ISBN: 978-618-5531-83-6
ΕΚΤΟΡΟΣ ΜΑΑΟ
Ν
*Α ττ ό δ ο σ ι ς Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ
ΦΘΗΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Α Θ Η Ν Α I
Κάποιος βγήκε πίσω απ’ τον ικορμό ένας δέντρου κι’ άρχι σε νά τρέχη.
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ Ω Σ ΤΑ οκτώ χρόνια μου δεν είχα καταλά βει πώς ήμουν ένα έκθετο παιδί. Μια γυναίκα με να νούριζε σαν μητέρα τις νύχτες ικι9 δταν ό παγωμένος αγέρας τού Δεκέμβρη στοίβαζε τό χιόνι πάνω στα θαμποομένα τζάμια, μού ζέσταινε τά πόδια τρίβοντάς τα μέ τις φούχτες της καί^μού τραγουδούσε έναν σκο πό πού ακόμα τον διατηρώ άχνά στη μνήμη μου. "Ο ταν τριγυρνούσα στον κάμπο μέ τη γελάδα μας κι9 άξαφνα έπιανε δυνατή βροχή, εκείνη έτρεχε, μ9 ένα ζεστό μάλλινο στά χέρια, για νά μέ κουκουλώση. "Ο ταν ερχόμουν στά χέρια μέ κανέναν συνομήλικό μου σ’ αυτήν έλεγα τά παράπονά μου κι9 ευρισκε τον τρό πο νά μού δίνη δίκιο όλες τις φορές.
3
Γι* αυτό ποτέ μου 6έ σκέφ&ηικα πώς μπορούσε νά μην ήταν μητέρα μου και τδμαθα μια μέρα, εντελώς τυχαία. Τό χωριό, πού πέρασα τά πρώτα χρόνια τής ζωής μου, λέγεται Σαβανόν. Είναι άπ3 τά φτωχότερα στην κεντρική Γαλλία, επειδή βρίσκεται σέ μια άγονη πε ριοχή. Το σπίτι μας ήταν στις όχθες ενός ορμητικού ρυάκι ου, πού χύνεται σέ κάποι ον παραπόταμο του Λουάρ. ""Ωσπου έγινα οκτώ χρόνων, δεν είδα καμμιά φορά άντρα έκεΐ μέσα, γιατί ό σύζυγος εκείνης πού θεω ρούσα μητέρα μου, εργαζόταν ώς χτίστης στο Παρί σι, όπως κι3 οι περισσότεροι άντρες του χωρίου. "Ή ξερα μόνο πώς υπήρχε, γιατί πού καί πού μάς έρχον ταν νέα του. Ωστόσο μ ιά κρύα νοεμιβριάτικη μέρα, κατά τό σού ρουπο, στάθηκε έξω από τον φράχτη μας ένας άντρας πού δεν τον είχα ξαναδή. "Έκοβα ξύλα στο κατώφλι εκείνη τήν ώρα κι3 αυτός, δίχως ν3 άνοιξη τήν καγκελόπορτα, παρά μόνο ξετρυπώνοντας τό κεφάλι από πάνω της γιά νά με δή, ρώτησε μήπως έμενε εκεί πέρα ή θεία - Μπαρμπερέν. Τού εΤπα νά περάση. Ό άνθρωπος αυτός έφερνε κακά νέα άπ3 τό Παρί σι. Ό δύστυχος ό Μπαρμπερέν εΐχε πέσει από τή σκα λωσιά κι3 είχε χτυπήσει άσχημα - κατά^τά φαινόμενα θάμενε σακάτης. Τό μεγαλύτερο κακό ήταν πώς τού καταλόγισαν αμέλεια καί δεν θάπαιρνε ούτε σύνταξι. Ζήτησε νά τού στείλουν χρήματα γιά νά κάνη αγωγή στον εργολάβο κι3 επειδή δεν έφτασαν γύρεψε κι3 άλ λα καί μετά πάλι. Στό' τέλος ήρθ'3 ένα γράμμα του, πού τό διάβασε ό παπάς τού χωριού1, όπως τά προη γούμενα, κι3 έλεγε πώς, άν δεν υπήρχαν άλλα λεφτά, έπρεπε νά πουληθή ή αγελάδα, γιά νά εξοικονομη θούν. Κανείς άπ3 αυτούς πού ζοΰν σέ πολιτεία δεν κατα λαβαίνει τή σημασία πού έχει αυτή ή φράσι γιά τον χωριάτη: «Πούλησε τή γελάδα». Ή δική μας, έκτος πού μάς εξασφάλιζε τό βούτυρο γιά τή σούπα μας καί τό ζεστό γάλα, ήταν και μιά πάρα πολύ καλή κι3 άγαπημένη συντρσφισσα, ήταν συνυφασμένη μέ τή ζωή μου, γιατί εκείνη κι* εγώ βρισκόμαστε σχεδόν όλες τις ώρες τής μέρας, οττίς δυο άκρες ενός σκοι νιού... Κι3 όμως έπρεπε νά τήν πουλήσουμε. "Άλλος τρό-
4
ττος για νά γίνη ή δουλειά του Μπαρμπερέν δεν 6ττηρχε. Ηρθε ένας έμπορος καί την εξέταζε, φανερά δυσαρεστημένος, για πολλή ώρα. Τής φόρτωσε τής κα κομοίρας βνα σωρό κουσούρια που δεν τάχε καί κα τέληξε πώς, άν την έπαιρνε, τακανε για νά εξυπηρέ τηση τη θειά - Μπαρμπερέν, επειδή ήταν πονόψυχος. Τό καημένο τό ζωντανό μέ κανέναν τρόπο δέν ήθε λε ν5 άφήση τό στάβλο του. — Πάρε αυτό τό καμτσίκι καί χτυπά την από πί σω!, μουπε ό έμπορος. — Αυτό αποκλείεται!, δήλωσε κοφτά ή θεία — Μπαρμπερέν. Μόνο σάν την αγκάλιασε εκείνη κι5 άρχισε νά τής γλυκσμιλάη, την κατάφερε νά βγή κ^ι3 ό έμπορος την έδεσε στ5 αμάξι του κι9 έτσι αναγκάστηκε νά τον α κόλουθή ση. Γιά ώρα κλεισμένοι στο σπίτι, άκαύγαμε από μακρυά τά λυπητερά μουγγανητά της. Ούτε γάλα ούτε βούτυρο πιά. Αίγες πατάτες νερό βραστες μ3 αλάτι κι* ένα κομμάτι ψωμί τό βράδι. Μ5 όλ3 αυτά ή μανα - Μπαρμπερίνα, όπως τη φώ ναζα, μου φύλαγε μιά έκπληΐξι γιά την Τρίτη τής Τυρινής. Πήρε ένα φλυτζάνι γάλα δανεικό άπό μιά γειτόνισσα - κΓ άς μη δανειζόταν ποτέ της ώς τότε κι3 άπό μιά άλλη; ένα μικρό κομμάτι βούτυρο.^Γυμ νώντας τό μεσημέρι, την είδα νά ρίχνη κάτι σέ μιά πήλινη γαΐβάθα. — Φαρίνα!, φώναξα χαρούμενος τρέχοντας κοντά. — Ναί, μικρέ μου Ρεμύ - ξέρεις τί φτιάχνουν μέ τη φαρίνα; —- Ψωμί. — "Αλλο; — Χυλό. ^ — Κι3 ακόμα κάτι: Σιβίγγους! Πέρσι πουχαμε την καλή μας άγελόοδα - τέτοια μέρα - ξετρελλάθηκες μέ δαύτους. Τό θυμάσαι, μόνο^δέν ήθελες νά τό πής, γιά νά μή μέ λυπήσης, επειδή είσαι καλό παιδί. Δόσε μου τό βούτυρο. (Πήρε ένα κομμάτι σάν καρύδι μέ τήν άκρη του κου ταλιού καί τδρριξε στο τηγάνι, όπου έλυωσε μέ χα ρούμενα τσιρίγματα. Καιρό είχα νά αισθανθώ αυτή τήν υπέροχη μυρου διά, άπό τό βούτυρο, τ3 αυγά, καί τις πατάτες. Πά
νω που τή χαιρόμουνα, Ιναε μπαστούνι χτύπησε^ τ#|ν ττόρτα μας, πού άνοιξε μετά, πριν π,ρολάβη κανείς νά μιλήση. Ή λάμψι τής φωτιάς φώτισε έναν άντρα μέ άσπρη μπλούζα κι' ένα χοντρό ραβδί στο χέρι % — Ποιος είναι; ρώτησε δίχως νά γυρίση τό κεφάλι ή μάνα - Μπαρμπερίνα. — Γιορτή βλέπω! Μην ένσχλήσθε!, είπε ό ξένος. — Θεέ μου! ΌΖερόμ!, φώναξε έκείνη παρατών τας σύξυλη τό τηγάνι. "Υστερα μέ πήρε άπ5 τό χέρι καί μέ πήγε κοντά του. — Ό πατέρας σου!, μοΰπε. Κ ΕΦΑΛΑ1 ΟΝ ΔΕΥΤΕ Ρ ΟΝ ΕΑΗΣΑ νά τον φιλήσω αλλά τέντωσε τό ραβδί του καί μέ σταμάτησε σπρώχνοντας μέ την ά κρη του. — Τ' είν’ έτοΰτος δώ; — ΕΤναι <3 Ρεμύ... — Μά μούλεγες...Γ/ — — Καλά - καλά... "Ομως 5έν ήταν άλήθεια γιατί... — Έτσι έ; Δεν ήταν αλήθεια! Ύψωσε τό ραβδί εναντίον μου μέ τέτοιον τρόπο, πού υποχώρησα τρομαγμένος. Γιατί τέτοια υποδοχή, ενώ πήγαινα νά τον φιλήσω; Τί τούχα κάνει; Δέν βρήκα καιρό νά σκεφθώ τίποτα. — Γιορτάζετε την Τυρινή δπως βλέπω!, εΐπε ό Μπαρμπερέν. Καλό αυτό, γιατί πεινάω σά λύκος. Τι καλά έχεις; — Σβίγγους ετοίμαζα... — Καλά - τό βλέπω αυτό. Έχει γούστο νά δώσης μονάχα σβίγγους σ' έναν άνθρωπο πού περπάτησε εί κοσι χιλιόμετρα στο πόδι! — Δέν υπάρχει τίποτ’ άλλο - δέν ξέραμε πώς 8άρθης. —- Τί θά πή τίποτα; Φαΐ δέν έχεις; Κύτταξε ολόγυρα βλοσυρός. — Όρΐστε βούτυρο!, είπε. Καί μετά σήκωσε πάνω τά μάτια, κεΐ πού κρεμνούσαμε τό λαρδί μιά φορά. Τώρα όμως από χρόνια δέν
υπήρχε πια καί κρεμόταν μονάχα μια πλεξούδα κρεμ μύδια καί σκόρδα άπ" τό ταβάνι. — ΌρΤστε καί κρεμμύδια!, εΐπε και κατέβασε μια πλεξούδα μέ τό ραβδί του. Μέ λίγα κρεμμύδια καί βούτυρο, θά μάς κάνης μια ωραία σούπα. Βγάλε τους σ·6ίγγους άπό κεΐ. Νά έβγαζε τους σβίγγους! Ή μάνα - Μπαρμπερίνα δεν εΤπε τίποτα, μόνο βιά στηκε νά κάνη γρήγορα δ,τι τής έλεγε. Εκείνος θρο νιάστηκε σ’ ένα σκαμνί, στην άκρη του· τζακιού. Δεν εΐχα σαλέψει ακόμα απ’ τό σημείο πού μ5 έ σπρωξε μέ τό ραβδί του καί τόν κύτταζα σάν χαμέ νος άπό την άκρη τού τραπεζιού. θάταν ώς πενήντας χοονώ, μέ σκληοό πρόσωπο, κι* απότομους τρόπους. Τό κεφάλι του ήταν συνεχώς γερμένο δεξιά, λόγω τής πληγής του κι* αυτό τόν έ κανε περισσότερο άποκρουστικό. Ή μάνα - Μπαρμπερίνα έβγαλε τό τηγάνι απ’ τη φωτιά κι9 έφερε τό τσουκάλι. — Θά φτιάξης σούπα μ" αυτό τό βουτυράκι; έκα νε ό Μπαομπερέν. "Άρπαξε μόνος του τό τηγάνι κι* άδειασε τό βού τυρο μέσα στο τσουκάλι. Πάνε οί σβίγγοι! Κι* όμως δέν συλλογιόμουν αυ τούς πιά, παρά μονάχα πώς ό σκληοός έκεΐνος άνθρω πος ήταν ό πατέρας μου. Ποτέ δέν εΐχα σκεφθή τί άκριδώς μπορεί νάναι ένας πατέρας καί τόν φαντα ζόμουνα μέσες - ακοές, σάν μιά μητέρα μέ χοντρήτερη φωνή. Άλλα έκεΐνος, πήγα νά τόν άγκαλιάσω καί μ* έσπρωξε μέ τό ραβδί· του. "Ήμουν πολύ τρομαγμένος. — Άντίς νά στέκεσαι μπάστακας, μουπε ξάφνου, βάλε κανα - πιάτο στο τραπέζι. Τσακίστηκα νά υπακούσω. Ή σούπα έγινε κι* ή μάνα - Μπαρμπερίνα γέμισε τά πιάτα. Ό Μπαρμπερέν άφησε τό τζάκι κι5 ήρθε στο τραπέζ ι. "Άρχισε νά τρώη λαίμαργα καί μέ θόρυβο κι* έκανε στάσι μόνο κάθε τόσο, γιά νά μ" έξετάζη μέ τό βλέμ μα. Άπ* την ταραχή μου δέν μπορούσα νά φάω καί στεκόμουν καί τόν κύτταζα. "Οταν καμμιά Φορά συ ναντιόνταν τά μάτια μας, χαμήλωνα τά δικά μου τρο μαγμένος.
— Τόσο τρώει πάντα αυτός; είπε ξαφνικά ό Μπαρμπερέν καί1 μ* έδειξε μέ τό κουτάλι του. — "Οχι... καλοτρώει. — Τόσο τό χειρότερο! "Αν δεν έτρωγε τουλάχι στο... Ή μάνα - Μπαρμπερίνα πήγαινε κι* ερχόταν γύρω άπ’ τό τραπέζι και πάσχιζε να τον περιττοιηθή καλύ τερα. Πεινάς ή δεν πεινάς; μούπ’ εκείνος. Όχι. — Τράβα νά κοιμηθής τό λοιπόν, μή θυμώσω! Νά κοιμηθής γρήγορα. Ή μάνα - Μπαρμπερίνα μέ κύτταξε και μοϋπε μέ τά μάτια νά κάνω έτσι, χωρίς λόγια. Εννοείς, ή κουζίνα ήταν και κρεββατοκάμαρά μας, όπως γίνεται στά περισσότερα χωριάτικα σπίτια γιά τή ζέστη. Απέναντι στο τζάκι ήταν δεξιά τό κρεββάτι τής μάνας μου και αντίκρυ, αριστερά, τό δικό μου, περικυκλωμένο μ3 ένα κόκκινο πανί, σάν παραβάν. Βιάστηκα νά γδυθώ και νά πέσω. Γιά νά κοιμηθώ δέ γινόταν λόγος. "Ημουν πολύ τα ραγμένος και πολύ δυστυχισμένος. Γιατί μου φερνόταν έτσι σκληρά ό άνθρωπος αυτός πού ήταν πατέρας μου, χωρίς νά τού κάνω απολύτως τίποτα; Είχα κολλήσει τή μύτη στον τοίχο καί ζοριζόμουν νά πάψω νά τά συλλογιέμαι αυτά καί νά κοιμηθώ. * Ηταν αδύνατο. "Οσο πιο πολύ προσπαθούσα τόσο ένοιωθα τον ύπνο πιο μακρύά μου. λ Πέρασε κάμποση ώρα κι5 ακόυσα τό βαρύ του βήμα νά ζυγώνη τό κρεββάτι μου. Μιά καυτή ανάσα έπεσε στο μάγουλό μου. —- Κοιμάσαι; μέ ρώτησε μουλωχτά. Πήγα νά πώ «ναι», από την τρομάρα μου. Τελευ ταία στιγμή κρατήθηκα κΓ έμειν’ ασάλευτος, γιατί θυμήθηκα τό τρομερό ύφος του σάν έλεγε: «Μή θυ μώσω !» — Κοιμάται, είπε ή μάνα - Μπαρμπερίνα/ Κοιμάται^ πάντα μέ τό^ πρώτο. Μή φοβάσαι καί δεν σ’ α κούει. Πώς τά πήγες μέ τή δίκη; — Τήν έχασα! Οί δικαστές βγάλανε άπόφασι πώς έγώ έφταιγα, έπειδή στεκόμουν πολύ άκρη στή σκα λωσιά. Ό εργολάβος, λέει, δέ μου χρωστάει τίποτα... Ή δίκη χάθηκε, τά λεφτά σωθήκανε κι5 έγώ εΤμαι σα
κάτης! Και δέ σώνει αυτό, παρά έρχομαι δω χάμω και βρίσκω κι3 ένα παιδί! Γιατι δεν έκανες δπως σου είπα; — Δεν μπόρεσα... — Αέ μπόρεσες νά τό πας στα έκθετα; — Δεν είν3 εύκολο ν3 άφήσης ένα παιδί που τ’ άνάστησες με τό γάλα σου καί τ3 αγαπάς, — Μωρ3 τί μου λες! Δικό σου ητανε; — "Ακούσε, Ζερόμ... θάκανα αυτό πού μούπες, άλλα μούπεσε κι3 άρρωστο την ίδια εποχή. — Δέ γιατρεύτηκε μετά; _— "Αργησε. Καί ύστερα ήρ'θε κι3 άλλη άρρώστεια; Έβηχε πολύ τό κακομοίρικο. Σχιζότανε ή καρδιά μου. Ό Νικάκης μας έτσι δεν πέθανε; Φοβόμουν πώς τό ίδιο θά πάθαινε κι·3 αυτό, άν τό πήγαινα στην πόλι. Είπα νά περιμένω όσο μπορούσα... — Πόσων χρόνων είναι τώρα; — Όχτώ. — Νά, τί έκανες: Θά πάη στά οχτώ του χρόνια, εκεί πούπρεπε νά πάη από μικρότερο! Καί δεν θά τούναι καθόλου ευχάριστο τώρα πιά. Τί κέρδισες; — "Οχι, Ζερόμ! Δέ θά τό κάνης αυτό! — Γιατί; Ποιος θά μ3 εμπΡδίση νά τό κάνω; Μην έχης τη γνώμη πώς μπορούμε νά τό κρατήσουμε αμα νάτι; Σώπασαν γιά λίγο κι3 εμένα μού είχε πιαστή ή ανάσα. Κάτι μούσφιγγε τό λαιμό. Πνιγόμουν. — Σ3 έκανε άλλο άνθρωπο τό Παρίσι!, είπε ξά φνου ή μάνα - Μπαρμπερίνα. Δεν έλεγες τέτοια λόγια πριν φυγής. — Τό σίγουρο είναι πώς τό Παρίσι μ3 άλλαξε καί μέ σακάτεψε κι3 από πάνω! Πώς θά ζήσουμε οι δυό μας τώρα; Δεν υπάρχει φράγκο - πάει κι3 ή άγελάδαώρες είναι νά πρέπει νά τρέφουμε κι3 ένα ξένο παιδί! — Είναι δικό μου! — Σιγά! Ούτε δικό σου, ούτε δικό μου, ούτε ^κάν χωριατόπαιδο! Τακοβα την ώρα πού τρώγαμε. Είναι λεπτεπίλεπτο κι3 αδύνατο σά γυαλένιο! — Ιό πιο όμορφο αγόρι στο χωριό είναι! — Καί μήπως θά τού γεμίζη καί τό στόμα ή ο μορφιά του, γυναίκα; Σηκώνει νά γίνη εργάτης μ3 αυτούς τούς ώμους πούχει; Είναι παιδί τής πολι τείας - δεν κάνει γιά μάς. — Είναι καλό κι3 έξυπνο, μ3 ευγενική καρδιά. Θά
δούλεψη για μάς, Ζερόμ. — Και πιο μπροστά, θά δουλεύουμ3 έμεΐς για δαϋτο. Λοιπόν εγώ δεν μπορώ νά δουλέψω! — Και τι Θά πής στους γονείς του άν τό γυρέ ψουν ; λ— "Ασε με, κυρά μου! Ποιο] γονείς; Που . τούς ηυρε; Όχτώ χρόνια δεν μάς τό γύρευαν και 8ά τό γυ ρέψουν τώρα, επειδή Θά τό δώσουμε; Δίκιά μου ή κου ταμάρα πού πίστεψα πώς Θάχε πλούσιο σόϊ και πώς μιά μέρα θά μάς πλήρωναν γιά τον κόπο μας νά τ' άναθρέψωμε. Έπειδής ήτανε, νά πούμε, τυλιγμένο μέ νταντελωτά σπάργανα! Ηλίθιε, Ζερόμ! "Ακου πού σου λέω: Τάχουν τινάξει προ πολλού! — Κι1 άν ζούν; "Αν έρθουν ένα πρωί και τό γυρέ ψουν; 4Η καρδιά μου μου λέει πώς θάρθουν. — Μηνυτή συνερίζεσαι. — Καλά, μά πές πώς έρχονται. — Ωραία. Λοιπόν κι3 έμεΐς τότε, θά τούς στείλουμε στο Ιδρυμα νά τό παραλάδουν. Δέ θά τό σκο τώσουμε! Θά^πάω αύριο κιόλα στον Δήμαρχο. Τώρα πηγαίνο.) νά δώ τον Φρανσουά, νά τού πώ πώς ήρθα. Τό πολύ πολύ σε μιά ώρα θάμαι πίσω. Ή πόρτα άνοιξε και ξανάκλεισε. Τότε πετάχθηκα όρθιος κι3 άρχισα νά κλαίω. Ή μάνα - Μπαρμπερίνα έτρεξε κοντά μου μέ λαχτάρα. — Δέ θά μ3 άφήσης νά πάω στο 'Ίδρυμα μανα Μπαρμπερίνα! — "Οχι, μικρούλη μου Ρεμύ. Μή φοβάσαι. Και μέ φίλησε μ3 αγάπη σφίγγοντάς με στην αγ καλιά της. — Δέν κοιμόσουν, παιδάκι μου; —- Δέν μπορούσα νά κοιμηθώ. — Δέ θά σέ μαλώσω... Λοιπόν τάκουσες όλα... — Ναι... Δέν είσαι μάνα μου... 3Αλλά δέν είναι πα τέρας μου κι3 εκείνος. Χωρίς νά τό θέλω είχε άλλοιώτικο τόνο ή φωνή μου σάν είπα αυτά τά λόγια και φανέρωσα τ3 αληθινά αίσθήματά μου. ^ "Ομως ή μανα - Μπαρμπερίνα δέ φάνηκε νά τό κα τάλαβε. — 3/Α, μικρούλη μου!, είπε σιγά. "Επρεπε νά σούχα πή^ πώς δέν ήμουν αληθινή μητέρα σου μά δέν μπορούσα νά τό κάνω, γιατί σ3 ένοιωθα τόσο πολύ σάν παιδί μου!... Γιά τούς πραγματικούς σου γονείς δέν
10
ξέρομε τίποτα. Σέ βρήκε ό Ζερόμ ένα πρωί, όπως πή γαινε στή δουλειά του. Περνούσε έναν πολύ μεγάλο δρόμο στο Παρίσι - έκεί στους μεγάλους δρόμους τούς λένε λεωφόρους. Περνούσε στη λεωφόρο Μπρετέϊγ λοι πόν κι9 ακούσε κλάματα μωρού, -ημερώματα ήτανε, Φλεβάρης μήνας. Βρήκε ένα μωρουδάκι πούκλαιγε ξα πλωμένο στο κατώφλι μιανής πόρτας. "Οπως σήκωσε σαστισμένος τό κεφάλι νά κυττάξη ολόγυρα, εΐδε κά ποιον πού βγήκε πίσω από τον κορμό ένού δέντρου καί τόβαλε στά πόδια. Σίγουρα περίμενε νά δή τί θ9 απογινόταν μέ τό μωρό εκείνος ό άνθρωπος. Ό ίδιος θά τόχε αφήσει. Κοντολογής μαζεύτηκαν κι9 άλλοι άν θρωποι άπ9 τά, κλάματα καί είπαν νά πάνε τό μωρό στην αστυνομία. Εκεί πέρα φώναξαν μιά γυναίκα καί τό θήλασε. *Ητοα/ πολύ πεινασμένο τό κακόμοιρο. Εί δαν πώς εΐγε πλούσια σπάργανα. Ό άστυνόμος δή λωσε πώς θά ταστελνε στο "Ιδρυμα, άν δεν δεχόταν κανείς άπ9 όλους πούχαν μαζευτή νά τό κρατήση. Γερό καί καλοκαμωμένο μωρό, από μεγάλο σπίτι α σφαλώς, σίγουρα θά τό ζητούσαν μιά μέρα καί θά πλήρωναν καλά εκείνον πού τ9 ανάθρεψε. "Έτσι είπε ό Ζερό μ πώς σέ κρατάει εκείνος, μιά καί σέ βρήκε... Είχα κι9 έγώ ένα μωρό στην ηλικία του τότε... Τί μέ πείραζε ν9 αναθρέψω καί δύο; -— Ό, μ^αμά! — Νά: "Υστερα άπό τρεΐς μήνες, τδχασα τό μω ρό μου. Μούμεινες έσύ, Ρεμύ μου, καί σ9 αγάπησα. Ούτε θυμόμουν πώς δεν ήσουν γιός μου στ9 αλήθεια. Τό θυμήθηκε όμως ό Ζερόμ. Τρία χρόνια περίμενε κι9 όταν είδε πώς δέν σέ ζήτησαν, είπε νά σέ πήγαινα στο "Ιδρυμα— Όχι! 'Τίχι στο "Ιδρυμα!, φώναξα σπαρακτικά. Σέ παρακαλώ, μάνα Μπαρμπερίνα, όχι στο "Ιδρυμα! *— "Όχι, παιδάκι μου. Μή φοβάσαι. Δέν είναι κα κός ό Ζερόμ, μόνο έχει φουντώσει άπό την αδικία τού τες τις μέρες. Έγώ τό κατάλαβα. Θά τά κανονίσω θά δής. Μόνο θά δουλέψουμε - κι9 έσύ, Ρεμύ μου. — Ναί, ναΠ Ό,τι θέλεις, μάνα - Μπαρμπερίνα, άλλα όχι οπό "Ίδρυμα! *— Καλά, καλά... Μέ μιά συμφωνία όμως: Θά πό σης καί θά κοιμηθής άμέσως, νά μή σέ βρή ξυπνητόν, τώρα πού θά γυρίση ό άντρας μου. Μέ φίλησε καί μέ ξάπλωσε μέ τά μούτρα στον τοί-
11
"Ηθελα νά κοιμηθώ, μά δεν μπορούσα, θυμόμουν δυο παιδιά στο χωριό, πού είχαν μια τενεκεδένια ταυ τότητα στο λαιμό τους κι* έλεγαν πώς ήταν παιδιά του Ιδρύματος. *Ηταν πάντα βρώμικα καί τ’ άλλα παιδιά τά κοροΐδευαν καί τά χτυπούσαν. — Όχι! Δεν ήθελα νά νίνω κι5 εγώ ένα τέτοιο παι δί καί νά τρέχουν πίσω μου στον δρόμο καί νά μου φωνάζουν: «Στο "Ιδρυμα! Στο "Ιδρυμα!» 'Ωστόσο δεν ακόυσα πότε γύρισε ό Μπαρμπερέν. ΚΕΦΑΛΑIΟΝ ΤΡΙΤΟΝ Τ
ΑΑΑΟ πρωΐ δεν έγινε κουβέντα από κα
νόναν γι5 αυτό τό ζήτηιμα καί έκανα τη σκέψι πώς ή μάναΜπαρμπερίνα θάχε καταφέρει τον Μπαρμπερέν νά μέ κρατήσουν. Εκείνος όμως τό μεσημέρι μέ φώναξε βλοσυρός καί μούπε νά φορέσω τό κασκέτο μου καί νά τον ακολουθήσω. Τρομαγμένος γύρεψα βοήθεια μέ τό βλέμμα από τη μάνα - Μπαρμπερίνα κι5 εκείνη πάλι μέ τον ίδιο τρόπο μούδωσε νά καταλάβω πώς έπρεπε νά υπα κούσω^ καί δέν είχα νά φοβάμαι. Βγήκα στον δρόμο δίχως μιλιά. 5Απ' τό σπίτι ως τό χωριό, ήταν κάπου μισή ώρα. Αέξι δέ μούπε σ5 όλο αυτό τό διάστημα. Μόνο έστρε φε μονοκόματος πού καί πού γιά νά εξακρίβωση άν ήμουν ^άκόμα μαζί του. Αυτό μ5 έκανε νά σκεφθ’ώ νά τό σκάσω κι* άρχισα νά μένω πίσω, αλλά τότε φαί νεται πώς κι* αυτός κατάλαβε την πρόθεσί μου, για τί ήρθε καί μ* επιασε άπ* τό χέρι. Μπήκαμε στο χωριό. Φτάνοντας στο καφενείο, μ5 επιασε άπ5 τ5 αυτί του καί μ’ έσπρωξε μέσα. Ησύχασα κάπως. Δέ θεωρούσα τό καφενείο επι κίνδυνο μέρος κι* εΤχα από καιρό επιθυμία νά μπω σ’ ένα καφενείο. Τίς περισσότερες φορές πού περνούσα άπ5 έξω άκουγα τρανταχτά τραγούδια κι5 είχα δή συ χνά ανθρώπους νά βγαίνουν παραπατώντας άπ5 αυ τό, μέ πρόσωπα άναψοκοκκινισμένα. ^ Ό Μπαρμπερέν κάθησε σ’ ένα τραπέζι μαζί μέ τον ιδιοκτήτη τού μαγαζιού κι5 άρχισαν νά κουβεν τιάζουν. Όλο μέ κυττούσαν καί κατάλαβα πώς μιλούσαν γιά μένα.
Πήγα και τρύπωσα κοντά στο τζάκι και κύτταξα μέ περιέργεια., Απέναντι1 μου καθόταν ένας παράξενος άνθρωποςένας γέρος μέ μακρυά, άσπρα γένεια, που ποτέ μου δεν εΐχα ξαναδή ένα ντύσιμο σαν τό δικό του. Τά άσπρα μαλλιά του έπεφταν στους ώμους του μπούκλες - μπούκλες και φόραγε κι* ένα ψηλό καπέλλο σταχτί, γαρνιρισμένο μέ πρασινοκόκκινα φτε ρά. Στη μέση του έσφιγγε μια προβιά μέ τό μαλλί από μέσα κι3 αυτή ή προβιά δέν είχε μανίκια κι* άπ3 τούς ώμους του ξεπετούσαν τά χέρια του, ντυμένα μ3 ένα βελούδο, πού φαίνεται πώς κάποτε θάταν γαλάζιο. Κάτι μακρυές μάλλινες γκέτες έφταναν στα γόνατά του κι9 ήταν δεμένες μέ κόκκινες λουρίδες, πού δια σταυρώνονταν γύρω στις γάμπες του. *Ακουμποΰσε τό πηγούνι του πάνω στη δεξιά του παλάμη, μεστόν άγκώνα στηριγμένο στο γόνατό του. Ποτέ δέν είχα ξαναδή ζωντανό πρόσωπο καί νάναι τόσο ήρεμο. Μου θύμισε τά ξύλινα αγάλματα των α γίων, πού έβλεπα ταχτικά στην εκκλησία μας. Κάτω άπ3 τήν^ καρέκλα του στριμώχνονταν τρία σκυλιά. "Ενα μαύρο, ένα άσπρο κι* ένα σταχτί. Τό άσπρο φορούσε ένα παλτουδάκι κι3 ένα πηλήκιο χω ροφύλακα, στερεωμένο μέ λουρί κάτω άπ3 τό σαγόνι του. -έχασα μιά στιγμής τον γέρο, γιοττί έφτασαν στ3 αυτιά μου τά λόγια τού Μπαρμπερέν. "Έλεγε στον άλ λον πώς θά μέ πήγαινε στον Δήμαρχο, γιά νά γυρέψη εκείνος άπ3 τό Γ Ιδρυμα νά τού δίνη ένα μηνιάτικο, γ:ά νά μέ κρατήση αυτός. Αυτό βέβαια τσχε πετύχει ή μάνα - Μπαρμπερίνα από τον άντρα της καί κα τάλαβα πώς, άν ό Μπαρμπερέν είχε συμφέρον νά μέ νω κοντά του, δέν είχα πιά νά φοβηθώ. ^ Πρόσεξα πώς κι3 ό γέρος άκουγε τη δική τους συ ζήτηση μέ τό ίδιο ενδιαφέρον πού την άκουγα κι3 εγώ. -σφνικά, άπλωσε τό χέρι καί μ3 έδειξε στον Μπαρ μπερέν, λέγοντας του μέ παράξενη προφορά: — Αυτό είναι τό παιδί πού σάς φέρνει σέ δυσκολία; — Μάλιστα, αυτό. — Αοιπόν, νομίζω πώς δέν θά πετύχετε ποτέ τη διατροφή πού λέτε. ,— Τότε θά πάη στο "Ιδρυμα. "Αλλοιώτικα τό πετάω στο δρόμο καί ξεγλυτώνω.
Υπάρχει κι" άλλος τρόπος ν* άτταλλαγηττε άμέσως^ τούπε^ό γέρος. ^ —- "Αν μ;ου βρή"τε τέτοιον τρόπο του λόγου σας, κερνάω μ* δλρ μου την καρδιά ένα μπουκάλι κρασί. — Πέστε νά φέρουν το κρασί κι* ή δουλειά μας κλείνει! — Σοβαρά; —- Σοβαρότατα. λΌ ασπρομάλλης παράτησε την καρέκλα του καί πήγε καί κάθησε μαζί μέ τον Μπαρμπερέν. ΕΤπε: — 5Αφού δεν το θέλετε τό παιδί, τό παίρνω έγώ. — Πως τό παίρνετε; — Τί θά πή «πως»; Νά τό ξεφαρτωθήτε δεν θέ λετε; — Νά πάρετε ένα τέτοιο άμορφο παιδί; Γιά κυττάτε^το! Ρεμύ, έλα δω. Ζύγωσα τρεμ όντας. — Μη φοβάσαι μικρέ, μουπε ό γέρος. Αέ λέω ποϋναι άσχημο παιδί. "Αν ήταν δεν θά τοθελα. — Είναι φίνος γιά δουλειά. — Είναι πάρα πολύ αδύνατος. — Ποιος; Αυτός; Τί κουβεντιάζουμε; Είναι δυνα τός σάν άντρας από τά τώρα, -ανάδατε τόσ® ίσιες γάμπες; - κι3 άνσσήκωσε τό παντελόνι μου. — Πάρα πολύ άδυνατες, ξ,ανάπε ό γέρος. — Δήτε τά μπράτσα του! — Κι3 αυτά είναι σάν τίς γάμπες του. Δεν βα στάει πολλή κούραση ούτε φτώχεια. — Ό Ρεμύ δέ βαστάει; Μά γιά κυττάχτε τον κα λά! Ό γέρος μέ ψαχούλεψε κι3 έδώ κι3 εκεί μέ τό κοκκαλιάρικο χέρι του. Είχα παρακολουθήσει μιά άνάλογη σκηνή, τότε μέ^ τον έμπορο πού πήρε τη γελά δα μας. "Ιδια κι3 εκείνος είχε κουνήσει τό κεφάλι, φωνάζοντας πώς ή άγελάδα δεν ήταν καλή καί στο τέ λος την είχεξαγοράσει. Μήπως θά μ3 αγόραζε τώρα ό γέρος καί θά μ3 έπαιρνε μαζί του; μάνα - Μπαρμπερίνα! — Είναι σάν άλα τά παιδιά, είπε 6 άσπρομάλλης. Είναι όμως παιδί από πολιτεία καί ποτέ δέ θά μπό ρεση νά δουλέψη στά χωράφια. — Αυτός έδώ; Μά γιά κυττάχτε τον! — Τόν καλρκύτταζα. "Ας είναι. Τον παίρνε -
τον Αγοράζω! - τον νοικιάζω όμως, νά πούμε, για εί κοσι φράγκα τό χρόνο. — Είκοσι φράγκα! — Είναι πολύ1 καλά. Και θά πληρώσω^ μπροστά. — "Αν τον κρατήσω, τό “Ίδρυμα θά μου δώσηι δέ κα τον μήνα. ^ — Τό πολύ εφτά, αλλά θά πρέπη καί νά τό τρέ ψετε.
— Θά έργαστή. — "Αν φανταζόσαστε πώς μπορούσε νά έργαστή δεν 8ά τό διώχνατε. Κανείς δεν παίρνει απ’ τό “Ίδρυ μα παιδιά γιά τη διατροφή παρά μονάχα γιά τη δου λειά. Αυτή Αφήνει τό κέρδος - νά: Έβγαλε ένα πέτσινο πουγγί απ’ τήν τσέπη του καί πήρε τέσσερα Ασημένια πεντόφραγκα άπό μέσα, πού τ άράδιασε στο τραπέζι. — Λάβετε ύπ5 οψι πώς αυτό τό παιδί θάχη μιά μέ ρα τούς γονείς του!, είπε διατακτικά ό Μπαρμπερέν. — Καί ^λοιπόν; — Έκεΐνοι πού τό μεγάλωσαν θά πληρωθούν. "Αν δεν λογάριαζα αυτό τό πράγμα, ποτέ μου δεν θά τον εΐχα φορτωθή. Τον συχάθηκα περισσότερο σ’ εκείνα τά λόγια. Τί κακός άνθρωπος! -— Δεν υπολογίζετε στούς γονείς του πιά καί γι' αυτό τό διώχνετε, είπε ό γέρος. “Οπωσδήποτε καί νά ψάξουν μιά μέρα γι’ αυτό, σ5 εσάς θάρθουν βέβαια, πού τό μεγαλώσατε. — Κι* άν τούς βρήτε του λόγου σας; — Σ’ αυτή τήν περίπτωση συμφωνάμε τήν αμοιβή στά μισά - ορίστε: Δίνω τριάντα φράγκα. ^— Σαράντα!, είπε ό Μπαρμπερέν πού γυάλισε τό μάτι του. — Πάει πολύ γιά τή δουλειά πού τό θέλω. — Καί γιά τί τό θέλετε; — Νά μου κάνη παρέα. Είμαι γέρος καί σάν κου ράζομαι πολύ, στενοχωριέμαι μοναχός τό βράδι. Θά μέ διασκεδάζη. ^ — ΓΥ αυτή τή δουλειά αντέχουν οί γάμπες του μέ τό παραπάνω. —Λ"Οχι, γιατί θάχη κι* άλλη δουλειά. Θά του βγή ή γλώσσα στο χορό καί στο πήδημα. Κοντολογής προσλαμβάνεται στον θίασο τού σινιόρ Βιτάλη. — Καί που είναι αυτός ό θίασος;
15
Δεν άργησε ν’ άποδειχτή πώς ό σινιόρ Βιτάλης ή ταν ό ίδιος ό γέρος και θίασός του εκείνα τά τρία σκυλιά που βρίσκονταν κάτω απ’ την καρέκλα του και μια μαϊμού πού βρισκόταν κάτω άπ’ την προβιά του απ’ την αρχή είχα προσέξει πώς σαν κάτι νά σάλευε οπτό κεΐ κάτω. Πρέπει νά πω πώς οί μαθητές του σινιόρ - Βιτάλη ήταν πολύ διασκεδαστικοί, άφού κατάφερναν νά μέ κάνουν νά γελάσω μέ τά καμώματά τους, την ώρα πού τούς σύσταινε, παρά την τρομερή δυστυχία πού ένοιωθα. Σκεπτόμουν όμως πώς, άν άρνιόμουν νά πάω μέ τον γέρο, θά μ’ έστελναν στο "Ιδρυμα, παρά τή θέλησι τής μάνα - Μπαρμπερίνας. Αυτή ή ιδέα μου προκαλούσε τή μεγαλύτερη φρίκη, — Λοιπόν γιά νά μήν ξεχνάμε καί τή δουλειά μας, είπε ό Βιτάλης στο τέλος, σάς δίνω τριάντα φράγκα. — Σαράντα. Ό γέρος μούρριξε μιά ματιά. — Θά στενοχωριέται τόση, ώρα τό παιδί εδώ μέσα, είπε. Γιατί δέν πάει νά παίξη στήν αυλή; ΚΓ έκανε ένα νόημα στον Μπαρμπερέν. — Σωστά, έκανε αυτός. Πήγαινε στήν αυλή, εσύ, μήν κουνηθης όμως πριν σέ φωνάξω, γιατί άλλοιώτικα θά θυμώσω! Φυσικά υπάκουσα καί γρήγορα! Ούτε είχα όρεξι γιά παιγνίδια όμως, μόνο κάθησα πάνω σέ μιά πέτρα καί περί μένα. Δέ θυμάμαι άν έτρεμα από τήν αγωνία ή απ’ τό κρύο. Στο τέλος βγήκε ό Μπαρμπερέν καί μου είπε νά πάμε γιά τό σπίτι. ’Ήλπιζα πώς δέν θά χώριζα όσιό τή μάνα - Μπαρμπερίνα, αλλά δέν τόλμησα νά τον ρωτήσω σχετικά, γιατί ήταν πάρα πολύ κατσούφης καί δέν έβγαλε λέξι σ’ όλο τον δρόμο. Μόνο λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι, μ’ άρπαξε απ’ τ’ αυτί καί δήλωσε ξερά: — ’Άκου δώ: Μήν πής ούτε μιά λέξι απ’ αυτά πού ακόυσες, καημένε, γιατί θά τό πληρώσης άσχημα έχε τό νου σου! ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΦΥΣΙΚΑ'οΰτε αύτή τή φορά τόλμησα νά παρακούσω. Τήν άλλη μέρα, τό πρωί, όταν σηκώθηκα,
16
ή μάνα-Μπαρμπερεν έλειπε από τό σπίτι κι* ό άντρας της μου δήλωσε πώς ήταν για δουλειά στο χωριό και δέν θά γύριζε πριν από τ5 απόγευμα. Με κυττουσε παράξενα συνεχώς κι* αυτό τό πράμα μέ γέμιζε ανησυχία. Βγήκα στον κήπο γά νά μη βλέ πω τά μάτια του. Έμεινα πολλές ώρες έκεΐ, κοντά στις γλυκοπατάτες ποϋχα φυτέψει κρυφά, γιά νά τις παρουσιάσω μιά μέρα στη μάνα - Μπαρμπερίνα και νά_τής κάνω έκπληξι. -άψνου άκουσ5 από μέσα τον Μπαρμπερέν που μέ φώναζε. Δέν μπορούσα νά σκεφθώ τι μέ ήθελε, ωστόσο βιά στηκα νά γυρίσω στο σπίτι. θδα τον Βιτάλη κοντά στο τζάκι, μαζί μέ τά σκυ λιά του καί κατάλαβα αμέσως τί μέ ήθελε ό Μπαρ μπερέν. Ό γέρος θά μ5 έπαιρνε μαζί του καί γιά νά μην τους έμποοίση ή μάνα - Μπαρμπερίνα, ό άντρας της είχε φροντίσει νά την άπομακρύνη από τό σπίτι. ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
* Ενοιωσα ττώς δεν μπορούσα νά περιμένω κάμμιά βοήθεια απ’ αυτόν και έτρεξα απελπισμένος στόν Βιτάλη, — Σάς παρακαλώ, μη με παίρνετε, κύριε!, φώνα ξα σπαρακτικά. ;— Λεν θάο'αι δυστυχισμένος κοντά μου, παιδί μου μούπε συμπονετικά. Οί μαθητές μου θά σου κάνουν σπουδαία συντροφιά κι5 εγώ δεν δέρνω ποτέ τά παιδιά Γ; ατΐ στενοχωρ: έσα ι; — Μάνα - Μπαρμπερίνα! ^— "Οπως και νάχη, δεν πρόκειται νά μείνης δώ πέρα!, φώναξε μέ θυμό ό Μπαρμπερέν. ’Ή μέ τον κύριο θά πας η στο Ιδρυμα. Μπορείς νά διάλεξης! — "Οχι! Μάνα - Μπαρμπερίνα! —·’Ά! με σκότισες νά^σού πώ! "Αν θές νά σέ διώ ξω μέ ραβδιές από δώ πέρα, έτοιμάσου! — Τό παιδί ζητάει τή μάνα - Μπαρμπερέν, είπε ήσυχα ό Β^ιτάλης. Δέν κάνει νά τό χτυπήσετε έπειδη έχει καρδιά. Αυτό είναι καλό. — Χμ ! Τέτοια πέστε του, νά τσιρίξη περισσότερο! — "Ελα στη δουλειά μας, είπ’ ό γέρος. Κι* άφησε οχτώ πεντόφραγκα πάνω στο τραπέζι, πού ό Μπαρμπερέν τά φούχτωσε στη στιγμή. Μετά μουδωσε ένα γαλάζιο μαντήλι δεμένο στις άκρες, πού είχε μέσα δυο παλιά πουκάμισα κι5 ένα παντελόνι. — Πώς σέ λένε, μικρέ μου; ρώτησε ό Βπάλης. — Ρεμύ. — Πέρασε μπροστά στόν Κάπη, λοιπόν, Ρεμύ. Μπρος μάρς! Τά μάτια μου είχαν πνίγη στά δάκρυα. "Εβλεπα τον κόσμο μπερδεμένο, καθώς βρέθηκα ολόγυρα καί κότταζα απελπισμένος πέρα - δώθε. "Αρχισα νά φωνάζω μ’ δλη μου τη βύναμι: — Μάνα - Μπαρμπερίνα! Μάνα - Μπαρμπερίνα! Κανείς δέν άποκρίθηκε στις φωνές μου, πού πνί γηκαν σέ λυγμούς. Ό Βιτάλης μ’ έπιασε απ’ τό χέρι καί μέ τράβηξε μαλακά. — Καλό ταξίδι!, φώναξε ό Μπαρμπερέν καί χώ θηκε στο σπίτι. Αλλοίμονο! "Ολα τέλειωσαν! — Προχώρα, παιδί μου Ρεμύ, είπε ό Βιτάλης. ^ Καί μέ τράβηξε πάλι. Ευτυχώς δέν περπατούσε πολύ γρήγορα καί μπορώ νά πώ πώς μάλλον μέτρου-
ό£ μέ το δικό μου βήμα τό βήμα του. Πήραμε τον δρόμο πού ανειβαινε ατό λόφο μέ κορδέλλες και στην κάθε στροφή ξανάβλεττα όλο και ττιό απόμακρα,^ όλο και πιο μικρό τό σπιτάκι^ τής μάνα Μπαρμπερίνας. Είχα κάνει πολλές φορές αυτή τή διαδρομή. Ήξερα πώς σαν θά φτάναμε στην τελευ ταία στροφή, θάβλεπα για τελευταία φορά ακόμα τό σπίτι κι* υστέρα πια δέν θά τό ξανάβλεπα. "Οσο κι* άν ήταν μακρύς έκεΐνος ό άνηφορικός δρόμος, φτάσα με £ μ ιά φορά στο τέρμα του. Ό Βιταλης μου κρατούσε πάντα τό χέρι. — Μ* άφήνετε λίγο νά ξεκουραστώ; τού είπα. — Γιατί όχι, μικρέ μου; Και μ* άφησε τό χέρι γιά πρώτη φορά, δ μ ως τον είδα πούκανε ένα νόημα στον σκύλο τον Κάπη κι* έ κεΐνος ήρθε και στάθηκε πλάϊ μου. Κάθησα άπογοητευμένος στη χορταριασμένη άκρη του δρόμου και μέ τά θαμπωμένα μάτια μου, έψαξα νά βρω τό σπίτι τής μάνα - Μπαρμπερίνας. Πόσο είχε μικρύνει από την άπόστασι! "Ενα βήμα παραπάνω στον δρόμο και θά χανό ταν γιά πάντα. -αφνικά, είδα νά κινιέται ένα λευκό κεφαλομάντηλο στο δρόμο πού έφερνε από τό χωριό . Μισοφαινόταν και μισοχανόταν ανάμεσα στά φύλλα των δέντρων, ό μως είναι στιγμές πού ή καρδιά βλέπει πολύ καλύτερ* από τά μάτια. "Ήμουνα βέβαιος πώς ήταν ή μάνα — Μπαρμπερίνα. — Λοιπόν, κύριε, ξεκινάμε; μέ ρώτησε ό Β πάλης. — Σάς^ παρακαλώ! — Μπά! Νά, πού μουπαν ψέματα πώς είσαι γε ρός, άφου κουράστηκες τόσο γρήγορα, μέ μιά ανη φόρα. Δέν άποκρίθη,κα, μόνο κύτταζα. Ή γυναίκα μέ τό μαντήλι μπήκε στο σπίτι μας και ξαναβγήκε σχεδόν αμέσως./Άρχισε νά τρέχη εδώ κι* έκεΐ, μέ ζωηρές χειρονομίες σάν τρελλή. _*Έψαχνε γιά μένα.^ "Έσκυψα οσο μπορούσα κΓ άρχισα νά ξεφωνίζω μ’ δλη μου τή δύναμι: — Μάνα - Μπαρμπερίνα! Μάνα Μπαρμπερίνα! — Τ’ εΐν* αυτά; μούπ* ό Βιτάλης συνοφρυωμένος και κύτταξε κι* αυτός κάτω. Πρόσθεσε τότε μέ σιγανή φωνή:
— Κακόμοιρο παιδί ! •Και μ5 έπιασε από τό χέρι και με κατέβασε στον δρόμο. Προσπάθησα να τού ξεφύγω αλλά μ5 έσφιξε περισσότερο. — Κόρη!, φώναξε. Ζερμπίνο! Τα δυο σκυλιά ήρθαν και στάθηκαν δεξιά κι5 αρι στερά μου. Κάναμε^ λίγα βήματα κι9 υστέρα γύρισα πίσω πά λι τό κεφάλι, μά είχαμε περάσει την κορυφή του λό φου και δεν είδα πιά ούτε τό σπίτι μας ούτε τον κά μπο. Μπροστά κι5 απόμακρα, κάτι λόφοι πασκίζανε νά σκαρφαλώσουνε στον ουρανό. Κ ΕΦΑΛΑ! ΟΝ Π ΕΜΠ ΤΟΝ ^0 'ΒΙΤΑΑΗΣ δεν ήταν κακός, πράγμα σπά νιο^ γιά άνθρωπο πού αγοράζει παιδιά. Τό κατάλαβα γρήγορα. Θάχαμε που περπατούσαμε κανα - τέταρτο τής^ώ,ρας πάνω - κάτω καί τότε μ5 άφησε τό χέρι κι9 είπε ήρεμα: — Περπάτα δίπλα μου, παιδί μου. Νάχης μόνο στο νοΟ σου πώς ό Κάπη κι9 ό Ζερμπίνο αγρυπνούν. Καταλάβαινα πώς δεν μπορούσα πιά νά φύγω κι9 αναστέναξα. — I ό ξέρω πούσαι πολύ λυπηρένος - δέ μπορού σες άλλοιώς. "Αν σοΰ κάνη κέφι, κλάψε νά ξεθ'υμάνης. Μόνο πρέπει νά πιστέψης πώς δεν σέ πήρα γιά νά σού κάνω κακό. Δεν ήταν πατέρας καί μάνα σου οι άνθρωποι πού σέ μεγάλωσαν καί θά πήγαινες οπωσ δήποτε στο "Ιδρυμα. Μπορεί νάταν καλή ή γυναίκα ή μαμά σου, πού λές - καί νά τήν αγαπούσες. Πονάει ή καρδιά σου πού τήν άφησες. Αυτά δλα είναι καλά. Μόνο δεν θά μπορούσε νά σέ κρατήο'η αφού δέν ^ σ9 ήθελε ό Μπαρμπερέν. Κι9 αυτός μπορεί νά μήν είναι τόσο κακός πού πιστεύεις. Είναι φτωχός κι9 είναι σα κάτης καί δέν μπορεί νά δουλέψη καί δέν τ’ αρέσει νά πεθάνη άπ9 τήν πείνα γιά χάρι σου. Μάθε, μικρέ μου, πώς ή ζοοή καμμιά φορά είναι ένας σκληρός αγώνας καί δέν βολεΐ στον καθένα νά κάνη αυτό πού τ9 αρέσει. Τά λόγια αυτά ήταν αληθινά, αλλά υπήρχε κάτι πιο δυνατό άπ9 τά λόγια: Ό χωρισμός.
Στη σκέψι τής μάνα - Μπαρμπερίνας ανέβαινε ένας κόμπος στον λαιμό μου και πήγαινε νά μέ πνίιξη. Κι5 όμως δσο βάδιζα σκεπτόμουν έκεΐνα πού μοΰχε πή ό Βιτάλης και τάβρισκα δλο καί πιο σωστά. Σί γουρα ό ψηλός κι* άμορφος αυτός γέρος, δεν ήταον κα θόλου τρομερός, δπως μου φάνηκε στην αρχή· 'Ήτανε κύριός μου μά δε φαινόταν κακός. Περπατήσαμε ώρες. Είχα αρχίσει νά σέρνω βαρεία τά πόδια μου, ξε θεωμένος στην κούρασι. Τον ακολουθούσα δμως μέ σφιγμένα δόντια, χωρίς νά τολμώ νά του πώ νά σταθή· — Αυτά τά τσόκαρα είναι πού σέ κουράζουν, μοϋπε άξαφνα. Στο Ουσέλ θά σου πάρω παπούτσια. Τά λόγια του μούδιωιξαν τη μισή κούρασι. Στο χωριό είχανε παπούτσια ό γιος τού Δήμαρχου καί του ξενοδόχου καί περπατούσαν αθόρυβα πάνω στό^ πλακόστρωτο τής εκκλησίας τις Κυριακές, ένώ έμεΐς οί άλλοι μέ τά τσόκαρά μας, χαλούσαμε τον κόσμο. Πάντοτε μιά απ’ τις πιο μεγάλες μου επιθυ μίες ήταν νάχα παπούτσια. — Είναι μακρυά τό Ουσέλ πού είπατε; τον ρώ τησα. Γέλασε. — Μπράβο σου!, μούπε. Βιάζεσαι νά φο.ρέσης πα πούτσια, παιδί μου! Γό λοιπόν, μά την πίστι μου θά σού τά πάρω νάχουν καί καρφιά από κάτω! Θά σου αγοράσω κΓ ένα παντελόνι από αληθινό βελούδι κΓ ένα ωραίο σακκάκι καί καπέλλο! "Αν δέν στεγνώσου νε τά δάκρυά σου δλα ταυτα, έλπίζω τουλάχιστο νά σου δώσουν δύναμι γιά τις έξη λεύγες ποδαρόδρομο πού μάς μένουν ακόμα. Παπούτσια μέ καρφιά από κάτω! Τά παπούτσια άπό μόνα τους ήταν κάτι σπουδαίο γιά μένα, μαζί μέ τά καρφιά ήταν σχεδόν ένα θαυμαστό δνεΐιρο. “έ χασα τη λύπη μου. Ό Βιτάλης δέν ήταν κακός. "Οποιος πή πώς ένας κακός άνθρωπος θά πρόσεχε πώς μέ κούραζαν τά τσό καρα, πρέπει νάναι ανόητος. Παπούτσια, καρφιά, βελουδένιο παντελόνι, σακκά κι καί καπέλλο! Ακόμη έξη λεύγες γιά τό Ουσέλ! Δέν επιτρεπό τανε νά χτίζουνε τόσο μακρυά τό ένα χωριό άπό τό άλλο!
"Αρχισε νά πέφτη ψιλή βροχή και δέν ήθελε νά στα ματήσω. Ό Βιτάλη,ς εΐιτε πώς δέν θά προχωρούσαμε περισ σότερο έκείνη τή μέρα και σ5 ένα^ μικρό χωριουδάκι πού φτάσαμε, δέν υπήρχε πανδοχείο. Γυρίζαμε απ’ τδνα σπίτι στο άλλο, χωρίς νά μάς δέχεται κανείς. «Δέν έχουμε μέρος!», μάς έλεγαν. Κανενός δέν άρεσε νά φιλοξενήσω έναν γέρο - ζωτιάνο πού κουβαλούσε ένα παιδί κΓ ένα λόχο ζώα, βουτηγμένα στις λάσπες. Θά περπατούσαμε λοιπόν ακόμα τις τέσσερις λεύ γες που έμεναν ώς τό Ουσέλ, μές στή νύχτα; Πάνω πούχα άπελπιστή, ένας χωρικός πιο πονόψυχος από τους άλλους, μάς άφωσε νά κοιμηθούμε στον αχερώνα του. Ό Βιτάλως μοίρασε σ’ όλους ένα κομμάτι ψωμί πού εΐχε στο γυλιό του. Μόνο στον Ζερμπίνο δέν έδωσε γιά νά τον τιμωρήσω πού εΐχε μπή σ’ ένα σπίτι γιά νά κλέψω, τό ίδιο απόγευμα, μόλις μπήκαμε στο χω ριό. Τον έστειλε καί κοιμήθηκε μόνος του σέ μιά γωνιά καί τον άκούγαμε γιά ώρα, πού έβγαζε κάτι σιγοα/ά, λυπητερά μουγγρωτά. "Άνοιξε πάλι τον γυλιό του στο τέλος καί μούδωσε στεγνά ρούχα ν’ αλλάξω. :·ΚΓ όμως κρύωνα πολύ τό βράδι μέσα στά άχυρα καί νοσταλγούσα τό ζεστό κρεββατάκι μου στής μά νας - Μπαρμπερίνας καί τή ζεστή σούπα. Μιά στιγμή ένοιωσα κάτι νά σαλεύω1 κοντά μου; * Απλωσα τό χέρι κι* άγγιξα τό μαλλιαρό κορμί τού Κάπω. Μ* είχε ζυγώσει μυστικά, προχωρώντας άθόρυβα πάνω στό σανό κΓ άρχισε νά μέ μυρίζω. Ή α νάσα του έφτανε στό πρόσωπο καί στά μαλλιά μου. Τΐ γύρευε; -άφνου άρχισε νά μου γλείφω τό χέρι. Μισοσωκώθηκα άμέσως γεμάτος συγκίνωσι καί τού φίλησα τήν κρύα ιαύτω του. Γρυλλισε χαρούμενα, κούρνιασε κοντά μου, έχοντας τό_πόδ: πάνω στό χέρι μου καί δέν σάλεψε πιά. -έχασα μέ μιάς τήν κούρασι καί τή δυστυχία μου, μέ τήν ιδέα πώς δέν ήμουν μόνος. Είχα τώρα έναν φίλο.
η
ΚΕΦΑΛΑίΟΝ ΕΚΐϋΝ ΚΓ ΑΑ.^ΙιΝΗΣΑΜϊΕ νωρίς τ’ άλλο πρωί, ίά σύν νεφα είχαν έξαφανισθή απ' τον ουρανό. Ό καιρός ή ταν υπέροχος.^ Τό Ούσέλ ήταν ένα πολύ μεγάλο χωριό - μια κωμόπολις, όπως μούπε ό Βιτάλης - κι" είχα περιέργεια νά το ιδώ, γιατί ποτέ δεν εΐχα βγή έξω απ' το δικό του. "Ωστόσο δεν μούκανε καμμιά σπουδαία έντύπωσι όταν φτάσαμε. 'Ίσως υπάρχουν άνθρωποι πού συγκινούνται με τά παλιά σπίτια, μέ τούς πυργίσκους^ Ε γώ αδιαφόρησα. Κείνο πού λαχταρούσα νά δω, ήταν ένα παπουτσάδ ικο. Στο τέλος όμως καταλήξαμε σ' ένα παλαιοπωλείο, πού είχε στή βιτρίνα του τά πιο αταίριαστα πράγμα τα, πού μπορεί νά 6άλη ό νους τού ανθρώπου. “Ό ποιος ήθελε νά μπή, έπρεπε νά κατέβη τρία σκαλο πάτια καί γιά τούτο είναι βέβαιο πώς οι αχτίδες τού ήλιου δεν τό είχαν έπισκεφθή ποτέ από την έποχή πού χτίστηκε. Ό Βιτάλης όμως ήξερε τί έκανε. Σέ λίγο φορούσα τά παπούτσια μέ τις πρόκες, πού ζύγιζαν πολύ πα ραπάνω άπ5 τά παλιοτσόκαρά μου. Μετά μοΰ αγόρα σε κι' ένα μπλέ βελουδένιο σακκάκι, μάλλινο παντελό νι κι5 ένα^καπέλλο - όλα όσα μού ύποσχέθηκε. Μπορεί βέβαια νάτανε κάπως τριμμένο τό βελούδο καί ξαναφαρεμένο τό παντελόνι καί πώς παιδεύτηκα πολύ χωρίς στο τέλος νά καταλάβω ποιο θάταν τό πρώτο χρώμα τού καπέλλου μου άλλα ήμουνα τόσο γοητευμένος μ' όλα αυτά τά μεγαλεία, πού ήμουν α νίκανος νά 6ώ την αθλιότητά τους. Βιαζόμουν μόνο νά τάφορέσω. Ωστόσο σαν πήγαμε στο ξενοδοχείο, μέ περίμενε μιά δυσάρεστη έκπληιξι. Ό Βιτάλης άρπαξε ένα ψαλλίδι καί χωρίς καθόλου λύπησι, έκοψε τό1 παντελόνι ατά γόνατα. Τον κυττούσα μέ γοορλωμένα μάτια, κατατρομα γμένος κΓ έκείνος γέλασε. _ — Δέν πρέπει νά μοιάζης μέ τούς άλλους, μούπε. Είμαστε στή Γαλλία καί σέ φτιάχνω Ίταλιάνο. "Αν πάμε στην Ιταλία - καθόλου απίθανο - θά σέ μασκαρέψω Γάλλο. Κατάλαβες, μικρέ μου; Είμαστε βλέ πεις καλλιτέχνες - ηθοποιοί μέ μιά κουβέντα "Αν κα-
23
τεθαίναμε στην πλατεία ντυμένοι σάν δλους τους άλ λους, ούτε πού θά μάς δίνανε σημασία. Αυτό πού γί νεται έρχετα^ι λιγάκι άσχημο, μόνο πού είναι απαραί τητο. Πώς να τό κάνουμε; ν "Οταν^ φόρεσα τό παντελόνι, μούδεσε και σταυρω τά κορδόνια στις γάμπες και μούβαλε μερικές χρω ματιστές κορδέλλες στο καπέλλο, κι3 ένα μπουκετάκι ψεύτικα λουλούδια. «Εβρισκα υπέροχο τον εαυτό μου και σ3 αυτό συμφώ νησε απόλυτα κι^ό Κάπη, πού μούδωσε ικανοποιημέ νος τό πόδι, αφού μ5 εξέτασε προσεκτικά. χ Πιο πολύ μ3 ευχαρίστησε ή επιδοκιμασία του, για τί την ώρα πού ντυνόμουν 6 Καρδούλης, ό πίθηκος αν τί γράφε όλες τις κινήσεις μου καί τις παράσταινε μέ κωμικές υπερβολές, σάν νά μέ κοροΐδευε. "Οταν μά λιστα τέλειωσα, άρχισε νά κάνη τουμπες γελώντας μέ δυνατά τσιριχτά. —- Τελειώσαμε μ3 αυτό, είπε τότε ό Βιτάλης. Πά με νά δουλέψουμε τώρα, γιά νά ετοιμάσουμε την αυ ριανή μεγάλη παράστασί μας στην αγορά. Θά κάνης ντεμποΟτο μπρος στο κοινό, μέ μιά κωμωδία. Θά σου μάθω τον ρόλο σου. Κατάλαβε άπ3 τό ύφος μου, πώς δέν είχα καταλά βει γρϋ άπ3 δσα μούλεγε. — "Ολα δσα πρέπει νά κάνης στην παράσταση αυτό είναι «ρόλος», μου εξήγησε μέ υπομονή. Πρέπει νά δουλέψης, μικρέ μου. Δέν σέ πήρα μόνο γιά νά σιργιανάς. Δέν είμαι δσο πλούσιος θάπρεπε γιά κάτι τέ τοιο. Δουλειά σου θάναι νά παίρνης μέρος στην κω μωδία μας, μαζί μέ τά σκυλιά καί τον Καρδούλη. ;— Μά δέν ξέρω νά παίζω σέ κωμωδίες!, έκανα μέ τρόμο. — Θά σέ μάθω. Μή λές πού ό Κάπη περπατάει έτσι χαριτωμένα στά πισινά πόδια του, από τότε πού γεννήθηκε; 3Ή τάχα ή Ντόλτσε πηδάει γιά διασκέδασι τό σχοινάκι; Δουλέψανε σκληρά γιά νά τά μάθουν όλ3 αυτά καί άλλα περισσότερα. Λοιπόν θά δουλέψης καί τού λόγου σου, γιά νά μάθης τούς ρόλους. 3Αρχινάμε. Θαρρούσα πώς γιά νά λέη κανείς δτι «δουλεύει», έπρεπε ή νά σκάβη ή νά κόβη δέντρα ή νά ίσιώνη πέ τρες μέ τό σκαρπέλλο καί τέλος πάντων τέτοια πρά γματα αλλά τίποτ3 άλλο. Ό Βιτάλης εΐπε:
24
— Τό έργο μας το λένε «ό υπηρέτης του Καρδού λη». Έχει κι3 ακόμα έναν τίτλο: «Τό ζώο δεν είναι πάντα τό πιο ζώο». Νά ή υπόδεσι: Ό κύριος Καρδού λης έχει για υπηρέτη τον Κάπη. *Ηταν ευχαριστημέ νος άπ3 αυτόν, άλλα ό Κάπη γέρασε. Όπωσδήπστε ό Καρδούλης ήθελε καινούργιον υπηρέτη. "Ανάθεσε στον Κάπη νά τού βρή τον αντικαταστάτη του. Κι5 αυτός δεν τού πηγαίνει κανένα σκυλί, παρά ένα χωριατόπαιδο, πού ακούει στο όνομα Ρεμύ. — Έτσι πού λένε κι5 έμένα; ρώτησα. — "Όχι έτσι πού σέ λένε, παρά τόν ίδιο εσένα! Φτάνεις λοιπόν απ’ τό χωριό σου, γιά νά υπηρέτησης τόν κύριο Κάρδούλη. — "Έχουν οί μαϊμούδες υπηρέτες; — Τι σέ νοιάζει αδελφέ; Πρόκειται γιά νά γελάση ό κοσμάκης! Έσύ θά ύποθέσης πώς στ" αλήθεια πηγαίνεις νά υπηρέτησης έναν κύριο και σέ διατάζει νά στρώσης τραπέζι. Τράβα βάλε τά σερβίτσια. Στο τραπέζι υπήρχαν πιάτα, ένα ποτήρι, μαχαίρι, πηρούνι καί πετσέτες. Πώς θά τάβαζε δλ" αύτά; "Έμεινα μ3 άνοιχτό τό στόμα και κρεμασμένα τά χέρια στά πλευρά μου, μην ξέροντας πούθε ν3 αρχί σω. Ό Βιτάλης ξεράθηκε στά γέλια. — Μπράβο! Μπραΐβίσιμο!, φώναξε. Υπέροχο! Ό προηγούμενος μικρός πού είχα, έπαιρν" ένα ύφος σά νάλεγε: «Δέστε πώς θά παραστήσω τό βλάκα!» "Ενώ έσύ τού λόγου σου είσαι, χωρίς νά τό διατυμπανίζης! — Λεν ξέρω τι νά κάνω. — Μπροόδο - μπράβο! Αυτό είναι! Μετά από μέ ρες, πού θά ξέοης τι νά κάνης, θ3 αρχίσουν οί δυσκο λίες. Τότε νά προσπαθής νά -θυμάσαι την τωρινή σου αμηχανία και νά κάνης πάλι έτσι! "Ά,ν τά καταφέοης σού υπόσχομαι τρανή έπιτυχία! "Άκου παρακάτω τόν ρόλο: Πας γιά υπηρέτης σ3 έναν πίθηκο καί άποδεικνύεσαι πιο άδέξιος καί πιο αμαθής άπ3 αυτόν. Πρέπει νά φαίνεσαι πιο ζώο από τόν Καρδούλη, γιά νά δικαιολογηθώ) ό τίτλος. Γιά νά τόν παίζης όπως πρέπει, δεν σού χρειάζεται τίποτ3 άλλο άπ3 τό νά μείνης πάντα όπως είσαι τώρα. "Επειδή ξέρω όμως πώς είναι αδύνατο αυτό, θά τό θυμάσαι μόνο καί θά ξαναγίνεται έτσι μέ τήν τέχνη σου. Μικρή ήταν ή κωμωδία, αλλά 6 Βιτάλης μάς έβα ζε καί κάναμε από δυο καί τρεΐς φορές ό καθένας τά
"δια καί τά ίδια κι* ή πρόβα κράτησε ώρες. /Ηταν πάρα πολύ υπομονετικός, ιδιαίτερα μέ τά ζώα καί δεν θύμωσε ούτε μια φορά μέ τά κομμάτια του ρόλου τους που είχαν ξεχάσει. /Γην άλλη μέρα βγήκαμε άπ* το ξενοδοχείο γιά νά πάμε στην πλατεία πού θά δίναμε την παράστασί μας. "Ημουν τρομερά συγκινημένος. Ό Βιτάλης βάδιζε μπρος μέ ψηλά τό κεφάλι καί ρυθμικό βήμα, παίζοντας σ* ένα χάλκινο πίφερο κά ποιο γρήγορο ρυθμό. Πίσω του πήγαινε ό Κάπη πού κουβαλούσε στη ράχι του τον κύριο Καρδούλη. Όλπίθηκος ήταν ντυμένος μέ στολή "Αγγλου στρα τηγού κι* ένα ημίψηλο γεμάτο φτερά. Σέ άπόστασι έρχονταν ό Ζερμπίνο κι* ή Ντόλτσε πλάϊ -^πλάϊ. *ιΕγώ βάδιζα τελευταίος. Λυτό πού έκανε τον κόσμο νά στρέφη καί νά μάς κυττάζη, ήταν οι διαπεραστικές νότες τού πίφερου. Οί κάτοικοι έβγαιναν στις πόρτες καί στά παράθυρα γιά νά μάς^δούν. Μερικά παιδιά είχαν κιόλας αρχίσει νά σχηματίζουν όμιλο πίσω μας καί νά μάς Ακολου θούν. Καρφώσαμε τέσσερις πασσάλους στη γη καί μ* ένα σκοινί σκαρώσαμε ένα τετράγωνο, πού ήταν τό μικρό μας θέατιρο. Τό πρώτο μέρος τής παραστάσεως, περιείχε μό νο διάφορες έπιδείξεις τών σκύλων, πού ό Βιτάλης τις πλαισίωνε μουσική, μ* ένα βιολί αυτή τη φορά. Μόλις τέλειωσαν, ό Κάπη πήρε στά δόντια του ένα τασάκι καί γυρίζοντας όρθιος στά πισινά πόδια του άρχισε νά περνάη μπροστά από τούς συγκεντρωμέ νους Ανθρώπους. Όταν κανείς δέν έρριχνε δεκάρα, ό σκύλος τον σκουντούσε μέ το πόδι επίμονα καί γαύγιζε μέ θυμό. Οί άλλοι γελούσαν. Λέγαν πώς ήταν πάρα πολύ έ ξυπνο σκυλί. Καί φώναζαν: — Μπρος! Βάλε τό χέρι στην τσέπη! "Ετσι πέφτανε οί πεντάρες στο τέλος. "Οταν γύριζε σέ λίγο κοντά στον κύριό του ό Κάπη γεμάτος περηίφάνεια, τό τασάκι του ήτον γεμάτο. Τώρα είχε έρθει ή σειρά τού Καρδούλη κι* ή δική μου. — Καί τώρα, ή κωμωδία μας, κυρίες καί κύριοι!, είπε ό Βιτάλης, κουνώντας μέ τό ένα του χέρι τό δο
26
ξάρι καί μ! τό ίδι-ο τδ βιολί. *·£χ«ι για τίτλο, 6 ΰΐΓίΗ ,ρέτης τού κοριού Καρδούλη - η «τδ ζώο δέν είναι ^πάν τα πιο ζώο»! Επειδή δμως σ’ εν αν καλλιτέχνη σαν κι* έμενα δεν επιτρέπεται νά πλέκη το έγκώμιο τών συ νεργατών του, σάς λέω μονάχα λ ν* ανοίξετε καλά τα μάτια σας καί νά κυττάτε! Τεντώστε τ’ αυτιά σας για νά μή χάσετε λέξι κι5 ετοιμάστε τά χέρια σας γιά χει ροκροτήματα ! Ή κωμωδία δπως την έλεγε, ήταν μονάχα μιά παν τομίμα στην πραγματικότητα. Λεν κατάλαβα γιατί εΐπε νά μ ή χάση κανείς λέξι, άφού δλη ή υπόδεσι ή ταν μονάχα χειρονομίες. ΟΙ δυο πρωταγωνιστές, ό Καρδούλης κι^ ό Κάπη, δέν μπορούσαν νά μιλήσουν καί νάΟελαν, ένώ έγώ, καί νάθελα έπίσης δέν 8α τά κατάφερνα άπ* την ταραχή μου ν* ανοίξω τό στόμα ^μου. Μόνο ό Βιτάλης μιλούσε πού καί πού, εξηγώντας στο κοινόν τί περίπου γινότανε. "Έπαιξε κι* ένα εμβατήριο γιά νά άναγγείλη την είσοδο τού στρατηγού Καρδούλη κι* είπε πώς χρω στούσε τούς βαθμούς του στους πολέμους μέ τούς Ιν διάνους. Είχε πλουτίσει φυσικά καί σκέφθηκε νά πάρη έναν άνθρωπο γιά υπηρέτη, μιά καί τά λεφτά του τού έπέτρεπαν αυτή τήν πολυτέλεια. Περιμένοντάς τον λοιπόν νά φτάση ό υπηρέτης δηλαδή έγώ, ό στρατη γός έκοβε βόλτες στο σαλόνι του, καπνίζοντας άρειμανίως τό πούρο του. Τό γέλιο πού έγινε μέ τό ύφος του καί τον τρόπο πού κάπνιζε, δέν μπορώ νά τό πε ριγράφω. νΥστερα άνυπομονούσε πού ό υπηρέτης άργούσε. Χτυπούσε νευρικά τό πόδι του κάτω κι* έφτυνε κομ μάτια από τό πούρο. Στο τέλος μπήκα οδηγημένος άπό τον Κάπη. Ό στρατηγός δταν μ* είδε έδειξε μέ ζωηρές^ κινή σεις τήν άπογοητευσί του. Τραβούσε τά μαλλιά του. Σίγουρα περίμενε κάτι πολύ καλύτερο. Στο τέλος μέ λυπήθηκε δμως καί μούδειξε πώς έ πρεπε νά φάω. Ό Βιτάλης φώναξε: ^ — Ό στρατηγός έχει τή γνώμη πώς άν φάη αυτό τό παιδί, θά πάψη νάναι τόσο κουτό! Θά δούμε δ μως... 'Κάθησα μπρος στο τραπεζάκι μέ τό σερβίτσιο καί μιά πετσέτα στο πιάτο,
27
Ό Κάπη μουδειχνε μέ τό ποδάρι του κάτι πού δεν καταλάβαινα. Κύτταζα την πετσέτα από παντού και στο τέλος, άφου ό Κάπη έπέμενε, την πήρα και φύσηξα δυνατά τη μύτη μου. Ό στρατηγός έπεσε ανάσκελα τότε κι5 άρχισε νά κάνη τούμπες και νά γελάη. Κατάλαβα πώς έκανα λά θος και ξανακύτταξα σαστισμένος την πετσέτα μου μήπως μούκοβε πώς νά τή χρησιμοποιούσα. Στο τέ λος τη φόρεσα σάν γραβάτα. Ό κύριος Καρδούλης ξεράθηκε πάλι στά γέλια κι3 ό Κάπη έβγοώε ένα γρυλλισμα, έπεσε καί μέ τά τέσ σερα πόδια ανοιχτά κι3 έκανε πώς λιποθύμησε. Ό στρατηγός εκείνη τή στιγμής ήρθε και μού πή ρε την πετσέτα κι3 άρχισε νά μου δείχνη τί έπρεπε νά κάνω. Τή φόρεσε μόνος του, κάθησε και στο τραπέζι κι3 έφαγε και τό πρόγευμα πού προοριζόταν γιά μένα. "Ηπιε και νερό από τό ποτήρι μέ εξαιρετική λεπτότη τα και στά τελευταία πήρε καί μιά οδοντογλυφίδα κι’ άρχισε νά καθαρίζη τά δόντια του. Τά χειροκροτήματα χάλασαν τον κόσμο κι3 ή παράστασι έκλεισε μ3 αληθινό θρίαμβο. Ό Βιτάλης μέ συγχάρηκε θερμά μπροστά σέ ό λους καί κοκκίνισα ώς τ3 αυτιά από τήν περηφάνεια, πού ήμουν τόσο σπουδαίος ηθοποιός. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ ί5£~ΐ&.ΠΡ ΡΙΓΥΡ ΙΣΑΜΕ ένα μεγάλο τμήμα ^ της Νότιας Γαλλίας. Πήγαμε στο Ώβέρν, στο Βαλέ, τό Βΐ'βαρέ, τό Κερσύ, τό Ρουέγκ, τή Σεβέν, τό Λαγκεντόκ καί στο Μπορντώ, πού σάν τό άντίκρυσα από μακρυά, μέ τις άμέτρητες καμινάδες του νά χάνωνται στά σύννεφα, έμεινα εκστατικός - πρώτη μου φορά έ βλεπα μιά πραγματική πολιτεία. Πρέπει ωστόσο νά πω πώς ό Βιτάλης όλο αυτόν τον καιρό' στάθηκε πάρα πολύ καλός μαζί μου καί πάσχι σε νά μού μάθη καί νά διαβάζω καί νά γράφω. ΚΓ όλο μούλεγε ν3 ανοίγω τά μάτια καλά καί νά βλέπω τό κάθε τι καί πώς έτσι θά ράθαινα ϊσως πιο πολλά πράγματα άπ3 τ3 άλλα παιδιά στήν ηλικία μου, πού πηγαίνουν στο σχολείο. "Όταν φτάσαμε στο Πώ καί ετοιμαζόμαστε νά δώ-
28
^X
βουμε μια από τις παραστάσεις μας, μας έτυχε Ινα δυσάρεστο περιστατικό: Ό αστυνόμος, θές γιατί δεν συμπαθούσε τά σκυ λιά, βες γ^ατί τον εμποδίζαμε στη δουλειά του, θέ λησε να μάς διώΙξη. -Μπορεί τό πιο σωστό νάταν νά ύπακούσωμε, στη θέσι πού βρισκόμαστε, ό Βιτάλης όμως, μ’ δλο πού δεν ήταν κανένας βαρύγδουπος θιασάρχης μέ κύρος, ήταν πάρα πολύ περήφανος. Άρνήθηκε νά συμμορφωθή μέ την ύπόδειξι τού α στυνόμου κι5 εξήγησε μέ ηρεμία πώς, αφού δέν έκανε τίποτα πού νά παραβαίνη τούς νόμους, έπρεπε αντί θετα νά προστατεύεται απ’ την αστυνομία. — Ό εντιμότατος εκπρόσωπος της ’Αρχής, είπε μέ βαθειά ύπόκλισι καί βγάζοντας δλο σεβασμό τό καπέλλο του, μήπως έχη νά μού δείξη καμμιά διαταγή, πού ν’ ιάπαγορεύη στούς άσημους θεατρίνους της σει ράς μας, νά δίνουν παραστάσεις εδώ γύρω; Ό αστυνόμος ιάπήντησε πώς έπρεπε νά ύπακούση χωρίς κουβέντες. — Θά συμμορφωθώ χωρίς καμμιά συζήτησι πρά γματι μέ τις υποδείξεις^ σας, εΐπε δλο γλύκα ό σινιόρ Βιτάλης, φτάνει νά μού πητε βάσει ποιου νόμου μέ διώχνετε. Ίο όργανό τού νόμου έφυγε χωρίς νά πη τίποτ’ άλλο, την ώρα πού ό κύριός μου τού έκανε από πίσω μια ρεβερέντσα μέ τό καπέλλο στά χέρια. -αναγύρισε δμως την επόμενη μέρα καί πηδώντας πάνω από τά σχοινιά πού είχαμε τεντώσει, μάς διέκοψε την παράστασι. — Γιατί δέν ιέχουν φίμωτρο οί σκύλοι σας; ρώτησε τον Βιτάλη. — Φί'μωτρο στά σκυλιά μου! — Βεβαίως. Υπάρχει αστυνομική διάταξι. Εϊσαστε υποχρεωμένος νά τό γνωρίζετε. Τό κοινό έκείνη την ώρα ήταν πολύ άφωσιωμένο στην παράστασι μας, γιατί παίζαμε μιά καινούργια κωμωδία. Ό ιΒπάλης δμως επέβαλε σιωπή μέ μιά κίνησι τού χεριού του. Έβγαλε πάλι τό καπέλλο, δπως είχε κάνει κι’ έχτές καί ύποκλίθηκε βαθειά: — Ό εντιμότατος εκπρόσωπος τής Αρχής, είπε, μέ ρώτησε άν έβολα φίμωτρο στούς ηθοποιούς μου;
29
Ακριβώς. Ηά τους φορέστε φίμωτρο καί μά λιστα τώρ3 άμεσως. — Φίμωτρο στον Κάπη, τον Ζερμπίνο καί τη Ντόλτσε!, φώναξε ό κύριός μου, απευθυνόμενος στον κό σμο καί δχι στον άστυνόμο. Τό συλλογιστήκατε κα λά, έξοχώτατε; Ό σοφός Κάπη μέ φίμωτρο, νά δίνη φάρμακα στους άρρωστους του; Επιτρέψτε μου σά σάς παρατηρήσω πώς ό ασθενής πρέπει νά παίρνη τό φάρμακό του άπό τό στόμα, γιά νά φέρνη αποτέ λεσμα. Ό δόκτωρ Κάπη δεν θά έπέτρεπε ποτέ νά τον αναγκάσουν νά μεταχειριστή άλλον τρόπο καί μπρος σ’ ένα τέτοιο καθώς πρέπει κοινό μάλιστα! "Ολοι έσκασαν στά γέλια. *Ηταν φανερή ή έπιδοκιμασία προς τον Βιτάλη. Ό αστυνόμος πειράχτηκε. Έκανε μεταβολή έτοιμος νά φυγή, τότε δμως είδε τον Καρδούλη πού τον κοροΐδευε. Γιά μιά στιγμή άπόμειναν ό άνθρωπος καί τό ζώο νά κυττάζωνται μέ πείσμα καί αυτό έκανε τον κόσμο νά σκάση στά γέ λια. — ’Άν τά σκυλιά σας δέν φορουν φίμωτρο αύριο, μούγγρισε ό άνθρωπος του νόμου θά σάς υποβάλω μήνυσι. Τίποτ’ άλλο δεν έχω νά πω. ΚΓ έφυγε καί πάλι 6 Βιτάλης άπόμεινε σχεδόν δι πλωμένος στά δυο, άπό τήν ύπόκλισι πού τούκανε. Τήν άλλη μέρα μου είπε πώς θάπαιζε ένα παιγνίδι στον άστυνόμο καί θά πήγαινα εγώ μπροστά μέ τον Καρδούλη νά έτοιμάσω τήν παράστασι. "Υστερα θά ερχόταν κΓ αυτός >μέ τά σκυλιά καί θά τά κανόνιζε έ τσι που ό άστυνόμος νά παί'ξη άθελά του έναν κωμι κό ρόλο στήν παράστασι. Αυτό θά ανέβαζε τίς εισπράξεις μας, δπως μου ύποσχέθηκε. Πράγματι τά πράγματα άρχισαν έτσι δπως είχε πή. Πήγα στήν πλατεία κΓ έστησα τά σχοινιά. "Υστε ρα, ^μέ συνοδεία τήν άρπα μου, πού μου είχε μάθει ό Βιταλης άρχισα νά τραγουδώ μιά καντσονέτα. Κόσμος μαζευόταν πολύς καί καταλάβαινα πώς δέν έρχονταν όλοι αύτοί γιά ν’ άκούσουν τήν καντσονέτα μου. Αντί δμως νά φτάση ό θιασάρχης μέ τούς σκύλους ήρθε πρώτος ό άστυνόμος. Πρώτος τον εΐδε ό Καρδούλης καί στηρίζοντας τή γροθιά του στή μέση, σήκωσε ψηλά τό κεφάλι κΓ άρ
30
>■**·
χισε νά βηματίζη βλοσυρός - βλοσυρός γύρω μου, κά νοντας τον κόσμο νά ξεκαρδιστή μέ τό ύφος του. Ό αστυνόμος κατάλαβε πώς γελούσαν εις βάρος του καί μούρρι'ξε μερικές τρομερές ματιές, ττού διπλά σιασαν όμως την ίλαρότητα του κόσμου. Κι* έμενα μου έρχόταν νά γελάσω, αλλά μέ κρα τούσε ό φόβος καί δέν τόκανα. Γιά νά μή Ουμώση περισσότερο ό αστυνόμος, φώνα ξα τον Καρδούλη, αυτός όμως φαίνεται πώς διασκέ δαζε πολύ, γιατί δέν μ3 ακούσε. Εξακολούθησε νά πειράζη τον άνθρωπο τού νόμου κι3 έκεΐνος, επειδή τού φάνηκε πώς εγώ έβαζα τον πίθηκο νά τον κοροϊδεύη, πήδησε σέ μια στιγμή τά σχοινιά καί μού άστραψε ένα τρομερό χαστούκι. Ζαλίστηκα καί παραλίγο νά πέσω. "Οταν άνοιξα τά μάτια μου, είδα τον Βιτάλη πού είχε φτάσει στήν ώρα. Στεκόταν άνάμεσα σ3 εμένα καί τον αστυνόμο καί τού κρατούσε τό χέρι. ^— Σάς απαγορεύω νά χτυπάτε τό παιδί, φώναξε. Είναι ανανδρία αυτό πού κάνατε! Ό άστυνόμος προσπάθησε νά τραβήξη τό χέρι του άλλα ό Βιτάλης τού τοσφιξε πιο δυνατά. Γιά λίγο άπόμειναν κι3 οι δυο άκίνητοι κυττάζονταν κατάματα. Ό κύριός μου ήταν υπέροχος. Κρα τούσε περήφανα ψηλά τ3 όμορφο κεφάλι του, που τό τριγύριζαν επιβλητικά τ3 άσπρα μαλλιά του κι3 έλε γα πώς ό άστυνόμος, μ3 όλο που ήταν έξω φρένων, θάφευγε ντροπιασμένος. Δέν έγινε όμως αυτό. Τινά χτηκε φρενιασμένος κι3 έλευθερώνοντας τό χέρι του, άρπαξε τον κύριό μου από τον γιακά. Τον έσπρωξε άγρια. Ό Βιτάλης πεπραγμένος χτύπησε μέ δύναμι τό χέρι τού ανθρώπου πού τον κρατούσε. — Τί Θ'έλετ3 άπό μάς επιτέλους; φώναξε. — Νά σάς συλλάβω! 3Ακολουθήστε με στο Τμήμα. —■ Δέν χρειαζόταν νά χτυπήσετε τό παιδί γιά νά τό κάνετε, είπε ό Βιτάλης. — Νά λείπουν τά λόγια. Ελάτε μαζί μου. Ό Βιτάλης είχε ηρεμήσει πάλι. — Γύρισε στο πανδοχείο, μού είπε, καί νά μέ πε ρί μένης έκεΐ μέ τά σκυλιά. Δέν μπόρεσε νά πή τίποτ3 άλλο. Ό άστυνόμος τον τράβηξε πάλι βάναυσα. Τά σκυλιά έκαναν νά τον ακολουθήσουν. Μάλιστα ό
31
Κόστη ετοιμάστηκε νά ριχτή πάνω στον άνθρωπο του νόμου, τρίζοντας τά δόντια. Ό κύριός μας όμως τά διέταξε νά μείνουν στη θέσι τους και όπως πάντα, υπάκουσαν χωρίς άλλη φασαρία. — Ό γέρος είχε δίκιο!, ακόυσα νά λένε οι άνθρω ποι πού σκόρπιζαν. — Είχε άδικο, είπε ένας άλλος. — Γιατί νά χτυπήση τό παιδί ό αστυνόμος χω ρίς το φουκαριάρικο νά του φταίξη σέ τίποτα; — Σκούρα Την έχει ο γέρος. "Αν ό αστυνόμος καταθέση πώς τού αντί στάθηκε, δεν τή γλυτώνει τη φυλακή. Έπέστρεψα κατατρομαγμένος στο πανδοχείο. Τον βιτάλη μπορώ νά πω πώς τον αγαπούσα πιά, μ3 όλη τή δύναμι τής ψυχής μου, γιατί καταλάβαινα πώς ένας αληθινός πατέρας δεν θά μου παραστεκό ταν καλύτερα απ’ αυτόν, τούς μήνες πού ζήσαμε μαζί. Τι θάκανα άν τον πήγαιναν φυλακή; Τρεΐς μέρες τον περί μένα τού κάκου στο πανδοχείο καί την τέταρτη μέ ειδοποίησε μ' ένα γράμμα νά πάω στο δικαστήριο πού θά δικαζόταν. .Πήγα και περί μένα στην αίθουσα κι5 έγιναν άλλες δίκες πιο μπροστά, ώσπου τον έφεραν δυο χωροφύλα κες καί τον κάθησαν στον ίδιο πάγκο πού κάθιζαν ε κείνους πούφ-ερναν καί πιο πριν. Είπαν πολλά στην αρχή, πού δεν μπορούσα νά τ’ ακούσω από τή σαγκίνησι καί τήν ταραχή μου. Λυπό μουν βαθειά, γιατί τό πρόσωπό του έδειχνε ντροπή καί θλίψι. — Αναγνωρίζετε λοιπόν πώς χτυπήσατε τον άστυνόμο πού σάς έπιασε; είπε σέ μιά στιγμή ό δικαστής. — "Όχι, κύριε Πρόεδρε. Μόνο τον έσπρωξα νά μ^ άφήση άποκρίθηκε. Σαν έφτασα στήν πλατεία πού θά δίναμε παράσταση τον βρήκα νά χαστουκίζη τό παι δί πού μέ συνοδεύει. -— Δικό σας εΐν’ αυτό τό παιδί; — Όχι κΓ όμως τό αγαπώ σάν αληθινό παιδί μου. "Οταν είδα νά τό χτυπάνε άδικα, φούντωσα κΓ άρπα ξα τό χέρι τού αστυνόμου, γιά νά μή τό ξαναχτυπήση. — Καί χτυπήσατε τον εκπρόσωπο τού Νόμου... — Παραφέρθηκα χωρίς νά τό θέλω. Είχα θυμώσει τόσο, πού δέν έβλεπα μπρος μου παρά έναν άνθρωπο χωρίς νά καταλαβαίνω ποιος ήταν. — Δέν παραφέρονται άνθρωποι στήν ηλικία σας.
32
— Και τώρα ή κωμωδία μας.- κυρίες και κύριοι!, εΐττε ό Βιτάλης.
— Δεν έπρεπε - ναί. "Έχετε δίκιο. Κι5 δμοος δεν μπορεί νά κάνη πάντα κείνο πού θέλει κανείς... — Ναρθη ό αστυνόμος. *Ηρβε πράγματι εκείνος καί είπε πώς έγιναν τά πράγματα, έπιμένοντας πιο πολύ πάνω στο δτι τον κοροΐδευαν, παρά πού με χτύπησε. Την ώρα πού μι λούσε, ό Βιτάλης δεν άκουγε, μόνο έψαχνε μέ τά μά τια ολόγυρα την αίθουσα. Κατάλαβα πώς ζητούσε έ μενα. "Άρχισα νά σπρώχνω τούς περίεργους πού μέ κύκλωναν, ώσπου έφτασα στην πρώτη σειρά. Φωτίστηκε ή φυσιογνωμία του μόλις μέ είδε. "Οταν διαπίστωσα τη χαρά του γι’ αυτό, μέ πήραν τά δάκρυα. — "Έχετε νά μάς πήτε τίποτ" άλλο; τον ρώτησε ό Πρόεδρος. — Μόνο γι" αυτό τό παιδί πού θά μείνη απροστά τευτο καί μόνο, είπε ό Βιτάλης δείχνοντάς με. Σάς ΧΩΡΙΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
3
παρακαλώ για χάρι του, νά μάς χωρίσετε δσο γίνε ται τγιο λίγο καιρό. "Ήμουν σίγουρος ττώς θά τον άφηναν ελεύθερο. Δεν μπορεί παρά δλοι νάνοιωθαν την καρδιά τους σφιγμέ νη μπροστά στη φανερή λύπη του. "Ομως όταν συζήτησε γιά λίγο ό Πρόεδρος μ5 έναν άλλον δικαστή, είπε πώς ό όνομαζόμενος Βιτάλης, κα ταδικαζόταν δυό1 μήνες φυλάκισι κι" εκατό φράγκα πρόστιμο, γιά άντίστασι και βιαιοπραγία κατά τής Αρχής. , ^ , Μόλις πρόλαβα νά τον ξεχωρίσω άναμεσα στα δακρυά μου, που τον έπαιρναν. Που1 θά πήγαινα; ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ ΥΡΙ ΣΑ στο πανδοχείο, αλλά έκεΐ ό ξενο δόχος πουχε μάθει τά καθέκαστα, μουπε πώς έπρεπε νά φύγω και πώς δεν μπορούσε νά με κρατήση αφού δεν είχα καθόλου χρήματα γιά νά τον πληρώσω και τού χρωστούσε ήδη αρκετά ό κύριός μου. Μάταια τον παρακάλεσα νά τον περιμένη νά βγή. Νάταν γιά με ρικές μέρες συζητιόταν. Γιά δυό μήνες ήταν άστεΐο. Μ5 έδιοοξε καί κράτησε καί τον γυλιό του 8ιτάλη γιά ενέχυρο. ΕΤχα γίνει θιασάρχης χωρίς νά τό καταλάβω κυ είχα την ευθύνη γιά τά καύμένα τά σκυλιά, νά μή μού πεθάνουν τής πείνας. Πως θά τά κατάφερνα; Είχα μόνο έντεκα πεντάρες δταν ξεκίνησα γιά ν3 απομακρυνθώ άπ3 την Τουλούζ. Περπατήσαμε τρεις ώρες καί στο τέλος, επειδή τά καημένα τά ζώα μού παραπονιόνταν μέ τό βλέμμα, α ναγκάστηκα νά δώσω τις οχτώ από τίς έντεκα πεντά ρες μου, γιά μιάμισυ λίμπρα ψωμί. Τά σκυλιά κι3 ό Καρδούλης χοροπηδούσανε από τή χαρά τους δταν βγήκα άπό τον φούρνο. Μοίρασα τό ψωμί σέ πέντε ϊσα μέρη καί μόνο τό δικό μου κομμάτι έκοψα τό μισό καί τδρριξα στον γυ λιό μου, γιά νά τό έχω αργότερα, νά τό μοιράσω στά ζώα. "Οταν άποφάγαμε, ό μόνος πουχε χορτάσει ή ταν ό Καρδούλης, γιατί εκείνος δεν είχε ανάγκη άπό τόσο φαΐ, δσο εμείς οι άλλοι.
34
Τότε ιούς έβγαλα κάι, λόγο, βηλαδή τούς έξέθεσα πόσο δύσκολη ήταν ή θέσι μας καί τούς άνήγγειλα πώς τον Βιτάλη τον είχανε φυλακίσει. Ζήτησα άπ3 δλους θάρρος καί έγκαρτέρησι καί τούς είπα πώς έπρεπε νά φροντίσουν ό καθένας δλους κι5 δλοι για τον καθένα. Δεν θέλω νά ισχυριστώ πώς τά κατάλαβαν στην εντέλεια δλ3 αυτά, τπστεύω όμοος νά άντελήφθησαν τίς γενικές γραμμές του λόγου μου. ΓΥ αυτό ξεκινήσαμε πάλι καί, μετά από τέσσερις ώρες πορεία, μπήκαμε ο3 ένα φτωχό χωριουδάκι. "Ηξερα πώς δέν μπορούσα νά περιμένω σοβαρές εισπράξεις άπό κεΐ πέρα καί μιά - δυο πεντάρες όμως θάταν σοβαρός λογαρια σμός γιά μάς, γιά τό αυριανό μας ψωμί. Ωστόσο άδικα έπαιξα μέ την άρπα μου καί τρα γούδησα κι3 άδικα τά σκυλιά χόρεψαν μέσα στην πλα τεία του χωρίου. "Αρχισα νά τραγουδάω δυνατώτερα γιά νά προκαλέσω την προσοχή καί τότε ήρθε ένας αγροφύλακας καί μάς έδιωξε κακήν-κακώς. Τά σκυλιά τάχαν καταλάβει δλα, γιατί μ5 ακολου θούσαν μέ κατεβασμένες τίς μουσουδες τους. Ό Κάπη όλο γύριζε καί μέ κυττούσε περίεργα. "Αλλος στη θέσι του ασφαλώς θά υπέβαλλε ένα σω ρό έρωτήσεις, αυτός όμως ήταν διακριτικός καί συ νηθισμένος στην πειθαρχία. :ΕΤχε νυχτώσει άπό ώρα καί περπατούσαμε ακόμα. Δέν ήθελα νά κοιμηθούμε στο ύπαιθρο, γιατί φοβό μουν γιά μένα καί γιά τον Καρδούλη, που μέ τό πα ραμικρό κρύωμα μπορούσε νά κινδυνεύση πολύ κι3 6 Βιτάλης πάντα πρόσεχε νά τον κρατάη στά ζεστά. “Οσο γιά μένα είχα ευθύνες καί δέν μού έπιτρεπόταν ν’ ιάρρωστήσω. Γιά τά σκυλιά δέν υπήρχε φόβος κι* έξω νά κοιμόνταν. Ευτυχώς μιά ώρ3 αργότερα βρεθή καμε σ’ ένα δάσος κι3 ανακαλύψαμε μιά σπηλιά, φρα γμένη με ξερόφυλλα. Εκεί σταματήσαμε νά περάσου με τή νύχτα κι3 ένοιωσα τόσο απελπισμένος καί τόσο έρημος κι3 αδύνατος, μόλις σταματήσαμε, πού έπεσα πάνω στά ξερά φύλλα κι3 άρχισα νά κλαίω μέ δυνα τούς λυγμούς. ^ΓΊάλι ο Κάπη^ ίρθε'νά με παρηγόρηση, δπως είχε κάνει καί τό πρώτο βράδι τής γνωριμίας μας. Κινήσαμε χαράματα τ3 άλλο πρωΐ καί σαν βρήκα με ένα χωριό στον δρόμο μας, πρώτη μου δουλειά ή ταν ν3 αγοράσω ψωμί. Μόλις γ.ά ένα κομματάκι στον
35
^αβέναν μας έφτασαν οί τρεις δεκάρες, καταλαβαίνα τε όμως^ μέ τί ορεξι προγευματίσαμε! "Αργότερα είχαμε πάλι ένα δυσάρεστο έπεισόδιο. Καθώς έψαχνα νά δρω κατάλληλο μέρος στο χωριό, γιά τήν παράστασί μας, μια γυναίκα άρχισε νά ξεφωνίζη^ πώς είμαστε κλέφτες. Δεν άργησα νά δώ τον Ζερμπίνο πού « είχε άρπάξει ένα κομμάτι κρέας στά δόντια του. "Αναγκαστήκαμε νά τό σκάσωμε τρέχοντας και είναι θαύμα πώς -ξεφύγαμε και φτάσαμε πά λι στην έξοχή, στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού. Ό Ζερμπίνο έμενε πάντα σ" άπόστασι και δεν εν νοούσε νά πλησιάση, γιατί καταλάβαινε πώς θά τον τιμωρούσα. Βέβαια ή πείνα τον είχε σπρώξει νά κλέψη, όμως δεν ήταν ό μόνος άπό τή συντροφιά πού πει νούμε. Έστειλα τον Κάπη νά τον φέρη, αλλά γύρισε σέ λίγο άπρακτος. Α4’ όλο πού ό Ζερμπίνο, ήταν μοναδι κός ένοχος γιά τό κακό πού μάς βρήκε, δεν μπορού σα νά τον έγκαταλείψω. Τί θάλεγα στον Βιτάλη; Μέ μεγάλη μου λύπη αναγκάστηκα νά τό,ν περιμέ νω καί κάθησα στη ρίζα ενός δέντρου μέ τον Καρδού λη αγκαλιά καί τη Ντόλτσε ξαπλωμένη στο πόδια μου, ώσπου μέ πήρε ό ύπνος. -ύπνησα τό μεσημέρι. Πεινούσα φοβερά. Τό ίδιο καί τά καημένα τά ζώα. Κι" Ζερμπίνο άφαντος άκόμα. Τί νάκανα; Θυμήθηκα πού μού είχε πή ό Βιτάλης ότι στον πό λεμο, όταμ ένα σύνταγμα κουραζόταν απ’ την αδιά κοπη πορεία, έβαζαν τούς σαλπιγκτές καί τούς τυ μπανιστές νά παίξουν. Τό ίδιο αποφάσισα νά κάνω κι" εγώ. ""Αρχισα νά παίζω τήν άρπα μου καί διέταξα τά σκυλιά νά χορέψουν. ΑΥ όλο πού δέν είχαν καμμιά όρεξι γιά χορό, αναγκάστηκαν νά υπακούσουν, γιατί έτσι_ήταν μαθημένα. -αφνικά, άκουσα πίσω μου μιά ολοκάθαρη καί δυ νατή παιδική φωνή: — Μπράβο! Στο ποτάμι είχε σταματήσει ένα πλοΐο, μέ τήν πλώ ρη γυρισμένη προς τό μέρος^ μας. Δυο άλογα πού τό τραβούσαν, είχαν σταθή στην άντικρυνή όχθη. Δέν είχα ξαναδή τέτοιο καράβι ποτέ μου, ούτε σέ
φωτογραφία. Μικρότερο άττό τά συνηθισμένα ποταμό πλοια, εΐχε στο κατάστρωμά του μια βεράντα μέ τζα μαρία πού την κύκλωναν αναρριχητικά φυτά. Έκεΐ πά νω βρίσκονταν μια νέα κυρία, πού ήταν όρθια, κι* ενα πλαγιασμένο άγοράκι, στην ^ηλικία μου πάνω - κάτω. Σίγουρα τό «μπράβο», τό είχε φωνάξει τό παιδί. "Έβγαλα τό^ καπέλλο μου σαστισμένος και υποκλίθηκα για νά το ευχαριστήσω. — Διασκεδάζετε; μέ ρώτησε γλυκά ή κυρία μέ ξε νική προφορά. 'Πρίν προλάβω ν’ απαντήσω, κάτι τής εΐπε τό παι δί σκύβοντας στ’ αυτί της κι’ εκείνη μέ ρώτησε: — Θά θέλατε νά παίξετε κι* άλλο; "Αν ήθελα! Ή καρδιά μου χοροπήδησε. — Χορό επιθυμείτε ή κωμωδία; φώναξα βιαστικά βιαστικά. — Κωμωδία!, είπε τό παιδί. "Αρχισα νά παίζω μέ την άρπα. Την ώρα πού πα~ ρασταίναμε, ό Ζερμπίνο πετάχτηκε ξαφνικά πίσω απ’ τις φυλλωσιές, άνακατεύθηκε θαρραλέα μέ τον θίασο και άρχισε νά παίζη· τον ρόλο του. 'Όση ώρα παίζαμε, μούκανε έντύπωσι πώς τό παι δί, μ* όλο που φαινόταν πολύ ευχαριστημένο, δέν σά λευε καθόλου. Μουδωσε την έντύπωσι πώς θάταν πα ράλυτο. Κι’ όπως ό άνεμος είχε σπρώξει πολύ κοντά στην όχθη τό ποταμόπλοιο, τόβλεπα τόσο καθαρά, σάν νάμουν κι* εγώ κεΐ μέσα. ^Ηταν ξανθό και τόσο άσπρο, πού διακρίνοντας οί γαλάζιες φλέβες στο μέτωπό του. Φαινόταν ευχαριστημένο και λυπημένο μαζί. — Πόσο στοιχίζουν οι θέσεις στο θέατρό σας; μέ ρώτησε ή κυρία όταν τελειώσαμε. — Ό καθένας πληρώνει ανάλογα μέ τό πόσο ευ χαριστήθηκε, είπα, επαναλαμβάνοντας τά λόγια του Βιτάλη καί προσπαθώντας νά τό κάνω τόσο ευγενικά όσο κι* εκείνος. — Τότε, μαμά, εΐπε τό παιδί, πρέπει νά πληρώ σουμε^ πολύ ακριβά. Καί τής είπε κι* ακόμα κάτι, σέ μιά γλώσσα πού δέν την κατάλαβα. Ή κυρία μέ φώναξε: ^ — Ό Αρθούρος θά ήθελε νά γνωρίση από κοντά τούς ηθοποιούς σας. "Εκανα νόημα στον Κάπη, πού πήδηξε πάνω στο
37
ποταμόπλοιο, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ή Ντόλτσε κι* ό Ζερμπίνο τον άκολούθησαν. — Κι* ό πίθηκος!, φώναξε ό "Αρθούρος. Ή κυρία μέ κύτταξε πού κρατούσα διστάζοντας τον Καρδούλη καί ρώτησε: — Μην είναι κακός; — "Όχι. Μόνο... δέν εΤναι πάντα φρόνιμος, κυρία, καί φοβάμαι μή φερθή μ" απρέπεια! — Δέν έρχεστε λοιπόν μαζί μου; "Ένας άνθρωπος πού στεκόταν στο τιμόνι, έτρεξε σ3 (ένα νόημά της κι3 έβαλε μια σανίδα από την κου παστή στην όχθη για νά περάσω. — Ό πίθηκος! 3Άχ, ό πίθηκος!, φώναξε ό "Αρθού ρος. λ Πήγα κοντά καί το παιδί άρχισε νά χαΐδεύη τον Καρδούλη. Πρόσεξα πώς ήταν δεμένο πάνω στη σα νίδα πού πλάγιαζε. , — Δέν έχετε πατέρα, παιδί μου; μέ ρώτησε ή κυ ρία. — Πώς... Μόνο πού αυτό τον καιρό είμαι μόνος. — I ιά πολύ; — Γιά δυο μήνες. — Δυο μήνες! Καημένο παιδί! Στην ηλικία σου! — ΕΤναι ανάγκη, κυρία. — Θά σέ υποχρεώνει άσφαλώς ό κύριός σου νά τού πας ένα ώρισμένο ποσόν, όταν τελειώση αυτή ή προθε σμία. — Γιά τίποτα δέν μέ υποχρεώνει, κυρία. Φτάνει μό νο νά ζώ τον θίασό μου. — Τά καταφέρνετε ως σήμερα; Δέν ήξερα τί ν3 απαντήσω καί γι3 αυτό αναγκάστη κα καί τής διηγήθηκα δλη τήν ιστορία. Δέν θάθελα νά το κάνω, άλλά ήτανε τόσο γλυκειά ή φωνή της καί τόσο απαλό τό βλέμμα της, πού δέν θυμόμουν νά ξανάδα άλλη κυοία, νά μου έμπνέη τόσο σεβασμό καί εμπιστοσύνη. Ό "Αρθούρος φώναξε: -— *Ω μαμά! Πόσο Οά πεινάνε^δλοι! Ό Καρδούλης πάνω σ3 αυτό άρχισε νά τρί'βη σάν τρελλάς τήν κοιλιά του. Ή κυρία κάτι φώναξε σέ μιά γυναίκα που στεκό ταν πίσω από μιά μισάνοιχτη πόρτα κι3 υστέρα μάς παρακάλεσε νά καθήσουμε. "Άφησα τήν άρπα, τρ
σκυλιά θρονιάστηκαν πλάι μου κι* ό Καρδούλης σκαρ φάλωσε στο γόνατό μου. Φαίνεται πώς ή κυρία παρατήρησε στι έτρωγα τό ψωμί μου λαίμαργα σαν τά σκυλιά, γιατί μουρμούρι σε δαγκώνοντας τά χείλια της: •— Φτωχό παιδί! Κι* όταν τελειώσαμε ό Αρθούρος ρώτησε: — Πού θά δειπνούσατε άν δεν συναντιώμαστε; — Έχω 5/·την ιδέα πώς δεν θά δειπνούσαμε! Κι ) αύριο; — Νά: Μπορεί αύριο νά μάς χαμογελούσε ή τύ χη, όπως σήμερα. Τό άρρωστο παιδί άρχισε νά μιλάη γιά πολλή ώρα με την κυρία, πού σίγουρα βάταν μητέρα του. Στο τέλος ό Αρθούρος γύρισε καί μέ ρώτησε: — Θα θέλατε νά μείνετε μαζί μας; _ Τον κύττσξα αποβλακωμένος. Ασφαλώς δεν κατα λάβαινα τ’ ήθελε νά^ πή. — Ό γιός [ίου σέ ρωτάει άν θέλης νά μείνετε μα ζί μας. λ — Σ συ το τό πλοΐο; — <Ναί. Ό γιός μου είναι λίγο άρρωστος κι* οι για τροί εΐπαν νά τον κρατάμε δεμένον πάνω σ5 αυτή τή σανίδα, πού βλέπεις. Γι* αυτό γυρίζομε μέ τό πλοΐο γιά νά μή στενοχωριέται κλεισμένος σ5 ένα μέρος. *Άν θέλης νά παίζης άρπα καί τά σκυλιά σου νά χορεύουν θά μάς κάνετε μεγάλη χάρι και βέβαια κι* εμείς θά σάς φανούμε χρήσιμοι. Δεν θά πρέπη νά γυρίζετε άπό δώ κι5 από κεΐ, χωρίς καμμιά βεβαιότητα... Εΐσαι τόσο μικρός! Τι ευτυχία! Λεν μπορούσα ν’ ανοίξω τό στόμα α πό τή χαρά μου κι’ εκείνη νόμιζε πώς δίσταζα. Επει δή εΐδα κι’ άπόειδα πώς δεν μπορούσα νά βγάλω λέξι, άρπαξα ξαφνικά τό χέρι της μ’ ευγνωμοσύνη καί τό φίλησα. -Είδα νά τρεμουλιάζη πολύ άχνά τό σαγόνι της μού φάνηκε πώς συγκινήθηκε. — Φτωχό παιδάκι!, ξανάπε μόνο. Μετά από λίγο φώναξαν απέναντι και τ’ άλογα ξεκίνησαν καί τό πλοΐο άρχισε νά κυλάη στο ποτάμι.
39
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΝΑΤΟΝ 111 ΕΓΟΤΑιΝ κυρία Μίλιγκαν ή μητέρα του Αρθούρου. Ήταν Άγγλίδα. Ήταν χήρα και νόμιζα πώς δεν είχε άλλο παιδί απ’ τον Αρθούρο, άλλα έμα θα πώς^είχε κι3 έναν μεγαλύτερο γιο, πού, όταν ήταν μωρό, εΐχε έξαφανισθή καί ποτέ δεν μπόρεσαν νά ξαναβρούν τά ίχνη του. "Οταν έγινε αυτό, ό κύριος Μί λιγκαν ψυχορραγούσε κι3 ή κυρία Μίλιγκαν ήταν βαρεία άρρωστη, τόσο πού δεν καλοκαταλάβαινε τΐ γινόταν ολόγυρά της. "Οταν καλλιτέρευσε, ό άντρας της είχε πεθάνει και το παιδί της είχε χαθή. Ό κουνιάδος της κύριος Τζέϊμς Μίλιγκαν, είχε άναλάβει νά το ξαναβρή, δεν κατάφερε τίποτα όμοος, μ3 όλες του τις προ σπάθειες. Αυτός ό Τζέϊμς Μίλιγκαν θά κληρονομούσε τον α δελφό του άν εκείνος πέθαινε χωρίς παιδιά, αλλά ή κυρία Μίλιγκαν έφερε στον κόσμο ένα δεύτερο παι δί μετά από εφτά μήνες. Ό κύριος Τζέϊμς Μίλιγκαν δεν έχασε τΐς^ ελπίδες του γιά νά κληρονομήση την περιουσία τοΰ^ νεκρού αδελφού του, γιατί το παιδί πού γεννήθηκε ήταν φι λάσθενο. Ωστόσο πέρασαν μερικά χρόνια και οί πε ριποιήσεις τής μητέρας του τό κρατούσαν στη ζωή. Πολλές φορές τον είχαν αποφασίσει και όλες είχε σωθή. Τελευταία τον είχε χτυπήσει μιά τρομερή ίσχυαλγία. Τά λουτρά πού σύστησαν δέν έφεραν αποτέλε σμα και τότε ή κυρία Μίλιγκαν είπε νά τής φτιάξουν έκεΐνο τό ποταμόπλοιο. 9Ηταν αληθινό πλωτό σπίτι, μέ βεράντα, κουζίνα, σαλόνι και κρεββατοκάμαρα. Είχαν φύγει πριν ένα μήνα από τό Μπορντού 3Ανάπλευσαν ώς τό Γκαρόν και μπήκαν στο κανάλι τού Μιντί. Θά πήγαιναν στο Ρόν, στο Σαόν, στο Αουάρ και στο Μπριάρ, άπ3 τό κανάλι στον Σηκουάνα κι3 α πό κεΐ θά έπέστρεφαν στη Ρουένη, όπου θάπαιρναν τό καράβι γιά νά γυρίσουν στην Αγγλία. Την πρώτη μέρα πού βρέθηκα στον «Κύκνο» - έτσι έλεγαν τό ποταμόπλοιο - μουδειξαν τό δωμάτιό μου. Ήταν μικρό, αλλά κομψό και τό πιο όμορφο πού θά μπορούσα νά ονειρευτώ. Την πρώτη νύχτα πού ξάπλω σα στο κρεββατάκι μου, κατάλαβα πώς ό παράδεισος μπορούσε θαυμάσια νάταν ένα ποταμόπλοιο. 3 Απτήν άλλη μέρα άρχισα νά παίζω πολλές ώρες
40
τώρα άρττα για τον μικρό άρρωστο και άλλες τόσες ή μητέρα του τοϋκανε μάθημα.. Μούκανε έντύπωσι, που του μιλούσε συνεχώς στον πληθυντικό άλλα δεν ήξερα πώς οι "Άγγλοι δεν μιλούν ποτέ μέ τό «σύ». Ή κυρία Μίλιγκαν προσπαθούσε νά του μάθη ένα ποίημα, άλλα ό Αρθούρος ήταν πολύ κακός μαθητής. 9Ηταν αδύνατο νά προσέξη για νά μάθη τά λόγια. Τό μάτι του, μέ μιά ά,χνογάλαζη λαχτάρα στο βάθος του, βρισκόταν συνεχώς καρφωμένο στις όχθες του ποταμού, λες και φοβόταν μη δεν τις ξανάβλεπε. "Οταν έφυγε ή μητέρα του, πήρα εγώ τό βιβλίο καί τοΰ τόδωσα νά τό κρατάη κι5 ύστερα του είπα ολό κληρο τό ποίημα άπ" έξω. Μέ κυττοΰσε κατάπληκτος, μ" ανοιχτό τό στόμα. — Τό ξέρατε!, μούπε ζωηρά. — Δεν τόξερα, την ώρα όμως πού σάς διάβαζε^τά λόγια ή μητέρα σας, πρόσεχα πολύ καί δεν κυττουσα διαρκώς^ δώθε -^κεΐθε. Κοκκίνισε από ντροπή. Τό αποτέλεσμα ήταν^νά καθήσωμε μαζί καί σέ λίγη ώρα τό ήξερε κι" εκείνος ο λόκληρο άπ" έξω καί τό είπε στην κυρία Μίλιγκαν χω ρίς κανένα λάθος: Βόσκουν τ’ αρνάκια στο λιβάδι μέ τά σκυλιά κοντά όλη μέρα καί ό βοσκός πρωΐ καί βράδι γλυκολαλάει μέ τη φλογέρα. — Ιό ξέρω! Τό ξέρω! Τό είπα σωστά ολόκληρο! φώναξε χτυπώντας καταχαρούμενος τά χέρια. 9Ω, μα μά ! Είδατε; Αυτός μοΰ^τόμαθε^! Ή κυρία Μίλιγκαν μέ κυττουσε κατάπληκτη καί τό πρόσωπό της ήταν τόσο φωτεινό πού δύσκολα θά μπορούσες νά τό πιστέψης γιά ένα πρόσωπο. Κι’ ό μως μου φάνηκε πώς τά μάτια της βούρκωσαν. "Έσκυ ψε όμως βιαστικά πάνω από τον Αρθούρο γιά νά τον φιλήση καί δέν ποόλαβα νά δώ άν έκλαιγε. — Νά σάς τό τοαγουδήσω κιόλας, υαμά, μέ τον σκοπό του; Καί, χωρίς νά ττεριμένη. άπάντησι, ό "Αρθούρος, άρχισε νά τραγουδάη έναν μελαγχολικό σκοπό. Αυτή τή φορά μάλιστα - ήταν σίγουρο πώς ή κυρία Μίλιγκαν είχε αρχίσει νά κλαίη. Είδα τά δάκρυά της πάνω στά μάγουλά του^σάν σηκώθηκε. Ήρθε κοντά μου, μού άρπαξε τό χέρι καί τόσφιξε έτσι, πού σφίχτηκε κι" ή καρδιά μου.
41
— Εΐσαι καλό παιδί, μου είπε. ^ Αυτά τά διηγήθηκα για νά γίνη κατανοητό πόσο είχε αλλάξει ή ζωή κι" ή θέσι μου, από την ημέρα που πάτησα τό πόδι μου πάνω στο ποταμόπλοιο. Κι* άκόμα πρέπει νά πώ - πράγμα που τόμαθα πολύ πιο έπειτα - πώς ή κυρία Μίλιγκαν ήταν πάρα πολύ άπελπισμένη, γιατί ό γιος της δεν ήταν ικανός νά μάθη απολύτως τίποτα. Κι" επί πλέον μου φαίνε ται πώς είναι σημαντικό νά σημειώσου πώς με τον Αρ θούρο δεν τσακωθήκαμε ποτέ, ούτε μιά μέρα, ούτε καν άνταλλάξαμε μιά πικρή λέξι, τον καιρό πού περάσα με μαζί. Μόνο πού έπιανα καμμιά φορά τον έαυτό μου νά τον κυττάζη μέ ζήλεια. Δεν ήταν γιά τά πλούτη και τά καλά πού τον τρι γύριζαν. Τον ζήλευα μόνο γιά την άγάπη πού του είχε ή μητέρα του. Σκεπτόμουν πώς ίσως νά ξανάβλεπα καμμιά φορά τη Μπαρμπερίνα, δεν θά μπορούσα όμως πιά νά τη λέω «μαμά», όπως πρώτα. θάμουν πάντα μόνος. "Ηξερα δμως πώς δεν έπρεπε νάχω τόσο μεγάλες απαιτήσεις και νά σκέπτωμαι έτσι. "Ήμουν ένα παι δί χωρίς οικογένεια, καί χωρίς συγγενείς κι5 έπρεπε νά νοιώθω μεγάλη ευτυχία, πού είχα τουλάχιστον τό σο καλούς φίλους. Καί γι' αυτό ζόριζα τον έαυτό μου καί κατάφερνα κι5 ήμουν τρισευτυχισμένος. Αυτά δμως θά τέλειωναν μιά μέρα κι5 ή μέρα αυτή ζύγωνε. Τό καταλάβαινε κι’ ό Αρθούρος καί ζήτησε από τη μητέρα του νά μέ κρατήσουν γιά πάντα κοντά τους. "Έπρεπε δμως νά έρωτηθή δ Β πάλης καί γι' αυτό τον περί μένα νά βγή άπό τή φυλακή. Π ιό μπροστά ή κυρία Μίλιγκαν τού είχε γράψει σχετικά. Τον υποδέχτηκα μ5 δλο τον θίασο στον σταθμό τού τραίνου, μέ τό όποιο ήρθε στο Σέτ. Ό Βιτάλης^χάϊδεψε δλα τά ζώα κι" εμένα μ' ^αγκάλιασε καί μέ φί λησε μέ τέτοια άγάπη, πού μοϋρθαν δάκρυα στόί μά τια, γιατί δέν ήμουν μαθημένος σέ τέτοιες εκδηλώσεις άπό μέρους του. Παρατήρησα ως τόσο μέ λύπη πώς ήταν πολύ γερασμένος καί καμπούριαζε λίγο. 42
~
.
-— Μέ βρίσκεις άλλοιώτικον!, είπε πικρά. Νά ξερής ή ^φυλακή δεν είναι καλό μέρος κι" ή πλήξη είναι άρρώστεια συχαμένη. Θά φτιάξουν δλα τώρα. "Υστερα μέ ρώτησε για την κυρία Μίλιγκαν καί του είπα πώς^τόν περίμενε νά συζητήσουν. Δεν μ* ά φησε νά ανεβώ στο πλοίο μαζί κι3 όταν γύρισε άπ3 τη συνάντησί τους, μου φάνηκε βλοσυρός κι3 απότομος. — Πήγαινε ν3 άποχαιρετήσης την κυρία, είπε. Σέ δέκα λεπτά φεύγομε. Τί στέκεσαι σύξυλος; .Κάνε γρή γορα ! Δεν κατάλαβες τί είπα; Ποτέ δεν μούχε ξαναμιλήσει τόσο άπότομα. "Ανέβηκα μέ μηχανικά βήματα στο διαμέρισμα τής κυρίας Μίλιγκαν. Ό "Αρθούρος μόλις μέ είδε φώναξε: — Ρεμύ! Είναι ψέματα πώς θά φυγής - δεν είναι; — Δέν θέλησε μέ τίποτα νά δεχτή νά σάς κρατή σω ό κύριός σας, μου είπε ή μητέρα του πριν προλά βω ν3 άπαντήσω. — Είναι κακός άνθρωπος!, φώναξε ό "Αρθοΰ'ρος. •— Καθόλου δέν είναι κακός, παιδί μου! Είναι τί μιος ^καί περήφανος. Νά, τί μοϋπε: «Τό παιδί τό α γαπώ πολύ καί μ" αγαπάει κι" εκείνο. Τό σκληρό μά θημα τής ζωής πού παίρνει κοντά μου, θά είναι γι’ αυτό χρησιμότερο από τη θέσι πού τού δίνετε εσείς καί πού δέν είναι παρά θέσι υπηρέτη. Τό ξέρω πώς θά τού δίνατε μόρφωσι. Μά θά γυαλίζατε μόνο τό πνεύμα του κι" δχι τον χαρακτήρα του. Δέν θάταν «παιδί σας» κοντά σας. Δικό μου δμως θάναι! Αυτό βαραίνει περισσότερο άπ" τό νάναι παιγνίδι ένός άλλουνού παιδιού, μ" δλο πού τό δικό σας φαίνεται τόσο καλό καί συμπαθητκό. Κ"ι έγώ δμως θά τον μορφώ σω ξέρετε». — "Αφού δέν είναι πατέρας του!, φώναξε ό "Αρθοΰρ°ς· — Τού ανήκει κι" είναι υποχρεωμένος, γιά την ώρα τουλάχιστον, νά υπακούση. — Δέν θέλω νά φύγη ό Ρεμύ! — Μά πρέπει. Θάναι γιά^λίγο δμως. Θά γράψω στούς γονείς του νά συνεννοηθώ άπ" ευθείας μαζί τους. — "Όχι! "Όχι!, φώναξα τρομαγμένος. Δέν θάθελα ποτέ νά μάθουν πώς ήμουν ένα έκθετο παιδί. Ή σκέψι αυτή μοϋφερε τρόμο. — Γιατί οχι; — Δέν θέλω! Σάς παρακαλώ!
41
— Δεν μένουν στο Σαβανόν νομίζω; Δεν άποκ'ρί'Θηκα. Έτρεξα κοντά στον Αρθούρο κι* άρχισα νά^τόν φιλάω, για νά του δείξω πόση αγάπη ένοιωθα γι" αυτόν. Στράφηκα υστέρα και γονάτισα μπρος στην κυρία Μίλιγκαν και της φίλησα τό χέρι. — Φτωχό παιδί!, μουρμούρισε σκύβοντας από πά νω μου., Μέ φίλησε κι* εκείνη στο μέτωπο. "Έτρεξα προς την πόρτα φωνάζοντας: ^— Θά σ’ αγαπώ πάντα, "Αρθούρο! Κι* εσάς κυ ρία, ^ποτέ δεν θά σάς ξεχάσω! Τά λόγια μου τάκσβαν οι λυγμοί. — Ρεμύ!, φώναξε τό άρρωστο αγόρι. "Αλλά είχα βγη έξω πιά και μ" ένα πήδημα βρέ θηκα κοντά στον κύριό μου. —- Δρόμο!, μοΰπε σκυθρωπός. Πήραμε τον δρόμο του Φροντενιάν και ρίχτηκα σέ καινούργιες περιπέτειες, πού, άν δεν μ" είχε πιάσει ό φόβος μήπως ^μάθουν πώς ήμουν έκθετο ασφαλώς θά τις είχα γλυτώσει. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ 0 'ΒΙΤΑΛΗΣ ήταν πάντα καλός μαζί μου κι" όμως πολύ καιρό ακόμα, εκεί που καθόμαστε, μέ ρωτούσε άξαφνα: — "Εκείνη την κυρία την αγαπούσες πολύ; Κι" απαντούσε μόνος του: — Ναι... Τό ξέρω... Και πρέπει νά τη θυμάσαι πάν τα μ" ευγνωμοσύνη. Κι" δμως έπρεπε. Δεν καταλάβαινα τι «έπρεπε» καί δεν τολμούσα νά ρωτήσοο. "Οπότε φτάναμε κοντά σέ ποτάμι, έψαχνα, γιά τον «Κύκνο», μά δεν τον ξανάδα ποτέ. Χειμώνιαζε και ό Βιτάλης είπε πώς μόνο στο Πα ρίσι θά μπορούσαμε νά δίναμε μερικές παραστάσεις τέτοια εποχή. Πήραμε λοιπόν τον δρόμο. Ό Καρδούλης κρύωνε και γινόταν όλο και πιο γκρι νιάρης καί κατσούφης. Καί, πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, μάς βρή κε μιά μεγάλη συμφορά. Περνούσαμε ένα δάσος κι" άρχισαν άπ" τον ουρα νό νά πέφτουν δισεκατομμύρια χοντρές νιφάδες χιο-
44
νιου. Ευτυχώς βρήκαμε μια έρημη καλύβα και χωθή καμε μέσα, ώσττου νά περάση ή κακοκαιρία. Βρήκαμε ξερόκλαδα κι" ανάψαμε φωτιά. Ό Βιτάλης είπε ττώς ή φωτιά έπρεπε νά μείνη α ναμμένη δλη τή νύχτα και γι’ αυτά έπρεπε νά ξαγρυπνήσωμε σέ δυο βάρδιες νά τή φυλάμε. Φύλαξε πρώτος εκείνος τις περισσότερες ώρες. "Υστερα μέ ξύπνησε και αυτός ξάπλωσε κοντά στη φωτιά, παίρνοντας τον Καρδούλη κάτω από την προ βιά του. Πέρασε αρκετή ώρα πού προσπαθούσα νά κρατάω τά μάτια μου ανοιχτά αλλά τά βλέφαρά μου ήταν σάν μαλυβένια κι* όλο έκλειναν. Ούτε κατάλαβα πότε κοι μήθηκα. Μια στιγμή τινάχτηκα ξαφνιασμένος από τά γαυγίσματα του Κάπη, πού στεκόταν στην πόρτα τής καλύβας, -ύπνησε κι* 6 Βιτάλης και πετάχτηκε κι* αυτός επάνω. Είδε τή σβησμένη. φωτιά, μά δεν μούπε τίποτα. Εξακριβώσαμε όμως αμέσως πώς έλειπαν ό Ζερμπίνο κι* ή Ντόλτσε. Ό κύριός μου άφησε τον Καρδούλη κοντά στή φω τιά καί παίρνοντας τό χοντρό ραβδί του ετρεξε έξω μέσα στά χιόνια και μες στή νύχτα. Τον ακολούθησα. Όλόγυρά μας άκούγαμε τά ουρλιαχτά των λύκων. "Οσες φορές κι* άν φωνάξαμε τά δυο αγαπημένα ζώα δεν πήραμε άλλη άπάντησι απ’ αυτά τά ουρλιαχτά. Κατά τό χάραμα ανακαλύψαμε αίματα κΓ ένα ανα κάτεμα: πάνω στά χιόνια, σημάδι πώς είχε γίνει πάλη. Τον Ζερμπίνο καί τή Ντόλτσε τούς είχαν ξεσχίσει οι λύκοι καί τούς είχαν τραβήξει στά λημέρια τους. Δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία. Γυρίσαμε συντριμμένοι χωρίς μιλιά. Χωρίς νά κλαίω από τά μάτια μου κατρακυλούσαν συνεχώς δάκρυα. Φτάνοντας στην καλύβα, δεν βρήκαμε πουθενά τον Καρδούλη. Δεν αργήσαμε όμως νά καταλάβουμε τι είχε γίνει, από τά γαυγίσματα πάλι του Κάπη. Τό καημένο τό ζώο είχε φοβηθή ολομόναχο κΓ είχε σκαρ φαλώσει σ’ ένα δέντρο έκεΐ άπ’ έξω. Τό μάζεψα σχεδόν ξυλιασμένο, σκαρφαλώνοντας πάνω στά κρυσταλλιασμένα κλαδιά. "Υστερα πήγαμε μέσα και ξανανάψαμε τή φωτιά. Τυλίξαμε τρν Καρδούλη σέ μια κουβέρτα, άλλα δεν
τούφθανε.^ Του χρειαζόταν καί κάτι ζεστό νά πιή κι* ένα ζεστό κρεββάτι. Πού ^νά τά βρούμε; Καθόμαστε αντικρυστά 6 κύριός μου κι* εγώ καί δεν μιλούσαμε, -έραμε όμως πολύ καλά κι9 οί δυό, τά λόγια πού λέγαμε την ίδια ώρα οστό μέσα μας: «Δυστυχισμένε Ζερμπίνο, κακομοίρη Ντόλτσε, ά μοιροι φίλοι!» ^Θά^ήθελα νά^μέ μάλλωνε ό Βιτάλης πούχα κοιμηθή. Θά προτιμούσα νά μ9 έδερνε γιά την αμέλεια μου πού στοίχισε ιόσο άκριβά. Δεν έλεγε όμως λέξι κι9 ούτε καν μέ κυττούσε μέ κακία. Καθόταν μέ σκυμμέ νο ^κεφάλι καί συλλογιόταν. 'Ήξερα τί: Πώς θά δίναμε παραστάσεις από δώ καί πέρα δίχως τά σκυλιά; Πώς θά ζ θύσαμε; Ξημέρωσε καί ξάφνου ό κύριός μου σηκώθηκε. ;— Πρέπει νά φτάσωμε το γρηγορώτερο σ9 ένα χω ριό^, είπε, διαφορετικά ό Καρδούλης θά πεθάνη στον δρόμο. Τον τύλιξε πάλι σφιχτά μέ την κουβέρτα καί τον έβαλε κάτω άπ9 την προβιά του σακκακιού του. -εκινήσαμε καί μετά από ένα τέταρτο συναντήσα με κάποιο αμάξι. Ό άμαξας μάς πληροφόρησε πώς σέ μιά ώρα θά συναντούσαμε ένα μεγάλο χωριό. Πήραμε κουράγιο καί συνεχίσαμε. 'Όταν φτάσαμε δεν στάθηκε όπως τό συνήθιζε σέ κανένα παλιοπανδοχεΐο, στην είσοδο τού χωριού αλλά βάδισε ώς την πλατεία. Πήγαμε σ9 ένα ξενοδοχείο πού ήταν καί μαγέρικο καί φαινόταν τό καλύτερο πού υπήρχε σ9 αύτό τό μέ ρος. Μπήκε μέ ΟΊτουδαίο ύφος καί παράγγειλε ένα κα λό δωμάτιο μέ τζάκι.
Ό ξενοδόχος πήγε νά μη μάς πάρη στά σοβαρά αρχικά, ό τρόπος όμως τού Βιτάλη τον έκανε νά τά παρατήση όλα καί νά φωνάξη μιά υπηρέτρια νά μάς συνοδεύση. Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο, ό κύριός μου φώναξε: — Πέσε γρήγορα στο κρεββάτι! Τον κύτταξα παραξενεμένος, καθώς καί την υπηρέ τρια πού άναβε τη φωτιά. — Γρήγορα!, ξανάπε ό Βιτάλης. Δέν καταλάβαινα γιατί έπρεπε νά πέσω έγώ, οελ-
λά δεν μπορούσα νά κάνω και τίποτ’ άλλο άττ3 το νά υπακούσω. Μέ σκέπασε ώς τον λαιμό κι* είπε: — Κύττα νά ζεσταθής δσο μπορείς περισσότερο. "Οσο πιο πολύ, τόσο πιο καλά. ^ Σκεπτόμουν πώς ό Καρδούλης είχε μεγαλύτερη α νάγκη άπο μένα για ζεστασιά αλλά δεν μίλησα. Ό Βιτάλης έτριβε δλη την ώρα τον πίθηκο, σάν νάθελε νά τον ζύμωση. Στο τέλος μου φώναξε: — Ζεστάθηκες; — Ψήνομαι! — Μπράβο. Αυτό χρειάζεται! Σήκωσε τις κουβέρτες, μούδωσε τον Καρδούλη α πό κάτω και μου είπε νά τον κρατάω σφιχτά στην αγ καλιάς μου. Τό κακόμοιρο τό ζώο, πού συνήθως δεν εννοούσε νά ύπακούση^ σε δ,τι δεν τού άρεσε, αυτή τή φορά ούτε σάλεψε. "-Εμενε κολλημένο επάνω μου και τό κορμάκι του έκαιγε. Ό Βιτάλης κατέβηκε στο σαλόνι και γύρισε μ’ ένα φλυτζάνι ζεσταμένο κρασί. Προσπάθησε νά δώση μερικές κουτάλι ές στον Καρδούλη κι* έκεϊνος δεν μπο ρούσε νά ξεσψίξη τά δόντια του. Μάς κυττοΰσε λυπημένα μέ τά χάντρινα ματάκια του, σάν νά μάς παρακαλούσε νά μην τον βασανίζομε. Ό Βιτάλης έτρεξε τότε έξω και γύρισε σ^ ένα τέ ταρτο περίπου, μαζί μ5 έναν κύριο πού φορούσε γυα λιά σε χρυσό σκελετό. Ήρθε κατ' ευθείαν στο κρεββάτι κι5 άκούμπησε τό χέρι του στο μέτωπό μου. — Περιπνευμονία!, δήλωσε χωρίς περιστροφές. Ό Βιτάλης δεν είχε τολμήσει νά τού πή πώς τον ήθελε γ:ά έναν πίθηκο, γιατί σίγουρα δεν θά ερχόταν. — Δεν είμ’ εγώ άρρωστος, ψέλλισα ανήσυχος. — Παραμιλάει τό κακόμοιρο!, είπε 6 δόκτορας. "Ακου, δεν είναι άρρωστος! Αντί ν* απαντήσω, άνα σήκωσα την κουβέρτα καί τον άφησα νά δή μέσα. — Αυτός είνα^ι ό ασθενής, τού είπα. — Μιά μαϊμού!, φώναξε ό γιατρός μέ γουρλωμένα μάτια. Μέ κουβαλήσατε μ3 αυτόν τον παλιόκαιρο γιά μιά μαϊμού! Είπα πώς θάφευγε στο λεπτό. Ό Βιτάλης όμως δεν τάχανε τόσο εύκολα. Τον έπιασε από τό μπράτσο καί μέ την γνωστή του ευγένεια κι3 αρχοντιά, τού διηγή-
47
%κε το Ιστορικό, για τη χιονοθύελλα καί για τούς λύκους - για όλα. -— Μάλιστα ήταν ένας πίθηκος ό άρρωστος, τι πίθηκος^όμως! "Ένας φίλος, ένας διαπρεπής ηθοποιός, πού τόνομά του χαλούσε κόσμο! Έρες ήταν νά έμπιστευόμαστε τον Μέγα Καρδούλη, στα χέρια τού πρώ του τυχόντος πρακτικού γιατρού! "Ολοι ήξεραν τι δι αφορά υπάρχει μεταξύ ενός πρακτικού καί ενός αλη θινού επιστήμονα! Αέν είναι καιρός για κουβέντες. Έδώ υπάρχει ένας πίθηκος, όχι όποιοδήποτε ζώο. Εί ναι συγγενής προς τον άνθρωπο - το παραδέχονται όλοι οι φυσιοδίφες - καί οι πιο σοφοί γιατροί κάνουν τα πειράματα τους καί τις έρευνες τους πάνω σε πι θήκους, για νά έξακριίβωθή σε ποιά σημεία οί άσθένειές τους μοιάζουν μέ των ανθρώπων. Ποτέ δεν θά συγχωρούσε στον έαυτό του ό σινιόρ Βιτάλης, νά χα ρίση μιά τέτοια μοναδική ευκαιρία γιά νά μελετήση σ3 έναν πρακτικό ενώ υπήρχε στο χωριό ένας αληθινός καί διαπρεπής δόκτορας! Ό κύριος μέ^τά γυαλιά ξερόβηξε πολλές φορές όσο μιλούσε ό Βιτάλης κι* όταν τελείωσε, άκόμα μία. — Ναι... Βέβαια..., μουρμούρισε. Πραγματικά έρ χεται κάπως ενδιαφέρουσα ή περίπτωσι... Ακολούθησε αφαίμαξη, συναπισμοί, καταπλάσμα τα ^καί άλλα πολλά, πού ό καημένος ό Καρδούλης τά ύπόμενε αγόγγυστα. /Εγώ είχα μετατροπή σε νοσο κόμο. "Ολ3 αυτά δέν έκαναν σπουδαία πράγμστα στην καλυτέρευαι τού Καρδούλη. Σάν νά μήν έφτανε αυτό, ό Βιτάλης - μ* όλο πού δέν συνήθιζε νά^ μού δίνη λο γαριασμό - μέ^ πληροφόρησε πώς τού είχε μείνει όλο κι3 όλο ένα φράγκο, σάν πλήρωσε τον λογαριασμό τού ξενοδοχείου καί δέν υπήρχε άλλος τρόπος νά βγάλωμε λεφτά καί νά περιποιηθούμε τον άρρωστο, από τό νά δώσουμε μιά παράστασι. Νά δίναμε παράστασι χωρίς τον Ζερμπίνο, τη Ντόλτσε καί τον Καρδούλη ! Μού φάνηκε κάτι τό εντελώς αδύνατο όταν τό α κόυσα. Ωστόσο ό Βιτάλης τά ετοίμασε όλα. Έκλεισε τήν αίθουσα ένός μεγάλου καφενείου γιά τό βράδι, έβαλε τον τελάλη νά φωνάζη όλη μέρα καί τοιχοκόλλησε προγράμματα - πολύ τολμηρά πρέπει νά όμολογήσωσ3 όλες τις γωνιές τού χωριού, όπου ανήγγειλε πώς θά
41
Στην πρώτη βουρδουλιά, τά μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
παρουσίαζε έναν διάσημο καλλιτέχνη - τον Κάπη κι5 ένα παιδί θασμα - εμένα! Αυτό τό τελευταίο ήταν ττού μέ τρόμαζε καί τόβρισκα πάρα πολύ ριψοκίνδυνο. "Οταν ετοιμαστήκαμε νά φύγωμε, ό Καρδουλης κα τάλαβε τί συνέβαινε καί θέλησε νά πηδηξη από τό κρεββάτι γιά νά μάς άκολουθήση. — Θέλεις νά λάβης μέρος στην παράσταση καλέ μου φίλε, έ; είπε ό Βιτάλης καί μου φάνηκε πολύ συγκινημένος. "Ομως αυτό δέν γίνεται. Βλέπεις είσαι άρ ρωστος... — 'Όχι! Δέν είμαι καθόλου - καθόλου άρρωστος! Πιστέψτε με!, φώναξε ό Καρδουλης μέ τό εκφραστι κό του βλέμμα. Ό Βιτάλης όμως κούνησε αρνητικά τό κεφάλι καί τον μάλλωσε τρυφερά. Σπάραζε ή καρδιά του πού^τόν στενοχωρούσε όμως, άν τον άκουγε, θά τον καταδίκα ζε σέ βέβαιο θάνατο. ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
4
Καθώς έπαιρνα την άρπα μου τά μάτια του Καρδουλη γέμισαν δάκρυα και σπάραξε στο κλάμα. 3Έτρεξα σχεδόν κλαίγοντας κι* εγώ καί τον φίλησα καί με φίλησε κι3 έκείνος μ* άπελπισία, πού δύσκολα, θά την πιστέψη κανείς. Βγήκαμε κι5 όπως περπατούσαμε πάνω στο χιόνι, ό κύριός μου μου εξήγησε πώς εΐχαν τά πράγματα. Οι κυριώτεροι ηθοποιοί μας έλειπαν καί δεν κουβεν τιαζόταν γιά τά συνηθισμένα μας έργα. Γι3 αύτό 6 Κάττη κι3 εγώ έπρεπε νά ξεπεράσουμε τούς εαυτούς μας. Μάς χρειάζονταν σαράντα φράγκα! ■Μ3 έπιασε ίλιγγος. Κι3 αλλοίμονο οί θεατές έμπαι ναν πολύ αραιοί στο θέατρό μας κι3 ήταν τά περισσό τερα παιδιά όχι βέβαια οί πελάτες πού θά μάς βοη θούσαν νά πετύχουμε μιά τέτοια εΤσπραξι. Ωστόσο αναγκαστήκαμε ν3 αρχίσουμε πριν γέμιση ή αίθουσα, γιατί ό Βιτάλης είπε πώς θά μάς τέλειωναν τά κεριά. Βγήκα πρώτος στη σκηνή καί τραγού δησα δυο άριες.^ Πρέπει νά όμολογήσω πώς τά χει ροκροτήματα τού κοινού ήταν πολύ αραιά. Αυτή ή ψυχρότης μούφερε απελπισία. Ποτέ δέν εΐχα αίσθανθή τόσο πολύ την ανάγκη νά καταφέρω νά τούς συγκινήσω, γιατί τό μυαλό μου έτρεχε συνεχώς στον δύ στυχο Καρδούλη. Τυχερότερος στάθηκε ό Κάπη. Τον χειροκρότησαν ζωηρά καί πολλές φορές. 3Εξ αιτίας του ή παράστασι τελείωσε μέσα σέ δυνατά «μπράβο». Ή μεγάλη στιγμή είχε έρθει. Ό Βιτάλης άρχισε νά μου παίζη ένα ισπανικό ρυ θμό κι3 εγώ χόρευα πάνω στή σκηνή, ενώ ό Κάπη μέ τό τασάκι στά δόντια άρχισε νά κάνη τον γύρο τής πλατείας. "Οταν έπέστρεψε ετοιμάστηκα νά σταματήσω, αλ λά ό Βιτάλης μούκανε νόημα νά χορέψω ακόμα. Τό τασάκι δέν είχε γεμίσει ούτε ώς τή μέση καί ασφαλώς δέν είχε συγκεντρωθή ούτε τό μισό από τό ποσόν πού είχαμε ανάγκη. Τότε ό κύριός μου προχώρησε ώς τήν άκρη τής σκη νής καί ύπσκλίθηκε. — Κυρίες καί κύριοι, εΐπε, χωρίς νά θέλω νά πε ριαυτολογήσω, έκτελέσαμε ολόκληρο τό πρόγραμμά μας κι3 όμως βλέπω τά κεριά μας βαστάνε ακόμα λί γο. Γι3 αυτό θά σάς τραγουδήσω κάτι. Ό Κάπη θά κάνη άλλη μιά βόλτα άνάμεσά σας, ώστε εκείνοι πού
50
την πρώτη φορά δέν πρόλαβαν νά βρουν το πορτοφόλι τους, νάχουν τον καιρό νά τον κάνουν. Έτοιμαστητε τώρα... "Άρχισε νά τραγουδάη. Βέβαια, ήταν δάσκαλός μου όμως ποτέ δέν τον είχα ξανακούσει νά τραγουδάη στ3 αλήθεια 6πως τραγούδησε εκείνο το βράδι. ΕΤπε δυο τραγούδια πού τά γνώριζαν όλοι, έκτος από μένα. Την άρια άπ3 τον «Ιωσήφ», «μόλις έπαψα νάμαι παιδί» κι3 άλλη μ’ά άπό^τόν «Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο», τό «7Ω, Ριχάρδε, ώ Βασιλιά μου!». Δέν μπορούσα άκόμα τότε νά κρίνω άν τραγουδού σε ή δχι καλά. Θυμάμαι μόνο πώς μού έφορε ένα τέ τοιο τρομερό άναστάτωμα στην ψυχή ό τρόπος πού έλεγε τό τραγούδι του μέ σιγανή φωνή άπ3 τήν άκρη τής σκηνής ώστε τά μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα. Είδα μια νέα κυρία πού είχε έρθει μέ τό παιδί της και πού τήν είχα προσέξει από ώρα, έπειδή δέν έμοια ζε καθόλου μέ τις άλλες τις χωριάτισσες, νά τόν χειρακροτή μέ αφάνταστο ενθουσιασμό όταν τελείωσε. Είδα όμως και μέ μεγάλη έκπληξι πώς δέν είχε ρίξει τίποτα στο ταο'άκι τού Κάπη^ όταν £αναπέρασε. "Οταν τελείωσε ή άρια τού «Ριχάρδου», ή ^κυρία αυτή μού έκανε νόημα νά πάω κοντά της. Μού είπε πώς ξάθελε νά μιλήση στον Βιτάλη. Κατά τή^ γνώμη μου θάταν π:ό καλά νάρριχνε τίποτα στο τασάκι για τί ή δεύτερη είσπραξι, ήταν πολύ πιο μικρή από τήν πρώτη. Πάντως τού τό εΤπα. — Τί μέ θέλει; ρώτησε ό κύριός μου. — Νά σάς μιλήση, είπε. — Τι έχουμε νά πούμε; — Μήπως θέλει νά δώση τίποτα στον Κάπη; Γιά τι δέν έδωσε. — Λοιπόν άς πάη ό Κάπη, άν εΐν3 έτσι. Φαίνεται όμως τ’ αποφάσισε ξαφνικά. Πήρε τον Κά πη μαζί του καί πήγε κοντά της. — Συγχωρήστε με άν σάς ενόχλησα, τουπέ ή κυ ρία. "Ήθελα νά σάς συγχαρώ. Ό Βπάλης ύποκλίθηκε μόνο καί δέν άπάντησε λέξι. — Είμαι μουσικός, είπε ή κυρία ξανά. Τό λέω γιά νά καταλάβετε πόσο βαθειά μέ συγκίνησε ένα τέτοιο μεγάλο ταλέντο σάν τό δικό σας. Μεγάλο ταλέντο ό τραγουδιστής τού δρόμου - ό γυμναστής των σκύλων! ?Ηταν καλά της ή καημένη; "Απόμτινα άναυδος.
-— Δέν υπάρχει ταλέντο σ’ έναν γέρο σαν κι5 εμέ να, απάντησε ό Βιτάλης. — Θα νομίζετε πώς μ5 έσπρωξε κάποια αδιάκρι τη περιέργεια... — Αλλά θά μπορούσα νά Ικανοποιήσω την περιέργειά σας κυρία... Σάς φάνηκε παράξενο πού ακούσατε έναν σκυλοθιασάρχη νά τραγουδάη; — Μέ μάγεψε! — Κι" δμως είναι πολύ απλό: Πάνε βέβαια χρόνια από τότε... Ωστόσο υπηρέτησα κάποιον μεγάλο τρα γουδιστή. "Έμαθα νά μουρμουρίζω τά τραγούδ'.α του όπως οι παπαγάλοι - αυτό είναι όλο. Ή κυρία έμεινε σιωπηλή. Κύτταξε βαθειά τον Βιτάλη πού στεκόταν κάπως σαστισμένος μπρος της. — Ώρβουάρ, «κύριε»!, του είπε τονίζοντας ιδιαί τερα αυτή τη λέξι. Ώρβουάρ καί σάς ευχαριστώ πά λι γιά τη μεγάλη συγκίνησι πού μου χαρίσατε. Σκέφθηκα πώς ό Βιτάλης θάπρεπε νά τή συνοδεύση ώς την έξοδο. Αντί γι’ αυτό από μεί νε σάν καρφω μένος στην ίδια θέσι καί τον ακόυσα νά μασουλάη κά τι ιταλιάνικες βλαστήμιες. — Μά έδωσε του Κάπη ένα είκοσόφραγκο!, είπα. Σήκωσε τό χέρι νευριασμένος σάν νά ήθελε νά μέ χαστουκίση αλλά την τελευταία στιγμή συγκροτή θηκε. — Είκοσι φράγκα! Αλήθεια!, μουρμούρισε. Κακόμοιρε Καρδούλη!... "Ας πάμε νά τον βρούμε γρή γορα. Ετοιμάσαμε στή στιγμή τά πράγματά μας καί γυ ρίσαμε στο πανδοχείο. "Ανέβηκα πρώτος τις σκάλες τρέχοντας. Ή φοοτιά δέν είχε σβήσει στο δωμάτιο, μόνο δέν έβγαζε πιά φλόγα. "Άναψα ένα κερί παράξενε μένος πού ό Καρδούλης δέν άκουγόταν καθόλου. Τά σκεπάσματα στο κρεββάτι του ήταν ανοιγμέ να. Δέν χρειαζόταν νά άναρωτηθώ άν είχε φύγει άπ" αυτό γιατί είχε φορέσει τή στολή τού "Άγγλου στρα τηγού. Πλάι του ήταν πεσμένο τό καπτέλλο μέ τά φτεοά. Αυτός βρισκόταν ξαπλωμένος διαγώνια στο κοεββάτι κι* ακίνητος. Πήγα κοντά του πολύ σ>·νά κι* ε πί ασα απαλά τό χέρι του γιά νά μήν τον ξυπνήσω. Ήταν παγωμένο. — Είναι πεθαμένος!, είπε τότε σιγανά ή φωνή τού Βιτάλη πίσω μου, πού ούτε τον είχα ακούσει πρύ μπή
κε. Καθόλου^ττερίέργο! Μου φαίνεται πώς εΐχα άδι κο που σέ πήρα από την κυρία Μίλιγκαν, Ρεμύ, και τιμοοριέμαι γι' αύτό... Ό Ζερμττίνο, ή Ντόλτσε, ό Καρ δούλης... Κι’ αύριο... Ποιος ξέρει! ΚΕΦΑΛΑ 1 ΟΝ ΒΝΔΕΚΑΤΟ Ν ^^,ΥΤΑ πού ακολούθησαν θά ήθελα νά μπο ρούσα νά μη τά θυμάμαι. -εκινήσαμε για το Παρίσι και ή ιδέα πώς θάβλεπα αύτή^ την τρανή και παραμυθένια πολιτεία, για την οποία είχα ακούσει τόσα πολλά ήταν ή μόνη αχτίδα φωτός μέσα στη δυστυχία μου. Ό χειμώνας ήταν βαρύς και γεμάτος χιόνια και τά μάγουλα κι5 οί μύτες, καθώς και τά δάχτυλα των πο διών καί των χεριών μας, ήταν συνεχώς μελανιασμένα από την παγωνιά, καθώς βαδίζαμε αδιάκοπα στούς α πέραντους κάμπους. Κάποτε φτάσαμε σ' έναν μεγάλο δρόμο μέ παλιό σπιτα γύρω - γύρω, πού το χιόνι του ήταν τόσο βρω μερό, πού δεν είχα ξαναδή ποτέ άλλη φορά. Έκτος από τη λάσπη πού είχε επάνω του, ήταν παντού σκορ πισμένα, βουναλάκια - βουναλάκια, τόν-νοι σκουπιδιών πεταμένος απ’ τά σπίτια. — Πού βρισκόμαστε; ρώτησα τον Βιτάλη. -— Στο Παρίσι, μικρέ μου, μού άποκρίθήκε. Μ5 έπιασε φοβερή απελπισία, γιατί ό κύριός μου μού είχε πή σ5 αυτό το μεταξύ δτι στο Παρίσι θά χω ρίζαμε ^τούς μήνες τού χειμώνα.^ Εκείνος θά πήγαινε νά παραδίδη μαθήματα ξένων γλωσσών σέ παιδιά γνωστών του οικογενειών κι* εμέ να 6ά μ’ άφηνε σ’ έναν «πατρόνε», πού εΐχε καί πολλά άλλα παιδιά, πού έπαιζαν όργανα καί θά έργοζόμουν γιά κείνον αυτό τό διάστημα. Τί θλιβερή ή πραγματικότης μπροστά στή φαντα σία ! Αυτό ήταν λοιπόν τό Παρίσι, δπου θάμενα ολομό ναχος τόσους μήνες; "Οσο προχωρούσαμε σ3 εκείνον τον δρόμο, συλλογιζόμουν πώς δέν μπορούσε ούτε κάν νά συγκριθή μέ τό Μπορντώ. Φτάσαμε σ’ έναν άλλο δρόμο καί στή γωνία ένός σπιτιού, σέ μιά επιγραφή, διάβασα πώς τόν έλεγαν οδό Ντελρυρσίν.
I
Εκεί αφού διασχίσαμε μια άθλια αυλή, ανεβήκα με σ5 ένα άκόμα άθλιότερο οίκημα καί ό Βιτάλης ζή τησε τον «κύριο Γκαροφόλι». Ένα παιδάκι ώς δέκα χρόνων, τρομερά αδύνατο και χλωμό, πού άπ5 την αδυναμία του τό κεφάλι του φάνταζε πελώριο, μάς είπε πώς ό Ρκαροφόλι έλειπε και θά γύριζε σέ δυο ώρες. Μ5 δλο τον φόβο μου, ό Βιτάλης μ* άφησε νά περι μένω μαζί μέ τον μικρό καί είπε πώς σέ δυο ώρες θά ξ αναγύριζε. Τό παιδί εκείνο τό έλεγαν Ματ ία καί την ώρα πού μείναμε μόνοι μας, μου διηγήθηκε φοβερά πράγματα. Ό Γκαροφόλι ήταν θειος του καί ήταν ένας άπαίσιος άνθρωπος, πού είχε μαζέψει καμμιά εικοσαριά παιδιά καί τά τυραννουσε φριχτά καί τά μαστίγωνε κάθε μέρα, ύποχρεώνοντάς τα νά του φέρνουν ένα ώρισμένο ποσόν τό καθένα από τη ζητιανιά. Στην αρ χή καί ό Ματ ία έκανε αυτή τή δουλειά, αλλά επειδή δεν μπορούσε ποτέ νά φέρνη σωστές τις πεντάρες πού ήθελε ό Γκαροφόλι, έκεΐνος έπαψε νά τον δέρνη καί άρχισε νά τον άψήνη νηστικό. Ούτε αυτό δεν ωφέλησε. Τό δύστυχο παιδί, πού ήταν άσχημο, δεν μπορούσε νά προκαλέση τον οίκτο τών φιλεύσπλαχνων ανθρώπων καί πάντοτε εξακολουθούσε νά φέρνη πιο λίγα. Γιά κάθε πεντάρα πού έλειπε στ* άλλα παιδιά, έτρωγαν κΓ από μιά βουρδοολιά. Γ ιά κάθε πεντάρα πού έλει πε από τον Ματία, τού άφαιρούσαν μιά πατάτα από τή μερίδα του τού φαγητού. Επειδή δμως είχε Αδυνατίσει τρομακτικά μ’ αυτή τή... δίαιτα, άρχισαν νά τον λυπώνται καί τού έδιναν τακτικά νά τρώη έξω. Ό Γκαροφόλι τον είδε μιά μέρα νά τρώη κΓ αφού τόν τάραξε στο ξύλο, τού είπε πώς άπό δώ καί πέρα έπρεπε νά μείνη στο σπίτι γιά νά φροντίζη τό νοικο κυριό καί νά κρατάη τούς λογαριασμούς δλων τών παι διών μέ τόν «πατρόνε» τους. Γ ιά νά μήν τρώη δμως ά πό τό φαγητό όσο θά ήταν μόνος - γιατί θάπρεπε καί νά μαγειρεύη, τό έτοίμαζε ό ίδιος ό Γκαροφόλι άπό τό πρωί πριν φύγη καί ύστερα τό άφηνε μέσα σ' ένα τσουκάλι πού εΐχε κλειδωμένο τό καπάκι του μέ λουκέτο. — Άπό τότε πού μένω συνεχώς μέσα σ' αυτή τήν κουζίνα έχω καταντήσει έτσι χλωμός, κατέληξε ό Μςρ
γίας. Πέστε μου, αλήθεια: Δεν είμαι πολύ χλωμός; Τώρα πού δεν βγαίνω καθόλου έξω, δεν έχω κανέναν νά μου τό πή,Λγιατί εδώ μέσα δέν υπάρχει καθρέφτης. — Δέν μου φαινόσαστε και τόσο χλωμός! — -έρω πώς τό λέτε γιά νά μέ παρηγορήσετε. Δεν καταλάβατε πώς θάμαι πολύ πιο ευτυχισμένος άν εί μαι πιο χλωίμός άπ5 δσο μπορεί νά γίνη! Αυτό θά πή γαινε βέβαια νά πή πώς είμαι βαρειά άρρωστος και ήθελα νάμουν άρρωστος. . Χαμογέλασε ασφαλώς επειδή τον κυττούσα μέ γουρλωμένα μάτια. — "Ή θά πέθαινα ή θά μέ στέλνανε στο νοσοκο μείο άν ήμουν άρρωστος, μοϋ εξήγησε. Και στις δυο περιπτώσεις θιάμουν πιο ευτυχισμένος. Κι5 υστέρα άν είν" αλήθεια αυτό πού λένε, πώς οί πεθαμένοι ζοϋνε στον ουρανό, θά έ'βλεπα τη μητέρα κάτω στην πα τρίδα και θά παρακαλούσα τόν Θεό, νά μην είναι και πολύ δυστυχισμένη ή άδελφούλα μου ή Ματίνα - ξέ ρετε, είμαστε έξη αδέλφια άλα και γι’ αυτό ή μαμά Αναγκάστηκε νά μέ δώση στον θείο Γκαροφόλι, τότε πού μέ ζήτησε. Εννοείς, άν^ήξερε πώς περνούσαμε, θά μ3 έπαιρνε αμέσως άπό δώ μέσα... ^Ηρθε πιο κοντά μου μέ μιά ξαφνική λάμψι στά μάτια. — Κυττάξτ5 έδώ, είπε. Βλέπετε τό κεφάλι μου; Είναι πρησμένο! Χθές ό θείος Γκαροφόλι έλεγε πώς δέν αποκλείεται νάχη πύο. Ιδέα δέν έχω τ’ είναι, πάν τως όχι ευχάριστο και τό κατάλαβα άπό τό ύψος του. Μοΰ πονάει πολύ. Νομίζω πώς ζυγιάζει έκατό^ οκά δες τό κεφάλι μου! Ζαλίζομαι και τις νύχτες πού κοι μάμαι βογγάω δυνατά. Ευλογημένη μπαστουνιά - τό πρήξιμο δέν σάς είπα είναι άπό μπαστουνιά του θείου μου! Πολύ ευτυχισμένο μ5 έκανε - πέστε μου δλη τήν αλήθεια: Δέν είμαι πολύ χλωμός; — Παραείσαστε!, τούπα αυθόρμητα γιά νά τόν ευχαριστήσω. Σίγουρα φαίνεσθε τόσο άρρωστος, πού πρέπει νά σάς στείλουν οπωσδήποτε στο νοσοκομείο! — Δόξα σοι ό Θεός! "Άρχισαν νάρχωνται τά παιδιά, μέ τά όργανά τους πού τά κρεμνούσαν σ’ έναν τοίχο. Άλλο βιολί, άλλο μιά άρπα, άλλα πίφερο ή φλάουτο κι" έκείνα πού δέν ήξεραν νά παίζουν μουσική, κρατούσαν κάτι ^άσπρα ζωντανά ποντικάκια, και μάζευαν δεκάρες κάνοντας παιγνίδια μαζί τους. Τώρα τάβαζαν σέ κλουβιά.
55
Στο τέλος ακούστηκε ένα βαρύ βήμα στη σκάλα κι* ε15α νά μπαίνη ένας άντρας κοντός, μέ γκρίζο παλ τό. Ή πρώτη του ματιά έπεσε απάνω μου. — Ποιο είναι τούτο τό παιδί; ρώτησε. Ό Ματία του εξήγησε γρήγηρα πώς μέ είχε φέ ρει ό Βιτάλης και θά ξαναπερνούσε. — Μπά! Στο Παρίσι είναι ό Βιτάλης; είπε ό Γκαροφόλι. Τι θέλει; — Δεν ξέρω, απάντησε ό λΑατίας. — Δέ ρώτησα σένανε, παρά τό παιδί. — Θά έρθη σέ λίγο, είπα χωρίς νά τολμήσω νά πω πώς ήξερα τί τον ήθελε. Θά σάς πή ό ίδιος τι θέ λε1. — Όρίστε ένα παιδί πού καταλαβαίνει ^πόση ση μασία έχουν οι κουβέντες! Σίγουρα δεν είσαι Ιτα λός. — Γάλλος, κύριε. Τά παιδιά στο μεταξύ είχαν τσακιστή νά περιποιηθοΟν τον Ρκαρσφόλι κΓ έβλεπες καθαρά πώς δεν τοκαναν από σεβασμό ή από αγάπη, παρά από φόβο. "Αλλο τού πήρε τό καπέλλο, άλλο τό παλτό, άλλο τού έφερε μιά πίπα κΓ άλλο τού την άναψε. Αυτό τό τελευταίο τό έλεγαν Ρικάρντο καί ό Γκαροφόλι τδλεγε συνεχώς «χρυσό του». 9Ηταν τό παιδί πού έκτελούσε τις ποινές, δηλαδή πού μαστίγωνε τ3 άλλα, κατά διαταγή τού Γκαροψόλι. Αυτό τό είδα σε λίγο. Πέντε παιδιά είχαν φέρει λιγώτερες πεντάρες άπ3 τό κανονικό κΓ ό τρομερός εκείνος άνθροοπος διέταξε νά γδυθούν από τή μέση κι3 επάνω. Ή διαταγή έκτελέστηκε αμέσως χωρίς τήν παραμικρή άντίρρησι. Τά κακομοίρα έτρεμαν. — Πόσες πεντάρες σού λείπουν; ρώτησε τό πρώ το. — Δεν φταίω εγώ, κύριε. — 3Από δώ καί πέρα, οποίος λέει «δεν φαίω εγώ» είπε ό Γκαροφόλι, θά τρώη μιά βουρδουλιά παραπά νω. Πόσες σού λείπουν; — "Εφερα τριανταέξη πεντάρες. -— Σού λείπουν τέσσερις πεντάρες, βρωριάρη καί τολμάς καί παρουσιάζεσαι στά μάτια μου1 Νά λοι πόν κάτι αφιλότιμοι λησταράδες κου μέ κλέβουν! Αυ τά παθαίνω άπ3 τήν κσλοοσύνη μου - καλά νά πάθίο! Πάτε καί παίζετε αντί νά μυξοκλαΐτε καί νά ζητιά-
νεύετε κατά πώς πρέπει. Και λοιπόν μέ τι θά πλη ρώσω εγώ, μωρέ, τό κρέας καΐ_ τις πατάτες πού φαρ μακώνετε; "Ακου, Ρικάρντο: -έρεις πώς δεν σε κυττάζω, γιατί αυτές οι τιμωρίες μοϋ σπαράζουν την καρδιά! Ακούω όμως τον κρότο της βουρδουλιάς και καταλαβαίνού άν είναι όσο πρέπει δυνατή... Τό λοι πόν βάνε τά δυνατά σου, παλληκάρι μου, νά μην τά πλήρωσής εσύ - άρχίνα! Και γύρισε τό κεφάλι προς τό τζάκι για νά μή βλέπη. Ό άνθριωπος αστός λοιπόν θά γινόταν κύριός μου; Τώρα έβλεπα πώς μπορούσε ό καημένος ό Ματ ί ας νά μ'.λάη μέ τόση ηρεμία κι3 ακόμα μ’ έναν τόνο ελπί δας για τον θάνατο. Ή πρώτη βουρδουλιά μ5 έκανε νά δακρύσω. Επειδή φανταζόμουν πώς δέν μ5 έβλεπε κανείς ,δέν σκούπισα τά μάτια μου, φαίνεται _όμως πώς ό Γκαροφόλι μέ κρυφακύτταζε, γιατί άξαφνα είπε: — Κυττάχτ3 ένα παιδί μέ καλή καρδιά κι3 όχι σαν κι3 εσάς, παλιολησταράδες, πού δέν κλαΐτε μέ τον πό νο τών συντρόφων σας καί μέ τή λύπη μου ! Στο δεύτερο χτύπημα τό παιδί πού τή δέχτηκε έ βγαλε ένα βογγητό καί στην τρίτη μιά σπαρακτική κραυγή. Ό Γκαροφόλι ύψωσε τό χέρι κι3 ό Ρικάρντο στάθηκε. Φαντάστηκα πώς θά του χάριζε την υπόλοιπη τι μωρία αλλά έκανα λάθος. — Ξέρεις πώς οί φωνές μου σχίζουν την καρδιά, είπε ό Γκαροφόλι. Μην τολμήσης λοιπόν νά ξαναψωνάςης, παλιόπαιδο, γιατί, για κάθε κραυγή, θά τρως κι3 από μιά βουρδουλιά παραπάνω! Λίγο νά μέ λυ πόσουν καί νάνοιωβες ευγνωμοσύνη γιά την καλωσύνη πού σούδειξσ, βάσψιγγες τά δόντια σου. Μπρος, Ρικάρντο! Τό μαστίγιο υψώθηκε κι3 έσχισε την πλάτη τού ά μοιρου μικρού. — Μαμάκα! ,λούρλιαζε. λ * Ευτυχώς δέν είδα περισσότερα. 3Ακριβώς εκείνη τή στιγμή έκανε την έμφάνισί του ό Β πάλης. "Αρπαξε τό μαστίγιο άπ3 τά χέρια τού Ρικάρντο καί στράφη κε στον Γκαροφόλι. — Ντροπή!, του φώναξε τρέμοντας ολόκληρος.
57
^— Κι* εγώ αυτό τούς έλεγα, εΤττε εκείνος χαμογε λώντας. ^— -έρεις καλά ττώς δεν ,μιλάω για τά παιδιά, πα ρά γιά σένα!, μούγγρισε ό Βιτάλης μέ σφιγμένες γροθιές. Είναι φρικτή άνανδρία νά βασανίζης αυτά τά δυστυχισμένα πλάσματα, που δεν μπορούν ν’ άμυνθουν! — Και τι δουλειά έχεις κι* άνακατεύεσαι συ, γέ ρο - παλαβέ; εΐπε ό Γκαροψόλι άγριευοντας αυτή τή φορά. — Έγώ άν δεν έχω δουλειά, έχει ή αστυνομία. — Ή αστυνομία!, γρύλλισε ό Γκαρ-οφόλι καί πετάχτηκε πάνω. Ποιος θά πάη στην αστυνομία. Έσυ; — * Ακριβώς. — "Άκου, Βιτάλη!, κάγχασε ό Γκαροψόλι, μή μέ φσβερίζης, γιατί μπορώ νά τό κάνω κΓ έγώ. Τό ξέ ρεις καλά... Δεν πρόκειται βέβαια νά πω τίποτα στην αστυνομία, δεν μ’ ενδιαφέρουν οι δουλειές σου, υπάρ χουν δμως άλλοι που ένδιαφέρονται γιά δαΰτες. Ένα δνομα μονάχα νά ξεφουρνίσω, ποιος θ’ άναγκαστή νά κρυφτή ντροπιασμένος; Ό Βιτάλης άπόμεινε σιωπηλός καί ταραγμένος. Τάχε χαμένα. Μ’ άρπαξε απότομα από τό χέρι καί είπε: —- Πάμε! Μέ τράβηξε ώς τήν πόρτα. ^ — Που πας, γέρο; του φώναξε ό Γκαροψόλι. Δέν είχες κάτι νά μου πης; — Τώρα πιά δχι, άποκρίθηκε. Καί χωρίς άλλη κουβέντα κατέβηκε σχεδόν τρέχόν τας τη σκάλα καί ,μέ τραβούσε πίσω του άπ’ τό χέρι. Μέ τι χαρά τον ακολουθούσα! Είχα γλυτώσει άπ’ αυτόν τον Γκαροψόλι. Θάθελα πολύ νά πηδήξω στον λαιμό του Βιτάλη καί νά τον φιλήσω, αλλά δέν τολμούσα. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔΩΔΕΚΑΤΟΝ ΙΪεΙιΝΑΣ;
μέ ρώτησε ό Βιτάλης
μόλις
βρεθήκαμε έξω. — Έκτος από κείνο τό κομματάκι τό ψωμί που μου δώσατε τό πρωί, δέν έφαγα τίποτ’ άλλο. — Κακόμοιρο παιδί. Μου φαίνεται πώς ούτε θά
58
φάς κιόλας τό βράδυ! Μείναμε άπένταροι καί ατό δρόμο - και το χειρότερο &π δλα, στο Παρίσι! — Υπολογίζατε νά μείνετε στου Γκαροφόλι άπόψε; ρώτησα. — Όχι, υπολόγιζα νά μείνης εσύ κι* εγώ θά τούπαιρνα είκοσι φράγκα, γιατί θά σέ νοίκιαζα καί θά τά βόλευα. Όταν είδα όμως πώς φέρνεται στά παι διά... Μή μου πής πώς ήθελες καί τόσο νά μείνης ε κεί μέσα; — Ό, κύριε! Είστε πολύ κ<xλός^ — Μάλιστα... Ό γερο-άλήτης έχει καρδιά ακό μα.... Κι3 αυτή του τά μούσκεψε, έδώ πού τά λέμε, γιατί άλλοιώς τά είχε υπολογισμένα·.. Καί τώρα που πάνε; Βέβαια δεν ρωτούσε γιά νά τον φωτίσω εγώ. -ανάπε μετά από λίγο: — Δεν υπάρχει δεκάρα γιά πανδοχείο. Θά πάμε ώς ένα παλιό λατομείο πού ξέρω νά περάσουμε τη νύχτα. Εμπρός! -εκινήσαμε. Τό κρύο ήταν τσουχτερό κι5 άρχισα νά τρέμω. — Είσαι κουρασμένος; μέ ρώτησε μιά στιγμή. — Όχι, ξεκουράστηκα στου Γκαροφόλι. — Τό δυστύχημα είναι πώς έγώ δέν ξεκουράστη κα κι* είμαι ξεθεωμένος καί τό λατομείο είναι μακρυά. Άς είναι... Δεν γίνεται τίποτ3 άλλο. Άν μείνουμε νά ξεκουραστούμε, δέν θά μπορέσουμε νά ξανασηκωθουμε... Θά πεθάνωμε στον δρόμο. Τον ακολούθησα πάλι. "Άρχισε νά νυχτώνη. Βγήκαμε από τό Παρίσι καί περπατούσαμε σέ μιά άγονη έξοχή, γεμάτη χιόνια. Ό Βιτάλης στάθηκε. — Βλέπεις πουθενά μπροστά δέντρα; μέ ρώτησε. — Όχι, κύριε. — Κύττα καλύτερα. Δέν μπορεί νά μήν^είναι... ΚΓ δμως δέν ήταν. Κύτταξα καί ξανακύτταξα καί τού τδπα— Υπάρχουν αυλακιές άπό κάρρα, κάτω στη λά σπη; — Όχι, κύριε. — Θά χάσαμε τον δρόμο! Πρέπει νά ξαναγυρίσωμε πίσω. Αρχίσαμε πάλι νά περπατάμε. Τό σκοτάδι είχε
¥ίν|ι ΐΐυκνό κ&ί το κρύο πιο Τσουχτερό. *0 βορριάς σφύριζε μανιασμένα καί μάς πάγωνε. — ^Τώρα βλέπεις τά δέντρα; Μου φάνηκε πώς είδα κάτι νά μαυρίζη ακαθόριστα μπροστά καί δεξιά. Του τό είπα. ;— Είναι τό λατομείο σίγουρα, μουρμούρισε. Τι διάβολο έπαθα; Στραβώθηκα; Και^ κινήσαμε άλλη μια φορά. Περπατούσαμε αρ κετή ώρα καί σταμάτησε πάλι. — Βλέπεις τις αυλακιές κάτω; — "Οχι. γ — Πρόσεξε παιδί μου! "Άνοιξε τά μάτια σου! Δεν μπορεί νά μην είναι... Έσκυψα κάτω καί ^ώς καί μέ τό χέρι πασπάτεψα τον δρόμο, μά δεν υπήρχε τίποτα. λ·— θά περάσαμε την πόρτα χωρίς νά τη δούμε. Πάμε πίσω, είπε ό Βιτάλης. — Δεν μπορώ νά περπατήσω πιά. — Μή^ φαντάστηκες πώς μπορώ εγώ; Δυστυχώς δεν μπορώ ούτε νά σε φορτωθώ, παιδί μου. Πρέπει νά περπατήσης, ^άλλοιώς θά μείνουμε στον δρόμο... "Εσφιξα τά δόντια καί υπάκουσα. Ό άγριος αγέ ρας φυσούσε στην πλάτη μου καί νόμιζα πώς ήμουν ολόκληρος σέ παγωμένο νερό. — Βλέπεις πουθενά την πόρτα; μέ ρώτησε ό Βιτάλης σέ λίγο. — "Όχι, κύριε. Είναι μόνο ένας τοίχος. — Είναι σωριασμένες πέτρες, φώναξε ό Βιτάλης. — "Οχι. Ένας ψηλός τοίχος. Πλησίασε προς τά εκεί, άπλωσε τά χέρια καί μουρ μούρισε: ^— Ναί ,είναι τοίχος. Φράξανε το λατομείο γύρω γύρω κι* είναι αδύνατο πιά νά μπούμε. — Τΐ θά κάνωμε τώρα, κύριε; — Θά γυρίσωμε πίσω... Πίσω στο Παρίσι, παιδί μου. "Αν φτάσω με, θά παρουσιαστούμε στην αστυ νομία καί θά ζητήσωμε νά μάς κρατήσουν γιά τη νύχτα. "Όπως κρατούσε τό χέρι μου, ένοιωσα τό δικό του νά τρέμη δυνατά κι* ήταν σάν ξύλο. Τόλμησα νά ρωτήσω: — Είσαστε άρρωστος; —- Πολύ τό φοβάμαι... Αυτές οι τελευταίες πορείες ήταν πολύ μεγάλες καί τό αποψινό κρύο παραείναι
60
Τσουχτερό γιά το γέρικό μου αίμα.. Εμπρός ί Όλόγυρά μας Απλωνότανε ένα μαύρο χάος και ά σπριζε μονάχα μπρος στά πόδια μας ή χιονισμένη γη. — ΑΑά θα μπορέσετε νά φτάσετε ώς τό Παρίσι; — "Αν όχι, θά πέσω ξαφνικά σάν γέρικο άλογο, μου απάντησε. Φτωχό^παιδί! Περπάτα και μή μιλάς. Κατάλαβα ^πώς έκεΐνος δεν εΐχε δύναμι. Άγκομαχουσε τρομερά σέ κάθε του βήμα. Περπατήσαμε τουλάχιστον μιά ώρα άκόμα. Ή μα νία του βορριά δλο και δυνάμωνε. Ό Βιτάλης στά θηκε. Είχαμε φτάσει σέ κάτι σπίτια, σ’ ένα προάστιο. — Νά χτυπήσουμε καμμιά πόρτα; — Περιττό. Ούτε θά μάς ανοίξουν τέτοια ώρα, σ' αυτό τό μέρος. "Ας προχωρήσω με... -εκινήσαμε. Κάναμε καμμιά πεντακοσαριά μέτρα ακόμα. Ό κύριός μου στάθηκε πάλι και κλονίστηκε. — Δεν μπορώ παραπάνω, ψέλλισε. — Τι θά κάνωμε; — Δεν ξέρω. Μάλλον θά πεθάνουμε σ’ αυτό τό μέ ρος. — Κύριε! ^ ^ — Συγχώρεσέ με, παιδί μου. “έχασα πώς εσύ δέν Θέλεις νά πεθάνης άκόμα... Ή ζωή σου αρέσει - δέν την έμαθες. "Ας προχωρήσουμε. Σερνόμαστε όρθιοι από κεΐ και πέρα, όσο κι’ άν αυ τό φαίνεται παράλογο. Χάναμε άλλα πεντακόσια μέτρα. Όλόγυρά μας ήταν σπίτια, αλλά πουθενά δέν υπήρχε ούτ’ ένα φως. — Πρέπει νά ξεκουραστώ λίγο, μουρμούρισε ό Βιτάλης και στάθηκε. Θά καθήσω εκεί πέρα... "Εδειξε μιά πόρτα, πού μπρος της ήταν στοιβα γμένα κάτι άχυρα. — Αλλά είπατε πώς δέν θά ξανασηκωθούμε πιά, άν καθήσω με. — Κάνε αυτό πού σου λέω... Μούγνεψε νά μαζέψω τά άχυρα κοντήτερα στήν πόρτα και σωριαστή κ’ εκεί πάνω. Χτυπούσαν τά δόν τια του κι’ έτρεμε ολάκερο τό κορμί του. — Φέρε κι* άλλα άχυρα, τραύλισε. Ή πόρτα μάς προφυλάει απ' τον αέρα. όΐ
2τ' άλφεια μας φύλαγε άπέ τον άέρα, 6χ\ κΓ άπ" το κρύο όμως. — Κούρνιασε κοντά μου καί πάρε τον Κάπη στην αγκαλιά σου νά σέ ζεσταίννη. Τή στιγμή πού έκανα όπως μου είπε καί στριμώχτηκα κοντά του, έσκυψε από πάνω μου καί μέ φίλη σε στο μέτωπο. Δεν μπόρεσα νά σαλέψω. "Ένοιωσα τά μάτια μου νά κλείνουν. Τσιμπήθηκα γιά νά καταφέρω νά μείνω ξύπνιος, άλλά απ’ τό κρύο δεν τό κατάλαβα. Ό Κάπη εΐχε κοιμηθή κιόλας πάνω στο στήθος μου. Ό βορριάς σφύριζε ακόμα άγρια καί μάς πετούσε μιά βροχή από άχυρα, σάν νάθελε νά μάς σκεπάση μ5 αυτά. Ή σκέψι τού θανάτου έκανε τή φαντασία μου νά τρέξη στο Σαβανόν καί τή μάνα - Μπαρμπερίνα κι" ύστερα στον «'Κύκνο», τήν κυρία Μίλιγκαν καί τον "Αρθούρο. ΚΕΦΑΛΑIΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟΝ ΥΝΗΛΘΑ πάνω σ’ ένα κρεββάτι κι" εί δα ζωηρές κόκκινες φλόγες νά χορεύουν σ’ ένα τζάκι. Δεν γνώριζα τό δωμάτιο, ούτε αυτούς πού μέ τριγύ ριζαν. 9 Ηταν ένας φτωχοντυμένος άντρας καί τέσσερα παιδιά μέ ξυλοπάπουτσα. "Ανασηκώθηκα κι" όλοι μέ τριγύρισαν. — Πούναι ό Βιτάλης; ρώτησα. — Γυρεύει τον πατέρα του, είπε μιά κοπέλλα, ή μεγαλύτερη από τά παιδιά. — Δέν ήταν πατέρας μου, παρά μόνο κύριός μου. Πού είναι; Κι" ό Κάπη; "Άν ήταν πατέρας μου, θά προσπαθούσαν νά μοΰ τό πούν μέ τρόπο. "Αφού όμως δέν ήταν, τό πράγμα έγινε πολύ εύκολο καί μού εξήγησαν πώς τό πρωί, τήν ώρα πού ό άντρας έβγαινε άπό τό σπίτι του καί πήγαινε νά μπή στον στάβλο, μάς βρήκε καί τούς δυο ξυλιασμένους έκεΐ άπ" έξω. Ό Βιτάλης ήταν νεκρός κι" έγώ μόλις πού άνέπνεα ακόμα, πράγμα πού τό χρωστούσα ασφαλώς στον
$2
σκύλο πού κοιμόταν πάνω στο στήθος μου και μέ ζέ σταινε. 'Μ’ δλη την έξάντλησί μου, κατάλαβα πολύ καλά τι μοΟ είπαν: Ό Βιτάλης είχε πεθάνει! — Κι* ό Κάπη; ψέλλισα μην ξέροντας τι άλλο νάλεγα, στην απέραντη απελπισία μου. — -Ποιος Κάπη; — Ό σκύλος. / . Γ~ ΓΓ] ίΠΕΗΕΒ — Δεν τον είδα - χάθηκε. — "Ακολούθησε το φορείο, δήλωσε ένα από τα παι διά. — Είσαι βέβαιος, Βενιαμίν; — Ναί, τον είδα. Πήγαινε πίσω απ’ το φορείο μέ τη μουσουδα στο χώμα κι" υστέρα όταν τον κατέβα ζαν, άρχισε νά ούρλιάζη σαν νά πνιγόταν. Κακόμοιρε Κάπη! Σέ λίγο σηκώθηκα. Είχα την ιδέα πώς θάμουν κα λά, μά διαπίστωσα πώς δεν μπορούσα νά σταθώ στά πόδια μου. Μέ είχαν άφήσει μόνο στο δωμάτιο καί λοιπόν κρέμασα την άρπα στον ώμο και τοίχο - τοίχο πήγα ώς την πόρτα καί την άνοιξα. Ό άντρας καί τά παιδιά κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι. Πιάτα μέ ζεστή, σοάπα άχνιζαν μπροστά τους. Μούρθε σάν λι ποθυμία. — Δέν είσαι καλά, παιδί μου; μέ ρώτησε ό άν τρας. Άποκρίθηκα ότι αλήθεια δέν ήμουν καί πολύ καλά καί ρώτησα άν μπορούσα νά καθήσω γιά λίγο κον τά στο τζάκι. "Ήξερα πώς ένα πιάτο ζεστή σούπα θάταν καλύ τερο από χίλια τζάκια, ό Βιτάλης όμως μ" είχε μά θει νά μήν απλώνω ποτέ τό χέρι. Θά προτιμούσα νά πεθάνω από τήν πείνα, παρά νά τούς έλεγα: «πεινάω». Τό μικρότερο απ’ τά παιδιά, ένα χαριτωμένο κο~ οιτσάκι, πού είχ" ακούσει τον πατέοα του νά τό Φωνάζη- Δίζ, υέ κυττουσε επίμονα αντί νά τοώη καί ξα φνικά άρπαξε τό πιάτο της, ήρθε κοντά μου καί μου τό άκούμπησε πάνω στά γόνατα. Δέν μπόρεσα νά πώ λέξι καί γι’ αυτό κούνησα α δύναμα τό χέρι, θέλοντας νά τήν ευχαριστήσω. Ό πατέρας της είπε: — Φάε, παιδί μου. Ή Αίζ έκανε πολύ καλά. "Αν 63
έχης δρεξι ύστερ9 άπ9 αυτό, μπορείς νά ττάρης κι* άλλο ένα. "Αν είχα δρεξι! Σέ τρία δευτερόλεπτα τό είχα α δειάσει τό πιάτο κι9 όταν άφησα τό κουτάλι, ή Λίζ πού έστεκε μπρος μου και μέ κυττουσε, έβγαλε μιά χαρούμενη φωνίτσα και χτύπησε τά χεράκια της. "Ε πειτα πήρε τό πιάτο κι* έτρεξε νά τό γέμιση πάλι. "Οταν μου τδφερε μέ κυττουσε μ* ένα τόσο φωτεινό χαμόγελο, πού μ9 δλη την πείνα μου άπόμεινα μερι κές στιγμές νά την κυττάζω εκστατικός. "Υστερα άρπαξα τό κουτάλι κι9 αδέιασα και τό δεύτερο πιάτο τό ίδιο γρήγορα δπως καί τό πρώτο. Τά παιδιά γελούσαν μαζί μου. —- Λοιπόν παλληκάρι μου, βλέπω πώς είσαι γερό κουτάλι!, φώναξε κι9 ό άντρας. "Ενοιωσα πώς έγινα κατακόκ'κινος ώς τη ρίζα των μαλλιών. Γιά νά^ μή μέ περάση λαίμαργο, του έξήγησα πώς δεν είχα φάει τίποτα δλη την περασμένη μέρα. — Καθόλου; — Μάλιστα. — Κι5 6 κύριός σου; •— Ούτε κι9 εκείνος. — Τότε πέθανε κι9 από την πείνα, έκτος από τό κρύο... Ένοιωθα αρκετά δυναμωμένος από τη σούπα. Ση κώθηκα νά φύγω. — Που θά πας; ^μέ ρώτησε ό άντρας. — Νά ξαναδώ τον Βιτάλη. — “έρεις που είναι; — Ό*1· — Στο Παρίσι έχεις φίλους; — "Οχι. — Γνωστούς; — Κανέναν. — Που μένεις; — Χτες ήρθαμε.... Πουθενά. — Τί σκοπεύεις νά κάνης; — Θά παίζω άρπα καί θά τραγουδώ... — Που; — Στο (Παρίσι. — Πιο καλά νά γυρίσης ατούς γονείς σου παιδί μου. Δεν έχω γονείς. 64
ΚυττοΟσα να φεύγουν...
— Είπες πώς δεν ήταν πατέρας σου ό γέρος; — 7Ηταν μόνο σαν πατέρας μου. Μ' αγαπούσε. -— Κι* ή μητέρα σου; — Δεν έχω. — Μά Οαχ-ης τουλάχιστον κάποιον θείο ή θεία ξαδέλφια ίσως. , — "Όχι, κανέναν. Μέ κύτταξε άναυδος και έκανα δυο βήματα. — ΕΥσαστε πολύ καλός, του είπα. Σάς ευχαριστώ μ’ όλη μου την καρδιά. "Αν θέλετε θά ξανάρθω την Κυριακή νά σάς παίξω άρπα. Βάδισα προς την πόρτα, άλλα ή Λίζ έτρεξε κον τά μου καί μουπιασε τό χέρι. Μούδειξε την άρπα καί χαμογέλασε γλυκά. — Θέλετε νά σάς παίξω; Χτύπησε τά χεράκια της χαρούμενα. — Παίξε της κάτι, παιδί μου, εΐπε ό πατέρας της. Έπαιξα καί τραγούδησα μιά ναπολιτάνικη καντσο-5 ΧΩΡΙΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
5
νέτα που μουχε μάθει ό Βιτάλης και που ήξερα πώς ήταν ή πιο μεγάλη μου έπιτυχία. 9Ηταν ένα μελαγχο λικό τραγούδι, αλλά κι* εγώ δεν τό είχα ξαναπή πιο λυπημένα, γιατί Θυμόμουν όλη την ώρα τον άνθρωπο που μου τδχε διδάξει. -αφνικά, ή Λίζ έτρεξε καί ρίχτηκε μέ κλάματα στην Αγκαλιά του πατέρα της. ■— Φτάνει!, φώναξε αυτός. — Κουτή!, έκανε ένας αδελφός της·. Έκεΐ πού χο ρεύει, δάνει τα κλάματα! Είναι καλά; — Έσύ είσαι κουτός!, του είπε ή μεγάλη αδελ φή του. Αυτή καταλαβαίνει! Κι’ έσκυψε καί τή φίλησε μ’ αγάπη. Πάλι έκανα νά φύγω καί πάλι ό πατέρας μέ ρώ τησε: — Που θά πας; — Σάς είπα: Θέλω νά ίδώ ακόμα μά φορά τον Βιτάλη. — Κι* ύστερα; Σ’ αρέσει τό έπάγγελμα τού πλα νόδιου μουσικού; — Δεν έχω άλλο. — Ναι, μά είναι χειμώνας κι5 οι πορείες δύσκολες. (Μην ξεχνάς τί πάθατε. — Δεν έχοο σπίτι. — Τό λοιπόν άν θέο μποοεΐς νά μείνης κοντά μαο. Τό ξέρω παιδί μου, πώο δεν σου ποοσόέοω καιιυ.ά σπουδαία τύχη, γιατί είμαστε φτωχοί. "Ομως θάνα' πιο καλά από τό νά γυρίζης έρημο καί θάχης μιά οι κογένεια. Θά δούλεψης βέβαια... Σκέψου το. Νάχω μιά οικογένεια! Άπόμεινα σαστισμένος απ’ την ξαφνική πρότοτσκαί τότε ή Αίζ έτρεξε κοντά μου κι* έπιασε τό χέρι μου. Την κύτταξα καί κύτταξα καί τ’ άλλα παιδιά. Δεν ήταν αληθινά Αδέλφια μου, δεν έμενε όμως παρά__νά μπορέσω νά τ' αγαπήσω γιά νά γίνουν. Ξεκρέμασα τήν άρπα από τον ώμο μου. — Νά μιά λιγόλογη αλλά σωστή άπάντησι!, φώ ναξε γελώντας ό πατέρας. Κ ρέμασε την έκεΐ στο ^καρ φί, παιδί μου, κι* δποτε σκεφθής πώς δεν σ’ αρέσου με, 5έν θάχης παρά νά πάς καί νά τήν ξεκρεμάσης πάλι. Μόνο φρόντισε νά κάνης αυτό πού κάνουν καί τά χελιδόνια: Περιμένουν τήν άνοιξι.
•66.
— &ά βγω μοναχα μια φορά, τού είπα, για νά πάω νά βρω τόν Βιτάλη. — Σωστά, άποκρίθηκε ό καλός άνθρωπος. Λεγόταν ’Ακέν καί ήταν κηποορός. Είχε τέσσερα παιδιά. Δυο αγόρια, τόν Άλέξη καί τόν Βενιαμίν καί δυο κορίτσια, την Έτιανέτ καί τή Λίζ. Αυτή ή τελευ ταία είχε μείνει ξαφνικά μουγγή στα τέσσερα χρόνια της, υστέρα από μιά σοβαρή κρίσι. Ευτυχώς είχε δι ατηρήσει όλη την εξυπνάδα της καί δεν είχε πάθει τίποτα ή όχοή της. Μπορώ νά πώ οτι μιλούσε μέ τά μάτια, τόσο εκφραστικά πού ήταν. Ή μητέρα τους είχε πεθάνε; ένα χρόνο ύστερα απ’ τή γεν νησί τής Λίζ. Τήν είχε αντικαταστήσει στο νοικοκυριό ή Έτια νέτ. Αυτά όλα τάμαθα αργότερα. Κείνη τήν^ ώρα, μό λις είχα κρεμάσει τήν άρπα μου στον τοΐχο, ακού σαμε ξαφνικά ένα ξήσιμο στήν πόρτα καί ύστερα έ να παραπονεμένο γαύγισμα. — Ό Κάπη!, φώναξα μέ πνιγμένη φωνή. Ή Λίζ μέ πρόλαβε κΓ έτρεξε πρώτη κΓ άνοιξε. Τό δύστυχο σκυλί πήδησε μ" ένα^ μεγάλο πήδημα στην αγκαλιά μου κι* άρχισε νά μου γλείφη τό πρό σωπο. Τό κορμί του έτρεμε ολόκληρο. Γύρισα καί κύτταξα ανήσυχος τόν κύριο Άκέν κΓ εκείνος κατάλαβε. —- Ό Κάπη θά μείνη μ’ εσένα, είπε χαμογελώντας. ^_Λές καί κατάλαβε εκείνα τά λόγια τό έξυπνο ζώο. "Έφερε τό χέρι στήν καρδιά καί ύποκλίθηκε βαθειά, ευχαριστώντας. Αυτό έκανε τά παιδιά καί ιδιαίτερα τή Λίζ, νά γε λάσουν πολύ. Ύστερα όμως ό Κάπη μ’ έπιασε μέ τά δόντια α πό τό μανίκι κι’ άρχισε νά μέ τραβάη. — Θέλει νά πάμε έξω, εΐπαν — Θέλει νά σέ πάη στον κύριό σου. Πιο πριν ό μως, θά περάσουμε από τήν αστυνομία^γιά νά σέ άνακρίνη ό κύριος αστυνόμος - είπε νά πάμε μόλις συνέλθης. Πραγματικά, ό αστυνόμος ^μέ ροότησε ένα σωρό πράγματα κΓ έμαθε πώς μέ εΐχε νοικιάσει ό Βιτάλης απ’ τόν Μπσρμπερέν. "Οταν ακούσε πώς ό κύριος Ά κέν ήθελε νά μέ κρατήση μαζί του, όχι μονάχα τό 67
δέχτηκε, άλλά και τόν συνέχαρη για την ευγενική του πρδΒξι·. “Ύστερα μου ζήτησε νά τού πώ για τον Βιτάλη. Τι νά τού έλεγα; Ή αλήθεια ήταν πώς δεν ήξερα τί ποτα γι' αυτόν. Θυμήθηκα μόνο τό επεισόδιο μ’ εκεί νη την κυρία που συγκινήθηκε από τό τραγούδι του, τή μέρα που πέθανε ό άμοιρος Καρδούλης. Του μίλη σα γι1 αυτό και για τό ότι ό Γκαροφόλι φαίνεται νά τον γνώριζε. ^Τότε ό^άστυνόμος μέ ρώτησε άν ήξερα νά πάω σ’ αυτού του Γκαροφόλι καί λίγο αργότερα βρισκόμουν έκεΐ μέ τή συνοδεία ενός αστυφύλακα. Ό Ματίας δεν ήταν έκεΐ. Σίγουρα είχε πάει στο νοσοκομείο. /Ο απαίσιος άνθρωπος, μόλις μέ είδε μέ τον αστυ φύλακα, έγινε κίτρινος σαν τό κερί. Ησύχασε όμως ό ταν έμαθε τον σκοπό τής έπισκέψεώς μας. — "Ωστε πέθανε ό κακομοίρης ό γέρος; ρώτησε. — Τον γνωρίζατε; •— Βεβαίως. — Τί ξέρατε γι’ αυτόν; — Δέν τον έλεγαν Βιτάλη. Τό αληθινό του όνομα ήταν Κάρλο Μπαλτσάνι. "Άν είχατε ζήσει πριν από καμμιά τριανταριά χρόνια στην Ιταλία - ίσως πα ραπάνω - δέν θά βρίσκατε οΰτ’ έναν πού νά μην ξέρη αυτό τό όνομα. 5Ηταν ό πιο διάσημος τραγουδιστής ο την πατρίδα του. Είχε τραγουδήσει κΓ είχε θριαμ βεύσει παντού: Στη Νάπαλι, στη Ρώμη, Μιλάνο, Πα ρίσι, Λονδίνο. Μιά μέρα όμως έχασε τή φωνή του. Δέ θέλησε νά βγή σέ δευτερότερα θέατρα ανάξια τής φή μης του. Κρύφτηκε μέ τό ψευδώνυμο Βιτάλης, απ’ ό λους πού τον γνώρισαν στην έποχή τής δόξας του. Δοκίμασε τότε πολλά επαγγέλματα γιά νά ζήση, μά δέν τά κατάφερνε πουθενά, ώσπου κατάντησε νά γυμνάζη σκυλιά καί νά γυρίζη εδώ κΓ έκεΐ. Στην άθλιότητά του όμως είχε διατηρήσει την περηφάνειά του. Θά πέθαινε από ντροπή, άν κανείς μάθαινε πώς αυ τός ό άλήτης ήταν ό Μπαλτσάνι. Κατά τύχην εΐχα μάθει τό μυστικό του. Καημένε Βιτάλη!
08
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔέΚΑΤό ΤΕΤΑΡΤΟΝ Ο ΤΑΝ γύρισα στο σπίτι τού κ. Άκέν, έ πεσα άρρωστος. Φαίνεται πώς είχα την ίδια άρρώστεια με τον Καρ δούλη. Έκαιγα ολόκληρος από τον πυρετό καί ταυ τόχρονα κρύωνα αφάνταστα κι5 έτρεμα ολόκληρος. Εκείνη την έποχή μού δόθηκε ή αφορμή νά εκτι μήσω την καλωσύνη του εξαιρετικού αυτού ανθρώπου. Μ3 δλο πού ήταν φτωχός καί δεν φώναζε ποτέ για τρό στο σπίτι, ^γιά μένα έκανε έξαίρεσι. Ό γιατρός ήρθε, μ5 εξέτασε μέ προσοχή καί είπε πώς τό καλύτερο ήταν νά μέ στείλουν στο Λαϊκό Νο σοκομείο. Ό φτωχός κηπουρός δμως δεν τό δέχτηκε. — Έπεσε στην πόρτα μας κι5 όχι στοΰ νοσοκο μείου, είπε. Έμεϊς λοιπόν θά τον κρατήσουμε - εΐναι τό θέλημα τού Κυρίου. Καί μέ κράτησαν κι* ή άρρώστειά μου βάστηξε πολύν καιρό. Ή Έτιανέτ έγινε μιά καλή καί άφωσιωμένη νοσο κόμα, πού ήξερε νά ύπομένη καρτερικά κάθε ιδιοτρο πία ενός αρρώστου. Έκτος δμως άπ3 αυτήν, κάθε φορά πού άνοιγα τά μάτια μου, έβλεπα στην άλλη άκρη τοΰ κρεββατιοΰ μου τή μικρή Λ^ζ, νά μέ κυττάζη μέ τά φωτεινά μάτιο: της καί μού φαινόταν πώς ήταν ένας καλός μι κρός άγγελος, σταλμένος δοτό τον ουρανό γιά νά μέ προσεχή. Σηκώθηκα πολύ αδύνατος άπ3 τό κρεββάτι, ύστε ρα από ολόκληρους μήνες. Ό μπαρμπα - 3Ακέν καλλιεργούσε γαρύφαλλα κι3 ήταν από τούς^ καλύτερους καλλιεργητές τού τόπου. Σιγά - σιγά, δσο δυνάμωνα, άρχιζα νά μπαίνω στή δουλειά του καί προσπαθούσα νά δουλεύω δσο μπο ρούσα περισσότερο καί θάθελα νά γινόταν νά δούλευα πολύ πιο πολύ άκόμα, γιά νά του δείξω πώςΛ κατα λάβαινα τί είχε κάνει γιά μένα καί γιά νά τού φανώ χρήσιμος. λ Φαίνεται πώς δέν τά κατάφερνα άσχημα. ^Ηταν ευχαριστημένος από μένα, ποτέ δέν μού εί πε έναν κακό λόγο καί δλα τά παιδιά μ3 άγαποΰ69
σαν σαν πραγματικό Αδελφό τους -πιό ττολυ άττ Ο λους ή μικρή Λίζ. Πέρασα πάνω άπο δυο χρόνια μαζί τους. Ό κύριος "Ακέν είχε πολλά βιβλία, τα περισσότε ρα άφοραύσαν τη βοτανική άλλα ήταν κι5 άλλα πολ λά, ταξιδιωτικά και περιηγήσεων. Μαζί μέ τά καινούργια μου αδέλφια διαβάζαμε ως αργά τό βράδι, όταν γυρίζαμε από τή δουλειά. Πολ λές φορές εκείνα πού διάβαζα σ' αυτά τά βιβλία, εί χαν τά Τδια λόγια πού μούλεγε κάποτε ό Βιτάλης καί νόμιζα τότε πώς άκουγα τή φωνή του καί τά μάτια μου βούρκωναν. "Υστερα από πολλές προσπάθειες, κατάφερα καί κάτι άλλο. "Έμαθα τή Λίζ νά σχεδιάζη - δηλαδή εκεί νο πού εννοούσα εγώ «σχέδιο», άλλά ήταν ,κι’ αυτό πολύ γιά τή μικρή μουγγή πού έτσι μπορούσε πολ λές φορές, νά δείχνη τή ήθελε, μ" ένα κομματάκι μο λύβι κι’ ένα άσπρο χαρτί. Ό κύριος - "Ακέν μέ φίλησε συγκινημένος όταν εί δε τά έπιτεύγματά της. -— Είναι πρώτη φορά ύστερ από χρόνια πού μου λέει κάτι καθαρά!, μουρμούρισε βλέποντας, τό σχέ διό της. Σάν νά ξανάκουσα τήν ίδια τή φωνή της. 4Η Λίζ θα σού τό ξεπληρώση αυτό μιά μέρα, παιδί μου. Α Ηθελε νά πή τη μέρα πού θά ξανάβρισκε τή λαλιά της, γιατί αυτό τό πίστευαν άκραδαντα οί "Ακέν, πώς έτσι θά γινόταν. Φαντάζομαι πώς θάμενα πάντοτεινά μαζί του, άν δεν γινόταν εκείνη ή τρομερή καταστροφή. Γόν τρίτο χειμώνα μιά λυσσασμένη θύελλα,, μέ ά γριους ανέμους καί χαλάζι, έσπασε τις τζαμαρίες καί ξερίζωοε δλα τά γαρύφαλλα τού δύστυχου κυρίου 5Ακέν. ^Ηταν ακριβώς τήν προηγούμενη πού θά τά έ κοβε καί θά τά πουλούσε, γιά.νά ξεπληρώση τά γραμ μάτιά του καί νά κρατήση τό κέρδος. Ή καταστροφή ήταν ολοκληρωτική, μιά έποχή πού περίμενε τήν κα λύτερη συγκομιδή απ’ όλε_ς τις άλλες χρονιές. "Άρχισαν νά τον τραβάνε σέ δικαστήρια κι* αυτό μέ τρόμαζε, γιατί θυμόμουν ότι καί μέ τον Βιτάλη, δλη ή καταστροφή είχε αρχίσει από μιά δίκη. "Ενα βράδι έπέστρεψε στο σπίτι Απελπισμένος. — Χαθήκαμε, παιδιά μου!, είπε μόλις μπήκε. Πήγα νά βγω έξω γιά νά τόν^άφήσω,έλεύθερο νά μιλήση στά παιδια του, άλλά μέ σταμάτησε;
— ^Ανήκεις κι^έσϋ στην οικογένεια, Ρεμύ, μου εΐττε θλιμμένα. Μπορεί νάσαι μικρός ακόμα για ν’ άκούσης αυτά πού θά ττώ, όμως έχεις περάσει κι’ έσύ πολ λά στη ζωή σου κι" εχεις δσκιμασθή σκληρά... Παιδιά Βά σάς έγκαταλείψω. Άπομείναμε δλοι παγωμένοι καί μόνο η Λίζ ξέ σπασε σέ δάκρυα καί ώρμησε στην άγκαλιά του. — Καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι αυτό γιά μένα, ξανόοπε ό δύστυχος κύριος ’Ακέν. Ποτέ δεν α φήνει θεληματικά κανείς τέτοια καλά παιδιά καί μιά κορούλα όπως ή Λίζ... Μέ καταδίκασαν όμως νά πλη ρώσω κι* εγώ δεν έχω λεφτά. Θά πουληθούν όλα όσα έχομε μά περισσεύουν κι9 άλλα γιά νά μέ βάλουν πέντε χοόνια στη φυλακή, γιά νά ξεπληρώσω τό χρέος μου μέ την έλευθερία μου. Πέντε χρόνια! Αρχίσαμε όλοι τά κλάματα. — Μάλιστα, είναι λυπητερό πράγμα, είπε ό πατέ ρας. Πέντε χρόνια! Τί θ’ άπογίνετε σ’ ένα τόσο με γάλο διάστημα; Θά φροντίσουμε όμως νά μή μείνετε στους δρόμους. Ό Ρεμύ θά γράυιη στην άδελφή μου, Κατεοίνα Συοιό, στο Ντρεζύ. Είναι έξυπνη γυναίκα καί δεν τά χάνη ποτέ. Θά σάς βοηθήση οπωσδήποτε. Μου υπαγόρευσε τό γράμμα καί από κεΐ καί πέρα δεν είχαμε τίποτ’ άλλο νά κάνουμε, παρά νά περί μέ ναμε νάρθη ή κυρία Συριό. Μπροστήτερα όμως έφτασαν οι αστυφύλακες καί πήραν τον πατέρα, πού μάς φίλησε όλους δακρυσμένος καί ύστερα μάς διέταξε νά μείνουμε στο σπίτι. Καθήσαμε στην κουζίνα καί κλαίγαμε καί δεν είπε κανείς μας ούτε μιά λέξι γιά μιά ολόκληρη ώρα, ώ σπου έφτασε ή θεία Κατερίνα. *Ηταν πραγματικά σπουδαία κι* έξυπνη γυναίκα. ,Μ9 ολη την τρομερή ευθύνη πούπεφτε στους ώμους της, δεν τάχασε. Τί θάκανε μέ μιά ορφανή οικογένεια πού τό μεγαλύτερο μέλος της ήΦαν δεκαεφτά χρόνων καί τό πιο ,μικρό μουγγό; Σκάφθηκε λοιπόν νά μοιραστούν τά παιδιά στους δό'φορους συγγενείς τους, γιατί κανείς δεν μπορούσε φυσικά νά τά φορτωθή όλα. ΛΕκείνη θά κοατούσε τη Λίζ, στο Ντρεζύ. Ό Άλέξης θά πήγαινε σ’ έναν θείο του άνθρακωούχο, στο Βάρς. Ό Βενιαμίν σ’ έναν άλλο θείο τους, κηπουρό στο Σαίν - Κεντέν. Ή Έτιανέτ σέ μιά παν τρεμένη θεία της στο Έσνάν. 71
*Όσο για μένα δεν υπήρχε θέσι^ πουθενά. Μπορεί τά παιδιά νά με θεωρούσαν αδελφός τους, ωστόσο στην ουσία «δεν ήμουν συγγενής» καί δεν μπορούσε ή θεία Κατερίνα νά φορτωθή σε κανέναν νά με κράτηση. Τά παιδιά άρχισαν νά κλαΐνε καί ή μικρή Λίζ πε ρισσότερο κι* άττό τά μάτια της έτρεχαν αληθινά πο τάμια από δάκρυα. Τούς είπα τότε συγκινημένος πώς, άφοΰ μέ θεω ρούσαν αληθινό άδελφό τους,^ θά άποδείκνυα ιτώς ή μουν πραγματικά. Θά κρεμνοΰσα πάλι τήν άρπα στον ώμο μου καί θά ξανάρχιζα τήν παλιά ζωή^ μου. Μόνο πού θά τριγυρνουσα συνεχώς από τό Σαίν - Κεντέν στο Βάρς, άπό κεΐ στο Έσνάν καί από κεΐ στο Ντοεζυ καί πάλι στο Σαίν - Κεντέν. "Έτσι θά τούς έβλε πα όλους καί θά μάθαιναν ταχτικά ό ένας γιά τον άλλον. Πριν χωρίσουμε καί υστέρα άπό πολλή προσπά θεια, ή αγαπημένη Λίζ μούδωσε νά καταλάβω πώς ήθελε νά πάω πρώτα άπό τ* αδέλφια της καί υστέρα στο Ντρεζύ σ’ εκείνη, γιά νάχω νά τής πώ νέα απ’ όλους. Ή Έτιανέτ μου χάρισε ένα κουτάκι βελόνες καί κλωστές, λέγοντας πώς θά μου χρειάζονταν, άφου δεν θάταν κοντά μου γιά νά μπαλώση. Ό Άλέξης πού είχε δυο ασημένια φράγκα, μέ παοακάλεσε πολύ νά δεχτώ τό ένα καί τοκανα μέ τρο μερή συγκίνηση γιατί ήταν ό μόνος άπό τά^ παιδιά πού τον φωνάζαμε φιλάργυρο, άφου πάντα δεν έκανε άλλη δουλειά άπό τό νά συγκεντρώνη πεντάρες. Κα ταλάβαινα πολύ καλά τι υπέροχη άπόδειξι φιλίας ή ταν, νά μου χαρίση τή μισή περιουσία του. "Οσο γιά τό Βενιαμίν επειδή δεν είχε τίποτ’ άλλο, μου χάρισε τον σουγιά του, μοΰ ζήτησε όμως νά τον πληρώσω μια πεντάρα, γιατί όπως ξέρετε, οι χαρι σμένοι σουγιάδες κόβουν τή φιλία. Πάνω στήν ώρα ακούσαμε νά φτάνη ή άμαξα πού θά τούς έπαιρνεΉ Λίζ έτρεξε βιαστική στον κήπο, όπου υπήρχε λιγώτερο στραπατσαρισμένη άπό τήν καταιγίδα, μιά βεγγαλέζικη αγριοτριανταφυλλιά. Έκοψε ένα κλαδί μέ δυο μπουμπούκια καί μοΰ πρόσφερε τό ένα. ■Πόσο περισσότερα πράγματα μπορούν νά λένε τά μάτια άπό τή γλώσσα καμμιά φορά! 72
. ι-.
**
.V . * . .τ-τ
•— Λίζ! Λίζ!, φώναξε άπ3 Ιξω ή θειά - Κατερίνα. Είχαν φορτώσει^κιόλας τις άποσκευές τους. Πήρα κι’ εγώ την άρπα έπ" ώμου και φώναξα τον Κάπη. Πηδούσε καταχαρούμενος, σαν νά καταλάβαι νε πώς θά ξαναρχίζαμε τα ταξίδια μας κι* αυτό τον ευχαριστούσε περισσότερο απ' τό νά κάθεται κλει σμένος. ^ Ή θεία φρόντισε νά συντομέψη οσο γινόταν τη σκη νή τού αποχωρισμού. "Ανέβασε γρήγορα τά παιδιά στο άμάξι καί ύστε ρα είπε νά τής δώσω τη Λίζ, νά την πάρη σιά γόνα τά της. Τής την έδωσα. Άπόμεινα έπειτα αποσβολωμένος κι" εκείνη τότε έκλεισε την πόρτα. ^ — Φιλήστε έκ μέρους μου τον πατέρα, φώναξα μια καί... Δεν μπόρεσα νά τελειώσω. Ενας λυγμός έκοψε τη φωνή μου. —- Δρόμο!, διέταξε ή θεία. Μέσ’ απ’ τά δάκρυα μου, είδα άχνά τη Λίζ νά μου στέλνη μέ τό χεράκι της ένα φιλί. Καί ή άμαξα ξεκίνησε. "Έμεινα άκουμπισμένος πάνω στην άρπα μου καί κυττούσα νά φεύγουν, ώσπου άπ" τό μεγάλο άμάξι καί τ’ άλογα δεν οστό μείνε παρά ένα σκονισμένο σύν νεφο, στη στροφή τού δρόμου. Δεν ήμουν τόσο δυστυχισμένος σάν τίς άλλες φο ρές ωστόσο. "Ένοιωθα πώς δεν ήμουν τπά μονάχος στον κόσμο κι" είχα έναν σκοπό, νά φανώ χρήσιμος σ" εκείνους πού αγαπούσα. Θυμήθηκα ξαφνικά τον Βιτάλη καί είπα τού Κάπη: — "Εμπρός! ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΠΕΜΠΤΟ ϋϊ. ΠΡ ΟΣΤΑ μου ήταν δλ ος ό ^ κόσ μος κι" όλος ήταν δικός μου, αφού μπορούσα ν’ ακολουθήσω όποιαδήποτε κατεύθυνσι κατά τό κέφι μου. Αυτό δεν είναι εύτυχία, τό λέω γιατί πολλά παιδιά λαχταρούν τή μέρα πού θάναι ελεύθερα. Έγώ δεν ήθελα καθόλου αυτή την τρομερή ελευθερία. Θά προτιμούσα νάχα έ ναν άνθρωπο νά μέ συμβουλεύση τί^ έπρεπε νά κάνω. Πάνω σ’ αυτό ακριβώς, συλλογίστηκα πώς, πριν
73
πάω οπουδήποτε άλλου, έπρεπε νά περάσω από τή φυλακή τού Κλιαΰ, νά δω τον κύριο Άκέν. Τι σημα σία έχει πού δεν ήμουν παιδί του; Μήπως έκεΐνος δεν είχε σταθή αληθινός πατέρας μου; Μήπως δλον τον καιρό που έμεινα μαζί του, μέ είχε ξεχωρίσει καθόλου απ’ τ’ άλλα παιδιά του; Άπ’ τον φόβο των αστυνομικών, γιατί θυμόμουν πάντα τό παλιό έπεισόδιο μέ τά φίμωτρα, έδεσα τον Κάπη μ’ ένα σχοινί. Αυτό φάνηκε νά πληγώνη βαθειά τον έγωϊσμό του, γιατί ήταν ένας σκύλος μορφωμέ νος καί μέ άνατροφή. 4Ωστόσο, αφού δέν γινόταν άλλοιώς, φτάσαμε έτσι στο Κλισύ. Δίστασα πολύ πριν αποφασίσω νά μπω στις φυ λακές,^ γιατί μ5 εΐχε πιάσει ένας φόβος πού θά μέ κρατούσαν έκεΐ μέσα. Φανταζόμουν πώς εΐναι πολύ δύσκολο νά^ βγή κανείς άπό μιά φυλακή καί δέν ήξε ρα πώς υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες καί γιά νά μπής. Στο τέλος όμως κατάφερα νά φτάσω κοντά στον άνθρωπο πού ζητούσα. Μέ όδήγησαν στο «επισκεπτήριο», πού δέν είδα ούτε κάγκελα ούτε τίποτ" άλλο απ’ αυτά πού περίμενα καί σέ λίγο έφεραν καί τον κύριο ’Ακέν, χωρίς αλυσίδες στά χέρια καί στά πόδια. — Σέ περί μένα παιδί μου, είπε, καί μάλλωσα την αδελφή μου πού δέν σ" έφερε μαζί μέ τ’ άλλα παι διά μου. "Ήμουν πολύ λυπημένος άπ" τό πρωΐ. "Εκείνα τρ λόγια μούκαναν καλό. — Δέν ήθελε νά μέ πάρη μαζί της ή κυρία Κατε ρίνα, του είπα. λ— Δέν υπήρχε τρόπος, φτωχό μου παιδί. Δυστυ χώς, στον κόσμο, λίγες είναι οι φορές_πού καταφέρ νουμε νά κάνουμε αυτό πού θέλουμε, “έρω πώς θά δούλευες γιά νά βγάζης τό ψωμί σου, ό Συριό ό κου νιάδος μου, όμως, δέν θάχε δουλειά νά σού^δώση. Ερ γάζεται στο κανάλι τού Νιβερναί κι" έκεΐ πέρα δέν υπάρχει δουλειά γιά κηπουρούς. Τά παιδιά μού είπαν πώς αποφάσισες νά ξαναγίνης πλανόδιος τραγουδι στής. -έχασες λοιπόν πώς παραλίγο νά πεθάνης ξε παγιασμένος, έξω άπό την πόρτα μας; — Δέν τό ξέχασα. — Καί είχες καί τον κύριό^σου νά σέ όδηγή τότε... Δέν ήσουν όλομόναχος σάν τώρα.
74
— "Εχω πάλι τόν^Κάπη. Σαν κάθε φορά πού άκουγε τδνομά του, ό σκύλος γαύγισε χαρούμενα και κ-ούνησε την ούρα του, σαν νά φώναζε: «Παρών! 71 μπορώ νά κάνω γιά σάς;» — Ό Κάπη είναι ένα πολύ καλό σκυλί, ξανάπε^ό κύριος *Αχέν. Δεν παύει δμως νά είναι ένα σκυλί. Πώς θά κερβίζης τό ψωμί σου; — Θά χορεύω, θά τραγουδώ και θά παίζω κωμω δίες μαζί του. — "Ας είναι. Το πιο καλό θάταν νά μπορούσες νά βρής μιά θέσι. Είσαι εργατικός, τό ξέρω, καί γι’ αυ τό μιά δουλειά θάταν γιά σένα πιο καλά άπ* τό νά γυρνάς στους δρόμους, πού είναι ασχολία γιά τούς τεμπέληδες. •— "Αν έμενα μαζί σας, θά δούλευα δσο μπορού σα, τού είπα σκύβοντας τό κεφάλι. Δέν θέλω δμως νά πάω σέ άλλους πιά. Μέ κύτταξε κάπως παράξενα. — Μουλεγες, είπε ξάφνου ,πώς πριν μάθης ποιος ήταν ό Βιτάλης, σ’ είχε κάνει νά τά χάσης πολλές φορές μ* έκεΐνο τό ύφος του μεγάλου κυρίου πού έ παιρνε κάποτε. Λοιπόν θά σου πώ κάτι: Κι* έσύ έ χεις αύτό^ τό ύφος! Συγχώρεσέ με γι’ αυτό πού σου είπα. Μου πέρασε ή Ιδέα πώς τδλεγα γιά τό καλό σου. Μπορείς δμως νά κάνης δ,τι θές, άφου δέν έχεις γονείς κι* εγώ δέν μπορώ πιά νά σου σταθώ σαν πα τέρας. Αυτά τά λόγια μου είπε και μ5 Ανησύχησαν πολύ, γιατί κι3 έγώ τάχα σκεφθή καί φοβόμουν την ίδια την άπόφασι πού είχα πάρει, νά βγώ στούς δρόμους. Τι θά γινόταν δμως ή Αίζ, ή Έτιανέτ κι* ό *Αλέξης μέ τον Βενιαμίν, άν έμενα κάπου μόνιμα; 01 τρείς ήξε ραν νά γράφουν και μπορώ νά πώ πώς ίσως δέν μέ είχαν και τόσο μεγάλη άνάγκη. Αλλά ή Αίζ; -— Δέν θέλετε νά σάς στέλνω νέα άπ* τά παιδιά; ρώτησα. — Μου είπαν γι’ αυτό. Δέν σκεπτόμουν δμως τον έαυτό μου τώρα δά. Ποτέ δέν ποέπει νά σκέπτεσαι τον έαυτό σου πριν από τούς άλλους. Αυτά τά είπε γιά νά δικαιολογηθή, αλλά σ* έμε να έρρι'ξαν ένα ξαφνικό φώς στά λόγια του. — Αυτό θά κάνω λοιπόν κι* έγώ, πατέρα!, φώνα ξα αυθόρμητα. "Αν πήγαινα νά έργαστώ κάπου, δέν
75
θά σκεφτόμουν πιο μπροστά έσάς, τη Αίζ καί τ’ άλ λα παιοιά. Μου άρπαξε ξαφνικά τά χέρια καί, σαν μου μίλη σε, ή ρωνή του κοβότανν — ’Έχεις καρδιά, ψιθύρισε κι5 αυτό δεν το χαρίζει ή ηλικία... "Έλα νά σέ φιλήσω... Δεν θά σου ξαναπώ τπά μήτε μιά λέξι. Ξέρεις εσύ. ' Και μέ φίλησε κι" ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλό μου, αλλά δεν ήταν απ’ τά δικά μου μάτια. Ψάχτηκε ύστερα ξαφνικά κι* έβγαλε από μιά τσέ πη του ένα χοντρό ασημένιο ρολόι. — "Ας μη χωρίσωμε, χωρίς νάχης κάτι από μένα νά μέ θυμάσαι. Πάρ’ το. Μη θαρρείς πώς έχει με γάλη αξία. Είναι ευνόητο πώς, άν είχε, θά τόχα πουλήση γιά νά γλυτώσω λίγο καιρό. Δεν δείχνει κα] πολύ σωστά την ώρα έδώ πού τά λέμε. Πού σου το δίνω, είναι επειδή δεν έχω τίποτ’ άλλο. Μου τδβαλε στη φούχτα κι5 έκλεισε τά δάχτυλά υου μέ τά δικά του. "Εβλεπε πώς δέν ήθελα νά δε χτώ ένα τόσο ωραίο δώρο καί ξανάπε: — Θέλω καί νά τό ξεφορτωθώ Ρεμύ μου - αλήθεια! Οί ώρες δώ μέσα μένουν ακίνητες κι5 είναι Φριχτό νά χης νά κυττάς καί νά μη σαλεύουν οί δείχτες του. Γειά σου,^ αγαπημένο μου παιδί. Φίλησέ με μιά φορά ακόμα. Είσαι καλός. Μείνε πάντα έτση σέ παρακαλώ. ’Αττο τη στιγμή εκείνη ούτε θυμάμαι πώς έγινε καί βρέθηκα στον δρόμο.
Τά μάτια μου ήταν πνιγμένα στά δάκρυα κι5 ανα ρωτιόμουν άν τάχα θά'μοϋ δίνονταν πάντα τέτοιες αφορμές γιά νά κλαίω σ’ δλη μου τη ζωή. Δέν τδθελα νά κλαίω, όμως τά μάτια μου από μόνα τους έπια ναν νά γεμίζουν μέ δάκρυα κι’ εγώ δέν μπορούσα νά κάνω τίποτ’ άλλο απ’ τό νά τά σκουπίζω πότε - πότε. Μου φαίνεται πώς στάθηκα πολλές ώρες ακίνητος έξω απ’ τήν πόρτα τής φυλακής κι’ ίσως νάμενα καί τή νύχτα εκεί πέρα, άν τυχαία τό χέρι μου δέν σκά λωνε πάν<ω στο ασημένιο ρολόι μέσα στήν τσέπη μου. Τότε οί λύπες κι’ οί αγωνίες μου ξεχάστηκαν όλες μονομιάς. "Ημουν παιδί ακόμα καί ήταν πάρα πολύ σπου δαίο γιά μένα πού είχα ένα δικό μου ρολόϊ, Τό τρά βηξα καί κύτταξα τήν ώρα. Ήταν μεσημέρι. Αυτό δέν είχε ιδιαίτερη σημασία γιά μένα, δμως ένοιωθα μιά πολύ μεγάλη χαρά που
ήταν μεσημέρι, ^έπειδή μου τό είχε βεβαιώσει τό ρο λόι μου. Τι θαύμα! Μπορούσα νά ορκιστώ πώς, αν δεν ήταν αυτό, δεν θάταν ποτέ δυνατό ναταν μεσημέ ρι _εκείνη την ώρα. -αφνικά, ό Κάπη μέ σκούντησε. Τον κύτταξα παραξενεμένος, γιατί σχεδόν τον είχα £εχάσει. Φαινό ταν τό ίδιο χαρούμενος όπως κι9 έγω. -—- Τι τρέχει Κάπη; Επειδή δυσκολευόταν νά μ’ άπαντήση μέ λόγια, σήκωσε τό πόδι του κι* άκουμπησε τό ρολόϊ μου. Κα τάλαβα πώς ήθελε νά μου πή την ώρα μέ τον ίδιο τρόπο πού τοκανε παλαιότερα, στις παραστάσεις μας μέ τον Βιτάλη. Του έβαλα τον δίσκο μπροστά στά μάτια κι5 άπόμεινε αρκετή ώρα κουνώντας την ουρά του. Προσπαθούσε νά θυμηθη. Στο τέλος πήδησε καί γαύγισε δώδεκα φορές. Δεν είχε ξεχάσει! Νά, λοιπόν πού θά μπορούσαμε νά κερδίσωμε πολλά λεφτά μέ τό ρολόϊ μου κι* αυτό ήτανε κάτι πού δεν τό είχα υ πολογίσει. "Αν δεν φοβόμουν έκεΐνο τό μέρος μέ τή φυλακή, θάδινα ευθύς αμέσως μιά παράσταση άπ’ τον ενθου σιασμό μου. Γι* αυτό έβαλα τό ρολόϊ στην τσέπη κι* είπα βιαστικά: — Εμπρός! —-Κι* έρριξα μόνο άθελα ένα στερνό βλέμμα στη Φυλακή πού έμενε κλεισμένος ό «πατέρας μου», την ώοα πού εγώ μπορούσα νά τριγυρίζοο ελεύθερος δπου ήθελα. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚ ΤΟΝ Ιιϋ ΗΡΑ τον δρόμο τού Φοντενεμπλώ, στην τύχη καί αυτή ασφαλώς ήταν πού μ* οδήγησε στο νάχω μιά συνάντηση πού μπορώ νά τή χαρακτηρίσω άφοβα καταπληκτική: "Εξω από τήν εκκλησία Σαίν - Μεντάρντ, άντίκρυσα ένα παιδί νά κάθεται ακουμπισμένο στον τοΐχο της. Τό αναγνώρισα. 7Ηταν ό Μστίας! Ό Ματίας μέ τό χοντρό του κεφάλι, τά δακρυσμέ να του μάτια, τό εκφραστικό τρυφερό βλέμμα, τήν πάντοτε κωμική εμφάνιση Πήγα καί τον κύτταξα μή πως είχα κάνει λάθος, αλλά τότε μ* αναγνώρισε κά αυτός καί σκούπισε τά μάτια καί τή μύτη του.
Χαμογέλασε: —-Δεν εΐστε πού ήρθατε μια ψορά στον Γκαροφόλι μ5 έκείνον τον γέρο πού είχε άσπρα μαλλιά και γένεια; λ Του είπα πώς εγώ ήμουν και τον ρώτησα άν ήταν πάντα ό Γκαροφόλι ό κύριός του. Μου διηγήθηκε δλη τή μικρή του ιστορία. Μετά τό νοσοκομείο πού τον πήγαν, γύρισε ατού Γκαρσφόλι, αλλά έκεΐνος πού κατάλαβε πώς δεν μπο ρούσε νά τον χτυπάη πιά, χωρίς ν’ άρρωσταίνη, προ τίμησε νά τον δίωξη καί τον νοίκιασε σ’ ένα τσίρκο στο Ζιγόρ. Τον έδιωξαν όμως κι5 από κεΐ γρήγορα, επειδή τό κεφάλι του δεν χωρούσε στο κανόνι μέ τό οποίο ήθελαν νά τον εκσφενδονίζουν, -αναγυρνώντσς ωστόσο ατού Γκαροφόλι, δέν βρήκε κανέναν εκεί. Ό απαίσιος αυτός άνθρωπος είχε κτυπήσει τόσο πολύ ένα παιδάκι, τον Όρλάντο, πού εκείνο πέθανε καί τότε τον έπισσαν καί τον έκλεισαν στη φυλακή. ^ *Ηταν πρώτη φορά τότε που ακόυσα στη ζωή μου τή λέξι «φυλακή» μέ συμπάθεια κι* αυτό μέ παραξένεψε. —-Καί τώρα τί θά κάνετε; — Λεν ξέρω. Δέν έχω καθόλου λεφτά κι* έχω από χτες νηστικός. Δέν ήμουν πλούσιος, μοΰφταναν όμως τά όσα είχα, για νά μην άφήσω αυτό τό δύστυχο παιδί νά πεθάνη άπ’ την πείνα. *Ω, πώς θά ευλογούσα εκείνον πού θά μούδινε ένα κομμάτι ψωμί, τότε πού γυρνούσα πεινασμένος άπ* την Τουλούζη! -— Σταθήτε, μια στιγμή!, τού φώναξα. 'ΈτρΟξα στο πιο κοντινό φουρνάρικο καί δέν άρ γησα καθόλου νά γυρίσω. Τού έδωσα μια μεγάλη φέ τα ψωμί, πού την καταβρόχθισε. — Πρέπει νά σκεφθήτε κάτι νά κάνετε, τού είπα ύστερα. /— Σκεπτόμουν νά πουλήσω τό βιολί μου, μού α πάντησε. ^ Θά τοχα πουλήσει κιόλας _τόσες ώρες νη στικός, μά λυπόμουν νά τό χωριστώ. -έρετε... Βέβαια φαίνεται άνόητο... κι* όμως είναι ή μόνη μου παρη γοριά. "Οταν καμμιά φορά είμαι τόσο λυπημένος πού 6έ γίνεται^ άλλο, ψάχνω νά βρω ένα μέρος πού νάμα; εντελώς μόνος καί τότε παίζω για μένα. Είναι οί πιο ευτυχισμένες μου στιγμές, γιατί έχω την ίδέσ πώς βλέπω νά περνούν εμπρός μου τά πιό ήστίστευτσ πρά-
γμάτα εκείνες τις στιγμές. —- Γιατί δεν παίζετε βιολί ατούς δρομους λοιπον; — Ή άλήθεια είναι πώς τό δοκίμασα πολλές φο ρές. Κανείς δεν μούδωσε τίποτα. "Ηξερα πολύ καλά τί πήγαινε νά^πή αυτό. — Κι5 έσεΐς τί κάνετε τώρα; μέ ρώτησε ο Ματίας. Κάποια ανόητη, παιδική ματαιοδοξία μ* έκανε ν' απαντήσω μέ ^υφος: — Αλλά είμαι θιασάρχης! Βέβαια δεν είχα πή ψέματα, άψοϋ εΐχα ένα θίασο άποτελούμενο από τον Κάπη, ήταν δμως απ' τις α λήθειες που χρειάζεται διάθεσι για νά τις ξεχωρίσης άπό ένα ψέμα. — ^Ω!, έκανε ό Ματίας καί μεγάλωσαν τά πονεμένα του μάτια. "Αν θέλατε! — Τί πράγμα; — Νά... νά μέ^ προσλάβετε στον θίασό σας! Ή ανάγκη μ' έκανε νά ξαναγίνω ειλικρινής στη στιγμή. Τούδειξα τον Κάπη: — Αυτός είναι όλος κι* όλος ό θίασος μου. — Τί πειράζεις θάμαστε δύο. Μή μ’ έγκαταλείπετε, σάς παρακαλώ. Τί θά γίνω; Δεν μου απομένει πα ρά νά πεθάνω άπ’ την πείνα. Νά πεθάνη απ’ τήν πείνα! Πολλοί άκουν’ αυτά τά λόγια καί τά καταλαβαίνουν άλλοιώς ό καθένας. Ε γώ δμως τάνοιωσα σάν ένα μαχαίρι που μουσχιζε τήν καρδιά, έπειδή έτυχε νά γνωρίζω πολύ καλά τή ση μασία τους. — Ξέρω νά δουλεύω, είπε ό Ματίας μέ βιασύνη, για νά προλάβη κάποια κακή άπάντησί μου. Πρώταπρώτα, παίζω βιολί «τραγικό», δπως έλεγε ό Γκαροφόλτ ^Ύστερα ξέρω νά χορεύω στο σχοινί καί νά τρα γουδώ. Θά δήτε πώς θά κάνω πάντα δ,τι μου λέτε καί δεν θά οάς γυρεύω λεφτά - μόνο τό φαγητό μου. "Αν δέν τά καταφέρνω καλά, θάχετε τό δικαίωμα νά μέ δέρνετε - καμμιά άντίρρησι. Μόνο, άν σάς είναι εύ κολο ,νά μή μέ χτυπάτε στο κεφάλι, έπειδή είναι πο λύ άδύνατο άπό τότε πού μου τό περιποιήθηκε ό Γκαροφόλι. Μιλούσε σπαρακτικά κι5 απελπισμένα, χοορίς καμμιά διάθεσι ν’ άστειευθή καί μούρθοα/ πάλι τά κλάμα τα. Μέ πολύ δυσκολία βαστήχτηκα. ’Αλλά πώς νά τουλεγα πώς τον έπαιρνα; Μήπως καί πάλι δέν θά
79
κινδύνευε νά πεθάνη άπ3 την πείνα; Τι μπορούσα νά του εξασφαλίσω; Του τά εξήγησα δσο μπόρεσα όλ" αυτά, μά δεν ήθελε ν" άκούση. ^— Οι δυό^ δεν πεθαίνουν ποτέ απ’ την πείνα μου εΐπε. Βοηθιούνται πάντα. Αυτός πού έχει δίνει στον άλλον πού δεν έχει, όπως έγινε καί τώρα δά. Τά λόγια αυτά μου έδιωξαν στη στιγμή κάθε δι σταγμό. ■— Σύμφωνοι λοιπόν, είπα και τουδωσα τό χέρι. "Εκείνος τό άρπαξε πριν προλάβω νά τό τραβήξω καί τό γέμισε μέ φιλιά. Στά μάτια του έτρεχαν δά κρυα χαράς κι3 ευγνωμοσύνης, πράγμα πού έκανε νά ξεχειλίσουν καί τά δικά μου. "Αλήθεια, πόσα δάκρυα έχουν αυτοί πού δεν έχουν τίττστ" άλλο! — Θά έρθετε μαζί μου, του είπα, όχι όμως για νά μέ υπηρέτησε αλλά σάν σύντροφος. Κι" αφού πέρασα τό λουρί της άρπας στον ώμο μου, είπα άλλη μιά φορά: — "Εμπρός! Ό καιρός ήταν υπέροχος κι" άρχισε καλά τό ταξί δι μα^. Βγήκαμε στην έξοχή καί μάς τριγύρισαν τά λουλούδια καί τά χελιδόνια πού έκαναν βουτιές γύρω στά κεφάλια μας κι" ό Κάπη πηδούσε δεξιά κι" αρι στερά καί γαύγιζε μέ την παραμικρή αφορμή, ακόμα καί μέ τις πεταλούδες, πράγμα πού άπόδειχνε πώς τά^ σκυλιά αισθάνονται γαυγίζοντας τήν ίδια χαρά πού νοιώθουν κι" οι άνθρωποι σάν τραγουδούν. Ό Ματίας μόνο περποοτούσε αμίλητος δίπλα μου, βυθισμένος σέ σκέψεις. Πού πηγαίναμε; Δέν μπορούσα νά πώ μέ βεβαιότητα^ τίποτα πιο πολύ, από τό ότι πηγαίναμε κατ" εύθεΐαν μπροστά μας. Είχα υποσχεθή νά περνούσα από τήν Έτιανιέτ, τον "Αλέξη καί τον Βενιαμίν κι" ύστερα από τή^Λίζ. 'Όπως είχαμε.βγή άπ" τά νότια τού Παρισιού, τό καλύτερο ήταν νά τραβήξω πρώτα γιά τον Βενιαμίν καί ύστερα μπορούσα νά διαλέξω γιά τούς άλλους δυό. άλλου, άλλος ένας λόγος πού εΐχ" άφήσει τό Παρίσι άπ" αυτή τήν πλευρά, ήταν πού από καιρό σχέδιαζα νά περνούσα νάβλεπα τή μάνα - Μπαρμπερίνα καί τώρα πού είχα μαζί μου, τον Ματία, θά μ"
— Σπουδαίο πράμα νά τρώς και ·νά κοιμάσαι τσάμπα!, είπε 6 Ματίας. ευκόλυνε πολύ σ5 αυτό τό πράγμα γιατί κι5 άν δεν τό είχα κάνει ώς τώρα, ήταν άπ5 τον φόβο μήπως συ ναντιόμουν μέ τον Μπαρμπερέν. Τή φορά αυτή δμως, 6έν είχα παρά νά στείλω τον καινούργιο σύντροφό μου μπροστά, για νά διαπίστωση άν ή μάνα - Μπαρμπερίνα ήταν μόνη της στο σπίτι. Έκτος δμως οπτό τον τρόπο μέ τον όποιο θά έβλε πα την μάνα - Μπαρμπερίνα, έπρεπε νά εξακριβώσω κι5 άν θά βρίσκαμε πόλεις ή μεγάλα χωριά στον δρό μο μας, γιά νάχουμε εισπράξεις. Τό πιο σωστό λοιπόν ήταν νά συμβουλευτώ τό\ χάρτη, πού είχα κληρονομήσει από τον Βιτάλη. — "Άν θέλετε στεκόμαστε νά ξεκουραστούμε λί γο; εΐπα στο Ματία. — Μπορώ νά οάς πώ κάτι; — Και βεβαίως. — Νά: Θάθελα νά σάς παρακαλέσω νά μού μι λάτε μέ τό «σύ». ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
—* Ευχαρίστως νά μιλάμε μέ το «συ». — Εσείς ναί, μά οχι κι* εγώ. — Κι* έσύ κι' έγώ. Αστό σου τό διατάζω, γιατί άλλοιώτικα θά σέ δείρω. ^ — Χτύττα, μά όχι στο κεφάλι, είπε κι5 άρχισε νά γελάη χαρούμενα, δείχνοντας δυο σειρές κάτασπρα δόντια. Κσβήσαμε μετά απ’ αυτό κι* έγώ έβγαλα τον χάρ τη καί τον απλωσα μπρος μου, προσπαθώντας νά βρω που βρισκόμαστε καί που θά πηγαίναμε. —Τ\είν> αυτό τό πράγμα; ^μέ ρώτησε ό Ματίας. Του είπα μέ λίγα λόγια τι ήταν ένας χάρτης καί σέ τί^θά μάς φαινόταν χρήσιμος, μέ τά ίδια λόγια που είχε μεταχειριστή κι" ό Βιταλης γιά μένα, όταν μου παρέδωσε τό πρώτο μάθημα στη γεωγραφία. Μ’ άκουγε άπληστα καί στο τέλος είπε: — Μ’ άν εΐν’ έτσι, έσύ θά ξερής καί νά διαβάζης! — Καί βέβαια. Έσύ δεν ξέρεις; — Οχι. , — Δέν θέλεις νά μάθης; — "Αχ ναί! Πάρα πολύ! — Θά σου μάθω έγώ. -— Σ’ αυτό τό πράγμα - λέω γιά τον χάρτη - μπο ρούμε νά βρούμε τον δρόμο από τό Ζιγόρ στο Παρίσι; -—λ Εύκολώτατα. Του τον έδεί'ξα μάλιστα, αλλά κούνησε τό κεφάλι του δύσπιστα, σάν είπε πώς μέ μια μικρή κίνησί του δσχτύλου μου, έφτασα από τό Ζιγόρ στο Παρίσι. — Τον έκανα έγώ μέ τά πόδια αυτόν τον δρόμο, είπε, ^καί ξέρεις, είναι πάρα πολύ μακρύς. Τουόξήγησα λοιπόν πολλά γιά τόν χάρτη. "Οσο μπορούσα εκείνη τήν ώρα καί πάντα μέσ’ απ’ αυτά πού ήξερα κι* έγώ. "Οταν τέλειωσε τό μάθημα, άνοι ξα τόν σάκκο μου από σνομπισμό γιά νά δείξω στον Ματία τά πλουτη μου. "Απλωσα στη γη τρία πουκά μισα, τρία ζευγάρια κάλτσες, πέντε μαντήλια, δλα σχεδόν καινούργια κι5 ένα ζευγάρι παπούτσια λίγο μεταχειρισμένα. Ό Ματίας τάχε χαμένα. Τόν ρώτησα τί εΐχε κι* αύτόζ μ’ άποχρίθηκε: — Τό βιολί μου κι* αυτά που φορώ. -— 5Αφού εΐν’ έτσι θάχουμε αυτά έδώ μισά - μισά, τού είπα. Μόνο που βέβαια, άψοΟ άπό δώ καί πέρα σου ανήκουν κι* εσένα τά μισά οτγ5 αυτά πού είναι
32
στον σάκκο, θά τον κουβαλάς καί τίς^μισές ώρες. Ό καημένος προσπάθησε νά άρνηθη τήν τόσο σπου δσία προσφορά μου, άλλα τοΟ έκοψα μέ το μαχαίρι τις αντιρρήσεις, λέγοντας πώς έτσι έπιβαλλότοτν να γίνη άφού είμαστε πια φίλοι. Το ύφος μου ήταν^ τέ τοιο που δεν του έπέτρεψε νά πή τίποτα παρακάτω, γιατί πρέπει νά ομολογήσω πώς είχε αρχίσει νά μ5 άρέση νά διατάζω. Ξεκινήσαμε πάλι κι* ό Ματίας φορτώθηκε τον σάκκο. Στον δρόμο σχεδιάζαμε πώς θά του μάθαινα τα τραγούδια μου, γιά νά συνοδεοη έκεΐνος μέ το βιολί του, άλλα γρήγορα φτάσαμε σ3 ένα χωρίο που είχα με τήν καλή τύχη νά περάσουμε έξω άπό μια αυλή, δπου γινόταν γάμος. Σκέψθηκα πώς ίσως εκείνοι οί άνθρωποι ήθελαν νάχαν μουσικούς γιά νά τους διασκεδάσουν καί χωρίς χασομέρι μπήκα στην αυλή, Ακολούθου μ ενος^ άπό τόν Ματ ία καί τόν Κάπη. Μέ τό καπέλλο στό χέρι έκανα τήν πιο ευγενικά μου ύπόκλισι - τήν ύπόκλισι του Βιτάλη - στον πρώτο πού βρήκα μπροστά καί φέρ νοντας τά δυο δάχτυλα στό στόμα, σφύριξε τόσο δυ νατά, που ό Κάπη τρόμαξε καί τινάχτηκε. -— Έεεεϊ!, φώναξε. Γουστάρετε μουσική; "Έφτα σαν οί μουζικάντες! — Καί! Καί! Μουσική!, ξεφώνισαν δλοι. 4Η τύχη μας εΐχε ανοίξει. Μάς Ανέβασαν πάνω σ" ένα κάρρο κι5 έχείνο πού πρέπει νά πω είναι πώς τά καταφέραμε καλά, μ" όλο πού ποτέ δέν είχαμε ξαναπαίξει παρέα μέ τόν Ματία. Είναι γεγονός βέβαια πώς τό κοινό μας δέν ήταν καθόλου δύσκολο, Αλλά έπί πλέον ό Ματίας άποδείχτηκε θησαυρός, γιατί ήξερε νά παίζη καί κορνέττα καί φλάουτο κι" Αλα τά όργανα κι’ απόρησα γιατί δέν το είχε δηλώσει άπ5 τήν Αρχή. Του έφεραν λοιπόν μια κορνέττα πού βρέθηκε, για τί φώναζε περισσότερο άπ" τό βιολί, καί συνεχίστηκε μ’ αυτή τό πανηγύρι. Παίζαμε ώς τή νύχτα κι5 είχα κουραστή τρομερά άλλα πολύ περισσότερο ό καημένος ό Ματίας, πού ή ταν κΓ έξαντλημένος οπτό τό ταξίδι καί τίς στερήσεις. Είχε γίνει κατάχλωμος κι* όμως έπαιζε πάντα, φυ σώντας την κορνέττα του όσο μπορούσε πιο δυνατά.
Ευτυχώς στο τέλος πρόσεξε ή νύφη τή χλωμάβα του. — Φτάνει πιά,^ είπε. Ό μικρός δέν αντέχει άλλο. ■ Τώρα το χέρι στά πορτοφόλια σας για τούς μουσι κούς χωρίς τσιγγουνιές. Καλά μάς διασκέδασαν. —"Αν θέλετε, είπα πηδώντας κάτω απ’ τό αμάξι, θά βάλω τον ταμία μας νά κάνη την εΤσπραξι. Καί έδωσα τό καπέλλο του Κάπη, πού τ5 άρπαξε στά^δόντια μέ μιας. Είναι απερίγραπτο τό τί γέλιο έγινε μέ τά καμώ ματα τοί) Κάπη καί ασφαλώς ήταν ένας παραπάνω λόγος πού οι εισπράξεις μας πήγαν τόσο καλά. Καί δέν ήταν μόνο αυτό, παρά στο τέλος ό γαμπρός αφού έρριξε κι* ένα ολόκληρο ασημένιο πεντόφραγ κο (Π εηο καπέλλο, μάς προσκάλεσε στην κουζίνα νά φάμε καί τό βράδι μάς έβαλαν νά κοιμηθούμε 'στόν αχυρώνα. ^ Έγκαταλείψαμε τό φιλόξενο σπίτι τό άλλο πρωί, μέ κεφάλαιο είκοσιοκτώ ολόκληρα φράγκα. — Σ’ εσένα οφείλονται δλα, Ματία, εΐπα στον φί λο μου. Μόνος σου έκανες μιά ολόκληρη ορχήστρα. Καί,^ χωρίς νά θέλω, ήρθαν στο μυαλό μου τά λό για τού πατέρα^ τής Λίζ, πώς οποίος κάνει τό καλό, ανταμείβεται πάντα. Μέ είκοσιοκτώ φράγκα στην τσέπη, είμαστε κύ ριοι σαν φτάσαμε στο Κορμπέϊγ. Ψώνισα μερικά εί δη πού τά πίστευα απαραίτητα. Μιά κορνέττα, τρία φράγκα, από ένα παλιοπωλεΐο καί χρωματιστές κορδέλλες γιά τις γκέττες μας. Επίσης ένα μεταχειρι σμένο γυλιό γιά τον Ματία, γιά νά μοιράσουμε δ,τι είχαμε καί ^δέν είχαμε καί νάμαστε πάντα ελαφροί. Συνεννοούμαστε τόσο καλά οί δυο μας, πού ήδη είμαστε σάν αληθινά αδέλφια. — ξέρεις κάτι; μούλεγε καμμιά φορά γελώντας. Ενας θιασάρχης σάν κι* εσένα, πού νά μη δέρνη εί ναι σπουδαία δουλειά! — Λοιπόν εΤσ’ ευχαριστημένος; ν— Στην τιμή μου, πρώτη φορά πού δέν νοσταλγώ τό νοσοκομείο, απ’ τη μέρα πού άφησα τό σπίτι μου! Στο τέλος φτάσαμε στο Βάρς.
ΚΕΦΑΛΑI ΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ Λ ΕΝ δυσκολεύτηκα νά βρω τον Άλέξη, ττού ζούσε μαζί μέ τον θειο καί τή θεία του, δυο ττολύ καλούς άνθρώπους. Ό Κάπη έκανε μεγάλες χαρές πού ξανάβλεπε κι’ εκείνος τον Άλέξη καί, σαν κοινωνικός σκύλος πού ήταν, τού έγλυψε τα χέρια καί τα μάγουλα. Μάς κρατήσανε για φαΐ άπό επιμονή τοΰ θείου Γκασπάρ δπως κατάλαβα, γιατί δεν ήταν δύσκολο νά εξακριβώσω την τσιγκουνιά τής θείας. Το βράδι κοιμήθηκα μαζί μέ τον Άλέξη καί τον Ματία τον έβαλαν σ’ ένα άχυρένιο κρεββάτι στά ζε στά, κοντά στόν φούρνο. "Ολη τή νύχτα ό φίλος μου - ή καλύτερα ό αδελ φός μου - μοΰ μιλούσε για τή δουλειά του καί μούλεγε άν ήθελα νά γίνω ανθρακωρύχος. Δεν εΐχα καμμιά διάθεσι γιά κάτι τέτοιο, γιατί έ πρεπε νά φύγω γρήγορα άπό το Βάρς. ιΩστόσο ή τύχη το θέλησε νά γνωρίσω κι5 αυτή τή δουλειά σ’ όλη· της τή φρίκη. Τή μέρα πού θάφευγα, ό Άλέξης γύρισε χτυπημέ νος άπό έναν όγκο κάρβουνου πού τού είχε λυώσει τό ένα δάχτυλο καί του είχε πληγώσει σοβαρά δλο το χέρι θάμενε μέρες μακρυά απ’ τή δουλειά κι5 ό θείος του ήταν απελπισμένος πού δεν μπορούσε νά βοή άλ λο παιδί γιά νά τού σπρώχνη τό καροτσάκι του κάρ βουνου, πάνω στις σιδηροτροχιές, στή στοά. Υποχρεωμένος γιά τή φιλοξενία προσφέρθηκα νά αντικαταστήσω εγώ τον Άλέξη ώσπου νά γίνη καλά καί τό δέχτηκε. Τή δεύτερη μέρα πού δούλευα στο ορυχείο, συ νέβη κάτι τρομερό. Άπό κάπου ξεπήδησε ορυητικό νερό καί πλημμύρισαν δλες οι στοές μέ αποτέλεσμα νά αποκλειστούμε γιά μέρες ολόκληρες σέ μιά σκο τεινή γωνιά. Είμαστε απελπισμένοι καί θεωρούσαμε τούς εαυ τούς μας γιά ξεγραμμένους. Περάσαμε φοβερές ώ ρες καί κοντεύαμε νά πεθάνωμε απ’ τήν^ πεΐνα τήν ώρα πού έφτασαν επί τέλους γιά νά μάς σώσουν. Άττ’ τούς σωτήρες μας μάθαμε πώς οί μέρες πού εί χαμε ά.πομρίνει κλεισμένοι μέσα σ' εκείνη τήν υπό
γεια κόλασι, ήταν άκριβως δεκατέσσερις. Σηκωτό μέ μετέφεραν στο σπίτι κι5 ό καημένος ό "Αλέξη^ έπεσε πάνω μου μέ κλάματα. ,— * Ηθελα νά σκοτωθώ, δσο σκεπτόμουν πώς θα πέθαινες για μένα, μου έλεγε απαρηγόρητος. Και σε είχα, ξέρεις για πεθαμένο! "Ολους σάς είχαμε για πεθαμένους. — Έγω, είπε ό Ματίας, ούτε στιγμή δέν^ σκέφθηκα πώς πέθανες ή πώς θά πέθαινες. Βέβαια δσο περ νούσαν οι μέρες εΐχα αρχίσει νά τό φοβάμαι κι* έγώ, αλλά ήξερα πώς άν ήταν για νά πεθάνουν άπό τήν πείνα οί Αποκλεισμένοι άνθρωποι, έσυ θάμενες τελευ ταίος γιατί... είσαι συνηθισμένος! "Οταν φώναζαν τά ονόματα αυτών πού έβγαζαν άπό κεΐ μέσα καί Ακόυ σα «ίΡεμύ», έπεσα κάτω κλαίγοντας άπό τη χαρά μου. Μέ τσαλαπάτησαν λίγο έκείνη την ώρα,, γιατί έτρε χαν 5λοι νά δουν τούς δικούς τους, άλλα ήμουν τόσο ευτυχισμένος, που ούτε τό κατάλαβα. Ένοιωσα περηφάνεια πού μου είχε τόση εμπιστο σύνη ό Ματίας και δέν πίστευε πώς μπορούσα νά πεθάνω. "Ολοι πιά μέ είχαν συμπαθήσει και ήθελαν νά μέ κρατήσουν ατό Βάρς νά μέ κάνουν Ανθρακωρύχο. 1Βγώ δμως, και μόνο στη σκέψι αύτή^, πνιγόμουν. "Ήμουν φτιαγμένος γιά μιά έλεύθερη ζωη κι* δχι για νά βρίσκωμαι φυλακισμένος μέσα σ* έκείνη τή σκο τεινή κόλασι. Ό Ματίας ήταν^πολύ θλιμμένος δλες αυτές τις μέ ρες και δέν μπορούσα νά καταλάβω τήν αίτια, τήν έ μαθα δμως σάν του άνάγγειλα πώς θά φεύγαμε. "Έπεσε στόν λαιμό μου μέ δάκρυα και φώναξε: — ^Δέν θά μ" έγκαταλείψης λοιπόν; Του άστραψα μιά γροθιά γιά τή βλακεία πού έκα νε ν’ άμφιβάλλη γιά μένα, στην πραγματικότητα δ μως γιά νά κρύψω τή συγκίνησί μου σ^έκείνη τήν έκδήλωσι της φιλίας άπό μέρους του, πουκανε την καρ διά μου νά σφιχτής. Λεν πίστευα πως φοβόταν ν’ αντιμετώπιση μόνος του τη ζωή, γιατί ήξερα και άσφαλώς τδξερε κι* αυ τός, πώς είχε μεγάλες ικανότητες νά κερδίζη μόνος του τό ψωρί του. "Ήθελε άπλώς την παρέα μου, του άρεσε νάμαστε μαζί κι* αυτό μέ κολάκευε καί μέ συγκινουσε. Μ* δλο πού δέν ήθελα νά έργαστώ στό Βάρς, άψη-
σα μέ μεγάλη λύπη όλους τους καλούς μου φίλους, τον "Αλέξη καί τον θείο του, καθώς ^καί τους νέους πού είχα αποκτήσει στο ανθρακωρυχείο. Βρεθήκαμε άλλη μια φορά στους δρόμους, μέ τον γυλιό έπ’ ώμου καί τον Καπη νά κυλιέται ευτυχισμέ νος στά χορτάρια. Οταν ζήσης εκεί κάτω λίγον καιρό, τότε καταλα βαίνεις πόσο ωραίος είναι ό ουρανός, ό ήλιος καί τα δέντρα. ^ / , Φτάνοντας στην πόλι τής Μάντ, αποφασίσαμε νά βρούμε έναν αληθινό δάσκαλο μουσικής, μιά που εί χαμε τόσα λεφτά πού νά μάς έπ [τρέπουν τή σπατάλη ενός μαθήματος, νά μάς διδάξη εκείνα πού δεν ξέρα με καί πού ήταν άπαραίτητα νά γνωρίζουμε. Ρωτήσο:με μιά γυναίκα άν ήξερε κανέναν τέτοιο δάσκαλο, πού νάταν αληθινός καλλιτέχνης κι* ή κα κομοίρα γούρλωσε τά μάτια της από την έκπληξι. ^ — "Αλήθεια δεν γνωρίζαμε τον κύριο ’Εσπινασού; — "Οχι, γιατί έρχόμαστε άπό πολύ μακρυά καί μόλις τώρα είχαμε φτάσει. — "Από που έρχόμαστε; — "Απ’ τό Βάρς. Ή αγαθή γυναίκα παραδέχτηκε πώς ήτανε ^δυνατό νά μην γνωρίζαμε τον κύριο Έσπινασού, αφού ερχό μαστε άπό τόσο μακρυά πιά καί μάς είπε επιτέλους πώς θά τό βρίσκαμε στό κουρείο του: — Γιατΐ ξέχασα νά σάς πώ πώς τώρα έξασκεί τό επάγγελμα τού κουρέως! ^Ήταν ένας ζωηρός κι" αδύνατος άνθρωπάκος καί ξύριζε κάποιον χωρικό την ώρα πού μπήκαμε. Τό παρουσιαστικό του ήταν τέτοιο πού μονομιάς μάς έκοψε κάθε έλπίδα πού είχαμε πώς θά μπορούσα με νά μορφωθούμε άπ5 αυτόν. Ό Ματίας μάλιστα μούρριξε μιά ματιά καί είπε πώς ήθελε, άν μπορούσε, νά κόψη τά μαλλιά του, ύ στερα άπό τον κύριο πού ξυριζόταν·. — Καί τά μαλλιά καί νά σέ ξυρίσω κι5 εσένα παι δί μου!, του είπε γελώντας ό κύριος "Εσπ νασού. Καί πραγματικά όταν τελείωσε μέ^ τον άλλο,^ ήρ θε καί πέρασε μιά άσπρη πετσέτα στό λαιμό τού φί λου μου. — Κύριε, τουπέ αυτός άθωα, είχαμε μέ τον σύν τροφό μου μιά συζήτησι. Καθώς μάθαμε πώς είστε έ νας διάσημος μουσικός, συλλογιστήκαμε πώς ίσως
87
θά μπόρουσάτε νά μας δώσετε μια υπεύθυνη γνώμη, πάνω σ’ ένα θέμα πού μάς απασχολεί. Κ αι τι ειν αυτό; Κατάλαβα τί έπεδίωκε ό Ματίας καί παραδέχτη κα πώς ήταν πονηρός. Πήγαινε μέ τις απαντήσεις αυ τές άν ήταν ικανοποιητικές βέβαια, νά πάρη τό μά θημα πού ήθελε, πληρώνοντας μόνο ενα κούρεμα: — Γιατί τό βιολί τό κουρδίζουν σ’ ώρισμένες νότες μόνο καί σ’ άλλες όχι; — Γιατί η δεύτερη αριστερή χορδή του βιολιού του άποκρίθηκε ό κύριος Έσπινασού, πρέπει νά άποδώση φυσικό «λά» στη διαπασών κι’ οι υπόλοιπες πρέ πει νάχουν κουρδιστή έτσι, πού ή τέταρτη νά δίνη «σόλ», ή τρίτη τό «ρέ» καί ή πρώτη τό «μί». Καί τό κούρεμα άρχισε κι’ ό Ματίας ρωτούσε συ νεχώς κι’^έγώ συγκροτούσα τά γέλια μου κι’ άκουγα κιόλας μέ τεντωμένα τ’ αυτιά. Στο τέλος έμαθε τον αληθινό λόγο πού είχαμε πάει στο μαγαζί του. Έπιασε τότε νά γελάη μέ την καρδιά του. — Σπουδαίοι είσαστε τού λόγου σας!, έλεγε. Στο τέλος ζήτησε από τον Ματία νά τού παίξη κά τι κι’ εκείνος παίρνοντας τό βιολί του άρχισε νά παίζη μέ θάρρος ένα βαλς. — Καί δεν γνωρίζεις ούτε μιά νότα; φώναξε ό κύ ριος Έσπινασού κατάπληκτος. Ό Ματίας άφησε τό βιολί καί πήρε ένα κλαρίνο, από μιά αποθήκη μέ όργανα πού είχε ό κουρέας. 7— Παίζω καί κλαρινέτο καί φλάουτο, είπε. Οταν τελείωσε ό μουσικός ήταν βαθειά συγκινημένος. — Πρόκειται για ένα παιδί θαύμα!, φώναξε. "Αν δεχτής νά μείνης μαζί μου, σού υπόσχομαι νά σέ κά νω μέγα μουσικό! Μή νομίζης πώς δεν μπορώ νά σέ διδάξω, επειδή είμαι κουρέας. Ή ζωή όμως, βλέπεις, νεαρε μου έχει καί Απαιτήσεις καί γιά δαύτες χρειά ζεται τό πινέλλο τού ξυρίσματος καί τό ψαλίδι... Περί μένα μέ αγωνία την άπάντησι τού Ματία άλλα εκείνος είπε ορθά κοφτά: — Νά έγκαταλείψω τον φίλο μου; Ποτέ! Ό κύριος Έσπινασού είδε κΓ άπόειδε πώς δεν μπο ρούσε νά κάνη τίποτα κΓ αποφάσισε τουλάχιστον νά κάνη ένα δώρο σ’ έκεΐνο τό άγνωστο αγόρι. Τού χά ρισε λοιπόν ένα βιβλίο - μιά «θεωρία μουσικής». Λ
Ν
'ϊ'
3
3
/
*Ηταν πολύ μεταχειρισμένο, άλλα πολύτιμο για μάς. Πήρε ένα φτερό κι5 έγραψε στην πρώτη σελίδα του: «Χαρισμένο στο παιδί πού, δταν γίνη καλλιτέχνης θά θυμάται τον κουρέα τής Μάντ». "Ισως υπήρχαν κι5 άλλοι μουσικοί στη Μάντ, αλ λά ό Ματίας κι* εγώ αυτόν γνωρίσαμε καί δεν τον ξε χώσαμε ποτέ. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΟΓΔΟΟΝ 0 ΤΑΝ φύγαμε απ’ τό κουρείο του Έσπινασού, αγαπούσα τον Ματία ακόμα περισσότερο από προηγουμένως. — ηέρεις; του είπα σφίγγοντας του τό χέρι. 9Από δώ κι’ εμπρός, θάμαστε μαζί καί στη ζωή καί στον θάνατο. — Αυτό ήταν κΓ από πριν, απάντησε εκείνος. Καί άρχισε νά διαβάζη μέ αληθινή κατάνυξι τό •βιβλίο έκεΐνο. Δυστυχώς όμως δεν τουμενε καί πολύς καιρός για νά διαβάζη όπως τού άρεσε. Στο Μπουρμπούλ καί στο Μοντόρ περισσότερο, κάναμε μεγάλες εισπράξεις. Πρέπει νά ομολογήσω πώς τά περισσότερα τά χρω στούσαμε κυρίως στον Ματία. Έγώ μόλις έβλεπα αν θρώπους γύρω μας, άρχιζα νά παίζω την άρπα μου οσο μπορούσα πιο καλά βέβαια άλλα μ* ένα είδος α διαφορίας. Ό Ματίας όμως πρόσεχε πάρα πολύ τούς συγκεντρωμένους ανθρώπους καί καταλάβαινε αμέσως άν έπρεπε καί τί έπρεπε νά παίξη γιά^νά έχη επιτυ χία. 5Απ’ τό σχολείο τού Γκαροφόλι είχε μάθει τή λεπτή καί δύσκολη τέχνη πού είναι ό εξαναγκασμός σέ φιλανθρωπία. Τά αποτελέσματα τής περιοδείας μας ήταν αλή θεια καταπληκτικά. Μάς άφησε έδήνταοκτώ φράγκα κέρδος καί μαζί μέ τά υπόλοιπα εκατόν σαρανταέξη πού είχαμε απ’ το Βάρς, μαζεύαμε διακόσια δεκατέσ σερα φράγκα. Τότε μέ τον Ματία κάναμε ένα υπέροχο σχέδιο, νά πηγαίναμε στο Σαβανόν, μέσω τού Ουσελ και νά ά«
3
89
γοράζαμε μια καλή ά γελάδα γιά τή μάνα - Μπαρμπερίνα. ιό κακό ήταν πού ξέραμε πώς μια καλή γελάδα έπρεπε νάναι ήσυχη καί νά κάνη πολύ γάλα, δεν είναμε ιδέα δ μ ως ούτε έγώ, ούτε, ό σύντροφός μου που θά άνσγνιωρίζαμε μια τέτοια. Αυτό μάς έβαζε σέ^τρο μερή άνησυχία, γιατί κυκλοφορούσαν άπίθανες ιστο ρίες γιά ανθρώπους πού είχαν άγοράσει γελάδες χοορίς νά ξέρουν άπ’ αυτά καί είχαν πάθει τρομερές γκάφες. Δεν έπρεπε νά πάθουμε κι* έμεΐς τίποτα τέτοιο. Φτάσαμε στο Ούσέλ καί μπορούσα νά λογα-Ρ'.άζω π:ά πώς ήμουν στήν πατρίδα μου. Έχεΐ εΐχα πρωτοεμφανισθη στή σκηνή, στήν ξε καρδιστική κωμωδία «6 υπηρέτης τού κυρίου Καρδούλη», πού^ είχε και τον δεύτερο τίτλο «τό ζώο δεν είναι παντα^τό πιο ζώο». Έκεΐ ό Β πάλης μου είχε πάρει τά πρώτα μου παπούτσια έκεΐνα τά καρφιά, πού μ5 είχαν κάνει τόσο ευτυχισμένον. Μόνο πού τώρα δεν υπήρχε πιά ό άμοιρος Καρδού λης μέ την ωραία του στολή, πού τον έκανε πιο συ μπαθητικό απ' όλους τούς "Αγγλους στρατηγούς, ού τε ό Ζερμπίνο μέ τή Ντόλτσε, ούτε ό δύστυχος ό Βιτάλης πού τον εΐχα χάσει κι1 αυτόν. Άπ5 τούς έξη έκείνους τού θιάσου, ξαναγυρίζαμε δύο, ό Κάπη κι5 εγώ. Αυτό μ" έκανε αφάνταστα μελσγχολικό τήν ώρα πού μπαίναμε στο Ούσέλ. Σέ κά θε γωνιά δρόμου μου φαινόταν πώς θ’ άντίκρυζα ξα φνικά τό ψηλό καί γεμάτο φτερά καπέλλο τού Β πά λη καί θ’ άκουγα τή φωνή του νά λέη δυνατή καί γα λήνια: «Εμπρός παιδιά μου!» Τελικά καταλήξαμε σ' έναν κτηνίατρο γιά τό θέμα τής άγελάβας. νΟταν μάς είδε καί ακούσε τί θέλαμε, γέλασε. — Δέν βρίσκονται σοφές αγελάδες στήν επαρχία μας, είπε. — Δέν τή θέλουμε γιά νά παρασταίνη, του έξήγησα ευγενικά, μόνο νά κάνη πολύ γάλα— Καί νάχη βέβαια κι* άληθινή ουρά!, είπε ό Ματίας, πού είχε άκουστά γιά μια ιστορία πού άγόρασε κάποιος μια γελάδα μέ μακρυά ούρα κι’ άνακάλυψε τήν άλλη μέρα πως ήταν ψεύτικης κολλημένη. — "Ηρθαμε νά σάς παρακαλέσουμε νά μάς βοη
90
θήσετε νά μή μας γελάσουν οι ζωέμπορο ι, του ξανάπα κι* έγώ, προσπαθώντας νά μιμηθώ τό ευγενικό ύ φος του Ματία. — Κείνο που δεν μπορώ νά καταλάβω, είναι τι διάβολο Θέλετε τή γελάδα!, είπε ό κτηνίατρος. Του έξήγησα μέ δυο κουβέντες τί τί Θέλαμε και χαμογέλασε. — Βλέπω είσαστε καλά παιδιά, είπε. ΘαρΘω αύ ριο τό πρωί μαζί σας στη ζωοπανήγυρι και υπόσχο μαι ή γελάδα πού θά πάρετε, νάχη, τό λιγώτερο, α ληθινή ουρά! Ό Ματίας πού εΐχε υπ’ 6ψι του κι* άλλες γκάψες από παρόμοιες αγορές, πετάχτηκε: — Κι5 αληθινά κέρατα; — Μάλιστα. Κι* αληθινά κέρατα! — Καί νά μην έχη φουσκωμένους μαστούς. — Ούτε αυτό, θάναι μιά καλή γελάδα, μόνο πού πρέπει βέβαια, νά μπορήτε καί νά την πληρώσετε. Του είπα^πόσα χρήματα είχαμε καί μάς έκλεισε ραντεβού γιά τό άλλο πρωΐ στις έψτά, νά περάσου με νά τον πάρουμε. — Καί πόσα θά δώσουμε σ5 έσάς, κύριε κτηνίατρε; —- Έγώ δεν θά μπορέσω νά πάρω τίποτα από δυο τόσο καλά παιδιά σάν έσάς. "Οταν φύγαμε ό Ματίας είπε πώς έπρεπε κάτι νά κάνουμε γιά κείνον τον καλό άνθρωπο καί έπειδή δέν μπορούσαμε τίποτ* άλλο, πήγαμε τό βράδι νά τού κάνουμε μιά σερενάτα - έτσι κάνουν συνήθως σ’ εκεί νους που άγαπουν. Μάς άνοιξε συγκινημένος νά μπούμε στον κήπο του καί περάσαμε ευχάριστες ώρες μέ την οικογένεια του. I ά παιδιά του μάς περιποιήθηκαν πάρα πολύ καί ξετρελλάθηκαν μέ τον Κάπη. Τό άλλο πρωΐ ξεκινήσαμε μαζί μέ τον κτηνίατρο. Τό τί γινόταν οστό ζώα κι* από ανθρώπους στο πανη γύρι δέν μπορεί νά περιγραφή. Ό καινούργιος μας φίλος είδε μιά μικροσκοπική γελάδα, πού έμάς, πρέ πει νά ομολογήσω στι δέν μάς εΐχε κάνει τόση έντύπωσι σόιν κάτι άλλες καί ρώτησε τον χωριάτη πού την κρατούσε άπό τό σκοινί, πόσο την πούλαγε. "Εκανε τρακόσια φράγκα! Τρόμαξα .μέ την τιμή καί τούκανα νόημα νά πάμε παρακάτω αλλά εκείνος, χωρίς νά μού δώση καμμιά
βημάσίά, άρχισε νά κουβεντιάζη άτελειωΐα με ιόν χωρικό, κάνοντας του παζάρια και βρίσκοντας ένα σωρό κουσ ούρια στο κακόμοιρο τό ζώο, πού μ’ έκα ναν έκείνη την ώρα νά πιστέψω πώς θ’ άγοράζαμε μιά γελάδα τής κακίας συμφοράς. ^Τελικά δώσαμε διακόσια δεκαπέντε φράγκα, άκρι6ώς δλη την περιουσία μας και την άγοράσαμε, αλ λά δεν είχαμε πιά πεντάρα. ^Ηταν όμως μέρα πανηγυριού και τά καφενεία ή ταν γεμάτα κόσμο. Δεν απελπιστήκαμε, παρά πήγα με νά δουλέψουμε ^ξεχωριστά και δταν γυρίσαμε το βράδι, ό Ματίας είχε τεσσερισήμυσι φράγκα κι* εγώ τρία. •Είμαστε ξανά πλούσιοι, αλλά θυμάμαι πώς μεγα λύτερη ήταν ή χαρά μας γι’ αυτά πού είχαμε ξοδέ ψει, παρά γιά κεΐνα πού κερδίσαμε. Αναθέσαμε στο κορίτσι του πανδοχείου ν’ άρμέξη τη γελάδα μας και δειπνήσαμε θαυμάσια μέ ^ τό γάλα της. Στον μεγάλο ενθουσιασμό μας, κατεβήκαμε στον σταύλο νά φιλήσουμε τη συντρόφισσά μας στη μουσουδα και λοιπόν έκείνη σίγουρα σιγκινήθηκε απ’ αυτό τό χάδι, γιατί άρχισε νά μάς γλείφη στά μούτρα. — Θεέ καί Κύριε! Ετούτη δώ ή κυρά, ξέρει νά φιλάη!, φώναξε ο Ματίας καταμαγεμένος. -εκινήσαμε γιά τό Σαβανόν. Ή τύχη πού είχε φανή τόσο ευνοϊκή γιά μάς ώς τότε, μάς έπαιξε ένα άσχημο παιγνίδι αυτή τη φορά. Είχαμε προχωρήσει πολύ καί φτάνοντας στην α κροποταμιά, αφήσαμε τη γελάδα μας νά βόσκηση κι’ έμεΐς καθήσαμε δίπλα ^νά κολατσίσουμε. "Οταν τελειώσαμε τό ζωντανό βοσκούσε ακόμα κι’ ό Ματίας είχε την ιδέα νά τής παίξη λίγο φλάουτο. Άποδείχτηκε δμως πώς έκείνη δεν ήταν καθόλου φιλόυουση. Μέ τις πρώτες νότεςριτού τής έστειλε κατ’ ευθείαν μέσα στ’ αυτί της ό σύντροφός μου, μουγκά νισε δυνατά κι’ άρχίνησε νά τρέχη^ στά χωράφια. — Ηλίθιε!, φώναξα έξω φρένων στον Ματ ία κι’ άρχίσαμε νά τρέχουμε πίσω της. — Σκότωσε με, μου αξίζει!, φώναξε κι’ εκείνος απαρηγόρητος. Ό καημένος ό Κάπη πάσχισε νά μάς βοηθήση^ καί όλο μπερδευόταν στά πόδια της αλλά δεν μπορούσα με νά τή φτάσουμε, η
Ή γελάδα δυνάμωνε τό τρέξιμό Τής Τ06μαγμέν·η και στο τέλος βρεθήκαμε σ’ ένα μεγάλο χωριό, οπού όμως την είχαν πιάσει αί χωρικοί καί μάς περί μ εν αν συγκεντρωμένοι. ;Απ5 την αρχή φάνηκε πώς οί δια θέσεις τους κάθε άλλο ήταν παρά καλές. — Σίγουρα την έχουν κλέψει τη γελάδα αυτά τά βρωμόπαιβα! ^Ηταν τά πρώτα λόγια πού ακούσαμε καί ή ψυχή μας γέμισε τρόμο, σάν είδαμε κι9 έναν χωροφύλακα νάρχεται βλοσυρός καταπάνω μας. — Ποϋθε την κλέψατε αυτή τή γελάδα; μάς ρώ τησε μέ τρρμερή φωνή. Δεν την είχαμε κλέψει αλλά τήν αγοράσαμε στην έμποροπανήγυρι τής Ουσέλ. — Αυτό θά τό δούμε! Περάστε στή φυλακή! Ό Ματίας πήγε νά διαμαρτυρηθή αλλά τον στα μάτησα χλωμιάζόντας, γιατί θυμήθηκα τό παλιότερο δυσάρεστο έπεισόδιο μέ τον αστυφύλακα καί τον Βιτάλη. "Ωσπου νά μάς πάνε στή φυλακή όλοι σ^τόν δρόμο μάς έβριζαν μέ τά ^χειρότερα λόγια, καί μάς έσπρω χναν κΓ έδειχναν πώς θά μάς κομμάτιαζαν άν δέν ή ταν ό χωροφύλακας νά μάς προστατεύη. Λίγο αργότερα φτάσαμε στή φυλακή καί γιά μιά στιγμή πίστεψα πώς θά τή γλυτώναμε. Ό δεσμοφύ λακας δέν ήθελε νά μάς δεχτή, αλλά ό χωροφύλακας έπέμενε κι5 αναγκάστηκε νά υποχώρηση; Πιο ύστερα καταλάβαμε τον λογο πού δέν μάς ή θελε εκείνος ό άνθρωπος. Είχε άπλωσε ι στο πάτωμα τού κελλιοΰ δυο τσουβάλια κρεμμύδια νά ξεραθούν καί τώρα έπρεπε νά τά μαζέψη. Ήταν πολύ φουρκι σμένος μαζί μας. Τελικά μάς πέταξε έκεΐ μέσα καί ή πόρτα έκλεισε πίσω μας, τρίζοντας άνατριχιαστικά. Είμαστε φυλακισμένοι. Γιά πόσον καιρό; Ό Ματίας ήρθε καί στάθηκε μπρος μου μέ σκυμ μένο κεφάλι. — Χτυπά με, χτύπα με στο κεφάλι!, μουρμούρι σε. "Οσο δυνατά κι’ άν με χτυπήσης, θ'άναι λίγο, γιά μιά τόσο μεγάλη βλοοκεία. — Ή δίκιά μου νά σ’ άφήσω ήταν μεγαλύτερη, τού εΐπα θυμωμένος. 93
Αρχισε νά κλαίη, “Ύστερα έτπασε νά κάνη τις πιο άπαισιόδεξες αποθέσεις. Καλά, τήν άγελάδα, θάταν εύκολο ν’ άποδειχτή πώς τήν αγοράσαμε στο Ουσέλ, μέ τή μαρτυρία του κτηνίατρου. Πώς όμως θ' αποδείχναμε πώς δεν είχα με κλέψει τά λεφτά πού δώσαμε για νά την πάρου με; Ποιος θά πίστευε πώς τάχαμε μαζέψει πεντάρα πεντάρα σ' ένα τάσο μεγάλο ταξίδι, δυο παιδιά σαν κι’ έμάς; Και υστέρα θά λέγαμε πώς θέλαμε τή γε λάδα νά την κάνουμε δώρο στη μάνα - Μπαρμπερίνα. Κι5 άν όμως ή καημένη είχε πεθάνει στο μεταξύ; Κι* υστέρα άν πέφταμε στα χέρια του Μπαρμπερέν καί μάς έπαιρνε τή γελάδα καί κρατούσε έμένα; Καί τή γελάδα ποιος θά την άρμεγε τον καιρό πού θάμαστε φυλακισμένοι; Δεν θά ψοφούσε; Λεν πέρασαν όμως βδομάδες, όπως φοβόμαστε, παρά σέ λίγη ώρα ή πόρτα ξανάνοιξε καί ό δεσμο φύλακας μούγγρισε άγρια: — Σηκωθήτε, παλιόπαιδα. Ό κύριος είρηνοδίκης θά σάς άνακρίνη! — Καλά, καλά, έκανε ό είρηνοδίκης μπαίνοντας. Θ" άνακρίνω πρώτα αυτόν εδώ καί μ1 έδειξε μέ τό δάκτυλο - τόν άλλον πάρτον έξω. Έτσι έγινε καί , μείναμε μόνοι. — Σάς κατηγορούν πώς κλέψατε κάποια γελάδα, μου εΐπε^ τότε, παρατηρώντας με ίσια στα μάτια. Τού εΐπα τήν ιστορία πώς αγοράσαμε τή γελάδα άπό τήν εμπορσπανήγυρι τού Ουσέλ. Τού είπα καί τό όνομα τού κτηνιάτρου. — Θά τό εξακριβώσουμε, δήλωαχ ό είρηνοδίκης. Καί γιατί άγοράσατε τή γελάδα; — Τήν πηγαίνω στή Σαβανόν, νά τή χαρίσω στη γυναίκαρπού μ* άνάθρεψε άπό ευγνωμοσύνη. — Πώς τή λένε αυτή τή γυναίκα; — Κυρία Μπαρμπερέν. — Ή σύζυγος εκείνου τού χτίστη, πού έμεινε σα κάτης ατό Παρίσι, πριν λίγα χρόνια; — Μάλιστα. — Θά τό έξοοκριβώσουμε κι5 αυτό. Μέ είδε πού κατσούφιασα άντί νά ευχαριστηθώ σάν τήν άλλη φορά πού δήλωσε πώς θά έξακρίβωναν γιά τόν κτηνίατρο κι" άρχισε πάλι τις έρωτήσεις. "Αναγ κάστηκα νά τού πώ πώς όλα είχαν γίνει^ γιά νά κά νουμε στή μάνα - Μπαρμπερίνα τήν πιο ευχάριστη
94
έκπληξ,ι τής ζωής της και βέβαια δα χαλούσε άν τή ρωτούσαν σχετικά. Το μόνο που μέ ικανοποίησε από κείνη τή συζήτη ση ήταν που έμαθα άπ’ τον ειρηνοδίκη πώς ό Μπαρμπερέν είχε ξαναγυρίσει στο Παρίσι. -— Καί τοόρα θά μου πής που βρήκατε τά λεφτά για ν* αγοράσετε τή γελάδα. *Ηταν ή έρώτησι που φόβιζε τον Ματία. — Τά κερδίσαμε δουλεύοντας οστό πόλι σέ πόλι κι’ άπό χωριό σέ χωριό. "Ενα μεγάλος μέρος τους, τό είχα άπό τό Βάρς. Μέ κυτταξε παραξενα. —- Τί είχατε πάει νά κάνετε στο Βάρς; θέλοντας καί μη του είπα ολόκληρη την ιστορία που συνέβη στην πόλι του ανθρακωρυχείου. Σάν άκουσε πώς είχαμε άποκλειστή έκεΐ μέσα, τά μάτια του φωτίστηκαν καί τό σκληρό πρόσωπό του μεταμορφώ θηκε άπό ένα χαμόγελο. — Ποιος άπό τούς δυό σας είναι ό Ρεμύ; μέ ρώ τησε. — Εγώ, κύριε είρηνοδίκα. — Διάβασα γιά ένα καλό παιδί, πού έδινε κουρά γιο στους αποκλεισμένους έκεΐ μέσα, μέ τά λόγια καί τά έξυπνα καί χαρούμενα τραγούδια του!, μ ου πε^ό ειρηνοδίκης. "Άν εΤσ* εσύ ό Ρεμύ στ5 αλήθεια, νά μου διηγηθής πώς άκριβώς έγινε ή καταστροφή του ο ρυχείου καί πώς πέρασαν έκεΐνες οί μέρες στην υπό γεια στοά. Τάχω διαβάσει δλα μέ λεπτομέρειες, θά καταλάβω άν δεν μου λές ψέματα. Λέν είχα συλλογιστή καμμιά φορά πώς μπορεί νάταν σπουδαίο, τό δτι τραγουδούσα ατούς δύστυχους άνθρατκωρύχσυς που περίμεναν τό θάνατο, εξαντλημέ νοι άπό την πείνα. Αργότερα έμαθα πώς έκεΐνο πού περνούσαν γιά κατόρθωμα, ήταν τό κουράγιο νά τρά γο υδάη εύθυμα τραγουδάκια, ένα πεινασμένο παιδί. Κι’ δμως δεν έκανα καί τίποτ’ άλλο γιά ολόκληρα χρόνια κι* ήμουν πολύ συνηθισμένος σ* αυτό. :ΕΤπα τού είρηνοδίκη δλα δσα μου ζήτησε κι* έμει νε καί μέ κυττούσε πολλή ώρα μέ τρυφερό βλέμμα. Αέν είπε λέξι καί σηκώθηκε άξαφνα καί βγήκε, Ξανσγύρισε μετά άπό λίγο, μαζί μέ τον Ματία. — Θά ζητήσω πληροφορίες άπ’ τό Ούσέλ, είπε κι* άν επιβεβαιωθούν δλ* αυτά, αύριο θά είσθε ελεύ θεροι.
95
-— Κι* ή γελάδα μας; ρώτησε ό σύντροφός μου. — Θά την πάρετε πάλη — ’Όχι... ήθελα νά πω, έκανε ντροπαλά ό φίλος μου, ποιος θά την ταΐση; Ποιος θά την άρμέξη; —^ Μείνε ήσυχος γι’ αυτό μικρέ μου. Κι5 αλήθεια έμεινε ήσυχος ό Ματίας και μουρμού ρισε σάν έφυγε ό είρηνοδίκης: λ— "Αν την άρμέξουν, Ρεμύ, τό σωστό δεν είναι νά μάς δώσουν εμάς ^τό^ γάλα της; Γέλασα και του είπα τά δυο ευχάριστα νέα, ότι ή μάνα - Μπαρμπερίνα ζοϋσε κΓ ότι ό άντρας της ή ταν στο Παρίσι. -—- Ή γελάδα λοιπόν θά μπή θριαμβευτικά στο Σαβανόν, φώναξε ό Ματίας, σάν στρατηγός που γυ ρίζει από τη μάχη! ΚΓ απ’ τη χ·αρά του άρχισε νά χορεύη καί νά τραγουδάη κΓ ό καημένος ό Κάπη πού είχε χάσει τά νε ρά του τόση ώρα μέσα σ’ εκείνο τό κελλί κΓ είχε άπομείνει λυπημένος σε μιά γωνιά, ήρθε καί στάθηκε μπρος μας στά πισινά του πόδια καί γαύγισε χα ρούμενα. Άπ’ τη φασαρία έφθασε ό δεσμοφύλακας καί μάς ζήτησε «άν είχαμε την καλωσύνη νά σωπάσουμε!» ^ Άπ’ την αλλαγή αυτή του τρόπου του, σιγουρευ τήκαμε πώς τά πράγματα πήγαιναν καλά. Πράγματι σέ λίγο ξαναγύρισε μέ μιά μεγάλη γα βάθα γεμάτη μέ τό γάλα τής γελάδας μας καί μαζί μ* αυτό ένα καρβέλι λευκό ψωμί κΓ ένα μεγάλο κομ μάτι ψητό βωδινό, πού τό έστελνε ό κύριος είρηνο δίκης. Δεν είχα ξανακούσει για φυλακισμένους μέ τόσες περιποιήσεις κΓ άρχισα μάλιστα νά πιστεύω πώς χω ρίς αμφιβολία είχα αδικήσει τις φυλακές. Την ίδια γνώμη είχε κΓ ό Ματίας. — Σπουδαίο πράγμα νά τρως καί νά κοιμάσαι τσάμπα!, φώναξε. Σάν κάθε κατατρεγμένος απ’ τήν τύχη όμοος, έτσι κΓ εγώ έκανα γρήγορα μιά καινούργια δυσάρεστη σκέψι, πού μέ γέμισε πάλι ανησυχίες μέσα στή χα ρά μου: «ΚΓ άν ξαφνικά πέθαινε ό κτηνίατρος, ποιος θά κατέθετε για μάς;...»
— Αι<κό σου είναι τούτο το σκυλί; — Μάλιστα. — Σέ συλλαμβάνω λοιπόν!
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΝΑΤΟΝ Μ ΤΙΣ οκτώ τό προάί' άνοιξε ή πόρτα μας και μπήκανείρηνοδίκης ,μέ τον κτηνίατρο. Ό καλός άνθρωπος είχε τρέξει αμέσως μόνος του, όταν ακού σε τι μάς συνέβη,, για νά μάς έλευθερώση ό ίδιος μια ώρα γρηγορώτερα. Ό ειρηνοδίκης, χαμογελώντας, μου έδωσε ένα χαρ τί μέ μια σφραγίδα. ^—· *Ηταν τρέλλα νά ξεκινήσετε έτσι από μιάς αρ χής, μου είπε. Μ3 αυτό τό χαρτί που πήρα για σάς άπ3 τό Δήμαρχο, δεν έχετε πια νά φοβόσαστε τίποτα. θλιβερά είχαμε μπή στο χωριό καί βγαίναμε τώοά νικητές, τραβώντας από πίσω μας τη γελάδα μ3 ένα μακρύ σχοινί κι* οι χωριάτες μάς κυττουσαν μέ ΧΩΡ I Σ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
7
συμπάθεια και μάς έστελναν ευχές, περισσότερο για νά μην αίσθάνωνται οί ίδιοι πολλές τύψεις για έκεΐνα που είχαν πη έχτές. Φτάσαμε στο χωριό που είχαμε κοιμηθή μέ τον Βιτάλη την πρώτη νύχτα της γνωριμίας μας. Δεν έ μενε παρά νά περάσουμε τον κάμπο καί νά βγούμε στην, πλαγιά πού έφερνε στο· Σαβσνόν. Περνούσαμε ακριβώς έξω από κείνο τό σπίτι πού ό Ζερμπίνο είχε κλέψει τό κομμάτι τό κρέας καί μούρθε μιά ιδέα. — Σου ύποσχέθηκα νά σου φτιάξη σβίγγους η μάνα - Μπαρμπερίνα, είπα στον Ματία. Γιά νά γί νουν όμως, χρειάζεται βούτυρο, φαρίνα κι* αυγά. — Θάναι σπουδαίοι! — Βεβαίως. Γρήγορα θά τό εξακρίβωσης και μό νος σου. Ωστόσο τό πιθανότερο είναι ή μάνα - Μπαρ μπερίνα νά μην έχη ούτε φαρίνα ούτε βούτυρο, επει δή είναι φτωχή. Τι Θάλεγες νά τής πηγαίναμ* εμείς; — Δεν άκουσα ποτέ μου πιο καλή ιδέα! Έ5ώ πρέπει νά σημειώσω πώς ή αγορά τής αγε λάδας ήταν πρώτα - πρώτα δική του έμπνευση γ^ιατί εγώ δεν θά τολμούσα ποτέ νά τό προτείνω, άφου ήξεοα πώς ή μισή από τήν περιουσία μας ανήκε σ" αυ τόν. "Αγόρασα βούτυρο και φαρίνα σ’ ένα μπακάλικο και συνεχίσαμε τον δρόμο μας. "Ήμουν τρομερά συγκινημένος. Κυττούσα ολόγυ ρα τον ξερόκαμπο καί μου φαίνονταν δλα υπέροχα.^ — Δεν είναι θαύμα; έλεγα κάθε τόσο του Ματία. — Δέν υπάρχει ώραιότερος^ τδττος. — Καί νά δής τις καστανιές, δταν θά κατεβουμε τήν πλαγιά... -— "Έχουν κάστανα; -— "Άμ, τί; Μήλα; Ή μάνα - Μπαρμπερίνα έχει στον κήπο της μιά έξοχη αχλαδιά που κάνει κάτι α χλάδια τόσα! Κι5 επειδή γιά κάθε τι πού τούλεγα στο τέλος^κατέληγα μέ τη φράσι: «Θά δής!», μούπε κι" εκείνος σέ μιά στιγμή: -— Κι" άν ερχόσουν στήν πατρίδα μου τή Δούκα, θά σουδειχνα κΓ εγώ σπουδαία πράγματα - θάβλεπες! — "Αλλά^ θά πάμε; δταν έπισκεφθου'με πρώτα τήν Έτιανιέτ, τον Βενιαμίν καί τή Λίζ.
Θές ναρ§ης στή Λουκά; . -— Έσύ πώς ήρθες στη μάνα - Μπαρμπερίνα; Και πώς είπες ν3 άγοράσουμε τη γελάδα νά τής την πά με; Θάρθω λοιπόν κι* έγώ νά δώ τη μαμά σου, την αδελφή σου τη Χριστίνα και θά την πάρω στην άγκαλιά μου νά την πάω βόλτα, έκτος κι5 άν έχη μεγαλώση πάρα πολύ... — *Ω, Ρεμύ! Δεν μπόρεσε νά πή τίποτ’ άλλο από τη μεγάλη του συγκίνησι. Μάς έμεναν τπά λίγα βήματα γιά νά φτάσουμε σ’ εκείνο τό σημείο, πού είχα ζητήσει από τον Βιτάλη νά μ5 άφήση νά καθήσω καί νά κυττάξω γιά τελευ ταία φορά τό σπίτι, πού φανταζόμουν πώς δεν θά τό ξανάβλεπα ποτέ. Δεν άντεξα νά κάνω περπατώντας αυτά τά λίγα μέτρα. "Αφησα τό σχοινί τής γελάδας στον Ματία καί ώρμησα στο πεζούλι του δρόμου. Πήδηξα επάνω. Ή ματιά μου πλανήθηκε πέρα, στον χαμηλό κάμπο. Φαίνεται^πώς χλώμιασα καθώς άντίκρυσα τη στέγη του σπιτιού τής μάνα - Μπαρμπερίνας, γιατί ό Ματίας πού έφτασε κοντά μου, με ρώτησε ανήσυχος: — Τι έπαθες; Η — Έκεΐ... Έκεΐ! — Ε... Τι τρεχει; — Εκεί πού σου δείχνω μέ τό χέρι μου, είναι τό σπίτι τής μάνα - Μπαρμπερίνας... Ή αχλαδιά της... Ό κήπος μου! Βλέπεις; Ό καημένος δεν μπορούσε νά δ ή μέ τά δικά μου μάτια καί μην καταλαβαίνοντας την τόση ταραχή μου δεν έλεγε τίποτα. Τότε ένα μικρό συννεφάκι καπνού ξεφύτρωσε πάνω από την καμινάδα του τζακιού κι* άνέβηκε ίσια στον γαλανό ουρανό. — Είναι στο σπίτι!, φώναξα. Είν’ έκεΐ! Τά μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα καί πηδώντας άπ5 τό πεζούλι, άρπαξα τον Ματία καί τον φίλησα. Ό Κάπη γαύγισε χαρούμενα καί πήδηξε πάνω μας. Καθώς τον χάϊδευα, ό Ματίας χοροπηδώντας πήγε καί_ φίλησε άλλη μιά φορά στη μουσούδα. -εκινήσαμε μ5 δλη τη γρηγοράδα πού έπαιρναν τά πόδια μας. Κουβεντιάζαμε πώς ακριβώς θά τής κάναμε την
έκπληξι. 99
/Εσύ θά πας πρώτος μέ τή γελάδα, τοΟ ελεγά και θά της πής πώς τής τη στέλνει κάποιος. Σά σέ ρωτήση «ποιος», θά παρουσιαστώ ξαφνικά εγώ. Κα τάλαβες; Ώστοσο καθώς ζυγώναμε, είδα τή μάνα - Μπαρ μπερίνα πού άνοιξε τήν καγκελόπορτα, την ξανάκλειοε και άρχισε νά προχωρή κατά τό χωριό. — Φεύγει!, μουρμούρισε ό Ματίας μ’ άπογοήτευσι. Χάλασε ή έκπληξι! — Θά σκεφτούμε καμμιά άλλη. — Ποιά; — Δεν ξέρω ακόμα. — Δεν τή φωνάζεις πιο καλά; Ό πειραο'μός ήταν πολύ μεγάλος κι’ όμοος τόοους μήνες σχέδιαζα στο μυαλό μου μια έκπληξι και δεν μου πήγαινε νά τή χαλάσω. Ή μάνα - Μπαρμπερίνα ξεμάκρυνε. Μπήκαμε στο σπίτι, βάλαμε τή γελάδα στή φά~ τνη, έκεΐ πού ήταν κι’ άλλοτε και για νά τής κάνουμε χώρο, στοιβάξαμε σέ μιά γωνία τά ξύλα πού ήταν σκορπισμένα .έκεΐ μέσα. "Υστερα καθήσαμε κοντά στο τζάκι καί περί μέναμε. — Έσύ, είπα τού Ματ ία, μόλις θ’ ακούσουμε τήν καγκελόπορτα νά τρίζη, θά πεταχτής άμέσως_νά κρυ φτής στο κρεββάτι, πίσω από τό παραιβάν. 'άκεΐ πέ ρα ήταν τό κρεββόπι μου - πού βλέπεις, Έτσι ακρι βώς - μ’ αυτό τό κόκκινο παραβάν. Ή καημένη ή μά να - Μπαρμπερίνα τόχει αφήσει απείραχτο! •Πέρασε κάμποση ώρα καί κυττούσα αχόρταγα όλοΰθε κι’ όλο μου φαινόταν πώς δεν εΐχα φύγει ποτέ από κεΐ μέσα, μόνο είχα βή ένα μεγάλο, παράξενο ό νειρο καί ξαφνικά ξύπνησα. Τότε διέκρινα από τό παράθυρο τό άσπρο κεφαλο μάντηλό της καί σχεδόν αμέσως ακόυσα τήν καγκε λόπορτα νά τρίζη. — Κρύψου!, σφύριξα τού Ματία. Καί ξάπλωσα στην καρέκλα όσο μπορούσα άναπαυτικώτερα. Ή πόρτα άνοιξε καί μπήκε ή μάνα - Μπαρμπερίνα καί μέ είδε. — Μπά!, έκανε. Ποιος είναι κεΐ πέρα; Δέν είπα λέξι. Μόνο έμεινα ακίνητος καί τήν κυτσούσα.
100
*Αξοοφνα είδα τά χέρια της πού έτπασαν νά τρέ μουν. — Θεούλη μου!, ψέλλισε. "Όχι! Θά κάνω λάθος! Ρεμύ! Πετάχτηκα και χύθηκα στην αγκαλιά της: — Μαμά! — Νά το! Είναι τό άγόρι μου!, τραύλισε ή δύ στυχη. Μά θά πέρασε πολλή ώρα ώσπου νά συνέλθουμε και νά σκουπίσουμε τά δάκρυα πού έτρεχαν στά μά τια μας.. — Έχ, παιδάκι μου!, έκανε. 3Άν δεν σ3 είχα κάθε δευτερόλεπτο μες στη σκέψι μου, δεν θά μπορούσα ποτέ νά σ5 αναγνωρίσω, τόσος πού έγινες! Ένας υπόκωφος θόρυβος μου θύμισε πώς υπήρχε ό Ματίας με τον Κάπη. Τον φώναξα λοιπόν και βγήκε. — Αυτός είναι ό Ματίας και είναι αδελφός μου, είπα. — Μπά, Θεέ μου! "Ωστε ξαναβρήκες τούς γονείς σου, παιδάκι μου; — "Όχι, μάνα - Μπαρμπερίνα. "Ήθελα νά πώ πώς είναι σύντροφός μου και φίλος μου καί πιο πολύ κι3 από τά δυο, >γι3 αυτό τά είπα μιά λέξι. Κι3 ετούτος είναι τό ίδιο αγαπημένος μου φίλος! Κάπη, χαιρέ τησε τή μητέρα τού κυρίου σου. Ό Κάπη σηκώθηκε στά πίσω πόδια του καί φέρ νοντας τό ένα από τά εμπρός στην καρδιά του, ύποκλίθηκε με βαθύτατο σεβασμό, πράγμα πού ανάγκα σε τή, μάνα - Μπαρμπερίνα νά μείνη μιά στιγμή σάν άπόπληκτη. "Υστερα δμως έβαλε τά γέλια κι3 αυτό τής στέγνωσε τά δάκρυα. Ό Ματίας μοΰ έκανε ένα νόημα. Κατάλαβα. — Πάμε λίγο στον κήπο; ρώτησα τή μάνα - Μπαρ μπερίνα. Θέλω νά δείξω στον Ματία την αχλαδιά, πού τούχω πή τόσα πολλά πράγματα γι3 αυτή τήν αχλα διά! — Νά πάμε παιδάκι μου. Τον φύλαξα ακριβώς ό πως τόν άφησες τον κήπο σου, γιά νάρθης καί νά τον ξανάβρης, γιατί τοξερα πώς δεν μπορούσε παρά νά ξαναρχόσουνα, γιατί άλλοιώτικα εγώ τί λόγο εΐχα νά περιμένω; Είχαμε βγή πιά και μιλούσαμε. — Κι3 ό σταΰλος τί γίνηκε από τήν εποχή πούφυ-
101
Υε ή Ρσζα μας; ρώτησα μέ τήν ευκαιρία ττου ττέρν&ύσαμε Ακριβώς <3πτ* έξω. -—; Βάζω τά ξύλα μου μέσα, είπε ή μάνα - Μπαρμπερίνα κι3 έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. —λΑ!, φώναξε τρομαγμένη. Μια γελάδα! Μια γελάδα μες στο σταΰλο μας ! Δεν μπορέσαμε νά κρατηθούμε και μπήξαμε τά γέ λια κι3 ό Ματίας κι* εγώ. Ή μάνα Μπαρμπερίνα μάς παρατήρησε κατάπλη κτη, Αλλά ήταν γι' αυτήν τόσο παράλογο τό νά βρί σκεται μια Αγελάδα μέσα στον σταΰλο της, που παρ’ ολα μας τά γέλια δεν κατάλαβε τίποτα. — ^ Είναι έκπληξι!, τής είπα τρυφερά. Μιά έκπληξι πού σου κάναμε ό Ματίας κι3 έγώ. — Έκπληξι - είναι μιά έκπληξι!, μασούλησε ή μά να - Μπαρμπερίνα ταραγμένη. /— Την αγοράσαμε στην έμποροπανήγυρι του Ούσέλ, μέ^τά χρήματα πούχαμε κερδίσει κι3 οί δυο μας. Λεν γινόταν νά γυρίσω μ3 άδεια χέρια στην καλή μου μανούλα, πού περιποιήθηκε τόσο τό παρατημένο παι δί της... — "Α! Χρυσό μου... χρυσό μου αγόρι!, τραύλισε και μ3 άρπαξε νά μέ γέμιση φιλιά. Και μπήκαμε στον σταΰλο γιά νά δη κι3 από κοντήτερα τη γελάδα της και την κυττοΰσε κι3 από δώ κι3 από κεΐ γιά ώρα πολλή, χωρίς νά τή χορταίνη κ:3 όλο έλεγε και ξανάλεγε: — Τί όμορφη γελάδα! ιΚι3 άξαφνα στάθηκε και μέ κύτταξε: — Λοιπόν έγινες πλούσιος, Ρεμύ μου; — Μάλιστα!, άνακατευθήκε ό Ματίας θριαμβευ τικά. Μάς μένουν μάλιστα τρία φράγκα άκόμα! Ή μάνα - ΛΑπαρμπερίνα κούνησε τό κεφάλι κι3 είπε: — Τά χρυσά μου τά παιδιά! Και μ3 έκανε πολύ ευτυχισμένο πού συμπεριέλαβε και τον Ματ ία σ3 αυτό τό επιφώνημά της. Εκείνη ή μέρα ήταν κάθε στιγμή καί μιά ευτυχία. Την ώρα πού άρμεγε την αγελάδα ^ή μάνα - Μπαρ μπερίνα έτρεμε από συγκινησι καί την ώρα πού κύτ ταξε τον γεμάτο κουβά, ήταν εκστατική. — Θά κάνη πιο πολύ γάλα από τή Ρόζα μας, είπε. Καί μετά πού ανακάλυψε τό δέμα μέ τό βούτυρο καί τή φαρίνα, έβγαλε καινούργια χαρούμενα ξεφωνη τά, ώσπου αναγκάστηκα νά τή διακόψω:
102
— Μάνα - Μπαρμπερίνα, αυτή ή εκττληξι είναι για δλους, γιατί πεθαίνουμε από την πείνα! Την τελευ ταία φορά μου ετοίμαζες κάτι σβίγγους καί αναγκά στηκες νά βάλης τό βούτυρο πού είχες δανειστή για μένα, στην κρεμμυδόσουπα. Τώρα δμοος δεν θά μάς διακόψη κανένας ! — Λοιπόν τό ξέρεις πού ό Μπαρμπερέν είναι στο — Καί ξέρεις τί πήγε νά κάνη κεΐ πέρα;
— "Οχι. — Πήγε για σένα. — Γιά μένα!, φώναξα κατατρομαγμένος. \Αλλά ή μάνα - Μπαρμπερίνα κύττσξε τον Ματία διατακτικά κι5 υστέρα είπε: — Νά κυττάξουμε τώρα τούς σβίγγους μας καί τά λέμε μετά. "Ωπου νά ετοιμαστούν οί σβίγγοι κόντευε νά μάς τρελλάνη ή μυρουδιά. Ό φίλος μου όμως όταν άρχισε νά τρώη, ομολόγη σε πώς δεν θυμόταν νάχε φάει ποτέ τίποτα πιο όμορ φο κά εγώ βρήκα ευκαιρία νά διηγηθώ όλη μου τή ζωή στη μάνα - Μπαρμπερίνα. Στο τέλος ό Ματίας, πού είχε καταλάβει φαίνεται πώς ή καλή γυναίκα δίσταζε νά μιλήση μπροστά του είπε πώς θά πήγαινε νά δή τί κάνει ή γελάδα μας καί νά την ταΐση. "Ολη αυτή την ώρα προσποιόμουν τον ατάραχο, αλλά στο βάθος ^έτρεμα περί μένοντας νά μάθω τί συνέβαινε. Ασφαλώς ό Μπαρμπερέν θ’ αναζητούσε τον Βιτάλη γιά νά του ζητήση χρήματα. — Λοιπόν; ρώτησα μόλις βγήκε ό Ματίας. Θά μου πής τί πήγε νά κάνη ό άντρας σου γιά μένα στο Παρίσ1; — Ναί, παιδί μου. Μέ πολύ μεγάλη χαρά. Τάχασα. Εκείνη έρριξε μιά ματιά οπήν πόρτα καί ξανάπε πιο χαμηλόφωνα: — Κατά τά φαινόμενα σ5 άναζητάη ή οικογένεια σου! — Ή οϊκογένειά μου; Αφού εγώ δέν έχω οικογέ νεια! Αφού... δέν μέ πέταξαν, μάνα - Μπαρμπερίνα,· — Φαίνεται πώς δέν έγινε μέ τή θέλησί τους παιδί μου, αφού τώρα ψάχνουν νά σέ βρουν. — Ποιος θέλει νά μέ βρή; Πές μου γρήγορα! "Λ!
103
Μου φαίνεται πώς τό κατάλαβα! Ό Μπαρμπερέν! Θέλει νά μέ ξανα,βρη γιά νά μέ ξαναπουλήση. — Ρεμύ μου! Πώς φαντάστηκες πώς θά δενόμουν αυτό τό πράγμα και θά στολεγα καί μέ χαρά μου; Νά, τι ακόυσα ή ίδια εγώ - θά μέ π (στέψης δέν εΐν’ έτσι; Είναι κοντά ένας μήνας πού μιά μέρα, την ώρα πού θ’ άναβα τον φούρνο μπήκε ένας άνθρωπος - η μάλλον ένας κύριος. *Ηταν μόνος καί λέει του Ζερόμ: «Εσείς εϊσαστε ό Μπαρμπερέν;» Μιλούσε σάν ξένος. «Ναι, εγώ είμαι.» «Σείς βρήκατ’ ένα μωρό στη λεωφό ρο Μπρετέϊγ καί τό πήρατε νά τό μεγαλώσετε;» «Ναι», λέει ό Μπαρμπερέν. «Καί ποΰναι τό παιδί;» «Τί σάς νοιάζει έσάς;» Κύτταξε πάλι στην πόρτα μιά στιγμή κι* ύστερα ξανάπε: — αέρεις π^ώς άκούγεται πολύ καλά απ' τον φούρ νο δ,τι λένε δω μέσα. Λοιπόν κι" εγώ σάν άκουσα νά μιλούν γιά σένα, ζύγωσα καλύτερα τ’ αυτί μου. Τότε όμως από απροσεξία μου πάτησα ένα κλαδί πού έ σπασε μέ κρότο. «Δέν είμαστε μονάχοι;» ρώτησε ό κύριος. «Είναι ή γυναίκα μου μέσα.» «/Κάνει ζέστη», είπε τότε ό ξένος. «Πάμε νά κουβεντιάσουμε έίξω!» Κι* έφυγαν καί ξαναγύρισε ό Ζεοό'μ μόνος του με τά από τέσσερις ώρες περίπου. Τον έκανα Χριστό νά μου πή την κάθε λεπτομέρεια, αλλά δέν μοΰπε πα ρά μονάχα πώς εκείνος ό κύριος δέν ήταν πατέρας σου μόνο έψαχνε νά σέ βρή γιά λογαριασμό τής οικογέ νειας σου. — Ποιά είναι ή οίκογένειά μου; Πού είναι; Έχω πατέρα καί μητέρα; — Τον ρώτησα αλλά είπε πώς δέν ήξερε τίποτα. Έπειτα είπε πώς θά πάη στο Παρίσι νά βρή τον γέ ρο - μουσικό πού σέ νοίκιασε - ό Θεός νά τον συγχωρέση - νά σέ ξαναπάρη. Θά σέ ζητήση στη διεύθυνσι ενός άλλου μουσικού, τού Γκαροφόλι, πού τού έγρα ψε ό μ_ακαρίτης... — ζέρω είπα. Δέν σού έστειλε κανένα νέο από τή μέρα πούφυγε ό Μπαρμπερέν; — "Οχι. Θά ψάχνη ακόμα ασφαλώς, παιδί μου. Είχε λεφτά γιατί ό κύριος εκείνος τού ,έδωσε πέντε χρυσά είκοσόφραγκα καί μπορεί νά τού έδωσε κι* άλ λα εκεί πέρα. Αυτό, μαζί μέ τά πλούσια δαντελλωτά σπάργανα πού σ’ είχαν τυλιγμένο δείχνουν πώς οι γονείς σου θάναι πλούσιοι.
104
£ την ώρα ή πόρτα άνοιξε μ* ένα σιγανό χτύπημα και μπήκε ό Ματίας. -— Ματία!, του φώναξα. Ψάχνουν νά μέ βρουν, όκούς; "Εχω οικογένεια - μια αληθινή οικογένεια! Και παράξενο, δεν είδα τον φίλο μου νά συμμερί ζεται τον ενθουσιασμό μου, όπως έκανε συνήθως για κάθε τι πού μ5 ευχαριστούσε. Τού εΐπα όλα όσα μου είχε πή ή μάνα - Μπαρμπερίνα. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ι Α Η ΝΥΧΤΑ είδα στον ύπνο μου πώς δεν είχε πεθάνει ό Βιτάλης και πώς εκείνος ήταν ό πατέ ρας τής καινούργιας μου οικογένειας και πώς ήταν πάρα πολύ πλούσιος και όλοι ήταν μέλη αυτής τής οίκργενείας: Ό κύριος Άκέν, τά παιδιά του, ή κυρία Μίλιγκαν, ό "Αρθούρος, όλοι πού αγάπησα. "ύπνησα επηρεασμένος απ’ τό παράξενο αυτό όνει ρο και σκεπτόμουν πώς ενώ ή χαρά μου ήταν απέραν τη πού εΐχα επιτέλους κι" εγώ μια οικογένεια, έπρε πε νά αποταθώ στον Μπαρμπερέν γιά νά τή βρω. Ένώ στό_πρόγραμμά μου ήταν νά περάσω πρώτα α πό την Έτιανιέτ καί τον Βενιαμίν καί τή Λίζ, τώρα έπρεπε νά τ’ αναβάλω καί νά πάω στο Παρίσι νά ψά ξω νά βρώ τον Μπαρμπερέν. Καθήσαμε πάλι όλοι γύρω απ’ τό τραπέζι, ήπιαυε ζεστό γάλα καί ή μάνα - Μπαρμπερίνα είπε: — «Νά πας αμέσως στο Παρίσι, παιδί μου. Οί γο νείς σου σε αναζητούν καί δεν κάνη ν’ άργήσης. — Σύμφωνοι έκανα νικημένος. Θά φύγουμε λοι πόν γιά τό Παρίσι... Ό Ματίας φαίνεται πώς δεν είχε τήν^ίδια γνώμη. Ήταν μουτρωμένος καί κρατούσε συνεχώς τά μάτια χαμηλωμένα. — Νομίζει πώς δεν πρέπει νά πάω στο Παρίσι; τον ρώτησα. Κούνησε αρνητικά τό κεφάλι. — Έγώ λέω, μουρμούρισε, πώς δεν πρέπει νά ξε χνάς τούς παλιούς γιά τούς καινούργιους. Ως σήμε ρα οίκογένειά σου ήταν ή Λίζ, ή Έτιανιέτ, ό ’Αλέ ξης κι’ ό Βενιαμίν, πού στάθηκαν γιά σένα αδελφές καί αδελφοί σου - πού σ’ αγάπησαν. Νά όμως: Παμ
105
-ρ θυσιάζεται .μιά οικογένεια καινούργια και δεν την ξέ ρεις καθόλου και το μόνο πού είναι γωστόν πού έκα ναν γιά σένα, ήταν πού σέ πέταξαν στον δρόμο. ~αφνικά, αφήνεις αυτούς πού σ5 έβαλαν στην καρδιά τους, γιά κείνους πού δεν τδκαναν ποτέ. Γι* αυτό λέω πώς αυτό δεν είναι σωστό. — Αέν κάνει νά λέμε πώς τον πέταξαν οι γονείς του τον Ρεμυ, είπε ήσυχα ή μάνα Μτταρμττερίνα. " I σως νά τούς τον πήραν μωρό, μπορεί νά κλαΐνε από τότε και νά τον γυρεύουν παντού... — Δεν τό ξέρω -__μπορεΐ, είπε ό Ματίας με τά μά τια πάντα χαμηλά. -έρω όμως πώς ό^ κύριος Άκέν τον μάζεψε έξω απ' την πόρτα του που ήταν ξεπαγιαο'μέ νος και μισοπεθαμένος καί τον έκανε παιδί του καί πώς τά παιδιά του τον αγάπησαν καί τον περιποιήθηκαν σάν αδελφό. "Αν μέ ρωτούσαν, θάλεγα πώς ε κείνοι πού τον μάζεψαν απ' τον θάνατο, έχουν τά ί δια δικαιώματα μέ τούς άλλους πού τον έφεραν^ στη ζωή καί τον έχασαν - είτε τόθελαν είτε οχι. Στοϋ κυ ρίου Άκέν, θέλησαν καί τουδωσαν την αγάπη τους τίποτα δεν τού χρωστούσαν. — "Εχει δίκιο ό Ματίας, είπα αποφασιστικά. Κι* εγώ είπα πώς θά πήγαινα στο Παρίσι καί δεν κατα λάβαινα γιατί ήμουν τόσο λυπημένος πού θά τδκανα. — Κά οί γονείς σου; ρώτησε ανήσυχη ή μάνα — Μπαρμπερίνα. — Θά παραλείψουμε την Έτιανιέτ είπα, γιά νά μην κάνουμε μεγάλη βόλτα κι5 αργήσουμε πολύ. Ε κείνη όμως ξέρει νά γράφη καί θά τής στείλω^ ένα γράμμα πού θά τής εξηγώ τό κάθε τι καί θά τής ζη τήσω νά στείλη άλλο ένα, πού νά τό διαβάσω στη Λίζ, δταν θά πάω^στό Μτρεζύ. — Σύμφωνοι,^ είπε ο Ματίας χαμογελώντας. Φύγαμε την άλλη μέρα κι* ήταν άφάνταστα συγ κινητικός ό αποχωρισμός μου μέ τη μάνα - Μπαρμπε ρίνα. Ή κακομοίρα ήταν αδύνατο νά βαστήξη τά δάκρυά της. "Οταν τής είπα γιά νά την παρηγορήσω τί καί τί βέν θάκανα γι* αυτήν, άν ήμουν πλούσιος, φώναξε: — "Οσο αξίζει γιά μένα ή γελάδα σου, μικρέ μου Ρεμύ! Τίποτ' άλλο! Μ5 ολα τά πλούτη τού κόσμου πιά, δεν θά καταφέρης νά μέ κάνης πιότερο ευτυχι σμένη, απ' όσο μ' έκανες τώρα πουσαι φτωχός. Κι* έτσι ξαναβρεθήκαμε στον μεγάλο δρόμο.
106
Οι τρεις πάλι και δίχως νά τό θέλω δλο άνοιγα το βήμα και προχωρούσα ττιό γρήγορα από άλλοτε κι* ό Ματίας μούλεγε μέ θλΐψι: — Πόσο βιάζεσαι! — Αυτό είναι αλήθεια και θάπρεπε νά κάνης κι* εσύ τό ίδιο, γιατί ή οίκογένειά μου θάναι καί δική σου δέν είμαστε αδέλφια; Κούνησε τό κεφάλι μ* έναν τρόπο σαν νά μην μποροΰσε ποτέ νά συμφωνήση πάνω σ' αυτό. Μού έξήγησε πώς θά προτιμούσε ο! γονείς μου νά ήταν φτωχοί, γιατί, άν ήτανε πλούσιοι, θά μ' έπαιρ ναν καί δέν θάθελσν νάχω σχέσεις μ' έναν φτωχό σάν κι’ αυτόν καί δέν θά μπορούσαμε πια νά είμαστε α δέλφια. Προσπαθούσα τά κρύψω τό θυμό μου, πού ευχόταν νά είχα φτωχούς γονείς καί, άν δέν είμαστε υποχρεω μένοι νά βγάζουμε τό καθημερινό μας, θά άνοιγα άκόμα πιο πολύ τό βήμα μου, γιά νά φτάσουμε μιά ώρα γρηγορότερα, παρ' ολα δσα έλεγε αυτός. Γιά μένα τό πρόβλημα ήταν πιο άπλό: Αφού σι γονείς μου μέ γύρευαν, αυτό πήγαινε νά πή πώς ένδιαφέρονταν γιά μένα καί μ5 άγαπούσαν, καί επομένως δέν θ' άρνιόνταν νά δώσουν κάθε βοή θεια στά δύσκολα χρόνια μου. Περάσαμε πολλά μέρη καί ακόμα την ακροποταμιά πού γιά πρώτη φορά είχα συναντηθή τόσο άπρόοπτα μέ την κυρία Μίλιγκαν καί τον Αρθούρο. Μού φάνηκε πώς ξσνάδσ μέ τή φαντασία μου τον «Κύκνο» νά ξαναγλυστράη δπως τότε πάνω στά νερά κι' άλλες φορές μού φαινόταν πώς τδβλεπα καί στ' αλήθεια, μόνο ή ταν κανένα ποταμόπλοιο, πού μόλις ζύγωνε καταλά βαινα πώς είχα κάνει λάθος. Φτάσαμε έτσι στο Ντρεζύ καί ήταν νύχτα. Δέν δυσκολευτήκαμε ν' άνσκαλύψουμε τό σπίτι του θείου της Λίζ, κοντά στο κανάλι. 'Απ' τό φωτισμένο παράθυρο πού ούτε παντζούρια είχε, ούτε κουρτίνες., είδα τή μικρή μου φίλη καθισμέ νη στο τραπέζι μαζί μ' έναν άντρα - μάς είχαν γυρι σμένες τις πλάτες. — Τρώνε, είπε ό Ματίας. Έκανε νά χτυπήση κιόλας άλλα τον σταμάτησα καί ξ©κρέμασα την άρπα μου. — 'Ά, ναί, καλή, ιδέα, είπε ό φίλος μου. Νά τής κάνουμε μιά σερενάτα!
■— νΟχι έσύ! Μοναχός <μου!Λ «Κι* άρχισα νά παίζω τις πρώτες νότες από τή νσπολιτάνικη καντσονέτα μου, χωρίς νά τραγουδώ, για νά μην προδώσω τή φωνή μου. Είδα τή Λίζ νά σηκώνεται απότομα καί καθώς έ στρεψε διάκρινα μιά γρήγορη αστραπή στις κόρες τών ματιών της. "Αρχισα νά τραγουδώ. (Πήδησε τότε στήν πόρτα καί, μόλις πρόφτασα νά δώσω τήν άρπα μου στον Ματία, γιατί εκείνη βρισκό ταν κιόλας στήν αγκαλιά μου. Μάς έβαλαν στο σπίτι καί μέ φίλησε κι’ ή θεία Κατερίνα. Μάς έβαλαν νά φάμε κι5 εγώ έβγαλα απ’ τό γυλιό μου μιά μεγάλη, καινούργια κούκλα καί τήν άκουμπησα στο κάθισμα που βρισκότανε πλάϊ στή Λίζ. ^ Τό βλέμμα πού μ ου ρ ρίξε τδχω ακόμα κι5 αυτή τή στιγμή μπροστά στα μάτια μου. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΝ Εμεινα αρκετές μέρες μέ τή Αίζ καί θάμενα πολύ περισσότερο ασφαλώς, άν δεν βιαζόμουν τόσο νά Φτάσω στο Παρίσι. 9Ηταν πολύ ευχαοιστημέ νη πού θά ξανάβρισκα τήν οίκογένειά μου καί πού ή ταν πλούσια. Δέν είχε τήν πείρα τού Ματία καί ευ τυχώς δέν είχε κάνει στο σχολείο του Γκαοοφόλι. "Οταν χωρίζαμε, δέν στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Είχα σχεδόν πιστέψει πώς ήμουν πλούσιος^ πιά καί πώς δέν είχα παρά νά έκφράσω μιά επιθυμία γιά νά πραγματοποιηθή. — θά έρθω νά σέ πάρω μ5 ένα αμάξι πού 9ά τό σέρνουν τέσσερα άλογα!, τής είπα. Μέ πίστεψε αμέσως. Είμαι βέβαιος πώς έβλεπε κι* άλας μπρος της τήν ωραία άμαξα πού θά τήν έπαιρ νε. Μόνο πού, πριν κάνω τον δρόμο απ’ τό Παρίσι στο Ντρεζύ μέ τήν άμαξα έπρεπε νά τον κάνω τώρα ανά ποδα μέ τά πόδια. Δέν φαινόταν δύσκολο καί δέν μάς χρειάζονταν πολ λά πράγματα. Ούτε γελάδα ούτε κούκλα είχαμε ν’ αγοράσουμε τώ ρα πιά. Ό Ματίας παρ’ δλα αύτά επόμενε νά μαζέ10|
Φούμε δσο περισσότερα λεφτά μπορούσαμε, γιατί δεν ξέραμε τι ήταν δυνατό νά παρθυσιαστή. Κι* δσο πλησιάζαμε στο Παρίσι, τόσο ό φίλος μου γινόταν π'ό υ.ελσγχολικός, Δεν μου είπε ποτέ όμως ούτε λέξι. Μόνο όταν πια είχαμε Φτάσει στά προάστεια, την ώρα πού καθόμα στε νά γευματίσουμε, μουρμούρισε: — -έρειο τι έχω στο μυαλό μου, τώρα πού πρόκει ται νά μπούμε στο Παρίσι; ~10χ!· — Τον Γκαιοοφόλι. "Αν βγήκε άπ5 τη φυλακή; Βλέ πεις δεν συλλογίστηκα νά ρωτήσω πόσο καταδικά στηκε, τότε πού τον έχωσαν μέσα. "Αν εσύ φοβόσουν μην πέσης στά χέοια του Μπαρμπερέν καταλαβαί νεις τον δικό υου φόβο, μην ξαναπέσω στά χέοια του Γκαρο«φόλι. Τό καημένο τό κεφάλι μου μόνο τό ξέοει μ5 αυτά πούνε: τραβήξει. "Αλλά τό χειρότεοο εΐναι πώς θά χωρίσουμε και δεν θά μπορούμε νά βλεπόμα στε πιά. Ούτε είχε περάσει καθόλου άπ5 τό μυαλό μου ό Γκσοοφόλι ώο εκείνη την ώοα. Δεν χοειαίόμουν πιο πολλέο εξηγήσεις, γιά νά εν νοήσω τι κίνδυνο διατρέχαμε άν πέφταμε στην αντί ληψη του. — Θές νά μην μπούμε στο Παρίσι; ρώτησα τον Ματία. — "Εχω την ιδέα πώς άν δεν πλησίαζα την οδό Μουφτάρ θάφταμε γιά νά γλυτώσω απ’ τον Γκαροφόλι. — Μην έοχεσαι λοιπόν. Θά πάω μοναχός μου ως εκεί πέοα. Θά συναντηθούμε πάλι κάπου, κατά τις εφτά τό βράδι. Μείναμε σύμφωνο- ή συνάντησι νά γίνη στη γέφυρα τής Άοχιεπισκοπής, πράο την πλευρά τής Παναγίας. Χωρίσαμε στην πλατεία τής Ιταλίας κί* ήταν ή ποώτη φορά πού ξσν«βρισκόμουν 'μόνος μου νωρίς τό*ν Ματία καί τον Κάπη κοντά μου, ύστερα από τα ξίδι έϊξη υηνών. Αυτό έκανε την καρδιά μου νά σφίγγεται παράξενα μ* δλο πού καταλάβαινα πώς δεν έπρεπε. Σ’ ένα χαο-τί είχα γραμμένα τή διεύθ'υνσι καί τά ο νόματα πού θά ζητούσα.
Παζό, Μπαραμπώ καί Σοπινή,
Πρώτα συνάντησα τον πρώτο, αττος κατηφόριζα την οδό Μουφτάρ. —- Τί έστι Μπαρμπερέν; μέ ρώτησε μόλις του έκα να τη σχετική έρώτησι. — Λυτός ό Μπαρμπερέν από τό Σαβσνόν. ιΚαΐ τον περιέγραψα όσο μπορούσα πιο καλά, απ’ όσο θυμόμουν. — Δεν μένει έδώ - δέν έχω ίδέα^. Τον ευχαρίστησα και πήγα στου Μπαραμπώ πού εΐχε μανάβικο και νοίκιαζε κι* επιπλωμένα δομάτια. *Ηταν Απασχολημένος κι5 εκείνος κι* ή γυναίκα του και χρειάστηκε νά ρωτήσω πέντε φορές για νά πάρω μια άπάντησι: — Ό Μπαρμπερέν; Μάλιστα 6 Μπαρμπερέν! Λοι πόν τον είχαμε νοικάρη μια Φορά, μόνο πού πάνε από τότε τέσσερα χρόνια και βάλε. — Πέντε, διόρθωσε ή γυναίκα ξερά. Και μάς κο πάνισε και τό τελευταίο νοίκι μάλιστα - δέν ξεχνάω κάτι τέτοια! Που είναι αυτός ό μπαγαμπόντης; Επειδή αυτό άκριιβώς ρωτούσα κι* εγώ, βγήκα γρήγορα - γρήγορα, μήπως μου ζητούσαν στο τέλος και κανένα μηνιάτικο. Δέν άργησα ν’ άνακαλύψω καί τον Σοπινέ. Είχε ένα εστιατόριο κι* όταν μπήκα μέσα, υπήρχαν πολλοί πελάτες. — Ό Μπαρμπερέν δέν είναι έδώ πιά, μοϋ είπε βά ζοντας σούπα σέ μια κουτάλα. — Μήπως ξέρετε τότε, πού είναι; — “Όχι. Μ'* έπιασε ζαλάδα καί κρατήθηκα νά μήν πέσω. — Καί πού θά μπορούσα νά τον ζητήσω; — Δέν άφησε καμμιά διευθυνσι. Μέ κύτταξε ξάφνου καί φαίνεται ήμουν τόσο απο γοητευμένος πού τό κατάλαβε άπ* τά μούτρα μου. — Τί τον θέλεις; μέ ρώτησε. Δέν μπορούσα νά τού πώ τή.ν αλήθεια καί γι* αυτό απάντησα: — Τού φέρνω νέα άπ* τή γυναίκα του, στο Σαβανόν. Μου είπε πώς έδώ θά τον έβρισκα.^ — Θαρώ πώς μένει στο Καντάλ, τό ξενοδοχείο, αλλά όχι σίγουρα. Είναι κοντά στο *Αούστερλιτς. Έ δώ καί τρεΐς βδομάδες βρισκότοτν έκεΐ. Ποίν πάω στο Καντάλ, φρόντισα νά μάθω νέα απ’ τον Γκαροφόλι, γιά νά τά μεταδώσω στον Ματία. *£-
110
, .
ξακρί'δωσα λοιπόν πώς έπρόκειτο νά άποφυλακκτΤη σέ τρεΐς μήνες. Ευχαριστήθηκα πού ό ψιλός μου δεν είχε κανέναν κίνδυνο προς τό παρόν. Τό Καντάλ, μ1 δλο πού τόλεγαν ξενοδοχείο, στην πραγματικότητα ήταν ένα σαραβαλιασμένο παλιόσπι το, πού νοίκιαζε δωμάτια. Βρήκα μέσα μια γριά κι* δταν τής έκανα την έρώτησί μου έφερε τό χέρι στ5 αυτί καί παρακάλεσε νά την ξαναπώ δυνατότερα. — -έρεις, είμαι περήφανη στ5 αυτιά!, μου είπε. — Ζητώ τον κύριο Μπαρμπερέν - τον Μπαρμπερέν από τό Σαβανόν. Δεν μένει εδώ; Λεν άπτοκρίθηκε, μόνο σήκωσε ψηλά τά χέρια μέ τέτοια απότομη κίνησι, πού ένας γάτος τινάχτηκε τρομαγμένος από την ποδιά της καί τόβαλε στά πό δια. — Αλλοίμονο!, φώναξε σπαρακτικά, θάσαστε τό παιδί! — Ποιο παιδί; — Τό παιδί πούψαχνε νά βρή! — Ό Μπαρμπερέν!, φώναξα μέ λαχτάρα. Ή γριά ξανακατέβασε τά χέρια της άτονα. — Ό μακαρίτης ό Μπαρμπερέν νά λές, από όώ καί πέρα!, μέ πληροφόρησε. — Πέθανε; κατάφερα νά ψελλίσω, καταπίνοντας τον κόμπο πού πήγε νά σταθή στον λαιμό μου. — Πριν οχτώ μέρες στο νοσοκομείο του "Αγίου ’ Αντωνίου. , 'Απόμεινα μ αρματωμένος. Πώς θάβ ρίσκα τώρα την οικογένεια μου; Που νά τη ζητούσα; — Αοιπόν εϊσαστε τό παιδί πούψαχνε νά βρή^νά τό παραδώση στην πλούσια οίκογένειά του; ξανάπε ή γριά. — “έρετε τίποτα; τραύλισα μέ μιά καινούργια ελ πίδα. — ,Ναί. Ξέρω. Μά ξέρω μόνο κείνα πού μούλεγε ό μακαρίτης. Είχε αναθρέψει ένα παιδί, ή οικογένεια πού τοχε χάσει ήθελε νά τό ξαναπάρη καί αυτός εί χε έρθει στο Παρίσι γιά νά τό βρή. — Καί ή οικογένεια; Γιά την οικογένεια σάς είπε τίποτα; — Αοιπόν εσείς εϊσαστε τό παιδί! Εσείς εϊσαστε,'.
111
— Σάς παρακαλώ, κυρία, πέστε μου δ,τι ξέρετε. ^ — Άλλα δεν ξέρω τίποτ3 άλλο απ' αυτά πού σάς είπα ή δύστυχη, παιδί μου - συγγνώμην: νεαρέ μου κύριε! — Τι σάς είπε ό Μπαρμπερέν για την οικογένεια μου;^ Δεν βλέπετε τη συγκίνησι καί την ταραχή μου; ^ Εκείνη την ώρα μπήκε μια υπηρέτρια καί η ξενο δόχοι να γύρισε καί τής είπε: -— Αυτό τό^παιδί, Μαρίνα, αυτός ό νεαρός κύριος πού βλέπεις, είναι τό παιδί! Μάλιστα! Τό παιδί που ό Μπαρμπερέν έψαχνε νά τό βρή! ίο παιδί βρέθηκε κι3 ό Μπαρμπερέν χάθηκε! Ανήκουστη ιστορία! — Δεν σάς είπε τίποτα γιά την οίκογένειά μου; ρώτησα. ^ — "Ολο γι3 αυτήν μοϋλεγε! Είναι μια πολύ πλού σια οικογένεια. — Που μένει; Πώς ονομάζεται; — Δεν μοΰ τό είπε ποτέ αυτό ό μακαρίτης. Πρό σεχε, καθώς καταλαβαίνετε. "Ηθελε νά πάρη μόνος του όλη την αμοιβή, όπως είναι καί τό σωστό άλλςοστε. Κι3 αυτός ήταν πονηρός άνθρωπος εδώ πού τά λέμε - ό Θεός νά τον άναπάψη. Έστιψε τό κεφάλι της κι3 είπε ξάφνου: — Μόνο μιά φορά πήρ3 ένα γράμμα. Δέν ξέρω ό μως από πού ήταν - δεν πρόλαβα νά 6ώ τη σφραγίδα γιατί τάρπαξε. Δέν είμαι περίεργη γυναίκα εγώ. — "Ισως νά βρίσκεται κάπου αυτό τό γράμμα, είπα. — Μπά! Ψάξαμε όλα του τά πράγματα. Τίποτα δέν βρέθηκε - εννοείται, καλέ μου νεαρέ κύριε, πώς ψάξαμε μόνο καί μόνο γιά νά βρούμε τή διεύθυνσι τής γυναίκας του νά την ειδοποιήσουμε. Τίποτα. Ούτε και στο νοσοκομείο πού ψάξανε τά ρούχα του. "Ηξεραν μόνο πώς είναι άπ3 τό Σαβανόν. — Ωστε ειδοποιήθηκε ή κυρία Μπαρμπερέν; — Καί βέβαια. Δέν είχα τίποτ3 άλλο νά πώ καί ετοιμαζόμουν νά φύγω, όταν ή γριά μου πρότεινε νά μείνοο στο ξενο δοχείο της, άν δέν είχα που άλλου νά πάω. "Αρχισε νά μου τό παινεύη καί μ3 όλο πού έβλεπα πώς στην πραγματικότητα ήταν άθλιο, καταλάβαινα πώς δέν έπρεπε νά περιφρονήσω αύτή την πρότασι. Έπρεπε νά κάνουμε τρομερές οικονομίες από δώ καί πέρα. Τί
δίκιο πού εΐχε ό Ματίας σάν έλεγε νά μαζέψουμε όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαμε, πριν έρθουμε στό Παρίσι. Τι 6ά κάναμε αυτή τη στιγμή, άν δεν υπήρ χαν εκείνα τά δεκαεπτά φράγκα στην τσέπη μας; Είπα πώς θά ξ,αναγύριζα τό βράδι μαζί μέ τον Ματία. Τό δωμάτιο θά μάς στοίχιζε μόνο μισό φράγ κο. Μου έκανε έντύπωσι ή τρομερή λύπη^τού Ματία, όταν έμαθε τά νέα. Αυτός πού μελαγχολούσε στη σκέψι πώς θάβρισκε την οίκογένειά μου, τώρα πού έχανα τά ίχνη της ήταν σάν νά δέχτηκε ό ίδιος ένα τρομερό χτύπημα. Χλώμιασε κι5 έμεινε μέ τό στόμα ανοιχτό. Κατάλαβα πώς πάντα λαχταρούσε την ευτυχία μου έστω κι* άν δεν έπρόκειτο, δποος φοβόταν, νά τη μοι ραστώ μαζί του. Αντίθετα δέχτηκε μέ μεγάλη χαρά την είδησι πώς ό Γκαρσφόλι θάμενε άκόμα τρεις μήνες στη φυλακή. ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
8
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ Αποφαςι ΣΑ νά πάω νά έπισκεφθώ τον κύριο ’Ακέν στη φυλακή και ό Ματίας μέ παρακάλε σε νάρθη μαζί μου. Πήγαμε καί είναι αδύνατο νά σάς περιγράφω τή χαρά τού καλού ανθρώπου που είχε σταθή πατέρας μου για περισσότερο από δυο χρόνια. Τοϋ^εΤπα ολα τά νέα από τή Λίζ καί τον ’Αλέξη κι* εκείνος μοϋπε πώς ό Μπαρμπερέν είχε περάσει κι5 απ' αυτόν νά ρωτήση γιά μένα. Είχε πάει πρώτα στοϋ Πκαραφόλι, αλλά επειδή δέν τον βρήκε βέβαια, πήγε νά τον βή στις φυλακές πού ήταν κι5 αυτός τόν^ πληροφόρησε πώς ό Β πάλης είχε πεθάνει καί εγώ είχα μείνει στοϋ κυρίου ’Ακέν. Στη συνέχεια έμαθε πώς αυτός ό τελευταίος ήταν στή φυ λακή καί πήγε νά τον ρωτήση γιά μένα. Δυστυχώς δεν ήξερε πού βρισκόμουν κά ό Μπαρμπερέν δέν τού είχε πή τίποτα πού νά μπορή νά μάς φωτίση. Λυπή θηκε πάρα πολύ γιά τον θάνατο τού άνθρώπου πού θά μέ βοηθούσε νά ξαναβρώ τούς γονείς μου. Μου δώ σε όμως θάρρος καί^μέ συμβούλεψε νά μείνω στο Καντάλ καί πώς μπορούσε νά μ5 έβρισκαν εκεί αυτοί πού έψαχναν γιά μένα. Έτσι έκανα καί πραγματικά γύρισα στο Καντάλ κι* έγραψα ένα γράμμα στή μάνα - Μπαρμπερίνα. Καταλαβαίνετε τή χαρά μου όταν πήρα άπάντησι σε λίγες μέρες. Τό γράμμα τής το είχε γράψει ό παπάς τού χωριού καί μοϋλεγε πώς τήν ειδοποίησαν λίγες μέρες πιο μπροστά γιά τον θάνατο τού άντρα της καί πώς ακόμα λίγο πιο πριν τής είχε στείλει εκεί νης ό Μπαρμπερέν ένα γράμμα, από τό νοσοκομείο πού νοσηλευόταν. Τό γράμμα αυτό μοϋ τό έστελνε τώρα ή μάνα Μπαρμπερίνα μέσα στο δικό της, επειδή μπορούσε νά μοϋ φανή χρήσιμο. Ό Ματίας τό άρπαξε καί φώναξε νά τό διαβάσουμε γρήγορα. Έδειχνε τήν ϊδια ανυπομονησία καί τα ραχή μ5 εμένα. «\ υναίκα μου - έγραφε ό Μπαρμπερέν. Είμαι τόσο βαρειά άρρωστος στο^ νοσοκομείο, πού φοβάμαι πώς δέν θά ξανασηκωθώ. Δέν έχω δυναμι νά σου γράψω πώς μέ βρήκε τό κακό. Κάτι άλλο είναι πι© βιαστικό. "Αν δέν τή γλυτώσω, γρά-
114
ψε στους Πκρήιθ και Γκάλεϋ, Πράσινη Πλατεία, Λίνκολν’ς "Iν, Λονδίνο. Εΐναι οί δικηγόροι πού έχουν άνσλάβει ν' άνακαλύψουν τον Ρεμύ. Θά πής πώς μόνο συ μπορείς νά τους δώσης πληροφορίες για τό' παιδί καί πρόσε'ξε νά πάρης πολλά λεφτά για τί είναι ή μόνη σου έλπίδα νά πέρασης ευτυχισμέ να γεράματα. Για τον Ρεμυ θά μάθης από· κάποιον κύριο Άκέν, που είναι κρατούμενος γιά χρέη στη φυλακή του Κλισύ, στο Παρίσι. Βάλε τον παπά νά σου γράφη τά γράμματα καί μην εμπιστεύεσαι κα νόναν σ’ αυτή τή δουλειά. Εννοείται πώς δεν θά κάνης τό παραμικρό, πριν μάθης πώς πέθανα. Σε φιλώ γιά τελευταία φορά Μπαρμπερέν». Πριν τελειώσω καλά - καλά τά διάβασμα, ό Ματίας πετάχτηκε όρθιος ξεφωνίζοντας: •— Μπρος γιά τό Λονδίνο! Τάχα τόσο χαμένα μ’ αυτά πού διάβασα, ώστε δεν καταλάβαινα τί μου· έλεγε. —Άφου άνάλαβαν Εγγλέζοι δικηγόροι νά σέ βρουν μου εξήγησε, πάει νά πή πώς καί οι γονείς σου θάναι Εγγλέζοι. — Μά... — Δεν θές νάσαι Εγγλέζος; — Θά μ* άρεσε καλύτερα νάμαι Γάλλος! Τοχοί συνηθίσει. — ΚΓ εγώ πάλι, θά ήθελα νάσουν Ιταλός. — "Αν εΐμ’ Εγγλέζος θάυαι συμπατριώτης με τήν κυρία Μίλιγκαν και τον Αρθούρο. — «"Αν είσαι;» Μά είναι σίγουρο! Τί δουλειά εί χανε Γάλλοι γονείς, νά βάλουν "Αγγλους δικηγόρους νά ψάξουν νά σέ βοουν; Ευτυχώς καί δουλέψαμε όλες αυτές τίς μέρες, Ρεμύ μου κΓ έχουμε μια ολόκληρη περιουσία από σαρανταπέντε φράγκα, που μάς φτά νουν καί περισσεύουν γιά νά Φτάσουμε στο Λονδίνο! — Δέν έχεις πάει ποτέ έκεί; — "Οχι βέβαια. Δυο κλόουνς όμως στο τσίρκο ή ταν Λονδρέίοι καί μ* έμαθαν άοκετές έγγλέζικες λέ ξεις. 5Εγώ θά σέ οδηγώ, μή φοβάσαι. — ΚΓ εμένα ό Βπάλης μ5 έχει μάθει αρκετά έγγλέ ζικα. — Πολύ μ’ αρέσει πού θά πάμε στο Λονδίνο γιά νά βρούμε τούς γονείς σου!
^ Γιατί; ;
,
:
π$
— Γιατί άν έρχονταν εκείνοι στο Παρίσι και σ' έ βρισκαν δεν θαθελαν νά μέ πάρουν μαζί τους. "Οταν ουως θάχουμε πάει έκεΐ πέρα, θά δυσκολευτούν νά μέ£διώξουν!Λ Όμαλογω πώς αυτή ή σκέψι μου φάνηκε πολύ προσ βλητική γιά τους γονεΐς μου, αλλά δεν τοπα. Κάναμε όλες τις προετοιμασίες καί πριν φύγω ξαναπήγα ν’ ποχαιρετήσω τον κύριο Άκέν καί νά του πώ τά νέα. Μέ δάκρυα στά μάτια μου ευχήθηκε καλό ταξίδι καί καλή τύχη καί μέ παρακάλσε νά του γράψω γρή γορα. Του υποσχέθηκα πώς θά πήγαινα μαζί μέ τους γονεΐς μου νά τον ευχαριστήσουμε. "Ως τήν ά'κοη. τής γλώσσας μου έφτασε νά του πώ δτι θά τον έβγαζαν όπωσδήποτε^άπό τή φυλακή, αλλά ευτυχώς κρατήθηκα καί δέν τό είπα. Δεν θά ξεχάσω ποτέ στή ζωή μου εκείνη τήν έντύπωσι πού μάς έκανε ό Τάμεσης, καθώς μπήκαμε μέ τό πλοΐο καί ό ατέλειωτος στόλος από ύπερωκεάνεια καοάβια μεγάλα καί μικρά καί βαποράκια καί βάρκες στο λιμάνι. Τό Λονδίνο δποος τό άντικρύσσυε από τό πλοΐο, δέν μπόρεσε νά τά συναγωνιστή δλ5 αυτά σε έντύπωσι. Ωστόσο έμεΐς βιαζόμαστε νά βοοΰμε τούς δυο εκεί νους δικηγόρους καί μόλις κστεβήκαμε στην προκυ μαία ξεκινήσαμε τρέχοντας καί φτάσαμε ρωτοόντσς στόν Πράσινη Πλατεία. Ήταν κοντά σ' ένα νεκροταφείο γεμάτο τάφους α πό μαύρες πέτρες. Κόντεψε ή καρδιά μου νά σταματήση τελείως νά χτυπάη, τή στιγμή πού τά μάτια μου έπεσαν πάνο·Ί σέ ιιιά υετσλλινη επιγραφή στήν πόρτα ενός σπιτιού καί διάβασα: «!ΡΚΡΗΘ ΚΑΙ ΠΚΑΑΕΎ·» Ό Μστίας πήγε νά χτυπήση τό κουδούνι αλλά τον σταμάτησα. — Τί έχεις; μουπε παραξενεμένος. — Μιά στιγμή νά συνέλθω! "Οταν μπήκαμε είχα τέτοια ταραχή πού δέν έβλε πα καθαρά. Πάντως κατάλαβα πώς βοίσκονταν έκεΐ μέσα τέσσερις - πέντε άνθροοποι κι' έγραφαν σκυμ μένοι κάτω από φώτα γκαζιού. Ό Ματίας πήγε καί υίλησε_σ’ έναν απ' αυτούς. Δέν άκουγα καθαρά τί έλεγε, σεχώρισα μόνο σκόρπιές λέξεις: «Μπαρμπερέν» «οικογένεια» «παιδί».
Ό άνθρωπος σηκώθηκε ξαφνικά μέ^μιά ζωηοή κί νηση ετρεξε κι" άνοιξε μια πόρτα. Μάς φώναξε καί περάσαμε σ" ενα δωμάτιο δλο βΐ'βλία και χαρτιά. Έ νας κύριος καθόταν πίσω από ενα γραφείο κι* ένας άλλους που φορούσε τήβεννο και άσπρη περούκα και βάσταγε κάτι μπλε φακέλλους, κουβέντιαζε μαζί του. Αυτός που μάς είχε όδηγήσει είπε τρία λόγια. — Ποιος απ’ τους δυο σας είναι τό παιδί πού με γάλωσε ό Μπαρμπερέν; ρώτησε τότε ό κύριος πού κα θόταν πίσω απ’ τό γραφείο. — Ό Μπαρμπερέν που είναι; — Πεθανε. Οΐ δυο κύριοι κυττάιχτηκαν μια στιγμή κι" ύστερα αυτός μέ την περούκα έφυγε. — Πως ήρθατΈδώ; ξαναρώτησε άλλος. — Πήγαμε στη Βουλώνη μέ τά πόδια κι5 από κεΐ μέ πλοίο στο Λονδίνο. — Ό Μπαρμπερέν σάς έδωσε χρήματα; — Δεν τον είδαμε καθόλου τον Μπαρμπερέν. — Καί ποιος σάς είπε νάρθετε εδώ; "Αναγκάστηκα κα.1 του διηγήθηκα δλη την Ιστορία μου χωρίς νά παραλείψω ούτε ένα «σίγμα», μ" δλο πού βιαζόμουν νά του κάνω κΓ" εγώ μιά έρώτησι. Πρέπει νά πώ πώς δέν μ" άρεσε τό χαμόγελό του. Ήταν σκληρό καί κάπως ύπουλο. Στο τέλος μέ ρώτησε δείχνοντας τον Ματία μέ μιά πέννα: — Αυτός ποιος είναι; — "Ενας φίλος - ένας αδελφός. — Μιά απλή γνωριμία του δρόμου βέβαια. — Ό πιο αγαπημένος κι* άψωσιωμένος αδελφός. — Τό φαντάζομαι! Μου φάνηκε κατάλληλη ή στιγμή γιά νά τού κάνω κι" εγώ τών έρώτησι μου: . — Μένει στην "Αγγλία ή σίκογένειά μου κύρ·ε; — Αυτόν τον καιρό τουλάχιστον, κατοικεί πράγμα τι στο Λονδίνο. — Λοιπόν θά τή γνωρίσω; — Δέν θ" αργήσετε νά φτάσετε κοντά της. Θά φω νάξω νά σάς πάνε. Χτύπησε ένα κουδούνι. — Σάς παρακαλώ, κύριε, μιά έρώτησι άκόμα: "Έ χω πατέρα; ΙΊρλύ δύσκολα κατάφερα νά προφέρω αυτή τή λέξι. «
— Και πατέρα και μάνα κι* αδελφούς κι* άδελφέςμεγάλη οικογένεια! -— "Α, κύριε! Ή πόρτα άνοιξε και στράφηκα να κυττάξω τον Ματία μέ τά πλημμυρισμένα μου μάτια. ι0 κύριος είπε κάτι εγγλέζικα στον άνθρωπο πού μπήκε καί άπό κάτι λέξεις πού ήξερα, κατάλαβα πώς του έλεγε να μάς ό'δηγήση. Σηκώθηκα. — Χμ! Ξέχασα!, έκανε ό κύριος. Σάς λένε Ντρίσκολ - δηλαδή αυτό είναι τό όνομα του πατέρα σας, δπως καταλαβαίνετε. ■Παρ’ όλη την αντιπαθητική φυσιογνωμία του θά ρι χνόμουν στον λαιμό του νά τον μιλήσω, άν δεν έδει χνε με τό χέρι τήν πόρτα. Βγήκαμε χωρίς νά πούμε τίποτ’ άλλο. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΤΡΙΤΟ Ηταν ένας ζαρωμένος γεροντάκος αυτός πού Θά μάς πήγαινε στο σπίτι μου καί γιά νά τον α κολουθήσουμε μάς έκανε «ψιτ» - «ψίτ», σάν νά είμα στε γάτες. Βγήκαμε σ5 έναν πολυσύχναστο δρόμο κι3 6 συνο δός μας μάς ανέβασε σέ μιά άμαξα. Μιλούσε πολλή ώρα στον αμαξά, όσο νά του έξηγήση πώς θά πηγαί ναμε καί αυτό μου παραξενοφάνηκε. ^Ηταν μεγάλο ε λάττωμα γιά τον άμαξά, μέ τή δουλειά πού έκανε νά μή γνωρίζη ένα τόσο κεντρικό μέρος, σάν εκείνο πού θάμενε ασφαλώς ή πλούσια οίκογένειά μου. Τελικά ξεκινήσαμε καί περάσαμε άπό πολλούς δρό μους κι* άπό πλατείες καί δεν φτάναμε. "Αρχισε νά πέφτη πυκνή ομίχλη κι* έκανε δυνατή ψύχρα. Τότε μούρθε ή έμπνευσι πώς άσφαλώς οι γονείς μου θάχαν καμμιά βίλλα στήν έξοχή. Ναι, βέβα:α. "Επρεπε νά τοχα καταλάβει άπό ^μπροστήτερα. ιΜά όλο πηγαίναμε καί τίποτα δεν έδειχνε πώς μπο ρεί νά ζυγώναμε καμμιά έξοχή. 'Όλη ή "Αγγλία λοι πόν, ήταν ένα Λονδίνο άπό πέτρες, λάσπες κι* ομί χλη; Στο τέλος άρχισε κάτι άλλο παράξενο. Σταματού σαμε δηλαδή καί ξεκινούσαμε πάλι κι" ό αμαξάς γκρίνιαζε κι* ό συνοδός μας φώναζε καί τούδειχνε καί ήταν Π8
φανερό πώς βέν μπορούσαν νά βρουν τό μέρος που έπρεπε νά πάμε. Χωθήκαμε στον πιο στενό δρόμο πού είχαμε μπή ώς αυτή τήν ώρα κι5 έλεγα πώς από στιγμή σέ στι γμή τό αμάξι θά σφήνωνε ανάμεσα ατούς τοίχους τών σπ ιτιών πού περνούσαν δεξιά κι3 αριστερά μας καί δεν θα μπορούσαμε πια νά πάμε παραπέρα. Ιά σπίτια ήταν πιο φτωχικά απ' τό πιο φτωχικό της Γαλλίας. •Πολλά ήταν σανιδένια και γυναίκες και παιδιά χλωμά κι3 αδύνατα κάθονταν στις πόρτες τους. Πάλι σταματήσαμε κι5 ό συνοδός μου σταμάτησε έ ναν αστυνομικό. "Άρχισαν νά κουβεντιάζουν καί κύτταξα τον Ματία ανήσυχος και μούρριξε κι5 εκείνος ένα ακόμη πιο ανήσυχο βλέμμα. Υστερα ό αστυνομικός άνέλαβε νά μάς όδηγήση παρακάτω. I Ιεράσαμε άλλα σοκάκια, ακόμα κι5 αυλές καί στα τελευταία σταθήκαμε σέ μ ιά άπ3 αυτές, μ" έναν μικρό βάλτο στή μέση.^ — Ή αυλή του Κόκκινου Λιονταριού, είπε ό αστυ νομικός. Ό ίδιος χτύπησε τήν πόρτα μιάς παράγκας κι’ ό γεροντάκος πού μάς συνόδευε τού είπε χίλια ευχαρι στώ. Μήπως λοιπόν είχαμε φτάσει; Ό Ματίας μούσφιξε τό χέρι. Ό γεροντάκος κατέβηκε καί σπως ή πόρτα τής παράγκας άνοιξε, μάς έσπρωξε μέσα. *Ηταν ένα μεγάλο δωμάτιο, φωτισμένο από μιά λάμπα κι3 από τις ανταύγειες μιάς φωτιάς πού έκαι γε στο τζάκι. Μπροστά σ’ αυτό ήταν μιά πολυθρό να, οπού καθόταν άκίνητος σαν άγαλμα ένας γέρος μέ άσπρα γένεια καί σκούρο σκούφο. Απέναντι του, στις δυο άκρες ενός τραπεζιού, κάθονταν ένας άντρας καί μιά γυναίκα. Αυτός θάταν ώς σαρανταπέντε χρονών. Φορούσε βελούδινο σταχτί κοστούμι καί τό πρό σωπό του έδειχνε εξυπνάδα άλλα καί σκληρότητα. Ή γυναίκα ήταν ώς πέντε χρόνια πιο νέα. Τά ξανθά μαλλιά της ήταν δεμένα μ3 ένα καρεδάτο μαυρόασπρο σάλι. Στή φυσιογνωμία της ήταν ζωγραφισμένα έντο να ή αδιαφορία κι3 ή άπάθεια. Κάποτε μπορεί νά ή ταν όμορφη. Ήταν καί τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια καί δυο κορίτσια. "Ολα ήταν ξανθά σάν τη μητέρα τους. Τό
119
μεγάλο άγόρι θάφτανε τά δώδεκα χρόνια^ καί τδ μικρότερο κοριτσάκι δεν θά ξεπερνούσε τά τρία. Αυτά δλα τά είδα μέ την πρώτη ματιά, πριν προφτάση νά μου πή λέξι ό συνοδός μου απ’ τό γραφείο τών Γκρήθ καί Γκάλεϋ. ^ Δεν κατάλαβα λέξι απ’ δσα μου είπε, παρά μόνο τό καινούργιο μου όνομα. Τό Ντρίσκολ. "Ολοι είχαν στροφή καί μέ κύτταζαν - ακόμα κι’ ό ακίνητος γέρος. Καί μόνο τό μικρό κοριτσάκι κυττοΰσε τον Κάπη. — Ποιος απ’ τούς όυό είναι ό Ρεμύ; ρώτησε ό άν τρας μέ τό σταχτί κοστούμι. Προχώρησα ένα βήμα. — Φίλησε λοιπόν, παιδί μου, τον τίατέρα σου. Σκεπτόμουν από δώ καί μέρες, πώς αυτή· ή στι γμή θάταν τρομερή καί πώς θά ριχνόμουν μ’ όλη μου τή δύναμι στήν άγκαλιά του.^ Λεν κατάφερα όμως νά βρω αυτή τήν ορμή μέσα μου. Μόνο προχώρησα καί τον φίλησα. — Καί τώρα είπε αυτός μετά, νά ό παπούς σου καί νά ή μητέρα σου καί τ’ αδέλφια σου. 'Πήγα κι’ αγκάλιασα τή μητέρα μου. Μ’ άφησε νά τή φιλήσω δίχως νά κινηθή ρούπι καί εκείνη ούτε μέ φίλησε. Είπε μόνο κάτι λέξεις πού δεν τις κατάλαβα. — Χαιρέτησε καί τον παπού σου, μου είπε ό πα τέρας μου, γιατί είναι ξέρεις παράλυτος. Τούς χαιρέτησα όλους. ιή μικρή αδελφή μου πήγα νά τήν πάρω στήν αγ καλιά μου, αλλά κείνη μ’ έσπρωξε γκρινιάζοντας ε πειδή έπαιζε μέ τον Κάπη. "Ένοιωθα πάρα πολύ απογοητευμένος. Τίποτα δέν είχα στήν καρδιά μου γιά όλους αυτούς. Οϋτ’ ένας τρυφερός λόγος δέν υπήρχε μέσα μου γιά νά τούς απευθύνω. Λοιπόν ή δυστυχία μ’ είχε κάνει τέρας καί δέν ήμουν άξιος νάχω μιά οικογένεια; "Αν τούς έβρισκα σ’ ένα παλάπι αντί σ’ αυτό τό χαμόσπιτο, θάμουν πιο ευχαριστημένος; Αυτή ή σκέψι μ’ έκανε νά ντρέπομαι αφάνταστα. — Ποιος είν’ αυτός εκεί; Εννοούσε τσν Ματ ία. Τού είπα μέ όσο μπορούσα πιο συγκινητικά λόγια τούς δεσμούς πού μ’ ένωναν μ’ εκείνο τό παιδί. — Θέλησε λοιπόν νά γνωρίση τον τόπο μας; πίο
120
Έκανα ν’ απαντήσω άλλα 6 Ματίας μέ πρόλαβε. — Μάλιστα είπε. — ό Μπαομπερέν γιατί δέν ήρθε; Του εΤπα. Μετέφρασε κι’ αυτός στη γυναίκα του τά λόγια μου κι5 εκείνη είπε: — «'Βέρυ γκούντ!» - δηλαδή «πολύ καλά». Έμεινα μέ την απορία γιατί ήταν «πολύ καλά» πού είχε πεθάνει ό Μπαομπερέν. Ό πατέρας μου μέ ρώτησε: — Δέν ξέρεις εγγλέζικα; — ’Όχι. τέρω μόνο γαλλικά και τά ιταλικά, πού μου τσ,μαΐίε ό κυοιος μου - αυτός πού μ5 είχε νοίκια σε: ό ΛΑπαρμπερέν. — Ό Βιτάλης; — Τοχετε μάθει; — Μου τόπε ό Μπαρμπερέν τότε πούρθα στη Γαλ λία για να σέ βρω. Θάσαι περίεργος γιατί δέν τόκανα δεκατρία χρόνια νωρίτερα... — Όυολογώ πέος είμαι πάρα πολύ περίεργος. — "Έλα νά σου τό πώ λοιπόν. "Άφησα τον γυλιό μου καί την άρπα καί κάθησα. Καθώς άπλωσα τά λασπιωμένα μου πόδια κοντά στη φωτιά, ό παπούς έφτυσε προς τό μέρος μου θυμωμέ νος καί δέν χρειάστηκαν περισσότερες εξηγήσεις γιά νά καταλάβω πώς τον είχα πειράξει. Τράβηξα τά πόδια μου. — Μη σονερί'ζεσαι τον γέρο, μούπε ό πατέρας μου, Δέν θέλει νά κάθωνται μπρος στη φωτιά του, όμως δέν είναι καί λόγος γιά νά τον λογαριάζης. Δέν περί μένα ν’ ακούσω νά μιλάη έτσι γιά τον γέ ρο μέ τ’ άσπρα μαλλιά. — Είσαι ό μεγαλύτερος γιος μας, άρχισε ό πατέ ρας μου. Γεννήθηκες μιά χρονιά ύστερ’ από τον γάμο μας. Τον καιρό έκεΐνο υπήρχε μιά κοπέλλα πού νόμιζε πώς θά την παντρευόμουν καί μέ μίσησε θανάσιμα ε πειδή πήρα τή μητέρα σου. Γιά νά μ’ έκδικηθή σ’ έ κλεψε όταν ήσουν έξη μηνών καί σέ πήγε στο Παρίσι καί σέ πέταξε σ’ έναν δρόμο. Ψάξαμε νά σέ βοουμε αλλά τίποτα. Είχαμε πιστέψει πώς πέθανες. Νάσου όμως κι’ άρρώστησε βαρειά αυτή ή γυναίκα πριν τρεις μήνες καί πριν πεθάνη τήν έπιασαν..._τήν επιασαν τύ ψεις - έτσι τις λένε; - καί τάπε όλα. -εκίνησα καί πή γα στή Γαλλία στή στιγμή καί άρχισα νά ψάχνω.
Αυτό είναι. Τ' άλλα τά ξερής. Δεν Ιδωσα^τήν εδώ διεύ θυνσί μου, γιατί μένουμε μόνο τον χειμώνα στο Λον δίνο. Μέ τον καλό καιρό ταξιδεύουμε μέ τ' αμάξια μας. Είμαστε πλανόδιοι έμποροι. Έτσι σέ ξαναβρί σκομαι παιδί μου, μετά από δεκατρία ολόκληρα χρό νια καί ξαναβρίσκεις κι* εσύ την οικογένεια σου. -έρω πώς νοιώθεις στενόχωρα. Δεν καταλαβαίνεις καί τί λέμε ακόμα, δεν μάς ξέρεις... *Όλα θά τά συνηθί σης. Ελπίζω γρήγορα. ' 'Κι’ εγώ τό έλπιζα κι* ήταν φυσικό νά συνήθιζα γρή γορα,^ αφού πιά βρισκόμουν μέ την οικογένεια μου. 'Απλώς τά δαντελλωτά σπάργανα μάς είχαν ξεγελά σει όλους. Γιά τή μάνα - Μπαρμπερίνα, τον κύοιο Άκέν, τή μικρή Λίζ, γιά όλους πού μέ υποστήριξαν καί μ’ αγάπησαν γι' αυτούς ήταν ή ατυχία. "Οσο ό πατέρας μιλούσε, έστρωναν τό τραπέζι. — Πεινάτε, παιδιά; ρώτησε αυτός τον Ματία κι' εμένα. Ό φίλος μου αντί ν' απάντηση έδειξε τά δόντια του. — ΛΑπρός λοιπόν στο τραπέζι! Πριν καθήση κι' ό ίδιος, έσπρωξε κοντά καί την πο λυθρόνα τού παπού. Μ' δλο πού ή ανατροφή μου δέν ήταν σπουδαία, πρόσεξα πώς τ' αδέλφια μου έτρωγαν ώς επί τό πλευ στόν μέ τά δάχτυλα κι' οί γονείς μου ήταν ολοφάνερο πώς δέν έδιναν την παραμικρή σημασία γι' αυτό. "Οσο γιά τον παπού έτρωγε μόνο μέ τονα χέρι πού μπορούσε νά κινήση ελεύθερα κι' όταν τού ξέφευγε κσμμιά μπουκιά ανάμεσα από τά τρεμουλιάρικα δά χτυλά του, τά παιδιά τουβαζαν καζούρα. Έλεγα πώς θά περνούσαμε τήν ώρα μας κοντά στο τζάκι ύστερ’ απ’ τό φαΐ, αλλά ό πατέρας μυο είπε πώς περίμενε κάτι φίλους κι' έπρεπε νά πάμε γιά ύπνο. Μάς ώδήγησε μ' ένα κερί σέ μια άποθήκη οπού βρίσκονταν μεγάλα αμάξια, απ' αυτά πού έχουν συνήθως οί πλανόδιοι έμποροι. ''Ανοιξε σ' έν' άπ' αυ τά μιά πόρτα κι' άντικρύσα>με δυο κρεββάτια, τό ένα επάνω στο άλλο. -— Αυτού θά κοιμηθήτε. Καλόν ύπνο. Καί αυτή ήταν σέ γενικές γραμμές ή υποδοχή πού μου έκανε ή οικογένεια Ντρίσκολ - ή οικογένεια μου.
ηζ
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΙ ΚΟΣΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ Ηταν αδύνατον νά κοιμηθώ καί για ώρες ολόκληρες άκουγα καί τον Ματία νά στριψογυρίζη στο, κρεββάτι του, γιατί ούτε ούτός δεν μπορούσε νά κλείση μάτι. "Αν δεν μιλήσαμε καθόλου όλο αυτό το διάστημα, ήταν γιατί καταλαβαίναμε πώς δεν θάχαμε τίποτα ευχάριστο νά πούμε. λ -αφνικά, ακόυσα έναν δυνατό κρότο στην πόρτα της αποθήκης,^ πού έβλεπε σ' έναν πλαϊνό δρόμο. Δεν πέρασαν παρά μερικά δευτερόλεπτα κι* έγινε φώς. 3 Από ένα παραθυράκι τού αμαξιού πού το μισοσκέπαζε μια κουρτίνα κύτταξα έξω παροοξενεμένος κι* ό Κάπη πού κοιμόταν ξύπνησε κι5 άρχισε νά γρυλλίζη σιγανά. *Αναγκάστηκα νά τού κλείσω μέ τό χέρι το στόμα γιά νά μή γαυγίση. Στην άποθήκη είχε μπή ό πατέρας μου, πού άνοι ξε βιαστικά καί χωρίς θόρυβο την πόρτα τού δρόμου άπ3^ όπου μπήκαν δυο άνθρωποι, πού κουβαλούσαν στούς ωμούς τους^ κάτι βαρειά δέματα. ^ Σέ λίγο τούς είδα νά βγάζουν μέσ3 από τά δέματα κάτι ρούχα καί νά τά παίρνη ένα - ένα στά χέρια του ό πατέρας, έξετάζοντάς τα στο φώς ένός φαναριού πού κρατούσε ή μητέρα μου, γιατί είχε έρθει κι* εκεί νη στο μεταξύ. "Υστερα άρχισαν νά κόβουν μ* ένα ψαλιδάκι τις έτικέττες πού υπήρχαν επάνω στά ρούχα. Φαντάστηκα πώς θάταν έμποροι σί άνθρωποι εκεί νοι, πού έφερναν στον πατέρα μου, μ3 όλο πού δεν μπορούσα νά εξηγήσω τον λόγο πού έκοβαν τις έτι κέττες καί πού τά κουβαλούσαν μιά τέτοια νυχτερινή ώρα καί μέ τόση μυστικότητα. Την άλλη μέρα πήρα ιδιαιτέρως τον Ματία έξω από τό σπίτι γιά νά τού μιλήσω. _ — -έρεις πόσο σ3 αγαπώ, τού είπα, -έρεις ακόμα πώς σού ζήτησα νά μέ συνοδεύσης ως τούς γονείς μου γιατί εΐσαι φίλος μου. Δεν θά δυσπιστήσης γιά τη φιλία μας λοιπόν, όποια χάρι κι3 άν σού ζητήσω, ψέ ματα; — Τί κουταμάρα είναι πάλι κι3 αυτή; απάντησε προσπαθώντας νά χαμογελάση.
123
“ Γελάς για νά μή μου δώσης τήν ευκαιρία νά κλάψω, του είπα. Μέ ποιόν άλλον όμως θά μπορούσα νά κλάψω ελεύθερα, άν όχι μ’ εσένα; ΚΓ έπεσα μέ δάκρυα στην αγκαλιά του. — Ματία, πρέπει νά φύγης αμέσως γιά τη Γαλ λία! — Δεν θά σ’ άφήσω ποτέ. — Τάξερα πώς αυτή θάταν ή άπάντησί σου και μέ κάνει πάρα πολύ ευτυχισμένο όταν μου λές πώς δέν θές νά μ" αφήσης. ΚΓ όμως πρέπει νά φύγης. Νά πας στη Γαλλία, στην Ιταλία όπου νάναι, φτάνει νά φυ γής από δω. — Κι* εσύ που θά πας; — Μά πρέπει νά μείνω εδώ! "Εχω καθήκον νά μεί νω μέ τούς γονείς μου. Πάρε τά χρήματα πού έχομε καί φύγε. — "Αν πρέπει νά φύγη κάποιος αυτός εΐσ5 εσύ, Ρεμύ, μου είπε ήσυχα.
— Γ ιατί.
Κόμπιασε. — Πές μου την αλήθεια, Ματία: Δέν κοιμόσουν έχτές το βράδι - έτσι; — "Οχι, άποκρίθηκε πνιχτά καί μέ κατεβασμένα μάτια. — Τί εΐδες; — Τά πάντα. — Τί νομίζεις; — Δέν ήταν έμποροι αυτοί πού έφεραν τά δέματα. Ό πατέρας σου τούς παρατήρησε γιατί τάφεραν α πό την πόρτα τής αποθήκης κΓ εκείνοι απάντησαν πώς τούς είχαν κυνηγήσει οί άστυφύλακες καί αναγ κάστηκαν... — Βλέπεις λοιπόν πώς πρέπει νά φύγης; — Ό πρώτος πού πρέπει νά φύγη είσ5 εσύ!, ξανάπε μέ πείσμα. "Ισως νά σέ στενοχωρήση αυτό πού θά πώ, αλλά θά τό πώ: Πρέπει νά πρασέξης στο κά τω - κάτω, πώς δέν μοιάζεις καθόλου ούτε τού πατέ ρα ούτε τής μητέρας σου καί πώς όλα τ αδέλφια σου είναι κατάξανθα, ενώ εσύ όχι. ΚΓ υστέρα πώς συμ βαίνει άνθρωποι πού δέν είναι πλούσιοι, νά αγορά ζουν τόσο άκριίβά μωρουδιακά; Σου λέω λοιπόν για όλα ταυτα, πώς εσύ δέν είσαι Ντρίσκολ! Ναί, μά λιστα - τό ξέρω καί τό καλοξέρω πώς είμ’ ένας ^με γάλος βλάκας! Πάντα μοΰ τόλεγαν, έξ αιτίας ποΰχω
αυτή την κεφάλα... Κι4 όμως έσύ δεν είσαι Ντρίσκόλ. Μά γράψης στη μάνα - Μπαρμπερίνα και νά τής ζητήσης νά σου στείλη μια λεπτομερή περιγραφή από κείνα τά μωρουιόιακά. Τότε νά ρωτήσης τον κύριο Ντρί σκαλ, νά δούμε τι θά σου πή. "Ως τότε δεν θά τό κουνήσω από δώ πέρα. Σκεπτόμουν πώς όλ’ αυτά τάλεγε ό αγαπημένος μου φίλος από τη δυστυχία του, επειδή δεν του άρε σε ή οικογένεια^ μου καί επειδή δεν 8’άθελε ποτέ νά ήμουν ένας Ντρίσκολ. Μπορεί όμως κανείς νά μήν είναι αυτός πού είναι, επειδή καί μόνο δεν τ' αρέσει; Γυρίσαμε αργά στο σπίτι καί ό πατέρας μου δεν μάς έκανε ^καμμιά παρατήρησι γι' αυτό. Μάς ρώτη σε μόνο πώς κερδίζαμε τό ψωμί μας στή Γαλλία καί μάς ακούσε μέ μεγάλο ενδιαφέρον. Εκεί πού τά μά τια του άστραψαν πραγματικά, ήταν στήν άποκάλυψι του μεγάλου ταλέντου καί των γνώσεων του Κάπη. Δήλωσε πώς τό σκυλί αυτό είναι μιά ολόκληρη πε ριουσία καί πώς ό Κάπη θά πήγαινε από τή άλλη μέρα μέ τούς δυο γιους του, τον Νέντ καί τον 'Άλλεν, άφου αυτοί δέν ήξεραν νά παίζουν κανένα όργανο κι' εμείς μέ τον Ματία - άν ήθελε νά μείνη μαζ^ί μας θά πηγαίναμε νά δίνουμε παραστάσεις άλλου. Του κάκου προσπάθησα νά του πώ πώς ό Κάπη άκοσγε μόνο εμένα. Μέ πληροφόρησε ότι μές στο σπί τι του ή κουβέντα του ήταν νόμος καί δέν ήθελε αν τιρρήσεις. ^ "Ετσι λοιπόν τά όνειρα πού είχα κάνει γιά μένα καί γιά τον Κάπη διαλύονταν, άφου θά χωρίζαμε... ΚΕΦΑΛΑIΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ Α ΕΚΑΠιΕΝΤΕ μέρες πάνω - κάτω άφου στείλαμε τό γράμμα στή μάνα - Μπαρμπερίνα, πή ραμε στο πόστ - ρεστάντ τήιν άπάντησί της, πού μάς περιέγραφε μέ κάθε λεπτομέρεια τά μωρουδίστικα, ό πως ήθελε ό Ματίας. Δυστυχώς ό φίλος μου άπογοητεύτηκε όταν ό πατέρας μου μετά μια άκόμα μέρα, μου έπανέλαβε μέ τά ίδια άκρί'βώς λόγια αυτή την περιγραφή καί μου έδειιξε καί τό χαρτί τής βαφτίσεώς μου. "Αν όμως άτΓ αυτή τήν πλευρά δέν μπορέσαμε νά
125
εξακριβώσουμε τίποτα, ό Ματίας 8έν ϊχσσε τήν τ?Ιποίθησί του σ' αυτό που πίστευε. Τήιν επόμενη Κυριακή ό πατέρας μου έστειλε τον Ματία νά κάνη περίπατο μόνος του μέ τον Κάπη τις Κυριακές δεν γυρίζουν πλανόδιοι τραγουδιστές στο Λονδίνο - κι3 έμενα μέ κράτησε στο σπίτι. Είχε περάσει τό μεσημέρι κι3 είμαστε μόνοι, όταν χτύπησε ή πόρτα. Ό πατέρας μου πήγε ν3 άνοί'ξη και ξαναγύρισε μα ζί μ3 έναν κύριο, πού από τό ντύσιμό του φαινόταν τελείως διαφορετικός από κείνους πού του έκαναν συ χνά παρέα. 9 Ηταν δηλαδή ένας άληθινός «τζέντλεμαν» -Είχε περήφανη φυσιογνωμία άλλα κάπως κουρασμέ νη. Τά δόντια του όμως ήταν σουβλερά σαν του σκύ λου κι3 όταν χαμογελούσε, έλεγες πώς ήθελε νά δαγκώση. "Αρχισε νά κουβεντιάζη μέ^τόν πατέρα στά έγγλέζικα καί κάθε τόσο μέ κυττούσαν κι3 οί δυο σημάδι, πώς κουβέντιαζαν γιά μένα. Στο τέλος ό κύριος εΐπε γαλλικά: — Φαίνεται γερό παιδί. Ό πατέρας μου μου είπε: — Πές κάτι λοιπόν. Εσένα μιλάνε. -— Εϊσαστε καλά; μέ ρώτησε ό τζέντλεμαν. -— Μάλιστα, κύριε. Πολύ καλά. -— Δέν έτυχε ποτέ ν3 άρρωστήσετε; — Μόνο μιά φορά από ένα κρυολόγημα. — Μπά! Μπά! Πάει καιρός; — Τρία χρόνια. — Πώς έγινε; — Κοιμήθηκα στά χιόνια μιά νύχτα. Ό κύριός μου πού ήταν μαζί μου πέθανε κι3 εγώ άρπαξα ένα γερό κρυολόγημα. ■— Δέν σάς παρουσίασε τίποτε από τότε αυτή ή άρρώστεια; — 3Όχι κύριε. — Δέν αίσθάνεσθε ποτέ κούρασι ή κομάρες; — Σχεδόν ποτέ ή πολύ δύσκολα. Μοϋ έπιασε τό μπράτσο, άκούμπησε στήν καρδιά μου τό χέμι του, άκούμπησε καί τ3 αυτί του στήν πλά τη καί τό στήθος μου, λέγοντας ν3 άναπνεάσω δυνατά καί νά βήξω. Στο τέλος μέ κύτταξε διαπεραστικά καί μ3 άφησε. ν
“Άρχισε πάλι νά μιλάη εγγλέζικα μέ τον πατέρα και σέ λίγο έφαγε. Θέλησα να βγω για μια βόλτα, άλλα έπειδη^ έβρε χε πήγα στο αμάξι μας νά πάρω την προβιά μου. Παραξενεύτηκα πού βρήκα τον Ματία νά μέ περιμένη. Μόλις μέ είδε μου είπε μέ θριαμβευτικό ύψος: — Ό κύριος πού είδες πριν λίγο και μίλησες μα ζί του, είναι ό ΤζέΤμς Μίλιγκαν, θείος του φίλου σου του Αρθούρου! Επειδή άπόμεινα μαρμαρωρένος μ9 ανοιχτό τό στόμα., χαμογέλασε και ξανάπε: — Βαρέθηκα νά γυρίζοο. και έπέστρεψα νά κοιμη θώ. Τον είδα τότε πού μιλούσε μέ τον πατέρα σου στην άποθηκη. Τά πρώτα του λόγια πού ακόυσα ή ταν: «Είναι από σίδερο! Ό άλλος πέθανε - ολόκλη ρος άντρας - κι9 αυτός έπαθε, λέει κρυολόγημα!» Κα τάλαβα πώς έλεγαν γιά σένα και έμεινα κρυμμένος ν9 άκούσω. Ό πατέρας σου είπε: «Πώς τά πηγαίνει ό άνηψός σας;» «Καλύτερα. Κατά τά φαινόμενα θά τή γλυτώση πάλι. Οί γιατροί τον είχαν καταδικάσει έδώ καί τρεΐς μήνες κι9 ή μητέρα του τον έσωσε άλλη μιά φορά. Τό δυστύχημα είναι πού ή κυρία Μίλιγκαν είναι σπουδαία μητέρα!» «Τότε άν είναι νά ζήση, είπε πάλι ό πατέρας σου, οί προφυλάξεις αυτές άλες είναι ανώφελες.» «Προς τό παρόν βέβαια, απάντησε ό άλλος. 9Αλλά δέν παραδέχομαι πώς ό Άοθουοος θά ζήση ώς τό τέλος. “Έχουν πάψει νά συμβαίνουν θαύματα στην εποχή μας. Γι9 αυτό θέλω τή μέρο: πού θά πεθάνη νά είμαι 6 μοναδικός κληρονόμος τής πεΡ’ουσίσς του, έγώ ό Τζέίμς Μίλιγκαν!» «Μείνετε ήσυ χος, είπε ό πατέρας σου. Σάς εγγυώμαι πως αυτό θά γίνη.» «Υπολογίζω σ9 εσάς», ξανάπε εκείνος καί χαιρετήθηκαν κι9 έφυγε. Ωστε ό Αρθούρος ζουσε! *Ηταν τό πρώτο πού σκέφθηκα. Πήγαινε καλύτερα καί γιά την ώρα ή εΐδησι αυτή μούδωσε πάρα πολύ μεγάλη χαρά. Γιά μέρες ολόκληρες δέν μιλούσαμε πιά γιά τίποτ1 άλλο παρά γιά την κυρία Μίλιγκαν καί τον Αρθούρο καθώς καί γιά τον Τζέίμς Μίλιγκαν. Πώς θά τά κατσΦέρναμε νά τούς συναντήσουμε; Ή μόνη άπόφασ: πού πήοσμε, ήταν νά παρακολουθήσωρε αυτόν τον τελευταίο, στην περίπτωσι πού θά ξαναρχόταν, αλλά οί μέρες περνούσαν χωρίς αυτό νά γίνεται,
127
— Πρέπει οπωσδήποτε νά ξαναβρής την κυρία Μί λι γκαν, μου έλεγε ό Ματίας μέ παράξενο ύψος, που μ5 ανάγκαζε νά τον ρωτώ: — Γιατί; — Επειδή ήτανε πάρα πολύ καλή μο:ζί σου. Κι’ επειδή 6ά σέ βοηθηση νά ξαναβρής τούς γονείς οσυ. — Ματία! — -έρεα. Δεν σου αρέσει νά σου τό λέω αυτό, αλ λά μήπως Φταίω κΓ εγώ; "Οταν λέη κάνεις την αλή θεια, δεν μπορεί νά τήν κάνη έτσι πού ν άρέση όπ_οσδήποτε ατούς άλλους. Έγώ λέω πώς ή αλήθεια είναι σάν ένα λαχείο. "Άλλοτε μάς ευχαριστεί κι" άλλοτε μάς δυσάρεστοι. Βλέπω τη διαφορά πού σέ χοοριζει στο κάθε τι από τήν οικογένεια Ντρίσκσλ καί κατα λαβαίνω πώς αυτό πού λέω είναι ή αλήθεια. Δεν μπορώ νά σου τό εξηγήσω βέβαια καί μέ λόγια, αλλά αυτό δέν συμβαίνει επειδή ή αλήθεια παύει νά είναι αλήθεια, παρά γιατί έγώ είμαι κουτός. Μέ κατάλα βες; ΓΓ αυτό πρέπει νά ξαναβρούμε τήν κυρία Μίλιγκαν. — Πώς όμως; — "Έχω κάποια ιδέα. — Γιατί δέν μου τή λες; — Γ ιατί άν είναι κουτή... — Τι θά γίνη;^ — Είναι μιά ιδέα πού, άν^εΐν" αληθινή., θάναι σπου δαία κΓ έξυπνη, αλλά, άν είναι ψεύτικη, θάναι πάρα πολύ κουτή καί γΓ αυτό δέν τή λέω. Δέν έπέμενα γιατί είχα κΓ έγώ κάποια ιδέα, πολύ συγκεχυμένη καί πολύ κουτή, πίστευα καί φοβόμουν μήπως ήταν ή "ίδια μ" έκείνη του1 Ματία. Στο μεταξύ ό καιρός περνούσε. Μιά μέρα πού είχαμε καθήσει ν’ ακούσουμε κάτι ψευτονέγρους πλανόδιους μουσικούς, είδα τον πιο παοάξενο άπ" αυτούς νά κάνη νοήματα^στόν Ματία. Σέ λίγο είδα πώς κΓ ό φίλος μου τον είχε προσέξει καί τού απαντούσε ψιλικά. — Τον ξέρεις; ρώτησα. -— Είναι ό Μπάμπ. Ό ένας από τούς δυο φίλους μου, κλόουνο, πού είχα ατό τσίρκο πού δούλευα καί πού μου μάθαιναν τά εγγλέζικα. "Οταν ή παράστασι πήρε τέλος κι5 ο Μπόμπ ήρθε κοντά μας, τότε κατάλαβα πόσο αγαπούσε τον Ματία. Ούτε αδελφός δέν θάδειχνε τέτοια χαρά σάν τή δική
128
του γ^ά τή συνάντησι. Αναγκαστήκαμε δμως νά χωοιστοΟμε γρήγορα,1 γιατί έπρεπε ν’ άκολουθήση τή συντροφιά του καί οί δυο φίλοι συμφοόνησαν νά συ ναντηθούν την ερχόμενη Κυριακή. Τις μέρες των Χριστουγέννων πού άκολούθησοα/ οί δουλειές μας πήγαιναν καλύτερα, μ5 δλο πού ό κό σμος είχε γεμίσει από πλανόδιους μουσικούς και δεν προλαβαίναμε νά τελειώσουμε τά κομμάτια μας κι5 άκούγαμε από κοντά τούς ήχους από άλλα δογανα. Επειδή ό κύριος ΑΑίλιγκαν δεν φαινόταν, ό Ματίας άρχισε νά μου λέη νά ξσναγυρίσουμε στη Γαλλία Πίστευε πώς ό Αρθούρος μέ τή μητέρα του θά ήταν καί πάλι έχει καί θά γυρνούσσν στά ποτάμια μέ τον «Κύκνο». Σίγουρα άφου ό Αρθούρος ήταν άρρωστος πάλι, θάπρεπε νάταν έτσι. Μ5 όλη όμως τήν αδιαφορία πού έδειχνε για μένα ή οίκαγένειά μου κι* οί γονείς καί τ’ αδέλφια μου, μ’ δλη τήν εχθρότητα πού έβλεπα άκόμα καί στο πρό σωπο του παποΟ, δέν μπορούσα νά τό αποφασίσω. Μιά Κυοιακή πού βγήκαμε μαζί μέ τον Κάπη, είδα ξαφνικά τον σκύλο μου νά φεύγη καί μ* δλο πού τον φώναξα πολλές ψαρές, δέν γύρισε. Είχε ομίχλη καί δέν μπορούσα νά δώ πολύ μακρυά. Μιά στιγμή δμως γύρισε καί πήδησε χαρούμενος κοντά μου. Κρατούσε στά δόντια του κάτι: "Ενα ζευγάρι κάλτσες, μέσα στη τέελατίνσ τους. Κουνούσε περήφανος την ουοά του. Έμεινα άναυδος κι* ό Ματίας μ* άρπαξε ξαφνι κά άπ5 τό· μπράτσο. — Τρέξε!, μού σφύριξε καί μέ τράβηξε μαζί του. Πιο κάτω σταματήσαμε καί μού εξήγησε πώς είχε ακούσει κάποιον άνθρωπο νά λέη: «Πού πήγε ό πά λι οκλέΦτης;» — Ό Κάπη ήταν ό «παλιοκλέφτης»!, μού είπε μέ κουμένη ανάσα. "Αν δέν ήταν ή ομίχλη θά μάς είχαν συλλάβει γιά κλέφτες! Κατάλαβες; ΕΤχα καταλάβει θαυμάσια. Τ* αδέλφια μου πού εβγσ'νσν υέ τον Κάπη κάθε μέρα, τον είχαν κάνει κλέ φτη ! Κλέφτης ό γενναίος καί τίμιος Κάπη! Γύρισα σπίτι τοέχοντας. "Ολοι βρίσκονταν γύρω από τό τραπέζι. Δίπλωναν υφάσματα μέ ψαλιδισμένες έτικέττες. Πέταδα τό ζευγάρι τις κάλτσες άνάμεσά τους κι* οι δυο αδελφοί μου γέλασαν. — Τις έκλεψε ό Κάπη!, είπα μέ φωνή πού έτρεμε ΧΩΡΙΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
9
από οργή. Γιατί τον Κάπη τον έκαναν κλέφτη! Είμαι βέβαιος πώς αυτό τό έκαναν γι’ αστείο. — Τι θάκανες αν δεν ήταν αστείο παρ’ δλα αυτά; μου είπε ό πατέρας μου ξερά. — θάδενα ένα σχοινί στον λαιμό του Κάπη απάν τησα, και θά τον πετοΰσα με μιά βαρειά πέτρα στον Σηκουάνα. Μετά μπορεί νά πηδούσα κι5 έγώ. Ό πατέρας μου έκανε μιά κίνησι ξαφνικού θυμού και μισοσήκωσε τό χέρι σάν νάθελε νά μέ χτυπήση. Τά^ μάτια του πετούσαν αστραπές. Απότομα δμως ηρέμησε κι* είπε πάλι ψυχρά: — Δίκιο έχεις. 9 Ηταν ένα αστείο καί, γιά νά μην ξαναγίνη, ό Κάπη θά βγαίνη πιά μόνο μαζί μου. ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΕΚΤΟΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ττώς δν μείνουμε περισσότερο εδώ πέρα, θά πάθουμε κάποια μεγάλη καταστροφή. Τό προαισθάνομαι!, μου έλεγε ό Ματίας. "Ας φύγου με, Ρεμύ. *Ας πάμε στη Γαλλία. Κάναμε πολλές συζητήσεις πάνω σ’ αυτό, χωρίς νά καταλήγουμε πουθενά. Τον παρακαλουσα νά φύγη μόνος του, αλλά σ’ αυτό ήταν ανένδοτος. Στο μεταξύ αντί νά ξεκινήσουμε γιά τη Γαλλία βρεθήκαμε στους δρόμους τής Αγγλίας, μέ τά αμά ξια τής οικογένειας μου, πού ξαναβάφτηκαν σάν ήρθε ό καιρός γιά την περιοδεία τους. Δέν άργησα νά διαπιστώσω τον τρόπο πού πουλού σαν τά έμπορεύματά τους. — Ρίξτε μιά ματιά στις τιμές!, φώναζε ό πατέ ρας. Μόνο έγώ δέν πληρώνω τά έμπορεύματά μου καί γι’ αυτό πουλάω σχεδόν τσάμπα! Δήτε τίς τιμές μό νοι σας! Κι’ άκουγα τούς χωριάτες νά μουρμουρίζουν μετα ξύ τους: — Θάναι κλεμμένα!
— Τό λέει καί μόνος του! ’Άν πρόσεχαν πόσο κοκκίνιζα σ’ εκείνα τά λόγια, θά καταλάβαιναν πώς οί υποψίες τους ήταν σωστές. Μ’ έβλεπε όμως μονάχα ό Ματίας. — Θά παραδεχτής αυτή την ντροπή; μούλεγε. — Μή μου μιλάς γι’ αυτό! — Έλα νά γυρίσουμε στη Γαλλία. Ρεμύ... Νοιώθω
130
^τωζ ή καταστροφή είναι ΐτολύ κοντά. } (<ατάλα&έ τό πώς αργά η γρήγορα οι αστυνομικοί θ’ αποφασίσουν νά Εξακριβώσουν γιατί πουλάει τόσο φθηνά ό μίστερ Ντρίσκολ. Τί θά συμβή τότε; -— Σε παρακαλώ, Ματία... — Θά στο πω εγώ^άφού δεν μιλάς: Θά μάς βουτήξουν όλους καί θά μάς ρίξουν στη φυλακή. Κι* εσέ να κι* έμενα, που θά μ* έχης πάρει στον λαιμό σου! *>Εξ άλλου, ούτε καν σέ χρειάζονται όπως βλέπεις αυτοί οϊ Ντρίσκολ. "Οπως έκαναν δίχως εσένα τόσα χρόνια, έτσι κάνουν καί τώρα. Τίποτα δεν άλλαξε. Σέ τίποτα δεν τους βοηθάς· — "Αφησε με νά τό σκεφθώ ακόμα λίγο. — Βιάσου, Ρεμύ! Νοιώθω νά μάς κυκλώνη ό κίνβυνας! Είχαν περάσει πολλές βδομάδες που γυρίζαμε. Σέ μιά επαρχιακή πόλι πού έπρόκειτο νά γίνη πανηγύρι, συναντήσαμε τον Μπόμπ. Μάς είπε πώς τον είχαν γε λάσει δυο μουσικοί πού περίμενε καί δέν θά κατάφερναν νά τά βγάλουν πέρα καί νά κερδίσουν τίποτα, οί τρεις ακροβάτες μόνοι τους. Μάς παροοκ άλεσε νά παίρναμε τις θέσεις εκείνων πού έλειπαν. Θά μοιραζό μαστε τις εισπράξεις στά πέντε. Κύτταξα τον Ματία καί είδα πώς ήθελε πολύ νά δεχτούμε. Δέχτηκα λοιπόν κι5 εγώ ευχαρίστως. Μέ τον Κάπη ταμία ασφαλώς θά μαζεύαμε πολύ περισσό τερα. "Οταν όμως γυρίσαμε στην πόλι, στ* αμάξια του πατέρα μου καί τού τό είπα, άπσκρίθηκε κοφτά: — Τον χρειάζομαι τον Κάπη αύριο. Θά πάτε μό νοι σας. Ανησύχησα. Τί τον ήθελαν τάχα τό σκύλο; ό νούς μου πιά μονάχα στο κακό μπορούσε νά πηγαίνη. Φαίνεται πώς κατάλαβε τούς φόβους μου. — Ό Κάπη είναι πολύτιμος φύλακας για τ5 άμάξια, μού είπε. Χωρίς αυτόν μπορεί νά μάς κλέψουν, μές στην κοσμσπλημμύρα τού πανηγυριού. Θά πάτε μόνοι Λοιπόν κι5 άν κρατήση ως αργά ή δουλειά σας, ελάτε νά μάς συναντήσετε στη «Χρυσή Βελανιδιά», επειδή σκοπεύω νά φύγουμε πριν από τά χαράματα. Τό πανδοχείο τής «Χρυσής Βελανιδιάς» βρισκόταν στήν έξοχή κι* είχαμε περάσει τήν προηγούμενη νύ χτα σ5 αυτό. Τήν άλλη μέρα αρχίσαμε νά παίζουμε οστό νωρίς
131
μέ ίάυξ μουόΊΚόύς ίου Μπόμπ και φΐαόάμε ^ χώρίζ διακοπή ως αργά τό βράδε Είμαστε τσακισμένοι α πό τήν κούρασι κι3 όμως έξσκολουθήσαμε νά παίζουμε για νά μην άφήσουμε στη μέση τούς φίλους του Ματία. Κοντά μεσάνυχτα σταματήσαμε κι3 είπα πώς είχαμε τελειώσει, άλλα αντί γι3 αυτό, πήγαμε σ3 ένα καμπαρέ και παίξαμε άλλη μιά ώρα,^ ώσπου τά με σάνυχτα πέρασαν γιά τά καλά. Δεν ήξερα τι έπαιζα πιά και ό Ματίας τό ίδιο. Ό Μπόμπ όλο έλεγε πώς ήταν τό τελευταίο κομμάτι κι3 όλο ξαναρχίζαμε. Πά νω σε μιά από τις ακροβασίες τους - γιατί .κι3 εκείνο: δέν εΐχαν κουραστή λιγώτερο από μάς - τους ξέφυγε ένα κοντάρι πού χρησιμοποιούσαν γιά τό νούμε ρό τους κι3 έπεσε πάνω στο πόδι τού Ματία, πού έ βγαλε μιά δυνατή κραυγή. Τρέξαμε τρομαγμένοι κοντά του, πιστεύοντας πώς είχε σπάσει τό πόδι του αλλά ευτυχώς δέν ήταν πο λύ σοβαρή ή πληγή. Δέν μπορούσε όμως νά περπατήση ό Ματίας κι3 άναγκαστήκαμε νά τον βάλουμε νά ξαπλώση στο άμάξι τού Μπόμπ. Έγώ πήγα στη «Χρυσή Βελανιδιά» για νά μάθω πού θά πήγαινε τήν άλλη μέρα ή οίκογένειά μου, άντΐ γι3 αυτό όμως έμαθα πώς δέν ήταν κάνεις εκεί. — Τ3 αμάξια σας έφυγαν άναυλα, μού είπε ό ξε νοδόχος. Ό πατέρας σου σού παραγγέλνει νά πας νά τούς βρής στό Λούϊς, χωρίς χασομέρι. Καλό ταξίδι ί -Και μού κοπάνησε κατάμουτρα τήν πόρτα, χωρίς νά πρόσθεση τίποτ’ άλλο. Γύρισα γεμάτος σκέψεις κοντά στον Ματία. Ούτε ήξερα ποιο ήταν αυτό τό Λούϊς, γιατί δέν μπορούσε νά μού περάση άπ3 τό μυαλό πώς ήταν ή γειτονική μας πόλι, αφού στον χάρτη ήταν γραμμένη μέ άλλο όνομα. Κοιμήθηκα καί τό πρωί ξύπνησα μέ καινούρ γιες δυνάμεις καί έτοιμος νά ξεκινήσω γιά τό Λούϊς άν μπορούσε κι3 ό Ματίας νά περπατήση.^ Λυπήθηκα νά τον ξυπνήσω καί βγήκα όπου βρή κα τον Μπόμπ ν3 άνάβη φωτιά, γιά νά 'ψήση καφέ. Τήν ίδια στιγμή άπόμεινσ μαρμαρωμένος, βλέπον τας στον δρόμο τον Κάπη, πού τον έσερνε ένας αστυ φύλακας, δεμένον μ3 ένα σκοινί. Μέ γνώρισε όμως κι3 ό Κάπη γιατί μ3 ένα απότομο τιναγμό: ξέφυγε τού α στυφύλακα κι3 ήρθε καί πήδηξε στήν αγκαλιά μου. Ό άστυφύλακας μέ πλησίασε καί μέ κύτταξε από πάνω ώς κάτω.
Δικό σου είναι τόΰτο το σκυλί; μέ ρώτήσέ. — Μάλιστα. — Σέ συλλαμβάνω λοιπόν! Και μ5 άρπαξε μέ δύνα-μι απ’ τό μπράτσο. Ό Μπόμπ έτρεξε κοντά μου. — I ιατί πιάνετε αυτό τό παιδί; ρώτησε κατάπλη κτος τον άνθρωπο του νόμου. •— Άδελψός του είστε; — "Οχι, φίλος του. — Μπήκαν χτες στην εκκλησία του Σαίν Τζώρτζ άπ5 τό παράθυρο - ένας άντρας κι5 ένα παιδί, είπε ό αστυφύλακας. Είχαν και τό σκυλί μέσα, για να τους ειδοποίηση δον ερχόταν κανείς. Στη βιασύνη τους όμως να τό σκάσουν, ξέχασαν τον σκύλο μέσα. "Η μουν βέβαιος πώς μ’ αυτόν θάβρισκα τούς κλέφτες. Βρήκα τό παιδί - τώρα μένει ό άντρας. Πού είναι ό πατέρας σου; Μ’ δλη τή σαστιμάρα καί την αγωνία πού έσφιγγε την καρδιά μου, καταλάβαινα πολύ καλά τ’ είχε συμβή. Γι’^αύτό έξ άλλου είχαν φύγει οι δικοί μου άπ5 τή «Χρυσή Βελανιδιά» πριν τής ώρας τους. —Μπόμπ!, φώναξα τρομαγμένος. Πές του πώς δεν είμαι ένοχος. Πές του πώς έμεινα μαζί σας ως τή μία τά μεσάνυχτα κι* ύστερα πήγα στο πανδοχείο «Χρυσή Βελανιδιά» καί ξαναγύρισα! Τού μετέφρασε πράγματι τά λόγια μου ό Μπόμπ, αλλά ό αστυφύλακας δεν πείσθηκε όπως ήλπισα. — Οΐ κλέφτες μπήκαν στην εκκλησία στή μία καί τέταρτο, είπε. Προλάβαινε νά πάη. Κι’ από κεΐ κι* ύστερα ό Μπό^μπ άδικα προσπάθη σε νά μέ υπεράσπιση καί μόνο πού πρόλαβα νά δώ τον Μοπία, πού βγήκε κουτσαίνοντας άπ’ τ’ αμάξι καί ρίχτηκε στην αγκαλιά μου. — Κουράγιο, μούπε δακρυσμένος. Δέν θά σ’ έγκαταλείψουμε. Τί μπορούσε δ μ ως τάχα νά κάνη ένα παιδί σάν κι·3 αυτόν;
Η
7ΑΝ ή δεύτερη φορά πού μ’ έπιανε ή α στυνομία. . ·<?*?&*$! Ή ντροπή δμως πού αίσθάνθηκα γιά την κατη γορία, ήταν πολύ μεγαλύτερη δοτό τήν πρώτη. Τότε μέ τή γελάδα τό ζήτημα ήταν λιγάκι ανόητο καί άπό τήν αρχή δέν είχα φόβους, γιατί υπήρχε ό
133
καλός κτηνίατρος, πού §ά κατέθετε γιά μάς. Οϋτε θυμάμαι πόσους "διαδρόμους τέτοιους π£ράσαμε, ώσπου να φτάσουμε όξω από μια κλειστή πόρτα, που αυτή τή φορά δεν ήταν σιδερένια σάν άλες τις άλλες παρά ξύλινη. — Πέρασε, μου είπε ξανά ό δεσμοφύλακας. Μπήκα λοιπόν καί βρέθηκα μονομιάς στά σάλλα τού δικαστηρίου. '^Ηταν αρκετά μεγάλη,. Τό Ταβάνι της ήταν ψηλό και τά παράθυρά της πλατειά, άφηναν νά μπαίνη πολύ φως. Ό δικαστής στεκόταν πάνω σέ μια ψηλή και επι βλητική εξέδρα, πού όπως εγώ ήμουν μικρός κι* αδύ νατος, μου φάνηκε πολύ ψηλότερη άπ5 όσο ήταν στην πραγματικότητα. Φάνταξε στά κατατρομαγμένα μά τια· μου σάν κανένα πραγματικό βουνό. Λίγο πιο χαμηλά ιάπό τον δικαστή αυτόν, κάθον ταν στην ίδια σειρά κι5 άλλοι τρεις. Προσπάθησα απελπισμένα μέ τά μάτια μου καί από ένστικτο μονάχα, νά δώ άν θά μπορούσα νά ξε καθαρίσω τις διαθέσεις τους απέναντι μου, άν ύπήρχε ατά βλέμματά τους κανένα κο,μμάτι οίκτος γιά μέ να. Τίποτα. Λες καί φορούσαν μάσκες κι-5 οί τέσσερις, δεν εί χαν καμμιά ιεκφρασι και ούτε καν μέ κύτταξαν. Τι·5 αυτούς όλο τό ενδιαφέρον υπήρχε σέ κάτι πυ κνογραμμένα χαρτιά πού βρίσκονταν ,μπρός τους πά νω στον πάγκο καί πού ανασκάλευαν μέ τά άσπρα μα*κρυά δάχτυλά τους. Στο τέλος ό δικαστής πού στεκόταν πιο πάνω απ’ όλους, παράτησε αυτά τά χαρτιά, καί στήριξε τά μάτια του επάνω μου, εκεί πού μέ είχαν βάλει νά καθήσω, σ’ έναν ξύλινο πάγκο, μπροστά άπό κάτι κάγκελα. Ούτε τούτη τή φορά πήρε ή όψι του καμμιά έκφοασι. "Απελπισμένος πάλι, στράφηκα καί κύτταξα^ τον άνθρωπο πού καθόταν στο πλάϊ ,μου, πάνω στον δι κό ,μου πάγκο καί πού δέν τον είχα άντιληφθή ώς έκείνη τή στιγμή. Μου χαμογέλασε καί μού εΐπε πώς ήταν ό δικη γόρος μου. Ωστε είχα καί δικηγόρο!
134
/ Μ·
ν-
* 'λ
Ποιος τον εΐχε βάλει·; Δεν είχα καιρό νά καθήσω και νά τό συλλογιστώ έκεί'νη: την ώρα, μά ποιος άλ λος άπ’ τον Ματ ία και τον Μττόμττ; Τό σπουδαίο ήταν πώς δεν ήμουν όλο μονάχος κι5 άρχισα νά ελπίζω. Κύτταξα στην αίθουσα πίσω μου καί κατάφερα στο τέλος νά διακρίνω τον Ματία. Ο! μαίτιές μας δια σταυρώθηκαν κι5 ένοιωσα τό θάρρος -μου νά μεγαλώνη ακόυα πιο πολύ. "Άρχισε τότε νά άγορεύη ό δημόσιος κατήγορος καί είπε τό ιστορικό μέ λίγα λόγια: — Στην έκκλησία τού Σαίν Τζώρτζ έγινε κάποια θρασυτάτη κλοπή. Δεν υπάρχει αμφιβολία πώς οι κλέφτες ήταν ένας άντρας κι" ένα παιδί καί πώς μπή καν υέ τη βοήθεια μιας σκάλας, άφού έσπασαν τό παράθυρο. Μαζί τους εΐχαν κι" έναν σκύλο γιά φύ λακα, νά τούς ειδοποίηση στην περίπτωσι που θά έρχόταν κανένας προς τά έ!κε?. "Ενας καθυστερημέ νος διαβάτης ωστόσο - ή ώρα θάταν μία καί τέταρτοπαραξενεύτηκε βλέποντας φως μες στην εκκλησία, τόσο άργά. Στάθηκε, πρόσεξε καλύτερα κι" ακούσε από μέσα σιγανούς θορύβους καί ψιθ’υρίσυατα. Πήγε αμέσως καί (ξύπνησε τον καντηλανάφτη. Τό σκυλί ό μως άρχισε νά γαυγίζη μανιασμένο καί έτσι την ώρα πού αυτοί άνοιγαν την πόρτα, οι κλέφτες έφευγαν κατατρομαγμένοι από τό παράθυρο, άφήνοντας τό ζώο, πού δεν .μπορούσε εύκολα νά άνέβη τή σκάλα. Τό ί διο αυτό· σκυλίι, κύριοι δικασταί, ώβή'γησε τον αστυ φύλακα Τζέρυ στον ιππόδρομο κι" εκεί αναγνώρισε τον κύριό του, πού δεν είναι άλλος από τον παρόντα κατηγορούμενο. "Οσο γιά τον άλλον κλέφτη - δηλαδή τον άντρα - ή αστυνομία βρίσκεται στά ίχνη του καί βέν θ" άργήση κι* αυτός νά συλληφθή. Ό δηιυόσιος κατήγορος σώπασε. Δεν είχε νά πή τίποτ’ άλλο. Ό δικαστής τότε πού καθόταν πάνω - πάνω, χω ρίς ούτε καν νά γυρίση νά μέ κυττάξη, μέ ρώτησε σάν νά μιλούσε στον εαυτό του: — Πώς σέ λένε, παιδί; — Φράνσις Ντρίσκολ, κύριε. — Πόσων χρονών ρΤσαι; — Δεκατριών. — Τί έπαγγέλεσαι; -— Πλανόδιας μουσικός,
135
— Χμμ... Και ττοΟ κατοικείς; — Στο Λονδίνο, στην Αυλή του Κόκκινου Λιοντα ριού, στο Μπέθνσλ - Γκρήν. Αυτά όλα τά είπα με σπασμένα εγγλέζικα και υ στέρα παρακάλεσα νά μού επιτρέψουν νά μιλήσω γαλλικά τή συνέχεια, επειδή ήξερα καλά μόνο αυτή τή γλώσσα, λόγω πού είχα μεγαλώσει και είχα ζή~ σει στή Γαλλία, σλα μου σχεδόν τά χρόνια. Τό δέχτηκε ό δικαστής αλλά είπε αυστηρά, κυττάζοντάς με στά μάτια γιά πρώτη φορά: — Δεν φαντάζομαι νά πιστεύης πώς θά μέ κοροϊδέψης μ.5 αυτόν τον τρόπο! Σέ πληροφορώ πώς ξέρω πολύ καλά γαλλικά. Τούς είπα λοιπόν δλα όσα ήξερα. Εξήγησα πώς δεν ήταν δυνατόν νά βρίσκω μ σι στην εκκλησία στή μία, άφοΰ στή μία βρισκόμουν και στο ιπποδρόμιο μαζί μέ τούς συναδέλφους μου, κι5 αφού στις δυόμιση βρισκόμουν στο πανδοχείο τής «Χρυσής Βελανιδιάς». — Στή μία καί τέταρτο, μέ ρώτησε ό δικαστής διακόπτοντάς με, πού βρισκόσουν; — Στον δρόμο. —- Αυτό πρέπει νά διαπιστωθή όμως. Έσύ ισχυ ρίζεσαι πώς ήσουν στον δρόμο πού πηγαίνει στή «Χρυ σή Βελανιδιά». Ή κατηγορία ωστόσο υποστηρίζει πώς βρισκόσουν μές στήν εκκλησία, παρέα μ5 έναν όιντοα καί μέ τό σκύλο σου. Έμεΐς πρέπει νά δούμε ποιο απ’ τά δυο είναι αλήθεια. Δύσκολη δουλειά. "Ας είναι: Οΐ εμπειρογνώμονες λένε πώς φεύγοντας από τον ιππόδρομο στή μία, μπορούσες νά φτάσης στήν εκκλησία τού Σαίν Τζώρτζ στή μία καί τέταρτο, ό που σέ περίμενε μια σκάλα στερεωμένη στον τοίχο κι’ άπτό κεϊ πάλι τρέχόντας μπορούσες νά φτάσης καί στή «Χρυσή Βελανιδιά», μετά την αποτυχία τής κλο πής. Προσπάθησα νά αποδείξω πώς δεν ήτο:ν δυνατό·/ νά γίνη κάτι τέτοιο αλλά ό δικαστής δέν ήθελε μέ κανόναν τρόπο νά τό παραδεχτή. "Ελεγε πώς ένα παιδί πού έχει ζήσει δλη του τή ζωή περπατώντας στους δρόμους απ’ τό πρωί ώς τό βράδι, μπορεί νά πετύχη θαύματα μέ την τρεχάλα. — Πώς εξηγείς την παρουσία τού σκύλου σου στήν εκκλησία; μέ ρώτησε στο τέλος. — Δέν μπορώ νά την εξηγήσω, κύριε. Ό σκύλος 136
μόυ δεν ήταν μαζί μ Ου στον ιππόδρομο. 5Απ3 τό πρωί τον εΤχ3 αφήσει καί τον είχα δέσει στο αμάξι μας. Δεν ήθελα νά προσθέσω τίποτα παραπάνω, για νά μ ή δώσω στοιχεία εναντίον του πατέρα μου\ Φώναξαν λοιπόν τότε έναν μάρτυρα, τον Θίσμπυ, τον καντηλανάφτη του Σαίν Τζώρτζ. Πρώτος τον ρώτησε ό δημόσιος κατήγορος αν είχε δή έναν άντρα κι5 ένα παιδί στο εσωτερικό τής εκ κλησίας καί απάντησε πώς πραγματικά τούς είχε δή την ώρα πού βρίσκονταν πάνω στο παράθυρο καί πη δούσαν έξω. Ό άλλος άνθρωπος πού ερχόταν πίσω άπ3 αυτόν δέν πρόλαβε νά τούς δή καθόλου, γιατί αμέσως εξα φανίστηκαν. —- Μήπως μπορείτε νά αναγνωρίσετε, μπαρμπα Θίσμπυ, αν τό παιδί ήταν αυτό τό παιδί; — Ποιο παιδί; ρώτησε μέ τή βραχνή καί τρεμάμενη φωνή του, κυττάζοντας ανάμεσα στούς δικα στές ν5 άνσκαλύψη τον κατηγορούμενο. — "Οχι έ'κεΐ πάνω, άνθρωπέ μου! Νά: Κεΐ πέρα στον πάγκο. Δέν βλέπεις τό παιδί; — Πώς δέν τον -βλέπω τό μασκαρά, κύριε δικα στή μου! "Α, τον κλεφταράκο! — Τον ό:ναγνωρίζει·ς δηλαδή πώς είναι αυτός; Γιο: νά μέ κυτάξη ό καντηλανάφτης άνοιξε πάρο: πολλές φορές τά μάτια του κι* έφερε σέ μιά στιγμή καί.τό χέρι αντήλιο. Στο τέλος είπε: — Το κεφάλι μου δέν τό κόβω, όρκο όμως μπορώ νά'πάρω πώς είναι αστό - μάλιστα! — Πολύ καλά, μπαρμπα - Θίσμπυ - τίποτ5 άλλο, είπε ό δημόσιος κατήγορος κι’ ό καντηλανάφτης γύ ρισε νά φύγη ρίχνοντάς μου μιά θριαμβευτική ματιά. Τον σταμάτησε ομοος ό δικηγόρος μου. — Μιά στιγμή, μπαρμπα - Θίσμπυ! Μπορώ νά σου υποβάλλω μερικές ερωτήσεις; — "Οσες θέλετε!, απάντησε πρόθυμα. Γι' αυτό ήρθα εδώ πέρα! Τό λοιπόν για πές μου: .Πόσα ποτηράκια κο πανάς κάθε βράδι πριν κοιμηθής; —-Αυτό τό παιδί..., άρχισε ό Θίσμπυ κι5 ύστερα σταμάτησε ξαφνιασμένος. Τί έκανε λέει; ψέλλισε. Δέν μέ ρωτήσατε για τό παιδί; Νόμιζα πώς έττρόκειτο νά μέ ρωτήσετε γι3 αυτό!
137
-— Γιά τό παιδί ακριβώς σέ ρωτα-ω, εΐπε ό δικη γόρος μου· χαμογελώντας. Κι* ωστόσο, για τό παιδί, πρέπει ν" απάντησης την αλήθεια σ5 αυτή την έρώτησι: Πόσο πίνεις πριν κοιμηΟης κάθε βράδι; — Κύριε Πρόεδρε, φώναξε ό κατήγορος. Ή έρώτησις είναι άσχετη... — Μού φαίνεται πώς δεν είναι!, τον έκοψε ξερά ό δικαστής. ΓΊά πες μας λοιπόν, μπαρμπα - Θίσμπυ: Τό τσούζεις πριν πόσης στο κρεββάτι σου; — Έ! Βέβαια! — Πίνεις έξη - εφτά ποτήρια πάνω - κάτω; — Πότε πιο λίγο - πότε περισσότερο. — Καί τό βράδι τής κλοπής, πόσα ήπιες; — Έ... ήπια! Κατά βάσι δεν τά μετράω, κύριε δικαστή μου! - γ ιά τον -μπαρμπα - Θίσμπυ άλοι που ρωτάγανε έπρεπε νάναι δικαστές. — Καί βλέπεις καλά όταν έχης πιή; — Πάρα πολύ καλά μάλιστα! Γιά τά μάτια μου δεν μπορείς νά πής τίποτα, κύριε δικαστή μου ! — "Εμαθα όμως ότι προ ήμερων φεύγοντας από την ταβέρνα πού τάχες κοπανίσει, έπεσες πάνω σ' έναν στύλο κι5 έσπασες τά μούτρα σου! — Έ... νά... βλέπετε, τραύλισε σαστισμένος ό μπαρμπα - Θίσμπυ, αυτόν τον στύλο τον είχαν φυ τέψει εκείνη τη μέρα μόλις! Αυτό "ναι! Έγώ ήξερα πού ήσαιντε όλοι οι στύλοι στον δρόμο μου καί μπο ρούσα νά τούς βλέπω θαυμάσια, δσο κΓ άν ήμρυν πιωμένος. Αυτόν τον φρέσκο, άν δεν τράκερνα άπάνω του πώς θά τον έβλεπα; Γέλια ακούστηκαν στη σάλλα κΓ ό δικηγόρος μου είπε; — Τό παιδί αυτό όμως, άίπό δέκα μέτρα μακρυά καί πού τό είδες μιά στιγμή άπ" τό πλάϊ, ψηλά σ' ένα παράθυρο, παίρνεις όρκο πώς είναι αυτό, έτσι; -— Παίρνω! — Πολύ καλά, μπαρμπα - Θίσμπυ ! Δεν σέ χρειά ζομαι τίποτ5 άλλο... Φώναξαν κΓ άλλον μάρτυρα κι’ ύστερα άγόρευσε ό δικηγόρος μου πάρα πολύ ωραία·. "Ήμουν· ενθουσια σμένος μαζί του. Είχα σιγουρευτή πώς είχα γλυτώ σει. Ωστόσο στο τέλος ό δικαστής είπε: — Θά μεταφερθής στη φυλακή τής κομητείας. Πρέ
138
πει ν* άποφανθή άνώτερο δικαστήριο, αν 0ά δικαστής ή οχ ι άπ’ τό κακουργιοβικεΐο. Και μέ πήραν πάλι μέ συνοδεία. ΛΑχ, Ματ ία!... Γιατί νά μην τον ακούσω; ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ
Α
ΡΓΟΤΕΡ Α κατάλαβα ^ πώς αυτό έγινε γιατί περίμεναν νά πιάσουν και τούς άλλους πού εί χαν μπή στην εκκλησία, γιά νά εξακριβώσουν σίγουρα αν ήμουν συνένοχός τους ή οχι. Κατά τη διαδικασία είπαν πώς είχαν ανακαλύψει· τά ίχνη τους. Σε λίγο λοιπόν θάχα τη ντροπή! και τη δυστυχία νά καθήσω πλάι τους στο Εδώλιο του κατηγορουμένου, σ’ ένα κακουργιοβικεΐο! Πότε θά γινόταν αυτό; Πότε θά μέ πήγαιναν στην άλλη φυλακή, βγάζον τας με απ’ αυτή πού βρισκόμουν τοόρα καί πού δέν ήταν παρά ένα κρατητήριο; Μέ τέτοιες σκέψεις πέρασα μιά τρομερή νύχτα. Κα τά τά ξημερώματα ακόυσα κάτι σάν γραντζούνισμα στον τοΐχο καί σχεδόν ταυτόχρονα είδα ένα κεφάλι νά υψώνεται, απ’ τήν έξω μεριά τού παραθύρου. Δέν ήταν τό κεφάλι τού Ματία, δπως φαντάστηκα καί ή άπόστασι πού μάς χώριζε ήταν μεγάλη, γιατί τό παράθυρο εΐχε πολύ βάθος κΓ απ’ Ιξω βρισκόταν Ινα καμπυλωτό κιγκλίδωμα. Αναγνώρισα τον Μπόμπ. — «Σσύτ!», έκανε βλέποντάς με. ΚΓ ύστερα έφερε στο στόμα του §ναν σωλήνα πού ήταν σάν γυαλένιος καί φύσηξε. Μιά χάρτινη μπαλλίτσα φτερούνισε πάνω από τό κεφάλι μου κΓ έπεσε μέσα στο κελλί μου. Τότε τό κεφάλι του Μπόμπ Εξαφανίσθηκε άπό τό παοάθυρο καί πιά δέν ξανάκουσα τίποτα. Ή χάρτινη μπαλλίτσα ήταν ένα σημείώμα πού έ γραφε: «Αύριο θά σέ μεταφέρουν στην Κεντρική Φυλακήθά^σέ συνοδεύη ένας Αστυνομικός. Θά πάς μέ τό τραίνο, δεύτερη θέσι. Φρόντισε νά καθήσης κοντά στην πόρτα. "Οταν περάσουν σαρανταπέντε λεπτά - υπελόγισέ τα μέ Ακρίβεια, τό τραίνο θά κόψη ταχύτητα σέ μιά στροφή, γιά Ελάχιστο διάστημα. "Ανοιξε καί πή
139
δα, δσο μττορεΤς πιο μακρυά και προσπάθησε νά πέσης μέ τά πόδια. Θά σέ περιμένουμε μ5 ένα αμάξι και σέ δυο μέρες θά βρισκόμαστε στη Γαλλία. ,Μή φοβηθής». Είχα σω θή! Δεν θά πήγαινα στο κακουργιοδικεΐο. 5Απ’ τή χαρά μου μου- ήταν αδύνατον νά σκεφθώ τίποτ" άλλο. "Ά! Οι καλοί μου^ψίλοι, ό Ματίας κΓ ό Μπόμπ! Πόσο θαυμάσια τά είχαν κανονίσει δλα! Οί ώρες κύλησαν γοργά. Την άλλη μέοσ τό από γευμα μπήκε στο κελλί μου ένας αστυφύλακας και μ ου κάνε νόημα νά τον ακολουθήσω. ΚΓ άρχισε νά μου λέη πώς έπρεπε νά ομολογήσω στο δικαστήριο και πώς αυτό θάκανε τούς ενόρκους νά μέ λυπηθούν και νά μέ καταδικάσουν πάρα πολύ λίγο. ^ Τού είπα πώς είχε απόλυτο δίκιο γ;ά νά τον καλοπιάσω και νά μη μου χαλάο-η τό χατήρι, την ώρα πού τού ζήτησα νά πάω νά χαθήσω κοντά στην πόρτα γ·ά νά κυττάζω έξω. Πραγματικά μ" άφησε. Τό τραίνο έτρεχε πολύ γρή γορα. Καμμιά σκέψι δέν μπορούσε νά τού περάση. Εκείνη τή στιγμή όμως έκοψε ξαφνικά την ταχύ τητά του κΓ έγώ άνοιξα την πόρτα και πήδηξα- "Έ πεσα πάνω σέ χόρτα αλλά τινάχτηκα τόσο πολύ, πού έχασα τις αισθήσεις μου. "Οταν άνοιξα τά μάτια αίσθάνδηκα τή γλώσσα τού Κάπη πάνω, στο μάγουλό μου. ^Ηταν από πάνοο μου μαζί μέ τον Ματία. Ό φίλος μου μέ φίλησε και μούπε πώς βρισκόμα στε στό αμάξι και ώδηγούσε ό Μπόμπ. Πραγματικά εκείνος γύρισε από τή θέσι τού άμα ξα καί μού χαμογέλασε. -— Πώς τά πας; είπε. — Δέν ξέροο. Φαντάζομαι όμως πώς είμαι καλά. — Γιά κούνα πόδια καί χέρια. "Έκανα όπως μούπε κΓ ό Μπόμπ συνέχισε: ΏραΤα! Δέν έσπασες τίποτα. "Ολα θά πάνε καλά. -— ΚΓ ό αστυνομικός; — Πάει ταξίδι μέ τό τραίνο!, μού είπε ό Μπόμπ γελώντας. Δέν ξέρω άν σταμάτησε. Δέν καθήσαμε νά δούμε. — Καί τό πόδι σου; Γ ιατρεύτηκε; ρώτησα τον Ματία.
140
—Σχεδόν. Νά σου πω την άλήθεια, ούτε και ξέ ρω. Δέ βρήκα καιρό νά το κυττάξω. Ύστερα ό Μπόμπ μάς έχωσε και τούς δυο σέ μια κρύτττη πού είχε το αμάξι του, τη σκέττασε από πάνω μ5 ένα μουσαμά καί τοποθέτησε εμπορεύματα. Σέ δυο ώρες θά φτάναμε στο λιμανάκι Του Λίθαμπτον, δπου ό .Μπό'μπ είχε έναν αδελφό, καπετάνιο σ’ ένα καράβι πού έφερνε αυγά καί βούτυρο απ’ τη Γ αλλία. Πέρασαν δυο ώρες. -αφνικά τό άμάξι σταμάτησε. Ό Μπόμπ μάς ά νοιξε καί είδαμε πώς είμαστε σταματημένοι έξω απ’ τον δρόμο καί μέσα στις πυκνές φυλλωσιές κάτι πε λώριων θάμνων. Είχε νυχτώσει. -—- Περιμένετε με εδώ, μάς εΐπε. Σέ μιά στιγμή ωστόσο είδαμε τον φίλο μας νά ξαναγυρί'ζη κι’ αυτή τή, φορά δέν ητανε μόνος του. Τον συνώδευε ένας άντρας πού φορούσε χοντρό ναυτι κό σακάκι καί πάνινο σκούφο. — Είναι άδελφός μου, είπε ό Μπόμπ. Θά σάς πάοη μαζί του. Καί τώρα πρέπει νά χωρίσουμε, γιατί δέν πρέπει νά μσθη κανείς πώς ήρθα εδώ. Θέλησα νά του πώ πολλά πράγματα γιά νά τον ευχαριστήσω, δέν μ’ άφησε όμως. —"Ας μην τό κουβεντιάζομε, είπε. Πρέπει όταν μπορούμε νά βοηθάμε ό ένας τον άλλον. Καί λοιπόν θά συναντηθούμε πάλι μιά μέρα καί είμαι ευτυχής πού φάνηκα χοήαιμος στον Ματία. Πήγαμε μαζί μέ τον αδελφό του στην προκυμαία. Δ ίσως νά πή λέξι, μάς έδειξε μέ τό χέρι τό καΐκι του. Σέ λίγο βρισκόμαστε στό κατάστρωμα κι* από κεΐ μάς κατέβασε σέ μιά μικρή καμπίνα. — Θά ξεκινήσουμε σέ δυο ώρες, μάς είπε. "Ως πότε μην ξεμυτίσετε κι’ ούτε ν’ άκούγεστε. Μάς κλείδωσε κι’ έφυγε. Ό Ματίας έπεσε στήν αγκαλιά μου τρελλός από χαρά καί μέ φίλησε. Κ ΕΦΑΛΑI ΟΝ ΕI ΚΟ ΣΤΟ ΟΓΔΟΟ ΙΒγΗΚΑΜΕ στή Γαλλία μόνο μέ αυτά πού φορούσαμε καί μέ τά όργανά μας, πού τά είχε φέρε: ό Ματίας μαζί του. Οι γυλιοί μας είχαν ξεμείνει ατά
141
αμάξια^ της οικογένειας Ντρίσκαλ. Ό φίλος μου είχε και δώδεκα φράγκα αϊτό τις οι κονομίες του κι* άλλα είκοσιεφτά πού μάς είχε δώσει σχεδόν με τό ζόρι ό Μττόμττ. “εκινουσαμε λοιπόν τό ταξίδι μας στη Γαλλία, σε πολύ καλή... οικονομική κατάστασι. Το πρώτο που κάναμε ήταν νά αγοράσουμε ένα γυλιό, δυό' πουκάμισα, δυο ζεύγη κάλτσες, ενα κομ μάτι σαπούνι, μια τσατσάρα, κλωστή, κουμπιά, βε λόνες κΓ έναν χάρτη, τής Γαλλίας. "Ολα ήταν έτοιμα άλλα πού θά πηγαίναμε; —- Εγώ πηγαίνω οπουδήποτε χωρίς νά μέ νοιάζη, είπε 6 Ματίας αλλά νομίζω πώς οπωσδήποτε πρέ πει ν* ακολουθήσουμε κάποιο ποτάμι. Τότε πού ό Αρθούρος ί^ταν άρρωστος... — Μά τώρα πια δεν είναι... — Μόνο πηγαίνει καλύτερα, μού θύμισε ό φίλος μου. ’Έχω την ιδέα πώς ή κυρία Μίλιγκαν θέλον τας νά τον κάνη τελείως καλά, θά τον ξαναπάη εκεί πού θεραπεύτηκε και τήιν περασμένη φορά, δηλαδή στο ποτάμι μέ τον «Κύκνο». — Και ποιος μάς βεβαιώνει πώς ό «Κύκνος» βρί σκεται πάλι στή Γαλλία; ^— Τό ποταμόπλοιο δεν μπορεί νά ταξιδέψη στή θάλασσα. — Κι5 άν ακολουθήσομε ένα ποτάμι, πώς θά δού με τήν Έτιανέτ, τον Άλέξη, τον Βενιαμίν καί τή Λίζ; — Θά βρούμε τρόπο νά περάσουμε κΓ άπ’ αυ τούς. ’Άς βρούμε στον χάρτη π ιό είναι τό κοντινό τερο ποτάμι. Ανοίξαμε τον χάρτη τής Γαλλίας καί τον απλώ σαμε μπρος μας. Τό πιο κοντηνό μας ποτάμι ήταν ό Σηκουάνας. —’Άς τον ακολουθήσουμε, είπε ό Ματίας. — Μά ξεχνάς πώς περνάει από τό Παρίσι; — Τί μάς πειράζει; — Μάς πειράζει καί πολύ. Ό Βπάλης μού έχει πή πώς όταν θέλουν νά βρούν κάποιον πού κυνηγάνε, ψάχνουν στο Παρίσι. ’Άν μέ γυρεύη ή άγγλική αστυ νομία, για τή ληστεία τής εκκλησίας; Δέν θέλω νά μέ βρούν... ’Άς έλειπε πού φύγαμε άπ’ τήν Αγγλία. "Οταν άντικρύσαμε τό ποτάμι άπό κάτι δασωμέ νους λόφους, ό Ματίας είπε πώς καταλάβαινε πολύ καλά τώρα, τί ευχαρίστησι μπορούσε νά νοιώση κά
ποιος πού^ ταξιδεύει πάνω στον νερένιο δρόμο, γιατί ώς^ τότε είχε τις αντιρρήσεις του. Ή πορεία μας ωστόσο ήταν αργή, γιατί έπρεπε καί νά ^κερδ'ίζωμε στον δρόμο τό ψωμί μας. Κάναμε πέντε ολόκληρες έίβδομάδες γιά νά φτάσουμε από τό Ίζινύ στο Σαραντόν. ΈκεΤ μάθαμε πώς πραγματικά είχαν δή ένα ατμό πλοιο πού έμοιαζε μέ την περιγραφή του· «Κύκνου» πού τούς έκανα. Μόλις τάκουσε ό Ματίας άρχισε νά χορεύη καί νά πηδάη απ3 τη χαρά του. "Υστερα άρ παξε τό βιολί του κι3 άρχισε νά παίζη ένα θριαμβευ τικό έμβατήριο. * Σ3^ αυτό τό μεταξύ εγώ δεν είχα σταματήσει τις ερωτήσεις μου σ3 έκεΐνον τον ναυτικό. Άπ^ αυτές έξακρίβωσα πώς δεν υπήρχε, αμφιβο λία καί τό ποταμόπλοιο γιά τό όποΐο μιλούσαμε ή ταν πραγμοπΊκά ό «ιΚύκνος».
■Είχε περάσει από τό Σαραντόν πριν από δυο μή νες κι·3 άνέπλεε τον Σηκουάνα. Δυο μήνες πήγαινε νά πή δτι< μάς^ χώριζε άκόμα πολύ μεγάλη: άπόστασι άπ3 αυτόν. Τί σημασία είχε όμως; Προχωρώντας συνεχώς, στο τέλος θά τον φτά ναμε οπωσδήποτε. Τό σημαντικώτερο ήταν πού είχαμε ανακαλύψει τά ίχνη του. ^Απ3 τό Φιζαΐρ κι3 ύστερα, μπήκαμε στο κανάλι του Λιδερναί, πού είχε περάσει κι3 ό «Κύκνος». Έκεΐνοι πού ρωτούσαμε στον δρόμο, δεν ήξεραν νά μάς πουν μονάχα γιά τό ποταμόπλοιο τώρα πια αλλά καί γιά την κυρία Μίλιγκαν, την «ωραία καί καλή 3Εγγλέζα κυρία», όπως καί γιά τον "Αρθούρο, «ένα μικρό αγόρι πού ήταν συνεχώς ξαπλωμένο πάνω στο κρεββατάκι· του, στο κατάστρωμα, κάτω άπό μ ιά βεράντα». Ζυγώναμε στο Ντρεζύ. Θέλαμε μόνο δυο μέρες κι3 ύστερα μόνο μιά καί στο τέλος μερικές ώρες. Λιακρίναμε τότε από μακρυά τό δάσος πού στήν άκρη του βρισκόταν τό σπιτάκι τής Λίζ. 3'Αν ήξερε πώς έρχόραστε, πώς θάτρεχε νά μάς προϋπαντήση! Ωστόσο δέν τόξερε καί γι’ αυτό φυσικά δεν ήρθε. Στείλαμε τον Κάπη γιά νά τής κάνη τήν εύχάρι-
143
Οττη έκπληξι άλλα ό σκύλος γύρισε σέ λίγο πίσω σαν δαρμένος. ^Ανησυχήσαμε. Τρεξαμε ώς το σπίτι καί μόνο μια άγνωστη γυ ναίκα πηγαινοερχόταν στην κουζίνα. Ρώτησα: — Ή κυρία Συριό; — Δέν^ είναι εδώ. — Που πάει; — Στην Αίγυπτο. Πρώτη φορά είδα τον Ματία νά μέ κυττάζη μέ τόσο μεγάλα μάτια. 2-τήν Αίγυπτο! Δεν είχαμε ιδέα πρώτα - πρώτα, τί ητανε ή Αί γυπτος, ούτε που βρισκόταν. Είχαμε ακουστά μονά χα πώς βρισκότανε πέρα από τη θάλασοσ καί δεν ητανε στη Γαλλία. — Καί ή Αίζ; ρώτησα μέ φωνή που έτρεμε. Την ξέρετε τη Αίζ; — Μήπως εΐσαι ό Ρεμύ; μούπε ή γυναίκα. — *Ω! Ναι! — Μμμμ! Τότε λοιπόν πού πνίγηκε ό Συριό... — Πνίγηκε; — Βέβαια. Πνίγηκε στο κανάλι. ΚΓ αφού πνίγη κε, ή κυρά-«Κατερίνα βρέθηκε στά στενά. Τής έκα ναν μιά πρότασι ^νά πάη στην Αίγυπτο, γιά νταντά στά παιδιά μιανής κυρίας. Είχε όμως καί την άνηψιά της τή Αίζ. Πάνω πού τάχε χαμένα, νάσου καί φτάνει ένα ποταμόπλοιο μέ μιά Εγγλέζα κυρία καί τ’ άρρωστο παιδί της. Αυτή ή κυρία ήθελε ένα παιδί νά παίζη μέ τον γιό της, πού ήταν ολομόναχος. Ζή τησε νά τής δώσουν τή Αίζ, αναλαμβάνοντας καί νά τήν θεραπεύση καί όλα. ?Ηταν μιά πολύ καλή κυρία. Δέχτηκε λοιπόν ή Κατερίνα καί τής έδωσε τή μικρή κιΛ αυτή έφυγε στήν Αίγυπτο. Τον Συριό τον άντικατάστησε ό άντρας μου στή δουλειά. Πριν φύγουν ή Αίζ, πού δέν μιλούσε, αλλά πού οι γιατροί είπαν πώς θά μιλήση κάποτε, έβαλε τή θεία της νά μου πή, πώς άν ερχόταν μιά μέρα, έπρεπε νά σου τά πώ όλ’ αυτά. Αοιπόν σου τά είπα. — Πού πήγαινε αυτή ή Εγγλέζα κυρία; ρώτησε ό Ματίας γιατί εγώ τά είχα εντελώς χαμένα καί δέν μπορούσα ν αρθρώσω λέξι.
144
^ Νοτιά. ^ Ματο,ρεί καί στην ^Ελβετία, είπαν. Ή Αίζ θά μου έγραφε γιά να σάς δώσω τή διεύθυνσι της, άλλα δεν πήρα ακόμα γράμμα της. *—- Σάς ευχαριστούμε πάρα πολύ, κυρία. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ Ο* ΤΑΝ βρεθήκαμε πάλι· στον δρόμο, ό Μα τιάς είπε: —Δρόμο τώρα! Δεν* ψάχνουμε πια νά βρούμε μο νάχα την κύριος Μίλιγκαν και τον Αρθούρο άλλα και τή Λίζ. Τί υπέροχα πού ήρθαν όλα! Θά χάναμε ο πωσδήποτε καιρό στο Ντρεζύ, ενώ τώρα μπορούμε νά εξακολουθήσουμε το ταξίδι μας αμέσως. "Αλλαξε ή τύχη μας, Ρεμύ! "Ισως νά συμβούν ακόμα πολλά. ^Φτάσαμε στο Σεϋσέλ^ Κάποιος πού ρωτήσαμε ε κεί, ήταν ό ίδιος πού είχε άναλάβει- τή φύλαξι τού «Κύκνου». — Ή Εγγλέζα κυρία μέ τό παράλυτο αγόρι και τό μουγγό κοριτσάκι, μάς είπε, είναι στην Ελβετία τώρα. Τό πλοίο της τό άφησε εδώ, επειδή δεν μπο ρούσε ν3 άνέιβη πιο πάνω. Φύγανε μέ αμάξι. Θά ξαναγυρίσουν τόν Όκτώίβρη γιά νά ξαναμποΰν στον «Κύκνο» καί^ νά πάνε νότια. — Πού είναι ή κυρία αυτή στήν Ελβετία; ρώτησε ό Ματίας. "Εχετε τή διεύθυνσί της; — Έπρόκειτο νά νοικιάση ένα εξοχικό σπίτι στις όχθες τής λίμνης Γενεύης, απ’ τήν πλευρά τού Βεβύ. Δεν ξέρω ακριβώς πού. Έκεΐ πάντως θά περάση τό καλοκαίρι. Δρόμο γιά τό Βεβύ. Στή Γενεύη θά παίρναμε ένα χάρτη νά δούμε πού βρίσκεται. ι αξΐδέψαμε μέ τον γνωστό μας τρόπο, τέσσερις μέρες ακόμα. "Οταν φτάσαμε στο Βεβύ αρχίσαμε νά ψάχνουμε γιά τή βίλλα πού είχε νοικιάσει ή κυρία Μίλιγκαν αλλά δεν τά καταφέρναμε. Συνεχίσαμε γιά δεύτερη μέρα τις έρευνες μας αλ λά καί πάλι> δεν καταφέραμε τίποτα. "Ενα απόγευμα δίναμε κοντσέρτο σ’ ένα μικρό δρό μο, έξω από μιά κλειστή καγκελόπορτα. Τραγούδη σα δυνατά τήν πρώτη στροφή τής ναπολιτάνικης καντσονέτας μου, αλλά τήν ώρα πού ετοιμαζόμουν ν’ χαΡΙΣ ΟίΚΟΓΕΝΕΙΔ
10
ί) αρχίσω τη δεύτερη, ακόυσα τη συνέχεια άττό την πίσω μεριά τής πόρτας. *Ηταν μια περίεργη φωνή εκείνη πού τραγουδούσε. — Ό Αρθούρος; τραύλισε ό Ματίας. "Οχι, δεν ήταν αυτός. Λεν ήταν ή φωνή του. Κι5 ωστόσο ή Καπη γρύλλιζε χαρούμενα καί πηδούσε πάνω στον τοίχο. Δεν μπόρεσα νά κρατηθώ πιο πολύ. — Ποιος τραγουδάει; φώναξα. — Ρεμύ! Κυτταχτήκαμε άλαλιασμένοι μέ τον Ματία καί τό τε ένα κεφάλι μ5 ένα μαντήλι· πού άνέμιζε πρόβαλε πάνω άπό τον μαντρότοιχο. 31 Ηταν ή Λίζ. Επιτέλους την είχαμε ξαναβρή καί ^μαζί της βέ βαια την κυρία Μίλιγκαν καί τον Αρθούρο. Ποιος είχε τραγουδήσει όμως; Αυτή τήν έρώτησι κάναμε κι5 οί δυο μαζί, μόλις συνήλθαμε από τήν έκπληιξί μας. — Έγώ, μάς είπε. Ή Λίζ τραγουδούσε καί ή Λίζ μιλούσε! Μαζί της τραγουδούσε κύ ή καρδιά μου, πράγμα πού ποτέ δεν το πίστευα πώς μπορούσε νά γίνη κι’ όμως τώρα τήν άκουγα πολύ καθαρά. Χίλιες φορές εΐχ5 άκούσει* νά λένε πώς θά ξαναμι λούσε μιά μέρα ή Λίζ, ύστερα από μιά δυνατή συγκίνησι αλλά δέν τό πίστευα. Καί νά πού αυτό έγινε, τή στιγμή πού ή αγαπη μένη μου φίλη ακούσε τήν καντσονέτα μου ! Βλέπον τας με νά ξαναγυρίζω κοντά της, είχε νοιώσει αυτή τή συγκίνησι. Στη σκέψι· αυτή μ5 έπιασε κάτι σάν ναυτία, τά γόνατά μου λύγισαν καί ό Ματίας μ* άρπαξε στήν αγκαλιά του γιά νά μήν πέσω. Συνήλθα όμως γρήγορα, γιατί συλλογίστηκα πώς δέν ήταν ώρα γιά τέτοιες συγκινήσεις. — Πού είναι ή κυρία Μίλιγκαν κι* ό Αρθούρος; τή ρώτησα. Ή Λίζ σάλεψε τά χείλια της γιά ν* απάντηση μά δέν τά κατάφερε. ’Απ’ τό στόμα της βγήκαν μόνο άναρθροι φθόγγοι·. Ανυπόμονη τότε χρησιμοποίησε τή γνώσσα των χεριών καί καθώς τήν έβλεπα κι* α κολούθησα τά χέρια της μέ τό βλέμμα, είδα από
146
μακρυά, μες στον κήπο, στην άκρη μιας δεντροστοι χίας, ενα μικρό άμάξι πού τό έσπρωχνε ένας υπη ρέτης. Έκεΐ μέσα βρισκόταν ξαπλωμένος ό Αρθούρος και πίσω του ερχόταν ή μητέρα του κι<’ άκόμα πιο πί σω... ό κύριος Τζέϊμς Μίλιγκαν. Κατέβασα στη στιγμή τό κεφάλι μου πίσω απ’ τον τοΐχο καί τράβηξα καί τον Μστία, χωρίς νά συλ λογιστώ στην ταραχή μου πώς εκείνον δεν τον γνώ ριζε. "Όταν πέρασε ό πρώτος τρόμος, κατάλαβα πώς ή Λίζ θά παραξενεύτηκε μέ την απότομη έξαφάνισί μας. ’ Ανασηκώθηκα λίγο βιαστικά καί τής είπα: — Δεν πρέπει νά μέ δη ό κύριος Μίλιγκαν. Θά με στείλη πίσω στην Αγγλία! Έγινε κάτασπρη απ’ την Αγωνία. — Μην πής τίποτα γιά μάς, συνέχισα. Θά ξανάρθουμε αύριο το πρωΐ στις έννέα. Φρόντισε νά εί σαι μόνη. Καί τώρα πήγαινε. Δίστασε κι’ άπλωσε τά χεράκια της. — Πήγαινε, σέ ικετεύω! ’Αλλοιώς χάνομαι ! Καί φύγαμε κι’ έμεΐς τρέχόντας καί πήγαμε καί τρυπώσαμε μέσα σέ κάτι κληματαριές. Έκεΐ μπο ρέσαμε νά κουβεντιάσουμε χωρίς νά μάς άκούη κα νένας. — Είναι αδύνατο νά περιμένω ως αύριο γιά νά 5ώ την κυρία Μίλιγκαν, μου είπε ό Ματίας. Σκέψου σν σ’ αυτό τό μεταξύ έκανε τίποτα ό κύριος Μίλιγ καν έναντι ον του Αρθούρου... Θά πάω νά τη δρω αμέσως τώρα καί θά πώ δλα οσα ξέρουμε! Μή φο βάσαι, γιατί1 ό κύριος Μίλιγκαν δέν μ* έχει δή ποτέ του καί δέν υπάρχη κίνδυνος νά σκεφθή εσένα καί την οικογένεια Ντρίσκολ. Ή κυρία Μίλιγκαν θά μάς πή τί πρέπει νά κάνουμε άπό δώ καί πέρα. Χωρίς αμφιβολία ήταν σωστή ή πρότασι- του Μστία. Τον άφησα νά φύγη δίνοντάς του ραντεβού στις καστανιές που ήταν λίγο πιο πέρα. Περί μ ενα αρκετά ξαπλωμένος στά χορτάρια μέ τον Κάπη συντροφιά. -σφνικά τον είδα νάρχεται μαζί μέ την κυρία Μί λιγκαν. Έτρεξσ σαν τρελλός κοντά της καί αρπά ζοντας τό χέρι πού μού άπλωσε τό φίλησα θερμά. Εκείνη όμως μ’ έσφιξε στην Αγκαλιά της κρΐ μέ φί-
λησε καί τά μάτια της ήταν δακρυσμένα. — Καημένο, αγαπημένο παιδί!, ψιθύρισε. Καί μέ τά μακρυά, λευκά της δάχτυλα, άνασήκωσε τά μαλλιά μου καί μέ κύτταξε διαπεραστικά καί πα ράξενα. — Ναί... ναι!, μουρμούρισε. Τά λόγια εκείνα βέβαια είχαν σχέσι μέ κάτι πού σκεπτόταν, αλλά ή ταραχή μου ήταν τέτοια, πού δέν ήταν δυνατό νά τό καταλάβω. — Παιδί μου, ξανάπε καί μέ κυττουσε συνέχεια, 6 φίλος σου μου είπε πολύ σοβαρά πράγματα. Θέλεις νά μου διηγηθής άλλη μιά φορά κι* εσύ, πώς πήγες στην οικογένεια Ντρίσκολ καί πώς σάς έπισκέφθηκε ό κύριος Τζέΐμς Μίλιγκαν; Τής τά διηγήιΒηκα μέ κάθε λεπτομέρεια. Σέ μερικά σημεία πού τά έβρισκε πιο ενδιαφέροντα, μέ σταμα τούσε γ:·ά νά μου κάνη ερωτήσεις. Μ5 άκουγε προσε κτικά καί ούτε μιά στιγμή δέν έπαψε νά μέ κυττάζη στά υάτια. Στο τέλος έμεινε πάρα πολλή ώρα σιωπηλή καί πάντα μέ κυττουσε έτσι. — Αυτά όλα είναι πάρα πολύ σοβαοά καί γ:ά μάς καί γ:ά σάς, είπε ξάφνου. Ήρέπει νά ενεργήσουμε μέ φρόνησι λοιπόν καί νά συμβουλευτούμε ανθρώπους, πού μπορούν νά μάς καθοδηγήσουν σοφά... "Ως τότε όμως θά είσαστε ό σύντροφος, ό φίλος... - κόμπιασε μιά στιγμή - κι* ό αδελφός τού Αρθούρου. ’Από σή μερα κιόλας θά έγκαταλείψετε την άθλια αυτή ζωή πού κάνετε. Μετά δυο ώρες 8ά πάτε στο «Τεριτέλ» τό ξενοδοχείο τών "Αλπεων. Θά στείλω έναν δοκό μου άνθρωπο νά σάς κλείση δωμάτιο. Θά ξαναϊδωθούμε εκεί, επειδή τώρα είμαι υποχρεωμένη νά σάς αφήσω. Μέ φίλησε άλλη μιά φορά καί δίνοντας τό χέρι στο Ματία απομακρύνθηκε μέ βιαστικά βήματα. — Τί τής είπες; ρώτησα τον φίλο μου βαθειά συγκινημένος. — "Ολα πού σού είπε κι* ακόμα περισσότερα! Ά, τί καλή κυρία! Τί όμορφη! — Τον Αρθούρο τον είδες; — Μόνο άπό μακρυά. Ορως κατάλαβα... δηλαδή φαίνεται καλό παιδί. — Τού έκανα χίλιες ερωτήσεις ακόμα, αλλά στίς περισσότερες δέν μού έδινε σαφή άπάντησι- ή άλλαζε κουβέντα. Μιλήσαμε για άσχετα πράγματα τότε, ςος
τη στι-γμή που έπρεπε νά ξεκινήσουμε για τό ξενο δοχείο. Μ’ δλο που είμαστε ντυμένοι σαν πλανόδιοι όργανοπαΐκτες, μάς υποδέχτηκε με σοβαρή ύπόκλισι ένας καμαριέρης <μέ μαύρο κοστούμι κι* άσπρη γρα βάτα. Μάς ώδήγησε στο διαμέρισμά μας. Πόσο υπέ ροχο μάς φάνηκε! Είχε δυο ολόλευκα παράθυρα κι5 έβλεπαν στη βεράντα πού βρισκόταν πάνω από τή λίμνη. Ό καμαριέρης μάς ρώτησε τι επιθυμούσαμε για τό δείπνο, πού θά σερβίριζε στη βεράντα. — Πάστες του φρούτου έχετε; ρώτησε ό Ματίας. — Με φράουλες, δαμάσκηνα και μέ βερύκοκα. — Ώραΐα. Φέρτε .μας λοιπόν απ’ αυτές. — Κι* από τις τρεΐς, κύριε; — Φυσιχά κύριε. — Αέν θά πάοετε ορεκτικό; Ψητό; Σάλτσα,; Φέρτε δ,τι θέλετε!, απάντησε ό Ματίας μέ ύφος. Κι5 όταν ό καμαριέρης έφυγε σοβαρός - σοβαρός, ό φίλος μου δήλωσε ενθουσιασμένος: — "Εχω μιά ιδέα πώς εδώ θά τρώμε πιο καλά, απ’ δ,τι στην οικογένεια Ντρίσκολ! Την άλλη μέρα τό πρωΐ, μάς έπεσκέφθη ή^ κυρία Μίλιγκαν. "Εφερνε μαζί της έναν ράφτη πού μάς πή ρε μέτρα. "Υστερα μάς είπε πώς ή Λίζ είχε κάνει, την καλύτερη αρχή γιά νά βρή τή μιλιά της κ·^ ο! για τροί ήταν ενθουσιασμένοι. Στο τέλος, άψού κάθησε μιά ολόκληρη ώρα κοντά μας και κουβεντιάζαμε ση κώθηκε νά φύγη. Μέ ξαναφίλησε μέ μεγάλη τρυφερότητα, ξανάδωσε στον Ματία τό χέρι· και βγήκε λέγοντας πώς θά ξα ναρχόταν τήν άλλη μέρα. 7Ηρθε πράγματι: καί τήν άλλη καί τήν άλλη καί τήν παραπάνω κι* ακόμα μία. Κάθε φορά τήν έβλεπα πιο τουφερή καί στοργική μαζί μου, αν καί κάπως παοάξενα συγκροτημένη. Τήν πέμπτη μέρα ήρθε αντί γι’ αυτήν ή καμαριέ ρα, πού τήν είχα γνωρίσει στον «Κύκνο». Μάς είπε πώς ή κυρία Μίλιγκαν περίμενε νά τήν έπισκεφθούμε στή βίλλα της κι·9 έξω από τό ξενοδο χείο στεκόταν τό αμάξι πού θά μάς πήγαινε. 9Ηταν ανοιχτό καί ό Ματίας, φορώντας τά ^ καλά του, κάθησε μέ άφθαστη αξιοπρέπεια μέσα,^σάν νάταν συνηθισμένος σ’ ολόκληρη τή ζωή του σέ τέτοιες πολυτέλειες. Ακόμα κι* ό Κάπη σκαρφάλωσε ατά ραχος καί θρονιάστηκε πλάι τρυ μέ τό κεφάλι ψηλά,
χωρίς νά κυττάζη οΰτε δεξιά ούτε αριστερά. Δεν ήταν μακρυά ή διαδρομή. Σ’ έμενα φάνηκε ακόμα μικρότερη, γιατί ταξίδευα μέσα σ" ένα χρυσό όνειρό και μέσα σέ χρυσές έλπίδες, πού μπερδεύονταν στο μυαλό μου αξεδιάλυτα. Φτάνοντας μάς οδήγησαν στο σαλόνι. ΊΞκεΤ ήταν ή κυρία Μίλιγκαν, ό "Αρθούρος ξαπλω μένος πάνω σ’ ένα ντι'βάνι κι* ή Λίζ. Ό "Αρθούρος μού άπλωσε μέ λαχτάρα τά δυο χέ ρια του κι" έτρεξα νά τον φιλήσω <μέ βουρκωμένα μά τια. Φίλησα και τη Λίζ και ή κυρία Μίλιγκαν, καθώς τή ζύγωνα, μ" άρπαξε στην αγκαλιά της και μέ φί λησε πιο ζεστά από κάθε άλλη φορά. — Παιδί μου, ήρθε ή ευλογημένη ώρα νά πάρης τή θέσι πού σού ανήκε ι!, ψιθύρισε. Κ ι\ δπως την κυττούσα, μη μπορώντας νά^ πιστέ ψω πώς ήταν αλήθεια νά συνέ'βαινε εκείνο που θάθέ λα, άνοιξε μιά πόρτα κι" είδα νά μπαίνη στο δωμάτιο ή μάνα - Μπαρμπερίνα, κρατώντας μιά αγκαλιά μωρουδιακά στα χέρια της και ,μ" ένα ρυάκι άπό δάκρυα στο κάθε της μάτι*. Δεν πρόφτασε νά τ" άκουμπήση στο τραπέζι πού πήγαινε, γιατί χύθηκα άπάνω της καί την άγκάλιασα καί τή φιλούσα σάν τρελλός. Τότε ή κυρία Μίλιγ καν έδωσε μέ καθαρή φωνή μιά διαταγή σ" έναν υπη ρέτη. ’Άκσυσα τό άνομα τού κυρίου Τζέΐμς Μίλιγκαν κι" οπισθοχώρησα τρομαγμένος. — Δεν έχεις τίποτα πια νά φοβάσαι, μου εΐπε ή κυρία Μίλιγκαν. "Έλα κοντά μου, παιδί μου, καί κρά τα τό χέρι μου καί τό κεφάλι σου ψηλά. Μόλις είχε γίνει- αυτό, ή πόρτα άνοιξε πάλι καί μπήκε ό κύριος Μίλιιγκαν. Έδειχνε τά σουβλερά δόντια του δπως χαμογελού σε, αλλά μόλις τά ματ ία του έπεσαν επάνω μου, έ κανε έναν άπαίσιο μορφασμό καί τό χαμόγελο χά θηκε. Ή κυρία Μίλι-γκαν δεν τού έδωσε τον καιρό νά πή τίποτα. — Σάς κάλεσα, εΐπε μέ μιά φωνή αργή πού έτρε με ελαφρά, γιά νά σάς γνωρίσω τον πρωτότοκο γιό μου, πού επιτέλους είχα την ευτυχία νά τον ξαναβρώέδώ μούσφιξε τό χέρι - νάτος! Ξέχασα όμως πώς ήδη τον γνωρίζετε, αφού πήγατε καί τον έπισκεφθήικατε
«50
!
στό σπίτι του ανθρώπου που τον εΐχε κλέψει καί ρω τήσατε^ μέ τόσο ενδιαφέρον για την υγεία του. — ι ί θέλουν νά πουν άλ3 αυτά; μούγγρισε ό κύ ριος Μίλιγκαν άγρια. — Ό άνθρωπος αυτός, συνέχισε ή κυρία Μίλιγ καν σαν νά μην ακούσε, είναι στη φυλακή τώρα, γιά τη ληστεία μιας εκκλησίας. Όμαλόγησε τά πάντα ιδού ένα γράμμα πού τό βεβαιώνει. Τό παιδί αυτό τό έκλεψε ό ίδιος και τό έγκατέλειψε στη λεωφόρο Μπρετέϊγ, στο Παρίσι. Εξηγεί πώς είχε λάβει τά μέτρα του γιά νά μην άνακαλυφθή, κόβοντας μ5 ένα ψαλίδι τά .μονογράμματα από τά ρουχαλάκια τοΰ μωρού. Ι δού και τά μωρουδιακά του. Τά φύλαξε αυτή ή ανεκτί μητη γυναίκα, πού ανάθρεψε τον γιο μου μ5 όλη της τήν αγάπη. Μήπως θέλετε νά δήτε τό γράμμα αυτό; 3Ή μήπως προτιμάτε νά εξετάσετε από κοντά τά μω ρό οδιακά; Ό κύριος Τζέϊμς Μίλιγκαν είχε άπομείνει ακίνητος άπολιθωμένος. "Υστερα κινήθηκε άξαφνα προς τήν πόρτα, τή στιγμή όμως πού θάβγαινε στράφηκε μα νιασμένος. — Θά δούμε τι γνώμη έχουν τά δικαστήρια, γιά τήν ύποκατάστασι αυτή του παιδιού!, βρυχήθηκε. Χωρίς καμμιά ταραχή ή «μητέρα μου» επειδή από δω καί πέρα μπορώ νά τήν ονομάζω έτσι-, άποκρίθήκε: — Θά μ3 ευχαριστούσε νά καταφύγετε στά δικα στήρια, γιατί εγώ, μόνη μου, αδυνατώ νά καταγγείλοο τον άνθρωπο, πού υπήρξε αδελφός τού συζύγου μου! Ό θείος βρόντηξε τήν πόρτα πίσω του κι5 εξαφα νίστηκε. Έπεσα μέ κλάματα στήν αγκαλιά τής μητέρας μου καί τή φίλησα κι3 εγώ γιά πρώτη φορά, τήν ίδια στιγμή πού μέ φιλούσε κι3 εκείνη. "Οταν κόπασε κάπως ή συγκίνησί μας, ό Ματίας ήρθε κοντά μο:ς. ^ — Μπορείς νά βεβαίωσης τή μητέρα σου πώς φύ λαξα τό μυστικό της: μοΰ είπε. — Τάξερες όλα λοιπόν; Ή μητέρα μου χαμογέλασε καί τούπιασε τρυφερά τό χέρι. Είπε σ3 εμένα: — "Οταν μού τά διηγή'θηκε όλα, τοΰ είπα νά μή σοΰ πή τό παραμικρό παιδί μου. Μ3 δλο πού ή καρ διά μου μέ βεβαίωνε πώς ήσουν τό αληθινό παιδί μου δεν ήθελα νά τό δεχτώ χωρίς ακλόνητες άποδείξεις, 151
γιατί ^καταλάβαινα πόσο δυστυχισμένος θά γινόσουν εσύ, άν αργότερα καταλαβαίναμε πώς εϊχσμε κάνει λάθος και αφού σέ είχα σφίξει σαν παιδί μου ατό στήθος μου. Αυτές οι αποδείξεις υπάρχουν τώρα πια, γι'* αυτό καί είμαστε ενωμένοι δλοι για πάντα.. Δέ θά χωρίσης ποτέ πια απ’ τον αδελφό σου και τή μη τέρα σου κι* απ’ αυτούς - έδειξε τον Ματ ία καί τή Λίζ - πού σ’ αγάπησαν στη δυστυχία σου.
ΜΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Η ΟΑΥ γοργά κύλησαν τά επόμενα χρό νια, γιατί ήταν γεμάτα από γλύκες κι* ευτυχισμένες μέρες. I ώρα μένω στην Αγγλία, στο Μίλιγκαν Πάρκ, στον προγονικό μου πύργο. Δεν υπάρχει τό παιδί πού ήταν χοσρίς οικογένεια έγκαταλδΐ'μένο μές στά στενά δρομάκια τής ζωής, δίχως ούτ’ έναν φάρο πού νά όδηγή τά βήματά μου. Τώρα έχει όχι* μόνο μια μητέρα κι’ έναν αδελφό, πού τούς αγαπά καί τον αγαπούν, αλλά καί προγόνους πού τού άφησαν ένα τίμιο καί δοξασμένο όνομα καί μιά καλή περιουσία. Τό μικρό παιδί πού πέρασε αμέτρητες νύχτες μέ σα σέ αχυρώνες, σταύλους καί κάτω απ' τά δέντρα, τώρα είναι κληρονόμος ενός ιστορικού πύργου, πού οί περίεργοι^ τρέχουν νά τον έπισκεφθούν. Στον παλιό αυτό πύργο τής οικογένειας Μίλιγκαν μένουμε ή μητέρα μου, ό αδελφός μου, ή γυναίκα μου •κι5 εγώ. Έδώ κι<5 έξη μήνες πού εγκατασταθήκαμε σ’ αυ τόν, πέρασα πολλές ώρες μές στη βιβλοθήκη καί με λέτησα οικογενειακά χαρτιά καί τίτλους ιδιοκτησίας, σκυμμένος πάνω σ’ ένα βαρύ δρύϊνο τραπέζι, μαυρισμένο άπ’ τον καιρό, κι5 έγραψα καί τό βιόλίο μέ τις αναμνήσεις μου. Τώρα θά βαφτίσουμε τό πρώτο παιδί μας - τον γιο μας - τον μικρό Ματία. Μέ την ευκαι·ρία αυτή, θά μα ζευτούν στο σπίτι· μας όλοι εκείνοι πού μού παραστά θηκαν στις δύσκολες μέρες τής ζωής μου καί πού έ-, γιναν φίλοι μου. Θά προσφέρω στον καθένα τους^ αυ τή τήν άφήγησι των περιπετειών οόεν ένα μικρό δείγμα ευγνωμοσύνης για τή οοήθεια που έσωσαν και την α γάπη πούδειξαν στο μικρό, φτωχό, χαμένο παιδί.
152
Θαναι· μια ωραία ίκττληξι γιά ολους ή συγκέντρωσι αύτή - πάντα μου άρεσαν οι εκπλήξεις. "Έκπληξ' γ:ά τή γυναίκα μου, πού θά δή τον πατέρα, την α δελφή, τούς αδελφούς και τή θεία της, πού δεν τούς περιμένει. Ή μητέρα κι3 ό αδελφός μου μόνο ξέρουν τό μυστικό. Μιά απουσία μονάχος θά σημειιωθή στην εορτή αυ τή, γιατί δσο κι* άν είναι μεγάλη του πλούτου καί τής αγάπης ή δύναμη δεν μπορεί νά ξαναγορίση πί σω στή ζωή, εκείνους πού έφυγαν γιά πάντα. Δύστυχε, ^γερο - δάσκαλε! Πόσο θάμουν ευτυχι σμένος νά σάς είχα τοόρα κοντά μου! Θάχατε άφησε: πιά τό καπέλλο μέ τά φτερά, τήν προβιά και τό βε λουδένιο σακκάκι. Ποτέ δέν θά ξαναλέγατε: «Εμπρός παιδιά μου!» Θά κρατούσατε μόνο ψηλά τομορφο ά σπρο μαλλο κεφάλι, σας και δεν θάσαστε ό Βπάλης, ό γέρο - αλήτης. "Οταν ρωτούσανε ποιος ήταν ό διά σημος τραγουδιστής Κάρλο Μπαλτσάνη θά απαντού σατε περήφανα: «Έγώ!» Μπορεί νάναι λίγα αυτά πού έκανα γιά τή μνήμη σας, μά ξέρω πώς ούτε θά σάς άρεσαν περισσότεοα. Στο Παρίσι, στο κοι.μητήρι τού Μονπσρνάς, πάνο3 σ’ ένα μαρμάρινο τάφο πού ζήτησα από τή μητέρα μου νά στήα·η: γιά σάς, είναι σκαλισμένο τό άνομα: ΚΑΡΛΟ ΜίΠΑΑΤΣΑΝΙ. Εκεί είναι στημένη και η ποοτομή σας από χαλκό·, πού φτιάχτηκε σύμφωνα μέ τά πορτραίτα σας άπ3 τον καιρό τής μεγάλης δόξας γιά νά σάς θυμίζη σ3 εκείνους πού σάς ακόυσαν και σάς χειροκρότησαν. "Ενα αντίγραφο από τήν προτομή αυτή, τό έχω εδώ πλάϊ μου. "Οταν έγραφα τήν ιστορία των πρώ των έκείνοαν χρόνοον μέ τις σκληρές δοκιμασίες συ χνά τά μάτια μου αναζήτησαν τά δικά σας καί άν τλησαν σοφία άπ3 τις χάλκινες άδειες κόγχες. Κα θόλου δεν σάς ξέχασα και ποτέ δεν θά σάς ξεχάσο.),. μπορείτε νά κοιμάστε ήσυχος γι3 αυτό. Λ'Αν στη σκλη ρή ζωή πού πέρασε ένα δυστυχισμένο, έγκαταλελειμένο παιδί, δέν γλύστρησε καί δεν έπεσε ούτε. μιά. Φο ρά, αυτό τό χρωστάει σ3 εσάς, στα δικά σας μαθή ματα καί στά σοφά σας διδάγματα, αγαπημένε γερο δάσκαλε. Στήν εορτή αύτή πού ετοιμάζω, είναι κρα τημένη οσο γίνεται πιο ευλαβικά ή θέσι σας. ^Έρχεται^ή μητέρα μου, διασχίζοντας τή γαλαρία των πορτραίτων. Δέν μπόρεσε νά σβήση τήν ομορφιά .··
•
«■·
%
·
153
της ή ήλικία καί την ξαναβλέπω αυτή τη στιγμή ό πως τότε που την πρωτόειδα στη βεράντα του «Κύ κνου», μέ τό ευγενικό πρόσωπο, τό γεμάτο τρυφερό τητα και κσλωσυνη. Μόνο που τώρα δεν υπάρχει πιά τό μαύρο πέπλο τής μελαγχολίας νά τό σκεπάζη καί, στο βάθος των ματιών της, τρεμοπαίζουν φωτερά τά δυο μικρά αστεράκια τής ευτυχίας. Στο μπράτσο του αδελφού μου του Αρθούρου εί ναι στηριγμένη. Ναί, τώρα ό γιος στηρίζει τη μη τέρα - αρκετά τον στήριξε αυτή. "Έχει γίνει ένας ψη λός και γεροδεμένος νέος, σπουδαίος κωπηλάτης καί καβαλλάρης, Αντίθετα μέ τά προγνωστικά του θείου, κυρίου Τζέϊμς Μίλιγκαν. Νά που γίνονται τά θαύμα τα άκό'μα καί στον καιρό μας! Λίγο πίσω απ’ αυτούς, έρχεται μια ηλικιωμένη γυ ναίκα, ντυμένη σάν Γαλλίδσ χωριάτισσα, καί κρστάει τρυφερά στην αγκαλιά της ένα μικρούλικο μωρό ντυμένο μέ άσπρες δαντέλλες. Είναι τό παιδί μου - ό μικρός Ματίας. Τότε που ξαναβρήκα τή μητέρα μου, ζήτησα από τη μάνα - Μπαρμπερίνα νά μείνη μαζί μας, άλλά δέν δέχτηκε. — Ρεμύ μου; οχτ, μού είχε πή. Κοντά στη μητέρα σου την άληθινη είναι ή θέσι σου τώρα πιά. Πρέπει νά δουλέψης γιά νά μαρφωθής καί νά γίνης ένας πρα γματικός κύριος, ανάλογα μέ τη γέννησί σου. Κοντά σου τί θάχα νά κάνω*; Αέν μέ κρατάει τίποτα στο σπίτ: τής καλής σου μητέρας. Θά γυρίσω στο Σαβσνόν. Ό χωρισμός μας μόνο είθε νά μην κράτηση γιά πάν τα. Σάν μεγαλώσης καί παντρευτής, θά κάνης ένα παιδί καί τότε, άν ακόμα είμαι σ3 αυτήν έδώ τη ζωή, έρχομαι ξανά κοντά σου, γιά νά σου άναθρέψω τό παιδί σου. Δέν θά μπορώ νά κάνω την πσρσυάνα πιά, όπως καταλαβαίνεις, που την έκανα γιά σένα, θάχω όμως μεγάλη πείρα κι* αγάπη ακόμα μεγαλύτερη. Δέν κοιμάμαι πολύ - είναι σπουδαίο αυτό γιά νά άναβρέψης ένα παιδί. "Υστερα θά μπορής νάσαι βέ βαιος πώς δέν θά άφήσω ποτέ νά μου κλέψουν τό μοορό σου, δπως έκαναν μ3 εσένα. Κι-3 έτσι ακριβώς έγιναν τά πράγματα. Λίγο πριν γεννηθή τό παιδί μας, την ειδοποιήσαμε κι3 εκείνη ά φησε τό χωριό της, τις συνήθειές της καί τίς συντρό φίσσές της κι3 ήρθε κοντά μας. "Άφησε καί τη γελά δα που γεννήθηκε από τη δική μας, γιά νάρθη στην
154
3Αγγλία. Τόν μΐικρό Μαι-ία τόν θηλάζει ή μητέρο^ του, άλλα τόν προσέχει όλη τή μέρα, του παίζει καί τον κουβαλάει ή μάνα ■■ Μπσρμπερίνα, πουχει τή γνοόμη ττώς άλλο ομορφότερο παιδί δεν άντίκρυσαν τά μάτια της σ’ όλη της τή ζωή. Ό Αρθούρος αφήνει πάνω στο γραφείο ένα φύλλο των «Τάϊμς» και χαμογελάει. Δείχνει με το δάχτυλο στη μέση τής σελίδας: «Προσεχώς θά έπισκεφθή τό Λονδίνο ό Ματίας. Πα ρά τήιν μοναδική επιτυχία που σημειώνουν έξω τά κονσέρτα του, έρχεται έσπευσμένως, γιατί τόν καλούν ανειλημμένες υποχρεώσεις. "Ολοι οι κριτικοί στήν Ευ ρώπη, ^άναγνώρι σαν πώς ό Ματίας είναι ό Σοπέν του βιολιού». Φυσικά έγώ δεν περί μένα άπ3 τό άρθρο έκεΐνο, γιά νά μάθω δτι ό μικρούλης, πλανόδιος μουσικός τού δρόμου, έγινε ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Τόν είδα μέρα μέ τή μέρα νά μεγαλώνη καί νά προοδεύη κα θώς μελετούσαμε παρέα, αυτός, ό Αρθούρος κι3 έγώ. Έκει πού διέπρεπε πραγματικά, όμως από τότε, ή ταν ή μουσική, μέ τούς καθήγητές πού τού έπαιρνε ή μητέρα, κι3 έτσι· καθόλου πιά δέν ήταν δύσκολο νά καταλάδη κανείς, πώς ή παλιά προφητεία τού επαρ χιακού κουρέα Έσπινασαύ, θάβγαινε οπωσδήποτε α ληθινή. Κι* δμως μέ γέμισε ευτυχία αυτή ή εϊδησι των «Τάϊμς», σαν νάταν γιά μένα τόν ίδιο τά παινέματα κΐ'^ή δόξα, καί τά χειροκροτήματα. Καί μήπως στ’ αλήθεια δέν ήταν; Ο Ματία δέν είναι ένας δεύτερος εαυτός μου, ένας άδελφός μου σάν τόν "Αρθούρο; Δι κοί μου κι* οι θρίαμβοί του κι3 ή ευτυχία του. "Ενας υπηρέτης μού έφερε σχεδόν την ίδια στιγμή αυτό τό τηλεγράφημά του: «Μπορεί νάναι> ό πιο μικρός διάπλους, όχι κι3 ό πιο ευχάριστος όμως. Ύπόφερα τόσο ώστε βρή κα τό κουράγιο νά σέ ειδοποιήσω, μόνο σάν έφτασα στο Ρέντ Χώλ. Πήρα καί τη Χριστίνα περνώντας από τό Παρίσι, θά φτάσουμε στις 4 καί ΙΟ' στο Σέγκφορντ. Στείλε μας ένα αμάξι·. ΜΑΤΙΑΣ» Μόλις διάβασα γιά τή Χριστίνα γύρισα καί κύτταίξα χαμογελώντας τόν "Αρθούρο, εκείνος όμως έστρι ψε ιβιαστικά τό κεφάλι του καί παρατηρούσε έξω από τό παράθυρο. — θέλω πολύ νά πάω ό ίδιος στο Σέγκφορντ μού
έίίτέ όταν διάβασα όλόκΛηρο το τηλεγράφημά. 0ά πώ νά έτοιράσουν τό αμάξι. — Ή ιδέα σου είναι· σπουδαία! Στον γυρισμό έ τσι, θά κάθεσαι σ" όλο τό δρόμο άπέναντι στη Χρι στίνα. Βγήκε κοκκινίζοντας και χωρίς νά άπαντήση. Είπα στη μητέρα μου: — ^Βλέπετε;^ Ό Άρθου,ρος δέν ένδιαφόρεται νά κρυφτή. Αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο. —- Πολύ σπουδαίο, αλήθεια. Πήγα κάτι άκόμα νά πώ αλλά μέ σταμάτησε: — Ή γυναίκα μου - κι* άς τδ^ετε μαντέψει, θά τό ξανοοπώ - είναι τό λεπτό κοριτσάκι μέ τά παράξενα μάτια και τό εκφραστικό πρόσωπο, ή Λίζ. Ή μικρή Λίζ, πάντα λεπτή άνάλαφρη κι" άέρινη. Αέν είναι μουγ γή πιά. Έχει διατηρήσει όλη την παιδική της λεπτό τητα, πού δίνει κάτι τό ούράνιο στην ομορφιά της. Δέν μάς άφησε ποτέ από τότε πού ή μητέρα μου άνέλαβε τη μόρφωσί της κι·5 έγινε μιά κοπέλλα όμορ φη, ή ομορφότερη άπ5 όλες πού υπάρχουν καί γιά μέ να έχει όλ^ες τις χάρες κι5 όλα τά προτερήματα γιατί την αγαπώ. Ζήτησα άπ5 τη μητέρα μου την άδειά της νά την παντρευτώ κι* εκείνη μου την έδωσε χωρίς συζήτησι μ5 ολο πού αυτό σοκάρισε κάπως μερικούς συγ γενείς μου. "Εννοείται πώς από τότε, όλοι αυτοί έ χουν πιά αλλάξει γνώμη. — Τί γίνεται; μέ ρώτησε μπαίνοντας ή Λίζ. Τί μου κρύβετε; Ό "Αρθούρος φεύγει για τον σταθμό μ" ένα άμάξΐ' καί τό άλλο άμοοξι πηγαίνει στην οδό Φέρυ. Δέν θά μου πήτε τίποτα; Χαμογελάσαμε, αλλά δέν απαντήσαμε. Τότε αγκάλιασε τή μητέρα μου καί τη φίλησε μέ στοργή. — Δέν ανησυχώ ούτε τόσο δα, είπε, άφου είστε κι" εσείς μέσα στη συνωμοσία. Είναι βέβαιο πώς θά σκεφθήκατε όπως πάντα, γιά την ευτυχία μας. Όμολογώ όμως πώς μέ τρώει ή περιέργεια ζ Ή ώρα πέρασε καί έπρεπε πιά νά φτάση από στι γμή σέ στιγμή τό αμάξι πού είχαμε ^στείλει στην οδό Φέρυ, γιά νά φέρη την οικογένεια τής Αίζ. Τής έδωσα τότε ένα κυάλι καί τής είπα νά κυττάξη στον δρόμο. — Δές έκεΐ πέρα, νά ικανοποίησης την περιέργεια σου!
156
Αίν είθε δμόύς παρά ιόν Ιρήμο δρόμο. Πήρα λοιπόν έγώ το κυάλι κι* έκανα πώς κοιτάζω. — Πώς; ρώτησα έκπληκτος τάχα. "Αλήθεια δεν βλέπεις; - και χρησιμοποίησα τό ύφος πού έπαιρνε ό Βιτάλης τέτοιες στιγμές. Μά αυτό είναι· ένα μαγικό κυάλι! Έγώ βλέπω ώς τη Γαλλία δταν τό φέρνω στό μάτι μου! Νά, ένα μικρό, κομψό σπιτάκι κΓ ένας γέ ρος κύριος μέ λευκά μαλλιά, πού λέει σέ δυο ^γυναί κες: Κάντε γρήγορα γιατί θά χάσουμε τό τραίνο και δεν θά^προλάβουμε νά φτάσουμε στά βαφτίσια του έγγονού μου στο Λονδίνο. "Εμπρός παιδιά μου! Βιά σου λίγο Κατερίνα μου, σέ παρακαλώ. Δέκα χρόνια πού μένουμε παρέα όλο άργεΐς. Πώς; τί εννοείς,^ δε σποινίς Έτιανέτ; Τον χωροφύλακα μου παρασταίνεις πάλι; Γιά χωρατό τόπα στη θειά σου. Μήπως δεν ξέρω, νομίζεις, πώς ή Κατερίνα είναι· ή πιο σπουδαία αδελφή κι" εσύ ή πιο σπουδαία κόρη, πού δεν παντρεύ τηκες γιά νά περιποιέσαι τον γέρο - πατέρα σου;» Τώστριψα τό κυάλι σ’ άλλο σημείο καί ξοτνάπα: — Νά ένα καράβι τώρα! Έρχεται· μ" όλάνοιχτα πανιά από τις "Αντίλλες καί ζυγώνει τη Χάβρη! Στό κατάστρωμα στέκεται ένας νέος, πού επιστρέφει από μιά έξερεύνησι τού "Αμαζόνιου. Οί εφημερίδες έχουν άσχοληθή πολλές φορές μαζί του. Ό Βενιαμίν "Ακέν είναι κιόλας διάσημος. Βιάζεται νά πάρη τό πλοίο γιά τό Σαούθαμπτον. Πρέπει νά συνάντηση την οι κογένεια του στους Μίλιγκαν». ΚΓ ακόμα μιά φορά έστριψα τό κυάλι άλλου. — Δέν είδες αυτόν τον σιδηρόδρομο; Αυτόν τον γέρο πού κάθεται- στό ίδιο βαγόνι μ" εκείνον τον νεα ρό; «Τΐ όμορφο ταξίδι!», λέει ό νέος. Ό άλλος απο κρίνεται: «"Όχι μόνο^θά φιλήσης τούς δικούς σου Άλέξη, όχι μόνο θά δούμε τον αγαπητό μας Ρεμύ πού δέν μάς ξεχνάει, παρά θά κατεβούμε καί στ" ανθρα κωρυχεία τής περιοχής. Θά σού δοθή ευκαιρία νά κά νης ένδιαφέρουσες παρατηρήσεις, πού θά σού φθονούν χρήσιμες για ν’ άνέβης ψηλότερα στην νέα σου θέσι, όταν θά γυρίσουμε». "Ήμουν έτοιμος νά πώ κΓ άλλα, αλλά ή Αίζ χύθη κε στον λαιμό μου μέ δακρυσμένα μάτια φωνάζόντας: — Τί γλυκειά έκπληξι·, αγαπημένε! — Μην ευχάριστης έμενα, αλλά τη μητέρα, πού δέχτηκε νά συγκεντρωθούν όλοι στον πύργο - όλοι ε κείνοι πού στάθηκαν περισσότερο από καλοί στό χα-
157
μένό τται^ί τής. *Αν 6έν μουκλεινες τό στόμα, §ά σουλεγα πώς έρχονται τώρα δά κι* 6 Μττόμττ μέ τόν άδελφό του. Πάνω στην ώ-ρα ακούστηκαν δυο αμάξια πού έφτα ναν. Όρμήσαμε στο παράθυρο, για νά δούμε τόν1 πα τέρα τής Αίζ, τη θεία της Κατερίνα, την αδελφή της Έτιανέτ, τούς αδελφούς της ’Αλέξη και Βενιαμίν, τον Αρθούρο, τον Ματ ία καί τη Χριστίνα^, καθώς καί τον γέρο - Δάσκαλο τού ορυχείου τού Βάρς, πού είχαμε κλειστή μαζί στις πλημμυρισμένες στοές. Τρέξαμε στις σκάλες για νά τούς υποδεχτούμε. Δεν θέλω νά περιγράφω τη συγκίνησι αυτής τής στιγμής, γιατί οπωσδήποτε θά τη ζημιώσω. Πιο ύστε ρα καθησαμε στο τραπέζι όλοι μαζί καί φυσικά σ κουβέντες μας γυρίζανε στο παρελθόν. — Στο καζίνο τού Μπάντ, τώρα τελευταία είπε ό Ματίας, συνάντησα έναν τζέντλεμαν .μέ σουβλερά δόν τια πού δεν μέ αναγνώρισε καί μου ζήτησε ένα φιορί νι δανεικό γιά νά παίξη. Δυστυχώς όμως ό κύριος Μί λι γκαν έχασε πάλι... — "Αχ! Γιατί τά λέτε μπροστά στον Ρεμύ αυτά, αγαπητέ Ματία!, φώναξε ή μητέρα μου. Δέν τοχει σέ τίποτα νά στείλη στον θείο του χρήματα. — 5Ασφαλώς θά τού στείλω, άγαπημένη μου μαμά· — Καί ποιά θά είναι ή τιμωρία του έτσι; — ΊΠό ότι ό θείος ,μου θά ζή άπό τά λεφτά πού θέ λησε νά κλέψη καί τώρα τού τά χαρίζουν! — "Εμαθα νέα γιά τούς συνενόχους -του, είπε ό Μπόμπ. — Γιά τον φοβερό κΓ απαίσιο Ντρίσκολ; ρώτησε ό Ματίας. — "Οχι γιά τον ίδιο. Αυτός βρίσκεται μακρυά από την Αγγλία ακόμα. Γιά την οίκογένειά του. Ή κυρία Ντρίσκολ ξάπλωσε μιά μέρα στο τζάκι σκνίπα στο μεθύσι καί κάηκε. Ό "Αλλαν κι5 ό Νέντ έχουν καταδικαστή σέ έξορία. Ασφαλώς θ’ ανταμώσουν μέ τον πατέρα τους. — ΚΓ ή μικρή; — Εκείνη περιποιείται ακόμα τον παποΰ της πού άρνιέται ν' αφήση τον κόσμο. Έχει όμως μιά σύνταξι καί περνάει καλά.
158
Λ
"Οταν τό δείπνο είχε τελειώσει, ό Ματίας μέ πήρε ιδιαιτέρως: — Μουρθε μια ιδέα, Ρεμύ. Χιλιάδες ψαρές παίξσυε γ:ά ξένους ανθ,ρώπους. Δεν θάταν ωραίο νά παί ξουμε και για κείνους πού άγαπούμε μιά φορά; ■— Γιά^σένα δέν υπάρχει χαρά δίχως μουσική λοι πόν; θυμάσαι τι τρομάρα πήρε μιά ψαρά ή γελάδα μας; — Νά τούς παίξουμε τό ναπολιτάνικο τραγούδι σου— Μέ μεγάλη χαρά, γιατί αυτό ξανάδωσε τή μιλιά στη Λίζ. Πήγαμε καί πήραμε τά όργανά μας. 3Από ένα όμορφο κουτί φοδραρισμένο μέ βελούδο, ό Μστίας έίβγαλε ενα παλιό καί άθλιο βιολί, πού δέν θά μπορούσε νά τό πουλήιση κανείς δυο φράγκα. Έγώ έβγαλα την άρπα μου από τό ντύμα της. Τό ξύλο της είχε ξσνσπάρει τό φυσικό του χρώμα, τόσο πού ήτανε ξεπλυμένο από τις βροχές. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω μας καί ξαφνικά παρουσιά στηκε ό Κάπη. Είναι- πολύ γέρος ό καημένος ό Κάπη πιά. Είναι κουφός, αλλά βλέπει καλά ακόμα. Είδε την άρπα άπ’ τό μαξιλάρι πού μένε; πάντα ξαπλωμένος καί ήρθε κουτσαίνοντας γιά νά πάοη μέρος «στην παράστασι». Παίρνει ατό στόμα του ένα τασάκι καί έπιμένει νά κάνη τον γύρο τού «άξιότιυου κοινού». Σηκώνεται στά πισινά του πόδια, αλλά δέν έχει δυνάμεις καί ξανακάθεται αμέσως. Χαιρετάει σοβαρά τό «κοινό», φέονοντας τό μπροστινό πόδι στην καρδιά του. Στο τέλος τού τραγουδιού μας ξανασηχώθηκε καί άνάλαβε τήν «είσπραξι»! ^Ηταν αληθινά ή μεγαλύτερη πού είχαμε κάνει πο τέ ώς εκείνη τή μέρα: 170 φράγκα! Τον φίλησα στη μουσουδα όπως τον παλιό καιρό, όταν μέ^παρηγορουσε καί ή άνάμνησι εκείνων των χρό νων, μού έφερε στο μυαλό μιά ιδέα: — Τό ποσόν αυτό, είπα επίσημα, θάναι τό πρώτο πού θά δοθή γιά την ίδρυαι ενός Οίκου, πού μέσα θά βρίσκουν περίθαλψι καί καταφύγιο όλοι οί μικροί πλα νόδιοι μουσικοί. Ή μητέρα μου κι3 έγώ θά συμπληρώ σουμε δ,τι- ποσό χρειαστή ακόμα. — Αγαπητή κυρία, είπε ό Ματίας, φιλώντας τό 1 £9
χέρι της μητέρας^ μου, ζητώ νά μου έτπτρέψετε νά πάρω μέρος στο έργο σας. 5Άν θέλετε νά δεχτήτε, οι εισπράξεις του πρώτου μου Κονσέρτου στο Λονδίνο, θά προστεθούν στην εϊσπραξ: τού Κάπη. ΤΕΛΟΣ |?>«»>·ΗοιηηηΜ«ι·«·ι···<ιη··ι·
Τό πιο συγκινητικό βιβλί εχει
που
γραφτή ποτέ γιά
ιά
ι
;Ρ ΣΤΟΟΥ
"Ο,τι ευγενικό αίσθημα υπάρχει μέσα πινη ψυχή, βρίσκεται στις σελίδες του αυτού έργου πού εχει γίνει Ευαγγέλιο ρίας γιά τά παιδιά όλης τής
οπήν ανθρώ μνημειώδους τής Ελευθε Γης.
ΧΑ-ΡίΕΤ ΜΠΙΗΠΓΙ&Ρ ΣΤΟΟΥ ι I
Τ!
ΛΠ
Τ»
011
Σελίδες βναλμέιν-ες από την τραγική ιστό» ρία τών μαύρων σκλάβων τής Αμερικής.
ΜΑ ϊ Θά εΐνο:: τό Λ ο βιβλίο τής σειράς μας
3 ΠΗΧ 39Κ9 ΓΕΒ7 5ΠΣ3 ΟΕΟ ΕΖΕΕ ΒΓ3 ΗΕΗ Π2Πϊ Ε*Ζ3 Β3Ε* ΕΖΖ ΒΖΓΐ «Η ίΠ*ΕΕ3 ΕΒ3 Β23ί£Ζ25 ΒΏ Γ*Π ΕΠΙΕ£73 313 Π2Χ2 Ε2Ε Ε&Ο Ε*^