Τόξο

Page 1

ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ

20 ΤΕΥΧΗ


d1 nEPlnETEIEI TOO

«H Kap&to: µou 'friiya vex: 01r6:0TJ, lS-rcxv 6ta0aoa au'tE<; -rlc; A�Etc;. ·:E·µnp{x; µou, avoty6l<XV fva 0cxuµaoLO 1µEAAOV, yta�l t,.µouv µ6vo OE�aeq,-rcr xpovC>v Kt· 6 'JTCX1:'Epo:c; µoul nou AlYES ,µEpEc; �-rav 1tou etxe 1rE6aveL, &tv �"CCXV itapa lvcxc; q>TG)X� lnapx tfilTI') <i MoKru.oc;. _.. Ev 'tCX�El, N-ret!L; Et-rre 6 K. Kaµ'ITEA EUXCXPl­ To 1TOAUKPOTO µu8tcrr6p11µa TOU : O"C)1,µEvoc;. Kat "C6lpa: lie; gpeouµE ot KO'tL a.A.Ao. ·Ew 'TtEp(X fyCu �vex :µLKpO OEµcx n:ou fXEl µEOCX POMnEPT AOY·l < I l:THBENl:ON T£ooEpa rcp6:yµaTa ..• nou fxc1 :�crcx4>pcxa8� a' OAE<; ,,Evll µLAo0oE -rp�l")l:E µt Ka:nota ouoKoA(cx an· 111v 'tOE10) TOO OCXKKD;KlOU 'tOU � 6&µa-r6:KL. 'Tlf; yAwaaEc; 'TOU Koaµou -f An' auto: -ra -rtooEpa, 1'0 npl)-ro 5£ ooG -ro xap(�(a) yLaTl etvoa OlK6 aou: c:tvat To; A(ya XP'l· µaTa ctm:> 10: 8t�A(a ·1<o;l LO: ETCL'TtAO: -roG naTEpa I� TO p IA MOY, 'TtOU EtV<l't yEµ6:t11 11E.PL'Tt£­ oou, nou -ro: d:y6paoa, - KCXHG.)c; ooG EXCu m,, TELEc;, o:px(�El KO:'TtOLO npu>LVO TOU 1751, ua -ro oKon:o va: 'Tex E,avanoUAT]OCu, .µE Ka:rcoto KEP· • I o6vto c; �-rav, - -r6TE nou y6pLoa, yta TEAEUTa(a ooc;, O"COV KCXlVOUpyto 5aoKaA.o 'TtOU SapSfi. la q>opa:, TO KAEt6l cm,v KAEtoaplCX Ul c; 116pTac; TOG aAAa. · -rp(o: etvcxL K<X"CL o&pa 1100 ti Kup(a: K6:µn£A 1tCXTPLKOU ,µou O'TtlTlOU. Ka90.) c; KaTt�aLva TO op6Kl EYG.) i!OAU Sex xapouµE vex Ta napric;. To npiZ>­ µo KCXl -rpa�oGoa KCXTCX "(0 'TtpEO�U'tEpLO, -ra KO­ 'tO, auto ;rou Etvat cnpoyyuA.6, cm,v {tPXll 8cc ooO "COUq>la K€Aari�oooav o-rlc; naaxaAtEc; Kt' npeul­ <t>avfi TO 1no KCXA.O arc, OACX. uo µ wc;., N-r�h�L, EtKa1'CXl(VLex EtXE <XPX(OEL vex OKopnl�Tl! Ka:l Vo;L O'tay6va OTOV G:>Kcav6. 9ex OE f30Y}6Y}ort1 yLa X<XVETCXL. A.(yo Kl' UO'tEpa Ha xaBfi. To OEUTEpO, -auto 'TtOU 1 'iQ KUPLOc; Kaµ1tE A, 6 1ranac; "COU ''iEocvrnv, ElvaL LOLO Kal TETpaywvo Kl SXEL ypaµµaTa f.. 1"CEp(µEVE OTT}V 1t6pTCX tOU K�TIOU 't"OU. T( XPUOO<; 'ITCXVCu, -roxnc; KOVTCX oou o' OAT] oou Tii av8pe01to c; I ME p<l>-rnoE ,etxa Q>O:El, KL' o-rav "COU - ea: ooO EtvaL �va KCXAO pcx�ol yto: "CO op6µo KL' Etna n0.) c; flµouv xop-ra-roc;, µountaoE -ro XEPl Kal �vo; .µaACXKO 1tpOOKEq)O:AO BTav E{OCXL appCuoto c;. µoD "COOQ>l�£ µE KaAoouvri. "Ooo yLCX TO 'tEAEU"CCXlO, rcou EtvaL KU�LK6, ea TO -naEL KCXACX:, NTE.l�l, 1tat-O( .µou, EhtE. 0ap8ul one; B-rav Q>TOOT] c; tKEl 'ITOU nci c; . . . AUTfl Etvat µa�( oou &c; "CO 'TtO'tO:µ<XKl, yta vex OE {,E'Ttpo�o5(ou). �ntBuµ(o; µou, ... JA :,Apx(oaµE vex 'Ttp-OX<.upoOµE xwplc; vex ,µLACXµE. 'Aq>oG -rane <:>A cxu-r6:J fe?>ya\E -ro KanEAO Tou - Auncioat TIOU 1Q>"E6yEt c; 6:1t:, TO "Eocv-rriv; 'µ oG Kal 'TtPOOEUXll'8)1,KE ALYll ·µE OOVCX'CTl Q>Wvrt KO:l ElnE � A(yo. iµe: KWL TIOAU ouyKLVJli'rtKex A.6yLcx, yLcx �vav VEO -" Av f,E,Epa 'JtOU 'Jtp6KELtaL Va 'T{C((,.) n Tl 00TI-OU H<f(})EUYE µaKpVCX yta: VO: Q>TL6:f,l']1 'l'Y] ,sWY} "COU. . 'tCXV KaAU'rtpo vex KCXµeu, Sex oac; "COA.Eya aµE·OC0 c;. o-rc:pa, µE TP�Tl�E E,a¢VLKO: KOV'tO: 't"OU KCXL µE To .,,'EoEvtriv Etvat eavµ6:oLo µtpoc;, KL 'EY0.) E{rioa q,(\noE (µ£ >'1E�aAE 1:0: XEPLCX TOU o-rouc; TCOAU EUTUXlOµtvo c;. Mex 'TtO'tE ,µov OEV EXW n6:EL aA­ l:>µou<; µov Kal µE KOlTCX�E 1TOAA11V wpo; oTex µ6:­ AoO nouSEv6:. 'O TICXTEpac; µou Kl 11 ,µ11,-rEpa µou ·�­ TLCX, 'KCXTaAum,µtvoc;. "E1t£lTCX C('ftO'tpa�nXTl")KE Ka(, xouv TIEGO:VEl Kl ot ou6. Ka[, av �µouv -r6oo -ruxc.­ aq>oO µ' CXTCOXCXLpE.'rTl.OE, 'JTilPE 1t6:AL 'tO op6µo po<; 0.>0"CE vex 'T{():{i) OE KCXVEVa KaA.o ,µEpoc;, Sex 'Ttll­ O'TCOU ELXCXµE 'fip0cl µasl Kal �cµ6:KpUVE yopya. yaLVO: µ' -BAr,. µou -rnv Ko;p5L6:. )Eyw OKOU'ltLOo; EVCX 66:Kpu 'TtOU KUAT]OE Cit() µ6:­ _u.QcrrE ·�"COL!, ·c:ITIE 6 KUpLoc; K6:µ1tEA. 'Ev '[(X.. youA6 µou. K6:8ri·oo: o-rriv nf-rpcx 01rou, A(yEc; a-rty­ t:EL, NTEL�LI T6TE, vex ooG 'TtW EY0.) TIOU nae;. µEc; np(v, c:txE O:KOUµ'ITT\OEl tKELvoc; 6 KaA.oc; u·OTav 'JtESavE rt µri,T€.pa aou, Kl 6 i!a'tEpac; oou 0pwnoc;, KL avolE:cx to OEµa yLCX vex "CCX o&pa: KCXA.o c; XplOTLav6 c;, 8Eoc; OXvJ_pEo· TOV - rjTav OTO: µou. �ev ctxa ·Kaµ.µLa: �µqn�oA(o: 1t0.)c; EKE'i:vo -r -rEAEU-raLa ou, µoOowoc: �va yp6:µ.µa yLex OE.Va npayµa 1tou lµota�E µE Ku�o 'Sq-rav KaµµLex µt­ <I To �Tav ri 5-taSi, Kll -rov. « OTav Kal .µo(hrE 1t0.) c; au-rte; TT) c; TOE1trJ c;. To o-rpovvuAo KPYl B (�\o c;, TI£€CXVu>·, µoO El'TtE, Kal TCXK"CO'TtOlllSfi '(() O'TtlLL Kal n-rav Eva 0-EALVL, !Kal "CO TPLTO, 'JtOU Sex µt '(C( np6:µata, auto "CO yp6:µµa vex -ro 5wcnic; TOU �orJBoGoc: 1600 Bauµa-roupya: o' OAll· µou -rh �Ct)ll, r yLOU µou, OTO: XEPLO: "COU., Kal vex 'tOU 'Ttllc; vex TO E{TE fl µouv Kc;xAa El'tE r, µouv a:p pcuc -roc; , t)'tav Eva T. rccxri OTOV nupyo TWV 2 @OU, KOV"CCX 01'0 Kpa:µoV llLKpO KL'tplVO ;(OVtpo xo:p-r( J rcou Eypa(})E 'tO: ��fie;� . A1to EKEL EtµaL Kl lyw, ,µo · O El1t£, Kl EKEL 1tpE'TtE.L µE K6KKL VO µEAO:VL : yup(OTI Kl O yt6 c; •µou». l�YNTArH rIA TA KP INA - L 'tOV 1t6pyo TWV 2 wouI.. . q>wvaE,cx. Kat -r( oxEoll EIXE ·6 KaKoµo(pT'}c; 6 TICXTE.pac; µou µE TOV THL K·Ol:/\AD.A� TQN NEP.O.N 'TCUpyo 'TWV 2wou; napE au'ta -rex AOllA.OUOLa Kal f3p6:oc 'ta -:CToLoc; ,µTIOPEl TO �EPll au-r6; navTvJc;, µE Kpa<J(, Kal 1tt€<;µLo: Tl 5uo KOU'taALE�, �­ NTEl€?n, 1taL5( ,µou, auTil fi olKoyEVEla EXEL TO t­ vaA.6yC0<; µE -r·,,v 10:vcxyKll 0-0V. M. au-co ,µno­ Oto ovoµo; µE oac; : Mn6),cpoup CXTIO TO :�@OU! Et­ O pct VO: E:o:vo;�pT) T)1 Q)(i)Vll "COV �vac; .µouyy6 c;. OT£ ,µux rcaAL :, 'tLµll•µEVT] Kal E,aKOlJO'trl olKoyEVElO: 'TtOU tWPCX 'tEAEUTata EXEL �ETCEOEt, ·OOOTux&c;. '�E( .IvvlxE1cx crritv npo'TEAEV'T<XlCX au.16cx) 11:�lTCX, 6 natipa c; oou fiTav. 1t0Au µop(})vJµlvoc; qvISBN: 978-618-206-011-7 6pCunoc;., chtwc; 'taLpLasE OtY} Be.on 'tOU. nlo KCX· )..oc; 56:oKa\o c; an' auTov OEV Uitll PXE. Kal ot -rp6EIKONOrPA<PH­ EBAOMAh.lAIO 'ITOL 'tOU KL T) KOut5Evra "COU 'TtQ<; t:EXWPL�av ! .flex MENO nEPIOAIKO nOIKIAHI: YAH:I ·�-·-·,,.,,_,.,_._,_,...,.....,. va µnv Tex 'TtOAUA.oyoGµE, rr<XPE -rwpa EKElVO TO rPA<l>EIA: L'Ta6iou 50 ypaµµa 'TtOU �XEL yp<XlJ>El ·µ£ Ta tota TOO -rex XEPLCX B 16X10TCCt.>AEIOY KMt6K11 6 :µaKapttnc; 6 -q>tAoc; ·µou ... XPONOI: A' - TEYXOI 1 MoCJOQOE "CO ypaµµo:. 'AnEE,(0, µl TO xapo; K't�­ h.IEY0YNTH :I : l:Ti>.,oc; 'Av£µo6oupa<; pa -roO naTEpa µou, Eypcx(})E: At£V0uvattc; auµq,wv(,.)c; .c';> N6µ4> :

NT ABINT. MnAACl>OYP

H

Tl

vn

I

1

Va

rµa

s<urJ.

ea

av

n

wpo:

uv

ayam,.

a'Tt'·

ea:

ow

a:1t'

au

av-ro

au-ro

1

0

Va

vex

ro:o

-----------�-

«No: no;paooffii O"CO'. XEPLCX 'tOU Ef,OXWTCXTOU 'EµitEVE�EP M1t6:Aq>oup -roO ��u, o-rov n6p­ yo TQV � 6)0U, arc, TO yt6 µou N-rcx�LVT

M...,.,'y.) ,lhf"II '"''

I

Au:vtlUV'TOU I. ,Aveµoooupa : A. 011ai<Jc; a23 npoicrr. Tvnoyp. <i>. Mo.Acx-ri<M'cx : M�EX&ou 9 IYN.APOMAI :

'ETT10-1s,x 80.000 - ·E�aµt1voc; 40.000 - TpiJ111vo,; 20.000


ΜΐΦΙ-

ΜΜδ

1) Βρισκόμαστε στήν παλιά έποχή, πού ή Γαλλία και ή Αγγλία μάχονταν Ακόμα γιά τήν κυριαρχία του κόσμου και οί στόλοι τους έσκι­ ζαν τα ίβαθειά νερά του ώκεανου, έγκαθιστώντας φρουρές σέ μακρυνές χώρες καί βάζοντας τις βά­ σεις των σημερινών Αποικιών τους. Μια Από τΙς καινούργιας, άλλα καί πιό πλού> σιες άποικίες της Γαλλίας ήταν ή Μαρτινίκα ιμέ τό γόνιμο έδαφός της καί τήν άφθονη βλάστησί τηςΤό νησί ευπορούσε καί ή τάξις ήταν παρα­ δειγματική, γιατί οί άποικοι συμπεριφέροντοιν πο­ λύ καλά στους μαύρους καί τούς έκαναν νά Α­ γαπούν τή δουλειά τους, τόν τόπο καί τα Αφεν­ τικά τους.

2) Στόν κόλπο του Σαίν-Πιέρ, πρωτεύουσας τής Μαρτινίκας, ύψωνόταν τό μεγαλοπρεπές κά­ στρο του κυβερνήτου του νησιού, πού εΓχε δια­ λέξει τήν τοποθεσία αύτή γιά τή γαλήνη της, άλλά καί γιά τήν έξαιρετική στρατηγική σημασία της. Τό κάστρο ήταν πανύψηλο καί περίφημο ό. χυρωμένο^ μέ κανόνια καί ειδικές Αμυντικές μη­ χανές του παλιού καιρού.

3) Ό Ντέ Φοντενέλ, κυβερνήτης της Μαρτι­ νίκας, ήτοιν ένας τίμιος καί γενναίος άντρας, πού οί στρατιώτες καί οι άπουκοι έθαύμαζαν κι* έλάτρευαν καί πού, Απεναντίας, μισούσαν οί λησταί καί οί κακούργοι, πού σύχναζαν στις θάλασσες του (Νότου μέ μικρά καί μεγάλα καράβια, ώπλισμένα στήν έντέλεια, έτοιμοι νά σκοτώσουν καί νά λεηλατήσουν.

4)' Μιά μέρα, μ* όλα του τά πανιά άνοιχτά, ένα μεγάλο καράβι μπήκε στόν κόλπο τού ΣαίνΠιέρ. Τό καράβι φαινόταν καλοτάξιδο καί ό τρό­ πος μέ τόν όποιο λικνιζόταν έπάνω στά νερά, έ­ δειχνε πώς τό είχε σκαρώσει κάποιος περίφημος τεχνίτης. Μέ τό τηλεσκόπιό του στό χέρι, ό Ντέ Φοντενέλ έθρξύμασε Από τις έπάλξεις του κάστρου* του τό νεοφερμένο καράβι.

5) Ξεχώρισε, έπάνω στή γέφυρα τού καρα­ βιού, έναν άντρα μέ πλατύγυρο καπέλλο καί σκληρό πρόσωπο, περιστοιχισμένον Από πέντε ή έξη έπιτελεΐς του. «θά είναι ό Μαρκήσιος Μονρόγ, σκέφτηκε ό Ντέ Φοντενέλ. Μού είχαν1 γρά­ ψει Από τήν Αυλή τού Βασιλιά τής Γαλλίας πώς ό Μαρκήσιος θάρχόταν σέ δυό μήνες. "Ισως ξε­ κίνησε νωρίτερα. .»

6) ΤΗταν πράγματι ό Μαρκήσιος Μονρόν, ό­ πως ό ίδιος δήλωσε, καί ζήτησε Αμέσως νά έπισκεφθή τις φυτείες τού νησιού γιά νά κάνη σχε­ τική Αναφορά άτό βασιλιά τής Γαλλίας. Μά ή\ έντύπωσι πομ έκανε στό προσωπικό τού κάστρου ήταν άσχημη. «Μιλάει σάν Αχθοφόρος καί μοιά­ ζει μέ κουρσάρο!» έλεγαν.


7) Ή φυτεία του ΓίκρανΦίλ ήταν ένα θαυμά­ σιο άγρόκτημα^ δπου, δπως καί σ’ δλες τις άλι λες φυτείες του νησιού, οΐ. μαύροι είχαν πλήρη έλευθερία καί έργάζονταν σάν άνθρωποι κ>* δχι σάν κτήνη». Τό μαστίγιο είχε χρόνια \ά αύλακώσει τις πλάτες τους καί το χαμόγελο άνθιζε άδιάκοπα στά χείλη τους. Καί... ή παραγωγή είχε πολλαπλασ ιαστή.

60 Μά ή άφιζις του Μαρκησίου Μονρόν άνέτρεψε τήν εύτυχισμένη αύτΐ* κατάτασι. Αμέσως μόλις πάτησε τό πόδι του στή φυτεία του Γκρανδ!ίλ, χτύπησε μέ τό μαστίγιο στό πρόσωπο τόν πρώτο μαύρο, πού βρήκε μπροστά του, καί του είπε περιφρονητικά: «Πάρε τό άλογό μου, γυ-ιέ' μαύρης σκύλας, καί π'εριποιήοου το σάν να ήτοίν ή μάνα σου!»

------------------------------------------------- ---------------------------------------------------- —-------

9) Ό Πκρανδίλ, πού στεκότοιν λίγο πιό πέρα, έγινε κατακόκκινος άπό τό θυμό του. «’Έ, κύριε!» φώναξε. «Είστε τρελλός; ^Οί έργάτες μου είναι άνθρωπόι κι* δχι ζωα! Σάς άπαγορεύω. .Ό άλλος τόν διέκοψε ψυχρά: «Μετριάστε τις έκφράσεις σας! Είμαι ό Μαρκήοιος Μονρόν, άπεσταλμένος του Βασιλιά τής Γαλλίας. Άντιπροσωπεύω τήν Αύτου Μεγαλειότητα...»._______

ΊΟ) Ό Γκρανδίλ άπάντησε: «ΓΙσως. Είμαι δμως άφεντικό στό σπίτι μου καί δέ θέλω νά χτυ­ πουν τούς άνθρώπους μου!» «Θά σάς δείξω σέ λίγο ποιός είναι τό άφεντικό! δήλωσε ό Μονρόν. θά άλλάξω τό καθεστώς αύτό, πού βάζει στήν ίδια μοίρα τούς άνθρώπους μέ τά μαύρα παλιόσκυλα! θά άκούσετε σύντομα ειδήσεις μου, Γκραν&ίλ!»

11) Μέσα σ’ ένα μήνα, ό Μαρκήοιος Μονρόν άναοτάτωσε τό νησί, ζιανάφερε σέ έφαρμογή τή δουλεία καί τό μαστίγωμα καί τσάκισε άλύπητα δσους άντέδρασαν. Μιά μέρα, ό Γκρανδΐλ απήκε κουρελιασμένος καί ματωμένος στό γραφείο του Ντέ ^Φοντενέλ. «θεέ μου!, φώναξε ό κυδερ\ήτης Γί σάς συνέ&ηι;» Ό Γκρανδίλ έπεσε σέ μια καρέ κλα^καί άρχισε:

Τ2) Μαρκήοιος Μονρόν Καί οί άντρες του έκαναν ξαφνικά μιά έπιδρομή στό άγρόκτημά μου! Μέ τά σπαθιά καί τά πιστόλια, συγκέντρωσοιν τούς μαύρους καί άρχισαν νά τούς μαστιγώ­ νουν έν<χν - ένα, δένοντάς τους έπάνω σέ στύ­ λους! Δυό - τρεις άπί’ αύτούς πέθανςχν άπό τά χτυπήματα καί άλλοι δέκα εΐναι έτοιμοθάνατοι!»


'νΜι*. 13) Ό Γκρανβίλ έσφιξε τά δόντια του μέ .λύσ­ σα κι'* έπειτα συνέχισε: «Δοκίμασα νά άντισταθώ μέ μερυκούς άντρες μου καί χτυπήθηκα μέ τούς άντρες του Μονρόν,, μά ήσαν περισσότεροι καί πιό καλά οπλισμένοι. Σχεδόν όλοι οί άντρες μου σκοτώθηκαν κΓ έγώ μέ πολλή δυσκολία μπόρε­ σα νά ξεφύγω. Άπό έναν γειτον.κό λόφο, γύρι­ σα καί κύτταξα πίσω καΓ

14) <ί. . καί είδα κάτι τρομερό! Ό Μονρόν κι* οί σατανάδες του είχοιν βάλει φωτιά στά σπί­ τια του άγροκτήμοιτός μου, πού καίγονταν σάν λαμπάδες! ΣΛ ένα μάλιστα άπό τά κτίρια, μιά μεγάλη χορταποθήκη οι κακούργοι είχαν κλεί­ σει πολλούς μαύρους! "Οσοι δέν κατόρθωσαν νά ξεφύγουν άπό έκεϊ μέσα, κάηκαν ζωντανοί! θεέ μου ! . . .»

15) Λυτό, όπως είχε πληροφορηθή ό κυβερ­ νήτης Ντέ Φοντενέλ, είχε συμβή καί σ’ άλλα ση­ μεία του νησιού, όπου οί ιδιοκτήτες των άγροκτημάτων είχαν τολμήσει νά άντισταθουν; Κο;ί, τό χειρότερο, οί ιθαγενείς είχαν έπσςαστατήσει. Μήν ξέροντας άπό που προερχότοη/ τό κακό, χτυ­ πούσαν μέ τά βέλη τους καί μέ τά άκόντιά τους κάθε λευκό πού συναντούσαν"!

16) Κι* δταν, τέλος, μιά μέρα ό Μαρκήσιος Μο\ ρόν έπέστρεψε άπό τήν τρομερή «έπίσκεψί» του στις φυτείες καί^μπήκε στό γραφείο τού Ντέ Φοντενέλ, ό τελευταίος δήλωσε: «Είναι άπίίστευτα αύτά πού συμβαίνουν, κύριε! "Ανθρωποι σκο­ τώνονται, φυτείες καίγονται καί τό νησί μας, πού ήταν τό πιό ευτυχισμένο στόν Ωκεανό, έχει γίνει τό πιό δυστυχισμένο! Δέν μπορώ...»

17) «Δέν μπορεί νά πιστ σταλμένος της Αυτού Μεγάλειότητος τού Βασι­ λιά τής Γαλλίας; τον διέκοψε ό Μονρόν. Δέν μού άρέσει καθόλου αυτή ή ύποψία! Πάντως, νά μιά διαταγή τού Βασιλιά, πού είναι άρκετή γιά νά διάλυση κάθε ύποψία!» Κ:’ έδωσε στόν Ντέ Φον­ τενέλ ένα έγγραφο πού είχε τή σφραγίδα καί τήν

18) Οί μέρες, περνούσαν κΓ ό Μονρόν συνέ­ χιζε το καταστρεπτικό έργο του μέσα στό δυστυ­ χισμένο νησί. Ό Ντέ Φοντενέλ έχει σκοτεινές προαισθήσεις. Είναι βέβαιος δτι 6 Μονρόν θά διατάξη νά τόν συλλάβουν. Μέσα στήν καταθλιπτική σιωπή τού γραφείου του έτοιμάζει μερικές έτιστολές καί καλεΐ ^τόν Ζάν. τόν πιστό

Α—________ Λ___ -

1“* -

->


^ .19) .«Ό μόνος άνθρωπος πού μπορεί νά μας βοηθήση, Ζάν, είπε ό Φοντενέλ, είναι ό Καπετάν Μπάρας, ό ξακουστός κουρσάρος πού έγινε ό καλύτερος προστάτης του, Εμπορικού ναυτικού της Γαλλίας. Βρίσκεται έδω στίς θάλασσες του Νότου. "«Αν μπορέσης νά τόν βρής καί νά τού δίώσης αυτές τις έπιστολές...» Τήν ίδια νύχτα ό Μονρόν έκλεισε τόν Φοντενέλ στή φυλακή.

20) Στό μεταξύ ό «Γύπας», τό γοργοτάξιδό καράβι τού Καπετάν Μπάρα, γύρ,ζε στόν *Ωκεανό άπό τή Γαλλία. Ό ιΜπόρας είχε παραδωσει στόν Βασιλιά της Γαλλίας μυστικά έγγραφα ύψίοτης σημασίας, πού είχε καταφέρει νά άρπάξη άπό τούς έχθρούς της πατρίδας του. ΟΙ τελευ­ ταίοι πύργοι τού Σαίν - Μαλό είχαν χαθη πίσω του, έδω κιΓ ένα μήνα...

21) Άνυπομονουσε ό Καπετάν Μπάρας νά βρεθή πάλι στίς άγαπημένες του θάλασσες τού Νότου. «|Καλή θάλασσα, καλό άεράκι!, ασυρ­ μόύριζε ίκανοποιημένος. (Πρίμο άεράκι! *Έ, τι­ μονιέρη!, Κράτα τήν πλώρη πάντα στόν πουνέντε καί σέ δυό μέρες θάμαστε στή Μαρτινίκα, τ* ά­ μορφο νησί μέ τά γλυκά χαί νόστιμα φρούτα!»

22) "Ορθιος έπάνω στή βίγλα του, ψηλά στό μεσιανό κατάρτι, ένας ναύτης ψάχνει άδιάκοπα τή θάλασσα γύρω μέ τά άετίσια μάτια του. Ό όρίζοντας δέν είναι παρά ένας υγρός, στρωτός κύκλος, χωρίς καμμιά άνωμαλία. Ξαφνικά, ένα μικρό άσπρο πανί χάνει τήν έμφάνισί του άπό τό μέρος της δύσης. «Πανί στόν όρίζοντα!» φωνά­ ζει ό ναύτης.

23), Τό πανί μεγάλωσε γοργά καί σέ λίγο μιά μικρή βάρκα φάνηκε νά πλησιάζη όλόϊσια η-ρός τό «Γύπα». Μιά ώρα άργάτερα, ή βάρκα διπλάρωσε τό καράβι κι* ό Καπετάν Μπάρας είδε πώς Ενας μόνο άνθρωπος βρισκόταν μέσα της. «Αύτό είναι τό; καράβι τού Καπετάν Μπάρα;»

24) Σέ λίγο, ό άνθρωπος έκείνος, πού δέν ήταν άλλος άπό τόν Ζάν, τόν πι στό ύπηρέτη* τού Ντέ Φοντενέλ, βρισκόταν μπροστά στόν Μπάρα. «Καπετάνιε μου, είπε, έρχομαι έκ μέρους τού Κυρίου Ντέ Φοντενέλ, κυβερνήτη τής Μαρτινίκας. "(Εχω ένα μήνυμα γιά σάς!» Ό Μπόρας διέταξε τούς άντρες του νά περιποιηθούν τόν Ζάν καί διά-

------- ------------------------- :--------1______ΧΛ — .


25) «Διάβολε!, μουρμούρισε μέ ζαρωμένα φρύδια 'δταν τελείωσε τό διάβασμα. Ή ύπόθεσις είναι πολύ λεπτή. Είναι δύσκολο ν* άποφασίση κανείς νά χτυπήση έναν άπεσταλμένο τού Βασι­ λιά! Ξέρω όμως καλά τόν Ντέ .Φοντενέλ καί...» Και 6 «Γύπας» ξεκίνησε πάλι όδηγώντας τό πλή­ ρωμά του σέ μια καινούργια περιπέτεια, τήν πιο έπικίνδυνη ίσως άπ’ όλες! Τ ■—ϋ ||

' 26) "Ενα πρωΐ, στό νησί 'της Μαρτινίκας, εί­ δαν τό καράβι τού Καπετάν Μπάρα νά πλησιάζη. Ό Μαρκήσιος Μονρόν, πού .είχε * τώρα άνακητ ρυχβη κυβερνήτης τού νησιού, κατέβηκε στήν πα­ ραλία για νά υποδεχτη τόν νεοψερμένο. «"Αν εί­ ναι κανένας κουρσάρος, σκέφτηκε, θά τόν χρη­ σιμοποιήσω γιά νά έξοντώσω όσους έχθρούς μου άπέμειναν». Φ

27) «"Οταν ό καπετάνιος*-Βγη, έξω, είπε στούς άνβρώπους του, πέστε του ότι έπιθυμώ νά τόν δω». Ό Μπάρας, περίεργος νά γνωρίση τόν άν­ θρωπο αυτό, «πηγαίνει άμέσως νά τόν συναντήση. «ΐΚοπιετάν Μπάρας, δούλος σας», είπε. «"Ω, χαίσω πολύ!, φωνοοζε ό Μονρόν. Είμαι καταγοητευ­ μένος μέ τήν άφιξί σας! θά χρειαστώ, ξέρετε, τις υπηρεσίες οας... μέ τό άζήμίωτο, βέβαια!»

I) 'Καί ά Μονρόν- διηγήθηκε στόν Καπετάν Μπάρα τά τελευταία γεγονότα, πού είχαν διαδραματιστη στή Μαρτινίκα. Τά διηγήθηπε μέ τό δικό του τρόπο, φυσικά. «ΓΕλπίιζω, Καπετάν Μπά­ ρα, είπε, νά δεχθήτε'νά μέ βοηθήσετε νά φέρω σέ πέρας τό έρνο μου πού είναι- βαρύ. Οί έχθροί αου έξακολουθούν νά άντιδρούν ύπουλα στις με­ ταρρυθμίσεις μου!» · '··

- 29) Ό Καπετάν Μπάρας έκάγχασε μέ τρόπο δχι καί τόσο ταιριαστό μέ τόν σεβασμό, που έ­ πρεπε νά δείχνη πρός τό πρόσωπο ένός κυβερ­ νήτου καί ένός μαρκησίου. -«Σύμφωνοι, -Μαρκήσιε!, είπε , εύθυμα. Προτείνω, μάλιστα, ν' άρχίσουμε μέ τήν... κατάργησι της δουλείας. Πώς σας φαίνεται ή πρότασί μου;», , ·

Ό θραούτατος έκεΐνος καί άναιδής κουρσάρος . τολμούσε νά τόΐν περιπαίζη καί μάλιστα μπρο-( στά στούς φρουρούς του. «ίΓΤώς; ούρλιαξε. θά μου τό >■ πληρώσης άκριβά αυτό! θά σού μάθω1. τ2 θά πη νά περιπαίζης έναν άπεσταλμένο του . μ Βασιλιά!» Καί γυρίζοντας στούς φρουρούς διέ-^ (| τάξε: «Συλλάβετε αύτό τόν άνθρωπό!»


31) Ό Μπόρας έβαλε τά γέλια, τραβώντας τό σπαθί του. *Σιγά - σιγά, ώραίε μου Μαρκήσιε!, είπε. Είσαι πολύ ευέξαπτος -καί παρασύρεσαι σέ πράξεις πού .μπορεί να σου κοστίσουν τή ζωή! Δέν μπορείς νά μέ συλλάβης γιά τρεις λό­ γους: Πρώτον, δέν εΐμαι υπήκοος αυτού του νη­ σιού. Δεύτερον, χρησιμοποιώ άσχημα τό σπαθί μου. Τρίτον, κυττάξτε πρός τήν παραλία·. ·..»

32) Ο Μαρκήσιος Μονρόν κύτταξε πρός την παραλία καί είδε δτι άπό μερικές βάρκες, πού είχ^αν έρθει άπό τό πλοίο, δεκάδες παλληκάρισ του Μπάρα είχαν πτοήσει στή στεριά, μέ τά πι­ στόλια τους καί τά σπαθιά τους έτοιμα γιά δρα% !Τσΐ’ ό ΜονΡόν Αναγκάστηκε νά ύποχωρήση. Ο πόλεμος όμως είχε κηρυχθή άνάμεσα στούς δυό άντρες.

33) ΊΤ νύχτα έπεσε πάνω ατό Σαίν - Πιέρ, φέρνοντας τή γαλήνη. Στούς βάλτους, πού πε­ ριστοίχιζαν τήν πόλι, ένας άνθρωπος προχωρού­ σε άνάμεσα στούς θάμνους καί τά καλάμια. Σί­ γουρα, δέν θά είχε καμμιάν έπιθυμία νά τόν δουν καί νά τόν άναγνωρίσουν, γιατί άλλοιώς θά προ­ τιμούσε τόν κανονικό δρόμο, πού ήταν λιγώτερο Ανώμαλος.

34) Φαινόταν νάρχεται άπό πολύ υακρυά,' γιατί τρέκλιζε σχεδόν καθώς περπατούσε άνά/μεσα στούς θάμνους. Τέλος έφτασε στήν παραλία, όπου βρήκε μιά πιρόγα, τήν έσπρωξε στη θάλασ­ σα καί πήδησε μέσα. Κωπηλατώντας άθόρυβα, 6 παράξενοι* εκείνος άνθρωπος μπήκε στό λιμάνι τού Σαίν - Πιέρ, όπου ήταν άραγμένός ό «Γύπας» τού Καπετάν Μπάρα.__________ _

35) Λίγ,α λεπτά Αονότερα, ή πιρόγα πλησία­ σε στόν «ίΓύπα» καί ό μυστηριώδης νυχτερινός £πισκέπτης άρπάχτηκε άπό τό μεγάλο τιμόνι τού καραβιού καί άρχισε νά σκαρφαλώνη. Ανέβηκε στό κατάστρωμα, γλύστρησε άθόρυβα σάν ίσκιος άνάμεσα στά σκοινιά, πού ή σαν σωριασμένα έδώ κι* έκεΤ, πέρασε σκυφτός πιονχ. άπό έναν φρουρό καί κατέβηκε μιά σκάλς..

36) Ό Καπετάν Μπάρας, ^ίοαι στή μεγάλη καμπίνα του, έφερνε καί ξανάφερνε στό νοΰ του τά γεγονότα τής ήμέρας. *0 πο.νεμος άνάμεσα ο αύτόν καί στόν Μονρόν είχε ξε'/πάσει. Καί ό πόλεμος αύτός θά ήταν δύσκολος /ιά τόν Μπά­ ρα, γιατί ό Μονρόν, ώς άπεσταλμένος τού Βασ,λια. είχε κάτω άπό τις διαταγές του τή φρουρά τού νησιού. Ξαφνικά ή πόρτα άνοιξε._________


44.

7·'Λ /,

'' / / / '//. / / // / / / V Λ '■ '/ ./ Λ Λ /

/

ι

37) Ενας (άντρας, μέ^τσ πρόσωπο ρυτιδωμέ­ νο από την έξάντλησι καί τήν αγωνία καί μέ σχι­ σμένα ρούγα., μπήκε στήν καμπίνα του Μπάρα. <ΕΙμαι ά Κρανόίλ, είπε. Μέ θυμάσαι, Καπετάν Μπάρα; Θυμάσαι τά άμορφο αγρόκτημά μου; Δέν υπάρχει πιάΐ Ό Μονρόν τό έκαψε! Είσαι ό μόνος άνθρωπος, πού μπορεί νά πολεμήοη έναντίον του Μονρόν. Γι’ αυτό ήρθα σέ σένα!»

;/

, |Υ

3β) Κα? ά Γκραν&λ συνέχισε: «ΤΗρθα νά σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου. Μπάρα, καί νά σου πώ κάτ πολύ περίεργο καί Ανεξήγητο. Μιά μέρα άποτεηόμενος σ’ έναν άπό τούς άντρες του, ό Μονρόν άρχισε τή φράσι του στήν "Αγγλική γλωσ­ σά, μά συγκρατήθηκε, σταμάτησε στή μέση καί τήν Αποτελείωσε στή Γαλλική γλώσσα. Μπορείς νά μου το έξηγήσης αύτό;»

'' « /■η ■ ο · ■.· . V,< *Γ · ό · Υ -»

39) Τά μάτια του Καπετάν Μπάρα άστραψαν κι* ένα παράξενο χαμόγελο φάνηκε στό πρόσωπό του. «Διάβολε!, μουρμούρισε. Νά κάτι πού εί­ ναι πολύ περίεργο! Σ’ ευχαριστώ πολύ, Γκραν&ίλ, „γιά τήν πολύτιμη αυτή πληροφορία. Τί θάλεγες γιά έναν περίπατο ώς τό πλοίο, πού έφε­ ρε έδώ τόν Μονρόν;»

40) Ό Γκρανβίλ δέχτηκε μέ χαρά αυτή τήν' πρότασι καί οί δυό άντρες κα^έβηκαν στήν πι­ ρόγα. Μέ άπαλές, Αθόρυβες κουπιές ξεμακραί­ νουν άπό τόν «Γόπα» καί ή πιρόγα γλυστρά σάν πλοίο — φάντασμα μέσα στό λιμάνι, πρός τό κα­ ράβι του Μαρκησίου Ντέ Μονρόν, άπεσταλμένου του Βασιλιά τής Γαλλίας. «ΕΙνα: έκεΐνο έκεΐ, πρός τά δεξιόο, λέει ό Καπετάν Μπόρας.

' 41) Ευτυχώς κανένας φρουρός δέν βρίσκεται στο κατάστρωμα καί οί δυό άντρες πλησιάζουν οτήν καμπίνα του πλοιάρχου, χωρίς νά γίνουν Αντιληπτοί. Δυό σιλουέττες διαγράφονται έπάνω στά παντζούρια του παραθύρου. Ό Μπόρας πλη­ σιάζει, καί κυττάζει άπό μιά χαραμάδα. Είναι ό Μαρκήσιος Μονρόν καί ό κυβερνήτης τής φΡεχάτας!

42) Ό κυβερνήτης τής φρεγάτας "φαινόταν θυμωμένος. «Μάλιστα, κύριε!, έλεγε σέ - Αγγλι­ κή γλώσσα. Μά ό Βασιλιάς τής Αγγλίας Κά­ ρολος δέν μάς έδωσε τέτοιες όδηγίες. Μάς διέ­ ταξε νά κάνουμε άπόβασι σέ χώρες, πού δέν έ­ χουν καταληφθή, κι* όχι σέ χώρες πού κατέχει ή Γαλλία!^ *Ως νομιμόφρων πολίτης δέν δέχομαι . . .» Μά ό Μονρόν τόν σταιιάτησε. _ ___


V 43) Ό ψευτο - μαρκήσιος τράβηξε τό πιστό­ λι ,καί τά πρότεινε έναντίον του πλοιάρχου. «Δου­ λεύω για δικό μου λογαριασμό τώρα!, δήλωσε. Δέ μέ νοιάζει^τι λέει ό Βασιλιάς της Γαλλίας ή •ό Βασιλιάς της Αγγλίας! "Οσο γιά σένα, μια σφαίρα θά σ’ έμποδίση νά καταστρέψης τά σχέ­ διά μου!» Τράβηξε τή σκανδάλη κι* ό ηλοίαρχος ψωριάστηκε χάμω νεκρός.

44) Ό πυροβολισμός άναστάτωσε τό πλή­ ρωμα κι* δλοι οί άντρες άνέβηκαν τρέχοντας στό κατάστρωμα. Ό Μπάρας καταλάβαινε τώρα τό σχέδιο του Μονρόν. ΤΗταν "Αγγλος καί χρηον μοποιώντας ένα πλαστό έγγραφο, είχε καταλά­ βει γιά δικό του λογαριασμό τή Μαρτινίκα^ παρουσιαζόμενος ώς Μαρκήσιος Μονρόν... Κυνηγημένοι οί δυό άντρες πέφτουν στή Θάλασσα.

45) Μά ό ψευτρ -,Μονρόν είχε άναγνωρίσει τόν Μπάρα. «Πιάστε τους!, φώναξε. Είναι ό Γάλ­ λος Μπάρας! Σκότωσε τόν κοιπετάνιο μας!» "£τμ ή κατηγορία της δολοφονίας θά έπεφτε έπάνω στόν Καπετάν Μπόρα κι* ό πληθυσμός του νησιού θά στρεφόταν έναντίον του Γάλλου, ένω συγχρό­ νως κανένας όέν θά σκεπτόταν νά κατηγορήση τόν Μονρόν.

- 46) Ό Καπετάν Μπόρας κι* ό Γκροτνβ'ϋλ, δσο καλοί 'κολυμβητσί κι άν ήσαν, δέν μπόρεσαν νά φτάσουν ώς τόν «Γύπα», γιατί ,οί βάρκες των "Αγ­ γλων τούς έκοψαν τό δρόμο. "Έτσι, άναγκάστηκαν νά βγουν σ’ ένα έρημο σημείο της άκτης καί \ά στραφούν πρός τό έσωτερικό του νησιού γιά νά μήν πέσουν στά χέρια των άνθρώπων του Μονρόν.

/ ^ _ μεταξύ, έπάνω στό κάστρο, είχε κηρυχθή γενικός συναγερμός καί άκούγονταν άπό μακρυά οί φωνές των άντρων της φρουράς, πού έτοιμάζονταν νά τούς κυνηγήσουν. «Ό Μονρόν — καί τόν όνομάζω έτσι γιατί δέν ξέρω τό πραγ­ ματικό όνομά του — είπε ό Μπόρας, θά έξαπολύση τώρα έναντίον μας δλες τις δυνάμεις πού διαθέτει! >

«Συμβαίνει καί «κάτι άλλο άκόμα πιό άσχη]μο Καπετάν Μπόρα, είπε ό Γκρανβίλ. Α<> τός ό άτιμος Μονρόν έχει καταφέρει νά κάνη συμ­ μάχους του μερικούς πολύ ισχυρούς Ιδιοκτήτες φυτειών, υποσχόμενος_κΓ έγώ δέν ξέρω τί, Κι* ό πληθυσμός τόν θεωρεί ώς πραγματικό άπεσταλμένο τού Βασιλιά της Γαλλίας. Λίγοι τολμούσαν νά τού άντισταθούν!»


Α9) "Επειτα <3ηυό μια πολύωρη και έξαντλητική πορεία, οΐ δυό φυγάδες ξεχώρισαν Επιτέ­ λους άπό μακρυά, στό φως του φεγγαριού ένα κτίριο. «"Ενας φίλος μου μένει έκεΐ, εΐπ? λ Γκρανβίλ. θά μάς δώση κάτι νά φάμε κι* ένι κοεββάτι για νά κοιμηθούμε. Αύριο, ξεκούραστοι καί χορτάτοι συνεχίζουμε τόν δρόμο >«ας καί καταστρώνουμε τά σχέδιά μας».

50) ’Αφου ό Γκρανβίλ χτύπησε καί ξαναχτύ­ πησε, τέλος ή πόρτα άνοιξε καί ό ιδιοκτήτης τής φυτείας, κάποιος Μαρτέν, υποδέχτηκε τούς δυό φυγάδες Εκδηλώνοντας ζωηρή έκπληξι. «"Α! Ε­ σύ είσαι, Γκρανβίλ! Καί... θεέ μου! Δέν είναι ό Καπετάν ΙΜπόρας αύτός έδώ; Τί οάς συνέβηι; Περάστε μέσα. ..» Καί τούς προσέφερε φαγητό καί κρεββάτι....

5*1) Πριν άποκοιμηθουν, 6 Μπόραο κΓ ό Γκρανβίλ συζήτησαν γιά τήν κατάστασι. «Τό πρώ» το πράγμα πού Εχουμε νά κάνουμε, είπε ό Κα­ πετάν Μπόρας, είναι νά έπισκεφθοβμε αύριο ό­ λους τούς Ιδιοκτήτες των φυτειών καί νά τούς Εξηγήσουμε τί συμβαίνει...» "Οταν πιά οί δυό φίλοι βυθίστηκαν στόν ύπνο, ένας ίσκιος γλυστρά έξω άπό τή φυτεία του Μαρτέν.·

52) ΤΩρες πέρασαν! . Ξαφνικά, σάν νά τόν είχε άναστατώσει ένα παράξενο προαίσθημα, ό Καπετάν Μπόρας ξύπνησε κι* έστησε,τό αυτί του. *Η νύχτα ήταν πάντα ήσυχη κι* δμως τα υπερ­ ευαίσθητα, έξησκημένα αύτιά τού πρώην κουρ­ σάρου ξεχώρισαν μερικούς ήχους σχεδόν άνεπαίσθητους, πού ένα άλλο αύτί δέν θά άκουγε.

53) Πραγματικά,* άκολόυθώντας άπόμερα μο­ νοπάτια καί φροντίζοντας νά βρίσκονται άδιάκοπα κάτω άπό τούς .ίσκιους των μεγάλων δέν­ τρων, άνθρωποι προχωρούσαν μέσα στή νύχτα, άπό κάθε κατεύθυνσι, πρός τή φυτεία τού Μαρ­ τέν. Ό Καπετάν Μπόρας άκουγε τώρα σχεδόν καθαρά τά βήματά* τούς. Δέν χωρούσε καμμιά αμφιβολία. Ό Μαρτέν ήταν προδότης.

54) ξύπνησε λοιπόν άμέσως τόν Γκρανβίλ. καί οί δυό φίλοι βγήκαν γοργά άπό τό σπίτι/ Ό Γχ,ί οονβίλ, π®ύ γνώριζε καλά τά μέρη έκεΐνά, είπ^ «Πρέπει νά τροχβήξουμε πρός τό νότο} *Άν δέν πρΛάβουμε να περάσουμε μιά μικρή γέφυ­ ρα πο». σταυρώνει τό ποτάμι, οι άνθρωποι του ΐΜονοόν θά μάς πιάσουν σάν τά ποντίκια στή φά^!»


55) Τρέχονας, άσο πιο γοργά κι* όσο πιό άθόρυβα απορούσαν, ό Μπόρας κι* ό Γκρανβίλ έφτασαν^ στην όχθη ένός μικρού ποταμού, πού άποτελοϋσ€ τό σύνορο της φυτείας του Μαρτέν. «ίΈμπρός, Καπετάν Μπόρα!, είπε ό Γκροσβίλ. Είμαστε τυχεροί πού προλάβαμε. *'Α! θά μου τό πλήρωσή άσχημα ό προδότης ό Μαρτέ\ !»

56) Μά οί άνθρωποι τού Μονρον είχαν πάρει τά μέτρα τους και οι δυο φίλοι βρήκαν τό δάσος, πέρα άπό τό μικρό ποτάμ:, γεμάτο άπειλητικούς ίσκιους. *Η φυτεία ήταν περικυκλωμένη άπ* άλα τά^ μέρη καί πιστόλια άρχισαν κιόλας νά ιβροντούν μέσα στή νύχτα, πίσω άπό κορμούς δέν­ τρων, θάμνους καί βράχους.

571: Σφαίρες άρχισαν νά σφυρίζουν έπάνω άπό τά κεφάλια των φυγάδων. «Τήν έχουμε άσχη­ μα!, μουρμούρισε ό Καπετάν Μπόρας. θά μάς σκοτώσουν σάν σκυλιά! Τό μόνο πού έχουμε νά κάνουμε εΐναι νά ριχτούμε προς μιά κατεύθυνσι καί νά σπάσουμε τον κλοιό τους, παίζοντάς τα δλα γιά άλα!» Καί ρίχτηκε έπάνω ϋ' έναν ί­ σκιο. ..

58) Ό άνθρωπος δέν πρόλαβε νά καταλάβη καλά - καλά τί συνέβη κι* ό Καπετάν Μπόρας μ* ένα τεράστιο πήδημα βρέθηκε έπάνω του και τόν έρριξέ χάμω άναίσθητο μέ μιά τρομερή γρο­ θιά στό σβέρκο! ^Πάμε, Γκρανβίλ! Ό δρόμος είναι άνοιχτός!» Καί ξεμάκρυναν τρέχοντας, ένώ πίσω τους άντηχούσαν φωνές καί πιστσλιές.

59) Σταματώντας πότε - πότε γιά νά ρίξουν έναν πυροβολισμό μέ τό πιστόλι, πού ό Μπόρας είχε πάρει άπό τό θύμα του, καί νά καθυστε­ ρήσουν έτσι τούς διώκτες τους, οί δυο φίλοι χώ­ νονται βαθειά μέσα στην άγρια έξοχή της Μαρ­ τινίκας. «Τό μάθημα ήταν καλό, λέει ό Μπόρας. Δέν πρέπει πιά νά έμπιστευόμαστε σ’ δποιον δ-

60) Μην μπορώντας νά γυρίσουν στό καρά­ βι τού Μπόρα, οί δυό φυγάδες προτίμησαν νά άνεβούν στά πετρώδη βουνά, άπου θά έβρισκαν σίγουρο κρησφύγετο κΓ δπου οί άνθρωποι τού Μονρόν δέν θά τολμούσαν νά έπιτεθούν. Ό Γκρανβίλ, πομ ξέρει τά βουνά αυτά καλύτερα άπό κάθε άλλον, όδηγεΐ τόν Μπόρα σέ μιά μακρυνή σπηλιά.

_____________________________


4

61). 'Έκεΐ, άνάβουν φωτιά μπροστά ^στό στό­ μιο τής σπηλιάς,, άναπαύονται καί τοώνε λίγο ψωμί, πού ό Γκρανβίλ είχε τήν προκλητικότητα να πάρη μαζί του φεύγοντας άπΓ τή φυτεία του Μαρτέν. ^"Ακούσε, Γκρανβίλ, > εει ό Καπετάν Μπόρας. "Ενας μόνο τρόπος υπάρχει \α τσακί­ σουμε τόν Μονρόν. Πρέπει νά όυγο .ώσου,με τούς άποίκους. ____

62) Καί ό μεγάλος πολεμιστής των ώκεα νών έξηγεΐ στο σύντροφό του: «θά πας αύριο νο συναντήσης όλους τούς άποίκους, πού αισοΰν τό"\ Μονρόν, καί θά τούς φέρης έδώ. Έγω θά τοικ μιλήσω καί 6ά τούς πείσω νά όργανώσουμε μιο έξέγερσι, πού θά συντρίψη τόν Μονρόν καί θο τόν στείλη άπό κει πούρθε. . . δηλαδή στήν Κόλασι!»

63) *Επάνα| στό βουνό, ή φωτιά του Καπε­ τάν Μπόρα καί τού Γκρανβίλ λάμπει. . . καί ί­ σκιοι κατευθύνονται προς τά έκεΐ άπό τό μέρος τού κάμπου. . . "Οταν οί ίσκιοι έφτασαν κοντά, ό Μπάρας άφησε μιά. κραυγή χαράς. Είναι ό ΓΤετί - Λουΐ, τό προτοπαλλήκαρό του, μαζί μέ μιά περίπολο άπό ναύτες τού «Γύπα»!

64)' «Μόλις έμαθα τί είχε συμβή, είπε ό Πετί — Λουΐ, έβγαλα άμέσως μιά περίπολο γιά νά σέ βρώ καί νά σέ βοηθήσω, καπετάνιε! Δυσκο­ λευτήκαμε όμως πολύ να σέ βρούμε... ζιέρεις, κα­ πετάνιε, έμαθα τό πρα>ματικό όνομα τού Μον­ ρόν, παρακολουθώντας την κουβέντα δυό ναυ­ τών του. Είναι "Αγγλος καί λέγεται Μορντάουντ!»

65) Μέ τούς πιστούς καί θαρραλέους συντρό­ φους του κοντά του, ό Καπετάν Μπόρας δέν φο­ βόταν τίποτα τώρα. Είχε στή διάθεσί του έναν μικρά, καλά γυμνασμένο καί καλά έξωπλισμένο στρατό καί άρκετά έφόδια. Μυστηριώδεις ένο­ πλοι άγγελιαφόροι άρχισαν νά ξεκινούν καί νά διασχίζουν τή Μαρτινίκα προς κάθε κατευθυνσι.

66) Ό Γκρανβίλ ό ίδιος, έξάλλου, πήγε να έπισκεφθ<η έναν - ένα όλους τούς άποίκους^ του μεγάλου νησιού. Κουβέντιασε μαζί τους καί τούς έξήγησε τήν κατάστασι. Τούς είπε ότι ό «Μαρκήσιος Μονρόν» δέν ήταν παρά ένας "Αγγλος άπατεώνας κί* ότι ό Καπετάν Μπόρας ήταν μέ τό μέρος τους. Πολλοί τόν δέχτηκαν φιλικά καί πρόθυμα. . »


67) Μερικοί δμως τόν υποδέχτηκαν πολύ ά­ σχημα καί Εχθρικά καί ένας ή δυο τράβηξαν τα | πιστόλια τους καί άντήλλαξαν πιστολιές μαζί του, χωρίς Αποτέλεσμα. Δέν μπορούσαν νά πι­ στέψουν πως ό Μονρόν δέν ήταν άπεσταλμένος | του Βασιλιά της Γαλλίας, Αλλά ένας σκληρός καί Αδυσώπητος "Αγγλος Απατεώνας. . „

68)· Στό τέλος όμως ή έπιμονή του Καπετάν Μπόρα καί του Γκρανβίλ έθριάμβευσε. Μια νύ­ χτα, όλοι όσοι είχαν ύποστή τά δείνα της φρι­ χτής πολιτικής του ΜορντΑουντ, όλοι οί δυστυ­ χισμένοι πού είχαν διωχτή Από τις φυτείες τους, συγκεντρώθηκαν έπάνω στό βουνό, Απαντώντας στό πολεμικό προσκλητήριο του Μπόρα.

69) «Φίλοι αου, τούς είπε ό Καπεταν Μπά­ ρας, ξέρετε δλοι πολύ καλά τήν κατάστασι... Πρέπει να σταματήσουμε τό καταστρεπτ κό έργο του Μόρντάουντ, να τόν συλλάβου με καί νά έλευθερώσουμε τόν Ντέ Φοντενέλ. Ό κακούργος πού βύθισε τό νησί στη δυστυχία θά τιαωρηθή παραδειγματικά. Ή νίκη είναι δική υα<:, φίλοι μου!»

70) Πέρασαν μερικέ;- έβδομάδες. *Η γαλήνη φαινόταν νά βασιλεύη έπάνω στό μεγάλο νησί. Ό Μορντάουντ πίστευε τώρα πια δτι ήταν Αναμφι­ σβήτητος κύριος της Μαρτινίκας καί δτι κανένας κίνδυνος δέν τόν Απειλούσε Από πουθενά. "Ενα πρωινό, μια μεγάλη τρικάταρτη φρεγάτα μπήκε περήφανα στό λιμάνι τού Σαίν-Πιέρ.

71) Έπάνω στή γέφυρα τής φρεγάτας, στε­ κόταν ό καπετάνιος. ΤΗταν φανερό πώς τό κα­ ράβι ήταν ένα Από τά μισθοφορικά έκεΐνα πλοία, πού άφθονοΰσαν στις θάλασσες τού Νότου. Τά καράβια αυτά άλλοτε δούλευαν για λογαριασμό τους ληστεύοντας κΓ άλλοτε προσέφεραν τις ύπηρεσίες τους σ’ όποιον τούς πλήρωνε περισσό­ τερο. .. · >

72) Ό καπετάνιος βγήκε στή στεριά καί ζή­ τησε Αμέσως νά τόν όδηγήσουν στόν Μορντάουντ. «Τό δνομά μου είναι Μπροΰνο, Έξοχώτατε, τού είπε, καί ήρθα έδω νά σάς προσφέρω τις ύπηρεσίες μου. "Εχω ένα θαυμάσιο πλοίο κι* ένα δια­ λεχτό πλήρωμα. Δέν περιμένουν παρά νά βρεθή ό τυχερός πού θά τά χρησιμοποιήση!» ~

~

______ __

^ ______


73) Ό Μορντάουντ, καταγοητευμένος γιά τήν άπροσδόκητη αυτή ένίσχυσς, δέχτηκε άμέσως νά τόν μισθώση-. «ίΠολύ καλά, είπε, θά φύγης μαζί μέ τό δικό μου καράβι καί βά αίχμαλωτίσης κά­ βε καράβι, πού θά συναντήσης στό δρόμο σου. θά χαρώάν άνάμεσά τους είναι καί τό καράβι του Καπετάν Μπάρα, πού έφυγε έδώ καί λίγες έβδομάδες...» — ■

■■'■■■ -----------------------------------------------------------------------

74) Καί ό Μορντάουντ πρόεθεσε: «θέλω νό μου σχηματίσης ένα μικρό στόλο, γιατί σκοπεύω νά κατακτήσω δλα τά νησιά πού κατέχει ή Γαλ­ λία στην περιοχή αυτή !» Χωρίς νά χάσουν καιρό τά δυό καράβια άνοίγονται στό πέλαγος καί ξε­ μακραίνουν γοργά. Ό Μπρουνο εΐναι άρχηγόο του μικρού στολίσκου μέ άπόλυτη έξουσία έπάνα στά πληρώματα.

β—-----------------------------------------------------------------

75) "Οταν τό νησί χάθηκε πίσω, στόν όρίζοντα, καί ή νύχτα άρχισε νά πέψτη, ό Μπρουνο συγ­ κέντρωσε τούς άντρες του έπάνω στό κατάστρω­ μα καί τούς εΐπε μερικά παράξενα λόγια:. «Εί­ στε έτοιμοι, παιδιά; Δέν χρειαζόμαστε παρά λίγη ψυχραιμία, λίγο θάρρος καί λίγη τύχη καί δλα θά πάνε καλά! Εμπρός!ι Τόν τηλεβόα!»

76) Μιά στιγμή άργότερά, ένας ναύτης φώνα­ ζε μ’ έναν τηλεβόα πρός τό καράβι του Μορντά­ ουντ: «Πϊ! Άπό τό καράβι! "Ε! Άπό τό καρά­ βι! Κατεβάστε τά πανιά! Σταματήστε! Ό καπε­ τάνιος Μπρουνο θέλει νά σάς μιλήση !» Τό κα­ ράβι του Μορντάουντ ύπάκουσε στή διαταγή κΓ έπειτα άπό λίγο έμεινε άκίνητο.

77) Μιά -βάρκα άποσπάστηκε άπό τό καράβι του 'Μπρουνο καί πλησίασε στό άλλο κάτω άπό τόν πύργο της πρύμνης. Ό καπετάνιος Μπρουνο, μαζί μέ δυό άντρες του σκαρφάλωσε έπάνω στό καοάβι κί’ έσφιξε τό χέρι του πλοιάρχου. «Ευ­ χάριστο ταξίδι, έ; εΐπε. "Ενα άπό τά πιό εύχάριστα πού έχω κάνει στή ζωή μου'»

4 78) «Μά γιατί σταματήσατε τά πλοίαχ' ρώτη­ σε ό πλοίαρχος του Αγγλικού. "Οχι, βέβαια, γιά νά μάς μιλήσετε γιά τόν καιρό, έ;» *0 Μπρούνο άπάντησε γελώντας: «"Οχι, βέβαια! "Εχω κάτι πολύ σοβαρό νά άνακοινώσω σ’ έσάς καί στούς άντρες σας. Συγκεντρώστε, παρακαλώ, τό πλήοωυα νύοω άπό τό κατάοτι ττίγ πούυντίΓ. ·& _


79) Ό "Αγγλος δέν έφερε άντίρρησι καί σέ λίγη ώρα όλόκληρο τό πλήρωμα είχε συγκεντρωθή γύρω άπό τόν Μπρούνο. "Εχοντας τήν προσο­ χή τους στραιιμένη στά λόγια του, δέν παρατή­ ρησαν ιιερικές μυστηριώδεις βάρκες, πού προχω­ ρούσαν σιωπηλά κατά μήκος τού καραβιού, κά­ τω άπό τις Ανοιχτές μπουκαπόρτες τής πρύμης.

80) "Αγρια κεφάλια, μέ μαχαίρια στά δόν­ τια, πρόβαλαν σέ λίγο έπάνω Από τήν κουπαστή, μά τά κορμιά στά όποια Ανήκαν έμειναν Αθέατα. Από τή στάσι τους, Από τά μάτια τους πού Αστραφταν κΓ άπό τήν έκφρασι Ανυπομονησίας πού έδειχναν τά πρόσωπά τους, ήταν φοα/ερό πώς δέν περίμεναν παρά ένα σύνθημα για νά όρμήσουν.

81) Καί. τό .σύνθημα, πού περίμεναν, τό έδω­ σε ό ίδιος ό Μπρούνο, ό μισθοφόρος κουρσάρος, πού διέκοψε ξαφνικά αύτό πού έλεγε καί φώνα­ ξε: «Παραδοθήτε, "Αγγλοι! Είμαι ό Καπετάν Μπόρας! Τό άφεντικό σας, ό Μορντάουντ, είναι ένας δολοφόνος! Εμπρός, παιδιά! Καθαρίστε μου τό καράβι Από αυτά τά καθάρματα!»

82) Καί τότε ένα κοπάδι Από λυσσασμένους δαίμονες ξεχύθηκε στο κατάστρωμα. Ό καθένας τους κρατούσε ένα σπαθί στό ένα χέρι κι’ ένα πι­ στόλι στο Αλλο καί ή πολεμική κραυγή, που Ανα­ πήδησε Από τά στήθη τους, ήταν κάτι πού μπο­ ρούσε νά τρομάξη καί νεκρούς! 'Ο πανικός πού κυρίευσε τούς "Αγγλους ήταν Απερίγραπτος.

83) Για μερικές στιγμές οί τάξεις των "Αγ­ γλων έχασαν τή συνοχή τους καί οί Γάλλοι τούς προκάλεσαν μεγάλες Απώλειες. Ό Καπετάν Μπόρας πέταξε τήν περούκα, μέ τήν όποια εΐχε μεταμφιεστή σέ Μπρούνο, τράβηξε τό σπαθί του καί Αρχισε νά μάχεται σάν δέκα Αντρες μαζί, σκορπίζοντας γύρω του τόν θάνατο.

84) Μά οί μπράβοι τού Μορντάουντ δέν άργη­ σαν νά συνέλθουν Από τήν έκπληξί τους. ^ κραυγές «Ζήτω ό Μορντάουντ, βασιλιάς τής Μαρ­ τινίκας!» ρίχνονται έπάνω στούς Αντρες τού Μπόρα καί ή μάχη μαίνεται. Ό Καπετάν Μπόρας διασταυρώνει τό ξίφος του μέ τόν ίδιο τόν πλοίαρ­ χο τής Αγγλικής φρεγάτας.


)

85) Ή μάχη γινόταν πιό σκληρή άπό στιγμή σέ. στιγμή*. Ένω οί ναύτες γύρω συμπλέκονταν, χρησιμοποιώντας στόν άγώνα τους σπαθιά,, ξύλα, γροθιές και δόντια, οί δυο άρχηγοί τους άντήλλασσαν τρομερούς σπαθισμούς. Ό Μπάρας κα­ τάλαβε πώς είχε νά κάνη μ* έναν άντίπαλο έπίφο* βο καί περίφημα γυμνασμένο στο σπαθί.

βό) Μά ή ώρα περνούσε καί οί άντρες τού Μπάρα, πού ήταν λιγώτεροι, εΐχαν κιόλας άρχίάει νά κουράζωνται. Ή μάχη έπρεπε νά πάρη σύντοιια τέλος, διαφορετικά. .. Ό Καπετάν Μπά­ ρας έκανε τότε έναν άποφασιστικό κι* έπικίνδυνο διαξιφισμό καί ό ώμος τού "Αγγλου πλοιάρχου βρέθηκε ξαφνικά καρφωμένος στό κατάρτι!

87) Βλέποντας πώς ό αρχηγός τους έτέθη έκτός μάχης, οί μιοθοφόροι τού Μορντάουντ πα­ ραδόθηκαν ένας - ένας καί άφωπλίστηκαν. Ή νυ­ χτωμένη θάλασσα άνέκτησε πάλι τή γαλήνη της καί τά δυό καράβια άνοιξαν πάλι διάπλατα τα μεγάλα πανιά τους κι* έβαλαν πλώρη γιά τό νη­ σί της Μαρτινίκας.

88) ΤΗταν χαράματα δταν τό νησί φάνηκε στον όρίζοντα. Ό Μπάρας διάλεξε ένα έντελώς άγριο καί έρημο μέρος της άκτής γιά νά άγκυοοβολήση, γιατί δέν ήθελε άκόμα νά γίνη άντι/.ηπτή ή παρουσία του στη Μαρτινίκα άπό τον Μορντάουντ. Περνώντας άνάμεσα σέ ξέρες, τά δυό καράβια έρριξαν άγκυρα.

89) .Τότε ό Καπετάν Μπάρας κάλεσε κοντά του τόν Πετί - Λουΐ, τό πρωτοπαλλήκαρό του. «θά πας, τού είπε, έκεΐ πού συμφωνήσαμε. Βάλε φτε­ ρά στά πόδια σου! Δέν πρέπει ν* άργήσης. Πρέ­ πει νά βρίσκεσαι έδώ σέ τρεις τό πολύ μέρες!». «Μάλιστα, Καπετάνιε!», άπάντησε ό Πετί - Λουΐ. Βγήκε στή στεριά καί χώθηκε στή ζούγκλα.

90) Τρεις μέρες πέρασαν. Τρεις μέρες άγωνίας^γιά τόν Καπετάν Μπάρα, θάβρισκε ό ΠετίΛουΐ έκεΐνον πού πήγαινε νά βρή;. Μήπως τού ουνέβαινε τίποτα στό δρόμο; Τέλος, τήν τρίτη σέρα, δυό σιλουέττες διαγράφηκαν σ’ έναν άμμόλοφο τής παραλίας κι* ό Καπετάν Μπάρας πήρε μιά βάρκα καί βγήκε στή στεριά.


91) 01 νερψερμένοι ήσαν ό Πετί - Λουΐ κι* ό Γκρανβίλι, πού ήταν τώρα άρχηγός των έπαναστατημένων άποίκων, πού ήσαν κρυμμένοι στα _ βουνά. «"Ολα έτοιμα, Γκρανβίλ;> ρώτησε ό Μπά­ ρας. Ό Γκρανβτλ άπάντησε: «'Όλα είναι έτοιμα, καπετάνιε! ΟΙ άντρες μου άνυπομονούν νά δοθή τό σύνθημα της μάχης!»

92) Τό πρόσωπο τού Καπετάν Μπάρα άστρα­ ψε άπό χαρά. Είχε φτάσει έπιτέλους ή ώρα νά χτυπηβη ό κακούργος, πού είχε μεταβάλει τή Μαρτινίκα σέ γή μαρτυρίου. «Μπράβο, Γκρανβίλ!, είπε. "Ακούσε τώρα τόν τρόπο μέ τόν όποιο θά δράσουμε και πρόσεξε καλά τά λόγια μου: Τά δυο καράβια θά άνοιχτοΰν. . .». ^·

I

ϊΜ I

93) Και ό Καπετάν Μπόρας έξηγεΐ στόν Γκρανβίλ τό σχέδιό του, ένώ ή νύχτα πέφτει γύ­ ρω τους, χωρίς ούτε ό ένας ούτε ό έίλλος νά ύποψιάζεται πώς κάποιος τούς κατασκοπεύει. Εί­ ναι £νας άπό τούς ναύτες τού Μορντάουντ, πού κατάφερε νά πάρη μιά βάρκα και νά βγή στή στεριά, ξεγελώντας τούς φρουρούς.

94) Αφού άκουσε δσα ήθελε ν" άκούση, ό κατάσκοπος γλύστρησε πάλι άθόρυβα ώς τη βάρ­ κα^ του, έπιασε τά κουπιά και ξεμάκρυνε μέσα στή νύχτα. Χωρίς κανένας νά άντιληψθή τό πα­ ραμικρό, κατάφερε νά φτάση ώς £να άπό τά δυό καράβια καί νά κρυφτή μέσα σέ μιά χεγάλη κου­ λούρα άπό σκοινί.

Έδω τελειώνει ό Πρώτος Τόμος τής συναρπαστι,ής αυτής Ιστορίας. ΣΤΟ

ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ

τού «Τόξου» θά δημοσιευθή ό Δεύτερος — καί τελευταίος — Τόμος μέ τόν τίτλο:

95) Τήν άλλη μέρα, άπό μιά πολεμίστρα τού κάστρου, ό Μορντάουντ ή Μαρκήσιος Μονρόν εί­ δε τά δυό καράβια νά μπαίνουν μέσα στόν κόλπο τού Σαίν-Πιέρ καί μόρφασε μέ Ικανοποίησι. «"'Εχουν σηκώσει όλες τις σημαίες, μουρμούρισε. "Αρα, φέρνουν καλά νέα. ·.». ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ ν 17'

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΥΡΣΑΡΟΥ


είπε ύστερα, δέν είναι δική μου δουλειά, μέ τό συμπάθιο, μά μού φαίνεσαι καλό παλληκάρι καί, άν θές νά μ* άκούσης, τράβα μακρυά άπ* τό σπί­ τι τού ΣώουΙ Παρακάτω συνάντησα έναν άνθρωπάκο, ζωη­ (Συνέχεια άπό τη 2η σελίδα) ρό, μέ μιά όμορφη άσπρη περούκα, πού μού φά­ Κάνει καλό στόν άρθρίτη. Δυναμώνει την νηκε πώς θάπρεπε νάταν μπαρμπέρης καί, έπεικαρδιά καί τό μνημονικό. Τα λουλούδια δή ήξερα πώς οί μπαρμπέρηδες είναι σπουδαίοι βάλε τα σ* ένα μπουκαλάκι, καλά κλεισμέ­ λογάδες, τόν ρώτησα άμέσως τί σόι άνθρωπος νο, πήγαινε το σέ μιά μορμηγκοψωλιά κι* ήταν ό κύριος Μπάλφουρ τού Σώου. άφησέ το έκεΐ ένα μήνα. "Υστερα πάρε το, — Πφ! Πφ! τόν παλιάνθρωπο! Ελεεινός, — και θά βρής ένα ζουμί πού θάχη βγή άπό όλότελα έλεεινός άνθρωπος! τα λουλούδια καί πού πρέπει να τό βάλης Κι’ άρχισε νά μέ ρωτάη μέ πολύ έξυπνο τρό­ μέσα σ* ένα βαζάκι. Κάνει καλό καί στόν πο τί γύρευα σ* έκεΐνα τά μέρη. Επειδή δμως άροωστο καί στόν υγιή, καί στόν άντρα καί έγώ ήμουν πολύ έξυπνότερός του, δέν κατάφερε στή γυναίκα. Μιά έντριβή μ’ αυτό τό φάρ^ νά μάθη. γιά λόγου μου τίποτα παραπάνω άπ* μακό κάνει καλό στό στραμπούληγμα/ κι* δσα ήξερε τή στιγμή πού μέ συνάντησε. όποιος υποφέρει άπό χολή να παίρνη μιά Είναι άδύνατο νά περιγράφω πώς γκρεμίστη­ κουτάλια τής σούπας την ώρα. καν όλα μου τά ώραΐα σχέδια καί τά όνειρα. Τί πύργος ήταν αυτός πού, δταν ρωτούσε κανείς "Εβαλα τά γέλια. "Ομως ήταν παράξενα, όλο ποιός δρόμος πάει κατά κεΐ, δλοι οί άνθρωποι άνησυχία τά γέλια μου καί γι* αύτό μέ μεγάλη έμεναν μ* άνοιχτό τό στόμα καί γούρλωναν τά άνακούφιση σηκώθηκα, κρέμασα τό δεματάκι μου μάτια τους; Τί είδους άνθρωπος ήταν ό άρχον­ στήν άκρη του ραβδίου μου, πέρασα τό ποταμά­ τας τού πύργου, κι είχε βγάλει αύτό τό τρομερό κι καί πήρα τήν άλλη πλαγιά του λόφου. "Οταν όνομα; έφτασα κοντά στό γιδόστρατο, πλάι στό δάσος Κόντευε νά πέση ό ήλιος, δταν συνάντησα μιά μέ τά ρείκια, έρριξα μιά τελευταία ματιά στήν πανύψηλη μελαχροινή γυναίκα, μέ στριμμένη φά­ έκκλησία του ’Έσεντην καί στα δέντρα πούταν τσα, πού κατέβαινε μέ κόπο άπό ένα λόφο. "Οταν κοντά στό πρεσβυτέριο κι* υστέρα στις μεγάλες τής έκαμα τή συνηθισμένη μου έρώτηση, γύρισε μελίες, στην αυλή τής έκκλησιάς, δπου άναπαύ- ξαφνικά πάλι πίσω κι άρχισε ν* άνεβαίνη ξανά ονταν ό πατέρας μου καί ή μητέρα μου. .. μαζί μου στήν κορφή άπ* δπου μόλις είχε κατέβει καί μέ τό χέρι της μουδειξε ένα μεγάλο σπί­ τι ποόστεκε όλομόναχο, καταμεσής στήν πράσι­ νη κοντινή κοιλάδα. Τό μέρος ήταν έξοχο. Είχε γύρω - γύρω κάτι χαμηλά υψώματα μέ πολλά ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 νερά καί δάση καί τά στάρια ήταν μεστωμένα καί πλούσια. Τό σπίτι δμως φαινόταν σάν έρείΤΑΝ περασμένο τό μεσημέρι τής άλλης μέ­ πιο. Κανένας δρόμος δέν πήγαινε κατά κεΐ, ούτε ρας, δταν κατάλαβα πώς βρισκόμουν πια κι άνεβαινε καπνός άπ’ τις καμινάδες του. Κή­ στήν περιοχή του Κράμοντ, καί άρχισα να ρωτώ πος δέ φαινόταν πουθενά. Ή καρδιά μου πήγε δποιον συναντούσα,γιά τόν πύργο των Σώου. Στό νά σπάση. άκουσμα αυτού του όνόματος δλοι τους φαίνον­ — Αύτό είναι; μουρμούρισα. ταν νά παραξενεύωνται πολύ. Στήν άρχή νόμισα Τό πρόσωπο τής γυναίκας έλαμψε γεμάτο καπώς έφταιγε ή απλοϊκή μου έμφάνιση καί τό κα­ κεντρέχεια. τασκονισμένο χωριάτικο κουστούμι μου πού, σί­ — Ναί, αύτό είναι τό σπίτι τών Σώου!, φώ­ γουρα, θά τούς φαινόταν πώς δέν ταίριαζε γιά ναξε δυνατά. Τόχτισαν μέ αίμα, τό αίμα έκοψε έναν άνθρωπο πού πήγαινε σέ τέτοιο αρχοντικό. τό χτίσιμό του, τό αΐμα θά τό γκρεμίση. Γιά κοίτα! Φτύνω καταγής καί τό καταριέμαι: Μαύ­ "Οταν δμως ιαοϋρριξαν τήν ίδια ματιά ^καί μοϋδωσαν τήν ίδια απάντηση δυό καί τρεις φορές, ρο σάν τήν πίσσα νάναι τό τέλος του! *Άν δής άρχισα νά σκέφτομαι πώς βέβαια κάτι περίεργο τό λόρδο, ^πές του ό,τι άκουοες* πές του πώς μό­ συνέβαινε, αλλά μέ τούς Σώου κι δχι μέ μένα* νο δυό μήνες έχουν περάσει άπό τότε πού ή Γιά νά βεβαιωθώ λοιπόν, σκέφτηκα ν’ αρχίσω Τζένετ Κλάουστον καταράστηκε αυτόν καί τό νά ρωτάω μ’ άλλον τρόπο καί δταν είδα έναν κα­ σπίτι του, τ’ άλογα καί τά κοπάδια του, τούς λόν άνθρωπο νά έρχεται μέ τό κάρο του άπό ένα άνθρώπους του, τούς ξένους του! Μαύρο νάναι δρομάκι, τόν ρώτησα άν είχε άκούσει ποτέ του τό τέλος του! Καί ή γυναίκα, πού ή φωνή της είχε γίνει άνά μιλάνε γιά κάποιον πύργο δπου έμενε μιά οι­ πόκοσυη καί βαθειά καί πού έμοιαζε σάν μάγισ­ κογένεια Σώου. Σταμάτησε τό κάρο του καί μέ κοίταξε δπως σα πού προφήτευε κάτι κακό, γύρισε άπότομα κι έφυγε. Στάθηκα σ’ έκεΐνο τό μέρος πολλήν άκριβώς κι δλοι οί άλλοι. ώρα κι’ είχαν σηκωθή οί τρίχες τής κεφαλής μου. — Ναι!, μου είπε. Τί θέλεις; Λίγο έλειψε νά χάσω τό κουράγιο μου έκεί­ — Είναι μεγάλο σπίτι; τόν ρώτησα. νες τις στιγμές καί νά γυρίσω πίσω. Μά σκέ­ — Καί βέβαια! Μεγάλο σπίτι! —Έν τάξει!, είπα έγώ. Καί τί άνθρωποι μέ­ φτηκα πώς έπρεπε νά τελειώσω τό ταξίδι πού είχα άρχίσει καί πώς καθήκον μου ήταν νά πα­ νουν έκεΐ; — Τί είπες; ξεφώνισε. Παλαβός είσαι; Τί άν­ ραδώσω τό γράμμα τού πατέρα μου στόν προ­ θρώπους κάθεσαι καί μού τσαμπουνάς; Πού τούς ορισμό του. πεκίνησα λοιπόν πάλι. είδες έσύ τούς άνθρώπους; ('Η συνέχεια στό έρχσμενο) — Τί λές! Έκεΐ κάθεται ό κύριος Έμπενέζερ; —*'Α 1 Ναι! είπε ό άνθρωπος. Ναί, αυτός είν' ■ό άφέντης. Αυτόν λοιπόν γυρεύεις; Τί δουλειά ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ έχεις έσύ, φουκαρά μου, έκεΐ; ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ — Λέω μπάς καί καταφέρω νά βρώ έκεΐ δου­ λειά, είπα κοιτάζοντάς τον δσο πιό μισοκακόμοι­ Κ Α Λ Α Κ Η ρα μπορούσα. — Τί; είπε ό καροτσιέρης τόσο δυνατά, πού Σταδίου 50

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ: ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ

Η

νητ] τΑ ΪΑιη τηη τ’ άληνο τινάντηκε ιΐιηλά. Κητλά!


.Πολύ -πριν τό Γεράκι των * Ινδιών, ένας άνδρείος κουρσάρος του παλιού κά ­ ρου μέ Ιπποτικά αισθήματα •καί βαθύ πατριωτισμό, καταπλεύση στα νερά του ΕΙ ρηνικού, ό θάντεους Γκούντερ, διοικητής ταυ νήσ ου Τζανόκο, είχε πάρει άπό τό Λονδίνο τή διαταγή νά παραδωση τή διοίκησι του νησιού στόν Σέθ Μόργκαν, άντρα τής άνηψ.άς του Παμέλας, καί νά Επιστρέψη στήν Αγγλία, γιατί είχε διαπράξει καταχρήσεις καί άπάνθρωπες σκληρότητες ^ίς ^βάρος τών Ιθαγενών. . Φηιμες -κυκλοφορούσαν, μάλιστα, δτι οί ιθαγενές είχαν Επαναστατήσει.

* 1) "Οταν τό περήφανο καράδι του Γερακίου, ή «Λα δή «Σκάρλετ», άγκυροδόλησε κοντά στήν άκτή τού νησιού Τζανόκο, τό νησί λαμποκοπούσε μέ την άφθονη βλάστησί του κάτω άπό τόν ήλιο, σάν ένα τεράστιο -σμαράγδι. Ό Ιερεμίας, ό μι­ κρός σύντροφος τού Γερακιού., δέ χόρταινε νά κυττάζη. <·|Θά δούμε τους ιθαγενείς καπετάνιε ;» ρω-

2) Κυττάζοντας μέ τό τηλεσκόπιό του, τό Γε­ ρά είδε καπνό νά άνεδαίνη στόν ήσυχο άέ,ρα-μέσα άπό τά δέντρα, κοντά στόν ξύλινο Εμπορικό στα­ θμό των άποίκων. Ι^Διάδολεί, μουρμούρισε. Μου φαίνεται πώς όί φήμες πώς οί ιθαγενείς Επανα­ στάτησαν είναι άληθινές! "Αν είν' Ετσι, οί συμπα­ τριώτες αας, που βρίσκονται μέσα στό σταθμό,


ατ* ΜΙ_

Β

-

ί

ί

ί


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒίΚΐΥ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ πού έχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου

Συνέχεια 2η Πήρα ένα μικρό μονοπάτι, πού μόλις τό ξε­ χώριζες και πού έφερνε στον πύργο. Πολύ λίγο ήταν πατημένο, κι όμως ήταν ό μόνος δρόμος πού πήγαινε κατά κεί. Σέ λίγο, έφτασα μπρός στούς πέτρινους όρθοστάτες ενός θυρωρείου ποϋχε μείνει χωρίς σκεπή καί πού στα πλάγιά, του είχε κάτι οικόσημα. Μια μεγάλη είσοδος έδινε την έντύπωση πώς κάποτε είχε αρχίσει χωρίς ποτέ να τελειώση,. Αντί για πόρτες από σψυρηλατημένο σίδερο, είχαν στερεώσει μέ ξερό χόρτο δυό καλαμωτές καί, καθώς δεν ύπήρχε ούτε φράχτης στόν κήπο ούτε κανένα άλλο σημάδι πού να δείχνη πώς ύπήρχε δρόμος χαραγμένος, άκολούθησα τό μονοπάτι πού είχα πάρει πρίν, καί πού τώρα περνούσε δεξιά απ’ τούς στύλους τής πόρτας, καί τράβηξα κατά τό σπίτι. "Οσο πιο κοντά πήγαινα, τόσο πιο μελαγχο­ λικό μού φαινόταν τό -σπίτι, "έμοιαζε σαν πτέ­ ρυγα ένός σπιτιού, πού είχε μείνει μισοχτισμένο. Τό επάνω πάτωμα ήταν ξέσκεπο. μέ τόν ουρανό για στένη, κι ή σκάλα ήταν κι αυτή μισοτελειω­ μένη. Τα περισσότερα σκαλιά της δέν είχαν κάγ­ κελα. Πολλά παράθυρα ήταν χωρίς τζάμια κι* οί νυχτερίδες μπαινόβγαιναν όπως τά περιστέ­ ρια στόν περιστεριώνα. Είχε πια νυχτώσει όταν- έφτασα, καί σέ τρία παράθυρα ποϋταν πολύ ψηλά καί στενά, κλεισμέ­ να μέ γερά κάγκελα, άρχισε να άχνοφέγγη τό τρεμουλιαστό φως μιας αδύναμης φωτιάς. Αυτός λοιπόν ήταν ό πύργος πουχα έρθει να βρω; Πίσω άπ’ αυτούς τούς θλιβερούς τοίχους θάβρισκα τούς καινούργιους μου φίλους καί θά­ νοιγε ή τύχη μου; Γιατί στο πατρικό μου σπίτι, στο ’Έσεντην, ό καπνός πού έβγαινε απ’ τή φω­ τιά φαινόταν ένα μίλι μακριά, κι ή πόρτα μας ή­ ταν ανοιχτή σέ κάθε διαβάτη; Προχώρησα δισταχτικά καί, καθώς είχα τεν­ τώσει τ* αύτιά μου, άκουσα κρότο άπό πιατικά, κι ένα ξερό θυμωμένο βήχα πού ξέσπαγε κάθε λίγο καί λιγάκι. Τίποτ’ άλλο δέν άκουγόταν, — ούτε ήχος κουβέντας, ούτε γάβγισμα σκυλιού. Ή πόρτα, όσο μπορούσα νά ξεχωρίσω στο άδύναμο φως, ήταν ένα χοντροκομμένο ξύλο γε­ μάτο καρφιά. Σήκωσα τό χέρι μου μέ μισή καρ­ διά καί χτύπησα μιά φορά. Καί περίμενα. Στό σπίτι είχε πέσει νεκρική σιγαλιά. "Ενα όλόκληρο λεπτό πέρασε καί τίποτα δέν τάραξε τή βα­ θιά έκείνη σιωπή, έκτος απ’ τις νυχτερίδες πού πετούσαν έπάνοο άπ* τό κεφάλι μου. Χτύπησα κι άφουγκράστηκα πάλι. Όλόγυρα ήταν άπλωμένη τόση ήσυχία καί τ* αυτιά μου τάχα τόσο πο­ λύ τεντώσει, ώστε άκουγα τό αργό τίκ - τάκ έ­ νός ρολογιού μέσα στό σπίτι. Σίγουρα, ό άν­ θρωπος πού έμενε έκεΐ θάπρεπε νάχε κρατήσει καί τήν άνάσα του ακόμα. . . Μού ήρθε γιά μιά στιγμή ή σκέψη νά τό βά­ λω στά πόδια, στό τέλος όμως νίκησε ό θυμός κι άρχισα νά σπρώχνω καί νά κλωτσώ τήν πόρ­ τα καί νά φωνάζω δυνατά τόν κύριο Μπάλφουρ. Είχα βάλει όλη μου τή δύναμη σ’ αυτή τή δου­

λειά όταν, άκριβώς έπάνω άπ* τό κεφάλι μου, άκουσα κάποιον νά βήχη. Πηδώντας προς τά πί­ σω, είδα καθαρά, σ’ ένα παράθυρο τού πρώτου πατώματος, ένα άντρικό κεφάλι μ* έναν μεγάλο σκούφο άπ’ αυτούς πού φορούν τή νύχτα, καί τή μπούκα ένός ντουφεκιού. — Τόχω γεμάτο!, είπε μιά φωνή. —"Εφερα ένα γράμμα γιά τόν κύριο Έμπενέζερ Μπάλφουρ τού Σώου, εΐπα έγώ. Έδώ είναι; — Ποιός τού τό στέλνει; — Ούτε έδώ κοντά εΐν’ αυτός, ούτε καί μακρυά, είπα έγώ πού είχα άρχίσει νά γίνωμαι θη­ ρίο απ’ τό θυμό μου. — Καλά, μού άποκρίθηκε, ρίξ’ το κάτω απ’ τήν πόρτα καί πήγαινε στό καλό. — Δέν πρόκειται νά σ’ ακούσω, φώναξα δυ­ νατά. Αυτό τό γράμμα θά τό δώσω στά χέρια τού κυρίου Μπάλφουρ, όπως μέ πρόσταξαν νά κάμω. Αυτό έδώ είναι συστατικό γράμμα. —*Τί είναι, είπες; ξεφώνισε άγρια αυτός. — Συστατικό γράμμα. —* Ποιός είσαι σύ; — Δέ ντρέπομαι νά πώ τ’ όνομά μου, άποκρίθηκα έγώ. Μέ λένε Ντάβιντ Μπάλφουρ. Φαίνεται πώς ό άνθρωπος τάχασε, γιατί ά­ κουσα άμέσως νά σέρνη τό ντουφέκι μέσα καί σέ λίγο νά μού λέη μέ άλλαγμένη φωνή: — Πέθανε ό πατέρας σου ; Μού φάνηκε τόσο παράξενο αυτό, πού έχασα τή λαλιά μου κι* άπόμεινα έκεΐ μ’ άνοιχτό τό στόμα, χωρίς νά μπορώ νά βγάλω λέξη. — Βέβαια, είπε ύστερα .μονολογώντας, δέ χω­ ράει άμφιβολία, πρέπει νάχη πεθάνη γι’ αύτό ήρ­ θες καί σύ νά χτυπήσης τήν πόρτα μου. Σταμάτησε λίγο κι’ ύστερα ξανάπε: —Έν τάξει, φιλαράκο, κόπιασε μέσα! Καί χάθηκε πίσω άπ’ τό παράθυρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΙΓΕΣ στιγμές αργότερα, ακούστηκε θόρυβος άπό αλυσίδες καί σύρτες κί’ ή πόρτα άνοιξε μέ προσοχή κι* έκλεισε πάλι πίσω μου, ευθύς μό­ λις μπήκα. — Πήγαινε στήν κουζίνα καί μήν άγγίξης τί­ ποτα, άκούστηκε μιά φωνή. Κι* ένώ έκεΐνος ό άνθρωπος προσπαθούσε νά ξαναοψαλίση, τήν πόρτα, έγώ προχώρησα ψαχουλεύοντας καί μπήκα στήν κουζίνα. Στό τζάκι έκαιγε μιά φωτιά καί, στή λάμψη της, άντίκρυσα τό πιο γυμνό δωμάτιο πουχα δή στή ζωή μου. Στά ράφια ήταν μιά ντουζίνα πιά­ τα. Τό τραπέζι ήταν στρωμένο γιά τό δείπνο. Εί­ δα ένα κύπελλο μέ χυλό, ένα κουτάλι άπό κέρα­ το, κι* ένα ποτήρι μέ ξανθή μπίρα. Έκτος άπ’ αυτά, τίποτ’ άλλο δέν ύπήρχε σ’ αύτό τό πελώ­ ριο άδειο δωμάτιο μέ τό πέτρινο ταβάνι, παρά

Λ

(Συνέχεια στην προτελευταία σελίδα)

; ί| ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ■ !Ι ΜΕΝ Ο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

!

ΓΡΑΦΕΙΑ Σταδίου 50 Β ιβλιοπωλεΐον Καλψάκη ΧΡΟΝΟΣ Α' —ΤΕΥΧΟΣ 2 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουρας Διευθύνσεις συμφώνως τέρ Νόμ<ρ : ΔιευθυντοΟ Σ. ’Ανεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προϊστ. Τυπσγρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9

ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: ’Ετησία 80.000 — 'Εξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


ΤΟ ΚΑΠΡΟ

ΤΟΥ ΚΟΥΡΧΑΡΟΥ

1) Ό Μαρκήσιος Μονρόν, άπεσταλμένος δή­ θεν του Βασιλιά της Γαλλίας, φυλακίζει τόν Κύ­ βε ρνήττ) της Μαρτινίκας Ντέ Φοντενέλ και ξανα­ φέρνει στό νησί τό καθεστώς της δουλε'ίο:ς. Ό Καπετάν Μπόρας δμως, θρολλικός Γάλλος ναυτικός, κατορθώνει να άνακαλύψη ότι ό Μονρόν εϊναι στήν πραγματικότητα "Αγγλος καί όνομάζεται Μορντάουντ. Ό Μπόρας .μεταμφιέζεται καί κα­ τορθώνει να κυριεύση στο πέλαγος τό καράβι του Μορντάουντ καί τώρα μέ δυό καράβια έτοιμάζεται νά μπή μέ πανουργία στό Κάστρο του Σαίν-Πιέρ. Στήν ιέπίθεσι αυτή θά τόν υποστη­ ρίξουν άπό τό μέρος της στεριάς οι Γάλλοι άποικοι μέ έπικεφαλής τόν Γκρανβίλ, πού ό Μορντά­ ουντ έχει κάψει τό άγρόκτημά του.

2) "Οταν τά δυό καράβια άγ,κυροβόλησαν στό λιμάνι τού Σαίν - Πιέρ, ό Καπετάν Μπόρας έδωσε τις τελεύΐαίες όδηγίες στους άντρες του* «Καταλάβατε δλοι, έ; Ό Λάγκ θά μείνη μέ με­ ρικούς άντοες στό καράβι τού Μορντάουντ γιά νά έμποδίση τούς αιχμαλώτους νά κάνουν καμμιά άνοησία. Οί υπόλοιποι θά δράσουμε γοργά · καί κεραυνοβόλα!» . .

3) Μέ τό πιό άδιάφορο καί άθωο ύφος του κόσμου, ό Καπετάν Μπόρας καί οι άντρες του πέρασαν τή σανίδα καί πάτησαν τό πόδι τους στή στεριά. "Ολοι όσοι παρακολουθούσαν αυτή τήν άπόβασι νόμιζαν πώς ήσαν ό Καπετάν Μπρουνο καί τό πλήρωμά του, μολονότι άναριωτιόνταν γιτί ήσαν όλοι τους τόσο Παρειά ώπλισμένοι.

4) Επάνω στό καράβι τού Μορντάουντ, ό Λάγκ κΓ οί άντρες του φρουρούσαν άγρυπνα τούς αιχμαλώτους. Δέν πρόσεξαν δμως δτι ένας άτι* αυτούς κατάφερε νά βγή άπό τό άμπάρι καί νά άνεβή στό κατάστρωμα, δπου τώρα γλυστροΰσε άπό κουλούρα σέ κουλούρα καί άπό κοσάρτι σέ κατάρτι. ΤΗταν ό άνθρωπος πού είχε άκούσει τό σχέδιο τού Μπόρα.

'5·) Ξαφνικά, ό άνθρωπος πήρε φόρα, άνέβηκε έπάνω στήν κουπαστή καί μέ μιά θεαματική βου­ τιά ρίχτηκε στή θάλασσα. Οί άντρες τού Καπε­ τάν Μπόρα είδαν τόν άνθρωπο νά ξεμακροτίνη πρός τή στεριά μέ μεγάλες καί γοργές άπλωτές, μά δέν τόλμησαν νά πυροβολήσουν^ γιά νά μή κάνουν τόν Μορντάουντ νά ύποψιαστή τίποτα.

6) "Ο δραπέτης βγήκε στή στεριά καί άρχισε νά τοέχη μ* όλη του τή φόρα πρός τό κάστρο, δπου βρισκόταν ό Μορντάουντ. "Επρεπε νά φτάση έκεΐ πριν άπό τόν Καπετάν Μπόρα καί νά ει­ δοποίηση τόν Μορντάουντ γιά τήν πανουργία, πού θά χρησιμοποιούσε ό Γάλλος γιά νά κυριευση τό φρούριο τού Σαίν - Πιέρ καί νά συλλάβη τόν Μορντάουντ.


7) (Περπατώντας άργά και ήρεμα και μέ ϋψος φίλων πού Επισκέπτονται φίλους, ό Καπετάν Μπόρας καί τά παλληκάρια του διέσχισαν την πόλι καί έφτασαν μπροστά στή μεγάλη πάλη τοΰ κάστρου. ιΕΙχε φτάσει ή μεγάλη στιγμή. *Η Επι­ τυχία του σχεδίου τοΰ Γάλλου θά κρινόταν άπό τή φυσικότητα, μέ τήν όποια αύτός θά έπαιζε τό οόλο του.

9) Στό μεταξύ όμως Επάνω, στό διαμέρισμα τοΰ Μορντάουντ, ό άνθρωπος, πού είχε ξεφύγει κολυμπώντας, διηγόταν στόν "Αγγλο αύτά πού είχαν συμβή. Ό Μορντάουντ άνασκίρτησε κατά­ πληκτος. «Πως! Ό Καπετάν Μπόρας καί ό Μπροΰνο είναι τό ίδιο πρόσωπο; Τί; Κυρίευσε τό καράβι μου καί αιχμαλώτισε τούς άντρες μου; Διάβολε!»

8) Ό Μπόοας σήκωσε τό χέρι του καί κ ά­ λεσε έναν άπό τούς -φρουρούς. «"Έ! Φίλε! Πήγαιν; νά πης σ’όν Έξοχώτατο Κύριό σου πώς ό καπί’άν ος Μπρ ου\ο θέλει νά τόν δη άμέσως. "Εχε νά τοΰ άλ'ίγνείλη μιά Εξαιρετικά εύχάριστη εΐδησι. ...» Ό Μπόρας βρισκόταν πιά κοντό στο σι οπό του. Σι^ά-σιγά οί άντρες του πλη­ σίαζαν τούς φρουρούς του "Αγγλου.

10) Τρελλός άπό θυμό καί άπόγνωσι ό Μορ­ ντάουντ, ό ψευτο - Απεσταλμένος τοΰ Βασιλιά της Γαλλίας, ώρμησε στό παράθυρο, άπ’ όπου φαινό­ ταν ή υε^/άίλη πύλη τοΰ κάστρου τοΰ Σαίν-'Πιέρ. «Φοουοά, στά όπλα!, ούρλιαζε. Πιάστε αυτόν τόν Μπρο νο καί τούς κατεργάρηδες πού έχει μαζί του. Εΐναι ό Καπετάν Μπόρας! Σκοτώστε τους σάν σκυλιά!»

ψ· Μ 11) Ό Καπετάν Μπόρας άκουσε τις φωνές τοΰ Μορντάουντ καί πήρε άμέσως τήν άπόφασι νά έπιταχύνη την έπίθεσί του καί νά δράση κεραυνοβόλα. Τράβηξε τό σπαθί του καί ώρμησε μπροστά, ουρλιάζοντας: «Εμπρός, παιδιά! "Ε­ φτασε ή ώρα νά τσακίσουμε τόν τύραννο! Σ άρώστε μου αύτό τό άσκέρι των κακούργων πού μο­ λύνει τόν τόπο!»

12) Καί οί Γάλλοι θαλασσόλυκοι, άφήνοντας μιά τρομερή πολεμική Ιαχή, ρίχτηκαν Επάνω στούς φρουρούς τοΰ κάστρου, πριν αυτοί προλάβουν καλά - καλά νά πάρουν θέσεις. *Η συμπλο­ κή πού Επακολούθησε ήταν αιματηρή. Ό Καπετάν Μπόρας χύμησε άνάμεσα στούς φρουρούς κοεζ στριφογυρίζοντας γοργά τό σπαθί του, άρ­ χισε νά σκορπά τόν θάνατο.


113) Βέβαια, ό Μπόρας υπολόγιζε πολύ στό στοιχείο του αιφνιδιασμού για τήν έπιτυχια του σχεδίου.του. Σκόπευε νά εισχώρηση ψιλικά μέσα στό κάστρο καί νά χτυπήση τούς φρουρούς τή στιγμή πού δέ θά τό περίμεναν. Μά καί πάλι, ή όρμή των άντρων του ήταν τέτοια, ώστε οί ψρουιροι — μολονότι πιό πολλοί — άρχισαν να κάαπτωνται.------------------------------------------------------

14) Μερικοί άπό τούς ναύτες κατώρθωσαν νά σκαρφαλώσουν ώς τις έπάλξεις τού κάστρου καί, έκεί έπάνω, γύρω άπό τά μεγάλα, βαρειά κανόΜα, άρχισε ή άγρα μάχη μέ σπαθιά, πιστόλια, Γάντια καί γροθιές. Τό πλεονέκτημα των Γάλλων, δηλαδή ή όρμητικότητά τους καί ή ευστροφία τους, έξουδετέρωσε κι* έκεί την άριθμητική υπε­ ροχή των άλλων.

ο| 15) Δυό άπό τά παλληκάρια τού Καπετάν Μπόρα έκυρίευσοτν ένα άπό τά κανόνια, σκοτώ νοντας τούς κανονιέρηδες. "Επειτα έστρεψαν το κανόνι πρός τό κάστρο κι* άρχισαν νά χτυπούν άδυσώπητα τούς υπερασπιστές του μέ τό ίδιο τό κανόνι τους. . . ηαψνικά, ό Μπόρας διαπίστωσε πώς τό κάστρο είχε αδειάσει!

16) Ό Μορντάουντ καί ή φρουρά είχαν ξεφυγε άπό μια μυστική πόρτα. Άπό τις έπάλξεις οί Γάλλοι είδαν τή φρουρά νά παίρνη τό δρόμο πού ώδηγοΰσε στον παλιό πύργο τού Ντέ Φοντενέλ, πού υψωνόταν στήν κορυφή ένός γειτονικού λόφου. Ό πύργος ήταν σχεδόν άπόρθητος. *Η μάχη δεν είχε άκόμα κερδηθη. . .

17) Ό Καπετάν Μπόρας καταλάβαινε τώρα άτι τό παιχνίδι είχε γίνει πιό δύσκολο καί πιό άμφϋδολο. Ό Γκροινδίλ καί οί έπαναστατημένοι ά^οικοί του δέν είχαν μπορέσει νά φτάσουν έγκα'ίρως γιά νά πάρουν υέρος στή μάχη, δπως είχοεν συμφωνήσει. Δέν έμενε παρά νά πολιορκή­ σουν τόν άρχαΐο πύργο κι' αυτό θά άπαιτούσε πολύ χρόνο.

18) Πέρασαν μερικές μέρες. Οί φρουροί, πού ή σαν τοποθετημένοι στις έπάλξεις τού πύργου τού Ντέ Φοντενέλ, έβλεπαν κάτω στόν κάμπο άδιάκοπεο μετακινήσεις. Βάρκες χωρίς καρένα, γε­ μάτες ένοπλους άντρες, περνούσαν τά έλη πού έζωναν τούς πρόποδες τού λόφου, δπου βρισκό­ ταν ό πύργος. Ό Μορντάουντ άρχισε νά άνησυχή.


19) Στις πλαγιές, έξ άλλου, πού οδηγούσαν στό κρησφύγετο του ψευτο - Μαρκήσιου Μονρόν, πυκνές περίπολοι γλυστρουσαν τΙς νύχτες, σαν φαντάσματα πολεμιστών, πού εΐχαν πεθάνει αιώ­ νες πριν. Γύρω άπό τόν άρχαϊο πύργο, ό κλοιός των πολιορκητών γίνεται δλο καί π ιό στενός. Ή ώρα της μεγάλης έπιθέσεως πλησιάζει.

20) Ό Καπετάν Μπάρας κΓ ό άρχηγός τών Γάλλων άποίκων Γκραν&Ιλ έστησαν τη σκηνή τους σ’ ένα σημείο , άπομονωμένο άπό τό υπόλοιπο στρατόπεδο, πολύ κοντά στις έπάλξε-ις του πύρ­ γου.· Κάθε πρωΐ, οί δυό άρχηγοί έκαναν μιά βόλ­ τα γύρω άπό τόν πύργο κ:’ έπειτα χώνονταν πά. λι στή σκηνή τους, όπου σίγουρα περνουσοιν τήν ώρα τους μέ τά χαρτιά.

21) Ό Μορνηάουντ πρόσεξε αύτή τή λεπτο­ μέρεια καί ένα διαβολικό σχέδιο γεννήθηκε στό ιιυαλό του.’ Κάλεσε άμέσως τόν υπασπιστή του ’Τζών καί του είπε: ^Βλέπεις έκείνη τή σκηνή; Απόψε θά πας να συλλάβης αύτούς πού μένουν σ’ αύτή. "Αν ό Καπετάν Μπόρας κΓ δ Γκρανδίλ πέσουν στά χέρια μου, ή νίκη θά είναι μαζί μας!»

22) Ή νύχτα έπεσε καί τρεις άντρες βγαί­ νουν κρυφά άπό μιά μικρή πόρτα του πύργου καί γλυστρουν άθόρυδα, σαν ίσκιοι άνάμεσα ατούς ίσκιους, προς τό μοναχικό δέντρο/ κάτω άπό τό όποιο είναι στημένη ή σκηνή του Καπε­ τάν Μπόρα. ^Σιγά - σιγά!,, ψιθυρίζει ό ένας. Πρέπει να πέσουμε έπάνω τους αιφνιδιαστικά. . .»

23) "Ενα φώς είναι* άναμμένο μέσα στή σκηνή καί έπάνω στό φωτισμένο πανί της διαγράφον­ ται οί σιλουέττες του Γκραν&ίλ καί του Καπετάν Μπόρα. ΟΙ δυό άρχηγοί τών πολιορκητών είναι καθισμένοι, σιωπηλοί καί φαίνονται βυθισμένοι σέ στοχασμούς. Στό στρατόπεδο, λίγο πιό πέρα, κα­ νένας δέν υποψιάζεται πώς οί άρχηγοί κινδυ--^ νεύουν...

24) Ό Τζών πλησιάζει έρποντας στή σκηνή καί, μέ μιάν άπότομη κίνησι, παραμερίζει τό φύλ­ άρχισε λο της πόρτας. <Ακίνητοι, φίλοι μου. . νά λέη, καί σώπασε μπροστά στό θέαμα πού άντίκρυσε. ΟΙ σιλουέττες πού είχε δη προέρχονταν άπό δυό. . . σκιάχτρα, ντυμένα μέ τά ρούχα του Μπόρα καί του Γκρανβίλ. «Τήν πάθαμε!» φώ­ ναξε.


V /, ' /

"· ■

I

25) Μά οΐ έκπλήξεις δέν σταμάτησαν έκεΐ. Μια έπιτακτική φωνή, πού άντήχησε πίσω άπό τούς άνθρώπους τού Μορντάουντ, τούς έκανε νά γυρίσουν και νά άντικ ράσουν τον Καπετάν Μπά­ ρα μαζί μέ μερικά άπό τά παλληκάρια του. «"Ησυχα, άγαπητοί μου!, είπε σαρκαστικά ό Γάλλος. Στήν πρώτη λέξι πού θά ξεστομίσετε, θά πεθάνετε!»

ζο) ΟΙ άνθρωποι τού Μορντάουντ δέθηκαν καί φιμώθηκαν καί ό Μπάρας μέ τούς άντρες του πλη­ σίασαν στή μικρή πόρτα, δπου ένας φρουρός είχε τοποθετηθη. Δέν ύποψιάστηκε τί είχε συμβή καί μόνο όταν οί άλλοι έφτασαν κοντά του κατάλαβε καί θέλησε νά φωνάξη. Μιά γροθιά όμως τού Μπάρα τόν σώριασε χάμω.

27) Ό δρόμος ήταν έλεύθερος. ΟΙ Γάλλοι θαλασσόλυκοι μπήκαν στόν πύργο καί χώθηκαν μέσα σ' έναν μακρύ καί σκοτεινό διάδρομο, πού ώδηγοΰσε στό διαμέρισμα τού πυργοδεσπότη. "Ε­ νας- δυό φρουροί, πού βρέθηκαν στό δρόμο τους, έξωντώθηκαν άθόρυβα, πριν προλάβουν νά καλέσουν τή φρουρά στά όπλα.

28) Μέσα στό διαμέρισμά του, ό Μορντάουντ περίμενε άνυπόμονα. Είχε δη άπό τό παράθυρό του τούς Γάλλους νά διασχίζουν τήν αύλή τού πύργου καί είχε άνασκιρτήσει άπό ένα ξαφνικό συναίσθημα θριάμβου, νομίζοντας1 πώς κρατούσε πιά τόν Μπόρα. Καί τότε ΐ) πόρτα άνοιξε κΓ ό Μπόρας μπήκε.

29) Ό. Μορντάουντ άναπήδησε σάν νά τόν εί­ χαν τσιμπήσει μέ μαχαίρι-στήν πλάτη. Ό Καπεταν Μπόρας, ό άδυσώπητος έχθρός του, ό άνθρω­ πος πού ήταν σίγουρος πώς θά κρεμούσε τήν άλλη αέρα, στεκόταν μπροστά του μ* ένα σπαθί στό χέού μαζί μέ τούς άνθρώπους του. <Βοήθεια!, ούρλιαζε. Στά όπλα! Στά δπλα, φρου­ ροί!»

30) Στις φωνές του, άπό κάθε πόρτα προσ­ τρέχουν δεκάδες φρουροί καί μιά λυσσασμένη μά­ χη ξεσπα μέσα στις αίθουσες -καί στούς άπέραν­ τους διαδρόμους του πύργου. Ή μάχη παίρνει άπό στιγμή σέ στιγμή .μεγαλύτερη έκτασί, κα­ θώς ο I άντρες τού ιΜπόρα, πού είχαν μείνει πίσώ, στό στρατόπεδο, μπαίνουν άπό τή μικρή πόρτα πού είχε μείνει άνοιχτή. ...


3:1) Μέσα στο Ιδιαίτερο γραφείο του Μορντάουντ, 6 Μπόρας καί ό "Αγγλος Απατεώνας δια­ σταυρώνουν τα σπαθιά τους, Ανάμεσα στους Ανθρώπους τους που μάχονται γύρω. Ό Μορντάουντ είναι Επιδέξιος καί Επικίνδυνος ξιφομάχος, μά, βλέποντας άτι οι άντρες του Εχουν Αρχίσει νά κάμπτωνται, διατάζει τήν έκκένωσι του πύρ­ γου.

32) Γιά μιά φορά Ακόμα, ό Μορντάουντ κατώρθωσε νά ξεφύγη. Μέ τή φρουρά του, πού Εξα­ κολουθούσε νά είναι πολυάριθμη καί Ισχυρή, κατέφυνε έπάνω στα βουνά, δπου έγ κατέστη σε τό στρατόπεδό του. θά χρειαστούν μήνες, Ακόμα καί κάτω άπό τις πιό ευνοϊκές ^συνθήκες, γιά νά συν­ τριβή ό στρατός αύτός τών εισβολέων.

33) Άπό Εκείνη τή στιγμή, άρχισε Ενα Αδυ­ σώπητο κυνηγητό. Ό Γκρανβίλ άπό τή στεριά κι* ό Καπετάν Μπόρας άπό τή θάλασσα, ψάχνουν νά βρουν τό κρησφύγετο του Μορντάουντ καί νά του καταφέρουν τό Αποφασιστικό χτύπημα. ΤΑ δυό καράβια των Γάλλων πλησιάζουν μιά μέρα σ’ Ενα Ερημο σημείο της Ακτής του μεγάλου νη­ σιού.

34) Σιωπηλά καί Αθόρυβα, μιά όμάδα άπό εύσωμους άντρες Αποβιβάστηκε στήν Ακτή καί τά πλοΐα ξεμάκρυναν πάλι. Οί λίγοι Εκείνοι άν­ τρες είχαν μιά σοβαρή καί έπι-κίνδυνη Αποστολή: νά παρακολουθήσουν τό Εχθρό Από μέρος σέ μέ­ ρος καί νά τσακίσουν τά νεύρα του παρενοχλώντας τον Αδιάκοπα καί καταστρέφοντάς του τά Εφόδια.

35) Ή όμάδα αύτή των τολμηρών Ανθρώπων χώθηκε μέσα στήν πυκνή καί παρθένα ζούγκλα τής Μαρτινίκας, μέ κατεύθυνσι τά βουνά. "Επρε­ πε νά φτάσουν στα πόδια των βουνών, πριν βραδυάση. Άλλοίμονό τους άν τούς Εβρισκε ή νύ­ χτα μέσα στήν Αφιλόξενη καί έχθική ζούγκλα. «*Απόψε, είπε δ Μπόρας, ό Μορντάουντ δέ θά χοιμηθή ήσυχα».

36) "Επειτα άπό μιά πολύωρη καί Εξαντλη­ τική πορεία, οί Γάλλοι Εφτασαν Επάνω σ’ Εναν βράχινο ^.όφο. Ένα ύπέροχο πανόραμα Απλώθη­ κε κάτω άπό τά πόδια τους. Καί νά! Έπάνω σ’ Ενα πλάτωμα, πρός τά δεξιά, ξεχώρισαν μιά κα­ τασκήνωσή ΤΗταν τό στρατόπεδο του Μορντά­ ουντ, ό προορισμός τών Γάλλων ναυτικών.


37) Στό μεταξύ, μέσα στή σκηνή του, 6 Μορ· ντάουνΓ περνά δύσκολες στιγμές. Ανησυχεί για τήν κατάστασί του και φοβάται δτι, Αργά ή γρή­ γορα, %δ Καπετάν Μπόρας θά τόν βρή καί θά έπιτεθή. «Πρέπει νά στείλω νά ζητήσω* ένισχύσεις άπό τήν Αγγλική βάσι του Σαίν Κριστόφ» σκέφτηκε. Κα'ι κάλεσε έναν έμπιστό του.

3β) Ό Ρόναλντ, ό Απεσταλμένος του Μορντάουντ, κατάφερε νά περάση Ανάμεσα στίς γραμμές των Γάλλων καί νά φτάση ώς τήν Ακτή, όπου ήξερε που ήταν κρυμμένη μια βάρκα. "Εκα­ νε Αμέσως πανιά καί ξεκίνησε μέσα στή νύχτα, θά προλάβαινε;, θά έφταναν οί ένισχύσεις Από τό Σαίν Κριστόφ έγκαίρως στό νησί της Μαρτι­ νίκας;

39) Νά τό Σαίν Κριστόφ, πού είναι ξαπλωμέ­ νο νωχελικά κάτω Από τά χάδια του ήλιου, πού Ανατέλλει. Τό ταξίδι ήταν εύνοίκδ καί, άν ό ά­ νεμος έξακολουθήση νά είναι πρύμι ς, η βάρκα θά βρίσκεται έκεΐ σέ λίγες ώρες, Ο Ρόναλντ Αναρωτιέται: Πώς θά τόν δεχτής ό Κυβερνήτης; θά στείλη τις ένισχύσεις πού ζητεί 6 Μορντάουντ;

40) Αμέσως μόλις έφτασε, δ Ρόναλντ πα­ ρουσιάστηκε στόν Σέρ Τόμσον, τόν Κυβερνήτη του Σαίν Κριστόφ, καί του παρέδωσε τό μήνυμα του Μορντάουντ. «Μάλιστα, Έξοχώτατε, είπε. ΟΙ Γάλλοι έπετέθησαν^ξαφνικά έναντίον τής μικρής δμάδας μας καί μάς Ανάγκασαν νά καταφύγου­ με στά βουνά, Αφού σκότωσαν πολλούς δικούς μας!. ..»

41) Ό Σέρ Τόμσον έγινε έξω φρένων: «Πολύ καλά, εΓπε. θάρθουμε νά δώσουμε ένα καλό αάθημα σ' αυτούς τούς Γάλλους!. .. Αλήθεια, αή^ πως Ακούσατε πουθενά γιά κάποιον Μορντάουντ; "Έχω διαταγές άπό τό Λονδίνο νά τόν σιλλόβω ώς προδότη τής Αγγλίας καί ως δολοφόνο έ\ός διακεκριμένου Γάλλου διπλωμάτου, του Μαρκησίου Μονρόνί»

42) Ό Ρόναλντ πήρε άθό& ύφος. «Μορντά­ ουντ; "Οχι! Αγνοώ έντελώς τό όνομα αύτό!» «Τόσο τό χειρότερο, είπε δ Σέρ Τόμσον. Γιά τήν ώρα. έκείνο πού προέχει είναι νά έλευθερώσουμε τούς συμπατριώτες μας. Δέν θά μπορέσω όμως νά έρθω στή Μαρτινίκα πριν Από τέσσερις μέ­ ρες. Δόστε μου πληροφορίες σχετικά μέ τήν κατάστασι... *


43) Στό μεταξύ, ή .μικρή παρενοχλητική ύμάόα τού Καπετάν Μπόρά προχωρούσε προς τό πλάτωμα, δπου βρισκόταν τό στρατόπεδο τού Μορντάουντ. "Εκαναν τόν γύρο τής γρανίτινης βάσεως τού λόφου, ώοπου βρήκαν ένα σημείο κατάλληλο γιά νά σκαρφαλώσουν. Σαν άγριοκάτσικα, οΐ Γάλλοι άνεβαίνουν τήν άπότομη πλα­ γιά.

44) "Εφτασαν έπάνω στό πλάτωμα καί συ­ σπειρώθηκαν πίσω άπό τούς βράχους. Γλυστρώντας σαν φίδια, γιά νά μήν τραβήξουν τήν προσο­ χή των φρουρών, οί άντρες τού Μπάρα προχώρη­ σαν πρός τό στρατόπεδο των μισθοφόρων τού Μορντάουντ. «'Εσείς, είπε ό Μπόρας στους συν­ τρόφους του, θά χτυπήσετε τούς άλλους. Έγώ θά άπασχοληθω μέ τόν ίδιο τόν Μορντάουντ!»

45) "Ολοι άναπαύονται μέσα στις σκηνές. Ξα­ φνικά μιά όμοβροντία άντηχεί άπό τή νότια πλευ­ ρά τού στρατοπέδου. ΟΙ μισθοφόροι τού Μορ­ ντάουντ τινάζονται έξω άπό τις σκηνές τους καί τρέχουν πρός τό μέρος τής δμοβροντίας. Ό Κα­ πετάν Μπόρας βρίσκει τήν ευκαιρία πού ζητούσε. Μέ δυό πηδήματα φτάνει μπροστά στή σκηνή του Μορντάουντ.

Τήν ίδια στιγμή, ό Μορντάουντ κάνει νά βγή άπό τή σκηνή του καί οί δυό θανάσιμοι Αντίπαλοι πέφτουν ό ένας έπάνω ιστόν άλλον και μιά πάλή ζωής καί θανάτου άρχιζει. Ό Μπόρας κι* Μορντάουντ,, χωρίς νά τό ικαταλαβαίνουν, κυλούν πρός τό χείλος ένός πανύψηλου γκρε­ μού, πού χάσκει λίγο πιό πέρα άπό τό στρατό­ πεδο!

47) Καί τό άναπόφευκτο συνέβη.!. Οί δυό άν­ τρες έφτασαν στό χείλος τού γκρεμού, Ανταλλάσ­ σοντας τρομερά χτυπήματα, έχασαν τήν ισορρο­ πία τους κοοί, τήν έπόμενη στιγμή, άρχισαν νά τα­ ξιδεύουν πρός τά κάτω. *0 Καπετάν Μπόρας ίτ σφίξε τά δόντια του, περιμένοντας νά χτυπήση έπάνω σέ βράχους, ένω ό Μορντάουντ κλαψού­ ριζε.

48) Μά ή τύχη τους ήταν μεγάλη. Τά κορ­ μιά τους δέν διαμελίστηκαν χτυπώντας έπάνω σέ βράχους, άλλά έπεσαν μέ πάταγο στα νερά ένός ποταμού, πού περνούσε άπό τή βάσι τού γκρε­ μού. Ζαλισμένος άπό τό φοβερό πέσιμο, ό Κα­ πετάν Μπόρας ένοιωσε τό κορμί του νά βουλιάζη κι’ έπειτα νά άνεβαίνη μέ φόρα στήν επιφάνεια.


49) Είδε τότε, λίγα ,μέτρα πιό πέρα, τόν Μορντάουντ νά βγαίνη κι* αύτός στήν έπιφάνεια και νά κατευθύνεται άμέσως πρός τήν όχθη, γιά νά ξεφύγηι. Μά ό Γάλλος θαλασσόλυκος δέν είχε σκοπό ν’ άφήση αυτή τή φορά να του ξεφύγη 6 άντίπαλός_ του. «"Ε, στάσου, του φωνάζει. Μή φεύγεις! Ξέχασα νά σε συγχαρώ γιά τήν ώραία βουτιά!»

50) Ρίχτηκε ξοπίσω του κι* ένα τρελλό καί σχεδόν κωμικό κυνηγητό άρχισε μέσα ατά νερά. "Αν 5έν βλαστημούσαν κΓ οί δυο άγρια, θά νό­ μιζε κανείς πώς είχαν ξαναμωραθή κι* έπαιζαν. Στο τέλος, ό Καπετάν Μπόρας άρπαξε τόν τύ­ ραννο της Μαρτινίκας άπό τό γιακά τού σακκακιού του καί τόν τράβηξε στήν όχθη.

51) Πενήντα μέτρα πιό πέρα, μέσα σ’ ένα.ξέφωτο, ήταν χτισμένη μια ξύλινη καλύβα. Ό Κα­ πετάν Μπόρας ώδήγησε έκεΐ τόν αιχμάλωτό του γιά νά ξεκουραστούν, πριν πάρουν τόν μακρύ δρόμο, που θά τούς έφερνε πίσω στην άκτή καί στά καράβια των Γάλλων. Ό Μπόρας είναι ένθουσιασμένος μέ τήν έπιτυχία της άποστολής του.

52) "Αναψαν μιά φωτιά γιά νά στεγνώσουν τά ρούχα τους, πριν ξεκινήσουν. «"Εφτασε ή ώρα νά πλήρωσής τά κακουργήματά σου, Μορντά­ ουντ!», είπε ό Μπόρας. Μά ό "Αγγλος δέ φαι­ νόταν τρομαγμένος. «Δέν έχω άκόμα χάσει τή παιχνίδι, Μπόρα!, άπάντησε. Είμαστε μόνοι σ’ αυ­ τή τήν έρημιά κι’ έχω φίλους...»

53) Τήν ίδια στιγμή, ένα σφύριγμα άκούστηκε έξοί, μέσα στήν ήρεμη νύχτα. "Ενα παράξενο χαμόγελο ζωγραφίστηκε ατό πρόσωπο τού Μορ­ ντάουντ. «Βλέπεις, Μπόρα; έ^κάγχασε. Οί άν­ θρωποί μου ψάχνουν νά μέ βρούν». Ή πόρτα ά­ νοιξε τότε Απότομα καί τρεις άντρες ώρμησαν μέσα καί ρίχτηκαν έπάνω στόν Καπετάν Μπόρα!

54) Τόν άρπαξαν άπό τά (μπράτσα, τόν άφώπλισαν καί τού έδεσαν τά χέρια πίσω άπό τήν πλάτη. Γιά πρώτη φορά αιχμάλωτος τού Μορ­ ντάουντ, ό Γάλλος θαλασσόλυκος ώδηγήθηκε μέ σπρωξιές καί βλαστήμιες στό στρατόπεδο των "Αγγλων κακοποιών. Ό Μορντάουντ παραληρού­ σε σχεδόν άπό τή χαρά του γιά τόν Απροσδό­ κητο θρίαμβο. ·


55) θρυμμένος μέσα σ' ένα θάμνο, ό Πετί Λουΐ, τό πρωτοπαλλή/καρο του Καπετάν Μπόρα, παρακολούθησε τή δραματική έκείνη σκηνή, τρί­ ζοντας τά δόντια του άπό άνήμπορη λύσσα Τα παληόσκυλα έκεΐνα είχαν αιχμαλωτίσει τόν αγα­ πημένο του καπετάνιο κι* αύτός δέν μπορούσε νά ιόν βοηθήση I

56) Μπροστά στή σκηνή του Μορντάουντ, οί κακούργοι έστησαν έναν πάσσαλο και έδεσαν έπάνω του τόν Καπετάν Μπάρα, τό καμάρι των θαλασσών του Νότου. Ό σφετεριστής και δολο­ φόνος Μορντάουντ έκάγχασε διαβολικά: «θά σ’ άφήσω έδω, Μπάρα!' θά σέ άφήσω νά πεθάνης άπό πεΐνα και δίψα, σαν σκυλί!»

57) .Μά στό μεταξύ, ό- πιστός Πετί - Λουΐ είχε παρακολουθήσει τούς "Αγγλους ώς τό στρατό­ πεδό τους καί σερνόταν τώρα άργά, άθόρυβα και υπομονετικά, περιμένοντας μιάν ευκαιρία γιά νά βοηθήση τόν άρχηγό του. Περίμενε έτσι μιά - δυο ώρες καί ό ουρανός είχε άρχισα νά γίνεται γκρίζος ιχρός τήν άνατολή, προμηνώντας τήν αυγή...

5β) "Ενας - ένας οί φρουροί, σίγουροι πώς κανένας κίνδυνος δέν άπειλούοε πιά τό στρατό­ πεδο, ξάπλωσαν χάμω γιά νά πάρουν κανέναν υπνάκο. Ό Πετί - Λουΐ, πλησίασε τότε γοργά στό στύλο δπου ήταν δεμένος ό καπετάνιος του καί έκοψε τά δεσμά του μέ μιά μαχαιριά. «Πάμε νά φύνουμε, καπετάνιε!, είπε. Τά παλιόσκυλα κοι­ μούνται άκόμα!»

59) Γλύστρησαν άνάμεσα στις σκηνές καί εΐχοτν φτάσει στήν άκρη του στρατοπέδου, δταν κάποιος φρουρός τούς εΐδε καί έβαλε τις φωνές. Τό στρατόπεδο άναστατώθηκε καί περίπολοι ορ­ γανώθηκαν γοργά καί άρχισαν νά ψάχνουν γιά νά τούς βρουν. Πιστολιές άντηχουσαν κάθε τόσο πίσω τους καί σφαίρες καρφώνονταν στά κλα­ διά των δέντρων.

60) ΟΓ δυό Γάλλοι έτρεχαν δσο πιό γρήγορα τούς έπέτρεπαν τά κουρασμένα, πόδια τους, μά τό δάσος ήταν γεμάτο άπό "Αγγλους καί δέν άργησαν νά βρεθούν μπροστά σέ μιά περίπολο. Οί δυό φίλοι ρίχτηκαν τότε πίσω άπό έναν θά­ μνο καί άφησαν τήν περίπολο νά περάση. "Ένας άντρας δμως βάδιζε δέκα μέτρα πίσω άπό τούς άλλους.


61) «"Ακούσε, Πετι-Λουΐ!, ψιθύρισε ό Καπετάν Μπάρας στό πρωτοπαλλήκαρό του. Μας χρειάζονται δπλα για νά μπορέσουμε νά ξεφύγοομε άπό δώ. Βλέπεις αύτόν έκεΐ πού πηγαίνει πίσω άπό τούς άλλους; Μόλις βρεθή κοντά μας, θά ριχτούμε έπάνο του, θά τόν άψοπλ'ίσουμε καί τα στρέψουμε τό πιστόλι του στους συντρόφους του!»

62) 'ΊΞτσι κι* έγινε. Μ’ ένα πήδημα, ό Κοπε­ τόν Μτόρας βρέθηκε στην πλάτη τού "Αγγλου. Τό * εξ ό του μπράτσο τύλιξε βίαια τό λαιμό του κατ πτ.ίγ >ντας τήν κραυγή, πού πήγαινε ν’ άφήση > άνθρωπος, ένώ ό Πετι-Λουΐ τόν άφώπλιζε μ’ ί να χ-ύπΓαα στό μπράτσο. Μιά γροθιά στό στο άγ , κι" ό "Αγγλος ταξίδεψε στή χώρα των όνεί.ω .

63) Πριν οι άντρες της περιπόλου προλάβουν νά συνέλθουν άπό τήν έκπληξί τους γιά τή θρασυτατη αύτή έπίθεσι, ό Γάλλος θαλασσόλυκος άδειασε τό πιστόλι έπάνω τους καί, μαζί^μέ τό σύντροφό του, τδβαλε στά πόδια. Δυστυχώς, δέν άργησαν νά φτάσουν σ’ ένα άδιέξοδο, στό χείλος ένός κατακόρυφου γκρεμού!

64) Μά τό γόνιμο μυαλό τού Καπετάν Μπόρα δούλεψε γοργά καί συνέλοεβε ένα παράλτομο, σχεδόν τρελλό σχέδιο. «"Ακούσε, Πετί - Λουΐ, εί­ πε, τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά άπαλλαγούμε μια καί καλή άπό τούς φίλους μας...» Του έξήγησε τό σχέδιό του καί στάθηκαν κι’ οί δυό στην άκρη τού γκρεμού, σάν νά δίσταζαν ποιο δρόμο ν’ άπολουθήσουν.

66·) ΟΙ άντρες τού Μορντάουντ πίσω τους δέν κατάλαβαν γιατί οι δυό φυγάδες είχαν στα­ ματήσει. Δέν πρόσεξοιν μέσα στό σκοτάδι^ πώς εΐ^αν σταματήσει στό χείλος ένός γκρεμού. Γε­ μάτοι χαρά ώρμησαν πρός τό μέρος τους, σί­ γουροι πώς θά έπιαναν πάλι τόν τρομερό ΙΜπό* ρα, πού άπειλούσε νά καταστρέψη τά σχέδια τού κυρίου τους.

66) Μά τήν τελευταία στιγμή, ένώ οί κα­ κούργοι νόμιζαν πώς τούς κρατούσαν πιά, οί δυό Γάλλοι παραμέρισαν άπότομα πρός τά πλά­ για, άπλώνοντας συγχρόνως τό ένα πόδι τους κάτω άπό τά σκέλη των διωκτών τους. «Καλό τα­ ξίδι, παιδιά!, φώναξε σαρκαστικά ό Πετι-Λουΐ. Χαιρετήστε μου τόν Βελζεβούλ!»


67) Τό τέχνασμα των δυό Γάλλων πέτυχε. Οί μισθοφόροι του Μορντάουντ, μήν μπορώντας νά συγκροτηθούν μέ τή φόρα που είχαν πάρει, πέ­ ρασαν ένας - ένας έπάνω άπό τό χείλος του γκρεμού κι έπεσαν στήν άβυσσο. «*Η σειρά μας νά κατεδουμε τώρα, είπε ό Μπάρας, άλλα άπό έναν δρόμο λιγώτερο έπικίνδυνο και άπότομο!»

6β)ι Τό κυνηγητό συνεχίστηκε γιά πολλήν ώ­ ρα άκόμα άπό άλλες περιπόλους του Μορντάουντ, μά στό τέλος οί δυό φίλοι κατώρθωσαν νά ξεφύγουν, χωρίς τό παραμικρό τραύμα. Πήροιν τότε το δρόμο πρός ϊήν άκτή καί τά καράβια των Γάλλων, δπου είχαν συμφωνήσει νά συναντηθούν μέ τούς υπόλοιπους άντρες της μικρής όμάδας τους.

69) Ξαφνικά,, κάθώς πλησίοοζαν στήν παρα­ λία, είδαν έναν άνθρωπο νά προχωρή μέ προφυ­ λάξεις, χρησιμοποιώντας κάθε φυσικό προκάλυμ­ μα γιά νά ,κρόδη τις κινήσεις του. Ό ΠετΙ - Λουΐ τόν άναγνώρισε. Ήταν ένας άπό τούς μισθοφό­ ρους του Μορντάουντ. Τί γύρευε τόσο κοντά στήν παραλία ένας άνθρωπος του δολοφόνου της Μαρ­ τινίκας;

70) Οί δυό Γάλλοι ρίχτηκαν έπάνω του καί τόν άφώπλισοιν, πρίν αυτός κατοιλάδη τί είχε συμδή. Ό Καπετάν Μπόρας τόν κύτταξε κοιλά καί άναγνώρισε κΓ αύτός στον αιχμάλωτό του ένας άπό τούς έμπίστους του Μορντάουντ. Ήταν σίγουρος τώρα ότι ή παρουσία του κοντά στήν άκτή 'δκρυδε κάποιο σοδαρό κίνδυνο.

71) «θέλω ν άκούσω άμορφα παραμύθια άπόψε!, είπε σαρκαστικά ό Γάλλος θαλασσόλυκος. Πές μου τί γύρευες έδώ κάτω, στή θάλασσα, άγαπητέ μου; Είμαι πολύ περίεργος νά τό μά­ θω I» Μά ό αιχμάλωτος άπάντησε ήρεμα: «Δέ γύρευα τίποτα έδώ. Ήρθα μόνο νά κάνω έναν περίπατο ρτήν πρωινή δροσιά! ιΕΙναι κακό αυτό;»

72) Μά ό Καπετάν Μπόρας δέν είχε καιρό γιά χάσιμο. Τράβηξε τό πιστόλι του καί κάτω άπό τήν άπειλή του ό άνθρωπος του Μορντάουντ μίλησε. «ΓΊή... πήγα στό Σαίν Κριστόφ, είπε, γιά νά ζητήσω ένισχυσεις. Ό κυβερνήτης θά στείλη καράβια γιά νά βγάλη τόν Μορντάουντ άπό τή δύσκολη θέσι του...» Ή εϊδησις ήταν έκπληκτική ικαί άπροοδόκητη.


73) ^ Παίρνοντας τόν αιχμάλωτό τους μαζί τους, οί δυό Γάλλοι γύρισαν τβέχοντας στήν άκτή καί μπήκαν σέ μιά βάρκα γίά νά πάνε στό «Γό­ πα», τό καράβι του Καπετάν Μπόρα. Ό κίνδυ­ νος ήταν σοβαρός. "Αν οί "Αγγλοι έφταναν ξα­ φνικά καί κατάφερναν \ά αίφν ιδιάσουν τά δυό πλοία των Γάλλων, ή Μαρτινίκα θά έπεφτε πάλι στά χέρια του Μορντάουντ.

74) Αμέσως μόλις άνέβηκε στό καράβι του, ό Καπετάν Μπόρας συγκέντρωσε τούς άρχηγούς τού πληρώματός του. «Αγγλικά καράβια πρόκει­ ται νάρθούν σ’ ένίσχυσι τού Μορντάουντ. Πρέπει νά τά έμποδίσουμε νά άποβιβάσουν άγήματα στό νησί Τά καράβια αυτά θάρθοϋν άπό τά νοτιοα­ νατολικά. θά τούς περιμένουμε κρυμμένοι κάτω άπό τή γραμμή τού όρίζοντα».

75) Δυό μέρες τώρα, ό «Γόπας» περιπολούσε στ’ άνατολικά της Μαρτινίκας. Τό πρωί της τρί­ της μέρας, τρεις τεράστιες φρεγάτες, μέ δλα τους τά πανιά απλωμένα, πρόβαλαν άπό τόν όρίζοντα. ΤΗσαν τά καράβια άπό τό Σαίν Κριστόφ... Στήν περιοχή έκείνη, ή θάλασσα ήταν διάσπαρτη άπό ξερονήσια. 'Ο Μπόρας κρύφτηκε πίσω άπό έναν κάβο. <

76) Είχε τό σχέδιό του. θάφηνε τά δυό μπροστινά καράβια των "Αγγλων νά προσπεράσρυν καί θά χτυπούσε τό τρίτο ξεμονοιχιάζοντάς το. Ή άναμονή κράτησε μερικές · ώρες. Τέλος, τά δυό πρώτα καράβια έφτασαν καί πέρασαν καί, δταν αύτά χάθηκαν πίσω άπό ένα άκρωτήριο, τό τρίτο φάνηκε. «’Όρτσα τά πανιά!» διέ,ταξε ό Μπόρας.

77) Μ’ δλα του τά πανιά στόν άνεμο, ό «Γό­ πας» ρίχτηκε πίσω άπό τό Εγγλέζικο καράβι, π:ού δέν είχε άκόμα ύποψιαστη τίποτα. Τό γορ** γοτάξιδο καράβι τού Μπόρα, πού ήταν ένα άπό τά πιό γοργά στις θάλασσες τού Νότου, δέν άρ­ γησε ν£ι έλαττώση τήν άπόστασι, πού τό χώριζε άπό τή λεία του. «Οί κανονιέρηδες στις θέσεις τους!» φώναζε ό Μπόρας.

78) Τό ξερονήσι είχε κρύψει τώρα έντελώς τά δυό καράβια άπό τά μάτια των άλλων καί ή ώρα τής δράσεως είχε φτάσει. «Πΰρ!» φώναξε ξαφνικά ά Γάλλος θαλασοόλυκος. Ή θάλασσα καί οί βράχοι τού νησιού άντήχησαν άπό μιά όμοβροντία καί οί «μπάλες» έκαναν μεγάλες ζη­ μιές στό έχθρικό τρικάταρτο. Τά πανιά του σκί­ στηκαν.


79) Μια δεύτερη όμοβροντία άκολούθησε άπό κοντά τήν πρώτη. Αυτή τή φορά, τό μεγάλο κατάρτι του Εγγλέζικου τσακίζεται στα δυό καί τό τιμόνι συντρίβεται. Τό καράβι μένει άκυβέρνητο. Ό πανικός έπάνω στό κατάοτρωμά του εί­ ναι άπερίγραπτός. Φωνές, βλαστήμιες καί ξεφω­ νητά άκούγονται, .μέσα στους κρότους των όμοβροντιών.

801 Τό καράβι των Γάλλον πήδησε έπάνω οτά κύματα, σάν ένα άγριο πολεμικό άτι πού ρί­ χνεται στη μάχη. «Μπράβο, παλληκάρια μσυί, φώναζε ό Καπετάν Μπάρας στους τιμονιέρηδες. Τούς συγυρίσατε καλά τούς "Αγγλους! Εμπρός τώρα νά τούς δώσουυε ένα καλό μάθημα, γιά νά τούς μάθουμε νά σέβωνται τήν έλευθερία καί τή ζωή των άλλων!»

61) Τό πλήρωμα του <“ύπα», δλοι άντρες δ'/ αλεχτοί καί ψημένοι στή μάχη καί^ στή θάλασσα, ώπλίοτηκαν ώς τά δόντια καί πήγαν καί στά­ θηκαν στήν κουπαστή μέ τις μεγάλες ^ άρπάγες έτοιμες, θά έρριχναν τις άρπάγες στό έχθρικό καράβι, θά τις άγκίστρωναν βαθειά έπάνω^στίς σανίδες του, θά διπλάρωναν και θά έφωρμούσαν.

82) Μέ τό σπαθί στό χέρι, ό Καπετάν Μπόοας σκόρπιζε γύρω διαταγές. «Τιμονιέρη!,, ούρ­ λιαζε. Βάλε πλώρη έπάνω στό πλευρό τού Εγ­ γλέζικου καί τσάκισέ του το! Κι* έσεις, παιδιά, έχετε έτοιμα τ’ άγκίστρια! Μόλις σηκώσω τό σπαθί μου, θά τά πετάζετε δλοι μαζί! θά πη­ δήσω έγώ πρώτος καί οί άλλοι θά μέ άκολουθήσετε άπό κοντά!»

83) Σάν ένα τεράστιο βέλος, τιναγμένο άπό ένα γιγάντιο τόξο, ό «Γύπας», το. ξακουστό κα­ ράβι τού Καπετάν Μπόρα, ρίχτηκε έπάνω στό πλευρό του έχθρικού πλοίου. "Ενας τρομακτικός κρότος άντήχησε και τά δυό καράβια κλονίστη­ καν άπότομα κ:' έπειτα· έμεοαν άκίνητα. Είχε φτάσει ή ώρα τής άποψασιστικής μάχης Ζητω­ κραυγές άντάνηοαν.

84) Ή τρομερή πολεμική Ιαχή των Γάλλων γέμισε τόν άέρα καί τά παλληκάρια τού Γάλλου θαλασσόλυκου πήδησαν έπάνω στό κατάστρωμα τού έχθρικού. Πιστόλια άρχισαν νά γαβγίζουν καί σπαθιά καί στιλέττα έλαμψαν στό ψώς του ήλιου. Οί "Αγγλοι, δσο σαστισμένοι κι* άν ή σαν άπό τήν αίφνιδιαστική αύτή έπίθεσι, άπάντησαν μέ θάρρος καί πείσμα.


85) Ή τύχη θέλησε, στό καράβι Ακριβώς έκείνο νά βρίσκεται ό ίδιος ό κυβερνήτης του Σαίν Κριστόφ, ό Σέρ Τόμσον. *Η κατάπληξις καί ή όργή που τόν κυρίευσαν δέν είχαν δρια. «(Νά πάρη 6 διάβολος!, μουρμούρισε άπό τή γέφυρα 8που στεκόταν. Αυτοί οί Γάλλοι είναι νεματοι πο­ νηριά, θράσος καί Αποφασιστικότητα!»

86) ,Ενω ή· μάχη λυσσομανούσε γύρω του, ό Καπετάν Μπόρας είδε άπό τό κατάστρωμα τόν "Αγγλο κυβερνήτη καί τόν Αναγνώρισε. Καί, κα­ θώς Απεχθανόταν πάντα νά γύνη άνώφελα Αν­ θρώπινο αΐμα, ένα σχέδιο γεννήθηκε μέσα του, ένα σχέδιο πού θά του έπέτρεπε να κ ρματίσηι μέ­ σα σέ λίγα λεπτά τή μάχη, χωρίς περιττή αιμα­ τοχυσία.

87) Μέ κινήσεις οΛλούρου, σκαρφάλωσε έπάνω στή γέφυρα καί μέ τό σπαθί γυμνό Αντιμεττώπ-.σε τόν κυβερνήτη. «Σέρ Τόμσον!, εΐπε. Δια­ τάξτε τούς Αντρες σας νά σταματήσουν Αμέσως κάθε Αντίστασι, Αλλοιώς σας διαπερνώ τό κορειί μέ τό σπαθί μου! Σας νόμιζα φίλο των Γάλλων! Γιατί ήρθατε νά έπιτεθητε έναντίόν μας καί να σώσετε έναν προδότη ;»

88) Ό "Αγγλος, Ατρόμητος μπροστά στην Α­ πειλή αύτή ζάρωσε τά φρύδια του. «Κι* έσεΐς, Καπετάν Μπόρα, μέ ποιό δικαίωμα κρατατε μέ τή βία έναν "Αγγλο στό νησί; Εκπλήττομαι γιατί σας είχα πάντα μεγάλη, έκτίμησι!» «Πώς; φώνα­ ξε ό Μπόρας. Κρατάμε μέ τή βία τόν Μορντάουντ; Αύτός, Απεναντίας, θέλει νά μείνη, μέ τή βία στή Μαρτινίκα!»

89) Ό Σέρ Τόμσον Ανασκίρτησε άκούγοντας τά λόγια αύτά. «Τί!, φώναξε κατάπληκτος. Πρό­ κειται, λοιπόν γιά τόν Μορντάουντ; Μα έχω δια­ ταγή νά τόν συλλάδω ώς προδότη καί δολοφό­ νο!» Ή κατάστασις ξεκαθάρισε. Ή μάχη στα­ μάτησε Αμέσως. Καί υί δυό Αρχηγοί Αποφάσι­ σαν νά ένώσουν τις δυνάμεις του<^ νιά νά Απαλ­ λάξουν τήν Μαρτινίκα άπό τόν τύραννο.

90) Δυό μέρες Αργότερα, ένα καλά ώπλισμένο στράτευμα Από Γάλλους καί "Αγγλους ξεκί­ νησε Από τήν Ανατολική Ακτή τού νησιού μέ κατεύθυνσΓτό κρησφύγετο τού προδότη Μορντά­ ουντ. Τήν ίδια στιγμή, δυό Αλλα έξίσου Ισχυρά Αποσπάσματα »ξεκίνησαν γιά τό Γδιο μέρος Από τή δυτική καί τή νότια Ακτή τού νησιού. Τό τέ­ λος πλησιάζει.


Ί,

\4

\\

91) Τό στρατόπεδο του Μορντάουντ δέν άργη­ σε νά περικυκλωθή άπό τά τιμωρά στρατεύματα. ΟΙ μισθοφόροι του, πού δέν περίμεναν μιά τέτοια έπίθεσι, τά έχασαν και οι άπώλειές τους ήσαν τρομακτικές. Μέσα σέ λίγη ώρα ό στρατός τώ\ δολοφόνων διαλύθηκε και οί μπράβοι του τυράν­ νου παραδόθηκαν ένας - ένας.

92) Ό Μορντάουντ κατάλαβε πώς έχασε ιτιά όρστικά τό παιχνίδι του. θά τόν έπιαναν κι* αυτόν σέ λίνο καί θά πέθαινε άτιμωτικά κρεμασμένος άπό τό λαιμό άπό ένα δέντρο ή άπό τά ξάρτια ένός καραβιού. Τρελλός άπό τρόμο καί άπόννωσι, γύρισε τήν πλάτη του ατό πεδίο της μάχης καί δοκίμασε νά ξεφύγη άπό τό πεπρωμένο του.

93)ι Μά οι προδότες καί οΐ δολοφόνοι πληρώ­ νουν πάντα — άργά ή γρήγορα — τα έγκλήμα­ τά τους. "Ετσι κι* ό Μορντάουντ, καθώς προσπα­ θούσε νά περάση άπό ένα στενό μονοπάτι, κυνη­ γημένος άπό τούς διώκτες του, ένοιωσε ιιιά πέ­ τρα νά γλυοτρά κάτω άπό τά πόδια του καί τό κορμί του νά πέφτη σ* έναν πανύψηλο βραχώδη γκρεμό!

94) ΙΜερικές έβδομάδες έχουν περάσει. Ό Ντέ Φοντενέλ, ό κυβερνήτης της Μαρτινίκας, έ­ χει ξαναπάρει τή θέσι του καί ή γαλήνη βασι­ λεύει στο νησί πού ξαναβρίσκει σιγά - σιγά τήν ευτυχία του. Μιά μέρα ό Καπετάν Μπόρας παίρ­ νει ένα γράμμα. Είναι άπό τόν Βασιλιά τής Γαλ­ λίας, πού άναθέτει στόν ξακουστό θαλασσόλυκο υιά καινούργια άποστολή.

Στό έρχόμενο τεύχος τό ΤΟΞΟ

θά σάς προσφέρη μιά συναρπαστική έξωτική ι­ στορία πού δμοιά της δέν έχετε ξαναδιαβάσει!

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΓΗΣ Όλόκληρο στό Ερχόμενο Τεσχος στή μεγαλοπρέπεια του ήλιοδασιλέμοτΓος, ό «Τύπας» -κάνει ποινιά γιά τό πέλαγος, μέ τό πλήρωμά του άπό τραχείς ναυτικούς1 πού είναι άνδρεΐοι, τίμιοι καί πιστοί στόν καπετάνιο τους. Τό τιμόνι, καθώς τρίζει,· φαίνεται σάν νά μουρμουρίζη: «Καλή άντάμωση, Μαρτινίκα! Καλό άντάυωστ>. Νησιά του Νότου!»_____


δέ μού τό δίνουν οΐ άλλοι μέ τήν καρδιά τους. Γιατί όσο φτωχός κι* άν φαίνομαι, έχω καλούς φίλους, πού θά χαρούν πολύ νά μέ βοηθήσουν. —' Βρέ, βρέ!, είπε ό θείος Έμπενέζερ. Γιά (Συνέχεια άπό τη 2η σελίδα) πρόσεξε μή μέ κάνης καί θυμώσω! θά τά πάμε μιά χαρά οί δυό μας. "Αν χόρτασες κάπως, παλμόνο κάτι κλειστά σεντούκια γύρω ατούς τοί­ ληκαράκι μου, θάθελα νά τσιμπήσω κάτι κι* έγώ. χους καί, σέ μια γωνιά, μια μεγάλη κασέλα Μάλιστα 1 κλεισμένη μέ λουκέτο. Μ’ έσήκωσε άπ’ τήν καρέκλα πού καθόμουν Μόλις μπήκε στη θέση της ^καί ή τελευταία καί μού πήρε τό κουτάλι πού έτρωγα. αλυσίδα, έκεΐνος ό άνθρωπος ήρθε κοντά μου. — Είναι περίφημο φαγητό τό κουάκερ!, δή­ ΤΗταν ένα χοντροκομμένο καμπούρικο πλάσμα, μέ στενούς ώμους καί κόκκινο μούτρο, μεταξύ λωσε. Μουρμούρισε κάτι σιγά-σιγά, καί ύστερα πενήντα κι* έβδομήντα χρόνων. Είχε μακρυά γέ­ νια, έκεΐνο δμως πού μέ απέλπισε καί με κατα­ έξακολούθησε: — θυμάμαι πώς τού πατέρα σου τού άρεσε τρόμαξε ήταν πώς οϋτε μιά στιγμή δέ σήκωσε τά μάτια του άπό πάνω μου, άλλα μέ κοίταζε ή καλοφαγία. · ’Εγώ μόλις πού τσιμπάω κάτι, άδιάκοπα στο πρόσωπο. "Ο,τι καί νάταν, δποια ίσα - ΐσα γιά νά ζώ... "Ηπιε μονορούφι τήν ξανθή του μπίρα καί θέση κι* άν είχε σ* αυτό τό σπίτι, δέν μπορούσα να καταλάβω τί γύρευε έκεΐ μέσα. Μου φάνηκε φαίνεται πώς αύτό τού θύμισε δυσάρεστες γΓ αύπώς θάπρεπε νάταν κανένας ύπηρέτης γερασμέ- τόν ύποχοεώσεις τού οικοδεσπότη. Γιατί άμέσως νος, πού δούλευε σ’ αυτό τό μεγάλο σπίτι άπό ΰστερα μού εΐπε: —"Αν διψάς, πίσω άπ* τήν πόρτα έχει όσο χρόνια. — Σίγουρα θά γουργουρίζουν τ’ άντερά σου νερό θέλεις. άπ* την πείνα, είπε ρίχνοντας μιά ματιά στά πό­ ’Εγώ δέν έβγαλα οϋτε λέξη. "Εμεινα όρθιος, δια μου. "Αν σου γουστάρη, τσίμπησε λίγο άπ’ ψυχρός, καί βάλθηκα νά κοιτάζω τό θείο μου φο­ αύτό έδώ τό κουάκερ. βερά θυμωμένος. Αύτός πάλι, έξακολουθούσε νά Του είπα πώς δέν ήθελα νά φάω τό δικό του τρώη σάν άνθρωποο πού είναι έξαιρετικά βια­ τό φαγητό. στικός, ρίχνοντας κάθε τόσο, κρυφά, λοξές μα­ — Πούφ, μου άποκρίθηκε, περνάω καί χωρίς τιές, πότε στά παπούτσια μου καί πότε στις κάλ­ αύτό! θά πιω μονάχα τή μπιρίτσα μου, γιατί τσες μου, πού μού τις εΐχαν πλέξει στό σπίτι. μού μαλακώνει τό λαιμό. Μιά φορά μονάχα πού δοκίμασε νά μέ κοιτάξη "Ηπιε τό μισό ποτήρι έξακολουθώντας, καθώς πιό πάνω, συναντήθηκαν οί ματιές μας. ΚΓ ένας έπινε, νά μέ κοιτάζη μέ τδνα μάτι. "Υστερα, ξα­ κλέφτης άκόμα πού θά τόν έπιαναν νά χώνη τό φνικά. άπλωσε τό χέρι του προς τό μέρος μου. χέρι του στήν τσέπη ένός άνθρώπου, δέ θά φαι­ — Δόσ’ μου τό γράμμα, εΐπε. νόταν τόσο ταραγμένος, δσο ό θείος μου. Αύτό Του άποκρίθηκα πώς τό γράμμα ήταν γιά μ’ έκανε νά σκεψτώ πώς έδειχνε ίσως τόση δει­ τόν κύριο Μπάλφουρ. λία, γιατί δέ θάχε συνηθίσει νά κάνη παρέα μέ — Καί ποιος θαρρείς πώς είμαι έγώ, φιλαρά­ άνθοώπους, καί πώς, άν άλλαζε λίγο, ίσως νά κο.; εΐπε. Δόσε μου γρήγορα ,· τό γράμμα τού τού πεονούσε αύτή ή κακή συνήθεια καί νά γι­ Αλέξανδρου. νόταν ένας έντελώς διαφορετικός «άνθρωπος. Ξα­ — —έρετε τ’ όνομα τού πατέρα μου; φνικά, ή τραχειά του ψοονή μ* έβγαλε άπ’ άύτές — θάταν πολύ παράξενο άν δέν τόξερα, άφού τίς σκέψεις. είμαστε άδερψια, καί, μ’ όλο πού φαίνεται πώς δέ — Εΐναι πολύς καιρός πού πέθανε ό πατέρας σού καλαρέσω οϋτε έγώ ούτε τό σπίτι μου οϋτε τό σου; κουάκερ ιιου, ωστόσο είμαι ό θείος σου, Ντέιβι, — Πάνε τρεις εβδομάδες, Κύριε, άποκρίθηκα νεαρέ μου. καί σύ είσαι αΐμα μου, είσαι άνη- έγώ. ψιός μου. Δόσε μου, λοιπόν, τό γράμμα καί κά— ^Ητοιν λιγομίλητος άνθρωπος ό Αλέξαν­ θησε νά γέμισης τό στομάχι σου. δρος. ΤΗταν ένας λιγομίλητος καί κρυφός άν­ "Αν ήμουν λίγα χρόνια μικρότερος, ή ντρο­ θρωπος. Ποτέ του δέ μιλούσε πολύ όταν ήταν πή, ή κούραση καί ή άπογοήτευση ποϋχα δοκι­ μικρός. Δέ φαντάζομαι νάλεγε πολλά πράματα μάσει θά μ’ έκαναν νά βάλω τά κλάματα. "Η­ γιά μένα; μουν δμως μεγάλος τώρα πιά, ώστε δέ βρήκα — Ποτέ μου δέν είχα άκούσει, Κύριε, &ς τή λόγια νά τού άπαντήσω, οϋτε καλά οϋτε κακά, στινυ* πού σείς ό ίδιος μού τό είπατε, πώς ό τού έδωσα μόνο τό γράμμα καί κάθησα υστέρα πατέρας μου εΐχε αδερφό. στό τραπέζι νά φάω τό κουάκερ. "Ενιωθα τόσο — Τί λές, παιδί μου!, εΐπε ό Έμπενέζερ. Δέ λίγη όρεξη, δοη δέ θάγε νιώσει ποτέ ένα άγόρι . φαντάζομαι νά μή μιλούσε οϋτε γιά τούς Σώου... τής ήλικίας μου. — Οϋτε μιά φορά δέν εΐχε άναφέρει τίποτα! Στό μεταξύ, ό θείος μου, σκύβοντας πάνω — Γιά σκέψου! είπε. Περίεργος (άνθρωπος, μά άπ’ τή φωτιά, πήρε τό γράμμα καί τό στριφογύ­ τήν άλήθεια! ρισε στά χέρια του. Αύτά πού είχα πή μού φάνηκε πώς είχαν εύ^ — Ξέρεις τί γράφει; ρώτησε ξαφνικά. χαριστήσει πάρα πολύ τό θείο μου: Μόνο πού —"Οχι, Κύριε, τού είπα θυμωμένος. Τό βλέ­ δέν ήμουν σέ θέση νά καταλάβω μέ τί κυρίως πετε καί μόνος σας πώς ή σφραγίδα δέν είναι ήταν εύχαριστημένος: μέ τόν εαυτό του, μέ μέ­ σπασμένη . .. να ή μέ τό φέρσιμο τού πατέρα μου; — Μπά!, εΐπε κείνος. Καί τότε γιατί ήρθες έδώ πέρα; ('Η συνέχεια στα έρχόμενο) — Γιά νά φέρω τό γράμμα, άποκρίθηκα. —’Όγι μόνο γι’ αύτό, είπε μέ πονηριά. Κάτι άλλο θά περίμενες, έτσι δέν είναι; ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΑΙΑ ΣΑΣ — Μάλιστα, Κύριε, τό όμολογώ. "Οταν μού ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ είπαν ξαφνικά πώς έχω πλούσιους συγγενείς, έλ­ πισα μ’ όλη μου τήν ψυχή πώς θά μπορούσαν Κ Α Λ Φ Α Κ Η νά μέ βοηθήσουν νά γίνω κάτι κι’ έγώ. Δέν εί­ μαι δμως ζητιάνος. Δέ γυρεύω έλεημοσύνη άπό Σταδίου 50 σάς, δέ χρειάζομαι οϋτε καί ζητώ τίποτα πού

ΟΓ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ


3) Τήν Ιδια: στιγμή. άπό τήν άκτή κοντά στο σταθμά, δυό μονόξυλα ξεκινούσαν, μ* έναν άν­ τρα στό καθένα. «Κέντ, είπε ό ένας, θά υποστή­ ριξής τήν Ιστορία πού θά διηγηθω στόν καπετά­ νιο αύτου του καραβιού, €;» «Μάλιστα, διοικητά μου!, άπάντησε ό άλλος. θά. . .» Μά ή φωνή του πνίγηκε άπό τόν τρόμο. Τεράστια πλοκάμια βγή­ καν άπά τή θάλασσα... .-·■ '*

πόδια τού Ειρηνικού, πού οί ναυτικοί όνομάξουν «διαθαλόψαρα», γιατί ή κακία τους καί ή έπιθετικό της τους είναι άπερίγραπτές. Τά πλοκάμια του τύλιξαν τά μονόξυλα καί τά τσάκισαν ρί­ χνοντας τούς έπιβάτες τους στή θάλασσα! Ό κίνδυνος πού διέτρεχαν οί δυό άντρες ήταν με­ γάλος. . .

κητο. Ή Βέλβετ, ή άρραβωνιαστικιά του κουρ­ σάρου, άρπαξε ξαφνικά ένα σκοινί καί ρίχτηκε στή θάλασσα, φωνάζοντας: «θά πνίγουν! Πρέπει νά τούς βοηθήσουμε!» Ό Κάλεμπ, ό ύποπλοίαρχος του Γερακίου, μάταια προσπάθησε νά τήν έμποδίση...

6) Μέ γοργές 'έπιδέξιες κινήσεις, ή Βέλβετ 2φτάσε κοντά ατούς δυό ναυαγούς/ «Πιάστε τήν άκ<ρη τού σκοινιού!, τούς φώναξε. Είστε τυχεροί! Τό διαδολόφαρο βρισκόταν στά τελευταία του, ότοιν έπετέθτ} έναντίον σας. Διαφορετικά...» Ε­ κείνος, πού ό σύντροφός του είχε άποκαλέσει «δι­ οικητή», είπε κουνώντας τό κεφάλι του: «Σάς χρωστούμε τή ζωή μας, δεσποινίς!»

7) Επάνω στή «Λαίδη ίΣκάρλετ», ό ξακου­ στός κουρσάρος ήταν γεμάτος θυμό, άλλα καί καμάρι γι’ αυτό πού είχε κάνει ή άρραβωνιαστικιά του. «Φλούθ^ είπε σ’ ένα άπό τά παλληκάρια του πού τραβούσε τό σκοινζ. τράβα γερά! Τό παληοκόριτσο! Είναι σωστός δκχβολάκος! Μοϋρχεται νά τής δώσω ένα γερό χέρι ξύλο δταν θά τήν άνεδάσουμε έπάνω!»

8) "Οταν δμως οί ναυάγοι μαζί μέ το κορίτσι άνέδηκαν στό καράβι, τό Γεράκι ξέχασε τίς α­ πειλές του μπροστά στή,ν έκπληξι πού δοκίμασε. «Είναι ό θάντεους ΙΓκουντερ!, φώναξε. Ό πρώην διοικητής τής Τζανόκο! Κι* ό άλλος είναι ό Κέντ, ό βοηθός του! Έποιναστάτησαν λοιπόν πραγμα­ τικά οί ιθαγενείς;» Ό Γκοΰντερ κούνησε τό μεΑσχροινό κεφάλι του. Συνέχεια ατό άλλο τείχος


ΔΙΚΟ

,

0 -

.

|-;

;

&

'

ΔΡΧ· 1.500


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τοΟ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Το πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που έχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου Συνέχεια 3η

Πάντως, ήταν σίγουρο πώς ή κακή του διά­ θεση κι* ή στενοχώρια πού είχε νιώσει, μόλις μέ είδε, τού είχαν περάσει, γιατί άμέσως σηκώθηκε, περπάτησε πρός τό μέρος μου, ήρθε πίσω' μου καί μέ χτύπησε χαρούμενα στον ώμο. — Θά τά πάμε περίφημα, είπε δυνατά. Χαί­ ρομαι πάρα πολύ πού ήρθες. Καί τώρα πάμε νά ■ σου δείξω πού θά κοιμηθής. Μέ μεγάλη μου έκπληξη είδα πώς δέν άνα­ ψε ούτε λάμπα ούτε καντήλι, άλλά ξεκίνησε στά σκοτεινά, ψαχουλεύοντας κι’ άνασαίνοντας βαθειά, καθώς προχωρούσε. Τέλος, σταμάτησε μπρος άπό μιά πόρτα πού άρχισε νά την ξεκλειδώνηι. Ακολουθούσα πίσω του, προσπαθώντας ό­ σο μπορούσα νά μη σκοντάφτω, κι5 όταν άνοιξε την πόρτα μού είπε νά μπω κι* έγώ μέσα. ^Ηταν τό δωμάτιό μου. "Εκαμα όπως μού είπε, μόλις όμως προχώρησα λίγα βήματα, σταμάτησα καί τον παρακάλεοα νά μού δώση κανένα φώς. -—· Τίάποκρίθηκε ό θειος Έμπενέζερ. Τί τα θέλεις τό φώς αφού έχει τόσο ώραΐο φεγγάρι; — Ούτε φεγνάρι ούτε αστέρια βλέπω, Κύριε! Έδώ μέσα είναι σκοτάδι. Ούτε τό κρεββάτι μου δέ μπορώ νά δώ. —"Οχι δά, όχι ·δά!, είπε. Τό φώς είναι κάτι πού δέν τό θέλω καθόλου μέσα στο σπίτι. Την έχει φοβηθή τό μάτι μου τη φωτιά. Καληνύχτα, Ντέιβι, πουλάκι μου . .. Καί, πριν προλάβω νά τού ξαναμιλήσω, άνοι­ ξε την πόρτα κι* υστέρα τόν άκουσα νά κλειδώνη άπέξω. Δέν ήξερα τί νά κάμω. Νά γελάσω ή νά βά­ λω τά κλάματα; Τό δωμάτιο ήταν κρύο σάν πη­ γάδι καί τό κρεββάτι. όταν πιά μέ χίλια βάσανα τά κατάφερα νά τό βρώ, ήταν υγρό σά βάλτος. Εύτυχώς όμως πού είχα πάρει μαζί μου τό δέμα μου καί τό μανδύα μου, πού τόν άπλωσα στο πά­ τωμα, στά πόδια τού κρεββατιού. Μέ πήρε άμέ­ σως ό ύπνος. Μόλις έσκασε ή μέρα, άνοιξα τά μάτια μου καί εΐδα πώς βρισκόμουν σ’ ένα μεγάλο δωμά­ τιο, ταπετσαρισμένο μέ ζωγραφισμένο δέρμα κι' έπιπλωμένο μέ έπιπλα έξσιρετικής τέχνης. Είχε τρία παράθυρα πού έρριχναν πολύ φώς. Δέκα χρόνια πριν, ΐσως καί είκοσι, — σκέφτηκα — θά ήταν ευχάριστο, ξυπνώντας τό πρωί, νά βρεθή κανείς μέσα σ’ αύτό τό δωμάτιο. "Ετσι -όμως ύγοό, βρώμικο καί παρατημένο, γεμάτο ποντί­ κια. άράχνες καί χίλιων λογιών τέτοια ζωντανά, ήταν κάτι φριχτό. Έκτος απ’ αύτό, οί πιο πολλοί φεγγίτες τών παραθυριών εΐχαν σπάσει κι* αύτό τό θέαμα ήταν τόσο συνηθισμένο σ’ αύτό τό σπί•Λ τι, ώστε σκέφτηκα πώς σίγουρα κάποτε, οί άνάί>·' ξιοι γείτονες^, μέ τη Τζένετ Κλάουστον πρώτη καί ΚΛ,ν· καλύτερη, θά τόν είχαν πολιορκήσει τό θειο μου. Ωστόσο, ό ήλιος άνέβαινε στον ούρανό όλο Κ?||ρ£<χί πιό ψηλά. Επειδή κρύωνα πολύ μέσα σ’ αύ'^'-τό τό δωμάτιο, χτύπησα δυνατά τήν πόρτα κι’ άρχισα νά φωνάζω, ως τή στιγμή πού ήρθε ό δεσμοφύλακάς μου καί μού άνοιξε. Μέ πήγε στο X, ΪΛ//Ύ

"ΤΠνΛ^Ι

καί μοϋπε πώς άν ήθελα, μπορούσα νά πλυθώ έκεΐ πέρα. τέλειωσα πήγα στήν κουζίνοο, όπου έκεΐνος ||χε άναψει φωτιά κύ έφτιαχνε τό κουάκερ. Τό Τραπέζι ήταν στρωμένο. Είχε βά­ λει δυο πιάτα καί δυό κουτάλια άπό κέρατο, άλλά μόνο ένα ποτήρι μπίρα, όπως καί τήν προη­ γούμενη μέρα. Φαίνεται πώς ή ματιά μου σταμά­ τησε σ’ αύτή τή λεπτομέρεια, κι’ ΐσως αύτό να τό παρατήρησε ό θειος μου, γιατί μέ ρώτησε άν μού άρεσε ή μπίρα. Τού εΐπα πώς τή μπίρα τήν είχα συνηθίσει, μά πώς δέν ήταν άνάγκη. νά τόν βάλω οέ φα­ σαρία μ’ αύτό τό ζήτημα. —"Όχι δά, όχι δά, μού άποκρίθηκε. Δέν πρό­ κειται νά σοΰ άρνηθώ τίποτα λογικό. Πήγε νά φέρη άλλο ένα ποτήρι καί τότε τόν είδα μέ κατάπληξη-, άντί νά βάζη στό ποτήρι μου άλλη μπίρα, νά μού χύνη τή μισή άκριβώς απ’ τό δικό του τό ποτήρι. ^Ηταν τόσο μεγάλη γαϊ­ δουριά αύτό, πού έμεινα μ’ ανοιχτό τό στόμα. "Οταν τελειώσαμε τό πρόγευμά μας, ό θειος Έμπενέζερ άνοιξε ένα συρτάρι κι’ έβγαλε άπό μέσα μιά πίπα ξύλινη καί λίγο καπνό. "Υστερα πήγε κοντά σ’ ένα παράθυρο πού τό χτυπούσε ό ήλιος καί βάλθηκε νά καπνίζη. χωρίς νά λέη λέξη. Κάθε τόσο όμως γύριζε τά μάτια του πρός τό μέρος μου, μέ κοίταζε άπ*' τήν κορφή ώς τά νύχια καί μού πέταγε καμμιά έρώτηση. Πρώταπρώτα μού είπε: — Κι’ ή μητέρα σου, τί άπόγινε; "Οταν τού είπα πώς είχε πεθάνει κι* εκείνη,, ξανάπε: —?Ηταν πρώτης τάξεως κοπέλλα! "Υστερα έμεινε άκίνητος γιά πολλήν ώρα καί στό τέλος μέ ρώτησε πάλυ — Τί φίλους έχεις; Πού είναι τώρα; Του άποκρίθηκα πώς ήταν κάτι σπουδαίοι άν­ θρωποι πού τούς έλεγαν Κάμπελ, ένώ στήν πραγ­ ματικότητα ήταν ένας μονάχα, ό γνωστός μου ό παπάς τού ’Έσεντην. Αύτό τό έκαμα γιατί εΐχα αρχίσει νά καταλαβαίνω πώς ό θειος μου είχε πολύ λίγο ενδιαφέρον γιά μένα καί, ξέρον­ τας πώς ήμουν μονάχος στον κόσμο, δέν ήθελα νά καταλάβη πώς ήμουν έρημος κι’ αβοήθητος. Φάνη,κε νά σκέφτεται καλά αύτά πού τού εί­ πα κι’ έξακολούθησε: — Ντέιβι, παιδί μου, πολύ καλά έκαμες κι* άποφάσισες νάρθής στό θειο σου τόν Έμπενέζε^ ’Έχω μεγάλη ιδέα γιά τήν οίκογένειά μας και θά κάνω ό,τι πρέπει γιά σένα. Έγώ θά όκεφτώ ΐί εΐναι καλύτερο νά γίνης. Νομικός, παπάς ή καί αξιωματικός, — καί ξέρω πώς αύτό τό τε­ λευταίο ξετρελλαίνει τ’ αγόρια. Δέ 6ά μού άρεσε όμως καθόλου νά ξέρω πώς οί βουνήσ:οι ο4 Κάμπελ μαθαίνουν τί δυσκολίες περνούν οί Μπάλφουρ! Αύτή τήν ταπείνωση δέ μπορώ νά τήν ύπο* φέρω. Θέλω νά κρατάς κλειστό τό στόμα σου! Δέν εινΓ άνάνκη νά τούς γράφης οϋτε νά τούς μηνάς τίποτα! Νά μή μιλάς σέ κανένα. Άλλοιώς δέν έχεις θέση στό σπίτι μου! — θειε Έμπενέζερ, είπα, δέ μπορώ νά πιστέ­ ψω πώς θέλετε νά μού κάνετε κακό. Πάντως, έ~ (Συνέχεια στήν ττοοτελευταία σελίδα)

0

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ­ ΠΟΙΚΙΛΗΣ

ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Β ιβλιοττωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 3 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς Διευθύνσεις συμφώνως τω Νόμφ : ΔιευΟυντού Σ. 'Ανεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προϊστ. Τυκογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9

’Ρτπ<τ

',Π

80.000 —

.

ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : 'Εξόμηνσς 40.000 — Τρίμηνος 20.000


Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΓΗΣ 1) "Επειτα άπό τρομακτικές περιπέτειες, άπό τΙς όποιες σώθηκαν μέ μεγάλη δυσκολία, 6 με­ γάλος κυνηγός και έξερευνητής Καγιούκ και οΐ σύντροφοί του Μόνα καί Μπίλμπο, μπαίνουν μέ τό μονόξυλό τους σέ μιάν άγνωστη χώρα. *ώς μοναδικά όπλα τους έχουν άπομείνει τό μαχαίρι του Καγιούκ και ένα τόξο., πού ό μεγάλος κυνηνός κατασκεύασε μόνος του. 2) Άποδιδάστη,καν σέ μια γοητευτική, όχθη κα­ τάφυτη άπό καρποφόρα δέντρα. ΤΗσαν κι’ οί τρεις πολύ πεινασμένοι καί, έτλο ό Μπίλμπο κΓ ή Μόνα μάζευαν άγρια φρούτα γεμάτα χυμό, *ό Κα­ γιούκ πέρασε τό τόξο του στόν ώμο του καί ξε­ κίνησε για κυνήγι. «Σάς υπόσχομαι ένα νόστιμο πρόγευμα, είπε -στους φίλους του. Ετοιμάστε μια καλή φωτιά κι* έφτασα!»

3) Πραγματικά, τό δάσος πέρα άπό τήν όχθη ήταν γεμάτο κυνήγι. Δέν είχε προχωρήσει τιερ.σσότερο άπό διακόσια μέτρα, άνάμεσα ατούς θά­ μνους καί στά πυκνά δέντρα, δταν ένα κομψό, "■τΞάρύ ζαρκάδι σήκωσε τό κεφάλι του άπό τό χορ­ τάρι, κύτταξε τον Καγιούκ καί άρχισε νά άπο^μακρύνεται μέ μεγάλα πηδήματα. Μά τήν Ιδ.α στιγμή τό μεγάλο τόξο του Καγιούκ τεντώθηκε.

»§) Δέν είχε άκόμα συνέλθει άπό τήν έκπληξί τόυ, δταν ένοιωσε ένα μ<χχαΐρι νά άκουμπά στήν πλάτη του! Μιά τραχεία καί έπιτακτική φωνή είπε πίσω του σέ μιάν Άφρικοτνική διάλεκτο, πού ό Κ<χγιούκ καταλάβαινε άρκετά -καλά: «Μείνε άκίνητος, άνθρωπε! Μιά μόνο χειρονομία καί τό μαχαίρι μου' θά χωθή στή σάρκα σου! ΤΙ γυρεύ­ ε.ς στα μέρη αυτά;»

4) "Ενα βέλος έσκισε; σφυρίζοντας σιγανά,τόν άέρα καί τό ζαρκάδι έπεσε σάν κεραυνόπληκτο. Χαρούμενος γιά τήν εύκολη έπιτυχία του, ό Κα­ γιούκ έτρεξε κοντά στή λεία του καί έτοιμαζόταν νά φορτωθή τό ζαρκάδι στήν πλάτη του -καί νά γυρίση στους συντρόφους του, δταν σταμάτησε κατάπληκτος. Είχε ρίξει ένα μόνο βέλος κι’ ό­ μως στήν πλάτη τού ζώου ή σαν καρφωμένα δύο!

6) Ο Καγιούκ έμεινε άκίνητος, άλλά γιά μιά μόνο στιγμή. Γοργός σάν άστραπή, έσκυψ* άπόταμα, γύρισε, άρπαξε τόν έχθρό του άπό τόν καρ­ πό καί μέ μιά γοργή συστροφή έκανε τό μαχαΐρι^νά ξεφύγη άπό τά δάχτυλά του καί τό κορμί του άντιπάλου του νά χάση τήν έπαφή του μέ τή γη καί νά διαγράψη ένα τόξο έπάνω άπό τό κει. φάλι τουΙ . ----- ---- --......... ~ ——;---------


ί

7) Ό άγνωστος προσγειώθηκε, όχι καί πολύ... απαλά, στή γη, δυό μέτρα μακρυά άπό τόν Κα­ ν ιούκ. "Εμεινε έκεΐ γιά λίγο, ζαλισμένος άπό τό χτύπημα, ^άποθαυμάζοντας τό μεγάλο άθλητικό κορμί τού Καγιούκ. Τέλος κούνησε ζωηρά τό κεψάλι του, για να συνέλθη άπό τή ζάλη, καί είπε: «Χμ ! ^Εΐσαι πολύ δυνατός καί πολύ έπιδέξιος! Νά δούμε δμως ποιός θά νικήση-!»

8) Συσπειρώθηκε καί ήταν έτοιμος νά ριχτή έπάνω στόν Κοτγιούκ, δτοον ξαφνικά, ό άέρας άντήχησε άπό άγριες πολεμικές κραυγές κι* άπό κρότους τροχών. Ό Καγιούκ γύρισε καί είδε τρεις πολεμιστές, έπάνω σέ γοργά καί έλαφρά άρματα πού τά έσερναν ύπέροχα άτια, νά πλη­ σιάζουν μέ όλοφάνερα έχθρικές διαθέσεις. Κρα­ τούσαν κάτι παράξενα δπλα.

9) Τά όπλα έκεΐνα δέν ήσαν άγνωστα στόν Καγιούκ. Λέγονταν *μπούμεραγκ» καί ήσαν άπό βαρύ καί σκληρό άγριόξυλο σκαλισμένο σέ σχή­ μα μισοφέγγαρου. Πετώντας τα άπό μακρυά, οί ιθαγενείς μπορούσαν νά σκοτώσουν μ* αύτά άγρίμια καί άνθρώπους. "Ενα άπό τά «.μπούμεραγκ» αύτά χτύπησε τόν άντίπαλο τού Κοτνιούκ καί τόν έρριξε χάμω άναίσθητο!

ΊΟ) Μέσα σέ λίγες στιγμές, οί τρεις νεοφερμένοι είχαν φτάσει κοντά καί είχαν πηδήσει άπό τ' άρματά τους. Ρίχτηκαν έπάνω στόν άντίπαλο τού Καγιούκ, πού είχε άνακτήσει τίς αισθήσεις του σχεδόν άμέσως, καί άρχισοιν νά τόν χ-ιυπο^ μέ γροθιές καί «μπουμ εραγκ». Αύτό γιά τόν γιούκ ήταν κάτι τρομερό καί άσυγχώρη.το.*«Τρ3? έναντίον ένός!, σκέφτηκε. Αύτό είναι άναδρο!»

11) Καί, μέ τά Ιπποτικά αισθήματα πού τόν χαρακτήριζαν πάντα, ό Καγιούκ ώρμησε άνάμεσά τους γιά νά βοηθήση τόν άνθρωπο, πού λίγες στιγμές πριν ήταν άντίπαλός του. «Πρέπε. νά άποκαταστήσουμε κάποια Ισορροπία, φίλοι μου!» είπε σαρκαστικά. Μά οι δυνατές καί κεραυνοδό­ λες γροθιές του κάθε άλλο παρά... Ισορροπία *------------

*

* Λ —ιτί/ν/·

12) ςΚάντε μου τόπο!» φώναξε ό Καγ "Αρπαξε τόν άγνωστο άντίπαλό του, πού είχε τώ ρα λιποθυμήσει γιά καλά, τόν φορτώθηκε σιόν ώμο του, χάρισε μερικές άκόμα. .. τρυφερές γροθιές στούς νεο^ερμένους καί πήδησε σ' ένα άπό τά άρματα. 'Ε' α «μπούμεραγκ» πέρασε σφυρίζοντας δίπλα στό αύτί του κι* άλλο έ α έξυσε έλαφρά τόν δεξιό του ώμο.


13) «Γειά σας, ποιλληκάρια μουΓ, φώναξε ό Κοιγιούκ εύθυμα. ΛυποΟμαι πού φεύγω, μά έχω οιύτό τό φορτίο πού Εμποδίζει τις κινήσεις μου! Διαφορετικά, θά έμενα για να. .. σάς κρατήσω συντροφιά καί, να είστε βέβαιοι, 6ά περνούσαμε πολύ καλά!» “Αρπαξε τά χοιλινάρια καί είπε στα δυό άλογα τού άρματος: «“Αϊντε, άλογάκια μου I "Αιντε! Φτερά στά πόδια σας!»

14) Κι έρριξε τό άρμα σ’ έναν τρελλό καλπα­ σμό έπάνω ά’ έναν τραχύ, στριφογυριστό δρόμο, πού, άφού άνέβαινε στήν πλαγιά ένός λόφου, κα­ τέβαινε^ έπειτα σέ ιμιά πετρώδη καί άπότομη, κατηφοριά γεμάτη γκρεμούς. Τά δυό άλλα άρματα τόν^πηραν ξοπίσω, σηκώνοντας £να σύννεφο κα­ πνού στό πέρασμά τους. Βέλη άρχισαν νά σφυρί­ ζουν έπάνω άπό τό κεφάλι τού Καγιούκ.

15) Σέ μιάν άπότομη στροφή του δρόμου, ό Καγιούκ λίγο έλειψε νά πέση σ έναν πανύψηλο γκρεμό, πού έχασκε στά δεξιά του. Μόνο ή με­ γάλη έπιδεξιότης του καί ή έτοιμότης τού πνεύ■μτλνός του έσωσε αυτόν καί τόν άναίσθητο άν­ θρωπο πού κρατούσε. Μά δέν είχε τήν Ιδια τύχη ό πρώτος άπό τούς διώκτες του. Τό άρμα του κατρακύλησε στήν άβυσσο.

16) Τό τρίτο άρμα σταμάτησε μπροστά οτόν κίνδυνο νά άνατραπη και γύρισε πίσω. Βλέποντας δτι κάθε καταδίωξις είχε σταματήσει, ό Καγιούκ σταμάτησε κοντά σέ μιά πηγή, δπου έπλυνε κ.’ έδεσε τό τραύμα τού (άγνωστου άντιπάλου του καί τού έδωσε νά πιή. Εύτυχώς τό τραύμα δέν ήτοιν σοβαρό κι* ό άνθρωπος συνήλθε πολύ γρή­ γορα.

ί%.

17) Εύχαρίστησε μέ θερμά λόγια τόν Καγιούκ καί τού διηγήθηκε τήν Ιστορία του. Ήταν μιά πολύ παράξενη καί δραματική Ιστορία. «Το δνομά μου είναι Σενουσρίτ, είπε, καί είμαι βα­ σιλιάς τού Κεμίτ, πού σημαίνει Χαμένη Γη. Τό Κεμίτ, πού ήταν άλλοτε μιά δυνοπή καί ευτυχι­ σμένη χώρα, έχει τώρα ύποδουλωθή έξαιτίας του βασιλιά της, τού πατέρα μου...

18) >01 βασιλιάδες τού Κεμίτ, συνέχισε ό Σενουορίτ, είχαν άπό πολλά χρόνια παραμελήσει τά καθή κοντά τους πρός τή χώρα καί εΐχάν βυθιστή στις άπολαύσεις καί τις ήδονές. Ό πατέ­ ρας μου ό τελευταίος βασιλιάς πού κυβέρνησε τό Κεμίτ, δέν έκανε τίποτα για νά βγή άπό τό δρό­ μο τών προ κατόχων του καί νά βοηθήση τή. χώ­ ρα νά άνοοθωθη και νά —


19) »Στρατός σχεδόν δέν υπήρχε, είπε μέ πί­ κρα δ Σενουσρίτ, καί οι λίγοι στρατιώτες πού χόν Αποτελούσαν ήταν έντελως Αγύμναστοι. Έ­ τσι, δταν ό Πρίγκιπας του Ντορσίτ, της Κόκκινης Πης, πού βασίλευε σέ μιΑν Απέραντη έρημο, έπετέθη έναντίον του Κεμίτ, δ στρατός μας τσακί­ στηκε καί ό πατέρας μου πλήρωσε μέ τή ζωή του τα βαρεία σφάλματα του παρελθόντος...

20) »Οί στρατιώτες του Ντορσίτ μπήκαν μέσα στο Ανάκτορο τού πατέρα μου καί έσφαξαν δλους τούς ύπηρέτες καί άλα τά μέλη της βασιλικής οι­ κογένειας. Ό βασιλιάς τους Σακρά ήθελε μέ τό μακελειό αυτό να βεδαιωθή δτι 6έ θά γλύτωνά έγώ, ό διάδοχος του θρόνου, καί δτι έτσι κανέ­ νας δέν θά έμενε γιά νά διεκδικήση τή βασιλεία...

21) »Παρακολούθησα, μέ τήν ψυχή γεμάτη φρί­ κη, τήν τρομερή έκείνη σφαγή. Κατόρθωσα ό­ μως νά κρυφτώ μέσα ατούς βασιλικούς οταύλους καί, τή νύχτα, άρπαξα ένα άλογο καί έφυγα γ ,ά πάντα Από τό Αγαπημένο μου Κεμίτ, Από τή χω­ ρά των προγόνων μου, πού ήμουν τώρα βασιλιάς της σύμφωνα μέ κάθε νόμο, Ανθρώπινο καί θεϊκ&

22) >Κράφτηκα στήν έρημο καί σχημάτισα έκεϊ έναν μικρό έπαναστατικό στρατό Από τα Απομεινό ρια τού στρατού τού πατέρα μου, έλπίζοντας νά γ νω μιά μέρα Αρκετά δυνοιτός ώστε νά μπόρέσ ο νά έπιτεθώ έναντίον τών έχθρών μου. Έκεΐ έααθα πώς ό Σακρά πέθανε Αφήνοντας τόν κλεμ­ μένο θρόνο στήν όμορφη κόρη του Νεφερτί,. κάτω Από τήν κηδεμονία τού Άρχιερέως Τουμές...»

1

23) Καί ό Σενουσρίτ πρόσθεσε: «Μού έσωσες τή ζωό Καγιούκ! Είσαι Ανδρείος, δυνατός καί έξυπνος! Μου χρειάζεται ένας άνθρωπος σάν έσένα γιά νά όδηγήση τό στρατό μου στή νίκη. ΟΙ άντρες μου περιφέρονταιβ μέσα στήν έρημο, παρενοχλώντας τά στρατεύματα τού ΙΑρχιερέως Τουμές καί δέν περιμένουν παρά ένα σύνθημά

24) Ή συγκινητική Ιστορία τού Σενουσρίτ άγ­ γιξε τήν πιό ευαίσθητη χορδή μέσα στήν καρδιά τού Καγιούκ τόν Αγάπη του δηλαδή γιά τή Δι­ καιοσύνη κάί την Απέχθειά του γιά τήν Αδικία, «θά σέ βοηθήσω, Σενουσρίτ ί, είπε, θά σέ βοηθή­ σω κι* έγώ κι* οΐ σύντροφοί μου. Πάμε νά σου τούς γνωρίσω». Καί τόν ώδήγησε κοντά στή Μό%ι/ν Ιί/νι 1-Λν ΜττίλίΙΙΠΛ


25) Ξεκίνησαν ώδηγημένοι άπό τόν Σενουσρίτ, μά οΐ κινήσεις τους έγιναν γρήγορα γνωστές στόν Αρχιερέα Τουμές, πού έσπευσε νά είδοποιήση τή βασίλισσα. «Πρέπει- \ά δράσουμε, είπε, καί νά τσακίσουμε τόν Σενουσρίτ, δ;ο άκόμα εΓναι καιρός. Αυτή τή στιγμή βρ,σκέται στήν έρη­ μο μαζί μέ τούς άλλους». ^Στείλτε τούς ά ν 0 ρ ώπους-πουλιά!» διέταξε ή Νεφερτί.

26) Οί άνθρωποι-πουλιά ή σαν θαρρα­ λέοι πολεμιστές, έφωδιασμένοι μέ μεγάλοε τέχνη* τά φτερά. Τά φτερά αυτά, έψεύρεσις ένός μηχα­ νικού του Σακρά, στερεώνονταν στήν πλάτη τους σάν άλεξίπτωτα καί έπέτρεπαν στούς πολεμιστές νά ταξιδεύουν στόν άέρα γιά μερικά λεπτά, μοιά­ ζοντας μέ τεράστια καί τρομερά άρπακτικά που­ λιά της έρήμου.

27) "Ενας ειδικός πύργος, πού ύψωνόταν έπιβλητικός στήν άκρη τού Κεμίτ^ ήτπν τό^όρμητήριό τους, ^.εκινώτας άπό έκεΐ, μπορούσαν νά έπιβλέπουν όλόκληρη την περιοχή τ ->ύ Κεμίτ καί νά παρακολουθούν τις κινήσει* τ ον έπαναστοπν κών στρατευμάτων τού Σεχουοοίτ. Μόλις πήραν τϋι διαταγή της βασίλισσας, οί άνθοωποι - πουλιά άπογειώθηκαν γοργά.

28) Τό ένα πίσω άπό τ’ άλλο, τά τρομερά έκεΐνα πουλιά τού πολέμου άρχισαν νά σκίζουν τόν άέρα μέ κατεύθυνσι την έρημο. Δέν δυσκο­ λεύτηκαν καθόλου νά διακρίνουν άπό μακρυά τόν Καγιούκ, τόν Σενουσρίτ καί τούς φίλους τους, πού προχωρούσαν πρός τά μέρη, όπου βρίσκον­ ταν οι έπαναστάτες. ΤΗταν άργά πιά όταν ό Σε­ νουσρίτ είδε τούς άνθρώπους - πουλιά. . .

29) ΟΙ άλλόκοτοι έκεΐνοι πολεμιστές, έγειραν τό κεφάλι τους πρός τά κάτω κι* έπεσαν πρός τή γή σάν άρπακτικά όρνεα, πού χυμούν έπάνω στή λεία τους. Καθώς περνούσοιν έπάνω άπό τή μικρή συντροφιά των φίλων μας, πέταξαν έπάνω τους μέ διαβολική έπιδεξιότητα ειδικά δίχτυα έφωδιασμένα μέ βαρίδια, πού τύλιξαν τά θύματά τους!

30) "Οταν πάτησαν στό έδαφος, οί άνθρωποι πουλιά δέν μπορούσαν πιά νά χρησιμοποιήσουν τά φτερά τους. Γά έβγαλαν, λοιπόν, γοργά άπό έπάνω τους καί αιχμαλώτισαν τόν Σενουσρίτ, τή Μόνα καί τόν Μπίλμπο, πού πάλευαν άκόμα μέσα στά δίχτυα. Μά ό Καγιούκ είχε κατορθώσει νά ξεφύγη καί ένα άγριο κυνηγητό άρχισε.


31) Τά γυμνασμένα πόδια τοΰ μεγάλου κυνη­ γού τόν άπαμάκρυναν γοργά άπό τούς διώκτες του, μά ό Καγιούκ άναγκάστηκε σέ λίγο νά σταματήση και νά άντ. μετωπίση τούς άνθρώπους πουλιά, γιατί ένας πανύψηλος γκρεμός έχασκε· κάτω άπό τά πόδια του. Γύρισε καί μέ τρομερές γροθ.ές άρχισε νά κεραυνοβολή τούς πολεμιστές της βασίλισσας ίΐεφερτί.

32) Ξαφνικά όμως, καθώς τραβήχτηκε πρός τά πλάγια γιά νά άποφύγη μιά σπαθιά, τό πόδι του γλύστρησε, τό κορμί του έχασε τήν Ισορρο­ πία του καί έπεσε στόν γκρεμό! Μέ τήν άνάσα κομμένη, ό μεγαλόσωμος κυνηγός έπεφτε, έπε­ φτε, ώσπου πιά άρχισε νά πιστεύη πώς τό πέσιμο 5έ θά σταματούσε ποτέ. Επάνω, οΐ άνθρωποι πουλιά έκάγχαζαν..,

33) Μά ό Καγιούκ εχε τήν τύχη νά πέση στά βαθειά νερά ένός ποταμού, πού κυλούσε στή ρί­ ζα τοΰ γκρεμού καί είχε — συγχρόνως — τήν άτυχία νά ξυπνήση ιμέ τό γδούπο πού έκανε δυό κροκόδειλους πού κοιμόντοιν στόν ήλιο! Κολυμ­ πώντας άπεγνωσμένα ό Καγιούκ κατευθύνθηκε πρός τήν πιό κοντινή δχθη, μέ τούς κροκοδείλους ξοπίσω του.

34) Ευτυχώς, κατώρθωσε νά φτάση στή στε ριά, μιά στιγμή πρίν τά τρομερά σαγόνια ^κλείσουν γύρω από τό κορμί του, καί νά^σωθη βάζοντάς το στά πόδια, γιατί τά θηρίά θέλησαν νά συνεχίσουν τό κυνηγητό καί στή στεριά. "Οταν ξεμάκρυνε άρκετά ώστε νά μή διατρέχη κ^νέ>?αν κίνδυνο, ξάπλωσε γιά νά ξεκουραστή καί νά κά­ νη 'τά σχέδιά του.

35) ΟΙ φίλοι του είχαν πέσει στά χέρια έχθρών κι* αυτός δέν διέθετε, γιά νά τούς βοηθηση, κα­ νένα όπλο, ιέκτός άπό τό μαχαίρι του. Κάθησε, λοιπόν, κι’ έφτιαξε μιά σφεντόνα, όπλο πανάρχαιο και άπλό, πού δμως μπορούσε νά γίνη τρο­ μερά άποτελεσματικό στά χέρια τού μεγάλου κυ­ νηγού. ^Οπλισμένος έτσι ξεκίνησε πρός τήν κστεύθυνσι τού Κεμίτ. ϊ

36) Μά δέν είχε -προχωρήσει πολύ, δταν τά έξησκημένα αύτιά τού Καγιούκ συνέλαβαν ένα φτερούγισμα καί, μέ τήν άκρη του ματιού του, είδε ένα μεγάλο ίοκιο νά σέρνεται στό χώμα. Γύ­ ρισε άπότομα καί είδε έναν άνθρωπο - πουλί νά πλησιάζη γοργά μέ τά φτερά άνοιχτά και μ’ ένα τόξο στό#έρι. *Ό Καγιούκ στριφογύρισε τή σφεν­ τόνα του.


38) "Επειτα άπό μερικές ώρες, καθώς ό Καγιούκ έβγαινε άπό ένα δασάκι, Αντίκρυ σε μπρο­ στά του, μεγαλόπρεπα ξαπλωμένη κάτω άπό τόν λαμπερό ήλιο, τήν πάλι πού άλλοτε κυβερνούσε ό πατέρας τού Σενουσρίτ καί πού τώρα ήταν υποδουλωμένη στήν όμορφη 'Νεφερτί. «’Εκεΐ βρί­ σκονται οί φίλοι μου, σκέφτηκε ό κυνηγός, καί μέ περιμένουν να τούς έλευθερώσω!»

% 37) Ή πέτρα του Καγιούκ ξεκίνησε πριν άπό τό βέλος του Ιπτάμενου πολεμιστή καί ό άνθρω­ πος - πουλί, χτυπημένος στό μέτωπο, άφησε α βογγητό, συσπάσθηκε κι* έπεσε κατακόρυφα στ ή γή! *0 Καγιούκ έτρεξε κοντά του καί του πήρε τό δίχτυ, πού ήταν ένα περίφημο Αμυντικό καί έπιθετικό όπλο. Ξεκίνησε πάλι για Κεμίτ τή Χαμένη Γη. . .

39) Πλησίασε στήν πόλι, χωρίς νά γίνη άντιληπτός, Φ*·ως, μέσα στή ζούγκλα, θά πλησίαζε τή « λεία τοίλ Πρός τή δυτική πλευρά τού τείχους τής πόλεως,-όιφρχε μια μεγάλη πόρτα, πού ώδηγουσε δχι ώ«ευθείας μέσα στήν πόλι,-άλλά σ' ένα μεγάλοτίαό. *Από έκεΐ προτίμησε νά περάση ό Κα„ γνούκ.^^νας φρουρός όμως ήταν τοποθετημένος ■ μπροστά ψτήν πόρτα. ν*’

41) "Ετσι, 6 μεγάλος κ>Λ£}γός βρέθηκε μέσα σ' ένα ναό τεραστίων διαστάσεων. Πανύψηλοι και όγκώδεις στύλοι ύποστήριζαν "τό τοΛάνι, πού χα­ νόταν ψηλά μέσα -σ' ένα μυστηριώδες μισοσκό­ ταδο. Μωσα*κά έξοηρετικής τέχνης τοίχους καί ο.γάλματα #εών ύψωναν έπιβλητ^κά τό άνάστημο χ»ς. Ό Καγιούκ προχώρησε άργα και Αθόρυβα.

.

40) Ό Καγιούκ πλησίασε έρποντας καί, πριν ό φρουρός άντιληφθη κάν τήν παρουσία του, ρί­ χτηκε έπάνω του, τίναξε έπιδέξια τό δίχτυ, πού είχε πάρει άπό τόν άνθρωπο - τϊούλξ τόν άκινήτησε καί μέ μιά γροθιά στό κεφάλι τόν βύθισε σ’ . έναν πολύωρο ύπνο, Ό φρουρός βέν είχε προλά­ βει νά φωνάξη καί ό δρόμος ήταν τώρα έλεύθεοος γιά τόν Καγιούκ.

42) Προχώρησε, χωρίς νά ύποψιάζεται ότι , πολλά ζευγάρια μάτια παρακολουθούσαν άθέατα τις κινήσεις του. ξαφνικά, Ακούστηκε ή κραυγή ενός νυχτοπουλιού καί πολυάριθμοι φρουροί, ώ-! πλισμένοι μέ άκόντια πήδησαν πίσω άπό τούς στύλους καί περικύκλωσαν τό μεγάλο κυνηγό. Τόν έπιασαν, πριν πρςλάβη νά άντισταθη, καί τόν άφώπλισοτν.

.5


43) Τόν ώδήγησ<χν μπροστά στή βασίλισσα Νεφερτί καί τόν Αρχιερέα Τουμές. «Είναι ό ξένος που συνόδευε τόν Σενουσρίτ, ώ βασίλισσα!, είπε ό Τουμές. Βεβήλωσε τό ναό καί πρέπει να πεθάνη, σύμφωνα μέ τα έθιμα!» «Ναί, είπε ή βασίλισσα. "Ας Ακολουθήσουμε τά έθιμα κι* άς τόν ύποβάλουμε στή μεγάλη δοκιμασία, Τουμές! . . .»

44)· Τό Αποστεωμένο πρόσωπο του Τουμές έλαμψε άπό διαβολική κακία. Γύρισε στόν Καγιούκ καί είπε με στόμφο: 4Ή βασίλισσα σέ λυπή­ θηκε! θά σέ βάλουμε άντιμέτωπο ένός έχθροϋ τόσο τραμεοού, ώστε κοτνείς άπ’ όσους τόν άντιμετώπισαν ώς τώρα δέν έζησε! "Αν μπόρεσης νά τόν σκοτώσης, θά σου χαρίσουμε τή ζωή!»

43) Οί φρουροί έκαναν νόημα στόν Καγιούκ νά τούς άκολουθήση καί τόν όδήγησοη/ σ’ ένα με­ γάλο, άδειο δωμάτιο, όπου τόν άφησαν μόνο. Λί­ γες στιγμές Αργότερα, μιά πόρτα άνοιξε στόν πέτρινο τοίχο καί ένας τεράστιος γορίλλας μπή­ κε στό δωμάτιο. Ή πόρτα ξοινάκλεισε πίσω του μέ βρόντο καί τό θηρίο άρχισε νά χτυπά πολεμόχαρα τό στήθος του.

46) Ό Καγιούκ κατάλαβε τότε πώς ή ζωή του — καί ή ζωή των φίλων του, πού βρίσκονταν σί­ γουρα φυλακισμένοι κάπου έκεΐ κο\ τά — κρεμότοιν Από τήν έπιδεξιότητά του καί τή δι ναμι των χεριών του, άοπλος όπως ήτοα. Πριν δμως προλάβη νά δράση, ό γορίλλας πήδησε επάνω του καί χά τεράστια μπράτσα του τύλιξαν τό κορμί του Καγιούκ.

47) Ό μεγάλος κυνηγός προσπάθησε Απεγνω­ σμένα νά ξεγλυστρήση άπό τό τρομερό σφίξιμο του γορίλλα, πού γινόταν δλο καί π ιό Ασφυκτικό, μά τό θηρίο είχε μιάν Αφάνταστη δύναμι καί μιάν άιιερίγροσττη Αγριότητα. Χωρίς νά παρατήση ούτε στιγμή τόν Καγιούκ, έσκυψε καί τόν δάγκωσε Απάνθρωπα στόν ώμο!

48) Σφίγγοντας μέ μανία τά δόντια του γιά νά καταπνίξη ένα ουρλιαχτό πόνου, πού πήγαινε νά βγή Από τό στήθος του, δ Καγιούκ κατέβαλε ύπεράνθρωπες προσπάθειες καί κατόρθωσε στό τέλος νά έλευθερώση τό ένα του μπράτσο. Τότε ή γροθιά του ξεκίνησε σάν βολίδα καί χτύπησε τό γορίλλα στό σαγόνι, κάνοντάς τον νά τρεκλίση.


49) Ό πόνος δεκαπλάσιασε τή λύσσα του κτή­ νους. Αφήνοντας άνατριχιαστικά ούρλιαχτά, ό γορίλλας σήκωσε ψηλά τόν άνθρωπο και τον ά­ φησε νά πέση χάμω, στις πλάκες του δωματίου. Τό κεφάλι του Καγιουκ χτύπησε στό πάτωμα καί χιλιάδες άστρα έλαμψαν γύρω του. "Επειτα βυ­ θίστηκε σέ μιά σκοτεινή άβυσσο χωρίς τέλος. . .

50) Μά ή θαυμασία Ιδιοσυγκρασία του δέν τόν άφηάε γιά πολύ μέσα στό σκοτάδι έκείνο. Συ­ νήλθε σχεδόν άμέσως — άν καί ό Ιδιος νόμισε πως είχαν περάσει αΕωνες — καί άρχισε νά άνορθώνεται, άκριβως τή στιγμή πού τό θηρίο, ουρ­ λιάζοντας θριαμβευτικά, έτοιμαζόταν νά ριχτή έπάνω του καί νά τόν αποτελειώση. . .

ν·!) Μέσα στή όμίχλη πού σκέπαζε τό μυαλό του καί τα μάτια του ό Καγιούκ διέκρίνε μιά σκούρα μάζα πού σάλευε μπροστά του καί, μέ μιά ένστικτώδη κίνησι, πρόλαβε καί άρπαζε τόν κολοσσιαίο γορίλλα άπό* τό πόδι. Τράβηζε τό πόδι-μ* δλη του τό δυναμι πιέζοντάς του συγχρό­ νως τό γόνατο κι ό γορίλλας έχασε τήν ισορ­ ροπία του.

52) Αυτό άκριβώς περίμενε ό Καγιούκ. Μ’ έ­ να άκροβατικό πήδημα ,βρέθηκε στή, ράχη του θηρίου καί τό δυνατό μπράτσο του σφίχτηκε ^ύρω άπό τό λαιμό του σέ μιά τρομερή λαβή. ^Ε­ πειτα, μέ μιαν υπέροχη προσπάθεια, πίεσε μ’ δλη του τή δυναμι τό σβέρκο του γορίλλα τσακίζον­ τας τή σπονδυλική του στήλη καί σκοτώνοντάς τον!

53) “Οταν ή έκπληκτική εΐδησις τής νίκης του Καγιούκ έφτασε ώς τή βασίλισσα, ή Νεφερτί ζή­ τησε νά δή τό νικητή καί τόν δέχτηκε μέσα στό πολυτελές διαμέρισμά της. «Σου έπιστρέψω τό μαχαίρι σου, ώ ξένε1, είπε στον Καγιούκ. Άπό τή στιγμή αυτή είσαι φιλοξενούμενός μου ί» «Σ’ ευχαριστώ, ώ βασίλισσα», άπάντησε ό Καγιούκ παίρνοντας τό μαχαίρι.

54) Εκείνη τή στιγμή, ένας σκλάβος πρόβαλε στό άνοιγμα τής πόρτας κουβαλώντας ένα πα­ νέρι γεμάτο έξωτικά φρούτα, γεμάτα νοστιμιά καί χυμό, γιά τά όποία τρελλαινόταν ή ΐΝεΦερτί. Πλησίοισε στό ντιβάνι, δπου ήταν ξαπλωμένη ή βασίλισσα καί άκοόμπησε τό πανέρι στα πόδ:α της. Ή ΝεφερτΙ έσκυψε στό ποινέρι μέ τά φρούτα.


55) «θέλω νά σου προσφέρω -μερικά φρούτα, ώ ξένε», εΐπε στόν Καγιούκ. <Τάρε μερικά...» Δέν Αποτελείωσε τή φρασι της. *Η φωνή της πνί­ γηκε μέσα στό λαρύγγι της. "Ενα μεγάλο έρπε-, τό, ένα μαύρο, φαρμακερό φίδι τής έρήμου βγή­ κε μέσ* Από τά φρούτα, άνώρθωσε τό Απαίσιο κεφάλι του καί, σφυρίζοντας" άνατριχιαστικά, έτοιμάστηκε νά ριχτή έπάνω οτή Νεφερτί!

56) Γοργός σαν τήν Αστραπή, ό Καγιούκ τρά­ βηξε τό μαχαίρι του, πού μόλις είχε χώσει μέσα στή θήκη του, και τό πέτοόξε Ακριβώς τή στιγμή που τό φίδι Ανοιγε τό στόμα του γιά νά δαγκώση στό όμορφο πρόσωπό της τήν περίτρομη καί Απολιθωμένη βασίλισσα. Τό μαχαίρι σφύριξε μεταλ­ λικά στόν Αέρα σκίζοντάς τον πρός τήν κατευθυνσι του φιδιού.

57) Ένώ ή Νεφερτί ξεφώνιζε άπό φρίκη καί τρόμο, τό μαχαίρι κάρφωνε τό φίδι στό πλακου­ τσό του κεφάλι, μερικά μόνον έκατοστά Από τό πρόσωπο τής βασίλισσας 1 Τό μαύρο έρπετό του θανάτου τινάχτηκε δυό μέτρα μακρυά, σπρωγ­ μένο Από τή φόρα του μαχαιριού, κι* έπεσε χάμω σφαδάζοντας. Ή ζωή τής βασίλισσας Νεφερτί εί­ χε σωθή Από τή δολοφονική έκείνη Απόπειρα.

58) Ή όμορφη βασίλισσα έξέφρασε θερμά νήν ευγνωμοσύνη της στόν σωτήρα της. "Οταν όμως ό Τουμές, πού ήταν ό πραγματικός ένοχος του έγκλήμοττος, έμαθε τήν είδησι, παρουσιάστηκε στή βασίλισσα, γεμάτος Αγανάχτησι τάχα. «Οί έπαναστάτές του Σενουσρίτ έκαναν <χύτό τό έγκλη­ μα !, είπε στή Νεφερτί. θέλησαν νά σέ σκοτώσουν γιά νά πάρουν πιό εύκολα τήν έξουσία!»

59V Καί ό Τουμές, μέ σιγανή φωνή, έξέθεσε στή Νεφερτί τά σχέδιά του. Μά ό Καγιούκ Α­ κούσε τή συζήτησί τους. «Ό Σενουσρίτ, είπε ό Τουμές, καί δυό φίλοι του βρίσκονται αυτή τή στιγμή στά χέρια μας. "Ας τους έκτελέσουμε, πριν δοκιμάσουν νά σέ δολοφονήσουν Ακόμα μιά φορά, ώ βασίλισσα! Μαθαίνοντας τό θάνατο του Σε­ νουσρίτ, οΐ (έπαναστάτες θά διαλυθούν!...»

60) Τό βράδυ τής Ιδια μέρας, ό Καγιούκ τώρθωσε νά ξεφύγη Από τήν Αγρυπνη έπιτήρησι των Αντρων του Τουμές καί νά κατεβή στίς υπό­ γειες φυλακές του παλατιού, ψάχνοντας νά βρή τούς φυλακισμένους φίλους του. Περπατώντας Α­ θόρυβα σάν πάνθηρας καί γλυστρώντας σαν ί­ σκιος, κατάφερε νά περάση Από τούς στρατιώτες πού φρουρούσαν τα σκοτεινά περάσματα.

. I

.11........................................................................................................ ...

■■■ ■

I

:·>


61) Τέλος Ανακάλυψε τό κελί, δ που ό Σενουσρίτ„ ή Μόνα κι* ό Μπίλμπο περίμεναν μέ έγκαρτέρησι τή μοίρα τους, πού ήξεραν πώς δέν ήτοτν άλλη Από τό θάνατο! «Ακούστε!, ψιθύρισε ό Κοιγιούκ. >Νά είστε έτοιμοι γιά αύριο βράδυ. Είμαι βέθαιος ότι θά δρω κάποιον τρόπο γιά νά σας βγάλω άπό τήν ύγρή αυτή -φυλακή. Στό με­ ταξύ μήν άψήσετε νά σας κυριεύση ή άπελπισία! *>.

62) *Ένας άπό τους φρουρούς είδε τόν και­ νούργιο ευνοούμενο της βασίλισσας, τή στιγμή πού αυτός έβγαινε άπό τις ύπόγειες φυλακές, καί έτρεξε νά τό πη στόν Τουμές. «θά σέ Αντα­ μείψω γιά τήν πληροφορία είπε ό Άρχιερεύς. Ο ξένος αύτός είχε Αρχίσει νά γίνεται έπικίνδυνος έχοντοος τήν έμπιστοσύνη της βασίλισσας. Μά δέ θά ξαναδή ποτέ πιά τό φως της ήμέρςκ;!...»

63) "Οταν νύχτωσε, ό Καγιούκ είδε άπό τό παράθυρό του Ανθρώπους του Τουμές νά διασχί­ ζουν πάνοπλοι τήν αυλή καί νά μπαίνουν στήν πτέρυγα, όπου βρισκόταν τό δωμάτιό του. Έγκατέλειψε γοργά τό δωμάτιό του καί νλύστρησε έξω, χωρίς κανένας νά τόν Αντιληφθή. "Ετσι οί δολοφόνοι, δταν μπήκαν στό δωμάτιό του δέν βρήκαν νά σκοτώσουν κανένα. ..

64) Στό μεταξύ ό Καγιούκ βγήκε στήν αύλή, έτρεξε στούς βασιλικούς στάδλους, σέλωσε γοργά ένα Αλογο πήδησε έπάνω του καί έφυγε καλπά­ ζοντας. Σκόπευε νά πάη νά βρή τούς Αντρες του Σενουσρίτ, νά τούς μιλήση γιά τόν έκπτωτο βα­ σιλιά τους, νά τούς πη ότι βρισκόταν Φυλακισμέ­ νος καί έτοιμοθάνςιτος στά υπόγεια της Νεψερτί καί νά -τούς προτρέψη νά έπιτεθούν.

65) Βγήκε άπό τήν πόλι καί ξεμάκρυνε πρός τήιν έρτ^ΑΟ μέ Αγριο καλπασμό. Μά ή φυγή του είχε γίνει Αντιληπτή άπό τούς φρουρούς τού Του­ μές, πού πήδησοιν στ’ Αλογά τους καί θίχτηκαν ξοπίσω του. "ΙΕνα τρελλό καί Απεγνωσμένο κυνη­ γητό Αρχισε Ανάμεσα στά φοινικόδεντρα, πού φύ­ τρωναν στό Αμμώδες καί πετρώδες έδαφος. "Ενα στρογγυλό φεγγάρι φώτιζε τήν παράξενη σκηνή.

66) Τό τοπίο Αλλαζε γοργά,' καθώς τά Αλογα προχωρούσαν καλπάζοντας μέσα στη νύχτα. ^Γά δέντρα Αραίωσαν κι* έπειτα χάθηκαν έντελώς. "Ε­ πειτα, μπήκαν στήν έρημο καί σιγά - σιγά Αμ­ μόλοφοι φάνηκαν. Καθώς τούς φώτιζε τό φεγγά­ ρι, οι Αμμόλοφοι καί οί καόαλλάρηδες έρρ.χναν μεγάλους ίσκιους μπροστά τους. ΟΙ Αντρες τού Τουμές κέρδιζαν όλοένα έδαφος.


β7) Λίγο άργότερα, ό Καγιούκ διέκρινε μπρο­ στά του μιά τεράστια πυραμίδα καί, βλέποντας ότι οί διώκτες του δεν θ’ άργουσαν νά τόν φτά­ σουν, σκέφτηκε νά ξεφύγη ζητώντας καταφύγιο μέσα στόν γιγάντιο έκεΐνο τάφο, όπου άναπαύοιται πανίσχυροι βασιλιάδες, που είχαν πεθάνει χι­ λιάδες χρόνια πρίν. . . "Εκανε τό νύρο τής πυ­ ραμίδας ώσπου βρήκε τήν είσοδό της.

68) Σταμάτησε έκεΐ, πήδησε άπό τό άλογό του και, έγκοπαλείποντάς το, ώρμησε πρός τή μεγά­ λη πόρτα πού έφραζε τήν είσοδο της πυραμίδας. ’Ενώ οί άντρες τού Τουμές πλησίαζαν γοργά, άλαλάζοντας θριαμβευτικά, ό Καγιούκ στήριξε τόν ώμο του έπάνω στην πόρτα κι* έσπρωξε μ* όλη του τή δύναμι. Οί στρόφιγγες της μεγάλης πόρτας έτριξαν καί ένα άνοιγμα σχηματίστηκε.

69) Μιά βαθεά νεκρική σιγή γέμιζε τήν τερά­ στια αίθουσα τών βασιλικών σαρκοφάγων. Ό Καγιούκ ,κύτταξε γύρω του άναζητωντας · ανένα πέρασμα για νά ξεφύγη μέσα στους υπόγειους διαδρόμους άπό τούς διώκτες του. ηαφνικά άνσσκίρτησε. "Ακούσε πίσω του τήν πόρ-τα νά κλεινή μέ βρόντο κα'ι μιά φωνή νά λέη: «Σέ κλείσαμε μέσα! Σέ θάψαμε ζωντανό, ώ ξένε!».

70) Ή θέσις τού Καγιούκ ήταν άπελπιστική. Οί άντρες τού Τουμές τόν είχαν κλείσει μέσα στην πυραμίδα! Δοκίμασε ν* άνοιξη τήν πόρτα, μά δέν μπόρεσε. Χωρίς νά χάση τήν ψυχραιμία του, ό Καγιούκ προχώρησε μέσα στούς πολυδαί­ δαλους διαδρόμους τής πυραμίδας, ώσπου έφτασε μπροστά στο κολοσσιαίο άγαλμα ένός θεού. Στό μέτωπο του θεού άστραψτε ένα πελώριο διαμάντι!

71) Τραβηγμένος άπό τό διαμάντι, ό Καγιούκ ξέχασε τή δύσκολη θέσι όπου βρισκόταν. Σκαρ­ φάλωσε στά γόνατα του θεού κι* έπειτα έπάνω στο στήθος του καί, τεντώνοντας τό χέρι του, έπιασε τό διαμάντι και δοκίμασε νά τό άποσπάση. 'Μά δέν κατάφερε παρά νά τό κάνη άπλώσ νά στριφογυριστή γύρω άπό -μιάν άλυσίδα, πού τό κρατούσε άπό τό έσωτερικό του κεφοιλιού.

72) Καί τότε ένα άπροσδόκτητο θαύμα συνέβη. Τό διαμάντι καί ή άλυσίδα πού τό συγκροτούσε έβαζοτν σέ κίνησι κάποιον κρυφό μηχανισμό, πού άρχισε άμέσως νά βουίζη. Κατάπληκτος, ό Καγ.οακ εΐδε ένα μεγάλο κομμάτι τού πέτρινου τοί­ χου νά ύποχωρή καΤένα άνοιγμα νά σχηματίζε­ ται1 Ό Καγιούκ κατέβηκε άπό τό άγαλμα, βγήκε καί βρέθηκε στόν έλεόθερο άέρα!


73) ΟΙ άντρες τού Τουμές είχοςγ φύγει*κι* 6 Καγιούκ οκέφτη,κε γιά μιά ο*ιγμή νά γυρίση πί­ σω σΐό Κεμίτ. Μά όχι! Γυρίζονας -μόνος του στό ΚεμΙτ δέν θά κοττώρθωνε πόλλά πράγματα. Α­ πεναντίας, άν Εβρισκε τούς Επαναστάτες του Σενσυσρίτ, πού τριγύριζαν μέσα στην Ερημο, θά είχε Εναν στρατό γιά νά χτυπήση τόν Τουμές... “Ε­ τσι ό Καγιούκ συνέχισε τόν δρόμο του.

74) "Οσο ή δροσερή νύχτα σκέπαζε τήν Ερημο, ή πορεία τού Καγιούκ δέν ήταν ούτε δύσκολη οΰ* τε κουραστική. "Οταν όμως 6 ήλιος άρχισε νά πυρπολή τις άμιιώδεις Εκτάσεις, μιά βασανιστική δίίψα κυρίευσε τόν Καγιούκ καί ό πυρετός φλό* γυζε τό κορμί του. ^Ο μεγάλος κυνηγός άρχισε τότε νά βλέπη όράματα όάσων, γεμάτων Ισκιους και δροσερά, γάργαρα νερά!

75) Στό τέλος, ό Κοιγιούκ δέν μπόρεσε νά άνθέξη άλλο καί σωριάστηκε έπάνω στή φλογισμένη άμμο, κάτω άπό τόν καυτερό ήλιο, κοντά στό σκελετό ένός άλόγου. Καί τότε μεγάλα μοευρα άρπα>"^·,κά όρνεα της έρήμου άρχ.σαν νά κάνουν βόλτες Επάνω άπό τόν έξηντλημένο άνθρωπο. Ξα­ φνικά, έστρεψαν τό κεφάλι τους πρός τά κάτω καί ρίχτηκαν έπάνω στόν Καγιούκ!

76) Μά, πριν άκόμα άγγίξουν τόν Καγιούκ, τά άπαίσια πουλιά τού θανάτου άναγκάστηκαν νά έγκαταλείψουν τή λεία τους καί νά παραχωρή­ σουν τή θέσι τους σ’ Εναν τρομερό άντίπαλο, πού έπενέβη άπροσδόκητα. Ήταν Ενα «βαράν», μιά γιγάντια καί σαρκοβόρα σαύρα της έρήμου, μέ τρομερά σαγόνια καί μακρύ, μυώδες καί λεπι­ δωτό κορμί, πού άστραφτε άπαίσια στόν ήλιο!

ΤΤ)ι Ό Καγιούκ Ενοιωσε στό πρόσωπό του τό βρωμερό χνώτο τού φριχτού έρπετού καί ά­ κουρε τά σαγόνια του νά άνοιγοκλείνουν μέ κρό­ το καί, καταβάλλοντας μιαν άπεγνωσμένη προσ­ πάθεια, άποτίναξε τά σκοτάδια πού γέμιζαν τό μυαλό του καί τή νάρκη πού παρέλυε τό κορμί του, καί γύρισε πρός τή σαρκοβόρα σαύρα, τρα­ βώντας τό .κυνηγετικό μαχαίρι του.

78) Μέ μ.άν άστραπιαία κίνησι, ή σαύρα χτύ­ πησε τόν Καγιούκ στόν ώμο μέ τά κοφτερά νύ­ χια τού ποδιού της καί τόν Εστειλε νά κυλιστή μακρυά, έπάνω στήν άμμο. Μά τό κυνηγετικό Εν­ στικτο τού Καγιούκ είχε ξυπνήσει τώρα Εντελώς. Μ’ Ενα πήδημα, βρέθηκε έπάνω στό θηρίο καί κόλλησε στή ράχη του χτυπώντας το άγρια μέ τό μαχαίρι του!


79) *Η πάλη δέν κράτησε πολύ. Τό μαχαίρι τού Καγιούκ χώθηκε σ' ένα τρυφε^ρό σημείο τού λαιμού της σαύρας, δπου δεν υπήρχαν σκληρά λέπια, καί τό θηρίο κυλίστηκε άνάσκελα καί άρχι­ σε νά: σπαρταρά τρομακτικά, άφήνοντας διαπε­ ραστικά, άνατριχιαστικά σφυρίγματα. Τέλος? τό θηρίο έμεινε άσάλευτο καί νεκρό. Τότε ό Καγιού, έξαντλη μένος, έπεσε δίπλα στή σαύρα.

80)' Δοκίμασε μιά - δυό φορές να άνορθωβή κι* έπειτα έμεινε άκίνητος, λιπόθυμος, χωρίς νά ύποψιάζεται πώς ένας καινούργιος" κίνδυνος άπειλούσε τή ζωή του. “Ενας άλλος σαρκοβόρος έχθρός πλησίασε στό μέρος δπου ήταν πεσμένος ό Καγιούκ. ^Ητοτν μιά άποκρουστική ύαινα 1ης έρήμου πού, μέ τις τρίχες άνορθωμένες στή ράχη της, έτοιμαζόταν νά καταβροχθίση τόν κυνηγό!

81) Τά^δόνίια της ύαινας άγγιζαν κιόλας τή σάρκα τού Καγιούκ, όταν ένα μυστηριώδες βέ­ λος σφύριξε στόν άέρα καί καρφώθηκε στήν καρ­ διά τού θηρίου σκοτώνοντάς το άμέσως. Ό Καγιο,ύκ, (βυθισμένος στά σκοτάδια τού ληθάργου πού έμοιαζε μέ θάνατο, δέν άντελήφθη ούτε τόν τρομερό κίνδυνο πού διέτρεξε ούτε τόν άπροσδόκητο τρόπο μέ τόν όποιο είχε σωθή.

82) *Άν δέν ήταν λιπόθυμος, θά έβλεπε δτι έκεΐνοι πού τόν εΐχοτν σώσει ή σαν νομάδες της έ­ ρήμου, καβάλλα σέ ψηλόλιγνες καμήλες. “Ενας άπ’ αυτούς πλησίασε κι* έσκυψε έπάνω άπό τόν Καγιούκ, έξετάζοντάς τον μέ προσοχή. <Είνάι ένας λευκός ξένος, είπε, μέ μεγάλο δυνατό κορ­ μί! Τί γυρεύει στά μέρη μας; Τί ζητούσε μόνος καί χωρίς άλογο ή καμήλα μέσα στήν έρημο;»

83) Οί νομάδες έσταξαν στά χείλη τού Καγιούκ μερικές σταγόνες άπό ένα θαυματουργό ύγρό κι' ό κυνηγός συνήλθε άμέσως. Τού έδω­ σαν» νά πιή καί νά φάη καί τόν ρώτησαν ποιός ήταν. «Λέγομαι Καγιούκ, είπε αύτός, καί ψάχνω νά βρω τούς έπαναστάτες τού Σενουσρίτ, πού βρί­ σκεται σέ μεγάλο^ κίνδυνο!-» «"Εμείς είμαστε οί άνθρωποι πού ζητάς!, χού είποιν. Λέγε!»

&4) Ό Καγιούκ τούς διηγήθηκε αύτά πού εί­ χαν συμβή καί τούς μίλησε γιά τά δολοφονικά σχέδια τού ΛιΑρχιερέως Τουμές έναντίον του Σε­ νουσρίτ καί των δυό φίλων του. «Πρέπει νά έπ> τεθούμε άμέσως, είπε ό Καγιούκ, άν θέλετε νά σώσετε τό βασιλιά σας!» ’Έται οί έπαναστάτες τής έρήμου, όδηνούμενοι άπό τόν Καγ ούκ, ξε­ κίνησαν γιά τή σκλαβωμένη πόλι τού Κεμίτ. . .

|


35) Βρίσκονταν Ακόμα μερικές ώρες μακρυά Από τό Κεμίτ, δταν ό Κ οιγ ιού κ είδε έναν Απότο­ μο γκρεμό καί συνέλαβε μια σπουδαία στρατηγική Ιδέα. * Ανέβηκε στήν κορυφή τού γκρεμού μέ μερικούς Αντρες καί, μέ δοκάρια, σκοινιά καί μεγάλες πέτρες έτοίμασε μια παγίδα πού, στή δεδομένη στιγμή, θα μπορούσε να τσάκιση τούς )ύς πού θά περνούσαν Από κάτω Ανύποπτοι!

86) "Επειτα ό Καγιούκ καί ό μικρός στρατός του ξεκίνησαν πρός τό Κεμίτ. Οί Ανθρωποι.- που­ λιά τούς είδαν Από τόν ύψηλό πύργο τους καί πέταξαν έπάνω Από τούς έπαναστάτες ύπολογίζοιτας τή δύναμί τους. Γύρισαν έπειτα στό Κεμίτ καί Ανέφεραν στον Τουμές δτι έχθρ-ικός στρατός πλησίοοζε1. Τό πρόσωπο τού Άρχιερέως Αστραιί'Ξ Από σατανική χαρά, δταν Ακούσε τήν εΐδησι αύτή'

87) ΤΗταν μιά μοναδική ευκαιρία αύτή νά πετύχη μιά εύκολη, νίκη καί νά συντρίψη τούς αν­ τιπάλους του. Τότε θά κατώρθωνθ νά πείση τή βασίλισσα νά διατάξη τήν έκτέλεσι τού Σενουηρ'-τ\ Ετοίμασε, λοιπόν, τό στρατό του καί έ­ κανε μια θεαματική έξοδο... Λύτό Ακριβώς περίιιενε ό Καγιούκ, πού διέταξε Αμέσως τούς Αν­ τρες του νά ύποχωρήσουν πρός τόν γρεμό.

88) “Οταν ό Καγιούκ καί οί έπαναστάτες έφτασαν στόν γκρεμό, σκορπίστηκαν καί κρύφτη­ καν πίσω Από βράχους καί θάμνους. Ό Καγιούκ Ανέβηκε στόν γκρεμό καί στάθηκε έκεΐ μέ τό χέρι ύψωμένο, .έτοιμος νά δώση τό σύνθημα. Δυό Αντρες μέ τσεκούρια, περίμεναν έτοιμοι νά κάψουν τά σκοινά, πού θά έλερθέρωνον τήν ποιγίδα καί θά έρριχναν χιλιάδες πέτρες στόν έχθρό!

89) Ό στρατός του Τουμές πλησίασε γοργά. Αλαλάζοντας θριαμβευτικά. Ή ν|κη ήταν σίγου­ ρη γιά τό διαβολικό Αρχιερέα, -αφνικά, ό Καγιούκ κατέβασε τό σηκωμένο χέρι τον. Τά τσε­ κούρια κατέβηκαν και οί πέτρες, μ’ έναν τρομα­ κτικό πάταγο, έπεσαν έπάνω στόν έχθρικό στρατό τσακίζοντας κεφάλια, κορμιά καί μέλη καί άποδεκατίζονιας τους Αντρες του Τουμές!

90) Καί τότε οί έπαναστάτες της έρήμου, μέ έπικεφαλής τόν Κοτγιούκ, ρίχτηκαν έπάνω στούς στροττιώτες, πού είχαν μείνει ζωντανοί καί μιά έξοντωτική μάχη Αρχισε. Ανάμεσα στούς Αντρες του, ό Αρχιερέας Τουμές πολεμούσε μέ λύσσα Αποχωρώντας πρός ένα Αλογο πού είχε μείνει ζωντανό πιό πέρα. Κάτω Από τις σπαθιές του, πολλοί Από τούς Αντιπάλους του έπεσαν...


91;) Ό ίδιος δ.Καγιούκ ώρμησε τότε έπάνω στόν Τουμές καί άνάμεσα στούς δυό άντρες άρ­ χισε μιά μονομαχία ζωής καί θανάτου, άν και ό κυνηγός δέν είχε άσπίδα κατάφερνε νά άποκρούει τις σπαθιές του Τουμές μέ έπιδέξιους δια­ ξιφισμούς καί νά κάνη αντεπιθέσεις τόσο σφο­ δρές, ώστε ό Αρχιερέας σναγκαζότοιν νά ύπσχο>ρη βήμα πρός βήμα για νά ξεφύγη.

92) Καθώς δμως είχε την προσοχή του στραμ­ μένη στόν άντίπαλό του, ό Τουμές δέν πρόσεξε δτι τά βήματά του τόν ώδηγούεαν στό χείλος ένός γκρεμού καί δέν κατάλαβε τόν κίνδυνο παρά μόνο δταν τά πόδια του συνάντησαν κενό. "Ετσι, ό διαβολικός έκεΐνος άνθρωπος τερμάτισε τήν ένκληματική ζωή του. Οί άντρες του παραδόθ ό/ καν έπειτ’ αυτό. ..

93) Λίγες ώρες άργότερα, ό μ.κρός στρατός του Καγιούκ έμπαινε στό Κεμίτ, δπου ό κόσμος δέχτηκε τούς έλευθερωτάς του μέ έξαλλο ενθου­ σιασμό. Ό Καγιούκ εΐχε τήν ευτυχία να δή τή Μόνα, τόν Μπίλμπο καί τόν Σενουσρίτ νά βγαί­ νουν άπό τις φυλακές έλευθεροι καί σώοι καί νά του έκφράζουν μέ κάθε τρόπο τή μεγάλη ευγνω­ μοσύνη τους.

94) Ό Σενουσρίτ άνέβηκε πάλι στό θρόνο των πατέρων του καί, γιά νά ξαναφέρη τήν ειρήνη γιά πάντα στή χώρα του Κεμίτ, στή χαμένη Γη, ό Καγιούκ συμφιλίωσε τόν Σενουσρίτ καί τήν όμορφη βασίλισσα Νεφερτί. «Ό γάμος σας; θά στερέωση τό θρόνο του Κεμίτ καί ή εύτυχία σας θά είναι εύτυχία του λαού σας! Ή είρήνη κι* ή άγάπη άς βασιλεύει μεταξύ σας!...» V

Στό έρχόμενο τεύχος του, τό ΤΟΞΟ

1

θά σας δώση μιά συναρπαστική Ιστορία άπό ιή μυστηριώδη ζούγκλα. Ί-ίρωϊσμοί, έξωτικές σκηνές, πάλη μέ θηρία! *

Ο ΚΑΕΓΚΑ ΚΑΙ Ο ΞΑΝΘΟΣ ΘΕΟΣ 95) Λίγες μέρες άργότερα, έγιναν μέ άπερ> γραπτη μεγοελοπρέπεια οί γάμοι του Σενουσρίτ καί της Νεφερτί καί μεγάλες γιορτές, πού κράτησοον πολλές μέρες, έδωσαν τή χαρά σέ πλου­ σίους καί φτωχούς. Ό Καγιούκ καί οί φίλοι του άποφάσισαν νά μείνουν^ γιά ένα διάστημα στό Κεμίτ καί γνώρισαν έκεΐ εΙρηνικές καί εύτυχ σμένες μέρες.

ΟΙ

ΚΑΛΛΙΟΕΑΤΕΣ

Αναγνώστες

σχετικά μέ τό «ΤΟΞΟ»,

μας,

γιά «ά9ε ιεληροψόρία

μττοροΟν νά αιτευθύνωνται στό γνω­

στό βιβλισττωλεϊο ΓΕΡΑΣ.

ΛΟΥΚΑΤΟΥ.


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ! ΤΟΥ ΝΤΑΒ1ΝΤ ΜΙΙΑΑΦΟΥΡ

έαυτό μου κι” άκόμα κΓ δταν ήσαστε ό τελευ­ ταίος άνθρωπος που θάχε μείνει στή γη, ποτέ ε θά έξαγόραζα τή συμπάθειά σας καί τό ένδια5>έρον σας μέ τέτοια μέσα. Ό θείος ό Έμπενέζερ γύρισε πίσω κι* άρχι­ σε νά κοιτάζη έξω άπ’ τό παράθυρο γιά κάμπο­ ση ν ώρα. Τόν έβλεπα πού έτρεμε καί δαγκωνό­ ταν σά νάταν άρρωστος. "Οταν δμως γύρισε πρός τό μέρος μου, τό πρόσωπό του ήταν χαμο­ γελαστό. —4 Καλά, είπε. Πρέπει νά κάνουμε βασιλική ύπομονή μαζί σου. Δέ θά βνώ έξω. Δέν πρόκειται νά ξαναμιλήσω γι* αυτό τό ζήτημα. — θείε Έμπενέζερ, είπα. Δέ μπορώ νά ύποφέοω πιά αύτή τήν κατάσταση- Μέ μεταχειρίζε­ στε σάν κανένα κλέφτη. Εΐσαστε έξω φρενών πού ήρθα έδώ καί μού τό δείχνετε κάθε λεπτό, μέ κάθε σας λέξη,! Είναι άδύνατο νά μέ άνεχθήτε έδώ. "Οσο γιά μένα, σάς μίλησα πολύ καθα­ ρά, ποτέ μου δέν έχω μιλήσει ειλικρινέστερα σέ κανένα. Γιατί έπιμένετε νά μείνω περισσότερο έδώ; Αφήστε με νά φύγω, νά γυρίσω πίσω στούς φίλους μου πού μέ θέλουν καί μέ άγαποΰν. — Όχι, δχι, δχ:, χίλιες φορές δχι!, είπε αυ­ τός σταθερά. Σ’ άγαπώ καί πολύ μάλιστα! Νά δής τί ωραία πού θά τά πάμε οί δυό μας. Οΰτε κι' είναι σωστό νά σ’ άφήσω νά γυρίσης πίσω. Τί θά λέη γιά μάς ό κόσμος! Έδώ θά μείνης! Νά δής τί καλά πού θά τά περάσουμε! "Οταν μείνης λίγον καιρό έδώ, θά δής πόσο πολύ ται­ ριάζουμε ! — Καλά, Κύριε, είπα άφού σκέφτηκα κάμποσο χωρίς νά μιλώ, θά μείνω λίγον καιρό. ΚΓ έγώ τδχω καλύτερα νά μέ βοηθήσουν συγγενείς μου παρά ξένοι άνθρωποι. ΚΓ άν δέν τά πάμε καλά έσείς κΓ έγώ, δέ θά είναι άπό δικό μου φταίξιμο!

<1

(Συνέχεια <5ατό τή 2η σελ^κχ)

κεΐνο πού νομίζω πώς πρέπει νά ξέρετε είναι δτι είμαι περήφανος για τον έαυτό μου. Δέν ήταν δική μου σκέψη νάρθώ έδώ σέ σας κι* αν μού δειξετε άλλη μια φορά την πόρτα σας καί μου πήτε πώς δέν έχω θέση στό οπίτι σας, φεύγω αμέσως. Φάνηκε πώς αυτά τα λόγια μου τόν στενο­ χώρησαν. ·* . . . — Γυιέ μου, δχι δά! Κάνε λιγάκι υπομονή! Περίμενε κάνα-δυο μέρες. Δέν είμαι κανένας μά­ γος, ώστε πριν τελειώσω τό κουάκερ μου νάχω βρή τί πρέπει νά γίνης. "Αν δμως μου δίνης μιάδυό μέρες καιρό καί δέν πής τίποτα σέ κανένα, νάσαι σίγουρος πώς θά κάμω δ,τι είναι τό καλύ­ τερο γιά σένα! Λ —Έν τάξει!, είπα εγώ. Φτάνει ώς έδω. Αν θελήσετε νά μέ βοηθήσετε, θά ευχαριστηθώ πολύ γΓ αυτό καί θά σάς χρωστώ μεγάλη εύγνωμοΌύνη. Μου φάνηκε πώς τού είχα πάρει κάπως τόν άέρα τού θείου μου, γι* αυτό τόλμησα νά του τίώ δτι έπρεπε νά άερίσω τά σεντόνια .μου καί τό δωμάτιό μου καί νά τά βγάλω^στόν ήλιο, γιατί μέ κανένα τρόπο δέ θά μπορούσα νά κοιμηθώ σ’ έκεΐνο τό άχοΰρι. — Δικό σου ή δικό μου είναι τό σπίτι; είπε μέ την άγρια φωνή του καί πετάχτηκε ξαφνικά πάνω. Μπά, μπά. . . δέ θέλω νά πώ αυτό. . . δ,τι έχω δικό σου είναι, Ντέιβι, παιδάκι μου, κι* δ,τι έχεις είναι δικό μου. Τό αίμα νερό δέ γίνε­ ται καί τώρα πιά μονάχα έσύ κι* έγώ μένουμε απ’ δλο μας τό σόι. Τότε άρχισε νά μοΰ μιλάρ, γιά τήν οικογένεια μας: Τί δυνατή πού ήταν άλλοτε!... Είπε γιά τόν πατέρα μου πού άρχισε νά μεγαλώνη τό σπί­ τι, καί πώς αύτός Αναγκάστηκε νά σταματήση τό χτίσιμο σάν νά βάραινε πάνω του κονένα κακό ριζικό. Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω πώς, ιιοΟρθΜκχί τού είπα αυτά πού τού παράγγελνε ή Τζ#??Γ Κλάουστον. — Τήν έλεεινή !, ξεφώνισε. Τόσος καιρός πέ­ ρασε άπό τότε πού τήν πέταξα έξω τή συχαμένη. ~"Άχ, Ντέιβι, παιδί μου, πριν πεθάνω, θ<άθελα νά τήν ψήσω κομματάκι - κομματάκι πάνω στή φω­ τιά. Τή στρίγγλα! Τήν έλειεινή! Είναι μάγισσα, σοΰ λέω, — δλος ό κόσμος τό ξέρει πώς είναι μάγισσα! Αμέσως (άνοιξε ένα σεντούκι κι* έβγαλε έξω ένα πολύ παλιό μά καλοδιατηρημένο σακκάκι, μιά βέστα κι* ένα καλούτσικο καστόρινο καπέλλο. Τ’ άφησε έξω, κι* άφοΰ πήρε ένα μπαστούνι άπ’ τή γωνιά, κλείδωσε πάλι τό σεντούκι. Έταν έτοιμος νά βγή, δταν κάτι σκέφτηκε καί σταμά­ τησε: — Δέν μπορώ δμως, νά σ’ άφήσω μονάχο σου έδώ πέρα, μές στό σπίτι, είπε, θά σέ κλειδώσω έξω. Μοΰ ανέβηκε τό αίμα στό κεφάλι. —"Αν μέ κλείσετε έξω, τού είπα, νά τό ξέ­ ρετε καλά δτι είναι ή τελευταία φορά πού βλε­ πόμαστε σάν φίλοι. Γύρισε κατακίτρινος καί μέ κοίταξε, δαγκώ­ νοντας τά χείλη του. Καί, ρίχνοντάς μου μιά μα­ τιά γεμάτη κακία, μού είπε: — Δέν είναι τρόπος αύτός, Ντέιβι, γιά νά μέ κάνης νά σέ πάρω άπό καλό μάτι! — Κύριε, τοΰ^είπα, μ* δλο τόν έξαιρετικό σε­ βασμό πού σάς έχω γιά τήν ήλικία σας καί γιά τή συγγένειά μας, ποτέ μου δέ θά ήθελα νά κερ­ δίσω τή συμπάθειά σας μέ τέτοιες φοβερές υπο­ χωρήσεις. Μ* έμαθαν νάχω καλή Ιδέα γιά τόν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΚΕΙΝΟ τό πρωϊνό είχε άρχίσει πολύ άσχημα γιά μένα.ΓΙαράξενο δμως! 'Η υπόλοιπη μέρα κύλησε έξαιρετικά καλά.Τό μεσημέρι φάγαμε πά­ λι κουάκερ κρύο καί τό βράδυ ζεστό.Τό κουάκερ καί ή μπίρα ήταν δλο κι’ δλο τό καθημερινό φα­ γητό^ τού θείου μου. Μοΰ μίλησε πολύ λίγο, άκριβώς δπως καί τήν προηγούμενη μέρα, κάνοντάς μου πού καί πού άπό καμμιά έρώτηση, ύστερ’ άπ£> πολύωρη σιωπή. "Οσες φορές προσπά­ θησα νά τόν στριμώξω γιά νά μοΰ πή τί σκεφτό­ ταν γιά τό μέλλον μου, πάντα μού ξεγλυστροΰσε. Σ’ ένα δωμάτιο, πλάι στήν κουζίνα, δπου μέ ά­ φησε νά μπώ, βρήκα ένα σωρό βιβλία, λατινικά κΓ έγγλέζικα, κΓ εύχαριστήθηκα πολύ ξεφυλλίζοντάς τα δλο τό άπόγεμα. Έτσι, ή ώρα πέρασε τόσο όμορφα, πού σχεδόν άρχισα νά συμφιλιώνωμαι μέ τήν Ιδέα πώς θάμενα στον πύργο τών Σώου. Μονάχα ή δψη τού θείου μου καί τό κρυ­ φτούλι πού έπαιζαν τά μάτια του μαζί μου, μού ξαναθύμιζαν τούς φόβους μου. • "Επεσε στά χέρια μου καί κάτι πού μ’ έρριξε σέ μεγάλη συλλογή.

Ε

('Η συνέχεια στό ερχόμενο)

ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

Κ Α Α Φ Α Κ Η Σταδίου 50


.....

9) «)Ναί, Γεράκι, είπε ό Γκουντερ. Ή άνηψιά μου Παμέλα κι" ό άντρας της Σέθ Μόργκαν σκο­ τώθηκαν στην πρώτη έπίθεσι. Μόνο ό Κέντ κι" *έγώ σωθήκαμε. Κρυφτήκαμε γιά μέρες στή ζούγ­ κλα καί. . .» Τό Γεράκι δέν τόν άφησε νά συμ­ πλήρωσή. ^Ιερεμία!, φώναξε στόν μικρό σύν­ τροφό του. Μοίρασε όπλα στους άντρες! θα βγούμε στή στεριά!»

Λίνα Λεπτά, οί βάρκες της «Λαί.. καρλετ», του καραδιου του κουρσάρου ςΤ χαν ριχτή στή θάλασσα καί οί άντρες πηδούσαν ά’ αοτες πάνοπλοι·. Άπό τιή βάρκα του τό Γερά­ κι φώναζε στή Βέλδετ, τήν άρραβ&ν,αστικά του; «,Εσυ μέ τόν Ιερεμία θά αείνης στό καράβι. Περιποιήσου τόν διοικητή Γκουντερ καί τον ιΚέντ 5σο θά λείπω!'» ·

Οαγενών άντηγούσε' στους λόφους έπάνω άπό τόν σταθμό των άποίκων. «ΓΕμπρός, παιδιά! Βάλτε φωτιά στό άμάξι! *Ή μάντρα του σκύλου, του Γκουντερ είναι άπό ξύλο καί θά άρπάξη άβέσως φωτιά! Έτσι θά σχηματιστή Μνα άνοιγμα καί οί τιμημέΦοι πολεμιστές της φυλής Μπονιάίνα θά περάσουν!» .

σούς στα ξερόκλαδα, πού ή σαν στοιβαγμένα μέ σα στό αμάξι, καί τό έσπρωξαν στην κατηφαριά πρός τόν ξύλινο σταθμό. Ό άρχηγός μούγγρισΓ πάλι: «^Ηρθε ή ώ,ρα τής μεγάλης έκδι^η-^^νςί ^Ηρθε^ ή ώρα νά πληρώση ό Γκού ΐερ τό κακό πού μάς έκανε! "Ανοιξε μας τό δρόμο, ώ φλόγα!»

13.) “Ή φλέγόμενη, μάζα κατέδηκε μέ ταχύχττα, πού γινόταν &λο καί π ιό μεγάλη, τήν πλαγιά του λόφου καί χτύπησε έπάνω στήν ξύλινη μάν­ τρα ;μέ τόση ό,ρμή, ώστε οί χοντροί κορμοί δέν­ τρων πού τήν σχημάτιζαν λύγισαν ή τσακίστη­ καν. Μεγάλες φλόγες άναπήδησαν καί άρχισαν νά κατατρώγουν τώ ξύλα καί νά σχηματίζουν ένα άνοινιΐια.

14) 'Έπάνω στό λόφο, ό ένθουσιασμός^ των έπανασταττίιαένων Ιθαγενών ήταν άπερίγράπτος. Ούρλαχτά άγριας χαράς άντήχησαν. Ή βροντε­ ρή Φωνή, του αρχηγού τους άκούστηκε πάλι: <ξΤΗρθε τό τέι>ος ρου, τύραννε Γκουντερ! θά σέ κάψω μαζί <μέ τά κοπαραμένα σπίτια σου ! Εμ­ πρός, παιδιά! Έπάνω του! θάνατος στόν τύραν­ νο Γκουντερ!»



ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΊ-Σ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που έχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες τού κόσμου Συνέχεια 4η Στο έσώφυλλο έ,νός βιβλίου τοΰ Πάτρικ Γουώκερ, βρήκα μια άφιέρωση πού την είχε γράψει ό πατέρας μου μέ τά ίδιά του τά χέρια, και διάβασα: &Στόν αδερφό μου τον ?Εμπενέζερ, για τά πέντε του χρόνια». Αυτό μ’ έκαμε να μην ξέρω τί νά σκεφτώ. Άψοΰ ό πατέρας μου ήταν, όπως πίστευα ώς έκείνη τη στιγμή, ό μικρότερος αδερφός, ή 6ά­ πρεπε νάχη κάμει στήν αφιέρωση ένα άκατανόη­ το λάθος ή θάπρεπε νά πιστέψω δτι, πριν άκόμα κλείση τά πέντε του χρόνια, έγραφε μ* έξαιρετικά καθαρό καί σταθερό χαρακτήρα!... Προσπάθησα νά μην τό σκέπτωμαι αύτό. Μ’ 8λο πού βρήκα ένα σωρό ένδιαφέροντα βιβλία, παλιά και καινούργια, ιστορικά, ποιήματα καί μυθιοτορήματα, μου κόλλησε γιά καλά αυτή ή λεπτομέρεια. Κι* όταν στο τέλος γύρισα στήν κουζίνα καί κάθησα πάλι στο τραπέζι νά φάω τό κουάκερ καί νά πιω την μπίρα, τό πρώτο πού ρώτησα τό θειο μου Έμπενέζερ ήταν άν ό πα­ τέρας μου είχε μάθει νά γράφη πολύ μικρός. —Ό "Αλέξανδρος; Μπά! Πολύ πιο νωρίς έ­ μαθα έγώ νά γράφω. Μικρός ήμουν σωστό δια­ βολάκι! Τήν ίδια έποχή μάθαμε κι’ οί δυο όνάγνωση. Αύτό πού μου είπε μέ μπέρδεψε άκόμα πιο πολύ. ΓΥ αύτό καί τόν ρώτησα άμέσως άν ό πατέρας μου κι* εκείνος ήταν δίδυμοι. Πετάχτηκε πάνω άπό τήν καρέκλα του καί τό κουτάλι του έπεσε στό πάτωμα. — Τί δουλειά έχεις έσύ μ* δλ’ αυτά καί θέ­ λεις νά τά μάθης; μου είπε. Κι* άμέσως μ’ άρπαξε άπ’ τό γιακά τής βέστας μου καί μέ κοίταξε πολλήν ώρα μέσ’ στά μάτια. χ~Τί τρέχει; τόν ρώτησα πολύ ήρεμα γιατί καί δυνατότερός του ήμουν καί δέν τρόμαζα μέ τό πρώτο. Κάτω τά χέρια! Τί τρόπος είν’ αυτός; Ό θειος μου φάνηκε πώς έβαλε μεγάλη προσπάθεια νά συγκρατηθή. — Γιά τ’ όνομα του θεού, Ντάβιντ, πουλάκι μου!, μού είπε. Δέν πρέπει νά μου μιλάς γιά τόν πατέρα σου! Αύτό είναι τό λάθος σου! Κάθησε έπειτα στην καρέκλα του, χαμήλωσε τό κεφάλι του καί κάρφωσε τό βλέμμα του στό πιάτο του. —νΗταν ό μονάκριβος άδερφός μου!, είπε μέ άψυχη φωνή. "Υστερα πήρε πάλι τό κουτάλι του καί ξανάρ­ χισε νά τρώη. Αύτό τό έπεισόδιο ήταν τόσο παράξενο, ώστε άπόμεινα χωρίς νά καταλαβαίνω τίποτα κι* ή καρδιά μου γέμισε άπό άνάκατα συναισθήματα έλπίδων καί φόβων μαζί. ’Από τη μιά μεριά άρ­ χισα νά σκέπτωμαι πώς μπορεί ό θειος μου νά μην ήταν στά καλά του καί πώς θάταν έπικίνδυνο νά μένη κανείς μαζί του. ΚΓ άπ’ τήν άλλη μοϋρθαν στό νου τά λόγια μιάς μπαλάντας ποϋχα άκουσει κάποτε γιά ένα δύστυχο παλληκάρι, κλη­

ρονόμο μιάς τεράστιας περιουσίας, πού ένας κα­ κός συγγενής του είχε προσπαθήσει νά του πάρη τήν περιουσία. Γιατί άλλοιώς, άν δέν είχε μέσα στήν ψυχή του κάτι πού νά τόν κάνη νά φοβάται» γιατί ό θειος μου φερνόταν έτσι σ’ ένα συγγενή του πού ήρθε, φτωχός σάν ζητιάνος, νά του χτυπήση τήν πόρτα; Μ’ αύτή τήν κρυφή σκέψη πού σκάλωσε γιά τά καλά στό κεφάλι μου, άρχισα κΓ έγώ νά τόν μιμούμαι, δηλαδή νά τόν κρυφοκοιτάζω, όπως έκεΐνος έμένα. "Ετσι, όταν καθήσαμε στό τραπέζι, μοιάζαμε μέ τή γάτα καί τό ποντίκι, όταν παραφυλάη ό ένας τόν άλλο. Δέ μού είπε λέξη, ούτε καλή ούτε κακή, μονάχα φαινόταν δτι κάτι στρι­ φογύριζε στό μυαλό του μυστικά καί τόν βασάνι­ ζε. Κι* δσον περνούσε ή ώρα καί τόν κοίταζα πιο πολύ, τόσο βεβαιωνόμουν πώς σίγουρα κάτι κακό σκεπτόταν γιά μένα. "Οταν τό πιάτο μου άδειασε, έβγαλε τό τσι­ μπούκι του, όπως καί τό πρωί, τράβηξε τήν κα­ ρέκλα του στή γωνιά κοντά στό τζάκι, καί κά­ θησε καπνίζοντας κάμποσην ώρα, γυρνώντας μου τήν πλάτη. — Ντέιβι, μοϋπε στό τέλος, σκέφτηκα πάρα, πολύ γιά σένα. . . Σταμάτησε καί, ϋστερ’ άπό λίγο, έξακολούθησε: — Πριν γεννηθής, είχα ύποσχεθή στον πατέρα σου δτι θά σοΰ χάριζα κάτι λεφτά. Τό ύποσχέθηκα αύτό. . . έννοεΐς δέν είναι τίποτα τό υπο­ χρεωτικό γιά μένα. . . έχω δώσει δμως τό λόγο μοϋ τήν ώρα πού τσουγκρίζαμε πίνοντας, καί πρέπει νά τόν κρατήσω. Λύτά τά λεφτά τά κρά­ τησα κατά μέρος. . . Γιά μένα, φυσικά, ήταν βα­ ρύ πράγμα. . . δμως ό λόγος μου είναι λόγος. Καί τώρα ήρθε ή ώρα νά σού δώσω αύτά τά χρή­ ματα. Είναι άκριβώς σαράντα λίρες. Μ’ αύτή τήν τελευταία λέξη μοϋρριξε μιά λο­ ξή ματιά έπάνω άπό τόν ώμο του, κι’ άμέσως ύστερα είπε μέ τσιριχτή φωνή: — Σκωτσέζικες λίρες. . . Ή σκωτσέζικη λίρα έχει τήν ίδια ακριβώς άξια μ’ ένα εγγλέζικο σελλίνι, ώστε ή διαφορά τού ποσού άπό μιά στερλίνα ήταν άρκετά σοβα­ ρή. Εκτός άπ’ αύτό, μού ήταν εύκολο νά κατα­ λάβω πώς δλη αύτή ή ιστορία ήταν ψεύτικη και. πώς τή σκαρφίστηκε έχοντας κάποιο συγκεκρι­ μένο σκοπό πού άρχισα νά πασχίζω νά τόν βρώ. Γι’ αύτό καί δέν κοίταξα νά κρύψω τή διάθεση πού μ’ έπιασε νά τόν κοροϊδέψω, καί τού άπάντησα: “-■Πώ, πώ, Κύριε! Στερλίνες, φαντάζομαι! — Είπα καθαρά τί είδους λίρες είναι!, άποκρίθηκε ό θειος μου. ’Άκου κεΐ, στερλίνες!... Νά, κάνε μιά βόλτα νά δής άν είναι καλός ό καιρός καί θά σέ φωνάξω πάλι. . . "Εκαμα δπως μού είπε, καί, στή σκέψη πώς έκεΐνος είχε πιστέψει στ’ άλήθεια πώς ήμουν κορόιδο, γελούσα μέσα μου. (Συνέχεια στήν προτελευταία σελίδα)

"« ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ-ϋ ΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

!

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Β ιβλιοπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α'—ΤΕΥΧΟΣ 4 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος ’Ανεμοδουρας Διευθύνσεις συμφώνως τά Νόμίρ : Διευθυντου Σ. ’Ανεμοδουρά : Α. Θησέως 323 Προίστ. Τυπσγρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9

ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : Έτησία 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


•ΚΑ6ΓΚΑ ΚΑΙ Ο ΙΑΝΘΟΣ 9€0£ .1) "Ενα παράξενο μήνυμα διέτρεχε τή ζού­ γκλα του Κόγκο Απ’ άκρη σ’ άκρη, ένα μήνυμα πού Ικανέ τούς Ιθαγενείς να Ανατριχιάζουν Από ίε.ρό δέος: <Ό Ξανθός θεός καλεΐ τούς κατοί­ κους της ζούγκλας να τόν προσκυνήσουν! Άγγελιαφόοοι του είναι οί Ιπτάμενοι Γορίλλες! ^Οσοι τούς δουν πρέπει νά γίνουν όπαδοί του ίανθου θεού!» Τό μήνυμα αύτό μετέδιδαν μυστηριώδη τάμτάμ πού Αντηχούσαν τίς νύχτες μέσα στή ζού­ γκλα. Τό Ιδιο μήνυμα έφτασε ώς τ’ αύτιά τού Καέγκα, του λευκού Κυρίου της Ζούγκλας, πού ξεκίνησε μέ τή σύντροφό του "Αννα καί τό μικρό Ιθαγενή φίλο του Ζούλου, Αποφασισμένος να μάθη τί σήμαιναν τά λόγκκ αυτά.,..

; ] ι )

2) Καθώς διέσχιζαν τή ζούγκλα, ό Καέγκα κοδάλλα στό γρήγορο ζέρδο του κι’ ή "Αννα μέ τόν Ζούλου κα&άλλα στόν έλέφαντα τόν Μάρμο, ό Καέγκα σταμάτησε Απότομα και φώναξε: «”Ω! "Αννα, Ζούλου! Κυττάξτε έπάνω Από έκείνες τίς δεντροκορφές!...» *Η "Αννα κύτταξε προς τό μέρος πού «έδειχνε ό Καέγκα καί είπε: «θεέ μου! Δέν έχω ξοιναδή ποτέ τέτοιο πράγμα!»

3) Πραγυοτικά! ΊΕνα Αλλόκοτο καί τρομα­ κτικό πλάσμα, κάτι σάν φάντασμα ή σάν όπτασία, φωτισμένο ζωηρά άπό τό μεσημεριάτικο ή­ λιο καί περιστοιχισμένο Από πουλιά πού πετούσαν ξαφνιασμένα γύρω του, ταξίδευε στόν Αέρα, έπλεε έλεύθερο, χωρίς νά στηρίζεται πουθενά!... Ήταν ένα παράξενο καί Ακατανόητο θέαμα, πού έκανε τήν "Αννα νά ριγήση. ..

4) Κύτταξε, Τόύλου!,, είπε ή^Ανναστό μικρό Ιθαγενή. Είναι ένορς γορίλλας καί. .. πετάει στόν ούρα\*Μ θεέ μου! ίτάναι άραγε Αληθινά τά λό­ για του μυνήματος, πού μιλούν γιά Ιπτάμενους γορίλλες;»· «Τότε, είπε ό μικρός Ζούλου τρομαγ­ μένος, πρέπει νά προσκυνήσουμε κί’ έμεΐς τόν —ανθό θεό! Που βρίσκεται όμως ό ίανθός θεός καί τί θεός είναι, καλός ή κακός;»

5) Μά ό Καέγκα, ό Λευκός Κύριος της Ζού­ γκλας, ό άνθρωπος πού όλα τά Αγρίμια έτρεμαν κι* ιδλες οι φυλές τών Ιθαγενών σέβονταν καί φοδόνταν, είχε διαφορετική γνώμη. «ΟΙ γορίλλες δέν πετουν!, ε·^ε. Σίγουρα πρόκειται γιά κά­ ποιο τέχνασαα ·νο:ί θά σάς τό Αποδείξω αύτό Αμέ­ σως!» Τράδησ~ έ’.α βέλος άπό τή φαρέτρα του, τό έδαλε στό τόξν. -ου καί σημάδεψε μέ προσοχή!

6) Ολόισια πέταξε τό βέλος τού Κυρίου της ζούγκλας, σφυρίζοντας μελωδικά μέσα στόν ήσυ­ χο Αέρα, ηαφνικά, Ινοος δυνατός κρότος Ακού­ στηκε στόν Αέρα καί. . . ό ιπτάμενος γορίλλας έξαφοινίστηκε! Στή θέσι του δέν Απόμεινε παρά ένα άδειο τομάρι Από γορίλλα, πού άρχισε νά πέφτη γοργά. Ό ιπτάμενος γορίλλας δέν ήταν παρά ένα καλοφουσκωμένο μπαλόνι!. .


7) Άπό ένα λόψο, μερικοί Ιθαγενείς ντυμένοι άλλόκοτα μέ τομάρια γοριλλών, παρακολούθη­ σαν τ^ι σκηνή αύτή καβάλλα σέ μεγάλους όνάγρους. «Κύτταξε, Άμράν!, είπε ένας. Ό Καέγκα καταστρέφει τά μάγια σου, πού έλεγες πώς θά κάνουν άλες τις φυλές τής ζούγκλας νά υπο­ ταχθούν στή δική μας! Τά μάγια σου είναι θαυ­ μαστά, μά πώς ό Καέγκα τά καταστρέφει;»

8) «Νά πάρη ό διάβολος!, σκέφτηκε ό Άμ­ ράν. Πρέπει νά δουλέψω γρήγορα, πριν καταλά­ βουν τό κόλπο μου!» Καί γυρίζοντας στους αν­ θρώπους του είπε δυνατά: «Μεγάλοι πολεμιστές! Ό Καέγκα περιφρονει τούς θεούς σας! Περιφρονεΐ τούς θεούς μου! Καί περιφρονει τόν μεγάλο καινούργιο θεό μας, τόν — οϊνθό θεό! Πρέπει νά τιιιωοηθή σκληρά καί παρο&ειγμοοτικά!

9) Ακολουθήστε με, πολεμιστές!, συνέχισε ό Αμράν. Πάμε νά πιάσουμε τόν Καέγκα καί τούς συντρόφους του καί νά τούς όδηγήσουμε στον Ξανθό θεό μας γιά νά τούς δικάση!» Κι’ έσπρω­ ξε τόν όναγρό του, πού άρχισε νά καλπάζη στήν πράσινη πλαγιά. ΟΙ άνθρωποί του τόν άκολούθησοον μέ μΐσος στή σκέψι καί μέ δίψα γιά αίμα καί για θάνοαο στήν ψυχή.

10) Την ίδια στιγμή, όχι πολύ μακρυά άπό έκεί, ένα καραβάνι περνούσε: Δυό λευκοί έπάνω ά ένα βοιδάμαξο καί μερικοί Ιθαγενείς. «Πρέπε; νά τόν βρω, Τζίμ, έλεγε ό πιο ηλικιωμένος, άλλοιώς θά τρελλαθω!» «Συγκρότησε τά νεύρα σου, Γκούς!, έ/ εγε ό άλλος. Διαφορετικά, θά τρελλαθής πραγματικά! Πιστεύεις ότι αυτός πού ψάχνουμε νά βρούμε μπορεί νά είναι ό Καέγκα;»

11) «Δέν άποκλείεται, Τζίμ, είπε ό Γκούς κου­ νώντας τό άσπρόμαλλο κεφάλι του. Δέν άποκλείεται! "Εχω άκούσει πώς ό Καέγκα είναι λευ­ κός καί ξανθός, έπομένως μπορεί νά είναι αυτός πού ζητάμε. . .» Καί τό βοιδάμαξο συνέχισε τό δρόμο του, ένώ τά άγρίμια γύριζαν καί κύτταζαν μέ περιέργεια^καί δέος τό καινούργιο έ κείνο ζώο, πού είχε φανή μέσα στη ζούγκλα.

12) —αφνικά, ό Γκούς άρπαξε τό μπράτσο τού συντρόφου του καί φώναξε: «Στάσου, Τζίμ! "Α­ κου! Φαίνεται πώς κάποια μάχη μεταξύ ιθαγε­ νών διεξάγεται έδώ κοντά! "Έλα! "Ας τρέξωμε νά δούμε^τί γίνεται! "Ισως άνακαλύψουμε κάτι πού θά μάς όδηγήση στόν' Καέγκα!» Καί οι δυό άντρες πήδησαν άπό τό άμάξι τους κΓ έτρεξαν πρός τό μέρος τής μάχης. . .

1


13) Στό μεταξύ, ό Καέγκα είχε άνακαλύψει άνάμεσα στους θάμνους τό τομάρι του Ιπτάμενου γαρίλλα. «Είναι όπως είχα φανταστή, μουρμού­ ρισε. Τομάρια άπό γορίλλες γεμάτα άέρα. . .» ^.αφνικά, άνασκίρτησε και τινάχτηκε όρθιος μέ όλες τις αισθήσεις του σέ συναγερμό. "Ενας θό­ ρυβος είχε φτάσει ώς τ’ αυτιά του, θόρυβος πού πρόδιδε την παρουσία καβαλλάρηδων. . .

14) Ό Καέγκα άναγνώρισε άμέσως τόν Αρχη­ γό των καβαλλάρηδων. «Είναι ό Άμράν, σκέφτηκε^ ό ίθοεγενής της φυλής των Γοριλλανθρώπων, πού έδώ καί χρόνια έγκατέλειψε τή φυλή του για νά πάη νά μάθη τούς τρόπους καί τά κόλπα των λευκών. Τώρα ξαναγύρισε και αδη γεΐ στόν πόλεμο τή φυλή του, πού ήταν άλλοτε ή πιό ειρηνική φυλή της ζούγκλας!»

,15) ΑΥ ένα πρωτόγονο μά τρομερό όπλο στό χέρι ό Άμράν, ό άρχηγός τής φυλής των Γοριλλανθρώπων, έσπρωξε τόν όναγρό του έπάνω στόν Καέγκα. Μά ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας ήταν πιό γοργός καί πιό Επιδέξιος. 'Έσκυψε'άπότομα, ξέφυγε άπό τό χτύπημα τού Άμράν, άοπαξε τόν ιθαγενή άπό τή μέση τόν σήκωσε στόν άέρα καί τόν βρόντησε χάμω!

16^) Μά τήν ίδια στιγμή, τέσσερις δυνατοί ιθα­ γενείς ρίχτηκαν επάνω στόν Καέγκα, τόν άρπα­ ξαν γερά καί κυλίστηκαν μαζί του χάμω. Ό έγκα πάλεψε μέ μεγαλύτερη δύναμι καί πονηριά άπό τούς Αντιπάλους του, μά τελικά ύπέκυψε. ^Επιτέλους!, εΐπε ό Άμράν καθώς σηκωνώταν μέ δυσκολία. Θά τόν όδηγήσουμε στόν Ξανθό θεό καί. . . Τ ί είναι σ ύ τ ό; Ακούστε!»

17) ΟΙ Ιθαγενείς γύρισαν καί άντίκρυσαν Εμ­ βρόντητοι ένα καταπληκτικό θέαμα. "Ενας Ελέ­ φαντας έκάλπαζε προς τό μέρος του, μέ τήν "Αν­ να καί τό μικρό Ζούλου στήν πλάτη του. «ΓΕπάνω τους, Μάρμο!, φώναξε ή "Αννα. Αυτά τά τέρατα έχουν πιάσει τόν Καέγκα!» «Άς φύγουμε!, φώ­ ναξε ό Άμράν. Γρήγορα! Άλλοιώς είμαστε χα­ μένοι !».

161) Καί, ένώ ό Μάρμο σάλπιζε άγρια καί δια­ περαστικά μέ τήν προβοσκίδα του, ο! Ιθαγενείς παράτησαν τόν Καέγκα, πήδησαν στους όναγρους καί έφυγαν καλπάζοντας. Τήν τελευταία στιγμή όμως, ό Καέγκα πρόλαβε κι*1 άρπαξε έναν άπό τούς φυγάδες. <Αύτός είναι δικός μας, Άννα!, φώναξε, θά μάς βοηθήση ίσως νά λύσουμε τό. μυστήριο τών Ιπταμένων Γοριλλών!». _______


ιΜΐΗΗΙΐΐΑΐ

ΐί>) Ό Καέγκα ώδήγήσε τόν αίχυάλωτό του κοντά στήν "Άννα καί της είπε: «Τ,ρέξε νά κυνηγήρης λίγο τούς άλλους μέ τό Μάρμο, "Αννα! Κ’ έπειτα γύρισε έδω να φορτώσουμε αύτό τό παίλιόσκυλο έπάνω στον έλέφαντα!». Ό Ζούλου ψ.θύρισε μερικές λέξεις στό αυτί του Μάρμο κι’ ό έλέφαντας έτρεξε πίσω άπό τούς Γοριλλανθρώπους, σαλπίζοντας δυνατά μέ τήν προβοσκίδα.

20) Ξαφνικά, ένα θρόισμα φύλλων άγουστηκε πίσω άπό τόν Καέγκα καί, πριν προλάδη νά γορίσηι, ένα δίχτυ άπό άναρριχητικά φυτά πέραοε έπάνω άπό τό κεφάλι του καί τόν τύλιξε σφιχτά μαζί μέ τόν ίθοςγενή. Δυό λευκοί καί δυό Ιθαγε­ νείς πρόδαλαν πίσω άπό τούς θάμνους. «Τί ση­ μαίνει αυτό, λευκοί δαίμονες;» γρύλλισε μέ θυμό ό Καέγκα.

21) «θά τό μάθης άμέσως, Μπίλ ,Κόριγκαν!, άπάντησε ό Γκούς. Τζίμ, γρήγορα! Σφίξε τά σκοινιά μή μάς φύγη!» «Μήν άνη,συχής, Γκούς, άπάντησε ό Τζίμ. Τούς κρατούμε ^ καλά! θά δού­ με τώρα άν ό Καέγκα, πού πολλοί τόν λένε Λευκό Κύριο της Ζούγκλας, είναι αυτός πού ζητάμε!». «Α$τός είναι, Τζίμ!, είπε ό Γκούς έντονα. Δέν είναι έτσι, Μπίλ Κόριγκαν;».

22) «Μάς κρατάτε καλά, είπε ό Καέγκα, καί κάθε άντίστασι είναι μάταιη. Μά δέν έχω ξανα­ κούσει αύτό τό όνομα μέ τό όποιο μέ φωνάζετε!» Ό Γκούς γέλασε βραχνά. «Δέν τό έχεις ξανα­ κούσει τό όνομα αύτό, Μπίλ, ιέ; *!Εγώ σου λέω πώς τό έχεις ξανακούσει καί μάλιστα πολλές φο­ ρές! "Ακούσε τώρα κάτι, πού θά σου φρεσκάρη άρκετά τή μνήμη...».

23) Στό μεταξύ, οι Γθ£ΐλλάνθρωποι έφταναν στό χωριό τους; όπου ό —οα/θός θεός περίμενε καθισμένος σ’ ένοιν ποαύψηλο θρόνο, στημένο έπάνω σ’ έναν μεγάλο βωμό. Μπροστά στό βω­ μό, ή σαν συγκεντρωμένοι οί πολεμιστές της φυ­ λής των Γοριλλανθρώπων ψάλλοντας Ιερά καί /πολεμικά άσματα. Ό *Άμράν πήδησε άπό τόν /όναγρό του κι’ έτρεξε σ*ό βωμό.

24) Ο Αμράν προσκύνησε τό θεό καί τού είπε: α άσ*θμαί νέ<χ- ώ Κύριε ! Μά πρώτα πιές αύ­ τό τό κρασί!». Καί του πρόσφερε μιά κούπα μέ κρασί, όπου — όπως έκανε κάθε μέρα, μήνες τώΡ* “ εΐ*!. ένα ναρκωτικό πού παρέλυε τή θελησι του άνθρώπου. «Ό Καέγκα, ώ θεέ τόλ­ μησε νά^άμφισδητήση τή δύναμή σου! Πρέπει νά τιμωρηθή παραδειγματικά!».___________________


25) Ό πανθός θεός Ανορθώθηκε και οήκωσε τά χέρια του. «Ό Καέγκα, είπε στους Ιθαγενείς, τόλμησε νά Αμφισβήτηση τή δύνοιμί μου καί να άπλώση τό χέρι του έπάνω στόν Αγαπητό μου ’Αμράν! Γι’ αυτό πρέπει νά τιμωρηθεί. Εμπρός, πολεμιστές μου! Πηγαίνετε καί πιάστε αυτόν καί τούς φίλους του καί φέρτε τους έδω για να Απο­ φασίσω γιά τήν τύχη τους!».

26) Τήν ίδια στιγμή, ό Γκούς έλεγε στόν παγιδευμένο Καέγκα: «Δέν Ακόυσες, λοιπόν, ποτέ τό όνομα του Μπίλ Κόριγκαν, έ; "Ισως μου λές την Αλήθεια, ίσως κι’ όχι. Πάντως, θ’ Ακούσης τήν Ιστορία μου θέλεις δέ θέλεις!». Ό Καέγκα τόν κύτταξε σκυθρωπά. «Είμαι αΙχμάλωτός σου, ώ λευκέ, καί δέν μπορώ νά κάνω διαφορετικά. Σέ Ακούω, λοιπόν. . .».

27) «Ή ιστορία μου, είπε ό Γκούς, Αρχίζει μια μέρα πού έγώ κΓ ό Μπίλ Κόριγκαν, ό μικρότε-. ρος Αδερφός μου, ταξιδεύαμε μ* ένα καραβάκι σ’ έναν ποταμό ττίς ζούγκλας, κυνηγώντας άνρίμια. Είχαμε πιάσει μερικά πολύ σπάνια είδη και γυρίζαμε στό στοιθμό των άποίκων, όπου θά που­ λούσαμε τά ·Γώα στόν αντιπρόσωπο ένός Αμερι­ κανικού Ζωολογικού Κήπου . .

28) «Ή ζούνκλα γύρω μας ήταν ειρηνική καί ήσυχη, τόσο ήρυχη πού ΘΑλεγε κανείς ότι όλα τά ζωντανά είχοιν βυθιστη σέ νάρκη, ηαφνικά, ούρλιαχτά καί πολεμικές κραυγές Αντήχησαν κοντά μας καί γοργές βάρκες γεμάτες πάνοπλους ίθανενεϊς Αναπήδησαν* μέσα άπό τά καλάμια της όχθης καί ώρμησαν έναντίον μας. «Πρόσω όλοτοχώς!» διέταξα».

29) «Μά ήτοτν Αργά πιά. ΟΙ βάρκες των ιθα­ γενών μάς έφτασαν καί μάς διπλάρωσαν, πριν προλάβουμε νά άνοσιτύξουμε ταχύτητα, καί μιά Αγρια μάχη Αρχισε. Βέβαια, είχαμε πά Αποτε­ λεσματικά όπλα, μά οι Ιθαγενείς ή σαν δεκαπλά σιοι καί περίφημα γυμνασμένοι. Σέ μιά στιγμή, ένα ξύλο μέ χτύπησε στό κεφάλι καί έχασα τήν ισορροπία μου. . .».

"Επεσα στόν ποταμό καί τό ου νατό ρεύ­ μα μέ παρέσυρε γοργά. Ήμουν περισσότερο νε­ κρός -παρά ζωντοτνός, μά τό ένστικτο της αύτοσυντηρήσεως διπλασίοοσε τις δυνάμεις μου καί τε­ λικά κατάφερα νά φτάσω ώς τήν όχθη. Έκεϊ έφοιγα φρούτα καί έπλυνα τό τραύμα μου κΓ έπει­ τα Από πορεία ήμερων έφτασα στό σταθμό των άποίκων. "Ήρθα τώρα νά βρω τόν Αδερφό μου».


31) «Αυτή είναι ή Ιστορία μου, Καέγκα! Εί­ μαι καινούργιος στά μέρη αύτά και ψάχνω, χρό­ νια τώρα, για νά βρω τον άδερφό μου. Είχα έλπ|σει μήπως ήσουν έσύ καί φαντάστηκα πώς θά είχες πάθει άμνησιά. Τώρα όμως πού σέ κυττάζω καλύτερα, βλέπω ότι μοιάζεις πολύ μέ τον Μπίλ, μά δέν είσαι ό ίδιος. θα σέ έλευθερώσω, Καέγκα, άπό τό δίχτυ . . .».

33) Ήταν δ Μάρμο μέ τήν "Αννα καί τόν μι­ κρό Ζούλου στήν πλάτη του. «Επάνω τους, Μάρ­ μο!, φώναζε ή "Αννα. Ό Καέγκα έχει πέσει πάλι σέ χέρια έχθρών! Εμπρός νά τόν έλευθερώσουμε!». Ό Καέγκα σήκωσε τό χέρι του καί φώνα­ ξε «Στάσου, "Αννα! Στάσου! Συγκρότησε τό .Μάρμο. ΟΓι άνθρωποι αυτοί είναι φίλοι μας και μέ έλευθερώνουν αύτή τή στιγμή!».

35) Μά, καθώς ό Λευκός Κύριος της Ζούγκλας έψαχνε νά βρή τό ζέβρο του, άλλοι έψαχναν νά βρουν τόν ίδιο, μέ ^τή βοήθεια λαγωνικών, πού ήσαν κράμα σκυλιού καί λεοπάρδαλης. «Νά τος, Άμράν^ έκεΐ κάτω, κοντά στήν δχθη!. φώναξε ένας ιθαγενής. Είναι ό Καέγκα μέ τούς φίλους του! Είναι καί δυό άκόμα λευκοί, πού δέν τούς έχουμε ξανα&ή άλλοτε!».

32) Ξαφνικά, άνασκίρτησαν δλοι τους, άκούγοντας υπόκωφους γδούπους νά κλονίζουν τό έδαφος τής ζούγκλας. «Κυττάξτε!, φώναξε ένας άπό τούς Ιθαγενείς του Γκρούς. "Ενας τεράστιος έλέφαντας όρμά έναντίον μας! Φύγετε! Φύγετε! θά μάς τσαλαπατήση δλους. . .» Μά ό Καέγκα συγκρότησε τούς πανικόβλητους άνθρώπους καί γύρισε πρός τόν έλέφαντα.

34) Λίγα λεπτά άργότερα, ή "Αννα έκανε τή γνωριμία των δύο λευκών, «θά προσπαθήσω νά σέ βοηθήσω άργότερα νά βρής τόν άδερφό σου, είπε ό Καέ> κα στόν Γκούς. Μά πρώτα πρέπει νά βρώ τό ζέβρο μου κι* έπειτα νά ξεκινήσω γιά τό χωριό των Γοριλλανθρώπων μέ τόν αιχμάλωτό μου καί νά έμποδίσω τόν ’Αμράν νά φέρη τόν πό­ λεμο μέσα οτή ζούγκλα. . .».

36) «Αύτή τή φορά δέν πρέπει νά μάς ξεφύγη!» είπε ό ’Αμράν. Στό μεταξύ, ό Καέγκα εί­ χε διώξει τόν Μάρμο νά πάη νά βοσκήση^ μά δέν είχε καταφέρει άκόμα νά βρή τό ζέβρο του. ηανφικά, οί ήχοι ένός μακρυνοϋ τάμ-τάμ έφτασαν ώς τ’ αύτιά του. ΤΗταν τό τάμ -τάμ τών Ζουλου κι' έλεγε: «ΟΙ Γοριλλάνθρωποι βγήκοσ/ γιά πό­ λεμο! ΟΙ Γοριλλάνθρωποι βγήκαν γιά πόλεμο!»


37) Καί τότε ή ζούγκλα δονήθηκε άπο δι<χ6ο­ λικά ουρλιαχτά καί πολεμικές κραυγές καί τό έδαφος σείστηκε άπό ποδοβολητά. Ό Καέγκα καί οί σύντροφοί του εΤδαν κατάπληκτοι έναν όλόκληρο στρατό άπό μαινόμενους, έφιππους Ιθαγε­ νείς νά όρμοΟν έπάνω τους. «Π,άστε τους], ούρ­ λιαζε δ Άμοάν. Πιάστε τούς έχθροΰς του ίαν­ θου θεού!».

38) Μιά έξοντωτική πάλη άρχισε άνάμεσα στους ιθαγενείς καί στους λευκούς. Τό τουφέκι του Τζίμ καί τό πιστόλι του Γκούς έκαναν μεγάλη θραυσι στις γραμές των ιθαγενών, ένώ οί γρο­ θιές, τό τόξο καί τό μαχαϊοι τού Καέγκα συμπλή­ ρωναν τήν καταστροφή. Μά οί ιθαγενείς ή σαν πολ­ λοί καί τό Ιερό μένος πολλαπλασίαζε τή λύσσα τους...

39) Καί τότε συνέβη κάτι άπροσδόκητο. Τά βό­ δια τού Γκούς πανίκοβλήθηκαν καί άφηνίασαν καί ώρμησαν στά τυφλά μαζί μέ τό βοΐδάμαξο στή μέση της μάχης, ^ τσακίζοντας στό πέρασμά τους πολλούς ιθαγενείς καί χωρίζοντας τούς δ.α­ μαχομένους στά δύο! «Καέγκα!, φώναξε ή Άννο^ Φύγε όσο είναι άκόμα καιρός! "Ισως μπορέσης νά μάς σώσης άργότερα!».

40) Ό Καέγκα ρρήκε τά λόγια τής "Αννας συνετά καί άρχισε νά ξεμακραίνη γοργά άπό τό πεδίο τής μάχης. Μά ό Άμράν τόν είδε καί τί­ ναξε πρός τό μέρος χου μιά «μπόλοο, ένα παρά­ ξενο όπλο των ιθαγενών φτιαγμένο άπό σκοινί καί δυό ή τρεις στρογγυλές πέτρες. «Δέ θά ξεφύγης, Καέγκα!, φώναξε. Κι* αυτή ή μπόλα άπσδεικνύει δτι τά λόγια μου είναι σωστά). . .».

41) Τό σκοινί τύλιξε, τό σκοινί τού Καέγκα καί όί πέτρες τόν χτύπησαν 6χι όμως σέ καίρια σημεία τού σώματός του. Μά συνέβη κάτι χειρό τερο. Ό Λευκός Κύριος της Ζούγκλας γλύ?τρησε έχασε τήν ίσοοροπία του καί άρχισε νά πεφτη μέσα στον ποταμό! Τό όνομα τού ποταμού ήταν Διαβολομούσουδο,. γιατί ήταν γεμάτος άπο με­ γάλους κροκοδείλους! _____________

42) Ό Άμράν έτρεξε στήν όχθη καί έκάγχασε θριαμβευτικά, βλέποντας τόν Καέγκα νά πέφτη στό νερό. Άπό διάφορα σημεία τής όχθης, με­ γάλοι κροκόδειλοι ξεκίνησαν άμέσως γοργά πρός τήν απροσδόκητη καί νόστιμη έκείνη λεία. « Εν τάξει!,, μουρμούρισε ό Άμράν. Τά διαβολαμούσουδα θά άϊποτελειώσουν τό έργο μου. "Ας πιάουυμε τώρα τούς άλλους!»


43) Λίγο άργότερα ή "Αννα, ό Ζούλου. ό Γκούς κι* ό ΤζΙμ πιάστηκαν αιχμάλωτοι καϊ ώδηγήθηκαν, καβάλλα σέ ταχείς όναγρους, στό χω­ ριό των Γοριλλανθρώπων, μπροστά στόν —ο^θό θεό. «Κυττάζε, ώ πανθέ θεέ!, φώναζε ό Άμράν. Σου φέρνουμε οΛχμαλώτους, πού θά πουληθούν πανάκριβα στά παζάρια των σκλάβων, στά μακρυνά χωριά της θάλασσας!».

44) Τό άντίκρυαμα τού ίανθου θεού προχάλεσε διαφορετικές σκέψεις σέ κάθε αιχμάλωτο. Ή "Αννα σκέφτηκε: «Εϊιιαστε χαμένοι,! Δέν μπο­ ρούμε νά ζεψύγουμε άπό αυτούς τούς διαβόλους κι* ό Καέγκα μου είναι νεκρός. . . νεκρός! Είδα τούς κροκοδείλους νά όρμουν έπάνω του, πριν μας πιάσουν!». Τό πρόσωπο τού_Γκούς συσπάσθηκε άπό έκπληζι μπροστά στόν —οινθό Θεό. . .

45) Ό Γκούς άνέβηκε γοργά τά σκαλοπάτια τού βωμού καί σταμάτησε μπροστά στόν Ξανθό θεό. «ΙΜπίλ ΚόριγΚοινΙ, φώναζε. Μπίλ! Είμαι ό άδερφός σου, δ Γκούς! Δέ.μέ άνοιγνωρίζε,ς, μι­ κρούλη;» «Κόριγκαν; άπάντησε ό άλλος. Τό όνο­ μά μου είναι Ζεμπάλο, ύπέρτατος άργηγός της φυλής των Γοριλλοτνθρώπων! Είμαι ένας θεός πού έπέστρεψε άπό τόν κόσμο των νεκρών!».

46) Καί γυρίζοντας στόν Άμράν πρόσθεσε: «Πόρε τους άπό έδώ, Άμράν! Βάλε τους στήν κλούβα των σκλάβων καί πήγαινέ τους στό σκλα­ βοπάζαρο!». Ό Γκούς έμεινε έμβρόντη,τος. Ό άνθρωπος έκεΐνος ήταν ό Μπίλ ό άδερφός του. ΤΗταν σίγουρος γι’ αύτό τώρα πού είχε άκούσει καί τή φωνή του. ΚΓ όμως οί κινήσεις του ή σαν κινήσεις τρελλοΰ...___________________ ___

47) Μέ μιάν έκφρασι θριάμβου καί Ικανοποιήσεως στό πρόσωπό του, ό Άμράν διέταζε τούς άντρες του. «Άνεβάστε τους στό κλουβί των σκλάβων! θά τούς μοσχοπουλήσουμε I ΟΙ άντρεη είναι γεροί, τό κορίτσι δμορφο καί ό μικρός γυ­ μνασμένος!» Ή Άννα άνέβηκε στό άμάζι κλουβί, χωρίς κανένα φόβο. Τώρα πού ό Καέγκα ήταν νεκρός, ή ζωή δέν είχε καμμιάν άζία!. . .

48) Άν όμως ή Άννα μπορούσε νά δη τόν Καέγκα έκείνη τή στιγμή καί ν’ άκούση άπό τό στόμα του τί είχε συμβη, θά ζεφώνιζε άπό χαρά. Γιατί 6 Καέγκα, κολυμπώντας έπιδέζια καί γορ­ γά, είχε κατορθώσει νά φτάση στήν όχθη, πριν άπό τούς κροκόδειλους καϊ νά ζεφύγη. «ΟΙ θεοί είναι σύνοικοί σήμερα!, μουρμούρισε. Τά διαβολομούσουδα θά μείνουν. .. νηστικά!».


49)»/ . Χώθηκε πάλι μέοα 1στή ϋζούγκλα καί άπό _ .ι _ φ ν_ τήν Δψη. που παρουσίαζε ιό πεδίο τής μάχης -κα­ τέλαβε τί είχε συμβή. Οί φίλοι του είχαν πέσει στά χέρια των Γοριλλανθρώπων. "Επρεπε νά τρέζη νά τους βοηθήση γιατί δέν είχε καμμιά Αμ­ φιβολία για τήν τύχη πού ^τούς περίμενε. Είχε Αρχίσει νά ψάχνη γιά νά ιβρή τό Μάρμο ή τό ζέβρο, δταν άκουσε τό ουρλιαχτό ένός Αγριόγατου.

50) Διέσχισε τρέχόντας ένα πύκνωμα θάμνων καί Αντίκρυσε ένα Απροσδόκητο θέαμα. *0 ζέβρος του, μέ τά χαλινάρια του μπερδεμένα σ* έναν θάμνο, δέν μπορούσε νά κινηθη έλεύθερα καί χρε­ μέτιζε πανικόβλητος, ένώ ένας μεγάλος Αγριό­ γατος, ένα ζώο πιό άγριο καί κι* άπό τόν πάν­ θηρα πηδούσε έπάνω του γιά νά τόν κατασπα­ ράξω, νιαουρίζοντας ΑνατριχιαστικΑ.____________

51) Ό Κάγκα κινήθηκε γοργά. Μ’ ένα Ακρο­ βατικό πήδημα βρέθηκε Ανάμεσα στό θηρίο καί στό ζέΦρο καί άρπαξε τόν Αγριόγατο Από τό λαιμό. «’Όχι, μοιυρε δαίμονα, γρύλλιαε. Δέ θά χώσης τά δόντια σου στή σάρκα του ζέβρου ιιου. Απεναντίας, έ γ ώ θά χώσω τό Ατσαλένιο δόντι μου, τό κοφτερό μαχαίρι μου, στή σάρκα σου! ΊΕγώ είμαι ό Κύριος τής Ζούγκλας!»

52) Καί τό μαχαίρι τού Καέγκα χώθηκε στό κορμί του Αγριμιού, τρυπώντας του τήν καρδιά καί σκατώνοντάς το. Ό Λευκός Κύριος της Ζού­ γκλας πέταξε χάμω τόν Αγριόγατο λέγοντας: «Ποτέ πια δέ θά κάνης τις βόλτες σου μέσα στή ζούγκλα, μαύρε δαίμονα, καί ποτέ πια δέ θά έπιτεθης ύπουλα καί προδοτικά!... Υπομονή, ζέ6ρο μου! θά σέ έλευθερώσω Αμέσως!»

53) Ό Καέγκα έλευθέρωοε τό ζέβρο, πήδησε έπάνω του καί άρχισε να καλπάζη πρός τήν κατεύθυνσι τού χωριού των Γοριλλοινθρώπων. Τό ζώο, σαν νά κοιταλάβαινε πόση Ανάγκη είχε ό κύριός του Από γρηγοράδα, έκανε φτερά στά πόδια του γιά νά φτάση δσο πιό γορνά μποοούσε στόν προορισμό του. . . Αργότερα, παράξενα πράγμοΓΓα α>νέβησοτν στό χωριό τού Άμράν. .

54) «Είσαι έτοιμος νά ξεκιν^σης μέ τούς αιχμα­ λώτους, Άμράν;» ρώτησε ό ίανθός θεός. «Ναί. Ζεμπόλα, Απάντησε ό Άμράν θριαμβευτικά. Εί­ μαι έτοιμος. .. Δέ Θ* Αργήσω νά γυρίσω φέρνον­ τας μαζί μου άφθονο χρυσάφι. .Νά.είσαι βέβαιος δτι, πριν περάσουν δέκα φεγγάρια, δλες οί φυ­ λές της ζούγκλας θά έχουν ύποταχθή στή δύναμί σου καί θά σ’ έχουν Αναγνωρίσει θεό τους!»


55) Μά τήν Ιδια στιγμή, πίσω και πέρα άπό τό άμάξι των σκΛαοων, αμαςι σκλάβων, οτντηχησοτν άντήχησαν Ουνατες δυνατές κραυ­ κραυνέΓ: «Βοήθριπ I Τ.ηέΡτρ I ΚΛπ πιλ ^· *ττίτ/-νΡ^ λ. γές: «Βοήθεια! Τρέξτε! ,Κάποιος πέταξε έναν άναμμένο πυρσό άνάμεσα στούς δναγρους καί στα λαγωνικά! Βοήθεια! Τα ζωντανά ζητάνε νά σπά­ σουν τά σκοινιά τους!» Ό Άμράν καί πολλοί άπό τούς πολεμιστές του έτρεξαν γιά νά συγ­ κροτήσουν τά ζωντανά.

_

V ,ιί

57) Γοργός σάν άστραπή, ό Λευκός Κύριος της Ζούγκλας πήδησε άπό τό ζέβρο του, άκριβώς δίπλα στόν ^.ανθό θεό, καί τό άριστερό του χέρι σφίχτηκε σέ μια μεγάλη γροθιά. «Ό Καέγκα άψηψάει όλους έκείνους πού θέλουν να κάνουν κα­ κό στούς φίλους του, κάθαρμα τής ζούγκλας!» είπε περιφρονητικά. Καί μέ μιά γροθιά, πού θύ­ μιζε κεραυνό, τον έρριξε χάμω άναίσθητο.

59) «Φύγετε!, φώναξε ό Καέγκα. "Αννα, πάρε τόν Ζούλου καί τούς άλλους καί φύγετε, δσο έ­ χετε άκόμα καιρό!» Καί, πριν ή "Αννα προλάβη νά τόν έμποδίση, ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας ρίχτηκε έπάνω στόν πιό κοντινό άπό τούς Γοριλλοίνθρώπους καί άρχισε νά τόν σφυροκοπή μέ τις τρομερές γροθιές του. «Βοήθεια!, άρχισε νά φώναξε αυτός, θά μέ σκοτώση ό Καέγκα!».

56) Ένώ ή σύγχυσις βασίλευε στό χωριό των Γοριλλοτνθρώπων, ό Κοάγκα πρόβαλε καβάλλα στό ζέβρο του.' «”Ας δράσω, μουρμούρισε, δσο ό πυρσός πού πέταξα τούς άπασχολει!» Κι* έ­ στρεψε τό ζέβρο του πρός τό μέρος δπου, μόνος, στεκόταν ό Ζεμπόλα. «Πως!, φώναξε ό τελευ­ ταίος. Τόλμησες νά άψηφήσης έμένα, τόν ^.ανθό θεό των Γοριλλανθρώπων;»

58) Μέ γοργές κινήσεις, ό Κοιέγκα έτρεξε κοντά στό άμάξι των σκλάβων, δπου, πίσω άπό κάγκελα άπό μπαμπού, ήσοιν φυλακισμένοι οί φί­ λοι του. "Εσπασε τά κάγκελλα κι* έκοψε τά σκοι­ νιά τους .«Καέγκα!, φώναξε ή "Αννα. Είσαι ζων­ τανός 1 Κι* £γω νόμιζα. . .» «Δέν είναι ώρα^γιά λόγια, τήν διέκοψε ό Κοιέγκα, άλλα για δράσι! Κύτταξε! Οί Γοριλλάνθρωποι έρχονται!»

60) Σέ λίγες στιγμές, ό Καέγκα ήταν περ κυ­ κλωμένος άπό δεκάδες Ιθαγενείς κι* άπό τά ά­ γρια λαγωνικά τους καί ή έκβασις τής μάχης φαινόταν πια σίγουρη, δσο ανδρεία κι* άν πάλευε ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας. Στό μεταξύ, ό Ζεμπόλα, είχε άρχίσει νά συνέρχεται. "Ανοιξε τά μάτια του καί μουρμούρισε: «Που βρίσκομαι; Τί ρούχα είναι αυτά; Τώ. . . ρα τώρα θυμάμαι!. . .»


61) Και ό Ζεμπόλα, ή μάλλον ό Μπίλ Κόρι-γκαν δ άδερφός του Γκούς, τινάχτηκε δρθιος κι’ έτρεξε πρός τό μέρος, δπου ό Καέγκα άντιμετώπιζε τό θάνατο. «Σταθητε!, φώναξε. Σταθητε! Είμαι δ Ζεμπ'όλα, δ ίανθός θεός των Γοριλλανθρώπων, καί σάς διατάζω ·νΓ άφήσετε τόν Καέ­ γκα! Σάς διατάζω νά συλλάβετε■ τόν Άμράν, ώς προδότη καί ώς έγκληματία καί βεβηλωτή!»

62) Μέσα σέ μερικές στιγμές, τά πράγματα άλλαξοιν. Ό Άμράν άπό διώκτης έγινε κυνηγη­ μένος. Καταλάβαινε τί είχε συμβή. Ή γροθιά τού Καέγκα είχε διώξει τήν έπίδραοι τού ναρκωτικού άπό τό κεφάλι τού Μπίλ Κόριγκαν καί τού είχε ξαναδώσει τή μνήμη του. Καί καταλάβαινε δτι μόνο μέ τή φυγή μπορούσε τώρα νά ξεφύγη άπό τήν έκδίκησι τού Κτχέγκα. ..

63) Καί άρχισε να τρέχή πρός έναν όναγρο, που στεκόταν πιό πέρα. Μα ό Καέγκα είχε ρι­ χτή κιόλας ξοπίσω του καί, μέ μιά θεαματική βουτιά, τόν άρπαξε άπό τά πόδια καί τόν έρριξε χάμω. ’ϊΕνώ ό Άμράν πάλευε σάν άγριόγατος, ό Καένκα τόν έδεσε γερά καί τόν παρέδωσε στούς ίδιους τούς Γοριλλανθρώπους, πού άνυπομονουσαν τώρα νά τόν τιμωρήσουν!

64) «■’Ήταν άπλό τό κόλπο τού Άμράν, έξήγησε άργότερα ό Καέγκα. Υπάρχει ένας μύθος άνάμεσα ατούς ιθαγενείς δτι μιά μέρα ένας Ξαν­ θός θεός θά έπιστρέψη άπό τόν κόσμο τών νεκρών γιά νά τούς κυβερνήση. Έσύ, Μπίλ Κόριγκαν ήσουν αυτός ό θεός, άν καί δέν ήξερες δτι ό Άμράν σέ πότιζε μ’ ένα ναρκωτικό, πού παραλύει τή θέλησι τού άνθρώπου !. ..»

%

Στό έρχόμενο τεύχος του τό «ΤΟΞΟ» δημοσιεύει ένα μαργαριτάρι παρμένο άπό τήν έποχή τών κουρσάρων -καί τών ποντοπόρων!

ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ Ό λό κ ληΡ ο

65) Ή εΙρήνη ξαναγύρισε στή ζούγκλα. Οι Γαριλλάνθρωποι έγιναν πάλι ή φιλήσυχη φυλή πού ήσοεν άλλοτε καί τό φάσμα του πολέμου έπαψε νά άπειλη τις φυλές τών ιθαγενών. Ό Γκούς έφυγε μέ τόν Τζίιμ καί μέ τόν άγοοπημένο άδερφό του Μπίλ, άφού πρώτα προσπάθησε νά έκδηλώστ* μέ χίλιους τρόπους τή μεγάλη ευγνω­ μοσύνη του πρός τόν Κοοέγκα.;.__________ ..

στό* έρχόμενο τεύχος.

ΟΙ ΚΑΛΑ (ΘΕΑΤΕΣ άναγνωσίες μας, γιά κάβε πληροφορία σχετικά με τά «ΤΟΞΟ», μπορούν νά άπευθύνωνται στό γνω­ στό βιβλιοπωλείο ΓΕΡΑΣ. ΔΟΥΚΑΤΟΥ.


Τ. (Μϊ7

1) "Έχετε διαβάσει συχνά σέ έφη μερίδες και περιοδικά γιά τΙς δοκιμές, πού ή Α­ μερική £χει (κάνει τά τελευταία χρόνια στον Ειρηνικό Ωκεανό, χιά νά μελετήση κάθε ψαρα -κι" έναν καινούργιο τύπο άτομικής βόμβας. "Έχετε διαβάσει γιά τά τρομακτικά άποτελέοματα των βομβών,, μά δέν ξέρετε τά δραματικά γεγονότα, πού έξελίσσονται στά παρασκήνια των δοκιμών αυτών. Δέν ξέρετε μέ ποιόν τρόπο ή *Αμερικα­ νική Άντικατασκοπεία «σαρώνει» τόν Ει­ ρηνικό, γιά νά άνακαλόψη κατασκόπους κρυμμένους γιά νά παρακολουθήσουν τις δοκιμές! Πριν άπό κάθε δοκιμή, σμήνη άεροπλάνων πετουν έπάνω άπό τόν "Ωκεανό, περίπολώντας άγρυπνα τΙς άπέραντες έκτάσεις του νερού. Τήν ίδια δουλειά κάνουν καί μο­ ναχικά άεροπλάνα. Σ* ένα άπό τά τελευ­ ταία ήταν ένα «κορίτσι, μιά άπό τις πιό δυ­ ναμικές πράκτορες τής Άντικατασκοπείας.

Λ

\

^ ». V«

1

------------------

2) Ωρες όλόκληρες ή πράκτωρ τής άντικα­ τασκοπείας πετούσε έπάνω άπό τόν Ειρηνικό, ό­ ταν ξαφνικά διοπτίστωσε ότι ιό γ ολό» τής βενζί­ νης έδειχνε μηδέν. "Εντρομη έβ χλε οέ λειτουρ­ γία τό άσύρματο τηλέφωνο κα ήρθι σ" έπαφή μέ τή βάσι της. «Έμεινα χω( ίς Λενζίνι, άνέφερε, καί δέν υπάρχει στεριά έδώ /ύ.ω. θά πέσω στη θάλασσα!... "Οχι, σταθήτε! Βλέπω κάτι...»

3) Σώπασε γιά μερικές στιγμές κι" έπειτα^πρόσθεσε: «Είναι ένα μικρό νησί! Περίεργο!^Πώς δέν τό είχα προσέξει πριν; θά προσγειωθώ έκεΐ ό­ πως μπορέσω καί θά περιμένω νά στείλετε νά μέ πάρετε. . Τό σημείο όπου βρίσκομαι είναι 170° γεωγραφικό μήκος καί μηδέν πλάτος. Τό νησάκι έχει μιά μεγάλη καί μιά μικρότερη κορυφή...»


5) Λίγες ώρες άργότερα, ένας ειδικός πράκτωρ, ό Τίμ Μόργκαν, πέταξε μόνος — γιά, λό­ γους μυστικότητος — στό σημείο, πού είχε δώσει ιό κορίτσι ραδιοφωνικός., καί άρχισε νά ψάχνη για νά βρή τό νησάκι δπαυείχε προσγειωθή ή πράκΊωρ. «Περίεργο!, μουρμούρισε έρευνώντας τόν όρίζοντα. 170 μοίρες μήκος, μηδέν πλάτος... ΚιΓ δμως δέ βλέπω κανένα νησάκι άπολύτως!»

6) Πέρασαν μερικές ώρες καί ό Τίμ Μόργκαν έτοιμαΓόταν νά γυρίση πίσω, δταν, άριστερά του, προς τό νότο, τό μάτι του συνέλαβε τή σιλουέτνα ένός νησιού. «"Ενα νησάκι!, εΐπε. Μιά μεγάλη κορυφή καί μιά μικρότερη ! Είναι τό νησί δπου έπεσε τό κορίτσι, μά βρίσκεται πολύ μακρυά άπό την τοποθεσία πού μάς έδωσε! Αυτό είναι παρά­ ξενο! Πολύ παράξενο!»

7) Μιά ϊδέα, μιά παράλογη, σχεδόν τρελλή Ι­ δέα άστραψε ατό μυοιλό του Μόργκαν. Αμέσως άψοϋ έπικοινώνησε μ τή βάσι του. έβαλε φωτιά στό άεροπλάνο του καί πήδησε στό κενό. Τό άεροπλάνο έπεσε μακρυά, πρός τά άνατολικά του νησιού. Ό Μόργκαν άνοιξε τό άλεξίπτωτό του μόνον δταν έφτασε κοντά στήν έπιφάνεια των

8]~^Έπειτά7 κολυμπώντας πότε στήν έπι· τής θάλασσας καί πότε κάτω άπό αυτή, πλησίασε στό νησί. Τό θέαμα πού άντίκρυσε τόν έκανε νά τά χάση άν κομ είχε κιόλας μαντέψει τί θά έ^ βρίσκε. Μπροστά του, στά δυό βουναλάκια του νησιού, είδε νά προβάλλουν μεγάλα κοτνόνια μεγάλου διαμετρήματος! "Αντρες μέ στολή στεκόταν ένοπλοι σέ διάφορα σημεία του νησιού! ~Αν τό νησί αύ^

-4 4.

4) Τό νησί ήταν πολύ μικρό καί ή πραογείωσις έπάνω του έξαιρετικά δύσκολη. Μά ή πράκτωρ ήτοιν έμπειρη άεροπόρος καί μ’ έναν έπιδέξιο χειρισμό κατόρθωσε νά προσγειωθή, χωρίς να πάθη τίποτα. Μόλις όμως πάτησε στή γη καί κύτταξε γύρω, γούρλωσε τά μάτια της. «Είναι τόσο παράξενοί, μουρμούρισε. Είναι ένα. . θεέ μου 1» ______ _________ __ _____

ια, ήταν ,τραΥδατικό νησί. .. ί ιάτι ό Μόργκαν ύποψιαζόταν πως δέν έπρόκειτο κάν γιά νησί. Πριν βουτήξη πάλι στή θάλασσα, άκουσε μιά Φωνή νά λεη σέ μιά ξένη γλώσσα, πού ό Μόργκαν γνώριζε πολύ καλά: «Τό άεροπλάνο έπεσε άνατολικά. Που είναι δμως ό πιλότος;» «Φαίνεται πώς πνίγηκε πέφτοντας στή θάλασσα!» είπε μιά άλλη φωνή.________________________________ _.


9) Επάνω στό «νησάκι» ένας Αξιωματικός σή­ κωσε τό Ακουστικό ένός τηλεφώνου: «“Όλοι οΐ φρουροί, προσοχή,! “Ολοι οί φρουροί, προσοχή! Εχθρικό Αεροπλάνο κατέπεσε καιάμενο προς τά Ανατολικά! .Ο πιλότος δέν φαίνεται. Προφανώς πνίγηκε! Γιά κάθε ένδεχόμενο ψάξτε όλοι τήν έπι* φάνεια των νερών μέ τα κυάλια σας!., ,*

10) “Ενα μεγάφωνο ήταν, φαίνεται, συνδεδεμένο μέ τό τηλέφωνο, γιατί ή φωνή Ακούστηκε καθαρά Από τόν Μόργκαν. Ό πράκτωρ έκανε Αμέσως βουτιάς καί άρχισε νά κολυμπά πρός τό πίσω μέρος του νησιού, όπου ύπτιοχε ένας μόνο φρουρός. "Εφτασε στήν Ακτή, χωρίς νά τόν δή κανείς καί βγήκε έξω σκυφτά έξετάζοντας τό έδαψος. ..

•11) Ξαφνικά, μια φωνή Αντήχησε έπάνω Από ___ «"Α! Είσαι ό πιλότος έκείνου τό κεφάλι του: τού Αεροπλάνου. Είσαι Ακόμα ζωντανός! Μά δέν θά μείνης γιά πολύ στή ζωή! Δε θα ζήσης γιά νά διηγηθης αυτό πού είδες!» Καί μ’ ένα καταπλη* κτικό πήδημα, ό φρουρός πού ήταν στο πίσω μέ­ ρος τού νησιού, ρίχτηκε έπάνω του, σκοπεύοντας νά χρησιμοποιήση τό δπλο σάν ρόπαλο!

12) Μά πριν προλάβη νά χρησιμοποιήση τό πλο του, ό Μόργκαν άντέδρασε μέ γρηγοράδα αίλουροι. "Αρπαξε τό φρουρό Από τό μπράτσο καί έφήρυοσε μια λαβή ζίου - ζίτσου, πού έκανε τό φρτυρο νό περάση έπάνω Από τον ώμο του, νά βροντήση χάμω καί νά μείνη έκεΐ Ασάλευτος. Καί τότε μιά ίδέμ γεννήθηκε στό μυαλό τού πράκτορος τής Άντ, κατασκοπείας.

13) ιΣτό μεταξύ, στην άλλη άκρη τού μικρού νησιού, ένας Αξιωματικός πού φαινόταν διοικη­ τής των άλλων, έλεγε στόν Ασυρματιστή: «Κάλε·σε τό φρουρό τού πίσω πυργίσκου Αμέσως!' θέλω νά βεβαιωθώ άν είδε ή όχι τόν πιλότο του άερ©* πλάνου. "Επειτα, θά προχωρήσουμε στήν έκτέλεσι τής Αποστολής μας». Ό Ασυρματιστής έσκυ­ ψε σ’ ένα .μικρόφωνο καί Αρχισε νά λέη:

14) «ΓΌ φρουρός τού πίσω πυργίσκου νά παρουσιαστή Αμέσως στόν διοικητή!» Ό Μόργκαν άκουσε τή διαταγή αύτή καί κινήθηκε γοργά "Εβγαλε τά ρούχα τού φρουρού. "Επειτας μέ τήν ξιφολόγχη έκοψε τό μουστάκι τού φρουρού καί τό κόλλησε στό έπάνω χείλος του μέ λίγη τσίκλα. «^Εμπρός!, είπε σηκώνοντας τό δπλο τού φρου­ ρού. Ό θεός βοηθός!» _


16) Σέ λίγο, τό παράξενο νησάκι άρχισε νά βυθίζεται μέσα στόν ώκεανόΐ ΤΗταν ένα υποβρύ­ χιο! "Ενα τεράστιο υποβρύχιο καμουφλοχρισμένο καί μεταμφιεσμένο σέ νησί μέ ψεύτικα δέντρα. ΟΙ πυργίσκον τού υποβρυχίου είχαν πάρει τήν δψη μικρών λόφων, πού άπό μακρυά μπορούσαν νά ξεγελάσουν τό μάτι. Οί μηχανές του λειτουρ­ γούσαν μέ άτομική ένέργεια.

15) Λίγες στιγμές άργότερα. ανέβαινε στον με­ γάλο πυργίσκο κι* έμπαινε μέσα σ’ έναν μισοσκό­ τεινο θάλαμο. «Μήπως είδες τόν πιλότο του άεροπλάνου;» ρώτησς ό διοικητής χωρίς νά προσέξη μέσα ατό μισοσκόταδο τή διαφορά τών χα­ ρακτηριστικών στο πρόσωπο του φρουρού. «"Οχι; Πολύ ικαλάΐ Τώρα δλοι κάτω! θά καταδοθούμε και θά προχωρήσωμε ρτήν άποστολή μας! >______

17) Ό διοικητής του υποβρυχίου μέ τά μό.τια στο περισκόπιο έδινε διαταγές: «Πορεία πρός τά βόρειό - δυτικά! Οί τορπίλλες νά είναι έτοιμες για δρασι I Τά διθέσια υποβρύχια νά είναι έτοιμα γιά έξακόντισι! "Α 1 Βλέπω ένα σώμα στήν έπιφάνεια. . . Που είναι ό φρουρός τού πίσω πυργί­ σκου;» «Πήγε κάτω, σέρ, άπάντησε-κάποιος, πρός τό κελλί τής φυλακής!»

19) Κρατώντας τήν καραμπίνα του άπό τήν κάννη, ό Μόργκαν ώρμησε έπάνω στο φρουρό καί χτυπώντας τον στό κεφάλι μέ τόν υποκόπανο, τόν έρριξε χάμω άναίσθητο, όχι δμως πριν ό φρουρός πιέση μέ τό χέρι τς>υ έναν μοχλό, που έβαζε σέ λειτουργία τό κουδούνι τού κινδύνου! Ό Μόργκαν έψαξε τό φρουρό, βρήκε τό κλειδί Τού κελιού καί άνοιξε τήν πόρτα. . . •

λ

■ -

■—

---------

--

----------

18) Πραγματικά, ό Μόργκαν είχε κατεβή ώς < τό κελλί τής φυλακής, πού βρισκόταν δίπλα σέ ι δύο μικρά διθέσια ύποβρύχια. "Ενας φρουρός στεκόταν μπροστά στό κελλί, δπου ήταν κλεισμέ­ νη ή πράκτωρ τής ’ Αντί κατασκοπείας. Τό κορί­ τσι, βλέποντας τόν Μόργκαν νά γλυστράει πίσω άπό χό φρουρό, άρχισε νά μιλάη γιά νά άποσπά|| ση τήν προσοχή του. ..________________________

I

20Τ) Τήν ίδια στιγμή, έπάνω, στό θάλαμο διακυβερνήσεως, ένα κουδούνι άρχ.σε νά άντηχή δαι­ μονισμένα. «Είναι τό σήμα κινδύνου, σέρ1, φώ­ ναξε ένας ναύτης. Καί προέρχεται άπό τό κελλί τής φυλακής!» «ίΝά πάρτ^ό διάβολος!, μούγγρισε ό διοικητής. Κάτι μας σκάρωσε έκεΐνσς ό ρφουρός τού πίσω πυργίσκου! Σημάνετε συνα­ γερμό γενικό καί άκολουθήστε με δλοι!»______


22) Χωρίς' καμμιά άπό τις σφαίρες των διω­ κτών τους νά τούς άγγίξη, ό Μόργκαν καί τό κορίτσι πρόλαβαν καί χώθηκαν σ’ ένα άπό τά μι­ κρά^ υποβρύχια καί άποσπάσθη καν άπό τό μεγά­ λο υποβρύχιο, πιέζοντας έναν μοχλό. «Δέ θά μοϋ ξεφύγουν!, ούρλιαξε ό διοικητής. Σταματήστε τις μηχανές! θά Ανεβούμε στην έπιφάνεια! Ε­ τοιμάστε τά Αεροπλάνα!»

21.) Ό Μόργκαν είχε βγάλει τό κορίτσι Από τό κελί, όταν ό διοικητής του υποβρυχίου, Ακολου­ θούμενος-άπό τούς άντρες του, -φάνηκε στις σκα­ λωσιές έπάνω Από τό κεφάλι του. «Γρήγορα! ,εΐπε ό Μόργκαν στό κορτίσι. Ή μόνη μας έλπίδα εί­ ναι αυτά τά διθέσια υποβρύχια! "Αν καταφέρου­ με νά μπούμε ά ένα Απ’ αυτά σωθήκαμε!» Πυρο­ βολισμοί άντήχησοιν πίσω τους.

23) Στό μεταξύ, μέσα στό μικροσκοπικό υπο­ βρύχιο, ό Μόργκαν, μέ τά μάτια στό περισκό­ πιο, έδινε διαταγές στό κορίτσι: «Τραβήξτε έκεΐνο χό μοχλό μόλις σάς πω! Βγήκαν στην έπιφάνεια τώρα! ’Ώ! "Ω! Δει έχω ξαναδή τέτοιο πράγμα. Δέν είναι Απλό ύποβρύχιο! Είναι συν­ δυασμός υποβρυχίου καί Αεροπλανοφόρου! "Ε­ τοιμη; Εμπρός! Τραβήξτε τό μοχλό!. *

24) Μερικά δευτερόλεπτα Αργότερα, πριν Α­ πογειωθούν τά Αεροπλάνα άπό τό «νησί-ύπο­ βρύχιο - Αεροπλανοφόρο», ή τορπίλλα του Μόργκαν χτύπησε τό πλοίο Ακριβώς κάτω Από τό μεγάλο πυργίσκο. Φαίνεται πώς έκεΐ βρισκόταν ή Αποθήκη τών πυρομαχικών, γιατί μιά τρομερή έκρηξις δόνησε τήν Ατμόσφαιρα καί τεράστιες φλόγες τύλιξαν τό έχθρικό υποβρύχιοί

25.)' Τό μικρό ύποβρύχιο τού Μόργκοιν βγήκε τότε στήν έπιφάνεια καί οί δυό πράκτορες τής Άντικατασκοπείας παρακολούθησαν τό τρομερό θέαμα. «Αυτό είναι τό τέλος τού μυστηριώδους νησιού!1», είπε τό κορίτσι. «Ναι!, είπε ό Μόρ­ γκαν. Ραδιοτηλεγρά<£ησα στή βάσι νά στειλουν υδροπλάνα γιά νά μας συναντήσουν καί νά σώ­ σουν όσους άπό τό πλήρωμα δέν σκοτωθήκαν!»

^26) Λίγες ώρες Αργότερα, ό Μόργκοτν καί τό κορίτσι παρουσιάστηκ<χν στόν Αμερικανό ναυτι­ κό διοικητή τού Ειρηνικού Ωκεανού καί Ανέφε­ ραν τήν περιπέτειά τους. «Ιθερμά συγχαρητήρια!, είπε αύτός. Δείξατε κι1* οί δυό σπάνιο θάρρος καί έπιδεξιότητα! θά κάνω άμέσως μιά σχετική έκθεσι πρός τήν κυβέρνησι κοιί θά ζητήσω τήν παρασημοφορία σας!»

ι

ΤΕΛΟΣ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ (Συνέχεια άπό τή 2η σελίδα)

^Ηταν μια νύχτα σκοτεινή, μέ πολύ λίγα αστέρια. Καθώς μάλιστα στεκόμουν έξω άπό την πόρτα, τό αυτί μου πήρε τό δυνατό μουγγρητό του άνεμου μακρυά, στα βουνά. Σκέφτηκα τότε πώς σίγουρα ό καιρός θά χαλούσε, μά έκείνη τή στιγμή δέ μοΰ ήταν δυνατό να φανταστώ τί με­ γάλη σημασία πού θά είχε για μένα, έκείνη τή νύχτα, αυτή ή άλλαγή του καιρού. "Οταν μέ ξαναψώναξε μέσα, ό θειος μου μου έβαλε στό χέρι τριανταεψτά χρυσές λίρες. Τα υπόλοιπα τα κράτησε στο χέρι του. ΤΗταν κάτι μικρά νομίσματα, όμως δεν τολεγε ή καρδιά του να μοΰ δώση άλλα, κι* έτσι τόν είδα να τά χώνη βιαστικά στήν τσέπη του. —Έν τάξει, μοΰ είπε, πάει κι* αυτό, θά κα­ τάλαβες πώς είμαι άλλόκοτος άνθρωπος κι* έχω πολλές παραξενιές, ό λόγος μου ΰμως είναι συμ­ βόλαιο, καί τδδειξα μέ τό παραπάνω! Ό θειος μου φαινόταν τόσο τσιγκούνης, ώστε ή ξαφνική γενναιοδωρία του μ* άφησε έμβρόντητο καί δέ μπορούσα νά βρω λόγια νά τόν ευχα­ ριστήσω. — Ούτε λέξη!, είπε. Δέ θέλω τις ευχαριστίες σου! Τό καθήκον μου έκανα. Δέ μπορώ νά πώ πώς θά τόκανε ό καθένας, άλλά δοο γιά μένα, — μ’ δλο ποϋμαι άνθρωπος πολύ βασανισμένος — νιώθω μεγάλη χαρά νά κάνω δ,τι πρέπει γιά τό παιδί τού άδερφού μου. Καί είμαι πολύ ευχαρι­ στημένος δταν σκέπτωμαι πώς τώρα πιά συνεννοηθήκαμε κι’ είμαστε φίλοι. Τού άπάντησα δσο καλύτερα μπορούσα. "Ο­ λη τήν ώρα δμως πού μιλούσα, άπορούσα καί σκεπτόμουν. Τί θά γινόταν υστερ’ άπ’ δλ’ αυτά, καί ποιος ήταν ό λόγος πού τόν είχε κάμει νά άποχωριστή τις πολύτιμες λίρες του; Γιατί ή δι­ καιολογία πού είχε βρή ούτε ένα μικρό παιδάκι δέ θά μπορούσε νά ξεγελάση. "Υστερα μέ κοίταξε λοξά καί είπε: —"■Οταν σού κάνουν δμως ένα καλό, τότε έ­ χεις καί σύ μερικές υποχρεώσεις! ’Έ; Το·ύ άποκρίθηκα ότι ήμουν πρόθυμος νά τού δείξοι τήν ευγνωμοσύνη μου σ’ όποια λογική άπαίτηση είχε άπό μένα. Τόν είδα νά μέ κοιτάζη περίεργα, σά νά περίμενε τήν ώρα νά μού ζητήση κάτι φοβερό. Στο τέλος μοΰ είπε απλώς πώς τώρα πιά ήταν γέρος τσακισμένος άπό τά βά­ σανα, κΓ ότι τό μόνο πού ήθελε άπό μένα ήταν νά τόν βοηθώ νά συγυρίζη τό σπίτι καί τό μικρό κηπάκι του. •Τού άποκρίθηκα πώς ήμουν πρόθυμος νά τού σταθώ χρήσιμος σ’ δλ’ αύτά. — Πάει καλά, είπε. ’Άς κάνουμε λοιπόν τήν άρχή άπό άπόψε. Τράβηξε άπό τήν τσέπη του ένα σκουριασμένο κλειδί. — Αυτό έδώ, μοΰ είπε, είναι τό κλειδί τής σοφίτας πουναι στήν άκρη τού σπιτιού. θ’ άνέ^βης άπ’ τό έξω μέρος, γιατί αυτή ή πλευρά τού σπιτιού έμεινε μισοτελειωμένη. Πήγαινε κατά κεΐ. θά βρής τήν πόρτα, ανέβα τή σκάλα, καί^ φέρε μου μιά κασελίτσα πού τήν έχω έκειδά. "Εχει μέσα κάτι έγγραφα. — Μπορείτε νά μοΰ δοόσετε κανένα φώς, Κύ­ ριε; τού είπα. — Έλα, καημένε, άποκρίθηκε. Δέ σού είπα πώς δέ θέλω φώτα μέσα στό σπίτι μου; —"Οπως θέλετε, Κύριε, είπα. Πολύ καλά! Εί­ ναι γερά τά σκαλοπάτια; — Πρώτης τάξεως, μού είπε' καί, τή στιγμή

πού έβγαινα, πρόσθεσε: Κοίταξε νά κρατιέσαι άπό τόν τοίχο! Δέν έχει καθόλου κάγκελα. Τά ■σκαλοπάτια δμως είναι καλά! Βγήκα έξω στό σκοτάδι. Ό άνεμος μούγγριζε άκόμα, μακρυά, μ’ δλο πού ούτε μιά πνοή του δέν έφτανε ώς τόν πύργο τών Σώου! Περπατού­ σα ξηστά στον τοίχο, ώσπου έφτασα κάτω άπ’ τή σοφίτα, στήν πόρτα, άπ’ όπου άρχιζε ή σκάλα πού βρισκόταν στήν άκρη τής μισοτελειωμένης πτέ­ ρυγας. "Εβαλα τό κλειδί στήν κλειδαρότρυπα, καί, μόλις^ έκανα νά τό γυρίσω, ξαφνικά, χωρίς ν* άκουστή ήχος άπό βροντή, άστραψε όλος ό ουρανός μ’ ένα άγριο φως καί πάλι έγινε μαύ­ ρος. Μόλις πού πρόλαβα νά βάλω τό χέρι μου μπρος στά μάτια μου, κι δταν άρχισα ν’ ανεβαίνω τή σκάλα, ήμουν μισόστραβος άκόμα άπό έκεί­ νη τή δυνατή λάμψη. Μέσα, ήταν τόσο σκοτεινά καί τόσο καταθλιπτικά, πού νόμιζα πώς κάποιος μουχε κλείσει τή μύτη έμποδίζοντάς με ν’ άνασάνω. "Απλωσα έμπρός τό χέρι μου καί τό πόδι μου καί προχώ­ ρησα σιγά^- σιγά, ώσπου άγγιξα μέ τά δάχτυλά μου τόν τοΐχο καί μέ τό πόδι μου τό κάτω μέρος τού πρώτου σκαλοπατιού. Ό τοίχος, έτσι καθώς τόν άγγιζα, μού φάνηκε πώς ήταν άπό φίνα πε­ λεκητή πέτρα; Τό ίδιο μού φάνηκαν καί τά σκα­ λοπάτια, παρ’ δλο πού ήταν κάπως άπότομα καί στενά. ΤΗταν δμως καλοδουλεμένα. Αισθανόσουν τή στερεότητά τους καθώς τά πατούσες, θυμή­ θηκα αύτά πού μοϋχε πή ό θειος μου γιά τά κάγ­ κελα, καί γι’ αυτό κρατιόμουν σφιχτά προς τή μεριά τού τοίχου. "Αρχισα ν’ άνεβαίνω στά σκο­ τεινά, μέ τήν ψυχή στό στόμα άπ’ τό φόβο. Τό σπίτι τών Σώου είχε πέντε πατώματα, εκ­ τός άπ’ τις σοφίτες. Καθώς δμως προχωρούσα, μού φάνηκε πώς ή σκάλα εΐχε περισσότερον άέρα καί^ φώς. Κι άναρωτιόμουνα πο,ά τάχα νάταν ή αιτία αυτής τής άλλαγής, δταν, ξαφνικά, δεύτερη αστραπή φώτισε τό χώρο. "Αν, τή στιγ­ μή έκείνη, δέν έβαλα τις φωνές, αυτό έγινε γιατί τό λαρύγγι μου είχε στεγνώσει άπό τόν τρόμο! Καί δέν έπεσα νά τσακιστώ, γιατί μέ βοήθησε ό θεός κι όχι ή δική μου προσοχή καί δύναμη. Τό φώς τής άστραπής, περνώντας άπό διάφορες τρύπες τού τοίχου, φώτισε τό μέρος καί τότε, μέ άπερίγραπτη φρίκη, είδα πώς ήμουν σκαρφα­ λωμένος ψηλά πολύ, σά νάχα άνεβή πάνω σέ καμμιά σκαλωσιά, άπ’ αυτές πού μεταχειρίζονται οι χτίστες. Είδα ακόμα, στό γρήγορο φώς τής άστραπής, δτι τά σκαλοπάτια δέν είχαν δλα τό ίδιο μάκρος καί πώς τό ένα μου πόδι ήταν δυο ΐντσες δώθε άπ’ τό κενό. « "Ωστε αύτά ήταν τά πρώτης τάξεως σκα­ λοπάτια!» συλλογίστηκα, καί μ’ αυτή τή σκέψη ένιωσα νά μέ κυριεύη φοβερός θυμός. Ό θείος μου, σίγουρα, μ’ είχε στείλει έκεΐ γιά νά σκοτωθώ, φαίνεται. Εξακολούθησα νά άνεβαίνω σιγά - σιγά, νά σέρνωμαι δηλαδή μέ τά χέρια καί μέ τά γόνατα σά σαλιγκάρι, ψάχνον­ τας μέ τά δάχτυλά μου μπροστά μου καί δοκι­ μάζοντας μέ τό πόδι μου τή στερεότητα κάθε πέτρας."Ετσι έξακολούθησα νά άνεβαίνω τή σκά­ λα. Τό σκοτάδι, υστέρα άπ’ τό περαστικό φώς τής άστραπής, φαινόταν άκόμα πυκνότερο. (Ή συνέχεια στό ερχόμενο)

ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

ΚΑΛΦΑ Κ Η Σταδίου 50


15)1 Μ(| τήν ίδια στιγμή, μέσα άπό τούς πυ­ κνούς θάμνους τής ζούγκλας, άναπήδησαν τό Γε­ ράκι μέ τά παλληκάρια του, μέ τά σπαθιά γυ­ μνά 'καιι μέ τά τουφέκια και τά πιστόλια τους στα χέρια. Ό ξακουστός κουρσάρος άναμέτρήσε τήν κατάστασι μέ μιά γοργή ματιά, «θά πε­ ράσουμε άπό τό άνοιγμα πόύ σχημάτισαν οί φλό­ γες!» φώναξε.

16) ΟΙ κουρσάροι ώρμησαν πρός τό άνοιγμα καί, γιά μερικές στιγμές, οί φλόγες τούς τύλιξαν άπειλητικά. Κατόρθωσαν δμως τελικά νά περά­ σουν μέ μοναδική άπώλεια μιά. .. τούφα άπό τά γένια του Κάλεμπ, πού τά καψάλισε ή φωτιά. ^Εμπρός, παιδιά!, φώναξε τό Γεράκι. Δείξτε & αύτούς τούς είδωλολάτρες τί θά πη Αγγλικό βόλι!» *

17) Γιά λίγη ώρα, ή ζούγκλα άντήχησε άπό τις βροντερές έκπυρσοκροτήσεις των μουσκέτων και άπό τά ουρλιαχτά των χτυπημένων ιθαγενών, ένώ άκόντια και βέλη πετουσαν στόν άέρα σιω­ πηλά κουβαλώντας μαζί τους τό θάνατο. Τά άγρίμια άναστοοτώθηκαν όλόγυρα και κοπάδια ά­ πό τρομαγμένα πουλιά υψώθηκαν στόν ουρανό.

18) ΙΜά τά δπλα των Ευρωπαίων ή σαν πιό άποτελεσματικά και οί άπώλειες τών Ιθαγενών τό­ σο μεγάλες, ώστε ό Αρχηγός τους διέταξε υπο­ χώρησή «(Πίσω, παιδιά!, φώναξε. Δέν μπορούμε νά μπούμε στή, ιμάντρα! Μπορούμε δμως νά τούς βουλιάξουμε τό καρά&ι! "Ολοι στήν παρα­ λία! "Ολοι στήν παραλία!»

19) Μέσα στόν περίβολο του στάθμου τών άποίκων, τό Γεράκι καί τά παλληκάρια του εδαν μέ χαρά τούς Ιθαγενείς νά υποχωρούν. Ξαφνικά, ό Φλούθ φώναξε: «’Έ! Καπετάνιε! Γύρισε νά δής κάτι! Ποιοί νάναι αυτοί;» Ό κουρσάρος γύ­ ρισε καί είδε ένα ζευγάρι νά βγαίνη άπό ένα κτίριο του σταθμού. >ι·

20) «<θεέ καί Κύριε!, φώναξε τό Γεράκι. Ή Παμέλα καί ό Σέθ ιΜόργκαν! Μά. .. ό θειος σας μου είπε πώς είχατε σκοτωθή! θά έκανε λάθος, φαίνεται!-, .. *'ώ! Είστε τραυματισμέγος. Μόργκαν;» «?Μαί!, άπάντησε ή Παμέλα. Είναι τραυμα­ τισμένος κάί ό θειος μου δέν έκανε λάθος! Ό Θειος μου είναι ένας κακούργος!» Συνέχεια ατό άλλο τεύχος


* '


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ του ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ πού έχει μεταφρασθή σ’ δλες τις γλώσσες του κόσμου Συνέχεια 5η

Μά ή άγωνία μου δέ σταματούσε ίσαμε έκεΐ γιατί τ’ αυτιά μου καί τό μυαλό μου ταράζονταν όλοένα άπ’ τή φασαρία πούκαναν, στήν κορφή του πύργου, οί νυχτερίδες. Αυτά τα σιχαμένα πουλιά πετουσαν συχνά προς τά κάτω καί μέ χτυ­ πούσαν, πότε στο πρόσωπο καί πότε στο κορμί. 'Ο πύργος ήταν τετράγωνος καί σέ κάθε γω­ νία τό σκαλοπάτι ήταν φτιαγμένο μέ μιά μεγάλη πέτρα πουχε διαφορετικό σχήμα κι έσμιγε μέ τό παραπάνω σκαλί. Πέρασα τή μιά γωνιά καί ύ­ στερα δπως καί πριν, άπλωσα έμπρός^ τό χέρι μου, χωρίς δμως νά βρω τίποτα γιά ν’ άκουμπήσω. Μπροστά έχασκε τό κενό. Τά σκαλιά σταμα­ τούσαν έκεΐ. Στέλνοντας κάποιον ν’ άνέβη αύτή τή σκάλα, ήταν σίγουρο πώς τόν έστελνες στο θάνατο. Καί μ* δλο πού, χάρη στις άστραπές καί στις προφυλάξεις πού εΐχα πάρει, ήμουν άκόμα ζωντανός, δταν σκέφτηκα τί κίνδυνο εΐχα περά­ σει κι’ άπό τί ύψος πήγα νά τσακιστώ, έγινα μού­ σκεμα στόν ίδρωτα καί μού λύθηκαν τά γόνατα. Αμέσως κατάλαβα τί έπρεπε νά κάμω. Γύ­ ρισα πρός τά πίσω καί, ψαχουλεύοντας, προσπά­ θησα νά βρω τό δρόμο. "Ενιωθα φοβερό θυμό μέσα μου. "Οταν ήμουν στή μέση τής σκάλας, ό άέρας φύσηξε πολύ δυνατά καί βούιξε πάνω στόν πύργο. "Υστερα ή μανία μου καλμάρησε. "Αρχισε νά πέφτη βροχή καί, πριν φτάσω κάτω, τό νεοό έπεφτε μέ τό τουλούμι. "Εβγαλα τό κε­ φάλι μου έξω στήν καταιγίδα καΤ κοίταξα πέρα, πρός τή μεριά τής κουζίνας. Φεύγοντας, είχα κλείσει πίσω μου τήν πόρτα, τώρα δμως ήταν άνοιχτή κι άφηνε νά φαίνεται μιά μικρή αχτίδα φως. ηαφνικά, άστραψε άλλη μιά φορά, καί στή λάμψη τής άστραπής είδα καθαρά τόν θειο μου δρθιο μέσα στή βροχή μέ τό αυτί στημένο. "Ε­ πειτα άκούστηκε ένα φοβερό μπουμπουνητό. Δέν ξέρω άν ό. θειος μου νόμισε δτι ό θόρυ­ βος πού άκούστηκε ήταν ό κρότος άπό τό πέ­ σιμό μου, ή άν τού φάνηκε πώς άκουσε τή φωνή τού θεού νά τόν λέει δολοφόνο. Πάντως εΐνα·. σίγουρο πώς τόν έπιασε ένας τρελλός φόβος κι’έτρεξε μέσα στό σπίτι, άφήνοντας πίσω του άνοιχτή τήν πόρτα. Πήγα πίσω του, δσο πιο σιγά μπορούσα, μπήκα μέσα στήν κουζίνα, στάθηκα πίσω του κι άπόμεινα νά τόν κοιτάζω προσεχτικά. Είχε προλάβει ν’ άνοιξη τό σεντούκι πού ή ταν στή γωνιά, είχε βγάλει έξω μιά μεγάλη μπουκάλα μέ κονιάκ καί, τή στιγμή πού μπήκα ■μέσα, είχε καθήσει στό τραπέζι μέ τήν πλάτη του γυρισμένη πρός τό μέρος δπου στεκόμουν. Τόν είχε πιάσει μιά φοβερή τρεμούλα κΓ ένα βραχνό μουγγρητό καί, παίρνοντας τό μπουκά­ λι, τό γύρισε καί τράβηξε κάμποσες γουλιές. Προχώρησα πρός τό μέρος του, στάθηκα άκοιβώς πίσω του καί, ξαφνικά, άκουμπώντας καί τά δυό μου χέρια πάνω στούς ώμους του, φώ­ ναξα δυνατά: —"Ααα!. . . Ό θειος μου έβγαλε μιά πνιγμένη κραυγή σά βέλασμα προβάτου, σήκωσε ψηλά τά χέρια

του καί κύλησε στό πάτωμα, σάν πεθαμένος. Αύτό μ’ έκανε νά ταραχτώ, έπειδή δμως πριν άπό δλα έπρεπε νά φροντίσω γιά τόν έαυτό μου, προ­ τίμησα νά τόν άφήσω έκεΐ πού είχε πέσει. Τά κλειδιά κρέμονταν πάνω στήν κασέλα καί κοί­ ταξα νά έφοδιαστώ μέ δπλα πριν συνέλθη ό θειος μου. Μέσα στήν κασέλα ήταν κάμποσα μπουκάλια, μερικά μάλιστα φαίνονταν νάχουν φάρμακα. ^Ηταν καί πολλά χαρτιά καί λογά-, ριασμοί, καί τάψαξα δλα καλά-καλά. Βρήκα καί διάφορα άλλα χρήσιμα πράγματα πού δμως δέν τά χρειαζόμουν έκείνη τή στιγμή. "Υστερα άνοιξα τά μπαούλα. Τό πρώτο ήταν γεμάτο τρό­ φιμα. Τό δεύτερο είχε σακουλάκια μέ νομίσματα καί πολλά χαρτιά τυλιγμένα σέ ρόλους.Στό τρί­ το μαζί αέ διάφορα πράγματα, βρήκα ένα σκου­ ριασμένο άσχημο έγχειρίδιο, άπ’ αυτά πού έ­ χουν οί Χαΐλάντερς, χωρίς τή θήκη του δμως. Τό πήρα, τό έχωσα στό σακκάκι μου καί γύρισα πρός τό μέρος δπου κοιτόταν ό θείος μου. Βρισκόταν στό ίδιο μέρος άκόμα, μέ τδνα πόδι λυγισμένο καί τ* άλλο τεντωμένο, τελείως άγνώριστος. Τό πρόσωπό του είχε πάρει ένα παράξε­ νο γαλάζιο χρώμα καί φαινόταν σάν νά είχε πάψει νά άνασαίνη. Μ’ έπιασε φόβος μήπως είχε πεθάνει. Πήρα νερό καί τού τό έχυσα στό πρόσωπο, πράγμα πού φαίνεται πώς τοόκαμε καλό, γιατί κούνησε τά χείλη του καί άνοιγόκλεισε τά μάτια. Στό τέλος κοίταξε άπάνω καί μ* άντίκρυσε καί τότε στά μάτια του φάνηκε ένας υπερφυσικός τρόμος. —Εμπρός, έμπρός, τού είπα. Σήκω πάνω καί κάθησε. — Είσαι ζωντάνός ; μού είπε κλαίγοντας μέ λυγμούς. —"Ετσι φαίνεται, άποκρίθηκα έγώ, καί αυτό δέν τό νοωστάω σέ σένα! "Αρχισε νά άνασαίνη μέ κόπο, βαρειαναστενάζοντας. — Τή γαλάζια μπουκάλα..., είπε. Εΐναι στήν κασέλα. . . Τή γαλάζια μπουκάλα. . . Ή άνάσα του έγινε άκόμα πιο άργή καί πιό δύσκολη. ’Έτρεξα στήν κασέλα καί βρήκα έκεΐ μέσα μιά γαλάζια μπουκάλα μέ φάρμακο. Πάνω στή ράχη της, σέ μιά έτικέτα, έγραφε τή δόση πού έπρεπε νά παίρνη κανείς. Τού έδωσα νά πιή δσο έπρεπε. —Ή άρρώστεια μου εΐναι, Ντέιβι! εΐπε άφού συνήλθε λιγάκι. Εΐμαι άρρωστος, Ντέιβι. ’Έχώ τήν καρδιά μου! Τόν έβαλα νά καθήση σέ μιά καρέκλα καί τόν κοίταξα. Εΐναι άλήθεια πώς τόν λυπήθηκα βλέποντας πόσο άρρωστος ήταν, ήμουν δμως έ­ ξαλλος από θυμό, ώστε άμέοως τού εΐπα σέ ποιά ζητήματα ήθελα νά μού δώση άμέσως έξηγήσεις. Γιατί μού έλεγε διαρκώς ψευτιές;... Γιατί δέν ήθελε νά φύγω; Γιατί δέν ήθελε νά τού λένε πώς (Συνέχεια στήν προτελευταία σελίδα)

· (I . I)

Ι

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΑΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ γ Σταδίου 50 Β ιβλιοπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α'— ΤΕΥΧΟΣ 5 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς Διευθύνσεις συμφώνως τω Νόμφ : ΔιευθυντοΟ Σ. ’Ανεμοδουρα : Λ. Θησέως 323 Προϊστ. Τυπογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : Έτησία 80.000 — 'Εςάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20 000


«ιίΗΜίΤΟίΜΙ Μ

.ΐσκόμαστε στόν Μεσαίωνα, όταν ή Με__ ήταν γεμάτη άπό "Αραβες καί Τούρκους κουρσάρους, πού λυμαίνονταν τις άκτές της Γαλ­ λίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας καί λεηλα­ τούσαν κάθε έμπορικό καράβι πού συναντούσαν στό δρόμο τους. Πολλές φορές, μάλιστα,^τολμού­ σαν νά έπιτεθούν καί ένοιντίον παραλιακών έμπορικών πόλεων, πνίγοντάς τες στό αίμα και άπογυμνώνοντάς τες άπό κάθε πολύτιμο Αντικείμενο καί κάθε φαγώσιμο καί μεταφέροντας τούς νέους, τις νέες καί τα τΐαιδιά στήν Αφρική, δπου τούς πουλούσαν ώς σκλάβους... _______________

2) Μασσαλία, 16 Απριλίου τού 1661. Ό Κα­ πετάν Μπόρας, ό ξακουστός κουρσάρος, πού είχε γίνει ένας άπό τούς καλύτερους Αξιωματικούς τού Γαλλικού πολεμικού ναυτικού, ξεκίνησε μέ μιά φρεγάτα 32 κανονιών, τήν «“Αγρυπνη», γιά τή Σούσα, τό κρησφύγετο των κουρσάρων του τρο­ μερού Μαύρου Χασάν, γιά νά πάρη πίσω τούς θη­ σαυρούς, πού ό ΙΧασάν εΐχε άρπάξει άπό τόν Λουτόν 1Λ 7....... — ■ —■ —

3) Μια Ατμόσφαιρα ευθυμίας κυριαρχούσε ά/ νάμεσα ατούς άντρες τού Καπετάν Μπόρα, πού ήσαν δλο χαρά γιατί ξεκινούσαν για μια καινούρ­ για περιπέτεια έναντίον των άπιστων. Ή μερίδα τού φαγητού καί τού κονιάκ ήταν διπλή έκείνη τήν ήμέρα κΓ οί ναύτες τό έρριξαν στό τραγούδι, στό πιοτό καί στό παιγνίδι, περιμένοντας να φτάση ή ώρα τής δράσεως.

4)· Ό Καπετάν Μπόρας πήγαινε άπό συν­ τροφιά χτέ συντροφιά τραγουδώντας ή χορεύοντας μαζί μέ τούς ναύτες του ή παρακολουθώντας τό παιχνίδι μέ τά ζάρια: ·=.αφνικά· τό άετίσιο μάτι του συνέλαβε κάτι Αντικανονικό στό παιγνίδι. «Σταθήτε, παιδιά!, φώναξε. Κάποιος άπό σας θέ­ λει νά κάνη τόν έξυπνο καί νά κερδίση κλέβον­ τας!» Καί άρπαξε άπό τό γιακά ένοο/ ναύτη!

«Εΐσαι μια πονηρή άλεπού, χοντρέ μορ Λανσελό!, φώναξε. Βγάλε τό ζάρι πού έχεις κρύ-' ψει μέσα στό μοινίκι σου! Ναί!. .. ναί! Μήν κά­ νης τόν άθώο! Βγάλε το! Ωραία! “Οπως τό φαν­ τάστηκα είναι ένα πλαστό ζάρι, πού φέρνει δλο έξάρες! Είναι ή τελευταία φορά πού γίνεται αύτό, χοντρέ μου! "Αν τό ξανακάνης, θά διατάξω νά δέσουν καί νά σέ πετάξουν στή θάλασσα!...»

. καρπαζές άρχισαν νά πέφτουν βροχή στό κεφάλι τού χοντρού Λανσελό, μά ή φωνή τής βίγλας άπό τό μεσιοίνό κατάρτι τόν έσωσε: «Δυό καράβια στόν πουνέντε!» Μέσα σέ μιά στιγμή, τά παιχνίδια, τά τραγούδια καί οί χοροί σταμάτη­ σαν. Μ’ ένα χαμόγελο ίκανοποιήσεως ό Καπετάν Μπόρας είπε: «Φαίνονται κουρσάρικα κι* ή πο­ ρεία τους δείχνει πώς έρχονται άπό τή Σούσα!»


ηη

7) Τά δυο καράβια είχαν τόν άνεμο πρίμο καί πλησίαζαν όλοταγώς. μεγαλώνοντας γοργά έπάνο στό φόντο του όρίζοντα. Ό Καπετάν Μπόρας μέ τό τηλεσκόπιο στο χέρι τά παρακολουθούσε άγρυπνα. "Οταν πλησίασαν άρκετά ό Μπόρας φώναξε: «Δέ χωρεϊ καμμιά Αμφιβολία δτι είναι κουρσάρικα. Σαλπίστε συναγερμό ί Τό γλέντι Αρ­ άζει πιο γρήγορα άπ' δτι περίμεναΠ

8) Μέσα σε λίγες στιγμές, τό γυμνασμένο καί | πειθαρχικό πλήρωμα τής «"Αγρυπνης» είχε πάρει θέσεις μάχης. Οί μπουκαπόρτες άνοιξαν καί τα μεγάλα κανόνια έβγαλαν τά χοντρά μουσούδια τους καί τά σκοτεινά στόμιά τους στράφηκαν Α­ πειλητικά προς τούς κουρσάρους, «θά περιμένετε τις διαταγές μου!, φώναξε ό Καπετάν Μπόρας. Κανένας δέν θά ρίξη, πριν δώσω τό σύνθημα;! »

9) Μά οί κουρσάροι φαίνονταν πιο βιαστικοί, ί Δέν είχαν φτάσει καλά - καλά σέ Απόστασι βοί λής, όταν συννεφάκια καπνού φάνηκαν ξαφνικά στά πλευρά τους καί ή γαλήνη της θάλασσας κομ­ ματιάστηκε Από δυό Απανωτές ομοβροντίες. "Ηλπιζαν νά χτυπήσουν πρώτοι τό Γαλλικό πολεμικό καί νά τό άκινητήσουν, γιά νά μπορέσουν νά τό πλευρίσουν καί νά τό λεηλατήσουν Ανενόχλητα.

10) Μά οί δυό πρώτες όμοβροντίες τών Απί­ στων έπεσαν στή θάλασσα, σηκώνοντας μεγάλα συντριβάνια νερού. "Ενα σαρκαστικό γέλιο Αντή­ χησε έπάνω στό Γαλλικό πολεμικό Απ’ άκρη σ’ άκρη. «Χά, χά, χά!, έκά^χασε ό Καπετάν Μπό­ ρας. Δέν έχουν ιδέα Από κανόνια οί άνθρωποι αυτοί! Μή ρίχνετε Ακόμα, πα.δά! Πρέπει νά τούς πλησιάσουμε περισσότερο! >

βια των κουρσάρων πλησίασαν Ακόμα πιό πολύ, έκαναν έναν έπιδέξιο έλιγμό καί έξαπέλυσαν δυό Ακόμα όμοβροντίες, πού έκαναν τά ξάρτια τής «"Αγρυπνης» νά τρίξουν. ΟΙ μπάλες δμως έπεσον πάλι στή θάλασσα γύρω Από τό Γαλλικό πολεμι­ κό χωρίς νά προξενήσουν καμμιά ζημιά. Ό Κα­ πετάν Μπόρας έξακολουθουσε νά μένη σιωπηλός.

12) Οί ναύτες τού Γαλλικού άρχισαν νά Ανη­ συχούν γιά τή σιωπή αύτή. «Μά τί περιμένουμε; ρώτησε ένας νεαρός πυροβολητής. Λίγο Ακόμα καί θ’ Ακουμπήσουν τά κανόνια τους έπάνω στά πλευρά μας!» «)Μήν είσαι Ανυπόμονος, μικρέ!, Α­ πάντησε ένας παλιός ναύτης τού Μπόρα. Ό καπε­ τάνιος μας δέν είναι πρωτάρης καί ξέρει τή δου­ λειά του κοιλύτερα Από τόν καθένα μας!»


13) *Η παράξενη αύτή σιωπή τής «"Αγρυπνης» συνεχίστηκε, ώσπου τό ένα άπό τά δυό κουρσά­ ρικα εφτασε σέ άπόστασι βολής, δχι μόνο των κα­ νονιών. άλλά καί των μουσκέτων, μέ τά όποια ήταν έξωπλισμένο τό πλήρωμα τοΰ Μπόρα. Αυτό άκριβώς περί με νε ό ξακουστός Γάλλος ναυτικός. • Σκόπευε νά χτυπήση τον έχθρό μια καί καλή μέ κάθε δπλο πού είχε στή διάθεσί του.

14) η Εμπρός, παιδιά!, φώναξε ξαφνικά. Τσα­ κίστε τούς άπιστους! Τά κανόνια νά σημαδέψουν στά υφαλα καί τά μουσκέτα τούς πυροβολητές καί το υπόλοιπο πλήρωμα! "Ετοιμοι; “Ενα... δύο... τρία... ΠΥΡ !» Τό Γαλλικό πολεμικό κλο­ νίστηκε όλόκλήρο άπό τό κλώτσημα των κολο­ νιών, γέρνοντας έλαφρά προς τό ένα πλευρό καί άνακτώντας σχεδόν άμέσως τήν Ισορροπία του.

15) Σψαΐρες άπό τά μουσκέτα καί μπάλες άπό τά κανόνια έσκισαν τόν άέρα καί. πήγαν κΓ έπε­ σαν έπάνω στο κουρσάρικο, σκορπίζοντας τήν κα* ταστροψή καί τό θάνατο! Οί ναύτες του έπεφταν χτυπημένοι άπό σφαίρες ή άπό θραύσματα. Τά κατάρτια του τσακίζονταν στα δύο, ένώ μεγά­ λες τρύπες άνοιγαν στα υφαλα μέρη του. «Α­ πάνω τους, παιδιά!» φώναζε ό Μπόρας.

16) Μιά όμοβροντία άκόμα καί τό κουρσάρικο, χτυπημένο σέ άπειρα σημεία, έγειρε πρός τό ένα πλευρό, έχωσε τή μύτη του στά νερά καί άρχισε νά βουλιάζη μέ άπίστευτη γρηγοράδα! Λίγα λε­ πτά άργότερα, άπό τό μεγάλο καράβι δέν ε^αν άπομείνει παρά μερικοί ναύτες πού κολυμπούσαν άπεγνωσμένα καί μερικά κομμάτια άπό τά ξάρ­ τια του έπάνω στά κύματα.

17) Οί Γάλλοι παρακολούθησαν μέ άγρια χα­ ρά τήν καταστροφή του έχθρικού πλοίου. «Ζήτω ό μεγάλος καπετάνιος μας!, φώναζαν. Ζήτω ό Καπετάν Μπόρας! θάνατος στούς έχθρούς του Χρίστου!» Μά ό ίδιος ό Καπετάν Μπόρας δέν συμμετείχε στό γενικό ένθουσιασμό. Είχε κατα­ στρέφει τό ένα κουρσάρικο, μά έμενε τό άλλο πού φαινόταν πιο βαρειά έξωπλισμένο.

18) Έπάνω στό δεύτερο κουρσάρικο, ό άρχηγός των άπιστων ΆλΙ εχε πάθει κρίσι μανίας παρακολουθώντας τήν καταστροφή τού πλοίου του. «Καταραμένα σκυλιά!, οδρλιαςε. Γκιαούρη­ δες! θά μού τό πληρώσετε άκριβά αυτό! θά σάς .κρεμάσω δλους άπό τά ξάρτια τού καραβιού σας καί θά πάω τό κεφάλι τού καταραμένου Μπόρα στόν άρχηγό του τόν Χασάν!


19) Μά τό ΓαλΛικό πολεμικό ήταν πιο γοργό καί πιύ εύστροφο άπό τό κουρσάρικο καί ό Άλί μια μόνο έλπίδα νίκης είχε: νά πλευρίση καί νά ρίξη έπάνω στό κατάστρωμα τής «Άγρυπνης» τούς άντρες του, μεταβάλλοντας έτσι τή ναυμα­ χία σέ πεζομαχία. «.Πλευρίζουμε!, φώναξε. Ετοι­ μάστε τούς γάντζους! θά πηδήσουμε έπάνω οτό Φράγκικο καί θά ξεκάνουμε τούς γκιαούρηδες!»

20) Οί κουρσάροι άρχισαν άμέσως νά σκαρ­ φαλώνουν στά ξάρτια γιά νά πετάξουν άπό ψηλά τούς γάντζους καί νά τούς άγκιστρώσουν έπάνω στην κουπαστή τού Γαλλικού. Ό Καπετάν Μπάρας κατάλαβε τό σκοπό τους καί διέταξε: «Εμπρός, μουσκέτα! Σκοτώστε μου αύτά τά πουλιά πού θέλουν νά κουρνιάσουν ψηλά!» Πυροβολισμοί άιτήχησαν καί πολλοί κουρσάροι έπεσαν.

21) Μά ό Άλί, πεισματάρης καί έπίμονος, Ε­ στειλε ένα νέο κύμα ναυτών έπάνω στά ξάρτια "Ενας γάντζος άγκιστρώθηκε στήν κοπαστή του Γαώ,λικού πολεμικού. "Επειτα άλλος κΓ άλλος κΓ άλλος. Ό Καπετάν Μπάρας δεν μπορούσε νιά νά άποφύγη μια μάχη σώμα μέ σώμα καί διέτα ξε νά σαλπίσουν γενικό συναγερμό. «"Ολοι στό κατάστρωμα! "Ολοι στό κατάστρωμα, παιδ:ά!»

22) Εξήντα τουλάχιστον κουρσάροι πήδησαν έπάνω στό κατάστρωμα τής «"Αγρυπνης», όταν τά δυό καράβια πλεύρισαν. Επειτα, μέ μιάν έπιδέξια μανούβρα, ό Άλί ξεμάκρυνε τό καράβι του άπό τό Γαλλικό γιά νά άποφύγη μιάν άντεπίθεσι τών άντρών τού Καπετάν Μπόρα. Οί Γάλλοι, πού ύπέστησαν μεγάλες άπώλειες άπ’ τις πρώτες κιό­ λας στιγμές, άρχισαν νά υποχωρούν.

23)1 Βλέποντας τόν κίνδυνο, ό Καπετάν Μπά­ ρας συγκέντρωσε γύρω του μερικούς άπό ιούς πιό θαρραλέους καί μαχητικούς άντρες του καί ρίχτηκε στόν άγώνα φωνάζοντας: «Κουράγιο, παλληκάρια μου! Ό κοίθένας σας άξίζει δσο δέ­ κα άπιστοι! Εμπρός! Μέ τά σπ<χθιά, τά πιστό­ λια, τά μαχαίρια καί τά δόντια, καθαρίστε την «Άγρυπνη» άπό αυτό τό άκάθαρτο σκυλολόι!»

24) Ποτέ άλλοτε ό Καπετάν Μπόρας δέν ήταν τόσο άντάξιος τού όνόματός του. Σάν πραγμα­ τική μπόρα, χτυπούσε γύρω Γου πρός κάθε κατεύθυνσι μέ δλη του τή δύναμι, σκορπώντας τήν καταστροφή άνάμεσα στις γραμμές τών έχθρών, πού άρχισαν νά κυριεύωνται άπό πανικό. Μέ τό ήθικό άναπτερωμένο, οι Γάλλοι άνασυγκροτήθηκοτν καί άκολούθησοιν τόν άρχηγό τους.


25) Μά να μια πολύ κακή είδησι. Ένας ναύτης μέ τό πρόσωπο συσπασμένο άπό τόν τρόμο, έτρεξε κοντά στόν Καπετάν Μπάρα και φώναζε: «Καπετάνιε, τό καράβι κάνει νερά καί οί άντλιες βούλωσαν καί δέ δουλεύουν! Σε λίγα λεπτά, 8α βουλιάξουμε!» Με μιά γοργή ματιά γύρω, ό Κα­ πετάν Μπόρας ζύγισε τήν κατάοτασι καί συνέλα6ε ένα τολμηρό σχέδιο.

26) Τά δυό καράβια έμεναν άκίνητα σέ άπόστασι πενήντα μέτρων τό ένα άπό τ’ άλλο, συγ­ κρατημένα άπό τά σκοινιά των γάντζων. Σύμφω­ να μέ τις διαταγές του Μπάρα, οί Γάλλοι πέρα»σαν στό κουρσάρικο χρησιμοποιώντας τά σκοι­ νιά αύτά. «Προσέξτε μή βρέξετε τά πόδια σας!, έκάγχασε ό Μπόρας. θά γελάσουμε πολύ σέ λίγο, θάχουμε γλέντι τρικούβερτο 1. . .»

27) “Οταν όλοι οί Γάλλοι πέρασαν στό κουρ­ σάρικο, έκοψαν τά σκοινιά, χωρίζοντας δυό καράβια. Πριν κάν οί κουρσάροι, που εςραν μείνει έπάνω στό Γαλλικό, προλάβουν νά οκεψτουν νά χρησιμοποιήσουν τις βάρκες του για να σωθούν, ή «Γ Αγρυπνη» έγειρε στήν μπάντά, εχο> σε τά κατάρτια της στή θάλασσα, έδειξε για με­ ρικά λεπτά τήν καρένα της καί χάθηκε.

28) Αλλά ή μάχη δέν είχε άκόμα πάρει τέλος. “Ενας σημαντικός άριθμός ναυτών του Άλί είχε μείνει έπάνω σ^ό κουρσάρικο καί, μέ σπαθιά καί πιστόλια στά χέρια, ρίχτηκαν έπάνω στους Γάλ­ λους. «Έπάνω τους, παλληκάρια μου!, φώναξε ό Μπόρας. Δόστε τους ένα καλό μάθημα! Δείξτε τους πώς δέν μπορούν νά τά βάλουν μέ τό Γαλ­ λικό ναυτικό!»

29) Οί δυό άντίπαλες παρατάξεις συναντήθη­ καν έπάνω στό κατάστρωμα του κουρσάρικου καί μιά σκληρή καί αίμοαηρή μάχη άρχισε, με δπλα τά σπαθιά,, τά μαχαίρια, τά χέρια καί τά δόντια τών μαχσμένων! Ό Καπετάν Μπόρας, τό πρωτοπαλλήκαρό του ό Πετί - Λουΐ κι’ ό χον­ τρό - Αανσελό έκαναν θαύματα. Γιά μερικά λε­ πτά, ή έκβασις της συγκρουσεως ήταν άμψίβολη

30) “Επειτα, οί κουρσάροι του 'Αλί άρχισαν νά έξασθενουν -κοκ νά χάνουν τό ήθικό τους, ώ­ σπου στό τέλ.ος τδβαλαν στά πόδια καί χώθηκαν μέσα στό κοΐτος του πλοίου. “Ενα άγριο κυνη­ γητό άρχισε τότε μέσα στους διαδρόμους, τις σάλλες καί τΊς καμπίνες του μεγάλου κουρσάρικου. Οί κουρσάροι έξοντώνονταν ό ένας έπειτα άπό τόν άλλο ή παραδίνονταν. ..


31) ^αφνικά, μπαίνοντας μέοα σ’ ένα μεγάλο, πολυτελές δωμάτιο, ό Καπετάν Μπόρας βρέθηκε μπροστά στόν Αλί, πού τό πρόσωπό του ήταν πα­ ραμορφωμένο άπό έκφρασι μίσους. .’Ώ!, έκανε ό Γάλλος σαρκαστικά. Τί έχεις παλληκάρι μου; Δέ σέ βλέπω και τόσο κεφάτο! Μήπως κακοκοι­ μήθηκες; "Η μήπως σου κάθησε στο λαιμό κα­ νένα κοκκαλάκι άπό ψάρι;»

32) Ξεστομίζοντας (..ιυ φριν ή βλαστήμια, ό | Άλί τράβηξε γοργά απ·; τ?· ζί.ν^ νου ένα στιλέττο και τό πέτο,ξ- μέ τή ρΓ /ορ υα κόμπρας πού έπιτίθεεται. Το ηιλέττο σ** σε :ό\ ά ,ρα τραβών­ τας όλόϊσια τρ :>ς τό τς·σο ν ιού Γ άλλου. Μά ό Καπετάν Μπόρας ήταν τροεΤ ιμασι _νος για κάτι τέτοιο. ’ Απέφυγε τό ο :ιλέτΛ ο μέ ι ά πλάγια κίνησι και τράοηξε τό '-παθί του.

33) Μέ τούς πρώτους κιόλας διαξιφισμούς, ό Καπετάν Μπόρας κατάλαβε πώς ή λεία του θά ήταν πολύ εύκολη. Ό αρχηγός των άπιστων δεν ήταν άρκετά 'δυνατός στό σπαθί γ'ίά να τά βγάλη πέρα μέ τόν Μπόρα, τόν καλύτερο ξιφομάχο της Ευρώπης. Καθώς όμως τό σπαθί του Μπόρα κατευθυνόταν πρός τό στήθος του ’Αλί, τό πόδι του γλύστρησε. "Επεσε παρατώντας τό σπαθί του.

34 Με μ χ κραυγή ;αράς, ό Αφρικανός ρί­ χτηκε έπά ω στό; ΓάλΛί. Γό σπαθί του κατέβη­ κε με όρμο \ ιά να καοςωση τό κορμί τού Μπόρα έπάνω> αΐο κατάστρωμα* Μά ό Καπετάν Μπόρας. γρήνορος σάν γ στ ραπ ή, κύλησε έπάνω στίς σανί­ δες καί ” ό σπαθί τοί κουρσάρου άστόχησε. Ό Μπόρας ηνάχιηκε όρθιος αρπάζοντας τό σπαθί Του κ τί ι μονομαχία συνεχίστηκε.

^

«ΙΠ ·ιψ

35) "Εξαλλος άπό λύσσα γιά τήν άποτυχία του, ό Άλί θίχτηκε έπάνω στό Γάλλο άνεβοκα­ τεβάζοντας τό σπαθί του αέ άγριες κινήσεις. Ό Μπόρας τόν κράτησε σέ άπόστασι, ένώ συγχρό­ νως έλενε κοροϊδευτικά: «Είσαι πολύ ευερέθι­ στος, φίλε μου. κι’ αύτό κάνει πάντα πολύ κακό στήν υγεία ! θά γεράσης γλήγορα έτσι. . . άν βέ5α α ζητ^ς άρκετά. πραγμα άμφίβολο!»

36) Και θν ·ε\.σ? ο*6ν ίδιο τόνο: «Δέν νομίζεις 5οοχ; ότι κράτησε πολύ αύτό το παιχνίδι; "Αρχι­ σα \ά πλήττω! “Ας δώσουυε ^οιπόν ένα τέλος! * Ε'α. ; . δύο . τρία Καί, με τοεϊς θαυμαστούς δ.σξίφισαοό-. ό Κσπεταν Μπόρας άνάνκασε τόν αντίπαλό το- να άφήοη ακάλυπτο τό στήθος του. Τό οποθι τοί Γάλλου χώθηκε μέσα στό στήθος τού Άφρ νο'.ού! __________


Ο ι.η\ Η .'?) Ο κουοσάρος έμεινε •σ.ωπηλος. «~έρω κσ-

37) Λίγα λεπτά αργότερα, ή μάχη πήρε τέλος ^πάνω στο κουρσάρικο. "Ολοι οί άπιστοι είχαν έξοντωθή καί μόνο ένας είχε πέσει αιχμάλωτος στά χέρια των Γάλλων. Ό Καπετάν Μπόρας πήγε κοντά του, θέλοντας νά πάρη πληροφορίες σχετι­ κά μέ τόν Χασάν, «θά σου χαρίσω τη ζωή, τού είπε, άν άποτντήσης στις έρωτήσεις μου. *Η Σουσα είναι τό ορμητήριό σας, δεν είν’ έτσι;^

> ι1. οννέ/ιοε ό Κσπεταν / ιάρας, ότι έκεί βρϊ οκονται οι θησαυροί, πού ό Χασάν έκλεψε ληστεό όντας δυο πλοία τοΰ βασιλ.ά τήρ Γαλλίας! θέλω νά υου πής σέ ποιο ακριβώς μέρος βρίσκονται οι θησαυροί . . .». Μά ό κουρσάρος όέν φαινόταν δ,ατεθειμένος να μιλήση. «Έγώ, είπε, δέν ξέρει τίποτα! Λέν ξέρει που θησαυροί Χασάν!»

39) «Δέν ξέρεις; είπε ό Κοπετάν Μπ< οας. ”Ω, αυτό είναι πολύ λυπηρό1 Ε< τυχώς, έχω αιά πολύ καλή μέθοδο νά σέ κάνω ν< τό μάθη ,! Χον'ροΛανσελό! Κρέμασέ μου τον άπό τό μεσιανό κα­ τάρτι !» «Αμέσως, καπετάνι* ! άπάντ ίσε Λχνσλό. "Εχω ένα περίφημο σκο,νί γι' αυτή τη δ >υλειά. θά έκοαε τιμή άκόμα καί στον χς, _νι η τον Χασάν! "Ελα, φιλαράκο μου »

40) Ό αιχμάλωτος κατάφερε νά διατηρήση τήν άπό.θειά του ώς τή στιγμή, πού του πέρασαν τή θηλειά στό λαιμό. «Λοιπόν; τόν ρώτησε ό Καπετάν Μπόρας. Μά τραβήξουμε τό σκοινί;» «"Οχι, δχι!, φώναξε ό κουρσάρος. Έγώ μιλήση !» «ΓΕντάξει!, είπε ό Μπόρας. Βγάλε ταυ τή θηλειά άπό τό λαι­ μό καί πήγαινέ τον στήν καμπίνα μου, Πετί - Λουΐ. Φρούρησέ τον έκεΐ ώσπου νάρθω».

41) «Παώιά. είπε ό Κοπετάν Μπόρας ατούς ι«·εες του, κηρύσσω τό καράβ. αυτό Γαλλικό κ χί άπό εδώ κι1 έυπρος θεωρώ το κατάστρωμα του ώς Γαλλικό έδαφος! "Ας υψώσουμε τήν τιμημένη σηασια μας!" Καί. μέσα στό Βράδυ πού πέφτει έπάνω στο "έλαγος ή Γαλλική σημαία ά'.νεβοιν ει στο καταρν. καί παίρνει τή 6εσ τής σημαίας μέ έπάνω στό ^ε'-πγος. ή Γαλλική σημαία άνεδαίνει τσ υίΟΟΡί.>'

1

42) "Επειτα άπό ένα ήσυχο ταξίδι στα νερά το.· Μεσογείου, τό καινούργιο καράβι,του Κοστε’αν Μπάρα σταμάτησε σέ κάποια άπόστασι από μ; :.ν ίσημη ακτή. Ό ξακουστός Γάλλος ναυτικός ή αν Αποφασισμένος νά έπιτεθή έναντίον του ίδιου -ου ςρρ.ρίου του τρομερού Χασάν καί να^πρου^οσήση νά πάρη πίσω τούς θησαυρούς του βα·. -ϋλγ Γαλλίασ Λουδοβίκου ΙΔ .


43) Ό Μπάρας έδωσε τις τελευταίες όδηγιες στους άντρες του. «Εγώ μέ τό μισό πλήρωμα θα βγούμε στή στεριά καί 6ά δοκιμάσουμε νά μπού­ με αιφνιδιαστικά στό κάστρο του Χασάν. Εσυ, Μπριζμόν1ν θά μείνης έδώ μέ τους υπόλοιπους ά\τρες γιά νά φρουρής τό πλοίο. Πρόσεχε ιδιαίτερα τό αΙχμάλωτό μας. Δέ θέλω νά σας ξεψύγη πριν καθαρίσω τούς λογαριασμούς μου μέ τόν Χασάλ 1» β

44) Ό Καπετάν Μπόρας καί οί άντρες του βγήκαν στή στεριά καί συγκεντρώθηκαν σ’ ένα σημείο κοντά στήν άκτή.. . Τό κύριο σώμα τους έμεινε έκεΐ, ένώ ό Πετί-λουΐ κι* έξη άλλοι άντρες ξεκινούσαν γιά νά καθαρίσουν τό δρόμο άπό τους φρουρούς, πού ό Χασάν θά είχε τοποθετήσει γύρω άπό τό κάστρο του. ΟΙ Γάλλοι προχώρησαν μέ με1 γάλες προφυλάξεις.

45) Δέν άργησαν νά διακρίνουν έπάνω στό φόν­ το του ουρανού τή μεγαλόπρεπη σιλουέττα τού κά­ στρου του Χασάν. Οί τοίχοι του ήσαν πανύψηλοι καί τόσο χοντροί, ώστε καταλάβαινε κανείς μέ τήν πρώτη, ματιά'δτι, γιά νά κυριεύσουν τό κά­ στρο αύτό πολιορκώντας το, θά χρειάζονταν ένα όλόκλήρο σύνταγμα καί δέκα τουλάχιστον πυρο­ βολαρχίες!

46) Μά οί Γάλλοι είχαν τόν δικό τους τρόπο δράσεως. "Επεσαν μπρούμυτα καί άρχισαν νά σέρ. νωνται πρός τό κάστρο χρησιμοποιώντας ώς προ­ κάλυμμα κάθε θάμνο καί βράχο καί κάθε άλλη φυσική άνωμαλία τού έδάφους. Σέ μικρή άπόστασι άπό τό κάστρο, συνάντησαν τόν πρώτο φρουρό, που στεκόταν άνύποπτος, χωρίς νά φαντάζεται πώς ό θάνατος ήταν κοντά.

4^) ^ Περπατώντας άθόρυβα σάν γάτα, ό ΠετΙ-Λουΐ γλύστρησε πρός .τόν φρουρό, θά προτι­ μούσε νά τόν αίχμαλωτίση άντ'ιί νά τόν σκοτώάη, μά σίγουρα ό ψρουρός θά έβαζε τις φωνές καί θα ξεσήκωνε όλόκληρο τό κάστρο. "Ετσι άποφάσισε νά χρησιιχοποιήση τό μαχαίρι του. Τό πέταξε/ έπιδέξια κι ό φρουρός... πέταξε στόν άλλον κόσμο,/πριν καταλάβη τί είχε συμβή ! Ε

4β) Ό ένας μετά τόν άλλον τρεις άκόμα άπό τους φρουρούς, πού ήσαν τοποθετημένοι έξω άπό τό κάστρο, βρήκαν τήν ίδια τύχη. <Εντάξει, είπε τέλος ό ΠετΙ-Λουΐ. Δέν ύπάρχει άλλος ψρουρός άπό αύτή τή μεριά. Ή άλλη μεριά δέ μάς ένδιαφέρει, γιατί είναι τό κάστρο άνάμεσά μας. *Άς γυρίσουμε πίσω στόν καπετάνιο νά άναφέρουμε τήν έκτέλεσι τής άποστολής».

I


, ,'49) Λίγα λεπτά Αργότερα, ό Πετί-Λουΐ καί ή*· μικρή Ανιχνευτική όμάδα'του έβρισκαν πάλι τόν Καπετάν Μπάρα ,πού τούς περίμενε άνυπόμονα Ανάμεσα στους υπόλοιπους άντρες του. τ’ Εντάξει, καπετάνιε! άνέεφρε ό Πετί-Λουΐ. ΟΙ φρουροί τού έχθρού έξοντώθηκαν! Ό δρόμος είναι ίσιος καί άκίνδυνος σάν μιά. . . λεωφόρος της Μασσαλίας1 Μπορούμε νά Κάνουμε τόν περίπατό μας’»

50) «Εμπρός λοιπόν, παιδιά!, είπε ό Μπόρας. Άκροβολιστήτε καί άκολουθηστε με! "Οποιος κάνει τόν παραμικρό θόρυβο, θά τόν διώξω Α­ μέσως άπό τήν υπηρεσία μου!* Καί οι Γάλλοι άρχισαν να Ανεβαίνουν έπάνω στό λόφο, μέσα στή νύχτα, πρός τό τρομερό καί άπόρθηπο κά­ στρο, τό Ισχυρό κρησφύγετο τού Μαύρου Χασάν, τού πιό φριχτού κουρσάρου της Μεσογείου!

51) Στό μεταξύ, έπάνω στό καράβι^τού Καπετάν ιΜπόρα, συνέβαιναν παράξεχ/α πράγματα. Μέσα στό Αμπάρι τού καραβιού, δπου ένας ναυτηζ φρουρούσε τόν αιχμάλωτο, πόνοι ξαφνικοί έκαναν τό κορμί τού κουρσάρου νά συσπασθη. «"Ωχ!, έκανε ρογγώντας. "Ω)£! έγώ πόνος... πολύ πόνος κοιλιά! "Ωχ! Έγω πεθάνεις! Βοη'θεια, Αδελφός! Έγώ πόνος... πεθάνεις!...» ·

52) Ο ναύτης τάν λυπήθηκε καί, χώρίς νά 6ποψιαστή τό παραμικρό, πήγε κοντά στόν αιχ­ μάλωτο για νςι δη τι είχε καί νά τόν βοηθήση. ^.αφνικά, ό κουρσάρος παράτησε τήν κοιλιά του καί τό δεξιό του χέρι κινήθηκε πλάγια μέ μιάν άστραπιαία κίνησι. Ή γροθιά χτύπησε τό ναύτή στό σαγόνι καί τόν έστειλε γιά άρκετές ώρες στόν κόσμο τών όνείρων!

Ρ.

Οί

53) Ό κουρσάρος βγήκε άπό τό άμπάρι και προχώρησε μέ προφυλάξεις έπάνω στό κατά­ στρωμα. Κύτταξε γύρω. Κανένας!) Ή ευκαιρία, ήταν μοναδική γιά νά δραπετεύση καί νά τρέξη νά είδοποιήση τόν Χασάν, τόν Αφέντη του, γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχε ό Ιδιος καί οι θησαυ-' ροί του. Άκολουθωντας τούς Ισκιους, πού έρριχναν τά ξάρτια, πλησίασε στήν κουπαστή.

54) Έκεΐ πήρε ένα σκοινί, τό άφησε λά γλυστρήση ώς τήν έπιφάνεια τής θάλασσας καί έ­ δεσε τήν άκρη, του στήν κιυπαστή. "Επειτα, σι­ γά καί άθόρυβα, κατέβηκε μέ τή βοήθεια του σκοινιού, γλύστρησε μέσα ατό νερό καί άρχισε νά Απομακρύνεται πρός τήν Ακτή κολυμπώντας μέ όλη του τή δύναμι. «ΙΒοήθησέ με, Αλλάχ!, μουρμούριζε. 'Βοήθησέ με νά γλυτώσω!. . .» *


κ ?

55) ΟΙ Γάλλοι ναυτικοί ήσαν τώρα κεντρω­ μένοι μπροατά στα πανύψηλα τείχη τ.Ό κάστρου του Χασάν. Ό Κοπετόν Α'πόρας τούς έδωοε τις τελευταίες όδηγίες και σι μύουλές. «' 1 έπΐθεσις αύτή, τούς είπε στο τέλος: πρέπει \ά λή£η πριν ξημερώση. Διιαφορετικά, ο <ασάν θά ζΓ γ ;η νισχύσεις από τις γειτονικές φρουρές <ο , Γυντριβή μας θά είναι τότε σ <ε όν σίγουρη

Τ ν·^· , 56) "Επειτα γύρισε ·ό πρωτοπαλλήκαρό του. νΠετί-Λουί, ε’πε. Λειξε μας πώς πιάνουν τις. . . άγελάδες άπό μακρύά μ? τό λάσο!» Ό ΠετίΛουΐ χαμογέλασε και ξετύλιξε ένα μακρύ σκοι­ νί άπό τή ζώνη του. ’ΈΓκονε στην άκρη του μιά θηλειά, στριφογύρισε το σκοινί και τό τίναζε πρός τά επάνω. Ή θηλε-ά πήγε καί σφίχτηκε . γύρω άπό ένα σίδερο, πού προεξείχε ατό τείχος· ^

&

1

67) Άφου βεβαιώθηκε δτι' τ·Λ- σκ<·ιν. ε./ε ηυ στη καλά και ήταν ιτέςεο, ό Κοτεΐαν / Απόραι τό άρπαξε καί άρχισε Λ σκαρφι’Μονη^ έπάνω στό κάστρο μέ τά χέρια, ά πα-σία κ Τ ακούρα­ στα, σαν νά έκανε έναν .. τεριπστχ* I I ά ένα ναυτικό, καί μάλιστα /ια τον κα.\ύ:ερο νσυτικ*. τής Γαλλίας, τό σκαρράλωμχ σέ σκοπιά δεν ή­ ταν παρά ένα άπλό παιχνιδόΜ.

59) Μέ άπειρες προφυλάξεις, οί Γάλλο, κ - , τέβηκαν μιά σκάλα καί άκολουθηυαν ενα ^ο-I λωτό πέρασμα πού θά τούς ώδη>ουσε οτή·.· κ·. δ.ά του κάστρου, στην αίθουσα όπον^κοιμ ντυ ! οί Φοουροί του Χασάν. Τό σχέδιο το3 Καπ. ’άν Μ-ςρα ήταν άπλό. θά έπεφτε σ,φΛώαοπκα ίπ;ν·ω οτή φρουρά καί δε θα έμεναν παου '/ ό ο. τυροί, π συ στέκονταν έπα-·;· ετα τεπ ο

-

58) Σέ λίγο, όλοι οί άντρες του Καπετάν Μπά­ ρα είχαν σκαρφαλώσει έπάνω στό χοντρό τεί­ χος, πού έζωνε τήν αύλή του κάστρου. «Έντά* πζΧΐδιά!, εΐπε ό Μπάρας ευχαριστημένος. Μπήκαμε οτή σφηκοφωλιά, μά ή άποστολή μας δεν τελείωσε ακόμα! Άπό δώ κΓ έμπρός ή δου­ λειά μας είναι πιό δύσκολη καί πιό λεπτή! Α­ κολουθήστε με καί τά μάτια σας δεκατέσσερα!»

_ Π^;·Η'ίίΐ(|ΓΤ 60) αναφνικά όμως μ.ά κραυγή άντήχησε άπό έξω, μέσα στήν ήρεμη νύχτα. <ύΈ ! έ! Άπό τό κάστρο!» "Ενας φρουράς, πού λανοκο.υοταν με τή σάχη άκουμπτυένη στό τείχος, ξύπνησε μέ \ο οκίρτηαα. «'Έ!, φώναξε πάλι ή ΐδ α φωνή. άλ?-,ι απήκαν στο κάστρο!» Πεο/τοουες, 6 >ρ αυοος \ύρ,σε καί σύρλ.αξε: «Στά όπλα! Στα π α' Γάλλο·, ιαπήκαν στό κάστρο!*


Πραγματικά, άπό κάθε πόρτα των κτιρι61) Ό Καπετάν Μπόρας ένοιωσε κρύο ίδρω­ ία ο κάστρου, ό.ναπηδούν άντρες του Χασάν να μουσκευη τό κορμί του και οίνον ο η τευ·ο· ί οργιάζοντας μέ μανία- "Αλλάχ! Αλλάχ! "Α­ : κυριεύη τήν ψυχή του. «Καταραμένος να είναι πιστοι Φράγκοι μπήκαν στο κάστρο! θάνατος ό άνθρωπος πού μάς πρόδωοε!, αψύ ρίξε άνάμεσα στά δόντια του. Ή ψρουρά θά ξεσηκωθή μέ- ί ί στους γκιαούρηδες! Θάνατος!» Διατηρώντας τήν | ψυχραιμία του, ό Καπετάν ΛΑπόρας ουγκράτησε σα σέ λίγα λεπτά καί δλα τά σχέδιά μας θά κα­ ; τούς άντρες του συν κεντρωμένους καί άπέκρουσε ί ταρρεύσουν! Προσοχή παιδιά! Ημαστε παγίδάτις έπιθέσεις ιών πρώτων Αφρικανών. . . ι μενοι σαν τά ποντίκια!» ***—^—*————————————— ·»··~ *. *--·« ^—»*.· *

63) Μέσα στο γλυκοχάραμα, μιά μανιασμένη συγκρουσις άρχισε άνάμεσα ατούς Γάλλους ναυ­ τικούς καί ατούς άντρες τού Μαύρου Χασάν. Οί Γάλλοι κράτησαν καλά καί προξένησαν βαρε ές άπώλειες στούς άντιπάλους τους. Σιγά - οικά δμως, ό άριθμός τών Αφρικανών μεγάλωσε καί οί Γάλλοι βρέθηκαν νά παλεύουν ένας προς δέκα. Ό καπετάν Μπάρας διέταξε ΰποχώρησι.

65) Μά ό Καπετάν Μπόρας δέν ήταν άπο τσάς ανθρώπους πού εύκολα απελπίζονται οτϊο δύσκο­ λες περιστάσεις. «Γίετί-Λουΐ, είπε, κράτησε τους δσο περισσότερο μπορέσης έδώ. Έ^ώ θά παω να κάνω μιά βόλτα επάνω στο κάστρο. Μπορεί νά βοώ κανέναν τρόπο να τούς κάνω άντιπερμ ποσμό. ”Ας μέ άκολουθήσουν δυο άπό οάς πο.δ ά 1

! , | ]

64) Κατέφυγαν σέ μιά γωνιά τής αυλής καί τσυπουρονθηκοτν πίσω άπό έναν μισογΉρεμισμένο τοίχο, άπ’ όπου χρησιμοποίησαν δυό - τρεις φο­ ρές τά μουσκέτα τους καί τά πιστόλια τους, πριν έρθουν πάλι σέ έπαφή μέ τόν έχθρό. Ή θέσι τους ήταν κρίσιμη, πολύ κρίσιμη, καί μόνο κάτι έντελώς απροσδόκητο καί άνέλπιστο μπορούσε \ά τούς σώση. '

ό\έτρεψαν δυό Άφρ.κανούς πού συνάντη:·Ίν οιό δοόσο τους και ο'.ε&ηκαν μ ά σκάλα. Βγήκαν σε μιά απέραντη ταράτσα. ’Από τή μ α μερ,ά υψώνονταν πύργοι καί πολεμήστρες κΓ ί άτό τήν άλλη ό όγκος τοΟ κεντρώο0 κτ-.ριου τού • κάστρου. «-.Κάπου έδώ βρίσκεται ή μπαρουταποΓμ.ηί' είπε ό Μπότ ας.


67) Κύτταξε γύρω και τό βλέμμα του σταμά­ τησε σέ μιά μεγάλη σιδεροκάρφωτη πόρτα. «Πά­ με πρός τό μέρος αύτό παιδιά, είπε. Ίσως πίσω άπό τήν πόρτα αυτή ύπάρχει κάτι πολύ ένδιαφέπόρ ρον!» Πλησίασαν στήν πόρτα καί ό Μπόρας άνοιξε, σπρώχνοντάς την άπότομα. Μπήκαν σ' να μεγάλο δωμάτιο, όπου τούς περίμενε μιά έκπληξις.

Λ

68) Μέσα έκεΐ, άντίκρυσαν έναν άντρα ντυμένο μέ πλούσια ρούχα. ΤΗταν ό Μαύρος Χασάν, ό πιό τρομερός κουρσάρος τής Μεσογείου, πού τό όνομά του έκανε νά τρέμουν οί Χριστιανοί, πού ζοΰσαν στα παράλια τής Ευρώπης. «Παιδιά, είπε ο Μπόρας. Αφήστε με νά τόν περιποιηθώ καί ψάξτε νά ιβρήτε καί νά άνατινάξετε τήν μπαρου­ ταποθήκη.!»

69) Ό Μαύρος Χασάν τράβηξε τό σπαθί του καί μιά μονιασμένη μονομαχία άρχισε άνάμεσα στούς δυό άντρες. Ό Καπετάν Μπόρας πέρασε άμέσως στήν έπίθεσι, άποψασισμέ ·?':·ς νά τελειώση σύντομα, γιατί ήξερε πώς, άν οί Αφρικανοί μά­ θαιναν ότι ό άρχηγός τους είχε σκοτωθή. θά σταματούσαν τή μάχη καί θά παραδίνονταν.

70) Μά δέν ήταν καθόλου τυχερός. Άπό ένα γειτονικό δωμάτιο άναπή δη σαν άπιστοι καί ρίχτη­ καν έπάνω του ουρλιάζοντας καί βλαστημώντας. Ό Μπόρας πάλαιψε όσο μπορούσε, μά στό τέ­ λος ύπέκυψε στόν ύπέρτερο άριθμό των άντιπά-* λων του. "Επεσε αιχμάλωτος στά χέρια των άπι­ στων, ένώ ό Μαύρος Χασάν έκάγχαζε μέ άγρια * χαρά.

71) Κάτω, στήν αύΛτΓτού κάστρου, ό ΠετίΛουΐ κιΓ οί άντρες του πάλευαν άπεγνωσμένα έναντίον δεκαπλάσιων άντιπάλων. 01 άπώλειες πού τούς προκαλούσαν ήσοιν^ πολύ μεγάλες, μά κάθε στιγμή πού περνούσε έκανε τή θέσι τους πιό κρίσιμη καί -πιό άπελπιστική. Οί άπιστοι τούς εί­ χαν τώρα ζώσει άπό κάθε μεριά καί τό τέλος πλησίαζε γοργά.

72) «Νομίζω πώς έφτασε τό τέλος μας, ΠετίΛουΐ, είπε ένας άπό τούς Γάλλους, θά μάς σκο­ τώσουν όλους σάν σκυλιά! "Ισως θάπρεπε νά παραδοθούμε!» Ό 'Πετί - Λουΐ βλαστήμησε ά* γριά. «Ποτέ!, φώναξε. *0 Καπετάν Μπόρας καί οί άντρες του ' δέν παραδίδονται! Πολεμούν καί πεθαίνουν σάν τίμιοι Γάλλοι! Εμπρός, παιδιά! "Ας πουλήσουμε άκριβά τό τομάρι μας!»


73), 'Στό μεταξύ, ό Μαύρος Χασάν γιόρταζε γιά τή μεγάλη έπιτυχίο: του. «Νόμιζες πώς θά μπορούσες νά αίφνιδιάσης τόν Χασάν, £; έ κάγ­ χαζε. Γελάστηκες. Καπετάν Μπόρα! Κανένας, ποτέ, δέ θά μπορέση να νικήση τόν Χασάν, τόν I "Αρχοντα της Μεσογείου! Είμαι άνίκητοςΐ Καί. θά τό πιστέψης κι* έσύ αύτό, 6ταν ή θηλειά σφι* χτη γερά γύρο άπό τό λαιμό σου!»

74) Ξαφνικά, μιά τρομακτική έκρηξις έκανε όλόκληρο τό κάστρο νά κλονιστή καί μεγάλες σχισμές νά φανούν στους τοίχους! Ό Καπετάν Μπόρας, μαζί μέ τούς άντρες που τόν κρατούσαν αιχμάλωτο, έχασε τήν Ισορροπία του κ<χί ή πάλη συνεχίστηκε έπάνω στις πλάκες τού πατώματος, χωρίς όμως νά καταλήξη εύνοΐκά γιά τόν ξακου­ στό Γάλλο ναυτικό.

75) ΟΙ Αφρικανοί αιχμαλώτισαν πάλι τόν Μπόρα, ένώ ό Μαύρος Χασάν άναρωτιόταν: «Τί τρέχει λοιπόν; Τί σημαίνει αυτή ή εκρηξις;» "Ε­ νας* άπό τούς άντρες του άπάντησε: «Φαίνεται πώς οΐ Γάλλοι άνατίναξαν τήν μπαρουταποθήκη, έφέντημ! Ό πυργίσκος κι’ ένα μεγάλο μέρος τού τείχους κατέρρευσαν! Αλλάχ! Γί καταστροφή!»

76) Ό Χασάν άφρισε άπό τή λύσσα του. «’Ά. σκυλιά!., ούρλιαζε, θά μου τό πληρώσετε αύτόΐ θά μού τό πληρώσετε! Ή φρουρά μου θά όφάξη τούς άν\ρες σου, πού βρίσκονται στήν αύλή, Μπόρα! Εσείς έδώ τρέξτε \ά βρήτε τούς άνθρωπους, πού άνατίναξαν τήν μπαρουταποθήκη, καί φέρτε τους έδω! θά τούς θανατώσω μέ βασανι­ στήρια;!...»

77) «"Όσο γιά σένα, Μπόρα, συνέχισε άγρια ό Χασάν, θά μέ βοηθήσης νά όώσω καινούργιο θάρρος στους άνθρώπους σου! θά σέ κρεμάσω σ’ αύτό έκεΐ τό παράθυρο, πού βλέπει στήν αύλή. "Ετσι οΐ άντρες σου θά μπορέσουν νά παρακολου­ θήσουν τό κρέμασμά σου καί. .. νά άνακτήσουν τό ήθικό τους γιά νά συνεχίσουν τή μάχη! Συμ­ φωνείς;»

78) Στήν αύλή, οι Γάλλοι ναυτικοί βρίσκονται στά τελευταία τους. ΟΙ τραυματίες είναι πολλοί καί τά πολεμοφόδια κοντεύουν νά σωθούν. .. — αφνικα μιά κραυγή άναπήδησε πίσω άπό τις γραμ­ μές των άπίστων: «Κουράγιο, παιδιά! Κρατήστε λίγο άκόμα! Φτάνουμε!» Πυκνοί πυροβολισμοί συνώδευσαν τήν κραυγή αύτή καί πολλοί Αφρι­ κανοί έπε σαν.


79) τΗταν ό Μπριζμόν κι’ οι άντρες του. "Οταν άνακάλυψαν δτι 6 αιχμάλωτος είχε δραπετεύσει,, ό Μπριζμόν κατάλαβε δτι ό άνθρωπος έ κείνος θά [ έτρεχε νά είδοποιήση τον Χασάν και δη, έπομέ· ♦ νως, ό Καπετάν Μπόρας θά βρισκόταν σέ μεγάλο ι κίνδυνο. "Αφησε λοιπόν μερικούς άντρες για τή φρούρησι του πλοίου, βγήκε στή στεριά μέ τούς υπόλοιπους κι* έτρεξε στό κάστρο.

80) "Εφτασαν έκεΐ, άι ριβώς τή στιγμή πού ^ή μπαρουταποθήκη τιναζόταν στον άέρα, καί μπη- | καν άπό το ρήγμα πού Ανοίχτηκε στό τείχος του κάστρου. Οί Αφρικανοί βοέθηκαν άνάμεσα σέ. | δυο πυρά καί άρχισαν \ χ χαν νουν τό ήθικό τους } καί νά υποχωρούν. «.Απάνω τους! ούρλιαζαν οί I άλλοι. Δέν πρέπει νά μείνη κανένας τους ζων­ τανός!»

81) Βλέποντας δτι ή μόχτ είχε κεροηθή τιιά άπό τούς Γάλλους, ό Πετ·. - Λουΐ θυμήθηκε όν Καπετάν Μπόρα καί τούι δυο άντρες, νού εί<αν άνεβή στό κάστρο. «Ό καπετάνιος δς δϋίχνε' ση μεΐα ζωής, σύντροφοι! .Πρέπει νά πάω νά το, βοηθήσω άν βρίσκεται σέ κίνδυνο! Τέσσερις άν­ τρες νάρθουν μαζί μου! Τέσσερις <3πκ φασιαμένο*. άντρες!...*

82) Οί πέντε άντρες άνέβηκαν γοργά τις σκάκαι άρχισαν νά πλανιώνται μέσα στό λαβύ­ ρινθο τοο κάστρου, ψάχνοντας νά βρουν τόν κα­ πετάνιο τ.υς. *Η άγωνία έσφιγγε τήν ψυχή του I ιετι - Λου θα έφταναν έγκαίρως; θά έβρισκαν ζωντανό τ ν Καπετάν Μπόρα; "Η μήπως ό μεγα­ λύτερος ναυτικός τής Γαλλίας είχε βρή τό θάνα­ το απ ■> τ α /έρια άπιστων Άφρικοινων;_________

83) Φτάνοντας δμως στή στροφή ένός διαδρό­ μου, ό Πετί - Λουΐ άφησε ένα ουρλιαχτό χαράς καί ώρμησε μπροστά. «Κουράγιο, καπετάνιε μου!, φώναξε. Δέ θά σέ κρεμάσουν άκόμα. . . σή­ μερα τούλάχιστον! "Έχω μερικές μικρές άντιρρήσεις καί μερικά έπιχειρηματα πού είναι πολύ πειστικά! Νά ένα άπό αυτά!» Καί τό πιστόλι πού κρατούσε έκπυρσο κράτη σε. ■

84) "Αν καθυστερούσαν μερικά δευτερόλεπτα άκόμα, ό Καπετάν Μπόρας θά έκανε κούνια στήν άκρη ένός σκοινιού, μέ μιά κοελή θηλειά σφιγμένη γύρω άπό τό λαιμό του καί ή Γαλλία θά έχανε τόν καλύτερο πολεμιστή των ώκεοινών, πού είχε ποτέ γεννήσει! Μά ή έπέμβασις των Γάλλων άλλαξε τήν κατάστασι. Μέσα σέ λίγες στιγμές, 6 Μπόρας ήταν έλεύθερος.


1

85) Τέλος, οΐ "Αρα$ες έγκατέλειψαν κάθε άντίστασι καί παραδόθηκαν. Ό Μαύρος Χασάν βλέποντας πώς τό παιχνίδι ήταν όριστικά χαμέ­ νο γι* αυτόν, τδβαλ.ε στά πόδια και -άρχισε \ά τοέχη μέσα στούς διαδρόμους του κάστρου, σκο­ πεύοντας νά ξεφύνη από μά μυστική έξοδο Α'.ά ό ΚαπεΛαν Μπόρα·: του έκοψ- τό δρόμο και ό Χασάν στράφηκε πρδκ: τήν ταράτσα.

86) Ό Καπετάν Μπόρας τόν άκολούθησε, άνε©αίνοντας τά σκαλοπάτια τέ >σερα - τέσσερα. Ό Χασάν δέν έπρεπε νά του ξεςυχη Δέν έπρεπε νά μεινη άτιμώρητος χιά τις συμ ρορ ς, πού είχε προ­ ξενήσει σέ χιλιάδες Χριτηα.ούο τής Μεσογείου. ' άπρεπε νά τιμωρηθή σκληρά γ χ τά άπειρα έγκλήματα, με τά όποια ήταν χεματη ή αμαρτωλή ζωή του.

87) Τόν έφτασε έπάνω στήν ταράτσα του πανύψηλου κάστρου καί μιά φριχτή πάλη, μιά πάλη ζωής καί θανάτου, άρχισε άνάμεσα στους δυο θανάσιμους άντιπάλους. Ό Μαύρος Χασάν, μα- νιασμένος άπό άπόγνωσι καί φόβο, χρησιμοποι­ ούσε άκόμα καί τά δόντια του γιά νά ξεφύγη άπό τά χέρια του Καπετάν Μπόρα, τά χέρια τής Δικαιοσύνης.

88) ΜΓ ένα στιλέττο στο χέρι, ό άτϊάνθρωπος "Αραβας ρίχτηκε έπάνω στο Γάλλο ναυτικό. Μά, γρήγορος σάν άστραπή, ό Μπόρας τόν άρπαξε άπό τό χέρι καί τόν σταμάτησε, «θά πεθάνης, καταραμένε!» γρύλλισε ό Χασάν. «"Οχι!, άπάντησε ό Μπόρας. Γιατί υπάρχει δικαιοσύνη στόν κόσμο! θά πλήρωσής γιά τά έγκλήματα πού έκανες!»

89) Καί, μέ -μιάν άπότομη κίνησι, ό Μπόρας έσπρωξε άγρια τόν άντίπαλό του. Ό Χασάν βρέ­ θηκε στό κενό καί άρχισε νά πέφτη, ουρλιάζον­ τας άνατριχιαστικά. "Εσκισε τόν άέρα σάν βολί­ δα καί, ςχ’ ένοιν άηδιαστικό γδούπο, βρόντησε έ­ πάνω στις πλάκες τής αυλής. Ή μαύρη ψυχή του ταξίδεψε γιά τήν ποιτρίδα της τήν Κόλασι. . .

90) Ή Δικαιοσύνη είχε ίκανοποιηθή. Ό μεγά­ λος έγκληματίας είχε βρή τήν τιμωρία του. Ό Μπόρας ξαναγύρισε κοντά στούς άντρες του., πού είχαν αιχμαλωτίσει δλους τούς "Αραβες. «Τί θά τούς κάνουμε, καπετάνιε;» ρώτησε ό Πετί-Λουΐ. «θά τούς χαρίσουμε τή^ ζωή άν μάς όδηγήσουν στό μέρος δπου ό Μαύρος Χασάν έχει κρύψει τούς θησαυρούς. . .»


91) Πραγματικά, οΐ αιχμάλωτοι ώδήγησαν τούς Γάλλους σέ μ'ιά άπέραντη υπόγεια αίθουσα, δπου ένα έκπληκτικό θέαμα τούς περίμενε. Μεγά­ λα, σιδερόφραχτο: κασόνια ήσαν σωριασμένα έκεΐ μέσα, γεμοσα χρυσάφι, άσήμι, πολύτιμα πετρά­ δια καί πολύτιμα μπαχαρικά^καί άρώματα. ΤΗ-ίανί ό θησαυρός τού Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ'.

92) Ή μεταφορά του θησαυρού στό καράβι τού Καπετάν Μπόρα ήταν δυρκολη καί κοπιαστι­ κή καί κράτησε πολλές ώρες, μά ό ένθουσιασμός των Γάλλων γιά τήν έπιτυχία τής άποστολής τους ήταν τόσο μεγάλος, ώστε τραγουδούσαν εύθυμα κουρσάρικα τραγούδια παρ’ δλη τήν κούρασί τους. Ό Πετί-Λουί έπιστατουσε στή μεταφορά.

93) Είχε νυχτώσει δταν ό Πετί-Λουί κατέβη­ κε στην καμπίνα τού Καπετάν Μπόρα καί άνέφερε δτι ή φόρτωσις είχε τελειώσει. «Εντάξει, Πετί-Λουΐ!, είπε ό Μπάρας μέ ναρά. Ανυπομο­ νώ νά ξαναγυρίσω στή Γαλλία καί να ξαναδώ τούς δρόμους του Παρισιού. Ό καλός μας βασι­ λιάς θά ένθουσιαστή δταν άντικρύση τούς θη­ σαυρούς του!»

94) Ή' ώρά τής άναχωρήσεως έφτασε καί Καπετάν Μπάρας έδωσε τις διαταγές του μ’ ένα παλιό ναυτικό τραγούδι:

95) Καί τό καράβι ξεμακραίνει άπό τις άκτές τής Αφρικής. Τα Γαλλικά έμπορικά καοάβια, κι* δλα τ’ άλλα καράβια τής Μεσογείου, θά μπο­ ρούν στό μέλλον νά αύλακώνουν τή θάλασσα, χωρίς τό φόβο τού τρομερού Μαύρου Χασάν. Μιά καινούργια έποχή αρχίζει, ή· έποχή των έλεύθερων ταξιδιών.

«’Όρτσα τά πανιά, δρτσος παλληκάρια!

Άπό θησαυρούς ξέχειλα είν’ τ’ άμπάρια!

-_ _ _ _ _ _ _ _ ~0ΒΐΜ. ΉΒΑΑηκάΒΜΙ I ί_ _ _ _ _ _ _ _ _

Στό έπόμενο τεύχος του, πού κυκλοφορεί τήν έρχόμενη Παρασκευή, τό «ΤΟΞΟ» δημοσιεύει μιά γοητευτική ιστορία κατασκοπείας μέ τόν τίτλο: ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΤΑΓΓΕΡΗ δπου δυό πράκτορες τής Γαλλικής ’Λντικατασκοπείας παλεύουν μέ καταχθόνιους Γερμανούς Κα­ τασκόπους γιά τήν κατοχή έγγράφων μεγάλης « σημασίας!


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ

— Είναι καιρός πιά, μοΰ φαίνεται, νά έξηγηθούμε οί δυό μας! Μέ περάσατε, θαρρώ, γιά κανένα^ήλίθιο χωριατόπαιδο, πού δέ θά τολμούσε νά πη λέξη, ούτε νά σηκώση τό χέρι του.Μέ νομί­ (Συνέχεια άπό τή 2η σελίδα) σατε γιά κανένα λαπά! Έγώ σάς είχα γιά καλόν άνθρωπο ή, τουλάχιστον, δχι χειρότερο άπό αυτός κι* ό πατέρας μου ήταν δίδυμοι; «Μήπως ένα σωρό άλλους. Φαίνεται δμως πώς είχαμε γε­ έπειδή είναι άλήθεια;» τον ρώτησα. Γιατί μου έ­ λαστή κι* οί δυό μας. Γιά ποιό λόγο μέ φοβόσα­ δωσε λεφτά, χωρίς νάχω έγώ ικαμμιά άπαίτηση; στε, γιατί μέ μισείτε καί προσπαθήσατε νά μέ Καί τέλος, γιατί είχε προσπαθήσει να μέ σκο- ξεκάνετε; τώοη; ’Άκουσε δλα δσα του είπα χωρίς νά πη Εΐπε μουρμουριστά κάποιο άστεΐο πώς τού λέξη. "Υστερα, μέ σπασμένη φωνή, μέ παρακά- άρεσε νά κάνη φάρσες. "Υστερα δμως, βλέπονλεσε. νά τόν άφήσω νά πάη νά ξαπλώση. τάς με νά χαμογελώ, άλλαξε τόνο καί προσπά­ — Θά σου έξηγήσω αύριο, μου εΐπε. Κι* έγώ θησε νά μέ πείση πώς θά μού τά έξηγοΰσε δλα τό θέλω. "Εχεις τό λόγο μου! μετά τό πρόγευμα. Είδα καθαρά ότι δέν είχε έΦαινόταν τόσο έξαντλημένος, ώστε άναγκά- τοιμάσει άκόμα τό ψέμα πού θά μού κολλούσε. στηχα νά τό παραδεχτώ. Τόν κλείδωσα δμως στο Καθώς πήγαινα νά τού ξαναμιλήσω, μ’ έκοψε ένα δωμάτιό του κι’ έβαλα τό κλειδί στην τσέπη μου. ξαφνικό χτύπημα στήν πόρτα. "Υστερα, δταν γύρισα στήν κουζίνα, άναψα τόσο Είπα τού θείου μου νά καθήση έκεΐ πού βρι­ μεγάλη φωτιά στό τζάκι, πού χρόνια θάχε νά τή σκόταν, καί πήγα ν’ άνοίξω. Στό κατώφλι στε­ 6ή τό σπίτι, καί, άφοΰ τυλίχτηκα στό σκωτσέζικο κόταν ένα κοντόσωμο άγόρι μέ ναυτικά. Δέ μέ μανδύα μου, ξάπλωσα πάνω σ’ ένα σεντούκι κι* είχε δη καλά - καλά κι άρχισε νά χορεύη κά­ άπο κοιμήθηκα. ποιο ναυτικό χορό, κροταλίζοντας στον άέρα τά δάχτυλα τού χεριού του. Δέν είχα ξανακούσει ποτέ μου αυτό τό σκοπό, ούτε είχα δή ποτέ μου νά τόν χορεύουν. Μά παρ’ δλ’ αυτά εΐχε μελα­ νιάσει άπ’ τό κρύο καί στήν όψη του είχε κάτι ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 χαοούμενο καί λυπημένο μαζί πού καθόλου δέν ταίριαζε μέ τούς εύθυμους τρόπους του. — Τί νέα, φίλε; εΐπε μέ κομμένη φωνή. Η ΝΥΧΤΑ έρριξε πολλή βροχή .Τήν άλλη μέ­ ρα τόπρωΐ φυσούσε ένας τσουχτερός χειμω­ Αγέλαστος έγώ, τόν ρώτησα ποιά ευχάριστη νιάτικος άνεμος, καί πριν άκόμα σκάση ό ήλιοςείδηση τόν είχε φέρει ώς τό σπίτι μας. καί σβήση τό τελευταίο άστέρι, πήρα τήν όχθη — Χμ! ευχάριστη είδηση, είπε, κι άρχισε άτου ποταμού κι* αφού προχώρησα λίγο κι* έφτα­ μέσως ένα τροιγούδι: σα σ’ ένα μέρος δπου τα νερά ήταν ρηχά, έπεσα μέσα. "Υστερα, κάθησα πάλι κοντά στή φωτιά, Είναι μεγάλη μου χαρά, δπου έρριξα κι* άλλα ξύλα, κι άρχισα νά σκέφτωμαι. χειμώνα — καλοκαίρι, Τώρα πιά κανείς δέ μπορούσε ν’ άμφιβάλλη ή φωτεινή νυχτιά. .. γιά τούς κακούς σκοπούς τού θείου μου άπέναντί μου. Επίσης ήταν φανερό πώς άπό τήν άπόφαση πού θάπαιρνα κρεμόταν ή ζωή μου, γιατί ό θειος —Έν τάξει, τού είπα. *Άν ήρθες έδώ για νά μου θά κινούσε γη καί ουρανό ώσπου νά τά κα- γελάσης, θ’ άναγκαστώ νά σού κλείσω τήν πόρ­ ταφέρη νά μέ ξεκάμη. τα! Καθόμουν έκεΐ, κουνώντας πέρα - δώθε τό — Γιά στάσου, φίλε!, μού φώναξε. Αστειεύε­ ένα μου πόδι καί χαμογελώντας μόνος μου κα­ σαι ή θέλεις νά μέ κάνης νά φάω ξύλο; "Εφερα θώς κοίταζα τή φωτιά. Σά σέ δνειρο, έβλεπα τόν τού κυρίου Μπάλψουρ ένα γράμμα άπό τό γέρο έαυτό μου νά ξεδιαλύνη τά μυστικά, τό ένα ΰ- Χίζυ - "Οζυ. στερ* άπό τό άλλο, καί νά γίνεται στό τέλος άρ­ — Καί ξέρεις, φίλε, πρόσθεσε. "Εχω μιά πείνα χοντας κι άφέντης έκείνου τού άπαίσιου άνθρώ- διαβολεμένη,! που. Στο ’Έσεντην έλεγαν πώς κάποιος μάγος — Πάει καλά!, τού εΐπα. "Ελα μέοα, νά σού είχε^ φτιάξει ένα καθρέφτη καί πώς μέσα σ’ αύτόν βάλω νά τσιμπήσης! σι άνθρωποι μπορούσαν νά βλέπουν τό μέλλον Τούκανα τόπο νά περάση, τόν έβαλα νά κοιθήτους. Σ ίγουρα, οί εικόνες έκείνου τού μαγικού καθρέφτη δέ θά σχηματίζονταν πάνω σέ άναμμέ- ση στή θέση μου καί ρίχτηκε μέ λαιμαργία στ* να κάρβουνα, όπως οι δικές μου, γιατί είδα βέ­ άπομεινάρια τού πρωινού μας, ρίχνοντάς μου βαια πολλές μορφές καί διάφορα σχήματα κα­ πότε - πότε λοξές ματιές καί κάνοντας διάφορες θώς κοιτούσα τή φωτιά, πουθενά δμως δέν πα­ γκριμάτσες; Τόν λυπήθηκα πολύ γιά δλ’ αυτά. Στό μεταξύ, ό θείος μου διάβαζε τό γράμμα κι ρουσιάστηκε καράβι ούτε κανένας καπετάνιος μέ γούνινο κούκο ούτε κανένας πελώριος βούρδου­ ύστερα έπεσε σέ συλλογή. "Υστερα σηκώθηκε, λας γιά τό χαζό μου τό κεφάλι ούτε καί τό έλά- πήρε ένα έξαιρετικά ευγενικό ύφος, μέ φώναξε χιστο σημάδι άπό όλες έκεΐνες τις συμφορές πού σέ μιά γωνιά τού δωματίου καί μοϋπε: — Γιά διάβασε, καί μοϋβαλε τό γράμμα στό μούμελλε νά περάσω. χέρι. Τέλος, γεμάτος έπαρση, άνέβηκα πάνω κι έλευθέοωσα τό φυλακισμένο μου. Μέ καλημέρισε ('Η συνέχεια στό ερχόμενο) ευγενικά, τού άποκρίθηκα κι’ έγώ μέ τόν ίδιο τρόπο, γελώντας άπό μέσα μου γιά τήν έντύπωση πού θά τού είχα κάμει. "Υστερα, καθήσαμε νά ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ φάμε τό πρωινό μας, δπως καί τήν προηγούμενη μέρα. Σ|Ό ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ — Λοιπόν, Κύριε, είπα έγώ ειρωνικά, έχετε Κ Α Λ Φ Α Κ Η νά μοΰ πήτε τίποτα; Κι ύστερα, έπειδή έκεΐνος δέ μού άποκρινά* Σταδίου 50 ταν, είπα πάλι:

Τ


21) Και ή Παμέλα, ή Ανηψιά του διοικητου του νηφιού* Αρχισε να διηγήτοοι: «*0 Σέθ κι* έγώ φτάσαμε στό νησί, έδω και δυό μέρες, μέ τή δια­ ταγή νά Αναλάβουμε τή διοίκησι Από τό θειο μου,, πού θα έπέστρεφε οτήν Αγγλία. Ό θειος μου μας υποδέχτηκε καλά και δέν έφερε κομμιάν Αντίρρησι νά παραδώση τή διοίκησι.»

πό Ιθαγενείς,, ο ί τροπικές θύελλες ή σαν πολύ σπά­ νιες στήν περιοχή του νησιού Τσνόκο. Αυτό σήμαινε πως ό θείος υου ήταν ένας καταχραστής! "Εκλεβε φορτία όλόκλήρα ζημιώνοντας δχι μόνο τις έταιρίες. Αλλά καί τό κράτος! Ξαφνικά, βή­ ματα Ακούστηκαν έξω Από τό δωμάτιο...»

περίβολο του στάθμου, Αντήχησε ή φωνή ένός φρουρού: «ΙΣτά δπλα! ΟΙ Ιθαγενείς έπιτίθενται!» «ίΕΙμαι βέβαια, ουμπλήρωσε ή Παμέλα, δτι ό θειος μου προκάλεσε τήν έπίθεσι γιά νά ιμας έξοντώση, καί νά καλύψη τά έγκλήματά του! Είναι ένας δολοφόνος!» Τό Γεράκι άνασκίρτησε μ' ένα παγερό ρΐ^ος.

22) »Τό Ιδιο .βράδυ δμως — συνέχισε ή Παμέ­ λα — έγώ ·κί* 6 Σέθ γλυστρήσαμε κρυφά μέσα στό^δωμάτιο των Αρχείων καί Αρχίσαμε νά με­ λετάμε διάφορα έγγραφα, σύμφωνα μέ τις δια­ ταγές πού είχαμε Από τό Λονδίνο. Διαπιστώσαμε έκπληκτικά πράγματα: Κάθε μήνα, ένσ καράβι φορτωμένο μέ πολύτιμα έμπορεόματα καταστρε-, φόταν μέσα σέ τροπικές θύελλες...»

24) 'Καί ή Ιστορία τής Παμέλος συνεχίστηκε δραματική. Ή πόρτα τού δωματίου άνοιξε Από­ τομα καί δ Γκουντερ ώρμησε μέσα μαζί μέ τον βοηθό του Κέντ. Ό Κέντ χτύπησε τήν Παμέλα στό κεφάλι ρίχνοντάς την_ Αναίσθητη κι’ ό Γκούντερ κάρφωσε μια σφαίρα στον ώμο του Σέθ Μόργκαν, πριν αυτός προλάβη νσς Αμυνθή.

Ιερεμίας!,, φώ­ ναξε τό Γεράκι. ιΕΙναι μόνοι τους στό καράβι μέ τούς δυο δολοφόνους! θεέ μου! Δέ θά συγχωρή­ σω ποτέ τον έαυτό μου άν τούς συμβή τίποτα! 1Εμπρός„ παιδιά! "Ολοι στις βάρκες! Τά δπλα σας έτοιμα καί τά μάτια σας δεκατέσσερα. . . Μπορεί νά μας έχουν στήσει καρτέρι οι ίθαγε-ν « νεις.. .» Συνέχεια ντο άλλο τεύχος


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Δρχ. 1.500


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΑΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που έχει μεταψρασθή σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου Συνέχεια 6η Τό άνοιξα καί διάβασα: « Κύριε, » Βρίσκομαι έδώ μέ τό καράβι μου καί σας στέλνω τό ναύτη μου για να σας πη πώς, όον έχετε καμμιά παραγγελία για πέ­ ρα, σήμερα είναι ή τελευταία εύκαιρία, γι­ ατί, μόλις βάλη άέρα, θά σαλπάρουμε. Δέ σάς κρύβω πώς είχα πολλές ιστορίες μέ τόν αντιπρόσωπό σας τον κύριο Ρανκέιλορ. θαρρώ πώς άν δέν πάρη πόδι γρή­ γορα, θάχετε νά πληρώνετε πολλές ζη­ μίες. Εξαργύρωσα ένα γραμμάτιο στ* 5νομά σας για νά τα βγάλω πέρα. »Μένω, Κύριε, ό πιστός σας άνθρωπος καί ταπεινός σας ύπηρέτης. ΗΛΙΑΣ ΧΟΣΙΖΟΝν — Καθώς ^ βλέπεις, Ντέιβι, είπε ό θειος μου, μόλις εΐδε πώς τελείωσα τό διάβασμα, έχω πολ* λές δουλειές μ’ αύτό τόν άνθρωπο, τόν Χοσίζον, πού είναι καπετάνιος σ’ ένα έμπορικό μπρίκι, τό «Κόβεναντ» άπό τό Ντάϊζαρτ. "Αν λοιπόν πηγαί­ ναμε έσύ κι* έγώ, μαζί μ’ αύτό τό παιδί, θά προ­ λάβαινα νά δώ τόν καπετάνιο ή στό Χάου ή στό «Κόβεναντ» μέσα, καί θά υπόγραψα τίποτα χαρ­ τιά, άν χρειαζόταν. "Έπειτα, μπορούμε νά πάμε στό δικηγόρο μου, τόν κύριο Ρανκέιλορ. Πρέπει νά πιστέψης δτι σου πη ό Ρανκέιλορ. Οί περισ­ σότεροι έδώ τόν έχουν δικηγόρο τους. Είναι γέ­ ρος καί όλος ό κόσμος τόν σέβεται. Πρέπει νά σου πω μάλιστα ότι ήξερε καί τόν πατέρα σου. Σκέψτηκα λίγο τί έπρεπε νά κάμω, θά πη­ γαίναμε σ’ ένα λιμάνι πού, σίγουρα, θάταν γε­ μάτο κόσμο κι όπου ό θειος μου δέ θά μπορούσε νά μου κάμη κακό, θάταν μαζί μας καί τό ναυτάκι, κι αύτό ήταν άκόμα καλύτερο γιά μένα. Έξ άλλου, πίστευα πώς θά βλέπαμε καί τό δι­ κηγόρο, μολονότι ό θειος μου δέν είχε καμμιά διάθεση γι’ αύτό, όπως κατάλαβα άργότερα. "Ί­ σως όμως νά δέχτηκα νά πάμε γιατί, κατά βά­ θος, φαίνεται πώς λαχταρούσα νά δώ άπό κον­ τά τή θάλασσα καί τά καράβια. — Πολύ καλά, είπε, άς πάμε στό Φέρυ! Ό θειος μου φόρεσε τή βέστα του καί τό κα­ πέλο του, έζωσε ένα παλιό σκουριασμένο σπαθί κι* άφού σβήσαμε τή φωτιά, κλείδωσε τήν πόρτα καί ξεκινήσαμε. Φυσούσε ένας κρύος βοριάς πού μάς μαστί­ γωνε τό πρόσωπο, καθώς προχωρούσαμε. ΤΗταν Ιούνιος. 'Η γη ήταν κάτασπρη άπό τά λευκάν­ θεμα καί τά δέντρα ήταν άνθισμένα, όμως τά με­ λανιασμένα μας νύχια καί τά χέρια πού^ πονούσαν άπ’ τό κρύο σ’ έκαναν νά νομίζης πώς ήταν ■χειμώνας. Ό θειος μου ό Έμπενέζερ πηδούσε μέ δυσκο­ λία τά χαντάκια, καί προχωρούσε σκυφτός σάν

κανένας χωριάτης πού γυρίζει σπίτι του υστερ’ άπό τή δουλειά. Δέν έβγαλε λέξη σ’ όλο τό δρό­ μο. Έγώ πάλι είχα άνοίξει μεγάλη κουβέντα μέ τό ναυτόπουλο. Μοϋπε πώς τόν έλεγαν Ράνσομ, πώς είχε πάει στό καράβι άπό εννιά χρονών καί πώς δέν ήξερε τώρα πόσο ήταν, γιατί εΐχε χάσει πιά τό λογαριασμό. Μοϋδειξε κάτι σημάδια πού εΐχε, ξεγυμνώνοντας τό στήθος του στόν άνεμο, μ’ όλο πού ήθελα νά τόν έμποδίσω, γιατί φοβό­ μουν πώς θά κρύωνε γιά τά καλά μ’ έκεΐνο τόν άπαίσιο καιρό. "Έλεγε κάτι φοβερές βλαστή­ μιες, καθώς θυμόταν τί εΐχε τραβήξει, μά δέ μπο­ ρούσες παρ’ όλ* αύτά νά τόν πάρης σοβαρά, για­ τί σέ όλα του ήταν παλαβάκιας. Καμάρωνε πώς εΐχε κάμει ένα σωρό κακά καί άγρια πράγματα: κλεψιές, συκοφαντίες, ώς καί φόνο 1 "Ολ* αύτά όμως τάλεγε μέ τέτοια έπιπολαιότητα, πού μ* έ­ καμε πιό πολύ νά τόν λυπάμαι παρά νά τόν πι­ στεύω. Τόν ρώτησα γιά τό μπρίκι (έλεγε πώς ήταν σπουδαίο καράβι), καί γιά τόν καπετάν - Χοσί­ ζον, πού μού τόν παράστησε κι αυτόν περίφημο. *0 Χίζυ - ’Όζυ — έτσι τόν έλεγε — ήταν άνθρω­ πος πού δέν έβρισκες τόν όμοιό του οϋτε στή γη ούτε στόν ουρανό. Δέ λογάριαζε κανένα. ^Ηταν σκληρός, περήφανος, άσυνείδητος καί βάναυσος. Κι όλ* αύτά, τό κακόμοιρο τό ναυτόπουλο εΐχε μάθει νά τά θαυμάζη καί νά νομίζη πώς έτσι έ­ πρεπε νάναι ένας σωστός άντρας. "Ενα έλάττωμα εΐχε τό ίνδαλμά του: — Δέν εΐναι καλός καπετάνιος όμως, μού εί­ πε. Ό κύριος Σουάν, αυτός όδηγάει τό καράβι. Κανείς δέν τού βγαίνει στή θάλασσα καί στό κρασί. Καί, νά σού πω, τό πιστεύω. Γιατί, κοίτα δώ, — καί κατεβάζοντας τήν κάλτσα του μού έ­ δειξε μιά φρέσκια κατακόκκινη πληγή, πού μού πάγωσε τό αΐμα, — αυτός μού τήν έκανε. Ό κύ­ ριος Σουάν μέ χτύπησε! — Τί κάθεσαι καί μού λές!, τού φώναξα. Τά σο άγρια σέ ξυλοφορτώνει αύτός; Πές μου, γιατί κάθεσαι; Δούλος είσαι καί σέ σκοτώνουνε έτσι; —"Όχι, μοΟπε ό Ράνσομ, άλλάζοντας ξαφνι­ κά τόνο. ΓΓ αύτό, νά τό ξέρης, άπό μένα θά τόβρη! Γιά κοίτα δώ! Καί μού έδειξε ένα μεγάλο σουγιά πού τόν εΐχε κλέψει, όπως μού εΐπε. —"Ακου πού σού λέω! "Άς μέ ξαναδείρη, καί τά ξαναλέμε! θά τόν καθαρίσω! Δέ θάναι κι ό πρώτος! Κι* έκαμε ένα φοβερό όρκο. Σ’ αύτό τόν κόσμο πουναι γεμάτος άπό κα­ κούς άνθρώπους, ποτέ μου δέν ένιωσα τόση λύπη νιά κανέναν, όση γι* αύτό τό καημένο τό παιδί. Σκέψτηκα τότε πώς αύτό τό μπρίκι, τό «Κόβεναντ», ήταν σωστή κόλαση μέσα στή θάλασσα. — Δέν έχεις κανένα φίλο; τόν ρώτησα. Μού άποκρίθηκε πώς κάποτε εΐχε έναν πατέ­ ρα σ’ ένα έγγλέζικο λιμάνι, ξεχνώ τώρα ποιό ήταν. (Συνέχεια στην προτελευταία σελίδα)

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ­ ΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Βιβλιοπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 6 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς Διευθύνσεις συμψώνως τό Νόμφ : ΔιευθυντοΟ Σ. Άνεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προΐστ. Τυπογρ. Φ· Μολατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: ’Ετησία 80.000 — 'Εξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


1) Ό κύριος Σμίθ, πού δέν είναι παρά δ περί­ φημος Μυστικός Πράκτωρ X της Γαλλικής Άντικάτασκοπείας, συνοδευόμενος άπό τόν άχώριστο σύντροφό του Πιέρ, άναλαμβάνει μια έπικίνδυνη καί μυστηριώδη άποστολή στήν Ταγγέρη. Ό άρχηγός τήο Γαλλικής Άντικατασκοπείας είχε το­ νίσει Ιδιαίτερα στόν κ. Σμίθ τό γεγονός δτι έ­ πρεπε νά δράση μέ μυστικότητα καί λεπτότητα, χωρίς νά άναμιχθή καθόλου στήν ύπόθεσι τό ό­ νομα τήο Γαλλίας. Ό κ. Σμίθ κί’ ό Πιέρ ξεκι­ νούν μέ αεροπλάνο γιά τήν Ταγγέρη.

2) Τό ταξίδι μέ τό άεροπλάνο ήτοιν ήσυχο καί άνετο, μά τά έξησκημένα μάτια καί τό ένστικτο του κ. Σμίθ τόν πληροφορούν δτι κάποιος κίνδυ­ νος ένεδρευει. «ΠροσοχΛ!, ψιθύρισε ό κ. Σμίθ στόν Πιέρ, "Εχω τήν έντυπωσι δτι αυτό τό όμορ­ φο κορίτσι, πού είναι καθισμένο δεξιά μου, ένδιαφέρεται κάπως υπερβολικά γιά μάς! Δέ μου άρέσει καθόλου αυτό!»

3) “Οταν τό άεροπλάνο προσγειώθηκε στό άεροδρόμιο τής Ταγγέρης, οί δυό φίλοι πέρασαν άπό τόν έλεγχο του Τελωνείου, δπου δήλωσαν δτι ήσαν έμποροι άρωμάτων. βγήκαν άπό τό κτί­ ριο τοΰ άεροδρομίου καί κάλεσαν ένα ταξί. «Πήγαινέ μας στό Γκράντ 'Οτέλ!*, είπε ό κ. Σμίθ στόν σωφέρ, χωρίς νά προσέξη δτι τό ξανθό κο­ ρίτσι του άεροπλάνου βρισκόταν κοντά του.

„ 4) Τά μάτια τού ξανθού κοριτσιού άστραψαν άπό χαρά, δταν άκου σε τό όνομα τού ξενοδοχείου, δπου θά έμεναν οί δυό πράκτορες. ^ Κ άλεσε ένα άλλο ταξί καί είπε στόν σωφέρ: «Ακολούθησε έκεΐνο τό ταξί, που πηγαίνει μπροστά μέ τους δυό τζέντλεαεν, καί μήν τό χάσης άπό τά μάτια σου. θά σού δώσω διπλό πουρμπουάρ!!...»

5) ΟΙ δυό μυστικοί πράκτορες έφτασαν στό Γκράντ Ότέλ, πήραν στά χέρια τις βαλίτσες τους καί άρχισαν νά άνεβαίνουν τά σκαλοπάτια, ^.αφνικά, ό κ. Σμίθ σταμάτησε καί γύρισε άπότομα. «Κύτταξε!, είπε στόν Πιέρ. Τό κορίτσι τού άεροπλάνου βγαίνει αυτή τή στιγμή άπό ένα τα­ ξί. Λές νά είναι σύμπτωσις αυτό; Πρέπει νάχουμε τά μάτια μας άνοιχτά!»

' 6) Αφού έξασφάλισαν δυό δωμάτια, οί μυ­ στικοί πράκτορες κάθησαν νά κουβεντιάσουν. Ό κ. Σμίθ έξήγησε στόν Πιέρ τί έπρεπε νά κάνουν: «Στό βάθος δέν ξέρουμε πολλά πράγματα γιά τήν άποστολή μας, έκτός άπό τό δτι πρόκειται νά συναντήσουμε έδω κάποιον Λεσερτέρ. "Εχει είδοπόιηθή γιά-τήν άφιξί μας καί θά φροντίση νάρθή ά* επαφή μαζί μας...» _·


7) νΟταν οΐ δυό φίλοι κατέβηκαν στην τραπε­ ζαρία του ξενοδοχείου για νά φάνε,, βρήκαν τό ξανθό κορίτσι έγκατεστημένο σ’ ένα τραπέζι δί­ πλα στό τραπέζι, πού ήταν προορισμένο γι αυ­ τούς. «Ή γυναίκα αύτή άρχισε νά μου δίνη στά νεύρα!, είπε ό κ. Σμίθ. Ή συμπεριφορά της είναι παράξενη. Νομίζω πώς πρέπει νά γνωριστούμε περισσότερο μαζί της».

8) Σηκώθηκε, πλησίασε στό τραπέζι της καί είπε ευγενικά: «Μου έπιτρέπετε νά συστηθώ, δε­ σποινίς; Σμίθ, έμπορος άρωμάτων. Ταξιδέψαμε μέ τό ίδιο άεροπλάνο σήμερα τό πρωί, θά κά­ νατε, σέ μένα καί στόν φίλο μου, μεγάλη τιμή άν δεχόσαστε νά καθήσετε στό τροιπέζι μας.» «Ευ­ χαρίστως, άπάντησε τό κορίτσι. «Είχα άρχίσει νά πλήττω I»

9) «Είναι ή πρώτη φορά πού έρχόμαστε σ’ αύ­ τή τήν πόλι, είπε δ κ. Σμίθ καθώς έτρωγοιν. Πα­ ράξενη πόλις ή Ταγγέρη!» «Κι* έγώ πρώτη φορά έρχομαι έδώ, άπάντησε τό κορίτσι. Ευτυχώς έχω έναν - δυό συγγενείς καί δέ θά δυσκολευτώ νά άποκατασταθώ. ΤΗρθα, ξέρετε, γιά νά βρώ έργασία ώς στενογράφος. . .» "Επειτα άπό τό γεύμα; οι δυό φίλοι βγήκαν νά κάνουν έναν περίπατο.

10) Διέσχιζαν έναν στενό δρόμο τής Αραβικής συνοικίας τής πόλεως, δταν ξαφνικά ό Πιέρ άρ­ παξε τόν κ. Σμίθ άπό τόν ώμο καί τόν τράβηξε πρός τόν τοίχο ένός σπιτιού. Αύτό του έσωσε τη ζωή, γιατί τήν ίδια στιγμή ένα αύτοκίνητο πέρασε όλοταχώς δίπλα τους, χωρίς νά κορνάρη, καί χά­ θηκε στρίβοντας στήν έπόμενη γωνιά. ΤΗταν μια όλοφάνερη άπόπειρα δολοφονίας!

11)1 Οί δυό φίλοι έμειναν έκεΐ Εμβρόντητοι, μέ τήν άνάσα πιασμένη. Ό κ. Σμίθ βλαστήμησε σ,« γοινά: «Διάβολε! ηεφύγαμε άπό σίγουρο θάνα­ το! Λίγο πιό πέρα καί θ’ άφήναμε τά κόκκαλά μας σγήν Ταγγέρη! Φαίνεται πώς κάποιος δέν εί­ ναι κφθόλου ευχαριστημένος άπό τήν άφιξί μας έδώ καί θέλει νά μάς ξεκάνη! Κι* αυτός ό Λεσερτέρ 6$ φάνηκε άκόμα!»

12) Στό μεταξύ, τό ξανθό κορίτσι του άε,οοπλάνου κουβέντιαζε, μέσα σ’ ένα πολυτελές δια­ μέρισμα, μ’ έναν άντρα μέ μονόκλ καί στρατιω­ τικό παράστημα: «Ή άφιξί τους έδώ„, έλεγε ό άντρας, είναι πολύ έπικίνδυνη γιά τά σχέδι ί μας! Πρέπει νά προσπαθήσετε νά μάθετε ποιές είναι ό σκοπός της έπισκέψεώς τους στήν Ταγγέρη. Καί πρέπει νά τό μάθετε τό συντομώτερο!»


•13) Ταραγμένοι <ϊκόμα άπό τό έπεισόδιο του αυτοκινήτου, οι δυο μυστικοί πράκτορες γύρισαν στό ξενοδοχείο τους. Έκεΐ, ό θυρωρός τούς πλη­ σίασε μ* έναν ψάκελλο στό χέρι. «Κύριε Σμίθ!, είπε. Υπάρχει έδώ μιά έπιστολή για σας!» «Επι­ τέλους!, είπε ό κ. Σμίθ στόν Πιέρ δταν μπήκαν .στόν αύτόματο άνελκυστήρα. θά είναι, σίγουρα, άπό τόν Λεσερτέρ

14) Μά ή άπογοήτευσίς τους καί ή έκπληξίς τους ήταν μεγάλη, όταν μπήκαν στό διαμέρισμά τους καί άνοιξαν τόν ψάκελλο. ΤΗταν μιά κλήσις έκ μέρους του Διευθυντου τής Αστυνομίας τής Ταγγέρης. «Δέ μου άρέσει καθόλου αύτό!, είπε ό κ. Σμίθ ξύνοντας τό σαγόνι του. Τί μπορεί νά μέ θέλη ό Διευθυντής τής ^Αστυνομίας; Δέ φαν­ τάζομαι νά είναι αυτός ό Λεσερτέρ!»

»»'/ 1

13) Τό έπόμενο πρωινό,, ό κ. Σμίθ παρουσιά­ στηκε στή διεύθυνσι τής άστυνομίας καί ένας άστυψύλακας τόν ώδήγησε στό γραφείο του διευθυντου. «θα ήθελα νά μάθω, είπε ό κ. Σμίθ, τί σημαίνει αυτή ή κλήσις καί σέ τς θά μπορούσα νά σάς έξυπηρετήσω. . .» «Βεβαιότατα, άγαπητέ κ.^Σμίθ, άπάντησε ό διευθυντής σαρκαστικά, θά σας έξηγήσω άμέσως.'..»

16) Καί συνέχισε: «ξέρομε πολύ καλά δτι δέν είστε καθόλου έμπορος άρωμάτων, όπως έμοανίζεστε έδώ. Καί ξέρομε δτι δέν είστε άλλος άπό τόν περίφημο Μυστικό Πράκτορα X! Τί γυρεύε­ τε στήν πάλι μας;» Ό κ. Σμίθ άνασήκωσε τούς ώμους του. «Όμολογώ δτι δέν καταλαβαίνω τί θέλετε νά πήτε, άπάντησε. Είμαι Μνας άπλός έμ­ πορος άρωμάτων καί τίποτ’ άλλο.»

17) . «"Ισως, κ. Σμίθ, είπε ό διευθυντής τής άστυνομίας μ’ Μνα μορφασμό άμφιβολίας. "Ισως πρόκειται για συμπτώσεις. Έπιτρέψατέ μου νά έχω τις άμψιβολίες μου. Έπιτρέψατέ μου έπίσης νά σάς πω δτι δέν θά μου άρεσε καθόλου ή πρόκλησις έπεισοδίων στήν Τοίγγέρη. Είμαι άποψασισμένος νά φερθώ αυστηρά!» Ό κ. Σμίθ γύρισε σκεπτικός καί άνήσυχος στό ξενοδοχείο του.

18) «Ό άξιότιμος διευθυντής της άστυνομίας, είπε στόν Πιέρ, μου έδωσε νά καταλάβω δτι^ξέρει πολύ καλά ποιοι είμαστε καί δτι στό πρώτο, έπεισόδιο θά διατάξη τήν άπέλασί μας! Φαίνεται δτι ό άνθρωπος, πού δοκίμασε νά μάς δολοψονήση χτές μέ τό αυτοκίνητο, πληροφόρησε τήν άστι> νομία γιά τήν ταυτότητά μας, έλπίζοντας δτι θά μάς έδιωχναν άπό τήν Ταγγέρη!. . . _____ -


Ίτννιυϋ'.■■

ι υιι.ν11

19) Πριν άπό τό γεύμα, οΐ δυό μυστικοί πράκτορες'τής Γαλλίας βγήκαν να κάνουν μια βόλτα ότήν πόλι μέ τήν έλ,πίδα άτι ό Λεσερτέρ θά δοκί­ μαζε να έρθη έπιτέλους σ’ έπαφή μαζί τους. Μά δέν συνέβη τίποτα τέτοιο. Απεναντίας, διαπίστοοσαν δτι ένας άντρας, πού φαινόταν άπό μακρυά γιά άστυνομικός, τούς παρακολουθούσε βήμα πρός βήμα δπου πήγαιναν!

11

ι

• η.,

■’* 20) Γυρίζοντας στό ξενοδοχείο τους, έξ άλλου,.συνάντησαν πάλι τό όμορφο ξανθό κορίτσι τού άεροπλάνου, πού τούς κυτταξε παράξενα. «Αρ­ χίζω νά έκνευρίζωμαι, μουρμούρισε γκρινιάρικα ό Πιέρ. "Αν ό Λεσερτέρ άργήση άκόμα πολύ νά φανή, θά χάσω τήν υπομονή μου καί^θά σπάσω στό ξύλο κανέναν άπό αυτούς πού μάς παρακο-

..ΛπιιθηΓινΙ............................................ ............. ...............

21) Στό διαμέρισμά τους μιά καινούργια έκπληξις τούς περίμενε. Κάποιος είχε μπή έκει την ώρα πού έλειπαν καί είχε Ερευνήσει τις άποσκευές τους. «"Ολο πρός τό καλύτερο πάμε, βλέ­ πω! είπε ό κ. Σ<μίθ. Όμολογώ πώς έχω άρχισε ι νά χάνω κι* έγώ τήν υπομονή μου! Αυτός ό Λε­ σερτέρ δέν έννοεΐ νά <ί>ανή καί. . .» "Ενα κουδού­ νισμα στήν πόρτα τόν διέκοψε.

22) "Εναο μικρός γκρουμ του ξενοδοχείου μπτμ κε στό διαμέρισμα κΓ έδωσε ένα γράμμα στόν κ. Σμίθ. «Τό έφεραν έδώ καί δυό ώρες, κύριε, είπε, μά είχατε βγή έξω.» "Οταν ό μικρός έφυγε, ό κ. Σμίθ άνοιξε τό φάκελλο καί διάβασε: «*Α­ πόψε στις 10, στήν Κεντρική Πλατεία, θά σάς περιμένω κοντά στό κιόσκι τής όρχήστρας». Ό κ. Σμίθ ζάρωσε τά φρύδια του.

23) «Δέ θά πάμε πουθενά!, είπε στόν Πιέρ. Δυό πράγματα πρέπει νά έχουν συμβή: ή οί ά­ γνεστοι άντίπαλοί μας βρήκαν τήν ευκαιρία νά διαβάσουν τό γράμμα ή τό έστειλαν οί Ιδιοι! θά μείνουμε έδώ καί θά περιμένουμε τήν έξέλιξι των

24) *0 κ. Σμίθ άνοιξε τήν πόρτα κΓ ένας άν­ τρας μέ στολή γκρούμ μπήκε. «Είμαι ό Λεσερ­ τέρ!, τούς είπε* βιαστικά. Κλείστε τήν πόρτα! Δοκίμασα πολλές φορές νάρθώ σ’ έπαφή μαζί σας., μά δέν μπόρεσα γιατί σας παρακολουθούσαν στενά. . .» «"Οσο γι* αυτό, μουρμούρισε κωμικά ό Πιέρ, τό^ξέραμε καί μόνοι μας! Όλόκληρη ή Ταγγέρη μάς έχει πάρει άπό πίσω, κ. Λεσερτέρ!»


25) «Πρέπει νά σας συναντήσω δπωσδήποτε αΟριοΙί επε ό Λεσερτέρ. θά σας περιμένω στήν πίσω αίθουσα του καφενείου ή «Ταγγέρη». Δέν είμαι ^γκρούμ, ξέρετε. Αναγκάστηκα νά μεταμ­ φιεστώ Ιτσι γιά νά μήν προκαλέσω ύποψίες.. .» —αφνικά,. ένα κουδούνισμα άκούστηκε άπό τό μέ­ ρος της πόρτας. «Διάδολε!, μουρμούρισε ό Πιέρ. Ποιός μπορεί νά είναι τέτοια ώρα;»

ταραχό του Λεσερτέρ ήταν μεγάλη. * , . · ι νά με βρουν έδώ!, είπε γοργά. Θά καταστμαφουν όλα τ& σχέδιά μας! Κρύψτε με Λ <ι» ^ · Γ'ι I —*Π _ ___ Λ. κάπου!I Δέν πρέπει νά μέλ ^δουν!» «Περάστε στο δωμάτιό μου, είπε 6 Πιέρ. *Από ,έκεΐ Θά μπορέ­ σετε νά βγητε στό διάδρομο και νά φύγετε!» Καί ό Πιέρ ώδήγησε τόν Λεσερτέρ στό διπλανό δωμά­ τιο κι* έπειτα γύρισε γιά ν’ άνοιξη τήν πόρτα. V

I

~ .

I >

Α

> ■

_ Α

27) Ήταν πάλι τό ξανθό κορίτσι του άεροπλάνου! «Καλησπέρα σας!,, είπε χαμογελαστά στούς δυό ξυστικούς πράκτορες. Δέν μπορούσα νά κοιμηθώ κάί, βλέποντας φώς στό διαμέρισμά σας, σκέφτηκα νά σάς κάνω μιά μικρή έπίσκεψι. Μήπως σάς ένοχλώ;» «Απεναντίας, δεσποινίς!, φώναξε ό κ. Σμίθ. Ή έπίσκεψίς σας μάς είναι πολύ εύχάριστη. Περάστε μέσα!»

28) Τήν Ιδια στιγμή κάτω, στό δρόμο, ένα αύ# τοκίνητο είχε σταματήσει καί δυό άντρες κου­ βέντιαζαν. «Κάποιος είναι μέσα στό διαμέρισμά τους. "Ακόυσα τις φωνές τους μέσ’ άπό τήν πόρ­ τα. Δέν μπορεί νά μάς ξεφύγη όμως, όποιος κι* άν είναι! Τοποθέτησα έναν άντρα στό διάδρομο κι* έστειλα τό κορίτσι στό διαμέρισμά τους νά τούς κάνη τάχα μιάν έπίσκεψι. . .»

29) Ακολουθώντας τΐς' όδηγίες πού της είχαν δοθη, τό κορίτσι ζήτησε νά έπισκεφθη τό διπλανό' δωμάτιο και ό κ. Σμίθ της άνοιξε τήν πόρτα γε­ μάτος άγωνία. Είχε κατορθώσει νά άπομακρυνθη δ Λεσερτέρ; Ή θά τόν έβρισκαν μέσα στό δωμόσιο; Πέρασαν τό κατώφλι κι' ό Πιέρ άφησε έναν στεναγμό άνακουφίσεως. Τό δωμάτιο ήταν άδειο! Ό Λεσερτέρ είχε ξεφύγει!

30)1 «Πόσο όμορφη είναι ή νύχτα άπόψε!» μουρμούρισε τό κορίτσι κυττάζοντας έξω γιά νά βεδαιωθή ότι κανένας δέν ήταν κρυμμένος στή βεράντα. Τά μάτια της έψαξαν γοργά τόν κήπο του ξενοδοχείου, χωρίς νά συναντήσουν τίποτα ύ­ ποπτο, και σταμάτησαν στό αυτοκίνητο, πού ή­ ταν σταθμευμένο μπροστά στό ξενοδοχείο. «Πό­ σο όμορφη καί ρωμοιντική νύχτα!» πρόσθεσε.


31) Προχώρησε καί-τάκούμπησε στό πεζούλι τής βεράντας, φλυαρώντας εύθυμα, ένώ συγχρό­ νως σκεπτόταν: «Σίγουρα, ό έπισκέπτης τους βγήκε στό διάδρομο και έπεσε στά χέρια του άνθρώπου που έχουμε τοποθετήσει έκεϊ!...» Τήν ίδια στιγμή, ό κ. Σμίθ σκεπτόταν: «Ελπίζω να μή συνέβη τίποτα στόν Λεσερτέρ καί νά βρίσκε­ ται τώρα σέ άσφαλές μέρος. . .»

32) Μά ούτε αυτός ούτε αυτή μπορούσαν νά φανταστούν δτι ό Λεσερτέρ, διαπιστώνοντας δτι ό διάδρομος έφρουρεΐτο, είχε δοκιμάσει νά ξεφύγη άπό άλλο δρόμο, λιγώτερο άσφαλή καί πιό πρωτότυπο. Κανένας τους δέν μπορούσε νά φοινταστή δτι ό Λεσερτέρ βρισκόταν έκείνη τή στιγμή σέ άπόστασι μισού μέτρου, γαντζωμένος στό ύποστήριγμα τής ίδιας τής βεράντας.

33) Τήν άλλη μέρα, οί μυστικοί πράκτορες, γιά νά βεβαιωθούν δτι κανένας δέν θά τούς παρακο­ λουθούσε ώς τό ραντεβού τους μέ τόν Λεσερτέρ, έκαναν δέκα τουλάχιστον φορές τό γμρο τής πό« λεως, άλλάζοντας ταξί κάθε πέντε τετράγωνα. "Ετσι, όταν έφτασαν στό καφενείο, δπου τούς περί,μενε ό Λεσερτέρ, ήσαν άπολύτως «βέβαιοι δτι *' κανένας δέν τούς είχε πάρει άπό πίσω.

34) Βρήκαν τόν Λεσερτέρ στήν πίσω αίθουσα τού καφενείου. «Πρέπει νά σάς δώσω μερικές έξηγήσεις, είπε αύτός. Πρώτ’ άπ’ δλα, είμαι ό Ε­ πιθεωρητής Μαρτιάλ τής Μυστικής. Υπηρεσίας. "Εχω κατορθώσει νά μπω σέ μιά συμμορία πα­ λαιών Γερμανών κατασκόπων, πού προσπαθούν νά πουλήσουν ώρισμένα έγγραφα πού έκλεψαν στό διάστημα τού πολέμου. Ανάμεσα σ’ αυτά. . .»

35) «. . .είναι μερικά πού άφορούν τή Γαλλία καί πού έχουν μεγάλη σημασία γιά τήν πατρίδα μας! ΟΙ διαταγές πού έχω άπό τό Παρίσι είναι νά άνακτήσουμε μέ κάθε μέσο τά έγγραφα αυτά,, γιατί υπάρχει κίνδυνος νά έχουμε διεθνείς περι­ πλοκές καί Ισως πόλεμο!» «Καταλαβαίνω^ είπε ό κ. Σμίθ. Μάς έστειλαν λοιπόν γιά^νά σάς βοη­ θήσουμε νά πάρετε τά έγγραφα αυτά. ..»

36) «Ακριβώς!, άπάντησε ό Επιθεωρητής Μαρτιάλ. Είμαι άναγκασμένος νά παίρνω πολλές προφυλάξεις γιά νά μή γίνω άτντιληπτός άπό τούς Γερμ<χνούς κατασκόπους/ Στήν περίπτωσι πού θά καταλάβαιναν ποιός είμαι, δέ θά κινδύνευε μόνο ή ζωή μου, άλλά καί θά χάναμε τήν έλπίδα νά πάρουμε πίσω τά έγγραφα!. .. "Εχω δμως ένα σχέδιο. Ακούστε με προσεκτικά. . .»________


37) Αργότερα τήν ίδια μέρα, σ’ ένα γιώτ πο­ λυτελείας, οΐ κατάσκοποι συζητούν τήν κατάστασι. Ό άρχηγός τους, ένας φαλακρός άντρας μέ μονόκλ, έξηγεΐ: «Τά πράγματα πηγαίνουν ·καλά. “Εχουμε κιόλας προσφορές άπό ώρισμένες κυβερ­ νήσεις. Δυστυχώς όμως έκείνος ό Σμίθ μέ τον σύντροφό του έχουν άρχίσει νά γίνωνται ένοχλητικοί και έπικίνδυνοι·. . .»

38) Καί συνέχισε: «Δοκιμάσαμε νά τούς έξοντώσουμε, μά κατάφεροτν νά γλυτώσουν! Δοκιμά­ σαμε νά κάνουμε τήν άστυνομία νά τούς άπελάση, μά καί πάλι δέν κατορθώσαμε τίποτα! Κάτι πρέ­ πει νά γίνη σχετικά μ αύτούς καί νά γίνη ένκαίρως. πριν μάς χαλάσουν τή δουλειά!» «Τί θά λέ­ γατε, 6ν βάζαμε μιά ιβόμβα στό διαμέρισμά -ους;» είπε τό -κορίτσι μισοσοβαρά, μισοαστεΐα.

39) Καθώς έπέστρεφαν στήν πόλι μ’ ένα αύτοκίνητο, ένας άπό τούς κατασκόπους, πού δέν ή­ ταν άλλος άπό τόν Επιθεωρητή Μαρτιάλ, είπε στόν άρχηγό: «Πιστεύω ότι ό Σμίθ προσπαθεί α­ πλώς νάρθή σ’ έπαφή μαζί μας γιά ν’ άγοράση τά έγγραφα πού άφορουν τή Γαλλία, κΓ όχι γιά νά τά πάρη διά τής βίας.» «Αξίζει νά δοκιμάσουμε,. | είπε ό άρχηγός. Πρέπει όμως νά βεβαιωθούμε.*

40) Σύμφωνα μέ τις διαταγές του άρχηγοΰ των κατασκόπων, ό Επιθεωρητής Μαρτιάλ, συνοδευόμενος άπό τό ξανθό κορίτσι, μπήκε στό διαμέρισμα του Σμίθ καί του Πιέρ γιά νά κάνη έρευνα καί νά βεβαιωθή, δήθεν, γιά τις διαθέ­ σεις τών δυο Γάλλων πρακτόρων. Στήν πραγμα­ τικότητα όμως, ή έπίσκεψις αύτή άποτ^λοΟσε ένα I υέρος του σχεδίου τού Μαρτιάλ.

41) “Εψαξαν τά δυό δωμάτια μέ έπιμονή -καί ύπομονή, χωρίς νά άνακαλύψουν — φυσικά — τί­ ποτα άξιο λόγου, γιατί ό Σμίθ είχε προειδοποιηθή άπό τόν Επιθεωρητή Μαρτιάλ. «Δέ βλέπω τί­ ποτα ένδιαφέρον, είπε ό Μαρτιάλ. Νομίζω ότι ή έπίσκεψις ,μας πήγε χαμένη. Ελπίζω ότι. . .» Ε­ κείνη τή στιγμή, τό τηλέφωνο κουδούνισε παρατεταμένα. ..

42), ΤΗταν ό κ. Σμίθ πού, σύμωφνα μέ τό σχέ­ διο τού Μαρτιάλ, είπε στό τηλέφωνο: «Σμίθ έκεϊ; Έδώ ό Γάλλος Πρόξενος. “Εχετε νεώτερα σχετικά μέ τά έγγραφα έκεΐνα; Πρέπει νά τά άγοράσετε μέ -κάθε θυσία!» «Μάλιστα, μάλιστα, κ. Πρόξενε!» είπε ό Μαρτιάλ καί άκούμπησε τό άκουστικό. Ή ξανθή κατάσκοπος είχε παρακο­ λουθήσει τή συνομιλία μέ ένα άλλο άκουστικό.

| [ |

;


43) «Π λέτε, λοιπόν; είπε ό Μαρτιάλ. Δέν εΐχα δίκηο δταν ύποστήριζα βτι οΐ δυό Γάλλοι ήρθαν έδώ όχι γιά νά δημιουργήσουν ιστορίες, αλλά γιά νά άγοράσουν τά έγγραφα:; Ό ίδιος δ Γάλ­ λος Πρόξενος τηλεφώνησε γιά νά μάθη πώς,πάει -ή δπόθεσις .Είπε μάλιστα δτι πρέπει νά άγορά• 'σουν τά έγγραφα μέ κάθε θυσία! Πρέπει νά ειδοποιήσουμε άμέσως τόν άρχηγό.»

44) "Αργά τό βράδυ - τής Ιδιας μέρας, δ κ. Σμίθ, άνοίγοντας τή βαλίτσα του, βρήκε ένα ση­ μείωμα: «Ή παγίδα έπιασε. Μέ έπιφόρτισαν νάρ­ θώ σ\ έπαφή μαζί σας καί νά άκοόσω τΙς προτά­ σεις σας. Λεσερτέρ.» Τό πρόσωπο του κ. Σμίθ ήταν φωτισμένο .άπό χαρά δταν γύρισε στόν Πιέρ. «Μοϋ φαίνεται, είπε, δτι πολύ σύντομα τά έγγραφα θά βρίσκωνται στά χέρια μας!»

45) Τό έπόμενο πρώϊνό,, στήν άμμουδιά της Γαγγέρης, δπου έκανε μπάνιο, δ κ. 2ϊμίθ είδε νά πλησιάζη καί νά κάθεται δίπλα του δ Επιθεω­ ρητής Μαρτιάλ. «Μου άνέθεσαν νάρθώ σ’ έπαφή μαζί σας, είπε. Πρέπει νά τό έκμεταλλευθοΰμε αυτό γιά νά μάθουμε που είναΐ' κρυμμένα τά σχέ­ δια. θά δώσω μιά δήθεν άπάντησι στδν άρχικατάσκοπο γιά νά δω τί θά πή.»

46)’ Αργότερα, δ "Επιθεωρητής Μαρτιάλ συ­ ναντούσε τόν άρχηγό τών κατασκόπων. «Ό Σμίθ είναι σύμφωνος νά άγοράση, του εΐπε, καί φαίνε­ ται διατεθειμένος νά πληρώση άκριβά. θέλει δμως νά δή τά έγγραφα,, πρίν κάνη μιά συγκεκρι­ μένη προσφορά.» «Πολύ καλά, είπε δ άλλος, θά φροντίσω γι.* αύτό τό ζήτημα καί θά κανονίσουμε έπειτα ένα ραντεβού μαζί τους.»

47) Ό Επιθεωρητής Μαρτιάλ έσπευσε νά συναντήση τόν κ. Σμίθ καί νά του δώση μιά φωτο­ γραφία του άρχικατασκόπου. «Νά ό άνθρωπός μας, είπε, θά βγή σήμερα τό άπόγεμσ άπό τό ξενοδοχείο «Σπεσιάλ» γιά νά πάη στό μέρος, δπου είναι κρυμμένα τά έγγραφα. Πρέπει δμως. νά τόν παρακολουθήσετε μέ προσοχή, γιατί είναι πονηρός σάν άλεπου!» * __

48)' Μά ό ·κ. Σμίθ ήταν άσσος στις μεταμφιέ­ σεις. Μ’ ένα σπόρ κοστούμι, ένα ζευγάρι γυαλιά καί μιά περούκα, έγινε άλλος άνθρωπος. «"Αν σέ συναντούσα έξω, δέ θά σέ άναγνώριζα!, είπε μέ θαυμασμό δ Πιέρ δταν τόν είδε. Μοιάζεις μέ νεόπλουτο Αμερικανό!» Ό κ. Σμίθ έβαλε τά γέλια καί πήγε νά στήση καρτέρι μπροστά στό ξενοδοχείο «Σπεσιάλ».


49) τΗταν προχωρημένο τό άπόγεμα, δταν ό κ. ΣμΙΘ είδε τόν άρχικατάσκοπο να βγαίνη άπό τό ξενοδοχείο καί νά (Απομακρύνεται μέ τά πόδια. Τόν πήρε άπό πίσω. Ό άρχικατάσκοπος, χωρίς νό( χρησιμοποίηση ταξί ή άλλο αότοκίνητο. διέσχι­ σε τήν πόλι καί βγήκε στήν έξοχή. «Μου φαίνε­ ται πώς θά άπακτήσω κάλους πριν τελειώση αυ­ τή ή Ιστορία!» σκέφτηκε ό κ. Σμίθ.

5,1) Κρυμμένος πίσω άπό τά πυκνά στάχυα, πού φύτρωνοιν μπροστά στήν έπαυλι, ό Μυστικός Πράκτωρ X είδε τόν άρχικατάσκοπο νά στρίβη δεξιά, νά πλησιάζη στήν έπαυλι, ν* άνοίγη μ* ένα κλειδί τήν αυλόπορτα καί νά μπαίνη στό σπίτι. «Φαίνεται πώς έδώ είναι ή κρύπτη των έγγράψων!., μουρμούρισε. "Ας πλησιάσουμε μέ προσο­ χή νιά νά βεβαιωθούμε.»

53) Αποφασισμένος νά λύση τό μυστήριο αυ­ τό, ό κ. Σμίθ σκαρφάλωσε έπιδέξια στά κάγκελα τού κήπου καί πήδησε^ μέσα. Ανέβηκε τά σκα­ λοπάτια τής είσόδου κΓ έσπρωξε τήν πόρτα. Τ Η­ ταν ξεκλείδωτη καί υποχώρησε άμέσως. Περπα­ τώντας σΐήν άκρη τών ποδιών του, ό Μυστικός Ποάκτωρ X μπήκε μέσα σ' ένα μισοσκότεινο χώλ.

50) Ό ένας μπροστά κι* ό άλλος ξοπίσω, ό Γερμανός κΓ ό Γάλλος, άκολούθησαν έναν (Ανώ­ μαλο έξοχιΛό δρόμο καί πλησίασαν σ’ ένα μικρό σύδεντρο,, δπου διακρινόταν «μια μικρή έπαυλις. «Έδώ πρέπει νά σταματήσω, σκέφτηκε ό'μυστι­ κός πράκτωρ. Ό δρόμος είναι (Ακάλυπτος και θά άντιληφθη άμέσως τήν παρουσία μου.» Ό Γερμανός προχώρησε (Ανύποπτος...

52) Προχώρησε σκυφτός (Ανάμεσα στά στάχυα, έτσι ώστε νά μή γίνη (Αντιληπτός άπό τήν έπαυλι καί πλησίασε στό σπίτι μέ χίλιες προφυλάξεις. Εξωτερικά, ή έπαυλις, είχε τήν δψι ^έγκαταλε) λειμμένσυ σπιτιού. Τά φυτά τού μικρού κήπου ήσαν άπεριποίητα καί χορτάρι φύτρωνε άνάμεσα στις πλάκες των δεντροστοιχιών. ΤΗταν άραγε έκεΐ ή κρύπτη τών κατασκόπων; ' .

54) Τό σπίτι φαινόταν έντελώς άκατσίκητο. Κα­ νένας ήχος δέν έφτανε ώς τ’ αύτιά τού κ. Σμίθ καί πυκνή σκόνη σκέπαζε τό πάτωμα. Διέσχισε έναν μακρύ διάδρομο, άνοίγοντας καί κλείνοντας τις πόρτες καί κυττάζοντας μέσα σέ δωμάτια. «Πού διάβολο πήγε ό άρχικατάσκοπος; σκέφτη­ κε μέ άπορία. Είμαι βέβαιος δτι μπήκε μέσα σ’ σύτό τό σπίτι!» ., -


55) Ανοιξε μέ προφυλάξεις χήν πόρτα του τε­ λευταίου δωματίου, μέ τήν έλπίδα δτι θά έβρισκε έκεϊ μέσα τόν Γερμανό κατάσκοπο μέ τά έγγρα­ φα^ καί θα του τά έπαιρνε αίψνιδιάζοντάς τον, μά καί τό δωμάτιο έκεινο ήταν άδειο καί, μολονότι έπιπλωμένο, φαινότοκν τόσο άκατο^κητο δσο καί τό ύπόλοιπο σπίτι. "Αφησε έναν στεναγμό άπογοητεύσεως.

^ 56) Ξαφνικά τό βλέμμα του σταμάτησε έπάνω σ’ ένα σημείο του πατώματος καί έσκυψε γοργά. 7Ηταν ένα είδος -καταπακτής, πού βρισκόταν στο τέρμα του διαδρόμου. «Έδώ, λοιπόν, κατέβηκε ό φίλος μου!, μουρμούρισε, θά...» Βήματα που άνέβαιναν μιά σκάλα άκούστηκαν άπό κάτω. Κά­ ποιος άνέβαινε! Καί ό -κ. Σμίθ δέν προλάβαινε νά άπομακρυνθή !

57) Μέ μιάν ένστικτώδη κίνησι, τραβήχτηκε άπό τήν καταπακτή καί κόλλησε στον τοίχο, στό βάθος τού διαδρόμου, Τήν έπόμενη στιγμή, ή κα­ ταπακτή άνοιξε καί τό κεφάλι ένός ρωμαλέου άντρα πρόβαλε, στραμμένο πρός τήν έξοδο του διαδρόμου. «Δέν είναι κανένας !, μουρμούρισε. "Ολα είναι ήσυχα μέσα στό σπίτι. ’Ήταν, φαίνε­ ται, τής φ<χντασίας μου!»

58) Τό κεφάλι ξάναχάθηκε κι’ ή ικάταπακτή ,ξανάκλεισε. Ό Μυστικός Πράκτωρ X άφησε νά περάσουν ένα - δυο λεπτά καί άνοιξε τήν κατα­ πακτή μέ προφυλάξεις. Κάτέβηκε άθόρυβα μιά σκοτεινή σκάλα καί βρέθη-κε μέσα σ’ ένα μισο­ σκότεινο ύπόγειο,. γεμάτο βαρέλια, κασόνια -καί άχρηστα παλιά έπιπλα. Μιά όσμή μούχλας βα* σίλευε έκεΐ.

59) Ό κ. Σμίθ έμεινε άκίνητος μέ τό αυτί στη­ μένο. "Ενας άπροσδιήριστός ήχος φωνών έφτανε ώς οτύτόν. Κύττοοξε γύρω. Τό ύπόγειο ήταν έρη­ μο καί καμμιά πόρτα ή παράθυρο δέν διακρινόταν πουθενά. «Πέφτω άπό μυστήριο σέ μυστή­ ριο!, σκέφτηκε. Σίγουρα, ύπάρχει κΓ άλλο μυ­ στικό πέρασμα. Που δμως; ΛΑς έξετάσουμε άπό πιό -κοντά έκείνη τήν ντουλάπα»/

60) ’Άνοιξε τήν ντουλάπα καί άναψε ένα σπίρ­ το. Δέν είδε παρά τό έσωτερικό μιάς^ άδειας κοι­ νής ντουλάπας, πού δέν είχε τίποτα ιδιαίτερο. . . Τίποτα, έκτος άπό ένα καρφί χωμένο σ’ ένα κά­ πως άντικανονικό σημείο. Τό τράβηξε έλαφρά... καί τό βάθος τής ντουλάπας άρχισε νά άνοίγη σάν πόρτα! Μέ μάτια πού έλαμπαν, ό κ. Σμίθ κύτταξε άπό τή χαραμάδα.


61) Είδε μια παράξενη σκηνή καί άκουσε ένδιαφέροντα λόγια. Ό άρχικατάσκοπος, μέ μερι­ κά έγγραφα στό χέρι, μιλούσε σ’ έναν ψηλόλιγνο άντρα: «(θέλω να μου φωτογράφησης αυτά τα έγγραφα, θά περιμένω να πάρω τις φωτογρα­ φίες. Δεν τολμώ νά πάρω μαζί μου τά ίδια τα έγγραφα, γιατί δέν ξέρω τί παιχνίδι παίζουν αύτοί οί Γάλλοι!» «Εντάξει, Αρχηγέ!»

62) Γιά Αρκετή ώρα; ό φωτογράφος Ασχολή­ θηκε μέ τή φωτογράφησι των έγγράφων καί τήν έμψάνισι των πλακών. "Οταν τελείωσε, παρέδω­ σε τίς φωτογραφίες στόν Αρχηγό του καί ρώτη­ σε: «Τί θά κάνουμε τά πρωτότυπα;» «Δόσε τά μου, Απάντησε ό άρχικατάσκοπος, θά τά βάλω πάλι στό χρηματοκιβώτιο.» Καί. βγαίνοντας πρόσθεσε: ___ '___________

63) «Γιά περισσότερη Ασφάλεια, θά σου στείλω Απόψε δυό άντρες για νά φρουρήσουν τό σπίτι, θά φτάσουν έδώ στις δέκα τή νύχτα. Βάλε τό κουδούνι άσφαλείας στήν έξώπορτα για νά τούς ώκούσης δταν θά μπουν στό σπίτι. . .» Στό μετα­ ξύ, ό Μυστικός Πράκτωρ X είχε άνεβή γοργά τή /σκάλα γιά νά μήν τον δή στό ύπόγειο ό άρχιχατάσκοπος.

χοντας τό διάδρομο, βγήκε έξω καί Απομακρύν­ θηκε δσο πιό γρήγορα μπορούσε. Μιά δυνατή χαρά έκανε τό στήθος του νά Ανεβοκατεβαί/νη ζωηρά. Είχε μάθει πού βρίσκονταν τά έγγραφα, πού ή πατρίδα του τόν είχε διατάξει νά πάρη πί­ σω Από τούς Γερμανούς κατασκόπους! Τό τέλος καί ή έπιτυχία τής Αποστολής του πλησίαζε.

65) Γύρισε στό ξενοδοχείο του καί Ανέβηκε στό διαμέρισμά του, χωρίς αύτή τή φορά νά συναντήση τήν ξανθή κατάσκοπο. Ό Πιέρ τον περίμενε γεμάτος Αγωνία. «Εντάξει!» του είπε ό Μυστι­ κός Πράκτωρ X. “Ολα πήγαν καλά. Πρέπει ό­ μως νά βρούμε Επειγόντως τον Επιθεωρητή ΜαρΙίιάλ! Τόν χρειαζόμαστε!» «ιθά προσπαθήσω νά τόν βρω!» είπε ό Πιέρ κΓ έφυγε.

66) Αίγα λεπτά μετά τήν Αναχώρησι τού Πιέρ, *ό κουδούνι τής πόρτας Αντήχησε καί ένας γκρουμ έφερε στόν κ. Σμίθ μιά έπιστολή. Ό Μυ­ στικός Πράκτωρ άνοιξε τόν φάκελλο καί διάβα­ σε: «Γνωρίζομε τό ένδιαφέρον σας γιά μερικά ■'ίγγραφα πού κροιτοΰμε. Νομίζομε δτι μιά νέα συζήτησις είναι Απαραίτητη. Νά είστε στήν προ­ κυμαία Απόψε στίς όκτώ Ακριβώς.»


67) Ό Ενθουσιασμός του Μυστικού Πράκτορος X ήταν μεγάλος. Τό ψάρι είχε τσιμπήσει γερά! Λίγες ώρες ά-κόμα καί τά Εγγραφα θά βρίσκον­ ταν στά χέρια του! "Επρεπε όμως πρώτα να βρή ό Πιέρ τόν Επιθεωρητή Μαρτιάλ. . . Στό μετα­ ξύ, οι Γερμανοί κατάσκοποι, μέ τόν Μαρτιάλ άνάμεσά τους, κουβέντιαζαν τρίβοντας τά χέρια τους άπό χαρά.

68) «"Ολα πάνε καλά!, Ελεγε ό άρχικοττάσκοπος. "Εχω τις φωτογραφίες των Εγγράφων έπάνω μου. Είναι άρκετά καθαρές ώστε νά πείσουν τούς Γάλλους πράκτορες γιά τή γνησιότητα των προ* τοτύπων. Απόψε, άγαπητοί μου, θά τελειώσουμε μιά δουλειά, πού θά μοίς έπιτρέψη νά ζήσουμε άνετα γιά πολλά χρόνια! "Εχω πάρει όλες τις άπαραίτητες προφυλάξεις γιά τήν Επιτυχία!»

69) Τό ίδιο βράδυ„ στις όκτώ, ό κ. Σμίθ κι* ό Πιέρ βρίσκονταν στην προκυμαία, περιμένοντας τούς κατασκόπους. «Δέν μπόρεσα νά βρω που­ θενά τόν Επιθεωρητή Μαρτιάλ!» γρύλλισε ό Πιέρ. «Αυτό μπορεί νά βάλη σέ -κίνδυνο τήν Επι­ τυχία τού σχεδίου μας!, μουρμούρισε ό κ. Σμίθ. Ό Μαρτιάλ μάς χρειάζεται γιά νά μπορέσουμε νά εισχωρήσουμε στήν επαυλι. . .»

70) "Ενα λεπτό άργότερα, Ενα αυτοκίνητο φρενάριζε δίπλα στούς δυό Γάλλους μυστικούς πράκτορες. "Ενας άντρας, καθισμένος δίπλα στόν σωφέρ, Εβγαλε άπό τό παράθυρο τό κεφάλι του Καί είπε: «Ό κ. Σμίθ; Μας άνέθεσαν νά σάς όδηγήσουμε στόν άρχηγό μας!» Οί δυό φίλοι μπήκαν στό αυτοκίνητο, πού ξεκίνησε άμέσως καί άρχισε νά κάνη τόν γύρο τού λιμανιού.

71) Τό αυτοκίνητο σταμάτησε σ’ Ενα Ερημο ση­ μείο τού λιμανιού, δπου μιά βενζινάκατος τούς περίμενε. «"Εχετε τήν καλωσύνη νά μπητε στή βενζινάκοιτο; εΐπε ό άνθρωπος, που τούς είχε προσκαλέσει νά μπούν στό αυτοκίνητο.^ θά σας ύδηγήση σ’ Εκείνο τό γιώτ.» «Πάντα μού άρεσαν οί περίπατοι στή θάλασσα μέ τό φεγγάρι!» Εκάγχασε ό κ. Σμίθ.__________________________

72) Ή βενζινάκατος Εσκισε γοργά τά νερά και πλεύρισε Ενα μεγάλο άτμοκίνητο γιωτ πολυτε­ λείας. Οί δυό μυστικοί πράκτορες άνέβηκαν Επά­ νω καί Ενας καμαρότος τούς ώδήγησε κάτω, σέ μιά κομψή μικρή αίθουσα, όπου τούς παρακάλεσε νά περιμένουν λίγο, .ταναγύρισε Επειτα άπό Ενα λεπτό καί εΐπε: «Περάστε άπό δω, κύριοι. . . Σας περιμένουν!»


1

73) Αίγες στιγμές άργότερα, ό κ. Σμίθ καθι­ σμένος στο σαλόνι του γιώτ, μέ.τόν Πιέρ δίπλα του καί τόν άρχικατάσκοπο, τόν Μάρτιαλ καί τήν ξανθή κατάσκοπο άπέναντί του, έλεγε: «Είμαστε έντεταλμένοι νά άγο ράσου με ώρισμένα έγγραφα. Πρέπει όμως νά τελειώσουμε γρήγορα, γιατί εί­ μαστε πολύ βιαστικοί.» «Σύμφωνοι, είπε ό άρχικατάσκοπος. Κϊ' έμεΐς βιαζόμαστε.»

74) Ό Μυστικός Πράκτωρ X έξήτασε μέ προ­ σοχή τις φωτογραφίες των έγγράφων καί κούνηΓ σε τό κεφάλι του μέ ίκανοποίησι. «Πολύ κοιλά, είπε. Τά έγγραφα είναι αύτά πού ζητούμε, θά ήθελα όμως νά μάς τά παραδόσςτε τό άργότερο άπόψε τά μεσάνυχτα, θά πληρώσουμε έπί τόπου τό ποσό πού θά συμφωνήσουμε. . .» «θά τά έχε­ τε τά μεσάνυχτα», άπάντησε ό άρχικατάσκοπος.

με νά βρούμε τά χρήματα. "Αν μάς δόσετε έναν άπό τούς άνθρώπους σας για νά μοίς συνοδεύση, θά μπορέσουμε έν συνεχείςχ νά πάμε στο μέρος όπου θά μάς παραδόσετε τα έγγραφα, χωρίς νά χάσουμε καιρό, πού γιά μάς είναι πολύτιμος » «θά τούς συνοδεύσης έσύ». είπε ό άρχηγός στόν Μαρτιάλ.

76) Λίγα λεπτά άργότερα, ό κ. Σμίθ, ό Επι­ θεωρητής Μαρτιάλ κι* ό Πιέρ άπομακρύνονταν άπό τήν προκυμαία μ’ ένα αύτοκίνητο. «Οϋφ!, έκανε ό Μυστικός Πράκτωρ X. Φοβήθηκα μήπως μάς έλεγε νά περιμένουμε γιά τά έγγραφα έπάνω στο γιώτ!» «Φλέγομαι άπό άνυπομονησία νά μάθω νεώτερος είπε ό Επιθεωρητής Μαρτιάλ. Πώς πήγε ή' παρακολούθησις;»

77) «Περίφημα!, άπάντησε ό κ.- Σμίθ. :=.έρω πού είναι τά έγγραφα, μά χρειαζόμαστε τή βοηθεά σας γιά νά μπούμε στήν έπαυλι.» Καί τούς διηγήθηικε δσα είχε δή καί άκούσει μέσα στήν έπαυλι. «Πρέπει νά βιαστούμε, λοιπόν, είπε ό Πιέρ, άν θέλουμε νά φτάσουμε έκεΐ πριν άπό τις δέκα! Διαφορετικά, θάχουμε νά αντιμετωπίσουμε δυό άκόμα φρουρούς!» ] ■ ■ ■■ ■■ ■ —

78) Ο Επιθεωρητής Μαρτιάλ άνέπτυξε ταχύ­ τητα καί, ένα τέταρτο άργότερα, _οί τρεις Γάλ­ λοι διέκριναν άπό μακρυά, στο φως τού φεγγα­ ριού, τήν έπαυλι - κρησφύγετο. «Αυτό είναι τό σπί­ τι ! Δέ μένει κανένας στο Ισόγειο γιά νά μας δή. Πρέπει δμως νά κρύψουμε καλά τό αυτοκίνητό γιά νά μήν τό δούν οί θυό φρουροί, πού θά στείλη ό άρχηγός των κατασκόπων.»


79) "Εκαναν τό γΰρο του σπιτιού και σταμά­ τησαν τό αυτοκίνητο σ’ Εναν πλάγιο δρομάκο. «Έδώ δέ φαίνεται άπό τό δρόμο,., είπε δ κ. Σμίθ. "Ως τώρα ή τύχη είναι μέ τό μέρος μας.^ 'Άς έλπίσουμε οτι θά Εξακολούθηση νά μάς εύνοή. . .» "Αφησαν τό αυτοκίνητο και προχώρησαν πρός τό σπίτι, φροντίζοντας νά άκολουθουν τούς ίσκιους πού Ερριχνε τό φεγγάρι.

80) Σταμάτησαν στή βεράντα κι* Εκαναν έκεϊ Ενα σύντομο πολεμικό συμβούλιο. «Ό Μαρτιάλ κι* έγώ, είπε 6 Μυστικός Πράκτωρ X, θά μπούμε στήν Επαυλι. Έσύ, Πιέρ, θά μείνης κρυμμένος στον κήπο. Περιμένουν δυό φρουρούς. ’Άν λοιπόν δουν τρεις, μπορεί νά ύποψιαστουν κάτι και νά καταστρέψουμε Ετσι κάθε έλπίδα νά πάρουμε τά Εγγραφα!»

81) Ό Μυστικός Πράκτωρ X κι* ό Επιθεωρη­ τής Μαρτιάλ Εσπρωξαν τήν πόρτα, πού ήτοιν κι* αυτή τή φορά ξεκλείδωτη, και μπήκαν μέσα στήν Επαυλι. «Σίγουρα, είπε ό Μαρτιάλ,. θά ύπάρχη κάποιο μυστικό κουδούνι, πού ειδοποιεί τούς κατασκόπους πού βρίσκονται στό ύπόγειο. Αύτό δι­ ευκολύνει _τή δουλειά μας, γιατί θάρθουν μόνοι ■τους νά μάς ανοίξουν τόν δρόμο».

82)| Προχώρησαν μέσα στό διάδρομο, ^Η$ιμά· τησαν μπροστά στήν καταπακτή, πού βρισκόταν στό χέρμα του, καί περίμεναν.. Βήματα άκούστηκαν στή σκάλα, κάτω άπό τήν καταπακτή, καί μιά φωνή είπε: «Ποιός είναι;» «Μάς Εστειλε ό άρχηγός όπως σου είχε πή, άπάνπησε ό Μαρτιάλ, γιά νά φρουρήσουμε τό σπίτι, θά μείνουμε έδω ή θά κατεβούμε κάτω;»

83) "Η φωνή άπάντησε γκρινιάρικα: «θά μεί­ νετε έπάνω καί θά ξεκάνετε δποιον δοκιμάση νά μπή στό σπίτι. "Αν Εχετε τήν Επιθυμία νά κατεβήτε, θά κατεβητε μόνο όταν Ερθη: ό άρχηγός. "Οχι νωρίτερα! Εν τάξει;» Καί τά βήματα άρχι­ σαν νά κοαεβαίνουν πάλι τή σκάλα, ώσπου Επαψαν νά άκούγωνται. "Επειτα άκούστηκε Ενας κρό­ τος αλυσίδας.

84) Οί δυό Γάλλοι πράκτορες άλληλοκυττάχτη* καν μέ στενοχώρια καί άμηχανία. «Είναι πολύ καιχύποπτος ό φίλος, είπε ό Επιθεωρητής Μαρ­ τιάλ, καί φαίνεται δτι Εβαλε πίσω άπό τή μυστική πόρτα του κρησφυγέτου μιά άντιδιαρρηκτική άλυσίδα γιά νά έμποδίση μιά αιφνιδιαστική είσο­ δο!» «Πρέπει δμως νά βρούμε μιά λύσι πρίν φτά­ σουν οί άλλοι» είπε ό κ. Σμίθ.


Στό μεταξύ, ό Πιέρ, ό σύντροφος τού Μυ­ στικού ’Πράκτορος X, περιπλανιόταν μέσα στον κήπο, γύρω άπό τό σπίτι, έξετάζοντας τά πάντα μέ τήν περιέργεια καί τή σχολαστικότητα πού τον χαρακτήριζε, ένώ συγχρόνως μέ τήν άκρη τού ματιού του παρακολουθούσε τον σκοτεινό δρόμο μπροστά στό σπίτι. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα πηγάδι. . .

87) Τό βάθος τού πηγαδιού δέν ήταν παρά ένα μεγάλο τζάκι, μαύρο άπό σκοτάδι καί κα­ πνιά. Ό Πιέρ, κρατώντας την άνάσα του και φροντίζοντας νά μήν κάνη τόν παραμικρό θόρυβο βγήκε άπό τό τζάκι καί άμέσως κρύφτηκε πίσω άπό ένα κιβώτιο. Βρισκόταν μέσα στό... κρησφύ­ γετο των κατασκόπων. "Ενας άντρας στεκόταν στην άλλη άκρη τού υπογείου.

89) Επάνω, μέσα στό διάδρομο, ό Μυστικός Πράκτωρ X κιΓ ό Επιθεωρητής Μαρτιάλ βρίσκον­ ταν σέ_άμηχανία, μήν ξέροντας τί έπρεπε νά κά­ νουν. Ξαφνικά βήματα άκούστηκαν πάλι στή σκά­ λα. 4*0 φίλος μας ξανάρχεται τ, ιίπε ό Μαρτιάλ μέ μάτια πού έλαμπαν άπό έλπί'δα. "Αν άνοιξη τήν καταπακτή, θά ριχτούμε έπάνω του καί θά τον πιάσουμε! »

86) «"&!, μουρμούρισε. Είναι κάπως παράξε­ νο τό πηγάδι αύτό. Δέ βλέπω νερό στό βάθος του καί δέν έχει κουβά! ’Ώ! Στό τείχωμά του υπάρ­ χει μιά σειρά άπό σιδερένια σκαλοπάτια! Μή« πως. . .». Παίρνοντοος ξαφνικά μιάν άπόφασι, δια­ σκέλισε τό χείλος τού πηγαδιού καί άρχισε νά κατεβαίνη στά βάθη του, μέ τό αύτί στημένο. . .

88) "Ενας άλλος δούλευε, σκυμμένος έπάνω σ’ ένα τραπέζι, πού θύμιζε χημικό έργαστήριο. Ό Πιέρ κύτταξε τό ρολόι του. Ή ώρα ήταν δέκα παρά δέκα! Δέκα μόνο λεπτά άκόμα! "Επρεπε νά κινηθή γοργά! Τράβηξε ένα μικρό κλόμπ άπό τήν τσέπη του, τινάχτηκε όρθιος καί ώρμησε σάν σίφουνας. Μέσα σέ δυό στιγμές, οι δυό άντρες έπεφταν λιπόθυμοι!

90) Καϊ οι δυό πράκτορες πήραν θέσεις άπό τή μιά κιΓ άπό τήν άλλη μεριά τής καταπακτής, συσπειρωμένοι σάν πάνθηρες ιέτοιμοι νά όρμήσουν έπάνω στή λεία τους. Ή έκπληξί τους (καί ή χα­ ρά τους) ήτοεν άπερίγραπτη, όταν άντίκρυσαν τό πρόσωπο τού Πιέρ καί τόν άκουσ<χν νά λέη: «Πε­ ράστε παιδιά! *0 δρόμος είναι έλεύθερος !. . .»


91) Κατέβηκαν γοργά τή σκάλα καί μπή καν στό υπόγειο, δπου οΐ δυό καιτάσκοποι κοιμάνταν μακάρια, ξαπλωμένοι στό πάτωμα. Μέσα σε λίγα λεπτά ό Μυστικός Πράκτωρ X είχε άνοίξει τό χρη­ ματοκιβώτιο των Γερμανών, μέ τή βοήθε-α είδικών μικροσκοπικών έργαλείων, καί τό είχε άδειάσει άπό τά έγγραφα πού περιείχε.

93)1 Μπήκαν στό αυτοκίνητο καί ξεκίνησαν άμέσως μέ τόν Επιθεωρητή Μαρτιάλ στό βολάν «"Εχω δλα τά άπαραίτητα χαρτιά γιά νά περά σουμε τά σύνορα, είπε ό τελευταίος, θά είμαστε έκεί σέ δυό ώρες τό πολύ!» Ό Πιέρ έκάγχασε άπό τό πίσω κάθισμα. «Λυπούμαι πολύ, είπε, πού δέν θά δω τή φάτσα του άρχικατασκόπου δταν δή τί κόλπο του σκάσαμε!»

92) Δέν άνέβηκαν άπό τήν καταπακτή. Προ­ τίμησαν νά φύγουν άπό τό πηγάδι, για νά μήν τυχόν συναντήσουν τούς άνθρώπους τού-Γερμα­ νού άρχι κατασκόπου. «Δέν θά μπορούσα ποτέ νά φα\ ταστώ δτι τά πράγμοαα θά έξελίσσονταν τόσο ευνοϊκά γιά μάς!, είπε ό κ. Σμίθ. Καί τώρα άς τρέξουμε στό αυτοκίνητό μας, πριν φανουν οί άλ­ λοι!» ________________________________

94), Καθώς τό αυτοκίνητο άπομακρυνόταν άπό Τήν επαυλι των κατασκόπων, ό Πιέρ είδε άπό τά πίσω παράθυρο τά δυνατά φώτα τών προβολέων ένος αυτοκινήτου». «Τελειώσαμε άπάνω στήν ώ> „

λ

μας ΓεΡμ«νοΠ Αντίο,

παιδιά! Ποτέ δέ θα ξεχάσω πόσο εύκολα τελείω­ σε αυτή ή περιπέτεια! Δέν άνοιξε ούτε..,μύτηι!»

Στό έπόμενο τεύχος του, πού θά κυκλοφορήση τήν έρχόμενη Παρασκευή, τό .«ΤΟΞΟ» δημοσιεύει τό πιό καταπληκτικό κουρσάρικο άνάγνωσμα :

Ο

ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ

Ό πιό τολμηρός κουρσάρος τών αιώνων στήν πιό τολμηρή περιπέτειά του! 95) Δυό /ώρες άργότερα, οΐ τρεις Γάλλοι πρά­ κτορες περνούσαν τά σύνορα κι* έμπαιναν στό Γοόλλικό Μαρόκο, εύτυχισμένοι γιατί είχαν κάνει τό καθήκον τους πρόο τήν πατρίδα τους καί εί­ χαν κατορθώσει νά πάρουν άπό τούς Γερμοινούς έγγραφα πού θά μπορούσαν νά βάλουν σέ σοβαρό κίνδυνο τή Γαλλία· ·.

Ολόκληρο στό έρχόμενο!


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΑΦΟΥΡ

Σηκώθηκε Αμέσως κι άπλωσε τό χέρι του στον Έμπενέζερ: — Χαίρω πολύ πού σάς βλέπω, κύριε Μπάλφουρ, είπε μέ μιά βαθειά φωνή, καί πιό πολύ γιατί ήοθατε έγκαίρως. "Ο καιρός γύρισε κι εί­ (Συνέχεια άπό τή 2η σελίδα) μαστε έτοιμοι γιά σαλπάρισμα. —Ήταν σπουδαίος άνθρωπος, είπε, μά τώρα — Καπετάν Χοσίζον, άποκρίθηκε ό θειος μου, πάει, πέθανε. . . γιατί κάθεστε σέ τόση ζέστη; — Είναι παλιά μου συνήθεια, κύριε Μπάλ— Για τ’ όνομα του θεού, του είπα, δέ μπο­ ρείς νά βρής καμμιά καλύτερη δουλειά στη στε­ φουρ, εΐπε ό πλοίαρχος. Είμαι κρύος άνθρωπος άπό φύση μου. Τό αίμα μου είναι πάγος, Κύριε. ριά; —*Ά μπά! είπε κοιτάζοντάς με περίεργα, ©ά­ Ούτε γούνα οϋτε μαλλί ούτε κι αυτό τό ζεστό πρεπε νά άνακατευτώ μέ τό έμπόριο κι αυτό τό δωμάτιο άκόμα. Κύριε, δέ μπορούν νά μέ ζε­ στάνουν. σιχαίνομαι! — Καλά, καλά, Καπετάνιε!, εΐπε ό θειος μου, Τον ρώτησα γιατί του φαινόταν τόσο φοβερό τί νά γίνη! θ’ Αναγκαστούμε νά σκάσουμε κΓ έτό έμπόριο, Αφού ή δουλειά πού έκοα/ε τώρα ήταν τέτοια, πού όλη την ώρα ή ζωή του κινδύνευε, όχι μεΐς γιά λίγην ώρα έδώ μέσα, γιατί πρέπει νά μονάχα απ’ τόν άνεμο καί τή θάλασσα, άλλά κι σάο δούμε. Αυτή ή λεπτομέρεια τής ζωής τού καπετά­ άπό τή σκληρότητα των άφεντικών του. Μου άποκρίθηκε πώς όλα αυτά ήτοιν σωστά, κι ύστερα νιου είνε πολύ μεγάλη σημασία γιά τά βάσανα άρχισε νά μου λέη τί όμορφη πού ήταν ή ζωή πού θά περνούσα Αργότερα. Γιατί, μ’ όλο πού στο καράβι καί τί ώραΐο πού ήταν νά βγαίνης τόχα πάρει Απόφαση νά μήν άφήσω ούτε λεπτό στή στεριά, μέ τήν τσέπη σου γεμάτη λεφτά, πού τό θειο μου, ήθελα τόσο πολύ νά δώ άπό κοντό­ μπορείς νά τά ξοδεύης σά μεγάλος, ν* άγοράζης τερα τή θάλασσα, καί μ’ είχε φέρει σέ τόσο έλεεινή κατάσταση ή ζέστη έκείνου τού δωματίου, μήλα καί νά ξιπάζης τά μπακαλόπαιδα. - —Τότε δέν τά βλέπεις όλα τόσο άσκημα, μου πού όταν μού είπαν νά κατέβω κάτω, άν ήθελα, καί νά χαζέψω γιά λίγο, έκαμα τή βλακεία νά εΐπε. Κι’ οί λιρίτσες πού οΐκονομάω δέν είναι κι* τό δεχτώ. αυτές άσκημες. Βάζω καί λίγες στή μπάντα. Κι "Εφυγα λοιπόν Από έκεΐ, Αφήνοντας τούς δυο άμα μαζέψω καμπόσες, τότε τά ξαναλέμε. Κάλ­ λιο έτσι, παρά νά μέ ξεπουλήσουν γιά δώδεκα άντρες νά^ κάθωνται πλάι σέ μιά μπουκάλα καί σ’ ένα πλήθος χαρτιά. Πέρασα τό δρόμο πού ή­ λίρες! "Υστερα έδωσε μιά κι άρχισε νά τρέχη μπρο­ ταν έμπρός άπό τό ξενοδοχείο καί άρχισα νά κό­ στά. Τόν κοίταζα πολλήν ώρα, ώσπου κατάλαβα βω βόλτες στήν παραλία. Φυσούσε ένα έλαφρό ξαφνικά τί ήθελε νά πή έκείνη ή φράση του γιά Αεράκι πού σήκωνε μικρά κυματάκια κι έσκαζοα/ τις δώδεκα λίρες. Τόσο πουλούσαν τούς σκλά­ στήν παραλία. Τά φύκια ήταν κάτι καινούργιο γιά μένα, — άλλα πράσινα, άλλα καφετιά καί βους πού τούς πήγαιναν στή Νότιο Αμερική! Αυτό εννοούσε καί κάτι άκόμα φοβερώτερο, τά μακρυά, καί μερικά μέ μικρές φουσκίτσες ποΰδυστυχισμένα δηλαδή παιδάκια πού τ’ Αρπάζουν σπαζαν στά δάχτυλά μου. Άκόμα, Από μακρυά, μικρά άπ’ τά σπίτια τους, τά πάνε μακρυά καί μού έρχόταν ή αρμυρή μυρουδιά τής Αγριεμέ­ τά βάζουν νά δουλεύουν γιά νά τά έκμεταλλεύ- νης θάλασσας. Πέρα στό «Κόβεναντ» είχαν Αρ­ χίσει νά κατεβάζουν τά σκοινιά. "Ολ’ αύτά μ’ έ­ ωνται ή γιά νά έκδικηθούν τούς γονείς τους. καμαν ν’ Αρχίσω νά όνειρεύωμαι μακρυνά ταξί­ "Οταν φτάσαμε στο Φέρυ, είπα στό θειο μου: “Πρέπει να τό ξέρετε άπό τώρα, Κύριε, πώς δια σέ άγνωστους τόπους. Κοίταξα καί τούς ναύτες ποϋταν στή βάρκα μέ κανέναν τρόπο δέν πρόκειται νά μπω μέσα σ* τού μπρικιού, στήν παραλία. *Ήσαν κάτι πελώ­ αυτό τό «Κόβεναντ». Φάνηκε σά νά τόν ξυπνούσα άπό βαθύ ό­ ριοι μελαχρινοί άντρες, άλλοι μονάχα μέ τό που­ κάμισο, άλλοι μέ ζακέτες, άλλοι μέ χρωματιστά νειρο. μαντίλια στό λαιμό. "Ενας είχε περασμένο στή —'Ε !, μού είπε, τί τρέχει; ζώνη του ένα ζευγάρι πιστόλια δυό - τρεις κρα­ Τού τό ξανάπα. τούσαν άπό ένα βούρδουλα μέ κόμπους κι όλοι “Πολύ καλά, πολύ καλά, άποκρίθηκε. Μού τους άπό έναν σουγιά. Πολλήν ώρα πέ­ φαίνεται πώς θά σοΰ καλάρεσε τό καράβι. Ε­ ρασα είχαν κοιτάζοντας έναν ιδιαιτέρως πού φαινότοτν μείς ομωο δέν έχουμε καμμιά δουλειά έκεΐ πέρα. λιγώτερο σκυθρωπός Από τούς άλλους συντρό­ Κάνει τρομερό κρύο, κι άν δέν πέφτω έξω, τό φους του. Τόν ρώτησα πότε θά ξεκινούσε τό μπρί«Κόβεναντ» είναι έτοιμο νά σαλπάρη. πι. Μού εΐπε πώς θά σαλπάριζοιν μόλις θάρχιζοιν ν* Ανεβαίνουν τά νερά. ^Ηταν σά νά μήν έβλεπε τήν ώρα νά φύγη άπό ένα λιμάνι όπου δέν έβρι­ σκες ούτε ταβέρνες ούτε βιολιτζήδες. "Ολ* αύτά όμως τάλεγε μέ τόσο φριχτές βρισιές, πού ένιω­ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 σα φοβερή Αηδία καί έφυγα άπό κοντά του. Πήγα Αμέσως πίσω νά βρω τόν Ράνσομ, πού ΤΑΣΑΜΕ στό ξενοδοχείο, Ανεβήκαμε τή φαινότοα/ καλύτερος άπ’ όλο έκεΐνο τό συνάφι. σκάλα, κι* ό Ράνσομ μάς πήγε σ’ ένα μι­ Εκείνη τήό στιγμή έβγαινε άπ’ τό ξενοδοχείο κΓ κρό δωμάτιο. Είδα ένα κρεββάτι, κι ή φωτιά προς τό μέρος μου φωνάζοντας πώς ήθε­ άπό τά κάρβουνα ήτοα/ τόσο δυνατή, πού τό δω­ έτρεξε μάτιο έκαιγε σά φούρνος. Σ’ ένα τραπέζι, κοντά λε νά πιή ένα ποτήρι πόντς. στό τζάκι, καθότοτν ένας ψηλός, μελαχροινός, βα­ ('Η συνέχεια στό έρχόμενο) ρύς άντρας κι έγραφε. Μ’ όλη τή ζέστη πού βα­ σίλευε έκεΐ μέσα, φορούσε ένα χοντρό ναυτικό σακκάκι, κλειστό στό λαιμό, κι ένα σκούφο γού­ ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ νινο πού τού σκέπαζε τ’ αυτιά. Ποτέ μου ώς τώ­ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ρα δέν έχω δτϊ άλλον άνθρωπο σάν αυτόν. Ακόμα καί δικαστής στήν ώρα τής δουλειάς του, δέ θάΚ Α Λ Φ Α Κ Η χε ψυχοότερο βλέμμα καί δέ θά κοίταγε μέ τόση προσοχή κΓ αυτοκυριαρχία, όπως ό καπετάνιος Σταδίου 50 έ κείνος.

Φ


ν*6κο!»

28) «Δέν μπορεί νά γίνη αύτό, γρύλλισε ό Γκούντερ. Χρειάζονται είκοσι τουλάχιστον άντρες γιά νά σηκώσουν τά πανιά αύτου του καραβιού...» «ΚιΓ όμως, έπέμεινε ό Κέντ, δέν μπορούμε νά βγούμε στή στεριά. Οί ιθαγενείς θά μάς ψήσουν ζωντανούς έπειτα άπό αυτό πού κάναμε γιά νά προκαλέσουμε τήν έπίθεσί τους... "Λ !; Τ £ είναι α ύ τ ό ;»

29) "Ενας κρότος άκούστηκε άπό τό μέρος τής πόρτας. Οί δυό κακούργοι τήν άνοιξαν άπότομα κΓ έπιασαν τη Βέλβετ καί τόν Ιερεμία νά κρυψακουνε. "Επειτα άπό μιά σύντομη πάλη, τούς έδεσαν καί τούς δυό. «θά τούς σκοτώσουμε, διοικητά:» ρώτησε ό Κέντ. «"Οχι, είπε ό Γκουντερ, έχω ένα σχέδιο...»

30) Τήν ίδια στιγμή, στήν παραλία, τό Γεράκι βασανιζόταν άπό άλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις, «Π νά κάνω; συλλογιζόταν. Δέν μπορώ, βέβαια, ν’ άφήσω πίσω τόν Σέθ Μόργκαν καί τήν Παμέλα, στή διάθεσι των Ιθαγενών. "Αν πάλι τούς πάρω μαζί, ό Γκουντερ θά καταλάβη. δτι τά ξέ­ ρω δλα καί θά δράσηι!»

31) Μά ένα σχέδιο πήρε γοργά^μορφή μέσα στό γόνιμο μυαλό του κουρσάρου. «ΓΑκουσς. Κάλεμπ!, είπε στόν υποπλοίαρχό του. θά πάρης τήν ,Παμέλα καί τόν Σέθ, θά μπής μέ τούς άν­ τρες στις βάρκες καί θά τραβήξετε γιά τό κα­ ράβι, σάν νά μήν ξέρετε τίποτα. Κατάλαβες; Στό αεταξύ έγώ θά πάρω έκεΐνο τό μονόξυλο

32)1 Πενήντα μέτρα πιό πέρα, έπάνω στήν άμμουδιά, ήταν τραβηγμένο ένα ίλσφρό μονόξυλο τών άγριων. Ό κουρσάρος έτρεξε έκεΐ, πήδησε μέσα καί ξεμάκρυνε άπό τή στεριά κωπηλατών­ τας μέ δύναμι. «Αύτή είναι ή μόνη μας έλπίδα!, μουρμούριζε. "Αν δέν προλάβω·, ή άγαπημένη μου είναι χαμένη!;...»

27), Στό μεταξύ, έπάνω στή «Λαίδη Σκάρλετ»' τό περήφανο καράβι του Γερακίου, ό Γκουντερ λυσσομανουσε: «|Νά πάρη ό διάβολος τό Γεράκι, Κέντ! "Αν βρή τόν Σέθ Μάργκαν και τήν Παμέλα ζωντανούς, είμαστε χαμένοι!» «πέρεις τί λέω, διοικητά μου; εΐιτε ό Κέντ. Νά πάρουμε τό κα­ ράβι καί νά ψύχουμε άφήνοντάς τους στό Τα-

Συνέχεια στό άλλο τεύχος


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

*


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα τοϋ : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ πού έχει μεταφρασθη σ’ όλες τις γλώσσες τού κόσμου Συνέχεια 7η

Του άποκρίθηκα πώς έμενα δέ μού άρεσοον τέ­ τοια πράγματα καί πώς οϋτε αυτός οϋτε έγώ ήμαστε αέ ηλικία για τέτοιες έπιθυμίες. — Μου φαίνεται όμως πώς θά τό κατέβαζες κανένα ποτηράκι μπίρα, για τό καλωσόρισες!, είπε. "Υστερ’ από λίγο καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι, στό έμπρός μέρος του ξενοδοχείου, καί τρώγαμε καί πίναμε μέ πολλή όρεξη. Μούρθε ή σκέψη τότε πώς, μια κι* ό ξενοδό­ χος ήταν ντόπιος, καλά θάκανα νάπιανα φιλίες μαζί του. Τόν κέρασα λοιπόν ένα ποτηράκι, όπως ήταν τότε ή συνήθεια. Αυτός όμως, φαίνεται, βρή­ κε πώς δέν μπορούσε νά καθήση μαζί μέ δυο πι­ τσιρίκια, σάν τόν Ράνσομ κι έμένα, καί βγήκε όπιό τό δωμάτιο. ΓΥ αύτό κι έγώ τόν φώναξα καί τόν ρώτησα άν ήξερε τόν κύριο Ρανκέιλορ. — Καί βέβαια τόν ξέρω, είπε. Πρώτης τάξεως κύριος. Καί, δέ μού λές, μου είπε, έσύ δέν είσαι πού ήρθες μέ τόν Έμπενέζερ; "Οταν του άποκρίθηκα πώς ναι έγώ ήμουν, μου ξανάπε: — Δέ φαντάζομαι νάχετε φιλίες έσεϊς οί δυό. Μ* αύτό εννοούσε πώς δέν πίστευε νάμουν συγ­ γενής τού Έμπενέζερ. Τού είπα πώς δέν ήμουν. —"Ετσι μού φαίνεται καί μένα, άπάντησε, άν καί μοιάζης λίγο στά μάτια μέ τόν Κύριο Α­ λέξανδρο. Είπα πώς, άπ’ δ,τι καταλάβαινα, δέν τόν πολυχώνευαν τόν Έμπενέζερ στή χώρα. — Οϋτε κουβέντα νά γίνεται!, είπε ό ξενοδό­ χος. Είναι ένας παλιόγερος. Πολύς κόσμος έδώ πέρα θάκανε πανηγύρι, άν τόν έβλεπε κρεμασμέ­ νο σέ κανένα κατάρτι. Νά, ή Τζένετ Κλάουστον, ^νά πούμε, καί πολλοί άλλοι πού τούς κοιτάστρεψε καί τούς έκανε κακό. Καί να σκεφτής πώς κά­ ποτε τόν αγαπούσαμε τόσο πολύ όλοι μας... Αυτό βέβαια, πριν φτάση τό μαντάτο για τόν Κύ­ ριο Αλέξανδρο. Εκείνη ή είδηση μάς αναστά­ τωσε όλους. — Ποια είδηση; ρώτησα. — Νά, πώς τόν σκότωσε, είπε δ ξενοδόχος. Δέν τό άκουσες έσύ ποτέ σου αύτό; — Καλά καί γιατί τόν σκότωσε ; είπα έγώ. —"Ακου, γιατί! Για νά τού πάρη τήν κλη­ ρονομιά! — Τήν κληρονομιά; ρώτησα. Τόν πύργο των Σ ώου; — Δέν ξέρω νάχουν καί κανένοιν άλλο, μού άπάντησε. -ηΩ Παναγία μου!, μού ξέφυγε άπ* τά χεί­ λη μου. Πώς γίνεται αυτό ; "Ωστε ό δικός μου... ώστε ό Αλέξανδρος ήταν μεγαλύτερός του — Καί βέβαια ήταν! Γιατί άλλο θαρρείς πώς θά τόν σκότωνε ; "Υστερ’ άπ’ αύτό έφυγε, μέ τήν ίδια βιασύνη πού είχε δείξει άπ* τήν άρχή. Αύτό τόχα ύποψιοστή έδω καί δυό μέρες. Μά είναι άλλο πράμα νά υποψιάζεσαι κάτι, κι άλλο

νά τό μαθαίνης για σίγουρο. Τά είχα τελείως χαμένα μ* όσα είχα μάθει. Ή τύχη μου λοιπόν είχε άνοίξει. Δέν μπορούσε νά τό χωρέση ό νοΰς μου πώς έκεΐνο τό φτωχόπαιδο ποϋχε έρθει μέ τά πόδια άπ’ τό "Εσεντην, κατασκονισμένο, πριν άπό δυό μέρες, ήταν τώρα ένας άπό τούς άρχοντες τού τόπου. ΚΓ είχε καί πύργο καί χωράφια, κΓ άν ήξερε Ιππασία θά μπορούσε, σήμερα κιόλας, νά διαλέξη ένα άπό τά δικά του τ’ άλογα. "Ολες αύτές οί εύχάριστες σκέψεις, κι ένα σωρό άλλες, μούχαν φουσκώσει τό κεφάλι, καθώς καθόμουν μπρός στό παράθυρο τοΰ ξενοδοχείου καί χάζευα, χωρίς νά βλέπω τί γινόταν μπροστά μου. Τό μό­ νο πού θυμούμαι είναι πώς, σέ μιά στιγμή, τό μά­ τι μου πήρε τόν καπετάν Χοσίζον, κάτω στή θά­ λασσα, μέ τούς ναύτες του γύρω του, νά τούς μιλάη σά νά τούς έδινε διαταγές. "Υστερα, κίνη­ σε να γυρίση στό ξενοδοχείο καί δέν περπατούσε μέ τήν άδεξιότητα ποΰχουν συνήθως οί ναυτικοί στή στεριά, αλλά στέρεα καί στητά καί μέ τήν ίδια βαρεία κι” αύστηρή έκφραση στό πρόσωπο του. Άναριωτόμουν, καθώς τόν κοίταζα, άν μπο­ ρούσε νάναι άληθινές οί ιστορίες τοΰ Ράνσομ. Δέν ταίριαζαν καθόλου μέ τό έξωτερικό τού άνθρώπου. Στό τέλος, είπα μέ τό νοΰ μου πώς δέ θάταν οϋτε τόσο καλός όσο μοΰ φαινόταν έμένα, οϋτε πάλι τόσο κακός όσο έλεγε ό Ράνσομ, για­ τί, στήν πραγματικότητα, θάχε μέσα του δυό άνθρώπους καί, μόλις πατούσε τό πόδι του στό καράβι, θ’ άφηνε στή στεριά τόν καλό. "Υστερα, άκουσα τό θείο μου νά μέ φωνάζη καί τούς βρήκα καί τούς δυό μαζί στό δρόμο. Τότε ό καπετάνιος γύρισε καί μού μίλησε σάν νά μιλούσε σέ κανέναν ίσιο του, πράγμα πού κολάκευε πολύ έναν νεαρό σάν έμένα. — Κύριε, είπε, ό κύριος Μπάλφουρ μοΰ διηγήθηκε σπουδαία πράγματα γιά σάς. "Αλλωστε καί μένα μού άρέσει πολύ ή όψη σας. Θάθελα πολύ νά μπορούσα νάμενα έδώ περισσότερο, γιά νά μπορέσουμε νά γνωριστούμε καλύτερα, θά κάνω όμως καί τώρα ό,τι μπορώ. Ελάτε, άν θέλετε, στό μπρίκι μαζί μου γιά μισή ώρα, ώ­ σπου ν’ άρχίαουν τά νερά ν’ άνεβαίνουν, νά πιού­ με κανένα ποτηράκι μαζί. "Ηθελα τόσο πολύ νά δώ πώς είναι ένα κα­ ράβι άπό μέσα! Δέν είχα όμως καμμιά διάθεση νά μπω στοΰ λύκου τό στόμα. Γι’ αύτό καί τού είπα πώο ό θείος μου κι έγώ έπρεπε νά πάμε νά δούμε κάποιο δικηγόρο. — Μάλιστα! Μάλιστα! Τά ξέρω κΓ αυτά, τ* ά­ κουσα! Τό καράβι μου όμως θά σάς βγάλη κον­ τά στήν παραλία τής πόλης, λίγα μέτρα άπό τό σπίτι τού Ρανκέιλορ. Κι υστέρα έσκυψε μέ τρόπο καί μού ψιθύρισε στό αυτί: Πρόσεχέ τη τη γριά άλεποΰ! Μπορεί νά σού σκαρώση καμμιά δουλειά! "Ελα στό καρά­ βι νά σοΰ πώ δυό λόγια! "Υστερα, μέ πήρε άγκαζέ κι* έξακολούθησε (Συνέχεια στήν προτελευταία σελί3α)

1

“ II -II

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Β ιβλιοπωλείον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α'— ΤΕΥΧΟΣ 7 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλ.ος Άνεμοδουράς Διευθύνσεις συμφώνως τω Νόμφ : Διευθυντου Σ. ’Ανεμοδουρα : Λ. Θησέως 323 Προΐστ. Τυπογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : ’Ετησία 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


Ί - 2) Βρισκόμαστε στήν παλιά καί πόλεμό· χαρη έκείνη έποχή, βταν ό τρομερός Ισπανικός στόλος^ ή περίφημη «Σπανιόλικη Άρμάδο» κυ· ρι^χρχουσε στή Μεσόγειο καί ρτίς άκτές του Άτλαντικού, βυθίζοντας ή κυριεύοντας τά *Αγγλικά καί Γαλλικά καράβια. Εναντίον της <*Αρμά6ας» ή Γαλλία δέν είχε νά άντιτάξη παρά μερι-

κά παλιά καράβια καί μερικούς Γάλλους κουρσάρους, πού1 είχαν έγκαταλείψει τήν πειρατεία καί είχαν προσφέρει τούς έαυτούς των καί τά , καράβια τους στήν ύπηρβσία του Βασιλιά τους και της Πατρίδας τους. Ό τολμηρότερος κι* ό π ιό άνδρειος άπό τούς κουρσάρους αυτούς ήταν ό Καπετάν Μπρίκ.

3) *Η φρεγάτα «Ελευθερία», τό ξακουστό καράβι του Μπρίκ, γύριζε στήν Τορτού, έπειτα άπό μιά νικηφόρα άποστολή στά νερά του Αλ­ γεριού. Ό άνεμος ήταν πρυμιός καί ή θάλασσα ήρεμη καί ή «Ελευθερία» έσκιζε περήφανα τό νερά καί πλησίαζε γοργά στόν προορισμό της, στήν πόλι Τορτου...

4) Επάνω στό κατάστρωμα του κουρσάρ.κου, «ό Καπετάν Μπρίκ, μέ τόν παπαγάλο του τόν Κομπέ στόν ώμο, ήταν καθισμένος άνάμεσα στους άντρες του καί τραγουδούσε μαζί τους: „ Φύσα, άγέρα, φύσα ! Πέτα, καραβάκι μου, νά μέ φέρης Ισα » _________ πίσω στό σπιτάκι μου 1...___________

5) —αψνικά, τό τραγούδι σταμάτησε καί. μάτια όλων · καρφώθηκαν στό πέλαγος μπροστά, σέ μιά «βάρκα πού πλησίαζε, καθώς τό καράβι προχωρούσε. ■•“Ηταν μιά μεγάλη βάρκα καί και­ γόταν σάν λαμπάδα. Στήν πλώρη της, ένας άν­ θρωπος, πεσμένος πρός τά έμπρός, σάλευε άπεγνωσμένα τά μπράτσα του καί ούρλιαζε άνατριχιαστικά.

6) Ό Καπετάν Μπρίκ, πού ήταν γνωστός για τά άνθρωπιστικά αίσθήματά του, δέν έδίστασε ούτε στιγμή. Κατέβασε τόν Κομπέ άπό τόν ώμο του, τόν άκούμπησε στήν κουπαστή κι* έτοιμάστηκε νά πηδήση στή θάλασσα. «“Ένας άνθρω­ πος κινδυνεύει, είπε. Πρέπει νά τόν σώσουμε!». Κι* έκανε μιά θεαματική βουτιά... --------------------

.

_

-


7) Λίγοι Ανθρωποι στόν κόσμο μπορούσαν νά συγκριθοΰν μέ τόν Καπετάν Μπρίκ στό κολύμπι. Σ κίζοντας τά νερά σάν δελφίνι, ό Γάλλος κουρσάρος πλησίασε γοργά στή βάρκα. «Μπορεί νά είναι κουνάς Ισπανός, σκέφτηκε. Μά δέν πειράζει! "Οταν ένας άνθρωπος κινδυνεύει καί ζη­ τάει τή βοήθειά σου, δέν έχει σημασία &ν είναι Ισπανός ήΓάλλος!».

, *■ ( !

3) "Εφτασε στή βάρκα, πού τριζοβολούσε Α­ πό τίς φλόγες καί σκορπούσε γύρω τόση κάψα, ώστε άκόμα καί τό νερό τής θάλασσας είχε ζεσταθή γύρω της. Πλησίασε άπό τήν πλευρά, ό­ που οΐ φλόγες ήταν λιγώτερες, άρπαξε άπό τό χέρι τόν άνθρωπο, πού είχε χάσει τώρα τίς αι­ σθήσεις του, τόν τράβηξε μέσα στή θάλασσα... *

' ν V* ·

_______

9) Κρατώντας τό κεφάλι του λιπό^μόυ Αν­ θρώπου έξω άπό τό νερό, δ Καπετάν Μπρίκ άρ­ χισε νά κολυμπάη άνάσκελα πρός τήν «Ελευθε­ ρία» μέ τόση άνεσι στις κινήσεις του καί μέ τόση γρηγοράδα/ ώστε θάλεγε κανείς ότι κολυμπούσε μόνος. "Εφτασε στό καράβι καί μέ τή βοήθεια ένός σκοινιού, σκαρφάλωσε έπάνω.

.10) Ό Καπετάν Μπρικ ξάπλωσε τόν άνθρω­ πο, πού είχε σώσει, στό κατάστρωμα, του έρριξε νερό στό πρόσωπο καί έσταξε Ανάμεσα στά σφι­ γμένα δόντια του λίγο κονιάκ. Ό ναυαγός άφησε έναν βαθύ στεναγμό. «"Άρχισε νά συνέρχεται, μουρμούρισε ό Καπετάν Μπρίκ. "Ισως μπορέση νά μάς πή τί τού συνέβη,. Φαίνεται Γάλλος καί Ισως έπεσε θύμα των καταραμένων Ισπανών!».

κά. "Οταν ό άνθρωπος άνοιξε τά μάτια του καί άνοτγνώρισε τόν ξακουστό κουρσάρο, Αναστένα­ ξε μέ άνακούφισι καί γοιντζώθηκε έπάνω του, ό­ πως ένα τρομαγμένο παιδάκι έπάνω στή μητέρα του. «Δόξα σοι ό θεός!, τραύλισε. Είσαι ό Κα­ πετάν Μπρίκ! Ή Παναγία σέ στέλνει! *ΗΛ Σπανιόλικη ^Αρμάδα έπιτίθεται ένοιντίον τής Τορτσύ!»

12) Πήρε μια βαθειά Ανάσα καί συνέχισε: «Ή Τορτού είναι χαμένη γιατί οι ΊσποονοΙ έχουν στρατεύμοιτα καί κανόνια! Μερικά έμπορικά πλοία καί τό δικό μου μαζί, δοκίμασαν νά σπάσουν τόν Αποκλεισμό! Μά οί *Ί σπανοί μάς τσάκισαν! Εί­ μαι ό μόνος πού γλύτωσε άπό τήν κόλασι τών κανονιών τής Ισπανικής Αρμάδας ! "Ολοι οι άλλοι σκοτώθηκαν, πνίγηκαν ή κάηκαν ζων-


Ί3) Αμέσως δ Καπετάν Μπρικ κάλεσε τά πρωτοπαλλήκαρά του σέ πολεμικό συμβούλιο. «"Ας γυρίσουμε τά μπρός πίσω, πρότεινε κάποιος. Εΐναι Ανώφελο καί Ανόητο νά πάμε νά πέσουμε -στό στόμα του λύκου!» Μάό Καπεταν Μπρικ είχε διαφορετική γνώμη. «*Η Τορτού, είπε, είναι Γαλ* λικό ίδαψος καί έχουμε καθήκον νά τήν βοηθή­ σουμε! Συγκεντρώστε τούς άντρες!»

14>'Σέ λίγο οί όλοι άντρες του Γαλλικού κουρσάρικου ή σαν συγκεντρωμένοι Επάνω στό κατάστρωμα, γύρω άπό τόν Καπετάν Μπρικ. «Κουρσάροι μου!, φώναξε αυτός. Ή Τορτού κιν­ δυνεύει νά πέση στά χέρια των Ίσποτνών! θά ρι­ χτούμε Επάνω στή Σπανιόλικη Αρμάδα καί θά πολεμήσουμε ώσπου νά νικήσουμε!» Ζητωκραυγές Απάντησαν στά λόγια του.

15) Αργότερα, καθώς ή «Ελευθερία» έσκ.ζε περήφανα τά νερά προχωρώντας προς τήν Τορτού, ή (βίίγλα, Επάνω στό μεσιανό κατάρτι, Ανασκίρτησε.^ «”Εεε 1, φώναξε. "Εντεκα πολεμικά καράβια τής γραμμής είναι Αγκυροβολημένα μπροστά στήν Τορτού! Είναι ή Σπανιόλικη Αρ­ μάδα!». «"Ολοι οί άντρες στις θέσεις τους!-ξιέ·» τοίξε ό Καπετάν Μπρικ, "Ολοι ρ^Ις θέσεις τους!*

16) Ό Μπρικ κύτταξε μέ τά κυάλια του καί είδε ένα Επιβλητικό καί μεγαλόπρεπο θέαμα. Μπροστά στό φρούριο τής Τορτού ήταν Αγκυρο­ βολημένος δ στόλος του Ισπανού ναύαρχου ·Εστεμπάν ντέ Χόργκε, του μεγαλύτερου Εχθρού τής Γαλλίας. Τά μεγαθήρια αύτά τής θάλασσας σχημάτιζαν ένα Αδιαπέραστο φράγμα μέ τά 380 κανόνια τους, έτοιμα νά ξεράσουν θάνατο!

(17) Ό Καπετάν Μπρικ διέταξε νά κατεβά­ σουν μερικά πανιά, Ελαττώνοντας έτσι τήν ταχύ­ τητα τής «Ελευθερίας», καί, μέσα στό βράδυ πού έπεφτε γοργά,_ έβαλε τούς άντρες του νά κατα­ σκευάσουν τρεις στέρεες σχεδίες μέ μεγάλα δοκάρια. Είχε ένα σχέδιο, πού, άν πετύχαινε, θά τού Επέτρεπε νά τά βγάλη πέρα μέ τά σπανιόλικα κανόνια...

1Θ) "Οταν σκοτείνιασε Εντελώς, ό Καπετάν Μπρικ πλησίασε περισσότερο τό καράβι του ρτή Σπανιόλικη Αρμάδα κΓ ερριξε τις σχεδίες στή θάλασσα. Τις φόρτωσε μέ βαρελάκια γεαάτα μπαρούτι καί πήρε θέσι στή μιά ΑηΤ αυτές μέ τόν Μπομπού καί τόν Κομπέ τόν παπαγάλο. 'Ο Μπερνάρ καί μερικοί Εθελοντές Ανέλαβαν τίς| άλλες δυό σχεδίες.


19) Ό Γάλλος κουρσάρος διέταξε νά πλησιά­ σουν οΐ σχεδίες τόν * Ισπορνικό στόλο άπό τά δε­ ξιά. Γνώριζε περίφημα τά νερά καί ήξερε ότι πρός τό μέρος αύτό τά μεγάλα Ισπανικά κα­ ράβια δέν μπορούσαν νά μανουβράρουν μέ ευ­ κολία. Ξαφνικά, όταν έφτασε σέ άπόστασι λίγων μέτρων άπό ένα σπανιόλικο καράβι, ό Καπετάν ΜπρΙκ άναψε τά φυτήλια!

20) «Πήδα στή θάλασσα, ιΜπομπού 17 φώναξε ό Μπρίκ. Πρέπει νά ξεμακρύνουμε πρίν τό μπα­ ρούτι άρπάξη φαΥαά!» Ό κουρσάρος κι* ύ μικρός φίλος του πήδησαν στό νερό, ένώ ύ παπαγάλος ο Κομπέ, πετουσε στόν άέρα, άφήνοντας σιγανές κραυγές έπιδοκιμασίας. Ή σχεδία, μέ όλα τά φυτήλια άναμμένα, προχώρησε σπρωγμένη άπό τόν άνεμο καί κόλλησε στό πλευρό του *Ισπα-

21)' Ό Καπετάν Μπρίκ, μέ τόν Κομπέ κουρ­ νιασμένο έπάνω στό κεφάλι του, ξεμάκρυνε κο­ λυμπώντας μ* όλη του τή δύναμι. Ό Μπομπού άκολουθουσε τόν καπετάνιο του άπό κοντά. «Τούς καημένους τούς Ισπανούς!, είπε ό Μπομ­ πού σοιρκαστικά. θά ξυπνήσουν πολύ άσχημα!» «Χά, χά!, έκανε δ παπαγάλος. Μπράβο, Μπομ­ πού. Ξυπνήσουν άσχημα!...».

22) Έπάνω στό Ισπανικό καράβι, ένας φρου­ ρός, πού έκανε τή βόλτα του έπάνω στό κατά­ στρωμα, είδε ξαφνικά τή, σχεδία πού πλησίαζε, ένω τά φυτήλια σπιθοβολούσαν διαβολικά μέσα στό σκοτάδι. «Στά όπλα!, οϋρλιαξε. Στά όπλα! ΟΙ Γάλλοι έπιτίθενται! Στά όπλα!» 'Μέσα σέ λί­ γες στιγμές τό Ισπανικό καράβι εΐχε άναστατωθη άπ’ άκρη σ* άκρη.

Τό κατάστρωμα γέμισε άπό ναύτες στρατιώτες, πού σκόνταψταν ό ένας έπάνω στον άλλον, βλαστημώντας καΐ.,.άνταλλάσσοντας γρο­ θιές! “Ενας Αξιωματικός, μέ τό σπαθί του στό χέρι, δοκίμασε νά άποκαταστήση τήν τάξι. «Ψυ­ χραιμία, ζώα!, φώναξε. Πηγαίνετε όλοι ήσυχα στίς θέσεις σας! "Αν οΐ Γάλλοι δοκιμάσουν νά έπιτεθουν, θά δουν δτι..

24)1 Δέν μπόρεσε ποτέ νά άποτελειώση. τή φρασι του, γιατί τήν Ιδια στιγμή τά βαρελάκια μέ τό μπαρούτι άρπαξαν φωτιά καί μιά τρομετή έκρηξις συγκλόνισε όλόκληρο τό καράβι καί ή θάλασσα φωτίστηκε έντονα από τεράστιες φλό­ γες. Μιά μεγάλη τρύπα άνοιξε στό πλευρό του κοοραβιου, πού σέ λίγες στιγμές βουλίαξε μαζί μέ όλους τούς άντρες του.


25) Τρομαγμένος ό Κομπέ τίναξε μέ δύναμι τά φτερουγια του και πέταξε στόν άέρα. ΛΙ^α δευτερόλεπτα άργότερα, δυο άλλες έκρήξε <; άντήχήσαν μέσα -στή σιγαλιά, πού είχε άπλωθη Iπε$τα άπό τήν πρώτη, καί δυό άκόμσ λάαψίις φώτισαν τή θάλασσα. «Τά κατάφεραν καλά κι* οι άλλο4!, είπε ό Μπρίκ. θά δοκιμάσουμε \ά πε­ ράσουμε τώρα».

26) Μέ τήν καρδιά γεμάτη Ικανοποίησι, οΐ κουρσάροι γύρισοιν στό καράβι τους κολυμπών­ τας, ό ένας έπειτα ώπό τόν άλλο, καί σκαρφάλω­ σαν έπάνω στην «^Ελευθερία» μέ τή βοήθεια σκοι­ νιών. Τό πλήρωμα τούς υποδέχτηκε μέ ζητωκροιυγές. «Τώρα, παιδιά, είπε δ Καπετάν Μπρίκ, δρτσα τά πανιά! ΟΙ κανονιέρηδες στή θέσι τους ! Ζήτω ή Γαλλία 1».

27) 'Μέ άλα τά πανιά του άπλωμένα στόν ά­ νεμο καί μ* όλες τις μπουκαπόρτες των κανονιών άνοιχτές τό Γαλλικό κουρσάρικο άρχισε πάλι νά σκίξη περήφανα τά νερά, άποφασισμέ\ο νά διασπάση τόν άποκλεισμό των Ισπανών, νά μπή στήν Γορτού καί νά ιβοηθήση στήν^άμυνα του φρο.ι ρίου. ΟΙ σιλουέτες των 'Iσπανικών καραβιών δ ακρίνονταν μπροστά.

28) Μόνον δταν ή «Ελευθερία» ξεμάκρυνε άρκετά, ό Καπετάν Μπρίκ πρόσεξε ότι τό πρωΓοπαλλήκαρό του, ό Μπερνάρ, δεν βρισκόταν άνάμεσα στους άντρες του. Μά ήταν πιά άργά. Ό Μπερνάρ είχε καθυστερήσει λίγο καί δέν είχε προλάβει V* άρπάξη ένα άπό τά σκοινιά πού κρέ­ μονταν άπό τό καράβι. "Ετσι έμεινε πίσω, μέσα στή νυχτωμένη θάλασσα! _____

'. 29). Καθώς περνούσε άπό τό άνοιγμα, πού •^εΐχαν δημιουργήσει στις γραμμές του έχθρου τά πρωτόγονα,- μά αποτελεσματικά πυρπολικά του, ό Καπετάν Μπρικ δρριξε μερικές κανονιές έπάνω στά φλεγάμενα καράβια, βοηθώντας έτσι νά βου­ λιάξουν πιό γοργά. «"Ομορφη νύχτα γιά τό ναύ­ αρχο Έστεβάν ντέ Χόργκε!», είπε σαρκαστικά ό Μπρίκ.________________________________

30) "Ετσι ό Καπετάν Μπρικ κατώρθωσε νά σπάση τόν άποκλεισμό των Ίσποινών καί νά προχωρήση πρός τήν Τορτού άνενόχλητος, χάρις, στό σκοτάδι της νύχτας. "Οταν ^ξημέρωσε, βρισκόταν πιά:στό στόμιο του λιμανιού. Μέ τή Γαλλική ση­ μαία υψωμένη περήφανα ή «Ελευθερία» μπήκε στό λιμανάκι καί άρ<χξ& μπροστά· σίό φρούριο.


31) Ό πληθυσμός, πού είχε άκουστά τά Εκ­ πληκτικά κατορθώμοιτα του Καπετάν Μπρ(κ, ξε­ χύθηκε στους δρόμους καί υποδέχτηκε τούς Γάλ­ λους κουρσάρους μέ ζητωκραυγές. Είχαν τώρα Ελπίδες νά σωθούν άπό τό ισπανικό λεπίδι. Δέν τούς φόβιζε πιά ιό μεγάλος άριθμός των Εχθρών. Ό Μπρικ καί οί άντρες του άξιζαν δοο χίλιοι * Ισπανοί.

32). X) Μπρικ πήγε άμέσως νά βρή τον Όλονουά, τόν διοικητή τού νησιού καί τού φρουρίου, πού ήταν σέ. κακά χάλια άπό τήν πεΐνα καί τήν άπόγνωσι. <Περίμενα Ενισχύσεις μέ τόν Μοργκάν, μά δέν φάνηκαν άκόμα!, είπε στόν Καπετάν Μπρικ. Τό ήθικό των άντρων μου είναι πολύ χα­ μηλό καί τά πολεμοφόδια Εξαντλούνται !».

ΐί Ηΐί Ι< Ι'

Λ

1 Ιί

33) «Πρέπει νά κρατήσουμε ώσπου νάρθουν αί Ενισχύσεις!»,. εΐπε) ό Καπετάν Μπρικ. Γύρισε στό καράβι του καί διέταξε τούς ναύτες νά βγά­ λουν στή στεριά δσα τρόφιμα ύπηρχαν στό άμπάρι ,της ^Ελευθερίας» καί νά τά μοιράσουν στόν πεινασμένό πληθυσμό καί στούς στρατιώτες. "Α­ δειο στομάχι, σημαίνει πάντα χαμηλό ήθικό.

34) "Έπειτα,, διέταξε νά βγάλουν άπό τό κα­ ράβι του δσα πολεμοφόδια καί όπλα ύπηρχαν Εκεΐ καί μέ αύτά Εξώπλιοε όλους τούς νέους άντρες της πόλεως, Ενισχύοντας Ετσι τούς ύπερασπιστές γοΟ φρουρίου. Τέλος, Εκανε κάτι Εκπληκτικό: Ξεβίδωσε τά κανόνια της «^Ελευθερίας» καί διέ­ ταξε νά τά μεταφέρουν στή στεριά!

V. 35) Μέ άλογα καί μουλάρια Εσυραν τά κα­ νόνια Επάνω στις Επάλξεις τού φρουρίου καί Εκεί τα τοποθέτησαν στις πολεμίστρες. Ό Καπετάν Μπρικ ήταν τώρα Ετοιμος νά ύπόδεχτη όπως Ε­ πρεπε μιάν έπίθεσί 'τών Ι σπανών... Πραγματικά, λίγο άργότέρα, τά κοιράβια της Σπανιόλικης Αρμάδας άρχισαν νά πλησιάζουν στήν παραλία...

36) Βάρκες γεμάτε^ τσπάνούς στρατιώτες ρίχτηκαν στή θάλασσα καί άρχισαν νά λάμνουν πρός τή στεριά. Ό ναύαρχος Έστεμπάν ντέ Χόργκε λογάριαζε νά κυριεύση τό φρούριο, χωρίς άξιόλογη άντίστοοσι. Μά ή Εκπληξίς του ήταν με­ γάλη, όταν τά κανόνια τού Μπρικ άρχισαν νά σκορπούν τό θάνατο άπό τ(ς Επάλξεις τού φροι>

, ρ1ο° 1

_________ ~·

: :

; _


37) Μά οί περισσότερες Από τις βάρκες των ' 1 σπανών κατώρθωσαν νά φτάσουν στή στεριά καί οί στατιώτες, μέ τά παράξενα κράνη τους, ώρμησαν Εναντίον του φρουρίου σ’ ένα τρομερό κύμα άπό Ατσάλι καί σκαρφάλωσαν μέ σκάλες καί σκοινιά έπάνω στις έπάλξεις. Ή τύχη του φρουρίου φαινόταν Αποφασισμένη. Μά ό Καπετάν Μπρικ Αγρυπνούσε.

.38) Επικεφαλής των άντρων του, ρίχτηκε σαν. σίφουνας ιέπάνω στους Ισπανούς σκορπώντας τόν τρόμο καί τό θάνατο άνάμεσα στίς γραμμές τόΰ έχθρομ. [Παίρνοντας καινούριγο θάρρο οί ύπόλοιποΓύπερασπισταί του φρουρίου Ακολούθη­ σαν τό παρόίδειγμα των κουρσάρων καί, σέ λ.γο, οι Μσπζχνοί ύποχώρησοεν νικημένοι.

39)< Κοντά στίς {βάρκες τους οί Ισπανοί Α­ ξιωματικοί κατώρθωσαν νά Ανασυγκροτήσουν τους άντρες τους καί μια δεύτερη έπίθεσις έναντίοΜ τού φρουρίου άρχισε, Αγριώτερη Από τήν πρώτη. ΟΙ * Ισπανοί σκαρφάλωσαν πάλι στίς έπάλξεις καί τά σπαθιά, τά πιστόλια, τά μουσκέ­ τα καί τά μαχαίρια δούλεψαν πάλι!

40)'Μέ ζητωκραυγές· για τή Γαλλία καί τ< Καπετάν Μπρίκ, οί Γάλλοι ρίχτηκαν πάλι στή μάχη πολεμώντας σάν θηρία. *Ό ίδιος ό Καπετάν Μπρίκ στριφογύριζε σάν μαινόμενο λ οντάρι ά­ νάμεσα στους μαχομένους, χαρίζοντας σέ κάθε βήμα του καί σέ κάθε σπαθιά του τό θάνατο σ’ έναν στρατιώτη της Ί σπανίας!

, 41ι-42) Γιά μίση ώρα, ή μάχη έπάνω στίς έπάλξεις έμεινε Αμφίρροπη. Μιά οί Ισπανοί κέρ­ διζαν έδαφος πρός τό έσωτερικό τού φρουρίου, ΚρΛ μιά οι Γάλλοι τούς έσπρωχναν πίσω, πρός τις έπάλξεις. Σ’ δλο αύτό τό «πάει κι* έλα» οι Απώλειες των Αντρων του ναύαρχου ’Έστεμπάν ντέ χ}£όργκε ήσαν τόσο δαρειές, ώστε τελικά οί Ισπανοί άνάγκάστηκαν νά υποχωρήσουν. Κατέ-

θηκαν γοργά άπό τις έπάλξεις καί, κυνηγημένοι •Από κοντά* Από τούς Γάλλους, έτρεξαν πανικό­ βλητοι στήν παραλία, πήδησαν στίς βάρκες τους καί άρχισαν νά ξεμακραίνουν. Τά κανόνια του Καπετάν Μπρίκ, χτυπώντας τις βάρκες Από τις έπάλξεις, έκαναν τίς Απώλειές τους μεγαλύτε­ ρες. ..


43) Επάνω στή ναυαρχίδα της Σπανιόλικης Αρμάδας δ ναύαρχος Έστ€μπάν ντέ Χόργκε λυσσομανουσε άπό τό θυμό του καί τή στενοχώρια του- γιά τή συντριβή της άποβάσεώς του. ΙΛά ό υπασπιστής του είχε μιά ξαφνική βμπνευσι. «Ε­ ξοχότατε, είπε, ένθυμεΐσθε τον νεαρό κουρσάρο, .πού αιχμαλωτίσαμε χτές τή νύχτα;»

44), «Να!, είπε 6 ναύαρχος. Λοιπόν;» •^Μπο­ ρούμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε ώς δόλωμα γιά νά προκοιλέσωμε μιά άστοχη ένέργεια του Καπετάν ιΜπρίκ. ^Ακούστε τό σχέδιό μου...». Λίγο άργάϊέρα, δυό στροετιωτες άνέβασαν τόν αίχμάλωτο άπό τή φυλακή του. «Κάντε με δ,τι θέλετε, ε'Βιτε αύτός περήφανα. Ό ΜπρΙκ θά σας έκδι-

45) Παρακολουθώντας τή σκηνή αύτή μέ τό τηλεσκόπιό του, ό Καπετάν Μπρικ άναγνώρισε τόν αιχμάλωτο. ’Ηταν ό Μπερνάρ. Οί στρατιώ­ τες τόν χτυπούσαν, τόν έφτυναν καί τόν κλω­ τσούσαν. Τέλος τού κρέμασαν άπό τό λαιμό μιά πινακίδα, πού έλεγε ότι ό Μπερνάρ ήταν κατα­ δικασμένος νά πεθάνη τήν άλλη μέρα!. ..

46) X) Καπετάν ιΜπρίκ δέν μπορούσε ν’ άφήση £ναν άνθρωπο άβοήθητο, καί μάλιστα δταν' αύτός ήταν τό πρωτοπαλλήκαρό του και ό κα­ λύτερος φίλος του. "Εγραψε ένα βιαστικό ση­ μείωμα καί κάλεσε κοντά του τόν Κομπέ, τόν πα­ παγάλο. «θά πας νά βρής τόν Μπερνάρ! Κα­ τάλαβες; Τόν (Μπερνάρ! Καί θά τού δόσης αυτό!»

47) «Μά τί διάβολο, κατάλαβες, καπετάνιε ! Κατάλαβες!», άπάντησε βραχνά τό πουλί. "Αρ­ παξε τό χαρτί ώνάμεσα στα νύχια του καί πέταξε πρός τήν Ισπανική ναυαρχίδα πού τού έδει­ ξε ό Καπετάν Μπρίκ. "Οταν έφτασε έκεΐ άρχισε νά χόνη τό μουσούδι του σέ κάθε φινιστρίνι πού συναντούσε, ψάχνοντας νά βρή τόν Μπερνάρ.

48) Βρήκε τόν αιχμάλωτο μέσα σ’ ένα καμα­ ρίνι τής πρύμης. Σταμάτησε στο φινιστρίνι, γέ­ λασε μ" ένα γέλιο πού θύμιζε... συναχωμένο σα­ τανά καί είπε: «Χά, χά, χά! ΊΕ, Μπερνάρ! "Ε, ναυτικέ τού γλυκού νερού! "Ε, Μπερνάρ!» Καί, περνώντας ^άπό τό φινιστρίνι, χώθηκε μέσα στό καμαρίνι* δπου ήταν φυλακισμένος ό Μπερνάρ.


49) Εκεί, φτερνίστηκε κοροϊδευτικά μιά-δυό φορές καί άφησε νά πέση τό σημείωμα του Κα­ πετάν (Μπρικ στά πόδια του αίσχμαλώτου. Ό ΜπερΜάρ, μέ Ανανεωμένες έλπίδες, άρπαξε τό χαρτί καί διάβασε: «ΙΜπερνάρ, για νά μπορέσω, νά σέ σώσω Από τά χέρια τους σχεδίασέ μου έπάνω σ’^αύτό τό χαρτί τό σχέδιό του πλοίου καί τή θέσι της καμπίνας σου».

50) *0 παπαγάλος μέ τό χαρτί πάλι Ανάμεσα στά νύχια του όπου τώρα ήταν χαραγμένο τό σχέδιο της ισπανικής ναυαρχίδας γύρισε κοντά στόν Καπετάν Μπρικ. «Ή Αποστολή έξετελέσθη, ύπασπιστά;» ρώτησε εύθυμα ό Μπρίκ. «Ή Αποστολή έξετελέσθη ί» -έπανέλαδε ό παπαγάλος καμαρώνοντας. Καί άφησε τό χαρτί έπάνω στή ν παλάμη του Μπρίκ.

51) Ό Γάλλος κουρσάρος μελέτησε μέ πολ­ λή προσοχή τό σχέδιο του καραβιού καί, μόλις νύχτωσε, έπεσε στή θάλασσα καί άρχισε νά κο­ λυμπά. Σκόπευε νά σκαρφαλώση κρυφά στο κα­ ράβι του ΊΞστεμπάν ντέ Χόργκε, νά γλυστρήση ώς τήν καμπίνα όπου ήταν φυλακισμένος δ Μπερνάρ, καί νά δοκιμάση νά έλευθερώση τό πρωτοπαλλήκαρό του

52) Κολύμπησε γοργά μέσα στή. νυχτωμένη θάλασσα πρός τό στόμιο του λιμανιού τής Τορτού, όπου ήταν σταματημένη ,ή ναυαρχίδα τής Σπανιόλικης Αρμάδας. Ό Καπετάν Μπρικ πλη­ σίασε στό μεγαλόπρεπο καί έπιβλητικό καράβι καί |εΙδε κάτι πού τόν έκανε νά γουρλώση τά μάτια Από έκπληξι καί θαυμασμό.

53) Ό ναύαρχος Έστεμπάν ντέ Χόργκε, Α­ πό φόβο μήπως τά καράβια του ύποστουν^πάλι τήν έπίθεσι των διαβολικών πυρπολικών του Κα­ πετάν Μπρίκ, εΐχε διατάξει νά περιφέρωνται^ δι­ αρκώς γύρω Από κάθε καράβι^ βάρκες γεμάτες πάνοπλους στρατιώτες! Τό πράγμα άρχισε νά γίνεται κάπως δύσκολο γιά τόν Μπρίκ...

Θ4)ι%> Γάλλος κουρσάρος πήρε μια βαθειά Ανάσα μέ μιά στροφή γύρω Από τόν έαυτό του, χώθηκε μέσα στή θάλασσα. Εκανε ενα μακροβομτι καί πήγε καί κόλλησε δίπλα σε μια βάρκα,; έτσι πού νά μή φαίνεται Από τους τες της- ’Έκεΐ, πήρε μιάν Ακόμα βαθεια ανάσα χώθηκε στό νερό καί συνέχισε τό μακροβουτι.

'·


55) Σκίζοντας τά νερά σαν σκυλόψαρο που κολυμπά πρός τή λεία του, ό Καπετάν Μπρικ ξεμάκρυνε άπό τις βάρκες πρός τήν κατεύθυνσι της ναυαρχίδας. Τό πρώτο μέρος τής άποστολής του είχε πετύχει. Είχε πλησιάσει στόν προορισμό του, χωρίς νά γίνη άντιληπτός. θά πετύχαινε ό­ μως καί στό δεύτερο μέρος τής άποστολής;

56)^ Στό μεταξύ έπάνω στή ναυαρχίδα των Ισπανών, συνέθαιναν πράγματα πού δέν μπο­ ρούσε νά είχε προδλέψει ό Καπετάν Μπρικ. Ό ναύαρχος Έστεμπάν ντέ Χόργκε, μέσα σ' έναν καινούργιο παροξυσμό λύσσας γιά τήν άποτυχία τή<}' έπιθέσεώς του, εΐχε διατάξει νά κρεμάσουν τον Μπερνάρ,. χωρίς νά περιμένουν την αύγή!

- ί

57) Αύτό ήταν άντικανονικό καί άντίθετο πρός τούς νόμους καί τά έθιμα τής έποχής έκείνης. Γιατί τότε — δπως καί σήμερα — άπαγορευόταν αυστηρά νά γίνωνται έκτελέσεις καταδίκων στό διάστημα τής νύχτας. Τό θεωρούσαν αυτό άπάνθρωπο καί άντ,χριστκχνικό. Ό Μπερνάρ περίμενε θαρραλέα τή στιγμή τού θοτνάτου.

5β) Στό μετοοξύ/ ό Καπετάν Μπρικ έφτασε κοντά στό καράδι καί άκουσε τά ουρλιαχτά των στρατιωτών, πού στό πρόσωπο τού άνυπεράσπιστου Μπερνάρ, Iκοινοποιούσαν τήν έκδίκησί τους έναντίον όλων των Γάλλων. Ό κουρσά­ ρος μέ τή βοήθεια ένός σκοινιού, σκαρφάλωσε έπάνω στό καράβι καί διασκέλισε τήν κουπαστή

59) Βρέθηκε στόν τίλάτη ένός φρουρού, πού στεκότοτν λίγο πιό πέρα σάν παραπονεμένος, για­ τί δέν μπορούσε νά παρακόλουθήση άπό κοντά τήν έκτέλεσι τού Γάλλου. Έπάνω στό κατά­ στρωμα, οι στρατιώτες φώναζαν: «θάνατος στό Γάλλο!» «;Κρέμασέ τον καλά!». «θάνατος σ’ ό­ λους τούς Γάλλους!», «θάνατος στόν Μπρίκ!».

60) «θάνατος στόν ίΜπρίκ!» έπανέλαδε ό φρουρός. ΜΓ ένα πήδημα πάνθηρα, ό ^Καπετάν Μπρικ ρίχτηκε έπάνω του καί, πριν ό Ισπανός προλάδη νά χρησιμοποιήση τά όπλα του, τόν φι­ λοδώρησε μέ μιά γροθνά στό στομάχι κι* άλλη μιά στό σαγόνι. ,.'Ο φρουρός άφησε ένα πνιχτό «<2>χ!» καί σωριάστηκε χάμω.


61) Κανένας έπάνω στό καράβι δέν άντελήφθη τή σύντομη έκείνη σκηνή, γιατί ή προσοχή όλων ήταν στραμμένη πρός τόν Έστεμπάν ντέ Χόργκε, πού ήταν έτοιμος νά δώση τό σύνθημα τής έκτελέσεως. Ό Καπετάν Μπρίκ έσκυψε στό θύμα του, τράβηξε τό πιστό\ι του άπό τή ζώνη του καί άνωρθώΦηκε, μέ μάτια πού άστραφταν.

62) Είδε τόν Ισπανό ναύαρχο νά δίνη τό σύνθημα καί, μέσα στα άγρια ουρλιαχτά έκδικήσεως πού άφηναν γύρω οί στρατιώτες, είδε τόν δήμιο νά τραβάη τό σκοινί. Ό Μπερνάρ, μέ 'τή θήλειά στό λαιμό, ,έχασε τήν έπαφή μέ τίς σα­ νίδες του καταστρώματος καί τό κορμί του βρέ­ θηκε στόν άέρα καί άρχισε νά σπαρταράει!

63) Ό Καπετάν Μπρικ, όρθιος πίσω άπό τίς πλάτες1 των Ισπανών, κράτησε τήν άνάσα του καί σκόπευσε μέ προσοχή. Ή νύχτα ήταν σκο­ τεινή καί τά φοινάρια του πλοίου φώτιζαν άβέβαια τή σκηνή. «"Αν δέν πετύχω τό σκοινί, σκέφτηκε, ό Μπερνάρ είναι χαμένος!» Καί τράβηξε τή σκανδάλη μέ σταθερό χέρι.

64) Τό πιστόλι έκπυρσοκρότησε βροντερά καί τότε, μπροστά στά μάτια έκατοντάδων έκπλη­ κτων άνθρώπων, συνέβη κάτι πού κανένας τους δέγ ^είχε ξαναδή. Τό σκοινί, χτυπημένο άπό τή σφαίρα, κόπηκε στά δυό άφήνοντας τόν κρεμα­ σμένο νά ξαναπέση ζωντανός έπάνω στις σανίδες του καταστρώματος! Ό Μπερνάρ είχε σωθη 1

65) Εμβρόντητοι, οί στρατιώτες του Έστεμπάν ντέ Χόργκε γύρισαν καί άντίκρυσαν τήν έπιβλητική μορφή του ξακουστού Γάλλου κουρ­ σάρου, πού τούς άπειλούσε μ* ένα πιστόλι στό χέρι. «Ψηλά τά χέρια, παλληχαράδες μου!», φώ­ ναξε ό Μπρίκ. Δέν μπορώ νά σάς σκοτώσω δλους μά ό πρώτος πού θά... άτακτήση θά πεθάνη!»

66) Ό Καπετάν Μπρίκ ένέπνεε τόσον τρόμο ατούς Ισπανούς, ώστε έκατοντάδες άντρες £μει* ναν άσάλευτοι, κάτω άπό τήν άπειλή ένός μόνον άνθρώπου! Μά ό Μπρίκ δέν μπορούσε νά.ψυλαχτή άπ’ άλες τίς μεριές. Κάποιος γλύστρησε προ­ δοτικά πίσω του καί τόν χτύπησε στό κεφάλι μ* έναν σιδερένιο λοστό! «ΐΝά, παλιογάλλε!» γρύλ-^ λισε. · · 'ν


Έ>7) Ό Γάλλος κουρσάρος άφησε ένα υπόκω­ φο βαγγητό πόνου καί κύλτ>σε άναίσθητος έπάνω στό κατάστρωμα. “Οταν συνήλθε άπό τήν έκπληξί του, ό ναύαρχος Έστεμπάν ντέ Χόργκε φώνα­ ξε: «Φοβούμαι δτι αυτό είναι προοίμιο μιας έπιθέσεως! Κλείστε στό άμπάρι αυτούς τούς δυό I .θά άποφασίσω άργότερα γιά τήν τύχη τους !»

68) “Οταν 6 Μπρικ άνοιξε άργότερα τά μά­ τια του, είδε δτι βρισκόταν μέσα στό άμτιάρι του καραβιού μαζί μέ. τόν Μπερνάρ. ΤΝσαν κι , °| δυό δεμένοι μέ άλυσίδες. «Ήταν τρέλλα αυτό πού έκανες, καπετάνιε!, είπε ό Μπερνάρ. Δέν έπρεπε νάρθης μόνος!». «Ακόμα δέ χάθηκαν Ο­ λα, άπάντησε ό Μπρίκ. “Οσο ζώ έλπίζω!»

. 69) Λίγοι άντρες άνάμεσα στους ναυτικούς, δχι μόνο της Γαλλίας, άλλα και όλοκλήρου τού κόσμου, είχαν τή μυϊκή δύναμι τού .Κοσιετάν Μπρίκ. Κι* όμως οί άλυσίδες πού τόν έδεναν ή­ ταν τόσο γερές, ώστε ό Μπερνάρ παρακολούθησε μέ άμφίβολο ύψος τις προσπάθειες του καπετά­ νιου του νά τις σπάση. «Ματαιοπονείς, καπετά­ νιε!», είπε.

70) Μ'ά ό Γάλλος κουρσάρος δέν ήταν άπό τούς άνθρώπους πού άπελπίζονται εύκολα καί κάθε έμπόδιο πού συναντούσε τόν έκανε νά πει* σμώνη καί νά έπιμένη στήν προσπάθειά του. «"Αν δέν καταφέρω να σπάσω τήν άλυσίδα, είπε λαχα­ νιασμένος, είμαστε χαμένοι, Μπερνάρ, καί, μαζί μας, όλόκληρη ή πάλι! Πρέπει νά τήν σπάσω!»

71) ΟΙ μυώνες του τεντώθηκαν καί φούσκω­ σαν σέ μιάν 'ύπεράνθρωπη προσπάθεια. «Πρέπει νά τήν σπάσω!, μουρμούρισε για νά δώση Κου­ ράγιο στον έαυτό του. Πρέπει νά τήν σπάσω ! Πρέπει! Πρέ...». “Ενας μεταλλικός κρότος άκούστηκε κι* ένας κρίκος της αλυσίδας έσπασε! Ό Μπρικ τ.νάχτηκε μακρυά σάν βολίδα!

72) Ό Μπερνάρ έφραξε τό στόμα του μέ τήν παλάμη του γιά νά μή ζητωκραυγάση άπό τή χαρά του ! Χρησιμοποιώντας έναν λοστό, πού βρη^ κε μέσα στό άμπάρι, ό Καπετάν Μπρίκ έσπασε πιό εύκολα τήν άλυσίδα τού συντρόφου του. «Τώ­ ρα, είπε, πρέπει νά φύγουμε άπό τό καράβι χω­ ρίς νά μάς δη κοινείς! Άκολούθησέ με!»


73) Ανέβηκαν άργά καί μέ χίλιες προφυλά­ ξεις τή σιςάλα, πού ώδηγοΰσε στό κατάστρωμα, ^ρατώντας τΙς άλυσίδες γιά νά τις έμποδίσουν νά κροταλήσουν καί νά προδώσουν τήν παρου­ σία /τους. "Ενας στρατιώτης φρουρούσε τήν έξο? δο, Ό Καπετάν ΜπρΙκ πησίασε άθόρυβα και τόν βρριξε άναίσθητο μ* ένα χτύπημα της άλυσίδας του!

74) Εκτός άπό £νά^-δυό φρουρούς, στήν ά­ κρη του καραβιού, τό κατάστρωμα,της Ισπανι­ κής ναυαρχίδας ήταν τώρα έρημο. ΟΙ δυό Γάλ­ λοι γλύστρησαν σάν ίσκιοι ώς τήν κουπαστή, τήν διασκέλισαν, μπήκαν σέ μιά βάρκα και τήν χα­ μήλωσαν, όσο πιό άθόρυβα μπορούσαν ώς τήν έπιφάνεια τής θάλασσας, πού άπλωνόταν κάτω σκοτεινή.

75) "(Επειτα, λάμνοντάς μ’ όλη τή δύνοηιι των χεριών τους οΐ Γάλλοι ξεμάκρυναν άπό τό καρά­ βι του ναυάρχου Έοτεμπάν ντέ Χόργκε. Πέρα­ σαν χωρίς μεγάλη δυσκολία άπό τόν κλοιό, πού σχημάτιζαν οι βάρκες γύρω άπό τό καράβι. Οί στρατιώτες δέν υποψιάστηκαν τίποτα. ΟΙ διατα­ γές τους ήταν σαφείς καί τά μυαλά τους άπλοΧκά καί άξεστα.

76) Τούς είχαν διατάξει νά έμποδίσουν κάθε βάρκα ή σχεδία νά πλησιάση στό καράβι, κι* όχι νά ψύγη άπό αυτό! Μά ό φρουρός, πού ήτοιν τοποθετημένος στή βίγλα τού μεγάλου κα­ ταρτιού εΐδε τή βάρκα νά άπομακρύνεται κΓ έ­ βαλε τίς φωνές: «ΟΙ οιίχμάλωτοι φεύγουν! Οί αίχμάλωτοι φεύγουν μέ μιά βάρκα!».

77) Τό καράβι άναοτατώθηκε μέσα σέ λίγες στιγμές. Τό κατάστρωμα γέμισε πάλι άπό στρα­ τιώτες, πού βλαστημούσαν φριχτά καί άφριζαν, βλέποντας τή λεία τους νά ξεφεύγη,. Ό άξιωματικός ύπηρεσίας διέταξε νά στρέψουν δυό άπό τά κανόνια έναντίον τής βάρκας τών Γάλλων καί τήν βομβαρδίσουν, «θέλω νά μόύ τσακίσετε τά παλιόσκυλα αύτά!», φώναξε.

. 78) Μά ή βάρκα τού Καπετάν Μπρίκ καί τού συντρόφου του Μπερνάρ ήταν μικρός στόχος για τά κανόνια τών Ισπανών. Μέσα στή νύχτα, οί κανονιέρηδες τού Έστεμπάν ντέ Χόργκε θά δυ­ σκολεύονταν πολύ νά τήν χτυπήσουν. Μά δέν μπο­ ρούσε νά άμψιβάλλη κανείς δτι μιά άπό τίς μπά­ λες θά έβρισκε στό τέλος τή βάρκα καί θά τήν βουλίαζε.


79) Καί τότε έπάνω στό κατάστρωμα, έκανε τήν έμφάνισί του ό ίδιος ό Έστεμπάν ντέ Χόργκε, κουμπώνοντας βιαστικά τά ρούχα του. "Ε­ τρεμε όλόκληοος άπό τή λύσσα του, γιατί του είχε ξεφύγει μέσα άπό τά δάχτυλά του ό μεγαλύ­ τερος έχθρός τής Ισπανίας. «Λέβα τήν άγκυρα!, φώναξε. "Ορτσα τά πανιά! θά τούς κυνηγήσουμε . μέ τό καράβι! "Ορτσα τά πανιά ϊ»

"80) "Οσο νά σηκώσουν οί Ισπανοί τήν άγκυ­ ρα καί ν’ άπλώσουν τά πανιά στόν άνεμο, οί δυό Γάλλοι λάμνοντας μέ δλες τους τις δυνάμεις, ξε­ μάκρυναν άρκετά άπό τή ναυαρχίδα τής Σπανιόλικης Αρμάδας. ^Επειτα όμως, σπρωγμένο άπό τόν άνεμο, τό Ισπανικό καράβι άρχισε νά έλαττώντ> τήν άπόστασι άνάμεσα σ’ αύτό καί στή βάρκα.

81) -«Κουράγιο, Μπερνάρ!, φώναξε ό Καπετάν Μπρικ, χώνοντας βαθειά τό κουπί στή θάλασσα καί τροιβωντας το μέ τόση δύναμι ώστε κόντευε νά σπάση. Κουράγιο! "Οταν άνοιχτούμε άρκετά, 8ά πέσουμε στή_θάλασσα καί οί Ισπανοί θά μάς χάσουν!...»^ Ξαφνικά, ό Μπερνάρ άφησε μιά κραυγή χαράς: «Κυττα, καπετάνιε! Τό Ισπανι­ κό γυρίζει πίσω!»

82) «Κύττα, Μπερνάρ!, φώναξε μέ τή σειρά του ό Καπετάν Μπρίκ, κυττάζοντας πρός τό πέ­ λαγος. Καράβια έρχονται! Είναι οί δικοί μας ! "Ερχονται ένισχύσεις κΓ ό Έστεμπάν ντέ Χόργκε φοβήθηκε μήπως ιβρεθή μόνος άνάμεσά τους!» Πραγματικά, τρία μεγάλα πολεμικά καράβια, πού ή γραμμή τους^ έδειχνε πώς ήσαν γαλλικά, πλησίαζοτν μέ τά -πανιά, φουσκωμένα.

83) ΟΙ δυό φυγάδες έπαψαν νά λάμνουν καί σηκώθηκαν όρθιοι. "Αρχισαν νά κάνουν σινιάλα μέ τά χέρια τους καί νά φωνάζουν μ’ όλη τή δύναμι του στήθους των για νά τραβήξουν τήν προσοχή >χή των και καραβιάν. «Εύχομαι γ__._ νά . ^ είναι ό Μοργκάν!, είπε ό Καπετάν Μπρικ στόν Μπερνάρ. Τότε ό Έστεμπάν ντέ Χόργκε θά μου πληρώοη άκριβά αύτές τις άλυσίδες!»

84) Τό μεγαλύτερο άπό τά τρία πολεμικά καράβια τούς διέκρινε καί μέ μιά θαυμαστή μα­ νούβρα πήγε καί πέρασε άπό δίπλα τους, έλατΓώνοντας συγχρόνως τήν ταχύτητά του. Σ κοινιά ρίχτηκαν στή θάλασσα άπό τήν κουπαστή <καί οί δυό Γάλλοι άρπάχτηκαν άπό αυτά, καθώς περ­ νούσε τό καράβι, καί άρχισαν νά σκαρφαλώνουν σάν πίθηκοι.


85) Μέσα ,σέ λίγες στιγμές, ό Καπετάν Μπρικ κι* ό Μπερνάρ βρέθηκαν στο κατάστρωμα του καραβιού .και παρουσιάστηκαν στόν πλοίαρχο. Ό Καπετάν Μπρικ τοϋ έσφιξε μέ θέρμη τό χέρι. «Μοργκάν!, -είπε. Μάς έβγαλες άπό μια δύσκο­ λη θέσι!» Ή έκπληξις του Μοργκάν ήταν άπερίγραπτη. «Μά τά κέρατα δλων των διαβόλων!, φώναξε. Είναι ό άγαπητός μου φίλος Μπρικ!»

86) *Αφου ήπιαν ένα-δυό ποτήρια καί ζητω­ κραύγασαν ύπέρ της Γαλλίας, ό Μπρικ έξήγησε έπάνω σ' έναν "χάρτη τή θέσι των Ισπανικών πο­ λεμικών. «ΟΙ Ισπανοί, εΐπε,^έχουν συγκεντρώσει τις κύριες δυνάμεις τους Εδώ. Μπορούμε νά έπιτεθούμε άπό έκεΐ νά σπάσουμε τις γραμμές τους καί νά τούς πλευροκοπήσουμε έπειτα άπό τό βορ­ ρά. Είναι άπλό καί εύκολο. . .»

87) Ό Μοργκάν συμφώνησε καί διέταξε άμέ* σως γενικό συναγερμό και στά τρία καράβια του. Ό Καπετάν Μπρικ κι* ό Μπερνάρ άνέβηκαν στό κατάστρωμα γιά νά ζητήσουν δπλα καί νά έτοιμαστουν γιά τή μάχη. —αφνικά .ό Μπερνάρ φώνα­ ξε: «"Η τά μάτια μου μέ γελούν ή όνειρεύομαι ξύπνιος. Δέν είναι ό παλιοπαπαγάλος ό Κομπέ αυτό έκεΐ;»

88) Ήταν πραγματικά ό Κομπέ, τό άγαπημένο καί έξυπνο πουλί τού μεγάλου Γάλλου κουρ­ σάρου, πού μιλούσε σάν άνθρωπος σχεδόν. Μ* ένα χαρούμενο φτεροκόπημα κάθησε στόν ώμο τού κυρίου του καί είπε βραχνά: «Πού, έσύ, κα­ πετάνιε; Χίλια κέρατα! "Ολος ό κόσμος ψάχνει έσέγα!** «Κρύψου, ναυτικέ τού γλυκού νερούI, είπε ό Μπρικ γελώντας, θά γίνη καβγάς!»

89) Ό Μοργκάν, άκολουθώντας πιστά τΙς όδηγίες τού Καπετάν Μπρίκ, έκανε ένα μεγάλο γύρο καί πλησίασε στό πέρασμα άπό τά νοτιοδυ­ τικά Επιτιθέμενος κατά μέτωπον. Τά κανόνια του ρκόρπυσαν μπάλες καί φωτιά καί θάνατό στούς * I σπανούς πού δέν περίμεναν νά έκδηλωθη ή έπίθεσις άπό αύτή τή μεριά. Τρία Ισπανικά βούλιαξαν. ..

90) "Επειτα, μ’ έναν άπότομο κΓ Επιδέξιο έλιγμό, γύρισε τά καράβια του πρός τόν βορρά καί αίφνιδίασε τήν ίδια τή ναυαρχίδα τού Έστεμπάν ντέ Χόργκε. «Τούς γάντζους στά χέρια καί τά μαχαίρια στά δόντια ! διέταξε ό Καπετάν Μπρικ. Ζήτω ή Γαλλία I» Καί ώρμησέ πρώτος μ* ένα τσεκούρι στό ,χέρι, τινάζοντας έναν τερά­ στιο γάντζο έπάνω στό Ισπανικό.


91 -92) ΤΑ καράβια -πλεύρισαν καί δέθηκαν τδνα μέ τ’ άλλο μέ γάντζουζ και σκοινιά καί μετεβλήθησαν σ* ένα μεγάλο -ξύλινο ήεδίο μάχης άνάμεσα στους Γάλλους καί τους Ισπανούς. Α­ πό τό άμπάρι της ναυαρχίδας του Έστεμπάν, Αναπήδησε 2να τρομερό κύμα Από πάνοπλους στρατιώτες μέ παράξενα κράνη, που μέ φωνές: «Ζήτω ή Ισπανία!» ρίχτηκορν έπάνω στους Γάλ-

λουξ. Μά οί Γάλλοι ή σαν δλοι τους παλιοί κουρ­ σάροι, έμπειροι στόν πόλεμο της θάλασσας καί πιό θαρραλέοι άπό τούς μισθοφόρους της €Ισπα­ νίας. Μέ τό τσεκούρι του στό χέρι, ό Καπετάν Μπρικ σκορπούσε τόν θάνατο στις γραμμές τους, ένώ ό Κομπέ κουρνιασμένος έπάνω σ* ένα ξάρτι, φώναζε βραχνά: «Επάνω τους, καπετάνιε τού γλυκού νερού!» __________________

93) Τό πρώτο κύμα τών Ισπανών ύπέστη βαρειές άπώλειες καί Αναγκάστηκε νά ύποχωρήση. Καινούργιες όμως έψεδρίες βγήκαν άπό τό Αμπά­ ρι τού Ισπανικού και οι Γάλλοι Αντιμετώπισαν τώρα διπλάσιους Αντιπάλους. Για μερικά λεπτά, σΐ Αντρες τού Μοργκάν Αναγκάστηκαν νά τραβη­ χτούν πίσω, πρός τό καράβι τους, τρομαγμένοι.

94) Μά ό Καπετάν Μπρικ καί... ό Κομπέ, ό παπαγάλος, ήσαν έκεΐ! Ό Μπρικ Αρπάχτηκε Α­ πό ένα σκοινί καί μέ μιά έξόρμησι τσάκισε τό κύμα τώ.ν Ισπανών κι' έδωσε καινούργιο θάρρος στους Γάλλους. «Σαρώστε τους, παιδιά!» φώνα­ ξε. Ό Κομπέ ,κουρνιασμένος στόν ώμο του, φώ­ ναξε κι* αύτός βραχνά: «Σαρώστε τους, ποηδιά! Σαρώστε τους, παιδιά!» Στό έπόμενο τεύχος του, τό ΤΟΞΟ δημοσιεύει δυό Αριστουργήματα:

ΣΑΜΠΟΤΑΖ ΣΤΗ 0ΑΛΑΣΣΑ (Μιά Ιστορία κατασκοπείας στόν Περσικό κόλπο)

ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ ΕΙΡΗΝΙΚΟ ("Ενα έπεισόδιο Από τόν πόλεμο μέ τούς * I άπωνες) ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 9 ΜΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ 93) Στό τέλος, ή νίκη έγειρε πρός τό μέρος τών ^Γάλλων, μιά νίκη πλήρης καί συντριπτική. «Μπράβο, καπετάνιε! είπε ό Μπερνάρ. "Ησουν υ­ πέροχος!» «Μπράβο, καπετάνιε! έπανέλαβε ό Κομπέ. "Ησουν υπέροχος! Ευτυχώς όμως πού ήμουν έγώ κοντά σου! Δέν ξέρω τί ΘΑ γινόσουν χωρίς έμένα!». Ό Μπρικ, ό Μπερνάρ χι* ό Μοργκάν έβαλαν τά γέλια...

I |

ΕΚΠΛΒΞΙΣ I

ί

ΑΝΑΚΑΙΙΝΙΣΙΣ ΤΟΥ «ΤΟΞΟΥ» ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ I ΤΕΥΧΟΣ

9 I

ΠΕΡ ΙιΜίΕΙΝΕΤΕ ΤΟ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΙΙΑΑΦΟΥΡ (Συνέχεια άττό τή 2η σελίδα)

μέ δυνατή φωνή, καθώς προχωρούσαμε πρός τή βάρκα του καραβιού. —"Ελα τώρα, πές μου! Τί θέλεις να οου φέ­ ρω άπ’ τις Καρολίνες; Κάθε φίλος του κυρίου Μπάλφουρ μπορεί νά παραγγείλη δ,τι θέλει. Καμμιά σακκούλα καπνό; Τίποτα Ινδιάνικα πραγματάκια μέ φτερά; Κανένα δέρμα άπό ά­ γριο θηρίο; ΛΗ καμμιά πέτρινη, πίπα; Μήπως ε­ κείνο τό πουλί πού κοροϊδεύει καί νιαουρίζει σά γάτα; Μήπως έκεΐνο τό πουλί πούναι κόκ­ κινο σαν αίμα; Διάλεξε καί πές μου τί σου άρέσει. Εκείνη τή στιγμή φτάσαμε πλάι στή βάρκα. Μέ έβαλε μέσα. Δέ μου πήγαινε πια ν* άρνηθώ. Σκέφτηκα (ό άνόητος έγώ!) πώς εΐχα βρή έναν καλό φίλο, έναν (άνθρωπο πού θά μέ βοηθούσα, καί χαιρόμουν πολύ πού θάβλεπα τό καράβι. Μό­ λις άνέβηκαν δλοι καί πήραν τις θέσεις τους, εΐδα^ πώ^ ή βάρκα ξεκίνησε κι άρχισε νά προγωρή πάνω στα νερά. Ενθουσιάστηκα μ’ αυτό τό ξεκίνημα καί μέ τήν καινούργια έντύπωση πού δοκίμαζα εκείνη τή στιγμή. "Ολα ήταν παράξενα γιά μένα. 'Η βάρκα ήταν πολύ κοντά στο νερό, ή παραλία ολοένα ξεμάκραινε, τό καράβι μεγά­ λωνε δσο τό πλησιάζαμε κι έτσι, ΰστερ’ άπό δλα αυτά, πολύ δύσκολα κατάφερνα ν’ ακούω τά δσα μοϋλενε ό καπετάνιος κι* άναγκαζόμουν νά του άπαντώ χωρίς νά σκέπτωμαι τί λέω. Μόλις φτάσαμε^ στό καράβι, δ Χοσίζον είπε τιώς αυτός κι* έγώ θ’ άνεβαίναμε πρώτοι στό κατάστρωμα καί πρόσταξε νά κατεβάσουν μέ τό σκοινί ένα σκαμνί. Κάθησα στό σκαμνί καί μέ τράβηξαν έτσι ώς τό κατάστρωμα δπου μέ περίμενε κιόλας ό καπετάνιος. "Ημουνα λιγάκι φο­ βισμένος, μά δλα όσα εβλεπα μ* έκαναν νά χαί­ ρω μα ι πολύ.Ό καπετάνιος μέ πήγαινε δεξιά κι* άριστερά καί μού έξηγοΰσε δλα τά παράξενα πράγματα πού έβλεπα. — Μά που είναι ό θειος μου; ρώτησα ξαφνικά. —"Α!, είπε ό Χοσίζον, μέ μιά παράξενη γκριμάτσα, εδώ σέ θέλω! Που είναι δ θειος σου; Αές νά τόν ξαναδής ποτέ; Κατάλαβα πώς ήμουν χαμένος. Μ* δλη μου τή δύναμη·, ξέφυγα άπ’ τά χέρια του καπετάνιου, έτρεξα στήν κουπαστή καί φώναξα δυνατά: — Βοήθεια, βοήθεια! Δολοφόνοι! Τά κύματα πήγαν τή φωνή μου ώς τήν παρα­ λία, έκεΐ πού καθόταν ό θειος μου. ^αφνικά ση­ κώθηκε όρθιος κι* είδα τό πρόσωπό του γεμάτο σκληρότητα καί θυμό. Δέν είδα τίποτ’ άλλο πιά. Αμέσως υστέρα, κάτι γερά χέρια μέ άρπαξαν καί μέ τράβηξαν άπό τήν κουπαστή. "Υστερα, μου φάνηκε σάν νάπεσε άστροπελέκι. Είδα μιά δυνατή άστραπή κι* έπεσα χάμω άναίσθητος.

δλόκληρος ό κόσμος μιά άνέβαινε σ* άφάνταστα όψη καί μιά κατέβαινε σ’ άφάνταστα βάθη. "Η­ μουν τόσο ζαλισμένος, ήταν τόσο πολύ χτυπημέ­ νο τό κορμί μου κι* ή σκέψη μου ήταν τόσο θολή, πού γιά κάμποσην ώρα καθόμουν έκεΐ μέσα στό σκοτάδι, σάν χαμένος, καί βασάνιζα τό μυαλό μου γιά νά καταλάβω σέ ποιό μέ-ρος αύτουνοϋ του άπαίσιου καραβιού μ’ είχαν πετάξει. Ό άνε­ μος θάπρεπε νάχε δυναμώσει πολύ. Καταλάβαι­ να πολύ καλά τώρα σέ τί φοβερή θέση βρισκό­ μουν μέσα σ’ αυτό τό άπαίσιο σκοτάδι πού μέ περίζωνε, καί μετάνιωνα φριχτά γιά τήν άνοησία μου. "Ενιωθα καί φοβερή λύσσα γιά τό θειο μου πού μ’ είχε ξεγελάσει γιά μιά άκόμα φορά. "Εχα­ σα πάλι σχεδόν τις αισθήσεις μου. "Οταν συνήρθα κάπως, άκουγόταν ό ίδιος θό­ ρυβος, τά ίδια άκαθόριστα κι* άπότομα κουνή­ ματα μέ τίναζοιν καί μέ ξεκούφαιναν. Καί τώρα, ατούς άλλους μου πόνους καί στά βάσανά μου, ήρθε νά προστεθή ή ζαλάδα κι* ή άναγούλα πού νιώθει ένας άνθρωπος άμάθητος άπό θάλασσα. Έκεΐνο τόν καιρό, πέρασα πάρα πολλά βά­ σανα, τίποτα δμως δέ μέ σύντριψε τόσο στό κορ­ μί καί στό μυαλό, — άκόμα κι’ δταν, σέ διάφο­ ρες περιστάσεις, είχα χάσει έντελώς τις έλπίδες μου, ~ δσο οί πρώτες ώρες μου σ’ έκεΐνο τό κα­ ράβι. "Ακόυσα μιά κανονιά καί νόμισα πώς δ και­ ρός θά είχε χειροτερέψει τόσο πολύ, ώστε βρι­ σκόμαστε σέ άπελπιστική θέση καί κάναμε σή­ ματα κινδύνου. Αυτό μέ γέμισε χαρά, γιατί προ­ τιμούσα καί νά πνιγώ άκόμα στά νερά τού ώκεανου, παρά νά μείνω έκεΐ μέσα. Δέν ήταν δμως αύτός ό λόγος τών σημάτων, άλλά — δπως μοϋπαν άργότεοα — μιά παλιά συνήθεια τού καπετάνιου, πού έδειχνε πώς κι* ό χειρότερος άνθρωπος έχει κάτι καλό μέσα του. Τη στιγμή έκείνη, περνού­ σαμε λίγα μίλια έξω άπ’ τό Ντάιζαρτ, τό μέρος δπου είχε ναυπηγηθή τό μπρίκι κι* δπου ή γριά κυρία Χοσίζον, ή μητέρα τού καπετάνιου, είχε έγκατασταθή έδώ καί λίγα χρόνια. Είτε πήγαινε στό έξωτερικό τό «Κόβεναντ» εΐτε γύριζε στήν Αγγλία, ποτέ δέν περνούσε άπό έκεΐνο τό μέρος, χοοί^ νά ρίξη κάμποσες κανονιές. Εΐχα γάσει τήν αίσθηση τού χρόνου. ιΗ μέρα κι* ή νύχτα γιά μένα ήταν τό ίδιο, μέσα σ’ έκεί­ νη τή βρωμερή τρύπα τού άμπαριοΰ δπου μ* εί­ χαν ρίξει, κι* ή δύσκολη θέση δπου βρισκόμουν, έκαναν τις ώρες νά μού φαίνωνται άτέλειωτες. Ούτε καί μπορώ νά λογαριάσω γιά πόσες ώρες κοιτόμουν έκεΐ μέσα, περιμένοντας ν* όκούσω τό καράβι νά συντρίβεται έπάνω σέ κανένα βοάχο ή νά τό νιώσω νά βουλιάζη στόν πάτο τής θάλασ­ σας. Στό τέλος, ό ύπνος μέ γλύτωσε άπό δλη έκείνη τήν άγωνία. Ξύπνησα ξαφνικά άπ* τό φώς ένός κλεφτοφά­ ναρου πού έπεφτε στό πρόσωπό μου. "Ενας κον­ τός άνθοωπάκος, καμμιά τριανταριά χρονών, μέ πράσινα μάτια κι’ άχτένιστα ξανθά μαλλιά, στε­ κόταν άπό πάνω μου καί μέ κοίταζε. — Λοιπόν, είπε, πώς τά πάμε; Μού ξέφυγε ένας άναστεναγμός. Τότε, δ έπισκέπτης μου μούπιασε τό σφυγμό καί κάθησε νά πλύνη καί νά δέση τήν πληγή τού κεφαλιού μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΤΑΝ άνοιξα τά μάτια μου, είδα πώς βρισκό­ μουν στά σκοτεινά, κι’ ένιωθα δυνοιτούς πό­ νους."Ημουν δεμένος χειροπόδαρα- καί μέ ξεκούφαιναν κάτι άσυνήθιστοι κρότοι.Στ* αύτιά μου άντηχουσε ή βουή τής άγριεμένης θάλασσας, τό μαστίγωμα τών κυμάτων καθώς έσπαζαν ,έπάνω στό καράβι, τό τρίξιμο τών καταρτιών κι* οί διαπε­ ραστικές φωνές τών μούτσων. Μου φαινόταν πώς

Ο

ΓΗ συνέχεια στό έρχόμενο)

ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΑΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

Κ Α Λ Φ Α Κ Η Σταδίου 50


33) Μέ γοργές, δυνατές κουπιές, το ι ερακν Ανοίχτηκε στή θάλασσα μέ τό μονόξυλό του, Α­ κολουθώντας διαφορετική πορεία Από έκείνη, που Ακολουθούσαν οΐ βάρκες του καραβιού του. Εί­ χε τό σχέδιό του. .. Ξαφνικά, Αφησε μια σιγανή κραυγή. Πίσω Από έναν κάβο, πρόβοΐλοιν μεγά­ λες. μακρόστενες βάρκες των Ιθαγενών γλυστρώντας γοργά έπάνω στα νερά.

35) Ξαφνικά, μιά κανονιά Αντήχησε στόν Αέ­ ρα καί μιά μπάλα έπεσε στή βάρκα, δπου βρί­ σκονταν ή Παμέλα κι* ό πληγωμένος 'Σέθ Μόργκαν. Ή βάρκα τουμπάρησε, μά ευτυχώς οί έπιβάτες της σώθηκαν Από τις Αλλες βάρκες. Ή ίδια ή Παμέλα μέ ήρωϊσμό καί αυτοθυσία, έσω­ σε τόν πληγωμένο Αντρα της.

34) Ένα τρελλό κυνηγητό αρχισι βάρκες των ιθαγενών ρίχτηκαν πίσω Από τις βάρκες τών κουρσάρων, μά οι τελευταίοι ήσαν πιο γυμνασμένοι στό κουπί καί δέν Αργησαν να πλησιάσουν πρώτοι στή «Λαίδη Σ κάρλετ» τό κα­ ράβι του Γερακίου, πού λικνιζόταν ήρεμα στή μέση του κόλπου.

Γκουντερ!, είπε ή Παμέλα χαϊδεύοντας τό πρό­ σωπο του ΙΣέθ. Είναι ένας δολοφόνος! Σωστός σατανάς!» «Ευτυχώς πού δέν είναι καλός στό σημάδι. Παμέλα!, είπε σαρκαστι-κά ό Κάλεμπ. Ή μπάλα χτύπησε τήν κουπαστή της βάρκας. Δι­ αφορετικά, δέ ΘΑχε μείνει κανένας σας...» >*■ .. ■ ........... '■ .. . ■ -- —......... I '

I

37) Καί τότε, Από τή «Λαίδη Σ κάρλετ», Αν­ τήχησε ή σκληρή φωνή του θάντεους Γ κουντερ: «Αυτό δέν ήταν παρά μιά προειδοποιητική βολή! Τό κορίτσι καί τό παιδάκι είναι στά χέρια μας! Μήν τό Ξεχνάτε αύτό! Πλησιάστε καί άνεβήτε ένας - ένας στό καράβι. Αφού πρώτα πετάξετε τά δπλα σας στή Θάλασσα!»

38) Τό σχέδιο τών δυό κακούργων ήταν σατα νικό. "Οταν ή βάρκα θά πλησίαζε,^ό Κέντ θά έρριχνε μέσα της ένα βαρελάκι γεμάτο μπαρού­ τι. ΟΙ κουρσάροι, ή Παμέλα κΓ ό Σέθ Μόργκαν θά σκοτώνονταν. "Ετσι δχι μόνο 6ά σκεπάζονταν τά έγ κλήματα τού Γ κουντερ, Αλλά καί θά κληιρονομούσε τή μεγάλη περιουσία της Παμέλας! ο

ο 2-υνέχεισ <7τ© οίλλο τεύχος


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΑΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα τοΰ : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που έχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες τού κόσμου Συνέχεια 8η

—!*Ώγ, είπε. "Ασχημο χτύπημα! Έ, φιλαρά­ κο μου, κουράγιο! Κακή άρχή έκανες, μά έλπίζω νά φτιάξουν τα πράματα. "Εφαγες τίποτα; Του είπα πώς δέ μπορούσα, έκεΐνος δμως, τό­ τε, μοΰδωσε λίγο κονιάκ μέ νερό σ’ ένα ντενεκεδένιο ποτηράκι, καί μ* άφησε πάλι μονάχο. Απο­ κοιμήθηκα πάλι. *Όταν ξανάρθε νά μέ δη, είχα μισοξυπνήσει καί πολεμούσα ν’ ανοίξω τα μάτια μου στό σκο­ τάδι. "Ολα γύρω μου κουνιόνταν. Πονουσα πολύ -σ’ όλο μου τό κορμί, κι* οί έπίδεσμοι μου φαινό­ ταν σά νάχαν πάρει φωτιά. Ή μυρουδιά εκείνης τής τρύπας μου φαινόταν πώς είχε γίνει ένα μέ μένα. Τό μαρτύριό μου ήταν μεγάλο άπό τούς ποντικούς του καραβιού πούτρεχαν άκόμα καί πά­ νω σιό πρόσωπό μου, καθώς κι’ άπ’ τα φοβερά όνειρα πού μου έφερνε ό πυρετός. Τό αχνό φως τού φαναριού μού φαινόταν πώς έλαμπε σάν τό φως τού ήλιου, καί μοϋρθε νά μπήξω τις φωνές άπ’ τή χαρά μου. Ό άνθρωπος μέ τά πράσινα μάτια ήταν τό πρώτο άνθρώπινο πλάσμα πού κατέβαινε τή σκάλα τού αμπαριού, άπό τότε πού μέ πέταξαν εκεί μέσα, καί πρόσε­ ξα πώς παραπατούσε κάπως. Πίσω του έρχόταν ό καπετάνιος. Δέν είπαν λέξη, μονάχα ό πρώτος κάθησε καί μέ κοίταξε προσεχτικά παντού κι* έ­ δεσε τις πληγές μου, ένώ ό Χοσίζον μού έρριχνε ένα παράξενα κακό βλέμμα. — Καί τώρα, Κύριε, νά προσέξετε πολύ, είπε ό πρώτος. Μεγάλος πυρετός, καθόλου όρεξη, διό­ λου φώς... Προσέξετε, Κύριε, γιατί πρέπει νά καταλαβαίνετε καλά τί σημαίνει αύτό. —' Δέν είμαι δά κανένας μάγος, κύριε Ρίτς, είπε ό καπετάνιος. —■Ακούστε με, Κύριε, είπε ό Ρίτς. "Εχετε έ­ να περίφημο κεφάλι επάνω στούς ώμους σας καί μιά πρώτης τάξεως σκωτσέζικη γλώσσα γιά νά ρωτήσετε καί νά μάθετε, θά ήθελα νά τό πάρου­ με άπό δώ αύτό τό παιδί καί νά τό πάμε στήν καμπίνα τής πλώρης. — Τό τί θέλεις είναι κάτι πού μόνο εσένα πρέ­ πει νά σκοτίζη καί κανέναν άλλο, άπάντησε ό καπετάνιος. ’Εγώ προστάζω έδώ μέσα. Έδώ τόν έχουμε κι* έδώ θά μείνη I ^ —Αφού εΐναι έτσι, πρέπει νά σάς θυμίσω πώς ι* αυτή τή δουλειά πληρωθήκατε γερά, είπε ό λλος, καί σάς παρακαλώ νά μού έπιτρέψετε νά πω πώς έγώ δέν πληρώθηκα καθόλου. Μέ πλη­ ρώνουν βέβαια, — όχι καί τόσο εξαιρετικά, έδώ πού τά λέμε, — γιά δεύτερο πλοίαρχο αύτοΰ τοΰ σαπιοκάραβου, καί ξέρετε πώς βάζω όλα μου τά δυνατά ^νά κάνω τή δουλειά μου όσο καλύ­ τερα μπορώ. Δέ μέ πλήρωσαν όμως γιά τίποτ* άλλο... “Κοίταξε νά ^κάνης τή δουλειά σου, κύριε Ρίτς, γιατί άλλοιώς δέ θά τά πάμε καλά, είπε δ καπετάνιος. Κι* άντί νά ο* έχω έδώ πέρα νά τό τσούζης καί νά μού λές αινίγματα, θαρρώ πώς θά σέ βάλω νά φυσάς τό κουάκερ γιά νά κρυώνη. Μπρός, πάμε στό κατάστρωμα.

Εκείνη τή στιγμή όμως, ό κύριος Ρίτς τόν άρπαξε άπό τό μανίκι. — Πρέπει νά πώ άκόμα πώς δέ σέ πλήρωσαν γιά νά σκοτώσης. .. Ό Χοσίζον τινάχτηκε άπότομα καί πήγε κατα­ πάνω του. — Τι τρέχει; ξεφώνισε. Τί σόι κουβέντα εΐναι τούτη δώ; — θαρρώ πώς είναι ό μόνος τρόπος πού μπο­ ρείς νά καταλάβω, είπε ό κύριος Ρίτς κοιτάζοντάς τον κατάματα. “ Κύριε Ρίτς, κάναμε τρία ταξίδια μαζί, άποκρίθηκε ό καπετάνιος. "Ολον αυτόν τόν καιρό έπρεπε νά μ* έχης μάθει, Κύριε! Είμαι σκληρός, είμαι ξεροκέφαλος άνθρωπος. Αύτό πού μοϋλεγες τωραδά — πού νά μού χαθήτε όλοι σας — μονά­ χα μιά ψυχή μαύρη, πουχει βαρειά τή συνείδησή της τό κάνει. ’Άν λές πώς τό παλληκάρι θά πεθάνη. . . πήγαινέ του όπου θέλεις! Κι* ό καπετάνιος άνέβηκε τή σκαλίτσα. Έγώ πού, όσο κράτησε αύτή ή παράξενη κουβέντα, εί­ χα μείνει άφωνος, είδα τόν κύριο Ρίτς νά γυρίζη προς τό μέρος του, καθώς ό άλλος άνέβαινε, νά λυγίζη τά γόνατά του καί νά υποκλίνεται κοροϊ­ δευτικά. Μ* όλη τή ζάλη καί τόν πυρετό πού μ* έψηνε, εΐδα καθαρά δυό πράγματα: πρώτα, πώς 6 φι­ λαράκος ήταν κάπως πιωμένος, όπως άλλωστε είχε πή κι* ό καπετάνιος, κι* άκόμα, πώς — είτε ήταν πιωμένος είτε ήταν ατά καλά του — γιά μένα ήταν πρώτης τάξεως φίλος. Σέ πέντε λεπτά μέ είχαν λύσει, κάποιος μέ σήκωσε στή .ράχη του καί μέ πήγε στήν καμπίνα ΐής πλώρης. Μ’ άκούμπησαν σέ μιά κουκέτα μέ καθαρά σεντόνια. Μόλις μ* άφησαν, έχασα άμέσως τις αισθήσεις μου. ΤΗταν πολύ συγκινητικό ν* άνοίγω επιτέλους τά μάτια μου καί νά βλέπω τό φώς τοΰ ήλιου, νά ξανσβρίσκωμαι μαζί μ* άνθρώπους. Εκείνη ή καμπίνα ήταν άρκετά μεγάλη. Γύρω-γύρω στούς τοίχους είχε κουκέτες, όπου οί ναύτες έρ­ χονταν υστερ* άπ* τις βάρδιες καί ξάπλωναν νά κοιμηθούν ή γιά νά καπνίσουν. Εκείνη ή μέρα ήταν ήσυχη κι* ό άνεμος μαλακός. Τό φιλιστρίνι ήταν άνοιχτό, κι* όχι μόνο έμπαινε τ’ όμορφο φώς τής μέρας, μά, πότε-πότε, καθώς τό κα­ ράβι κουνιόταν, έπεφτε μέσα καί καμμιά χρυσή άχτΐνα πού μού θάμπωνε τά μάτια καί μοΰφερνε μεγάλη χαρά. Μόλις συνήλθα, ένας ναύτης μοϋψερε νά πιώ κάτι πού τόχε έτοιμάσει ό κύριος Ρίτς. Μοΰπε άκόμα νά ξαπλώσω καί νά καθήσω ήσυχος, καί, σέ λίγο, άρχισα νά νιώθω πώς ή­ μουν καλύτερα. — Φαίνεται πώς δέν έχουν σπάσει τά κόκκαλά σου, μού έξήγηοε. "Ενα χτύπημα στό κεφάλι δέν είναι τίποτα, έξακολούθησε. ’Εγώ σοΰ τό κατάφεοα! "Εμεινα έκεΐ πολλές μέρες φυλακισμένος κι* όχι μόνο έγινα καλά πάλι, άλλα κι* έπιασα φιλίες (Συνέχεια στήν προτελευταία σελίδα)

”Ρ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ■ II ΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

Ι

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Β ιβλισπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α'— ΤΕΥΧΟΣ 8 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουράς Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμφ : ΔιευθυντοΟ Σ. ’Ανεμοδουρά : Α. Θησέως 323 Προϊστ. Τυπογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9

ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : ’Ετησία 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


Ή Ιστορία πού θα διαβάσετε, δέν είναι Ενα παραμυθένιο κατασκεύα­ σμα της φαντασίας. "Εγινε πραγμα­ τικά στό διάστημα τού παγκοσμίου πολέμου. ' Ή μεγοβλύτερη δύναμις των συ μ-, μάγων στόν άγωνα τους Εναντίων των σκοτεινών έχθρων της άνθρωπότητος ήταν τό πετρέλαιο της Ανατο­ λής, μέ τό όποιο κινιόνταν οί μη­ χανοκίνητες στρατιές καί οί άεροπορικοΐ στόλοι πού τσάκιζαν τόν έχθρό. Μά συνέβαινε κάτι παράξενο: "Ο­ λα τά μεγάλα πετρελαιοφόρα άτμόπλοια, 'πού ξεκινούσαν γιά τήν Αγ­ γλία καί τήν Αμερική* έξαφανίζονταν μυστηριωδως στά νερά της Α­ νατολής. Τό τελευταίο άπό τά πετρε­ λαιοφόρα, πού χάθηκαν, άφησε Ενα παράξενο, μισοτελειωμένο μήνυμα· ·. ^

}

4

Έ,αμηοτάκ

ΘΑΛΑΣΣΑ

1) Τό τελευταίο αύτό πλοίο είχε ξεκινήσει ά­ πό τό Σίντι Ράς φορτωμένο πετρέλαιο καί τα­ ξίδευε, είκοσι τέσσερις ώρες μέσα στόν Περσι­ κό Κόλπο, όταν ξαφνικά >ό τιμονιέρης φώναξε: «Κοπτετάνιε μου! Κάτι συμβαίνει μέ τό καράβι μας! Ακολουθούσαμε βορειοδυτική πορεία καί τώρα τραβάμε πρός τά βορειοανατολικά! Κάτι 'παράξενο πρέπει νά συμβαίνη!»

2) Ό πλοίαρχος, συνοδευόμενος άπό τόν δευ^" τερο πλοίαρχο, Ετρεξε κι Εσκυ4* γεμάτος άπορία έπάνω στήν πυξίδα, διάβολε! μουρμούρισε. Ό τιμονιέρης Εχει δίκιο! Τό πλοίο άκολουθεΐ δική του πορεία χωρίς νά ύπακούη στό τιμόνι!» «Κυττάξτε καπετάνιε! Εκείνη τήν παράξενη άνταύγεια μπροστά!» φώναξε ό δεύτερος πλοίαρχος. «Στείλτε τό σήμα κινδύνου μέ τόν άσύρματο!» διέταξε ό πλοίαρχος.


3) Λίγες στιγμές Αργότερα ό Ασύρματος του πλοίου Αρχισε νΑ Εκπέμπη τό Ακόλουθο μήνυμα: 0.5.. .. 5„ Ο. 5.... Κ ινδυνεύουμε I Τό πλοίο μας Επαψε νΑ υπάκουη στό τιμόνι καί Ακολουθεί δική του πορεία! Μπροστά στόν όρίζσντα Εχει φανή παράξενη Ανταύγεια, Βρισκόμαστε σέ γεω­ γραφικό μήκος...» Έδώ σταματούσε τό μήνυ­ μα του πετρελαιοφόρου, πού δέν ξαναφάνηκε ποτέ πιά! \

____ τα στοιχεία είχε υτ? δψει τ< ό διάσημος "Αμερικανός πράκτωρ της Αντικατασκοπείας ΖΧ-5, ^αν δέκα μέρες Αργότερα Ε­ φτανε στό Σ ίντι Ρ άς καί συναντούσε τόν διευθυντή των διϋλιστηρίων πετρελαίου. «Φοβούμαι, είπε ό τελευταίος, ότι δέν θά μπορέσω νά σάς βοη­ θήσω, ΖΧ-5! Ξέρουμε λιγώτερα Απ’ όσα ξέρετε έσεΐς ! Είναι μιά πολύ Αλλόκοτη καί μυστηριώδτκ ύπόθεσχΐ»

5) θέλω νά μάθω κάτι, σέρ, είπε ό ΖΧ-5. ΤΑ πετρελαιοφόρα ξεκινούν πραγματικά Από τό λιμάνι αυτό;» « Ωΐ βέβαια, ΖΧ-5! Ξεκινούν γεματα πετρέλαιο καί χάνονται μυστηριωδώς πριν φτάσουν στόν προορισμό τους!... Δέν κα­ ταλαβαίνω όμως γιατί κάνετε αυτή τήν έρώτησυ ..». «ρΕχω μιά θεωρία καί θέλω νά βεβαιω­ θώ πρώτα Αν πραγματικά -ξεκινούν τά πλοία!» ■■

6) «Γ'Εχω σχηματίσει Ενα σχέδιο, συνέχιζε ό ΖΧ-5, μά γιά νά τό .Εφαρμόσω χρειάζομαι τή βοήθειά σας. θέλω νά μού Επιτρέψετε νά φορτώ­ σω τό Επόμενο πετρελαιοφόρο, δπως νομίζω Ε­ γώ. Ελπίζω νά Εχουμε καλά Αποτελέσματα. Βέ­ βαια, τά στοιχεία Επάνω στά όποια βασίζω τό σχέδιό μου, είναι σχεδόν Ασήμαντα, μά Αξίζει τόν κόπο νά δοκιμάσουμε... Συμφωνείτε;»

7) « Αν Εχετε αυτή τή γνώμη, ΖΧ-5, είπε ό διευθυντής των διυλιστηρίων συμφωνώ. Αύριο πρόκειται νά ξεκινήση Ενα πετρελαιοφόρο. Μπο­ ρείτε νά κάνετε δ,τι νομίζετε καλύτερο. ..» Μά ούτε ό ΖΧ-5 ούτε ό διευθυντής των διϋλιστηρίων πρόσεξαν Εναν "Αραβα ύπάλληλο της Εταιρίας πού είχε άκούσει τήν άρχή τής κουβέντας τους καί Απομακρυνόταν μΕ παράξενη Εκφρασι.

βνγI. I. _ - ' . · % ό "Αραβας Ανέ­ βαινε στήν κορυφή του παλιού κτιρίου, δπου ήσαν στεγασμένα τΑ γραφεία τής Εταιρίας. «Πρέπει^γΑ τους είδοπο^σω γιά τό πλοίο πού φεύγέι τά μεγαλύτερα σ*1Υ<>ταν· ,ΕΙν0ί πετρελαιοφόρα καί πρέπει να βυθιστη !> "Εβναλε Από τήν τσέπη του Ενα πλατύ ήλεκτρικό φα­ νάρι καί Αρχισε νά τό ήνοφοσβύνη.


9) Τήν Ιδια στιγμή, ,μακρυά μέσα στόν Περ­ σικό Κόλπο, έπάνω στήν άκτή της Αραβίας, δυό άνθρωποι παρακολουθούσαν μέ άνυπομονησία τίς έγκαταστάσεις των διϋλιστηρίων, άπό τήν κορυ­ φή ένός παλιού, μοναχικού φάρου. «Κύτταξε έκεΐ! "Ενα όπτικό μήνυμα άπό τόν άρχηγό,!», εί­ πε ό ένας. «Τό βλέπω!», είπε ό άλλος. Κύτταξε μέ τά κυάλια. Τί λέει;»

10) *0 πρώτος άρχισε νά μεταφράζη τό μή­ νυμα : «Πετρελαιοφόρο — φεύγει — αύριο -(■ πρέ­ πει — νά βυθιστή ! ΖΧ - 5 — Αμερικανός —4 πράκτωρ — βρίσκεται έδω.— θά — τόν *— κανρνίσω — έγώ. Έσεΐς ένεργήσατε — όπως — συνήθως — άλλά — μέ — προφυλάξεις!». «Αύριο, β; είπε ό δεύτερος, θά είμαστε έτοιμοι, μά δέ μοω άρέσει καθόλου ή παρουσία του ΖΧ-5. ΕΙναιΙ πολύ έπικίνδυνοςΐ» ..

11) Τό έπόμενο πρωινό, 6 Αμερικανός πράκτωρ ΖΧ-5 παρακολούθησε κάθε λεπτομέρεια της φορτώσεως του πετρελαιοφόρου. "Οταν δλα τά βαρέλια του πετρελαίου φορτώθηκαν, ό ΖΧ 5 είπε στόν προϊστάμενο των φορτωτών, δείχνοντάς του μερικά βαρέλια: «Προσοχή! Σηκώστε τά βαρέλια αύτά μέ προσοχή καί τοποθετήστε τα στό πρώτο άμπάρι της πλώρης!»

12) Λίγο άργότερα, ό πλοίαρχος φώναξε άπό τό κατάστρωμα του πετρελαιοφόρου: !«*Η φόρτωσις τελείωσε, ΖΧ-5 ί Είμαστε έτοιμοι! νά ξεκινήσουμε μέσα σέ λίγα λεπτά. "Εχετε τίπο­ τα ειδικές διαταγές νά μου δώσετε;» «Βεβαίως!, άπάντησε ό ΖΧ-5. θά άνεβω έπάνω νά σας δώ­ σω μερικές τελευταίες όδηγίες. θέλω νά βεβαι­ ωθώ πρώτα ότι δέν έμεινε τίποτα έξω...» ν

!

14) ’Αφομ έδωσε συμπληρωματικές όδηγίες στόχ»,πλοίαρχό, ό ΖΧ-5 τόν άποχαιρέτησε ευχό­ μενος καλό ταξίβι, «θά κρατηθώ σέ διαρκή ρα­ διοφωνική έπαφή μαζί σας,* είπε φεύγοντας. Κα­ λά ταξίδι καί^κάλή τύχη!> Καί ό 'Αμερικανός πρ^ιτωρ ξεκίνησε γιά νά γυρίση στό ξενοδοχείο του, όπου ήθελε νά πάρη μερικά πράγματα πρίν σμνεχίση τήν έφαρμογή του σχεδίου του.

13) Ό ΖΧ-5 άνέβηκε έπάνω στό πλοίο και είπε στόν πλοίαρχο: «Μήν ξεχνάτε ότι, όταν πε­ ράσουν είκοσι τέσσερις ώρες, θάρθήτε σ’ έπαφή μαζί μου μέσω του Ασυρμάτου, στό μήκος κύμα­ τος που <χχς έδωσα. Ακολουθήστε τις οδηγίες μου μέ προσοχή;» «Βεβαίως, ΖΧ-5! Ελπίζω νά πετυχη τό σχέδιό σας!» «Τόέλπίζω κι* έγώ! Νά τώρα τί πρέπε^ νά κάνετε όταν...» 4

.


15·) Μά σέ κάθε του βήμα ένα παράξενο συ­ ναίσθημα έκανε μικρά ρίγη νά διατρέχουν τή σπονδυλική του στήλη. Είχε τήν έντύπωσι δτι άθέατα μάτια τόν κύτταζαν άπό κάθε μεριά καί δτι Αόρατοι άνθρωποι τόν παρακολουθούσαν. «Διάβολε, μουρμούρισε. Δέ μου άρέσει καθόλου αύτό! Δέ θά^μέ έξέπληττε άν οΐ τοίχοι καί οΐ .πόρτες γεννούσαν έχθρους καί. ..»

16) Πραγματικά οΐ τοίχοι καί οί πόρτες γέν­ νησαν έχθρούς! Τέσσερις "Αραβες, μέ γυμνά για­ ταγάνια, Αναπήδησαν όλόγυρα καί ρίχτηκαν ε­ πάνω του. «Είναι τό Άμερικανόσκυλο, _ό κατά­ σκοπος!, φώναξε ό ένας άπ αυτούς. ~εκάνετέ τον!» Μά ό ΖΧ-5 δέν ήταν έντελώς άοπλος. Μέ­ σα στό μπαστούνι του ήταν κρυμμένο ένα σπα­ θί, κι* ό ΖΧ - 5 ήταν καλός ξιφομάχος.

17)- ^Υποχώρησε πο£ς μιά πόρτα, Αποκρού­ οντας τις έπιθέσεις των * Αράβων μέ τό σπαθί του καί τραυματίζοντας έναν άπ* αότούς. <Έν τάξ§ι γυιοί της έρήμου! έκάγχασε. ’Έλάτε πιό κοντά!» Μά ξαφνικά κάτι τόν χτύπησε στό κε­ φάλι άπό πάνω καί ό ΖΧ-5 κατέρρευσε, Πρίν χάση Εντελώς τίς- αίσθήσεις-τοϋ, άκουσε κάποιον νά Μο; *Μήν τόν Αποτελειώνετε ! Μάς χρειά­ ζεται)»

18) Του φάνηκε σάν νά είχαν περάσει όλόκληρες <55ρες,* δταν συνήλθε. Τό κεφάλι του στρι­ φογύριζε ράν οβοΰρα καί χιλιάδες σφυριά Ανεβοκατέβαιναν έκει μέσα κάνοντάς τον νά πονή Ανυπόφορος Τό στομάχι του σάλευε τρελλά... «Που βρίσκομαι; Αναρωτήθηκε. Γιατ'ι τό έδαφος σαλεύει έτσι; Καί... τί είναι ή μηχανή αυτή πού

χ

20) Δυό άντρες μέ Αραβικά ρούχα βρίσκον· ταν έπάνω στή βάρκα. Ό ένας Απ’ αυτούς, μ* ένα γυμνό σπαθί στό χέρι, πήγε κοντά στόν ΖΧ-5 καί τόν κύτταξε περιφρονητικά. «Μπά!, είπε. Τό σκυλί αύτό δέν συνήλθε Ακόμα έντελώς, μά θά τόν προσέχω καλά!» «"Αν δοκιμάση να ξεφύγη, άνοιξέ του στά δυό τό κεφάλι!», διέταξε ό άλ­ λος μέ άγρια φωνή.

Κέρασαν μερικά λεπτά, πρίν καταλάβη &0Ταν, μέο<χ. »ιά μεγάλη ιθαγενή ?ν<χν μοντέρνο κινητήρα βενΓι^ νά Αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχυτητα, εΐχοιν Ανοίξει στόν άνεμο κΓ ένα άσπρο μεγάλο πανί. Μιά φωνή είπε: «"Αρχισε λΑ σ^> έπΓβλέπης(»πΐτέλ,0υςΙ Π^γαιν! κοντά του νά τύν

Αχού»;»


21) Μά τήν ίδια στιγμή, έγινε κάτι έντελώς Απροσδόκητο. Ό ΖΧ-3 τινάχτηκε ξαφνικά όρ­ θιος, άρπαξε τό σπαθί άπό τό χέρι του “Αραβα καί μέ μιά τρομερή γροθιά τόν έκανε νά χάση τήν Ισορροπία του, νά γείρη πρός τά πίσω καί νά πέση στή θάλασσα! Χάθηκε μέσα στό νερό κί* δταν ξαναφάνηκε ή βάρκα είχε ξεμακρύνει.

22) Γοργός σάν αίλουρος ό ΖΧι-5 πήδησε έπάνω στό κατάστρωμα της βάρκας καί, χτυ­ πώντας τόν τιμονιέρη στό κεφάλι μέ τό πλατύ μέρος του σπαθιού τόν έρριξε άναίσθητο. 4θα περιμένω νά συνέλθη, σκέφτηκε ό ^Αμερικανός, καί θά τόν κάνω νά μιλήση. “Ισως ξέρει μερικά πράγματα γιά τίς έξαφανίσεις των πετρελαιοψό-. ρων

23) Λίγες ώρες άργότερα οί δυό άντρες πού βρίσκονταν ιέπάνω στόν μοναχικό φάρο διέκρί­ νον ένα άντικείμενο έπάνω στά ήσυχα νερά τοΰ Περσικού Κόλπου. ^Τί είναι αύτό; μουρμούρισε ό ένας. Τό πετρελαιοφόρο πρέπει νά φανη όπου νάναι μά αύτό δέ φαίνεται γιά βαπόρι». «“Οχι. Φαίνεται σάν τήν Ιθαγενή βάρκα του Αρχηγού! Νάναι άροιγε αύτός;»

24) Ό άνθρωπος σήκωσε τά κυάλια του καί κύτταξε γιά μερικές στιγμές πρός τήν κατεύθυνσι της βάρκας. ,^Ναί, αύτός είναι!, είπε. Ήρθε, φαίνεται γιά^νά παρακολουθήση ό ίδιος τήν κα­ ταστροφή του πετρελαιοφ. . .» "Ενα διαπεραστι­ κό κουδούνισμα τόν σταμάτησε. «“Α!, φώναξε. Τό πετρελαιοφόρο έφτασε! Χτυπάει τό κουδούνι του Ραντάρ!»

25) Οί δυό άντρες γύρισαν άμέσως. Ό ένας τους έβαλε ένα ζευγάρι Ακουστικά στ* αύτιά του Καϊ ό άλλος έσκυψε στή,μ όθόνη μιας συσκευής Ραντάρ. «Αύτό είναι!, είπε ό πρώτος. Ήχος ά­ πό μηχανές μεγάλου πλοίου!» «Δέν χρειάζονται τ*· Ακουστικά, είπε ό δεύτερος. Κύτταξε στήν όθόνη. Σχηματίστηκε κιόλας ή σιλουέττα του πλοίου!»

26) «“Οί!, συνέχισε ό ίδιος μέ θαυμασμό. Πό­ σο όμορφο είναι! Είναι φορτωμένο ώς τά μπού­ νια μέ τό πολύτιμο πετρέλαιο, πού δίνει στούς έχθρούς μας τή δύναμι νά χτυπούν τίς στρατιές τού “Αξονος! θά βουλιάξης, Αγαπητό μου καρά­ βι,! Καί τό πολύτιμο υγρό σου θά σκορπιστή φλέγόμενο έπάνω στήν έπιφάνεια της θάλασ­ σας! Εμπρός, φίλε μου!»


27) Γύρισαν, πήγαν κοντά σ' έναν τεράστιο προβολέα μέ παράξενη δψι καί τόν έστρεψαν πρός τό πέλαγος. «Γρήγορα!, είπε ό ένας. Άπόστασις: 4-0 -7 !. . . Γωνία Ζ !. . . “Ετοιμος;» «ΓΑζιμουθιο: 2, άπάντησε ό άλλος. Παράλληλος 5 1... Γύρισε τό διακόπτη!» 4θάχοι>με γλέντι, είπε ό πρώτος γυρίζοντας έναν διακόπτη, ©ά­ γουμε τρικούβερτο γλέντι!»

28) Τήν Ιδια στιγμή προβάλλοντας γύρω άπό τόν κάβο ένός μεγάλου άκρωτηρίου, τό πετρε­ λαιοφόρο εΐδε άπό πολύ μακριά τό φάρο. «Κα­ πετάνιε!, φώναζε ό δεύτερος πλοίαρχος. Κάτι παράξενο πρέπει νά συμβαίνη! “Εχουμε βγη άπό την πορεία μας!» «Διάβολε!, γρύλλισε ό πλοί­ αρχος. ΕΓναι μεθυσμένος αύτός ό τιμονιέρης;»

29) ιΜά θυμήθηκε τΙς όδηγίες τού ΖΧ-5 κι* έτρεξε κοντά στόν τιμονιέρη μέ λιγώτερη ταρα­ χή τώρα. «Τί τρέχει;» ρώτησε..«Τό πλοίο δέν ύπακούει στό τιμόνι ,σέρ! Κυττάξτε έκείνη τήν άνταύγεια!» «“Αί, έκανε ό πλοίαρχος. “Ερχεται άπό τό φάρο! θ'* άφίσουμε τό καράβι νά ταξιδεύη πρός τά έχει, ώσπου νά πάρουμε μήνυμα άπό τόν ΖΧ-5 !>

30)^Στό μεταξύ ό ΖΧ - 5 είχε δη τό πετρελαιο­ φόρο. “Ολα κρέμονταν τώρα άπό τΙς έπόμενες λίγες στιγμές. “Εκανε τότε κάτι παράξενο. Πα­ σπάτεψε τό χερούλι τού μπαστουνιού του κι* αυ­ τό άνοιξε άποκαλύπτοντας τόν μηχανισμό ένός μικροσκοπικού ραδιοπομπού. «ΖΧ - 5 πρός τόν πλοίαρχο!, είπε. ^Εφαρμόσατε άμέσως τήν όδηγία ύπ' άριθμόν 4 !»

31) Μά τήν ίδια στιγμή, ένας ήχος πίσω του τόν έκανε νά στριφογυρίση. Ό “Αραβας, τόν ό­ ποιο είχε ρίΐξει άναίσθητο, χτυπώντας τον μέ τό πλατύ μέρος τού σπαθιού, είχε συνέλθει, είχε άνορθωθή καί, μέ τό παράξενο ήλεκτρικό φανά­ ρι του έκανε σήματα Μόρς πρός τόν μακρινό φά­ ρο. «Πρέπει νά τόν σταματήσω!», σκέφτηκε.

32) Μ* ένα άκροβατικό πήδημα ρίχτηκε έπάνω του και κλώτσησε τό ήλεκτρικό φανάρι. «Δέ θά μας νικήσετε ποτέ!, γρύλλισε ό “Αραβας. Τό πετρελαιοφόρο θά ιβουλιάξη όπως μιά μέρα θά βουλιάξη ή πατρίδα σου, σκύλε!» Καί ώρμησε πάνω στόν Αμερικανό. Μιά γροθιά όμως τού 5μ<« ΖΧ-5 τόν έστειλε γιά πολλές ώρε ρες στόν κόσμο •ίου ύπνου καί τής λησμονιάς!


35). Ό ΖΧ-5 ξανάσκυψε στόν μίκροσκοπικό ραδιοπομπό του καί φώνοοξε, ξέροντας πώς κάθε στιγμή μπορούσε νά σήμαινε τή νίκη ή τό θάνα­ το: «ΖΧ - 5 πρός τόν πλοίαρχο! ΖΧ-5 πρός τόν πλοίαρχο! Εφαρμόσατε άμέσως τήν όδηγία Α­ ριθμός 4! Έφαρμόσοιτε άμέσως τήν όδηγία 'Αριθμός 4! ΖΧ-5 πρός τόν πλοίαρχο! Εφαρμόσατε • άμέσως. . .»

34) Λουσμένο άπό; τήν άνταύγεια, που έξέπεμπε ό παράξενος προβολέας άπό τό φάρο, καί τρα­ βηγμένο πρός τά Εκεί άπό μιάν άόρατη μά άκα­ τανίκητη δύναμι τό πετρελαιοφόρο ταξίδευε τώ­ ρα πρός τόν φάρο σκίζοντας όλσταχώς τά κύ­ ματα του Περσικού Κόλπου! Τίποτα στόν κόσμο δέ φαινόταν Ικανό νά τό σώση.

36) «Καί Εξακολουθεί νά έρχεται όλόΐσια έ35) Μέσα στόν φάρο, ό ένας άιίό τούς άν­ πάνω μας πάνω μας!, γρυλλισε ό άλλος. Κάποιο τρες είπε στόν άλλο: «ΤΗρθε ή ώρα! Γύρισε τό κόλπο μάς έπαιξοεν ! Σβύσε τόν προβολέα ! διακόπτη της συγκεντρωτικής άκτίνας!» "Ενα Γρήγο...» Δέν πρόλαβε νά άποτελειώση τή «κλικ» άκούστη,κε καί οΐ δυό άντρες κάρφωσαν φρασι του. Τό πλοίο χτύπησε Επάνω ιστούς βρά­ τά μάτια τους έπάνω στό πετρελαιοφόρο μέ άνυχους, στή βάσι του ψ&Ρ°υ, καί μιά τρομακτική πομονησία. Πέρασαν μερικές στιγμές. «Κάτι συμ­ βαίνει!, είπε ξαφνικά ό ένας. Τό πλοίο δέν άρ­ ί έκρηξις άκολουθησε. Πλοίο καί φάρος Εξαφανί­ στηκαν μέσα στις φλόγες! παξε φωτιά!»

38) «Τραβουόαν .τά πλοία μέ μιά νέα συσκευή 37) Αργότερα ό ΖΧ-5 παρουσίασε στόν δι­ ευθυντή των διϋλιστηρίων καί στόν πλοίαρχο του , μαγνητικών άκτίνων. Τό κατάλαβα αύτό μόλις διάβασα ^γιά τήν «παράξενη άνταύγεια» στό μή­ πετρελαιοφόρου τόν άρχηγό των σαμποτέρ. «ΕΙνυμα του τελευταίου πετρελαιοφόρου. "Επειτα Χαι ό Μπόρις Κάρλσεν, κύριοι! Μεγάλος Γερμα­ νός κατάσκοπος! Ευτυχώς πήρατε Εγκαίρως τό . μέ συγκεντρωτικές άκτίνες έβαζαν φωτιά στό πε­ τρελαιοφόρο! Μάαύτή τή φορά τά βαρέλια εί­ μήνυμά μου νά Ιέγκαταλείψετε τό πλοίο, πλοίαρ­ χαν... νερό άντί γιά πετρέλαιο καί τό άμπάρι χε! θέλετε νά μάθετε τί άκριβώς συνέβη;» της πλώρης ήταν γεμάτο Εκρηκτικές ύλες!» * τ %


1) Βρισκόμαστε στήν έποχή, πού οί Αμερι­ κανοί βοηθούμενοι άπό τούς άλλους συμμάχους, είχαν άρχίσει μιά μεγάλη άντεπίθεσι ένοιντίον των Γιαπωνέζων. Τά περισσότερα άπό τά νησιά τού άπέραντου ΕΙρηνικου "Ωκεοενού βρίσκονταν στα χεριά των «Υιών του Ήλιου», μά οί "Αμερικανοί πολεμώντας μέ άνανεωμένες δυνάμεις καί καινούρ­ γιο ήθικό, τούς τσάκιζαν σιγά-σιγά, σ' έναν έξοντωτικό πόλεμο μέσα στις τροπικές ζούγκλες... "Έτσι μιά μέρα ό Κάπταιν Τζών ιΜπρέντ καί οί άντρες του πήραν τή διοεταγή νά κυριεύσουν μιά Γιαπωνέζικη βάοι σ* ένα άπό τά Νησιά τοΰ ·Σολομώντος. ..

2) ΟΙ Αμερικανοί διέσχισαν μέ δυσκολία τήν πυκν^ ζούγκλα μέ τό αύτί άδιάκοπα στημένο καί μέ τό δάχτυλο στή σκανδάλη των αυτομάτων τους. Λίγες ώρες άργότερα, έφτασαν σ’ ένα ξέφωτο κι* ό Κάπταιν Τζών σήκωσε τά κυάλια του καί κύτταξε μπροστά. Άνασκίρτησε βλέπον­ τας μιά μεγάλη κοετασκήνωσι. Ή Γιαπωνέζικη σημαία μέ τόν ήλιο στή μέση, κυμάτιζε έκεΐ!

πωνέζων 1._________________________________

πεδο, ό Κάπταιν ιΜπρέντ, κρυμμένος άνάμεσα στά φυλλώματα ένός δέντρου, μελέτησε τις θέσεις τού έχθρού καί είδε δτι δύσκολα θά μπορούσε νά κυριεύαη τό στρατόπεδο, χωρίς μεγάλες άπώλειες... Ξαφνικά, τό ιβούΐσμα μιας μηχανής έκανε τούς στροιτιώτες νά σηκώσουν τά κεφάλια τους. Τ Η­ ταν ένα σμήνος μεγάλων "Αμερικανικών άερο­ πλάνων!________________________________ ·

5) Λίγες στιγμές άργότερα, οΐ πόρτες των άεροπλάνων άνοιξαν καί. ■ · ό ουρανός γέμισε ά­ πό μεγάλες άσπρες όμπρέλλες! "Ήσαν άλεξιπτωτισταί πού έπεφταν στά νησιά τού Σολομώντοο γιά νά προκολέσουν έναν άντιπερισπασμό! Οι «όμπρέλλες» χαμήλωσοιν άργά, ένώ τά κορμιά των άλεξιπτωτιστών λικνίζονταεν άπό κάτω τους, καί τέλος χάθηκαν μέσα στήν πράσινη ζούγκλα...

6) Παίρνοντας καινούργιο θάρρος άπό τήν πα­ ρουσία τών συντρόφων τους μέσα στή ζούγκλα,· οί άντρες του Κάπταιν Τζών Μποέντ άρχισαν τήν έπίθεσί τους. ΟΙ λίγοι φρουροί, πού ή σαν τοποθε­ τημένοι γύρω άπό τό στρατόπεδο έξοντώθηκαν άμέσως καί οί "Αμερικανοί ώρμησαν μέσα στήν κατασκήνωσι, _ένώ τά αυτόματά τους τραγουδού­ σαν τό τραγούδι του θανάτου I

άντρες του μέ μάτια πού έλαμπαν άγρια άπό τήν άνυπομονησία της μάχης πού πλησίαζε. «Άκροδολιστήτε, παιδιά!, διέταζε, θά άκολουθήσουμε έκείνο κεΐ τό σύδεντρο γιά νά φτάσουμε ώς τό στρατόπεδο τού έχθρου, χωρίς νά γίνουμε άντί­ ληπτοί ! Τά μάτια σας δεκατέσσερα, παιδιά! Τό δάσος μπορεί νά είναι γεμάτο παγίδες των Για­


7) Περ κύκλωσαν τούς στρατώνες καί ρίχτη­ καν μέσα, πρίν οί Γιαπωνέζοι προλάβουν νά χρη­ σιμοποιήσουν τά όπλα τους. "Ενας ή δυό μόνο δοκίμασαν νά τραβήξουν μιά χειροβομβίδα καί τότε τά "Αμερικανικά αυτόματα τερέτισαν νανου­ ριστικά καί σκόρπισαν τόν θάνατο μέσα στό ζε­ στό, ξύλινο κτίριο, στέλνοντας τούς Γιαπωνέζουν νά κουβεντιάσουν μέ τούς προγόνους των!

8) (Μέσα σέ λίγα λεπτά, όλόκληρο τό Γιαπω­ νέζικο στρατόπεδο είχε πέσει στα χέρια τών Α­ μερικανών. Δέν έμενε παρά ένα μόνο ξύλινο κτί­ ριο μέ κάτι παράξενες κεραίες στήν κορυφή του. «Είναι ό σταθμός άσυρμάτου!», φώναξε ό Κάπταιν Τζών Μπρέντ. Πρέπει νά τόν κυριεύσουμε, πριν οί Γιαπωνέζοι προλάβουν νά ζητήσουν ένισχύσεις!»

9) Μά ή πόρτα του στάθμου άσυρμάτου έφρουρεΐτο γερά άπό τούς Γιαπωνέζους, πού είχαν σπεύσει νά στείλουν έκεί ένα άπόσπασμα καί εί­ χαν τοποθετήσει στην πόρτα του ένα βαρύ πολυ­ βόλο. Στις πρώτες κινήσεις τών Αμερικανών πρός τό κτίριο του άσυρμάτου, τό πολυβόλο άρχι­ σε νά ιβήχη άσχημα, ραντίζοντας τά πάντα μέ άτσάλινες σφαίρες!

10) Οί άντρες τού Κάπταιν Τζών, πεσμένοι μπρούμυτα, άποητοϋσαν μέ θάρρος καί λύσσα, χωρίς όμως νά μπορούν νά σιγάσουν τό δολοφόνο πολυβόλο. Τότε ό ίδιος ό Τζών άρχισε νά σέρνε­ ται σαν σαύρα χάυω μέ μιά χειροβομβίδα στό χέ­ ρι. Ξαφνικά, τινάχτηκε όρθιος, πέταξε τή χειρο­ βομβίδα καί ξανάπεσε μπρούμυτα. Ή πόρτα, μα­ ζί μέ τούς Γιαπωνέζους, χάθηκε!

11) ΟΙ Αμερικανοί ώρμησαν μέσα στό κτίριο, άκριβώς τή στιναή πού ό άσυρματιστής ξεψυχού­ σε χτυπημένος άπό ένα θραύσμα της χειροβομβί­ δας, ένώ τό χέρι του, άκουμπημένο στόν χειριστηρα τού άσυρμάτου, μετέδιδε άκόμα κάποιο μή­ νυμα! «Πρόλαβαν, σίγουρα, νά ζητήσουν ένισχύσεις άπό τή βάσι τους, είπε ό Κάπταιν Τζών. θάχουμε γλέντι σέ λίγο!»

12) Πραγματικά, σέ μιά κοντινή Γιαπωνέζικη βάσι, είχαν πάρει τό μήνυμα. Μέ φωνή λαχανια­ σμένη άπό τή λύσσα του, ό Γιαπωνέζος διοικητής οϋρλιαξε στόν υπασπιστή του: «Κάλεσε τούς άν­ τρες ! Μιά όμάδα Αμερικανών κομάντος τόλ­ μησε νά είσχωρήση στή ζούγκλα καί νά αίφνιδιάση ένα στρατόπεδό μας! θά τούς δώσουμε μιά ’ καλή άπάντησι!»


13) £τό μεταξύ, 6 Κάπταιν Τζών Μπρέντ διέτοοξε νά όργανωθοΰν οί θέσεις του στρατοπέδου γιά άμυνα, ένώ ό άσυρματιστής Μπίλ Ερχόταν σέ έπαφή μέ τήν Αμερικανική βάσι: «ΓΕμπρός! Ε­ δώ τό κομάντος του Κάπταιν Τζών Μπρέντ. Αντι­ κειμενικός σκοπός Εξετελέσθη. Εχθρικόν στρατόπεδον κατελήφθη. Χρειαζόμαστε Ενισχύσεις γιά νά τό κρατήσουμε!»

14) ^.αψνικά, οί κραυγές ένός σκοπού έσπασοιν τή σιγαλιά της ζούγκλας: «Οί Γιαπωνέζοι! Μά τοι! Προσοχή! Αρχίζουν νά πυροβολούν!» Πραγματικά, μακρυά, άνάμεσα στους θάμνους και στά-δέντρα της ζούγκλας, ίσκιοι είχαν άρχίσει νά σέρνωνται καί άραιοί πυροβολισμοί άκούγονταν. Σφαίρες περνούσαν τραγουδώντας έπάνω άπό τά κεφάλια των Αμερικανών.

\15) 4Μήν πυροδολήτε!, φώναξε ό Κάπταιν Τζών Μπρέντ. Δέ θά πυροβολήση. κανένας πριν έγώ δώσω, τό σύνθημα!» Οί Γιαπωνέζοι Εξακολου­ θούσαν νά πλησιάζουν, πυροβολώντας καί χρησι­ μοποιώντας ώς προκάλυμμα κορμούς δέντρων καί θάμνους, ηαφνικά, ή φωνή του Τζών ούρλιαζε: «Πυρ!» Ή ζούγκλα άντιβούϊσε άπό τις έκπυρσοκροτήσεις. ..

16) Καί τότε, τρομερές πολεμικές κραυγές άντήχησοτν. "Ομοιοι μέ δαίμονες καί άγρίμια,^οί Γιαπωνέζοι ώρμησαν Εναντίον τών Αμερικανών. Τά τουφέκια καί τά αυτόματα, πού κρατούσαν στά χέρια τους, έφτυναν φωτιά, άτσάλι καί θάνα­ το καί οί χειροβομβίδες τους άνοιγαν μεγάλες τρύπες στό έδαφος της ζούγκλας, τσακίζοντας δέντρα καί θάμνους.

17) Τό πολυβόλο τού Μπίλ άνέλαβε τώρα νά Βώση τήν άπάντησι στά Γιαπωνέζικα όπλα. "Αρ­ χισε νά τραγσυδάη, κάπως βραχνά, μά ρυθμικά, δίνοντας καινούργιο τόνο στή χορωδία των τουφε κ ιών τών Γιαπωνέζων» Οί έχθροί δίστασαν, τοστάθηκαν, δοκίμασαν νά κρατήσουν τήν έφοδό τους, μά στό τέλος σκόρπισαν άτακτα. . .

16) ΟΙ Αμερικανοί άνοιξαν έπάνω τους ένα καταιγιστικό πύρ. Ό μοναδικός σκοπός τους ή­ ταν νά κροοτήσουν τούς Γιαπωνέζους μακρυά ώσπου νά φτάσουν Ενισχύσεις. Μά, έπειτα άπό μερικές ώρες μάχης, οί Αμερικανοί, άποδεκατισμένοι, δέν είχαν πιά τή δύναμι νά Εμποδίσουν μιά προέλασι τών Γιαπωνέζων μέ τά κίτρινα, σα­ τανικά πρόσωπα.


^

Γ'

^

V» Ί

19) Ό Ιδρώτας κυλάει στό πρόσωπο των Α­ μερικανών, καθώς οΐ φάλαγγες των κίτρινων δια­ βόλων προχωρούν πρός τό μέρος τους. ΊΕχει φτά­ σει άραγε ή τελευταία τους ώρα; θα μπορέσουν νά άντισταθοΰν περισσότερο; Μέ ένα αυτόματο οτό χέρι, ό Κάπταιν Τζών σκέπτεται: «"Εχουμε μείνει μόνο Εννιά καί οι Ενισχύσεις 6έν έφτασαν ι ·*. άκόμα!»

21) ·Μά ένας Γιαπωνέζος, πού ήταν τοποθετη­ μένος σέ μιά φωλιά πολυβόλου, τόν είδε κι* έ­ στρεψε τό πολυβόλο του Επάνω του. Μιά ριπή καί ό στρατιώτης έπεσε χτυπημένος δίπλα στόν Κάπταιν Τζών. «Κάπταιν, λέει -βραχνά, Εέν ποτέ πάτε στήν πόλι μου, χαιρετήστε άπό μέρους μου τούς δικούς μου. Πέστε στή μητέρα μου ότι. .. ό γυιός της. .. ό γυιός της. . . ώ!»

23). Τά μεγάλα βομβαρδιστικά άεροπλάνα πλησίασαν, έφτασοιν Επάνω άπό τά νησιά του Σολομώντος καί τό πολυάριθμο σμήνος τους χωρί­ στηκε σέ άλλα μικρότερα, ένα γιά κάθε νησί. Επάνω άπό τό νησί, όπου βρίσκοντ<χν οί ήρωές μας, ένα σμήνος άρχισε νά διαγράφη άργούς κύ­ κλους, Επισημαίνοντας τις θέσεις των Γιαπωνέζων.

20) Ή μάχη συνεχίζεται μέ άφάνταστο πεί­ σμα καί ένας άκόμα Αμερικανός πέφτει χτυπη­ μένος. Ό σύντροφός του, μέ τό πρόσωπο παρα­ μορφωμένο άπό δίψα Εκδικήσεως Εναντίον Εκεί­ νων πού είχαν σκοτώσει τό φίλο του, πέταξε μιά χειροβομβίδα μ£ τόση ευστοχία, ώστε Επτά Για­ πωνέζοι βρηκοιν τό θάνατο καί μετεβλήθησαν σέ μιά μάζα μαζί μέ δέντρα καί πέτρες!

22) "Ενας άκόμα Αμερικανός θά άναπαυθή γιά πάντα στό έδαφος των Νησιών του_ Σολομώντος, μακρυά άπό τήν πατρίδα του... —αφνικά, έ­ νας στρατιώτης σήκωσε το κεφάλι του παραξενεμένος. «Αιάβολε! Κυττάξτε Εκεί! Είναι σάν ένα σύννεφο άπό μυΐγες!» «Είναι τά άεροπλάνα μας!, φώναξε ό Κάπταιν Τζών. Σωθήκαμε! Κρυφτήτε! θάχουμε χορό!»

24) Καί τότε, τά άτσάλινα μεγαθήρια του άέρα, έστρεψαν τό μουσούδι τους πρός τή γή, σάλΐ όρνεα πού πέφτουν άπό ψηλά Επάνω στή λεία τους, καί άρχισαν νά σφυρό κοπούν άδυσώπητα καί άσταμάτητα τις γραμμές των Γιαπωνέ­ ζων μέ μεγάλες Εκρηκτικές σφαίρες, πού σκορ­ πούσαν τόν θάνατο άκόμα κΓ όταν δέν χτυπούσαν άκριβώς τό στόχο τους! ___________


25) ΟΙ Γιαπωνέζοι, σέ μιαν Απεγνωσμένη προσπάθεια νά κρατήσουν τ'ις θέσεις τους, έστρε­ ψαν τά πολυβόλα τους πρός τόν ούρανό καί άρ­ χισαν νά πολυβολουν τά Αεροπλάνα Πήραν σύν­ τομα τήν ΑπάντησΙ τους, μιάν άπάντησι συντρι­ πτική. Τά Αεροπλάνα χαμήίλωσαν καί έξώντωσαν μιά-μιά τις φωλιές των πολυβόλων!

26) ΟΙ Γιαπωνέζοι, τρελλοί τώρα πια Από φό­ βο, έγκατέλειψαν τά πάντα καί ρίχτηκαν σέ μιά πανικόβλητη φυγή γιά νά ξεφύγουν Από τή φρι­ χτή μοίροι πού τούς περίμενε. ΟΙ άντρες του Κάπταιν Τζών ιΜπρέντ Αποτελείωσαν τό έργο των Αεροπλάνων, χτυπώντας τους Από πίσω καί πολ­ λαπλασιάζοντας τΙς Απώλειες καί τόν πανικό τους.

27) Μά οΐ φίλοι μας δέν μπορούσαν κάν νά υποψιαστούν ότι όκτώ Από τούς Γιαπωνέζους, κρυμμένοι Ανάμεσα στήν πυκνή βλάστησι, είχαν· στήσει καρτέρι, έτοιμοι να χτυπήσουν τούς Αμε­ ρικανούς. 4)Μήν πυροβολήση Ακόμα κανένας!, εί­ πε ό λοχίας του. Περιμένετε τις διαταγές μου! Πρέπει νά διαλέξουμε τήν πιό κατάλληλη στιγαή γιά νά τούς τσακίσουμε!...»

28) Πιστεύοντας ότι κάθε κίνδυνος είχε περά­ σει πιά όριστικά, οΐ *Αμερικανοί κουβεντιάζουν όρθιοι χωρίς νά παίρνουν καμμιά προφύλαξι. «^Καλά πού ήρθαν τά Αεροπλάνα!, λέει ένας. Διαφορετικά ήμαστε χαμένοι!» «Ναί, λέει ένας άλλος. (Είδες πώς τούς σάρωσαν τούς Γιαπωνέ­ ζους; "Οταν γυρίσουμε πίσω, θά. . . φιλήσω τόν πρώτο Αεροπόρο πού θά συναντήσω !»

29) 'Μά νά πού πάλι ένα έχθρικό πολυβόλο άρ­ χισε νά βήχη μέσα στή ζούγκλα καί νά ραντίζη μέ σφαίρες τό στρατόπεδο τών Αμερικανών. «Προ­ σοχή!, φώναξε ό Κάπτταιν Τζών Μπρέντ. Φαίνεται πώς ξαναγύρισαν μερικοί Από τούς κίτρινους! Κρυφτητε πίσω Από δέντρα καί βράχους καί δόστε τους νά καταλάβουν! Σημαδεύετε καλά, παιδιά!»

30) Χωρίς νά χάσουν τήν ψυχραιμία τους, οί ήρωές μας Αντιμετώπισαν μέ θάρρος καί πείσμα τήν καινούργια καί Απροσδόκητη έκείνη έπίθεσι. Τά αύτόματα άρχισαν πάλι νά κροτουν καί οί σφαίρες νά Ανοίγουν τρύπες στούς κορμούς τών δέντρων. -.^Έχουμε μείνει μόνο έξη!, μουρμούρι­ σε ό Τζών. Ό Ασύρματος είναι γερός Ακόμα! Νά στείλρύμε ένα μήνυμα!»


31) Ό Μπίλ, ό άσυρματιστής, κάθησε μπροστά στή συσκευή τού άσυρμάτου, έβαλε τά άκουστικά στά αύτιά του καί είπε στόν Τζών γυρίζοντας ένα -δυό κουμπιά: «Είμαι έτοιμος, οέρ! Είμαι σ’ έπαφή μέ τή βάσι Γκουανταλκανάλ!» «Πολύ καλά, είπε ύ Κάπταιν Τζών Μπρέντ. Ύπαγορεύω: «Έδώ Κομάντος Κάπταιν Μπρέντ... Κινδυνεύομε νά. . ,»

32) Ξαφνικά, μιά διαπεραστική έκρηξις άντή/ησε κάπου έκεΐ κοντά καί ό Μπίλ άφησε μιά σι­ γανή κραυγή καί άνωρθωθηκε μορφάζοντας άπό τόν πόνο. "Ενα βλήμα τόν είχε τραυματίσει. "Ενα άλλο βλήμα είχε συγχρόνως χτυπήσει τή συσκευή τού άσυρμάτου καταστρέφοντάς την καί άπομονώοντάς τους έτσι άπό τή βάσι τους!

Λ

λΝ

Γ® ^ 33) Ό Κάπταιν Τζών Μπρέντ άρπαξε τόν Μπίλ, πριν αύτός πέση χάμω, καί, μέσα στή βρο­ χή των έχθρικών σφαιρών, κατώρθωσε νά τόν μεταφέρη πίσω άπό έναν , βράχο και^ νά τόν ξαπλώση στό χώμα. «Εύτυχώς τό τραύμα σου δέν εΐναι έπικίνδυνο, είπε. Τό βλήμα γλύστρησε <έπάνω στήν ώμοπλάτη·!» «Δέν μπόρεσα δμως νά με­ ταδώσω τό μήνυμα!» μουρμούρισε ό Μπίλ.

7

34) Τήν Ιδια στιγμή, στό Γενικό Στρατηγείο τής Αμερικανικής βάσεως τού Γκουανταλκανάλ, ένας άσυρματιστής Ιδρωκοποΰσε σκυμμένος στή συσκευή του. «Εμπρός! Εμπρός! *€δώ Γκουαν­ ταλκανάλ! Κομάντος Τζών Μπρέντ! Κομάντος Τζών Μπρέντ! Συνεχίστε... Εμπρός! Δέ σάς άκούω πιά! Εμπρός!... Έδώ Γκουανταλκανάλ! Τζών Μ'πρέντ, συνεχίστε!...»

3

//λ

35) Ό στρατηγός διοικητής τής βάσεως, κα­ ταλαβαίνοντας ότι ό Κάπταιν Τζών Μπρέντ μέ τούς άντρες του βρίσκονταν πάλι, σέ κίνδυνο, κάλεσε έναν άξιωματικό. «Ύπολοχαγέ ,Κάλαγκαν! θά ξεκινήσετε άμέσως μέ ένα λόχο άλεξιπτωΐιστών γιά νά βοηθήσετε τόν Κάπταιν Τζών Μπρέντ! Σ’ αύτό τό χαρτί υπάρχουν οί σχετικές όδηγίες!. ..»

β. 36) Μέσα στήν καθαρή, τροπική νύχτα ένα σμήνος άπό άεροπλάνα άπογειώθηκε καί ταξίδε­ ψε γοργά γιά τό νησί, όπου πολεμούσαν οί κο­ μάντος τού Κάπταιν Τζών (Μπρέντ. Σέ λίγο, έπάνω στό νησί, λευκές όμπρέλλες άρχισαν νά πέ­ φτουν παρουσιάζοντας ένα γραφικό θέαμα. Κά­ τω, έκτεινόταν σκοτεινή καί άτέλειωτη, ή αινιγμα­ τική ζούγκλα.


37) "Οταν έφτασαν στή γη, οΐ άντρες του όπολοχοιγοΰ ΚάΧαγκαν άπηλλάγησαν άπό τά άλεξίπτωτά τους καί συγκεντρώθηκαν μέ τάξι καί πειθαρχία, χωρίς νά χαθη κανένας. «Ή ώρα εί­ ναι δέκα, είπε ό ύπολοχαγός Κάλαγκαν, κι* έχου­ με έξη περίπου χιλιόμετρα νά διατρέφουμε. Πρέ­ πει νά φτάσουμε πριν περάσουν δυό ώρες! Εμ­ πρός

3β) Στό μεταξύ, ό Κάπταιν Τζών Μπρέντ κι* οί λίγοι άντρες, πού τού είχαν άπομείνει, πολεμουσαν μέ θάρρος, κρατώντας σέ άπόστασι τόν εχθρα. ίΜά τό τέλος τους πλησίαζε γοργά. Οι σφαίρες είχαν άρχίσει-νά τελειώνουν κι* αυτό ήταν πολύ άσχημο γιά μια μάχη στή ζούγκλαν όπου, για νά χτυπήσης έναν άντίπαλο, πρέπει νά ριξης πολλές σφαίρες!

39) Μά οί άντίπαλοί τους φαίνονταν άτελείωτοι. Μολονότι όλες τους οί έπιθέσεις έσπαζαν έπάνω στήν^άποφασιστικότητα καί τό θάρρος τών Αμερικανών, ή ζούγκλα φαινόταν σάν νά γεννούν σε Γιαπωνέζους, όπως στά παραμύθια! "Ενας Γιαπωνέζος έπεφτε καί τρεις άλλοι έπαιρναν τή θέσι του! Καί οί σφαίρες τών Αμερικανών όλα καί σώνονταν!. ..

40) Ξαφνικά, ό Κάπταιν Τζών άνασκίρτησεί «Διάβολε!, είπε. Κυττάξτε έκεΐ!» Μέ γουρλωμένα μάτια, οί άντρες του γύρισαν κα^ κύτταξαν άνάμεσα στά δέντρα της ζούγκλας. Δεκάδες ίσκιοι σέρνονταν στό χώμα πλησιάζοντας πρός τό μέρος τους. «Ήρθαν ένισχύσεις!., είπε μέ πίκρα ό Τζών! Ήρθαν ένισχύσεις, όχι όμως σέ μάς, άλλά στούς Γιαπωνέζους!» . Γ'

41) Αύίό πού έπακόλόύθησε ήταν κάτι πο& δέν μπορεί νά περιγραφή σωστά.1 Τή μιά στιγμή, ή ζούγκλα ήταν σιωπηλή καί αινιγματική. Τήν έπόμενη, ή σιγαλιά της νύχτας κομματιάστηκε άπό άνατριχιαστικά ούρλιαχτά, πού θύμιζαν κοπά­ δι λύκων, καί άπό βάρβαρες πολεμικές κραυγές πού θύμιζαν δαίμονες στήν κόλασι 1

) Δεκάδες ίσκιοι τινάζονται μέσα άπό τά χόρτα καί οί Αμερικανοί, βλέποντας έχθρούς νά τούς πλησιάζουν μέ όπλα στά χέρια άπό κάθε κατεύθυνσι, καταλαβαίνουν ότι κάθε άντίστασι είναι^ πιά μάταιη. «Παιδιά, φώναξε δ Κάπταιν Τζων Μπρέντ, πετάξτε τά όπλα! θά παραδοθού­ με! Δυστυχώς δέν μπορούμε νά κάνουμε διαφο­ ρετικά!»


43) Οί άντρας του υπάκουσαν όχι δμως μέ με-^ γάλη προθυμία. Δέν τούς άρεσε καθόλου νά πετάξουν τα δπλα, πού μέ τόση άνδρεία είχαν τιμήσει. Εξάλλου, ήξεραν καλά τί θά πη Γιαπω­ νέζικο στρατόπεδο αιχμαλώτων: Πείνα, μαρτύ­ ρια καί έξευτελισμοί! Μά ό λοχαγός τους διέ­ ταξε νά παραδοθούν και είχαν καθήκον νά υπα­ κούσουν.

στιγμές άργότερα, οί Αμερικανοί 44) κομάντος οδηγήθηκαν .μπροστά ο* έναν άξιωματικό Γιαπωνέζο, μέσα σέ μιά άπό τις καλύβες του στρατοπέδου. Αύτός τούς κύτταξε σαρκαστι­ κά καί τούς είπε: <ΪΕσεΐς είστε λοιπόν έκεϊνοι πού έκαναν τόση φασαρία μέσα στή ζούγκλα καί πού τόλμησαν νά άντιμετωπίσουν τό στρατό τού Αύτοκράτορός;»

45) «θά σας κάνω μερικές έρωτήσεις, συνέ­ χισε ό Γιαπωνέζος. Από τήν άπάντησι πού θά δώσετε κρέμεται ή ζωή σας! θέλω νά μάθω άπό ποιά βάσι ξεκινήσοοτε γιά νάρθητε έδω, πόσες δυνάμεις διαθέτει ή βάσις σας καί πόσα άεροπλάνα!» Γιά μερικές στιγμές μιά βαθειά σιωπή άπλώθηκε. “(Επειτα, ό Κάπταιν Τζών Μπρέντ άπάντησε: «Ψάξτε άν θέλετε νά τήν βρήτε!»

;46) “Ενα παγερό χαμόγελο σχηματίστηκε έπάνω στό κίτρινο πρόσωπο του Γιαπωνέζου. οΤό περίμενα αύτό, είπε σαρκαστικά, καί είμαι ευχα­ ριστημένος γιατί μου δίνετε τήν ευκαιρία νά π εριποιηθώ μερικά Αμερικανόσκυλα!» Γύρισε σ’ έναν μισόγυμνό γίγαντα πού στεκόταν κοντά του καί πρόσθεσε: «Γδύσε τους καί μαστίγωσέ -τρυς ώσπου νά μιλήσουν!. . .»

> 47) Στό μεταξύ, ό λόχος τού ύπολοχαγοΰ Κ&λαγκαν προχωρούσε μέσα στή ζούγκλα, άκολουθωντας τις όδηγίες τού διοικητού τού Γκουανταλκανάλί. «Νά τό Εχθρικό στρατόπεδο!, είπε ξαφνι­ κά δ Κάλαγκαν. Φτάσαμε. .. *Α! Οί Γιαπωνέζοι βγάζουν μερικούς αιχμαλώτους άπό μιά καλύ­ βα! θεέ μου! ιΕΙναι ό Κάπτοπ,ν Τζών Μπρέντ ,καί μερικοί άπό τούς άντρες του!»

'άδ) Ό ύπολοχάγός Κάλαγκαν; συγκέντρω^ τούς άντρες του καί τούς»έδωσε τις τελευταίες όδηγίες: «ΙΔυό άπό σας μ*(ένα όπλοπολυβόλο θά τοποθετηθητε δυτικά τού στρατοπέδου. Δυό άλλοι θά πάρουν θέσεις άπό τή βορεινή; πλευρά καί δυό άλλοι άπό τή νότια. ΟΙ ύπόλοιποι θά μείνουν έδω κοντά μου, έτοιμοι νά έπ^χεθούν μόλις έγώ δια­ τάξω !.. -*


Λ

49) Τό μασχίγωμα δέν έφερε κανένα Αποτέλε­ σμα έπάνω στους Αμερικανούς. Κράτησαν όλοι τό στόμα τους κλειστό καί δέν έπέτρεψαν ούτε έ­ να βογγητό νά περάση Ανάμεσα στά χείλη τους. Τότε οί Γιαπωνέζοι τούς έστησαν μπροστά σ’ έ­ να έκτελεστικό» Απόσπασμα καί ό Αξιωματικός τους ρώτησε: «Αποφασίσατε νά μιλήσετε ή προ­ τιμάτε νά πεθάνετε;»

'/

Λ

50) Στό μεταξύ, ό άιολοχαγός Κάλαγκαν^ βλέποντας νά τοποθετούν τούς συμπατριώτες του μπροστά στό έκτελεστικό Απόσπασμα, κατάλαβε δτι έπρεπε νά δράση κεραυνοβόλα. «Στήβ καί Μπράϊεν, διέταξε, Ακολουθήστε με Από Απόστασι. Οί Αλλοι θά μείνετε έδώ γιά νά μάς καλύψε­ τε!»· Καί Αρχισε νά σέρνεται γοργά πρός τούς Γ ιαπωνέζους.

V/

V/ 51) Τή στιγμή Ακριβώς, πού ό διοικητής των Γιαπωνέζων έκανε τήν τελευταία έρώτησι στους αιχμαλώτους, ό ύπολοχαγός Κάλαγκαν τινάχτη­ κε όρθιος καί, μέ σίγουρο χέρι, πέταξε μιά χει­ ροβομβίδα Ανάμεσα στούς Γιαπωνέζους! Αυτό πού έπακολουθησε ήταν Απερίγραπτο. Δεκάδες Γιαπωνέζοι Σκοτώθηκαν καί ό διοικητής τους ή­ ταν ένα Από τά θύματα.. . ..>·

52) Πανικόβλητοι οί Γιαπωνέζοι τό έβαλαν στά πόδια πρός κάθε κατεύθυνσι καί Αρχισαν νά βγαίνουν Από τό στρατόπεδο, νομίζοντας ότΓ εί­ χαν μπη οί Αμερικανοί έκεϊ. Μά οί Αντρες του ύπολοχαγού Κάλαγκαν, τοποθετημένοι γύρω Από τό στρατόπεδο, δέν είχαν παρά νά πιέσουν τή σκανδάλη γιά νά σαρώσουν μιά φορά Ακόμα τον έχθρόΐ

Στό Τεύχος 9 τού «Τόξου», πού θά κυκλοφορήση τήν έρχόμενη Παρασκευή, θά Απολαύσετε τό γοη­ τευτικό Αριστούργημα τού ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΈΡίΝ

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ

53) "Οταν ή μάχη πήρε τέλος καί οί τελευ­ ταίοι Γιαπωνέζοι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ό Τζών έτρεξε κοντά στόν ύπολοχαγό Κάλαγκαν καί τόν εύχαρίστησε θερμά. «Έγώ καί οι Αντρες μου σάς ευγνωμονούμε, ύπολοχαγέ Κάλαγκαν!, είπε. Φτάσατε έπάνω στήν ώρα!» «ιΕΙμαι ύπερήφανος πού πρόσφερα υπηρεσίες σέ ήρωες σάν έσάς, Κάπταιν Μπρέντ!» Απάντησε ό Κάλαγκαν..

όπου μερικοί Αεροναυοιγοί πέφτουν σ* ένα έρημο νησί τού Ωκεανού καί δοκιμάζουν έκπληκτικές καί Ανεξήγητες περιπέτειες, πού θά σάς συναρ­ πάσουν ! "'Έπίσης στό Τεύχος 9 ΜΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΕΚΠΛΗΞΙΣ . μέ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ώφέλη γιά τούς Αναγνώστες τού «Τάξου». Αγοράστε όλοι τό Τεύχος 9!


οι

περιιιετειες: του

ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΑΦΟΥΡ (Συνέχεια από τή 2η σελίδα)

μέ τούς συντρόφους μου. ΤΗταν άνθρωποι ποϋχαν δήσει σκληρή ζωή_, δπως δλοι οί θαλασσι­ νοί. "Ανθρωποι πού ζουν τή ζωή τους χωρίς χα­ ρά, παλεύοντας δλη τήν ώρα μέ τή φουρτουνια­ σμένη θάλασσα καί μέ σκληρόκαρδα Αφεντικά πάνω άπ’ τό κεφάλι τους. Μερικοί είχαν ταξιδέ­ ψει καί μέ τούς κουρσάρους κι* είχαν δή τέτοια φριχτά πράγματα, πού θά ντρεπόμουν καί νά μι­ λήσω γι’ αύτά. "Αλλοι πάλι τδχαν σκάσει άπ’ τις βασιλικές γαλέρες, μέ τό χαλκά στό λαιμό τους, καί δέν τό κρατούσαν μυστικό. "Ολοι αύτοί ήταν στά μαχαίρια, ακόμα καί μέ τούς καλύτερούς τους φίλους. "Υστερ’ άπό μερικές μέρες πού έζησα μαζί τους, άρχισα νά ντρέπωμαι χιά τήν πρώτη κρίση μου γι’ αυτούς, δταν τούς είχα συναντήσει στό λιμάνι του Φέρυ κι’ είχα φύγει άπό κοντά τους οά νάταν τίποτα βρώμικα κτήνη. Καμμιά τάξη άνθρώπων δέν είναι πέρα γιά πέρα κακή. Ό κάθε άνθρωπος έχει απλώς τά δικά του έλαττώματα καί τις δικές του χάρες, κι’ δλοι αυτοί οί σύντροφοί μου δέν ήταν έξαίρεση σ’^αύτό τόν κανόνα. ^Ηταν σκληροί άνθρωποι κι* ά­ γριοι, — μου φαίνεται πώς ήταν καί λίγο κακοί. Είχαν δμως καί πολλά καλά. "Έδειχναν πολλή καλωσύνη μερικές φορές κι* ήταν απλοί, ακόμα καί μέ ένα χωριατόπαιδο σάν καί μένα, καί, μέσα τους, κρατούσαν μερικά ίχνη τιμιότητας. Άνάμεσά τους ήταν κι* ένας άντρας, καμμιά σαρανταριά χρόνων, πού είχε καθήσει ώρες όλόκληρες στήν κουκέτα μου, μιλώντας μου γιά τή γυναίκα του καί τό παιδί του. ^Ηταν ένας ψα­ ράς πού τοϋχε βουλιάξει ή βάρκα του καί τώρα βασανιζόταν ταξιδεύοντας στούς ωκεανούς. Βέβαια, έχουν περάσει χρόνια καί χρόνια ά­ πό τότε, δμως ποτέ μου δέν τόν ξέχασα. Ή γυ­ ναίκα του — πού ήταν νεώτατη, δπως μου έλεγε— του κάκου θά περίμενε νά γυρίση ό άντρας της. Ποτέ πιά δέ θά τής άναβε τή φωτιά τό πρωί στό σπίτι της, ούτε θά κρατούσε τό μωρό δταν έκείνη θ’ άροώσταινε. Πολλοί άπ’ αυτούς τούς δόλιους συντρόφους μου — δπως ήταν γραφτό τους — τα­ ξίδευαν γιά τελευταία φορά. Τούς δέχτηκαν τά βαθειά νερά του ωκεανού, καί τά πελώρια ψάρια τούς κατασπάραξαν. Δέ λέω τίποτ* άλλο, γιατί είναι κακό νά κουτσομπολεύης νεκρούς. ’Έξω άπό άλλες καλωσύνες πού μου έκαναν, μου γύρισαν πίσω τά λεφτά μου πού τάχαν μοι­ ραστή. Μ* δλο πού είχε μείνει τό ένα τρίτο, τά πήρα μέ μεγάλη· μου χαρά,^ γιατί έλεγα πώς θά μου ήταν πολύ χρήσιμα έκεΐ δπου πηγαίναμε. Τό καράβι τραβούσε γιά τις Καρολίνες, στή Νότιο ^Αμερική. Τό έμπόριο τότε ήταν πολύ δύσκολο κι* έκτος άπ’ αύτό, μέ τήν άνταρσία των άποικιών καί τήν ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε τελείως σταματήσει. Επίσης, τά χρόνια έκεΐνα τής νιότης μου, που­ λούσαν τούς λευκούς σκλάβους στις φυτείες, καί σ’ αυτή τή φοβερή μοίρα μ’ είχε καταδικάσει ό άπαίσιος θειος μου. Ό Ράνσομ, ό μούτσος, — αυτός πού μού είχε μιλήσει γιά πρώτη φορά γι’ αυτές τις Αγριότη­ τες, — έρχόταν κάθε τόσο άπ’ τά καρέ, δπου κοι­ μόταν καί δούλευε, άλλοτε τρίβοντας κανένα χτυπημένο χέρι ή πόδι χωρίς νά μιλάη, κι’ άλλοτε ξεφωνίζοντας γιά τή σκληρότητα τού κυρίου Σουάν. Μού μάτωνε τήν καρδιά. "Ομως οί άντρες^ σέβονταν πολύ τόν υποπλοίαρχο, πού ήταν, κοιθώς έλεγαν, ό «μόνος θαλασσινός σ’ δλο τό πλήρωμα, κι’ ό μόνος πού μπορούσες νά τόν ύπο-

φέρης δταν δέν ήταν πιωμένος». Κι’ άλήθεια, πα­ ρατήρησα πώς άνάμεσα στούς δυό υποπλοιάρχους μας υπήρχε μιά παράξενη Ιδιορρυθμία: ό κύριος Ρίτς ήταν βαρύς, στριμμένος καί τραχύς, δταν δέν ήταν μεθυσμένος, κι’ ό κύριος Σουάν δέν πεί­ ραζε οότε μυΐγα δταν δέν ήταν πιωμένος. Ρώ­ τησα γιά τόν καπετάνιο. Μού είπαν πώς αυτός ό άτσάλινος, άνθρωπος, είτε έπινε, είτε δέν έπινε, τίποτα δέν άλλαζε πάνω του. Τό λίγον καιρό πού εμεινα στό καράβι, έκα­ να δ,τι μπορούσε γιά νά φερθώ σάν άντρας ή μάλλον σάν παιδί σ’ αύτό τό φτωχό πλάσμα, τόν Ράνσομ. "Ομως, τό μυαλό του ήταν πολύ καθυ­ στερημένο. Δέ θυμόταν διόλου τή ζωή του πριν έρθη στό καράβι. "Ελεγε μονάχα πώς ό πατέρας του ήταν ρολογάς καί πώς είχε ένα πουλί γυ­ μνασμένο πού μπορούσε νά σφυρίζη τό «Νόρθ Κάντρι». Κάθε τι άλλο είχε σβήσει άπ’ τή μνή­ μη του, σ’ αύτά τά σκληρά χρόνια ποϋχε περάσει στά θάλασσα. Επηρεασμένος άπ’ τις Ιστορίες των θαλασσινών, είχε παράξενη ιδέα γιά τή στεριά. Νόμιζε πώς ήταν ένα μέρος δπου τά παιδιά τάβαζαν σέ μιά σκλαβιά πού τήν έλεγαν έμπόριο, κι δπου δλη τήν ώρα τάδερναν καί τάριχναν σ’ άνήλιαγες φυλακές. Στήν πόλη νόμιζε πώς ό κα­ θένας πού συναντούσε στό δρόμο ήταν παλιάνθρω­ πος καί πώς κάθε σπίτι ήταν τόπος δπου μπο­ ρούσαν νά τραβήξουν τούς θαλασσινούς, νά τούς ποτίσουν κανένα ναρκωτικό καί νά τούς σκοτώ­ σουν. Ένώ βέβαι δέν έπαυα νά τού λέω τί καλά πού μ’ εΐχαν μεταχειριστή έμένα στή στεριά πού τόσο τή φοβόταν έκεΐνος, πώς μέ είχαν άναθρέψε ικαί τί προσεχτικά πού μ’ είχαν μορφώσει καί πώς μ’ άγαπούσαν οί φίλοι μου κι’ οί γονείς μου. 'Ο κύριος Ρίτς (ό θεός νά τόν συγχωρέση) τόν είχε πρωτομάθει νά πίνη. Δέ χωράει αμφιβο­ λία πώς δέν τδκαμε μέ κακό σκοπό. Αυτή ή συνήθεια δμως τού ρήμαξε τήν υγεία του. Δέ μπορούσε νά ύπάρξη θλιβερώτερο θέαμα, άπό τό νά βλέπης οώτό τό δύστυχο πλάσμα, πού δέν είχε κανένα φίλο, νά πηδάη καί νά χορεύη χωρίς νά ξέρη γιατί. Μερικοί άντρες γελούσαν, όχι δμως δλοι. Οί άλλοι θύμωνον κι’ άγρίευαν, ΐσως γιατί σκέφτονταν τά δικά τους παιδικά χρόνια ή τά ίδια τους τά παιδιά. Του λέγανε νά σταματήση πιά αυτές τις άνοησίες. "Οσο γιά μένα, έγώ ντρε­ πόμουν νά τόν κοιτάζω, κι’ ακόμα καί τώρα ή μορφή αυτού τού δύστυχου παιδιού πολλές φορές έρχεται καί μέ βρίσκει στόν ύπνο μου. "Ολον αύτό τόν καιρό, τό «Κόβεναντ» εΐχε τόν άνεμο συνεχώς κόντρα καί κουνιόταν φοβερά άπ’ τά άγρια μπουρίνια πού βρίσκαμε στό δρόμο μας. Ή μπουκαπόρτα ποϋβγαζε στήν καμπίνα μας ήταν δλη τήν ώρα κλειστή, καί μονάχα στό καρέ των άξιωματικών είχαν μιά κρεμαστή λαμπίτσα πού δλη τήν ώρα πήγαινε πέρα - δώθε. "Ολοι είχαν συνέχεια δουλειά. "Έπρεπε νά έπιδιορθώνουν καί νά στηρίζουν τά κατάρτια διαρ­ κώς. Ή κούραση ήταν ζωγραφισμένη στά πρόσω­ πα τών άντρών. Είχαν πολύ κακή διάθεση, κι’ δλη τήν ημέρα, άπ’ τό πρωί ώς τό βράδυ άκούγονταν άδιάκοπα γκρίνια καί καβγάδες. Επειδή μάλιστα δέ μ’ άφηναν νά πατήσω τό πόδι μου έξω άπό τήν καμπίνα, φαντάζεστε πόσο πιά είχα βαοεθή τή ζωή μου καί λαχταρούσα μιάν άλλοιγή. (* Η συνέχεια στό ερχόμενο)

ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

Κ Α Λ Φ Α Κ Η Σταδίου 50


39) Μα λογάριαζαν, χωρίς τόν ξενοδόχο. Για­ τί τό Γεράκι, μέ τό μονόξυλό του. εχε πλησιάσει στό καράβι άπό τήν άλλη μεριά, είχε σκαρφα­ λώσει στό κατάστρωμα καί έτοιμαζόταν νά έφορμήση, άκριβώς τή στιγμή πού ό Κέντ πλησίαζε στήν κουπαστή του κάρο βίου για νά πετάξη στή βάρκα, τό βαρελάκι ιμέ τό μπαρούτι!

40) 1 Πρόσεξε, Κ.εντ!, ιφώναξε ό Γκουντερ. Γεράκι ^» Ό Κέντ γύρισε γοργά, μά ήταν πιά πολύ άργά. Τό Γεράκι είχε πιαστη άπό ένα σκοι­ νί, πού κρεμόταν άπό τά ξάρτια, καί μ’ ένα τε^ ράστιο πήδημα είχε ριχτή έπάνω στόν Κέντ. Οί μπότες του τόν χτύπησαν στό στήθος καί άνθρω­ πο^ καί βαρελάκι έπεσαν στή θάλασσα! ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

41) Μέ τό σπαθί του, τό Γεράκι έκοψε γοργά τά δεσμά της Βέλβετ καί τού μικρού Ιερεμία. ■Ένώ οι ναύτες Ανέβαιναν στό καράβι, ό Γ κ ου ν­ τε ρ, λυσσομοενώντας σαν παγιδευμένο άγρίμι, τρόοβηξε τό σπαθί του καί ώρμησε έπάνω στό Γε­ ράκι *»ωνάζοντας: «θά μου πληρώσης τό κακό πού μου έκανες, παλιοκουρσάρε!»

43)1 Ξαφνικά, μ* έναν στριφογυριστό σπαθισμό τού Γερακιού, τό σπαθί ξέφυγε άπό τά δάχτυλα του ίΓκούντερ καί ό δολοφόνος έχασε τήν Ισορ­ ροπία του κΓ έπεσε στή θάλασσα. «’Όρτσα τά πανιά, παιδιά!, φώναξε τό Γεράκι στους άντρες του. ΟΙ Ιθαγενείς πλησιάζουν καί είναι τριπλά­ σιοι άπό μάς! ’Όρτσ τά πανιά!»

42) Ή μονομαχία πού άκολούθησε ήταν τρο­ μακτική. Ο» δυό άντρες ήσαν έπιδέξιοι καί δυνα­ τοί ξιφομάχοι καί ή Βέλβετ ιμέ τόν μικρό Ιερε­ μία παρακολουθούσαν, μέ διάπλατα μάτια καί αγωνία στήν ψυχή τις έναλλασσόμενες φάσεις της. /Απάνω του, Γεράκι!, φώναζε ό Ιερεμίας. Τσάκισέ τον τόν κακούργο! Σούβλισέ τον!»

βάρκες των Ιθαγενών. "Ολοι γύρισαν λαα τους άπό τήν άλλη μεριά γιά νά μή δουν τόν φριχτό θάνατο των δυό κακούργων, πού οί Ιθα­ γενείς κάρφωναν μέ τά άκόντιά τους... ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ: Μιά νέα περιπέτεια τού Γε­ ρακιού: Η ΛΑΙΔΗ ΜΕ ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ.


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

τύψ

αρχ. ι.9νυ

ΙΟΥΛΙΟΥ 5ΕΡΝ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΙΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που έχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες τού κόσμου Συνέχεια 9η Ή άλλαγή έγινε, δπως θά μάθετε. Πρέπει δ­ μως, πρίν άπ’ δλα, νά σάς πώ μιά κουβέντα πού είχα μέ τον κύριο Ρίτς πού μσϋδωσε πολύ θάρρος καί μέ ξελάφρωσε κάπως. Τον βρήκα σέ μιά στιγμή ποϋχε περίφημο κέφι απ’ τό κρασί, — γιατί, δταν δέν ήταν πιωμένος, ποτέ του δέ μέ πλησίαζε, — τόν έβαλα νά μου ύποσχεθή πώς θά κρατούσε μυστικό δ,τι θά τοϋλεγα καί τού διηγήθηκα δλη την Ιστορία μου. Μοϋπε πώς έμοιαζε μέ κάποια μπαλάντα, πώς θάκανε δ,τι μπορούσε γιά νά μέ βοηθήση, πώς έπρεπε μέ κάθε τρόπο νά βρω χαρτί, πέννα καί μελάνι, γιά νά γράψω στόν κύριο Κάμπελ καί στον κύριο Ρανκέϊλορ καί πώς, άν αύτά πού τού είχα πή ήταν άλήθεια, χίλια στά έκατό θά μπο­ ρούσε νά τά καταφέρη νά βρω τό δίκιο μου καί νά πάρω πίσω την περιουσία μου. —"Ωσπου νάρθη αυτή ή ώρα, μού είπε, τά μά­ τια σου τέσσερα. Δέν είσαι ό πρώτος πού του τό λέω αυτό. Πολλοί (άνθρωποι έπρεπε νάναι στο σπίτι τους καί στά κτήματά τους, μέ τά δικά τους άλογα, κι’ δμως τούς έχουν πουλήσει στά καπνο­ τόπια, σέ μακρινά μέρη, καί σκαλίζουν τήν ξένη γη. Τόσοι καί τόσοι! "Ολη ή ζωή μας είναι ένας σκληρός άγώνας καί μιά προσπάθεια γιά τό κα­ λύτερο. Γιά κοίτα καί μένα λιγάκι! Έγώ πού μέ βλέπεις είμαι γιος πλούσιου άνθρώπου καί κόντευα νά γίνω γιατρός. ΚΓ δμως, έδώ μέσα τί είμαι: Ό κυρ - Τζάκ, ό ύποταχτικός τού Χοσίζον! Νόμισα πώς θάπρεπε, άπό ευγένεια, νά τόν ρωτήσω γιά τή ζωή του. Αναστέναξε βαθιά: — Δέ βαριέσαι!... Ποτέ μου δέν έζησα. Μ* άρεσε τό γλέντι, αυτό εΐν’ δλο... Καί βγήκε έξω άπ’ τήν καμπίνα μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΙΑ ΝΥΧΤΑ, κατά τά μεσάνυχτα ένας άπό τούς άντρες τής βάρδιας τού κυρίου Ρίτς, κατέβηκε νά πάρη τό σακάκι του. Εκείνη τή στιγμή άκούστηκε ένα μουρμουρητό στο καρέ: «Τού τήν έφερε έπιτέλους ό Σουάνΐ» Δέ χρεια­ ζόταν ν* άκούση κανείς τ* όνομα τού άλλου. "Ο­ λοι μας μπήκαμε άμέσως στό νόημα. Δέν προλά­ βαμε κάν νά σκεφτοΰμε καί πολύ λιγότερο νά τό κουβεντιάσουμε, γιατί ή απουκαπόρτα άνοιξε άπότομα κι* ό καπετάν Χοσίζον κατέβηκε τή σκά­ λα. "Έρριξε μιά διαπεραστική ματιά γύρω - γύρω στις κουκέτες, πού τις φώτιζε τό άδύνατο φως τής λαμπίτσας καθώς κουνιόταν πέρα - δώθε. "Υ­ στερα, ήρθε καταπάνω μου, μέ κοίταξε καλά καί, πολύ παοαξενεμένος, τόν άκουσα νά μού μιλάη μέ καλοσύνη : —"Ακούσε, παιδί μου, είπε. Σέ χρειαζόμαστε νά μάς βοηθήσης άπάνω. θ’ άλλάξης καμπίνα μέ τόν Ράνσομ. "Ελα γρήγορα μαζί μουί Ένώ μιλούσε άκόμα, δυό ναύτες φάνηκαν

στήν μπουκαπόρτα κρατώντας τόν Ράνσομ στά χέρια τους. Τό καράβι, έκείνη τή στιγμή, κουνήθηκε άπότομα, καί τό φώς τής λάμπας, πού πήγαινε άδιάκοπα πέρα - δώθε, έπεσε έπάνω στό πρόσωπο τού παιδιού. ^Ηταν κίτρινο σάν τό κερί κι* ή ματιά του είχε κάτι φριχτό. Τό αίμα πάγωσε μέσα μου καί ή άνάσα μου κόπηκε σάν νά μέ είχαν χτυ­ πήσει έμένα. —Εμπρός, έλα γρήγορα μαζί μας!, φώναξε ό Χοσίζον. Παραμέρισα τούς ναύτες καί τό παιδί, πού δέ μιλούσε ούτε κουνιόταν, κΓ άνεβαίνοντας γρή­ γορα τή σκαλίτσα, βγήκα στό κατάστρωμα. Τό μπρίκι σάλευε φοβερά. Είχε σηκωθή με­ γάλο μπουρίνι. Είχα βγή στό δεξιό μέρος τού Καραβιού κΓ άριστερά μου, κατά τό κατάρτι τής πλώρης, ή δύση ήτοιν άκόμα πολύ φωτεινή. Αύτό, τόσο άργά τή νύχτα, μού φάνηκε έξαιρετικά πα­ ράξενο, ήμουν δμως τόσο άστοιχείωτος σ’ αύτά τά πράγματα, ώστε δέ μπορούσα νά καταλάβω τί άκριβώς έτρεχε, γιατί αύτό τό φαινόμενο ήταν φυσικό. Βρισκόμαστε στά βόρεια τής Σκωτίας — στή Βόρεια θάλασσα, — άνάμεσα στά νησιά τού *Όρκνεϋ καί τού Σέτλαντ, καί μόλις είχαμε περάσει τά έπικίνδυνα ρεύματα τού Πέντλαντ Φίρθ. "Οσο γιά μένα, ποϋχα μείνει τόσον καιρό στό σκοτάδι καί δέν καταλάβαινα τίποτα άπό φουρτούνες κι" άντίθετους άνέμους, σκέφτηκα άμέσως πώς θά βρισκόμαστε στά μισά ή καί κάτι παραπάνω τού Ατλαντικού. Γιά λίγη ώρα σκέφτηκα τί παρά­ ξενη πού ήταν έκείνη ή καθυστερημένη δύση, δέν έδωσα δμως περισσότερη σημασία σ’ αύτό, άλλά άρχισα νά προχωρώ στό κατάστρωμα. "Εβαλα δλη μου τή. δύναμη νά κρατηθώ άπ’ τά σκοινιά γιά νά μήν πέσω στή θάλασσα. Καί θάχα κυλήσει σίγουρα στό νερό, άν δέν είχε βρεθή κάποιο χέρι — πού πάντα μού στάθηκε πολύ ευεργετικό — νά μ* άρπάξη καί νά μέ στήριξή στήν κουπαστή. Τό καοέ, δπου πήγαινα κι δπου άπό δώ κι έμπρός, θά δούλευα καί θά κοιμόμουν, ήταν κά­ που έξη πόδια ψηλότερα άπό τό κατάστρωμα καί πολύ ευρύχωρο γιά ένα καράβι σάν τό δικό μας. Μέσα, ήταν καρφωμένο έπάνω στό πάτωμα ένα τραπέζι καί κάτι μπάγκοι καί δυό κουκέτες: ή μιά γιά τόν καπετάνιο κι ή άλλη γιά τούς δυό . ύποπλοιάρχους. Άπ’ τό ταβάνι ώς τό πάτωμα, ήταν γεμάτο κιβώτια ποϋχαν μέσα τά πράγματα τών αξιωματικών καί κάμποσες άπό τις προμή­ θειες τού πλοίου. Άπό κάτω ήταν κι άλλο ένα δωμάτιο μέ προμήθειες, δπου έμπαινες άπό ένα άνοιγμα πού βρισκόταν στή μέση τού πατώματος. Πραγματικά, τό καλύτερο κρέας καί τά καλύ­ τερα πιοτά, καθώς κι δλο τό μπαρούτι ήταν φυ­ λαγμένα έκεϊ μέσα. "Ολα τά δπλα πάλι, έκτος άπό δυό κανόνια, βρίσκονταν μέσα στό καρέ, σέ μιά θήκη κρεμασμένη στήν πλευρά πού ήταν προς τό μέρος τής πρύμης. Τά περισσότερα σπαθιά τάχαν σ’ άλλο μέρος. "Ενα μικρό παράθυρο κι* ένας φεγγίτης στό (Συνέχεια στην προτελευταία σελίδα)

3 Ω .11

1

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Βιδλιοπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α. — ΤΕΥΧΟΣ 9 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος 'Ανεμοδουράς Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νομίμ : Διευθυντοΰ Σ. ’Ανεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προϊστ. Τυττογρ. Φ. Μοιλατέστα : Μενελάου 9

Έτησία

ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος

20.000


,·/0^ \ *ν 1 *· 2) Βρισκόμαστε στήν "Αμερικανική πόλι Ρίτσμσντ, στις 20 Μαρτίου του 1865. Ή πόλις πολιορκεΐταιΑπό τους Βορείους καί ό διοικητής της πόλεως σχεδιάζει νά στείλη ένα Αερόστατο στόν Αρχιστράτηγο των Νοτίων Λή γιά νά ζητήση ένισχύσεις. Μ ά θύελλα ξεσπά όμως .καί ή άναχώρησις του Αερόστατου καθυστερεί. "Ετσι, ό αι­ χμάλωτος «Βόρειος» Λοχαγός Κύρος Χάρτινγκ, .

.

χ

ν'Χ'

ο.ακεκριμένος χημικός καί μηχανικός, συνοδευόμενος άπό τόν δημοσιογράφο Γιδεών Σπίλετ, τόν ναυτικό Πένκροψτ, τόν νεαρό φίλο του Πένκροψτ, Χέρμπερτ Μπράουν, τόν Νέμπ, μαύρο ύπηρέτη τοΰ Χάρντιγκ. καί τόν σκύλο του Τόπ, κατορθώ­ νει να άρπάξη τό Αερόστατο καί νά φύγη... Γρεΐς Ολόκληρες μέρες ταξιδεύουν μέσα στήν 6μίχλη ..

<ί^.

ί

Ή ΊϊϊΟέτ&ππ Ζί

*

■*-

3) Τήν τέταρτη μέρα τό Αε,ρόστατο άρχισε νά πέψτη. ΟΙ έπιδάτες του, Ακούγοντας κάτω Από τά πόδια τους τό βογγητό κυμάτων καί καταλα­ βαίνοντας άτι βρίσκονταν έπάνω άπό τή θάλασ­ σα, πέταξαν όλες τις Αποσκευές τους για νά έλαψρώσουν τό Αερόστατο καί νά τό κάνουν νά Ανυψωθή πάλι. Μά τό Αερόστατο έξακολουθούσε νά πέψτη Αργά. ..

4) Ξαφνικά ή θύελλα πέρασε καί ή όμίχλη διαλύθηκε καί οί ταξιδιώτες μας είδαν κάτω νά Απλώνεται, σάν μια γαλαζοπράσινη έρημος, ό ώκεανός. Μακρυά, πρός τό ιβορρα, ξεχώρισαν έ­ να κομμάτι γης. Μά τό Αερόστατο τραντάχτηκε Απότομα καί ό Λοχαγός Χάρντιγκ μαζί μέ τό σκύλο του Τόπ έπεσοιν στή θάλασσα! Τό Αερό­ στατο. έλαφρωμένο, Ανυψώθηκε πάλι!

5) Λίγα λεπτά Αργότερα, σπρωγμένο Από τόν.:· άνεμο, τό Αερόστατο έψτοτσε έπάνω Από τή στε­ ριά κί* έπεσε στήν Ακτή,. ΟΙ τέσσερις έπιάάτες πή­ δησαν άπό τό καλάθι του καί ό άνεμος παρέσυ­ ρε μακρυά τό Αερόστατο. «Πρέπει νά περιμένουμε τόν Λοχαγό Χάρντιγκ, είπε ό ρένκροφτ^ Δέν έ­ πεσε μακρυά καί έλπίζω νά βγη κολυμπώντας...»

6) Μά ώρες κι* ώρες πέρασαν, χωρίς ό χαμέ­ νος Αρχηγός της μικρής όμάδας νά κάνη τήν έμφάνισί του. Στό μεταξύ νύχτωσε καί οί τέσσε­ ρις άντρες ζήτησαν καταφύγιο σέ μιά μ·ικρή σπη­ λιά γιά νά προ φυλαχτούν Από τό Αγιάζι της νύ­ χτας. «Αύρ.ο τό πρωΐ, είπε ό δημοσιογράφος IΣπί­ λετ, θά ψάξουμε νά βρούμε τόν Χάρντιγκ. "Ισως είναι πληγωμένος». ·■ -

.

’·

ι


7) Μ* δλο χό'. κρύο πού έκανε, μπόρεσαν νά κοιμηθούν δλοι τους^έκτός τόν Νέμπ, τόν ύπηρέτη τοΟ Λοχαγού Χάρντιγκ. Ό νεαρός νέγρος ήταν Απαρηγόρητος γιά τήν έξαφάνισι του κυ­ ρίου του καί στό τέλος, μήν μπορώντας νά Ανθέξη άλλο, γλύστρησε κρυφά ίξω άπό τή σπηλιά, τήν ώρα πού κοιμόνταν σι άλλοι, και πήγε νά ψάξη γιά τόν κύριό του. ..

β) Τό έπόμενο πρωινό, ό Σπίλετ, ό Πένκροφτ κι* ό νεαρός Χέρμπερτ, Ανακάλυψαν δτι βρίσκον­ ταν έπάνω σ' ένα νησάκι, πού χωριζόταν Από τή στεριά Από μιά στενή καί ρηχή διώρυγα. Δέν Ανακάλυψαν κανένα ίχνος του Χάρντιγκ καί του Νέμπ έπάνω στό νησάκι κι* έτσι Αποφάσισαν νά περάσουν στή στεριά καί νά ψάξουν έκεϊ.

Κατασίγασαν κάπως τήν πείνα τους τρώ­ γοντας Αχυβάδες κι* έπειτα ό Σπίλετ ξεκίνησε για νά ψάξη νά βρή τόν Χάρντιγκ, ένώ ό Πέν. κροφτ μέ τόν Χέρμπερτ έμειναν πίσω γιά νά φροντίσουν νά έξασφαλίσουν μιά στέγη γιά τή μικρή συντροφιά. Πραγματικά, διάλεξαν μιά εύρύχωρη σπηλιά καί έστισαν μέ τέχνη τό στόμιό της σάν είσοδο σπιτιού.

10) Είχαν τελειώσει δταν, Αργά τό Απόγευμα, ό Σπίλετ γύρισε Από τήν Ανίχνευσί του μέ ύφος λυπημένο καί Απογοητευμένο. «Δέν μπόρεσα νά βρω πουθενά κανένα σημάδι τού Λοχαγού Χάρντιγκ καί ό Νέμπ δέν φάνηκε πουθενά. Φοβούμαι δτι ό Χάρντιγκ πνίγηκε στή θάλασσα μαζί μέ τό σκύλο του, τόν Τόπ. Αύριο, θά ξαναβγώ νά ψά­ ξω. .

11) Λίγο πριν σκοτεινιάση, μιά θύελλα ξέσπα­ σε πάλι. Οί τρεις άντρες χώθηκοιν μέσα στή σπη­ λιά καί κατάφεραν νά Ανάψουν μιά καλή φωτιά μ* ένα σπίρτο, πού βρήκε ό Πένκροφτ στή φόδρα τού σακκακιού του. Ξαφνικά ό Σπίλετ, πού λα­ γοκοιμόταν κοντά στή φωτιά, Αναπήδησε. «Α­ κούστε!, φώναξε μέ ταραχή. Ακούστε, Πένκροφτ, Χέρμπερτ!»

12) Μέ Ανανεωμένες έλπίδες, οί τρεις άντρες έστησοτν Αφτί, προσπαθώντας νά^ ξεχωρίσουν κανέναν άλλον ήχο Ανάμεσα στά ουρλιαχτά τού Α­ νέμου έξω. Καί τότε ό Χέρμπερτ φώναξε: «Είναι γαβγίσματα σκύλου! θά είναι ό Τόπ!» "Ωρμησοεν έξω καί, μερικά μέτρα πιό πέρα, συνάντη­ σαν τό πιστό σκυλί τού Χάρντιγκ πού γάβγιζε παράξενα καί έκφραστικά!


13) «Σαν νά προσπαθή να μάς πή κάτι!, είπε ό Σπίλετ. "Ισως θέλει νά μάς όδηγήση στόν κύ­ ριό του. "Ας τόν άκολουθήσουμε! Καί. . . τΐ πα­ ράξενο! Ό Τόπ είναι έντελώς στεγνός, άρα 6έ βγήκε τώρα άπό τή θάλασσα... Εμπρός, παι­ δί#!» Γιά ώρες όλόκληρες τό σκυλί τούς ώδήγησε μέσα στή θύελλα πού λυσσαμανούσε. Στό τέλος, χώθηκε σέ μια σπηλιά!...

14) Έκεΐ, άντίκρυσαν στό φως ένός πυρσού, πού κρατούσε ό Πένκροφτ, τόν νέγρο 'Νέμπ σκυμμένο έπάνω στό Λοχαγό Χάρντιγκ, που ή­ ταν χλωμός σαν νεκρός καί είχε τά μάτια του κλειστά! «Ζή ό Λοχαγός Χάρντιγκ, Νέμπ;» ρώ­ τησε ό Πένκροψτ μέ άγωνία. «Ζή!, άπάντησε ό νέγρος. Δόξα σοι ό θεός! "Ο κύριός μου είναι ζωντανός! Είναι ζωντανός!»

15) Τήν ίδια στιγμή, ό Λοχαγός Χάρντιγκ ά­ νοιξε τά μάτια του. «Πού βρίσκομαι; μουρμούρι­ σε. Σέ νησί ή σέ ήπειρο;» Ό Πένκροψτ γέλασε. «Είσαι παράξενος, Λοχαγέ Χάρτιγκ!, είπε. Έγώ σΐή θέσι σου θά έψαχνα τό κορμί ,μου για νά δω άν είμαι άκόμα γερός!» Μά ό Χάρντιγκ 5έν φά­ νηκε νά τόν άκουσε. «Πρέπει νά μάθουμε πού βρισκόμαστε» είπε.

16) Λίγες μέρες άργότερα, άψού ό Χάρντιγκ δυνάμωσε τρώγοντας όστρακα καί άγρια πουλιά, πού έπιανε ό Νέμπ, ή μικρή συντροφιά άρχισε νά σκαρψαλώνη στις πλαγιές ένός παλιού, σόησμένου ήφαιστείου. Στά μισά τού βουνού, ό Χάρντιγκ άφησε πίσω τόν Σπίλετ, τόν Πένκροφτ καί τόν Νέμπ γιά νά έτοιμάσουν μιά πρόχειρη κατα­ σκήνωσή

171 Συνέχισε τήν άνάδασι άκολουθούμενος μονο άπό τόν Χέρμπερτ. <Εΐχε νυχτώσει κι* ένα γεμότο φεγγάρι είχε ύψωβή στόν δριζοντα, όταν έφτασαν στήν κορυφή. Έκεΐ τους περιμενε μιά δυσάρεστη έκπληζις. "Οπου κΓ άν έστρεψαν τό βλέμμα τους, άντίκρυσαν θάλασσα ! θάλασσα παντού, όλόγυραΙ Βρίσκονταν έπάνω σ Ενα μεγάλο νησί!

18) «Ναι!, είπε ό Χάρντιγκ άργότερα όταν γύ­ ρισαν κοντά στούς άλλους. Βρισκόμαστε έπάνω σ* ένα μεγάλο νησί, πού ή περιφέρειά του είναι περίπου έκατόν πενήντα χιλιόμετρα! Φαίνεται έ­ ρημο καί δέν μπορούμε νά ξέρουμε πόσο μακρυά είμαστε άπό τόν πολιτισμένο κόσμο! Πρέπει νά έγκατασταθούμε μόνιμα, σάν. . . νά μήν πρόκει­ ται νά φύγουμε ποτέ!»


19) “Εδωσαν στό νησί και στα διάφορα μέρη του όνόμοαα. πού θύμιζαν τήν πατρίδα τους, τήν Αμερική. ’Οτόμασαν τό νησί Λίκολν, 2να ποτα­ μάκι, πού κατέβαινε άπό τό βουνό, Ρέντ Κοήκ, καί μια μεγάλη, λίμνη, δπου χυνόταν, Λίμνη Γκράντ,. Σχετικός μέ τή λίμνη, ό Χάρντιγκ είχε μιάε άπορία: «Που πάει τό νερό του ποταμού; θά ύπάρχη ίσως μια υπόγεια δίοδος!»

20) Μιά αέρα, καθώς ό Χάρντιγκ κι* ό Σπίλετ ΕξερευνοΟσαν τις όχθες της Λίμνης Γκράντ, £να τερατώδες ζώο άναπήδησε άπό τά βάθη της. «Πίσω, Σπίλετ!, φώναξε ό Χάρντιγκ. Είναι Ενας θαλάσσιος Έλέφας!... Οί υποψίες μου Επιβεβαι­ ώνονται, λοιπόν! Για νά υπάρχουν θαλάσσιοι /Ε­ λέφαντες στή λίμνη, θά πη πώς συγκοινωνεί μέ τή θάλασσα. Πρέπει νά Εξακριβώσω...».

21) Μα δέν άποτελείωσε τή φοασι του. Ό Τόπ, άντικρύζοντας τό τερατώδες ζώο, άρχισε νά γαβγίζη μανιασμένα κι* Επειτα, πριν ό Χάρντιγκ προλάβη νά τόν έμποδίοη, ρίχτηκε μέσα στή λί­ μνη καί χάθηκε μέσα στά νερά μαζί μέ τόν θα­ λάσσιο Ελέφαντα! «Ό καημένος ό Τόπ!, μουρ­ μούρισε ό Σπίλετ. Τό άπαίσιο τέρας θά τόν πνίξη!...»

22) Μά, μερικές στιγμές άργότερα, ό Τόπ τινάχτηκε Εξω άπό τό νερό, σάν νά τόν είχε πετάξει Ενα δυνατό χέρι, ένώ στήν Επιφάνεια της λί­ μνης φαίνονταν αίματα. «Ό Τόπ είναι σώος!, εί­ πε μέ άπορία ό Χάρντιγκ. “Αρα τό αίμα δέν είναι άπό αυτόν!» Καί τότε τό τέρας φάνηκε, νεκρό, στήν Επιφάνεια της'λίμνης. ΟΙ δυό άντρες τό Εσυ­ ραν £ξω.

23) 'Στό λαιμό του Εχασκε μια μεγάλη πλη­ γή. «Μόνο Ενα μαχαίρι θά απορούσε νά προκαλέση μια πληγή σάν αύτή, είπε δ Χάρντιγκ. Πως όμως καί... ποιός; Υπάρχει κάποιο μυστήριο σ* αύτό τό νησί. Ποιός μ’ Εσωσε άηό τα κύματα κάί μέ κουβάλησε οτή στεριά; -Ποιός Εσωσε τόν Τόπ σκοτώνοντας τό τέρας; “Ισως μπορέσουμε νά τό μάθουμε άργότερα. . .».

24) 01 Εβδομάδες περνούσαν γοργά καί οί ναυαγοί, ώδηγπαένοι άπό τόν Χάρντιγκ, πού ή­ ταν Εμπειρος μηχανικός καί χημικός, άρχισαν νά κατασκευάζουν Ενα καμίνι γιά νά λυώσουν σ* αύ­ τό μεταλλεύματα, άπό τά όποια ήταν πλούσιο τό νησί, καί νά φτιάξουν δπλα καί Εργαλεία. Γιά νά φτιάξουν φυσεοα για τό καμίνι χρησιμοποίη­ σαν δέρματα άπό θαλάσσιους Ελέφαντες.


25) Τέλος τό καμίνι έτοιμάστηκε, καί άρχισε ή κατεργασία των μεταλλευμάτων. "Ετσι, έφτα­ σε μια μέρα πού οι ναυαγοί βρέθηκαν έφοδιασμένοι μέ καλά εργαλεία, μαχαίρια, σπαθιά καί άκόντια! Μά ό Χάρντιγκ δέν ήταν Ικανοποιημέ­ νος μέ τό σπίτι τους. «Ή σπηλιά αύτή δέν θά μας προστατεύση άρκετά, έλεγε, άν μάς έπιτεθουν Ιθαγενείς ή θηρία!».

26) «Είμαι βέβαιος, πρόσθετε, Οτι ή λίμνη συγκοινωνεί μέ τή θάλασσα μέ ένα είδος ύπόγειου περάσματος, πού περνά τό βουνό άπ* άκρη σ’ άκρη! "Αν λοιπόν άνοίξω ένα άλλο πέρασμα, ή λίμνη θά χαμηλώση καί θά μάς προσφέρη έ­ τσι ίσως μιά καλύτερη κατοικία, ιθά τό ίκάνω αυτό μέ νιτρογλυκερίνη. Υπάρχουν έδω Ολικά για νά τήν φτιάξω!»

27). <Εξάλλου, συνέχισε ό Χάρντιγκ. θέλω νά λύσω τό μυστήριο τής λίμνης καί του μαχαι­ ριού πού σκότωσε τόν θαλάσσιο Ελέφαντα...», "Ετσι μιά μέρα, όταν ή νιτρογλυκερίνη, πού θεω­ ρείται ως μιά άπό τις πιό δυνατές έκρηκτικές Ο­ λες, ήταν έτοιμη, ό Χάρντιγκ τήν τοποθέτησε στό κατάλληλο σημείο κι* έθαλε φωτιά σ’ ένα πρό­ χειρα φτιαγμένο φυτήλι. . .

2β) Τρέχοντας όσο πιό γρήγορα μπορούσαν, οΐ πέντε άντρες ξεμάκρυναν άπό έκεΐ καί δέν σταμάτησοιν παρά μόνο όταν έφτασαν στήν πα­ ραλία. Καί τότε ένα ύπόκωφο μουγγρητό^ που έμοιαζε νά £γαίνη άπό τά σπλάχνα της γης, έδόνησε τόν άέρα καί ιβράχοι, δέντρα, χώμα καί νερά τινάχτηκαν ψηλά καί δλόγυρα...

29) Τό σχέδιο του Λοχαγού Χάρντιγκ είχε πετύχει. Στήν όχθη τής λίμνης είχε, σχηματιστή ένα μεγάλο άνοιγμα καί τά·νερά άρχισαν νά κυ­ λούν μέ θόρυβο πρός τή θάλασσα. Ή στάθμη τής λίμνης άρχισε νά κατεβαίνη γοργά καί όταν, στό τέλος, σταθεροποιήθηκε, ό Χάρντιγκ είδε μέ Ικανοποίησι στά πλευρά τής κοίτης τό στόμιο μιάς σπηλιάς. ..


30) ΟΙ πέντε φίλοι μας έπρεξαν άμέοως έκεΐ καί είδαν δτι πραγματικά μια σπηλιά, μέ τό έσωτερικό της μαύρο και κατασκότεινο, άνο.γότοιν μπροστά τους. «ΝέμπΙ, διέταξε ό Χάρντ.γκ. Πήγαινε νά φέρης μερικά κλαδιά άπό πεύκο I Χρειαζόμαστε πυρσούς!» "Ετσι, μέ τή βοήθεια των πυρσών, οΐ ναυαγοί προχώρησαν μέσα στή σπηλιά.

31) Γιά ένα διάστημα, ή σπηλιά ήταν στενή. "Επειτα, πλάταινε άπότομα καί , σχημάτιζε μιά μεγάλη κυκλική αίθουσα. «Περίφημα!, είπε ό Χάρντιγκ. *Ακριβώς δ,τι χρειαζόταν: άπλοχωριά καί άσφάλεια. Είναι σκοτεινά, βέβαια, άλλά θ* άνοίξουμε παράθυρα στά τειχώματα του βράχου. Αυτό δέ θά είναι δύσκολο καί έλπίζω -δτι ή ζωή μας έδω θά είναι πιό...» _____

32) Σώπασε ξαφνικά, άκομγοντας . δυνατά χαι θυμωμένα γαβγίσματα. 7Ηταν ό Τόπ, πού γάβγιζε έπάνω άπό ένα είδος πηγαδιού σέ μιά γωνιά της σπηλιάς. Ό Χάρντιγκ έτρεξε έκεΐ, μά στό βάθος του πηγαδιού δέν υπήρχε τίποτα έκτός άπό νερό της θάλασσας. «Κι* δμως — σκέφτηκε — δέν μπορεί νά γάβγισε χωρίς λόγο ό ’ Τόπ! Κάτι ή. .. κάποιον θά είδε!»

33) Πέρασαν μερικές πολυάσχολες έβδομάδες, ένώ οί ναυαγοί μας τακτοποιούσαν τό και­ νούργιο τους σίπτι, πού ώνόμοοσαν Γρανίτινο Σπί­ τι. "Ανοιξαν δυό παράθυρα σκάβοντας στό βράχο καί άπέκτησαν έτσι αιά δεύτερη έξοδο, πού έβλε­ πε στή θάλασσα. "Επειτα, άνοιξαν μιά πόρτα προς τή θάλασσα καί, γιά άσφάλεια, έφραξαν τήν έξοδο πρός τή λίμνη.

34) "Ετσι κανένας δέν μπορούσε νά μπή στό Γρανίτινο Σπίτι παρά μόνο άπό μιά κινητή σκά­ λα, πού οί κάτοικοί του κατέβαζαν ώς τήν άκτή τ^ης θάλασσας, κάτω. Μέσα στό σπίτι, οί φίλοι μας έφτιαξαν ένα τραπέζι, καρέκλες, κρεββάτια, ένα καλό τζάκι. Μετέφεραν έπίσης έκεΐ τά σκεύη, τά έργαλεΐα καί τά δπλα, πού είχαν κατασκευά­ σει . ..

35) Πέρασε ό καιρός ειρηνικά μέ τό κυνήγι, τό ψάρεμα καί έξερευνήσεις στό έσωτερικό τού νησιού. Μιά μέρα, συνέβη κάτι άπροσδόκητο. Συννέφιασε, ή θερμοκρασία έπεσε άπότομα καί... άρχισε νά χιονίζη! «Χιόνι!, φώναξε ό ι Χέρμπερτ. Κι* είναι άκόμα Στεπτέμβριος!» «Στά μέρη /αυτά, είπε ό Χάρντιγκ, ό χειμώνας άρχιζει τό Σεπτέμβριο...»

Ι


36) 01 μέρες πού Ακολούθησαν πέρασαν ευχά­ ριστα μέσα στό ζεστό Γρανίτινο Σπίτι, όπου τό τζάκι Εκαιγε είκοσι τέσσερις ώρες τό εικοσιτε­ τράωρο. Τό φαγητό ήταν άφθονο: κυνήγι, ψά­ ρια, νόστιμοι άγριοι καρποί. "Ολοι τους ήσαν Ικανοποιημένοι άπό την καινούργια τους ζωή; έκτός άπό τόν Πένκροφτ πού λαχταρούσε λίγο καπνό για τήν πίπα του...

37) "Οταν τό χιόνι στρώθηκε γιά καλά έπάνω στό Νησί Λίνκολν, ό Λοχαγός Χάρντιγκ Απο­ φάσισε νά όργανώση. Ενα μεγάλο κυνήγι γιά νά προμηθευτή καί νά Αποθήκευσή κρέας γιά τόν χειμώνα. Εκείνος πού δέχτηκε μέ τόν μεγαλύ­ τερο ένθουσιαμσό τήν άπόφασι αυτή ήταν 6 Πέν^ κροφτ, πού θά ξεχνούσε έτσι τήν Ελλειψι του καπνού...

38) Ό Πένκροφτ ήταν ό πρώτος πού είχε έπιτυχία στό κυνήγι αυτό. Καθώς περπατούσε καμμιά πενηνταριά μέτρα μακρυά Από τούς άλλους, Ενα μικρό Αγριογούρουνο ξεπήδησε μέσα Από Ενα θάμνο. Ό Πένκροφτ ρίχτηκε ξοπίσω του, τό κυνήγησε μέ μεγάλα πηδήματα καί τό σκότωσε χτυπώντας το στό κεφάλι μ* Ενα χοντρό -ρόπαλο.

39) «Σκότωσα Ενα Αγριογούρουνο I, άρχιζε νά ψωνάζη γεαάτος χαρά.^Σκότωσα Ενα Αγριο­ γούρουνο!» Μά δέν μπορούσε ούτε κάν νά ύποψ.αστή ότι κάπου κοντά μιά πε·νασμένη λεοπάρ­ δαλη παραμόνευε κυττάζοντας μέ Απληστία τόν άνθρωπο καί τό θύμα του. —αφνικά, ή λεοπάρ­ δαλη άφησε Ενα Ανατριχιαστικό ουρλιαχτό καί συσπειρώθηκε. ..

40) σιαφνιασμένος καί Εντρομος, ό Πένκροφτ γύρισε καί Αντίκρυσε τά νύχια καί τό όρθάνοιχτο στόμα τής λεοπάρδαλης! "Εσκυψε γοργά, πέταξε τό Αγριογούρουνο καί... κυλίστηκε χάμω μα­ ζί μέ τό θηρίο. Πριν αυτό προλάβη νά τόν δαγκώαη, ό Πένκροφτ τό χτύπησε στό κεφάλι μέ τό ρόπαλο ζαλίζο-τάς το γιά μιά στιγμή.

41) Αυτό τού Εσωσε τή ζωή, γιατί τυΰ Εδωσε τόν καιρό νά τραβηχτή πίσω, ένώ συγχρόνως ξεφώνιζε: βοήθεια! Βοήθεια! Μιά λεοπάρδαλη ! Βοήθεά!» Ό Λοχαγός Χάρντιγκ κι* ό Σπίλετκ πού δεν ήσαν μακρυά Από έκεΐ, Ετρεξαν πρ0<* τό μέρος του, ώπλισμένοι ό Ενας μέ Ακόντιο κι’ ό άλλος μέ Ενα τόξο. «Κουράγιο, Πένκροφτ! Κου­ ράγιο ! Ερχόμαστε!»


42) Καί τότε, ή ζαλισμένη λεοπάρδαλη, βλέποντάς τους νά όρμουν έπάνω της ουρλιάζοντας καί ξεφωνίζοντας, παράτησε τόν Πένκροφτ, πή­ δησε πλάγια καί, άφού. .. άρπαξε τό άγριογούρουνο στά δόντια της, ξεμάκρυνε μέ μεγάλα πη­ δήματα. Ή έκπληξις του Χάρντιγκ καί του Σπίλετ ήταν τόσο μεγάλη/ ώστε ξέχασοχν νά χρησι­ μοποιήσουν τά δπλα τους και τό άγρίμι ξέφυγε..*

43) Ό Πένκροφτ ήταν άπαρηγόρητος. «*0 κλέφτης!, φώναξε. Μού έκλεψ*ε τό γουρουνάκι μου! Κι* ήταν μικρό καί τρυφερό!» «Παρηγορήοου!, είπε ό Χάρντιγκ γελώντας. Υπάρχουν άφθονα άγριογοόρουνα έδώ. θά σκοτώσης άλ­ λο!» Πραγματικά, ό Πένκροφτ κατάφερε νά σκοτώση ένα άλλο γουρουνάκι καί οί φίλοι μας άποφάσισαν νά τό ρίξουν έξω έκεΐνο τό βράδυ καί νά γλεντήσουν. . ·

44) Ένώ ό Νέμπ κι’ δ Πένκροφτ έτοίμαζοιν τό φαγητό καί τό τραπέζι, ό Χάρντιγκ παρέδωσε τό κεφάλι του στις περιποιήσεις του νεαρού Χέρμπερτ, πού είχε άναλάβει καθήκοντα. . . μπαρμπέρη της ,μικρής συντροφιάς! Τά σύνεργά του ήσαν ένα κάπως πρωτόγονο ψαλίδι πού ό Χάρντιγκ είχε φτιάξει στο χυτήριό του κι ένα χτένι άπό σκαλισμένο κόκκαλο... ψαριού!

45) 'Ο ένθουσιασμός τού. Πένκροφτ γιά τήν πρώτη κυνηγετική του έπιτυχία ήταν τόσο μεγά­ λος,^ ώστε ξέχασε άχόμα καί τήν ^λ3\ειψι τού κα­ πνού. ΙΕπέμεινε νά τό ψήση μόνος του καί γλυψότοιν προκαταβολικά γιά τό τσιμπούσι ποΟ θά έπακολουθούσε. «θά είναι πεντανόστιμο!, έλεγε κάθε τόσο. Και τρυφερό! Δέν μπορεί νά είναι μεγαλύτερο άπό τριών μηνών!»

ΪΜ *

' 46) Τέλος, κάθησαν στό τραπέζι δ που, έχ· τός άπό τό καλοψημένο γουρουνάκι, υπήρχαν ά­ γρια φρούτα καί όρεκτικά θαλασσινά. Πριν άρχίσουν τό φαγητό, ό Χάρντιγκ άπήγγειλε μέ συγκινημένη φωνή τό «Πάτερ Ημών». "Οταν τελείω­ σε, ό Σπίλετ είπε: «Έδώ κι’ έφτά μήνες βγή* κάμε σ’ αύτό τό νησί μουσκεμένοι καί πεινασμένοι. Τώρα δμως, είμαστε ζεστοί καί χορτάτοι·...»

-^3

47) Τό τσιμπούσι άρχισε καί δλοι έξέφρασοα' τά συγχαρητήριά τους στόν Πένκροφτ, γιά τήν έξαιρετική νοστιμιά τού άγριογούρουνού του. *0 ίδιος ό Πένκροφτ καταβρόχθιζε ένα μπούτι τού ψητού, δταν ξαφνικά άφησε μιά κραυγή πόνου: .«"Ωχ! "Εσπασα ένα δόντι!» Οί άλλοι γούρλω­ ναν τά μάτια τους. «Κύριε έλεησον, είπε ό Σπί« λετ. "Εχει πέτρες τό ψητό μας;»


48) Μά δέν ήταν πέτρα αυτό πού είχε σπάσει τό δόντι του Πένκροφτ. Ό δυστυχισμένος ναυτι­ κός £6γάλε άπό τό στόμα του τό σπασμένο δόντι μαζί μ ένα μικρό στρογγυλό πραγιιατάκι. <Δέ. . . δέν είναι πτρα!, τραύλισε κατάπληκτος. Είναι ένα χοντρό μολυδένιο σκάγι!» «Σκάγι!, έπανέλαδε ό Χάρντιγκ. Κι* όμως τό γουρουνό πουλο δέν ήταν ούτε τριών μηνών. .

49) «Αυτό σημαίνεζ ότι στό διάστημα των τε­ λευταίων τριών μηνών κάποιος χρησιμοποίησε κυνηγετικό δπλο στό Νησί Λίνκολν! Αύτό είναι πολύ παράξενο. . .». «’Ίσως έχουν δγή στό νη,σ! τίποτα ιθαγενείς πειρατές, είπε ό Πένκροφτ. Εύτυχώς πού τό Γρανίτινο Σπίτι μας είναι σωστό άπόρθητο φρούριο! Διαφορετικά, θά ξυπνούσα­ με κανένα πρωϊνό πολύ άσχημα!»

50) «Πρέπει νά φτιάξουμε μιά βάρκα, είπε ό Χάρντιγκ καί νά έρευνήσουιιε τά παράλια του νησιού. Υπάρχει στό Νησί λίνκολν κάτι μύστη, ριώδες, πού πρέπει νά τό ξεδιαλύνουμε!» Τήν άλλη.μέρα κιόλας, μέ τήν καθοδήγησι του Χάρντιγκ, οι πέντε φίλοι μας άρχισαν νά κατασκευά' ζουν μιά έλαφριά βάρκα άπό άγριόξυλο. ..

51) Λίγες μέρες άργότερα, ή δάρκα ήταν έτοιμη. "Οταν δμως ό Πένκροφτ τήν έρριξε στή θάλασσα, ό δημοσιογράφος Σπίλετ τήν είδε έκ­ πληκτος νά γεμίζη νερά. «Ή βάρκα δέν είναι κα­ λή!», είπε μέ άπογοήτευσι.. «Ή βάρκα είναι πο­ λύ καλή, απάντησε ό Πένκροφτ χαμογελώντας. Πρέπει δμως νά μουσκέψουν πρώτα τά ξύλα γιά νά μήν κάνη νερά».

52) Ό Πένκροφτ είχε δίκιο. Δυό μέρες άρ­ γότερα, ό Χέρμπερτ μέ τόν Νέμπ άδειασαν τά νερά καί ή βάρκα άπεδείχθη τέλεια. Ή μικρή συντροφιά μπήκε στή βάρκα μαζί μέ έφόδια γιά δυό μέρες καί ξεκίνησαν γιά τό έξερευνητικό τα­ ξίδι τους. Ό*καιρός ήταν καλός καί ή θάλασσα γαλήνια καί άστραφτερή σάν καθρέφτης.

53) Ή πρώτη μέρα τής έξερευνή.σεώς τους πέρασε χωρίς κανένα έπεισόδιο. Τά παράλια του νησιού ήσαιν όμορφα, άγρια καί γραφικά, μά καί έντελώς έρημα. Πουθενά δέν άνακάλυψαν τό πα­ ραμικρό ίχνος, πού νά π ροδί δη τήν ποιρουσία άν-> θρώπων. Ή δεύτερη μέρα ήταν έξίσόυ άκαρπη. Τό άπόγεμα δ ιως ό Χέρμπερτ φώναξε ξαφνικά: «Κυττάξτε έκεΐ!» Τ


54) ΟΙ φίλοι μας γύρισαν καί είδαν κάτι πα­ ράξενο. "Επάνω σέ ,μιά άμμουδιά, σέ μικρή άπόστασι άπό τό νερό, μισοχωμένη στήν άμμο, ήταν μια σιδερόκάρφωτη κασέλα δεμένη σέ δυο βαρέ­ λια. Πήδησαν έξω καί έξακρίδωσαν δτι τά βα­ ρέλια ήσαν άδεια. Ό σκοπός τους ήταν νά κρα­ τουν ^ν κασέλα στήν έπιψάνεια, όταν αύτή θα βρισκότοιν στό νερό.

56 - 57} "Οταν όμως άνοιέαν τήν κασέλα καί άντίκρυσαν τό περιεχόμενό της, άφησαν ξεφωνη­ τά χαράς καί έκπλήξεως. Τά πράγματα πού πε­ ριείχε ή κασέλα ήσαν πράγματι καταπληκτικά: Τουφέκια, πιστόλια, άφθονο μπαρούτι καί σφαί­ ρες, σπαθιά, μαχαίρι^, σφυριά, τσεκούρια, ένα τηλεσκόπιο, μερικά δργα\α άπαραίτητα γιά τή* ναυσιπλοΐα, έσώρρουχα, έξωτερικά ρούχα, κάλ-

5)8) Τά βιβλία άντιπροσώπευαν κάθε κλάδο της άνθρώπινης σοφίας καί γνώσεως. Τήν προ­ σοχή του Χάρντινκ τράβηξε Ιδιαίτερα ένας τόμος γεωπονικής κρί ένα βιβλίο πού πραγματευόταν γιά τόν τρόπο τής κατασκευής πλοιαρίων. Ξα­ φνικά, τό πρόσωπό του έλαμψε άπό χαρά. «Νά τό μεγαλύτερο δώρο άπ’ όλα!» ·φώναξε.

56) 'Η κασέλα ήταν τόσο βαρειά, ώστε μέ πολλή δυσκολία οι φίλο· μας μπόρεσαν νά τήν μεταφέρουν στό Γρανίνινο Σπίτι καί νά τήν άνεβάσουν έκεΐ μέ τή βοήθεια μιας τροχαλίας. Ή άνυπαμονησία τους ν* άνοίξουν τήν κασέλα καί νά δουν τί περιείχε ήταν άπερίγραπτη. Ό Πένκροφτ ιβοηθούσε μέ μάτια πού άστραπταν. «Τί όέ θάδινα νά είχε μέσα... λίγο καπνό!», έλεγε.

τες, μπότες, δυο βαρελάκια κονιάκ, χάλκινα μαγειρικά σκεύη, βιβλία! · · . Ό Νέμπ άφηνε μι­ κρά γρυλλίσματα άπό τόν ένθουσιασμό του, ένω ό Πένκροφτ μ* έ\α τουφέκι σέ κάθε του χέρι χό­ ρευε σάν παιδί, τραγουδώντας ένα εύθυμο ναυ­ τικό τραγούδι. Τό μόνο του παράπονο ήταν ότι ή κασέλα δέν περιείχε καθόλου... καπνό! ,,

59) ΤΉταν μια Ιερά Βίβλος δεμένη όμορφα μέ δέρμα, «θά έχουμε έναν πνευματικό όύντροφο τά βράδυα του χειμώνα!, πρόσθεσε άνοίγοντας τό βιδλίο. "Ω! Κάποιος έχει σημαδέψει ένα άπόσπασμα! Ακουστέ το!» Καί τό μετέφρασε γιά νά τό καταλάβουν δλοι: «"Οποιος ζητεΐ παίρνει κι* όποιος ψάχνει βρίσκει!» «Ό μυστηριώδης φί­ λος μας πάλι!» μουρμούρισε ό Χάρντιγκ.


60) Τό Επόμενο πρωινό, ό Χάρντιγκ κατέβη,κε στήν παραλία γεμάτος ανυπομονησία καί, μέ τά όργανα της ναυσιπλοΐας βρήκε τη θέσι τους έπάνω στή Γη. «ΓΩ!, είπε. Γεωγραφικό μήκος... Ϊ50°30'... Νότιο Πλάτος 34σ57'... Βρισκόμαστε στόν Ειρηνικό Ωκεανό. "Ας συμβουλευτούμε τόν "Ατλαντα πού βρήκαμε μέσα στήν κασέλα. ».

61) Ανέβηκε πάλι στό Γρανίτινο Σπίτι καί, ένώ οί άλλοι γύρω περίμεναν μέ άνυπομονησία, άνοιξε τόν "Ατλαντα κι* έψαξε τόν Ειρηνικό * Ω­ κεανό. «Τό νησί μας, είπε τέλος ,μέ άπογοήτευσι, τό Νησί Λίνκολν, δέν είναι σημειωμένο έπάνω στόν χάρτη! Είναι ένα άγνωστο και άνεξερεύνητο νησί, μακρυά άπό τούς δρόμους των έμπορικών πλοίων.

62) «"Ενα άγνωστο νησί, έ; μουρμούρισε ό Πένκροψτ. Δέν υπάρχει κανένα άλλο νταί κοντά μας;» «"Ενα μόνο νησί ύπάργει, άπάντησε ό Χάοντιγκ. Τό Νησί Τααπόο». «Τό Νησί Τσμπόρ; είπε ά Σπιλετ. Πόσο άπέγει άπό τό δικό ,μας νησί;» Ό Χάρντιγκ έκα\ε έναν πρόχειρο υπολογισμό καί είπε: «Εκατόν πενήντα μίλια προς τά βο· ρειοανατολικά!»

63) «Δέν είναι μακρυά!, φώναξε ό Πένκροψτ. Μέ τήν πείρα πού έχουμε καί μέ τή βοή­ θεια του βιβλίου τής ιαυπηγικής, μπορούμε νά φτιάξουμε έ\α καΐκι καί νά πάμε ώς τό Νησί Ταμπόρ!» 'Η πρότασις έγινε δεκτή μέ ένθουσιασμό καί, τήν άλλη μέρα κιόλας, άρχισαν τήν κα­ τασκευή ένός καϊκιού μέ τήν καθοδήγησι του Χάρντιγκ...

64) Μήνες πέρασαν γοργά. Καλαμπόκι καί στάρι φυτεύτηκαν καί θερίστηκαν. Τό έσωτερικό τού Γρανίτινου Σπιτιού βελτιώθηκε καί ή κατα­ σκευή τού καϊκιού προχωρούσε. Μια νύχτα^5μως, καθώς γύριζαν κουρασμένοι άπό ένα κυνήγι ά­ γριογ ιδιών, πού τά έπιασαν ζωντανά, είδαν ότι κάποιος είχε τραβήξει έπάνω τήν κρεμαστή σκά­ λα τού σπιτιού!. ..

63) «Ή σκάλα κουνιέται!, φώναξε ό Χέρμπερτ. Κάποιος τήν τραβάει πιό ψηλά!» «Μά αυ­ τό είναι άδύνατον!, μουρμούρισε 6 Σπίλετ. Τό νησί είναι έρημο! ΐΠώς. . .» Μά ό Χάρντιγκ τόν διέκοψε δίνοντας γοργές διαταγές: «Καλυφθήτε πίσω άπό βράχους! Μπορεί να είναι Ιθαγενείς πειρατές... Βάλε τώρα μιά φωνή, Πένκροφτ!»


. 66) Ό Πένκροψτ φώναξε και ξαναφώναξε, μά 6έν πήρε κσμμιάν άπάντησι άπό τό Γρανίτινο Σπίτι, πού έμεινε οκοτεινό, σιωπηλό και αινιγ­ ματικό. «Καί νά σκεφθή κανείς δτι δλα μας τά πράγματα καί δλες μας οί προμήθειες είναι έκε'ι μέσα!» είπε ό Σπίλετ. «Δέν πρέπει να κλείσουμε μάτι άπόψε!> είπε ό Χάρντιγκ.

67) * Ακολούθησε μιά άγρυπνη νύχτα, οτό δι­ άστημα τής όποιας δλα τά ,μάτια ήσαν καρφω­ μένα έπάνω στά παράθυρα καί στήν πόρτα του Γρανίτινου Σπιτιού. Σιγά - σιγά, ό ούρανός έ­ γινε γκρίζος, ξεθώριασε καί στό τέλος ξημέρωσε. Ξαφνικά ό Πένκροφτ φώναξε: «Κυττάξτε^! Είδα κάτι έκεΐ πάνω, στό παράθυρο! Κάτι σκούρο καί μαλλιαρό!» ^

' 68) Σήκωσαν όλοι τά*νυσταγμένα μάτια τους καί είδαν έναν πίθηκο κουρνιασμένο σ’ ένα άπό τά παοάθυρα τού σπιτιού! Ό πίθηκος κουνούσε τά χέρια του κοροϊδευτικά καί άφηνε διαπερα­ στικά γρολλίσματα, πού θά απορούσε νά τά περάση κανείς γιά σαρκαστικά γέλια! Ήταν σάν νάλεγε: «Τήν πάθατε! Χά, χά, χά!» ·

69); «“Ένας πίθηκος τό έκανε αύτό!. φώναξε έκπληκτος ό Χάρντιγκ. Εύτυχώς, δέν ήσαν πει­ ρατές! Διαφορετικά... Μή!». "Εκανε >μιά κίνησι νά έμποδίση; τόν Πέν-κροφΐ, πού είχε κιόλας άκουμπήσει τό τουφέκι του στόν ώμο του, μά δέν πρόλαβε. "Ενας πυροβολισμός άντήχησε καί ό πίθηκος έπεσε χτυπημένος έπάνω στούς βράνχους κι* έμεινε άκίνητος.

'70) «Δέν έπρεπε νά τό κάνης αυτό, Πένκροφτ, φώναξε ό Χάρντιγκ. "Αν τόν άφήναμε, θά μάς κατέβαζε Ισως- μόνος του τή σκάλα! Δέν...» Μά ένας ξαφνικός θόρυβος καί γρυλλίσματα τόν διέκοψαν καί δεκάδες πίθηκοι άρχισαν νά πηδού» άπό τήν πόρτα έαί τά παοάθυρα, σάν νά τούς κυνηγούσε κάποιος άπό μέσα, σάν νά τούς είχε βιάσει πανικός.

71) Μερικοί σκοτώθηκαν πέφτοντας κι* άλλοι γλύτωσαν κι* έφυγαν μέ μεγάλα πηδήματα κυνη­ γημένοι άπό τόν Τόπ. "Επειτα, κάτι άπροσδόκητο συνέβη: *Η σκάλα άρχισε νά κατεβαίνη σιγά σιγά, σάν κάποιο χέρι νά τήν έσπρωχνε άπό μέ­ σα. θάλεγε κανείς δτι αύτός πού τήν έσποωχνε δέν ήθελε νά τόν δοΰν οί ναυαγοί πού κύτταζαν άπό κάτω. ’


72)( «Παράξενο!, μουρμούρισε ό .Χάρντιγκ. Πολύ παράξενο!» «Πο.ός μπορεί \ά κατέβασε τή σκάλα;» είπε μέ άπορία ό Σπίλετ. Μόλις ή οκά* λα άγγιξε τό έδαφος, οί φίλο, μας ώρμησαν νά άνεβοΰν. Μά ό Πένκφορτ, γυμνασμένος άπό τά καράβια, πάτησε πρώτος τό πόδι του έκεΐ και έφτασε πρώτος στό Γρανίτινο Σπίτι.

73) Τό θέαμα πού άντίκρυσε τόν έκανε νά σταματήση έμβρόντητος στην πόρτα. "Αν πη κανείς δη τό σπίτι ήταν άνάστατο, δέ λέει τίποτα. Κανένα άντικείμενο έκει μέσα δέν βρισκόταν στή θέσι του. Μαγειρικά σκεύη, σφαίρες, πιστόλια, μαχαιροπήρουνα, βιβλία, ήσαν σκορπισμένα χά* μω. ΚΓ ένας πίθηκος χοροπηδούσε έπάνω τους!

74). "Εξω φρένων, ό Πένκροφτ κΓ ό Μέμπ ρίχΐ*ίκ&ν έπάνω στόν πίθηκο καί τον άρχισατν στις γροθιές. Ό Πένκροφτ μάλιστα τράβηξε τό κυ­ νηγετικό ^μαχαίρι του για νά τόν χτυπήση, μά ή φωνή, του Χάρντιγκ πίσω του τόν σταμάτησε: «"Αφησέ τον, Πένκροφτ! Είναι φίλος μας! Αύτός μας έρριξε τή σκάλα! "Ας τόν κρατήσουμε νά τόν έξημερώσουμε!»

73) Μά τήν ΐδια στιγμή, καθώς πρόφερε τις λέξεις αυτές, ό Χάρντιγκ σκεπτόταν: «Μάς έρριξε δμως αύτός τή σκάλα; "Η μήπως ήταν πάλι ό μυστηριώδης καί άγνωστος φίλος μας, τό αί« νιγματικό έ κείνο όν, πού τόσες φορές μάς έχει ευεργετήσει; "Εχώ τήν έντύπωσι δτι είδα ένα χέ­ ρι νά ρίχνη, τή σκάλα κΓ δτι τό χέρι αυτό δέν ήταν τριχωτό!»

76) Ό πίθηκος έμεινε στό Γρανίτινο Σπίτι καί συνήθισε γρήγορα στή συντροφιά των άν· θρωΗτων. "Εδειξε άσυνήθιστη έξυπνάδα καί σύν­ τομα έγινε ένα πολύτιμο μέλος της μικρής όμάδας των ναυαγών μας. Του έδωσαν τό δνομα. .. Απόλλων, μά γιά συντομία τόν ώνόμαζοιν "Απ. Ό 'Νέμπ τόν διώρισε βοηθό. . . μαγείρου!

77) Δέν πέρασαν πολλές έβδσμάδες κΓ ό "Απ έμαθε νά κοϋβαλάη τό φαγητό στό τραπέζι καί νά σερβίρη τά άφεντικά του μέ τήν έπιδεξιότητα ένός καλού γκαρσονιού! Δέν μπορούσε, φυσικά, νά μιλήση, μα καταλάβαινε δ,τι τού έλεγαν καί έπαναλάμβανε κωμικά κάθε κίνησί τους, κάνον­ τας τους νά ξεσπούν σέ γέλια κάθε τόσο...


78) Μια μέρα. λίγο *πε τα άπό τά γεγονότα αυτά, ό Πένκροφτ ανακάλυψε Επιτέλους φυτό κα­ πνού σ’ ένα μακρυνό στμεΐο του νησιού! Γεμάτος χαρά, μάζεψε άαέσος κάαποσα φύλλα και τά κρέμασε μπροστά στ 3 τζάκι για νά στεγνώσουν. «Επιτέλους!, Ιλίγε. θα καπνίσω μιά πίπα! θά καπνίσω μιά πίπα Ιπεαα άπό τόσον καιρό!»

79) Κάπνισε τήν πρώτη πίπα μέ άπόλαυσι, άφήνοντας σιγανούς άναστεναγμούς ί κανοπο ιήσεως, ένώ ό Απόλλων τόν παρακολουθούσε μέ περιέργεια, ιιαρφάζσιτας κωμικά καί Επαναλαμ­ βάνοντας τις κινήσεις του, προς μεγάλη διασκέ1· δασι των άλλων. Ό Πένκροφτ άφησε γιά μιά στιγμή τήν πίπα του στό τραπέζι, μά δταν άπλω-. σε τό χέρι του γιά να τήν ξαναπάρη...

80) «"Α!, φώναξε. Κυττάξτε τόν ΜΑπ! Πήρε τήν πίπα μου! Κυττάξτε τον!» Οί άλλοι γύρι­ σαν καί τό θέαμα πού άντίκρυσαν τούς Ικανέ νά ξεσπάσουν σέ άκράτητα γέλια. Ό Απόλλων κά­ πνιζε σάν Ινας γέρο - θαλασσόλυκος, βγάζοντας άπό τό στόμα του μέ έπιδεξιότητα μεγάλα δαχτυλίδια καπνού, δπως άκριδώς ό Πένκροφτ!

81) Ό Πένκροφτ δέν μπόρεσε νά θυμώση μέ τόν κωμικό πίθηκο. Γελώντας άκόμα, πήρε μια φούχτα καπνό καί τήν εδωσε στόν "Απ, λέγονάτς του καλόκαρδα: «Νά, "Απ! Πάρε_ τόν κα·. πνό αύτό καί κάπνισε δσο θέλεις! Σου χαρίζω καί τήν πίπα! Έγώ θά φτιάξω μιάν άλλη άπό σκληρό άγριόξυλο! Σου άξίζει τό δώρο μου άφου είσαι τόσο Ιξυπνος!»

' 820 Εφτασε έπιτέλους μιά μέρα πού τό καΐ­ κι τών ναυαγών μας ήταν έτοιμο. "Ολα ήσαν φτιαγμένα στήν έντέλεια, άκόμα καί τά πανιά του, πού οί φίλοι μας έφτιαξαν άπό τό ύφασμα του άερόστατου, πού είχε σκαλώσει σ’ ένα δέν­ δρο του νησιού. «Περίφημοί, είπε ό Πένκροφτ μέ Ενθουσιασμό. Είμαστε έτοιμοι νά ξεκινήσουμε γιά τό Νησί Ταμπόρ!»

83) «Ναί, είπε ύ Χάρντιγκ. Τό ταξίδι δμως μπορεί νά είναι Επικίνδυνο, γιατί δέν ξέρουμε τί καιρό μπορεί νά συναντήσουμε! Νομίζω δτι πρέ­ πει νά κάνουμε πρώτα ένα δοκιμαστικό τοιξιοακι!» "Εκαναν λοιπόν πανιά καί τό καΐκι γλυστρησε έπάνω στό νερό μέ Ικανοποιητική ευστά­ θεια, Ελαφρότητα καί γρηγοράδα.


84) «Τό καΐκι μας είναι θαυμάσιο!, είπε ό Πένκροψτ καθισμένος στό τιμόνι. Υπακούει τπίς μανούβρες σάν ένα καλογυμνασμένο άλογο καί είναι σταθερό σάν βράχος. . . Τό ταξίδι στό Νη­ σί Ταμπόρ θά είναι ένα παιχνιδάκι. Δέν. . .» Μα ή φωνή του Χέρμπερτ τόν διέκοψε: «Πένκροψτ! Κάτι βλέπω πρός τή μεριά του άνέμου!»

86) Μέ δάχτυλα πού έτρεμαν άπό άνυπομονησία^ ό Χάοντιγκ ξεβούλωσε τό μπουκάλι. Μήν μπορώντας όμως νά βγάλη τό χαρτί, άναγκάστηκε να τό σπάση. Ξεδίπλωσε τό χαρτί καί διά­ βασε: «ΙΝαυαγός. Νησί Ταμπόρ. Δυτ. Μήκος 153°, Νοτ. Πλάτος 37°11'.» «Πρέπει να ψύγουμε άμέσως γιά τό Νησί Ταμπόρ!» μουρμούρισε.

88) Τις ήμέοες πού άκολούθησαν, ό Λοχαγός Χάρντινκ βρήκε, μέσα στή γεχλήνη τού Γρανίτι­ νου ' Σπιτιού, δλο τόν καιρό γιά νά κάνη μιάν άνασκόπησι δλων των μυστηριωδών συμβάντων, πού είχε σημειώσει στό διάστημα τής παραμο­ νής τους στό Νησί Λίνκολν: < 1. Ό Χάρντιγκ βρέθηκε μισό μίλι άπό τήν πα­ ραλία, χωρίς νά ξέρη πώς... 2. Ό Τόπ σώθη­ κε άπό τό τέοάς άπό ένα μυστηριώδες μαχαίρι... 3. Ό Τόπ γάβγισε έναντίον ένός άοράτου... 4. ">Ενα σκάγι βρέθηκε στό^ πόδι τού άγριογούρουνου. .. 5. Ή κασέλα πού περιείχε δλα άκρ βώς τά πράγματα πού τούς χρειάζονταν... 6. "Ενα χέρι κατέβασε τή σκάλα άπό τό Γρανίτινο Σπί­ τι. . . 7. "Ενα μπουκάλι μ* ένα σημείωμα βρέθη­ κε στή θάλασσα.

βδ) Ήταν έ\α ιπουκάλι, πού έλαμπε κάτω άπό τόν ήλιο, καθώ; χοροπηδούσε στα κύματα. 'Ο Πένκροψτ γύρισε τό τιμόνι κι* έστρεψε τό καΐ­ κι πρός τό μέροο τ >ύ μπουκαλιού. "Οταιν πλη­ σίασαν, ό Λοχα>ός Χάρ\τιγκ έσκυψε έξω καί τό άρπαξε. «ΕΙ\αι σψραγ σι.ένο!, είπε. Κι* έχει ένα χαρτί μέσα! Τί νά\αι άραγε; Μήνυμα ζωής ή θανάτου:»

87) Τό έπόμενο πρωινό, νιά πρώτη φορά μέ­ σα σέ δεκαπέντε μήνες, ή μ,κ,ρή συντροψιά των φίλων μας χωρίστηκε. Ό Λοχοιγός Χάρντιγκ, ό Νέμπ. ό Τόπ κί* ό * Απόλλων έμειναν στό Νησί Λίνκολν. *Ό Σπίλετ, ό Πένκροψτ κι* ό Χέρμπερτ ξεκίνησαν για τό Νησί Ταμπόρ γιά νά βρουν τό, νοιυαγό καί νά έξακριβώσουν αν υπήρχαν Ιθαγε£ νεΐς έκεΐ. .. - '________

89) Στό μεταξύ, ό Πένκροψτ μέ τόν Σπίλει καί τόν Χέομπερτ ταξίδευαν γορνά για τό Νησί Ταμπόρ. Σαράντα όκτώ ώρες άργότερα, άντίκρυσαν τις πράσινες δχθες τού νησιού καί τέλος άγκυροβόλησαν σ’ έναν μικρό καί ήρεμο δο·Ό. *Αψησοιν έκεΐ τό καΐκι τους καί προχώρησαν στά ένδώτερα τού νησιού γιά νά τό έξερευνήσουν.


• * 90) Μά ώρες κι* ώρες πέρασαν, χωρίς οι τρεις φίλοι μας νά άνακαλύψουν τό παραμικρό ΐχνος, πού νά προδίδη τήν παρουσία άνθρώπων έπάνω στό Νησί Ταμπόο. "’Ήσαν έτοιμοι νά γυ­ ρίσουν στό καΐκι τους, δταν ό Πένκροφτ φώναξε:· «Κυττάξτε! "Ημερα γουρούνια! ”Ας πιάσουαε μερικά γιά νά τά πάρουμε μαζί μας!... θά είναι σπουδαία γιά τό μαντρί μας!»

91) Μά ό Χέρμπερτ ήταν πολύ κουρασμένος καί είπε ατούς άλλους: «Έγώ θά. μείνω έδω νά ξεκουραστώ λιγάκι ! Προσέξτε μήν άπομακρυνθητε καί χάβουμε!» "Οταν δμως έμεινε μόνος* δέν μπόρεσε νά καθήση ήσυχος. Κάτι παράξενα φυτά, πού έβλεπε γιά πρώτη φορά, τράβηξαν1 τήν προσοχή του. «"Ας μαζέψω μερικά γιά τό νησί μας» σκέφτηκε.

92) Καί άρχισε νά σκάβη μέ προσοχή τό χώ­ μα γύρω άπό τις ρξες τών φυτών, σκοπεύοντας νά τά μεταφυτέψη άμέσως μόλις έπέστρεφαν στό Νησί Λίνκολν. Άτησχολπ μένος μέ τή δουλειά αυτή, δέν άκουαε έλαφοά βήματα πού πλησία­ ζαν πίσω του και δέν είδε ένα παράξενο άνθρωποειδές πλάσμα πού βγήκε άπό τούς θάμνους!

93) Μόνο δταν τό πλάσμα βρέθηκε σχεδόν έπάνω του καί έτοιμάσθηκε νά όραήση έναντίον του, ό Χέρμπερτ γύρισε τό κεφάλι του καί τό άντίκρυσε. Δοκίμασε νά τραβηχτή πίσω, φωνάζοντας τρο,ιιοτγμένα: «Βοήθεια! Βοήθεια! Πένκροφτ! Βοήθεια!» Μ* ένα τρομερό πήδημα τό πλάσμα ρίχτηκε έπάνω στόν Χέρμπερτ!

'

Στό ρεί τήν δεύτερο τός μας

τεύχος 10 του «ΤΟιιΟΥ» πού κυκλοφο­ έρχόμενη Παρασκευή, δημοσιεύεται τό καί τελευταίο μέρος του μυθιστορήμαμέ τόν τίτλο

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟΝ * όπου οι πέντε φίλοι μας δοκιμάζουν καινούρ­ γιες καί άπίστευτες περιπέτειες καί ξεδιαλύνουν τό μυστήριο του Νησιού Λίνκολν. 94) Δυό σιδερένια χέρια τυλίχτηκαν γύρω ά­ πό τόν λαιμό του Χέρμπερτ κι* άρχισαν νά τόν σφίγγουν μέ δύναμι καταπνίγοντας τΙς κραυγές πού πήγαιναν νά άναπηδήσουν άπό τό λαρύγγι του! "Ενα τριχωτό πρόσωπο πλησίασε στό πρό­ σωπό του! Τά μάτια του Χέρμπερτ θόλωσαν κρί 6 λαιμός του καί τά πνευμόνια του άρχισαν νά πονουν... Ί


οι

περιπέτειες;

του

ΝΤΑΒ1ΝΤ ΜΙΙΑΑΦΟΥΡ (Συνέχεια άττό τή 2η σελίδα)

ταβάνι, άφηναν τήν ή μέρα νά μπαίνη τό φως. "Ο­ ταν πάλι σκοτείνιαζε, άναβαν πάντα μιά λάμπα. “Οταν μπήκα μέσα, ήταν άναμμένη. Τό φυτήλι της δμως δέν ήταν καλά σηκωμένο κι έτσι δέν έκανε πολύ φώς, ήταν δμως άρκετό για νά μπορώ νά ξεχωρίσω πώς ό κύριος Σουάν καθόταν μπρός στό τραπέζι, μέ μιά μπουκάλα κονιάκ κι* ένα ντενεκεδένιο ποτήρι μπρός του. Κοίταζε μπροστά του τό τραπέζι σάν ήλίθιος. Δέν πρόσεξε πώς μπήκα μέσα, ούτε καί κου­ νήθηκε καθόλου δταν άκολούθησε ό καπετάνιος καί κάθησε στήν κουκέτα πίσω άπό μένα, κοι­ τάζοντας τόν υποπλοίαρχο μέ κακία. Έγώ στε­ κόμουν καταφοβισμένος, κι είχα κάθε λόγο νά τόν τρέμω. “Ομως, κάτι μέσα μου μου έλεγε πώς δέν έπρεπε νά τόν φοβάμαι, τουλάχιστον έκείνη τή στιγμή. Πήγα λοιπόν κοντά του καί του ψι­ θύρισα στ* αυτί:

-ΤΙ Εχει; Κούνησε τό κεφάλι του, δπως ένας (άνθρωπος πού δέν ξέρει κι ούτε θέλει νά σκεφτή καί τό πρό­ σωπό του έγινε πολύ άγριο. Έκείνη τή στιγμή μπήκε ό κύριος Ρίτς. Έρριξε μιά ματιά του καπετάνιου, καί τόν έκανε νά καταλάβη πώς τό παιδί είχε πιά πεθάνει. "Υστε­ ρα, προχώρησε καί κάθησε. Γιά κάμποσην ώρα στεκόμαστε κι οΐ τρεις χωρίς νά λέμε λέξη, κοι­ τάζοντας τόν κύριο Σουάν, κι ό κύριος Σουάν καθόταν χωρίς νά λέη λέξη, κοιτάζοντας άγρια μπροστά του. Ξαφνικά, σήκωσε τό χέρι του γιά νά πάρη τό μπουκάλι, έκείνη δμως τή στιγμή, ό κύριος Ρίτς πήνε καταπάνω του καί του τό άρπαξε άπ* τά χέρια καί άρχισε νά φωνάζη καί νά βλαστημάη πώς είχε παραγίνει πιά τό κακό καί πώς τώρα θάπεψταν δλοι τους στά χέρα τής δικαιοσύνης. Τήν ώρα πού μιλούσε, πέταξε τό μπουκάλι στή θάλασσα. Στή στιγμή, ό κύριος Σουάν βρέθηκε στά πό­ δια του. Κοίταζε άκόμα σά χαμένος, ή φάτσα του δμως ήταν φάτσα φονιά καί, μά τήν άλήθεια, θά έκανε καί δεύτερο έγκλημα μέσα στήν ίδια νύ­ χτα, άν δέν είχε μπή ό καπετάνιος άνάμεσα σ’ αυ­ τόν καί στό ύποψήφιο θύμα του. — Κάτσε κάτω, μούγγρισε ό καπετάνιος. Εί* σαι ένας μεθύστακας, ένα γουρούνι! Καταλαβαί­ νεις τί έκανες; Τό σκότωσες τό παιδί ! Ό κύριος Σουάν φάνηκε νά συνέρχεται, γιατί κάθησε πάλι στήν καρέκλα, έβαλε τά χέρια του στό τραπέζι κι έπιασε τό κεφάλι του. — Μάλιστα, είπε, ήρθε καί μοϋφερε ένα βρώ­ μικο ποτήρι γιά νά πιω! Μόλις είπε αυτό τό τελευταίο, ό καπετάνιος, έγώ κι ό κύριος Ρίτς κοιταχτήκαμε γιά ένα λε­ πτό, ι* ένα βλέμμα γεμάτο φόβο. "Υστερα, ό Χοσίζον προχώρησε πρός τό μέρος του άξιωματικοΰ του, καί τοϋπε νά μείνη έκεΐ καί νά πάη ύστερα νά κοιμηθή. Κι αυτά μέ τέτοιον τρόπο σά νά μί­ λαγε σέ κανένα παιδί πού είχε κάνει κάποια άταξία. Ό φονιάς φώναξε γιά λίγο, ύστερα δμως έβγαλε τις μπότες του κι* έκανε δπως τόν είχε ποοστάξει. ' —“Ω!, ξεφώνισε ό κύριος Ρίτς μέ τρομερή φω­ νή. “Επρεπε νάχε γίνει άπό καιρό. Τώρα πιά εί­ ναι άργά! — Κύριε Ρίτς, εΐπε ό καπετάνιος, τά περιστα­ τικά αυτής τής νύχτας δέ θά τά μάθουν ποτέ στό

ΝτάΤζαρτ. Τό παιδί είναι τώρα στόν πάτο τής θάλασσας, κύριε! Αυτή ή Ιστορία τέλειωσε 1 "Υστερα, γύρισε πρός τό μέρος του τραπέ­ ζιου κι* έξακολούθησε: — Γιατί τδρριξες στή θάλασσα έκεΐνο τό ώραΐο μπουκάλι; Δέν είχε κοτνένα νόημα αυτό τό πράγμα! “Ελα δώ, Ντάβιντ, φέρε μας κανένα άλλο, θά βρής κάτω - κάτω, σ’ έκεΐνο έκεΐ τό κιβώτιο (καί μοΟ πέταξε τό κλειδί στό χέρι). Πρέπει καί σύ, Κύριε, νά πιής κανένα ποτηράκι. Πέρασες μεγάλη ταραχή άπόψε κΓ είδες άσκημα θεάματα. Κάθησαν κι οι δυό στό τραπέζι καί άρχισαν νά κουτσοπίνουν. Στό μεταξύ δμως δ φονιάς, πού είχε ξαπλώσει στήν κουκέτα του καί κλαψούριζε, άνασηκώθηκε οτόν άγκώνα του καί άρχισε νά κοιτάζη καλά - καλά πότε αύτούς καί πότε μένα. ΤΗταν ή πρώτη νύχτα πού άνέλαβα τά και­ νούργια μου καθήκοντα. Τήν «άλλη μέρα κατα­ τοπίστηκα καλά γιά δ,τι έπρεπε νά κάνω. “Επρε­ πε νά σερβίρω τό φαγητό του καπετάνιου καί του άξιωματικου πού δέν ήταν τής υπηρεσίας. "Ολη τήν άλλη μέρα έπρεπε νά τρέχω μ* ένα πο­ τηράκι στό χέρι, άπό τόν ένα στόν άλλο, στά τρία άφεντικά μου. Τή νύχτα πάλι κοιμόμουν σέ'μιά κουβέρτα πούστρωνα καταγής σέ μιά γωνιά του καρέ, άνάμεσα άπ* τις δυό πόρτες. 7Ηταν ένα σκληρό καί παγωμένο κρεββάτι. Μ* άφηναν πάν­ τως νά κοιμάμαι μονοκόμματα τό βράδυ, χωρίς νά μέ σηκώνουν. "Οταν έρχόταν κανείς άπ* τό κατάστρωμα στό καρέ, γιά νά τραβήξη κανένα ποτηράκι, ή άλλαζε ή βάρδια, τότε έτρεχαν κΓ οι τρεις νά τσουγκρίσουν τά ποτήρια μαζί του. Δέν ξέρω καθόλου πώς τά κατάφερνάν νά στέκωνται στά πόδια τους καί πώς μπορούσα έγώ νά τά βγάζω πέρα. Ή δουλειά μου ήταν πολύ απλή κι εύκολη. Δέν είχα νά στρώνω τραπεζομάντη λα. Τό φαΐ τους ήταν κουάκερ ή παστό κρέας. Δυό φορές τήν έβδομάδα ήταν πουτίγκα. Μ* δλο πού ήμουν άρκετά άδέξιος καί μ* δλο πού μερικές φορές έπεσα μαζί μέ τά φαγιά πού κρατούσα (δέν μπο­ ρούσα νά συνηθίσω νά πηγαινοέρχωμαι στό κα­ ράβι), ό καπετάνιος κι* ό κύριος Ρίτς ήσαν πά­ ρα πολύ ύπομονετικοί. Δέ μπορούσα δμως νά μή σκέπτωμαι πώς δέ θά πήγαινα καί τόσο καλά μαζί του'*. άν δέν εΐχαν φερθή έτσι άσκημα τού άμοιρου τού Ράνσομ. ('Η συνέχεια στό έρχόμενο)

Έξαιρετικώς ένδιαφέρουσα

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ Ή διεύθυνσις τού «ΤΟ-πΟΥ», θέλοντας νά βοηθήση άπό τή μιά μεριά τούς άναγνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό τήν άλλη__μεριά, νά μεγαλώση τήν κίνησι τοΰ «ΤΟ.Ζ.ΟΥ», προσφέρει σ’ δλους τούς άναγνώστες του —διά τού Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 δ λ α τά σχολικά βιβλία τους μέ έ κπ τ ω σ ι 5% καί μιά τρίμηνη σύνδρο­ μό τοΰ περιοδικού μέ έκπτωσι 20 % ! Αναγνώστης του περιοδικού θεωρείται δποιος προσκόμιση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί έπιδείξη απλώς τέσσερα τεύχη τού «ΤΟ—ΟΥ» (Τεύχος 9 καί. έπόμενα).


1) Τό Λιμάνι του Δημίου ήταν, τον Μεσαίω­ να, ένα Από τά πιό κακόφημα λιμάνια της Αγ­ γλίας. Έκεΐ μαζεύονταν κάθε καρυδιάς καρύδι άπό κάθε θάλασσα τού κόσμου. Κλέφτες, λαθρέ­ μποροι, έμποροι δούλων, ληστοπε ι,ρατές, συνωμό­ τες, κατάσκοποι, συγκεντρώνονταν στό Λιμάνι τού Δημίου άπό τά πέρατα τής ύφηλίου, για νά κλέ­ ψουν, νά πουλήσουν πολύτιμες πληροφορίες ή να προετοιμάσουν μελλοντικές «δουλειές». Στό λιμάνι αυτό μιά μέρα έρριξε άγκυρα ή > «ίΛαίδη Σκάρλετ», τό καράβι τού Γερακιού, γιά . νά άνεφοδιαστή σε τρόφιμα καί νερό. Καθώς τό Γεράκι, ή Αρραβωνιαστικιά του Βέλβετ, ό μικρός φίλος του Τζέρεμυ κι* ό ύποπλοίαρχός του Καλέμπ, περπατούσαν στήν προκυμαία, Ακόυσαν ξα­ φνικά βήματα.

ν’

2) "Ακόυσαν βήματα άπό γυναικεία γοβάκ.α έπάνω στό λιθόστρωτο και πι£ πίσω ποδοβολητά άπό άλογα. Μιά γυναίκα ξεφώνησε: «βοήθεια! Βοήθεια, Χριστιανοί! Σώστε με άπό τούς κα­ κούργους I» "Ενας άντρας φώναξε: «θά τήν πιάσουμε τή μάγισσα! Πού θά μάς πάη ! Ετοίμασε τό πιστόλι σου, Ρόμπιν! Μιά σφαίρα θά τήν κά\η νά σταματήση !» ^

1/

ι

ϊ·

----—'ν.. ·Ρ

V

3) Φτάνοντας στήν πρώτη γωνία, ή γυναίκα έστριψε άκριβώς τή στιγμή πού ένα κάρο σταμα­ τούσε έκεΐ, φράζοντας τό δρόμο. 01 διώκτες της Αναγκάστηκαν νά σταματήσουν καί, βλαστημών­ τας, τράβηξαν τά πιστόλια τους καί τά Αδέια­ σαν έπάνω της. «Δέν τήν πετύχαμε!, γρύλλισε ό ένας. Μά δέ θά μάς ξεφύγηι! Βγάλε τό παλιο­ κάρο σου άπό τό δρόμο μας, βρωμόεκυλο!»

Μ

4) "Οταν τά κάρο παραμέρισε καί οϊ δυο κυβαλλάρηδες μπόρεσαν νά προχωρήσουν, ή γυ,'α.κα μέ τά πράσινα είχε στρίψει στήν έπόμενη /«α­ νία καί είχε χαθή. «ΙΠου διάβολο πήγε; γρύ>>ισι ό ένας. Λές νά χώθηκε σέ κανένα σπίτι;» Ό άλ λος έδειξε προς τήν προκυμαία καί είπε: 'λι ρωτήσουμε αύτή τή συντροφιά πού βγαίνει από τήν ταβέρνα τής Αρκούδας!»

σιασάν καΛπ< φώναξαν: Ε! παιδιά! Μήπως είδατε μιά μάγισοα ,μέ πρά­ σινα ρούχα νά περνάη άπό δώ; Είναι κλέφτρα καί τή θέλουμε γιά νά τήν κρεμάσουμε!» «ιΓΊαί!, Απάντησε τό Γεράκι. Πέρασε τρέχοντας σάν τον άνεμο! Μά δέ φαντάζομαι νά δυσκολευτήτε νά τήν πιάσετε! Πήρε τόν κατήφορο κΓ έστριψε σ’ έκείνη έκεΐ τή γωνία!» «Εύχαρ στούμε, μίοτερ!» Συνέχεια στό άλλο τεύχος

I



Ο! ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα τού : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΙΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ πού εχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες τού κόσμου Συνέχεια 10η

"Οσο για τον κύριο Σουάν, τό πιοτό ή τό έγκλημα, ΐσως και τα δυο μαζί, τούχαν πειρά­ ξει τό μυαλό. Δέ μπορώ να πώ πώς ήταν πάντα στις καλές του. Δέν είχε συνηθίσει τήν παρουσία μου έκεΐ μέσα, μέ κοίταζε όλη την ώρα, πολλές φοοέο μέ τρόμο, μπορώ νά πώ, καί πολλές φο­ ρές υιού πέταξε πέρα αυτό πού του σερβίριζα. “Απ’ τήν πρώτη στιγμή ήμουν σίγουρος πώς δέν είχε καλοκαταλάβει τΐ είχε κάνει. Τη δεύτερη μέρα πού έιιεινα στό καρέ, βεβαιώθηκα γι’ αύτό. "Ημαστε μόνοι οί δυό μας καί, για πολλήν ώρα, καθόταν και μέ κοίταζε, όταν ξαφνικά σηκώθηκε, χλωμός σαν πεθαμένος, κι ήρθε πολύ κοντά μου. Αυτό μέ τρόμαξε πολύ. —"Ησουν έδώ κι άλλοτε; ρώτησε. —"Οχι, Κύριε I άποκρίθηκα έγώ. —"Αλλο* παιδί ήταν αυτό πού καθόταν έδώ; ξαναρώτησε. Κι όταν του άποκρίθηκα/ είπε: —"Α ! έτσι νόμιζα ! Κι* υστέρα πήγε καί κάθησε, χωρίς νά βγάλη άλλη λέξη. Μόνο ζήτησε κονιάκ. Θά σάς φανή παράξενο άν σάς πώ ότι, μ* όλο τόν τρόμο πού αισθανόμουν γι’ αυτόν, τον λυ­ πόμουν πάρα πολύ. ^Ηταν παντρεμένος. Ή γυ­ ναίκα του έμενε στό Λέϋ. *Απ* όλα όσα εΐπε, καταλαβαίνει κανείς πώς ή ζωή πού έκανα δέν ήταν σκληρή. Κι ύστερα, έκεΐ πέρα έμεινα λίγον καιρό, όπως θά σάς πώ παρακάτω. "Ετρωγα σπουδαία, άκριβώς όπως κι αυτοί. Μέ άφηναν νά τρώω κι άπ* τά τουρσιά τους ακόμα, πο.ϋταν'ό,τι καλύτερο είχαν. Μπο­ ρούσα νά παίρνω ό,τι ήθελα κι ακόμα νά πίνω, άν ήθελα, άπ’ τό πρωΐ ώς τό βράδυ όπως ό κύ­ ριος Σουάν. Εΐχα έπιτέλους καί συντροφιά, καί μάλιστα πρώτης τάξεως. Ό κύριος Ρίτς, πού είχε πάει σέ κολλέγιο, μου μιλούσε σάν φίλος όταν δέν είχε τά νεύρα του, καί μου διηγόταν ένα σω­ ρό παράξενα πράγματα, πού πολλά άπ’ αυτά ή­ ταν πολύ χρήσιμα καί διδακτικά. Ακόμα κι ό καπετάνιος, μ’ όλο πού συνήθως ήθελε νά στέκο­ μαι σούζα μπροστά του, πολλές φορές μαλάκωνε λιγάκι καί,μου μιλούσε γιά τις όμορφες χώρες όπου είχε ταξιδέψει. ■’Ήταν σίγουρο πώς ή σκιά του δύστυχου του Ράνσομ πλανιόταν επάνω από τά κεφάλια μας, πιο, πολύ όμως τή νιώθαμε ό κύριος Σουάν κι’ έγώ. Μέ βασάνιζε πάρα πολύ ή σκέψη πώς κα­ θόμουν καί ύπηρετουσα τρεις άνθρώπους πού τούς περιφρονουσα πέρα γ:ά πέρα, καί πού ό ένας τους ήταν γιά κρεμάλα. Τό μέλλον πάλι μου φαινόταν πολύ σκοτεινό. "Εβλεπα τόν έαυτό μου σκλάβο, άνάμεσα σέ νέγρους, νά δουλεύη στά καπνοτόπια. Ό κύριος Ρίτς δέν μου είπε πιά λέ­ ξη γιά τήν ιστορία μου. Ό καπετάνιος, πού προσ­ παθούσα νά τόν πλησιάσω, μέ άπόδιωχνε σάν νάμουν κανένας ρκύλος καί δέν ήθελε ν’ άκούση κουβέντα άπό μένα. Κι όσο περνούσε ό καιρός, ή καρδιά μου άποκοιμόταν δλοένα καί περισ­ σότερο, ώσπου στό τέλος έφτασα νάμαι ευχαρι­

στημένος γιά τή δουλειά μου, πού μέ άπασχολουσε άδιάκοπα, γιατί έτσι δέ μουμενε καιρός νά πέφτω σέ σκέψεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΤΣ1 κύλισε μιά βδομάδα καί, σ’ αύτό τό διάστημα, ή κακή τύχη πού κυνηγούσε τό « Κόβεναντ » στό ταξίδι του, άρχισε νά φαίνεται πολύ πιο άγρια. Κάπου - κάπου, άλλαζε δρόμο καί μάς άφηνε ήσυχους, άλλοτε πάλι γύριζε πίσω καί μάς άλλαζε τήν πίστη. Στό τέλος μάλιστα, τό πίσω μέρος τού καραβιού είχε πάθει τόσες άβαρίες, πού βρεθήκαμε στήν ανάγκη νά γυρο­ φέρνουμε εννιά όλόκληρες μέρες μπρός από τόν κάβο τού Ράθ ποόχε κάτι άκτές ό θεός νά σέ φυλάη !... "Υστερα, οί άξιωματικοί έκαμαν συμ­ βούλιο κι’ έλαβαν μιά άπόφαση πού, στήν άρχή, δέν τήν κατάλαβα καλά. Είδα όμως τό άποτέλεσμά της. Μάς εΐχε βρή μεγάλη κακοκαιρία πού μάς παράσερνε κατά τό νοτιά. "Ενα' άπόγεμα, έπειτ’ άπό δέκα μέρες, τό μπουρίνι μαλάκωσε κι* απλώθηκε μιά πυκνή υ­ γρή άσπρη καταχνιά πού, άν στεκόσουν στήν μιάν άκρη τού καραβιού, μονάχα ώς τή μέση μπο­ ρούσες νά διακρίνης. "Οσην ώρα ήμουν στό κα­ τάστρωμα, έβλεπα τούς άξιωματικούς καί τούς άντρες νά τεντώνουν τ’ αυτί τους μέ προσοχή στά πλάγια τοΰ πλοίου, — « γιά τίποτα ξέρες » λέγανε. Καί μ’ όλο πού δέν καταλάβαινα καί τόσο αύτή τή ,φράση, ένιωσα νά πλανιέται .στόν άέρα κάποιος κίνδυνος καί νά μέ κυριεύη μεγάλη άνησυχία. Κατά τις δέκα τό βράδυ, τήν ώρα πού σερ­ βίριζα τού κυρίου Ρίτς καί τού καπετάνιου τό βραδινό τους, τό καράβι χτύπησε · κάπου μέ με­ γάλο κρότο, κι* άπό παντού άντήχησαν φωνές άπελπισίας. Τά άφεντικά μου πετάχτηκαν άπάνω, — Κάπου τρακάραμε!, εΐπε ό κύριος Ρίτς. —’Όυι, Κύριε, είπε ό καπετάνιος. Καβαλήσαμε μιά βάρκα. .. Καί βγήκαν άμέσως έξω. Ό καπετάνιος εΐχε δίκιο. Μές στήν πηχτή ο­ μίχλη, περάσαμε πάνω άπό μιά βάρκα πού τήν κόψαμε στή μέση.. Εΐχε βουλιάξει στή στιγμή, κι όλοι της οί έπιβάτες εΐχαν πνίγη, έκτός άπό έναν. Αύτός — όπως άκουσα πιο υστέρα — κα­ θόταν στήν πρύμη, ένώ οί άλλοι κάθονταν στούς μπάγκους καί τραβούσαν κουπί. Τήν ώρα πού πέσαμε πάνω τους, ή πρύμη σηκώθηκε ψηλά, οτόν άέρα, κι έτσι — μιά κι εΐχε έλεύθερα τά χέρια του καί παρ’ όλο πού τόν βάραινε ένας πελώριος μανδύας πού τοΰφτανε κάτω άπ’ τά γόνατα, — κατάφερε καί πιάστηκε άπό κάτι παλαμάρια του μπρικιού. Καταλάβαινα πώς θάπρεπε νάναι πολύ τυχερός καί νάχη μεγάλη έπιδεξιότητα καί δύναυη άσυνήθ.στη, γιά νά καταφέρη νά σωθή σ* αύτή τήν περίσταση. Κι* όταν ό καπετάνιος τόν

Ε

(Συνέχεια στήν προτελευταία σελίδα)

1

"Λ . ϋ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Β ιβλιοπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α'.—ΤΕΥΧΟΣ 10 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουρας Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμψ : Διευθυντού Σ. ’Ανεμοδουρά : λ. Θησέως 323 Προϊστ. Τυπογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9

Έτησία 80 000 —

ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


I

«ΣΠ14ΛΙΔ ™ ΟΜΓΔΥΡΟΝ 1) Στό διάστημα τοΟ έμφυλίου πολέμου της Αμερικής, πέντε άνθρωποι δραπετεύουν μ* ένα Αερόστατο άπό τήν πολιορκημένη πόλι Ρίτσμοντ: 4 Λοχαγός Χάρντιγκ, που είναι μηχανικός και χημικός, ό δημοσιογράφος Σπίλετ, ό υπηρέτης του Χάρντιγκ Νέμπ, ό 'ναυτικός Πένκροφτ κοί ό νεαρός φίλος του Χέρμπερτ. Τους παρασύρει μιά θύελλα καί πέφτουν σ' ένα έρημονησι του Ει­ ρηνικού, πού ώνόμασαν Νησί Λίνκολν. Εκεί ένα μυστηριώδες καί άθέατο δν τούς βοηθεΐ συχνά καί τούς έφοδιάζει ·μέ δλα τά Αναγκαία. Οί πέντε ναυαγοί κατασκευάζουν ένα καΐκι καί ό Πένκροφτ, ό Σπίλετ κι* ό Χέρμπερτ πηγαίνουν νά έξερευνήσουν τό Νησί Ταμπόρ, που βρίσκε­ ται έκατόν πενήντα μιλιά μακρυά. Έκεΐ ό Χέρ­ μπερτ δέχεται τήν έπίθεσι ένός παράξενου πλά. σματος...

2) Τά σιδερένια δάχτυλα έσφιγγαν δλο καί πιό δυνατά τό λαιμό του νεαρού Χέρμπερτ. Τά μάτια του σκεπάστηκορν άπό μιά πυκνή όμίχλη καί μακρυνές καμπάνες άρχισαν νά Αντηχούν στ*1 αύτιά του. «Είμαι χαμένος!» σκέφτηκε. Καί τότε, Ανάμεσα στις μακρυνές καμπάνες, άκουσε τις φωνές των συντρόφων του : «Ερχόμαστε, Χέρμπερτ! Ερχόμαστε!»

3) Ό ΐΠένκροφτ κι* ό Σπίλετ ρίχτη:καν έπάνω στό Αλλόκοτο πλάσμα, σίγουρο'ί πώς είχαν νά κάνουν μ* ένα γορίλλα. Μιά σύντομη μά σκληρή πάλη έπακολούθησε. Τό πλάσμα πάλευε μέ μα­ νία Αγριόγατου καί δύναμι λιονταριού, μά οι συνδυασμένες έπιθέσεις τού Σπίλετ καί τού Πέν­ κροφτ τόν ένίκησαν. Τον έδεεκχν σφιχτά μ* ένα σκοινί, πού είχε ό Πένκροφτ μαζί του.

4) Τότε όμως διαπίστωσοιν μέ έκπληξι δτι ό αιχμάλωτός τους δέν ήταν γορίλλας, Αλλά άν­ θρωπος, καί Αποφάσισαν νά τόν πάρουν μαζί τους πίσω στό Νησί Λίνκολν. «Αυτός θά είναι ό ναυαγός γιά τόν όποιο μιλούσε τό σημείωμα τού μπουκαλιού!» είπε ό Χέρμπερτ. «Ναί, Απάν­ τησε ό Σπίλετ. ΙΜά ό δυστυχιμένος δέν έχει πιά τίποτα Ανθρώπινο έπάνω του».

>) Τόν κουβάλησαν στό καΐκι τους καί ξεκί­ νησαν γιά τό Νησί Λίνκολν, μά, μόλις Ανοίχτη­ καν, ξέσπασε μιά τρομερή θύελλα καί 20 καΐκι άρχισε νά σκαμπανεδάζη έπικίνδυνα. Ξαφνικά, ό Σπίλετ φώναςε: <Κυττάξτε! Ό άνθρωπός μας δουλεύει στην πλώρη|!» «Ναί, είπε ό Πέν­ κροφτ. Καί μάλιττα δουλεύει καλά ! Φαίνεται πώς ήταν άλλοτε καλός ναυτικός!»

6) Ή θύελλα γινόταν δλο καί πιό άγρια καΓ ό ουρανός κι1 ή θάλασσα σκοτείνιασαν τόσο πο­ λύ, ώστε ό Πένκροφτ έχασε τόν προσανατολισμό του. «Φοδούμαι, μουρμούρισε μέσα Από τά σφι­ γμένα δόντια του, δτι χάσαμε τό' δρόμο μας ! *Αν ή θύελλα αύτή κρατήση λίγο Ακόμα, δέ θά μπορέσουμε νά βρούμε ποτέ τό νησί μας! "Ε­ νας θεός ξέρει... "Α! Τί είναι αυτό έκεΐ;» /


7-8) "Ενα φως είχε φανή στόν όρίζοντα. "Ενα δυνατό φώς πού άναδε κι έσδυνε ρυθμικό σαν φάρος, σάν νά τούς έλεγε: «Ελάτε σέ μέ­ να!» Ό Πένκροφτ έδαλε πλώρη έπάνω στό φώς καί τό πρωί έφτασαν στό ιΝησ'ί/ Λίνκολν! Έκεΐ μιά κανούργια άπορία τούς περίμενε. «Ευτυχώς πού είδαμε τό φως πού είχατε άνάψει, Λοχαγέ!, είπε ό Πένκροφτ στόν Χάρντιγκ. Διαφορετικά εί­

ναι ζήτημα άν θά φτάναμε ποτέ σέ στεριά! θά πεθαίναμε άπό πείνα καί δίψα μέσα στόν άπέραντο ώκεάνό!» «Τό φως; είπε ό Χάρντιγκ μέ Απορία-. Ποιό φως; Δέν άνάψαμε _έμεΐς κανένα φως! θά .κάνατε λάθος καί...» Ξαφνικά στα­ μάτησε, ένώ τό μέτωπό του ζάρωνε. «Σίγουρα, πρόσθεσε, αύτό θά ήταν πάλι δουλειά του μυ­ στηριώδους ευεργέτη μας!» ________ ______

9) Ό αιχμάλωτός τους δέν ήτοτν τόσο άγριος δσο νόμισαν στήν άρχή. Τόν ξύρισαν καί τόν κού­ ρεψαν καί του έδωσαν καθαρά ρούχα καί, σύμ­ φωνα μέ τήν έπιθυμία του, του έπέτρεψαν νά έγκατασταθη μόνος σ’ ένα μαντρί, πού είχαν χτί­ σει γιά τά έξημερωμένα άγριόγιδά τους. Ό άν­ θρωπος δέν μιλούσε πολύ, προσέφερε όμως μέ ι τήν έργασία του άρκετά στή μικρή συντροφιά.11

10) Λίγες μέρες άργότερα, ό Λοχαγός Χάρντιγκ είχε μιά πρωτότυπη· ίδέοι. «Γιατί νά μήν κατασκευάσω έναν τηλέγραφο, πού νά συνδέη τό μαντρί μέ τό Γρανίτινο Σπίτι; είπε στούς άλ­ λους. "Ετσι, δταν θέλουμε κάτι άπό έκεΐ, δέ θά είμαστε άναγκασμένοι νά κατεβαίνουμε άπό τό σπίτι. "Εχουμε ύλικά γιά μπαταρίες καί μπορού­ με νά φτιάξουμε σύρματα. . .»

11) Μέ τις τεχνικές γνώσεις πού είχε ό Χάρντιγκ, ή κατασκευή του τηλεγράφου καί των συρμάτων καΐή έγκατάστασις των συσκευών δέν άργησε νά γίνη. Σύντομα τό πρώτο τηλεγρα­ φικό μήνυμα ταξίδεψε μέσω τών συρμάτων άπό τό Γρανίτινο Σπίτι ώς τό μαντρί καί ή πρώτη άπάντησις έδόθη : «Μήνυμα έλήφθη ! "Ολα έν τάθει στό μαντρί!. . .»

12) Μιά νύχτα, καθώς οί πέντε φίλοι μας έτρωγαν, ένα χτύπημα άκούστηκε στήν πόρτα τού^ Γρανίτινου Σπιτιού κΓ ό ναυαγός τού Νη­ σιού Ταμπόρ μπήκε μέσα. «Μέ συγχωρεΐτε, είπε, μά νομίζω πώς ήρθε ό καιρός νά μιλήσω·! Μέ σώσατε καί μέ περιποιηθήκατε. Επομένως πρέ­ πει νά σάς πώ τήν Ιστορία μου!» «Είμαστε έτοι­ μοι νά σέ άκούσουμε», είπε 6 Χάρντιγκ, _____


13) Τό όνομά μου είναι "Α I ρτον, άρχισε νά διηγήται ό άνθρωπος. Βρισκόμουν μόνος έπάνω στό νησί δώδεκα όλόκληρα χρόνια, ότοον μέ βρήκα­ τε. Κάποτε δοκίμασα νά κλέψω στήν Αύστραλία τό «Ντούνκαν», ένα πλοίο του άφεντικού μου Λόρδου Γκλέναρβαν. Πριν όμως προλάβω νά άνοιχτώ στό πέλαγος μ* ένα κουρσάρικο πλή­ ρωσα, <σέ άνακάλυψαν. . .»

14) ΜΓ έπιασαν καί, χιά τιμωρία μου, μέ πα­ ράτησαν έπάνω στό έρημο νησί Ταμπόρ! Εκεί ύπέφερα φριχτά στό διάστημα των δώδεκα χρό­ νων πού άκολούθησαν καί, στό τέλος, έγινα τό κτηνώδες πλάσαα πού βρήκατε! *"Α! Πόσο έχω μετανοιώσει!» ' «"Αϋρτον, είπε ό Χάρντιγκ, τά βάσανά σου σ* έχουν έξαγνίσει. Σέ θεωρούμε Φίλο μας!·. .

15) Ό καιρός διάβαινε. .. Οί μήνες έρχονταν κι* έφευγαν γοργά!... Δυό χρόνια είχαν περά­ σει άπό τήν ήμέρα πού τό άερόστατο είχε πέσει στό 'Νησί λίνκολν, χωρίς νά φανη στόν όρίζοντα τό παραμικρό σημάδι πλοίου... Καί τότε, μιά μέρα, καθώς κύτταζε στόν όρίζοντα μέ τό τηλε­ σκόπιο, ό Χέρμπερτ φώναξε: «Λοχαγέ Χάρνπγκ! Πένκροφτ! Τρέξτε!»

Ιό) Ή φωνή του ήταν γεμάτη ταραχή καί χαρά καί μιά καινούργια συγκίνησις έκανε τήν καρδιά του νά χοροπηδήση τρελλά. Γιατί αυτό πού είχε δη ήταν ή έλπίδα καί τό όνειρο κάθε ναυαγού! ’Ήταν ένα μεγάλο καράβι πού τα­ ξίδευε περήφανα σκίζοντας γοργά τά κυμοιτα μέ όλα τά πανιά του άπλωμένα στόν άνεμο ! "Ενα καράβι 1

~1·7) V* Χάρντιγκ, ό Πένκρόφτ κΓ ό "Αύρτον έτρεξαν στό παράθυρο καί κάρφωσαν τά μάτια τους έπάνω στό καράβι. «Μήπως είναι τό «Ντούνκαν», "Αύραν, είπε ό Χάρντιγκ, κι* έρχεται γιά νά,σέ πάρη άπό τό Νησί Ταμπόρ;» Ό "Αϋρον κούνησε τό κεφάλι του. «"Οχι! Δέ βλέπω καπνό καί τό «Ντούνκαν» είναι άτμόπλοιο. Έξ άλλου, ή μαύρη σημαία δείχνει πώς είναι κουρσάρικο!»

18) * Αμέσως οί. φίλοι μας έκαναν πολεμικό συμβούλιο. <Τό κουρσάρικο φαίνεται νάρχεται πρός τό νησί μας, είπε ό Χάρντιγκ. *Άν^ δοκιμά­ σουν νά έγ κατασταθούν έδώ καί νά μάς έπιτεθοΰν, θά αμυνθούμε! Συμφωνείτε όλοι; 'Ωραΐα! "Ας όπλιστούμε λοιπόν καί άς έτοιμάσουμε τήν άμυνά μας'. *Η πρώτη μας δουλειά είναι νά κα­ μουφλάρουμε τό σπίτι. . .»


19) (Μάζεψαν κλαδιά Από Αναρριχητικά φυτά καί σκέπασαν μ* αυτά τήν'πόρτα καί τα πα­ ράθυρα του σπιτιού, έτσι ώστε Από μακριά δέν μπορούσε κανείς ούτε νά ύποψιαστή κάν δτι ζούσαν άνθρωποι μέσα στόν κατακόρυφο έκεΐνο βράχο. Τό κουρσάρικο Αγκυροβόλησε στόν δρμο, πού Απλωνόταν μπροστά στό σπίτι, δίπλα σ’ ένα ξερονησάκι.__________________________ _

20) Τή νύχτα, ό Πένκροφτ κι* ό "Αϋρτον μπήκαν στή βάρκα καί πέρασαν στό ξερονησάκι κον­ τά στό καράβι, γιά νά προσπαθήσουν νά έξακριβώσουν τις διαθέσεις των κουρσάρων. «*Ας κρυφτούμε Ανάμεσα στούς βράχους, είπε ό Πέν­ κροφτ. θά^ τούς παρακολουθήσουμε έτσι χωρίς νά μάς δουν!» «Έγώέχω ένα καλύτερο σχέδιο», είπε ό "Αϋρτον.

21) Καί άρχισε νά γδύνεται. «Τί κάνεις έκεΐ;» ρώτησε ό Πένκροφτ. «θά κολυμπήσω ώς τό καράβι 'γιά νά μάθω τή δύναμι του πληρώ­ ματος καί τούς σκοπούς πού έχουν! Δέ θ’ Αρ­ γήσω!» Καί, βάζοντας τό μαχαίρι του Ανάμεσα στά δόντια του, έπεσε Αθόρυβα στό νερό. Λίγα λεπτά Αργότερα, σκαρφάλωνε Απάνω στό καρά­ βι, δπου Αντηχούσαν μεθυσμένα τραγούδια. . .

22) Πατώντας στις άκρες των ποδιών του καί κρατώντας έτοιμο τό .μαχαίρι του, ό "Αϋρτον γλύστρησε έπάνω στό κατάστρωμα ώς Ινα φινιστρίνι, Από τό όποιο έβγαινε φώς. «"Ω!, μουρ­ μούρισε κατάπληκτος. Είναι ό Μπόμπ Χάρβεϋ κι’ άλλοι κατάδικοι! Φαίνεται δτι δραπέτευσαν έκλεψαν άύτό τό καράβι καί Ανοίχτηκαν στόν ΕΙρηνικό "Ωκεανό!»

23 -< 24) \*0 Μπόμπ Χάρβεϋ ήταν ένας Από τούς πιό φριχτούς καί πιό Απαίσιους καί Αδυ­ σώπητους κακούργους, πού είχε γεννήσει ή Αγγλία! Ό "Αϋρτον τόν είχε γνωρίσει πολλά ρόνια πριν, τήν έποχή πού κι’ ό ΐδιος ήταν ένας _γκληματίας. Καί, δσο κι* άν ό "Αϋρτον κέρδιζε τφτε πολλά ώς μέλος μιας συμμορίας, πού είχε τόν Χάρβεϋ ώς Αρχηγό, δέν είχε μπορέσει ν’ Αν-

η 0στ<ΤτέΛός, μπροστά στα αποινθρωπα εγκλή­ ματα του Χάρβεϋ, καί τόν είχε έγκαταλείψει. .. Οί^ κακούργοι έτρωγαν κι’ έπιναν καί τραγου­ δούσαν άσχημα τραγούδια. «Παιδά !, φώναξε ό Χάρβεϋ. Τό νησί αύτό θά γίνη ή βάσι μας γιά τις μελλοντικές μας έπιχειρήσεις! θά ληστεύου­ με χωρίς ό Νόμος νά μπορή νά μάς βρη !» Ό "Αϋρτον ρίγησε. Αυτό δέν έπρεπε νά συμβή μέ κανέναν τρόπο!·____________ ________ ______ ·


25) Αποφασισμένος νά θυσιάση τόν έαυτό του για νά σώση τούς άνθρώπους, πού του φέρ­ θηκαν τόσο φιλικά, ό "Αϋρτον κατέβηκε ατό κή­ τος του πλοίου, βρήκε ένα πιστόλι και έψαξε νά βρή τήν άποθήκη των πυρομαχικών, σκοπεύον­ τας νά τινάξη τό πλοίο στόν Αέρα μέ όλους τούς κουρσάρους του καί. . . μέ τόν έαυτό του μαζί!

26) Βρήκε τήν άποθή,κη τών προμαχιυκών, μά ή πόρτα της ήταν γερή καί ή κλειδαριά της άτσάλινη. Ό "Αϋρον, χρησιμοποιώντας τήν κάν. νη του πιστολιού ώς μοχλό, άρχισε νά προσπαθή νά σπάση τήν κλειδαριά, πού στο τέλος ύποχώρησε. Τή στιγμή όμως πού ή πόρτα άνοιγε, ά· κουσε γοργά καί βαρειά βήματα πίσω του.

27) Στριφογύρισε καί άντίκρυσε τόν.. Μπόμπ Χάρβεϋ ! Ό πρώην κατάδικος είχε, φαίνεται, κατεβή γιά νά πάρη κάτι άπό τήν καμπίνα του καί είχε άκούσει τόν "Αϋρτον, καθώς αύτός έ­ σπαζε ή κλειδαριά. «"Αλτ!, φώναξε ό κουρσά­ ρος κάνοντας νά τραβήξη τό πιστόλι του. Ποιος είσαι καί τί κάνεις έδώ μέσα;» Μά...εΙσαι ό "Αϋρ­ τον ! »

θεία! Βοήθεια, παιδιά! Τρέξτε! θά μας...» Ή φράσις του κόπηκε στή μέση. Πριν προλάβη νά τραβήξη τό πιστόλι του, ό "Αϋρτον είχε ριχτή έπάνω του καί μ* ένα χτύπημα στό κεφάλι τόν είχε ρίξει άναίσθητο! Μά οι κουρσάροι είχαν Α­ κούσει τις κραυγές τουκι’ έτρεχαν κιόλας νά τόν βοηθήσουν. 1

29) Φων£ς άντήχησαν: «Πιάστε τον I Σκο­ τώστε τον! Δοκίμασε νά τινάξη στόν άέρα τό καράβι! Απάνω του, παιδιά!» Πιστόλια βρόν­ τησαν σάν κοινόνια μέσα στόν κλειστό χώρο καί μαχαίρια σφύριξαν στόν άέρα ! Μέ Ακροβατι­ κούς έλιγμούς, ό "Αϋρτον ξεφυγε άπό τά βόλια καί τά μαχαίρια, άδειασε τό πιστόλι του κι* έ­ σπασε τόν κλοιό τους. ” ,

30) Μέ τούς κουρσάρους ξοπίσω του, ό Α­ ϋρτον άνέβηκε τέσσερα-τέσσερα τά σκαλοπά­ τια καί βγήκε στό κοιτάστρωμα. Πυροβολισμοί καί ουρλιαχτά λύσσας άντηχοϋσαν πίσω του καί σφαίρες σφύριζοιν στ* οτύτιά του. «Πρέπει νά ξεφύγω όπωσδήποτε καί νά ειδοποιήσω τούς φί­ λους μου γιά τόν κίνδυνο πού διατρέχουν!»


ί

31) Ευτυχώς καμμιά άπό τις σφαίρες των κουρσάρων δέν τόν άγγιξε, Τρέχόντας μέ με­ γάλα πηδήματα, διέσχισε τό κατάστρωμα και ρίχτηκε στή θάλασσα μέ μια θεαματική βουτιά! Τό νερό γύρω του άρχισε νά βράζη και νά τοιρί'ζη άπό τις καφτερές σφαίρες πού τό χτυπού­ σαν, μά ό "ΑΟρον πήρε μιά βαθειά άνάσα και έκανε ένα μακρο&οΟτι,

33-34) Πίσω άπό τή βάρκα, συρμένο μέ τη βοήθεια ένός χοντρού παλαμαριού, τό μεγάλο καράβι γλυστρούσε άργά στά νερά πλησιάζον­ τας .στή στεριά, στό μέρος άκριβώςί όπου βρι­ σκόταν τό Γρανίτινο Σπίτι! Κρυμμένοι άνάμεσα στούς θάμνους, κοντά στήν παραλία, οί φίλοι μας, περίμεναν μέ άγωνία, έτοιμοι νά πουλήσουν άκριβά τή ζωή τους. *Από τό κουρσάρικο, βρα-

33) Κατατρομαγμένοι άπό τήν άπροσδόκητη έκείνη άνατίναξι, οί έξη δραπέτες τής βάρκας βγήκαν στή στεριά καί χώθηκαν μέσα στό πυκνό δάσος. «Χάθηκαν όλοι οί σύντροφοί μας έκτός άπά έμάς τούς έξη!, είπε ένας. Τί θά κάνουμε τώρα;» «θά κρυφτούμε μέσα στό δάσος, είπε έ­ νας άλλος άγρια, καί θά περιμένουμε νά φτάση ή ώρα νά έκδικηίθούμε!»

32) Τέλος, έφτασε σώος στό ξερονήσι καί μέ τόν Πένκροφτ πήδησαν στή βάρκα καί βγή­ καν στή στεριά, όπου διηγήθηκαν στόν Λοχαγό Χάρντιγκ αυτά πού είχαν συμδή. . . Τό έπόμενο πρωϊνό, οί πρώην κατάδικοι άρχισαν τήν έπίθεσι. "Εξη άπ’ αυτούς μπήκαν σέ μιά βάρκα καί ξεκίνησαν γιά τή στεριά, «θά τούς πιάσουμε καί θά τούς κδί^υμε τό λαιμό!», φώναξε ένας τους.

χνες φωνές έφταναν ώς αύτούς: «Μόλις πλευρί­ σουμε, θά πηδήξετε όλοι έξω καί θά σφάξετε κά­ θε άνθρωπο, πού θά βρήτε σ’ αυτό τό νησί ! θά...» ηαφνικά, μιά τρομακτική έκρηξις συγ­ κλόνισε τά πάντα καί τό μεγάλο καΐκι άνασηκώθηκε στόν άέρα, σαν σπρωγμένο άπό ένα γιγάντιο χέρι, καί σκορπίστηκε πρός κάθε κατεύθυνσι ! ■. ' ·.·

36) Στό μεταξύ, στήν άκρογυαλιά, οί φίλοι μας κύτταζαν έμδρόντη,τοι τά άπομεινάρια τού μεγάλου καραβιού, «"Εξη δραπέτες σώθηκαν καί κρύφτηκαν στό δάσος!» είπε ό Σπίλετ. «θά φρον­ τίσουμε γι’ αυτούς άργότερα, μουρμούρισε ό Χάρντιγκ. Εκείνο πού μέ άπασχολεΐ τώρα είναι πώς Ανατινάχτηκε τό κουρσάρικο... . Καινούργιο μυστήριο κι* αύτό 1. . .»_________ .


37) Καί τότε ό :Νεμπ πλησίασε τρέχοντας: «Κύτταξε, κύριε, τί βρήκα!» είπε. «"Ο!, Ικανέ ό Χάρντιγκ. Είναι πυροσωλήνας Από μια ταρπίλλη! Μια τορπίλλη Ανατίναξε τό κουρσάρικο, χτυ­ πώντας το στήν μπαρουταποθήκη,!» «Φαίνεται, μουρμούρισε ό Σπίλετ, δτ«. ό μυστηριώδης φί­ λος μας, τό άθέατο ον πού μάς προστατεύει, μάς Ισωσε άπό τούς κουρσάρους!»

38) Καί-δταν, λίγο Αργότερα, ό Πένκροφτ πήγε μέ τόν Χέρμπερτ να έξετάση τό καΐκι του νιά νά βεβαιωθή άν είχε πάθει καμμιά ζημιά από τήν Ικρηξι, διαπίστωσε κάτι περίεργο. «Κύτ­ ταξε! Κάποιος χρησιμοποίησε τό καΐκι ! Ποτέ 6έ δένω τούς κόμπους μ’ αυτό τόν τρόπο 1» Ποιός είχε χρησιμοποιήσει τό καΐκι καί γιατί;; ·*Ήταν κΓ αύτό δουλειά του μυστηριώδους δντος;

39) Πέρασαν κι* άλλοι μηνες^(ωρϊςοΓ“φΓλοι μας νά βρουν καμμιάν Απάντησι στα μυστη,ριώδη αινίγματα, πού δημιουργούσε κάθε τόσο ή ράξενη έπέμβασις του άθέατου καί φιλικού 6ντος. "Οσο για τούς δραπέτες είχαν μείνει έντελως ησυχοι.Μια μέρα δμως ό Άυρτον δέν Απάν­ τησε άπό τό μοιντρί & Ινα τηλεγράφημα τού Χάρντιγκ. «θά τόν Ιπιασαν οί δραπέτες!», είπε ό Πένκροφτ, __________ __________

40) «Οί κουρσάροι !, φώναξε ό Λοχαγός Χάρντιγκ. Τούς είχα σχεδόν ξεχάσει. “Αν συνέ­ βη κάτι στόν Άϋρτον, σίγουρα οι δραπέτες εί­ ναι Ανακατεμένοι! Έπρός, παιοιά ! Τα δπλα σας!» Καί οι φίλοι ,μας, Αφήνοντας πίσω μόνο τόν Νέμπ καί τόν “Απ για νά φρουρούν τό Γρα­ νίτινο Σπίτι, ξεκίνησαν γιά τό μαντρί, πού βρι­ σκόταν Αρκετά μακρυά, σΜνα λειδόδι.

^Ιχΐ^ίκϊ: 5ροΓ5ργ(ίτερα7^πείτα Από μια γορ­ γή πορεία, πλησίασαν στό μαντρί. «Δέ βλέπω κα­ νένα σημάδι του φίλου μας Άϋρτον !, είπε ό Χάρντιγκ. Κάτι σοβαρό πρέπει νά συμβαίνη !» Ξαφνικά, ό Τόπ άρχισε νάγαβγίξη άγρια καί έπιθετικά πρός τήν πόρτα τής μάντρας. Μέ τά δπλα τους Ιτοιμα, οί τέσσερις σύντροφοι ώρμησαν στή μάντρα.

42) Άνοιξαν τήν πόρτα καί χύθηκαν μέοα στήν αύλή. Ό Χάρντιγκ φώναξε: «Παραδοθήτε, άλλοιώς πυροβολούμε!» Μά κάποιος άλλος πυ­ ροβόλησε πρώτος. ’Απσ τήν Ανοιχτή πόρτα τού στάβλου, πρόβαλε τό μουσούδι ένός τουφεκιού καί ένας βροντερός πυροβολισμός Αντήχησε. Α­ φήνοντας μια κραυγή πόνου, ό νεαρός Χέρμπερτ τρέκλισε καί σωριάστηκε χάμω 1__________ _


\*|Ιιι.Λ'*·#ί

43) Αυτό πού έπακολούθησε ήταν έκπληκτικά γοργό, τρομερό καί σχεδόν άπερίγραπτο. Σαν μαινόμενο λιοντάρι, δ Λοχαγός Χάρντιγκ ρίχτηκε έπάνω στόν δραπέτη μ’ £να μαχαΐρ·. στό χέρι, ξεχνώντας πώς είχε μαζί του τουφέκι καί πιστό­ λι ! “Ένας δεύτερος πυροβολισμός του κουρσάρου άπέτυχε, καί τό ,μαχαίρι τοΟ Χάρντιγκ τόν έστει­ λε στήν Κόλαση 1___________________

44) Βαρεία τραυματισμένος, ό νεαρός Χέρμπερτ, τοποθετήθηκε σ’ ενα πρόχειρο φορείο. «Πρέπει νά τόν μεταφέρουμε* άμέσως στό Γρα­ νίτινο Σπίτι!, είπε ό Χάρντιγκ. Διαφορετικά κιν­ δυνεύει νά πεθάνη!» Ό Πένκροφτ έτριζε τά δόν­ τια του άπό άνήμπορη μανία. «Οί άλλοι μάς ξέφυγαν!, γρύλλισε. Καί πήραν μαζί τους τόν "ΑΟρτον, μά που θά μάς πάνε;»____________ _

45) Οι μέρες πού άκολούθηοαν ή σαν κρίριμες γιά τή ζωή τού Χέρμπερτ, πού χαροπάλευε βυ­ θισμένος σέ άφασία καί βασανισμένος άπό τόν πυρετό, ένώ οι άλλοι παράστεκαν θλιμμένα. Ό *Άπ, ό γορίλλας, ζαρωμένος δίπλα του, κλαψού­ ριζε άπό λύπη. «**Αν είχαμε τουλάχιστον λίγο κινίνο!, μουρμούριζε ό Χάρντιγκ. Λίγο κινίνο θά μπορούσε νά τόν σώση!»

46) -αφνικά, ένα βράδυ, πού ό Χέρμπερτ ήταν σέ άπελπιστική κατάστασι, ό Τόπ άρχισε νά γαβγίζη. «Γιατί γαβγίζει ό Τόπ; ρώτησε μέ άπορία ό Χάρντιγκ. Δέν είναι κανένας άλλος έ­ δώ έκτος άπό μάς!» «Νομίζω πώς άκουσα κάτι σάν βήματα, Λοχαγέ!», είπε ό Πένκροφτ. "Εψα­ ξαν τό Γρανίτινο Σπίτι, μά δέν βρήκαν κανέναν...

47) "Οταν ξανα γύρισαν στήν τραπεζαρία, 6 Πένκροφτ φώναξε, δείχνοντας κάτι έπάνω στό τραπέζι: «Λοχαγέ! Αύτό τό κουτάκι! Δέν ήταν στό τραπέζι, έδώ κι* ένα λεπτό!» Ό Χάρντιγκ τό άνοιξε καί είπε μέ χαρά: «Είναι κινίνο! *Ένα δώρο άπό τόν μυστηριώδη φίλο μας δίχως άλ­ λο! Ό Χέρμπερτ σώθηκε, Πένκροφτ! Ό Χέρ­ μπερτ σώθηκε!...» /

>) Αμέσως μδλις ό-Χέρμπερτ βρέθηκε έκτος κινδύνου, ό Χάρντιγκ, ό Πένκροφτ κΓ ό Σπίλετ, μαζί μέ τόν Τόπ άρχισαν νά ψάχνουν τό νησί γιά νά άνακαλύψουν καί έξοντώσουν τούς ύπολοίπους κακούργους. «Δέ θά ήσυχάσω, μουρμούρι­ ζε ό Πένκροφτ, άν' δέν τιμωρηθούν οί άνθρωποι πού κόντεψαν νά σκοτώσουν τόν Χέρμπερτ. Πρέ\ πει νά καθαρίσουμε τό νησί μας άπό αύτούς!»


:αν έφτασαν τέλος στό μέρος όπου

Εκείνο πού μέ Ανησυχεί είναι ή τύχη του "Αϋρ^ τον. Τον έχουν αιχμαλωτίσει ή τόν έχουν δολο­ φονήσει άραγε;»

50) —αφνικά, ό Τόπ άρχισε νά γαβγίζη μέ­ σα στό ήσυχο βράδυ και νά τρέχη πρός ένα λοφάκο, κοντά στήν παραλία. Μ* ένα σπαθί στό ένα του χέρι κι* ένα τουφέκι στό άλλο, ό Χάρντιγκ τόν άκολούθησε. -«Κάτι μυρίστηκε ό Τόπ!, είπε στους άλλους. Σίγουρα θά είναι οί φίλοι οΐ κουρσάροι! Εμπρός, παιδιά! "Εχετε τά ό­ πλα σας έτοιμα γιά δράσι!»

51) Ανέβηκαν τό λόφο τρέχοντας κι* έκεΐ, κάτω άπό τό φως του φεγγαριού, τά μάτια τους άντίκρυσαν ένα φριχτό θέαμα. ΟΙ κουρσάροι ήσαν έκεΐ σωριασμένοι ό ένας έπάνω στον άλλον, μέ τά πρόσωπά τους χλωμά καί μέ τά μάτια τους άσάλευτα, καρφωμένα στον ουρανό. Δέν φαίνονταν ν’ άκούνε τά γαβγίσματα τού Τόπ !

52) "Επειτα άπό μερικές στιγμές δισταγμού, ό Λοχαγός Χάρντιγκ έσκυψε καί τούς έξήτασε μέ προσοχή. «Είναι δλοι τους νεκροί!, μουρμού­ ρισε όταν άνορθώθηκε. Τί τούς σκότωσε όμως ; Δέν έχουν έπάνω στό κορμί τους, παρά μόνο ένα μικρό κόκκινο σημάδι! Μόνο ένα πράγμα μπο­ ρεί νά κάνη τό σημάδι αυτό. . .»

3ΪΙ

53) 'Καί, χωρίς νά έξηγήση τί έννοούσε μ* αύτό, πρόσθεσε: «"Ας τρέξουμε στό μαντρί! "Ι­ σως άνακοιλύψουμε έκεΐ τίποτα!» "Οταν, μιά ώ­ ρα άργότερα, έφτασαν στό μοατρί καί μπήκαν στό στάβλο, άντίκρυσαν κάτι πού τούς έκανε νά άνοίξουν τό στόμα τους άπό τήν έκπληξι. Ό "Αϋρτον ήταν ,ξαπλωμένος έκεΐ ! «Αναπνέει !» φώναξε ό Χάρντιγκ έξετάζοντάς τον.

54) Καί γεμίζοντας έναν κουβά μέ νερό τού τόν άδειαοε στό κεφάλι. *0 "Αϋρτον κούνησε τό κεφάλι του, άνακάθησε μέ δυσκολία καί μουρ­ μούρισε: *«Ποΰ είμαι; Πώς βρέθηκα έδώ;» Αρ­ γότερα, στό Γρανίτινο Σπίτι όπου τόν μετέφεραν οί φίλοι του, ό "Αϋρτον έξήγησε ότι τόν είχαν αιχμαλωτίσει οί κουρσάροι καί τόν είχαν πάρει στό δάσος. __


55) «Εκεί αέ χτύπησαν κι* έχασα τίς αισθή­ σεις μου, πρόσθεσε. Δέν μπορώ νά καταλάβω πώς βρέθηκα στό μαντρί». «Φαίνεται, εΐπε ό Λοχα­ γός Χάρντιγκ, δτι. χρωστάς τή ζωή σου στην ί­ δια δύναμι πού μάς έσωσε τόσες φορές! θά μά­ θουμε άραγε ποτέ ποιος εΐναι ό μυστηριώδης ευ­ εργέτης μας; Είναι άνθρωπος ή καμμιά άσύλληπτη θεϊκή δύναμι;»

57) Καί τότε. . . ένα άνοιξιάτικο πρωινό, οί φίλοι μας είδαν κάτι πού τούς γέμισε άνησυχίες. Τό νεκρό ήφαίστειο, άπό τήν κορυφή τοΟ όποιου είχαν βεβαιωθη δτι βρίσκονταν έπάνω σέ νησί, ήταν τώρα στεφανωμένο άπό ένα σύννεφο μαύ­ ρου καπνού! «Τό ήφαίστειό μας ζωντάνεψε !, μουρμούρισε ό Λοχαγός Χάρντιγκ. Δέν μου άρέσεί καθόλου αύτό, παιδιά!»

59). Ό δημοσιογράφος ■ Σπίλετ κάθηοε στή συσκευή το τηλεγράφου καί τράβηξε μπροστά του ένα σημειωματάριο, κΓ ένα μολύβι. «Κάποιος στέλνει ένα μήνυμα!», είπε καί άρχισε νά γράφ.η : «Έ—λ-α—ι—ε ^ ά—μ—έ—σ—ω—ς σ—τ—ό μ—α—ν γ—ρ—ί». Γεμάτοι άπορία, οι φίλοι μας, άρπαξαν τά δπλα τους καί ξεκίνησαν άμέσως γιά τό μαντρί.

56) Ό. καιρός πέρασε εΙρηνικά. ΟΙ φίλοι μας άρχισαν νά φτιάνουν ένα καινούργιο καΐκι, με­ γαλύτερο άπό τό πρώτο. .. "Ενας άκό,μα χειμώ­ νας έφτασε μέ τά χιόνια του καί τά ζεστά, άνετα βράδυα του μέσα στό Γρανίτινο Σπίτι. ’Ήσαν όλοι τους εύτυχισμένοικαί ικανοποιημένοι άπό τή ζωή τους έπάνω στό Νησί Λίνκολν. Μόνο ό Χάρντιγκ είχε μιάν άόριστη προαίσθησι. .,

58) Τήν Τδια νύχτα,- καθώς οί κάτοικοι τοΟ Γρανίτινου Σπιτιού έτρωγαν, κουβεντιάζοντας γιά τό ήφαίστειο, άκούστηκε ένα κουδούνισμα. «Εί­ ναι τό κουδούνι τού τηλεγράφου, είπε ό Χέρμπερτ. Κάποιος μάς καλεΐ άπό τό μαντρί!» Τό πρόσωπο τού νέγρου Νέμπ παραμορφώθηκε ά­ πό ύπερφυσικό φόβο. «Ποιός μπορεί νά μάς καλεΐ; τραύλισε. Είμαστε δλοιέδώ!»________

60) Καθώς προχωρούσαν μέσα στή’ νύχτα, χίλιες σκέψεις άνασάλευαν μέσα στό μυοιλό τού Χάρντιγκ. Ποιός_μπορούσε νά εΐχε στείλει τό τηλεγραφικό έκείνο μήνυμα; Μήπως κανένας ά­ πό τό πλήρωμα τού κουρσάρικου εΐχε γλυτώσει άπό τήν άνατίναξι καί δοκίμαζε τώρα νά τούς στήση καμμιά παγίδα; «Τά μάτια σας δεκατέσ­ σερα, παιδιά!», είπε ό Χάρντιγκ. _______· '


61) Μά οι υποψίες του καί οι φόβοι του Απο· δείχτηκαν Αστήρικτοι. Ή μικρή συντροφιά μπή­ κε μέ προφυλάξεις στό μαντρί καί έψαξε παντού, ιμά δεν βρήκαν τίποτα έκτος... άπό τά έξημερωμένα άγριάγιδα! «Πολύ παράξενο!, μουρμού­ ρισε ό Χάρντιγκ. Ποιός μπορεί νά μάς σκάρωσε αυτή τή φάρσα ; Φοβούμαι μήπως αυτό είναι δουλειά. . .»

62) Τον διέκοψε μια ξαφνική κραυγή του νεαρού Χέρμπερτ. «"Α! "Ενα σημείωμα είναι έ.πάνω στό τραπέζι!». «Σίγουρα θά είναι άπό τό μυστηριώδη φίλο μας πάλι!, είπε ό Χάρντιγκ. Ό γραφικός χαρακτήρας μοιάζει μέ τόν χαρα­ κτήρα του σηαειώματος πού βρήκαμε μέσα στό μπουκάλι!» Μέ Ανυπόμονα δάχτυλα ξεδίπλωσε τό χαρτί καί διάβασε: ■ !

. ηστετο νεο συρμα !» Ό Χάρντιγκ γύρισε στούς συντρόφους του: «Εμπρός, παιδιά! "Ας ψάξουμε νά βρούμε τό νέο σύρμα!» Βγήκαν άπό τό μαντρί καί έ­ ψαξαν όλόγϋρα, ώσπου, δεμένο σ’ £ναν πάσσαλο κοντά στά σύρματα τού τηλεγράφου, βρήκαν £· να σύρμα πού δέν τό είχαν τοποθετήσει αύτοί. «"Ας τό. Ακολουθήσουμε Αμέσως !» διέταξε 6 Χάρντιγκ. ________ ·, · · '

64) Ακολούθησαν τό σύρμα μέ τό μυαλό γεμάτο Αγωνία καί Ανυπομονησία. «Κυττάξτε!, φώναξε ό Χέρμπερτ παραξενεμένος. Όδηγεϊ πρός τήν παραλία!» Πραγματικά, Ακολουθώντας τό σύρμα, οί φίλοι μας έφτασαν στήν παραλία καί τό είδαν νά χάνεται κόπτω Από τήν έπιφάνεια του. «"Εχουμε πλημμυρίδα τώρα, είπε ό Χάρντιγκ. θά περιμένουμε νά τραβηχτούν τά νερά!»

65) Σέ λίγο, όταν ήβθε ή Αμπωτις καί τά νερά χαμήλωσαν, οί £ξη σύντροφοι είδαν δτι τό σύρμα σταματούσε σ’ έναν βράχο, δπου μιά -βάρ­ κα ήταν δεμένη. «Κάποιος τήν έχει Αφήσει έδω γιά μάς, παιδιά!, είπε ό Χάρντιγκ. "Ας μπούμε μέσα κΓ άς δούμε πού θά μάς όδηγήση ή περιπέ­ τεια αύτή. "Εχω τό συναίσθημα δτι θά μάθουμε κάτι έκπληκτικό!» ~

.66) Μπήκαν στή βάρκα καί προχώρησαν στό βάθος τού μικρού ορμου, πού άρχιζε Από τό σημείο δπου σταματούσε τό σύρμα. —αφνικά, ό Πένκροφτ φώναξε: «Κυττάξτε μπροστά! Τό στό­ μιο μιάς σπηλιάς! Μιάς τεράστιας σπηλιάς!» «Βλέπω φως μέσα στή σπηλιά!, φώναξε ό Χάρ'ντιγκ. Δυνατό, σχεδόν έκτυφλωτυύό φώς! Παρά­ ξενο ! Πολύ παράξενο!. ..»


67-68) Γεμάτοι περιέργεια, οί κάτοικοι του Νησιού Λίνκολν έσπρωξαν τη βάρκα τους προς τό στόμιο τής σπηλιάς. Ό Χάρντιγκ κρατούσε άκόμα καί τήν άνάσα του προσαθώντας νά μαντέψη τί θέαμα θά άντίκρυζαν τά μάτια του. Μά αυτό πού είδε, -όταν ή βάρκα πέρασε τό στόμιο τής σπηλιάς, ήταν κάτι πού δέν μπορούσε νά φανταστή ποτέ και πού τόν έκανε νά άφήση μιά

ρραχνη κβαυγή έκπλήξεαίς. . . Μέσα σέ μιαν α­ πέραντη σπηλιά, πού φωτιζόταν έντονα άπό δυο Ισχυρές λάμπες, ένα μεγάλο υποβρύχιο έπλεε σάν μεγαθήριο της θάλασσας! Οί φίλοι μας πλη­ σίασαν μέ τη βάρκα τους, σκαρφάλωσαν έπάνω στό παράξενο πλεούμενο και κατέβηκαν στο έσωτερικό του άπό μιά καταπακτή, πού βρισκόταν1 στό κέντρο του. . .

69) "Έμειναν έμββόντη%οΓ’μπροσΐά στήν πο­ λυτέλεια, πού έπικρατούσε έκεΐ μέσα. «Τώρα κα­ ταλαβαίνω!, είπε ό Χάρντιγκ. Δέν μπορεί παρά νά είναι Αύτός !» «Ποιός αύτός ;■» ρώτησε 'μέ άπορία ό Σπίλετ. «Ό Πλοίαρχος Νέμο, ό πε­ ρίφημος Ινδός πρίγκηπας πού, γι.ά νά έκδικηθή τούς "Αγγλους γιά τήν ύποδούλωσι τής χώρας του, έφτιαξε ένα ύποβρύχιο καί βουλίαζε όσα πλοία τους συναντούσε !» _____________________

Λκιω μένος άντρας, ξαπλώμέι σ ένα ντιβάνι, έπιβεβαίωσε τά λόγια τού Χάρντιγκ. «Καλώς ήρθατε στόν «Ναυτίλο», φί­ λοι μου!, εΐπε. Ναί, είμαι ό Πλοίαρχος Νέμο, ό άσπονδότερος έχθρός πού-έχει γνωρίσει ποτέ ή Αγγλία. Μά τώρα, πεθαίνω, καί πεθαίνω μό­ νος, γιατί όλοι οί σύντροφοί μου, πού μέ συνώδευαν στό άτέλειωτο αυτό ταξίδι τής έκδικήσεως, έχουν πεθάνει πιά—^----- .------------------------

71) ΙΜέ μάτια όρθάνοιχτα άπό τήν έκπληξι, οί ναυαγοί τού Νησιού Λίνκολν άκουοαν τόν Πλοί­ αρχο Νέμο νά τούς έξηγή τά μυστηριώδη συμ­ βάντα, πού τόσο τούς είχαν παραξενέψει στό διά­ στημα τής δ.αμονής τους στό νησί: «Αυτή έδώ ή σπηλιά ήταν ή βάσις των έξορμήσεών μας. "Η­ μουν πιά μόνος καί ή άφιξίς σας στό νησί ήταν μιά παρηγοριά γιά μένα. . .»_________________

72) "Ενοιωθα πολύ βαθειά τήν άνάγκη νά έ­ χω συνανθρώπους μου κοντά μου. Γι’ αύτό σάς βοήθησα. . . Μ1* ένα σκάφανδρο έβγαινα συχνά άπό έδω καί περπατούσα στόν βυθό τής λίμνης ή Ιού ωκεανού! "Ετσι, βρήκα τήν ευκαιρία νά σώσω τόν Λοχοςγό Χάρντιγκ καί τόν σκύλο. Μέ τόν ίδιο τρόπο τοποθέτησα τήν τορπίλλη στό κουρσάρικο καράβι. . .» ________________

'


73) Έγώ σκότωσα τούς κακούργους μ’ Ινα ήλεκτρικό πιστόλι, πού τά βλήματά του ^είναι μικροσκοπικοι κεραυνοί, καί Ισωσα τόν "Αϋρτον! Συχνά, άνέδαινα μέ τό σκάφανδρό μου άπό τό πηγάδι, πού συνδέει τό Γρανίτινο Σπίτι μέ τή θάλασσα, καί' άκουγα τις συζητήσεις σας. "Ετσι Ιμαθα για τόν Χέρμπερτ καί σάς Ιφερα κινίνο. . .» ___________ ■*

74) Επίσης, έγώ άφησα τήν κασέλα στήν άμμουδιά, γιά νά τήν £ρήτε κΓ έγώ σάς ειδοποίησα μέ τό σημείωμα του υπουκαλιού γιά τήν παρου­ σία του "Αϋρτον στό Νησί Ταμπόρ!. . . Ακουστέ τώρα, φίλοι μου. Μέσα σ’ αύτό τό κουτί ύπάρχουν πολύτιμα πετράδια άξίας έκατομμυρίων! Πάρτε τα! Μά μόνο χάρι Ιχω νά ζητήσω άπό έσάς. . .»

76) "Οταν όμως βγήκαν άπό τή σπηλιά, ξέχασοτν τόν πλοίαρχο Νέμο καί τόν συγκινητικό θάνατό του, μπροστά σέ μιά καινούργια άπειλή, πού Ιδαζε σέ κίνδυνο αύτούς καί όλόκληρο τό Νησί Αίνκολν. Τό ξαναζωντανεμένο ήφαίστειο πού, ώς έκείνη τή στιγμή, είχε περιοριστή σέ κα­ πνούς, έβγαζε τώρα μεγάλες φλόγες καί τίναζε όλόγυρα τεράστιες πέτρες!

*

75) <Α5ρΐο τό πρωΐ, ΰτανθάΙχω πεθάνει, βου­ λιάξτε τό υποβρύχιό μουί Αύτό θέλω νά είναι ό τάφος μου!» Ο! φίλοι μας ύποσχέθη,καν νά τό κάνουν αύτό καί κράτησαν-τήν ύπόσχεσί τους. "Οταν ό πλοίαρχος Νέμο πέθανε, άνοιξαν τά 1 στεγανά διαμερίσματα καί τό μεγάλο υποβρύ­ χιο, σιγά-σιγά, βουλίαξε γιά πάντα στόν* πυ­ θμένα τής σπηλιάς μαζί μέ τόν παράξενο πλοί- αρχό του! -------------------------------' ------

\

————^—------------------ ----------------------————

') Μέ τήν ψυχή γεμάτη άνησυχία, πήραν τό δρόμο του γυρισμού. «Φοβούμαι χειρότερα πρά­ γματα, είπε ό Χάρντιγκ. Πριν πεθάνη, ό Πλοί­ αρχος Νέμο μου είπε νά προσέχουμε τό ή φαίστειο. "Εχουν δήμιουργηθή, λέει, σχισμάδες στά σώμα τού νησιού καί θαλασσινό νερό εισχωρεί μέσα!» «θαλασσινό νερό!, μουρμούρισε ό Σπίλετ. Τό νησί θά άνατιναχθή σάν καζάνι άτμομη-

χανήςίτ------------------------------- “


6) "Ετσι, ό Λοχαγός Χάρντιγκ άποφάσισε νά έπισπεύση τήν κατασκευή του καϊκιού. «Πρέπει νά δουλέψουμε μέρα-νύχτα, φίλοι μου!, τούς είπε. Πρέπει νά έτοιμαστουμε νά ξεκινήσουμε δσο είναι άκόμα καιρός! Τό νη,σί μας, πού τόσο ψιλόξενα μάς περιέθαλψε ώς τώρα, έγινε ξαφνι­ κά άφιλόξενο καί έχθρικό, σάν νά πήρε δλη τήν καλωσύνη που ό Πλοίαρχος Νέμο φεύγοντας!»11

11

V

^

^

^

«ρ

79) Ακολούθησαν μέρες φριχτές, γεμάτες άγωνία καί κίνδυνο θοα/άτου. Τό ήφαίστειο γι­ νόταν κάθε μέρα πιό άγριο. ΟΙ φλόγες δέν έ­ παυαν οϋτε στιγμή νά άναπηδοΰν άπό τόν κρα­ τήρα του καί, τή νύχτα, τό βουνό έμοιαζε μ’ έ­ ναν γιγάντιο πυρσό, πού φώτιζε έντονα άπ’ ά­ κρη σ’ άκρη τό Νησί Λίνκολν! Τό έδαφος σάλευε κάθε τόσο μέ ύπόκωφα βογγητά. . .

80) ΊΕνώ οί ναυαγοί μας δούλευαν πυρετω δως γιά νά τελειώσουν τό καΐκι, πυρκαϊές άρ­ χισαν νά μαίνωνται στά δάση του νησιού καί πυ­ ρακτωμένη λάδα άρχισε νά ξεχυλίζη άπό τόν κρατήρα καί νά κυλά πρός τήν άκτή! «Πρέπει νά σταματήσουμε τό κύμα τής λάβας!, είπε ό Χάρντιγκ. Διαφορετικά θά καούμε κι* έμεΐς καί τό κΐΐκι!»

81) "Αμέσως μάζεψαν πέτρες καί μέ χέρια πού έτρεμαν άρχισοον νά χτίζουν έναν τοίχο άνάμεσα στη λάβα, πού κυλούσε άπό τό βουνό, και στό καΐκι. "Οταν τελείωσαν, περίμεναν μέ άγω­ νία νά φτάση ή λάβα ώς έκεί καί ξέσπασαν σέ ζητωκραυγές, δταν είδαν τό πύρινο κύμα νά σταματά. «Έπρός, παιδιά!» φώναξε ό Χάρντιγκ. Νά τελειώσουμε τό καΐκι!»

82) Τέλος, τό σκάφος τού καϊκιού έτοιμάστηκε. Χωρίς νά χάσουν στιγμή, οί έξη φίλοι τό έρριξαν στή θάλασσα κι’ έκεΐ συναρμολόγησαν τά ξάρτια του, ένώ πίσω τους τό ήφαίστειο μούγγριζε ·κι’ έφτυνε καπνό, λάβα, πέτρες καί φλό­ γες πρός τόν ουρανό. Τό όμορφο Νησί Λίνκολν καιγόταν τώρα πιά άπ’ άκρη σ’ άκρη!

83) «Γρήγορα παιδιά!, φώναξε ό Χάρτινγκ. Δέ μένει παρά νά κουβαλήσουμε τά πράγματά μας στό καράβι καί ν* άπλώσουμε τά πανιά! θά πάμε νά έγκατασταθοΰμε στό Νησί Ταμπόρ καί νά στήσουμε έκεΐ καινούργιο σπιτικό ! Κάνετε γρήγορα! Καί προσευχηθήτε· στό _θεό νά μάς δώση τόν καιρό νά άπομακρυνθοΰμε άπό τήν κόλαση αύτή 1.»


\

84 - 85) Μά ή εύχή αύτή του Λοχαγού Χάμντιγκ δέν ήταν προωρισμένη νά πραγματοποίη­ σή ποτέ! Γιατί, λίγες στιγμές πριν τό καΐκι ά· *νοίξτι τά πανιά του στόν άνεμο, τό ήφαίστειο μούγγρισε δυό φορές καί τό νερό τής θάλασσας άρχισε νά χοροπηδάη γύρω άπό τό καράδι, σαν νερό που βράζει! Καί τότε, .μπροστά στά κα­ τάπληκτα και έντρομα μάτια των έξη άνθρώπων,

ιίγο άργότερα, ό ωκεανός κυλούσε τα κύματά του έκεΐ πού άνθουσε άλλοτε τό Νησί Λίνκολν! Άπό τό μεγάλο νησί δέν είχαν άπομείνει παρά οί έξη (άνθρωποι, ό Τόπ κι* ένας βρά­ χος, πρός τόν όποιο κολυμπούσαν τώρα αυτοί άπεγνωσμένα. "Εφτασαν έκεΐ, βγήκαν μέ δυσκο­ λία άπό τή θάλασσα καί ξάπλωσαν τά κουρα­ σμένα κορμιά τους στόν βράχο...

88^ Πέρασοον δυό μέρες πείνας, δίψας καί φριχτής άγωνίας. —απλωμένοι έπάνω στό βρά­ χο οί ναυαγοί περίμεναν τό τέλος τους βλέπον­ τας όνειρα όπου τό φαγητό καί τό νερό ή σαν ά­ φθονα. Ξαφνικά, ό "Αϋρτον ούρλιαζε : «Κυττάξτε έκεΐ! "Ενα καράδι έρχεται! Βγάζει κα­ πνό! Είναι τό «Ντούνκαν», τό άτμόπλοιο πού μέ παράτησε στό Νησί Ταμπόρ!»

όλόκληρο τό Νησί Λίνχολν μετεδλήθη ο’ ένα τε­ ράστιο πυροτέχνημα! Σάν σπρωγμένο άπό μιά θεϊκά μεγάλη δύναμι, άνασηκώθηκε στον άέρα κι' έγινε χίλια κομμάτια! Τό καΐκι τινάχτηκε μακρυά σάν καρυδότσουφλο, μά, πριν βουλιάξη,, οί έπιδάτες του πρόλαδαν κι’ έπεσαν στή θάλασ­ σα ! Ή κόλαση αύτή δέν κράτησε παρά μερικά •μόνο λεπτά. ,,.

__ }\ 87) Η θέσις τους ήταν άπελπιστική. Δέν εί­ χαν μαζί τους ούτε τρόφιμα ούτε νερό καί δέν υπήρχε, καμμιά έλπίδα νά φανή κανένα καράδι. "Ετσι όλοι γέλασαν πικρά, όταν ό "Αϋρτον είπε στόν Χάρντιγκ: «Κυττάξτε, Λοχαγέ! Κατάφερα νά σώσω τό κουτί μέ τά πολύτιμα πετράδια!» «Πολύτιμο, είπε ό Σπίλετ, είναι τώρα γιά μάς μόνο δ,τι τρώγεται ή πίνεται, "Αϋρτον 1»

89) Μερικές ώρες άργότερα, οΐ φίλοι μας βρρίσκονταν πάνω στό καράδι, πού ήταν πρα­ γματικά τό «Ντούνκουν»! Τό εΐχε στείλει ό Λόρ­ δος Γκλέναρδαν γιά νά πάρη τόν "Αϋρτον άπό τό Νησί Ταμπόρ. «ΙΜά είμαστε πολύ μακρυά ά­ πό τό Νησί Ταμπόρ!, είπε ό Χάρντιγκ. Πως μάς βρήκατε;» «Μέ τή βοήθεια του σημειώματός σας», άπάντη,οε ό πλοίαρχος.


90)' Ο Χαντιγκ γούρλωσε τά μάτια του. Ό Σπίλετ φώναξε: «Ποιό σημείωμα;» «Τό σημείω­ μα πού άφήσατε στό Νησί ΤαμπόρΓ’ άπάντησε ό πλοίαρχος, ^.εχάσατε λοιπόν τό σημείωμά σας;» «Μά δέ/ν άψήσαμε κανένα σημείωμα στό Νησί ΤαμπόρΙ, διαμαρτυρήθηκε ό Σπίλετ. Τό ξέρω καλά γιατί έγώ ήμουν έπικεψαλής τής μικρής άποστολής πού τό έπισκέφθηκε!»

91) Κι* όμως ό πλοίαρχος τού «Ντούνκαν» τούς έδειξε ένα χαρτί, λέγοντας: <Δέν άφήσατε έσεις τό σημείωμα αυτό;» Επάνω στό χαρτί ή­ ταν σημειωμένη ή γεωγραφική θέσις τού Νησιού Λινκολν καί μιά έκκλησις πρός τόν πλοίαρχο τού «Ντούνκαν» νά πάη έκεΐ!» «Είναι τό γράψιμο τού Πλοιάρχου Νέμο!, είπε ό Χάρντιγκ. Μάς έσωσε άκόμα καί νεκρός!»____________________

92) Τό πλήρωμα του «Ντούνκαν» έδωσε στους ναυαγούς τροφή καί καθαρά ρούχα. Άπό τόν πλοίαρχο ό Λοχαγός Χάρντιγκ έμαθε δτι ό έμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει πιά στήν Αμερι­ κή. «θά μπορέσουμε, λοιπόν νά γυρίσουμε έλεύθερα στήν πατρίδα μας!, είπε. Θά έχη μάλιστα ό καθένας μας καί άπό μιά καλή περιουσία, χάρις στά πετράδια του Πλοιάρχου Νέμο!»

93) Οί μεγάλοι τροφοί' τοΐΓάτμόπλοιου άρ­ χισαν νά γυρίζουν καί τό καράδι άρχισε νά σχίζη τόν άπέραντο ώκεανό. Τά ,βάσανα — καί οί χαρές — των φίλων μας έπάνω στό νησί έκεΐνο τής έξορίας τους είχαν πάρει πιά τέλος. Γύρι­ ζαν πίσω στόν πολιτισμένο κόσμο. ΚΓ όμως — δσο παράξενο κΓ άν σάς φανή — κανένας τους δέν φαινόταν νά νοιώθη, μεγάλη χαρά γΓ αύτό!

Στό «ΤΟ.Τ.Ο» πού θά κυκλοφορήση τήν έρχόμενη Παρασκευή δημοσιεύεται μιά γοητευτική καί συναρπαστική Ιστορία ζούγκλας μέ τόν τίτλο

Η ΖΟΥΓΚΛΑ ΤΙΜΩΡΕΙ ΤΕΛΟΣ. 94) Συγκεντρωμένοι στήν πρύμη τού «Ντούν­ καν», οι έξη ναυαγοί κύτταζαν μέ δακρυσμένα μάτια τόν μικρό βράχο, πού είχε άπομείνει άπό τό όμορφο νησί τους. «Αντίο, Νησί Λίνκολν!, μουρμούρισε ό Λοχαγός Χάρντιγκ έκφράζοντας τά συναισθήματα όλων. 1 Δέ θά σας ξεχάσουμε ποτέ όσο ζούμε, έσένα καί τόν Πλοίαρχο Νέμο! Αντίο!.;.»

Πάλη μέ θηρία καί Ιθαγενείς καί ήρωξκά κα­ τορθώματα !


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ: ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ (Συνέχεια άττό τη 2η σελίδα)

Εφερε στό καρέ καί τόν είδα γιά πρώτη φορά, κοιταχτήκαμε μέ πολλή ψυχρότητα. “^Ηταν κοντούτσικος, καλοφτιαγμένος δμως καί γρήγορος σά ζαρκάδι. Τό πρόσωπό του είχε καλόκαρδη Εκφραση. ^Ηταν ήλιοψημένος, δλο φακίδες καί βλογιοκομμένος. Τά μάτια του εί­ χαν Ενα φως παράξενο κι* ασυνήθιστο καί κάποια λάιαψη τρέλλας χοροπηδούσε μέσα τους. Σε τρα­ βούσαν καί σέ φόβιζαν μαζί. "Οταν Εβγαλε τό μανδύα του, άπόθεσε πάνω στό τραπέζι δυό άσημοκαπνισμένα πιστόλια κι* είδα πώς άπ’ τή μέση του κρεμόταν Ενα μεγάλο σπαθί. Οί τρόποι του ήταν πολύ εύνενικοί κι* ήπιε μέ μεγάλη χάρη στην υγεία του καπετάνιου. Μόλις τόν καλοκοί­ ταξα, άμέσως σκέφτηκα πώς αυτός 6 (άνθρωπος θάπρεπε νάναι φίλος μου... Ποτέ δέ θά μπορού­ σε να μου φερθή σαν έχθρός. Κι* ό καπετάνιος, καθώς τόν κοίταζε άπό πά­ νω ώς κάτω, Εβγαζε κι* αυτός τά συμπεράσματά του πιό πολύ δμως άπ* τά ρούχα τού ανθρώπου παρά απ’ τό φέρσιμό τού καί την δψη του. "Οταν μάλιστα ό ξένος Εβγαλε τό μανδύα του, άμέσως καταλάβαινες πώς δέν ταίριαζε καθόλου μέ τό περιβάλλον τού καρέ τού μπρικιού. Είχε Ενα κα­ πέλο μέ φτεοά, Ενα κόκκινο γιλέκο, μαύρη κυλότα άπό βελούδο όλομέταξο κι* Ενα σακάκι μέ άσημένια κουμπιά κι όμορφα άσημένια σειρήτια. "Ολα τά ρούχα του ήταν άπό άκριβό ύφασμα, μόνο πού είχαν βραχή άπ* τά κύματα κι ήταν τσαλακωμένα γιατί είχε κοιμηθή μ’ αυτά. — Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, Κύριε, για τή βάρκα σας, είπε ό καπετάνιος. — Πάνε στόν πάτο κάμποσοι καλοί άνθρωποι, είπε ό ξένος, πού πολύ θάθελα νά τούς Εβλεπα να βγαίνουν πάλι στή στεριά παρά νάχουν τσακι­ στή μ’αύτή τήν παλιόβαρκα. —7Ηταν φίλοι σας; ρώτησε ό Χοσίζον. — Δέν είναι δυνατόν νά ξαναβρεθούν τέτοιοι φίλοι σέ τούτο δω τό μέρος, άποκρίθηκε. Θά πέθαιναν γιά μένα σάν τά πιστά σκυλιά. — Κρίμα, Κύριε!, είπε ό καπετάνιος, Εξακο­ λουθώντας νά τόν κοιτάζη μέ πολλή προσοχή. Στόν κόσμο δμως βρίσκεις λιγότερες βάρκες παρά άνθρώπους γιά νά τούς βάλης μέσα! — Σωστό αυτό... είπε δυνατά ό άλλος. Φαί­ νεστε (άνθρωπος πού καταλαβαίνει πάρα πολλά. —"Εχω πάει κι έγώ στή Γαλλία, Κύριε, είπε ό καπετάνιος πού προτίμησε νά πή καθαρά τή σκέψη του. "Α! μπράβο σας! είπε ό άλλος. Έκεΐ πέρα βρίσκεις πρώτης τάξεως άνθρώπους! — Καί βέβαια, Κύριε, είπε ό καπετάνιος. Βρί­ σκεις δμως καί πρώτης τάξεως σακάκια. 1 —"Ωχ!, είπε ό ξένος, στήν τύχη ειπώθηκε ά­ ραγε αυτό τό τελευταίο; Κι* άμέσως άρπαξε τά πιστόλια του. ^ —Μή βιάζεστε τόσο πολύ! είπε ό καπετάνιος. Μήν κάνετε ποτέ σας κακό, πριν δήτε άν είναι άνάγκη νά τό κάμετε. Φοράτε φαντσέζικο σακάκι, ή προφορά σας δμως είναι σκωτσέζικη, — αυτό είναι σίγουρο. Υπάρχουν σήμερα πολλοί Εντιμοι άνθρωποι σάν κι έσάς. "Ετσι μού φαίνεται μένα... — Μπά; είπε ό τζέντλεμαν μέ τό ώοαΐο σα­ 1. Μ’ αύτό ό καπετάνιος ήθελε νά πή δτι τά ρούχα του θύμιζαν "Αγγλο έπαναστάτη έξάριοτο στή Γαλλία.

κάκι. Μήπως είστε κι* έσεΐς άπ’ αυτούς τούς έν­ τιμους άνθρώπους; ("Ηθελε νά τού πή μ* αυτά: «Μήπως είστε Ίακωβίτης κι* έσεΐς ;» Πρέπει νά ξέρετε δτι κάθε παράταξη, σ' έκεΐνο τόν Εμφύ­ λιο πόλεμο, όνόμαζε τά μέλη της Εντιμα). — Κύριε, άποκρίθηκε δ καπετάνιος, άπ’ όταν γεννήθηκα είμαι προτεστάντης, δόξα νάχη ό θεός! (^Ηταν ή πρώτη κουβέντα σχετικά μέ θρησκεία πού άκουσα άπ’τό στόμα του, όπως Εμαθα δμως κατόπιν ήταν.στ* άλήθεια πιστός). Παρ’ δλα αυ­ τά δμως λυπάμαι πολύ νά βλέπω Εναν άνθρωπο μέ τήν πλάτη γυρισμένη στόν τοΐχο. —Αλήθεια; ρώτησε ό Γιακωβίτης. Λοιπόν, Κύριε, γιά νάμαι ειλικρινής μαζί σας, είμαι άπ’ αυτούς τούς Εντιμους άνθρώπους πού ξεσηκώθη­ καν τό 1745 μέ 46, — καί, γιά νάμαι άκόμα πιό ειλικρινής, πρέπει νά προσθέσω πώς, άν Επεφτα στά χέρια κανενός κοκκινοσακάκη1, δέ θά περ­ νούσα καθόλου καλά μαζί του. Τώρα, Κύριε, Ε­ φευγα γιά τή Γαλλία. Κ’ είχε Ερθει έδώ πέρα νά μέ πάρη Ενα Γαλλικό καράβι. Πέσαμε δμως άπάνω στήν ομίχλη καί θαλασσοπνιγήκαμε, — κΓ άς εΐσαστε καλά, έσεΐς μάς άποτελειώσατε! Εύχομαι μ’ δλη μου τήν καρδιά. .. καί στά δικά σας! Λοιπόν, Εχω νά σάς πώ δυό λόγια: "Αν μπορήτε νά μ’ άφήσετε έκεΐ δπου πήγαινα Εχω τόν τρόπο νά σάς ξεπληρώσω γερά γιά τόν κόπο σας. — Τί στή Γαλλία; είπε δ καπετάνιος. "Οχι, Κύριε! Αύτό δέ μπορώ νά τό κάμω. "Αν θέλετε νά σάς πάμε έκεΐ άπ’ δπου ξεκινήσατε, — αύτό μπορούμε νά τό κουβεντιάσουμε. Εκείνη τή στιγμή, γύρισε δυστυχώς κατά τό μέρος μου, πρόσεξε πώς στεκόμουν έκεΐ στή γω­ νία, κι άμέσως βιάστηκε νά μ’ έξαποστείλη στήν κουζίνα νά φέρω φαγητό γιά τόν ξένο. Δέν Εχασα καθόλου καιρό. Πήγα κι ήρθα σάν άστραπή ! Κί δταν γύρισα πίσω στό καρέ, είδα πώς έκεΐνος δ άνθρωπος είχε βγάλει τή ζώνη του κι είχε άφήσει στό τραπέζι μιά - δυό γκινέες. Ό καπετάνιος κοί­ ταζε μιά τά λεφτά καί μιά τόν ξένο, καί μού φά­ νηκε πώς ήταν πολύ άναμμένος. — Δόσε μου τά μισά, είπε, κι είμαστε σύμφω­ νοι. θά κάμω δ,τι μού πής! *0 άλλος Εχωσε γρήγορα τις γκινέες στή ζώ­ νη του καί τή φόρεσε πάλι κάτω άπ’ τό γελέκο του. (Ή συνέχεια στο ερχόμενο) 1 Κοκκινοσακάκηδες λέει ό αυγγραφευς τούς στρατιώτες του Βασιλέως Γεωργίου, ττού φορούσαν κόκκινο σακάκι.

Έξαιρετικώς ένδιαψέρουσα

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ Ή διεύθυνσις τού «ΤΟπΟΥφ, θέλοντας νά βοηθήση άπό τή μιά μεριά τούς άναΥνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό τήν άλλη_μεριά, νά μεγαλώοη τήν κίνησι τού «ΤΟιςΟΥ», προσφέρει σ* δλους τούς άναχνώστες του — διά τού Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 δλα τά σχολικά βιβλία τους μέ Ε κ* π τ ω σ ι 5% καί μιά τρίμηνη συνδρο^ μή τού περιοδικού μέ Εκπτωσι 20% ! Αναγνώστης τού περιοδικού θεωρείται οποίος προσκόμιση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί έπιδείξη άπλώς τέσσερα τεύχη τού «ΤΟζιΟΥ» (Τεύχος 9 καί Επό­ μενα).


Και οί”δυ'ό'?ίίάβ άλλα ρηόες έδωσαν τα___ ρούνια τους· στήν κοιλιά των άλόγων τους καί ξεμάκρυναν μέ καλπασμό. Τότε τό Γεράκι τράβη­ ξε τον μανδύα του καί ή. . . γυναίκα μέ τα πρά­ σινα πρόβαλε! «ΟΙ άνθρωποι πού σας κυνηγού­ σαν .έφυγαν, κυρία!, είπε ευγενικά. Ή κατηγορία πού διατύπωσκχν έναντίον σας είναι πολύ βαρειά, μά δέν την πιστεύω· .. Μπορείτε να μού έξηγήσετε τί συμβαίνει:»........................ .............. - —

ευγνωμοσύνη μου, Κακετάν Γεράκι!» είπε ή γυ­ ναίκα. Τον φίλησε, κάνοντας τόν άαοαβωνιαστι*κιά του Γερακιού Βέλβετ νά γίνη έξω φρένων, 'καί συνέχισε: «Λέγομαι Φλό Φάρδιν καί έργάζομαι στοΰ έφοπλιστού Ρούφους Σλόαν. "Ακόυ­ σα τούς άνθρώπους αύτούς νά σχεδιάζουν τήν *λοπή ένός φορτίου, πού ό προϊστάμενός μου έχει έτοιμο στόν "Ορμο τοΰ Ελαφιού...»-_________

8) «*0 Γ*ούφους Σλόαν έχει πάει νά φέρ" ένα πλοίο τού Βασιλικού Ναυτικού γιά νά παραδώση τό φορτίο,, μά στο μεταξύ οί λησταί θα έχουν αρπάξει τά έμπορεύματα, πού προορίζον­ ται γιά τά πληρώματα τού στόλου τής Αυτού Με­ γάλε ιότητος... .» Τό Γεράκι, έπειτα άπό έναν λινόστινμο δισταγμό, είπε: «θά τούς έμποδίσουμε έαεΐς, μις Φλό Φάρδιν! "Ολοι στο καράβι, παι-

Λίγο <ϊργ3τεροςμ*Γτρόφιμα και νερό στο άμπάρι της, ή «Λαίδη Σ κάρλετ», τό περήφανο καράβι τού Γερακιού, βγήκε άπό τό Λιμάνι τού Δημίου, άπλωσε όλα τά πανιά της στόν άνεμο καί άρχισε νά σκίζη τά κύματα προς τόν "Ορμο τού Ελαφιού, πού δέν βρισκόταν πολύ μακ,ροά. Μιά καινούργια περιπέτεια άρχιζε έτσι γιά τό Γεράκι, τόν τρόμο κάθε παλιανθρώπου μέεα στούο Πέντε 'Ωκεανούο!

ί «.Ιι

Μ

10) Στό μεταξύ μεταξύ, οί άντρες ττουφρουρ οι σ α ι τά έμπορεύματα τού Ρούφους Σλόαν, στόν ’Όρ μο τοΰ Ελαφιού, κουβέντιαζαν: «Ό γέρο - Ρού φους είπε δτι θά γυρίση σέ δεκαπέντε μέρες α ένα πολεμικό γιά νά παραδώση τά έαποοεύαατα έ;» «Ναι. Θά_μάς πλήρωσή καλά! "Επειτα, <ί καπετάνιος τού πολεμικού θά μας πλ^ρώση γ,ό νά τά φορτώσουμε στό καράβι.... *Έ! Τ, ίίναι αυτό έκει;» · ___

11) Γύρισαν όλοι καί κύτταζαν προς τόν στενό δρόμο, πού ξεκινούσε άπό τόν μώλο καί χωνόταν βαθειά στή στεριά, άφού πρώ~ λ άνέβαινε στήν πλαγιά ένός λόφου. "Ενα άμαξι, φορ­ τωμένο μέ σανά, κατέβαινε όλοταχώς, χωρίς όδηνο καί άλογα, πρός το μωλο. Τό παράξενο καί έπικίνδυνο ήταν δτι κάποιος είχε βάλει φω­ τιά στό σανό !... ΣΐΛ*έχεισ <ττο άλλο τεύχος


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τοΟ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ ------------ί------------------- “ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥ-ΓΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ πού έχει μεταφρασθή σ’ δλες τις γλώσσες τού κόσμου Συνέχεια 11η — Σου τόπα, Κύριε, πώς άπ’ αυτά τά λεφτά ούτε μιά πένα δεν εΐναι δική μου! Είναι δλα του Αρχηγού μου! — καθώς τάλεγε αυτά έπιασε τό καπέλο του. Θά μ’ έλεγαν, βέβαια, χο:ζό, άν δέ χαλούσα μερικά λεφτά, γ;ά νά τούς πάω τ’ άλλα στά σίγουρα, άλλά μέ κανέναν τρόπο, — αυτό νά τό βάλης καλά στο νου σου, — μέ κανέναν τρόπο δέ θάθελα νά φερθώ σά βρομόσκυλο, νά τά ξο­ δέψω δλα γιά νά γλυτώαω τό τομαράκι μου. Τριάντα γκινέες, άν μέ βγάλετε στή στεριά, κι* έξήντα άν μέ πάτε στόν- κόρφο του Λίνυ. ’Άν συμ­ φωνείτε, πάρτε τες, άν πάλι δέ θέλετε, τόσο τό χειρότερο... — Μπά!... είπε ό Χοσίζον. Κι άν σάς παρα­ δώσω στις * Αρχές;... — Μεγάλη βλακεία!... είπε ό ξένος. Επι­ τρέψτε μου νά σάς πώ δτι ό Αρχηγός μου είναι έκτός νόμου, δπως και κάθε τίμιος άνθρωπος στή Σκωτία. Τά κτήματά του βρίσκονται στά χέρια του άνθρώπου πού τόν λένε βασιλιά Γεώργιο κα'ι πού στέλνει τούς άξιωματικούς του νά μαζεύουν τά εισοδήματα. Τουλάχιστον, προσπαθούν νά τά μαζέψουν. "Ομως, πρός τιμήν τής Σκωτίας, οί κακόμο.ροι οί φτωχοί χωριάτες μέσα στην ψυχή τους έχουν ζωντανή την άνάμνηση τού Αρχηγού πού είναι έξόριστος. Αυτά έδώ τά λεφτά είναι μερικά άπ’ τά νοίκια πού θά μάζευε ό βασιλιάς Γεώργιος. Καί τώρα Κύριε επειδή μου φαίνεστε άνθρωπος πού καταλαβαίνει, σάς ρωτώ: άν τά πάρετε αύτά τά λεφτά διά τής βίας, χωρίς τήν άδεια τών δικών μας, νομίζετε πώς θά προλά­ βετε νά τά ξοδέψετε; — Φτάνει ώς έδώ είπε ό Χόσιζον. ’Άν όμως ήξεραν... θά προσπαθήσω πάντως νά κρατήσω τό στόμα μου κλειστό. — Καλύτερα νά μήν κρυβόμαστε πίσω άπ’ τό δάχτυλό μας, ξεφώνησε ό τζέντλεμαν. "Αν πάς νά μου τή φέρης, άλλοίμονό σου! "Αν μου κά­ νετε τίποτα, οί σύντροφοί μου θά σάς συγυρί­ σουν! —Εντάξει, άποκρίθηκε ό καπετάνιος. *Η συμ­ φωνία είναι συμφωνία. Δόσε μου τώρα άμέσως έξήντα νκινέες. Στό χέρι!... — Νά τες!, άποκρίθηκε ό άλλος. "Αμέσως, ό καπετάνιος βγήκε έξω, — μου φάνηκε πολύ βιαστικός, — καί μ* άφησε μόνο στό δωμάτιο μέ τόν ξένο. Αυτή τήν έποχή, — υστέρα άπ* τό Σαρανταπέντε, — πολλοί έξόριστοι εύγενεΐς γύριζαν πί­ σω στήν Αγγλία, μέ κίνδυνο τής ζωής τους, άλ­ λοι γιά νά δουν τούτ φίλους τους κι άλλοι γιά νά μαζέψουν τίποτα λεφτά. "Οσο γιά τούς άρχηγούς τών Χαϊλάντερς πού τούς είχαν δημεύ­ σει τόν περιουσία, ήταν πιά κοινό μυστικό κΓ δλοι τό κουβέντιαζαν πώς οί μικροκτηματίες πει­ νούσαν οί ίδιοι γιά νά τούς στέλνουν λεφτά. Βέ­ βαια, δλ’ αύτά τά εΐχα άκούσει νά τά λένε, τώρα δμως είχο: μπροστά μου έναν άπ5 αυτούς τούς έπικηρυγμένους πού δέν ήταν μόνο έχθρός του βασιλιά καί κρυφός άπεσταλμένος γιά νά παίρ-

νη λεφτά, άλλά άκόμα χειρότερο, ήταν και στήν υπηρεσία του βασιλιά Λουδοβίκου τής Γαλλίας I Καί σάν νά μήν έφταναν δλα αύτά, γύρω άπ* τή μέση του είχε καί μιά ζώνη γεμάτη χρυσές γκι­ νέες. — Ώστε είστε Ίακωβίτης, είπα καί στάθηκα μπροστά του. _ , _ — Έτσι φαίνεται! είπε αρχίζοντας να τρωη. Καί ©ύ, μέ τή μακρουλή σου τή φάτσα, μήπως είσαι Ούίγος 2 ; — "Ετσι κι έτσι, είπα γιά νά μήν τόν θυμώσω. (Γιατί έγώ ήμουν βέρος Ούίγος, δπως μ’ είχε μά­ θει ό κύριος Κάμπελ). — Αυτό δέν πάει νά πή τίποτα. . . είπε. Μά ξέ­ ρεις κάτι κύριε "Ετσι κι "Ετσι; πρόσθεσε. Αύτό τό μπουκάλι σας άδειασε καί, μου φαίνεται πως θάταν πολύ νά πληρώσω έξήντα γκινέες καί νά μήν κατεβάσω ούτε ένα ποτηράκι! — Πάω νά ζητήσω τό κλειδί, είπα καί βγήκα στό κατάστρωμα. Ή καταχνιά ήταν άκόμη πολύ πυκνή, τό μπουρίνι δμως είχε σχεδόν πέσει. Τό μπρίκι προχω­ ρούσε, χωρίς νά ξέρουμε που βρισκόμαστε, ^κι ό άνεμος, δσο κΓ άν δέν ήταν δυνατός, δέν ήταν καί πολύ βολικός γιά τήν πορεία μας. Μερικοί · ναύτες βρίσκονταν άκόμα στό κατάστρωμα, για νά προσέχουν μήπως πέσουμε πάνω ^σέ καμμιά ξέρα. "Ομως, ό καπετάνιος κι οί δυο άξςωματικοί στέκονταν παράμερα κΓ είχαν σκύψει καί μι­ λούσαν σιγά-σιγά. Μου φάνηκε — δέν ξέρω για­ τί — πώς κάτι κακό σκάρωναν. Ή πρώτη λέξη πού άκουσα, μόλις πήγα κοντά τους, μ’ έκανεα νά βεβαιωθώ γι’ αύτό. — Δέ μπορούμε νά τόν βγάλουμε δξω άπό τό καρρέ; είπε ό κύριος Ρίτς. — Καλύτερα έκεΐ πού βρίσκεται, γιατί δέν έχει τόπο νά κουνήση τό σπαθί του, άποκρίθηκε ό Χοσίζον. —Ναι, σωστό είν’ αύτό, είπε ό Ρίτς. Πώς νά πάμε δμως καταπάνω του έμεΐς έκεΐ πέρα; — Μπά, μπά, μπά! είπε ό Χοσίζον. Μπορούμε νά τόν πιάσουμε στήν κουβέντα, ό ένας άπ’ τή μιά μεριά κι ό άλλος άπ* τήν άλλη, καί νά τόν περά­ σουμε μέ τά σπαθιά μας ύστερα, πέρα γιά πέρα! ’Ή, άν δέν τά καταφέρουμε έτσι, μπορούμε νά τρέξουμε νά πιάσουμε τις δυο πόρτες καί νά τόν αρπάξουμε πριν ποολάβη καλά-καλά νά τρα-· βήξη τό σπαθί του. "Οταν τ’ άκουσα αύτά, μ* έπιασε μεγάλος φόφος άλλά καί θυμός μαζί, γι’ αύτούς τούς κακό­ πιστους τούς παλιανθρώπους. ΤΗταν άχόρταγοι. Στήν άρχή υοϋρθε νά τό βάλω στά πόδια, ύστε­ ρα όμως σκέφτηκα μέ πιο πολύ θάρρος. — Καπετάνιε!, είπα. Ό ξένος γύρεψε ένα πο­ τήρι κρασί κΓ ή μπουκάλα άδειασε. Μοΰ δίνετε τό κλειδί; ( "Εκοψαν άμέσως τήν κουβέντα καί γύρισαν πρός τό μέρος μου. — Νά πρώτης τάξεως εύκαιρία γιά νά μπο(Συνέχεια στήν προτελευταία σελίδα)

1 Οί Ούίγοι ήταν -ττιστοί στό βασιλέα Γεώργιο.

ΤΟΞΟ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ­ ΠΟΙΚΙΛΗΣ

ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Β ιβλιοττωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 11 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος ’Ανεμοδουρας Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμφ : ΔιευΘυντοΰ Σ. Άνεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προΐστ. Τυττογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : ’Ετησία 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


\

ΗΖΟΥΓΚΛΑ Γ/ΜδΡ£/

V

'\\

"V «V ί

·

Λ λ

.«I

\

\

Γ /

'\ΐ νττ-

ύ

!/>1

Η ΖΟΥΓΚΛΑ ΤΙΜΩΡΕΙ Άπό καιρό, ή Ερευνητική (Αποστολή του κα· θηγητοϋ Μπόλτον είχε ξεκινήσει για τήν περιοχή Ουγκάντα, στα βάθη του Κογκό. «θα βρισκόμα­ στε σ’^έπαφή μαζί σας μέ τό φορητό μας ράδιο, εΐχε πή ό ^καθηγητής στόν άστυνομικό διο*κητή της περιοχής. Είμαι βέδαιος δτι δέ θα μάς συμδή τίποτα κακό. "Εχω έμπιστοσύνη στον όδηγό .μας, τον Ντάγκ Κόνολυ». Μά όταν πέρασε καιρός, χω­ ρίς καμμιά είδη σι τής άποστολής νά ψτάση ώς τ αυτιά του, ό άστυνόμος πήγε νά βρή τόν μόνο λευκό άνθρωπο, πού γνώριζε καλά τά μονοπάτια τής ζούγκλας, τόν Καέγκα, τόν παντοδύναμο Κυ­ ρ ο τής Ζούγκλας! Λίγο άργότερα, ό άστυνόμος μέ τόν Καέγκα έσκιζαν μ* ένα μονόξυλο τά νερά ένός ποταμού, πού χωνόταν βαθειά μέσα στή ζούγκλα, ψάχνοντας γιά τά ίχνη τής άποστολής Μπόλτον. ένώ ή γυναίκα του Καέγκα μέ τόν μι­ κρό νέγρο Ζούλου έψαχναν π ιό πέρα καδάλλα στον Μάρμο, τόν έλέψαντα.

%

ί >♦ *'

'·« .

• **

1

λ Μ

<Λ(ι

ί

) λ \ \

-/ )'

1I


....

__________________ ___ __________.

.

λης Μπόλτονιΐ*

2) "Ενα κοπάδι από γύπες στριφογύριζε κοντά στό άμάξι. Πότε - πότε μερικοί άπό αύτούς έκαναν μιά βουτιά, χάνονταν άνάμεσα στά ψτ>λά χόρτα καί ξαναπετουσαν σέ λίγο μέ κάτι κοκκινωπό στό στόμα τους. Ό Καέγκα έτρεξε πρός τό μέρος αυτό καί, σαλεύοντας άγρια τό άκόντιό του, έκανε τά δρνεα νά ξεμακρύνουν κράζοντας άπαίσια.

3) "Επειτα παραμέρισε τά ψηλά χόρτα καί είδε δτι οί γύπες χαμήλωναν έκει γιά νά κατα­ σπαράξουν.ένα κουφάρι ζώου. Ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας έμεινε γιά λίγη ώρα σκεπτικός κυττάζοντας τό κουφάρι. Τέλος, μουρμούρισε: «Είναι πολύ παράξενος αύτός ό σκελετός. Δέν μπορώ νά καταλάβω άν άνήκη σέ σκύλο ή σέ τσακάλι!»

$) «Δέν μπορούμε νά χάνουμε τήν ώρα μας προσπαθώντας νά βγάλουμε συμπεράσματα γιά σκελετούς!, είπε άνυπόμονα ό άστυνόμος. *\Ας έξετάσουμε καλύτερα τό άμάξι μήπως βρούμε τί­ ποτα ίχνη...» Μιά χειρονομία του Καέγκα τόν σταμάτησε. «"Ακου!, είπε ό Λευκός Κύριος της Ζούγκλας. Κάποιος βρίσκεται έδώ κοντά καί φωνάζει κάτι μέ θυμό!. .

5) Τήν ίδια στιγμή, όχι πολύ μακρΰά άπό τό καιόμενο άμάξι, ένας ήλικιωμένος λευκός άν τρας, καδάλλα σ* ένα άλογο, φώναζε: «ίΚατεδήτε άπό τά δέντρα, βρωμόσκυλα! Δόστε μου πίσω τά πράγματα πού κλέψατε! Κατεβήτε άπό τά δέντρα άλλοιώς θά σας τινάξω όλων τά μυα λά στόν άέρα!» Καί σήκωσε τήν καραμπίνα πού ουσε

3)ι Μά ξαφνικά πρίν π. . ση ή νά προφέρη. άλλη λέξι ένα πρωτόγονο κλόμπ όψύριξε στόν άέρα μέσα άπό τά κλαδιά ένός δέντρου διέγραψε μιά γοργή τροχιά καί χτύπη σε τόν ήλικιωμένο άντρα στό κεφάλι. Αύτός ά­ φησε μιά κραυγή πόνου, τρέκλισέ έπάνω στή σέ­ λα του, μά δέν έχασε έντελώς τίς αισθήσεις του. λα του,' μά δέν έχασε έντελώς τίς αίσθήσεις του καί διατήρησε τόν Ισορροπία του.

«Σ τομάτα, Αστυνόμε!, φώναξέ ξαφνικά ό Καέγκα. Βλέπω έκεΐ πέρα καπνό! Μπορεί ·νά είναι ή κατασκήνωσι του Μπόλτον!» Πήδησαν έξω άπό τό μονόξυλο κι* έτρεξαν πρός τό μέρος του κα­ πνού «Διάδολε!, μουρμούρισε ό άστυνόμος. Εί­ ναι ένα βοϊδάμαξο καί έχει άρπάξει φωτιά! "Ι­ σως βρήκαμε έπιτέλσυς ένα ίχνος της άποστο-


-

,_____ —

7) Τήν Ιδια στιγμή, άνθρωποι άρχισαν νά πέφτουν άπό τά γύρω δέντρα καί άπό τα κλα­ διά ένός μεγάλου, δέντρου, πού υψωνόταν έπά νω άπό τον καδαλλάρη. "Ενας άπ' αυτούς τούς άνθρώπους. πού ή σαν όλοι τους Ιθαγενείς, προσ­ γειώθηκε έπάνω στόν μισολιπόθυμο λευκό, τόν άρπαξε άπό τούς ώμους καί κυλίστηκε μαζί του νάμω. ουρλιάζοντας θριαμ&ευτικά.

θ) Τότε άρχισε μιά σκληρή πάλη. Ο λευ­ κός, παρά τήν ήλικία του ήταν έξαιρετικά ευκί­ νητος καί δυνατός καί θά έφερνε σέ δύσκολη θέσι τόν ιθαγενή, άν δέν έπενέθαιναν οι σύντροφοί του. «3Δόσε μου πίσω τό σακκίδιο μέ τά φάρμακα!, φώναζε ό λευκός. Σάς είναι άχρηστα, σάς λέω, ένώ στά χέρια μου είναι πολύτιμα! Δόστε μου πίσω τά φάρμακα!»

9) Ό δυστυχισμένος γέρος θά έχανε σίγου ρα τή ζωή του μέσα στή ζούγκλα, άν έκείνη τή στιγμή ένας άλλος Ιθαγενής δέν πλησίαζε τρέχόντας καί φωνάζοντας: «"Α! "Ερχεται ό Καέγκα! *Ό Καέγκα! Ό Λευκός Κύριος τής Ζούγ­ κλας! Παρατήστε τον καί άς φύγουμε όσο εΐ ναι άκόμα καιρός!» ΟΙ Ιθαγενείς παράτησαν τό γέρο καί τδδαλαν στά πόδια!

10) «Κύτταξέ τους πώς φεύγουν, Καέγκα!, είπε δ άστυνόμος μέ θαυμασμό. Μόνο πού σέ εΐδοον, τδθαλαν στά πόδια! Πώς είναι ό άνθρωπός μας;» «Είμαι καλά, μουρμούρισε αύτός! Εΐααι ό γιατρός Νόρις, τής έξερευνητικής άποστολής του καθηγητου Μπόλτον τζέντλεμεν! Σάς εύχαριστώ πού μέ σώσατε! Χωρίς έσάς θά ήμουν νεκρός τώρα. . .». ■_' ■

- -, . Ιόρις διηγότάν στους δΰό φίλους μας μιάν ιστορία τρόμου καί φρίκης, ή "Αννα κι* ό Ζούλου συνέχιζαν τό ψάξιμο μέσα στή ζούγ­ κλα. «)Κύτταξε, Ζούλου!, είπε Λ "Αννα. Βλέπω έκεΐ τά ύπολείμματα μιάς κατασκηνώσεως... "Ι­ σως είναι άπό τήν άποστολή Μπόλτον πού έχει έξαφανιστή! Χαμήλωσε, Μάρμο, γιά νά πηδήξουμε χάμω!» ________

12) «Παράξενο!, μουρμούρισε ή "Αννα, ναι τμήματα άπό ραδιοπομπό σέ άριστη κατάκ| στασι! Γιατί νά τά παρατήση κανείς μέσα στή ζούγκλα; Αύτό δέν έχει κοινένα νόημα, έκτός... Τί^τρέχει, Ζούλου;^ Ό μικρός νέγρος χειρονο­ μούσε ζωηρά κι* έδειχνε πρός τ* άριστερά. «"Αν­ να!, φώναξε. Κύτταξε έκεϊ! "Ενα κοπάδι άγρίμια!» ·


, 13) Ή "Αιννα γύρισε ξαφνιασμένη- καί άντί-ίκρυσε -κάτι τρομακτικό. "Ενα φριχτό κοπάδι άπό άγρίμια, πού περπατούσαν άνάλ,αφρα, γοργά καί άθόρυβα, πλησίαζε πρός τό μέρος τους! «"Ω!, έκανε ή "Αννσ^ μέ τρόμο. Είναι σκυλιά... ή τσακάλια! Καί μάς περικυκλώνουν! "Ελα γρήγορα ·νά φύγουμε, Ζούλου! Άλλοιώς τά δόντια τουο βά μάς ξεσκίσουν!»_________________

14) Γύρισε πρός τόν Μάρμο, μά ό -έλέφαντας είχε ξεμακρύνει μέσα στή ζούγκλα βόσκοντας. «Μάρμο!, φώναξε ή "Αννα. Μάρμο! Γύρισε πί­ σω! Γρήγορα!» «Τρέχα!, γρύλλιζε μέ τρόμο^ό Ζούλου. Τρέχα, "Αννα! "Ακου τά άγρίμια πώς ουρλιάζουν! Κύττα τά στόματά τους πώς είναι άνοιχτά, έτοιμα νά μάς κατασπαράξουν! Τρέχα, "Αννα!»

15) Μά ήταν· πολύ άργά γιά να φύγουν. Μέ τά σανόνια του όρθάνοιχτα καί άφρισμένα, ό άρχηγός του κοπαδιού είχε φτάσει κοντά καί μ* ένα τεράστιο πήδημα ρίχτηκε έπάνω στήν "Αννα. Μ* ένα χτύπημα του ποδιού του έστειλε τό μαχαίρι, πού κρατούσε τό κορίτσι, νά πέση μακρυά, και τά δόντια του πλησίασαν στό όμορφο κεφάλι του κοριτσιού!__________________

16) Μά ό μικρός Ζουλου, ό πιστός σύντρο­ φος τής "Αννας καί τού Καέγκα, άγρυπνουσε. Χωρίς νά οκεφτη κάν πώς έβαζε σέ κίνδυνο θα­ νάτου τόν έαυτό του, άρπαξε άπό χάμω ένα ρό-· παλο καί χτύπησε μ* αύτό στό κεφάλι τό άγρίμι. «Τρέξε στόν Μάρμο, "Αννα!, φώναξε. Ανέβα έπά\ω του καί βάλτε τον νμ διώξη αυτούς τούς διαβόλους!» _____________________________

Ί7) Ό Μάρμο χαμήλωσε, άφησε τήν "Αννα νά πη,δήση έπάνω του καί άνασηκώθηκε πάλι, πριν ό Ζούλου προλάβη ν’ άνεβή. «Πιάσε τό χέρι μου, Ζούλου!, φώναξε ή "Αννα. Ανέβα! Γρήγο­ ρα! "Ωχ! Αυτά τά τέρατα θά σου κομματιάσουν τά πόδια!» «"Αχ!, ξεφώνησε ό μικρός νέγρος, θεέ μου! Πονώ, "Αννα! Πονώ πολύ! Βοήθεια!... Τό πόδι μου! θεέ μου! Τό πόδι μου!»

18) Στό μεταξύ, ό γιατρός Νόρις διηγόταν: «■Ναι, ή άποστολή Μπόλτον συνάντησε παράξενες καί καταστρεπτικές δυσκολίες άπό τά^πρώτα της βήματα! Πρώτα, άλλόκοτα σκυλιά μάς έπετέθησαν... "Επειτα, ένα άμάξι άρπαξε φωτιά μυστηριωδώς καί μιάν άλλη ψαρά πολύτιμα έξαρτήματα τού ραδιοπομπού μας έξαφανίστηκαν χωρίς νά καταλάβουμε πώς. ..»


19) «ΟΙ άχθοφόροι μας άρχισαν νά μάς έγκαλείπουν, νομίζοντες ότι κακοποιά πνεύματα μάς είχαν καταδικάσει σέ θάνατο. Τό τελευταίο, καί χειρότερο, άτύχημα ήταν όταν οΐ άχθοφόροι, πού μάς είχαν έγκαταλείψει, μου έκλεψαν τό σακκίδιο μέ τά φάρμακα! Τούς πήρα άπό πίσω γιά νά ξαναπάρω τό σακκίδιό μου καί, όπως ξέρετε...»

20) Μά ό Καέζκα δέν τόν άκουγε ιτιά. Τό αυτί του είχε συλλάβει βαρειά ποδοβολητά καί γυρίζοντας άντίκρυσε τούς συντρόφους του, καβάλλα στόν Μάρμο, μ’ ένα κοπάδι άγρίμια ξοπίσω τους! «Διάβολε!, φώναξε. Παράξενα ά­ γρίμια κυνηγουν τήν “Αννα καί τόν Ζούλουί Ε­ λάτε! Βοηθήστε με νά τούς σώσουμε!...»

21) «Ελάτε! Χτυπήστε τούς σατανάδες μέ τΙς καραμπίνες! Έγώ θά άρπάξω τόν άρχηγό τους !» «Μή, ^Καέγκα!, φώναξε ό άστυνόμος ένώ πυρο­ βολούσε. “Εχεις μόνο- ένα μαχαίρι έπάνω σου! θα σέ κατασπαράξω!» Μά ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας είχε κιόλας ριχτή άνάμεσα στά άγρίμια, 'πού άποδεκάτιζοιν οί σφαίρες των δύο λευ­ κών.

22) Ό άρχηγός τών άγρ ιμιών, άφήνοντας έ­ να άνατριχιαστικό ουρλιαχτό, ώρμησε έπάνω στόν Καέγκα. Ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας, μέ κινήσεις γοργές σαν τήν άστραπή, άρπαξε τό θηρίο άπό τό λαιμό κι* άπό τό ένα πόδι καί, μ* ένα άπότομο τράβηγμα τσάκισε στά δύο τή σπονδυλική του στήλη! «Ούτε τό μαχαίρι δέ μου χρειάζεται, άστυνόμε!» φώναξε.

. 23) «Μπράβο, Καέγκα!, εΐΐΐε ό άστυνόμος. Τά άγρίμια τδβαλαν στά πόδια! Αέν έχω ξα’ναδή όμως τέτοια πλάσματα σ’ αύτά τά μέρη!» «Ούτε έγώ, άστυνόμε!, είπε ό γιατρός Νόρις, Γιά πρώτη φορά τά είδα όταν τό κοπάδι τους έπετέθη έναντίον τής άποστολής μας! Μά... άκοΰστε! Κάποιος φωνάζει ζητώντας βοήθεια! "Ας τρέξουμεί» « ·

24) ΤΗταν ή “Αννα πού, λίγο πιό πέρα, είχε κοιτεβάσει τόν άναίσθητο μικρό νέγρο άπό τή ράχη τού Μάρμο. «Καέγκα!, φώναζε. Κάτι έπαθε ό Ζούλου! Χάνει πολύ αίμα άϊτό τά δαγ­ κώματα τών διαβόλων!» «Αφήστε με νά τόν έ~ ξετάσω, γυναίκα!, είπε ό Νόρις. Ξαπλώστε τον χάμω καί παραμερίστε! Είμαι γιατρός!»


25) <Ό! Καέγκα!, είπε ή “Αννα μέ δάκρυα στα μάτια. Ό Ζούλου ήταν τόσο άνδρεΐος! Τό έπαθβ άύτό έπειδή θέλησε νά σώση έμένα! Δέ θέλω νά. πεθάνη, Καέγκα I» *Μήν κάνης έτσι, “ΑννάΙ,' έί^ ^ Κύριος τής Ζούγκλας. “Ισως οί θεοί χαμογελάσουν! Ό γιατρός θά κάνη δ,τι μπορέσή καί γρήγορα ό Ζούλου θά είναι πάλι καλά!» Μά δέν ήταν ό ίδιος σίγουρος γι’ αύτά. :·Λ "" 1 · ;· ’ " V. \

26) <Τό .παιδιεΐναι σοβαρά πληγωμέννο, Κα­ έγκα!, είπε ό γιατρός Νόρις όταν τελείωσε τήν έξέτασί του. Προσπάθησα νά σταματήσω τήν αί~ μορραγία, μά, άν δέν φτάσουμε έγκαίρως στήν κατασκήνωσί μου γιά νά κάνω έκεΐ μιά χειρουρ­ γική έπίμβασι, φοβούμαι δτι δέν ύπάρχουν πολ­ λές έλπίδες γιά τή ζωή του! Σήκωσέ τον δσο .πιό άπαλά μπορείς, Καέγκα καί άκολούθησέ με !>

\ν\ ν

2β) Στό μεταξύ, σ’ ένα έρημο χωριό, κάτω άπό τά κλαδιά ένός δέντρου, ένα κορίτσι έλεγε σ’ έναν νέο άντρα: «“Ακούσε τό μπαμπά, Ντάγκ! Παραληρεί άπό τόν πυρετό! Δέν μπορώ ν* άνθέξω άλλο!» «Είμαστε καταδικάσμένοι!, μουρμού­ ριζε ένας κατάκοιτος γέρος., Καταδικασμένοι! Βοήθεια! ΟΙ νυχτερίδες έρχονται νά μού ρουφή­ σουν αίμα! Διώξτε τες! Διώξτε τες μακρυά!»

..............

27) Λευκός Κύριος της Ζούγκλας, μέ τό πρόσωπο συσπασμένο άπό λύπη, σήκωσε τό μα­ τωμένο κορμί τού μικρού νέγρου μέ τρυφερότη­ τα μητέρας καί άκολρίβησε τόν Νόρις μέσα στή ζούγκλά. «ΤΩ θεοί!, μουρμούριζε. Γιατί νά συμβή αύτό στόν πιστό καί άφωσιωμένο φίλο μου; Γιατρέ! Κόνε δτι μπορείς! Ό Ζούλου δέν πρέ­ πει νά πεθόΦη! Είναι καλό παιδί!»

29) Άπό έναν κοντινό λοφάκο, δυό Ιθαγενείς παρακολουθούσαν τή^σκηνή. «Άκουσέ τον!, εί­ πε ό ένας. Είναι γεμάτος άπό κακά πνεύματα!» «Ναι, άρχηγέ Μπόνκο!, άπάντησε ό άλλος. Κύτταξε! Τά κακά πνεύματά τους είναι τόσα ώστε φαρμάκωσαν τήν πηγή καί τά ζώα πεθαίνουν! “Ολοι τους έκεΐ κάτω είναι δαίμονες καί πρέπει νά έξοντωθοΰν, άρχηγέ Μπόνγκο!»


«Ναί, είπε ό Μπόνγκο. "Ολοι τους δαίμονες, Εκτός άπό τόν λευκό κύριο πού μάς προειδοποίησε γιά τΙς συμφορές πού θά μάς φέ­ ρουν! "Ελα! θά γυρίσουμε στό χωριό καί θά Ετοιμάσουμε τόν Γίγαντα! ΟΙ θεοί θά χαρουν άπόψε!» Καί οι δυό Ιθαγενείς γύρισαν τούς ζέβρους τους, κατέβηκαν τήν άντίθετη πλαγιά του λόφου καί ξεμάκρυναν καλπάζοντας..

) Ό άρρωστος γέρος κάτω άπό τό δέντρο άκουσε τόν καλπασμό τους καί φώναξε: «Ακου­ στέ! Ακούστε τά φτερά τους πώς χτυπούν! θά μέ πνίξουν, θά μοΰ ρουφήξουν τό αίμα! θά... ώ!» Κι* έκλεισε τά μάτια του, γέρνοντας τό κε­ φάλι του πρός τά πίσω. «Δόξα σοι ό θεός!* μουρμούρισε τό κορίτσι. Τόν πήρε 6 ύπνος! "Ε­ τσι θά μπορέσουμε νά κοιμηθούμε λιγάκι!»

32) «Ναί, άγάπη μου, είπε ό νέος άντρας, θά σού φτιάξω τό κρέββάτι γιατί είσαι πολύ κουρασμένη γιά νά τό κάνης αύτό! Κάνε κου­ ράγιο... Μιά μέρα θά ξεφύγουμε άπό αύτή τή φριχτή ζούγκλα καί τότε θά πάμε άμέσως νά παντρευτούμε! Σ* άγαπώ, Σιοΰ! Είσαι ή μόνη γυναίκα στόν κόσμο γιά μένα!» Καί δοκίμασε νά τήν άγκαλιάση καί νά τήν φιλήση.

33) -Μά αύτή τραβήχτηκε πίσω. «Στάσου, Ντάγκ! εΐπε. Δέν είναι ώρα γιά δνειραί Εκεί­ νο που πρέπει νά κάνουμε είναι νά βρούμε κα· νέναν τρόπο νά βγούμε άπό αύτό τό άδιέξοδο!» «Δίκιο Εχεις Σιου!, είπε ό Ντάγκ. θά-δοκιμά­ σω πάλι νά βάλω σέ λειτουργία τό ραδιοπομπό. "Ιρος μπορέσω νάρθώ σ* Επαφή μέ τόν άστυ* νόιιοί»

34) Μά οι Ελπίδες τους βγήκαν μάταιες πάλι. Ό Ντάγκ κάθησε μπροστά στή συσκευή τού ρα­ διοπομπού καί προσπάθησε νά στείλη σήματα. Κούνησε τό κεφάλι άπογοητευμένος. «Δέν γί­ νεται τίποτα, Σιού, εΐπε. *Ά·ν είχα Εκείνα τά Ε­ ξαρτήματα πού χάθηκαν, θά μπορούσα νά κάνω κάτι. Δέν μπορώ όμως νά καταλάβω- πώς χάθη­ καν τά Εξαρτήματα τού ραδιοπομπού!»"

) «Ούτε έγώ μπορώ νά καταλάβω, Ντάγκ!, άπάντησε τό κορίτσι* μέ ταραχή. Συμβαίνουν πολλά άνεξήγητα πράγματα. Πρώτα μάς Επιτί­ θενται τά σκυλιά. "Επειτα Εξαφανίζονται τά Ε­ ξαρτήματα. ΟΙ άχθοφόροι μας λιποτακτοΰν... καί δέν ξέρουμε τί συνέβη στόν γιαΐρό ΙΉόρις!... "Λ! Κύτταξε Εκεί! Ποιοι είναι αύτοί πού μπαί*· νουν στή καταοκήνωσί μας; "Ενας... Ελέφαντας!»


36) τΗταν πραγματικά ό Μάρμο πού ,μέ τήν "Αννα στήν πλάτη του, άκολουθούσε τόν Νόρις, τάν άστυνόμο καί τόν Καέγκα, πού κουβαλούσε τόν Ζούλου. «Ντάγκ, Σιου!, φώναξε ό Νόρις. Γρήγορα! Ετοιμάστε τό χειρουργεκό τραπέζι στή σκηνή μου! Δέν προλαβαίνω νά σάς έξηνήσω! Ό Καέγκα κι' ό άστυνόμος τής περιοχής θά σας πουν τΐ συνέβη! Γρήγορα!»

37) ΟΙ δυό νέοι έτρεξαν στή σκηνή* του για­ τρού καί, ένώ ή Σιού έτοίμαζε-τό χειρουργικό τραπέζι, ό Ντάγκ παραμέριζε τήν πόρτα τής σκηνής γιά νά μπή ό Καέγκα μέ τόν Ζούλου. «Συμφορά!, μουρμούρισε ό Ντάγκ. Συμφορά για όλους όσοι έρχονται σ’ έπαφή μέ τήν άποστολή Μπόλτον. Τό καημένο τό παιδί! Ελπίζω νά μήν είναι πολύ σόβαρό τό τραύμα του!»

38) «ΜεΓνε έξω, Καέγκα!, είπε ό γιατρός. Δέ θά μέ βσηθήσης καθόλου μέ τήν παρουσία σου, γιατί είσαι πολύ ταραγμένος!» Καί, καθώς ό Καέγκα γύριζε γιά νά βγή, ό Νόρις άρχισε νά καθαρίζη τά χέρια του, λέγοντας στή Σιου: «?Σιοΰ, φέρε τή μάσκα τού χλωροφορμίου! Πρέ­ πει νά τό άναισθητήσουμε τό καημένο τό νεγράκι!» «Αμέσως γιατρέ μου!...»

39) Λίγες στιγμές άργότερα, όταν ή διαδι* κασία τού χλώροφορμίου τελείωσε, ό γιατυός έσκυψε μέ τό νύστέρι στό χέρι. «θά.... θά τού κό­ ψετε τό πόδι,; γιατρέ;» ρώτησε ή Σ ιού «Δέν ξέ­ ρω άκόμα, είπε ό Νάρις. ΛΑν ή γάγγραινα δέν έχει άρχίσει άκόμα νά τόν μαλύνη, υπάρχει μιά μικρή έλπίδα νά σωθή, άν βέβαια.^,. θέλει ό θεός!.. .»

40) Τήν ίδια ,ώρα, έξω άπό τή σκηνή, ό Κα­ έγκα καί ή "Αννα, περίμεναν προσευχόμενοι. «"Ω! Καέγκα, έλεγε ή "Αννα. Δέν πρέπει νά πεθάνή ό Ζούλου, ό μικρός φίλος μας, πού τόσο τόν άγαπούμε!» «"Αννα, άγάπη μου!, άπαντουσε δ Καέγκα. "Ας προσευχηθούμε ατούς θεούς νά τόν άψήσουν νά ζήση! Είναι τόσο καλό παιδί, τόσο πιστό καί άφωσιωμένο!»

41) Πέρασαν μερικές ώρες άβάστοιχτης άγωνίας. ΚΓ δταν τέλος ή πόρτα τής σκηνής ά­ νοιξε »καΙ ό Νόρις βγήκε έξω, οι δυό νέοι γύρι­ σαν μέ άγωνία πρός τό μέρος τρυ. «Περιμένετε άκόμα, €; είπε ό Νόρις χαρούμενα. "Εχω μιά έκπληξι γιά σας τούς δυό!» «Ό... Ζούλου σώ­ θηκε, I; φώναξε ή "Αννα. Μά... θά μπορέση νά περπατηση πάλι τό παιδί;»


}

42) Τήν άπάντηοι τήν Εδωσε δ Ιδιος ό Ζούλου, πού βγήκε άπό τή σκηνή μέ τή βοήθεια ένός δεκανικιού. «Γειά σας, ψίλοι μου!, είπε. Ό λευκός μάγος μ* Εκανε καλά! Σέ λίγες μέρες, λέει, θά μπορώ νά περπατήσω Ελεύθερα!» Τό πρόσωπο του λευκού Κυρίου της Ζούγκλας Ελαμψε άπό χαρά. «Όί θεοί είσάκουσαν τις προσευI χές μας! 'Ό Ζούλου σώθηκε!»___________ __

43) Μόρφασε ξαφνιασμένος, δταν είδε δά­ κρυα νά κυλούν άπό τά μάτια τής "Αννας καί νά βρέχουν τά μάγουλά της. «Μά γιατί κλαΐς, "Αννα; θάπρεπε νά είσαι εύτυχισμένη καί νά γελάς!» «Είμαι εύτυχισμένη, Καέγκα! Τρομερά εύτυχ σμένη! Τά δάκρυα αυτά είναι δάκρυα χα­ ράς γά τή οωτηρία τοΰ Ζούλου! Εύχαριστώ, γιατρέ Νόρις! Ευχαριστώ πολύ!»

44) «Ναί, γιατρέ!, είπε κΓ ό Καέγκα. Σ’ ευχαριστούμε πού Εσωσες τόν Ζούλου. Ζητήστε δ,τι θέλετε άπό μένα.. .» «Τό μόνο πού θά μπο­ ρούσα νά σού ζητήσω, Καέγκα, είναι νά προσπαθήοης νά πείσης τόν Μπόλτον, τόν Ντάγκ καί τή Σ ιού νά πάψουν νά ψάχνουν γιά νά βρούν τό Χαμένο ^Ορυχείο Διαμαντιών! Αυτό θά ψέρη κι* άλλες συμφορές!. . .»

45) Τήν ίδια ώρα, σ’ Ενα γειτονικό χωριό Ι­ θαγενών, ό μάγος τής φυλής Ελεγε στον άρχηγό: «Κύτταξε μέσα στό ιερό μαγκάλι, Αρχη­ γέ. .. καί πές μας τί διατάζουν οί θεοί μας!» «Ψιθυρίζουν δτι ό λευκός είπε τήν άλήθεια κΓ δτι Εκείνοι, πού ταξειδεύουν μαζί του στά μέρη μας, είναι γεμάτοι άπό κακοποιά πνεύματα πού φέρνουν συμφορά!»___________________ _

46) Καί ό άρχηγός τής φυλής άνωρθώθηκε καί γύρισε στούς πολεμιστές, πού περίμεναν γύ­ ρω τήν άπόφασί του. «Οί λευκοί διαδόλοι πρέπει νά πεθάνουν!, φώναξε. "Έχουν δμως μπαστούνια, πού βγάζουν φωτιά καί κεραυνό καί σκοτώνουν άπό μακρυά! ΓΓ αύτό δέ θά πάμε μόνοι μας νά τούς βρούμε! θά πάρουμε μαζί μας καί τόν Γί­ γαντα! Ετοιμάστε τον!»

47) Μερικοί άπό τούς πολεμιστές ξεμάκρυ­ ναν τρέχοντας κι* δταν ξαναγύριραν σέ λίγο μέ­ σα άπό τούς θάμνους, τούς συνώδευε Ενας άπό τούς μεγαλύτερους Ελέφαντες, πού είχε ποτέ άντικρύσει μάτι ΑνθρώπουI «'Ο Γίγαντας!, φώναξαν οί πολεμιστές άλοι μαζί. Ό Γίγαντας! Κανένας δέν μπορεί νά τού άντισταθη ! Κανένας δέν μπο­ ρεί νά τόν νυκήση.! Κανένας! Κανένας!»


48) Μά’δ' ίναέζκα και οί καινούργιοι φίλοι του δέν υποψιάζονταν και τόν τρομερό κίνδυνο πού τούς άπειλοϋσε. Ό Καέζκα ήταν αισιόδοξος. «Είναι δλα τόσο ήσυχα έδω γύρω, είπε, ώστε δυσκολεύομαι νά πιστέψω δτι οΐ φίλοι μας κιν­ δυνεύουν!» «"Ισως έχεις δίκιο, Καέγκα, είπε ή "Αννα. Ό γιατρός Νόρις δμως φαίνεται πώς βλέπΡΛ διαιρετικά τά πράγματα. "Ακου!»

Σιου μέ ταροιγμένη φωνή: «Φύγετε δσο είναι άκόμη καιρός, Σιού.... Ό Καέγκα κι* ό άστυνόμος θά σας συνοδεύσουν και θά σας βγάλουν άπό τή ζούγκλα, χωρίς νά πάθετε τίποτα, θά έρθω νά σας βρω άργότερα, άφοϋ τελειώσω μιά μελέτη μου γιά μερικά βότανα της ζούγκλας. Εκείνο πού προέχει εΐναι νά σωθή ό πατέρας σας κι* έσε^Ι^

. 50) Μιά φωνή: άκούστηκε πίσω του: «Γιά σταθήτε, γιατρέI Τά άκουσα δλα αυτά! Γιατί θέλετε νά μείνετε πίσω, Νόρις; Δέ μου άρέσει καθόλου αύτό... Κάτι παράξενο κι* δχι καθαρό συμβαίνει έδω!» *0 γιατρός στριφογύρισε μέ μά­ τια πού άστραφταν άπό θυ-μό! «Πώς!, ^φώναξε. Τί υπαινιγμοί εΐναι αύτοί; θέλεις νά πής δτι έ­ χω σχέσι μ* αύτά πού έχουν συμβή;»

σΐ) «Παλιόπαιδο, συνέχισε ό γιατρός τρελλός άπό λύσσα, θά σου δώσω μερικά χαστούκια γιά νά μάθης νά κρατάς τή γλώσσα σου μέσα στό στόμα σου!» Οί δυό άντρες ήσαν έτοιμοι νά ρι­ χτούν ό ένας έπάνω στόν άλλο δταν άντήχησε δυνατά ή φωνή του Καέγχα: «Προσέξτε! Προ­ σέξτε! Μιά όρδή δαιμόνων καλπάζει πρός τό μέρος μας!...» ________________________

ζέβρους τους, έρχονταν καλπάζοντας, συνοδευόμενοι άπό τόν γιγάντιο έλέφαντά τους, πού τά βήματά του έκαναν τό έδαφος νά τραντάζεται σάν άπό σεισμό! «Εμπρός!, ούρλιαζε ό άρχηγός τους. Έπάνω τους, παιδιά! Αφήστε τό Γί­ γαντα νά έκδικηθή τά κακοποιά πνεύματα καταστρέφοντας τά πάντα!. ..»

ξαπολύθηκαν έναντίον τών λευκών. Χωρίς νά συναντά καμμιά άντίστασι, ό όγκώδης έλέφαντας τών Ιθαγενών άρχισε νά στριφογυρίζη άνάμεσα στις κολύβες του έρημου χωρίου άνατρέποντας τά πάντα στό πέρασμά του! "Αρπαζε τις καλύβες μέ τήν προβοσκίδα του, τις σήκωνε ψηλά .καί τις βροντούσε χάμω! -


54) ηΕνώ ή μάχη λυσσομανοΰσε γύρω, ύ Καέγκα έτρεξε κοντά στόν τετράποδο φίλο του, τόν Μάρμο τόν έλέψαντα. «"Ελα, Μάρμο!, φώναξε Είσαι ή τελευταία έλπίδα μας! Οί μεγάλοι χαυλιόδοντές σου και ή δυνατή προβοσκίδα σου μπορούν νά μάς γλυτώσουν άπό τό διαβολικό τέρας. Πρέπει νά τόν νικήσης, Μάρμο, άλλοιώς δλα είναι χαμένα!»

55). Μά, στδμεταξύ, ή μάχη έγερνε σιάτικα πρός τό μέρος των Ιθαγενών. Ό άστυνόμος €πεσε στα χέρια τους καί φώναζε οτούς άλλους πού πολεμούσαν άκόμα: «Φύγετε! Φύ­ γετε! Υποχωρήστε πρός τούς θάμνους καί κρυφτήτε άνάμεσά τους! Είναι ή μόνη σας έλπίδα νά ζεφύγετε! Κρυψτήτε στούς θάμνους καί πηνβίνΕτε νά Φέρετε ένισγύσεις;

56) «Ναί! εϊπε ό Ντάγκ άκούγοντας τά λό­ για αύτά. Ό άστυνόμος^έχει δίκιο! Πρέπει νά φύγουμε! *Από δώ, Σιού! θά δοκιμάσουμε νά χωθούμε στούς θάμνους! ”Αν γλυτώσουμε θά τρέζουμε νά φέρουμε ένισχύσεις γιά νά έλευθερώσουμε τόν άστυνόμο!» Μά προφέροντας τά λόγια αύτά δέν πρόσεξε τήν έκπληκτική άλλοιγή του προσώπου του γιατρού, πού στεκόταν δίπλα του:

57) Τά χαρακτηριστικά του γιατρού συσπάατη.καν καί πήραν μιά σατανική έκφρασι. Ξαφ­ νικά, γύρισε καί, μέ τόν ύποκόπανο τής καραμπινας πού κρατούσε, χτύπησε μέ δύναμι τόν Ντάγκ Κόνολυ στό πίσω μέρος του κεφαλιού! Ό Ντάγκ κατέρρευσε ζαλισμένος παρατώντας τό πιστόλι του. «Πιάστε τον!» φώναξε ό Νόρις στούς Ιθαγενείς.

58) Τήν ίδια στιγμή, ό ΚαέγΚα, ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας, πηδούσε έπάνω στόν Μάρ­ μο καί τόν έσπρωχνε πρός τόν Γίγαντα. «Εμ­ πρός, Μάρμο!, φώναξε. Εμπρός, παλληκάρι μου ! Μή σου κάνει έντύπωσι ό όγκος τού τέρα­ τος! Είναι γέρος καί άργοκίνητος! Έσύ είσαι νέος καί δυνατός καί γοργός! θά τόν νικήσης, Μάρμο παλληκάρι μου! θά .τόν νικήσης!» Ό

Μάρμο τέντωσε στά πλάγια τά πελώρια αυτιά του, σάν δυό γιγάντιες βεντάγιςς, σήκωσε ψηλά τήν προβοσκίδο καί σάλπισε μ* 'άύτή τόσο δια­ περαστικά ώστε, γιά μιά στιγμή, οί άνθρωποι πού πολεμούσαν σταμάτησαν. "Επειτα, χαμήλωσε τό κεφάλι του, σάλπισε άκόμα μιά φορά τό πο­ λεμικό σάλπισμα τής φυλής του, καί ώ,ρμησε θαρ­ ραλέα έπάνω στόν μεγαλόσωμο άντίπαλό του!


λ\Ϊ

ΐ(αί τότε^οί δυό προ^σκ&οφάροι

____________

Ιι {

τες σαν κρουστή καν μ* έναν κρότο, πού θύμιζε Ανοιξιάτικη βροντή· Γιά μιά στιγμή, οί δυό έλέςκχιντες έμειναν Ασάλευτοι, έξουδετερώνοντας 6 ένας τή φόρα του άλλου. "Επειτα, μέ γρυλλίσματα άπογνώσεως και Ανήμπορης λύσσας, 6 Μάρμο άρχισε νά χάνη έδαφος μπροστά στόν τρομερό Αντίπαλό του!

Ζ' \ ^ '· 60) Ό έλέΦαντας του Λευκού Κυρίου της Ζούγκλας υποχώρησε, σαστισμένος μπροστά στίς ... κεφαλιές πού του έδινε ό γιγάντιος Αντίπα­ λός του, μην μπορώντας νά Αντισταθή καί νά άπαντήση στά χτυπήματα. Ό Καέγκα κατάλα­ βε δτι, άν συνεχιζόταν ή μάχη, ό Μάρμο -κινδύ­ νευε νά σκοτωθή! «Φύγε, Μάρμο!, φώναξε. Φύ-Χ νε!» Μά ήταν πιά πολύ Αργά.

61) Μιά τρομακτική κεφαλιά του Γίγαντα έκανε τό Μάρμο νά παραπατήση βογγώντας καί νά χάση ^ τήν Ισορροπία του. Γιά νά μή βρεθη κάτω άπο τό όγκώδες σώμα του τετράποδου φί­ λου του, ό Καέγκα πήδησε. Μά δέν υπολόγισε καλά καί, χτυπώντας έπάνω σ’ ένα δέντρο, έπαψε νά -βλέπη καί νά άκούη καί βυθίστηκε σέ ααυρο σκοτάδι!

62) Ή "Αννα, πού είχε στό μεταξύ αίχιιαλωτιοτή Από τούς Ιθαγενείς, παρακολούθησε μέ σπαραγμό <|κ;γής τήν Απίστευτη έκείνη γιγαντο­ μαχία καί τό φριχτό τέλος της. «θεέ μου!, φώ­ ναξε μέ τσακισμένη Από τόν πόνο φωνή, θεέ μου! Ό Καέγκα σκοτώθηκε! Ό Λευκός Κύριος τής Ζούγκλας δέν ύπάρχει πιά! Πέθανε ό Αγα­ πημένος μου!»

65) «Ναί!, είπε ... τώθηκε προσπαθώντας^ νά σώση έαάς! Καί δλα αυτά είναι δουλεά του γιατρού Νόρις! "Επεισε τούς Ιθαγενείς πώς έχουμε μέσα μας κακοποιό πνεύματα καί πώς, άν δέν μάς έξοντωσουν κιν­ δυνεύουν νά χαθούν κι* οί ΐδοι κι* δλα τά ζώα της ζούγκλας! Είσαι διαβολικός άνθρωπος, Νόοιο! Γιατί δμως τό έκανες αύτό;»_____________|

64) Χωρίς νά του στόν Αρχηγό τών Ιθαγενών: «Είναι κακοποά πνεύματα, ώ Αρχηγέ! Δέν τό διαπίστωσες αύτό καί μόνος σου;» «Ναί, είδα τή φαρμακερή πηγή καί Ακόυσα τά δαιμονικά παραμιλητά αύτου του Ανθρώπου!» «θεέ καί Κύριε!, φώναξε ό Μπόλτον. Ήταν ό πυρετός, άνθρωπε, πού μ* έκανε νά παραμιλώ έτσι!»


!/ί, γ Ό Αρχηγός των ιθαγενών θύμωσε *αί εί­ πε μέ μάτια πού άστραφτοτν: «Φτάνουν οί πολλές κουβέντες! Εσένα θα πιστέψω ή τά ίδια τά μά­ τια μου καί τ’ αυτιά μου; Εμπρός! Δέστε τούς αιχμαλώτους μας! θά ξεκινήσουμε για τήν Κοι­ λάδα του Καλού Λευκού κι’ έκεΐ 6ά βρουν τήν τιμωρία πού τούς ταιριάζει!» Μέσα σέ λίγες στιγ­ μές, ή συνοδεία ξεκινούσε.___________________

67) Στό μεταξύ, πίσω οτό πεδίο τής μάχης, ό μικρός Ζούλου πρόβοολε μέσα άπό Ενα θάμνο καί άρχισε να σέρνεται πρός τό κορμί τού Λευ­ κού Κυρίου τής Ζούγκλας. «*Ώ!, μουρμούρισε. Ακόμα κι* ό γίγαντας ό Μάρμο είναι ζαλσμένος άπό τά χτυπήματα! Καί... 6 Καέγκα ζή! Σα­ λεύει καί προσπαθεί να ση,κωθή ! Ευχαριστώ, εύχαριστώ πολύ, ώ θεοί τής Ζούγκλας!»

ν\ ■ . 69) θεοί τής Ζούγκλας!, μουρίϊδϋρισε. Όδηγήστε μου τό χέρι! "Αν άποτύχω, ό φίλος μου είναι χαμένος!» Καί τό μαχαίρι του ξέφυγε άπό τά δάχτυλά του, έσκισε τόν άέρα σφυρίζον­ τας καί... κάρφωσε τό φριχτό έρπετό στό λαιμό άκριδως πίσω άπό τό κεφάλι! Ό Καέγκα γύρισε μέ πρόσωπο συσπασμένο άπό τήν έκπληξι.«Ερχαριστώ, πιστέ μου φίλε!» είπε.

66) '<ΙΓΐΊτάγκ προσποίθοΰσε, ’ καθώς προχω­ ρούσαν, νά δώση θάρρος στή Σιού. «Κάνε κου­ ράγιο, άγάπη μου, έλεγε. Μήν Απελπίζεσαι! Σή­ κωσε τό κεφάλι σου καί άφησε τήν έλπ<δα νά μπή στήν καρδιά σου! Είμαι βέβαιος δτι στό τέλος θά γλυτώσουμε!» «*0 Καέγκα πέθανε!, σκεπτόταν ή Άννα. Χωρίς τόν Καέγκα δέν μπορεί νά ύπάρχη καμμιά έλπίδα!»_________________________

ιμ

_

68) Καί τότε άπό τό στήθος τού μικρού νέ­ γρου ξέφυγε μιά σιγανή κραυγή τρόμου. Άπό τό δέντρο., πού στη ρίζα ιου ήταν ξαπλωμένος ό Καέγκα, κατέβαινε Αθόρυβα τό σκούρο κορμί ένός τεράστιου πύθωνα, ένός άπό τά μεγαλύτερα έρπετά τού κόσμου! *Η ζωή τού Καέγκα κινδύ­ νευε! Μέ τρελλό χτυποκάρδι καί μέ σταθερό χέ­ ρι ό Ζούλου σήκωσε τό μαχαίρι του.

γΟ)

Μφ οί στιγμές ήσαν πολύτιμες τώρα γιά τόν Καέγκα. "Επρεπε νά βιαστή άν ήθελε νά προλάβη καί νά βρή ζωντανή τήν Άννα καί τούς λευκούς φίλους του. «Πρέπει νά τρέξουμε π ιό γρήγορα κι* άπό τό πιο γρήγορο έλάφι! "Ελα, Μάρμο! Πρέπει νά κάνης φτερά σήμερα! Ή ζωή τής "Αννας κρέμεται άπό σένα!» Καί μέ τόν Ζού­ λου άνέβηκε στόν Μάρμο καί ξεκίνησαν.


*71) Σ^ό μεταξύ, ή συνοδεία των λεϋκών^καί των Ιθαγενών έμπαινε σέ μια κοιλάδα όρυχείων, χαμένην άπό-πολλά χρόνια. «Σταθήτε!, φώναξε ό Μπόλτον. Αυτά πρέπει νά είναι τά μεταλλεία πού έψαχνα νά βρω!» «Ακριβώς, είπε ό ΓΊόρις. Αυτό είναι τό χαμένο μεταλλείο των διαμαντιών! Γά βρήκα μιά μέρα καθώς έψαχνα γιά μερικά σπάνια Βότανα!»

72) «ΓΗξερα, συνέχισε, δτι ό άρχαΐος έκείνος χάρτης πού έχετε μαζί σας, Μπόλτον, ήταν άρκετή άπόδειξις δτι τό όρυχεΐο άνηκε στήν οίκογένειά σας. "Ετσι, γιά νά μείνη στά χέρια μου...» «"Επεισες τούς ιθαγενείς, τόν διέκοψε ό Μπόλ­ τον, δτι έχουμε μέσα μας κακοποιά πνεύματα, σίγουρος δτι αυτοί θά μάς σκότωναν! Είσαι ένας άθλιος καί συχαμερός δολοφόνος, Νόρις!»

73) Ή φωνή του άρχηγου των Ιθαγενών τόν διέκοψε: «"Εφτασε ή ώρα νά άποφασίσω γιά τήν τύχη των κακών λευκών πνευμάτων, γιά τά ό­ ποια μάς προειδοποίησε ό καλός λευκός μάγος! θά πεθάνουν δλοι τους καί τά κορμιά τους θά καούν γιά νά μή* μείνη σημάδι τους έπάνω στή γήι! *Ό Γίγαντας θά τούς σκοτώση μέ τήν πανί­ σχυρη προβοσκίδα του!»

74) Ένώ οί Ιθαγενείς έτοίμαζαν τό γιγάντιο τέρας γιά τήν έκτέλεσι, άλλοι έμπαιναν στήν Ι­ δια κοιλάδα καί κύτταζάν κάτω μέ άγωνία. ’Ήτοιν ό Καέγκα κιΓ ό Ζούλου καβάλλα στόν Μάρμο. «Φτάσαμε στήν ώρα, Ζούλου!, είπε μέ χαρά ό Καέγκα. Δέν έχο^ν άκόμα πειράξει τήν "Αννα ή τούς λευκούς φίλους μας. "Ισως μπορέσουμε νά τούς σώσουμε!»

75) Καί ό Λευκός"Κύριος της Ζούγκλάς συ­ νέχισε: «ΟΙ έλπίδες μας είναι πολύ μικρές, Ζού­ λου ! Ό έχθρός είναι Ισχυρότερος, γιατί οΐ Ιθα­ γενείς έχουν άκόμα μαζί τους τό όγκώδες αύτό κτήνος. Μά. .. γιά στάσου! Μου ήρθε μιά Ιδέα, μιά παράξενη ιδέα! Βλέπεις τόν έλέφαντα; Πρό­ σεξες δτι στέκεται άκριβώς έπάνω στά σίδερα, δπου τρέχουν τά βαγονάκια του όρυχείου;»

76) «"Ακούσε τώρα τό*σχέδΐό μδυ, πρ^ ό Καέγκα. Έπάνω στίς γραμμές ύπάρχουν δυό βαγόνια γεμάτα άπά μετάλλευμα. Αύτά είναι ή μόνη έλπίδα μας. Χρειάζομαι 6μως τή βοήθειά σου, Ζούλου!» ^Ζήτησε δ,τι θέλεις, ώ Λευκέ Κύ­ ριε της Ζούγκλας!, άπάντησε ό μικρός νέγρος. Ό Ζούλου είναι πρόθυμος νά κάνη τά πάντα γιά σένα, άκόμα καί νά πεθάνη!»_________


77) Στό μεταξύ κάτω, στην κοιλάδα, οί ιθα­ γενείς έτοίμαζαν τόν Γίγαντα γιά τήν έκτέλεσι των αΙχμαλώτων. “Ένας άπ’ αύτούς Ανέβηκε έπάνω του καί άρχισε νά τόν παροτρύνη νά προχωρήση πρός τό μέρος, όπου είχαν συγκεντρώσει τούς μελλοθανάτους, ένώ άλλοι, καβάλλα σέ ζέ6ρους, άψηναν. χουγιατά δεξιά κι* Αριστερά του έλέφαντα.

78) Ό ίδιος ό άρχηγός των Ιθαγενών ούρ­ λιαζε: «Εμπρός Γίγαντα! Τσάκισέ τους μέ τα πέλματά σου! Πνίξε τους μέ τήν προβοσκίδα σου! Τρύπησέ τους μέ τούς χαυλιόδοντές σου! Είναι κακοί, Γίγοτντα! Είναι γεμάτοι κακοποιό πνεύ­ ματα καί ήρθαν στή Ζούγκλα γιά νά σκορπίσουν τό θάνατο καί τή συμφορά! Σκότω. ..» Ουρλιαχτά τρόμου τόν έκαναν νά σταματήση.

79) Γύρισε καί άντίκρυσε, έντρομος καί κα­ τάπληκτος, κάτι πού γέμισε μέ δέος την πρωτό­ γονη καί άφελή ψυχή του. Δυό βαγονάκια γεμά­ τα πέτρες κατέβαινοιν μέ μεγάλη γρηγοράδα έπάνω στίς ράγιες, κάνοντας έναν παράξενο θό­ ρυβο πού θύμιζε βροντή! «Παραμερίστε!, φώνα­ ξε στούς άνθρώπους του. Αύτή ή σατανική μηχα­ νή θά μάς σκοτώση!»

80) Μά ήταν πιά πολύ άργά! Τά βαρειά βαγονάκια, σπρωγμένα άπό τόν μικρό Ζούλου, πού — σύμφωνα μέ τίς.όδηγίες τού Καέγκα — είχε λύσει τά φρένα τους, έπεσαν έπανω στόν Γίγαντα καί τόν χτύπησαν μέ τόση δύναμι, ώστε ό τερά­ στιος έλέφαντας παραπάτησε καί έχασε γιά μιά στιγμή τήν Ισορροπία του! Πολλοί Ιθαγενείς σκο­ τώθηκαν!

ι) Στό μεταξύ, ό Καέγκα, καβάλλα στόν Μάρμο είχε κατεβή στήν κοιλάδα καί, καθώς ό Γίγαντας στεκόταν στήν άκρη ένός γκρεμού, ζα­ λισμένος άκόμα άπό τό χτύπημα των βαγονιών, έ­ σπρωξε τόν Μάρμο πρός τό μέρος του. «Επάνω του, Μάρμο! ΤΗρθε ή ώρα νά έκδικηθούμε! Ε­ πάνω στό μαμμούθ! Δόσε του μιά καλή κουτου­ λιά νά καταλάβη!»

μηχανής σιδηροδρόμου, ό Μάρμο ρίχτηκε έπανω στόν Γίγαντα καί, πριν αύτός προλάβη νά άντιδράση, τού έδωσε μιά τρομερή κεφαλιά στό πλευ­ ρό. Ό Γίγαντας τρέκλισε πρός τά πίσω σαλπί­ ζοντας θυμωμένα καί τά πόδα του συνάντησαν τό κενό. "Επεσε στόν γκρεμό μέ τρομακτικό γδούπο, κενό. "Επεσε στόν γκρεμό μέ τρομακτικό γδούπο, κάνοντας τό έδαφος νά σαλέψη!


83) ΠρΙν άκόμα οΐ ιθαγενείς συνέλθουν άπό τόν πανικό τους, 6 Κάέγκα ώρμησδ έναντίον του άρχηγοϋ τους: «Σταμάτησε τούς πολεμιστές σου, άν θέλης τή ζώή όου» φώναξε άγριοί «*ΌχιΙ, φώναξε δ άρχηγός- Δέν κάνουμε κανένα κακό! * Τιμωρούμε τούς λευκούς διαβόλους, γιατί είναι γεμάτοι κακά πνεύματα πού φέρνουν τό θάνατο ι σέ άνθρώπους καί σέ ζώα!»

β4) «Αύτός έδω είναι ό κακός!, φώναξε ό Ντάγκ άρπάζοντας τόν Νόρις άπό τό λαιμό. Όμολόγησε, παλιάνθρωπε πριν σέ ξεκάνω!» «ΜήΊ, μουρμούρισε ό Νόρις. θά μιλήσω! Έγώ τά έ­ κανα δλα! Έγώ έκλεψα τά έξαρτήματα του ρα­ δίου, έγώ έρριξα δηλητήριο στήν πηγή και τούς έπεισα νά έξαπολυσουν έναντίον σας τά άγρια σκυλιά τους!...»

I" 85) «"Ωστε αυτός ήταν τό κακό πνεύμα!, νούλλισε ό άρχηγός. Πρέπει νά τιμωρηθή!» Μά ό Καέγκα τόν στοιμάτησε: «Στάσου! Ό Καέγκα σέ διατάζει νά τόν άφήοης! Δέν μπορώ νά ξεχάσω δτι έσωσε τόν μικρό μου Ζουλου! Μή φοβά­ σαι δμως... θά τόν παραλάβη ό άστυνόμος καί θά τόν πάη στήν πόλι δπου θά τιμωρηθη όπως πρέπει γιά τά έγκλήματά του!»

87) "Επειτα άπό λίγο, δ Καέγκα, ή γυναίκα του "Αννα κι* δ μικρός φίλος τους Ζούλου, ξε­ μάκραιναν καβάλλα στόν τέταρτο φίλο τής συν­ τροφιάς τόν Μάρμο. Ξεμάκρυναν καί χάθηκαν μέσα στή ζούγκλα, στό σπίτι τους, άφήνοντας πίσω ένα ευτυχισμένο ζευγάρι, τόν Ντάγκ καί τή Σιοΰ, κι* έναν ευτυχισμένο πατέρα, τόν έξερευνητή Μπόλτον...

^ ι» 86) «Τό σχέδιό του ήταν έκπληκτικό καί πρω­ τότυπο σέ σύλληψι, είπε λίγο άργότερα ό Ντάγκ. Καί παραλίγο νά πετύχη καί νά^ μάς έξοντώση δλους, παίρνοντας έτσι τό όρυχεΐο των διαμαντιών! "Αν δέν ήσουν έσύ, Καέγκα!» «Δέ θέλω εύχαριστίες, φίλοι μου!, είπε δ Καέγκα. Τά ευ­ τυχισμένα χαμόγελά σας είναι γιά μένα ή μεγα­ λύτερη άμοιβή!»

Στό 12ο τεύχος του «ΤΟ.=.ΟΥ» πού θά κυκλοφορήση τήν έρχόμενη ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ δημοσιεύεται ή θυελλώδης περιπέτεια του Ποντοπόρου ΜΠΡΙΚ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ Είναι μιά παράξενη Ιστορία, γιά έναν παράξενο λαό, πού ζή σέ μιά μακρυνή καί παράξενη χώρα! Όλόκληρο στό έρχόμενο τεύχος


οι ιιεριιιετειες; του ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ (Σι/νέχεια άπό τή 2η σελίδα)

ρέσουμε νά πάρουμε τά όπλα μας!... £Ϊπε ό Ρίτς. Κι υστέρα, γυρνώντας σέ μένα, είπε; — Άκου δώ, Ντάβιντ, ξέρεις που έχουμε τά πιστόλια; , · -Και βέβαια! Ό Ντάβιντ ξέρει!_ Ο Ντάβιντ είναι πρώτης τάξεως παλληκάρι! — έρεις κάτι, παιδί μου; Αύτός ό άγριος Χαϊλάντερ είναι πολύ έπικίνδυνος άνθρωπος. Είναι καί μεγάλος έχθρός του Βασιλιά Γεωργίου, πού ό θεός νά τον έχη πάντα καλά! Ποτέ δέν μουχαν μιλήσει μέ τόση ^καλοσύνη, ούτε κι εΐχα ακούσει τόσες φορές τό όνομά μου, όσο αυτή τή φορά. "Ελεγα όμως συνέχεια «ναι», σά νάταν πολύ φυσικά όλα οοα μου ελεγαν. — Τό δύσκολο είναι, είπε στο τέλος ό καπε­ τάνιος, πώς όλα τά όπλα μας, μεγάλα καί μικρά, είναι στο καρρέ, κάτω άπ’ τή μύτη του. Καί τό μπαρούτι μας άκόμα έκεΐ μέσα είναι. Τώρα, άν έγώ ή κανένας άξιωματικός πήγαινε μέσα καί τάπαιρνε, αύτός άμέσως θά καταλάβαινε πώς κά­ τι τρέχει. "Ενα παιδί όμως, σαν έσένα, θά μπο­ ρούσε νά πάρη κι’ ένα καί δυο άκόμα πιστόλια καί κάμποσο μπαρούτι, χωρίς νά βάλη κακό στό νου του αύτός. ’Άν λοιπόν τά καταφέρης καί πας έξυπνα καί τά πάρης, θά τό θυμηθώ^έγώ όταν θά χρειαστή νάχης φίλους, κοντά οου, όταν δηλα­ δή φτάσουμε στις Καρολίνες. Εκείνη τή στιγμή ό κύριος Ρίτς του ψ.θύρισε κάτι στ* αυτί: — Πολύ σωστά, κύριε! είπε ό καπετάνιος. ΚΓ υστέρα, γυρνώντας προς τό μέρος μου. πρόσθεσε: —"Ακου δώ, Ντάβιντ! Αυτός ό άνθρωπος έχει μιά ζώνη γεμάτη χρυσάφι κι έχεις τό λόγο μου, άν τά βγάλης πέρα μαζί του, νά^σέ άφήσω νά πά­ ρης καί σύ τό μερδικό σου άπ’ τό χρυσάφι πού έχει στή ζώνη του. Του είπα πώς θά έκανα ό,τι ήθελε, μ* όλο πού μου εΐχε κοπή ή άνάσα άπ’ τήν άγωνία. "Υστερα μου έδωσε τό κλειδί τής κασέλας ποϋχε τά μπου­ κάλια μέ τό κρασί καί κίνησα σιγά - σιγά νά γυ­ ρίσω πίσω οτό κάρρέ. Τί θάκανα; Είχα νά λογα­ ριαστώ μέ κακά σκυλιά καί μέ κλέφτες! "Ως καί μένα τον ίδιο μ’ είχαν αρπάξει άπ’ τήν πατρίδα μου κι είχαν σκοτώσει τόν καημένο τον Ράνσομ. θά τούς άνοιγα έγώ τό δρόμο γιά νά κάνουν κι* άλλο φόνο; Άπ’ τήν άλλη μεριά όμως, πρόδαλε καθαρά μπροστά μου ή εικόνα του θανάτου. Για­ τί τί θά μπορούσε νά κάνη ένας (άντρας κΓ ένα παιδί, — κι* άν άκόμα πολεμούσαν σά λιοντάοια, — βάζοντάς τα μέ τό τσούρμο ένός ολόκληρου καραβιού; ^ Τό ζύγιζα άκόμα στό μυαλό μου άπ όλες τις μεριές, χωρίς νά τόχω καλά ξεκαθαρίση, όταν μπήκα στό καρέ κι* είδα τόν Ίακωδίτη νά τρώη τό φαγητό του στό φώς τής λάμπας. Πήρα τότε τήν άπόφασή μου. Δέν ήξερα καθόλου τί θά γι­ νόταν, ούτε είχα κανένα συμφέρον ν* άνακατευτώ έγώ σ’ αυτή τήν υπόθεση. "Ομως, χωρίς νά καταλαβαίνω γιατί, πήγα γραμμή πρός τό τρα­ πέζι κΓ έβαλα τό χέρι μου στόν ώμο του. ■ —θέλετε νά σας σκοτώσουν; του είπα. Πήδησε ξαφνικά πάνω καί μέ τά μάτια του μέ ρώτησε τόσο καθαρά, ποόταν σά νάχε μιλήση μέ λόγια. —ΜΩ! ξεφώνισα, όλοι τους έδώ πέρα εΐναι φο­ νιάδες! "Ολοι τους, πέρα γιά πέρα! Σκότωσαν κιόλας ένα παιδί. Τώρα είναι ή σειρά σάς. — Μωρέ τί λές!. . . είπε. Μπάς καί τούς πέρα­

σε πώς θά τά καταφέρουν τόσο εύκολα; Δέν εί­ μαι δά καί του χεριού τους!... "Υστερα, κοιτάζοντάς με παράξενα, μου είπε : *—θάσαι μαζί μου; — Αυτό νά λέγεται! είπα έγώ. Ούτε κλέφτης είμαι ούτε φονιάς! θά μείνω κοντά σας! — Καί γιά ποιό λόγο, ρώτησε. Πώς σέ λένε: — Ντάβιντ Μπάλφουρ, είπα. Κι* ύστερα, έπειδή σκέφτηκα πώς σ’ έναν άν­ θρωπο μέ τόσο ώραΐα ρούχα θά άρεσε ό καλός κόσμος, πρόσθεσα γιά πρώτη φορά στή ζωή μου: — Ντάβιντ Μπάλφουρ τού Σώου !. . . Δέν έδειξε καμμιά άμφιβολία γιά τήν είλικρίνειά μου, γιατί ένας Χαϊλάντερ ήταν συνηθισμένος νά βλέπη μεγάλους εύγενεΐς πού έχουν ξεπέσει. "Ομως, έπειδή κΓ αύτός ό ίδιος είχε χάσει τά κτήματά του, τά λόγια μου τού κέντησαν τή ματαιοδοξία του σά νάταν παιδί: — Λέγομαι Στιούαρτ 1, είπε καί σηκώθηκε πά­ νω. Μέ φωνάζουν "Αλαν Μπρέκ. "Εχω βασιλικό όνομα, μούχουν όμως αρπάξει όλο μου τό βιός. "Οταν τελείωσε τις έξηγήσεις του, σά νάταν πολύ σπουδαία ύπόθεση νά μοΰ τά πή όλα, έκα­ νε τό γύρο τού καρέ γιά νά κοιτάξει πώς θά τά βγάζαμε πέρα στήν αντίστασή μας, όταν θά μάς έκαναν τήν έπίθεση; Τό καρέ ήταν γέρο φτιαγμένο, γιά νά άντέχη στις τρικυμίες. Άπό πέντε του άνοίγματα, μόνο ό φεγγίτης κι’ οί δυό πόρτες ήταν τόσο μεγάλες ώστε νά χωράη άνθρωπος. Οί πόρτες μπορούσαν νά μείνουν άμπαρωμένες. “'Ήταν Καμωμένες .άπό καλό βαλανιδόξυλο κι* είχαν όλο γάντζους καί σύρτες γιά νά μπορούν νά μένουν κλε στές ή άνοιχτές, κατά τήν άνάγκη. Τή μιά, πούταν Κλειστή, την άσφάλισα όσο μπορούσα καλύτερα μέ τούς σύρτες της, όταν όμως γλύστρησα γιά νά κλείσω καί τήν άλλη, ό ’Άλαν μέ σταμάτησε. 4. “Ντάβιντ. .. είπε, μέ συγχωρεΐς, όλο ξεχνάω, τ όνομα τής οικογένειας σου, γΓ αύτό καλύτερα νά σέ φωνάζαρ, άπό δώ καί πέρα, Ντάβιντ... ’Άν άφήσουμε άνοιχτή αύτή τήν πόρτα, θά μπο­ ρέσουμε ν* άντισταθούμε καί νά τά βγάλουμε πέ­ ρα πολύ εύκολώτερα. — θαρρώ πώς θάταν καλύτερα νά τήν κλεί­ ναμε, είπα έγώ. (Ή συνέχεια στό ερχόμενο) 1 Μεγάλη σκωτκτέζιικη Οικογένεια πού ώρισμένα μέλη της βασίλεψαν» στην Αγγλία καί στή Σκωτία.

Εξαιρετικός ένδιαφέρουσα

ΕΙΔΟΠΟΙΗΙΙΣ Ή διεύθυνσις τού «ΤΟ^ΟΥ», θέλοντας νά βοηθήόη άπό τή μιά μεριά τούς άναΥνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό .τήν άλλη_μεριά, νά μεχαλώση τήν κίνησι τού «ΤΟ.Τ.ΟΥ», προσφέρει σ’ όλους τούς άναχνώστες · του — διά τού Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 όλα .τά σχολικά βιβλία τους μέ έ κπτωσι 5% καί μιά'τρίμηνη συνδρο­ μή του περιοδικού μέ έκπτωσι 20 % ! Αναγνώστης τού περιοδικού θεωρείται όποιος προσκόμιση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί έπιδείξη απλώς τέσσερα τεύχη τού «ΤΟ.=.ΟΥ»· (Τεύχος 9 καί έπόμενα).


•"ν·"··.» *|·ν

ΥΖο^ Ιϋβϊ^χΐκ». ^0ββ ^|Ε 12) “Οταν έφτασε στο σημείο δπου άρχιζε" ό μώλος τό αμάξι σκόνταψε έπάνω στις σανίδες καί άναποδογύρισε σκορπίζοντας γύρω φλεγόμε να άχυρα! «Να πάρη ό διάβολοί !, οΟρλιαξε ό άρχηνός των φρουρών. Ποιος άτζαμής τό έκσνε αυτό; Γρήγορα, παιδιά, νά σβύσουμε τή φω­ τιά πριν πάρουν φωτιά οί σανίδες καί καή ό μώλος μαζί με τά έμπορεύματα!

'Ν^«τ-'<·Μ^ί|Ητ|

“ *->) * ανοια σου. αφεντικό!, είπαν οι φρου­ ροί. θά σβήσουμε τη φωτιά δσο νά πής τρία!» Μά πριν προλάβουν νά σκορπίσουν καί νά βρέ­ ξουν τά άχυρα καί νά σβήσουν τή φωτιά., βρον­ τερές έκπυρσο κροτήσεις άρχισαν νά άντηχουν έκεΐ κοντά καί σφαίρες νά σφυρίζουν δίπλα στ’ αυτιά τους. "Ενοτς - δυο έπεσαν χτυπημένοι καί οί άλλοι ξάπλωσαν μπρούμυτα έπάνω στις σα-

***·· *

14) Τ.ήν ίδια στιγμή, άπό ένα κοιταο δάσος,

άναπήδησε μια συντροφιά άπό οπλοφόρους, που τό παρουσιαστικό τους καί οί τρόποι τους έδει­ χναν άπό μακρυά πώς ή σαν ληστοπε,ρατές. Κα­ τέβηκαν την πλαγιά τού λόφου πυροβολώντας. «Έπάνω τους, παιδιά!, φώναζε ένας άπ’ αυτούς, θά τούς καθαρίσουμε πριν προλάβουν νά άμυνθούν! Τό φορτίο είναι δικό μας!»

, Επάνω στή «Λαίδη Σκαρπτ», τό κοφασΤ τού Γερακιού, ό ξακουστός θαλασσοπόρος άκουσε τούς πυροβολισμούς. «Καλέμπ!, φώναξε στον υποπλοίαρχό του. Πυροβολισμοί άπό μουσκέτα! Φαίνεται πώς οί ληστοπε ιρατές έπετέθησαν κιόλας έναντίον τών ανθρώπων τού Σλόαν!» «ίΔιάβολε!, μουρμούρισε ό Καλέμπ. Τόλμησαν νά έπιτεθούν, μολονότι ξέρουν πώς ή κυρία άκουσε τά σχέδιά

16) Καί πρόσθεσε: «Φαίνεται πώς φτάσαμε πολύ άργά, καπετάνιε!» «’Ίσως νά μήν είναι πο­ λύ άργά!, άπάντησε τό Γεράκι άρπάζοντας ένα σκοινί. Πέρασε τό καράβι ξυστά άπ' αύτό τόνκάβο, Καλέμπ! Καί κράτα τό τιμόνι σταθερά!» «Μά. . . Καπετάν Γεράκι!, διαμαρτυρήθηκε ό Φλό Φάρδιν. Τι κάνετε; Ό μώλος είναι άπό την άλλη μεριά!... Σταθήτε!.

17) Μά τό Γεράκι, καθώς τό πλοίο περνούσε κοντά στη στεριά, αίωρήθηκε στην άκρη τού σκοι­ νιού καί, μ’ ένα άκροβατικό πήδημα, βρέθηκε έ­ πάνω στούς βράχους. «Όδήγησε τό καράβι στο αώλο, Καλέμπ! Έγώ θά περάσω τό δάσος, προς την άλλη μεριά του λόφου. Ελπίζω νά προλάβω νά βοηθήσω τούς άνθρώπους τοΰ Σλόαν. . .» Καί χάθηκε μέσα οτό δάσος. ΣΐΛ/έχεια στο άλλο τεύχος



ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τοϋ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του-: ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΙΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ πού έχει μεταφρσσθή σ’ δλες τις γλώσσες του κόσμου Συνέχεια 12η

—"Οχι δά, Ντάδιντ! είπε. Γιά κοίταξε δω και πρόσεξε τί θά σοΰ πώ: Την έπίθεση τή φοβόμα­ στε άπό μια πλευρά. Αυτή δμως ή πλευρά δέν είναι πολύ μεγάλη. "Αν λοιπόν άφήσουμε άνοιχτή τήν πόρτα οί περισσότεροι άπ* δσους θά μάς, ρι­ χτούν θάναι μπροστά μου, κι* αυτό άκριβώς θέλω κι έγώ. "Υστερα πήρε μιά σπάθα άπ’ τό δίχτυ καί μου τήν έδωσε. (ΤΗταν κάμποσες άνάμεσα στά πι­ στόλια). Τή διάλεξε προσεχτικά, κι δσο έψαχνε .κουνούσε άδιάκοπα τό κεφάλι του καί μουρμού­ ριζε πώς σ’ δλη του τή ζωή δέν είχε δη χειρό­ τερα δπλα. "Υστερα μ* έδαλε κάτω άπ’ τό τρα­ πέζι, μ* ένα κουτί μπαρούτι, κάμποσες σφαίρες κι* δλα τά πιστόλια καί μοϋπε νά τά γεμίσω. — Αυτή ή δουλειά, μοϋπε, θαρρώ πώς θάναι καλύτερη γιά έναν άρχοντα σάν καί σένα, παρά νά ξεπλένη πιάτα καί να κουδαλάη κρασοπότη­ ρα σ’ ένα σωρό καραδόσκυλα.. ^ "Υστερα στάθηκε στή μέση του δωματίου, γυ­ ρισμένος κατά τήν πόρτα, καί, τραβώντας τό με­ γάλο σπαθί του, άρχισε νά κάνη διάφορες κινή­ σεις γιά νά δοκιμάση τό χώρο. —ΛΕδώ πρέπει νά σταθώ, εΐπε κουνώντας τό κεφάλι. Νά σου πώ, λυπάμαι... Δέ μου τό βγά­ ζεις άπ’ τό μυαλό πώς θά καλοπεράσουν μαζί μου... Καί τώρα, πάρε τά πιστόλια κι άκου με προσεχτικά. Τοϋπα πώς ήμουν δλος αυτιά. "Ενιωθα τήν ψυχή μου νά σφίγγεται, τό στόμα μου στεγνό, τά μάτια μου θαμπά. "Οσο περισσότερο σκεπτό­ μουν τί άνθρωποι θά χυμοϋσαν μέσα σέ λίγο, τόσο ή καρδιά που πήγαινε νά σπάση. Καί ή θά­ λασσα, πού τήν άκουγα νά γλείψη όλόγυρα τό μπρίκι κι δπου θά μ* έρριχναν νεκρό τήν άλλη μέρα τό πρωΐ, δπως πίστευα, άντηχοϋσε παράξε­ να στ* αυτιά μου. — Πρώτ* άπ* δλα, είπε ό "Αλαν, μέ πόσους έχουμε νά κάνουμε; Λογάριασα μέ τό νου μου, μά τόση ήταν ή βιάση μου, πού τούς έβγαλα διπλούς. — Δεκαπέντε!, του είπα. Ό "Αλαν ψιθύρισε: — Καλά, μπορεί καί νά τά καταφέρουμε. Καί τώρα, έλα κοντά μου. ’Εγώ θά φυλάω τήν πόρτα. Έδώ θά γίνη δλη ή φασαρία. Έσύ δέν έχεις καμμιά δουλειά έδώ πέρα. "Ενα πράγμα νάχης στό νού σου: Μή ρίξης σφαίρα κατά δώ, παρά μόνο άν δής πώς μ* έχουν στρώσει χάμω. Γιατί θά προ­ τιμούσα νάχω δέκα έχθρούς μπροστά μου, παρά ένα φίλο άπό πίσω μου πού νά τραδάη πιστολιές. Τοϋπα πώς δέν είχα ρίξει μέ πιστόλι ποτέ ί­ σαμε τότε. — Πρέπει νάσαι πολύ γενναίος γιά νά μπορής νά τό λές αυτό. Χιλιάδες άνθρωποι, καί πρώτης τάξεως άκόμα, δέ θά τολμουσοιν νά τό όμολο- * γήσουν. —Αλλά, Κύριε, εΤναι κΓ αυτή ή πόρτα πίσω σας πού μπορεί νά τή σπάσουν!... —"Α μπάΐ, εΐπε. Έσύ τά μάτια σου τέσσερα σ* αύτό έδώ τό μέρος. Μόλις γέμισης τά πιστόλια, σκαρφάλωσε πάνω σέ τούτη τήν κουκέτα, καί θά-

χης πρόχειρο τό παράθυρο. "Αν δής πώς πάνε νά άνοίξουν τήν πόρτα, ρίξε τους δσο μπορείς. Δέν τελειώνουμε δμως έδώ. .. Γιά νά ίδώ, άξίζεις γιά στρατιώτης, Ντάδιντ; Τ[ άλλο πρέπει νά προσέχης; — Τό φεγγίτη! είπα. *Αλλά, κύριε Στιούαρτ, γιά νά φυλάξω καλά αυτά τά δυό, θάπρεπε νάχω κι’ άπό πίσω μου μάτια. Γιατί, δταν θά γυρίζω κατά τήν πόρτα, τό παράθυρο θά τδχω πίσω μου! — Σωστό αύτό πού λές, είπε ό "Αλαν. Δέν έχεις δμως αυτιά; · —"Α, βέβαια, ξεφώνισα, θ’ άκούσω πού θά σπάζουν τό τζάμι! — Φαίνεται πώς έχεις λίγο μυαλουδάκι, είπε ό "Αλαν κάνοντας μιά γκριμάτσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΕΙΡΗΝΙΚΗ περίοδος εΐχε πιά τελειώσει. Στό κατάστρωμα, δπου άπό ώρα μέ περίμεναν νά γυρίσω, έχασαν τήν υπομονή τους. Δέν είχε προλάβει ό "Αλαν νά βγάλη άλλη λέξη άπό τό στόμα του κι* ό καπετάνιος φάνηκε στήν άνοιχτή πόρτα. —"Αλτ! φώναξε ό "Αλαν καί πρότεινε τό σπα­ θί του. Ό καπετάνιος στάθηκε. Οϋτε βήμα δέν έκαμε μπρός ή πίσω. — Γυμνό σπαθί, έ; εΐπε. Παράξενη άνταπόδοση τής καλοσύνης μας! — Κοίταξέ με καλά! τοϋ φώναξε ό "Αλαν. Έγώ έχω βασιλικό αίμα μέσα μου. Κι έχω καί βασιλικό δνομα! "Εμβλημά μου είναι ή βελανι­ διά! Τό βλέπεις τό σπαθί μου; "Εχει ανοίξει πά­ νω άπό δέκα κεφάλια Ούίγων. "Αντε, φώναξε τούς τιποτένιους τούς συντρόφους σου, Κύριε, κι* έπιτεθήτε μου. "Οσο γρηνορώτερα άρχίση ή μά­ χη, τόσο πιο γρήγορα θά νιώσης τό ότσάλι του σπαθιού μου νά σοϋ τρυπάη τήν καρδιά. Ό καπετάνιος δέν άπάντηοε στόν "Αλαν. Κοί­ ταξε μόνον έμένα άπό πάνω ώς κάτω, μέ κατάμαυρο βλέμμα. — Ντάβιντ, μοϋπε. Αύτό θά τό θυμάμαι γιά πάντα!... ΚΓ ό ήχος τής φωνής του μέ τύλιξε καί μου φάνηκε σά νά μ* έκοβαν μέ μαχαίρι. Σ’ ένα λεπτό, χάθηκε. — Καί τώρα, είπε ό "Αλοιν, φυλάξου, γιατί άρχίζει ή μάχη! Ό "Αλαν τράβηξε ένα μαχαίρι καί τδσφίξε στό άριστερό του χέρι, γιά ώρα άνάγκης. Έγώ, πάλι, σκαρφάλωσα στήν κοκέτα, μέ μιά άγκαλιά πιστόλια καί μέ κάπως βαρειά καρδιά, κι άνοιξα τό παράθυρο γιά νά σταθώ μποοστά καί νά φυ­ λάω. ’Από κεΐ. μπορούσα νά βλέπω ένα μικρό μέρος τού καταστρώματος, άρκετό δμως γιά τή δουλειά πού εΐχα νά κάνω. Ή θάλασα εΐχε ήσυχάσει, τό ίδιο κι* ό άνεμος, κΓ έτσι τά ξάρτια έ-

Η

ί Συνέχεια στήν προτελευταία σελίδα)

1

31) ■ I)

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ Σταδίου 50 Β ιβλιοττωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 12 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος ’Ανεμοδουράς Διευθύνσεις συμφώνως τω Νόμφ : Διευθυντού Σ. Άνεμοδαυρά : Λ. Θησέως 323 Προϊστ. Τυιτογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9

ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: ’Ετησία 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20 000


Ηβ*" ΙκΜ

Ιϋ/ΜΙ ϋ/Ιί

ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ■**.

ΤΩΝ

»

%

χϊ

ΐυ *?,

X 1

¥

£

Μ

1) Ό Καπετάν Μπρικ, δ ξακουστός Γάλλος Ποντοπδρος, που οΐ άνα γνώστες του «Τόξου* έθαύμασαν στό άνάγνωσμα «Ό Πυρπολητής»^ (τεύ­ ΙΝ χος 7), βρίσκεται μέ τό καράβι του, τήν «Ελευ­ Λ θερία», στόν Κόλπο του Χριστόφορου, στό μακρυνό καί έξωτικό νησί τής Χελώνας, Ιπειτα άπό μιά πέριπέτειά του στα νερά του Ατλαντικού. Λ * Τό πλήρωμα τής «Ελευθερίας» ξεκουραζόταν καί διασκέδαζε μέ τραγούδια καί χορούς έπάνω στό καράβι, μά όλοι τους είχαν πιά άρχίσει να πλήττουν καί νά λαχταρούν μιάν άλλαγή, μιά καινούργια περιπέτεια. Έχαν άρχίσει μάλιστα νά διαμαρτύρωνται. «Τί καθόμαστε έδώ καί τεμπελιάζουμε, καπετάνιε; . 2) Μά δ Καπετάν Μπρικ δέν ήταν μόνο καλό έλεγαν. Δέν πάμε νά χτυπήσουμε κανένα Σπα-'^ παλληκάρι καί άτρόμητος πολεμιστής. ΤΗταν καί νιόλικο λιμάνι;» ' συνετός άρχη>ός καί ήξερε δτι οί άντρες του χρειάζονταν άνάπαυσι, δσο κι* άν αυτοί έπιθυμουσαν δράσ’. "Ετσι, οι θαλασσόλυκοι του Μπρικ περνούσαν τις μέρες τους ειρηνικά, ψαρεύοντας. Ό Μπρικ μέ τόν παπαγάλο του τόν Κομπέ ψά­ ρευαν μέ τό καμάκι.

ιι

I

νΧ

λ Νν3) "Αλλοι, δπως ό Ριπάγ κι* ό Ντό, διασκέ­ δαζαν περισσότερο ψαρεύοντας μέ τά δίχτυα. Μιά μέρα, έρριξαν τά δίχτυα τους οτή θάλασσα, μά, δταν άρχισαν νά τά μαζεύ(*υν, διαπίστωσαν δτι τά δίχτυα ήσαν πολύ βαρειά. «Διάβολε!, μουρ­ μούρισε ό Ριπάγ. Τά δίχτυα είναι άσήκωτα!» «ίΤΩρες είναι, εΐπε δ Ντό, νάχουμε πιάσει κα­ δέναν καρχαρία!..

4) Μά δέν ήταν καρχαρίας. ΤΗταν κάτι πολύ πιό παράξενο καί άπροσδόκητο. «θεοί καί δαί­ μονες!, φώναξε ό Ριπάγ. Τί σόΐ ψάρι είναι αύτό; Μο άζει αέ ξύλινη πλώρη καραβιού! "Ας τό ξαναρίξουμε στή θάλασσα!» «"Οχι!, είπε ό Ντό. ί Μήν τό ρίξης στη θάλασσα. Ό καπετάνιος μας ! έδισφέρεται νά κάτι τέτοια! Πάμε νά του τό δείξουμε!» -Ύ-


5)> Ό Καπετάν Μπρίκ γούρλωσε τά μάτια του, όταν άντίκρυσε τά «ψάρι», πού είχαν πιάσει οΐ δυό σύντροφοί του. «Είμαι ξύπνιος, είπε, ή ο­ νειρεύομαι; Φίλοι μου, αύτό είναι _ένα κομμάτι άπό πλώρη Σκανδιναβικού καραβιού τού 9ου Αιώνος! Αύτό μου θυμίζει μιά παλιά, καί ένδιαψέρουσα Ιστορία...» «Τί Ιστορία, καπετάνιε;» ρώ­ τησε -6 Ριπάγ.

6)' «"Ενας γέρος γεωγράφος Από τήν Όλλανδία, πού είχα γνωρίσει </ ένα άπό τά ταξίδια μου, Απάντησε 0 Καπετάν Μπρίκ^μου δ.ηγήθηκε κάποτε ότι — όπως εΐχε βεθαιωθή μέ πολλές με­ λέτες — οί ΣκανδιναβοΙ είχαν Ανακαλύψει τή Βό­ ρεια Αμερική έξακόσια όλόκληρα χρόνια πρίν πατήση έκεΐ τό πόδι του ό Χριστόφορος Κολόμβος καί οΐ σύντροφοί του ...»

7) «".Ενα δμως πραγμα μέ παραξενεύει, συ­ νέχισε ό Καπετάν Μπρίκ. Βρισκόμαστε στήν Κεν­ τρική/Αμερική καί ό γέρος έκεΐνος γεωγράφος μέ είχε δίαβεβαιώσει δτι οί ΣκανδιναβοΙ δέν εί­ χαν προχωρήσει νοτιώτερα Από τόν "Αγιο Λαυ­ ρέντιο. .. Νόμιζα δτι αύτή ή Ιστορία ήταν ένα παραμύθι, μά τώρα βλέπω πώς ήταν πέρα γιά πέρα Αληθινή...»

8)Λ«"Ας στήσουμε, φίλοι μου, τό λείψανο αύ­ τό του παρελθόντος στήν Αμμουδιά, πρόσθεσε ό Καπετάν Μπρίκ. *Άν τύχη νά ξσν'αρθουμε Από δώ σ' Αλλο μας ταξίδι, θά τό δούμε Από μακρυά». Είχαν περάσει μερικές μέρες, δταν ένα πρωινό ό Καπετάν Μπρίκ είδε έναν Ινδιάνο νά πλησιάζη στήν ξύλινη πλώρη καί νά γονατίζη μπροστά

τηςί... .

9) Παραξενεμένος, ό Καπετάν Μπρίκ πήγε κοντά του καί τόν ρώτησε στή γλώσσα των Ιν­ διάνων: «Ποιός είσαι καί γιατί προσκυνάς έτσι αύτό τό ξύλο, πού δέν ξέρεις κάν Από ποσπροέρ­ χεται;» «Βλαστημάς, Χλωμό Πρόσωπο!, Απάντη­ σε ό Ινδιάνος γεμάτος Αγανάκτησι. Σ' αύτό τό είδωλο προσκυνώ τούς θεούς τών προγόνων εής φυλής μου, πού ήσαν πανίσχυροι θεοί!»

10) «Αυτό είναι παράξενο!, είπε ό Μπρίκ. Ή πλώρη αύτή είναι άπό παμπάλαιο καράβι πού ήρ­ θε Από πολύ μακρυά. Πώς...» «Πρόκειται_γιά μιά Αρχαία Ιστορία, πού μάς Αφησαν οί παπουδες μας μαζί μέ τΙς προγονικές συνήθειες... "Ακού­ σε τήν ιστορία αύτή, Χλωμό Πρόσωπο. "Ας Αρ­ χίσω Από τόν έαυτό μου: τό δνομά μου είναι Σ ιούρντ...»


11) <Εδώ καί πολλά, πάρα πολλά χρόνια, άρχισε νά δι^γήται ά Σ ιούρντ, πολεμιστές παρά­ ξενοι καί δυνατοί, ταξιδεύοντας άπό τήν κατεύθυνσι του βορρά, έφτασαν σ’ αυτά έδώ τά παρά­ λια. .. Τά καράβια τους ήσαν μεγάλα, δυνατά καί καλοτάξιδα καί οΐ πλώρες τους ήσαν σκαλι­ σμένες οέ μορφές ζώων, δπως αύτή έδώ πού βλέπεις. ,»

12) Τό πρόσωπο του Σ ιούρντ έλαμψε άπό μιά παράξενη έκφρασι. «ΤΗσαν μεγαλόσωμοι καί δυ­ νατοί καί άμορφοι!,, συνέχισε μέ θαυμασμό. Τά πρόσωπά τους ήσάν γεμάτα έύγένεια καί τά μαλ­ λιά τους ή σαν χρυσαφιά. Τό κορμί τους ήταν σκε­ πασμένο μέ μέταλλο καί στή μάχή ήσαν τρομε­ ροί και άνίκητοι! Βγήκαν στή χώρα αύτή ένα ά­ μορφο, άνοιξιάτικο πρωινό...» *·

13) «Καί έγκαταστάθηκαν έδώ... "Εχτισαν μερικά χωριά, γνωρίστηκαν μέ τούς}Ινδιάνους τής περιοχής καί οι σχέσεις τους ήσαν φιλικές.Ζουσαν μέ τό ψάρεμα καί τό κυνήγι καί μέ άγρια φρούτα, πού μάζευαν άπό τά δάση. Σ ιγά - οιγά, άρχισαν νά άνακατεύωνται μέ τούς Ινδιάνους καί μιά καινούργια φυλή δημιουργήθηπε μέ τόν και­ ρό. ..»

14) «*Η καινούργια αφτήφυλήν πού πήρέ1 δνομα Όντίνες καί πού ήταν^νά Κράμα των[*Ιν­ διάνων καί τών νεοφερμένων, συνέχισε ό Σ ιούρντ,, έζηοε εύτυχισμένα, ώσπου μιά καταραμένη \ μέ­ ρα έφτασαν σι Σπανιόλοι στή χώρα μας! "Αρ­ χισε τότε ένα φριχτός, έξοντωτικός πόλεμός]μέ τήν καινούργια αύτή φυλή, πού διψούσε γιά αΐμα καί γιά λεηλασία..V 4

15) «Στό τέλος, οί ’Οντίνες άναγκάστηκαν νά ύποχωρήσουν μπροστά στα τελειότερα δπλα καί τήν άριθμητική ύπεροχή τών είσβολέων! Σπρωγμένοι πρός τό έσωτερικό τής χώρας, διέ­ σχισαν άμέτρητα δάση, άπαίσιους βάλτους, φριχτές ζούγκλες, γεμάτες άρρώστεια, κινδύνους καί θάνατο... Τά σαρκοβόρα δρνεα τούς άκολουθούσαν άπό κοντά.

Ιό) «"Επειτα άπό μήνες καί μήνες, τσακισμέ­ νοι άπό τήν κούροοσι, τόν τρόμο καί τήν άπόγνωσι, έφτασαν σέ μιάν άγνωστη; καί μυστική χώρα, περνώντας άπό στενές διαβάσεις, άπ* δπου^μόνο ένας - ένας μπορούσαν νά περάσουν! Έκεΐ, άρ­ χισαν μιά καινούργια ζωή κα έκεΐ ζούν άκόμα σήμερα ήσυχοι καί εύτυχισμένοι καί ξένοιαστοι, χωρίς νά φοβούνται νέο πόλεμο...»


17) "Οταν δ Ινδιάνος τελείωσε τήν άφήγησί ιου, δ Καπετάν Μπρικ έξήτασε άπό πιό κοντά τό κομμάτι της πλώρης. Κάτω άπό δυό κεφάλια λύκων, ξεχώρισε καθαρά μερικά σημάδ'.α, πού άναγνώρισε ώς Ιερογλυφικές παραοτάσεις Ινδιά­ νων. .. Αύτό τόν έκανε νά πάρη άμέσως αιάν άπόφασι, πού τδν έρριξε σέ μιά καινούργια περι­ πέτεια. ·

18) Κάλεσε τούς άντρες του καί τούς εΐπε: «Παιδιά! θά σηκώσουμε άγκυρα! "Εκανα μιά παράξενη άνακάλυψ.! θά πάμε νά βρούμε τούς Ινδιάνους πού έχουν σκαλίσει αύτό τό κομμάτι πλώρης...» «Γιά ποιό λόγο, καπετάνιε; ρώτησε δ Ντό. ΤΙ θά κερδίσουμε! Δέν πάμε καλύτερα νά κουρσέψουμε κανένα Σπανιόλικο καράβι;»

■19) «Μπορεί νά άνακαλύψουμε κάτι πρωτά­ κουστο, παιδιά!, φώναξε δ Καπετάν Μπρικ. Δέν πρέπει νά έχουμε στό μυαλό μας μόνο τα κέρδη,! Σκεφθήτε! θά βρούμε τούς άπογόνους των Σ κανδιναβών, πού άνακάλυψαν πρώτο, τήν Α­ μερική!», «Μπράβο, Καπετάνιε του γλυκού νε­ ρού!» φώναξε δ παπαγάλος δ Κομπέ κάνοντάς τους όλους νά γελάσουν.

20) «Σκασμός, Κομπέ!, γρύλλισε, δ Καπε­ τάν ΜπρΙκ διώχνοντας μ’ ένα χτύπημα ^τοΰ χε­ ριού του τό πουλί άπό τόν ώμο του. Ακουστέ καί κάτι άλλο, παιδιά: δ Σιούρντ άπό δω, πού ύποσχέθηκε νά μάς όδηγήση έκεΐ, λέει πώς τό χρυσάφι είναι τόσο άφθονο στή χώρα των Όντίνων, δσο οί πέτρες σ’ αυτά έδώ τά παράλια! Τί λέτε γι’ αύτό;»

21 - 22) •Έτσι άρχισε μιά καινούργια περίπέκια του Καπετάν Μπρικ καί των άνθρώπων τον, ή περιπέτεια στη Χώρα των ’Οντίνων. ^Ο­ δηγούμενη άπό τόν παράξενο Σιούρντ,, ή «Ε­ λευθερία» έγκατέλειψε τό νησί της Χελώνας κοΛ ανοίχτηκε οτό πέλαγος τό πρωΐ της άλλης μέ­ σος, τήν ώρα πού ό ήλιος πρόβαλλε στόν μα*ρ©νό όρίζοντα. Οΐ ναύτες του Καπετάν Μπρικ τραγουδούσαν

εύθυμα κουρσάρικα τραγούδια καθώς άπλωναν τά πανιά τού καραβιού στόν πρωινό άνεμο. Στό βάθος, ήσαν άλοι τους εύχαριστημένοι, πού εί­ χε πάρει τέλος ή περίοδος τής άδρανείας. Κανέ­ νας τους δμως δέν μπορούσε νά φανταστή τί τούς περίμενε στό τέρμα τού ταξιδιού τους καί πόσες παγίδες τούς είχε κιόλας 'στήσει δ . θά­ νατος, στή μακρυνή χώρα των Όντίνων...


23) Ό Ινδιάνος Σιούρντ ήταν μαζί τους ή­ ρεμος, σιωπηλός και αινιγματικός. Δέν Ανακατευόταν ποτέ στις συντροφιές τους, δέν έπαιρνε μέρος στα γλέντια τους και στά τραγούδια τους. Προτιμούσε νά άκουμπά στήν κουπαστή του καραβιού καί να μένη έκεΐ Ασάλευτος, μέ τά μάτια καρφωμένα στόν όρίζοντα μπροστά, σάν νά Ανυπομονουσε νά τελειώση τό ταξίδι.

24) Μά ό Σιούρντ δέν άνέπνεε καμμιά Εμ­ πιστοσύνη στά παλληκάρια του Μπρίκ. «Ό Κα­ πετάνιος δέν έκανε καλά νά έμπιστευθή σ’ αυτον τόν Ινδιάνο, είπε ένας. Δέ μου άρέσει κα θόλου τό ϋφός του καί ή συμπεριφορά του. Κά. τι μαγειρεύει!» «"Οταν ό Καπετάν Μπρίκ, άηοφασίση κάτι, £Ϊπε ένας άλλος, τίποτα δέν μπορεί! νά του γυρίση τό κεφάλι!»

25) Ταξίδευαν έτσι όκτώ μέρες, Ακολου­ θώντας, σύμφωνα μέ τις όδηγίες του Σ ιούρντ, τις Ακτές τής Κεντρικής Αμερικής, δταν διέκριναν σέ μιάν Αμμουδιά τά σκάφη πολλών ναυαγ.σμένων καραβιών. *Η καρδιά τους σφίχτηκε στο θέ­ αμα αυτό, γιατί οί ναυτικοί δέν μισούν τίποτα στόν κόσμο περισσότερο Από ένα ναυάγιο! Μά δέν είπαν τίποτα.

26) 'Π ιό πέρα, Αντίκρυ σαν κι* άλλα ναυαγισμένα καράβια, πού μερικά ήταν τεράστιοι Σπανιόλικα πολεμικά, καί είδαν έπάνω σέ βράχια καί σέ Αμμουδιές σκελετούς ναυτικών, πού είχαν πεθάνει πολλά χρόνια πρίν. Τό πλήρωμα τής «Ελευθερίας» άρχισε νά σιγομουρμουρίζη καί νά δείχνη φανερά τήν έχθρότητά του πρός τόν Σιούρντ...

217) Ακόμα κι* ό ίδιος ό Καπετάν Μπρίκ άρχισε νά νοιώθη Αμφιβολίες γιά τήν ειλικρί­ νεια καί τούς σκοπούς του Ινδιάνου. Φώναξε ένα ναύτη καί τόν διέταξε: «Πάρε μιά καθετή καί κάνε βυθομετρήσεις χοορίς νά σταματάς, έύτε στιγμή ! Ή θάλασσα έδώ είναι γεμάτη ξέρες καί φοβάμαι μήπως Αφήσουαε στά παράλια αύτά τό κουφάρι τής «Ελευθερίας» καί τό δικό μας!» '

2β) Μισή ώρα Αργότερα, ό ναύτης πού έκα­ νε τις βυθομετρήσεις φώναξε ξαφνικά: «Ή θά­ λασσα ρηχεύει Απότομα, καπετάνιε! Φαίνεται πώς.πλησιάζουμε σέ ξέρα!» «Μάϊνα τά πανιά, παιδιά!, ούρλιαζε ό Καπετάν Μπρίκ. Μάϊνα τά πανιά! Σταματήστε τό καράβι! Πλησιάζουμε σέ ξέρα!» Οί ναύτες ύπάκουσαν γοργά καί τό καράβι σταμάτησε... ί


29) Κατακόκκινος άπό τό θυμό, ό Καπετάν Μπρικ κάλεσε κοντά του τόν Ινδιάνο καί του μίλησε άγρια: «Δοκίμασες νά μάς κάνης νά ναυαγήσουμε!, φώναξε. Νά πέσουμε σέ ξέρα, ό­ πως δλα έκεΐνα τά καράβια πού είδαμε μέ τά πληρώματά τους σκοτωμένα! Γιατί τό έκανες αυτό, Σιούρντ;» «Τό Χλωμό Πρόσωπο γελιέται, είπε αύτός. Δέν έκανα τίποτα!»

30) Μήν ξέροντας τί νά άποφασσίη, ό Καπε­ τάν Μπρίκ, συγκέντρωσε στή σάλλα του καρα­ βιού τά πρωτοπαλλήκαρά του γιά νά συσκεφθούν. «Έγώ νομίζω ότι πρέπει νά γυρίσουμε πίσω, εί­ πε ό Ριπάγ. Δέν μου άρεσε άπό τήν άρχή κιό­ λας αυτή ή περιπέτεια! Ό Ινδιάνος είναι ύπου­ λος κι* άν προχωρήσουμε, φοβούμαι ότι θά μάς βρουν χειρότερες συμφορές...»

31) _ Μά ' Ρ<στό μεταξύ συνέβαινε κάτι- πού κα\ Μ · νένας τους δέν μπορούσε νά ψανταστή καί νά προβλέψη. *Ό Σιούρντ, πού δέν είχοιν σκεψτή νά θέσουν ύπό κράτηοιν, γλύστρησε σάν ίσκιος άνάμεσα στά ξάρτια, διασκέλισε τήν κουπαστή, άρπάχτηκε άπό ένα σκοινί καί κατέβηκε άθόρυβα ώο τή θάλασσα, δπου άφησε τό κορμί του νά γλυστρήση μέσα στό νερό...

32) Κανένας πίσω του, έπάνω στό καράβι, δέν άντελήφθη τή δραπέτευσί του καί κανένας δέν τόν είδε νά κολυμπά μέ μεγάλη έπιδεξιότητα ■καί γρηγοράδα πρός τή στεριά. "Εφτασε έκεΐ άπαρατήρητος καί, προχωρώντας σκυφτά χώθηκε άνάμεσα στά δέντρα. «Πρέπει νά ειδοποιήσω τούς δικούς μου!, μουρμούρισε. Ποέπει νά τούς ειδο­ ποιήσω πριν είναι πολύ άργά!»

33) "Εψαξε μέσα στούς θάμνους, κυττ τας γύρο> του γιά νά βρή σημάδια πού θά τόν ώδηγούσαν στό ψάξιμό του. Στό τέλος, βρήκε αυτό πού ζητούσε. "Εχωσε τό χέρι του μέζα σ* έναν θάμνο καί έβγαλε ένα είδος μικρού ξύλινου βαρελιού, πού τά δυό οτόμιά του ή σαν σκεπα­ σμένα μέ τεντωμένο πετσί. ΤΗταν ένα τάμ-τάμ, σάν έκεΐνα πού χρησιμοποιούν παντού οι ιθαγε­ νείς. ' ___________ ___

34) Κάθησε, έβαλε τό τάμ - τάμ άνάμεσα στά γόνατά του καί, χτυπώντας το μέ τις άνοιχτές παλάμες του, άρχισε νά μεταδίδη ένα μυστηριώ­ δες μήνυμα, πού θά μπορούσε νά μεταφραστή έτσι: «Έδώ, Σιούρντ ! Έδώ . Σιούρντ ! ηένοι πλησιάζουν στή χώρα τών ’Οντίνων! Ξένοι πλη­ σιάζουν στή χώρα τών Όντίνων, άφού ξέφυγαν άπό τις ξέρες! Ξένοι πλησιάζουν στή χώρα μας I»


3£>) Δυό παράξενοι Ινδιάνοι, μέ ξανθά μαλ­ λιά έπιασαν τό μήνυμα του Σ ιούρντ καί τό με­ τέδωσαν μέ τή σειρά τους, χρησιμοποιώντας ώς πάμ^- τάμ^ναν κούφιο κορμό δέντρου: «Σ ιούρντ άναφ4ρει> Ξένοι μέ μεγάλο καράβι πλησιάζουν στή χώρα των Όντίνων! Σ ιούρντ άναφέρει : .=.ένοι μέ μεγάλο καράβι ξέφυγαν άπό τις ξέρες καί πλησιάζουν στή χώρα μας!»

36) "Ετσι, άπό τάμ-τάμ σέ τάμ-τάμ, τό παράξενο μήνυμα διέσχισε μέσα σέ λίγα λεπτά τή ζούγκλα κι* έφτασε ώς ένα μακρυνό καλύβι, τοποθετημένο στήν κορυφή ένός λόφου. *Από έκεΐ, ένας άγγελιοφόρος ξεκίνησε τρέχοντας σάν τόν άνεμο γιά μιά πόλι, πού δέν είχε άκόμα άντικρύσει μάτι Ευρωπαίου! ΤΗταν κρυμμένη μέ­ σα σέ μιά βαθειά κοιλάδα.,.

37) ΤΗταν μιά παράξενη πόλι, πού τά σπί­ τια της δέ θύμιζαν καθόλου τήν άρχιτεκτονική των Ινδιάνων. ΤΗσαν χτισμένα άπό πέτρα μέ μεγάλες πόρτες και στενά παράθυρα καί άνάμεσά τους ύπηρχοιν μερικά πολύ μεγάλα, πού πρόδιδοιν πλούτο καί γούστο. Ό άγγελιοφόρος έτρεξε πρός τήν κατεύθυνσι του πιό μεγάλου καί τού πιό πλούσιου άπό τά σπίτια αύτά.

X) ΤΗταν τό παλάτι του άρχηγου των Όν­ τίνων. Ό άγγελιοφόρος μπήκε καί ύποκλίθηκε. «"Ενα μεγάλο ξένο καράβι πέρασε άπό τΙς ξέρες χωρίς νά βουλιάξη!», άινέφερε. «Κατάφεραν νά ξεφύγουν άπό τόν -Σ ιούρντ !, είπε ό άρχηγός. Πρέπει λοιπόν νά είναι πολύ έπικίνδυνοι! Νά συγκεντρωθούν άμέσως δλοι οΓ πολεμιστές! θά τούς έξοντώσουμε πρίν κάν φτάσουν έδω!»

39) Στό μεταξύ, έπάνω στήν «Ελευθερία» ό Καπετάν ΜπρΙκ μάταια έψαχνε νά βρή τό Σ ι­ ούρντ. <Τί διάβολο έγινε έκεΐνος ό Ινδιάνος ,* φώναξε. Τόν είδε κανένας σας;» «Όχι, άπάντησε ό Ριπάγ. Δέν θά έκπλαγω, άν μάθω δτι... δια­ λύθηκε στόν άέρα σάν καπνός! Είμαι βέβαιος δτι ήταν στοιχειό, άπό έκεΐνα πού τριγυρνάν τΙς θάλασσες καί πνίγουν τά καράβια!...»

40) "Οταν τελείωσε τήν άποστολή του, ό Σ ι ούρντ, έπεσε πάλι στή θάλασσα καί γύρισε στό καράβι. Τό έκοινέ αυτό, γιατί δέν ήθελε νά μάθη ό Μπρικ πώς εΐχε έρθει σ* έπαφή μέ τούς δι­ κούς του. "Ετσι ό Γάλλος ναυτικός θά έπεφτε άνύποπτος στήν παγίδα... Μά δέν ήτοίν τυχερός. Ό Κομπέ, ό φλύαρος παπαγάλος, τόν είδε κι* έ­ βαλε τις φωνές: «Νάτος! Νάτος! Ναυτικοί του γλυκού νερού!»


I

41) Ό Μπερνάρ άκουσε τΙς κραυγές του Κομπέ κι* έτρεξε νά δή τί συνέβαινε. «'Ώ!, φώ­ ναξε. Ό καλός μας Ινδιάνος! Πήγε περίπατο ώς τή στεριά!» Τρομαγμένος ό Σιούριτ, δοκί­ μασε νά ξεφύγη, μά ό Μπερνάρ τόν άρπαξε άπό μιά κοτσίδα καί ή... κοτσίδα έμεινε στο χέρι του πρωτοπαλλήκαρου του Καπετά\ Μπρικ ! Τα μαύ­ ρα μαλλιά δ£ν ήσαν παρά μιά περούκα!

42) Τά πραγματικά μαλλιά του Σιούρντ ή­ ραν ξανθά, σχεδόν χρυσαφιά! Ό Σιούρντ στριφογύρισε μέ μανία, τράβηξε ένα μαχαίρι άπό τή ζώνη του, συσπειρώθηκε κι* έτοιμάστηκε νά ρι­ χτή έπάνω στόν Μπερνάρ, ένώ ό Κομπέ .φτερούγιζε ταραγμένα άπό πάνω του φωνάζοντας δια­ περαστικά: «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια! Ναυ­ τικοί του γλυκού νερού!...»

43) Μά ό Μπρικ δέν ήταν μακριά καί τό κα­ λογυμνασμένο κορμί του κινήθηκε μέ τή γρη­ γοράδα καί τή χάρι τού αίλουρου. Καθώς ό Σιουρντ, μέ τό μαχαίρι στο χέρι, ώρμούσε έναντίον του Μπερνάρ, ό Καπετάν Μπρικ πήδησε προς τό .μέρος του καί, μέ μιά τρομακτική γροθιά ατό πρόσωπο, τόν έστειλε νά κυλιστή στό κα­ τάστρωμα άναίσθητος καί ματωμένος!

44) «.Κλείστε τον στό αμπάρι!», διέταξε ό Μπρικ. "Επειτα, γύρισε στόν Μπερνάρ καί συνέχι­ σε: «Ό Μπερνάρ, ό Ριπάγ καί έξη άντρες θά βγούν στή' στερ ά! θά ώπλισθήτε καλά, γιοΛί φαίνεται πώς ό Σιούρντ βγήκε καί ειδοποίησε κάποιον τήν ώρα πού κουβεντιάζαμε. θά γυρί­ σετε τό βράδυ νά άναφέρετε τί άνακαλύψατε. Προσοχή όμως! Τά μάτια σας δεκατέσσερα!»

45) Ό Μπερνάρ, ό Ριπάγ καί έξη άλλοι άν­ τρες έρριξαν μιά βάρκα στή θάλασσα πήραν θέ­ σεις έκεΐ καί άρχισαν νά λάμνουν πρός τή στε­ ριά. Μολονότι ήσαν όλοι τους θαλασσόλυκοι, συ­ νηθισμένοι στόν κίνδυνο καί στις πιό άλλόκοτες καί άπίθανες περιπέτειες, ένοιωθαν ένα σφίξιμο στήν .καρδιά τους καθώς πλησίαζαν στήν παρα­ λία. Τί νά τούς περίμενε στήν άγνωστη «6χή χώρα ;

46) Βγήκαν έξω, τράβηξαν τή βάρκα τους στήιν άμμουδιά καί προχώρησαν μέσα στή χώ­ ρα έκείνη, παίρνοντας χίλιες προφυλάξεις γιά νά μή γίνουν άντιληπτοί! Μά δέν ήξεροιν δτι κρυμ­ μένοι πίσω άπό θάανους, βράχους καί δέντρα, έχθροί παρακολουθούσαν κάθε κίνησί τους, χα­ μογελώντας παράξενα καί αινιγματικά καί χαϊ­ δεύοντας τά τόξα τους...


47) Σέ λίγο μπροστά στόν Ριπάγ. τον Μπερ­ νάρ καί τούς συντρόφους των άπλώθηκε μιά λί­ μνη. Οί όχθες της ή σαν καταπράσινες άπό τήν πυκνή βλάστησι. «-Είναι παράξενη ή λίμνη αυτή, είπε ό Μπερνάρ. Βρίσκεται πολύ κοντά στή θά­ λασσα καί οι θάμνοι πού φυτρώνου\ στις όχθες της δέν είναι άπό έκείνους πού φυτρώνουν κοντά σέ λίμνες...»

48) «"Οπως κι* άν είναι όμως, πρόσθεσε, έκεΐνο που έχει σημασία αυτή τή στιγμή είναι ένα πράγμα: δ γι τό νερό της θά μέ βοηθήση νά δροσίσω τό λαρύγγι μου καί νά ξεδιψάσω!» Μπήκε στή λίμνη, έσκυψε, γέμισε νερό τή φούχτα του καί ήπιε. Μά τήν ίδια στιγμή έφτυσε μέ άηδία: «Πούφ! Τό νερό είναι άλμυρό, παιδιά! Σάν τής θάλασσας!...»

49) «Τότε θα είναι μιά προέκτασι τής θά­ λασσας, ένας όρμος πού έχει μορφή λίμνης!, εί­ πε ό Ριπάγ. Πρέπει να ύπάρχη μιά διέξοδος!» Καί ό Ριπάγ έψαξε μέ τά κυάλια του τις όχθες της λιμνοθάλασσας, ώσπου άνακάλυψε ένα στε­ νό κανάλι, σέ σχήμα ζίγκ-ζάγκ, πού έρχόταν «πο τό μέρος τής θάλασσας. «Βρισκόμαστε σέ μιά λιμνοθάλασσα, παιδιά!», είπε.

50) «"Ας γυρίσουμε πίσω στό καράβι, είπε ό Μπερνάρ, νά πληροφορήσουμε τόν καπετάνιο γι' αύτό πού βρήκαμε!» «Περίφημη ιδέα!, είπε ό Ριπάγ. Μπορούμε νά προχωρήσουμε μέ τό κα­ ράβι μας, νά περάσουμε άπό τό κανάλι καί νά εισχωρήσουμε ώς τό εσωτερικό αυτής τής μυστη­ ριώδους χώρας. Εμπρός, παιδιά! "Ας γυρίσουμε πίσω στό καράβι!»

51) Μα δέν είχαν κάνει δέκα βήματα, όταν μια διαπεραστική, άνατριχιαστική κραυγή άπογνώσεως καί πόνου άντήχησε πίσω τους. Γύ­ ρισαν καί είδαν έναν άπό τούς συντρόφους τους νά, πέφτη χτυπημένος άπό δυό βέλη καί νά πεθαίνη άμέσως! «Κανένα άπό τά βέλη δέν τον βρήκε στόν καρδιά, είπε ό Μπερνάρ. "Αρα είναι φαρμακερά βέλη Ινδιάνων!»

52) «Πέστε όλοι χάμω!, διέταξε ό Ριπάγ. ΟΙ άθέατοι έχθροί μπορούν νά μάς βλέτίουν, ένώ έμεις δέν ξέρουμε κάν που βρίσκονται!» Οί ναυ­ τικοί έπεσαν άμέσως μπρούμυτα, πίσω άπό πέ­ τρες, θάμνους καί κορμούς δέντρων, καί άρχισαν νά ψάχνουν τή μυστηριώδη ζούγκλα γύρω μέ τρομαγμένα μάτ^α. Πέρασε άρκετή ώρα, χωρίς νά μπορέσουν νά ξεχωρίσουν τίποτα...


53) Ξαφνικά Ενας Από τούς ναύτες Εχασε τήν ύπομονή του. «θά μείνουμε Εδω ώς τό βράδυ παίζοντας τό κρυφτούλι; μουρμούρισε. "Ας προ­ χωρήσουμε νά ξετρυπώσουμε αυτούς τους ξυπό­ λητους, νά τούς δώσουμε Ενα καλό μάθημα καί νά τούς δείξουμε τί θά πή Γάλλος ναυτικός!3* Καί Ανορθώθηκε Αποφασιστικά. "Ενα βέλος τόν χτύπησε στό στήθος κι* Επεσε νεκρός!

54) Άπό τούς όκτώ άντρες του Μπρίκ, πού εΐχαν βγή στή στεριά, είχαν -μείνει τώρα πόνο Εξη. Καταλαβαίνοντας δτι δέν μπορούσαν νά πολεμ-ήσουν Εναντίον Αοράτων Εχθρών, υποχώρησαν πρός τήν όχθη της λίμνης. Έκεΐ ό Μπερνάρ Ε­ σκισε Ενα κομμάτι άπό τό πουκάμισό του καί Έγραψε Ενα μήνυμα πράς τόν Μπρίκ, Ενα μήνυ­ μα ζωής καί θανάτου...

55) "Επειτα, άδειαοε Ενα μπουκάλι μέ κρασί, πού είχαν πάρει μαζί τους, Εχωσε μέσα στό ση­ μείωμα, βούλωσε καλά τό μπουκάλι καί τό £ρριξε στό νερό. <Κρΐμα στό κρασί!, μουρμούρισε πίσω του ό Ριπάγ. Δέν άφηνες νά πιούμε του­ λάχιστον καμμιά γουλιά πρίν τό χύσης; "Ας εί­ ναι όμως: χαλάλι σου Αν πρόκειται νά μάς σώση αύτό άπό τά φαρμακερά βέλη!»

56) Μέ τά μάτια γεμάτα Αγωνία, οι Γάλλοι ναυτικοί είδαν τό μπουκάλι νά ξεμακραίνη Αρ­ γά, σπρωγμένο Από Ενα Αδύναμο ρεϋμα. Είχαν βάλει μέσα ο* αυτό τό πραγματάκι άλες τις έλπίδες τους, θά Εφτανε Αραγε στόν προορισμό του; θά Επεφτε Εγκαίρως στά χέρια του Κρπετάν Μπρικ ή θά χανόταν μέσα στήν Απέραντη θάλασσα γιά πάντα ;

* 57) Ξαφνικά, υ,έσα άπό τή ζούγκλα μορφές Αναπήδησαν ούρλιάζοντας άνατριχιαστικά- ΤΗσαν 6ψηλόσωμοι πολεμιστές μέ ξανθά μαλλιά καί κρά­ νη στολισμένα άπό δυό κέρατα! Ρίχτηκαν Επάνω στούς Γάλλους ναυτικούς καί μιά σκληρή μάχη άρχισε, πού δέν κράτησε παρά λίγα λεπτά μόνο. ΟΙ άνθρωποι μέ τά κέρατα, οΐ Όντίνες, ισαν πολυάριθμοι...

58) ΟΙ Αντρες του Καπετάν Μπρίκ Αναγκά­ στηκαν στό τέλος νά παραδοθουν γιά νά άποφύγουν Εναν Ασκοπο θάνατο. ΟΙ Όντίνες τούς Εδε­ σαν γερά καί τούς συνώδευσαν πρός τήν πόλι τους, πού δέν ήταν μακρυά. Στή σκέψι κάθε Γάλ­ λου μιά Ερώτηση διαγραφόταν γεμάτη Αγωνία: «θά Εφτοενε τό μπουκάλι ώς τά χέρια του Μπρίκ; θά τούς Εσωζε ό Καπετάνιος τους;».


., Λ -ν ριοι πολεμιστές τους ώδήγησαν στό παλάτι του άρχηγου των 'Οντίνων, πού τούς πε· ρίμενε καθισμένος στόν πέτρινο θρόνο του. «ΕΓστε σκληροί και Αδυσώπητοι!, φώναζε αύτός στούς, Γάλλους. Είστε κακούργοι! "Ηρθατε νά ύποδουλώσετε τή χώρα μου καί νά σκοτώσετε τούς ύπηκόους μου! θά πεθάνετε δλοι σας μαρ­ τυρικά έπάνω στούς σταυρούς! Πάρτε τους άπό

Ε&,!».

61) Εκεί. έσπασε τό μπουκάλι καί ξεδίπλωσε τό πανί μέ τό σημείωμα τού Μπερνάρ. «Καπετάν Μπρικ, ^.εγε τό σημείωμα. Βρισκόμαστε οέ σο­ βαρό κίνδυνο-στήν όχθη μι£ς λιμνοθάλασσας. Δυό έχουν κιόλας σκοτωθή καί, άν Αργήσετε νάρθητε δέ θά βρήτε κανένα μας ζωντανό! Κάτω , σημείωμα, σου χάραξα έναν χάρτη τής είσόδου τής λιμνοθάλασσας!».

63) Τό καράβι, ώδηγημένο άπό τό σταθερό, δυνατό καί έμπειρο χέρι του Μπρίκ, προχώρησε μέσα στό κανάλι, «θάχουμε γλέντι!, είπε ό κα­ πετάνιος. ΟΙ Όντίνες δέν θά μας περιμένουν, βέ­ βαια, άπ αυτή τή μεριά καί θά τά χάσουν δταν μάς δουν νά.. .». _Σώπασε ξαφνιασμένος. 'Ένα τεράστιο μετάλλινοοίχτυ υψωνόταν άπό τό νερό κι* έφραζε άπ* άκρη σ’ άκρη τό κανάλι!

60) Στό μεταξύ, τό μπουκάλι μέ τό μήνυμα είχε ταξιδέψει, μακρυά. Είχε βγή άπό τή λιμνοθά­ λασσα καί είχε πλησιάσει στήν Ελευθερία. «Κύτταξε, καπετάνιε!, είπε ένας ναύτης. Δέν είναι μπουκάλι αυτό έκεΐ;». «Ναι, είπε ό Μπρίκ. ΛΑς τό δούμε άπό πιό κοντά!». Κι* έκανε μιά ύπέροχη βουτιά, έπιασε τό μπουκάλι καί σκαρφάλωσε πάλι έπάνω στό καράβι του.

62) Ό Καπετάν Μπρίκ γύρισε στά παλληκάρια του. «Εμπρός, παιδιά!, φώναξε. 01 σύντροφοί μας κινδυνεύουν καί ζητούν τή βοήθειά μας! "Ορτσα τά πανιά!». ΟΙ ναύτες άνοιξαν τά πανιά, σή­ κωσαν τις άγκυρες καί ό Μπρίκ έχωσε τό καράβι του μέσα στό κανάλι πού έδειχνε ό χάρτης του Μπερνάρ. «Βοήθησέ μας νά φτάσουμε έγκαίρως, Παναγία μου!».

64) «Μάΐνα τά πανιά!, φώναξε ό Μπρίκ. Ρί£* τε τήν άγκυρα! *Άν πέσουμε έτάνω σ* αύτό τό καταραμένο δίχτυ, πάμε χαμένοι! θά τουμπά­ ρουμε!» Εύτυχώς, ή Ελευθερία ^υπάκουσε μέ προθυμία στις μανούβρες των ναυτών καί σταμά­ τησε μισό μέτρο μακρυά άπό τό μετάλλινο δί­ χτυ ! «Πάρτε ψαλίδια καί πένσες κι* Ακολουθήστε με!» διέταξε 6 Μπρικ δυό άντρες.


65) Μέ πολλή δυσκολία, σκαρφάλωσαν έπάνω οτό δίχτυ κι’ άρχισαν νά δουλεύουν πιρετωδώς. "Επρεπε νά β.αστούλ, <χ\ ήθε\αν/ νά βοουν τούς συντρόφους τους ζωντονούς' Κ αταβάλΛοντ ας υ­ περάνθρωπες προσπαθε ει, οΐ Γάλλοι άρχισαν νά κόδουν Ινα - ένα τά χοντρά σύρματα, έ\ώ ό Κόμπε, ό παπαγάλος, τευο κοροΐδευε φωνάζοντας βραχνά: «Ναυτικοί τοϋ γλυκού νερού^»

66) Πέρασαν δυο όλόκληρες ώρες πρίν τό τεράστιο μετάλλινο δίχτυ κοπή στα δυό, Αφήνον­ τας τό πέρασμα έλεύθερο στήν Ελευθερία. ΟΙ Γάλλοι άπλωσαν πάλ. τά πανιά καί τό καράβι γλύστρησε έπάνω στό νερό καί μπήκε στη λιμνο­ θάλασσα, που είχε περιγράφει ό Μπερνάρ. «Πα­ ναγιά μου, προσευχήθηκε πάλι ό Μπρίκ, κάνε νά τούς βρούμε ζωντανούς!»

67) Μά οί Όντίνες τούς είδαν νά μπαίνουν στή λιμνοθάλασσα κΓ ό Αρχηγός τους τούς συγ­ κέντρωσε γύοω του καί τούς Είπε: «Τούς περίμενα Από τή στεριά κΓ έρχονται Από τή θάλασσα. Τόσο τό καλύτερο. ΟΙ ξένοι Αγνοούν τή δύναμί μας καί δέν ξέρουν πώς είμαστε περίφημοι ναυ­ τικοί! *Άς πεθάνουν, λοιπόν! Μπήτε δλοι στά καΐκια μας καί τσακίστε τους!»

68) Οί Όντίνες έτρεξαν στήν δχθη τής λιμνο­ θάλασσας καί πήδησαν μέσα σέ Αρχαία, μά τέ­ λεια καί καλοδιατηρημένα καΐκια, πού εΐχαν κληρονομήσει Από τούς μακρυνούς Σκοινδιναβούς προγόνους τους. Τά καΐκια αυτά ή σαν μικρά, μά καλοτάξιδα, καί τό έδειχνε αύτό τό γεγονός δτι, πολλούς αίώνες πρίν, τά Ιδια καΐκια είχαν δια­ σχίσει τόν Ωκεανό...

69) Άπό τό κατάστρωμα τής Ελευθερίας, ό Καπετάν Μπρίκ εΓδε τά παράξενα έκείνα καΐκια νάρχωνται προς τό μέρος του. Τά κύτταξε μέ τό τηλεσκόπιό του καί φώναξε μέ ταραχή: «"Ω! Εί­ ναι τρομερό αύτό πού βλέπω! Είχα δίκιο! Τά καΐκια αυτά είναι έκεΐνα μέ τά όπο'α οί Σκανδιναβοί Ανακάλυψαν τήν Αμερική ! Είναι παρά­ ξενο καί Απίστευτο αύτό!»

70) Μά τά Αρχαία, μικρά καΐκια δέν ή σαν τόσο Ακίνδυνα δσο φανταζόταν ό Μπρίκ. "Οταν πλησίασαν στήν Ελευθερία, άρχισαν νά έξακοντίζουν έπάνω στό κατάστρωμα του καραβιού, μέ Ισχυρότατους καταπέλτες, μεγάλες Αναμμένες μπάλες Από κατράμι! «Διάβολε!, φώναξε ό Μπρίκ σαστισμένος. Αύτό δέ θά τό πεοίμενα ποτέ!...»


71) < Εσείς οΐ δυό!, διέταξε ρίχνοντας δυό ναύτες, θά βγάλετε νερό μέ κουβάδες άπό τη. θάλασσα καί θά τούς άδε όζετε έπάνω ,°τις κωμικές αύτές βόμβες! Οί υπόλοιποι στις θέσεις σας, σέ τάξι μάχης! Οί κανονιέρηδες και οΐ γε­ μιστές στα κανόνια τουχ ! θά δωσουμε^Ζ μ # θημα σ’ αύτούς τούς Σχανδιναβους! Ετοιμοι, "Ενα - δύο - τρία.. . Πυρ!»

72) Ή Ελευθερία κλονίστηκε άπό τό κλάκ τσημα των κανονιών καί τό πρώτο άπό τα καΐκια των Όντίνων, χτυπημένο άπό τρεις μπάλες, τινά« χτηκε στόν άέρα καί σκόρπισε ολόγυρα σέ μικρά κομμάτια! «Λυπάμαι πολύ, μουρμούρισε ό Καπετάν Μπρικ. Δέν ήθελα \ά σέ καταστρέψω καΐκι μου! Ή θέση σου θά ήταν σέ αρχαιολογικό μου* σειο κι* όχι στό βυθό τής θάλασσας!»

73) Μολονότι ό βροντερός κρότος καί τό έκπληκτικό άποτέλεσμα τών κανόνων του Μπρικ κατατρόμαξε τούς Όντίνες, τό δεύτερο άπό τό Σκανδιναβικά καΐκια προχώρησε τολμηρά καί, πριν οί Γάλλοι προλάβουν νά ξαναγεμίσουν τά κανόνια τους, διπλάρωσαν έπ δέξ α την Ελευθε­ ρία καί, άφήνοντας τρομακτικά ουρλιαχτά πολέμου, πήδησαν στό κατάστρωμά της.-

74) Ή μάχη πού έπακολούθησε ήταν κάτι πού ό Μπρικ θυμόταν σ’ δλη του τή ζωή. "Αν καί ώπλισμένοι μέ κατώτερα καί λιγώτερο άποτελεσματικά όπλα, οί Όντίνες πολέμησαν μέ τήν αυ­ τοθυσία καί τή μαχητικότητα ένός λαού, πού πο­ λεμά χιά τήν έλευθερία του. Στό τέλος δμως άναγκάστηκαν νά ύποχωοήσουν καί νά γυρίσουν τό κάΐκι τους πρός τή στεριά.

75) Ό Καπετάν Μπρικ δέν άφησε τή νίκη του αύτή νά περάση άνεκμετάλλευτη. Πλησίασε κι* αυτός στή στεριά, άποβίβασε τό μεγαλύτερο μέ* ρος τών άντρών του καί ξεκίνησε γιά τήν πόλι τών Όντίνων, άκολουθώντας άπό κοντά τούς πο­ λεμιστές, πού υποχωρούσαν γοργός "Επειτα άπό μερικές αψιμαχίες στήν είσοδο της πάλεως οί Γάλλοι προχώρησοιν ώς τήν κεντρική πλατεία.

76) Έκεΐ, μπροστά στό παλάτι του Γκούναρ» του άρχηγοΰ τών Όντίνων, άρχισε μιά σκληρή καί αίματηρή μάχη άνάαεσα στους Γάλλους ναυ­ τικούς καί τούς προσωπικούς σωματοφύλακες τού Γκούναρ. Ό Καπετάν Μπρίκ, μέ τό μεγάλο τσε­ κούρι του, στριφογύριζε άνάμεσά τους σκορπών­ τας τόν τρόμο καί τον θάνατο στούς άπογόνουέ τών άρχαίων Σ κανδιναβών!


77) Ξαφνικά, ό Καπετάν ΜιτρΙκ βρέθηκε φά· τσα μέ φάτσα μέ τόν Γκούναρ, τόν άρχηγό τώ* Όντίνων. πού, ώπλισμένος μ' ένα μακρύ σπαθί ώρμούσε έναντίον του γιά νά τόν σκοτώση. Χω­ ρίς κάγ νά σαλέψη άπό τή θέσι του, ό ξακουστός Γάλλος ποντοπόρος στριφογύρισε τό μεγάλο τσε­ κούρι του καί χτύπησε τόν Γκούναρ έπάνω ατό κράνος του!

78) Ό Γκούναρ, ζαλισμένος άπό τό χτύπημα, σωριάστηκε χάμω παρατώνΤας^τό σπαθί πού κρα­ τούσε καί προσπαθώντας, νά πη κάτι στόν Μπρίκ. "Εγειρε όμως κΓ έχασε τΙς αισθήσεις του, πρίν μπορέση νά προφέρη αύτό πού ήθελε νά πη. Μά, κι* άν άκόμα μιλούσε, ό ΜπρΙκ δέν θά τό άκουγε, γιατί είχε γυρίσει πρός μερικούς καβαλλάρηδες πού πλησίαζαν γοργά.

79) Ό ΜπρΙκ τραβήχτηκε πίσω κι* έκανε πώς έπεσε χάμω, χτυπημένος τάχα. "Αφησε τούς κα­ βαλλάρηδες νά περάσουν καί, δταν ό τελευταίος άπό αυτούς πλησίασε στό μέρος του, τινάχτηκε ξαφνικά όρθιος καί, μ* ένα καταπληκτικό, άκροβατικό πήδημα, βρέθηκε καβάλλα.στό άλογο, πίσω άπό τόν έμβρόντητο καβαλλάρη, πού δέν πρόλαβε νά άντιδράση...

80) Ό Καπετάν ΜπρΙκ άρπαξε μέ τό ένα χέρι τά χαλινάρια τού άλόγου καί μέ τό άλλο του μπράτσο τύλιξε μέ δύναμι τό λαιμό τού πολεμι­ στή. "Αναρθρες κραυγές βγήκαν άπό-ίό λαρύγγι του άνθρώπου. «Πές μου πού είναι οι φίλοι μου πού αιχμαλωτίσατε!» διέταξε ό ΜπρΙκ μέ φωνή γεμάτη φοβέρα. "Αν δέ μιλήσης, θά πεθάνης μέ τό λαιμό τσακισμένο!» ...

81 -82) Στό μεταξύ, ό Ριπάγ, ό Μπερνάρ κάΐ οί τρεις συμπατριώτες τους, πού είχαν άπομείνει, είχαν ύποβληθή άπό τούς ’Οντίνες στό Μαρτύριο του Σταυρού! Σύμφωνα μέ τις διαταγές τού Γκούναρ, τούς είχαν όδηγήσει σ* έναν έρημο γυ­ μνό λόφο, έξω άπό τήν πόλι καί τούς είχαν δέσει σέ πέντε ξύλινους σταυρούς, άφήνοντάς τους έΝπειτα στήν τύχη τους. «Μάς άφησαν νά πεθάνουμε

άπό πείνα καί δίψα!., είπε ο Ριπάγ. Δέν είναι ό>_ σχημο αύτό!» Ό Μπερνάρ γούρλωσε τά μάτια του άπό τό ύψος του σταυρού του. «Δέν τό βρί­ σκεις άσχημο αύτό;» ρώτησεΊϊατάπληκτος. «"Οχι! Γιατί, όσο νά πεθάνουμε, θά προλάβη ό ΜπρΙκ νάρθή καί...» Σώπασε, κυττάζοντας ένα σμή­ νος άπό γύπες, πού πλησίαζαν κράζοντας. «Μάς παράτησαν έδώ γιά νά μάς φάνε οί γύπες!» φώ­ ναξε γεμάτος φρίκι


83) Βουδοί άπό τρόμο, οΐ πέντε Γάλλοι πα­ ρακολουθούσαν τό πέταγμα των άρπακτικών καί σαρκοφάγων όρνέων γύρω κομ έπάνω άπό τούς £τταοροός, άνίκανοι νά άντιδράσουν στόν άπαισιο θάνατο, πού έρχόταν όλο καί πιό κοντά. Στήν άρχή, οΐ γυπες ή σαν διατακτικοί. "Επειτα, ένας άπ αύτούς χαμήλωσε καί πλησίασε τόν Μπερνάρ κρώζοντας άπληστα.

85) ΤΗταν ό Καπετάν Μπίκ πού, κομπάζον­ τας ξέφρενα, έρχόταν νά σώση τούς σταυρωμέ­ νους συντρόφους του I Ό καδαλλάρης, πού είχε τόσο παοάξενα αίν-ιαλωτίσει, τού είχε μιλήσει νιά τήν τύχη πού περίμενε τούς συντρόφους του ■ καί ό ξακουστός ποντοπόρος είχε άρπάξει δυό πιστόλια καί είχε τραβήξει γραμμή γιά τό Λό­ φο των Σταυρών, όπως λεγόταν τό μέρος.

87) ΟΙ έλευθερωμένοι ναυτικοί ρίχτηκαν έπάνω στόν καπετάνιο τους και άρχισαν νά τόν άγκαλιάζουν καί νά τόν φιλούν γιά νά τού έκδηλώσουν τή χαρά τους και τήν ευγνωμοσύνη τους. «Χωρίς έσένα, καπετάνιε, είπε ό Ριπάγ, θϊά μάς είχαν φάει ζωντανούς οί γύπες!» «ιΤώρα κατα­ λαβαίνω πόσο θά ύπέφερε ό Χριστός έπάνω στό σταυρό» μουρμούρισε ό Μπερνάρ.

84) Τό άρπακτικό όρνεο άνοιξε τό γαμψό ράμφος του, τράβηξε τό κεφάλι του πρός τά πί­ σω, γιά νά πάρη φόρα, καί έτοιμάστηκε νά τό βυθίση στό λαιμό τού νεαρού ναυτικού. Ό Μπερ­ νάρ έκλεισε τά#μάτια του καί άρχισε νά ψιθυρίζη μιά προσευχή. Καί τότε, μέσα στή σιγαλιά άντήχησε ένας πυροβολισμός, καί δ γυπας, χτυ­ πημένος, έπεσε νεκρός στή βάσι του σταυρούI

%

86) Ό Μπρικ πήδησε άπό τό άλογό του καί κυνήγησε τά άρπακτικά όρνεα μακρυά άπό τούς σταυρούς, χτυπώντας τα μέ πιστολιές καί μέ πέ­ τρες. "Οταν ό κίνδυνος άπό τή μεριά αύτή έξουδετερώθηκε έντελώς, 6 Μπρικ σκαρφάλωσε στούς σταυρούς πών συντρόφων του καί, μέ Τό μαχαί­ ρι του, έκοψε τά σκοινιά τους καί τούς έλευθέρωσε χαμηλώνοντάς τους μέ προσοχή στό 'έδα--------------------------------------------------------- -—

λι τών Όντίνων. Ή μάχη είχε τελειώσει πιά ! Μέ τά τουφέκια τους καί τά πιστόλια τους, οί Γάλλοι ναυτικοί είχαν νικήσει τούς Όντίνες, χωρίς νά ύποστούν μεγάλες άπώλειες, μολονότι οί άπόγονοι τών άρχαίων' Σκανδιναβών ήσαν άπό τούς καλύτερους πολεμιστές πού είχαν γνω­ ρίσει ποτέ. Μά ή διαφορά !τών όπλων ήταν συν­ τριπτική...____________ .


89) Ό Γκούναρ, 6 άρχηγός των Όντίνων, πέταξε περήφανα τά δπλα του στά πόδια του Καπετάν Μπρικ. «Είσαι ό νικητής!, δήλωσε μέ φω­ νή πού δέν έτρεμε. Δέ σέ φοβάμαι! Περιμένω τή(ν άπόφασί σου για τή ζωή μου, ξένε!* «Δέ θέλω τό θάνοιτό σου!, εΐπε ό Μπρ.κ. θέλω τή φιλία σου. Πές μου 6μως: γιατί ό Σ.ουρντ μάς έστησε έκείνη τήν παγίδα;»

91) «Έμεΐς δέν είμαστε Σπανιόλος είπε ό Καπετάν Μπρικ. Είμαστε Γάλλοι καί 6έ διψάμε γιά αίμα καί για λεηλασία. "Ηρθαμε έδώ σαν φίλοι, Από περιέργεια. Καί θέλουμε \ά φύγουμε σάν φίλοι! Σου δίνω τόν λόγο μου δτι ούτε έγώ ούτε οΐ Ανθρωποί μου θά μιλήσουμε πουθενά γιά σας ή θά προδώσουμ* τό μυστικό σας. Ή Χώρα τών Όντίνων θά μείνη Αγνωστη, γιά πάντα!»

90) «θα σου τό πώ, ξένε!, Απάντησε ό Γκού» ναρ μέ πρόσωπο πού Αστραφτε Από χαρα για τήν Απροσδόκητη έκείνη έπιείκεια των νικητών. ΟΙ πρόγονοί μας, όπως (άλλωστε κι* έμεΐς, ησαν ένας εΙρηνικός λαός, πού ήθελε νά £χη, φιλικές σχέσεις μέ δλους τούς γειτονικούς λαούς. Μιά μέρα όμως ήρθε Από τό πέλαγος ένας καινούρ­ γιος λαός, πού διψούσε γιΑ αίμα καί γιΑ λεη­ λασία ! Τούς έλεγαν Σπανιόλους... "Εσφαξαν τούς περισσότερους Από τούς προγόνους μας καί Ανάγκασαν τούς ύπόλοιπους νά φύγουν μακρυά. Εγκαταστάθηκαν έδώ καί ώρκίσίηκαν νά βυθίζουν κάθε ξένο πλοίο πού θά πλησίαζε, όχι μόνο Από έκδίκησι, Αλλά καί γιατί, Αν μαθευό­ ταν πώς βρισκόμαστε έδώ, ΘΑρχονταν Αργά ή γρήγορα οί Σπανιόλοι καί θά μας έξολόθ,ρευαν!»

92) "Ετσι, ό πόλεμος Ανάμεσα στούς Γάλ­ λους καί στούς Όντίτες μεταβλήθηκε σ’ ένα πο­ λυήμερο γλέντι. Ό Γκούναρ διέταξε νά σαρώ­ σουν τεράστια τραπέζια στήν πλατεία τής πόλεως καί νά έτοιμάσουν γιά τούς ξένους του τά καλύτερα καί τά πιο διαλεχτά φαγητά. Κι* δταν οί Γάλλοι έτοιμάστηκαν νά φύγουν, τούς προσέφερε Αφθονα καί πλούσια δώρα. ..

Στό 13ο Τεύχος του «ΤΟΞΟΥ» πού θά κυκλοφορήση τήν έρχόμενη ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ δημοσιεύεται τό συναρπαστικό Μεξικάνικο άνάγνωσμα "Ενας Μεξικάνος πού λατρεύει τήν πατρίδα του, μάχεται σκληρά γιά νά τήν έλευθερώση άπό τήν τυραννία τών ξένων 1 93) Τέλος, οι Γάλλοι ναυτικοί έπέστρεψαν λους καί στούς Όντίνες μεταβλήθηκε σ’ ένα πονιά, βγήκε Από τή λιμνοθάλασσα περνώντας Α­ πό τό κανάλι καί Ανοίχτηκε στό πέλαγος, Αφή­ νοντας πίσω της τή ^μυστηριώδη καί Αγνωστη χώρα τών Όντίνων, τών Ανδρείων Απογόνων τών Σκανδιναβών, πού Ανακάλυψαν τήν Αμερική έξη αιώνες πριν Από τόν Κολόμβο...

0 ΚΗΜΠΒΛΛΕΡΟ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΙΙΑΛΦΟΥΡ (Σννέχεια άπό τη 2η σελίδα)

μεναν στη θέση τους. Σ* δλο τό καράβι βασίλευε μεγάλη ήσυχία, κι* έτσι μπορούσα νάμαι σίγουρος πώς άκουα κάτι σιγανά μουρμουρίσματα. Σέ λί­ γο, κάποια φασαρία σηκώθηκε στο κατάστρωμα, και σχημάτισα τη γνώμη πώς θά μάζευαν τις σπάθες τους κι δτι θά τούς είχαν πέσει μερικές χάμω. "Υστερα ξανάγινε ήσυχία.· Δέν ξέρω άν ήμουν τρομαγμένος, δπως λένε, δμως ή καρδ,ά μου χτυπούσε, σάν του πουλιού, μέ κάτι γρήγορους και μικρούς χτύπους. Πότε πότε μπρός στα μάτια μου άπλωνόταν ένα θάμ­ πωμα και κάθε τόσο πάσχιζα μέ τό χέρι νά τό διώξω, μά έκεΐνο ξαναγύριζε άδιάκοπα. Δέν είχα καμμιά έλπίδα. Τό μόνο πού μοϋμενε^ήταν μια σκοτεινή άπελπισία κι* ένα είδος θυμού γιά δλο τόν κόσμο, κι* είχα πάρει την άπόφαση νά που­ λήσω άκριβά τή ζωή μου. θυμάμαι δτι προσπά­ θησα νά κάνω τήν προσευχή μου, άλλά ή τα­ ραχή πού είχα στό κεφάλι μου δέ μ* άφηνε νά βρω τις λέξεις. Τό μόνο πού ήθελα ήταν ν* άρχιζε πια τό κακό μια ώρα άρχήτερα, για νά ξεμπερ­ δεύουμε. "Ολα ήρθαν ξαφνικά. *Ακούστηκαν πολλά μα­ ζί πατήματα καί μεγάλη φασαρία. "Υστερα-, ό "Α­ λαν έμπηξε μιά δυνατή φωνή καί άκούστηκαν χτυπήματα καί κάποιος φώναξε δυνατά, γιατί εί­ χε χτυπήσει σέ μιά κόχη. Κοίταξα πίσω, πάνω άπ* τόν ώμο μου, κι είδα τόν κύριο Σουάν στό κα­ τώφλι τής πόρτας νά σταυρώνη τό σπαθί του μέ τόν "Αλαν. — Αύτός είναι πού σκότωσε τό παιδί!... ξε­ φώνισα. ' — Τό νού σου στό παράθυρο, έσύ!, είπε 6 "Αλαν. Καί καθώς γύρισα πίσω στή θέση μου, τόν είδα νά μπήγη τό σπαθί του στό κορμί τού υπο­ πλοιάρχου. Γύρισα στή θέση μου, πριν δμως προλάβω νά στρίψω τό κεφάλι μου στό παράθυρο, είδα έκεΐ μπροστά πέντε άντρες, νά κρατούν ένα μι­ κρό κανονάκι καί νά προσπαθούν νά περάσουν κρυφά, γιά νά τό βάλουν άπέναντι, στή πόρτα τού καρέ. "Ως τότε, ποτέ στή ζωή μου δέν είχα ρίξει μέ πιστόλι ούτε μέ κανένα άλλο δπλο. Ποτέ μου δέν είχα σημαδέψει ανθρώπινο πλάσμα. Ε­ κείνη δμως τή στιγμή έπρεπε νά τό κάμω καί, καθώς αυτοί προσπαθούσαν νά προχωρήσουν, έμ­ πηξα μιά δυνατή φωνή: —Αρπάξτε την! Καί πυροβόλησα καταπάνω τους. Κάποιον φαίνετα θά πέτυχα, γιατί ένας άπ* αύτούς έμπηξε μιά φωνή, έκανε πίσω ένα βήμα κι* ύστερα στάθηκε κάπως ταραγμένος. Πριν προ­ λάβουν νά συνέλθουν, έρριξα άλλη μιά πάνω άπ* τά κεφάλια τους καί, στόν τρίτο πυροβολισμό,— ποΰρθε κοντά - κοντά μέ τό δεύτερο, — παράτη­ σαν αυτό πού κρατούσαν καί τδβαλαν στά πόδια. Κοίταξα στό κατάστρωμα, όλόγυρα. "Ολος ό τόπος ήταν γεμάτος καπνό άπ* τις πιστολιές μου, καί νόμιζα πώς τ* αυτιά μου εΐχαν σπάσει άπ* τό δυνατό κρότο. Μπρός στήν πόρτα έστεκε ό "Αλαν, δπως καί πριν, πού τό σπαθί του τώρα ήταν γεμάτο αίματα,ίσαμε τή λαβή, κι αύτός τό­ σο πολύ είχε φουσκώσει από καμάρι γιά τό θρί­ αμβό του κι είχε πάρει τόσο περήφανη στάση, πού φαινόταν άνίκητος!... Ακριβώς μπροστά του, χάμω, ήταν πεσμένος ό κύριος Σουάν. Στηρι­ ζόταν στά χέρια καί στά γόνατα. Τό αίμα έτρεχε ποτάμι άπ* τό στόμα καί τό κορμί του έπεφτε δλο καί πιό χαμηλά, άργά, άργά... Στό πρό­ σωπό του ήταν χυμένη τρομερή χλωμάδα. Έκεΐ πού τόν κοιτούσα, κάποιοι, πού φαίνεται πώς ή­

ταν κρυμμένοι πίσω άπ* τό καρέ, τόν άρπαξαν άπ* τά πόδια καί τόν έσυραν έξω. Φαντάζομαι πώς, ύστερ* άπό κείνο τό σούρσιμο, θά πρέπει νά πέθανε τήν ίδια στιγμή. — θεός σχωρέσ’ τον κι* αυτό τόν Ούίγο σας!, φώναξε ό "Αλαν. "Υστερα, γυρνώντας πρός τό μέρος μοό, μέ ρώτησε άν είχα σκοτώσει πολλούς. Τοϋπα πώς είχα πληγώσει έναν, καί είχα τήν ίδέα πώς θάταν ό καπετάνιος. — Έγώ ξέκαμα δυό, είπε. Μά δέ φαντάζομαι νά σταματήση έδώ τό πράγμα, θά ξοινάρθουν. Λοιπόν, Ντάβιντ, στή θέση σου! Αύτό ποϋδες ώς τώρα ήταν άπλώς τό πρώτο ποτηράκι, γιά τήν δρεξη... Έπιασα πάλι τή θέση μου καί ξαναγέμισα τά τρία πιστόλι, — αυτά ποϋχα μεταχειριστή. "Υ­ στερα άνοιξα τά μάτια μου καί τ* αυτιά μου καί περίμένα. Οί έγθροί μας μάλωναν λίγο πιό πέρα, στό κατάστρωμα, καί μιλούσαν τόσο δυνατά πού τ* αύτί μου έπαιρνε πότε - πότε, καμυιά - δυό λέξεις. —Ό Σουάν τήν είχε κάμει αυτή τή γκάφα, άκουσα νά λέη κάποιος. Κι* ένας άλλρς άποκρίθηκε: — Σώπα τώρα πιά! Τό πλήρωσε, πάει, πέθανε!... "Υστερα οί φωνές χαμήλωσαν πάλι κι άρχισε τό ίδιο σιγανό ψιθύρισμα δπως καί πριν. Μονά­ χα ένας μιλούσε τώρα τήν περισσότερη ώρα, σάν νάχε έτοιμο κάποιο σχέδιο καί τούς τό έξηγούσε. Πότε - πότε άκουγόταν νά ρωτάη ό ένας κι ό άλ­ λος κάτι, στά γρήνορα, σάν άνθρωποι πού παίρ­ νουν διαταγές. "Υστερ* άπ* αύτό, βεβαιώθηκα κι έγώ πώς θά γύριζαν πίσω πάλι. "Ακόυσα τόν "Αλαν νά λέη: — Πρέπει νά τό παρακαλουμε νάρθουν. Γιατί θά τούς δώσουμε νά καταλάβουν ποιοι είμαστε. Δέ θά ήσυχάσουμε οϋτε λεπτό, — ούτε σύ ούτε έγώ. Αυτή ^τή φορά δμως, νά τό ξέρης, θά τά βρούιιε σκούρα! Τά πιστόλια μου ήταν γεμάτα καί δέν είχα νά κάνω τίποτα άλλο πιά, παρά νάχω τεντωμένα τ* αυτιά μου καί νά περιμένω. Τήν ώρα τής μάχης δέν είχα καιρό νά δώ άν φοβόμουν. Τώρα δμως πού δλα ήταν πάλι ήσυχα, τό μυαλό μου δέ μπο­ ρούσε νά σκεφτή τίποτα άλλο, θυμόμουν άνατριχιάζοντας τά κοφτερά σπαθιά καί τό σκληρό σί­ δερο. Καί τώρα, πού άρχισα νά ξανακούω μαλα­ κά βήματα καί τά ρούχα πού σέρνοιταν έπάνω στό τοίχωμα του καοέ κάί κατάλαβα πώς έπαιρ­ ναν τις θ ισεις τους στό σκοτάδι, μοΰρθε νά μπήξω τις φωνές. ('Η σννέχεια στό έρχόμενο)

Έξαιρετικώς ένδιαφέρουσα

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ 'Η διεύθυνσις του «ΤΟΞΟΥ», θέλοντας νά βοηθήση^ άπό τή μιά μεριά τούς άναγνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό τήν άλλη_μεριά, νά μεγαλώση τήν κίνησι του «ΤΟ.Τ.ΟΥ», προσφέρει σ* δλους τούς άναγνώστες του —διά του Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 δλα τά σχολικά βιβλία τους μέ έκπ τ ω σ ι 5% καί μιά τρίμηνη συνδρο­ μή τού περιοδικού μέ έκπτωσι 20% I Αναγνώστης τού περιοδικού θεωρείται δποιος προσκόμιση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί έπιδείξη άπλώς τέσσερα τεύχη τού «ΤΟ^,ΟΥ» (Τεύχος 9 καί έπό.μένα).


18) Μα δεν ήξερε δ,τι δυο άντρες, κρυμμένοι άνάμεσα στους θάμνους, είχαν παρακολουθήσει τήν άπόβασί του και δτι του είχαν στήσει καρτέ­ ρι βλαστημώντας άνάμεσα στα δόντια τους. . . Ξαφνικά, καθώς προχωρούσε άνύποπτος, κάτι σκληρό τον χτύπησε στο κεφάλι κι1 έχασε τις αι­ σθήσεις του. «Αυτό θά τόν μάθη να μήν άνακατεύεται σέ ξένες δουλειές!», είπε μια Φωνή.

19) Λίγα λεπτά άργότερα, καθώς ή «Λαίδη Σ χάρλετ» γλυστρούσε πρός τόν παλιό ξύλινο μώλο, δπου βρίσκονταν τά πολύτιμα έμπορεύματα, ό Καλέαπ φώναξε: «Διάδολε! Δέ βλέπω πουθενά τό'εΓράκι! Καί... τό φορτίο έχει κιόλας πέσει στά χέρια των ληστοπειρατών!» «"Όχι για πολύ δμως!, είπε ή Βέλβετ. Ό Τζέρεμυ μοιράζει δπλα στό πλήρωμα!. . .»______________________

20) Πραγματικά, σε λίγο, τό κατάστρωμα τής «Λαίδης Σ κάρλετ» είχε γεμίσει άπό άντρες (οπλι­ σμένους μέ σπαθιά, πιστόλια καί μουσκέτα. «"Ε­ τοιμοι δλοι; φώναξε ό Καλέμπ. Ό Τζέρεμυ μέ τη Βελβετ καί ^τήν Μις Φλό Φάρδιν θά μείνουν έπάνω στό πλοίο! Οί υπόλοιποι θά μέ άκολουθήσουν μόλις πλευρίσουμε! Ετοιμάστε τούς γάν­ τζους, παιδιά!»

21) Μά τόν περίμενε ή μεγαλύτερη έκπλήζϊς τής ζωής του. Πριν άκόμα τό πλοίο πλευρίση στό μώλο καί πριν κάν οί γάντζοι πεταχτουν, ό Καλέμπ σήκωσε τό πιστόλι του καί σημάδεψε έναν άπό τούς ληστοπειροπτές, πού έσκυβε νά άποτελειώση έναν τραυματισμένο φρουρό. "Ενας πυροβολισμός αντήχησε τήν ίδια στιγμή καί τό πιστόλι ξέφυγε άπό τό χέρι του.

22) Γύρισε βλαστημώντας και αντ*κΡυσε τήν Φλό Φάρδιν. . . μέ δυο πστόλια στά χέρια, «^έ­ χασα νά σάς πώ δυο πράγματα, είπε αύτή κο­ ροϊδευτικά., 5ιΕκείνοι πού έπρόκειτο νά ληστέψουν τό φορτίο του Σλόαν ή σαν δικοί μού άν­ θρωποι καί έγώ εΐμαι ή Λαίδη μ έ τ ά Π ρά­ σινα! Χρειαζόμουν τό πλοίο σας, βλέπετε. . .» «Ή Λαίδη μέ τά Πράσινα!, είπε, ό Καλέμπ. Ό. . . θηλυκός κουρσάρος!. . .»

23) Στό μεταξύ, όχι πολύ μα κρύα άπό τό μέρος έκεΐνο, ένα περήφανο πολεμικό καράβι έ­ σκιζε τά κύματα. Ό έφοπλιστής Ρούφους Σλόαν κουβέντιαζε μέ τόν πλοίαρχο. «Πρέπει νά βιαστού­ με!, έλεγε. Δεν ξέρω γιατί, μά έχω ένα προαί­ σθημα δτι κάτι κακό συνέβη ! ΓΓ αυτό ζήτησα άπό τό ναύαρχο νά μάς άφήση νά ξεκινήσουμε άμέσως!» Συνέχεια στο ύλλο τεύχος {


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τού ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥ-Ι-Σ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που έχει μεταψρασθή σ* όλες τις γλώσσες του κόσμου Συνέχεια 13η

•Ολη αυτή ή κίνηση γινόταν άπ* τή μεριά του "Αλαν, κι είχα άρχίσει να σκέφτωμαι πως έγώ δέ θάχα να κάνω τίποτα πιά, δταν, ξαφνικά, άκουσα κάποιον νά προχωρή μαλακά στή στέγη, πάνω άπό κεΐ δπου στεκόμουν. Εκείνη τή στιγμή, άκούστηκε ένα σφύριγμα. Φαίνεται πώς ήτοιν τό σινιάλο, γιατί κάμποσοι μαζί, μέ τά σπαθιά στό χέρι, χύμηξαν πρός τήν πόρτα, καί, τήν ίδια στιγμή, τό τζάμι του φεγγίτη έσπασε σέ χίλια κομμάτια καί κάποιος πέρασε άπό κεΐ καί πήδηξε στό πάτωμα. Πριν προλάβη νά σταθή στά πόδια του, έγώ τούχα βάλει κιόλας τό πιστόλι στήν πλάτη κι* ήαουν έτοιμος νά τρα­ βήξω. Μά τήν ίδια στιγμή πού τό άκούμπησα, δ έαυτός μου μέ πρόδωσε, κάτι μέ κράτησε καί, παρ’ δλο πού τό δάχτυλό μου ήταν άπάνω στή σκανδάλη, δέ μπόρεσα νά τραβήξω!... "Οταν αυτός πήδησε άπό ψηλά, τοϋπεσε τό σπαθί του, καί μόλις ένιωσε τό πιστόλι στήν πλά­ τη του, γύρισε πρός τό μέρος μου καί, ξεστομί­ ζοντας μιά φοβερή βρισιά, έκανε νά μ* άρπάξη. Αύτό ήταν! "Ολο τό θάρρος μου ξανάρθε μεμιάς, μά μπορεί νάταν κι άπ’ τό μεγάλο μου φόβο, δέν ξέρω, πού έφτασα στό ίδιο άποτέλεσμα. Γιατί έμ­ πηξα μιά δυνατή φωνή καί τράβηξα τή σκανδάλη καταμεσίς στό κορμί του. "Ενα φοβερό, ένα άπαίσιο μουγγρητό του ξέφυγε κΓ έπεσε χάμω. Τήν ίδια στιγμή, άπ* τό φεγγίτη φάνηκαν άλλα δυό πόδια καί, καθώς ό δεύτερος πήγαινε νά κατεβή, τά πόδια του μέ χτύπησαν στό κεφάλι. Στή στιγμή, άρπαξα ένα άλλο πιστόλι κι* έρριξα πά­ νω στό χοντρό μέρος του ποδιού. Τόν είδα νά γλυστράη καί νά σωριάζεται πάνω στό κορμί του χτυπημένου συντρόφου του. Καιρό γιά χάσιμο δέν είχα. Άφοΰ δέν ήξερα άν τούς είχα πετύχει στό ψαχνό, άρπαξα άλλο πιστόλι καί ξανάρριξα. Φαίνεται πώς θάχα σταθή καί θά κοίταζα μπροστά μου σά χαμένος γιά πολλήν ώρα, δταν άκουσα τόν "Αλαν νά ξεφωνίζη σά νά γύρευε βοήθεια. Συνήλθα καί γύρισα άπότομα. Τήν είχε κρατήσει γιά πολύ τήν πόρτα. Μά, σέ μιά στιγμή πού χτυπιόταν μέ κάτι άλλους, έ­ νας ναύτης χώθηκε μέσα καί τόν άρπαξε άπ’ τό πλάί. *0"Αλαν του κατάφερε κάμποσες μαχαιριές μέ τό άριστερό του χέρι, αυτός δμως τόν κρατού­ σε σφιχτά κι* είχε κολλήσει έπάνω του σάν βδέλλα. Στό άνοιγμα τής πόρτας φαίνονταν ένα σωρό άπ* αύτούς άκόμα. Είπα πώς είμαστε χαμένοι πιά κι* αρπάζοντας άπελπισμένος τό σπαθί, έπεσα έ­ πάνω τους άπ* τό πλάι. Δέν πρόλαβα νά βοηθήσω, γιατί έπιτέλους έκεΐνος ό άνθρωπος^ κύλησε χάμω κι* ό "Αλαν, έλεύθερος πιά άπ* τό σφίξιμό του, πήδησε πρός τά πίσω, γιά νάχη τήν άπαιτούμενη άπόσταση νά χτυπήση, κι* ύστερα ώρμησε κατ’ έπάνω τους σάν ταύρος, ουρλιάζοντας καθώς έτρεχε. Στό λεπτό, δλοι τους^ έγιχαν καπνός. Καί τόση ήταν ή βιάση τους καθώς τδβαλαν στά πόδια, πού σκόνταβαν κι* έπεφταν ό ένας πάνω στόν άλλο. Λαγοί!... Μέ τό σπαθί στό χέρι, ό "Αλαν ώρμησε έπάνω στούς έχθρούς μας, έδωσε σπαθιές δεξιά κι άρι-

στερά, δπου έφτανε, καί, σέ κάθε κίνηση του σπαθιού του, τό σίδερο άστραφτε κι* άκουγόταν ό δυνατός βόγγος κάποιου πού τήν άρπαξε. *Εγώ έξακολουθουσα νά έχω τήν έντύπωση πώς είμα­ στε χαμένοι, δταν, ξαφνικά,—τί θέαμα ήταν έκεΐνοί— γυρίζω μιά στιγμή καί, μέ γουρλωμένα μά­ τια, βλέπω τόν "Αλαν νά τούς έχη πάρει στό κυ­ νήγι πάνω στό κατάστρωμα, σάν κανένα τσοπα­ νόσκυλο πού παίρνει σβάρνα τά πρόβατα γιά τό μαντρί. "Υστερα — γιατί δσο ήταν γενναίος, άλλο τό­ σο ήταν καί προσεχτικός — γύρισε πίσω. Οί ναύ­ τες δμως έξακολουθουσαν νά τρέχουν καί νά ξε­ φωνίζουν σά νάταν άκόμα πίσω τους. Τούς άκούγαμε πού πηλαλουσαν κι* έπεφταν ό ένας έπάνω στόν άλλο στό άμπάρι. Ό τόπος γύρω καί τό καρέ ήταν σάν κανένα σφαγείο. Τρεις ήταν νεκροί μέσα στό καρέ^ ένας άλλος ξεψυχούσε στό κατώφλι καί μόνο ό "Αλοα/ κι* έγώ τάχαμε βγάλει πέρα κι* είχαμε νικήσει χωρίς νά πάθουμε τίποτα. Ήρθε πρός τό μέρος μου μ* άνοιχτή άγκαλιά. —"Ελα νά σέ φιλήσω!, φώναξε καί μ* έσφιξε δυνατά έπάνω του. Ντάβιντ! Σ* άγαπώ σάν άδεοφό μου!... Καί σάν νάβλεπε κάτι πολύ μακρινό, έξακολούθησε: — Μά δέν είμαι πρώτης τάξεως σπαθιστής ; •Έ, τί λές; "Υστερα γύρισε πρός τούς τέσσερις έχθρούς, έδωσε του καθενός άπό μιά σπαθιά κι έπειτα, τόν ένα μετά τόν άλλο, τούς έσυρε έξω τραγουδώντας συγχρόνως καί σφυρίζοντας μόνος του, σάν άν­ θρωπος πού προσπαθεί νά θυμηθή κάποια μελω­ δία. Μόνο πού αύτός δέν προσπαθούσε νά θυμηθή, άλλά πάσχιζε νά φτιάξη δική του. "Ολη αυτή τήν ώρα, τά μάγουλά του ήταν κατακόκκινα καί τά μάτια του έλαμπαν, σάν νάταν παιδί πέντε χρό­ νων πού άντικρύζει γιά ποώτη φορά ένα παιχνίδι. "Υστερα, μέ τό σπαθί πάντα στό χέρι, κάθησε στό τραπέζι. ιΗ μελωδία του άρχισε σιγά-σιγά νά γίνεται καθαρότερη καί τέλος ό "Αλο^ άρχισε νά τραγουδάη δυνατά σέ γλώσσα κελτική: Τού σπαθιού μου τό τραγούδι! Φτιαγμένο άπό τό γύφτο, πού στή φωτιά τό δούλεψε, τώρα λάμπει θαυμαστό στοΰ "Αλαν Μπρέκ τό χέρι. Ήταν πολλά τά μάτια τους, πολλά καί λαμπερά. Μέ κοίταζαν άγριωπά! Ήταν πολλά τά χέρια τους, κι άπλωναν νά μέ πιάσουν! Καί τό σπαθί μου ήταν μοναχό! "Υστερ’ άπό τή νίκη μας, αύτό τό τραγούδι πού τδφτιαξε μόνος του — λόγια καί μουσική — δέ μοΰ φαινόταν καθόλου σωστό. Πουθενά δέν (Συνέχεια στήν -προτελευταία σελίδα)

1

Π

_ υ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΠΟΙΚΙΛΗΣ

ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ Σταδίου 50 Β16λ ι οπωλεΐον Κ αλψάκη ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουρας ΧΡΟΝΟΣ Α'—ΤΕΥΧΟΣ 13> Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμφ : Διευθυντου Σ. ’Ανεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προιστ. Τυττογρ. Φ. ^Μαλατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : ’Ετήσια 80.000 — Έξαμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


·■

1) Ό Πόντσο Λιμπερτάς, ό έπιλεγόμενος Κα­ μπαλλέρο γιά τήν παλληκαριά του καί τά Ιπποτικά του αισθήματα Απέναντι τών γυναικών καί των Αδυνάτων, έχει έπαναστατήσει μαζί μέ μιά συντροφιά Ανδρείων καί φιλοπάτριδων φίλων του έναντίον του Ισπανού τυράννου Γκονζάλες, πού έχει υποδουλώσει τό Μεξικό, τήν Αγαπημένη πα­ τρίδα του Καμπαλλέρο. Ό τύραννος Γκονζάλες είχε Απαγάγει τή Χουανίτα, Αδελφή του Μπρόνχο Μπίλ, ένός Από τά πρωτοπαλλήκαρα του Κα­ μπαλλέρο, μά.ό Πόντσο Λιμπερτάς, μέ μιά τολμη­ ρή έπίθεσι, κατώρθωσε νά τήν έλευθερώση. πέ­ φτοντας δμως ό ίδιος στά χέρια του Γκονζάλες! Αμέσως ό τύραννος του Μεξικού διατάζει νά τοιχοκολλήσουν προκηρύξεις πού λένε: «Αύριο, στή μεγάλη πλατεία, ό προδότης Πόντσο Λιμπερτάς ή Καμπαλλέρο θά δ.αμελισθή ζωντανός, Αν ή Σενορίτα Χουανίτα Βάλρος, κατηγορουμένη δΓ Ανταρσίαν, δέν παραδοθή στις κυβερνητικές Αρ­ χές. Ό Κυβερνήτης Γκονζάλες.»

Μέσα σ' ένα μοναχικό σπίτι, στά πε'ρίχφρα τής Πόλεως τού Μεξικού, ή Χουανίνα Βάλρος, Ανήσυχη, περιμένει τήν έπιστροφή τού σωματοφύλακά της Πέντρο, πού είχε φύγει γιά τήν πόλη, γιά νά φέρη νέα Από τόν Καμπαλλέρο. Ή καρ­ διά τού όμορφου κοριτσιού είναι γεμάτη Αγωνία. Αγαπάει κρυφά τόν Ατρόμητο Καμπαλλέρο καί ξέρει πόσο σκληρά μπορεί νά τού φερθή ό ΓκονΓΑλργ!

3) Τέλος, ένα δυνατό, νευρικό χτύπημα Ακού­ στηκε στήν πόρτα. «"Ανοιξε, Χουανίτα!, είπε ή φωνή τού Πέντρο. Έγώ είμαι!» Ή Χουανίτα έτρεξε στήν πόρτα, τήν Ανοιξε καί Αντίκρυσε τό πρόσωπο τού Πέντρο, συσπασμένο Από θυμό καί λύπη. «Τί έμαθες, Πέντρο; ρώτησε τό κορίτσι μέ τήν Ανάσα πιασαένη. Απάντησε γρήγορα!» «Μιά φριχτή εϊδησι, Χουανίτα!... Φριχτή!»

4) Καί ό Πέντρο διηγήθτ}κε στή Χουανίτα αύτά πού είχε μάθε-, στήν Πόλη' τού Μεξικού: «Ό κα­ ταραμένος τύραννος, ό κυβερνήτης Γκονζάλες, πού ή ψυχή του νά μήν ήσυχάση μέσα στό κατρά­ μι τής κόλασης κόλλησε προκηρύξεις πού λένε ότι, Αν δέν παραδοθής στις Αρχές, αύριο τό πρωί ό Πόντσο Λιμπερτάς θά διαιαελισθή ζωντανός στήν πλατεία Από τέσσερα Αλογα!»


5) Ή φριχτή εΐδησι χτύπησε τή Χουανίτα σάν Αστροπελέκι. Τό δυστυχισμένο κορίτσι έπεσε σέ αιά καρέκλα καί σκέπασε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια της. «Είναι τρομερό!, μουρμούρισε μέ σπασμένη φωνή, θεέ μομ! Δέν πρέπει νά πεθάνη ό Καυπαλλέρο μας! Και δέν πρέπει νά ύποστή τό φριχτό αυτό μαρτύριο! Δέν πρέπει να τον άφήσουμε χωρίς βοήθεια, Πέντρο!»

6) Στό μεταξύ, ή είδηση τής έκτελέσεως του Πόντσο Λιμπερτάς ταξίδευε γοργά έπάνω στις πλαγιές και τις χαράδρες τής πανύψηλης Σιέρρας, των βουνών πού υψώνονταν έξω άπό τήν Πό­ λη του Μεξικού, όπου ήσαν κατασκηνωμένοι σέ Μικρές όμάδες οι σύντροφοί τού Καμπαλλέρο. "Ενας άντρας περνούσε άπό κορυφή σέ κορυφή κουβαλώντας άπό αύτΐ σέ αυτί τό πένθιμο νέο. . .

7) Στις άκρες υψηλών βράχων μεγάλες φω­ τιές άναψαν καί καπνοί υψώθηκαν στόν ήσυχο άέρα. ■’Ήσαν συνθήματα πρός τις διάφορες ό­ μάδες τών έπαναστατών, πού δρούσαν χαμηλό­ τερα, στίς κοιλάδες, νά μαζευτούν δλοι έπάνω στή Σιέρρα γιά νά άποφασίσουν τί έπρεπε νά κάνουν γιά τή σωτηρία τού Πόντσο Λιμπερτάς, τού Αγαπημένου τους Καμπαλλέρο. ..

\ 8) Άπό τήν ταράτσα τού παλατιού, ό κυβερνή­ της, ό Χοσέ ό Σατανάς καί τό Γεράκι (οί δυό συχαμεροί έκτελεσταί τών έγκληματικών σχεδίων τού τυράννου) ξεχώρισαν τά σήματα. «Δέ θά προλάβου^!, εΐπε ό κυβερνήτης. Εξάλλου, τούς έπιφυλάσσω μιά μικρή έκπληξη. "Εχω τοποθετή­ σει Αποσπάσματα στίς κυριώτερες διαβάσεις τής Σιέρρας καί θά δυσκολευτούν νά περάσουν!»

9) Λινές ώρες Αργότερα, οι Αρχηγοί των δια­ φόρων έπαναστατικών όμάδων πού Αγωνίζονταν νά διώξουν άπό τό Μεξικό τόν ξένο τύραννο, εί­ χαν συγκεντρωθή μπροστά σέ μιά σπηλιά,, έπάνω στή Σιέρρα. Ό ένας άπ* οούτούς έδειξε στούς άλλους μιά προκήρυξι, πού ένας άντρας του εί­ χε ξεκολλήσει Από έναν τοίχο, στή πόλι. «ΑΟριο τό πρωί, είπε, ό τύραννος σκοπεύει νά διαμελίση ,αόν Πόντσο!»

__________________ _

10) Καί πρόσθεσε: «Πρέπει νά έπιτεθουμε Α­ μέσως έναντίον τής πόλεως καί νά έλευθερώσουμε τόν Καμπαλλέρο! Τί λέτε, παιδιά;» «Διαφωνώ·!, είπε ό Μπίλ Κόλτ Αρχηγός τών όμάδων τού βορρά.'Μιά τέτοια έπίθεσις εΐναι σωστή τρέλλα! Ή φρουρά τής πόλεως είναι ένισχυμένη καί τό μόνο πού θά καταφέρουμε είναι νά γίνουμε στόχος τών στρατιωτών τού τυράννου!» 7


■'· Π) "Ενας νεαρός-άρχηγός σηκώθηκε τότε &γριά καί σάλεψε στόν άέρα τήν προκήρυξι του κυβερνήτη. «Τό διάβασες καλά αυτό, Μπίλ,·» φώ­ ναξε. «Τό διάβασα, άπάντησε ό Μπίλ. Ό Πόντσο είναι χαμένος, μά ή π:ό μεγάλη έπιθυμία του εί­ ναι να διώξουμε τόν τύραννο. "Αν λοιπόν κάνου­ με μιά πρόωρη καί άστοχη έπίθεσι, άλα είναι χα­ μένα. . .»

12) «Ίσως έχεις δίκηο. Μπίλ!, είπε ό άλλος χαμηλώνοντας τόν. τόνο τής φωνής του. Σου ζη­ τώ συγγνώμη1!. .. Δέν πρέπει νά βιαστούμε καί νά ένεργήσουμε σπασμωδικά. .. "Ομως έγώ δέν μπορώ νά μείνω άδρανής. Ό Καμπαλλέρο ήταν φίλος μου καί άρχηγός μου. θά πάω μόνος μου στήν πόλη καί θά κάνω δ,τι μπορώ γιά νά τόν έλευθερώσω ή νά πεθάνω μαζί του!»

13) Δυό άλλοι νέοι άντρες σηκώθηκαν μέσ’ άπό τό συμβούλιο τών άρχηγών τών έπαναστατών. «ίθάρθώ κι* έγώ μαζί σου!» είπε ό ένας, «θά σέ συνοδεύσω κι* έγώ!» είπε ό άλλος. Ό Μπίλ Κόλτ μοελάκωσε συγκινημένος. «Καλά, παιδιά, πηγαίνετε!, είπε. Κι* έγώ τό ίδιο θά έκανα στήν ήλικία σας! Σάς εύχομαι καλή τύχη καί... φέρ­ τε μας ζωντανό τόν Καμπαλλέρο!»

14) Καί τά τρία τολμηρά παλληκάρια ξεκίνη­ σαν καλπάζοντας πρός τόν κάμπο κάτω, πρός τήν Πόλη του Μεξικού. Στήν καρδιά τους έκαιγε μιά δυνατή έπιθυμία: νά σώσουν τόν άγαπημένο τους άρχηγό, τόν φημισμένο ΚαμποΛλέρο. «ΜΑς πάρουμε αύτό τό μονοπάτι τών γιδιών, παιδιά, είπε ό ένας τους. ΟΙ στρατιώτες τού τυράννου φάχουν πιάσει τίς διαβάσεις. . .»

15) Στό παλάτι του κυβερνήτη, ό Γκονζάλες και^οί δυό σατανικοί βοηθοί του, ό Χοσέ ό Σα­ τανάς καί τό Γεράκι, κουβέντιαζαν γιά τά έγ-. κληματικά σχέδιά τους. Ό λαός τού Μεξικού εΤ χε πολλά νά λέη γιά τόν Χοσέ τόν Σατανά, πού είχε πάντα σκεπασμένο τό πρόσωπό του μ1* ένα πανί. "Ελεγαν πώς ήταν ένας κοινός δολοφόνος, ττού είχε δραπετεύσει άπό τίς φυλακές!

16) Καί τότε ή πόρτα άνοιξε κΓ ένας ύπηρέ^* της είπε: «Μιά κυρία θέλει νά οάς δη, Έξοχώτατε!» Ό Γκονζάλες τινάχτηκε όρθιος. «Νά πε· ράση άμέσως !» ’Ήταν ή Χουανίτα 1 ««Δηλώσατε, είπε στόν κυβερνήτη, μέ μιά προκήρυξ δτι, άν έρχόμουν νά παραδοθώ, θά χαρίζατε τή ζ οή στόν Πόντσο Λιμπερτάς! ΤΗρθα, λοιπόν, και είμαι στή δάθεσί σας, κυβερνήτα!»


17) Ό Γκονζάλες χαμογέλασε παγερά καί κύτταξε μέ νόημα τον Χοσέ τόν Σατανά. Ό μασκοφόροο ρίχτηκε έπάνω στή Χουανίτα καί τήν άρπαξε άπό τά μπράτσα. «Δέ σέ φανταζόμουν τόσο άπλοική, όμορφούλα μου! Ό Πόντσο θά διαμελισθή αύριο., μ* όλο πού έσύ έπεσες στήν παγίδά!... Καί σου έχω διαλέξει μια υπέροχη θέσι γιά να παρακολούθησης τό σπάνιο θέαμα!»

19) Τό μπάρ ήτοιν γεμάτο άπό στρατιώτες του Γκονζάλες. ΤΗσαν δλοι τους Μεξικανοί κΓ δμωο είχαν δεχτή νά ύπηρετήσουν τόν ξένο τύραννο γιά λίγα χρήματα. "Επιναν καί τραγουδούσαν. «,Ζήτω ό κυδερνήτης!, φώναξε ένας άπό αύτούς. Ανυπο­ μονώ νά ξημερώση ή αυριανή μέρα, παιδιά! "Ε­ χω τήν τιμή νά είμαι ένας άπό τούς τέσσερις καβαλλάρηδες, πού θά διαμελίσουν τόν Πόντσο!»

_

18) Στό μεταξύ, οί τρεις νεαροί έποιναστάτες κατέβηκαν άπό τίς άπότομες πλαγιές τής Σιέρρα, ακολουθώντας άπόμερα καί μυστικά μονοπά­ τια, καί κατάφεραν νά άποφύγουν όλες τίς περι­ πόλους, πού περιφέρονταν άδιάκοπα γύρω άπό τήν Πόλη του Μεξικού. Μπήκαν τέλος στήν πόλη τσακισμένοι άπό τήν κούραση καί διψασμένοι καί σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα μπάρ.

20) *Ακούγοντας τά λόγια αύτά, ό ένας άπό τούς τρεις νεαρούς όπαδούς τού Καμπαλλέρο έγι­ νε έξω φρενών. Τό πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο άπό τό θυμό καί τό χέρι του τινάχτηκε πρός τή ζώνη του καί τράβηξε τό πιστόλι του. «θά τό κάνω νά σωπάση τό παλιόσκυλο!» γρύλλισε. Μά οί σύντροφοί του τόν συγκράτησαν. «Μή!, τού είπαν. Σκέψου τόν Πόντσο!»

............... .............................

!1) Ο στρατιώτης, πού- είχε μιλήσει γιά \όν Καμπαλλέρο. κάθησε Iκοινοποιημένος άπό τόν έαυτό του στό τροςπέζι,, όταν ένας άπό τούς νεα­ ρούς έπαναστάτες τόν πλησίασε. «Τά είπες σπου­ δαία, φίλε |,>τρμ_£Ϊπε_ καθίζοντας δίπλα του. Κάτι τέτοιοι, σάν φόν; ΐζρρδότη τόν Πόντσο Λιμπερτάς, πρέπει] γόξ /πεθαίνουν μέ βασανιστήρια! Ζηλεύω τήν τύχη\·σ.ούΤ Ό Πόντσο είναι παλιός, άσπονδος

έχβρό<; μουί»

_________ _

22) «ΚΓ έχω όρκιστή νά πεθάνη άπό τό ίδιο μου τό χέρι} "Εχω μάλιστα στοιχηματίσει αύτό τό σακκουλάκι γεμάτο-χρυσά νομίσματα πώς 6ά τόν σκοτώσω έγώ|! θά σού δώσω τά μισά, άν δεχτής νά μοΰ παραχωρήσης τή θέσι σου αύριο!» «Δέχο­ μαι!, είπε ό στρατιώτης. Είσαι τυχερός, γιατί έτυχε νά χάσω άπόψε στά χαρτιά καί στά ζάρια δλα μου τά λεφτά! Αύριο λοιπόν θά. . .»


Τήν άλλη μέρα, π:ρωΐ-πρωΐ, ή κεντρική πλατεία τής Πόλεως του Μεξικού ήταν κιόλας γε­ μάτη κόσμο, που είχε συγκεντρωθή έκεί γιά νά παρακολουθήση τήν* έκτέλεσι του Καμπαλλέρο. Ισχυρά άποσπάσμοίτα είχαν τοποθετηβή οέ διά­ φορα καίρια σημεία-τής πόλεως. για τήν περίπτωσι πού οί έπαναστάτες θά δοκίμαζοιν νά κατεβουν άπό τή Σιέρρα γιά νά έλευθερώσουν τόν άρχηγό τους.

24) Άπό τήνΓ'^ράτσά τοϋ, παλατιού του, ό τύραννος Γκονζάλες, μαζί μέ τούς δυό έγκληματικούς βοηθούς του, τόν Χοσέ τόν Σατανά καί τό Γεράκι, παρακολουθούσε τΙς προετοιμασίες του διαμελισμού. Τά άλογα πού θά διαμέλιζαν τόν, Καμπαλλέρο ή σαν έτοιμα. Δέν περίμεναν παρά τόν μελλοθάνατο. Χλωμή σάν νεκρή, ή Χουανίτα γύριζε άλλού τό πρόσωπό της γιά νά μή βλέπη...

25) ιΛίγά λεπτά άργότερα, μέ τά χέρια δεμένα στήν πλάτη,, φάνηκε ό 'Πόντσο Λιμπερτάς, ό θ,ρυλικός Καμπαλλέρο, συνσδευόμενος άπό δυό στρα­ τιώτες. Ό άγαπημένος άρχηγός του λαού, ό άν­ θρωπος πού όλόκληρο τό Μεξικανικό έθνος έλά.τρευε, βάδιζε μέ τό κεφάλι ψηλά και μέ τό πρό­ σωπο ήρεμο καί άφοβο, πρός τό μαρτυρικό θά­ νατο, πού τόν περίμενε λίγα βήματα πιό πέρα.

26) *Ένας άπό τούς καβαλλάρηδες. πού ήσαν έπιφορτισμένοι μέ τό διαμελισμό του, ξέσπασε σέ βρισιές ένάντίον του. «Ληστή!., φώναξε. Δολοφάνε! Προδότη! Σέ κρατούμε έπιτέλους! ΤΗρθε ή ώρα νά παραδώσης τή μαύρη ψυχή σου στό διά­ βολο! θά βεβαιωθώ ό ίδιος γιά τή στερεότητα τών δεσμών σου!» "Εσκυψε έπάνω στον Καμπαλ­ λέρο καί άρχισε νά έξετάζη τά σκοινιά.

27) Επωφελούμενος άπό μια στιγμή πού δέν τόν πρόσεχε κανένας καί πού κανένας δέ βοισκό,ταν κοντά γιά νά τόν άκούση, ό στρατιώτης ψιθύρισε στόν Πόντσο: «ιΜέ άναγνώρισες, έ; Μή φοβάσαι. . . δλα είναι έντάξει! Ή έλευθερία εί­ ναι κοντά!» Καί μ* ένα σουγιαδάκι, κρυμμένο μέ­ σα στή φούχτα του, μισόκοψε τρία άπό τά "τέσ­ σερα σκοινιά, έτσι ώστε νά κοπούν στό πρώτφ τ,οάβηνιια!

28) "Ολα ήσαν έτοιμα τώρα. Ό Καμπαλλέρο ήταν ξαπλωμένος άνάσκελα στό ίχώμα μέ τά χέ­ ρια του καί τά πόδια του δεμένα μέ σκοινιά .στις σέλες τεσσάρων άλόγών. Ό κόόμος γύρω κρα­ τούσε τήν άνάσα του Καί τά μάτια των άν$ρώπων ΐτου λαού ήσαν καρφωμένη -γεμάτα θλίψι, έπάνω στό θρυλικό έπαναστάτη . ·*> Δέν Ιμενε πα­ ρά τό σύνθημα τού τυράννου. ' / '


29) Επάνω στήν ταράτσα του παλατιού οί θα­ νάσιμοι έχθροί του Καμπαλλέρο, οί τύραννοι του Μεξικού, έβλεπαν μέ χαρά νά πλησιάζη ή ώρα τής έκδικήσεως γιά δσα τούς είχε κάνει ό ΠόντσοΙ «Σέ λίγα^ λεπτά, μουρμούρισε ό κυβερνήτης <Γκονζάλες^ ό Πόντσο Λιμπερτάς, δέ θά ύπάρχη πιά παρά μόνο στά παραμύθια! Ό θάνοιτός του ,/θά είναι παράδειγμα γιά όλους δσοι μέ μισούν!»

30) Τό Γεράκι, ό συνένοχος του Γκουζάλε, πού ή ψυχή του ήταν πιό μαύρη άπό τό φτερό κοράκου πού είχε στό καπέλλο του, άρπαξε τή Χουανβτα άπό τά μπράτσα καί, μέ τή βοήθεια του Χοσέ του Σατανά πού τήν κρατούσε άπό τά μαλ­ λιά. άνάγκασε τό κορίτσι νά γυρίση πρός τό ίμέρος του μαρτυρίου. Ό Πκονζάλες έδωσε τό σύνθημα, ψωνάζοντας: «Ηέθανε, παλιόσκυλο 1» .

31^·τ_32) Οί τέσσερις καβαλλάρηδες μαστίγω^\σαν·. τά άλογά τους, πού-τινάχτηκαν έμπρός, καί τά τέσσερα σκοινιά τεντώθηκαν μαζί. Τό κορμί του Πόντσο έχασε τήν έπαφή του μέ τό χώμα καί, γιά μιά στιγμή, έμεινε Ασάλευτο στόν Αέρα, καθώς ή φόρα του ένός άλόγου έξουδετέρωνε τή φόρα του άλλου. Ή Χουανίτα έκλεισε τά μάτια "ντης, άφήνοντας μιά κραυγή φρίκης, ένώ οί τρεις

δολοφόνοι άνοιγαν διάπλατα τά δικά τους μά-, τια γιά νά μή χάσουν καμμιά λεπτομέρεια άπό τό μαρτύριο του έχθροϋ τους!... Καί τότε συνέβη κάτι Απροσδόκητο καί -καταπληκτικό. Ένώ δλοι περϋμεναν νά δουν τό κορμί του Καμπαλλέρο νά διαμελίζεται, τά τρία άπό τά τέσσερα σκοινιά έσπασοιν καί τό ένα άπό τ* άλογα Απομακρύν­ θηκε σέρνοντάς τον ξοπίσω του!

\

34) Μέσα σέ λίγες στιγμές είχαν διασχίσει τό πλήθος, είχαν βγή άπό τήν πλατεία καί είχαν χωθή σ’ ένα δρομάκο, κυνηγημένοι άπό τούς στρατιώτες τού Γκονζάλες, πού συνήλθαν γρήγο­ ρα άπό τήν πρώτη έκπληξί τους. Τό κορμί τού Καμπαλλέρο, καθώς σερνόταν χάμω, μωλωπιζό­ ταν άσχημα, μά ή έλπίδα τής έλευθερίας τόν έ­ κανε νά μή νοιώθη κάν τά χτυπήματα...

->->) ^ τδΙΓΌλόγου αύτοΰ, πού δέν ήταν άλλος άπό τό νεαρό όπαδό τού Πόντσο πού είχε^πάρει τή θέσι του φρουρού, άρχισε νά πυροβολή στόν άέρα πρός κάθε κατευθυνσι. έπάνω άπό τά κεφάλια τών θεατών. Τό πλήθος σκορπίστηκε πανικόβλητο άνοίγοντας ένα πέρα­ σμα γιά τόν καβαλλάρη μέ τόν άνθρωπο, πού τό­ σο παράξενα είχε ξεφύγει άπό τά χέρια τού θανάτου.

ι


35) «Κουράγιο!, του φώναξε ό νεαρός όπα6ός του. "Αν κρατήσης λίγο άκόμα, Καμπαλλέ· ρο, σωθήκαμε! Πιάσε τό σκοινί καί μέ τά δυό σου χέρια καί σήκωσε τό στήθος σου έπάνω άπό Ηό χώμα!» «Έν τάξει!/ φώναξε 6 Καμπαλλέρο. Μήν άνησυχής για μένα!» ΤΗταν γεμάτος χαρά πού είχε γλυτώσει άπό τό θάνατο καί γεμάτος υπερηφάνεια πού είχε τόσο Ανδρείους συντρόΦους!

36) Μά οΐ άντρες τού Γκονζάλες ξοπίσω τους κέρδιζαν όλοένα έδαφος καί οί σφαίρες τους σφύ­ ριζαν δλο καί πιό κοντά στό δραπέτη καί στό νεαρό όπαδό του. .. Καί τότε καινούργιοι πυρο­ βολισμοί άντήχησαν, άπό διαφορετική κατεύθυνσι αύτή τή φορά. τΗταν οί δυό άλλοι όπαδοί του Καμπαλλέρο. πού έρχονταν νά βοηθήσουν στή δρσπέτευσι τού άγαπημένου τους Αρχηγού.

'Δ Μ

37) Ένώ ό ένας κρατούσε σέ άπόστασι τούς στρατιώτες τού τυράννου μέ εύστοχους πυροβο­ λισμούς, πού ό καθένας τους κόστιζε τή ζωή σ’ έναν άνθρωπο ή σ’ ένα άλογο, ό άλλος πλησίασε στόν άρχηγό του, έσκυψε καί άπλωσε τό χέρι του πρός τόν Καμπαλλέρο. «Πιάσε μου τό χέρι, Αρ­ χηγέ!, φώναξε. Δέν πρέπει νά σταματήσουμε γι­ ατί έρχεται ένας όλόκληρος λόχος φρουρών!»

'38) *0 Καμπαλλέρο παράτησε τό σκοινί, ά­ πλωσε πρός τά έπάνω τό δεξιό τσυ χέρι καί τά χέρια τών δυό άντρών κλειδώθηκαν σέ μιά γερ?Ι λαβή. Γιά μερικές στιγμές, πού φάνηκαν αιώ­ νες στόν Πόντσο, δέν συνέβη τίποτα. "Επειτα, ό Καμπαλλέρο έσφιξε μέ μανία τά δόντια του, τέν­ τωσε τούς άτσάλινους μυώνες τού κορμού του, τράβηξε μιά βαθειά άνάσα...

'39). .. καί μ* ένα καταπληκτικό άκροβατικό πήδημα βρέθηκε καβάλλα στό άλογο πίσω άπό τό νεαρό έπαναστάτη. «Εντάξει; φώναξε ό άλ­ λος καβαλλάρης άπό μπροστά. Κόβω τό σκοι­ νί!» "Εκοψε τό σκοινί καί τά τρία άλογα άρχι­ σαν νά -καλπάζουν ξέφρενα, ένώ πίσω τους, άπό ^ό μέρος τής ττόλεως τού Μεξικού, άντηχουσαν βουερά τά ποδοβολητά τών διωκτών τους.

κονζά­ λες, πού τά άλογά τους ή σαν ξεκούραστα καί καλοταγισμένα, κέρδιζοτν έδαφος. "Οταν δμως οί τέσσερις φίλοι μας έφτοοσαν ατούς πρόποδες της Σιέρρα καί άρχισαν νά άνεβαίνουν ένα στρι­ φογυριστό μονοπάτι Ανάμεσα στούς βράχους, οί διώκτες τους σταμάτησαν, μήν τολμώντας νά Ανε­ βούν στή Σιέρρα, τό κρησφύγετο τών έποναστα-

χτών. - -1____________________ 1______ ____


«φ·Τ*

ΊΚ

' '“41),ΊΜιά ώρα άργότεροςσ Καμπαλλέρο μέ τούς τρεις συντρόφους του έφτανε οτό στρα­ τηγείο του, δπου οΐ όπαδοί του τόν υποδέχτηκαν μέ έξαλλο ένθουσιασμό. Ελεύθερος πιά, ό άγαπημένος άρχηγός τού μεξικάνικου λαού θά ξενάρχιζε άπό τά όψώμοιτα τής Σιέρρα τόν άδυαώπητο άνω να του έναντίον των ξένων τυράν­ νων. πού είχαν υποδουλώσει τήν πατρίδα του, τό Μρέικό!

42)Τ Στά μεταξύ Γ οτήν Πόλη Του ΜεξικοϋΓμέσα στό πλούσιο παλάτι του, ό Γκονζάλες παρα­ ληρούσε καί άφριζε άπό λύσσα, που τού είχε ξε,φύγει τόσο άπροσδόκητα ό μεγαλύτερος έχθρός του, ό τρομερότερος κίνδυνος για τήν αιματο­ βαμμένη έξουοία του. -.Διάταξε νά δδηγήσουν μπροστά του τή Χουανίτα καί είπε στό χλωμό καί τρομαγμένο κορίτσι:, «θά πλήρωσής έσύ γιά τόν καταοαιιένο τόν Πόντσο!»

. 43)' «θά πεθάνης σήμερα κιόλας,-συνέχισε μέ φωνή πού θύμιζε ούρλιαχτό πεινασμένου λύκου, καί θά πεθάνης μέ τόν τρόπο πού θά πέθαινε ό Πόντσο, άν δέν γλύτωνε! Τέσσερα άλογα θά δια­ μελίσουν τό κορμί σου καί. . .» Ή πόρτα άνοιξε πίσω του καί μιά φωνή εΐπε ήρεμα: «Επιτρέπε­ τε; θέλω νά σάς μιλήσω ιδιαιτέρως, Γκονζάλες!» Ό Γκονζάλες άνασκίρτησε ζωηρά.

44) ΤΗταν άπό τούς ιδιοκτήτες τής Εταιρίας Ασημιού τού Μεξικού, πού ήταν τό μεγαλύτερο στήριγμα τού Γκονζάλες. «Είμαστε δυσαρεστημένοι μαζί σου, Γκονζάλε^!, είπε αυτός. ΟΙ σκλη-ρότητές σου προκαλούν πήν έξέγερσι τού λαού. "Αφησε τό κορίτσι αύτό έλεύθερο. μάζεψε τούς στρατιώτες σου καί* πήγαινε στή Σιέρρα νά μάς άπαλλάξης άπό αύτό τόν Πόντσο!»

45) «"Ολα αυτά είναι καλά!, απάντησε ά Γκονζάλες. Αφού τό θέλετε, θά τό άφίσω τό κο­ ρίτσι! Δέν έχω δμως άρκετούς στρατιώτες για νά μπορέσω νά ξετρυπώσω τόν Πόντσο άπό τή Σιέρρα καί νά τόν έξοντώσω! Χρειάζομαι ένιοχύσεις καί...» Σώπασε καί άναψε άργά ένα πούρο. Μιά σκέψι είχε περάσει άπό τό διαβο­ λικό μυαλό του... "Ενα σατανικό σχέδιο...

46) Δέν είπε τίποτα γιά τό σχέδιό του στόν ιδιοκτήτη τής Εταιρίας .Ασημιού κι’ όταν αυτός /έφυγε, ό Γ κονζάλες έμεινε άγρυπνος δλη. τή νύ­ χτα, βαδίζοντας σκεπτικά μέσα στό δωμάτιό του καί δουλεύοντας μέ μεγάλη προσοχή στό μυαλό του τις λεπτομέρειες τού σχεδίου του. "Οταν ξη­ μέρωσε, έστειλε καί κάλεσε στό παλάτι του τούς &υό συνενόχους του.


47) VΑκουστέ, είπε. Κινδυνεύουμε _ν<* χάσου­ με τήν ύποστήριξι της Εταιρίας Ασημιού, άν δέν συμβή κάτι, πού νά προκαλέση τήν έπέμβασι τής κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών έναντίον τών έγθρών μας! Στή μικρή πόλι Νέο Τέξας, στά σύνορα του Μεξικού και τών Ηνωμένων Πο­ λιτειών, ύπάρχει μιά Αμερικανική κροιτική Τρά­ πεζα. "Ας υποθέσουμε τώρα δτι μιά συμμορία περνά τά σύνορα. . .»

48) «ΓΗ συμμορία μπαίνει σέ Αμερικανικό έ­ δαφος, συνέχισε ό Γκονζάλες. Είναι στρατιώτες, βέβαια, άνθρωποι δικοί μας, μεταμφιεσμένοι σέ Μεξικανούς έπαναστάτες. Φτάνουν λοιπόν στό Νέο Τέξας και ληστεύουν τήν άμερικ<χνική Τρά­ πεζα. θά γίνη μάχη, φυσικά, μέ τήν Αστυνομία, θά έχουμε μαζί μας δυό Από τούς ύπαρχηγούς τού Πόντσο πού κρατούμε -στή φυλακή. *0 ένας τουλάχιστον Απ’ αύτούς...».

49) «. . .θά φροντίσουμε νά βρεθή νεκρός στόν τόπο τής συμπλοκής! Ή Αμερικανική κυβέρνησις θά θυμώση καί θά θελήση νά έπέμβη γιά νά χτυπήαη τόν Πόντσο. θα τούς δώσω τήν άδεια, βέ­ βαια, καί οί Αμερικανοί θά στείλουν στρατεύμαιτα Από τό Τέξας καί τό Νέο Μεξικό γιά νά ξετρυπώσουν τόν Πόντσο άπό τή Σ ιέρρα!» «Περί­ φημο σχέδια!, είπε ό Χοσέ Σατανάς. Περίφημο!»

50) Ό Πόντσο Λιμπερτά, ό ξακουστι . παλλέρο τού Μεξικού, είχε καλέσει σέ σύσκεψι τούς ύπαρχηγούς του, στό στρατηγείο του, έπάνω στις βουνοκορφές τής Σ ιέρρα. Είχαν νά Αντι­ μετωπίσουν ένα μεγάλο πρόβλημα. "Επειτα άπό τή δραπέτευσι τού Καμπαλλέρο, οί νεαροί Με­ ξικανοί έρχονταν κατά έκατονάδες σή Σ ιέρρα *γιά νά γίνουν όπαδοί του, μά δέν ύπήρχαν τά άναγ κ αΐα δπλα..._________________ ·

51) ηαφνικά, ένας ματωμένος καί κουρελια­ σμένος καβαλλάρης πλησίασε πρός τό μέρος τους. «Πούμα!, φώναξε ό Καμπαλλέρο κατάπλη­ κτος. Σέ άφησα μέσα στή φυλακή τού τυράν­ νου!» «"Ημουν Ακόμα έκεΓ σήμερα τό πρωΐ, Α­ πάντησε ό Πούμα μέ φωνή πού έτρεμε. Μά στό μεταξύ συνέβη σαν πράγματα σοβαρά, παράξενα καί πολύ έπικίνδυνα γιά τήν ύπόθεσι, γιά τήν ό­ ποια πολεμάμε ! »

52); Ό Πούμα ξεκαδάλλησε, ζήτησε νά του δώσουν λίγο νερό νά πιή καί άρχισε τήν άφήγησί του, μιά άφήγησι πού έκανε τόν Καμπαλλέρο καί τούς Ανθρώπους του νά τρίζουν τά δόντια τους άπό Ανήμπορη λύσσα: «Κοιμόμαστε Ακόμα στό κελί μας, δταν άγριες κλωτσιές στά πλευρά μάς ξύπνησαν. ΤΗταν οί δυό δολοφόνοι τού τυράννου, τό Γεράκι καί ό Χοσέ ό Σοττανάς. Μάς διέταξαν νά σηκωθούμε». - ·.


ί

53) Κάτω άπό τήν άπειλή των πιστολιών τους., ντυθήκαμε βιαστικά καί βγήκαμε άπό τη φυ­ λακή. "Εξω, στό άμυδρό φως τής χαραυγής, μια συντροφιά άπό καβαλλάρηδες, ντυμένοι σαν Με­ ξικανοί έπαναστάτες, μάς περίμενε. Μάς άνάγκασαν νά άνεβούμε σέ άλογα καί ό^Χοσέ Σατανάς μ|άς είπε: «"Αν δοκιμάσετε νά μάς ξεφύγετε, θά ταξιδέψετε γιά τάν άλλο κόσμο!. . .»

55) /«Αίγες ώρες άργότερα, φτάσαμε στα σύ­ νορα, τά περάσαυε καί τραβήξαμε όλόϊσια πρός τή μικρή πάλι Νέο Τέξας. Τήν ξέρεις, άρχηγέ* τήν πόλι οιύτή. Είδαμε ζητήσει καταφύγιο κά­ ποτε έκεΐ, όταν μάς κυνήγησαν οί στρατιώτες του Γκσνζάλες)! Φτάσαμε στήν πόλι, μπήκαμε μέ­ σα σάν άνεμαστρόβιλος καί πήραμε τόν κεντρι­ κό δρόμο, ένώ οί διαβάτες σκορπίζοντοτν.»

57)' 45*0 λοσέ Σαταχάς, τό ίεράκι καίδυο3 άλλοι πήδησαν άπό τά άλογά τους καί, μέ τα πιστόλια τους στά χέρια, ώρμησαν πρός τό κτί­ ριο, άνοιξοιν τήν πόρτα μέ τις κλωτσιές καί χύ­ θηκαν μέσα. ΟΙ άλλοι έμειναν έξω άπό τήν τρά­ πεζα, έπιβλέποντας έμάς, πυροβολώντας άδιάκοπα έπάνω στά παράθυρα καί ουρλιάζοντας σάν .κοπάδι πεινασμένων , λύκων πού βοηκαν έπιτέλους κυνήνϋ»------------------------------------------------------

λάρηδες — συνέχισε ό Πούμα — καί μέ τά χέρα μας δεμένα στήν πλάτη, ξεκινήσαμε. Μπροστά πήγαιναν ό Χοσέ Σατανάς καί τό Γεράκι. Δια­ σχίσαμε τήν Πόλη του Μεξικού, πού κοιμόταν άκόμα, καί, δταν βγήκαμε στήν έξοχή, ταχύναμε ·ί»ό βήμα τών άλόγων μας. *« Π ου πάμε;» ρώτησα. ^"Εχουμε ραντεβού μέ τό θάνατο!», είπε τό Γε■ Οάκι._______________________________________ _

56) «θυμάσαι τήν κεντρική πλατεία του Νέου Τέξας, άρχηγέ, δέν είν* έτσι; Καί θυμάσαι τό κτίριο τής άμερικανικής κρατικής τράπεζας πού είναι έκεΐ, έ; Σταματήσαμε μπροστά στήν τρά­ πεζα καί, πρός μεγάλη μας έκπληξι, οι συνοδοί μας άρχισαν νά πυροβολούν πρός τήν πόρτα τού κτιρίου! Δέν μπορούσαμε νά κατοώ,άβουμε άκόμα τό σχέδιό τους, που δμως ήταν τό πιό σατα­ νικό άπ’ δσα έχω γνωρίσει!»

58 - 59) Ό Χοσέ Σατανάς καί τό Γεράκι βγή­ καν άπό τήν τράπεζα σέ λίγο, κρατώντας μερικά βαρειά, πέτσινα σακκούλια. Στό μεταξύ δμως, ή άστυνομία έφτασε καί οί "Αμερικανοί άστυνομικοί άρχισαν νά πυροβολούν. Τότε ένας άπό τούς μυστηριώδεις συνοδούς μας, ήρθε κοντά μας, τράβηξε ένα μαχαίρι καί... έκοψε τά δεσμά πού έδεναν τά χέρια μας!»


60) «Μόνο άταν, μια στιγμή άργότευα, είδα τό σύντροφό μου Λοπΐέθ νά πέφτη χτυπημένος άπό μια σφαίρα των ίδιων τών συνοδών μας, είδα κα­ θαρά αυτό πού έπρεπε να είχα μαντέψη άπό τήν άρχή! Είχαν ληστέψει τήν τράπεζα και θα άφινοον τά πτώματά μας στόν τόπο της συμπλοκής γιά να κάνουν τούς Αμερικανούς να νομίσουν άτι οί ληστές άνήκαν στόν Πόντσο Λιμπερτάς!»

61) «Κατάλαδα τότε καί κάτι άλλο: έπρεπε νά ξ,εφύγω γιά νάρθώ έδώ ικαί νά σέ είδοποιήσ'*.· άρχηγέ,! "Ετσ., μέσα στήν άναμποομπούλα της μάχης, έσκυψα χαμηλά έπάνω στό λαιμό τού άλόγου μου, έχωσα τά σπειρούνια μου βαθειά στά πλευρά του καί κατάφερα νά ξεγλυστρήσω άνάμεσα στους καβσλλάρηδες καί νά ξεφύγω! "Ας είναι δοξασμένο τό άνομα του Κυρίοιί!»

62) Βαθειά σιωπή διαδέχτηκε τή δραματική αυτή άφήγησι του Πούμα. Ό Καμπαλλέρο και οί άντρες του έπεσαν σέ σκυθρωπούς στοχα­ σμούς. Ό κίνδυνος, πού τούς άπειλούσε τώρα, ήτ<χν ό τρομερώτερος άτ.' δσους είχαν άντιμετωπίσει άπό τήν έποχή που τό Μεξικό είχε ύποδουλωθήΐ θά είχαν τώρα νά κάνουν δχι με τόν Γκονζάλες, άλλά μέ τις Ηνωμένες Πολιτείες!

63) Τήν άλλη μέρα, ένας καβαλλάρης έφτασε καλπάζοντας στό στρατηγείο τού Πόντσο Λιμπερτάς. Σταμάτησε μπροστά στόν Καμπαλλέρο καί τού έδωσε μιά έφη μερίδα. «Διάβασέ το αύτό, Πόντσο! Είναι μιά ειδική έκδοσις πού ό κυβερ­ νήτης διέταξε νά μοιραστή σ’ άλη τήν πόλι, πού ό διάβολος νά τόν πάρη αύτόν καί τούς στρατιώ­ τες του!» Ό Καμπαλλέρο διάβασε:

64) «ΟΙ συμμορίες του ΠόντσοΆιμπερτάς, γνωστοΰ ληστου τής Σ ιέρρα, έπετ£θησαν χτές μέρα μεσημέρι έναντίον τής Αμερικανικής Κρατικής Τραπέζης τού Νέου Τέξας καί έκλεψαν δύο έκατομμύρια δολλάρια! Αναμένεται έπέμβασις τών Ηνωμένων Πολιτειών έναντίον τού Πόντσο! Τό πτώμα τού Λοπέθ, ένός άπό τούς ύπαρχηγούς τού ληστοΰ, βρέθηκε στόν τόπο τής έπιθέσεως!»

65) "Ενας θυελλώδης θυμός έκυοίευσε τόν Καμπαλλέρο. Τινάχθηκε όρθιος, πέταξε χάμω τήν έφημερίδα κι* άρχισε νά τήν ποδοπατάει υέ λύσσα. «Οί άχρεΐοί!, φώναξε. ΟΙ θρασύδειλοι. Δέ διστάζουν μπροστά σέ καμμιά άτιμία για νά πετύχουν τούς σκοπούς τους! Δέν μπορούσαν νά μάς νικήσουν καί παράσυροιν τώρα έναντίον μας τούς Άμερικοινούς, πού ήσαν πάντα φίλοι μας!


Αίγες ώρες άρ^τεραΓ ά*λλ(5ς καβαλλάρης έφτασε καλπάζοντας στό στρατόπεδο τοΰ Καμπαλλέρο ·καί μουρμούρισε κάτι έμπιστευτικά στό αυτί τοΰ άρχηγοΰ των έπαναστατών. Ό Πόντσο Λιμπερτάς ζάρωσε τά φρύδια του, έμεινε γιά μερικές στιγμές σκεπτικός καί ρώτησε: «Είσαι σίγουρος γι’ αύτό πού λες;» «Εντελώς σίγου­ ρος!» Τότε ό Καμπαλλέρο σηκώθηκε καί μσζί 'μέ δυο συντρόφους ξεμάκρυνε άπό τό στρατό-

67) Τήν ίδια ώρα, μέ άδιάκοπα στριφογυρίσμα­ τα, ένα στρατιωτικό τραίνο σερνόταν μέ κόπο έ~ πά\ω στις άπότομες πλαγιές τής Σιέρρα, ξερυσωντας σαν χοντρός άνθρωπος πού άνεβαίνει άνήφορο. Άκούγονταν νοσταλγικά, μακρόσυρτα τραγούδια καί συγχορδίες άπό κιθάρες/μαζί μέ τό μονότονο θόρυβο πού έκανε μπροστά ή άτμομηχανή.

?οο) Ό Καμπα^ερο καί οί δυό σύντβοφό κόδοντας άπό άπότομα μονοπάτια, προσπαθού­ σαν στό μεταξύ νά προλάβουν τό τραίνο καί νά του βγουν μπροστά. «Είσαι βέβαιος δτι πρόκει­ ται για στρατιωτικό τραίνο;» ξαναρώτησε ό Κα-< μπαλλέρο. τόν άνθρωπο πού του είχε φέρει την πληροφορία. «,Είναι^ στρατιωτικό, άπάντησε αυ­ τός. Καί οί στρατιώτες είναι δλοι Μεξικανοί άπό τό Τέξας!» ^

69) ,Αφήνοντας~~τά άλογά τους στή βάσι ένός βράχου, πού προεξείχε σχεδόν έπάνω άπό τή νραμμή -άπ* δπου θά περνούσε τό τραίνο, οί τρεΐς έπαναστάτες σκαρφάλωσαν στό βράχο, έ­ πεσαν μπρούμυτα στήν κορφή του καί περίμεναν. Πέραιχχν λίγα λεπτά καί, τέλος, τό τραίνο πρό­ βαλε άπό μιά καμπή του δρόμου ^ξεφυσώντσς. Τραγούδια έφτασαν ώς τ’ αυτιά του Πόντσο.

70) Καί Ίύτε τό κορμί του Πόντσο Λιμπερτάς άνασκίρτησε ζωηρά έπάνω στό βράχο κι* άπό τό στήθος του ξέφυγε μιά κραυγή χαράς καί ένθουσιασμου. «Κυττάξτε!, είπε ,στούς φίλους του δεί­ χνοντας τό τραίνο. Κυττάξτε λοιπόν έκεί! "Ημουν πάντα βέβαιος δτι πραγματικοί Μεξικανοί δέ θά δέχονταν ποτέ νά χτυπήσουν έμένα, νά πολεμή­ σουν έναντίον του άγαπημένου τους Πόντσο!»

71) «"Αν ό τύραννος Γκονζάλες τό έβλεπε αύτ τό, πρόσθεσε σαρκαστικά, θά πάθαινε σίγουρα συγκοπή!» Οί σύντροφοί του σήκωσαν τά κεφά­ λια τους καί είδαν κάτι, πού πραγματικά δίκαιο* λογουσε τη χαρά του Καμπαλλέρο. Στήν πόρτα ένός βαγονιού ήταν γραμμένη μέ μεγάλα ζωηρά γράμματα μιά έπιγραφή γεμάτη έλπίδες γιά τούς έπαναστάτες: «Ζήτω ό Πόντσο ό Ελευθερωτής!»


72) Μέσα στό παλάτι του, στήν Πόλη του Με­ ξικού, ό τύραννος Γκονζάλες ήταν έξο φρένων. «Διάβασέ το αυτό, Χοσέ Σατανά!» γρύλλισε ά­ γρια. Ή κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών παίζει μαζί μου·! Γράφουν έδώ άτι δέν μπορούν νά πιστέψουν πώς ό' Πάντσο Λιμπερτάς είναι λη­ στής καί άτι τά στρατεύματά τους δέ θά τόν χτυπήσουνί θά κάνουν Απλώς έπίδειξι δυνάμεων!»

73) Μά ό Χοσέ Σατανάς ξέσπασε σ’ ένα βρο­ μερό γέλιο. «Ησύχασε, Γκονζάλες! Οί Αμερικα­ νοί θ’ άλλάξουν γρήγορα γνώμη γιά τό φίλο μας τόν Πόντσοι! Τό Γεράκι έχει έτοιμάσει μια όμορ­ φη μικρή ύποδοχή στά Αμερικανικά στρατεύματα, στό Πέρασμα τής Κολάσεως!» Στό μεταξύ τό Α­ μερικανικό στρατιωτικό τραίνο έξακαλουθοΰσε νά σκαρφαλώνη Απάνω στή Σιέρρα...

·' 74) Κρυμμένος πίσω Από τούς βράχους, σ’ έ­ να στενό πού οί Μεξικάνοι ώνόμαζαν Πέρασμα τής Κολάσεως, γιατί έλεγαν πώς τή νύχτα περι­ πλανιόνταν έκεΐ φαντάσματα νεκρών στρατιωτών, τό Γεράκι παραμόνευε περιμέινοντας νά φτάση τό τραίνο. Ή μαύρη ψυχή του ριγούσε Από σατανι­ κή ευχαρίστησή όπως κάθε φορά πού ήταν έτοι­ μος νά διαπράξη ένα έγκλημα 1

75) Επιτέλους τό τραίνο μπήκε* στό Πέρασμα τής Κολάσεως καί ό Αγέρας γέμισε Από^τραγούδια, εύθυμες φωνές καί μουγγρίσματα τής μηχα­ νής. Τό Γεράκι μόρφασε Απαίσια, «θά δούμε τώ­ ρα, λεβέντες μου, είπε γρυλλίζοντας σάν Αγρίυι, άν θά κυνηγήσετε ή όχι τόν Πόντσο Λιμπερτάς, τόν καταραμένο Καμπαλλέρο!» Σήκωσε τήν καραμπίνα πού κρατούσε καί σημάδεψε μέ μεγάλη .προσοχή---------------------------------------------- ———

76) Καθισμένοι στις πόρτες των βαγονιών, οί στρατιώτες τής Αμερικανικής κυβερνήσεως έξακολουθούσαν νά παίζουν τις κιθάρες τους καί νά τραγουδούν: «Στά βουνά τού Μέξικού ···*-6 ήλιος προβάλλει κάθε αύγή, πιό δυνατός καί πιό λαμπερός, Από κάθε άλλο μέρο4

___ ένας πυροβολισμός Αντήχησε πό τούς βράχους έπάνω. "Ενας κιθαρωδός πα­ ράτησε ξαφνικά τό όργανό του κι* έφερε τά χέ­ ρια του στό στήθος του βήχοντας ξερά και βγά­ ζοντας αίμα Από τό στόμα του. "Ενας δεύτερος πυροβολισμός Ακούστηκε κι’ ένας άλλος στρα­ τιώτης σταμάτησε στή μέση τό τραγούδι του, δι­ πλώθηκε στά δύο καί Αφήνοντας μιά κραυγή πό­ νου έπεσε έξω Από τό βαγόνι 1


78) Αφήνοντας μικρά γρυλλίσματα χαράς καί ίκανοποιήσεως, αάν λύκος πού είχε βρή καί είχε σκοτώσει τή λεία του, ό δολοφόνος, τό Γεράκι μέ τή μαύρη ψυχή, κρέμασε τήν καραμπίνα του στή σέ\α του Αλόγου του καί πήδησε έπάνω. «Τώρα, μουρμούρισε μέ μάτια πού έλαμπαν διαβολικά, τίποτα πιά δέν μπορεί νά σέ σώση καταραμένε Πόντσο! ΤΗρθε ή ώρα του τέλους σου!»

79)^ Τό κουδούνι κινδύνου άντήχησε στήν ατμο­ μηχανή καί ό μηχοινικός τράβηξε μέ δύναμι το φρένο. Τό βαρύ τραίνο σταμάτησε άπότομα καί ο( στρατιώτες πήδησοον έξω μέ τις καραμπίνες στά χέρια, βλαστημώντας τόν άγνωστο δολοφόνο πού τόσο προδοτικά είχε σκοτώσει τούς συντρό­ φους τους. «”Αν τόν πιάσουμε, φώναζαν, θά τόν γδάρουμε ζωντανό καί θά τόν άφήσουμε νά πεθάνη στόν ήλιο!»_______________.________ __

,νν

_____ _

80) Μά δέν είχαν ξεμακρύνει από τό" τραίνο, όταν είδαν στήν κορυφή ένός βράχου έναν κοβαλλάρη μέ μαύρο πλατύγυρο καπέλλο νά κουνάη τό χέρι του προκλητικά, σάν νά τούς κοροΐδευε. ΤΗτοιν τό Γεράκι, πού δέν ήθελε νά φύγη πριν συμπληρώση τό έργο του. «Νάτος!, φώναξαν οί στρατιώτες. Αυτός είναι! Αυτός έκε· είναι ό δο­ λοφόνος! Εμπρός, παιδιά! Δέν πρέπει νά μάς

81) Μά στό σατανικό σχέδιο του Γερακιού ύπήρχε καί κάτι άλλο. Δέν ήταν άρκετό τό δτι είχε σκοτώσει δύο στρατιώτες. Δέν ήταν άρκετό τό δτι τούς καρόϊδευε τώρα Από τήν κορυφή του βράχου του. "Επρεπε νά τούς κάνη νά πιστέψουν δτι ό δολοφόνος ήταν άνθρωπος τού Πόντσο Λιμπερτάς. Φώναξε λοιπόν: «Ζήτω ό Πόντσο Λιμπερτάς! Ζήτω ό Καμπαλλέρο! Κάτω ή Άμερική!»

82) Οί στρατιώτες έτρεξαν στό τραίνο καί έβγα­ λαν τά άλογά τους άπό τά βαγόνια. «Γρήγορα!, φώναζε ό Αρχηγός τους. Γρήγορα! Πρέπει νά πιάσουμε όπωσδήποτε τό δολοφόνο και νά τόν' Αναγκάσουμε νά μάς όδηγήση στό κρησφύγετο τού προδότη τού Πόντσο! Πόσο είχαμε γελαστή πιστεύοντας πώς ήταν δχι ληστής, άλλά ένας Α­ γνός καί τίμιος στρατιώτης!»

83) Μέσα σέ λίγα λεπτά, ένα ]σχυρό Απόσπα­ σμα ριχνότοιν στήν καταδίωξι τού Γερακιού, πού έπίτηδες δέν είχε άφήσει τό «άλογό του νά Απομακρυνθή πολύ άπό τό τραίνο. Πυροβολισμοί Αν­ τήχησαν καί σφαίρες άρχισαν νά σφυρίζουν κον­ τά στό δολοφόνο, μά τό Γεράκι, μέ τό κεφάλι σκυφτό έπάνω στό σβέρκο τού «Αλόγου του, έκάγχαζε διαβολικά καί σπειρούνιαζε τό άλογο...


_

*·<

34) "Τό σχέδιό του ήταν άπλ£" και άτιμο. ΤΟ Γεράκι ήξερε καλά τή Σιέρρα. "Ηξερε τά μονο­ πάτια της, της χαράδρες της και τΙς οπηλιές της καί ήξερε που περίπου βρισκόταν τό σπίτι δπου ! έμενε ό Πόντσο Λιμπερτάς καΐ^ τό έπιτελεΐο του. ! Παρέσυρε λοιπόν πρός τά έκεΐ τούς στρατιώτες ! κΓ δταν πλησίασε, άκολούθησε τό ρεύμα ένός ξεροπόταμου και έξαφανίστηκε άνάμεσα στους ° ους της Σ ιέρρα.

') "Οταν έχασαν τό Γεράκι, οί στρατιώτες σταμάτησαν μήν ξέροντας πρός τά πού έπρεπε νά τραβήξουν. "Ησαν έτοιμοι νά γυρίσουν πίσω στό τραίνο τους, δταν μιά φωνή άντήχησε ξαφνικά: <Τίς εΐ; Δόστε μου τό σύνθημα!» "Εκπληκτοι, οί στρατιώτες σήκωσαν τά κεφάλια τους καί είδαν στήν κορυφή ένός βράχου έναν άντρα νά προτείνη άπειλητικά τό δπλο του πρός τό μέρος τους. Γιά λίγες στιγμές, κανένας δέ μίλησε._______ _

>) "Επειτα, ένας στρατιώτης Σήκωσε την καραμπίνα του, σημάδεψε γοργά και πυροβόλησή «Τόν πέτυχα!» φώναξε. Πραγματικά, ή σφαίρα είχε χτυπήσει κατάστηθα τό φρουρό, πού σωριά­ στηκε χάμω, έπάνω στό βράχο. ΠρΙν δμως ό θά­ νατος κλείση γιά πάντα τά μάτια του, ό πληγω­ μένος πρόλαβε καί πυροβόλησε τρεις φορές. Η­ ταν τό σήμα κινδύνου πού θά ειδοποιούσε τόν Πόντσο και τούο άλλουο. . .__________ '

87) Ό φρουρός ήταν νεκρός καί τό πέρασμα, πού ώδηγούσε στό κρησφύγετο τού Καμπαλλέρο, τού άγαπημένου άρχηγού τού λαού τού Μεξικού, ήταν έλεύθερο. Οί στρατιώτες τών Ηνωμένων Πολιτειών μπήκαν στό στενό πέρασμα, άποφασισμένοι νά τιμωρήσουν δπως έπρεπε τόν Πόντσο καί τή συμμορία του, «τούς δολοφόνους αυτούς τής Σιέρρα» δπως τούς νόμιζαν έπειτα άπό αύτά πού είγαν συμβή!

θετημένος μπροστά στήν ξύλινη καλύβα, δπ ;υ έ­ μενε ό Καμπαλλέρο, είδε άπό μακρυά τού καβαλλάρηδες νά πλησιάζουν καί φώναξε: ;Στά δπλα! Στά όπλα! "Ερχονται οί Αυερ ιονοί στρατιώτες!» Αμέσως, ό Πόντσο Λ.μτερτ ς <αί οι λίγοι άντρες, πού βρίσκονταν μοζί του, ά πάρωσαν καλά τήν πόρτα τής καλύβας καί γοίοΘ» τήθηκαν στά παράθυρα.

στρατιώτες έφτασαν καί άρχισαν νά διοιγράφουν καλπάζοντας ικάκλους γύρω άπό τήν καλύβα, άκολουθώντας τό σύστημα τών Ινδιάνων. Καί ή μάχη άρχισε! Μάταια ό Καμπαλλέρο φώναξε ά­ πό ένα παράθυρο, ζητώντας νά μάθη τό λόγο τής έπιθέσεως αυτής. *Ως άπάντησι πήρε μερικές σφαίρες πού τόν άγγιξαν σχεδόν μέ τόν άέρα τους στό πρόσωπο!


1

90) Τότε ό Καμπαλλέρο έδωσε διαταγή στους άντρες του να άτκχντήσουν στους πυροβολισμούς των Αμερικανών στρατιωτών. «Μή χτυπάτε στό ψαχνό δμως!, είπε. Σημαδεύετε τα άλογά τους ! Σίγουρα, συμβαίνει κάποια παρεξήγησις καί δέν θέλω νά χύσουμε αίμα φίλων!» Ή μάχη κράτησε περισσότερο άπό ώρα χωρίς ούτε άπό τό ένα ούτε άπό τό άλλο μέρος νά χτυπηθή κανείς.

'

92) Καί ή μάχη συνεχίστηκε μά δχι γιά πολλή ώρα. "Ενα δεύτερο άλογο σωριάστηκε χάμω χτυ­ πημένο καί ό καβαλλάρης του τραυματίστηκε πέ­ φτοντας. ΟΙ στρατιώτες τότε άναγκάστηκαν νά υποχωρήσουν καί νά φύγουν γιά νά φέρουν ένισχύσεις. «θά μάς ξαναδής, Πόντσο!, του φώνα­ ξαν. Δέ συνηθίζουμε ν’ άφήνουμε χωρίς έκδίκησ; τούς σκοτωμένους συντρόφους μας!»

93) Καί οί στρατιώτες έφυγαν, άφήνοντας στό πεδίο τής μάχ^ς τόν τραυματισμένο σύντροφό τους. «Γιατί μάς χτυπήσατε;» τόν ρώτησε ό Κα­ μπαλλέρο. «Γιατί ένας δικός σου πυροβόλησε έναντίον μας μέσα στό Πέρασμα τής Κολάσεως καί σκότωσε δυό στρατιώτες. "Αν δέν συνέβαινε αυτό, δέ θά σάς χτυπούσαμε!» Τό μέτωπο τού Πόντσο ρυτιδώθηκε. ..

91) "Οταν δμως ένα άλογο, χτυπημένο άπό μιά σφαίρα, σωριάστηκε χάμω παρασύροντας καί τόν καβαλλάρη του στό πέσιμό του, οί στρατιώ­ τες ξεμάκρυναν περισσότερο άπό την καλύβα κι’ έγιναν πιό προσεκτικοί. «Παιδιά!, φώναξε ό Κα­ μπαλλέρο. Δέν έχουμε τίποτα μαζί σας! Είμαστε φίλοι σας! Γιατί νά χτυπιόμαστε;» «Γιατί είσαι ένας άτιμος δολοφόνος <καί προδότης, Πόντσο!»

Στό 14α Τεύχος του «ΤΟ—ΟΥ» πού κυκλοφορεί τήν έρχόμενη ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ δημοσιεύεται: 1) Ή συνέχεια καί τό τέλος τής ιστορίας αυτής μέ τόν τίτλο ,

Ο ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ καί 2) Τό κουρσάρικο μυθιστόρημα

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΤΟΛΜΗΡΟΣ 94) Τό βλέμαα τού Καμπαλλέρο, γεμάτο ύποψία κύτταξε γύρω έρευνητικά τούς συντρόφους του έναν - ένα. Τό πρόσωπό του ήταν κατάχλωμο καί τά χείλη του σφιγμένα. «"Αν ήξερα ποιός θρασύδειλος, ποιός προδότης έκανε τήν άτιμη αυ­ τή πράξι, σκοτώνοντας φίλους καί βάζοντάς μας άντιμέτωπους σέ μιά Μεγάλη Δύναμι, πού μάς συμπαθεί, θά τόν σκότωνα χωρίς οίκτο!»

δπου ένας άτρόμητος ναυτικός παλεύει μέ πα­ ράξενα δντα στό βυθό τής θάλασσας καί βρίσκει ένα θησαυρό!


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ: ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦϋΥΡ (Συνέχεια ώπο τή 2η σελίδα)

^κουγες τίποτα γιά μένα! Ό κύριος Σούάν καί ,τέντε σύντροφοί του είχαν σκοτωθή ή ήταν πλη· " γωμένοι. ’Απ’ αύτούς δμως οί δυό είχαν πέσει άπ τό χέρι τό δικό μου, καθώς πήγαιναν να πηδή σουν άπό τό φεγγίτη. Τέσσερις είχαν χτυπηθή κι άπ* αύτούς, ό ένας, πού δέν ήταν κανένας χω ρίς σημασία, είχε χτυπηθή άπό μένα τόν Ιδιο. Κι έγώ είχα λάβει μέρος σ’ αύτή τή μάχη. Σκότωσα καί πλήγωσα, και θά μπορούσε νά μ* άναφέρη καί μένα ό "Αλαν στό τραγούδι του. "Ομως οί ποιη­ τές — δπως μοϋπε κάποτε, πολύ σωστά, ένας σο­ φός άνθρωπος—σκέπτονται τή ρίμα μονάχα. "Ο­ ταν κουβέντιαζε δμως, ό "Αλαν μιλούσε πάντα γιά μένα και γιά τό κατόρθωμά μου. Εκείνη δμως τήν ώρα δέν τδξερα πώς μ* είχε άδικήσει στό τραγούδι του, γιατί κέλτικα δέν ή­ ξερα ούτε λέξη κι* άλλωστε, άπό τήν πολύωρη άναμονή, τή βία καί τή φρίκη τής μάχης, τό μόνο πού μπορούσα νά σκεφτώ ήταν πώς, έπιτέλους, καθόμουνα. "Ενιωθα στό στήθος μου τέτοιο βά­ ρος, πού μέ πολύ κόπο μπορουαα ν’ άνασάνω. “Η σκέψη πώς είχα σκοτώσει δυό άνθρώπους βά­ ραινε πάνω μου σάν εφιάλτης καί, τότε, τελείως ξαφνικά καί πριν προλάβω νά σκεφτώ τί θά γι­ νόταν, άρχισα νά κλαίω καί νά φωνάζω σά μωρό. Ό "Αλαν έβαλε τό χέρι του στον ώμο μου, καί εΐπε πώς ήμουν ένα γενναίο παιδί, μά πώς τό μόνο πού μοΰ χρειαζόταν τώρα ήταν ύπνος, πο­ λύς ύπνος. ν—Έγώ θά φυλάξω πρώτος, είπε. Τά κατάψερες περίφημα σήμερα, Ντάβιντ, καί θά προτι­ μούσα νά χάσω ένα βασίλειο παρά νά μοΰ πάθης τίποτα! "Υστερα μούστρωσε νά κοιμηθώ χάμω, κι* αυ­ τός κάθησε νά φυλάξη πρώτος, μέ τό πιστόλι στό χέρι καί τό σπαθί στή μέση, γιά τρεις δλόκληρες ώρες. Στόν τοίχο κρεμόταν τό ρολόι τοΰ καπε­ τάνιου. "Οταν πέρασε ή βάρδια του, μέ ξύπνησε :καί κάθησα νά φυλάξω έγώ. Πριν τελειώσουν οί τρεις ώρες μου, είχε ξημερώσει. Τό πρωϊνό ήταν «πολύ ήσυχο. Τό ίδιο κι ή θάλασσα. Στό ταβάνι άχουγόταν τό άπαλό μουρμούρισμα τής βροχής. Τίποτα παράξενο δέν έγινε τήν ώρα τής βάρδιας μου. 'Απ’ τό χτύπημα μάλιστα τού τιμονιού, κατά­ λαβα πώς κανείς δέ βρισκόταν στή γέφυρα. Κι* άλήθεια, δπως έμαθα άργότερα, τόσοι πολλοί ή­ ταν οί πληγωμένοι κι οί νεκροί, κι δσοι είχαν άπομείνει γεροί είχαν τέτοια χάλια, ώστε ό κύριος Ρίτς κι* ό καπετάνιος άναγκάστηκαν νά κάνουν βάρδιες, δπως ό "Αλαν κι έγώ, γιατί άλλοιώς τό μπρίκι θάπεφτε έξω καί κανείς δέ θάμενε ζων­ τανός. ΤΗταν θαύμα πού ή νύχτα είχε περάσει τόσο ήσυχα κι ό άνεμος είχε πέσει ώσπου^άρχισε ή βροχή. Κι άπό τά πολλά σκουξίματα τών γλά­ ρων, πού γυρόφερναν φωνάζοντας καί ψαρεύον­ τας κοντά στό καράβι, κατάλαβα πώς θάπρεπε νά βρισκόμαστε πολύ κοντά στή στεριά ή σέ κα­ νένα άπ* τά νησιά τών Έβρίδων. Στό τέλος, έρ­ ρινα μιά ματιά έξω άπό τό καρρέ κι* είδα τους λόφους τοΰ Σ κάϋ γεμάτους βράχους, δεξιά, κα) λίγο πίσω άπ* τό μπρίκι τό παράξενο νησί τοΰ Ρούμ.

μοϋκοβαν τήν δρεξη. *Απ* δπου καί νά κοίταζες τήν κατάστασή μας έβλεπες πώς δέν έπρεπε νάμαστέ άπλώς ευχαριστημένοι, μά πολύ εύτυχισμένοι. Είχαμε βγάλει τούς άξιωματικούς άπ* τήν καμπίνα τους κι* ήταν στή διάθεσή μας δλα τά πιοτά τού καραβιού — κρασί καί λικέρ — κι* δ­ λα τά φαγώσιμα, άκόμα καί τά τουρσιά κι* οί γαλέτες. "Ομως αυτό, μόνο του, δέ θάταν άρκετό γιά νά μάς φέρη κέφι. Τό πιό σπουδαίο ήταν πώς οί δυό μεγαλύτεροι μπεκρήδες πού φάνηκαν ποτέ στή Σκωτία — ό τρίτος, ό κύριος Σουάν, είχε πεθάνει, — βρίσκονταν άποκλεισμένοι στήν πλώ­ ρη τού καραβιού κι ήταν καταδικασμένοι νά πί­ νουν δ,τι σιχαινόταν πάνω άπ’ δλα στόν κόσμο: δροσερό νεράκι! — Νά δής, λοιπόν, είπε ό "Αλαν, πού δέ θ’ άργήσουμε καί πολύ νά τούς δούμε νά παρουσιά­ ζονται. "Εναν άντρα μπορείς νά τόν κρατήσης μακριά άπ* τή μάχη, άδύνατο δμως νά τόν κρα­ τήσης μακριά άπ’ τό πιοτό. Κάναμε καλή παρέα οί δυό μας. Ό "Αλαν ήταν πολύ άξιαγάπητος. Σέ μιά στιγμή, πήρε άπ’ τό τραπέζι.ένα μαχαίρι κι ξέκοψε ένα άπ’ τά άσημένια κουμπιά τού σακακιού του. —Τάχω, μούπε, άπ* τόν πατέρα μου, τόν Ντάννκαν Στιούαρτ. Τώρα σοΰ χαρίζω ένα γιά νά θυ­ μάσαι τή χτεσινοβραδινή δουλειά μας. Καί νά ξέρης πώς δπου κι άν βρεθής καί τό δείξης τούτο δώ τό κουμπί, οί φίλοι τοΰ Άλαν Μπρέκ θά κά­ νουν δ,τι μπορούν γιά σένα. Αύτό τό είπε σά νά μιλούσε έκείνη τή στιγμή ό Κάρολος ό Μέγας καί νά πρόσταζε τό στρατό του! Είναι άλήθεια πώς τό θάρρος του τό θαύ­ μαζα πολύ, δύσκολα δμως κρατιόμουν καί δέν έσκαζα στά γέλια μέ τά καμώματά του. "Ημουν άκόμα πολύ άναστατωμένος καί ή ιδέα πώς μπο­ ρεί νάχαμε καί νέα έπίθεση μ* έκανε νά χάνω τό μυαλό μου. "Οταν πιά κοντεύαμε νά τελειώσουμε τό φα­ γητό μας, ό "Αλαν σηκώθηκε, πήγε κοντά στήν κασέλα τού καπετάνιου κι* άρχισε νά ψάχνη, ώ­ σπου βρήκε μιά βούρτσα γιά τά ρούχα. "Υστερα, έβγαλε τό σακάκι του κι άρχισε νά βουρτίζη τά ρούχα του καί νά καθαρίζη τούς λεκέδες, μέ μιά προσοχή έντελώς γυναικεία. Βέβαια, δέν είχε νά φορεση άλλα, άλλά τό σπουδαιότερο ήταν, δπως είχε πή, πώς καταγόταν άπό βασιλική γενιά κι αυτό έπρεπε νά τό καταλαβαίνη ό καθένας άπό μακριά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΑΛΑΝ κι* έγώ κατά τις έξη, καθήσαμε νά φάμε τό πρωινό μας. Τό πάτωμα ήταν γεμά­ το σπασμένα γυαλικά κι* ένα σωρό αίματα πού

Ο

(*Η συνέχεια στό έρχόμενο)

Έζαιρετικώς ένδιαφέρουσα

ΕιΔΟΠΟΙΗΙΙΣ *Η διεύθυνσις τού «ΤΟ—ΟΥ», θέλοντας νά βοηθήοη άπό τή μιά μεριά τούς άναγνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό τήν άλλη_μεριά, νά μεγαλώση τήν κίνησι τοΰ «ΤΟ—ΟΥ», προσφέρει σ’ δλους τούς άναγνώστες του —διά τού Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 δλα τά σχολικά βιβλία τους μέ έ κπ τ ω σ ι 5% καί μιά τρίμηνη συνδρο­ μή τού περιοδικού μέ έκπτωσι 20% 1 Αναγνώστης τού περιοδικού θεωρείται δποιος προσκόμιση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί έπιδείξη άπλώς τέσσερα τεύχη του «ΤΟ—ΟΥ» (Τεύχος 9 καί έπόμενα).


«"Εχω δλα τά -πανιά άνοιχτά, κύριε Σλόαν!, άπάντηοε ό πλοίαρχος. "Αλλωστε δεν βρισκόμαστε πια ιμακρυά. - . Τί διάβολο φωνάζει αυτός ό ναύτης άπό.τό μεσιανό κατάρτι;» «Φά­ νηκε ό "Ορμος του Ελαφιού, σερ!» φώναξε ό ναύτης. Καί ατό μώλο βλέπω ένα καΐκι, πού δέ φαίνεται καθόλου γιά έμπορικό!» Ό Ρ©ύφους Σλόαν χλώμιασε.

.*** ■*« :·»» 26) Ο Καλέμπ καί οί άλλοι άντρες δέν μπό-' ρεοαν νά κάνουν διαφορετικά. Μπροστά στον κίν- ’ δυνο νά σκοτωθούν ή Βέλβετ κι’ ό Τζέρεμυ, προ­ τίμησαν νά πετάξουν τά όπλα καί νά βοηθήσουν τούς ληστοπειρατές νά φορτώσουν τό κλεμμένο φορτίο. — αφνικά, κάποιος φώναξε: «"Ενα πολεμι­ κό πλησιάζει! Γρήγορα, παιδιά! θά μάς προ λάβουν!»

«-Ί/ υι ιχνιμ&ς τυυ ι ερακιου στέκονταν έμβρόντητοι μπροστά σιά πιστόλια τής Λαίδηαμέ τά Πράσινα, οί ληστοπειρατές πλησίασαν ρτό I

__

Λ.

7

_ Τ_ . _

Λ _.

'

| —

' —

^

'

· V / \ I ι Ο V.

-τ' \

V

27) Τά λίγα έμπο ρεύματα, πού είχαν με\ρ* άκόμα στο μώλο, φορτώθηκαν βιαστικά καί ή . «Λαίδη Σ κάρλετ» ξεκίνησε άπλώνοντας τά πανιά της στον άνεμο. Πλήρωμά της είχε τώρα τη Λαί­ δη μέ τά Πράσινα καί τούς ληστοπειρατές της. πού πήραν μαζί ώς όμηρους τή, Βέλβετ καί τον Τζέρεμυ, αφήνοντας πίσω τό πραγματικό πληρώ. μα τού καραβιού.

%/ί/^Φ.

28) "Οταν σέ λίγο τό πολεμικό καράβι πλησίασε, ό Καλέμπ καί οί άντρες του άρχισαν νά τούς κάνουν σήματα πού έλεγαν: «Ακολουθήστε τό πλοίο έκεΐνο! Είναι κουρσάρικο! ’Ακολουθήστε το!. . .» Μά, μέ έκπληξ,ι καί άπογοήτευσι, εί­ δαν τό μεγάλο πολεμικό νά πλησιάζη στό μώλο καί νά πλευρίζη καί άντρες νά έτοιμάζωνται νά πηδήσουν έξω!

μ ν V/

/ >

πλοΐο, πού είχε πλευρίσει. «Τά πιστόλια μου ση­ μαδεύουν τό κορίτσι καί τό παιδί!, είπε ή φλό Φάρδιν. Άποφασίστε γρήγορα, θά παραδοθητε καί θά βοηθήσετε τούς άντρες μου νά φορτώσουν τό καράβι!» ^

29) Επάνω στο πολεμικό, ό πλοίαρχος μ να πιστόλι στο χέρι βλαστήμησε μερικές φ| καί είπε: ^ «Φτάσαμε άργά γιά νά σώσουμε φορτίο. Τό καράβι αυτό είναι π.ό γρήγορο . τό δικό μας! Μά φαίνεται πώς οί κουρσάροι ράτησαν^μερικούς συντρόφους τους έδώ. "Ι< αύτοί μάς πούν πού βρίσκεται τό κρηοφύγ Τ.

----- ---

Λ*

.—


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ί

“ΚΛ

20**·

ι·

Τ4 ■


■ ■

ο

*

V

ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΑΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που έχει μεταφρασθή σ* όλες τις γλώσσες τού κόσμου Συνέχεια 14η Πάλευε άκόμα μέ τά ρούχα του, όταν Ακού­ σαμε τον κύριο Ρίτς άπ** τό κατάστρωμα, νά μάς φωνάζη πώς ήθελε νά κουβεντιάση μαζί μας. Ε­ γώ τότε σκαρφάλωσα στό φεγγίτη καί κάθησα στην άκρη μέ τό πιστόλι στό χέρι καί μέ παλικα­ ρίσιο ύφος, μ* δλο πού, καθώς ανέβαινα, έτρεμα μήν ξεσκιστώ άπό τά σπασμένα γυαλιά. Του είπα νάρθη κοντά καί νά μου μιλήση δυνατά. Πραγματικά, πλησίασε κι* άνέβηκε έπάνω^σ’ ένα σωρό παλαμάρια. "Ετσι, τό πηγούνι του έφτασε οτό ϋψος τής στέγης καί τότε κοιταχτήκαμε λίγο, άφωνοι. Τό ύφος του ήταν φοβισμένο καί έδειχνε κούραση, γιατί δλη τη νύχτα είχε μείνει στό πό­ δι, πότε κάνοντας βάρδ.α καί πότε περιποιούμενος τούς πληγωμένους. —"Ασχημο παιγνίδι!, είπε κουνώντας τό κε­ φάλι του. — Δέν τό αρχίσαμε έμεΐς!, του άποκρίθηκαί —Ό καπετάνιος θάθελε νά μιλήση μέ τό φίλο σου, είπε. Μπορούν νά μιλήσουν στό παράθυρο; — Καί πώς μπορούμε νά ξέρουμε τί παλιαν­ θρωπιά έχει πάλι στό μυαλό του; ξεφώνισα. — Δέν έχει τίποτα σιό μυαλό του, Ντάβιντ, άποκρίθηκε ό κύριος Ρίτς. *Αλλά κι άν άκόμα είχε, θά σοΰ πώ την καθαρή άλήθεια. Μέ κανέναν τρόπο δέ θά μάς άκολουθούσαν οί άντρες μας. Κι δχι μόνο οί άντρες, μά οϋτε κι έγώ. "Εχω τρομοκρατηθή, Ντέ.βι!... Μού χαμογέλασε κι έξακολούθησε: — Τό μόνο πού θέλουμε είναι νά τόν ξεφορ­ τωθούμε. Συνεννοήθηκα μέ τόν "Αλαν καί συμφωνή­ σαμε νά γίνη ή συνάντηση. "Υστερα δώσαμε τό λόγο μας δλοι. Δέν έκλεισε δμως εδώ την έπίσκεψί του ό κύριος Ρίτς. Μέ θερμοπαρακάλεσε νά τού δώσω νά πιή ενα ποτηράκι κρασί μέ τό­ ση έπιμονή καί μού θύμισε τόσο πολύ τό καλό πού μού είχε κάνει, ώστε στό τέλος τού έδωσα ένα ποτηράκι κονιάκ, σχεδόν γεμάτο. "Ηπιε κάμ­ ποσο, καί φεύγοντας πήρε μαζί του τό υπόλοιπο γιά νά τό μοιραστή, φαίνεται, μέ τόν καπετάνιο. Σέ λίγο, ήρθε ό καπετάνιος σ* ένα παράθυ­ ρο, δπως είχαμε συμφωνήσει, καί στάθηκε μέσα στή βροχή, μέ τό ένα του χέρι δεμένο καί κρε­ μασμένο μ* ένα πανί άπ* τό λαιμό. Τό βλέμμα του ήταν άγριο κι* ήταν κατάχλωμος. Μοΰ φά­ νηκε τόσο γερασμένος, πού μέ πόνεσε ή καρδιά μου πού τόν είχα χτυπήσει μέ τό πιστόλι. Ό "Αλαν άρπαξε άμέσως ένα πιστόλι καί τού τδδειξε. —"Ασε το κάτω αυτό τό πράμα!, είπε ό καπεετάνιος. "Εδωσα τό λόγο μου! "Η μήπως θέ­ λεις νά μέ ξεμπερδέψης; — Καπετάνιε, είπε ό "Αλαν, θαρρώ πώς στό λόγο σου δέ μπορώ νάχω έμπιστοσύνη. Χτές τό βράδυ κουβεντιάσαμε τόσην ώρα μαζί κι* υστέ­ ρα μοΰ έδωσες τό λόγο σου καί μοΰ έσφιξες τό χέοι καί ξέρεις πολύ καλά τί έγινε υστέρα! Νά πάη στό διάβολο ό λόγος σου! — Μάλιστα, μάλιστα! *Εν τάξει!, είπε 6 καπε­ τάνιος. Μή νομίζεις δυως πώς πρόκειται νά βγά-

αυιο ιο ελάττωμά οεν τοχε και τοσο ο καπετά­ νιος). Τώρα έχουμε νά μιλήσουμε γι’ άλλα πρά­ γματα. έξακολούθησε μέ πίκρα. Δέ μοϋμειναν πιά χέρια γιά νά δουλέψουν εδώ πέρα. Άκόμα καί τόν υποπλοίαρχό μου τόν πέρασες πέρα γιά πέρα μέ τό σπαθί σου! Δέ μοΰ άπόμεινε κανείς πιά, κύριε! Γι’ αυτό είναι άνάγκη νά γυρίσουμε στή Γλασκώβη γιά νά πάρουμε πλήρωμα. Έκεΐ, μέ την άδειά σου, 6ά βρούμε τίποτ’ άλλους πού νά μπορούν νά κουβεντιάζουν καλύτερα μαζί σου. — Μπά!, είπε ό "Αλαν. Μά την πίστη μου, θά κουβεντιάσω έγώ μαζί τους! Εκτός άν δέν ύπάρχει οϋτ’ ένας έκεΐ πού νά μιλάη έγγλέζικα. "Εχω νά τούς πώ μιά σπουδαία Ιστορία. Δεκα­ πέντε θαλασσόλυκοι άπ* τη μιά μεριά κι* άπ* την άλλη ένας άντρας κι ένα παιδάκι! "Ε! Κύριέ μου. Δέν είναι ντροπή; Ό Χοσίζον έγινε κατακόκκινος. —"Οχι, έξακολούθησε ό "Αλαν, αύτό δέν πρό­ κειται νά γίνη. θά μέ πας νά μέ άφήσης έκεΐ πού συμφωνήσαμε. — Πώς; είπε ό Χοσίζον. Άφου ξέρεις πώς ό καλύτερος όξιωματικός μου σκοτώθηκε! Κανείς άπό μας τούς άλλους δέν ξέρει αυτή τήν παρα­ λία πού είναι πολύ, έπικίνδυνη γιά τά καράβια!... — Διάλεξε, λοιπόν, είπε ό "Αλαν. Νά μέ βγάλης στό Άππιν ή στό "Αρντγκορ, στό Μόρβεν ή στό Μόραρ ή, μέ λίγα λόγια, δπου σοΰ άρέσει, δχι δμως περισσότερο άπό τριάντα μίλια μακριά άπ* τήν πατρίδα μου. Εκτός άν προτιμάς τά μέρη τών Κάμπελ. Αύτά είχα νά σοΰ πώ. *Άν δέν τά καταφέρης, τότε φαίνεται πώς είσαι τόσο άτζαμής στη θάλασσα όσο καί στό σπαθί. Γιατί οί φουκαράδες οί πατριώτες μου, μέ τις μικρές τους τις φελούκες, περνούν άπό νησί σέ νησί μέ δ,τι καιρό άκόμα καί τή νύχτα. Κι* αυτό γιατί κατα­ λαβαίνουν άπό θάλασσα!... —"Αλλο πράμα ή φελούκα κι* άλλο τό μπρί­ κι, Κύριε! — Καλά τότε, πάμε στή Γλασκώβη, είπε ό "Α­ λαν. Στό τέλος - τέλος θά γελάσουμε πολύ μέ σένα 1 — Δέν τάΥω τόσο εύκολα τά γέλια, είπε ό κα­ πετάνιος. "Ολα αυτά δμως, Κύριε, κάνουν λε­ φτά. Πολύ καλά!, είπε ό "Αλαν. Δέν είμαι κανέ­ νας άνεμόμυλος! Τριάντα γκινέες είπαμε άν μέ βγάλης στή στεριά, κι έξήντα άν μέ πάς στόν κόρφο τού Λίνυ. — Τό ξέρετε δμως, Κύριε, πώς αυτή τή στιγμή είμαστε λίγες ώρες έξω άπ* τό Άρντναμούρκαν; είπε ό Χοσίζον. Δόστε μου έξήντα καί θά σάς πάω ώς έκεΐ. Πώς;,Τί είπες; θέλεις δηλαδή ν’ άναγκαστώ νά μιλήσω ιρλανδέζικα καί νά πέσω στά χέ­ ρια τών Κοκκινοσακάκηδων, έ; Αυτή τή χάρη δέν πρόκειται νά σοΰ τήν κάνω! "Οχι, Κύριε! *Άν θέλεις έξήντα γκινέες, κάνε τόν κόπο νά πάς νά μ* άφήσης στόν τόπο μου. (Συνέχεια στην προτελευταία σελίδα)

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ­ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ Σταδίου 50 Β ιβλιοπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α'. — ΤΕΥΧΟΣ 14 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος ’Ανεμοδουοάς Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμω : ΔιευθυντοΟ Σ. ’Ανεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προϊστ. Τυττογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ: * Ετήσια 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


ύ

7

1) Ό Πόντσο Λιμπερτάς, ό^έπονομαζό,μένος Καμπαλλέρα, είναι άρχηγός, μιας όμάδος Μεξι· κοινών, πού έχουν έπαναστατήσει γιά να άπαλλάξουν τήν πατρίδα τους άπό τον ξένο τύραννο Γκονζάλες, πού καταπιέζει τό Μεξικό μεταδάλΛ,ονιας οέ τόπο κολάσεως τήν άλλοτε ευτυχισμέ­ νη αυτή χώρα. Μήν μπορώντας να χτυπήση μό­ νος του τον Κοιμπαλλέρο καί τούς άντρες του, ό προδοτικός Γκονζάλες καταφέρνει νά προκαλέση ένα έγκληματικό έπεισόδιο καί νά κάνη τόν Αμερικανικό στρατό νά πιστέψω δτι ό Καμπαλλέρο είναι ληστής! ΟΙ Αμερικανοί μπαίνουν στό Μεξικό καί συνάπτεται μάχη. . .

2) «Πολύ θά ήθελα νά ξέρω, είπε ό Καμπαλλέρο, ποιός προδότης, ποιος δειλός δολοφόνησε τούς ,Αμερικανούς στρατιώτες καί τά προκάλεσε δλα αυτά! θά τόν σκότωνα άμέσως χωρίς οίκτο! Μά τώρα άς πηδήσουμε στα άλογά μας κι* άς φύγουμε, πριν οί Αμερικανοί ξαναγυρίσουν μέ ένισχύσεις! Πρέπει νά άποφύγουμε μέ κάθε 9υ-σί-α μια νέα σύγκρουσι μαζί τους! .. .»

*

)

V

\

4

/3) «Πεντρο, συνέχισε ό Καμπα. λ ρο, έσύ θά πας νά είδοποιήσης τόν Μπίλ Κόλτ, τόν άρχηγό τ^ών όμάδων τού βορρά, θα του πής δτι πρέπει νά συνκεντρώση τούς άντρες του καί νά συμπτυχθή πέρα άπό τόν ποταμό Ρία! Πρέπει νά άποφύ>/η όπωσδήποτε κάθε σύγκρουσι μέ τά άμερικανικά στρατεύματα! Έσύ, Άλφόνσο, βάλε φωτιά στήν καλύδα. Δέν πρέπει ν’ άφήσουμε ίχνη πίσω

4), Δυο μέρες 'άργότερα, στό παλάτι του κυ>δερνήτου Γκονζάλες, τού ξένου τυράννου* τοΟ Με­ ξικού. γινόταν μιά δεξίωσι. Ό Γκονζάλες γιόρ­ ταζε τή «νίκη,», μιά νίκη πού δέν είχε στήν πραγ­ ματικότητα κερδηθή. «Κύριοι, είπε, θριαμδεύουμη! *0 Πόντσο Λιμπερτάς άρνεΐται νά δώση; μάχη μέ τά άμερικανικά στρατεύματα^ Οί άντρες του έγκαταλείπουν τις βουνοσειρές τής ΣιέροοΠ»

5) «ίΚύριοι!, συνέχισε έΓτύραννος φουσκώνον­ τας τό στήθος του σάν διάνος. "Ας πιούμε γιά ένα καινούργιο Μεξικό, έλεύθερο άπό κάθε έπαναστάτη ! Γιά ένα Μεξικό ήσυχο καί υποταγμέ­ νη!» «Τά συγχαρητήριά μας, είπε ό διευθυντής τής Εταιρίας Ασημιού. Τώρα θά μπορέσουμε νά δουλέψουμε πιό άνετα στά μεταλλεία μας, χωρίς έπέμδάσεις τού Καμπαλλέρο!. . .» ,

6): «Δέ θά έχουμε πιά καμμιά έπέμδοσι του Πόντσο Λιμπερτάς ύπέρ τών δουλοπαροίκων!, τόν διαδεδαίωσε ό κυδερνήτης. Στρατιώτες μου, •τοποθετημένοι σέ έπίκαιρα σημεία τής Σιέρρα, είδαν μεγάλες φάλαγγες έπαναστατών νά περ­ νούν τό Ρ ίο Μπλάνκο καί νά κατευθύνωνται πρός τό νότο. Φαίνεται πώς έχουν σκοπό νά έγκαταλείψουν γιά πάντα^τό Μεξικό!» *

θ(


· "I

»------- —

7) Οί δευθυνταί της Εταιρίας * Ασημιού τη νειροκρότησαν. <ΤΗταν περίφημο τό τέχνασμά σας μέ τή ληστεία του Νέου Τέξας, κυβερνήτα!. του είπαν. ΟΙ Αμερικανοί πίστεψαν πραγματικό δτι οί άνθρωποι τοϋ Καμπαλλέρο έκαναν τή λη­ στεία αυτή! Προτείνουμε, λοιπόν, νά δοθή σέ σας ένα μερίδιο άπό τήν παραγωγή άσημού. πού βγάζει κάθε χρόνο τό μεταλλείο μας!»

8) Στό μεταξύ, μέσα σέ μιάν έρημο του νό­ του, οι φίλοι.του Καμπαλλέρο είχαν συγκεντρωθή για νά πάρουν άποφάσεις. «*0 Πόντσο μάς έπρό■δωσε!, είπε ένας. Δέν έπρεπε νά φύγουμε άπό τή Σιέρρα!;» Ό Πόντσο τινάχτηκε όρθιος μ’ ένα πιστόλι στό χέρι: «Προδότης είναι έκεϊνος πού πυροβόλησε τούς Αμερικανούς στρατιώτες! Ε­ γώ θέλω νά άποφύγω έναν πόλεμο μέ φίλους!»

9) Ό Μπίλ Κόλτ πήρε τό λόγο: «Αυτό πού έ­ κανες είναι ευγενικό, 'Πόντσο!, είπε. Μά ή ύποχώρησί μας ευνοεί τούς έχθρούς του Μεξικού κι* αυτό πρέπει νά τό καταλάβης καλά! "Ολοι οί ξένοι λύκοι θά μοςζευτούν πάλι στό Μεξικό για νά έκμεταλλευθούν τό λαό μας. Θάρθουν χρυσοθήρες καί πετρελαιοθήρες καί θά διώξουν τούς συμπατριώτες μας. . .»

/ΙΟ) <^θά τούς διώξουν άπό τά χωράφια τους δίνοντάς τους ένα κομμάτι ψωμί γιά άποζημίωσι, συνέχισε ό Μπίλ Κόλτ. Σκέψου δτι. γενεές τώρα, οί χωρικοί μας όργώνουν τή γή τών πατέ­ ρων τους βγάζοντας τό ψωμί τους μέ τόν ιδρώτα του προσώπου τους! Που θά πάνε τώρα; Στις πόλεις! Στις πόλεις δπου τούς περιμένει τό πιο^ό, ή πεΐνα, ή έξαθλίωσι καί ή ζητιανιό,!»

/II) «Τά ξέρω δλα αυτά, φίλοι μου!, εΐπε ό Πόντσο Λιμπερτάς. ^.έρω τί περιμένει τό Μεξικό μας)! Μά ξέρω δτι θά συμβουν χειρότερα κακά καί μεγαλύτερη καταστροφή άν χτυπηθούμε μέ τούς Αμερικανούς! Γι’ αύτό, μέχρι νεωτέρας διαταγής, σάς διατάζω νά διασκορπισθήτε!» Μιά παγερή σιωπή άπλώθηκε άνάμεσα στούς έπαναστάτες, δταν ό Καμπαλλέρο έπαψε νά μιλάη...

12) Λίγη ώρα άργότερα, ένας μοναχικός καβαλλάρης διέσχιζε μέ_ άργά^βήμα τήν έρημο προς τήν κατεύθυνσι του βορρά καί τής Πόλεως τού Μεξικού. νΗταν ό Πόντσο Λιμπερτάς, ό Αγα­ πημένος Καμπαλλέρο των Μεξικάνων. Δάκρυα πικρά καί καφτερά κυλούσαν έπάνω στό ήλιοψημένο πρόσωπό του, πού συσπουσε μιά έκψραΟις πόνου.. .


> V

13) Μέ τά μάτια τής φαντασίας του ξανάβλεπε τή σκηνή του άποχωρισμοΰ του άπό τούς πα­ λιούς φίλους του. Ό Μπίλ Κόλτ του είχε δηλώ­ σει, μέ τήν έπιδοκιμασία δλων, δτι αυτός καί οί βολλοι άντρες θά συνέχιζαν τόν άγώνα έναντίον του ξένου τυράννου... Κι* δταν ό Καμπαλλέρο άνέβηκ^ στο άλογό του γιά νά φύγη, κανένας δέν πλησίασε γιά νά τόν άποχαιρετήση. . .

**Ι Λ:.. 14) Βρισκόταν άκόμα στή μέση τής έρημους δταν έντελώς ξαφνικά μιά συμμορία άπό πέινασμένους λύκους ξεπρόβαλε πίσω άπό κάτι βρά­ χους καί ρίχτηκε έπάνω του. , Καί τότε ό;Κα|ιπαλλέρο ξέσπασε δλη του τήν πίκρα κοΛ τό θυμό έπάνω στά σαρκοβόρα άγρίμια, σκοτφνοντάς τα δλα ένα-ένα μέ τά πιστόλια του, έπειτα άπό μιά θανάσιμη πάλη. ]

//.

/

Δ 13) ^Ηταν τώρα άλλος άνθρωπος. Τό έπεισόδιο των λύκων είχε γι’ αύτόν συμβολική σημα­ σία. <*Όπως έξοντώθηκαν οΐ λύκοι, σκέφτηκε, έτσι θά έξοντωθούν μιά μέρα οί έχθροί τής πατρ2δος μου!»* Καί ξεκίνησε μέ τό κεφάλι ψηλά γιά τή Σιέρρα. θά άνέβαινε στό βουνό καί θά προσπαθούσε νά άνακαλύψη τό δολοφόνο πού εί­ χε κάνει τόσο κακό στό Μεξικό!

. 16.) Σ κληρές μέρες άρχισαν γιά τόυζ'χορικοΐ τού Μεξικού. 'Ό Χοσέ Σατανάς ώνομάσθηκε άήό τόν κυβερνήτη δικαστής των άπαλλοτριώσεων τών χωραφιών καί ό συνένοχός του, τό Γεράκι, ά λαβε τήν έκτέλεσι των άποφάσεών του. "Αρχισαν άμέσως νά δημεύουν τά χωράφια, πού δέν είχαν δηλωθή στό κράτος άπό τούς προσπαπούδες ·τω»ν σημερινών κατόχων τους, καί νά διώχνουν τορ<^| ^ωοικούο 1

ί 17) Καί τά χωράφια αύτά άντιπροσώπευαν τό μεγαλύτερο μέρος των κάμπων του Μεξικού, γιατί τόν παλιό καιρό λίγοι ή σαν έ κείνοι, πού πήγαιναν νά δηλώσουν τό χωράφι τους. Τά χω­ ράφια, πού έπαιρναν μέ τόν τρόπο αύτό, οί δυο συνένοχοι τά πουλούσαν έπειτα στις ξένες έτσ> ρίες^ πού έψαχναν, μέ άδεια του Γκονζάλες,. νά βοοΟν άσήμι ή πετρέλαιο.

: Εγινε ά 18) δταν πολλοί άπό τούς χωρικούς άρνήθηκαν “Τά φύγουν άπό τά χωράφια τους καί υποδέχτηκαν τούς στρατιώτες τού Γ κονζάλες μέ πυροβολι­ σμού^! Μάχες όλόκληρες έγιναν, μέ άποτέλεσμα νά όγκωθή ή άγανάκτησις τών χωρικών! Αύτό έκανε έκοττοντάδες νέους νά σμίξουν μέ τούς έπαναστάτες, πού άρχηγός τους ήταν τώρα ό Μπίλ Κόλτ. .. . ■Λ


19) "Ενα βράδυ, δυό έπαναστάτες, δ Μπίλ Κόλτ κΐι’ δ 'Πέντρο, κουρνιασμένοι στήν κορυφή ’ένός βράχου, είδαν ένα Ισχυρό άπόσπασμα άπό καβαλλάρηδες νά προχωρή μέρα στη Σιέρρα. «Διάβολε! μουρμούρισε ό Μπίλ Κόλτ. Αυτό δέ <μού άρέσει καβόλου! Είναι ή πρώτη φορά άπό τήν έποχή τού έπεισοδίου του τραίνου, πού οΐ Αμερικανοί" κάνουν περιπολίες στή Σιέρρα!!» .

20)"Τό αμερικανικό άπόσπασμα Εστησε τήν κάτασκήνωσί του σε μιά μικρή κοιλάδα τής Σιέρ­ ρα. Ή νύχτα έπεσε. "Αναψαν φωτιές, έφαγαν, τραγούδησαν καί στο τέλος τυλίχτηκαν σας κου­ βέρτες τους κι* έπεσαν νά κοιμηθούν. "Ενα με­ γάλο φεγγάρι πρόβαλε πίσω άπό τις κορφές, φωτίζοντας παράξενα τή σκηνή αυτή, πού φαι­ νόταν τόσο ήρεμη καί εΙρηνική. . .

\ ) Μπρούμυτα έπάνω σ ένα βράχο, πολύ κον­ τά στό στρατόπεδο, δ 'Μπίλ Κόλτ κι* δ 'Πέντρο προσπαθούσαν να υπολογίσουν τή δύναμι τού άποσπάσμοασς. «θάναι πάνω άπό τριακόσια άλο­ γα έκεΐ!, είπε δ 'Πέντρο. Μ’ άλλα λόγια, τρια­ κόσιοι: καβοιλλάρηδες. θά τούς χτυπήσουμε;» Ξαφνικά, δ Μπίλ Κόλτ άνασκίρτησε. «Κύττα έχ^?Ι> ψιθύρισε σιγανά.

22) "Ενας καβαλλάρης, λουσμένος στό φώς τού φεγγαριού, φάνηκε νάρχεται άπό μακρυά. Πλησίασε στό στρατόπεδο των Άμερικοαών καί σταμάτησε μπροστά σ’ ένα φρουρό. Σήκωσε τά χέρια του ψηλά. <ΚΚχ\, φώναξε δ φρουρός. Τίς εΐ;» <Πές στόν άρχηγό σου, είπε δ καβαλλάρης, ότι δ Πόντσο Λιμπερτάς θέλει νά τού μιλήση καί ,νά διαλύση μιά παρεξήγησι!»

23)~ ’Ο ,Μπιλ Κό^τ άνωρ&ώθηκεα σπασμωδίκά. χλωμό φώς τού φεγγαριού, είχε ^ρόσωπο νεκρού, τά χέρια του ΐΦίχΐ.ή καν γ>.υρω άπό τήν κρραμπίνα του καί τό $$4$ 'Χάδόφε τίή Σκανδάλη. <Γΐ κάνεις ί, Μπίλ;» ρώτησε Α Πένχρο.^Αφησε, με !» γρύλλίσε δ νΜπΙ& 'Κόλί, '/νχουμπησε τήν καρα­ ντίνα στόν ώμοντορ ικαί σκόπευσε.

24) <Ρόν θεωρούσα άδερφό μας, μουρμούρισε, καί δέν ήταν παρά ένας δειλός, ένας προδότης!» Καί πράβηξε τή σκανδάλη. "Ενας βροντερός πυ­ ροβολισμός κομμάτιασε τή γαλήνη τής νύχτας. -Ο Πόντσο'Λιμπερτάς, ό Καμπαλλέρο, ό άγαπημένος τού μεξικανικού λαού, άφησε μιά πνιχτή κραυγή πόνου καί“κατέρρεύσε έπάνω στή σέλα του, χτυπημένος άπό χέρι άδερφού»!


' 25) Πριν οί στρατιώτες προλάβουν νά σηκω­ 26) Μέσα στή · σκηνή τού διοικητοΰ των^Λμερικανών,· ό Πόντσο είναι ξαπλωμένος/, χλωμός, θούν άπό τόν ύπνο τους καί νά όργοινώσουν μια «"Η. . : ήθε,λα νά.·.'. σάς δώ, συνταγματάρχου^ καταδίωξι, ό ΜπΙλ Κόλτ κι* ό Πέντρο πήδησαν στ’ άλογά τους καί ρίχτηκαν σ’ έναν ξέφρενο Άποσύρατε ’Ύά στρατεύματά- σας !. {$£? Καλπασμό. «Λυτό θά χρησιμεύση ώς μάθημα, ε1· τρες μου !δέν είναι ένοχοι στή δολοφονική . , . ^1'τΐε άγρια ό Μπίλ Ήόλτ, γιά όλους έκείνους πού 1 θεσι. .. τού Τραίνου! Εΐ. .. είμαστε ■φίλριΓ'.γ-τής θά θελήσουν νά μάς προδώσουν και νά βλάψουν •"Αμερικής..,, καί δέ θέλουμε.: ./νά/. % χτυπη? Θούμε μαζί σας. . . Έγώ. . . έγώ. Λ' έγώ. τήν πατρίδα μας τό Μεξικό!»

28) Σήκωσαν άπαλά τό άν αισθητό καί ματω­ 27) «Έχασε τις αίσθήσεις του!, μουρμούρισε μένο κορμί τού Καμπαλλέρο καί τό τοποθέτησαν 6 διοικητής τών Αμερικανών. Μά τό τραύμα του μέ προσοχή έπάνω στή σέλα τού άλόγου του. Τό εΧναιΙ θανάσιμο. . . Δέν μπορούμε, βέβαια, νά ζώο άρχισε νά άπομακρύνεται μέσα στή Σιέρουλλάβουμε έναν έτοιμοθάνατο! Ό Πόντσο Λιρα. Ή νύχτα άγκάλιασε μέ στοργή τό, κορμί τού μπερτάς ήτοο άνδρεία ψυχή! Βάλτε τον πάλι ε­ Ετοιμοθάνατου καβαλλάρη, πού δέν έβλεπε τί­ πάνω στή σέλα του καί άφήστε τον έλεύθερο. ποτα, δέν άκουγε τίποτα καί δέν ένοιωθε τίποτα :Θ^λθ5 νά πάη νά πεθάνη έλευθερος μέσα στήν άγαπημένη του Σιέρρα!» πιά. . .» 40-

29) Ό Πόντσο Λιμπερτάς άνοιξε τά μάτια του μέσα σέ μιά άθλια καλύβα στις πλαγιές τής Σιέρρα... «Πού είμαι;» «Ησύχασε! Είσαι στό σπίτι τού φίλου σου Χοσέ! Σέ βρήκα σέ κακή κατάστασι έδώ καί δέκα μέρες καί σ’ έφερα έ£ώ. Σού έβγαλα τή σφαίρα άπό τά πνευμόνια καί σ’ έκλα}ψα. μά στό τέλος έβαλε ό θεός τό *<έρι του καί ξαναγύρισες στή ζωή|!»

30) Ό Πόντσο άνακτούσε σιγά-σιγά τις δυ­ νάμεις του. Ό Χοσέ τού έφερνε κάθε τόσο ειδή­ σεις άπό τόν έξω κόσμο. «Μεγάλες μάχες γίνον­ ται στή Σιέρρα, Πόντσο, άνάμεσα στούς Αμερι­ κανούς καί στούς δικούς μας! .Χύνεται πολύ αί­ μα! Πολύ αίμα άδερψικό καί φιλικό! Κοιταρα,μένος νά είναι έκεΐνος που έφερε τήν πατρίδα μας σ’ αυτή τήν καταστροφή!. . .»


31) Μιά μέρα, ό Χοσέ Εφερε μαύρα μαντάτα: «ΟΙ δικοί -μας τσακίστηκαν!, είπε. Ό Μπίλ Κόλτ κι* οι άντρες του νικήθηκαν καί Εφυγαν άπό τή Σιέρρα γιά τήν Ερημο! θ’ άρχίσουν πάλι μέ καινούργια φόρα οι δημεύσεις καί. . .» Δυνατά χτυπήματα στήν πόρτα τόν διέκοψαν. «Άνοΐξτε!» «Κρύψου, Πόντσο! είπε ό Χοσέ. θά είναι οι στρατιώτες!»

32) Ήταν οι στρατιώτες κι* Ερχονταν νά δη­ μεύσουν τό κτήμα του ! Του ζήτησαν τα χαρτιά Ιδιοκτησίας καί, δταν τους τα Εδειξε, αύτοί τα άρπαξαν καί τά ξέσκισαν. Ό Χοσέ, Εξαλλος για τήν άδικία, Εφερε τό χέρι του στό πιστόλι του, ίΐά τήν ϊδια στιγμή Ενας πυροβολισμός άντήχησε κι* 6 Χοσέ Επεσε βαρειά τραυματισμένος στό σττίθος!. ,.

33) Οί στρατιώτες του Γκονζάλες κλώτσησαν τόν άναίσθητο άνθρωπο. «Αύτό είναι Ενα καλό μάθημα, εΐπε έκείνος πού τόν είχε πυροβολήσει, γιά νά ξέρουν τί θά πάθουν όσοι δοκιμάζουν νά τά βάλουν μέ τήν έξουσία! Πετάζτε τό κουφάρι του Εξω γιά νά τό φάνε οί λύ^Ι *Από αυτή τή στιγμή, τό σπίτι καί τό κτήμα ούτό άνήκουν ρτήν κυβϊρνησι!» -

34) ^αφνικά, ή πόρτα του δωματίου άνοιξε μέ πάταγο κι* Ενας χλωμός άντρας πρόβαλε μέ δυό πιστόλια στά χέρια. «"Αλτ! Δολοφόνοι! Τσακά­ λια;! Χτυπήσατε τόν καλύτερο φίλο μου γιά νά τού πάρετε τό κτήμα! Μαζέψτε άμέσως άπό χά­ μω τά κομμάτια τών χαρτιών πού σκίσατε καί, άν λείψη Εστω κι* Ενα κομματάκι, θά πεθάνετ^!\. · ;ίιιψ;ψ'(1'(ψ((Τ(Γ? (ψ(;

■\'ίνιβ ίΠι · μΜΙΜ.

33) «Ό... Πόντσο!, τραύλισε Ενας στρατιώ­ της. Ό Πόντσο Λιμπερτάς! Ό Καμπαλλέρο! Σέ 4 νομίζομε πεθαμένο!» «Κάνατε λάθος!, είπε ό 1 Πόντσο. Είμαι ζωντανός, ευτυχώς! "Εκανα όμως κυ' έγώ Ενα -μεγάλο λάθος: νόμισα δτι, ύποχωρώντας, θά Εκανα τόν άφέντη σας ν’ άλλάξη τα­ κτική)! Μά είδα μέ τά ίδια μου τά μάτια τ{ συμ­ βαίνει δταν ό Καμπαλλέρο ύποχωρή!»

[ϊ ,ΙΓ'

36) «Φύγετε,! Δέ σάς σκοτώνω, δχι γιατί δεν τό άξΙζετε ή γιοττί σάς λυπάμοα, άλλά γιατί ποτέ μου δέν πυροβόλησα θρασύδειλους άνθρώπους καί. θέλω νά μεταδόσετε Ενα μήνυμά μου στόν Γκονζάλες καί τούς δολοφόνους του! Πέστε τους δτι ό Καμπαλλέρο δέν πέθανε! Πέοτε τους δτι ό Καμπαλλέρο είναι ζωντανός καί δτι ξαναρχί­ ζει τόν πόλεμο έναντίον τού τυράννου!»


-Τ'

&

;(ΐ1

Ο

<£ Ό κ τ>

7;

α

&

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΤΟΛΜΗΡΟΣ 1) Χαμένοι θησαυροί! Βαθειά μέσα στή θά­ λασσα, ατό μυστηριώδη βυθό του ώκεανού, ήταν χαμένο ένα πράγμα πού, γιά τούς τίμιους Ανθρώ­ πους, ήταν πολύ πιό πολύτιμο Από δλο τό χρυσά­ φι καί τά πετράδια τού κόσμου! Άπό τό «πράγμα> αύτό κρεμόταν ή ζωή καί ή τιμή χιλιάδων Ανθρώπων καί ό Καπετάν Τολμηρός, ένας Ατρό­ μητος θοιλασσοπόρος, Αποφάσιζε: νά παλέψη γιά| τήν άνάκτησί του, μολονότι παράξενοι και τρομε-Ι ροί δαίμονες τής θαλάσσης, όντα πού ποτέ δέν| εΐχε ξαναδη τό μάτι Ανθρώπου, προβάλλουν μέσα Από τόν ώκεανό γιά νά τόν έμποδίσουν! Μά 6 Καπετάν Τολμηρός είναι Αντάξιος τού όνάματός του καί, μέ τό μαχαίρι στά δόντια ρίχνεται στα έπικίνδυνα νερά της θάλασσας καί κολυμπά πρός ένα ναυαγισμένο καράβι, πού Αναπαύεται στό| βυθό τού ώκεανου!

7 ?/_

2) "Ενα ειρηνικό έμπορικό καράβι ταξίδευε μιά μέρα στά νερά των Αποικιών, δταν ένα γοργό κουρσάρικο πλοίο πρόβαλε πίσω άπό έναν κά­ βο οςαί τό άρχισε Αμέσως στις κανονιές! Μέ τΙς πρώτες μπάλες, τά κατάρτια τού έμπορικοΰ τσα­ κίστηκαν καί μεγάλες τρύπες άνοιξαν στά πλευ­ ρά του. «ίΕΐναι δικό μας!, φώναξε ό άρχικουρσάρος. Διπλαρώστε το, παιδιά!»

3) «"Αχ]!, φώναξεΙνας άλλος κουρσάρος. Χτύ­ πησε έπάνω σέ δφοίλο καί βουλιάζει!... Γρήγορα, παιδιά! Γρήγορα πριν χαθή μαζί μέ τούς θησαυ­ ρούς του!» Μά τήν ίδια στιγμή ένας τρίτος κουρ­ σάρος γούρλωσε τά μάτια του, πού γέμισαν τρό­ μο. «Δέν προλαβαίνουμε νά κάνουμε τίποτα, παι­ διά! Κυττάξτε! "Ερχεται τό καράβι έκείνου τού τρομερού κουρσαρόφάγου, τού Κ α π ε τ ά Τ ο λ μ η ρ ο ύ!»


4) «ΓΟρτα όλα τά παταάΤΓοΟρλιαξε δ άρχιχουρσάρος. "Αν ό Καπετάν Τολμηρός μάς προλάβη, είμαστε χαμένοι!» Μά ό Καπετάν Τολμη­ ρός βρισκόταν σ’ ένα μεγάλο δίλημμα: να κυνηγήση τό κουρσάρικο ή νά σώση τούς ναυαγούς του πλοίου πού βουλίαζε. Προτίμησε, φυσικά, τό δεύτερο. «ίΜάϊνα τά πανιά!, διέταξε. Ρίξτε τις βάρκες στή θάλασσα νά σώσουμε αυτούς πού κινδυνεύουν!»

_7 _. |_ρκες ρίχτηκαν γοργά στή θάλασσα και μάζεψαν έναν - ένα τούς ναυαγούς. Σώθη­ καν όλοι έκτός άπό δυό, πού είχαν κιόλας σκοτωθή άπό τΙς μπάλες των κουρσάρων. Ό καπε­ τάνιος του .καραβιού γούρλωσε τά μάτια του όταν είδε τόν ξακουστό ποντοπόρο. «'Ο Καπετάν Τολ­ μηρός)!, φώναξε. Τό καράβι μου δε θά χανόταν, άν σέ είχα μαζί μου φεύγοντας γιά τό νησί τής * Ιλλυρίας I»

6) «Τό νησί τής Ιλλυρίας; έπανέλαβε ό Κα­ πετάν Τολμηρός. Γνωρίζω καλά τόν κυβερνήτη του νησιού, τόν Σέρ Μόςρκ Ντράϋτον! Γιά τό νη­ σί τής Ιλλυρία^! Τότε θά είχες μαζί σου . .*> «Ναί, καπετάν Τολμηρέ! Στό χρη ματοφυλάκιο τής καμπίνας μου είχοι τό έγγραφο τού βασιλιά, πού έδινε στήν Ιλλυρία τό δικαίωμα νά σχημα'τίση βουλή καί Ελεύθερη κυβέρνησι!»

7) *Όταν ό’ Καπετάν ΊΓολμηρός έφτασε σ* Ιλλυρία, ποζρουσιάστηκε άμέσως στόν κυβερνή­ τη μαζί μέ τόν καπετάνιο. ^Εξοχότατε, είπε αυ­ τός, θά περάσουν πολλοί μήνες ώσπου νά πάμε στήν Αγγλία καί νά φέρουμε ένα άντίγραφο τής διαταγήφ» «Λυτό σημαίνει, είπε ό κυβερνήτης^ άτι οΟ έχθροί τής έλευθερίας αύτού τού νησιού θά έχουν δλο τόν .καιρό νά κάνουν τό βασιλιά ν* άλλάξη γνώμη !»'

8) Καί πρόσθεσε: «Ή διαταγή αυτή ήταν τό πρώτο βήμα γιά τήν άπόδοσι έλευθερίας καί αύτοδιοικήσεως στις άποικίες! Τώρα φοβούμαι δτι θά χάσουμε τό παιχνίδι μπροστά στις σκευωρίες των...» Ή γροθιά τού Καπετάν Τολμηρού βρόν­ τησε έπάνω στό τροοπέζι διακόπτοντάς τον. «θά πάω στό μέρος τού ναυαγίου καί θά βγάλω τό έγγραφο, άπό τό βουλιαγμένο καράβι!»

9)' Πριν -φύγη, ό Καπετάν Τολμηρός έκανε έ­ ναν μικρό περίπατο μέ τήν Ντολορές, τήν όμορφη κόρη τού κυβερνήτου, μέ τήν όποια τόν συνέδεε ένα κρυφό αίσθημα. «Φοβούμαι μή μού συμβή κανένα κακό, καπετάνιε μου!» είπε τό κορίτσι. !«Μή φοβ|άσαι, Ντολορές!, είπε αύτός. θά φέρω τό έγγραφο, χωρίς νά πάθω τίποτα!» Δέν μπο­ ρούσε όμως νά ύποψιαατή ότι κάποιος κρυφάκουγε.


10) Αυτός ό κάποιος ετρεξε αμέσως πλούσιο σπίτι και διηγήθη-κε στόν οικοδεσπότη, τόν Γκόντολφιν, αυτά πού είχε άκούσει. ,«Αύτό είναι πολύ άσχημο, 'Χάρνέρ, εΐπε ό Γκόντολφιν σ’ ένα άλλο άντρα πού βρισκόταν μαζί του. Βά­ λαμε τούς κουρσάρους να βουλιάξουν τό πλοίο μαζί μέ τό έγγραφο καί τάρα αύτός ό καταρα­ μένος Καπετάν Τολμηρός σκοπεύει νά βγάλη τό

11) Μά τό μυαλό των άνθρώπων αυτών ήταν γόνιμο στό κακό καί, δταν τό καράβι τού Καπε­ τάν Τολμηρού ξεκίνησε λίγες ώρες άογότερα άπό τό νησί, αύτοί είχαν καταστρώσει τα σχέδιά τους. Είχαν είδοποιήσει -κιόλας τούς συνενόχους τους κουρσάρους καί είχαν προετοιμάσει για τόν Κα­ πετάν Τολμηρό μιά καταπληκτική καί σχεδόν άπίστευτη περιπέτεια στό βυθό τής θάλασσας.

12) "Ετσι, όταν τό καράβι τού Καπετάν Τολ­ μηρού ανοίχτηκε στό πέλαγος, ό ναύτης πού έ­ ψαχνε άγρυπνα τό πέλαγος άπό τή βίγλα τού με­ σιανού .καταρτιού, φώναξε: «Δυο κουρσάρικα έρ­ χονται όλοταχώς άπό τη μεριά τού άνέμου! Στά δπλα! » Τά δυό κουρσάρικα πλησίασαν γοργά καί μιά ναυμαχία άρχισε, Μέ τις πρώτες δμως όμοβροντίες, τό ένα άπό τά κουρσάρικα βούλιαξε.

13) «ΓΕμπρός, παιδιά!, φώναξαν οί άντρες τού Καπετάν Τολμηρού. Τά ένα άπό τά -καράβια τους πάει νά ταΐση τά ψάρια! Αρπάξτε τούς γάντζους καί άς διπλαρώσουμε τό δεύτερο! θά κάνουμε τόν Καπετάν Τολμηρό νά περηφανεύεται καί νά καμαρώνη γιά τούς άντρες του!» Τά δυό καράβια διπλάρωσαν καί οί γάντζοι σφύριξαν στόν άέρα καί πήγ<χν νά καρφωθούν στό ξύλο.

14-13) Καί τότε οί άντρες τού Καπετάν Τολ­ μηρού, άφήνοντας τρομερές πολεμικές ιαχές, πή­ δησαν στό κουρσάρικο καί ρίχτηκαν έπάνω στούς ληστές των ωκεανών, πού τά τελευταία χρόνια είχαν μεταβάλει σέ Εξαιρετικά τολμηρές περι­ πέτειες τά ειρηνικά ταξίδια στην περιοχή Εκείνη. Οί άντρες τού Καπετάν Τολμηρού ήσαν καλά γυ­ μνασμένοι στις μάχες έπάνω στά καράβια, μά

κι* οί κουρσάροι δεν πήγαιναν πίσω κι* έτσι ή σύγκρουσι κράτησε άρκετή ώρα καί ήταν πολύ αιματηρή. Μά, στό τέλος, ή παλληκαριά τοΰ πλη­ ρώματος τού Καπετάν Τολμηρού έδωσε τή νίκη στούς κουρσαροφάγους κι* άπό τούς κουρσάρους δεν έμεινε παρά μόνο ένας, πού πρόλαβε νά σηκώση ψηλά τά χέρια του φωνάζοντας: «Μή μέ σκοτώσετε! Λυπηθήτε με! Παραδίνομαι!»


16) Τον ώδήγησαν στόν... κυβερνήτη της Ίλϊ λύριας, πού ήταν έπάνω στό πλοίο του Τολμηρού! «Μά έσύ είσαι δ κυβερνήτης της * Ιλλυρίας!, είπε δ κουρσάρος. Εγώ ζήτησα να μέ ώδηγήσουν στόν άρχηγό τους, τόν Καπετάν Τολμηρά!» «Εγώ εί­ μαι δ άρχηγός τους, προσωρινά, απάντησε ό κυ­ βερνήτης. Ό Καπετάν Τολμηρός πρόβλεψε αυτή τήν έπίθεσι κι* έφυγε κρυφά μέ μια βάρκα για νά πάη κάπου μακρυά...»

17) 'Η έκπληξι τού κυβερνήτου καί τής Ντολορές δέν είχε δρια, δταν είδαν τόν αιχμάλωτο νά βάζη ξαφνικά τά γέλια. «Χά, χά, χά! "Εφυγε μέ μιά μικρή βάρκα, I; Χά, χά, χά! Αύτό είναι σπουδαά! Πρόβλεψε τήν έπίθεσι αύτή, μά δέν ^μπόρεσε νά προβλέψη... χά, χά, χά!» «Κλείστε τον στό άμπάριΐ, διέταξε δ κυβερνήτης. Κι* άφήστε τον έκεΐ νά γελάση δσο έπιθυμεΐ ή καρ^0ί τρυΐ*------------- .------- ------------------------------

18) "Οταν πήραν τόν αιχμάλωτο, ή Ντολοοές είπε στόν πατέρα της: «Τά λόγια τού κουρσά­ ρου ήσαν παράξενα, πατέρα! Φαίνεται δ^ι κά­ ποιος σοβαρός κίνδυνος άπειλεΐ τόν Καπ?τά\ 1 ολμηρό έκεΐ πού πήγε μέ τή βάρκα! θεέ μου! Κά­ νε, θεέ μου, νά μήν πάθη τίποτα ό κατετάλ ος μοαΐ Βοήθησέ τον καί προστάτευσέ τον! Δε\ τοέπει νά έπικρατήση τό Κακό έναντίον τού Καλό).»

19} Στό μεταξύ, ό Καπε πιστός σύντροφός του δ Κύκλωπος (τού είχαν δώ­ σει τό παρατσούκλι αύτό γιατί ήτοιν μονόφθαλ­ μος) ταξίδευαν μέ μιά μ'.κρή, μά γρήγορη βάοκα. «Φτάνουμε, Καπετάν Τολμηρέ!, είπε δ Κύ­ κλωπας. θά προτιμούσα δμως νά είχαμε ιτάρε; περισσότερους μαζί μας!» «"Οχι!, είπε δ Καπε­ τάν Τολμηρός. "Αν ήμαστε περισσότεροι, θά τρα­ βούσαμε τήν προσοχή άνεπιθυμήτων άνθρώπων!»

"Οταν έφτασαν στή στεριά, βρήκαν έκεΐ μιάν άλλη βάρκα τραβηγμένη έξω.>Μιά βάρκα!, φώναξε δ Κύκλωπας. — προέρχεται, ^ιν^ι >πας. θά φαίνεται -ί-Λ I ΠΤ - εί­ τ όίπό τό βουλιαγμένο έμπορικό .___ καράβι! Πού ναι Ομως οι άνθρωποι πού τήν τράβηξαν έξω;» « Ισως τούς πήρε κανένα περαστικό καράβι, είπε ό Τολμηρός. Να μιά πέτρα, άκριβώς στό μέγεθος καί στό σχήμα πού ήθελα, Κύκλωπα!»

21) «Τί θά τήν κάνης αύτή τήν πέτρα; ριότησε ό Κύκλωπας. «"Ενα κόλπο πού τό έμαθα άπό τούς Ινδιάνους ψαράδες μαργαριταριών,! Κύτταξε νά δής τί θά κάνω! Τό ναυαγισμένο πλοίο είναι κάτω άπό τή βάρκα μας. Αύτή ή πέτρα θά μέ κατεβάση καί. ..» Μέ τήν πέτρα στά χέρια καί τό μαχαίρι στά δόντια, δ Καπετάν Τολμη­ ρός έγειρε μπροστά καί ρίχτηκε στή θάλασσα.


22); Ύδ. βάρος της πέτρας πού κ,ρατόυσε φάδη&ε πρός τό βυθό της θάλασσας, πρός τό βουλιαγμένο έμπορικό καράδι πού θαμποφαινόταν κάτω. «Πηγαίνω γραμμή πρός τό κατάστρω­ μα!, σκέφτηκε ό Καπετάν Τολμηρός! Είμαι τυ­ χερός!» Σέ λίγες στιγμές έφτασε στό καράδι, άκούάπησε τήν πέτρα χάμω και μέ τό μαχαίρι τουι> άρχισε νά προ σπάθή νά άνοιξη τήν πόρτα τής καμπίνας του πλοιάρχου.

23) «"Αν κρατήσω μερικές στιγμές άκόμα, σκέφτηκε, ή πόρτα θά άνοιξη!» —αψνικά, μέ τήν άκρη του ματιού του, είδε έναν ίσκιο νά σαλευη έπάνω στό κατάστρωμα. Γύρισε γεμάτος άπορία καί άντίκρυσε κάτι πρωτοφανές καί τρομακτικό. "Ενα τέρας μέ κεφάλι ψαριού, κορμί καί ούρα σαύρας καί λεπιδωτό δέρμα, προχωρούσε πρός τό αέρος του μέ άργές, σιωπηλές κινήσεις!

?4)"^Γην ίδια ώρα, ό Κύκλωπας, έπάνω στη βάρκα, άντίκρυζε κάτι έξίσου τρομακτικό καί άπίστευτο. Καθώς κρατούσε τό σκοινί τής πέτρας, πού είχε πάρει μαζί του ό Καπετάν Τολμηρός, ένα τέρας μέ κεφάλι ψαριού, μαλλιά Τρίτωνος καί τρίαινα Ποσειδωνος πρόδαλε άπό τό νερό καί, άφήνοντας ένα μικρό παράξενο γρύλλισμα, άπλωσε τό λεπιδωτό χέρι του καί τόν άμπσξό άπό τό μπράτσο!

25) Κατατρομαγμένος, ό Κύκλωπας ξεφώ\η·' σε: «Είναι ένας δαίμονας τής θάλασσας! θεέ μου! Ξόρκισέ τον! ’Άφησέ μου τό χέρι, παλιό Ίδα^μοναΜ "Αφησέ το άν δέν θέλης νά σου...» Μά τό τέρας δέν φαινόταν διατεθειμένο νά τόν ά* φήση. Απεναντίας, τόν τράδηξε μέ δύναμι καί τόν έκανε νά χάση τήν Ισορροπία του καί, πριν ό Κύ­ κλωπας προλάδη νά άντισταθή. βρέθηκε μέσα στα νερό...

26) Τήν ίδια στιγμή, στό βυθό τής θάλασσας, ό Καπετάν Τολμηρός πάλευε άπεγνωσμένα μέ τό άλλο τέρας, πού έμοιαζε μέ συνδυασμό ψαριού, άνθρώπου καί σαύρας. Οί κινήσεις τους μέσα στό ε^αν ^ γρηγοράδα, πού έχουν στόν έλευθερο άέρα καί ό Καπετάν Τολμηρός δυσκο­ λευόταν νά άποσπάση τό χέρι του άπό τό σφίξιμο τού χεριού τού τέρατος!

27) Τά πνευμόνια του πονουσαν κιόλας διαπε­ ραστικά άπό τήν έλλειψι όξυγόνου. «"Αν δέν άπαλλαγώ άμέσως άπό τόν φριχτό άντίπαλό μου, σκέφτηκε, είμαι χαμένος! θά χάσω τις αισθήσεις μου καί θά μείνω στό βυθό τής θάλασσας!» Και, συγκεντρώνοντας μέ μιάν άπεγνωσμένη προσπά­ θεια τις δυνάμεις του, έδωσε μιά γροθιά στό στο­ μάχι τού τέρατος, πού τόν παράτησε καί τραδήχτηκε πίσω.


28) Ελεύθερος πιά, ό Καπετάν Τολμηρός άρ­ παξε τό σκοινί, δπου ήταν δεμένη ή πέτρα, καί άρχισε .νά άνεβαίνη. στήν έπιφάνεια. Λήά μόνο σκέψι υπήρχε στό μυαλό του: «Πρέπει νά άναπνεύσω! Νά άναπνεύσωΐ! Αέρα... άέρα!» Καί τότε εΐδε ένα άλλο τέρας, παράξενο σάν τό πρώ­ το καί ώπλισμένο μέ τρίαινα, νά κατεβαίνη τρα­ βώντας ξοπίσω του τόν Κύκλωπα!

29), —έχασε άμέσως τό δικό του κίνδυνο, τόν κίνδυνο νά πάθη άσφυξία, καί κολύμπησε πρός τό μέρος του νέου τέρατος γιά νά σώση τό σύν­ τροφό του, πού φαινόταν έτοιμος νά τά τινάξη! "Αρπαξε τό τέρας άπό πίσω, τό τράβηξε μέ δύναμι καί τό ξεκόλλησε άπό τόν Κύκλωπα. "Επει­ τα, έπιασε τό σύντροφό του άπό τή μασχάλη καί μέ γοργές Κινήσεις άνέβηκε έπιτέλους στήν έπιΦάνεια.

30) Έκεΐ, διαδραματίστηκε μιά κωμικοτραγι­ κή σκηνή! Ό Κύκλωπας, πού εΐχε καταπιή άφθο­ νη θάλασσα, άρχισε νά βγάζη τό νερό γουργου­ ρίζοντας σάν. . . χαλασμένο σιντριβάνι! «Χρρπί... Χρρπ!, έκανε... Τί. . . τί ήταν... αυτό πού έπαθα; Τί. . . ήταν έκείνο τό φριχτό πλάσμα;» <4Μόλις συνέλθης, είπε ό Καπετάν Τολμηρός, θά ξαναβουτήξω νά έξακριβώσω τί ήταν!...»

31) «Χρρρπ!. . . Χρρρπ!» έκανε ό Κύκλωπας .μέ τό μοναδικό του μάτι γουρλωμένο. Σ καρφάλωσε στή βάρκα καί είπε Ικετευτικά στόν Καπε­ τάν Τολμηρό: «ΙΜήν ξαναβ ου τήξης, καπετάνιε μοΜ! Νά σου πώ έγώ τί ήταν! Τό είδα καθαρά! ΤΗταν ένας δαίμονας τής θάλασσας, πού βγήκε άπό τούς βυθούς γιά νά, μάς κουβαλήση στήν

32)ι Μά ό Καπετάν Τολμηρός ήταν άμετάπει­ στός. «Πρέπει νά έξακριβώσω τί συμβαίνει^έδώ κάτω!, είπε. Έσύ, Κύκλωπα θά μείνης έδώ μέ τά πιστόλια σου έτοιμα καί, άν ξαναφανή κανέ­ νας δαίμονας της θάλασσας, μή διστάσης νά τόν γεμήσης βόλια;!» Και ό Ατρόμητος ποντοπόρος άρπαξε τό σκοινί τής πέτρας καί χάθηκε πάλι μέσα στά νερά τής θάλασσας. . .

33) Αύτή τή φορά, Ιβοηθούμενος άπό τό σκοινί, κατέβηκε πιό γοργά ώς τό βουλιαγμένο καράβι. Κανένα τέρας δέν έκανε τώρα τήν έμφάνισί του. Κύτταξε γύρω καί άνασκίρτησε διακρίνοντας, σέ μικρή άπόστασι άπό έκεΐ, τό στόμιο μιάς σπη­ λιάς. «Αυτό είναι!, σκέφτηκε. Τό είχα ψανταστή ! Σίγουρα ή σπηλιά οώτή όδη,γεΐ στήν έπιφάνεια. Άπό αύτή θά βγήκαν τά τέρατα!»


ο ΙιΐιιιΜ. λ«ιιΛΙΙΙΗΜΙΜ

34) "Αφησε τό κορμί του νά πέση^πιό χαμηλά καί χώθηκε μέσα στή σπηλιά. Έκεΐ είδε δτι ή κοιλότητα της σπηλ^ς προχωρούσε σχεδόν κατακόρυφα πρός τά έπάνω καί, μέ δυνατές^ κινή­ σεις των χεριών καί των ποδιών, άρχισε νά άνεδαίνη*. Σέ λίγο διέκρινε φως μπροστά του. «Κον­ τεύω νά φτάσω, σκέφτηκε. Είμαι πολύ περίεργος τί θά άντικρύσουν τά μάτια μου!»

35) Πραγματικά, τό θέαμα πού άντίκρυσε τόν άφησε έμδρόντητο. Τά δυό θαλάσσια τέρατα στέ­ κονται δρθια κοντά σέ μιά φωτιά καί. . . κουβέν­ τιαζαν μέ άνθρώπινες φωνές! «Τά καταφέραμε ,^ιά χαρά, Γκόντολφιν 1 Ό Καπετάν Τολμηρός δέ θά τολμήση νά ξαναδουτήξη!» «Τ'ίαί, Χάρνερίΐ "Αλλωστε, τό ίδιο μάς κάνει άν ξαναδουτήξη ή όχι! Βρήκα τό έγγραφο!»

) «Είχε τήν καλοσύνη ό ίδιος ό Καπετάν Τολμηρός νά άνοίξη τήν καμπίνα του πλοιάρχου γιά λογαριασμό μας!, συνέχισε ό Γκόντολφιν. • Ας βγάλουμε τώρα αύτά τά κωμικά κοστούμια, πού άγο ράσαμε άπό τό μάγο τής φυλής τών Ιν­ διάνων! "Επαιξα™ καλά τό ρόλο τους!» «Είναι ή τελευταία φορά πού μπαίνω στή θάλασσα!, είπε ό άλλος. Τά πόδια μου υποφέρουν άπό ρευ­ ματισμούς!»_____

37) Ξεδίπλωσαν τήν περγαμηνή και τά μάτια τους έλαμψαν δταν άντίκρυσαν τό περιεχόμενό (της. «Αύτό είναι,!, φώναξε ό χοντρός Χάρνερ μέ χαρά. *Η διαταγή τού βασιλιά γιά τήν άνε­ ξαρτησία τής Ιλλυρίας! Καί διαδάζεται καθαρά άκόμα, μολονότι είναι μουσκεμένη!» «)θά τήν στε­ γνώσουμε!, έκάγχασε ό Γκόλντολφιν. θά τήν στεγνώσουμε στή φωτιά ώσπου... νά καή έντε■Α9£ΐ>_____ ___ ___________________________

38)ι ΟΙ δυό έγκληματικοΐ σύντροφοι ζώστηκαν τά σπαθιά τους, πού είχαν άφήσει στή σπηλιά γιά νά μή βραχουν, κι* έπειτα ό Γκόντολφιν πήρε Τή μουσκεμένη περγαμηνή και τήν κράτησε έπά­ νω άπό τή φωτιά γιά νά τή στεγνώση καί νά (απορέση έπειτα νά τήν κάψη. «Χά, χά, χά!, έ­ κανε ό Χάρνερ. Πάει ή άνεξαρτησία τους, ή βου­ λή τους καί ή έλεύθερη κυδέρνησίς τους!»

' 39),«Φτάνει πιά!, συνέχισε ό Χάρνερ. Πέταξέ Ίη στή φωτιά! θά στεγνώση καί θά καή μαζί!» Ό Γκόντολφιν έτοιμάστηκε νά πετάξη τήν περ­ γαμηνή στή φωτιά, μά τήν ίδια στιγμή ένα δυ­ νατό χέρι τήν άρπαξε καί τήν άπέσπασε άπό τό σφίξιμό του και μιά φωνή είπε: «Μέ συγχωρεΐς, Γκόντολφιν, μά ή περγαμηνή αυτή άνήκει στον κυδερνήτη τής Ίλλύριας!»


/

** 'τ =* ΛΑ

40) Καί μέ μιά τρομερή κροθιά, ό Καπετάν Τολμηρός έστειλε τόν έγκληματικό άνθρωπο νά κυλιστή μακρυά καί νά χτυπήση έπάνω στόν πέ­ τρινο τοίχο τής σπηλιάς. «Δέν άνήκει σέ κα\έ­ να!, άκουσε τότε ό Καπετάν Τολμηρός πίσω του τή φωνή του Χάρνερ. Ανήκει στή φωτιά καί στη φωτιά θά πάη<! Τράβα τό σπαθί σου, Γκόντολφιν, νά ξεκάνουμε αυτό τόν ήλίθισί. . .».

41) Τήν έπομένη στιγμή, ό Καπετάν Τολμηρός βρέθηκε Αντιμέτωπος σέ δυό σπαθιά, έτοιμα νά του τρυπήσουν τό κορμί. «Τόν κρατάμε καλά!, γρύλλισε ό Γκόντολφιν. Δέν θά μπορέση νά βγή άπό έδώ μέσα ζωντοινός! > «Μήν άνησυχήτε γιά ΐμένα!1, άπάντησε είρωνικά ό Ατρόμητος θαλασσο­ πόρος. Νά δούμε Αν θά μπορέσετε νά βγήτε έσεϊς ζωντανοί Από έδώ!...»

”5

/

42) Ξαφνικά οί δυό συνένοχοι ώρμησαν έπάνω •άτόνί Καπετάν Τολμηρό τήν ίδια στιγμή μέ ιά σπαθιά προτεταμένα, σίγουροι πώς ή λεία τους 'δέ θά ξέφευγε άπό τις αιχμές τους. Μά ό Κα­ πετάν Τολμηρός, σκύβοντας Απότομα καί συ­ στρέφοντας τό κορμί του, άπέψυγε τις λεπίδες τους, ένώ συγχρόνως τό ένα του πόδι κατέδαινε μέ δύναμι έπάνω στο ρευματικό πόδι του Χάρνερ!

43)· Τά ουρλιαχτά του Χάρνερ δέν 6ά ή σαν πιό σπαραχτικά, άν του είχαν καρφώσει ένα μα­ χαίρι στό λαιμό. Παράτησε τό σπαθί, ίου, φωνάίζοντας: <Ώχ! Τό πόδι μουΓΤό ποδαράκι μου I Τό καϋμένο μου τό ποδαράκι! Σφάξε τον, Γκόντολφι^Ι» «ΐΜή φωνάζης τό συνένοχό σου!, άπάν­ τησε ό Καπετάν Τολμηρός. Δέ βλέπεις πώς χλώμιασε κιόλας άπό τό φόβο του;»

. ^ " 44) Μιά σκληρή μονομαχία άρχισε τότε Ανά­ μεσα στόν άτρόμητο θαλασσοπόρο καί τόν προ­ δοτικό συνωμότη, «ιθά σέ σουβλίσω σαν πέρδικα, παλιόσκυλο!., γρύλλισε ό Γκόντολφιν. Γεν νήθηκα μ' ένα σπαθί στό χέρι. . .» «Τότε πρόσεξε μήπως πεθάνης σήμερα μέ τόν ίδιο τρόπο, μ’ ένα σπαθί στό χέρι!» ΚσΊ μέ μιά στριφογυριστή σπαθιά τόν έκανε νά τρε κλίση πρός τά πίσω.

-

!/ ~ ν

45) Μά ό Γ κόντολφιν δέν ήταν άξιοπεριφρόνητος άντίπαλος. Ανέκτησε άμέσως τήν Ισορρο­ πία του καί πέρασε στήν έπίθεσι μέ σπαθισμούς, πού θά προκαλουσαν τό θαυμασμό άκόμα καί του πιό δύσκολου δάσκαλου ξιφασκίας. «Νά τό τέλος σου!, είπε. Λυτή τή σπαθιά τήν έμαθα στήν Ισπανία!» «Κι’ αυτή τήν άπόκρουσι, άπάντησε «6 Καπετάν Τολμηρός, τ?ιν έμαθα στή Γαλλία!»


46) Και ό ξακουστός κουρσαροψάγος μέ δυό υπέροχες σπαθιές άνάγκασε τόν Αντίπαλό του νά γονατίση. •«♦"Ελα, έλα, Γκόντολφιν! Τό παιχνίδι μας άρχισε νά γίνεται μονότονο! Περηφανεύτηκες για τήν τέχνη σου στό σπαθί. Δείξε την λοιπόν!» Την ίδια στιγμή, πίσω άπά τόν Καπετάν Τολμη­ ρό, ό Χάρνερ σήκωσε προδοτικά ,μιά πέτρα. «Πέθανε, Καπετάν Τολμηρέ!» γρύλλισε.

47) Καί πέταξε τήν πέτρα πρός τό κεφάλι του θαλασσοπόρου. Μά ό Τολμηρός, άμέσως μόλις τό αύτί του συνέλαδε τή φράσι του Χάρνερ. άντέδρασε μέ γρηγοράδα άστραπής. Πριν τόν άγγίξη ή πέτρα, έσκυψε άπότομα καί. . . «ι Ηλίθιε, βλά­ κα, ζώον, άδέξιε!, ούρλιοοξε ό Γκόντολφιν στό συνένοχό του τρέμοντας άπό λύσσα. "Εσπασες... τή λεπίδα του σπαθιού μου!. . .»

48)* ~Ετσι, οί δυό προδοτικοί συνωμότες, πού είχαν θελήσει νά άψηφήσουν τή δαταγή του βασιλι,α καί τή θέλησι τού λαού καί είχαν διαπράξει τόσα έγκλήματα γιά νά καταστρέψουν τή βα­ σιλική διαταγή, έγιναν δυό άνθρώπινα κουρέλια ! Γονάτισαν χάμω, μπροστά στόν Καπετάν Τολαηρό, έσμιξαν τά χέρια τους καί τόν ικετέυσαν να­ τούς χαρίση τή ζωή!

49) ^ «Δέ συνηθίζω νά σκοτώνω παιδιά, γυναί­ κες καί άνίκανους!, είπε σαρκαστικά ό Καπετάν /Τολμηρός. Είστε όμως αιχμάλωτοί μου! Όδηγήστε με έξω άπό τή σπηλιό]!» ΟΙ δυό έγκλη,ματίες πλησίασαν σέ μιά γωνιά τής σπηλιάς καί άρχι­ σαν νά σπρώχνουν μιά μεγάλη όλοστρόγγυλη πέ­ τρα. «Ή πέτρα αυτή φράζει τήν έξοδο τής σπη­ λιάς» τού έξήγησε 6 Γκόντολφιν.

30) —αψνικός συνέδη κάτι άπροσδόκητο. Μέ <μιά κοινή, άπότομη καί συνδυασμένη κίνησι, οί δυό συνένοχοι έσπρωξαν τήν πέτρα μέ δύναμι >πρός τά πίσω. Ή όλοστρόγγυλη πέτρα άρχισε νά κυλά έπάνω στό λείο καί έλαφρά κατηφορικό -έδαφος τής σπηλιάς, πρός τό μέρος τού Τολμη­ ρού. «Γλύτωσες άπό τό σποίθί, μά δέ γλυτώνεις άπό τήν πέτρα !|» φώναξε ό Χάρνερ.

51) «Γρήγορα!, φώναξε ό Γκόντολφιν. "Ας τρέξουμε στή βάρκα μας! θά τό σκάσουμε κΓ έπειτα θά ξαναγυρίσουμε γιά νά βρούμε τόν Κα­ πετάν Τολμηρό πληγωμένο καί νά τόν Αποτελειώ­ σουμε παίρνοντας καί τό έγγραφο τού βασιλιά!» (Μά λογάριαζαν χωρίς τόν ξενοδόχο. Μ* ένα θεα­ ματικό πήδημα ό Τολμηρός άπέψυγε τήν πέτρα καί ρίχτηκε τρέχοντας ξοπίσω τους.


52) Καί λογάριαζαν χωρίς τόν... Κύκλωπα, )πού περίμενε έζω μέ δυο πιστόλια στα χέρια. «Ψηλά τά χέρια!» ούρλιαζε ό μονόφθαλμος ναυ­ τικός! «Κύκλωπα, είπε ό Καπετάν Τολμηρός βγαίνοντας άπό τη σπηλιά, οΐ κύριοι είναι οΐ. . . δυό «δαίμονες της θάλασσας», πού σέ τρόμαζαν πριν άπό λίγο. Επομένως στήν πρώτη ύποπτη κίνησι... πυρ!»

53). Λίγη ώρα άργότερα, τό καράβι του Κα­ πετάν Τολμηρού άραζε στ* άνοιχτά καί μιά βάρ­ κα μέ τόν κυβερνήτη καί τήν κόρη, του Ντολορές πλησίαζε στή στεριά. «Είσαι ζωντανός, Καπετάν Τολμηρέ; φώναζε ό χοντρός κυβερνήτης κωμικά. Δόζα τω θεώ! . . . "Αν πάθαινες τίποτα, ή Ντολορές θά μέ. . . έγδερνε ζωντανό!...» Καί έβα­ λαν όλοι τά γέλια μέ τό άστεΐο αυτό..

I

54) 4)*Εζοχωτατε, είπε ό Καπετάν Τολμηρός ό­ ταν άνέβηκαν στό καράβι, νά ή βασιλική διατα­ γή πού δίνει άνεζαρτησία καί έλεύθερη κυδέρνησι στήν Ιλλυρία!^ Είναι μουσκεμένη, μά βέ κα­ λή κατάστασι!» «Εκείνο πού δέν μπορω^ά πι­ στέψω άκόμα, είπε ό κυβερνήτης, είναι ή προδο­ σία καί ή άτιμία του Γκόντολφιν καί του Χάρνερ!» «ιΕΙναι γεννημένοι προδότες!» είπε ό Τολμηρός.

<

56) "Ετσι, λίγες μέρες άργότερα, ό Καπετάν Τολμηρός Ετοιμαζόταν νά ζεκινήση πάλι γ.ιά τό πέλαγος. Χτύπησε τό καμποινάκι του συναγερμού καί φώναζε: «"Ολοι στις θέσεις σας. παιδιά! Ση­ κώστε τήν άγκυρα! Φεύγουμε!» «Δέν ζέρω πού πάμε, μουρμούρισε ό Κύκλωπας μορφάζοντας κωμικά, μα θέ Θά ήθελα νά συναντήσουμε πάλι... δαίμονες της θάλασσας!»

/55) "Οταν άργότερα γύρισαν στήν Ιλλυρία, ό κυβερνήτης έκανε μιά παράζενη πρότασι στό θα­ λασσοπόρο: «Οΐ υπηρεσίες σου πρέπει νά άμειφθοΰν!1 θά σέ διορίσω άρχηγό τής πρώτης βου­ λής τής Ιλλυρίας!» «Ευχαριστώ, έζοχώτατε, μά δε δέχομαι!! Υπάρχουν άκόμα ληστές στις θά­ λασσες αύτές καί έχω καθήκον νά τούς άντιμετωπίσω καί νά τούς έζοντώσω !. . .»

Στό 15ο Τεύχος τού «ΤΟηΟΥ» πού κυκλοφορεί τήν Ερχόμενη, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ δημοσιεύεται ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, όπου ή ζούγκλα σμίγει μέ τήν κατασκοπεία κι* όπου τό Καλό νικία τό Κακό!

ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ Όλόκληρο στό 15ο Τεύχος.


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ (Συνέχεια άττό τη 2η σελίδα)

— Είναι κίνδυνος, Κύριε, και γιά τό καράβι, καί για σάς! — Είσαι καπετάνιος, ναΐ ή δχι; $ΐπε ό "Αλαν. — θέλετε νά κάνετε, έσεΐς Κύριε, τόν καπε­ τάνιο; ρώτησε ό πλοίαρχος μέ σουφρωμένα τα φρύδια του. — Βρέ, τί εΐν* αύτά πού λές; είπε ό "Αλαν. Καθώς είδες καί μόνος σου, έγώ^δέν είμαι θα­ λασσινός, έγώ είμαι πολεμιστής! "Εχω έρθει δμως πολλές φορές αύτά τά μέρη καί καταλα­ βαίνω τις ψευτιές πού μου λές. Ό καπετάνιος κούνησε τό κεφάλι του καί σκύ­ βοντας πιό πολύ: —"Ας γίνει δπως θέλεις, μιά κι ήρθαν έτσι τά πράματα. Μόλις φρεσκάρη λιγάκι, καί μου φαίνεται πώς άρχισε κιόλας, θά γίνη δ,τι προσ­ τάζεις. Νά έξηγηθούμε δμως πρώτα καί για κάτι άλλο: Μπορεί στο δρόμο μας νά συναντήσουμε καμμιά βασιλική γαλέρα, ίσως μάλιστα νάχουμε καί καμμιά νηοψία. Δέ φαντάζομαι, βέβαια, νά νομίσης πώς θά φταίω έγώ γι* αύτό; Περιπολοΰν όλοένα έδω τριγύρω, σ’ δλην αυτή τήν άκτή, καί καταλαβαίνεις γιά ποιόν λόγο! Λοιπόν, Κύ­ ριε, άν μας τύχη τίποτα τέτοιο, άφήστε μας τά λεφτά έδω! — Καπετάνιε, είπε ό "Αλαν, άν δήτε^ τίποτα ύποπτο πρέπει νά τό κόψουμε λάσπη! Καί τώρα, έπειδή άκουσα πώς έκεΐ πέρα στήν πλώρη δέν έχετε καί πολύ κονιάκ, έχω νά σάς προτείνω κά*ι: θά σάς δίνω μιά μποτίλια κονιάκ γιά δυο κουβάδες νερό! ΤΗταν ή τελευταία ειρηνική λέξη πού άλλαξοιν, καί τή συμφωνία αυτή τήν κράτησαν πιστά κι άπ’ τις δυο μεριές. "Ετσι ό "Αλαν κι’ έγώ θά πλενόμαστε έπιτέλους καί θά καθαρίζαμε καί τό καρέ άπό τό αίμα έκείνων πού είχαμε σκο­ τώσει έκεΐ μέσα. ’Απ’ τήν άλλη ^μεριά πάλι, ό καπετάνιος κι ό Ρίτς θά μπορούσαν νά ξαναβρουν τό δρόμο προς τήν εύτυχία τους, δηλαδή, θά μπορούσαν νά πιουν!

λέγοντάς μου πώς δέ μπορούσε νά χωνέψη άν­ θρωπο ποϋχε αύτό τό δνομα. — Γιατί; τόν ρώτησα. Είναι τόσο έξαιρετικός άνθρωπος, πού θάσαστε περήφο^ος,— είμαι σί­ γουρος γι* αύτό,— νά τού σφίγγατε τό χέρι! — Ποτέ μου δέ θάκανα τίποτα γιά έναν Κάμπελ, έκτός άν ήταν νά του φυτέψω καμμιά σφαί­ ρα στό κεφάλι, είπε, θάθελα νά τούς κυνηγή­ σω δλους δσοι έχουν αύτό τό καταραμένο τ* δνομα, σάν ξυλοπετεινούς, Ακόμα καί τήν ώρα πού θά πέθαινα, θά πήγαινα σερνάμενος ώς τό παράθυρο τής κάμαράς μου, άν ήταν γιά νά χτυπήσω μέ τό πιστόλι μου κανέναν άπό δαύτους I — Γιατί, "Αλαν; τού είπα. Τί έχεις έσύ μέ τούς Κάμπελ; — Πολύ καλά, είπε ό "Αλαν, θά τό μάθης άμέσως! Πρέπει λοιπόν νά ξέρης πώς μέ λένε Στιούαρτ κι είμαι άπ* τό "Αππιν καί πώς οΐ Κάμπελ, έδω καί καιρό, έρήμωσαν τόν τόπο μου καί κατέστρεψαν τούς άνθρώπους μου. Μάλιστα πήραν τά κτήματά μας μέ παλιανθρωπιές καί ποτέ μέ τό σπαθί τους! Καί σά νά μήν έφταναν αύτά, μήπως άφησαν καί καμμιά παλιοδουλειά πού νά μήν τήν κάνουν; 'Ωρκίστηκαν ψέματα, έφεραν ψεύτικα χαρτιά, μάς πήραν δ,τι είχαμε καί δέν'είχαμε, μάς άδειασαν όλότελα τά σπίτια καί τά μαγαζιά μας. "Ολ’ αύτά μπορεί νά μήν κάνουν έξω φρένων έναν τίμιο άνθρωπο; — Καλά δσα λές, "Αλαν, τού είπα. "Ομως δέ μπορώ νά οέ φανταστώ καλό έμπορο, έσένα πού σκορπάς τόσο σπάταλα τά κουμπιά σου! — Μπά! μού άποκρίθηκε αρχίζοντας νά χαμογελάη. Τή μανία τής σπατάλης τή χρωστάω στον ίδιο άνθρωπο πού χοωστάω καί τά άοημένια μου κουμπιά. Δηλαδή στόν καημένο τόν πατέρα μου, τόν Ντάνκαν Στιούαρτ, πού ό θεός ν* άναπαύση τήν ψυχή του! ^Ηταν τό όμορφότερο παλληκάρι τού τόπου του κι ό καλύτερος ξιφομάχος στά Χάιλαντς, Ντάβ.ντ, δηλαδή, σά νά λέμε ήταν ό καλύτερος ξιφομάχος τού κό­ σμου. Κ. αύτό τό έχω δή μέ τά ίδια μου τά μά­ τια, γιατί έκεΐνος μ* έμαθε σπαθί κι έμένα. Στό Μπλάκ Γουώτς, παρουσιάστηκε γιά πρώτη φορά. Είχε κι έκεΐνος, δπως κι οί άλλοι, έναν υπηρέ­ τη μαζί του, γιά νά τού κρατάη τό τουφέκι του στό δρόμο. Μάλιστα! Φαίνεται, λοιπόν, πώς ό Βασιλιάς ήθελε νά δή ξιφασκία άπό βέρους Χαΐλάντερς. Διάλεξαν άμέσως τρεις άλλους καί τόν πατέρα μου καί τούς έστειλαν στό Λονδίνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

(*Η συνέχεια στό έρχόμενο)

ΡIΝ καλοπρολάβουμε νά καθαρίσουμε τό καρέ, πήρε νά φρεσκάρη. Ό άέρας σταμά­ τησε τή βροχή, έδ.ωξε τά σύννεφα καί φάνηκε ό ήλιος. Τό πρωινό έκείνης τής ή μέρας, πριν χαλάση ό καιρός, ήταν πολύ όμορφο. Ταξιδεύαμε μ* έ­ ναν ώραιότατο ήλιο, όλοφώτεινο, κι άπ’ δλες τις μεριές τριγύρω βλέπαμε δλο νησιά μέ βρά­ χια. Ό "Αλαν κι έγώ καθόμαστε στό καρέ, έ­ χοντας τις πόρτες άνοιχτές κι άπ* τις δυό με­ ριές. Ό άνεμος φυσούσε άπό πίσω. Εκείνη τήν ώρα είπαμε ό καθένας τήν Ιστο­ ρία του — κι έγώ τδθελα πάρα πολύ αύτό, για­ τί είχα τήν περιέργεια νά μάθω κάτι γι* αύτή τήν άγρια ·*χώρα τών Χαΐλάντερς 1, πού τόσο κοντά της είμαστε τώρα. "Αρχισα πρώτος έγώ, καί τού διηγήθηκα δλα μου τά παθήματα, πού τ* άκουσε μέ πολλή καλοσύνη. Μόνο δταν μίλησα καί γιά τόν κα­ λό μου τό φίλο, τόν κύριο Κάμπελ τόν παπά, ό "Αλαν άναψε καί κόρωσε κι έμπηξε.τις φωνές,

Π

1

V/ -

/_____

Λ _

*

___ ΪΥ- .

Έξαιρετικώς ένδιαφέρουοα

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ Ή διεύθυνσις τού «ΤΟΞΟΥ>, θέλοντας νά^βοηθήση^ άπό τή μιά μεριά τούς άναγνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό τήν άλλη_μεριά, νά μεγαλώση τήν κίνησι τού «ΤΟ.Ζ.ΟΥ», προσφέρει σ* δλους τούς άναγνωστες του — διά τού Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 δ λ α τά σχολικά βιβλία τους μέ έ κπ τ ω σ ι 5% καί μιά τρίμηνη συνδρο­ μή τού περιοδικού μέ έκπτωσι 20 % I Αναγνώστης τού περιοδικού θεωρείται δποιος προσκομίση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί έπιδείξη απλώς τέσσερα τεύχη τού «ΤΟ—ΟΥ» (Τεύχος 9 καί έπόμενα).


30) Στο μεταξύ, μέσα στο""κοντινό δάσος, το Γεράκι άνοιξε τά μάτια του. «Διάδολε! Πόσο πό­ νε! τό κεφάλι μου! Φαίνεται πώς μέ πέρασαν για νεκρό καί μέ παράτησαν καί. . . τί γυρεύει ,έδώ αυτό τό βοϊδάμαξο μέ τά σανά;» "Εστησε τό αυτί του καί έμεινε άσάλευτος για με,ρικές στιγμές. «Μά. . . αυτή είναι ή φωνή του Καλέμπ!» μουρμουρισε

31) Φτάνοντας στην κορυφή του λοφόυ κύττα* ζε κάτω καί είδε τούς άντρες του περικυχλωμένους άπό τούς ναύτες του πολεμικού, πού είχαν βγή δλοι στή στεριά. Ό Καλέμπ έλεγε: «Πρέπει νά μάς π στέψετε, σέρ! Ή Λαίδη, μέ τά Πράσινα μάς ξεγέλασε για νά πάρη τό καράδι καί νά φορτώση σ’ αύτό τά έμπορεύματα του Ρούφους Σλόαν! Δέν. . .»

32) «Κουραφέξαλα!, φώναξε ό καπετάνιος τού πολεμικού. "Αν πραγματικά ύπάρχη αύτή ή πε­ ρίφημη. Λαίδη ιμέ τά Πράσινα, τότε είστε μέλη τού πληρώματός της! Φαίνεται δτι άποφάσισε νά μη μοιραστή τή λεία μαζί σας καί σάς παράτησε εδώ! Δέστε τους, ναύτες!» Μά τήν ίδια στιγμή, ένας ναύτης φώναξε έντρομος: «Παραμερίστε! Παραμερίστε!»

, 33) Αιτία τής ταραχής αυτής ήταν τό Γεράκι πού, καδάλλα έπάνω ατό βοϊδάμαξο, εΐχε σπρώ­ ξει τά βόδια στόν κατηφορικό δρόμο, προς τό μώλο. «'Ώστε αυτή ή Φλό Φάρδιν ήταν ή Λαίδη με τά Πράσινα, σκεπτόταν. Καί τό σχέδιό της ή­ ταν νά κλέψη τό κα,ράδι μου γιά νά φορτώση σ’ αύτό τά έυπορεύματα τού Σλόαν! Χάϊντε, βοϊδάκια μου!»

κωμικοτραγικές σκηνές πανικού καί άστειου τρόμου άκολούθησαν, όταν τό βοϊδάμαξο ρίχτηκε μέ ορμή άνάμεσα στις τάξεις των ναυ­ τών, πού σκόρπισαν πρός κάθε κατεύθυνσι. Τό I εράκι καί οί άντρες του ρίχτηκαν αιφνιδιαστικά έπάνω τους καί, φροντίζοντας πάντα νά μή σκο­ τώσουν κανένα, τούς έθεσαν έκτος μάχης μέ γρο­ θιές καί τούς άφώπλισαν!

35) Πήδησαν έπειτα έπάνω στό πολεμικό καράδι, άφώπλισαν καί τούς λίγους ναύτες, πού είχαν μείνει έκεΐ, κΓ έκαναν άμέσως πανιά. «Λυ­ πήθηκα γι* αύτό πού έγινε, Καλέμπ, μουρμούρισε τό Γεράκι, μά δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετι­ κά. Αύτός ό βλάκας ό πλοίαρχος καθόταν έδω κουδεντιάζοντας μαζύ σας, ένω ή «Λαίδη Σ.καρλετ» μέ τό πολύτιμο φορτίο έκανε φτερά!» Συνέχεια ατό άλλο τεύχος '


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Δρχ. 1.500

ΚΑΤΑΪΚ0Π0Ι

ΤΟ ο ϋ»Ζ0ΧΓΚΜ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τοΟ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα τοΰ : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥ-ΓΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ που εχει μεταφρασθή σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου Συνέχεια 15η "Ετσι, πήγαν στό παλάτι κι έδειξαν την τέχνη τους στό σπαθί, δυό ώρες ολόκληρες, μπροστά στό Βασιλιά Γεώργιο καί τή Βασίλισσα Καρολί­ να καί τον Κοόμπερλαντ καί πολλούς άλλους πού δεν τούς θυμάμαι τώρα. "Οταν τέλειωσαν, ό Βασιλιάς— μ* όλο πού ήταν σφετεριστής του θρόνου — τούς μίλησε καλά καί τούς έδωσε, ό­ ταν έτσιμάστηκαν νά φύγουν, άπό τρεις γκινέες στό χέρι. Βγαίνοντας άπ’ τό παλάτι έπρεπε νά περάσουν άπό την πύλη. Εκείνη τη στιγμή ό πα­ τέρας μου σκέφτηκε ξαφνικά πώς ίσως νάταν ό πρώτος Χαϊλάντερ εύγενής πού περνούσε άπ’ αυ­ τή τήν πύλη, γι’ αύτό κι έπρεπε νά δώση στόν κακομοίρη τό φρουρό νά καταλάβη τί είδους άνθρωποι είναι οί Χαϊλάντερς. "Εβγαλε άμέσως τις τρεις γκινέες του Βασιλιά καί τις έβαλε στό χέρι του θυρωρού, σάν άνθρωπος μαθημένος νά κάνη πάντα έτσι. Οί άλλοι τρεις έρχονταν πίσω του κι έκαναν τό ΐδιο. "Ετσι, βγήκαν στό δρόμο χωρίς νά κρατήσουν ούτε μιά πένα γιά τον κό­ πο τους. Τώρα, πολλοί καί διάφοροι έχουν νά λένε πώς αυτοί ήταν πού έδωσαν πρώτοι τις γκινέες του Βασιλιά στό φρουρό. "Ομως, ή άλήθε.α είναι πώς ό πρώτος πού τδκαμε ήταν ό Ντάνκαν Στιούαρτ, καί μπορώ νά τό άποδείξω είτε με τό σπαθί είτε καί με τό πιστόλι άκόμα. Τέτοιος ήταν ό δικός μου ό πατέρας, κι είθε νά τον άναπαύση ό θεός! — θαρρώ όμως πώς ό πατέρας σου δέν ήταν άνθρωπος πού θά μπορούσε νά σού άφήση κλη­ ρονομιά! τού είπα. — Σωοτό αυτό! άποκρίθηκε ό "Αλαν. Μοΰ άφησε μονάχα τα ρούχα πού φορούσε καί κάτι άλλα λίγα. Κι έτσι άναγκάστηκα' νά πάω στό στρατό, κι αύτό ήταν τό μεγάλο λάθος τής ζωής μου. "Αν τώρα έπεφτα στά χέρια των Κοκκινοσακάκηδων, θά τραβούσα πολλά γΓ αύτό! — Τί είπες; ξεφώνισα. "Ησουν στόν Αγγλικό στρατό; — Καί βέβαια ήμουν! Τδσκασα όμως καί πή­ γα έκεΐ πού ήταν ή θέση μου, στό Πρέστονπανς — κι αύτό είναι κάποια παρηγοριά! Δέ μπορούσα νά καταλάβω αύτό τό πράμα. Νά τό σκάση άπ* τό στρατό καί νά πάη μ* αύτούς πού είχαν κάμει έγκλημα πού κανένας τί­ μιος άνθρωπος δέ θά μπορούσε νά τό συχωρέση!. . . Μ* όλο όμως πού ήμουν τόσο μικρός, είχα τήν έξυπνάδα νά μήν τοΰ φανερώσω τή σκέ­ ψη μου. —"Αχ, φίλε μου, φίλε μου!, είπα. "Αν σέ πιάσουν όμως θά σέ κρεμάσουν!... — Μπά! άποκρίθηκε. "Αν μέ συλλάβουν, δέ βαριέσαι! Αύτά τά πράματα δέν τόν σκοτίζουν τον "Αλαν. Κι ύστερα, στήν τσέπη μου έχω τά έγγραφα τοΰ Βασιλιά τής Γαλλίας, πού θά μέ προστάτευαν κάπως. —Αμφιβάλλω πολύ γι* αύτό, τού είπα. — Κι έγώ τό ίδιο, άποκρίθηκε κι έκείνος ξερά. > — Γιά τ’ όνομα τού θεού όμως, τοΰ φώναξα. Σ’ έχουν έπικηρύξει γιά έπαναστάτη, είσαι λι­ ποτάκτης κι άνθρωπος τού Βασιλιά τής Γαλλίας.

Τί δουλειά έχεις καί γύρισες . πίσω έδώ πέρα; Παράξενος άνθρωπος είσαι! — Σ ιωπή! είπε ό "Αλαν. Έγώ έρχομαι έδώ πέρα κάθε χρόνο, άπ’ τό σαρανταέξη κι ύστερα! — Καί τί έρχεσαι καί κάνεις, χριστιανέ μου; ρώτησα δυνατά. — θά στό πω. Αγωνίζομαι γιά τούς φίλους μου καί γιά τήν Πατρίδα μου! Ή Γαλλία, σί­ γουρα, είναι πρώτης τάξεως χώρα. Άποζητάω όμως τά βουνά μας καί τ’ άγρίμια τους. "Εχω καί μερικές δουλειές νά κάνω έδώ πέρα. Πότεπότε παίρνω καί τίποτα παλληκάρια άπό δω γιά νά υπηρετήσουν τό Βασιλιά τής Γαλλίας. Μαζεύω στρατιώτες, δηλαδή. Μέ καταλαβαίνεις; Μαζεύω καί κάμποσα λεφτουδάκια. Τό σπουδαιότερο ποϋχω νά κάνω εΐναι οί δουλειές τού άρχηγοΰ μου, τού "Αρντσιλ! —■ Νόμιζα πώς τόν άρχηγό σου· τόν λέγανε "Αππιν, τού είπα. —"Οχι δά, καημένε! ιΟ "Αρντσιλ είναι ό άρχηγός τής φυλής μου, είπε χωρίς νά μού δώση μ’ αύτό νά καταλάβω τίποτα περισσότερο. Βλέ­ πεις λοιπόν, Ντάβιντ, αύτός, πού σ’ όλη του τή ζωή ήταν τόσο μεγάλος άνθρωπος κι έχει βασι­ λικό αΐμα κι όνομα, είναι άναγκασμέγος τώρα νά ζή σέ μιά πόλη τής Γαλλίας σάν κανένα φτωχό κι άμοιρο πλάσμα. Αύτός, πού μ’ ένα του νόημα πρόσταζε τετρακόσια σπαθιά, τόν είδα έγώ μέ τά ίδια μου τά μάτια ν’ άγοράζη μονάχος του βούτυρο στό παζάρι καί νά τό πηγαίνη στό σπί­ τι του, μέσα σ’ ένα λαχανόφυλλο! Δέν είναι μο­ νάχα λύπηση όλη αύτή ή Ιστορία, μά καί φοβερή κατάρα γιά τήν οίκογένειά του καί γιά τή φυλή μας. Είναι όμως καί τά παιδιά του κι ή έλπίδα νά γυρίση στό "Αππιν. Τά παιδιά του πρέπει νά μάθουν καλά τή γλώσσα τους, κι άκόμα νά μά­ θουν νά πιάνουν τό σπαθί, σ’ αύτή τή μακρινή χώρα. Τώρα, οί ένοικιαστές τού "Αππιν πληρώ­ νουν φόρο στό Βασιλιά Γεώργιο, όμως ή ψυχή τους έχει μείνει άγνή, έχει μείνει πιστή στόν άρ­ χηγό τους. Καί μέ τήν άγάπη τους καί μέ πολλή στέρηση, ΐσως καί μέ κάμποσες φοβέρες, μα­ ζεύουν μέ κόπο καί δεύτερο φόρο γιά τόν "Αρντσιλ. Μάλιστα, Ντάβιντ! Αύτά έδώ τά χέρια, πού βλέπεις, παίρνουν τά λεφτά καί τά πηγαί­ νουν στόν άρχηγό. Χτύπησε τή ζώνη του, καί τά νομίσματα πούταν μέσα κουδούνισαν. —"Ωστε πληρώνουν δυό φορές; είπα. — Μάλιστα, Ντάβιντ, δυό φορές! μοΰ άποκρί­ θηκε. — Δηλαδή, διπλό φόρο; ξαναρώτησα. — Μάλιστα, Ντάβιντ! είπε. Στόν καπετάνιο σου^ είπα άλλη ιστορία. *Η άλήθεια όμως είναι αύτή πού άκουσες τώρα δά άπό μένα! Καί εί­ ναι θαυμάσιο νά βλέπης πόσο λίγη πίεση χρειά­ ζεται. Αύτό όμως είναι δουλειά τού καλού μου τού συγγενή καί φίλου τού πατέρα μου, του Τζέιμς τού Γκλένς. Ό Τζέιμς Στιούαρτ είναι ό έτεροθαλής άδερφός τοΰ "Αρνσιλ. Αύτός μαζεύει τά λεφτά κι αύτός τά διευθύνει όλα! (Συνέχεια στην -προτελευταία σελίδα)

Π ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ- Ιΐ ΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Β ιδλιοπωλεΐον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α'—ΤΕΥΧΟΣ 15 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος Άνεμοδουρας Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμω : Διευθυντου Σ. ’Ανεμοδουρά : λ. Θησέως 323 Προΐστ. Τιπτογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : Έτησία 80.000 — Έξάμηνος 40.000 — Τοίμηνος 20.000


1) Ή Ιστορία μας, μια Ιστορία ^ζωτικών περι­ πετειών .καί συναρπαστικής πλοκής, ξετυλίγεται μέσα σ’ ένα μεγαλόπρεπο περιβάλλον, στις όχθες ένός μεγάλου καί όμορφου ποταμού τής Μότιας “Αμερικής, όπου ή ζούγκλα σμίγει παράξενα μέ τόν πολιτισμένο κόσμο κι’ όπου τά θηρία καινοί. Ιθαγενείς κάνουν τήν έμφάνισί τους δίπλα σέ Α­ μερικανούς καί Ευρωπαίους έξερευνητάς. Στόν ποταμό αυτόν, πού έχει τό γρόψικό όνομα Ρίο ΛΑζοώλ, είναι χτισμένη: ή Ούράκα, ένα μικρό χω­ ριό, λιμάνι, ταχυδρομικό και έμπορικό κέντρο, που έξυΛηρετεΐ όλόκληρη τή γύρω περιοχή καί όλα τά χωριά ώς τις πηγές τςμ ποταμού. Μια μέρα, ό Τάργκα, ό λευκός "Αρχοντας τής Ζούγ­ κλας, μαζί μέ τήν όμορφη Ινδιάνα γυναίκα του. τήν Αστάρια, καί τόν έξημερωμένο μαύρο πάνθηρά του, τόν Κάν, κατέβηκε στην Ούράκα.

3) Καθώς όμως ό Τάργκα κουβέντιαζε μέ τόν καπετάνιο ένός ποταμόπλοιου, παζαρεύοντας τήν άσημάχρωμη γούνα μιας άλεπούς, ό Κάν, 5 έξημερωυένος πάλθηράς του, πού περιπλανιόταν γε­ μάτος περιέργεια άνάμεσα οτά έμπορεόματα πού ήσαν' τοποθετημένα στήν προκυμαία, άκουμπησε τά^ μπροστινά του πόδια έπάνω σ’ ένα κιβώτιο καί άρχισε νά ούρλιάζη σιγανά.

2) Κουβαλούσε μαζί του σπάνια φτερά άπό έξωτικά πουλιά τής ζούγκλας καί πολύτιμες γού­ νες άπό άγρίμια καί έρχόταν νά. τά άνταλλάξη μέ άντικείμενα, πού θά ήσαν πιό χρήσιμα γι’ αυ­ τόν καί γιά τήν Αστάρια, τήν άγαπημένη του γυ­ ναίκα. Λευκοί έμποροι καί ναυτικοί βρίσκονταν πάντα στήν Ούράκα, πρόθυμοι νά προσφέρουν φτηνά έμπορεόματα για· πολύτιμα πράγματα...

4) ΤΗταν ένα πένθιμο ουρλιαχτό, πού θύμιζε πολύ νιαοόρισμα πληγωμένου γάτου. Ό Τάργκα γύρισε ξαφνιασμένος καί κύτταξε τόν Κάν γεμά. τος άπορία. «Κάτι πολύ περίεργο πρέπει νά συμβαίνη μέ τό κιβώτιο αύτό, είπε στόν καπετάνιο του ποταμόπλοιου. Κάτι πολύ περίεργο, Ό Κάν δέν ουρλιάζει έτσι παρά μόνο όταν ό θάνατος είναι πολύ κοντά!»


6) "Εσπασε τή σφραγίδα του κιβωτίου καί σή­ κωσε τό σκέπαρμά του. Κραυγές φρίκης Αναπή­ δησαν άπά τά στήθη όλων δσοι έσκυψαν νά δουν. ΜέΙσα στό κιβώτιο ήταν ξαπλωμένος ένας νεκρός Στό στήθος του ήταν καρφιτσωμένο ένα χαρτί κι* ό Τάργκα τό πήρε καί διάβασε έκπληκτος: «Έπιστρέφεται στον Αποστολέα του. “Ολα τά έ­ ξοδα συσκευασίας καί Αποστολής εις βάρος μας !»

5) ^ Ό καπετάνιος, μέ ζαρωμένα φρύδια, πήγε κοντά στό κιβώτιο καί τό «έξήτασε. «Απευθύνεται οέ κάποιον Σενόρ Μπαοτίντας, μουρμούρισε, στο Λά Πουέρτα - Ντέλ - Μνφιέρνο ! Τόσο τό χειρό­ τερο! θά άναλά&ω τήν ευθύνη \ά άνοίξω αυτό τό κιβώτιο καί νά δω τί περιέχει. Είναι σφραγι­ σμένο, μά δέν μπορώ νά μεταφέρω μέ τό πλοίο μου κάτι, που μπορεί νά είναι έπικίνδυνο!»

7) «Γνωρίζετε αυτόν τόν Σενόρ Μπαοτίντας;» ρώτησε ό Τάργκα τόν καπετάνιο. «”Οχι, Απάν­ τησε αυτός μέ τό πρόσωπο συσπασμένο Από την ταραχή. Αυτό τό κιβώτιο μοΟ τό έφεραν χτές τό βράδυ δυό * Ινδιάνοι, πού μου είπαν δτι ήσαι δου­ λοπάροικοι σ’ ένα ράντσο, πού βρίσκεται σέ Απόστασι μερικών χιλιομέτρων Από έδώ...» «Πρό­ κειται γιά δολοφονία, είπε ό Τάργκα, καί ποέπει νΑ.. .

8) “Ενας μεσόκοπος Αντρας τόν διέκοψε: «Μιά στιγμή παρακαλώ! Είμαι ό Όβιέντο διευθυντής τής Αστυνομίας του Λά Πουέρτα · Ντέλ - *Ιν· φιέρνο :καί βρίσκομαι έδώ κάνοντας μιά έπιθεώρηοι τών άοτυνομικών σταθμών τής περιοχής ! Βλέπω δμως, Τάργκα, δτι κάνεις καί τόν Αστυ­ νομικό τώρα, έ;» «Όχι, Απάντησε ό "Αρχοντας τής Ζούγκλας, θά μπορούσα δμως νά σάς βοη-

9) Ό Όβιέντο μόρφασε περιφρονητικά καί κύτ. τάξε τόν Τάργικα μέ.προσβλητικό τρόπο άπό τό κεφάλι ώς τά πόδια. «Σέ παρακαλώ, είπε μέ Ασχημο τόνο φωνής, νά κυττάς τή δουλειά σου κοώ νά μήν Ανακατεύεσαι έχει πού δέ σέ σπέρ­ νουν! Πήγαινε πίσω στή ζούγκλα σου καί Αφησε με-ήσυχο. —έρω τή δουλειά μου τόσο καλά δσο έσύ ξέρεις τά θηρία σου καί τή ζούγκλα σου!»

10) Καί ό Όβιέντο γύρισε τήν πλάτη του καί έφυγε πρός τήν κατεύθυνσι του ράντσο, πού είχε Αναφέρει ό καπετάνιος, χωρίς νά ξέρη δτι ακο­ λουθούσε έσφαλμένα ίχνη. Ό Τάργκα Ανασήκωσε τούς ώμους του καί μαζί μέ τήν Άστόρια καί τόν Καν χώθηκε μέσα στή ζούγκλα πρός διαφορετική κατεύθυνσι, Ακολουθώντας ίχνη, πού ούτε καν ύποψιαζόταν ό Αστυνόμος τού Λά Πουέρτα - Ντέλ ΜνΦιέονο..._________ ______________ _

I

ί


11) V Τάργκα, μήν ξέροντας ότι παράξενοι άνθρωποι είχαν στήσει ένέδρα κάπου οτό δρόμο του, προχωρούσε άνύποπτος έξηγώντας στήν Α­ στάρια τΐ τον είχε κάνει νά άκολουθήση το δρόμο αύτό. «Εξετάζοντας μέ προσοχή τό κιβώτιο, είπε, είδα ότι είχε Ιχνη γαλάζιας άμμου, όμοιας μέ τήν άμμο πού βρίσκει- κανείς ατούς βαλτότοπους του Καπυβάρο. Σκύφτηκα λοιπόν ότι θά πέραοαν άπό έκεΐ οι άνθρωποι που..

__ 12) Δέν πρόλαβε νά άποτελειώση τή φράσι του. ραψνικά, πίσω άπό έναν θάμνο, άναπήδησαν δυό Ινδιάνοι μέ τά σπαθιά τους γυμνά καί ρίχτηκαν έπάνω του ουρλιάζοντας άνατριχιαστικά.’ Γιά μιά στιγμή, καί ένώ τά σπαθιά διέγραφαν ήμικύκλια θανάτου, ό Τάργκα έμεινε άσάλευτος, μαρμαρω­ μέ νος άπό τήν έκπληξί του γιά τήν άπροσδόχητη έκείνη έπίθεΐσι.

13) "Επειτα, τό άκονισμένο μυαλό καί τό τέ­ λεια γυμνασμένο κορμί του Τάργκα άντέδρασαν κεραυνοβόλα. *0 "Αρχοντας της Ζούγκλας τρα­ βήχτηκε άπότουα πίσω, άποφεύγοντας τις θανά­ σιμες αιχμές τών σπαθιών, καί, καθώς οί Ινδιά­ νοι έσκυβαν πρός τά έμπρός, άπλωσε γοργά τά χέρια του. τούς άρπαξε άπό τά κεφάλια καί τούς τά... τσούγκρισε μέ δύναμι!

'* 14) Ό "Αρχοντας τής Ζούγκλας δέν είχε θε­ λήσει παρά νά τούς ζαλίση άπλώς καί νά τούς άφοπλίση, γιά νά τούς άνακρίνη έπειτα. Μά δέν υπολόγισε κοώά τή δύναμί του καί οί δυό δολο­ φόνοι σωριάστηκαν χάμω άναίσθητοι. «"Αραγε, σκύφτηκε ό Τάργκα, έμένα παραμόνευαν έδώ ή κάποιον άλλο καί θέλησαν νά μέ σκοτώσουν περ­ νώντας με γι* αυτόν;»

15) Μέ τό μυαλό γεμάτο άπορίες, ό Τάργκα, μέ τή γυναίκα- του Άστόρια καί τόν τετράποδο φίλο του Κάν, συνέχισε τό δρόμο του μέσα στή ζούγκλα, πρός τήν κατεύθυνσι τών βαλτότοπων τού Καπυβάρο. Μά δέν είχαν προχωρήσει πολύ, όταν άντίκρυσαν ένα τρομακτικό θέαμα. "Ενας άντρας ήταν σκαρφαλωμένος έπάνω σ’ ένα δέν­ τρο, Στή ρίζα τού δέντρου...

16) ... μουγγρίζοντας άπαίσια καί ξεφυσώντας μέ μανία, στριφογύριζε ένας άγριοβούβαλος καί χτυπούσε μέ τά κέρατά του τόν κορμό, κά­ νοντας τό δέντρο νά τραντάζεται όλόκληρο. "Ο­ ταν άντίκρυσε τόν Τάργκα, ό βούβαλος ώρμηαε έναντίσν του μέ τό όγκώδες κερασφόρο κεφάλι του χαμηλωμένο. Μιά άγρια, έκπληκτική πάλη άκολούθησε. *


18) Τήν άλλη, στιγμή, ό βούβαλος τίναζε τήν 17) Ή Αστάρια άπό τή μια μεριά κι* ό άνθρω­ πος .που ήταν σκαρφαλωμένος στό δέντρο άτχό τήν κεφάλα του .καί άνασήκωνε τόν Τάργκα άπειλών•άλλη, παρακολουθούσαν μέ όρθάνοιχτα μάτια τήν • τας νά τρυπήση τό κορμί του μέ τά μεγάλα^κέπάλη αυτή, άνθρώπου καί θήρίου καί οί έναλλασ- ρατά του. Στό τέλος όμως, καταβάλλοντας υπε­ σόμενες φάσεις της έκαναν ρίγη, νά διατρέχουν ράνθρωπη προσπάθεια, ό "Αρχοντας της Ζούγ­ τή σπονδυλική τους στήλη. ^Τή μιά στιγμή, ό κλας, έστριψε τό ικεφάλι του θηρίου μέ μιάν έξαρΤάργκα λύγιζε τή δύναμι του θηρίου ικαι τό γο­ θρωτική λαδή καί ό βουδαλος σωριάστηκε νε­ κρός μέ τό σδέρκο του σπασμένο! νάτιζε. . ·

19) Ό άνθρωπος, πού ήταν σκαρφαλωμένος στό δέντρο, ικατέδηικει βιαστικά, έτρεξε κοντά στον Τάργκα καί του έσφιξε μέ χαρά τό χέρι. «Είσαι ό Τάργκα!, ψωναξε. Κανένας άλλος στόν κόσμο 6έ θά μπορούσε νά μέ σώση ! Σέ ευχαριστώ πολύ, Τάργκα! Είμαι ό ύΐιολοχαγός Χερέρα, της Μυ­ στικής /Υπηρεσίας Άντικατα σκοπείας του στρα­ τού της Βενεζουέλας!»

20) «Ό αρχηγός μου — συνέχισε ό ύπολοχαγός Χερέρα — ό συνταγματάρχης Καστελλάιος, πληροφορήθηκε ότι ξένοι κατάσκοποι μαζί μέ προδότες πατριώτες μας συνωμοτούσαν γιά νά άνατρέψουν τήν κυδέρνησί μας, που έν τούτοις τόσα καλά έκανε στή χώρα. Φορτία μέ όπλα πρόκειται νά άποδιδαστουν στα παράλια καί νά μ-εταφερθοΰν μέσα άπό τή ζούγκλα. ..


21) «. ;. ΔςΤό'λά Πουέρτα - Ντέλ -"* Iνφιέρνο, δτιου .κρύβεται δ Αρχηγός τής ουνωμοσίας. Μέ_τό ψευδώνυμο Μπαστίντας, ό συνταγματάρχης πήγε σ’ αυτή τήν πόλι, μά δεν μπόρεσε νά μάθη τί­ ποτα. "Εστειλε λοιπόν έμένα και τόν συνάδελφο μου Έστρέλλα στή ζούγκλα γιά νά βρούμε τή μυστική Αποθήκη όπλων. Πέσαμε όμως σε ένέδρα καί .ό Έστράλλα σκοτώθηκε άπό τους συ-

_) «... Τώρα, συνέχισε ό Χερέρα, ξέρω που βρίσκεται ή Αποθήκη! Είναι στους Λόφους των Λύκων. Τό κατάλαβα άπό τό χώμα που βρήκα στά πόδια ένός Ινδιάνου, που σκότωσα στήν ενέδρα πού μάς έστησαν!» Ό Τάργκα κούνησε τό κεφάλι του καί τού διηγήθηκε μέ τή σειρά του τό έπεισόδιο του κιβωτίου μέ τό νεκρό. «θά · ταν ό ’Εστέλλας!» είπε δ Χέρέρα.

-νομόίες

23) «Τώρα πρέπει νά γυρίσω στον Αρχηγό μου καί νά φέρω ένισχόσεις, μά πρέπει πρώτα νά βε­ βαιωθώ ότι ή άποθήκη των όπλων είναι πράγ­ ματι στους Λόφους των Λόχων, καθώς καί που άκριβώς βρίσκεται!» «θά σέ ιβοηθήσω νά τό ανα­ κάλυψης αύτό», είπε ό Ταρζάν. Καί οί τρεις τους, συνοδευόμενοι άπό τόν πάνθηρα, ξεκίνησοα γιά τους γεμάτους σπηλιές Λόφους τώ\ Λύκων...:,.

25). Πριν οί άπροΡδόκητοι αυτοί όπλοφόρσι προλάβουν νά χρησιμοποιήσουν τά όπλα τους, ό Τάργκα μαζί μέ τόν ύπολοχαγό Χερέρα ρίχτηκε έναντίον τους καί οί πανίσχυρες γροθιές του άρ­ χισαν νά μοιράζουν γύρω τρομερά χτυπήματα μέ τόση όρμή καί μεθοδι-κότητα, ώστ€ γιά μερικές στιγμές οι έπιδρομεΐς, σαστισμένοι, σκόρπισαν Α­ φήνοντας κραυγές πόνου καί τρόίιου. ..

24) Είχαν πια πλησιάσει στους Λόφους των Λύκων καί ξεχώριζαν κιόλας άπό μακρυά τ[ς σπηλιές έπάνω στις πλαγιές, όταν έντελώς ξαφνχικά γοργά βήματα καί /Απειλητικές κραυγές πίσω τους Αντήχησαν: «/Άή σαλέψετε γιατί είστε χαμένοι! Ψηλά τά χέρια!» Γοργός σάν Αστρα­ πή, ό Τάργκα γύρισε καί Αντίχρυσε ωιά συντρο­ φιά άπό ένοπλους καί λευκούς Ινδιάνους!

26) Μάΐ άπεροχή του^ρχοντα της Ζούγκλας δέν κράτησε πολύ. 01 άντίπαλοί του ή σαν πολλοί καί, παρά τήν άντίοτασί του, .ρίχτηκαν στό τέλος Ολοι μαζί έπανω του, τόν χτύπησαν Απ’ όλες τις μεριές καί δεκάδες μπράτσα λευκών καί Ινδιά­ νων τόν άρπαξαν καί τόν Ακινήτησαν. *Έτσι ό Τάργκα, .ό Αδάμαστος λευκός "Αρχοντας τής Ζούγκλας βρέθηκε αιχμάλωτος, μέ τά χέρια δεμένα στήν πλάτη!


27) Οι κακοποιοί ωδή,γη σαν τον Τάργκα και τούς συντρόφους του σέ μιά σπηλιά -μπροστά στον αρχηγό τους, έναν άντρα μέ· μεγάλο μουστάκι καί γένια καί μέ μάτια πού άστραφταν άπό θρίαμβο καί κακία. «Χαΐρε, ώ Τάργκα!, €Ϊπε αυ­ τός κορα&ευτικά. Σ’ εύχαριστώ! Χωρίς έσένα. 6έ θά μπορούσαμε νά πιάσουμε ποτέ τόν ύπολοχατγό Χερέρα, πού ζητούσαμε μέ τόση άνυπομοΙ νηπία 1 Κ ' χ~' · ~- *γΑ---------- ι<ν

28) «Τόνεϊχε στείλει—δΐλέχισε ό'δτρχηγός των κακοποιών — ή στρατιωτική άντικατασκοπεία μαζί μ’ έναν σύντροφό του γιά νά κατασκοπεύ­ σουν τίς κινήσεις μας καί νά άνακαλύψουν τό κρη­ σφύγετό μας! "Εδωσα διαταγές ατούς άντρες μου νά τούς πιάσουν ζωντανούς, μά σκότωσαν το σύντροφό του κατά λάθος! "Οπως -καταλαβαί­ νεις, ήταν φυσικό νά τόν- στείλω πεσκέσι στόν άρχηγό του, ό* ένα κιβώτιο!»

~ 29) «Εύτυχώς, ό ύπολοχαγός Χερέρα έπεσε ζωντανός στά χέρια μας κι* έτσι θά μάς δώση τίς στρατιωτικές πληροφορίες, πού μάς χρειά­ ζονται γιά τήν τελική έπιτυχία τών σχεδίων μας! Εμπρός, παιδιά!» Δυό άπό τούς άντρες του άρ­ παζαν τόν Χερέρα άπό τά μπράτσα. "Ενας άλλος σήκωσε -ένα πυρωμένο σίδ&ρο, άπό μιά φωιτά στό βάθος της σπηλιάς, καί τό πλησίασε στό πρόσωπο του ύπολογαγοΰ.

30) Ό* ύπολοχάγός’ήταν γενναΐός7 ΐΙ<Χ ί>έν~ρ ρεΟε νά άνθέζη ώς τό τέλος στό μαρτύριο. Υπο­ χώρησε καί μίλησε κι* έδωσε ατούς συνωμότες τίς πληροφορίες, πού ζητούσαν. Ό άρχηγός τών κακοποιών γύρισε στόν Τάργκα. «Τάργκα, είπε, μάς στέρησες άπό τούς δυο Ι νδιάνους όδηγούς μας. Δέν ξέρουμε τό δρόμο πού περνά μέσα άπό τή ζούγκλα -καί όδηγεΐ στήν πόλι Λά Πουέρτα Ντέλ γ Ίνφιέρνο, δπου θέλουμε νά πάμε».

31) «θά άναλάβης λοιπόν νά μάς όοηγήσ έσύ!» είπε ό άρχηγός τών κακοποιών. Καί, βλέ­ ποντας τόν Τάργκα έτοιμο νά άρνηθή, πρόσθεσε βιαστικά: «Δέ θέλεις νά μάς έζυπηρετήοης, έ; Πολύ καλά! Ή Άστόρια, ή γυναίκα σου, θά δοκι-μάση τό χάδι του πυρωμένου σίδερου στά άπαλά μάγουλά της!ί» <Οχι, όχι!, φώναζε ό Τάργκα. Μήν την πειράζετε! θά σάς όδηγήσω δπου θέΛ&1£ 1 ________ -___________

....... κακοποιών άστραφταν άπό χαρά. «Περίφημα!, είπε μέ ένθουσιασμό. Δέ θά μπορούσαμε νά βρούμε καλύτερο όδηγό άπό σένα, Τάργκα! "Οσο γιά τόν ύπολοχοογό Χερέρα, δέ θα τόν σκοτώσουμε... Μάς χρειάζεται άκόμα γιά να μάς δείζη που βρίσκον­ ται τά άδύναμα σημεία της στρατιωτικής μονάδος, πού φρουρεί τά Λά Πουέρτα - Ντέλ -Ίν· φιέρνο*>


33) ΟΙ -συνωμότες ώρισαν ώς ώρα άναχωρή­ σεως τους τό έπόμενο π-ρωϊνό -καί οί τρεις φίλοι μας, δεμένοι πισθάγκωνα, περίμεναν γεαάτοι ά-|, γωνία. «"Ολα χάθηκαν για μένα!, μουρμούριζε ό Χερέρα. Τό όνομά μου Ατιμάστηκε! Έπρόδωσαΐ Δέν μου μένει παρά νά αύτοκτονήσω!» «"Οχι!, Απαντούσε δ Τάργκα. "Οσο ό Κάν είναι έλεύθερος, ύπάρχουν έλπίδες!»

34) Τό Αλλο ^ρωϊνό, οί συνωμότες, όδηγούμενοι Από τόν Τάργκα, ξεκ.,.'Γαν καί άρχισαν να διασχίζουν τη ζούγκλα, Ό δρόμος που Ακολου­ θούσαν τους έφερνε πότε σέ Ανοιχτές κάτω άπό τόν καψτερό ήλιο, καί πότε μέσα στήν αιώνια πράσινη-νύχτα, πού βασιλεύει κάτω από τά πυκνά δέντρα της ζούγκλας, που δέν διαπερ­ νούν οί Ακτίνες τού ήλιου.

35) Ή πορεία αυτή κράτησε Αρκετές μέρες. ΟΙ συνωμότες Αναγκάζοντον νά σταματούν συ­ χνά, έξαντλημένοι άπό την τροπική ζέστη, γιά νά ξαποστάσουν. "Οταν σουρούπωνε, ή νύχτα διαδεχόταν τήν ημέρα τόσο γοργά, ώστε ή συ­ νοδεία, μήν μπορώντας νά συνέχιση τό δρόμο της μέσα στό σκοτάδι, κατασκήνωνε δπου βρισκόταν, άνάδοντας μεγάλες φωτιές...

36) Μιαν Από τις νύχτες αυτές, συνέδη κάτι σχεδόν Απίστευτο. 'Ο αρχηγός τών στασιαστών, μήν έχοντας καμμ,άν έμπιστοσύνη στόν Τάργκα καί τούς συντρόφους του, τούς έδενε σέ κορμούς δέντρων. Καθώς, λοιπόν, ό Τάργκα ήταν βυθι­ σμένος σέ σκέψεις, Ακούσε ένα άνάλαφρο βάδι­ σμα καί είδε ένα μαύρο ζώο νά τόν πλησιάζη άργά...

37) Ηταν ό Κάν, ό μαύρος έξημερωμέιος πό^ηρας του Τάργκα, καί... κρατούσε άνάμεσα στα ιδόντια του ένα μαχαίρι, πού πήγε καί τό φούχτα του Τάργκα. «Ευχαριστώ Κάν!, μουρμούρισε δ Τάργκα. Μέ βγάζεις άπό δύσκολη θέθι!>_,Καϊ μέ τή βοήθεια τοΟ μαχαιριού 0 Αρχοντας τής Ζου/κλας έκοψε τά δεσμά τών χεριών του.

38) Ελεύθερος πιά, ό Τάργκα γλυστρησε Α­ θόρυβα μέσα στή νύχτα καί έλευθέρωσε τόν ύπολοχαγό Χερέρα καί τη γυναίικα του Άστόρια κι* έπειτα, όλοι μαζί, ξεμάκρυναν έρποντας, Ακολου­ θούμενοι Από τό μαύρο πάνθηρα, του ΚΑν. «'Άν δέν άντιληφθούν σύντομα τη δραπέτευσί μας, έχ<:υμε πολλές έλπίδες νά ξεφύγουμε!» είπε ό Τάργκα.


39) Λίγη ώρα άργότερα, ό φρουρός, πού είχε άναλάβει τή φρούρησι των αιχμαλώτων, πλησία­ σε στα δέντρα, όπου αύτοί ή σαν δπως φαντα­ ζόταν —1 δεμένοι, για νά έξετάση τά δσμά τους. Δέ βρη,κε παρά μόνο μερικά κομματιασμένα σκοι­ νιά χι έβαλε τις φωνές: «Στά δπλα! Στά δ| πλα!... ΟΙ αιχμάλωτοι δραπέτευσαν 1.. . 01 αΐ : χμάλωτοι δραπέτευσαν!»

40) Ό άρχηγός των στασιαστών πετάχτηκε άπό τή σκηνή του, άφρίζοντας άπό τή λύσσα του, καί άρχισε νά δίνη διαταγές μέ φωνή πού έτρεμε άπό τό θυμό: «Έσεΐς οΐ πέντε θά ψάξετε πρός τά έκεΐ! Έ'σεΐς θά ,κάνετε τό γύρο του λόφου καί θά ψάξετε τό χαράδρα. ΟΙ υπόλοιποι θά μέ Ακολουθήσετε πρός τό βορρά! Μή χάνετε ούτε <ριγμή··!»

41) Ώπλισμένοι ώς τά δόντια, οΐ στασιαστές άρχισαν νά ψάχνουν τή ζούγκλα άπό θάμνο σέ θάμνο κι* άπό δέντρο.σέ δέντρο, μέ τή βοήθεια δυνατών ήλεκτρι,κών φαναριών. Τό ψάξιμο αύτό κράτησε όλόκληρη τή νύχτα, μά όταν ή αυγή ρόδισε πάλι έπάνω άπό τΙς κορυφές τών δέντρων, οΐ στασιαστές δέν εΐχαν άνακοολύψει κανένα Ιχνος άπό τούς δροπέτες...

42) Ό άρχηγός τών κακοποιών δάγκωνε τά χείλη του άπό· Ανήμπορη λύσσα. «Τί 'άπόγιναν; γρόλλιζε. .Διαλύθηκαν στον άέρα ή άνοιξε ή νή και τούς ικατάπιε; Ψάξτε άκόμα παιδιά! Ψάξτε άκόμα πρός τήν ,κατευθυνσι του ποταμού!» Δέν ήξερε ότι ό Τάργκα κι* ή Αστάρια ταξίδευαν πε­ ρίφημα άπό ,κλαδί σέ κλαδί κι* άπό δέντρο σέ δέντρο, χωρίς ν* Αφήνουν Ιχνη στό χώμα.

'43)' Καί δέν ήξερε δτι δ ύπολοχαγός Χερέρα τούς είχε μιμηθή δσο καλύτερα μπορούσε.... "Οταν τέλος Απελπίστηκε, ό άρχηγός τών στα­ σιαστών είπε: «Μάς ξέφυγαν Ανάμεσα στά δά­ χτυλά μας!... Δέν πειράζει δμως! *0 Τάργκα μάς έβαλε στό σωστό δρόμο καί δέν Απέχουμε τώρα παρά μιά μόνο μέρα άπό τό Λά Πουέρτα Ντέλ - , I νφιέρνο! Εμπρός, παιδιά!. . .»

44) Τήν άλλη μέρα, ό διευθυντής τής άστυνομίας τού Λά Πουέρτα - Μτέλ -Ί νφιέρνο, δ άστυνόμος Όβιέντο,· πήγε ά* ένα προάστειο τής πόλεως γιά νά έπισκεφθή τόν καθηγητή "Εβανς, έναν σοφό Αμερικανό επιστήμονα, πού έμενε ο* ένα έρημνκό,.παλιό σπίτι. Ό καθηγητής 'Έβανς τόν είχε καλέσει σέ γεύμα-κι* ό Όβιέντο δέν μπο­ ρούσε νά άρνηθή μιά τόσο τιμητική πρόσκλησι,


45) «Λοιπόν, Αγαπητέ μου Σενόρ Όβιέντο, είπε ό καθηγητής έπειτα Από τΙς συνηθισμένες γαιρετουρες, πώς πηγαίνει ή έρευνά σας σχετικά με τον παράξενο Εκείνο νεκρό, που βρέθηκε τσσο ,μυστηριωδώς μέσα σ’. ένα κιβώτιο;» «Δέν έχω Ανακαλύψει Ακόμα τίποτα! Απολύτως τίποτα! Δεν έγω κάν μάθει τό όνομα του νεκρού! Κοντεύω να τρελλαθώ!»

46) Καί συνέχισε: «’Άς μιλήσουμε όμως για τΙς Επιστημονικές Εργασίες σας, καθηγητά! Μου είχατε πή, την τελευταία φορά πού σάς. είχα δη, δτι είχατε Ανακαλύψει μέσα στη ζούγκλα σκελε­ τούς προϊστορικών ζώων, μεγάλης Επιστημονικής Αξίας... Ελπίζω να, τούς μετέφεραν κιόλας· έδω οί άνθρωποί σας! Είμαι πολύ περίεργος να δώ αυτά τά κόκκαλα. . .» .

47) «Δέν τά έφεραν Ακόμα. Απάντησε ό καθη­ γητής. Μά... νάτοι! Τι σύμπτωσις! ΟΙ άνθρω­ ποί μου έρχονται αυτή τή στιγμή φορτωμένοι μέ τά κιβώτια!» «Διάβολε!., μουρμούρισε ό Αστυνό­ μος ΌβΕντο κυττάζοντας έκπληκτος τή μεγάλη συνοδεία. Τά κιβώτια αυτά θά περιέχουν, σίγου­ ρα, κόκκαλα Αρκετά γιά νά στολίσουν δέκα μουσεία!» ; ·'

48) Ό καθηγητής ’Έβανς, όλος χαρά γιά τήν άφιξι τών Επιστημονικών θησαυρών του, προθυ­ μοποιήθηκε νά δείξη στόν Όβιέντο τά κόκκαλα. Διέταξε ν’ Ανοίξουν ένα κιβώτιο καί είπε στόν Αστυνόμο: «Αυτά Εδώ είναι γνήσιος κόκκαλα Από γιγάντια Μαμούθ, πού έζησαν έδω καί έκατομμύρια χρόνια Επάνω στή γη ! Αυτό είναι Απόδειξις 6τι τά ζώα αύτά. . .»

49) -αφιικά, μ* έναν ξερό κρότο, ένα άλλο κιβώτιο άνοιξε. Τό σκέπασμά του τινάχτηκε πρός τά Επάνω καί... ό Τάργκα πρόβαλε χαμογελα­ στός μ* ένα μεγάλο κόκκαλο στό χέρι. «Χαίρετε, κύριοι!, είπε μέ κοροϊδευτικά ευγενικό τόνο. Χαί­ ρετε, κύριε καθηγητά! -εχάσατε νά πήτε νά Α­ νοίξουν τό π ιό Ενδιαφέρον κιβώτιο! * Εσείς είστε λοιπόν ό μυστικός Αρχηγός;»

50) Ό Αρχηγός τής συνοδείας γούρλωσε τά μάτια του σαν νά έβλεπε( κανένα φάντασμα. «Ό... ό I Αργκά!, τραύλισε κωμικά. Ό... λευ­ κός ^Αρχοντας τής Ζούγκλας! Τό δαίμονα! Καί νά οκεφτή κανείς ότι τόν Κουβαλήσαμε Εμείς οι ίδιοι!» «Ναί, ζώον!, όΟρλιαξε ό καθηγητής ’Έβανς. Καί μάλιστα τόν κουβαλήσατε ώς τό ίδιο τό μυστικό στρατηγείο μου!»


51) Καί τότε ό άγαθός καθηγητής "Εβανς έγινε άλλος άνθρωπος... * Απέσπασε τά μοχυρα γυαλιά πού του σκέπαζαν τά μάτια καί τό πρό σωπό του συσπάσθηκε άσχημα άπό άπερίίγραπτο θυμό. «Πιάστε τον!, μούγγρισε. Πιάστε τον Τάργ­ κα καί πιάστε τόν άστυνόμο *Οβιέντο! "Αν σας ξεφάγουν είστε όλοι χαμένοι! Πιάστε τους λοι­ πόν!»

52) Οί λευκοί καί Ιθαγενείς συνωμότες κινή­ θηκαν μέ μιας, σάμπως οί λέξεις του "Εβανς νά ήσαν χτυ'πήματα μαστιγίου. "Επιασαν κι* έδεσοιν εϋκαλα τόν Όβιέντο. Μά ό Τάργκα, χρησιμο­ ποιώντας ώς ρόπαλο τό κόκκαλο πού κροιτούσε, σκόρπισε τόν πανικό στις γραμμές τους σπάζον­ τας κεφάλια καί μπράτσα!

53) Στο τέλος όμως, όπως είχε συμδή στη ζούγκλα λίγες μέρες νωρίτερα, οί έχθροί του, πού ήσαν πολυάριθμοι, τόν νίκησαν·καί τόν αι­ χμαλώτισαν πάλι! 'Ο καθηγητής "Εβανς ξέσπα­ σε σέ γέλια θριάμβου: «Χά, χά, χά! 'Ο ίδιος 6 "Αρχοντας της Ζούγκλας στα χέρια μου! — ερε.ς, Όβιέντο, δέν είμαι Αμερικανός! Είμαι Γερμανός καί: λέγομαι Φόερμπαχ κι* όχι *Έ6ανς!»

54) Καί γύρισε στόν "Αρχοντα της Ζούγκλας: «Τάργκα, εΐπε σαρκαστικά, άναγνωρίζω πώς εί­ σαι πιο έξυπνος άπό αύτόν τόν ήλίθιο τόν Όβιέντο, πού άδικα παίρνει τό μισθό πού του δίνει ή κυβέρνησις! ’Ηρθε τόσες φορές στο μυστικό στρατηγείο μου κι* όμως δεν ύποψιάστηκε ποτέ τίποτα! Πάντως, τό ίδιο μου κάνει! Τόν τελευ­ ταίο λόγο θά τόν έχω έγώ!»

55) 4’Απατάσαι, Φόερμπαχ!, τόν διέκοψε ό Τάργκα. Τόν τελευταίο λόγο θά τόν έχω έγώ, γιατί τώρα πιά ξέρω άρκετά πράγματα: τή μυ­ στικό άποθήκη στή ζούγκλα, τούς συνεργάτες σου καί τήν προογματική ταυτότητά σου!» «Αύτό 6έ θά σέ ώφελήση σέ τίποτα, Τάργκα! Πριν πεθάνης όμως, πές μου πως κατάφερες νά ταξιδέψης ώς έδώ μέσα ο’ ένοΤ κιβώτιο. . .»

56) Ό Τάργκα, για νά κερδίση καιρό, διηγήθηκε τήν Ιστορία τής δρΟπετεύσεώς του. «Τή νύ­ χτα πού δραπέτευσα, είπε, ξεμάκρυνα άπό τήν κατασχήνωσι μέ τούς συντρόφους μου καί, γιά ένα δ.άστημα, κρυφτήκαμε στα φυλλώματα ένός δέντρου. "Οταν οί διώκτες .μας μας προσπέρα­ σήν. κατεβήκαμε άπό τό δέντρο, γυρίσαμε στήν έρημη κατασκήνωσι κι* άνοίξαμε ένα κιβώτιο. .


57) «τΗταν γεμάτο άπλα! Βγάλαμε τόσα δπλα δσα Αντιστοιχούσαν στό .βάρος του σώματός μου καί χώθηκα ιμέσα Ανάμεσα σέ τουφέκια καί πε­ ρίστροφα. Ο! φίλοι μου έκλεισαν τό κιβώτιο άπό έξω, έτσι ώστε νά μπορέσω νά τό άνοίξω μέ ένα σπρώξιμο των χεριών μου, ατήν κατάλληλη, στιγ­ μή, 'κι’ έπειτα έφυγαν σύμφωνα μέ τις διαταγές μου.

59) Καί πρόσθεσε γυρίζοντας στούς άνθρώπους του: «Όδηγήστε τους κάτω, στό υπόγειο! Έκεΐ θά πεθάνουν καί θά ταφουν καί κανένας στόν κόσμο δέ θά μάθη τήν τύχη τους!» Σπρω­ γμένοι βάναυσα καί φρουρούμενοι άγρυπνα, ό Τάργκα κΓ ό άστυνόμος Όβιέντο κατέβηκαν μιά μεγάλη πέτρινη, σκάλα καί βρέθηκαν μέσα σ’ έ­ να μεγάλο καί βαθύ ύπόγειο.

Μ

58) Τό πρόσωπο τού Γερμανού φανέρωσε ειλι­ κρινή θαυμασμό. «Κι* έτσι κατάφερες νά φτάσης ώς τό στρατηγείο μου, Τάργκα!, είπε. Περίφημο κόλπο! Έκεΐνο όμως πού έχει σημασία, είνε τό τέλος. Γιατί πρόκειται νά πεθάνης Τάργκα, μαζί μέ τόν Σενόρ Ό&ιέντο! Κανένας δέ θ’ άκουση τούς πυροβολισμούς άπό τό μοναχικό αύτό σπίτι, μέ τούς χοντρούς τοίχους!»

είναι μοναδική·, είπε ό άπαίσιος Φόερμποσχ, νά δοκιμάσουμε τή δύνοομι μιάς καινούργιας μάρκας όπλοπολυβόλου, πού αγο­ ράσαμε τελευταία! "Εχεις τό δικαίωμα νά τούς έκτελέσης ό Ιδιος, Χάνς!» Ό Χάνς, ό Αρχηγός της συνοδείας πού είχε βασανίσει τόν Χερέρα, κόλλησε στόν τοίχο μ’ ένα άγριο χαμόγελο τούς δυό αιχμαλώτους καί σήκωσε τό όπλοπολυβόΛα-το^..-------------------------------------------------—-

ίϋ!^

\ /I 61) Τήν Ιδια στιγμή όμως συνέβή κάτι Απρο­ σδόκητο. Γοργά βήματα Αντήχησαν έπάνω στην πέτρινη σκάλα του υπογείου καί... στρατιώτες πρόβαλαν μέ έπικεφοιλής τόν ύπολοχαγό Χερέρας, πού κρατούσε στό χέρι ένα πιστόλι. «Εμ­ πρός, ποαδιά!, φώνάξε ό Χερέρα. Φτάσαμε έγκαίρωφ Ψηλά τά χέρια δλοι σας έκεΐ κάτω, άλλοιώς είστε χαμένοι! Ψηλά τά χέρια!»

62) Μά ό άνθρωπος πού κρατούσε τό όπλοπολεβόλο δέ θέλησε νά ύπακουση. Δοκίμασε νά χρησ,μοποιήση τό δπλο του έπάνω στούς στρα­ τιώτες, μά ό Χερέρα ήταν πιό γοργός. Τράβη­ ξε τή σκανδάλη, κΓ ό άνθρωπος, χτυπημένος στήν καρδιά, παράτησε τό όπλοπολυβόλο, πού βρόν­ τησε μέ δύναμι χάμω, κΓ έπειτα σωριάστηκε κΓ ό Ιδιος νεκρός έπάνω στό δπλο του!


63) Γιά μερικές στιγμές, όλοι έμειναν Ασά­ λευτοι σάν μαρμαρωμένοι. "Επειτα, μέ μιάν Α­ πότομη, κίνησι, ό Χερέρα έκοψε τό σκοινί του ΤΑργκα καί μια Αγρια μάχη Αρχισε Ανάμεσα στους στρατιώτες καί τους στασιαστές-μέσα στό υπόγειο. Οί γροθιές ίου "Αρχοντα τής Ζούγκλας τσάκιζαν γύρω πρόσωπα καί κορμιά, σαν μεγά­ λα σφυριά Από Ατσάλι...

64) Μά καί δ ύπολοχαγός Χερέρα, που είχε τόσο Απροσδόκητα καί τόσο έγκαίρως φτάσει^ μέ τούς στρατιώτες του γιά νά σώση τόν σωτήρα του, ■ τόν Τάργκα, δέν πήγαινε πίσω.· Οί· γρο­ θιές του δούλευαν έξίσου Αποτελεσματικά, για­ τί ή μανία του νά έκδικηθή τούς βασανιστές του πολλαπλασίαζε τις δυνάμεις του καί τή γρη­ γοράδα του σώματός του! - .

66) Μά ό μεγαλύτερος ένοχος, ό Ανθρωπος πού είχε όργανώσει όλόκληρη τή συνωμοσία καί τήν έγκληματική στρατιά τών στασιαστών, ό κα­ θηγητής "Ε6ανς ή Φόερμπαχ, δέν ήταν Από τούς Ανθρώπους πού πιάνονται εύκολα. "Όταν τά χέ­ ρια τού Τάργκα Απλώθηκαν πρός τό μέρος του, ό Φόερμπαχ ζεγλύστρησε Ανάμεσά τους, Αφή­ νοντας ένα σαρκαστικό, δυνατά γέλιο.

66) "Επειτα, έτρεξε πρός τό βάθος τού υπο­ γείου., χώθηκε μέσα σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο πού τό στόμιό του έχασκε έκεΐ καί Αρχισε νά τρέχη δσο πιό γρήγορα τού έπέτρεπαν τά ευκίνητα πόδια του. Ό Τάργκα δέν τόλμησε -νά τόν άκολουθήση μέσα στό διάδρομο, γιατί δέν ήθελε νά πέσή σέ καμμιά παγίδα μέσα στό Απόλυτο σκο­ τάδι πού έπικρατούσε έχει. . ,

67) «θά μού ζεφύγηΐ, φώναζε δ "Αρχοντας της Ζούγκλας στόν Χερέρα. Δόστε μου ένα ήλεκτρικό φανάρι, πριν είναι πολύ άρ>ά!» Μά, μέ­ σα στή σύγχυσι της συγκρούσεως. ό Τάργκα Αργησε νά γίνη Ακουστός κι’ έτσι, δ σατανικός Αρχηγός τών στασιαστών κατάφερε νά κερδίση μεγάλη άπόστασι δσο νά ξεκινήσουν ζοπίσω του ό. Τάργκα καί οί στρατιώτες...

68) Μέ τόν τρόπο αύτό, δταν ό "Αρχοντας τής Ζούγκλας, ό Χερέρα καί μερικοί στρατιώτες βγήκαν Από τό υπόγειο πέρασμα, άντίκρυσαν κάτ·. πού τούς έκανε νά γουρλώσουν τά μάτια τους Από τήν έκπληξι. Ή έξοδος τού υπογείου έδλεπε. σ’ έναν μικρό όρμο τού ποταμού Ρίο *Αζούλ καί ό Φόερμπαχ άπομακρυνότ<χν μέσα σέ μιά δυνατή καί γρήγορη βενζινάκατό...


69) «Μας ξέφυγε I, φώναξε ό Τάργκα. Είναι τρομερός !> άνθρωπος αυτός!'Τα είχε προδλέψει όλα, άκόμα καί τον τρόπο μέ τόν όποιο θα ξέφευγε σέ περίπτωσι άνάγκης! Μά... κυττάξτε έκεΐ κάτω! Δέν είναι βενζη κατος αύτή έκει ή βάρκα;» ΤΗταν πραγματικά μιά βενζινάκατος, πού ό Φόερμπαχ, στή βιασύνη του, δέν είχε προ­ λάβει νά άχρηστεύση ! «Εμπρός, παιδιά!» είπε ό Τάργκα. . . · . . .

70) Οί διώκτες του σατανικού άρχικατασκόπου πήδησαν μέσα στή βενζινάκατο. Στό -τιμόνι κάθησε ό Ιδιος ό άστυνόμος του Λά ΠούέρταΝτέλ -·*Ινφιέρνο, ό Σενόρ Όβιέντο, πού είχε στό μεταξύ έλευθερώσει ό Χερέρα. Μαζί μέ χόν Χε­ ρέρα. είχε έρθει κι* ή γυναίκα του Τάργκα, ή όμορφη’ Άστόρια, πού πήρε θέσι μέσα στή βεν­ ζινάκατο, κοντά στόν άντρα της.

71) Ξεκίνησαν και ό Όθιέντο, όδηγώντάς έπιδέξια τό πλοιάριο, άνέπτυξε μέσα σέ λίγα λε­ πτά Ιλιγγιώδη ταχύτητα, δχι δμως μεγαλύτερη άπό έκείνη πού είχε άναπτύξει ό Φόερμποιχ. «Δε θά μπορέσουμε νά τόν φτάσουμε! „ μουρμούρισε μέ άπογοήτευσι ό "Αρχοντας τής Ζούγκλας. Εί­ ναι πολύ μακρυά και ή βάρκα μας είναι πολύ φορτωμένη!» -

72) Τό κυνηγητό-δμώς συνεχίστηκε έπίμονα καί, ξαφνικά, έπειτα άπό λίγη ώρα, είδαν τή βενζινάκατο του Γερμανού νά στρίδη πρός τή στεριά καί νά χάνεται πίσω άπό^ ένα μικρό άκρωτήριο. "Οταν έστριψαν κι* αύτοί πίσω άπό τό άκρωτήριο, εΐδαν τή βενζινάκατο τού Φόερ­ μπαχ έγκαταλελειμμένη στήν δχθη, Ό άρχτστασ.αστής είχε* έξαφανιστή !. . .

73) ΟΙ φίλοι μας πήδησαν με τη σειρά τους στή στεριά καί άρχισαν νά ψάχνουν τό μαλακό έδαφος τής όχθης, πού ήταν γεμάτο άποτυπώματα. «Τόν κρατούμε!., φώναξε μέ ένθουσιασμό ό άστυνόμος. Άρκεΐ νά άκολουθήσουμε τά άποτυπώματα!» «Ναί, είπε ό Τάργκα, μά τά Ιχνη σταματούν κοντά στή ζούγκλα καί φαίνονται νά ξαναγυρίζουν πίσω! Ό Φόερμπαχ δέν μπήκε στή Ζούνκλα 1» _____ _____ ';

74) «Αυτό είναι ένα καμουφλάρισμα!, είπε 6 άστυνόμος. Ό άνθρωπός μας μπήκε στή ζού­ γκλα!» «Δέ συμφωνώ, σενόρ!» είπε ό-Τάργκα. Ό άστυνόμος τού Λά Πουέρτα - Ντέλ - * I νφιέρν© άγρίεψε. «"Ακούσε, Τάργκα!, φώναξε. Αναγνω­ ρίζω δτι έδειξες Ικανότητες σ' δλη αύτή τήν Ιστο­ ρία, μά δέ σού έπιτρέπω νά προσπαθής νά μοΰ μάθης τή δουλειά μου!...»


75) «ΤΟ Φόερμπαχ, συνέχισε ό Αστυνόμος Όβιέντο, βρίσκεται μέσα στή ζούγκλα και έκεΐ πρέπει νά ψάξουμε νά τόν βρούμε!» «Έγώ, είπε ό Τάργκα, προτείνω νά συνεχίσουμε τόν περίπα* τό μας μέ τή βεΖινάκατο ώς τή,ν Ούράκα!» «Κι, έγώ, έπενέβη ό Χερέρα, προτείνω νά ψάξη ό Σενόρ ’Οβιέντο τή ζούγκλα μέ τούς στρατιώτες μοι 'ένώ έμεΐς θά πηγαίνουμε στην Ούράκα!»

76) "Ετσι κι’ έγινε. Ό άστύνόμος ’Οβιέντο μέ τρεις στρατιώτες χώθηκε στή ζούγκλα,, δηλώ­ νοντας ότι σέ λίγες ώρες θά τούς έφερνε τόν Φό­ ερμπαχ δεμένο νεροπόδαρα, ένω ό Τάργκα, ό Χερέρα κι* ή Αστάρια, πηδούσαν μέσα στή βεν­ ζινάκατο. Ό Χερέρα κάθησε ατό τιμόνι καί ό "Αρχοντας της Ζούγκλας διέταξε: «Όλοταχώς γιά τήν Ούράκα, Χερέρα!».

77) Καί ή βενζινάκατος ξεκίνησε σάν Αφη­ νιασμένο άλογο. «Είμαι βέβαιος, είπε ό Τάργκα, άτι ό Φόερμπαχ, άντί νά καταφύγτ) στή ζούγκλα, άπως έδειχναν οί πατημασιές του, πήγε Απε­ ναντίας στήν Ούράκα, πού βρίσκεται Ακριβώς πί­ σω Από έκείνη τή στροφή! Σκοπεύει σίγουρα νά ξεφύγη μέ τό ποταμόπλοιο τής συγκοινωνίας, μεταμφιεσμένος!»

78) "Οταν, λίγα λεπτά Αργότερα, ή βενζινά­ κατος πλησίασε στο μώλο του μικρού ποταμί­ σιου λιμανιού τής Ούράκα, ό Τάργκα εΐδε μέ ίκανοποίησι άτι τό ποταμόπλοιο δέν είχε φύγει Ακόμα. Ό καπετάνιος του πλοίου, πού δέν ήταν (άλλος Από τόν καπετάνιο πού είχε βρή τόν νε­ κρό ύπολοχαγό τής Αντί κατασκοπείας σ’ ένα κι­ βώτιο, πήγε κοντά στή βάρκα.

79) «Καπετάνιε, εΐπε ό "Αρχοντας τής Ζούγκλας γοργά, οί έπιβάτες γιά τή Σάντα Αου­ τ σ ία έπιβιβάστηκαν στο πλο.ο σας;» «"Οχι!, Α­ πάντησε ό καπετάνιος. Πρόκειται όμως νά έπιβιβαστοϋν Από στιγμή σέ στιγμή. Περιμένουν στήν άκρη του μώλου. Ό Χερέρα κύτταξε προς τά έκεΐ. Κανένας τους δέν έμοιαζε μέ τόν Γερ> μονό Φόερμπαχ.

80) Ό Τάργκα έκανε ένα .μικρό τίολεμικό συμβούλιο μέ τόν ύπολοχαγό Χερέρας. «Σίγου­ ρα, είπε, ό Φόερμπαχ βρίσκεται μετοομφιεμένος Ανάμεσα στούς έπιβάτες. θά πάω μόνος νά Αν­ ταλλάξω μερικές κουβέντες μέ τόν έξαίρετο φί­ λο μας! Έσύ μέ τήν Άστόρια μείνε στή βενζι­ νάκατο, έτοιμος νά μέ βοηθήσης άν παραστή Α­ νάγκη!» Ό Χερέρα δοκίμασε νά διαμαρτυρηθή.


81) Μά ό Τάργκα του γύρισε, την πλάτη, πή­ δησε έξω έπάνω στις σανίδες του μώλου και άρ­ χισε να προχωρή άργά, μέ μεγάλα βήματα, μέ τά διαπεραστικά του μάτια καρφωμένα στή συν­ τροφιά των έπιβατών καί μέ τό κορμί έτοιμο νά άντιδράση μέ ταχύτητα άστραπής στην παραμι­ κρή ύποπτη κίνησι. Ποιός άπ’ δλους ήταν ό Φόερμπαχ;

82) Ξαφνικά, ένας ειρηνικός βακουέρο, μέ τό πρόσωπο μισοκρυμμένο άπό έναν έπίδεσμο, έχωσε τό χέρι του στή ζώνη του καί τό ξανάβγα­ λε ώπλισμένο μ** ένα πιστόλι. «ΤΗρθε τό τέλος σου, Τάργκα!, -φώναξε μέ σκληρή σφυριχτή φω­ νή. θά πεθάνης γιά νά μάθης νά γίνεσαι έμπόδιο στα σχέδιά μου! θά πεθάνης κι* έσυ κι* οί φί­ λοι σου!. . . *>

83) Καί ένας πυροβολισμός άντήχησε. Μά ό Τάργκα ήταν πιό γοργός κί’ άπό τόν βακουέρο κι* άπό τή σφαίρα του. Ακριβώς τήι στιγμή που άντηχουσε δ πυροβολισμός έγειρε τό κορμί του πρός τά έμπρός κι* έπεσε μπρούμυτα, ένώ ή σφαίρα περνούσε σφυρίζοντας άκριβώς άπό τό μέρος δπου, μιά στιγμή πρίν, βρισκόταν τό στή­ θος του ’Άρχοντα της Ζούγκλας!

84) "Ενας δεύτερος πυροβολισμός άντήχησε, μά ή σφαίρα άστόχησε πάλι καί καρφώθηκε στις σανίδες του μώλου„ γιατί τό έπιδέξιο καί γυμνα­ σμένο κορμί του Τάργκα κύλησε γοργά έπάνω στις σανίδες πριν ή σφαίρα τό χτυπήση. Και τό­ τε άλλοι πυροβολισμοί άκούστηκαν, άπό τό μέ­ ρος της βενζινακάτου καί τοΰ Χερέρα, καί ό βα­ κουέρο πήδησε στόν ποταμό γιά νά σωθή.

85) Σκόπευε νά φτάση ώς τό ποταμόπλοιο καί έκεΐ, μέ τήν άπειλή του πιστολιού του, νά άναγκάση τό πλήρωμα νά βάλη μπροστά τή μη­ χανή καί νά ξεκινήση. Μά λογάριαζε χωρίς τόν ξενοδόχο! Γιατί ό Τάργκα, πού ήταν στό κο­ λύμπι πιό γοργός κι* άπό τούς κροκοδείλους, τινάχτηκε άμέσως δρθιος, άρπάζοντας ένα ψα­ ράδικο δίχτυ...

86) . .. καί βούτηξε 'μέσα στά νερά τού πο­ ταμού, πίσω άπό τόν βακουέρο! Τά νερά ταρά­ χτηκαν κι* έπειτα άνέκτησαν τή γαλήνη τους καί γιά μερικές στιγμές τίποτα δέν συνέβη. "Επειτα, τά νερά άρχισαν νά σαλεύουν καί νά άφρίζουν καί τά κορμιά των δυό άντιπάλων νά άνεβαίνουν στην έπιφάνεια καί νά ξαναχάνωνται, άγκαλιασμένοι σ’ ένα τρομερό άγκάλιασμα.


•87)· ΟΙ γεμάτοι άγωνία θεατές, πού παρα­ κολουθούσαν τή δραματική έκείνη.πάλη, δέν έ δλεπαν παρά μια μαζα άπό κορμιά και μέλη πού. σάλευαν σπασμωδικά, και πότε - πότε, δτα\ οΐ άντίπαλιοι έβγαιναν στήν έπιφάνεια, άκουγαχ φριχτές βλαστήμιες νά βγαίνουν άπό τό στόυο του βακουέρο. Ξαφνικά, η. πάλη πήρε άπροσδό κητα τέλος.

89) «ιΝά τί κόλπο .χρησιμοποίησε, δπως τό είχα ύποψιαστή... "Οταν παράτησε τή βενζινά­ κατό του, γδύθηκε, έδεσε έπάνω στό κεφάλι του ένα δέμα μ* ένα κοστούμι βακουέρο, πού είχε γιά κάθε ένδεχόμε-νο μέσα στή βενζινάκατο, καί έ­ φτασε ώς τήν Οΰράκα κολυμπώντας. Έδώ φόρε­ σε τό κοστούμι ,αύτό καί ήταν έτοιμος νά τό σκά­ ση γιά τή Σάντα Λουτσία. . .»

&

86) Τά νερά γαλήνεψαν και ό Τάργκα πρό­ βαλε στήν έπιφάνεια καί κατευθύνθηκε πρός τήν όχθη, .σέρνοντας πίσω του τό δίχτυ, δπου ήτοτν τυ­ λιγμένος ό άντίπαλός του; ΟΙ έπίδεσμοι είχαν φύ­ γει άπό τό πρόσωπο του βακουέρο, φανερώνον­ τας τά σατανικά χαρακτηριστικά του Γερμανού Φόερμπαχ. «Έδω είναι- ό φίλος μας, έπιτέλους, Χερέρα!» είπε ό Τάργκα.

·· 90)ί<Άντιστάθηκε σάν λυσσασμένος άγριόγο:τος κάτω άπό τό νερό, συνέχισε ό Τάργκα, μα τόν έκανα.στό τέλος ύπάκουό σάν άρνάκι μέ μιά γροθιά κάτω άπό τό σαγόνι 1 Καί τώρα, Χερέρα, μπορείς νά τόν παραλάδης καί νά τόν κουδαλήσης στό συνταγματάρχη σου κλεισμένο μέ­ σα σ’ ένα κιβώτιο, δπως είχε κάνει .αυτός μέ τόν δυστυχισμένο συνάδελφό σου, τόν Έστρέλλά 1 ϋ> "

Στό 16 τεύχος τού «ΤΟ—ΟΥ» πού κυκλοφορεί τήν έρχόμενη Παρασκευή, δημοσιεύεται τό πολεμικό άριστούργημα

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ 91) Καί ό "Αρχοντας τής Ζούγκλας μέ τήν όμορφη γυναίκα του άποχαιρέτησαν τόν Χερέρα, μέ τόν όποιο τόσες δύσκολες στιγμές είχαν περάσει μαζί, «—ανανυρίζουμε στή ζούγκλα, στό σπίτι μας!,„ εΐπε ό Ταργκα. Ελπίζω νά συναντή­ σουμε έκεΐ τόν άξιο Σενόρ Οδιέντο, πού σίγου­ ρα θά ψάχνη άκόμα νά βρή τόν καθηγητή "Ε« δοας ή Φόερμπαχ!...»

Είναι μιά άληθινή Ιστορία άπό τόν πό­ λεμο στήν "Απω Ανατολή, μεταξύ· των Συμμάΐχων καί των Γιαπωνέζων, μιά συ­ ναρπαστική, Ιστορία γεμάτη δράση, ήρωΐσμούς καί αυτοθυσία ! Ολόκληρη στό έρχόμενο τεύχος.


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ: ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ (Συνέχεια αϊτό τη 2η σελίδα)

?Ηταν ή πρώτη ψορά πού άκουγα τό όνομα αύτουνοΰ του Τζέιμς Στιούαρτ πού κατόπιν, ό­ ταν τον κρέμασαν, έγινε θρυλικός. Εκείνη τή στιγμή δέν έδωσα μεγάλη σημασία, γιατί μοϋχε άναστατώσει την ψυχή ή γενναιότητα κι ή ευγέ­ νεια των φτωχών Χαϊλάντερς. — Έγώ αυτό τό λέω πώς είναι άρχοντιά, φώ­ ναξα δυνατά. Είμαι Ούίγος, ίσως όχι^ όλότελα, όμως αυτή τους ή χειρονομία λέω πώς δείχνει ότι αυτοί οί φτωχοί άνθρωποι έχουν μέσα τους μεγάλη άρχοντιά! — Μάλιστα!, μου είπε. Είσαι Ούίγος, άλλα είσαι καί τζέντλεμαν κι αύτό είναι^τό σπουδαιό­ τερο. "Αν αυτή τή στιγμή ήταν έδώ κανένας άπ’ τήν καταραμένη γενιά των Κάμπελ, θάτριζε τά δόντια του άκούγοντάς σε να μιλάς έτσι. "Αν πάλι ήταν έδώ ή Κόκκινη Αλεπού. . . Μόλις είπε τό όνομα αύτό, έσφιξε τά δόντια του κι έπαψε νά μιλάη. "Εχω δη πολλές άγριες φάτσες, ποτέ μου όμως δέν είδα άγριότερη έκ­ φραση σέ άνθρώπου πρόσωπο, σάν τή στιγμή πού ό "Αλαν ξίπε τό όνομα τής Κόκκινης Α­ λεπούς ! — Ποια είναι πάλι αύτή ή Κόκκινη Αλεπού; ρώτησα τρομαγμένος άλλα καί περίεργος μαζί.^ — Ποια είναι; φώναξε ό "Αλαν, θά σου τό πω κι* αύτό! "Οταν οί άνθρωποί μας νικήθηκαν^καί τσακίστηκαν στό Κουλόντεν κι ή μεγάλη μας υπό­ θεση χάθηκε, ό "Αρντσιλ τόσκασε σάν κανένα άγρίμι πουχασε τά νερά του καί πήρε τά βουνά, — αύτός κι ή γυναίκα του καί τά παιδιά του. "Ωσπου νά τον μπαρκάρουμε, είδαμε καί πάθαμε. Καί πριν άκόμα φύγει άπ’ τά βουνά μας, οί Εγγλέζοι, μή μπορώντας νά τόν σκοτώσουν, άρ­ χισαν νά του άρπάζουν τήν περιουσία του. Του τά πήραν όλα! "Αρπαξαν τά όπλα άπ’ τά χέρια τών άνθρώπων του, πού τάχαν στό σπίτι τους τρακό­ σια χρόνια. Άκόμα καί τά οουχα τους ιούς πή­ ραν, — κι έμεΐς τόχουμε γιά έγκλημα ν’ άρπάξης άκόμα καί τόν προγονικό μανδύα άπό έναν άνθρω­ πο. Τώρα, μάς βάζουν φυλακή άν φορέσουμε σκωτσέζικη φούστα. "Ενα πράγμα μονάχα δέ μπόρε­ σαν νά σκοτώσουν: Τήν άγάπη ποϋχουν εκείνοι οί άνθρωποι γιά τόν άρχηγό τους! Τούτες έδώ οί γκινέες είναι άπόδειξη αύτου πού σου λέω. Καί τώρα, σ’ έκεΐνα τά μέρη πήγε ένας Κάμπελ, ένας κοκκινοσκούφης, ό Κόλιν του Γκλένυρ. — Αύτός είναι ή Κόκκινη Αλεπού; ρώτησα. — Γιά κάνε λιγάκι υπομονή! φώναξε θυμωμέ­ να ό "Αλαν. Μάλιστα, αύτός είναι ή Κόκκινη Α­ λεπού πού παρουσιάστηκε μέ χαρτιά τού Βασιλιά Γεωργίου. Λέει πώς είναι άντιπρόσωπος τού Βα­ σιλιά στή χώρα τού Άππιν. Στήν άρχή τά πήγαν καλά μαζί τΟυ κι είχε πολλά πάρε - δόσε μέ τόν Σίμονς, — τόν Τζέιμς του Γκλένς, δηλαδή τόν αντιπρόσωπο τού άρχηγου μου. "Ομως, σιγά-σιγά, πήγε στ* αύτιά του αύτό πού σού είπα. Πώς οί κακομοίρηδες οί κά­ τοικοι τού "Αππιν, οί άγρότες κι όλοι οί άλλοι, δέν τούς έμενε σάλιο στή γλώσσα τους γιά νά πληρώνουν καί δεύτερο φόρο καί νά τόν στέλνουν πέρ’ άπό τή θάλασσα, μακριά, στόν "Αρντσιλ καί στά κακόμοιρα τά παιδιά του. Πώς τό χαρακτή­ ρισες έσύ πριν, όταν σού τό πρωτόπα; — Είπα πώς αύτό είναι άρχοντιά! — Καί σύ είσαι ένας κοινός Ούίγος!, φώναξε δυνατά ό "Αλαν. "Οταν λοιπόν μαθεύτηκε αύτό, ή μαύοη ψυχή τού Κάμπελ άναψε καί κόρωσε. Κάθησε πολλήν ώρα στό τραπέζι όπου έπινε τό κρασί του τρίζοντας φοβερά τά δόντια του. «"Ω­ στε έτσι λοιπόν! σκεφτόταν. "Ενας Στιούαρτ έ­

παιρνε κάτι, ένα ξερό κομμάπ ψωμί δηλαδή, κι αύτός δέ μπορούσε νά τόν έμποδίση!...» "Αχ, Κόκκινη Αλεπού, άν ποτέ πέσης στά χέρια μου, ό θεός νά σέ λυπηθή !. . . Ό "Αλαν σταμάτησε γιά νά καταπιή τό θυμό του. — Καί τότε, τί λές πώς πήγε κι έκανε, Ντάβιντ; Δήλωσε πώς όλα τά κτήματα θά τά νοί­ κιαζε άπό τήν άρχή. Ή μαύρη του ή ψυχή τόν έκανε νά σκεφτή: «"Ετσι, έγώ θά καταφέρω νά τά νοικιάσω σ’ άλλους καί θά ξεφορτωθώ όλους αύτούς τούς Στιούαρτ, τούς Μακόλ καί τούς Μακρόμπ, — αύτά είναι τά όνόματα τής φυλής μου, — καί τότε θ* άναγκαστή ό "Αρντσιλ νά πάη νά ζητιανεύη στή γωνιά κανενός δρόμου στή Γαλ­ λία». — Καλά, τοϋπα, καί τί άπόγινε υστέρα; Ό "Αλαν άφησε πάνω στό τραπέζι τήν πίπα του, κι άκούμπησε τά χέρια του στά γόνατα. — Νά δής, μοϋπε, πού δέν τό περιμένεις αύτό πού θ’ άκούσης! Λοιπόν, αύτοί οί ίδιοι οί Στιουαρτ κι οί Μακόλ κι οί Μακρόμπ, — πού πλήρω­ ναν διπλό νοίκι, ένα τού Βασιλ ά, διά τής βίας, κι ένα τού "Αρντσιλ, άπό καλοσύνη, — τού πρόσφεραν πολύ μεγαλύτερη τιμή άπ’ όλους τούς Κάμπελ σ’ ολόκληρη τή Σκωτία. "Εστειλε μακριά καί ζητούσε, — ώς τό Κλάϊντ καί τό Εδιμβούρ­ γο, — καί ζητούσε καί ικέτευε καί παρακαλοΰσε νάρθουν δικοί του άνθρωποι νά τά νοικιάσουν, προσπαθώντας ν* άφήση έξω τούς φτωχούς τούς Στιούαρτ καί νά βρή τίποτα κοκκινοτρίχικα σκυ­ λιά, σάν τούς Κάμπελ! — "Ολ* αύτά πού μοϋπες είναι πολύ παράξενα καί πολύ όμορφα. Κι όσο κι άν εΐμαι Ούίγος, χαί­ ρομαι πού τήν έπαθε αύτός! — Νά τήν πάθη αύτός; οϋρλιαξε ό Άλαν. Δέν τούς ξέρεις καλά τούς Κάμπελ κι άκόμα λιγότερο τήν Κόκκινη Αλεπού. Νά τήν πάθη αύτός; Όχι, άκόμα ζή, άκόμα βρίσκεται έκεΐ πέρα. "Αν όμως έρθη ή μέρα του, Ντάβιντ, παιδί μου, καί βρώ εύκαιρία νά τόν κυνηγήσω γιά λίγο, τότε ένα πράμα νά ξέρης: πώς δέ φτάνουν όλα τά βουνά τής Σκωτίας γιά νά κρυφτή ,καί νά γλυτώση άπό μένα! — Φίλε μου "Αλαν, φαίνεται πώς δέν είσαι οϋτε πολύ έξυπνος οϋτε καί καλός Χριστιανός γιά νά πετάς τόσο άγρια λόγια! Οϋτε αύτός πού τόν λές Αλεπού είναι σέ θέση νά κάνη τόσο πολύ κακό, οϋτε καί ού πρόκειται νά ώφελήσης όσο λές. Τελείωσέ μου τήν ιστορία σου μονάχα ! Τί έγινε παρακάτω; ('Η συνέχεια στό έρχόμενο)

Έξαιρετικώς ένδιαφέρουοα

ΕΙΑΟΠΟ ΗΣΙΣ Ή διεύθυνσις τού «ΤΟ—ΟΥ», θέλοντας νά βοηθήοη άπό τή μια μεριά τούς άναγνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό τήν άλλη_μεριά, νά μεγαλώση τήν κίνησι τού «ΤΟϋΟΥ», προσφέρει σ’ όλους τούς άναγνώστες του — διά τού Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 όλα τά σχολικά β,βλία τους μέ έ κπ τ ω σ ι 5% καί μιά τρίμηνη συνδρο­ μή τού περιοδικού μέ έκπτωσι 20 % ! Αναγνώστης του περιοδικού θεωρείται όποιος προσκόμιση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί επίδειξη άπλώς τέσσερα τεύχη τού «ΤΟ—ΟΥ» (Τεύχος 9 καί έπόμενα).


) «ΑαΙοηι άκαρ­ λετ», τό καράβι τού . που ήταν τώρα στά χέρια των ληστοπειροτών, εφτανε σ' Ενα -μα­ κρινό νησί. Έκεΐ ή Λαίδη μέ τά Πράσινα είχε κατασκευάσει ένα περίφημο κρησφύγετο. Είχε σκεπάσει τή στενή είσοδο ένός όρμου μέ καρα­ βόπανα, χρωματισμένα σάν βράχια καί θάμνους. Άπό μακρυά- τό ^καραβόπανο φαινόταν σάν στε-

.ρι,£ I,

νια παραμέριααν τά καραβόπανα και, όταν ή «Λαίδη Σκάρλετ» μπήκε στον όρμο, τά βόδια ύποχώρησαν καί τά καραβόπανα ξανάκλεισαν κρύβοντας έντελώο τήν είσοδο τού όρμου. «Έδω είμαστε άσφαλεΐο!, είπε ή Λαίδη μέ τά Πράσινα. Δέν. . . Μά τί συμβαίνει; Τί φωνάζει ό σκοπός άπό έκεϊ έπάνω;»

- υι

38) Πραγματικά, ένας ληστοπείρατης, κο νιασμένος στήν κορυφή ένός λόφου, φώναζε μ’ έναν τηλεβόα: «’Έ, άπό κάτω! Προσοχή! Προ­ σοχή,! *Ένα μεγάλο πολεμικό καράβι σάς άκολούθησε ώς έδω ! Προσοχή. Όί δυό αιχμάλωτοι πήδησαν στή στεριά καί τρέχουν προς τή φωτιά! Π-ιάστε τους!» Πραγματικά, ή Βέλβετ κι* ό μι­ κρός Τζέρεμυ είχαν πηδήσει έξω.. .

39) Τό τολμηρό .κορίτσι, άκουγοντας ότι ένα πολεμικό πλοίο πλησίαζε στο νησί, κατάλαβε ότι αυτή ήτοεν μια μοναδική ευκαιρία νά έλευθερώση τόν έαυτό της, τον Τζέρεμυ καί τή «Λαίδη Σ κάρλετ». "Ετρεξε μαζύ μέ τόν Τζέρεμυ πρός μιά κα/%ή φωτιά, πού ήταν άναμμένη κοντά στήν παρα­ λία, άρπαξε ένα φλέγόμενο ξύλο καί τό πέτσξε στήν άχυρένια στέγη μιας καλύβας!

Ιθ)“ Τιπάνω' στο πολεμικό καράβι, τό Γεράκ· μουρμούριζε: ^Νά πάρη ό διάβολος! Πώς χάθη­ κε έτσι ή «Λαίδη ιΣκάρλετ»; Πού πήγε;» «Δέ θα ξαναδούμε ποτέ τή Βέλβετ καί τόν ^Τζέρεμυ!, εί­ πε ό Καλέμπ. Καί μιά μέρα θά μάς κρεμάσουν πού κλέψαμε τό πολεμικό. . . Ά ! Τί είναι αυτός ό καπνός;» Τό Γεράκι κύτταξε προσεκτικά τή στεριά καί άναπήδησε άφήνοντας μιά κροιυγή χα-

41) Μέσα στόν όρμο των ληστοπε ιρατών, ή καλύβα είχε αρπάξει φωτ ά καί καιγόταν. Μά ή Βέλβετ κΓ ό μικρός Τζέρεμυ είχαν πέσει στά χέ­ ρια των κακούργων. «Τούς πιάσαμε, Καπετάν Φάρδιν!, είπε στήν πειρατίνα. Μά τούς σκοτώ­ σουμε;» «Δέ θά κερδίσουμε τίποτα!, άπάντησε ή Φλό Φάρδιν. Τό πολεμικό θά είδε τόν καπνό καί... ώ! κυττάξτε έκεΐ!» __________________

„Ρ01Ι£τ·ι;.·ι

■ ■■■

■■

.....

Συνέχεια ιστό άλλο τεύχος


1.500


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ τοΟ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΛΦΟΥΡ Τό πολύκροτο μυθιστόρημα, του : ΡΟΜΠΕΡΤ ΛΟΥΊΣ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ πού εχει μεταψρασθή σ’ όλες τις γλώσσες τού κόσμου ;

|

-------

-

_

_____________ ______ _ |

__

Συνέχεια 16η — Φίνα τά λές, Ντάβιντ! είπε ό "Αλαν. Κάτσε σύ και πίστευε πώς δέν πρόκειται νά κάνουν κα­ κό οί άλλοι 1 Καλό πράμα είναι νά λυπάσαι τους άλλους! Φόρτωνε τα όλα στό Χριστιανισμό! . —Έσύ πιστεύεις ή δέν πιστεύεις; τοϋπα. "Ο­ λος ό κόσμος τό ξέρει πώς ό Χρ.στιανισμός απα­ γορεύει τήν έκδίκηση. — Μάλιστα!, είπε. ’Από μακριά φαίνεται πώς είχες δάσκαλο Κάμπελ! Καλά θάταν νά τά πί­ στευε στ* άλήθεια δλ* αυτά ό κόσμος. 'Η ζωή όμως δέν είναι έτσι!. .. — Λοιπόν, τοϋπα, λέγε παρακάτω! — Έν τάξει! "Ακου! "Οταν λοιπόν ό φιλα­ ράκος μας είδε πώς δέν τά κατάφερνε μέ νόμιμα μέσα, όρκίστηκε πώς θά ξεκαθαρίση μέ άλλον τρόπο τήν κατάσταση. 'Ο Άρντσιλ πέθάινε τής πείνας. Αυτό ήθελε κι ό Κοκκινοτρίχης. Κι όταν αυτοί πού τον ζούσαν στην έξορία έχαναν τά κτή­ ματά τους, — είτε μέ τό δίκιο είτε μέ τό άδικο, — τότε δέ θά μπορούσαν πιά νά στέλνουν στή Γαλ­ λία λεφτά. "Εστειλε λοιπόν καί φώναξε δικηγό­ ρους καί συμβολαιογράφους, καί κουβάλησε έγ­ γραφα, καί Κοκκινοσακάκηδες γιά νά τόν πα* ραστέκουν. Κι αύτοί, ό ένοχος κόσμος τούτης τής έπαρχίας, έπρεπε τώρα πιά νά μαζέψη τά πρά­ ματά του καί νά ψύχη. Νά φύγη ό γιός μακριά άπ’ τό σπίτι του πατέρα του, μακριά άπ* τό μέρος όπου γεννήθηκε καί μεγάλωσε. Τί άπόγιναν όλοι αύτοί; Ζητιάνοι! Ζητιάνοι του δρόμου! Ό Βασι­ λιάς Γεώργιος ζητούσε τούς φόρους του. Δέ μπο­ ρούσε νά άλείφη λιγότερο βούτυρο στό ψωμί του! Τί έγινε υστέρα; ’Αφού είχαν βλάψει τόν Άρντσιλ, είχοα/ κάνει αυτό πού θέλανε! *Αφοΰ τδχε καταφέρει νά άρπάξη τό φαγητό άπ’ τό τραπέζι τού άρχηγόύ μου καί τά παιγνιδάκια άπό τά χέρια των παιδιών του, μπορούσε πιά νά ήσυχάση!

—"Ασε με νά πώ μιά λέξη, τοϋπα. Είσαι σί­ γουρος γιά δλ* αυτά; Είσαι σίγουρος πώς ήταν άνακατεμένη ή Κυβέρνηση σ’ αύτή τή βρωμοδουλειά; Μήπως δλ* αύτά τάκανε ό Κάμπελ μό­ νος του, άπ* τήν .κακία του; Κι άν άκόμα τόν σκότωνες σήμερα, τί πρόκειται νά βγάλης άπ* αυτό; — Είσαι καλό παλληκάρι στή μάχη, είπε ό "Α­ λαν, δμως, κακομοίρη μου, έχεις αίμα άπό όύίγους μέσα σου! Μου μίλησε μέ καλοσύνη γιά κάμποσην ώ­ ρα, φαινόταν δμως νά κρατάει μέσα του τόσο ά­ γριο θυμό, πού μοΰ φάνηκε πώς θάταν καλύτε­ ρο ν* άλλάζαμε κουβέντα. Τοϋπα τήν άπορία μου: πώς, ενώ τά Χάϊλαντς ήταν γεμάτα στρα­ τό, πού τά φύλαγε σάν πολιορκημένη πόλη, αυ­ τός κατάφερνε νά πηγαινοέρχεται χωρίς νά τόν πιάνουν. — Είναι πολύ εύκολώτερο άπ* δ,τι νομίζεις, είπε ό "Αλαν. Ή πλαγιά κάθε λόφου είναι κι έ­ νας δρόμος. ”Αν στον ένα ύπάρχη φρουρά, γυρί­ ζεις καί πας άπ’ τόν άλλο. Τά βουνά μας είναι σπουδαία! Παντού θά βρής σπίτια φίλων καί^άχυροκάλυδα. Κι ύστερα, δταν άκούς νά μιλάνε γιά στρατό, είναι προειδοποίηση! Ό στρατιώτης

φυλάει μονάχα τό μέρος δπου στέκει. Μοϋτυχε πολλές φορές νά ψαρέψω σέ ποτάμι, πού στήν άλλη του μεριά βρισκόταν στρατός, κι έπιασα φίνα ψάρια μάλιστα! Καί κάποτε άλλοτε κρύ­ φτηκα πίσω άπό ένα ρυάκι, έξη πόδια μακρύτερα άπδνα στρατιώτη πού σφύριζε ένα τραγούδι. Καί τόν, έμαθα έκεΐνο τό σκοπό, καί τόν θυμά­ μαι άκόμα. "Ακου! μου είπε κι άρχισε νά σφυρίζη. —Εξάλλου, έξακολούθησε, δέν είναι τώρα τά πράματα τόσο άσχημα όπως ήταν τό οαρανταέξη. Τά Χάϊλαντς τώρα είρήνεψαν, δπως λένε. Μικροπράματα γίνονται έκεΐ πέρα τώρα πιά, πο­ τέ δέ βλέπεις πιστόλι ή σπαθί, γιατί αύτοί οί προσεχτικοί άνθρωποι τάχουν κρύψει στις στέ­ γες τών σπιτιών τους! Έκεΐνο δμως πού θάθελα νά ξέρω, Ντάβιντ, είναι: πόσον καιρό άκόμα θά γίνεται αυτό; "Ισως νομίζης πώς δέ θά κρατήση πολύ άκόμα, μ’ ανθρώπους σάν τόν "Αρτσιλ στήν έξορία καί σάν τήν Κόκκινη Αλεπού έδώ πέρα, πού μόνη της δουλειά είναι νά ρουφάη τό κρασάκι καί νά βασανίζη τούς φτωχούς! "Ενα μονάχα πράμα πρέπει νά ξεκαθαρίση κανείς: τί θέλει αυτός ό δόλιος ό λαός καί τί δέ θέλουν αύτοί. Γιατί νάχη πάει μέ τή βία αυτός ό κοκκινοσκούφης στή δόλια μου τήν Πατρίδα, τό "Αππιν, καί νά μή βρεθή κάποτε κανένα καλό παλ­ ληκάρι νά τού φυτέψη καμμιά σφαίρα στό κε­ φάλι; ^ Αφού τάπε δλ* αύτά, ό "Αλαν έπεσε σέ βα­ θιά συλλογή καί, γιά κάμποσην ώρα, καθόταν λυπημένος κι άμίλητος. Πρέπει νά πώ καί δ,τι άλλο ξέρω, γιά νά συμπληρώσω τήν εικόνα τού φίλου μου. Τά κα­ τάφερνε περίφημα μ’ δλα τά όργανα, έκεΐ δμως δπου δέν είχε τό ταίρι του ήταν ή πίπιζα. ΤΗ· ταν μεγάλος ποιητής στον τόπο του, έκεΐ πού μι­ λούσαν τή γλώσσα του. Είχε διαβάσει πάρα πολ­ λά βιβλία, γαλλικά κι έγγλέζικα. Δέν είχε τό ταίρι του στό τουφέκι, ήταν καλός ψαράς καί περίφημος ξιφομάχος, “ καί μέ κάθε είδος σπα­ θί. Τά έλαττώματά του πάλι τάβλεπες άμέσως κι έγώ τά ξέρω δλα. Τό χειρότερό του φυσικό ήταν ή παιδιάστικη μανία του νά προσβάλλεται μ’ δλα τά πράματα καί ν* άνοίγη άμέσως καβγά­ δες. Μαζί του θάχα άρπαχτή χίλιες φορές, άν δέ θυμόταν όλοένα τή μάχη στό καρέ του καραβιού. Καί είτε γιατί μοϋκανε έμένα καλό, είτε γιατί είδα μέ τά ίδια μου τά μάτια τή γενναιότερη πρά­ ξη τής ζωής του, μένει στή σκέψη μου σάν κάτι πολύ σπουδαίο, πολύ σπουδαιότερο άπ’ δ,τι μπο­ ρώ νά έκφράσω μέ λόγια. Στή ζωή μου γνώρι­ σα πολλούς γενναίους άνθρώπουο, έκεΐνος δμως πού θαυμάζω περισσότερο είναι ό "Αλαν Μπρέκ Στιούαρτ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ

13

ΡΓΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ποϋταν άπ* τις πιό φωτει­ νές αυτής τής έποχής, ό Χοσίζον έχωσε τό κεφάλι του στήν πόρτα τού καρέ.

Α

(Συνέχεια στήν προτελευταία σελίδα)

3 [1

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ■ II ΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ

1

ΓΡΑΦΕΙΑ : Σταδίου 50 Βιβλιοιτωλείον Καλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 16 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ : Στέλιος *Ανεμοδουράς Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμ«β> : ΔιευθυντοΟ Σ. ’Ανεμοδουρά : Λ. Θησέως 323 Προΐστ. Τυπογρ. Φ. Μαλατέστα : Μενελάου 9 ΣΥΝΔΡΟΜΑΙ : ’Ετησία 80.000 — *Ε§άμηνος 40.000 — Τρίμηνος 20.000


Ί) Ή ιστορία μας, μιά πραγματική Ιστορία, ένα συναρπαστικό Επεισόδιο άπό τόν πόλεμο στήν Άπω Ανατολή, ξετυλίγεται στήν Κίνα, στις ό­ χθες του ποταμού Σί-Κιάνγκ, όχι μακρυά άπό τό Βού-Τσέου. ΟΙ Γιαπωνέζοι, άφού κατέλαβαν . τήν πόλι τής Καντώνος καί όλόκληρη τή γειτονι­ κή περιοχή, ήλπιζαν ότι πολύ σύντομα θα κυρί­ ευαν καί θά ύποδούλωναν όλόκληρη τήν Κίνα μέ^μιά τεράστια κυκλωτική κίνησι, πού θά ξεκι­ νούσε, άπό τήν κοιλάδα του Χοάγκ - Χό καί θά έσμιγε μέ τίς γιαπωνέζικες δυνάμεις πού βρίσκον­ ται βορείως τού Μανταλαίη στή Βιρμανία. "Αν ή κυκλωτική αυτή κίνησις πετύχαινε, όλόκληρο τό μέτωπο τής "Απω Ανατολής θά κατέρρεε σάν πύργος άπό τραπουλόχαρτα. ..

2) Στό γραφείο τοϋ Γιαπωνέζικου I ενικού Στρατηγείου ή άτμόσφαιρα δέν ήταν οϋτε αισιό­ δοξη, ούτε εύθυμη. Τά νέα άπό τό^ μέτωπο δεν ήσαν ένθαρρυντικά. «ΓΗ άναφορά του Κιταγκάνι, είπε ό άρχιστ-.άτη,γος είναι τυπική. Καμμιά προέλασις στό μέ το τής κοιλάδας του Χοάγκ-Χό. Ή άναφορά ν... "ιανάγκι, έπίσης, δέν είναι καλύ­ τερη. Κάτι πρέπει νά γίνη, κύριοι, κάτι πρέπει· ^-να γίντμ*-------- -----------------------______________

3) Καί ό Γιαπωνέζος άρχιστράτηγος προσέθεσε: «Παρ’ όλη τή ζωηρή έπιθυμία μου να φέρνω τή σημαία του σεπτού αύτοκράτορός μου όλο καί πιό μπροστά, δέν βλέπω μέ ποιό τρόπο μπορεί νά συμβή αυτό! Τό μέτωπο των Κινέζων φαίνε­ ται άκλόνητο καί. . .» "Ενας άπό τούς έπιτελεΐς του τον διέκοψε: «"Εχω ένα σχέδιο νά προτείνω, ο/ρατηγέ μου! Ακουστέ το...»


4) Και ό Γιαπωνέζος Αξιωματικός Εξήγησε τό σχέδιό ταυ, ένα παράξενο σχέδιο πού, δπως πί­ στευε, θά έξασφάλιζε τή νίκη στα γιαπωνέζικα στρατεύματα. «Τό σχέδιό σου πρέπει νά πετύχη, Κουμαμότο, είπε ό Αρχιστράτηγος. Είμαι βέβαιος Ατι Απόψε κιόλας τό ά\ακοινωθέν μας θά είναι καλύτερο! Τό σπουδαιότερο είναι δτι κανένας δέ θά μπορέση νά φαντσστη δτι. . .»

5) Λίγη ώρα Αργότερα, ή μάχη ξανάρχιζε στή-ν κοιλάδα του ΧοΑγκ-Χό Ανάμεσα στους Για­ πωνέζους καί στους Κινέζους. Οί Ασύρματοι Αρ­ χισαν νά μεταδίδουν τήν εΐδησι μέ λίγες φράσεις στήν Αρχή κΓ έπειτα μέ όλόκληρα κατεβατά Α­ πό ταροίγμένες φράσεις, πού περιέγραφαν σκη­ νές -φρίκης καί τρόμου, σκηνές όμαδικών σφα­ γών, υποχωρήσεων καί ποινικού. . .

6) Σ* δλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου, τά μέτω'πα των έλευθέρων Ανθρώπων ζάοωναν Από Ανησυχία και λύπη, δταν τά ραδιόφωνα Α­ νήγγειλαν τήν είδησι μέ δραματικές έκφράσεις κΓ δταν οί έψημερίδες δημοσίευσαν Ανταποκρί­ σεις μέ χτυπητούς τίτλους: «Τό Κινεζικόν Μέτωπον εις τήν Κοιλάδα του Χοάγκ - Χό διεσπάσθη' Συνελήφθηραν χιλιάδες αιχμαλώτων!».

7) Στό Τσούγκ - Κίγχ, μέσα στή μεγάλη αί­ θουσα του κινέζικου γενικού στρατηγείου οι στρατηγοί τής Κίνας συζητούσαν αναστατωμένοι. Επειτα Από πέντε μέρες βομβαρδισμών, είπε Ε­ νας στρατηγός, τά στρατεόματά μ°μδέν μπορούν νά πολεμήσουν!» «*'Εγ ώείπε ένας Αλλος, έχασα 5 000 Αντοες σέ 7 μέρες! Ή κατάστασις των Αν­ τρων μου 'καί τό ηθικό τους είναι πολύ ασχη-ΜΡϋ ·.·.-»·_________________________________ __

β) «Κύριοι, είπε ό Αρχιστράτηγος, ή κατάστα·9) Στό Συμμαχικό Στρατηνεϊο ή άναφοοά σις είναι πολύ σοβαρή καί έπικίνδυνη. Δέν χωρεΐ τών Κινέζων έγινε δεκτή μέ ψυχρότητα καί Αδια­ ικαμμιά Αμφιβολία δτι οί Γιαπωνέζοι έχουν έγ<φορία. «Χμ!, μουρμούρισε ό Αρχιστράτηγος τών ταστήσει ένα μυστηριώδες δίκτυο πληροφοριών, ουμμαχικών δυνάμεων, Τί νά τό κάνω αυτό τό ιέξαιρετικΑ Αποτελεσματικό, πού τούς έπέτρεψε μήνυμα; Ό Τσάγκ Κάϊ Σέκ φαντάζεται, σίγου­ νά σπάσουν τήν Αμυντική γραμμή μας! Κρίνεται ρα, πώς δέν έχουμε τίποτα Αλλο νά κάνουμε! ή τύχη Της Κίνας. Πρέπει νά στείλωμε μιΑ Αν σ­ Στείλτε τό μήνυμα στόν Μάκ "Αρθουρ μέ τή δια­ υφορά στό Γενικό Συμμαχικό Στρατηγείο!ρ. ταγή νά Αποφαοίση αύτός σχετικά!. . .». ^ τν


10) Στό στρατηγείο του ό στρατηγός Μάκ "Αρθουρ ζάρωσε τά φρύδια του, όταν διάβασε τό μήνυμα του Τσάγκ Κάϊ Σέκ καί είπε στον υ­ πασπιστή του ταγματάρχη Φρεσίγγερ: «"Οπου ύπάρχει καπνός υπάρχει φωτιά. Ό Τσάγκ Κάϊ Σέκ ζητεϊ άμεση ,βοήθεια καί έναν άνθρωπο Ικα­ νό νά Ανασυντάξη τό μέτωπο καί νά άποκαταστήση τήν συνοχή του..

11) «Τί σκοπεύετε \ά κάνετε, στρατηγέ μου;* ρώτησε ό Φρεσίγγερ. «Δέν μπορώ νά Αποσπάσω δυνάμεις άπό άλλα σημεία του μετώπου. Θά ή­ ταν πολύ έπικίνδυνο αυτό. Δέν έχω παρά μόνο μιά λύσι: νά καλέσω έναν άνθρωπο, πού θεωρώ σάν έναν άπό τούς πιό ικανούς καί πιό προικι­ σμένους άντρες πού έχω συναντήσει στή ζωή μου, τόν ύπολοχαγό Γκάρυί».

12) Τό μεσημέρι τής έπόμενης μέρας, ό στρα^> τηγός Μάκ "Αρθουρ κ^ ό Φρεσίγγερ περίμεναν μέ άνυπομονησία στό Αεροδρόμιο τόν άνθρωπο, πού Θά προσπαθούσε νά σώοη τήν Κίνα. "Ενα Αεροπλάνο πλησίασε τέλος καί προσγειώθηκε. «Αυ­ τός είναι!, είπε ό Μάκ "Αρθουρ. "Εχει έναν ίδόρρυθμο τρόπο νά προσγειώνεται. Είναι ιδιόρ­ ρυθμος σέ όλα του !. . . > λ

13) «Γειά σου, Γκάρυ!, είπε ό Μάκ "Αρθουρ. Μέ συγχωρεΐς πού Ανακάλεσα τήν άδειά σου, μά δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικά. Πρόκειται γιά κάτι πολύ σοβαρό», «θά έστελνα ευχαρίστως στό διάβολο τόν άνθρωπο, πού σας άνάγκασε νά Ανακαλέσετε τήν άδε.ά μου!, Απάντησε ό Γ·κάρυ. Περνούσα τόσο όμορφα καί τόσο ειρηνικά. . . *

14) Καί πρόίσθεσε: «Μέ συγχωρεϊτε γιά γες στιγμές, στρατηγέ μου. θέλω νά βγάλω αυ­ τό τό. .. σαμάρι άπό πάνω μου I» «"Οχι!, άπάν­ τησε ό Μάκ "Αρθουρ. Αυτό μπορεί νά γίνη Αργό­ τερα. ,Κάθε στιγμή πού περνά είναι πολύτιμη! Άκολούθησέ με. θά σου .έξηγήσω μέ^κάθε λεπτο­ μέρεια ποιά είναι ή Αποστολή σου. "Ακούσε.

1,

15) "Οταν τελείωσε, ό Μάκ "Αρθουρ είπε : «Κατάλαβες; *Ωραΐα! "Ελα τώρα στό γραφείο μου γιά νά σου δώσω τά πιστοποιητικά πού θά χρειαστούν γιά νά πείσουν τόν Τσάγκ Κάϊ Σέκ γιά τήν ταυτότητά σου. Τό Αεροπλάνο εΐναι έτοι­ μο, Φρεσίγγερ^;» «Μάλιστα, στρατηγέ μου! Μπο­ ρώ νά πάρω κΓ έγώ μέρος στή,ν Αποστολή;» «Μπο­ ρείς !» Απάντησε 6 στρατηγός Μάκ "Αρθουρ*-;·


16) "Οταν όλα έτοιμάστηκα\, 6 Μάκ ’Άρθουρ συνώδευσε τόν Γκάρυ ώς τό ύπερψρούριο, πού θά τόν ρετέφερε στήν Κίνα, «θά έ\εργή(σης μόνος καί„ σέ περίπτωσι ^αχάτης Ανάγκης, ό Φρεσίγγερ καί αΐ άντρες του θά σέ καλύψουν. Σου δίνω τό δικαίωμα νά πάρης κάθε πρωτοβουλία, πού θά νομίαης έσύ». «Πολύ καλά, στρατηγέ μου!» Α­ πάντησε ό Γκάρυ.

17) Ό Γκάρυ, ό Φρέσιγγερ και οί άν­ τρες τους μπήκαν στό ύπερψρούριο. Ένώ ό κόκ­ κινος .δίσκος τού ήλιου χανόταν σιγά - σιγά πίσω Από την πρώτη καταχηά του βραδυνού όρίζοντα, τό γιγά\τιο μετάλλινο πουλί, ό βασιλιάς των αι­ θέρων, κύλισε ιέπάνω στό διάδρομο Απογειώσεως, άποσπάστηκε άργα άπό τή γη κΓ έστρεψε τό μουσούδι του πρός τις Ακτές της Ασίας...

18) Ό Γκάρυ κι* ό Φρεσίγγερ έπαναλαμ&άνουν τις όδηγίες' τους. «Τό κύριο ρήγμα στις γραμμές των Κινέζων είνα. βορειοδυτικά τής Καντώνος, είπε ό Γκάρυ, και υπάρχουν δύο προγεφυρώμοαα στούς ποταμούς Νανίγκ καί ΤιγκΤσέου στά Ανατολικά του Φού-Τσέου. Τό καταλ­ ληλότερο σημείο γιά μας είναι τό κέντρο ιών τριών οώτών ρηγμάτων, άν καί οί Κινέζοι είναι κάπως ιδιόρρυθμοι στον πόλεμο...».

19) *Η νύχτα τύλιξε τό ύπερψρούριο, πού κατευθυνόταν πρός τήν Ασιατική ήπειρο. Ο Μπόμπ, ό κωμικός της συντροφιάς, μουρμούρισε μέ Αφέ­ λεια: «Δέ\ Ανάβουμε τά ψωτα;» ΟΙ άλλοι έ0αλαν τά γέλα. «"Εχει -κάτι ιδέες ό Μπόμπ!» έκάγχασε ό Φρεσίγγερ. «Μήπως θέλεις νά κάνης έμετό, Μπόμπ; είπε ένας άλλος. Βιάσου δσο είμα­ στε έπάνω άπό τή θάλασσα!. . .»

20) «Γιατί δέ θέλετε ν’ Ανάψετε τά φώτα; συ­ νέχισε ό Μπόμπ μέ τήν Ιδια Αφέλεια. Ό φίλος πού μάς Ακολουθεί έχει Ανάψει τά φώτα του καί δέν καταλαβαίνω γιατί δέ θέλετε...» «Ό φίλος πού μάς Ακολουθεί; έπανέλαβε ό Φρεσίγγερ. 'Ποιός φίλος, Μπόμπ; Τρελλάθηκες;» «Τό άερο­ πλάνο πού έρχεται πίσω μας, ταγματάρχα! Τό έχω δη έδώ καί μισή ώρα. . .»

21) Ό Φρεσίγγερ κύττορξε πίσω καί είδε πραγ­ ματικά τή σκοτεινή σιλουέττα ένός Αεροπλάνου νά ταρξιδεύη μέσα στή νύχτα, μέ μερικά άπό τά φώτα του Αναμμένα. «Είχες δίκηο, Μπόμπ!, εΐπε. Είναι ένα γιαπωνέζικο βομβαρδιστικό. Ξεχωρίζω καθαρά τή γραμμή του. Πήγαινε γρήγορα νά ξυπνήσης τόν ύπολοχαγό Γκάρυ καί τούς άλλους!»


22) "Οταν ό Γκάρυ ήρθε άπό τήν καμπίνα του, ό Φρεσίγγερ εΐπε: «Δέ χωρει Αμφιβολία δτι είναι γιαπωνέζικο! "Η έχει χάσει τό δρόμο του ή μάς έχει πάρει άπό Ίτίσω!» «Χμ!, εΐπε ό Γκά­ ρυ. "Οσο δ.αρκεί ή νύχτα,^ δ\α θά πάνε καλά. Μά όταν ξηυερώση... Καί δέν πρέπει να τους χτυπήσουμε, γιατί θά βάλουμε σέ κίνδυνο τήν Α­ ποστολή μοςΓ

23) «Πρέπει — συνέχισε ό Γκάρυ — νά άπαλλαγοΰιμε ειρηνικά άπό τό συνοδό μας. Μιλώ τέ­ λεια τή Γιαπωνέζικη γλώσσα καί νομίζω δτι, μέ λίγη καλή τύχη, θά μπορούσαμε να τούς ξεγελά­ σουμε. Δόστε μου τα Ακουστικά του ραδιοπομπού, θά προσπαθήσω νά έρθω σ* έπαφή μαζί τους!» «Έγώ θά έτοιμάσω τό πολυβόλα γιά -κάθε ένδεχόμενο!» εΐπε ό Φρεσίγγερ.

24) Μέσα στό γιαπωνέζικο άεροπλανο ό α­ συρματιστής εΐπε λίγες στιγμές Αργότερα· «Κύ­ ριε διοικη,τάΐ "Ενα Αεροπλάνο πετά όχι μακρυά άπό μάς. Λένε δτι έχοεν πάθει σοβορές βλάβες...» Ό γιαπωνέζος διοικητής εΐπε: «Συνδέσου μαζί τους καί ρώτησέ τους ποιοι εΐνα., άπό πού έρχον­ ται καί που πάνε. Δέν ραντάζο.ίαι νά Ανήκουν στή βάσι μας».

25) «Έδώ Τανάγκα, εΐπε ό Ασυρματιστής. Ποιοι είστε; Άπό που έρχεστε;» «Έδώ Ριζούκι!, Απάντησε ό Γκάρυ. Έπιστρέφομεν Από βομβαρδι­ σμόν νηοπομπής. Ένας Από τους κινη,τηρες μας έχει σταματήσει καί ή μπαταρία έχει καταστρα­ φή. Μπορείτε νά προσγειωθήτε στό πιο κοντινο Αεροδρόμιο καί να τούς πήτε να φωτίσουν τους διαδρόμους προσγειώσεως;»

26) ΟΙ γιαπωνέζοι κατάπιαν τό δόλωμα, χω­ ρίς νΑ ύποψιαστοΰν τίποτα. Χαμήλωσαν για νά προσγειωθούν καί τό Αμερικανικό ύπερφρούριο άλλαξε Αμέσως πορεία καί τούς ξέφυγε. Συνέχι­ σε τό ταξίδι του καί τήν αύγή είδαν· μπροστά τους τήν Ακτή τής Ινδοκίνας, πρός τό μέρος τής γαλλικής περιοχής τής χώρας. Άπό έκεί κατευθύνθηκοτν πρός τό έσωτερικό τής Κίνας.

I

27) «Φτάνουμε στό σημείο τής προσγειώσεως, εΐπε ό ταγματάρχης Φρεσίγγερ. θά δώσω δια­ ταγές στούς άντρες νά έτοιμαστουν». «"Οχι, είπε ό Γκάρυ. Έγώ θά πάω, μόνος, έκεΐ. Εσείς θά μείνετε πίσω καί δέ θά κινηθήτε πριν πάρετε μή­ νυμά μου .Τό σύνθημα ΘΑ είναι τρία γράμματα του κωδικός Μάρς, πού θά μεταδοθούν έπανειληαμένως: «X. Α. X... X. Α. X...»


*

2&) Τήν ίδια στιγμή, στο Γενικά Κινεζικό Σταρτηγεΐο, ό προϊστάμενος των άουρματστών άνέφερε στόν στρατηγό Τσάγκ Κόί Σέκ: «Κσμμιά είδησις άκόμα, Έξοχώτ<;τε! Τό άεροττλάνο όμως πρέπει να φτάση τό άπόγεμα...* «/Ανησυ­ χώ!, είπε δ Τσάγκ Κάϊ Σέκ. Στείλτε ένα σμήνος καταδιωκτικών νά συνοδεύση τό ύπε,ρφρούριο για κάθε Ενδεχόμενο...»

29) Μετά τό μεσημέρι, τά κινέζικα καταδιω­ κτικά ήρθαν σ’ Επ;αφή μέ τό άμερικανικό υπερφρούριο, έπάνω άπό την πόλι Κουεμίγκ, καί άρ­ χισαν να στριφογυρίζουν γοργά γύρω του σαν , εύθυμα χελιδόνια, γύρω άπό έναν μεγάλο άετό. Ό άέρας γέμισε άμέσως άπό τερετίσματα, όχι χελιδονιών ιβέδαια, άλλά. . . άσυρμάτων άπό τά ,άε ροπλάνα.

'ψ 30) «Έδώ, Λί - Νάγκ! Έδώ Λί - Νάγκ! Κα\ώ στρατηγεΐον. "Ηρθαμε σέ έπαφή μέ τό άμειρικανικό πουλί: !> «Έδώ, Τ - 5! Πρόσεχε 5 - 2 ! Τά φτερά σου άνγίζουν σχεδόν τόν Αμερικανό! θέλεις νά θυμώση καί νά σέ. .. τσιμπήση ;> «Έδώ Β - 29!, είπε ό Γκάρυ πού γνώριζε τά κινέζικα τόσο καλά όσο καί τά γιαπωνέζικα. Εύχαριστούγιά τήν ύποδοχή καί γιά τήν συντροφιά !»

ν> 31) Ό Μπόμπ, 6 κωμικός της παρέας, φαινό­ ταν Ενθουσιασμένος. Κύτταζε τά κινέζικα κατα­ διωκτικά, πού διασταυρώνονταν έπάνω άπό τό κεφάλι του, μέ τό χαζό ύψος παιδιού πού παρα­ κολουθεί ένα διασκεδαστϊκό θέαμα. «Γιά οκέψου, μουρμούρισε στό τέλος άσυνάρτητα, νά τούς έρθη ξαφνικά ή δρεξη ιά άδειάσουν έπάνω μας τά φιολυβόλα τους!»

. 32) Μέσα στό ύπε,ρφρομριο, ό Γκάρυ κουβέ^ τιαζε μέ τόν ταγματάρχη Φρεσίγγερ. «Φααεται δτι κερδίσαμε τό πρώτο μέρος της μάχης, εζτε. Φτάνομε στόν προορισμό μας χωρίς να υπο^^υμε καμμιά άπώλεια. Σ’ ένα τέταρτο ττ,ς ώυσς θά βρισκόμαστε στό Τσούγκ Κιγκ. Εκεί θ ά;)χίση τό δεύτερο καί σοδοορότερο μέρος της άπ-σολης μας πού εύχομαι νά είναι Εξ ίσου Επιτυ <«··,*. ^· — ι

>____ _______________________________________________

^

33) Λίγο άργότερα, στό άεροδρόμιο του Τσούγκ Κίγκ, οί δυό φίλοι μας συναντήθηκαν μέ τόν άρχιστράτηγο Τσάγκ Κάϊ Σέκ. «Πώς; είπε ό Κινέζος άρχιστράτηγος. Νόμιζα ότι ό στρατηγός Μάκ "Αρθουρ θά Εστελνε μέλη του γενικού Επι­ τελείου του !» «Ό ύπολοχοιγός Γκάρυ, είπε ό Φρεσίγγε,ρ, άξίζει, στήν ύπόθεσί σας, όσο είκοσι μέ^.η Επιτελείων μαζί!»


34) Αργότερα, στο ιδιαίτερο γραφείο του, ό Τσάγκ Κάϊ Σέκ έξήγησε: «Μόλις δώσουμε μια διατοίγή, ιό έχθρός τήν μαθαίνει σχεδόν αυτόματα καί μέσα σέ 48 ώρες μάς δίνει τρομαχτικό χτυ­ πήματα. Υπάρχει κάποιο μυστήριο σ’ δλα αυτά. Ή διαρροή συμβαίνει μολονότι στέλνουμε τις δ.ατοτχές μέ άνθρώπους έντελώς έμπιστους καί άσφαλείς χαί δχι τηλεφωνικώς!» χ

35) «Πραγματικά, αυτό είναι περίεργο, είπε ό Γκάρυ σκεπτικός. Μά δέν μπορώ να δώσω τή γνώμη μου, πριν βεθα.ωθώ ό ίδιος χαί μάλιστα έπιτόπου. Δόστε μερικές διαταγές σήμερα μέ τον κανονικό τρόπο, σαν νά μή συμβαίνει τίποτα 1 "Οσο για μένα, θά φύγω άπόψε καί θά προσπα­ θήσω νά παρακολουθήσω τήν πορεία τΛ'· *'αταυ « ,'-ί γων. . .» *- ·

36) Οί Κινέζοι άξιωματυκοί δέν φάνηκαν έν-' θουσιασμένοι άπό τήν έμφάνισι του Γκάρυ. «Ζη­ τήσαμε τή βοήθεια των Αμερικανών κι’ αυτοί μας έστειλοιν ένα νεανία!·» είπε ένας. «Έγώ δέ συμφωνώ, είπε ένας άλλος. Μια παροιμία λέει: Τό κύμα που χαμογέλα στο τραγούδι του πουλιού κάνει μεγαλύτερη καταστροφή άπό τον τυφώνας πού έρημώνει τή χώρα μας». ,

37) Ό στρατηγός Τσάγκ Κάϊ Σέκ μουρμού­ ρισε: «Δέν ξέρω ποιος άπό τούς δυό σας έχει δί­ κιο, κύριοι. "Ισως ό υπολοχαγός Γχάρυ δέν εί­ ναι παρά ένας συνΓθισμένος νεαρός άντρας. "Ι­ σως πάλι έχει ικανότητες πού δέ φαίνονται μέ την πρώτη ματιά. .. ’ίνλάτ.-: δ,μως τώρα νά έτονμάσουμε τις διαταγές πού αάχ έζήτησε νά στείλουμε στό μέτωπο»

38) Στό μεταξύ, στό δωμάτιο πού τούς είχε, παραχωρηθή, ό Φρεοίγγερ κΓ ό Γκάρυ κουθέντ.αζαν για τά σχέδια του τελευταίου. «Πότε λογα­ ριάζετε νά φύγετε, Γκάρυ;» ρώτησε ό Φρεσίγγερ. «Μόλις νυχτώση, άπάντησε ό Γχάρυ. Πρέπει δμως πρώτα νά πας νά μου άγοράσης μια κουρευτική μηχανή χαί ένα φάρμακο...» «Τί θα κάνετε μέ τήν κουρευτική μηχανή;»

39) «θά. . . μέ κουρέψετε^ κι’ έπειτα θά μου* ξυρίσετε τό κεφάλι καί θά ιμαυ τό κάνετε. . . γου­ λί!, άπάντησε 6 Γκάρυ. Νά καί ή συνταγή του φαρμάκου. Φροντίστε να τά προμηθευτήτε δλα αύτά, χωρίς νά ζητήσετε τή .βοήθεια κανενός Κι­ νέζου. Δέν μποροΓμε ποτέ νά ξέρουμε ποιοι είναι φίλοι καί ποιοι έχθροί στήν παράξενη αυτή χώ­ ρο !* 'Ο Φρεσίγγ*ρ έφυγε βιαστικά.


40) Ξαναγύρισε έπειτα άπό μισή ώρα μ’ ίνα δέμα, «δπου υπήρχε μια καλή κουρευτική μηχανή· ένα ξυράφι καί ένα μπουκαλάκι μ’ ένα διαφανές ύγρδ. Κούρεψε καί ξύρισε τό κεφάλι τού Γκάρυ κι’ έπειτα έτριψε τήν Επιδερμίδα του προσώπου του, άνάμεσα στά μάτια καί στ’ αύτιά, μέ λίγο άπό τό ύγρό του μπουκαλιού. Τό δέρμα ουσπά-οτη-κε στό μέρος αύτό καί...

4Ί) ... Τραβήχτηκε καί τά ,μάτια τού Γκάρο πήραν τό παράξενο λοξό σχήμα που έχουν τά μάτια των λαών της "Απω Ανατολής. «Διάβολε!, μουρμούρισε ό Φρέσιγγερ μέ θαυμασμό. Είσαι •όμοιος μέ Κινέζο καλόγερο!» «Ή γνώμη σου .αυτή μοΰ δίνει κουράγιο, είπε ό Γκάρυ. Σ κέψου δμως τί θά μου κάνουν οΐ Γιαπωνέζοι άν πέσω στά χέρια τους!»

42) "Οταν βράδυασε, οί δυό Αμερικανοί βρί­ σκονταν στήν όχθη ένός ποταυού. «Βάλατε τό ραδιοπομπό μέσα σέ άδ.άβροχο σάκκο;» είπε ό Φρεσίγγερ. «ΙΝαί!, άπάντησε ό Γκάρυ. Μήν ξε­ χνάτε τό σύνθημα: Χ.Α.Χ. "Αν τό μεταδώσω δυό φορές, θά πέσετε στό σημείο τής συναντήσεως μέ άλεξίπτωτα. "Αν .τό μεταδώσω μιά φορά, θάρθήτε κανονικά».

43) Καί ό Γκάρυ μπήκε στή^ βάρκα πού τόν περίμενε καί ξεκίνησε κωπηλατώντας. «Χρειάζο­ μαι έξη τουλάχιστον μέρες κι* έξη νύχτες γιάντα φτάσω στόιν προορισμό μου, σκεπτόταν. Μά αύτό 6έν είναι άσχηυο, γιατί €ά μπορέσω νά συγκεν­ τρώσω στό ταξίδι μου αύτό πολύτιμες πληροφο­ ρίες, πού θά μέ βοηθήσουν ϊσως πολύ στήν άποστολή μου...»

44) ΟΙ μέρες άρχισαν νά περνούν καί πίσω, στήν 'κατασκήνωσι των * Αμερικανών, οί στρατιώ­ τες άρχισαν νά άνυπομονοΰν. «Τί θά γίνη μ’ αυ­ τόν τόν Γκάρυ; μουρμούριζαν, θάρθή .καμμιά φορά; Μουδιάσαμε νά .καθόμαστε Εδώ χάμω άνσϊ μέσα σέ κίτρινους άνθρώπους, πού μιλούν κωμικά | σά νά σέ κοροϊδεύουν ή σαν νά κλαψουρίζουν!»

45) Γιά νά καθησυχάση τούς άντρες του, ό Φρεσίγγερ τούς συγκέντρωσε καί τούς μίλησε γιά τήν άποστολή τους. «Ό Γκάρυ, είπε, έχει φύγει τέσσερες μέρες τώρα. Δέν έχω άκόμα πάρει κα­ νένα σήμα του, άλλά περιμένω άπό στιγμή σέ στιγμή όδηγίες του...» «Μου φαίνεται πώς θά μείνουμε έδω ώσπου νά γίνη άνακωχή!» φώναξε κάποιος.

I


46) «"Ησυχα!, .φώναξε ό Φρέσσ,γερ. Μήν κά­ νετε σαν παιδιά! ηέρω τί αισθάνεστε, μά ακου­ στέ μέ προσοχή -καί μή βΝη^ οΟτε λεξη^ άπο το στόμα σας σέ 'κανέναν γ.’ αυτά πού θα σας πω — *Η άποστολή μας εΐναι βοηθΓτική! ’ Ηρθσαε έοω δχι γιά νά δράσουμε έμείς, άλλα νά χρησιμεύ­ σουμε ώς έψεδρεία στή δράσ, άλλου. . .»

47) «Τό ικαθήκον μας είναι νά βοηθήσουμε τον ύπολοχαγό Γκάρυ, συνέχισε ό Φρεσίγγερ, δταν καί άν αας χρειαστή. Ό Γκάρυ θά κάνη ώριόμένες έρευνες μόνος του καί, -όταν θά έχη άρκετά στοιχεία γιά νά περάση στή δράσι, θά μας ειδο­ ποίηση μΓ ένα ραδιογράφημα. Τότε θά φτάση ή ώρα της δράσεως καί γιά μάς. . .»

4β) Στό μεταξύ, ό Γκάρυ συνέχιζε τό ταξίδι του, κατεβαίνοντας γοργά τό ρεύμα του ποτα­ μού, δταν άντίκρυσε μπροστά του ένα χωρ ό ψα­ ράδων. «Καλά θά κάνω νά σταματήσω στο χω­ ριό αύτό, ακέφτηκε. θά μπορέσω νά άνατσυθω καί, μιά καί βρίσκεται κοντά στό μέτο·π>, θά μπορέσω ίσως νά συγκεντρώσω ένόιοψερουσες πληροφορίες...»

49) "Ενας ψαράς του φώναξε άπό τή βεράντα της καλύβας του: «Βλέπω δτι ό άδ&ρφύς μου δέ­ χεται άπό πολύ μακρυνό ταξίδι, θά χαρή ή ψυχή μου, άν ό άδερφός μου θέληση νά τιμήοη τό φτω­ χικό σπιτικό μου μέ την παρουσία του. . .» Ό Γκάρυ άπάντησε μέ μιά κινέζικη παροιμία, έδεσε τή βάρκα του καί σκαρφάλωσε στή βεράντα.

50)· Τότε ό Κινέζος όποκλίθηκε βαθειά καί είπε μέ στόμφο: «Τί προτιμά ό ξένος μου; Νά πέσω χάμω γιά νά μπή στό φτωχικό αον σπιτι­ κό πατώντας έπόινω μου ή νά σκουπ.σω τό έδα­ φος μέ τά χέρια μου;» Ό Γκάρυ άπαντηοε στόν ίδιο τόνο: «Διστάζω νά πατήσω ένα τόσο, τιμημένο έδαφος καί νά μπω σ’ ένα τόσο ένδοξο σπίτι!»

51) Δέν είχαν άκόμα τελειώσει τό φαγητό, δταν ό Γκάρυ άρχισε τις έρωτήσεις: «Ή περιο­ χή αυτή είναι πλούσια σέ ψάρια καί σέ κυνήγι, έ;» «'ΓΊαί, μά άπό τόν καιρό πού άνθισαν τά δέν­ τρα, ό Μεγάλος Ιερέας άποιγόρευσε τά ψάρε­ μα μπροστά στήν παγόδα καί τό κυνήγι μέσα στό πλάτωμα των λόφων οέ όλους τούς κατοί­ κους τής περιοχής .»


52) Μεγάλος Ιερέας; μουρμούρισε ό Γκάρυ. Τίνος ναού; ΤΙ θέλεις νά πής; Δέ μέ ει­ δοποίησε κανένας δτι άπανςρευεται έδω τό ψά­ ρεμα και τό κυνήγι...)· «?**Ας μέ συγίχωρήση. ό άδερφός μου, άλλα μερικοί σύντροφοί μου εί­ δαν. ..» Έδω ό ψαράς σώπασε ξαφνικά, σάν \ά φοβόταν νά συνέχιση· τή φράσι του. Ό Γκάρυ ζάρωσε τά φρύδια του.

53) Κύτταξε τόν συνομιλητή του διαπεραστι­ κά στά μάτια και εΐπε: <Ό αδερφός μου μπο­ ρεί νά μιλήση,! Δέν πρέπει νά φοβαται τίποτα!» «Καί δταν θέλησαν νά. . .» Κάτι μπήκε σφυρί­ ζοντας άπό τό άνοιχτό παράθυρο^ καί ένα βέ­ λος καρφώθηκε στο λαιμό τού ψαρά άποσπώντας του μιά φριχτή γουργουριστή κραυγή πόνου!

54) Ένώ τά μάτια του άστραφταν άπό θυ­ μό,, 6 Γκάρυ τινάχτηκε δρθιος. γύμηξε στήν πόρ­ τα, τήν άνοιξε όρμητικά και πήδησε Εξω. I ιποτα! Κανένας δεν βρισκόταν έξω στό σπίτι του ψαρά. Ό άνθρωπος, πού τον είχε χτυπήσει τό­ σο προδοτικά, πρέπε^ νά Μαν πολύ γρήγορος καί έξαιρετικά έπιδέξιος.

5:>) Ό Γκάρυ προτίμησε νά γυρίση πίσω, ^ςοντιί υτόν τραυμοττισμένο οικοδεσπότη του. Τόν "άήκό σε άπό τό πάτωμα, όπου είχε πέσει, καί τόν Πλάγιασε σ’ ένα κρεββάτι. Ό άνθρωπος ζουσε άκόμα. «θά σου βγάλω τό βέλος...» άρχισε ό Γκάςυ. «"Οχι. .. είναι άνώφελο. .. νΟλα τελεί­ ωσαν πιά.. . τό βέλος είναι. .. δηλη. .. τηριασμέ\ο!»

56) ΟΙ σπασμοί πού τάραζαν τό κορμί του έδειχναν πώς τό τέλος πλησίαζε γοργά. Ό Γκά­ ρυ έσκυψε έπάνω του: «Πές μου, είπε, π/ς μου! Τί συμβαίνει έδώ;» «Έσύ. .. άδερφέ μου... γύ­ ρισε στό... μοναστήρι σου... ή καταραμένη... άράχνη... σκοτώνει... έγώ. . . αχ!» Κοί δ Κι­ νέζος ταξίδεψε για τόν κόσμο των προγόνων) ιου.

57) «Ό φτωχός!, μουρμούρισε ό Γκάρυ. "Ε­ πεσε, σίγουρα, θύμα κάποιου μεγάλου μυστικού πού ήξερε! Τί ήθελε δμως νά πή μέ τήν κατα­ ραμένη άράχνη; Καί ποιά είναι ή πα­ γόδα νιά τήν όποία μού μίλησε ; Μπά! Δέ θά •κε» δ σω τίποτα βασανίζοντας μ’ αύτά τό μυαλό μου. θά κοιμηθώ έδω καί δταν ξημερώσει...»


58) Πριν Ακόμα βγή ό ήλιος, ό Γκάρυ σηκώ­ θηκε, μπήκε στή βάρκα του καί πέρασε στήν άλ­ λη άχθη του ποταμού, δπου παράτησε τή βάρκα του καί συνέχισε τό δρόμο του μέ τά πόδια. « Αν Απαγορεύεται τό κυνήγι στό πλάτωμα των λό­ φων, άπά έκεΐ Ακριβώς πρέπει ν’ Αρχίσω τις έοευνές μου. Κάποιο μυστήριο υπάρχει έκεΐ».

59) «Δέν πρέπει όμως νά Ακολουθήσω τά μο­ νοπάτια, γιατί όπωσδήποτε θά φρουρουνται, άν πρό>ματι τό πλάτωμα κρύβει καινένα μεγάλο μυστικό. . .» Καί ό Γκάρυ φόρτωσε τό Αδιάβρο­ χο σακκίδιο .μέ τό ραδιοπομπό στήν πλάτη, του καί άρχισε νά σκαρφαλώνη έπάνω στούς βρά­ χους, Ανεβαίνοντας πρός τις κορυφές των λό­ φων. . . .

60) Βρισκόμαστε στό έσωτερικό ένός κινέ­ ζικου μοναστηριού. «Λοιπόν, Χόκα;» «"Οταν ό Κινέζος έγκοιτέλειψε τή βάρκα του, έστειλα Αμέ­ σως τόν Γιαγκάμο νά σας είδοποιήση. "Επειτα σύρθηκα ώς τήν καλύβα του ψαρά, δπου έστησα τό αυτί μου κοντά στό παράθυρο. "Οταν κατά­ λαβα δτι δ ψαράς θά άρχζε τις Αποκαλύψεις...»

61) «Τόν χτύπησες μέ τό τόξο σου, έ; Πολύ καλά "Ενας Κινέζος λιγώτερο μιά χαρά περισ­ σότερη για τούς ένδοξους προγόνους μας! Σκό­ τωσες τόν ψαρά έμποδίζοντάς τον έτσι^ να μιλήση. Τί Απόπινε δμως ό παράξενος έκεινος Κι­ νέζος μέ τό κιμονό; Τόν σκότωσες κι1 αυτόν η σου ξέφυγε,» Ό άλλος ύπακλίθηκε βαθειά!

62) «Μου ξέφυγε, Έξοχώτατε ! Τινάχτηκε όρ­ θιος τόσο σβέλτα ώστε φοβήθηκα μήπως μέ προλάβη κι* έφυγα τρέχοντας. . .» «Πολύ καλά, πή­ γαινε ! Καί μήν ξεχνάς δτι είσαι υπεύθυνος γιά τό Απαραβίαστο τής περιοχής τοϋ μοναστηριού. Κανόνας ξένος δέν πρέπει νά εισχώρηση έδώ μέ­ σα. Διαφορετικά...»

63) Στό μεταξύ, ό Γκάρυ έξακολουθούσε νά σκαρφαλώνη έπάνω στα βράχια, ώσπου έφτασε σ’ έ.»α πλάτωμα. Έκεΐ, Ανάμεσα στά δέντρα, βιέικρινε δυό σιλουέττες! "Ω!, μουρμούρισε. Το μέρος ορουρεΐται πολύ καλά! ΜΑν μπορούσα νά π/ησαχσω καί ν’ Ακούσω τί λένε...» Καί άρχι­ σε να σέρνεται πρός τό μέρος τους. ..


64) «Λοιπόν, Παγκάμο, έλεγε ό £νας, έχεις νεώτερα άπό τον άνθρωπο μέ τό κιμονό;» «Ναι, Απάντησε ό άλλος, τόν είδα νά διασχίζη τόν πο­ ταμό καί νά βγαίντι στήν όχθη πού είναι πρός τό μέρος μας. Έχει τόν έχασα. Ειδοποίησα ό­ μως όλους τούς άλλους φρουρούς καί, άν δοκιμάοη ν* άνεβή έδώ έπάνω, θά τόν πιάσου με.. >*

65) «Καλά!, είπε ό/πρώτος. θά έχουμε τά μάτια μας δεκατέσσερα7 καί, μόλις φανη, βα τόν Αρπάξουμε. Είμαι βέβαιος ότι δ Κινέζος αυτός είναι ένας κατάσκοπος...» Στό μεταξύ, πίσω τους, ό Γκάρυ είχε πάρει την άπόφασι νά Απαλ­ λαγή άπό αυτούς. Πλησίασε αθόρυβα στήν άκρη ένός γκρεμού, όπου αυτοί στέκονταν.

66)1 Οί δυό τοξότες συνέχιζαν τήν -κουβέντα τους ψάχνοντας μέ τό βλέμμα τήν πλαγιά του λόφου κάτω. "Ετσι, δέν άκουσαν τόν Γκάρυ να πλησιάζη -καί δέν άντελήφθησαν τήν παρουσία του, παρά μόνο όταν, έντελως ξαψνικα, κάτι τούς έσπρωξε άπό πίσω καί τά κορμιά τους άρχισαν νά πέφτουν στό κενό. ..

67) Μέ γοργές κινήσεις ό Γκάρυ έβγαλε τόν ραδιοπομπό άπό τό σακκίδιό του και τοποθέτησε τά άκουστικά στ* αύτιά του. "Επρεπε νά είδοποιήση τούς φίλους του, γιατί σίγουρα κάτι πολύ ένδιαφέρσν βρισκόταν στό πλάτωμα έκεΐνο. "Αρ­ χισε λοιπόν νά μεταδίδη μέ καθαρή, σταθερή φωνή τό συμφωνημένο σύνθημα.

66) Πίσω, στήν κατασκήνωσι των Αμερικα­ νών, ό Μπόμπ βγήκε χοροπηδηχτά άπό τό δω­ μάτιο τού Ασυρμάτου. «Τοιγματάρχα !, φώναξε στόν Φλέσιγγερ, ό ύπαλοχαγός Γκάρυ έστειλε τό σύνθημα! "Εστειλε τό σύνθημα! «Ζήτω!, φώναξοιν γύρω όλοι οί στρατιώτες μαζί, θά ξελα­ σπώσουμε έπιτέλους άπό αύτό τόν παλιότοπο!»

69) «Καί θά ξελασπώσουμε πετώντας!» είπε ό Μπόμπ, δίνοντας στόν Φλέσιγγερ τό χαρτί ό­ που εζχε σημειώσει τό μήνυμα. «’Ώ!, φώναξε ό Φρέσιγγερ ζαρώνοντας τά φρύδια του. "Εχει έδώ τήν τοποθεσία καί... τό σύνθημα Χ.Α.Χ. δυό φορές, πράγμα πού σημαίνει ότι πρέπει νά πέσουμε μέ Αλεξίπτωτα!»


70) «“Ολοι στα όπλα!, φώναξε 6 Φρέσιγγερ. Να έτουμασθη τό άεροπλάνο!» Μέσα σέ λίγα λεπνά, δλα ή σαν έτοιμα. Τό άε ροπλάνο, μέ όλους τούς κινητήρες του σέ λειτουργία, περίμενε να δεχτή στό σκάφος του τούς στρατιώτες, πού είχαν παραταχθή μπροστά του πάνοπλοι και άιυπόαονοι να ριχτούν έπτιτέλους στή μάχη . . .

71) *0 ταγματάρχης Φρέσιγγερ έδωσε στους άντρες του τις τελευταίες όδηγίες. «Βγάλτε δλοι τούς χάρτες σας, είπε, θά σημειώσω έκεί τήν άκριβή θέσι του μέρους, δπου μάς καλεΐ να πέσουμε ό ύπολοχαγός Γκάρυ. “Υφος πτώ­ σεως θά είναι μόνο 300 μέτρα! Επομένως, πρέ­ πει να άνοίξετε γρήγορα τα άλεξίπτωτά σας!»

72-73) Και ό Φρέσιγγερ, άφοϋ έρριξε μια ματιά γύρω στους άντρες, πού περίμεναν να ξε­ κινήσουν για μια περιπέτεια πού ίσως τούς ώδηγουσε στό θάνατο, συνέχισε: «“Οπως καταλα­ βαίνετε, πρέπει νά φανούμε άντάξιοι^τής άποστολής πού μάς έχει άνατεθή,'! ’Από μάς έξαρτάται ίσως ή τύχη όλόκληρου τού άσιατικού μετώπου

καί του μετώπου του Ειρηνικού! Εμπρός, παι­ διά!» “Ενας-ένας, οί στρατιώτες χώθηκαν μέ­ σα στό ύπερψρούριο άνταλλάσσοντας καλαμπού­ ρια. Μα τό πιό έξυπνο άπ’ δλα τό είπε ό άψελής Μπόμπ: «Επιτέλους! Φεύγουμε, παιδιά! "Αν μέναμε μια μέρα άκόμα, θά πάθαινε ρευματι­ σμούς !»

74) Ό Γκάρυ, έπειτα άπό ένα άργό καί δλο προφυλάξεις σκαρψάλωμα, έφτασε έπαέλους κοντά σέ ένα είδος κινέζικου μοναστηριού. «Ά!, μουρμούρισε. Καταλαβαίνω τώρα τί έννοουσε ό ψαράς μέ τή λέξη άράχνη. Έννοουσε τίς κεραίες τού άσυρμάτου πού διακρίνω κοντά στό μοναστήρι... γιαπωνέζικου άσυρμάτου, σίγουρα!»

73) Καί ό Γ.κάρυ συνέχισε ?ό δρόμο του έρποντας άνάμεσα σέ βράχους και θάμνους, ώσπου έφτασε πολύ κοντά στήν πόρτα τού μοναστηριού. «ΛΑς μπω μέσα, σκέφτηκε. Ό Φρέσιγγερ δέ θά είναι μακρυά!» Ανέβηκε γοργά τα σκαλοπάτια κυττάζοντας γύρω, χωρίς νά δή τίποτα τό ύπο­ πτο. Στην πόρτα κοντοστάθηκε.


I

76) «Ησυχία!, μουρμούρισε. Δέν άκούω τί­ ποτα καί δέν ιβλέπω κανέναν! Αυτό είναι παρά­ ξενο! Τόσοι φρουροί δέν μπορεί νά φρουρουν έ­ να έρημο μοναστήρι!» Μά ή άλλόκοτη έκείνη γαλήνη καί τό μισοσκόταδο πού βασίλευε μέσα στό μοναστήρι δέν μπορούσαν νά φοβίσουν τόν άτρόμητο Γ κάρυ.

77) Στό μεταξύ ό «Μεγάλος Ιερέας» καί £νσς άπό τούς άνθρώπους του κύτταζαν μέ γουρλωμένα μάτια μια συσκευή. «"Αναψε ή πράσινη λαμπίτσα!, είπε ό άνθρωπος. Κάποιο άεροπλάνο βρίσκεται έδω κοντά!» «Τί!, φώναξε ό Μεγάλος Ιερέας. "Αναψε τώρα καί το κόκκινο φως! Κά­ ποιος μπήκε στό κτίριο! Στά όπλα δλοι!

78) Ό Γκάρυ διασκέλισε τό κατώφλι· τής πόρτας του μοναστηριού καί προχώρησε μέσα στό μισοσκόταδο. Καί τότε συνέβη κάτι τρομα­ κτικό. Τό έδαφος υποχώρησε κάτω άπό τά πό­ δια του! Μια -καταπακτή άνοιξε, άφήνοντας τό κορμί τού Αμερικανού νά περάση άπό τό, στό­ μιά της. Ό Γκάρυ άρχισε νά πέφτη, νά πέφτη, νά πέφτη. ..

79) Τήν ίδια στιγμή, ό γαλάζιος ουρανός έ'ξω γέμισε άπό κάτασπρες όμπρελλίτσες. ΤΗ­ ταν ό Φρέσιγγερ καί σί άλεξιπτωτιστές του. Τό άεροπλάνο, άφού έκανε έναν κύκλο έπάτνω άπό τούς άνθρώπους πού έπεφταν, ξεκίνησε πίσω γιά τή βάσι του, όδηγούμενο άπό τόν Μπόμπ, πού φούσκωνε τό στήθος του μέ καμάρι γιά τήν άποστολή του αυτή.

80) Μέσα σέ λίγα λεπτά, οί άλεξιπτωτισταί προσγειώθηκαν-, έλευθερώθηκαν άπό τά άλεξίπτωτά τους καί συγκεντρώθηκαν. Ό Φρέσιγγερ τούς είπε: «θά χωριστήτε σέ τέσσερις όμάδες μέ πέντε άνθρώπους ή καθεμιά καί μ’ ένα φορη­ τό τηλέφωνο. Κατεύθυνσις, τό μοναστήρι. Ό Γκά­ ρυ φορεί κίτρινο κιμονό καί μοιάζει μέ Κινέζο...»

81) Τό πέσιμο τού Γκάρυ σταμάτησε, δταν τό κορμί του συνάντησε όδυνηρά ένα σανιδένιο πάτωμα. Κύτταξε γύρω του. Βρισκόταν σ’ ένα •κελί φυλακήςΐ "Εβγαλε τόν ραδιοπομπό του καί είπε: «Ό Γκάρυ πρός τόν Φρέσιγγερ. Προσέξτε, μπαίνοντας στό μοναστήρι! Πίσω άπό τήν πόρτα υπάρχει, μια καταπακτή πού...» ί


82) Μια σαρκαστική φωνή άπό τό καγκελωτό παραθυράκι της πόρτας τόν διέκοψε: «"Ωστε, τό πουλάκι πιάστηκε στή φάκα, Ε; θέλησες νά μπης Εδώ μέσα και νά μάθης τό τρομερό μυστικό του μοναστηριού, μά δ θάνατος σέ νανου­ ρίζει τώρα στήν άγκαλιά του! θά πεθάνης σαν σκυλί πού είσαι, παλιό Κινέζε ! >

' 83) Μά τήν ίδια στιγμή ενα μπράτσο τόν άρ. πσξε άπό τό λαιμό σέ μιά στραγναλιστική λαδή ζίου<ίτσου καί ο άνθρωπος ταξίδεψε στή χώρα των όνείρων! ΟΙ στρατιώτες, πού είχοον μπη στό κτίρια άπό τήν πίσω πόρτα, Εσπασαν τήν πόρτα του κελιού μέ τούς ώμους τους 'καί Ελευθέρωσαν τόν παγιδευμένο Γκάρυ.

84) «Ευχαριστώ, παιδιά!», φώναξε ό Γκάρυ,, βγαίνοντας άπό τό κελί. ΤΗταν στενόχωρα έκεί μέσα! Εμπρός, τώρα! Δέν πρέπει νά χάσουμε στιγμή)!» Μια παράξενη ,μό^χη άρχισε τότε μέσα στα δωμάτια, στους διαδρόμους, και στα υπό­ γεια του μοναστηριού, μια άδυσώπητη πάλη, ό­ που ό θάνατος είχε τόν πρώτο καί τόν τελευταίο λόγο!

85) Στήν αύλή μια όμάς Αμερικανών προσ­ παθούσε ιά ξετρυπώση μερικούς Γιαπωνέζους, πού είχαν ταμπουρωθεΐ μέσα σ’ Ενα μικρότερο κτίριο μ’ Ενα πολυβόλο καί καθιστούσαν άδυνατη κάθε κίνηοι στήν αύλή. Τότε, Ενας στρατιώ­ της τράβηξε άπό τή ζώνη του μια χειροβομβίδα καί τήν πέταξε πρός τά Εκεί.

86 - 87) «Πέστε μπρούμυτα!» φώναξε στούς συντρόφους του. Τήν ίδια στιγμή τό Εδαφος κλο­ νίστηκε βίαια κάνοντας τούς στρατιώτες νά χά­ σουν τήν ισορροπία τους καί ό άέρας σκίστηκε άπό μιάν Εκρηξι,. πού ήτοτν σάν νά είχαν Εκπυρ­ σοκροτήσει είκοσι κανόνια μαζί. Καπνοί καί

κομμάτια άπό πέτρες ταξίδεψαν στον άέρα καί κροτάλισαν έπάνω στα κράνη τους! "Οταν ή άτμόσφαιρα ξεκαθάρισε, οί Αμερικανοί εΐδαν κατάπληκτοι δτι τό κτίριο Εκείνο είχε Εξαφανιστή. Ή χειροβομβίδα είχε πέσει, φαίνεται, Επά­ νω σέ κάποιο κιβώτιο μέ πυρομαχικά καί είχε προκαλέσει τήν Εκρηξί του.


88) Στό μεταξύ, ό 'Γκάρυ, συνοδευόμε\ος ά­ πό τόν ταγματάρχη Φρεσίγγερ καίμερικούς^στρατιώτες, έφτασε στό δωμάτιο του άρχηγού των Γιαπωνέζων και άντίκρυσε ένα φριχτό θέαμα: Ό άρχηγός των Γιαπωνέζων καί ό υπασπιστής του ήσαν νεκροί μέ την ,κοιλιά άνοιγμένη! Είχαν κάνει χαρακίρι!. ..

90) "Η πρώτη- σκέψις του Γκάρυ, δταν ή μάχη τελείωσε, ήταν νά πάη στόν Ισχυρό σταθμό άσυρμάτου, μέ τόν όποιο ήταν έφωδιασμένη ή μυστι­ κή έκείνη βάσις. «}θά στείλω ένα μήνυμα, εΐπε, £να όμορφο μήνυμα στους Γιαπωνέζους! θά τούς άναγγείλω μέ τόν ΐδιο τό σταθμό τους, τήν κατάληψι του Ναού της Σιωπής!»

89) Σ ιγά - σιγά ή μάχη ^τήρε τέλος μέ τήν έξόντωσι ή την αΙχμαλωσία των Γιαπωνέζων Οπε­ ρα απιστών του πρωτότυπου έκείνου κατασκοπι­ κού κέντρου. Οί άπώλειες των Αμερικανών τ σαν πέντε έλαφρά πληγωμένοι καί δυό κ· - ποος σοβαρά: «Μπράβο, παιδιά!, είπε ό Φρεσίγγερ. Βγάλατε άσπροπρόσωπο τόν Αμερικανικό στρα­ τό!...»

' 91) Κάθησε μπροστά στη συσκευή καί άρχι­ σε νά έκπέμπη-: «Ναός τής Σ-ιωπής! Ναός τής Σιωπής! Ειδικόν άνακοινωθέν γιά τόν Αύτοκρά'τορα τής Μαπωνίας Χιροχίτοί Αναγγέλλομε ευ­ χαρίστως δτι ή μυστική αύτή βάσις κατελήφθη καί δτι ό παιχύτατος διοικητής της έκοονε χαρα­ κίρι άπό τήν ντροπή του καί τήν άπελπισία του!»

ΠΡΟΣΟΧΗ! "

92) Τήν άλλη μέρα, ένας κινεζικός λόχος πήγε στό Ναό τής Σιωπής γιά νά παραλάβη άπό τούς Αμερικανούς, πού έπίταξαν ένα ποταμοκάϊκο γιά νά έπιατρέψουν στήν κατασκήνωσι δπου τούς περίμενε τό ύπερψρούριο καί ό Μπόμπ! 'Γιά μιά φορά άκόμα, ή τόλμη καί ή έξυπνάδα του Γκάρυ είχαν θριαμβεύσει...

Ή διεύθυνσις του «ΤΌΞΟΥ» βρίσκεται στή δυσάρεστη θέσι νά άναγγείλη δτι τό έπόμενο τεύχος τού περιοδικού δέν θά ·κυκλοφορήσή τήν έρχόμενη Παρασκευή (13 Ό κτωό,ρ ί ου), άλλά τήν άλλη Παρασκευή (20 Ό κ τ ω β ρ ί ο υ). *Η καθυστέρησις αύτή είναι άναγ.καστική καί προήλθε άπό τήν έλλειψι χαρτιού, Ιδιαίτερα στό σχήμα χαρτιού πού χρησι­ μοποιεί τό «ΤΟ^.Ο». Ευτυχώς, έντός των ήμερων, ή διεύθυνσις τού «Τόξου» πρόκειται νά ύπογράψη_ συμβόλαια μέ ξένη έταιρία χαρτιού γιά νά έξασφαλίση τήν άδιάκοπη κυκλοφορία τού περιοδικού. Ζητήστε δλοι τό «ΤΟ^,Ο» άπό τά περί­ πτερα τήν

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ


ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ! ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΠΑΑΦΟΥΡ •

(Συνέχεια άττό τή 2η σελίδα)

—"Ε! σεΐς^ έκεΐ πέρα, είπε, γιά έλαχε έδω! Μήπως μπορείτε νά ρθήτε πάνω στήν κουβέρτα καί νά μας δείξετε τήν πορεία; — Κανένα νέο κόλπο πάλι; ρώτησε ό "Αλαν. — Φαίνομαι (άνθρωπος πού τού άρέσουν τά κόλπα, ξεφώνισε ό καπετάνιος. Μου φτάνουν οί έγνιες μου! Πάμε χαμένοι, τ* άκουτε; Πάει τό μπρίκι μου! *Απ* τό τρομαγμένο του ύφος καί, πιό πολύ, άπ’ τόν άπελπισμένο τρόπο πού μιλούσε για τό καράβι του, καταλάβαμε καλά ^κι οί δυό μας πώς έλεγε την καθαρή άλήθεια. "Ετσι^ ό "Αλαν κι έγώ, χωρίς νά φοβόμαστε πια μή αάς σκαρώ­ σουν καμμιά βρωμοδουλειά, βγήκαμε στην κου­ βέρτα. Ό ουρανός ήταν καθαρός, φυσούσε δυνατά κι έκανε τσουχτεοό κρύο. ΤΗταν άκόμα πολύ φω­ τεινά, σχεδόν σάν μέρα, καί τό φεγγάρι ήταν γεμάτο καί σκόρπιζε τριγύρω πλούσιο φώς. Τό μπρίκι έφερνε βόλτα τή νοτιοδυτική παραλία τού Νησιού τού Μιούλ, πού τά βουνά του — καί πιό πολύ τό Μπέν Μόρ — απλώνονταν στά άριστερά μας κι ήταν σκεπασμένα άπό καταχνιά. Ή κορ­ φή τους δέ φαινόταν καθόλου. Τό «Κόβεναντ» πάλευε μέ τή θάλασσα χοροπηδούσε βαριά καί τά πλευρά του έτριζαν, καθώς τό χτυπούσε ή φουρτούνα πού έρχόταν άπ’ τά δυτικά. Ή νύ­ χτα δέ μοΰ φαινόταν πολύ άσχημη γιά ταξίδι, γι* αυτό κι άπορούσα μέ τήν τόση στενοχώρια τού καπετάνιου. Ξαφνικά δμως, καθώς τό πλοίο σκαμπανέβασε στή ράχη ένός μεγάλου κύματος, τόν είδα πού σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του καί μάς φώναξε νά τρέξουμε νά δούμε κάτι. Πέρα, μακριά, στό φως τού φεγγαριού, κάποιο περίερνο πράγμα έβγαινε πάνω άπό τά νερά σά ν* άνάβλυζε καμμιά πηγή, κι άμέσως ύστερα α­ κούσαμε μιά σινανή βουή. “Τί λέτε σεις πώς είναι; ρώτησε δλο θλίψη ό καπετάνιος. — Φαίνεται πώς ή θάλασσα σκάζει πάνω σέ κάποια ξέρα, είπε ό "Αλαν. Καί τώρα, πού ξέ­ ρετε πού άκριβώς είναι τό έπικίνδυνο μέρος, τί άλλο θέλετε; — Μπά;! είπε ό καπετάνιος. "Ωστε νομίζεις πώς μόνο αυτή ή ξέρα είναι μπροστά μας; Κι άληθινά, πριν προλάβη νά τελειώση αύτό πού έλεγε, άκούστηκε δεύτερος παρόμοιος θόρυ­ βος, κατά τό νοτιά. —"Αλλο! Έκεΐ πέρα!, είπε 6 Χοσίζον. Τά βλέπετε καί μόνος σας. "Αν τάξερα έγώ καλά αύτά τά μέρη, άν ήξερα γι* αυτές τις ξέρες, άν είχα κανένα ναυτικό χάρτη ή κι άν δέν είχα χά­ σει τόν Σουάν, ποϋταν ξεφτέρι σ* αύτά τά πράγ­ ματα, δχι μ* έξήντα γκινέες, μά ούτε καί μ’ έξακόσιες δέ θά μέ κατάφερνες νά φέρω τό μπρί­ κι μου νά τό τσακίσω σ* αύτό τό βραχότοπο. Κι έσύ, Κύριε, πού θά μούκανες καί τόν πιλότο, δέν τ* άνοίγεις τώρα τό στόμα σου, έ; — Φαντάζομαι, είπε ό "Αλαν, πώς αύτοί έδω θάναι οί Βράχοι τού Τόρραν. — Είναι πάρα πολλοί; ρώτησε ό καπετάνιος. — Μά τήν άλήθεια, Κύριε, έγώ ναυτικός δέν είμαι, θαρρώ δμως πώς πρέπει νά ταξιδέψουμε δέκα μίλια γιά νά τούς περάσουμε! Ό καπετάνιος κι ό κύριος Ρίτς άλληλοκοι­ τάχτηκαν. — Λέω πώς θά πρέπη νά ύπάρχη καί κάποιος δρόμος άνάμεσά τους, είπε ό καπετάνιος. — Καί βέβαια θά ύπάρχη! Δέ χωράει συζή­ τηση είπε ό "Αλοεν. Πού είναι δμως; Σά νά μού

φαίνεται πώς θάναι καλύτερα κοντά στή στεριά! — Μπά; είπε ό Χοσίζον. Τότε νά μή χάνουμε καιρό, κύριε Ρίτς. "Ας άφήσουμε τόν άνεμο νά μάς πάη κοντά-κοντά στό νησί ^του Μιούλ, ^καί τότε θάμαστε κοντά στή στεριά. "Ετσι μπορεί νά γλυτώσουμε κι άπ* αύτά τά βράχια τού Σατα­ νά! Πάμε κατά κεΐ, κι άν τσακιστούμε πουθενά, νάμαστε τουλάχιστον κάπου κοντά στό νησί. "Υστερα έδωσε διαταγή τού τιμονιέρη του κι έστειλε τόν Ρίτς στό παρατηρητήριο. Στό κατά­ στρωμα βρίσκονταν πέντε άντρες μονάχα, μαζί μέ τούς άξιωματικούς. Αύτοί δλοι κι δλοι είχαν μείνει γιά τις διάφορες δουλειές. ΟΙ δυό τους μάλιστα πληγωμένοι. "Ετσι, χρειάστηκε ν* άνέβη στό κατάρτι ό κύριος Ρίτς. Στάθηκε έκεΐ πάνω κοιτάζοντας προσεχτικά μπροστά καί, πότε-πό­ τε, μάς έλεγε κι έμάς ποϋμαστε στό κατάστρωμα. —*Η θάλασσα στά νότια είναι βαθειά! φώ­ ναξε. Κι ύστερ* άπό λίγο: , — Δέ φαίνεται νάναι καλύτερη κοντά στή στεριά. — Τί νά γίνη, τότε, κύριε; είπε ό Χοσίζον τού "Αλαν. Εμείς, πάντως, θά τραβήξουμε κατά κεΐ πού μάς είπατε σεΐς. Θαρρώ πώς τό ίδιο θά μπορούσα νά έμπιστευτώ κι έναν τυφλό βιολίστα. Ό θεός νά βάλη τό χέρι του, καί νάχετε δίκιο— πώς κοντά στή στεριά δέν έχει ξέρες! "Οσο πλησιάζαμε στό νησί, τόσο οί ξέρες άρ­ χισαν νά παρουσιάζωνται έδώ κι έκεΐ, όλοένα καί πιό κοντά, καί τέλος καί στόν ίδιο μας τό δρό­ μο. Ό κύριος Ρίτς φώναζε πότε-πότε ν* άλλάξουμε ρότα. Καί μιά φορά φτάσαμε τόσο κοντά σέ μιά ξέρα, ώστε, καθώς ένα κύμα έσκασε πά­ νω της, μάς πιτσίλισε δλους δσοι βρισκόμαστε στό κατάστρωμα. ΤΗταν τόσος ό άφρός, πού νό­ μιζες δτι είχε άρχίσει νά ψιχαλίζη. Εύτυχώς πού ή νύχτα ήταν πολύ φωτεινή κι έτσι μπορούσαμε νά ξεχωρίζουμε δλα τά έπικίνδυνα μέρη άπό μακριά, σά νάταν μέρα. Έγώ δμως ξεχώριζα καί τό πρόσωπο τού καπετάνιου, πού στεκόταν πάνω άπ’ τό κεφάλι τών άντρών του, πότε κοντά στόν ένα καί πότε στόν άλλο, καί μερικές φορές χτυπούσε καί τά χέρια του. Πρόσεχε διαρκώς καί τέντωνε τ* αυτιά του, ήταν δμως ήρεμος σά βράχος. Ούτε αύτός ούτε ό κύ­ ριος Ρίτς τάχαν καταφέρει καλά στή μάχη. ΕΙδα^ δμως πώς στή δουλειά τους ήταν πολύ γεν­ ναίοι, καί τούς θαύμαζα όλοένα καί πιό πολύ, γιατί έβλεπα πόσο είχε χλωμιάσει ό "Αλαν! (*Η συνέχεια στό έρχόμενο)

Έξαιρετικώς ένδιαψέρουσα

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ Ή διεύθυνσις τού «ΤΟΞΟΥ, θέλοντας νά^βοηθήση^ άπό τή μιά μεριά τούς άνα· γνώστες τού περιοδικού νά άγοράσουν φτη­ νότερα τά σχολικά τους βιβλία καί, άπό τήν άλλη μεριά, νά μεγαλώση τήν κίνησι τού «ΤΟΞΟΥ», προσφέρει σ* δλους τούς άναγνώστες του — διά του Βιβλιοπωλείου ΠΑΡΑΣΧΟΥ ΚΑΛΦΑΚΗ, Σταδίου 50 δλα τά σχολικά βιβλία τους μέ έ κπ τ ω σ ι 5% καί μιά τρίμηνη συνδρο­ μή τού περιοδικού μέ έκπτωσι 20% ! *Αναγνώστης του περιοδικού θεωρείται δποιος προσκομίση στό Βιβλιοπωλείο Π. Καλφάκη καί έπιδείξη άπλώς τέσσερα τεύχη του «ΤΟΞΟΥ» (Τεύχος 9 καί έπόμενα).


Μ.

42) Κατάπληκτοι και έντρομοι, οί ληατοπειρατές γύρισαν και άντίκρυσαν κάτι άπίστευτο. Τό παραπέτασμα τού καραβόπανου άνασάλεψε ξαφνικά, φούσκωσε και σκίστηκε στα δυο καί στο άνοιγμα πού σχηματίστηκε πρόδηλε ή μεγάλη πλώρη ένός πολεμικού. «Στα δπλαί, φώναξε ή Λαίδη μέ τά Πράσινα, θεέ μου! Βλέπω και τό Γεράκι επάνω! · . .»______

40) /ν\ε την τόλμη και την ^.1^4,^1^1^111101 πού τόν -χαρακτήριζαν, τό Γεράκι είχε διατάξει τόν Καλέμπ νά στρέψη τήν πλώρη τού καραβιού πρός τήν άκτή, χωρίς νά δώση σημασία στις δί­ καιες διαμαρτυρίες τού τελευταίου, Τά έξησκημένα μάτια του είχαν διακρίνει τήν άκτή νά σαλεύη καί είχε καταλάβει τί συνέβαινε καί πώς είχε χαθή ή «Λαίδη Σκάρλετ».

44) ' Λίγες στιγμές άργότερα, τό πολεμικό έμπαινε μέσα στον όρμο καί πλεύριζε στο μώλο, δίπλα στή «Λαίδη Σκάρλετ». Τό Γεράκι μαζί μέ τούς άντρες του πήδησε στή στεριά, ένώ, άπό τήν άλλη μεριά, ό θηλυκός κουρσάρος, ή Λαίδη μέ τά Πράσ.να, ώρμούσε πρός τό μέρος τους άκολουθούμενη άπό τούς ληστοπειρατές. «Εμπρός παιδιά!, φώναξε τό Γεράκι. Σαρώστε τους!. . .»

“σύγκρουσις πού άκολούθησε ήταν τραχειά, μά δέν κράτησε πολύ. Μέ τή μανία, πού ιούς είχε πιάσει γιά τήν κλοπή τής «Λαίδης Σ κάρλετ» καί τήν άπαγωγή τής Βέλβετ καί τού Τζέ­ ρεμυ, οί άντρες τού Γερακιού ρίχτηκαν σάν άγριόγατοι έπάνω στούς ληστοπειρατές. Οί κακούργοι άρχισαν νά πέφτουν ό ένας μετά τόν άλλο, ένώ η Φλό Φάρδιν ξεφώνιζε ύστερ'κά. . .

.τειγο: 'έλος, οί ληστοπειρατές άρχισαν νά παραδίδωνται. Σήκωσαν τά χέρια τους καί ζήτησαν έλεος. «Μή μάς σκοτώσετε!, παρακάλεσε ή Λαί­ δη μέ τά Πράσινα. Τό φορτίο είναι άκόμα έπάνω ατό καράβι σου, Γεράκι!» «Τί έγιναν όμως ή Βέλβετ καί ό Τζέρεμυ; φώναξε τό Γεράκι. "Αν έχουν πάθει τίποτα, θά σάς...» «Έδώ είμαστε, Γεράκι!», άντήχησε πίσω του ή φωνή της Βέλβετ.

μέ δάκρυα χαράς στά μάτια, ρίχτηκε στήν άγκαλιά τού άρραδωνιαστικού της. «Αγαπημένε μου!, μουρμούρισε. Πόοο είχα φοβηθή μήπως σέ είχαν σκοτώσει! Πώς κατώρθωσες νάρθής ώς έδω; Πού τό βρήκες αυτό τα καράβι;» Μά ό Τζέρεμυ τούς διέκοψε: «Ό Κα­ λέμπ σέ φωνάζει, Γεράκι ! Ανέβασε τούς αιχμα­ λώτους στά καράβια. Είμαστε έτοιμοι γιά νά σαλπάρουμε!» Ά


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚ


Καγιούκ ό τοξότης 1) Ό μεγάλος Εξερευνητής καί τ^οδιώκτης Καγιούκ, έπειτα Από Απίστευτες περιπέτειες καί χίλιους κινδύνους, είχε καταλήξει στήν Ν^εμπόρα, μιά μακρινή καί πλούσια χώρα της ^Αφρι­ κής, όπου — ώς φιλοξενούμενος τού καλςίΤ·^σιλιά Λανσεφέρ — περνούσε ειρηνικά τις μέρες του, γλεντώντας καί τραγουδώντας όμορφα νοσταλγικά τραγούδια καί σερενάτες.

Μια μέρα όμως, ένα όμορφο κορίτσι πλη* . σίασε τόν Καγιούκ καί τού Ανήγγειλε κάτι τρο­ μερό: ΤΗταν ή Ουρανία, ή κόρη τού βασιλιά Λανσεφέρ. <0 πρίγκιπας "Αργκους, εΐπε ή 00-. ρανία, έξάδελφος τού πατέρα μου, ώργάνωσε μιά Ανταρσία καί κυρίευσε τά Ανάκτορα, έδώ καί μισή ώρα I. .. Ευτυχώς ό πατέρας μου πρό­ λαβε κί’ έφυγε πριν τόν πιάσουν. ..»

%Λ I ^)

«I V/

σρννυν,

ίνΑ/

νμνι^,

ίΐίνιι

---------

ό πρίγκιπας "Αργκους είναι ένας σκληρός καί Απαίσιος Ανθρωπος, ουνέχισε τό κορίτσι. *Η χώ­ ρα θά ύπσφέρη κάτω Από αύτόν. Κι* έγώ θά είμαι μιά σκλάβα. . Τά ίπποτικά αισθήματα τού Καγιούκ ξύπνησαν. Τινάχτηκε όρθιος, πή­ δησε τόν τοίχο τού κήπου καί χάθηκε στή νύ­ χτα λέγοντας: «θά ξανακούσης γιά μένα, Ούρ<?ίν1«! >

5) «Καί θά ύπογράψω αυτό τό διάταγμα, συνέχισε, πού όρίζει ότι όλοι οί ένήλικες ύπήκοοι της Ντεμπόρα όφείλυον νά προσφέρουν ό καθένας ένός ,μηνός Εργασία στά βασιλικά κτή} ματα. "Ετσι θά πολλαπλασιάσουμε τά έσοδά μας, χωρίς...» "Ενα βέλος μπήκε σφυρίζοντας Από τό Ανοιχτό παράθυρο καί κάρφωσε τό διά­ ταγμα Επάνω στό τραπέζι!

4) Στό μεταξύ, μέσα στό διαμέρισμα τού βασιλιά Λ<χνσεφέρ, ό σφετεριστής τού θρόνου πρίγκιπας "Αργκους υπέγραφε τις πρώτες δια­ ταγές του. «Νά σταλούν Αμέσως Αποσπάσματα στήν έρημο γιά νά πιάσουν τόν Λανσεφέρ, έλε­ γε στόν υπασπιστή του, πριν αυτός προλάβη νά φτάση στή χώρα τού βασιλι,ά Μαρμούρ καί ζητήση ένίσχυσι έναντίον μας. . .»

6) Ό σφετεριστής τού θρόνου "Αργκους τι­ νάχτηκε όρθιος, κατάχλομος Από φόβο καί θυ­ μό. «Τί σημαίνει αυτό; ρώτησε τόν υπασπιστή του. θέλω νά βρεθή μέσα σέ λίγες ώρες ό Αν­ θρωπος πού έρριξε έναν Γιον μου αύτό τό βέ­ λος! ...» Μά 6 Αθέατος τοξότης, ό Καγιούκ, έτοιμαζότοα· κιόλας νά φύγη γιά νά βοηθήση τόν βασιλιά Λανσεφέρ.


7) Καθώς περπατούσε μέσα στόν κήπο με τήν καρδιά μαύρη άπό Απελπισία, ή όμορφη Ούρανία είδε τόν Καγιούκ νά σελώνη τό άλογό του καί τήν ίδια στιγμή είδε μιά όμάδα άπό στρατιώτες νά πλησιάζη Αθόρυβα πρός τό μέ­ ρος του, μέ σκοπούς πού δέν φαίνονταν καθόλου φιλικοί. Τό κοοίτσι, πού Αγαπούσε κρυφά τόν Καγιούκ, άφησε μιά κραυγή φρίκης.

δ) Αυτό ίσωσε τή ζωή του Κοιγιούκ. Ειδο­ ποιημένος Από τήν κροιυγή τής Ουρανίας, ό με­ γάλος έξερευνητής πρόλαβε κι* άρπαξε τό τρο­ μερό, όγκώδες ρόπαλό του. πήρε στάσι Αμύνης καί Αντιμετώπισε τούς στρατιώτες του σφετεριστού τού θρόνου "Αργκους, πού τόσο προδοτι­ κά είχοιν θελήσει νά τόν σκοτώσουν, ύπακούοντας στις διαταγές τού κυρίου τους!

9) Είναι δύσκολο νά περιγράψη κανείς αυ­ τό^ πού έπακολούθησε. Μέ τό ρόπαλό του στο χέρι, ό Καγιούκ ρίχτηκε Ανάμεσα στούς Αντι­ πάλους του καί άρχισε νά διαγράφη μ* αυτό τρομαχτικά ήμικύκλια. Κράνη καί Ασπίδες άρ­ χισαν νά σπάζουν μέ πάταγο καί άνθρωποι νά σωριάζωνται χάμω σάν χτυπημένοι άπό κεραυνό.

ΓΟ) Π ιό έπιδέξιος, πιό δυνατός καί πιό γορ­ γός καί ώπλισμένος μέ δεκαπλάσιο θάρρος Α­ πό τούς Αντιπάλους του, ό έξερευνητής Καγιούκ σκόρπισε^τόν πανικό Ανάμεσα στίς τάξεις τών στρατιωτών, μοιράζοντας καλοζυγισμένα καί Αποτελεσματικά χτυπήματα μέ τό ρόπαλο, τά χέρια του, τά πόδια του καί. . . τό κεφάλι του, ώπσου λίγοι έμεινοιν όρθιοι.

11) ’Έπειτα, ,μ’ ένα πήδημα βρέθηκε καβάλλα στό γρήγορο άτι του καί ξεμάκρυνε καλπά­ ζοντας. Καθώς έφευγε άπό τόν τόπο τής συγκρούσεως, φώναξε στούς στρατιώτες έπάνω άπό τόν ώμο του: «Πέστε στό σφετεριστή βασιλιά σας ότι, πριν περάσουν πολλές μέρες, ή προδοτική καί αίμοβόρα καρδιά του θά τρυπηθή άπό τό σπαθί ή τά βέλη τού Καγιούκ!»

12) "Επειτα άρχισε νά καλπάζη άγρια π( τήν έξοδο τής πόλεως, πρός τή μεγάλη πόρτα τού κάστρου,, όπου μιά μεγάλη κινητή γέφυρα ώδηγοΰσε στήν έλευθερία περνώντας έπάνω ά­ πό μιά μεγάλη τάφρο γεμάτη νερό! «ίΣηκώστε τή γέφυρα!, ούρλιαξε στούς (άντρες του ό Αρ­ χηγός τής φρουράς. Σηκώστε τή γέφυρα! Δέν πρέπει νά μάς ξεφύγη !»


13) Μά ό Καγιούκ δέν ήταν Από τούς Αν­ θρώπους πού μπορούν εύκολα νά παγιδευτούν. "Ωρμησε όλόϊσια έπάνω στους φρουρούς καί μέ μιά σπαθιά έκοψε τό σκοινί πού τραβούσαν. Ή γέφυρα πού είχε άνασηκωθή ξανάπεσε μέ βρόν­ το στή θέσι της κι* 6 Καγιούκ βγήκε Από τήν πόλι, πού είχε ξαφνικά βοεθή κάτω άπό τό πέλ­ μα ένός σκληρού βασιλιά. _____

Μ0ί

Λ

15) Τά άλογά τους ήσ<χν ξεκούραστα και δυνατά καί Ανήκαν σέ μιάν άπό τις πιό γοργές ράτσες Αφρικανικών Αλόγων. "Ετσι ό Καγιούκ, βλέποντας πώς κινδύνευε νά τόν πιάσουν, γύρι­ σε τά μπρός πίσω έπάνω στή σέλα του, έτοίμασε τό τόξο του, τράβηξε ένα βέλος άπό τή φαρέτρα του, σκόπευσε μέ προσοχή καί άρχισε νά τοξευη γοργά.

**

14) Μά οι στρατιώτες του "Αργκους δέν θεώ­ ρησαν Ακόμα τό παιχνίδι χαμένο. "Οσοι Απ’ αυ­ τούς είχαν μείνει γεροί Ανασυντάχθηκαν καί, μέ έπικεφαλής έναν άγριο καί μεγαλόσωμο λοχία, πέρασαν καλπάζοντας τή γέφυρα μέ τή σειρά τους καί ρίχτηκαν σέ μιάν Αδυσώπητη καταδίωξι του Καγιούκ, Αποφασισμένοι νά πιάσουν τόν έξερευνητή.

__

17) Σέ λίγα λεπτά, δέν είχε μείνει ζωντανι . καί γερός παρά μόνο ό λοχίας, πού ήτοιν έπι­ κεφαλής του Αποσπάσματος καί πού συνέχισε μέ λύσσα τό κυνηγητό. Ό Καγιούκ τότε του έπάιξε ένα έξυπνο κόλπο. Σηκώθηκε δρθιος έπά­ νω ρτή σέλα του. Αρπάχτηκε Από τά κλαδιά ένός δέντρου κι* έμεινε έκεΐ κρεμασμένος περιμένοντας.

ι16) Ό Καγιούκ είχε τή φήμη πώς ήταν ό καλύτερος τοξότης του κόσμου. Πραγματικά, τά Αποτελέσματα τών βελών του έπάνω στούς στρα­ τιώτες έδικαίωσαν τή φήμη του. "Ενα άλογο Α­ νορθώθηκε στά πίσω πόδια του, χτυπημένο, κι έπεσε παρασύροντας τόν καβαλλάρη. Ενας άλ­ λος στρατιώτης γκρεμίστηκε Από τή σέλα του μ· ένα βέλος στό λαιμό.

11*9) Καθώς ό λοχίας περνούσε Ανύποπτος κά­ τω Από τό δέντρο, κυνηγώντας τό. . . άλογο τού Καγ' ^ύκ, ένοιωσε κάτι ούρανοκοιτέβατο νά πέφτη επάνω του καί τά δυνατά μπράτσα του Κ ά­ γιου κ νά τόν τυλίγουν. Γιά μιά στιγμή, οι δυό άντρες διατήρησαν, τήν Ισορροπία τους κι* έπει­ τα έτϊεσοιν Από τή σέλα καί βρόντησαν χάμω.


19) ΆνταλΑάσσοντας τρομερά χτυπήματα, ό Καγιούκ κι* ό μεγαλόσωμος άντίπαλός του άρ­ χισαν νά συστρέφονται χάμω μουγγρίξοντας καί βλαστημώντας, ώσπου ί-πεσαν μέσα σ’ ένα μικρό ποτάμι, πού περνούσε έκεΐ κοντά. Έκεΐ άρχισε μιά θανάσιμη πάλη άνάμεσα στους δυό άντρες, πού χρησιμοποιούσαν άκόμα καί τά δόντια τους στόν Εξοντωτικό τους άγωνα!

) Δεν είχαν μπορέσει νά χρησιμοποιήσουν τά δπλα τους, μά στό τέλος ό λοχίας του γκους κατψερε νά τραβήξη ένα μοτχαΐρι καί δο­ κίμασε νά χτυπήση. μ* αυτό τόν Καγιούκ. Μά ό μεγάλος τυχοδιώκτης, πιό γοργός καί πιό Επι­ δέξιος, του άρπαξε τό ώπλισμένο χέρι καί, μέ μιά γροθιά στό σαγόνι, τόν έστειλε νά ταξιδέψη στόν κόσμο των όνείρων!

21) "Ησυχος πιά, χωρίς κανένα φό6ο καταδιώξεως, ό Καγιούκ, βρήκε τό άλογό του καί συνέχισε τό δρόμο του, ζητώντας όδηγίες άπό χωριάτες πού συνοτντούσε. Ό προορισμός του ταξιδιού του ήταν μιά έπαρχία του κράτους τής Ντεμπόρας πού, δπως είχε μάθει, είχε μείνει πι­ στή στό βασιλιά Λανσεφέρ. Εκεί ό Καγιούκ ήλπιξε νά βρή Ενισχύσεις...

22) "Οταν δμως έφτασε, μερικές μέρες άργότερα, σέ μιά γέφυρα, πού συνέδεε τήν Επαρ­ χία αυτή μέ τό ύπόλοιπο βασίλειο, βρήκε τρεις σιδερόφραχτους στρατιώτες νά τήν φρουρουν. Ό Κοιγιούκ σήκωσε τό δεξιό του χέρι^ σημάδι πώς έρνότοιν σάν φίλος, καί είπε: «Ζητώ νά, πε­ ράσω, ώ φρουροί! Δέν έχω Εχθρικούς σκοπούς «Ξέρεις τό σύνθημα;» ρώτησε ένας άπ’ αυτούς.

23) «Πώς μπορώ νά ξέρω τό σύνθημα, άφου έρχομαι γιά πρώτη φορά Εδώ; άπάντησε ό Καγιούκ. Τό μόνο πού ξέρω είναι δτι ή Επαρχία αυτή έμεινε πιστή στό βασιλιά Λανσεφέρ κι* έρ­ χομαι νά προσφέρω τή βοήθειά μου Εναντίον του Αργκους!» «Είναι (άνθρωπος του Λανσεφέρ !, είπε ένας άπό τούς φρουρούς. Τσακίστε τον, παι­ διά! Κομμοετιάστε τον!»

24) Μά ή άπάντησι τού Καγιούκ ήταν σύν­ τομη. σιωπηλή καί άποτελεσματική. Τράβηξε τό μεγάλο ρόπαλό του άπό τή σέλα, δπου ήταν κρεμασμένο, σπειρούνιασε τό άλογό του καί χύμηξε Επάνω στούς τρεις φρουρούς. “Ενα περι­ στροφικό χτύπημα μέ τό ρόπαλο άπέσπασε κροτυγές πόνου άπό τούς άντιπάλους του, πού δέν ήσοτν προετοιμασμένοι γιά μιά τέτοια έπίθεσι.


25) Μέσα σέ ιλίγες στιγμές ή σύγκρουσις εί­ χε πάρει τέλος. Σπρωγμένοι άπό τό άλογο του Καγιούκ καί χτυπημένοι άδυσώπητα άπό τό τρο­ μερό ρόπαλό του, οί τρεις κοδαλλάρηδες άναγκάστηκαν νά παραμερίσουν άπότομα, έπάνω % στή στενή γέφυρα. * Αποτέλεσμα: Τά άλογά τους έχασαν τήν ίσοροοπία τους και γκρεμίστηκαν στό κενό μαζί μέ τούς καδαλλάρηδες.

26) Ό Καγιούκ πέρασε γοργά τή γέφυρα κα;1 μπήκε στήν έπαρχία. Ή σύγκρουσι όμως δέν είχε περάσει άπαρατήρητη. "Ενας σκοπός, το­ ποθετημένος στήν κορυφή ένός βράχου, είδε αύτά πού είχαν συμδή καί, μέ διαπεραστικά σαλ­ πίσματα, ειδοποίησε τούς συντρόφους του, στό κάστρο τής περιοχής, δτι έχθροί είχοιν ,μπή στή χώρα! Ό Καγιούκ συνέχισε τό δρόμο του...

_# Ραντίζεστε τήν Τκπλη^ί τους δτα? εΐ 27) Στό μεταξύ, μέσα στό κάστρο, άκουσοιν τά σαλπίσματα τού σκοπού καί ή φρουρά άναστατώθηκε. Μήν ξέροντας δτι εΐχοιν νά κάνουν μ’ έναν μόνο άνθρωπο,· όλόκληρη, σχεδόν ή φρου­ ρά βγήκε άπό τό κάστρο καί ξεκίνησε καλπά­ ζοντας πρός τήν κατευθυνσι τής γέφυρας. «Εμ­ πρός, παιδιά!, οϋριλιαξε ό έπικεφαλής άξιωμαΤικός. θάρρος! ^Ηρθε ή ώρα τής μάχης!»

29) Μά δσο γενναίος κι* άν ήταν ό Καγιούκ, δσο Αποτελεσματικά κι*· άν ήσαν τά χτυπήματα του ροπάλου του, δέν μπόρεσε τελικά νά βγή νικητής, άπό τή μάχη έκείνη. Οί Αντίπαλοί του ήσαν πολυάριθμοι καί στό τέλος κατώρθωσαν νά τόν πιάσουν κάί νά τόν άφοπλίσουν. «'Οδηγήυτε τον στό βασιλιά!» διέταξε ό έπικεφαλής άξιωμοττικός.

δτι ό «έχθρός», πού είχε είσδάλει στήιΛέπαρχία, ήταν ένας όλομόναχος άντρας, πού μάλιστα δέν φορούσε καί σιδερένια πανοπλία. Ή έκπληξί τους δμως έγινε άκόμα πιό μεγάλη, δτοτν δια­ πίστωσαν ότι* ό όλομόναχος έκεΐνος άντρας πο­ λεμούσε σάν. ένας όλόκληρος λόχος άπό στρα­ τιώτες ! Τό τρομερό ρόπαλο άρχισε νά σκορπά τούς κεραυνούς του!

30)ί «3θά μέ όδηγήσουν στόν Λανσεφέρξ σκέφτηκε ό Καγιούκ μέ χαρά. Σώθηκα! Ό Λανσεφέρ ξέρει καλά πώς είμαι φίλος του. ..» "Έμεινε έμδρόντητος δμως όταν τόν ώδήγησαν μπροστά στόν... "Αργκους, πού είχε στό μεταξύ κυριεύ­ σει τήν πιστή στόν Λανσεφέρ έπαρχία! «Ό Κα­ γιούκ πάλι, §; γρύλλισε ό "Αργκους. Ό Μπαράρ, ό δήμιος, θά χαρή πολύ!»


31) «ΓΕλα μέσα, Μπαράρ!, συνέχισε ό "Αρ­ γκους. "Εχω δουλειά για σένα!» Ό Καγιοακ γύρισε καί είδε έναν άντρα νά μπαίνη. Ήταν 6 Μπαράρ, ό δήμιος του "Αργκους, ένας τρομε­ ρός γίγαντας, σκληρός καί κακός, πού στην καρδιά του.δέ χωρούσε κανένα συναίσθημα οί­ κτου γιά τούς συνανθρώπους του. «Είχα άρχίσει νά πλήττω, Μεγαλειότατε!» γρύλλιοε. .

33) "Επειτα, χωρίς νά κοντοσταθή ούτε δεύ­ τε οόλεπτο πέρασε πίσω άπό τόν σφετεριστή τού θρόνου, τού έβαλε τή λεπίδα κάτω άπό τό λαι­ μό καί μουρμούρισε: «Οι δυό μας τώρα, άγο* πητέ μου "Αργκους ! Δέν ήρθε Ακόμα, ή μέρα της νίκης γιά τους έχθρούς τού Καγιούκ! Καί ήρθε, Απεναντίας, ή μέρά της τιμωρίας σου γιά τό κακό πού έκανες στόν Λανσεφέρ!»

35) Ό κύκλος δμως τών στρατιωτών σφιγ­ γόταν σιγά-σιγά δλο καί πιό πολύ γύρω άπό τόν Καγιούκ, πού καταλάβαινε δτι, παρ’ δλα τά πλεονεκτώαοτα τής θέσεώς του„ δέ θά κατάφερνε νά βγή ποτέ άπό έκεΐ * μέσα ζωντανός! "Αρπαξε λοιπόν τόν "Αργκους άπό τή μέση, τόν σήκωσε ψηλά καί τόν πέταξε μέ δύνκχμι έπάνω στούς Ανθρώπους του!

32) Ό Κάγιουκ κατάλαβε πώς^τό παιχνίδι ήταν χαμένο. Μιά μόνο έλπίδα του έμενε γιά νά γλυτώση άπό τό θάνατο, μιά μοναδική ευ­ καιρία, που ό μεγάλος ταξιδιώτης δέν άφησε νά τού ξεφύγη. Μέ γρηγοράδα πάνθηρος, ό Καγιούκ ώρμησε πρός τόν "Αργκους, άρπαξε τή λαδή τού σπαθιού που κρεμότ<χν στό πλευρό του και τό τράβηξε 1

9

·

34) ΟΙ στρατιώτες τού "Αργκους κινήθηκαν πρός τά έμπρός, μά ή φωνή τού Κοιγιούκ τους σταμάτησε: «Φίλοι μου, είπε, δέ συνηθίζω νά σκοτώνω χτυπώντας άπό πίσω, έστω κ,ι’ άν πρό­ κειται γιά έρπετά σαν τόν "Αργκους! θά τόν σκοτώσω δμώς άν πλησιάσετε περισσότερο!» 4Μή. . . μή. . . μήν πλησιάζετε!., τραύλισε ό "Αρ­ γκους τρομαγμένος. Άφή...στε τον... νά φύ> I-

36) "Επειτα, ένώ ή σύγχυσι καί ή Αταξία έπικροτούσε Ανάμεσα στούς στρατιώτες, πού προσπαθούσαν νά Απαλλαγούν δ ένας άπό τόν άλλον ούρλιάζοντας άπό θυμό, ό Καγιούκ γύ­ ρισε, κρατώντας πάντα τό μεγάλο σπαθί του "Αργκους. καί ώρμησε σάν βολίδα πρός ένα με­ γάλο άνοιγμα, πού έχασκε μέσα στόν πέτρινο τοΐχο, πρός τό μέρος τής αύλής.


37) Βγαίνοντας άπό τό άνοιγμα αυτό ό Κάγιούκ βρέθηκε φάτσα μέ φάτσα μέ τό θάνατο. Τά πόδια του συνάντησαν τόν άδειο άέρα καί μέ δυσκολία κατώρθωσε νά κρατηθη άρπάζοντας ,μέ τά χέρια^ μιά προεξοχή του τοίχου. Καθώς όμως άπομακρυνόταν περπατώντας έπάνω σ’ έ­ να στενό πεζούλι, ένας τοξότης πρόβαλε άπό τό άνοιγμα κι** έβαλε ένα βέλος στό τόξο του. .

'38) Μά ό Καγιούκ, πού σέ τέτοιες στιγμές κιν­ δύνου άποκτοΰσε αισθήσεις κυνηγημένου άγριμιομ, έδρασε π ιό γοργά άπό τόν άντίπαλό του. Μέ μιάν άπότομη κίνησι τού μπράτσου του, τί­ ναξε πρός τά έμπρός τό σπαθί τού ’Άργκους, πού σάν βέλος, μέ την αιχμή μπροστά, πήγε καί καρφώθηκε στό στήθος τού τοξότη πού γκρε­ μίστηκε κάτω, νεκρός.

39) Ή νίκη του δμως αύτή πού τόν έσωσε άπό τό Θάνατο, τόν άφησε άοπλο, χωρίς τό σπα­ θί τού σΦετεριστοΰ τού θρόνου. Τήν έπομένη στι­ γμή, ό Μπαράρ, ό φριχτός δήμιος, πρόβαλε ά­ πό τό άνοιγμα καί προχώρησε πρός τό μέρος του μέ τό σπαθί του προτεταμένο, μορφάζοντας άπαίσιος σίγουρος γιά τή νίκη καί διψασμένος γιά αίμα* ·.

40) Ό Μπαράρ έσπρωξε τό σπαθί του πρός τά έμπρός, έιλπίζοντας νά διαπεράση τό σώμα τού Καγιούκ άπ’ άκρη σ’ άκρη. Μά ό Καγιούκ, μ* ένα έπιδέςιο πήδημα πού θά τό ζήλευε κι' ό πιό Επιδέξιος άκροβάτης, βρέθηκε πίσω άπό έ­ να χοντρό, ξύλινο δοκάρι, πού ύποστήριζε ένα μπαλκόνι. "Ετσι τό σπαθί τού δημίου συνάντη­ σε, δχι σάρκα, άλλά τό σκληρό ξύλο. .... ·τ·

* . 41, Ό Μπαράρ, ό δήμιος μέ τήν άδυσώπήτη καρδιά, δέν πρόλαβε νά τραβήξη πίσω τό σπα­ θί του καί νά ξαναχτυπήση. Ό Καγιούκ δέν τού έδωσε τον καιρό. “Αρπαξε τό δοκάρι μέ τά μπρά­ τσα του, άφησε τό κορμί του νά κινηθή περι­ στροφικά, σάν έκκρεμές, καί τά δυνατά πόδια του συνάντησαν τό στήθος τού δημίου μέ φόρα καί δυναμι.

42) Μιά κραυγή πόνου βγήκε άπό τό στή­ θος τού Μπαράρ, όταν τά τακούνια τού Καγιούκ τόν χτύπησαν. Τό κορμί του κλονίστηκε μπρόςπίσω, τά πόδια του έχασαν τό ύποστήριγμά τους Κ<*ί, χάνοντας τήν Ισορροπία του, ό δήμιος μέ τή μαύρη καί διψασμένη γιά αίμα ψυχή --- 1 · Λ 1 έπεσε στό κενό ουρλιάζοντας σάν κολασμένο πνεύμα άμαρτωλου.


..........,

43) Μά <6ι δεύτερος αύαός κίνδυνος δέν είχε άκόμα περάσει καί ή ψυχή του δημίου δέν είχε καλά - καλά φτάσει στήν κόλασι, δταν ό θάνα­ τος άρχισε πάλι νά παίζη μέ τόν Καγιούκ, δπως ή γάτα μέ τό ποντίκι. "Ενας τοξότης άπό κάτω, άπό τήν αυλή του κάστρου, όπου κοίτονταν τώρα οΐ δυό άντίπαλοι του Καγιούκ, άρχι­ σε νά του στέλνη μυτερά βέλη!

44) "Ενας τρόπος μόνον υπήρχε γιά νά γλυ-' τώση άπό τά -βέλη. Νά κρυφτή πίσω άπό τό * δοκάρι Μά καί πάλι τό διάστημα £κεΐ ήταν πο­ λύ στενό καί δέν μπορούσε νά κινηθή μέ άνεσι. Εξάλλου, άπό στιγμή, σέ στιγμή κάποιο βέλος θά περνούσε ξυστά στό ξύλο καί θά τόν κάρφω­ νε! Αποφάσισε λοιπόν νά μή μείνη περισσότερο στή θέσι αυτή.

45) Βγήκε άπό τήν κρυπτή του, άφησε τό κορμί του νά γλυστρήση στό κενό καί κρατή­ θηκε μέ τά δάχτυλά του στήν άκρη του πεζου­ λιού. Ό τοξότης άπό κάτω -έξακολουθούσε νά ραντίζη,τόν τοίχο μέ τά βέλη του, ένώ συγχρό­ νως φώναζε:" «Βοήθεια παιδιά! Τρέξτε!^ Βοή­ θεια! Τόν κρατώ! Τρέξτε νά τόν πιάσουμε ζων­ τανό! ...»

46) Ό Καγιούκ ζυγησε τότε καλά τό κορμί του, παράτησε τό πεζούλι κι’ έπεσε μέ τή γρη­ γοράδα λαιμητόμου! "Εξη μέτρα πιο κάτω, συ­ νάντησε τό κορμί του τοξότη, τή στιγμή πού αύτός έτοιμαζόταν νά βάλη στό τόξο του ένα άκόμα βέλος,., καί τόν τσάκισε κάτω άπό τό βάρος τού σώματός του, χωρίς ό Ιδιος ό Καγιούκ νά πάθη τίποτα!

47) Ό μεγάλος ταξιδιώτης καί τυχοδιώκτης μάζεψε άπό χάμω τό τόξο καί τή φαρέτρα του' νεκοού στρατιώτη καί άνωρθώθηκε έτοιμος γιά δρασι. ΟΙ έχθροί του δέν μπορούσαν ούτε νά 6ποψιαστοΰν πόσο τρομερό καί πόσο άποτελ^σματικό όπλο ήτοτν ένα τόξο στά χέρια τού Καγιούκ. Μόνο δσοι είχαν δοκιμάσει τά άποτελέσματά του τό ήξεραν αύτό, καί. .. ήσαν δλοι τους νεκροί!

48) Καί τότε άπό τή μεγάλη θολωτή πόρτα ένός πυργίσκου άρχισαν νά βγαίνουν τρέχοντας πάνοτΐλοι στρατιώτες. «Τόν' κροαούμε!, φώναζαν. Απάνω του!;» Ό Καγιούκ, μέ ήρεμες κινήσεις καί χωρίς νά βιάζεται καθόλου, £βαλε τρία βέλη στό τόξο του, τράβηξε τή χορδή σημάδεψε μέ προσοχή ’ καί, «ντάν!», τρία βέλη ξεκίνησαν σφυρίζοντας στόν άέρα.


49) Τρεις άπό τούς στρατιώτες, πού έτρεχαν μπροστά, έπεσαν χτυπημένοι άπό τά βέλη. "Ε­ νας άλλος πού έρχόταν π ιό πίσω δέχτηκε ένα βέλος στό κέντρο της άσπίδας του, πού τρυπησε Ήέρα - πέρα, καί σωριάστηκε χάμω όταν ή αίχι^ί του βέλους έφτασε ώς τήν καρδιά του!... Κι* άλλοι στρατιώτες βγήκαν τότε άπό τόν πυρ­ γίσκο γιά νά γνωρίσουν τό θάνατο.

50) Στό τέλος δμως τά βέλη του ΚαγΤςύκ σώθηκαν καί ό μεγάλος ταξιδιώτης βρέθηκε τίάλι μπροστά στόν κίνδυνο νά αίχμαλωτισθή ή να σκοτωθή. ,Πέταξε λοιπόν τό τόξο καί τήν άδεια φαρέτρα γύρισε τά μπρος πίσω καί άρχισε νά φεύγη άνεβαίνοντας καί κατεβαίνοντας σκάλες, κυνηγημένος άπό τούς στρατιώτες του "Αργκους;

51) >Μά δέν άργησε νά βρεθή σέ κρίσιμη καί άπεγνωσμένη θέσι. Καθώς έφευγε τ ρέχοντας, έφτάσε σέ μια γωνιά τού κάστρου, δπου δέν ύπήρχε καμμιά διέξοδος, 'έκτός άπό μιά σκάλα. πού φρουρούσαν δυό στρατιώτες, Μέ μεγάλα πηδήματα, ό Καγιούκ βρέθηκε στό κεφαλόσκαλο. "Ενα σπρώξιμο καί μιά γροθιά άνοιξαν τό πέρασμα!

52) Μιά άλλη όμάδα άπό στρατιώτες τόν περίμενε σέ μιά ταράτσα, πέρα άπό τό κεφα­ λόσκαλο. Ό Καγιούκ άρπαξε άπό τούς χτυπη­ μένους άντιπάλους του ένα σπαθί κι* ένα άκόντιο καί ρίχτηκε σέ μιάν άπεγνωσμένη μάχη. ιΜά ό μεγάλος τυχοδιώκτης καταλάβαινε πώς δέ θά μπορούσε νά κρατήση πιά γιά πολλή ώρα.

53) Δεκάδες σπαθιά καί άκόντια απλώνον­ ταν πρός τό μέρος του άπό παντού, ζητώντας νά τού τρυπήσουν τό κορμί, κι* ό ’Καγιούκ υπο­ χωρούσε χωρίς δμως νά παύη ούτε στιγμή νά σκορπά τό θάνατο. Υποχωρούσε άνυποψίαστος πρός τό στόμιο μιας στέρνας, πού χρησίμευε γιά νά συγκεντρώνη τά νερά της βροχής. Ξαφνικά...

... γιά νά ,φχοφύγη μιά σπαθιά, ό Καγιούκ έκανε ένα άκόμα βήμα πίσω. Τά πόδια του συνάντησαν τό πεζούλι τής στέρνας καί τό κορμί του έχασε τήν Ισορροπία του κι* έπεσε στό κενό! Εύτυχώς δέ χτύπησε στά πέτρινα τειχώματα τής στέρνας, άλλά έπεσε κατευθείαν στό νερό, ζαλισμένος καί σαστισμένος άπό τό άπροσδόκητο έκεΐνο γεγονός. . .


V

α

Μ

θι ν.

V

'// /γ

55) Ό στρατιώτης, -πού είχε άναγκάσει^ τόν Καγιούκ νά πέση στή στέρνα, έτρεξε στόν ’Άργκους για νά άναγγείλη στο βασιλιά του μέ υπερηφάνεια πώς 6 ξένος ήταν νεκρός, περιμένοντας μιά πλούσια άμοιβή. «Σκότωσε τόν Μπαράρ, τόν πιό πιστό καί πιό άφοσιωμένο άνθρω­ πό μου!·, γρύλλισε ό “Αργκους. Ό διάβολος νά πάρη τήν ψυχή του Καγιούκ!»

..._______ -............ ...

..

-

...

____

ν

__

56) Μά ό Καγιούκ δέν ήταν νεκρός και ^ ψυχή του δέν είχε άκόμα άποσπ<χσθή άπό τό σώ­ μα του. · Κρατώντας τήν άναπνοή του ό έξερευνητής βούλιαζε, βούλιαζε, όλοένα μέσα στη στέρνα, πού εΐχε άρκετό βάθος. Στό τέλος, τό κορμί του συνάντησε τόν πέτρινο βυθό. Τά πό­ δια του τεντώθηκαν άπότομα κΐ’ άρχισε ν* άνεδαίνη πάλι γοργά πρός τήν έπιφάνεια. --

/

ς

\' / 57) Κότταξε γύρω του καί είδε μέ άποριία καί χαρά ένα θολωτό άνοιγμα στόν τοίχο _ της στέρνας, λίγο ψηλότερα άπό τή στάθμη του νε­ ρού. Γεμάτος έλπίδες, κολύμπησε πρός τά έκει άρπάχτη,κε άπό τά χείλη του άνοιγ^ίάτος και μέ μιαν άπότομη κίνησι βγήκε άπό τό νερό και χώθηκε μέσα στό άνοιγμα, άναρωτωμενος τι θα συναντούσε.

59) Περπάτησε έτσι γιά ένα ή δυό λεπτά καί ξαφνικά σταμάτησε ζαρώνοντας τά φρύδια του. Μιά πόρτα, μιά γερή πόρτα μέ σιδερένια, χοντρά κάγκελα έφραζε τήν έξοδο τής γαλα­ ρίας! ΤΗταν φυλακισμένος... θαμμένος ζωντα­ νός μέσα στά έγκατα του κάστρου, χωρίς κανέ­ νας νά ύποψιάζεται τήν ϋπαρξί του έκει! Αυτό ήταν χειρότερο άπό τό δήμιο!

58) Προχώρησε πασπατευτά μέσα στό μισο­ σκόταδο. Τό έδαψος ήταν υγρό καί γλυστερό καί ό άέρας μύριζε ύγρασία καί μούχλα. Τερά­ στια ποντίκια άναπηδούσαν σέ κάθε βήμα του κι* έτρεχαν νά κρυφτούν μέ γρυλλίσματα. ΤΗταν μιά γαλαρία, πού οί χτίστες είχαν άφήσει γιά νά φτάνουν ώς τή στέρνα κάθε φορά πού θά χρειαζόταν νά τήν έπισκευάσουν.

60) “Αρπαξε τά κάγκελα μέ τά χέρια του, στήριξε τό πόδι του στή μέση τής -πόρτας καί δοκίμασε νά λυγίση τά σίδερα γιά νά σχηματίση ένα άνοιγμα άρκετό γιά νά περάση τό κορ­ μί του, μά δέν κατάφερε τίποτα. Απελπισμένος, άρχισε νά χτυπά μέ τις γροθιές του τήν πόρτα γιά νά τραδήξη τήν προσοχή τώνΐ φρουρών. ..


I! ■Π .1/1!

% 61) "Ενας φρουρός, πού έκανε τή βάρδια του στα υπόγεια του κάστρου,, άκουσε τό θόρυ­ βο καί, έκπληκτος, πλησίασε γιά νά δη τί συνέβαινε. Κότταξε άπό τά κάγκελα της πόρτας μά δέν είδε τίποτα. "Ακούσε μόνο ένα βογγητό καί μια άδύναμη φωνή πού ζητούσε βοήθεια: «-Βοή­ θεια! Πε... βαίνω!» ^Ηταν ό Καγιούκ πού έ­ παιζε ένα πολύ τολμηρό κόλπο.

62ή 'Ό φρουρός έπεσε στήν πάγίδα. Γεμάτος άπορία καί περιέργεια, δέν κάθησε νά σκεφτή δτι ή πόρτα αύτή ώδηγούσε στη στέρνα κι’ δτι ό Καγιούκ είχε πέσει στή στέρνα αύτή πριν άπό λίγο. "Ανοιξε τήν πόρτα καί... βρέθηκε στήν δχι καί τόσο τρυφερή άγκαλιά του Καγιούκ, πού μέ μιά γερή χειρολαβή του τόν έθεσε έκτός μάχης κοιμίζοντάς τον για πολλή ώρα.

Μ

4&·.

Λ 63) "Ετσι για μιάν άκόμα φορά ό Καγιούκ βρέθηκε έλεύθερος μέσα στό κάστρο τού "Αργκους. Δέ δυσκολεύτηκε νά προμηθευτή ένα τό­ ξο, μιά φαρέτρα μέ βέλη κι* ένα 'καλό σπαθί καί, παρακολουθώντας μιά περίπολο, κατάφερε νά προσανατολισθή καί νά μάθη πού βρίσκονταν τά διαμερίσματα τού σφετεριστου τού θρόνου "Αργκους...

64) Μέ άπειρες προφυλάξεις, ό Κοεγιούκ βγή­ κε σέ μιά ταράτσα, σκαρφάλωσε στις έπάλξεις καί, φροντίζοντας νά μένη πάντα στούς Ισκιους πού έρριχνε τό φεγγάρι, άρχισε νά σέρνεται μέ ποοσοχή πρός τό παράθυρο, δπου λίγο νωρίτερα ό μεγάλος ταξιδιώτης κινδυνέυσε νά βρή τά θάνοττο άπό τό σπαθί τού δημίου Μπαράρ, τού άνθ^ώπου μέ τή μαύρη ψυχή.

X

65) "Οταν ό "Αργκους άντίκρυσε οτό άνοι­ γμα τού παραθύρου τόν Καγιούκ, πού πίστευε ώς νεκρό, νόμισε δτι είχε μπροστά του ένα φάν­ τασμα κι* ένα δυνατό ρίγος διαπέρασε τό κορ­ μί του. Ό άνθρωπος έ κείνος, πού τίποτα στόν κόσμο δέν είχε φοβηθή ώς έκείνη τή στιγμή, έ­ τρεμε τώρα μπροστά σέ μιά «όπτασ(.α», δπως φανταζόταν, πού είχε έρθει άπό τόν άλλον κό-

66) Μά γρήγορα συνήλθε καί κατάλαβε δτι αύτό πού έβλεπε δέν ήταν ένα φάντασμα, άλλά ό Ιδιος ό Καγιούκ πού μέ κάποιον τρόπο^ είχε κατορθώσει νά ξεφύγη άπό τά νύχια τού θα­ νάτου! Μέ μιά γοργή κίνησι άρπαξε μιά σάλπιγγος πού ήτοιν τοποθετημένη δίπλα του, έπάνω στό τραπέζι, καί έτοιμάστηκε νά σαλπίση , γιά νά καλέση τούς άνθρώπους του.


67) Μά ό Καγιούκ, πού ήταν ό π ιό Επιδέξιος τοξότης του κόσμου περίμενε τήν κίνησι αυτή. Είχε κιόλας άρπάξει ένα βέλος, τό είχε περάσει στό τόξο του, είχε σημαδέψει και είχε τεντώσει τή χορδή, πριν ή σάλπιγγα ψτάση στα χείλη του "Αργκους. Τό τόξο σφύριξε στόν άέρα, χτύπησε έπάνω στή σάλπιγγα καί τήν άπέσπασε άπό τό χέρι τού κατάπληκτου "Αργκους!

68) Τότε ό "Αργκους, άφρίζοντας άπό λύσσα, τράβηξε τό σπαθί του, τινάχτηκε όρθιος μέ εύλυγισία άξιοθαύμαστη για τό παχύ, μεγάλο κορμί του καί άντιμετώπισε τόν Καγιούκ. «θά πεθάνης άπόψε, παλιόσκυλο!» ούρλιαξε. «θά μπορούσα νά χτυπήσω τό στήθος σου άντί γιά' τή σάλπιγ­ γα I, εΤπε ό Καγιούκ. "Ηθελα όμως νά δοκιμάσω τό σπαθί σου! Εμπρός!»

69) Ό "Αργκους ώρμησε μέ δλη τή φόρα τού μεγάλου κορμιού του έπάνω στόν 'έξερευνητή Καγιούκ καί άρχισε νά διαγράφη κύκλους θανάτου μέ τή σπάθα του, φωνάζοντας: «Νά τό σπαθί μου! Δοκίμασε τό σπαθί μου, Καγιού&Λ Δοκίμασέ το, παλιόσκυλο!» Μά ό Κοιγιούκ είχε κιόλας σκύψει, άποψεύγοντας τά χτυπήματα πού θά του χάριζαν τό θάνατο.

70) Ξεστομίζοντας φριχτές βλαστήμιες, ά "Αργκους άλλαξε τακτική καί άρχισε νά σπαθίζη ΐτιό χαμηλά, σίγουρος πώς αυτή τή φορά ή σπάθα του θά συναντούσε τό κορμί τού Καγιούκ καί πώς ή άτσάλινη λεπίδα θά χωνόταν στή σάρ­ κα του. Μά καί πάλι ό Καγιούκ, προβλέποντας τήν άλλαγή αυτή, άπέφυγε τις σπαθιές πηδών­ τας ψηλά στόν άέρα!...

71) Σέ λίγο, ό μεγαλόσωμος καί παχύς σφε­ τεριστής τού θρόνου τού Λανσεφέρ, λαχανιασμέ­ νος άπό τή μεγάλη προσπάθεια πού είχε καταβά­ λει για νά έξοντώση τόν άντίπαλό του, κοντοστάθηκε γιά νά πάρη άνάσα. Αύτό στάθηκε μοι­ ραίο γιά τό σκληρό ψευτοβασιλιά. Γιατί τήν ίδια στιγμή τό σπαθί τού Καγιούκ τινάχτηκε πρός τά έμπρός καί κάρφωσε τήν άπάνθρωπη καρδιά του!

72) Μά ή κλαγγή τών όπλων καί οί φωνές τού "Αργκους είχαν κιόλας άναστατώσει τό κά­ στρο. Ή φρουρά τού νεκρού "Αργκους ξεσηκώ­ θηκε κι* έπιασε όλα τά περάσματα γιά νά μήν άφήση νά ξεψύγη ό νεαρός τυχοδιώκτης. Ό Καγιούκ, γλυστρώντας σάν Ισκιος μέσα στή νύχτα, άνέβηκε γοργά τις πέτρινες σκάλες που ώδηγούσανέπάνω^ϊτί^^^πάλξε^


73) Μά ένα ισχυρό απόσπασμα ξεπρόβαλε άπό τήν πόρτα ένός πυργίσκου καί του έφραξε τό δρόμο. Έξηντλημένος πια άπό τις περιπέτειες της ή μέρας, ό Καγιούκ έσφιξε τά δόντια του, συγκέντρωσε τις δυνάμεις πού του άπέμειναν καί άρχισε έναν άπεγνωσμένον άγω να. μόνος έναντίον είκοσι! Μέ τό σπαθί του σκόρπισε τό θά,νατο άνάμεσα στούς ιέχθρούς του. . .

75) Μέ μεγάλες άπλωτές άρχισε νά διασχίζη τό νερό, ένώ γύρω του έπεφτε μιά βροχή άπό μυ­ τερά βέλη, πού έκαναν τό νερό νά κοχλάζη σάν νά έβραζε. Τό φεγγάρι φώτιΓε ζωηρά τό τοπίο καί. κρίνοντας έπικίνδυνο νά βγή άπό τό χαντά­ κι μέ τό νερό, ό Καγιούκ πήγε καί κρύφτηκε στά καλάμια πού φύτρωναν πυκνά στις όχθες του.

74) Γιά μερικές στιγμές φάνηκε σάμπως οί άντρες του "Αργκους νά έπρόκειτο νά χάσουν ιό κουράγιο τους .καί νά τό βάλουν στά πόδια. Μά σέ λίγο έφτασαν καινούργιες ένισχύσεις καί οί στρατιώτες ρίχτηκαν έπάνω του, ούρλιάζον-1 τας: «<Δέ μάς γλυτώνεις τώρα! Έκδικηθήτε γιά τό θάνατο τού βασιλιά μας! Κομματιάστε τον!» Μά λογάριαζαν χωρίς τόν ξενοδόχο. Γιατί ό Καγιούκ. δταν είδε δτι έφτασε πιά ή τελευταία του 6©:ιγμή, έγειρε προς τά πίσω κΓ άφησε τό κορμί του νά πέση μέσα στά στεκούμενα νερά τής τά­ φρου πού έζωνε τό κάστρο.

<ι\\

76) Αίγες^-στιγμές άργότερα, δεκάδες στρα­ τιώτες βγήκαν άπό τό κάστρο καί μέ μικρές σχε^ δίες άρχισαν νά ψάχνουν τά καλάμια σπίθα·,Λ πρός σπιθαμή. Γιά νά ξεφύγη, ό Καγιούκ ήταν άναγκασμένος νά μετακινήται κάθε τόσο, νά κά­ νη βουτιές κάτω άπό τό νερό ή νά καμουφλάρη τό κεφάλι του, στολίζοντάς το μέ φύλλα άπό κα­ λάμια καί-άπό άλλα υδρόβια φυτά.

. /) Στό τέλος, κατάφερε νά βγή άπό τά μου­ χλιασμένα στεκούμενα νερά καί νά ξεφύγη. Λίγο -πιό πέρα, εΐδε τρεις στρατιώτες, καθισμένους, γύ­ ρω άπό μιά φωτιά, νά πίνουν κουβεντιάζοντας γιά τά γεγονότα τής ήμέρας. Σέ μικρή άπόστασι άπό αυτούς, δεμένο σ' έναν πάσσαλο ήταν ένα άλογο. "Ενα άλογο ήταν άκριβώς δ,τι χρειαζό­ ταν ό μεγάλος τυχοδιώκτης έκείνη τή στιγμή.


78) Πλησίασε έρποντας στό άλογο τό έλυσε άθόρυβα, άνέβηκε στή σέλλα καί... τότε μια 'δέα του ήρθε στό μυαλό. ΤΗταν μιά παράξενη, σχε­ δόν τρελλή Ιδέα, μά ό Καγιούκ έδρασε χωρίς νά τήν πολυεξετάση. Σπειρούνιασε τό άλογο καί, ουρλιάζοντας άγρια, ώρμησε πρός τους στρατιώ­ τες, μέ τά σπαθί άνυψωμένο άπειλητικά έπάνω άπό τό κεφάλι του!

, ψ , 79) "Οταν έφτασε κοντά στή φωτιά, ό Καγιούκ έκανε κάτι άπροσδόκητο. Ανάγκασε τό ά­ λογό του νά πηδήξη έπάνω άπό τή φωτιά καί, ένώ οι στρατιώτες, έντρομοι, σκορπίζονταν δεξιά κι* άριστερά.. έσκυψε έπάνω στή σέλα του καί μέ τό σποίθί του κάρφωσε ένα φλέγόμενο κλαδί καί τό σήκωσε ψηλά στον άέρα σάν ένα πύρινο, πολειιικό -Φλάιαπουοο!

80) “Οταν συνήλθαν άπό τήν πρώτη έκπληξί τους, οι τρεις στρατιώτες δοκίμασαν νά έπιτεθουν έναντίον του Καγιούκ. Ό μεγάλος τυχοδιώκτης όμως κινήθηκε πρός τό μέρος τους προτείνοντας τό σπαθί μέ τό φλέγόμενο κλαδί πρός τά πρό­ σωπά τους. «ΙΕΙναι ό διάβολος!» μουρμούρισε έ­ νας στρατιώτης. Καί γυρίζοντας τδβαλε στά πό­ δια άκολουθούμενος άπό τούς συναδέλφους του.

81) Τότε ό Καγιούκ έκανε κάτι, πού είχε δή κάποτε νά έφαρμόζουν ώρισμένες φυλές τής "Α­ φρικής μέ τρομερά άποτελέσματα. "Εσκισε ένα κομμάτι άπό τό πουκάμισό του, στερέωσε μ* αύτό έπάνω σ’ ένα βέλος τό φλέγόμενο κλαδί, έβα­ λε τό βέλος στό τόξο καί σημάδεψε μουρμουρί­ ζοντας: «Νά ένα δώρο γιά τις περιποιή­ σεις πού μου κάνατε, κακούργοι!»

ίι

ι·<1

//το*

ν/£

,,ν/

82) Τό «βέλος - πυρπολικό» διέγραψε μιά θεα­ ματική τροχιά στόν άέρα. *Η φόρα του καί ό ά­ νεμος έκαναν τό άναμμένο κλαδί νά φουντώση περισσότερο καί νά πετάξη μεγαλύτερες φλόγες. "Ετσι, δταν έφτασε ώς ένα παράθυρο καί χώθηκε μέσα στό κάστρο άπό τό άνοιγμά του, έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο, φωτεινό λουλούδι τών έξωτικών χωρών...

83) Μέ τήν άνάσα πιασμένη άπό τήν άνυπομονησία, ό Καγιούκ περίμενε έχοντας τά μάτια του καρφωμένα στό κάστρο. Γιά μερικές στιγμές, ^ τίποτα δέ συνέβη. "Επειτα μιά^φλόγα άναπήδησε άπό τό παράθυρο, άπό τό όποιο είχε μπή τό τό­ ξο. φλόγα μεγάλωσε κι* έπειτα άλλες, άδερφές της, πρόβαλαν άπό παντού καί σέ λίγο όλόκιληρο τό κάστρο καιγόταν σάν πυροτέχνημα!


84) Ό Καγιούκ δεν έχασε τον καιρό του πα­ ρακολουθώντας τό μεγαλόπρεπο έκεΐνο θέαμα. Δέ γύρισε στήν Ντεμπόρα, όπου έπικρατούσαν άκόμα οί άνθρωποι του "Αργκους. Απεναντίας, πήγε καί 'βρήκε τό βασιλιά Λανσεφέρ, σε μια μακρυνή χώρα τής έρήμου, δπου αυτός είχε κατα­ φυγές καΐί γύρισε πίσω στήν Ντεμπόρα μαζί του, άκολουθούμενος άπό έναν μικρό φιλικό στρατό.

85) Μιά-δυό μάχες μέ τούς άνθρώπους του "Αργκους ή σαν άρκετές γιά νά διαλύσουν τό στρατό τών προδοτών, πού τό ήθικό τους ήταν πε­ σμένο έπειτα άπό τό θάνατο του "Αργκους. Ό βασιλιάς Λανσεφέρ έχκαταστάθηκε στό θρόνο του καί δίκασε μέ αύστηρότητα άλλά καί δικαιοσύνη* τούς άρχηχούς τών συνωμοτών καί στενούς συν­ εργάτες τού σφετεριστού "Αργκους.___________

87) "Ετσι άρχισε μιά καινούργια έποχή γα­ λήνης γιά τόν Καγιούκ. "Αρχισε πάλι νά πέρνα τόν καιρό του μέ γλέντια καί τραγούδια καί μέ τή συντροφιά τής Ουρανίας, τής κόρης τού Λαν­ σεφέρ. Αυτό δμως δέν κράτησε πολύ. Μιά και­ νούργια περιπέτεια, συναρπαστικώτερη άπό αύτή, ήρθε σύντομα νά άναστατώση πάλι τή ζωή του. ΤΕΛΟΣ

86) Στό πολύ πλήθος δμως των συνωμοτών, ό βασιλιάς Λανσεφέρ έδωσε χάρι κάί διέταξε νά γίνουν γιορτές πρός τιμήν του Καγιούκ, πού είχε σώσει τή χώρα άπό σκληρούς καί άπάνθρωπους 4 τυράννους καί πού είχε έλευθερώσει τό θρόνο του Λανσεφέρ άπό ύπουλους καί προδοτικούς άρπαγες. Τό γλέντι, δπου πήρε μέρος δλος ό λαός, κράτησε δέκα όλόκλήρες μέρες.

Στό έρχόμενο τεύχος του «ΤΟΞΟΥ» δημοσιεύεται ένα νέο άριστούργημα τού άγαπημένου σας Γάλλου ποντοπόρου ΚΑ'ΠΕΤΑΝ ΜΠΡΙΚ, μέ τόν τίτλο :

9ΙΑΙΕΤΑΗ ΜΠΡΙΚ ΪΤΗΝ ΕΡΗΜΟ Ό Καπετάν Μπρικ, κυνηγημένος άπό ’Αλγερινούς κουρσάρους, πιάνεται αιχμάλωτος καί τα­ ξιδεύει ώς δούλος στήν Αφρική, δπου τόν περι­ μένουν άπίστευτες περιπέτειες!

ΕΙΔΟ'ΠΟΙ ΗΣ I Σ

-Λ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ * ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ­

ΤΘΞΟ

ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΓΡΑΦΕΙΑ:

ΠΟΙΚΙΛΗΣ

ΥΛΗΣ

Στο&ίου

Βι$λισπωλεΐσν Κολφάκη

ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 17 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Στέλιος Άνβμοδουράς Δκλώόννεις συμφώνως τώ Ν6μ<ρ ΔκυΦ/νιτοί· Σ. Ά^μοδουρά: Λ. Θησέως 323 Πμονττ. Τιπτσγρ. Φ. Μβλατέστα: Μονελάοο 9

θά δοκιμάσατε, βέδαια, μιάν δχ^ καί τόσο ευχάριστη έκπληξι ιβλέποντας τό περιοδικό σας, τό <ΓΟ^Ο», χωρίς έξώφυλλο. Ευτυχώς αυτό εί­ ναι έντελώς πρόσκαιρο καί όφείλεται όχι σε οί .τνομικούς λόγους — γιατί εύτυχώς τόν τελευταίο καιρό τό περιοδικά αύξησε τό άναγνωστικό του ':0ινό — άλλά στήν έλλειψι χαρτιού καί Ιδιαίτερα χαρτιού γιά έξώφυλλο. "Εχει, βλέπετε, καταντή­ σει νά δίνουν τό χαρτί μέ τό... δελτίο, καί, δυστυ­ χώς γιά μας, προηγούνται στήν... ουρά οί έφημερίδες καί τά παλαιότερα περιοδικά. "Οπως πληροφορηθήκαμε δμως, πολύ σύντομα έρχεται ένα μεγάλο φορτίο χαρτιού καί τότε θά δήτε τό «ΤΟ-Ο» σας, όχι μόνο μέ πολύχρωμα έξώφυλλα, άλλά καί μέ νέες^προσθήκες καί καινοτομίες. Κά­ νετε μόνο λίγη υπομονή καί μήν έγκαταλείψετε τό περιοδικό σας στις δύσκολες στιγμές του. Η ΔΙΕΥΘΥΝΣ I Σ


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ


ό ΚΛΠΕΤΒΝ3

1) Ο ξακουστός Γάλλος ποντοπόρος Καπετάν Μποίκ βρισκόταν κάποτε μαζί μέ μερικούς άπό τούς άντρες του σ’ ένα καπηλειό του λιμανιού τού * Αγίου Δομίνικου τής Ταϊτής, ισπανικής Αποι­ κίας. Οι σχέσεις, τότε, Ανάμεσα στην Ισπανία και τή Γαλλία ή σαν σχεδόν έχθρικές καί τα κα­ ράβια του ένός -κράτους δέν έχαναν τήν ευκαιρία: να αιχμαλωτίζουν ή νά βουλιάζουν καράβια τού Αλλου, πολεμικά ή έμπορικά. «Καπετάνιε, είπε ό Μπερνάρ, ένας άπό τούς Αντρες τού Μπρικ, ένα καράβι φορτωμένο χρυσάφι φεύγει γιά τήν Ισπα­ νία σήμερα! Γιά νά μην τραβήξη τήν προσοχή των κουρσάρων, ό κυβερνήτης διέταζε νά μήν τό συνοδεύσουν πολεμικά!» «Μπράβο, .Μπερνάρ!, είπε ό Μπρίκ. Σπουδαία πληροφορία!»__________

3) «Ναι, Απάντησε ό Μπρίκ, σπουδαίο λαβρά­ κι. Μέ τό χρυσάφι αυτό ή πατρίδα μας ή Γαλλία θά μπορούσε νά έτοιμάση έναν καινούργιο πανί σχυρο στρατό ή νά φτιάξη καινούργια σχολεία γιά τά παιδιά .μας!. .. Τό συμπέρασμα τό κατα­ λαβαίνετε δλοι σας: Πρέπει τό χρυσάφι των Ι­ σπανών νά πέση στα χέρια μας! Εμπρός, παιδιά! Τ* Αλονα καί στήν Μπαραχόνα!?

2) Οί Γάλλοι ναυτικοί βγήκαν άπό τήν ταβέρ­ να καί κατέβηκαν στό λιμάνι, δπου είδαν δεκά δες Αχθοφόρους νά κουβαλούν σ'* ένα μεγάλο Ισπανικό έμπορι-κό καράβι μεγάλα κιβώτια, πού τό βάρος τους έδειχνε δτι περιείχαν χρυσάφι. ΐΠώ!, 'Πώ!, μουρμούρισε ένας άπό τούς Γάλλους τρίβοντας τα χέρια, του. Καπετάνιε, τί λαβράκι εΐΥΏΙ αύτφ

______________ .

______________

4) ίΣτήν Μπαραχόνα, ένα Αλλο λιμάνι τής Ταϊτής, ήταν Αγκυροβολημένη ή «Ελευθερία», τό θρυλικό καράβι τού Καπετάν Μπρικ πού είχε υψωμένη τήν Ισπανική σημαία γιά νά μήν προκαλέση υποψίες. Ό Μπρίκ έξήγησε μέ λίγα λόγ,α στούς Αντρες του τί συνέβαινε. Ζητωκραυγές και ουρλιαχτά ένθουσιασμοΰ Αναπήδησαν άπό τά στή­ θη τών Γάλλων, ναυτικών.

3) «Τό καράβι αύτό, πα δ ά. είπε ό Καπετάν 6) Ό καιρός ήταν ευνοϊκός καί τό καράβι Μπρίκ, κουβαλάει τό μεγαλύτερο θησαυρό πού τού Καπετάν Μπρικ ■ έσκιζε γοργά τά κύματα, άντίκρυσαν ποτέ μάτια Ανθρώπου! θά παραδώ­ ταξιδεύοντας γιά έν<£ ώριαμένο σημείο τού ώκεασουμε τό χρυσάφι στό βασιλιά μας, Αφού πρώ­ νού, δπου θά^παράμόνευε τό πέρασμα τού Ισπανι­ τα.., πάοη ό καθένας μας ένα καλό μερίδιο! Έμκού καραβιού μέ τό^θησαυρό. Τήν έπόμενη μέρα, Λίύα τήν Αγκυρα, παιδιά! "Ορτσα τά πα­ δ ναύτης, πού ήταν Ανεβασμένος στό κατάρτι, νιά!» Καί ή «Ελευθερία» ξεκίνησε γιά μιά και­ φώναξε: «Καράβι πρός τό μέρος τού Ανέμου!» νούργια περιπέτεια.______ · 7ν“Γ


7) Ό Καπετάν Μπρικ σήκωσε τό τηλεσκόπιό του και έξήτασε μέ πολλή προσοχή τό άλλο κα­ ράβι. "Επειτα άπό μερικά λεπτά, είπε: «Είναι τό καράβι του Όλλαινδου Βάν ντέ Ρούϋτ, ένός ξακουστοσ ποντοπόρυυ, φίλου των Γάλλων! Σίγου­ ρα βγήκε κι*, αυτός για τό Ισπανικό! 'Δέν μπορώ νά τόν έμποδίσω! Οί νόμοι λένε δτι ό καλύτερος κεοδίζει τή λεία!»

8) Μά ό "Ολλανδός κουρσάρος ' Βάν ντέ ΡούΟτ δέν ένοιωθε τά ίδια: φιλικά και έντιμα συν­ αισθήματα πρός τόν Μπρικ. «Είναι ό Μπρικ!, γρύλλισε. Τόν βρίσκω μπροστά μου όπου κι’,άν πάω ! Καί άρπάζει μέσα άπό τά χέρια μού κάθε καλή λεία! "Αρκεί όμως! Αΰτ?ι τή φορά δε θά βάλη στο χέρι τό Ισπανικό καράβι! θά άπογοητροθή α·''τή τή φορά!»

9) Ό Βάν ντέ Ρούϋτ ήξερε πολύ καλά τήν πορεία του Ισπανικού καραβιού, πολύ πιο καλά άπό τόν Καπετάν Μπρικ. "Ετσι, τό έπόμενο. πρωι­ νό, έστριψε άπότομα.δεξιά καί χάθηκε μέσα σ’ ένα παραπέτασμα όμίχλης. Τό άπόγεμα τής ί­ διας μέρας, ό ναύτης φώναξε άπό τό μεσιανό κα-^ τάρτι: «Καράβι πρός τόν άνεμο! Είναι ίσπα-' νικό!»

10) Ό 'Βάν ντέ Ρούϋτ, βάζοντας σέ -έφαρμογό ένα άτιμο καί προδοτικό σχέδιο νιά νά πάρη έ­ να μέρος τούλάχιστον, άπό τό θησαυρό καί νά έξοντώση τόν Μπρικ, σήκωσε λευκή σημαία δταν ζύγωσε στό ισπανικό, σημάδι πώς ήθελε νά κουβεντιάση μέ τόν Ισπανό πλοίαρχο. "Επειτα, μπή­ κε σέ μιά βάρκα καί τράβηξε για τό Ισπανικό κα­ ράβι μέ τούς θησαυρούς.

11) ’Έκεΐ έγινε δεκτός άπό τόν πλοίαρχο Ροντρίγκο. «Σέ λίγες ώρες, είπε ό Βάν ντέ Ρούϋτ, ό διάσημος Γάλλος κουρσάρος Μπρικ, ό φόβος καί τρόμος των ^Ισπανικών έμπορικών, θά σας έπιτεθή καί θά σάς πάρη τό θησαυρό σας! Σάς προσφέρω τό συμμαχία μου!» «Αυτό είναι περίερ­ γο, είπε ό Ροντρίγκο. Καί τί ζητείτε γιά τή συμαανία αυτή ένα»τίον τοϋ Μπρικ;»_______ ________

12) «θέλω, άπάντησε ό Βάν ντέ Ρρύϋτ μέ μά­ τια πού άστραφταν άπό πονηριά, τό ένα τέταρτο τοΰ φορτίου σας καί έναν διορισμό μ$ τό βαθμό πλοιάρχου στόν Ισπανικό στόλο γιά να άπολαμβάνω άτιμωρησίας!» «(Είστε άπληστος1, εΐπε ό Ροντρίγκο. Μά δέν μπορώ νά διαλέγω! Δέχομαι τις προτάσεις σου π λ ο ί α ρ χ ε ' Βάν ντέ Ρού-ϋτ! Άπό αυτή τή στιγμή είμαστε συιιμανοι I»


13) Καί ό Ροντοίγκο, ό Ισπανός, μέ τόν Βάν ντέ Ρούϋτ, τόν Όλλανδό, έσφιξαν τά χέρια καί ώρκίστηκαν νά έξοντώσουν τόν Καπετάν Μπρικ. «ΓΕχω ένα σχέδιο, είπε ό Βάν ντέ Ρ^ούϋτ, ένα περίφημο σχέδιο! θά κάνω τ£χα δτι σάς έπιτίθεμαι καί, όταν ό Καπετάν Μπρικ κάνη τήν έμφάνισί του καί πλησιάση στό μέρος .της μάχης, θά ρι­ χτούμε κι* οι δυό έπάνω του!»

14) Μερικές ώρες άργότερα, ένα καράβι φά­ νηκε στόν όρίζοντα, πλησιάζοντας γοργά μέ δλα τά πανιά του άπλωμένα στόν άνεμο. «Είναι ή «ΓΕλευθερία», τό καράβι τού Μπρικ!, είπε ό Βάν ντέ Ρούϋτ. Γυρίζω στό καράβι μου... β’ άρχίσουμε άμέσως τις κανονιές* χωρίς νά χτυπηθούμε στήν πραγματικότητα! Αυτή τή φορά, έχει φτά­ σει πιά τό τέλος τού Μπρικ!»

1ΐ5) Ό Βάν ντέ Ρούϋτ γύρισε στό καράβι του καί ή κωμωδία άρχισε. Ό Ισπανός κι* ό Όλλανδός έπαιξαν περίφημα τό ρόλο τους. Τά κανόνια βροντούσαν έκτινάζοντας πυκνά συννεφάκια κα­ πνού κι* ένας τρίτος, που θά παρακολουθούσε τις κινήσεις τους άπό μακρυά, θά πίστευε δτι πραγ­ ματικά τά δυό καράβια προσπαθούσαν νά άλλη-λοεξοντωθουν! ______ ' :

16) Ό Καπετάν Μπρικ έπεσε εϋκολα στήν πα­ γίδα, που τόσο έπιδέξια τού είχαν στήσει. «Νά πάρη ό διάβολος!, μουρμούρισε. Ό Βάν ντέ Ρού­ ϋτ έφτασε πρώτος 1 Τόσο τό χειρότερο γιά μάς,! ΟΙί νόμοι τού δίνουν κάθε δικαίωμα έπάνω στό φορτίο! "Ας τόν βοηθήσωμε δμως, παιδιά! Μποβεΐ νά μάς δώση ένα μικρό μέρος τής λείας γιά τόν κόπο μας!»

·_ 17) Καί ό Καπετάν Μπρικ διέταξε τόν τιμο­ νιέρη του: «Τό τιμόνι όλόϊσια έπάνω στό ισπανι­ κό!» “Οταν πλησίασε περισσότερο, ό ίδιος ό Μπρικ πήρε τό τιμόνι στά χέρια του καί προσπά­ θησε νά βάλη τό Ισπανικό καράβι άνάμεσα στήν «Ελευθερία» καί στό όλλανδέζικο. Μιά μανούβρα δμως τού Βάν ντέ Ρούϋτ έβαλε τό γαλλικό κα­ ράβι στή μέση ·

18) Χτυπημένο κι* άπό τις δυό πλευρές, τό καράβι τού Μπρικ έπαθε μεγάλες άβαρίες. Τά κατάρτια του γκρεμίστηκαν, τό τιμόνι έσπασε καί ή < Ελευθερία» έμεινε άκυβέρνητη στό έλεος των κυμάτων. Τότε τό Ισπανικό καί τό όλλανδέζικο τή διπλάρωσαν καί κύματα άπό Όλλανδούς κουρσάρους καί Ισπανούς στρατιώτες πήδησαν στό κατάστρωμά της._________ '_____________


19) Ό Μπρικ κατάλαβε, άπό την άρχή κιόλας της μάχης, πώς * ύπόθεσι ήταν χαμένηι! Μά πο­ λέμησε — αυτός κι* οί άντρες του — μέ παλληκαριά ώς τό τέλος, μέ τόν παπαγάλο του, τον Κομπέ, κουρνιασμένο στήν πλάτη του! Μέ τό θρυλικό τσεκούρι του στό χέρι, ό Καπετάν Μπρικ έκανε τους * Ισπανούς καί τούς Όλλοινδούς νά πληρώσουν άκριβά τή νίκη τους σέ άνθρώπινες

20) Ό Όλλανδός Βάν ντέ Ρούϋτ, προδοτι­ κός ώς τό τέλος, κατάφερε νά περάση, γλυστρώντας σκυφτά, άνάμεσα στούς μαχομένους μέ τό μοναδικό σκοπό νά φτάση ώς τόν Μπρικ καί νά τόν σκοτώση. Πραγματικά, δταν έφτασε κοντά στό Γάλλο ποντοπόρο, τράβηξε τό πιστόλι του καΐ τόν πυροβόλησε. Ή σφαίρα χτύπησε τόν Μπρίκ στό μέτωπο κι* ά Γάλλος κλονίστηκε.

21) Μά ή κραυγή θριάμβου, πού ξέφυγε άπό τά χείλη του Όλλανδοΰ, πήγε χαμένη. Ή σφαί­ ρα είχε χτυπήσει ξώφαρτσα τόν Μπρίκ, χαράζοντάς του άπλώς ένα κόκκινο αύλάκι στό μέτωπο, χωρίς νά σπάση τό κόκκαλο. Ατρόμητος, ό Κα­ πετάν Μπρίκ άρπαξε ένα σπαθί καί συνέχισε τή μόιχη μέ μανία, ένώ άφθονο αίμα κυλούσε στό πρόσωπό του άπό τήν πληγή του

22) Στό τέλος δμως, οί Γάλλοι \αυτικοη-ά-_ ποδεκατισμένοι. άφωπλισμένοι καί τραυματισμέ­ νοι, άναγκάσ-η»ναν νά παραδοθούν «Παιδιά, φώ­ ναξε ό. Καπετάν Μπρίκ, δε υσς υένει παρά νά παραδοθούμε I Κάθε άγώνας είναι πιά μάταιος, ένώ, άν μείνουμε ζωντανοί, θά έχουμε τήν έλπίδα δτι μιά υέρο θά απορέσουμε ίσως \ά έκδικηθούαε !»

23) Ό Ροντρίγκο κι* ό Όλλανδός Βάν ντέ Ρούϋτ προχώρησαν θριαμβευτικά πρός τό μέρος τού Καπετάν Μπρίκ. «Νικήθηκες, γενναίε μου!» είπε σαρκαστικά ό Ισπανός. «Νικήθηκα!, παρα­ δέχτηκε ό Καπετάν Μπρίκ. Δέν νικήθηκα όμως σέ τίμια ιαάχη 1 Βάν ντέ Ρούϋτ, θά μου πλήρωσής κάποτε τήν άτιμη προδοσία σου!- Καί \υύ έδωσε μιά γροθιά.

ΓΛ) ςΔέστε τόνΤ, διέταξε ό "Ισπανός Ροντρί­ γκο. Δέστε τον μέ άλυσίδες!» "Οταν οί Ισπανοί στρατιώτες υπάκουσαν κι* ό Καπετάν Μπρίκ δε­ μένος γερά ήταν ανίκανος πιά νά προβάλη άντίστασι. 6 Ροντρίγκο πήγε πάλι κοντά του καί τού είπε:, «Δέ θά βρής τήν ευκαιρία νά έκδικηθής,' Μπρίκ!· Ή Ισπανία σέ κρατάει γερά καί δέ θά σέ άφήση εϋκολα!»


Καί, γυρίζοντας στους στρατιώτες του. φώναξε: «Ρίξτε τους δλους στο Αμπάρι!» Μέρες σκληρές άρχισσν για τους Γάλλους ναυτκούς. Ριγμένοι μέσα στό Αμπάρι, δεμένοι στους τοί­ χους μέ άλυσίδες, χωρίς φαγητό, μέσα σέ’ μιάν Ασφυχτικά ζεστή καί βρώμικη άτμόσφαιρα, δεχό­ μενοι κλωτσιές καί χτυπήματα κάθε τόσο, οί Γάλ­ λοι άρρώσταιναν καί σιγοπέθαιναν.

26) “Οταν τό καράβι του Ροντρίγκο έφτυσε στον προορισμό του, ή Ίσποενία ολόκληρη είχε μάθει ττΗν αιχμαλωσία του ξακουστού Καπετάν Μπρικ, του πιο τρομερού άπό τούς έχθρούς των Ισπανών, καί ένα τεράστιο πλήθος είχε συγκεντρωθή στήν προκυμαία γ'.ά νά δή τον άνθρωπο, πού έκανε νά μήν κλείνουν μάτι οι πλούσ οι έφοπλισταί τής Βαρκελώνας!

27) Αφού έμειναν μήνες όλόκληρους κλεισμέ­ νο·. μέσα σέ σκοτεινά καί ύγρά μπουντρούμια, οί Γάλλοι σύρθηκοιν σέ κακά χάλια ώς ένα δικαστή­ ριο, δπου μέ τό κεφάλι ψηλά Αντιμετώπισαν τούς δικαστές τού βασιλιά τής Ισπανίας.· «Κάναμε τό καθήκον μας ώς Γάλλοι!, δήλωσε περήφανα ό Μπρικ. Φωνάξτε λοιπόν τό δήμιο για νά τελειώ­ νουμε τό γρηγορώτερο 1»

28) φέ θά σου κάνουμε τή χάρι α.ύτή!, Απάν­ τησε ό πρόεδρος του δικαστηρίου μ* ένα σκληρό; σαρκαστικό γέλιο. Έν όνόματι τής Αυτού Μεγά­ λε ιότητος τού Βασιλέως τής Ισπανίας, σέ κα­ ταδικάζουμε, έσένα καί τούς συντρόφους σου; νά τραβάτε κουπί μέσα στις βασιλικές, πολεμικές γαλέρες, ώς τό τέλος τής άθλιας ζωής σας! "Ε­ τσι ή τιμωρία θα είναι μεγαλύτερη !»

29) "Αρχισε τότε τό μεγαλύτερο μαρτύριο, πού είχε γνωρίσει ποτέ στή ζωή του ό Καπετάν Μπρίκ. Οί στρατιώτες τούς συνώδεύσαν ώς τό λι­ μάνι, τούς Ανέβασαν σέ μια γαλέρα καί τούς έδεσοίν μέ Αλυσίδες έπάνω σέ τεράστια κουπιά. Έκεΐ, τραβούσαν κουπί Από τό πρωΐ ώς τό βρά­ δυ μέ τόσο λίγη τροφή, ώστε Αδυνάτιζαν Από ώρα σέ ώρα!______________________________

"Ενας κακοαούτοουνας 'ίοπανός, πού τό ένα πόδΓ™ΤΏυ''έΑειπ8—καί. το Αντικοιθιστούσε ένα δε κανί τι, παρακολουθούσε τήν κωπηλασία μ’ ένα μαστίγιο στό χέρι κσί χτυπούσε έκείνους πού δέν τραβούσαν τό κουπί μέ δύναμι. Ό (άνθρωπος αυ­ τός φανέρωνε ιδιαίτερη Αντιπάθεια καί μίσος έναντίον τού Γάλλου ποντοπόρου, τού Καπετάν Μπρίκ._________ ..


31) Μιά μέρα, άφου μαστίγωσε (Αλύπητα τόν Μπρικ, ό Ισπανός είπε: «Δέ με (Αναγνωρίζεις, έ; Φυσικά, άψοΟ δέ μέ συνάντησες ποτέ! Έγώ δμως 5έ α’ έχω ξεχάσει! Καί δε θά σέ ξεχάσω ποτέ! Βλέπεις αύτό έδώ τό ξύλινο πόδι; Έσύ φταις γι' αυτό! Ναι!... Έσύ μ’ έκανες νά έχω ένα νεκρό ξύλο έκεί παύ οί άλλοι άνθρωποι έχουν ένα ζω\τανό .πόδι!»

32) «Δέν ξέρεις πότε έγινε αυτό, έ; συνέχισε ό Ισπανός, θά σου τό πω! Μιά μέρα, ταξίδευα μ’ ένα ισπανικό πολεμικό κι* είχαμε τήν (Ατυχία νά σέ βρούμε στό δρόμο μας! Μέ μερικές^κανο­ νιές μάς βούλιαξες κι* ένα σκυλόψαρο μου έφα­ γε τό πόδι! θά μου τό πλήρωσής αύτό, Μπρικ!» Καί χτυπούσε τόν Μπρικ μέ άδυσώπητη μανία!...

33) Πολλές φορές δμως ό Μπρικ άποκτούσε έναν άπροσδόκητο σύμμαχο καί υπερασπιστή. Ό παπαγάλος του ξακουστού ποντοπόρου, ό πανέξυ­ πνος καί άφοσιωμένος Κομπέ, κατέβαινε άπό τά δοκάρια, δπου είχε καταφύγει, ριχνόταν έναντίον του Ι σπανού καί τόν καταμάτωνε γρατζουνίζοντάς τον αέ τά νύχια του καί τό ράμφος του!

34) Οί μέρες κυλούσαν έτσι φριχτές καί (Ανυ­ πόφορες. Τά βράδυα δμως, δταν δινόταν ή διατα­ γή νά σταματήσουν τήν κωπηλασία γιά νά ξεκου­ ραστούν καί νά φάνε, οί Γάλλοι κουβέντιαζαν σι­ γανά μεταξύ τους, (Ανταλλάσσοντας μυστηριώδεις φράσεις: «Τελείωσες, Ντό;» ρωτούσε ό Μπρικ. ^Διάβολε, άκόμα! Προσοχή! "Ερχεται ό κου­ τσός !»

35) Ό γίγαντας Ντό μέ τήν παιδική ψυγή καί τά τεράστια μπράτσα, πού θύμιζαν^ κύκλωπα, εΤ'ε κατορθώσει, άγνωστο πώς νά βρή μιά λίμα καί, τις ώρες τής άναπαύσεως δούλευε μ* αυτήν προσπαθώντας νά κόψη τήν άλυσίδα, πού έδενε τούς καταδίκους τόν ένα μέ τόν άλλον κι* έκανε τό γύρο τής αίθουσας άπό μπάγκο σέ* μπάγκο!

36) «Τραγουδάτε, παιδιά!, μουρμούρισε ό Ντό. "Ερχεται ό κουτσός!» Καί οί Γάλλοι, γιά νά σκεπάσουν τό τρίξιμο τής λίμας, άρχισαν νά τραγουδούν δυνατά: «^Στά νησιά του (Ανέμου, στά πέλαγα τής μπόρας, έχασα τό καραβάκι μου...»


Μ) .=.αφνικά όμως, έπάνω άπό τό τραγούδι των Γάλλων, άκούστηκε ή βροντερή φωνή του Ισπανού ναύτη, πού ήταν τοποθετημένος στήν κο­ ρυφή τού μεσιανού καταρτιού για νά κατοπτεύη τόν όρίζοντα: «Ποινιά πρός τό νότο!, φώνοτξε ό ναύτης. Αλγερινά πανιά! Στά όπλα! Στά όπλα! Είναι έχθρικό! Είναι Άλγερινό κουρσάρικο!...»

38) Πραγματικά, ένα σχετικά μικρό καράβι πλησίαζε γορνά, άνασκιρτώντας έπάνω στά κύ­ ματα, σάν άραβικό άλογο πού καλπάζει! ΤΗταν ένα κουρσάρικο καράβι άπό τήι Μπαρμπαριά, πού τό σκαρί του ήΤΤΓ^έπίτηδες-φτΛαγ^νο^τσι ώστε νά ταξιδεύη πολύ γοργά καί νά μπορη Υά~ κάνη μέ άσφάλεια πολύ έπικίνδυνους έλιγμους. . .

39) Τό καράβι αυτό άνήκε στον Έλ Κατάρ, έναν τρομερό κουρσάρο άπό τό Αλγέρι. Ό ’Έλ Κατάρ ήτοτν τολμηρός καί έπιδέξιος ναυτικός καί γενναίος πολεμιστής. Ή φήμη του είχε φτάσει ώς τό Παρίσι καί τό Λονδίνο καί τά κατορθωματά του ή σαν γνωστά σέ κάθε λιμάνι.. ΤΗταν όμως σκληρός, άδυσώπητος άπάνθρωπος καί άπληστος. . .________________________________________

40) Τό καράβι τού Έλ Κατάρ έφτασε γοργό σαν βέλος, έκοτνε μιά ύπέροχη μανούβρα, πού άπέσπασε τό θαυμασμό άκόμα καί των * I σπανών, άδειασε τά κανόνια της μιάς μπάντας του έπάνω στό Ισπανικό, έκανε μιά δεύτερη μανούβρα καί άδειασε καί τά υπόλοιπα κανόνια του, προξενών­ τας βαοειές άβαρίες καί σοβαρές άπώλειες στό βασιλικό πολεμικό.

41) Έπειτα, οί Άλγερινοί διπλάρωσαν μέ μιά τρίτη μανούβρα στό ισπανικό καράβι, πέταξαν μεγάλους γάντζους, έδεσαν τά δυό καράβια τδνα μέ τ’ άλλο καί τέλος, άφήνοντας τήν πολε­ μική τους κραυγή «Αλλάχ! Αλλάχ», πήδησαν έπάνω άπό τήν κουπαστή τού Ισπανικού πολεμι­ κού καί πληαμύρισοτν τό κατάστρωμά του διψασμένοι γιά αΐμα!

42) Καί τότε μιά θανάσιμη πάλη άρχι._ μέσα στούς Ίσποτνούς καί τούς Άλγερινούς. ΤΗσαν κι* οι δυό σκληροί καί καλά γυμνασμένοι στον πόλεμο καί τό μίσος που ένοιωθαν ό ένας για τόν άλλον, ένα άρχαΐο φυλετικό μίσος, έκα­ νε τή μάχη πιό σκληρή καί πιό άπάνθρωπη. Δέν πολεμούσαν μόνο μέ τά όπλα, άλλά καί αέ τά νύχια τους καί τά δόντια τους!


7

43) Μά στό μεταξύ, κάτω, οτό κύτος της Ισπανικής γαλέρας, ό γίγαντας Ντό, έπωφελούμενος άπό τήν άπουσία του «κουτσού» είχε κα­ τορθώσει νά σπάση τήν κοινή άλυσίδα των κατα­ δίκων καί οΐ Γάλλοι τήν ξεπέρασαν μέσα άπό τούς κρίκους καί βρέθηκαν έπιτέλους έλεύθεροι, δπως καΐ,οί υπόλοιποι κατάδικοι πού βρίσκον­ ταν έκεΐ.* ________________________ . ..._____

Ή

44) «Καί τώρα, παιδιά, είπε ό Μπρικ, άκολουθήστε με! θά δυσκολευτούμε πολύ νά ξεφύγουμε!» Καί προχώρησε μέ άπειρες προφυλάξεις μέ τόν Ριπάγ, τόν Ντό καί τόν Μπερνάρ ξοπίσω του. Ανέβηκαν σκυφτά τή σκά>λα πού ώδηγούσε στό κατάστρωμα, έθεσαν έκτός μάχης ένα φρου­ ρό, πού στεκόταν/ στό κεφαλόσκαλο, καί βγήκαν -έξω I-

Λ 43) Τό κατάστρωμα ήταν γεμάτο άπό πολε­ μιστές καί οι Γάλλοι δέν μπόρεσαν νά μήν άνακατευτουν στή σύγκρουσι. Δέν πήραν δμως κανενός τό μέρος. Μέ τόν Καπετάν Μπρικ μπροστά ώρμησαν καϊ άρχισαν νά μοιράζουν γύρω άριστοτεχνικά χτυπήματα, θέτοντας έκτός μάχης καί *Αλγερινούς καί Ισπανούς. 7Ησαν δλοι τους έχθροί γιά τούς Γάλλους.

Ιδιαίτερη θραυσι έκανε ό Καπετάν Λ\πρίκ κι* ό γιγαντόσωμος Ντό, πού μέ τό ένα του χέ­ ρι χτυπούσε έναν Ισπανό καί μέ τό άλλο χάριζε μιάν ώρα ία γροθιά σ’ έναν άλλον Ισπανό, ένώ μέ τό πόδι του έδινε μιά τρομερή κλωτσιά σ’ έ-, ναν Άλγερινό καί τόν έστελνε νά κάνη κολύμπι/ *Έτσι οί Γάλλοι κατόρθωσαν νά άνοίξουν δρό­ μο έπάνω στό κατάστρωμα καί νά πέσουν στό -νερό.

/

47) Ήταν καθαρή τρέλλα αύτό που έκαναν, γιατί βρίσκονταν σέ άνοιχτό πέλαγος, μακρυά άπό κάθε στεριά, καί σίγουρα, άργά ή γρήγορα, θά κουράζοντοιν καί θά γίνονταν λεία στά σκυ­ λόψαρα!( Μά ό θάνατος μέσα στήν έλευθερία είναι πάντα προτιμότερος άπό τή ζωή μέσα στή σκλαβιά. Στό μεταξύ οί Άλγερινοί νίκησαν τούς Ίσποο/ούς καί άδειασαν τή γαλέρα άπό τό πολύτιμο φορτίο της.-------------------------------------------

48) Ό άρχηγός των Άλγερινών κουρσί ό τρομερός "Ελ Κατάρ, έρευνούσε τόν όρίζοντα μέ τό άετίσιο μάτι του, έλπίζοντας νά άνακαλύψη κανένα καινούργιο παν^ πού σήμαινε πάντα ένα άκόμα θύμα γιά τούς άπληστους καί σκλη­ ρούς κουρσάρους του. Ξαφνικά, γύρισε καί εί­ πε στόν ύπασπιστή του: «Βλέπω τέσσερις άνθρώπους στή θάλασσα πρός τή δύσι. Νά τούς μαζέψουν !. . .»" .·'


49) «.Οί βάρκες στη θάλασσα!, διέταξε ό ύπασπιστής. Μαζέψτε έκείνους έκεΐ τούς άνθρώπους!» ΟΙ -βάρκες έπεσαν στη θάλασσα γεμά­ τες Άλγερινούς καί κατευθύνθηκαν γοργά πρός τούς Γάλλους, πού έξασθενημένοι άπό τό κουπί καί την πείνα καί τό μαστίγωμα, είχαν άρχίσει νά έξαντλούνται. "Ετσι, ό Μπρικ καινοί σύντρο φοί του δέν σκέφτηκον νά άντ .σταθούν._______ _

βάρκες" κδΓϊ τούς μετ< φεραν στό καράβι των Αφρικανών. Ό Έλ Κα­ τάρ τούς δέχτηκε μέ καγχασμούς: «"Ω. ώ!, έκανε. Τέσσερις γεροδεμένοι άντρες!» «Είμαστε Γάλλοι, είπε ό Μπρικ. "Αν μάς μεταψέρης στήν πατρίδα μας θά σου δώσουμε. . .» «"Οχι δσα θά πιάσω άν σας κουβαλήσω στήν Αφρική καί σάς πουλήσω στό σκλαβοπάζαρο του * Αλγεριού» τόν διέκοιίίε η ’Έλ Κατά η

) '-Κάί διέ'ταξε νά τούς ρίξάυν στό άαπαρ "Ετσι οί φίλοι μας βρέθηκαν πάλι ά\υσοδεμένο καί φυλακισμένοι σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι,* μελαγχολικοί καί σκυθρωποί, γιατί ίσως ή τύ­ χη πού τούς περίμενε στήν Αφρική ήταν χειρό­ τερη άπό δλες. 'Μόνο ό Κομπέ; ό παπαγάλος, ή­ ταν εύθυμος καί σιγοσφύριζε άδιάκοπα. <**Αν είχα τά χέρια μου έλεύθερα, θά' τόν έπ\ ιγα ! *··,

32) Πέρασαν μερικές μέρες μαρτυρίου γιά.. τούο τέσσερις Γάλλους. Στό διάστημα αύτό,^τό καλοτάξιδο καράβι των Άλγερινών γλυστρουσε γορνά έπάνω στό κύμα, σπρωγμένο άπό έναν ευνοϊκό άνεμο„ πού φούσκωνε τά πανιά του καί τό έκανε νά γέρνη γραφικά πρός τή μιά μτκ*ντ<χ. Στό τέλος, τό καράβι μπήκε στό λιμάνι τού Αλ­ γεριού, τής πόλεως μέ τά παράξενα σπίτια.

■ Υ.ΒύλλίΟΕ 6..Π10,-------------------------------------------

53) Έκειό ’Έλ Κατάρ διέταξε νά άδειάσουι τό άμπάρι άπό τούς αιχμαλώτους, πού είχε μαζέ­ ψει στήν τελευταία έκστρατεία. Ό Καπετάν Μπρικ, ό γίγαντας Ντό, ό Ριπάγ κΓ ό Μπερνάρ, άκολουθούμενοι πάντα άπό τόν Κομπέ τόν παπαγάλο, βρέθηκαν μέσα σέ μιά φριχτή συνο­ δεία σκλάβων πού προχωρούσε πρός τό σκλα­ βοπάζαρο τής μυστηριώδους πόλεως.

54) Στό σκλαβοπάζαρο, μερικοί ουσιο' Άλγερινοί έμποροι περίμενα\ κιόλας καί μόλις ή συνοδεία έφτασε, άρχισε τό παζάρεμα γιά τήν άγορά δούλων. "Οταν δμως οί έμποροι ζήτησαν νά άγοράσουν τούς Γάλλους, ό ’Έλ Κατάρ άρνήθηκε νά τούς πουλήση. «Δέν είναι γιά πούλημα αυτοί οί παλληκαράδες, είπε. Τούς προορίζω γιά τό Σουλτάνο Μπέν Κεμίρ. θά πληρώση μέ χρυ­ σάφι ϊ* :—------------------ ------------------------- -------------*


55) Ό "Ελ Κατάρ σχηυάτισε ένα καραβάνι κι* έπειτα άπό μερικές μέρες ξεκίνησε, £γηκε άπό τό Αλγέρι καί βυθίστηκε μέσα στήν έρημο των άμμων. Οί κουρσάροι πήγαιναν μπροστά καβάλλα σέ γκαμήλες καί οί Γάλλοι άκολουθουσαν δεμένοι μ’ ένα σκοινί άπό τήν τελευταία κα­ μήλα. Στό δρόμο, έπεφταν κάθε τόσο, πεθαινοντας σιγά-σιγά άπό τή δίψα καί τήν κουρασι'.

56) Ταξίδεψαν έτσι γιά δυο μέρες, πού φάνη­ καν α’ώνες μαρτυρίου καί άγωνίας γιά τούς Γάλλους. Τό άπόγεμα τής δεύτερης ήμέρας στον όοίξοντα πού σχημάτιζε 6 ωκεανός τής, άμμου, φάνηκαν μερικά σημαδάκια, πού μεγάλωσαν γοργά. ^Ηταν μιά συντροφιά άπό καβαλλάρηδες πού κάλπαζαν πάνω στά καλύτερα άραβικά ά­ λογα πού είχε δή ποτέ ό ΑΑπρίκ.

_>7) Τά μάτια τοϋ "Ελ Καντούρ άστραψα παράξενα, όταν οί καβαλλάρηδες πλησίασαν και μπόρεσε νά άναγνωρίση τόν άρχηγό ^τους. ταν ό Άμάρ Μπέν Κεμίρ, ό γυιός τού Σουλτά­ νου. «Είμαι ό Άμάρ, είπε ό άρχηγός τών καβαλλάρηδων καί ό πατέρας μου είναι ό βασι­ λιάς τής έρήμου! Έσύ ποιός είσαι;» «Είμαι ό Καπετάν "Ελ Κατάρ, άφοσιωμένος στόν ευγενι­ κό πατέρα σας!τ

38) Α!, είπε ό Άμάρ. "Εχω άκούσει τό 6ιομά σου, "Ελ Κατάρ καί ξέρω οτι λίγοι άν­ θρωποι γνωρίζουν τήν έρημο τόσο καλά δσο έσύ. Θά μπορούσες νά μου δείξης τό δρόιιο γιά τήν δασι Σίφτ;« «Ευχαρίστως, άρχοντα μου!, άπάντησε ό "Ελ Κατάρ, κάνοντας μιάν ύπόκλισι άπό τό. ύψος τής καμήλας του. θά τραβήξετε προς τή δύσι καί θά φτάσετε πριν δύση ό ήλιοο

59) «Ευχαριστώ, είπε ό νεαρός σεΐχης, λω νά φτάσω έκεΐ πριν δύση ό ήλιος, γιατί έχω μαζί μου πολύτιμα πετράδια καί δέ θέλω νά με βρή ή νύχτα στήν έρημο. Χαΐρε, ώ Κατάρ!» ίΧαΐρε, άρχοντά μου!, άπάντησε ό Άλγερινός κουοσάρος. Ό Αλλάχ νά σάς προστατεύη έσάς καί τούς δικούς σας!» Οί καβαλλάρηδες σπειρούνια^αν τ’ άλογά τους καί ξεμάκρυναν πρός Τή δύσι. ' ------------------------

. άντρες του ' ς.λ Κατάρ γύρισε καί κύτταξε κατάπληκτος τόν άρχηγό του. «Μά, μουρμούρισε, ή δασις είναι πρός τήν Ανατολή κΓ έσύ τούς έστειλες πρός τή δύσι!» «Σουτ! Δέ θά ίβρουν τήν δασι καί θά άναγκαστοΰν νά περάσουν τή νύχτα τους στό ϋπαιθρο. Εκεί θά έπιτεθουμε καί θά πάρουμε τά πολύτι­ μα πετράδια!» Στό μεταξύ ό Μπρικ είχε κατα-στρώσει ένα σχέδιο άποδράσεως. —’—---------------


6Ϊ) Συνέννοήθηκε μέ τούς συντρόφους* του, τούς Εδωσε όδηγίες καί περίμεναν τήν κατάλλη­ λη στιγμή γιά νά δράσουν. Ό Μπρικ θά Εδινε τό σύνθημα, χτυπώντας τάν π ιό κοντινό άπό τούς φρουρούς. «Ευλογημένο νά είναι τό όνομα τού Αλλάχ!., είπε ξαφνικά ό Μπρικ σ’ Ενα φρουρό. "Ελα κοντά, ώ πιστέ!» Ό φοουρός πλησίασε άνύποπτος καί δέχτηκε Ενα χτύπημα μέ τήν άλυσίδα. πού τόν Ερριξε άναίσθητο._______

62) Σάν Ενας άνθρωπος οί Γάλλοι ρίχτηκοτν ό Καθένας έπάνω σ’ Εναν φρουρό καί μια τραχειά καί σκληρή, μά σύντομη μάχη Επακολούθη­ σε. Τά πόδια, Ιδίως του γίγαντα Ντό Εκαναν Θραύσι. Μιά κλωτσιά στό στήθος ένός Άλγερινοϋ τόν Εστειλε νά φάη. .. άμμο! Μιά δεύτερη στό γόνατο ένός άλλου τόν κούτσανε γιά δλη ^ου τή ζωή !

63) "Επειτα, πριν ό "Ελ Κατάρ καί οί κουρόάροι του προλάβουν νά συνέλθουν άπό τήν άτ προσδόκητη καί αιφνιδιαστική Εκείνη έπίθεσι, οί τέσσερις Γάλλοι πήδησαν σέ τέσσερις καμήλες καί ξεμάκρυναν καλπάζοντας. Ό "Ελ Κατάρ φρύαξε άπό τή λύσσα του, μά ή άπληστία του γιά τά πετράδια τού σεΐχη κατανίκησε τό θυμό του γιά τή δραπέτευσι των Γάλλων ναυτικών.

64)' «'ίφτΓΛΤ··^όυς.' ΕΙπέΤΆέν^ζέρουν τήν Ε­ ρημο καί θά χαθούν! Ετοιμάστε τις ύπόλοιπες καμήλες!» "Ετσι, λίγη ώρα άργότερα, ή συντρο­ φιά τών Άλγερινών κουρσάρων ξεκίνησε μέσα στήν Ερημο καί τράβηξε πρός τά δυτικά, δπου είχε χαθή, λίγες ώρες πριν, ή περήφανη σιλουέττα του πρίγκηπα Άμάρ, τού γυιού τού Σουλ­ τάνου. «Πριν περάσουν λίγες ώρες, θά είμαστε Πλούσιοι!» είπε δ "Ελ Κατάρ.

65) Στό μεταξύ, άκολουθώντας τή συμβουλή τίόΟ προδοτικού "Ελ Κατάρ, ό "Αμάρ Μπέν Κε? μίρ έκάλπαζε πρός τή δύση. Ή μέρα όμως Ε­ παιρνε σιγά-σιγά τέλος, χωρίς νά διακρίνη που­ θενά στόν όρίζοντα τά φοινικόδεντρα τής όάσεως τού Σφίτ. «"Ισως είναι πιο μακρυά άπ*' δσο φαν­ ταζόμαστε, εΐπε 6 Άμάρ. Μιά - δυό ώρες άκόμα καί θά φτάσουμε στήν 6ασι...»____________

66) Πέρασαν δμως τρεις ώρες καί ή νύχτα νίκησε τήν ή μέρα καί τό σκοτάδι άπλώθηκε^ έ­ πάνω στήν Ερημο, τυλίγοντάς την μέ τό μαύρο μανδύα του, χωρίς νά φτάσουν στην δασι. Υ­ ποψίες άρχισαν νά γεννιώνται στό μυαλό τού ’Αμάρ. «Περίεργο, μουρμούρισε. Πολύ περίεργο! "Εκανε λάθος ό "Ελ Κ;ατάρ ή θέλησε νά παίξη μαζί μου; θά μού τό πλήρωσή άκριβά αύτό!»


67) ΟΙ άντρες του ήσαν κουρασμένοι άπό τό ταξίδι κάτω άπό τόν κάψτε ρό ήλιο καί τά άλο­ γά του έξαντλημένα. "Ετσι, 6 Άμάρ Μπέν Κεμΐρ άποφάσισε νά σταματήση και διέταξε νά στήσουν τις σκηνές καί νά άνάψουν φωτιές γιά νά περάσουν τή νύχτα, που σ^ήν έρημο ήταν δια­ περαστικά ψυχρή. Ετοίμασαν φαγητό, έφαγαν καί, τέλος ξάπλωσαν νά κοιμηθούν.

68) Τήν ίδια ώρα, δ Μπρικ κι’ οι σύντροφοι του έφευγαν πρός τήν άντίθειη έντελως κατευθυνσι γιά νά ξεφύγουν άπό τή μανία του π-λ Κατάρ. Σχό δρόμο, κατάφεραν νά έλευθερωθουν, αέ τή βοήθεια του γίγαντα Ντό, άπό τις άλυσιδες που έδεναν τά χέρια τους καί μπορούσαν τώρα νά κινηθούν έλεύθερα καί νά δράσουν κεοαννοδόλα &ν χρειαζόταν.

69) Μά σιγά-σιγά τύψεις άρχισαν νά βα­ σανίζουν τήν εύαίσθητη .καί ίπποτική καρδιά του Καπετάν Μπρικ, πού δέν μπορούσε νά ήσυχάση στή σκέψι δτι ένας άνθρωπος κινδύνευε νά δεχτή ένα προδοτικό χτύπημα στήν πλάτη. «Ό φουκα­ ράς ό Άμάρ!, μουρμούρισε, θά τόν μαχαιρώση ό "Ελ Κατάρ!» «*Άς γλυτώσουμε πρώτα τό δικό μας τομάρι!» είπε γκρινιάζοντας ό Ντό.

70) Συνέχισαν τό ταξίδι τους σιωπηλά γιά λίγη ώρα άκόμα. Ό Καπετάν Μπρικ ήταν^ σκε­ πτικός καί σκυθρωπός, ηαφνικά τράβηξε τά χα­ λινάρια τής καμήλας του. «Πίσω, παιδιά!, φώ­ ναξε. Πάμε νά βοηθήσουμε τόν πρίγκηπα Ά­ μάρ!» Μά στο μεταξύ ό "Ελ Κατάρ είχε φτάσει στήν κατασκήνωσι τού Άμάρ καί έτοιμαζόταν νά έπιτεθή έναντίον τού γυιού τού Σουλτάνου...

71) 'Η κατασκήνωσι του πρίγκηπα Άμάρ ή­ ταν βυθισμένη στον Οπνο. Οί Άλγερινοί κουρσά­ ροι πλησίασαν σιγά - σιγά, έντελως άθόρυδα, καί έπετέθησοιν τόσο ξαφνικά ώστε έξώντωσαν τούς μισούς άπό τούς άντρες τού Σεΐχη, πριν οί άλ­ λοι προλάβουν νά ξυπνήσουν καί νά άρπάξουν τά δπλα τους γιά νά άντιστοιθουν μέ λύσσα στούς προδοτικούς έπιδρομεΐς.

72) Ό νεαρός Άμάρ ξύπνησε άπό τούς πρώ­ τους καί μέ τό σπαθί στό χέρι πήδησε έξω άπό τή σκηνή του καί ώρμησε έναντίον, των Άλγερινών κουρσάρων. Ή δύναμί του ήταν μεγάλη, τό θάρρος του μεγαλύτερο καί ή -έπιδεξιότητά του στό σπαθί άκόμα πιό μεγάλη. "Ετσι, μέ τούς πρώτους σπαθισμούς, ένας - δυό κουρσάροι πλή­ ρωσαν μέ τή ζωή τους τό κακούργημά τους.


73) Μολονότι άντιμετώπιζε πολλούς συγχρό­ νως άντιπάλους, ό Άμάρ Μπέν Κεμίρ, ό γυιός του Ισχυρού βασιλιά της Έρημου, κατώρθωνε νά τούς κρατή σέ άπόστασι καί συχνά μάλιστα, τούς έκανε νά υποχωρούν τρομαγμένοι μπροστά στις διαξιφισμούς του. Μά δ “Ελ Κατάρ βια­ ζόταν νά τελειώση. Γλύστρησε πίσω άπό τόν Άμάρ καί τόν χτύπησε μ’ ένα μαχαίρι στήν

74) “Ετσι ή μάχη τελείωσε μέ έξοντωτική νίκη .τού σκληρού κουρσάρου. Γεμάτος άνυπομονησιά, ό “Ελ Κατάρ χώθηκε τότε βιαστικά μέ­ σα στή σκηνή τού Άμάρ καί βρήκε τά πετρά­ δια. ΤΗταν μιά μικρή κασέλα γεμάτη άπό σπά­ νια κοσμήματα στολισμένα μέ μαργαριτάρια, διαμάντια, μπριλλάντια, άμεθύστους καί χίλιων λογιών πετράδια, πού άστραψταν έκθαμδωτικά ατό φως ένόσ κεριού ί

75) «Είμαι πλούσιος!, μουρμούρισε ό ’Έλ Κατάρ. Είμαι τώρα ό πλούσιος άνθρωπος τής έρημου Ρ.ΙΜέ τά κοσμήματα αύτά, μπορώ νά άγοράσω έναν όλόκληρο στόλο, γιά νά κουρσεύω στή θάλασσα ή χιλιάδες καμήλες γιά νά λη­ στεύω. . .» “Ενας άνθρωπός του τόν διέκοψε: «X) Άμάρ δέν εΐναι νεκρός, καπετάνιε ! Ανα­ πνέει άκόμα!» «Πήγαινε νά τόν άποτελειώσης!»

76) Ό άνθρωπος τού “Ελ Κατάρ τράβηξε, ένα μαχαίρι κι* άρχισε νά ψάχνη άνάμεσοι στά πτώματα γιά νά βρή τόν Άμάρ.^Τόν βοήθησε σ’ αυτό ό ίδιος ό νεαρός γυιός τού βασιλιά τής έρημου. «Πονώ!, βόγγησε. Ό λαιμός μου καίει... Διψώ!... Διψώ!... Λίγο., νερό!» «ΜεΤνε ήσυχος!, είπε ό Άλγερινός. θά σοΰ κόψω έγώ τή δίψα!» Καί τό ώπλισμένο χέρι του σηκώθηκε ψηλά.

77) Τό μαχαίρι άρχισε νά κατεβαίνη σφυρί­ ζοντας, μά τό χέρι τού δολοφόνου πού τό κρα­ τούσε σταμάτησε ξαφνικά. “Ενα άλλο χέρι πιο λεπτό, πιό νευρώδες καί πιό δυνατό, άρποτξε τό χέρι τού κουρσάρου καί τό έσφιξε μέ τόση δύναμι. ώστε τό μαχαίρι ξέφυγε άπό τά δάχτυλά του καί καρφώθηκε έπάνω στήν άμμο, πού τήν άσήμωνε τό φεγγάρι.

78) "’Ήταν ό Καπετάν Μπρικ, πού είχε φτά­ σει έπάνω στήν ώρα γιά νά σώση τή ζωή τού πρίγκηπα Άμάρ. *Η άγανάκτησί του γιά τή δο­ λοφονική άπόπειρα τού Άλγερινου έκδηλώθηκε μέ μιά κεραυνοβόλα γροθιά - βολίδα μέ τό άριστερό του χέρι, πού έστειλε τό δολοφόνο νά κυ­ λιστή πέντε μέτρα μακρυά καί νά βυθιστή γιά καλά στόν κόσμο τών όνείρων!. ..


» «Λ 1 "*· ^ ■" — 79) "Επειτα ό Μπρικ έγδυσε μέ γοργές κι­ νήσεις τον άναίσβητο "Αραβα καί φόρεσε το μπουρνούζι του και τό σαρίκι του, ενω οι_ σύν­ τροφοι του Μπρικ τραβούσαν «τόν γυιο του βα­ σιλιά της Ερήμου Μπέν Κεμίρ πίσω άπο έναν άμμόλοφο καί του έδεναν τήν πληγή του « £γω θά πάω στόν "Ελ Κατάρ, τούς είπε ό Καπετάν Μπρί. Πρέπει νά τόν πείσω δτι ό Αμάρ πεθανε!»

'0) Με~ θράσος καί άποφασιστικότητα, ό Καπετάν Μπρικ μεταμφιεσμένος σέ ΆΛγερινό κουρ­ σάρο, παρουσιάστηκε μπροστά στόν σκληρό καί αιμοφόρο "'Ελ Κατάρ καί εΐπε, μέ μιά βαθειά ύπόκλισι γιά νά κρύψη τό πρόσωπό του άπό τόν "Αραβα: 4Ό πρίγκηπας είναι νεκρός, καπετά­ νιε!» <Ωραία, είπε ό "Ελ Κατάρ. Εμπρός τώ­ ρα γιά τό βασίλειο του πατέρα του, του Μπέν ί-Κεμίρΐι»

%

81) Ό Καπετάν Μπρικ πήρε θέσι τελευταίος στό καραβάνι των Άλγερινών κουρσάρων καί άφησε σιγά - σιγά τήν καμήλα του νά μείνη πί­ σω Ό ήλιος πρόβαλλε κιόλας άπό τήν άνατολή, πίσω άπό τούς άμμολόφους, δταν ό Μπρικ βρήκε τήν ευκαιρία νά γυρίση πίσω, χωρίς νά γίνη άντιληπτός. Άγωνιουσε νά μάθη για την κατάστασι του νεαρού πρίγκηπα Αμάρ. . .

Οταν έφτασε Ί5τ2Γ μέρος τής σφαγής, δ Μπρικ έβγαλε καί πέτοξε μακρυά μέ άηδία τά ρούχα του Άλγερίνού κι* έπειτα έσκυψε έπάνω στόν Άμάρ, πού δέν ήταν πολύ βαρειά πληγω­ μένος. «Σάς άναγνωρίζω, είπε αύτός. ^ Είστε ό λευκός δούλος του "Ελ Κατάρ!» «Δέν είμαι ^δού­ λος κανενός! Εΐμαι έλεύθερος (άνθρωπος κάί δεν άναγνωρΟζω άλλον αφέντη έκτός άπό τούς νόμους των πολιτισμένων άνθρώπων!»

83) «Πιστεύουμε, συνέχισε ό Μπρικ, δτι ό άνθρωπος γεννιέται γιά νά είναι έλεύθερος κι* δχι δούλος!» ο^Μου σώσατε τή ζωή, είπε ό * Α­ μάρ. Είστε τώρα άδελφοί μου!. . .» Ό Μπρικ έσκυψε καί τόν σήκωσε στά μπράτσα του λέγον­ τας: «Πρέπει τώρα νά σάς μεταφέρουμε μακρυά άπό έδώ! Δέν είναι άπίθανο νά γυρίση πίσω ό "Ελ Κατάρ καί νά μάς βρή καί τότε. . .»

84) Στό μεταξύ, τό καραβάνι του "Ελ Κα­ τάρ ταξίδευε γοργά μέσα στήν έρημο προς τό νότο., μέ κατεύθυνσι τή Ντζεντάχ, τό βασίλειο του πατέρα τού ’Αμάρ. Στό δρόμο, ό ."Ελ Κα­ τάρ πρόσεξε δτι είχε έξαφανιστή ό άνθρωπος στόν όποιο είχε άναθέσει τή δολοφονία του Ά­ μάρ, μά δέν θέλησε νά γυρίση πίσω γιά νά μά­ θη τί άπέγινε. "Αλλωστε, ή Ντζεντάχ είχε κιόλας φανή μπροστά τους.. .


85) Ό προδοτικός "Ελ Κατάρ ζήτησε αμέ­ σως άκρόασι άπό τον γέρο - βασιλιά Μπέν Κεμίρ, τον πατέρα του Άμάρ. «Αλλοίμονο, Μεγαλειότατε!, είπε ό "Ελ Κατάρ. "Εχω μια άσχη­ μη, μια πολύ άσχημη εϊδησι! 'Ο Αλλάχ είναι με /άλος! Ό γυιός σας Άμάρ, τό λουλούδι αυτό τής 'έρήμου, δεν ζή πιά! Είναι νεκρός, δολοφο­ νημένος άπό άτιμους άνθρώπους πού ήθελαν νά

86) Τό χτύπημα ήταν πολύ μεγάλο για τον γέρο πατέρα. Τα χέρια του και τό κορμί του όλόκλήρο άρχισαν νά τρέμουν καί τό πρόσωπό του σύσπαστη κε άπό μιάν έκφρασι πόνου. «Ό Άμάρ είναι νεκρός! ^Ηταν τόσο νέος και τόσο δυνατός! ^Ηταν ή μοναδική έλπίδα των γερα­ τειών μου! Καί είναι νεκρός! Ποιός τόν σκότωσε, "Ελ Κατάρ;»___ _ __________ ___

87) «Τόν δολοφόνησαν, ΙΙπε 6 '^ίιλ Κατάρ, μερικοί λευκοί δούλοι πού είχα αιχμαλωτίσει, σέ μια ναυμαχία! Ό άρχηγός τους λέγεται Μπρικ! "Εσπασαν τις αλυσίδες τους, ξέφυγαν καί, δταν συνάντησαν τόν Άμάρ στην έρημο, τόν σκότω­ σαν...» Πέρασαν μέρες καί έδδομάδες καί ό "Ελ Κατάρ κατώρθωσε σιγά-σιγά νά κατακτήI ση την καρδιά του βασιλιά καί νά του γίνη άπα-

38) Τό εγκληματικό του μυαλό έΚΗΙεΊαό'.^ τά σχέδιά του. θά δολοφονούσε μιά μέρα τόν Μπέν Κεμίρ καί θά έπαιρνε τό θρόνο του. Μά λογάριαζε χωρίς τόν ξενοδόχο, * δηλαδή τόν Κα* πετάν Μπρικ! "Όταν, έπειτα άπό δυό μήνες, τό τραύμα του Άμάρ γιατρεύτηκε, οί Γάλλοι μέ τόν νεαρό πρίγκηπα κατάφεραν νά χωθούν κρυ­ φά στην Ντζεντάχ καί νά φτάσουν ώς τά Ιδιαί■^ερα-δ-ίαμερίσυατα τού βασιλιά; ■ ...... —

-ραΐτητος—βύντρθψθςτ-....... .........

.......

89) Έκεΐ ό Άμάρ έπεσε στήν άγκαλιά τού πανευτυχισμένου πατέρα του καί τού διηγήθηκι όλα όσα είχαν συμ&ή. "Ετσι, ό δολοφόνος "Ελ Κατάρ πέθανε στήν κρεμάλα καί οί τέσσερις Γάλλοι, άψού γλέντησαν γιά πολλές μέρες μέ τόν Άμάρ, μπόρεσαν νά γυρίσουν στήν πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ώς δώρο ένα μεγάλο μέρος άπό τά πολύτιμα κοσμήματα, πού ό "Ελ Κατάρ είχε κλέψει άπό τόν Άμάρ. . .

Στο έρχόμενο τεύχος τού «ΤΟΞΟΥ» δημοσιεύεται μιά συναρπαστική ιστορία τής ζούγκλας μέ τόν τίτλο

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ όπου ό άναγνώστης θά χορτάση άπό μάχες μέ θηρία καί μέ τά στοιχεία τής Φύσεως.

ΤΟΞΟ

ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ­ ΠΟΙΚΙΛΗΣ

ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ: Σταδίου 50 Β ι^λίοττωλεϊον Κείλφακη ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 1& ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Στέλιος Άνεμοδουράς Διευθύνσεις σνμφώνως τό Νόμφ Διευθυντοΐ} Σ. Ανεμαδουρά: Λ. Θησέως 323 Προιστ. Τυττογρ. Φ. Μοολορτέστα: Μενελάου 9


ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

||»^ΔΑαΑ.,ΑΑ1^ϋΑΐ.4ΑΛυιΐ1Α,.ϋΑΑ.ΑΑ.,ΐΜΑΐΑ.«ι ^ ^|,|| Μ| ^||


1) Μια συντροφιά άπό Γάλλους και "Αγγλους ταξιδιώτες, κυνηγούς καί Εξερευνητές, στή μακρυνΛ Μαλαισία, ξεκινούν γιά νά κυνηγήσουν Εναν βασιλικό τίγρη. Ενα τρομερό θηρίο, πού τροαο κρατεί όλόκληρη την περιοχή- Οι ιθαγενείς τό έχουν όνομάσει «Κατάρα τής Ζούγκλας» καί τρέμουν καί στό άκουσμα άκόμα του όνόματος

2)! Οί άλλοι, στό μεταξύ, είχαν βάλει τούς ιθαγενείς νά κατασκευάσουν Ενα μεγάλο κλουδί άπό χοντρά μπαμπού, τόσο στέρεο ώστε θά μπο­ ρούσε νά κλείση κανείς μέσα του Ενα\ μικρό Ε­ λέφαντα, χωρίς κίνδυνο νά σπάση ! "Επειτα διέ­ ταξαν τούς ιθαγενείς νά τοποθετήσουν τό κλουβί άνάμεσα στους θάμνους γιά \ά τό έχουν πρόχει­

3) Ό Αρθούρος, Γάλλος -Εξερευνητής, πού δέν πολυανακατευόταν στά κυνήγια των θηρίων, είπε ατούς δυό συντρόφους του, τόν "Αγγλο Κλίφ καί τόν Γάλλο Μπερτράν: «Έγώ, παιδιά, προτι­ μώ νά μήν πάρω μέρος στό κυνήγυ Τά νεύρα μου παθαίνουν κλον-.σμό κάθε φορά πού βρίσκομαι άντιμέτωπος Ενός θηρίου! θά άνεδώ Επάνω στό βράχο νά κάνω παρΕα μΕ τόν Ταγματάρχη»,

-ου θηρίου. “Η συντροφιά χωρίζεται σέ δυο μέρη, Ο ταγματάρχης Βάρμττερτον, μεγάλος κυνηγός άγριων θηρίων στις ζούγκλες τής Μαλαισίας καί τής Βιρμανίας, άνεδαίνει σέ Εναν υψηλό βράχο γιά νά παρακολουθήση άπό Εκεί τό κυνήγι του τίγρη, αέ τήν καραμπίνα στό χέρι, Ετοιμος νά έπέμδη κεραυνοδόλα σέ περίπτωσι άνάγκης.

ρο όταν θά έφτανε ή ώρα τής αιχμαλωσίας τούτίγρη. Γιατί δέν έσκόπευαν νά σκοτώσουν τό θη­ ρίο, άλλά νά τό αιχμαλωτίσουν καί νά τό στείλουν στό ζωολογικό κήπο τού Λονδίνου, πού θά δεχόταν νά πλήρωσή δσο - όσο γιά Εναν τόσο δυ­ νατό καί τόσο όμορφο τίγρη! Έξάλλ,ου, ή δόξα θά ήταν έτσι μεγαλύτερη γιά τούς κυνηγούς ■ ------------------------------------------------------------ ------£.

4) Ή ειλικρίνεια τού Άρθούρκχ^βταν τιμητι­ κής γΓ αυτόν κι* έτσι οί σύντροφοι^ου ούτε γε­ λούσαν μαζί του ούτε τόν περιφρονούσαν γιά τόν Εκνευρισμό πού τού προκαλούσαν τά θηρία. "Ο­ ταν ό Αρθούρος Εφυγε, ό Μπερτράν είπε στόν Κλίφ: «Είμαστε σύμφωνοι», Κλίφ, δέν είν’ Ετσι; Έσύ θά έχης τό τουφέκι, σου Ετοιμο κΓ έγώ θά κινηματογραφώ τό θηρίο!» ______' ·


( 5) «Έμενα δε μέ λογαριάζετε;» φώναξε πλη­ σιάζοντας Ενα άμορφο κορίτσι. «Έσύ, Γκλόρια, άπάντησε ό Κλίφ, δεν πρέπει νάρθης μαζί μας. θά είναι πολύ Επικίνδυνο τό κυνήγι του τίγρη. Πρέπει να άνεβής κι* έσύ στο βράχο τού ταγμα­ τάρχη μαζί μέ τον Αρθούρο. . Τό κορίτσι τόν κύτταξε καλά - καλά κΓ Επειτα Εβαλε τά γέλια.

6) «Σέ μένα τό λες αΰτό, Κλίφ, είπε ειρωνι­ κά, πού ξέρω γιά τά θηρία καί τις συνήθειές τους περισσότερα άπό δέκα ιθαγενείς; θάρθώ όπωσδήποτε μαζί σας! Ποτέ 5έ θά συγχωρούσα τόν έαυτό μου, άν Εχανα μιά τέτοια ευκαιρία! Γιατί ήρθα, άλλωστε, μαζί σας στή Μαλαισία; Γιά νά πλέκω κάλτσες ή γιά νά κεντώ σεντόνια;»

7) Ό Κλίφ αναστέναξε καί αναγκάστηκε νά όποχωρήση, λέγοντας στον Μπερτράν: «Δέν υ­ πάρχει πιό πεισματάρικο πλάσμα οτόν κόσμο α­ πό μια νεαρή ΆγγλΙοα, δταν αυτή βάλη κάτι στο .μυαλό της καί πάρη μιάν άπόφασι! » .Καί πρόσθεσε, 'γυρίζοντας στούς ιθαγενείς: «* Εμπρός, παι,,διά! θά πάρη Ενα χρυσό νόμισμα όποιος αίχμα•λωτίοη τόν τίγρη, !>_______________

0 Τό σχέδιο τής Εκστρατείας εναντίον τοΰ τρομερού τίγρη, πού τρομοκρατούσε ολόκληρη Τήν περιοχή Εκείνη της Μαλαισίας, ήταν απλό. Οι ιθαγενείς θά άνελάμβαναν νά ξετρυπώσουν τό άγρίρι άπό τήν κρυψώνα του, οόρλιάζοντος ά γριά καί κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο μέ διά φορά άντικείμε^να πού κρατούσαν στα χέρια τους Ο Ενας κρατούσε Ενα παλιόκούδουνο, ό άλλος ε

να μικρό άδειο ντενεκέ πετρελαίου, Ενας τρίτό^ κρατούσε μιά μεγάλη άδεια κονσέρβα. Οί υπό­ λοιποι κουβαλούσαν μικρά τάμ-τάμ, τύμπανα χυλιομπαλωμένα άπόπάν αγγλικό στρατό καί άλ­ λα παοόμοια άντικείμενα, προωρισμένα νά κά­ νουν θόρυβο. Τά χτυπούσαν μέ μανία, κάνοντας Εναν απερίγραπτο θόρυβο μέσα στή ζούγκλα.


10) Προχωρούσαν ήμικυκλικά, άναστατώνοντας τά πουλιά καί τούς πιθήκους, πού, για να έκδικηθούν για τήν ένόχλησι, πετούσαν έπάνω στους άνβρώπους άπό τά κλαδιά των δέντρων καρπούς, κουκουνάρια καί καρύδες. *Η δουλειά αυτή κρά­ τησε δυό ολόκληρες ώρες καί ή Γκλόρια είχε αρ­ χίσει νά βρίοκη τό παιχνίδι δυσάρεστο καί πλη< κτικό, όταν ξαφνικά, μέσα άπό έναν πυκνό θά-

1) Αμέσως ό Μπερτράν Εδωσε διαταγή καί ! οί ιθαγενείς άρχισαν νά διαγράφουν μιά κυκλω­ τική κίνησι γιά νά κυκλώσουν τήν «Κατάρα τής Ζούγκλας» καί νά σπρώξουν τό θηρίο, μέ τό θό­ ρυβο πού Εκαναν καί μέ τά ούρλιαχτά τους, πρός τό μέρος όπου τό κλουβί περίμενε νά δεχτή καί νά αίχμαλωτίση τον περήφανο βασιλιά τής ζού­ γκλας.., ;

13) Πριν οί άνθρωποι προλάβουν νά συνέλ^ θουν άΐχό τήν Εκπληξί τους, ό τίγρης Εφτασε μέ μερικά πηδήματα σέ κάτι μεγάλους βράχους πού υψώνονταν πιό πέρα καί χώθηκε άνάμεσά τους. .Τά μάτια τής Γκλόριας άστραφταν άπό Ενθουσια­ σμό καί θαυμασμό γιά τό πλάσμα έκεϊνο τής ψυσεως, πού τόσο Επιδέξια υπερασπιζόταν τόν Εαυ­ τό του.

^νο, αναπήδησε μπροστά στά κατάπληκτα μάτια της Ενα υπέροχο αιλουροειδές, .μιά όμορφη καί έπιβλητική^ τίγρη, μέ λιγερό κορμί! Οί Ιθαγενείς Επαψαν νά χτυπούν τούς ντενεκέδες καί τά τούμ­ πανα, φώναξαν: «ή Κατάρα τής Ζούγκλας!» καί συνέχισαν τό πανδαιμόνιό τους μέ νέα όρμή!

4

' · 12) Γιά μερικές στιγμές, ό τίγρης Εμεινε άσδν λευτος, ξαφνιασμένος άπό τό θόρυβο καί σκοτι­ σμένος άπό τήν άπροσδόκητη έμφάνισι άνθρώπων γύρω του. "Επειτα, περισσότερο πονηρός άπ’ όσο οί άνθρωποι φαντάζονταν, ό τίγρης δέν δοκίμασε νά ξεφύγη άπό τό άνοιγμα πού τού άφησαν, άλλά ,.μ’ Ενα ύπέροχο πήδημα πέρασε έπάνω άπό τά. |κεφάλια των ίθαγενεών 1 ___________________ _

14) Μά ό Κλίφ ήταν Εξω φρένων γιά τό παι­ χνίδι πού τούς είχε σκαρώσει ή «Κατάρα τής Ζού­ γκλας». «Νά πάρη ό διάβολος!, φώναξε, θα μάς ξεφύγη! Καί είναι ή πιό όμορφη τίγρη πού Εχω δή στή ζωή μου! "Αν τήν πιάσουμε θά κερδίσουμε πολλά χρήματα πουλώντας την στό ζωολογικό κήπο τής Νέας Ύόρκης, του Λονδίνου ή τής Ούάσιγκτων!. . .»


15) «Τρέξτε!, συνέχισε. Πρετιει νά του κόψου­ με τό δρόμο διαψυγης'» Καί ό Κλίψ, μέ τον Μπερτράν καί τους ιθαγενείς ετρεξαν πρός τούς βράχους, χώθηκαν άνάμεοά τους καί είδαν τον τίγρη να πηδά σέ μιά χαράδρα μέ Αφάνταστη εύλιγισία, να προσγειώνεται απαλά στόν πυθμέ­ να της καί νά Απομακρύνεται μέ γρηγοράδα!

17) ΟΙ ιθαγενείς τό&αλαν αμέσως στά πόδια πρός τις δυό έξόδους τής χαράδρας, όπου μέ τά χέρια καί μέ λοστούς άρχισαν νά σπρώχνουν με­ γάλους βράχους, πού έπεφταν μέ γδούπο στο βάθος τής χαράδρας κάνοντας τό θηρίο νά σταθή άσάλευχο στή μέση τού δρόμου του, ξαφνιασμένο καί,.έλαφρά τρομαγμένο. Ό δισταγμός αυτός του κόστισε τήν ίδια του τήν έλευθερία!

19) «Κυττάξτε πόσο όμορφος είναι!, συνέχισε. Ό ποό όμορφος καί φανταχτερός τίγρης πού έχω Αντικρύσει στά ταξίδια μου καί στά κυνήγια μου!» Καί πρόσθεσε γυρίζοντας στόν ιθαγενή υ­ πηρέτη του τόνΆλή: «(Φέρε μου γρήγορα τήν κι­ νηματογραφική μηχανή! θέλω νά του πάρω με­ ρικές σκηνές!» Καί παίρνοντας τή μηχανή στά χέρια του, στάθηκε στήν Ακρη τής χαράδρας.

16) Ό Κλίψ είδε σ* αύτό μιά μοναδική εύκαιρία νά αίχμαλωτίση την «Κατάρα τής Ζούγκλας» κΓ έδωσε γοργά τις διαταγές του ατούς ίθαγενεϊχ. «ΠΓρέξτε στήν άλλη άκρη τής χαράδρας καί ρίξτε μέσα της δσουν περισσότερους βράχους απορέσετε, είπε στούς μισούς Ιθαγενείς. Κι* έσεΐς — εΐπε στούς άλλους μισούς — πηγαίνετε καί κάνετε τό ίδιο στήν είσοδο τής χαράδρας!»

18) Λίγα λεπτά άργότερα, ό τρομερός τίγρης βρέθηκε αιχμάλωτος άνάμεσα σέ δυό βρόχινους, ψηλούς τοίχους, πού Απείχαν ό ένας άπό τόν άλ­ λο είκοσι περίπου μέτρα καί πού- έφραζαν τή χα­ ράδρα σέ δυό σημεία. Οί φίλοι μας ήσαν κατενθουσιασμένοι, ιδιαίτερα ό Μπερτράν: «Μπράβο!, φώναξε μέ χαρά ό Γάλλος, τόν κρατούμε! Είναι δικός μας! Είναι κτήμα μας!»

20) «Σπουδαία!,, μουρμούριζε γυρίζοντας τό χερούλι τής κινηματογραφικής μηχανής. Περίφη­ μα ! Αυτή ή ταινία θά μέ κάνη διάσημο στή Γαλλία! θά μέ. . .» ΟΙ ώραΐες καί γεμάτες ένθουσιασμό φράσεις του δέν συμπληρώθηκαν ποτέ. Μιά πέτρα κύλησε κάτω άπό τό πόδι του, τό τακούνι του γλύστρησε, τό κορμί του έγειρε πρός τά πί­ σω. ή μηχανή ξέφυγε Από τά χέρια του. .


21) .... και ό ιΜπερτράν κύλησε στό γκρεμό! /Ο Κλίφ και ή Γκλόρια παρακολούθησαν τό πέ­ σιμό του υέ μάτια γουρλωμένα άπό φρίκη. «θεέ μου!, μουρμούρισε τό κορίτσι. Είναι χαμένος ό καημένος ό Μπερτράν! Αν δέν σκοτώθηκε πέ­ φτοντας, ό τίγρης θά ριχ"·ή, σίγουρα, έπάνω του και θά τόν καταξεσκίση αέ τά νύχια του καί μέ τά δόντια του!. ..»

23) Έπάνω, στα χείλη της χαράδρας, οί φί­ λοι: του είδαν μέ χαρά δτι ό τολμηρός καί άσύν&τος Γάλλος δέν είχε σκοτωθη. «θεέ μου!, είπ£ ή Γκλόρια. Σ’ ευχαριστώ πού τόν έσωσες !> Ό Κλίφ γύρισε καί τήν κύτταζε άγρια. εχνας δτι είναι κλεισμένος έκεΐ κάτω, τραυματισμένος, μαζί μέ ένα άπό τά πιό τρομερά θηρία τής ζού­ γκλας; Έ! Παιδιά! Φέρτε γρήγορα ένα σκοινί!>

25) Γύρίσε άργά μέ μάτια, όπου έσάλευε ό θάνατος καί ή δίψα τού αίματος, καί νιαούρισε τόσο σατανικά ώστε όχι μόνο ή Γκλόρια, άλλα καί ό Κλίψ καί οί ιθαγενείς, ένοιωσαν ένα πα­ γερό συναίσθημα νά διατρέχη τή ραχοκοκκαλιά τους, «θά τόν κομματιάση, Κλίφ!, τραύλισε τό κορίτσι, θά τόν κατασπαράξη; ζωντανό! ·'

22) Τό βάθος της χαράδρας δέν ήταν μεγάλο καί τό έδαφος έκεΐ κάτω ήταν στρωμένο από παχειά άμμο, πού έκανε τό πέσιμο πιο άπαλό, "Ε­ τσι ό Μπερτράν δέν σκοτώθηκε. Είχε, μάλιστα, τήν έντόπωσι πώς δέν είχε χτυπήσει καθόλου. "Οταν όμως έκανε νά σηκωθή, άφησε μιά κραυ­ γή πόνου καί ξανάπεσε. Είχε χτυπήσει σοβαρά στό δεδιό του πόδι!

24) Οί ιθαγενείς έτρεξαν κι' έφεραν ένα σκοι-!' νί άπό τις άποσκευές, πού κουβαλούσαν μαζί τους, μά ήταν πιά πολύ άργά. Ό τίγρης,·» «ή Κατάρα τής Ζούγκλας», πού ούρλιαζε άνατριχιαστικά άπό τό θυμό του καί τήν άπόγνωσί του γιατί τόν είχαν αιχμαλωτίσει, γύρισε καί είδε τόν δυσ­ τυχισμένο Μπερτράν καί τά δόντια του ξεσκεπά­ στηκαν άπαίσια. . .

Τήν ίδια στιγμή, ό τίγρης κουνήθηκε πρός^τό μέρος του πληγωμένου Μπερτράν. Προχωρούσε άργά, χωρίς νά βιάζεται, ίσως γιατί καταλάβαι­ νε δτι ό λευκός έ κείνος άνθρωπος, πού μέ τούς φίλους του είχε δοκιμάσει νά τού κάνη κακό, δέν ήταν πιά σέ θέσι νά κινηθη καί νά φΟγη άπό τή μεγάλη παγίδα πού τους έκλίιγε και τούς δυό... ____ ... —


26) Ή καρδιά τού Μπερτράν χτύπησε τρελλά άπό φόβο, πού έφτανε στα όρια του πανικού καί πού παρέλυε τά μέλη του καί έκανε άδύνατη κά~ θε· κίνησί τους. "Επειτα όμως, καταβάλλοντας μιαν υπέρτατη προσπάθεια, έσφιξε τά δόντια του, άνέκτησε τήν ψυχραιμία του, συγκέντρωσε τις δυ­ νάμεις του καί τράβηξε τό πεοίστροφό του άπό θήκη του.

28) Ή «Κατάρα της Ζούγκλας» έξακολούθη- *■ σε νά βαδίζΓ πρός τόν Μπερτράν, χωρίς να βιά­ ζεται καθόλου, σαν να έκανε έναν άπλό περίπατο μέσα σ'* £να έρημο καί φιλικό δάσος. Τά μάτια μόνο του θηρίου άφηναν κιτρινωπές σπίθες, πού φανέρωναν άπέραντο μίσος, καί κάθε δυό ή τρία βήματα άπό τό τρομερό λαρύγγι του ξέφευγε έ- ;

29) Ή ταραχή όμως του Γάλλου ταξιδιώτη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τό χέρι του έτρεμε 1λαφρά καί ή οφαίρα, άντί νά πετύχη τόν τίγρη μέσα στο μάτι καί νά χω.θή στό κρανίο του, τόν χτύπησε στόν ώμο τραυμοιτίζοντάς τον άπλως. Το θηρίο άφησε ένα ούρλιαχτό, πού άντήχη.σε μέσα ,^στή χαράδρα καί ρίχτηκε έπάνω στόν δυστυχ ί­ ου ένο Μπερτράν. __________

27) Ό τίγρης συνέχισε τό δρόμο του μέ τό ίδιο άργό καί νωχελικό βήμα, σαν νά μή^ λογά­ ριαζε -καθόλου τό περίστροφο ή σάν νά μην είχε δη ποτέ του όπλο καί νά μήν ήξερε τή σημασία του. Άπό ψηλά, άπό τά χείλη τής χαράδρας, ό Κλίφ κι* ή Γκλόρια πυροβόλησαν μέ τις καραμπίνες τους, άλλα ή οί σφαίρες άστόχησαν ή τό θηοίο δέν τις ένοιωσε καθόλου ’

να άπερίγραπτα φριχτό ούρλιαχτό, τό^ούρλιαχτό των αίλουροειδων όταν βγοιίνουν κυνήγι. "Οταν έφτασε σέ άπόστασι μερικών μέτρων άπό τόν Μπερτράν, σταμάτησε, συσπειρώθηκε, τράβηξε πρός'τά πίσω τά χείλη του δείχνοντας τά δόντια του καί ώρμησε. Τήν ίδια στιγμή, ό Μπερτράν τράβηξε τή σκανδάλη του περιστρόφου του.

Ό Γάλλος σκέπασε τό κεφάΛι μέ τά μπράτσα του καί, τήν έπόμενη στιγμή, τό θηρίο Ιπεσί έπάνω του μέ τά χοντρά ποδάρια του μπροστά καί κυλίστηκαν καί οί δυό χάμω! "Ε­ νοιωσε τά νύχια τού τίγρη νά χώνωνται στόν ώ­ μο του καί ένας διαπεραστικός πόνος τόν έκανε νά σπαράξη. "Επειτα, τό θηρίο τής ζούγκλας ά­ νοιξε τό φρικτό στόμα του. ..


31) Επάνω, στα χείλη της χαράδρας, ή φρί­ κη των φίλων του Μπερτράν ήταν άπερίγραπτη. Τό νά δής έναν άνθρωπο νά σκοτώνεται είναι πο­ λύ άσχημο καί θλιβερό πράγμα. Τό νά τόν δής όμως νά κομματιάζεται ζωντανός κάτω άπό τά νύχια καί τά δόντια ένός θηρίου είναι κάτι Αβά­ σταχτο. Τρελλή άπό-φρίκη, ή Γκλόρια σήκωσε τό τουφέκι της.. .

33) · . . Βρέθηκε καθισμένος έπάνω στό τρο­ μερό ,θηρίο, πού σήκωνε έκείνη τή στιγμή τά πό­ δια του, μέ τά νύχια προεξέχοντα, για νά κατασπαράξη τό πρόσωπο τού δυστυχισμένου λευκού. Τό ξαφνικό βάρος τού Άλή έπάνω στή ράχη του θηρίου, έκανε τόν τίγρη νά ούρλιάξη άπό τόν πόνο καί νά τεντωθή έγκαταλείποντας τό θύμα

*

35) !Λά ό ιθαγενής ήταν αποφασισμένος νά πουλήση, άκριβά τή ζωή του καί τά νευρώδη χέ­ ρια του έσφιγγαν μέ λύσσα τόν άντίπαλό του. ένώ τά άτσαλένια δάχτυλά του χώνονταν βαθειά στόν τριχωτό λαιμό τού τίγρη. Καταβάλλοντας μιαν υπεράνθρωπη προσπάθεια, ό Άλή κατάφερε νά γυρίση τό θηρίο καί νά βρεθή καθισμένος έ»ςάνω στή μυώδη πλάτη του.

32) Πριν όμως προλάβη νά πυροβόληση, ί: Άλή έσπρωξε ποός τά έπάνω τήν κάννη τού του­ φεκιού της και πήδησε στο κενό για νά σώση έκεΐνον πού άλλοτε τού είχε σώσει τή ζωή. Τό έτ κάνε αύτό γιατί ήξερε ότι μιά σφαίρα μπορού­ σε νά χτυπήση τόν κύριό τουλλντί για τό θηρίο. Διέγραψε στόν άέρα ένα έκπληκτικό ήμικύκλιο καί.·. .

.34) Καί τότε άρχιοε μιά άπερίγράπτη, πάλη άνάμεσα στό .θηρίο καί στόν άνθρωπο. Ό τίγρης άρχισε νά κυλιέται χάμω για νά άπαλλαγή άπό τόν... ουρανοκατέβατο άντίπαλό του, ουρλιάζον­ τας μανιασμένα καί χτυπώντας μέ μανία τόν άέ­ ρα μέ τά πόδια του. Ό Άλή ξεφώνιζε κι* αυτός άπό τόν πόνο καθώς ή πλάτη του χτυπούσε στις πέτρες χάμω.__________

36) Επειτα, ρίχνοντας όλο τό βάρος τού σ ματός του έπάνω στό ζαλισμένο, σαστισμένο καί πονεμένο άγρίμι, κατάφερε νά τό κρατήση άκίνητο για μιά - δυο στιγμές ένώ τά χέρια του έξακολουθουσαν νά τού σφίγγουν τό λαιμό] *0 τίγρης, κουρασμένος άπό τήν πάλη και έξαντλημένος άπό τό τραύμα του, έμεινε στή θέσι έκεί­ νη για να άνακτήση τις δυνάμεις του


^ 37) Αυτό στάθηκα μοιραίο για τήν Κατάοα της Ζούγκλας. Ή ακινησία του θηρίου έδωσε στόν Άλή τήν ευκαιρία νά κάνη κάτι, πού κανέ­ νας δέν περίμενε. Μην έχοντας κανένα άλλο ό­ πλο πρόχειρο, άρπαξε άπό }(άμω ένα χοντρό βό­ τσαλο, τό σήκωσε ψηλά και, πρίν ό τίγρης ποολάβη να κινηθη, τό κατέβασε μέ δύναμι έπάνω στό κρανίο του. .

3β) 'Πρός μεγάλη κατάπληξι των άνθρώπων, πού παρακολουθούσαν τήν τρομερή έκείνη σκηνή _άπό τά χείλη της χαράδρας, μέ τά πιστόλια και τα τουφέκια έτοιμα να δράσουν μόλις πα­ ρουσιαζόταν ή εύκαιρία, τό κτύπημα τού Άλή ήταν τόσο κοιλοζυγισμένο καί τόσο δυνατό, ώ στε * τίγρης έμεινε άναίσθητος στή θέσι όπου βρισκόταν! Φ

39) Ζητωκραυγές άντήχησαν άπό λευκούς καί ιθαγενείς. ~ Επειτα, ό Κλίφ φώναξε: <* Ακολου­ θήστε με! Μπορεί ό Μπερτράν νά είναι σοβαρά τραυματισμένος καί νά χρειάζεται άμεση βοή­ θεια!» Καί, χρησιμοποιώντας ώς στήριγμα τις προεξοχές τών βράχων, άρχισε $ νά κατεβαίνη στόν γκρεμό, άκολουθούμενος άπό κοντά άπό * 'τούο άλλους

40) "Οταν πάτησε στό έδαφος της χαράδρας;" σήκωσε τό κεφάλι του καί είδε τήν Γκλόρια να κατεδαίνη κι* αύτή τον γκρεμό. «Γκλόρια!, φώ­ ναξε. Μη! Γύρισε πίσω! θά. . .» Μά οώπασε, κα­ ταλαβαίνοντας ότι τό πεισματάρικο καί ξεροκέ­ φαλο κορίτσι 5έ θά δεχόταν ποτέ νά γυρίση πίσω αφού όλοι οί άλλοι κατέβαιναν στή χαράδρα.

41) Άπό τους τρεις άντιπάλους τής συγκλο­ νιστικής καί θανάσιμης έκείνης πάλης, μόνο νας — ό Άλή—στεκόταν όρθιος. Ό τίγρης ήταν ξαπλωμένος φαρδύς - πλατύς, άναίσθητος, ^μέ τό σώμα του καταματωμένο, Δυό αυλάκια αίματος κυλούσαν άπό τό τραύμα τής σφαίρας, στόν ώ­ μο του, καί άπό τό τραύμα τής πέτρας στό κε­

φάλι του, καί πότιζαν τήν ποιχειά άμμο. Πιό πες.

ρα, ήταν ξαπλωμένος ό Μπερτράν. Δέν είχε χάπ σει τις αισθήσεις του, μά ήτοιν σέ κακή κατάσταοι άπό τό χτύπημα τού πεσίματός του καί ά­ πό τα γρατζουνίσματα τού θηρίου. Ή Γκλόρια έτρεξε κοντά του καί βοήθησε τον Κλίφ νά τόν άνασηκώση, καί νά του δώση νά πιή λίγο ούΐσκυ καί λίγο νερό . . ,


42) Πέρασαν μερικές μέρες, μέρες άγωνιας' καί άναμονής .για τά μέλη τής έξερευνητικής άποστολής τών "Αγγλων καί των Γάλλων κυνη­ γών. Στήν κατασκήνωσί τους δυό τραυματίες, άψου πέρασαν άπό διαδοχικά στάδια κινδύνου, ξανακέρδιζαν τώρα' σιγά-σιγά τις δυνάμεις τους, μέσα στό καθαρό καί υγιεινό κλΐμα τής, ^Ααλαισίασ.__________ *_________ ϊγ;'

43) Ό ένας άπό τούς δυο αύτούς τραυματίες ήταν ό Γάλλος Μπερτράν, πού τόσο άκριβα εί­ χε πληρώσει τήν__άπόπειρά του νά γίνη... κινηματογραψιστής! ^.απλωμένος σέ μιά πολυθρόνα διαβαζε ρομάντσα καί κάπνιζε άδιάκοπα, περιμένοντας μέ υπομονή τήν ήμέρα πού θά μπορούσε πάλι νά σηκωθή όρθιος καί νά κυνηγήση οπή. ζούγκλα. ..____________ ________ ¥■ λ/4

44) Ο Άλμπέρ, ό γιατρός τής άποστρλής, τον έπισκεπτόταν συχνά καί τού άλλαζε τούς έπιδέσμους^ πού σκέπαζαν τά καταγρατζουνιομέ* να άπό τά νύχια του θηρίου χέρια του. Έξήταζε έπίσης τό πόδι του, πού είχε οτραμπουλιχτή άσχημα δταν ό Μπερτράν είχε πέσει μέσα στη χαράδρα μέ τόν τίγρη. άργήσω άκόμα, για­ τρέ ;> ρωτούσε.

45) «Πρέπει νσ κάνης υπομονή, έλεγε ό για3 πρός καλόκαρδα. Τή γλύτωσες πολύ φτηνά, ψι­ λέ μου! Για σκέψου τί 9ά συνέβαινε άν οί^πληγές σου μολύνονταν. θά πέθαινες, γιατί έδώ, μέσα στή ζούγκλα, δέ διαθέτω όλα τά άναγκαΐα μέ­ σα για σοβαρά τραύαατα. "Επειτα,είσαι τυχε­ ρός πού τά νύχια τού θηρίου δεν σού κομμάτιασαν το πρόσωπο!^ ___

46) Ό Μπερτράν χαμογέλασε, βλέποντας νά πλησιάζη έ κείνη τή στιγμή ό ’Αλή. ό πιστός ύπηρέτης του, πού τόν είχε σώσει άπό βέβαιο θάνα­ το. «Είμαι τυχερός, εΐπε στον γιατρό Άλμπέρ, κυρίως γιατί έχω έναν τόσο άφωσιωμένο φίλο σάν τόν ’Αλή. Χωρίς αυτόν θά ήμουν τώρα ένα άψυχο κορμί κομματιασμένο φριχτά άπό τόν τι! __________________________________________________________

47) <ή"Ω, αυτό είναι υπερβολικό!, είπε ό Αλή καί κάθησε χάμω πλάί στόν κύριό του. "Αν έσύ δέν τόν είχες πληγώσει, κύριε, 5έ θά μπορού­ σα ποτέ νά τά βγάλω πέρα μέ τήν Κατάρα τής Ζούγκλας! Έξ, άλλου, θυμάσαι τότε πού μέ είχε άοπάζε: ένας έλέφαντας καί πού μέ έσωσες, σκοτώναντάς τον μέ μιά σφαίρα >στήν καρδιά:·


48) Ό δεύτερος τραυματίας, που συνερχ^τα ~ σιγά - σιγά άπό τά τραύματά του στή καιασκή νωσι των λευκών, ήταν ή Κατάρα τής Ζούγκλας. Ό τίγρης δεν είχε πεθάνε-ι κάτω άπό τό χτύπη­ μα τής πέτρας τοϋ Άλή, δπως είχαν νομίσει στήν άρχή. Είχε άπλώς χάσει τις αισθήσεις του, δπως θά πάθαινε κι’ ένας άνθρωπος σε παρόμοια π.ε-

49) . .. ό τίγρης κέρδιζε κάθε μέρα καινούρ­ γιες δυνάμεις. Δυό" σφαίρες άπό τις καραμπίνες της Γκλόριας και τοϋ Κλίφ είχαν μείνει χωαένες μέσα ατούς δυνατούς μυώνες του, μά ^αύτό 5έ φαινόταν να ένοχλή καθόλου τό θηρίο. “Οσο γιά τή σφαίρα του πιστολιού τού Μπερτράν, είχε μπή στόν ώμο κΓ είχε ξαναβγή χωρίς νά οπάση κα­ νένα κόκκαλο!

ρίστασι. ΟΙ Ιθαγενείς, βλέποντας ότι ζοϋσε άκό· μα, τόν είχαν δέσει, είχαν απαλλάξει τό στόμιο τής χαράδρας άπό τις πέτρες πού την έφραζαν, και μ’ έ\α πρόχειρο φορείο άπό κλαδιά είχαν με­ ταφέρει τόν τίγρη στην κατασκήνωσή και τόν είχαν κλείσει μέσα σ’ ένα μεγάλο κλουβί άπό μπαμπού. Γλείφοντας υπομονετικά τις πληγές του . .

.

·

·■·

.50) Καθώς ό Μπερτράν, ό γιατρός Άλμπέρ^ κοπό ίθαγεχής ύπηρέτης Άλή κουβέντιαζαν έγκάρδια, ό Κλίφ πλησίασε περπαντώντας γοργά, μέ τή χαρά ζωγραψισμέ\η στό πρόσωπό του. «"Ε­ χω σπουδαία νέα νά σάς αναγγείλω!, είπε ζωη­ ρά. Μπορώ νά πώ ότι ή φρίκη πού δοκιμάσαμε καί τά τραύματά σου, Μπερτράν, δεν πήγαχ κα­ θόλου γααέιίσΚ

51) ΜΜιλάς μέ γρίφους Κλίφ!» είπε 6 Μπερ­ τράν. Ό Κλίφ κούνησε τό κεφάλι του χαμογέ­ λασε καί συνέχισε μέ ένθουοιασμό: «Πήρα ένα τηλεγράφημα άπό τό Ζωολογικό κήπο τής Νέας Ύόρκης. Μας προσφέρουν πέντε χιλιάδες δολλά ρια γιά τόν τίγρη μας! "Ετσι θά μπορέσουμε νά συνεχίσουμε τήν έξερευνητική αποστολή μας στή Μαλαισία !.ν

-

»*Γ-

-----

52) Τα μάτια τού Μπερτράν άστραψαν άπό χαρα. «Περίφημα*!, φώναξε. Ακριβώς αύτό σκε­ πτόμουν σήμερα! “Εχουμε μείνει χωρίς λεφτά καί δέ θά μπορούσαμε νά παρατείνουμε τη δια­ μονή μας έδώ. Τώρα θά βρω όπωσδήποτε τήν ευκαιρία νά πραγματοποιήσω τό όνειρό μου, νά κινηματογράφησή) έναν έλεύθερο καί ζωντανό τίγρη! > > _________ _


53) Καθώς κουβέντιαζαν έτσι, ή Γκλόρια, τό όμορφο καί χαϊδεμένο κορίτσι της άποστολής, πλησίασε μέ ύφος ξένοιαστου καί χαρούμενου παιδιού. «"Εχω ευχάριστα νέα!, φώιαξε, όπως λίγα λεπτά πριν ό Κλίψ. Ό τίγρης έχει συνέλθει σχεδόν έντελώς άπό τα τραύματά του. Σέ μιά - δυο μέρες, θά μπορέσουμε νά τόν περάσου· με σέ μετάλλινο κλουβί! . ______ _

55) «Αλήθεια; τής είπε. Πόσο^λυπούμαι πού δε 8α ■ ιμαί σέ θέσι νά παρασταθώ στήν κοσμοϊστορική αύτή τελετή!» Τό κορίτσι έγινε κοίτακόκκινο άπό ντροπή. «*Ώ, Μπερτράν!, τραύλισε σαστισμένα. Σου ζητώ χίλιες φορές συγγνώμη! Είμαι άφηρημένη καί άγενής. Δέ σάς ρώτησα πώς πηγαίνουν τά τραύματά σας! ...»

57) Ή Γκλόρια χαμήλωσε τό κεφάλι της μέ ένοχο καί μεταμελημένο ύψος καί μουρμούρισε: <ψΛέ κοροϊδεύεις, Μπρτράν. Μά τό άξίζω...» Σώπασε καί πρόσθεσε γοργά, γυρίζοντας προς ένα τραπεζάκι, δπου ήταν τοποθετημένο ένα μπου­ κάλι ούΐσκυ: «Νά σέ κεράσω ένα ούΐσκυ, Μπερ­ τράν;» Γέλασαν όλοι καί άλλαξαν θέμα. .. *Η ^νύχτα έπεσε γοργά. . .

54) Στό\ ένθουσιασμό της γιά τή βελτίωσι 7ής υγείας του τίγρη, πού είχε γίνει ό προστατευόμενός της, υέσα στήν κατασκήνωση ή Γκλό­ ρια δεν πρόσεξε πώς είχε κάνει τήν άγένεια νά μη ρωτήση τόν 'Μπερτράν πώς πήγαινε ή δική τού υγεία. Αύτό δεν κακοφάνηκε στόν Μπερτράν, που όμως δεν παρέλειψε νά την πειράξη.

56) «Πολύ καλύτερα!, άπάστησε ό Μπερτράν στόν ϊδιο κοροϊδευτικό τόνο γιστί δέν χώνευε τη συμπάθεια της Γκλόριας πρός τόν τίγρη πού πα­ ραλίγο να τόν ψάη ζωντανό. Χαίρω πολύ μαθαί­ νοντας ότι ή υγεία τού άγαπητού αύτού ζώου πηγαίνει περίφημα! θά λυπόμουν πάρα πολύ άν γινόμουν ένώ ή αιτία τού θανάτου του προ στ ατευομένου σας!

58) "Ολοι γύρισαν στις σκηνές τους καί ξά­ πλωσαν γιά νά κοιμηθούν. ΟΙ ιθαγενείς της άποστολης ξάπλωσαν χάμω, έδώ κΓ έκεΐ, κάτω άπό τα υπόστεγα τής κατασκηνώσεως, πού ήσαν φτιγμένα άπό χόρτα, καί σέ λίγο όλόκλη,ρη ή άποστολή κοιμόταν βαθειά μέσα στήν καρδιά της σκοτε νής Καί αινιγματικής ζούγκλας...


59) Κάπου Εκεί κοντά, σ’ ένα ποταμάκι, ένα κοπάδι άπό νεροβούβαλους έκανε τόση φασαρία μέσα στή νύχτα, ώστε κανένας δν άκουσε ένοιν άλλο θόρυβο, οιγανώτερο άλλα π ό δυσοίωνο και πιό Επικίνδυνο, πού Ερχόταν άπό τό κλουβί του τίγρη. Τό άγρίμι είχε βαλθή νά σπάση τά κά­ γκελα του κλουβιού του ροκανίζοντάς τα μέ Ε­ πιμονή καί υπομονή.

61) Ή νύχτα περνούσε άργά, κάνοντας τά ά­ στρα ^ άλλάζουν νωχελικά θέσι μέσα στο στερέωμα^καί φέρνοντας ένα άεράκι, ττού σάλευε άπάλά τά μεγάλα φύλλα τών φοινικόδεντρων καί σκόρπιζε παράξενα καί έξώκοσμά μουρμουρίσμα*α. Οί νεροδούδαλοι είχαν ήουχάσει τώρα, μά $ τίγρης Εξακολουθούσε νά ροκανίζη, νά ροκανίζη...

^ηρη ή κατασκήνωσι άναστατώθηκε στό άκουσμα τού βρυχηθμού αυτού καί τού κρότου πού, έκοινέ τό κάγκελο σπάζοντας. Οί ιθαγενείς κατάλαβαν Ενστικτωδώς τί είχε συμβή .καί ό τρόμος τούς έκυρίευσε, ό βαθύς, προαιώ­ νιος φόδος τού άνυπε<ράσπιστου, άοπλου άνθρώπου γιά τά δυνατά, άγρια καί ώπλισμένα μέ νύ­ χια καί δόντια θηρία.

^60) Τά άστρα πού έλαμπαν ψηλά μέσα στόν τοα^τΒΓ '6ε^ου^ινο ουρανό, καί τά μενάλα δέν^ ί.ουΥκλα$· π°υ "ί σιλουέιτα τους διαγράέλΚυ0τΤ' έκαισν τά αΙχμάλωτο θηρίο να ρίγη και να λαχταράη περισσότερο τήν έλευ9ερ.α του μέσα στήν Απέραντη ζούγκλα Καί τά δόντια του τίγρη ροκάνιζαν. Υ '

62) Ξαφνικά, Ενας βρυχηθμός θριάμβου κομμάτιασε'τή γαλήνη της νυχτωμένης ζούγκλας, κάνοντας τά νυχτοπούλια νά άνασαλέψουν άνάμεσα στά κλαδιά τών δέντρων. ΤΗταν ό τίγρης πού είχε κατορθώσει νά σπάση ένα άπό τά κά­ γκελα της φυλακής του και νά πηδήση Εξω, στόν Ελεύθερο άέρα, μεθυσμένος άπό χαρά γιατί δέν ήταν πια σκλάύος. . .

64) Οί λευκοί τινάχτηκαν άπό τά κρεββάτι» τους καί βγήκαν έξω γιά νά μάθουν ποιά ήταν ή αίτια όλης αύτής τής άναστατώσεώς. «Ελπί­ ζω, μουρμούρισε 6 Κλίφ, νά μήν πρόκειται γιά έπίθεσι Εχθρικής φυλής καί μάλιστα τής φυλής τών Ά κουτί, πού είναι ή πιό άγρια καί πιο πο­ λεμική φυλή όλόκληρης τής Μαλαισίας...»


65) Μά, τήν ίδια στιγμή, μερικοί ιθαγενείς πλησίασαν τρέχοντας μέ χειρονομίες πανικού καί μέ τά αάτια τους γουρλωμένα άπό τον τρόμο :Τί συμβαίνει; ρώτησε ό Κλίφ γοργά. Μάς έπετέθη καμμιά έχθρική φυλή;* «ΓΟχι, κύριε, απάν­ τησε ένας^ίθαγενής. Συνέβη κάτι χειρότερο] Ή ^Κατάρα της Ζούγκλας, ό τίγρης, δραπέτευσή ά­ πό τό κλουβί του!*

66) Μια κραυγή Ανάμικτη μέ τρόμο και θαυ­ μασμό, ξέψυγε άπό τό στήθος τής Γκλόριας. «Δραπέτευσε!, τραύλισε μέ λύπη καί μέ χαρά μαζί. Δραπέτευσε! Δέν ήταν -φτιαγμένος για τή σκλαβιά!» «Διάδολε!, φώναξε ό Κλίφ γεμάτος θυμό. Ανάψτε πυρσούς καί ώπλισθήτε μέ δ,τι βρήτε ! Καί προσέξτε νά μήν άποαακρυιθή ό έ­ νας άπό τόν άλλο οϋτε στιγμή

67) Παρ’ όλο τόν πανικό πού ιούς είχε πλημ­ μυρίσει, οι ιθαγενείς υπάκουσαν στις διαταγές τού Κλίφ. “Αρπαξαν Αμέσως πυρσούς, τούς άνα­ ψαν καί άρχισαν να κινούνται ολοι μαζί προς διά­ φορες κατευθύνσεις, μέ μάτια πού κόντευαν νά βγουν άπό τις κόγχες τους άπό τόν τρόμο. 7Ησαν οπλισμένοι μέ σπαθιά, μέ ακόντια, μέ τσε­ κούρια καί μέ ρόπαλα. Μά τό μεγαλύτερο όπλο

τους, ή μεγαλύτερη προστασία τους έναντίόνκ τρομερού τίγρη\ ήταν — δπως πίστευαν — τάξόρ­ κια καί οί προσευχές πού μουρμούριζαν^άνάμ£-'' σα στα δόντια τους: <?αορκισμένος νά είναι ό πί-' ΥΡης, ό τίγρης! Ξορκισμένη νά είναι η Κοαάμα τής Ζούγκλας] Τό νύχι του καί τό δόντι του να μιή βάψουν ποτέ σέ αίμα!»

68) Οί λευκοί ώπλιομένοι μέ τις καραμπίνες τους -καί φορώντας τις πιτζάμες τους άκόμα, α­ νακατεύτηκαν μέ. τούς ιθαγενείς καί άρχισαν να ψάχνουν μέσα στόν περίβολο τής κατασκηνώσεως για νά βρουν τό δραπέτη τίγρη. Άπό κάπου κοντά άκουγόταν τό νιούρισμα τού θηρίου καί πιο πέρα τά Αγρίμια τής νύχτας θορυβούσαν α­ ναστατωμένα ...

69) Στό μεταξύ, ό Μπερτράν, πού τάπόδι του καί τά τραυματισμένα χέρια του δέν τού έπέτρε· π αν νά πάρη μέρος στό νυχτερινό αυτό κυνήγι, είχε βγή, άπό τή σκηνή του καί, μαζί^μέ τόν ηλι­ κιωμένο ταγματάρχη καί τόν Αρθούρο, πού άπέφευγε συστηματικά τό κυνήγι, παρακολουθού­ σε αέ Αγωνία τις κινήσεις των πυρσών στη νύ­ χτα. . ·


.#*:·**-’* 70) «ςΜου φαίνεται πώς ψάχνουμε άδικα, μουρμούρισε ή Γκλόρια. Ό τίγρης δέν μπορεί να είναι πια μέσα στήν .κατασκήνωσι. . .» ιΔέν έ­ χεις δίκιο, Γκλόρια, τήν διέικοψε ό Κλίψ. ΔΕ. ξέ­ ρεις καλά τΙς τίγρεις. Τό γεγονός ότι κατώρθωσε νά δραπέτευση, θά έχη γεμίσει τό θηρίο με αύτοπεποίθησι καί... ά! ΓΪάτος, Γκλόρια! Νά τος! .

7ι1) Πραγματικά, τό υπέροχο καί μεγαλοπρε­ πές αιλουροειδές, τού είχε ανακτήσει τήν Ελευ­ θερία του, σιεκόταν εκεί, μπροστά στόν περίβο­ λο τής καχασκηνώσεως, πού ήταν φτιαγμένος άπό χοντρά κλαδιά. 'Ακούγοντας τις κραυγές καί τά ποδοβολητά τού πλήθους, γύρισε περήφα­ να τό κεφάλι του κι' έρριξε οτούς άνθρώπους πού τό φοδόνταν μια ματιά...

. 72) ^Ηταν μια ματιά γεμάτη περκρρόνησι καί άπέχθεια, πού Εξέφραζε ολη τήν άντ-τταθεια τον προς χοΰς άνθρώπους καί πρός τα Κλουβιά τους. ^■π£\τα· λωΡ1ί» νά βιαστή καθόλου, τράβηξε πί­ σω τά χείλη του και ξεσκέπασε τά μυτερά δόν­ τια του. Οί ιθαγενείς σταμάτησαν αφήνοντας σι­ γανές κραυγές τρόμου, Ο Κλίψ σήκωσε τήν καραμπινα του...

73) Και τότε συνέβη κάτι πού έξέπληξε το Κλ'ιφ καί σάστισε τούς ιθαγενείς. Ή Γκλόρια άπλωσε ξαφνικά τό χέρι της καί μέ μιάν,άιτότομη κινηοι χαμήλωσε τήν κάννη τής καραμπίνας του Κλίφ. «Μή!, φώναξε. Μήν τον σκοτωνης 1 <ιΑς είμεθα μεγσλόψυ/ο ! Κέρδισε τήν Ελευθερία του καί τού άξίζει. "Αφησε, τον νά γυρίση οτή ζουγλα'

74) Ό Κλίφ θέλησε νά διαμαρτυρηθή καί να σηκώαη πάλι τήν καραμπίνα Του αά δεν πρόλα δε; Ό τίγρης, άφού έρριξε στούς ανθρώπους μια. δεύτερη περιφρονητική ματιά, γύρισε καί, μέ μία. Εκτίναξι τού λαστιχένιου κορμιού του, πέρασε α ναμεσα οτά χοντρά κλαδιά τού περίβολου καί β^εθηκε εξω άπό την κατασκήνωση Ελεύθερος μέσα, στη ζούγκλα, του._______ __________ _______

/5) Έτσι τελείωσε ή περιπέτεια^της ΚατάΖούγκλας, τού πιο τρομερού τίγρη ατού οαο τής γυρίσει ποτί ή Μαλαιοία.'ΐλεοθερος τια λ, 6 τίγρης βρχιΜ νά λυμαίνεται τΐς άγ^τιι*; Γεριονές κι' 6 Μπερτράν, όταν μια βδομάδά αρ; νότερα,ς γιατρεύτηκε έντελώς άπο τά τραύματα, του καί τό πόδι του, άποφάσισε να κάνη κάτι για νά άπαλλάξη τόν τόπο.


ΙΙΜΜΙ»

76) «ΙΠρεπει, είπε στους φίλους του, νά παρά ' * τείνουμε τήν παραμονή μας έδώ, παιδιά, ώσπου να Εξοντώσουμε τον τίγρη. Δεν κατηγορώ τ-η Γκλόρια που Εμπόδισε τον Κλίφ, μά αύτό δέ ση~ μαίνει δτι δέν Εχουμε τό δικαίωμα νά συνάσου­ με τό κυνήγι του θηρίου, θά πάρω δυο άπό σάς καί θα πάω στην πόλι γιά νά Βρω τά αναγκαία. , χρήυατα».

ό ΚλίΙφ μέ Ενθουσιασμό, θά πάμε στά βόρεια τής Μαλαισίας καί θά στήσουμε τήν κατασκήνωσί μας οτήν πιό όμορφη ζούγκλα πού Εχεις γνωρί­ σει ποτέ, Μπερτράν! Έκεΐ θά Εχης τήν εύκαιρία νά κινηματογραφήσης Εκ του φυσικού όσα λιον­ τάρια *καί τίγρεις, καί πάνθηρες, καί .Ελέφαντες ,,ποθήση ή καρδιά σου!» -----------------------------------------------

—-------------------------------------------------------------------------------- ■

7δ) "Ολος χαρά ό Μπερτράν Ετοίμασε το τζιπ τής κατασκηνώσεως καί μαζί μέ δυο άπό τούς φίλους του ξεκίνησαν γιά τή μάκρυνή πόλι, άπό έναν άνώμαλο δρομάκο που περνούσε μέσα άπό τή ζούγκλα, άνεδοκατεδαίνοντας σέ λόφους, δια­ σχίζοντας χαράδρες, περνώντας άπό βαλτοτό­ πους καί άπό βοσκοτόπια των καμηλοπαρδάλεκαί των1 Ελεφάντων. . .

0 ΜΠΟΡΑΣ ΑΡΑΠΕΤΕΥΕΙ Ήρωϊσμοξ γοργή δράσις. γοητευτικά Ε­ πεισόδια I

Μ II

ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΠΟΙΚΙΛΗΣ

ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ: Σταδίου 50 Β16λ ιοπωλεΐον Κ αλφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α — ΤΕΥΧΟΣ I» ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Στέλιος Άνεμοδοοφέκς

Διευθύνσεις ονμφώνως τφ Νόμω Δαχ$υντοΰ Σ. Άνεμςβουρά: Λ. Θησέως 323 Προ»*?. Τιπταγρ. Φ. Μαλοητέστβ: Μενελάου 9

·?

79) Οί περιπέτειές του ήταν πολλές καί πα­ ράξενες στο διάστημα τού ταξιδιού τους αυτού. Ή ζωή τους κινδύνεψε άπό τήν έπίθεσι ένός κοπαδιού Ελεφάντων καί λίγο ελειψε νά πέσουν στα χέρια άγριων ιθαγενών. Μά ή ιστορία μας πήρε τέλος, καί οί περιπέτειες αυτές θά άποτελέοουν θέμα μιας άλλης ιστορίας, πού θά δημοσιεύσου­ με, αργότερα.

Στο έρχόμενο Τεύχος μιά συναρπαστ κή περιπέτεια τού Γάλλου Θαλασσόλυκου Καπετάν Μπόρα

■•Λ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ

------------------------------------ ■


^ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ


Ο ΚΑΠΝΑΝ#

0//^

__ ___ αραηίκνιι

)*Ι/Ι ΒΠ&Ψ** #Ι.)ΊΙ/Η1Φ"1 \\ιιη«ιι1ΐΐηι**'

/ 1) Μιά μεγάλη συμφορά είχε βρή τόν Κάπε­ λάν Μπόρα, τόν μεγάλο Γάλλο θαλασσοπόρο, πού είχε γίνει ό φόβος καί ό τρόμος των θαλασ­ σών γιά όλους τους έχθ.ρούς της πατρίδος του, καί Ιδιαίτερα γιά τούς ".Αγγλους καί τούς Ισπα­ νούς. Μέ αίφνιδιασμό καί μέ τήν προδοσία ενός ναύτη, οί Ισπανοί είχαν κατορθώσει μιά νύχτα ν/ά όρμήσουν έπάνω στό «Γύπα», τό περήφανο καράβι του Καπετάν Μπόρα, καί νά τό κυριεύ­ σουν αιχμαλωτίζοντας τό πλήρωμά του μαζί μέ τόν καπετάνιο. Ό Μπόρας όμως κατάφερε νά δραπετεύση καί νά καταφύγη στήν καλύβα ένός ψαρά.

1

'**»"*«*

&0ΜΙΚ&*

2) Ή όμορφη γυναίκα τού ψαρά περιποιήθηκε τόν Μπόρα, πού ήταν τραυματισμένος σέ πολ­ λά μέρη του σώματός του, καί ό Γάλλος θαλασ­ σοπόρος δέν ήξερε πώς νά έκφράση τήν εύγνωμοσύνη του... Μιά μέρα, ό Μπόρας της είπε : ^Πρέπει τώρα νά φύγω, ώ γυναίκα! Σάς είμαι ευγνώμων γιά δ,τι κάνατε γιά μένα καί έλπίζω κάποτε νά μπορέσω νά.,.».

3) Μά τήν Ιδια στιγμή ό ψαράς μπήκε καί τό ύφος του ήταν τόσο παράξενο, ώστε ό Μπόρας σώπασε καί τόν κύτταξε μέ άπο,ρία. Ό ψαράς πήρε καταμέρος τή γυναίκα του καί τής είπε δείχνοντάς της ένα πουγκί: «"Εχει χρυσάφι μέ­ σα! Είναι ή άμοιβή πού δίνουν σ’ όσους καταδώ­ σουν ξένους στήν άστυνομία! θά άγοράσω και­ νούργια βάρκα 1...»

V//# '/' 'Μ 7//^ ν/ φΐ,, "'/ Ί ></////'7 ·*· "■ I //// .

4) Καί τότε ή πόρτα τής καλύβας άνοιξε ά* πότομα καί μιά περίπολος άπό στρατιώτες ώρμησε μέσα, μέ τά ξίφη γυμνά καί τά πιστόλια στά χέρια. «Μάθαμε, είπε ό έπικεφαλής τής περι­ πόλου ότι έδώ κρύβεται κάποιος ξένος! Ή δια­ ταγή είναι νά παραδίδετε άμέσως κάθε ξένο στήν άστυνομία! Όδηγήστε με άμέσως σ’ αυτόν!...»

5) Ό ψαράς κάνοντας τάχα τόν άνήξερο καί τόν τρομαγμένο, ώδήγησε τούς στρατιώτες στό ;.έσα δωμάτιο, όπου βρισκότοιν ό Καπετάν Μπό­ ρας. Ό Γάλλος θαλασσοπόρος, πού κατάλαβε τί είχε συμβή, χαμογέλασε πικρά. «Ευχαριστώ πολύ», είπε στόν ψαρά. Καί γύρισε στους στρα­ τιώτες: «Είμαι στή διάθεσί σας, φίλοι μου. Δέν πρόκειται να άντισταθώ καθόλου...»


6) ' Ωδή γη σαν τόν ιΚαπετάν Μπόρα μπροστά στόν άρχηγό της άστυνομίας, έναν σκληρό άν­ θρωπο μέ άγρια μάτια καί μέ γαμψή μύτη άρπακτικου πουλιού. «Ποιός είσαι; ρώτησε τό Γάλ­ λο θαλασσοπόρο. Πως βρέθηκες έδώ; Τί γυρεύ­ εις ο-τό Νησί.της Χελώνας; Γιατί δέν παρουσιά­ στηκες άμέσως στις Ισπανικές άρχές, πού έχουν έγκατασταθή έδώ κι* ένα μήνα στό νησί;»

7) Τά μάτια του Καπετάν Μπόρα άστραψαν άπό χαρά. *Ηταν φανερό πως οί Ισπανοί δέν ήξεραν ποιός ήταν. Άλλοιώς δέ θα έχαναν τόν καιρό τους σέ έρωτήσεις, άλλά θά τόν είχαν δέ­ σει άμέσως καί θά τόν είχαν κλείσει στή φυλακή. «Είμαι ένας φτωχός έργάτης, έξοχώτατε, είπε, καί ήρθα σ·τό Νησί τής Χελώνας γιά νά βρω δου­ λειά, μέ την άδειά σας!»

8) Μα δ άρχηγός τής άστυνομίας ήταν καχύποπτος. Κύτταξε τόν Καπετάν Μπόρα άκό τό κεφάλι ώς τά πόδια μέ έξεταστικό βλέμμα καί, βρίσκοντας τή στάσι του κάπως υπερβολικά υ­ περήφανη γιά έναν άπλό έργάτη, είπε: «Δέν μπο­ ρώ νά είμαι βέδαιος άν μου λές ψέματα ή δχι ! Μπορεί νά είσαι άλλος άπ’ δ,τι φαίνεσαι! Ρίχτε τον στή φυλακή!»

)' υ θεσμοφύλακας, ένας άδυσώπητος άν­ τρας μέ πρόσωπο σαδιστή, παρέλαδε τόν Καπε­ τάν Μπόρα καί, μέ τή συνοδεία των στρατιωτών, τόν ώδήγησε στά υπόγεια ένός κάστρου, όπου υπήρχε μιά μεγάλη σιδερόφραχτη αίθουσα γε­ μάτη φυλακισμένους. «Αύτό είναι τό... σαλόνι μας!, είπε στό Γάλλο ναυτικό κοροϊδευτικά, θά έχης έδω κάθε άνεσι καί... άριστοκρατική συν■Τ£θφιά_[^

10) “Οταν ή βαρειά καγκελωτή πόρτα έκλει­ σε πίσω του, ό Μπόρας κύτταξε γύρω καί είδε δτι άνθρωποι κάθε συναφιοΰ βρίσκονταν έκεΐ μέ­ σα. Άθώθί Γάλλοι, πού τό μόνο τους έγκλημα ήταν ή έθνικό'της τους, "Αγγλοι ναυτικοί, πού είχαν δοκιμάσει νά έπιτεθοΰν έναντίον ισπανικών πλοίων,, φουκαράδες Ιθαγενείς, πού δέν είχαν υ­ πακούσει στις σκληρές διαταγές ένός * Ισπανού...

Ιιΐ) Υπήρχαν έκεΐ μέσα άνθρωποι, πού ή θηλειά τής κρεμάλας θά ταίριαζε μιά χαρά στό λαιμό τους, άνθρωποι πού εΐχαν κάνει πραγματι­ κά έγκλόυατα καί πού κάθε κράτος καί κάθε έξοοσία θά τιμωρούσε σκληρά. «Ό δεσμοφύλα­ κας είχε δίκιο, σκέφτηκε ό Καπετάν Μπόρας μέ πίκρα, θά έχω έδώ πολύ... άριστοκρατική συν­ τροφιά !. . .»


12) Μέσα σέ λίγες μέρες, δ Γάλλος ναυτικός 13) Τό σχέδιο του Μπόρα ήταν άπλό καί άκατώρθωσε νά άποκτήση μεγάλη έπιρροή έπά- ποτελεσματικό καί δέ βασιζόταν στήν άνάγκη νω στους Γάλλους πρώτα, στους “Αγγλους έπει­ δπλων. Κάθε μέρα, ένας δεσμοφύλακας έρχόταν τα καί στούς υπόλοιπους καταδίκους στό τέλος. φορτωμένος μέ μαύρα, σκληρά ψωμιά, τα όποια “Ετσι κατάληξε νά τόν θεωρουν δλοΐ' τους ώς άποτελουσαν τή μοναδική τροφή των φυλακισμέένα είδος άρχηγου καί, δταν ό Μπόρας άποψά- ■ νων. Πλησίαζε στήν καγκελωτή πόρτα καί πεσισε νά δοκιμάση νά δραπέτευση, τόν άκουσαν τουοε μέσα άπό τά_ κάγκελα τά ψωμιά, διασκε­ δλοι μέ καινούργιες έλπίδες στήν ψυχή τους. . . δάζοντας μέ τήν πείνα των καταδίκων. . .

. 14) Μιά μέρα, λοιπόν, καθώς ό δεσμοφύλα­ κας, μέ τά ψωμιά στήν άγκαλιά τόυ καί μέ τά κλειδιά της φυλακής κρεμασμένα άπό τή ζώνη του, πετουσε άνάμεσα ©τά κάγκελα τά ψωμιά γελώντας μέ τήν καρδιά του, ό Καπετάν Μπό­ ρας πλησίασε έκει μέ προφυλάξεις, έβγαλε τό χέρι του άπό τά κάγκελα καί μέ μιά γροθιά στό κεφάλι τόν έρριξε χάμω άναίσθητο!

15) Οί φυλακισμένοι παράτησαν τότε τό ψω­ μί πού έτρωγαν καί έτρεξαν δλοι στήν καγκελω­ τή πόρτα κυττάζοντας μέ γουρλωμένα μάτια τόν πεσμένο δεσμοφύλακα. Ό Μπόρας προσπάθησε νά φτάση μέσα άπό τά κάγκελα μέ τό χέρι του τά κλειδιά, πού κρέμοντοιν άπό τή ζώνη του, μά ό δεσμοφύλακας είχε πέσει πολύ μακρυά. «Τί άτυχία!», μουρμούρισε.

/ 16) ΟΙ φυλακισμένοι τότε άρχισαν νά δοκι­ μάζουν ό.ένας έπειτα άπό τόν άλλο, μά κανενός τό χέρι δέν έφτανε ώς τά κλειδιά. “Ο,τι όμως δέν κατάφεραν οί άλλοι-, τό κατώρβωσε ένας λι^ γνός, ξερακιανός άντρας μέ μακρυά χέρια καί στενό θώρακα. “Εβγαλε τό χέρι του άπό τά κάγκελα, έχωσε τό μισό στήθος του άνάμεσά τους καί τά δάχτυλά του γάντζωσαν τά κλειδιά.

17) Ή χαρά των καταδίκων ήταν άπερίγρα πτη. Συγκροτώντας τις κραυγές ένθουσιασμου πού άνέβαιναν άπό τό στήθος τους, γιά νά μήν πάρουν εϊδησι οί δεσμοφύλακες, άρχισαν νά χο­ ροπηδούν σάν μικρά παιδιά καί νά καρπαζώνουν ό ένας τόν άλλο ένώ ό Καπετάν Μπόρας ήρεμος καί ψύχραιμος ξεκλείδωνε τή βαρεία σιδερένια πόρτα... ν _


18) "Οταν ή πόρτα τής σκΤαβιάς άνοιξε ^ό Μπόρας βγήκε στό μεγάλο χώλ τής φυλακής καί ξεκλείδωσε δλα τ’ άλλα κελιά όπου δεκά­ δες άλλοι κατάδικοι ήσαν κλεισμένοι. «Είστε έλεόθεροι, εΐπε, άρκεί νά καταφέρουμε νά βγούμε άπό τό κάστρο!» Σάν τρελλοί, οί κατάδικοι ξε­ χύθηκαν μέσα στους διαδρόμους τής φυλακής πρός τήν έξοδο καί τήν έλευθερία.

19) Στήν άρχ,ή, προχωρούσαν Ανοργάνωτα", για δικό του λογαριασμό ό κοιθένας, προσπαθών­ τας νά άνακαλύψουν τό δρόμο τής έξόδου. Γρή­ γορα δμως_ κατάλαβαν δτι μέ τόν τρόπο αυτό, άν συναντούσαν καμμιά περίπολο φρουρών, ήοαν χαμένοι. Οί φρουροί θά τούς αιχμαλώτιζαν εύκο­ λα ή, άν δοκίμαζαν νά άντιστοΐθούν, θά τούς έξώντωναν εύκολα.

20) Αποφάσισαν λοιπόν νά σταματήσουν το άσκοπο περιπλάνημά τους, νά όργανωθουν καί νά όρίσουν έναν Αρχηγό, πού νά τούς όδηγήση στήν έλευθερία. Φυσικά, ό άρχηγός αύτός ήταν ό Καπετάν Μπόρας, πού, άφού υπολόγισε τό σχέ­ διο τού κτιρίου τού κάστρου, καθώριοε τό δρό­ μο πού έπρεπε νά άκολουθήσουν γιά νά βρουν τήν έλευθερία. ..

21) Διέσχισαν διαδρόμους, Ανέβηκαν καί κα­ τέβηκαν σκάλες καί στό τέλος σταμάτησαν μπροστά'σέ μιά μεγάλη, βαρειά, σιδεροκάρφωτη πόρ­ τα, πού τούς έφραζε τό δρόμο. Δοκίμασαν νά τήν άνοίξουν, μά ήταν κλειδωμένη καί Αμπαρωμένη άπό τήν έξω μεριά καί στάθηκε Αδύνατο νά τήν άνοίξουν. «Είμαστε άναγκασμένοι νά. . άρχισε ό Μπόρας.

22) Μά ή φωνή του πνίγηκε στό λαρύγγι του, γιατί τήν ίδια στιγμή βαρειά βήματα άντήχησαν πίσω άπό τούς δράπέτες καί, γυρίζοντας, ό Μπό­ ρας άντίκρυσε μιά όμάδα φρουρών στήν άκρη τού διαδρόμου. Οί δράπέτες όμως ήσαν πολλοί καί οί φρουροί ύποχώρησαν φωνάζοντας: «Βοή­ θεια! ΟΙ φυλακισμένοι δραπέτευσαν!»

' 23) Ή φυλακή Αναστατώθηκε. Ό ίδιος ό δι­ ευθυντής κατέβηκε στόν υπόγειο διάδρομο, όπου βρίσκονταν οί δράπέτες καί δοκίμασε νά τούς πείση νά παραδοθούν. "Οταν αυτοί ^Αρνήθηκαν, διέτοίξε νά φέρουν ένα καζάνι γεμάτο... Αναμ­ μένο λίπος! <*θά καήτε σάν ποντίκια!» φώναξε. «Προτιμούμε τό θάνατο άπό τή σκλαβιά!» του ’ Απάντησαν.


24) Οί δεσμοφύλακες Αναποδογύρισαν τό κα­ ζάνι κι* ένας χείμαρρος Από φλέγόμενο λΐπος χύ­ θηκε στόν κατηφορικό διάδρομο, πρός τους κα­ ταδίκους, πού ήσαν ουγκεντρωμένοι μπροστά στήν κλειδωμένη πόρτα. Κραυγές φρίκης Αντή­ χησαν από τό τρομαγμένο πλήθος των δραπετών. «θά καούμε ζωντανοί! θά ψηθούμε σάν κοτό­ πουλα !»

26) Μά ό Καπετάν Μπόρας ήταν όκεΐ καί άγρυπνοΟσε. Καταλάβαινε ότι, όον οί δραπέτες δέν Ανακτούσαν τήν ψυχραιμία τους,^ δλα θά ήσαν χαμένα. «Στάξτε!, φώναξε. Σταθήτε! Δέν είναι όλα χαμένα! Παραμερίστε όλοι καί κολ­ λήστε στους τοίχους! Τό πάτωμα κάνει αύλάκι στη μέση κοντά στήν πόρτα καί ίσως δέ μάς Αγγίξη καθόλου τό Αναμμένο λΐπος!»

28) Ζητωκραυγές Αντήχησαν μέσα στόν υπό­ γειο διάδρομο. «Δέ σάς τό είπα; φώναξε ό Κα­ πετάν Μπόρας. Σωθήκαμε ίσως... "Ας έλπίσουμε δτι ή πόρτα αυτή, θά μάς όδηγήση έξω, στήν έλευθερία! Καί άς έλπίσουμε δτι θά βγούμε Από έδω μέσα πριν μάς έπιτεθούν οί δεσμοφύλακες!* “Εσκυψε καί πήρε Από χάμω ένα Αναμμένο κομ­ μάτι ξύλου τής πόρτας.

25) Γιά μερικές στιγμές πανικός έ κυρίευσε τούς δυστυχισμένους Ανθρώπους, καθώς τό λΐ­ πος κυλούσε πρός τό μέρος τους γλείφοντας τόν Αέρα καί τούς τοίχους μέ τις φλόγες του. "Εχα­ σαν τήν ψυχραιμία τους καί."., άρχισαν νά τρέ­ χουν πρός τό χείμαρρο του λίπους πού έρχόταν νά τούς χαρίση τό θάνατο, έναν θάνατο φριχτό!

27) Οί δραπέτες υπάκουσαν καί κόλλησαν στόν τοΐχο, παρακολουθώντας μέ μάτια γουρλωμένα Από τρόμο τό χείμαρρο τού φλέγόμενου λί­ πους που έρχόταν πρός τό μέρος τους. Τό Αναμ­ μένο ποτάμι πέράσε χωρίς νά τούς Αγγίξη καί... έβαλε φωτιά στή βαρειά πόρτα, πού τούς έκλει­ νε τό δρόμο πρός τήν έλευθερία!...

29) Μέ μιά κλωτσιά γκρέμισε τήν έτοιμόρροπη πιά πόρτα καί παραμερίζοντας τά πύρινα συντρίμμια της, προχώρησε διατακτικά μέσα ατό άνοιγμα πού είχε σχηματισθή. "Εκανε μερικά βήματα καί τότε ή φλόγα του πυρσού του έγειρε πρός τά πίσω. «Ελάτε!, φώναξε! Υπάρχει ένα ρεύμα Αέρος έδω! Πρέπει λοιπόν νά ύπάρχη μιά έξοδος!»


30) ΟΙ δραπέτες προχώρησαν πρός τό μέρος του καί πέρασαν τό Ανοιγμα. "Οταν έκαναν όμως μερικά βήματα, οί πιό δειλοί άπό αύτούς κοντοστάθηκαν κι* έπειτα σταμάτησαν έντελώς. <Τί πάθοττε; τούς ρώτησε ό Καπετάν Μπάρας. Γιατί σταματήσατε ;> «<θά γυρίσουμε δλοι πίσω!, Α­ πάντησαν. Δέν ξέρουμε που όδηγεΐ αυτό τό πέ­ ρασμα

31) Ό Καπετάν Μπόρας άνασήκωσε τούς ώμους του. «Γυρίστε πίσω, είπε, άφου προτιμάτε τή σκλαβιά άπό τήν έλευθερία!» 4θά γυρίσουμε δλοι μαζί πίσω, είπε ένας άπό τούς δειλούς, κι* έμεΐς κι* έσεΐς! "Αν οί θεσμοφύλακες μάς βρουν μόνους, Θά μάς τιμωρήσουν σκληρά και Θά πλη­ ρώσουμε άκριδά τή δική σας δραπέτευσι! Θά γυρίσουμε δλοι!*

32) Οί άλλοι γέλασαν σαρκαστικά άκούγοντας τά λόγια αύτά, πού υπαγόρευε ό τρόμος καί ή δε λία. "Ενας άπό τούς δραπέτες πού ήθελαν ν' Ακολουθήσουν τόν Καπετάν Μπάρα δοκίμασε νά πείση τούς δειλούς δτι ήταν πρστιμώτερο νά προσπαθήσουν νά βγουν άπό τό κάστρο, δποιοι κίνδυνοι κι* άς τούς περίμεναν, παρά νά γυρίσουν πίσω στή φυλακή.

33) Μά οΐ δειλοί έπέμειναν δτι έπρεπε νά γυ­ ρίσουν δλοι πίσω καί νά παραδοθούν καί φαίνον­ ταν Αποφασισμένοι, παρ’ δλη τή δειλία τους, νά πολεμήσουν έναντίον των άλλων. Μιά γοργή δμως έπέμβασις μερικών χεροδύναμων Γάλλων ναυτικών και μερικά καλοδοσμένα.*. χαστούκια έπεισαν τούς δειλούς δτι ήταν προτιμώτερο ν’ Α­ κολουθήσουν τούς άλλους.

,4) "Ετσι οί δραπέτες κρατώντας ώς πυρσούς φλέγόμενα ξύλα άπό τήν καιάμενη πόρτα, προ­ χώρησαν μέσα σέ μιά φυσική υπόνομο σκαμμένη μέσα σέ συμπαγή βράχο μέ τόν Καπετάν- Μπά­ ρα μπροστά. Περπάτησαν έτσι γιά άρκετά λεπτά, μέ την ψυχή γεμάτη Αγωνία καί έρωτηματικά. —αψνικά, δσοι πήγαινοτν μπροστά άφησαν κραυ­ γές έκπλήξεως.

|

ρ

'

// /

35) "Ενα Απροσδόκητο έμπόδιο τους έφραζε τό δρόμο, κάνοντας τήν καρδιά των δραπετων νά σφιχτή άπό άπογοήτευσι. Ή υπόνομος ήταν πλημμυρισμένη άπό νερά! «Καί τώρα; γκρίνιασαν οί δειλοί. Τί θά κάνουμε τώρα; Είδατε πού σάς τά λέγαμε; θά Αναγκαστούμε νά γυρίσουμε πίσω καί νά παραδοθούμε στους θεσμοφύλακες. Τί κερδίσομε μέ τήν έπιμονή σας;»


36) Μά ό Καπετάν Μπόρας δέν ήταν άπό τούς Ανθρώπους πού χάνουν εύκολα τό θάρρος καί τήν έλπίδα. «θά δοκιμάσουμε νά περάσουμε, εί­ πε. Δέν ώφελεΐ πια καθόλου νά γυρίσουμε πίσω! Άν προσέξατε, τό νερό αυτό είναι άλμυρό, άρα ή θάλασσα είναι κάπου κοντά! Εμπρός!» Καί κρατώντας ψηλά τόν πυρσό ταυ μπήκε στο νερό κι* άρχισε νά βαδίζη. «

37) Μά, σέ κάθε βήμα πού έκαναν, τό νερό γινότοιν πιό βαθύ. Στήν άρχή έφτασε <2>ς τά γό­ νατα, έπειτα £>ς τή μέση, <2>ς τό στήθος καί τέ­ λος ώς τό λαιμό! «"Αν συνεχιστή έτσι τό πράμα, είπε κάποιος, δέ θά μπορέσουμε ποτέ νά βγούμε άπό έδω μέσα!» Μά ό Καπετάν Μπόρας δέν έ­ χανε τις έλπίδες του. «Μήν άπελπίζεστε, είπε. Μπορεί νά μήν είναι. . .»

38) Καί τότε σώπασε, εμεϊνε για μιά-δυό1 στιγμές άσάλευτος καί τέλος φώναξε: «Σωθή­ καμε! Τό νερό άρχισε νά ρηχαίνήί» Τά γκρινιά­ ρικα μουρμουρίσματα, πού είχαν άρχίσει νά άκούγωνται πίσω του άπό τούς Απελπισμένους δραπέτες, έγιναν τώρα κραυγές χαράς. Μέ άνα? νεωμένες δυνάμεις, οί δραπέτες του κάστρου, προχώρησαν πιό γοργά. ..

39) Τό νερό είχε κατεδή πιά ώς τή μέση τού, δταν ό Καπετάν Μπόρας πού πήγαινε μπροστά) πέταξε τόν πυρσό πού κρατούσε στό νερό. Δέν τούς χρειαζόταν πιά κανένα τεχνητό φως, γιατί άπό ένα άνοιγμα στό βάθος τής υπονόμου, μπρο­ στά, έμπαινε άφθονο τό φως τής ή μέρας. «Σωθή­ καμε !, φώναξε πάλι ό Γάλλος θαλασσοπόρος Φτάσαμε στό τέρμα ττκ; ύπονόιιηο %

40) “Ενας - ένας οί δραπέτες τού κάστρου πέ­ ρασαν άπό τό φωτεινό άνοιγμα καί βρέθηκαν μπροστά... στόν άπέραντο ώκεανό! Πόσο ήταν γλυκό τό μουρμούρισμα των έλευθερων κυμάτων έπειτα άπό τή θανατερή σιωπή, πού βασίλευε στα ύπόγεια τού κάστρου, πόσο ήταν δροσερό τό άεράκι πού έρχόταν άπό τά πέρατα τού ώκεανοΟ γιά νά τούς χαϊδέψη τά μαλλιά!

41) Ή προσπάθεια, πού είχαν καταβάλει γιά νά περάσουν τήν πλημμυρισμένη υπόνομο, τούς είχε έξαντλήσει καί ξάπλωσαν όλοι τους χάμω γιά νά ξεκουραστούν. ’Έπειτ’ άπό λίγο, σηκώ­ θηκαν πάλι καί περικύκλωσαν τόν Καπετάν Μπόρα κάνοντάς του έρωτήσεις γεμάτες άγωνία: «Τί θά κάνουμε τώρα; Πού θά πάμε; Τί λές έσύ, Κα­ πετάν Μπόρα;»

——--------------------------------------------------


42) «Είμαστε έλεύθεροι τώρα πιά, είπε ό Μπάρας, μά είναι πιό δύσκολο νά διατηρήση κανείς τήν έλευβερία του παρά νά τήν άποκτή­ ση. ΟΙ ' I σπανοί θά βγάλουν περιπόλους γιά νά μας κυνηγήσουν. Πρέπει λοιπόν νά βρούμε δπλα γιά νά μπορέσουμε νά άντισταθούμε κι* έπειτα νά δοκιμάσουμε νά κυριεύσουμε τό «Γύπα», τό >καράδι μου. ..»_________________________________

43) «"Ακουστέ τί πρέπει νά κάνουμε, συνέχι­ σε ό Γάλλος θαλασσοπόρος. Βλέπετε έκεΐνο έκεΐ τό στενό πέρασμα άνάμεσα ατούς βράχους; Τά άποσπάσματα, πού θά στείλουν οίν Ισπανοί γιά νά μάς κυνηγήσουν, θά περάσουν άναγκαστικά άπό κεΐ. . . Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά νά τοπο­ θετηθούμε έκεί καί νά στήσουμε μιά καλή ένέα.; ·» _____________________ _

44) Πραγματικά, οί δραπέτες άκολούθησαν τόν Καπετάν Μπάρα πού τούς ώδήγησε στήν κο­ ρυφή των βράχων, άψου τους έξώπλισε μέ ρό­ παλα καί πέτρες καί σφεντόνες φτιαγμένες άπό ζώνες «καί κομμάτια άπό ρούχα. «Πρέπει νά άποκτήαουμε δπλα, είπε, άλλοιως θά γίνουμε ένα πεινασμένο κοπάδι λύκων πού θά πλανιέται ά­ σκοπα. . .» ______ _

45) Ό Καπετάν Μπόρας δέν είχε πέσει έξω στούς υπολογισμούς του. Δέν πέρασαν πολλές ώρες, όταν ένας σκοπός, πού ό Καπετάν Μπά­ ρας είχε τοποθετήσει έπάνω σ’ ένα ύψωμα, άντίκρυσε μακρυά νά έρχεται ένα μεγάλο άπόσπα­ σμα άπό Ισπανούς στρατιώτες! Τό άπόσπασμα έρχόταν γοργά χωρίς νά ύποψ'άζεται τίποτα. . .

46 - 47) Αμέσως ό σκοπός άρχισε νά σαλεύη τά μπράτσα του μέ παράξενο τρόπο πρός τό μέρος τού Καπετάν Μπόρα καί των άλλων συντρόφων του. ΤΗταν συνθηματικές κινήσεις τών Γάλλων ναυτικών, πού σήμαιναν: «Προσοχή! *Εχθρός έν όψει! “Ενα Ισπανικό άπόσπασμα πλησιάζει!» Ό Μπόρας καί οί άντρες του έτοιμάστηκαν, πα■ι. -

— ι-χ

I.

Μ........................ ...

"

™ "

%

ρακολουθώντας άγρυπνα τους^ Ισπανούς, που πλησίαζαν ξένοιαστοι, τραγουδώντας 'και γελωντας Οταν έφτασαν κάτω_ άπό τασς βράχους, μια δυσάρεστη έκπληξις τους περιμενε. Μεγάλες πέτρες άρχισαν να πέφτουν άπό ψηλά, σκορπίζοντας τον θάνατο και τόν πανικό στις γρ<χμμές τους. .. ~

~

--- --

-

,

_

-


49) Ή μάχη πού Επακολούθησε ήταν φριχτή ! Οί Ισπανοί ήσαν καλά ώπλιαμένοι, μά τούς Ελει­ πε τό θάρρος. ΟΙ δραπέτες άπενοτντίας ήσαν ώπλισμένοι μέ ξύλα καί πέτρες, μά πολεμούσαν γιά τήν Ελευθερία τους καί για τή ζωή τους -καί αύτό τούς Εδινε φτερά. "Έτσι οι Ισπανοί άρχι­ σαν νά πέφτουν δ Ενας μετά τόν άλλο.

4θ) "Επειτα, πριν τά υπολείμματα τοΟ απο­ σπάσματος προλάβουν νά συνέλθουν άπό την έ'<· πληξι καί τόν τρόμο, πού είχαν δοκιμάσει, είδαν μέ διπλό τρόμο Ενα μικρό πλήθος δαιμόνων νά ξεχύνεται άπό τούς βράχους καί να ρίχνεται έπάνω τους, μέ άνατριχιαστικά ουρλιαχτά, "σύ Εκοιναν τό αίμα τους νά παγώση!

51) Μά δεν μπόρεσε ποτέ νά τελείωση ούτε τη φράσι του ούτε τούς σκοπούς του. Τή στιγμή πού τό δάχτυλό του άγγιξε τή σκανδάλη τού πι­ στολιού του, ένας άπό τούς δραπέτες βρέθηκε πίσω του μ* Ενα πήδημα καί χτυπώντας τον στό κεφάλι μ’ Ενα ραβδί, τόν Εκανε νά παρατήση τό πιστόλι του καί νά σωριαστή χάμω μέ τό κεφάλι σπασμένο!

50) Ό Καπετάν Μπάρας είχε άπέναντί του τρεις άντιπάλους. Πολεμώντας σάν λιοντάρι μέ μοναδικά όπλα τις γροθιές του, Ερριξε τούς δυό άπό τούς άντιπάλους του χάμω άναίσθητους. Ό τρίτος όμως, πού ήταν ώπλισμένος μ’ Ενα μεγάλο π στόλι, τό Εστρεψε πρός τό στήθος τού Γάλλου λέγοντας: <ΤΗρθε τό τέλος σου, παλληκαρά μου ! θά σέ τρυπή. . , >__________________________

52) Ή νίκη τών φυγάδων τοΰ κάστρου ήταν πλήρης καί γοργή. "Οσοι άπό τούς Ισπανούς δέν Εξοντώθηκαν, τδδαλαν Εντρομοι στά πόδια πετώντας χάμω τά πλα τους. Οί σύντροφοι του Καπετάν Μπόρα άρχισαν νά ώπλίζωνται μέ ένΚαπετάν Μπόρα άρχισαν νά όπλίζωνται μέ ένΕνα πιστόλι γιά μένα!» «Νά μια καλή καρααπίναί» ________________________ ____ .


53) ΆφοΟ ώπλίστηκαν έτσι ώς τά δόντια,, οί δραπέτες έγκατέλειψαν τό πεδίο τής μάχης καί χώθηκαν- άνάμεσα στους βράχους. "Οταν άπομακρύνθηκαν άρκετά, ό Καπετάι Μπόρας διέτα­ ξε: «ίθά καθήσουμε τώρα να φάμε άπό τις προ­ μήθειες πού πήραμε άπό τό άπόσπασμα καί νά άναπαυθούμε, γιατί έχουμε άιάγκη άπό δλες τις δυνάμεις μας. . .»

54) Αφού έφαγαν καί άναπαύτηκαν καί ή νύχτα έπεσε, ό Καπετάν Μπόρας καί οί σύντρο­ φοί του ξεκίνησαν μέσα στό σκοτάδι μέ κατεύθυνσι την πόλι του Νησιού τής Χελώνας. «Αυτή τη φορά θά τά παίξουμε όλα γιά 6λα, παιδιά!, είπε ό Καπετάν Μπόρας. Πρέπει νά δείξετε όλοι έπιδεξιότητα κλέφτη, λυγεράδα αίλουρου καί γρηγοράδα άετού!»_____________________________

^ $ Μ 55) Πέρασαν όσο πιό μακρυά μπορούσαν ά­ πό τό κάστρο, πού λίγες ώρες πριν ήταν ό τά­ φος τους, καί τράβηξαν πρός τό λιμάνι τού Νη­ σιού τής Χελώνας, άποφεύγοντας νά περάσουν μέσα άπό τήν πόλι. Χώθηκαν άνάμεσα οτά καλά­ μια τών βάλτων, διέσχισαν τά βαλτοτόπια φρον­ τίζοντας νά μήν κάνουν τόν παραμικρό θόρυβο...

57)(«Στό μεταξύ όμως — πρόσθεσε — θά μοΰ1 ψέρης μιά βάρκα πού μου χρειάζεται γιά τή προετοιμασία τού σχεδίου μας». Ό δραπέτης κούνησε τό κεφάλι του καί άπομακρύνθηκε μέσα στη νύχτα έπάνω στήν προκυμαία, πού έκτεινόταν έρημη μπροστά στή θάλασσα. Πλησίασε στήν πρώτη βάρκα, πού συνάντησε, καί έλυσε τό πα­ λαμάρι.

56) ... καί σταμάτησαν στην παραλία. Ε­ κεί, ό Καπετάν Μπόρας φώναξε έναν άπό τούς συντρόφους του. «θά πάρης μερικούς άντρες, διέ­ ταξε, καί θά προσπαβήσης νά μαζέψης όσο πε­ ρισσότερες βάρκες μπορέσης! Πρόσεξε όμως... Δέν πρέπει νά γίνετε μέ κανέναν τρόπο, άντιλη* πτοί άπό τούς Ισπανούς!»

58) Έπειτα πήδησε στή βάρκα καί άρχισε νά λάμνη άθόρυβα, βυθίζοντας τά κουπιά στό νερό χωρίς κάν νά σηκώνη τόν παραμικρό άφρό. Ή βάρκα γλύστρησε σά φάντασμα έπάνω στό νερά,^χωρίς ένας νυσταγμένος φρουρός τών Ι­ σπανών, στόν όποιο είχαν άναθέσει τή φρούρησι τού λιμανιού, νά πάρη είδησι δτι κάτι ουνέβα νε κει. . .


59), Ό άνθρωπος ώδήγησε τή βάρκα στήν άλλη άκρη τής προκυμαίας* σ’ ένα σκοτεινό ση­ μείο του λιμανιού, δπου τόν περίμενε ό Καπετάν Μπόρας καί ένας Γάλλος ναυτικός. Ό άνθρω­ πος πήδησε στή στεριά κι* ό Καπετάν Μπόρας μέ τό Γάλλο ναυτικό πήραν θέσεις έκεΐ μέσα καί ξεκίνησαν άμέσως μέ κατεύθυνσι τό κέντρο του λιμανιού. . .

60) Λάμνοντας άργά καί μέ χίλιες προφυλά­ ξεις, προχώρησαν πρός τό μέρος, δπου ή σαν άραγμένα τά μεγάλα καράβια καί κοιμόνταν, σάν τεράστια θαλασσοπούλια, μέ τά φτερά τους — τά μεγάλα πανιά τους — διπλωμένα. ΤΗσαν, βέ­ βαια, φρουροί τοποθετημένοι έπάνω στά καταστρώματά τους, μά οι περισσότεροί τους κοιμόν­ ταν.

61) “Οταν έφτασαν κοντά στά μεγάλα άγκυροβολημένα καράβια, ό Καπετάν Μπόρας διέτα­ ξε τόν σύντροφό του νά χώση τή βάρκα άνάμεσά τους καί ό ΐδιος, τοποθετημένος στήν πλώρη, έ­ ψαχνε τά σκοτάδια προσπαθώντας νά θιακρίνη τό σκαρί κάί τό όνομα κάθε καραβιού, καθώς περνούσαν δίπλα του. ..

62) Συγχρόνως ό Καπετάν Μπόρας μουρ­ μούριζε: «Είναι παλιοναυτικοί αυτοί οι Ισπα­ νοί! Κύτταξε πόσο βρώμικα είναι τά καράβια τους! Δέν έχουν. . .» ,Ξαφνικά σώπασε, γούρλω­ σε τά μάτια του καί είπε: «"Α! Νά ό 4Γύπας», τό καράβι μου! Τό έχουν έπισκευάσει, βλέπω ! ’ Ετσι δέ ίμένει παρά νά τό κυριεύσουμε καί ν’ άνοίξουμε τά πανιά!»

63) Έπάνω στή γέφυρα τού «Γύπα» ό πλοία,ραρχος, στόν όποιο οι Ισπανοί είχαν άναθέσει τή διακυβέρνηση τού πλοίου, έλεγε: «Οί προμήθειες νερού καί τροφίμων είναι έτοιμες;» «Μάλιστα, •κύριε πλοίαρχε !, άπάντησε ό λοστρόμος. Τά Τά κουβαλήσαμε άπό τό άπόγεμα. Νερό καί τρό­ φιμα είναι άρκετά γιά περισσότερο άπό τρεις μή­ νες^ ,

64) Ό πλοίαρχος κατέβηκε σέ μια βάρκ<* καί φώναξε άπό κεΐ στό λοστρόμο του: «Μήν ξεχνάς δτι αύριο τό πρωΤ θά ξεκινήσουμε %γιά μιά καινούργια περιοδεία. Απόψε, δίνω άδεια έξόδου σ’ δλο τό πλήρωμα, μέ τόν δρο δτι θά είναι δλοι τους έδω πριν ξημερώση!» Καί ή βάρκα τού πλοιάρχου ξεμάκρυνε πρός τή στεριά.


65) Ό Καπετάν Μπάρας μέ τή βάρκα του, κρυμμένος κάτω άπό τήν προεξοχή τής πρύμης κοντά στό τιμόνι, περίμενε όπομονετικά. Μερικές ώρες άργότερα, τό ισπανικό -πλήρωμα τού «Γό­ πα» συγκεντρώθηκε στό κατάστρωμα, κατέβασε τρεις βάρκες στή θάλασσα, μπήκαν μέσα καί, τραγουδώντας, τράβηξαν γιά τήν πάλι. . .

67) Γύρισε ατόν κωπηλάτη του καί του είπε; «Δόσε μου τό ένα. ΐ Πρεπει να φτάσουμε στό μέρος όπου μάς περιμένουν οί φίλοι μας, πριν οΐ Ισπανοί φτάσουν στή στεριά! "Εχω ένα σχέάιο καί, αν όλα πάνε ευνοϊκά, έλπίζω δτι άπόψε κιόλας θά κάνουμε πανιά πρός τό πέλαγος, προς τήν ελευθερία του ωκεανού, πρός νέες πε­ ριπέτειες !»

66) Ό Καπετάν Μπόρας, κρυμμένος - όπως είπαμε “ κάτω από τήν πρύμη τού καραβιού, μέ­ σα στό σκοτάδι, τά είχε ακούσει καί τά είχε δή 6λα. «Περίφημα!, μουρμούρισε, ^.έρω τώρα δλες τις κινήσεις τους καί αύτό μου δίνει μεγάλα πλε« ονεκτήματα απέναντι τους. Οί Ισπανοί θά δοκι­ μάσουν άπόψε μια άπό τις μεγαλύτερες έκπλήξεις| τής ξωής τους ! :·

6Θ) ,λίγα λεπτά άργότερα, ό Καπετάν Μπό­ ρας κΓ Γάλλος σύντροφός του έφτασαν ατή στε­ ριά, στό μέρος όπου, κρυμμένοι, περίμεναν οί δραπέτες τού κάστρου. Πήδησαν έξω, έτρεξαν κοντά στους συντρόφους τους καί ό Γάλλος θαλασσόλυκος τούς είπε; «Παιδιά, Εφτασε ή μεγά­ λη στιγμή! Άπό σάς έξαρτώντσι δλα! Πρέπει νά κάνετε γρήγορα και άθάρυθαί»

69·) Μέ γοργές, σύντομες φράσεις τούς έξήγηοε τό σχέδιό του καί τούς έδωσε να καταλά­ βουν- τί ήθελε άπό τόν καθένα τους. "Επειτα, αυ­ τός μπροστά καί οί άλλοι ξοπίσω, γλόστρησαν άθόρυβα μέσα στή νύχτα, προχωρώντας γορνά ποόε τό .ιέοος έκεΐνο τοϋ λιμανιού, όπου υπήρχαν οι αδέο-ες, τά χαρτοπαίγνια καί τ’ άλλα μέρ διασκεδάσεως.

3


70) “Οταν έφτασαν £κεϊ. οί άντρες τού Κάπε­ λάν Μπόρα κρύφτηκαν πίοω άπό μά σειρά βαρέ­ λια και κάρφωσαν τά μάτια τους στή θάλασσα. Λίγες στιγμές άργότερα, φάνηκαν οί βάρκες του *Γύπα» καί πλησίασαν στή στεριά. «ίθά τούς άψήσου,με νά άπομακρυνθούν, είπε ό Μπάρας, κι’ έπειτα θά πάρουμε τις βάρκες τους καί θά τρα­ βήξουμε για τό καράβι μου».

71) Πραγματικά οί Ισπανοί πήδησαν στή στεριά καί τράβηξαν γιά τις ταβέρνες, τραγου­ δώντας, γελώντας καί κάνοντας χοντρά καλαμ­ πούρια. Ό Μπάρας άφησε νά περάσουν μερικά λεπτά κί' έπειτα προχώρησε πρός τις βάρκες, μπήκε σ’ αυτές μαζί μέ τούς συντρόφους του καί, μέ τις βάρκες βαρυφορτωμένες ξεκίνησε γιά τό κέντρο του λιυανιοΰ.

72) Πέρασαν άνάμεσα στά αγκυροβολημένα καράβια, χωρίς νά προκαλέσουν τις ύποψίες κανενός, γιατί όλοι νόμισαν πώς ήταν τό ισπανικό πλήρωμα του «Γύπα» πού γύριζε οτό καράβι: του. Σέ λίγο, ή πανύψηλη σιλουέττα του «Γύπα», του περήφανου καραβιού του Καπετάν Μπόρα, πρό­ βαλε μπροστά τους.

73) Επάνω στο κατάστρωμα, ή σαν τοποθετη­ μένοι άρκετοί φρουροί. "Ολοι τους όμως ή σαν μισοκοιμισμένοι καί ώνειρεύονταν 'κρασιά, γλέντια στις ταβέρνες, μακρινά έξωτικά νησιά, ψητά άρνιά καί άλλα όμορφα πράγματα. Τί· είχαν νά φοβηθούν; Ποιός θά τολμούσε νά έπιτεθη έναντίον τού καραβιού μέσα ατό λιμάνι;

74) Αθόρυβα, σάν άυλοι,, Ισκιοι, οί δραπέτες του Μπόρα σκαρφάλωσαν έπάνω στό καράβι καί, γλυστρωντας άνάμεσα στά κατάρτια καί στά σκοινιά, πλησίασαν στούς άνύποπτους^ σκοπούς καί τούς έθεσαν έκτός μάχης, τχρίν αυτοί προ­ λάβουν νά συνέλθουν άπό τις ονειροπολήσεις τους καί ξαναγυρίσουν σχήν πραγματικότητα.

75) Μέσα σέ λίγη ώρα, τό καράβι είχε κυρίευθή άπό τούς δραπέτες τού κάστρου. Ό Καπετάν Μπόρας άνέβηκε στή γέφυρα καί φίλησε τό πάτωμα μέ βαθειά συγκίνησι. «Επιτέλους, μουρ­ μούρισε, είσαι έλεύθερος πάλι, «Γύπα» μου! θα ταξιδέψουμε πάλι μαζί γιά νέες περιπετειες και νέα κατορθώματα!»


76) 'Ο Καπετάν Μπόρας έδωσε διαταγές, 6γι φωναχτά, δπως συνήθως, άλλα σιγανά. ^ ΟΙ διαταγές περνούσαν άπό στόμα σέ στόμα καί οί άντρες τις έκτελούσαν γοργά καί με άκρίβεια. Σέ λίγο, τά άσπρα μεγάλα πανιά του «Γόπα» ά« πλώθηκαν σάν τεράστια ψτερούγια καί ό άνεμος τά φούσκωσε καμαρωτά. ..

77) "Οταν τό •καράβι, κινήθηκε πρός τά έμπρός, σάν άνυπόμονο άλογο πού προσπαθεί νά έλευθερωθή καί νά ξεκινήση, ό Μπόρας έδωσε τή διαταγή νά κόψουν όλα τά παλαμάρια πού έ­ δεναν τό καράβι καί νά σηκώσουν τήν άγκυρα. Ό 4“ύπας» πέρασε σάν φάντασμα άνάμεσα στ’ άλλα καράβια.

76) Τό μόνο δύσκολο σημείο τής δραπετεύσεώς τους ήταν ή έξοδος άπό τό λιμάνι, γιατί στο στόμιό του ύπήρχαν διάσπαρτοι πολλοί ύφαλοι. "Ενας όμως άπό τούς δραπέτες είχε ταξιδέψει άπειρες φορές στά μέρη έκεΐνα καί ήξερε περί­ φημα τά κατατόπια. Ό ίδιος ό Μπόρας στάθηκε στήν πλώρη καί παρακολουθούσε τά νερά μέ άνουπνο -μάτι,___________________________________ _

79) Έτσι, ό «Γύπας» βγήκε άνέπαφος άπό τό λιμάνι, πριν τά άλλα καράβια πού βρίσκονταν σ’ αύτό καταλάβουν τί συνέβαινε καί πώς τό κα­ ράβι είχε τόσο άπροσδόκητα ξεκινήσει. . . "Οταν τό περήφανο καράβι του Καπετάν Μπόρα βρ<έθηκί στ' άνοιχτά, άπλωσε όλα του τά πανιά στόν άνεμο καί γλύστρησε πρός τό φεγγάρι πού έβγαινε έκείνη τή στιγμή,_________

80) "Οταν κανόνισε τήν πορεία του καραβιού του, ό Γάλλος θαλασσοπόρος, κατέβηκε ατό άμπάρι, δπου κοίτονταν άλυσοδεμένοι οί άντρες του πληρώματός του, οί γενναίοι Γάλλοι ναυτικοί, πού τόσο προδοτικά είχαν αίχμαλωτισθή. Κραυγές χαράς καί .έκπλήξεως τόν υποδέχτηκαν καί ζητω­ κραυγές άντήχησαν μέσα στό άμπάρι. . .

τους, ό Πετί - Λουί, ένα άπό τά καλύτερα παλλήκαρά του, είπε: Ημουν Βέβαιος δτ χόσουν μιά μέρα, καπετάνιε, για νά μάς β' άπό αύτό τό μπουντρούμι! "Ακούσε όμως. . κουσα τούς Ι σπανούς νά μιλάνε γιά μιά ίσπο ναλέρα φορτωμένη χρυσάφι. Μπορούμε νά πιονέψουαε καί νά...»


82) Πέρασε ή νύχτα και ξημέρωσε ή άλλη μέρα, φέρνοντας καινούργιο άνεμο, πιο δυνατό, πού φούσκωσε περισσότερο τά πανιά του «Γύπα». Ό Καπετάν Μπάρας έμεινε έπάνω στη γέφυρα, μέ τά μάτια καρφωμένα στον όρίζοντα, προς το νότο, γιατί περίμενε ότι, άργά ή γρήγορα, οί Ισπανοί θά ρίχνονταν ξοπίσω τους μέ πολλά πλοία.

83) Πραγματικά, δέν πέρασαν πολλές ώρες, όταν από τό μέρος τού νότου φάνηκαν τρία με­ γάλα καράβια. «Είναι ισπανικά, μουρμούρισε ό Καπετάν Μπόρας, κΓ έρχονται νά μας χτυπήσουν. Μά δέ θά τούς περιμένουμε, θά φύγουμε, γιατί ' είναι περισσότεροί μας, μά θά γυρίσουμε μιά μέρα καί θά έπιτεθούμε αιφνιδιαστικά, καί τότε...»

1----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ΜΙ 1

Στό έρχόμενο τεύχος, ένα^γοητευτικό εικονογρα­ φημένο μυθιστόρημα, γεμάτο δράσι, ήρωϊομό καί δυνατές συγκινήσεις

ΣΤΟ ΠΗΣΙ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ όπου ένας τολμηρός έξερευνητής καί ταξιδιώτης αψηφάει τό θάνατο γιά τήν άλήθεια και τή δικαιοσύνη! ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ

Καί ό Γάλλος θαλασσόλυκος, μέ μιά έπιστροφή του τιμονιού, άλλαξε τήν πορεία αραδιού, κάνοντας τόν άέρα νά φουσκώση ισότερο τά πανιά του καί μεγαλώνοντας έτσι ρηγοράδα του «Γύπα». "Επειτα, φώναξε: «θά ξαναπουμε, Ισπανοί! θά μου πληρώσετε ά^ά αύτό πού κάνατε!» Καί έρριξε μιά άποχαιιστήρια κανονιά................

ΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ­ ΠΟΙΚΙΛΗΣ

ΥΛΗΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ: Σταδίου $0 Β ιβλίοητωλκΐον ΚκΑφάκη ΧΡΟΝΟΣ Α' — ΤΕΥΧΟΣ 20 ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Στέλιρς Άνεμοδονράς Διευθύνσεις σνμ^ώνως τ%> Νύμν Λιευθυνττου Σ. Ανεμαδουρά: Λ. Θησέως 329 Προϊστ. Τιπτογρ. Φ. Μαλατέατα: Μενελάου 9


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.