ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ
8 ΤΕΥΧΗ
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-5531-92-8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
:·;·:·:■
:ν§·:
ν.ν.
ΗΗ |ρ$Λρ
^^ί5γ:$ί§·:ΐί;ήίΐ:ί Α« ::£;β® ώΜ$ί«
ίΙίβ1ΐ|«βΙ1 5ί«4^»δ^:Α:ΑΑ·-·!·Ν·:·:·:·Α«Α::· ■·?>»κ«ί·ΛνΛν.:.;.^<^^>ώ:
Μια συνταρακτική πληροφορία...
-μιάσιος Κίνδυνος τής Αμερι κής, είχε κατορθώσει νά δρσ πετεύση, ενώ μετεψέρετο .μέ ΕIΛΗ Σ I που δημοσ ιεύισχυρή συνοδείια στο Άλκατιηίκε «στΐις εφημερίδες τροόζ, νά κλειστή στο κελλι ήταν απίστευτη. "Ολες τών ι μελλοθανάτων, προικει.μέ οί έφιηρερίίιδες σε έκτακτη;νου' εκ ινά έκτελεοΐΒή στις 17 δοσι, ιμιε χτυπητούς τίτλους, Μαρτίου. καί έντυτπωσιακες ψοοτογιρα "Ενα είδος πανικού είχε ψίες, 'άνέγραιφο?ν την συντα άπλοθή στο Σέντραλ Σίτυ. ρακτική πληροφορία. Ό ^Α "Ολιο'ΐ^ ήξεραν πώς ό "Αλαν λαν ^Μπρούκς, ό άδίισταχτοίς Μπρούκς τώρα πού ήταν πά φονιάς και αιμοβσρος έγκλη λι έλιεύθειροίςΐ, 8ά ιξίανάρχ,ιζε ; μάτι ας, ό ύπ’ άριθμάν 1 Δη- τήν έγκλη μαοτιική του δράσι
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
4
κα?ι τά θύΐμίατά του θά ήταν πολλά, "Ομιλοί πολιτών στους δρόμους ικάί στά κέν τρα τής Νέας Ύόρικης, διά βαζαν την ειΤδησι και την σχο Λίαζαν με φοβία]μόνα πρόσω πια. Τό ραδιόφωνο έδ άλλου, κάθε δέκα λεπτά, διέκοιπτε την κανονική εκπομπή του γιά νά ίμιεταδώση νεώ-τερες πληροφορίες γιά την συνταρα κ|τ ΐική άπόδρασ ι. «Τό αστυνομικό καμιόνι, έγραφαν ο! έφηρερίίΐδες,, ;πού ιμετέφερε τον "Άλα/ Μπρουκς σΥίς φυλακές Άλκατιράζ έ πεισε σέ ενέδιρα ίμιας στρατ·άς ιδολοφόινων. "Ολοι γνω ρίζουν δτι ό 'Άλαν Μπρουκς 6 δημιουργός του Συνδικάτου του Εγκλήματος, ε%ε, δικά σ'θή πράχθές από τό δικαστή ριο των ενόρκων καί καταδικάσθηίκε νά ψη|θή στην ήλε1κτιριική καρέκλα. Ή άπόφασι· του ορκωτού δικαστηρίου θά γινόταν στις 17 Μαρτίου και γιά τον λόγο αυτόν ά ποφιαίσίισθηικε μέ κάθε ιμυστυ ικότητα ή ιμίεταφσρά του Μπιρούκς ιστό Άλκάτράζ. Τά μέλη τής συιμίμορίΐας του σ~ ρως—άγνωστο ιμέ ποιό τρό πο—πληιροφορήθηικαν την α κριβή ώρα καί ήμερα τής Ιμε ταφοράς του καί έστησαν Ιενέδρία στους άστυνοιμ ικούς. Οι σάμ'μορΐτες περίιμεναν τό άστυνοριΚό· καμιόνι κοντά στή γέφυρα Χάμιλτον, καί ά κιοιβώς, εκατό ιμιέτρα υστέρα από αυτήν, σέ ίμιαν άτοπομη στροφή του δρόμου Ε κεί ένα φορτηγό που προπο ρευόταν ύπαχρέωσε τους ά-
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ στυνοιμιικιους νά άνακόψουν ταχύτητα. Τότε ξεπετάχτη καν από τους γύρω λόφους οίί συίμιμόΐργπεις 'ώπλισ μόνοι ιμέ αυτόματα) καί μυδρίαλλιοβόλα. Οι άστυνσμιικόί έδέ ιχθηκαΜ ΐέντελώς αίφνκδ ιαοτ ι κά έναν άγριο καταιγισμό τπυ ρός. Παρ' όλα ταυΤα όμως δεν έχασαν την ψυιχρσιίμίσ τους. ^Εδωσαν (μέ τά όπλα τους την ιαίπάντηΐσι, Άκολού 'θη|σε ιμιά συντρμη άλλά σκλη ρή μάχηγμέγρις εσχάτων. Οι ηρωικοί άνδ'ρες τής άστυνομί ας έπεισαν μέχΐρις ενός έκτελοϋντες τό καθήκον τους, άφοΟ έξολόθρευσαν τριαντα τέσσερις συμιμορΐτες, τά πτώματα τών οποίων ευ.ρέθη κσγ ιείς τον τόπον τής ένεδρας. Άλλα οί άλλοι κακουρ 7οι πού άπόμειινίαν ζωντανοί ελιευθέρωσαν τό ν *Ά λ α ν Μπρουκς καί έ ξαφρίστηκαν. — "Αν ό *Άλαν Μπρουκς, εΐπε κάποιος άττό έκείνους πού διάβαζαν μιά έκτακτη, έκδοσι όφηρερίδος στη γω νία τής Νάσιον Στρητ, αποΦασίση νά έκδίκηιθή, πολλοί έχουν νά κλάψσυν. Ό Τδιος άλλωστε τό εΐχε δηλώσει πώς ο! φίλοι του δεν θ’ άφη ναν (κανόναν' ζωντανό από τόύς άστυινομιικούς ποίύ τον συέλαβαν καί άπ* τους δικα στές καί τους ένορκους που τόν καταδίκασαν σέ θάνατο·. Αυτό ίθά γινόταν αν πέθαινε Γώρα όμως πού εΤναι ζωντα νός, τά πράγματα, θά πάνε πολύ χειρότερα. *0 ίδιος θά βάλη σ’ έφαριμογή τό σχέδιό του...
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
— Τώρα θά αρχίσουν πά λι καί οι ληστείες στις τρά πεζες ! „ συμ|πλήρρσ1ε ένας άλλος. Είχαμε ιβρή για κάμ ποσο καιρό την ήσυχία μας. Τώρα όμως ή Νέά Ύαρκή 6ά ξαναγίνη Σικάγο. Ό Μπρούκις είχε δυο χρόνια στη φυλακή. Τώρα πού είναι έλευ Βέρος θά ξανιαφτιάξη τό Συν δικατο του έπιστροπεύσντα)ς όλαν τον υπόκοσμο. —· Μά τί κάνει επί τέλους αυτή ή άστυνομία!, έκανε νευρικά μιά ξερακιανή κυρίά ττού είχε παρακολσυθήΐσει τή αυήφΐηΐσι.. , (Πώς τον άφησαν νά τούς φυγής <Κ ι3 άψου τους έφυγε δεν μπόρεσαν νά τον ξαναπιάσαυν; — " Ενας μονάχα θά μπό ρεση νά τον τσουβαλιάσηι, εί πε ιένας ικοντόχοντρος καθώς έφτυνε την τσίίκλα πού μα σούσε. Ό Τζόε^Ντίκ. Σ' αυ τόν θά μπορούσε νά 6ρή τον μάστορα του ό: "Αλαν Μτηρούκς. Άλλα ό Τζόε ΝτΙίΙκ είναι πολύ μίακρυά άπό το Σέντραλ Σιίτυ. — Πού 'βρίακίεττσι; ρώτη σε ή νευρική κυρία. — Τάν σκόώωσαν, κυρία μου! , άναστεναξε κοντό χοντρος κύριος. Πριν ένα μή να τό έγραψαν σι έφημερι1δες. Σέ μιά συμπλοκή μέ κα κάποιους ισττήιν Ινδοκίνα σκο τώθηικε. Ήταν μιά σπείρα πού ικ|ατασκεύαζε πλαστά δολλάριια. Οΐ Ηνωμένες Πο λιτείες χάσανε τον πιο έξυ πνο και τολμηρό ντέτεκτίβ τους.
5 Τό^ μαύρο αότσκίνητο του θανάτου...
ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΙ της αστυνομίας υστερία α πό τήν άτπόδρασι τού ΜΗτρούικς1 ήτάν πρωτοφανής. Άλλα, ττάρ’ όλες τις φιλοτι μίες προσπάθειες των άνδρων τής Ασφαλείας καί τού "Εφ —Μπί—"Αϊ, τίποτα δεν έγι νε. Ό "Αλαν Μπρούκς^ καί ή παρέα του δεν ξαναίβιρόθηκαν. Ήταν σάν νά άνοιξε καί νά τούς κατάπιε ή γης. — Δεν μάς μένει παρά νά περιμένουμε, είπε ό ίνσπεκτορ Τορενσάν Ιστούς άνδρες τής^όμάδος διώξεως. Ή συμ μαρία του ιΜπρσύκς θά ξα ναρχίση χωρίς άμφ ΐ'βίολίσ τή δράσι της. Κάποιος άπό τούς γκάγκστερς θά μπερδευτή ατά πόδια μας κΐάί θά ξαναμΙποΟμε στά ίχνη τού άρχικακούργου. Σ' αύτίό τό μετά ξύ θά ενταθούν οι πείριπάλίες καί θά βρισκόμαστε σε συινεχή συναγερμό:. Ιδιαιτέρως πρέπει νά προσέχουν εκείνοι που είχαν κάποια άνάμιξι στή σύλληψι τού έγκλημ^ατία αυτού. Ό Μπραύκς είναι έ να φίδι. Θά χτυπήιοη ύπου λα. Χρειάζεται λοιπόν προ σοχή ικοό έπαγρύπίνησις. Ήταν πραγματ'ίικά ένα Φίδι ό Μπραύικς καΓι ύστειρα άπό τρεις βδομάδες ψαινομενι κής απραξίας ξανάκσίνε τήν έμφάνισί του. * * * — Ή ιμαυρηι κάντιλλάκ!, ξεφώνησε ό άστυφύλακος καί
6
τά μάτια του στηραγγύ'λΕψοον' από τρόμο. Ή .μαύρη κιοον τιλλάκ πάλι! Τό ιμίαώρο αυτοκίνητο πέράϊσε με ίλιγγιώδη ταχύτητα έξω άπό τό πενταώρσφο κτί ριο ταυ 8ου ποραρτήματος Ασφαλείας τής 14 ης λεωφό ρου με σβυστά όλα τά φώτα. Ο αστυφύλακας, πού στεκό ταΜ σκοπός στήν εξωτερική πόρτα του ικτιιριάυι, ένοιωσε ένα τηαιγωιμιείνο χέρι να τοΟ χαϊδεύη τη ραιχδκοκΚαλιά. — Ή μαύρη κάντ ιλλάκ!, είπε πνιχτά. Δεν μπορούσε νά ξεχωρί ση τον αριθμό της,. Μπορεί νά μήν είχε καί καθόλου ά* ρυθμό. Έΐδε όμως, καθώς τό αυτοκίνητα περνούσε σάν βο λίδα άπό μπροστά του, νά άνοίγηι ή δεξιά πόρτα του. 5 Απο την πόρτα κάτι πετάχτηκιε έξω καί κύλισε ^ σαν σακκί στη ιμέση του δρόμου. Ύστερα ή πόρτα ξανάκλεί σιε καί τό αυτοκίνητα μουγγρίΐζόντηας χάθηκε προς τή μεγάλη λεωφόρο. — "Ενα ιπττώιμα!, γρύλλι σε ό αστυφύλακας. 'Πρίν τρεξη προς τό πτώιμά/ πίεσε τό κουμπί του συ ναγερμού. Ή καμπάνα ήχηισε εκνευριιστιικά ιμιόσα ιστή νύ χτα. Ακούστηκαν φωνές καί παραγγέλματα. Φώτα άνα ψαν άλληλοδ ιάδόχως στα διάφορα πατώματα καί οί αν δρες των ομάδων νυχτερινής περιπολίας ετρεξαν προς την έξοδο ιμέ τά αυτόματα στό χόρΐ'. — Τό ιμίο^ρο αότκ^ίΥητο!,
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
είπε 6 ιστκοπός ^ άστυφώλακας δείχνοντας πρός το δάθος τής λεωφόρου. "Από τή μαύ ρη καντιλλάκ ρίξανε ένα πτώ μα ατό δρόμο... Χωρίς νά ζητήσουν περισ σότερες λεπτομέρε ιες οι άστυ νρμικάί ιπήδηριαώ ατ? αύπτορ κίνημα πού περίμ&ναρ έξω άττό τό κτίριο καί ρίχτηκαν πίαιω ιάπό τό ιμαύρο αμάξι Οί σειρήνες τους άρχισαν νά ουρλιάζουν άγρια θριυμματίιζοντας τή γαλήινηι τής νύχτας. Ταυτόχρονα, τά ασύρματα τη|λόφωνα ιμπήκαν σε λειταυρ > ίια καί άρχισαν νά μεταδιιδουν όδηγίιες ικίαί εντολές. — Προσοχή! Προσοχή!, έλεγαν τά άσυρμίατία τηλεφω να. Διαταγή πρός όλα τά πε ριπολικά! Μαύρη καντιλλάκ συμμορίας "Αλαν Μπρούκς ένείφανίοίθη καί πάλιν1. Στα ματήσατε ττάση θυσία μούρην καντιλλάκ κατευθυνομένη, έκ 14ης λεωφόρου πρός πλα τείαν Σράτς. Χρησιμοποιή σατε όπλα εις περίίπτωσίν α νάγκης. 5 Αποκόψατε όλας τάς οδούς του 157 οίκοδομ ιικου τετραγώνου. Έρευινή οατε άπαντα αυτοκίνητα χρώ μοίτίος ιμαύρου τύπου κιαιντιλ λάκ τά 'ότποίϊά έμφρνίζονταΐι εις αυτήν τήιν περιοχήν... *\Επακολούθησαν ιμφικά λε πτά ησυχίας. "Υστερα πάλι τά τήλέψωνό ξανάρχισαν: _— Προσοχή! Προσοχή! 5 Επαναλαμβάνορεν. ΔιαΤανή πρός όλα τά πφιπολικά τής δυτικής πλευράς. Σπεύσατε πρός πλατείαν Σράτς.
τον ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
1
*0 Τζόε Ντικ εμεινε άσάλευτος όταν είδε τον βοηθό του δεμένον...
Σ παρατήστε τπάση θυσία αύ τακίνητον (μαύρου χρύμιατος τύπίοιυι κιοΡτιλΙλάκ. 0\ σειρήνες των άστυνσμι κων αι!τακιινή[των ούρλιαζαν άγρια ιμέσα στή νύχτα,} &Λ το ιμαΟρα (αυτοκίνητα, άδιάφορο για δσ,α συνέβαινοον τπ σω τρυ», εξακολουθούσε νά τρέχη αναπτύσσοντας όιλοέ να κάί μ!εγα1Αύτε|ριη, ταχύτη τα. Στήν πλατεία Σράτς τά λάστιχά ταυ έβγαλαν Ε να άνατριχιασπτικο στηρίγγλισιμια καθώς έστριβε απότομα π>ρας τά ά|ρΐιστερά για Μα ,μττή: στην κατηφορική Τζό ουνς Στρήτ. Άττ5 τήν άπέ ναντι όμως γωνιά φάνηκε την ίδια στιγμή ένα άπό τά
περιπολικά που είχαν λάβει μέ τό άσυιρματτο τηλέφωνο γνωσι τής διαταγής καί 6ο κ'Ιμίαισιε Μα του κλειση· τον δράμρ. Ό δυνατός πιροβολέας που ιβρ «σκόταν στο κοπώ του άοτΓΜνομιιικου αυτοκινήτου έλαμψε στέλνοντας έκτυφλω; τ ικέις δέσιμιες φωτός στή ;μιαιύ ρη κιαντιλλάκ. Μερικές προ ειδοποιητικές 'βίολές ρίχτηκαν κάί πολλές σφαίρες τπέρασαν γύρω άπό τό άγνωιστο άμά ξι σφυρίζοντας όοπαίΐσο. —ΓΑλτ!, διέταξε μια βα ρειά φωνή απτό τό ρεγάψωινο. Σ παρατήστε καί παροή δοθήτε! Διαφορετικά θά μι λήσουν τά αύτόρατα. Ή ροώρη καντ ιλλάκ ρέίι-
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
ωοε γιά ^ένα λεπτό τήν ταιχύ τιηίτά της, άλλα δέν σταμά τησε. Ό οδηγός της μέ <μ ΐ'όον επιδέξιία ικίνηΐσι ανέβηκε στό πεζοδρόμιο, έχοντας ατά δεξιά τό άστυνόμικό αυτοκί νητο. Τό χοντρό κρύσταλλο του δεξιού παραθύρου τής καίνιτιλλάκ κατέβηκε γοργά και στο άνοιγμά ταυ πρόβαλίε. ένας άταάλιινος σωλήνας σάν ικάν*νη κάναν ιού. Μια γλωσσά φωτιάς βγήκε ^όπό τό σωλήνα ικι»* ένα τεράστιο φίίδι ίάπό φλόγα ταξίδεψε προς τό ,μιέ|ρος του περιπο λικού αύτοκιινήτου καί τό άγ κάλιασιει. — Φλογοβόλα!, ούρλιασε ό πυροβολητής άστυναμ ιικός που καθόταν δίίττλα στον σωφήρ. Φλογοβόλο! Θά μάς κά ψουν! Ακούστηκαν (μερικές ριπές. Τό ,μίαυρο · αυτοκίνητο πέρα σε πλάι ιάπό τό φλεγό'μιενο άστυνοίμιικό. Μέσα σέ ιμιά κόλασι φωτιάς οί άνδρες του πάλιευΡον άπεγνωσμένα νά ξε φύγουν τον θάνατο. Ό άτσα λένιος σωίλήνας χάθηκε από τό παράθυρα και τό) άγνωστο αμάξι, άφήινοντας πίάω του σύννεφα ιμαύρου καπνού, εκάμψε πάλι άρ κότερά ^ καί, μπαίνοντας σέ ιμιά πάροδό έξαφανίΐστηικέ πέρα άπό τό δημόσιο δρόμο πού έφερνε ατό Φό’ρεστ—Χάουζ... 40
15ος άστυνομικός,..
Ο ιΠΤΩΜΑ ήταν φοβέ ρα παραμορφωμένο. Τά άνοιιχτά !μάτια του είχαν ίμιαν εκφιρασι τρόιμόυ και
στπό παγωμ'ένο πρόσωπό του υπήρχε ιμιά ιάνατριχιασπΊκή γιφιΐμάτσα ένας τρελΑου γέ λιου. — Καί όμως 6 "Αντανυ ΣιμίΙΘ, είπε ό ίνοπέκτορ Λέ~ μυ Τόρενσιοιν, ήταν ένα άπό τά πιό έξυπνα παιδιά τής 3Ασφάλειας Παλλήκάρι και σβέλτος στο πιστόλι. Αυτή ή έκφρασι των (ματιών του δείχνει πώς κάτι άπαίίσιο και άπείρ ίιγρ απτα σαταν ικό άντίΐκιρυσε λίγες στιγμές πριν πεθάνη. Είναι ό δέκατος πείμ πτας αστυνομικός; που χά νει τη ζωή του (μέσα σέ μιά βδομάδα. "Εχουμε νά κάνου με λοιποίν πάλι /μ3 αυτόν τον αληθινό σατανά τον Μπρούκς^! Είναι ζήτημα τιμής γιά μάς πού ζαύμε νά πάρουμε έκδίκησι γιά τό θάνατο τών συναδέλφων μας, πού έπε σαν έκΤελούντες τό καθήκον των εις τον πόλεμο εναντίον τού εχθρού αυτού τής κοινω νίας. Τό πτώμα τού "Αντωνυ Σμίίθ ήταν ξαπλωμένο στο μάρμαρό τού νεκροτομίείου. Ό ίνσπέκτορ Τόρενσον. μι λούσε καί παρακολουθούσε τον ιατροδικαστή πού έκανε τη νεκροψία. Γύρω οπό τόν Τόρενίσον ήτιαν οι βαθμοφό ροι τού 8ου παραρτήματος τής 14ης λεωφόρΙαυ. Τά προ σωπά τους ήταν θλιμμένα. Μέσα στο βλέμΙμα τους όμως ξεχώριζε ή άπόφασι νά πολε μήσουν ιμέχρις έσχατων, συ νεχίζοντας τόν σκληρό άγώνα έναντίοίν τού μυστηρ ιώδους καί σατανικού Μπρουκς πού
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
έξαι^λουθαυαε να παραιμένη άσυλληπτος. -— Έχέι τρεις σφαίρες στηοιν αυχένα, είπε ό ίοοτροδι καστής, όταν τελείωσε τη δουλειά του. Π,ράκιειτιαι δη λαδή 'ττειρι πραγματικής έκτελιέσεως. Τά τραύματα είναι έξ επαφής. Τον έδεσαν κ>οΰί τον έξετέλιείσαν. "Ύστερα πή ραν το πτώμα του· καί τό πέ ταξαν (μπροστά απτό κτίριο της Άσφαλείάς... — Δεν υπάρχει Αμρι βό λια!, Αναστέναξε ό Τρρενσον. ΕΤναι οι Ιδιοι πάντα που οργανώνουν και έκτελούν αυτές τις δολοφονίες. Ή ί δια ιμέθοίδος, ό ίδιος τράτας θανάτου. Ό διάβολος νά ϊμιέ τάρη· δον καταλαβαίνω τί! γίνίεπαι! "Οπως κΓ δτν έχη, ό μως το πράγμα, τά καθσρ ίϋατα τής συιμιμ<ορίίας του Μττρουκς του κάνουν τους φόνους θά ψηθούν μιά (μέρα στην ηλεκτρική καρέκλα. —Πολύ Φοβάμαι Ινσπέκτορ, είτε ό ίατροδικαστή,ς, άνάβανΤας τσιγάρο, πώς ώς έκείνηι τή μέρα θά έχουν χα~ 9η τολλά παιδιά τής άστυνο ιμ'ίΐοκς. Κ ι’ ύστερα ^ώπ* τους αστυνομικούς θάρθή ή σειρά των ένόοκων ικαί των δικά ατών. Νομίζω πώς είναι και ,ράς, πριν ισυμβουν χειρότε ρα, νά μίτη στο γλένΗπ 6 Τζαε Ντίίκ. Μονάχα αυτός θά μπρρέση νά άναίμετιρηθη μιέ τον1 "Αλαν Μτηρουκς. Ό άστυνομ ικός έπιθεωρητής Αναστέναξε. — Ό Τζάε Ντίκ, γιατρέ,
είναι νεκρός!, εΤτπε. Μακάρι νά ζαυσε... νΕνσ καινούργιο τηλεγράφημα που ττήραιμιε άτπο την Ινδοκίνα έπιεβεβάίίωσΐε χθες την θλιβερή είδη σι. 'Ο Τζόε Ντίκ κάνει μια έτπσκεψι...
ΤΑΝ περασμένες 9 το ^ βράδυ τής άλλη μέρας, όταν ένα) αυτοκίνητο σταματούσε έξω Από τό σττί τι του Πάτ Ντάρβερ οτήν Λάϊν Στρήτ 32. * Ητοον μιά Αναιχτάχρωμη, Μερσεντές, τε λευταΤο μΙαντέΙλΙοί, ττ(ου έδει χνε πώς ό κάτοχός τηις έπιρε. τπε νά είναι πολύ πλούσιος. ’ λ τη τό αυτοκίνητο πήδησε ένας νέος ως τριάντα χρόνων ιμέ αθλητικό παράστημα. * Η τοον, όπως πάντα κομψά ντυ μένος. Φορούσε ένα, σκληρό μσύοο κάπέλλαμιέ μπόρ στε νό.Τό φίνο Από άκοιβό κ'ασμή ρι κοστούμι του έδειχνε πως ραβόταν σ' έναν από τους ττιΐό» ιφιηΐμίαμένόιυς ραπτικούς οίκους Ανδρικής μόδας τηις Νέας ΎάρΙκης. Μιά γκρίζα γραβάτα, ένα μεταξωτό άοω ματισμένο άσπρο μαντηλάκ ι στην έπάνοα τσέπην του σακκακιου του καί μιά φρέσκια γαιρδένισ στο πέτο συμπλήρω ναν τήν Αριστοκρατιική του έμίφάνι'σι. Φορούσε κΟτρινα γάντια κΙαί στά χέρια του έπαιζε μ* ένα λεπτό μπαΐστου νάκι (μ(έ χρυσή λαβή. ^ Χτύπησε τό κουδούνι κΓ ένας ύπηρέτης ιμέ λιβρέα τού άνοιξε. — Ό κύριός μου σάς περί μένει!, είπε στον νέο κάνον-
Η
10 τοας ίμια βαθειά υπόκλιισι. — "Ω!, έκιανιε εύθυμα 6 νέος. Βλέπω πώς ό στραττηρ >άς άλλαξε (υπιηΐοέτη). Αυτά ήταν έξω άπ’ τις συνήθειές του. Πώς το «έπαυε; (Και ό Τζών; — Ό Τζών άσθένησε ξαφνιΐκά, κύριε, πρίιν μιά βδο μάδα και άπό τότε τον Αντί καθιστώ έγώ. — Φαίνεσαι καλό παιδί! Ό υπηρέτης ύποκλίθηικε πάλι. —* Ή καλωσύνη σας κύ ρ»ε... Ό νέος πέοάσε μέσα κι* υστέρα άπό λίγο ό υπηρέτης τον ώδήγη!σε στο γραφείο του στρατηγοί) Ντάρβερ. Τό γραφείο· του Πάτ Ντάρβερ ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ήταν ένας, κοντόχοίντοο αντριας μέ γκρίζα ,μαΐλ λιά, έξυπνα «μάτια >κια!ι τετρά γωνο πρόσωπο. Πολλοί λ’ί γοι ήξεραν πώς 6 μεσόκοπος αυτός άνθρωπος είχε μια έξαιρίετιικά έμίπΐιστειυτπκή θέσι οπήν Υπηρεσία Ασφαλείας του κράτους καί δτι έπαιονε οδηγίες κατ* εύθείΐαίν άπό τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών για την έξιχνίασι τών πιο σκοτεινών και μΐυ στηιο ιωδών υποθέσεων, τις όποιες δεν ιμ'ττοοούσαν νά δια λευκιάνουιν τα δοκιμασμένα λαγωνικά τού "Εφ—ΜτγΙ— *Άϊ και της τακτικής άστυνομίας. Ό Ντάρβερ, μόλις είδε το νέο νά μπαίνη στο γραφείο του, σηκώθηκε καί τον υπο δέχτηκε άνοιχτόκαρδα.
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
— Έπι τέλους, Τζόε!, εί πε ό Ντάρβεο. Σέ ξαναβλέπω ζωντανό. "Ολοι είχαμε1 Φοβη θή τότε, δταν δηρασιεύθηκε τό τηλεγράφημα άπό την Ίν οσκίνα, πώς δεν θά σέ ξανα βλέπαμε. —Είχα τρααμιοτισθή κά πως σοβαρά, άπάνπτησε ό νέ ος. Μά φαίνεται πώς ό Τζόε Ντιικ είναι εφτάψυχος σαν τις γάτες. Τή γλύτωσα. ’Αλ λά αυτή ή ίστοιοίά τού θανά του μου μ(ού άρεσε κι* έτσι δεν φιρόντισα νά ξαναδώσιω σημεία ζωής. Ήοθα σήμερα τά ίμιεστίυφί' ίΥκόννιτα στη Νέα Ύόοκη ιμιέ άλλίο βνομία και μέ άλλη Φ·όπσα όπως κα ^αλαβάίνεις. Κι* έτσι κανείς δεν ιμιέ μιυισίστηικε. * — Χαίιοοίμαι που είσαι καλά, Τζόε Ντίκ! Κάθησε', Τζόε. Ήρθες στην πιο κα τάλληλη στιγμή. Εντελώς τυχαία πήρα τό τηλέφωνό σου σήμεοα τό άπόγευιισ. Κάτι ιμ* έσπρωχνε, κι* έγώ δεν ξέοω τι. καί ττήοοο το σπίτι σου. "Οταν άκουσα τή Φωνή σου καταλαβαίνεις τή χαρά μου... Ό Τζόε Ντιικ κάθηισε και χαμογέλασε καθώς έβγαζε τά γάντια του. — Σου βρήκα μιά σπου δαία βαϋλειά, Τζόε, είπε ό Ντάρβερ. Ό Πρόεδρος τής ?ϊΑμερικής μέ κάλεσε χτες στο Λευκά Οίκο και μέ ποορεκάλεσε νά βοώ κάποιον που θά μπορούσε νά τά βγά λη πέρα ιμ5 αυτόν τον "Αλαν Μπρούκς! 9Ηταν μιά κατα πληκτική εύνοια της μύχιας
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
πού ξαναγύρισες. "Ο ντέτεκτί'β Τζόε Ντίκ δε μίλησε. "Εβγαλε την χρυσή ταμίπακκέρα του και πρόσψειρε τσιγάρο στο στρατηγό.Ό Ντάρβερ πήρε ένα. Ό Τζάε του έδωσε φωτιά μέ τον χρυσό άναπτήρα του· κι* άναψε ικιΓ αυτός το δικό του. Ρούφηιξε ήδσνιικά τον καπνό κι1 ύστερα βάλθηκε νά παραικολουθή τά γαλάζια δαχτΜλίίδια πού ανέβαιναν στο ταβάνι. — Λο ιπόν ακούσε, Τζόε:, είπε ό Ντάρβερ. "Ενα πιστόλι σταματάει τη συζήτησι...
ΝΤΑΡΒΕΡ άπλωσε ^τό χέρι του καί πήρε ένα φάκελίλιο πού βρισκό ταν απάνω στο γραφείο Τράβηξε ένοο τσαλακωμένο χαρτί άπό .μέσα καί τό έδω σε στον ντίέτεκτυβ. — ^ Διάβασε πρώτα αυτό, του είπε. Ό νέας πήρε τό χαρτί. 9Η ταν μιά (λ ιγόλογη, επιστολή γραμμήνη στη μηχανής Τό βλέμμα του πήγε στην υπο γραφή. Ή υπογραφή ήταν του "Αλαν Μτίραύκις. Κάτω άπρ τήν υπογραφή υπήρχε μιά σφραγίδα. Ή σφραγίδα παρίΐστανε ένα χέρι ττού κρα τουσε ένα πιστόλι-. Δεν ήταν ή πρώτη, φορά πού έβλεπε αυτή τή σφραγίδα ό Τζόε Ντίικ. -—-Πάλι αυτός λοιπόν; ,μουρμοήριισε. —Ναι πάλι αυτός,, Τζόε!^ αναστέναξε ό στραπηγός.Το
Ο
11
αυτό βρέθηκε στην χαρτί τσέπηι του άρχι,φύλακα "Αντωνυ Σμίιθ. Ό ντέτεκτιβ διάβασε τό περιεχόμενο τής επιστολής. «Τό πιστόλι μου έχει πολ λές σφαίρες ακόμα. Γ ιά κ<ά θε σπιούνο τής αστυνομίας 6έν μου χρειάζονται περισσό τερες από τρεις. "Οσοι λο γαριάζουν νά ιμπερδευτούν στά πόδια μου έχουν έξασψα λίρει ένα ταξίδι στην κόλασι μέ τρεις σφαίρες στο σβέρ κο. Με τούς άστυνομ ικού^ τελείωσα. Τώρα έρχεται η σειρά των ένορκων. Μπρουκς». Ό Τζόε διάβασε δυο φορές τό σημείωμα καί τό έπέστρε ψε στον στρατηγό. — "Οπως βλέπεις λοιπόν, Τζόε, τό πράγμα πσράγινε. Ό Μπρουκς όπως είναι φα του. νερό σκέπτεται αφού τελειώ ση τήν έκδίκιησί του νά ξαναοργανώση, τό συνδικόπο του έγκλήματας καί προει δοποιεΐ από τώρα τήν άστυ νομίια. Καταλαβαίνεις τον αντίκτυπο πού έχουν όλα αυ τά στην ψυχολογίια τού κό σμαυ. Τό κύμα τής έγκλημα τιικάτητος απλώθηκε πάλι. Ή Νέα Ύόρκιη κινδυνεύει -νά μεταβληιθή σέ Σ ικάγο, εν νοώ τό Σικάγο τού 1927 ό που εκεί τά πάντα διεύθυναν καί κανόνιζαν οι γκάγκστερς. Οί πολίτες άρχισαν νά ζούν μέ άγχος. Κανείς δέν θεωρεί πιά τιόν εαυτό του ασφαλή. Κάτι έμαθα όμως σήμερα, Τζόε. Κάτι έμαθα που μπο ρεί -νά μάς βάλη στά ϊχνιη του Μπρουκς. Απόψε θά ττα
12 με κάπου μαζί, ίζόε Ντίίκ. 0ά πάμε κάπου νά συναντή οουμε κάποιο πρόσωρτο. Αυ τό το πρόσωπο θά μάς δώΐστη χρήσιμίες πληροφορίες.^ ΕΤ ■ναι ένα παλιό μέλος της συμ μορίίας τού Μπρούκς και θά μάς βοηθήση. Ό ντέτεκτιιβ τίναξε νωχελικά τή οττιάχτηι τού τσιγάρου του ατό σταχτοδοχείο που βρισκόταν μπροστά του καίί δεν μίλησε. "Ακουγε μόνο χωρΙίς νά μιλάηι. 9 Ηταν σά νά ταξίδευαν μιακρυά οι σκέ ψεις του και σά νά ΐμην άκου γε. Στην πραγματικότητα ό μως ό θρυλικός κίακουιργοκονηγός δεν έχασε ούτε μιά λεξι από όλα ασα είπε ό στρατηγός Ντάρβερ. — Τί λες, Τζόε; Πηγαί νουμε; Ό ντέτεκτυβ σηκώθηκε. "Αλλά δεν σηκώθηκε γιά νά φύγουν. Με μιαν απίστευτα γοργή κίίνησι τράβηξε τό τπ στάλι του και σημάδεψε τον άνθρωπο ςπού τού μιλούσε. — Πού έχεις τον στρατη γό ΝτάρβεΡ/ ρώτησε τραχεία.
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
χαρακτηριστικά τού προσώ που του. Ή έκφιρασι τού προ σώπαυ του είχε γίνει σκληρή καί τό βλέμμα του άστραφτε σάν άτσάλ ι. "Ολοι οι ιμύς τού αθλητικού κορμιού του είχαν τεντωθή έτοιμοι νά μπουν σέ κίινησι. —ιΠού είναι ό στρατηγός; ξαναρώτησε. Πες (μου πού είναι ό στρατηγός γιατί βέ βαια εσύ δεν είσαι ό Ντάρ βερ. Ό άλλος δοκίμασε νά σηκωθή. — Είσαι τρελλός, Τζόε; έκανε σαστισμένος. — ’ Ακίνητος!, γρύλλισε ό ντέτεκτ ιβ. "Αν κάνης^ πώς ξήνεις τή μύτη σου, σοΰ τήν άναψα, θάχης ακούσει σίγου ρα πώς ό Τζόε Ντίκ δεν κάνει ποτέ οικονομίας στις σφαίρες του. Αοιπόν λέγε, ϊ ι τον έκανες τον Ντάρβερ; Τά μάτια του ανθρώπου σπίθισαν. Δυο κίτρινα διαβο λάκια τρεμόπαιξαν στις κό ρες αυτών τών ματιών. Ό ντέ τεκτιιβ είδε τό χέρι του ινά κι νήται αργά πρός τό ανοιχτό συρτάρι πού όρισκόταν μπρο '0 Τζόε Ντίκ άρχίζει τή δράσι του... ατά του. — Σταμάτα τ ις έξυπνα ΑΝΘΡΩΠΟΣ πού στε 5ες!, ρούγγριισε ό Τζόε κόταν τώρα ορθός με Ντίίκ. Μακρυά τό χέρι σρυ α τό πιστόλι οπό χέρι πό τό συρτάρι. Σήκω ορθός δεν/ ήταν ό αριστοκράτης πο καί τά χέρια ψη(λά! λυεκατομμυρ ιούχος με τά ευ —ςτΜά Τί έπιαθες, Τζόε; γενικά φερσίματΓα καί τις τε αναστέναξε εκείνος. μπόλικες καί βαριυεατημένες — ιΕΤττα! "Ορθός καί τά κινήσεις. 5Από τή μιά στι χέρια ψηλά! Οι πλαστικές γμή στήν άλλη είχε γίνει μιά καταπληκτ ική άλλαγή στα ούσίες ιμέ Τις όποιες έχεις
Ο
ΤΟΥ
13
λι του τσάκισε τά δάχτυλα τού κρατούσαν τα γκόλτ — ΣιμίΙΘ.^ Είδε τό δπλο νά τρε μούλιάζη, άνάμεσα στα μιατω μένα δάχτυλα και νά πέφτη στό πάτωμα. Ό ψευδό — Ντάρβερ γρύλλισε κι* έσκυψε νά πιάση τό πιστόλι. Ό χέρια! Τζόε 'ΝτίΙκ ρμιως δεν τόν ά Ό άνθρωπος κούνησε τό· φησε. Τινάχτηκε σαν Ελατή κεφάλι και ογκώθηκε (με τά ριο και έπεσε άπάνω του.Με χέρια ψηλά. τό ένα του χέρι άρπαξε το — ΌρΤστε, Τζόεί^ εΐπε. ΕΤιμ-αι περίεργος νά δώ ττοΟ λαιμό του, ένώ μέ τό άλλο, χρηισ ιμοπο ιώντας σαν ρόπα θά φτάσηίς. Ό ντέτεκτ ιιβ ©κάνε ένσ_βή λό τό πιστόλι του, του κα μα προς τό μέρος του. Ξα τάφωρε ένα δυνατό χτύπημα φνικά όμως άνασκίρτηίσε . ^Α άνάμεσα ατά δυο Φρύδια. Ό άγνωσ τ ογ; κούσε την πόίρτα νά άνοίγη μεταμίφ ιεσμένος πίσω του άργά. «Γύρισε άπσ- ιμούγγρισε σά βόδι και τινα τορα και πυροβόλησε. Ό υ χτηΐκε προς τά πίσω. Βλαστήρησε και δοκίμασε νά πηρέτης |μέ τή λιβρέα, πού άντισταθή. Ό ντέτεκτιιβ ό στεκόταν στήν τάρτα μ’ έδέν τόν άφησε, Τό χέρι να έννιάσψαίιοο ατό χέρι, χο μως ροτπηίδη,σε, έβγαλε ένα ουρ του σέ σχήμα γροθιάς κινή θηκε έκ των κάτω πρός τά λιαχτό Μ* έτιασε τήν κοιάνω και προσγε 'ώθηικε στό λιά του. "Ύστερα δ ιτπλωθηκε στομάχι του. ^Εβγαλε μιά στα 56ο κι5 έπεσε ατό πάτω πνιχτή κραυγή, έκανε μερικά μα. Τήν ίδια στιγμή, άκουβήματα σάν μεθυσμένος κι1* στηΐκιε ένας δεύτερος πυρο έπεσε μέ τά μούτρα στό πά βολιισμάς. Μέσα στο μισό τωμα. Ό Τζόε Ντΐκ # κινήθη δευτερόλεπτο πού μεσολάβη κε γοργά. Έβγαλε άπό τήν σε, εκείνος πού (στεκόταν στή τσέπη του μιά σύριγγα }ΐέ θέσι του Ντάρβερι ιμέ ψηλά άναιισθήτικό ύγρό άνασκουμ τά χέρια είχε αρπάξει άπό πωσε τό μανίκι τού σακκατό συρτάρι ένα γκόλτ—κιού τού λ ιποθυμ ισμένου άνΣιμαθ καί πυροβόλησε τον θρώπου και κάρφωσε τή βε ντέτεκτιβ. Ή σφαίρα πέρασε λόνα ιστό μποάτσο του. ξυστά άπό τον άρ ιστερό ώ— Τώρα θά κοίμησής σαν μια του Τζόε Ντίικ. Ό θρυλι- ■ άγγελος δυο τουλάχιστον ώκός ικακουιργοκυνηγός γύρισω. «Μρβς, μουρμούρισε!. Κι* δταν Τά ιμάτια του λάμπανε κιάι ξυπνήσης ξεκουραστος., θά πίεσε τήν σκανδάλη. Ή σφαλ&^σέ κάνω νά λύσης τή γλωσσά ρσ πού βγήκε άπό τό πιστό σου. πασαλείφει τό τηρόσωπτό σου και ή περρούικια πού φο ράς για να παραστήισης τον Ντίάρβερ δεν ιμέ ξεγελούν. Ή φωνή σου μάταια άγωνί^ ζεταΐ' τάσην ώρα να μιμηθή τή φωνή ;έικέ!ί/νοοί. Ψηλά τα
14 Καί τώρα οί δυό μας, "Αλαν Μττρούκς \
ΤΟ
ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
Μονάχα πού ή παγίδα αυτή δέν σπιοισε. Γ ιατίί άπδ τήν πρώτη ^στιγμή την μυρίστη κε. Πρώτα ή άλλιαγή του Τζών ρ3 έναν' άλίλο άγνωστο υπηρέτη του φάνηκε παράξε τον νη, άφου ήξερε πώς ό στρα τηγός είχε ΙδιάίΗιερηι άδυνα■μία ισ3 αυτόν. Αυτό του δη μιούργησε ίμιαν άόίριίστπη, υπό νοια. νΥστερα βεβαιώθηκε άπολύτως καί άντέδρασε κε οαυναβόλα. "Ήξερε οτι ό Πάτ Ντάρίβερ δέν κάπνιζε. Συχαινότον τον καπνό όπως ό διάβολός τό λιίβάνι. 3 Ενώ ό άλλος, ό ψευτο—Ντάρβερ, πή,οιε ευχαρίστως τό Τσιγάρο πού τού πρόσφορε καί Τό κά πνισε. Αυτό τον έκανε νά κα τάλάβιη κΤ έλαβε τά μέτρα του. Ό ψευτο — Ντάρβερ κατ'3 εντολήν τού Μπίρούκς θά προσπαθούσε νά τόν πα ιράσύρη ικάπου γιά νά συναν τήσουν κάποιον πού θά τούς έδινε πληροφορίες. Αύτιό τό κάπου ήταν χωιρίις άμφ ΐιβολία μιά παγίδα θανάτου. — "Αφού τό θέλεις, "Άλαν Μπρούκις, θά λογαριαστούμε τοορα οι δυό μας!. μουρμού ρισε ό ντεΤεκτιΐβ. Θά γελάση καλά έκεινος πού θά γελά ση τελευταίος...
ΤΖΟΕ 'ΝΤ I Κ έδεσε, με ένα λεπτό ^ άλίλά αθραυ σίτο σκοινί πού είχε μαζί του, χειροπόδαρα άγνωστο κι3 εριρυξε ένα βλ)έ|μ μια ιστόν υπηρέτη, (μιέ τη λιιβρέα τπου ήτάν ξαπλωμένος στιό ικιοοτόοιψίλ ι τής πόρτας. Αυτός δέν είχε καμριά άνάγ κη άττό άναισθητική ένεσι, γιατί άπλούστατα δέν έπρόκειτο νά ξυπνήση, ποτέ. Ή σφαίρα τοΟ ντέτεκτι'β είχε ιζάνει παστρική δουλειά. Ό ι ζόίε ξαναγύρισε πάλι οπόν ψευτο—Ντάρβερ. Τον άναση κωσε στα στί'βαρά του μπρά τσα καίί δγήκε στο δρόμο. Τό αυτοκίνητό του δρισκό τσν έκεΐ. Τον έρΙριξε μέσα στ* αυτοκίνητο και κάθησε αυτός -στο 'βολάν. Δάκια) λεπτά άργότειρα ή μεγαλοπρεπής ιμερσεντές 6 ιέ σιχιιζε τους ^ πολι;|σύχνασταύς δριόμοιυς του Σέντραλ Σ ιού. Ό Τζόε Ντίκ ώδηγούσε και σκεφτόταν. Τό άποψινό έιτει σόίδιο φανέρωνε: δτι 6 Μπρούκς ήξερε πώς ήταν ζωντα νός καί πώς είχε έπ «στρέψει στη Νέα ΎόΐρκΙη. Αυτό δέν του άρεσε. “Όπως δέν του άρεσε καί ή έξαφάνισι του "Ενας κρεμανταλάς πραγματικού1 Πάτ Ντάρίβείρ. μέ εύρύ μέλλον... Ό Ντάρβερ κινδύνευε σοβά- , Ο ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ στα ρά στα γέ]οισ του "Αλαν ν μάτησε ατό πίΐσω μέ Μπρούκς. Ό αιμοδάρος έγ-« ρος ενός σπιτιού. *Ηκλημοπίσς θά τον σκότωνε ^ ταν ένα άπό τά πολλά σπί σίγουρα, δον δέν τον είχε δη σκοτώσει. Τον άπηγαγε^ ||τι.α πού χρησιμοποιούσε ώς κι3 ύστερα έστησε μια έξυ-ή1 μυστικά καταφύγια σε πεφιττνη παγίδα στον ντέτεικτιβ.®* πτώσεις άνάγκης ό Τζόε
Ο
Τ
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Ντίκ. ΠήΙδηριε άπό τό αυτόκ,ίνιηΓτο κιαίϊ χτύπησε συνθη μστπκά τρεις φορές τίο κου δούνι. Ή τπόριτα άνοιξε. "Ενας κρεμανταλάς ώς ε κεί πάνω μ'ιέ μυωπικά γιαλιά φάνηκε στο κατώφλι. Ό Τζόε Ντιικ πήδησε άπό το άμ'άξι. — 'Αλίλσ, Ρούντυ!, φώνα ξε στον κρεμανταλά. "Ελα νά με βοηίθήι'σηις νά μεταφέρου με κάποιον μέσα. Μεταφέρανε σ’ ένα δωμά τιο τον άνάίαθητο συμμΟρί τη, Τα μάτια του Ρ ου ντο Μπάθ γούρλωσαν πίσω άπό τους χοναιρους. φακίους δταν άναψε τό φώς και είδε τον δειμΙενο χειροπόδαρα άνθρω πο. — Τό σκότωσες, Τζόε; ρώ τησε. — "Οχι, Ρ ουντο! Μου χρειαζόταν ζωντανός. Δεν τον σκότωσα. — Σικάτωσες τον στρατη γός Ντάρβερ; ξαναρώτησε τρόμάντας ό κρεμανταλάς. ΕΤναι φοβερό! _— *Όχι, χρυσέ μου! τον ζάλισα μονάχα. Και πρώτα —πρώτα δεν είναι ό Ντάρβειρι, σ|λλά κάποιος πού θέ λη,σε νά πφαστήση τον Ντάρβερ για νά ;μέ παρασύρη σέ κάποια παγίΐδα. "Έσκυψε και τράβηξε την πεόρούκια πού φορούσε ό ά γνωστος. Κιάτω άπόςΤην γκρί: ζσ περρούκα πού θύμιζε τον στρατηγό Ντάρβερ φάνηκε ένα κεφάλι με κόκκινα μαλ λιά.
15
— Κατάλαβες τώρα, Ρούν τυ; —- Όκέϋ, Τζόε. ίΚατάλαβα. Ό στρατηγός Παττ Ντάρ βερ μάς δούλευε τόσον και ρό. ίΤαράσταινε τον γκρίζο μΐάΐλίλη ενώ είχε κόκκινα μαλ λιά. ·Κ,σΐλά γιατί τό έκανε αυτό; ΎΑάς πέρασε γιά τό σο κάρόιϊδα; — Έτσι φαίνεται!, άπάν τησε προσπαθώντας νά μη χθ3μογελάση ό Υπέτεκτιβ. Πρόσεχε τον μΐονάχα δσο νά συνέλθη.· θά έπ ιατρέψω σέ λίΐγίο. θά κάνω ένα τηλεφώ νημα στον ίνσ’πέκτορα Τόρεν σον. χ — Έν τάξει, άρχηιγέ. Θά τόν προσέχω. "Οταν έμεινε μόνος ξάπλω σε τεμπέλικα σέ ένα κάθι σμα έχοντας απέναντι του τόν αναίσθητο συμμορίτη και άναψε τσιγάρο. ’Άν ό Ρούντυ Μπάθ είχε μικρότερη: μύ τη, άν τά κανιά του δέν ή ταν ύψους εκατόν τριάκοντα πόντους κι5 άν τά μάτια του τού στόλιζαν τό μακρύ άλο γίίσιο πρόσωίττό του 6έν άλλοι θώοιζαν ελαφιρώς πίσω άπό τούς χοντρούς μυωπικούς φακούς πού Φορούσε, θά μπο οούσε νά πή κανείς πώς ό Ρούντυ ήταν όμορφος. Τώρα ρμιως -έμοιαζε μ.5 ένα κακό φτιαγμένο φαίσουλή. Τό δνει ρο του Ρούντυ Μπάθ ήταν νά γίνη άστυνομικός καί άμέίίλι κτος διώκτης τού έγκίληματος. Άλλα δέν κάτάφερε καί μεγάλα πράγματα παρ’ δλο τηού πλησ-ίαζε τά σαράντα. Εμεινε υπηρέτης του Τζόε
16
Ντΐικ κιοοί που ικ?α!ί που τό βε ωραΟσε μεγάλη· τιμή του ό ταν ό Ντίκ τον χρησιμοποι ούσε ώς βοηθό του. Γιατΐ ό Τζόε Ντίκ είχε μια έξαιρετι κή άδυνρμία ο5 αυτόν τον συμπαθητικό κρέμαν τ αλά. Μολονότι του σκάρωνε κάθε τάσια άπερίγραπτες λαχτάρες δεν θά δεχόταν ττοτέ νά τον άποχωρισθή. Γ ιατι ικατ·ά τα άλλα ό Ρούντυ Μτπάθ ήταν έ να χρυσό ιταιδίι. Μπορεί νά ήταν δειλός και νά φοβόταν νά μίπλέξη σε φασαρίες. ^Ο ταν όμως δεν υπήρχε τρόπος νά τό στρίιψη, ή νά τρυπώση κάπου νά κρυφτή, τότε θέ λοντας καί μη. θυμόταν πώς είχε χέρια καί πόδια πού τά χρησιμοποιούσε κατά ένα άξ ι οθαύιμίάστο τρόπο σκορπί ζοντας γροθιές γύρω του καί τσινώντας σαν άλογο. "Ασχε τα άν τίς περισσότερες φο ρές τον σακάτευαν στό ξύ λο. Στον Ρούντυ Μπάθ συνέ* βαίνε κάτι πάράξενο. λΑέ την πρώτη γροθιά πού άρπαζε κατακούτελα ζαλιζότανε καί τσβαζε στά πόδια, άν μπο ρούσε φυσικά. Μέ τή δεύτε ρη άρχιζε νά θυμώνη. Μέ την τρίΐτη κάί τέταρτη άγρ:ίευε καί τότε άρχιζε τό γλέντι... Εκείνο όμως πού θά μπο ρούσε νά άμίφ ισβητήση κα νείς στον Ρούντυ ήταν ότι εΐχε μυαλό. -Κάτω άπό τό άλογΙίσιο μούτρο του δούλευε μυαλό πού κατέβαλε πολλές Φορές ιμεγαλεπήιβολες ιδέες.Μέ μιά μονάχα διαφορά. Πώς τό μυαλό αυτό σπάνια άποφάσιζε νά έργασθή!
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
Τορρ02 λοιπόν καθώς κάπνι ζε καί παρακολουθούσε τόν αναίσθητο συμμορίτη ένοιωσε ξαφνικά νά δούλεύη τό μυα λό του. — Θαρρώ πώς ό Τζόε δεν έκανε καλά τή δουλειά του, σκέφτηκε.Δέν μου είπε άν τον έψαξε. Αύτό< ’λοιίπόίν πρέπειι νά τό κάνω εγώ. Ένας κα λός ντέτεκτιβ άπό έκεΐ άρχίζει. Έσβυσε τό τσιγάρο του κα'ί σηκώθηκε. "Επρεπε νά κάνη γρήγορα πρ'ίν έπιστρέψη ό Τζόε Ντίκ. *0 Ρούντυ κάνει τό θαύμα του...
ΤΑΝ όμως ύστερα άπό δέκα λεπτά έπέστρεψε Τζόε Ντΐικ λίγο έλειψε νά πάθη συγκοπή. Χει ροπόδαρα δεμένος σ’ ένα κά 8ίαμα, ήταν ό κρεμανταλάς Ρούντυ) σέ μιά άξιοθρήνητη κστάστασι. Τά γυάλιά του ήταν πεσμένα στό πάτωμα. Τό άριίστερό του μάτι ήταν μπλε—μοιρέν καί ή μύτη, του πρησμένη σαν μελιτζάνα. Τό στόμια του ήταν μπουκωμένο μ’ ένα μαντήλι καί μούγγξΗ ζε σαν ελέφαντας. Τό παρά θυρο πού έβλεπε στό δρόμο ήταν ανοιχτό κάί ό κοκκινο μάλλης συμμρρίί^ης είχε έξαφανιστή. Ό Τζόε ^ μέ μιά γοργή ματιά κατάλαβε τ’ί εΐχε συρβή. Βλαστήμησε καί έτρεξε προς τό παράθυ ρο. Ό δρόμος ήταν έρημος. Ό σωσίας τού στρατηγού Ντάρβερ εΐχε χαθή.
Ο
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Με σφιχτά δόντια ελευθέ ρωσε τον κρεμ α ν τ οο λ α Μπάθ (άπιο τά σκοινιά που τον κρατούσαν δεμένο και τοΟ έβγαλε τό μαντήλι απτό τό σπόρα. — Τί έγινε; τον ρώτησε άγρια. — Μοϋ τήν έσκασε ό ά τιμος, Τζοε!, άναστιέναξε ό Ρούντυ. — Ποιος τον έλυσε; — Έγώ% Τζόε, τον έλυ σα. 3 Αλλά δεν υπήρχει λόγος νά εκνευρίζεσαι ^άρχηγέ. Θά σου εξηγήσω. Δώσε μου πρώ τα κάτι νά βρέξω τό λαρύγ γι μου. Ό Τζόε ευχαρίστως θά στραγγάλιζε αυτή τήν ώρα τον ήοηθό' τρυι. ,άλλά συγ κροτήθηκε καί του έδωσε κάτ ι νά πιή. -— Τώρα, λέγε, ηλίθιε!, γριύλλιοε· — Εΐχα τό λόγο μου πού τον έλυσα Τζόε,, είπε. Τον έ λυσα άλλά μου τήν έσκασε ό -άτιμας. Τό; σχέδιό μου πέ τυχε. 3Αλλά τήν τελευταία στιγμή τήν έπαίθα. Ό ντέτεκτιβ δαγκώθηκε. ^ — Εξήγησε μου που νά σέ ιπάρη ό διάβολος, βλάκα! Ποια κουταμάρα πάλι πήγες νά κάνης καί τον άφησες νά ξεψυγη ιάπό τά χέρια μας; ^ — Τόν... τον... έλυσα γιά νά τό,ν ψάξω. Έτσι πού ή ταν φασκιωμένος μέ τό σκοιέί, όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορούσα νά κάνω έρευνα. Τόν έλυσα καί του αναποδο γύρισα τις τσέπες, 1 Βρήκα
17
μερικά πράγματα καί τά κρά τησα. Εννοείται πώς ήταν αναίσθητος καί καθόταν φρό νιμος σάν αγγελούδι. "Οταν τελείίίωσα τήν έρευνα άρχισα πάλι νά τόν δένω. 5Αλλά ξα φνικά συνήλθε καί μου ρί χτηκε. ΤοΟ ρίίχτηΐκα^ κΓ εγώ κΓ αρπαχτήκαμε. Τόν τάρα ξα στις γροθιές καί στίς κλωτσιές. —Τ-ό ^ βλέπω! ^ Ρ ίξε} μ^ιά ματιά στον καθιρέφτη κΓ δ τον καμαρώσης τά χάλια σου), θά βειβαιιωθής πόσο ω ραία τόν έδειρες. — "ΑΧ, ^Τζόε! τον έδειρα αλλά στο τέλος μέ κατάφερε. " Οτ αν... ξύπνησα, βρέθηκα δεμένος χειροπόδαρα σ3 αυ τή τή,ν καρέκλα. ’Άν δέν τηρό φταινες θά εΐχια τπάθει άσφυξία από τό βρωμομάντηίλό του που εχωσε στο ιστομια μου. — Τά θαλάσσωσες πάλι, Ρούντυ! , μούγγρασε ό Τζόε Ντίίίκ:. Γιά ποιο λόγο νά τόν ψάξης; Βρήκες τουλάχιστον τίίπίατσ; — ιΝαί, Τζόε. Κάτι βρήκα πού θαρρώ ΙτΗώς μπορεί νά ο ου χρειάζεται. "Εβγαλε από τήν τσέπη του· ένα τσαλακωμένο χαρτί κΓ ένα μτφούτζινο κέρμα. Ό ντέτεκτιβ έρριξε μια ματιά στο ικέρμια καίί άνασκήρτησε, Κάί στίς δύο όψεις του τό κέρμα είχε ένα παράξενο σχέδιο. "Ενα χιήριι που κ'ρατ ο υίσε ένα π ιστόλ ι. — Τό σήμια του "Αλαν Μπρούκς !, μουρμούρισε. Δεν υπήρχε άμφιβόλίσ πώς ή α παγωγή του Ντάρβερ ήταν
δουλειά του Μπρσύκς. Μά τώρα ιβεβάιωνόταν. Έρριξε τό κέίμμα στην τσέ τπη του καί διάβασε μερικές λέξεις πού ήταν/ γραμμένες στο χαρτί. *Ηταν ένα λιγόλογιο σημείωμα. «Θά πας τον Ντίκ Τζόε στο γνωστά ,μέρος. "Υστερα από τρεις μέ ρες συνάντησι στό «Γιοκαχρίμα». Θά δοθούν νέες οδη γίας.» Το ικατσουψ ι ασμένο μού τρο του ντέτεκτιβ ξαστέρω σε. "Ενα χαμόγελο κρεμαστή κε ατά χείλη του. — Όκέύ, Ρούντυ!, είπε. Αυτά τά δυο πραγ ματάκια πού έβγαλες από την τσέπη τού ισυμρορίιίτη ίσως μάς βά λουν στό σωστό δρόμο. Κα λά έκανες πού τον έψαξες. Πήγαινε τώρα νά βάλης ζε στές καμττρέσσες στό μάτι σου. "Αγρια καταδίωξις μέσα στη νύχτα
Ο Π Ρ ΑΓΜΑ κρατήιθηκ ε μυστικό >άπό τις έφημε ρίδες. Κανείς^ εκτός α πό τον πρόεδρο των Ηνωμέ νων Πολιτειών <μέ τον όποΐο έπ ιικο ιινώνηίσε τήλ εψοο ν ικώς ό Τζόε Ντίκ 6έν έμαθε τιήν α παγωγή του Πάτ Ντάρβερ. Τό ϊδιο όμως εκείνο 'βράδυ— τό πρώτο μετά την άπαγωγήκάτι έγινε καί αυτή τή φορά, οι εφημερίδες βγήκαν μέ π,ρω τοσέλιδα άρθρα πού άνέφε^· ραν την άνεύρ,εσι τού πτώμα τος του ιΠάτ Ντάρβερ μέ τρεις σφαίρες στον αυχένα. 01 έφηιμε)ρί(δες δέν ήξεραν πε ρισσότερες λεπτομέρειες καί
Τ
*Η καντ ιλλάκ τού θανάτου άνίπτυξε ίλιγγιώδη ταχύτητα άφίνοντας πίσω της τό περιπολικό τής αστυνομίας στις φλόγες...
άπέδιβαν τόν φόνο σέ λόγους ληστείας. "Ενας ιμονάχα ήξερε την αλήθεια. Ό Τζόε Ντίκ. Ό 'ντέτεκτιιβ είχε πιροβλέψει τί έπρόικειτο νά συμίβή^ καί τό •βράδυ έικείνης τής μέρας περίμενε την έμφάνισι του μυ στηριώδους μαύρου αύτοκινή του. "Ήξερε ό Τζόε Ντίκ δτι ό άρχ «κακούργος Μπιρουκς πετούσε τά πτώματα τών θυ μιάτων του ιέξω από τά στηί τια τους, ατά καταστήματα τους ή τά γραφεία τής ύπη' ρεσίας τους όπως εΤχε συ)μ6 ή (μέχρι τώρα μέ τούς άστυ νομικούς. 5Από νωρίς λοιπόν είχε αράξει τό μιικιρο θωραικιισιμίόνο αύτακίί(νηπό του τύ που σεντάν σέ ιμιά σκοτεινή πάροδο απέναντι άκριβώς άπό τό σπίτι του Ντάρβερ κοοί περίμενε. Μέ τά δάχτυλα τυ λιγμένα στό βολάν παρακο λουθούσε μέ μάτι άγρυπνο την ικίνηισι τού δρόμου έτοι,-μος νά πατήσιη τό πεντάλ νά ριχτή πίσω άτπό τούς κα κούργους άν έκαναν την έμΦ'άνισίι τους. Τά άσχημα προαισθήματα πού είχε δεν τόν δ ιέψευσαν. ΑίΙγο πρΙίν από τά μεσάνυ χτα, ξανάκανε την εμφάνι σή του στους δρό(μους τού Σέντραλ Σίτυ τό μαύρο αυ τοκίνητο. Διέσχισε τις πολύ συχναστες λεωφόρους καί μπή κε στην Λάϊν Στρήτ. Έξω α ϊτό τόν άριθμό 32 τό αύτσκί νητο άνεκοψε ταχύτητα κι" ά νοιξε τή δεξιά του πόρτα. Οι επιβάτες του πέταξαν τό πτώμα: τού στρατηγού Ντάρ βερ στο πεζοδρόμιο καί ύσιτε ρσ ανέπτυξαν πάλι ταχότητ
20 τα ίμιέ κοπεύθυνσι πρός την ΛίΙνκολν Στρήτ. Τά (μάτια- του Τζόε Ντΐικ αστράψανε στο σκοτάδι και το αμάξι του ρίίχτηικε σά 6ο λάβα -π^ίΐσω τους. Τά δυο αυ τοκίνητα τό ένα πίσω άπό τ’ άλλο, διέσχισαν με ΐλιγ γιώδη ταχύτητα τή;ν Λίδικολν Στ|ρήτ κάΐ /βγήκαν στην 27η οδό. ε Αγνοώντας όλα τά σή ματα της τροχαίΙας ικάΐ τριεχοντας μέ έκστόν πενήντα χι λιόμεπρα τό καθένα κινδύ νευαν απτό στιγμή σέ στιγμή νά άνατραποϋν νά γίνουν >^ι λ ιού κομμάτια. "Εκείνοι που ώδηγούσαν τό μαύρο αύτοικί. 'νητίο είχαν άντιληφθή; τώρα πώς .τό μικρό πράσινο άμά ξι του ντέτεκτιβ του ς^ είχε πάρει τό κατόπιν και ζόρι ζαν τή ιμίηιχανή τους, γιατΓι εί χαν λόγους—-φαίνεται— νά άποφυγουν τή χρήισι των ό πλων τους. Ό Τζόε άπό την άλλη μεριά γαντζωμένος στο δολάν ώδηγοϋσε έχοντας σέ συναγερμό όλες του τις αι σθήσεις. ΌΛόκίληρσ τό άμά ξι έτρεμε άπό τό δογγητό του μοτέρ. Ό δείκτης των ταχυτήτων έλεγε ολοένα καί μεγαλύτερα νούμερα. 5Από στι/γμή σέ στιγμή μπορούσε νά τιναχτή στον αέρα. Κάθε δευτειρόλείτττο κινδύνευε νά συγκ|ρου)σ1θή μέ^ άλλα^ όχήματα. ^Ορως τρ βολάν (μέσα στά επιδέξια χέρια του έκα νε θαύματα. Δέν ήθελε για κανένα λόγο νά χάση τό μαύ ιρο αυτοκίνητο άπό τά μά; τια. Θά προτιμούσε νά πεθά νη παρά νά γίνη αυτό.
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ 'Ο Τζόε Ντίκ παίζει κορώνα γράμματα τή ζωή του.
ΙΧΑΝ (μ/πή τώρα στο μεγάλο δημόσιο δρόμο. Τό εκτυφλωτικό φώς τών προβολέων τού αυτοκινήτου τού ντέτεκτιβ αγκάλιασε τό μαύρο αμάξι πού προπορευ όταν πεντακόσια (μέτρα ιμπρο ατά. Ό Τζοε 'Ντιΐικ έτρι,ξε τά δόντια καΓι ιμπούκωσε τή μη χανή του μέ περισσότερη δεν ζίνα. "Αν κατάφ'ερνε νά τους προφτάση εδώ τουλάχιστον... Ξαφνικά ένοιωσε νά χοροπηδάη> ή καρδιά του. Τό ιμαύ ρο αυτοκίνητο πήρε μιαν άπότρμη στροφή ικάί τού έδει ξε τή δεξιά πλευρά του. "Α πό τό δεξιό παράθυρο φάνηΓ καν γλώσσες φωτιάς. Μερι κές σφαίρες δρόΙντησαν στο κρύσταλλο τού αστυνομικού αυτοκινήτου άλλά δέν του έ καναν τίίποτα. Το αύτοκίνηΓ τοτ(ού ντέτεκτιδ ήταύ θωρακιι σμιένο καί όλα τά κίρύσταλλά του ήταν άδιαπέραστα άπό σφαίρες. Τά μάτια που τρεμόπαυξαν καθώς είδε τό μαύ ρο αμάξι νά άφήνη τον άτ σφολταστρωίμένο δρό)μο καί νά τρυπώνη μέσα σ" ένα μ%ΐ" -κιρό δάσος πού έφ'ερνε στους καταρράχτες. Τό πόδι του πάτησε τό γκάζι νεύρικα- και άπεγνωσμέίνα. Τό δολάν πή ρε ιμιά βόλτα στά χέρια του κάΐ τό αυτοκίνητό του άκαλούθησε τό πρώτο. Ο! δυνα-.όΐ προβολείς σάρωσαν την δενδιροφυτευμένη· ©κ,τασι κΤ έρριξαν άπλετο φώς σέ πυ κνούς θάμνους κσΐΐ χοντρούς
Ε
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
κορμούς δέντρων. Το μαύρο αυτοκίνητο δεν φαινόταν που θενά. Φρενάρισε.. έσβυσε τα φώτα καί πήδησε όοττό τό α μάξι του. Καί νά ήθελε δεν ήταν δυνατό νά προχωρήση περισσότερο. Τά πυκνά δέν τρα του έκοβαν τό δρόμο. Κύτταξε γύρω του προσπα θώντας νά έξηίγήση, τήν αίφίνι δία έξαφάνισι τού μαύρου αυτοκινήτου. Κανένας δράμίος δεν ύπήρχε έκεΐ πού νά (μίτο ρεΐ νά πεοάση ένα τόίσο με γάλο αμάξι. Απότομα όμως στήλωσε τ5 αυτί του. Κάτι ακούσε. Κάποιο κλαδί έσπαισε κάπου έκεΐ κοντά. Ό θό ρυβος αυτός έφτασε σαν ιμιά τηροειδοττοΟηισι θανάτου· στ’ αυτιά του. ίΕΤδε (λάμψεις άττό ικάννες πισπαλιών κιαί αντή χησαν πυροβολισμοίΈσκιυψε. Οι σφαίρες σφύριξαν σάν ,μανιασ] μόνες σφήκες γύρω του. Τίράβηξε το “πιστόλι- του μά δεν πυροβόλησε. ΓΤερΡμιενε. "Ολα τά νεύρα του βρί σκονταν σέ υπειρδίίέγερσι κάϊί τά (μάτια του πετούσαν φλό γες καθώς έψαχναν το σκο τάδι. Στήλωσε τ3 αυτί. Κά ποιος πλησίαζε. Μιά σκιά φάνηκε.. Σήκωσε τό πιστόλα και πυροβόλησε. Ή σκιά χά θηικε καί ακούστηκαν 'βλαστη μιες. Ό Τζόε τινάχτηκε προς τά εμπρός. Τό πόδι του ό μως κάπου μπερδεύτηκε. Σκόνταψε σ' έναν πεισμένο κορμό δέντρου ικιαί κλονίστη κε. "Επεσε ,μέ τά μίαύτρ'α στό χώμα. Τά χέρια του ,μίάτοασσν άπό τά άγκάθια τών θά-
21
ΐμνωνν Δοκίμασε *νά σηκωθη >μά δεν πρόφτασε. Ή καρδιά του χοροπήδησε. Κάτι σκλη ρό -καρφώθηκε στη ράχη του-. ' — ^Πέίταξε^ αυτό τό πιστό λι πού κρατάς, Τζόε Ντίκ!, διέταξε ιμιά βαρεία φωνή. Καί φρόνιμα! Ό ντέτεικτίιβ όμως δεν ά> κουσε τή διαταγή, Μέ ^μιά γορίγή κιίνησι πλάγια, κύλη^σε καί πυροβόλησε. ΕΤδ-ε κά ποιον νά πηδάηι δεξιά καί τι νάχτηκε ορθός. "Ωρμησε άπάνω του χωρίς νά διστάση. Μά την ίδια στιγμή κάποια λαίβή πιστολιού έπεισε μέ δύ ναμι στό πίσω μέρος του κρανίίου του. Ό Τζόε Ντίκ βόγγησε ιάπό τόν πόνο. Τό πιστόλι (έφυγε ιάπό τά χέρια του καί γονάτισε. ^— Αυτό ^γιά νά -ξερής νά κάθεσαι φρόνιμό!, εΤπε σάρ καστικά κάποιος. Τώρα θά κάνης κάμΙποσην ώρα νά ξυπνήσης. Στην καντιλλάκ του θανάτου
ΛΛΑ ό Τζόε Ντίικ εΤχε συνελθεί κΓ όλα^. Κ σ τοάν ικώντσς τόν πονο καί τήν λιποθυμία κράτησε άγρυ πνες όλες τίς αισθήσεις του. "Εμεινε όμως άσάλευτος σάν πείθαμένος ιμέ κλειστά τά μάτια. Δεν ηθείλε νά υποψια στούν πώς συνήλθε. "Εμεινε έτσι περιδένοντας τήν εύικαιρίία νά δράση. — Φόρτωσε τον οπόν ώμο σου., Μάκ, εΤπε κάποιος. Φύτεψέ ταυ- 6υο σφαίρες στό σβέρκο πριν ξυπνήσηι κι* δ-
Α
22 στερα (ρίΐΐχτονιε στο γκρεμό. Κουνήσου» λοιπόν! Θα! σέ περ ΐιμΙένουμε έδώ. — ΌικΙέϋ!, ιάπτάντηισε ε κείνος ττου λεγόταν Μάκ. Θα τόν περ ποιηθώ όπως πρέπει. Δεν θά άργήσω. Ό Τζόε Ντίικ ένοιωσε δυο γέρνα νά τον αρπάζουν καί νά τον άνασηκώνουν. Ούτε τώρα έδειξε πώς συνήλθε. Το ιμυαΙλό του υονάχα δου λευε γοργά. Τά πράγματα είχαν έρθει πολύ καλύτερα άττό δ,τι λογάριιαζε. Σέ λίγο έτπαψε νά άκούη τις κουβέν τες τών άλλων συμίμρριτών. Ό συυίμορίίτης άγκομαχώντας κάτω άττίο το βάρος του απομακρυνόταν μέ άργό βή μα. Πέντε λεπτά άργότερα σταμάτησε. Ό ντέτεκτιιβ μισάνοιξε τά ιυιάτια, ΕΤχσν φτάσει στην άκρη: ένας γκιρε μου. Ό συμμορίτης τον ξε Φορτώθηκε πετώντας τον στο χώιαα. Βέβαιος πώς ό Τζόε Ντιικ εξακολουθούσε νά είναι λ ι ποθυ μ ισ μένος δεν φ α ι'νόταν καβάλου1 βιαστικός. Μέ άονές κινήσεις σκιουπίισε τον ι δρώτα ττου μούσκευε τό τηοό σωπτό του κι’ υστέρα έβγαλε τό πιστόλι του. Ό Τζόε κράτησε την άνάσα του. “"Ολα τά νεύρα του τεντώθηκαν και τό λαστιχέ νιο κορμί του τινάχτηκε ορ θό. Ή γροθιά του βρόντησε σά σιδερένιο σφυρί στή,ν κοι λιά του κακοποιού. Ό ουμμορίίΐτης βόγγτηίσιε άλΐλά δεν 'έπιεσε. Σήκωσε τό (χέρι καί πυροβόλησε. Ό ντέτεκτιβ ξέφ-υγε τις σφαίρες καί τη*
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
δησε άττάνω του. Ό κακούρ γος δεν πρόστασε νά ξανοοπυ ρΡβολήισιηι. Τά δίάχτι^λα του άρι στείρου χεριού του ντέτεικτιιβ τυλίχτηκαν (σάν μια σι δερένια τανάλια στο ώπλ/ισυΙέΜο χέοι του συμμορίτη, ένώ τό δεξιό του χέρι ιμΐέ τεν τωμένη την παλάμη τον χτύ -ττηΐσε δυνατά στό λαιμό. * Η ταν ένα μελετημένο χτύπημα Ζίου—Ζίτσαυ κάί ό συμμο ρίτης βγάζοντας μιιά πνιχτή κραυγή γονάτισε καί σωριά στηκε στό χώμα. Ό Τζόε Ντίκ πήρε μια βαθειά άναττνοή. "Ολα· αυτά είχαν γίνει πολύ σύντομα, μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα, καί κανείς α πό τούς συμμορίτες πού ττερίμεναν δεν είχε» άντιληφθή τί ποτά. Ό ντέτεκτιβ έρρι-ξε: ένα βλέμμα γύρω του κάί άμέσως μίέ γοργές κίνησε ις^άρχι σε νά κάνη, μια πολύ γνώριμη δουλειά σ’ αυτόν. Άπό μια μυστική τσέπη- του σακκακιου του -έβγαλε ίμια θήκη, μέσα στήν οποία υπήρχαν πλαστικές ουσίες καί διάφο ρα έλάσματσ. -άπλωσε ανά σκελα τον αναίσθητο συμμο ρίτη καί μελιετώ'ντσς τά χα ρακτηιριίστικά του άρχισε νά κινή τά δάχτυλά του μΐέ κα ταπληκτική έπ(δεξιότητα χιραη σιμοποιώντσς τις πλαστικές ουσίες. Σέ ίλίίγο- ό Τζόε ^ΝτίΙκ είχε τό ίδιο πρόσωπο μέ τον -κακοποιό καί κανείς δεν θά μπορούσε νά ξεχωρΐση. ποιόις απτό τούς δυο ήταν ό αληθι νός. Υστερα :ό ντέτεκτ ιιβ έ γδυσε τον συμμορίτη, καί φό ■ρεσε τό κοστούμι του. Δυδ
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
λεπτά άργατερα ήταν κοντά ατούς άλλους. — Του ψυτεψα! δυο ωραί ες σφαίρες ατό σβέρκο!, εί πε μιμούμενος τή φωνή τοΰ Μάκ.^ Ούτε ικΐχ δεν έκανε ό σπιούνος. Πέταξα τό κουφάρι του ατό γιιφεμα καί τό άφεντιικο θά ευχαρι'στηθή πολύ δταν μάθη, πώς ό Τζοε Ντίκ δεν πρόκειται 'πιά νά ξαναζών τανέψη. — Έν τάξει-, Μάκ!, εκα νε ό ένας ιάπό τούς άλλους δυά. Καιρός νά του δίνουμε! Προχώρησαν πρός ένα ξέ; ψωτο κάί τότε ιμονάχα ό ντε τεκιτί'β κατάλαβε γιατί είχε χαθή τόσο ξαφνικά άπό τά μάτια του ή μαύρη, καντιλλάκ. ^ Τό μαύρο1 αυτοκίνητο βρισκόταν όκιεΤ άλλα είχε μΐπή ατό δάσος άπό έναν αλλον παράλληλο πρός εκείνον τό δρόΙμο ττού είχε ακολου θήσει τό αμάξι του Τζόε Ντίίκ. Μπήκαν ατό αύτοικινη το και ένας άπό τούς συμίμοίΡΐτες πάτησε τό γκάζι. ΤΙ ιμαύρη καντιίλλάκ τού θανάτου ξεκίνησε ιμε κατεύθυνσι πρός τό ρεγάλο δημόσιο δρόμο. Ανάμεσα ατούς ίδυΐό συρμό ρΤτες ταξίδευε τώρα καί ό θρυλικός καικοοργοκονηγός με ταιμφϋεσιμενος αέ Μάκ. Τό αυτοκίληφο διέσχισε τον μεγάλο δηιμόσιο δρόμο καί πήρε κατεύθυνσι πρός τά δυτικά. Ό Τζόε ΝΥΐικ μ(ιΐλουσε λίγο. Μέσα στην τσέπη του ήταν τό περίΐστροφο πού είχε πάρει, άπό τον όονάίσθη το συίμμορίίΐτη. Τά "δάχτυλά το'υ χάΐδεψσν τό ψυχίρό μέ
23 ταλλο. Αυτό τό πιστόλι θά ιού χρειαζόταν σίνουιρσ σέ λ',γο. 'Ένα τηλεφώνημα τή νύχτα...
ΜΑΚ Χάντζον ξύπνη σε ρέ βαρύ κεφάλι. Σ^τήν άρχή δεν κατά λαιβε ύ'κ εΐχε συίμβή. Δεν θυ μόταν . " Υστερα σ ιγά—σ ιγά ό νους του ξεκαθάρισε καί θυμήθηκε. Είδε τον ιέοουπό του σχεδόν γυμνό μέ τά έσώρρούχα ρόνο καί άπορη σε. "Υστερα είδε δ’ίίπλα του τον βαθύ νκρρμό καί άνατρί χίασε. "Εβγαλε ριά βρωμερή βλαστήμια άπό τό στόμα του κάί σηκώθηκε μ(έ δυσκολίΐα όρθιος. Τά πόδια του μό λις πού τον κρατούσαν. — Μου την έσκασε ό άτ ιμος λ :μουγγρισε. ^ Τό σκοτάδι ήταν πηχτό μέσα στο δάσος κάί δεν μπο ιροΰσε νά λογάρι άση; πόσην ώρα βρισκόταν εκεί άναϋσθη τος υστέρα άπό τις γροθιές καί τά χτυπήματα πού δέ χτηκε αιφνιδιαστικά άπό τον ντέτεκτ ιβ. — ΜάϊΥλ! ΝταΙίήβις!, φώ ναξε. ^’Αλλά δεν πήίρε καμμιά άπάντησι. -ανοφώναξε άλλά κάί πάλι κανείς δεν του άπάντησε. Οί δυο συμμόρΐτες πού ήταν παρέα του είχαν φύγει σίγουρα ρέ τό αύτσκί νητο. Εκείνο που δεν μπο ρούσε όμως νά καταλάβη ή ταν τό γΐιατϊ πριν φύγουν δεν τόν άνεζήτησάν. "Επρεπε νά υποψιαστούν πώς κάτι ά-
Ο
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
24 νάπαδο είχε «τύρβη άφοϋ δεν ξαναγύρισε κοντά τους. Ή άλλη άπορία πού τον τταίί δειυε ήταν τό τί είχαν γίνει τά ρούχα Ταυ. Δεν μπορούσε •να έξηγήση γιατί ό Τζόε Ντίικ 'άψου τον χτύπησε και τον άφησε αναίσθητο, τον έ γδυσε κατόπιν. 'Όττωίζ κι3 άν είχε όμως τό πράγμα κστι παράξενο συνέβαινε. ΚΓ άν ήθελε νά ικυκλοφορή, ζων τανός έπρεπε ινά ειδοποίηση τ’ άφεντικό του. ίΓιαττί ό ^Α λαν Μττιρουκς δεν θά τόν συγ χωρούσε ποτέ άν δέν άνέψερε αμέσως τό πάθημά του. Αι/τή άλλωστε ήταν ή διατα γή πού είχαν όλου Σέ κάθε περΐψττωσι έπρεπε νά «άναψε ιρουν». Ό συμιμρρίίτηις ^ άρχισε νά βαδ'Οζη ίμέ δυσκολία ανήμεσα στα δέντρα. Χρειάστηκε^ μί ση ώρΟ νά 6γή ιμιέσα από τό δάσος. *Απίό μακριυιά είδε έ να φως. Ήταν ένα διανυκτε ρευον πρατήριο βενζίνης^ ΚατευΙθύνθηκε προς τά έκεΐ. Λο γάριασε πώς τό πρατήριο θά είχε τηλέφωνο. Ό υπάλληλος του πρατη ρίου όταν τόν είδε ιμισσγυ μίνα παραξενεύτηκε. — Τίΐ πάθατε; τόν ιρώτησε. — ιΜέ λήστεψαν ικαί με γδύσανε!, απάντησε κατσοιυ φιιάζοντας ό συμμορίτης. ^Ε χεις τηλέφωνο; Ό υπάλληλος του έδειξε τό τηλέφωνο. Ό Χάντζρν πή,γε προς τό τηλέφωνο. Σήκω σε τό άκουστιικό, σχημάτισε στο ικαντράν ένα νούμερο καί όταν πήρε άπάντησι άρχισε
νά (μιλάη χαμηλόφωνα σέ κά ποιιον... 4Η ψωληά μέ τά έρπετά...
Ο Λ ΑΥΤΟ,Κ! ΝΗΤΟ μέ τούς δύο συμμορίτες καί τον μεταμφιεσμένο ντέ^τεκτιό σταμάτησε έξω από ένα μεγάλο γκαράζ. Έκεΐνος πιού ώδηιγούσε κορνάρησε συνθηματικά καί υστέρα από δυο λεπτά ή πόρτα άνοιξε καί πέρασε ιμιέσα τό αυτοκί νητο. Ό "Πζόε Ντί|κ έρριξε μιίά ματιά γύρω του. Υπήρ χαν έκεΐ καί άλλα αυτοονη τα. (Προχώρησαν πρόρ τό βά θος. Ό ένας άπό τους συμ μορίτες σταμάτησε μίπρσ στά ατόν τοΐχο. Τό χέρι του ψηλάφησε -ένα μέρος του τοί χου καί πίεσε ένα κουμπί1 Ό τοίχος υποχώρησε καί κα τέθηκαν μερικές σκάλες. ΤΤί σω τους ό τοίχος έκλεισε κά νοντας ένα θόρυβο σαν μια πόρτα πού σέρνεται πάνω σέ καρούλια. Ό ντέτεκτιβ παρα κδλουθοθσε προσεχτικά καί σημείωνε ιστό μυαλό του δ,τι έβλεπε. Μπήκαν σ’ ένα θο λωτό διάδρομο καί ανέβηκαν μιαν άλλη σκιάλα. Ή σκάλα τελείωνε σέ ιμιά χαμηλή πόρτα. Ό συμμορίτης που προπορευόταν χτύπησε την πόρτα τρεις φορές. "Ενας κα κομδύτσουνας άνθρωπος άνοι ξε την πόρτα κι3 έρριξε ένα διαπεραστικό 6λέμ|μα στους επισκέπτες. — (Γειά σου), Κότσυφα!, είπε ό ένας άπό τους συμ μορίτες πού ό Τζόε, είχε ά-
Τ
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
κουοιει πού τον έλεγαν Νταιί- ,ριτες ήταν συγκεντρωμένο ι ηίβις. εκεί. Ό Τζόε Ντίκ τούς μέ — Ιό αφεντικό είχε Αρχί τρησε με ?μι<ά γοργή ματιά. σει να ανησυχή για την υγεία 7 Ηταν δέκα τύποι άπό τούς σας!, είπε ό Κότσυφας. Αρ χειρότερους τού υποκόσμου. γήσαμε νά γυρίσετε. Ό ένας, π ιό φοβερό ς άπό τον ^— "Ολία πήγαν καλά!, α άλλο. Ό ντέτρκτιβ ιμέ τό πάντησε ό άλλος. Μονάχα πρώτο βλέμμα τους κατέτα στο δρόμο μάς έτυχε .μια μι ξε στη συνομοταξία των ερ κρή ικαθυστέρησι. Κάποιος πετών. σπιούνος ο Τζόιε Ντίκ άν έΤό συνδικάτο χης ακούσει. —- Ό Τζόε Ντίκ; ^ έκανε του έγκΑήματος γοιυρίλώνανιτας τά μάτια ό ΚΟΥΣΤΗΚΕ^ Τό βαρύ Κότσυφας. χτύπημα ^ ενός γκόγκ. — Ναι, ό Τζόιε Ντίκ μπερ Μέσα στην αίθουσα άδεύτηκιε στά πόδια ιμας. Χα ττλώθηΚε μια βαρεία σιωπή. σομερήσαμε γιατί χρειάστη,Τά φώτα άρχισαν νά χαμη, κε νά τον βγάλουμε άπό τη λώναυν αργά οσο πού έγινε μέση. Αυτό είναι δλ©. Τ* άσκοτάδ ι. 3 Ακούστηκε κάτ ι φιοντ ιικό άδικα ανησύχησε. σαν θόρυβος μοτέρ. Ό ντέτεΠέρασαν μέσα ικΓ έκλεισε κτιιβ ιμέ άγρυπνες άλες του πίίΐσω τους ή πόίρτα. Ό ντέτε τις αισθήσεις ιέφφιε τό χέρι κτιιβ ένοιωσε σαν ένα παγω στην τσέπη καί χάϊδεψε τη μένο χέρι νά ατφίίγγη την κιαρ λαβή τού πιστολιού του. διά του. Βρισκόταν μέσα στη — Τ3 αφεντικό!, ψιθύρισε φωλιά τού θηρίου κι3 έπρεπε εκείνος πού βρισκόταν δλτλα νά προσεχη,ι. Ή μεταμφίεσί του. του βέβαια σέ Μάκ Χοοντζον Κ άτ ι θαμΐπό άρχιοε νά σχε ήτιαν έπιτυχημένη. Ο! δυο βιάζεται στον άπέναντι τοί συμμορίτες (μαζί ιμέ τούς ό» χο. "Υστερα φάνηκε μια ψω πο'ίους ταξίδευε δεν είχαν μυ τεινή κηλίδα. Ό Τζόε Ντίκ ριστή τίποτα. "Αλλά τό βλέ!μ κάρφωσε τό βλέμμα του οπόν μα^ που τού έρρίίξε εκείνος τοίχο. Ή κηλίδα όλοένα καί που λεγόταν IΚότσυφας δεν μεγάλωνε. Στην αρχή έγινε τού ορεσε. "Ως τόίσο τώρα ένας μικρός κύκλος. "Υστερα ήταν κλεισμένος στη σφηκο αυτός ό κύκλος τεντώθήικε φωλιά ικάί έπρεπε ίνά είναι κάί σχηματίστηκε ένα μεγά έτοιμος γιά σλα. λο φωτεινό τετράγωνο. Ιό δωμάτιο πού μπήκαν — Καντράν τηλεοράσε φωτιζόΐταίν άπό σωλήνες νέαν. ως!, σκίέφτηικιε ό ντέτεκτιβ. "Ενα άπλετο φως σκορπι "Ετσι παρουσιάζεται πιο εν ζόταν παντού. Τό δωμάτιο ή τυπωσιακά ιστούς συμμορί ταν γεμάτο άπό καπνούς καί τες του ό Μπρσύκς. Κάνει τσιγάρα. Καί άλλοι συμμο έντύπωσι. Κι3 άπ3 την άλλη
Α
26
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
ιμεριά φυλάγεται. Γιατί δέ θμό της. Θά ήταν φυσικά δύ μπορεί νά /μήιν έχη εχθρούς σκολο νά τά βάλη, ένας αυ και ανάμεσα στον υπόκοσμο. τός μέ τόσα φίδια. Κ αΙνείς βέβαια δεν μπορεί Πήρε /μιά βαθειά αναπνοή πυροβολώντας να σκοτώση καί αίσθάνθηκε άνακαόφ ισ ι μια οχιά που σχηματίστηκε καθώς τά μάτια έπαψαν νά στήιν όθόινη τής τηλεοράσεως. τον κυττόζαυν. Τό βλέμμα ^ Ό βόμβας πού έμοιαζε μέ ταΟ Μτηρουκς άπομακρύνθηικε θόρυβο μοτέρ σταμάτησε ό από πάνω του και σχεδόν άμέσως ακούστηκε ή φωνή του πως είχε άρχισε ι άποτομα. Μια μορφή άρχισε να σχημα σαν από πολύ ιμακρυά. Ένα τίζεται στο καντράν. Ό ντε- μεγάφωνο μετέδωσε βραχνά τεκτιβ ένοιωσε να χτυττάιη, ή τη φωνή αυτή,. καρδιά του δυνατά καθώς εί ^ — < Καλησπέρα σας κιήριοι, δε νά όλοικληρώνεται αυτή ή είπε ό Μπρούκς προσπαθών•μορφή. Ό "Αλαν Μπρούικς;, τας νά μιολακωση, μ-5 ένα φευ ό αιμοβόρος έγκληματιας, ό τιικο χαΐμάγελα τό σκληρό ύπ’άριθίμόν 1 Δημόσιος κίνδυ- πριάσωπό του. "Έμαθα ^ με νος των Ηνωμένων· Πολιτει ευχαιρίστηισι πώς δλα πήγαν ών για την σύλληψι του ό καλά άπόψε. Ή Νέα Ύόρκιη ποιου είχαν ικινητοσποιιηίθη χι θά πληροφορηιθή αύριο ότι λιάδες άνδ,ρες τής 'Αστυνο ένας ακόμα εχθρός των συμ·μίας ήταν έκιεί, μερικά ιμΙέψερόντων τού Συνδ ιικάταυ τρα, άτιίένταντίι του. Τό αίμα μ ας πλήρωσε μ<έ τή ζωή του κυκλοφόρησε ορμητικά μέσα το (θράσος πού είχε νά τά στις φλέβες του. 9 Ηταν έκεΐ βάλη μαζί μιας.. Υπάρχουν όμως μονάχα ή σκιά του κάί μερικοί] άλλοι άκόιμα πού Μπ,ρουκς! Φοβήθηκε μήπως θά τιλιηρώσιουν έπίστης μέ τή 'ΐοαμίμιά κίίνησι τον προδώση ζωή τους τό θανάσιμο σφάλ και συγκιρατήθηκε. "Έσφιξε /μα τους νά σταθούν άντιμέτά δόντια καί βλαστήμησε τωποι στην οργάνωση ιμα^. μέσα του, Τά μάτια του "Ολοι ξέρετε Ιποιό είναι το Μπρούκς διέγρ'αψαν ένα· τόξο σχέδιό μορ, ένα πραγματικά μέσα στην αίθουσα πού φω μεγαλεπήβολο σχέδιο για τιζόταν τώρα άμύδρά από τήν πριαγματοίποιίιηισι του ο τήν αντανάκλασι του καν ποίου είμαστε υποχρεωμένοι τράν. Τά μάτια του φεγγοβο νά κάνουμε 61 μέτωπο άγώνσ. λούσαν παράξενα δταν στηΠολεμάμε καί τήν Άστυνο λώθηκοον έπίΐμονα και έρευνη μίιοι. Άλλα δίνουμε καί μά τικά επάνω στο πρόσωπο χες άναίμίαικτες πρός τό πατου μεταμφιεσμένου αστυνο ιοόν ικαί μιέ έκέίίνους πού δέν μικού. Ό Τζόε Ντίκ άνατρίίΓ /μίπρρρΰν ινά κοίτολιάβουν τό χιασε. Στην ιδέα πώς ήταν συμφέρον· τους καί ζητούν δυνατό νά τον άναγνωρδσουν, νά ματαιώσουν τό σχέδιό μου ή άναπνοή του έχασε τό ρυ καί άρνούνται νό υποταχθούν
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
27
*Η γροθιά του ντέτεκτιβ βρόντησε άγρια στο κεψάλι του κακούργου.
στο Συνδικάτο του Έγκλήμα τος. Δεν χρειάζονται πιά, κυ ριοι, ιμιικιροσ«υΐμ'μορίιες και μικροαρχηγοί. Ό'λόκληιριη ή 66 ναιμις του υποκόσμου πρέπει νά έινωθη σέ ένα πανίσχυρο καί άκατάβιλητο όργανισιμό κάτω από τη σιδερένια πει θαρχία ένας καί μόνου άρχηιγοΟ με πυγμή. "Έτσι όλα θα πάνε καλύτερα. Τά κέρδη του Συνδικάτου θά μοιράζωνται δίκαια κα!ΐ τήμια σ’ όλα τά ίμελη του και κάνεις δεν θάχη παράπονο. *Υπάρχουν πολίλοι που δέχτηκαν τους όρους πού τούς έπρότεινα. Υπάρχουν όμως και άλλοι πού ζήτησαν προθεσμία να άπαντήσουν ή άπσνττ&σον κι*
όλίας αρνητικά. "Υστερος άπό •μερικές μέρες θά σάς αναγ γείλω τις άποψάσεις μου. Σ’αύτό τό μεταξύ όμως, σάς πληροφορώ άτι ιμέσα στην εβδομάδα πού έρχεται θά οργανώσουμε: ;μιά άπό τις καταπληικτ νκώτερες έπιχειρή σεις που πραγματοποιήθηκαν ως τώρα. Ό άγώνας μαΐς χρειάζεται, χρήματα κΓ αυ τά τά χρήματα θά τά δρου με πραγματοποιώντας μια ληστεία τραπέζης. Αργότερα θά σάς άναπτυξω τό σχέδιό μου. Σταμάτησε για (μερικές στιγμές νά μιίλάη,. "Ενα άσκη μο γέλιο κρεμάστηκε ατά χέι λη του κά! τά μάτια του γέ-
28
μι σαν Από λάμψεις , ιμΐιίσουτ. — ΚοΛ τώρα:, (κύριοι, θα σάς πώ ικιάτπ πού θά σάς βάλη σέ σκοτούρες ικαί θά σάς πάραξενεψη ίσως. Στην Απο ψινή συγκέντρωσί μας βρί<στκιε τσίί ένας σπιούνος. " Ενας πο λύ γνωστός κατάσκοπος της Αστμνομιίίας. •Ένας έναντι ον δέκα!
'Κ ΟΥ Σ ΤΗ ΚΑΝ ψίθυροι και βλαστήμιες. Μέσα στο μισοσκόταδο οί συμ μρρΐτες κύτταζάν ό ένας τον άλλο ιμέ ικαχύποπτα βλέμμα τα. Έκεΐνος πού καθόταν κοντά ιστόν Τζόε Ντίικ κινή θηκε νευρικά και μούγγρισε. Ό ντέτεκτιβ ένοιωσε ίμια πα ράξενη παγωνιά νά τον τυλίγη. Επιστρατεύοντας δλιες ταυ τις δυνάμεις στάθηκε Α σάλευτος και ψύχραιμος. 9Η ταν έτοιμος γιά κάθε ένδεχόρενο. Περίδενε μέ σφαχτά τά δόντια. — Μην χάνετε, κύριοι, την ψυχίραιιμίία σας!, ^ακούστηκε τπαλι ή φωνή του Μπρούκς Από το μεγάφωνο. Ό σπιου νος αυτός της Αστυνομίας δεν πρόκειται νά βγή ζωντα νός Από δω μέσα. * Ελαβα ήδη άλα τά μέτρα μου. *Α κούστε με ψύχραιμα και θά καταλάβετε. Πριν μίση ώρα κάποιος μού τηλεφώνησε. 5Απ’ αυτό το τηλεφώνημα τά έμαθα άλα. Ό άνθρωπος αύτος πού βρίσκεται Ανάμεσα ...μας είναι ό Τζσε Ντίκ. Θά έχετε Ακούσει βέβαια πολλά πράγματα γι’ αυτόν καί θά
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ξέρετε άτι είναι Αριστοτέχνης στη ιμεταμφίεσι. Μάΐκλ Ο, Χάρυ καί Νταίηβις Χτήβενσον, είστε υπεύθυνοι εσείς ϊ Ό Μάκ Χάντζον πού κάθεται στην πέμπτη καρέκλα τής τρίί της σειράς δεν είναι ό Μάκ Χάντζον Αλλά ό σωσίας του. Συλλάβετε τον άνθρωπο πού έχει πάρει τά χσρακτηιριστι* κά του συντρόφου σας. Αυτός εΤναι ό Τζόε ΝτίΙκ. Μού χρειάζεται ζωντανός! — Πιάστε τον!, Ακουστή κε μ.ιά κραυγή. Θάνατος στόν σπιούνο! Εκείνος πού καθόταν 6ί πλα στον ντέτεκτιβ ρίχτηκε απάνω του. Ό Τζόε Ντίκ κινήθηκε σαν Αστραπή. Τό Αριστερό του χέοι έπεσε σαν σφυρί στο σαγόνι τού συμ ΐμορίτη, Ακούστηκε ^δνα βογγητό. Πιστόλια άστραψαν στο μισοσκόταδο. Κρατών τας στο δεξιό του χέρι τδ δπλο ό ντέτεκτιβ πυρσβάλη!σε. Τρεις σφαίρες ή μια πίίσω Απο την άλλη έφυγαν Απο την κάννη, του. *Ένας κυ λίίστηκε ατά πόδια των άλ λων ουρλιάζοντας. Ό Τζόε Ντίικ έκανε ένα πήδημα προς τά εμπρός καί πυροβόλησε πάλι. Μερικές σφαίρες πέρα σαν πάνω Από τό κεφάλι του. "Έσκυψε καί άπέφυγε τίς σφαίρες. Πηδώντας, καί δρασκελίζοντας τίς καρέκλες έφτασε στήν κλειστή πόρτα. Δοκίμασε νά την Ανοιξη. Ήταν κλειστή. Τό ,βλέμμα του γέμισε Απελπισία καί θρόμβοι παγωμένου ιδρώτα κατρακύλησαν ιστό πρόσωπό
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
του. 51 Ηταν χαμένος. Μέσα στο μισοσκόταδο 'κια'ι στις λάμψεις των πυροβολισμών είδε δυο συμμορίτες νιά όρμόϋν ττιρδς το μέρος του. Πυ ,ραβάληΐσε. "Ενας άπό τους δύο κιΜάτηκε στο πάτωμα. Ό Τζόε ΝΤιικ είχε μια σφαί ρα τώρα [μονάχο: λ στο σπλία του. Αυτή ή σφαίρα όμως μίπΟρεΐ νά ήταν ή σωτήρια. Τό γυμνασμένο μυαλό δούλε ψε γοργά. (Γύρισε καί πυρο βόλησε τήν κλειίδοριά ^ τής πόρτας. Ή σφαίρα κατέστρε ψε την κλειδαριά κι* ή πόρτα άνοιξε. Βγήκε στο διάδρομΟ. Στερέωσε τή ράχη στον τοίχο. "Ενα κομμάτι του τοί χου ιάκριβώς πίσω του» ύττεχώρησε άθόριυιβα. Ή ανα πνοή του σταμάτησε. 5Αλλά μονάχα για μια στιγμή. "Ε νοιωσε μια ξένη, τηαρουσίΐα κοντά του. Μέ μια κ/ίινησι τρομακτικά γρήγορη; πήρε μια βουτιά στις φτέρνες του και άπλωσε προς τά εμπρός τά χέρια. Τά χέρια του άρ παξαν ιμέ λύσσα κάποιον που έβγαινε άπό τό άνοιγμα του τοίχου. ΟΙ γροθ;ιές του κινή θηκαν κεραυνσβάλα. Ό ίσκιος βάγγησε σαν 6όδι καί κυλί στηκε στά πόδια του. Δρα σκέλισε τον πεσμένο άνθρω πο καί τρέχοντος στά τυφλά συνάντησε μιιά σκάλα. Ανέ βηκε· πηδώντας τρίία—τρία τά σκαλοπάτια. Πίσω του άκΟυγε φωνές καί τις βλαστή μιες έκείνων πού τον κυνηγοί) σαν. Βρέθηκε μπροστά σε μιά πόρτα. Την έσπρωξε^καΐ βρέθηκε μέσα σε μιά κάμα-
2Φ ιρη, Μαντάλωσε, ψηλαφώντας στο σκοτάδι,, τήν πόρτα κάί περίμενε. Τό ποδοβολητό των συμμοριτών πλησίαζε. Κατάλαβαν τό δίχως ^ άλλο πώς 'βρ ισκόταν στην κάμαρη. "Υστερα άπό δυο λεπτά έφτασαν. "Αρχισαν νά βρον τούν καί νά φωνάζουν. Ό Τζόε Ντίκ ψάχνοντας βρήκε τον διακόπτη. Τό δωμάτιο δεν είχε έξοδο. Μονάχα ένας φεγ γίΤης υπήρχε ψηλά. Αλλά αυτόν τον φεγγίτη ήταν αδύ νατο νά τον φτάση. Αναρρί γησε. Είχε πέσει σ’ ένα και νούργιο δόκανο. ^Ήταγ κλει όμενος σ’ ένα κλουβί πού δεν θά μπορούσε νά ξεφύγή. 01 συμμορίτες, βροντούσαν ά γρια τήν πόρτα. ^— "Ανοιξε, Τζόε!, τού φώναξε1 κάποιος. — Παραδόσου, σπιούνε! — Ό άρχηγός σου δίνει τ,ρίία λεπτά ικαιρό νά παραδοθης \ ’Αν μέσα^ σ'5 αυτά τά τρία λεπτά δεν παραδαθής, έ'σύ θάσαι που 8ά μετανο ίωσης. Ό Τζόε Ντίκ κύτταξε τό ρολόι του. — θά ισέ κάψουμε ζωντανό σάν ποντικό μέσα στη φά κα ιμέ βενζίίνη!, κάγχασε κά ποιος άλλος. Ούτε αυτή τή φορά όοπάν τησε ό ντέτεκτιβ. Περ(ί(μεΜε. Ξαφνικά έγινε χλωμός καί ή καρδιά του βρόντησε βίαια. Τό μάτι του καρφώθηκε στο κάτω μέρος τής πόρτας.^ Α πό τήν ι μεταξύ του πατώμα τος καί πόρτας χαραμάδα έ να :ρυάκι άπό άχρωμο υγρό
30
άρχισε νά ικιυλάη. στο έσωτιε ριικό τοΟ δωματίίοο. Τό ρυάκι μεγάλωνε όλοενα καί πε ρισσότερο ιαχηματίζόντας μιά λί|μνη ιστό πάτωμα. Ή χαρα κτηρϋστιική |μυρωδιά τής δεν ζίνας χτύπησε στα ρουθούνια ταυ. θά τον1 έψηναν λοιπόν ζωντανά. Δεν υπήρχε άμψίίβο λία! "Ένοιωσε τή σιδερένια θέλησ?ί του νά παραλόη-. Ό Τζόε ΝτίΙκ, ά θρυλικός κάκουργοκυνηγός, κατάλ α δ ε ττώο, όλα ήταν χαμένα. "Ενα σππρτο άπ" έξω κ,άί φοβερές Ν/λώσσε;ς φωτιάς θά τύλιγαν το δωμάτιο. Τίίποτα δεν μπο ρούσε νά τον σώση έκτος α πό ένα θαύμα... 01 φτεροΰγες τής κολάσεως
ΑΠιΟ ΙΟΣ άναψε άτ5 έ ξω ένα σπίρτο. Ό Τζόε Ντίικ έτριιξε τά δόντια. Τά χαρακτηριστικά τού τηρο σώπαυ του συσπάστηκαν νευ ριικιά. "Ακούστηκαν γέλια. Οί συμμορίτες πραγματοποιού σαν λοιπόν την άπε ιλή τους. Τό ιβλήμμα τού θρυλικού ντε1· τεκτιίδ στράφηκε ιμέ αγωνία στόν φεγγΙιίτη. Μιά γλωσσά φωτιάς,ιΐνα πύρινο ψ;ίβι τρύ πιωσε κάτω άΐπό την πόρτα. Ό φεγγίτης ήταν πολύ ψη λά. Τό πύρινο φίδι γλύστ ρή σε ύπουλα στό πάτωμα. Ή απλωμένη στό πάτωμα βεν ζίνη; φούντωσε ιμέ ιμιά έκτυφλωτιικη λάμψι. Οί φτειραύγες τού θανάτου φτεροκόπησαν πάλι κοντά στόν Τζόε Ντίικ. Ή ψυχή του πνιγόταν άπό άγωνία. Δεν άκουγε ούτε έ
ΤΟ
ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
βλεπε π ιό. Οί φλόγες τσου ρούφλιζαν τά πόδια του και τά χέρια του. Ήταν χαμέ νος. 9 Ηταν σά νά βρισκόταν στην ίδια την κόλασι. Ή φω τιά πύρωνε τους τοίχους. Ό αέρας ζεματούσε. "Έκανε μιιά κίνησι άπελπιάίΐας. Έτρεξε διρασκελ ίζαντας τις φλόγες στην απέναντι πλευρά της κάμαρης. Έκεΐ οί φλόγες δεν είχαν ζυγώσει άκόμα. Τό κοριμίίι του βρόντησε στόν τοΐ χο. Ήταν έτοιμος νά λιποθυμήση. Έφερε τό μαντήλι του ρμίπροστά οτό στόμα του καί ξαφνικά τά μάτια του στηλώιθηκαν σπόν τοίχο. Τό αΐμα βρόντησε στους κρο τάφους ταυ κι" έβγαλε ένα άναρθρο γρύλλισμαί —■ Καίγεται!, άκσύστηικΟν Φωνές κιαι καγχασμοί άπ5 έ ξω. Πήρε φωτιά καί χλιμιν τρίζει σάν άλογο. Καλό τα ξίδι στην κόλασι δαιμόνιε ντέτεκτιβ! .Μολονότι -βρισκόταν σε τό σο τραγική θιέσι ό Τζόε Ντίικ 6έν (μπόρεσε νά συγκράτηση ένα χαμόγελο. Τό βλέμμα του έλαμψε παράξενα καθώς ήταν στηλωμένο στόν τοΐχο. "Ενα κομμάτι τού τοίχου άρχισε νά υπόχωρή,, άφήνοντας ένα σκοτεινό άνοιγμα. Δεν χρειάστηκε πολύ για νά τό καταλάβηι. Ήταν μιά μυ στιικη ιπόρτα πού λειτουρ γούσε μέ κάποιον άπόκιρυφον μηχανισμό. Ή υπερβολική θερμοκρασία ιάπό τή φωτιά κατέστρεψε τό σύστημα χει ρισμού τής πόρτας καί ή πόρτα άνοιξε μοναχή της.
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ιΗ φιδοφωλιά του Μττρουκς τινάζεται στον άέρα...
31
λεϋ 238. °Ένα παλιό μεγάλο γκαράζ. Ναί, ναι1-! Νά περι ΡΜΗ ΣΕ ^ μέ λαχτάρα κυκλώσουν αμέσως τό γκα προς το άνοιγμα και ράζ καί νά χρησιμοποιήσουν βαρεία όπλα. Οί άντρες νά ορίέίθηκε σ’ ένα θολωτά όιαορομο ττού τον φώτιζαν μή οι λυπηθούν τις σφαίρες. Μη ρωτάς περ ισσότ ερα. " Οσο ανταύγειες πού έστελναν αί τό δυνατό π ιό σύντομα πριν φίλαγες. Ό άέρας δροσερός γλυστρήσοίϋν έξω άπό τή και υγρός τον χτύπησε στό φωλιά _ τους τά ψίδια. πρόσωπο. Πήρε μια 6αθειά — Έν τάξει Τζόε!, άκούαναπνοή. Τα /πνευμόνια του ρούφηξαν άπληστα το οξυγό οτηκε ή φωνή του ίνστπέκτορος Λέμυ Τόρενσον. Σέ πέν νο. τε λεπτά θά είναι μπλοκαριΧωρίς νά ξερή, πού ^βρίσκε σμένο τό γκαράζ. ταιπραχώρησε μέ μεγάλα βή Ό ντέτεκτιβ άφησε τό άματα κι3 άπομακρύνθηκε άπ' ικοιυστικίό καί βγήκε άπό την τή φωτιά. Τό φλέγόμενο δω -κάμαρη. Το βλέμμα του ά μάτιο ιπσύ 'βίριισκόταν πίσω γρυπνο στράφηκε δεξιά κι5 του άπομακρυνόταν όλο και αριστερά. Δεν υπήρχε καινεί^. περ ισσότερο. ’Ανέβηκε μερι "Ολοι αΐ συμμορίτες; θά βρί κές σκάλες ικάί βρέθηκε σ’ σκονταν σίγουρα άκόμα έξω ένα τετράγωνο· χώλ πού φω άπό τό φλέγόμενο δωμάτιο τιζόταν άμυδρά. Μια πόρτα πιεριμένοντας νά σβυση ή φω ένός δωματίου ήταν μισάνοι τιά νά βρουν τό κορμίι του χτη ιμπροστά του. Πατώντας καρβουνιασμένο καί φριχτά στις μύτες των ποδιώγ του παραμορφωμένο. προχώρησε προς την πόρτα. Στό -βάθος τού χώλ ξεχώ Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο. ρισε κάτι σάν παράθυρο. Έρριξε μέ προφιυλάξεις μια Προχώρησε προς τά έκεΤ. ματιά μέσα. Ήταν άδειο. Δεν είχε γελαστή. Ήταν Είδε σέ μια γωνιά τής κά πραγματικά ένα παράθυρο μαρης ένα τηλέφωνο. *Έσπρω ιμέ βρώμικα τζάμιοο. Πίσω ά ξε την πόρτα καί άρπαξε τό πό τά τζάμια εΐδε ένα κομ ακουστικό. Τό χέρι του κινή μάτι ούριανού. Βρισκόταν λοι θηκε γοργά κΙαΓι σχημάτισε πόν σέ κάποια σοφίτα τού ένα νούμερο ατό καντράν του γκιαράζ. "Αρπτοΰξε μια καρέτηλεφώνου. Κι" όταν πήρε ά-κλα, άνέβηκε άπάνω κ.·ιΓ έ πάντησι μίλησε χαμηλόφωνα φτάσε τό παράθυρο. ΤόΛ άνοι άλλά μέ σταθερή φωνή. ξε χωρίς δυσκολία, βγήκε έ— Έδώ, Τζόε ΝτίΙκ! Γειά ξω^ καί βρέθηκε στη στέγη σου Αε)μυ Τόρενσον. Σου τη-τού γκαράζ. Σκυφτός και λεφωνω άπο τή φίδοφωλιά τρέχοντας έφτασε στην άκρη του Μπρούκς. Στείλε τά μη τής στέγης. Μέσα στό σκο χανοκίνητα στην άδόν Στάν- τάδι ξεχώρισε έναν όδρσσω·
Ω
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ
32
λήνα. 3 Αδίσταχτα προχώρη σε προς τά ιέικιεΐ. Γαίντζώθηκε στον υδροσωλήνα και άφησε το κορμί του να γλυστρήση. προς το έδαφος. Την ίδια στιγμή φ'άνηκαν στη γωνία του δρόμου τά μη χανοίκΐίΐνητα και τά περιπολι κά αυτοκίνητα. ΕΤδε τον Λέ■μιυ Τόρενσαν να πηδάη έξω άπό ένα άπ’ αυτά. 'Έτρείξε κοντά του. — Τό γκσράζ είναι κυ κλωμένο, Τζόε, είπε ό έπιθεω ρητής, θά τους καλέσω με τό μεγάφωνο νά παράδοθοΟν. ’Άν αρνηιθούν, θά κάψω το γκαράζ μέ τά φλογοβόλα νά ψηίθουν σάν κοτόπουλα. -— Όκεϋ, Λήμυ! Άπό τό (μεγάφωνο μίλησε τρεΐς φορές ό ίνσπέκτρρ Τό ρενσον. 5Αλλά ή άπάντησι ήταν -πολύ διαφορετική από έκείΐνη /πού περίμενε. Λάμψεις γέμισαν τό σκοτάδι καΓι πολ λά μυδραλιοβόλα) καί αυτόιματα άρχισαν νά >βάζουν έναν τίον των άστιυνοιμιικών. Οί συμ ιμίορΐτες -μέ έπί κεφαλής τον Άλαν Μπρουκς εΤχαν μετάταβάλει τό γκαράζ σε φρού ριο. — ιΚανείς άπό μάο δέν πρόκειται νά παραδοθή!, άκαύστηκε |μέ)σα στις έκπυρ σοκίροτήσεις ίμια απαίσια φω νή. Μέ λένε Μπρουκς! — Πυρ!, διέταξε ό Τόρεν σον. "Ερα χαλάζι άπό ρουκέττες σφαΤρες καί φλογοβόλα άρχισαν νά στέλνουν προς τό γκαιράζ τά θωρακισμένα και τά περιπολικά αυτοκίνη
τα. Οί φλόγες τύλιξαν τό γκαράζ. (Καί ξαφνικά ^ μιά τρομερή έκΐρη|ξι συνεκλάνισε τή ισυνοιικΙΓια. Τά πυρομαχ ικά που είχαν άποθηκευμένα στό γκαράζ οι συμμορίτες τινά χτηκαν στόν δέρα. — ιΚανείς δέν έμεινε ζων τανός \/ είπε ό Τόρενσον κα θώς ικυτταζε τις τεράστιες φλόγες πού τινάζονταν στόν ουρανό. ^— "Οσο γι' αυτό είμαι σμμφωνος μαζί/ σου!, είπε γελώντας ο Τζόε Ντί|κ. Ό Μπραύκς καί τά φίδια του μάς άφησαν χρόνους... 'Ένα βράδυνό τηλεφώνημα
ΣΤΕΡΑ άπό τρεις μέ ρες έγινε κάτι κι* ό^ Τζόε Ντίκ έχασε άπότομα τό κέφι: του. Ένώ περνούσε στό πέΤο του σακκακιου του μιά φρεσκοκομμένη γαρδένια κΤ ήταν έτοιμος νά €γή άπό τό σπίτι γιά ένα βραοονό πε ρβπατο, χτύπησε τό τηλέφω νο. Σήκωσε τό ακουστικό καί ένοιωσε νά β:ροιντάη άγρια ή καρδιά του όταν άναγνώρπ σε τή φωνή πού έρχόταν ά πό την άλλη άκ)ρη, του σύρ ματος. ^ — Έδώ "Αλαν Μπιρούκς!, είπε ή φωνη^. Λυπάμαι πολύ πού ισού χαλάω τή βραδυά, Τζόε ιΝτ'ίικ. 5 Αλλά είμαι ζωντανός κα)ί χαίρω άκρας υγεί ας. Σέ προειδοποιώ λοιπόν καί νά τό ξέίρης. Τό παιχνίδι που μου σκάρωσες στο γκα ράζ θά τό πλήρωσής πολύ άσκηιμα.
Υ
33
ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
κή ! Στο υπόσχομαι1 αυτό ! Ό ντιέτεκτιβ βίλαστήιμησε. Κάτι ττηγε να ττη άλίλά ά ^ Στείρεοοσε στο πέτο την γαρδένια του και βγήκε σψυ κόυστηκε ©να σαρκαστικό γ© λ ιο ικαι ή γραμμή εκλίεισ©. * ρ'ζαντας εναν ευθυιμο σκοπό άττό τό στ#τι. "Ηξερε πώς "Αφησε τό όκουστικό και τά ιμότκχ του ίλάρψανε. την άΝλιη, ;μιέ|ρα τον πΕρί(μΐεναν — Όικιέίϋ, Μπιρούκς!, ιμου,ρ καινούργιες άγωνίΐες κα ι σκληρός άγώνας. ιΜιά ό θ,ρόλι μαύρισε. θά σου σκαρώσω ©να καινούργιο παιχνίδι. Και κός Χζόε Ντίικ ιμονάχα τότε υστέρα άττ* αύτό το τπαιιχνΐ- αισθανόταν εύτυχής. “Όταν επαιζε κόρωνα γράμματα τη δι ιέλίτπζω ττώς θά σου κάνουν ίμια ώραία κη,δεία 'μέ ιμουσι ζωή του. ΤΕΛΟΣ Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις Συγγραφεύς : Π. ΠΞΤΡ5ΤΗΣ
Τ Ζ Ο Ε
Ν Τ ϊ Κ
3*
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΑΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ Γραφεία: Αέκ,κα 22 — * Αριθμός 1
Τιμή δραχμαί 2
Δημοσιογραφικάς Δ)ιντής: Στ. ’Αινεροϋ^υρ&ς, φ&Μ$-®υ 41. ΟΙΛοινορυκίδς Δ)·ντ#ς: Γεώργ. ΓββργκίΒδης, Σφίγγας 38. μενος τχηπογρ.: Α. Χούζίηδασιλ® ίου, ΤατιααύΦν^ I# Ν. ΔΕΜΑΤΑ ΚΆ·Ι ΕΟΙΤΑΓΑ!: Γ. ΓΒΐαργι4&ηρ, Α£κκ« 22, *Α»%*αι
* 3* ^^ΜΜΜΙ^^ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΡ^^^^^ΜΗί-ΙΜΜΜ^
Γ""""”"· I
ί Ε2 ίβ
353 ®4 ΓΧ ΚΕΙ 8Β ΕΗ Κ2) Εα <Ϊ3 6*ϊ βΗ »« Γ» Βδ! ΚΚ Γί» ΓΒ5 Μ Γ£3 ΕΓ1 Κ® Γ3 ί«Η Ε3 Κί (ίΜ ΚΜ Κ5 ££3 881 <33 85Μ «
§
0
Στο εττομενο τεύχος* τδ 2. ττού κυκλοφορεί τδ έρχόμενο Σάβδοίτο μέ τον τίτλο
8 I
I
Ε I Β Κ I Ε 0 I I δ.
Η ΕΚΔΙΚΗΣΙ ΤΠΜ ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡ δ θρυλικός ντέτεκτιβ ΤΖΟΕ ΝΤ!Κ„ άττοδύεται σ* £ναν συγ κλονιστικά άγωνα έναντίον των δυνάμεων του κακού ττού θά συναρ-ττάση και τδν ίγιο δύσκολο άναγνώστη. Σκηνές άκατάδλητου ηρωισμού, -κωμικά έττεισόδια, δραματική ττλοκή, συνταρακτικές μονομαχίες και άττίστευτα κατορθώματα, θά τά βρήτε σλα συγκεντρωμένα στδ δεύτερο τεύχος τού ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ ττού δεν ττρέττει νά χάση άττολύτως κανείς!
«3Β3ϋ
- γύ^·
• .Μι
-/·· .
I π Γ· I 1 I I I Ε ι I ! δ* ΚΗ «9 'ΒΒ Β» Κδ Β*® ®ΒΕ ΗΒ ί».ΒΗ « ΟΒΒ6 Μ ΕΛΒΟΒΒ«ΚΟΚ#Ε
*
ΗΛΘΕ ΛΕΠΤΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΟ 6=9ΓΗΙΝΟ ΠΛΑΤ ΗΗ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡ9ΤΙΟ ΤΗί ΓΗΣ ΠΕΡΙ ΜΕΝΟΝ ΤβΣ ΤΟΝ ΝΑ ΤΟ/ ΠΗ Π°Σ ΘΛ ΣΡΣΗ ΤΟΝ ΠΟΣΗΟ ΤΛΣΤΡΟΨΗ. .
ΜΗΝ ΤΡΟΜΑΖΕΙΣ.,ΤΑΈΙΛΕΨΑ χιλίασες κρον/λ ψητός ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΠΡΟ. Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΝ9 ΨΥΛΑ'
{
ΚΑΙ ΤΙ ΜΕ ΕΧΕΙΣ 7ΤΛΗΚΑΝΕΙ ΤΟΣΟ \ΡΟ Γορ/ες ΣΠΟΥΣΑ/Ο 9ΣΤΕ ) 7ΤΟΥ ΘΕ) ΝΑ Η£ 9Υ/1ΑΤΕ 2 Σ9ΣΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣ ' ΜΟΥ ΑΛ ΤΗΝ
40 Λέμυ Τόρενσον γκρινιαζει...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ έτηβε ωρητής Αέμυ Τόρενσον ιμόλι^ εΤχε ξαπλώσει ατό κρεββοπτ του όταν * χτυ · τπηίσε το τηλέφωνο. νΑπλωσε το χέρι νυσταγμένα και πήρε το άχουοτικό.
—· Έμπιρός!, είπε γκρινι άρικα. Έδώ έπ (θεωρητής Τό ρενσον..». — Γειά σου, Λέμυ!, ώπάν τησε ίμια φωνή άπό την ^άλλη άκρη τοΟ σύρματος. Σου τη λεφωνεί ό φ ί λος σου ό Τζαε ΝΗτίκ,..
— "Αλό, Τζάε! Τι συμδαί νει κίαΓι με ξύπνιηισες; —"Έχω νά σου ττώ ένα σπου δαΐο νέο, ίνσπόκτωρ. Ό "Α λ αν Μπρούκς (*) ξαναζωντά νεψε και μας στέλνει χαιρεττί σιματα... Ο· Τόρενσον ζάρωσε τά φρό δια του: — Σταμάτα νά ιμέ δοολεύης, Τζόε! "Έχω νά κοιμη θώ δυο σαρανταοχτάωρα και είμαι στραβός άπό ύπνο. Ό "Άλαν Μπρουκ$ ψήθηίκε ζωντα νός ιμαζί ;μ'έ την παρέα του! (*) Διάδασε το τηροηγούμενο τιΰχος του *Τζόε Ντ!κ>,
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. €
4 Δέν ιμπασεΐ να ξαναζωντάνε ψε! "Αφηκτέ με λοιπόν νά κοι μηθώ, χρυσέ μου... Έσύ, ό πως άκούω, διασκεδάζεις. Ποι 6ς τραγουδάει τόσο αμαρφα; —Λυπάμαι πολύ Λέμυ πού δέν Αναγνωρίζεις τή γλυκέ ιά Φωνή του κοριτσιού μου. Δέν ακόυσες ττοτέ νά μιλούν για τήν Δόντια Τόμον; Είμαι στο «"Ιλντ Ρόκ» κάΐ έχω άδειά σει τό τέταοτο ποτήρι μττράν τυ είς ύγείαν της. Περιμένω νά τελείωση νά την ττάω περί τϊόγγο... "Αν θέλης, έλα παρέα υας. Ή βραδυά εΐναι σπου δαία. — Νά χαίρεσαι το κορίτσι σου, Τζόε!. γκρίνιαοε ό Τόρενσον. Αλλά έυένα άφησε με νά κοιμηθώ. Δέν ένδιαφέραμαι γιά τούς περιπάτους σου... — Ούτε γιά τον "Αλαν Μπρούκς ένδταΦέοεσαι; _ —ΕΤσαι άνυιπόφοοος. Τζόε! Έμενα δμως δέν ιαοΟ τή σκάς. Καλπνι/ντα, Τζόε. και καλή δίΐασκέδασι. Ό "Αλαν Μττοου κο βράζει τώρα σέ κάποιο κα ζάνι γεμάτο κατράμι στήν Κό λοοσι... — Σου μιλάω σοβαρά, Λέ αυ! ^Ακουσέ με..» — Καληνύχτα, Τζόε! Κοπάνησε το Ακουστικό έ πάνω στο τηλέφωνο και ξανά πείσε ιστό κιοεββάτι του. Νύ σταζε πολύ καί 6έν εΤχε δρεξ* γι* ΑστεΤα...
Η ΕΚΛ1ΚΗΣΙΣ
Αποτελούσε κοσμικό γεγονός γιά τή Νέα Ύόοκη,. Γιατι η νεαρή αυτή καλλιτέχνις του τραγουδιού δεν “έκανε πιά, ό πως άλλοτε, τακτικές έιιφανί σεις. ’Αιπό τον καιρό μάλιστα που άαοαβωνιάστηκε έπίσημα τον διάσημο ντίέτεικτιβ Τζόε Ντίκ, τον θρυλικό κακούργοκυνηγό, τά θέατρα την έχα σαν έντελώς. Έξαίρεοι Αποτελούσε ή Αποψινή βρσδυά στο «"Ιλντ Ρόκ», οπού έδίδετο μιά έπιθεώοησι γιά φιλάν θρωπικό σκΡπό. Στήν παρά στασι αυτή θά έπαιίρναν μέρος πολλά άστέρια τού μουσικού θεάτρου και τού κινηματογράφου. 'Κι’όταν ή έπιτροτπή παίρακάλεσε τήν Λύν τια Τόοεν νά τιμησηι μέ τήν έρ.Φάνισί της τήν φιλανθρωπι κή αυτή γιορτή, ό Τζόε Ντίκ δέν έφεοε κσμμιά Αντίρρηση — Έν τάδειι, Αύντια, της είπε. Νά πας. *Ηταν μιά φλογερή Αγάπη πού κένωνε τούς δυο νέ ους καί που σέ λίγο:, δπως λογάριαζαν., θά κατέληγε σ’ έναν Αομιονικό γάμο. Αυτός ό γάαος όμως όλοένα έπαιρ νε ίκίαι καινούργιες άναβολές. Κι* αυτό γιατί κάθε τόσο ό Τζόε Ντίκ έμπαινε σε^ ψασα ρίες μιέ τους κακοποιούς πού κυνηγούσε ικισϊ δεν τού πε ρίσσευε καιρός νά παντοευ τή. "Αν ήθελε βέβαια ό Τζόε Ντίκ, [μπορούσε, Αφήνοντας κατά 1 μέοας τή δίωδι τού έγ^Το κορίτσι του Τζόε Ντίκ... κληυιατος, να ήσυχάση. νά φτιάΕουν μαζί μέ τή Λύντια Ο «ΙΛΙΝΤ ΡΟΚ» ήταν μιά ύπέοοχη οικογένεια. 9 Α γεμάτο Από έκλεκτο κό ριστοκράτης, μέ μεγάληι πε σμο έκεΐνο τό βράδυ. ριουσία Από τον ποπίέρα του, Ή έμφάνισι της Λύντια Τόρεν
Τ
ΤΩΝ ΓΚΑΝΓΚΣΤΒΡ
5
ό Τζόε Ντίκ ήταν σε, Θέσι να του, που εΐχε πιυρποληθή ά εξασφάλιση ίμια πλούσια και πό τά φλογοβόλα τής άστυ άνετη ζωή κα)ί για τούς δυο νομίας κατά την διάρκεια τους. "Ομως μέσα ατό καλό μιας άγριας ιμάχης που εί φτιαγμένο αυτό κορμί μέ χε δσθή μεταξύ των άνθρώτους ευγενικούς και λεπτούς πων τού ιΝόμου καί τών κα τρόπους κρυβόταν ίμια γεν κούργων τού Συνδικάτου τού ναίσ ικοί άτρόμ'η<τη1 καρδιά. Εγκλήματος. "Ομως έκείνΙη Ό Τζόε ιΝτίκ δεν μπορούσε ή φωνή ήταν ^ τού Μπρούκς να ζήσηι χωρίς κΐίινδυνο. Θά καί ό Τζόε Ντίκ δέν εΐχε τώ τπόθαινε άπό ττλήξι &ν κάθε ρα καμμιά άμφιβολίά πώς ό τόσο δον έπαιζε ιμέ τό πιστό κακούργος ζουσε κΓ ήταν λι ατό χέΐρι κορώνα γράμμα πάλι έλεύθερος, έτοιμος να τα τή ζωή του στις άγριες ξαναρχίση την έγκληματική συγκρούσεις που είχε με του όράσι. τους εχθρούς τής κοινωνίας . Τό απρόοπτο αυτό τηλεφώ Έκεΐνο τό ιβράδυ), λοιπόν, νήμα χάλασε τό κέφι τού ντε πριν ξεκινήση, απτό τό σπίτι τεικτιβ. 5Αλλά ^ μονάχα για του για τό «’Ίιλιντ Ρόκ», τον μερικές στιγμές. Ό Τζόε είχε πάρει στο τηλέφωνο ό Ντίκ ξαναιήρήκε ύστερα άπό Μτηρούκς καί τον είδοττοιου· λίγο την εύθυμη^ διάθεσι που σε καγχάζοντας πώς είχε τον διεκρινε καί στις πιο κρί· ξεψυγει άττό την παγίδα ττου σιμες άκόμα στιγμές της του είχαν στήσει αυτός και ζωής του καί δεν αλλαξε τό ο. άστυνομικοί. (*) πρόγραμμα τής βραδυας του. —- Φϋλάξομ, μεγάλε ντεΒγήκε άπό^ τό σπίΤι δπως τεκτίιβ!^ του είπε σαρκαστή πάντα κομψά ντυμένος μέ κά. ΕΙμΡοι πάλι ζωντανός καί μια φρεσκοκομμένη γαρδένια θά πάρω σύντομα έκδικησι στό πέτο τού σακκακιού του γι' αυτό πού μου σκάρωσες. καί όδηγώντας την ανοιχτό Αυτή τή φορά όμως να τό ξεχρωμη μερσεντές πέρασε^ άπό ριης. Αέν πρόκειται να ξεφύγης τή Λύντια πού τον περίμενε άπό τα χέρια μου. καί κατειυθύνηκαν μαζί στό ’Άνδέν άναγνώριζε τή ρω «'Ίλντ Ρόκ». νή του αί μοβόρου άρχιγκοονΜια σατανική παγίδα... γκστερ, θά έβαζε στοίΐχημα ενα έκατρμμύριο δολλάρια ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ τήςφι πώς έπράκειτο για φάρσα. λανθρωπ ικής παράστά Τόίσο ήταν βέβαιος πώς ό σεως πίλησίίαζε στό τέρ "Αλλον Μπρούκς είχε ψηθή μα του όταν ό Τζόε Ντίκ σκέ στο γκαράζ τής αρμμαρίας φτηκίε πώς δεν έπρεπε να άναβάλη για άλλη, μέρα ένοο (,*) Διάβασίε τό προηγούμΕνον τηλεφώνημα που σχέδιαζε νά τεύχος του Τζόε Ντίκ πού Εχει κάνη στόν Αέμυ Τόρενσαν. τίτλο: «Τό Συνδικάτο τοΟ '&γ"Αφησε τό τραπεζάκι του κοίί «λ&κχτος*. .
Η βΚΑΙΚΗΚΣ πέρασε στο φουαγιέ του θε τάξε. Στα χείλη του διέκριάηραα ^ Πήρε τον Τφενσον νε ένα κοροϊδευτικό χαμόγε στο τηλέφωνο καί του μίλησε λο. Τώρα δεν τού έμενε καμγια τον Μπρούκς. * Εκείνος μιά άμφιβολίά. "(Εκανε ένα δεν τον πίστεψε. Ό Τζόε βήμα πίσω κι3 έφερε τό χέρι Ντίκ ξανσγύρισε στην οοΐθου στη θήκη τής ιμασχάλης νά σα. Παράγγειλε ενα πέμπτο πιάστη τό όπλο του. Κατάλα ποτήρι -μττιράιντυ καΐϊ άρχισε 6ε την παγίδας, μά ήταν άρνα τό άδειάζη σιγά—σιγά. γά. ιΚάποιος είχε γλυστρήΤότε ένώ ή αυλαία όνοισει πίΐσω του κι’ ένα βαρύ γόκλεινε κιάί ό κόσ]μος όρ αντικείμενο βρόντησε με δύθιος χειροκροτούσε γεμάτος ναμι στο κεφάλι του. Ό ντεένθομσιασμό την Αύντια Το τεκτιβ^ έβγαλε μιά πνιχτή ρεν πού είχε τελειώσει τό κραυγή πόνου·. Ή φωνή όμως νομμερό της ένα φρακοφορε πνίγηκε άττο τά ζωηρά χειμένο γκαρσόνι πλησίασε τό ροκροιηματτα που έφταναν τρσπέΑ του Τζόε Ντ'ίΙκ. άττο τό μέρος τής μεγάλης — Σάς ζητούν στο τηλέ αίθουσας. "Ενοιωσε όλα τά φωνο, (κύριε Τζόε, του είττε τηράγματα νά παίρνουν μιαν κάνοντας μια έλαφρά υπόκλι απίθανη βόλτα γύρω του και σι. Κάποιος θέλει νά σάς μι δοκίμασε νά πιαστή άπτό λήση. τόν τοίχο. Ένα δεύτερο χτυ Ό ντέτεκτιό χαμογέλασε. πημα όμως πιο δυνατό από —· θά εΐναι σίίγαυιρα ό Τό τό πρώτο τόν έκανε νά γόνα ρενσσν!, μουρμούρισε. ^ Κα τίίση^ Χέρια τόν άρπαξαν καί τάλαβε ττώζ δέν άστειεύσιααι τόν έσυραν πιρός τά έξω. "Α καί τώρα θέλει νά ιμάθη, (νέα. κούσε πολλούς άνθιρώπους "Ερρτξε ιμιά τελετυταία μα που ^ μ ιλοϋσαν χαμηλόφωνα τιά στη σκηνή., ότου ή Λυνκι5 ύστερα έχασε τίίς αισθή τια υποκλινόταν συγκινημένη σεις του κΓ έπαψε νά ένδκα όοπό τις θερμές έκδηλωσει^ Φέρεται για δ,τι γινόταν γύ των θεατών, της έστειλε άττο ρω- του. μακρυά ένα φιλί, του χαμο Στα χέρια γέλασε ικι-' αυτή καί ώκολού τών γκάνγκστερ θησε τό γκαρσόνι. Καθώς μπήκαν όμως στον διάδρομο ΛΥΝΤIΑ Τάρον έρρ»ξε πού έφερνε πρρς τό φουαγιέ, αιά^ τελευταία ματιά ό ^ ντέτεκτιιβ κονταστάθηκε. στον καθρέφτη. "Ελα Κάτι πέρασε ξαφνικά άτηό μπε^ από άμορφιά. Έρριξε τό μυαλό του και κύτταξε τό στους ώμους της τό άσπρο γκαρσόνι. Στό «’Ίλιντ Ρόκ» μανττώ της καί βγήΐκε στον σύχναζε πέντε χρόνια ό Τζόε δρόμο Λάτό την έξοδο τών κα Ντικ και αυτό το μούτρο για μαρινιών πού βρίσκονταν στό τρωτή φορά τό εβλεπτε> Τό πί)σω ιμέρος τού θεάτρου. Εί γκαρσόνι γύρισε καί τόν κύτ δε τήν άνοιχτόχρωμη μερσεν
Η
ΤΑΝ ΓΚλΝΓΚΪΤΕΡ
τές τού Τζόε να ττρ/ περιμένη στη γωνιά ικι’ ετρεξε ευ τυχισμένη προς τά εκεΐ. Ή πόρτα στη θεσι τοΰ σωφέρ άνοιξε και ή Λύντια πήδησε μ όσα. ^ — 'Αλιλό Τζόε!, είπε. Δεν /με φιλάς λοιπόν για τήν έπι τυχία (μου; Ή πόρτα έκλεισε απότο μα, τό αμάξι ξεκίίνηΐσε κι5 ό άνθρωπος που καθόταν στο βολάν γέλασε. Ή Αύντία έ βγαλε ιμιά τρομαγμένη κραυ γη. Εκείνος, που φορούσε τή ρεποόμπλικα του Τζόε ■κι* έκ'ρυβε τόισην ώρα τό προ σωίττό του κυττάζαντας προς τά έξω, δεν όταν ό άρραβω
ινίιαστικός της. Ήταν ένας ά γνωστος ασκημομούρης μέ μορφή γορίλλα. — Βοήθεια!, φώναξε ή κσπέλλα. Κάποιος πού καθόταν οπό πίστα ίμερος του άμαξιου έ σκυψε κι5 ή παλάμη του τής έκλεισε τό στόμια. Ταυτόχιρο να ή παγωμένη ικάννη. ένός πιστολιού καρφώθηκε* στη βά σι τού κρανίου της. — Σέ συμβουλεύω νά τό βουλώσης, κούκλα μου!, εί πε εκείνος πού κιρατούσε τό πιστόλι·. ’Άν είσαι φρόνιμη, δεν έχεις νά πάθης τί<ποτα. "Αν όμως ιάρχίσης νά παραοταίνης τή ζόίριικη;, στήν άνα ψα!
Ό Τζόε Τίτίκ τινάχτηκε σάν ελατήριο και μέ μια κίνησι άπίστευτα γρήγορη τσάκισε τά κρανία των δύο συμμοριτών που φρουρούσαν τό σπίτι του Μυστηρίου.
ώ;
Τά ιμάτια τής «απέλλας γέμισαν απελπισία. Τό συτακιίΐνητηο άφη,σε τούς (μεγά λους δρόμους καί άρχισε να διασχίζη μέ ίλιγγιώδη ταχύ τητα βρώμικα καί έρημα στε νοσάκακα. — Μά, θεέ μου! Τί ζητά τε ^ ιάτηο μένα; ιρώτησε μέ ττνι χτή φωνή προσπαθώντας νά έλειθερώση τδ στάμα της άπό τήν παλάμηι τού άνθρώπου ττου βρισκόταν πίσω της. Για ποιο λόγο (μου φέρνεστε έτσι; — Έρείς δεν ζητάμε τί: ποτά!, είπε γελώντας ό συμ μορίτης. Τ’ άφεντικό ιμας ό μως γιά νά ιμάς στείλη, νά σέ παραλάβουμε κάτι θά σε θέλει σίγουρα. Μπορεί νά θε λη νά σου μιλήση γιά Τό α γόρι σου. —^ Που είναι ό Τζόε;^ έκα νε ιμέ άπόγνωσι ή Δόντια. "Αχ, άφήστε ιμε νά φύγω. —· Μην πορσκαυνιέσαι! , διέταξε άγρια εκείνος που ώδηγουσε τό αυτοκίνητο καί φορούσε τή ρεπούμπλικα του ντέτεκτιβ. "Αν έξακολουθήση,ς έτσι» ιμπορεί νά σέ δρουν μέ ιμιά σφαίρα στον σβέρκο αύριο τό πρωΐ. Έκτος άν σ’ άρέοπη νά γράψουν έναν ώ ραΐο έπιικηδειο γιά σένα οΐ έφηιμερίδες. Ή «οπτελλα έπαψε νά ,μιλάημ Κιατάλαβε πώς κιαθε προσπάθεια νά ξεφυγη ήταν ιμάταιος κόπος. Ή καρδιά της χτυπούσε βιαστικά καί ή ψυχή της ήταν γεμάτη ά γων ίά. Που (βρισκόταν ό Τζόε Ντίκ; Πώς τό αυτοκίνητό του
βρέθηκε ^ στα χέρια αυτών των άγνωστων γκήνγκστερ; Πώς βρέθηκε ή ρεπούμπλικα ^ού ντέτεκτιβ στο κεφάλι έκείΐνου^ πού καθόταν στη θέσι τού σωφέρ; Τά αγωνιώδη αυτά ερωτήματα τήν §τνι * γαν. "Ενα πλήθος από άνατρκχιαστικές σκέψεις τήν βα σάνιζαν. — "Αν^ ρωτάς καί γιά τήν Ιύγείίος τού αρραβωνιαστικού σου, τής είπε καί τής έρρι ξέ ιμιά λοξή ιματιιά ό σωφερ, είναι ικαλά καί σέ χαιρετά. Σέ λίτγο θά τον δής καί θά τον συχαθής. Τά ποδιά τού κάνανε σάν^ ιμιπαγίιάτικο μπι φτέκι τά μούτρα από τίς γρο θιές. Ή Λύντια δαγκώθηκε. Έ να δάκρυ κύλη|σε άπό τά μά τια της. χ— Μά γιατίί όλα αυτά; ρώτηρε. Γιά ποιό λόγο; Εκείνος που καθόταν πίσω γέλασε δυνατά. — Δεν τό κατάλαβες; '— "Όχι!/ αναστέναξε ,ή Λύντια. λ— Έ, λοιπόν!, θά στο πω γιά νά τό ξέρης. Ή πα ρέα σου είναι, σπιούνος τής άστυνομίίας, καί έβαλε μια τρικλοποδιά πρίίν άπο μέρες στ’ αφεντικό μας. Τ άφεντι» κό όμως είναι άτσίδα καί δέν ^πιάνεται. Καί τώρα ήρ θε ή ώρα νά ξοφλήση τό λο γαρ ιάσιμο του. — -Ποιος είναι τό άφεντι κό σας; ιρώτησε ή Λύντια. -— Ό Μπρούκς!, είπε κο φτά σύμιμορίτης. Ό "Αλαν Μπρούκς!.
ΤΟΝ ΓΚΑΝΓΚΣΤ6Ρ Ή Αύντια ένοιωσε την Α ναπνοή της νά κόβεται. Τα μάτια της τρεμόπσιξαν κάΐ τό βλέμμα της γεμ ισε Απελ^ τι-σίίσ κάϊ τανικό. Είχε άκου σει τον Τζόε νά μιλάη γι* αυτόν τον αίμαβόοο έγκλημα τίοο. Δεν τής έμενε λοιπόν κορμιά Αμφιβολία ττώς οι ώ ρες της κι* ο! ώρες του ΤΓόε Ντίιικ: ήσαν μετρημένες. Ό *Άλαν Μτοαοκς δεν θά τους λυπόταν. Θά τους βασάνιζε καί θά τους σκότωνε καί τους δυό Αφού ήταν αίχμάλω τοι ατά χέρια του. -— Σέ λίγο Φτάνουμε, εί τε ό σωφέο. Κυτταξε νά σταθης φρόνιμα καί νά Αταντήσης με σεβαίσυό σ* ςούτά τού θά σε σωτήση τό Αφεντικό. Διαφορετικά νά δέ οης τώς θά ττεράσης άσκη μα. Είχαν ιμττΓ σ* δνα Αδιέξο δο σκοτεινό δρομάκο. Ή Λύν πα Ιοίοιξε ένα βλέμμα έξω Ατό τό ταοάθυρο του σύτοκ ινήσου. Ψυχή δεν υπήρχε σ' αύτό τό δρόμο. Τό μι-κοό ήλεκτρικό λαμΦπόνι του βίοι σκόταν στην Απέναντι νωνίσ έριοιχνε ένα πολύ Ασθενικό φώο Ρ* άλα τά γύρω·. Τό αΰτοκίνητο σταμάτησε έξω άτό ένα ταλιό σττΡτι. *Ένα παρά Βυοο αυτού του στιτιου μι· σανοί ξε και μερικός Ακτίνες Φωτός έσκισαν τό σκοτάδι. Στο μισάνοιχτο παράθυρο φάνηκε τό πρόσωπο μι Ας Φτιασιδωμένης γριάς. Φορού σε χαλκάδες στ2 αυτιά. -— Άνοιξέ μας., μαμά!, φώναξε ό αωφέρ. Φέρνουμε
κάτοια κούκλα. Τό παράθυρο ξανάκλεισε κ ι * έκεΐνος τού καθόταν τί'σω Ατό την Δόντια τήν έ σπρωξε -με τό τιατόλι του, — "Αντε κατέβαινε!., δ ιέ τάξε. Ο.οωτος κστέβηίκε ό σωφέρ. * Υστερα κατέβηκε χλωμή μέ δαικρυσμΐένα μάτια η κοτιέλλσ, Τελευταίος -κ.ατέβηκε έκετνας τού κρατούσε τό πι στόλι ατό χέρι. Προχώρησαν κι’ ο ι το εις τπρός τήν τάρ τα του σαράβίαλιααιμένου σπιτιού... 0!λ κομττρέσσες τεΟ Ρούντυ Ο ΚΡΕΜΑΝΤΑΛΑΣ βαπ θός του Τζόε Ντίικ. ό ξυλοπόδαρος Ρ ο 6ν τυ ΜτΑΘ, κύτταξε τό ρολόι του. * Ηταν νωοπς. Ε?χε καιρό νά βάλη Ακόμα δυό—-τιρεΐς κο φτές κομτιρέασες στο ιυάτι του. Τό δεξιό του μάτι ήταν πρησμένο πάλι καί έλαφρώς ιμελιτζανί άτό μερικές γρο θιές τού άρπαξε τήν προ τγούμενη σ5 ένα καυγά τού έκανε κυνηγώντας νά τιάση σ’ένα λεωΦορεξο κάποια/ τορ ^οΦολά. Ό -κλέφτης ·εΤχε Αρ πάξει Από την τσάντα κά ποιας κυρίας ένα μάτσο ·5ολ λάοια. Ό Ρουντυ τόν είδε και δόμησε νά τόν τιάση·. Καθώς σάλταρε όμως* τπρός τό μέρος του του πέσανε τά χοντρά μυωπικά γυαλιά του τού φορούσε και έταψε νά βλέπη. "Αλλά δέν ότισθοχώ ρήσε. "Ωομησε έναντίον του κλέφτη ﮧρκωσ« κ«τά
Η ΕΚΑΙΚΗΣΙΙ
10
λάθος έναν... μιττοξέο ττου τα ξόδευε ιμέσα στο Υδιο λεωφο ,ρεΐο. — Δώσε τα λεφτά, λωπο δύτη, στην κυιρία!, κοσόγασε. Ό άνθρωπος τάχσοε κι’ έγινε γλωιμός. — Ποια λεφτά: ρώτησε. — "Ελα σταμάτα νά ττα οσστάίνης τον ψόφιο κοριό! Σέ είδα ίμέ τά Τδια υου τά μάτια νά γώνης το χέοπ σου στην τσάντα και νά παίρνης τά χρήματα. Κατέβαινε λοιττον πριν σου κατεβάσω κα)μ μια γροθιά καί σου χαλάσω την τποάσαψι. Ό ιμτηοβέο, που ήταν ττρα γιμίατικιά άθώος, γιατ'ι ό ποια γμοοτικόο κλέίΦτης είχε τπτιδήσει κι* άλας έξο.) άτπο το λεω φοοεΐο, προσπάθησε νά το ο ίδη στο άστεΤο. 9Αλλά ό Ροόντυ Μίτίάθ δέν σήκωνε ά” στεΐα. "Οταν μάλιστα η γυ ναίκα κατάλαβε πώς την εΤγαν κλέψει κοό άρχισε νά βχάζη υστερικές κιοσυνέρ, ό Ρ ούντυ τ όσο ένθοι/σ ι άστπκ ε ττου κατέβασε μιά γροθιά στο σοτ^όνι του μποβέο άτοο ειδοποόητα. *Γ) μπόξερ τότε αγρίεψε καί έδωσε ώε άπάντησι 'μιεο'Ίκίές άπανωτές στον κρεμανταλά βοηθό του Τζόε Ντίικ. Ευτυχώς ττου μερικοί Ψύχραιμοι έππβάτεο πέσανε στη μέθη και άοπάξανε άττό τά 'γέοια του έξοχο ιωμένου τηυγμάγαυ τον Ροόντυ. "Έτσι, δέν ττήνε μέν στο νεκροτο μείο. γόοι σε δυ,ως σττίτι στά κακά του χάλια. 01 κορπιρέσσες ττου ίβαζε
του έκαναν καλό. Τό ττρήξι ΐμο αυως καίΐ τό μελάνιασμα του δεξιού ματιού δεν έφευ γε. 5 Απ’ αυτό έβγαλε τό συμπέοασμα ό Ροόντυ σάν καλός ντέτεκτιβ, δτι ή γρο9 ιά που εΦχιε δεχτή στο ση μεΐο αυτό του άλσγίσιου μοό τοου του ήτάν είκοσι Φορές ισχυρότερη; άττό τις άλλες. Έτπρεττε δμως νά κάνη τά α δύνατα δυνατά νά έπαναφέρη σέ κάττοια τπό υπαφβοτη κατάστασι τό ιμάτι του. ΚΓ αυτό γιατί θά πέθαινε άττό καημό άν δεν πήγαινε στο «* 1 λ ιντ Ρακ» νά γειοσκιοστήση τη Δόντια. ’Έβσζε λοιπόν την μιά ικομπρέάσα απάνω στην άλλη/ καί σιγά—σιγά κάτι κατάφεΡε. Πήγε καί κά θησε μπροστά στόν καθρέ φτη. — Έν τάξει, εΐττε. Τώρα εΐιμαι έμφσνίσιμος. Αίνο άκό μα κάι ιθά είμαι< έντελώς έντάξει. 01 υποψίες ένός κρεμανταλά...
· Ν ΤΑΞΕ! ήταν στις δω ι δεικα σαοά τέταρτο ό - Ροόντυ. Στίς δώδεκα Α κριβώς θά τελείωνε ή ττοοάστασι στο «Ηλιντ Ρσκ». Ντό θηικε -βιαστικά. "Ίσα—ϊσα που τπρόφταινε τό- τελευταία νούμερο. ΊΒγήκε στο δρόμο σταμάτησε ένα ταξί και έδω σε τη διεόθυνσι του θεάτρου, *Οταν έφτασε όμως έκεΐ εί δε τά μπουλούκια των θεα των ττου έβγαιναν άττό τό θέατρο κάι κατάλαβε ιτώς ή
Ε
1!
ΤαΝ ΓΚΑΝΓΚΧΤΒΡ π-αράιστασι είχε πάρει τέ λος. — Δεν πειράζει, σκάφτηκε. Θα πάω τουλάχιστον να προ φτάσω τη Λύντια πριν ψύγη να τη συγχαρώ. «Πήγε στουπώσω ίμερος του θεάτρου, έκεΐ που (βρισκόταν ή είσοδος των καμαρινιών των ηθοποιών. Καί ξαφνικά στάθηκε κα)ί γούρλωσε τά μά τια. Είδε τή Λύντια νά τρέ χη καί να μπαίνη ο’ ένα αυ= τοκτνητο. Στο αυτοκίνητο είχε πρόσεξε ι από πριν πως βρί σκονταν δύο άγνωστοι ^ όχι ικιοοί τόσο συμπαθηιτ ιικοέ "Τό άμά'ξι ήταν μερσεντές, όπως καί τό άμάξι του Τζόε Ντίκ. 'Αλλά (μονάχα ,μιά με,ρσεντές ύπήρχε στη Νέα Ύόρκη; Χιλιάδες όμοια αυτοκίνητα κυ κλοφαρούσαν στους δρόμους. — 'Ά! Την άτιμη!, μούγ γρισε ό Ραύντο. Άπατάει τον ρρχηγό μου! Ένας Θεός .μονάχα ξέρει που πάει τώρα νά γλεντήση μιοοζίί. τους% Κι’ έκεΐνος ό φουκαράς ό Τζόε έ χει την ιδέα πώς τον λα τρεύει !. Είναι φοβερό. Πρέ πει -να του άνο-ί'ξω τά μάτια νά μάθη τί είδους σαρανταπαδαρουσα είναι αυτή που έ χει άρραβωνιαστή. Ό κρεμανταλάς έξυσε τη μύτη του... νά κατεβάση ιδέ ες. Αυτή ή υπερτροφική μύ τη πού στόλιζε τό άλογισιο μούτρο του ήταν ένα εί δος...ραντάρ για τό άστυνομικό του δαιμόνιο. Τον προ ειδοποιούσε σε πολλές περι πτώσεις για κάποιον κίνδυ νο πού διέτρεχε καί άλλοτε
πάλι τον... κοίθωδηγουσε στις ντετεκτ ιβικές του ένέργειες. — Θά τούς παρακολουθή σω !, είπε. Σχεδόν αμέσως τό άμάξι ξεκίνησε. Ό Ρούντυ έφυγε από τή σκιά που ήταν κρυμ μένος καί μέ δυο πηδήματα τινάζοντας τά μακρυά κανιά του τό έφτασε καί σκαρφά λωσε στο πίάω του μέρος. —Τώρα σ' έχω στο χέρι σι γανοπαπαδιά!, γρύλλισε. Αύ ριο θά δώσω αναφορά στον Τζόε κάί θά τού 'πώ τά κα θέκαστα. Δεν έχω κορμιά άμφιβολία πώς θά σοΰ δώση άπολυτήριο. -Γ ιατπί ό αρχηγός δεν είναι από εκείνα τά παι διά που μπορούν νά άνεχτούν τέτο ι α τηράγμ ατ α... Ή ψυχή τού Ρούντυ Μπάιθ σπάραζε απτό θλΐψι κάί πό νο. — 'Ά, την πρόΐστυΐχη !ν, μούγ γρισε. Είναι μπίτ για μπίτ ξετσίπωτη! Καί νά πρόκειται τουλάχιστον για κανέναν τής προκοπής; Άπ' τά στενοσόκακα πού περνά με καταλαβαίνω σέ τί εί δους τρώγληι θά πάη νά διασκεδάση απόψε... Μεσσαλί να! Έτσι μούρχεται νά τήν στραγγαλίσω! «Ο Ρούντυ δρά κεραυνοβόλα...
Τ Ο ΑΥΤΟ'Κ 1ΝΗΤΟ τα ξίδευε περισσότερο άπό ένα τέταρτο τής ώ ρας καί μια άκατανίκητη πε ριέργεια βασάνιζε τον Ραυν τυ Μπάθ. "Ηθελε νά δή μέ τά ΐδια του τά μάτια τά όσα
12
έβλεπε με τή φαντασία του. Δεν θσταν άσκημα νά 6ε6αι ωνόταιν. Μ ισοσηκώθηκε καί πλησίασε το ττ,ιίσω παράθυιρο του αυτοκινήτου. Τον έ πιασε λοςυγικας καί λίγο έλειψε να χάση την ισορροπία του καί να πέσηι φαρδύς πλα τύς ανάσκελα στη μέση του δρόμου. Τα μάτια του γαυρ λιώσανε καί το άλαυ ίσιο μου τρο του έγινε κίτρινο σαν θειάφι άπό φάβο καί τύψεις. Πόσο άδικος στάθηκε! Είδε την Λύντια. 5Αλλα είδε επί σης κάί κάποιον πού είχε στη .ρίξει την ικάννη τού πιστολιού του στο σβέρκο τιης. Αέν χοει αζόταν να είναι κανείς καί πολύ έξυπνος για νιά καταλά 6η δτι ή καπέλλα δεν πήγαι νε σε Ερωτικό ραντεβού% Α πό τις απελπισμένες κινήσεις που έκανε κΤ απ' τήν απειλή, τική στάσί' Εκείνου πού κιρα τουσε τό πιστόλι φαινόταν κα θαρά δτι ή Λύντια βρισκόταν σε κίνδυνο. -— Έδώ κάτι άλλο συμ βαίνει!, μουρμούρισε. Πρέπει να διαλύσω τό μυστήριο, θα διαλύσω τό μυστήριο καί θά Ελευθερώσω τό κορίτσι. Ευχαριστημένος τώρα γιά την νέα άνακάλυψι πού έκα νε έσκυψε -πάλι καΓι συνέτισε τό ταξίδι του κρεμασμένος στο πίσω μέρος του αύτσκι νήτου, ενώ τό μυαλό του κατάστρωνε ένα σχέδιο. "Ενα άττό τά π ιό ^ τολμηρά σχέδια. Τό αυτοκίνητο σταμάτησε. Ό Ρούντυ πήδησε καί γλυστρησε στο σκοτάδι. Κρύ φτηκε πίΐσω άττό ένα δοχείο
Η ΕΚΑΙΚΗΣΙΣ σκουπιδιών καί περϋμενε. Εί δε τό παράθυρο του σαρα βαλιασμένου σπιτιού ν άνοί γη κΓ ύστερα είδε τούς δυο συμμορίτες (μαζί μέ τήν Λύν τ ι α νά βγαίνουν άττό τό αυ τοκίνητο. θά τούς άφηνε νά μπουν στο σπιίτι κι" όταν έ μπαιναν θάβαζε σ’ Εφαρμο γή τό τολμηρό σχέδιό του. θά έμπαινε στ* αυτοκίνητο, θά ταβαζε (μπροστά καί τρε χοντας μέ ίλιγγιώδη ταχύτη τα ιθά έσπευδε νά ειδοποίη ση ταν^Τζόε. Ό Τζόε θά τη λεφωνοΰσε στον Λέμυ Τάρενσον καί ύστερα άπό ^λίίγο τό σπίτι θά μπλοκαριζόταν α πό τήν αστυνομία. — 5Αμ5 δεν θά μου ξεφύγουν έμενα!, σκέφτηκε μέ υπερηφάνεια. Έγώ έχω ιδέ ες... Τό σπουδαίο όμως αυτό σχέδιο εντελώς άπρόοπτα χάλασε άπό ένα άσημαντο γεγονός. Ό Ρούντυ φτερνί στηκε. Προσπάθησε. νά πνίξη τό δεύτερο φτέρνισμα που τού ήρθε ύστερα απτό το πρώ το. 5Αλλά ξαναφτερνίστηκε πιο δυνατά καί αυτό ήταν ή καταστροφή. Οι δυο συμμο ρίτες σταμάτησαν ξαψνιασμέ νοι καί γύρισαν προς τόν τε νεκέ τών σκουπ ιδιών. Ό Ρούν τυ ένοιωσε ένα Εκατομμύριο μυρμήγκια να κάνουν περί πατο στη ιραχοκοκκαλιά του καί)... ξαναφτερνίστηκε. Εκείνος πού κρατούσε τό πιστόλι μέ δυο πηδήματα βρέθηκε κοντά του. Τόν είδε μέσα στο σκοτάδι καί τά μά τια του αστράψανε.
ΤΟΝ ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡ
— *Απάνω τα χέρια!, διε τάξε. Ό Ρούντυ όμως δεν υπά κουσε. Βλέποντας πώς έτσι κι5 άλλοιώς ήταν χαμένος τι νάχτηκε απότομα ορθός καί του ρίχτηκε. Σήκωσε μέ τα χύτητα άστραίπης τό ένα πό δι του καί τό χοντίρό παπού τσι του πέτυχε στό σαγόνι τονί συμμορίτη;. Ό συμμορί της βόγγηίσε κάί έκανε μερι κά βήματα πίσω. Ό Ρούντυ πήρε θάρρος. Μια δεύτερη κλωτσιά τον πέτυχε οπό στο μάχι καί ό συμμορίτης, πριν προφτάση νά πυροβόληση, πήίρε μιά θεαματική βουτιά κι* έπεσε μέ τά μούτρα στά σκουπΙΓδισ. — Πίσω γιατί θά φάμε τά μουστάκια ιμας!, ούρλιασε ό 'Ρούντυ τραβώντας τό πι στόλι του καί άπευθυυόμενος πρός τον σωφέρ που εΐχε άρπάξει τώρα καί κρατούσε άκίνητη τήν ΛύνΤια. Ψηλά τά χέρια γιατί δεν άστειεύομαι. — Ρούντυ!, φώναξε ή κο πέλλα καί προσπάθησε νά ξε φύγη νά τρέξη κοντά του. Ρούντυ, σώσε με! — Μή φοβάσαι, Αύντια!; Φώναξε ό Ρούντυ καΐί πυροβο λησε. Έγώ εΐμαι έδώ! Τρεΐς σφαΐιρες έφυγαν άπό τό πιστόλι τού κρεμανταλά καί πέρασαν σφυρίζοντας πάνω άπό τό κεφάλι τής Λύν τιας. — θά ιμιέ σκοτώσης, Ρούν τυί, κραύγασε γεμάτη άπέλ πισίία ή κοπέλλα. Μή νριάζη!/ άπρν-
13 τησε ό Ρούντυ. Αλλά δεν πρόφτασε, νά πή Φίπτοτα περ ισσότερα. 8Α πό τό σαράβαλιασμένο σπί τι τρεΐς άνθρωποι πεταχτήκαν καί ώρμησοον έναντίον του. Ό Ρούντυ ^σημάδεψε καί άδειασε τό πιστόλι του· άπά νω τους. Οί σφαίρες του έσπα σαν μερικά κεραμίδια. ΟΙ τρεις συμμορίτες ώρμησαν άπάνω του. Μιά δυνατή γρο θιά βρόντησε άγρια στό ά= λογίσιο μούτρο του. — *Ώχ τό μάτι μου!, βόγ γησε ό Ρούντυ. Παρ* δλα αυτά όμως πα λεύοντας άπεγνοχημένα κατά Φέρε ιμερικές κλωτσιές σέ κϋΐ νους που τόν είχαν κυκλώσει. * Ενας συμμορίτης Ιπέσε οπό χώμα ουρλιάζοντας άπό τόν πόνο.. *Ενας άλλος ϋπιοοσ* τό στομάχι του. Ό τρίτος πήγε .στον άπέναντι τοίχο νά γκίρεμίσηί ένα κομμάτι σοβά. Ό Ρούντυ ττήιοε μιά βαθειά άναπνοή κι* ένα χαμόγελο θοιάμΙβου φάνηκε στά χείλη του. 8 Αλλά τό χαμόγελο Iσβυσε άπτότομα. 5Από τήν άνοιχτή πόρτα του σαραβα λιασμένου σπιτιού ξεπετάχτη κσν άλλα πέντε άγριό μούτρα. Ό Ρούντυ ξεροκατάπιε. Χωόίς πιστόλι, έντελώς άοπλος, ήταν άδυνοπο νά τους Αντι μετώπιση. Ή καρδιά του χο ροπηδησε. Σκέφτηκε γιά μιά στιΐγμή νά τό βάλη στά 'πό δια. 8Αλλά ή Λύντια ήταν άκόμα έκεΐ καί δεν μπορούσε νά τήν άφήση. *Θ σωφέρ ά γριά τήν έσερνε πρός τήν πόρταν ένφ ή κοπέλλςχ στρίγ
14
γλιζε κα!ΐ αγωνιζόταν νά ξεφύγη. — ιΠίσω όλοι!, φώναξε προτείνοντσς τις γροθιές του ό Ρούντυ. Πίισω αγρίεψα!... Αλλά οι συμμορίτες δεν τον ακόυσαν. Ρίχτηκαν σά λυσσασμένα σκιυλιά άπάνω του. Ή κάννηι ένός πιστολιού προσγειώθηκε στό κεφάλι κι* ό ικιρεμανταλάς βοηθός του Τζόε Ντίικ άοχισε να βλέτπη γρωμιατ ιστό άστέο ι α. Γονάτ ι σε. Οι γροθιές έττεφταν βιρο Χή· — "Οχι όλοι ναζί! "Ενας —ένας. Μή βαράτε όλοι μα ζί !, εΐττε κλαψιάρικα. "Ώχ! " Ενας—ένας, κυρ ιο ι! Άλλα κανείς δεν του έκα νε τό χατηρι. Οί γροθιές συ νεχιζόταν και στ'ίς γροθιές ττροσετέθπίκαν και άγριες κλω τσιές. Σέ λίγο ό Ρούντυ Μττάθ όνειρευότανε πως ήταν μτπάλλα ποδοσφαίρου καί ττώς πέντε ζευγάρια· πόδια ποοσπαθούσαν να τον σου τάρουν; σ’ ένα άόρατο τέρμα.
Η ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ
σάνισε τό /μυαλό του νά @υ= μηθή που είχε ξαναδή^τόν έ ναν άπό αυτούς τούς δύο. Μια άκτΐνα φωτός τρύπωσε άνάιμεσα οπό θολό σύννεφο. Ό ένας άπό τούς δύο ήταν τό φοακοφοοεμενο γκαρσόνι του «Ηλιντ Ρόκ», πού τον είχε παρασύρει στό διάδρομο του Φουαγιέ. Απότομα όλα ξεκα βάσισαν ιστό νου του. Ή άκτΐινα έχυνε άπλετο φως καί τό θολό σύννεφο χάθηκε. Ό ένας άπό τούς δύο είχε ένα αυτόματο άκουαππσυένο στα γόνατά του. Τό βλέμμα του νπέτεκτιβ καοφώθηκε στό αυ^τόματο. Εκείνος πού Φοοσύ σε τό φράκο τού γκαρσόνι συ άναψε τσιγάρο. — Φαίνεται πώς ή καρπα ζιά πού τού έδωσες Ντσίηβ'ς. είπε στον άλλο, ήταν πολύ γερή. Τον πσοαζάλισε καί άκόμα νά ξυπνήση. — Δέν χαίρεσαι: έκανε γείλώλπας έκεΐνος. "Έτσι, ό ταν τόν στρι μώξουμε στό πλε ούμενο, δέν θά ,μάς κάνη, τόν ζόρικο. θά ξυπνήση όταν δή Ο Τζόε Ντίκ τα παίζει τό άφεντικό ιμίποΟστά του. δλα για όλα! "Υστερα θά τόν ξανακοιμή σουμ*ε κάί θά τόν Φουντάοου ΤΑΝ ό Τζόε Ντίκ ό^νοιξε τά μάτια του, έ με. Τότε δέν θά ξαναξυπνόνοιωθε ένα δυνατό τόνο ση. γιατί θά έχη, κοπαπιή ένον τόιννο θάλασσα. , στο κεφάλι. "Ενα θολό σύν — Τό άφεντικό θά μάς πε νεφο σκέπαζε τό νού του καί δεν /μπορούσε να θυμηθή. Ε ριιμΐένη. έκεΤ; κείνο πού καταλάβαινε μονά — *Έτσι φαίνεται. ιΠρίν χα ήταν ότι βρισκόταν σ’ένα "'όν στέίλιη, στόν πάτο τής αυτοκίνητο που ταξίδευε σ’ θάλασσας, θέλει νά τού κου έναν άνώμαλο δρόμο. "Άνοι βεντιιάση... Γ ι" αυτό έπιασε ξε κι* έκλεισε σχεδόν άμε κάί τό κοοίΤσι του. Τούτος σος τά -μάτια. -Καθόταν άνά ό χαφιές είναι πολύ τσιμπη μέσα σέ δυο άνθρώπους. Βα μένος ίμέ την τραγουδίστρια,
Ο
ΤΟΝ ΓΚΑΝΓΚΣΤΒΡ Ό Μπίρούκς έχεν μυαλό. Ξέ ρει τί κάνει. "Έχοντας στό χέρι την Τάρεν, θά υποχρεώση τον Τζόε Νττίικ νά ^άνόί ξη το στόμα του νά του πή ίέκεΤνσ πού χρειάζονται. Ό μεγάλος ντέτεκτιβ θά γίντ| αρνάκι. "Υστερα πού δέν θά τόν έχη ανάγκη, θά τάν στεί λη νά κάνη ένα ωραίο μπά νιο μέ μιά πέτρα στο λα.μό. Κατάλαβες; Ό Τζόε Ντίικ άναρρίγησε. "Ένα παγωμένο χέρι φούχτια σε την καρδιά του. *Από τά λίγα λόγια των συμμοριτών μάθαινε τώρα διυό φράγμα τα. Τό 6να τά εΐχε μαντέψει άΝό νωρίς. Ήταν δηλαίδή σχε δον βέβαιος δτι ή παγίδα στην άποία εΐχε πέσει ήταν του Μπρούκς, Ό Μτπρουκς είχε άπτοφασίΐσει νά έκδικηθη καί δέν άργησε καθόλου. Το άλλο όμως., τό δεύτερο, δτι δηλαδή ή Λυντια, ή κοττέλλα πού λάτρευε δσο τίποτε άλλο στον κόσμο, ήτοον αΙχμάλωτη τής (συμμορίας1 του αΐίμοβόρου άρχιγκάνγκστειρ. γιά πρώ τη φορά τό μάθαινε. Αύτό ή ταν κάτι πού δέν περίίμενε. Ό Μπρούκς λοιπόν είχε άρχβσει πάλι έναν λυσσαλέο πό λρμο έναντίον του. "Έπρεπε νά άντιδράση άμέσως. 01 συμμορίτες ήταν τρεις. * Ενας αυτός πού ώδηγούσε τό αυτοκίνητο καί 6υό έκεΐ νοι πού βρίσκονταν στό πί σω μέρος κάί τόν είχαν στη ,μέση. Ευτυχώς 6έν ήταν δε μένος. Τόν περνούσαν άκόμα γιά άνάίίσθητο καί δέν εΐχαν πάρ» ι κανένα προψυλακτικά
15 μέτρο . "Αλλωστε ήταν ήσυ χοι γιατί του εΐχαν πάρει καί τά δυο πιστόλια πού κροτούσε πάντα μαζί του. Τώρα ό Τζόε Ντίικ μέ κλει στά ιμάτιά. άλλα άγρυπνες δλες του: τις σίσθησειρ, περί μενε την κατάλληλη ευκαιρία νά δράση:. Φυσικά αυτό πού σχιεδίαζε δέν ήταν καθόλου εύκολο. Ήταν άοπλος άνά,μεσα σέ τρεις κακούργους ώπλισμένους ώς τά δόντια. "Έ πρεπε νά κινηθη κεραυνοβό λα„ ίττρίίν προφτάσουν έκεΐνοι νά άίμυνθούν. ΉξΡρε πώς ή δουλειά πού έκανε ήταν ένα καθημειοινό παιχνίδι μέ τό θά νατό. Τό παιχνίδι αυτό θά τδπαιζε κι* άπόψε.. Στήν ι δέα πώς ή Αύντια 51 έτρεχε κίνδυνο, ένοιωθε έτοιμος νά τά παίξίη δλα γιά δλα γιά νά τη σώση. έξακολουΤό αύτοκ'ίνητο θουσε πόντοτε νά ταξιδεύη σ’ έναν ανώμαλο δρόμο. Ό ντέτεκτιβ ήταν βέβαιος πώς είχαν άΦηισει πίσω τους τη Νέα Ύόρκη καΐί πώς διέσχι ζαν τούς σκοτεινούς δρόμους ενός άγροτικου προαίστίου. Τούτο τό προάστιο δμως έπρεπε νά βρίσκεται σίγουρα κοντά στή θάλασσα, άφου οί συμμορίτες εΐχαν μιλήσει γιά κάποιο «4 πλεούμενο» πού ιούς περΙίμονε. Μισάνοιξε τά μάτια. ΕΤδε σκιές δέντρων πού περνούσαν έξω άπό τό αύτοκίίνητο. Οί δυά συμμορί τες έξακολουθουσαν νά κου βεντιάζουν. Τό χέρι τού Τζόε
Ντίκ κινήθηκε
άνεπσίσθητα
16
τηρός τά δεξιά. ^Προς τά δεξιά καθόταν ιέκεΐνος πού εΐχε στα γόνατά ταυ άκουμπησμέ νο τό αυτόματο. Ή κίνηισι πού έκανε δεν έγινε άντιλη πτή. Αυτό του έδωσε περισ σότεοο κουράγιο. Τό χέρι του κινήθηκε πάλι άργά. Κι8 υ στέρα Απότομα ;μέ ,μιά κίνησι Απίστευτα γρήγοοη, άρπα ξε τό αυτόματο καί πυραβό λησε. Σάν βροντές άντήχησαν αί διό ΐπυοΟβολισμοί κΓ έκεΐνας πού καθόταν στά δε ξιά βέχτηκιε διό καιφτά μολύ βία ατό στομάχι κι* έπεσε μέ τά μσύτίαα ατά πόδια του. Τό Τδιο δευτερόλεπτο τό φρακοφορεμίένο γκαρσόνι δέ χτηκε Ινα δυνατό χτύπημα στο λαιμό μέ τήν κώχη τής παλάμης του άοιατεΐοοϋ χε ριού του ντέτεικτιβ. *Ηταν ένα μελετημένα χτύπημα ΖίΙου— Ζίτσου άπό έκεΤνα πού πολ λές φοοές είχαν γλυτώσει1 τόν Τζόε Ντίκ άπό βέβαιο θάνα το. Τό γκαρσόνι έβγαλε Ινα βραχνό ροχαλητό καί σωριά στηκε στη γωνιά του καθί σματος. Ό σωφέρ ξαφνιασμένος άπό τόν θόρυβο γύρισε και γούρλωσε τά μάτια καθώς είδε τήν κάννη, Του αυτομά του νά τόν σηιμσδεύη. — Μέ λένε Τζόε Ντίκ!, εΐττε ιμέ τραχειά φωνή ό ντέτεκτιβ. Αέν ιθά δυσκολευτώ μέ ,μιά ριπή νά σου κόψω στά δύο τό καύκαλο! Φρόνιμα λοιπόν καί σταμάτα τά φρέ να. Ό όδηγός έγινε χλωμός. ΑΑέσσ στό βλέμμα του δμως
Η ΕΕΚΔΙΚΗΣΙΣ ό Τζόε Ντίκ δίέκρινε μιά άσκηιμη λαμψι. . :— *Εν τάξει, Τζόε Ντίίκ!, είπε. Θά σταματήσω. Γύρισε τή ράχη· του άλλά τήν Τδια στιγμή ξαναγύρίσε καί πυροβόλησε. Ό ντέτεκτίβ εσκιυψε κι* οί σφαίρες πού έ φυγαν άπό τό πιστόλι του συμμορίτη τιρύπησαν τό κα πώ του αυτοκινήτου. Ή ά πάντρσι δόθηκε άμέσως. Τό αυτόματο ατά χέρια του Τζόε Ντίκ έβηξε ξιεοά τρεΐς φορές κα!ί ό σοφέρ άκούμπησε τό ιματωμένο κεφάλι του στό βο λάν. Τό αύτοκίίΐνηΓΓο παρέμεινε χιά μερικές στιγμές άχοβέο νητο. Ό ντιέτεικτιβ όμως κινη θηίκε γοργά. Μ* Ινα πήδημα πόασισε στη θέσι του σωφόο, πάτησε τό φαένο καί τό αύτοικίίνητο σταμάτησε γδέανον τας ιμέ τά λάστιχά του τό έ δαφος. Ριπέε άπ' το μέρος τής θάλασσας
Ο ΤΖΟΕ Ντίκ πήδησε έξω άπό ^ τό αυτοκίνη το. Ή νύχτα ήταν γε μάτη άστρα. Βρίσκονταν σ* έναν έξοχικό δρόμο μέ δέν δρα δεξιά κι* άριστερά. Πέ ρα μοοκρυά ξεχώρισε μέσα στό φως των άστρων τϊς στέ >ες μερικών χαμηλών σπι τιών. 'Πιό πέρα άπό τά σπί τια ήταν ή θάλίασσα. Μέ σβέλ τες κινήσεις ξαλάφιρωσε τό αμάξι άπό τους δύο νεκρούς. Τόν σωφέρ κο3ΐ τόν άλλον. Το Φρακοψορεμόνο γκαρσόνι είχε χάσει μονάχα τις αίσθήσεις
ΤΟΝ ΓΚΛΝΓΚΣΤΕΡ
του. Ό ένας ατό τους τρεις του χρειαζόταν ζωντανός. "Εδεσε χε ιιραπό δ οο ρ α το γκαρσόνι κάί τον άφησε^ στο πίσω ίμερος του αυτοκινήτου. Αυτός ιμπήκε στη θέσι του σωφέρ καί πάτησε το γκάζι. Τό αυτοκίνητο τώρα τής συμ μαρίας του ΜπιρΟοκς άρχισε νά ταξιδεύη μέ ίλιγγιώδη τα χυτητα προς τη θάλασσα μέ σβησμένα τά φώτα καί όδη>ό τον Τζόε Ντί'κ. "Ένα τέταρτο άργότερα βρισκόταν πολύ κοντά στην παραλία. "Ελάττωσε την τα; χυτητα καί τό βλέμμα του ντέτεκτιβ έρευνητικό ταξίδεψε σ" άλα τά γύρω. "Έτσι ^κά που προς τόν ιμικρό ιμώλο, εΐδε ένα φως νά άναβοσβύνη. "Αφησε τό αυτοκίνητο καί προχώρησε πεζός προς τά έκεΐ. Τό φώς χάθηκε για μερι κά λεπτά. "Υστερα πάλι ά ναψε κι" έσδυσε δυο φορές. ’ Αν αυτό τό φώς ήταν ένα σύνθημα άναγνωρ ίΐσεως, σά γουρα ό Μπρούκς έπρεπε νά βρίσκεται κοντά ιστό φώς. Τά μάτια του γέμισαν άστραπές.Τά βλέφαρά του έκαιγαν άπό συγκίίινησι. "Ολες οι Τνες τού γυμνασμένου κορμιού του τεντώθηκαν. "Εσφιξε γε ρά άνάμεσα στα δάχτυλά του τό αύτόιματο κάί πήρε ένα κατηφορικό μονοπάτι πού έ φερνε στην άμμουδιά. δΑπόψε θά Κρινόταν ή τύχη τής Αύν τια. "Άν ή τύχη ήταν μέ τό μέρος του, άλα θά πήγαιναν καλά. ’Άν όχι, δεν τόν ένδιέ φερε πια ή ζωή χωρίς αυ τήν.
17
Βαδίζοντας μέ προφυλάξεις γλύστρησε στην άμμουδιά καί κρύφτηκε πίσω άπό μερικές ψαρόβσρκες που είχαν τρα βηχτή στη στεριά γιά έπισκευή. Στάθηκε γιά μερικά λεπτά έκεΐ ικάί μέ άγρυπνο βλέμμα προσπάθησε νά ξεχω ρίίση τ,ί ήταν έκεΐνο πού έ στελνε τά φωτεινά σήματα άπό τόν ιμώλο. Δυέκρινε μια μεγάλη βενζινάκατο πού σκα μπανέβαζε έλαφρά. ^ Ήταν δεμένη δίπλα στο ιμώλο. Τό φώς άναψε κι1" έσβυσε πάλι δυο φορές. — Είναι ό "Αλαν Μπρού κς σίγουρα!, .μουρμούρισε. ν "Αφησε την κρυψώνα κάί σκυφτός μέ τό αυτόματο έ τοιιμο προχώρησε προς τή βενζινάκατο. "Απότομα βμως έμεινε ασάλευτος. Τό έκτυ φλωτ ικό φώς ένας προβολέως σάρωσε την άμμουδιά, δι έγραψε ένα μεγάλο τόξο κι" ήρθε καί στάθηκε στο σημείο ακριβώς πού βρισκόταν αυ τό ς. " Βκπυιρσοκροτήσ εις ό πλων άκολούθησαν καί οι σφαίρες άρχισα νά πέφτουν βροχή γύρω του. "Επεσε μπρούμυτα καΓι σύρθηκε πί σω άπό ένα μικρό βράχο. Πυ ροβολούσαν άπ" τή βενζινά κατο. Τόν μυρίστηικιαν και άρχισαν νά τού ρίχνουν. Ση μάδεψε τόν προβολέα καί άντι πυροβόλησε. "Ακούσε τό θόρυβο γυαλιών πού σπάνε κι" έγινε πάλι σκοτάδι. Μέ τό αυτόματο στο χέρι ώρμη σε προς τά έμπρός. "Αδιαψ© ρώντας γιά τις σφαίρες έφτα σε στό ιμώλο καί ταμπουρώ-
ιβηκκ τπίίσω άπό μια σιδερέ νια θέατρα·. Τώρα μέ τρία πηδήματα θά «μπαρόυσε νά τάση στην κουπαστή τής Φταχ θενζ ινάκστου. -αφνικά όμως πάγωσε. νΑκουσε τον θόρυβο^ μηχανής κάΐ είδε τή βενζινάκατο^ νά απομακρύνεται άπ το μώλο. Βλαστήμησε. Μια σαρκαστι κή φωνή άκούστηικε άπό τή βενζινάκατο. — θά ξανασυναντηθούμε, Τζόε ΝτίΙκ! Φεύγω τώρα για τί μπορεί νάχης μαζί σου κα νένα λόχο μέ^ άστυνομ ικούς. θά συναντηθούμε όμως πολύ σύντομα πάλι και τότε θά καθαρίσουμε μια και καλή τούς λογαριασμούς ιμας. Σ’ αυτό τό μεταξύ θά σου στελ νω ·νεα άπο τό κορίτσι σου. Γειά σου, Τζόε Ντίκ!. Μέ μ ιά ^ άγρια λύσσα πίεσε τή σκανδάληι τού όπλου του ό ντέτεκτιβ. ’ΑΙλλά ή βενζινά κοττος ήταν κι5 όλας πολύ μα κρυά και οί σφαίρες του δεν μπορούσοον νά τήν φτάσουν. "Εμεινε γιά λίίγο παρακολου 'θώντας την όσο πού ^χάθηκε. "Ύστερα ρέ άργό βήμα και βαρειιά καρδιά κατειύθύνθηκε προς τό αυτοκίνητο όπου. είχε άφησει χειροπόδαρα δεμέ<νο τό φρακοφορεμένο γκαρσό νι.
"Ένα έπειγον τηλεφώνημα ει δοποιούσε τους συμμορίτες οτι έπρεπε να μεταφέρουν τούς δύο αιχμαλώτους τουρ στον μικρό όρμο τού Κερντα κ ιερ όπου θά τους περιιίμενε ό Μπρούκς ιμέ τή βενζινάκατό του. Ό Ρούντυ έφτασε σε άξιο θρήνητη κατάστασι στη βεν ζινάκατο καί τό πρώτο πού ζήτησε ήταν ενοος γιατρός. — .Πρέπει νά βάλω κοιμπρέσσες ατά μάτια μου, εί πε. "Αρχίζω ν’ άλλοιθωρίζω άπ’ τις γροθιές πού μου δώ σατε.
Ο Ρούντυ ζητάει ...1ν<χ γιιατρο...
Ρ0ΥΝΤΥ Μττάθ καί ή Αύντια^Τόρεν είχαν με ταφερθή λίιγο^ νωρίτερα στη βενζινάκατο. Στό σαραβα λιασμένο σπίτι τής φτιασιδω ,μένης γριάς δεν έμειναν πε ρισσότερο άπό δέκα λεπτά.
Ο
'0 Ρούντυ... άποφάσισε να δράση και πυροβόλησε...
Πραγματικά κάί τά δυο μάτια τού άδοξου ντέτεκτιβ βοηθούς τού Τζόε Ντίκ, ήταν πρησμένα σαν γινόμενα τζάνερα. ΕΤχαν γίνει μπλε μαρέ ^ καί τά δυο άπό Ή ο γροθιές τών συμμοριτών. Ή μύτη του έξ άλλου εΐχε μεταβληΐθή σέ μια τροφαντή μέλι τζάνα. Οί συμμορίτες πού τόν συνώδευαν γέλασαν. — θέλω νά ιμέ παρουσιά σετε στο άφεντικό σας!, εί πε ό Ρούντυ. Είναι ανάγκη νά τού μιλήσω. λ—Νά τού πής τί; τόν ρω τοΰσαν έκεϊνοι κοροϊδευτικά. — Χρειάζουμαι ιατρική πε ρίθαλψι, κύριοι! Δεν μπορώ νά εμφανιστώ μ’ αύτά τά χά λια στη Νέα Ύόρκη. λ— Δεν πρόκειται νά ξανα βής, ξυλοπόδαρε, τή Νέα Ύ όρκη, ! Αυτό νά τό βγάλης άπό τό νού σου. Σέ λίγο τ' άφεντικό θά σέ στείλη στην κόλασι... Τά μάτια τού Ρούντυ τρε μόπαιξαν. — Δεν πιστεύω νά μιλάτε σοβαρά!, είπε. Ό Ρούντυ φλυαρούσε. Ή Λύντια άπεναντίας ήταν σκε φτική καί άμίλητημ Ήταν φο βέρά ταραγμένη^ Νόμιζε πώς ζούσε έναν άσκη,μο έφιάλτη. "Ολα είχαν γίνει τόσο κινη ματογραφικά ώστε δεν μπο ρούσε νά τά πιστέψη. Πριν λίγες ώρες άκάμα, ό κόσμος τήν χειροκροτούσε γιά τά ώιοαΐα τραγούδια της μέσα στην άπρραντη καί γειμάτη πολυτέλεια αίθουσα τού «’Ίλιντ Ράκ» καί τώρα βριοκό ταν φυλακισμένη, σέ μια στε νόχωρη καμπίνα βενζκνάκα-
20 _____
Η ΒΚΑ\ΚΗ1\1
__
του, ενώ ό Τζόε Ντίκ: θά την αναζητούσε και δον θά μττο ροΟσε νά τη βρή. Δεν ήξερε βέβαια ή Λύντια ούτε μπο,ρούσε^ νά ιξόρη δτι ό Τζόε περνούσε όπως κι·5 αυτή δύ σκολες στ ιγμές. Λίγο ύστερα άττό τή με ταφορά τους στη βενζινάκα το ακούστηκαν πυροβολισμοί κοΛ δέκα λεπτά άργότ ερα, ή Λύντια κατάλαβε δτι ή βενζινάκατος είχε άπαμιακρυν θη άπό την άκτή καί ταξίδευε στο πέλαγος. "Υστερα από δυο ώρες ταξίδι σί ιμηιχανές σταμάτησαν καί τρεις ώπλι σμένοι συμμορίτες έδεσαν τά μάτια της Λύντιας κάί του Ρουντυ. Τους έβγαλαν στην ξηρά "Οταν τούς έλυσαν τά μάτια, βρέθηκαν πάλι κλει σμένοι σ’ ένα δωμάτιο. Τό παράθυρο είχε μονάχα ένα φεγγίτη πολύ ψηλά. Ήταν μάταιος κόπος νά τον φθάσουν γιά νά δουν σέ ποιο μέρος ήταν αυτό το σπίτι· στο ό ποιο τούς είχαν μεταφέρει. — Μή χάνης τό θάρρος σου, Λύντια!, είπε στην κο πέλλα φουσκώνοντας σαν 3Ιν διάνος ό Ρούντυ. "Οσο εί μαι έγώ κοντά σου δεν έχεις νά φσβηθής τίποτα. Έγώ εί μαι έδώ έτοιμος νά σέ ύπερα ο πίσω μέχρι θανάτου. "Οσο λυπημένη κΓ άν ή ταν ή Λύντια δεν μπόρεσε νά μή χαμογελάση. — Σ3 ευχαριστώ, Ρούν τυ!, είπε κι3 άνοοστέναξε.
Το^ σΤΠΤΙ τοΰ μυστηρίου...
ΣΥΜΜΟΡΙΤΗΣ ,μέ τό φράκο πού παρίστα νε τό γκαρσόνι στο «" Ι-λιντ ΡόίΚ» λεγόταν Πήτερ Χόβαρτ. * Ηταν ένα μούτρο πρώτης γραμμής. Πείσματά ρης σά γαϊδούρι καί ζάρικος. Ό , Τζόε Ντίκ τον μετέφερε σππτ κι3^ δταν συνήλθε, άρχι σε νά τον άνακράνη. 3 Εκείνο τΓού τόν ένδιέφερε κυρίως ή ταν νά μάθη που είχε μετά φερθή υστέρα άπό την άπαγωγή ή Λύντια Τόρεν. — Στο Σπίτι τού Μύστη ριου σίγουρα!, άπάντηισε χα μογελώ ντοας ό συμμορίτης. 3|Εκεΐ συνήθως ψ ιΐλαξενεΐ ό Μπρούκς τους προσκαλεσμέ νους του. — Πού είναι αυτό τό σπί τι; ρώτησε ιμέ άγωνίία ό Τζόε Ντίκ. Ό Χάβαρτ άνασήκωσε τους ώμους. ^ — Αυτό μην περιμένης νά το μάθης άπό μένα! 3Από μένα δεν πρόκειται νά .μάθης τίποτα περισσότερα. 3Αταό εκείνη τή στιγμή τό Φρακοφορεμένο γκαρσόνι κρά τηισε πεισματάρικα κλειστό τό στόμα του. θρόμβοι Ιδρώ τα^ άνάβλυζαν στό μέτωπο τού Τζόε Ντίκ, καθώς του άπηύθυνε πότε μέ γλυκό πότε μέ άγριο τ,ρόπο τις έρωτή σεις. Ή αγωνία τόν επνιγε καί ό συμμορίτης ήταν σά νά γλεντούσε μέ τό μαρτύριό του. ;— Μην κοπιάζης άδικα, Τζόε Ντίκ!, τού είπε. Είμαι
Ο
ΤΟΝ ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡ ιμουγγός. "Οσο γιά το κορί τσι σου, βρίσκεται σέ καλά χίειρ ι<χ. 4 Ο "Αλαν Μπρουκς εΤναι πολύ περιποιητικός, ιδί ως όταν πρόκειται για κάτι σμορφες κούκλες σαν τη δι κή σου. "Ο τόνος τής φωνής του ή ταν ειρωνικός. Τό αΐμα φούν τωσε μέσα στις φλέβες του ντέτεκτιβ. 4Η άγανάκτησι τον έπνιγε. Σήκωσε τή γρο θιά του και 6 Πήτερ Χόβσορτ έφτυσε στό πάτωμα μερικά άπό τά δόντια του;. — Αυτό, φίδι, γιά νά μά θης να μήν παίζπς Ιμοΰζί μου!, γρύλλισε. Κι* δταν ψήνεσαι στήν ήλεκτρική καρέκλα, να θυμηθής αύτά τά λόγια πού μου είπες. Πήρε στο τηλέφωνο τον έπιθεωρητή Τόρενσον καί τού είπε ρέ συντομία τή1 νυχτέρι νή του περιπέτεια καί την άπαίγωγή τής Αύντια. — Μιλάς σοβαρά, Τζάε; Ό ιΜποουκς ξαναζωντάνεψε; — Σου τό είπα καί χτές, Αέμυ. Ό Μπρουκς δέν ήταν ποτέ νεκρός. :,Αλλά έσύ δέν μέ πίστεψες. Στείλε τώρα δυό άπό τά παιδιά σου νά παραλάβουν ιέναν άπό τους συμμορίτες πού βρίσκεται σπίτι μου·. Δέν μπόρεσα ^νά ίου πάρω κουβέντα. Στείλε νά τόν πάρης καί περιποιήσου τον όπως ξέρεις. "Ίσως σέ σένα λύση τή γλωσσά του. "Υστερα άπο λίγο δυό άστυφύλακες σταλμένοι άπό τόν ινσπέκτοοα Τόρενσον ττή ραν τον Χόβαρτ, Ό Τζόε
21 Ντίκ τότε άναζήτησε τόν 6ο ηΐθό του. Ό Ρούντυ ΜπαιΒ μως 6έν έδινε σηιμεΐα ζωής. — Κάποιοι θά τόν ταράξα νε πάλι στ^ίς γρόθιές, σκέφτη κε ό ντέτεκτιβ. Τόν δείρανε καί Τσως βρίσκεται σέ κά ποιο νοσοκομείο. "Εκανε Εβδομήντα τρία τη λεφωνήματσ σέ διάφορα νο σοκομεία. Κανείς δέν εΐιγε 5ή τόν Ρούντυ. Αυτό τόν έβαλε σέ καινούργιες σκοτούρες.Ό Τζόε Ντίκ άνηςτύχησε γιατί, δπως είναι γνωστό, ό συ?μ * παθητικός αυτός κρεμαντα λάς ήταν ή άδυναιμίίία του. — Ό διάλος νά μέ ττάρη άν καταλαβαίνω τί μου γί*νεται!, μούγγρισε. Ή Λύν τια στά χέρια τού Μπρούκς καί ό Ρούντυ άννοούμενος! Τά πράγματα πάνε άπτό τό κακό στό χειρότερο. Κοιμήθηκε, δυό ώρες. Ή ταν τσακισμένος άπό τήν κού ο-οκτι. "Οταν ξύπνησε, ένοιω θε τις δυνάμεις του κάί πάλι άκραΤες. Πήιρε τό ντούς του κάί έκανε τήν καθημερινή γυ μναστική του. Τό μυαλό του καθάρισε. Ντύθηκε καί βγή^νε στό δρόμο. Αγόρασε μια έψηιμερ’ίδα καί έρριζε ιμιά μα τιά στις -ειδήσεις. Καθώς διά βάζε όμως κάτι πέρασε άπό τό μυαλό του. ιΠέταξε τήν έφηρερίδσ σ’ ένα κάλαθο άχρή στων του δρόιιου καί σταμά τησε ένα ταξί. — Θά μέ πάο στό Κερντά κιερ. του εΤπε. "Εχεις αρκε τή βενζίνα; —Μάλιστα, κύοιε. Τό Κφντάκΐφ ήτρν τρ μι
Η ΕΚΛΙΚ-ΗΖΙΣ
22 κοό ψαράδικο λιμάνι όπου την περασμένη νύχτα ήταν αραγμένη ή βενζινάκατος τού Μπ,ρούκς. Εκεί κάπου προς την Ανατολική Ακτή, δυο ώ ρες και περισσότερο ίσως από ^τό λιμάνι, υπήρχε ένα παλιό σπίτι. Αυτό τό παλιό κτίριο εΐχε πάρει άλλοτε τό όνομα Σπίτι του Μυστηρίου κι* είχαν γράψει γι'* αυτό πολλά πράγματα στις έφημε ρίδες πριν Από δέκα χρόνια. Εΐχε διαδοθή ρότε πώς ^έκεΐ έκαναν ταχτικά την έμψσνισΐ τους φαντάσματα. Οί άπλοι κοί κάτοικοι του Κερντάκιερ εΐχο^ν πιστέψει αυτή την Ι στορία καί από τότε κανείς δεν τολμούσε να πλησιάση την περιοχή όπου βρισκόταν τό στοιχειωμενο αυτό σΐπίτυ Τό γυμνασμένο ιμυαλό του ντέτεκτιβ συνεδύασε τά λό για του Πήτερ Χόβαρτ για τό Σπίτι του Μυστηρίου, στο ό ποιο ό Αρχιγκάνγκστφ «φι λοξενούσε» τά θύματά του, μέ τήν χθεσινοβααδυνή έμφά νισι τής βενζινάκατου τού Μπρούκς στο λιροδάκι τού Κερντάκιερ. "Ίσως ό συμμο ρίτης εννοούσε αυτό τό στοι χειωμένο σπίτι τής Ανατολι κής Ακτής; ΚαΙί βέβαια ο Μπρούκς δεν θά μπορούσε νά βρη Ιδεωδέστερο καταφύγιο άπο αυτό τό έρημο κτίριο, στο όποΐο κανείς δεν τολ,υου σε νά πλησιάσηι. Αυτή ή Ιδέα πέρασε ξαφνικά σαν Αστρα πή άπό τό μυαλά τού Τζόε Ντίκ. Ό συμμορίτης. φυσικά δεν είχε καμμιά διάθεσι νά ττροδώση τό αφεντικό τρυ»
"Ανάφερε τό Σπίτι τού Μυ στηρίου γ ιατί ήξερε V πώς «σπίτια τού ιμυστηρίόυ» ήταν πολλά μέσα οπή Νέα Ύόρ κη καί 6έν φανταζόταν πώς ό νούς τού ντέτεκτιβ θά πήγαινε σ’ αυτό τού Κερντά κιερί. Είχε κάνει ιμιά κουτά μάρα χωρίς νά τό κσταλάβη Γιατί εΐχε βά,λ,ε^ι τόν ^Τζόε Ντίικ τώρα στά Τχνηι τού ^Α λαν Μπρούκς χωρίΐς νά θέλη.. "Οταν έφτασε στό 'Κερντά κιερ ό ντέτεκτιβ νσίίκισσε μιά βάρκα μέ μηχανή και ττερίμε νε^ νά πέση ό ήλιος. Δήλωσε πώς ήταν έρασιτέχνης ψαράς και πώς θά έβγαινε στά Α νοιχτά νιά ψάοεμα. Γιά νά δίωξη κάθε υπόνοια Αγόρασε καί μερικά σύνεργα ψαιρικής κι* όταν άρχισε νά σκστει νάζη, μπήκε στή βάρκα καί βγήκε Από τό λιμάνι. — Καί τώρα οί δυο ιμας, * Αλ αν Μπρούκς!, μοορμούρ ι σε. Επικίνδυνη
συνάντησες
ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ ήταν ο πλισμένος σαν Αστα κός. ίΓ ιατί, πρ(ιν ξεκι νήση εΐχε επισκεφθή έντελώς μυστικά τόν Αστυνόμο τού Κερντάκιερ κάί, χωρίς νά τού έξηγήση τούς λόγους, τού ζήτησε ένα αυτόματο, πολλές σφαίρες και (μερικές χειροβομβίδες. — Μπορεί νά μή μού χ,ρει ασθουν αυτά τά πράγματα πού σού ζητάω.. τού €ίΐπε. "Αλλά μπορεί καί νά παρουσιαστή εύκαιρΐρ νά τά χρη
ΤΩΝ ΓΚΑΝΓΚΧΤΕΡ
σιμοπαιήσω. Μονάχα πού κα νείς δέν πρέπει νά πληραφο ρηθη, ότι βρίσκομαι εδώ. Ό Αστυνόμος τον βοήιθησε πρόθυμα. Θαύμαζε τον διάση μο ντέτεκτιβ κιαίί τό· θεωρούσε μεγάλη τομή του νά τον βοηθήση. — Θά έχετε άπο ιμένα δ,τι χρειάζεστε, κύριε ΝΦίκ, τού είπε. Και τώοα. μέσα στη βάρ κα πού ταξίδευε ό Τζόε Ντίκ ύπήογαν όλα εκείνα πού τού χρειάζονταν. Ή ' βάρκα βγήκε έξω άπά τό λκμάνι άργά; "Ύ στερα δμως όταν βρέθηκε στ* άνοιχτά δ ντέτεκτιβ έστρίψε δεξιά καί ανέπτυξε ταχύτητα. "Υστερα άπο μια ώρα. μπόοεσε νά ξειχωρίση, καθσοά τον δγκο τού παλιού κτιρίου. Ή καρδιά του χτύ πησε βιαστικά ίκάί τά μάτια του λάμψσνε καθώς σκέφτηΐκε δτι μέσα σ’ αυτά το παλιά σπίτι μπορεί νά βρισκόταν αίν.μάλωτη. η Λύντια. Τά σκο τάδι εΐχε πέσει καί αυτά τον βοηθούσε πολύ. Θ’ άποβιβσ ζόταν στην άκτή χωοίς νά τον άντιληφθούν κΓ υστεοα θά πλησίαζε στο σπίτι. Θά εύοισκε κάποιον τοόπο νά εισχωσηση ιμέσα σ’ αυτό. Κατόπιν, άν σ’ αυτά τά κτί ριο βταν πραγματικά ή φωλιά ταυ Μποαύκσ, ό άσχιγκάνγκστερ δεν θά αισθανόταν καί τόσο ευχάριστα. * Ηταν τώρα σέ άπόστασι ένρς ιμιλίου πάνω κάτω άπά την άκτή. *Έσβυσε τη μήνα νη γιά νά μην άκούγεται θό ρυβος κι’ Ιπιρσε τά κουπιά.
23 νΑρχισε νά λάμνη αργά. Ξα Φνίικίά όμως άνασκίρτησε. Στ* αυτιά του έφτασε ό θόου βος ίμιας άλλης μηχανής. Εί δε ιμιά βενζινάκατο νά φεύγη άπο την άκτή κάί νά έρχεται προς τά ιμίέρος του. Ό Τζόε Ντίκ άφησε τά κουπιά καίί κατέβασε ώς τά φρύδια την τοαγιάσκα πού φορούσε γιά νά κούψη 5σο γίνεται* πιά πο λύ τά πρόσωπό του. "Υστερα άρπαξε τις πετονιές καί προσ ποιήθηκε πώς ψάρευε. Ή βενζινάκατος πλησίασε πε .ρισσότεοο κι’ άτά την πλώ ρη της Εεπετάχτηικε μια δέ σμη φωτός. *Ηταν ένας προ βολ'έας. —- *ΊΞ! ΈσίΜμέ^τή βάρ κα δ'ίνε του άπά δω!. άκου στηκε μια φωνή άπά τή βενζι νάκατο. Δεν ξέρεις πώς απα γορεύεται το Φάρεαα έδώ; Ό Τζόε Ντίκ άνσσήκωσε τό κεφάλι καί προσποιήθηκε τον ξαφνιασμένο. — ιΓ ι αΤίι, φΌλρ άπαγρρεύ εται;* ρώτησε άλλάζοντας τη Φωνή του. Ποώτπ φορά τά άχουω αυτό. Ή θάλασοο* δεν είναι ιδιοκτησία κοονενός. —(Κάνε αυτά πού σου λέω!, αγρίεψε εκείνος πού υ (λούσε άπο τή βενζινάκατο, άν δέν σου άοέσο τά ξύλο... -— Δέν φεύγω!, είπε κο φτά ό ντέτεκτιβ. 5Ακούστηκε μιά βλαστήμια κάί ή βενζινάκατος πού είχε σταθή γιά ιμερικές στιγμές κινήθηκε πάλι καί κατευβύνθηκε ποάς το μέρος του*. Ό Τζόε Ντίκ άφησε τά καλάμυ Τρ Αριστερό του χέρι φού
24 χτιασε ,μιά άπά τις χειρο βομβίδες που ιεΐ;χ<ε στήν τσέ πη. Τά δάχτυλα τού δεξιού χεριού του τυλίχτηκαν γύρω άπά τη λοΰδή τού πιστολιού του. "Ολα αυτά έγιναν μίε τέτοιο τρόπο ώστε κανείς ά τια έκε'Ονους που βρίσκονταν στήν βενζινάκατο δεν κατάλα βε τίποτα. ίΚι* όταν ή βενζι νάκατος δεν άηνείχε παρά ιμε ρικά ιμονάχα ιμέτιρα άπά τη βάρκα 6 Τζόε Ντίκ κινήθηκε γοργά. Τράβηξε <μέ τά δόντια τάν χαλκά τής χειροβομβί δας καί τίναξε τό άριστερό του χέρι. Ή χειροβομβίδα δι έγραψε ένα τόξο στον άέρα κι* έπεσε ;μέσα στη βενζινά κατο. Ό ντέτεκτι β έσκυψε. Τήν Ιδια στιγίμή ξεπετάχτηκιε κάτι σαν άστραττή κι* άκου στη,κε ,μιά δυνατή &φηξι.
Η ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ
κοντά στο σπίτι, δτοον στα ιμάτησε άπότομα. "Ακούσε κουβέντες ικαί βήματα. Κρύ φτηκε κάπου κάί περίμενε. τΗταν δυά άνδρες ώπλισ μό νοι που φρουρούσαν αυτή τήν πλευρά του σπιτιού καί κσυ βέντιαζον. — Φαίνεται δτι κάτι έγι νε ιμέ τή βενζινάκατοι, είπε ό ένας. Τά άφεντικά φοβάται πώς συνέβη κάποιο δυστυχή μα στά παιδιά που κάνανε περιπολία. "Ακόυσα νά γίνε ται κουβέντα γιά βενζίνες. Υ ποθέτουν πώς πήραν φωτιά τά δοχεία βενζίνης που εΐχε ρεζέρβα πάντα στήν βενζινά κατο καί πώζ ή βενζινάκατος τινάχτηκε στον άέρα. — Μπορεί νάναι αυτό!, συμφώνησε ό άλλος. Μακάρι νά είναι αυτά καί νά <μήν εΤναι τίποτα άλλο χειρότερο. Στη φωληά Νά 'μήν εΐναι δηλαδή στή «μέ του ΜΑλχχν Μπρουκς ση ή άστυναμίΐα. ^— "Όχι δέν είναι·!, είπε Ο ΜΙιΚΡΟ σκάφος τής συμμορίας του Μπρου μέ βεβαιότητα ό πρώτος. Κα κς καί τά πλήρωμά του νεϊς δεν έχει μυρισθή πώς τινάχτηκαν στον άέρα κι3ή θά Μπρουκς εχει το στρατηγείο λασσα γύρω άπά τή βάρκα του σ’ αυτά το στοίχειωμένο γρμισε συντρίμμια. Ό Τζόε σπίτι. Ντιικ περίμενε λίγο. "Υστερα "Εγινε κάποιος άνεπαίσθη δταν βεβαιώθηκε Ιττοχ; όλα τος θόρυβος. Ό ντέτεκτ ιβ είχαν γίνει έν τάξει άρχισε πέταξε ένα πετραδάκι πρός νά λάμνη άργά προς το μέ τά άρύστερά των δυο συμίμο ρος τής άκτής. "Υστερα άπά ριτών. "Ακόυσαν τον θόρυβο λί[γο άφήνοντας τή βαρκα πί καί ξαφνιάστηκαν. Σταμάτη^ σω άπά .μερικούς βράχους πή σαν νά ,μιλούν καί γύρισαν δησε στή στεριά. ΕΤχε άποβι προς τά ίμερος άπά τά όποιο βασθή πεντακόσια ιμέτρα δεήρθε ά θόρυβός. ιΕΤχαν γυρί ξιώτερα άπά τό παλιά κτίριο. σει κι* οί δυά τώρα τή ράχτ) Μέ τά αυτόματο στά χέρι γλύ τους στον Τζόε Ντίΐκ. Τά )μα στρησε σά φάντασμα στο τια τού ντέτεκτ ι β λάμψανε. σκοτάδι.. ΕΤχε φτάσ&ι πολύ Το γυμνασμένο κορμί του τι
Τ
Τ0Ν ΓΚΑΝΓΚΧΤΕΡ
νάιχτηκε σαν ελατήριο και .μ* ένα πήδημα ρίχτηκε απάνω τους. Χρησ ιμοπο ι ώντας το αυτόματο ώς ρόπαλο τους κα τάιψειρε σχεδόν ταυτόχρονα δυο άγρια χτυπήματα στό κιε ψάλι. 5Ακούστηκαν δυο πνι χτά βογγητά. Δοκίμασαν νά γυρίσουν. Μά τό αυτόματο καί (πάλι στα χέρια του Τζόε Ντϊκ .κινήθηκε γοργά. Δυο καινούργια χτυπήματα έρρι; ξαν τον ένα συμμορίτη* άπά νω στον άλλον κι5 ύστερα κΓ οι δυο μαζί σωριάστηκαν σαν άδειο σακκίί στο χώμα. Χωρίς νά χασομερήση^ ό ντέτεκτιό δρασκέλισε τούς δυο άναίσθητους συμμορίτες καί προχώρησε πρός^τό σπι τι. Τό παλιό κτίριο είχε τρίσ πατώματα. Ένα παράθυρο στό τρίτο πάτωμα ήταν ψωτι σ,μάνο. Ό Τζόε Ντίκ έκανε μια 'βόλτα μ'έ π,ροφυλάξεις γύρω από τό σπίτι προσπα θώντας νά 'βρή τον τρόπο πού θά του έξασφάλιζε μια σίγουρη είσοδο μέσα σ’, αυ τό. Γιά την ικεντρική πόρτα δεν .μπορούσε νά γίνη κουβέν τα. Είδε ιμερικές σκιές νά κι νούνται στό σκοτάδι καί κα τάλαβε πώς ό Μπρούκς είχε λάβει τά μέτρα του. -αναγυ ρισε στό .σημείο από όπου ξεκίνησε. Έπρεπε νά ψτάση σ5 ιένα οπτό τά παράθυρα αυ τής τής πλευράς. Τά παρά θυρσ όμως ήταν αρκετά ψηλά καί ώπ5 ο,τι μπόρεσε νά ξε χωρίση, άλα είχαν σιδερένια κάγκελα άπό έξω. “Όλα έκ το^, άπό τά παράθυρα τού τρίτου πατώματος. Εκεί λοι
15 παν ήταν ανάγκη νά ψτάση,. Κ,ρήμασε τό αυτόματο στον ώμο του. Είχε 6ρή κΓ δλας τον τρόπο που θά έφτανε στό τρίτο· πάτωμα. *Ένα πα λ ιό σιδερένιο λούκι τοποθετη, ιμένο για τά νερά τής βρο χής ξεκινούσε άπό^ την τα ράτσα κι’ έφτανε στό έδαφος. Σκαρφάλωσε στό λούκι, καί μέ κινήσεις αίλουρου άρχισε νά άνεβαίνη, Τό πράγμα 6έν ήταν καθόλου εύκολο. ιΚάθε στιγμή κινδύνευε νά τσακι στή. 5 Αλλά ή άδάμαστη θε λησί του, όπως τόσες άλλες ψαρές, υπερίσχυσε καί τώρα, θρόμβοι ίδρωτα άνάβλυζοον στό μέτωπό τομ, οτοον έφτα σε σέ κάποιο παράθυρο του τρίτου πατώματος. Τό παρά θυρο δέν είχε κάγκελα. Τά τζάμια ήτοον κλειστά. ΑΑέ τό διαμάντι του δαχτυλιό ιού του χάραξε τό τζάμι κι* ύστερα χτυπώντας το έλαφρά τό έκα νε να υποχωρήση. Πέρασε τό χέρι του μέσα άΗτό τό άνοι γμα καί γύρισε τό πόμολο. Τό παράθυρο άνοιξε. Ό Τζόε Ντίικ έμεινε άσάλευτος με στηλωμένο Τό αυτί λίιγες στι γμές καί πήδησε μέσα στό δωμάτιο. Τό δωμάτιο ήτουν σκοτεινό. Έξω άπό τό δωμά τιο όμως ακούσε βήμοτα. Ψη λαφητά μέσα στό σκοτάδι ψάχνοντας άνακάλυψε (μ ι ά πόρτα. Αυτή ή πόρτα ήταν που θά τόν έφερνε στήν κοορ διά τής φιδοφώλιάς του Μπρούκς. Περίμενε νά άπομακρυν θούν τά βήματα καί όταν 6· παψοον νά άκούγωνται φον
26
χτ.ασε αποφασιστικά τήν μπε τούγια ικαίϊ άνοιξε τήν πάρ τα. "Ενας ψωτισρένος -μακρύς διάδρομος ήταν μπροστά ταυ. ζεκρέμασε άπό τ6ν ώμο ταυ τό αυτόματο καίί με βήμα γά τας προχώρησε τπρό^ τό βά θος του διαδρόμου. Ολες οί αισθήσεις του -θρυλικοί) ντέτεκτ ιό .βρίσκονταν σε μ«ά διαρ κή ύίτερέντασι καί τό δάχτυ λό του ήταν άκαυιμτπσ,μένο στη σκανδάλη του απλού, δ^οι-μιο μέ μιαν άνεπαίσθητη κ? νησί να στείλη τό .θάνατο στόν "Αλοον Μπιοουκς καί τά ψίδια του.
Η ΕΚΔΙΚΗΣίΙ
θά έκανε τά αδύνατα δυνατά νά τή σώση. 5Αλλά πως ήταν δυνατό νά την άνακαλυψη σ’ αυτή τήν ερημιά όπου τήν^ εί χαν ,μεταψρρει; "Ενα κύμα άπελπισίας σκέπασε την καρ διά της. Ηταν πολύ δύσκο λο _νά τη βρή. -αφνικά άνασκίίρτησε κι* έπαψε νά σκέπτεται. Μια πόρ τα άνοιξε άπό τό 6άθος του δωματίου καί ένας άντρας ιμε σκληρά χαρακτηριστικά καί άσκημο -βλέμμα φάνηκε. Προχώρησε αμίλητος καί κά θησε .μπροστά σ’ ένα τραπέ ζι. Τά -μάτια του έμοιαζαν μέ ,μ άτια δηλητηριώδους έρΟ Τζόε Ντίκ πετου καθώς τήν κύτταζαν. συν^ληψΟη! Τον άναγνώρισε άμεσως κι* ένοιωσε ένα παγωμένο ρίγος ΛΥΝΤΙΑ Τάριεν έρρι.ξε νά διατρέχη τό κορμί της. ένα βλέμμα τρομαγμέ ^Ηταν ό "Αλαν Μπιρουκς καί νο γύρω της. Γην είχαν είχε δή πολλές φορές δημοοδηγήσει σ’ αυτό τό δωμάτιο σ ι ευμένες στ ίς εφημερίδες δυο συμμορίτες καί την αψη σαν. "Αλλά κανείς δεν υπήρ φωτογραφίες του. Ό άρχιγνά χε^ μέσα σ’ αυτό. Τής εΐχαν κάνγκστερ προσπάθησε πή πως την ζητούσε ό αρχη σχεδίαση ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. γός τους ν<ά τής μιλήση. — Κάθηισε έδώί, τήν 6ιέ — Δεσποινίς Τόρεν, είπε, τάξε ο ένας Οπτό τους δυό. πρέπει πρώτα — πρώτα νά Σέ λίγο θάρθή τό άψεντικό σάς (ζη,τή,οω συγγνώμη για νά -μιλήσετε. τον τρόπο μέ τον όποιο σάς "Οταν έφυγαν καί την άψη υποχρέωσα να ,μου κάνετε σαν μόνη,, : βυθίστηκε σέ πι αύτη την έπίισκεψι. Άλλα δέν κρές σκέψεις. Ό νους της γινόταν διαφορετικά. ’Ελπί ξαναπήγε στον άγαπηρένο ζω νά σάς φέρθηκαν ευγενικά της Τζόε. Που νά βρισκόταν οί άνθρωποί μου. τάχα ο Τ£ρε Ντίκ τώρα; * Η Ή κοπέλλα δέν μίλησε. Ε ταν κι5 αυτός στά χέρια των κείνος συνέχισε: κακούργων; "Αν όχι, ή Λύντια — Σάς έφερα εδώ λοιπόν δέν εΐχε καμμιά αμφιβολία γιατί ;μοί) χρειάζεται· ό Τζόε πως ό άνθρωπος, πού λάτρευε Ντίικ. Είχα στείλει .μερικούς καί που τήν άγοπτουσε κι* ανθρώπους μου νά τον προσ αυτός μέ μια φλογερή άγάπη, καλέσουν, γιατί ήθελα νά εΐ-
Η
ΤΟΝ ΓΚΑΝΓΚΙΤΕΡ
27ι
Ό ντέτεκτιβ κατάφερε ριά δυνατής γροθιά στδ πρόσωπο τοΟ κα κούργου μέ το φράκο...
χα μια οιυνάντιηΐσι βίαζί ταα. Αλλά έκεΐνος κατάφωρε νά ξεφύγη και ττοριφρόνησε την πρόσκλησή» μου, σκοτώνοντας μάλιστα τους δυο άνθρώπους μου. Αυτό φυσικά μέ δυσαρέστησε πολύ. Θά μπορούσα βέβαια νά διατάξω τον θάνατό του. "Αλλά ό Τζόε είναι καλό παιδί καί ίσως θά μπο Γρούσαμιε νά συνεννοηίθουμε μαζί1. — Τί θέλετε λοιπόν άπό μένα; ρώτησε ή Λύντια. — "Ενα πολύ απλό πρά γμα. θά του γράψετε ένα γράμμα καί θά τον π,ροσκαλέ σετε νάρθή νά σάς συναντή ση. Έκεΐνος δεν θά άρνηθη
γιατί σάς άγαπάει όπως τόν άγαπάτε καί σεΐς. Ή Λύντια τίναξε προς τά πίίσω τό κεφάλι· καί κύτταξε κατάματα τόν άνθρωπο που της μιλούσε. Στο βλέμμα της 6έν υπήρχε πια Ιχνος φό βου. — "Άλαν Μπρούκς!, είπε. Δεν θά^ γράψω αυτό τό γράυι μα. Δεν θά παρασύρω έγώ σε παγίδα τόν Τζόε Ντικ. ”Αν πιστέψατε πώς θά ίμέ χρηισιμ.οποιούσατε για δόλω^ μα, βγάλτε το άπό τό νοΟ σας. Τά μάτια του άρ)ζΐγκάν γκστερ λάμψανε έπικινδυνα. — ΒΤτε τό θέλεις «Ιίτε Β-
Η ΕΚΛΙΚΗΣΙΖ
28 χι, θά γράψη-ς την έπιστολή πού σου ζητάω, εΤπε βραχνά. Διαφορετικά θά δοκιμάσης Φριχτά βασανιστήρια πριν πε θάνης. — Θά προτιμήσω νά πεθά νω!, είπε κοφτά ή Λύντια. Ό Μπρουκς βλαστήμησε και χτύπησε τή γροθιά του άπάνω στο τραπέζι. Κάτι ε τοιμάστηκε νά πή, άλλα κά ■ποιο κουδούνι .χτύπησε καί τον διέκοψε. ιΜιά μικρή συ σκευή υπήρχε έπάνω στό γραφείο του. Πάτησε ένα κου μπϊ κάί άπο τη συσκευή άκούστηκε μιά φωνή. — ’Αναφορά Ρόλαντ προς άρχηγόν. — Λέγε, Ρόλαντ!, είπε ό Μπρουκς μιλώντας στή συ σκευή. Σέ άκούω! — Τζόε Ντ^ικ συνελήφθη εις τόν διάδρομον τού τρίτου όρόφου κατόπιν άγριας πά λης. Διατάξατε! Τό 'βλέμμα τού Μπρουκς γέμισε άστραπέΙς. — Μπράβο. Ρόλαντ! Φέρ τε τον έδώ! Περιμένω. "Ύστερα γύρισε προς τήν κοπελλα πού εΤχε γίνει χλωμή και γέλαίσε σαρκαστικά. — Λοιπόν δεν μου χρειάζε σοαι πιά, δεσποινίς Τόρεν! „ εΐπε. “Όπως άκουσες ό ψι λός ίσου ήοθε κι* έπεσε μόνος του στό δόκανο. Τώρα μπο ρείς νά εΤσαι ήσυχη/, θά σάς στέίλω καί τούς δυο παρέα στην κόλασι. Σκέφτηκε γιά μιά στιγμή και συνέχισε μισοκλείνοντας πονηρά τό μάτι. — "Η ,μάλλον δχι. Έσύ
μού άρέσεις καί μπορείς, δον είσαι τρυφερή μαζί μου, νά σου χαρίσω τή ζωή! — 'Κτήνος!, ξεψώνησε ή κοπελλα. Ό Μπρουκς έκανε σαν νά μην άκου.σε. Πάτησε ένα κουμπί άπο αυτά πού ύπήο χαν μπροστά του. Ή πόστα άνοιξε κοΛ μπήκε ένας άπό τούς συμμορίτες. — Πάοε την, Τίμ!, διέτα ξε. Θά τήν όδηνήσης στό άε■ροπλάνο μας. Σέ λίγο θά εΤμαι κι* έγώ έκεΤ. Λέω νά κά νω ένα ταξίδι άναψυχής μΟζί^ της ^ώς τό Λάς Βέγκοο^. Εϊδοποίίησε τόν Τσάρλς να είναι έτοιμος γιά άπογείωσι. "Υστερα άπό αυτό τό ταξί δι, θά γυρίΐσω καί πάλι έδώ ν’ άοχίσουμιε τή δουλειά μας, Ό συμμορίτης χαμογέλα σε. — ΕΤναι άληθινή κούκλα, ^ά περάστκ καλά μαζί τηίς, άφεντπκσ, εΐπε. Τό μυαλό του Ρούντυ άρχίζει νά λειτουργή...
ΡΟΥΝΤΥ άρχισε νά μουδιάζη ξαπλωμένος στό πάτωμα τού και* νούργιου κελλιού πού τόν εί χαν μεταφέρει. ΈΤχαν πάρει ποίν άπό κάμποση ώοα τήν Λύντια καί ήταν πολύ άνήσυ χος. Γιατί άσνούσε τάχα νά νυρίση; Ό Ρούντυ κόλλησε τό μούτσο του στό μικρό καγκελόφοαχτο παοάθυρο τής πόοτας προσπαθώντας νά δη στό δάθος του διαδρόμου. Αλλά ή Λύντια δεν φαινόταν. "Ενας συμμορίτης που έκανε
Ο
ΤΟΝ ΓΚΑΝΤΚ2ΤΒΡ χρέη θεσμοφύλακα πέρασε έκείνη τη στιγμή έξω άπό τό κελλί του. Ό Ρούντυ του ψώ νιαίξε. "Εκείνος πλησίασε. — "Αν είναι ^νά μου ζτντήσης πάλι κανένα γιατρό κα)ί κορπρέσσες για τα :μχ5οτια σομ, του είπε ό συμίμορί της, χάνεις άδικα τά λόγια σομ, φίλε! — "Οχι! "Οχι!, τον έκο ψε ό Ρουντυ. Γ ια την κοπέλλα θέλω να σε (ρωτήσω. — Ή καπέλλα δέν πρό κειται να ξανογυρίση κοντά σου ξυλιοατόδαρε. Τ’ άψεντικό τή γουστάρει και θά την ττά ρη μαζί του. "Εδωσε κι5 ό λος διαταγή νά την πάνε στο αεροπλάνο του. Ό κρεμανταλάς γούρλωσε τά μάτια του% — "Εχει και Αεροπλάνο τό άψεντικό; — Και βέβαια έχει. "Αν ήσουνα λίγο π ιό άνοιχτομάτης, θά έβλεπες δταν σέ φέρ ναμε έδω πώς ττίσω άπό τό κτίριο υπάρχει ένα (μικρό άε ροοράμιο φτιαγμένο ειδικά γά τό άεροπλάνο του άψεντικού. — "Ω! μΩ!#λ έκανε ό Ρούν τυ. Δεν .μπορεΐ νά ττάρη τή Δόντια μαζί του τό Αφεντικό. Ό Αρραβωνιαστικός της ό Τζόε Ντΐκ είναι πολύ ζόρικος κγ δον τό ,μάθη... Ό συμμορίτης γέλασε. — Ό Τζόε Ντΐκ ^εΐναι κι" αυτός στα χέρια του Αφεντι κού. ιΠιρϊν ρισή ώρα τόν πιά σανέ τά παιδιά. Εΐχε τροπώ σει κρυφά στό σπίτι Αλλά την έπαθε, Τώρα ό Μπρουκς
θά τόν περιποιηθη μιά χαρά Αρριο θά είναι μακαρίτης. Ό κρεμανταλάς υποψήφιος ντέτεκτιβ ξεροκατάπιε. Αυτά που ;μάθαινε τόν άναστάτωσαν. Τό αίμα Ανέβηκε στό κεφάλι του κι" ήταν έτοιμος νά λιποθυμήση. "Αλλα πιά στηκε άπό τήν πόρτα και κρατήθηκε.^ ,Και τότε τό μυσ λο του Ρούντυ άρχισε νά δου λεύη εντατικά! γΚαί χωρίς νά τό πολυσκεφτή άρχισε τη δ,ράσι του. Πέρασε τις χε ρούκλες του γοργά έξω από τά κάγκελα και τά μακρυά δάχτυλά του, τυλίχτηκαν σάν πλοκάμια χταποδιού γύρω άπό τό λαιμό του συιμμορίτη. — Τσ ιμουδ ιά!, γρύλλισε^ ’ Αν κάνης πώς ^φωναζης σου στρίιβω τό λαρύγγι σαν κο τόπουλο. Ή έπίθεσι ήταν έντελώς Απρόοπτη. Ό φύλακας δοκί μασε νά άντισταθή Αλλά, ό ταν ένοιωσε νά κόβεται ή Α ναπνοή του καθώς ^ έσφιγγε δλοένα και πιό πολύ τό λαι μό του ό Ρούντυ, κατάλαβε πώς αυτός ό κρεμανταλάς δεν άστε ιευότανε. —■ Θά κάνης δ,τι σού λέω!, διέταξε ό Ρούντυ. Πρώ τα—πρώτα πέταξε τό όπλο που κρατάς. ^Υστερα άνοι ξε μέ τά κλειδιά πού έχεις τούτη την πόρτα. ^— Καλά.Λ "Εν^τάξει ! Στα μάτα νά μου σφίγγης τό λαι μό γιατί θά μέ πνίιξης!, εί πε πνιχτά ό φύλακας. θά κάνω ό,,τι ιμου λες. ^Ύστερα άπό δυδ λεπτά 6
30
ώ.
Η βΚΑΙΚΗΙΙΣ
— Ανέκαθεν μ’ άρεσαν οι σκληροί άνόρες!, είπε ει ρωνικά ό κακούργος. 5 Αλλά τώρα είσαι καλά ανάμεσα στους τρεΐς λεβέντες που σέ κρατάνε κα/ί δεν πρέπει νά κάνης τό ζόρικο. 3Αναστέναξε καί συνέχισε: — Ημείς οι ,όυό Τζόε θα μπορούσαμε νά γίνουμε δυό καλοί φίλοι. Γι’ αυτό άλλω στε έδωσα εντολή νά μη σέ σκοτώσουν άμέσως. "Ήθελα νά μιλήσω πριν μαζί σου. Ο θάνατος "Ακούσε λοιπόν τούς όρους φτερουγίζει... μοα Δεν είναι πολλοί. "Ενας μονάχα. Θέλω νά πάψης νά 1 ΤΡΕΙΣ συμμορίτες μπερδεύεσαι στά πόδια μου. έσπρωξαν βάναίυσα τον Τζόε Ντ’ίκ μέσα Νά πάψης νά ένδιαφέρεσαι γιά μένα κάί νά σταματήσης ατό γραφείο του Μπρούκς. νά φέρνης ήμπόδια στη δου Ό κακούργος χαμογέλασε ενώ τό βλέμμα του αστράψτε λειά μου. Κατάλαβες; Κι5 έγώ ώς άντάλλαγμα θά σου από λύσσα. — ιΚαλώς ώρισες στο χαρίσω τή ζωή, — Ωραία δουλειά κάνεις, φτωχικό μας, Τζόε!, είπε κοροϊδευτικά. Είδες πώς κρά "Αλαν Μπρούκς!, γρυλλισε τησα τό λόγο μου. Δεν μπο ό ντέτεκτκβ. Ληστείες τραπε ζών καί φόνους. "Όχι δεν θά ρεΐς νά ξεφύγης. σ’ άφήσωί "Αδικα χάνεις τά — Τί τήν έκανες τη Λύν λόγια σου. τ»α; ρώτησε άγρια ό ντέτεΤό 'βλέμμα τού Μπρούκς κτιο. σκοτείνιασε άπότομα. "Εθα — Δεν υπάρχει λόγος ν’ λε τό χέρι στη μασχάλη νά άγριεύης!, είπε ^ ήσυχα ? ό βγάλη τό πιστόλι του. Μπρούκς. Θά μαλήσσυμε ^ αρ — Αυτά είναι τά τελευ γότερα γι’ αυτήν. Σου υπό σχομαι, πριν πεθάνης νά ταία λόγια τής ζωής σου, Τζόε Ντίικ!, σφύριξε σά φί σου έπιτρέψω νά τη φιλησης. — Τί «κάνες τήν κοπελ δι. Φέρτε τον κοντά μου. θέ ιά; ξαναρώτησε με μάτια λω ό ίδιος νά τού καρφώσω μερικά καφτά μολύβια στο που εΧχαν πάρει τό χρώμα τού άτσαλιοΰ ό Τζόε.^ ’Άν έ- κεφάλι. 01 τρείς συμμορίτες έ χης πειράξει καί μιά τρίχα του κεφαλιού της, θά τό πλη, σπρωξαν τον (ντέτ-εκτι β προς ρωσης άσκημ α, "Αλαν τό μέρος τού Μπρούκς.^ Τό βλέμμα τού άστυναμικού δια Μπρούκς.
Ρούντυ Μπάθ ήταν έξω από τό κιείλλί του. (Καθώς βγήκε σήκωσε τή μια άπό τις δυο ποδάρες του καί ό συμμορί της δέχτηκε ένα τόσο δυνα τά λάκτ ίαμα ατά στομάχι που έπεσε μονοκόμματος κοιμήθηκε μονομιάς. Ό Ροών τυ τον έσυρε μέσα στο κελ-, λ ή τον έκλεισε, πήρε τό αυ τόματό του καί άρχισε νά θα δίΐζη ιμέ προφυλάξεις προς τό 566ος του διαδρόμου...
0
ΤΟΝ ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡ σταυρωθη|κε μέ τό βλέμμα του κακούργου· πού κρατούσε κι3 άλας το ητιστόλι στο χέ ρι του. *Ηταν σάν δυο πυρω ιμάνες λεπίδες σπαθιών. Ό ' Αλαν Μπρουκς σήκωσε τό πιστόλι. Ό Τζόε Ντίκ ένοιω σε πολύ κοντά του να φτερού νίζη ό θάνατος. Μισόκλεισε τα μάτια, *Ηταν αδύνατο να
31
ΐμορΐτες θανάσιμα πληγωμέ νος άπό τις σφαίρες του Ρουντυ έπεσε δίπλα στόν Τζόε. Ό Τζόε Ντίκ άρπαξε τό όπλο του κάί άνωρθώθηικε. Μέσα στους καπνούς καί το χαλάζι^ τών σφαιρών εΐδε τον Μπρουκς νά τρέχη προς τό παράθυρο. Σήκωσε τό δπλ(ο ικαιί πυροβόλησε. *Από τό πιστόλι του ντέτεκτιβ ξε κινηθώ πήδησαν φλόγες. Τρεΐς σφαί ψηλά τα χέρια ρες τσάκισαν τή ραχοκακκακυρίάς και κύριοι I λιά του κακούργου. Διπλώθη κε στα δύο κι" έπεσε σφαδά ΟΥΤΗ τή στιγμή ακρι βώς βρόντησε ή πόρτα ζοντας. — Μ3 έφαγες, Τζόε!, και άνοιξε μέ πάταγο. μούγγιρισε. 3Αλλά κι3 σύ "Ενας κρεμανταλάς φάνηκε στό κατώφλι μέ ένα αύτόμα δεν πρόκειται νά ζήσης. Ό ντέτεκτιβ είδε την κάν το στό χέρι. — Ψηλά τά χέρια, κυρίες νη του πιστολιού του Μπρούκαϋ κύριοι, παρακαλώ!, διέ κς νά^ τον σημαδεύη. Έσκυ ψε ικαίί δυο σφαίρες πέρασαν ταξε. Η καρδιά του Τζόε χορο πάνω άπό τό κεφάλι τοα Μ' ένα πήδημα βρέθηκε πάνω ά πήδησε. Εΐχε άναγνωρίσει πό τό κεφάλι του. "Αδειασε τη φωνή του Ρ ουντο. Ό καί τις υπόλοιπες σφαίρες Μπρουκς κι* οι συμμορίτες του πιστολιού του? στό κε ξαφνιασμένοι γύρισαν προς τό μέρος τής φωνής. Αυτό φάλι του άρχιγκάνγκστερ. Ό "Αλαν Μπρουκς σταμάτη δεν κράτησε περισσότερο ά σε νά σφαδάζη καί έτταψε πό ένα δευτερόλεπτο. Αυτό τό δευτερόλεπτο όμως ήταν ινά ένδιαφέρεται πιά γιά τά άρκετό γιά τον θρυλικό ντέτε άνθρώπινα. *Ηταν νεκρός. κτιιβ. Μέ μιαν άπότομη κίνη, — "Εδώ, Τζόε!, φώναξε ό σι, ρίχνοντας όλο τό βάρος Ρουντυ. ΓΙρέπει νά προλά του κορμιού του προς τά έμβουμε τη Αύντια. "Ελα μαζί πρός, ξέφυγε άπό τά χέρια μου. των συμμοριτών πού τον κρα 3Ανοίγοντας δρόμο μέ τά πι τουσαν και κύλησε στό πά στόλια τους ανάμεσα στούς τωμα. τρομοκρατημένους^ συΐμμορΐ — Στό ψαχνό, Ρουντυ!, τες πού είχαν μάθει τον θά φώναξε. νατό του Μπρουκς κι* εΐχε "Ακούστηκαν βλαστήμιες σπάσει τό ήθικό τους, βγή και έκπυρσοκροτήσεις όπλων. καν τιρέχοντας άτττο τό κτί "Ενας άπό τους τρεις συ,μ* ριο. Το άιεροθράμιο ήταν στό
Τ
η
.
Η 1ΚΑ1ΚΗΪ1Σ
πίσω ιμώρος. *—Δόντια!, φώναβε ό Τζόε καθώς εΤιδε την Αρραβωνια στικιά του· να την παίρνουν πρός τό Αεροπλάνο. Λυντια, φτάσαμε!
— Τζόε! Βοήθεια ί Ή μάχη δεν κράτησε πο λύ. ίΓ ιατι πέντε λεπτά αργό τέρα ό τόπος γέμισε Ατό Αστυναμ ικους με στολή. 5Επι κεφοίλής ήταν ό ίνσπέκτορ Τόρενσον. — 9 Ηρθες στο τέλος του γλεντιου, Λέμυ!, τον πείραξε ό ντέτεκτ ιβ καθώς κρατούσε στην Αγκαλιά τη Λυντια. Ή φασαρία τελείωσε. — Μέ παίδεψε πολύ δσο να λύση τη γλώσσα του έκεΐνος με τό <ρράκο πού μου έ στειλες. ^ Αλλά^στό τέλο^ άρχισε νά κελαϊδάη καί! μ* έ στειλε έδω.
Γύρισε στού ς άστονομ ι κούς πού Αφόπλιζαν καί περ νουσαν ^ χειροπέδες σ' όσους συμμορίτες είχαν Απρμεινει ζωντανοί καί πρόσθεσε: — Δεν πιστεύω νάχης πσ ράπονο, Τζάε! ;— Όκέϋ, Λέμυ! Τά παι διά σου κάνανε παστρική δουλειά, θά γεμίσουν τίς φυ λαϊκές με προσωπιικότητεα Λυπάμαι μονάχα πολύ πού α νάμεσα τους δέν είναι ό Μπιρούκς. —Τί/ τόστριψε; — "Όχι. Αυτή τή φορά είναι πραγματικά πεθαμέ νο^!., απάντησε γελώντας ό ντετεκτ ιβ. Δέν πρόκειται πια νά άπασχολήση, τήν Αστυνομίΐα. Προς τό παρόν του χρει άζεται ένας έργολάβος κη,δειών.
ΤΕΑΟ I
Συγγραψεύς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Άπαγ0ρεύ®τοϊ ή άναδ^μοσίευσις
Εΐνσι καταπληκτικό.. είναι υπέροχο τό τρίτο τεύχος του
ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ που κυκλοφορεί τό έρχόμενο Σάββοττο μέ τον τίτλο:
ΤΟ Α I Ν I ΓΜΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ Σάς βεβαιώνουμε ύπευθυνως πώς θά μείνετε ένθουσιασμένοι διαβάζοντας το. Τό ζωντανό του γράψιμο και ή άριστουργηματική του πλοκή κρατούν αέ άγωνία τον Α ναγνώστη άπό την άρχή ώς τό τέλος! Στο τεΰχος αυτό ό θρυλικός ντέτεκτιβ ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ πρωταγωνιστεί σέ μια μυστηριώδη υπόθεσι Αντιμετωπί ζοντας σέ κάθε στιγμή τό θάνατο. *Η τόλμη του δμως οι γροθιές του, τό πιστόλι του και ή βοήθεια τ@Θ ...Ασσου βοηθού του, του κωμικού ΡΟΥΝΤΥ ΜΠΑΘ, τον βγάζουν ποολληκάρι. Θά μετανοιώσετε &ν Αφήσετε νά σάς ξεψυγη τό τρίτο τεύχος που κυκλοφορεί μέ τον τίτλο:
ΤΟ Α I Ν I ΓΜΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
* Μ
·& <ί «ί “ι ν:? <ί - '< -ί -1
Τ Ζ Ο Ε
Ν Τ I Κ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ Γραφεία: Αέκκα 22 — * Αριθμός 2 — Τιμή δραχμαί 2
^
Δημοσ>ογραψικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. ΟΙ©ονομικός Δ)ντής: Γεώ,ργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προΐστόμβνος τυιτογρ.: Α. Χατζηδασιλείου, Τσταούλων 1$ Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑί: Γ. Γοωργιάδην, Λέκκα 22, Άθήναι
^ *. ί· *
*3ΜΜΗΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΗΜΜΜΜΜΡ>8ΜΜΜί>**ΜΗΜΜΜίΦ Γ· V* «α ΪΒί &&■ 90Β 83Β βϊ ε® ε» 8ΗΪ αβ θΰ» Κ2£ Μ* 05 Κ3 ®ε 15® Φ& κ» Ε3 !ΠΒ ©3 (81 ΒΕΙ <33 Β2£ Μ2 ί*® £3 &2 Η® δ*# «9 Κ8 αν Β9 ΕΒ* ϋ®
&
1 I*
8 I
Οϊ Αναγνώστες του αριστουργηματικου βιβλίου:
8 Ε
ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ
Ε
πρέπει ναχουν υττ’ οψιν τους δτι κάτω άπό το ψευδώνυμο Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ., κρύβεται ένας άπό τους καλύτερους ^Ελ ληνες συγγραφείς και δημοσιογράφους που τά Αστυνομι κά του βιβλία έχουν ρεκόρ κυκλοφορίας. Σάς δπδσχεται λοιπόν ύπευθύνως δτι ό ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ θά γίνη τδ καλύτερο Ανάγνωσμα στο είδος του. Ακριβώς γιατί γράφεται Από συγγραφέα ειδικευμένο στα Αστυνομικά βιβλία και μυθι στορήματα. "Οσοι Από τους φίλους σας διστάζουν ν* Αγοράσουν τον ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ, δεν έχουν παρά νά τον Αγοράσουν μια μονάχα φορά για νά γίνουν οι φανατικότεροι Αναγνώστες του! Αυτό θά γίνη Αν μπορέσετε νά τους πείσετε έσεΐς που είστε οί τακτικοί του Αναγνώστες και ξέρετε βτι σάν τον
ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ δει» υπάρχει καλύτερο Αστυνομικό Ανάγνωσμα.
5
8
1
§
I 1 8
I
I ο υ I Ε 1 I
Λ ί ΑΠΟΙΎΟΠΗ ΣψίΓΗ.
ΔΕΝ ΞΕΡ9 77 ) ΟΥΣΤΥΧ9Σ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ .... Α/<?Κ />£Ζ- . /Τ/9/9/9 0/? ΜΟΝΟ Ο*9 ΠΝ9 βΟΡΑΤΟΣ-ΠΑ ΙΥ' ήΑΝΗΣ ΜΑ ΦΥΓΗΣ . . ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΡ9 ΤΗΣΕΙΣ - ΓΙβ
Λ/9/ ^ /?//<?: ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΝΑ 77ΑΡΗΣ ΕΙΣΙ ΤΗΡΙΟ Γϋ Ά779 ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΣΤΕΙΟ, ^170
οδούς έκτος αήο
ΣΕΝΑ ,
ΛΙΤΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΕ ΜΙΑ ΟΙ*ΟΔΟ ΜΗ. . . , ____________ ^ΜΟΥΑΝΕΘΕΣΑΝ ΝΑ ΤΡβητ ΑΗΞΡ ΜΕΡΙΚΕΣ ΨΡΤΟΡΡβ ψ/ΕΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ.. Κ ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΡΙΑ ΑΤΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΡΠΑΣΤΗ » ΚΑ ΕΣΥ ΘΑ ΚΕΙΝΗΣ ΕΔ2!
ΑΙ 0Μ9Σ Ε/ ΜΑ! αIVηΑ ΣΟΥ ΑΝΘΡΟΤΤΕ ΤΗΣ ΓΗΣ.. ΠΑΡΌηΟ ΠΟΥ ΑΧΟΥΣ ΤΗ <Ρ9ΝΜ ΜΟΥ ΕΓ/Ν ΑΥΛΟΣ . .
ΠΑΤΑΤΙΑ Η ΑΤΙΜΟ !
10 ΑΙΝΙΓΜΑ1 Χαλαζιού Τραιν® 40 κουτσός μέ το άδιίιάβρο χο.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ πού προ χωρούσε μέ^ αργό βή)μα κάτω άπό τή βρσχή εΐ)ξε άναΐσιηικιωίμιένο το γιακά του άδιαβρόχου του! κϋοαί κατεβαίσιμίένη: ώς τά Φιρύδ ια^ τήίν μουσκεμένη απτό τό νερό ρε ττουμπλικά του. Βάδιζε αργά κουτσά ινοντ'ας ελαφρά χω ρίς να ένδιαφέρεται γιά^ τή θόείλλα που είχε ξεσπάσει τόσο άπότορα αυτό το^ καλοκαιριάτ ικα βράδυ. Δ ιέσχ ι σε την πλατεία Λίνκαλν καί μπήκε σ’ ένα άπό τά στενο σόκακα του Χάρλερ. Έκεΐ
κάπου στο βάθος του δρόμου ήταν τό ,μπάρ «Μεξικάνο». 5Από μακρυά έλαμπε τό^πρά σινο «νέσν» που σχημάτιζε έξω άπό την πό|ρτα ενα σομ τπρέρο. Ό άνφρωπος μέ τό αδιάβροχο κατευθύνθηκε προς τό μπαρ. Τώρα πού πλησίαζε άκούγονταν καθαρά τό πιάνο καί τό σαξόφωνο πού έπαι ζαν κάποιο μειξίικάνικο σκοπό. Χορρις ινά βγάληι τά χέρια ά πό τις τσέπες του, ό νυχτε ρινός επισκέπτης έσπρωξε μέ τό πόδι του την πόρτα· του μπαρ καί πέρασε μέσα. Ό αέρας μύριζε ίδρωτα, κια πνό καί οινόπνευμα, Τά τρα ΤΙΜΗ ΔΡίΑΧ. *
4 πέζια ήταν γεμάτα άπό με θυσμένους πού διασκέδαζαν πίνοντας κάί παίζοντας με τις έπίίσης μεθυσμένες γυναί κες του μπαρ. 'Ήταν έκεΐ Α νακατεμένοι, γυναίκες και άντρες, άσττροι και μαύροι. Στό βάθος, έπάνω σέ μια μικρή έξέδρα χαμένη ιμέσα στα σύννεφα του καπνού των τσιγάρων, ήταν ή ορχήστρα. Μια μικοή όρχήστρα άπό νέ γρους. Τό βλέμμα του άνθρώ που μέ το άδιάβροχο διέγρα ψε ένα τόξο μέσα στην αί θουσα, προσπαθώντας νά άνα κάλυψη εκείνον που ζητούσε. ΕΤ6ε τον Πέντρο Λότσια κι* ένα άσκημο χαμόγελο κρεμά στηικε στο κάτω χείλος του. Πέρασε κουτσοπίνοντας άνάμεσα στα τραπέζια κι* έ φτασε στον πάγκο του μπαρ. Σκαρφάλωσε σ3 ένα σκαμνί καί παρ άγγειλε ένα διπλό ούίσκυ στον μπάομαν. Ό μπάομαν, ένας ψηλός κοκκι νομάλλης μέ φακίδες στο πρόσωπο, ακούσε τη φαϊνή, την αναγνώρισε καί σήκωσε ξαφνιασμένος τά μάτια. Ό άνθρωπος μέ τό Αδιάβροχο έ σπρωξε προς τό σβέρκο τό βοεΎαένο καπέλλο του καί κατέβασε τό γιακά του. — Τίι /μέ κυττάζεις έτσι σάν βλάκας Τόυυ; οώτησε. Δεν έχεις ξαναδή άνθρωπο μουσκευιένο άπό τη βροχή; Σέρβιρε ιμου λοιπόν ένα πο τήρι άπό εκείνο τό βρωροσπιρ το που πουλάς! Ό ιμπάρμαν σκούπισε μέ την πετσέτα τό μάσμσσο χω ρίς νά σαλέψη άπό τή θέσι
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
του. Είχε γίνει χλωμός καί τό χέρι που σκούπιζε τό μάρ μαρο έτοομε έλεφρά. — "Ήθελα νά οσύ πώ^Μαΐκλ Κέρτις, είπε, πώς δεν μ* αρέσουν ο! ^φασαρίες στο μα γαζί1· ρου. ζιέ,ρω γιά ποιόν ήρθες. *Αν γί'νηι πάλι φασα ρία, θά μου τό κλείσουν τό μαγαζί οι αστυνομικοί καί θά βρεθώ στο δρόμο. ^ Γι’ αυ τό σέ παοακαλώ, Μάϊκλ, ά ναβαΑε αυτό που σχεδιάζεις νά κάνης γιά άλλη μέρα. Τόν Αάτσία μποοείς νά τόν άντα μώσης κι* άλλου. Ό Μάϊκλ Κέρτις άνόοσήκω σε τους ώμους. Τά μικρά ψι δίΐσια μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπο του ιμπάρμαν κι* άστραψαν σάν δυο πυρω μένες λεπίδες άπαθιών. — Δεν καταλαβαίνω τί μου λες, Τόμυ!, είπε καί χαμογέλασε. Φέρε μου ^ ένα ποτήρι /μ* ένα διπλό ουίσκυ γιατί στέγνωσε τό λαρύγγι μου. Ό κοκκ ινοιμάλλης κούνησε τό κεφάλι του. Τό πρόσωπό του πήρε μιά έκφρασι Απελ πισίας. Σταμάτησε νά σκου τΗδζη· τό μάομαρο κι9 Απομα κρύνθηκε. Ό κουτσός μέ το Αδιάβροχο ερριξε μιά ματιά πίσω έπάνω άπό τόν ώμο του. Ό Πέντρο Αάτσια 6ρ είχε άντιληφθή την παρουσία του καί διασκέδαζε. Τό βλέμ μα τού Μάϊκλ Κέρτις σκοπεί νιασε. — Είναι πραγματικά αχω τσέζικο τό ούΐσκυ, Μάϊκλ!, είπε ό μΙπάρμαν γυρίζοντας μέ μιά μπστίλια οτ© χέρι.
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
'ύ
Μπορείς νά δκοοβάστης και τή μάρκα του. Έσπρωξε ένα ποτήρι πρό$ τό ;μέρος του Κέρτις καί το γέμισε ως τή μέση. — Αακ!ί|μϊοοσε «οοΐ ^ θά κατα λάβης δτι για τους φίλους ύπτήρχει ιδιαίτερη! κάβα! Ό άνθρωπος ^μέ το άδιά βροχο πήρε το ποτήρι ^ κάϊ τοφερε στά χείλη του. Τό δο κίιμασε κονταστάθηκε γιά με ρικά λεπτά κι5 ^υστέρα τ’ α δέιασε μονορρουφί. — Είσαι εν τάξει, Τό|μυ!, είπε πλατιαιγίΐζρντας τη γλώσ σα του. Πέταξε ένα χοντρό χαρτο νόμισμα στό μάρμαρο καί ση; χώθηκε. — Μην κάνης κοομίμιά κου ταμάρα, Μάϊκλ!, μουρμούρι σε ό μπάρμαν. — Θά τον πάω σ’ άλλη γειτονιά, Τόμιυ!^ άποκρίθτν κε. Δεν θέλω να σου κλειό σουν τό μαγαζί... Φόνος
^
.
..
1
μέ μουσική..,
Ο ΥΤΣ ΔΙΝΟΝΤΑΣ έλαψιρά πλησίασε τό τρα πέζι του Πέντρο Λότσια. Μιά νέγρα καθόταν στά γόνατά του κάί είχε περάσει τό μπράτσο της γύρω άπό τό λαιμό του. Ό Μάϊκλ Κέρ τις στάθηκε μπροστά του. — Γειά σου, Πέντρο!, του είπε. Ό Λάτσια άνασήκωσε τό κεψάλι κάί κύτταξε τον άν θρωπο που τόν χαιρέτησε. Τά μάτια του τρεμοπαιξαν
κΓ ενοιωσε ένα χέρι νά του
σψίίγγη την καρδιά. "Εσπρω ξε τή νέγρα άπό τά γόνατά του καί δοκίμασε νά ψέρη τό χάρι στήν τσέπη! του σακκσκιου του. — "Αφησε τό σιδερικό σου στή θέσι του!, είπε με γλυκό τρόπο ό Κέρτις. Δεν πρόκει ται νά σου κάνη κανένας κα κό. Διώξε τή φιλενάδα σου νά κουβεντιάσουμε λίγο κΓ υ στέρα την ξαναφωνάζεις. Ή νέγρα άπομακρυνθηκιε κι5 ό Κέρτις κάθησε δίπλα στόν Λάτσια. — -έρω ότι είσαι λιγάκι ζωηρός, τού είπε. Δώσε μου τό πιστόλι σου. Δεν θέλω νά κάνης κορμιά κουταμάρα. Έξ άλλου, όπως βλέπεις, εί μαι έν τάξει κι5 εγώ. Έρχο μαι σά φίλος. Εμείς οι δυο μίπρρεΐ νά τά ξαναφτειάξουιμε. Καί^ τά παιδιά αυτή τή γνώμη; έχουν. Γ Γ αυτό ήρθα ό ίδιος νά σου μιλήσω άν καί είμαι·, όπως ξέρεις, τ* άφεντιικο... Ό Λάτσια κούνησε τό κεφάλι- άρνη,τΐ'κά. — Δεν σοϋ δίνω τό πιστό λι μου!, είπε κοφτά. Μαζί δέν^ έχουμε πιά τίποτα νά πούμε. — "Εχω κάτι όμως νά σου πώ έγώ, Πέντρο!, έκανε άναοτενάζοντας ό Κέρτις. Κέ ρασέ με λοιπόν κάτ ι! Μιά καί ήρθα έγώ στό τραπέζι σου, κάτι πρέπει νά κεράσης. Ό Λάτσια κάλεσε άνόρεχτα τό γκαρσόνι. Ό Κέρτις κάτι παράγγειλε κι* όταν άπαμακρύνθηικε τό γκαρσόνι,
ό Λάτσια δοκίμασε νά φέρη
6
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
ιΟ κρεμανταλάς Ρούντυ έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο στομάχι του ανθρώπου μέ το παπιγιόν...
ττοίλ ι το χέρι στην τσέπη,. —Τά χέρια σου απάνω στό τραπέζι, Πέντριο!, διέταξε ό ■κουτσός μιέ το αδιάβροχο. "Ετσι μπράβο. Τώρα ιμπτορου •με νά μιλήσουμε ήσιυίχα... Καθώς ·μιλούσε όμως έκα νε ίμια κίνηισι άπίίστευτα γρή γορη. Τό χρρι του· γλύστρη,σε στην τσέπη; τού συνομι λητή του κιαΓι όταν βγήκε, κρατούσε ένα γκόλτ—ΣμίΟ. Ιο έρριξε στην τσέπηι τοΰ άδιαιβράχαυ του και γέλασε. — Μή στεινοχωρ1 ιέσαι γΓ αυτό, Λάτσια, είπε. Θά σου τό ξαναδώσω σέ λίγο. Δεν εί μαι από εκείνους πού δεν κρα τδονε τό λόγο τους. Τ Ηρθα νά
μιλήσουμε σά φίλοι. Ό Λάτσια ζάρωσε τά φρύ δ ι α καί βλαστήμησε. — Μου την έσκασες!, μουρμούρισε. Τώρα ε1)μ(αι σαν γυμνοσάίλ ιαγικας. Ό άλλος δεν φάνηκε ν’ άκουΐσε τά λόγια του. — Τά παιδιά λοιπόν μου είπαν, συνέχισε, κάτι χάσικη μα λόγια γιά σένα, Πέντρο. Λένε δηλαδή πώς δεν σ’ ά ρεσε ι τό σχέδιό1 μου ή πώς δείλιασες καί κάτι τέτοιο. Δεν πιστεύω νά εΐιναι αλή θεια αυτά. — Αποφάσισα νά φύχω από τή συμμορία σου^ Κέρ τις!, απάντησε ό Λάτσια.
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
Σ χεόιάζει ς πράγματα πού δέν^ γίνονται Μια μέρα, θά σπάσης τά .μούτρα σου κα!ι θα ψηθής στη ν καρέκλα ταυ Σ ίγικ—Σίγκ. Δεν θέλω νά μα ι παρέα σου. Μια άστρατπτη πέρασε άπ5 τά φιδίσια μάτια τού κου τσού. 'Αίλίλά μ ίλησε γλυκά: —<ΚΓ όμως στη συγκέν τρωσι πού κάναμε κάθησες κι5 ακόυσες με τηρασοχή όλο τό σχέδιο. Τότε δεν έφερες κορμιά άνΤίιρρησι. Γιά ^ ποιο λόγο άλλαξες τόσο άπότα,μα γνώμη,, Πεντρο; Ό Λάτσια άνασήκωσε τούς ήμους. — Σ κόφτηκα άργότε ρ α και κατάλαβα ότι αυτό πού σχεδιάζεις να κάνης είναι μιά τιρείλλα. Κι’ άποφάσισΟ νά μήν πάρω μέρος σ5 αυτή τη δουλειά. "Εχω σκοπό να μαζευτώ. Θ5 άρχίίΐσω πάλι τό παλιό έπάγγέλμά μου. Θά πιάσω δουλειά σ5 ένα εργο στάσιο αύτοκ ινητων νά ζώ χωρίς χτυποκάρδια μέ τό με ρακάματο. "Υστερα θά παν τρευτώ νά κάνω οικογένεια. — Δεν θά πραφτάσης!, αναστέναξε ό Κέρτις κι* έ βγαλε μέ μιά σβέλτη κίνησι ένα πισίτόλι άίπό την τσέπη του. Τό πιστόλι ιμουι έχει σιγαστήρα καί κΙανεΐς δεν θ’ άκούση την έκίπυιρσοκρόττησ ι καθώς Θά σου φυτεύω τά ]ΐο λόβια στά νεφρά σου Πέντρο.. Έξ άλλου, ή μουσική θά σκεπάζη κάθε θόρυβο, ξέ ρεις πολλά πράγματα, αγό ρι μου, γιά τό σχέδιο καί πο λύ φοβάμαι πώς μπορεί κά
ποια μέρα νά ξεράσης αυτά τού ξέρεις στην αστυνομία... Ό Λάτσια χλόμιασε καί τ ινάχτηκ ε όρθ ιος. —"Οχι δεν θά μέ σκοτώ σης!, γρόλλισε:. Ή κάννη τού πιστολιού ό μως τού Κέ'ρτις ήταν κι3 ό λος καρφωμένη στο δεξιό νε Φιρόί του. Τά δάχτυλο τού κα κουργου κινήθηκε γοργά στή·ν σκανδάλΐη κι' ακούστηκαν δυο ξεροί κιράτοι πού πνίγηκαν ό μως άπό τή μουσική. Ό Λάτσια ξανακάθηρε στην καρέ κλα του καί τό κεφάλι του έπεσε απάνω στό τραπέζι. ι Κανείς άπ' όσους βρίΐσκον ταν στό μπαρ δεν κατάλαβε τίποτα. "Ολα έγιναν πολύ σύντομα καί σχεδόν αθόρυ βα. Μερικά ζευγάρια χό ρευαν στήιν πίστα καί μιά μεθυσμένη νέγρα ανεβάσμένη στην εξέδρα τής ορχήστρας έκανε ένα νούμερο. Ό Μάΐκλ Κφτις έρρτξε τό πιστόλι στην τσέπη του, άνασήκωσε τό γιακά τού άδια βρόχου γου, κατέβασε τό μπόρ τής ρεπούμπλικάς του ώς τά φρύδια καί μέ αργό 6ήμ|α κουτσαίνοντας βγήκε άπό τό μπαρ «Μεξικάνο». Ή βροχή είχε δυναμώσει. "Αλλά ό Κφτις δεν ήταν άπό εκεί νους πού φοβόίταν τή βροχής Διέσχισε μέ αργό βήμα το δ,ρό(μο καί χάθηκε στά σκο τεινά στενοσόκακα τού Χάρ λεμ. Τώρα ήταν ήσυχος πώς κανείς δεν θά τού χαλούσε το σχέδιο πού είχε σύλλαβε ι τό ^ σατανικό μυοίλό τοιυ καί που θά έμπαινε μπροστά ύ-
στείρα απτό μερικές μέρες. Αυτό το σχέδιο είχε ^καταστρωθή σέ δΐλες του τις λε πτομέρειες. *Ηταιν ένα από τά λ'ίγσ κάλπα που γίνονταν κάθε εκατό χρόνια καί που θά έκαναν διάσημο τόιν καυτισό άρχιγικίάνγικίστείρ. . . *Η χρηματοστοστολή τής «Νάσιοναλ Μτταγκ»
Ο ΓΑΛΑΖIΟ εξπρές ^θά έκανε όπως πάντα ένα μεγάλο ταξίδι χωρίς έν διαμέσους σταθμούς. Τό τραίνο ξεκινούσε στις 4 καί 15' τό άπάγευμα ακριβώς άπό τή Νέα Ύφικιη γεμάτο επιβάτες καί Εμπορεύματα για τό Σάν Φραντζΐσικο. Πέν τε λεπτά πριν ξεκανήοηι, ένα μεγάλο καμιόνι μπήκε στο σταθμό του Βορρά καί ιμερι κοί ώπλισμέναι άντρες κατέ βασα^ άπ' αυτό δυο μεγάλα σιδερένια κιβώτια. Τά κιβώ τια φορτώθηκαν σ’ ένα άπό τά τελευταία βαγόνα τής άμαξαστοιχίσς. Στό Τδιο βα γόνι μπήκαν καί όκτώ άπό τους συνοδούς. Ο1! συνοδοί δεν φορούσαν- καμμίά στολή. Είχαν κρεμασμένα δ μ, ω ς στους ώμους τους αυτόματα καί κάτω άπό τά σακκάκια τους ξεχώριζαν οί λαβές των γκόλτς που είχαν περασμένα στην μέση. τους;. — Τραπεζιτική χρήματα* ποστολή!, είπε κάποιος άττ5 αυτούς που στέκονταν στην πλατφόρμα τού σταθμού. Ή Νάσιοναλ Μπάγκ, «η Εθνική Τράπεζα» στέλνει χρήματα στό υποκατάστημα του Σάν
Φραντζΐσκο. Ένας θεάς μο νάχα ξέρει πόσα έικστομμύρ; α δολίλάρ· ι α άντ ι προσωπ ευ ουν αυτά τά δυο κιβώτια. — Καί βέβαια! / ^εΐπε έ νας άλλος που στεκόταν δί πλα στον άλλον καί κάπνι ζε. Μ5 αυτά τά κιβώτια θά μπορούσες νά άγοράσης τούς; μιισούς ουρανοξύστες τής Νε ας Ύόρκης! Τό τραίνο βγήκε αργά α πό τό σταθμό τού Βορρά. "Οταν ή αμαξοστοιχία έψτα σε στη σήραγγα ένας ψηλός σωματώδης άντρας μέ κατε βαστή πράσινη^ ρεπουρπλικα καί κόκκινο παττπγιόν του βρισκόταν στην πλατφόρμα δ,ιίπλωισε τή;ν εφημερίδα πού διάβαζε καί τήν έρριξε στήν τσέπη του, "Υστερα κατευθυν θηκε μιέ τεμπέλικο βήμα προς έναν άπό τούς τηλεφωνικούς θαΙλά)μίους. Μπήκε μέσος ^ ερριξε ένα κέρμα στό τηλέφω νο κάί σήκωσε τό ακουστικό, Τό βλέμμα του πίΐσω άπ5 τά κρύσταλλα τού τηλεφωνικού θαλάμου ταξίδεψε γιά μερι κές στιγμές τηρός τά έξω κι* όταν βεβαιώθηκε πώς κανείς δεν τον είχε παρακολουθή σει, σχημιάτ ισε ένα νούμερο στό καντράν κι5 αρχισέ νά μι λάη: —- 'Αλλο Γούίλλ ιαιμς !, εί πε σέ κάποιον πού βρισκό ταν στην άλλη άκρηι τού σύρ ματος. Ναι, εγώ είμαι I "Ολα έν τάξει! Τό Γαλάζιο Εξ πρές ξεκίνησε μέ τά χαρτί α. Είναι δυό μεγάλα κιβώτια στό 323 βαγόνι. Έχίε τό ναΰ σου καί ειδοποίησε τό άφεν
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
τικ© οτι οκτώ αυτόματα κκχίί κάρποσα γκόίλτς είναι έτοι μα νά προστατέψουν τά χαρ τιά. Σημείωσε την όοκ|ρΐ!βή ώ ρα. — Όκίέϋ, Τζάκ!, άκουστη κε σαν άπάντηΐσι μια βαρεία φωνή. *Όλα θά εΐναι έτοιμα την ώρα πού τφεπτει. 'Όταν συναντηθούμε, θά είσαι ττλου σιος. — Τό φαντάζομαι, Γουΐλλιαρς!, απάντησε έκεΐνος γε λώντας. Τ* αφεντικό είναι εντάξει στη μοιρασιά. Κα νείς δεν έχει παράπονο. Αυ τή τή ψρρά πολλά άπό τά παιδιά θά πάψοιυν νά είναι φτωχά. -— Σύμφωνοι, Τζάκ!
μαι πολύ βιαστικός! Ό άνθρωπος ^μέ τό κόκκι νο παπί γιον τού έρρίίξε ενα άγριο βλέμμα καί βλάστημη σε. — Τί τρέχει, Τζάκ; ρώ τησε ή βσιρειά φωνή άπό τήν άλλη άκ,ρη του σύρματος. ΠοίόΥ βλαστημάς; — Ησύχασε, Γουΐλλιαμς!, άποκιρί|θηκιε αυτός. Κά ποιος ηλίθιος, που βιάζεται νά τηΐλεφωνήιση στο γαλατά του, ιμπήκε μάσα στο θάλσ μο καί με διέκοψε. Γειά σου, Γόύίλλιαμς! Θά τον κανονί σω πρώτα κΓ έπειτα θά σέ ξαναπάρω νά άποτείλειώσουμε τήν κουβέντα μας. Βρόντησε τό άκουστικό θυμωμένος κοόί ποογώρηρτ Ό Ροόντυ ΜποεΘ τπρος τήν πόρτα. Τά μάτια έμφανίζεται... του άλογίσιου μούτρου πίσω ΑΝΘΡΩΠΟΣ ,μέ # τό άπό τούς μυωπικούς φακούς παπ γγ ιόν κοντοστάθήτων γυαλιών του τίρεμόπαι ικε γιά ιμιά στιγμή. ξαν, καθώς είδαν τον άνθρω "Υστερα πρόσθεσε: πο μΐέ, τό κόκκινο παπιγιόν — "Ήθελα νά σου πώ κά νά σφίγγη· τ;ίς. γροθιές του τι Ακόμα, Γουΐλλιαμς . κάί νά τρίζη τά δόντια. ^Ε Σταμάτησε όμως απότομα κανε μερικά βήιμοπα προς νά ιμιλάη, γιατί έκείύη Ακρι τά πιίίσω έτοιμος νά Τό^βάλη βώς τή στιγμή είδε έναν κρε στά πόίδισ άλλα ό άλλος μαντάλα με γυαλιά καί μεγά τον πρόλαβε. Μ" ένα πήδημα λη μύτη νά πίλησιάζη την βρέθηκε έξω άπό τον τηλε πόρτα. Ή πόρτα άνοιξε φωνικό θάλαμο Καί τον άρ κΓ ένα άλαγ'ίίσιο ιμοΟτιρο προ παξε άπό τό γιακά του σακ βάλε στο άνοιγμά της,. κακιου τού. Ταυτόχρονα τό — "Άντε λοιπόν, κύριος, άλλο, τό Ελεύθερο χέρι του τελείωνε!, είπε τό άλογίσιο κατέβηκε σέ σχήίμα γροθιάς μούτρο. Μιλάς μισή ώρα σά σημαδεύοντας τό στόμα του. νά βρίσκεσαι στο σπίτι του Ο κρεμανταλάς έσκυψε κοΛ μπαμπά σου! Σ τομάτα νά / ή γροθιά πέρασε ξυστά πάστέλνης σορόπια στο καρ®-· .^,νω άπό τό κεφάλι του·, τσι σου, γιατί έχει κι* άλλος|^ — Σταιμιάτα τ’ άστεΤα, σειρά! "Αντε λοιπόν γατί εΤ κύριος!, φώναξε, θά καλέσω
10 βοήθεια! Ό άλλος δμως άγρίεψε περισσότερο. — Πρώτα θά είσπραξης κΓ ύστερα φώναξε δσο θέλεις βοήίθε ι α!, γρύλλ ι σε. Τούτηι τη φορά ό κρεμαν ταλάς δεν μπόρεσε νά άποφύγη τό χτύπημα. Ή γρο θιά πέτυχε τό σαγόνι του κΓ ένοιωσε σά νά έγινε σεισμός. Σχεδόν άμεσως άκολιούθησαν μιά δεύτερη κάι! μιά τρίτη,. "Έβγαλε ιμιά κλσψιάρικη κραυγή. — "Όχι άλλες, κύριος!, ξΓ/ψών ΐίσε. Ό χ ι άλλες;! Δοκίμασε νά φυγή, "Αλλά ό «κύριος» τον άρπαξε ττόλι και ιμιά τέταρτη· γροθιά στο στομάχι τον έκανε νά βογγή ση. Τότε ακριβώς ό άνθρω πος μέ τό ττατπγιόν άπτοφάσισε νά τόν άφήση, "Αλλά τώρα ήταν αργά. Ό Ρούντυ Μπάθ (*), γιατί αυτός ήταν ό κρρμαντολσς με τό άλογΐσιο μούτρο, άρχισε νά θμμώ νη. Μούνταρε άττάνω του και ο'ί τεράστιες χερούκλες και τηοδά|ρες του μπήκαν σέ κί νησε Εκείνος που λεγόταν Τζάκ σαστισμένος άπό την άγρια αυτή έπίίιθεσι έκανε έ(*) *0 Ρούντυ άπιως γνωοΐζουν ο! άναγνόχττες ,μας είναι ό βοηθός του θρυλικού ντετεκατιβ Τζόε Ντίικ. Ό Ρούντυ εΐναη ενσς κρεμαντάλας .με ιμκΜκρυα κανιά, γαμψή μύτη κι® έχει μιά ήλιθια ^κφρασι ατό τπρόσωττο. Μοίλονότι κάνει πολλές γκάφες και τρώει ταχτιικά ξύλο άιτ* τούς κακοποιούς ατό τέλος τπάντοτε τά καταφέρνει κ\* έτπτυ-
χίες.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ νσ βήμ'α πίσω κι" έπιασε τό στομάχι του. Την ίδια στιγμή τό άρβύλοειδές παπούτσι τού Ρούντυ βρόντησε στο κα λάμι τού αριστερού του πο διού Και ό άνθρωπος ιμέ τό παπιγιόν άφησε τό στομάχι του κι* άρχισε νά κάνη «κου τσό» χοροπηδώντας. — "Ώχ!, φώναξε. "Ωχ! — Στό εΐχα ττη πώς θά φάμε τά μουστάκια μας!, μούγγρισε ό Ρουντυ. Εμένα εΐνίαι νά μέ ττιάση τό νευρι κό.... "Αμα .με πιάση άΡ^ζ··· 'Άρπαχτη κι" αυτή! Τό φορείο, ό Ρούντυ και τό πορτοφόλι...
ΧΕΡΟΥΚΛΑ^ του υφώ θηΐκε πάλι και σημάδε ψε άνάμεσα στα δυό φρύδια τόν άνθρωπο πού χο ραπηδούσε. "Αλλά έκίεΐνος σάλταρε πλάγια και ξέφυγε τό χτύπημα. Ή γροθιά τού Ρούντυ τρύπιησε τόν άέρα κάι ό Ρούντυ ιμέ τή φάρα πΐού είχε έχασε την Ισορρο πία του κι" έκανε ένα μακρο βούτι στην πλάτ φόρμα τού σταθμού. Την ίδια στιγμή ό άνθρωπος μίέ τό παπί γιον έτΓεσε άπάνω του. ΟΙ δυό άν τρες κυλίστηκαν στις πλά κες παλεύοντας άγρια. Ό Ρούντυ έχασε τά γυαλιά του κι" άρχισε νά νοιώθη πάλι άσχηίμα, καθώς ό άλλος τόν χτυπούσε σάν λυσσασμένος παντού δπου εύρισκε.. Ό κρε μανταλάς βοηθός τού Τζόε Ντιικ μούγγρ ιζε σάν ιπποπό ταμος, άλλά δεν σταμάτησε κ ι" αυτός νά χτυπάη, μολο
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
νότι είχε άρχιζει νά βλέπη πολλά χρωματιστά άστέρια ■να κυκλοφορούν μπιροστά στα μάτια ,του. Τα πράγματα ίσως πήγαιναν πολύ χει ρότερα για τον Ρούντυ, αν ένας αστυφύλακας και ^κσμ ποσοι πολίτες, πού είχαν άντ ιληφθή τή φασαρία, δεν έ τρεχαν νά τούς χωρίσουν. Ό άνθρωπος μέ τό παπιγιόν σηκώθηκε πρώτος. Φαί νεται δτι είχε λόγους νά μή .μπλεξη. μέ την άστυνομίσ, γιατί μπερδεύτηκε ανάμεσα ατάν κόσμο που είχε συγκεν τρωθή καί με βιαστικό βήμα βγήκε από τ ό σταθμό. Π ήδη σε σ' ένα αυτοκίνητο που τον περί|μενε καί τό αύτοκηνητο ξεκίνησε άμόαως προς την όδό Τρέλιγκτον. Δέν συνέβη όμως τό Τδιο καί μέ τον Ρούντυ. Χρειάστη κε νά τόν σηκώσουν τέσσερις άνθρωποι κΓ επειδή ήταν α δύνατο νά βοοδίίσηί, τηιλιεφώνη σαν κΓ ήρθε ένα φορείο τού Σταθμού Α' Βοηθειών. Τόν ξάπλωσαν στο φορείο καί τόν έβαλαν σ’ ένα μεγάλο άσπρο νοσοκομειακό αύτοικί νητο. Πριν ξεκινήση τό νο σοκομειακό, κάποιος έτρεξε καί πρόφτασε τόν Ραυντυ. — Τό πορτοφόλι σας, κυ ριε!, του είπε. Τό βρήκαμε έξω από τόν τηΐλεφωνυκό θά λαμό. Φαίνεται δτι σάς έπε σε την ώρα που παλεύατε μέ κείνον πού φρρουσε τό κάκικ ινο παπ ιγ ιόν. Ό Ρούντυ πήρε τό πορτο
11
φόλι καί τδρριξε στην τσέπη του. — Ευχαριστώ πολύ, είπε. "Ενα παράξενο συμβάν
Ο ΓΑΛΑΖΙΟ Εξπρές αναπτύσσοντας άλοένα ίκαΦ περισσότερη ταχύ τητα ιμπήκε στη μεγάλη υπό γεια σήραγγα για νά ξαναβγή ύστερα άπό μιισή ώρα καί- πάλι στην επιφάνεια. Τώ ρα ή μεγάλη, πολιτεία μέ τούς μεγάλους ουρανοξύστες βρισκόταν μακρυά καί τό τραίνο ταξίδευε μέ ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων ανάμεσα στα τεΑευταΐα ξύλινα γραφι κά σπίτια τών τηροαστειίων. Πέρα αητό τά προάστεια άπίλωνόταν ή κοιλάδα καί ύ στερα άπό την κοιλάδα άρ χιζε τό δάσος μέ τούς κα ταρράχτες. Στις 10.30' ακριβώς τό βράδυ τό τραίνο ταξίδευε έ ξω άπό τό δάσος. Τό φεγγά ρι πού είχε βγή άπό νωρίς έλουζε μέ τις άσημένιες α κτίνες του τό τοπίο καί έκα νε τις ράγες τής σιδηροδρο μικής γραμμής ν' αστράφτουν σάν ασημένια φίδια. Ό μη χανικός Ιζόζεφ Μπάρταν κα θισμένος στο ψηλό κάθισμά του έρριξε μια ματιά στους δείχτες κΓ ύστερα τό βλέμ μα του, πίίσω άπό τό κρύ σταλλο τού διαμερίσματος διακυίβερινήσεως, ταξίδ ε ψ ε προς τά έξω. Τά δυο φωτεινά μάτια τού τραίνου έρριχναν δέσμες φωτός πρΐδς τά εμ πρός. "Οσο πού έφτανε τό
Τ
\2
βλέμμα του μηχανοδηγού, ή σιδηροδρομική γραμμή άπ'λω νάταν σε μιαν ακριβής ευθεία. Αυτή ή ευθεία κρατούσε έκα τον σαράντα χιλιόμετρα άκό! μα. Ό ι ζόζεφ Μττάρτον^ λοι τπόν ήταν εύχσρ ιστημένος, πού για ·μιοςμ ισηι περίπου ώ ρα, δεν έπράκειτο νά κάνη, κανένα χειρ ισμό. — Πώς σου φαίνεται, ή δουλειά μας, Μάϊκ, ρώτησε έναν νεαρό μαθηιτειυάμενο που τον είχαν δώσει από την έταιρ»ία. Δέν νομίζω πώς τή βρίσκεις και πολύ δύσκολη, ε; — "Όχι και τόσο!, απάν τησε έκεΐνος. — Ταξιδεύω είκοσι χρόνια με τά τραίνα, συνέχισες ό Μπάρτον και άναψε τσιγάρο. Δεν υπάρχει καλύτερη, γροαμ μή άπ’ αυτή. Εξάωρες βάρ διες κΓ υστέρα ύπνος κατά βούληισιν μέχρι τό άλλο έ ξάωρο. Δεν είναι άσκημα. ^— Φυσικά!, συμφώνησε ό νέος. Κάτι ήθελε νά πρόσθεση α κόμα, άλλά ή φωνή του πνί γηκε άπό μιά βλαστήμια πού ■ξεστόμισε ό Μπάρτον. Την ίδια στιγμή τό τραίνο όλόκλιηίρο συγκλονίστηκε σά νά σκόνταψε σ’ ένα άόρατο τείχος καί πήρε μιάν άπότομη στροφή προς τά άριστερά. Ό Μάϊκ τινάχτηκε προς τά πίσω κΓ έπεσε στά πό δια του μηχανοδηγού. Ό Μπάρτον γαντζωμένος άπά νω στις χειρολαβές πατούσε τό κορμπί τού ήλεκτρικού φρένου. Άλλά τό Γαλάζιο ν
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
Εξπρές μέ την κιεκτημένη ταχύτητα πού είχε συνέχισε τό διρρμο του κάνοντας μιά διαδρομή άπό πεντακόσια μέ πρα, ιμέσα στο δάσος μέ τούς καταρράκτες, όσο νά σταΐμοτήση. —Ό διάολος νά (μέ πάρη άν καταλαβαίνω τΟποτα!., μούγγρισε ό Μπάρτον όταν τό τραίνο σταμάτησε. Έκτροχιαστήκαμε κάί μπήκαμε μέσα στο δάσος. Νομίζω πως θά τρελλαθώ. Είναι εντελώς ανεξήγητο! "Έσκυψε έξω άπό τό πα ράθυρο καί γούρλωσε τά ρά τια του. Τό τραίνο δέν είχε έκτροχιασθή. Είχε ταξιδέψει επάνω σέ σιδερένιες ράγες πού έφερναν στο δάσος. "Αλ λά οι ράγες αυτές δέν ύπηρ χαν ποτέ! Ό Μπάρτον είχε την άίσθησι πώς ονειρεύεται. "Από τά παραθυρα τών βα γονιών τής αμαξοστοιχίας πρόβαλαν τρομαγμένα πρόσω πα. Άκούγονταν φωνές και κραυγές. γυν α ι κώ ν. Οί Γκάνγκστερς μέ τις προσωπίδες...
ΑΠΟΤΟΜΑ ρμιως όλα αυτά στ α μ άτησ αν κ ι ’ άντήχησαιν έκ π υ ρ σο κροτήσεις όπλων. λ Πολλές σκιές φορούσαν μαύρα μαν τήλια πού τούς έκρυβαν τό μισό πρόσωπο κι" άφηναν ε λεύθερα μΐονάχα τά μάτια. Σάν ένας καλογυμνασμένος στρατός οί σκιές σκόρπισαν δεξιά κι" αριστερά. "Ίσκιοι φορτωμένοι αυτόματα σκαρ φάλωσαν στά σταματημένα
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
β αγόν ι α. "Αλλο ι άναρρ ιχήθη καν στο διαμίέρισμα του μη χανοδηγου. Πολλοί, οι περ ισ σόΐτεροι κατευθύνθηκαν μέ τή βοήθεια ενός φορητού προβσ λέα τηρος τό πίσω μέρος τής αμαξοστοιχίας, και ανακάλυ ψαν τό 323 βαγόνι. Έκεΐ μα ζεύτηκαν ο! περισσότεροι. ΓΊιΙσω όμως άττ’ όλους αυτούς ήταν και πολλοί άλλοι ττού έμειναν ασάλευτοι μέσα στα δέντρα πίλάϊ σέ βαρεία πχ>λυ βόΐλα τπού είχαν σταθή έκεΐ καί σημάδευαν μίέ τις σκοτει νές τους «άννες τό τραίνο. Λίγο πιο πέρα ξεχώριζαν μεγάλα ψοιοτηιχά αυτοκίνητα. Μ5 αύτά τά αυτοκίνητα έπρε πε νάχε Φτάσει όλος αυτός ό ώττίλισμένος στρατός των άνθρώπων μέ τά σκεπασμένα πρόσωπα στο δάσος. -αφνικά άκουστηκε μια βαρεία ψω’νή. Ή φωνή προερ χόταν άπό κάποιο μεγάφωνο που υπήρχε ιμέσα σ’ ένα άπό τά φορτηγά καμιόνια. — Προσοχή ! Προσοχή! ΕίδάποιοιΟνται οί έπιβάτες καί τό προσωπικό τής άμα ξοστοιχίας νά παραμείνουν στις θέσεις τους. Κάθε πα ραβάτης θά πληρώ νη^ μέ τή ζωή του την άνυπακοή. Όλό κλήρο τό Γαλάζιο Εξπρές, εΐναι περικυκλωμένο καί κα νε'ίς δεν πρόκειται νά ξε* φυγή. Οί άνδρες μου έχουν διαταγή νά πυροβολουν σέ κά θε σκόπιμη κίνησι. Προσο χή ! Προσοχή! "Όλοι οί έτηβάται νά παραμείνουν στις θέσεις τους. “Όσοι έχουν μυαλό κά] δεν θέλουν νά ττα
13
ραστήσουν τούς έξυπνους δεν έχουν νά φοβηιφοΰν τ Οποτα. Μέσα στά βαγόνια ό πανί κος, ύστερα απ’ αυτή τήν προειδοποίηση έγινε μεγαλύ τερος. Γυναΐκες λ ιποθύμησαν καί άντρες έπαθαν νευρική κρίίσι. Υστερικές κραυγές άκιούστηκαν καί δυο—τρεις δο κήμιασαν νά πηιδήσουν άπό «άπόιο παράθυρο. Σχεδόν α μέσως ό αέρας γέμισε βρον τές. Ακούστηκε τό κροτάλισμα ενός μυδραλιοβόλου καί οί τ)ρεΐς έπιβάπες, έπεσαν προς τά πίσω μέ θρυμμστ ι σμιένα κρανία. — Είναι φοβερό! Πέσαμε οπά χέρια ένός συντάγμα τος γκάνγκστερ!, είπε κα πό ιος σκουπίζοντας τό ίδρω μένο φιαλακρό κεφάλι του μ* ένα μεταξωτό μαντήλι. θά μάς ληστέψουν καί θά μάς σφάξουν! Αλλά κανείς δεν εΤ^ε β ρε ξι νά τού άπαντήση. *Ολοι εΐχαν γίνει χλωμοί καΓι έτρε μιαν, γιατί σ’ αυτό τό μετά ξύ οί ώπλισμένοι συμμορί τες χωρισμένοι σέ όμάδε^ μέ τό δάχτυλό στην σκανδα λη των αυτομάτων άρχισαν νά όρμούν στά βαγόνια. “Έ νας άπό κάθε όμάδα πήγαινε μπροστά. Είχε κΓ αυτός ό πως κι* οί άλλοι σκεπασμέ νο τό μισό πρόσωπο ιμ* ένα μαντήλι. Τρεΐς άλλοι μέ έ τοιμα τά όπλα άκολουθούσαν. — Κυρίες καί κύρ ιο Π ,εΤπε :μέ σαρκασμό ό πρώτος προτείνοντας μιά ανοιχτή 6α λίτσα πού κρατούσε. Τά χρυ
14
σοφίτα σας και τα τταρτοφό λ ία σας έδώ. "Οποιος έχει άντίροηισι να μάς το πή για να τό ξέρουμε. Κάνεις φυσικά δεν είχε άν τίροησι καί κάνεις δεν τολ μούσε νά άρνηθή. Μτπρ> ιγιάν, πολύτιμα κοσμήματα, δαχτυ λίδια, σκουλαρίκια, 6οαχιόλια, περιδέραια άπό αληθινά μαργαριτάρια άρχισαν να ττε φ^συν στην ανοιχτή βαλίτσα. — Ή βαλίτσα τηρεττε ι νά γε,μίίίσηι, κυοίες κάΐ κύριοι!, γκρίΐνιασε ό συμμορίτης. Σέ κάθε βαγόνι κάνει περίπατο και μιά τέτοια βαλίτσα. "Ο λες πρέπει νά νεμίίΐσουν καί μάλιστα τπολύ σύντομα, γιατί ενμαστε β ι αστ ικοί. •Ένα άκόμη έγκλημα...I I
I ΓΚΑΝΠΚΣΤΕΡ, πού εΐχαν φτάσει σ’ αύτό τό ,μεταξύ στό βαγόνι 323, μέσα στο όποιο ήταν τά δυο μεγάλα κιβώτια τής χρηματαποστολής τής Νά σιοναλ Μπάγκ, εΐχαν αρχίσει μιά άγρια μιάχη με τούς συ νοδούς φύλακες. Ή πρώτη- έπίθεσι άποκρούστηικιε με μιά ομοβροντία και πολλοί άπό τούς συιμμορΐτες κυλίστηκαν νεκιοοί στο έδαφος. "Αλλά ή άντεπίίθεσι -λύγισε την άντίΐστοοσί τους και υστέρα α πό λΐίίγο οι αστυφύλακες, πια λεύοντας, ηρωικά με δεκα πλάσιους γκάνγκστερ, άναγ κάστηικαν νά υποχωρήσουν γαζωμένοι άπό τις σφαΐοες πού έπεφταν βροχή άπάνω τους.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ "Έγινε γιά μιά στιγμή η συχία καί οί γκάνγκστερ σκαρφάλωσαν στό βαγόνι. Με μετρημένες κινήσεις, πού έδειχναν έπιμελημένη προετοι μαάί'α, άνασήκωσαν τά δυρ σιδερένια κιβώτια τά γεμάτα δεσμίδες δολλαοίων καί τά μετέφεραν σ5 ένα άίπό τά φορτηγά αυτοκίνητα πού πε οΐμεναν μέσα στό δάσος, Τήν Τδια περίπου ώρα πήδησαν οπό τά βαγόνια κΓ οί άλλοθι εκείνοι μέ τις γεμάτες κοσμή ματσ καί χρήματα βαλί τσες καί σάλταοαν επάνω κΓ αυτοί. Τά αμάξια ξεκίνησαν μέ θόουβο τό ένα πίσω άπτ" τό άλλο, πέρασαν άπό τό πίσω μέρος τής αμαξοστοι χίας καί χάθηκαν στό βάθος τής κοιλάδας. λ— Τί καθόμαστε λοιπόν ε δώ!, ουολιαξε κάποιος άπό τούς, επιβάτες, σταν τά αυ τοκίνητα μέ τους γκάνγκστερ έποτψαν νά φαίνουνται! Δεν πιστεύω νά μείνου με έπ" άπειρον έδώ! Δυο άπό τούς περισσότε ρο θαρραλέους άποφάσισαν νά προχωρήσουν στο πρώτο βαγόνι καί νά ζητήσουν άπό τον μηχανοδηγό νά βάλιη σέ κί'νηίσι τό τραίνο. Τρέχοντος μπήκαν στό διαμέρισμα δια κοβερνήσεως άλλα σχεδόν άμέσως έμειναν άσάλευτοι σά νά τούς χτύπησε κεραυνός}. Στό πάτωμα ·μέ δυο μαγει ριές στό στήθος ό καθένας μέ μιά παγωμένη έκφρασι οπό βλέμμα ήταν νεκροί ό μηχανικός Τζόζεφ Μπάρταν καί ό νεαρός μσθητευόμενος
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ μηχανικός Μάϊκ.
15
υπέροχη φωνή,, έκανε ένα τα -— Είμαστε ηλίθιοι όλοι!^ ξίδι στο Σάν Φραντζίσκο, γρύλλισε κάποιος κύριος >με όπου είχε μ ιά γραφική βίλλα σπόρ κοστομμι όταν οί δυο στΊς ακτές τού Ειρηνικού. τολμηροί έπεστρεψαν στο βα — Χρειάζεστε ύστερα ά γόνι καί άνέφεραν τό άνατρι πό την τραγική περιπέτεια χιαστικό θέαιμα πού άντίσας, τής είπαν σι γιατροί, α κρυσαν. Δεν έπρεπε νά τούς νάπαυα ι> Κάνετε ένα ταξιδά άψησουιμε νά ιμάς ληστέψουν. κι νά ηρεμήσουν τά νεύρα 'Όλοι φερθήκαμε ηλίθια. σας. Ή Λύντια οοκουσε τις συ^ Ό Τζόε Ντικ βουλές των γιατρών καί τώ έν δράσει! ρα βρισκόταν στο Σάν ΦρανΛΟΙ είχαν ^φερθή ηλί τζΐακο. Οί δυό εβδομάδες θια πλιήν ενός. Καί αυ πού είχε νά τή δη ό Τζόε τός ό ένας ήταν ό θίρυλι Μτίκ του είχαν φανή σάν δυο κός Τζόε Ντίικ ό δαιμόνιας ολόκληροι ντέ αιώνες. Γ Γ αυτό τεκτιβ καί διάσημος κακουρ τώρα που τό τραίνο άλοένα γοκυνηγός, τπού ταξίδευε ϊγκατάπινε τά χιλιόμετρα ^ έ κόγνιτο μέσα στο Γαλάζιο νοιωθε πολύ ευτυχισμένος. Έςπτίρές στο Σάν ΦραντζΤΚάθε ώρα πού περνούσε τον σκο. Ό Τζόε Ντ'ίκ κάπνιζε έφερνε καί πιο κοντά στην α ένα άκρ ιβό πούρο υστέρα α γαπημένη του. Δεν υπήρχε πό ένα υττήροχο δείπνο στο όμορφο κορίτσι στη γή! βαγκόν ρεστωράν, καί θαύμα πιο "Επρεπε γΓ αυτό τό λόγο ζε μιέσα άττό τό κρύσταλλο νά παντρευτούν όσο γινόταν τό τοπίο πού διεσχιζε ρέ τα πιο_ γρήγορο. χύτητα εκατό χιλιομέτρων παψνικά όλες τούτες οί η μεγάλη αμαξοστοιχία. Ή ό)μορφές σκέψεις πού έκανε ταν πραγματικά -μια θαυράθρυμματίστηκαν. Είχε την σια βραδυά καί όλα είχαν αΐσθηΐσι πώς έγινε σεισμός. πάρει ένα απαλό άσημένιο Τό τραίνο τραντάχτηκε^ σά γράμμα κάτω άπό τό φως τού νά τό σταμάτησε απότομα φεγγαριού. Στο Σαν Φραντζί το χέρι ένός γίγαντα. Τινά σκο τον περίίίμενε ή Λύντια χτηκε άπό τή θέσι πού κα Τήρεν, τό πιο όίμορφο κορί θόταν κΓ έπεσε. Τό άκρ ιβό τσι τού κάσιμου, ή γλυκέιά πούρο έφυγε άπό τά χέρια άρραβωνιαστιικιά του. *Ύστε του. "Ακούσε θόρυβο άπό ρα άπό την περιπέτεια πού γυαλικά πού θρυμματίζονταν είχε ρΐέ την συμμορία τού γύρω του καί στ* αυτιά του "Αλαν Μπρούκς (*), ή Λύν έφτασαν ξεφωνητά γυναικών τια, ή τραγουδίστρια με τήιν καί άνδρών. "Ετρεξε ποός τό άοιστερο παράθυρο. Με έ (*) Διάβασε τό προηγούμενο να βλέρρια πού έρριξε προς τεύχος τού «Τζόε Ντίικ»» μέ τον τίΐτλθ;«Ή έτοδίκησις των γκάνγκστειρ». τά έξω άντελήφθη πώς κά
Ο
1& τι πρωτοφανές ,εΤχε συμβή). Τό τραίνο είχε άφησε ι την ευθεΐα των σιδηροτροχιών κόιϊ είχε μπη ιμέσα σ’ ένα σκοτεινό δάσος προχωρών τας για ένα μικρό διάστημα μέ έλαττωμένη ταχύτητα. ^Υ στερα τό τραίνο σταμάτησε. Τό έξασκημιένο ιμάτι του ξε χώρισε σκιές νά κινούνται μέ σα στο σκοτάδι. Οΐ σκιές κρα τούσαν αυτόματα. Δεν χρειάστηκε πολύ για νά καταλάβη. Τό τραίνο, ά γνωστο μέ ποιό τρόπο, είχε άλλάξει πορε!ί;α καΐί τώρα, σταματούσε μέσα στο έρημό αυτό δάσος, δεχόταν την έπΟθεσι μιας όλόικληρης στρα τιάς γκάνγκστφ. Δέν ήταν ώοα νά κάθεται τώρα νά έξε τάζη, λεπτομέρειες νά βρή τό πώς κοίι τό γιατί;. "Ένα ήταν το γεγονός. "Οτι έπράκειτο γιά μιά σπουδαία και θαύμα αία πρ'οπαραστκευασμόνη πα γίδα. ■Είδε τις σκιές νά πλιησιά ζουν. Φούχτιασε τό πιστόλι πού κρεμόταν στη θήκη, τής μασχάλης του καί ^ ώρμησε προς τήν πόρτα πού βρέθη κε μπροστά του, τήν άνοιξε πήδησε και ρίχτηκε ατό έ δαφος. Έπεσε μέ τήν κοιλιά στο υγρό χώμα και περίιμε νε. ”Ακούσε βήματα πλάι του. Ήταν μιά ομάδα άπό δέκα. "Ενας απ’ αυτούς εί χε φαρτωθή στον ώμό του έ να πολυβόλο. Σύρθηκε σά φί! δι κάτω από τό τραίνο και κρύφτηκε πΐίισω άπό μιά ρό δα. Άπό έκεΐ μπορούσε νά παρακολούθηση, χωρίς νά
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ τον βλέπουν, τούς συμμορί τες. Τούς εΐδε πού έστηρταν τό πολυβόλο, έτοι μους νά ρίξΙουν οπήν πρώτη ύποπτη κίνησι πού θά έβλεπαν. Α ναρρίγησε. Θά ήταν μιά τρόλ λα νά τά βάληι μαζίι τους. Έπρεπε νά βρή κάποιον άλ λο τρόπο άποτελεσματικής δράσεως. Μιά κατά μέτωπο έπίθεσι δέν θά ωφελούσε σέ τίποτα. 01 γκάνγκστεο μέ μιά ριπή θά τόν ξέβγαζαν έκτος μάχης. Τό βλέμμα του άφησε τούς συμμορίτες μέ τό πολυβόλο και διέγραφε ένα βιαστικό τόξο στα γύρω. Ά πό τήν άλλη πλευρά τού τραί νου τά πράγματα ήταν χει ρότερα. Οι άνθοωποι .μέ τά σκεπασμένα πρόσωπα έπρεπε νά εΐναι περισσότεροι άπό έκατό. Σέ μιά στιγμή άκουσ-ε τη βαοειά φωνή πού μι λούσε άπό τό μεγάφωνο ει δοποιώντας τούς έπιβάτες νά μην άντιδράσουν. "Υστερα ακούσε τις υστερικές κραυ γές καί τούς πυροβολισμούς. Τού ήταν εύκολο νά μαντέψη τί συνέβαινε. 01 ληστές άπογό μνωναν τούς έπ ι βάτ ε ς. Ό ντέτεκτιβ έσφιξε τά δον τκχ. 9Ηταν φοβερό γΓ αυτόν νά μένη1 καθηλωμένος στο έ δαφος κάτω άπό τό τραίνο χωρίς νά μπορή νά πρασφέρη βοήθεια στά θύματα. Ό σωφέρ του τελευταίου καμιονιού...
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ του ξαφνι κά πήρε έκεΤνο τό γνώ ριμο χρώμα τού άτσαλιού πού έκανε δσους τό άν
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
τίκρυζαν νά τρέμουν. Ό} Τζόε Ντίικ θά έπαιζε πάλι απόψε κορώνα·—γράμματα τή ζωή του!/ · βάζοντας σ5 εφαρμογή ένα τολμηρό σχέδιο. "Έτσι κΓ άλλοιώς ήταν αδύνατο να ματαίωση τή ληστρική έ* πιίιθεσι. θά έκανε όμως κάτι άλλο, κάτι ίσως καλύτερο. Ανάμεσα στά δέντρα, ξεχώ ρισε τον σκοτεινό όγκο των φορτηγών αυτοκινήτων. ’Άν μπορούσε να τρυπώση, μέσα σ* ένα από αυτά, ίσως ^κατάφερνε νά μάιθη που είχαν τό στέκι τους αυτοί σί σα τανικοί γκάνγκστερ. Με προ φυλάξεις άρχισε νά γλυστράιη κάτω από τό τραίνο. "Οταν έφτασε, στο τελευταίο βαγόνι/ στάθηκε. Με άγρυπνο βλέμ μα ζύγιασε την κατάστασι και ύπελόιγισε τήν άπόστασι πού τόν χώριζε άπό ιμιά πυ κνή συστάδα δέντρων. ’Έπρε πε αυτή ή άπόΐστάσι νά καλυφθή μΐέ δυο μονάχα πηδή ματα σε τρόιτπο πού νά μήν προφτάσουν, καί σε περ^πτω σι ακόμα πού θά τόν έβλε παν οί κακοποιοί, νά τον γα ζώσουν μέ^ τά αυτόματά τους. ” Αν δεν τόν έβλεπαν τόσο τό καλύτερο. Θά κινιάταν σάν φάντασμα ανάμεσα στά δεν τρα καί όλα τά άλλα θά γί νονταν μέ τή σειρά τους. Περίίμενε λίγο. Οί γκάνγκστερ ήταν πολύ άπασχολη μένοι τώρα μέ τή μάχη πού έδιναν μέ τούς φύλακες τής χρηματαποστολής. Αυτή ή ευκαιρία ήταν μοναδική. Πρσ γμοτΓοποίίησε τά δυό πηβήμα τα πού είχε λογαριάσει, Τρυ
π
πωσε ανάμεσα στά δέντρα καί στάθηκε κρατώντας την αναπνοή του. Τίποτα δεν έ γινε! Δεν τόν είχαν άτιληφθήΐ. Ή καρδιά του χτύπη, σε χαρούμενα. Τώρα άρχισε νά ^ προχωρή μέ προφυλάξεις προς τά κα μιόνια. Τά καμιόνια ήταν στη σειρά. Τά ένα πίσω απ’ τό άλλο μέ πρόσωπο προς την κοιλάδα. Κατάλαβε ότι μ αυτή τή σειρά θά ξεκινου σαν όταν τελείωνε ή ληστρι κή έπίίθεσι. Διάλεξε τό τε λευταίο τής σειράς. Ακουμ πισμένος στο βολάν, μέ σκε παρμένο τό πρόσωπο από ενα μαύρο μαντήλι ό σωφέρ εΐχε στρέψει όλη, την προσο χή του προς τό ίμερος του τραίνου. Αυτό άρεσε στον Τζόε Ντίικ. Είχε μέ τό μέρος του τό στοιχείο του αίφνιδι ασμου κΓ αυτό ήταν τό μισό τής έτιτυχίίας. Μέ βήμα γά τας καί σφίγγοντας τό περί στροφο ανάμεσα στά δάχτυ λά του, πλησίασε σκυφτός τό καμιόνι. "Οταν έφτασε στη θέσι του σωφέρ πραγμα ταποίησε ένα απίστευτα κε ραυνοβόλο σάλτο. Μέσα σέ λιγώτερα άπό τρία δεύτερό λεπτά πήδησε στά μαρσπιέ, άνοιξε^ μέ φούρια την πόρ τα καί ρίχτηκε στη ράχη τού σωφέρ σάν τίιγρις. Τό ώπλι σ,μένο χέρι του κινήθηκε σάν αστραπή. Ό συμμορίτης δο κίμασε νά γυρίση μά δεν πρόφτασε. Ή λαβή του πι στολιού του ντέτεκτιβ βρόν ιησε σάν αστροπελέκι στο κρανίο του κΓ άικούστηκε έ-
νοος ξερός κρότος οστών πού σπάνε. Ό γικόονγκιστερ βόγγη(σε ύπακωφα κΓ έγειρε προς τά εμπρός. Τον άρπα ξε πριν πόση: καί τον τράβη ξε έξω άίπό τα αυτοκίνητο. Τον έσυρε πίσω αϊτό μια συστάδα θάμνων καί τάν ά φησε. ’Άν είχε καιρό εκεί μέ σα στο σκοτάδι, θά έκανε μιά δουλειά πού ήταν ένα απλό παιχνιδάκι γά τον Τζόε Ντίικ. Με τις πλαστικές ουσί ες που είχε πάντα μαζί του θά άλλαζε ιμέσα σέ λίγα λε πτά τό πρόσωπό του κι3 από τή -μιά στιγμή στην άλλη 6ά έπαιρνε τή μορφή του σω ψέρ συμμορίτη. 5Αλλά δεν είχε καιρό. "Αρπαξε τό κα πέίλίλο του καί τράβηξε1 τό μαύρο μαντήλι πού σκέπαζε τό πρόσωπό του. Φόρεσε τό καπέλλα στο κεφάλα καί τό μαύρο μαντήλι στο πρόσωπο κι5 έτρεξε στο αυτοκίνητο. Ευτυχώς πού πρόλαβε. Λίγο άκόμα καί θά ήταν πολύ άρ γά. Δεν είχε καλά—καλά κα θήισει στη θέσι του· σωφέρ, όταν φάνηκαν τρέιχον τ ας προς τό αυτοκίνητο μερικοί από τούς συμμορίτες^ Ό έ νας απ' αυτούς κρατούσε μιά μεγάλη βαλίίτσα πού φαινό ταν αρκετά βαρειά. — Ή δουλειά τελείωσε φί να, Πέρσυ!, τού φώναξε έ-; κείνος μιέ τή βαλίτσα. 3Από; εδώ καί πέρα όλοι θά ζούμε^ σάν μ αχαραγ ιάδες! Ό Τζόε Ντίικ κατάλαβε ό τι ό Πέρσυ ήταν τό όνομα τού σωφέρ. Κούνησε τό κεφά λι έπ (δοκιμαστικά καί είπε προσπαθώντας νά άλίλάξη
τή φωνή του. — Τούς κανονίσαμε χαρά!.
μιά
Παιχνίδι μέ τό θάνατο...
φ ΣΤΕΡΑ από λίγα λε πτά τά φορτηγά αυτο κίνητα ξεκίνησαν φορτω μένα μιέ τούς συμμορίτες καί τά κλοπιμαία. Ό Τζόε Ντίκ ακολούθησε τελευταίος στη σειρά οδηγώντας τό ά)^άξι μέ σα στο όποΐο τοποθετ ήθηκαν οι βαλίτσες μέ τά κόσμημα τα καί τά πορτοφόλια των ε πιβατών του Γαλάζιου Έξ-
ι0 ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ δέχτηκε κατάστηθα μιά ριπή πολυβόλου καί κλονίστηκε.
πρές. Στο πϋσκο μέρος τού αυτοκινήτου είχαν έπιβιβα σθή καί δέκα άτπό τούς γκάν γκίστερ. Δίπλα στον ντέτεκτιβ καθόταν ένας μεγαλόσω μος άντρας. Είχε σκεπασμέ νο κΓ αυτός όπως κΓ οί άλ λο^ τό πρόσωπό του μ3 ένα μαύρο μαντήλι. ’Ήταν πολύ φλύαρος κΓ όλο μιλούσε για τήν «έπιχείρησι». — Τί τά θές!:/ είπε. Τ’ άφεντικό είναι ατσίδα σέ κάτι τέτοιας! Ό Μάϊκλ Κέρτις μπορεί νά είναι κουτσός, έ χει όμως μυαλό πού δουλεύει σάν ξυράφ ι! Ό Τζόε Ντίκ άναισκίρτησε. Αυτό τό όνομα Μάϊκλ Κέρτις κάπου τό είχε ξανα κούσει. Τούτη τή στιγμή ό μως 5έν μπορούσε νά θυμηθή πού ακρί'βώς. Σημείωσε αυ τό τό όνομα στο μυαλό του καί δέν μίίλησε. Φαινόταν προ σ ηλωμένος στήν σδήγησι τού αυτοκινήτου καί άπέφυγε νά μιλήση. Σέ άλλες περιπτώ σες γινόταν κι3 αυτός φλύ αρος άν τό καλούαε ή περίατασι. "Ήξερε νά άλλάζη, ό χι μονάχα τό πρόσωπό του άλλα καί νά μιμήται στήν εντέλεια τήν φωνή εκείνων πού υπεδόε,το. Τώρα όμως οέ μπορούσε νά μιμηθή μιά φωνή που δέν εΐχε ακούσει. Γιατί όταν ό σωφέρ δέχτηκε τήν ξαφνική έπί’θεσί του δέν πρόφτασε νά βγάλη λέξι. —^ Μή μου πής. Πέρσις ότι τό αφεντικό δέν έχει μυα λό σάν ξυράφι!, συνέχισε ό άλλος. Ποιος θά μπορούσε νά σικεφτή καί νά οργάνωση ένα τέτοιο κόλπο; Κανείς! Μονάχα ό Μάϊκλ Κέρτις ξέ ρει 'νά καττεβάζη Ιδέες πού
20
φέρνουν πολλά λεφτά! "Όταν μάς πρωτ'οεκανε κουβέντα γι'* αυτή τή δουλειά, ολοι είπαμε πώς είχε τρ.ελλαθή ξαφνικά. "Υστερα όμως σςγά—σιγά μπήκαμε στο νό ημα. ",Αλλες δυο τέτοιες 6ου λείες νά σκαρώσουμε και λίύ σαμε τό προίβλημα. Έγώ του λάχιστο ιθά την αράξω στο Μεξικό μέ τό καρότσι μου και θά περάσω ζωή χαρισάμενη·. Σταμάτησε νά μιλάη κΥ έβγαλε τό πακέτο του μέ τά τσιγάρα. Ό Τζόε εΡιΡ'-ζε μιά γοργή ματιά προς τό μέρος του. Τά πράγματα πήγαι ναν καλά ως έδω. Είχαν δια σχίσει την κοιλάδα πράγμα το ποιώντας ένα μεγάλο κύ κλο και τώρα τά αυτοκίνητα είχαν πάρει κατεύθυνσι προς τή Νέα Ύόιρικη. Ή φωλιά τής συμμορίας λοιπόν βρισκόταν έκεΐ. Είχαν περάσει τά με σάνυχτα ικάΐ τό φεγγάρι εί χε χαθη. "Ολα τά γύιρω εί χαν βαυιτηχθή στο σκοτάδι. Θά χρειάζονταν τρεΐς τουλά χιστόν ακόμα ώρες νά φτά σουν στ ή Νέα Ύόρκη. ’Άν δεν τον υποψιάζονταν ώς τό τέλος θά κέρδιζε τό παιχνίδι. — Πάρε τσιγάρο, Πέρσυ! Ό ντέτεκτιβ άπλωσε τό 5εξί του χέρι κάί πήρε τσι γάρο ενώ ;μέ τό άλλο κρα τούσε τό βολάν. ^— Μα τί διάολο έπαθες, Πήρσυ; έκανε ξαφνιασμένος ό συμμορίτης πού καθόταν 6ι πλα του. Τί τή φοράς ακόμα αυτή τή μαύρη, μουτσούνα; ζέχασες τί. μάς είπε τό άφ-εν τικό; Ή μουτσούνα ήταν μ ο
ΤΟ ΑίΝϋΓΜΑ νάχα για την ώρα πού βρι σκόμαστε κοντά στο τραίνο. Ό Τζόε ιΝτίικ ένοιωσε τήν καρδιά του έτοΐιμη νά στόμα τήση. Ό συμμορίτης είχε βγάλει πραγματικά το μαύρο μαντήλι πού τού σκέπαζε τό πρόσωπο. "Επρεπε φυσικά νά εχη βγάλει κι5 αυτός τό δικό του. Αλλά τότε θά άναποδογύριζαν όλα τά σχέδιά του. .Παρακολουθώντας τά άλλα αυτοκίνητα ήταν άίγαυ ρος πώς θά έφτανε στη φω λιά τής συμμορίας, “Ύστερα θά ευρισκε έναν τρόπο νά τό σκάση καί μ5 ένα τηλεφώνη μα στον φίλο του τον άστυνο μικό επιθεωρητή Λέμυ Τόρενσον άλα θά έπαιρναν αί σιο τέλος. Οί αστυνομικό! θά μπλοκάριζαν τή φωλιά των συμμοριτών ικα# οι φυλακές θά γέμιζαν άπό καθάρματα. "Ομως νά πού τώρα ήταν υ πό χρεωμένος νά δείξηι τό π,ρο σωπό του. Αέν έκανε καμμιά κίνησι. * Ηταν σά νά μήν α κούσε. Τό αύτοκίίνηΓΓΟ ταΕί' δευε τώρα σ’ ένα στενό βρό μο πλάι σέ }μ ιά βαθειά καί απότομη χαράδρα. "Ενας κα κός χειρισμός καί όλόκληρ© τά αμάξι θά κατρακυλούσε στο γκρεμό. Είδε όμως άτι αυτό δεν τον συνέφερε. — Βγάλε λοιπόν αυτή τή μαύρη, μουτσούνα άπό τά μούτρα σου, Πέρσυ!,, ξαναεΐπε ό συμμορίτης. Δεν τή βαρέθηκες «ακόμα; Κι3 έπειδή ό ιντέτεκτιβ καί πάλι δεν φάνηκε νά άκούη, εκείνος άπλωσε τό χέρ ι του καί τράβηξε τό μαύρο ιμκχν-
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
τηλι ώπο το πρόσωπό του!. Ό Τζόε Ντίκ τότε κατάλαβε πως δλα είχαν τελειώσει. Πά τησε τό φρένο και τό αμάξι σταμάτησε. Την Τδια στιγμή ό συμμορίτης μέ τό μαντήλι στο χέρι γούρλωσε τά μα τια του αλτ ικρυζαντας τό πρό σωπό του. —Ποιος 6ιάολος είσαι έσυ; μούγγρισε ικΓ έφερε τό χέρι στην τσέπη του νά πιά ση τό πιστόλι του. Γιατί έσύ βέβαια δέν είσαι ό Πέρσυ! Σ-ί/γουρα πρέπει νά είσαι κα νένας σπιούνος τής άστυνοιμίσς. Ή γροθιά του ντέτεκτιβ κινήθηκε γοργά. Είδε τό πι στόλι νά άστ ράφτη στά χέ ρια του συμμορίτη κΓ έσκυ ψε. Ακούστηκε ένας πυροβο λισμός. Την Τδια στιγμή ή γροθιά του τινάχτηκε σαν Α στροπελέκι κι* έπεσε βαρειά άνάμεσα στά δυο φρύδια του συμμορίτη. Ό συμμορίτης έγειρε προς τά πίσω ούρλια ζοντας άπό τον πόνο. Ό Τζόε Ντΐικ με μιά λαβή Ζίου—ΖΓτσου έκανε τά δάχτυλά του που κρατούσαν τό πιστόλι νά παραλύσουν. Τό πιστόλι έπεσε στά πόδια του. Αλλά ό γκίάνγκστερ Αφρίζοντας άπό λύσσα ικατάφερε νά απο φυγή μιά δεύτερη γροθιά. 'Ώρμησε κι3 αγκάλιασε τόν ντέτεκτιβ. — 3Εδώ παιδιά!, φώναξε γυρίζοντας προς το πί/σω μέ ρος του αυτοκινήτου πού βρί σκονταν οί άλλοι σμμμορΐ τες. 3Εδώ παιδιά! 3 Αλλά 6έν ήταν άνάγκη
21 νά φωνάξη γιά νά τρέξουν νά τόν βοη'θηοουν. Οί συμμο ρίτες ξαφνιασμένοι άπό τό άπότομο σταράτημα του αυτό κινητού είχαν πηδήσει κΓ δλας έξω άπό αυτό κι* έτρε χαν προς τό μέρος του σωφερ. Είδαν τούς δυο άντρες νά παλεύουν και σάστισαν. Δέν ίμπρρούσαν νά καταλά βουν Υί' συμβαίνει. Ό ντέτεικΓΓί'β καθώς πάλευε νά |εφυ γη άπό τη θανάσιμη περιπτυ ξι του συμμορίτη τους είχε γυρίσει τή ράχη του. Δέν εί δαν τό πρόσωπό του. Νόμι σαν πώς ό σωφέρ ό Πέρσυ-— ό Τζόε φορούσε τή ρεπούμπλικα του Πέρσυ—είχε πια στη μέ τόν συμμορίτη γιά κάποιον άγνωστο λόγο. ^ Αέν μπορούσαν να φανταστούν τί συνέ'βαινε πραγματικά. —Ντροπή, παιδιά, νά μα λώνετε!, φώναξαν μερικοί. Ντροπή! Ό σΜμμρρζτης πού^ κρα τούσε τόν ντέτεκτιβ άνοιξε τό στόμα του κάτι νά πή.Μά ό Τζόε Ντίκ καταβάλλοντας μιά απεγνωσμένη1 προσπά θεια ξεφυγε και τίναξε τή γροθιά του προς τά έ μπρος. Ή γροθιά βρόντησε σά σι δερένιο σφυρί στο σαγόνι του γκάνγκστερ καί ό γκάνγκίστερ έφτυσε αίμα καί δον τια. Ακολούθησε ένα άγριο λάκίτισμα στο στομάχι καί ό συμμορίτης διπλώθηκε στά δυο καί σωριάστηκε. *Όλα αυτά έγιναν μέσα σέ διάστη μα λιγώτερο άπό δυο δευτε ρόλεπτα. Οί άλλοι συμμορί τες σαστισμένοι δέν είχαν
22 ττροψτοοοιει νά έπέμδουν. Ό ντΙ^τεκτ ι·β κ ινήίθηκε γοργά. 5 Επρεπε νά γΐλίυστιρήση πριν άνπλη,φβοϋν την άλήθεια. "Α νοιξε την αντίθετη! πόρτα και πήδησε άπό: τό αυτοκίνητο. Πίσω του ακούστηκαν κραυ γές : — Πιάστε τον! Δεν είναι ό Πέρσυ! Είδε γλώσσες φωτιάς μέ σα στό σκοτάδι καί άκουσε έχιπυιρσοκρατήσεις. "Παν κιυνή γούσαν και πυροβολούσαν έναντίον του. "Ετρεχε. Τρέχσν ~ας στεκόταν κάθε τόσο καί άντ (πυροβολούσε. Οί σφαίρες σφύριζαν σαν φάδια δεξιά κι5 αριστερά. Γύρισε καί ξαναπιυ ροβόλησε. Τό χέρι του στα θερό σηιμάδεοε καί τό δάχτο λο του πίεζε τη σκανδάλη·. Είδε δυο άπό τους συρμρρατες νά κυλιούνται στο χώμα. Ξοίφνικά όμως ακούστηκε μιά ριπή. Ένοιωσε τις σφαίρες νά χτυπούν απάνω του. Τραν τάχτηκε κι5 αίσθάνθηκε ενα δυνατό πόνο στο στ ήθος. Τά χαρακτηριστικά του συίσπάστηικαν κι’ έγειρε προς τά πίισω. ΊΊίσω του ήταν ή χαρά 5ρα. "Εβγαλε ιμιά κραυγή άτελπισίαις καιί δοκίμασε νά ξαναβρή την ισορροπία του. 5Αλλά δεν τά κατάφερε. Κλο νίιστηΐκε καί κατρακύλησε στο βάραθρο. Η καταπληκτική εΥδησις...I I
I ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ σε έκτ οίκτε ς έκδόσε ι ς κ αί μέ χτυπητούς τίτλους ανέγραφαν την καταπλη,κτίκώ
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
τερη «ληστεία του αίώνος» όπως άπακαλαύσαν την γκάν γχστερική έπίίθεσι έναντίον του Γαλάζιου Εξπρές. «Ή ταχεία άμαξοστοιχία Νέας Ύόρκης—'Σάν Φραντζΐ σκο, έγραφαν οί εφημερίδες ήτο πλήρης επιβατών καί ε πί πλέον μετέφερε ποσόν 8.000;000 δολλαρίίων εις χαρ τονομίσματα άπ οστ ελλοίμενα έικ του κεντρικού τής Νάσισ ναλ Μπάγκ εις τά ύποκατα στήματά της του "Αγιου Φραντζίίσκοο. Τά χρήματα αύ τά περιήιλθον εις χείιρας τών γκάνγκστερ οί οποίοι έπέβαι νον οκτώ φορτηγών αυτοκινη των. Έξ άλλου έληΐστεύθηκαν δλοι οί έπιιβάτες τής άμσξο στοιχίας. 5Απτό πρόχειρους υπολογισμούς τά τιμαλφή καί τά χρήματα τά όποΐα αναι ρέθηκαν άπό τους έπιβόπες του Γαλάζιου Εξπρές άντιτφοσωπεύουν τό ποσόν τών ί 0.000.000 δολλαρίων. Πολ λοί άπό τό προσωπικόν τής αμαξοστοιχίας, όλοι οί άνδρες οι όποιοι συνόδευαν την χρη /ματαποστολή τής τραπεζης καί αρκετοί έπιιβάτες έφονεύ θη'σο:ν άπό τίς σφαίρες τών άπα ίσ ι ων κ ακούργων. Αρκ ε τοί άνδρες καί πολλά γυναι κόπαιδα έξ άλλου· ύπέστ,ησαν νευρική κιρίίσι ίκαΓι μιε,τεφέρθη σαν ήδη προς νοσηλείαν εις δι.αφόίροάς κλι νικάς. "Ολοι διηγούνται |μέ παραστατικές λεπτομέρειες την γκιανγκστερική έπίιθεσι. Οί ληΐσταί διά νά μή άναγνωρ ισθσύν είχαν σκεπαρμένα τά πρόσωπά των μέ ιμαύρα μαντήλια.
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
»Τό καταπληκτ ικώτερον ό λων όμως είναι ό τρόπος ;μέ τον ^όποιον ο-ί άγνωστοι σρμ μορΐτες επέτυχαν να ακίνητο ττο ι ήσουν το τραίνο·. Παρα άλεύρως τής κυρίας σιδηρο δρομικής γραμμής ευιάίισκεται τό δάσος ιμέ τους κοαταρρα κέτες. Οί γκάνγικστερ υποχρέ ωσαν την αμαξοστοιχία νά στραφή καί νά είσέλθη, εις το δάσος διά ΐμ^ιάς άλλαγής ^ών σιδηροτροχιών εις τό ση μεΐον αυτό. Άντέστρεψαν δη, •λαδή εις αρκετόν μήκος τήν ευθείαν σιδηροδρομικήν γραμ μην καί τοπιοθετήισαντες νεσς σιδηροτροχιάς αι όττοΐαι εψειρον εις τό δάσος επέτυχαν την πραγματοπαίήσιν τής λη· στείας. Τό Γαλάζιο Εξπρές ταξίδευεν μέ ταχύτητα 100 περιττού χιλιομέτρων εύρεθέν απροόπτους προ τής δημιουρ γηθείσης υπό τών κακοποι ών καμπής;, εστριψεν αίφντδιως, ετσήίλθεν εις τό δάσος καί σταμάτησε εις άπόιστασιν πεντακοσίΐων περίπου μέ τοων άπό τής δημοσίας όδαυ. Εις τό ερημικόν αυτό ιμέοος ο; γικάνγκιστερ ήδυνήθηκαν νά «εργαστούν» μίέ την ησυχία τους χωρίς, κανείς νά τους εμποδίιση καί νά αναχωρήσουν μέ τα φορτηγά καμιόνια των ανενόχλητοι συναποκοι μάζον τας καί τήν έκ τής θρασυτά της ληστείας λείαν των. Αι όστυναμικαί άρχαί πρίέπει νά κινητοποιηθούν τό ταχύτερον διότι τοΊαΰτα έγκλημα τα δέν πρέπει νά μένουν έπί μακρόν ατιμώρητα. Έάν ή ά ιμερικανική άστυνομίια δέν ε
23
πιτυχή νά ανακαλυψη κάί συλλαβή τους δράστες τής γκανγκστεριικής αυτής ένφ· γειας υπάρχει φάβας υστέρα άπό λί-γο- νά γίνουμε ,ιμάρτυ ιρες παροιμαίας φυσεως λη στειών.» καί φόνων έντός αυ τής ταυτής τής Νέας Ύόρ>κ:ης». *0 Τζόε Ντίκ εξαφανίζεται...
ΙΝΣΠΕΚΤΟΡ Λέίμυ Τόρενσον ά ,τέστρεψε
Ο
κατάκοπος στο γρα φείο του τήν άλλη μέρα τό ήράδυ. Είχε πάει ό ίδιος μέ τους πιο έξυπνους ντέτεκτιβ τής υπηρεσίας του στον τό πο όπου είχε διαπραχθή ή ληστεία του Γαλάζιου Εξ πρές. Εκεί υπήρχαν άκόμια ιμερικά πτώματα συμμοριτών άπό έικείνους πού είχαν θερίσει -μέ τις σφαίρες τών αυτομάτων τους οί φύλακες συνοδοί τής χρη| ματ αποστο λής. Κανένας όμως άπό αυ τούς -δέν ήταν σεσημασμένος. 'Όλο-ι ήταν άγνωστα γιά τήν άστυνοιμία πρόσωπα. — Ό αρχηγός αυτής τής συμμορίας,, (μουρμούρισε ό Τόρενσον, πήρε πολλά μέρ τρα προνΡίιας. Πρώτα—-πρώ τα κανείς άπό όλους αυτούς δέν είχε μαζί του ταυτότη τα ή άλλα χαρτιά που νά άποδ ε ικνύσυν τ ήν τ αυτ ό|τητ ά του. ”Επειτα χρησιμοποίησε άγνωστα σ’ εμάς πρόσωπα. Κι’ αυτό γιατί είχε υπ’ σψιν του ότι ή «έπιχείρησι» θά εί χε καί τούς νεκρούς της. Δέν ήθελε λοιπόν νά άναγνοψι-
24
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
στούν οι νεαροί συμ μρρΤτες τό συγκεκριμένο δεν μπόρε του, γιατί έτσι υπήρχε φό σε νά μάθη. Κανείς δεν ή^βος ρωτώντας καί ερευνών ταν εις θέσιν νά δώση μια τας νά βρούμε τά ίχνη του,. πληροφορία, ένα σοβαρότατοι Οι ειδικοί συνεκέντ,ρωσαν χεΐο πού θά βοηθούσε τήν άτούς κάλυκες των σφαιρών στυνομία στήν άνακαλυψι πού είχαν πεταχτή κατά τη τών δραστών. διάρκεια^ τής ληστείας άπό — Αυτή ή ληστεία είναι τις «άννες των πιστολιων τής άπό τις χειρότερες δουλειές συμμορίας. Κάπου βρήκαν πού έχω συναντήσει στήν πετάμενο κΓ ένα καπέλλα. σταδιοδρομία μου ώς αστυ Επίσης κράτησαν καί δλα νομικού!, γκρίνιαξε. Φαίνε τά ιμαυρα μαντήλια ττου βρε ται δτι πίσω άπ’ δλα αυτά θηκαν στα πιρόίσωττα των νε υπάρχει ένας σατανικός νους. κρών συμμοριτών. Γύρισε άργά τό βράδυ κα — "Ισως μάθουμε άττο τάκοπος στο γραφείο τουποιό κατάστημα έχει άγοραΌ νούς του ήταν στον Τζόε στή τό μαύρο ύφασμα πού Ντίικ. Μονάχα τούτος 6 οαι χρηισιιμοποί/ηισαν για τις μου ιμόνιος ντέτεκτιβ θά μπορού τσουνες τους αυτά τά καθάρ σε νά τά βγάλη> πέρα* μ5 αυ; ιματα!, άναστέναξε ό ίνσπε- τόν τον σατανικό νού. Τού κτορ. Νά γίνηι μιά σχετική είχε τηλεφωνήσει νωρίς τό έρευνα. άπόγευμα σπίίτι του. 5Αλλά Δεκάδες άστυνομ ικοί ξεπο ό Τζόε Ντίικ δεν ήταν έκεΐ. δαριάστηκαν αλη, τήν ή/μέρα Ιού φάνηκε μάλιστα κάπως διασχίζοντας άπό τη μιά ά περίεργο πού ό φίλος του κρη στην άλλη τη Νέα Ύντέτεκτιβ δεν είχε κάνει τήν σρκιη ικα)ί ρωτώντας σ’ ολα έμφάνισί1 του στον τόπο τής τά καταστήματα. Τίποτα δεν ληστείας, άφοΰ ή γκανγκστε «ατάφεραν νά μάθουν. ρική αυτή έπίθεσι είχε γίνει — Πολλές άγοράζουν ^μαυ γνωστή δχι μονάχα στη Νέα Ύόρκη, αλλά στον κόσμο όρα τώρα τελευταία, είπαν στους άστυνομ ικούς ο! έμπο λόκληρο, άπό τά τηλεγραφή ροι. °Ύστερα άΐτό τον πό ματα καί τής έκτακτες έκδό Είχε λεμο δλες σχεδόν οί γυναίκες σεις τών εφημερίδων. άπόψε φορουν μαύρα γιατί οί πιο τήν έλπΐδα λοιπόν πολλές οικογένειες τών Η πώς θά τον εύρισκε σπίτι. νωμένων Πολιτειών πενθούν "Εκανε ένα καινούργιο τηιλε τούς δικούς τους πού χάθη φώνημα. Αλλά καί πάλι οέν καν στον Ειρηνικό καί στην πήρε άπάντησι. Κανείς δέν βρισκόταν έκεΐ νά σηκώσηι Ευρώπη. Ό Τόρενσσν άνέκρινε σ* τό άκουστικό1. αυτά τό μεταξύ δλους τούς — Ό Τζόε Ντίκ έξαΦανί έπιβάτες καί τό προσωπικό στηκε!, μουρμούρισε. Αυτό τής άμαξσστοιχίσς. Τίποτα μου φαίνεται πολύ ποοράξε -
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
νο. Ό Τζόε δίνει πάντοτε το παρόν σ’ άλες Τις σοβαρές υποθέσεις. Αυτή ή έξαφάνισι του δέν μου αρέσει... Ό Ρούντυ εξηγεί ττώς τον... δείρανε!
ΡΟΥΝΤΥ λ Μπάθ, χ ό κρεμανταλάς βοηθάς, το ϋ ντέιτ εκτ ι β Τζό ε Ντίκ, υστέρα από εικοσιτε τράωρο ιατρική περίθαλψη σηκώθηκε άπό το κρεββάτι του νοσοκομείου, δπου είχε μ,εταψερθή μετά τήν συμπλο κή πού είχε στο σιδηραδρο μακό σταθμό του Βορρά ^μέ τον άνθρωπο πού φορούσε τό κόκκινο παπί γιον. ^Τό άλογ'ίΐσιο μουτ,ρο του είχε γί νει πολύ περισσότερο άπό κάθε άλλη, φορά άστεΐο. Ή μεγάλη μύτη του ήταν πρτ^ σμένη κΓ είχε πάρει τό χρω μα τής μελιτζάνας. Τά μά τια του είχαν γίνει μπλε ρα ρέν άπό τις γροθιές πού είχε δεχτή. Τρία δόντια άπό^τήν ψεύτικη ,μασέλλα του έλει παν άπό τη θέίσι τους. Τό αριστερό μάγουλό του ήταν σάν τούμπανο καί γενικώς είχε απερίγραπτα χάλια. Παρ’ άλα τά χάλια του όμως αυτά ό Ρούντυ Μπάθ ό μακρυπόίδης δεν τοβαζε κάτω. Μιλούσε μίέ υπερηφάνεια για τό... ξύλο που έφαγε. Οί άδελφές νοσοκόμος τον άκου γαν ιμέ ανοιχτό τό στό|μ<χ. — Τού δίνω μία, έλεγε, καί τόνκολλάω στον άπιέναντι τοίχο. Τρέχω καί τόν αρ πάζω καί τού δίνω τη δεύτε ρη, Άρχισε νά κλαίη. Άλλα
Ο
25 εγώ είμαι σκληρός άντρας καί δέν ιμέ συγκ ινούν τά δά κρυα. Τού ντρεσσάρω μιά «κλωτσιά στο καλάμι κΓ άρ χισε νά χορεύη μάμπο! Τότε τού ρίχνομαι στά γεμάτα. Δέν πρόφταινε νά Τις μετράη όσο πού έπεσε στη μέση ό κόσμος καί τόν πήρε άπό τά χέρια μου. — Καί υστέρα; ρώτησε μ ι ά κοκκ ι νομ άλλα νοσοκόμα. — Ύστερα έμενα με φέ ρανε σηκωτό έδώ μέ τό φο ρείο. Αυτόν θά τόν πήγανε στο νεκροτομείο. ^Κουτσαίναντας καί βογγώντας άπό τούς πόνους πού αισθανόταν σ’ όλο τό κορμί·-, βγήκε σέρνοντας τά πόδια άπό τό νοσοκομείο ό Ρούντυ. Σταμάτησε ένα ταξί κΓ έ δωσε τή διεύθυνσι τού σπι τιού του Τζόε Ντίκ. *Ηταν άέβαιος άτι ό ντέτεκτιά θ’ ανησυχούσε γΓ αυτήν την άνεξήγη,τη άπουσίσ του. ^Ε πρεπε λοιπόν νά δώση, τό παρών γιά νά τόν καθησυχάση. Άλλα ό Τζόε Ντίκ δέν ήταν σπΙίτι. Θά τόν περί ιμενε λοιπόν. Γιά νά μή πή γαινε όμως χαμένος ό καιρός του ό κρεμανταλάς! Ρούντυ άρχισε μιά πολύ γνώριμη σ’ αυτόν δουλειά. "Εβαλε τό ήλεκτριικό μπρίκι στην πρίζα κάί ζέστανε νερό. "Υστερα ξάπλωσε στο ντιβάνι καί άρχισε τής κσφτές κομπρέσ σες. "Ετσι υπήρχε ελπίδα νά ξαναβρή τό άλογίισιο μούτρο του καί τή χαμένη γοητεία. Είχε μετρήσει^ τετρακόσιες πενήντα τρεΐς κομπρέσσες
26
όταν θυμήθηκε ξαφνικά πώς ό Τζόε Ντίικ ταξίδευε για τό Σαν Φραντζΐσκο, —* Είμαι... είμαι πολύ η λίθιος !, είπε μονολογώντας. Αφού εγώ ό ίδιος τον συνώ δεψα ατό σταθμό χτές.ίΠήρε τό Γαλάζιο Εξπρές τών 4 καί 15' για τον "Αγιο Φραγ ■κίσκο καί ό Τζόε δεν πράκει ταιι φυσικά νά γυρίίση, έδώ. Φαί/νεται δτι αυτός ό γορίλλας με τό κόικΙκ ινο παπιγιόν μου έδωσε κορμιά πιο γερή άπδ τις άλλες ατό κεφάλι κΓ έπαβα ά(μνηισία. Ό Τζόε σέ λίγες ώρες θά βρίσκεται κον τά ατό κορίτσι του. Θά βάλω ίμερικές καμπτρέσσες ακόμα καί υστέρα του δίνω. Εκείνη τή στιγμή άκριβώς χτύπησε τό τηλέφωνο. Ό Ροοντο άφησε στη .μέση, τή δουλειά του καί σηκώθη κε άπό το ντιβάνι. Πήρε το άκουίστικό κΓ άπδ τήν άλλη άκρη του σύρματος άκούστη κε μια άγρια φωνή. — Έττί τέλους !, εΐΐτε ή φωνή τού Τόρενσον. Είχα πι στέψει πώς πεθάνατε άλοι ε κεί μέσα! "Έκανα μέχρι τώ ρα δέκα τηλεφωνήματα καί κανείς δεν έδινε άπάντησι. Έσύ είσαι, Ρούντυ; Δώσε μου τον Τζόε! -— Ό Τζόε δεν είναι έδώ 'έπιβεωρητά!, άπάντησε ό Ρούντυ. Ό αρχηγός ,μαυ τα ξιδευει τώρα γιά τό Σάν Φραντζΐσκο. Έφυγε χτες τ’ απόγευμα μέ τό Γαλάζιο^ Εξπρές νά συνάντηση, τό κο ,ρίιτσι του τήν Λύντια Τόρεν!
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
5 Ακούστηικε ένας βροχή %άς. — Μέ τό Γαλάζιο Εξ πρές; — Μάλιστα. — Καί δεν ανησυχείς, η λίθιε; Ό κρεμανταλάς γούρλωσε τά μάτια. — Γιοττί κύριε έπιθεοορητά; — Γιατΐ, ηλίθιε δεν δια βάζεις έψ:ημερίδα; Δεν έμα θες άκόιμα άτι πριν τριανταεξη ώρες ,μιά συμμορία γκάν γκιστερ σταμάτησε στό^ δά σος μέ τούς καταρράκτες ιό Εξπρές καί τό λήστεψε σκοτώνοντας πολλούς άπό τούς έπιβάτες; Τ* άφετικό σου έχει νά δώση σημεία ζωής ά πό χτές! Σ ίίγουρα τδν άνεγνώρισαν, τον άπτήγαγαν καί τον σκότωσαν! — Παναγιά μου!, £εφώνησε ό Ρούντυ. Αέν μπόρεσα νά διαιβάσω εφημερίδα, κυ ριε ίναπέκτορ. Τά μάτια μου ξέρετε.... Κάποιον έδειρα... —Αέν θά γυνής ποτέ ντε τεκτιβ!, μούγγρισε ό έπιθε ωρητής κΓ έκλεισε τη γραμ μή; Ό Ρούντυ ξαναγύρισε κου τσαίνοντας στο ντ ιβάνι του. Αέν υπήρχε γι5 αυτόν πιο α γαπητό πρόσωπο στον κόσμο άπό τον Τζόε Ντίκ. Ή πλη ροφρρία λοιπόν πού τού με τέδωσε ό ίναπέκτορ Τόρεν σον ήταν σάν ένα φοβερό χτύ πημα μέ ρόπαλο στο κεφάλι. 4 0 άστυνομ ι κός έττ ι θεωρ ητή<; είχε μιλήσει μέ τάση βέβαιο τητα, ώστε δέν τού έμενε
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
27
ΚΜΜΒ ΡΜΗΜΒ
*η&*
ΗΗ :·:·χ·:·:ν.νχ.;.:.ί:··.·:·>.;.·ϊ.ν.ν)
ίΜΙΜΝ ,ν.ν. ·>.·λ;
.ν.ν·ν·:·;·
11111
|(1|ρΐ|β ΙϋΙΙΙϋϋ.
£«&! ϋϋ·
.ν.ν.
ΒΜι
&0 Τζόε Ντϊκ κατ έφερε Ενα δυνατό χτύπημα μέ τή λαβή του τπστοστολιοΰ του στο κρανίο του κακούργου.
τπά καιμμιά άμφιβολί.α δτι ό θρυλικός ντέτεκτιβ ήταν νε κρός. Τό άργακ/ίίνηγτο μυαλό του δούλεψε πολύ γοργά αυ τή τή φορά και ή φαντασία του φούντοοσε. Τά πρησμένα μότπα του δάκρυσαν καθώς έβλεπε ζωντανές μπροστά του τις εικόνες των μαρτυρί ων που υπέφε,ρε ό Τζόε πριν πεθάνη. Γιατι δεν είχε καμιμιά άμφιβολία δτι οι κακ,ουρ γοι πριν σκοτώσουν τον θρυ λικό ντέτεκτιό τον βοοσάνιοαν φριχτά. Ξαφνικά όμως τά δακρυσ,μέ να - μάτια ^του γούρλωσαν. Ή πόρτα τού δωματίου άνοιξή καί στο κατώφλι φάνηκε ό
Τζόε Ντίΐκ! Ό Ρούντυ δοκ,ί μασε νά σηκωτή. ’Αλλά δεν τά κατάφερε. -ανάπεσε στο ντίβανι καί λιποθύμησε για τί αυτός ό κρεμανταλάς μαίθηττευόμενος ντέτεκτιβ φοβό ταν πολύ τά φαντάσματα. ΤΈνα σκυλί σώζει τον Τζόε Ντίκ
ΚΑΙ οί συμμορίτες ό μως πού εΐδαν τον Τζόε Ντίκ νά γαζώνε ται άπό τις σφαίρες των πο λυβάλων των καί νά γκρεμί ζεται στή βαθειά χαράδρα άν τόν έβλεπαν τώρα θά νό ,μιζαν πώς είχαν μπροστά τους ένα φάντασμα γιατί δέν
θά μπορούσαν νά πιστέψουν δτι υστέρα άηιο όλα αυτά ό ντέτεκτιβ μπορούσε νά είναι ζωντανός. Και δμως έτσι εί χαν τά πράγματα. Ό Τζόε Ντικ δεν είχε πείθανε ι κάΐ δεν ήταν καθόλου φάντασμα. Ο! σφαίρες άπ’ τίς ριπές του πολυβόλου που τον πέτυ χαν στο στήθος σκόνταψαν και γλύστρησαν πάνω στο αλεξίσφαιρο θώρακα που φο ροΰσε παντα κάτω άπό τό πουκά,μισό του ό Τζόε Ντικ. 5Η άλήθεια είναι πώς αίσθάν θηκε ένα δυνατό τράνταγμα κι3 έχασε την Ισορροπία του. Πέφτοντας στον γκρεμό πί στεψε για μια στιγμή πώς δλα είχαν^ τελειώσει. Καθώς κατρακυλούσε, τό κεφάλι του σκόνταψε σ' ένα δέντρο κι* έχασε τις αισθήσεις του. Αυ τό τό δέντρο δμως του έσωσε τή ζωή. Τον συγκρότησε άπ' την τττώσι κι3 έτσι δεν έφτα σε στο βάραθρο πού έχασκε κάτω άπό τά ποδιά του. Οί γκάνγκστερ βέβαιοι πια δτι ό ντέτεκτπβ είχε με ταβληίθή σ3^ ένα σωρό ^ άπό άμορφες σάρκες καί κόκκος λσ δεν άσχολήθηκαν πια μ' αύτόν καί συνέχισαν^ την πο ρείαν τους άκολουθώντας τά άλλα αυτοκίνητα. Ό Τζόε Ντικ δμως δέν εΤχε πεθάνει. "Αργησε ώς^τόσο νά ξαα ναβρή τις αίσθήσεις του. "Ό ταν συνήλθε ό ήλιος βρισκό ταν ψηλά. "Ενοιωθε ένα δυ νατό πόνο στο κεφάλι. Τό κορμί του ήταν μουδιασμένο. Κατανικώντας τον πόνο καί τό μουδιααμα κατάφε,ρε νά
συρθή προς ένα μονοπάπ που υπήρχε στην πλαγιά του γκρεμοί). Έκεΐ στάθηκε για τί κατάλαβε πώς" οι δυνάμεις του τον άφηναν. Κατά τό με σημέρι είδε νάρχεται προς τό μέρος του ένα σκυλί Τό σκυλί άρχισε νά γαβγίζη κ,Γ ένας κυνηγός φάνηκε κυττάζο-ντας στο φρύδι του γκρε μοί). Είδε τον ντέτεκτιβ και κατάφερε κινδυνεύοντας κι5 ό ίδιος νά τσακιστή νά φτάση κοντά του. Τον βοήθησε νά περπατήση κι* υστέρα άπό λΐίγο τον ώδήγησε στο σπίτι του που βρισκόταν διακόσια μέτρα πιο εκεί. Ό κυνηιγός κι3 ή γυναίκα του τον περιποιήίθηκαν και υστέρα αητό με ρίκες ώρες 6 Τζόε ΝτΙκ είχε ξαναβρή τΙς δυνάμεις του. Ή άδάμαστη θέλησίι του εί χε νικήσει καί πάλι. Τό βρά δυ ένα περαστικό σύτακινη το τόν μετέφερε στη Νέα Ύόρκη. "Εφτασε Αργά στο σπίτι του οπού είδε τον Ρούν τυ νά πέφτη... λιπόθυμος. Ό
Ρούντυ
είναι ντέτεκτιβ! Π Ρ ΩΤΗ δούλε ι ά του ήταν νά τόν ^ συνεφέρη. 67Υστερα καθώς ό Ρουν τυ του περιέγραφε τή σκηνή τής συμπλοκής έξω άπό τόν τηλεφωνικό θάλαμο, αυτός ερριξε μια βιαστική ματιά στις έφημερίδες πού περιέ γραφαν τήν γκάνγκστερ ική ε πιδρομή έναντίον του Γαλά ζ*ου Εξπρές. Απότομα δμως σταμάτησε νά διαβάζη; καίι άνασήκωσε τό κεφάλι.
Η
ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
—ιΓΊώς το είπες αυτό; ρώτησε τον βοηθό του. -ανα πόστο και πάλι! — Σου είπα πώς^ μόλις; τό τραίνο ξεκίνησε πήγα νά ί ηλεφωνήσω όταν Τάρενσον δπως «μου εΐχες δώσει εντο λή,. Την ϊδια στιγμή είδα ο•μκος κάποιον νά μπαίνη, μέ σα .και νά κλε'ί/νη την πόρτα. ,Μέ είχε προλάβει. "Έδωσα τόπο τής οργής καί περίίμενα. "Αλλά στο τέλος έχασα την υπομονή μου καί άρχισε τό ξύλο. Νά σου πώ την α λήθεια, Τζόε, δεν μού φάνη κε καί τόσο πολύ εντάξει αυτός ό παπιγιονάκιας. * Η ταν ένα μούτρο. — "Ακόυσες που τηιλιεψίο* νουκτε; ρώτησε μέ ξαφνικό ενδιαφέρον ό ντέτεκτιβ. — Δεν ακόυσα πού τηλε φωνούσε. "Αλλά ακόυσα τι πάνω κάτω έλεγε. "Έλεγε δη λαδή πώς τό τραίνο ξεκίνη σε μέ δυο (μεγάλα κιβώτια καί πώς αυτά τά δύο κιβώ τια προστάτευαν οκτώ αυτό ιματα καί ισάριθμα γκόλτ. Μπερδεμένα πράγματα δηλα 6ή. Τά μάτια του Τζόε Ντίκ τρεμιόπαιζαν. Μιά υπόνοια πέρασε άπό τό μυαλό του. Ζήτησε άπό τόν Ρούντυ νά του περιγραφή, τά χαρακτη ριστικά αυτού τού ανθρώπου καί τόν ακούσε μέ προσοχή,, -αφνικά ό Ρούντυ έκανε μια στράκα μέ τά δάχτυλά του στον άέρα. — Γιά κύτταξε!, είπε. Κόντευα νά ξεχάσω τό κοριώτερο! "Οταν... όταν τό έαει
ρα κάί μέ βάλανε στο φο ρείο γιά νά μέ πάνε στό νο σοκομεία, ένας άπό τους πε ριέργους πού είχαν μαζευτή καί παρακολουθούσαν τή συμ πλοκή έτρεξε καί μέ πρόφτα σε. «Τό πορτοφόλι σας, κύ ριε, μου είπε, σάς έπεσε. Τό βρήκα έξω άπό τόν τηλεφωνι κό θάλόμο». Πήρα τό πορτοφόλι καί τό έβαλα μηχανικά στήν τσέπη μου, "Υστερα όμως άνακάλυ ψα πώς είχα δυό παρτοφό; λια. Τό πορτοφόλι πού μού είχαν δώσει δεν ήταν τό δικό μου ήταν έκείίνου μέ τό κόκ κινο παπί γιον. ;— "Έξοχα!, γρύλλισε 6 ντέτεκτιβ. Πού είναι τό πορ τοφάλι; — Τό... πέταξα! Ό Τζόε Ντίκ ευχαρίστως θά έπνιγε αυτή τή στιγμή τόν κρεμανταλά Ρούντυ αλ λά συγκροτήθηκε. ^— Τό πέταξες; ρώτησε μέ άγωνία. ^— Ναί. Πέταξα τό πορτο φόλι, αλλά κράτησα τά χαρ τιά καί τά χρήματα πού ορή κα μέσα σ’ αυτό:. Τό πορτο φόλι ήταν κουρελιασμένο γε μάτο λίγδες κάί τό συχάθή ΚΟ. — Που είναι τά χαρτιά; Ό Ρούντυ άρχισε νά ψάχνε ται. Τό πρόσωπό του είχε πά ρει μιά κωμική έκψρασι. — Διάβολε, έκανε. Ό Τζόε (Ντίικ περίίμενε μέ αγωνία. — Πού τά έβαλες; τόν ρώ τησε. — Θυμάμαι πώς τά τυλι-
30
ξα όλα μέσα σ" ένα μαντήλι καί τό μαντήλι... ναι-, θυμάμαι πώς κάπου τό έβαλα, μά δεν ξέρω που. Μέ κόπο πολύ κρατήθηκε ό ντέτεκτιβ νά /μη τον άρπάξη άπό τό λαιμό. —’ Σ ακκάικ ι δεν φορούσ ε ς ; τόν ρώτησε. — Σακκάκι... ά ί, ναι, έ χεις δίκιο! Στο σακκάκι έβα λα τό μαντήλι. — Γιατί δεν τό φοράς; Ό Ροόντυ άρχισε νά ψάχνη στο δωμάτιο. Γιατί δεν τό φορούσε; Τί είδους άμινησία ήταν αυτή πού τον είχε πιάσει; «Φαίνεται πώς ό παιπιγιονάκιας θά μούδωσε καμμ ιά άσχημη γροθιά στο κεφάλι κι5 έχασα τή μνήμη, μου», συλ λογίστηκε. — Βγήκες μέ σακκάκι οστό τό νοσοκομείο; προσπάθησε νά τού θυμίιση ό Τζόε Ντίκ. Τώρα ξεκαθάρισε τό μυαλό τού Ροόντυ. — "Έχεις δίΐκιο, έκανε, τό σακκάκι τό ξόχασα στο νοσο καμεΐο. Νά πάω νά τό φέρω; — Καί κάθεσαι άκάμη ηλί θιε !, ούρλιασε έξω φρένων ό ντέτεκτ ι6. ★ * ΊΊερίΙμενε ιμισή ώρα ό Τζάε Ντίικ τό γυρισμό τού Ροόντυ καί τού φαινόταν πώς καθόταν σέ άναμμένα κάρβουνα. Μό λις τον είδε νά μπαίνη, ώρμησε πάνω του με λαχτάρα. — Τό βρήκα!, φώναξε ό Ροόντυ. Μου τό είχε ώυλάξει μιά -νοσοκόμα ή όποια, έοώ πού τά λέμε άψεντικό, ίσως
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
νά μου τό πήρε έπίτηδες γιά νά ιμέ άναγκάση. νά ξαναπάω. Καθώς μιλούσε έβαλε τό χέρι στην εξωτερική τσέπη του σακκακιού το,υ καί τρά βηξε ένα -μαντήλι. Μέσα στο μαντήλι ήταν τυλιγμένα χαρ τιά καί λεφτά. Γ άπλωσε ά* πάνω στο τραπέζι καί 6 ντετεκτιβ άρχισε νά έξετάζη ό λα αυτά τά πράγματα. Υ πήρχαν τρεις φωτογραφίες, ιμ ι ά άστυνομ ική τ αυτοτ ητ α μέ τό άνομα Τζάκ Πέφερ, μιά ταχυδρομική έπιταγή α πό τό Μπόστον κΓ ένα σιημεί ωμα γιά ένα ραντεβού στον «Πράσινο Πιγκουΐνο». Ό Τζάε κράτησε την ταυτότητα καί τό σημείώμα. Ό «Πράσι νος Πιγκουΐνος» ήταν ένα υττα πτο κέντρο τού λιμανιού. "Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό πού τόν έκανε νά κράτηση τό σημείωμα. ?Ηταν κάτι άλλο πιο σημαντικό. Τό σημείώμα είχε μιά υπογραφή ύπερβολι κά καθαρογραμμένη;: Μάϊκλ Κέρτις. Τούτο τό άνομα έλε γε πολλά πράγματα. φΗταν τό «άφεντικό» γιά τό όποιο μέ τόσο θαυμασμό μιλούσε ό συμμορίτης πού καθόταν δι-άτλα του όταν είχε πάρει τή θεσι τού σωφέρ των γκάν γκοτερ σ" ένα άπό τά φορ τηγά καμιόνια. — Είσαι ατσίδας, Ρσύντυ! είπε χαμογελώντας. Αύ τό τό ^ ξύλο πού έφαγες στο σταθμό του Βρρρά χτες τό απόγευμα θά μείνη ιστορικά. Γιατί αυτό τό πορτοφόλι πού σου κάνανε δώρο μετά τό ξύ λο ιμπορεΐ νά μάς βάλη στα
ΤΟΥ ΓΑΛΑ210Υ ΤΡΑΙΝΟΥ
ίχνη τής ττιό φοβερής συιμμο ρίας πού γνώρισαν ποτέ οΐ Ηνωμένες Πολιτείες τής Α μερικής! 4 Ο κρεμα·νη αλάς γουρλωσε τά μάτια. — 5 Αλή θ ε ι α; ρώτησε. — Ναιή Ρούντυ. Είσαι με > όλος ντέτ εκτ ι β! —Δεν καταλαβαίνω, Τζόε ! — Δεν πειράζει, Ρούντυ. Θά καταλάβης αργότερα. Προς τό παρόν όμως πρέπει νά κάνω ένα πογωιμένο ντους και νά κοιμηθώ τρεις—τέσ σερις ώρες, γιατί αύριο θά έχουμε δουλειά. Στο καταγώγιο «Π μάσ ινο ς Π ιγκουΐνο ς»
ΗΝ ΑΛΛΗ μέρα είχε πραγι μ απ ικά πολλή δαυ λειά. Συνεργάστηκε με τον ίνσπέκτορα Τορενσαν αντάλλαξαν διάφορες γνώ μες. Δεν του έκανε όμως κου βέντα για τον «Πράσινο Πιγ κουΐνο». Στον «Πράσινο Πιγ κου'ίνο» πήγε μοναχός του τό ίδιο βράδυ ό Τζόε^ Ντίκ. Δεν πήγε φυσικά μέ το άληθινό του πρόσωπο. Είχε το σουλούπι ένας μεσόκοπου κακομούτσουνου άντρα μ' έ να βλέμμα κτηνώδες καί με θυσιμένο. Κανείς δεν θά μπο ρούσε νά τον αναγνώριση.Ή ταν ϊδιος κι* άπαραλλαχτος μέ τον Τζόνυ Σίλφτον, έναν κακοποιό πού είχε συλληφθή πριν μερικές μέρες για φόνο. Μ5 αυτό τό πρόσωπο θά έ μπαινε σ' αυτή τή φίδαφωλιά τον «Πράσινο Πιγκουΐ
Τ
31 νο» καί θά μπορούσε πιο ά νετα νά παρακολούθηση τούς τύπους πού σύχναζαν έκεΤ. Μπορεί άνάμεσα σ5 αυτούς νά ήταν κΓ ό Μάϊκλ Κέρτις. Καθώς μπήκε, προχώρησε κατ’ ευθεία ατό μπάρ. Ό μπάρμαν τόν αναγνώρισε α μέσως. — 'Λλλό, Τζόνυ!, τού είπε γελαστός. Σ5 αφήσανε; — Τόστ ρ ι ψα!, άπαντ ησ ε χαμηλόφωνα αυτός. Δεν πι στεύω νά συχνάζουν στο μα γαζίι σου σπιούνοι. —Τό μαγαζί μου είναι μό νο γιά τά καλά παιδιά, άπάν τησε γελώντας ό μπάρμαν. Οί χαφιέδες καί οι σπιούνοι δεν έχουν καμμιά θέσι έδώ πέ ρα. 5Αλλά... γιά πες μου πώς κατόρθωσες νά τούς φυγής; Οί εφημερίδες δεν έγραψαν τί ποτέ γΓ αυτό τό γεγονος. καί — Δεν τούς συμφέρει, τού απάντησε ό ψευτο- Σ ίίλψτον καί μπροστά στήν έπιμονή τού μπάρμαν κάθησε καί τού διηγήθηκε μέ λίγα λόγια τήν ιστορία τής δραπετεύσεώς του. — Πολύ κορόΐδααυτοί οί αστυνομικόν,, έβγαλε τό συ μπέρασμα ό άλλος. — ΓΓ αυτό σέ ρώτησα μ^ή πως υπάρχει κανένας σπιού νος, τού είπε ό ντέτεκτίβ, για τί πρέπει νά έχω τό νού μου. — Εντάξει, Τζόνυ! /Ό λοι είναι καλά παιδιά. Τί’ θά πάρης; — Είμαι λίγο βιαστικός2, είπε ό ντέτεκτίβ. Ό μπάρμαν .μισόκλεισε
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ τό ιμίΟΓΓΙ.
— ’Άν είσαι τηροσκ αλε σμένος, τοΰ είπε, μπορείς να πέρασης. Πρώτη πόρτα στο βάθος άριστερά. Εκεί είναι τά παιδιά. Ό Τζόε Ντίκ προχώρησε στο βάθος του μαγαζιού. Ή καρδιά του χτυπούσε γοργά. Δρασκέλισε τό κατώφλι τής πόρτας που τοΰ έδειξε ό μπάρμαν καί πέρασε μέσα. * Ητ αν ένας :μ ισοσκότ εινος διάδρομος. Μέ άνάλαψρο βή μα προχώρησε κοιτάζοντας δεξιά κΓ άριστερά κΓ άνέ βήκε μια στενή ξύλινη σκά λα πού έφερνε στο έπάνω πά τωμα. Μιά σκιά διαγρά^ηκε στο βάθος τοΰ διάδρομου ικάί 6 Τζόε σταμάτησε. "Α πέναντι του άπό τις χαραμά 5ες ιμιάς πόρτας έβγαινε ψο>ς. Κατάλαβε πώς εκεί ήταν ή συγκέντρωσις. Ή σκιά ήρθε προς τό μέρος του. Ό ντετεκτιβ σταμάτησε. -— Καθυστέρησες, φίλε!, του είπε ό άνθρωπος πού εί χε φτάσει κΓ σλας κοντά του. " Εχε ις πρόσκληισι; Ό Τζόε Ντίκ ρβαλιε τό^χέ ρι στην τσέπη. "Έβγαλε ένα χαρτίί^ Κάτω άπό ίο χαρτί κρατούσε ένα στυλό. Ό συμ μορί,της έσκυψε νά διαβάση τό χαρτίι. Την ίδια στιγμή ό μως κάτι άστραψε κΓ έσβυσε. μπροστά ατά μάτια του καί σχεδόν άμέσως ένοιωσε κάτι σάν ζάλη;. — Τί είναι αυτό; ρώτησε ξαφνιασμένος. — "Αναισθητικό άέριο!, είπε γελώντας ό άστυνομι -
κός. "Ένα στυλό μέ άναισθη τ:κό αέριο πού ^θά σέ κάντι νά κοιμ,ηθής τρεΐς πάνω—κά τω ώρες σάν άγγελοΰδι, άγάττη μου... "Έσυρε τόν άναίσθη, τ ο συμμορίτη, σέ μια γωνιά τοΰ διαδρόμου κΓ έκεΐ κάτω άπό τό ψώς τοΰ ήλεκτρικοΰ φανα ριοΰ άρχισε μιά πολύ γνώρι μη δουλειά. Καθάρισε τό προ σωπό του άπό Τις πλαστικές ούσίΐες καί στή θέσι τους κι νώντας μεθοδικά τά δάχτυλά του τοποθέτησε νέες. Ό Τζό νυ Σίλφτον δεν υπήρχε πια. Τώρα ό Τζόε Ντίκ άρχισε νά παίρνηι τά χαρακτηριστικά τοΰ άναίισθηττου συΙμμορίΤη, Σέ δυο λεπτά θά ήταν έτοιμος. Μ" αυτά τά χαρακτη ριστικά θά μπορούσε νά μττή στή συγκέντρωσι χωρίς νά τον υποψιαστούν. Τά δαχτυ λά του κινηθηικαν πιο γορ γά. "Απότομα όμως σταμά τησε. Μιά δέσμη, φωτός έπε σε άπάνω του, Τό φως φώτι σε καί τόν άναίάθητο συμ μορίτη. Γύρισε ξαφνιασμέ νος. Είδε τρεις νά τρέμουν προς τό μέρος του. Τιναχτη κε ορθός κοΛ τρέχοντας μπή κε σέ μιά μισάνοιχτη πόρτα που βρήκε μπροστά του, "Ε κλεισε την πόρτα καίί φού* χτιασε τό πιστόλι του. ^Α κούσε πνιχτά γέλια άπό Iξω καί δταν τά γέλια στα μάτησαν άκολούθησε μιά φωνή γεμάτη σαρκασμό, — "Ασκημα έπεσες φί λε!,, είπε ή φωνή. "Όποιος κι5 άν είσαι, θά μετανοιώ* σης σέ λίγο.
33
ΓΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΤΡΑΙΝΟΥ
Τά χαρακτηριστικά του προσώπου του συσπάστηκαν νευρικά. Κι* ή καρδιά ^του βρόντησε έτοιμη να σττάση. Τί νά σήμαιναν τόηςα αυτά τά λόγια· Κότταξε γύρω του. Τό σκοτάδι ήταν πηΐχτό. Δεν εβλεπε τίποτα οΰτε ακούσε κανέναν ύποπτο θόρυβο. Καί ούτε άκόιμα κατάλαβε τί σήμαιναν αυτά πού είπε ό συμμορίτης. Τό πάτωμα χά
θηκε κάτω άπό τά πόδια του κι ένοιωσε νά πέφτη κάτω στό κενό. Δοκίμασε νά πιαστή ά πό κάπου. Μά δεν τά κατάψερε καί τό κορμί του βρόν τησε στο τσιμεντένιο πάτωμα ένός υπογείου. Ό θρυλικός Τζόε Ντίκ ή ταν αιχμάλωτος τή^ συμμο ρίας του Μάΐκλ Κερτις κι5 ένα θαύμα μπορούμε μόνο νά τον σώση...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφεύς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
73Β η Η 9Η ®Β ΒΕ Ε3 ■■ Μ 1
0
3 0 I 3
3
<35
<35
σ* "0 ο β Μ -3 Ο ο η Η Ο' β η' σ* β' < * β> 05 ρ β Η η β * ο β
2 3
<
’5= 3 Π' ^ \Π ο
38
Η
* Ο' β %η ο *-·» β Ρ υΠ
X(*>> 2— §5 ο Τ>
Ο'
=ί Ο'
< β
Μ,
>
χ
<Σ>
ο 5 Ο
β <
Ο ?! , ΟΛ ^ Ο φιΡ 2. ο '-' Η
*
8 3
■
ζ; ο 8 ο ΐ;:!§|3 ■? ϋ 0' ΐ τ 2 β-
3'
^Α°8 %' 1 Λ §" Γη~ 2 ο τ* ΤΕ η*; β ο' X β'Χ ο * ο 2 β -ο < β Ο' ς ο 3 Η ς 3 Ρ> η Ο' * *ί
I, Ο' ι Λ Η ο'
β Ό Ό
05
β
Ο
•0 * 2 α
ό
9
> ΓΠ Φ Ό
ο-
Η
Η Γ·' -Α >· ο
3»; <?
ο Γ* Λ
·,
ο>
η
^ #>
? Η
3
η ο> §3 >τ> Μ Η β> ο σ> ο ο* —I Ν Ο Τ= ΓΠ Π'
Ο' -4 >- {*>
.2" < 5 °
οΊ
Ρ> — > ΓΟ»
■8 ■§
* >>
3Ε»
£
δ
8 Β
1 I 1 I
I I I
I 3
I Μ
I
8Τ8»®32308Κ3»8Β Β® 02Γί5ϊ ®8 βΒ®·®®*®" *·* ο* 3ΕΛΧ* **■ »*»*β*&®
ίί χ Η ο- ο •ο ο Ο 3 Μ £ β' -I ο-| Ζ § . .3» β> Γ-·» > <(% ζ < §5 β> :|> < 3 η·. Η " Ο ο ί Η 9 55 «η « (*)■» 5* ο< Ρϊ * -3' ^ “<; τ: < 3 β, ο Η §* § Ό -4 ’Ρο> <5* Ο
Ο
-Ό
Η Ο Ο
ο
-3>
««■ΜβΒΒϊΟϊί
Ν>
(λ)
ιΠ
Ο'
> Τ> 9
Κ) Κ)
2
> Ε'
«η
Ο
*
Η
*
Η
ζ
I
I
I
|
|
ο
τη
| §
Η Ν
~Ι33Η2!ΙΗΗϋΗ!ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!ΙΙΙΙΙΙΙΙ1ΙΠΙΙΙΙ?
ϊ>»
7^ [>Β
>1 δ > £"Τ= 8 >!5 δ-0
232§9ΠΗΙ8ϋ3Ι1129333ΠΙ!!ΙΒΙ1ΙΙ13Ιϋ1!11ΙΙΙ1’
βΤΟΙΤΟΠΗ
ΙΤΗ ΓΗ
ί ελ/α αοηηρι
ο
Ρ/ΥΑ ΓΗ ΠΖ£ ΓΛ / ιγβ τον
ζ/ν τη~£/ Με χ,ΗΤβΦερεΐ οεν Ρ/Ζβ! ΓΗΪΜΟΖ . .
ηεζ Ηον ποζ ΗΠΟΡΟ ΑΓΑ =ΒΡ°
ΒΓΟ 77 ΘΑΖ9ΖΗ τον ρπαμητη ΣΟΥ
'μρ ζτε/ΑΟΥΜε άΙΑΖΤΗΜΟΤ/ηΟ/Ρ πε η/ποτούζ ε’ ΟΠΟΥΣ
ΤΟΥΣ ηππ-
ζ.
νπτεε, του η/τη τη Η ΗΤΟΙ Λ79 βΡΟΥΙ/ ΟΥΡΗ/ΥΙΟ 345 . Μο νοίΫ Η' ΡΥΤΟ ΥΠΑΡ ΧΕ! ε/ΐτιιζ νρ ετιιζΗ
Χ9ΗΡ
3
Αΐβπ/ζτ$ζβΜε
071 Ο Η/1/ΟΖ μρζ
ΟΥΡΑν/Ο
ζ&τνει.. πτεπει , 1/ή τον ΆΟΜββΡ'
345 3ΒΑΤ γην
ΣΙΣ9Μ £ Μ 6 ΟΥΡΑ
Μ! ΣΤύΜ
μ'Ο 34 & Π ή ινβ Ρ/ιηεΜπει . πή/)/ ενεΡΓειη
ΤΗ ΗΑ2-.
τιηη/νΗ -
ΧΙβ/ΑύεΖ ΜΙΚΡΑ Χ/ΑΖ ΤΗΜ077Α Α ΑΦΗΜΟΥV 77/ΖΡ 7θΜ ΠΟΑ ΜΗ ΤΗ ΖΤΡΟΝ . ΠΟ ΜΙΑ /ΤΑ/Μ $Μ/Η εΡέΥΛΥΑ ,______________ V ΜΑΘΕ 77/10/0 ΠΡ&ΠΠ ΜΑ ΑΗΆΨ6ΡΗ ΤΗ/Υ ΡΟΡ6Μ V Τ9ν εΡΒΥ//9/Ζ Τ9Μ ΚΑΘ&
Τί-Β/Ζ ΜΗ/ΥΒ/- .
.
/ΕΥ/νεχίΖ'όΤΗ/ ■ ■
«νΧ;
5«**ϊ?ίί:* ΜΜ&
;ϋϋ|ρ Μέσα στο χαλύβδινο κλουβί...
ΤΖΟΕ, ΝΤΙΚ ό θρυλιίΐοός ντέτεκτιβ καΐι ατρό μητος καικουργοικυνηγός βρισκόταν σε τραγική θέσι. Είχε φτάσει στο καταφύγιο «Πράσινος Πιγκουΐνος» προσ παθώντας ν’ άνακαλύψη τά ίχνη του «Ικουτσοϋ σατανά» του άρχιγκάγκστερ Μάϊκλ Κέρτις κι* έπεσε, πριν καλά καλά τό άντιληίφθή, σέ μιά
δια!βολική παγίδα άπ3 δπου ήταιν σχεδόν βέβαιο πώς δεν θά κατάφειρνε νά ξεφύγη (*). Φτάνοντας στον «Πράσινο Πιγκουΐνο», έγινε άντιληπτός άπ3 τους συμμορίτες, πράγμα πού τον συνέφερε. Γι3 αυτό, δ ι ασχίζοντας έναν ιμ ι σοσκότ ε ι νο διάδρομο πού υπήρχε στο Γ------- ---
1
■
(*) Διάβασε τό ττροηγούμιενο τεύχος των -ττίεριττετειών τού Τζόε Νίτΐικ ττου εχει τον ΤίΙτλο «Τό Α/Τνιγιμα του Γαλάζιου Τραίνου».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
<3
πίσω μέρος του καταφυγίου αύτού, τρύπωσε σε μια άνοιχμη πόρτα πού βρέθηκε μπροστα του. Την στιγμή όμως ά” κ,ριβώς πού νόμιζε πώς εΐχε ξεγελάσει τούς κακούργους έ γινε κάτι πού έμοιαζε σαν ένα πήδημα προς τον θάνατο. Οί συμμορίτες πού τον κυνηγού σαν έβαλαν σέ κίνηισι ένα μο χλό. Τό πάτωμα τού δωμα τίου μέσα στο όποιο βρισκό ταν ό Τζοε Ντίκ ύπεχώρησε κάτω άπ5 τά πόδια του κι* ό θρυλικός ντέτεκτιβ ένοιωσε νά πάψτηι στο κενό. Ακούσε περιπαίικίτιικά γέλ ι α και κοροϊδευ τικά λόγια καί τό κορμί του βρόντησε βαρεία στο δάπεδο ενός τσιμεντένιου υπογείου. "Υστερα τό πάτωμα ξαναγυρισε στη θέσι του και ,μιά βα ρεία και καταθλιπτικη σιωπή τον τύλιξε. Καταπνίγοντας τούς πόνους πού τον βασάνι ζαν κστάφερε νά σηκωθη δρ9ός. Τό βλέμμα του προσπά θησε νά ξιεχωρίση; τις διαστά σεις τού ύπογε’ίου αυτού τά φου ιμέσα στον όποΐο βρέθηκε τόσο ξαφνικά αιχμάλωτος άλ λα δέ μπόρεσε. Τό σκοτάδι όταν πηιχτό. "Άναψε τό φανά ρι του. Άρχισε νά έξετάζη τά τοιχώματα τού υπογείου. 15Η ταν άπό χάλυβα και πουθενά δέ μπορούσε νά ξεχωρίση κα νένα άνοιγμα. Βρισκόταν φυ λακισμένος σ’ ένα σιδερένιο κλουβί πού ήταν μέσα στη γη. Και όμως κάπου έπρεπε νά ύπάρχη ,μιά πόρτα. Χτύπησε σέ διάφορα σημεία τού τοίχου προσπαθώντας νά μαντέψη ά
Η ΑΚΤΙΝΑ
πό τον όχο τίί βρισκόταν πίσω άπό τό χάλυβα. Ή διαπίστωσι όμως πού έκανε όταν άποκαρδιωτική. Πίσω άπό τον τοΐ χο ακούσε ένα παράξενο θό ρυβο, κάτι1 σάν βουητό ενός καταρράχτη;. Μπερδεμένοι μέ τό βουητό αυτό άκούγονταν ρυθμικοί πνιχτοί κρότοι σάν κάποιο ισχυρό μηχάνημα νά δούλευε κάπου εκεί κοντά. Μιά υπόνοια πέρασε άπ* τό μυαλό του και άναρρίγη'σε. Ό «Πράσινος Πιγκουΐνος» βρι σκόταν κοντά στη θάλασσα. Τούτο τό υπόγειο λοιπόν έ πρεπε νά είναι· πλάι στη θά λασσα. "Ίσως καί κάτω άπ" την επιφάνεια της. Οί συμμο ρίτες είχαν βάλει σέ κίνησι κάποιο μηχάνημα, μιά άναρρο Φητικη άντλί'α κατά πάσαν πι θανότητα. Καί αυτή η άναρροφητικη αντλία θά άρχιζε ύστερα άπό λίίγο νά στελνη, άπό κάποιο άνοιγμα, πού τώ ρα προς τό παρόν, δέν φαινό ταν, καταρράχτες θαλασσινού νερού. Τού προετοίμαζαν1 ένα φριχτό θάνατο. Θά τον έπνι γαν μέσα στο σιδερένιο αυτό κλουβί1. Θρόμβοι παγωμένου ιδοώτα άνάβλυσαν οπό μέτω πό του. Καί ξαφνικά έγινε αυτό πού εΐχε μαντέψει. Ασ κούσε ένα μεταλλικό ξερό κρό το. "Ύστερα, άπό ένα άνοιγ μα πού σχηματίστηκε στη δε ξιά πλευρά τού τοίχου, τρία μέτρα πάνω άπό τό κεφάλι του, είδε έναν καταρράχτη νε ρού νά πέφτη. μέ πάταγο μέ σα στο δωμάτιο. Ήταν χαμέ νος...
Ό Ρούντυ έτοι-μάζβται «νά δείρη πάλι κάποιον...»
| * ΛΥΝΤ1Α ΤΟΡΕΝ (*) |»|| πριν κιαλά - καλά προσ§ γειωθή, το αεροπλάνο ήταν έτοιμη. Μέ το .μικρό σάκ -βσυαγιάζ στο χέρι, βγήκε στήιν πλατφόρμα προσγειώσέ ως κιοοί ,μέ τό βλέμμα της ανα ζήτησε τον Τζαε^ Ντίκ.^ Πριν ιμπή στο άεροπλάνο του είχε στείλει ένα τηλεγράφημα από τό Σαν Φίραντζίσκο. «Έμαθα απτό έττιθεωρητήν Τόρενσον πε ριπέτειαν σου εις Γαλάζιο Έξ τηρές. "Ανησυχώ διό: την υγεί αν σου. "Αναχωρώ αυθημερόν διά Νέιαν Ύόρκην. Αύντια». "Ανάμεσα σέ κείνους πού πε ρί,μεναν τούς ταξιδιώτες δε β|ρισκιόταν ό ντετεκτιβ. Ή Λύντια ένοιωσε την καρδιά της νά χτυπάη βιαστικά και τρομαγμένα όταν είδε μόνο τον κρεμανταλά βοηθό του Τζόε τόν Ρούντυ Μπάθ ιμέ δε μένο μάτι νά κουνάη την τε ράστια χερούκλα του και νά τή χαιρετάη (*). Γιατί ό Τζόε δεν ήρθε νά την ύποδεχθή; (*) 4Η Λύντια Τρρεν, όπως ξέ ρουν οί άναγνώστες μας, είναι τό «κορίτσι» του Τζόε Νιτίικ, μια ό μορφη. κιαΐ γλυκεία κοπέλλα, με τήν όποια ό ντέτεκιτι<6 είναι άρρσδωνιασμένος. Οι δύο νέοι άγαιτιούνται φίλογερά και πρόκειται 'νά παντρευτούν. Ή Λύντια έχει τή μελωδικότερη φωνή τού κόσμου και εΐιναι ένα αϊτό τα πιο σπου δαία αστέρια του μουσικού θεότρου.
Μιά φαβειρη ανησυχία τήν κυρίεψε. — Που είναι ό Τζόε, Ρούν τυ; ρώτησε τον κρεμανταλά όταν έφτασε κοντά του άνοίγσντας ιμέ δυσκολία δρόμο άνάμεσα στον κόσμο. Γ ιατΐ δέν ήρθε; Συνέβη τίποτα; Είναι τραυματισμένος μήπως; Μή πως μσϋ κρύβεις τίίποτα,Ρουν τυ; Ό Ρούντυ άνασήκωσε τούς ώμους μπροστά στη βροχή αυτή τών ερωτήσεων. —- Μέχρι χτες τό βράδυ ή ταν έν τάξει!, απάντησε. "Α πό χτές^τό βράδυ όμως έως σήμερα ένας Θεός μονάχα ξέ ρει σέ τί κατάστασι βρίσκε ται. "Έφυγε χτες καί δεν ξαναγύρισε. Θσχη φασαρίες φαί νεται ,μέ τόν Μάϊικλ. Κέρτις. — Ποιος είναι αυτός ό Κέρ τις, ρώτησε τό κορίτσι όονήσυχα. — "Ενας σπουδαίος τύ πος ! " Ενας γικάγκστερ. άλφαάλφα! Αυτός πού σκάρωσε τήν έπιδροιμή στο Γαλάζιο Τραίνο. Ό Τζόε. τό έχει βάλει πείσμα νά τόν σβερκώση. καί θά τόν... σβερκώσουμε όπωσ(*) 'Ο Ρούντυ Μπάθ, δπως ξέ ρουν οί τακτικοί άναγνώσιτες μας, εΐναι ένας κωμικός τύπος μέ τε ράστια κανιά, άλογίΐσιο μούτρο καί χοντρούς μυωπικούς φακούς στα μάτια που .κάνει διαρκώς γκάφες καί στις συμπλοκές πού έχει κάθε τόσο μέ τούς κακοποιούς βγ'α.ίινει νικητής... άλλα παραμορ φωμένος άπό τό ξύλο πού τρώει. Παρ' όλα αύτά όμως ό κρεμανταλάς Ρούντυ τά καταφέρνει, πάντα νά βρίΐσκη τήν ...άκρη: καί οί κακούρ γοι δρίσκουν τόν μάστορά τους!
6
δήποτε."Οσο γι’ αυτό να είσαι βέβαιη. Τον βλέπεις αυτό τό λευκοπλάστη και τα τσιρότα που έχω στα μούτρα μου; Πρόρεξες τή μύτη μου πού έ χει γίνει σαν μελιτζάνα; Παρατήρησες τό δεξιός μάτι -μου πού έχει γίνει ιμπλέ— - σιέλ; "Ε! Λοιπόν δλα αυτά έξαρίγυρώθηκαν ιμέ ίμια πολύτιμη πλη, ροφορίία. "Εβαλα έγώ, θυσιά ζοντας τή γοητείά μου, άλα τά δυνατά μου καί ψάρεψα α πό τό πορτοφόλι εκείνου πού με έδειρε την πολύτιμη πληρο ψορία. Καί άπό χτες τό βρά δυ ό Τζόε ξεΚίνηίσε να τελείω ση τή δούλειά. Δεν υπάρχει ρμως κανένας λόγος να καθό μαστε έδω. Πάμε σπίτι να σου πώ την ιστορία. Έν πρώτοις τό τηλεγράφημά που έ στειλες σήμερα τό πρωΐ δεν τό ελαβε ό Τζόε γιατιί, όπως σου είπα, απουσιάζει από χτες το βράδυ. Τό^ έλαβα ό μως έγώ κι’ είναι τό Τ5ιο..; Ή Λύντια τον άκουγε νά μι λάη, "Ασκημα προαισθήματα την βασάνιζαν. Εκείνος μι λούσε κι1 έκείνη προχωρούσε άμίλητη πλάϊ του. Βγήκαν α πό την πλατφόρμα, διέσχισαν την έσωτεριίκή πλατεία ^τού άε ροδρρμίου καί προχώρησαν προς τή λεωφόρο, άναζητώνταζ ταξιί. ζαφνικά ^αμως^ ό Ρουντυ σταμάτησε νά^ μ ιλάην Τό έίνα του μάτι, έκεΐνο που ήταν κάπως λιγώτερο πρησμέ νο άπό τό άλλο, γούρλωσε καί καρφώθηκε σ’ ένα σηιμεΐο του δρόμου. — Νάτος!, είπε. — Ποιος; ρώτησε με άπο,ρίοο ή Δόντια.
Η ΑΚΤΙΝΑ
— Ό άνθρωπος μέ τό κοκ κινο παπιγιόν(*) ! Αυτός πού ·μ’ έδειρε προχτές στο σταθμό τού Βορρά. "Α! τού τη τή φορά δεν μού γλυτώνει θά τον... ξαναδείρωI Ή Λυντια τον έπιασε αητό τό χέρι· καί τον συγκράτηρε. — ΕΤσαι ηλίθιος, ^Ρούντυ! ’Άν πρόκειται νά τον ξαναδείίρης όπως τόν... έδειρες καί τήν πρώτηι φορά, καλύτερα νά λε)ίπη τέτοιο δάρσιμο. Θά σού στραπατσάρη καί τό άλ λο μάτι. — "Αφησε με νά τού ρι χτώ! , μούγγρισε ό κρεμαντα λάς χωρίς νά σαλεύη. από τή θέσι του. Μη μέ κρατάς! ^ Α πόψε θά φάμε τά μουστάκια μας! Ή κοπέλλα, παρ3 άλη τή στενοχώρια πού ένοιωθε για τήιν απουσία τού Τζόε, ^ δεν μίπρριείσε νά ιμή χαμογελάση. "Ηξερε πόσο φιγουρατζής ή ταν ό Ρούντυ. Τόιν άφησε λοι πόν γιατί ήταν βεβάία πώς δεν επρόκειτο καί πάλ,ι νά σα λέ'ψηι άπό τή θέσι του. Πρα γματικά είχε μαντέψει σωστά. Ό Ρούντυ δεν σάλεψε, έξυ σε όμως τή μεγάλη* μύτη του. Αυτό ήταν σημάδι πως στο μυαλό του είχε φυτρώσει μιά καινούργια ιδέα. — 0ά σού κάνω τό χατήρι, Λυντια!, είπε. Δεν θά τόν ξαναδείιρω. Αλλά θά κάνου με κάτι καλύτερο, θά τόν πα ρ ακολουθήσουμε. Ό άνθρω (*) Διάβασε τό ττόοιΠιυόύιιεινο τευ χας τοΟ Τζόε Νιτίικι μέ τόιν τίίτΛΙο «Τό Αΐνιγυυα του Γαίλάζιου Τροτίίνου».
1
Τόν ΟΛΕΘΡΟΥ
ΐ;ί:«ϋ>ίί; £ΐί'ίχ&!
λ;.·.·.
ϋρ ,ν.ν.ν.ν •.•.ν.ν.ν. ,.ν,ν.νΛ
— ψηλά τά χέρια!, διέταξε ό ΡοΟντυ.
πος μέ τό κόκικιν-ο παπί γιον είναι σίγουρα μέλος τής συμ μορίας του Μάϊκλ Κέρτις. Σ5 αώτου του άνθρώπου τό πορτοφόλι· ψάρεψα την πολύ τιμη πληροφορία. ’Άν λοιπόν είναι σωστό αυτό πού σκέ πτομα-ι, αυτός μπορεί νά μάς όδηγήιση στο ιμιέρος πού βρί σκεται τό αφεντικό1 του. Θα τόν παρακολουθήσουμε μια ώ ρα, δυο ώρες, ολόκληρα μερό νυχτα και ολόκληρα χρόνια α κόμα ! Άλλα στο τέλος θά πε τύχοιρε αυτό πού ^θέλουμε. Θά μάς πάη στον Μάϊκλ Κέρ· τις καί, άφου ό Τζόε έχει πάει κι’ αυτός νά συνάντηση τόν Μάϊκλ Κέρτις, θά βρούμε και τόν Τζόε έκεΐ. Έξυσε πάλι τη μύτη, του
ένω μέ τό μάτι παρακολουθουσε τόν άνθρωπο μέ τό κόκκινο παπιγιόν. Σταμάτησε για μιά στιγμή νά μιλάη και υστέρα άπό λίγο πράσθεαε: — Γιαττί πρέπει νά σου πώ την ιδέα μου, Λύντια. Μιά καί ό Τζόε δεν φανερώθηκε άπό χτες τό βράδυ, δυο πράγματα πρέπει νά συμβαίνουν. *Ή νά βρίσκεται σέ κίνδυνο η νά τά χη κι5 δλας τινάξει άπό μερι κά μολύβια πού θά του κόλλη σαν στο στομάχι οί συμμορί τες. Ή κοπέλλα χλόμιασε. — Ρούντυ!, τόν μάλλωσε. — Την ιδέα μου λέω!, α πάντησε άναστενάζοντας αυ τός. Άλλα δεν υπάρχει τώρα λόγος νά χασομεράμε). Νάτος
I
(μπαίνει σ’ ένα τοοξίίι. Θά τον πάρουμε τό κατόπι. ■Πραγιματ ικά ό άνθρωπος μέ τό παπυγιόν είχε ιμπτή σ’ ένα ταξί». Ό Ρούντυ σταμάτησε Ινα άλλο πού έρχόΐταν προς τό μέρος του. Παρέσυρε τρα βώντας άπό τό χέρι τή Δόν τια μέσα στο αυτοκίνηιτο και διέταξε τόν σωψερ μιλώντας μ5 έναν τιρόπο επίσημο. — Μην άφήνης αυτό τό τα ξί άπό τά «μάτια σου, σωφέρ!, εΐπε. θά έχης ένα γερό πουρ μπουάρ άν τά καταφέρης νά μη μάς μυριστη πώς τόν πα ρακολουθούμε.. —- Έν τάξει κύριε!, απάν τησε ό σωφέρ.
χε σύλλαβει κάποιο σχέδιο. Αυτό τό σχέδιο ήταν φαινομενι κα άτραγμοτ αποίητο. "Αν υ πήρχε κάποιος οπόν όποΐο νά εκμυστηρευόταν τούτη τή στι γμή αυτό τό σχέδιο ό Τζόε Ντίικ, αυτός ό κάποιος θά τόν περνούσε σίγουρα για τρελλό καί θά γέλουσε μέ τήν καρ διά του. ’Αλλά ό θρυλικός ντε τεκΓπβ 5εν άλλαζε γνώμη. Για τι δ,τι για τούς κοινούς άνθρώ πους φαινόταν έικ πρώτης 6ψεως άκαττόρθωτο για τόν Τζόε Ντίικ ήταν δύσκολο φυσι κά, άλλά ρχ ι καΐΐ έντελώς α πραγματοποίητο. Πολλές φο ρές είχε βάλει μπροστά πολύ πιο τρελλά σχέδια άπ' αυτό. Κάί πολλές φορές αυτά τά τρελλά σχέδια υπήρξαν ή σω "Ενα σάλτο τηΐρίία του. προς την άνυπαρξία... Τό νερό άνέβαινιε ολοένα Ο ΝΕΡΟ κατέβαινε μέ καί περισσότερο. ^Αρχισε νά μ ιάν άπερίγραπτή φού κολυμπάη. 71 Ηταν δεινός κο ρια. Ό Τζόε Ντίκ κυτ~ λύμίβητής 6 Τζόε Ντίικ, άλλά τάξε ιμέ μάτια γεμάτα άπελπι σέ τούτες τίς ^πιό κρίσιμες σία τό άνοιγμα άπό δπου έ στιγμές τής ζωής του αυτό πεφταν μέσα στο σιδερένιο δέν ωφελούσε σέ τίποτα. ΆκλουβΓι της φυλακής του οί κα νασήκωσε τό πέτο ταυ σακταρράχτες του νερού. Μ5 ενα κακιοιύ του καί άπό μιά μυστι σύντομο λογαριασμό πού έκα κή τσέπη πού υπήρχε έκεΐ έ νε έβγαλε τό συμπέρασμα βγαλε μιά ροζ άμπούλα άπό πώς αυτό τό υπόγειο θά πλημ πλαστική ύληι. Τούτη ή άμ μύριζε ασφυκτικά σ' ένα διά πούλα περιείχε συμπεπυκνωστηιμα μικρότερο άπό ενα τέ μένο οξυγόνο ιμέ τό όποΐο άταρτο· τήζ ώρας. Τό^νερό είχε κίνδυνα καί σέ περίπτωσι άφτάσει κι όλας στους αστρα νάγκης θά μπορούσαν νά τρο γάλους του. "Υστερα άπό με φοδοτηίθούν οί πνεύμονες για ρικά λεπτά σκέπαζε τά γόνα δέκαι λεπτά. Κράτησε^ τήν άμ τά του. Μέ γοργές κινήσεις έ πούλα ανάμεσα στά δόντια βγαλε την άδιάβρόχη φόρμα του καί κολυμπώντας πάντα του κατασκευασμένη! άπό μιά πλησίασε τό τετράγωνο άνοι λεπτή άλλά ισχυρή πλαστική γμα άπ5 όπου έρχόταν τό νε ύλη δικής του έφευρέσεως και ρό πού γέμιζίε τό υπόγειο. Τό την φόρεσε. Τό μυαλό του εΤ- ύψος τού νερού είχε ξεπειρά-
Τ
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
σει τώρα τά τρία μέτρα και ό Τζόε Ντιικ ττού κολυμπούσε στην επιφάνεια του βρισκόταν ακριβώς; άπίέναντι άτπ" αυτό τό τετράγωνο άνοιγμα. Μονά χα από εκεί όταν δυνατό να προέλθη ή σωτηιρία. Πλησία σε τό άνοιγμα. *Εκανε ύστερα μερικούς υπολογισμούς καί όριζοντίωσε τό σώμα του. 9 Η ταν έτοιμος. Πήρε -μια βαθειά αναπνοή καί τά δόντια του θρυμμάτισαν την αμπούλα. "Έκλεισε τό στόμα καί ρέ τά γέρια τεντωμένα ^πρός τά εμ πρός τίναξε τό λαστιχένιο κορμί1 του καί -μπήκε μέσα στο άνοιγμα. Βάζοντας σέ κί νησί καί την τελευταία Τνα του κορμιού του άρχισε νά κο λυμπάη, αντίθετα πιρός τό ρεύ μα του νερού. Τό ρεύμα ήταν όρμητικό κι" ό άγώνας ένανΥί'ον του ήταν ένας άγώνας υπε ράνθρωπος. "Ήξερε ^βμως ό Τζόε Ντίκ δτι δεν υπήρχε άλ λος δρόιμος άπό αυτόν. Τό νε,ρό ήταν θαλάσσιο. ΕΤχε λο° γοριάοει λοιπόν· δτι άπό τη θάλασσα έρχόταν αυτός κα ταρράκτης. Κατά συνέπεια αάτό τό τουννελ -μέσα στο ό ποιο κολυμπούσε τώρα έπρε πε νά φτάνη στη θάλασσα. Έκέι ήταν ή σωτηρία. Ό ά γριος χείμαρρος πού έρχόταν όμως άπό τή θάλασσα δυσκό λευε τις κινήσεις του. Τό σκο τεινό τουννελ, μια διακλάδωσι παλιάς υπονόρου, δεν ήταν έξ άλλου καβόλου ευρύχωρο γιά ενα κολυμβητή. "Αλλά ή άδάμαστη θέλησι του Τζόε Ντίκ; 6έν λύγισε. Γλυοτρουσε σαν χέλι άντίθετα τηρός τό ρεύμα κάί όλοένα, δπως λογά
9
ριαζε, πλησίαζε πρός την έξο δο. Πόίσο όμως άπεχε αυτή ή έξοδος; "Εκείνο που τον τρό μαζε ήταν ό φόβος του οξυγό νου. Ή έλάχιίστη καθυστέρησι πέρα άπό δέκα λεπτά—όση ήταν ή διάρκεια τής άμπουλας— θ^" άποτελαύσε -μιά βεβαίΐα καταδίκη του θρυλικού ντέτεκτιβ εις θάνατον. Είχε την έλπίδα δ(μως δτι ή έξοδος τής υπονόμου δεν θά βρισκό ταν ρακρυά. Τινάζοντας ρυθμι κά τά χέρια καί τά πόδια του ό Τζόε Ντίκ προχωρούσε με τρώντας νοερά τά δευτερόλε πτα που περνούσαν. Ή καρ διά του χτυπούσε· δυνατά κι" ακανόνιστα. "Άρχισε κι" δλας νά καταλαβαίνη πώς οι δυνά μεις του άρχΐσν νά τον άψήνουν. "Ένοιωθε πόνο στο στή θος του. Αυτό έσήραινε πώς τό οξυγόνο τελείωνε. “Ύστερα άπό μερικά λεπτά άκόρα τά πράγματα- χειροτέρεψαν. Σκο τεινές ιδέες τον βασάνιζαν κι" ό φόΐβος πώς θά λιποθυμούσε καί θά χάση τίς αισθήσεις του_ τόν- κυρίεψε. -αφνικά όμως πήρε καινούρ γιο κουράγιο. Μπροστά του καί σέ άπόστασι πενήντα μέ τρων τό πολύ φάνηΐκε κάτ ι σάν φως. Δεν υπήρχε άρφιβολία πώς ήταν τό άνοιγμα τής υ πονόμου. Τό φως σίγουρα έρ χόταν άπό τή θάλασσα. Ή καρδιά του άρχισε νά χτύπάη καί πάλι γοργά. Κσταβάλλον τας ίμια τελεύταίσ άπεγνωσμέ νη προσπάθεια έφτασε στο τέρρα τής υπονόμου. Βγήκε στη θάλασσα καί πήρε μια βαθειά^ άναπνοή. Ξαναπήρε καί δεύτερη. ΕΤχε σωβή.
10
Μέ μιά .ματιά που έρριξιε γύρο ^του κατάλαβε πώς δέν βρισκόταν και πολύ μακρυα άπό τον «Πράσινο Πιγκουΐ νο». ’Άν τά κατάφερνε νά βγή στήν ξηρά νά κάνηι ένα τηλε φώνημα στον έπιθεωρητή Τόρενσον, οί άστυνομ ιικοί θά μπλακάριζαν τό καταφύγιο καί αϊ κακούργοι δεν θά μπο ρούσαν νά ξεφύγουν. Φόνος στην προβλήτα 24...
Ε ΓΟΡ ΠΕΣ κ ινήσε^ι ς άρχισε νά κσλυιμπάη προς ένα σημείο της παραλίας. Τό μέρος αυτό τού λιμανιού ήταν ήρεμο αυτήν την ώρα. Έφτασε στην ξηρά, έβγαλε την αδιάβροχη φόρμα του και έκανε μιά γοργή έπιθεώρησν στις ιμυιστικές τσέπες του. "Ολα ήταν έν τάξει. Ή φόρμα εΐιχε προστατέψει άπό τό νερό τό πιστόλι του. Τις πλαστιικιές ύλες και όλα έκιεΐνία τά απαραίτητα μικροπραγματάκια πού τόν βοηθούσαν στή δουλειά του. Δέν είχε ξη μερώσει άκό(μα. Μέ γοργό βή μα διέσχισε τήν προβλήτα ό που υπήρχαν ένα πλήθος κιβώ τια προς φόρτωσι, μπήκε σ5 ένα στενό δρόμο καί έφτασε στο τηλεφωνικό φυλάκιο. ’Ε κεί θά υπήρχε σίγουρα τηλέ φωνο. Είδε φώ-ς καί τάχυνε τό βήμα του. Δέν χρειάστηκε νά χτυπήιση τήν ιηόρτα. 9 Ηταν μισάνοιχτη!. Τήν έσπρωξε καί πέρασε μέσα. Εΐδιε^τόν τελω νειακό υπάλληλο τής ύπηρε * σίας τόν φίλο του Μπόμπ Στυλ νά κάθεται μπροστά
Η ΑΚΤΙΝΑ
στο γραφείο του ,μέ ακουμπι σμένο τό πρόσωπο ατά χέρια του πού βρίσκονταν σταυρω μένα άπάνω στο τραπέζι. Κα τάλαβε πώς ό υπάλληλος ξε χνώντας τήν υπηρεσία του εί χε άποκοιμηθή. Τόν σκούντη σε για νά τόν ξυπνήση. Ό υ πάλληλος δέν σάλεψε. — Έ! Μπόμπ!, τού φώνσ ξε γελώντας ό Τζόε και τόν σκούντησε δυνατότερα. Πα ρακοιμάσαι βαρεία!... Ό Μπόμπ άπό τό δυνατό σκούντημα σάλεψε άλλά δέν όίνοιξε τά -μάτια. Έγειρε μο νοκόμματος προς τά πλάγια κι* έπεσε βαρύς στο πάτωμα. Ό ντέτεκτιβ άναρίγηισε. Δέν χρειάστηκε πολύ για νά καταλάβη. Ό Μπόμπ Στυλ ή ταν νεκρός. Μιά βαθειά πλη γή άπό μοοχαΐρι υπήρχε στο στήθος κοδ προς τό μέρος τής καρδιάς του καί μέσα στήν πληγή αυτή υπήρχε άκόμα καρφωμένη ή λεπίδα τού μσχαιοιού . Ό Τζόε Ντίκ άπέφυγε νά άτγγί!ση. τό πτώμα. ’Έρριξε έ να βλέυυμα γύρω του καί είδε τό τηλέφωνο στον τοίχο. Π,ροχώρηισε προς τά έκεΐ άρπαξε τό άκουστικό καί σχημάτισε τό νούμερο τού έπιθεωοητού Λέμυ Τάρενσον στο καντράν. Ακούστηκε μιά γυναικεία φω νή: — Έδώ Τζόε!, εΐπε. Ειδο ποίησε τόν ίνσπέκτοοα Τόρεν σον. θέλω νά τού μιλήσω. — ΕΤμαι ή γυναίκα του, Τζόε! Ό Λέμυ μόλις βγήκε έ ξω. Κάποιος τόν ειδοποίησε ότι κάτι παοάξενο συνέβαινε στήν προβλήτα 24 άπόψε κι*
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
έφυγε βιαστικά. 7— 5Από τό τελωνειακό φυ λάκιο τής προβλήτας 24 σάς τηλεφωνώ κι" έγώ. Υπάρχει έδω ένα πτώμα. Ό ντέτεκτιβ σταμάτησε να μιλάη. Τό έξασκημένο αυτί του έπιασε ένα θόρυβο, έναν ανεπαίσθητο και ασήμαντο θό ρυβο εκεΐ κάπου κοντά. "Γά μάτια του τρειμόπαιξαν και ά φησε τό ακουστικό. Τό ένστι κτό του, εκείνο τό αλάνθαστο ένστικτον που του είχε σώσει πολλές φορές τή ζωή, τον προ ειδοποίησε για τήν ύπαρξι κά ποιου κινδύνου. "Έσκυψε, γύ ρισε άπόταμα καί1, ,μέ ,μιά κίνηρτ πιο γρήγορη άπό τήν α στραπή, φούχτ ιασε τό πιστό λι του καί πυροβόλησε. Κά ποιος πού στεκόταν δυο βήμα τα πίσω τρυ ,μ" ένα μαχαίρι στο χέρι έτοιιμος νά τον χτυπήση στη ράχη, ύπουλα, χορο πη&ησε κι* έπιασε τό στομάχι» του. "Έβγαλε ένα βραχνό βογ γηττό καί σωριάστηκε ατό πά τωμα. Ό Τζόε στήλωσε τό βλέμμα του άγριο καί άποφα σιστικό στην πόρτα του δι πλανού δωματίου. "Από έκεΐ εΐχε βγή ό άγνωστος μέ τό μαχαίρι. Δρασκέλισε τον άγνωστο, πού βογγουσε στο πάτωμα, καί πλησίασε προς τήν πόρτα. Μ" ένα λάκτισμα τήν άνοιξε καί σάλταρε πλά για στερεώνοντας τήν ράχη του στον τοΐχο. Μέ τό δάχτυ λο στην σκανδάλη, του πιστο λιού του έμεινε ασάλευτος για μερικά λεπτά. Περίμενε. Δέν ακούσε τίποτα κι" έκανε ένα βήμα προς τό κατώφλι. Μ" έ να βλέμμα πού ερριξε ατό έ-
11
σωτειρικό του δωματίου κατά λαβε ότι εΐχε φτάσει κάπως αργά. Τό παράθυρο του γρα φείου πού έβλεπε προς τό μέ ρος τής θάλασσας ήταν άνοιχτό. "Δτό έκεΐ είχαν πηδήσει εκείνοι πού βρίσκονταν λίγες στιγμές νωρίτερα έκεΐ. Σκό τωσαν τόν Μπόμπ καί πέρασαν^σ’ αυτό τό δωμάτιο άναζητώντας κάτι. Σίγουρα όχι χρήματα. Σ" ένα τηλωνειακό φυλάκιο δέν υπάρχουν λεφτά. Υπάρχουν όμως χαρτιά καί καταστάσε ι ς τών φορτ ίων πού μεταφέρουν στο λιμάνι κάί σ’ αυτή τήν προβλήτα εϊδικώς τά πλοΐα άπό τό έξωτεριικό. "Ο τι χαρτιά ζητούσαν οί άγνω στοι δέν του έμενε καμμιά αμ φιβολία. Συρτάρια καί ντου λάπια ,μέ φανερά σημάδια διαρρήξεως ήταν έκεΐ καί πολ λά έγγραφα καί κατάστιχα ήταν πεταμένα ατό πάτωμα. 'Ύπουλη έπίθεση...
ΚΥΦΤΟΣ π,ροχώρη σ ε πρός τό παράθυρο. — Σικάβεις τό λάκκο σου, Τζόε, Ντίκ!, ακούστηκε μιά βαρειά φω<νη πίσω του. "Άν κάνης ένα άκόιμα βήμα θά πέαης ιμέσα. "Ακίΐνητος καί ττέ τάξε αυτό τό σιδερικό πού κρατάς. Διαφορετικά στην ά ναψα ! Ό ντέτεκτιβ πήδησε καί συσπειρώθηικε στριφογυρίζον τας. Τό πιστόλι του κλώτση σε μέσα στη φούχτα του καί τρία .μολύβια έφυγαν άπό την κάννη του. Δύο άπ" τά καφτά αυτά μολύβια πέτυχανίατό κε φάλι, ανάμεσα άκριβώς ατά
12
δυο φρύδια, εκείνον που μιλού σε. Είδε τον άνθρωπο μέ τό πι στίάλΐι στο χε)ρ ι νά παραπατάη σαν μεθυσμένος καίΐ να πέφτη στα ποβ'ο: του. Σχεδόν αμέ σως όμως έπεσε πλάϊ του κι’ αύτός. 5Από τό ανοιχτό πα ράθυρο ακούστηκαν εκπυρσο κροτήσεις. Πολλές σφαΐ,ρες πέ ρασαν άπό τό παράθυρο καί γκρέμ ισαν κομμάτια άπό σο βάδες του τοί'χου. Σύρθηκε μέ την κοιλιά στό πάτωμα καί γλύστρησε στό διπλανό δωμά τιο. "Οταν· έφτασε έκεΐ, άνωρ θώθηκε. 'Όλοι οί^ιμΰς τού άτσαλενιου κρρμιου του είχαν τεντωθη έπικίνδυνα. Μέ τό δά χτυλο στην σκανδάλη προχώ ρησε πρός την πόρτα; *Ένα φορτηγό αυτοκίνητο μέ σβησμένα φώτα ξεκινούσε έκείνη άκιρ ιβώς τή στιγμή άπό την προβλήτα. Μια άγρια άπελπι σίϊα τον ικιυρ'ίίεψε. ’Ηταν σίγου ρος^ πώς μέσα σ5 αυτό τό^ αυ τοκίνητο ήταν εκείνοι πού έ καναν τή νυχτερινή έπιδρομή στό φυλάκιο τής προβλήτας 24. Άναιμέτρηισε την άπόστασι. Θά ήταν άδύνατο νά προφτάση: τρέχοντας αυτό τό ου; τακίίνηίτο. * Υπήρχε όμως μονά χία μιά έλπίβα. Ό ίνσπέκτοο Λεμυ Τόρενσον. Ή γυναίκα του εΐχε πή στον ντέτεκτιβ δτι ό άστυνρμικός έπιθεωρητής ύστερα άπό ένα έπεΐγον τηλεφώνημα πού πήρε έσπευ δε πρός την προίβλήτα 24. * Ι σως τό φορτηγό έπεφτε άπάνω στά περιπολικά του Τόρεν σον. Ό Τζόε Ντίί,κ ^ δεν είχε κορμιά άμφιβολίΐα πώς σέ ίμια τέτοια περίπτωσι εκείνοι πού θά έσπαγαν τά μούτρα τους
Η ΑΚΤΙΝΑ
θά ήταν οι συμμορίτες. Τό φορτηγό αυτοκίνητο εί χε πάρει κατευθυνσι πρός τό μεγάλο παραλιακό δρόμο. "Ί σως κάτι μπορούσε νά κάνη κι" αυτός. ’Άν τηλεφωνούσε στον άστυνομιικό σταθμό των κρηπιδωμάτων οι άνδρες του σταθμού θά σταματούσαν τό ύποπτο αυτοκίνητο. Σ5 αυτό τό μεταξύ θά έφτανε καί ό Τό ρενσον. — Αυτό είναι τό καλύτερο πού έχω νά κάνω!, σκέφτηκε. (Γύρισε πίΐσω στό γραφείο καί κατευθύνθηκε πρός τό τη λέφωνο. "Απότομα όμως οι βολιβο'ί των ματιών του στριφο γύρισαν. ^Ακούσε ένα στενα γμό. Σταμάτησε. Κάποιος ά πό τούς δυο άνθρώπους πού βρίσκονταν από πάτωμα είχε αναστενάξει. Κάτι σάλαψε. Κιράτησε την άναπνοή του. Ό συμμορίτης πού εΐχε άποπειραθή πριν άπό λίγο νά τόν χτυπήση. μέ τό μαχαίρι εΐχε μιά παγωμένη έκφρασι στό πρόσωπο καί τά μάτια του γυάλινα κύτταζαν τό ταβάνι. Δεν ήταν αυτός λοιπόν πού σάλεψε... Ή καρδιά του χτύ πησε χαρούμενα. Τότε ό Μπόμπ·.. "Αν ό Μπάμπ Στυλ ήταν ζωντανός. "Ενας έτοιμοθάνατος άττο καλύπτει...
ΕΤΡιΕΞΕ κοντά του καί γονάτισε^ δΙίίπλα του. Τά χείλη τού Μπόμπ κινήθη καν άργά. Μέ δυσκολία άνέπνεε. Έπιασε^ τό χέρι του. Δεν ήταν καθόλου κρύο. Ό σφυγμός του δμως μόλις πού
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
άκουγόταν. Ό Τζόε Ντίικ κι νήθηκε γοργό. Τό τραύμα ή ταν, σοβαρό. Τό μαχαίρι όμως δεν είχε πειράξει την καρδιά. Εΐχε περάσει κοντά στην καρ διά χωρίς νά τή θί|ξη. Τό μα χαίρι πού είχε μείνει καρφω μένο στην πληγή καί πού ά γνωστο γιά ποιο λόγο ό φο νιάς δεν τό εΐχε πάρει μαζί ταμ, όμίπόδιζε την αιμορραγία. Μολονότι λοιπόν βαρειά τραμ ματισμένος, ό Μπόμπ δεν εΐ χε πεθάνει. Εΐχε χάσει μόνο τις αισθήσεις του καί τώρα συνερχόταν. Ό Τζόε Ντίκ έ βγαλε άπό μια μυστική τσέπη του σακκακιου του μιά σύριγ γα καί μιά άμποάλα ένέσεως πού π-εριεΐχε ένα κίτρινο υγρό. "Αδέιασε τό κίτρινο ύγρό στη σύριγγα καί άνασηκώνοντας τό μανίκι του Μπόμπ κάρφω σε τή βελόνα τής ένέσεως στο μπράτσο του; Ή σύριγγα α δέιασε. Τό κίτρινα υγρό μπή κε στο αΐμα του έξαντλημένου ανθρώπου. Τά κλειστά ,μά τια του Μπόμπ μισάνοιξαν καί τό χλωμό πρόσωπό^του πήρε ένα ροζ απαλό χρώμα. — Έν τάξει, Μπόμπ!, εΐπε άναστενάζοντας μ* άνακού ψισι ό ντέτεικτιβ. Ναμ'ίζω πώς έχεις πολλά χρόνια άκόμα μιπρόστά σου. Έκεΐνος στήλωσε τό βλέμ μα του στο πρόσωπο του ντε τεκτιβ. Δεν φαινόταν στήν άΡ" χή νά τον άνοογνωρίζη. νΥστε ρα δμως ένα άδύνατα χαιμόγε λο σχεδιάστηκε στά χείλη του.. — Τζόε!, μουρμούρισαΤήν έχω άσκημα. — Δεν έχεις τίποτα, Μπό
13
μπ ! Μιά γρατζουνιά είναι καί θά περάσιη,. — Θά πεθάνω, Τζόε. Αλ λά, πριν κλείΐσω τά μάτια μου, πρέπει νά σου πω πώς κάτι άσκημο προετοιμάζει πάλι ό Μάϊκλ Κέρτις. Μιά άσκημη, λάρψι πέρασε άπό τό βλέμμα του ντέτεκτιβ. — Ό Μάϊκλ Κέρτις ήταν έδώ; ρώτησε. — Ναί, ψιθύρισε μέ δυσκο λ’ίία ό Μπόμπ. Ό κουτσός σα τανάς μαζί μέ μερικούς άπό τούς κακούργους πού έχει στη συμμορία, του ήτοον έδώ άπόψε. Αναζητούσαν κάτι. — Τί πράγμα ζητούσαν Μπόμπ; Ό Μπόμπ Στύλ δεν1 άπάντησε άμ'έσως. Οι λίγες λέξεις πού εΐχε πή τον είχαν κουρά σει υπερβολικά, ©ρόμβοι πα γωμένου ιδρώτα άνάβλυζαν στο μέτωπό του. Τά χείλη του κινήθηκαν αλλά κορμιά λέξι δεν βγήκε άπό τό στόμα του. — Γιά τό θεό, Μπόμπ!, είπε ό Τζόε Ντίκ γεμάτος α γωνία. Μίλησε μου1 Μπόμπ. Καταλαβαίνεις τί σε ρωτάω Μπήμπ; θέλω νά μου πής τί ζητούσε ό Μάϊκλ Κέρτις έ δώ. Κάνε κουράγιο, Μπόμπ! Τά χείλη1 του Μπόμπ σάλε ψαν πάλι. Τούτη τή φορά δ μως, καταβάλλοντας μιόον ύστ ατη προσπάθε ια, πρόφ ερ ε μερικές λέξεις: — Τό μηχάνημα τής ’ Ακτί νας) Όλεθρον ζητούσαν, Τζόε! Ανασκάλεψαν δλα τά χαρτιά νά βρουν σέ ποιο σημιεΐο τής προβλήτας ήταν τό μηχάνημα πού έπρόκε ιτο νά Φορτώσουμε
14
αύριο στο «Καιντέρπορυ» το φορτηγό^ΊΓού φεύγει για τά νησιά τού Ειρηνικού. 3 Εκεί σε κάποιο ερημονήσι ήταν νά γί νουν μερικά πειράματα έφαρ μογή,ς. Ή 5Ακτίνα λ Όλέθρου είχε μεταφερθή έδώ εντελώς μυστικά, άμπαλσρ ισμένη σ ενα κιβώτιο πού τοποθετήθη κε και ήταν Ανάμεσα στα κι βώτια με τά λογής— λογής εμπορεύματα πού θά φορτώ νονταν στο πλοίο. Κοιι άκρι'βώς γιά νά μή δημιουργηθουν υπόνοιες δεν έλήφθηκαν έκτα κτα μέτρα φιραυρήσεως; ΜΕ π,ρεπε κανείς νά μή μάθη- τί άκριβώς βρισκόταν μέσα σ5 αυτό τό κιβώτιο. "Ολα έγιναν κανονικά όπως τις άλλες μέ ρες και οι στρατιωτικοί του ε πιτελείου ήταν βέβαιοι πώς κανείς δεν είχε ύπαψιαστή τί ποτα. Αλλά αυτός ό Μάϊκλ Κέρτις κάτι έμαθε. "Ισως 5ου λεύει γιά λογαριασμό ξένων κατασκόπων καί άνέίλαβε τη δουλειά. —Πήραν την 5Ακτίνα Όλε θρου; ρώτησε ιμέ κομιμένη α ναπνοή ό ντέτεκτιβ. — Νομίζω πώς ναί’, Τζόε. Βρήκαν' τά χαιρτιά των προς φόρτωσιν εμπορευμάτων καί διάβασαν τά διακριτικά ση μεία πού εΐιχε τό κιβώτιο. Με κι ο αιτούσαν άκίνητο κάτω από τις κάννες των πιστολιών τους δσο έψαιχναν. Κι’ ύστερα δταΜ τελείωσαν ιμού κάρφωσαν ένα μαχαίρι στην καρδιά. Ή Ακτίνα Όλέθρου στά χέρια τού Μάϊκλ Κέρτις είναι ένα σπίλο επικίνδυνο. Τζόε. Πρέ πει... Πρέπει... Ό άνθρωπος άγωνιούσε νά
Η ΑΚΤΙΝΑ
συνέχιση. Τά λόγια του καβόν τουσαν στη μέση. Τό τέλος ήταν κοντά. — Κουράγιο, Μπόμπ!, εί πε ό ντέτεκτιβ. ^ — Π'ρέπευ.. Πρέπει, Τζόε, νά συλληφθή ό Έρνέστος Μάκφιλδ. Άπό μερικές κου βέντες πού ακόυσα όσην ώρα έψαχναν οί συμμορίτες κατά λαβα πώς ό Μάκφιλδ σύνεργά ζεται μέ τον Κέρτις. Τό πώς καί τό γιατί δεν τό ξέρω. Άλ λα πρέπει... πρέπει... Μην τον άφήσης. Ή ^Ακτίνα Όλέθρου μπορεί νά φέρη μεγάλες κατα στροφές. — ΕΙΙσαι βέβαιος πώς άκου σες αυτό τό όνομα, Μπόμπ; ρώτησε μέ μιαν άγρια λάμψι στά μάτια ό Τζόε Ντίΐκ. — Να)ί-, Τζόε! “έρω τί λέω. Αλλά θά ήθελα... θά ή θελα ... "Ενας ματωμένος άφρός τον έπνιξε. Ό ματωμένος ά φρός βγήΐκε από τό στόμα του Μπόμπ Στύλ κι’ οι τελευταίες λέξεις εσβηΐσαν πριν φτάσουν στ* αυτιά του ντέτεκτιβ. Τά μάτια του στηλώθηκαν σ’ ένα σημείο τής κάμαρης καί μιά θανάσιμηι ωχρότητα άττλώθηκε στο πρόσωπό του. — Γειά σου, Τζόε!, ψιθύ ρισε μέ μιά φώνη πού μόλις α κούστηκε. Γειά σου, Τζόε. Δεν ήταν τυχερό νά ζήσω περισ σότερο. .. -— Μπόμπ!, ξεφώνισε ό ντέτεκτιβ. Αλλά 6 Μπόμπ Στύλ δεν ήταν σέ θέσι ούτε νά άκούση ούτε καί νά δή κανέναν πιά. Οί φτερούγες τού θανάτου τον είχαν τυλίξει καί ταξίδευε πο
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
λύ μακρυά. Ήταν νεκρός. Τί>· ττοτα δεν ήταν δυνατόν νά τον ξοονοοφέρη στη ζωή. Ό Τζόε Ντίκ μέ ιμιά απα λή κ,ίνησι έκλεισε τά ιμάτια του Μπόιμπτ Στύλ. Ένα δά κρυ κύλησε στα ιμάγουλά του όταν σηκώθηκε. Τά ιμάτια του αμως είχαν πάρει έκεΐνο τό γνώριμο χρώμα του άτσαλιού πού έκανε δσους κακούργους τον έβλεπαν νά τρέμουν. Ό θρυλικός κακουργσκυνηγός έτοιμαζοταν γιά την άποφασι ατική μάχη εναντίον τής ιμεγα λυτερης σπείρας γκάνγκστερ πού εΐχε γνωρ'ίΐσει ποτέ ή Νέα Ύόρκιη.. Έκανε ένα τηλεφώνηί μα στο πιλησ ι έστ ερο πάράρτηιμα Ασφαλείας καί1, άφου δήλωσε τό όνομά του, είπε βιαστικά: — Κάνετε μιά αϊφνιδιαστι κή έφοδο οπόν «Πράσινο Πιγ κουΐνο». Υπάρχουν έκεΐ πολ λά μούτρα πού ένδιαφέρουν τον ϊνσπέκτορα Τόρενσον. Αυ τό πιρέπει νά γίνη πριν ξημε ρώση. Λυπάμαι πολύ πού δεν θά είμαι παρέα σας σ’αυτό τό μπλόκο. 5Αλλά έχω ιμιά πο λύ πιο σοβαρή δουλειά νά τε λειώσω. "Έκλεισε τό τηλέφωνο και μέ γοργό βήμα βγήκε άπό τό τελωνειακό φυλάκια τής προ βλήτας 24.^νΥστερα ^ άπό λί γο εΐγε χαθή μέσα στο σκοτάδι. "Οπου ό Ρούντυ κατεβάζ€ΐ ιδέες
Ο ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ πού μετέφερε τον άνθρωπο ιμέ τό κόκκινο παπιγιόν σταμάτησε ύστερα άπό δια
15
δρομή μισής ώρας μπροστά σ’ένα μεγάλο τετραώροφο σπί τι τής οδού Σάλκον. Τό ταξί μέ τον Ρούντυ καί τήν Λύντια τρύπωσε σέ ιμιά πάροδο. Ό κρεμανταλάς βαηΙθός τού Τζόε Ντίκ έδωσε ένα γερό μπουρμπαυάρ στον σωφέρ καί τό ταξί έφυγε. Ή κοπέλλα καί ό Ρούντυ προχώρησαν πεζοί καί μέ προφυλάξεις μπήκαν στήν οδό Σάλκον. "Από μακρυά εί δαν τον συμμορίτη ,μέ τό παπί γιον νά κατεβαίνη άπό τό αυ τοκίνητο καί νά καπευθύνεται προς τήν εξώπορτα ένός τε τραώροφου σπιτιού. Τό αυτό* κ θνητό έφυγε. — Διάβολε!, μουρμούρισε ό Ρούντυ. Σ’ αυτό τό σπίτι μένει ό Μάκφιλδ! Τί δουλειά μπορεί νά έχη αυτό τό μούτρο μέ τον τραπεζίτη Έρνέσπο Μάκφιλδ; "Έξιυσε τή μύτη του καί πρόσθεσε: —Νά ρή ιμέ λένε Ρούντυ, άν δεν ετοιμάζουν πάλι καμμιά καινούργια βρωμοδσιΛειά οί συμμορίτες τού Κέρτις! Κι" αυτή τή φορά φαίνεται πώς στόχος τους είναι ό τρα πεζίτης Μάκφιλδ... Μού φαί νεται, Λύντια, πώς κάναμε διάνα! Θά προλάβουμε μιά ληστεία καί θά τσουβαλιάσου με μερικούς άπό τούς συμμο ρίτες τού Κέρτις. Αύριο οί έφημερίόες θά δημοσιεύουνε τις φωτογραφίες μας μέ χτυ πητές λεζάντες. Πάντοτε έγώ τό έλεγα πώς μιά μέρα θά γίνω διάσημος. Ή Λύντια Τόρεν αναστένα ζε: — "Ήρθαμε γιά τον Τζόε!,
ΙΟ
είπε. Δεν ήρθαμε γιά νά γίνης διάσημος. Ξέρεις, Ρουντυ, δτι ό Τζόε είναι για μένα το παν. ΛΑν λοιπόν νομίζης πώς δεν βρίσκεται εδώ ό Τζόε μπορούμε νά φεύγουμε. Δει/ πρέπει νά χάνουμε πολύτιμο καιρό. Ό κ,ρεμανταίλάς την κύτταξε λοξά. —Είσα ι ανόητη, Λύντ ι α!, είπε. "Ελα -μαζί μου. Το κορίτσι σταυροκοπήθηκε και ψιθύρισε μια προσευ χή : «Παναγιά—Μαρία δώσε του φώτισι νά μην κάνη πάλι κ α μ μ ι ά κα ινού ργ ι α κουτ αμ άρα...» και τον ακολούθησε. — Καλά έκανες και σταυροκοπήθηικιες!, είπε ό Ρσύντυ. Σέ τέτοιες δουλειές καλό εί ναι νά κάνη: κανείς τό σταυοό του πριν άρχίση γιατί δεν ξέ ρει τί του συμβαίνει. "Εβαλε τό χέρι στην τσέπη του κι3 έβγαλε ένα πιστόλι. —· Κράτησε αυτό τό παιχνιδάκι στην τσάντα σου, Λύν τια!, είπε. ΜστορεΤ νά σου χρειασθη. — Κι3 εσύ; ρώτησε τό κο ρί.Τσι. — 3 Εγώ δεν έχω άνάγκη άπό πιστόλια!, απάντησε υ περήφανα ό Ρουντυ. Κάτι γεν ναΐοι σαν καί μένα γράφουν στα παλιά τους τά παπαύ τσια τά δπλα. 3Εμένα μέ φτά νουν οι γροθιές μου. Είναι κε ραυνόβολές καί άκοπάβλητες γροθιές καί δσοι τίς δοκίμα σαν δεν μπόρεσαν νά τίς ξεχάσουν ποτέ! Ή κοπέλλα άνσστέναξε γε μάτη· απελπισία. "Ερριξε τό πιστόλι στην τσάντα της κι3
Η ΑΚΤΙΝΑ
άκολούθησε τον Ρουντυ. Προχώρηίσαν μέ προφυλάξεις προς τό σπίτι.Μπροστά ό κρε μανταλάς καί μερικά βήματα πίίσω εκείνη. — Τά μάτια σου ανοιχτά!, ψιθύρισε υστέρα άπό λίγο χα μήλόφωνσ ό Ρουντυ προς την Λύντια. "Εχε το νοΟ σου νά μέ κάλυψης. Πάρε καί αυτό τό σκοινί. 0ά μέ περιμένης ε δώ κάί θά δένης έναν—-έναν τούς συμμορίτες που θά πετάω άπό τό παράθυρο! Κα τάλαβες; — ΝαίΙ, κατάλαβα!, άπάντησε νευριασμένη! ή κοπέλλα. ^— Θά προχωρήσω λοιπόν μόνος. 5 Εσύ θά μείνης σ3 αυ τή τη σκοτεινή γωνιά καί θά κάνης δ,τι σου είπα. Ή Λύντια έμεινε μόνη. Ό κρεμανταλάς βοηίθός του Τζόε Ντίκ άπομακρύνθηικε. "Ηξερε δτι ένας καθώς πρέπει ντέτεκτιβ, πριν μπή α3 ένα σπίτι χωρίς πρόσκλησι, είχε καθή κον νά κάνη μιά βόλτα γύρω άπό αυτό, νά μελετήση, τον καλύτερο τρόπο εισόδου. Αυ τό έκανε καί ό Ρουντυ. Τό με γάλο τετραώοοφο σπίτι βρι σκόταν στο βάθος ένός μεγά λου κήπου. "Ενας ψηλός μ αν τρότοιχος υπήρχε γύρω άπό τον κήπο. Νά σκαρφάλωση σ’ αυτό τον μανδρότοιχο ήταν κάπως δύσκολο γιά τον Ρούντυ. — Δέν είμαι κουτός; σκέφτηκε. Τό πιο σωστό είναι νά μπώ έπιαήμως. "Αλλωστε δέν πρόκειται νά κάνω τίποτα κρυ φά. Τή ζωή του Μάκφιλδ πη γαίνω νά σώσω. Καί, χωρίς νά χάνη καιρό,
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
κατευθύνθηκε προς την πόρ τα. Χτύπησε τα κουδούνι και ή πρρτα άνοιξε. "Ενας κοντό χοντρος άντρας πρόβαλε. Δί πλα στον κοντόχοντρο στεκό ταν ένας άλλος ψηλός μέ ψαβο ,ρΐτες. Καί οι δυο έρριξαν μια άσκημη ιματιά στον Ρούντυ. ΈκεΤνος χαμογέλασε εύγενι κά. —'Ό κ. Μάκφιλδ, παρα καλώ; ρώτηίσε. — Τίί τον θέλεις; ρώτησε ό ψηλός μέ τις φαβορίτες. — Νά τον φιλήσω!, είπε χαμογελώντας ό Ρούντυ. Για να τον ζητάω σημαίνει ^πώς κάτι τον θέλω. Είναι ανάγκη νά τον δώ νά του πώ κάτι σο βαρό·, Ό ψη|λός ζάρωσε τά φρύ δια. — Δηλαδή; ^ —■ ΕΙσθε από τό προσωπι κό τού σπιτιού; ρώτησε ό Ρούντυ. Κούνησαν τό κεφάλι κατα φατικά. Ό Ρούντυ κότταξε γύρω του καί ,μίλησε χαμηλό φωνα. £ — Τόσο τό καλύτερο! θά σάς πώ λοιπόν τό .μυστικό. Είμαι αστυνομικός καί παρα κολουθούσα ένα ύποπτο ;μούτρο ·μέ κόκκινο παπί γιον. Τό μούτρο αυτό μπήκε εδώ ,μεσα πριν από δέκα λεπτά. Είμαι εις θέσιν νά ξέρω δτι πρόκει ται περί κακοποιού. Ό κακο ποιός αυτός λοιπόν είμαι βέ βαιος δτι ήρθε νά κάνη κάτι κακό στον κ. Μάκφιλδ. Κατστάλαΐβαίνετε λοιπόν για ποιό λόγο πρέπει νά τού μιλήσω. Οι δυο άνθρωποι άντήλλσξαν ένα βλέμμα συνεννοήσεως.
17
— Καί πώς σέ λένε εσέ να; ρώτησε 6 κοντόχοντρος. — ΕΤ|μαι ό Ρούντυ Μπάθ!, απάντησε υπερήφανα ό κρε μανταλάς. Δεν είναι δυνατόν νά μην έχετε ακούσει τό όνο μά μου. ΕΤιμαι ό βοηθός τού Τζόε Ντίκ. — Τότε αλλάζει!, είπε ό ψηλός. Πέρασε. Καί βέβαια πρέπει νά ειδοποιήσουμε τον κ. Μάκφιλδ. Ό Ρούντυ προχώρησε γευάτος ύπερηιφάνε ι α πρώτος. Οί άλλοι τον ακολούθησαν. Δεν είχε κάνει όμως περισσό τέρα άπό πέντε βήματα δταν ένοιωσε κάτι σκληρό νά βρον τάη σαν σφυρί στο πίσω μέ ρος τού κρανίου του. Ό Ρούν το δοκίμασε νά γυρίίση. "Ενα δεύτερο όμως χτύπημα τον έ χανε νά γανατίση;. Τίναξε τις ποδάρες καί τις χερούκλες του κΓ έπεσε μέ τά ιμούτρα στο χώμα. — Ευτυχώς πού δεν μέ χτυ πή,σανε στο μάτι νά μοΰ τό πρήξουνε πάλι!, .μουρμούρισε ευχαριστημένος. Αυτοί τουλά χιστον είναι, περισσότερο ευ γενικοί άπό κάτι άλλους... "Υστερα είδε χιλιάδες χρω ματιστά άστρα νά κάνουν πε ρίπατο γύρω του κι} έχοίσε τίς αισθήσεις του. Έκλεισε τά μ άτ ια καί λ ι ποθυμησε. — Τ5 αφεντικό θά ευχαρί στησή πολύ!, είπε γελώντας ό ψηλός ,μέ τίς φαβορίτες. Τώ ρα πού έχει στα χέρια του τον μακρυπάδη βοηθό τού Τζόε Ντίκ θά ρπορεΐ νά κοι μάται ήσυχος. Βάλε ένα χερά* κι νά τον σηκώσουμε.
κάνει μιάν έττίσκεψι *0 Τζόε Ντίκ
ΥΤΑ έγιναν βράδυ. ,Τό πρωί όμως εΐχε γίνει κάτι άλλο. Ό Τζοε Ντϊκ ίδια) μέρα όμως τό πρωΤ είχε γίνει κάτι άλλο. Ό Τζοε Ντίκ φεύγοντας άπό την προβλήτα 24 πήγε σ’ ένα άπό τά πολ λά καταφύγια ^πού είχε στη Νέα Ύάρκη. Είχε ανάγκη α πό λίγο ύπνο, -άπλωσε δυο ώρες κι* δταν ξύπνησε, έκανε τη συνηθ ισμ ένη καθημερ ινή γυμναστ ική του. Ύστερα κλείστηκε στο μυστικό εργα στήριό του και .μπροστά σ5 έναν καθρέφτη άρχισε νά κά νη μιά πολύ γνώριρη δουλειά. Χρησΐ|μαποιώντας διάφορε ς πλαστικές ούσίες καί έλασμα τα άλλαξε ,μορφή. Δέκα λεπτά αργότερα τό πρόσωπο πού έ βγαινε άιπό την πίσω πόρτα του .μυστικού καταφυγίου του Τζόε Ντιικ ήταν ένας τύπος μεσόκοπου Ανθρώπου μέ γκρι ζαυς κροτάφους, έλαφρά γκρι ζο .μουστάκι καί κο|μψά ρούχα. Ό μεσόκοπος κύριος δυο ζρόμους π ιό κάτω σταμάτησε ένα ταξί καί έδωσε στα; σωΦέρ μιά διευθυνσι. Θά ήταν έντεκα πριν από τό μεσημέρι δταν τό αύτοκίνητο σταμάτη σε έξω άπό ένα τετραώροφο σπίτι τής οδού Σάλκον. Στην έξώπορτα αυτού τού σπιτιού υπήρχε ,μιά μικρή μπρούτζ ινη επιγραφή πού Ανέφερε τό όνο μα τού ιδιοκτήτου καί ενοίκου αυτού τού σπιτιού: «Έρνέστος Μάκφιλδ. Τραπεζίτης». Ό .μεσόκοπος κύριος πλήρω σε τό σωφέρ καί, δταν τό αυ τοκίνητο έφυγε, πλησίασε την μεγάλη εξώπορτα «καί πάτησε τό κουμπί του ήλεκτρ ικού κου
Α
— Έλα μαζί μου!, διέταξε τη Λύντια 6 κρεμανταλάς.
Βουν ιού. Ύστερα άπό λίγο ένας κοντόχοντρος υπηρέτης άνοιξε. Ό επισκέπτης ρώτησε εάν ό έντι,μάτατος κ. Μάκφιλδ ήταν μέσα καί, δταν έλαβε κα ταφατική Απάντησ ι, έβγαλε άπό τό πορτοφόλι του ένα ε πισκεπτήριο καί τό έδωσε στόν υπηρέτη. Τό έπισκεπτήριο έγραφε: «Μπίλυ "Ανταφάουερ. Βιομηχανία Χάλυβος— 'Αμβούργον».^ —— Μπορείτε νά τού πήτε καί προφΟιρ ικώς άτι είμαι πε ραστικός άπό τη «Νέα Ύόρκη. Δεν θά ι μείνω περισσότερο α πό 6υό ήμερες. ^Ερχομαι, από την Ούάσιγικτον καί πηγαίνω στη ΜπόΙν. θά ήθελα νά ιμιλή οσυμε γιά ενδιαφέροντα πρά γματα!... ^Ελπίζω νά μέ δε χτή. Ό υπηρέτης κοντοστάθηκε λίγο έξετασε «μέ ιμιά ματιά ά πό τό ^κεφάλι ώζ τά ποδιά τον επισκέπτη, χωρίς νά δείίξη ά; τόν εύρισκε τού γούστου του Τ αχι. , — θά τού διαβιβάσω την παράικλησί σας, είπε. Περιμέ νετε. "Υστερα άπό λίγο ξαναγύρισε. — Ό κύριος Μάκφιλδ σάς περιμίένει, τού είτε. Ό Τζόε Ντιικ ευχαρίστησε ιμ’ ένα χαμόγελο τόν υπηρέτη καί τόν (Ακολούθησε. Μπρο στά ό υπηρέτης πίσω ό ^ μετσ)μφ ιεσμένος ντέτεκτιιβ διέσχι σαν τόν. κήπο, (μπήκαν στην κυ ρία είσοδο τού σπιτιού καί ύ στερα ιάπό λίγο έφτασαν ατό γραφείο τού Έρνέστου ΜάκΦ ιλδ. Μπροστά σ5 ένα (μεγά λο τραπέζι καθόταν ένας μάν τρας «μέ ικοκκαλιάριικο πρόσω πο ηλικίας περίπου σαράντα
2ϋ
ετών. Είχε ανοιχτό μπροστά του ένα βιβλίο καί διάβαζε. ιΚαθώς ακούσε την πόρτα ν’ (άνοίίγηι, άνασήκωσε τό κεφάλι κι5 έβγαλε τά γυοολιά του. Τό βλέμμα του ερευνητ ικό καρφώ Βήκε για μερικά δευτερόλεπτα ατό πρόσωπο του επισκέπτη. Ό ντέτεκτίιβ προχώρησε χα μογελώντας. —· Φυσικά δεν ,μέ γνωρίζε τε, εΐπε. Προσωπικώς τουλά χιστον, βέν έχουμε συναντηθή ποτέ άλλοτε. "Ίσως όμως έ χετε διαβάσει ιστίς έφημερί δες κάτι για τις επιχειρήσεις μου. —· ·Κ σβήστε, εΐπε δείχνον τας ένα κάθισμα ιστόν έπισκέ πτη ό τραπεζίτης. Φυσικά εί ναι ή πρώτη, φορά πού σάς βλέπω. Αλλά όταν πριν άπό τρίια χρόνια έκανα μιά περιο δεία στη Γερμανίά ώς μέλος τής Οικονομικής Επιτροπής Επανορθώσεων πόροίσια κι’ άπό τό Αμβούργο. Έκεΐ άικουισα τά κάλύτερα λόγια γιά τις έπιχειρήισεις σας. —- Γιά τις ιέπιχειρήσεις αυ τές ήρθα άκριβώς νά σάς μι λήσω!, είπε ό ντέτεκτιβ κα θώς καθόταν. Δηίλάδή πιο συγ κεκριμένα γιά νά μπούμε κατ’ εύθεΐαν στο· θέμα, είμαι έξόυσιοδοτηίμένος άπό τούς μετό χους τής ^Εταιρίας Χάλυβος, τούς όποιους αντιπροσωπεύω, νά ζητήσω) την οϊκονομ ιική συμ παράστασι τής τραίπέζης σας σε μιά νέα προσπάθεια πού κάνουμε. ν — ;Κ σίι ποιος σάς εΐπε πώς μπορώ εγώ νά βοηθήσω τις ε πιχειρήσεις σας; ιρώτησε σχε δόν .απότομα ό Μάκφιλδ.
Η ΑΚΤΙΝΑ
— "Ω! Αυτό ήταν μιά έμπνευσι καθαρώς δική^μου! "Εχω την ιδέα πώς θά σάς πεί σω· Ο! όροι τής οικονομικής βοήθειας πού θά σάς ζητήσου με είναι υπερβολικά ευνοϊκοί γιά την τράπεζά σας. "Αλλως τε έχω κι’_ εγώ τις πληροφο ρίες μου. ^ερω πόσο ένβιαφέρεστε γιά την άναγέννησι τής Δυτικής Γερμανίας. Στον Α νατολικό Τομέα (μέ τη βοήθε ι α τών Ρώσων οι συμπατριώτες μου κάνουν σωστά θαύματα στην βιομηχανία τού σιδήρου. Τι ϊδιο πρέπει νά κάνετε νομί ζω καί σεΐς οί Αμερικανοί. — Τέλος πάντων!, τον έ κοψε ό Μάκφιλδ. Είμαι έτοι μος νά άκούσω τις προτάσεις σας, κύριε 'Ανταφάουερ. ;— Σάς ευχαριστώ, εΐπε ό ντέτεκτιβ κι5 έβγαλε τη χρυσή σιγαιροθήκη- του. 'Νομίίζω πώς θά τις βρήτε Ιδιαιτέρως συμφέρουσε-ς. Τσιγάρο; Π ρότ ε ι νε τή σι γαροθήκη του καί ό Μάκφιλδ πήρε τσι γάρο. — Τό ποσό πού μάς είναι απαραίτητο, συνέχισε όντέτεκτιβ, γιά την τράπεζά σας α ποτελεί σταγόνα έν τώ ώκεανώ. ιΓιά μάς όμως... ίΠρότεινε τον άναπτήρα του. Ό^Μάκφιλδ μέ τό τσιγάρο στο στόμα έσκυψε νά άνάψη, Ό Τζόε Ντϊίκ_ πίεσε έλαφρά τό έλατήριο. -επετάχτηκε μιά μπλε φλόγα καί μαζί μ5 αυ τήν ένα μικρό συννεφάκι γκρι ζου καπνού. Τό συννεφάκι, Ι σχυρότατο άναισθητικό άέριο, χτύπησε τά ρουθούνια τού Μάκφιλδ. Τό βλέμμα του σκο τείνιοοσε μονομιάς καί δοκίιμα
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
21
τρεις ισχυρές λουρίδες λευκο πλάστη) καί βγαίνοντας κλεί δωσε πίσω του τήν πόίρτα. Ή άλιγόλεπτη απουσία του άπό τό γραφείο δεν είχε γί νει αντιληπτή. Κάθηισε στή θέ σι του Μάκφιλδ και ερριξε μιά ματιά στο βιβλίο πού διάβα ζε. τΗταν ένα αισθηματικό μυ θ ιστόρημα. — Περιέργο, σκέφτηκε ό ντέτεκτιβ. "Έχει λοιπόν τόσο ήσυχη συνέίδησι ώστε νά μπο ρή νά διαβάζη καί μυθιστορή ματα; Ξεφυλλίζοντας αμως τό βι βλίο είδε κάτι πού τόν ξάφνια •Ένα κρυπτογραφικό σε. Στή δεκάτη τρίτη σελί μήνυμα... δα ήταν υπογραμμισμένες δυό ΗιΝ αμέσως επόμενη στι λέξεις μέ κόκκινο (μολύβι. Ή Υμη ό ντέτεκτιβ άρπαξε μιά λέξι βρισκόταν στήν έβδό από τις μασχάλες τον άμη. σειρά κι* ή άλλη- στήν ει ναί'σθηρτο άνθρωπο και τον έ κοστή πήμπτη, Ή πρώτη ήταν συρε προς (μια πόρτα πού βρι ή λέιξις μ. η γ ά ν η μ α, ή δεύσκόίταν πίσω άκριβώς άπό τειρη ά π ό ψ ε. Γύρισε καί τό γραφείο. Άνοιξε την πόράλλες σελίδες. Σέ κάθε σελί τα^καί μπήκε (μέσα σέ (μια ιμι δα ήταν Υπογραμμισμένες διά κρή κάμαρη. Τοποθέτησε σ* έ φορές λέξεις. Κατάλαβε καί να κάθισμα τον Μάκφιλδ κι* χαμογέλασε. έβγαλε άπό την τσέπη τη θή — Πολύ παλιό τό κόλπο!, κη μέ τίς πλαστικές ούσίΐες. μουρμούρισε. "Υστερα άρχισε νά άλλάζη ? Ηταν ένα είδος κρυπτογρα τό πρόσωπό του. Πρώτα κα φικου κώδικα. Άρχισε νά ξε τέστρεψε τή μορφή του *Ανταφυλλίΐζη πάλι άπό τήν άρχή φάουερ. Κατόπιν άρχισε νά τό βιβίλίΐο. Πήρε ένα χαρτί καί δημιουργή ένα καινούργιο πρό άρχισε νά γραφή τις υπογραμ σωπο. Αίγα λεπτά αργότερα μισμένες λέξεις στή σειρά τή υπήρχαν εκεί (μέσα δυο Μάκμιά ύστερα άπό τήν άλλη. φιλδ. Ό Τζόε Μπκ έκανε μιά Μετά δέκα λεπτά είχε μπρο προσεχτική έοευνα στις τσέ στά του· μιά ολόκληρη έπιστο πες του αληθινού Μάκφιλδ. λή ιμέ εξαιρετικά ένδιαφέρον Πήρε άλα τά άντικείμενα καί περιεχόμενο. "Ενα χαμόγελο χαρτιά πού βρήκε άπάνω του θριάμβου σχεδιάστηκε στά κι* ύστερα έδεσε τόν τραπέζι χείιληι του. Διάβασε άργά τά τη στο κάθισμά του. -Πριν φύ σσα είχε γράψει: «Μάθε πώς γηι έκλεισε τό στόμα του με άλα πήγαν καλά. Τό μηιχάνη-
σε να σηικωθή, Μά ξανάπεσε βαρύς στο κάθισμά του. — Δεν είναι τίποτα, Μάκφιίλδ !, είπε χαμογελώντας ό ντέτεκτιβ κι* ερριξε τον ανα πτήρα στην τσέπηι του.Θα κοι μη(θής είκοσιτέσσερις ώρες. "Οσες ακριβώς μου χρειάζον ται για να μάθω τί παρτίδες έχεις μέ τον Μάϊκιλ Κέρτις... Ό Μάκφιλδ μούγγρισε σά λυσσασμένο βώδι. Άλλα δεν μπόρεσε να κάνη τίποτα πε ρισσότειρο. "Ερριξε τό κεφάλι σ?τό στήθος του κι* άρχισε νά ονειρεύεται.
Τ
Η ΑΚΤΙΝΑ
22
μ<χ ήταν (μεγάλη; επιτυχία. Μ3 αυτό τό απλό στα χέρια μας θά συντρίψουμε κάθε άντίΐδρα σι. Ή 5Ακτίνα Όλέθραυ μίτορεΐ να ικοτταστρέψη. μέσα σέ λιγώτερο άττο (μίση ώρα μια ολόκληρη ΊΤ&ριοχή.θά την χρη σιμαποιήσαυμε σύντομα για την έττίίθεσι εναντίαν τού θη σαυροφυλακίου τής τραπέζης εμπορίου. Μέχρι την ήμερα ε κείνη τό ιμηχάνημα πρέπει να μείνη στην κρυψώνα ταυ1. 5Α πόψε θά (μιλήσουμε σχετικά. Μάκφιλδ.» ■Δεν εΐ;χ·ε πέσει λοιπόν έξω ό Μπόι μ π Στύλ. .Είχε άκούσει σωστά. Έρριξε στην τσέπη του τό σημείίωμα και υστέρα άνοιξε τά συρτάρια του γρα φείου . Τά έρευνησε προσε χτικά. Δεν βρήκε τίποτα άξιόιλογο. Τού ήταν όμως άρκετά τά οσα είχε μάθει από τις υπογραμμισμένες λέξεις τού βιβλίου.^Τό βιβλίο^αυτό θά έ φτανε σίγουρα στά χέρια κά ποιου και αυτός ό κάποιος θά διάβαζε τό ιμήνυμα. Ποιος νά ήταν 6 μ ως αυτός; Βέβαια, 6χι ό Μάϊκλ Κέρτις. Γιατί ό Μάύκιλ^ Κέρτις ήταν ό Τδιος πού είχε οργανώσει την έπι διοομή στην προβλήτα 24 καί δεν υπήρχε κανένας λόγος νά πάρη πληροφορίες γιά ένα πράγμα πού γνώριζε τόσο κα λά. Αυτό έδειχνε πώς στη σπείρα τού Κέρτις υπήρχαν κάί άλλα σημαίνοντα πρόσω πα εκτός άπό τον Μάκφιλδ. Γιά τον Μάκφιλδ είχε ήδη ώρι σ1 μένα στοιχεία στά χέρια: του ό Τζόε Ντίικ. "Από καιρό ό ντε τεκτιβ πίστευε πώς πίσω άπό διάφορες «δουλείες» κρυβόταν
αύτός ό Μάκφιλδ. Άλλα έκα νε πάντα ρέ τέχνη: καί πράσο χή αυτές τις δουλειές ώστε κα τάφερνε νά ξεψεύγη άπό τά χέρι α τού νόμου. Τώρα τά πράγματα ήτα/ διαφορετικά. 3Αλλά <ο άλλος; Ποιος ιμπορού σε νά είναι ό άλλος; *
*
*
Χτύπησε τό τηλέφωνο. Σή κωσε τό ακουστικό με χτυποκάοδι. — Αλλά, Μάκφιλδ!, άκου στηκε ιμιά φωνή άπό την άλ λη άκρη τού σύρματος. "Έχε υπ3 οψι σου οτι τό ραντεβού άνεβάλλεται γιά τίς .δέκα τό βράδυ. Στις δέκα ^ παρά τέ ταρτο θά στείλω τό αμάξι νά σέ πάρη. Ποιος ήταν; Σέ ποιο μέρος ήταν τό ραντεβού; Ό Τζόε Ντίικ γιά ένα δευτερόλεπτο δεν μίλησε. Λεν ήξερε τίι άκριβώς έπρεπε νά πή. Τό άκονισμένο μυαλό του όμως, σπως σέ κάθε δύσκολη π&ρίίστσσι δούλεψε πάλι γοργά. — Συνέβη τίποτα; ρώτησε μιμούμενος, οπήν εντέλεια τη φωνή τού Μάκφιλδ. Γ ιά ποιο λόγο αυτή ή άναβολή; — Δέν πρέπει νά ρωτάς τέ τοια πράγματα, Μάκφιλδ, ά πό τό τηλέφωνο!, 'τόν^ έκοψε αυστηρά ή φωνή. Στις δέκα παρά τέταρτο, νά είσαι έτοι μος. — Εντάξει! θά είμαι έτοι μος. Έμεινε όλες τίς ώρες κλει σιμένος στο γραφείο. Τό μέση μέρι ό κοντόίχοντρος ύπηιρέτης μπήκε μέσα καί τον ρώτησε άν θά γευματίση. "Απάντησε άρνηττικά, Ό υπηρέτης έκανε
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
μιαν ύπόκλισι καί έφυγε. "Ο ταν έκλεισε πίσω του1 ή πόρ τα ό Τιζόε Ντίικ ιχαιμογέλασε. 5 Αψιού καί ό υπηρέτης δεν τον αναγνώρισε όλα: πήγαιναν εν τάξει. Σικέφττηικε για ιμιά στιγιμή νά κάνη ένα τηλεφώνημα στον Τόρεν,σον. Ό ίνσπέκτορ^ θά τάχσνε φυσικά όταν θά του άνέψερε τά καθέκαστα και του γνωστοποιούσε υπό ποιά^ιμορ φή ικιάί ιμέ ποιο όνομα του τη λαφωνούσε. 3Αλλά δεν πραγμα τοποίίηΐσε αυτή τή σκέψι. ’Άν έπαιρνε καμμιά λέξι απ’ αυτό τό τηλεφώνημα τό ασπ κάτποιου υπηρέτη;, θά χαλούσε ή δουλειά κι* ό Τζόε Ντίκ ήθελε νά πετυχη. Θά έκανε υπομονή ώς τό βράδυ. Στις δέκα θά ερχόταν ένα αυτοκίνητο νά τον παραλαβή. 'Καί τό αύτοκί νητο θά τόν πήγαινε σέ κά ποιον. Αυτός ό κάποιος ίσως νά ήταν ό Μάϊκλ 'Κέρτις, ίσως ό άλλος. Και στις δυο πε ριπτώσεις όμως ό Τζόε Ντίκ ήταν αποφασισμένος νά δρά ση; κεοαυναβόλα. Δεν έτρεπε νά άφηση τούς κακούργους ^νά χρησιμοποιήσουν την 5Ακτίνα Όλέθρου. Δεν έπρεπε νά προ φτάσουν. Γιατί ήξερε αυτός καλύτερα από κάθε άλλον ποια καταστρεπτικά άποτελέ σματα μπορούσε νά έχη; για τούς ανθρώπους ή χρηισιμοπο^ί ηρις αυτής τής "Ακτίνας, πού αποτελούσε ιμιά από τις τε λευταίες άνακαλυψεις^ των Εργαστηρίων Πυρηνικής Ε νέργειας των Ηνωμένων Πολι τειών. Θά ήταν έγκλημα λοι πόν άν τούς άφηνε. "Ολο τό άπόγευμσ τό πέ
23
ρασε σκαλίζοντας τά διάφορα συρτάρια και τά «βιβλία πού υπήρχαν οπό γραφείο του Μάκφιλδ'. Τό βράδυ άρχισε ν’ άδημονή. Κύτταζε κάθε τό σο τό ροίλοϊ του. ΕΊΪχε την αΐσθησι πώς σί δείχτες κινιόντουσαν πολύ αργά. "Ως τόσο ή ώρα τού ραντεβού ολοένα κα:ι πλησίαζε... Έρριξε ιμιά άκρμα ματιά στο ρολόι του, αλλά σχεδόν αμέσως άνασήκωσε ξαφνια σμένος τό κεφάλι του. Τά μά τια του γουρλώσανε καί ή καρ διά του βρόντησε βίιαια κα θώς είδε νά άναίγη- ή πόρτα κο^ νά ιμπαίνη κάποιος μ* ένα τόίμιγκαν στο χέρι. Αυτό τό τόμιγκαν τόν σημάδευε. Κι5 εκείνος πού κραττουσε τό τάμι γικαν ήταν ό Ρ ούντυ Μπάθ. ό κρεμανταλάς βοηθός του. Ό Τζόε Ντίικ λίγο ακόμα καί θά λιποθυμούσε άπό... την έκπλη ξί του. Κατενίΐκησε την λιπο θυμία αλλά δεν μπόρεσε νά κ σιτ απνίξη μ* ι ά βλαστ ήι μ· ι α. Αυτός ό κρεμανταλάς ερχόταν στην πιο κρίσιμη καί ακατάλ ληλη στιγμή νά του γαλάιση τά (σχέδια... — Απάνω τά χέοια, κύριε Μάκφιλδ !, διέταξε ό Ρούντυ. Διαφορετικά Θά σε γαζώσω μέ τό αύτόιματο πού κρατάω καί αύριο: θά σου κάνουν μιά ώοαία κη|5είία οί φίλοι σου. Είπα ψηλά τά γέρια! *0 Ρ ούντυ γίνεται... διάσημος!
ΗΤΑΝ πραγματικά ^ ό Ρ ούντυ Μπάθ, πού «μέσα σέ :μιση ώρα είχε κάνει ένα σωρό θαύματα. "Οταν οί
24
δυο ομμίμοριτες, ό κοντόχον τρος καί ό ψηλός ιμέ τις φοοβο ρΐτες, τον άνασήκωισαν άπό τό έδαφος όπου είχε πέσει φαρδύς πλατύς, ύστερα από τά δυο χτυπήματα πού^δεχτή κ·ε στο πίσω ιμιέρος τού κρα νίου του, ό Ρούντυ άρχισε νά συνέρχεται. Γιατί ό κρεμαν ταλάς βοηθός ταυ Τζάε Ντΐκ είχε έκτος των άλλων και αυ τό το σπουδαίο προσόν! Εί χε συνηθίσει... ατό ξύλο! Εί χε φάει τόΙσο πολύ ξύλο κατά τη διάρκεια τής σταδιοδρομί ας του, ώστε είχε αποκτήσει ένα είδος άνασίας. Ένας άλλος,παραδείΐγματος χάριν,πού θά δεχιαταν τά δυο αυτά άγρια χτυπήματα ίσως νά πέθαινε. Κι5 άν δεν πέθαινε θά χρειαζό ταν τουλάχιστο δυό είκοσιτε τράωρα γιά νά συνέΐλθίη. "Αλ λά <μέ τον Ρούντυ 5έν συνέβαι νε αυτό. ΕΤχε συνηθίσει τόσο τό ξύλο ώστε, και στη χειρό τερη άκόιμα περίΐπτωσι, ή άναι σθηισία του δεν διαρκούσε πε ρισσότερο άπό δέκα λεπτά, έ να τέταρτο τής ώρσς τό πολύ. Έτσι και τώρα λοιπόν. "Οσο νά τον μεταφέρουν αί δυό συμ μορΐτες άπό την έξώπορτα διά ιμέσου του κήπου, στο κυ ρίως σπίτι είχε ξαναβρή τις αισθήσεις του. Δεν τό έδειξε όμως καί έξακολουθοΰσε νά παριστάνηι τόν κοιμισμένο. Τον πέρασαν άπό ένα βιάδρο μο, άνέβηικαν μερικές σκάλες καί τόν πέταξαν ιμέσα σ’ ένα δωμάτιο^ — Πάμε: νά ειδοποιήσουμε τόν Μάκφ ιλδ!, είπε ό κοντό χοντρος. Κλειδώνουμε αυτόν τόν ξυλοπόδαρο έδω καί ξα-
Η ΑΚΤΙΝΑ
ναγυρισουμε. , Προχώρησαν προς την πάρ τα. Ό Ρούντυ μισάνοιξε τά .μάτια καί είδε τις ράχες των δύο συμμοριτών πού πλησία ζαν την πόρτα. Δεν έπρεπε νά τούς άφήισηι νά τόν κλειδώ σουν. Μ5 ένα πήδημα βρέθηκε ορθός. Ρίχτηκε ξοπίσω τους καί άπλωσε τις τεράστιες χε ροΰικλες τοα Τά δάχτυλά του άρπαξαν τούς δυό συμμαρΤ τες άπό τά μαλλιά καί τούς τράβηξαν προς τά πίσω, ξε φώνισαν άγρια άπό τόν πόνο καί δοκίιμαίσαν νά βγάλουν τά πιστόλι άρτους, Μά οί χερού κλες τού Ρούντυ κινήθηκαν πιο σβέλτα. Μέ δυό καλομελε τη|μένες κινήσεις τό κεφάλι τού κοντόχοντρου χτύπησε -με φούρια άπάνω στο κεφάλι του λιγνού |μέ τις φαβορίτες κΓ έ καναν καραμίπόλα.5 Ακούστηκε ενα κράκ σά σπάσιμο κοκκάλων καί ό Ρούντυ έπανέλαβε την καραμιπόλα. Οί δυό κα; κούργοι σωριάστηκαν στό πά τωμ,α. Μέ ^γοργές κινήσεις ό Ρούντυ τούς άφώπλισε, τούς έδεσε καί τούς φίμωσε. "Υστε ρα προχώρησε προς την πόρ τα. Έρριξε^ιμιά: /ματτιά στό διάδρομο καί δταν βεβαιώθη κε πώς κανείς δεν βρισκόταν έκεΐ, 'βγήΐκε έξω κλείδωσε την πόρτα καί έρριξε τό κλειδί στην τσέπη, του. — 'Κάλά πάμε! / μουρμού ρισε μ5 ένα χαμόγελο θριάμβου ό κρεμανταλάς καί άρχι σε νά προχωρή μέ προφυλά ξεις. Μαύ φαίνεται πώς, χωρίς νά τό καταλάβω, θά γίνω διά σηΐμος ντέτεκτιβ. Δεν ήταν βέβαιος που θά
ΤΟΥ ΟΛΕ0ΡΟΥ
τον έβγαζε αυτός ό διάδρο μος. *Ηταν βέβαιος όμως τώ ρα για *ΚίότΓΐ άλλο ό Ρούντυ. "Οτι 6 Μάκφιλδ, για τή σωττη. ρία τοΰ όποιου είχε διακινδυ νεύσει τή ζωή του παρακολου Θώντας τόν άνθρωπο ιμέ τό κόκ κινο παπιγιόν, δεν κινδύνευε καβάλοι/. Απεναντίας ό Ρούν τυ κινδύνευε άπ" αυτόν. 3Αλλά βά τον...κανόνιζε πριν προφτά ση να τον βλάψη. — Μου φαίνεται ότι έπεσα απάνω στην περίπτωσι, σκέφτηικε. Ό άνθρωπος ιμέ τό κόκ κινο παπιγιόν έχει νταραβέ ρια ιμέ τόν ΜάΧκλ /Κέρτις τον άρχισυιμμορ'ίΤη. Έίχει όμως και νταραβέρια ·μέ τόν Μάκφιλδ. Αυτός μπήκε ελεύθερα ατό ισπίτι. Έγώ, όταν δήλω σα πώς είμαι ντέτεκτιβ, μέ τα ράξανε στ ι ς καπακεφαλ ι ές. *Άρα τι1 κάνει νιάου—νιάου στα κεραμίδια; Θά ,σβερκώ σω τόν κ. Έρνέστο Μάκφιλδ κα!ί θά γίνω διάσημος. Προχωρώντας βρέθηκε μπρο στά σέ ιμιά ιμισάνοιχτη πόργ τα. Έρριξε ιμιά ματιά στο εσωτερικό του δ ι αδρόρου. ^Δέν ήταν ιμέσα ^ κανείς. ^Υπήρχε ρμως κάτι άλλο έικέί. Ένα αύτόματο τάμιγκαν κρεμασμέ νο στόν τοίχο. Τά μάτια του Ρούντυ ιέλαμψαν. Μ3 αυτό^τό όπλο στά χέρια θά μπορούσε νά τά βάλη μ3 ένα σύνταγμα κακούργων. Μπήκε ιμέσα, πή ρε τό τάμιγκαν καί^ξαναβγήκε στο διάδρομο. .Κάπου άκου σε άμιλίίες καί σταμάτησε. — Ό Μάκφιλδ είναι πολύ παράξενος σήμφα!, έλεγε μιά φωνή, Δεν τό κούνησε άπό τό Ιδιαίτερο γραφείο του.
25
Είναι στο τρίτο πάτωμα από τό πρωΐ. — Τ" (αφεντικό έχει .σοβαρή δουλειά!, απάντησε κάποιος άλλος. Τό μηχάνημα πού πή ραμε ^χτές^ άπό την προβλήτα θά^μάς βάλη σέ πολλές σκο τούρες. Μαζί μέ τίς όμιλίες ακούσε καί βήματα ό Ρούντυ καί γύ ρισε ,μπρος—πίίσω. Έρέθηκε μπροστά σέ ιμιά σκάλα καί τήν ανέβηκε. Αυτή ή σκάλα έφτανε στο τρίτο πάτωμα. Ό κρεμανταλάς ευχαρίστηρε νο ερά τό Θεό πού έβγαλε μπρο στά του αυτή τή σκάλα. "Έτσι φτάνοντας .στο τρίϊτο πάτωμα θά είχε τήν ευκαιρία νά συλ λάβηι τόν Μάκφιλδ. Αυτό άλ λωστε ήταν τό σχέδιό του πού θά τόν έκανε διάσημο. Γλυστρησε βιαστικά στο διάδρο μο τού τρίτου ποπώματος καί σταμάτησε έξω άπό μιά πάρ τα. Ή πόρτα αυτή έγραφε όπεξω «3! δ ι αίτιερον Γραφ εΐον». 3Εδώ λοιπόν ήταν ό Μάκφιλδ. "Έσπρωξε αδίσταχτα τήν πόρ τα καί πέρασε μέσα μέ τό αυτόματο στο χέρι. ;— "Απάνω τά /χέρια, κ. Μάκφ ιλδ!, γρύλλισε. Παγίδα στήν παγίδα!
ΤΖΟΕ Ντίκ πού είχε πάρει,^όπως ξέρει ό άναιγνώστης τή μορφή καί τή θέσι τού "Ερνέστου Μάκφιλδ μέ άπάφασι νά λύση τό μυστήριο τής "Ακτίνας "Ο λέθρου, όταν είδε τόν βοηθό του νά τόν σημαδεύη γούρλω σε τά μάτια καί βλαστήμησε.
0
26
"Ηξερε αυτός περισσότερο α πό κιάθε άλλον αυτόν τόν ά λογοιμούρη Κρεμανταλά. 9Η ταν άπιστος Θωμάς και δεν τό είχε για τίποτα να τόν πυ ροβολήση άν έκανε νά του μιλήση, η να κινηθή. Άλλα κά τι έπρεπε νά κάνη; γιατί ή ώ ρα πού θά έρχάταν τό αυτοκί •νηρτο νά τόν πάρη για τό ραν τεβοΟ πλησίαζε. Παίρνοντας λοιπόν την πραγματική του φωνή ό ντέτεκτιβ μίλησε, ενώ σήκωνε ψηλά τά χέρια. — Κλείσε την πόρτα πίσω σου, Ρούντυ!, είπε. Ό Ρουντυ κύτταξε δεξιά και άριστερά ξαφνιασμένος. Ή φωνή ήταν του ΤζόΙε Ντίκ. Αλλά τόν Τζόε Ντικ δεν τόν έβλεπε πουθενά. — Κλείσε βλάκα τήν πόρ τα!, ξαναεΐπε ό ντέτεκτιβ. Ό ,κρεμανταλάς κίνησε νευ ρικά τό δάχτυλο στ ή σκανδά λη. — Έμενα δεν μου τή σκάς, Μάκφιλδ!, μούγγρισε. Είσαι έγγαστρί|μυΐθος και προσπα θείς νά μιμηθής τή φωνή του αρχηγοί) ιμου. Άλλα εγώ κά τι τέτοια δεν τά καταπίνω! Ακίνητος καί βούλωσε το για τι στην άναψα! Έτσι μπρά βο. Τώρα, μέ ψηλά τά χέρια, έλα κοντά μου. Ό ντέτεκτιβ έκανε ένα βή μα προς τό ρέρος του. Αλλά τήν Υδια στιγμή σταμάτησε. Πιίσω από τόν Ρουντυ, στο ά νοιγμα ττ^ς πόρτας φάνηκαν δυο καινούργια πρόσωπα. Ό ένας ήταν ένας γαρίίλλας μέ κόκκινο παπτιγιόν. Ό άλλος ήταν ένας κοκκινομάλλης μέ φακίδες στο πράσωίπο. Τά μά
Η ΑΚΤΙΝΑ
τια του Τζόε Ντίκ λάμψανε παράξενα άλλα δέν σάλεψε. Ή θέσι του ήταν πολύ δύσκο λη. "Η έπρεπε νά φωνάξη οπόν Ρουντυ νά φυλαχτή, όποΤε τό σχέδιό του νά φτάση στον άρχιγκάνγκστερ Κέρτις θά ναυ αγούσε, ή έπρεπε νά μή^μιλή ση και νά άφήση νά του τις βρέξουν άγρια όπως προέβλε πε. -'ΠιροτίΙμησε τό δεύτερο. —"Αντε λοιπόν κουνήσου!, διέταξε ό Ρουντυ πού δέν ήξε ρε φυσικά τί συνέβαννε πίσω του. Πάρε τά πόδια σου κι5 έλα κοντά ιμου!. . . Ό ντέτεκτιβ χαμογέλασε. Ό Ρουντυ ζάρωσε τά φρύδια του... αλλά δέν πρόφτασε νά τά ξεζαρωση! Οι δυο συμμο ρίτες πέσανε άπάνω του και δλα τελείωσαν πολύ σύντομα. Σέ δυο λεπτά είχε φύγει τό αύτόΐματτο άπο τά χέρια ^του και ήταν δεμένος στο πάτω μα. — Εντάξει παιδιά Π είπε στούς συμμορίτες γελώντας ό ντέτεκτιβ. Μου σώσατε^ τή ζωή. Αυτό δέν θά τό ξεχύσω ποτέ. — Δέν θά ζήσης καί πολύ για νά τό θυμάσαι!, μούγγρι σε ό Ρούντυ. Σύντομα θά πέσης στά /χέρια του Τζόε Ντίίκ. Κι5 ό Τζόε Ντίκ... κάτι τέ τοιους σάν κάί σένα τούς στέλ νει στήν ηλεκτρική καρέκλα καί ψήνουινται... "Ενας τρίτος μπήκε εκείνη τή^στιγμή στήν κάμαρη. Φο ρούσε μπλε στολή σωφέρ. — Τό αυτοκίνητο σάς πε ριμένει κάτω, εΐπε στον Μάκφ ιλδ. Ή καρδιά του Τζόε Ντικ
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
27
Μια σκιά γλύστρηρΐ πίσω άπό τον Ντίκ κΤ ενα μαχαίρι άστραψε.
χτύπησε βιαστικά. — Έτοιμος!, είπε. Έψτα . σα. Ό σωφέρ^ έφυγε. — Κρατήστε αυτόν τον κρεμανταλά δσο νά γυρίσω παιδιά, είπε ατούς δυο συιμμο ρΐτες ό ντέτεικτιβ καθώς φο ρούσε μια καπαρντίνα, την καπαρντίνα του πραγματικού Μάκφιλιδ. Θέλω νά τον άνακρί νω ό Τδιος... Μπορεί νά μάς χρειαστή... — Έν τάξει!, θά τον βά λουμε στη ναφθαλίνη.!, άπάνττυσε γελώντας ό γαρίλλας ιμέ τό κόκκινο παπιγιόν. Ό Τζόε Ντίκ μέ σταθερό ■βήμα προχώρησε προς την έ ξοδο. Καττέβηκε τη μεγάλη
μαίρμάρινηι σικάλα, διέσχισε τον κήπο και είδε τό αυτοκί νητο πού τον περίίμενε. Ό σω φόρ, πού είχε ξαναγυρίίσει στη θέσι του, χαιρέτησε μέ μιά κίΜηισι του κεφαλιού του τον ψειυτο-Μάκφιλδ. Ό Τζόε Ντίικ^ καθησύχασε. Ή μεταμφιίεσί' του λοιπόν ήταν έντάξει. Κανείς δεν τον είχε ύποψιαστή. "Ολα πήγαιναν καλά. "Ανοιξε την πόρτα καί μπή κε στο αυτοκίνητο. Καθώς μπήκε όμως στο αυτοκίνητο, ενοιωσε άπόταμα πολύ άσκη μα. Μέσα ατό μισοσκόταδο ξεχώρισε την κάννη, ενός μυδραλλιοίβόλου νά σημαβεύη τό στήθος του. Οί βολβοί τών μα τιών του στριφογύρισαν. Στο
28
πίσω μέρος τού αυτοκινήτου υπήρχαν δυο άνθρωποι. Τώ ρα, έκτος από τό μυδραλλ ιο βόλο, μπορούσε να δή και τα μούτρα 'τοος. — Πέρασε ιμέσα λοιπόν, Τζόε Ντ’ίίκ!, είπε εκείνος πού κρατοΰισε τό δπλο. Δεν πι στεύω να ιμή σ3 άρεση ή πα ρέα μας. Θά περάσουμε φί να! Ό ντέτεκτιβ ,μέ μιά γοργή ματιά άναμέτρηισε την κατάστασι. 9 Ηταν βέβαιος πώς, άν δοκίμαζε νά άντισταθή, θά τόν γάζωναν με μιά ριπή. Β,ρισκόΐταν σέ πολύ δύσκολη θέσι. 5Αλλά δεν ήταν ή πρώτη Φορά πού ερχόταν φάτσα με φάτσα μέ τό θάνατο. "Ήξερε πώς τ,ρέλλες δεν χωρούν σέ τέ τοιες ^περιστάσεις. Άνασήκω σε τούς ώμους καί χαμογέλα σε. — Έν τάξει, παιδιά!, εί πε. Μιά και γνωριζόμαστε,δέν έιχω άντίίρρησι. Μπήικε μέσα στ3 αύτοκίνη το. Του πήραν τό πιστόλι καί τόν έβαλαν νά καθήση: άνάμεσά τους οι δυο συμμορίτες. Τό αυτοκίνητο ξεκίνησε.
Η ΑΚΤΙΝΑ
άνησυχή. Μισή ώρα αργότερα είδε ένα μεγάλο αυτοκίνητο νά στα;ματάη έξω άπό τό σπί τι. "Έμεινε ακίνητη:. Ή καρ διά της χτυπούσε βιαστικά. Δέκα λεπτά αργότερα, άνοι ξε ή μεγάλη έξώπορτα καί βγήκε ό Μάκφιλδ. Τόν άναγνώρισε άμέσως. Καί ποιός δέν γνώριζε οπή Νέα Ύόρκη τόν Έρνέσπο Μάκφιλδ, τόν πλουσιότερο τραπεζίτη; τού κόσμου; Περίίμενε πώς τώρα Βάβγαινε ιμαζί του κι3 ό Ρούντυ. 3Αλλά ό Ρούντυ δέν φάνη κε. Αυτό ήταν πολύ περίεργο. Σ χεδόν^ άμέσως αμως^ ξέχασε τον Ρούντυ, γιατί άπό τή θέ σι πού βρισκόταν είδε κάτι πού τήν έκανε νά παραξενευτή. Ή κάννη ενός δπλου^ φά νηικε νά πρσβάλλη άπό τό έσωτερικό του αυτοκινήτου καί κράτησε τήν άναπνοή της; Α κούσε κουβέντες, άλλά τ’ αυ τί της δέν μπόρεσε νά συλλά βη τις λέξεις. ^Υστερα είδε τόν Μάκφιλδ νά μπαίίνηι, μετά άπό κάποιο δισταγμός στο αυτοκίνητο καί τό αυτοκίνητο νά φεύγη. Μηχανικά σημείωσε τόν άριθμό τού αυτοκινήτου στο μυαλό τη$. — Έ5ώ γίνονται, πολλά Ή Λύντια περίεργα πράγματα, μουρμού άρχίζει νά άνησυχή ρισε. Ό Ρούντυ έξαφανίζεται καί ό τραπεζίτης Μάκφιλδ | ΛΥΝΤIΑ Τόρεν^ μάταια μπαίνει σ’ ένα αυτοκίνητο υ | περίίμενε έξω άπό τό σπί “τι τού Μάκφιλδ,κρυμμένη πό τήν άπειλή ένός μυδραλλ ι σέ μιά σκοτεινή γωνιά, νά δηοβόλου. Τό πιο σωστό είναι νά τηλεφωνήσω στον έπιθεωμιά σκοτεινής γωνιά, νά 5ή ρη}τή Τάρενσον. Αύτός ξέρει τούς συμμορίτες πού θά πετούσε έξω άπό τό παράθυρο καλύτερα άπό μένα τι πρέπει ό Ρούντυ Μττάθ, δπως τής εί νά κάνη. Άφησε ιμέ προφυλάξεις τήν χε υποσχεθή. Ή ώρα περνσυ- · σε καί ή κσπελλα άρχισε νά κρυψώνα της καί άπομακρύν-
Η
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
θηικε άπό τήν όδό Σάλκον. Κοντά στην 7η λεωφόρο μπή κε σ’ ένα τηλεφωνικό θάλαμο κοοΐ πήρε το νούμερο του Τόρενσονν Πρώτα ρώτησε γιά τόν Τζόε Ντίκ0 —Δυστυχώς, δεν έμαθα τί ποτά άκόμα!, άπαντησε άναστενάζοντας ό ίνσπέκτορ. Ή άπτάντηίσι αυτή ήταν μια ■μαχαιριά στην καρδιά της. Κατέττνιξε άμως την άπελπισία πού την κιυρίεψε καί του διηιγήΐθηικε έν συντομία την έξαφάνισι του Ρούντυ καί την άπαγωγή του Μάκφιλδ. — Κάτι περίεργο συμβαί νει μέσα σ3 αυτό τό σπίτι, κύριε ϊνσπέκταρ, είπε. Πολύ Φοβάμαι ότι ίσως ό Ρούντυ δεν ζή πιά. —Ό Ρούντυ εΤναι έφτάψυ χος, Λύντια!, είπε γιά νά τής δώση κουράγιο ό ίνσπέκτορ. Μη φοβάσαι Δεν παθαίνει τί ποτά. ΘάρΒώ αμέσως ,μέ τους άνδρες μου νά κάνω μια αίφνιδιαστική ερευνά σ αυτό τό σπίίτι. Περίίμενέ μεκάπσυ στά σκοτεινά ^κι3 έφτασα. Πρόσε; χε μην κάνης κορμιά κουταμά ρα. ^Δέκα λεπτά ^ άργότερα, ο Τάρενσον με τρία περιπολικά αύτοκίίνητα γεμάτα ώπλισμένους άστυφύλακες έφτασε σέ μιά πάροδο τής όδου Σάλκον. Ή Λύντια έτ,ρεξε κοντά στους άστυνσμικούς πού άρχισαν νά άττοβιβάζωνται σιωπηλά και άθσρυβα. Μέσα σέ μερικές στιγμές είχαν γλιστρήσει σά σκιές στο σκοτάδι καί το τε τράγωνο σπίτι ήταν κυκλωμέ νο άπό παντού. Ό Ινσπέκτορ Τάρενσον μέ πέντε τολμηρούς 3
άνδρες τής όμάδος του σκαρ φάλωσαν στη σιδερένια έξωπόρτα καί πήδησαν μέσα στόν κήπο. «0 Τζόε Νχνκ τά παίζει όλα γιά όλα!
Ο ΑΥΤΟΙ Κ ΙιΝΗΤΟ μέ τόν Τζόε Ντΐικ καί τούς συμμορίτες έτρεχε μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα. Είχε βγή πριν άπό κάμπόσην ώρα έξω άπό τή Νέα Ύάρκη καί μο λονότι τό σκοτάδι ήταν πηχτό ό^ντέτεκτιβ μπόρεσε μέ μερι κές ματιές πού έρριχνε προς τά έξω^νά κατοολάβη άτι εί χαν μπή στο προάστειο Κάρ'λειστον. Δεν σταμάτησαν ό μως ούτε ©κεΐ, Τό αυτοκίνητο πέρασε τό ιΚάρλεστον καί μπήκε σ3 έναν ανώμαλο άνηφο ριικό δρόμο. — Την έπαθες σαν άγράμ ματος, Τζόε Ντίκ!, εΐπε κο ροϊδευτικά εκείνος πού κροοτου σε τό δπλο. "Έπρεπε νά ξέρης πώς τ5 άφεντικά άνάμεσά τους έχουν καί μερικές συνθη ματικές κουβέντες. "Οταν τό πρωί σου τηλεφώνησε ό Μά'ϊκλ Κέρτις, περίμενε νά άκου ση άπό τό στοματάκι σου κά ποια άπό τις κουβέντες αύτές. "Αλλά εσύ δέν ήξερες φυσικά καί την έπαθες. Ό Κέρτις κα τάλαβε στι κάτι συμβάίνει καί μάς έστειλε νά σέ παροολάβουίμε. Μάς προειδοποίησε; μά λίστα ότι είσαι ζόιρικος «Γιά νά μην τόν καταλάβουν οι δι κοί1 του άνθρωποι, μάς εΐπε ό Κέρτις, θά πή πώς είναι ίδιος μέ τόν Μάκφιλδ. "Εναν ξέρω μονάχα πού μπορεί νά κάνη
Τ
30
Η ΑΚΤΙΝΑ
αυτή τή δουλειά. Κι" αυτός εί γοϋ διασταυρώθηκαν. "Ενα ά ναι ό Τζόε Ντίικ. Νά τον προ σκημο χαμόγελο σχεδιάστηκε στο μούτρο του Κέρτις. Τό σέχετε γιατί είναι ζόρικος. πρόσωπο τού Τζόε έμεινε α θέλα> νά μού τον φέρετε εδώ νέκφραστο. να .μάθουμε άττό τό στόμα του — " Επί τέλους Τζόε!, είπε τί. τον έκανε τον Μάκιφιλδ. "Υ γλυκά ό άρχ συμμορίτης. Ξαστερα θά σάς τον παραδώσω ναβλεπρ μαστέ υστέρα άπό νά γλεντήσετε!» Κατάλαβες; τόσο καιρό. ΕΤιμαι πολύ ευχα Ό ντέτεκτιβ δεν μίλησε.ΕΤριστημένος πού^ σέ ξαναβλέ; χε νά κάνη; μ5ένα σατανικό κα κσυργο, μ5 ένα φοβερό αντί πω. Δεν πιστεύω τά παιδιά νά μη σού φέρθηκαν ευγενικά. παλο. "Έπρεπε νά τό πάροδε "Άλλωστε, δπως βλέπω, ούτε χτή. Είχε στήσει την παγίδα. "Αλλά 6 «κουτσός σατανάς» νά σέ δέσουν καταδέχτηκαν. Αυτό σημαίνει πώς ήσουνα κατάφερε νάρθούν έτσι τά πράγματα ώστε νά πέση αυ φιρόνιμος. — "Οκέϋ, Κέρτις! "Ήμουτός στην παγίδα που εΐχε να όσο μπορούσα περισσότε στήσει. Τό αυτοκίνητο σταμάτησε ρο φρόνιμος. Τώρα όμως που είσαι ιμπροστά μου, δεν ξέ καί οι συμμορίτες βγήκαν α ρω άν θά μπορέσω νά είμαι πό τό αυτοκίνητο κάΐ ωδή γη φρόνιμος. σαν υπό τήιν συνοδεία των πιΤά μάτια τοΰ συμμορίτη ά στολιών τον Τζόε Ντίικ σ" ένα στραψαν, άλλα δεν έπαψε νά έρημο σπίτι. Μέ τό που ιμπήκε χαμογελάη.. ό ντέτεκτιιβ, πήρε τό ιμάτι του —Δεν υπάρχει λόγος νά ένα μεγάλο κιβώτιο μέ μαύρα γράμματα. Κατάλαβε πώς ή κάνης κουταμάρες, Τζόε! Γιά τό λόγο αυτό θά πώ στά παι ταν ή "Ακτίνα του Όλέθρου διά νά σέ δέσουνε. "Έτσι θά καί ή καρδιά του σφίχτηκε. Άπ" έξω· άκούστηκε θόρυ .μιλήσουμε πιο ήσυχα καί θά μπορέσω νά σέ περιποιηθώ βος άπό φρενάρισμα αυτοκι πιο καλά. Πρώτα θά μοΰ πής νήτου. ίΚάποιος έτρεξε στο παράθυρο. Τό μισάνοιξε αρ γά τί· έκανες τον άληθινό Μάκκαί μέ προφυλάξεις. ψιλδ. Ή καρδιά του Τζόε Ντίκ — "Εν τάξει^ παιδιά!, εΐβρόντησε βίαια. "Ήξερε ποιες πε. Έρχεται τό άφεντικό μέ «περιποιήσεις» τον περ'υμεναν. τό λυκόσκυλο. Ό ΜάΧκλ Κέρτις τον είχε κα "Απομακρύνθηκε από τό πα ταδικάσει σέ θάνατο. Δεν «μιπο ράθυίρα καί πήγε ^ττρός την πόρτα. Την ξεμαντάλωσε. Ή .ρουσε νά τού συγχώρηση τις ζημιές που τού έκανε^στήν ε πόρτα άνοιξε καί μπήκε μέσα πιδρομή εναντίον τού Γαλά κουτσαίνοντας ό Μάΐκλ Κέρζιου Τραίνου, όπως καί τό ό τις. Τον άκολουθοΰσε λ ένας σκύλος. Τό βλέμμα του κου τι ξεμπέρδεψε χτες ακόμα στο λιμάνι μερικούς άπό τους συμ τσού σατανά καί τό βλέμμα μορΐτες του. "Άν τον έδεναν του διάσημου κακουργοκυνη-
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
ήταν* χαμένος. Τώιρα ταυλάχι στόν είχε τά χέρια ελεύθερα. 'Μπορεΐ νά ήταν άοπλος, άλ λα θά χρηαιιμοττοιούαε τις γρο θιές του-. Καλύτερα νά σκοτω νότον παλεύοντας, παρά να άφηνε νά τον δέσουν γιά νά τον έκτέλέσουν με ,μιά μαχαι ριά στο λαιμά, όπως συνήθι ζε νά κάνη, ό Κέρτις. Τό αΐμα κυκλοφόρησε όρμητ ικά μέσα στις φλέβες του, καθώς είδε τους δυο συμμορίτες, σ’ ένα νεύμα του κουτσού αρχηγού τους, νά τον πλησιάζουν. λΌ ένας άπό τους δυο κρατούσε κι3 δλας ένα σχοινί στο χέρι. Ό άλλος έρριξέ τό πιστόλι στην τσέπη του. Ό Κέρτις έ βγαλε τό δικό του. Ό σοφέρ τράβηξε την άσφάλεια του λουγκερ του. Μολονότι δυο κ άννες ήταν τώρα στραμμένες εναντίον του, ό Τζόε Ντικ δεν άλλαξε γνώμη. "Η τώ,ρα η τοτέ. Ήταν ή τελευταΐίία ευ καιρία που του παρουσιαζό ταν. "Εσφιξε τά δόντια ^και άφησε τους δυ(ό συμμορίτες νά πλησιάσουν περισσότερο. ^ — Κάθησε σ’ αυτή την κα ρέκλα Τζόε!, διέταξε ό άρχιγκάνγικστείρ. ι0 τελευταίος γύρος
ΝΤΕ ΤΕΚΤΙΒ κάθησε ιμέ μιά φοβισμένη: εκΦρασι στο πρόσωπο. Την ίδια στιγμή όμως, καθώς οι δυο συμμορίτες έσκυβαν νά τόν δέσουν, άνωρθώιθηκε καί μέ μιά κίνησι τρομακτικά γρή γύρη φούχτιασε ιμέ λύσσα τό λαιμό του ένός ενώ τό άλλο του χέρι σέ σχήμα γροθιάς,
31
έπεφτε ιμέ μ ιάν αφάνταστη δύ νσμι στο κρανίο του άλλου. 3 Ακουστηκ αν πυροβολ ισμοί καί βλαστήμιες. Σφαίρες πέ ρασαν δεξιά κι’ αριστερά καί πάνω άπό τό κεφάλι του. Πή δηοε προς τά πίσω άρπαξε την καρέκλα καί την πέταξε προς τό μέρος του Κέρτις. "Υστερα Αδιαφορώντας γιά τόν κίνδυνο σάλταρε στο μισά νοιχτο παράθυρο. Τό λαστιχέ νιο κορμί του τινάχτηκε σά βολίδα προς τά έξω. "Επεσε στο υγρό χώμα καί τρέχοντας έφτασε Πίσω άπ* τό αυτοκί νητο. Οι σφαίρες έπεφταν βρο χή γύρω του. Γλύστρησε στο αυτοκίνητο, :μέ τό όποιο τόν είχαν .μεταφέρει ώς εκεί οί συμμορίτες, καί σάλταρε μέ σα. Τά μάτια του λάμψανε. "Αρπαξε τό τόιμιγκαν που υ πήρχε έκεΐ καί περίμενε. Εί δε τίς μορφές των τεσσάρων συμμοριτών νά χάνωνται (άπό τό παράθυρο.ιΠερίμενε και χαιμογέλασε καθώς τους εΐδε νά βγαίνουν από την πόρτα. Μα ζί τους ήταν καί τό λυκόσκυ λο. —Δεν πρέπει νάναι μακρυά!, ακούστηκε γεμάτη, λύσ σα ή φωνή τού κουτσού άρχιγ κάνγκστιερ. ΡΒχτε του στό ψα χνό. Δεν έχει πιστόλι μαζί του. Οί τέσσε,ρις σκιές γλύστρη σαν προς τό μέρος του. Ό Τζόε Ντΐκ πίεσε τη σκανδάλη,. Γλώσσες φωτιάς βγήκαν άπό την κάννηι του τόιμιγκαν. Ή κάννη διέγραψε ένα τόξο καί τά καφτά μολυβιά τοΰ τάμιγκαν έφυγαν^ σφυρίζοντας προς τό μέρος των συμμοριτών. Οί
Η ΑΚΤΙΝΑ
ρητές τούς θέρισαν.Τούς είδε νά χοροπηδούν και νά πέφτουν σαν ώριμα στάχυα στο χώ μα. Το λυκόσκυλο ώρρησε ουρλιάζοντας. Μια καινούργια ριπή καί τό σκυλί σταμάτησε νά ούρλ,ιάζη. — Έν τάξειι!, .μουρμούρισε ό Τζόε Ντ.ίκ. Νομίζω πώς ή παράστασι πήρε τέλος. ιΜέ τό αυτόματο στα χέρια πλησίασε τούς συμμορίτες. Ήταν νεκροί1. Δυο βήματα πιο έκεΐ γαζωμένο από τις . σφαίρες ήτιαν τό λυκόσκυλο. Ό Τζόε Ντίκ κύτταξε τό ρο λόι του. Οι φωσφορίζοντες δείχτες έδειχναν πώς πλησία ζαν τά μεσάνυχτα. "Ενα πα ράξενο χαμόγελο σχεδιαστή! κε στα χείλη του. Τά .μεσάνυ χτα θά ερχόταν κάί ό ά λ λος. Έκεΐνος πού ,μέχρι αυ τή τή στιγιμή παρέμενε άγνω στος. Σ? αυτόν πού ό Μάκφιλδ εΐχε στείλει τό κρυπτογραφι κό σημείωμα χρηισιμοποιών τας ώρισμένες λέξεις από τις σελίδες του μυΐθιστορήματος πού, όπως ξέρει ό αναγνώ στης, είχε πέσει τόσο απρόο πτα ατά χέρια του δαιμόνιου ντέτεκτιβ.^ Ποιος νά ήταν τάχα αυτός πού μαζί με τόν Μάκφιλδ καί τον Κέρτις εΐχιαν κα ταστρώσει τό σατανικό σχέ διο τής χρησιμοποιήσεως τής 3Ακτίνας^ Όλέθρου; Σέ λίγο θά τό μάθαινε. Γιατί δεν είχε κορμιά άμφ^βολία πώς τό ραν τεβου ήταν έδώ... 5Από μακρυά στο δημόσιο δρόμο φάνηκαν τά φώτα ενός αυτοκινήτου. Ό Τζόε Ντίκ έ νοιωσε την καρδιά του νά χτυ
πάη βιαστικά. "Έσυρε τά πτώ ματα τών συμμοριτών καί του σκύλου πίσω άπό τό σπίτι. "Υστερα γλύστρησε σάν φάν τασμα πίσω άπό ένα δέντρο καί περίίμενε. Τό αυτοκίνητο πλησίασε. "Υστερα άπό πέν τε λεπτά. Φρενάριζε πλάϊ στα δυο άλλα. "Ανοιξε ή πόρτα τής θέσεως τού σωφέιρ καί κά ποιος πήδησε ανάλαφρα στο χώμα. Προχώρησε άνύποπτος προς την είσοδο του σπιτιού χωρίς κορμιά προφύλαξι. Ή ταν απολύτως βέβαιος πώς ό λα θά πήγαιναν έν τάξέι. Κα θώς έφτασε έξω άπό τήν πόρ τα μιά λουρίδα φωτός έπεσε στο πρόσωπό· του καί τόν φώ τισε. "Ενα πνιχτό επιφώνημα έκπλήξεως βγήκε άπό τό στό μα του ντέτεκτιβ όταν είδε κι3 αναγνώρισε αυτό τό πρόσω πο. Τά χέρια του έσφιξαν νευ ρίκα τιό αυτόματο καί σάλταρε μέ προτεταμένο τό όπλο. — "Ακίνητος καί ψηλά τά κουλά σου κύριε διευθυντά!, είπε τραιχειά. Ό άγνωστος γύρισε ξαφνία σμένος κι·3 έκανε μιά κίνησι νά Φέρηι τό χέρι- στή μασχάλη του. — Είπα ακίνητος!, γρύλλισε ο Τζόε^ Ντίκ. ’Άν σαλέψης θά σε ,κόψω σέ δυο κομμά τια ιμέ ίμια ριπή. Ψηλά τά χέ ρια. Τό πρόσωπο τού ανθρώπου έγινε χλωμό καί βλέποντας πώς κάθε άντίΐστασι ήταν μά ταια σήκωσε τά χέρια. Μ3 ένα πήδημα ό ντέτεκτιβ βρέθηκε κοντά του. Τά χέρια του κινή θηκαν γοργά. Τον έρεύνηισε
ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
33
του πήρε τό πιστόλι και τον έδεσε. "Υστερα ^τόν έσπρωξε μέ την κάννηι του όπλου του πιρός την είσοδο του σπιτιού. Έκεΐνος προχώρησε χλωμός πάντα και όαμίληρτος. — Δεν τό πειρίίμενα από σένα Έριχ Ντάρσεν!, εΐπε ό ντέτεκτιβ καθώς τον υποχρέω νε νά καθήση σέ μιά καρέκλα. Ό Γενικός Διευθυντής των τε λωνείων του Κράτους συνέται ρος. μέ τον άρχιγκάνγκστερ Μάΐκλ Κέιρτις! Έτσι^ έξη,γεΤται τώρα πώς αυτός ό άρχικα καΰργος έμαθε πώς στην προ βλήτα 24 ανάμεσα στ5 άλλα κιβώτια υπήρχε και τό μηχά νη)μα μέ την * Ακτίνα Όλε θρου! Ό κόσιμος θά ξαφνια στή όταν διαβάση αύριο τις έφηιμερίόες... -— ΕΤσαι ένα ψ'ίδι , ^ Τζόε Ντίκ! μούγγρισε ό Ντάρσεν. Ό ντέτεκτιβ γέλασε. — Ναι ’Έριχ Ντάρσεν. Γί νοραι φιίδι -μέ πολύ μάλιστα δηλητήριο όταν πρόκειται νά διογκώσω κάτι συχαμερές ύαι νες σάν καί σένα! "Υστερα καπευθύνθηκε στο τηλέφωνο. Σχημάτισε ένα νού μερο ατό καντράν και ζήτησε τόν επιθεωρητή Τόρενσον. — "Ω!, Τζόε!, ακούστη κε μιά γλυκέιά γυναικεία φω νή. ΕΤσαι ζωντανός λοιπόν άκόίμα αγάπη; μου;
^— Μά φυσικά, Λύντια!, α πάντησε γελώντας ό ντέτεΚτιβ. Τόσο πολύ ώστε δεν βλέπω τήν ώρα νά σέ πάρω στήν άγκαλιά μου. Δώσε μου τώρα τόν Τόρενσον. — 'Αλλό, ^Τζόε!, άκούστη κε ή φώνή τού αστυνομικού έπιθεωρηίτού. Μόλις γύρισα άπό τό σπίτι τού Μάκφιλδ. Ψα ρέψαμε τόν Τδιο και τούς αν θρώπους του. Επίσης ψαρέ ψομε καί τόν φίλο σου τόν Ρούντυ. Έσύ πού βρίσκεσαι; Τού είπε ιμέ δυο λόγια τί εΐχε συμβή καί τόν κατατόπι σε γιά τό μέρος πού βρισκό ταν. —^Στείλε μιά νεκροφόρα νά φορτώσουν τόν Κρρτις καί τήν παρέα του!, είπε ό ντέτεκτ ι β. 5 Επίσης κ ι9 ^ένα φορτηγό νά παραλαβή- τό κιβώτιο μέ τήν 9Ακτίνα "Ολέθρου. Σού έχω καί μιά άλλη1 έκίπλη.ξι! Μήν άργήσης (μονάχα γιαπί εί μαι πολύ βιαστικός, μιά καί τό κορίτσι ,μου ή Λύντια ξαναγύρισε στή Νέα Ύόιρκη. Ό Τόρενσον γέλασε. — Όκέϋ Τζόε! Φτάσαμε! Κι9 ή Λύντια είναι έπίσης βιαστική! Ό Τζόε Ντίικ άφησε τό α κουστικό καί άναψε τσιγάρο. Στο πρόσωπό του απλωνόταν τώρα ή γαλήνια έκφρασι του ανθρώπου πού είχε κάνει τό καθήκον του...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφεύς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
Απαγορεύεται ή έ?ν«Ι>ημοσίευσις
.X
Ο Ε ϋ
Ν Τ ϊ Κ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
§
1 ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 Ξ________________________________________________ = ,ν'
Γραψ^Τα: Όδό-ς Αέκικια 22 — ’Αριθμός 4 — Τιμή δραχραι 2
5
Δη,μοσιογραφικίός Δ)ιντής·: Στ. Άνεμοδαυρας, Φαλήρου 41. Οικιονομικος Δ)ιντης: ΓεώρΎ. Γεωργιάδης, Σφ ιγγός 38. ΠροΤστάμιενος τιπτογρ.: Α. ΧατΕηβασί'λεί,ου. Ταταούλων 19 Ν. Σ,μύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΓΉΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, Αθήνα ι
■»
~ =
ΐΙΙίΕΒΕΒΒΙΙΙΒΙΕΒΒΒΒΙΙΒΕΙΒΕΙΙΙίΙίΙΕΕΒΒΙΒΙΒΙΒΙΒΙΒΙΙΙΙΒΒΙΒΒΒΙΒΙΕΒΙΙΒΒΒϋΙΕΙΙΒΙΙΒΙΒΠΒΕΕϋΒΒΙΙ' ^^4Λί31ΙΒΗΒΕΙ«;α·(ΟΙΒηΐΜΙΜί*»0«βί»Κϊ09β1*β11»ϊΒ«ΗΙΙΕ®ίΚ*ΒΙ«·ΐηΜΒ·Ι*ΜβαΐΙΒΜΙίβ:ΗΒ»»ί3Ββ(»α3Β5ί8β«Μ13ΡΙί«1ί£)
Τό επόμενο τεύχος τού ΤΖΟΕ ΝΤI Κ, το 5, πού κυκλο φορεί το ερχόμενο Σάββατο μέ τον τίτλο
είναι ένα τεύχος θαύμα! 40 θρυλικός Τζόε Ντϊκ για μια ακόμα φορά βρίσκεται αντιμέτωπος μέ τό θάνατο και κα τορθώνει πάλι νά τον νικήση.. έπιστρατεύοντας τή δύναμί του και την εξυπνάδα του. Καταπληκτικές σκηνές άγωνίας καί ηρωισμού συνθέτουν τό επόμενο τεύχος τού ΤΖΟΕ ΝΤίΚ, πού είναι άληθινό Αριστούργημα καί δεν πρέπει νά τό χάση -κανείς !
δ 8
οΟο I
ΛΏοςτοοη
ψ*
χτη γη
ΝΟΝΟΝ ΕΝΑΣ ΔΕΝ ε/χε πναψερει αηο' ΜΑ .. . Ο ΗΟΥΠ-ΖΟΥ. ΓΑΙ Ο ΟΤ70/0Ζ Ε/λβ ΠΑ£/ ΖΤΟ/Υ 77/1ΑΝΗ ΤΗ ΓΗ! 4/0 ΤΡΙΜΗΝΑ ΕΙΧΑΝ ΠΕΡΑΣΕΙ Χ9ΡΙΣ είΔπεειζ του . ναι Με Ε£Τ£!/1βΝ £49
αποτυχία, παντού!
9αιν£τα: η$χ πογοίΝΑ
2Τ0 £!ΑΙΤΗΜΑ Δ£Η ΥΠβΡΧέΙ
τιηεοΝ
ουράνιο
ζπβ
. . —■*
Ίον ΑΡΗΗΑ, ΜΑ.. ΠΕΘΑΜΕΝΟ! ΗΑ! τότε ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΜΟΥ ΖΥΝΕΑΑΆΑΝ ΗΑΤΙ ΑΟΡΑΤΑ ΜΥ ΠΑΤΑ ΠΟΥ ΑΧΟΥΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΝ Γ/Ρ9 ΠΟ 19 ΝΑ ΣΟΥ. τα ε/χε ηβηει ο κουδ-ζουν, ηΑ ΝΑ ΔΕ/ΓΗ Π9Σ ΕΙΧΕ ΤοΝο ΘΕΤΗΖΕ! ΜΙΑ ΤΝΑΕΤΙΑΘΗΤΙΠΗ ΕΙΔΗΣΗ ΣΤΟΝ £ΓΜ£ <Ρ/)ΔΟ ΣΟΥ . . ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ 7ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΧΕΙΡΙΖΟΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΕ.. ΟΤΑΝ Ο ΑΠΟΖ ΤΟΠΟΥΣ ΔΕΝ ΜΤΤΟΡέ/ Ο ΙΔΙΟΙ ΝΑ ΕΤΕΙΑΤ1 ΤΟ Μ-ΗΝΥ-
0-ΗΡ9Ε ΑΠΟΡΕΙ ΤΟΣΟ ΠΟΥ ΓΕ) <ΡΝ1ΜΑ ΓΑ/ΣΤΡΑΕ! . .
ΗΜ ΤΟΤ6 ^ήΤήΠή&β
ΪΤ&Χ
Ο /ΤΟΥ/) -ζογ/ν
ΥΟΥ
έ/Χ6 Μ77θΟΗΥ>£ΥΧ£/
~
μηντ//ιο μήνυμα ιτον όίΥβΨή.ηο υου, 77αρ 'οηο
/ΤΟΥ 6£Υ4δΛ' 6/Χ6Ζ /4€ή
1
1
>1
' &ΙΚτ*Τ^*ΙΗΗ**ί'ΒΙ ·Ι·ΙΐαΝΗΐ >η>τ>.ιη Τ}ΤΤΤΪ,
^
3ΗΒΒΜβΜ0% Υ ϋΐ ■ , ■ · ϊ ■ ΒΜΜΜ&- *ΐ2!
μένους δρόμους και την υγρή άσφαλτο. Τό απόγευμα είχε βρέξει γερά. Τώρα ψιχάλιζε. ΝΥΧΤΑ είχε άπλώσει "Ενα ψηλός τύπος >μέ καο τις σκοτεινές φτεροΟγες της πάνω από την Νέα τεβασμένη ως τά φρύδια τή ρεποόμπλικα και σίδιάβροχο Ύσρκη,. Στα στενοσόκακα του Χάρλε,μ κυκλοφορούσαν διάβαζε ιμ·τά εφημερίδα κά μεθυσμένοι νέγροι κΓ από τω από τό ηλεκτρικό λαμπιό τά νυχτερινά -κέντρα έβγαι νι κάποιας γωνίας. Δεν φαι ναν τά ουρλιαχτά των σαξο νόταν όμως νά ένδισφέρεται και τόσο πολύ γι3 αυτά πού φώνων που τραγουδούσαν νέγρικους σκοπούς. {Μερικές διάβαζε, γιατί κάθε λίγο έρχοωμσιτιστές έπι γραφές ανα ριχνε ματιές στο ρολόι του βόσβηναν σχεδιάζοντας παρά και κύτταζε προς τό βάθος ξένα σχήματα στους Αασπω του δρόμου πού έβγαζε στην
Μιά ύπουλη συνάντησι στό Χάρλεμ
Η
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. +
4
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
τ4λατε7α τοΟ Μισισσιπη. Ή βροχή δεν τον ένοχλουσε, Ε δειχνε ώς τόσο κάπως νευρι κος δσο περνούσε ή ώρα χω ρίς νά φαίνεται έκείνος πού περίιμενε. "Εβγαλε άΐτπό την τσέττη του ιένα κουτί τσί κιλες έρριξε δυο ικουφέτα στο στάμα του ικάί άρχισε νά ιμα σάη αργά. Θά περίμενε ιμί ση ώρα ακόμα, κΓ δον ώς έκείνη την ώοα δεν φαινόταν ό Τσά-ρίλς Όνπρεϋ, θά εφευ Υε. πορνικά άνασκίρτησε. 5 Α κούστηκαν οι τροχοί ^ αύτοκυ κι νήσου. Οι προβολείς του αυτοκίνητου σάοωσαν τό δρόμο καί οταιμαίτησαν άπάνω του. Το αυτοκίνητο ττλη σίοσε ικάί σΤαΐμάτησε. άνθρωπος πού τό ώδηγούσε έσκυψε έξω άπό το παράθυρο. ! — Γειά σου, Γουΐλυ!, είπε. "Εχεις νέα; Ό Γουΐλυ Στέον δίπλωσε την έφτίιμερίδα καί πλησίασε περισσότερο. — Σπουδαία νέα, Τσάρ,λς! *Έναν τέτοιο άνθρωπο σάν καί σένα χρειαζόταν τό κσ νούργιο άφεντικό. Του εΐπο τά καθέκαστα. Μου είπε πώς εΤναι σε 8έσι νά σου έ ξί ησφ αλ ίση ένα π ρω τ η ς γραμμής καταφύγιο, άπ’ δπου δεν θά μπορέσουν νά σε ξετρυπώσουν έστω κι* άν κι νητοποιηιθουν όλες οί χιλιά δες των «Τζή—<μεν» (*) που (*) Τζή - μέν, είναι οΙ κυβερνη τικοί Αστυνομικοί, ο! πράκτορες τοΟ ττεριφήμόν "Εφ-Μπή- "Αϊ.
διαθέτει ή Αμερική. Μου Λ ιτέ άκόιμα πώς ξέρει αυτός τ' θά πή άπόδοσσι από τό Σίγκ—Σίγκ καί σε θαυμάζει ι' Ενας άνθρωπος πού γλυ στράει άπ’ αυτή την κόλασι» ιμου είπε «ποέπει νά εί ναι άνθρωπος άξίάς. ΚΓ ή αξία του ιμάλιστα θά είναι διπλή άφου είναι καί έπιστή μονας!» Λοιπόν τί λές, Τσάρλς; *Εμείς οι δυό^ ξέ ρουμε καλά ό -ένας τον άλλο. Ζήσαμε στον Τδιο κύκλο έφτά χρόνια καί δεν τά χα λάσαμε ούτε *μιά Φορά. Εί μαστε φίλοι, έτσι δεν είναι; — Ναί, >Γουΐλυ. ΕΤμάστε φίλοι. — Νάχης λοιπόν έμπιστο σύνη στή δουλειά πού είμαι μπλεγμένος κι5 εγώ. "Ολα τά παιδιά είναι σάν καί μέ να. "Εχουνε λόγο κι* έκτιμάνε τούς έξυπνους. Έσύ εί σαι έξυπνος. Ή δουλειά σου θά πληρώνεται ηγεμονικά. "Αλλά, έικτάς /άπ’ αυτό, υστερα άπό κάθε κόλπο, θά έχης τό οεγάλο σου. Τί λές; — Πώς λένε τό καινούρ γιο άφεντικό; ρώτησε ό Τσάρλς "Οντρεϋ. — "Αγκαοτυ. Αέντ "Αγ κ αιρτυ. Μπορεί δα ω ς αύτό νά μην είναι καί τό πραγματι κό του δνοιμα. "Ολοι τον ξέ ρουν ιμέ τό παρατσούκλι ή Γάτα. Ήταν δέκα χοόνια τό δεδιό χέσι του Γκάρτσια Καρντόνε. Τώρα τελευταία δμως τά χάλασε ιμαζί του καί ό Καρντόνε βρέθηκε ιμέ
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
δυο μαχαιριές στην κοιλιά νά ταξιδεύη στη μπούκα του λιμανιού. ιΚατάλαιβες; Ό "Αγκρρτυ είναι παλληκάρι και δεν αστειεύεται. Κάνει πάντα μεγάλες δουλειές. Και τώρα έχει σπουδαία σχέδια. "Οταν ακόυσα πώς για τά σχέδια αυτά του χρειάζεται ένας έπ ιστημονας χημ ικό ς, ό νους ιμου πήγε αμέσως σέ σένα καί του (μίλησα σχετι κά. ηΑν τό άποφασίσης, θά πάμε παρέα νά τον δούμε· —* Όκέϋ, Γουΐλυ! Θά πά με /μαζί1. "Αρχισα νά στενό χωριέμα.ι (μονάχος και νά κρύβουμαι όλες τις ώρες τής ημέρας σ' αυτή τη βροομοσο φίτα τής Μάλυ τής άραπίινας. "Οταν πρωτοβγήκα από τη φυλακή ή Μάλυ μου φάνηκε άμορφη. Τώρα μου φέρνει άηδία. Ό Γουΐλυ Στέρν έρριξε τήν έφημερίδα πού κρατούσε στήν τσέπη του και κάθησε δίπλα στον Τσάρλς "Οντρεϋ. —Που θά πάμε; ρώτησε ό Τσάρλς που ώδηγουσε. —Γύρισε πάλι προς την πλατεία Μισισσιπή. Σέ δέ κα λεπτά θά είμαστε στο σπίτι του "Αγκαρτυ. Τό βολάν πήρεγμιά στιρο φή (στά χέρια του χημικού καί τό αυτοκίνητα ξεκίνησε πάλι προς τήν πλατεία Μισισσιπή. Ύστερα από λίγο είχε ιμπή ,μέσα σέ^ μερικά δαιδαλώδη; στενά του Χάρλεμ, όπου υπήρχαν μονάχα λάσπες καί βρώμικα χαμόα σπιτα...
I Ή «Γάτ^ καταστρώνει σχέδια
ΑΕΝΤ "Αγκαρτυ έρ^ ρίξε ιμιά διαπεραστική ματιά στο πρόσωπο του |κακνουργσψε ρμέ|νουί Επι σκέπτη. "Υστερα τό βλέμμα του ταξίδεψε σ’ ολόκληρο τό κορμί του. Είχε (μάτια γκρί ζα μέ μαύρες άποχρώσεπ;, γατίσια, κ.Γ αυτός ακριβώς ό λόγος ήταν πού άναμεσα στις τάξεις τώ(^ κακοποιών ήταν γνωστός μέ τό άνομα Γάτα. — (Κάθησίε, κύριε "Οντιρεϋ, είπε. Ό Γουτίλυ μου μίλησε πολύ ζεστά για σέ να. "Ενας άνθρωπος σόον καί σένα μου χρειάζεται. Είμαι σίγουρος πώς έμεΐς οί_ δυο θά κάνουμε πολλά πράγμα* τα. Φτάνει νά έχης διάθεσι. -έρω γιά ποιο λόγο βρισκό σουν στό Σίγκ—Σίγκ. Δι κάστηκες γιά κατασκοπεία καί κλοπή ατομικών μυστι κών. Δούλευες στά έργαστή ρια του Κλήβελαντ. 3Αλλά δέν τά κατάφερες καλά κάί αέ τσουβάλιασαν. Πάλι κα λά πού δέν ψήθηκες στήν ήλεκτρική καρέκλα. Μέ είκο σι χρόνια πού σου λφόρτωσα νε, πρέπει νά θεωρής τόν ε αυτό σου πολύ τυχερό. "Ε πειτα, νομίζω πώς τούζ χά ρισες μερικά άπ’ αυτοί τά χρόνια άφου τοσκασες.^ — 3Απ' τά είκοσι έκανα μόνο τά οκτώ. Τά υπόλοιπα όπως λες καί σύ, τούς τά χάρισα. — Μήν ξεχνάς ^ πώς τούς χρωστάς άκόμα δώδεκα χρό
Ο
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
ν ια. ΓΓ αυτό πρέπει ^νάσαι ρεΐ όμως καί πιο σύντομα. προσεχτικός. Οι Τζή—μεν Θετική ^άπάντησι θά έχης δεν θά στ αμ στήσουν νά ψά όταν δώ τό εργαστήριο. χνουν για σένα. ^ — γΟκέϋ, "Οντρευ! Αύριο — Τό ξέρω!, άπάντησε θά πάμε παρέα κάπου καί κουνώντας τό ικεψόαλι του ό θά τό δής. _ Δεν μέ νοιάζει χημικός. ΓΓ αυτό κΓ όλας άν χασαμερήιση λίγο ή αρχή. αποφάσισα νά δουλέψω μαζί1 Φτάνει μονάχα ή δουλειά νά σου. Ό Γουΐλυ μοΰ είπε γίνεται παστρικά χωρίς νά πώς θά είμαι ασφαλής κον άφήνη ίχνη. τά σου. — Σύμφωνοι!, είπε ό χη μικός. Ή δουλειά θά γίύεται — "Οσο γΓ αυτόν μή σέ μέλλη! "Οποιος δουλεύει μα παστρικά. Ό "Αγκαρτυ γέλασε. ^Ηζι μου δεν χάνεται! "Εχω ταν ένα χαμόγελο στυφό καί κΓ ολας έτοι,μο ένα σπουδαίο άσκημο. Τά γατίσια του εργαστήριο για σένα. "Ακου σε λοιπόν ποιό είναι τό σχέ μάτια άστραψαν καί σηκώ διό ιμου ικαι γιά ποιό λόγο θηκε. — Σέ λίγο λοιπόν θά έ χρειάζομαι τις υπηρεσίες σου χουμε πολλές φωταψίες καί Ό Γουΐλυ ίσως σου ^ είπε κάτι,^άλλά δεν ξέρει τις λε βεγγαλικά στο Σέντραλ ^Σί το καί στο Μανχάταν!, είπε. πτομέρειες. "Ετσι, παιδιά; Ό Αάντ "Αγκαρτυ άναψε Γέλασαν κι5 οι δυο άλλοι. τσιγάρο ικαί άρχισε νά μι5 Ηταν απαίσια γέλια.. Φρί λάη, αργά και μετρημένα. Ό Τσάρλς "Οντρεϋ και ό Γου- κης καί τρόμου, πού προμτγ νοϋσαν ένα όργιο φόνων καί ί'λιυ Στέρν τον άκουγ αν μέ καταστροφών. τφοσοχή., χωρίς νά τον διακό ψουν. Μίλησε σχεδόν μιά ώ "Ενας ουρανοξύστης ρα. "Υστερα, όταν τελείω στις φλόγες σε, γύρισε καί κύτταξε τόν χημικό: τινάχ τ ηκοον ΛΟΓΕΣ ^ —Πώς σου φαίνεται τό ψηλά σαν εκατοντά σχέδιό μου, "Οντρεϋ; ρώτη δες πύρινα χέρια πού σε. ζητούσαν νά φτάσουν τόν — Σπουδαίο! "Εχει πολύ ουρανό. Ακούστηκαν κραύ ψωμί αυτή ή δουλειά. γές^ θόρυβοι από γυαλιά πού — Χαίρω που τό ακούω σπάνε, άγρια παραγγέλμα από τό στόμα σου. Κατάλα τα καί επικλήσεις βοήθειας. βες τώρα λοιπόν τί σέ χρειΤρομαγμένες μορφές ανθρώ άζομμαι; πων φάνηκαν στά παράθυρα -— Ναί'.^ Κατάλαβα. Μά καί σύννεφα ιμαύρου καπνού εγώ δεν θά μπορέσω νά εί τύλιξαν τόν τεράστιο ουρα μαι έτοιμος πριν περάση έ νοξύστη μέ τά όγδονταεφτά νας τουλάχιστον μήνας, Μπο πατώματα τής Νάθαν Στρήτ,
Φ
Τόν ΪΡόΜόΥ
Πετάχτηκε έξω άττο τό παράθυρο.
Ή κυκλοφορία διεκόΗτη και πεζοί και όχήρατα παραμέρι σαν για να περάσουν τά άοτ υνο· μ ι κ ά αύτακ ίνητ α κ αί ο; πυροσβεστικές άντλίες πού ούρλιαζαν άνατριχιαστι κά προειδοποιώντας για τόν κίνδυνο. ' Αστυφύλακες καί πυροσβέστες πήδησαν άπό τ αυτοκίνητα. "Ανεμόσκαλες καί κρουνοί έκτοξεύσεως νε ρού ;μπήκαν σέ κίνησι. Διατα γές δίνονταν βιαστικά καί πί δακες νερού άρχισαν νά ^τα ξιδεύουν προς την φλεγό'μενη πρόσοψι τού κτιρίου. ^Η ταν φανερό όμως ότι ή πυρ καϊά δεν έπρόκειτο νά υπο χώρηση. "Απ" τις έξόδους κινδύνου
κι’ άπό την κεντρική είσοδο τού ουρανοξύστη! μπαυλού κια ανθρώπων έβγαιναν καί ξεχύνονταν στο. ρεγάλο δρό μο μέ ίμιαν έκφρασι αγωνίας καί φρίκης στο πρόσωπο. Μέ ίεξσλλο βλέρμα καί μέ μπερδεμένες φράσεις προπαθοΰσαν όλοι αυτοί ο! άν θρωποι νά απαντήσουν στίς ερωτήσεις πού τούς απευθύ νονταν. — Είναι φοβερό!, έλεγε ένας κοντόχοντρος άνθρωπος μέ αναστατωμένα «μαλλιά, χωρίς σακκάκι καί μέ μαυσκε μένα άπό τόν ιδρώτα τής ά γων ί ας πρόσωπο. Ή πορκαϊά ξέσπασε έντελώς άπρό οπτά καί στά όγδόντα έφτά
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
ταυταχρόνως πατώματα του κτιρίου. Θά ϋλεγε κανείς πώς ένα άορατο χέρι έθεσε σε λειτουργία κάποιο σατα νικο έρττρηιστίικο μηχάνημα πού είχε διακλαδώσεις σ' δ; λο τό μέγαρο. Λίγα δεύτερό λεπτά πριν φανούν οι φλόγες ό άέρσς, είχε γίνει κάπως βαρύς καί ξαφνικά ό άέρας πήρε φωτιά καί πύρινα σύν νεφα γέμισαν τον ουρανοξύ στη). Έγώ εργάζομαι στο τριακοστό πέμπτο πάτωμα στο λογιστικό γραφείο του κ. Κάνιγκαμι. ΠΙρΙίν καλιά—καλά καταλάβω τί συμβία ί νες βρέθηκα έξω στο διά δρομο. Είδα τούς ιδιωτικούς πυροσβέστες του κτιρίου νά παλεύουν απεγνωσμένα μέ τη φωτιά πού ερχόταν από παντού. 'Έτρεξσ στον ανελ κυστήρα πού εκείνη ακριβώς τη στιγμή είχε σταματήσει στον όροφό μας. Μαζί μέ μένα στριιμώχτηικαν ιμέσα έκεΐ κΓ άλλοι. Κατεβαίνοντας προς τό ισόγειο είδαμε τίς φλόγες νά πλημμυρίζουν καί τ' άλλα πατώματα. Οί άνθρω πος όσοι δεν μπορούσαν νά χρησιμοποιήσουν τά ασαν σέρ έτρεχαν σάν τρελλοί στις σκάλες πού φέρνουν προς την έξοδο. 9 Ηταν ένας άπερίγραπτος πανικός. Ό ένας πατούσε τον άλλο προσπα θώντας νά ξεφύγη τό θάνατο. Πολλοί κατρακύλησαν στις σκάλες. Αδιαφορώντας ^ οί άλλοι πέρασαν άπό πάνω τους. Μπορείτε νά φαντασφή τε την εκτασι του πανικού,
άν λογαριάσετε πώς σε κάθε όροφο υπάρχουν σαράντα έ ως σαρανταπέντε γραφεία. Σέ κάθε γραφείο έργάζρν ται πέντε τουλάχιστον ύπάλ ληλοι. Διακόσιοι πενήντα καί περισσότεροι υπάλληλοι καί προϊστάμενοι σέ κάθε πάτω μα. ΠολΑατϊλασιάστε αυτό τον άριι6|μό μέ τό 87 όσοι είναι οί όροφος καί θά κα ταλάβετε. Οί περίεργος πού τον εί χαν κυκλώσει καί τον άκουγαν, ένοιωσαν ένα παγωμένο ρίγος νά τούς τυλίγη. Τρι άντα περίπου χιλιάδες άν θρωπος μαζί μέ τούς έπισκέ πτες1, κινδύνευαν νά ψηθούν στις φλόγες! 5Απ’ αυτούς ήταν ζήτημα άν είχαν κατα φέρει νά φτάσουν στις έξόδους οι δυο χιλιάδες. Ή άστραπιαίΐα εμφάνισή καί έξά πλωσι τής πυρκαϊάς θά κό στιζε τή ζωή στούς υπολοί πους. 9 Ηταν φριχτό! "Οσοι είχαν άποκλειστή άπό τίς φλόγες καί τούς καπνούς φώναζαν απεγνωσμένα. *Αλ λά^ κανείς δέν μπορούσε νά τούς βοηθήση. Τά δεκαοχτώ ασανσέρ είχαν άχρηστευθή. Ή φωτιά είχε πυρακτώσει τά καλώδια καί τά καλώδια έσπασαν κάί τινάχτηκαν δε ξιά κΓ άριστερά σάν πυρω μένα φίδια. Πολλά άπό τά πυρακτωμένα καλώδια) ^επε-ί σαν στά υπόγεια καί μετέ δωσαν την πυρκαϊά στις άποθήκες πετρελαίου πού έ χρησιμοποιείτο γιά τή λει τουργία τού καλοριφέρ.
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ Ο Ρούντυ δεν θέλει νά γίνη... ψητός!
Ε Σ Α στ ι ς άδ ιαπέραστες άπό τή φωτιά φόρ μες αμιάντου, οι ττυροσ βέστ ε ς, με άντιασφυξιογόνες προσωπίδες και συσκευ ές οξυγόνου στη ράχη, ώρ'μησαν μέσα στην κόλασι αυ τή των φλογών σέρνοντας μαζί τους τους χοντρούς σω λήνες πού έξετόξευαν χηίμικά πυρίμαχα υγρά. 01 φλό γες Χαμήλωναν για -μερικά λεπτά καί τα συνεργεία διασώσεως του Στάθμου Α' Βο ηθειών έμπαιναν στην πυρί καυστη ζώνη κάΐ φόρτωναν στα φιοιρεΐα τούς λιττοθυμι σμένσυς άπό τις άναίθυμιά σε ις καί τους καπνούς άνθρώ παυς καί έβγαιναν τρέχρν τας στον καθαρό άέοα. Πολ λοί σώθηκαν έτσι. "Αλλά αυ τό ήταν .μονάχα κάτι πού έμοιαζε ιμέ μια σταγόνα νε ρού στον ωκεανό. Τά θύμα τα ήταν πολλά, άπειρα. Οί πιθανότητες σωτηΐοίας ήταν ελάχιστες. Καί δμως κανείς άπό τούς ηρωικούς έκείΜους άντρες δεν σκέοτηκε νά όπισθοχωοήιοη. ξέραν ποιο ήταν τό καθήκον τους... Δυο άνδοες ποσχώοηΐσαν πρώτοι. Μέσα στίς φόρμες άυιάντου καί κάτω άπό τίς άντιασφυξιογόνες ιμάσκες πού είχαν μποοστά στο ύφος των ματιών ένα μακρόστενο πα ραθυράκι σκεπασμένο με μια Μ, άδιαπέοαστη άπό τή φωτιά διαφανή, πλαστική ύλη, για νά βλέπουν, ήταν δύσκολο νά ξεχωρίση κανείς τά χα-
9
ρακτηριστικά τους. Ό ένας άπό τούς δυο ήταν ψηλός, εύσωμος μέ τετράγωνους ώ μους. Ό άλλος ήταν πολύ πιο ψηλός άπό τον πρώτο. Είχε τεράστια πόδια καί μακροά χέρια. Καί ήταν νά «άπορή κανείς πώς φρέθη,κε φόρμα άμιάντου γι' αυτό τό μέγεθος του άνθρώπου. Γ ιά έκείνσυς δμως πού γνώ ριιζαΥ τήιν... ιδιότυπη, κατα σκευή του Ρούντυ Μπαθ. του Μακρυπόδη: κρεμανταλά βο ηθού του θρυλικού ντέτεκτιιβ Τζόε ΝτίΙκ, δεν ύπηογε αίνι γμα. θά στοιχηΙμάΗτζαν υιέ τό κεφάλι τους καί θά κέρ διζαν σίΥούοσ γιά τό πρό σωπο πού υπήρχε μέσα στή φόρμα αυτή τού άμιάντου. Ό ένας λοιπόν άΝό τούς δυο ήταν ό Ρούντυ Μπάθ (*) Ό άλλος ήταν ό διάσημος κα κουογοκυνηγός, ό Φόβος καί ό τρόμος των κακοποιών τήο ’Α ,μεοικανικής Ηπείρου. ό Τζόέ Ντίκ (*). Προχωρούσαν καί (*) “0 Ρούντυ Μττάθ όπως ξέ ρουν ο! Αναγνώστες μας είναι §νας κρεμανταλάς ιμέ μεγάλη μύτη καί χρντοά μυωπικά γυαλιά ατά μάτια πού όνειρεύετοι νά γίνη ντέτεκτιβ. Ό Ρούντυ ξοδεύει τον περισσότερο καιοδ του στο νά βάζη κσμπρέσσες στό πρόσωπό του, τό όποιο πάντο τε είναι πρησμένο άπ* τίς γοσθιές των κακοποιών μέ τους όποιους μπερδεύεται σέ καυγάδες. Παρ" όλο τό ξύλο δμως που τοώει ό Ρούντυ καί τις γκάφες πού κάνει έχει γίνει τό δεξι χέρι του Τζόε Ντίκ καί πολλές φορές καταφέρνει σπουδαία πράγματα. (*) Ό Τζόε Ντίκ είναι ένας νέος ντέτεκτιβ μέ χαλύβδινα νεύρα, σιδε
οι δυο μπροστά άνοί'γοντας δρόμο μέσα στις φλόγες μέ τούς σωλήνες εκτοξεύσεως του πυρίμαχου υγρού, Κάθε στιγμή, κινδύνευαν νά καούν σαν πυροτέχνημα. Κάθε δευ τερόλεπτο, υπήρχε φόβος νά μετ αθλη Βουν σέ κ<χ ι ό«μ ε νε ς ζωντανές λαμπάδες. Καί ό μως πεισματάρικα, άγρια, αδίσταχτα συνέχιζαν τον δράμο δους μέσα σ’ αυτή την κόλαση, από την όποια μονάχα ένα θαύμα θά μπο ρούσε νά τούς έπιτρέψη ^ νά ξαιναβγούν. Λυτό τό θαύμα ήταν αδύνατο νά πραγμστοτιοιηιθη αν εκείνο πού είχε στο μυαλό του αυτή τή στι γμή 6 Τζόε Ντίκ, συνέβαινε ποανματικά δπως είχε λο γαριάσει. Ό Ρούντυ κονποστάθηικε καθώς ανέβηκαν τις σκάλες πού έφερναν στο τρίτο πά τωμα. Κοντοστάθηκε κύ έρριξε ένα βλέμμα προς τά ρένιο: θέλητι, Αφάνταστη τόλμη κο:ΐ έξ'Τ’οετικό μυαλό. "Ασσος τοΟ Τι σταλιού καί της γροθ ας, συνζογσζεται μέ την τακτική ά^τυνομί-α στήν κστσδ'ωξ του έγκιλήυκχτος. Οι κακοττο:·οι τον τρέμουν καί εΐνσι σύτός ό λόγος που έττιζητούν νά τον έξοντώσουν χοοοις όμως νά τό κοττσφέονουν. Ό δ-άσημος κσκουργοκυνηγός είναι έκτος των άλλων καταπληκτικός στις μεταμορφώ σεις.. *Από τή μια στιγμή στήν άλλη χρησιμοποιώντας διάφορες πλαστικές ουσίες μπορεί ν’ άλλάξη ποόσωπο. Πολλοί λένε πώς υπήρξε βοηθός του γνουστου στήν Αμερική «Ντέτεκτιβ X». *0 Τζόε Ντΐκ όμως δεν τό έπιβεβαιώνει αυτό, ούτε τό διαψευδει.
πίσω. ν Ενας ωκεανός από Φλόγες 6οισκόταν πίσω τους. Ή έπίδιρασι του χημικού υγρού στήν φωτιά δεν κρα τούσε πολύ. Οί φλόγες χα μήλωναν άφηναν ελεύθερο τό δρόμο, ύστερα από δυο — τρία λεπτά όμως ξαναφούν τωναν. — Δεν βλέπομ κανένα νά έρχεται πίσω μας, είπε μι λώντας στο μικρόφωνο τής άντ ισσφυξι αγόνου προσο^πί · δας του ό Ρούντυ. "Αρχηγέ μείναμε μόνοι οι δυό -μας. Μήπως θά ήταν πιο σωστό νά γυρίσουμε πίσω προς την έξοδο; ^ Ί ο ακουστικό μηχάνημα τής προσωπίδας του Τζόε Ντίκ έπιασε την τρεμουλιαστη ψωνή τού κρεμανταλά καί ό ντέτεκτιβ του έρριξε μια λοξή ματιά μέσα από τό σκεπασμένο μέ πλαστική ύλη παραθυράκι. — Δεν σέ ήξερα για δει λό, Ρούντυ], είπε. ’Άν θέ~ λης όμως μπορείς νά γυρί σης. Θά προχωρήσω μόνος. — Δεν είμαι δειλός!, μουρμούρισε ό Ρούντυ. 5Αλ λά δεν θά μου άρεσε νά γί νω ψητός. "Ομως καί νά σ’ άφήσω μόνο δεν τό βαστάει ή καρδιά μου! — Προχωρεί, Ρούντυ !, διέταξε ό Τζόε Ντίκ. Ό κρεμανταλάς ,άνασήκωσε τούς ώμους. — Όκέϋ, αρχηγέ. Φοβά μαι όμως ότι κάποια καπέλ λα πού σ5 αγαπάει, ή Λύντια Τόρεν^(*), πολύ θά στενό» χωρηθή άν δή νά μάς βγά*
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
ζουν αύριο άττό τά^ ερείπια καβουρντισ μένους σάν γαυ ρουνόττοολα!.... Ό Τζόε Ντίκ δεν μίλησε. * Ανοιξε τον κρουνό κι1 από τον σωλήνα πού κρατούσε ένας καταρράχτης άπό ένα τηρασινοκίτρινο υγρό άρχισε νά ττέφτη στις φλόγες. "Ενα πέρασμα άνοιξε άνάμεσα στη φωτιά. Προχώρησαν μέ^σα & αυτό τό πέρασμα^ ένώ γύρω τους, μπρος— πίσω, δεξιά κΤ αριστερά ή πυρκαϊά ολοένα -καί δυνάμωνε. Στο βάθος ό Τζόε Ντίκ εύρισκε πώς ό κρεμανταλάς βοηθός του ίσως είχε δίκιο. Άλλα δεν μπορούσε νά υ ποχώρηση. Γιατί όσο διοι κούσε ή φωτιά θά -μπορούσε νά άνακαλύψη εκείνο που θά ιόν έβαζε στά ίχνη των εμ πρηστών. Καί οτι έπράκειτο γιά εμπρησμό και όχι γιά τυχαίο δυστύχημα δεν είχε καμμιά αμφιβολία 6 δαιμό νιος ντέτεκτιβ. Οί Σατανάδες μέ τά πράσινα
ΠΥΡΚΑΊΆ ταυ ου ρανοξύστη της Νάθαν Στρήτ ήταν τό πέμπτο κατά σειρά κρού σμα μέσα στις δυο τελευταί (*) *Η Λύντια Τόρεν, δπως ξέ ρουν οί τακτικοί αναγνώστες των περιπετειών τοΟ Τζόε Ντίικ, εΐναι ή άρραβωνιαστικιά τοΟ δαιμονίου ντέτεκτίιβ. Ή Αύντια είναι ενα άπό τά πρώτα άστέρια του Χόλλυγουντ καί αγαπάει φλογερά τον Τζόε Ντί». "Εχει «κι·* αυτή φασαρίες μέ τους κακοποιούς. Σέ πολλές περι-
Π
ες βδομάδες. Τέσσερις άλλες έξ ϊσου μεγάλες πυρκαϊές είχαν προηγηθή, μπροστά στις όποιες άποδείχτηκαον άνίσχυιρα όλα τά νέα καί πα λαιά μέσα άμύνης. Καί στις τέσσερις περιπτώσεις οί φλόγες ςΐχαν ξεπεταχθή εν τελώς ξαφνικά καί ταυτόχρο να σέ όλους τούς ορόφους. Καί στις τέσσερις πραηγού μενες πυρκαϊές, όπως συνέ βη καί σ' αυτή την τελευ ταία, σύμφωνα μέ τά όσα κατέθεσαν εκείνοι πού έπέζη σαν,^ λίγα δευτερόλεπτα πριν φαν ή ή φωτιά είχαν νοιώσει νά γίνεται βαρύς ό άέρας μέσα στά γραφεία καί ατούς διαδρόμους του ουρανοξύστη, πού ύστερα άπό λίγο τυλί χτηκε στις φλόγες. Λίγα δευτερόλεπτα έπειτα, ξέσπα σε ή πυρκαϊά σάν ένας α όρατος ηλεκτρικός σπινθή ρας νά την μετέδωσε στον άέρα. Ό αέρας γέμισε φλό γες καί οί^ φλόγες ώρμησαν εναντίαν^ τών έξαλλων άνθρώ πων, τών επίπλων καί τών τοίχων τού μεγάρου. Αυτά είχαν καταθέσει όλοι οί μάρ τυρες πού εξετάσθηκαν άπο την . αστυνομία. 'Ένας μονά χα άπό όλους αυτούς είπε κάτι περισσότερο ενδιαφέρον. Τον έλεγαν Τζών Μπέρντιγ. — Είχα ^κλειστή, είπε, σ’ ένα άπό τά δωμάτια καταψύξεως όπου τό γραφείο μας πτώσεις αντιμετωπίζει κι* αύτή μέ τό πιστόλι στο χέρι τους κακούρ γους λαμβάνοντας μέρος στις μά χες πού δίνει εναντίον τους ό άγαπημένος της κακούργο κυνηγός.
12 διατηρούσε τά δειγματολόγια τών αντιβιοτικών φαρμάκων, πού διέθετε στη διεθνή αγο ρά. ΕΤχ·α κάποια άμυδρά ^ ελ πίδα πως 8ά μπορούσα έκεΐ μέσα να σωθώ. Γιατί τδ δω ματ ιο αυτό τής καταψύξεως ειδικά κατασκευασμένο καί έντείλώς άποιμονωμένο μέ είδ ικές έγκατ αστ άσε ι ς μονώ σε ως, ήταν κατά ένα τρόπο α πρόσβλητο από την φωτιά. Καί πραγματικά διέφυγα τό θάνατο. "Όταν κατάλαβα πώς ή πυρκαϊά εΐχε^ σταμα τήσει καί πώς δ/π ήταν να καή κάηκε, αφήνοντας μονά χα ρρθό τον από ισχυρό μπε τον σκελετό του κτιρίου, βγήκα από τό καταφύγιό μου. ιΚαί τότρ είδα] οπούς έρε ιπω μ ένσυς δ ιαδρόμους νά περιφέρω1νται καί νά τρέχουν δεξιά κι-5 άρστερά κάτι πα ράξενα^ όντα μ«έ πράσινες ύφασμάτ ινες φόρμες καί κου κουλές στο κεφάλι μέσα από τις όποιες -ξεχώριζαν πίσω ά πό δυο τρύπες γαλιστερά σάν πυρωμένα κάρβουνα μάτια. Στην αρχή, νόμισα πως ώνειρευόμουν. Πίστεψα πώς έ βλεπα φαντάσματα, δημιουρ γήματα του σαλεμένου από τό πανικό λογικού μου. Ύ στερα: όμως, όταν ακόυσα νά γελάνε αυτά τά σατα νικά όντα, κατάλαβα ότι !βρισκόμουν μπροστά σέ μιά |πραγματ ικότητα. ? Ηταν 5 ένα Iγέλιο άτ-αίσιο, φοβερά άνατριχιαστικό πού σού έφερνε παγωνιά καί τρόμο. Δεν μέ είδαν. Δεν ξέρω άν μέ είδαν
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
καί δεν μου έδωσαν σημασία. Πάντως εγώ ώπισθάχώρησα τρομαγμένος καί ξαναγύρι σα στο δωμάτιο καταψύξεως. Κλείστηκα μέσα καί μο νάχα ύστερα από δυο ώρες, όταν βεβαιώθηκα πώς τά όντα μέ τις πράσινες φόρμες είχαν έξαφανιστή, βγήκα α πό έκεΐ μέσα. — Ό άνθρωπος αυτός εί ναι τρελλός, είπε ό άστυνομ ι κός επιθεωρητής Τόρενσον, όταν ακούσε την κατάθεσί του. Δεν μπορεί νά έχη σω στά τά λογικά του. Πώς εί ναι δυνατό μέσα στην κόλασι αυτή τής φωτιάς νά έπιζήσουν ζωντανά όντα; — Κι3 άν φορούσαν φόρ μες από άμίαντο; ρώτησε ό ■ντέτεικτ ιβ Τζόε Ντϊικ πού ε πίσης 'εΐχε πάρσκόλουθήσρί την έξέτασι τού μάρτυρας. Τό αμίαντο όπως ξέρεις εί ναι απρόσβλητο άττό τη φω τιά. Ό ίνσπέκτορ κούνησε τό κεφάλι. — Όχι, Τζόε! /Όλοι ξέ ρουμε μέχρι ποιου* σημείου μπορεί να άνθέξη μιά φόρ μα αμιάντου. Έκτος άπ3 αυτό όμως, ό μάρτυρας ή ταν σαφής. Μίλησε γιά ύφα σμάτινες φόρμες. 3 Αλλά καί από αμίαντο άν ήταν οι φόρ -μες αυτές πώς άνέπνεαν έκεΐνοι πού τις φορούσαν; Καί σ3 αυτό τό σημείο ό μάρτυρας ήταν σαφής. Δεν είχαν στη ράχη, τους συσκευ ές οξυγόνου ούτε έφεραν στο πρόσωπο άντιασφυξιογό
ΓΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
νες προσωπίδες. — Μπορεί! Πάντως άνέπνεαν. Γι’ αυτό νά μη σοΟ μένη καμμιά άμφι βόλια. 9Α φού περπατούσαν και γελού σαν, άνέπνεαν. "Ισως υπάρ χει κάτι άλλο που δεν τό ξέρουμε. Άν αρχίζαμε άπό κεΐ, ίσως θά μπορούσαμε να μπούμε στα ίχνη αυτού του αδίσταχτου εγκληματία που βάλθηκε νά καταστ,ρέψη' τά ωραιότερα κτίρια της Νέ ας Ύάρκης. — Τί μπορούμε νά κάνου με, Τζόε; αναστέναξε ό Τό ρενσον. Ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ λίγο πριν άπανσκόφτηκε τήίση. "Υστερα εΐπε: — Ό μάρτυρας άνηκει στους άνθρώπους που έργάζονταν στον τέταρτο άπό τους ουρανοξύστες που κά ηκαν τις τελευταίες ήμερες. Στον πέμπτο· ουρανοξύστη που θά πιάση φωτιά θ’ α κολουθήσω τουρ πυρσσβέστες. *Ίσως έτσι νά μάθω κάτι. Αλλά τίνος ουρανοξύ στη τάχα θά εΐναι ή σειοά; — Είσαι τρελλός, Τζόε Ντίικ. -— /Γιατί', ίναπέκτορ; ιρώ τη!σε ό ντέτεκτιβ. — Γ ιατί άπλούστοτα θά ψηθής μέσα στις φλόγες καί κανείς δεν θά μπόρεση νά σέ σώση. — Είμαι σκληρόπετσος!, απάντησε χαμογελώντας κι* άναψε τσιγάρο ό ντέτεκτιβ. Δέν ψήνομαι εύκολα
13
47Ενα γράμμα προειδοποιεί
<
ΝΤΑ!ΗΒΣ ΤΕΡΝΕΡ,ό διάσημος τραπεζίτης του Σέντραλ Σίτυ, ά φησε τό ακουστικό καί εΐπε ένα «έμπ,ρός» σταν τελείωσε τό τηλεφώνημα που έκανε. Ή πόρτα άνοιξε καί στό γραφείο μπήκε ή κακκιναμάλ λα γρσμμσ,τευς του Έντιθ Μάκφιλν. Κρατούσε ένα κλει στό φάκελλο στα χέοια της. —Άλλο, ",Εντιθ !\ εΐπε άνάβοντας ένα άκριίβό πού ρο ό Τέρνερ. "Εχεις τίποτα ένδιαφέΐρσν άπό τό Σικάγο; Σου τηλεφώνησε ό ελεγκτής Μπάοτον; Ή κοπέλλα κούνησε άρνη τικά τό κεφάλι. — "Οχι-, κύριε Τέρνερ. Αειν είχαμε νέα άπό τό Σι κάγο. Κάποιος δμως έφερε ένα γράμμα γιά σάς καί, έπειδή έπέμενε πώς είναι έ* ξαιρετικώς έπεΐγον καί εΐπε οτι πρέπει νά τό διαβάσετε άμεσος, σάς τό έφερα. Πε ριμένει έξω στον προθάλαμο άπάντησι. Ό μ εγ αλοτραπεζίτης πήσε τό φάκελλο καί τον άνοι ξε άνόρεχτα. ’Από τις πρώ τες όμως γοαμμες που άρχι σε νά διαβάζη, τό πρόσωπό του κατσούφιασε καί άνάαεσα στά δυο του φρύδια εΐχε σχεδιαστή ένα βαθύ χαντάκ ι δταν τελείωσε. ^— Φάρσα! Αλλά άνόητη φάρσα!, είπε άνασηκώνοντας τό κεφάλυ Είναι έξω Έιτιθ αυτός πού έφερε τό γράμ μα;
Ο
14
-— Μάλιστα, κύριε Τέρνε'ρ. Σάς είπα πώς περκρένει απάντηισι. — Πες του να περάση, μέ σα, "Εντιθ] ΕΤιμαι περίερ γος να δώ τα μούτρα του. Ή Ιδιαιτέρα γραρμ-ατεύς του τραπεζίτη βγήκε από τό γραφείο. "Υστερα από μερι κό όμως λεπτό έπέστρεψε μόνη.. Στο βλέμμα της υπήρ χε μ ιό έκφρασι απορίας. — Λεν είναι πιά, κ. Τέρ νερ, είπε. Μοΰ είχε πή πώς θα περκμένη, άλλα έφυγε. Δεν μπορώ να καταλάβω. ΕΤνα ι τ ίποτ α σοβ αρό ; Ό Τέρνερ προσπάθηίσε νά χαρογελάση. \ — "Οχι, "Εντιθί^ Τίποτα το σπουδαίο. Μπορείς νό γυρίσης στη θέσι σου. Άλλα όχι άκόμα. Μια στιγμή. Πε ριέγραφε μου μέ δυο λόγια τον άνθρωπο πού έφερε αυ τό τό γράμμα. Ή "Εντιθ Μάκφιλν σκέφτη κε για μερικές στιγμές. — Δεν είχε τίποτα τό ϊδι αίτερο πού νό τράβηξε την προσοχή μου, είπε. Ήταν ένας κοντόχοντρος τύπος μέ σκληρό κολλάρο περίπου σα ράντα χρόνων. Φαοούσε ένα καΦέ ρι γωτό κοστουμ ι. Έν τάξει, "Εντιθ Δέν σέ χρειάζομαι τίποτα άλλο! Ή κοπέλλα έφυγε. Ό Τέρ νερ άνοιξε πάλι τό γράμμα καί τό ξαναδιάβασε μέ προ σοχή. 9 Ηταν γραμμένο σέ γραφομηχανή: «Τι ψυχή έγουν για ένα μεγαλοτ,ραπε ζίτη σαν καί σένα πενήντα χιλιάδες κολλαριστό δολλά-
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
ρια; έγραφε τό γράμμα. Βά λε τα λοιπόν σ’ ένα χαρτο φύλακα καί πάρε τα μαζί σου τό μεσημέρι πού θά φύ γης άπό τό γραφείο σου. θά δίωξης τό σωφέρ σου καί θά όδηγής εσύ μόνος τό αυτο κίνητο. Κανόνισε έτσι τα πρά γματα ώστε κατά τις 2 να περνάς άπό τό Χάρντυ—Φό ρεστ. Εκεί κάποιος θα βρεθη νό παραλάβηι τό χρήμα τα. Πρόσεχε μονάχα μην κά νης κορμιά κουταμάρα καί ειδαποιήσης την αστυνομία ή σημαδέψης τό λεφτά. "Αν συιμβή κάτι τέτοιο, θα την πλήρωσής άσκημα. "Εχεις εφτά ουρανοξύστες στο Μ αν χάταν. Ό ένάς άτ’ αυτούς θα γίνη στάχτη άν άρνηδής νό πλήρωσής. Σέ χαιρετώ φιλικά. Λέντ Άγκαρτυ.» Αυτό τό Αέντ Άγκαρτυ ήταν ένα όνομα πού τό μά θαινε για πρώτη φορά στη ζωή του ό Νταίηβς Τέρνερ. Στην άρχή, είχε πιστέψει δτι κάποιος φίλος του, κρυιμ μένος κάτω άπό τό ψεύτικο αυτό όνομα ήθελε νό τον τρο μοκρατήση σκαρώνοντας μια άνοστη φάρσα. Τώρα δμ^ως πού ξαναδιάβασε τό γράμ μα, εύρισκε πώς τό πράγμα ήταν άρκετό σοβαρό. Μέσα στις δυο τελευταίες έβδομάδες. τέσσερις μεγάλες πυρκαϊές είχαν σημειωθή στη Νέα Ύόρκη υπό έντελώς μυ στηΐρ ιώδεις συνθήκες μέ άπο τέλεσμα νό άποτ εφρωθουν τέσσερις άπό τούς πιο μεγά λους ουρανοξύστες, 0! έφη^ μερίδες, βέβαια δέν είχαν
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
γράψει τίποτα σχετικώς μέ γράμματα τά όττοΐα μπορεί να εΐχαν πάρει πριν άπό τις πυρκσϊές ο! ιδιοκτήτες των κτιρίων πού κάηκαν. Άλλα αυτό δεν είχε καμμιά σήμα ,σια. Ή αστυνομία -μπορεί γιά λόγους, που ό καθένας δεν ή ταν σέ θέσι φυσικά νά γνωρίίη, νά κράτησε μυστικό τό ποάγμα. Οί τέσσερις λοι πόν προηγούμενες πυοκαϊές έβαλαν σέ σοβαοές σκέψεις τον Τέονεο. Αυτός ό συνή θως ξέγνοιαστος άνθρωπος ένοιωσε ένα παράξενο αΤσθη μα ψό'βου νά τον τυλίγη. Φυ σικά πενήντα χιλιάδες δολ λάοια δεν ήταν τί'ποτα μπρο στά στην αξία που άντιποο σώπευε ένας άπό τους ου ρανοξύστες του. Έκτος άπ8 αυτό καί οί 7 ου ο σνο ξυστές του ήταν άσφσλισυένοι. Αλ λά δέν ήταν άκοιβωρ έ^εΤνο που τόν ένδιέοεοε. *0 Νταίηβς Τέονεο δέν ήταν συνη θισμένος νά ύποκύπτη σέ έκβιασμούς. Ούτε λοιπόν·καί αυτή τή φορά θά υπέκυπτε.
15
νευρικά ό τραπεζί'Γης για τί ^ δέν του άρεσε ό τόνος του άνθρώπου πού μιλούσε. Ό ίδιος. ΌμιλεΤτε! — Δέν θά σέ άπασχολήσω πολύ, κ. Τέρνερ, συνέχι σε ή φωνή, θέλω νά σέ ρω τήσω μονάχα άν διάβασες τό ραβασάκι πού σου έστειλα. — Ποιος είσαι; — Μέ λένε Λέντ Άγκαρτυ! "Ετσι υπογράφω τό ρα βασάκι. Αλλά μπορεί νά μην είναι καί δικό μου αυτό τό ώοαΐο όνομα. Αυτό όμως δέν έχει καμμιά σημασία. Μ5 ένδιαφέρει μονάχα νά^ μά θω τί σκέπτεσαι νά κάνης. Θά πέρασης στις δύο άπό τό Χάρντυ—Φόρεστ; Ό τραπεζίτης δίστασε νά άπαντήση;. "Υστερα μονο μιάς όμως άποφάσισε. — Μά ναί! Βέβαια θά περάσω. — Θά είσαι μόνος μέ τόν χαρτοφύλακα; — Ναι.
— Φίνο:! Θά σέ περιμένου με. Δέν πιστεύω νά έκανες καμμιά κουβέντα στήν άστυ *0 ΤΖ6* Ντίκ ^ νομία. αναλαμβάνει την υττόθεσι — Δέν είμαι κουτός!, έ ΠΛΩΣΕ τό ^ χέρι του κανε προσπαθώντας νά δώποός τό τηλέφωνο. Θά ση εύθυμο τόνο στη φωνή ειδοποιούσε την άστυνο του ό Τέρνερ. "Αν ειδοποιή μία. Ποίν σηκώση δμως τό σω τήν Αστυνομία, θά κερακουστικό, ήχησε τό τηλέοω δι!σω πενήντα χιλιάδες δολ νο. Τόν κ αλοοσαν άπ* έξω. λάρια καί θά χάσω έναν Πήοε τό άκουστικό. Μιά βα ουρανοξύστη πού κοστίζει ρειά φωνή ακούστηκε άπό χίλιες φοοές τά πενήντα χι τήν άλλη άκρη του σύομα^ος. λιάδες δαλλάρια. — Ό κ. Ντσίηβς Τέρ-— Όκέϋ! Είσαι έξυπνος καί μ’ αρέσεις! Θά συναντη νερ; ρώτησε ή φωνή. — Ό ίδιας!, άπάντησε θούμε λοιπόν. Φρόντισε μονά
Α
Iο
χ<χ τα δαλλάρια νά μήν έ χουν συνέχεια νούμερα. Προ τιμώ νάναι χρησιμσποιημένα σαν έκεΐνα πού δίνετε στους τουρίστες. Σύμφωνοι; — Σύμφωνοι!, άπάντησε ό τοαπεζίτης. Τό τηλέφωνο έκλεισε, άλ λα ό Νταίηβς Τέρνερ δέν ά φησε το άκουστικό. Συμ δού λε ύτηκιε τον τηλεφωνικό κα τάλογο και σχημάτισε ένα νούμερο στο καντοάν. *Όταν ττηοε άττάντηισι άρχιζε νά μιλάη βιαστικά: — θέλω νά σέ δω, κύριε Τζόε Ντίκ εΤττε. Βοίσκομαι σέ πολύ δύσκολη θέσι και εΤναι άνάγκη νά μιλήσω μα ζί σου πριν άττό τό μεσημέ ρι. — Έν τάξει, κ. Τέ,ρνερ! βάρβώ...Λ — Θά ήθελα ,μονάχα νά μή Ιγίνη ιάντιληΓτττή αυτή ή έπίσκεψις. "Έχω τους λόγους μου και είναι ττολυ σοδαοός λόγος. Δέν τρέπει νά σέ δουν. — ΚΓ αυτό γίνεται!, ά πάντησε ευθυμα ό ντέτεκτιβ. Θάοθη μιά πολύ δμοοΦη κο πέλλα νά σάς έι'τπσκεοθή σέ λίνο. Ποοσέξτε μονάχα ιυ.ή γελαστήτε και τής Φερθήτε τουφεράί, γιατί θά την πάθετε. Κάτω άπό τά γυναι κεία Φουστάνια θά βρίσκεται ό βοηθός μου ό Ρούντυ Μπάθ άντοας λίνο κρεμαν ταλάς και πολύ ζόιονκος. Θά βγήτε υστέρα άπό λί'γο μα ζί του και ξέρω κατόπιν τί θά κάνω. —Ευχαριστώ, κύριε Ντίκ!
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ Μιά κυρία πολυτελείας κάνει έπισκέψεις
ΘΥΡΩΡΟΣ τής μεγά λης τραπέ'ζης «Τέρνερ και Κόμπανυ» γουρλω σε τά μάτια του, καθώς άντίκρυσε μιάν υπερβολικά 6ψηλή κυρία νά κατεβαίνη πη δηχτά άπό μιά πολυτελή σε βρολέτ, τελευταίο μοντέλλο. Ή κυρία φορούσε μιά άληθι ;νή ρενάρ, σκουλαοίκια άπό αληθινά μαργαριτάρια,^ πολ λά μπριγιάν στα δάχτυλα ;καί σκόρπιζε γύρω της ένα βαρύ άκριβό άοωμα. Ή κυ ρία είχε ύπερβολικά μεγάλη μύτη καί, μολονότι ήταν φα νερό πώς έπαίσχε άπό μυω πία, λόγω του οτι άλλοιθώ,ριζαν έλαφρά τά μάτια της, άπό τά όποΐα τό ένα ήταν κάπως πρησμένο και λίγο μπλε μαρέν, δέν φορούσε γυαλιά. Αυτό έγινε άφορμή νά συμβή κάποια παρεξήγτ) σι πριν άκόμα καλά-^καλά πεοάση τό κατώφλι τής τρα πεζής. Σταμάτησε μπρο στά στον θυρωρό και τον χαιρέτησε έγκάρδ ια: — Στρατηγέ μου!, τού εΐπε. Χάρηκα πολύ πού σάς βλέπω καλά. ΕΤχα μάθε^ι δτι, πριν δυο έ βδομάδες, σάς εΤχε διαμελίσει ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Μού είπαν άκόμα πώς σάς μαζέψανε ^μέ τό ψαοάσι και σάς μετέφεραν στο νοσοκομείο. ΕΤμαι πο λύ ευτυχής πού ξαναζωντα νέψατε. Ό θυοωρός, πού φορούσε τήν στολή υπηρεσίας ,τής τραπέζης μέ χρυσά σειρήτια
Ο
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
στα (μανίκια καί στο κασκέ το του, γούρλωσε για δεύτε ρη φορά ,τά μάτια. — Κάποιο λάθος συμ βαίνει κυρία, εΐπε συνεσταλ μένα. Γιατί βέβαια εγώ δεν είμαι στρατηγός! — Τότε τί είσθε; — Ό θυρωρός, κυρία μου. Ό Ρ ο-6ντο, γιατί ικάτω α πό την Αριστοτεχνική αυτή γυναικεία μεταμφίεσι κρυβό ταν όπως θά μάντεψε ό άνα γνώστης, ό κρεμανταλάς βο η|θός τού Τζόε Ντίκ, ξερόβη ξε ικαί ζήτησε συγγνώμην μέ τή μπάσα φωνή του πού Αγωνιζόταν νά τήν κάνη γυ ναικεία. — Ή στραβομάρα μου 5έν έχει όρια, κύριε!, είπε. Είμαι ή κυρία Κάρνεζυ καί έχω ορίσει ιμιά συνάντησι μέ ,τον κ. Τέρνερ. Θά (μέ περίμένη. στο γραφείο του. — Πάρτε τό τρίτο προς τα άριατερά Ασανσέρ, κυ ρία, έκανε ό θυρωρός. Στο έβδομο πάτωμα είναι τό γρα φεΐο τού κ. Τέρνερ. — Ευχαριστώ πολύ, θυρω ρέ. Απομακρύνθηκε ιμέ λικνι στο βήμα σκόνταψε επάνω σέ (μερικούς πελότες καί έ φτασε τέλος στο ασανσέρ. Μπήκε στο ασανσέρ καί άνέ βήκε στό° έβδομο πάτωμα. Πέρασε στο γραφείο τής Έν ,τιθ Μάκφιλν καί ζήτησε τον Τρρνερ. Ή κοκκινομάλλα ίδιατέρα γραμματεύς τού τρα πεζ(ίΐτηι (δαγκώθηκε για νά μή γελάση όταν είδε τήν Α-
17
σουλούπωτη: έμφάνισι τής κυρίας που ζητούσε νά μιλήση μέ τον προϊστάμενό της. — ιΠοιάν νά αναγγείλω παρακαλώ; ρώτησε. — Τήν κυρία ΚάρνεζυΜέ περί,μένει!, απάντησε έπίση μα ό Ρούντυ. 4 Η κοκκ ινομάλλα κατευθύνθηκε προς τό γραφείο τού κ. Τέρνερ μουρμουρίζοντας μέσα από τά δόντια της μια προσευχή: — Θεέ μου, παρακ άλεσε, έάν πρόκειται νά καταντήσω ποτέ έτσι σαν αυτό τον θη λυκό ψηλολέλεκα πού μοιά ζει μέ στέκα τού ρπιλιάρ δσθ, χίλιες φορές καλύτερα νά πεθάνω. Σι/νάντησι στο Χάρντυ - φόρεστ
ΤΙΣ ΔΥΟ Ακριβώς υ στέρα Από τό (μεσημέ ρι ό τραπεζίτης^ ΝταίΠος Τέρνερ ώόηγούσε τό αυτοκίνητό του στον δρόμο πού διασχίζει τό ΧΑρντυ Φό ρεστ. Ό δρόμος αυτή τήν ώρα φαινόταν ^ έρημος. Ό Τέρνερ ώδηγούσε Αργά. Δί πλα του ήταν Ακουμπισμέ νος ένας δερμάτινος χαρτο φύλακας. Μέσα στον χαρτο φύλακα υπήρχαν πενήντα: χι λιάδες δολλάρια. Ό τραπε ζίτης έρριξε ένα βλέμμα γύ ρω του. ^ 'Όλα φαίνονταν ή συχα. Κύτταξε τό ρολόϊ του. Οι δείχτες σχημάτιζαν (μια όζεΐα γωνία. Σύμφωνα ιμέ τό γράμμα πού είχε πάρει, ό Αέντ ’Άγκαρτυ ή κάποιος Α πό τούς συμμορίτες του, Ι-
Σ
ϊτρεπε νά είχαν ψανή νά πα ραλάβουν τά χρήματα. Άλλα προς τό παρόν δεν έβλεπε τίποτα. -αφ νικά όμως κάτι πρόσε ξε. "Ενα μικρό σταχτί αυτο κίνητο βγήκε από κάποια πάροδο π εντ αικόσ ι α μετρ α μπροστά του καί σταμάτησε στη ιμέση του δρόμου. Απ' το σταχτί αυτοκίνητο βγή καν δυο άνθρωποι συζητών τας μεγαλόφωνα καί κυττάζοντας τους τροχούς του αυ τοκινήτου. "Ένας τρίτος κατέβηικε σέ λίγο. Πήγε καί άνασήικωσε τό καπάκι τςς μηχανής. "Ολα έδειχναν πώς τό μικρό αυτοκίνητο είχε πά Βει κάποια ξαφνική βλάβη, καί δεν (μπορούσε νά προχω ρήσηι. Ό Τέρνερ ώδήγησε τό αμάξι του προς τό σημείο αυτό του δρόμου καί σταμά τησε. "Εσκυψε έξω από ττ| θέσι του καί προσ τάθησε νά καταλάβη τί έλεγαν μεταξύ τους αυτοί οί τρεΐς άνθρωποι. Πρόσεξε πώς μέσα οπό αυ τοκίνητο εκτός από τον σωφέρ είχαν μείνει δύο ακόμα. "Ενας από εκείνους πού εί χαν κατεβή πλησίασε προς τό μέρος τού Τέρνερ. — Μέ λένε, ιΓοοΐλο Στέρν, είπε. Μείναμε από λάστιχο καί άπό κάποια βλάβη, τής μηχανής. θά μπορούσατε νά μάς βοηθήσετε; Ό τραπεζίτης κάττι πήγε νά πή άλλά ό άλλος τον έ κοψε καί πρόσθεσε χαμηλό φωνα άλλ όζοντος άπότομα ύψος: — Έφερες τά λεφτά; — Έν τάξει!, απάντησε ό Τέρνερ. Τά λεφτά είναι στόν χαρτοφύλακα, δίπλα
,μου. Άλλά πριν τά πάρης θέλω νά μου πής π ο ιός σέ στέλνει. ^ Ό Στέρν γέλασε. Είχε τό χέρ^ι στην τσέπη, τού σακκα κιού του. Ό τραπεζίτης δεν χρειαζόταν πολύ γιά νά κα ταλάβη δτι μέσα σ5 αυτή τήν τσέπη υπήρχε ένα πιστόλι έ τοιμο νά έκπυρσοκροτήση. — *0 Λέντ "Αγκαρτυ μ' έστειλε! Αοιπόν κατέβαινε! Ό Τέρνερ άπλωσε τό χέρι κΓ έπιασε τον χαρτοφύλακα. Μέ την άκρη; τού ματιού του είδε τούς άλλους πού βρί σκονταν έξω άπό τό σταχτί αυτοκίνητο. Κύτταζαν όλοι προς τό μέρος του καί είχαν τά χέρια στις τσέπες. Μέσα άπό τό σταχτί αυτοκίνητο φάνηκε τό μουσούδι ενός αυ τομάτου. "Ενοιωσε κάτι σαν ρίγος. Σήκωσε ώς τόσο τον χαρτοφύλακα. — * Ελπίζω, είπε, ^πώς ο "Αγκαρτυ θά κράτηση τό λόγο του. Δεν πιστεύω νά κινδυνεύουν τώρα οί ουρανο ξύστες μου. Ό 'Γουΐλυ κούνησε τό κε φάλι κι5 άπλωσε τό χέρι. /— Τ* αφεντικό κρατάει πάντα τό λόγο του! Φέρε τά λεφτά! Ό Τέρνερ τού έτεινε τον χαρτοφύλακα. Τά μάτια του συμμορίτη λάμψσνε. — Είσαι καλό παιδί!, εί πε. 4Ο Τζόε Ντίκ κι* ό Ρούντυ έμφανίζονται
Ή κ&νβ&νλοφορεμένη σκιά τράβηξε το μαχαίρι,..
ΑΦΝI ΚΑ όμως έπαψε :νά χαμογ ελάηρ Κάτι κινήθηκε στο πίσω μέ ρος του αύτοκ ινητου. Είδε
20
μια γυναίκα μέ άλογίσιο μούτρο να τινάζεται όρθή. Ή γυναίκα κρατούσε ένα αυ τόματο. Πίίσω από τή γυναί κα φάνηκε ένας άνδρας, Τό αυτόματο άρχισε νά βήχη στέλνοντας ριπές προς τό μέρος τοΰ σταχτιού αμαξιού. Ό άνδρας ;μέ τό πιστόλι στο χέρι τινάχτηκε έξω καί πή δησε προς τό μέρος του σόμ μορίίτη,. 4 Ο Στέρν πυραβόλησε. Οί σφαίρες πέρασαν μι σό χιλιοστό πάνω από τον άριστερό ώμο του Τζόε Ντίκ. Ό ντέτεκτ ιβ—γιατί ό Τζόε Νπίκ ήταν ό άνδρας πού πήδησε από τό αύτοκι νητο του Τέρνειρ—άντιπυροβάλησε. Ό συμμορίτης όμως άπεφυγε τή σφαίρα γέρνον τας πλάγια. Την ίδια στι γμή ό τραπεζίτης ψουχτ ι ασε το πιστόλι πού βρισκόταν κάτω από τον χαρτοφύλακα καί σημάδεψε κάποιον πού έρχόταν τρεχοντας άπό το γκρίζο αυτοκίνητο. Τον πρό λαβε όμως ό Ροόντυι.—- ή κυ ρία με τό άλογί'σιο μούτρο —καί ό συμμορίτης γαζώθη κε άπό ιμιά ριπή του αυτο μάτου του. 5Από τό αύτοκί νητο των συμμοριτών άρχι σαν νά ρίχνουν. Τά κρυσταλ λα του πολυτελούς αμαξιού του Τέρνερ θρυμματίστηκαν. Σαν χαλάζι έπεφταν οί σφαίρες στο καπτώ. 5Αλλά ο Ρούντυ δεν σάλεψε άπό τή θέσι του. 5Απ’ τό συνεχές κρστάλισιμα τού όπλου του γινόταν φανερό πώς έκανε παστρ ική δούλε ι ά. Οί ριπές κρατούσαν μα -
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
κρυά τούς άλλους συμμορί τες καί σ’ αυτό τό μεταξύ ό Τζόε Ντίκ πάλευε απεγνω σμένα πτσω άπό τό αυτοκί νητο τού τραπεζίτη μέ τον Γου'ί'λυ Στέρν. Ό ντέτεκτιβ θά μπορούσε μέ μια—δυο σφαίρες ^νά τον ξαπλώση νε κρό. Τού χρειαζόταν όμως κάποιος άπό όλους ζωντα νός. Θά έπρεπε νά μιλήση κάμποσο μαζί· του νά τού α πόσπαση. μερικές κουβέντες πού ίσως θά τον έβαζαν στά ίχνη τής εγκληματικής συμ μορίας των εμπρηστών πού είχαν καταστρέψει ώς τοιρα τέσσερις άπό τούς πιο με γάλους ουρανοξύστες της Νέας Ύόρκης καί άπειλοΰσαν νά συνεχίζουν άν ό τρα πεζίτης Τέρνερ δεν πλήρω νε τά πενήντα χιλιάδες δολ λάρια. ^Ηταν ένας σκληρός αγώνας. Γιατί κΓ οί δυο αν τίπαλοι ήταν χειροδύναμοι καί καπάτσοι. Είχαν αδειά σει τά πιστόλια τους καί τά είχαν πετάξει αφού τούς ή ταν άχρηστα πιά δίχως σφαΐ ρες. Τό -βλέμμα τού κακούρ γου ήταν γεμάτο μίσος. Ίδρωμένος κΓ άναμαλλιασμένος πήδησε προσπαθώντας ν’ άρπάξη άπό τον λαιμό τον ντέτεκτι6· Άλλα ό Τζόε Ντίκ παραμέρισε καί τά χέ ρια τού συμμορίτη άρπαξαν τον άέρα. Γύρισε βλαστη μώντας καί βγάζοντας άψρούς άπό τό στόμα. ^ — Μοΰ χρειάζεσαι ζωντα νός, ούρακοτάγκε! , είπε ό κακουργσκυνηγός καθώς τον
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
■εΤδ-ε να άφρίζη. Διαφορετικά θά σέ σκότωνα όπως σκοτώ νουν ένα λυσσασμένο σκυλί. — Λεν θά τά καταφέρης, Τζόε Ντίικ!, ιμουγγίρισε ό Στέρν. Ό ντέτεκτιβ δεν ομίλησε. Χαμογέλασε (μόνο κα)ι άναμέτρηισε μέ το βλέμμα την άπάστασι πού τούς χώριζε. "Ύστερα ιμέ μια κίνησι άπί στευτα γρήγορη συσπειρώθη κε και τινάχτηκε σάν έλατήριο. Τά χέρια του άρπαξαν από τό λαιμό τό συμμορίτη ενώ τό δεξιά του πόδι του κατάφερε ένα σκληρό και δυ νατό χτύπημα στην κοιλιά. Ό κακοποιός έγειρε πρός τά πίσω ουρλιάζοντας άπό τον πόνο ικι’ έπεσε άνάσκελα στο χώμα παρασυροντας ιμα ζί του και τον ντέτεκτιβ. Ό Γουΐλυ Στέρν φούχτιασε μιά πέτρα και την σήκωσε. Τό χέρι του συμμορίτη ταλαν τεύτηικε γιά ένα δεύτε ρόλε πτο έπικίνδυνα πάνω άπό τό κρανίο του Τζόε Ντίκ. Ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ όμως εΐδε τον κίνδυνο. Ελευθέρωσε τον λαιιμό του συμμορίτη, κι5 ένώ μέ τό άοιστερό του χέρι φούχτιαζε τον καρπό του χε ριου που κρατούσε την πέ τρα, άφησε τό δεξιό του σέ σχήμα γροθιάς νά πόση, σά σιδερένιο σφυρί ανάμεσα στα δυο φρύδια του κακούργοι! Μούγγρισε σά δώδι πού τό σφάζουν. Έκενε ιμιά ποοσπά θεία νά σηικωθή άλλα ξανάπε σε κάτω κι5 έμεινε άσάλευτος. Ή πέτρα ξέφυγε άπό τά παράλυτα δάχτυλά του, Ό
21
Τζόε Ντίικ του πέρασε γορ γά τις χειροπέδες και άνωρθώθηΐκε. Οι πυροβολισμοί εΤχαν σταματήσει καϋ τό γκρι ζο αυτοκίνητο εΐχιε έξαψανιστη άφήναντας πίσω του δύο νεκρούς συμμορίτες. — Δεν τά κατάφερα άσκη μα!, φώναξε πηδώντας άπό τό αύτακίνητο ό ^κρεμαντα λάς μέ τά γυναικεία, ΕΤσαι έντάξει, αρχηγέ; Τούς έτρε ψα σέ άτακτη φυγή. Θά κα θάριζα κι* αυτό τό γορΛλλα πού πάλευες άλλά τον άφη σσ σέ σένα νά τόν περιττοίηθης. — Όκέϋ, Ρούντυ! Είσαι σπουδαίος!, είπε γελώντας ό ντέτεκτιβ. "Υστερα ξαφνικά έγινε άνήσυχος. —1 Μά τί έπαθε ό Τέρνερ; Έτρεξαν κοντά ιστόν τρα πεζίτη πού καθόταν στη θέσι του σωφέρ. ΕΤχε γυρτό τό κεφάλι άπάνω ατά δυο του χέρια που κρατούσαν τό 6ο λάν. — Τόν φάγανε!, μ συρμού ρισε ό Ρούντυ. Ό Τζόε Ντίικ μπήκε οπό αυτοκίνητο καί τον άνασήκω σε. *Όχι δεν ήταν νεκρός. * Α νέπνεε. Μιά σφαίρα μονάχα τόν εΤχε τραυματίσει στον ώμο κι* ό πόνος τόν έκανε νά λιποθυμήση. Τόν συνέφε ραν εύκολα. Ό χαρτοφύλα κας μέ τά χρήματα ήταν έκεΐ άθικτος. — Σ’ εύχαοιστώ, Τζόε Ντίκίί, είπε. 'Έλπ^υζω τώρα πώς αυτός ό Λέντ "Αγκαρτυ
θά έβαλε μυαλό.
22
τώση κι* από την ηλεκτρική καρέκλα!, είπε σφίγγοντας τά δόντια ό ντέτεκτιβ. Εκεί νος θά γλεντάη τή ζωή του καί συ θά ψήνεσαι! —· Δεν θά μ* άφήιση νά ψηθώ, Τζόιε Ντίκ! Ό ντέτεκτιβ εΐδε δτι δεν έβγαινε τίποτα άπ* αυτόν τον κακούργο καί τον παράδωσε στον επιθεωρητή Αέμυ. "Υστερα άπό δυο μέρες ένα άστ-υνομικό αυτοκίνητο μετέφερε τον Στέρν στην Εισαγγελία Ποινικής ^Αγω γής. Μέ τις χειροπέδες άρχ^ι σε νά άνεβσίνη, ανάμεσα σέ δυο αστυφύλακες τις μεγά λες μαρμάρινες σκάλες. Καί τότε ξαφνικά έγινε αυτό που. δέν πεοίμενε κανείς. ’Από την άπένσντη γωνιά φάνηκε ενα κλειστό μαύρο αυτοκί "Ενας συμμορίτης νητο. Άπό τό παράθυρο του λιγώτερος αυτοκινήτου, που έτρεχε μέ καθώς ΚΕΙ κρέμονταν οι ελπί ίλιγγιώδη ταχύτητα δες του ντέτεκτιβ. Δυο περνούσε εξω άπό τό Δικα π ροδαλέ ή μέρες δμως αργότερα στικό Μέγαρο, ο'κοτεΐ'νη κάννη ενός δπλου. οι ελπίδες αυτές έσβησαν Γλώσσες φωτιάς ξεπήδησαν εντελώς απρόοπτα. Ό Γουΐλυ Στέρν άρνήθηκε νά μιλή αϊτό τό όπλο καί τό απαί ση. 9Ηταν πεισματάρης χει σιο κροτάλισμα ενός πολύ ρότερος από μουλάρι. βόλου ακούστηκε. Εκείνος — Μή χάνης τά λόγια που κρατούσε τό δπλο έπρε σου), Τζόε Ντίκ, εΤπε στον πε νά ήταν άριστός σκοπευ αστυνομικό, καί μην κουρά τής. Οί σφαίρες του γάζω ζεσαι άδικα. 5Από μένα δεν σαν τον Στέρν καί τραυμά πρόκειται νά μάθης τίποτα. τισαν τους δυο ά στ υφύ λάκες — -έρεις τί σέ πεοιμένει; ενώ τό αυτοκίνητα συνέχιζαν — "Οσα ώραϊα σχέδια άν τας τό δρόμο του, πριν προκάνης για μένα, απάντησε φτάση κανείς νά τό κυνηνήση, έξσφανίστηκε άφήνοντας κοροϊδευτικά, θά πάνε στο βρόντο. Τ5 αφεντικό θά φρον πίσω του ένα σύννεφο σκόνης. τίση. γιά μένα. — Αυτός ό Άγκαρτυ ιί—4§ν πιστεύω νά σέ γλν Ό ντέτεκτιβ κούνησε τό κεφάλι του. — Πολύ άμφνβάλλω, κ. Τέρνερ. ιΕΤμαι βέβαιος πώς θά θέληση, νά άκδικπθή. "Ε χω την ιδέα όμως πώς ίσως τον πραφτάσσυμε. "Εχουμε στα χέρια μας έναν άπσ τους συμμορίτες του. Είναι ένα παλιόμουτρο πρώτης γραιμμής. Τον ξέρω άπό πα λιά. Αηιστής και φονιάς. Σ* αυτόν κρέμονται ο>ί έλπίδιες μου. "Αν υτλήση καί άποκα λυψη τά οσα ξέρει θά χτυ πήσουμε κατακέφαλα τό ψί δι που διευθύνει αυτή τη συμ μορία. Γιά κάθε ένδεχόμενα όμως πρέπει νά πάοετε ιδι αίτερα μέτρα άσφαλείας καί στους έφτά ουρανοξύστες σας.
Ε
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
23
σα. στις φλόγες κάί στους καπνούς νά άνακαλύψη έκει νους τούς παράξενους σατα νάδες μέ τις πράσινες στο λές για τούς οποίους είχε κάνει λόγο 6 Τζώ.ν Μπέοντνγκ. ό υπάλληλος τής ΤΞτσιοείσς των άντιβιοτικων. Βρίσκονταν όμως στόν πέμ πτο όροφο καί δεν είχαν δή άκόμα τίποτα. — "Ίσως ό ινσπέκτορ ^Τό ρενσον, σκάφτηκε ό ντέτεκτιβ, εΐχε δίκιο όταν χαοακτήριζε ώς τοείλλό τόν Μπέρ •ντιγκ. Και όμως δέν φαινό ταν νά λέη ψέματα. Ό τρό Λέκοι ττράσινα πος πού μιλούσε ήταν από Φαντάσματα λυτα πειστικός. — "Αδικα κοπιάζουμε!, ΥΤΑ λέγονταν πριν πάλι νά γκρινισζη ό τρεΐς μέρες. Τρεις μέ άογισε Ρούντυ. Θά ψηθούμε, άιρχηρες -μετά τό φόνο του γέ! Στέρν ξέσπασε ή πυρκσϊά Ό Τζόε Ντικ κάτι ετοι στον οοοανοξύστη της Νά μάστηκε νά άπαντήση, άλλα θαν Στιοήτ πού ήταν ίδιοκτη άπότοιμα στήλωσε τά μάτια σία του τραπεζίτη Τέρνεο. Και οι ογδόντα έ'φτά όροφοι του σ’ ένα σημείο του διατου κτιρίου γέμισαν μονο δοόΐμου. Μέσα στις πύρινες γλώσσες τής φωτιάς καί στα μιάς φλόγες, Ό ούοαυοδύ σύννεφα τού καπνού είδε κά στης καιγόταν σά λαμπάδα. τι σαν πράσινους ίσκιους νά Τώρα λοιπόν ό θρυλικός ντε σαλεύουν. τεκτιβ Τζόε Ντικ μαζί -μέ — Οι πράσινοι σατανά τόν κρεμανταλά Ρο ύ ν τυ δες , Ρούντυ!, εΤπε μιλώντας ποσστ ατ ε υό μ ενο ι άπό τί ς στο μικρόφωνο τής ποοσωπί φόρμ-ες αμιάντου εΐχ'αν μπη σ’ αυτή την κόλασι τής φω δσς του. "Ενε τά ματιάσου τιάς κι’ αφήνοντας πίσω τους άνοΐ'χτά! Ρίξε ενα βλέμμα τους πυροσβέστες, ανέβαιναν αριστερά! ΤΊ ακουστική συσκευή τής σνικουοχώντας τις σκάλες. προσωπίδας ,τοϋ Ρούντυ_ ε Ό Τζόε πήγαινε μπροστά. Τό βλέαμα του διαπεραστι πί ασε τά λόγια του I ζόε κό και ερευνητικό πίσω άπό Ντικ καί τά μάτια τού κρε τό μικρό παραθυράκι τής μανταλά γούρλωσαν. άντισσφυξιογόνου προσωπί — Πραγματικά!, μουρ δας του, άγωνιζόταν άνομεμούρισε. Χοροπηδούν σάν ναι άδίάταχτος!, είπε ό Τζόε Ντικ όταν ό ινσπέκτορ Τόρενσον του ανάγγειλε τηλεφωνικώς τό φόνο. Καθάοί σε ένα άπό τα ποοττοπαλλή καρά του για να είναι σίγου ρος για τό τομάρι του. Φο βήθηκε πώς ό Στέρν θά ξερ ναύσε τά δσα ήξεοε και τον σκότωσε. Ποντάραμε όοσκηυα. Τώρα θάοθη ό σειοά του Τέρνεο. "Ενας άπό τους ου ρανοξύστες του κινδυνεύει. — Λάβαμε αλσ τά μέτοα μας, Τζόε. 9Ελπίζω νά μην τολμήση.
Α
24
πράσινοι διάβολοι! Τά παράξενα αύτά πλά σματα με ποάσινες κουκού λες στο κεφάλι πηγαινοέοχον τον άνετα μέσα στις φλόγες σά να μην ισυνέβαινε τίποτα. Μπαινόβγαιναν στα διάφορα γοαφεΐα χάνονταν για μεοικές στιγμές, υστέρα πάλι ξαναφαίνονταν κι’ετοεχαν δε ξιά κΓ άριστερά. Ή καρδιά του Τζόε ΝτΙκ βοόντηισε βί αια δταν κατάλαβε τή δου λειά πού έκαναν αυτά τά πλάσματα. Τό καθένα άπό αυτά είχε ένα σάκκο κρεμα σμένο ατό στήθος. Ό σάκ κος ήταν κατασκευασμένος άπό μιά άδιαπέρσστη. άπό τη φωτιά πλαστικό ουσία. — Κατάλαβες τί κάνουν,. Ρούντυ; ρώτησε ό ντέτεικτιβ. — Είναι φαντάσματα άρχηγέ! — Δεν είναι καθόλου φαν τάσματα, Ρούντυ! θναι άν θρωποι μέ σάοκα καί όστά όπως εμείς. Είναι μέλη της συμμορίας των ήμπρηιστών και φορούν πυρίμαχες φόρ μες. Ή δουλειά τους είναι νά λεηλατούν τά γραφεία πριν αποτεφρωθούν έντελώς. Σέ κάθε γραφείο—ατά περισσό τέρα τουλάχιστον — υπάρ χουν χρηματοκιβώτια μέ χι λιάδες δολλάρια. Αυτά τά δολλάρια άρπάζουν αί σατα νάδες αυτοί και τά ρίχνουν στους σάκκους που κρέμον ται άπό τό λαιμό τους. ^Ε ξυπνη δουλειά! Κατάτι φεύ γουν και παραδίδουν τά λε φτά στον άρχηγό τους.
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
— Πώς φεύγουν; ρώτησε ό Ρουντυ. — "Ένας Θεός μονάχα ξέ ρει πώς Φεύγουν. Ή συζητησι σταμάτησε. Μέχρι ©κείνη1 τή στιγμή οί συμμοοίτες δέν είχαν σντιλη φθή την παρουσία, των δύο άστυνομ ικών. Απασχολημέ νοι μέ τή λεηλασία τών χρη ματοκιβωτίων δεν τούς είναν προσέξει ξαφνικά όμως έ'ν ινε κ άπο ι σ άναταο αχή. Κάποιος τούς είδε. Αύτός^ ό κάποιος κάτι είπε ατούς άλ λους πού βρίσκονταν κοντά του καί σταμάτησαν νά πή γα ινοέογωνται. Δέκα ζευγά ρια πύο ινα μάτια φάνηκαν πίσω άπό τις τρύπες πού είχαν οί ποάσινες κουκούλες, νά κυττ όζουν άγρια τόν Τζόε καί Τον Ρούντυ. Ό ντέτεκτιβ ένοιωσε άσότομα πολύ άσκη μα. Στή θέσι πού βοίσκοντσν όπλο φυσικά δέν μποοούσαν νά χοησιμοποι ήσουν. Ήταν δέκα καί αυτοί μονά χα δύο. Οί δέκα σατανάδες άφού πσοέυεινο^ν γιά μεοικές στιγμές ίάναποΦάσισται κινήθηκαν ποός τό ιυέοος τους — ^Εοχοντσι νά μάς συστηιθούνε!, μουουούοισε άγκουαχώντας 6 Ρούντυ. Νά τούς καταβρέξω, άογηγέ; Σήκωσε τόν σωλήνα με τό πυρίμαχο ύγοό έτοιμος νά τό έκσΦενδονίατχ έναντίον τους. Ό Τζόε Ντίκ δμως τόν συνεκράτησε: —* Εξακολουθείς νά είσαι πάντα_ήλίθιος, Ρούντυ; γρύλ λισε. -εχνάς δτι αύτό τό ίτ
γρό είναι τό μόνο μέσο που
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
Ό Τζόε Ντίκ κατάλαβε πώς ή στιγμή ήταν κρίσιμη. ' Αν οι λεπίδες αυτές κατέ στρεφαν τις φόρμες αμιάν του πού φορούσαν θά πέθαι ναν άπό έναν φριχτός Θάνα Μυστηριώδης το. Καταπνίγοντας κάθε αί έξαφάνισις σθημα φόβου άποφάσισε^ νά ΡΟΥΝΤΥ λ ΜΠΑΘ ό αντίδραση πριν ακόμα είναι αργά. Κ ινήθηίκε γρήγορα. κρειμ ανταλκάς ^έσκ υψε καί άπέφυγε ένα βα "Αντί νά περιμένη τήν επίθεσι άποφάσισε νά τούς προ ρύ στρογγυλό αντικείμενο πού είχε πετάξει έναντίον λάβη αυτός. Μέ άγρυπνο βλέμμα και τεντωμένους ό του κάποιος από τούς δέκα πράσινους σατανάδες. Ταυ» λους τούς σιδερένιους μυς τόχρονα ό Τζόε Ντίκ σ αλ του κορμιού ώρμησε πρός τά τ αρε πλάγια. "Ενα άλλο πα εμπρός. Οί γροθιές του τι νάχτηκαν μέ μιαν άσύλληπτη ρόμοιο αντικείμενο είχε εκ σψενδονισθή πρός τό μέρος ταχύτητα καί στριφογυρίζον του. Σχεδόν αμέσως άκου τας σάν ηλεκτρικά σφυριά έ στηκαν πίσω άπό τις πράσι πεσαν άλληλοδιαδόχως σέ νες κουκούλες απαίσια σαρ τρία κρανία. Οι τρεις πράσι καστικά γέλια. Τό βλέμμα νοι δαίιμονες πού προηγούν του ντέτεκτιβ έγινε σκληρό το των άλλων χοροπήδησαν, σάν ατσάλι. Μέσα στα γάν ούρλιιαξσν αλλά δεν πρόφτα τια τού αμιάντου τά δάχτυ σαν νά κάνουν τί'ποτα περισ λά του κινήθηκαν νευρικά. σότερο. Διπλώθηκαν στά δύο "Ένοιωσε κάτι σάν τή σκιά κΓ' έπεσαν μέσα στις φλό του θανάτου νά πλανάται ε γες. Ό Τζόε Ντίκ έσκυψε κεί κάπου γύρω. "Ενα παρά κι5 άρπαξε ένα άπό τά μα ξένο αίσθημα φόβου τόν κυ χαίρια. "Ανωρθώθηκε αμέσως ρίεψε. Ό άνθρωπος πού δεν έτο ι μος νά άντ ιμιετωπ ίση ήξερε τί θά πή φόβος ένοιω τούς άλλους. Οί άλλοι πού σε απότομα τό. αίμα του νά γιά μερικά δευτερόλεπτα εί παγώνη και τήν καρδιά του χαν μείνει άσάλευτοι άπό έτοιμη νά σταματήση. Ο'ί τήν έκπληξη καθώς εΐδαν δέκα πράσινοι δαίμονες γε τούς τρείς συντρόφους τους λώντας πάντα άπαίάια είχαν νά πέφτουν, μοιράστηκαν φτάσει τώρα πολύ κοντά σ’ στά δύο καί μούνταραν. Έαυτόν καί στον Ρούντυ. Στά παψαν νά γελούν κι" έβγαζαν πράσινα χέρια τους άστρατώρα ουρλιαχτά λύσσας. Ό ψταν λεπίδες μαχαιριών έτοι ■ντέτεκτιβ τούς είδε νά όρ μες νά χτυπήσουν θανάσιμα. μουν εναντίον του κι5 έκανε — Μαρία Μαντόνα!, μουρ ένα βήμα πρός τά πίσω. μούρισε ό Ρούντυ τρόμοντας. Τήν ίδια στιγμή ένα άπό τά θά ίμάς έτπτρέψη νά βγούμε ζωντανοί άττό αυτή τήν κόλασι; "Αν το ξοδέψου)με άδι κα είμαστε χαμένοι. Φυλά ξου, Ρούντυ!
Ο
26
μαχαίρια έκσψ-ενδονίστη κ ε πιρός το μέρας του. Πέρασε σφυρίζοντας σά φίδι πάνω άπό τό κεφάλι του και χάθη·κε μέσα στις φλόγες. Ε κείνος πού είχε πετάξει τό μ αχ αΐρ ι ξεστ άμ ισε μια βα ρεία βλαστήμια δταν είδε πώς ή λεπίδα δέν άγγισε τον ντέτεκτιβ. Πήδησε ττρός τό μέρος του Τζόε Ντίκ. "Αλ λά σκόνταψε κάπου κο:ί σω ριάστηκε φαρδύς πλατύς στό φλέγόμενο μπετόν. Ό Ρουντυ είχε απλώσει τό πόδι του κΓ ή τρικλοποδιά πού έβαλε στό συμμορίτη, πέτυχε. Ένας άλλος τότε ρίχτηκε άπα νω στον κρεμανταλά. "Αλλά 6 Ρούντυ είχε αποφασίσει ε πί τέλους νά κινηΟή. Κίνησε τις χερούκλες καί τίς ποδά ρες του καί τής χρησιμοποί ησε, μά την Αλήθεια, περί’φημα. 9Ηταν ό πέμπτος συμμορίτης πού σωριαζό ταν άναίισθητος. Ταυτόχρονα κι" ένας έκτος πού δοκίμαζε νά πλησιάση ύπουλα τον ντε τεκτί'β δέχτηκε ένα άγριο χτύπημα. Τώρα οι υπόλοιποι πράοι νοι δαίμονες άλλαξαν στάσι. Ήταν φανερό πώς φοβήθη καν. " Ενας Απερίγραπτος πανικός τούς κορέεψε. ! όρι σαν τη ράχη στους δυο α στυνομικούς κι" άρχισαν νά τρέχουν προσπαθώντας νά έξαφανιστούν πίσω άπό τούς καπνούς καί τίς φλόγες. Ό Τζόε Ντίκ κι" ό Ρούντυ ώρμη σαν τό κατόπι τους. Τούς είδαν νά κατευθύνωνται πρόζ τίς σκάλες. Πηδούσαν με
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
καταπληκτ ική εύκινησία κα θώς κατέβαιναν. Πολλές φο ρες ό Ρούντυ κι" ό Τζόε Ντίκ κινδύνεψαν νά τσακι στούν προσπαθώντας νά τούς φτάσουν. Μά αυτό ήταν αδύνατο. "Έτρεχαν σάν αέρας καί ξαφνικά τούς έχασαν ά πό τά μάτια τους. Ό ντέτεκτιβ κύτταξε γύ ρω του. Είχαν φτάσει στό πρώτο πάτωμα. — "Ί σως βγήκαν από την κυρία έξοδο καί μπερδεύτη καν με τούς πυροσβέστες, εί πε. ’Άς προχωρήσουμε προς τά έκεΐ. Μπρσοτά ό I ζόε Ντίκ πί σω ό Ρούντυ έτρεξαν ττρός την έξοδο. "Οταν έφτασαν στό δρόμο έβγαλαν τίς φόρ μες τού αμιάντου καί άνέ πνευσαν βαθειά. 4 Ο έπιθεω ρητής Αέμυ Ίΐριρενσσν ήταν έκεΐ μαζί μέ πολλούς αστυ φύλακες. Ό ντέτεκτιβ πήγε κοντά του. — Είσαι ζωντανός, Τζόε; "Ολοι είχαμε φοβηθή, Ό ντέτεκτιβ οέν απάντη σε στην έρώτησι. —· Μήπως είδες νά βγαί νουν ίνσπέκτορ άπό την έ ξοδο του ουρανοξύστη, τέσ σερις δαίμονες μέ πράσινες φόρμες καί κουκούλες; ρώ τησιε. Ό Τόρενσον χαμογέλασε. — Ίίρελλιάθη κ ες Τζόε,; νΑρχισες νά βλέπης καί σύ φαντάσματα; Ό Τζόε Ντίκ άναρτένα ξε.
—- Καί όμως, Αέμυ, ύπάρ χουν αυτά τά φαντάσματα!,
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
27
Μια,..κυρία φανερώθηκε μπροστά στο θυρωρό.
ιεΐττε. Έγώ κι’ ό Ρούντυ μπροστά του. "Εγινε χλοο * βγάλαμε έκτος μάχης^ έξη μός κι’ έκανε μιά κίνησι ν5 άτο αυτά. Τέσσερα όμως άνοιξη τό συρτάρι του γρα μάς ξέφυγαν και έξαψσνίστη φείο« του νά ψουχτιάση το καν τη στιγμή που πιστεύαμε πιστόλι πού υπήρχε έκεο πώς τά είχαμε στά χέρια — "Οχι άνοησίες, κύριε μας. Δεν είναι μυστήριο; Μόρινς!, είπε ό άγνωστος — Νομίζω πώς σου χρει πού στεκόταν μπροστά του. Αφήστε τό όπλο στη θέσι άζεται ένα δυνατό ποτό για νά συνέλθης, Τζόε!, είπε του. "Αλλωστε δεν έχετε ^ νά φοβηθήτε τίποτα άπό μένα. ξερά ό Τόρενσον. — Ποιος είσαι; ρώτησε *0 Τζόε Ντίκ έτοιμάζει ό Μόρινς μέ φωνή πού έτρε μιά έξυπνη παγίδα με ελαφρά. — "Ενας φίλος, σας. Κά ΕΝΤΓΚΑΡ ^ Μόρινς Iνας από τούς πιο πλού ποιος πού ένδιαφέρεται για σιους βιομ η χάνους της τή ζωή σας καί τούς ουρα Νέας Ύόρκης άνασήκωσε νοξύστες σας, απάντησε μέ ό άγνωστος. τό κεφάλι και είδε έκπληκτος γλυκό τρόπο τον άνθρωπο πού στεκόταν "Ισως έχετε άκούσει τό ονο-
Ο
28
μά μου. Μέ λένε Τζόε Ντίκ. Τά μάτια τού Μάρινς τιρε ■μόττα ιξοον. — Ό ντέτεκτιβ; ρώτησε δίσττιστα. — Ναί ό ντέτεκτιβ, κ. Μάρινς. — Και ποιος ^ διάβολος σάς εΐπε πώς σάς χρειάζο μαι; έκανε νευρικά έκεΐνος. “Όλος ό κόσμος ξέρει ττώς ή αστυνομία μας εΐναι άνίικσ νη νά προ στ στέψη τούς τί μιους και φιλόνομους πολ?τες. Δεν ζήτησα άπό κανό ναν βοήθεια.·. Ό Τζόε Ντίκ χαμογέλασε. — Και αμως χρειάζεστε βοήθεια, είτε καί κάθησε άναταυτικά σ3 ένα κάθισμα. Απόψε τά μεσάνυχτα λήγει νομίζω ή προθεσμία του έ ταξε για σάς ό Λέντ Ολγκσο τυ. ’Άν 5έν πληρώσετε τίς τ ενή’ντα χ ιλ ι άβ ε ς δολλάρ ι α εΐσθε ένας χαμένος άνθρω πος. θά σάς σκοτώση. — Θά τις πληρώσω, κύ ριε. Ό ντέτεικτιβ κούνησε τό κεφάλι. *Όχι δεν πρέπει νά τλη ρώσετε. κ. Μόρινς. — θά μέ σκοτώσουν! Α ναστέναξε ό βιομήχανος. Καί δεν θέλω νά ιμέ σκοτώσουν. — Γ>’ οτυτο άκοιβώς τό λόγο ήοθα νά σάς έπισκεΦθώ, κ. Μόοινς, εΐπε ό Τζόε Ντίκ. Ό Λέντ ^Αγκαρτυ είναι α ποφασισμένος νά χτυπήση. Θά χτυπήση όμως. άν τά ^κα ταφέρη Φυσικά, κάποιον άλ λον καί δχι σάς. — Δέν καταλαβαίνω.
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
— θά σάς εξηγήσω αμέ σως, εΐπε ήρεμα ό ντέτεκτιβ. Θά μου έπιτρέψετε γιά μια δυο μέρες νά πάοω τη θέσι σας. Σάς έχω έξασφαλίσει ένα σπουδαίο καταφύγιο. ΈκεΤ θά μείνετε γΓ αυτό τό μικρό χρονικά διάστημα, δοο δηλαδή Ινώ θά έμφανίζουμαι ώς "Εντγκαρ Μό ρινς. "Ισως έχετε άκούσει πώς τά καταφέρνω νά άλλά ζω χρησιμοποιώντας διάφο ρες πλαστικές ουσίες τά χα ρακτηοιστικά του προσώπου μου. Πολλοί λένε πώς δέν τά καταφέρνω καθόλου άσκημα. Μπορώ νά ξεγελάσω καί τό πιο γυμνασμένο μάτι. Σκέ πτομαι λοιπόν νά πάρω τη μορφή σας. Καταλάβατε; — Διάβολε, μουρμούρισε ό Μόιοινς. Αυτό εΐναι. —Πώς βρίσκετε την ιδέα μου; τον έκοψε ό Τζόε Ντίκ. — "Ίσως δενόμουν την πρότασΐ σας. Αλλά άπόψε άκοιβώς έχω μιά ποόσκλησι γιά τό σπίτι τοΰ Ζώρζ Όσταο. ΈκεΤ θά υπάρχουν πολΙλάί γνωστοί1 μου καί θά σάς άναγνωοίσουν. Δέχτηκα αυτή τήν ποόσκλησι Τσα— Τσα γιά νά ξεχάισω τις άπειλές αστού του "Αγκαρτυ. — Θά πάω έγώ, κ. Μό ρινς, σ’ αυτό τό πάοτυ. εί πε ό ντέτεκτιβ. 3Ακουστέ ποιό εΐναι τό σχέδιό ιτου.Θά έμιφανισθώ έγώ ώς "Εντγκοορ Μόοινς... "Οταν σταμάτησε νά μι λάηι ό Τζόε Ντίκ, ό Μόοινς εΐχε άλλαξε ι έντελώς υΦος. Κύτταξε μ* Ινα βλέμμα θαυ
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
μασμου κα|ί ευγνωμοσύνης τον θρυλικό άστυνομικό. "Εξη μελλοθάνατοι
σ' ένα πάρτυ ΕΣΑ ατό πολυτελώς ε πιπλωμένο σαλόνι του λωρζ "Οσκαρ εκείνο τό βραου είχαν συγκέντρωσή οι έξη πλουσιότεροι άνθρωποι, του Σέντραλ Σίτυ. Έταν έκεΐ ό Ζώ,ρζ 'Όσκαρ,ό Έντυ Μό,ρεϋ, ό Ρόμπερτ Μπλούντ,^ ό Μάρκ Νιούτον, ό Μίκυ Κέλλερ καί ό Έντγκαρ Μόρινς. Τα πρόσωπα καί των έξη^ αυ τών άνδρών ττού κρατούσαν την οικονομική ζωή τής Νέ ας Ύόρκης ατά χέρια τους ήταν χλωμά καί φοβισμένα. °Ηταν σάν κάτι φοβερό νά περίμεναν νά συμβή, Μιά βα ρειά σιωπή άπλωνόταν μέσα ατό δωμάτιο. — Σάς κάλεσα εδώ, κύ ριοι, είπε πρώτος σπάζοντας αυτή τη βαρειά σιωπή ό Ζώρζ "Οσκαρ, νά πάρουμε μιαν άπόφασι. Νομίζω πώς όλοι μας λάβαμε αυτές τις ημέρες μιά επιστολή πού μάς προειδοποιεί πώς πρέπει νά^ πίληρώσουμε πενήντα ^χι λιάδες δολλάρια άν άγαπάιαε τή ζωή μας καί άν δεν θέ λουμε νά δούιμε τούς ουρα νοξύστες μας νά καίγωνται σάν λαμπάδες. Δεν ξέρω τί ακριβώς σκέπτεται νά κάνη ό καθένας από σάς. Νομίζω πώς όλοι αγαπάμε τή ζωή μας. 5Αλλά έπίσης νομίζω πώς δεν είναι σωστό νά υ ποκύπτουμε σ’ αυτόν τον φο βερό εγκληματία. *Όσο βρί
20
σκόνται άνθρωποι πού σκύ βουν άδιαμαρτύρηιτα τό κε φάλι καί δέχονται τούς έκβι ασμούς του τόσο έκεΐινος γί νεται θρασύτερος. Πρέπει λοιπόν νά άντ ιδρώσουμε. — Δεν βλέπω με ποιό τρόπο θά τό καταφέρου μ ε αυτό, τόν έκοψε άνάβαντας νευρικά ένα τσιγάρο ό Ράμπερτ Μπλούντ, ό διευθυντής τής μεγάλης ασφαλιστικής έταιρείας ό «Φοΐνιξ». ^ "Οσοι άρνήθηκαν νά υπακούσουν σ' αυτόν τόν Αέντ "Αγκαρτυ την Σπάθαν άσκημα. Ότραπεζιτης είναι ήδη ένας άξιολύπη ^ος άνθρωπος. Μέσα σε δέ κα ιμέρες έχασε καί τόν δεύ τερο ουρανοξύστη του. Καί, επειδή είναι πολύ πείσματά ρης, φοβάμαι ότι θά χάση καί τούς άλλους πέντε ούρα νοξύστες πού τού άίπομέ νουν άν δεν πληιρώση τις πε νήντα χιλιάδες πού τού ζη τάει ό "Αγκαρτυ. —Αυτός ό κακούργος δεν περιορίζεται πια στούς έμ πρησμούς!, είπε ό Μάρκ Νιούτον. Προχώρησε περισσό τερο. "Αρχισε νά ^σκοτώνη εκείνους πού άρνούνται να πληρώσουν. Έγώ ομολογώ πώς δεν έχω τή δύναμι να άρνηθώ. θά πληρώσω γιατί μου αρέσει νά έχω ήσυχο τό κεφάλι μου1. — Είμαστε γελοίοι!, τόν έκοψε ό Έντυ Μόρεύ. Έγώ ίσως είμαι ό πιο ζημιωμένος από όλους. Ή έταιρεία μου «Άσφάλειαι Πυρός καί Θα λάσσης» κινδυνεύει ν’ άτταγυ μνωθή άπό τά κεφάλαιά της
γιατί κατά μια σατανική σύμ ίπγτοχπ δλοι οι ουρανοξύστες πού καίγονται .είναι άσψαλι σμένοι ^σέ μόνα. Αυτό τον τελευταίο μήνα πλήρωσα δέ κα περίπου εκατομμύρια δαλ λάρια αποζημιώνοντας τούς ασφαλισμένους στην εταιρεία μου ιδιοκτήτες. Και όμως συμφωνώ με τον Ζώρζ Ό σκαρ. — Ή άστυνομία είναι α νίκανης νά άντιδράση.!, ανα στέναξε ό Μίκυ Κέλλερ. — Έγώ κύριοι, προσωπι κώς δεν πρόκειται νά πληρώ σω ποτέ τις πενήντα χιλιά δες δολλάρισ πού μο-υ ζητουν οι συμμορίτες!, είπε 6 "Εντγ καρ Μόρινς. "Εχω ιμαζίι μου ένα περίστροφο των 3δ. Εί μαι άρ ιστός σκοπευτής καί θά υπερασπίσω τη ζωή μου. I ο ρολόι χτύπησε αργά μεσάνυχτα. Ό Μόρινς χαμογέλασε. Το χαμόγελό το-υ ήταν κά πως βεβιασμένο. — Απόψε λίγο μετά τά μεσάνυχτα λήγει ή προθε σμίια πού μου έχει τάξει νά τον πληρώσω ό λέντ "Αγκα^ τυ. Καί, δπως βλέπετε, βρί σκομαι έδώ καί συζητώ ή ρέμα μαζί σας. — Θά πω κάτι πού ίσως ψανή κάπως παράξενο, εί πε ό Μίκυ Κέλλερ ό πρόεδρος του Συνδικάτου Μεταφορών. Νομίζω πώς^ αυτός ό Λέντ "Άγκαρτυ είναι υποκείμενο πού έκτελεΐ εντολές. Πίσω άπ5 αυτό τδ κάθαρμα κρύβε ται κάποιος άλλος. Αυτόν τον άλλον θά έπρεπε νά άνα-
κάλυψη ή άστυναμίσ. ί ότε θά σταματούσαν αυτά τά άπαίσ ι α έγκλήμ ατα. Τά μάτια τού Τζόε Ντίκ κάτω άπό τά χαρακτηριστι κά του Όντγκαρ Μόρινς τρε μόπαιξαν. Αυτό ήταν πού είχε κι3 αυτός σκεφτή άπό καιρό. 'Ήταν μια ιδέα ττού τον βασάνιζε. Τά φώτα έσβησαν άπότομα καί_ή κάμαρη γέμισε σκο τάδι. Τά τζάμια τού μεγά λου παραθύρου πού έβλεπαν στόν-' κήπο θρυμματίστηκαν κι’ έπεσαν μέ πάταγο στο πάτωμα. 3Απ' τό παράθυρο ώρμησιαν μαύρες σκιές. Άκούοπ ηκαν πν ι χτ ές κραυγές. Μια βαρειά φωνή έδινε πα ραγγέλματα. Μέσα σέ τούτο τό πανδαιμόνιο κάτι άστρα ψε σάν φλέγόμενο ^μετέωρο καί ταξίδεψε προς τό κάθι σμα όπου πριν λίγα δευτε ρόλεπτα ακόμα καθόταν ό "Εντγκαρ Μόρινς. Τό κάθι σμα κάηκε σόον πυροτέχνημα. Αλλά ό Τζόε Ντίκ είχε άνορθωθή. Μέσα στην έκτυ ψλωτική αστραπή τού μετέ ωρου πού δεν κράτησε περισ σότερο άτό μισό δευτερόλε πτο διεκρινε έξαλλα πρόσω πα, τρομαγμένα βλέμματα καί άνθρώπους μέ πράσινες φόρμες καί ομοιόμορφες κου κουλές μέ δυο στρογγυλές τρύπες στη θέσι τών ματιών. Μέ τό πιστόλι στο χέρι πή δησε μακίρυά άπό τη φλεγό μενη καρέκλα σημάδεψε προς τό παράθυρο καί πυροβόλησε μιά πράσινη κοκούλα. Κά ποιος πού έτοιμοοζόταν νά
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
μιτή στο δωμάτιο ^ δέχτηκε στο κεφάλι ένα κοφτό /μολύβι και άνατράπηκε. "Έπεσε στο κενό έξω απτό τό παρά θυρο βγάζοντας ένα άγριο ουρλιαχτό. Τήιν αμέσως επό μενη στιγμή 6 Τζόε Ντΐκ^ έ πεσε απάνω σέ μια μάζα άνθρώπων πού πάλευαν. Τυ φλός άπό λύσσα άρπαξε κάποιον άπό τό λαιμό και κατέβασε την κάννη του πι στολιού σαν ρόπαλο στο κρανίο του. "Ένοιωσε τη λε πίδα ενός μαχαιριού^ νά τού τρυπάη τον ώμο. "Έσκυψε σχεδόν γονάτισε, καί πυρο βόλησε. Εκείνος πού κρα τούσε τό μαχαίρι έτρεξε προς τό παράθυρο. "Ωρμησε καί άρ τάχτηκε άπό ένα σικοι νί πού κρεμόταν άπ" έξω. Τώρα για πρώτη φορά έβλε πε αυτό τό σκοινί ό ντέτεκτιβ. Τό γυμνασμένο μυαλό του δεν ήθελε πολύ γιά να καταλάβη. Σκαρφαλώνοντας σ" αυτό τό σκοινί κατάψεραν νά φτάσουν στο παράθυρο τού σαλονιού τού Ζώρζ "Ό σκαρ πού βρισκόταν στον τρίτο όροφο τού σπιτιού οι συμμορίτες. Άπό έκεϊ μπή καν, ενώ κάποιος άλλος εΐ^ε γλυστρήσει στ" άλλο διαμέ ρισμα τού σπιτιού καί κατέ βασε τό γενικό διακόπτη τού ηλεκτρικού. Μέσα στο σκοτάδι οι κακούργοι δού λευαν πάντα πιο άνετα. Ό Τζόε Ντίκ ώρμησε προς τό παράθυρο. "Αδίσταχτα κρε μάστηκε στο σκοινί κι" βχρχι σε νά γλυστράη προς τά κά τω,. Τό έδαφος βρισκόταν
τριάντα μέτρα κάτω αποκτά πόδια του. Μέσα στον κήπο ξεχώρισε σκιές νά κινούνται. Μα την "ίδια στιγμή άφησε τις σκιές καί σήκωσε προς τ: άπάνω τό κεφάλι. Ή άνα πνοή του κόπηκε κι" ή καρδιά του σταμάτησε νά χτυπά. Κάποιος έσκυβε έξω άπό τό παράθυρο κι" έκοβε μ" ένα μαχαίρι τό σκοινί πού κρε μόταν ό ντέτεκτιβ. "Ακούσε ένα # απαίσιο γέλιο. Ό συμ μορίτης πού κυνηγούσε είχε φτάσει κι" όλας στο έδαφος. 'Προισπάθηΐσε νά γλυστρήση κ;" οσο τό δυνατό πιο γρή γορα πρός^ τά κάτω. Χαλά ρωσε τά δάχτυλά του. Μά ξαφνικά ένοιωσε ένα δυνατό "ίλιγγο. Τό σκοινί κόπηκε καί ό Τζόε Ντίκ είδε τά δέντρα καί τό έδαφος νά έρχωνται μέ ιμιάν απίστευτη ταχύτητα προς τό, μέρος του. Γό κορ μί του έπεσε στά κλαριά ένός δέντρου, χοροπήδησε καί κατρακύλησε βαρύ στο χώ μα. Πέφτοντας χτύπησε ο ά ρε ιά στο κεφάλι καί ζ αλί στη κε. Κατανικώντας τον πόνο ,καί τή^ ζάλη δακίίμασε ν" άνορθωθή. "Αλλά δεν πρόφτά σε. Μαύρες σκιές ώρμησαν καί ρίχτηκαν άπάνω του. Γό νατα πάτησαν στο στομάχι του καί λαβές πιστολιών βρόν τησαν άγρια στο κεφάλι του. Τό διαμέρισμα μέ τις κόμπρες
0 ΠΡΩΤΟ πράγμα ^πού είδε μπροστά του δταν άνοιξε τά μάτια ό Τζόε Ντίκ ήταν ή κάννη ένας αύ-
32
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
τομστου ττού τόν σημάδευε. στο πρόσωπο τού άστυνομι"Ύστερα κατάλαβε πώς ήταν κού. Ό Τζόε Ντίκ άνασκιρδεμένος πισθάγικωνα μ5 ένα τησε. Οί ττλάστ ικές ουσίες, χοντρό σκοινί. Τον είχαν πε τά έλ άσματα, τά χρώματα τάξει σ' ένα τσιμεντένιο κε και όλα έκεΐνα πού είχαν με λί. Απέναντι του καθόταν τιαίβάλει τά χαρακτηριστικά κάποιος και κάπνιζε. Αυτός του σέ χαρακτηριστικά τού πού κάπνιζε κρατούσε τό Έντγκαρ .Μόρινς είχαν έξαδπλο. Καθώς είδε τόν ντέτε Φ ανίατη. — Και τώρα πάμε στο ά κτί'β νά άνοί'γη τά μάτ ια χα φεντικόν είπε ό συμμορίτης μογέλασε. -— Καλά ξυπνητ ο άρια, γελώντας. Βγήκαν άπό τό κελί, δ ιέ Τζόε Ντίκ!, είπε ό συμμαρί διάδρρμο και της. Μονάχα βουνό μέ βου σχισαν έναν (μπήκαν σ' ένα δωμάτιο. νό δεν σμίγει. Ό αστυνομικός τόν κύττα Στο βάθος τού δωματίου ξε ξαφνιασμένος. Αύτό τό και πίσω άπό ένα γραφείο Τζόε Ντίικ χτύπησε άσκημα καθόταν ένας μεγαλόσωμος στ’ αυτιά του. Μολονότι έ άντρας. Κάτι διάβαζε κΓ ό νοιωθε φοβερό πονοκέφαλο ταν άνοιξε ή πόρτα άνασήθυμόταν πολύ καλά τ{· είχε κωσε τό κεφάλι. Ό Τζόε συμβή, "Ηξερε πώς δταν έ Ντίικ με την πρώτη ματιά πεφτε άπό τό σκοινί κατρα πού τού έρριξε τόν κατέτα κυλώντας στο έδαφος είχε ξε στήιν συνομοταξία τών έρτη μορφή του "Εντγαρ Μό- πετών. Είχε ένα φιδίίσιο βλε;μ ρινς. Πώς κατάλαβε αυτό τό μα. Τά μάτια του ήταν μά μούτρο πού καθόταν άπέναν τια φιδιού. Κάτι θαμπό και τί του πώς κάτω άπό τά χαρα αόριστο θύμιζαν αυτά τά κτηριστικά τού Μόρινς κρυβό μάτια στον ντέτεκτιβ. Κάπο ταν ό Τζόε Ντίκ; τε άλλοτε είχε άντικρύσει — Ξέχασες λοιπόν τόσο αυτό τό βλέμμα. σύντομα τόν Μάριο Καρτέ — Χαίρω πού σέ βλέπω τσι; "Η δεν εΐσουν έσύ πού καλά, δ ιάσημε ντέτεκτ ι β!, μ* έστειλες μέ πέντε χρόνια είπε κοροϊδευτικά ό Λέντ στη ράχη στο 'Αλίκατράζ; "Αγκαρυ. θυμήθηκες τώρα; Και ή φωνή δέν ήταν ά , — Δεν καταλαβαίνω τί γνωστη, στον Τζόε Ντίικ. Πού μου λές!, μουρμούρισε ό ντέ είχε ξοίναδή λοιπόν αυτό τό τεκτιβ. Τί δουλειά έχω έγώ φιδίσιο βλέμμα καί πού εί μέ τόν Τζόε Ντίκ; Έμενα μέ χε ξανακούσει αυτή τη βαλένε "Εντγκαρ Μόρινς. ρειά φωνή; Ό κακοποιός γέλασε. "Ε — Θά μπορούσα νά σέ βγαλε ένα μικρό στρογγυλό σκοτώσω σάν σκυλί, Τζόε καθρεφτάκι άπό την τσέπη Ντίκ, συνέχισε ό κακούργος. του και τό έφερε μπροστά Αλλά δεν τό έκανα γιατί
ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
ήθελα να «κουβεντιάσω πρώτα «μαζί σου. Ένδιαφέρουμαι πολύ για την υγεία αυτού τού Έντγκαρ Μόρινς καί θέλω να μάθω_ σέ ποιό μέ ρος κρύβεται, Ξέρω πολύ κα λά δτι έσύ κάττου τον έχεις κρύψει για να τον προστατεψης άπό τον θάνατο πού έχω άποφασίσει γι’ αυτόν. — "Αν μ’ έφερες γι’ αυτό έθώ βγάλτο άττό τό νού σου!, είπε κοφτά ό Τζόε Ντίκ. Δεν πρόκειται να ιμάθης άπό μέ να τίποτα. Ό Λέντ "Αγκαρτυ γέλασε άλλα τά μάτια του γέμισαν άπαίσιες Αστραπές. — Μην εΐσαι βιαστικός, διάσημε ντέτεκτιβ! Πριν :μ’ απάντησης πρέπει νά σού πω κάτι πού ίσως δεν έμα θες Ακόμα. Χτες τή νύχτα δσην ώρα έσύ κοιμόσουν ένώ έκανα μια έξυπνη δου λειά. "Εφερα έδώ μια σμορ φη κοπέλλα νά σού κάνη συν τροφιά. Τή λένε Λύντια Τόρεν. ^έρω πώς πολύ την άγσπάς καί σχεδιάζεις νά την παντρευτής. — Τή Λύντια; μούγγρισε ό Τζόε Ντίκ. Τόλμησες λοι πόν; "Οχι δέν τοκανες αύτό! Με δεαιένα χέρια δοκίμασε νά ριχτή άπάνω του. Μά 6 συμιμοοίτης μέ τό αυτόματο δέν τον άφησε. Τόν συγκρά τησε καί τόν ύπογοέωσε νά καθίση σέ μιά καρέκλα. — Τί; Δέν μέ πιστεύεις;
-
33
έκανε κοροϊδευτικά ό "Αγκαρ το. Θά βεβαιωθής, άμέσω$ γι’ αυτό. Έδώ έχουμε πολύ ενδιαφέροντα διαμερίσματα γιά τούς φιλοξενούμενους μας. Ή φιλενάδά σου βρίσκε ται σ’ ένα διαμέρισμα μέ φί1 δια. Τής κάνουν παοέα τρεΐ^ ώραΐες» κόιμπρες. Αυτές οι κόμπρες προς τό παρόν είναι άκίνδυνες. ένα όπΐλό δμως σφύριγμά ιμου μπορούν νά άΥριέψουν καί νά ριχτούν άπά νω της νά γεμίσουν φαρμάκι τό αΐμα της. "Εχουμε ένα πηγάδι άκόιμα γεμάτο πείνα σμένα μυρμήγκια. 'Αλλά προ σεχε τώρα. ^Απλωσε τό χέρι του καί πάτησε 'δνα κουμπί. Ένα κομμάτι τού τοίχου πού βρι σκόταν άπέναντι στον ντέτε κτιβ υποχώρησε καί στή θέσι του φάνηκε ·υιά όθόνη τηλε οράσεως. Ό Τζόε Ντίκ κάρφωσε τό βλέμιμα του προς τά έκεΐ. Ή άναπνοη του κό πηκε καί τά μάτια του γέμι σαν άπελπισία. Θαμπά στήν αρχή, ζωηρά υστέρα σχεδιά στηκε στήν όθόνη μιά μορ φή. Ή καρδιά του βοόντησε βίαια. Ή μορφή αυτή ήταν τής Αύντιας Τόρεν τής κο πέλίλας πού άγαπσύσε δσο τίποτα άλλο στον κόσμο.Τό βλέμιμα τής Αύντια είχε μιαν απερίγραπτη έκφ ρασ ι παν ι κου καί ήταν καρφωμένο σέ μιά φασμσκερή κόμπρα πού ^ήν πλησίαζε^ δείχνοντας τή διχαλωτή γλώσσα της...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφείς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται ή Αναδημοσίευσές
I
5
*πι
Τ I ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ
Ε
Γραφεία: Όδδς Λέκικσ 22 — Αριθμός 5 — Τι.μή δραχραί 2* ***
«**»
Δημ-οσιογραφικβς Δ)ντής': Στ. Άνεμοδουράς, Φάληρου 41. Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργ’άδης, Σψιγγός 38- Προϊστά μενο ς τυττογρ.: Α. ^Χατ^Υίβοχπ'λείου, Τσταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΑΠΑ 1' Γ. Γεωργιάδη,ν, Λέκκα 22, Άθηναι
I
«*ί Μ* **Λ.
-»··
***
«3* 32» Π» Β» ΠΗ ΙΜ Β» «α 3® ϋΉ *&ί· Ζ® 683 Κΰ? Ο» ΏΒ 13* ί I
8 £
3 3 I
Δεν χρειάζεται διαφημισι τδ επόμενο τεύχος του ΤΖΟΕ ΝΤ! Κ, ίο 6„ που κυκλοφορεί τδ έρχόμενο Σάββατο μέ τδν τίτλο
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
8 I 3 Β I Ε β 8 β Ε *
γιατί ο! αναγνώστες που θά τδ διαβάσουν θά τδ διαφη μίσουν μονάχοι τους! Στο τεύχος αυτό δ δαιμόνιος ντέτεκτιβ ΤΖΟΕ ΝΤ1Κ μπλέκει σέ καταπληκτικές περιπέτειες καί γνωρίζει κινδύνους που προκαλουν ρίγη αγωνίας καί στόν...θαρραλέο Ρούντυ Μπάθ άκόμα! Θά μετανοιώση οποίος δεν προλάβη ν’ άγοράση αυτό τδ άριστουργηματικδ τεύχος του ΤΖΟΕ ΝΤ!Κ, τδ ό.
^
»«ΜΜ·ΚηΜ^ .
ΑΠΟΣΤΟΛΗ 2 ΤΗ ΓΗ ■ ■ Λί/9 Θ9ί Ο ΑΡ91 ΜΑΙ Π79761 έτο μονο ο £*ογηινο£. ΤΡβΆβε/ 70 77/2707)7 ΤΟΥ . 77Ρ67767 777) \ Λ— ΤΟ77 2929
\
ΓΡΗΓΟΡΑ . .)
Γ/Α ΝΑ 4£!=Ή ΤΗΝ 6ΥΓΝ9Μ0 2Υ/7Η ΤΟΥ Ο ΥίΑΡΖΟΝ Α 710 ' ΨΛ2ΙΖ6Ι ΝΑ 750Η07/277 020 ΗΤΤΟΡεί το 297ΗΡΑ ΤΟΥ. 7 Θ£2 ΝΑ ΤΓ-Ηί βΗΡΐβ>92 Π92 ΚΑΤΤΟΤε Π ΑΥΤΟ ηρεη&ι Νβ ΘΑ 20Υ ΤΙ9 ΤΟ Η/ΝΗΜ9 Γ7θ7 61 ΜΑΙ 617)7ΜΟΥ έ757106 Ο Γ>°2 ΜΑΖΙ Κθ/7) -ΖΟΥ; ΙΟΥ ·
5
0Η32 Ο 7>6170ΡΓ€Ρ 7176716/ ΝΑ 99707ΡΑΦΗ2Η ΑΥΤΟ ΤΟ 2ΤΑ ΟΜΟ 7ΗΑ60ΡΑ2692 · . , ΨΑ7/ΤΑ207 ΤΙ Ψ9ΓΟΓΡΟΦΙ62 ΟΑ ΤΡΑΑΑΓβ ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΨΗΑΟΤ6ΡΑ ΑΤΙ ΑΥΤΟΝ > 'η___ , τον ηγρζο . . τ-^
ττγ/τεγ/ζετΑί···
Τζόε Ντίκ καθισμένος μπρο στά σ5 ένα γραφείο ιμέ Λογής —λογής κουμπιά, τηλεφωνι ΡΕΙΣ άνθρωπο β ρ ίσκον κού ςδεΐκτες καί πομιπούς ήταν ταν σ’ αυτό τό δω>μά τιο. Απτό τους τρεις ό ό Λέντ ’Άγκαρτυ, ό έτπλεγό μένος Γάτα. Είχε ένα άσκημο ένας ήτα-/ πυσθάγκωνα δε μένος καί καθόταν ίσε μ ι«ά|· χαμόγελο θριάμβου στο προ καρέκλα μ·έ ίμιαν έξαλλη εκ- σωπό του και τά γατίσια μά φιροβσι στο βλέμμα, ενώ θρόμ τια του έλαμπαν παράξενα. 6οι ίδιρώτα άνάβλυζαν στο Ό Τζόε Ντίικ ήταν αιχμάλω μέτωπό του. Αυτός ήταν 6 τος του Αέντ ’Άγκαρτυ. Ό δαρμόν ιο ς ντ έτ εκτ ι β Τζόε νΑγικαρτυ ήταν ό άρχηγός μ ιάς έγκληΐματ ιικής ^ σπείρας Ντίκ. Όρθιος, πίσω του στε δολοφόνων καί κόταν «κάποιος ιμ* ένα αυτό μα εκιβιαστών1, το στο χέρι. 5Απέναντι στον εμπρηστών, πού είχαν τρομο
*0 Τζόε Ντίκ ζητάει ττροθεσμία θανάτου
Τ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. ^
4
κρατήσει τή Νέα Ύάρκη^ σκορπίζοντας το θάνατο και την καταστροφή (*). Αμεί λικτος διώκτης του έγκλημα τος ό Τζόε Ντίκ, εΐχε άνοί1 ξει έναν άγριο πόλεμο εναν τίον τής σατανικής αυτής σμμμορίας!, άποφσσ ι σιμένος μέ κάθε τρόπο να έξοντώση τά καθάρματα του υποκό σμου, πού σκότωναν αθώους καί φιλήσυχους πολίτες καί έκαιγαν τούς μεγαλύτερους ουρανοξύστες τής Νέας Ύάρκης σαν πυροτεχνήματα. Σέ ίμια φάσι τή|ς{ στκληρής. αυτής .μάχης ό δαιμόνιος ντέ τεκιτιβ εΐχε πέσει στα χέ ρια τής συμμορίας αυτής κάί δεμένος πισθάγκωνα είχε όδηγηθή ιμπροστά στον άρχιγ κάνγκστερ ^Αγκαρτυ νά άνακιριθή. Ό Τζόε Ντίκ 6ρι σκόταν σέ δύσκολη, θέσι. Ή ζωή του κοεμόταν σέ μια κλωστή. 3 Εκείνο άμως πού τον γέμιζε αγωνία καί τον έκανε έξαλλο ήταν άλλο. Τώ ρα μόλις εΐχε πληροφορηθή δτι ή Λύντια Τόρεν, τό πιο γλυκό κορίτσι του κόσμου,ή άρρσβωνιαστικιά του, περ νούσε στιγμές φρίκης καί άπογνώσεως. Ό , "Αγκαρτυ την εΐχε αιχμαλωτίσει καί έ| Λύντια Τόρεν κινδύνευε άπό στιγμή σέ στιγμή νά πεθάνη. Του τό άπεκάλυψε μέ μιαν άγρια χαρά ό "Αγκαρ(*) Δ ι άβοτσε τό πιροηγούμενο τεύ χος μέ τον τίιτλο «Τό χαμόγελο του τρόμον».
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
τυ. 9Αλλά τό έβλεπε κι* ό ίδιος τώρα σέ μιαν όθόνη τη λεοράαεως πού βρισκόταν στον τοΐχο του δωματίου.Ή Λύντια ήταν κλεισμένη σ’ έ να δωμάτιο μέ κόμπρες. Τά φαρμακερά αυτά φίδια την τριγύριζαν έτοιμα νά καρ φώσουν τά σουβλερά δόντια τους στο κορμί της καί νά χύσουν τό δραστικό δηλητή ρ ιό τους στο αίμα της. — Λοιπόν, τ'Γ λες, τώρα, μεγάλε ντέτεικτιβ; τον ρώτη σε κοροϊδευτικά σπάζοντας πρώτος τή σιωπή ό ~Αγκσρ τυ. Κατάλαβες τί μπορεί να γίνη άπό στιγμή σέ στιγμή. Αυτά τά φίδια είναι προς τό παρόν ακίνδυνα. Μ3 ένα μονάχα αμως σφύριγμά μου θά ώρμήσουν απάνω ατό κο. ρίτσι σου καί ή άμορφη Λύν τια Τόρεν θά γίνη μακιαρΐτισσα! Πάτη'σε ένα άπό τά χρω μ άπιστά κουμπιά πού ύπήρ χαν στο γραφείο του καί η όθόνη τηλεοράσεως έξαφανίστηκε. — Τώρα λοιπόν μπορούμε νά κουβεντιάσου/με, συνέχισε ό κακούργος. — Ποιοι είναι οί οροί σου; ρώτησε μέ φΐωνη πού προσπαθούσε νά την κάνη δσο τό δυνατό πιό^ ήρεμη ρ ντέτεκτπβ- Τί ζητάς για νά την άφήσης έλεύθερη·; — Δέν ζητάω πολλά, ι ζόε Ντίκ! Πρός τό παρόν ένα μονάχα μ3 ενδιαφέρει. Θέλω νά μοΰ πης πού έχεις κρυμμένον τόν Έντγκαρ, Μο
§
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
ρινς (*). -έρω καλά πώς έσύ τον έκρυψες και πήρες ίτήΐ μορφή του για νά μέ ξεγελά οης άλλα δεν τα κατάφερες. Κάνεις δεν μπορεί νά ξεγε λάσω τή Γάτα! θά μποροΰ οα νά σέ σκοτώσω άπό την πρώτη στιγμή. 5Αλλά δέν τό έκανα γιατί θέλω νά τιμω ρήσω μ5 έινα φριχτό θάνατο τον Μόρινς πού άρνήθηκε νά συμμορφωθή μέ τις διατα γές μου. Δίνει τό^ κακό πα ράδειγμα κι5 αυτό δέν^ μέ συμφέρει.^ Ό κόσμος όλος πρέπει νά μάθη πώς όταν ο Αέντ "Αγκαρτυ ζητάει κάτι, αυτό τό κάτι πρέπει νά γί1 νέτα ι χωιρ ί ς άντ ιριρήσε ι ς. Λο ι πόν περιμένω Τζόε Ντίικ νά μου πής που βρίσκεται ό ’Έντγκαρ Μόρινς. Θά ήταν έξω από τό χα ρακτήρα του Τζόε Ντ'ικ νά προδώση έναν τίμιο πολίτη: καί νά τον άφήση ανυπερά σπιστο στη διάθεσι αυτού του σατανικού εγκληματία. Γ ιά την υπεράσπισι καί την έπιβολή του Νόμου διακινδό νεύε κάθε μέρα τή ζωή του. — Σου ζητάω μ ιά μικρή π ρ οθεσμ ία γιά νά σκεφτώ!, εΐπε στον "Άγκαρτυ. *Ήθελε πραγματικά νά σκεφτή. "Αλλά φυσικά οχι γιά νά γίνη, καταδότης. Του χρειαζόταν μιά μικρή πίστω σι χρόνου για νά βρή κά ποιον τρόπο νά ξεφύγη άπό τά χέρια τής συμμορίας, νά (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ χος των περιπετειών του Τζόε Ντικ μέ τόν τίτλο «Τό χαμάγ®λο τού τρόμου».
έλευθερώση τή Λύντια κι* υ στέρα νά συνέχιση τή μάχη,. Ό "Αγκαρτυ τόν κύτταξε λοξά. — Δέν μου τή σκάς έμε να, Τζόε Ντίκ!, είπε. ^Υστερα γύρισε^ ατό συμ μρρίτη μέ τό αυτόματο. —·, Πήγαινε τον νά ρίξη μια ματιά στο πηγάδι, με τά μαύρα μυρμήγκια, πρόσθεσε. "ίσως τότε πάψη νά ζητάη προθεσμίες γιά νά σκεφτή, "Αν σου πή πώς θέλει νά μου μ ιλήση, ξανάφερε τον πί'σω. Διαφορετικά ξέρεις τί έχεις νά κάνης. Ό ντέτεκτίιβ άναρρίγησε. "Ηξερε τί τόν περίμενε. *Αλ λά κάποια ομυδρή έλπίδα σωτηρίας υπήρχε μέσα του καθώς ακολουθούσε τόν συμ μορίτη. 0 Ρουντυ πηγαίνει σ* £να...πάρτυ
ΡΟΥΝΤΥ λ ΜΠΑΘ,^ό κρεμανταΐλάς βοηθός του Τζόε Ντίκ, άγόρα σε μιά ^ άκριβή ανθοδέσμη καί μπήκε σ' ένα ταξίΎΕοω σε στον σωφέρ την διεύθυνσι τής Λύντια Τόρεν καί ξάπλω σε αναπαυτικά στο κάθισμα. — Είναι μιά αξιολύπητη καπέλλα ή Λύντια, μουρμου ρισε μιλώ’ντας όπως τό είχε συνήθεια μέ τόν έαυτό του». Ό Τζόε ούτε τό σκέφτηκε πώς σήμερα είναι τά γενέ θλιά της. Καί όμως δέν υπάρ χει πιο σημαντική μέρα άπ* αυτήν γιά κάθε άνθρωπο. Ό Τζόε Ντίκ έχει τό βιολί του.
Ο
Κυνηγάει άπό τό ένα πρωΐ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
ώς τό άλλο πρωΐ τους ^ συμ μορίτες καί ξεχνάει τις κοι νω νίκες του υποχρεώσεις. Μπράβο σου λοιπόν, Ρούντυ! "Εσύ ποτέ δεν ξεχνάς. Κάνε καί λίγο νισάφι, κύριε Ντίκ! ΘυιμήΙσου ότι έχεις άρραβωνιαστικιά. Ευτυχώ ς πού είμαι έγώ . ^Οποιος άλ λος κι5 άν ήταν θά^ στό είχε φάει τό κορίτσι, κύριε ντέτε κτιβ. Κρατώντας την άνθοδεσμη στό χέρι ό Ρούντυ κατέβηκε όταν σταμάτησε τό ταξί καί προχώρησε προς ·τήν πόρτα προσέχοντας να μη οπραπατσάρη κανένα λουλούδι. * Η ταν φυσικά λίγο αργά, πέρα σμένες δέκα. 5Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. "Ήξερε δτι η Λύντια δεν κοιμόταν ποτέ πριν άπό τά (μεσάνυχτα. —·Έξ άλλου σήμερα ή Αύν τια λόγω των γενεθλίων της 6ά έχη πάρτυ σκέφτηκε. Καί τά ξημερώματα λοιπόν άν τής έκανα επίσκεψι πάλι ξύ πνια θά την ευ ρίσκα. Χα λάει ό κόσμος ιμέσα! ^ Γό γλέντι φαίνεται έχει άναψει άπό νωρίς. Πρανματικά άπό τό έσωτεριικό του σπιτιού άκουγόντουσαν τραγούδια φωνές καί μουσική. Ό Ρούντυ χαιμογέ λασε καθώς σκέφτηκε την έπττυχία πού θά είχε άνάμε σα στις όμορφες προσκαλεσμένες τής Λύντιας. Ευτυ χώς τό πρόσωπο του ήταν πολύ εν τάξει χωρίς τσιρό τα καί δίχως μελανιές τά μά τια του.Αυτή τή φορά, πρά' γμα πολύ σπάνιο, ό Ρούν
τυ Μπάθ είχε ,μέρες νά... φάη ξύλο καί ήταν βέβαιος πώς ή γοητεία του θά έκανε άλη θινή θραύσι ατά κορίτσια. "Έφτασε λοιπόν στην πόρ τα κι" ετοιμαζόταν νά χτυπή ο η τό κουδούνι όταν ή πόρ τα άνοιξε άπό μέσα καί είδε δυο καθώς πρέπει κυρίους νά βγαίνουν κρατώντας αγκαζέ ή μάλλον σέρνοντας την Λυν τια. Ό Ρούντυ χαμογέλασε συγκαταβατικά καί παραμέ' ρίσε νά περάση τό τρίο. — Αυτή τό παράκανε!, μουρμούρισε ό Ρούντυ. Ποιος ξέρε ι ^ πόσα κοπάνησε κι* Ιγι νε φέσι άπό τό μεθύσι! "Ά! Τούτη τή φορά πρέπει νά τό πώ στον Τζόε νά τής βάλη φρένο. Δέν αξίζει κι5 έτσι. Τώρα θά την πηγαί νουν σίγουρα περίπατο νά ξεμ,εθύσηι! Με τό μαλακό, παιδιά!, νομίζω πώς ήπιε πο λύ! Εκείνοι πού κρατούσαν άπό τις μασχάλες, ένας^ άπό κάθε πλευρά, την κοπέλλα, τού ρίξανε μιά λοξή ματιά καί προχώρησαν χαμογελών τας. ^— Μιά στιγμή, κύριοι!, φώναξε τρέχοντας πί σ ω τους ό Ρούντυ. "Έχω κάτι λουλούδια νά τής δώσω. — Πήγαινε τα μέσα!, εί πε γκρινιάρικα ό ένας άπό τούς δυο. Σέ λίγο θά την ξαναφέρουιμε. Ό κρεμανταλάς έξυσε τή μύτη του. — Εντάξει^ παιδιά!, εΐ' πε. Θά περιμένω. «Πέρασε στήν αυλή. Ή έ·
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ -ΟΛ'.Λ*·.*«*Μ —--- -
— Αυτή τό τταράκανε!, μουρμούρισε ό Ρούντυ. Ποιος ξέρει πό σα κοπάνισε ικι* έγινε φέσι απο τό μεθύσι.
σωτερική πόρτα ήταν μισά νοιχτη. Τά τραγούδια κι* ή μουσική άκούγονταν πιο δυ νατά τώρα. Έβγαλε τό καθρεφτάκι πού είχε στην τσέ' πη του κι3 έρριξε μέσα^ μια ματιά. Έφτιαξε τον κόμπο τής γραβάτας του και προ χώρησε. Έσπρωξε την πόρ. τα και ιμπήκε στο σπίτι. "Α πότομα όμως σταμάτησε στό κατώφλι· καί γούρλωσε τά μάτια. Μέσα στό σαλόνι δεν υπήρχε ψυχή. Τό ραδιόφωνο μονάχα σέ ιμιά γωνιά του σα λονιού ήταν έκεΐνο πού έκα νε δλη, τη φασαρία. Τά τρα γούδια, ή -μουσική κι5 οί φωνές έρχονταν από τό ρα
διόφωνο. Έκτος από τό ρα διόφωνο ολα ήταν άνω κά τω έκεΐ ,μέσα σά νά είχε γί νει ·μιά άγρια πάλη. Καρέ κλες, άναποδογυρ ιισ μ έ νες, κρυστάλλινα άνθοδοχεΐα θρυμ ματισμένα στό πάτωμα κι* ένα σωροί άλλα άντικείμενα πού έδειχναν δτι κόλποια ά' γριά πάλη είχε γίνει στό σπίτι. — Μέθυσε ή Λύντια καί τά έσπασε!, μουρμούρισε-ό Ρούνιτυ. Αυτά κάνει ή κατά χρησι τού άλικοόλ. ’Άς περί μένω τώρα νά την ξαναφερουν ξεμέθυστη. Θά τής^ τά πώ_ ένα χεράκι καί θά φύγω. -άπλωσε τεμπέλικα σέ
ϊ μια καρέκλα καί άναψε τσι γάρο. Κάπνισε τρία τσιγά ρα τό ένα πίσω από τό άλ’ λο όλλά ή Λυντια καί ή πα ρέα της δέν _ξ αναγύριζαν. Κύτταξε τό ρολόι του. Είχαν περάσει τά μεσάνυχτα. — Σά νά παρατράβηξε αστός ό περίπατος!, έκανε γκρινιάρικα ό κρεμανταλάς βοηθός τού Τζάε Ντί·κ. Τί τά θέλεις; Οί γυναίκες δέν έχουν μπέσσα. 'Έ, ρέ δυστυχισμένε Τζόε! -αφνικά όμως μια κάποια υπόνοια πέρασε από τό βρα δυκίνητο μυαλό του. Κι5 αν έκεΐνο που νόμισε αυτός ότι ήταν περίπατος, ήταν κάτι άλλο; Κάν αυτά τά μοΟ' τρα που έπαιρναν μαζί ^τους την αναίσθητη Λυντια δέν ή ταν φίλοι της αλλά έχθροί τη,ς; Κι5 άν ή Λυντια δέν ή ταν μεθυσμένηι όπως αυτός εΐχε πιστέψει αλλά αναίσθη τη από κάποιο χτύπημα που τής είχαν δώσει; Τό άλογάσι ο μούτρο τού Ρούντυ πή^ρε μιά ηλίθια έκφρασι. Μα καί βέβαια τά πράγματα ? ταν εντελώς άντίθετα άπο δ,τι τά είχε φανταστή. Μέ σα στο σπίτι τής Δόντι ας Τόρεν είχε γίνει μεγάλη φα σαρία. Καί γιά νά μην άκούγεται απ' έξω ή φασα ρία είχαν βάλει στην διαπα σών τό ραδιόφωνο. Παλιό κόλπο! Κι5 ενώ ή κοπέλλα πάλευε νά ξεφύγη καί καλού σε ίσως απεγνωσμένα εις βοήθεια ή μουσική καί τά τραγούδια σκέπαζαν τίς φω νές της.
Τό Τ£Λ£ΥΤΑίΟ ΑΤΟΥ
;— Είμαι ηλίθιος έικατό τοίς έκατό!, γρύλλισε ό Ρούντυ. Νόιμιζα πώς είχε πάρτυ καί τούς άφησα νά φύ γουν άνενόχλητοι παίρνοντας μαζί τους καί τη Λύντια. Τώ ρα φυσικά είναι άργά. Άλ λα κάτι πρέπει νά κάνω. 'Πέταξε την άνθοδέσμη πού κρατούσε καί βγήκε τρέχσντας άπό τό σπίτι. τ Ο κρεμανταλάς αρχίζει τή δράσι ταυ
ΡΟΥΝΤΥ ΜΠΛΘ είχε ίμιά^ συνήθεια. Πριν μπή σ5 ένα αύτοκίνηΓ το σημείωνε τον αριθμό του σ’^ένα καρνέ. "Οταν τόν ρω τοΰσαν γιατί τό έκανε αυτό καί τόν κοροΐδευαν, ό Ρούν τυ κουνούσε περιφρονητικά τό κεφάλι. — Εϊσαστε κουτοί σάν τά βλήτα!, έλεγε. ’Άν εϊσαστε λίγο έξυπνοι, θά τό καταλα βαίναπε αμέσως. Μπαίνεις μέσα σ1 ένα αυτοκίνητο που φερ’ είπεΐν πέφτει σ' ένα γκρεμό ή σ' έναν ηλεκτρικό στύλο καί σκοτώνεσαι. Πώς θά ζηΓτήισης άποζημίωσι άπό την ιάσφιάλεια άν δεν έχης τό νούμερο τού αυτοκινήτου πού έγινε άψορμή νιά χάσης τή ζωή σου; Αυτό λοιπόν είχε γίνει κι5 απόψε. "Οταν αγόρασε την ανθοδέσμη! γιά τά γενέθλια τής Λυντια Τόρεν, ό Ρούν^ τυ πήρε ένα ταξί. Καπά τη συνήθειά του κράτησε τό νου μερο τού ταξί καί τώρα νά πού θά τού χρειαζόταν αυτό τό νούμερο. Θυμόταν πολύ
Ο
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
καλά δτι ό σωψέρ του ταξί καθώς έφταναν ατό σπίτι τής άρ ρ αβων ι αστ ιικ ι ας του Τζόε Ντίκ, χαιρέτησε έναν άλλο σωψέρ πού στεκόταν έξω από ένα άλλο αύτοκίνη το και κάπνιζε. Τό δεύτερο αυτοκίνητο είχε σταθμεύσει στη γωνιά του δρόμου σέ άπόστασι πενήντα ρετρών α πό την εξώπορτα τού σπι τιού τής Λύντια. Άν λοι* πόν ή ικοπέλλα είχε άπαχθή αυτό τό αυτοκίνητο θά είχαν χρησιμοποιήσει οι κακοποιοί για νά την ,μεταφέρουν στη φωλιά τους. ^ Δεν άργησε νά βρή τον σω ψέρ τού ταξί. Τον αναζήτησε στην πιάτσα των ιάνθσπωλείων καί τον βρήκε. — Ρωτάς γιά τον Μπίλ; είπε 6 σωψέρ. Μά καί βέβαια ^όν χαιρέτησα. Είναι πολύ ίν τάξει παιδί. Δουλεύει μια καντιλλάκ πρώτης γραμ μής. Τί τον χρειάζεσαι; — Φεύγοντας άπό τό σπί τι πού ,μέ είχες πάει εσύ, έ ξη γησε ό Ρούντυ, πήρα αυτό τό αυτοκίνητο καί γύρισα οπό ξενοδοχείο πού μένω. Μέσα στο αυτοκίνητο όμως ξέχασα τον χαρτοφύλακα πού κρατούσα. — Δεν κρατούσες κανένα χαρτοφύλακα!, είπε ό σωφέρ. — Καί όμως κρατούσα! Πές >μου λοιτπόν τί νούμερο έχει τό άμάξΐ' αυτού του Μπίλ; ' Ό σωψέρ άνασήικωσε τούς ώμους. — Τό νούμερο του αυτο
9
κινήτου του είναι 535743. Κι5 άν θές^νά τον βρής μπο ρείς νά πάς στην Γκόλντεν —Στιρήτ αριθμός^ 37. ΈκεΤ μένει ό Μπίλ Χάρβεϋ ιμετά τά μεσάνυχτα δεν δουλεύει. Γυρίζει σπίτι του καί κουρ νιάζει. Ό Ρούντυ έβαλε ένα χαρ τονόιμισ[μ'α του ενός; δολλαρίου στο χέρι τού σωψέρ κΓ έφυγε. Στον άλλο δρό;μο μπήκε σ’ ένα τηλεφωνικό θά λαιμό καί έκανε ένα τηλεφώ’ νη'μσ στον Τζόε Ντίκ. Στο σπίτι τού ντέτεκτιβ δεν υπήρ χε κανείς. Δεν πήρε άπάντη σι. "Άφησε τό τηλέφωνο καί βγήκε άπα τό θάλαμο. Π ιό κάτω σταμάτησε ένα ταξί. — Γκόλντεν Στρήτ 37!, είπε στον σωψέρ. Τό αυτοκίνητο ξεκίνησε. Πίσω άπό τούς χοντρούς μυ ωπικούς φακούς των γυαλιών του τά άλλοίθωρα^μάτια τού Ρούντυ είχαν πάρει μιάν έκφρασι πρωτοφανούς γι’ αυτόν τον τεμπέλη κρεμαντα λά, ένεργητικότητητοζ. Ό Ρούντυ είχε άποψασίσει νά... έργσσθή. Καί, όταν ό Ρούν τυ ^άποψάσ ιζε νά έργασθή— πράγμα που γινότανε πολύ σπάνια—^έκανε θαύματα. — "Απόψε θά φάμε τά μ ουστάκ ι α μας!, -μουρμαύρ ι σε^ "Εχει νά γίνη σπου δαίο γλέντι. χ Τό ταξί άφησε πίσω του τί ς^ μεγάλες λεωφόρους καί μπήκε στά στενοσόκακα τής άνατολικής συνοικίας. Ή Γκόλντεν Στρήτ ήταν ένας ά πό τούς παλιούς δρόμους
10
της Νέας Ύόρκης με παλιά σαραβαλιασμένα σπίτια. Τό αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από τό νούμερο 37. Ό Ρούν τι» πλήρωσε κι* έδιωξε τό ταξί. "Έσπρωξε μια παλιά πόρτα και μπήκε σε μια αύ" λή. Στό^ βάθος ήταν μια ξύ λινη σκάλα. "Αδίσταχτα προ χώ-ρησε προς τά έκεΐ. Τα σκαλοπάτια κάτω από το πελώριο κορμί του κρεμαν ταλά άρχιζαν να τρίζουν ε πικίνδυνα. Στην κορυφή τής σκάλας ήταν μια τζαμένια πόρτα. Ό Ρούντυ κόλλησε: τη μύτη του στο τζάμι κι" έρριξε ένα βλέμμα στο έσω" τερικό. Ένας άνθρωπος ή ταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ροχάλιζε. Ό Ρούν τυ έδωσε μιά κλωτσιά στην πόστα και ή πόοτα ώπισθαχώρησε. Ό άνθρωπος πού ροχάλιζε ξύπνησε και τινά χτηκε τρομαγμένος άπό τό κρεβάτι. — Ποιος διάολος, είναι; ρώτησε μισσκοιμισυένος. >ΕΤδε στο μισοσκόταδο τον κρεμανταλά μ" ένα πιστόλι στο χέρι νά τον σηιμαδεύη και γούρλωσε τά μάτια του. Έ' κάνε μιά κίνησι προς τό μα ξιλάοι του. Κάτω άπό τό μαξιλάρι προεξείχε ή λαβή ένός πιστολιού. "Αλλά ό Ρούν τυ τον- πρόφτασε. — "Άφησε τό σιδερικό στή θέσι του!, είπε άγρια. Σήκωσε ψηλά τά κουλά σου και φρόνιμα! — Τί θέλεις ,άπό μένα; γρύλλισε ό σωφέρ. — Έσύ είσαι ό Μπϊλ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
Χάρβεϋ, ρώτησε ό βοηθός του ντέτεκτιβ. ;— Έγώ είμαι. Αλλά ό διάο?\ος νά με πάρη άν κα ταλαβαίνω τί ζητάς. Ό Ρούντυ άπλωσε τή χε ρούκλα του καί πήρε τό πι στόλι πού βρισκόταν κάτω άπό τό μαξιλάρι. Τό έρριξε στήν τσέπη του καί κάθησε σέ μιά καρέκλα. — "Άκουσέ με λοιπόν, Μπίλ Χάρβεϋ, είπε. Απόψε κάποιοι πήρανε άπό τό σπί τι μιά κοπέλλα. Τήν κοπέλ' λα αυτή την βάλανε ατό αυ τοκίνητό σου καί κάπου πή γες μαζί μέ τούς άλλους αυ τή τήν κοπέλλα. Θέλω νά μου πής που βρίσκεται αυτή τή στιγμή τό κορίτσι. "Αν κά* νης πως δεν θυμάσαι μπορώ νά σου φρεσκάρω έγώ τή μνήμη. Τά μάτια του σωφέρ άνοιγό κλεισαν καί μιά άστραπή πέ ρασε ανάμεσα τους. — Μά τό Θεό έχω μεσάνυ χτα γι"^ αυτά πού μέ ρωτάς. "Εγώ δεν πήρα καμμιά γυναί κα απόψε ιμέ τ" αμάξι μου. Ό Ρούντυ άκουσε κάποιον ανεπαίσθητο θόρυβο πίσω του. Σαν κάποια πόρτα νά άνοιξε αργά καί νάκλεισε πάλι. Χω' ρίς νά πάψη νά σημαδεύη τον Χάρβεϋ έρριξε μιά ματιά πί σω του καί μονομιάς σάλταρε πλάγια. "Ενα μαχαίρι πέρασε σφυρίζοντας πάνω άπό τον ώ μο του. Τήν "ίδια στιγμή ό σω ψερ πήδησε καί γαντζώθηκε ά* πάνω στο χέρι του πού κρα τούσε τό πιστόλι. Τό πιστόλι του Ρούντυ εκπυρσοκρότησε
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
αλλά το μολύβι πού έφυγε ά· πό την κάννη_του ικα,ρφώθηκε οτό πάτωμα. I αυτόχρονα είδε κάποιον άλλον, εκείνον πού είχε πετάξει το μαχαίρι, νά ση κώνη .μια καρέκλα σημαδεύον τας το .κεφάλι του. Ό κρέμαν ταλάς έσκυψε κι* ή καρέκλα δεν βρήκε το στόχο της. — Πίίσω όλοι γιατί σάς έ φαγα !, μούγγρισε ό Ρούντυ. "Άφησε τό πιστόλι νά πέση στο πάτωμα καί καθώς ό Χάρ βεϋ έσκυψε νά τό πιάση; ή πο δάρα του Ρούντυ τινάχτηκε π,ρός τά έμητρος καί τον πέτυ χε στο στομάχι. Ό σωφέρ ε πί ασε τό στομάχι του κι5 έπε σε Ανάσκελα στο κρεββάτι βογγώντας. Ό κρεμανταλάς πήρε μια βόλτα απάνω στά τακούνια του καί ιμέ προτετα μένα τά χέρια σε σχήιμα γρο θιάς κατάφερε δυο Αλλεπάλ* ληλα χτυπήματα στο μούτρο τού ανθρώπου πού βρισκόταν πίσοο του. Ό άγνωστος παρα πάτησε σά μεθυσμένος κι* έ κανε μερικά βήματα προς τά πίσω, Ό Ρούντυ όμως μ»* ένα πήδημα τόν έφτασε καί τού κα τάφερε μιά τρίτη γροθιά στο σαγόνι. Τό σαγόνι έφυγε από τη θέσι του καί ό κακοποιός γλύστρησε καί ξάπλωσε ήσυ χα—ήσυχα στο πάτωμα. — Σάς τό είπα πώς θά φά με τά μουστάκια μας!, γρύλλισε 6 Ρούντυ. Μ5 ένα σκοινί έδεσε χειρο πόδαρα καί τούς δυο καί άνα ψε τσιγάρο. — Τώρα θά περιμένω νά ξυπνήσετε, είπε. Κι* δταν ξυ πνήσετ ε, θα κουβεντ ι άσουμ ε....
11 Το πηγάδι μέ τά μαύρα μυρμήγκια
ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ πισθάγκω να δεμένος προχωρούσε ^πρώτος. Πίσω του Ακο λουθούσε ό συμμορίτης μέ τό αυτόματο. Πέρασαν έναν σκο τεινό διάδρομο, ικατέβηικαν μιά σκάλα καΓβγήΐκσν σέ μιαν αύ" λή πού περιτριγυριζόταν άπό ένα ψηλό μανδρότοιχο. Σέ μιά γωνιά τής αυλής ήταν τό πη γάδι. Ό συιμμορί.ρις έσπρωξε μέ την κάννη τού αυτομάτου του τόν Αστυνομικό προς τά έκεΐ. Ό Τζόε Ντίκ προχώρησε μηχανικά. Τό μυαλό του όμως δούλευε ιμέ έντασι καί τό βλέμ μα του εξέταζε ολα τά γύρω μέ προσοχή. Προσπαθώντας νά βρή κάτι πού θά τόν βοηΓ θούσε νά ξεφύγη. Γύρω άπό τό πηγάδι ύπήρ χε ένα χαμηλό πεζούλι. Έπά νω από πεζούλι ήταν τοποθετη μένο ένα πυκνό συρμάτινο δίΧΤυ. — "Εδώ μέσα είναι τά^ μαύ" ρα μυρμήγκια, είπε γελώντας ό συμμορίτης. Είναι μιά σπου δαία ράτσα. Μεγάλα σόν κα τσαρίδες καί αμέτρητα. Κά ποιος φίλος άπό τόν Αμαζό νιο έστειλε στο αφεντικό μερι κά τέτοια μυρμήγκια σ" ένα κουτί καί τό αφεντικό τά «καλ λιέργησε». Τάρριξε σ’ αυτό τό πηγάδι καί μέσα σέ λίγους μήνες γίνανε έχστσμμύρια. Έχουνε μιά διαβολεμένη ορε ξι πάντοτε καί τρελλαΡνσνται γιά τό ανθρώπινο κρέας. Μέ σα σέ μιά ώρα μπορούν νά λιανίσουν καί έλέφαντα καί ν’ άφήσουν μονάχα τά κόκκαλά
Ο
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
του. Είναι πολύ λαίμαργα. "Ο σοι πέσανε έδώ μέάα δεν ζήσανε περισσότερο άπό ένα τέ ταρτο. Τά μυρμήγκια τρυπώ νουν παντού στα ρουθούνια, από στόμα, στα μάτια. Κό" •βουν κομμάτια άπό σάρκες και τις καταβροχθίζουν. Λεν θά ήθελα, μα το Θεόν νά βρ ι σκόμουν στη θέσι σου. Νά, κύτταξε! Ό συμμορίτης άνασήκωσε για μια στιγμή τό συρμάτινο δίχτυ. Μερικά άπ5 αυτά τά τετράποδα μυρμήγκια πετάχτηικαν έξω. Ό Τζόε Ντικ άναορ ί γησ ε. 9 Η τ αν πραγμ ατ ι * κά μεγάλα σάν κατσαρίδες. Τά δαγκανάρια τους έμοιαζαν σάν μικροσκοπικά καλσακονισρένα πριόνια. "Ενα παγωμέ νο χέρι έσφιξε, την καρδιά του ντέτεκτιβ. Λεν ήταν δυνατό νά συλλαβή άνθρώπινος νους χει ρότερο μέσο θανάτου. Άναλο γίστηκε τί θά μπορούσε νά συμβή άν ένας άνθρωπος βρι σκόταν ανάμεσα ,στά έκατομ μύρια αυτά μυρμήγκια που υπήρχαν στο βάθος του πήγα διού ικΤ αυτός που σπάνια στη ζωή του είχε νοιώσει τον φ-όιβο ένοιωσε έναν άπερίγρα πτό πανικό νά γεμίζη· τό αίμα του. -— Αυτά που βλέπεις, είπε ό συμμορίτης ξανακλείνοντας τό στόμιο του πηγαδιού με τό συρμάτινο δίχτυ, είναι ένα δείγμα άπό τά εκατομμύρια πού υπάρχουν εκεί ,μέσα. Αυ τά μπορείς τώρα^νά τά πατήσης με τό παπούτσι σου1 νά ψοφήσουν. 5Αλλά για λάβε 6π* οψι σου τί έχει νά γίνη ό ταν σου ριχτούν όλα μαζί·.
Πάτησε τά μυρμήγκια καί τά σκότωσε. Τά μυρμήγκια ψόφησαν αφήνοντας μια βα ρειά άσκημη μυρουδιά. — Δεν είναι σπουδαίος ό "Αγκαρτυ; ρώτηίσε ό συμμορί της. — Μά καί βέβαια, άποκρίθήΐκε ό ντέτεκτιβ προσπαθών τας νά καταπνυξη το αίσθημα τής φρίκης πού τον βασάνιζε. Έκτος άπό τά μυρμήγκια ό μως υπάρχουν καί φίδια έδώ. — Φυσικά. Υπάρχουν καί κόμπρες σ’ αυτό τό σπίτι. Στο πηγάδι εΐυαι μονάχα τά μυρμήγκια. Έδειξε προς τά αριστερά μια πόρτα πού βρισκόταν στο βάθος τής αυλής. — Έκεΐ είναι οί φαρμακε ρές κόμπρες, είπε. Τά μάτια τού ντέτεκτιβ καρ φώθηκαν στην πόρτα αυτή. ιΠΙίισοο άπό εκείνη την πόρτα βρισκόταν σίγουρα τό «διαμέ ρισμα» μέ τά φίδια. Καί μέσα σ’ αυτό τό διαμέρισμα περ νούσε στιγμές αγωνίας ή Αύν τια. "Ολο τό αίμα μαζεύτηκε στο κεφάλι του. Έκανε^ μια νευρική κίνησι σά νά ήθελε νά σπάση, τά σκοινιά πού κρα τουσαν δεμένα πίσω στη ρά χη του τά χέρια. Φυσικά δεν κατάφερε τίποτα. Τό μόνο πού πέτυχε ήταν νά χωθούν τά σκοινιά πιο βαθειά στις σάρ κες του καί νά νοιώση ένα δυ νατό πόνο. Μια άγρια απελπι σία τον κυρίεψε. Γιά ,μιά άκό μη φορά ό δαιμόνιος^ ντέτεκτιβ βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου. Ενός θανάτου φρι χτού καί άποάσιου. Θά τρελλα ινότον άν δέν εύρισκε κά -
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
ποιο τρόπο νά ξεφυγη απ’ αύ τό το μαρτύριο ατού του προε τοίμαζαν. Έπρεπε να ξεφύ' γη, όχι ,μονάχα για τον έαυτό του·. Ή δική του σωτηρία έρχόταν ^σέ δεύτερο πλάνο. Ή ζωή τής Λύντιας τον ένδι έφε ρε περισσότερο. — Λοιπόν τώρα πού είδες τό πηγάδι, τίί. λες; ρώτησε^ ό συμμορίτης. Θά δόσης άπάντησί'. σ? αυτά που σέ ρώτησε τό άφεντικό ή θά έξακολουθή’ σης νά παρ-ασταίνης άκόιμα τό μουγκό; Έκτος άν προτιμάς νά γλυτώσης άπό τά βάσανα του (μάταιου αύτοΰ κόσμου. Ή δουλειά δεν είναι καθόλου δύ σκολη γιά μένα. Θά σηκώσω τό καπάκι τού πηγαδιού και μέ μιά κλωτσιά θά βρεθής μέ σα νά κάνης παρέα μέ τά μυρ μήγκια. Μέ τον ίδιο τρόπο έ χω ρίξει κάμποσους σ5 αυτή τήν κόλασι. Όμολογώ πώς δέν ήταν τόσο ευχάριστο ό ταν τους άκουγα νά ουρλιά ζουν καθώς τά μικρά αυτά θη ριάκια κολάτσιζαν μέ τά κρεα τά τους. Αλλά οι διαταγές τού αφεντικού πρέπει· νά έκτελούνται. Μέ πρόσωπο παραμορφω μένο άπό τήν αγωνία κιαί τή φρίκη ό ντέτεκτιβ δέ μίλησε. Τό βλέμμα του μονάχα είχε γί νει σκληρό σάν άτσάλι. "Οσοι έγνώριζαν τόν Τζόε Ντίκ ήξεραν πώς αυτό τό βλέμμα σημαινε πολλά. "Ένας σπασμός στο πρόσωπό του έδειξε ^τήν απεγνωσμένη άπόφοοσι που εί χε πάρει. —Λοιπόν άπάντησε!, γκρίνιαζε ό συμμορίτης. Ένα ναι ή ένα όχι νά τελειώσουμε!
13
Ή αναπνοή τού ντέτεκτιβ -έχανε τό ρυθμό της. "Ολες αί ϊνες τού γυμνασμένου κορμιού του τεντώθηκαν έτοιμες νά σπάσουν καί πήδησε προς τά εμπρός. Το σώμα του τινάχτη κε σάν βλήμα· μέ τό κεφάλι σκυφτό καί βρόντησε μέ μιάν απερίγραπτη δύνρμι απάνω στο στήθος τού συμμορίτη. Ό συμμορίτης βλαστήμησε κλονί στηκε καί αγωνίστηκε σηκώ' νοντας τά χέρια ψηλά νά κρα τήση τήν ισορροπία του. Μά ό ντέτεκτιβ πριν συνέλθη τίνα ξε τό κεφάλι του προς τ’ άπάνω καί πέτυχε τό σαγόνι του. * Ηταν μιά καλοζυγισμένη κε φαλιά. Ό κακούργος τούτη τή Φορά δέν μπόρεσε νά κρατηθή. Έπεσε ανάσκελα χωρίς όμως νά άφήση τό όπλο που κρατού σε στά χέρια του. ’Αδίστα χτα ό πισθάγκωνα δεμένος ντε τεκτιβ έπεσε άπάνω του. Τά γόνατά του πίεσαν άγρια τήν κοιλιά του καί τό στομάχι τού κακούργου καί τά δόντια του ζητούσαν νά κομματιάσουν τό μούτρο του. Ό άγώνας όμως αυτός δπως καταλαβαίνει ό ■καθένας, ήταν άνισας. Άδυνσ τώντας νά ,χοηισιμσποιήση τά χέρια του ό Τζόε Ντίκ βρισκό ταν σέ μιάν καταπληκτική μει ανεκτική θέσι άπέναντι τού κακούργου πού καί τά χέρια έλεύθευρα είχε καί αυτόματο διέθετε. 1 Κυλίστηκαν στο χώμα πλά* στο πηγάδι άγκομαχών τας, μουσκεμένοι, άπό τόν 1δοώτα μέ πρόσωπα άγρια. Τούτη ή άνιση πάλη ήταν γιά ζωή ή γιά θάνατο, Ξαφνικά ό μως ό Τζόε Ντίκ άφησε μιά άπελπισμένη κραυγή. Ό κα-
14
κοΰργος κατώρθωισε νά γλυστιρήση καί νά ξεφύγη. Τον εί δε να Ανορθώνεται κι* άγωνί ■ στηικε να σηκωθή κι* αυτός. Μα <μέ δεμένα πίσω στη ράχη τά χέρια τούτο ήταν ακατόρ θωτο και αδύνατο. Ό συμμορίίτης γέλασε^ Απαίσια. Ήταν ένα γέλιο πού γέμισε την ψυ χή του Τζόε Ντΐικ ,μ’ ένα ρίγος φρίκης. Μέσα στα μάτια του κακούργου έλαμπε μια φλόγα ι μίσους. Σήκωσε τό αυτόματο κα!ϊ σημάδεψε τον ντέτεκτιβ !που κυλιόταν στο χώμα. — Θά σε σκοτώσω σά σκυ λί, Τζόε Ντίικ!, μουγγρισε. Θά σέ σκοτώσω ικι* υστέρα θά ρίξω το κουφάρι σου στά μυρ μήγκια. Έτσι θά μάθης πώς δεν χωρουν αστεία σ' αυτό τό σπίτι. Ό ντέτεκτιβ είδε τον κα' κουργο νά κινή τό δάχτυλό- του στην σκανδάλη;. "Εκλεισε τά μάτια. Ήταν ή τελευταία στι γμή τής ζωής του. Δεν υπήρ χε πιά καμμιά Αμφιβολία πώς θά πέθαινε. *0 πυροβολισμός τής σωτηρίας
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ πού Ακούστηκε άντ η χ ησε σάν Αστροπελέκι στ* αυτιά του Τζόε Ντίκ. Τό βογγητό πού ακολούθησε έμοιαζε μέ μούγγρισμα βωδιού.^ Ό Τζόε Ντίκ άνοιξε τά μάτια. Είδε τον συμμορίτη μέ τσακι σμένο το δεξιό του χέρι νά σκύβη γιά νά πιάση; μέ^τό α ριστερά τό αυτόματο πού είχε πέσει στο χώμα. Μά την ίδια στιγμή αντήχησαν δυο και νούργιοι πυροβολισμού Ό
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
συμμορίτης άφησε τό αυτόμα το και ανορθώθηκε κρατών τας τά πλευρά του. Τρεκλίζον τας σάν μεθυσμένος έκανε με ρικά βήματα προς τά πίσω. Τά πόδια του χτύπησαν στο πεζούλι του πηγαδιού κι* έπε σε ανάσκελα. Τό συρμάτινο δίχτυ λύγισε έφυγε άπό τή θέ σι του καί τό κορμί του κα κούργου βρέθηκε στο κενό. Μιά άγρια σπαραχτική κρ-αυ γή, ένα ουρλιαχτά παράφρο να γέμισε τον άέρα καθώς ό συμμορίτης κατρακυλούσε μέ τό κεφάλι προς τά κάτω μέσα στο βαθύ πηγάδι μέ τά μυρ μήγκια. Ό Τζόε Ντίκ προσπάθησε νά ξεχάση αυτό τό άνατριχια στικο ουρλιαχτό καί έρριξε έ να βλέμμα προς τό σημείο ά πό δπου είχαν έρθει οί πυρο βολισμοί. Τά .μάτια του στρογ γυλέψανε άπό έκπληξι καί ή καρδιά του βρόντησε χαρούμε να. Σκαρφαλωμένος στον μ αν τρόποιχο είδε τον Ρούντυ Μπάθ μέ δυο περίστροφα, ένα στο κάθε χέρι, νά του χαμογε* λάη. — Όκέϋ, αρχηγέ!, ^φώναξε ό Ρούντυ καθώς πηδούσε μέ σα οπήν αυλή. Νομίζω πώς δέν τά κατάφ-ερα άσκημα. — Ρούντυ, είσαι έντάξει!, είπε ό ντέτεκτιβ. Μή χάνης δμως ούτε δευτερόλεπτο. Λύσε μου τά χέρια γιατί υπάρχει πολύ δουλειά έδώ Ακόμα. Ό κρεμανταλάς γονάτισε πλάϊ στον ντέτεκτιβ καί μέ γοργές κινήσεις έκοψε μ5 ένα μαχαίρι τό σκοινί πού κρατού σε στή ράχη δειμένα τά χέρια του Τζόε Ντίκ, Ό ντέτεκτιβ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
15
σηκώθηκε. Έκανε μερικές κι του μέ την κάννη> ένός πιστό νήσεις νά ξεμουδιάση και δαρ- λιου. Μην άργήσης μονάχα, πσξε το αυτόματο του συμ -γιατί δεν ξέρεις τί· γίνεται. Ό Τζόε Ντίκ δεν άπάντησε. μορίτη Ίπού βρισκόταν δίπλα Μέ τό δάχτυλο στη σκανδάλη στο πηγάδι. — Νομίζω πώς έφτασα πά του αυτομάτου του άπομακρόν θηκε άπό την πόρτα καί προ νω στην ώρα, είπε ό Ρούντυ. Είχα σβερκώισει δυο μούτρα χώίρηρε μέ βήμα γάτας σ’ ένα ■και τά άνάγικασα νά ξεράσου στενό διάδρομο που άνοιγότσν μπροστά του. Δεξιά κι1 άρινε τά οσα ήξεραν για τη Δόν στερά του σ’ αυτόν τον διάδρο τια. Αλλά 5έ φανταζόμουνα μο υπήρχαν πόρτες. Τό βλέμπώς θά ευρισκα έσένα, Τζόε, υα του έρευνητιικά καί γοργά έδώ. Που είναι ή Δόντια; έπεφτε δεξιά κι’ όρ^τεασ Μέ — Έλα ιμαζί μου, Ροόντυ!, όρθιο τ’ αυτί, έτοιμος νά άντιδιέταξε ό ντέτεκτιβ. μιετωπίση κάθε κίνδυνο σπάθη Με τά πιστόλια στά χέρια κε στή μέση: του διαδρόμου. καί το δάχτυλο στη σκανδάλη Κάπου έκεί κοντά, ακούσε έ προχώρησαν προς τό βάθος ναν πνιχτό άναστενοαγμό. Ή καρδ'ά του περισσότερο κι* ό της αόλή<^ οπού βρισκόταν ή χι τ’ αυτιά του έπιασαν αυτόν πόρτα που έφερνε στο «δισμέ τον στεναγμό. Προχώρησε με ρισμα» μέ τις κόμπρες. — Έχε στο ναυ σου νά μέ ρικά βήματα. Ό άνοστενακάλυψης, Ροόντυ. Έδώ μέσα γΐμός ακούστηκε πάλι. Τούτη είναι ή φώλια τών έμπρηστών, τή φορά έρχόταν άπό πολύ κοντά. Μιά πόρτα βρισκόταν είπε νευρικά ό Τζόε Ντίκ. στο αριστερό του χέρι. Ή πόα Στο δωμάτιο τα είχε ένα στενό σιδεοσφραμέ τά φίδι® 1 χτο παραθυράκι. Έοριξε μιά ματιά στο εσωτερικό του δω ΠΟΡΤΑ ήταν κλειδωμέ ματίου άπό συτό τό παράθυρο νη . ^ Ό ^ ντ έτ εικτ ιβ έβγαλε κι* ένοιωσε την άναπνοή του άπό τή ^μυστική τσέπη νά οπαιματάη. του σακικακιοΰ του ένα μακρο Ή Δόντια Τόρεν ήταν έκεί. σκοπικό έλασμα μπροστά στο Χλωμή στή μέση αυτής τής όποΐο καμριά κλειδαριά δεν κάμαρης. Τό βλέμμα της ήτα; μπορούσε νά άντισταθή. Τό γεμάτο φόβο καί θρόμβοι ιβρώ πέρασε στην κλειδαριά καί μέ τα κοτρακυλουσσν άπό τό μέμιά έλαφρή κίνηίσι ή πόρτα ά τοοπό της. Γύρω της σέρνονταν νοιξε. τρεις μεγάλες κόμπρες. Τά Φο — Μείνε έδώ Ροόντυ!, διέ βέρά έοπετά άνασήκωναν κάθε ταξε. Καί χτόπα στο ψαχνό τόσο τό κεφάλι καί τά χάντρι άν πσρουσιαστή κανείς στην να μάτια τους καρφώνονταν αυλή. άπάνω της ένώ ιάπό τό στόμα — Έν τάξει, αρχηγέ!, εί τους ξεπεταγόταν ή διχαλωτή πε ό Ρούντυ ξόνοντας τή μύτη γλώσσα τρυς.
Η
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
16
•— ΜεΤνε Ακίνητη, Δόντια, είπε χαμηλόφωνα ό Τζόε Ντίκ. Μή γυρίσης πρός την πόρτα. Ούτε την έΐλάχιστη κί'νησι, Λόν τια. ΕΤιμαι κοντά σου, μή φο βάσαι. Δεν πρέπει νά έξαγρι ώσης αυτά τά φίδια. Πρόσεχε κ'αίλά τι θά σου πώ, Με άκους; Ή κοπέλλα ήταν έτοιιμη νά λιπαθυμήση. Δέ σάλεψε όμως. Δεν έκανε την παραμικρή κίνη σι. Κατανϋκησε την αδυναμία της. Αυτή ή φωνή του άνθρώ' που πού άγαπουσε παράφορα τής έδινε δόναμι καί θάρρος. Κίνησε έλαφρά τά βλέφαρά της. Αυτό ήταν σημάδι πώς ήταν έτοιμη νά άκοόση τις 6δηγίες του ντέτεκτιβ. — Θ’ άνοίξω τήν πόρτα, Δόντια. Έχω ένα αυτόματο στά χέρια, συνέχισε τό ίδιο χα μηλόφωνα ό ντέτεκτιβ. Θ’ άνοί ξω καί θά πυροβολήσω στο κε φάλι τά έρπετά πού βρίσκον ται κοντά σου. Μή φοβηθής. Κράτησε τήν ψυχραιμία σου. "Οταν δής τά τρία φίδια χτυ πημένα τρέξε στήν πόρτα^πρίν προφτάσουν τά άλλα πού βρί σκονται πιο μακρυά νά ρι χτούν. Κατάλαβες; Ή Δόντια Τόρεν με μιαν θανάσιμη ωχρότητα στόΛ πρό σωπο ένευσε «ναί» κουνώντας καί πάλι τά^ βλέφαρά της. Ό ντέτεκτιβ πήρε μιά βαθειά ά^' νάπνοή. Χρησιμοποιώντας καί πάλι τό μικρό έλασμα^παραβί ασε τήν κλειδαριά τής ^πόρτας καί τήν άνοιξε έντελώς άθόρυβα. Σχεδόν άμέσως πυρο βάλησε. Τό χέρι του, μολονό τι ήταν βαθειά συγκινημένος, δεν έτρεμε καθόλου. Τρία καψτά μολυβιά πολτοποίησαν
τά κεφάλια των τριών φιδιών. — Τρέξε, Δόντια!, φώναξε. Είδε τις άλλες κόμπρες νά άνασηκώνουν ξαφνιασμένες τό κεφάλι έτοιμες νά όρμήσουν. Ή καρδιά του χοροπήδησε. Ή Δόντια έκανε μιαν απεγνω σμένη προσπάθεια κι* έτρεξε πρός τήν πόρτα. Πριν φθάση αμως στο κατώφλι ένοιωσε νά χάνη τις αισθήσεις της. Τά γό νατά της λυγίσανε κι3 ήταν έ τοιμη νά σωριαστή. Μ5 ένα πή δημα ό Τζόε Ντίΐκ βρέθηκε κον τά της. Τήν άρπαξε στήν άγ= καλιά του καί βγήκε άπό τήν κάμαρη. "Έκλεισε πίσω του τήν πόρτα καί προχώρησε πρός τήν έξοδο του διαδρόμου. — Τζόε, ψιθύρισε ή Δόντια. Τζόε, ήταν φοβερό. Ή γάτα έξαφανίζετοα...
ΣΤΕΡΑ άπό δέκα λεπτά ή Δόντια είχε συνέλθει ^ έντελώς. Ό Τζόε Ντίκ, ή Δόντια Τόρεν κι5 ό Ρούντν είχαν άπομακρυνθή άπό τή φω λιά του Λέντ "ΆΥΐκαρτυ, σκαρ φαλώνοντας άπό τον μανδρό' τοίχο. Περπάτησαν κάμποσο καί ό ντέτεκτιβ σταμάτησε έ να ταξί πού περνούσε. — Ροόντυ, σου παραδίνω τή Δόντια, είπε στο βοηθό του. Θό: πάτε κατ’ ευθεΐαν σπίτι καί θά με περιμένετε. — Έσυ, Τζόε; ^Δέν θάρθης μαζί μας, Τζόε; ρώτησε μέ φω ι,-ή πού έτρεμε ή κοπέλλαν Ό ντέτεκτιβ τήν καθησύχα σε ; — Σε λίγο θά είμαι κοντά σου, αγάπη μου!, τής είπε. "Έχω νά τελειώσω άκόρα κά-
Υ
π
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
ποια δουλειά. Τό ταξί έφυγε. Ό Τζόε Ντίκ πήγε σ’ ένα περίπτερο πωλήσεως εφημερίδων κι5 έκα νε ένα λιγόλογο τηλεφώνημα στον ΐνσπέκτιορα Τόρενσον. "Εδωσε τή διεύθυνσι του σπν τιου πού ήταν έγκαταστημένος ό "Αγκαρτυ και κατέληξε: — Έγώ ξαναγυρίζω εκεί, ίνσπέκτορ. Ελπίζω νά μην άργήσης. Πρέπει νά τον μπλο κάραυιμε. — Έχω ετοιρους τριάντα διαλεχτούς άντρες, Τζόε! Έ φτασα ! Ό ντέτεκτί'β απομακρύνθη κε ιάίπό τό περίπτερο. "Ενα λε πτό όμως ύστερα απ' αστόν ένας ύποπτος τύπος πού είχε παρακολουθήσει χωρίς νά φαί νεται τή συνομιλία του μέ τον Τόρενσον πλησίασε τό τηλέψω νο καί έκανε ένα βιαστικό τη λεφώνημα. — Έδώ Τσάρλι, άφεντικό, είπε. Έχε τό νού σου! Ή α στυνομία σέ λίγο θά μπλοκ άρη, τό σπίτι. Ό Τζόε Ντίκ δεν είναι στο πηγάδι μέ τά μυρ μήγκια όπως λογάριαζες.^ Εί ναι ελεύθερος καί ειδοποίησε τον έπι θεωρητή Τό,ρενσον. Θά κυκλώσουν τό σπίτι καί θά σέ πιάσουν. Ακούστηκε μιά βαρειά βλα στόμια από την άλλη άκρη του σύρματος καί τό τηλέφω νο έκλεισε. — Τό πουλί π έταξε!, είπε ό Τζόε Ντίκ όταν ύστερα άπό λίγο έφτασε μαζί μέ τούς άν τρες του στο σπίτι του "Αγκαρτυ ό Τόρενσον. Μυρίστηκε τό δόκανο καί τόσκασε. Τό σπίτι είναι έρημο.
-— Την πάθαμε, Τζόε, γκρι νιαξε ό ίνσπέκτορ. — Δεν τελείωσε άκόμα τό παιχνίδι, κύριε έπιθεωρητά, οτ ποκρίθηικε άνάβοντας τσιγά ρο ό ντέτεκτιβ. Ό τελευταίος γύρος θά είναι δικός μας. Ό Αέντ "Αγκαρτυ την έχει άσκη μα. Τον ζαλίσαμε. Κάπου θά παραπατήση καί θά πέση στην αγκαλιά μας. "Ενας ακόμη ούρανοξόστης καίγεται
I ^ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ^ τρεις μέρες πέρασαν ήσυχα. Ό Αέντ "Αγκαρτο δεν έδωσε σημεΐα ζωής. Τά καλύ τερα λαγωνικά του Έφ—Μπί —"Α* είχαν κινητοποιηθή γιά την άνακάλυψι τής καινούργι ας φωλιάς του. "Ολες αί έρευ νες όμως έμειναν χωρίς Απο τέλεσμα:. Ό Τζόε Ντίκ έξ άλ λου κινήθηκε μέ τό δικό του τρόπο. "Υστερα άπό ένα πλή θος, συλλογισμών πού έκανε, ανέθεσε στον Ρούντυ μιά δου λειά. — θέλω νά συγκέντρωσης στοιχεία γι' αυτά τά ^πρόσω πα, τού είπε, καί τοΰ έδωσε έίνσν κατάλογο μέ μερικά όνο ματα. Κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους μ’ ένδισφέρει^ Ρούν τυ. "Ολοι είναι μελλοθάνατοι. Έχουν λάβει έκβιοοστικές έπι στολές άπό τον Αέντ "Αγκαιρ το που τούς άπειλεΐ μέ θάνα το. Πρέπει λοιπόν νά ξέρουμε τά καθέκαστα τής ζωής τους. Κατάλαβες, Ρούντυ; Ό κρεμανταλάς κούνησε τό κεφάλι. — Κατάλαβα, άρχηγέ. ^Σου χρειάζονται στοιχεία γιά νά
γράψης τις νεκρολογίες τους. Ό Τζόε Ντίκ Αναστέναξε γεμάτος Απελπισία. — Κάνε αυτό πού σου λέω, Ρούντυ!, είπε. Μή ζητάς λε πτομέρειες. Ό Ρούντυ ερριξε .μια ματιά στον κατάλογο μέ τά όνόματα που του είχε δώσει ό ντέτε* κτιβ. Μέσα σ3 αυτόν τον κα τάλογο άναφέρονταν τά όνομα τα των “Εντυ Μόρεϋ, Ρόμπερτ Μπλούντ, "Έντγκαρ Μόρινς, Ζώρζ Όσκαρ καί Μάρκ Νιουτον. Διάβασε δυο φορές τό κά θε όνομα άνασήκωσε τούς ώ μους του καί έφυγε. Ό Τζόε Ντίκ έμεινε μόνος καί βυθίστηκε σέ σκέψεις.Δυο κυρίως προβλήματα ήταν πού τον βασάνιζαν αυτές τις μέ' ρες. Τό ένα ήταν τό πώς οί εμπρηστές μέ τις πράσινες φόρμες έμπαιναν στους ουρα νοξύστες πού καίγονταν καί πώς κατόπιν χάνονταν, αφού κανείς δέν τούς είχε δη ποτέ να βγαίνουν άπό τις έξόδους των κτιρίων. Τό δτι κυκλοφο ρούσαν άνετα μέσα στις φλό γες ξαλσφρώνσντας τά διάφο ρα χρηματοκιβώτια τών γρα φείων άπό τά δολιλάρια δέν τού φαινόταν καί τόσο παράξιε νο. *Ηταν βέβαιος πώς οί φόρ μες κι* οί κουκούλες πού φο ρούσαν ήταν κατασκευασμένες άπό μιά άγνωστη μέχρι τής στιγμής πλαστική ύλη πού τούς προστάτευε άπό τή φω τιά. Τό δεύτερο πρόβλημα ή ταν τό πότε καί πού είχε ξα νακούσει τή φωνή τού "Αγβοαρ τυ. Ό "Αγκαρτυ μιλούσε κι" είχε κινήσεις πού τού θύμιζαν κάποιον άλλον Μά δέν μπορού σε όσο κι3 άν βασάνιζε τή μνη μη του νά θυμηθή ποιόν Ακρι
βώς του θύμιζαν. Είχε τήν Ι δέα πώς ό "Αγικαρτυ δέν τού ήταν εντελώς άγνωστος. "Απλωσε τό χέρι καί πήρε μιά εφημερίδα που βρισκόταν επάνω στο γραφείο του. Ό «Κήρυξ τής Νέας Ύόρκης» ό πως άλλωστε καί όλες οί άλ λες εφημερίδες, συνέχιζαν τήν αναγραφή λεπτομερειών σχετι κά μέ τους εμπρησμούς καί τά^ εγκλήματα τής σπείρας τού Λέντ "Αγικαρτυ. Επίσης περί έγραφαν κάτω άπό χτυπη τούς τίτλους τήν τελευταία πε ριπέτεια τού ντέτεκτιβ Τζόε
'0 Ρούντυ μ* ενα πήδημα τοΰ κατάφερε τρίτη γροθιά στο σαγάνι.
Ντίκ καί τής μνηστής του Αύν τι ας. Στον «Κήρυκα» δημοσι εύονταν ακόμα καί συνεντεύ ξεις μέ τούς πέντε μελλοθάνα τους. 5Από τούς πέντε αυτούς έξέχοντες πολίτες τής Νέας Ύόρκης οί δυο ιδιαιτέρως εν διαφερόμενοι για τά έγκλημα τα τής Γάτας ήταν άναμφισβή τητα ό "Έντυ Μόρεϋ, διευθυν τής καί ^μεγαλύτερος μέτοχος τών Ασφαλειών Πυράς καί Θα λάσσης καί ό Ρό· μ π ε ρ τ Μπλούντ, πρόεδρος καί σχε δον κάτοχος όλων τών μετο χών τής Ασφαλιστικής Εται ρία «Φοΐνιξ». Καί οί δυο αυ τοί ασφαλιστές ήταν ιδιοκτή τες ουρανοξυστών στο Μ ανχάπταν Καί είχαν πάρει νέες απειλή. Στις συνεντεύξεις "Αγκαρτυ. Κι5 οι δυο όμως Α σφαλιστές δέν φαίνονταν νά δειλιάζουν άπό τή νέα αυτή εΐχάπειλή. Στις συνεντεύξεις πού είχαν δώσει στο συντά κτη τού «Κήρυκα» δήλωναν παλληκαρίσια πώς δέν έττρόκειτο νά υποκύψουν στον έκβιασμόι. «Ίσως είμαι ό περισσότε ρο ζημιωμένος άπό όλους έ* τόνιζε ό ’Έντυ Μόρεϋ. Κατά μιά σατανική σύμπτωσι οί πε ρισσότεροι ουρανοξύστες πού κάηκαν μέχρι τώρα ήταν άσφα λισρένοι στην εταιρία μου.Κα ταλαβαίνετε λοιπόν ότι υπο χρεωθήκαμε νά καταβάλουμε πολλά εκατομμύρια δολλάρια οπούς ιδιοκτήτες τών κτιρίων πού έκαψε ή συμμορία τού "Αγκαρτν. 3 Αλλά αυτό δέν θά μέ κάνη, νά δεχτώ τον έκβιασμό. "Ισως, πριν λίγες μέρες είχα άλλη γνώμη.Τώρα έ^οο Α ποφασίσει νά μήν ύποκύψω». Τά ίδια περίπου δήλωνε στη
20 συνέντευξί του και ό Ρόμπερτ Μιτπλούντ, ό διευθυντής του «Φοίνικας». «Καταλαβαίνω, εΐ’ ττε στον δημοσιογράφο πού του είχε πάρει συνέντευξη ό τι όσο υποχωρούμε, τόσο πιο θρασύς γίνεται ό κακούργος. Αποφάσισα λοιπόν κι5 έγώ ν’ άρνηθώ τον εκβιασμό.». Αντί θετα άλλοι τόνιζαν στις συνεν τεύξεις τους πώς, μια και η αστυνομία ήταν άνίκανη, νά π,ροιστατεύση τη ζωή τους και την κτηματική τους περιουσία, θά έστελναν τό ποσό πού ζη τούσε ό "Άγκαρτυ «για νά μπορούν νά κοιμούνται ή συ* χοι». Ό Τζφε Ντίκ π έταξε την εφημερίδα καί σηκώθηκε. — Νομίζω πώς οι τελευ ταΐο έχουν περισσότερο δίκιο άπό τούς πρώτους!, λ μουρμού ρισ-ε. Ό "Άγκαρτυ είναι ένας αληθινός σατανάς κι5 αφού έμεΐς δεν μπορούμε νά τον συλ λάβουμε... Τό τηλέφωνο χτύπησε. Ό ντέτεκτιβ σήκωσε τό ακουστι κό. — Έσύ Τζόε; ακούστηκε μιά φωνή γεμάτη, Αγωνία άπό τήν άλλη άκρη; τού σύρματος. — Ναί·, ϊνσπέκτορ, έγώ! Τί συμβαίνει; ρώτησε ξαφνια σμένος ό Τζόε άπό τον τόνο τής φωνής τού έπιθεωρητού Τό ρενσσν. "Έχεις πάλι κανένα συνταρακτικό νέο; — Ό Άγκαρτυ ξανάρχισε τή δοάσι του, Τζόε! Αυτή τή στιγμή ό ουρανοξύστης τού Έντυ Μόρεϋ στο Μανχάταν καίγεται. "Έλα γρήγορα στήν Ά^ρσαρ Στρήτ! — "Έρχομαι, ίνσττεκτορ!
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ Πέντε πράσινα φαντάσματα
Ι ΦΛΟΓΕΣ είχαν τυλί ξει τόν μεγάλο ουρανο ξύστη τής Ά^ρσ οιρ Στρήτ,, όταν έφτασε έπί τό που1 ό Τζόε Ντίκ:. Είχαν φτά σει εκεί νωρίτερα πολλοί άστυ νομικοί κΡί ολόκληρη ή δόνα μις τής πυροσβεστικής ύπηρε σίας. "Αστυνομικοί καί πηρο σβέστες πάλευαν απεγνωσμέ να γιά νά σβύσουν τή φωτιά μολονότι ήταν βέβαιοι πώς κάθε προσπάθεια τους, όπως καί τις προηγούμενες φορές, θ" άπέβαινε μάταια. Ό ούρα νο-ξύστης ιδιοκτησία τού Μό ρεϋ είχε 101 ορόφους καί χι λιάδες άνθρωποι εργάζονταν μέσα σ’ αυτόν. "Απερίγρα πτες σκηνές πανικού ξετυλί γονταν μέσα στο φλέγόμενο κτίριο όταν πήδησε άπό τό αυτοκίνητό του ό ντέτεκτιβ. —- Τά πράγματα έγιναν ά; κρί'βώς δπως καί τί ς προηγού μενες φορές, Τζόε,, τού είπε ο Τόρενσον πού βρισκόταν εκεί. Ό αέρας πήρε φωτιά καί οι φλόγες απλώθηκαν σ’ όλους ταυτόχρονα τούς ορόφους. Ό διάλος νά μέ πάρη άν καταλα βαίνω τίποτα. Θάχουμε πάλι πολλά ανθρώπινα θύματα. Ό Τζόε Ντίκ προχώρησε προς τόν άρχηιγό των πυρο^σβεστών. Ό άρχιπυροσβέσττης χαιρέτησε τόν ντέτεκτιβ μέ σεβασμό: — Θέλω μιά φόρμα άμιάντου καί μιά συσκευή όξυγόνου, τού είπε. ;— Ό περίπατος μέσα στις φλόγες είναι πολύ έπικίνδυ -
Ο
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
νας κ. Τζόε, άποκρίθηκε αύ τός. Ή πυρκαϊά βρίικεται στην έκτασί της. ’Άν έπιμένετε όμως. λ — Μοΰ είναι απαραίτητος αυτός ό περίποπος, έπέμεινε ό ντέτεκτιβ. — Όκέϋ! Έγώ όμως δεν θά έχω καμμια ευθύνη, για δ,τι σάς συμβή. Μέσα σε λίγα λεπτά ό Τζόε Ντΐ,κ ήταν έτοιμος. Προ χώρησε προς την κυρία είσο δο του ουρανοξύστη^ και ρί χτηικε άδίσταχτα μέσα στις φλόγες. Αυτή τή φορά ό θρυ λικός ντέτεκτιβ ήταν άιποφασι σμένος νά λύση τό μυστήριο των πράσινοί φαντασμάτων. Δεν εΐχε καμμιά άμφιβολίσ ό τι αυτά τά παράδοξα πλάσμα τα ήταν οί εμπρηστές.^Έπρε πε νά μάθη δμως έκεΐνο πού θά έδινε άπάντησι στο πρό βλημα πού τον άπασχολούσε. Πώς έμπαιναν καί πώς έφευ γαν αυτοί οί πράσινοι σατα νάδες άπό τούς φίλογισμένους ουρανοξύστες. Ό ντέτεκτιβ προχώρησε προσπερνώντας τούς πυροσβέ στες καί άρχισε νά άνεβαίνη τή φαρδειά -μαρμάρινη, σκάλα πού έφερνε άπό τό Ισόγειο ατούς έπάνω άρόφους. Οί κα πνοί κγ’ οί φλόγες τον τύλιγαν καί κάθε τόσο χανότ ανάμεσα στή θάλασσα τής φωτιάς. Ή άπό άιμίαντο φόρμα δμως τον προστάτευε άπό τις φλόγες καί η άναπνευστική συσκευή πού είχε στή ράχη του τού έπέτρεπε νά άναπνέη όξογόνο. Στον τρίτο όροφο σταμά τησε. Πίσω άπό τήνς άντιασφυξιογόνο πρόσω π ίδσ του
21
τά μάτια του τρεμόπαιξαν. Έκεΐ, μερικά μέτρα μπροστά του, ήταν πέντε άπό τά πρά σινα αυτά τέρατα πού ζητού σε. Οί σατανάδες μέ τις πρά σινες φόρμες είχαν έπιδοθή στή συνηθισμένη δουλειά πού έκαναν ύστερα άπό κάθε πυρκαϊά. Λεηλατούσαν τά χρήμα τοκιβώτια τών διαφόιρων υπη ρεσιών. Ό Τζόε Ντ’ίικ κρύφτη κε πίσω άπό μιά κολωνα μπε τόν καί περίμενε. Δεν ήθελε νά τόν άντιληφθούν. Κάποτε θά τελείωναν την δ ι αρπαγή καί θά έφευγαν άπό τόν ουρα νοξύστη,. Αυτό τό πώς θά έ φευγαν ένδιέφερε τόν ντέτεκτ ι β, Πραγματικά δεν περίμενε πολύ. "Υστερα άπό λίγο, εί δε τούς πέντε συμμορίτες νά κατευθύνωνται προς τή σκά λα. ^Ηταν φανερό πώς είχαν τελειώσει τή δουλειά τους καί έπέστρεφαν, ακολουθώντας φυ σικά τον Τδιο δρόμο άπό τόν όποΐο ήρθαν. Εντελώς ξέγνοι αστοι καί άνύποπτοι άρχισαν νά κατεβαίνουν τις σκάλες πού έφερναν στο ισόγειο. Δεν μπορούσαν νά φοντασθούν Ο τι δυο άγρυπνα μάτια, τά μά τια τού διάσημου κακουργοκυ νηγού, τούς παρακολουθού σαν, παραμονεύοντας την κά θε τους κίνησι. Πότε πίσω ά πό τις φλόγες, πότε μέσα στά σύννεφα τού καπνού κρυμμέ νος ό ντέτεκτιβ έρχόταν τό κατόπι τους. Τούς είδε νά φτά νουν στο ισόγειο. Γιά μιά στι γμή στάθηκαν. "Υστερα δμως συνέχισαν νά κατεβαίνουν προς τό υπόγειο. Τό υπόγειο ήταν επίσης γεμάτο καπνούς,
22
ή πυρκαϊά όμως δεν είχε ψτά σει ιάκάμα εδώ. Διέσχισαν τον στενό διάδρομο πού έφερνε στις εγκαταστάσεις της κεν τρικής θερμάνσεως, πέρασαν σ’ ένα άλλο χώρισμα και βγήκαν σ’ ένα φαρδύ χώλ. Τό σκο τάδι εδώ ήταν πυκνό. Ούτε οι άνταυγείες τής φωτιάς εφτά ναν, ούτε φυσικά ηλεκτρικό ψώς υπήρχε άφοϋ οι φλόγες είχαν καταστρέφει όλα τά κα λώδια. "Ενας άπό τούς πέν τε έβγαλε ένα ηλεκτρικό φανά ρι και ιό ντέτεκτιβ είδε τό ψω τεινό τόξο να ψάχνη τό τσιμεν τένιο πάτω'μα. Ένας άλλος έσκυψε και ά~ νασηκωσε ριά σιδερένια πλάκα. Τά | μ άτια τού1 Τζόε Ντίκ άστραψαν σαν (άτσάλι. Έπι τέλους! Τό μυστήριο έπαυε πια νά είναι μυστήριο! 9Η ταν τόσο απλό καί όμως κα νείς δεν τό είχε σκεφτή. Οι κα κούργοι χρησιμοποιούσαν τόν ιάγωγό άποχετεώσεως τών α καθάρτων νερών του ουρανοξύ -στη γιά τη δουλειά τους. νΟ λοι οι ουρανοξύστες, όπως καί οι μικρές καί μεγάλες πολυκα τοικίες, έχουν τόν άγωγό άποχετευσεως πού καταλήγει στο κεντρικό δίκτυο υπονόμων τής μεγάλης πολιτείας. Άπό τις ύπονόμους έρχονταν κι’ άπό τις ύπονόμους έφευγαν οί εμπρηστές αφού τελείωναν τό έργο τής καταστροφής καί τής λεηλασίας πού τούς είχε άνατεθή. Άπό τό άνοιγμα τού αγω γού ίάποχετεύσεως χάνονταν ■ένας—ένας τώρα οι άνθρωποι μέ τις πράσινες κουκούλες καί φόρμες. Ό τελευταίος κατήβη
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
κε κλείνοντας πίσω τού τό κα πάκι τού αγωγού. Ό Τζόε Ντίκ περίιμενε λί γο. Κι’ όταν υπολόγισε πώς οι κακούργοι θά είχαν πραχω ρήση κάμποσο, πλησίασε την είσοδο τού αγωγού. Σήκωσε τό καπάκι καί γλύστρησε στην υπόνομο. Ή υπόνομος ήταν φσρδειά μέ δυο στενά πε ζοδρόμισ, στις άκρες, ένα στην κάθε πλευρά. Τά άκάθαρ τα νερά κυλούσαν σ’ ένα βα θύ τσιμεντένιο χαντάκι πού υ πήρχε στη μέση;. Τό ηλεκτρι κό φανάρι που χρησιμοποιού σαν γιά νά βαδίζουν οί συμμο ρίτες τόν βοήθησε νά τούς α νακάλυψη εύκολα. Αδίσταχτα τους πήρε τό κατόπι φροντί ζοντας νά βαδίζη όσο γίνεται πιο άθόριυβα. — Τώρα σίγουρα θά μέ πάνε στη φωλιά τους, μουρ μούρισε χαμογελώντας ό ντέτεκτιβ. Νομίζω πώς δ Λέντ ’Άγκαρτυ θά καθήίση πολύ σύντομα στην ηλεκτρική καρέ κλα. Μια άγρια μάχη στις υπονόμους...
I Σ Η ώρα περ ίπου κρά τησε ή πσροχολαύθησι. Ό Τζόε Ντίκ υπολό γισε, μολονότι τόσο αυτός ό σο καί οι συμμορίτες ήσαν υ ποχρεωμένοι νά βαδίζουν αρ γά καί προσεχτικά, ότι τώρα θά βρισκόταν πολύ μακρυά α πό τόν φλέγόμενο ούρανοξύ στη τοΰ Έντυ ΑΛόρεϋ. Οι άν θρωποι μέ τις πράσινες φόρ μες φαίνεται ότι γνώριζαν κα λά τόν δρόμο πού έπρεπε νά
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
ακολουθήσουν. Μέσα στις ά πειρες διακλαδώσεις, στις α πότομες στροφές, και τις άδι εξόδους στοές πού συναντού σαν εκείνοι βάδιζαν ιμέ στα θερό βήμα, σίγουροι γιά την κ απεύθυνα ι πού είχαν. Ό ντέτεκτιβ πέταξε τή συ σκευή οξυγόνου· και έλευθέρω σε τό πρόσωπό του άπό την άντ ι ασφυξ ιογόνο πρ οσουπίδα. "Έτσι θά μπορούσε σέ ώρα ανάγκης νά κινηθή πιο σβέλ τα καί περισσότερο άνετα. Ή φόρμα άπό άμίαντο πού φο ρούσε δεν τον έ μπόδιζε καί τόσο. * Ηταν άλλωστε δύσκο λο να απαλλαγή _άττό αυτήν τούτη τή στιγμή, -αψνικά στα ■μάσησε καί κόλλησε τή ράχη του στον γεμάτο υγρασία τοί χο. Οι πέντε κουκουλο φόροι εί χαν σταματήσει κι5 αυτοί. Σταμάτησαν καί κύτταξαν προς τά πίσω. Μέσα άπό τις τρύπες τής πράσινης κουκού λας πού φορούσαν τά μάτια τους έρεύνησαν τό σκοτάδι. Πέντε ηλεκτρικά φανάρια ε σπειλαν δέσμες φωτός προς τό μέρος του. Ό Τζόε Ντΐικ κρά τησε τήν αναπνοή του καί έ μεινε ασάλευτος. Θά έλεγε κανείς πώς έγινε ένα μέ τον σκοτεινό τοίχο. 51Η τον φανε ρό πώς ο« συμμορίτες είχαν άκούσει κάποιον ύποπτο θόρυ βο πίσω τους καί σταμάτησαν ξαφνιασμένοι. "Ίσως τον θόρυ βο αύτό τον είχε κάνει ό ντέτεκτιβ χωρίς νά τον άντ ιληφθή. Τά φωτεινά τόξα μαχαιρώ σανε τό σκοτάδι σάρωσαν καί τά δυο πεζοδρόμια τής ύπονό μου κι5 ύστερα έπεσαν στρν
23
βούρκο πού κυλούσε στο χαν τάκι τής μέσης. — Κάποιος άρουράίος θά ήταν !, είπε κάποιος. "Έσβησαν τά φανάρια τους καί έκαμψαν άρνοτερά. Ό Τζόε Ντίκ τούς ακολούθησε. Πριν περάση τή στροφή, κον τοστάθηΐκε. "Έσκυψε καί τούς είδε. Είχαν σταθή κάτω άπό ένα καγκελωτό στόμιο της υ πονόμου. Πέτρινες σκάλες ώδηγοΰσαν ως αύτό τό στόιμιο. Οι δυό πρώτοι είχαν φτάσει κι" άλας στήν κορυφή τής σκά λας. "Ανασήκωισαν τή σιδερέ νια σχάρα καί βγήκα/ έξω. Ό Τζόε προχώιρησε. Ο'ί άλλοι τρεις τού είχαν γυρίσει τώρα τή ράχη καί ανέβαιναν κι" αυ τοί τά πέτρινα σκαλοπάτια. Δεν έπρεπε νά τούς χάση. "Απότομα όμως ό τελευταί ος γύρισε τό κεφάλι του προς τα πίσω. Είδε τον Τζόε Ντίκ κι" έβγαλε μια άγρια κραυγή. Οι δυο πού είχαν προχωρήσει γύρισαν ξαφνιασμένοι καί β?\.αστήμηισαν. Ό ντέτεκτιβ έ κανε ενα 'βήμα προς τό μέρος τους άλλα σχεδόν άμέσως ώπισθοχώρησε. Ώπλισιμένσ ^έ ρια ιμέ ξίφη πού υπήρχαν κά τω άπό τίς πράσινες^ φόρμες τινάχτηκαν προς τό μέρος του καί απαίσια σαρκαστικά γέ λια γέμισαν τήν υπόνομο. Ό Τζόε Ντίκ έφερε μηχα νικά τό χέρι στή μασχάλη.Μά το πιστόλι δέν βρισκόταν ε κεί. ? Ηταν κάτω από τή φόρ μα αμιάντου πού φορούσε. "Αναρρίγησε. Βρισκόταν άο πλος στή διάθεσι αυτών των αίμσβόρων ληίστών που φυσι κά δέν έπρόκςιτρ νά τρν λνττη
24
θούν. Έκανε μερικά βήματα πίσω. Ένα μικρό βαρέλι βρε θηικε πλάι του. 9 Ηταν, σίγου ρα, ένα άχρηστο βαρέλι πού κάποιος άγνωστος εΐχε πετάξει έκεΐ άνοίγοντας τή σχάρα τή,ς υπονόμου. 'Άρπαξε τό βα ρέλι και χρησιμοποιώντας το σάν άσπίδι άπεφθε τά πρώ τα χτυπήματα. Οί μακρυές λε πίδες τών μαχαιριών σφυρί ζοντας έπεσαν μέ λύσσα στο βαρέλι. Οί συμμορίτες έγιναν περισσότερο άγριοι. Δυο βα° θειές ρυτίδες αυλάκωναν τό μέτωπο του ^Τζόε Ντίκ. *Η·» τανφανερό πώς αυτό τό παι χνίδι δεν θά μπορούσε να κρα τήση πολύ. Οί βολβοί τών μα τιών του στριφογύρισαν μέσα στις κόγχες τους. Είδε τον έ ναν άπό τους τρεΐς νά άπομα κρύνεται άπό τούς άλλους καί νά έρχεται προς τό αριστερό πλευρό· του μέ προτεταμένο τό ξίφος.. Κάτω άπό την πρά σινη κουκούλα τό βλέμμα του έμοιαζε σάν πυρωμένο κάρβου να. Ό άστυνομικός μέ ένα γορ γό βλέμμα άναμέτρησε την κοοτάστασι. Δεν υπήρχε και ρός για δισταγμούς. Γύρισε άπότομα πρός τά αριστερά καί πέταξε ιμέ δύναμι τό βαρέ λι πρός τό μέρος τού συμμαρί τη. Τό βαρέλι πέτυχε κατακέ φαλα τον κακούργο καί τόν πέταξε άναίσθητο στην άλλη, άκρη τής υπονόμου. Τό σπα θί έφυγε άπό τό χέρι του καί ό Τζόε Ντίκ μέ μιαν κίνησι άπίστευτα γρήγορη τό έπιασε στον άέρα. Την αμέσως έπόμενη στ ιγμή τά πράγματα άλ λαξαν έντελώς απότομα» Ό
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
Τζόε Ντίκ πήδησε πρός τή σκάλα. Ή λεπίδα τού σπα θιού πού κρατούσε διέγραψε θανάσιμα τόξα γύρω άπό τούς δυο συμμορίτες. Τά ξίφη, δια στ κυρώθηκαν κ ι5 άκουστηκαν ξεροί μεταλλικοί ήχοι καί λα χανιασμένες αναπνοές. Ό α τρόμητος ντέτεκτιβ, δεινός ξι φομάχος καθώς ήταν, έγινε σέ λίγο κυρίαρχος τής καταστάσεως. Δυο άλλεπάλληλα χτυ πήματα πού καταφέρθηκαν μέ ταχύτητα άστραπής σώρια σαν άναίσθητους τούς δυο συ μ μορΐτες στα πόδια του. Δρασκελίζοντας τά κορμιά τους άνέβηικε τρία—τρία τά σκαλοπάτια καί πήδησε έξω άπό τό στόμιο τής υπονόμου. "Ενα αυτοκίνητο ^περίμενε λ^ί γα μέτρα πιο έκεΐ. Μέσα στο αύτοκίνητο ξεχώρισε δυο πρά σινες κουκούλες. * Ηταν· οί συμμορίτες πού εΐχαν προηγηιθή καί τώρα ^περίμεναν τούς άλλους νά βγουν άπό την υπόνομο. Καθώς είδαν όμως τόν ντέτεκτιβ νά πιροβάλη μέ την κόκκινη άπό άμίαντο φόρ μα του τάχρσαν. Φαντάστη καν ίσως —ίσως πώς πίσω του έρχονταν κι* άλλοι. Ό Τζόε Ντίκ ώρμησε πρός τό αύτοκίνητο. Τό αυτοκίνητο ό μως ξεκίνησε άμέσως άφηναντας πίσω του σύννεφα σκόνης. Πυροβολισμοί άκουστηκ αν. Οί συμμοοίτες έρριχναν έναντίον του, Ό ντέτεκτιβ ταμποΰρώθηκε πίσω άπό μια κολόνα καί οί σφαίρες πέρασαν δίπλα του σφυρί ζοντας χωρίς νά τον θίξουν. "Αφησε μια βλαστή μια. — Καί πάλι ξέφυγσν!,
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
μουρμούρισε γκρινιάρικα. Αυ τός ό Λέντ Άγκαρτυ έχει δια βολεμένη τύχη,/ φαίνεται. "Εκανε ένα τηλεφώνημα στον Τόρενσον από ένα τηλε φωνιικό Θάλαμο πού βρισκό ταν στη διασταύρωσι του α πόκεντρου αυτού δρόμου και ξαναγύρ ισε στην υπόνομο. "Ενα καινούργιο σχέδιο ύττήρ χε τώρα στο μυαλό τού Τζόε Ντίίκ. "Ενα σχέδιο πού αν έμ παινε σέ εφαρμογή και πετύ χαινε θά τον έφερνε στο στρα τηγεΐο τής Γάπας, στη φωλ ιά τής σπείρας των εμπρηστών. Σάμ Ντέρβιν, μια παληά δόξα τοΟ τσίρκου
·* ΗιΝ ΑΛΛΗ μέρα 6 Ρουν τυ Μπάθ έδωσε στο Τζόε Ντίκ άναφορά. Είχε κά νει μια συστηματική έρευνα καί τοΰ είχε φέρει ένα πλή θος από ένδιαφέροντα στοι χεία για τούς τούς πέντε έξέχοντες πολίτες τής Νέας Ύόρκηις που ήταν καταδικασμέ νοι σέ θάνατο από τον Λέντ Άγκαρτυ. Ό -ντέτεκτιβ κρά τησε σημειώσεις κι5 υστέρα κλείστηκε στη βιβλιοθήκη του. Κατέβασε άπτό κάποιο ράφι μερικούς τόμους παλιών έφημερίδων καί άρχισε νά τούς ξεφυλλίζη μέ προσοχή. Τό με σημέρι -βγήκε απτό τή βιβλίο θήκη καί πήγε στο .γραφείο του Αέμυ Τόρενσον στην Γένι κή Ασφάλεια. Μίλησαν κάμποσην ώρα μαζί. Ό άστυνομι κός έπιθεώρησής ακούσε μέ προσοχή τό σχέδιο πού είχε οττό μυαλό του ό ντέτεκτιβ. — Έντάξεη Τζόε!, τοϋ^εί πε όταν τελείωσε. Λέν έχω
25
καμμιά άντίρρησι νά γίνης Μάριο Κορντάτσι καί νά δρα πετεύσης. Μονάχα πού χρειά ζεται μεγάλη προσοχή.. Πάν τως θά σ' έχω υπό συνεχή πα ρακολούθησι. "Οταν παρουσιαστή ανάγκη θά είμαι κοντά σου. Άπό τό γραφείο του Τόρεν σον ό Τζόε Ντίκ πήγε μ* ένα ταξί στην Ντίξον— Στρήτ α ριθμός 58. "Ενας συνταξιού χος κλόουν έμενεν στο ρετιρέ αυτού τού σπιτιού: Ό Σάμ Ντέρβιν πού ήταν μιά παλιά δόιξα τών αμερικανικών τσίρκων. Ό Τζόε Ντίκ τον βρήκε νά παίζη μέ τά δυο χαρ,ιτωμέ να έγνονάκια του. — Λέν πιστεύω νά έκανα κανένα φόνο; είπε γελώντας όταν ό Τζόε τού δήλωσε ότι είναι αστυνομικός. Πάντως εί μαι στη διάθεσί σας. — Δεν θά σάς απασχολή σω· πολύ, κύριε Ντσρβιν. Θά σάς κάνω μόνο μερικές έρωτή σεις για έναν άλλοτε συνάδελ φό σας. Νομίζω δτι θά ήταν σχεδόν παιδί ότανέργαζώσαστε μαζί. Ό Ντάρβιν τον κύτταξε πα ραξενεμένος. λ — ^ΕΤμαι ογδόντα δύο χρο νών, είπε. Σταμάτησα νά 5ου λεύω στά τσίρκα πριν άπό τριάντα χρόνια. Δεν θυμάμαι νά έργάστηκα ποτέ μαζί μέ ένα παιδί. —Τό τελευταίο τσίρκο στο οποίο δουλέψατε ποιο ήταν; ρώτησε ό Τζόε. — Μά φυσικά τό «Μεντράνα», "Οταν τό «Μεντράνο» ξε κίνησε γιά μιά -μεγάλη περιο
26
δε ί>αι στην Εύρώπη, έγώ άποσ άρθηκα. Δεν ήμουν ττιά για μεγάλα ταξίδια, "Ω! ’Ώ! Τώ ρα θυμάμαι. ^Μά ναι τότε είχα με ένια νεαρό δεκαοχτώ χρο νών, νομίζω. Τόν Τζί μ "Αντερ σον. "Αν ένναείτε αυτόν. Μά τώρα, άν ζή, ττρέπει νάναι σχε 8όν πενηντάρης. Ναύ, βέβαια. Ήταν μεγάλο ταλέντο στις μεταμορφώσεις. Ταχύς και ά φθαστος. — Αυτόν άκριβώς εννοώ, είπε ό Τζόε Ντικ μέ μια πα ράξενη λάμψι στό βλέμμσ.Μήπως μάθατε ποτέ τί άπέγινε αστός ό "Αντερσον; Ό γέρο—κλόουν κούνησε τό κεφάλι. — Δεν ακόυσα^τίποτα άπό τότε γι’ αυτόν. Ήταν όμως περίφημος, σάς λέω. Τόν λέ γαμε Γάτα. ΚαΓι ξέρετε γιιατί; Ήταν τόσο σπουδαίος ώστε κατάφερνε καί τό χρώμα: καί την εκφρασι των ματιών του ακόμα νά άλλάζη, Τοπο θετούσε μέσα στους βολβούς των ματιών του μικρούς κυρ τούς φακούς άπό πλαστική ύ λη κι5 άλλαζε τά μάτια του. Τό φόρτε του ήταν τά μάτια γάτας, -έρεττ-ε ίσως κανένα μεταμορφωτή νά τό κοπαφέρνη. αυτό,; "Ολα μπορεί κανείς νά άλλάξη στό πρόσωπό του; Μά τά μάτια όχι. Αυτός ό διά βολος όμως ό "Αντερσον τά κατάφερνε περίφημα σάς λέω. "Οταν ύστερα άπό λ^ίγο ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ κατέβαινε τις σκάλες τού ^ρετιρέ τής ό6ου Ντίξον Στρήτ είχε ένα αι νιγματικό χαμόγελο ατά χεί λη. Αυτό σημαινε για όσους γνώριζαν τό Τζόε Ντίκ ότι τά
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
πράγματα είχαν μπή σέ καλό δρόμο. 0 Τζόε^ Ντίκ έτοιμάζει μια άπόδρασι...
Ο ΙΔΙΟ απόγευμα ό ντε τιεκτιβ πήγε καί πάλι στη Γενική Ασφάλεια. Μίλησε με τόν άρχιφύλακα τών κροπητηρίων καί τού έδωκε ωρισμένες^ οδηγίες. — -έρω!, ξέρω τί πρέπει νά κάνω, κ. Ντίκ, τού είπε. Ό ίνσπέκτορ Τόρενσον μέ κόπα τόπισε. — Εντάξει λοιπόν, σέ πε ριμένω, άρχιφυλαξ. Ό άρχτφυλακσς πήγε ατά κροπητήρια όπου είχαν με,ταφιερθή οι τρεΐς συμμορίτες μέ τις πράσινες φόρμες^ .πού συνελήφθηικαν στην υπόνομο. — Ό Μάριο Κορντάτσι νάρθή μαζί μου!, είπε ό άρχι φύλακας. "Ενας άνθρωπος μέ δεμένο κεφάλι σηκώθηκε καί πήγε κοντά του. — Θά πάμε στό νοσοκα μείο παρέα. Ό γιατρός είπε πώς πρέπει νά κάνη; αλλαγή στό τραύμα σου. Αναστέναξε καί πρόσθεσε: — Αυτά τά ανάποδα πρά γματα, βλέπεις, γράψουν ^ ο! νόμοι αυτής τής πολιτείας. Αντί νά σέ στείλουν χωρίς καμμιά διαδικασία στό θάλα μο τών άερίων ή στην ήλεκτρ^ι κή καρέκλα σέ στέλνουν ατό νοσοκομείο νά περί ποιηθούν τό ωραίο σου κεφάλι. Φέρε τά τά χέρια σου! Ό συμμορίτης πρότεινε χα μογελώ'ντας τά χέρια του κΓ
Τ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
27
Το -σώμχχ του τινάχτηκε σάν βλήμα μέ το κεφάλι σκυφτό κ(άί βρόντησε μέ δύναμι ιτάνω στο στήθος του συμμορίτη.
ό άρχιφύίλσίκας του πέρασε τις χειροπέδες. "Υστερα από λίγο ό άρχιφύλαικας κι’ ό συμ μορίτης μπή'Κ03ν στο γραφείο πού τούς π&ρίιμενε ό ντέτεΚΤίβ.
— Δέσε τον σέ μια καρέ κλα;!, διέταξε ό Τζόε. — Τή δεν θα μέ πας στο νοσοκομείο; ρώτησε παράξενο μένος τον άρχιφύλακα ό συμ μορίτης καθώς έκεΐνος τον έ δενε σ3 ένα κάθισμα. ’Άν μ3 έφερες έδώ για ανάκριση χά νεις άδικα τον κόπο σουν — Βοόλωστο άν δεν θέλης νά στο ανοίξω έγώ για καλά τό κεφάλι!, βρυχήθηικε ό άρ χι φύλακας. Σέ λίγο θά πας στό άπομονωτήριο.
Ό Τζόε ΝτΙκ σ3^ αυτό τό μεταξύ μπροστά σ3 ένα καθρέ φτη άρχισε νά κάνη μια πολύ γνώρΐιμη δουλειά. Κυττάζαν τας μια τον συμμορίτη καί «μια τον καθρέφτη άρχισε, χρη σι.μαποιώντας τά ευκίνητα δά χτυλά του νά τοποθετή διάφο ρες πλαστικές ουσίες στο πρό σωπό του. Σέ λίγο μέσα στο άστυνομί'κσ γραφείο υπήρχαν δυο Μάριοι Κορντάτσι καί θά ήταν υπερβολικά δύσκολο νά ξεχωρίση κανείς ποιος άπό τούς δυο ήταν ό αληθινός καί ποιος ό ψεύτικος. Ό συρμορί της γούρλωσε τά μάτια κα θώς είδε μπροστά του νά ττη γαινοέρχεται μέσα στο γρα φείο ένα πανομοιότυπο του
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
εαυτού του1. — Τίι.„ Τι θά κάνης; ρωτη|σε γεμάτος απορία. — Πάρε τον και κλείδωσε τον στο απομονωτήριο, άρχιΦ ύλαιξ!, δ ι έτ αξ ε ό ντ έτ εκτ ι β. Κανείς δεν πρέπει νά μάθη δ η κρατείται εδώ αυτό τό μουτιοο. Ό άρχιφύλακας κούνησε μέ κατανόησι τό κεφάλι, έλυσε από τό κάθισμα τον Κοιρντάτσι και βγήκε μαζί- του έξω. "Οταν υστέρα από λίγο έπέστρεψε, ό Τζόε Ντίκ εΐχε πε ράσει κι5 έναν Επίδεσμο στο κεφάλι του. —Είμαι έτοιιμος, είπε στον άρχιφύλακα. Μπορούμε νά πηγαίνουμε. Πέντε λεπτά αργότερα, ό σοι περνούσαν έξω άπό τό κτί ριο τής Γενικής Ασφάλειας, είδαν τον συμμορίτη Μάριο Καρντάτσι μέ συνοδεία τεσ σάρων ώπλισμενών αστυνομι κών νά επιβιβάζεται σ’ ένα άστυνομικό νοσοκομειακό αυτο κίνητο. Κάνεις άπό όλους αυ τούς δεν μπορούσε νά φανταστή ότι ικάτω άπό τό μάντη* λωδεμένο «μούτρο αυτού τού άντιπαθηΓΓίκού συμμορίτη κρυ βόταν ό προστάτης τοΰ Νό μου και ό αμείλικτος διώκτης των «έχθρών τής κοινωνίας, Τζόε Ντίκ, Πίσω άπο ένα κινέζικο μαγαζί
ντάτσι, ξέγραφαν, ήταν ό ένας άπό τούς τρεΐς συμμορίτες— εμπρηστές πού είχαν συλληφτή ύστερα άπό μιά άγρια σόγκρουσι μέσα στούς ύπονό μους άπό τον τολμηρό κακουρ γοκυνηγό Τζόε Ντίκ. Ό Κορντάτσι είχε τραυματισθή μέ έ να βαρέλι στο κεφάλι κατά τή διάρκεια τής συμπλοκής τών υπονόμων άπό τον δαιμόνιο νιτέτεκτιβ. Χθές τό βράδυ λοι πόν, ενώ ό κακοποιός μετεφέριείτο υπό ισχυρόν συνοδείαν στο Κρατικό Νοσοκομείο για την αλλαγή του τραύματός του, επέτυχε νά άποδράση τραπείς εις φυγήν. Ή προτού νοσοκομείου πλατεία Μίτσιγ καν άνεστατώθη καί οι περι πατητές έπαν ικοβλήθησαν ά πό τάς ριφθεΐίσας υπό τών άστυνομικών έναντίον του άποδράσαντος κακούργου σφαΐ ρας. Ό Κορντάτσι κατεδιώχθη χωρίς^ όμως άποτέλεσμα ^ καί τελιικώς έπέτυχε νά διαφυγή^. Αί άρχαί έπεκήρυξαν τόν δρά πέτη άντί δέκα χιλιάδων δολλαρίων διά την συλληψί του η το'£ φό«νο του. Αί έρευνα ι διά την άνακάλυψιν και σύλληψίν του συνεχίζονται έντόνως». Ό άνθρωπος πού διάβαζε την έφημερίδα, όταν τελείωσε την άνάγνωσι, την π έταξε σ’ ένα τενεκέ σκουπιδιών καί κα τηφόοισε προς την Ράκετ— Στρήτ μέ αργό βήμα. Ή Ρά~ κετ Στρήτ είναι ένας μεγάλος δρόμος του Χάρλεμ, τής συνοι Ο ΑΛΛΟ πρωΐ οι έφημε χίας τών νέγρων. Γύρω του, ρίδες δημοσίευαν την έν-· κυκλοφορούσαν λογής—λογής άνθρωποι. ^Ασπροι, νέγροι τ υπωσ ι ακή πλη ροφο ο ί α καί κίτρινοι. Είχε δεμένο τό τής άποδράσεως τοΰ Μάριο Κορντάτσι: «Ό Μάριο Κορ- κεφάλι του μέ έπιδέσμους καί,
Τ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
μολονότι φορούσε μια φαρδει-ά ρεπού μπλικα, πού μόλις έξχε άγοράσει οπτό κάποιο ,μα γαζί, βέν ιμπορούσε ^νά κρύψη, εντελώς αυτούς τούς επιδέ σμους πού ξεχώριζαν κάτω α πό τό πλατύ μπόρ. Οι κινή σεις του ήταν φοβισμένες. Έμοιάζε μέ κυνηγημένο Αγρίμι. Φαινομενικά αδιάφορος για ό σα γίνονταν νύρω του, παρα κολουθούσε στην πραγματικό τητα μέ άγρυπνο βλέμμα τό κάθε τι. ιΟ άνθρωπος αυτός πού είχε τά χαρακτηριστικά τού Μάριο Κορντάτσι δεν ή ταν άλλος άπό τόν δαιμόνιο ντέτεκτιβ Τζόε Ντίικ. Ό Τζόε Ντίικ υστέρα άπό την σκηνοθετηιμένη απόδρασί του είχε φτάσει έδώ άναζητώντας κά ποιον. Τούτη, τη οτιγμή δεν ήξερε ποιόν άκριβώς. 9Ητοον βέβαιος όμως δτι αυτός ό κά ποιος υπήρχε και θά σκόνταφτε άπάνω του. 3Από τις πλη ροφορίες πού είχε συγκεντρώ σει εΤχε μάθει πώς τά περισ σότερα μέλη τής σπείρας του Λέντ "Άγκαρτυ σύχναζαν στο Χάρλε)μ. Κάποιος λοιπόν άπό τούς συμμορίτες θά τόν έβλε πε καί, νομίζοντάς τον ως τόν πραγιματ ικό Κορντάτσ ι, θά τόν πλησίαζε. Τά υπόλοιπα πού θά έπακολουθουσαν ήταν λιγότερο δύσκολα. Πέρασε τή Ράκετ Στοήτ καΓι ιμπήκε στά γεμάτα λασπόνε ρα στενοσόκακα. Μικροί νέ γροι και νέγρες έπαιζαν στους δρόμους φωνάζσντας. -αφνικά άνασκίρτησε; Είχε απαθή έξω άπό μιά βρώμικη ταβέρνα χα ζευοντας. Μέ την άκρη του μα τισυ του είδε κάποιον περα
29 στικό νά στέκεται ξαφνιασμέ νος καί νά τόν κυττάζη. Δέν σάλεψε. — 4Αλλο, Μάριο!, του φώ ναξε έκεΐνος κι5 έτρεξε κοντά του. Τά κατάφερες λοιπόν; Τώρα πριίν λίγο είχαμε την κουβέντα σου μέ τά παιδιά. Διαβάσαμε την εφημερίδα καί χαρήκαμε!^Τό αφεντικό μάλι στα, πού είχε μάθει άπό χτέ^ τό βράδυ τό παιχνίδι πού σκα ρωσες στούς σπιούνους στην πλατεία Μίτσιγκαν, ρώτησε τηλεφωνικός δυο—τρεΐς φορές ά)ν φάνηκες στο στέκι. Ό ντέτεκτιβ προσπάθησε νά χαμογελάση. — "Έπρεπε νά προσέχω, εΐπε μιμούμενος τη φωνή του Κορντάτσι. Μπορεί νά μέ πα ρακολουθούσαν. Θά πάω οπό στέκι όταν είμαι σίγουρος. — Είσαι καυτός, Μάριο! νΑν σέ παρακολουθούσαν θά σ3 έπιαναν κι3 δλας! "Έλα νά σέ κεράσω κάτι. Δέν μπορείς νά άρνηθής ένα ποτηράκι άπό τό φίλο σου τόν Τζίμυ Χό βαρτ. Θέλω νά μου ττής την Ι στορία κι3 υστέρα πάμε πα ρέα νά βρούμε τούς άλλους. ^ ^ 3Εντάξει, Τζίμυ. Δέν λέω δχι. * Ηπιαν άντί ένα άπό τρία ποτήρια ό καθένας καί υστε ρα σηκώθηκαν. Ό ντέτεκτιβ ά= φηνε τόν Χόβαρτ νά τόν όδηγή. Πέρασαν άπό δαιδαλώδη στενά κι3 έφτασαν μπροστά σ3 ένα κινέζικο μαγαζί πού πουλούσε αντικείμενα τέχνης, Μπήκαν στο μαγαζί καί προ χώρησσν στο βάθος. Ό Χό βαρτ χαιρέτησε μ" ένα κίνημα τής κεφαλής τόν Κινέζο και
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
πέρασε πίίσω άπό μια δυσινός μοτέρ γέμιζε^ τον άέρα. νιά κουρτίνα. Ό ντέτεκτιβ τον Ό Χόβαρτ σκούντησε τον άκολούθησε σημειώνοντας τό Τζόε Ντίκ καί του έδειξε μέ κάθε τι που έβλεπε στο μυα τό μάτι τις σιδερένιες φιάλες. λό. του. Πίσω άπό τήν κούροι ^ — Τ’ αφεντικό έτοιμάζει, να ήταν μια χαμηλή πόρτα. εΐπε, καινούργια δουλειά. Τά Ό συμμορίτης πού προηγείτο , έμπρηιστικά αέρια είναι πάλι εντάξει. χτύπησε τρεις φορές συνθηΔιέσχισαν τό χημικό έργαματτικά. Ή πόρτα άνοιξε καί στήριΟ' καί πέρασαν σ3 ένα δι πέρασαν σέ /μια στενόμακρη πλάνο δωμάτιο. Γιά δεύτερη αυλή. Διέσχισαν την αυλή καί κατέβηκαν μερικές πέτρινες φορά μέσα σέ λίγα λεπτά ό ντέτεκτιβ κατέπνιξε μιά και σκάλες. Βρέθηκαν σ3 ένα υπό νούργια φωνή έκπλήξεως. Μέ γειο. Ό Τζάε Ντίικ ερριξε ένα σα στο δωμάτιο είδε ένα προ βιαστικό -βλέμμα γύρω του. σωπο πού καταζητούσαν μή Δεν υπήρχε καμ/μιά πόρτα ένες τώ.ρα όλες οί αστυνομικές κεΐ. Ό Χόβαρτ κατευθύνθηκε προς τον άριστερό τοΐχο. νΑ αρχές των Ηνωμένων Πολιτει πλωσε τό χέρι καί τράβηξε έ ών. Τό πρόσωπο αυτό ήταν ό χημικός Τσάρλς Όντρευ, να μοχλό. "Ενα κομμάτι του πατώροπας υπεχώρησε. Δέ - δραπέτης των φυλάκων Σίγκ —Σίγκ. Τώρα λοιπόν μποροΰ σμιες φωτός ξεπήδησαν άπό κάτω. Μια ξύλινη, σκάλα έφερ σαν υά εξηγηθούν πολλά πρά νε στο δεύτερο υπόγειο. Κα γματα. Α ύτός ο έγκλη ματ ί ας τέβηικαν τήν ξύλινη αυτή σκά έπιστήμων, πού ήταν βοηθός λα καί ό Τζόε Ντίκ αγωνιστή τού Λέντ "Άγκαρτυ, είχε τή φήμη ένός μεγάλου εφευρέτου. κε να καταπνίξηι τήν έκπληξι πού τον κυρίεψε. Έδώ κάτω Μέ τή διαφορά δτι όλες οι ε φευρέσεις του έμπαιναν στην υπήρχε ένα τέλειο χημικό έρυπηρεσία των κακοποιών μέ Υαστήριο. τούς οποίους αυτός γινόταν συνεταίρος. Οί πράσινες πορί Τόέργαστήριο μάχες φόρμες, δπως καί τά τοΟ έγκλήματος εμπρηστικά άέρια πού χρησι ΟΚΙ ΜΑΣΤΙΚΟΙ σωλή μοποιούσαν οί συμμορίτες τού νες, φιάλες μέ διάφορα ’Άγκαρτυ, ήταν δουλειά τού χρωματιστά υγρά, κλί Όντρεϋ. βανοι, μηχανήματα άκτίνων, Ό χημικός χαιρέτησε τούα μικροσκόπια κι3 ένα πλήθος ά δυο καινουργοφερμένους καί πό άλλα μ ικρά καί μεγάλα μη συνέχισε νά μιλάη σέ .πέντε χανήμαπα. Σέ μια γωνιά ύπήρ συμμορίτες πού τον άκουγαν χαν τοποθετημένες στη σει μέ προσοχή. ^Ηταν σά νά πα ρά σιδερένιες φιάλες σαν κι3 ρέδιδε μάθημα σέ σπουδα αυτές πού χρησιμοποιούσαν στές: για τήν διαφύλαξι οξυγόνου. — Τά άέρια των φιαλών εί Ό θόρυβος άπό τον βόμιβο έ- ναι έντελώς άοσμα, έλεγε. Μέ
Τό ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ
31 ΐϋίλΜΙ
τό άνοιγμά τής στρόφιγγας τό αέριο διαφεύγει και γίνε ται ένα μιέ τον ατμοσφαιρικό αέρα. 5Από τή στιγμή εκείνη όταν έπέλθη ή πλήρη ένωσις του εμπρηστικού άερίου μέ τό οξυγόνο τής ατμόσφαιρας 6 ουρανοξύστης είναι καταδ ικα σμένος. Τό άναμμα ενός τσι γάρου, μιά σπίθα από έναν αναπτήρα, ή φλόγα ενός σπίρ του φτάνουν για να προκληθή μιά τεράστια πυρκαίά. Ό α έρας ανάβει και αυτό είναι τό μυστικό τής έφευρέσεώς μου. Ό άέρας ανάβει και σι φλό γες μεταδίδονται μέ αστραπι αία ταχύτητα παντού Ή διοχέτεοσις τού άειρίου όπως σάς είπα καί πριν γίνεται από τού άποχ ετ ευτ ικού ς άγω γού ς των ουρανοξυστών. 3Από τους άποχ ευτ ικού ς αγωγού ς που συνοδεύονται μέ τό κεντρικό δίκτυο υπονόμων γίνεται κατό πιν ή δική μας έξόρμησι. Μέ σα στις πράσινες φόρμες καί κάτω από τις όμοιόχρωμες κουκούλες δεν έχετε νά φοβηθήτε τίποτα Ή φ ω τ ι ά φο βάται την πλαστική ύλη από την όποια είναι κατασκευ ασμένες οί φόρμες αυτές. Ο! κουκούλες έξ άλλου έχουν την ιδιότητα νά μεταβάλλουν το μονοξείδιο τού άνθ,ράκος πού δημιουργεΐται άπό τή φωτιά σέ οξυγόνο. Το τελευταίο άτοΰ ΤΥΠΗΣΕ τό τηλέφωνο. Ό Τσάρλς Όντρεϋ στα μάτησε νά μ ιλάη; καί σή κωσε τό άκουστικό: —Ναι, ναί'!, είπε άπαντών
Χ
τας σέ κάποιον. 5Εδώ είναι. Έν τάξει. Θά του τό πώ. ^ "Άφησε τό άκουστικό στή 6έσι του ^καί γύρισε προς τό μέρος τοΰ ντέτεκτιβ. — Ό αρχηγός θέλει νά κου βεντιάση μαζί σου, Μάριο, εί πε. Σέ περιμένει μέ τ' αύτοκί νηηό του έξω άπό τό μαγαζί τού Λήι—Χό. Ό Τζόίε Ντίκ κούνησε τό κεφάλι. — Έν τάξει, πηγαίνω, εί πε. Διέσχισε τό χημικό εργα στήριο, ανέβηκε την ξύλινη σκάλα, πέρασε την καταπα κτή καί την ξανάκλεισε πάλκ "Οταν βρέθηκε μόνος στο πρώ το υπόγειο έβγαλε άπό την τσέπη, του μιά τετράγωνη σιγαροθήκη. Πάτησε ένα κουμπί καί ένα μυστικό ελατήριο φα νέρωσε ατι ή σι γαροθήκη αυ τή ήταν ένας μικροσκοπικός πομπός ασυρμάτου τηλεφώ νου. Κανόνισε τό μήκος κύμα τος μέ τόν δέκτη πού βρισκό ταν στην Γενική "Ασφάλεια καί μίλησε βιαστικά καί χα μηλόφωνα μέ τόν ίνσπέκτορα Τόρενσον. — Μην άργήσης,Λ κατέληξε. Στο υπόγειο θά βρής καί μιά παλιά σου γνωριμία. Τόν Τσά ρλς "Όντρεϋ, άν θυμάσαι. "Ε γώ ελπίζω νά φέρω στο γρα φείο σου τόν Αέντ Άγκαρτυ πολύ σύντομα. Έρριξε τή σιγαροθηκη στή τσέπη, του καί βγήκε στην αυ λή. "Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή πού είχε κάνει μέ τον Χόβαρτ λίγη ώρα νωρίτε ρα πέρασε άπό τό μαγαζί τού Κινέζου καί βγήκε στο δρόμο.
ΤΟ ΤΕΑ6ΥΤΑΙ0 ΑΤΟΥ *5ώ5»
Έξω άπό το ,μαγαζί του Αή —Χό ήταν στ αμ στημένο ένα γκρίζο αεροδυναμικό ^αυτακί νητο, καί είδε στη θεσι του σωφέρ τον Άγκαρτυ. Προχώ ρησε αδίσταχτα πιρρς τό μέ ρος του. Ή I άτα άνοιξε την πόρτα. — Πέρασε μέσα, Μάριο, είπε. Χαίρω πού σε βλέπω πάλι κοντά ιμας. Κάτι δέν^ άρεσε άπ" αυτή τή φωνή στον ντέτεκτιβ. Είχε έναν παράδοξο τό'νο έ'λαφρά κοροϊδευτικό. Ό Τζόε Ντίκ κα τάλοιβε οτι έπρεπε νάχη ανοι χτά τα -μάτια του. — Αοιπόν για πές μου Μά ριο, είπε ό Άγκαρτυ καθώς πατούσε τό γκάζι καί τό αυ τοκίνητο ξεκινούσε, πώς έγι ναν τά πράγματα. Ό αστυνομικός διηγηθηικε τά περιστατικά τής ύπσνόμαυ. — Καί πώς τά κατάφερες καί γλύστρησες ύστερα άπό τά χέρια τους, Μάριο; ρώτησε. Ό ντέτεκτιβ τού είπε πώς έγιναν τά πράγματα. Ό Άγκαρτυ γέλασε. Τό γέλιο του ήταν βραχνό καί πολύ σύντομο. Τό διαδέχτη καν δυο βοοθε ια χαντάκια στο μέτωπο καί μια κίνησι πολύ γρήγορη. Κρατώντας μέ τό Αριστερό τό βολάν είχε βγά λει μέ τό δεξιό χέρι του άπό τήν τσέπη ενα έννιάσφαιρο καί τό κάρφωσε ατό πλευρό τοΰ Αστυνομικού πού καθόταν δίπλα του. — Μη σαλέψης, χαφιέ!, μουγγρισε. Ξέρω πώς εΐσαι^ό Τζόε Ντίκ! Έχω κι* έγώ τούς Ανθρώπους ιμου στην Αστυνο
μία. Ό Μάριο Κορντάιτσι 6ρί σκεται αυτήν τήν ώρα στα Α πομονωτήρια τής "Ασφαλείας καί σύ σκάρωσες αυτό τό ώραΤο παιχνίδι για νά με πια σηις, Αυτό ήταν τό τελευταίο ατού τής ζωής σου, σπιούνε! "Αλλά ό Τζόε Ντίκ δεν α κούσε. Τό αλάθητο ένστικτό ταυ τον είχε προειδοποιήσει άπό τήν πρώτη στιγμή για τον κίνδυνο κι* ήταν έτοιμος. "Αδιαφορώντας για τό πιστό λι πού ήταν καρφωμένο ατό πλευρό του τινάχτηκε προς τα δεξιά, ένώ ταυτόχρονα τά δά χΓτυλά του άρπαξαν σαν σι δε ρονιά τανάλια τό λαιμό τού συμμορίτη. 01 σφαίρες πού έ φυγαν άπό τό πιστόλι τού "Άγκαρτυ τρύπήσαν τήν πλα γινή πόρτα τού αύτακινήτοο. Μέ μάτια πού πετούσαν ά στραπτες, ό Τζόε Ντίικ έσπρω ξε προς τά πίσω τον συμίμορίίτη. κι* έκανε νά χτυπηση πολλές φορές τό πΐίσω μέρος τού κρανίου του στην κώχη τής αριστερής πόρτας. *Ύστείρα, καθώς ό "Άγκαρτυ μούγγριζε ζαλισμένος, ό ντέ τεκτιβ άφησε τό λαιμό του καί οί γροθιές του έπεσαν σά σι δερένια σφυριά καί βρόντη σαν στο μούτρο του. Ή Γάτα γονάτισε βογγώντας. — Αυτό ήταν τό τελευταίο ατού σου, φονιά!, είπε ό Τζόε Ντίκ καθώς τοΰ περνούσε τις χειροπέδες. "Αρπαξε τό βολάν καί τό αυτοκίνητο, πού είχε μείνει για .μερικές στιγμές Ακυβέρ νητο, έκανε μιαν Απότομη στροφή καί πήρε τό δρόμο προς τή Νέα Ύάρκη.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΤΟΥ Ή πραγματική μορφή τοΰ κακούργου
33
το. Χωρίς τη μάσκα τώρα φά νηκε τό αληθινό πρόσωπο του κακούργου. Ό Τόρενσον γούρ || Μ ΕΣΑ ^ στο γραφείο λωσε τά μάτια. 1^#| του επιθεωρητου^ Λέ— Ό Ρόμπερτ Μπλουντ !, * $ & ιμυ Τόρενσον, το ίδιο είπε μ;έ πνιχτή φωνή. Ό εκείνο βράδυ, -ήταν τρεις Μπλουντ, ό διευθυντής τής άνθρωποι. Ό Τζόε Ντϊικ, Ασφαλιστικής Εταιρίας του 6 "Αγικαρτυ δεμένος χειροπό «Φοίνικός». δαρα σ' ένα κάθισμα^κι" ό Τό — Αυτός ακριβώς, ϊνσπέρ&νσον. Τά μάτια του συμμο κτοιρ!, απάντησε ό ντέτεκτιβ. ρίτη άστραψταν άπό μιαν α "Επρεπε νά τό είχαμε καταλά νήμπορη λύσσα. Είχε ακούσει βει ^άπό την πρώτη αρχή. Ό τον ίνσπέκτορα πού διηγόταν «Φοΐνιξ» εΐχε λόγους νά έξον την πολιορκία του εργαστη τώση τις «Ασφάλειες Πυρός ρίου· τη σύλληψι του Τσάρλς Όντρεϋ και των άλλων, κα καί Θαλάσσης» του "Εντυ Μό ρεϋ."Εκαιγε λοιπόν ό Μπλουντ θώς και την άνακάλυψι μιας κατά σύστημα βόλους τούς ου άλλης φωλιάς τής σπείρας. ρανοξύστες πού ήταν ασφαλι — Καί τώρα, Αέντ "Αγκαρ σμένοι σ’ αυτή την Εταιρία. τυ, κατέληξε ό Τόρενσον, ή η "Ετσι ό "Εντυ Μόρεϋ πλήρωνε λεκτρική πολυθρόνα σέ περι συνεχώς τις ζημιές καί υστέ μένει. Αυτό δέν υπάρχει λό ρα άπό μερικούς μήνες τό πα γος νά σου τό πώ. Τό κατα θητικό του θά ήταν τεράστιο. λαβαίνεις. Ή παράστασι πή — Καί πώς τό μάντεψες ρε τέλος. πώς κάτω άπό του "Αγκαρτυ — "Όχι άκόμα!, είπε χαμό τό πρόσωπο κρυβόταν ό γελώντας 6 Τζόε Ντίικ. Ύπάρ Μπλουντ; ρώτησε ό έπιθεωρηχει ένα φινάλε πολύ ένδιαφέτής. ρον. —Οί κινήσεις του καί ή ο "Εκανε μερικά βήματα καί μιλία του ιμου θύμιζαν κάποιο πλησίασε την καρέκλα πού καθόταν ό "Αγκαρτυ. "Απλω γνωστό πρόσωπο κι'* έπειτα, ό βοηθός μου ό Ρούντυ, πού σε τό χέρι καί μέ μια βίαιη τον έστειλα νά ζητήση πληρο κίνησι βύθισε τα νύχια του στο πρόσωπο του συμμορίτη. Φορίεζ, άνεκάλυψε πώς ό Μπλουντ ήταν στα νειάτα του Ακούστηκε κάτι σά γρύλλι κλόουν — μεταμορφωτής σέ σμα καί τό χέρι του ντέτεκτιβ τραβήχτηκε προς τά πίσω τσίρκο. κρατώντας μιά μάσκα άπό — Είσαι σπουδαίος!, εί πλαστικές ουσίες μέ τά χαρα πε ό Τόρεσον καί του έσφιξε κτηριστικά του Λέντ "Αγκάρ τό χέρι. ΤΕΛΟΣ Συγγρσφεύς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται ή άναδημο®·ί&υσις
ΊΣΟ
Τ 1 ΕΚΔ0Σ1Σ
Γραφεία: Όδος Λε/κηοα 22 — *Αριθμός 6 — Τιμή δραχμαι 2 Διηιμοσιογιραφικ/ος Δ)ιντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. ΟΊ-κιονομιχιός Δ)ιντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α, 3><ατ£η βασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργιάδην, Λέκίκα 22, ’Αθηινοπ
Ανώτερο άττ’ όλα τά προηγούμενα είναι τό επόμενο τεύχος του ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ, τό 7, που κυκλοφορεί τό Ερχό μενο Σάββατο, μέ τόν τίτλο:
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ Οι σελίδες του, γεμάτες μυστήρια, αγωνίες, δράσι και κωμικά έπεισόδια χάρις στην άστυνομική ιδιοφυία του Ρουντυ Μπάθ, θά μείνουν άλησμόνητες σέ δσους τό δια βάσουν. Στο τεύχος αυτό, ό θρυλικός ιντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ, άποδύεται στον συγκλονιστικότερο αγώνα τής καρριέρας του όταν βρίσκεται αντιμέτωπος μέ τή
ΣΚΙΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΙ!
βΠΟΣΤΟΠΗ IΤΗ ΓΗ
ζε ΜΟΤΙΟΗΣ9 αφού Με Μ'
ΛΑΘ9Ι Η ΑΗΓΙΆΒΡΙΤΙΜΗ Ρ)Υ)ΤΙ ιυμ τον ΗΒτεααζει . ο Τ^ίΜ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ Η/ΑΑΜ . .
ΟΡΙΖ Τ€ .. 6ΑΤΙΙ · Ζ? ΝΒ ΤΙήΡΗί
ΕΖ9 ΑΟΥΖ-ΛΟΥ ΣΤΕΛΝ9. \ το μήνυμα μου που I ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΑ ΤΗΠέηΜΘΗΤΙΜ9Ζ ΣΤΟΝ ΕΓΛΕΨΑΑΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΕπΟΥ ΤΗΙ ΓΗΣ .(3Β3ί
ΟΤΑΝ ηΡΟΙΓΕΙ9ΘΗΧΑ ΠΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΜ. . έζΗΤΒΖΑ ΤΟ ΣΟΜΦΟΣ, ΤΟΝ ΜΕΡΑ, ΑΒΙ 7Ο ΝΕΡΟ ΤΗΙ. . η ή ΤΟ ΟΥΡΑ ΝΊΟ 345 .
Ζ£ ΜΙΑ Ρ5ΓΜ-Η ΤΟΥ ΣΠΑΡΟΥ ΨΟΥΣ ΤΟ ΟΡΓΑΝΟ ΜΟΥ ΕζΤΕΙ ΞΕ ΟΥΡΑΝΙΟ 3Α5 ΟΜοζ: ΗΤΑΝ 950 Μ//1Μ ΜΕΣΑ 27ό ΥπΕΣΑΦΟΣ ΤΗΣ ΤΗΣ .
ΗΘΡί ΜΙ £ΖΥ·,
6
ΧΥΛ/ΕΧΙΖΕΤΑΙ
Μια πρωϊνή έπίσκεψι... ΑΝΘΡΩΠΟΣ ττού πέρα σε την κεντρική είσοδο του μεγάρου τής Γενι κής Ασφαλείας, φαινόταν λύ ταραγμένος. Ήταν ένας ψηλός άντρας, δχι περισσότε ρο από τριάντα χρονοον, μέ σκούρα, μαλλιά και γαλανά -μάτια. Τό πρόσωπό του ήτο:ν χλωμό και μαραμένο. Τό δέ σιμο τής γραβάτας του, τό ξεκούμπωτο μανικετι τού άρΐ" στεροΰ του χεριού καί τά ά-
Ο
χτενιαία μαλλιά του έδειχναν πώς ό άνθρωπος αυτός είχε ντιυθή πολύ βιαστικά καί βγή ικε στο δρόμο χωρίς νά ένδ.αφέρεται καί πολύ γιά την έντύπωσι πού θά έκανε ή άττ}Ιμέλής έμφάνισί του. Στη σκά πο λα τον σταμάτησε ό άρχιφύλακας υπηρεσίας. •—■ Ποιόν ζητάτε κύριε; τον ρώτησε. — "Ήθελα νά ιμιλήσω στον κύριο Τζόε Ντίκ, άιπάντησε ό άνθρωπος. Ό άρχιφύλακας έδειξε τό άσσανσέρ.' ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ* *
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
— Τρίτος δοοφος αριθμός γραφείου 114, εΐττε. Π άρτε τό άσσανσέρ. Ό επισκέπτης κστευθυνΒή κε προς ένα αϊτό τά πολλά άσσανσέρ κι* υστέρα απτό λί γο βοισκόταν στον τοίτο όρο φο. Κάποιος του έδειξε τό γραφείο του διάσημου ντέτεκτιβ και ό άγνωστος χτυπούσε καί πέρασε μέσα. Ό νέος που καθόταν στο γοαφεΐο άνασήκω αε τά μάτια από μερικά χαρ τιά που εΐχε μπροστά του κι5 εροιξε ένα βλέίμιμα ερευνητικό στον άνθοωπο που κρατούσε τό ικίαπέλλο ιστό χέρι. — ΕΤστε 6 κύριος Τζόε Ντίκ; ρώτησε. — Μάλιστα, Απάντησε ό ντέτεκτιβ. — "Ηθελα νά σάς μιλήσω κύριε, είπε ό επισκέπτης. Εί ναι ανάγκη νά μέ ακούσετε μέ προσονή καί νά ένδισΦερθήτε. — Καθήστε, τον δ ι έκοψε 0 διάσημος ντέτεκτιβ. ιΚαι πρόσθεσε χαμογελώντας. — "Ολοι εδώ μέσα σ* αυτό τό κτίριο αυτή την υποχοέοοσι έχουιμε. Ν’ άκουμε προσε χτικά τους πολίτες που έρ χονται σέ μάς και νά ένδιαφειρόμαστε γιά το κάθε τι που του ο απασχολεί. Ό έπισκέπτης έπεσε βσούς στο κάθισμα που του έδειξε ό ιάστυνοιι ικός και άναστέναξε. — Είναι φαβεοδ σύτό που μου συμβαίνει κύριε Ντίκ. εί πε μέ φωνή που μάταια άγωνι ζότσν νά την κάνη. φύγοσιμη. *Η γυναίκα μου ή Λίλ έχει νασει σχεδόν τά λογικά της. Θέ λει ν’ αυτοκτονήση καί βγά
ζει υστερικές κραυγές. Κλαίει καί ζητάει νά την άφήσουν νά βγη άπ* τό σπίτι νά ριχτή στις γραμμές του σιδηροδρό μου νά πεθάνηι. Καί Φυσικά δεν έχει άδικο. Ή κάθε μη τέρα στη θέσι της τό Τ8ιο θά σκεπτόταν. Είναι κάτι φοβερό καί απερίγραπτο αυτό που έ γινε κύριε... — Ήοειμήστε, του είπε ό Τζόε Ντίκ. Οι γυναίκες βέ βαια έχουν πιο αδύνατα νεύ ρα. Αλλά έμεΐς οι άντρες, ό πως λένε τουλάγιστόν, είμα στε τό ισχυρό φύλο καί υποτί θεται ότι μπορούμε ν* άντικρόζουμε τά γεγονότα πιο ψύχοαιιμα απ' αυτές. Πές τε μου τί ακριβώς σάς συμβαίνει. — Πρέπει νά μάς βοηθήσε τε, είπε ό επισκέπτης καθώς σκούπιζε τό ιδοωμένο πρόσω πό του. Σέ σάς στηρίζουμε ό λες τις ελπίδες μας. "Αν δεν είχαμε αυτή την Ιλπίδα.... Ό ντέτεκτιβ έκανε μια κίνησι άνυπομονησίας. ’ — Θά μου έπιτρέψετε κύριε νά σάς διακόφω καί πάλι... —- Ναί, ναί. Βέβαια έχετε δίκιο. Πρέπει νά σάς πώ τά ποάγμστα μέ τη σειρά για νά καταλάβετε. Απαγωγές
παιδιών ΦΕΡΕ τό χέρι στο μέτω πο κι* έμεινε σιωπηλός γιά μερικές στιγμές σά νά ήθελε νά συγκε'ντρώση καί νά βάλη σέ μιά τάξι τίς^μπερ δεμένες σκέψεις πού υπήρχαν οπό μυαλό του. "Υστερα συνέ χισε.
Ε
—· Μέ λένε Γκάρχαμ. Τζόνυ Γκάρχαμ, είπε. Τό όνομά μου φυσικά δεν σάς λέει τί ποτα. Είμαι χαρτέμπορος στο Μανχάταν και μέχρι χθες εϊΐμουιν ό πιο ευτυχισμένος οικο γενειάρχης τής Νέας Ύόρκης. Έχω ·μιά γυναίκα πού την λα τρεύω και μέ λατρεύει. Είχα με κι’ ένα χαριτωμένο αγορά” κι τριών χρόνων, τον Γουΐλυ, πού ολοκλήρωνε την ευτυχία [μας. Λέω είχαμε γιατί δυστυ χώς δεν ξέρω1 δον έχω πια παι δί. Χτες τό βράδυ τό χάσαμε ξαφνικά και δεν ξέρω τώρα αν είναι ζωντανό ή πεθαμένο. "Α γνωστοί1 άπήγαγαν τό μονάικριβό μας παιδί και ζητουν τώρα είκοσι χιλιάδες δολλάρια ως λύτρα για νά μάς τό ξαναδώσουν. Δυστυχώς δεν εί μαι εις θέσιν νά εξοικονομήσω αυτά τά χρήματα. ’Άν είχα, ικαί διακόσιες χιλιάδες δολλάρια θά μπορούσα νά προσφέ ρω για νά ξαναγυρίση ή χαμέ νη χαρά στο σπίτι μου. Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τά μάτια του. — 'Όμως δεν έχω τά λύτρα πού μου ζητάνε... Καί είναι Αδύνατον νά τά εξοικονομήσω μέσα στην προθεσμία πού μού ορίζουνε. Ό Τζόε Ντίκ ζάρωσε τά φρύδια του. Δυο δοθείά χαντά κια σχεδιάστηκαν στο μέτωπο τού ντέτεκτιβ. Τώρα μπορού σε νά μαντέψη την τραγωδία ατού ζοΰσε ό άνθρωπος πού (βρισκόταν μπροστά του. Α παγωγές παιδιών από άγνω στους γκιαγκστερς είχαν ανα στατώσει τον τελευταίο καιρό τις Αστυνομικές Αρχές τής
Νέας Ύόρκης. Αυτή ήταν ή τελευταία στη σειρά. Ό Τζόνυ Γκάρχαμ σκούπι σε τά δακρυισμένα μάτια του καί συνέχισε. — Ή "Αντριους, μιά νέ γρα υπηρέτρια πού έχουμε, έβγαλε χτές τό απόγευμα ό πως κάθε μέρα τον Γουΐλυ πε ρίπατο .,στό πάρκο. Ή "Αντριους είναι μιά πιστή ηλικι ωμένη γυναίκα πού γεννήθηκε καί μεγάλωσε στο σπίτι τής μητέρας μου. Είναι προσεχτι κή καί φιλότιμη. Ποτέ δέν μπο μούσα νά ψαντασθώ... Είχα διαβάσεα στις εφημερίδες τά όσα γράφονται τον τελευταίο καιρό γιά απαγωγές παιδιών. Μά ποτέ δέν πήγε τό μυαλό μου πώς κάί τό δικό μου παιδί^ θά ^έπεφτε στά χέρια αυ τών των κακούργων. Σάς τά λέω αυτά γιά νά καταλάβετε πόσο απίστευτο μου φαίνεται ακόμη καί τώρα τό πράγμα. — Μιά στιγμή κύριε Γκάρ χαμ, τον διέκοψε ό^Τζόε Ντίκ. "Ηρθατε κατ’ ευθείαν Από τό σπίτι σας εδώ; Ό επισκέπτης κύτταξε τταραξενεμένος τον αστυνομικό. — Μά καί βέβαια, είπε. "Όλη τή νύχτα πέρασα άγρυ πνος περιμένοντας μέ αγωνία νά ξημερώση; ναρθώ σέ σάς. Ό ντέτεκτιβ σηκώθηκε από τή θεσι του κοοί πλησίασε τό παράθυρο. Ι ο γραφείο τού Τζόε Ντίκ έβλεπε στο δρόμο. Μέσα από τό τζάμι έρριξε ένα βλέμμα στο δρόμο ό Αστυνομι κός. *Ηταν γεμάτος κίνησι. Αυτοκίνητα, τρόλλευ, λεωφο ρεία καί πιο εκεί ό εναέριος σ ιδηιρόδρομος κυκλοφορούσαν.
Η 2Κ\Α ΠΟΥ
Οι άνθρωποι είτε πεζοί είτε μέ τά αυτοκίνητά τους πήγαιναν στις έργοασίες τους. Τό βλέμμα του Τζόε Ντίκ πλανή θηκε για κάρποσην ώρα έρευνη,τΐ'κό στους ανθρώπους και στα οχήματα πού κυκλοφο ρούσαν στο δρόιμο. "Υστερα ξαψνικά στηλώθηκε στην άπέναντι γωνία. "Ενας κοντόχοντρος άνθρωπος μέ μπλε καπαρντίνα καί κατεβαστή ρεοτούμπλικα ήταν άκουμπισμένος σ" ένα στύλο καί διάβαζε •έφημερίδα. Ό άγνωστος δμως δεν φαινόταν καί τόσο πολύ νά ένδιαφέρεται γιά τις ειδή σεις πού έγραφε ή έφη μερίδα. Περισσότερο ενδιαφέρον έδει χνε γιά την κεντρική είσοδο του αστυνομικού μεγάρου. Κά θε λίγο σταματούσε νά δι-αβάζη καί τά μάτια του παρακοή λουθουσαν με προσοχή τά π;ρό σωπα πού έμπαιναν κι* έ βγαιναν στή Γενική "Ασφά λεια. Ό ντέτεκτίιβ ξαναγύρισε στή θέσι του. —Λοιπόν συνέχισε κ. Γκάρ χσμ,, τού είπε. — Ή Άντριους, λοιπόν, κ. Ντίκ, είχε πάει τον Γσύίλυ πε ρίπατο στο πάρκο. "Εκείνη χάθησε σ’ ένα παγκάκι κι" έ βγαλε δπως συνήθιζε πάντα τό πλεχτό της. "Άφησε τον μι κρό Γούίλυ νά παίζη μέ τ" αλλα συνομήλικα παιδιά πού υ πήρχαν έκεΤ κι" έκείνη ασχο λήθηκε μέ τό πλέξιμό της. "Υ στερα από λίγο δμως δταν σήκωσε τά μάτια της άπ" τό πλεχτό της δεν εΐδε τον Γουΐλυ μέ τά παιδιά» Σκέφτηκε πώς ό μικρός θά ιίχε τρυπώ
σει πίσω άπ" τά δέντρα παί ζοντας μέ άλλα παιδάκια. Πα ραξενεύτηκε άλλα δέν ανησύ χησε. ιΩς τόσο σηκώθηκε καί τον άναζήτησε. "Αλλά ό Γουΐλυ δέ βρισκόταν^πουθενά. "Έτρεξε —δπως μάς είπε αργό τερα— δεξιά κι" αριστερά ρώτησε τά άλλα παιδιά αλλά κανένα δέ ήξερε νά δώση μιά συγκεκριμένη πληροφορία. Κα ταλαβαίνετε τί έγινε τό βρά δυ στο σπίτι δταν έπέστρεψε χωρίς τον Γουΐλυ ή Άντριους. Ή Λΐζ ή γυναίκα μου έκανε σοον τρελλή καί ρίχτηκε απά νω στή νέγρα νά την ξεσκίση μέ τά νύχια της. Την συνεκράτησα εγώ. Ή "Άντριους έξ άλ λου εκλαιγε μέ λυγμούς καί μέ παρακαλαύσε νά την σκο τώσω άφου αυτή ήταν ή^αιτία νά χαθή τό παιδί. Περάσαμε άπερίγραπτες τραγικές στιγιμές κύριε. "Απορώ πώς δέν σάλεψε τό λογικό μου. Γεγο νός είναι πάντως ότι άγωνίστηκα καί πέτυχα νά ξανασρώ τήν ψυχραιμία μου. ^Πή γα ό ϊδιος ατό πάρκο κι" έψα ξα παντού. Πήγα στά σπίτια μερικών παιδιών από έκεΐνα μέ τά όποια έπαιζε μαζί ό Γουΐλυ._ Ό κόπος μου πήγε άδικα, -αναγύρισα συντριμμένος στο σπίτι. Ή γυναίκα μου μέ κύτταξε στά μάτια. Κατά λαβε από τήν έκφρασι τού βλέμματός μου δτι δέν εΤχα τίποτα κοίλο νά τής πω. Ρί χτηκε απάνω μου και άρχισε νά κλαίη καί νά φωνάζη σαν τρελλή. Προσπάθησα μάταια νά τήν καθησυχάσω^. Σπάραζε. Τότε χτύπησε τό τηλέφω νο. "Έτρεξα καί σήκωσα τό ά-
ΙΚΟΎύΗΕΪ
»Ι
«ρρ§ ΙβίΙΐΡΐΙι ΜΜ$Μ£ ϊ&Λ4·>4*·>Χ#ΪΦίί&0!!Γ'
Μ ·:·:·:·& }.ν.·Λ
•·ν.ν.
ηΗΗ&Ρ
«Λίβ» ί:·:·;·:¥?Β|ίϊιίήί·;ν!·ί··νί':Λ:Χ'1
ίή*;
■:·:·*>
Νλ:·:·*:#:;·:·:·! ι0 Ρούντυ άκουσε μέ εκπληξι την πληροφορία.
καυστικό. ’Έχω διοοβασει στις είφηιμερίβες τί κάνουν υστέρα άττό κάβε άτταγωγή παιδιού οι γκάγκστερς. Τηλεφωνούν καί ορίζουν τά λεφτά. "Ηξερα λοι πόν τί βά έκανα. 5Αλλά στο βάθος είχα καί κάποια άμυδρή ελπίδα πώς ιμπορεΐ νά ήταν κανένας γνωστός ^μου ή γείτονάς πού εΐχε βρή τον Γουΐλυ νά περιπλανσται κάπου καί μου τηλεφωνούσε. Ή ελπίδα όμως αυτή εσβυσε σχε δον αμέσως όταν ακόυσα τή φωνή Εκείνου πού μου ιμίλησε απτό τήν άλληι άκρη τού σύρ ματος. — *Ηταν γνωστή σας αυτή ή φωνή; ρώτησε ό Τζόε Ντίκ. — Όχι. Κάθε άλλο. *Ηταν
ίμια φωνή βαρεία καί άπειλητιική. — Τί σάς είπε αυτή ή φω νή; — Μου είπε: «Νά έτοι,μάσης Τζόνυ ιμέχρι αύριο είκοσι χιλιάρικα καί νά περι,μένης. Θά σου πούμε πού θά τά πας καί σέ ποιαν θά παραδώσης αυτά τά χιλιάρικα για νά παρης πίσω τό γυιό σου. Φρόντι σε νά είσαι έτοκμος. Καί κου βέντα στήν άστυνομία άν θέλης νά ξαναδής τό παιδί σου. "Αν ιμυριστούμε πώς θά θελή^· σης νά κάνης τον έξυπνο καί νά ιμάς τή σκάσης θά τήν πλή ρωσής^ άσκημα. Θά )ξάσης τον κανακάρη σου κι* έσυ θά βρεΘής σέ κονένα πεζοδρόμιο ά-
Η ΪΚΙΑ ηον
νάσκελα μέ μιά σφαίρα στο σβέρικο. Γειά σου καί φρόνι μα. θά σου ξανατηλεφωνή^ σουιμε...» Αυτά ιμοΰ εΐιτε ή φωνή. Κι* υστέρα δεν ακόυσα τίποτα πιά... "Όλη τη νύχτα έμεινα άγρυπνος. Τό ίδιο κι ή γυναίκα μου. Ή Αΐζ έκλαιγε μέ λυγμούς. «Θά τον σκοτώ; σσυν τον Γόυΐλυ, Τζόνυ!» μού έλεγε κάθε τόσο. «Θά σκοτώ σουν το παιδί μας!» Προσπάθησα νά την παρηγορήσω. «Δεν θά πειράξουν τον Γουΐλυ» τής είπα «γιαπί Βά περι μένουν τά χρήματα», ρέρω πώς σέ πολλές περιπτώσεις αυτοί οι κακούργοι καί τά χρη ματα παίρνουν καί τά παιδιά σκοτώνουν. Αλλά εγώ θά εΤμουν πρόθυμος νά δώσω ο/π μού ζήτησαν άν είχα. Λεν έχω όμως. Κάνομε έναν πρόχειρο λογαριασμό μέ τη γυναίκα μου. Αογαριάσάμε νά πουλή σουμε τά κοσμήματά της καί δλο τό έμπόρευμα πού έχω στο μαγαζί. 5Αλλά τά περισ σότερα πού Βά μπορούσαμε νά είσπράξρυμε δέ Βά ξεπερνούσαν τις τέσσερις χιλιάδες δολλάρια. Ή νύχτα πέρασε /εμάτη άπελπισία καί ^γιά ιούς δυο. μας. "Όταν ξημέρω σε ήρθα κατευθείαν σέ σάς... Είχαμε μάθει άπ’ τις έφημερίδες καί πάλι, δτι ^σεΐς έχετε άναλάβει τις ^ύποθέσεις^ αυτές των άπαγωγών παιδιών άΗτ’ τούς γκάγκστερς. Ό ντέτεκτι-β κούνησε τό κε φάλι. —- Ναι, εΐπε. Μονάχα πού εσείς κάνατε ένα ^σφάλμα, κύ ριε Γκάρχαμ. Θά έπρεπε νά τηλεφωνήσετε στο γραφείο
μου χωρίς νά έρθετε έδώ. Αυ τοί οί κακούργοι σίγουρα θά έχουν^ βάλει άνθρώποος τους νά σάς παρακολουθούν. "Αν σάς είδαν νά μπαίνετε στην Ασφάλεια, φυσικά δέ θά ευ χαριστηθούν. Ό άνθρωπος ώχρίασε. — Αέτε νά μέ παρακολού θησαν κύριε Ντίκ; ρώτησε. — Πολύ τό φοβάμαι, μουρ μούρισε ό ντέτεκτιβ. Έν πό ση περιπτώσει θά γίνη δ,τι πρέπει κύριε. Γυρίστε στη δουλειά σας καί στο σπίτι σας. Αποφεύγετε νά μιλάτε για την απαγωγή του παιδιού σας. Επίσης μή κάνετε σέ κανέναν κουβέντα για τό τη λεφώνημα των γκάγκστερς καί για την έπίσκεψί σας έδω. "Αν έχετε τίποτα νεότερο τηλεφωνήσατέ μου στον αριθμό 455-465. Έν τφ μεταξύ θ’ αρχίσω κι5 έγώ τις δικές μου ένέργειες. * Ο θάνατος παραμονεύει
ΜΟΑΙΣ έκλεισε πίσω απ' τόν Γκάρχοαμ ή πόρ τα ό Τζόε Ντίκ πάτησε ένα από τά κουμπιά πού υ πήρχαν άπάνω στο τραπέζι του. 5Από τό διπλανό δωμάτιο μπήκε στο γραφείο ό Ρούντυ Μπάθ, ό κρεμανταλάς βοηθός τού ντέτεκτιβ. Εντελώς παρά δοξα ό άλαγομαύρης αυτός μαθητευάμ ενός ντέτεκτιβ δέν εΐχε κανένα από τά μάτια του ;μπλέ - μαρέν, ούτε, τσιρότα στο πρόσωπο. Αυτό ήταν φα νερό σημάδι πώς είχε καιρό νά μπή σέ γλέντι μέ κακοποι
ΣΚΟΤΩΝΕ!
ούς ό μακρυπόιδης Ρούντυ(*). Μέ άλλα λόγια είχαν πολύ καιρό να τον δείρουνε! — Μέ ζήτησες αρχηγέ; ρώ τηΐσε καθώς μπήκε στο γρα φείο. Παρόν. Ό Τζόε σηκώθηκε. — "Ελα να σου δείξω κά τι Ρούντυ, του εΐττε και τον πήγε στο παράθυρο. Βλέπεις αυτόν έκεΐ κάτω ..μέ την μπλε καιπαρντίνα που στέκεται στη γωνία καί κάνει πώς διαβάζει εφημερίδα; — Έν τάξει Τον βλέπω. — Είδες αυτόν τον κύριο που βγήκε πριν άπό λίγο άπό έ6ώ μέσα; — Τον είδα. — Λοιπόν αυτός μέ την μπλε κσπαρντίνα δεν μου ά ρεσε ι. Έχω την γνώμη πώς παρακολουθεί τον Τζόνυ Γκάρ χαμ, αυτόν δηλαδή που ήρθε καί μου έκανε την πρωινή έπίο'κεφι. Κάποιοι κλέψανε τό παιδί του Πκάρχαμ καί ζητάνε λύτρα για νά του τό ξονσδώσουν. Οι άπαγωγεΐς έχουν βά λει σίγουρα αυτόν τον τόπο νά παρακόλουθή τόν Γκάρχαμ. Θέλω νά μάθω λοιπόν ποιος είναι αυτός μέ την μπλε καπαιρντίίνα καί για ποιους δου λεύει. Μάθε πώς λέγεται, μέ ποιούς κάνει παρέα, που κά θεται, τί δουλειά κάνει καί ό λα εκείνα τά άλλα που έχουν ένδιαφέρον. Θά τόν πάρης τό κατόπι καί περιμένω σύντομα άναφορά. "Άντε λοιπόν! Κου νήσου Ρούντυ! (*) Διάβασε το προηγούμενο τεύχος τοΟ Τζόε Ντίκ -μέ τόν τί» τλο «Τό τελευταίο άτοΟ>.
9
Ό Ρούντυ κούνησε μέ κατανόησι τό κεφάλι· κι* έφυγε. Σέ λίγο βρισκόταν ,στό δρό μο. Μέ την πρώτη ματιά που έρριξε κατάλαβε πώς ό Τζόε Ντίικ είχε δίκιο. Ό τύπος -μέ την μπλε καπαρντίνα εΐχε πά ρει τό κατόίπι τόν 'Γκράχσμ. — Όκέϋ!, μουρμούρισε ό κρεμανταλάς. Θά μπω τρίτος στην ουρά τώρα κι* έγώ. ίΚαί μέ τεμπέλικο βήμα άρ χισε νά παρ ακόλουθή τούς δυο άνθρώπουο πού σ' αυτό τό μεταξύ είχαν άφησε ι τη ,μεγά λη; λεωφόρο καί εΐχαν μπή στην οδό Μπλάντ. Ή οδός Μπλάντ δεν είχε -μεγάλη: κίνησι· αυτή τήν πρωινή ώρα. Τά μαγαζιά ήταν κλειστά άκο υ, α. -— Ευτυχισμένος κόσμος πού μπορεί καί κοιμάται καί πέρα άπό τίς εφτά τό πρωί, άναστέναξε ό Ρούντυ. Εμείς οΐ ντέτεκτιβ δεν μπορούμε νά χορτάσουμε ποτέ ύπνο. Τρείς μέρες καί νύχτες τώρα συνέ χεια μου κάνει... γυμνάσια ό Τζόε, ^ένεκα αυτές ο! απαγω γές των παιδιών. Λύσσαξανε τά βυζανιάρικα οι γκαιγκστερς. Άλλα που θά μου πά νε; Νά μή μέ λένε Ρούντυ Μπάθ, άν δεν λύσω τό μυστή ριο αύτής ττ^ς συμμορίας. Έ γώ δέν τό βάζω κάτω. Μπορώ νά κοιμάμαι· όρθιος οχι μονά χα τρία μερόνυχτα άλλά τρία χρόνια όλόκληρα. Στο τέλος όμως θά τούς σβερκώσω δλους αυτούς τούς γκάγκστερς όπως σβέρκωσα καί τούς έ,μ'πρηστές μέ τίς πράσινες
10
φόρμ ες (*). Κ ανε ι ς δεν μου γλυτώνει εμένα! Μπορεί νά μέ δέρνουνε καμμιά φο»ρά. Αυ τό όμως δεν έχει κορμιά ση μασία. Μπροστά στην έπιτυχία, τί αξία έχει... ένα χέρι ξύλο; 3Από τις ρελαγχολικές αυ τές σκέψεις έβγαλε τον κρευανταλά βοηιθό του Τζόε Ντΐκ ένα μαύρο αυτοκίνητο. Πίσω άΐπό τους χοντρούς μυωπικούς φακούς τά άλογίσια μάτια του Ρούντυ τρεμόπαιζαν. •—Τί είναι αυτό πάλι; μουρ μαύρισε. ΈΙδιε ένα μαύρο αυτοκίνητο νά πληισιάζη τό πεζοδρόμιο οπό όποΐο βάδιζε ό άγνωστος μέ την μπλέ καπαρντίνα. Α πό τη Βέσι του σωφέρ πρόβα λε τό κεφάλι μιας κοκκινομάλ λης γυναίκας. Ή κοκκινομάλ λα κι·3 ό ύποπτος άντήλλαξσν βιαστικά μερικές λέξεις. Ό Ρούντυ δεν μπόρεσε φυσικά ν3 άκούση τί είπαν γιατί βρισκό ταν Αρκετά μακρυά. Κατάλα βε όμως δτι η γυναίκα μιλού σε μέ ύφος σά νά διέταζε. Ό άνθρωπος μέ την μπλέ καπαρ ντίνα κούνησε τό κεφάλι και προχώοησε. Τώρα βάδιζε μέ ταχύ βήμα. Τό αυτοκίνητο έ μεινε πίσω μολάροντας αργά. Και ξαφνικά ό Ρούντυ άνασκίοτησε. Ό ύποπτος καθώς βάδιζε βιαστικά πέρασε δί πλα άπό τον Πκάοχαμ και τον σκούντησε. Κοντοστάθηκε κσΐ του ζήτησε συγγνώμη γιά την παρουσία του. Ό Γκάρ(*) Διάβασε τό τεύχος τοΟ Τζόε Ντϊκ με τον τίτλο «Τό χαμόγελο του Τρόμου».
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
χαμ κάτι είπε και ό άγνωστος προχώρησε- Μερικά μέτρα πιο πέρα τον πρόλαβε τό μαύρο αυτοκίνητο. Ή πόρτα του αυ τοκινήτου άνοιξε και πήδησε μέσα έκεΐνος μέ την μπλέ κ<χιταρντίνα. Τό αυτοκίνητο ανέ πτυξε ταχύτητα και χάθηκε σέ μιά πάροδο. Ό Ρούντυ έξυισε τη μύτη του. — Μου φαίνεται πώς μου την έσκασε, σκύφτηκε. Κατά λαβε δτι τον παρακολουθού σα και τδστριψε... Τά έκανα θάλασσα. Σχεδόν άμέσως δμως ξέχασε τό μοουρο αυτοκίνητο. Είδε τον Τζόνυ Γκάρχαμ πού περ πατούσε ώς εκείνη την ώρα άργά νά κλονίζεται. Πιάστηκε άπό τον τοΐχο μά δέν τά κ α τά φερε νά κράτηθή. Τά γόνα τά του διπλώθηκαν^στά δυο και γονάτισε βογγώντας. "Ύ στερα έπεσε μέ τά μούτρα στο πεζοδρόμιο κι3 έμεινε Α σάλευτος. Ό Ρούντυ έτρεξε κοντά του. Κι3 όλοι 5σοι περνούσαν εκείνη την ώρα άπ3 τό δρόμο έτρεξαν πρός^ τό μέρος του άνθοώπαυ πού είχε πέσει. "Ε νας άπ3 αυτούς ήταν γιατρός. "Έπιοοσε τό χέρι του Γκάρχαμ. Ό σφυγμός είχε σταμστήσει. "Άφησε τό χέρι νά πέση. — ΕΤναι νεκρός κύριοι, εί πε. — Τί έπαθε; ρώτησε κά ποιος άπό τούς περιέργους πού είχαν συγκεντρωθή. — Είναι φανερό, άπάντησε ό γιατρός, πώς πρόκειται γιά αιφνίδιο θάνατο, πού όφείλεται σέ συγκοπή τής καρδίας. Ειδοποιήστε τον Σταθμό Πρώ
ΣΚΟΤΩΝΕΙ
Π
τά λύτρα πού ζητούσαν αί άπαγωγεΐς χωρίς άντίρρησι μέ την ελπίδα πώς θά ξανάπαιρναν πίσω τά παιδιά τους. Αλ λά καί αυτοί πού πλήρωναν κι" εκείνοι πού δέν είχαν νά πληρώσουν δέν τά ξανάβλε παν. Οι κακούργοι έδιναν μο νάχα: μιά αόριστη ύπόσχεσι σ’ εκείνους πού είχαν καταβά λει τά λύτρα. «ιΜή στενοχω ριέστε. Τό παιδί σας είναι κα λά. Σέ λίγο θά τό έχετε σπίτι σας». Ύπόσχεσι εννοείται πού δέν κρατούσαν1. "Έτσι ένα πλήθος άπό οικογένειες πού ζούσαν πριν ευτυχισμένες, βρίσκονταν τώρα σ’ ένα πέλα γος άπελπ ίσιας. Ό πανικός μεγάλωνε άπό μέρα σέ μέρα. Πολλά ιδιωτικά σχολεία δ ι έκοψαν τά μαθήμα τα. Αλλά καί σ’ έκεΐνα πού 5έν είχαν διακόψει έλάχ ιστοί μαθητές πήγαιναν νά παρακο Πανικός λουθήσουν τις παραδόσεις. 01 στη Νέα Ύόρκη... γονείς δέν άφιναν τά παιδιά Α πράγματα χειροτέρευ τους, προτιμούσαν νά τά έ χουν κοντά τους. Τά δημόσια αν άπό μέρα σε μέρα. Ο ι γκάγκστερς άπαγωσχολεία που λειτουργούσαν έγεΐς παιδιών είχαν άποθ'ρασυν φροραύντο άπό Ισχυρές άστυθή. Πάνω άτό την μεγάλη: ττο- νομικές δυνάμεις. Τά πάρκα λιτεία μιά σκιά τρόμου^ είχε καί οί δρόμοι είχαν έρημωθή άπλωθή. Πολλές καινούργιες άπό παιδιά. 01 λ χαρούμενες έξαφανίσε ι ς σημε ιώθηκαν.5 Απ' Φωνές τών παιδιών πού έπαι αυτές άλλες κατηγγέλθησαν ζαν άλλοτε ξέννΟιαστα δέν άσττήν άστυνομ'ία κάί άλλες ό κούγονταν πιά. χι. Πολλοί πλούσιοι γονείς Ό θάνατος είχε απλώσει τών όποιων τά παιδιά είχαν τά φτερά^του πάνω άπό τί^ άπαιχθή άπό τούς άγνωστους στέγες τών ουρανοξυστών και γκάγκστερς προτιμούσαν νά πάνω άπό τις μεγάλες λεωφό έλθουν σέ έπαφή απ’ ευθείας ρους τής Νέας Ύόρκης. Γιατί μέ τους συμμορίτες, άγνοών- τά πράγματα δλο καί πήγαι τας τις άστυνομικές άρχές ναν στο χειρότερο. Έκτος απ’ στις όποιες δέν είχαν πιά ε τις άπσγωγές άρχισαν τώρα μπιστοσύνη. Αυτοί πλήρωναν νά σημειώνωνται καί φόνοι.
των Βοηθειών καί την Αστυ νομία. .. Ό Ρούντυ δέν μίλησε. Μέ σα στο αργοκί νητο μυαλό του εΐχσν τρυπώσει .μερικές αμφι βολίες. Δέν ήταν καθόλου βέ βαιος άτι ό Τζόνυ Γκάρχσμ είχε πεθάνει από συγκοπή τής καρδιάς. — Ποιος άκούει τώρα τον Τζόε Ντίκ!, μουρμούρισε ενώ άπομακ ρ υνόταν άπό τους^ πε ριέργους. *Ό,τι και νά μου πή θά έχη δίκιο. Σκοτώσανε έναν άνθρωπο (μπροστά στα μάτια μου... "Αλλά πάλι πώς τον σκοτώσανε; Ό Γκάρχαμ δέν έχει ούτε μια γρατζοιυνιά άπάνω του. "Άναψε τσιγάρο για νά παρηγαοηιθή καί^ πήρε τό δρόμο τής επιστροφής πρός τή Γενι κή Ασφάλεια...
Τ
ίϊ
Οί συμμορίτες τιμωρούσαν ιμέ θάνατον αυτούς πού κ απέφευ γαν στην αστυνομία και κατάγγελναν την έξαφάνισι των παιδιών τους. Και ό θάνατος αυτός: ήταν πολύ^ παράξενος και ανεξήγητος. "Ολα τά θύ ματα πέθαιναν από συγκόπή τής καρδίας. Οί θάνατοι απο δόθηκαν στην αρχή στην αγω νία και στις νευρικές κρίσεις πού βασάνιζαν τούς δυστυχι σμένους (ανθρώπους πού είχαν χάσει· τά παιδιά τους. "Υστε ρα^ρμως άρχισαν νά δημιουργούνται διάφορες υπόνοιες.Οί έφημιερίβες πού πρώτες δηίμοσί σαν τούς αιφνίδιους αυτούς θανάτους ιέδωκαν άφορμή ιμέ διάφορα ύπονούμενα νά έννοηθή ότι όλα αυτά πού συνέβαί νον ήταν κάπως μυστηριώδη καί άνεξήγητα. «Είναι περίεργο, τόνιζε ό «Κήρυξ τής Νέας Ύόρκης» αυτό πού συμβαίνει. Πεθαίνουν ^ πολλοί τώρα τελευταία άπό ^συγκοπή ικαί^κατά σύμπττωσι ίδλοι αυτοί είναι γονείς άπαIχθέντων παιδιών πού είχαν κα Ιταφύγει στην αστυνομία νά Ικαταγγείλουν έξαφανίσεις. Το |πιό περίεργο επίσης είναι δ|τι οί ιατροδικαστές πού κάΙνουν τις νεκροψίες δέν κατορ θώνουν νά βρουν άλλην έξήγη σι. Τά πτώματα δέν φέρουν καμμιά κάκωσι ώστε νά δικαιολσγηθή ό θάνατος άπό εξω τερική αιτία. Πυκνός πέπλος μυστηρίου καλύπτει τά φόβε ρά έγκλήματα πού διαπράττανται στη Νέα Ύόρικη. Τό ιμυ /στήριο αμως αυτό πρέπει νά διαλυθή τό συντομώτερο. Αια ΐφορετιικά φρονούμεν καί μαζί
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
μέ^μάς ολόκληρος ή κοινή /γνώμη; ότι οί διευθυντές τίς α στυνομικής μας δυνάμεως πρέ πει· νά παραιτηθούν διά νά έλ θουν άλλοι αντάξιοι τών περί στάσεων άνίδρες μέ πυγμήν, θέ λησιν καί άποφα,σιστικότητσ διά νά εξοντώσουν τούς υπαιτί ους 'γκάνγκστερ πού έχουν βυ /θίσει σέ πένθος καί αγωνία- έ~ ικατοντάδες μητέρες κιαί πα τέρες. Ή υπομονή τού κόσμου έξηιντλήίθη. "Ας τό. καταλάβουν ;έπί τέλους οί αρμόδιοι...» Δύο αινίγματα περιμένουν άτΓάνττκτι
ΙΝΣιΠΕΚΤΟΡ ΤΟΡΕΝΣΟΝ πέταξε την έφημε ρίδα πού κρατούσε. — Νομίζω Τζόε, είπε πως ιό «Κήρυκας» δέν έχει εντελώς άδικο. ΕΤνίαι τώρα δυο μήνες ,περίπου πού οί κακοποιοί αυ τοί οργιάζουν χωρίς έμεΐς νά καταφέρουμε νά κάνουμε τί ποτα. Έγώ τουλάχιστον προρωπικώς νομίζω πώς δέν μου μένει παρά νά παραιτηθώ. Ό Τζόε Ντίικ πού καθόταν απέναντι του σκεφτικός ιμέ τό κεφάλι ανάμεσα στις δυο πα λάμες του σήκωσε τά μάτια καί τον κύτταξε. — Ελπίζω πώς δέν τό λές σοβαρά ίνσπέκτορ!, εΐπε. — Σοβαρά μιλάω Τζόε!, αναστέναξε. — Αυτό θά ίσοδυναμούσε μέ φυγομαχία κύριε όπιθεωρη τά, συνέίχισε ό ντέτεκτιβ. Δέν πρέπει νά ^άφήσουμε στη μέ ρη τον αγώνα πού άρχίσαμε. Τό καθήκον μας είναι νά συνεχίσαυμε δσο νά έξοντώσου-
Ο
ΣΚΟΤΩΝΕΙ
με {χύτη τή σατανική σπείρα. — Εξοντώνει κανείς κάτι πού βλέπε ι·^ Τζόε. Έρεΐς δμως δεν βλέπουμε τίποτα. *Ή ιμάλλον 1 μέ-χρι τή στιγμή τουλάχιστον δεν έχουμε τίπο τα χειροπιαστά. Οι κακούργοι δ,ρουν σαν σκιές. Άπαγάγσυν παιδιά και σκοτώνουν αθώους ανθρώπους χωρίς νά αφήνουν κανένα ίχνος. Πόσο ιμπορεΐ να τραβήξηι αυτό; — Όχι πολύ άκόιμία κύριε ίνσπέκτορ !, άπάντηισε σε τό νο έπίσημο ό ντέτεκτιβ. Κάτι μού λέει πώς αυτοί οί κακουρ γοι πολύ σύντομα κάίπου θά σκοντάψουν καί θά πέσουν στά χέρια μας. Ό επιθεωρητής Τόρενσον κούνησε δύσπιστα το κεφάλι. —Έχουμε νά κάνουμε με σατανικούς έγκλη|ματίες, εΐπε. Πολύ φοβάμαι άτι άφου ώς τώρα δεν μπορέσαμε νά κάνου με τίποτα καίί στο (μέλλον δεν θά καταφέρουμε περισσότερα. — Καί δμως κάτι πρέπει νά υπάρχη; που θά μπορούσε νά μάς 6άλη> στά ίχνη αυτής τής συμμορίας!, άναστέναιξε ό Τζόε Ντίκ1. Κάτι που έμάς ποόις τό παρόν τουλάχιστον ιμάς διαφεύγει. Σ’ αυτή τήν ύπόθεσι υπάρχουν δυο κυρίως σημεία που μένουν άνεξήγητα. Τό ένα εΐναι ό τρόπος καί τά μέσα πού χρησιμοποιούν γιά νά διαπράττουν τούς φόνους οί έγκληματίες αυτοί. ^Εχου με μέχρι αυτή τή στιγμή δέκα εφτά φόνους πού εΐναι χωρίς άμφιβολία φόνοι καί τούς ό ποιους έν τούτοις οί ιατροδι καστές χαρακτηρίζουν ώς
13
συγκοπές καρδιάς γιατί βέ βαια ούτε ή νεκροψία ούτε ή προσεχτική ιέξωτερική έξέτασι των πτωμάτων κατάφερε νά άποδείξηι τίποτα διαφορετικό. Καί δμως όλοι είμαστε βέ βαιοι οτι οί δεκαεφτά αυτοί άνθρωποι δολοφονηθηικαν.ιΠώς όμως; Μέ ποιο τρόπο; Οί γιατροί διαπιστώνουν παράλυ σι τής καρδιάς μέ απότομη διακοπή τής λειτουργεί ας της καί ώς φυσικό έίπακόλουθο τον θάνατο. Υπάρχει κατά συνέ πεια ένα μέσον θανάτου που χρησιμοποιούν έναντίον των θυμάτων τους οί συμμορίτες πού έμεΐς δεν ξέρουμε. Αυτό εΐναι τό ένα άπό τά αίνίγματα πού μένουν άνεξήγητα. Τό άλλο εΐναι ή τύχη των άπα χβέντων παιδιών. Κανένα άπό τά παιδιά πού άπήγαγον ώς τώρα οί γκάγκστερς, ^είτε πλήρωσαν είτε οχι τά λύτρα οί γονείς του δεν έπέστρεψε σπίτι του. Τίι άπέγιναν αυτά τά παιδιά; — Φυσικά τά σκοτώνουν οί συμμορίτες, είπε ό Τόρεν σον. "Έχεις αμφιβολίες γι’ αυτό; Ό Τζόε Ντίκ κούνησε τό κεφάλι. — Καί δμως κύριε έπιθεωρη(τά. Εκατόν πενήντα γυμνά σμένα σκυλιά καί τριακόσιοι έμπειροι αστυνομικοί, όπως ξέρετε σείς καλύτερα άπό μέ να ενεργούν καθημερινώς έ ρευνες σέ όλες τις περιοχές δπου είναι δυνατό οί άπαίίσιοι αυτοί έγκληματίίες νά έχουν θάψει τά πτώματα τών αθώων θυμάτων τους. Καί μολονότι οί έρευνες αυτές γίνονται ιμέ
14
σύστη|μα και πείσμα μπορώ νά πώ κανένα πτώμα παιδιού δέν βρέθηκε Ακόμα. Αυτό δεν σας κάνει έντύπωσι; Ό Τόρενσον κύτταξε ιμέ α πορία τον ντέτεκτιβ. — Δεν καταλαβαίνω που θέλεις νά κατάληξης Τζόε, εί πε. — Δεν έχω καταλήξει που θενά ίνσπέκτορ. Διαπιστώνω όμως ένα γεγονός. Τό γεγονός αυτό ίσως μάς όδηγήση σύν τομα στα Τχνη της σπείρας που έχει σκορπίσει τον πανι κό στη Νέα Ύόρκη. Ό Αστυνομικός έπιθεωρη τής σηκώθηκε. — Λυπάμαι πολύ Τζόε. 3Αλλά κάθε μέρα που περνάει τά πράγματα γίνονται ^χειρό τέρα. Ή άπόψσσί μου δεν Αλ λάζει. Νομίζω πώς πρέπει νά παραιτηθώ. — Τό πιο σωστό εΐναι νά περιμένουμε μερικές μέρες Α^κάμα!, είπε ό ντέτεκτιβ ένώ ένα αινιγματικό χαμόγελο κρε μόταν στα χείλη του. Μπορεί κάτιι νά γίνηι σ> αυτό τό μετα ξύ. Ό Τόρενσον εΐδε τό αινι γματικό αυτό χαμόγελο καί κοντοσταθηκε.^ ---- Κάτι μου κρύβεις Τζόε!, εΐπε. — Κάτι ύπσοχει στο μυαλό μου! , παραδέχτηκε ό ντέτεκτιΐβ. "Αλλά είναι τόσο Απί θανο που θά φαινόμουν πολύ γελοίος άν τό ΑπεκΑλυπτα σέ κάποιον. Τό κρατάω λοιπόν μονάχα γιά τον εαυτό μου* "Αν βγή Αληθινό όμως αυτό που σκέπτομαι θά έχουμε κερ δίΐσει τον πρώτο γύρο σ’ αυτή
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
τή σκληρή μάχη που δίνουμε. Τό συννεφιασμένο πρόσωπο του ινσπέκτορος ξαστέρωσε απότομα. ^ — Μιλάς σοβαρά Τζόε; ρώ τησε. — Φυσικά. — Τότε λοιπόν αλλάζει. Μπορώ νά άναβάλω γιά ,μερι κές μέρες τήν παραίτησί μου. — Καί κάτι άλλο κύριε έπιθεωρητά. Αύριο μερικές κυ ρίες θά σάς ζητήσουν νά χορη γήσετε άδεια γιά τήν όργάνω σι ένός παιδικού χορού στό «Όλυΐμπικ Χωλ». Μήν Αρνηθή τε αυτή τήν άδεια. Ό Τόρενσον ζάρωσε τά φρύ δια του. — Παιδικός χορός αυτές τίς μέρες; Μά εΐναι τρελλές αυτές ο! κυρίες; Ό Τζόε Ντίκ χαμογέλασε. — Καθόλου. "Ακριβώς ε πειδή εΐναι αυτές ο! μέρες πρέπει, νά επιτροπή αυτός ό χορός. Τά πλούσιόςπαιδα πού θά συγκεντρωθούν έκεΐ ίσως Ανοίξουν τήν όρεξι τής ,συμίμορίας τών κιντνάππερς. ιΟ χορός θά εΐναι ένα λαχταριστό δόλωμα γιά τούς κακούργους,. Ό επιθεωρητής Ανασηκωσε τούς ώμους. — "Οκέϋ Τζόε!, Αναστένα ξε. Σέ σένα κανείς δέν μπορεί νά Αρνηθή τίποτα. Καί ποιες εΐναι αυτές οί κυρίες; —Ό Σύλλογος προς Προσ τασίαν τών "Απόρων Βρεφών. — Πρώτη φορά μαθαίνω πώς υπάρχει ένας τέτοιος συλ λαγός. Ό ντέτεκτιβ χαμογέλασε πάλι.
ΣΚΟΤΩΝΕΙ
— Δέν είναι πολλές ώρες που δημιουργήθηικε. 9Ηταν μια εμπνευσι μιας γνωστής σου κοπτέλλας. — Ποιας;^ — Τής Λύντια Τόρεν, τής άρρσβωνιαστικιάς^μου. Ή Λύν τια θά έμφανισθή ώς πρόε^δρος του συλλόγου αυτού. *Ητσν μια δική της ιδέα. Μου την εΐπε και έγώ την βρήκα πολύ έξυπνη. — Πολύ φοβάμαι Τζόε, άναστέναξε ό Ινσπέκτορ, πώς άρχισες νά μπερδεύης τό κο ρίτσι σου σ* επικίνδυνες δου λειές. 01 τελευταίες όδηγίες...
ΚΟΥΣΤΗΚΕ να χτυπά ένα γκόγκ. Οί άνθρωποι πού βρίσκονταν μέσα στο δωμάτιο σταμάτησαν νά μιλούν. 9 Ηταν έκιεΐ περισσότε ροι από είκοσι άντρες καί μια γυναίκα. Πριν από λίγο κάπνι ζσν καί κουβέντιαζαν μεγαλό φωνα. Ή γυναίκα εΐχε κόκκινοο μαλλιά καί γκρίζα μάτια. "Ακούστηκε μιά φωνή. Ή φω νή ερχόταν από κάποιο μεγά φωνο πού υπήρχε στο βάθος τού δωματίου. Εκείνος πού μιλούσε δέν φαινόταν. Θά ήταν σίγουρα σέ κάποιο άλλο δω μάτιο ή κάπου άλλου πιο μακρυά καί μιλούσε μπροστά σ* ένα μικρόφωνο. — Τελευταίες όδηγίες, εΐ πε ή φωνή. Αύριο τό βράδυ στο «"Ολυμπικ Χώλ» θά μπή σ’ έφαρμογή τό σχέδιο πού έ χουμε καταστρώσει. Ή έπιτυ χία μας θά είναι μια άπάντη-
15
σι στην πρόκλησι πού μας γί νεται. Γιατϊ δέν πρέπει νά έ χετε καμμιά άμφιοολίΐα δτι ό παιδικός αυτός χορός πού ώργανώθηκε από την Αύντια Τόρεν άποτελεί πρόκλησι για μάς, ενώ έξ άλλου έχει σκο πό νά άναπτερωση τό ηθικό των τρομοκρατημένων άπό την δράσι μας κατοίκων του Σέν* τραλ Σίτυ. Είναι· ή πρώτη φο ρά πού έπιιχειρουμε όμαδικές άπαγωγες παιδιών. Είμαι ά πολύτως βέβαιος πώς θά πετύ χουμε. Αύριο τό βράδυ πρέ πει νά άπαχθούν μέσα άπό τό «"Ολυμπικ Χώλ» είκοσι ταυλάχ ιστόν παιδ ι ά. Φ ροντ ίστε τα παιδιά αυτά νά άνήκουν στις ^πλουσιότερες οικογένει ες τής Νέας Ύόρκης. "Ετσι τά κέρδη μας θά είναι μεγα λύτερα, άφου θά ζητήσουμε καί θά είσπράξουμε άκριβά λύ τρα. Ό άρχηγός υπενθυμίζει δτι δλαι εκείνοι πού έχουν ό» ρισθή νά πάρουν μέρος στην έπιχείρησι πρέπει νά φορούν άψογα φράκα καί νά φέρωνται σόον άνθρωποι μορφωμένοι καί πλούσιοι. "Εχουμε έφοδιασθή εγκαίρως μέ τά απαραίτητα εισιτήρια. Ή φιλανθρωπική ε ορτής θά άρχίστι στις όκτώ Α κριβώς. Θά πάτε στο «"Ολυιμπιικ Χώλ» χωριστά ό καθέ νας. Δέν πρέπει νά κινήσετε υποψίες. "Εως τις εννιά θά πρέπει νά είστε σκορπισμένο μέσα στη μεγάλη αίθουσα Α νάμεσα ατούς άλλους προσκα λεσμένους. Ή έπιχείρησι θ’ Αρχίση στις δέκα ακριβώς.Ή κοκκινομάλλα ηΑν Ζάρφιθ θά έχη τό γενικό πρόσταγμα καί θά δώση τό σύνθημα. Θά φ®*
80
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ \ V
ραη ενα κίτρινο φόρεμα και ο- ^ — Λοιπόν προσοχή καί λοι θά βρίσκεσθε σέ θέσεις^ καλή τύχη. Αυτές ήταν οι τε πού νάμπορήτε νά την βλέπε- *·Τ λευπαΐες οδηγίες του άοχηγου. τε, Ή "Αν θά έχη> στά^,μαλλιά Υ Αντήχησε πάλι τό γκόγκ της ένα άσπρο λουλούδι. "Οκαί οι είκοσι άνθρωποι σηκώ ταν βγάλη αυτό το λουλούδι θηκαν καί προχώρησαν προς άπό τά (μαλλιά της θά σημσί- , την έξοδο. Ή κοκκινομάλλα έ νη πώς έφτασε ή ώρα. Ό μεινε τελευταία. Μέσα στά Νταίηβς θά βρίσκεται κοντά μάτια της ταξίδευαν στους γενικούς διακόπτες. "Ε γκρίζα σκιές. Ή "Αν Ζάρ νας άπό σάς θά τρέξη νά είδο παράξενες ήξερε πώς άν πετύχαινε ποίηση,· άμέσως τον Μταίηβς φιθ αυτό τό κόλπο θά είχε πολλά κι* αυτός θά κατεβάση τούς νά κεοδίση. Ή θέσι του υπαρ διακόπτες. Μέσα στο σκοτάδι χηγου τής συμμορίας την περί κατόπιν θά μπορέσετε νά δ ου μενε. λέψετε άνετα. Φροντίστε νά έχετε τ5 αυτοκίνητά σας σέ 40 κρεμανταλάς σηιμεΐα έξω άπό τό θέατρο σέ Ρούντυ άρχίζει... τρόπο πού νά μπορέσετε νά Ο «ΟΛΥΜΠΙ Κ ΧΩΑ» ή ξεκινήσετε άμέσως χωρίς έμταν κατάμεστο έκεΐνο τό πόδιο. Ό καθένας άπό ένα ■βράδυ. Εκατοντάδες αυ παιδί. Μέσα στον πανικό καί τοκίνητα είχαν παρκάρει γύ οπό πανδαιμόνιο πού θά δημι ρω άπό τό θέατρο όπου είχε ουργηθή θά ξεφ άγετε εύκολα. Σέ περίπτωσι ανάγκης θά χρη δώσει ραντεβού ή εκλεκτότε ρη μερίδα τής κοσμικής Νέας σ (| μοπο ιήσ ετε τ ά π ιστόλ ι α Ύόρκης. Τό όνομα τής Λύντια σας. "Υστερα άπό τό θέατρο θά κατευθυνθήτε άπό διάφορε Τόρεν ήταν μιά^έγγύησι για τικούς δρόμους ό καθένας τήν ποιότητα τής φιλσνθρωπι κής αυτής εορτής. Περισσότε προς την άκτΐνα Ι). ^’Από έ ρα άπό πεντακόσια παιδιά η κεΐ θά άναλάβουν άλλοι τά λικίας άπό πέντε έως δέκα έπαιδιά. Μην ξεχάσετε νά χρη σιμοποιήισετε τις άνατσθητι - τών συνοδευόμιενα ..άπό τούς κές ενέσεις. Οι μικροί αιχμά γονείς τους είχαν σύγκεντρω θή εκεί καί διασκέδαζαν μέ χα λωτοι άπό την πρώτη στιγμή ρπτωίμένα αποκριάτικα κοστου πρέπει νά γίνουν ακίνδυνοι. Οι μια. Κύριοι μέ φράκα καί κυ φωνές καί τά κλάματά τους μέσα στά αυτοκίνητα μπορεί ρίες μέ έξωμες τουαλέττες νά σάς ποοδώσουν. Οί αναι πλαισίωναν τά χαρούμενα πσι σθητικές ενέσεις θά σάς άπαλ δάκια. Μιά ατμόσφαιρα ξε λάζοι λ" άπό αυτόν τόν^ κίνδυ γνοιασιάς, κεφιού καί εγκαρ διότητας επικρατούσε μέσα νο. "Εχει κανείς άπό σάς κσιμ στο θέατρο. Κάτω όμως άπό μιά απορία; Κανείς δεν μίλησε. Ήταν την ξεγνοιασιά καί τήν έγκαρ όλοι κατατοπισμένοι. Ή φω διότητα αυτή κρυβόταν μιρ διάχυτη ανησυχία, νή ξανακούστηκε;
ΣΚΟΤΩΝΕΙ
"Εξω οπτό τό θέατρο και ο5 άλες τις παρόδους πού έφερ ναν στο «Όλυιμπιικ Χώλ» άστυ φύλακες και αξιωματικοί τής Αστυνομίας μέ πολιτική περίβολή παρακολουθούσαν άγρυ πνά κάθε κίνησι. Τό ίδιο και μέσα στή μεγάλη αίθουσα ο πού γινόταν ή μεγαλοπρεπής εορτή ένα έξασκημένο μάτι θά ξεχώριζε μερικά πρόσωπα γε ροδεμένων ανθρώπων πού φαι νομενικά διασκέδαζαν, στήν πραγματικότητα όμως είχαν μιά σοβαρή αποστολή. Νά προστατεύσουν τά παιδιά σέ πειρίπτωσι επιδρομής των κιν τάππερς. Κάτω από τά καλό βαλμένα φράκα κρύβονταν μ’ επιμέλεια ημιαυτόματα πιστό λια έτοιμα νά χρησιμοποιη, Βουν από ρμπειρα χέρια σέ πε ρί(πτωσι κινδύνου.^ λτή μεγάλη αίθουσα ό Τζόε Ντίικ άδειαζε ήσυχα τό ποτή ρι του κουβεντιάζοντας τροφέ ρά μέ την Δόντια Τόρεν. Ή Δόντια έλαμπε από ομορφιά καί νειάτα. Πολλές από τις κυρίες πού κάθονταν σέ άλλα τραπέζια γύρω από τήν πί στα έρριχναν βλέμματα θαυ μασμού προς τό μέρος τής νέας, ενώ οί άντρες κύτταζαν κάθε τόσο ζηλιάρικα τον με λαχροινδ ντέτεκτιβ πού είχε τήν ευτυχία νά αγαπιέται από μιά τόσο γοητευτική κοπέλλα. ^ Δίγο πιο πέρα ό κρεμαντα λάς Ρούντυ μέσα σ5 ένα άψο γο φράκο σκόρπιζε... άλογί σια χαμόγελα σ3 έναν κύκλο κυριών καί δεσποινίδων πού τον είχαν περί κυκλώσει καί τον άκουγαν μέ θαυμασμό νά διη(γήται ένα άπό τά τελευ -
17
ταΐα κατορθώματα του. — τΗταν έντεκα οί συμμο ρίτες, έλεγε, καί μου ρίχτη καν άπό όλες τις πλευρές. Κρα τούσαν αυτόματα καί καραμπΐ νες. Ένας άλλος στή θέσι μου φυσικά θά δείλιαζε καί θά οπισθοχωρούσε. Άλλα εγώ δέν είμαι άπό εκείνους πού τά χάνουν εύκολα. Κινήθηκα κεραυνοβόλα καί άρπαξα τον έ ναν άπό τό λαιμό, ένώ ταυτοχρόνως τσινούσα εκείνον πού βρισκόταν πίσω μου. Μ3 ένα σ,μπάρο δηλαδή δυο τρύγο· νια. Μέ τό ελεύθερο χέρι μου κατέβασα μιά γροθιά σ3 έναν τρίτο καί τον διέλυσα. "Υστε ρα ρίχτηκα στους άλλους. 3Ε κεί νά δή,τιε γλέντι! Πού σέ πονεΐ καί πού σέ σφάζει! Δέν προφταίνανε νά μετράνε. Φυσι κά δέν κάθονταν κι3 αυτοί μέ δεμένα χέρια. "Αρπαζα κι3 ε γώ μερικές αλλά αυτοί άρπαζαν^ πε'ρισσότε,ρε ς. Στο τέλος κέρδισα όπως ήταν φυσικό τή μάχη· καί μέ πήγανε... σηκω τό στο Σταθμό Πρώτων Βο ηθειών καί άπό εκεί στο νοσο κομεΐο. ^— Πώς τά^ λέτε! Πώς τά λέτε!, είπε κάποια. Είσθε πε ρίφημος^ κύριε Μπάθ! — Είμαι καί φαίνομαι!, α πάντησε παραπονιάρικα ό κρε μανταλάς βοηθός τού Τζόε Ντίκ. 3Αλλά κανείς δέν τό ποε ραβέχεται. 3Εγώ όμως έχω ή συχη, τή συνείδηισί μου γιατί κάνω απλώς τό καθήκον μου. Πρέπει νά σάς πώ ακόμα δτι ώρισμένες φορές... ώρισμένες φορές... ώριισμέ... Μέ συγ χωρήτε ένα λεπτό... Κάτι είχεδή ό Ρούντυ καί
τά μάτια του γουρλώσομε. 01 λέξεις μπερδεύτηκαν στη γλώσσα του και παραμερίζον τας τις θαυμάστριές του πού τον εΐχαν στη μέση κατευθύνθηκε π,ρός την απέναντι πλευ ρίτης αιθούσης. Τό άλογίσιο μούτρο του είχε μιά παράξενη, έκφρασι. — Αυτή είναι!, μουρμούρι σε καθώς προχωρούσε. Βάζω στοίχημα μέ τό κεφάλι μου πώς αυτή είναι!... Δεν γελιέ μαι! "Έχω μύτη εγώ! Λεν γε λιέμαι ποτέ εγώ! Ανάμεσα σέ ένα έκατομμύ ριο γυναίκες θά μπορούσε νά τήν άναγνωρίση ό Ροάντυ Μπάθ. Ήταν ή κοκκινσμμάλα πού είχε δή μέσα στο μαύρο αυτοκίνητο στήν οδό Μπλάντ ! Ή γυναίκα πού μίλησε μέ τον άνθρωπο πού φορούσε τήν μπλέ κατπαρντίνα εκείνο τό πρωί πού τόσο ξαφνικά πέθανε ένώ βάδιζε ό δυστυχισμέ νος Τζόνυ Γκάρχαμ! Αυτή ή ταν χωρίς καμμιά αμφιβολία. — Νομίζω πώς πάω γιά καινούργιους θριάμβους! ,μουρ μαύρισε. Σπρώχνοντας δεξιά καί άριστερά κατευθύνθηκε προς τό μέρος της φροντίζοντας πάντα νά μήν τήν χάνη άπό τά μάτια του. Ή κοκκινομάλλα φορούσε ένα κίτρινο έξωμο φόρεμα και χόρευε μέ κάποιον ψηλό νέο πού φορούσε φράκο. Ό Ρούντυ πλησίασε περισσότερο καί όταν έφτασε πολύ κοντά τους άπλωσε τή χερούκλα του καί τά δάχτυλά του γαντζώθηκαν στον ώμο της. —· "Έχω κάτι νά σάς πω μαντάμ!, δήλωσε μέ ύφος έπίσημο. "Ακολουθήστε με! Ή κοκκινομάλλα "Αν Ζάρ-
φιθ σταμάτησε νά χορεύη καί τον κύτταξε ξαφνιασμένη. "Υ στερα γύρισε ατό συνοδό της. ^ — Ποιος είναι αυτός ό η λίθιος Μάϊκλ; ρώτησε. Ό νεαρός^ μέ τό φράκο έκα νε μιαν απότομη κίνησι νευ ριασμένος καί αρπάζοντας τό χέρι τού Ρούντυ πού κρατού σε άπό τον ώμο τήν κοκκινο μάλλα τό τίναξε μέ ορμή προς τά κάτω. — Μακρυά τις χερούκλες σου άπό τήν κυρία κτήνος!, γρύλλισε. Ποιος σου έδωσε τό δικαίωμα νά ένοχλής τον κό σμο; Ό Ρούντυ έξυσε τή μύτη του, όπως συνήθιζε νά κάνη ό ταν ήθελε νά κατεβάση ιδέες. Είδε τή γυναίκα νά ρίχνη μα τιές μέ αγωνία στο ρολόϊ της. Ή ώρα ήταν δέκα παρά λίγα \ν
Στό μεταξύ, κάποιοι τον
ί/πονλα άπό πίσω....
δευτερόλεπτα. Ή κοκκινομάλ λα σήκωσε τό χέρι νά βγάλη άπό τά μαλλιά της τό άσπρο λουλοΰδυ "Ήξερε πώς είκοσι συμμορίτες είχαν τό βλέμμα καρφωμένο τούτη τή στιγμή άπάνω της περιμένοντας τό σύνθημα. Σήκωσε τό^χέρι άλ λα σχεδόν αμέσως τό κατέβα σε καί γούρλωσε τά μάτια. Ό Ρούντυ είχε κατεβάσει τήν ιδέα π6υ ήθελε καί είχε βγά λει τό συμπέρασμα πού τού χρειαζότανε. "Έπαψε νά ξύνη τη μεγάλη μύτη του καί έντελώς ξαφνικά τίναξε τή γροθιά του προς τά εμπρός. Ή γρο θιά έπεσε μέ δυναμι ανάμε σα στα δυο φρύδια τού νέου μέ τό φράκο. Ό νέος ταλαντεύ θηικε γιά μερικά δευτερόλεπτα άπάνω στά τακούνια του σαν χαλασμένο εκκρεμές, βόγγησε κι5 έφερε τό χέρι στήν έσωτε ρική τσέπη, τού φράκου του. Ό Ρούντυ κατάλαβε δτι δέν έπ,ρόκειτο νά βγάλη άπό κεΐ μούσμουλα καί σήκωσε τήν ποδάρα του. Ή ποδάρα του βρόντησε άγρια στο σαγόνι τού φρακοφαρεμένου καβαλλιέ ρου τής κοκκινομάλλας καί τό σαγόνι έφυγε από τή θέσι του. Ό κάτοχος τού σαγονιαΰ άνα πήδησε σά νά χόρευε ρακ— έντραλ καί ουρλιάζοντας σάν ξενυχιασμένη, γάτα έπεσε μέ τά μούτρα στίς πλάκες. — Αυτό γιά νά μάθης νά μιλάς μέ περισσότερη ευγέ νεια σέ κάτι κυρίους σάν καί μένα κάθαρμα!, είπε ό Ρούν τυ κι" έφτιαξε τό φιόγκο τής γραβάτας του. Ελπίζω τώρα νά έβαλες μυαλό ! Ή κοκκινομάλλα ξέχασε τό άσπρο λουλούδι κι5 έγινε κί τρινη σά θειάφι.
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
— Βοήθεια! Βοήθεια! “Έ νας τρελλός!, στρίγγλισε. Ό Ρούνσ,υ ώρμησε άπάνω της.
Ό χορός σταμάτησε καί πολλοί έτρεξαν προς τό μέ ρος τής γυναίκας πού καλο ύ σε βοήθεια. Χέρια- άρπαξαν τον Ρούντυ από τούς ώμους Ό Ρούντυ τρώει ξύλο καί τον τράβηξαν πρός τά πί άλλα σώζει είκοσι παιδάκια. σω, Φράκα μπήκαν ανάμεσα ΩΡΑ ήταν δέκα ακρι σ’ αυτόν καί στην κοκκινομάλ λα. βώς. Αυτή τή στιγμή σύμφωνα μέ τό σχέδιο — Αφήστε με!, ούρλιαζε ο! είκοσι φρακοφσρεμένοι συμ ό Ρούντυ. Πιάστε τη;ν! Μην μορίτες πού ήταν σκορπισμέ την άφήσετε νά φύγη! νοι μέσα στην αίθουσα περί» — Φρόνιμα κύριε!, τον έμεναν το σύνθημα για νά δρά πέπληιξε κάποιος. Δεν φέρον σουν. Είδα όμως την κοκκινο ται έτσι σέ καθώς πρέπει κυ μάλλα νά φωνάζη χωρίς νά ά- ρίες. Είισθε μεθυσμένος; φαι,ρή, το άσπρο λουλούδι από — Δέστε τον!, φώναξε έ το κεφάλι της. Αυτό ήταν ση νας άλλος. Είναι μανιακός! μάδι πώς δεν έπρεπε νά βά Δεν βλέπετε πως άλλοιθωρίλουν .μπροστά τό σχέδιο. Ή ζουν τά μάτια του; Φέρτε σκοι "Αν Ζάρφιθ είχε τό γενικό νιά νά τον δέσουμε. πρόσταγμα. "Ετσι είχε διστά — "Ατιμε!, βρυχήθηκε ό ξει ό αρχηγός τους. Γι’ αυτό Ρούντυ. Εμένα νά δέσουνε; τό λόγο άφοϋ ή κοκκινομάλλα Ξέφυγε άπό τά χέρια έκείδει έδινε τό σύνθημα κανείς δεν έτρεξε νά είδαποιήση τον νων πού τόν κρατούσαν καί Νταίηβς νά κατεβάση τούς μούνταρε άπάνω σ’ αυτόν πού τόν είχε πή τρελλό. ’Αλλά δεν διακόπτες νά γίνη σκοτάδι. Τά φώτα λάμπανε καί έξακο πΐρόφτασε νά κάνηι καί μεγά λουδόυσαν νά φωτίζουν άπλε λα πράγμοπα. Τώρα όλοι σχε δον ήταν βέβαιοι πώς είχαν να τα τή μεγάλη αίθουσα. ιμ’ ένα μεθυσμένο καί Οι φωνές όμως τής κόκκινα κάνουν ρίχτηκαν απάνω του. Οί γρο μάλλας είχαν προικαλέσει μίαν θιές άρχισαν νά πέφτουν βρο άπερίγραπτή, σύγχυσι ανάμε χή,. Οι χερούκλες καί οί πο σα στα παιδιά καί στούς με δάρες του κρεμανταλά παρέλυ γάλους. Σύγχυσι πού μετάάπό τά χτυπήματα καί ύ βλήθηκε σέ πανικό όταν ό σαν στερα από λίγο ό Ρούντυ Ραύντιο ώρμησε για δεύτερη Μπάθ είχε ξαναβρή τή συνηθι φορά άπάνω της. σμένη έμψάνισί του: Μάτια — Ξέρω ποια είσαι!, μο<υρ μπλέ—μαρέν άπό τις γροθιές, μουρισε ό κρεμανταλάς. Δεν μύτη πρησμένη σαν μελιτζά μου γλυτώνεις! να καί μελανιασμένα μάγου —Βοήθεια!, στρίγγλισε ή λα. Κι* βταν ύστερα άπό λί Ζάρφιθ. Βοήθεια είναι τρελ- γο τόν μετέφεραν μ’ ένα φο λος καί θέλει νά με πνίξη. ρείο στο Σταθμό των Πρώτων
Η
ΣΚΟΤΩΝΕΙ
Βοηθειών εΐχε βυθιστή σ’ έ ναν βαθύ λήθαργο. Κάνεις ώς τόσο δεν ήξερε ούτε ό ίδιος φυσικά δτι ιμέ τό.. ξύλο πού έφαγε είχε γλυτώσει είκοσι άθώα παιδάκια άπό τά χέρια των γκάνγκιστερ καί είχε βά λει στα ίχνη τής πιο φοβερής συμμορίας πού έμφανίστηκε ποτέ στη Νέα Ύόρκη τον θρυ λικο ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ, τόν διάσημο κοκαυργακυνηγό καί προστάτη του Δικαίου. . . Γιατί πραγματικά ό Τζόε Ντίκ εΐχιε βάλει κι* δλας ·μπρο στα τό σχέδιο πού θά τόν έ φερνε στη φωλιά των κιντνάππερς. "Όταν είδε τόν Ρούντυ νά λογοφέρνη με την κοκκινομάλλα μπήκε άμέσως στό νόημα. Θυμήθηκε την κοκ κινομάλλα γιά την όποια του είχε μιλήσει την ήμέρα^ πού τόσο ξαφν’.κά πέθανε ενώ βά διζε στην όδό Μπλάντ ό Τζό νυ Γκάρχαμ. Δεν ήθελε περισ σότερα. "Αφησε την Λυντια καί σηκώθηκε. *Απέφυγε νά μπή στη φασαρία άλλά με μά τι άγρυπνο παρακολούθησε ό λους έκείνους πού βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα. ’Από κι νήισεις πού εΐδε καί μισάλογα πού ακούσε κατάλαβε πώς άνάμ'εσα στούς άλλους προσκε κλημενους τής Φιλανθρωπικής Εορτής υπήρχαν καί συμμο ρίτες. Βεβαιώθηκε άπόλυτα γι* αυτό όταν λίγο αργότερα εΐδε την κοκκινομάλλα νά γλυ στράη άνάμεσα στον κόσμο άφήνΟντας τόν Ρούντυ σε κεί νους πού τόν έδερναν, καί νά κοπευθύνεται προς την έξοδο. Είδε μερικούς νά την άκολουθοΟν, Δεν τούς έμπρδισε. Τό
21
σχέδιό του ήταν ^ άλλο, θά τούς παρακολουθούσε. "Ετσι θά μάθαινε που βρισκόταν ή φωλιά τής συμμορίας. ΚΓ αυ τό κυρίως ήταν πού τόν ένδιέ φερε. Τό στρατηγείο τών συμ μοριτών, όπου ίσως θά μπο ρούσε νά βρή ζωντανά μερικά άπό τά άπαχθέντα τούς δυο τελευταίους μήνες παιδιά, ή ταν αυτό πού τόν ένδιέφερε. Παιχνίδι μέ τό θάνατο
ΑΝΤΖΩΜΕΝΟΣ^στό βο λάν τού αυτοκινήτου του ό Τζόε Ντίκ παρακολου θούσε τώρα μιά πράσινη μπαυ Τκ. Μέσα στην πράσινη μπουίκ εΐγαν μπή ή κοκκινομάλλα καί τρεις άκόμα φρακοφορεμένοι συμμορίτες. Τό αυτοκί νητο τής κοκκινομάλλας έτρε χε με ίλιγγιώδη ταχύτητα. Άλλά καί ό θρυλικός ντέτεκτιβ δεν πήγαινε πίσω. Ό δείχτης τών ταχυτήτων τού αυτοκινή του έδε ιγνε ολοένα καί μεγαλύ τέρα νούμερα. Δεν έπρεπε νά τούς άφήση νά χαθούν άπό τά μάτια του. Κρατώντας πάντα την ίδια άπόστασι μεταξύ τού αυτοκινήτου του καί τής πρά σινης μπουΐκ, ώδηγούσε μέ σταθερό χέρι καί άγρυπνο βλέμμα, βέβαιος πώς οΐ συμ μορίτες δεν τόν είχαν άντ ιληφθή. "Υστερα άπό λίγο τά δυο αυτοκίνητα είχαν άφησει τις κεντρικές λεωφόρους καί κα τηφόριζαν προς την Τσάϊνα Τάσιν, την κινέζικη συνοικία μέ τούς στενούς καί δαιδαλώ δεις δρόμους της. Σέ μιά
22
στροφή βμως έγινε κάτι πού δεν τό περίμενε ό Τζόε Ντίκ. Ένοο μεγάλο φορτηγό σύτοκί νητο φορτωμένο λαχανικά βγή κε^ ξαφνικά μπροστά του και τού έκοψε τό δρόμο. Τα φρέ να του αυτοκινήτου του άστυ νομικού ουρλιαξαν άγρια και 6 ντέτεκτιβ βλαστήμησε. Ό σωφέρ του φορτηγού φρενάρη σε κι* αυτός γιά νά άποφύγη τη συγκρουσι και σκυμμένος έξω άττό τη θέσι του άρχισε νά φωνάζη καί νά βρίζη. Ό Τζόε Ντίκ δεν Απάντησε. Πή δησε σάν τρελλός άπό τ* άμάξι του καί τρέχοντας πέρα σε τη στροφή του δρόμου. Τό αυτοκίνητο με τήν κακκινομάλ λα δεν φαινόταν πιά. Είχε έξαφανιστή. Ό δρόμος όμως ή ταν άδιέξαδος κι* αυτό τον πα ραξένεψε. — Ό διάβολος νά μέ πάρη άν καταλαβαίνω τίποτα!, μουρμούρισε. Καί όμως ή πρά σινη, μπουΐκ δεν μπορεί νά πέτάξε! Έπεσήμανε τρία ή τέσσε ρα κτίρια στά όποΐα θά ήταν δυνατό νά εΐχε βρή καταφύ γιο τό αυτοκίνητο των συιμμο ριτών. Ό δρόμος ήταν έρημος καί σκοτεινός. Ένας γέρος Κι νέζος καθόταν μπροστά σε μιά πόρτα καί κάπνιζε άδια φορώντας γιά τήν παρουσία του. Πήγε προς τό μέρος του καί τον ρώτησε γιά τη μπουΐκ. Ό Κινέζος κούνησε αρνη τικά τό κεφάλι του. — Ό ταπεινός μου έσυτός είπε, 6έν είδε τό αυτοκίνητο που ζητάτε. Ό Τζόε Ντίκ κάτι έτοιμάστηκε νά ρωτήση άκάμ>α Αλ
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
λά δεν πρόφτοοσε. Μιά πόρτα άνοιξε. νΑκούσε πίσω του τον θόρυβο πού έκαναν τά μόσκου λα τής πόρτας καθώς άνοιγε. Έρριξε μιά λοξή ματιά προς τήν πόρτα. Μιά σκιά γίλύστρη σε στο δρόμο. Μιά δεύτερη καί μιά τρίτη σκιά άκαλούθη σαν. Φορούσαν φράκα. Δεν εΐ χε καμμιά άμφιβολία. Ήταν οί τρεις που συνώδευαν τήν κοκκινομάλλα μέ τό κίτρινο φόρεμα. Χωρίς νά φαίνεται ό τι είχε προσέξει τήν παρου σία τους συνέχισε τήν κουβέν τα του μέ τον γέρο—Κινέζο που άπαντούσε μέ μονοσύλλα βα καί χωρίς ορεξι στις έρω τήσεις που τού έκανε καί τους άφησε νά πλησιάσουν. "Όταν πλησίασαν ό Τζόε Ντίκ έκανε μιά κίίνησι άπίστευτα γρήγο ρη). Πήρε μιά βόλτα στις φτέ,ρ νες του καί ταυτόχρονα ξεκρέ μασε άπό τίς μασχάλες του τά δυο θαυματουργά πιστό λια των 38 που εΐχε πάντα μα ζί του. Τά τριανταοχτάρια, έ να στο κάθε χέρι, σημάδευαν τούς τρεις άγνώστους έτοιμα νά σκορπίσουν τό θάνατο. — Ψηλά τά ξερά σας φί δια!^, διέταξε. Καί πετάχτε αυτά τά σιδερικά πού κρατά τε πρίν νά σάς φυτέψω στήν κοιλιά τίς σφαίρες πού έχουν τά πιστόλια μου. * Εμπρός! Κάντε αυτό πού σάς είπα! Ό ένας άπό τους τρεΤς εί χε πηχτά φρύδια καί τό μού τρο του έμοιαζε μέ ουρακοντάγκο. Τά μάτια του γυάλι ζαν. Οί άλλοι δυο ή,ταν λιγνοί καί ψηλοί. Ό ένας άπό τούς δυο είχε στραπατσαρισμένο πρόσοδο. Ό ντέτεκτιβ κατά
23
ΣΚΟΤΏΝΕΙ
λαβε πώς οι γροθιές του Ρουν τυ είχαν φροντίσει γι’ αυτό. — Λοιπόν τίι 8ά γίνη, παι διά; ρώτησε. Χαμογελούσε καθώς μιλου σε μά μέσα στο βλέμμα του ήταν γραμμένη, καθαρά ή άπό Φασι νά τους ρίξη. Δεν θά δί στάζε νά πυροβόληση,. Οι τρεΐς συμμορίτες ξαφνιασμένοι άπό την άπρονόητη, αυτή τρο πή πού είχαν πάρει τά πρά γματα άφησαν τά πιστόλια τους νά πέσουν στο χώμα καί σήκωσαν ψηλά τά χέρια. — Όκέϋ^ Τζόε Ντίκ!, είπε ό ούρακοντάγκος. Την πάθαμε. Τώρα τί θά ιμάς κάνης; — Εμείς μιά φορά δεν έ χουμε τίποτα μαζί σου,!, ανα στέναξε ό ένας άπό τούς δύο λιγνούς. Έτσι δεν είναι Μάί'Κ’λ.
Ό νέος ιμέ τό στραπατσα ρισμένο πρόσωπο κούνησε τό κεφάλι. — Ναι, έτσι είναι!, συμ φώνησε. Καθώς μιλούσε όμως το βλέμμα του είχε καρφωθή πί σω άπό τον ντέτεκτιβ. Ό Τζόε Ντίκ μάντεψε τον κίνδυνο καί σάλταρε πλάγια. Μά δεν άπέ Φύγε τό χτύπημα. Ένοιωσε κάτι βαρύ νά βροντάη στον τράχηλό του καί βόγγησε άπό τον πόνο. Γύρισε απότομα καί τά δυο πιστόλια κλώτσησαν ταυτό'χρνα μέσα στις φούχτες του. Δυο πυροβολισμοί άντή χησαν καί ό γέρο—Κινέζος πού τον είχε χτυπήσει .μ5 ένα βαρύ ρόπαλο έπιασε την κοι λιά του καί άρχισε νά παρα πατάη σάν μεθυσμένος. Σχε δόν άμέσοας ό άφοβος κακρυρ
γοκυνηγός έστρεφε πάλι τις κάννες των πιστσλιών του προς τό μέρος των τριών κα κούργων. Μιά καινούργια όμο βροντία ακούστηκε. 5Αλλά οι σφαίρες τούτη τη φορά πήγαν χαμένες. Ζαλισμένος δοκίμα σε νά ξαναπυρσβολήστμ Αλ λά ό ούρακοντάγκος τον πρό λαβε. Ό Τζόε Ντίκ ξαναβλέπει £να φίδι
* ΜΟΥΝΤΑ ΡΕ άπάνω του ^ ικαί τόν άρπαξε. 01 δυο άλλοι έσκυψαν καί πή ραν τά πιστόλια τους άπό τό χώμα. Ό Τζόε Ντίκ ξεφώνησε άγρια. Ό ντέτεκτιβ κΓ ό ού ρακοντάγκος κυλίστηκαν στο πεζοδρόμιο. Τά τριαανταοχτά ρια ξέφυγαν άπό τά χέρια του άστυνομ ικαύ. Ήταν μιά άνί ση, πάλη. °Ώς τόσο ό Τζόε ■Ντίκ δεν λύγισε. Ή σιδερέ νια γροθιά του τινάχτηκε μέ άφάντ αστηι δύναμ ι προς τά έμπρός. Ό ούρακοντάγκος δε χτηκε ένα σφοδρό χτύπημα άνάμιεσα στά δυο φρύδια κι5 έχασε γιά μερικά λεπτά το φώς του. Τά χέρια του πού κρατούσαν σάν σιδερένιες ά;ρπάγες τον ντέτεκτιβ παρέλυ σαν καί ό κακούργος γρύλλί σε. Ό άστυνομικός άνωριθώθη κε καί κατάφερε ένα δυνατό λάκτισμα ατό στομάχι του ούρακοντάγκου. Έβγαλε μιά πνιχτή κραυγή καί δοκίμασε νά σηκωθή. 5Αλλά μιά και νούργια κλωτσιά τόν έρριξε άνάσκελα άναίσθητο. Ό ντέτεκτιβ κινήθηκε τώρα
Ε
γοργός ^Αρπαξε τά πιστόλια
24
το-υ και αναζήτησε τούς άλ λους δύο συμμορίτες. Δεν τούς είδε και γύρισε ττρδς τ5 αριστερά. Σχεδόν αμέσως ό μως ένοιωσε πολύ άσκημα.Οί λαβές δυο πιστολιών έπεσαν σά σιδερένια σφυριά στο δε ξι μέρος του κρανίου του καί γονάτισε. Ζαλίστηκε. "Ολα πήραν ;μιάν άνάττοδη βόλτα γύρω του καί κυλίστηκε ατά λασπόνερα του δρόμου βογγώντας κι* άνίικανος νά κάνη την ελάχιστη κίνησι. "Ακούσε ένα κοροϊδευτικό γέλιο καί εί δε τά μάτια των συμμοριτών να λήμπουν σαν μάτια φιδιών πάνω άπό τό κεφάλι του. Χέ ρια τον άρπαξαν άπό τις μα σχάλες καί τον άνασηκωσαν. Κατάλαβε πώς τόν^μετέφεραν στο έσωτερικό του σπιτιού άπ’ δπου λίγη. ώρα νωρίτερα είχαν βγή οι τρεις σκιές^ — Τ5 άφεντικό θά χαρή πο λύ πού θά του πάμε αυτό τό πεσκέσι!, είπε εκείνος πού λε γάταν Μάϊκλ. — Μπορεί νά θυμώση πού δεν τά καταφέραμε νά άοπά ςορμε τά παιδιά άπό τό «"Ολυ μπτικ Χώ'λ» ιμά 8ά ξεχάση^άμέσως τό θυμό του δταν δη τον 6,μορφονιό άπό δώ δεμένο χει ροπόδσρα. Δεν είναι μικρό πράγμα νάχης αιχμάλωτο τον μεγαλύτερο ντέτεκτιβ τής Α μερικής. — Τη δουλειά δεν την χάλα σε αυτός!, μουρμούρισε 6 Μάϊκιλ. Ή δουλειά χάλασε άπ’ αυτόν τόν κρεμανταλά με τά άλογίσια μάτια. Αυτός ρί χτηκε ξαφνικά τής "Αν, τής κοκκινομάλλας, καί τά πράγΐμααχχ μπερδεύτηκαν.
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
Μολονότι ένοιωθε δυνατούς πόνους κι5 είχε φοβερές ζαλά δες άπό τά χτυπήματα ό Τζόε Ντίικ δέν μπόρεσε νά μή χαμό γελάιση, — Ό Ρούντυ, σκέφτηκε έ κανε πάλι τό θαύμα του. Ε γώ δμως δπως κι άν έρθουν τά πράγματα την έχω πολύ ά σκημα... Τον έρρί’ξαν μέσα σ5 ένα αυτοκίνητο καί τόν έδεσαν χει ροπόδαρα. Τώρα στις αντρι κές φωνές είχε προστεθή καί μιά γυναικεία. Μισοάνοιξε τά μ όπια καί μέσα στο μισοσκό ταδο αναγνώρισε την κοκκινο μάλλα μέ τό κίΐτρινο φόίρεμα. Γά μάτια του γέμισαν έκπλη ξή γιαπί τώρα γιά πρώτη φο ρά πού την έβλεπε άπό τόσο κοντά μπορούσε νά θυμηθή ποιά ήταν. — Ή "Αν Ζάρψιθ, μουρμού ρισε. Εκείνη τόν είδε καί ένα σα τανικό χαμόγελο κρεμάστηκε στα χείλη της. — Θά ιμε θυμάσαι σίγου ρα Τζόε Ντίκ!, είπε. Τότε πού γνωριστήκαμε εΐχα μαύ ρα μαλλιά. Τώρα μέ λένε κοκ κινοιμάλλα. Πώς σού φαίνομαι; —Θά εΐσαι σπουδαία όταν κάθεσαι· στην ηλεκτρική καρέ κλα "Αν!, είπε ό ντέτεκτίιβ. Ή Ζάρφιθ είχε μπερδευτή πολλές Φορές ώς τά τώρα στά πόδια τής αστυνομίας. *Ηταν ανακατεμένη σέ πολλές παρά^νομες δούλε ιές. Μά ήξερε νά δούλεύη άριστοτεχνικά καί νά γλυτιώνηι ιάπό τό δόκανο. Δέν είχε καταφέρει, μολονότι πολ λές φορές τό έπεδίωξε, νά συγ κεντρώση, άρκετά στοιχεία είς
ΙΚΟΤΠΝΕί
βάρος της, ό Τζόε Ντίικ. Νά όμως πού την εύρισκε ττάλι μπροστά του ανάμεσα στα ιμέ λη, μιας συμμορίας από τις άπαισιώτερες που είχε γνωρί σει ποτέ ό κόσμος. Ή ύπόμνη σι της τι,μωρίας που την περί» μενε στην ηλεκτρική καρέκλα την πείραξε. — Δεν θά προφτάσης νά χάρης, σπιούνε!, είπε. Οι ώ ρες σου είναι (μετρημένες! Καί σήκωσε τό πόδι της. Ή μύτη, του σκαρπινιοϋ της έ πεσε ρέ δυναμι στο πρόσωπο του χειροπόδαρα δειμένου ντέτεκτιβ. Αίμα βγήκε από τό στόμα του Τζόε Μτίκ κι3 ό άαπονομικός ένοιωσε γιά δεύτε ρη φορά άΐπόψε νά χάνη, τις αισθήσεις του. Ή κοκκινομάλλα γέλασε καθώς άκουισε τον .ντέτεκτιβ νά βοίγγάη και γύρισε στους άλλους: — Εμπρός^, παιδιά!, είπε. Καιρός νά του δίνουμε. Ό συμμορίτης Μάΐκλ πά τησε τό γκάζι και ή πράσινη μπούίκ μέ τον αιχμάλωτο α στυνομικό ξεκίνησε. Μια βενζινάκατος ταξιδεύει ΤΑΝ ό Τζόε Ντικ ξανάνοιξε τά μάτια του τα ■ξίδευε δεμένος σέ μιά καμτΓ ίνα κάπο ι ας βενζ ινάκατου πού χοροπηδούσε ατά κυ ματα. Απέναντι του καθόταν ό ούρακοντάγκος. Στα γόνατά του είχε ένα αυτόματο. — Καλά ξυπνητούρια .με γάλε ντέτεκτιβ!, γρύλλισε κο ροϊδευτικά. Μέ περιποιήθηκες
25
μιά χαρά απόψε. 5Αλλά έχω κι3 εγώ γιά σένα ωραία σχέ δια! "Ύστερα άπ3 την κουβέν τα πού θά κάνης μέ τό αφεν τικό θά σέ παραλάβω νά τά πουιμε^ Και τότε θά σέ περίποιηθώ κι* εγώ! λ Ό Τζόε Ντικ προσπάθησε νά χαμογελάσηι. ^— "Όλοι θά πεθαίνουμε μιά ■μέρα!, είπε. Μπορεί όμως νά γίνη κάτι καί νά μ ή πεθάνω πρώτος έγώ! ί σως συναντη Βούμε κάπου άλλου άλλοτε κι3 έχω λυτά τά χέρια. Τότε θά πούμε ωραία πράγματα. — Δεν^ πιστεύω νά ξανασυναντηθούμε άλλη μέρα!, άποκρίθηικε μουγγρ ίζοντας ό συμμορίτης. Δηλαδή θέλω νά πώ ^τούτες είναι τελευταίες ωριαίες ώρες τής ζωής σου. Ό ντέτεκτι«β δεν μίλησε κι3 έπαψε νά χαμογελάη. "Ο ούρακοντάγκος άναψε, τσιγάρο. Τό μυαλό τού Τζόε Ντικ άρχι σε νά δουλεύη πάλι γοργά. "Έπρεπε νά βρή κάποιον τρό πο νά ξεφύγη από εδώ μέσα. ’Άν δεν τά κατάφερνε ήξερε τί τον περί μενε. Τ3 αφεντικό των κιντνάππερς δέν έπρόκειτο φυσικά νά τον λυπηθή. Θά τον βασάνιζε όσο νά πεθάνη. Κατόπιν θά ρίχνανε τό πτώμα του μ3 ένα βαρύδι στο λαιμό στη θάλασσα. Τά σκυλόψαρα θά εύρισκαν νόστιμο τό κρέας του καί κανείς δέν θά μάθαινε ποτέ τό τραγικό τέλος του. "Έπρεπε λοιπόν κάτι νά κά νη. "Έπρεπε νά δοκιμόοση νά ξεφύγη. "Έτσι κι3 άλλοιώς ή ταν πού ήταν χαμένος. *Όλα
26
όμως άπρεπε νά γίνουν πολύ σύντομα. Ξαφνικά ή καρδιά του χορο πήδησε. Κάποιος άπό έκεΐΓ νους πού βρίσκονταν στό κα τάστρωμα φώναξε τον ούρακον τάγκο. Ό συμμορίτης έρριξε μια ματιά προς τό μέρος τής σκάλας. Ή φωνή ξανακούστη, κε: — Κουνήσου λοιπόν Τζίμυ! Αέν άκούς πού σέ φωνά ζουν; είπε ή φωνή,. Ό ούρακσντάγκος σηικώθη κε. "Ερριξε ένα βλέμμα προς τό μέρος του Τζόε Ντικ πού ήταν ξαπλωμένος στό πάτωμα τής καμπίνας κι* όταν βεβαιώ θηικε πώς ήταν πάντα γερά δε μένος πήγε προς τή σκάλα την άνέβηκε άργά και βγήκε στό κατάστρωμα. Τά μάτια του Τζόε Ντικ άστραψαν. Αυ τό ήταν μιά καλή σύμπτωσι. Έταν μιά ευκαιρία. Τώρα πού ήταν έντελώς μόνος κάτι θά μπορούσε νά κάνη. Γιά πόση ώρα όμως 8ά τον άφηρ ναν μόνο; "Επρεπε νά βιαστή. Χωρίς άργοπορία κύλησε τό κορμί του κι' έφτασε στον άπέναντι τοίχο τής καμπίνας. Άνακάθησε καί στήριξε ^ τή ράχη του στον τοΤχο^ αυτόν. "Υστερα λύγισε τό σώμα του προς τά έμπρός καί τέντωσε τό λαιμό του σέ τρόπο πού τό κεφάλι του έφτασε στή μέση του στήθους. "Ανοιξε τό στό μα καί τά δόντια του γαντζώ θηκαν^ο* ένα κουμπί του σακκακιού του σάν σιδερένια τα νάλια. "Υστερα τίναξε προς τά πίΐσω τό κεφάλι καί ξεκόλ λησε τό κουμπί. Φαινομενικά ήταν ένα κοινό μαύρο κουμπί
Η ΪΚ!Α ΓϊϋΥ
άπό έκεΐνα πού χρησιμοποιούν οι ράφτες όλου του κόσμου. Στήν πραγματικότητα όμως αυτό^ τό κουμπί περιείχε ένα μικρό έλασμα Ισχυρής αντο χής σάν ένα καλοακονισμένο ξυράψι. Μέ τά^δόντια πάτη σε την άκρη του κουμπιού.Τό κουμπί άνοιξε καί τινάχτηκε έξω τό έλασμα. Τοποθέτησε, χρησιμοποιώντας τά δόντια του πάντοτε, τό έλασμα στήν καρέκλα καί τό στερέωσε γέ ρα σέ μιά χαραμάδα της. "Υ στερα γύρισε τή ράχη του στην καρέκλα καί ή κοφτερή λεπίδα άρχισε νά κομμοπτάζη, τά σκοινιά πού τον κρατούσαν πισθάγκωνα δεμένο. 5 Ελευθέ ρωσε τά χέρια του καί μέ γαρ γές κινήσεις άπάλλαξε τά πό δια του άπό τά σκοινιά. "Ενα χαμόγελο θριάμβου άστρά ψτε στό πρόσωπό του όταν τελείωσε. — Καί τώρα θά λογαρια στούμε όταν ξαναγυρίσης ουρακοντάγκο!, γρύλλισε. Ό Ρούντυ κάνει ήρωϊκή έξόρμησι...
ΡΟΥΝΤΥ συνήλθε πολύ σύντομα στό Σταθμό Α' Βοηθειών. — Μπορείτε νά γυρίσετε τώρα σπίτι σας κύριε, τού εί πε ένας γιατρός. Αέν έχετε τίποτα. Φυσικά σάς χτύπησαν άγρια στό πρόσωπο άλλα κα τά τά άλλα εισάστε πολύ εν τάξει. — Έχετε κανένα καθρέφτη γιατρέ; ,ρώτησε ό κρεμαντα λάς.
ΣΚΟΤΩΝΕΙ
27
'Ο Τζόε Ντίκ ταξίδευε χειροπόδαρα δεμένος προς τό θάνατο.
—^ Καθρέφτη; "Όχι. Τί νά τον κάνετε; — Δεν αισθάνομαι και τό σο έν τάξει όπως λέτε. Νομί ζω πώς τό πρόσωπό μου πα ραμορφώθηκε. Δεν θά ήταν προτιμότερο να πάω σέ ^κα νένα νοσοκομείο νά ξαπλώσω γιατρέ; * -— Γιά ποιο λόγο; — Νά μου βάλουν μερικές κομπρέσσες στο πρόσωπο. Νο •μίζετε πώς μπορώ νά κυκλο φορήσω μέ τά χάλια πού έχω στους δρόμους; — Φυσικά όχι. 3Αλλά τις κομπρέσσες μπορείτε νά τις •βάλετε και στο σπίτι σας. Γκρινιάζοντας και μέ φα σκιωμένο κεφάλι έφυγε άπό τό
Σταθμό ό Ρουντυ Μπάθ καί πήγε στο σπί·τι του Τζόε Ντίκ. "Έβαλε μιά κατσαρόλα στην πρίζα καί άρχισε νά βά ζη κομπρέσσες στο πρόσωπό του. Στην δέκατη πέμπτη ό μως κομπ,ρέσσα αντήχησε τό τηλέφωνο. Βλαστημώντας άφη σε στη μέση τή δουλειά πού έκανε καί σήκωσε τό άκαυιστικό. — Τό σπίτι του Τζόε Ντίκ είναι έκεΐ; ρώτησε μιά φωνή. — Μάλιστα. "Αλλά ό κ. Ντίκ δεν είναι εδώ. "Αν τον χρειάζεστε μπορείτε νά πάτε στο «"Όλυμπΐκ Χώλ». Θά τον βρήτε νά χορεύη μέ τά παιδά κια. Μέ συγχωρήτε κύριε άλ λα είμαι πολύ βιαστικός. Κα
28
ληνύγτα σας. — Μια στιγμή! , είπε ή φω νή. Φοβάμαι πώς κάτι άσκη μο συνέβη στον ντέτεκτιβ. Εί μαι σοοφέρ' και βρήκα έγκατα λειμμένα το αυτοκίνητό του στην Τσάϊνσ Τάσιν στην οδό ’Άμστοογκ. Θα τηλεφωνίσω και στην Αστυνομία. "Αλλα προτίμησα νά τηλεφωνήσο;) πρώτα σέ σάς. Τά μάτια του Ρούντυ άνοιγόκλε ι σαν ξαφν ι ασμ ένα. — ΕΤσθε βέβαιος κύριε; — "Οπως σάς ακούω και μέ άκουτε. "Αν θέλετε να βεβαιωθήτε δεν έχετε παρά νά κάνετε έναν περίπατο στην ΥΑμστοργκ Στρήτ και στο σημείο άκριβώς πού διασταυ ρώνεται ό δρόμος αυτός μέ μιά άδιέξοδο πάροδο. ΈκεΤ θά βρήτε τό αυτοκίνητο. Ή γραμμή έκλεισε. Ό Ρούντυ κατά τή συνήθειά του έξυσε τή μύτη του γιά νά κα τεβάση ιδέες. 5Αλλά άπέσυρε αμέσως τό δάχτυλό του από τή μύτη του. Ή μύτη του ήταν/ πρησμένη άπό τις γροθιές πού εΐχε δεχτή πριν δυο ώρες καί πονουσε. — Δέν βαρυέσαι!, εΐπε^ Καμμιά φάρσα πάνε νά μου σκαρώσουν. Καλύτερα νά συνεχίσω τις κομπρέσσες μου. -αφνικά δμως ό Ρούντυ έ νοιωσε τύψεις. Κι5 άν ήταν α λήθεια; Κι5 σν κινδύνευε ^ρα γματικά ό Τζόε Ντίκ; Φυσικά δέν μπορούσε νά κάθεται έδώ αυτός ένώ έκείνος θά διέτρε χε ίσως θανάσιμο κίνδυνο και είχε άνάγκη βοηθέίας. θά βε βαιωνότανε δμως πρώτα. Ξανασήκωσε τό Ακουστικό και
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
πήρε τό «Έλυμπικ Χώλ». Ρώ τησε για τον ντέτεκτιβ. — Είναι περισσότερο άπό μιά ώρα κύριε πού έφυγε μέ τό αυτοκίνητό του, του άπάντησαυ. Μέχρι τής στιγμής δέν ξαναγύρισε. Τώρα άρχισε νά άνηίσυχή στά σοβαρά ό κρεμανταλάς. Ευχαρίστησε κι,* έκλεισε τό τηλέφωνο. — Πρέπει νά πάω στην Τσάϊνα— Τάσιν!, είπε. Ντύθηκε βιαστικά καί βγή κε στο δρόμο. Σταμάτησε έ να ταξί καί σέ λίγο βρισκό ταν στην κινέζικη συνοικία. Δέν άργησε καί πολύ νά βρή τήν άδι έξοδο πάροδο τής *Αμ στοργκ Στρήτ. ΈκεΤ πραγμα τικά ήταν καί τό αυτοκίνητο του Τζόε Ντίκ. ^Αλλά 6 ντετεκτιβ δέν φαινόταν πουθενά. Ό δρόμος αυτή τήν ώρα ήταν έρημος. "Αν ήταν ημέρα θά μπορούσε κάποιον νά ρωτήση κάτι νά μάθηι. "Αλλά αύτή τήν ώρα... 5Απότομα δμως άνασκίρτη σε. Πίσω άπό ένα μισόκλει στο παράθυρο ένός παλιού σπιτιού είδε ένα κεφάλι κά ποιας Κινέζας νά σαλεύη. Προχώρησε άδίσταχτα προς τό παράθυρο καί καλησπέρι σε τήν γυναίκα. — Θέλω μιά πληροφορία, τής είπε. Θά κερδίσης είκο σι δολλάρια άν μπρορέσης νά μέ βοηθήσης. Έχασα έ να φίλο μου καί ψάχνω νά τον βρω... — Μήπως ρωτάς για τον μεθυσμένο; εΐπε ή γυναίκα. — Ναί. Βέβαια μπορεί νά ήταν μεθυσμένος!, άπάντησε
ϊκότηκ^ι 6 Ρούντυ. — ’Άν ρωτάς γι·* αυτόν εί ναι τώρα μισή ώρα πού τον σηκώσανε ατά χέρια μερικοί φίλοι του και τον πήγαν εκεί μέσα. Σ' αυτό τό άπέναντι σπίτι. *Ηταν τάβλα στο μεθύ σι... Ή καρδιά του κρεμαντα λά ντέτεικτί'β χοροπήδησε. -— ^Εΐσαι έν τάξει, τής εί πε καί τής πέταξε ένα χαρτο νόμισμα των είκοσι πού ή Κι νέζα τό έπιασε στον άέ,ρα. Σ9 ευχαριστώ. 5 Αδίσταχτα προχ ώ ρ η σε προς την πόρτα πού τού είχε δείξει ή Κινέζα. Μέ ΐκαναποίησι διαπίστωσε πώς ή πόρ τα δεν ήταν κλειδωμένη. Την έσπρωξε και πέρασε μέσα. Έμεινε για μερικές στιγμές άσάλευτος; Μιά βαρεία μυ ρουδιά μούχλας καί υγρασίας χτύπησε τά ρουθούνια του. Εί δε μιά σκάλα. "Αρχισε νά άνε βαίινηι προσεχτικά τά σκαλο πάτια φροντίζοντας νά μην κά νηι θόρυβο. Στην κορυφή τής σκάλας υπήρχε ένας διάδρο μος. Τό σπίτι^ φαινόταν^ έρη μο κι9 ακατοίκητο. Διέσχισε μέ βήμα γάτας τον διάδρομο κι9 ανέβηκε μιά άλλη, σκάλα πού βρέθηκε μπροστά του. Πριν προχωρηση έρριξε μερι κές ματιές γύρω του. Κουβέν τες έφτασαν στ9 ,αυτιά του. 'Κάπου κουβέντιαζαν στόν έπάνω όροφο. "Ανέβηκε κι9 αυ τή τή σκαλα κι9 όταν έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι δια πίστωσε πώς βρισκόταν σ9έ να ευρύχωρο στρογγυλό χώλ. 9Από ιμιά πόρτα έβγαινε μιά
λουρίδα φωτός. Πατώντας στις μύτες τών παπουτσιών του πλησίασε προς τήν πόρ τα. 9Από τό δωμάτιο αυτό άκούγονταν οι κουβέντες. Μι λοΰσαν άντρες. Τέντωσε τ9 αυ τιά του νά καταλάβη τί έλε γαν. — Τό πράγμα παρατρά βήξε! έλεγε ένας. Παίρνουμε τά λύτρα καί δέν έπιστρέφου με τά παιδιά. Αυτό δέν είναι τίμιο! Τ9 αφεντικό κάνει δι πλό έμπόριο. Γιοοτί μαζεύει τά παιδιά καί τά στέλνει ατό φρούριο; Κανείς δέν ξέρει. Ούτε σέ κανέναν άττό μάς εί πε ποτέ τίποτα. Μάς πετάει ένα ψίχουλο από τά λύτρα καί μάς κοιμίζει. Κι9 όμως νά τό ξέρετε. Ή δουλειά μας δέν σηκώνει άστεΐα. Ή ηλεκτρική καρέκλα μάς περιμένει. — Πρέπει νά περιμένουμε λιίγο άκόμα!, είπε ένας άλ λος. — Πόσο νά ^περιμένουμε; "Ολο λόγια άκοΰμε. — Τ9 άφεντικό κάποιο κόλ ττο έτοιμάζει άκόμα κι9 ύστε ρα θά πάρουμε τό μερίδιό μας καί θά φύγουμε. Θά σκορπί σουμε κι9 ό καθένας θά πάη στη δουλειά του νά ζήση ήσυ Χ°ε· — Θά μάς τσουβαλιάσουνε!, γκρίνιαξε ό πρώτος. — Μη φοβάσαι!, άπάντησε ένας άλλος. Τώρα πού έ χουμε στα χέρια .μας τον Τζόε Ντίκ δέν πρέπει νά φοβάσαι. Ό Ρούντυ ένοιωσε νά του κόβεται ή άνάσα.
.
Μιά άγρια πάλη στο σκοτάδι...
- ,,
Η ΣΚΙΑ ΠΟΥ
!η,'Γ |||, ,,-
V.1
0
|
σκόταν απάνω ατό τραπέζι καί τήν πέταξε πρός τό μέ ρος τοα Ό Ρούντυ πυροβόλη ΕΝ ΕΠΡΕΠΕ να χάνη Ή .μποτίλια θρυμματίστη ούτε στιγμή. Κάθε στι σε. κε στον Αέρα. - αναπυροβόλη γμή που περνούσε ήταν σε. Ή δεύτερη σφαίρα τσάκι πολύτιμη^ Άπό δευτερόλεπτο σε τό χέρι τού συμμορίτη, που σέ δευτερόλεπτο ό Τζόε Ντίικ, εΐχε βγάλει τό πιστόλι του. άφοΰ βρισκόταν στά χέρια Ό συμμορίτης άφησε τό πι των κακούργων κινδύνευε πε στόλι καί άρχισε νά γαβγίζη ρισσότερο. άπό τον πόνο. -— Θά τον σώσω [, μουρ — Σταμάτα νά ρίχνης, διά μούρισε ό κρεμανταλάς. Δεν βολέ!, φώναξε ένας. Θά σου γίνεται διαφορετικά. Πρέπει πουιμε που είναι τό αφεντικό να τόν σώσω και θά τον σώ σου! σω! Εμπρός γενναίε Ρούντυ! — Όκέϋ!, έκανε θριαμβευ Έβαλε τό χέρι στην τσέπη τικά ό κρεμανταλάς. Σταμα του καί φούχτιασε τό πιστόλι άφοΰ είσαστε φρόνιμα του. "Υστερα άπλωσε τά κα τάω παιδιά. Λοιπόν περιμένω νά νιά του. Τό ένα του πόδι έδω μου πήτε. σε ιμιά κλωτσιά στην πόρτα Τά χείλη του συμμορίτη καί ή πόρτα άνοιξε μέ πάτα σάλεψαν ό Ρούντυ δεν γο. Δρασκελίζοντας τό κατώ πρόψτασεαλλά νά άκούση καμμιά φλι στάθηκε ιμέ τό πιστό» λέξι. Τήν ίδια στιγμή κάποι λι στο χέρι Ασάλευτος. Είδε ος άλλος κινήθηκε Απίστευτα τέσσερα ζευγάρια μάτια νά γοργά. Τινάχτηκε όρθός καί γυρίζουν προς την πόρτα. Χα σήκωσε τό τραπέζι. Τό τραπέ μογέλασε γλυκά. Τέσσερις τύ ζι διέγραψε ένα τόξο κι" έπεσε ποι κάθονταν γύρω άπό ένα άπάνω στο Ρούντυ. Ό Ρούντυ τραπέζι. πυροβόλησε. ^Μά ήταν ^ άργά — Απάνω τά χέρια κυρί πιά. Οι σφαίρες σφηνώθηκαν ες καί κύριοι!, βροντόφωνηστο ξύλο του τραπέζιου. ^Α σε ό Ρούντυ. Μέ λένε Ρούντυ κούσε ένα βραχνό γέλιο. Μιά Μπάθ καί ίσως έχετε ακούσει καρέκλα ταξίδεψε ψηλά^ καί πώς εΐιμαι ζόρικος άντρας.Α θρυμμάτισε τό ηλεκτρικό λαμ κόυσα τις κουβέντες σας. Ό πιόνι πού κρεμόταν Από τό τα Τζόε Ντίκ είναι ό άρχηγός βάνι. Τό δωμάτιο γέμισε σκο μου. Που βρίσκεται ό Τζόε τάδι. Ό κρεμανταλάς σάλτά Ντίίκ; ρε σάν άλογο. Μιά γροθιά τοΰ ήρθε άπό άριστερά. Πυροβό Οί δυο άπό τους τέσσερις συμμορίτες σήκωσαν τά χέ λησε πάλι. Μιά δεύτερη γρο ρια φοβισμένοι. Ό τρίτος Ικα θιά τον πέτυχε στό^ δεξιό αυ νε μιά κίνησι προς τήν τσέπη τί. Άρχισε νά ζαλίζεται. Πή δησε προς τά έμπρος τυφλός του σακκακιου του νά πιάση τό πιστόλι του. Ό τέταρτος άπό τό θυμό ^πού τον έπνιγε. άρπαξε μιά μποτίλια που βρι Σκόνταψε άπάνω στο τραπέζι
Δ
2Κ0ΤΠΝΕΙ
κι* έπεσε μέ τά ·μοΟτρα στο πάτωμα. Τό πιστόλι ξέφυγε άπό τά χέρια του. Κάποιος γαντζώθηκε στο σβέρκο του. —'Αναψτε τά φώτα!, μούγ γρισε.. Δεν θ’ άφήσω άπόψε κανένα ζωντανό! Άνωρθώθηκε προσπαθών τας νά ξεχωρίση τούς ίσκιους μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Μιά γροθιά τον πέτυχε στην πρη σμένη μύτη. ^—- "Ωχ! Ή μύτη μου!, ούρλιασε. Τίναξε αυτόν πού είχε σκαρ ψαλώσει οπό σβέρκο του και άρχισε νά κλωτσάη και νά τι νάζη, τις χερούκλες του δεξιά κι5 αριστερά. "Ακούσε φωνές καί ποδοβολητό. Νέοι ίσκιοι γλύστρησαν μέσα στο σκοτει νο δωμάτιο. Οι συμμορίτες σίγουρα είχαν πάρει ένίσχυ σι. Δέχτηκε ένα δυνατό χτύπη μα στο στομάχι. Ανταπόδω σε τό χτύπημα. Οι γροθιές του συνάντησαν κάτι σκληρό. Κατάλαβε πώς γροθοκοποΰσε τον τοΐχο. "Εκανε μερικά βή ματα πίσω και ώρμησε άκάθε κτος προς τό μέρος πού υπο λόγιζε πώς βρισκόταν ή πόρ τα. Τράκαρε μέ κάποιον πού έρχόταν άπό την πόρτα ^Αρπαξε αυτόν τιόν κάποιον και ψηλαφητά τά μακροά δάχτυλά του βρήκαν και φούχτιασαν τό λαιμό αύτουνοΰ του κάποιου. "Αρχισε νά σφίγγη τό λαι μό του. Θά τον στραγγάλιζε, όποιος κι* άν ήταν. Ό άνθρω πος πάλευε άπεγνωσμένα νά ξεφύγη, ^άγκομαχώντας. "Α κούσε κάτι σάν ρόγχο, προοί1 μ ιο θανάτου. Χαλάρωσε τό σφίξιμο. Μιά λεπίδα φωτός
31
μαχαίρωσε τό σκοτάδι. *Ύστε ρα κι3 άλλη κι* άλλη. Πολλά ήλεκτρ ικά φανάρ ι α άναψαν κι5 ή κάμαρη γέμισε φώς. Ό Ρούντυ κύτταξε τον άνθρωπο πού κρατούσε άπό τό λαιμό και γούρλωσε τά μάτια. Ό άνθρωπος αυτός ήταν ό άστυ νομικός επιθεωρητής, Τόρενσον! — Ό δ^ιάολος νά σέ πάρη κρεμανταλά!, μούγγρισε ό Τόρενσον καθώς έτριβε τό λαι μό του κι5 έπαιρνε μιά βαθειά αναπνοή. Αίγο ακόμη και θά μ3 έπνιγες! Ό Ρουντυ έγινε χλωμός. — Δέν μπορώ... Δέν μπο ρώ νά καταλάβω!, μουρμούρι σε. Ό Τόρενσον χαμογέλασε άγρια. — Σέ λίγο θά καταλάβης κανάγια!, μούγγρισε. Κά ποιος μου τηλεφώνησε ότι έδώ έχουν τη φωλιάς τους οι συμμορίτες πού κλέβουν τά μωρά. 5Αλλά ποτέ δέν περίμε να πώς είσουν καί συ ένας κιντνάππερ. "Ελα λοιπόν άνοι ξε τό στόμα σου και μη παρααταίνης τόν μουγγό! Που βρίσκονται τά κλεμμένα παι διά διπρόσωπε άρχιγκάνγκοτερ; Ό Ρούντυ κάτι πήγε νά ττή προσπάθησε νά διοομαρτυρηιθή άλλα δέν τά κατάφερε. Είπε μονάχα χαμογελώντας ήλίθια. — Παναγίτσα μου!. Πάει τρελλάθηικε ό ινσπεκτορ! Και ^σωριάστηκε λιπόθυμος στά πόδια του Τόρενσον. Ό άστυνομικός^ έπιθεωρητής γύ ρισε προς τό μέρος των άστυ νομικών πού είχαν γεμίσει την
Η ΪΚΙΑ Π5Υ
32 Γ
κάμαρη μέ τά πιστόλια στο χέρι. — Εμπρός παιδιά!, βιέτα ξε. Τί στέκεστε σά χαζοί ; Πε ράστε του τις χειροπέδες και προσοχή. ΕΤναι πολύ έπικίνδυνος...
"Ένας άστυφύλακας έδεσε γοργά τον Ρούντυ και ύστερα από πέντε λεπτά ό κρέμαντα λάς βοηθός τού Τζόε Ντΐκ α ναίσθητος ταξίδευε μ5 ένα ά“ στυνομικό καμιόνι γιά τό κρα τητήριο. . .
ΤΕέ 0 Σ Σνγγραφεύς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ "Απαγορεύεται ή άναδημ·»ίευσι ς
ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ;ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Ό καλύτερος τρόπος νά περάσετε ευχάριστα τό καλο καίρι σας, είτε στην έξοχή πάτε, είτε μείνετε στο σπίτι σας, είναι νά προμηθευθήτε άπό τά γραφεία μας (όδός Αέκκα 22, υπόγειον) τις διάφορες εκλεκτές έκδόσεις μας, σέ τιμές χαμηλές και προσιτές γιά δλους. ’Έχουν έκδοθή και πωλουνται στά γραφεία μας: 1) '0 Μικρός "Ηρως (τεύχη 280, τόμοι 34). Συνεχίζε ται ή έκδοσις. 2) Ταρζάν (τεύχη 8* τόμος 1). Συνεχίζεται ή έκδοσις. 3) Τζόε Ντίκ. (Συνεχίζεται ή έκδοσις). 4) Υπεράνθρωπος (τεύχη 24, τόμοι 3). 5) Τάργκα (τόμοι 1) ό) Γεράκι (τεύχη 16, τόμοι 3). 7) Μικρός Ιππότης (τεύχη 8, τόμοι 1) 8) Ταγκόρ (τεύχη 8, τόμοι 1) 9) Μ. ΜπουρΑοτιέρης (τεύχη 8, τόμος 1) 10) Κεραυνός (τεύχη 8, τόμοι I) 1 1) Μάτι (τεύχη 9, τόμοι 1) 12) Διαμάντι (τεύχη 9, τόμοι 1) 13) Παιδικό Πανεπιστήμιο (τεύχη 6, τόμος 1) 14) Παραμύθια Μ. "Ηρωος τεύχη 12 15) Παραμύθια Χρυσά τεύχη 6
Για τούς άναγνωστες μας, τα προηγούμενα τεύχη των έκδόσεών μας πωλούνται στα γραφεία μας (Λέκκα 22, ύπόγειον, "Αθήναι), και στα έξης καταστήματα: ΠΕ1ΡΑΙΞΥΣ: Κατάστημα Άθαν. Τουφεξή, δδος Βενι» ξέλου και Εύριπίδου (γωνία), έναντι τής Εμπορικής Σχο λής. Τηλ.: 42-966. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Βιβλιοπωλειον Χαραλ. Δημητριάδου, δδός Παντελεήμονος 30. ΝΙΚΑΙΑ:_ Βιβλιοπωλειον Παναγ. Χρηοτάρα, πλατεία *Αγ. Νικολάου. ΠΛΑΚΑ: Καπνοπωλεΐον Ίωάν. Δημητριάδη, δδός 8Ά~ βριανου και Θέσπιδος γωνία. ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ (Αττικής): Βιβλιοπωλειον 8Δσ. Αυγερινού, οδός *Αγίων "Αναργύρων 8. ΜΟΣΧΑΤΟΝ: Κατάστημα Γεώργ. Γενίτσαρη, όδός» Χρυσοστόμου Σμύρνης 22. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ: Βιβλιοπωλειον δ «ΦΑΡΟΣ». ΑΙΓΑΛΕΩ; Περίπτερο Σωτηρίου Ρούτση, *Ι. 'Οδος 253 ΒΟΤΑΝΙΚΟ'Σ: Κατάστημα Γρηγ. Μπογράκου, Σπύρου Πάτση 1 1 7. ΔΑΦΝΗ: Περίπτερον Μιχαήλ Ραπτοπούλου, Βουλιαγμένης 160, τηλέφωνον 91.484. ΚΟΡΩΠ6: Περίπτερον Παντελή Σιδέρη. Οί άναγνωστες μας τής Νοτίου Αυστραλίας, μπορούν νά προμηθεύωνται τά προηγούμενα τεύχη του Μικρού "Η ρώο ς, καί όλων των άλλων έκδόσεών μας, άπό τό κατά» στη μα:
©ΕΟΚΟΕ ΡΑίΑδϊδ
202 ννΑΥΜΟΥΤΗ δΤ&ΕΕΤ ΑΡΕίΑ-ΙΟΕ
δ. ΑυδτκΑΐ-ΐΑ ΤΕί. Ι.Α 5116 — >-υ 6938 Ο! άναγνωστες μας τής Νοτιοανατολικής "Αφρικής μπορούν νά προμηθευωνται τά προηγούμενα τεύχη τού Μ. "Ηρωος και όλες τις άλλες έκΒόσεις μας άπό τό κατά στημα των Γ. ΣΑΡΑΝΤΗ και Λ. ΣΑΡΑΓΚΑ δννΑΗΠ.1 8ΤΚ Νο 6 Τηλέφ. 7357 Ρ.Ο. Βοχ. 631 ΤΑΝΟΑ ΤΑΝΟΑΝΥΚΑ
Τ Ζ Ο Ε Μ Τ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΔΟΣΪΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ Γραφεία: 'Οδος Λέκικα 22 — * Αριθμός 7 — Τιμή δραχμαΐ 2 Δηιμκχτιογραφικός Δ)·ντής»: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41. Οι
κονομικός Δ)ιντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. ^ατΕηβασιιλειου. Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνή. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκικα 22, 'Αθήναι
Τό έπομενο τεύχος του ΤΖΟΕ ΝΤ1Κ, τό 8 πού κυκλοφο ρεί το έρχόμενο Σάββατο μέ τον τίτλο:
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ είναι £να πραγματικό άριστούργημα πλοκής και Βράσεως οπού, ό θρυλικός ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ, ό άσύλληπτος και άνίκητος άσσος τής Αμερικανικής άστυνομίας, βρίσκε ται άντιμέτωπος μέ χιλιάδες κινδύνους τους οποίους άντιμετωπίζει, δποος πάντα., μέ τό άπαράμιλλον θάρρος του καί τήν καταπληκτική του ετοιμότητα κΓ έξυπνάδα. "Ο σο για τον έπίσης θρυλικό βοηθό του Ρούντυ Μπάθ, έξακολουθεΐ τις θαρραλέες του έξορμήσεις για νά κατάλη ξη στο τέλος σέ κάποιο νοσοκομείο!
ο
0
ο
βΠΟΖΤΟΠΗ ί7Η ΓΗ ηβ ΝΑ ΤΟ Ρ>Ρ2 ΑΝΑΓΚΑΖΤΗ κη να η/νο/Ξδ ςρομοζτο_ νηεόΒΦοε. - ■ __
ΣΤΑΘΗΚΑ ΤΥΛΕΡοΣ, ΕΑ/ΑΣ [ ΓΗΙΝΟΣ ΡΡΙΣΡίΟΤΑ/ν ΕΚΕΙ ΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΘΑΛΑ ΤΗΣ6 ΠΑΘΗΤ/ΜΑΖ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΤΟΥ 91' ΤΕ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ ΖΕΙΖ 0/ ΤΡ/2ΤΕΕ ΜΟΥ ΟΤ/ ουρά τηο 345
ΤΡΑΥΗΛ ΤΙΕΤΗΜΛ 0Η2Ζ ΘβΗ79ΣΙΜΑ ΑΒ! ΟΤΑΝ ΑΝΕΒΗΚΑ ΤΙή1)1 ΣΤ-ΗΝ ΒΠΙΦΗΝΕΐη ΜΑΖΙ Η€ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ 3Α0 .. ΗΗΟΡϋ, ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ. .
ΘΑ ΤΟΝ 3 ΡΙΣΚΑ 76 ££ ΑΠΟ ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΠΟν ΤΟΠΟ Λ Ο ΕΤΑΖΑ Γ/ΡΘ ΑΤΙ ΤΟΣ9ΜΑ ΤΟΥ και θα Μετεακτε το μμνυ'ΜΑ ΠΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΑΜ ΑΠΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ Α7ΓΟ ΣΑΣ. .
ΖΥΛ/£ΧΙΣ£Τ£)Ι
*0 σπαραγμός μιας μητέρας
ΦΩΝΗ που ακούστηκε προερχόταν από τό τρί το πάτωμα ενός μεγά ρου της 'Πά,ρκ "Αβενιου. ταν μιά κραυγή γεμάτη· σπα ραγμό και άπόγνωσι. — Τό παιδί μου! Ή καρού λα μου ή Κάθυ ! ^ σπάραζε μια γυναίκα. Μου πήραν τό παιδί ιμου! Ή γυναίκα πού φώναζε και χτυπιόταν ήταν η κυρία "Αμε λι Βέλσον ιμιά νέα μέ ξανθά
Η
μαλλιά και γαλανά (μάτια. Τά μάτια της βουρκωμένα άπό τά δάκρυα κύτταζαν τό άδειο κρεββατάκι του παιδιού της. Τά σκεπάσματα ήταν άναστο: τωμένα. Τό μαξιλάρι ήταν πε 7Η σμένο στο πάτωμα κι5 έκεΐ προς τά πόδια τού κρεββατιοϋ ήταν πεταμένη ή κακκάλινη κούκλα μέ την οποία κοιμόταν αγκαλιά κάθε βράδυ ή μικρή Κάθυ. — Τό παιδί /μου!, Βοήθεια. Οι κιντνάππερς πή·ραν τό κο ριτσάκι ιμου! ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. *
4
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
Πόρτες άνοιξαν και πολλά δσα λύτρα μάς ζητήσουν και βήματα ακούστηκαν στις σκά θά ξαναπάρουμε πίσω τήν Κά λες του μεγάρου. Μέσα στο θυ. δωμάτιο «μπήκε τρ έχοντας άΉ ιΚάθυ δέν ήταν τό ποώ ναμαλλιασμένος κι* έντρομος το παιδί πού χανόταν. Τις μέ τις πυτζάμες του ό σύζυ τελευταίες εϊκοσι ημέρες πολ γος τής γυναίκας πού σπάρα λές -μητέρες στή Νέα Ύόρκη ζε. Μέ τό ποώτο βλέμμα πού είχαν χάσει τά παιδιά τους. έρριξε κατάλαβε. Τό κρεββαΟι συμμορίτες τής σπείρας τάκι τής Κάθυ ήταν άδειο. Ή πού άπήγαγε τά παιδιά ή γυναίκα ρίχτηκε απάνω ταυ. ταν αδίσταχτοι καί ή άστυνο — Μάς πήραν την ιΚάθυ 'μία άπό τήν άλλη πλευρά ιμά Τζών!, φώναξε κλαίγοντας, μέ ταια αγωνιζόταν νά άνακαλύλυγμούς. Πάει τό παιδί μας ψη τά Τχνη τους. Τζών! — Πρέπει κάτι νά κάνουμε Ό άντρας προσπάθησε νά Τζών, στάραξε ή γυναίκα. την καθησυχάση. Τό βλέμμα Είναι φοβεοό. Πού νά βρίσκε του πήγε προς τό παράθυοο ται τώρα ή Κάθυ μας; "Αχ, πού έβλεπε στον κήπο. Τό τό αγαπημένο κοριτσάκι μου. παράθυρο ήταν ανοιχτό. 01 Ό Τζών Βέλσον δέν μίλησε. κακούργοι σίγουρα είχαν "Έβαλε τή γυναίκα του νά κασκαρφαλώσει ώς εκεί και^ άπό θήση σ* ένα κάθισμα καί ύστε έκεΐ έφυγαν ύστερα άφσυ άορα κατευθύνθηκε στο τηλέφω παξαν τό κοιμισμένο παιδί.Ό νο. άντρας έτρεξε ποός τό παρά — Τί θά κάνης Τζών; ^ρώθυρο. *Όλα ήταν ήσυχα στον τη,σε τοομανμένη ή γυναίκα. κήπο. Ό δρόμος ήταν έρημος. —Θά ειδοποιήσω τόν Τζόε Ή απαγωγή είχε γίνει σίγου Ντίκ. Μονάχα αυτός ίσως μπο ρα πριν άπό αρκετή ώοα. ,θέσει νά κάνη κάτι γιά τό παι — Νόμισα πώς τό ^ακόυσα δί μας. — Μήν μπερδεύης άστυνο νά βήχη; είπε ή γυναίκα άνά μεισα στους λυγμούς της, καί μικούς!, φώναξε ή "Αμελι ανέβηκα νά τό σκεπάσω. Μά Βέλσον. "Αν τό μάθουν θά τό παιδί μας δεν βρισκόταν σκοτώσουν οι κακούργοι τήν πιά στο κοεββατάκι του Τζών. Κάθυ. "Οχι τήν άστυνομία, Τζών! Θά βάλουμε σέ κίνδυ Είναι Φοβερό, θά τρελλσθώ, Τζών. Δέν υπάρχει λοιπόν κα νο τή ζωή τού παιδιού «μας... νείς νά σταματήση αυτούς Εκείνος δμως δέν άκουσε. τούς κακούργους ; Σήκωσε^τό άκουστικό καί σχη Ό Τζών Βέλσον ό νυιός μάτισε ένα νούμερο στο καν τού μεγαλοβιο'μηχάνου Έρικ τράν τού τηλεφώνου. ΠερίμεΒέλσον κούνησε γεμάτος α νε λίγο κι* έπειδή δέν πήρε άπάντησι ξ σνακ άλεσε. Καμμιά πελπισία τό κεφάλι. άπάντησι δέν ερχόταν άπό τό -— Θά ξαναβοούμε "Αμελι σπίτι τού ντέτεκτιβ Τζόε τό παιδί ·μας, ψιθύρισε χωρίς βεβαιότητα. Θά πληρώσουμε Ντίκ.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ — Δεν εΐναι σπίτι του ό Τζάε Ντίκ!, μουρμούρισε. Θά πάρω το σπίτι τού βοηθού του τού Ρούντυ Μπάθ. Σχημάτισε ένα καινούργιο νούμερο στο καντράν. Άλλ^ά και πάλι κάνεις δεν απαντού σε.. —Περίεργο!, είπε. Ούτε αύ τός άπαντά. Ήταν φυσικά περίεργο. ’Αλλα ό Τζών Βέλσον δεν ή ξερε ώρισμένα πράγματα που συνέβαιναν την ίδια αυτή πά νω κάτω ώρα στον δαιμόνιο ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ και στον κρεμανταλά βοηθό του Ρούν τυ ^Μπάθ. ’Άν ήξερε θά μπο ρούσε νά έξηγήση αυτή τή σι ωπτη... *0 Ρούντυ σέ δύσκολη θέσι
ΒΟΗΘΟΣ τού θρυλικού ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ, ό κρεμανταλάς ^Ρούντ υ Μπάθ, βρισκόταν έκεΐινο βράδυ σε πολύ δύσκολη θέσι. Αναζητώντας τον Τζόε Ντίκ είχε φτάσει στήν Τσάΐνα Τάσιν, τήν -μυστηριώδη κινέζικη συνοικία^τής Νέας Ύόρκης. Είχε μπή σ’ ένα παλιό κι5 ε ρειπωμένο σπίτι ^όπου σύμφω να μέ τά στοιχεία πού είχε συγκεντρώσει έπρεπε νά βρί σκεται ό δαιμόνιος κακούργο κυνηγός. Μέσα στο έρειπωμέ νο αυτό σπίτι ήταν ή φωλιά τής συμμορίας των κιντνάππερς, των άπαγωγέων παι διών, πού είχαν τρομοκρατή σει τή Νέα Ύόρκη. Παρακο λουθώντας πίσω από μια πόρ τα τή συζήτησι τριών κακό -
Ο
§
ποιών ακούσε ό Ρούντυ δτι ό Τζόε .Ντίκ ήταν αιχμάλωτος τής συμμορίας καί από στι γμή σέ στιγμή κινδύνευε νά χάση τή ζωή του(**). * Ασυγ κράτητος ό Ρούντυ ρίχτηκε στους συμμορίτες καί μέ^ τό πιστόλι στο χέρι προσπάθη σε νά·*μάθη σέ ποιό μέρος εί χαν φυλακισμένο τον αρχηγό του. Οι κακούργοι όμως έπω φελήιθηικαν μιάς απροσεξίας του καί έκαναν μια άγρια επί θεσι εναντίον του. ■"Εσβησαν τά φώτα καί μέσα στο σκοτει νό δωμάτιο ό Ρούντυ πάλευε σάν... ρινόκερως σκορπίζον τας κλωτσιές, κουτουλιές καί γροθιές γύρω του. -αφνικά ό μως άναψαν τά φώτα καί τότε μέ γουρλωμένα τά μάτια ό κρεμανταλάς βρέθηκε νά έχη άρπαξει από τό λαιμό τον α στυνομικό επιθεωρητή Τόρενσον πού είχε φθάσει ως έκεΐ -αναζητώντας ικι’ -εκείνος τον ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ! Οι συμ τό μορΐτες είχαν εξαφανιστή σ’ αυτό τό μεταξύ καί ό Τόρενσον συνέλαβε τον Ρούντυ ώς... μέλος τής συμμορίας των κιν τινάππερς! — Εμπρός παιδιά!,^ είπε στούς αστυνομικούς πού τον συνώδευαν ό Τόρενσον. Τί τον καμαρώνετε; Περάστε του τις χειροπέδες καί γραμμή γιά τήν Ασφάλεια. Αυτός ό κρε μανταλάς μάς έπαιζε διπλό παιχνίδι. Παρουσιαζόταν μέ χρι τώρα ώς τίμιος άστυνομι «*■ (*) Διάβασε τό ητροηγούμ-ενο τεύχος τώ-ν περιπετειών τοΟ Τζόε Ντίκ μέ τον τίτλο «ιΗ Σκιά ττού σκοτώνει».
Τ© ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
κός, στην πραγμ ατ ικότητα ό μως είναι ένας απαίσιος άπα γωγεύς παιδιών! Ή ήλεκτρι κή καρέκλα τον περιμένει! Ό Ρούντυ Μπάθ ένοιωσε νά ζαλίζεται και άλλοιθωρίζαντας από το φόβο του λιποθύμη σε. "Οταν συνήλθε ήταν μέ σα σ3 ένα αστυνομικό καμιόνι μέ χειροπέδες στα χέρια και ταξίδευε για τη Γενική "Ασψα λεία. -— Μου φαίνεται πώς όνειρευαυμαι!, μουρμούρισε ό Ρούντυ. "Αν δεν όνειρευουμαι πρέπει δύο πράγματα νά συμ βαίνουν. 3Ή εγώ νά τρελλάθηκα ή ό ίνσπέκτορ Τόρενσον νά παραφρόνησε. Επειδή όμως εγώ δεν είμαι τρελλός τότε πρέπει νά τήν ψώνισε ό κύριος επιθεωρητής... Και άν τήν ψώ νισε ό κ. επιθεωρητής θά με ιστείλη τό δίχως άλλο νά ψηθώ ισάν κοτόπουλο στήν ηλεκτρι κή καρέκλα. Ή Βέσι μου είναι πολύ δύσκολη...
Τώρα εΐχε έλεύθερα τά χέρια ό Τζόε Ντίκ μά εξακολουθού σε νά βρίσκεται μέσαστή βενζινάκοπο. Στο κατάστρωμα ήταν πολλοί συμμορίτες κι3 α νάμεσα σ3 αυτούς ή κοκκινο μάλλα "Αν Ζάρφίθ μέ τήν ο ποία ό ντέτεκτιβ είχε ανοι χτούς πολλούς λογαριασμούς. "Έπρεπε λοιπόν νά δράση κεραυνοβόλα άν ήθελε νά γλυ στρήση από τά χέρια τών κα κούργων αυτών. Χωρίς νά καθυστερήση πήγε προς τή οκά λα πού έγβαζε στο κατάστρω μα τής βενζινακάτου, Έρριξε μιά ματιά προς τ3 απάνω. Εί δε ένα κομμάτι ουρανού καί μερικά άστρα. Προς ποια κατεύθυνσι τάχα νά ταξίδευε τούτο τό 'μικρο σκάφος τών συμμοριτών; Αυτό δεν μποροΰ σε φυσικά νά τό ξέρη. Γιά ένα πράγμα δμως ήταν βέβαιος. Πώς τόν πήγαιναν στον άγνω στο άρχιγκάγκστερ πού διηύθυνε αύτήν τήν απαίσια συμ μορία τών γκάγκστερς καί Ό Τζόε Ντίκ τών δολοφόνων. "Ακούσε κου τά παίζει δλα για αλα’ βέντες. "Ανάμεσα στις άλλες φωνές άναγνώρισε τή φωνή ΛΛΑ επίσης πολύ δύ τής κοκκινομάλλας. Προσπά° σκολη ήτοαν^ικι3 ή θέσι νά ξεχωρίση λέξεις να του Τζόε Ντίκ πού τήν ιθησε καταλάβη τί έλεγαν. Μά τού ίδια ώρα ταξίδευε αιχμάλωτος το ήταν αδύνατο. Ό άέρας έ των συμμοριτών μέσα σε μιά παιρνε τίς^ λέξεις καί τ3 αυ (βενζινάκατο. (*) Χρησιμοποι τιά του δεν μπορούσαν νά ώντας μιά λεπίδα ό δαιμόνιος συλλάβουν παρά κομμοπΊα* ντέτεκτιβ καί επωφελούμενος ατούς φθόγγους. τής όλιγόλεπτης^ απουσίας -αφνικά παραμέρισε άπ’ τή του συμμορίτη Τζίμυ πού τόν φρουρούσε, είχε πετύχει νάή ; σκάλα. Κρύφτηκε στή ^σκιά κόψη τά σκοινιά πού τόν κρα- V καί περίμενε. Ή καρδιά του βιαστικά. Σταμάτούσαν χειροπόδαρα δεμένο, ί ^χτυπούσε ^τη σε ν3 άναπνέη. Ό συμμο (*) Διάβασε τό προηγούμενα 1 Τρίτης πού έμοιαζε σάνγορίλλας ξαναγύριζε. Κρατούσε τά τ«0χος τοΟ Τζόδ Νιτίκ.
Α
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
7
Αδιαφορώντας για τή βροχή τών σφαιρών ιτου τον άκολουθούσαν ό Τζοε Ντΐκ ρίχτηκε στη θάλασσα.
Στον ατά χέρια και κατέβηικε ιοζργά τά σκαλοπάτια. Καθώς έφτασε στην καμπίνα Ιρριξε ένα βλέμμα προς τό μέρος σπου^ είχε άφησει πριν λίγα λεπτά δεμένο τον Τζόε Ντίκ. Δεν τον είδε και γρύλλισε. Τά μάτια του γουρλώσανε κι5 έ κανε μ ιά κίνησι νά ξαναγυρίσηι προς τή σκάλα. Μά δεν πρόφτασε. Ό ντέτεκτιβ κινή θηκε κεραυινοβόλα. Ρίχτηκε άπάνω του και ή γροθιά του έ πεσε μέ δύναμι στο σβέρκο του. Ακούστηκε ένα πνιχτό βογγητό και ό Τζίμυ ό συμμο ρίτης κατέρ ρεύσε σάν ένας κα ραγκιόζης παραγεμισμένος με ροκανίδια. Την άμέσως έίττόμενη στιγ
μή ό Τζόε Ντΐικ κινήθηκε γορ γά. "Εσυρε τον άναίσθητο συμμορίτη κάτω άπό τή σκά λα τον έδεσε χειροπόδαρα καί τον φίμωσε μέ τρόπο πού νά μη μπορή νά μιλήση ή νά φωνάξη δταν υστέρα άπό μιά ή δυο ώρες συνερχόταν. "Ερριξε άπάνω του ένα κομμάτι άπό καραβόπανο πού βρήκε έκεΐ καί τον σκέπασε. "Υστερα άρ χισε νά κάνη μιά πολύ γνώρι μη σ’ αυτόν δουλειά. Άπό μιά^ μυστική τσέπη τού σακα κιού του έβγαλε μιά μικρή με ταλλική θήκη πού περιείχε δι άφορες πλαστικές ουσίες, χρώματα κι’ έναν καθρέφτη, Τά δάχτυλά του δούλεψαν άριστοτεχνικά μπροστά
στόν
ΤΟ ΪΠΙΤΙ ΜΕ! ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
καθρέφτηι καί μέσα σέ λίγα λεπτά τό πρόσωπό του εΐχε γίνει δμοιο ,μέ τό μούτρο του συμμορίτη. Έρριξε ένα ακό μα τελευταίο βλέμμα στον καθρέφτη τής μεταλλικής θή κης κι" ©μείνε ευχαριστημένος. Κανείς δε θά μπορούσε ν α ναγνώριση κάτω από τή φά τσα αυτού του γορίλλα τά χαρακτηριστικά του Τζόε Ντίικ. Φόρεσε την τραγιάσκα καί το αδιάβροχο του συμμο ρίτη καί κατευθύνθηκε κρα τώντας τό Στέν προς τή σκά λα που έφερνε στο κατάστρω μα. "Ανέβηκε τή σκάλα προ σεχτικά, έτοιμος για κάθε εν δεχόμενο·. Ό αέρας του πέλαγους του χτύπησε τό πρόσωπο όταν βγήκε στο κατάστρωμα καί πήρε μια ίβαθειά αναπνοή. Ή βενζινάκατος γλυστροϋσε μέ μια διαβολεμένη γρηγοράδα απάνω στα κύματα. Ό Τζόε Ντίκ πρόσεξε πώς τό^σκάφος ταξίδευε μέ σβυστά φώτα. Ξε χώρισε μέσα στο σκοτάδι μερι κές σκιές προς τό μέρος τής πρύμης. 7Ηταν δύο συμμορί τες καί ή κοκκινομάλλα ή ’Άν Ζάρφιθ. — Τί· συμβαίνει Τζίμυ; ρώ τησε ή Ζάρφιθ πού τόν είδε. — "Ανέβηκα νά πάρω λίγο άέρα, απάντησε 6 ιντέτεκτιβ μιμούμενος τή φωνή τοΰ συμ μορίτη. Κάτω κάνει πολύ ζέ στη. — Κι5 ό Τζόε Ντίικ; — Είναι πολύ έν τάξει! Φασκιωμένος μέ τά σκοινιά κοιμάται καί βλέπει γλυκά ό νειρα. Μή σέ νοιάζει γι’ αυ τόν.
— Ό Τζόε Ντίικ είναι έξυ πνος Τίζιμυ!, είπε ή κοκκινο μάλλα. Δεν πρέπει νά τόν α φήνουμε μόνο. ;—- Όικιέϋ! αναστέναξε ό ντέτεκτιβ -χαμογελώντας, θά ικατέβω σέ λίγο πάλι κάτω νά τόν προσέχω. Ή "Άν Ζάρφιθ σταμάτησε την κουβέντα κι" άρχισε πάλι νά μιλάη μέ τούς δύο συμμο ρίτες;. Ό Τζόε Ντίκ έπεσκόπηισε τά γύρω. Μακρυά ξεχώ ριζαν τά φώτα τής Νέας Ύόρκης. Είχαν άπτομακρυνθή πολύ από την ακτή. Ή πορεία πού κρατούσε ή βενζινάκατος ή ταν προς τά δυτικά. "Αλλά προς την κατεύίθυνσι αυτή α πό δ,τι ήξερε τουλάχιστον δεν υπήρχε κορμιά στερηά. Μονά χα ή απέραντη καί σκοτεινή θάλασσα ξεχώριζε. Που βρι σκόταν λοιπόν ή φωληά του άρχιγκάγκίσΤερ όπου τόν πή γαιναν; Αυτό θά τό εξακρί βωνε πολύ σύντομα. Μέσα στο μυαλό του είχε συλλάβει κι" δλας ένα πολύ τολμηρό σχέδιο, θά έπεδίωκε νά κυριέψηι τό σκάφος. Οί συμμορί τες ήσαν μαζί μέ τη γυναίκα τέσσερις. Δυο· πού μιλούσαν τώρα μαζί της καί ό μηχανι κός πού έκανε; χρέη, κυβερνή τη. "Από τή θέσι πού βρισκό ταν ό Τζόε Ντίικ έβλεπε μονά χα τή ράχη του. 9Ηταν στην πλώρη καί φαινόταν άφωσιωμένος στη δουλειά του. Αυτόν ιθά τόν δοφινε τελευταίο ό ντετεκτιβ. θά έβγαζε έκτος μά χης τούς άλλούς και αυτόν ,θά τόν υποχρέωνε νά ώδηγήση τή βενζινάκατο στη φωλιά τού αρχηγού.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
9
αρνητικά τό κεφάλι. ^ — Αυτό δέν γίνεται Ρούν τυ. Ό κρεμανταλάς κάτι πήγε νά πή,, νά διαμαρτυιρηθή άλ"Ενα έξυπνο λά ένας άστυφύλακας πού φά κόλπο νηκε στο διάδρομο του έκοψε την ορεξι γιά διαμαρτυρίες. ΠΡΩΤΗ δουλειά του — Ό έπιθεωρητής θέλει^νά Ρούντυ δταν τον κλεί του πάς τον κρατούμενο, είπε σανε στο κρατητήριο στον άρχ (φύλακα, θά τον άτής Γενικής 'Ασφαλείας ήταν νακοίνη*. νά ζητήσηι έναν καθρέφτη. Πέντε λεπτά άργότερα ό — Τί θά τον κάνης τον κα Ρούντυ έμπαινε μέ συνοδεία θρέφτη Ρούντυ; ρώτησε^παραστο γραφείο του ϊσπέκτορος ξενε μένος ό άρχ ιφύλακας Τόρενσον. Τσάρλς πού ήταν φίλος του — Κάθησε έκεΐ κρεμαντα κρεμανταλά. Δεν τό ξέρεις λά!, τον διέταξε άγρια ό έπιπώς άπσγορεύεται; Μέ τό θειωοητής. γυαλί του καθρέφτη μπορείς Ό Ρούντυ κάθησε στην κα ν5 αύτοκτονήσης. ρέκλα πού του έδειξε. — θέλω νά δω δυο πράγ —Σου δίνω μιά συμβουλή, ματα στάν καθρέφτη Τσάρλς! συνέχισε ό Τό,ρενσον. Νά πής Πρώτα - πρώτα θέλω νά βε την άλήθεια σ’ ό,τι σέ ρωτή βαιωθώ ,αν μου χρειάζονται σω. ’Άν είσαι1 ειλικρινής μαζί χττό πρόσωπο κομπρέσσες ή μου καί δείξης μεταμέλεια ί όχι. Γιατί άν καί δέν πρόφταισως μεθαύοιο στο δικαστήριο να νά μετράω είμαι βέβαιος πού θά έξετασθώ ώς μάρτυς ότι σ3 αυτό τό βρωμόσπιστο νά καταθέσω έλαφουντικά γιά τής Τσάϊνα Τάουν είσέπραξα ισένα. “"Αν όμως θελήσης νά πολλές γροθιές. Δεύτερον θέ παραΟτήσης τον μουγγό μά λω νά καμαρώσω τη φάτσα θε πώς την έχεις άσκημα. μου. Νά δώ άν μοιάζω πραγ Ό Ρούντυ έκανε μιά κίνησι ματικά μέ άπαγωγέα παιδιών διαμαρτυρίας. μ3 έναν κιντνάππερ όπως λέει — Κι5 ενώ θέλω νά σάς ρω ό Τόρενσσν. τήσω κάτι ΐνσπέκτορ. είπε. Μ3 — Μάλλον μέ άλογο μοιά όλο τον σεβασμό πού τρέφω ζεις Ρούντυ!, εΐπε σοβαρά ό άνέκαθεν προς τό άξιότιμον υ άρχ ιφύλακας. ποκείμενόν σας ήθελα νά μου —Μακάρι νάμουνα άλογο! απαντήσετε σ* αυτή τήν έσωάναστέναξε ό κρεμανταλάς, τησι: Πήγατε τώρα τελευταία Τά άλογα δέν τά στέλνουν νά έξετάση τό μυαλό σας κα στην ηλεκτρική καρέκλα. Λοι νένας φρενολόγος - ψυχία πόν θά μου δώση.ς τον καθρέ τρος;^ φτη· πού σου ζήτησα Τσάρλς; ^Δυό άστυνόμοι κι3 ό άρχιΌ άρχ ι φύλακας κούνησε φύλακας πού βρίσκονταν αυτή Έτσι λογάριαζε ό Τζόε ΝΓτί'κ άλλα τα πράγματα ήρ θαν κάπως ανάποδα και τό σχέδιο έμεινε στη μέση.
Η
10
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
τή στιγμή στο γραφείο χαμο γέλασαν κάτω απ’ τά μουστά κια τους. Ό Τόρενσον δαγκώ θηκε. — Νά σου λείπουν τ" άστεϊα άλογο μούρη ! μούγκο ί σε και βρόντησε τή γροθιά του στο τραπέζι. "Άφησε τίς εξυπνάδες κι* άπάντησέ μου τί έκανες τον Τζόε Ντίκ! Που εΤναι ό ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ! — Μακάρι^ νάξερα! ανα στέναξε ό Ρούντυ. — Ούτε φυσικά ξέρεις τί έγιναν τά παιδιά που έχει άπαγάγει ή συμμορία σου... "Έτσι δεν είναι; Ό κρεμανταλάς στ αυροκο π ήθηκε. — Εσείς θά μέ τοελλάνετε ίνσπέκτορ!, είπε κλαψιάρικα. Αφήστε <με νά σάς έξηγήστο πρώτα πώς βρέθηκα στην Τσάϊνα Τάουν και θά καταλά βετε δτι εντελώς άδικα μέ υ ποψιάζεστε. Πήγα έκεϊ άναζητώντας τον αρχηγό 'μου τον Τζόε Ντίκ. -—- Πώς ήξερες δτι βρισκό ταν έκεϊ; — Πήρα ένα τηλεφώνημα. "Οταν άνέλαβα από τό ξύλο που είχα φάει στο «"Ολύμπια Χώλ» (*) γύρισα σπίτι κΓ έ βαζα κομπρέσσες νά συνεφέοω λιγάκι τό πρόσωπό .μου. Τότε χτύπησε τό τηλέφωνο. Και ό κρεμανταλάς διηγήβήκε μέ λεπτομέρειες δλα τά π ε ρ οστ ατ ικ ά πού άκολούθη σαν. — "Υστερα ξαφνικά ένώ πάλευα στο σκοτάδι μέ τούς (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος: «Ή σκιά πού σκοτώνεις.
συμμορίτες δταν άνάψανε τά φώτα σάς είδα μπροστά μου καί... λιγοθύμησα. Ό Τόρενσον γέλασε καροϊδευτ ικά. ^ — Αυτά δλα πού -μάς είπες είναι ένα ώραΐο παραμύθι γιά πολύ -μικρά παιδιά!, γρύλλισε. Κανείς δέν σέ πιστεύει.Ξέ ρω καλά δτι έσύ παρέσυρες ως εκεί κάτω τον Τζόε. Τον παρέσυρες και τον παρέδωσες στούς κακούργους μέ τούς ο ποίους συνεργάζεσαι. Δέν ντρέ πεσαι μωρέ κοτζάμ κοεμαντα λάς νά παριστάνης ως τώρα τον άστυνομικό καί νά μάς κοροϊδεύης δλους; Κρΐμα στο μ'πόϊ σου! "Ολα μπορούσε νά τά άκου ση αδιαμαρτύρητα ό Ρούντυ ΜπάΘ. "Αλλά νά μιλήσουν πε ριφρονητικά γιά τό ανάστημά του δέν τό ανεχότανε. Άπότο μα θύμωσε καί τά μάτια του τρεμόπαιξαν. — Σάς απαγορεύω!, είπε. Δέν επιτρέπω! — Σκασμός!, αγρίεψε πιο πολύ ό ίνσπέκτορ. Αύριο κι" ολας θά σέ τυλίξω σέ μιά κόλ λα χαρτί καί θά σέ στείλω στον Εισαγγελέα! Ξέρεις ύ στερα από τον Εισαγγελέα τί σέ περιμένει! "Ενα παγωμένο χέρι χάϊδε ψε τή ραχοκοκ καλιά του Ρουν τυ. Τώρα έβλεπε πώς τά πρά γματα ήσαν πολύ χειρότερα από δτι τά νό,μιζε. Ή τρέλλα του Τόρενσον μεγάλωνε, γινό ταν δσο πήγαινε καί χειρότε ρη. Κάτι έπρεπε νά κάνη ό Ρούντυ. Δέν μπορούσε νά στέ κη έκεϊ μέ σταυρωμένα χέρια νά άκούη νά τον βρίζουν και
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
νά τον απειλούν ττώς θά τον στείλουν στον Εισαγγελέα. Ή άπόστασι μεταξύ Είσαγγε λέα και ηλεκτρικής καρέκλας ήταν! ελάχιστη. "Ερριξε ένα βλέμμα προς το παράθυρο.Τό παράθυρο βρισκόταν ενα μέτ,ρο πιο εκεΐ. — Λοιπόν τί θά κάνης;Λρώτηίσε ο ίνσπέκτορ. Θά πής ή άχι την αλήθεια; — Δεν είμαι συμμορίτης^!, βραντοφώνησε ό Ρούντυ.. Σάς επαναλαμβάνω πώς είστε τρελ λοί! — Πέρασέ του τις χειροπέ δες!, διέταξε άγρια ό Τόρεν οον. Ό άρχίίφύλακας Τσάρλς κι νήθηκε προς τό μέρος του κρε μανταλά. Ό Ρούντυ δμως μέ ιμ ιά ταχυτάτη ικίνησι έβαλε τό χέρ ι στην τσέπη και σχεδόν α μέσως τδβγαλε κλειστό σέ σχήμα γροθιάς. Ταυτόχρονα άνωρθώθηκε. — Σάς προειδοποιώ Ο λους !, είπε ψυχρά. Μέσα στη φούχτα μου κρατάω μιά αμ πούλα μέ εξαερωμένο ύδροκυ άνιο. Δεν θά διστάσω νά σπά σω στά πόδια σας την άμπού λα αυτή αν κάνεις τολμήση νά βάλη χέρι απάνω μου. Ό θάνατος θά είναι ^ακαριαίος και κανείς από σάς δέν θά ξαιναδή τη γυναίκα του καί τα παιδιά του. Λοιπόν άν άγα πάτε τή ζωή σας ασάλευτοι! Ό Τόρενσσν βλαστήμησε κι5 έκανε νά κκνηιθή προς τό μέρας του βγάζοντας τό πι στόλι του. "Αφριζε άιπό λύσ σα. — Δολοφόνε!, ούρλιασε. Δέν θά τό κάνης αυτό-!
Π
Ό Ρούντυ χαμογέλασε οσο γλυκά μπορεί νά χαμογελάση ένα άλο γο μο ύρη ς καί σήκωσε τό κλειστό χέρι του. ^— "Αφησε τό πιστόλι νά πέση στο πάτωμα ίνσπέκτορ !. είπε. Μιά παγωμένη σιωπή άκο λούθησε. 5Ακούστηκε ό κρότος του πιστολιού πού έπεσε στο πάτωμα. Ό Τάρενσον ξανάπε σε βαρύς στά κάθισμά του. Οί δυο αστυνομικοί κι5 ό άρχιφύ λακας Τσάρλς πήραν μ ιά βα6ε ιά αναπνοή. Τό λ βλέμμα τους ήταν όμως γεμόπο αγω νία. Ό Ρούντυ μέ σηκωμένο πάντα τό χέρι προχώρησε προς τό παράθυρο. "Ανοιξε τό παράθυρο. Καί ξαφνικά πρα γματοποιώντας ένα υπέροχο άλμα ρίχτηκε έξω από τό πα ράθυρο. Τό παράθυρο βρισκό ταν στο πρώτο πάτωμα. Ό κρεμανταλάς βρέθηκε σέ μι σό λεπτό ορθός έξω στο πεζό βρόμιο. Πίσω του, από τό πα ράθυρο, ακούστηκαν φωνές καί πυροβολισμοί. 5Αλλά ήταν άρ γά πιά. Ό Ρούντυ μέ δυο πη βήματα είχε μπή μέσα σ' ένα αστυνομικό τζιπ πού βρισκό ταν μπροστά στην πόρτα τής Γενικής "Ασφαλείας. Πήδησε μέσα άρπαξε τό βολάν καί πά τησε τό γκάζι. Τό αύτσκίνη το ξεκίνησε σά βολίδα μέσα στη νύχτα. Ό Ρούντυ χαμογέ λασε ευχαριστημένος. "Ανοιξε την κλειστή φούχτα του. Μέ σα στή φούχτα υπήρχε ένα α ράπικο φυστίικι:. Το έρριξε στο στόμα του καί άρχισε νά τό μασάη, ηδονικά μέ τις α λατισμένες φλούδες του. — Τούς τήν έσκασα μιά
12
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
χαρά !, μουρμούρισε. Μπράβο Ρ ούιντ υ! " Εχε ι ς σπουδαίε ς έ μ πνεύσε ις. Το περίμενες ποτέ πώς ένα αθώο άράπιικο φυστί κι θά ύπ:χρέωνε τον Τόρενσον ,νά πετάξη τό πιστόλι του στο πάτωμα; Είσαι σπουδαίος ντε τεικτιβ Ρούντυ. ι0 Τζόε Ντικ μαθαίνει Ενδιαφέροντα πράγματα
ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ μέ τή «μορφή τού συμμορίτη Τζίρο κύτταζε τή θά λαισσα ακουμπισμένος στην κουπαστή τής βενζινακάτου. Τό μικρό σκάφος έσκιζε μέ ταχύτητα τά κύματα. Μέσα στο μυαλό τού ντέτεκτιβ κα* τούστρωνόταν σ’ όλες του τις λεπτομέρειες τό σχέδιο. νΕ πρεπε νά γίνη κύριος αυτής τής βενζινακάτου. Τό σχέδιο ήταν βέβαια τόλμη,ρό. Αλλά δεν ήταν ή πρώτη φορά πού ό Τζόε Ντικ έπαιζε κορώνα γράμματα τή ζωή του. Έρρι ξε ένα βλέμμα προς τό μέρος τής γυναίκας πού κουβέντιαζε λίγο πιο έκεΐ μέ τους συμμορί τες. Ετοιμάστηκε νά ξεκρεμά ση τό Στέν πού είχε στον ώ μο του. Δυο ριπές μονάχα ή ταν αρκετές νά τούς βγάλη α πό τή ιμέση,. Φτάνει νά πρόφταινε νά ρίιξη αυτές τις ρι πές. Ξαφν ιικά άνασκίρτησε. 4Η κοκκινομάλλα είχε γυρίσει πά λι προς τό μέρος του. —Λεν καταδέχεσαι τήν πα ρέα μας Τζίρο; του φώναξε. Ό ^ ντέτεκτιβ άνασήκωσε τούς ώμους. —"Εγινα ρομαντικός, απάν
τησε και κυττάζω τά κύματα. Ή "Αν Ζάρφιθ γέλασε καί πλησίασε προς τό ρέρος του. Πήγε κοντά ^του κι3 άκούμπησε τούς αγκώνες της στήν κου παστή κυττάζοντας προς τό μέρος τής θάλασσας. Ό Τζόε Ντίκ^τής έρριιξε μιά λοξή μα τιά. ^Ηταν ό ένας πλάϊ στον άλλο. Ό ντέτεκτιβ ξεκρέμασε τό Στέν από τόν ώμο του γιά νά άκουμπήση κΤ αυτός πιο αναπαυτικά στήν κουπαστή. Στήν πραγματικότητα όμως ήθελε νά έχη πιο πρόχειρο τό όπλο_στά χέρια του. —“έρεις ότι περιμένω μιαν άπάντησι, μουρμούρισε χαμη λόφωνα χωρίς νά γυρίση νά τόν κυττάξη ή κοκκινομάλλα. Τί αποφάσισες; Ή έρώτησι έγινε χαμηλόφω να καί ρόλις ακούστηκε «μέ τό θόρυβο πού έκαναν ή μηχανή καί τά κύματα. Ό Τζόε Ντικ ένοιωσε άσχημα. Δέν ήξερε φυσική γιά ποιά πράγματα τόν ρωτούσε. Προτίμησε νά ρή μιλήση δείχνοντας πώς δέν ακούσε. — -Γιατί δέν απαντάς; ρώ τησε ή "Αν Ζάρφιθ. Μήπως άλλαξες γνώρη; — 'Ό,χι;. Πώς σου πέρασε αυτή ή ιδέα; λ — Μά τότε γιατί δέν άπαν τάς; Δέν^χρεάζεται παρά έ να ναι ή ένα όχι. ^— Ναί!,, είπε άποφασιστι κά χωρίς νά ξέρη τί. σήραινε αυτή ή άπάντησι ό ντέτεκτιβ. Αποφάσισα ναί... Ή κοκκινοράλα γύρισε καί τόν κύτταξε χαμογελώντας. λ·— Είσαι έν τάξει Τζίρο! Δώσε μου τό χέρι σου νά τό
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
σφίξω! Δεν θά μετανοιώσης πού ήρθες μέ το μέρος μου. Έγώ ποτέ δέιν ξεχνάω τους φί λους μου. Όταν ό ~Αλ Μπάρ λοου φυγή, οαττό τή μέση τά λε φτά θά μοιράζουνται στά ί σια. Πρώτα ό Μττάρ λοου κι5 υστέρα ο γιατρός. Δεν μάς χρειάζεται ό γιατρός. — Ναι. δεν μάς χρειάζεται, συμφώνησε (μηχανικά ό Τζόε Ντίικ. Έπρεπε νά προσέξη κάνεις γιά νά καταλάβη πώς τούτη τή στιγμή ή φωνή του ντέτεκτιβ έτρεμε έλαφρά από συγ κίνησι. Χωρίς νά τό 0έλη ή κοκκινομάλλα είχε δώσει άπάντησι σ’ ένα από τά πιο δύ σκολα προβλήματα πού τον βασάνιζαν σ’ αυτή την ύπόθε σι. Τό όνομα του Μπάρλοου έρριχνε φως στο μυστήριο πού σκέπαζε τή συμμορία των κιν τνάππερς. Τώρα τουλάχιστον ήξερε ποιός ήταν τό αφεντικό. Ό Μπάρλοου ήταν ένας ^αδί σταχτος γκάνγκστερ πού εί χε απασχολήσει και άλλοτε την αστυνομία. Τρία χρόνια όμως τώρα έδειχνε ήσυχος καί κανείς δεν μπορούσε νά ύποψιαστή ότι ό ~Αλ Μπάρλοου ήταν μπερδεμένος στις άπαγωγές των παιδιών. — Όλοι είναι σύμφωνοι Τζίμυ, πρόσθεσε ύστερα άπό μικρή σκέψι ή γυναίκα. Ό κα θένας θά κάνη δ,τι έχουμε συμ φιωνήισει. ’Άν κάνεις μετανοιώ ση την τελευταία στιγμή θά φύγη άπό τή μέση; Τζίμυ. Ή φωνή της τώρα καθώς μι λούσε έμοιαζε μέ σφύριγμα φι διού. Γύρισε και την κύτταξε. Τό βλέμμα της ήταν βλέμμα
13
φαρμακερής κόμπρας. Τούτη ή γυναίκα έπρεπε νά ξεπερνάη πολλούς_ κακούργους σέ αγρι ότητα. Ξαφνικά είδε αυτό τό βλέμμα νά πέφτη στο δεξΐ χέ ρι του πού άκουμπούσε στην κουπαστή. Ή καρδιά του βρόν τη,σε άγρια. Είχε κάνει μιά κουταμάρα. Αυτή ή κουταμά ρα μπορούσε τώρα νά τού στο ιχ ίση, τή ζωή. Τώρα μονά χα θυμήθηκε πώς ό πραγματι κός συμμορίτης Τζίμυ είχε τέσ σέρα δάχτυλα^ στο δεξί του χέρι. Τό μεσαίο δάχτυλο ή ταν κομμένο. Πώς τό ξέχασε; Τώρα όμως ήταν άργά. Ή κοκκινομάλλα είχε μαντέψει την αλήθεια. Ή ΤΑν Ζάρφιθ ήταν υπερβολικά έξυπνη. Ό λοι οί κακοποιοί ήξεραν την καταπληκτική ικανότητα πού είχε ό Τζόε Ντιικ νά άλλ,άζη πρόσωπα. Και ή κοκκινομάλ λα λοιπόν βλέποντας τό χέρι του θάχε μαντέψει την άλή θεία. Ή Ζάρφιθ έκανε μιά κί νηΐσι σά νάθελε νά άπομακρυν θή. Αυό ξεροί κρότοι πού σημαίνουν θάνατο
ΤΖΟΕ ΝΤΙ Κ έρριξε μια γοργή ματιά προς τό μέρος των συμμοριτών πού βρίσκονταν στήν πρύμη. Εξακολουθούσαν νά κουβεν τιάζουν. Δεν τούς πρόσεχαν. Ό ντέτεκτ ιβ κατάλαβε πώς μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο έ πρεπε νά κερδίση τό παιχνί δι. Μετά απ’ αυτό τό δευτε ρόλεπτο όλα θά ήταν χαμένα. Πρίν ολοκλήρωσή την κίνησί της ή Ζάρφιθ την σταμάτησε,
14
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
Μέ μ ιοον άπίστευτη γρήγορά δα κάρφωσε την κάννη του Στέν στην κοιλιά της. — "Αν Ζάρφιθ!, γρύλλισε. Άν σαλέψης η δον δοκιμάσης νά φωνάξης θά σου φυτέψω με ριικά μολύβια στην κοιλιά και θά πάψης νά ενδιαφέρεσσι γιά τά εγκόσμια. Φρόνιμα λοι πόν! Ή (κοκκινομάλλα χαμογέλα σε. — Είσαι έξυπνος Τζάε Ντίκ! % εΐπε. Κέρδισες! ^ Αυτό τό χαμόγελο δεν του άρεσε. — Π έταξε τό πιστόλι σου στη θάλασσα!, την διέταξε. — Δεν έχω ούτε καρφίτσα απάνω μου!, άποκρίθηκε κι* άνασήκωσε τούς ωμούς της. ’Άν άμφιβάλης μπορείς νά μέ ψάξης. Της έκανε μιά βιαστική έ ρευνα. Δεν είχε πραγματικά όπλο μαζί της. — Και τώρα όάκουσέ με τί θά σου πώ Άν^Ζάρφιθ^! -— -έρω τί θά μου πής Τζόε Ντίκ. θά μου πής νά κρατήσω κλειστό τό στόμα μου. "Ετσι δεν είναι; — ιΝαί. Έτσι είναι! — Όκέϋ όμορφονιέ! Θά κά νω τό κορό'ίδο και δεν θά μι λήσω στά παιδιά. Τί άλλο θέ λεις; Αυτός ό τρόπος πού του μι λούσε του έφερνε μιά παγωνιά στην καρδιά. Ή έκφρασι του προσώπου της ήταν σατανική. Μιά προειδοποίησι κινδύνου γέμισε τό αΐμα του. Καί είχε μαντέψει σωστά, -αφνιικά κα θώς του μιλούσε και χαμογε
λούσε πήδησε προς τά πίσω και τίναξε τό πόδι της προς τά έμπρος. Ή μύτη, τού σκαρ πινιοΰ της σημάδεψε τό σα γόνι τού ντέτεκτιβ. Ό Τζόε Ντίκ έγειρε πλάγια καί ξέφυ γε τό χτύπημα. — Σε είχα προειδοποιή σει»!, μούγγρισε καί τη σημά δεψε. Στο είχα πή πώς θά σου στείλω μερικά μολύβια στην κοιλιά. Πάρτα λοιπόν τώ ρα!... Πίεσε τη σκανδάλη καί ή καρδιά τού Τζόε Ντίκ σταμά τησε. Ακούστηκε ένας ξερός κρότος. Ό κρότος πού κάνει ένα μέταλλο όταν χτυπάη α πάνω σ’ ένα άλλο μέταλλο.Τά μάτια του τρεμόπαιξαν. — Έδώ παιδιά!, φώναξε γελώντας ή κοκκινομάλλα. Είδε τούς δυο συμμορίτες νά κινούνται προς τό μέρος του. Τον είδαν κι4 έκεΐνοι νά σημαδεύη μέ τό όπλο πού κρα τούσε την Ζάρφιθ. — Τρελλάθηικες Τζίμυ!, φώναξε ό ©νας από τούς δύο. Τί θέλεις νά κάνης; Πίεσε καί πάλι τη σκανδά λη. 5Αλλά καί πάλι τίποτα δεν έκανε. Μια άγρια λύσσα τον κυρίεψε καθώς ακούσε την Ζάρφιθ νά καγχάζη: — Την έπαθε σάν βυζανιά ρικο παιδιά!, είπε κοροϊδεύον τας ή κοκκινομάλλα. Πρώτα— πρώτα δεν είναι ό Τζίμυ. Αυ τός πού βλέπετε μπροστά σας είναι ό μεγάλος ντέτεκτιβ Τζόε Ντ ίκ. Την έσκασε τού γορίλλα καί πήγε νά μάς τη σκάση: καί μάς. Αλλά δεν τά κατάφερε. Ό ντέτεκτιβ είδε δυο πιστό
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
λια νά Αστράφτουν στα χέρια των συμμοριτών. Οί σκοτεινές κάννες τους τον σημάδευαν. — Είναι ό Τζόε Ντίκ, συνέ χισε ή γυναίκα. "Αρπαξε τό Στέν από τον Τζίμυ άλλα την έπαθε. Δεν ήξερε πώς στον Τζί,μυ είχαμε δώσει άδειο από σφαίρες δπλο γιατί ό Τζίμυ είναι νευρικός και μπορούσε νόστον γαζώση μέ τό τίποτα ενώ τό Αφεντικό τον ήθελε ζων τανό. Γύρισε προς τό μέρος του ντέτεκτιβ. — Κατάλαβες τώρα Αγό ρι μου ; Π έταξε λοιπόν αυτό τό άχοηστο σιδερικό πού κρα τάς. Καί νά ξέρης πώς είυαι Ατσίδα καί μπορώ νά τά βγά λω πέρα μέ πολλούς σάν καί σένα σπιούνους.
15
προστάτευε γιά ιμερικά λεπτά τουλάχιστον Από τις σφαίρες τών συμμοριτών. Εκείνη, πά λευε απεγνωσμένα σάν Αφηνία σμένο άλογο νά^γλυστρήση Α πό τό δόκανο τών χεριών του. ^ — Ρ ί.χτε του στο ψαχνό!, ούρλιασε*. Τί· τον φυλάτε; Ρι χτέ του! Μερικές γλώσσες φωτιάς ά στραψαν^ Οι σφαίρες άρχισαν νά σφυράνε πάνω Από τό κε φάλι του ντέτεκτιβ. "Εσκυψε νά φυλαχτή καί χαμήλωσε τό κεφάλι. Τό σφίξιμο τών χεριών του χαλάρωσε. Τούτη Ακριβώς τη στιγμή ή κοκκινομάλλα τι νάχτηκε πλάγια καί ξέφυγε Α πό τά χέρια του. Ό Τζόε Ντίκ έμεινε Ακάλυπτος γιά μερικά δευτερόλεπτα. Σχεδόν Αμέσως δμως ώρμησε μέσα σ' έναν κα ταιγισμό σφαιρών νά τήν άρΜια κρίσιμη ώρα πάξη,. Μά δέν πρόφτασε. Κά που σκόνταψε κΓ έπεσε. Μέ ΕΤΑΞΕ τό Στέν και έ τήν άκρη του ματιού του είδε μεινε βουβός. "Ηξερε τώ τόν μηχανικό πού μέχρι έκεί,ρα πώς ήταν χαμέ νη τή στιγμή δέν είχε μπερδευ νος. Αυτή ή κοκκινομάλλα κόιμ τή στή συμπλοκή νά έρχεται πρα δεν αστειευότανε. Μέ φρί ιμ3 ένα πιστόλι στο χέρι εναν κη διαπίστωσε οτι άρχισε νά τίον του. Ό ντέτεκτιβ κύλησε χάνη τό θάρρος του. Οι συμ σά βαρέλι στά πόδια του καί μορΐτες όπως έδειχναν τά τόν άρπαξε Από τούς Αστρα πράγματα είχαν κερδίσει πά γάλους. Ό μηχανικός πίεσε λι τό παιχνίδι. Μά δχι! Δέν τή σκανδάλη. Ή σφαίρα δμως θά λύγιζε ό Τζόε Ντίκ! Δέν πού προοριζόταν γιά τόν ντέ έ}τρεπε νά λυγίση, Τό μυαλό τεκτιβ ταξίδεψε προς τά ά του δούλεψε γοργά. Μ3 ένα.πή στρα καθώς τά χέρια τού Τζόε δηιμα ρίχτηκε απάνω στην κοκ Ντίκ τόν τράβηξαν προς τά κινομάλλα καί την έφερε άνά εμπρός κι3 έπεσε Ανάσκελα.Ή μέσα σ’ αυτόν καί στούς συμ θέσι τού θρυλικού κακοργοκυ μορΐτες. Ή "Αν Ζάρφιθ έβγα λε μιά άγρια κραυγή προσπα 'νηγοΰ ήταν κρίσιμη. 3Αναμέ θώντας νά ξεφύγη. Μά ό ντέτρησε μέ θολό βλέμμα τήν τεκτιβ κρατούσε γερά τήν ζων κατάστασι. "Ενας μονάχα δρό μος σωτηρίας υπήρχε. Ή θά” τσνή αυτή Ασπίδα πού Θα τον
π
16
ΤΟ ΣΠΙΤΙ! ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
λασσα. Έκανε τρία πηδήμα τα και μέ μια άγρια λάμψι στα μάτια, αδιαφορώντας για τις σφαίρες δρασκέλισε την κουπαστή κι5 έπεσε στη θά λασσα. Ένα χαλάζι από σφαϊ ρες ακολούθησε την πτώσι του. Πήρε >μιά βαθειά αναπνοή και βούτηξε κάτω από τό νε ρό. Βγήκε είκοσι .μέτρα μακρυά. Ξαναβούτηξε καί άρχισε να κολυμπάη σά δελφίνι κάτω άπό τήν έπιφάνεια τής θάλσσ σας. ΕΤ6ε τήν Βενζινάκατο νά γυρίιζη καί νά σαρώνη· μέ τούς προβολείς της τά κύματα. Κολύμπησε κάμποσο κι’ ύστερα έβγαλε για μερικές στιγμές έξω άπό τό νερό τό κεφάλι του νά άναπνεύση. Ή βενζινάκατος διέγραφε κύ κλους γύρω άπό τόι σηιμεΐο στο όποιο τον είχαν 5ή νά πέφτη, — Περιμένουν νά βρουν τό πτώμα μου σκέφτηκε ό Τζόε Ντ ίκ. Στο τέλος θά άπαγοητευθούν καί θά πιστέψουν πώς μέ κατάπιε κάποιο σκυλόψα ρο. "Ενα αινιγματικό χαμόγελο κρεμάστηκε στά χείλη του. — Αυτό θά' ήταν περίφη μο!, μουρμούρισε. "Υστερα άπό λίγο πραγμα τικά είδε τό σκάφος τών καικο ποιών νά σβήνη τούς προβολείςτου καί νά απομακρύνεται. Ό ντέτεκτί'β ήσυχος τώρα άρ χισε νά κολυμπάη προς τή,ν ακτή, Θά χρειαζόταν τουλάχι στον τρεΐς ώρες νά φτάση κο λυμπώντας σέ μιάν άπό τίς α ποβάθρες τής Νέας Ύόρκης.
Καταζητείται ό γκάγκστερ Ρούντυ
ΡΟΥΝΤΥ γούρλωσε τα μ όπια κι* ένοιωσε νά τον πιάνη λόβυγικας. Πλησίασε τον τοίχο καί ή άνα πνοή του πιάστηκε. Αυτό πά λι δέν τό περίμενε!' Εκεί μπροστά του τοιχοκολληρένη ήταν μιά άφίσσα. Στήν άφίσ σα ήταν τυπωμένο τό μούτρο του καί κάτω άπό τό^ μούτρο του υπήρχε μέ κεφαλαία γοάμ ,ματα ή ^λέξις ΚΑΤΑΖΗΤΕΙ ΤΑΙ. Κάτω άπό αυτό τό κα ταζητείται υπήρχαν πολλές άλλες λέξεις πού χοροπηδού σαν μπροστά στα μάτια του καθώς προσπαθούσε νά τίς δ ιαβάση. Κ αταπνίγοντας ώς τόσο τήν ταραχή του ό Ρούντυ υπόοεσε νά διαβάση αυτές τίς λέξεις: «Καταζητείται ό άνωτέρω είκονιζόιμενος Ρούντυ Μ|πάθ επικίνδυνος κακοποιός άπαγωγεύς παιδιών. Ό Ρούν τυ Μπάθ συλληφθείς χθες έπέ τυχε νά άποδράση άπό τήν Γε νιική Ασφάλειαν χρησιμοποιή σας νέον θανατηφόρον δπλον έξ ακόντιζαν έξαερω;μένον ύδροκυάνιον. Εκείνος πού θά συντέλεση* στήν αποτελεσμα τικήν σύλληψιν τού καταζητου μένου αυτού κιντνάππερ θά λάβη ώς άμονβήν 1.000 δολλά ρια. Δ ιά τον φόνον του προ κηρύσσεται αμοιβή ^2.000 δολ λαρίων. Προσοχή είναι έπικίν δυνος!» Ό κοεμανταλάς βοηθός τού Τζόε Ντίκ ξεροκατάπιε κι* έβοεξε μέ τή γλώσσα του τά στεγνά του χείλη. — Παναγίτσα μου!, μουρ*
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
μαύρισε. Ό Τόρενσον άποτρελ Χάθηκε· Τώρα είμαι χαμένος ! 5Απομακρύνθηκε μέ γοργό βήμα. Είχε την αΐσθησι ττώς χιλιάδες μάτια τον παρακολου βούσαν. Οι άνθρωποι, τά αυ τοκίνητα, τά τραμ διέσχιζαν βιαστικά τή μεγάλη λεωφόρο. "Εκείνος όμως δεν είχε καμμιά αμφιβολία πώς άλα αυτά, άνθρωποι και τροχοφόρα, σ’ αυτόν είχαν τον νοΰ τους. "Ά φησε τό ρεγάλο δρόμο και μπήκε στα δαιδαλώδη στενά τής ανατολικής συνοικίας. Άλ λά και εδώ όπως καί στη με γάλη λεωφόρο σέ κάθε γωνιά ήταν τοιχοκολλη,μόνες άφίσσες ρέ τή φωτογραφία του καί την έπικήρυξι. — Πρέπει νά άνοιξη νά μέ καταπιή ή γή!, ψιθύρισε. ’Άν μέ αναγνώριση κανείς θά μέ σκοτώση; δίχως άλλο γιά νά είσπραξη τά δυο χιλιάδες δολ λ άρια. Τότε σκέφτηικε ό Ρούντυ πώς ένας μονάχα άνθρωπος θά μπορούσε νά τον βγάλη. α πό τή δύσκολη αυτή θέσι. Μο νάχα ό Τζόε Ντίκ. Αυτός ήξε ρε καλά δτι ήταν αδύνατον ό βοηθός του νά είναι κακοποιός. Έπρεπε λοιπόν νά τού τηλεφωνηση. καί μάλιστα δσο γί νεται πιο γρήγορα. Κατευθύν θη,κε προς ένα περίπτερο πωλήσεως εφημερίδων πού είχε τη,λέφωνο. Τό τηλέφωνο χτυ πούσε αλλά κανείς δεν έδινε απάντησή "Απογοητευμένος άφησε τό ακουστικό πάλι στή θέσι του κι" έτοιμάστηκε νά φύγη. "Α πότομα δμωις καρφώθηκε στή θέσι του. "Έξω οστό τό περί
17
πτερο ήταν κρεμασμένες έκτα ικτες έκέόσεις εφημερίδων. Σέ μιά άπ" αυτές διάβασε μέ χτυ πητους τίτλους ,μιά είδη σι πού τον συνετάραξε: «Ό διάσημος ντέτεκτιβ Τζόε Ντίκ, έγραφε ή εφημερίδα, είναι νεκρός. Τό πτώμα του έξεβράσθη τάς πρωϊνάς ώρας τής σήμερον εις τον βορειοδυτικόν λιμενο βραχίονα τής Νέας Ύόρικη-ς». Ό Ρούντυ ένοιωσε έτοιμος νά λιποθυμήση. Αυτό ήταν κάτι παραπάνω άπό απίστευτο! "Αγόρασε μιά εφημερίδα καί κατέφυγε σέ μιά έρημη γωνιά τού Πάρκ Πήτερσον νά τή διαβάση μέ τήν ησυχία του. Ή εφημερίδα δεν είχε πολλές λεπτομέρειες αλλά εκείνα τά λίγα πού διάβασε ήταν αρκε τά γιά νά πεισθή δτι ό μονά δικός άνθρωπος στή βοήθεια τού όποιου μπορούσε νά βασι σθή ήταν νεκρός. «Τό πτώμα του δαιμόνιου ντέτεκτιβ, άνέφερε ή χτυπητή εϊδησι έφερε πολλαπλά τραύ ματα εις διάφορα μέρη τού σοοματος άπό σφαίρες αύτομά των πιστολιών. Εις τό πρόσω π ον του υπήρχαν υπόλειμμα τα πλαστικών ουσιών μέ τάς όποιας ως γνωστόν ό Τζόε Ντίκ εις τον άγώνα του εναν τίον τών κακοποιών άλλαζε, ό ταν παρίστατο ανάγκη, τά χα ρακτηριστικά τού προσώπου του. Τό πτώμα του μετεφέρθη εις τό νεκροτομεΐον διά νά έξακριβωθή άπό τον ιατροδι καστήν εάν ό θρυλικός κακουρ γοκυνηγός εφονεύθη ζών καί τό πτώμα του έρρίφθη κοττόπιν εις τήν θάλασσαν υπό τών άγνώστων δολοφονούν του
ή έφσνεύθη: ένώ εύρίσκετο έντός τής θαλάσσης και έκολύμβα». Ό Ρούντυ πέταξε την εφη μερίδα καί σκούπισε ένα δά κρυ πού κυλούσε από τά μά τια του. — Ό Θεός νά άναπαύση την ψυχή^του !, είπε άναστενά ζσντας. 9Ηταν καλός άνθρω πος ό μακαρίτης. Ετοιμάστηκε νά σηκωθή άλλα κάποιο χέρι πού άκούμπησε στον ώμο του τον υπο χρέωσε καί πάλι νά καθήση στο παγκάκι. ■— Πάει! Μέ πιάσανε!, •μουρμούρισε καί ή καρδιά του άρχισε νά χτυπάη ^ βιαστικά. Λεν είμαι έγώ! Αέν είμαι έγώ!... — Καί όμως έσύ εΐσαι \, ακούσε μιά βαρεία φωνή δί πλα του. •Γύρισε καί είδε έναν τύπο μέ πράσινη ρεπούμπλικα νά κάθεται πλάι του. Ό τύπος αυτός χαμογελούσε καί κρα τούσε μιά εφημερίδα στά χέ ρια του. —■ Γιά ρίξε μιά ματιά έ; δω, είπε ό άγνωστος καί του έδειξε την τελευταία σελίδα τής εφημερίδας, καί θά καταλάβης άν είσαι σύ ή κανένας άλλος. Ό Ρούντυ κύτταξε αυτό πού του έδειχνε. Στην τελευ ταία σελίδα τής έφημερίδος δημοσιευόταν ή φωτογραφία του καί ή έπικήρυξι. Ό κρε μανταλάς σήκωσε τά χέρια. — Πάμε!, είπε. Σέ ακο λουθώ. Ό άνδρας μέ την πράσινη ρεπούμπλικα γέλασε. — Μέ περνάς γιά άστυνσμι κό; ρώτησε. — Τί; Αέν είσαι;
— "Οχι, δεν εΐμαι άστυνομι κός. 5Αλλά άπό την πρώτη στιγμή πού σέ είδα σε άναγνώρισα. *Όλοι οι δρόμοι καί οί εφημερίδες είναι γεμδττοι μέ τή φωτογραφία σου. Κι* ένα μωρό ακόμα θά μπορούσε^ νά σέ αναγνώριση. Θά μπορούσα φυσικά νά σέ παραδώσω στήν αστυνομία νά είσπράξω τά χίλια δολλάρια. *Ή θά μποροΰ σα Ακόμα νά σέ σκοτώσω νά είσπράξω τά διπλά. 3 Αλλά έ-
γω έχω τρυφερή ψυχή και σέ
συμπάθησα. Σκέφθηικα λοιπόν νά σέ προστατέψω. Ό Ρούντυ πήρε μιά βαθειά Αναπνοή Αλλά δέν μίλησε. Ό άγνωστος έβγαλε τό πακέτο του καί πήρε ένα τσιγάρο. "Υστερα πρόσφερε στόν Ρούν τυ τό πακέτο. —- Θέλω νά σέ ρωτήσω κά τι κύριε Μπάθ., είπε. *Έχεις μαζί σόυ έκεΐνο τό νέο δπλο μέ τό έξαερωμένο υδροκυά νιο; Ό κρεμανταλάς γούρλωσε τά μάτια του. — Ποιό;^ —-Αυτό τό ωραίο παιχνιδάκι έννοώ πού τρομοκράτησε τή Γενική *Ασφάλεια καί σού έπέτρεψε νά τό στ ρίψης. ^ Τό μυαλό τού Ρούντυ, συ νήθως βραδυκίνητο, δούλεψε αυτή τή, στιγμή γοργά. Ή με γάλη μύτη του κάτι μυρίστη κε. Σίγουρα τούτος ό τύπος τάν... είχε συμπαθήσει ύστερα άπό τά όσα διάβασε στις τοι χοκολλημένες άφίσσες καί στις εφημερίδες γιά τό Ανύ παρκτο θανατηφόρο δπλο. Κα νείς δέν είχε μαντέψει δτι, ό ταν απειλούσε τούς αστυνομι κούς μέ θάνατο, κρατούσε μέ σα^στή φούχτα του ένα άθώο Αράπικο φυστίκι πού βρέθηκε τυχαΤα στήν τσέπη του. — Αοιπόν δέν μού άπάντη σες σ3 αυτό πού σέ ρώτησα, έπέμείνε ό άγνωστος. Έχεις μαζί σου τό έξαερωμένο ύδρο κυάνιο; —/Οχι δέν τό έχω. 5Αλλά μπορώ νά τό κατασκευάσω πο λύ εύκολιχ Ένδιαφέρεσαι γι* αυτό τό νέο δπλο; Εΐναι δική μου έψεύρεσι. "Αν ένδιαφέρε*Αδίστακτα ό κακουργακυνηγός πυροδόλησ* τδν συμμορίτη που κοατοΰσκ τό φανάρι· σαι...
20
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
— Πολύ. Καί νά σου πώ την αλήθεια. "Οχι τόσο εγώ δσο κάποιος άλλος που τον έχω αφεντικό. Αυτός ρ’ έστει λε νά σε ανακαλύψω δταν διά βασε στις εφημερίδες την έπι κήρσξι. "Ισως τού χρειάζεται αυτό τό όπλο. Λέει πώς είναι πρόθυμος νά σε πληρώση> δσα ζητήισης. Έκτος απ’ αυτό ό μως μπορεί νά σε κρύψη: καί νά σε φιλοξενήση σε σπίτια στά όποια ποτέ δεν θά μπορέσουν νά σ’ ανακαλύψουν οί σπιού νοι της αστυνομίας πού σε κυ νηγάνε. Μπήκες; Ό Ρούντυ κούνη'σε τό άλογίισιο κεφάλι του καί χ-αμογέ λασε ηλίθια. Μέσα στά μά τια του όμως υπήρχε μιά πα ρ άξενη. λάμψι. "Αν ό συμμορί της πρόσεχε αυτή τη λάμψι δεν θά θεωρούσε καί τόσο βλά κα τον συνομιλητή του. — Έμενα δεν μου χρειάζον ται λεφτά!, είπε ό Ρούντυ.Τό πάν είναι νά ξεφύγω από την αστυνομία που ,μέ θεωρεί κιν τνάππερ. Μοιάζω εγώ γιά άπ αγωγέ ύς παιδιών κύριε; Μά έτσι πού ήρθαν τά πράγμα τα. Ό Ρούντυ γούρλωσε τά μά τια καί αγωνίστηκε νά δώση μιά θηριώδη έκφρασι στο προ σωπό του. — "Έτσι πού ήρθαν τά πρά γματα, συνέχισε βραχνά, μπο ρώ νά γίνω όχι μονάχα άπαγω γέας^άλλά καί στραγγαλιστής μωρών! "Έχω μιά τέτοια διά θεσι νά στραγγαλίσω έκατο»μ μύρια απ’ αυτά! — Σ ιγά!, τον έκοψε χαμό γελώντας ό άγνωστος. "Ετσι
πού πας δεν θ’ άφήσης κανένα ζωντανό. "Υστερα άλλαξε ύφος. — "Ακου νά σου πώ φίλε. "Αν έχης όρε ξι γιά δουλειά τό αφεντικά μου θά σοΰ δώση δση δουλειά θέλεις. Φτάνει νά ρπής στην παρέα ρας. — Ποιά εΐναι ή παρέα σας; ρώτησε ό κρεμανταλάς ξανα παίρνοντας ηλίθιο ύφος. — Οί κιντνάππερς αγάπη μου! Ό Ρούντυ ένοιωσε κάτι νά τον γαργαλάη στ ή ράχη. Έ να παγωμένο χέρι τού χάϊδε ψε τή σπονδυλική στήλη αλλά δεν έπαψε νά χσμαγελάη ήλίθια. — Λοιπόν τί λες; ρώτησε ό άγνωστος. Θέλεις νά πάμε παρέα στ5 αφεντικό ρου; Ό κρεμανταλάς σηκώθηκε. — Έν τάξει! "Ερχομαι μαζί σου!, είπε. Έτσι κι" έτσι μιά ζωή τήν έχουμε. Έκεΐ πού πρόκειται νά ψηθώ άδικα οπήν ήλεκτρική καρέκλα γιατί νά μήν ψηθώ δικαίως... — Μή λες κουταμάρες!, τον έκοψε ό άλλος. "Οσοι δου λεύουνε στή συμμορία τού "Αλ Μπάρλοου δεν ψήνονται. Λοιπόν πάμε. — Πάμε !, συμφώνησε ό Ρούντυ. Προχώρησαν προς τό δρό μο πού έφερνε έξω άπο τό πάρκο καί σταμάτησαν ένα ταξί. Μπήκαν στο ταξί καί ό άγνωστος έδωκε μιά διεύθυνσι στον οδηγό. Ό κρεμαντα λάς βοηθός του Τζόε Ντίκ ση μείωσε τή διεύθυνσι στο μυα λό του.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ Αυό μέρες προθεσμία
21
χη,μική ένωσι προσπαθούσε νά σρή ό άνθρωπος μέ τή μπλού ζα αλλά δυσκολευότανε. ΑΙΘΟΥΣΑ ^ήταν μα Τό πρόσωπό του έκανε πα κρόστενη, Ένα πλή ράξενους μορφασμούς καί συ θος από σωλήνες νέον σπάσεις. Κάπνιζε νευρικά καί κρεμασμένοι στην οροφή σκορ όσο δεν εύρισκε αυτό πού ζη πίζαν άπλετο φως παντού. τούσε έδειχνε πολύ στενοχωρη,■Πολλά τραπέζια μέ διάφορα μένος. Σέ μιά στιγμή άφησε χημικά όργανα υπήρχαν ^έκεϊ τά χαοτιά καί τό στυλό πού μέσα. Δοκιμαστικοί σωλήνες, κροτούσε καί σηκώθηκε. Πή γυάλινα δοχεΐα βρασμού, μι γε καί στάθηκε μπροστά στο κρές καί μεγάλες φιάλες μέ δοχείο από τό όποιο έβγαιναν χρωματιστά ύγρά^ καί βάζα οι γαλάζιοι ατμοί. Μέ έναν μα από πορσελάνη·^ μέ έτικέττες κρύ γυάλινο σωλήνα άνακάτε επάνω στις όποιες ήταν τυπω ψε τό περιεχόμενο τού δοχείου μένα λοττινικά όνόματα γνω καί μέ μιά σύριγγα πήοε λί στών καί άγώστων φαρμάκων γο υγρό. Τοποθέτησε τή σύο σύριγγες ένέσεων καί άμποΰοιγγσ μέσα σέ μιά δικτυωτή λες μέ διάφορες σκόνες ήταν λαβίδα καί τή βύθισε στο πα τοποθετημένες σέ οάφια γύρω χύρευστο υγρό μέ^ τίς πράσι στους τοίχους. Γαλάζιουάτμοί νες φυσαλίδες πού βρισκόταν έβγαιναν από ένα δοχείο καί μέσα στο γυάλινο βαρέλι. Πε μερικά βήματα πιο εκεί πράσι ,ο ί μενε μ ε ρ ικά λεπτ ά. Κυττανες φυσαλίάες άνεβοκατέβαι ξε τό ρολόι του καί άπέσυρε ναν μέσα σ' ένα γυάλινο μικρό τή σύοριγνα. Τή σήκωσε ψη βαρέλι που περιείχε ένα κί λά καί στάθηικε μπροστά^ στο τρινο παχύρευστο υγρό. φως εξετάζοντας μέ βλέμμα γεμάτο άνωνία τό περιεχόμε Ένας άνθρωπος μέ χον νό της. Τό υγρό εΐχε^ πάρε^ι τρούς μυωπικούς φακούς στά τώρα ένα βαθύ μώβ^ χρώμα μέ μάτια καθόταν πίσω από ένα αποχρώσεις ποός τό ρόζ. τραπέζι πού του^ χρησίμευε — Έπί τέλους!, μουρμού γιά γραφείο. Φορούσε μιά ά ρισε. Ή ποόοδος εΐναι φανε σπρη. ρόμπα καί είχε μπρο ρή. Σέ δυο τρεις μέρες όλα στά του διάφορα χαρτιά. Ση θά είναι έτοιμα. μείωνε, έγραφε, έσβηνε ξανά γράφε νευρικά καί κάθε τόσο "Άδειασε τή σύρριγνα σ’ έ ναν δοκιμαστικό σωλήνα και σταματούσε γιά νά συμβουλευ τή μερικά ογκώδη συγγράμ ^αναγύοισε στή θέσι του. Κάματα περί ιατρικής πού βρί θησε μποοστά στο γραΦεΤο σκονταν δίπλα του στη βιβλίο ττάλι καί άρχισε νά σημειώνη θήκη. Τά χαρτιά ήταν γεμάτα βιαστικά έναν νέο χημικό τύ από διαφόρους χημικούς τύ πο. πους την σημασία των όποι Τότε ακριβώς άνοιξε μιά ων μονάχα αυτός καταλάβαι- πόστα καί μπήκε μέσα στο χη νε, Ήταν φανερό πώς κάποια μ ικό αυτό έργαστήριο ένας ψη
Η
22
Τ© ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
λός άντρας. μέ όστεώδες ττρό σωπο και 5ιαπεραστικό βλεμμα. Ό άνθρωπος μέ τήν α σπρη ράμπα άνασήκωσε τό κειφάλι» Ε!6ε τον έπισκέπτη καί χαμογέλασε. — Νομίζω πώς έρχεσαι στην κατάλληλη, στιγμή Μπαρ λαού, είπε. Ό τύπος είναι σχε δον έτοιμος. Κότταξε καί σύ! Ό Μπάρλοαυ δεν απάντησε άμέσως. Πήγε κοντά του· κάθησε σ* ένα κάθισμα κι* έρρι ξε^μιά ματιά στο χαρτί που του έδειχνε. — Έγώ δεν καταλαβαίνω άπο αυτά τά πράγματα, άπο» κρίθηικε βαρετά. Κι* είναι αυ τός ό λόγος άκριβώςπού σου κάνω αυτή τήν έπίσκεψι.Δέν μπορώ νά περιμένω περισσό τερο Χάϊντερ. Τά μωρά εΐναι μεγάλος κίνδυνος γιά τη δου λειά μου. Φωνάζουν, κ λ αίνε καί τσιρίζουνε. "Αν κάποιος περάση κι* άκούσει αυτές τις φω νές θά παραξενευτή σίγουρα. Κι* άν σφυρί ξη κάτι στην α στυνομία είμαστε χαμένοι. Κι* έσύ φυσικά μαζί μας θά είσαι χαμένος. Τά μάτια του γιατρού Χάϊντερ γέμισαν έκπληξι. — "Αρχισες νά φοβάσαι "Αλ; ρώτησε. — Γιά τή δουλειά μου δέν φοβήθηκα ποτέ Χάϊντερ, άπάντησε υπογραμμίζοντας αρ γά τήν κάθε λέξι ό ^Μπσρ λοου. "Οπως ξέρεις έχουμε άπαγάγει ώς τώρα περισσό τερα άπο έξήντα παιδιά. Τά πενήντα από αυτά μάς φέρανε σπουδαία λύτρα. Οι γονείς των δέκα που δέν πλήρωσαν
ή που κάνανε τον έξυπνο καί
καταφύγανε στήν Αστυνομία βρέθηκαν νεκροί. — Γι* αυτό τό τελευταίο νομίζω πώς φρόντισα κι* εγώ Μπάρλοου!, είπε ό γιατρός. Χωρίς τήν υποδερμική ένεσι πού κατασκεύασα δέν θά μπο ροΰσες νά καταφέρης καί με γάλα πράγματα. Ακόμα κα νείς δέν μπορεί νά καταλάβη πώς γίνεται νά πεθαίνουν άπο συγκοπή όλοι που δέν ύπάικουσαν στις εντολές σαυ(*). Έπειτα νομίζω πώς δέν είναι λιγώτερο εξυπηρετική ή ^άλλη ένεσι, δικής μου έφευρέσεως ικι’ αυτή, πού βυθίζει σ* έναν βαθύ ύπνο τά παιδιά πού άρ π όζουν οί άνθρωποί σου. Χω ρίς αυτή τήν ένεσι ή κάθε άπαγωγή θά ήταν έξαιρετικά επικίνδυνη. — Τώρα δμως κινδυνεύου με περισσότερο Χάϊντερ! Θά μπορούσα νά στραγγαλίζω ή νά σκοτώνω μ5 ένα δποιοδήποτε άλλο τρόπο τά παιδιά πού κλέβουμε. "Ετσι θά είχα τό κεφάλι μου ήσυχο. Έσύ δμως μου άλλαξες τά σχέδια. Μου εΐπες πώς σου χρειάζονται αυτά τά παιδιά. Θά τά σκό τωνες καί σύ βέβαια άφαιρών τας τους κάποιον ζωτικό άδέ να γιά νά κατασκευάσης τό έλιξή,οιο τής σϊωνίας νεότητος γιά τό όποϊο θά πλήρωναν χι λιάδες δολλάρι αδιάφοροι γέ ροι έκατομμυριουχοι πού όνε; ρεύονται νά ξαναβρουν τά νειάτα τους. — Μέσα σέ μιά δυο μέρες (*) Διάβασε τό ιτροηγούμιενο τεύχος ϋέ τον τίτλο; «*Η σκιά πού
σκοτώνει.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
Μπάρλοου! Μην χαλάς την τε λευταία στιγμή τη δουλειά! Μέσα σέ δυο μέρες το άργό τερο θά αρχίσω νά άφαιρώ τούς άδένες άπό τά παιδιά καί μέ τη χημική αυτή ένωσι πού επί τέλους ττέτυχα σήμέρα θά άρχίσω νά κατασκευ άζω τις ενέσεις. Θά κερδίσου με πολλά λεφτά νΑλ. Σου δί νω το λόγο μου πώς τά παι διά θά άρχίσουν νά λιγοστεύ ουν ύστερα άπό δυο μέρες. Μέσα σέ μ,ιά^ έβδομάδα δεν θά ύπάρχη κανένα ζωντανό γιά νά σ’ ένοχλή: μέ τις φωνές του. Θά δής πόσα θά κερδίσουμε. Ό ^Αλ Μπάρλοου σηκώθη κε. — ΕΤναι ή τελευταία προθε σμία που σου δίνω Χάϊντερ, είπε. Τά μάτια του γιατρού λάμ ψανε% Δεν έκρυψε τήν εύχαρίστησί του. —■ Έν^τάξει^Αλ! Μου εί ναι άρκετή αυτή ή προθεσμία. 0! κλούβες μέ τά τταιδιά
ΑΑ ΜΠΑΡΑΟΟΥ βγή κε σκεφτικός άπό τό έρ γαστήριο του Χάϊντερ. Τό έργαστήριο αυτό βρισκό ταν στά μεγάλα υπόγεια του μεγάρου του, στήν 62α οδό καί φυσικά κανείς, έκτος άπό τούς πιο έμπιστους συμμορί τες του δεν υποπτευόταν τήν ύπαρξί του. ^Ηταν μεγάλα καί ευρύχωρα τά υπόγεια αυτά κατασκευασμένα επίτη δες γιά τις παράνομες δοο* λείες τ'ίς όποιες ώργάνωνε καί διηύθυνε άλλοτε ό παλιός
23
αυτός γκάνγκστερ. Στήν έποχή τής ποτοαπαγορευσεως σ’ αυτά τά ύπόγεια παρασκευά ζονταν τά λαθραία ποτά. ’Αρ γότερα έκεΐ είχαν έγκαταστα θή έργαστήιρια παρασκευής ναρκωτικών. Τώρα στά ίδια υπόγεια είχε έγκατασταθή ό γιατρός Χάϊντερ ,ένας ήμιπαρά Φρων επιστήμων πού προσπα ιθοΰσε νά άνακαλύψη τό έλιξή ριο τής νεότητας. Ό Χάϊντερ καί ό Μπάρλοου είχαν συνετάι ρισθή γι* αυτή τή δουλειά πού όπως λογάριαζαν θά τούς άπέ δίδε πολλά εκατομμύρια δολ λάρια. Ό Μπάρλοου διέσχισε πολ λούς δαιδαλώδεις υπόγειους διαδρόμους πέρασε μπροστά άπό άρκετούς συμμορίτες— φρουρούς πού κυκλοφορούσαν έκεΐ καί κατευθύνθηκε προς έ να άλλο υπόγειο διαμέρισμα. Άπό' μακρυά έφταναν στ* αυ τιά του φωνές καί κλάματα παιδιών. -— Τό πιο σωστό θά ήταν νά είχαμε ξεπαστρέψει δλα αύ τά τά μωρά, μουρμούρισε.^Αυ τά τά βυζανιάρικα μπορεί νά μάς βάλουν σέ μεγάλο κίνδυ νο. Τό θέαμα πού παρουσίαζε ή υπόγεια φυλακή τών άπαχθέντων παιδιών ήταν πρα γματικά άνατριχιαστικό. Μέ σα σέ τέσσερα μεγάλα κλου βιά μέ χοντρά σιδερένια κάγ κελα ήταν μοιρασμένα καί φυ λακισμένα τά παιδιά αυτά. *Ενας συμμορίτης πού καθό ταν στή μέση του υπογείου έ χοντας γύρω του τά σιδερένια κλουβιά σηκώθηκε μέ σεβα σμό καθώς άντίκρυσε τον
24
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
Μπάρλοου. Ό συμμορίτης κροτούσε ένα μακρύ μαστίγιο στο χέρι του. — Τί γίνεται εδώ Νταίηβς; ρώτησε ό Μπάρλοου. — Φωνάζουν και κλαΐνε α σταμάτητα αφεντικό. Στην άρχή δταν πρωτοδοκίμ ασαν τό καμουτσίκι φρονίμεψαν και μαυγκάθηκαν. "Υστερα δμως αρχίσανε ττάλι τά ίδια. — Δεν κάνεις για τταραμά να Νταίηβς!, είπε ό Μπάρ λοου. — Αύτό τό παραδέχομαι αφεντικό. Έγώ λέω νά καθα ρίσω τά πιο ζόρικα. ’Άν φύ γουν από τή μέση τά ζόρικα τά άλλα θά γίνουν άγγελάκια. — "Όχι ακόμα Νταίηβς! Μέσα άπό τά κάγκελα τά παιδάκια παρουσίαζαν ένα θέαμα άνατριχιαστικό. Άπλυ τα, άνα μαλλιασμένα., κουρέλια σμένα. και βρώμικα κλαίγανε. Τά μάτια τους κόκκινα άπό τό κλάμα δταν γεμάτα απελ πισία καί πανικό-. Έμοιαζαν με μικρά αγρίμια που είχαν πέσει σ’ ένα φοβερό δόκανο. Πολλά άγόρια και κορίτσια τσίριζαν. "Άλλα ζητούσαν μέ παράπονο τις μητέρες και τους πατέρες του. Άδιάόοοος καί άσυγκίνητος ό Μπάρλοου γύρισε τή ράχηι προς τά παιδιά καί πρόσφερε τσιγάρο στο συμ μορίτη. — "Υστερα άπό δυο μέ ρες, τού είπε, άν δεν γίνη κά τι πού περιμένω θά άναλάβης νά βγάλης εσύ άπό τή μέση αυτά τά μωρά ΝταίηβςΆΕχεις γερά δάχτυλα κι* αυτά έχουν
τρυφερούς λαιμούς. Δεν θά κοπιάσης πολύ. -— 3Εν τάξει αφεντικό!, άπάντησε σαν κτήνος ό συμμο ρίτης. Πάντοτε κάνω παστρι κές δουλειές έγώ. — Σ3 αύτό^ τό μεταξύ ί σως βάλω κανόναν άλλο στη θέσι σου για παραμάνα Νταίηβς. Τά παιδιά μάς χρειάζον ται προς τό παρόν ζωντανά. 3Λλλά πρέπει νά βρεθή κά ποιος πού θά τά κάνη νά πά ψουν νά κλαίνε. — Δεν έχω άντίρρηισι άφεν τικό! Ο Κρεμανταλάς Ρούντυ γίνεται... παιδαγωγός
ΜΙΣΗ ώρα άργότερα ο 3,Αλ Μπάρλοου βρ-ισκό ταν στο πολυτελέστα το γραφείο τού μεγάρου του. Έταν κομψά δπως πάντα ντυμένος καί διάβαζε την ε φημερίδα του. Κανείς δεν μπο ρούσε νά φανταστή βλέποντας τον Μπάρλοου μέ τά γκρίζα μαλλιά καί την έπιμελημένη έμφάνισι μέσα σ3 αυτό τό ή ρεμο περιβάλλον δτι αυτός ό άνθρωπος ήταν ό απαίσιος αρχηγός των κιντνάππερς καί των δολοφόνων πού σκόρπι ζαν τον πανικό στη Νέα Ύόρκη,. Πολύ περισσότερο ήταν αδύνατο νά ύποψιαστή πώς κάτω άπό τό μεγαλοπρεπές αυτό μέγαρο υπήρχαν φοβε ρές κατακόμβες δπου λειτουρ γούσε ένα εργαστήριο θανά του καί κρατιόντουσαν αιχμά λωτα σέ μια απερίγραπτα φρι χτή καί ζωώδη κατάστασι πε ρισσότειρα άπό εξήντα παιδά
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
κια για την τύχη των οποίων άγωνιοΰσαν οί γονείς τους. Ό Μπάρλοου δταν τελείω σε την άνάγνωσι πέταξε την εφημερίδα και άπλωσε τό χέ ρι προς ένα ταμπλώ μέ διά φορα χρωματιστά κουμπιά πού υπήρχε στο γραφείο του. Πάτησε ένα άπ5 αυτά τά κου μπιά ικαΐ υστέρα από λίγο ά νοιξε ή πόρτα καί στο κατώ φλι φάνηκε ένας υπηρέτης. — ?Ηρθε ό Μάθιους; ρώ τησε ό Μπάρλοου τον ύπηρέτη. — Μόλις πριν πέντε λε πτά, κύριε. — Μόνος του;^ — Έχει ^κι5 έναν κρεμαν ταλά ώς έκεΐ πάνοο μαζί, του, κύριε, απάντησε προσπαθώντας νά καταπνί ξη ένα χαμόγε λο ό υπηρέτης. Είναι, ένα πε ρίεργο υποκείμενο. Ό Μπάρλοου σταμάτησε τη φλυαρία τού υπηρέτη μέ μια κίνησι τού χεριού του. -—- Ή ’Άν Ζάρφιθ; — Ή δεσποινίς Ζάρφιθ δεν φάνηκε ακόμα, κύριε. — "Οταν ερθη ή κοκκινο μάλλα νά μού την στείλης α μέσως. Προς τό παρόν πες στον Μάθιους καί στην παρέα του νά περάσουν. Ό υπηρέτης έκαμε μιαν ύπόκλισι καί βγήκε άπ5 τό γραφείο. Σχεδόν αμέσως μπή καν μέσα ό άγνωστος μέ την πράσινη ρεπούμπλικα κι’ ό Ρούντυ. Ό Ρούντυ χαμογελού σε ηλίθια. Ό Μπάρλοου έδει· ξε στους δυο επισκέπτες δυο καθίσματα καί κάθησαν. — Λοιπόν κ. Μπάθ,^ άρχισε χωρίς προλόγους, σάς κατα
25
διώκει ή αστυνομία. Αυτό εί ναι πολύ λυπηρόν. Τό ευχάρι στο είναι όμως ότι σάς συνάν τησε ό κ. Μάθιους πού ανήκει στην ύπηρεσία μου. "Ετσι υ πάρχει βάσιμη, έλπίδα νά ξεφύγετε. Ό Ρούντυ κούνησε τό κεφά λι κι* αναστέναξε. — Καί όμως είμαι αθώος, κύριε 1 — Αυτό δεν έχει νά κάνη,! Οι αστυνομικοί συνήθως δταν δεν μπορούν νά βρουν τούς άληθ ι νού ς ενόχους, στ έλνουν στη ηλεκτρική καρέκλα αθώ ους γιά νά πνίξουν την άγανάκτησι τής κοινής γνώμης. Ε γώ πάντως χρειάζομαι έναν αν θρωπο σάν καί σάς. Θέλω νά μού μιλήσετε γιά τό καινούρ γιο δπλο πού χρησιμοποιήσα τε δταν δραπετεύσατε απ’ τη Γενική Ασφάλεια. Ό Ρούντυ έγλυψε τά χεί λια του, έξυσε τη μύτη του, όπως έκανε πάντα δταν ήθελε νά κατεβάση ιδέες καί διηγήθηκε ένα θαυμάσιο παραμύθι γιά τον τρόπο πού μπορού σε νά κατασκευάση τις φοβε ρές άμπούλες μέ τό εξαερω μένο υδροκυάνιο. Ό Μπάρλο ου τον άκουγε μέ θαυμασμό. — Καί μπορείτε δταν σάς δώσω τά μέσα νά κατασκευά σετε τέτοια πράγματα; — Ού! "Αλλο ^ τίποτα^! έ κανε κουνώντας τη χερούκλα του ό κρεμανταλάς. — "Εχετε σπουδάσει χημι κός; — "Οχι. Σπούδασα παιδα γωγός αλλά αυτό, όπως ξέρε τε, δεν έχει νά κάνη. Οί εφευ ρέσεις είναι ζήτημα ιδιοφυίας.
26
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
Ό Μπάρλοου γούρλωσε τά μάτια. —· Σπουδάσατε παιδαγωΥ0ς;
— Μά ναι, φυσικά! άπάντηισε μέ^ ελικρίνεια ό Ρούντυ. Οί^ γονείς μου με προώριζαν για καθηγητή της παιδαγωγι κής άλλα έγώ όταν πήρα το δίπλωμα προτίμησα άλλα ε παγγέλματα. — Μά τότε! Τότε τό ζήτη μα πού μέ απασχολεί λύθηκε! φώναξε χαρούμενα ό άρχιγ* κάγκστερ. Θά σάς χρησιμο ποιήσω πρώτα για παιδαγω γό. Αυτό δεν θά κρατήση πε ρισσότερο άπό δυο - τρεις τό πολύ μέρες. Ύστερα θά βά λουμε μπροστά τό όπλο μέ τό υδροκυάν ιο. —^ Έχετε παιδιά; ρώτησε ό Ρούντυ προσπαθώντας νά φανή ψύχραιμος. — Δικά μου όχι. Έχω ό μως μερικάλπαιδιά σέ κλού βες και κλαΐνε. — Πρώτη φορά άκούω ότι υπάρχουν παιδιά σέ κλούβες ! είπε ό Ρούντυ. Πώς συμβαί νει αυτό; Απότομα τό ύφος ^του Μπάρλοου άλλαξε. Τό μούτρο του έγινε σκληρό και τά μόττια του γέμισαν σκοτάδι. Ό κρε μανταλάς άναρ ρίγησε. — Δέν μ5 άρέσουν οί πολ λές έρωτήσεις! είπε ό Μπάρ λοου. Ό Μάθιους θά σέ κατα τόπιση και θά πας μαζί του άμέσως ν" άντικαταστήσης κά ποιον άλλον. Θέλω τά παιδιά νά σταματήσουν νά κλαΐνε καί νά φωνάζουν. Κ ατ αλαβαί νε ι ς τί ζητάω άττό σένα; 'Γύοισε στον Μάθιους.
— Εμπρός, Μάθιους! διέ ταξε. Πήγαινέ τον στο υπό γειο. Θ5 άντικαταστήση τον Νταίηθς. Ό συμμορίτης μέ τό πρά σινο καπέλλο σηκώθηκε. Ό κρεμανταλάς μέ έκφρασι φοβι σμένου ζώου τον άκολούθηισε... "Ενα έξυπνο σχέδιο καταστρώνεται
ΤΑΝ ό Τζόε Ντικ τε λείωσε την ιστορία πού διηγόνταν στον επιθεω ρητή Τόρενσον, άναψε τσιγά ρο και πρόσθεσε: — "Έμαθες τώρα, τού είπε, πώς κατάφερα νά γλιστρήσω άπ" τά χέρια τών συμμοριτών πέφτοντας στ ή θάλασσα. Τώ ρα θά σου πώ τό σχέδιό μου. Είμαι βέβαιος πώς ή Ζάρφιθ και ή παρέα της πιστεύουν ό τι πνίγηκα. Γι" αυτό θά τούς σκαρώσουμε μιά δουλειά. Θά επιβεβαιώσουμε τό πράγμα δημοσιεύοντας στις έφημερίδες μιά ψεύτικη εϊδησι. Στο τέ λος τής είδήσεως θά τονίζεται ότι τό πτώμα μου^ μεταφέρθη κε στο νεκροτομείο. Έκεΐ θά στήσουμε τό δόκανο. 01 συμ μορίτες γιά νά βεβαιωθούν άπόλυτα και γιά νά μήν έχουν καμμιά άμφιβολία ότι πρα γματικά είμαι νεκρός, θά στεί λουν κάποιον νά ρίξη μιά^ατιά... στο πτώμα μου. Αυτόν τον κάποιον θά παρακολουθή σουμε και θά μάς πάη χωρίς νά τό καταλάβη στή φωλιά τού Μπάρλοου. — Έν τάξει Τζόε! Σέ παραδέχουμαι! είπε Τόρενσον. Δέν έχω καμμιά άντίρρησι. Έ-
Ο
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
ιΟ
κρεμανταλάς
Ρούντυ γούρλωσε τά μάτια του
27
καθώς
διάβαζε
τήν έπικήρυξι.
κείνο μονάχα που δεν μπορώ νά καταλάβω είναι τό που θά σέ πήγαιναν μέ τή βενζινάκα το... — Κι* αυτό τό^ σκέφτηικα καί νομίζω πώς βρήκα την όρ° θή εξήγηση απάντησε ό ντε» τεκτιβ. Τό ταξίδι μέ τή βενζινάκατο ήταν ένα τέχνασμα. "Ηθελαν δηλαδή νά μέ κάνουν νά πιστέψω πώς τ’ αφεντικό ιούς είχε τό στρατηγείο του στά "Ινκερτις, τά μικρά έρημόνησα πού βρίσκονται άνοιχτά στις δυτικές άκτές. Αυτό τό έκαναν γ,ιά νά είναι σίγου ροι, σέ περίπτωσι άποδράσεώς μου, δτι έγώ θά τήν πά» θαινα μ’ αυτό τό κόλπο και άναζητώντας τή συμμορία θά
έψαχνα νά τή βρω στά νότια. Στήν πραγματικότητα ή βεν ζινάκατος θά ξαναγύριζε στη Νέα Ύόρκη και σέ κάποια έ ρημη, αποβάθρα θά μέ ξεφόρ τωναν μέ δεμένα τά μάτια γιά νά μέ φορτώσουν^ σέ κάποιο καμιόνι μέ τό οποίο θά μέ πή γαιναν στον Μπάρλοου. Αυτό δείχνει πόσο προνοητικοί είναι καί πόσο έξυπνα έργάζονται. Είμαι άπολύτως βέβαιος δτι ό Μτάρλοου πού έχουμε χάσει έδώ και τρία χρόνια τά Ιχνη του, βρίσκεται στή Νέα Ύόρ κη,. — Σύμφωνοι, Τζόε. Κι* έ γώ αυτή τή γνώμη έχω. Ό ντέτεκτιβ άναψε άλλο τσιγάρο και συνέχισε:
28
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
— Ακόμα δεν τελειώσαμε όμως, ίνσπέκτορ. Είναι κι5 ό Ρούντυ. Πολύ φοβάμαι δτι αυ= τή ή έπιικηρυξις πού δημοσιεύ τηκε στίς έφη'μεοίδες θά τον κάντι έξαλλο. Είναι φιλότιμο παιδί αυτός ό κρεμανταλάς και μπορεί νά τό πάοη κατά καρδα, ν3 αύτσκτσνηση. Πρέ πει λοιπόν κάτι νά γίνη, νά τον ξσναβρουμε. Ό Τόρενσον Αναστέναξε. — *Έχω πολλές τύψεις γιά δσα έγιναν Τζόε! είπε. Δεν δέσω πώς μου πέρασε αυτή ή ιδέα πώς ό Ρούντυ ήταν δυ νατό νά είναι ένας κιντνάππεος. 3Ελπίζω ώς τόσο νά μή του έχη συμβη κανένα κακό... Θά φροντίσω έγώ γιά τον Ρουντυ Τζόε.
έχουμε λογαριάσει, όλα θά πάνε καλά. "Υστερα από λίγο ό διάση μος κακουργοκυνηιγός βρισκό ταν σέ μια διπλανή από την κυρία αίθουσα του νεκροτομεί ου καί από ένα αδιόρατο άνοι γμα πα ο ακ ολουθο ύσε άγρυπνα τούς 'έπισκέπτες. Υπήρχαν στην αίθουσα και άλλα πτώ ματα προς άναγνώρισιν. Πο λύς κόσμος περνούσε από ε κεί. Αογης—λογης άνθρωποι πού είχαν κάποιον δικό τους αγνοούμενο. 3 Εκείνον όμως πού περίμενε ό Τζόε Ντίκ δεν είχε Φανη. Τό μεσημέρι ό ντέτεκτιβ άρχισε νά Απελπίζε ται. Στίς δυο τό Απόγευμα όταν σχεδόν βέβαιος ότι τό σχέδιο είχε Αποτύχει. Οι συμμορίτες Επί τα ίχνη είχαν μυριστη ίσως την πσγί του γκάγκστερ Μπάρλοου δα η όταν τόσο βέβαιοι οτι εί χε πνίγη ώστε δεν είχαν λό Ο ΠΤΩΜΑ πού όταν έκγους νά στείλουν Ανθρώπους τεθειμένο «προς αναγνώ νά Αναγνωρίσουν τό πτώμα ριση/» στο νεκροτομείο άτου.Οι ώρες κυλούσαν γοργά νηίκε σ3 έναν άγνωστο πού εί χωρίς αποτέλεσμα. χε βρεθη στη θάλασσα. Ό -— Νομίζω πώς κάναμε /μιά Τζόε Ντίκ με τη βοήθεια των τρύπα στο νεοό!, μουομουοι · πλαστικών ουσιών πού με τό σε γεμάτος άπογοήτευσι. Ό ση δεξιοτεχνία χρησιμοποιού Μπάολοου δεν άγκιστρώνετσι σε, μετέβαλε τά χαρακτηριστι εύκολα. κά του προσώπου του πτώμα Στίς έ'Φτά τό βοάδυ όμως τος καί σε λίγο θά μπορούσε ένοιωσε την καρδιά του νά χο κανείς νά στο ιχη1 ματ ίση μέ τό οστηδάρ καί τό βλέμμα του κεφάλι του πώς ό νεαρός πού έλσμψε παοάξενα. Μέσα στην βρισκόταν στο μάρμαρο δεν αίθουσα του νεκοοτομείου εί ήταν άλλος από τον δαιμόνιο χε μπη ιμιά γυναίκα. Αυτή η ντέτεικτιβ. γυναίκα όταν η κοκκινομάλλα — "Ολα είναι έτοιμα! εί "Αν Ζάοφιθ! Ή συμμοοίτισπε ό Τζόε Ντίκ στον ίνσπέσα πέρασε άνάμεσα άπό τά κτορα Τόρενσον. Τώρα νά δού διάφορα ιμαομάοινα τραπέζια με τί ψάρια θά πιάσου με. ~Αν επάνω οτά οποία όταν έκτε τά πράγματα έρθουν όπως τά θειμένοι οι Αγνώστου ταυτότη^
Τ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ Τΐί ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ τος νεκροί καί στάθηκε μπρο στά ιστό πτώμα εκείνο πού εί χε τά χαρακτηρ ιστ ικά του Τζόε Ντίκ. "Ενα αδιόρατο χα μόγελο ικανοποιήσεις σχέδιά στηικιε στο πρόσωπό της. Τώ,ρα δεν είχε ικαμμιά άμφιβο λί'α. ( Μέ γοργό βήμα βγήκε από την αίθουσα. Την ίδια στιγμή ό Τζόε Ντίκ ακολουθώντας άλλο δρόμο βγήκε στην έξο δο του νεκροτομείου. Είδε την ικοκκινομάλλα νά μπαίνη σ5 έ να αυτοκίνητο. Πήδησε στο δι κό του αμάξι καί την πήρε τό κατόπι. "Υστερα από ίμια δια δρομή ιμισής ώρας τό αύτακί<νη.το τής Ζάρφιθ μπήκε στην κινέζικη συνοικία. Όλ Τζόε Ντίκ χαμογέλασε. "Εδώ λοι πόν στην Τσάϊνα Τάσιν έπρε πε νά βρίσκεται ή φωλιά των Φιδιών πού σκορπούσαν τον θάνατο καί τον πανικό στη Νέα Ύόρκη. Ή Ζάρφιθ διέσχι σε μερικά στενοσόκακα καί .σταμάτησε στον ίδιο αδιέξοδο δρόμο όπου πριν από λίγες μέ ρες οι συμμορίτες εΐχαν αίχμα λωτίσει τον ντέτεκτιβ. Ό Τζόε Ντίκ πήδησε από τό αυτοκίνη τό του καί περί,μενε. Είδε την κοκκινομάλλα νά κατεβαίνη άπό τό αμάξι της καί νά κα τευθύνεται, προς την πόρτα ενός παλιού σπιτιού πού φαι νόταν ακατοίκητο. Πέρασε μέ σα καί ή πόρτα^ξανάκλεισε. "Υστερα άπό ένα λεπτό ό ντέτεκτιβ βρισκόταν μπροστά στην κλειστή πόρτα. Ή πόρτα ήταν κλειδωμένη. "Αλλά καμμιά κλειδαριά δεν μπορούσε νά άντισταθή σ’ ένα μικρό ερ γαλείο άπό ιχρωμιούχο ατσάλι
πού είχε πάντοτε σέ μιά άπό τις τσέπες του ό Τζόε Ντίκ. Ή πόρτα άνοιξε αθόρυβα. Βρέθηκε σέ μιά ισόγεια σκε παστή αυλή. "Ερριξε ματιές γύρω του. Κανείς δεν υπήρχε σ’, αυτή την αυλή. ^ Ή "Αν Ζάρφιθ είχε χαθή! 5Απέναντι του ακριβώς ήταν ένας παλιός τοίχος.^ Καθώς έμπαινε στην αυλή είχε την άίσθησι πώς αυτός ό τοίχος είχε κινηθή. Δεν ήταν απίθανο έκεΐ κάπου νά βρισκόταν μιά μυστική πόρτα. "Ολα τά παλιά σπί τια Τσάϊνα Τάσιν άπό την πάλιά εποχή πού οι Κινέζοι έκαναν ,μυστικές είδολολατρικές τελετές, είχαν μυστηριώ δεις κρύπτες καί περάσματα. Προχώρησε μέ βήμα γάτας προς τον τοίχο. Τα μάτια του καί τά αυτιά του ήταν έτοιμα νά συλλάβουν την ελάχιστη κί νησί καί τον παραμικρό θόρυ βο. Χρησιμοποιώντας τό ψανά ρι τών υπεριωδών ακτινών καί φορώντας ειδικά γυαλιά ερεύ νησε μέ σχολαστικότητα τόν τοίχο. .Κουράστηκε κάπως άλ λα στο τέλος ανακάλυψε αυτό πού ζητούσε. Πίσω άπό ένα σαραβαλιασμένο βαρέλι ανα κάλυψε ένα μοχλό. "Εσκυψε καί τράβηξε τό μοχλό. "Ακου σε ένα ελαφρό θόρυβο καί εί δε ένα κομμάτι τού τοίχου νά ύποχωρή, αφήνοντας ένα ευ ρύχωρο σκοτεινό άνοιγμα. Πριν προχωρήση έβγαλε^τή σιγαροθήικη του. Πάτησε ένα έλατήριο καί άρχισε νά μιλάη χαμηλ όφ ωνα. Ή φ αίνο μ εν ιική αυτή αθώα σιγαροθήκη ήταν ένας μικρός ραδιοτηλέφωνά κός πομπός. 5 Ηρθε σέ έπσφή
βο
?© ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
μέ τόν έπι θεωρητή Τόρενσον και τάν κατατόπισε. — Σέ λίγο θά βρίσκουμαι εκεί Τζόε μέ τούς άντρες μου!, εΐπε ό Τόρενσον.
Τρεις άλλοι ακόμα συμμορί τες ακολουθούσαν τόν πρώτο. Τά δάχτυλά του έσφιξαν σπα σμωδικά τη λαβή τού πιστο λιού του. -αφνικά ακούστηκε μιά κραυγή. Εκείνος πού προ "Αγρια μάχη χωρούσε μέ τό φανάρι τόν εί στις κατακόμβες δε. Ή στιγμή ήταν κρίσιμη. Ό συμμορίτης κραυγάζοντας ΕΝΑ χαμόγελο θρι άγρια ώρμησε πρός τό μέρος άμβου τώρα στά χείλη του. Ό Τζόε Ντίκ πυροβόλη ό δαιμόνιος ντέτε - σε αδίστακτα σημαδεύοντας κτιβ προχώρησε πιρος τό σκο τό φανάρι. Τό φανάρι θρυμ τεινό άνοιγμα. Μέ άγρυπνες ματίστηκε. Μιά καινούργια όλες του τις αισθήσεις άρχισε σφαίρα συνάντησε ένα λεπτό νά 'βαδίζη. Βρισκόταν σ5 έναν άργότερα τό μέτωπο τού συμ φαρδύ υπόγειο δρόμο. *Ηταν μορίτη. Τόν άκουσε νά βογ μια υπόνομος μέΛ απότομες γάη. Ό ντέτεκτιβ γλύστρησε στροφές και καμπύλες. Μια πρός τά πλάγια. Τρία όπλα πραγματική κατακόμβη κάτω άρχισαν νά στέλνουν καφτά από την Τσάινα Τάσιν. Οι α μολύβια πρός τό μέρος του. πό χοντρό κρεπ σόλες των πα Άντεπυροβόλησε. "Ενας από πουτσιών του τού έπέτρεπαν τους τρεις κύλησε στο χώμα. να βαδίζη άθόρυβα. Οΐ κατα 01 δυο άλλοι όμως κατάφεροον κόμβες ήταν σκοτεινές. ’Αλλά νά τόν φτάσουν. "Εκανε δυο δέν τόλμησε νά χρησιμοποίη βήματα πρός τά πίσω, συ ση, τό ηλεκτρικό του φανάρι. σπειρώθηκε καί πήδησε πρός Ή κοκκινομάλλα πρέπει νά τά αριστερά πυροβολώντας. είχε προχωρήσει^ πολύ. "Ως 5Αλλά οί σφαίρες αυτή τή φο τόσο όσο μακρυά κι* άν βρι ρά άστάχησαν. Κάπου μπερ σκόταν τό φως θά φαινόταν α δεύτηκε τό πόδι του, παραπτά πό μακρυά και θά την ξάφνια τησε κι* έπεσε. Ή καρδιά του ζε. βρόντησε βίαια. Τό πιστόλι Βάδιζε μίση ώρα σχεδόν ξέφυγε από τά χέρια του. Μέ όταν άπότομα σέ κάποια στρο σα στο σκοτάδι άκουσε ένα φή σταμάτησε κι* έμεινε άσά βραχνό σατανικό γέλιο. λευτος μέ τή ράχη κολλημένη ^— Τώρα τόν έχουμε στο στόν υγρό τοίχο. Φούχτιασε χέρι!, είπε ό ένας άπο τούς τό πιστόλι του καί περίμενε. δυο συμμορίτες. Τό νού σου ΞΤδε κάποιον μ5 ένα φανάρι Σάμ νά τόν πάμε ζωντανό στ* θυέλλης στά χέρια καί ένα άφεντικό. αυτόματο στόν ώμο νά περΤινάχτηκε άπότομα κι’άνωρ πατάη άργά πρός τό μέρος θώθηικε. Χωρίς όπλο τώρα βρι του., 9 Ητοον σίγουρα ένας συ μ σκόταν σέ μειονεκτική θέσι. μορίτης φρουρός. Τά μάτια ^Αλλά είχε τις γροθιές του. τοΰ ντέτεκτιβ τρεμόπαιξαν. "Απλωσε τά χέρια του κι* άο-
Μ
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ παξε μέ λύσσα τον συμμορίτη ττού βρισκόταν ττιό κοντά. Ό άλλος όμως σήκωσε τό αυτό ματο πού κρατούσε χρησιμο ποιώντας το για ρόπαλο έτοι μος νά κτυπήση τό κεφάλι τού άστυνσμικού.Ό Τζόε Ντΐικ μέ σα σ’ ένα δευτερόλεπτο είδε τό θάνατο να τον ζυγώνη μέ μεγάλα βήματα. Δεν_υπήρχε χρόνος νά ψυλαχτή. -αφνικά δμως εΐδε πίσω από τον συμ μορίτη ένα φάντασμα! —- Ρούντυ!, κραύγασε. Ό Ρούντυ έβγαλε μια ά γρια κραι/γη χαράς καθώς α ναγνώρισε τή φωνή τού άρχη γου του και μέ τό αυτόματο πού κρατούσε πυροβόλησε. Ό συμμορίτης πού ήταν έτοιμος νά συιντρίψη τό κ,ραινίο τού ντε τεκτιβ χοροπήδησε κι* έπεσε ανάσκελα. Την ίδια στιγμή ε κείνος πού κρατούσε ό Τζόε Ντίικ δέχτηκε μια φοβερή κλω τσιά στά νεφρά άπό την ποδά ρα τού Ρούντυ καί σωριάστη κε στο χώμα. — Πώς βρέθηκες έδώ Ρούν τυ; ρώτησε ό ντέτεκτιβ. — Είμαι παιδαγωγός έδώ κάπου κοντά!, άπάντησε ό κρεμανταλάς. ^Ακόυσα τή ψα σαρία κι* έτρεξα νά δώ τί συμ βαίνει. 5Αλλά αυτά τά λέμε αργότερα. νΕλα μαζί μου ά,ρχηγέ! Θά σού έξηγήσω άργότερα...
31
Αργότερα—μίση ώρα ύστε ρα άτπό τή συμπλοκή στις κα τακόμ'βες—όλα είχαν τελειώ σει. Ό "Αλ Μπάρλοου καί ή κοκκινομάλλα Ζάρφιθ εΐχοον συλληιφθή. Οί άνδρες τού Τόρρνσον έξ άλλου εΐχαν συλλάβει τον έγκληματία γιατρό Χάϊντερ καί τήν άλλη μέρα οί εφημερίδες δημοσίευαν σελί δες όλο κλήρες για τή έξοντωσι τής σατανικής συμμορίας των κιντνάππερς καί τή σωτη ρία των άπαχθέντων παιδιών. Ή Νέα Ύόρκη άνέπνεε. Τό σύννεφο τού τρόμου πού σκέπα ζε τή μεγάλη πολιτεία είχε περάσει. Τά παιδιά μπορού σαν νά παίζουν πάλι ξέγνοια στα καί «χαρούμενα στους κή πους. — Καί ολα αυτά χάρις σε σένα Ρούντυ!, είπε ό Τόρενσον σφίγγοντας θερμά τό χέ ρι τού κρεμανταλά ό άστυνομι κόε επιθεωρητής. "Αν δεν εϊσουν έσύ ό Τζόε θά ήταν νε κρός καί ό Μπάρλοου θά εΐχε είδοποιηθή καί θά έξοοφανιζόταν. Είσαι σπουδαίος Ρουντυ! — Είμαι!, παραδέχτηκε με τριόφρανα ό Ρούντυ. Άλλα τά κορίτσια δεν τό παραδέχονται καί μ’ άποφεύγουνε δπως ό διάβολος τό λιβάνι. Λένε πώς είμαι άλογομούρης! "Αν εΤναι δυνατόν...
ΤΕΛΟΣ
Συγγραψεύς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
-
ΆΝΑ8€@!ΝΩΣΙΣ Γ«ώ τους άναγνώστες μας, τά προηγούμενα τεύχη των Ικβόσεών μας πωλούνται στα γραφεία μας (Λέκκα 22, υ πόγειον, Άθήναι), και στά έξης καταστήμοετα; ΠΕ1ΡΑΙΞΥΣ: Κατάστημα "Αθαν. Τουφεξή, όδός Βενιζέλου καί Ευριπίδου (γωνία), έναντι τής Εμπορικής Σχο λής. Τηλ.: 42.966. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Βιβλιοπωλείον Χαραλ. Δημητριάδου, όδός Παντελεήμονος 30. ΝΙΚΑΙΑ: Βιβλιοπωλείον Παναγ. Χρηστάρα, πλατεία *Αγ. Νικολάου. ΠΛΑΚΑ: Κοπτνοπωλείον Μωάν. Δημητριάδη* Α8ός 9Αδριανου καί Θέσπιδος γωνία. ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ (Αττικής}: Βιβλιοπωλείον Βί*σ. Αυγερινού, όδός 'Αγίων "Αναργύρων @. ΜΟΣΧΑΤΟΝ: ^ Κατάστημα Γεώργ. Γενίτσσρη, όδόςΧρυσοστόμου Σμύρνης 22. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ; Βιβλιοπωλείον ό «ΦΑΡΟΣ». ΑΙΓΑΛΕΩ: Περίπτερο Σωτηρίου Ρούτση, Ί. 'Οδός 253 ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ: Κατάστημα Γρηγ. Μπογράκου, Σπόρου Πάτση I 17. ΔΑΦΝΗ: Περίπτερον Μιχαήλ Ραπτοπούλου, Βουλιαγμέ νης ΙόΟ, τηλέψωνον 91.484. ΚΟΡΩΠΙ: Περίπτερον Παντελή Σιδερη.
Οι άναγνώστες μας τής Νοτίου Αυστραλίας, μπορούν νά προμηθεύωνται τά προηγούμενα τεύχη τού Μικρού *Ήρωος, καί όλων των άλλων έκδόσεών μας, άπό τό κατά στημα: 202
©ΕΟ&0Ε ΡΑΙΙΑ3Ι3 ν^ΑΥΜΟΥΤΗ 5Τ&ΕΕΤ ΑΟΕΙ.ΑΙΟΕ 3· Α03ΤΚΑίΒΑ
τει.. ια
5116 — «-υ 6938
άναγνώστες μας τής Νοτιοανατολικής "Αφρικής μπορούν νά προμηθεύωνται τά προηγούμενα τεύχη τού Μ. 'Ήρωος καί όλες τις άλλες εκδόσεις μας άπό τό κατά στημα των Γ. ΙΑΡΑΝΤΗ καί Δ. ΣΑΡΑΓΚΑ Οί
3ν^ΑΗ8Β=1 3ΤΕ Νο 6 Τηλέφ. 7357 Ρ.Ο. Βοχ. 631
ΊΓΑίΜ©Α ΤΑΝ6ΑΝΥΚΑ
* ΠΩΣ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 'Ό καλύτερος τρόπος νά περάσετε ευχάριστα τό καλο καίρι σας, είτε στην έξοχή πάτε, είτε μείνετε στο σπίτι σας, είναι νά προμηθευθήτε άπό τά γραφεία μας (όδός Αέκκα 22, υπόγειον) τις διάφορες έκλεκτες έκδόσεις μας, σε τιμές χαμηλές καί προσιτές για δλους. "Εχουν έκδοθη καί πωλουνται στα γραφεία μας: Ί) *0 Μικρός "Ηρως (τεύχη 280, τόμοι 34). Συνεχίζε ται ή εκδοσις. 2) Ταρζάν (τεύχη 8, τόμος 1). Συνεχίζεται ή εκδοσις. 3) Τζόε Ντίκ. (Συνεχίζεται ή εκδοσις). 4) Υπεράνθρωπος (τεύχη 24, τόμοι 3). 5) Τάργκα (τόμοι 1) 6) Γεράκι (τεύχη 16, τόμοι 3). 7) Μικρός Ιππότης (τεύχη 8, τόμοι 1) 8) Ταγκόρ (τεύχη 8, τόμοι 1) 9) Μ. Μπουρλοτιέρης (τεύχη 8, τόμος 1) 10) Κεραυνός (τεύχη 8, τόμοι 1) 11) Μάτι (τεύχη 9, τόμοι 1) 12) Διαμάντι (τεύχη 9, τόμοι 1) 13) Παιδικό Πανεπιστήμιο (τεύχη 6, τόμος 1) 14) Παραμύθια Μ. "Ηρωος τεύχη 12 15) Παραμύθια Χρυσά τεύχη 6
*
Γ»
Τ Ζ Ο Ε
Ν Τ I Κ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΑΟΣΪΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ Γραφεία: 'Οδος Αέκκ'α 22 — Αριθμός 8 — Τιμή δρσχμαί 2 Δημοσιογραφικός Δ):ντής: Στ. "Ανεμοδουράς, Φοολιήρου 41. Οι κονομικός Δ)ιντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφίγγός 38. Προϊστά μενος τυπογρ.: Α. Χστ£η6ασιλεΐου. Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ’ Αθήναι
Μέ τό τεύχος αυτό συμττληρώθηκε το βιβλίο τών περιπετειών τού
ΤΖΟΕ ΝΤIΚ Ο! άναγνώσται του μπορούν νά φέρουν τα τεύχη στα γραφεία μας (Αέκκα 22« ύπόγειο)γιά νά τά δέσουν σε πο λυτελή τόμο άντί 5 μόνον δραχμών. Τή θέσι τού ΤΖΟΕ ΝΤΙΚ, θά πάοη τήν άλλη ΠΕΜΠΤΗ, 24 ΙΟΥΛΙΟΥ £να νέο ανάγνωσμα αστυνομικών περιπετειών μέ τον τίτλο:
ΔΕΚΑ ΤΡΙΑ Πρόκειται γιά έκλεκτές περιπέτειες γραμμένες άπό τον δημιουργό τού ΤΖΩΝ ΓΚΡΗΚ συγγραφέα κ. Νίκο Ρούτσο, πού υπόσχεται νά χαρίση στους αναγνώστες τού «13» α ξέχαστες ώρες γεμάτες άγωνία, ενδιαφέρον και διασκέδασι! ^ Αγοράστε δλοι τό «13» την
ΠΕΜΠΤΗ, 24 ΙΟΥΛΙΟΥ Σελίδες 36/ έξώφυλλα οφφσετ, δραχμές 2
βτιοετοη-Η
|Ι|Ρ "ΪΙΪΪ ϊΐΜ"
-· > \ <ι
£$:££
II ξ5
Λ '
: .: ^ ;$ ||