφω το, ενώ ό Τάργκα περιμένει κρυμμένος μέσα στούς θά μνους. Πεντέξει μαύροι μέ φτερά στά κεφάλια χορεύουν γύρω α πό μιά φωτιά. Λίγο πιο κάτω μερικοί άλλοι μαύροι στέκον ται γύροο άπό μιά... κλούβα. Καί μέσα στην κλούβα βρί σκεται ό Ατσίδας! Ό Ατσίδας μουγκρίζει διαρκώς καί δαγκάνει τό χαλ κά του μέ θυμό. Ό Τάργκα σφίγγει τό δό ρυ του. Καί καθώς οι μαύροι άμέριμνοι χορεύουν γύρω απ’
12
ΤΑΡΓΚΑ
τή φωτιά, όρμά κατ’ επάνω τους. Μέ ένα χτύπημα του δόρατος αφήνει ένα μαύρο στό^ τοπο, έν.ίρ μέ μια γροθιά ρί χνει ένα δεύτερο μέσα στη ψο> τιά! Τά φτερά τοϋ μαύρου αρπάζουν φωτιά. Οΐ δυο τρεις άλλοι πού βλέπουν τί έπαθαν οι σύντροφοί τους, χω ρίς νά σταθούν νά δουν περί τίνος πρόκειται, τό βάζουν στά πόδια. Οι άλλοι πού είναι γύρω α πό τον Ατσίδα, όρμουν έπάι·ω στον Τάργκα.' Μά αυτός πετά τό δόρυ στον πρώτο α κριβώς πού τρέχει κατ’ επά νω του. Ό μαύρος πέφτει κι5 ένας άλλος πού ερχόταν πίσω του, σκοντάφτει καί πέφτει α πό πάνω του. Αρπάζοντας έ να μισοκαμμένο κούτσουρο α πό τή φωτιά ό Τάργκα αρχί ζει νά ό.λωνίζη τούς υπόλοι πους μαύρους. Δυό-τρία κεφά λια σπάζ( υν κύ οί άλλοι μαύ ροι γίνονται άφαντοι. Ό Τάργκα τρέχει κι5 ανοί γει την κλούβα. Ό Ατσίδας βγαίνει έξω, βράζοντας από θυμό. —- Κύριος Τάργκα, λέει, 'Ατσίντα ντέν νοιάζει πού κλείνει - κλείνει κλούβος, άλ λα αφήνει νηστικός. Ούτε καρύντες, ούτε πεπόνις.,. Ό Τάργκα βάζει τά γέλια. — "Ελα μαζί μου, λέει τού Ατσιοα. · · Κι' οι δυο μαζί τρέχουν γιά τό χωριό των Ντόνγκο. Όταν φθάνουν έκεΐ, τούς υ ποδέχονται ό αρχηγός των Ντόνγκο μέ αρκετούς πολεμι στές του.
— Μέσα εδώ, λέει ό Τάρ γκα στον αρχηγό, έχεις έναν ίσως καί περισσότερους προ δότες. Φρόντισε νά τούς παρακολουθήσης καί νά τούς τιμωρήσης όπως τούς αξίζει.^ Καί διηγείται στον Ντόν γκο τί συνέβη. Πο:ίρνουν ύστερα τά δόρατα καί ξεκινούν γιά τό Ούμόζα, όπου τούς περιμένουν οί είκοσι Μπαντού. Πράγματι,· ύστερα από αρ κετή πορεία, φθάνουν στο μέ ρος οπού- είχαν αφήσει τούς Μπαντού κύ ό Τάργκα τούς μοιράζει τά δόρατα, τις ασπί δες καί τά τόξα... Κ ΕΦ. - 3. "Οπου ό
Ατσίδας μη μπορώντας να τά βάλη μέ άλλους τά βάζει μέ ·τόν Σ άμττα I
είναι τώρα όλοι ώπλισμένοι. Ό Τάργκα δίνει τις τελευταίες οδηγίες: — Έγώ θά προχωρήσω προς την όχθη τού ποταμού, λέει. 'Όταν θά ίδήτε ένα βέ λος μου νά ρίχνεται προς τό μέρος σας, θά τρέξετε όλοι προς την όχθη. Καί λέγοντας αύτό ξεκινά τρέχοντας. "Οταν φθάνη κοντά στην όχθη, ανεβαίνει γρήγορα σ' ένα δένδρο. Κυττάζει προς τό ποτάμι. Ή μεγάλη μαούνα είναι ακόμα αραγμένη έκεΐ. ΕΤ ναι όμως γεμάτη μαύρους. Πιασμένος από μιά κληματί δα ό Τάργκα, πηδάει στο πο τάμι. Τά νερά στο σημείο αυ τό είναι πολύ ρηχά. Βγαίνοντας .έξω ρίχνει μέ τό τόξο του ένα βέλος προς τό. μέρος πού περιμένουν ό Ατσί δας, ό Σάμπα καί οί είκοσι τοί
Ε
ΤΑΡΓΚΑ
Μπαντου. Ό Ατσίδας βλέπει πρώτος τό βέλος. — Κύριος I άργκα θέλει ε μάς!, φωνάζει. Ό Σάμπα με ταφράζει στους Μπαντου τί λέει ό Ατσίδας. "Ολοι μαζί όρμοϋν προς την άχθη, ακο λουθώντας τά ίχνη τού Τάργκα. > , Μόλις έχουν προχωρήσει λίγο, όταν μέσα από τά δέν τρα φαίνεται ό ελέφαντας Μάουα μέ τή Μαλοα. Ή κοπέλλα κρατά στο χέρι της ένα λάσο: τό λάσο τού Τάργκα, πού τό είχε αφήσει στο μέρος που κατοικούσαν. Οι λΑπαντοϋ, ό . Ατσίδας καί ό Σάμπα φθάνουν στο μέ ρος πού τούς περιμένει ό Τάρ γκα. Ό ατρόμητος "Ελληνας καθορίζει τώρα τή θέσι τού καθενός. Σύμφωνα μέ τό σχέδιο τού Τάργκα, ό 5Ατσίδας μέ τον Σάμπα θ’ ανέβαιναν σ’ ένα δέντρο ό καθένας. Ό νάνος 6ά χρησιμοποιούσε τό. τόξο μέ τά δηλητηριασμένα βέλη κι* ό Ατσίδας τό φυσοκάλαμό του. Ό Τάργκα θά χτυπούσε μέ τό δόρυ του αυτούς πού φύλα γαν τούς σκλάβους. 01 μισοί Μπαντοΰ θά τον βοηθούσαν, ενώ οι υπόλοιποι θά ώρμού σαν μέσα στη μαούνα νά άπολευθερώσουν τούς δούλους. — "Αν ό Σίμπα Μπουάνα, προσθέτει, στο τέλος, φανή θά τον άφήσετε σέ μένα. "Εχω προσωπικό ύ ς λογαριασμούς μέ δαΰτον καί πρέπει νά τούς ξοψλήσω. Τό σύνθημα θά ήταν φωνή τσακαλιού. Μόλις τό άκουγαν
13
από τον Τάργκα, θά άρχιζαν την έπίθεσι... I *ώ* Στή μαούνα γίνονται οι τε λευταίες προετοιμασίες για την αναχώρηση Οι δούλοι έ χουν φορτωθη μέσα κι5 απ’ έ ξω στην όχθη καμμιά τριαν ταριά μαύροι μέ φτερά στά κεφάλια, ώπλισμένοι μέ δόρατα καί άσπίδες, επιτηρούν τά γύρω. ιιαφνικά μιά φωνή τσακα λιού άκούγεται. Τήν Τδια στιγμή δυο μαύροι πού στέκονται όρθιοι στην πρύμη τής μαούνας φέρνουν τό χέρι στο λαιμό καί πέφτουν μέσα στο ποτάμι. Κραυγές άκούγονται. Οι μαύροι, πού είναι στήν όχθη αρπάζουν τά δόρατά τους καί τρέχουν γύρω γιά ν’ άνακαλύψουν τούς αόρατους εχ θρούς. Μά δέν- φαντάζονται ό τι ό "Ατσίδας μέ τον- Σάμπα βρίσκονται στήν κορυφή τών δέντρων. Τήν ίδια στιγμή δυο μαύροι βρίσκονται αντιμέτωποι στον Τάργκα. Μ5 ένα γερό χτύπη μα τού οόρατός του ό. Τάρ γκα περνά καί τούς δυο στο λαιμό. Οι άλλοι μαύροι βλέπουν τό * Ελληνόπουλο καί συγκεν τρώνουν τήν έπίθεσι εναντίον του. Μά τώρα μπαίνουν στήν μάχη οι δέκα Μπαντοΰ. Καθώς ό Τάργκα χτυπάει δεξιά κι5 αριστερά, ένας μαΰ-> ρος, πού είναι κρυμμένος οπούς γύρω θάμνους, βγαίνε· καί προσπαθεί νά πλησιάση αθέατος στο μέρος τής συμ
14
ΤΑΡΓΚΑ
πλοκής μέ σκοπό νά χτυπήση από πίσω τον Τάργκα. Καθώς προχωρεί όμως σκυ φτός ξαφνικά νοιώθει νά πιάνωνται τά δυο του πόδια σέ μιά θηλειά! Είναι ή Μαλόα, πού έχει ρίξει τό λ^άσο της κι5 έχει πιάσει τό μαύρο από τά πόδια! Μή χάνοντας καιρό ή κοπέλλα, τον τραβάει πίσω προς τούς θάμνους. Λίγο πιο πέρα είναι ό Μάουα. Χωρίς νά πή τίποτα στο ζώο, ή Μαλόα τού δένει την άκρη του λάσου στην προβοσκίδα. Ό Μάουα κατα λαβαίνει: σηκώνει την προβο σκίδα του καί παίρνει δρόμο, σέρνοντας από τά πόδια τον δεμένο στο λάσο μαύρο. Έν τφ μεταξύ ή Μαλόα ξαναγυρίζει στο μέρος τής συμ πλοκής. Τώρα οί μαύροι μπλε γμένοι σέ άγρια μάχη μέ τούς Μπαντοΰ, έχουν άποτραβηχτή πιο πέρα. Μαζί είναι κΓ ό Τάργκα. Ή κοπέλλα δέν επεμβαίνει. Βλέπει δτι οι φίλοι τού Τάρ γκα εΐναι οι νικηταί. Μά την ίδια στιγμή, δυο μαύροι πού έχουν ξεφύγει από τό μέρος τής συμπλοκής, όρμούν πίσω από τη Μαλόα καί την αρπά ζουν στούς ώμους τους. Τρέ χουν προς την μεγάλη πιρόγσ; Ό Τάργκα, όμως, γυρίζον τας ξαφνικά, βλέπει τη Μα λόα στούς ώμους των μαύρων. Μ5 ένα πήδημα βρίσκεται .κιόλας στην πιρόγα. Στην πιρόγα-μαούνα ανεβαίνουν ταύτόχρονα^ καί οι άλλοι δέκα Μπαντού, πού σκοπός τους
είναι νά άπολευθερώσουν τούς σκλάβους. Ή συγκρουσι γενικεύεται. Ό Ατσίδας μέ τό Σάμπα δέν ρίχνουν πιά, γιατί υπάρχει κίνδυνος νά χτυπήσουν τούς δικούς τους. Μά ό Ατσίδας δέν είναι α πό κείνους πού μπορεί νά κά θεται μέ σταυρωμένα τά χέ ρια. Κατεβαίνει γρήγορα άπό τό δέντρο καί τρέχει προς τη μαούνα. Μ5 ένα πήδημα βρίσκεται επάνω. Ή Μαλόα έχει ξεφύγει άπό τούς δυο μαύρους, πού τρέχουν πάλι νά την πιά σουν, ένφ ό Τάργκα κυκλωμέ νος άπό μερικούς άλλους, προσπαθεί νά άπαλλαχτή απ' αυτούς γιά νά τρέξη σέ βοήθειά της. Ό Ατσίδας πλησιάζει προς τούς δυο μαύρους, πού προσπαθούν νά πιάσουν τη Μα?\όα. 'Αρπάζει τον ένα άπό τό πόδι καί τον κοπανάει στο ξύλο τής μαούνας. Ούτε «κιχ» δέν κάνει ό μαύρος. Ό δεύτερος, βλέπον τας δτι ό σύντροφός του έ σκασε κάτω σάν καρπούζι πα ραχώνω μένο, πέφτει μέσα στο ποτάμι. Έν τώ μεταξύ ένας άπό τούς μαύρους, πού είχαν κυ κλώσει τον Τάργκα, τρώει μιά γερή γροθιά άπ’ τό Ελ ληνόπουλο καί έρχεται προς τά^ πίσω, πέφτοντας άπάνω στον Ατσίδα. λ Μια δεύτερη γροθιά άπ5 αύ τον τον ξαναστέλνει πίσω μέ τό κεφάλι στον Τάργκα. Μά την ίδια στιγμή ώρμούσε μέ τό κεφάλι ένας άλλος μαύρος
ΤΑΡΓΚΑ
νά χτυπήση τον Τάργκα. Κι" άντί νά χτυπήση αυτόν, άκουγεται ένα τρομερό «ττάνγκ!» και τα δυο κεφάλια τρακάρουν μέ τέτοια δύναμι, πού άνοίγουν σαν αυγά κλούβια. Έν τφ μεταξύ οι δέκα Μπα ντου είχαν άπελευθερώσει τούς άλλους σκλάβους, λύνον τας τά δεσμά τους. "Έτσι ή μάχη στη μαούνα πήρε τέ λος. Πεντέξη μαύροι πού βαστοϋσαν άντίστασι, θεώρησαν φρόνιμο νά ριχτούν στο ποτά μι γιά νά γλυτώσουν. Μά γιά κακή τους τύχη, έ να κοπάδι κροκόδειλοι, πού εί χαν μυριστή πτώματα, φάνη καν νά πλησιάζουν. Μπροστά γκρεμός και πίσω ρέμμα. "Αναγκάζονται νά βγούν στην ξηρά. Μά και κεΐ τούς υποδέ χονται οι άλλοι Μπαντοΰ, οί όποιοι έχουν κιόλας ξεμπερ δέψει μέ τούς άντιπάλους τους έξω στην ξηρά. Ή μάχη έχει τελειώσει. Οι άπελευθερωμένοι σκλάβοι φι λούν μ5 ευγνωμοσύνη τά χέρια τού Τάργκα. Οί τέσσερις μαύροι τού Ντόνγκο άναλαμβάνουν νά συ νοδέψουν τούς ελεύθερους πιά μαύρους στά χωριά τους. Μα ζί τους θά πάνε καί οί Μπαντού. Πράγματι; σε λίγο όλοι φεύγουν καί μένει ό Τάργκα, ό "Ατσίδας,^ η Μαλόα κι" ό Σάμπα, πού έχει κατέβει άπό τό δέντρο. Σ’ ένα άπό τά πτώματα ό Ατσίδας βλέπει περασμένο στη μέση του ένα τσεκούρι. ,Χωρίς νά πή κανενός τίποτα
15
τό άρπαζει καί πηδάει στην άδεια πιά μαούνα. Γερά χτυπήματα^ άκούγονται μέσα άπό τό κύτος. Σέ λίγο ό Ατσίδας πηδάει εξω κρατώντας τό τσεκούρι. Καί πριν οί άλλοι προλάβουν νά τον ρωτήσουν, βλέπουν τη μαούνα νά γέρνη καί σέ λίγο νά βυθίζεται. Ό "Ατσίδας είχε σπάσει με τό τσεκούρι μερικές σανίδες καί τά νερά είχαν κατακλύσει τή μαούνα. *** Ξαφνικά μιά τρομερή κραυ γή άκούγεται. Καί κατάπλη κτοι δλοι βλέπουν νά πετάγε ται μέσα άπό τά δέντρα ένας ύψηλόσωμος λευκός, · κρατών τας μιά πελώρια σπάθα στά χέρια του. Είναι ό Σίμπα Μπουάνα, ό Κύριος τού Λεονταριού! "Αστραπιαία ό Τάργκα όρμά κογγ’ επάνω του, τήν ώρα άκριβώς πού τό σηκωμένο σπαθί τού λευκού πέφτει προς τό κεφάλι τού "Ελληνα. Μά τήν ίδια στιγμή τό τσε κούρι τού "Ατσίδα φαίνεται νά πετάη στον άέρα. Πράγμα τι ό "Ατο'ίδας τό έχει ρίξει μέ τέτοια δύναμι, ώστε τό τσε κούρι χτύπησε τό σπαθί καί τό έσπασε στά δύο. Τώρα ό Τάργκα κι" ό Σίμ πα Μπουάνα έρχονται στά χέ ρια. Ό "Ατσίδας θέλει νά βοη θήση κι" όρμά κι" αυτός στή μέση. Μά καθώς ό λευκός βρίσκε ται άπό κάτω άπό τον Τάρ γκα, τινάζει δυνατά τά πόδια · του σάν νά σπαράζη. Καί ή μπόττα τού λευκού βρίσκει
16
ΤΑΡΓΚΑ
τον Ατσίδα στο πρόσωπο. "Αφού έφαγε ή Μαλόα, σηΧάνοντας την · ισορροπία 'κοδνεται νά περπατήση λίγο του ό Ατσίδας, πεψτε ι ανά ανάμεσα στά γύρω πολύχρω σκελα, βγάζοντας-ένα τρομε μα λουλούδια. ' ζαφνικά εκεί ρό «γρρρ !»,. πού αντήχησε" πού κάνει βόλτες, βλέπει ένα γύρω* σαν κανονικά. Ό Τάρ μεγάλο κασσόνι. γκα, χαλαρώνοντας την πίεσί, Πάραξενεμένη ζυγώνει κον του για μιά στιγμή πάνω στο τά. Τό. κασσόνι εΐναι δεμένο λευκό, γυρίζει νά δή τίέπαθε γύρω μέ λάμά σιδερένια κΓ έ ό. .φίλος του.; χει γράμματα άπ3 έξω. Γράμ Μά την Τδις* στιγμή ό Σίμματα σέ μιά. ξένη γλώσσα. πα Μπουάνα τινάζεται, ξεφεύ Φωνάζει τον Τάργκα νά τρέξη γρήγορα. γει καί εξαφανίζεται μέσα στή λόχμη. Ανήσυχος ό Τάργκα τρέ Ό -Ατσίδας έχει σηκωθή. χει κοντά της. Πίσω ακολου Τα μάτια του -έχουν γουρλώ θούν ό "Ατσίδας κι3 ό" Σάμπα. σει άπό τό θυμό κΓ είναι σί Ό.Τάργκα διαβάζει τήν ε γουρο οτι αν. εϋρισκε μπρο-. πιγραφή άπ3 έξω.. Εΐναι γράμ μένη αγγλικά: ' . · ατά του τον λευκό, θά τον έ τρωγε ζωντανό. · ’ «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΒΟΜΒΑ!» Μά ό λευκός έχει έξαψανιΌ "Ατσίδας θέλει νά* πιάσθή. Καί γιά νά’βγάλη τό ά ση τό κασσόνι·, νά τά σπάση χτι του* ό Ατσίδας τά βάζει νά δή. μήπως έχει τίποτε φα μέ τον Σάμπα. γώσιμο μέσα. .Μέ κόπο Τού —- νΕλα ντώ, Μικρόβιος!,* δίνει ό Τάργκα νά καταλάβη φωνάζει, Εσένα τρέχει - τρέ τί τρομερός κίνδυνος κλεί.νεται χει φέρνεις πεπόνις, καρπούμέσα· στο κασσόνι. Φαίνεται τζις, καρύντος..., Άλλοιώς Ά~ πώς θά τό εΐχε κρύψει έκεΐ ό τσίντα τρώει - τρώει εσένα! Σίμπα Μπουάνα γιά κάθε εν δεχόμενο. Κι3 ό Σάμπα τρέχει νά βρή κανένα άγριοπέπονο. "Άλλως Ό Τάργκα μένει γιά λίγο συλλογισμένος. Σκέπτεται τί τε, ολοι εΐναι πεθαμένοι τής πείνας, .... νά κάνη τό κιβώτιο αυτό, ό ταν ένα «γρρρ!» τρομερό τού ΚΕΦ. 4. "Οπου ό Τάργκα μέτο Ατσίδα τον κάνει νά τιναχέ ιρίζετατ σύγχρονα .πολε Χχή· 5 μικά όπλα χφρΐς νά θέληι. -— "Εκεί, έκεΐ!, φωνάζει ό ράγματι, ό Σάμπα ανα Ατσίδας. Κύριος Τάργκα ε καλύπτει ένα μέρος μέ κεί! άφθονα άγριόπέπονα. Βάζει Σ" ένα κορμό δέντρου λίγο τις φοονές- στον Άτοάδα καί πιο κάτω, ένα βέλος έχει καρ σέ' λίγο ολοι έχουν-πέσει μέ ψωθή. Κάποιος τό εΐχε ρίξει τά μούτρα στο ψαΐ. "Έχουν, γιά τον "Ατσίδα, αλλά αστό άλλως τε, τόσες ώρες νά φά χησε καί τό-βέλος-καρφώθηκε στο δέντρο. νε κΓ εΐναι καί κουρασμένοι άπό τούς τόσους . κόπους. -— Χάμω όλοι!, φωνάζει ό
π
ΤΑΡΓΚΑ
Τάργκα γιά μια στιγμή, πού* κάτι παίρνει ·τό μάτι του. Χωρίς νά σκεφθούν οΐ' άλ λοι πέφτ,ούν χάμω. Καί την’ί δια στιγμή δεκάδες βέλη σφυ ρίζουν γύρω,, άπ5 όλες τις με ριές· , , 'Ό Τάργκα κυτταζει γύρω του. Φαίνεται 'νά υπάρχουν πολλοί μαύροι γύρω,, μά κα νείς δέ φαίνεται. Είναι δλοι κρυμμένοι μέσα στην πυκνή βλάστησι. — Είμαστε κυκλωμένοι άπ5 όλες τις πλευρές, λέει ό Τάρ γκα. Φαίνεται πώς . ό Σίμπα Μπουάν.α. έχει κουβαλήσει ε δώ όλους · τούς ανθρώπους του. —1 Νά τούς επιτεθούμε!, λέει ή Μαλόα. -—- Πριν προλάβουμε νά τούς φτάσουμε, θά μάς κά νουν κόσκινο με τά βέλη τους, λέει ό Τάργκα. Μάς βλέπουν αλλά δεν τούς βλέπουμε. — Τί θά κάνουμε τότε; . — Θά πιάσουμε ό καθέ νας μιά πλευρά, τέσσερις κα θώς είμαστε. Καί μόλις κανέ νας μας άντιληφθή την παρα μικρή κίνησι θά ρίχνη.. Ετοι μάστε τά τόξα σας. "Ολοι κατεβάζουν τά τόξα πού έχουν περασμένα στον ώ μο τους. · Μόνο ό. Ατσίδας βγάζει το φυσοκάλαμό του. ■ ■ Καί περιμένουν... * *· *
Εκεΐ πού κάθεται ό Ατσί δας ανοιγοκλείνει ξαφνικά τά μάτια του καί δαγκώνει τό χαλκά του. Τού^φαίνεται πώς βλέπει κάτι .νά κινήται. -—- Γρρρ!, μουρμουρίζει..
17
Μερικοί θάμνοι κινούνται. Κι, όχι μόνο κινούνται, μά καί προχωρούν μ-ιά - δυο πι θαμές. . Κάποιος είναι τυλιγμένος μέσα στούς θάμνους καί προσ παθεΐ νά προχωρήση χωρίς" νά διακρί-νεται. Ό Ατσίδας φέρνει τό φυ σοκάλαμο στο στόμα του. Δί νει ύστερα ένα γερό φύσημ'ά. Μιά κραυγή πόνου ακούγεται μέσα από τούς θάμνους, πού τινάζονται σάν τρελλοί. — *Τί είναι, Ατσίδα; ρω τάει από τήν άλλη μεριά ή Μαλόα, πού.ακούει τήν κραυγή· / — Τίποτα, κύριος Μαλόα! λέει ό 5Ατσίδας. 'Ατσίντα χτυ πάει ένας γ.κουρούνις! Βροχή από βέλη σφυρίζουν από πάνού τους. Οι πολιορκη τές βλέποντας έναν από τούς συντρόφους-τους, τίού εΐνε με ταχεί ρι στη τό κόλπο τών θά μνων γιά νά πλησιάση τούς τέσσερις φίλους,.πεθαμένο,· θέ λουν νά τον εκδικηθούν/ Μά ογ τέσσερις φίλοι είναι καλά κρυμμένοι καί δεν παθάί νουν τίποτα. ,-αφνικά ένα «πλήφ!» άκού γεται. "Ενας μαύρος έχει πέ σει από την κορυφή ενός δέν τρου κι5 έχει χτυπήσει κάτω σάν σακκί μέ.άμμο. — "Α! καταραμένο γου ρούνι!, άκούγεται ή φωνή τού Σάμπα. • —- Τί είναι τούτος, Μικρόβιος; ρωτάει ό Ατσίδας, πού κοι/τά του είχε -πέσει τά α προσδόκητο... δώρο. — Είχε, άνέβει κρυφά στήν κορφή τού δέντρου, κύ ήταν έ-
Η όμορφη Μαλόα, ή άγα-ττημένη σνντρόφιοπσα τού Κυριάρχου της Ζούγκλας, αιχμαλωτίζεται
αΐϊό
τους ιθαγενείς, ττου την οδηγούν
·;.··;λ
μακρυά ? Ξαφνικό: όμως 6 Τάργκα στέλνει
τδ..
έτησκειττηριό
του καί εφορμά σαν σίφουνας, ττου τπτα ρασυρει στο δρόμο του τά τταντα!
■20
ΤΑΡΓΚΑ
τοιμος νά πηδήση επάνω σου! απαντάει ό Σάμπα. Τοϋρριξα μια κι" ησύχασε. — Τεός σχωρέσ’ τον, λέει ό Ατσίδας. "Άξαφνα δμως, συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. "Ενας ρινόκερως έτυχε νά περνάη από τό μέρος αυτό καί βρέθηκε, κοντά στη Μαλόα. Τό θηρίο θά περνούσε χοορίς ίσως ν’· άντιληφθή την κοπέλλα, άν εκείνη τή στιγμή έ-_ νας από τους μαύρους πού πο' λιορκοϋσαν τούς τέσσερις φί λους, δεν έρριχνε ένα βέλος. Τό βέλος χτυπάει τό θηρίο στο πλευρό. Ο ρινόκερως γί νεται μανιώδης από τον πόνο κι" όρμά κατά τής Μαλόα, πού έχει σηκωθή γιά νά τρα-' βηχτή πιο πέρα. Μά' ό Τάργκα που έχει δη τή σκηνής άρπάζει ένα δόρυ καί χτυπά τό ρινόκερω στήν κοιλιά. Τρελλό άπό τούς, πόνους τό θηρίο, βγάζει ' άγρια μουγ-κρητά. Οί μαύροι βλέποντας τον Τάργκα καί τή Μαλόα άνασηκωμένους, αρχίζουν νά τούς ρίχνουν βροχή τά βέλη. Μά μπροστά άπό τά βέλη βρίσκε ται ό ρινόκερως, πού. τά δέχε-· ται δλα στή ράχη του καί βγά ζει τέτοια μουγκρητά, πόύ άντιβουΐζει δλη ή ζούγκλα. Τρελλός άπό τον πόνο, άφη νιασμένος, παίρνει δρόμο. Κα θώς περνά άπό τή ζώνη, των πολιορκητόνν, ένας μαύρος πού βρέθηκε μπροστά του άναπηδά γιά νά μή τον συντρίψη τό θηρ.ίο. Μά ό ρινόκερως, βλέπον τάς τον μπροστά του, σκύβει
τό κεφάλι του καί χτυπώντας τον μέ τό κέρατο τής μύτης του, τον τινάζει τέσσερα μέ τρα ψηλά. Ό μαύρος πέφτει μ" έναν υπόκωφο γδούπο στό' έδαφος καί μένει ακίνητος. Εί ναι νεκρός. Έν τω μεταξύ ή πολιορκία συνεχίζεται, μέχρις δτου πέ φτει ή νύχτα. "Ολοι δμως ξέ ρουν πώς μέσα στή νύχτα δε κάδες μάτια άγρυπνούν, τΤαρακολουθώντας τους. Ό Τάργκα μαζεύει ' κοντά του.τούς δικούς του. — "Ακούστε τί θά γίνη, λέει σιγά. Έγώ κι’ ό Ατσί δας θά πάρουμε τό κιβώτιο μέ τις βόμβες καί θά προσπα θήσουμε νά βγούμε έξω άπό τον κύκλο των μαύρων. ΈσεΤς δέ θά μετακινηθήτε άπό δώ. Πού καί πού ριχτέ καί κανέ να βέλος προς όλες τις διευ θύνσεις γιά νά φαίνεται ■ πώς είμαστε δλοι εδώ κι" έχουμε τό νού μας. Τό δύσκολο δέν_εΐναι πώς νά βγούν, γιατί ό I άργκα θά μπορούσε άπό κληματίδα σέ κληματίδα” νά περάση ψηλά άπό τά δέντρα μέσα στο σκο• τάδι. Θά άκουγαν Ισως θόρυ βο οί μαύροι, μά μέσα στο σκοτάδι θά ήταν άδύνατο νά τον διακρίνουν γιά νά τον χτυ πήσουν. Τό δύσκολο ήταν νά κουβαλήσουν τό κιβώτιο, πού ήταν μεγάλο καί εξαιρετικά1 βαρύ. "Αποφασίζουν νά τό ανοί ξουν. Μέ τό τσεκούρι πού έ χει ό Ατσίδας, κόβουν τή λάμα, πού έδενε τό κασσόνι καί τ" άνοίγουν. Ό Τάργκα άνοι γε ι διάπλατα τά μάτια του.
ΤΑΡΓΚΑ
21
είχαν χτυπηθή δυό-τρεΐς μαύ Μέσα στο κιβώτιο υπάρχουν ροι. Φαίνεται πώς είναι αραιά αντί βόμβες!., χειροβομβίδες! Φαίνεται πώς άλλοτε’ τό κιβώ • ό ένας μέ τον άλλον, γιατί α τιο θά περιείχε βόμβες κι’ υ πό τις γύρω μεριές αρχίζουν νά πέφτουν τόσο πυκνά τά στέρα έβαλαν χειροβομβίδες. Ή άνακάλυψις αυτή κάνει- βέλη, ώστε ό Τάργκα κι* οί δικοί του δέν μπορούν ούτε τό τον Τάργκα ν' άλλάξη σχέδιο. Δεν ήταν ανάγκη τώρα νά ψυ- κεφάλι νά σηκώσουν. Ό Ατσίδας μέ τό Σάμπα, γουν. Θά έπρεπε μόνο νά μεί έκκωφαντικό νουν πεσμένοι χάμω γιά νά ποό άκοΰν .τον προφυλαχθούν από τά θραύ κρότο, βουλώνουν σαστισμέ σματα των χειροβομβίδων. νοι τ’ αυτιά τους. Κυττάζουν προς τό μέρος τού Τάργκα Φυσικά δε χωρεί συζήτησι χωρίς νά -καταλαβαίνουν. ότι τίς'χειροβομβίδες θά τις έρριχνε ό Τάργκα. Ό Ατσί Ό Τάργκα περιμένει γιά δας γιά μιά στιγμή θέλησε λίγο. Τά βέλη σταματούν καί νά πάρη δυό-τρεΐς, έτσι νά ακολουθεί ήσυχία. Φαίνεται τις πετάξη γιά γούστο, χω ότι οι μαύροι άπομάκρυναν ό σους είχαν χτυπηθή από τή ρίς φυσικά νά ξέρη τί τρομε ρό όπλο είναι. Μά ό Τάργκα χειροβομβίδα. τον σταματά, γιατί ξέρει ότι Μέσα από τό κιβώτιο πιά άν γίνη κάτι τέτοιο, ό πρώτος νε· άλλη μιά χειροβομβίδα. πού ·,θά σκοτωνόταν, θά ήταν Τή ρίχνςι στο ίδιο μέρος πού ό Ατσίδας. είχε ρίξει τήν ττρώτη. Νέα Τό ύφος του Τάργκα είναι λάμψι καί νέος κρότος άκούγε τόσο σοβαρό, ώστε ό Ατσί ται. Αυτή τή φορά όμως δέν δας δεν φέρνει άντίρρησι. Κά άκούγονται ■ φωνές, Φαίνεται νει μόνο ένα «γρρρ>> καί δαγ πώς δέν είναι κανείς στο μέ κάνει τό χαλκά του. ρος αυτό. Μά είναι οπωσδή Ό Τάργκα πιάνει μιά χει ποτε γύρω πολλοί άλλοι. ροβομβίδα. Κυττάζει μέ προ Ό Τάργκα σκέφτεται ν’ ά σοχή τούς απέναντι θάμνους νοιξη^ δρόμο. Θέλει νά τρομο μήπως δή καμυιά. κίνησε κράτηση τούς μαύρους, έτσι Πράγματι σε μιά στινπή πού νά βρή ελεύθερη δίοδο του φαίνεται πώς κάποιος θά γιά νά φύγουν. Καταλαβαίνει μνος κινείται ελαφρά. Βγά ότι όταν ξημερώση, τά πρά ζοντας τον κρίκο από τήν χει γματα θά είναι άσχημα, για ροβομβίδα, τή ρίχνει μέ δύ~ τί" δέν^ αποκλείεται ό Σίμπα ναμι. Μπουάνα νά ερχόταν μέ τίπο ^Πεντέξη δευτερόλεπτα περ τα πυροβόλα όπλα, Οπότε θά νούν καί ξαφνικά -μέσα στο ήταν δύσκολη ή θέσι τους.· σκοτάδι αστράφτει μιά λάυ, Ρίχνει μιά χειροβομβίδα ψι καί ένας τρομαχτικός κρό τωρα^πρός τήν αντίθετη πλευ-, τος άκούγεται. ρά, ύστερα άλλη κι’ άλλη... Ό κρότος συνοδεύεται από Ό τόπος σείεται άπό τούς άγρια ουρλιαχτά. Σίγουρα θά τρομαχτικούς κρότους καί τις
22
ΤΑΡΓΚΑ
λάμψεις. Ταυτόχρονα χαλά ό κοσμος από τα ουρλιαχτά των μαύρων. Κείνο όμως πού προσέχει ό Τάργκα είναι ότι τά ουρλια χτά κι’ οί ψωνές άκούγονται δλο και πιο μακρυά, σημεϊο δτι οι μαύροι άπομακούνονται τρομοκρατημένοι. Δυο - τρείς χειροβομβίδες ακόμα και μετά απόλυτη ησυ χία έπικρατεΐ. Ό Τάργκα θέλει νά βεβαιω θή δτι κάνεις πιά δεν είναι γύρω, Κόβοντας ένα μεγάλο θάμνο από τή ρίζα του μέ τό μαχαίρι, τον άνασηκώνει καί τον κινεΐ δυνατά. Είναι αδύνα το άν υπάρχουν μαύροι γύρω νά μην άντιληφθουν την κίνησι έστω καί μέσα στο σκο τάδι η τουλάχιστον ν’ ακού σουν θόρυβο. Τίποτα όμως.... Απόλυτη σιωπή έπικρατεΐ. Ό Τάργκα κόβει από ένα φυτό κοντά του δυο πελώρια φύλλα πού ένουν μάκρος ένα μέτρο καί πλάτος μισό. Μέσα σ’ αυτό τυλίγει καμμιά εικο σαριά χειροβομβίδες καί δένει απ’ έξω γερά τό δέμα μέ κλη ματίδες. "Οσο βρίσκεται στά μέρη αυτά ό Σίμπα Μπουάνα, σκέφτεται, καλό θά είναι νά λάβη τά μέτρα του. Σηκώνονται τώρα δλοι νά φύγουν. Μά ό Τάργκα δέν έχει σκοπό ν’ άφήση τό κιβώτιο μέ τις χειροβομβίδες έκεΐ. Γιατί δέν αποκλείεται νά τις χρη σιμοποιήσουν εναντίον τους^ άν τις βρουν οι μαύροι, που θά τούς οδηγούσε στον τρόπο νά τις μεταχειριστούν ό λευ κός δουλέμπορος.
Ρίχνοντας τό μπόγο μέ τίς χειροβομβίδες στον ώμο του, στον όποιο τον περνά μέ κλη ματίδες, πιάνει δυο άλλες χει ροβομβίδες άπό τό κιβώτιο. — Πάμε!, ψιθυρίζει στούς δικούς του. Πίσω του άκολουθουν ή Μα λόα, ό Ατσίδας καί^ τελευ ταίος ό Σάμπα, πού μόλις διακρίνεται μέ τό ^κοντό του ανάστημα μέσα στο σκοτάδι. "Οταν προχωρούν έτσι καμ μιά τριανταριά μέτρα, ό Τάρ γκα στέκεται. — Έσεΐς, λέει στη Μαλόα καί τούς άλλους, προχωρήστε καμμιά διακοσαριά βήματα καί περιμένετέ με. — Τί θά κάνης; ρωτάει α νήσυχη ή Μαλόα. — Μή φοβάσαι, τής λέει καθησυχαστικά ό Τάργκα. Θά καταστρέψω κείνες τίς χει ροβομβίδες του κασσονιου. Μόνο άπομακρυνθήτε σεΐς, γιατί είναι έπικίνδυνο. Ή Μαλόα, ό Ατσίδας κι’ ό Σάμπα απομακρύνονται. Ό Τάργκα πλησιάζει σ’ άπόστασι είκοσι μέτρων άπό τό κιβώτιο. Βγάζει γρήγορα τον κρΐκο άπό τή μιά χειροβομβί δα πού κρατά καί την πετά προσέχοντας νά πέση ακρι βώς μέσα στο κιβώτιο. Κι’ α μέσως πέφτει πρηνηδόν στο έδαφος. "Ενας έκκωφαντικός κρότος άκούγεται καί μιά λάμψι. Τίποτ’ άλλο. Ή χειροβομβίδα δέν είχε πέσει στο κιβώτιο, αλλά αρκετά πιο πάνω καί κα θώς τά θραύσματά της τινά χτηκαν πέρασαν πάνω άπό τό κιβώτιρ.
ΤΑΡΓΚΑ
Ό Τάργκα άνασηκώνεταυ Βγάζει τον κρίκο από την δεύ τερη χειροβομβίδα πού κρα τά και τή ρίχνει. Τούτη τή φο ρά ή χειροβομβίδα πέφτει μέ σα στο κιβώτιο. "Ενας τρομερός κρότος, σαν να έρριξαν εκατό κανόνια μαζί άναταράξει την ήρεμία της απέραντης ζούγκλας. Οί λάμψεις φωτίζουν · τά γύρω σαν αστραπές. Τό κιβώτιο μέ τις χειροβομβίδες τινάχτηκε στον αέρα. Λίγες στιγμές αργότερα ό Τάργκα βρίσκεται μαζί με τούς τρεΐς φίλους του, που τον περίμεναν φοβισμένοι από τον τρομακτικό κρότο...
23
θήκαμε! Πάνε οι δικοί μας, σκοτωμένοι πολλοί! Ό Κύρι* ος τής Ζούγκλας κρατά τον κεραυνός στο χέρι του. Ό Σίμπα Μπουάνα τον άρπάζει από τούς ώμους καί τον τινάζει δυνατά. -— Λέγε, μωρέ, τί έγινε; ρωτάει άγρια. — Τούς είχαμε κυκλώσει γύρω, μπουάνα. Καί τί θά κά ναν; Θά παραδίνονταν σέ μάς, γιατί θά τούς ανάγκαζε ή πεί να κι3 ή δίψα. Μά ξαφνικά αν τήχησε γύρω μας ό κεραυνός. Πέντε δικοί μας έγιναν κομμά τια... "Υστερα άλλοι δυο... Κι5 ό μαύρος διηγείται στον Σίμπα Μπουάνα την έπίθεσι τού Τάργκα μέ τις χει ΚΕΦ. 5. "Ο-ττου· αποκεολύπττεται τό ροβομβίδες. μυστήριο τού στοιχειομέ* Ό λευκός έχει γίνει ωχρός. ■νο*μ λιονταριού. Βάζει μιά φωνή. Οί γύρω μαύροι τρέχουν κοντά του. ε μια καλύβα στο χωρώ Ουτάντα κάθεται καπνί — Π άρτε τά δόρατά σας , διατάζει ό λευκός κι3 ακολου ζοντας την πίπα του ό Σίμπα Μπουάνα, ό Κύριος του Λιον θήστε με! Αυτός πού τον λέ τε Κύριο τής Ζούγκλας, σκό ταριού. "Έχει ξημερώσει κι5 ό ήλιος τωσε μερικούς δικούς σας. Το φωτίζει μέ λαμπρότητα τά αίμα των σκοτωμένων ζητάει γύρω. Μερικοί μαύροι δυό- έκδίκησι. 3Ελάτε μαζί μου! ουό ή τρεΐς - τρεΐς κάθονται Μέ άγριες πολεμικές κραυ έξω από τις καλύβες. γές οι μαύροι τού Ουτάντα Ξαφνικά άκούγεται θόρυ τρέχουν κι3 αρπάζουν τά δόρα τά τους. Λίγες στιγμές αργό βος, Καμμιά^ δεκαριά μαύροι φαίνονται πού έρχονται τρέ- τερα έχουν μαζευτή γύρω ά χοντας. "Αλλοι έχουν ματωμέ πορόν Σίμπα Μπουάνα. -εκινούν όλοι μαζί. Ό μαύ να τά μούτρα, ξεσχισμένα τά χέρια καί ένας έχει τά μαλ ρος μέ τά καμμένα μαλλιά χρησιμεύει γιά οδηγός. Θέλει λιά καμμένα. Ό λεκός ύψηλόσωμος άν- νά τούς όδηγήση στο μέρος δρας αναπηδά όρθιος. "Ενας πού ρίχτηκαν οί χειροβομβί από τούς μαύρους πού έρ δες. Προχωρούν έτσι ως δυο ώ χονται τρέχει καί τον πλησιά ρες πορεία, όταν ξαφνικά στέ ζω* — Μπουάνα!, φωνάζει. Χα κονται. Ό οδηγός έχει δια
Σ
24
ΤΑΡΓΚΑ
κρίνει ίχνη βημάτων. ■— "Από 5ώ πέρασαν! / λέει στο λευκό. "Ολοι στέκονται. Ό οδη γός προτείνει ν’ ακολουθήσουν τά ίχνη. Ό Σίμπα Μπουάνα είναι σύ-μφωνος. "Έτσι μπρο στά ό οδηγός καί πίσω όλοι οί άλλοι προχωρούν ακολου θώντας τά ίχνη, πού φαίνονται ευδιάκριτα στο έδαφος. ΑΛ* Ό Τάργκα, η Μαλόα, 6 Α τσίδας κι" ό Σάμπα έχουν καθήσει κάτω από ένα δένδρο νά ξεκουραστούν. Ό Σάμπα έχει ανακαλύψει μερικά άγριοπέπονα καί γύρω διακρίνονται οί φλούδες ττού είχαν πετάξει άφού έφαγαν. Σε μιά στιγμή' ό Τάργκα σηκώνει το κεφάλι του. .Ιό ε λαφρό αεράκι πού φυσά, τον κάνει ν5 άνοιγοκλείνη τά ρου θούνια του. Χρόνια στη ζούγ κλα τώρα, μπορεί μέ τη μυ ρουδιά νά νοιώση την προο'έγ γισι άνθρώπων. Κι3 ή μυρουδιά του λέει πώς κάπου κοντά είναι μαύ ροι καί πολλοί μάλιστα. Τινάζεται όρθιος. — Μαλόα, λέει στην ομορφ- Κοπέλλα, εσύ, ό Ατσίδας κι5 ό Σάμπα άνεβήτε στον Μάουα καί τραβήξτε προς τά ανατολικά. Γρήγορα όμως. Έγώ θάρθώ νά σάς βρώ. — Τί συμβαίνει; ρωτάει α νήσυχη ή Μαλόα. -— Τίποτα. Αρκετοί μαύ ροι όμως έρχονται κατά' δώ. Γιά καλό καί. γιά κακό οπχομακρυνθήτε. Θά τούς κανονί σω μόνος μου. Ή Μαλόα βγάζει μιά φωνή.
κι5 ό έλέφας Μάουα πού γύρι ζε κάπου εκεί κοντά έρχεται τρέχοντας. Πιάνει τή Μαλόα μέ τήν προβοσκίδα του από τή μέση καί τήν ανεβάζει στή^ράχη του. Τό ίδιο κάνει γιά τον "Α τσίδα κΓ ύστερα γιά τό Σάμπα. Σ" ένα σφύριγμα τής Μα λόα ό ελέφαντας άπομακρύνεται προς τ" ανατολικά. Ό Τάργκα μένει μόνος του. Περιμένει κρυμμένος πίσω α πό ένα δέντρο. Σέ λίγο φαίνονται οί πρώ τοι μαύροι προχωρώντας προ σεκτικά καί κυττάζοντας γύρω τους. Μέσα από τό δέμα πού εί χε διπλωμένο μέ φύλλα ό Τάρ χκα βγάζει μιά χειροβομβίδα. Οί μαύροι βρίσκονται. σ’ ο•πόστασι πενήντα - εξήντα μέ τρων. Εκείνο όμως πού θέλει νά. κάνη ό I άργκα, είναι όχι νά τούς σκοτώση αλλά νά. τούς τρομοκρατήση. "Έτσι 8ά τούς άναγκάση νά τό βάλουν στά πόδια. Καί τότε ό Σίμπα Μπουάνα, μόνος χωρίς τή βοή θεία τών μαύριων όχι μόνο θά ήταν ανίσχυρος, μά θά ήταν εύκολώτατο νά τον συντρίψη ό Τάργκα. Πατί καταλάβαι νε ότι οι μαύροι φοβόντουσαν τον λευκό, πού τούς τρομο^κρ ατού σε μέ τό; φλογοβόλα λιοντάρι του. Ρίχνει τώρα τή χειροβομβί δα. Ό κρότος είναι έκκωφαντικός. Ή χειροβομβίδα σκά ζει στά είκοσι μέτρα. Οί μαύ ροι βρίσκονται αρκετά μακρυά καί τά θραύσματα, τής' χειροβομβίδας περνούν από
ΤΑΡΓΚΑ
πάνω τους, ενώ ό Τάργκα εί ναι κρυμμένος πίσω από ένα πελώριο κορμό δέντρου. . • Καθώς οί μαύροι βλέπουν τή λάμψι κι’ άκοΰν τον τρομε ρό κρότο, τρομοκρατούνται. Γό βάζουν στα πόδια και τρέ χουν σάν κυνηγημένα τσακά λια. Ό Κύριος του Λιονταριού, που μαντεύει ότι ό Τάργκα έ χει βρή τό κιβώτιο μέ τις χει ροβομβίδες, προσπαθεί απε γνωσμένα νά κράτηση τους μαύρου πού' φεύγουν. Μά αιΤ ιοί πανικόβλητοι ούτε τόν_βλέ πουν, ούτε τον άκουν. "Έτσι αναγκάζεται κι3 αυτός νά υ ποχώρηση και ν’ άναβάλη·γιά εύθετώτερο χρόνο την έπίθεο'ί του. 'Όταν ό Τάργκα βλέπη ότι όλοι φεύγουν τρομοκρατημέ νοι, παίρνει τό δέμα του και ξεκινάει κι*.αυτός προς τά α νατολικά. Πάει νά συνάντηση τους Φίλους του, πού μαζί .μέ τον ελέφαντα Μάουα θά τον περιμένουν. Πράγματι, ύστερα από αρ κετή ώρα τούς συναντά. Ή Μαλόσ, πού ήταν εξαιρετικά ανήσυχη, βλέποντάς τον χα μογελά. Ό Ατσίδας βγάζει ένα τρομερό «γρρρ!» απ’ τη χαρά του. Ό Σάμπα πηδά σάν μικρή μαϊμού. — Τί τά κάνεις τώρα, κύ ριος Τάργκα; ρωτά ό Ατσί δας. Φάει - φάει εμάς πεπό νι ς; ν ·λ λ . ■— Θά πάτε νά βρήτε νά φάμε καί μεις, λέει ό Τάργκα. Καί φάτε καλά γιατί δεν ξέ ρουμε πότε θά ξαναφάμε. Μό νο μήν πάτε μακρϋά από δώ,
25
γιατί δεν ξέρεις, τί γίνεται. Ό Ατσίδας κι’ ό Σάμπα απομακρύνονται καί σέ λίγη ώρα γυρίζουν φορτωμένοι μέ άγριοπέπονα. Ό Ατσίδας έ χει σκοτώσει κι’ ένα μικρό ζαρκάδι. Ή Μαλόα ανάβει γρήγορα φωτιά, ενώ ό Τάρ γκα γδέρνει μέ τό μαχαίρι του τό ζαρκάδι. Ό Ατσίδας έχει κιόλας πέσει μέ τά μού τρα στά πεπόνια, περί μένον τας νά ψηθή τό ζαρκάδι. Σέ λίγο κι’ οί τέσσερις κά θονται καί τρώνε. Είναι από γευμα καί πλησιάζει νά. νυχτώση. — Πρέπει νάχουμε τά μά τια μας δεκατέσσερα, λέει ό Τάργκα. Είναι βέβαιο πώς θά μάς επιτεθούνε τή νύχτα. Γι’ αυτό πρέπε-ι νά φυλάξουμε βάρδια. — Φυλάει Άτσίντα!, πε τάγεται ό . Ατσίδας. Μόνο μαζεύει εμένα κι’ άλλος πε πόνι ς ί Ή -Μαλόα γελάει. Ό Σάμ πα χωρίς νά π ή τίποτα φεύγει καί σέ λίγο γυρίζει φορτοομένη άγριοπέπονα. — Μπράβο, Μικρόβιος!, λέει ευχαριστημένος ό Ατσί δας καί γλείφει τό χαλκά τής μύτης του. Εσένα ντώσει Ά τσίντα έναν μαύρο τρώει τρώει ψητόνε! Ό Σάμπα κάνει ,μ’ιά γκριμάτσα. Δεν τού άρέσει σίγου ρα τό δώρο τού Ατσίδα. *** Νυχτώνει. "Ολοι ξαπλώνουν νά κοιμηθούν. Μόνο ό Ατσί δας έχει μαζέψει γύρω του έ να σωρό πεπόνια καί κάθε ται ξάγρυπνος, άκουμπώντας
26
1°ΑΡΓΚΑ
τή ράχη του σ’ ένα δέντρο. Ό ελέφαντας Μάουα είναι λίγο πιο πέρα και στέκει α κίνητος σαν να κοιμάται όρ θιος. Ξαφνικά τό ζώο δείχνει ση μεία ανησυχίας1 Ό Ατσίδας γουρλώνει τά μάτια του καί τεντώνει τ’ αυτιά του. Τό ζώο κάτι έχει προαισθανθή. Καί μέο_α στο σκοτάδι αν τηχεί τώρα ένας τρομερός βρυχηθμός λιονταριού. Χωρίς νά τό δη ό Ατσίδας μαντεύει περί τίνος πρόκειται: τό λιον τάρι του Σίμπα Μπουάνα, τό στοιχειωμένο λιοντάρι!
'Ο χοντρός νέγρος είναι τώροί κλεισμένος στο κλουβί, σαν πια σμένο άγρί'μι!...
— Κύριος Τάργκα! φωνά ζει. Τό λιοντάρις! Ό Τάργκα τινάζεται όρθιος κι’ αρπάζει τό μαχαίρι του. Καί την ίδια στιγμή ένα άστραποβόλο, φλογερό λιον τάρι φαίνεται νά όρμά προς τό μέρος τους. Ό ελέφαντας τρομοκρατημένος τώχει βάλει στα πόδια. 9Από τό θόρυβο ή Μαλόα κΓ ό Σάμπα έχουν ξυ πνήσει καί φαίνονται τρομα γμένοι καθώς βλέπουν τό υ περφυσικό αύτό θηρίο. Μά ό Τάργκα είναι αποφα σισμένος ν’ άνακαλύψη τί πρά γμα είναι αύτό τό τερατώδες ζώο. Χωρίς νά χάση την ψυ χραιμία του, μπαίνει μπρο στά στο λιοντάρι. Αυτό στέ κεται γιά μιά στιγμή ακίνητο. Γιά μιά στιγμή όμως. Γιατί άμέσως χυμά πάνω στον Τάργκα. Τό ατρόμητο Ελλη νόπουλο, με μιά αστραπιαία κίνησι βυθίζει τό μαχαίρι του ακριβώς στο σβέρκο του λιον ταριού, πού πέφτει κεραυνο βολημένο. Ό Τάργκα σηκώνεται όρθι ος. Ή Μαλόα, ό Ατσίδας κΓ ό Σάμπα τρέχουν κοντά του κυττάζοντας τό παράξενο ζώο. Ό Τάργκα σκύβει καί τρύβει τήν παλάμη του στο φωτοβόλο δέρμα τού θηρίου. Σηκώνεται, τό κυττάζει καί τό μυρίζει. Ξαφνικά βάζει τρανταχτά γέλια. Οί άλλοι τον κυττάζουν χωρίς νά καταλαβαίνουν. — Γ ιά κυττάξτε, λέει στους φίλους του, με τί απλό πρά γμα προσπάθησε νά τρομοκρα τήση τούς κακόμοιρους τούς
ΤΑΡΓΚΑ
'Ο ρινόκερσς έπιτίβ'εται! Ή Μαλ όα τον περιμένει μέ τό
ύψωμένο, ένω ό Τάργκα...
μαύρους αυτό τό κάθαρμα, ό δουλέμπορος. ’Έπιασε κι* ά λειψε τό ζώο όλο μέ... φώσφο ρο! Ό φώσφορος φέγγει τή νύχτα. Γι’ αυτό τό λιοντάρι τούτο είναι έτσι φωτεινό. — Τώρα τί θά τό κάνουμε; ρωτάει ή Μαλόα. — Θά τό κρεμάσουμε σ’ αυτό τό δέντρο. "Οπου νάναι θά φανούν οΐ μαύροι τού Σίμπα Μπουάνα. Γι’ αυτό εκείνος έστειλε πρώτα τό λιοντάρι του. ’Έχει την ιδέα πώς θά μάς τρομοκρατούσε, ενώ ταυ τόχρονα θά παίρναν θάρρος οί δικοί του. Μά άμα οι μαύ ροι δούν τό λιοντάρι πού τρέ μουν κρεμασμένο στο δέντρο, θά καταλάβουν ότι ό Τάργκα εΐναι πιο δυνατός από τον ά-
27
μαχαίρι
φέντη τους καί θά τον παρα τήσουν νά φύγουν. ’Έτσι κάθονται όλοι περιμένοντας.· Καί σε λίγο φαίνον ται μερικές σκιές νά κινούν ται μέσα στο σκοτάδι. Ό Τάργκα σηκώνεται καί φωνάζει: — Πολεμισταί τού Ούτάντα! Τό λιοντάρι πού σάς τρο μοκρατούσε, είναι όπως βλέ πετε, κρεμασμένο σ’ αυτό τό δέντρο! Ό Σίμπα Μπουάνα, στον οποίο υπακούτε, είναι έ νας άπατεώνας, ένας παλιάν θρωπος, πού σκοπό έχει νά παραδώση τούς πατριώτες σας γιά δούλους! Πιάστε τον καί φέρτε τον ζωντανό στον μό νο Κύριο τής Ζούγκλας, στον προστάτη τών αδικημένων, στον Τάργκα τον "Ελληνα!
28
ΤΑΡΓΚΑ
Και λέγοντας αυτά σωπαί νει. ■ ΚΕΦ. 6. "Οίτου ό Ατσίδας κάνει κάτι ττου δεν θέλει ό Τάργκα!
αφνικά τρομερές κραυγές α» άκούγονται. Ό Τάργκα καταλαβαίνει δτι είναι αγγλι κά. Σίγουρα είναι ό Σίμπα Μπουάνα, πού θά ήρθε σέ σύγκρο.υσι μέ τούς μαύρους του. Πράγματι, οί μαύροι τού Ούτάμπα, καθώς προχωρού σαν, ακόυσαν τά λόγιο: τού Τάργκα, Και στάθηκαν σάν άποσβολωμ έ ν ο ι. Απέναντι τους ήταν κρεμασμένο τό τρο μερό λιοντάρι νεκρό! Τώρα πού ό φόβος του στοι χειωμένου ζώου -δεν τούς κρα τά πιά, οί μαύροι σκέφτονται δτι μπορούν νά κάνουν καλά το:λευκό, πού τόσες ζωές δι κών τους τούς στοίχισε. Καί προτού ό Σίμπα Μπουάνα προλάβη ν’ άντισταθή, όρμουν άπάνω του. λ "Άγριες φοονες βγάζει ό λευ κός, προσπαθώντας νά ελευ θερωτή. Μά οί μαύροι είναι πολλοί καί ό φόβος τού Τάρ γκα τούς· κάνει γενναίους. Έτσι λίγες στιγμές αργό τερα μερικοί μαύροι κουβα λούν τό λευκό από τά χέρια καί τά πόδια στον Τάργκα. "Ενας μαύρος μιλάει: —^Μπουάνα Τάργκα, λέει, σου ζητάμε συγγνώμη. Μά τούτος εδώ μ5 αυτό τό τρομε ρό λιοντάρι είχε τρομοκρατή σει όλους μας. Στον παραδί νουμε.^ Κάνε τον δ,τι - θέλεις. -— "Αφήστε τον, λέει ό Τάρ
γκα, καί φύγετε. Πηγαίνετε· στο χωριό σας ήσυχοι πιά. Οί μαύροι αφήνουν τον Σίμ πα Μπουάνα, πού φαίνεται τρομοκρατημένος, καί φεύ γουν. Τώρα ό Τάργκα στέκει μπροστά του. — Πώς σέ λένε; ρωτάει τό λευκό. Αυτός δέ μιλά. Τά μάτια τού Τάργκα αστράφτουν στο σκοτάδι. — ’Άν θέλης τή· ζωή σου, λέει, στο λευκό, μίλα! — Μπέντελ, απαντάει αυ τός. — Κι5 ή δουλειά σου το δουλεμπόριο. Δέν εΐν" ανάγκη νά σέ ρωτήσω. Ό Μπέντελ δέ μιλάει. "Επειδή είσαι λευκός, λέει ό Τάργκα, 5έν θέλω νά σέ παραδώσω στούς μαύρους νά σέ σκοτώσουν. Ούτε θέλοο νά βάψω τά χέρια μου στο αί μα σου. Μά νά σ" άψήσω πά λι δέν μπορώ. Γι’ αυτό θά σέ πάω ώς τό ποτάμι. Σ5 ένα α πό τά χωριά πού είναι στην όχθη τού ποταμού, θά σου δώσουν μιά πιρόγα. Μ5 αυτήν θά ακόλουθήσης τό ποτάμι, ώς πού νά σέ βγάλη στην πα ραλία. Άπό κεΐ θά ψύγης ό που θέλεις. Ό Τάργκα σωπαίνει για μιά στιγμή. "Υστερα προσ θέτει: . * -— ’Άν όμως σέ ξαναδώ κατά τά μέρη τούτα, δέν πρό κειται νά σέ δώσω στούς μαύ ρους. Θά σέ " σκοτώσω μέ τό ίδιο μου τό χέρι! Πήγαινε! **ά Έν τφ μεταξύ, καθώς ό
ΤΑΡΓΚΑ
Τάργκα μιλά, δέν έχει άντιληψθή δτι ό Ατσίδας δέ βρίσκε ται κοντά τους. Πράγματι, ό νέγρος έχει έξαφανισθή. Άλλα καθώς δλοι παρακολουθούν τον Τάργκα ττού- μιλεΐ-, δέν προσέχουν τ-ί γίνεται γύρω τους. Ό Μπέντελ απομακρύνεται γρήγορα. ' ^ Ό Τάργκα κυττάζει γύρω του. — Που είναι ό Ατσίδας; ρωτάει μή βλέποντάς τον κον τά του. Γιά πρώτη φορά ή Μαλόα; κι5 ό Σάμπα παίρνουν είδησι δτι ό φίλος τους λείπει. — Θάχη πάει γι’ άγριοπέπονά!, λέει ό Σάμπα. ■ . . — Τέλος πάντων, λέει γε λώντας ή Μαλόα, ό νοΰ.ς τού Ατσίδα είναι διαρκώς στο φαί. . Μόνο ό Τάργκα δέ μιλάει. Τό πρόο-ωπό του. μόνο είναι συννεφιασμένο. Λίγη ώρα αργότερα ό Α τσίδας γυρίζει. — Που ήσουν; ρωτάει ό Τάργκα. — Κύριος Τάργκα, απαν τάει ό Ατσίδας, Άτσίντα τε λεί παίρνει λίγκος αέρας. Ντροσιά είναι, ένα περίπατος κάνει καλό Άτσίντα. Ό Τάργκα τον πιάνει από τό μπράτσο. — Λέγε μου την αλήθεια!
2$
•του λέει. Ό Ατσίδας τον κυττάζει για λίγο. ."Υστερα λέει μέ ή συχη φωνή: — Κύριος Τάργκα, αυτός άντρωπος σκοτώνει τόσους άλλους και βάζει σκοτώνει σκοτώνει εμάς. Ντροπή είναι νά τον άφήση Άτσίντα φεύγκει. Άτσίντα ξέρει ένας πρά γμα: "Οποιο σκοτώνε.ι άντρω πος άντικα, πρέπει πεθαίνει. — Τον σκότωσες; ρωτάει ή Μαλόα μέ φωνή πού τρέμει. — 'Όκι. —- Αλλά; — Άτσίντα στέλνει αύτόνε παράντεισο καί αφήνει ήσυχο κόσμο. 'Οξ Τάργκα δέ μιλάει. Ό Ατσίδας έχει σκοτώσει τον Μπέντελ. Δέν ήταν άρα γε δί καιο; Έξ^ αίτιας τού ανθρώ που αυτού είχαν χάσει τή ζωή τους κι5 είχαν βασανιστή τόσοι άλλοι... — Πάμε!, λέει σκυθρωπά ό Τάργκα. ^— Κι* αυτά; ρωτάει ή Μα λόα δείχνοντας τό δέμα μέ τις χειροβομβίδες. ^— Σκάψε ένα λάκκο καί θάφτες!, λέει ό Τάργκα στον Ατσίδα. Λίγη ώρα αργότερα οί χει ροβομβίδες ήταν βαθειά θαμ μένες στη γη. Κι5 οί τέσσερις φίλοι ξεκίτ νουν για την μόνιμη κατοικία τους, σιωπηλοί...
ΤΕΛΟΣ
ΚΑΘΗΚΟΝ ΟΛΩΝ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ
ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ ΤΟ .ΠΣΡ1Θ&1Χ® ΣΑΣ
ΛΜή βΜΜΛννν!ΜΑΜ*
&&ννΊβ.'\Α/νννν*ΑΜηΜΜΛ/ν&νίΜΐννΐήίννν
$
, νν\'νννννννννννν\ΛΛ\ννννν ννν\\νν\νννννννννννννν*νχννννννννννννννννννννν»
Τό καλύτερο δώρο πού μπορεί νά προσφέρη κα νείς είναι ένας Τόμος τοΰ «Ύπερανθρώπου» η του «Τ άργκα»! Γιά νά διέυκολύνη ^ούς αναγνώστες και νά προσ φέρη κάτι σ5 αυτούς γιά τις γιορτές, ή Διευθυνσις τών δυο περιοδικών κάνει
ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ 25°)ο σε κάθε τόμο πού θά άγορασθή από σήμερα μέχρι τής 31ης Δεκεμβρίου! Τής έκπτώσεως αυτής δικαιούνται μόνον δσοι έ χουν αποκτήσει
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ "ΪΟΕΡΑΚ0ΡΟΠΟΥ ■■ ΤΑΡΓΚΑ,, *
νννννννννννννννν* \^ννΛ^,Λ^Λνννν\νννννννννν\ννν^ννν\ν\νν\\\ννν(.νν^\\ΜΛΛνννννννννννννννννννν'
\ΜΜΜΛΛηΛΛΜΛΛΛ^!ιΛ^ΛΛΛΜΛ/(ΛΛ/^^^^V^ϊΛΛΛΛΛ/^/V^ΜΛ/>ΛV>ΛΜΜΛΜ/VV^/VV^ΛΛΛΜΛΜΜ/V^ΛΛΜΛΜίV^ηΜΜ>,
Λ ννννν\ν\.ννν\ν*
ΓΙΟΡΤΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ
ΠΡΟΙΟΧΗί Αγαπητοί μου φίλοι, Εΐμαι βαθειά συγκινημένος από τή θερμή υποδοχή, που έχετε κάνει σέ όλες τις εκδόσεις, πού έχω κυκλοφο ρήσει ώς τώρα για τά παιδιά τής Ελλάδος! Αέ βρίσκω λό για για νά σάς ευχαριστήσω για την υποστήριξε σας καί τον ενθουσιασμό σας! _ ^ Α ; Δεν βρίσκω λόγια... Γι’ αυτό 0ά σας ευχαριστήσω μέ έργα! "Αρχισα κιόλας νά ετοιμάζω γιά σάς ενα περιο δικό, πού θά στέκεται στο ανώτερο έπίπεδο Των Γαλλι^ κών και "Αμερικανικών περιοδικών! "Ενα περιοδικό, πού όμοιο του δεν έχετε ξαναδιαβάσει ώς τώρα! Ετοιμάζω
ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΜΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚωΝ Δουλεύω γι’ ο υιό σκληρά μέ,ρα και νύχτα! Δουλεύω μέ δρεξι καί ένθουσιασμό, μέ κέφι καί μέ χαρά, γιά νά σάς προσφέρω κάτι πού νά είναι τέλειο στο είδος του! "Άρχισα δμως τή δουλειά, χωρίς νά υπολογίσω καλά τίς δυνάμεις μου! "Ενας άνθρωπος — δσο κι5 άν εΐναι ό συγγραφεύς του... ^Ύπερανθρώπου -— δέν μπορεί νά έχη στήν κυκλοφορία δυο εβδομαδιαία περιοδικά καί νά έτοιμάζη τρίτο, πολύ μεγαλύτερο από τ* άλλα δυό! "Έτσι, βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα ή νά ματαιώσω τήν έκδοσι του νέου μεγάλου περιοδικού ή νά διακόψω γιά ένα διάστημα τήν κυκλοφορία του ενός από τά παλιά! Δέν μπορούσε νά γίνη διαφορετικά! "Ετσι, αποφάσισα νά κά νω τό δεύτερο. Κι’ έρριξα κλήρο...ΚΓ ό κλήρος έπεσε στον «Τάργκα»! Λυπούμαι πολύ, μά είμαι βέβαιος ότι κι5 έσεΐς δέ θά θέλατε νά ματαιώσω τήν έκδοσι τού νέου περιοδικού. "Ας κάνουν, λοιπόν, υπομονή οί φίλοι τού «Τάργκα» γιά λίγες εβδομάδες, ώσπου νά κυκλοφορήση τό νέο περιοδικό. Στο μεταξύ άς ικανοποιηθούν μέ τον «Υπεράνθρωπο», πού — δπως δλοι παραδέχονται — γίνεται ολο καί πιο συναρπα στικός κάθε εβδομάδα! Πάντα δικός σας ΘΑΝΟΣ ΑΣΤΡΙΤΗΣ Υ.Γ.: Δέν ανακοινώνω ακόμα τό όνομα τού νέου πε ριοδικού, γιατί δυστυχώς υπάρχουν άνθρωποι πού δέν δι στάζουν ^νά άρπάζουν καί νά εξευτελίζουν τά ονόματα τών περιοδικών πού πρόκειται νά έκδοθοΰν! Θά πληροφορηθήτε^τόν τίτλο μέσω τοΰΛ«Ύπερανθρώπου», τών εφημερίδων, τού ραδιοφώνου καί τών διαφημιστικών πινακίδων! Επί σης^, θά στείλω επιστολές μέ την υπογραφή μου σέ όλους έκείνους, πού εχω τις διευθύνσεις τους.
® »>«
Φ*·$
<5>ΐ6
Λ
Κάτι πρωτοφανές για την Ελλάδα! Κάτι πού χρόνια περιμένουν δλα τά Έλληνα* πουλά! . ' Κάτι πού θά δώση στον Παιδόκοσμο τής Ελλά δος αυτό πού .λείπει! *
*
Λ
Λ
Λ
Λ
■
Δ
*Λ ψ ΪΡ'Λ
Κάτι υπέροχο, αφάνταστο, συναρπαστικό! Κάτι εκπληκτικό, πρωτότυπο, συγκλονιστικό! Κάτι πού θά σκορπίση ρίγη ενθουσιασμού απ’ άκρη σ’ άκρη τής Ελλάδος!
Δ
Α
* **
*
**
*
«·*-
*
«=*
*
Κάτι πού για πρώτη φορά έμφανίζεται στην Ελλάδα και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη! Κάτι πού θά λάμψη σάν "Ήλιος χαράς καί υ γείας ! Κάτι πού. θά γεμίση γοητεία την καρδιά κάθε Ελληνόπουλου! .
Δ
ν\
’Φ* Φ
Λ Υ \\
,* ■»*
ν*νννν ν\\\ Vν/νννννννν\,ννννν^Λ Λ/νννννΛ\\Λ-ννν\1
Δ
Λ
Λ
&
©3
"Ένα ευχάριστο δώρο του κ. Αστρίτη προς τά αγαπημένα του παιδιά τής Ελλάδος! Μιά εκδοτική προσπάθεια, πού δμοιά της δεν έ χετε ξαναγνωρίσει ποτέ! Τό όνειρό των ονείρων κάθε Ελληνόπουλου!
ΝΑΡΚΗ ΤΟΥ 1\ν\Λνν\Λ\\ν\\\\\\ν^\\\\ν\ΛΛΛΛΛννν\\\ννΛ\%\\\\νννΥΛινΑν,ΛΛ\νννν;νν\\νννννν\Μ.,νννΥΛΛ\\ν\ννννν\\'Λιν\Λ
Αυτός είναι ό τίτλος του τεύχους 85 του ^ «Ύπερανθρώπου», πού θά κυκλοφορήση την ερχόμενη εβδομάδα. Στο τεύχος αυτό, ή Φλόγα,, ή Βασίλισ σα του Κακού, δημιουργεί απαίσια όντα καί χρη σιμοποιεί μιά φοβερή εφεύρε σί της για νά νικήση τούς Υπεράνθρωπους και νά έξοντώση την Ανθρω πότητα ! • ■ β
ΝΑΡΚΗ ΤΟΥ ΟΑΝΑΤΟΥ
Λ\\\νν\νν\\Υ\'\λλννννΛΛ'ννννν\ΛννχΊ'νν\Λ\ννΐνΐνΥνι'νΛΛΛ,νΛ^\\Υν\\νν\\\ν-νν.νΛν:\Λ/\\\Λν\Λ,Λνν\\ ννΤΛΛΛ.
Στο τευχος'αυτό, ή Φλόγα συγκρούεται υέ τούς προστάτες τής Άνθρωπότ.ητος σέ μιά τιτανο μαχία γιγάντων και γνωρίζει τό θάνατο! "Ένα θά νατο απροσδόκητο και εκπληκτικό, πού κάνει ακό μα και τούς Υπεράνθρωπους νά σαστίσουν!
Η ΝΑΡΚΗ ΤΟΥ
Λ·ννννΥ\νΥαΛ\\\νννΑ'ΥννΥνν^Υ^''νν^νννννιχ·ννν^-νννννννν\ννννννννννν’<Λ·^νν4-«νννν\νΐ'ννννν»-ν·_ννΐ'ννν>,ι/• •
• · Τό τεύχος 85 είναι ένα από τά πιο διαλεχτά καί πιο συναρπαστικά τεύχη τού Υπεράνθρωπου» μέ τά γοργά, γοητευτικά έπ εισόδιά του, τη συγ κλονιστική δράσι του, τούς υπέροχους ήρωϊσμούς του καί τήν άπροσδόκητη πλ οκή του! Κανένας νά μή χάση τό τεύχος 85!
I Ο» £
«Ρ $ <? £ $
ο
<> <? £ * £
:
"ΤΑΡΓΚΑ,,
’ ’
Εβδομαδιαία Βιβλία Ήρωϊκών Περιπετειών.
’ .
Γραφεία: Αέκκα 23 Άριθ. Τηλεψ. 36.373
, • '
’Αριθ. 22 — ΔΡΑΧ. 2.000 Τά προηγούμενα τεύχη πωλούνται στα γραφεία μας, που είναι άνοικτά κσ= θε μέρα 9—1 “ά και 5-—7, έκτος του απογεύματος τής Τετάρτης.
' ” < '
Διευθύνσεις: Οίκον. Δ)τής: Γεώργιος Γεωργιάδης, Σψιγγός 33. * Αρχισυντάκτης: Στέλιος Άνεμοδουράς, Λ. Θησέως 323. Προΐ- * στάμενος τυπογραφείου: Γεώργιος Γεωργαλάς Μεγίστης 19. «
ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ Ί) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12)
Ό κυρίο^ργος τής Ζούγκλας. *Η σπηλιά ιμέ τα Διαμάντια. Ζουμπο, ό 'Ιερος "Ελέφαντας Ό φύλακας των Θησαυρών. Μαλόα, τό Κορίτσι -.Τίγρις Τάργκα, ό Λευκός Σ ίψουνας. Μονοιμαχία Β ασιλέων. Συναγερμός στη Ζούγκλα. Ζανοορ ό προδότης. Σ τή φωλιά τοΟ Ζανούρ. Ιπτάμενος Τρόμος. Τό φαρμάκι τής κόμπρας.
13) *Η αρπαγή τής Μαλόα. 14) Στο βωμό του Μαύρου Δαίμονά. 15) Πιθηκάνθρωποι του Μπουάνα. 16) Κυνηγός Ανθρώπων. 17) Καλούγκα, ό Κύριος χών Αετών. 18) Τό Λάσσο του ’ "Ελληνα.
19)
'Ο -πράσινος χαλαστής.
20) Τό κορίτσι καί τό τέρας.
21) Τό Στοιχειωρένο Λιοντάοι. 22) Ή Σπάθα του Δημίου.
ΣΤΕΙΛΤΕ ΟΛΟΙ Τή Διεύθυνσί σας, άν δεν την στείλει!
έχετε ήδη
Καί στείλτε τις διευθύνσεις δλωντώνφίλων σας! Θά βοηθήσετε έτσι πολύ τον κ. Θάνο "Αστρί τη στη διάδοσι τού νέου περιοδικού, πού ετοιμάζει για σάς!
ΣΤΕΙΛΤΕ ΟΛΟΙ ΤΙΣ ΣΙΕΥΛΥΝΣΕΙΣ ΣΑΣ
Το 1*4ΜΑΝτΤΚ2 ΕΙΝΑΙ ΟΤ» ΠΡΕ ΠΕΙ ΝΑ ΠΐΑίΟν<Η£. ΤΗ 2ΫΜΜΟΡΙ
©ΤΑΝΟνΜΕ.
ΘΑ ΠΛΕΊΡϋονΐΜ£ Κμ
©Α ΠΗΔΗΖΟνΜΕ (Η£ίΑ ΕΤΟΙΜΟΙ, ΠΑιδι α\
Α Τον \ΑΠϋ6(Νΐ,
Λίγα
λεπτά
αργότερα
,
το γερακ» και ο μαΪκ
ε<ί>ορΜονΝ
ΗΑ ΚΑΙ IV ΚΑΙ Το ΑΥΤΟΜΑΤΟ ζον.
ΜίΑ ΓΡΟΘ»Α £ ΤΟ ΙΗ 6.ΝΑ ,κΑ.Ι. ΜΙΑ Μ£ Τθ« δΜΟ 1.ΤΟΝ ΑΠΛΟ*. ΜΑΙΚ 4 ΝΤΟΓΚΑΓ*». Γ\εΡ·ΠΟΐΗ0ΗΤ€ , „
τον*. νποΑθιπονχ.1
/
χε ΠΙΓΟ οι ΚΑΚΟΎΡΓΟ» ΕΙΙΝΑΙ ΟΛΟΙ εκ τΟ£ , ΜΑ*Η1, ΔΕΜΕΝΟΙ ΓΕ^Α ,ΜΕ. Το ΚΟβ|ΜΛΐ£ΝΟ χρνίΑΛί £0ΡΙΑΙΜ£ΓΚ> γΜπΡοετΑτονι' Τ£.ΛΟ£ ΚΑ££ ΚΑΗΟΒ· ί<ονΡί'^νί.ι /γ>Τ