ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ
24 ΤΕΥΧΗ
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-008-7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
ΕϊΙΙΘΕΣΙΣ ΣΤ© ΠΑΑΝΗΤΟΠΛΟΙΟ
ΟΙ ΒΠIΒΑ ΤΕΣ του μεγά λου πλανητοπλο'ίιου «Ρόαγιαλ I I» παρακο λουθούσαν άπό τα φινιστρίνια του σκάφους τό θαυμάσιο θέαμα πού πα ρουσίαζε ό μιικρός πλανήτης κάτω1 άπό τά πόδια τους καί κάθε τόισο άφιναν επιφωνήμα τα ιέκτπλήξεως. Ανάμεσα άπό τά ελαφρά πολύχρωμα σύννε φα που τον τύλιγαν ξεχώριζαν καθαρά τά τεράστια ορθογώ νια κτήριά του, οί ιμεγάλοι δρόιμοι του, ή παράδοξη- ρυμιατοιμ.ία των πόλεώιν του και ο-ί λίμνες ικοή θάλασσες του, που έμοιαζαν ιμέ σχέδια άπό φίλντισι καί άλάβαστρο. — Καί λέτε, κύριε Μπρέντ, „ πώς αυτός ό πλανήτης δεν έ-
0 ί άνθρωπο ι έϊίχαν άπιο'β ιθαισθη σΤά αστρα καί ώργάνωναν ά'ποικίΐες άίττο πολύ καιρό.
ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
χει ζωή; ρώτησε κάποιος από τούς επιβάτες γυρίζοντας προς τό (μέρος ενός μεσοίκοπου1 ανθρώπου πού παρακο λουθούσε και αυτός (μαζί ,μέ τούς άλλους^ τό άστρο επάνω απ' τό άποΐο ταξίδευε αργά τό «Ρό,αγιαλ II». Πώς είναι δυνατόν νιά μην κατοιικεΐται έ νας τόσο υπέροχος τόπος; Ό καθηγητής Μπρέιντ χοο μογέλασε. — Τά φαινόμενα άπατούν, αγαπητέ (μου, πολλές φορές !, άπάντηισε^. "Ολη αυτή ή ομορ φιά δεν εΐναι παρά μιά οπτι κή άπατη προερχόμενη από τήν διάθλασι του φωτός. Στην πραγματιικστηιτα αλα αυτά πού βλέπουμε δεν υπάρχουν... — Μή μάς απογοητεύετε, κύριε καθηγητά!, ^φώναξε^ γε λώντας μιά κυρίά. Αφήστε μας νά πιστεύουμε ότι αυτός ό (μιικρός παράδεισος υπάρχει πραγματικά! —Λυπάμαι πολύ, αγαπητή μου, είπε ό Μπρένηγ αλλά μου είναι δύσκολο νά σάς ευχαρι στήσω. Ό πλανήτης «Άνταμς» είναι νεκρός πρίν άπό δέκα χιλιάδες γήϊνα χρόνια και όλα αυτά πού βλέπουμε είναι μονάχα ή σκιά ενός πο λύ μαικρυνοΰ παρελθόντος. Οι εξερευνήσεις πού έγιναν άπό την ομάδα του Ούίλλιαμ Ρόμπινσον τό απέδειξαν. Δεν υ πάρχει τίποτα ζωντανό επάνω σ5 αυτό τό άστρο. Άπό τις θάλασσες και τις λίμνες του δεν (βλέπουμε τώρα παρά τούς αποξηραμένους βυθούς. Δεν υπάρχει νερό ούτε οξυγόνο. Δεν σάς κάνει έντύπωσι ή παντελής έλλειψις βλαστήσέ
ως; Αυτά έξ άλλου τά πολύ χρωμα σύννεφα πού τον τυλί γουν καί πού τόσο θαυμάσια θέα παρουσιάζουν είναι φοβε ρές αναθυμιάσεις που βγαί νουν άπό τά σπλάχνα του1. Προσέχτε αυτές τίς διώρυγες. "Ετσι φαίνονται τουλάχιστον, ότι είναι διώρυγες. Στην πραγματικότητα όμως πρόκει ται περί τεραστίων ρωγμών πού άναδίδουν δηλητηριώδη, άέρια. Ό «Άνταμς» είναι ήδη νεκρός. Άλλα μέσα σέ λίγα χρόνια θά πάψη; νά ύφίίσταται τελείως. Οΐ ρωγμές θά μεγα λώνουν ήμερα μέ τήν ημέρα καί ύστερα από ένα ώρισμένο διάστημα τούτος ό πλανήτης θά θρυμμοτπσθή καί ή ύλη του θά μεταιβίληΐθή σέ τρισεκατομ μύρια μετεωρητών... — Τί κρίμα!, αναστέναξε ή κυρία. — Αυτή είναι ή μοίρα ό λων τών πραγμάτων!, είπε μελαγχολ,ικά ό Μπρέντ. "Εμ ψυχα καί άψυχα κρύβουν μέσα τους τό σπέρμα τής αύτοκαταστροφής... * * * ΥΣΤΕΡΑ α πό λίγο τό ε πιβατικό διαπλανητ ικό σκά φος «Ράαγιαλ II» άφησε πί σω του τόν έτοιιμοθάν α τ ο πλανήτη. Τώρα πιά ό «Άν ταμς» δέν ήταν παρά μιά ιμαύρη·; σφαίρα πού σιγά - σι γά χανόταν στο βάθος τού διαστήματος, Οί επιβάτες κύτ ταζαν στην οθόνη· τηλιεαράσεως όπου άιναμεταδίβετα άπ5
Γ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
I
πότομα άμ<ωζ Ιπαψε^νά βλίπη έπύίγέιοοζ ^ αταθμούς 8· τά γράμματα. Τά φώτα έσβυνοο ποδοσφαιρικό ματς πού γινόταν στο στάδιο· τής Μελ σαν και όλα βυθίστηκαν σ’ έ βούρνης. Ό καθηγητής Μττρέντ να πηχτό σκοτάδι. Ή προβο δέΐν έτρεφε ικαμμόά έκτ'ίμησι λή του ποδοσφαιρικού ματς στους ποδοσφαιρικούς αγώ στην οθόνη τήλεοράσεως στα μάτησε κι" έγινε μια αναταρα νες. "Άνοιξε ένα βιβλίο και 6ϋθ ίστ ηικε στ ή ν άνάγνωσ ι. χή. Μερικές γυναίκες άρχισαν Λίγος στιγμές όμως κατόπιν νά ξεφωνίζουν τρομαγμένες. σταιμάτηισε νά διαβάτη.. Κύτ-— "Ολοι· άκίνητοι και τά ταξε τό ρολόϊ του. "Έκανε έ ,χέρια ψηλά!, ακούστηκε μ·ιά ναν πρόίχειρο υπολογισμό και ,βαρειά φωνή μέσα στο σκοτά βρήκε πώς ,σέ δυο ώρες τό πο δι. "Οποιος δοκιμάση νά κάνη λύ τό διαστηΐμόπίλοιο θά ττροσ τον έξυπνο δεν θά ζήση πε γειωνότσν στον Άρη. Άπό ρισσότερο άπο μισό δευτερό εκιεΐ άφοΌ εφοδιαζότανε με λεπτο. Σάς προειδοποιώ πώς: καινούργιους πυραύλοος εκτό εγώ κάΐ οι άντρες μου φορουξευα εως θά συνέχιζε τό ταξί με γυαλιά μέ απορροφητικούς δι του προς την "Αφροδίτη. φακούς. Σάς βλέπουμε χωρίς Μετά την "Αφροδίτη δεν υπήρ νά μάς βλέπετε, ~εχωρίζουιμε χε άλλος σταθμός. Τό «Ρόατήν κάθε κίνησΐ σας. Προσο γιαλ II» θά χάραζε κατευθεί χή λοιπόν καί φρόνιμα. Σας αν πορεία προς τη Γη. προειδοποιώ επίσης πώς οί α — "Αρκετά κράτησε αυτή ξιωματικοί] καί τό πλήρωμα ή κρουαζ ιέρα ί μουρμούρ ι σε. του « Ρόιοαγι αλ I I» εΐ να ι α ϊ χ Στη Γη υπήρχαν πραγμα μάλωτοί μας καΓι ^κανείς ^ δεν πρόκειται* νά σάς βοήθηση. τικά πολλές δουλειές που τον περίίμεναν. Στο Εργαστήριό "Ησυχα λοιπόν άν αγαπάτε του είχε άφησε ι πολλές ημι τή ζωή σας. τελείς μελέτες πού έπρεπε ο πωσδήποτε νά πάρουν ένα τέ II ΑΠΑΓΩΓΗ λος, Ναι, βέβαια αυτό τό τα ΤΟΥ ΜΠΡΕΝΤ ξίδι μέ τό πολυτελές πλάνη τόπλοιο τον ξεκούρασε κά ΜΕΣΑ ατό πως. Ή επαφή του μέ τό πλή σκοτάδι κάποι θος των επιβατών, τά αστεία ος κινήθηκε. τους, οι ξένες ^ προς^ την επι Κάποιος άπό στήμη συνομιλίες που εΐχε μα τους επιβάτες ζί τους., ήταν ένα χαρούμενο δοκίμασε νά διάλειμμα. "Αλλά τώρα τελευ βγάλη τό πι ταία ό διάσημος καθηγητής στόλι του. Μά άρχισε νά νοσταλιγή πάλι τό την ΐδια^ στιγμή ακούστηκε έ Εργαστήριό του καί τις έρευ νας ξερός μεταλλικός κρότος νες. και κάτι σφύριξε σάν φίδι. Ό "Έσκυψε πάλι στο βιβλίο άνθρωπος πού εΐχε κιινηθή έ του και άρχισε νά διαβάζη. Α βγαλε μια πνιχτή κραυγή πόβ
ΥΠΕΡΑΝΛΡΛΠβϊ νύυ κοίΐ σωριάστηκε άνάίαθη9 τος. —1 Βλέπετε λό'Γ'Ττον οτι δεν αστ ε ι εύθυμα ι!, συνέχ ιοί ή φωνή μ" έναν παγερό τόνο. Ή ίδια τύχη περιμένει όλους σας αν δεν υπακούσετε. Τά χέρια ψηλά είπα! 'Κανεΐίς δεν τόλμησε τώρα να φέρη άντίρρη|σι. ^Ολοι στα θηκαν ακίνητοι μέσα στο σκο τάδι μέ τά χέρια ψήλα κι5 έντροιμα βλέμματα. — Καί τώρα τή δουλειά σας, παιδιά! ακούστηκε πάλι ή φωνή. Δυιδ σκιές μέ στολή άστροναύτη, γλύστρηισαν στο σκο τάδι καί ιμέ γοργές κινήσεις έδεσαν έλους τους επιβάτες. Μέσα σέ λίγα λεπτά είχαν τε λειώσει τή δουλειά τους καί εκείνος που φαινόταν άρχηγός καί διέταζε γύρισε τον διακόπτη καί ξανάγίνε φώς. Οΐ δεμένοι επιβάτες είδαν τό τε έναν ψηλό άντρα .με δύο πι στόλια στο χήρι νά στέκιη οπό κεφάλόσκάλο καί νά έξέτάζη μέ ερευνητικό βλέμμα τά προσώπά τους. Δίπλα του δεξιά κι3 αριστερά στέκονταν τέσσε ρις άλλοι μέ άσκημη. εκφρασι στά μάτια. Κρατούσαν κι αυ τοί πιστόλια. Όλοι ήταν ντυιμένοι ρέ φόριμες αεροναυτών. 3Από τή, ζώνη τής μέσης τους κρέμονταν συσκευές συμπυ κνωμένου οξυγόνου καί διαφα νείς κάσκες σκάφανδρων του διαστήματος. — .Ποιος άπό σάς εΐναι ό καθηγητής Μπρέντ; ρώτηΐσε ό άνθρωπος ιμέ τά δυο πιστό λια.. Ό μεσόκοπος καθηγητής έ
κανε δνά, βήμα τιράζ τά Λα ιμτηρόις. Τά χέρτά του ήταν δεμένα πίσω στ ή ράχη καί έδει χνε πώς ύπέφερε. —- 3Εγώ είμαι, είπε. Δεν μπορώ νά καταλάβω· άμως. Ό άλλος γέλασε καί τόν έκοψε ιμέ μια κίύηισι του χε ριού. -— Είμαι ευτυχής πού κάνω τήν γνωριμίια σουι^ κύριε καθηγητά, είπε. Λυπάμαι όμως πού εΐιμιαι υποχρεωμένος νά ματαιώσω τήν κρουαζιέρα σου προς τήν "Αφροδίτη. Μού χρει άζεσαι καί θά σέ πάρω μαζί μου.*» "Ακούστηκαν μερικοί ψίθυ-' ροι καί τό 'βλέμίμα τού Μπρέντ γέμισε φόιβο. Μια γυναίκα άποσπάσθηκε άπο έναν όμιλο επιβατών καΐϊ ρίχτηκε απάνω' του. Τά χέρια της ήταν επί σης δεμένα πίσω στη ράχη, άλλά έβαλε ,μπιροιστά στον κα θηγητή το ικοριμί της σάν ζωντανή άσπίΐδα ζητώντας. νά τοιν προφύλάξη άπο τον κίνδυ νο πού τόν άπειλουισε. — Όχι, Φράνικυ!, σπάραξε καΐί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δεν πρέπει νά πας μαζί1 του... — Ποια εΐναι αυτή; ρώτη σε άγρια ό άνθρωπος πού διέ ταζε. — Είναι ή γυναίκα μου, κύριε!, άπάντησε 6 καθηγη τής ιμέ φωνή πού έτρεμε. Τήν αγαπώ^κι3 άν είναι νά μέ πά ρετε σάς παρακαλώ νά τής; επιτρέψετε νά ιμέ συνοδέ ύση κι" αυτή. άγνωστος κάγχασε καί’ τά μιάτια του στένεψαν; — Είσαι αστείος, Μπρέντ I
Ένιώ το διαΙστιη,μιότΓίλοιο τα|ξίδιευ|ε, ο! ΐκίοιυΐρΌτοαρίο· ι μέ τά σικάφαν&ρά άρχισαν νά βγαίνουν ικιοοι νιά βαδίζουν στο κενό του διίάστήμιαττος.
είπε. Πρέπει νά ξεχάσης πώς είχες γυναίκα. Μονάχα έσύ μου χρειάζεσαι! “Ύστερά γύρισε σέ κείνους πού έστεκαν βί(πλα του. — "Εμπρός, παιδιά!, φώ ναξε. Τίι κάθεστε; — Έν τάξει, άρχηΐγέ! Σ’ ένα λεπτό είμαστε έτοιμοι. Με βάναυσο τρόπο άποίμά κρυναν την. γυναίκα πού φώ ναζε ία" εκλαιγε με λυγμούς Και κάτω άπο τά έντρομα μά τια των άλλων έπιιβατών .έντυ σαν μι’ ενα άτομιικό σκάφαν δρο τον ανίκανο ν’ άμυνθή κα» θηιγηΐτή και τον έσπρωξαν προς την εξοβο. Τελευταίος έμείνε εκείνος πού κρατούσε τά
&6ο πιστόλια στα χέρια»
— Κανείς σας δεν πρέπει νά κινηθη πριν περάσουν δέκα λεπτά! είπε. Ύστερα είστε ελεύθεροι νά κάνετε 6,τι σάς άρεσει και νά συνεχίσετε τό ταξίδι σας, "Έκλεισε την πόρτα πίσω του κι" έτρεξε προς τούς, άλ λους πού κρατούσαν τον αιχ μάλωτο καθηγητή^καίι προχω ρούσαν προς την έξοδό διαφυ γής. ΕΤχαν φορέσει όλοι τώρα τά άτρμιΚά σκάφανδρά τους και ήταν έτοιμοι νά κινηθούν στο διάστημα. Ένας πού προχωρούσε πρώτος άνοιξε την άσφαλιστική ^δικλείδα του στεγανού διαμερίσματος. Ή πόρτα ύπεχώρησε και ^πέρα σαν 6 ένας πίσω άπό τον άλ«
Υή&ΡΑΗ&ΡΆηοϊ λο στόν φοορβυ σιδερένιο <τω* λήνα. Ύστερα έκεΐνος πού προχωρούσε πρώτος τράβηξε τον ιμοχλό άσφολείσς. Ό σω λήνας άνοιξε ,μ' έναν ξερό κρότο. Εφτά ανθρώπινα σώ ματα τυλιγμένα στα παράξε να σκάφανδρα τινάχτηκαν σίό κενό και άρχισαν νά βαδίζουν στο σκοτάδι προσπαθώντας νά κρατήσουν την Ισορροπία· τους, Τό βάδισμα ιμέσα στο διάστημα^ απου η ελξις καί ή βαρύτης είναι πράγματα εντε λώς άγνωστα,, δεν ήταν καί τόσο εύκολο. 5Αλλά τούτο δεν κ,ράτηισε πολύ. Ό αρχηγός κρατώντας στά χέρια του ένα μηχάνημα ελέγχου πτήσεως έπίι&σε τό κουμπί πλεύσεως κοίΐ μέσα απ' τό σκοτάδι πρόβαλε ένα φάντασμα μιά άκατος πύραυλος. Πλησίασε και στα μάτησε πλάϊ άπ' τούς ανθρώ πους πού βάδιζαν. Μια πόρτα άνοιξε στην κοιλιά τής ακά του καί κάποια σκάλα ρίιχτηκε στο κενό. Πιάστηκαν απ’ τή σκάλα καί πέρασαν στο εσωτερικό της. Ή πόρτα έκλει σε πάλι καί ή άκατος - πύ ραυλος ξεκίνηςτε άφίνοντας πί σω της τεράστιες γλώσσες Φωτιάς. ΔΙΑΣΤΗΜΟΠΛΟΙΟ «ϋΡΩΤΕΥΣ»
ΒΡΙΣΚΟ ΜΑΣΤΕ. στο έτος . 1980, σέ μιά εποχή δη λαδή πού ό άν θρωπος έχει κα τακτήσει τό σύ ιμπαν καί τά α εροσκάφη - βολίδες ταξιδεύ
ουν οπόν
ουρανό
όναμ:&σ$
στούς διαφόρους πλανήτες ο πού έχουν έγκατασταθή μεγά λες άπτοιικίίες τής Γης. Οί κά τοικοι τού πλανήτη Γή στον άποΐο^δέν υπάρχουν πιά σύνο ρα, είναι κυρίαρχοι τών ά στρων κα:ί όλοι οι άνθρωποι, άνεξάρττκτα από θρησκεύματα καί ράτσες, ανήκουν στη Γήι νη Κοινοπολιτεία πού έχει α ποκτήσει χάρις στις τελευταί ες μεγάλες εφευρέσεις καί τά τεράστια επιστημονικά μέσα μίαν άκοπάλυτη δύναμη Ή Γή διατηρεί ισχυρούς εναέριους στόλους άπό μικρά καί μεγάλα διαπλαινητικά σκά φη. Τά πολεμικά διαστημό πλοια επανδρωμένα με τολμη ρούς κάί αποφασιστικούς α στροναύτες έκτελούν αδιάκο πες περιπολίες για τήν προ στασία τής τάξεως κάί τής ειρήνης. Γιατίΐ, μολονότι οί άνθρωποι έχουν πραγμοταποιήσει τεράστια άλματα προό δου, δεν έπαψαν νά έχουν άνάμέσα τους καί τούς κακούς, τούς πλιεονέκτες., τούς ύπου λους εχθρούς πού βλέπουν με άσκημο μ,άτι τήν κοινοπολι τεία καί τον πλούτο της. Οί πειρατές κάί οί Υκάγκστερς τού^ διαστήματος καρα δοκούν πάντοτε κάί δεν αφή νουν ευκαιρία πού νά μην ε πιτεθούν καί νά δράσουν. Γ ιά τον λόγο αυτό ή Διάπλανητική Αστυνομία παρακολου θεί μέ άγρυπνο μάτι κάθε ύ ποπτη κιίνησι καί είναι έτοι μη νά καταφέρη; κεραυνοβόλα χτυπήματα:.,.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
ΚΑΘΙΣ ΜΕ ΝΟΣ αναπαυ τικά στον θάλάμο διοακιυιβειρνήσεως του δι αστημόπλοιο υ «Πρωτεύς» ό ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν παρακολουθούσε μέ σα στο καντράν της τυφλής Ίττήΐσεοος την ττοιρεία του σκά φους πού ταξίδευε στο διά στημα έκτελώιντας την τακτι κή δεκαήμερη! περιπολία του ανάμεσα στ* άστρα. Ό «I Πρωτεύς» ήταν ένα άττο τά καλύτερα και ταχύτερα· κα ταδιωκτικά τής Διαπλανητικιής Αστυνομίας καί ό Τζόε Σ έρινταν ένας άπό τους τηό άφοβους άστροναυτες ντέτεκτιό, του οποίου τά κατορθώ ματα γέμιζαν κάθε τόσο τίς στήλες των ρεγάλων εφημερί δων τής Γης, του "Άρη και τής Αφροδίτης. Τό σκάφος του εφοδιασμένο μέ δλα τά σύγχρονα μέσα άμύνης καί έττιθέσεως ήταν ισχυρά Θωρα κισμένο καί ικανό ν5 άνατττύδηι σέ πεοίίπτωσι ανάγκης ταχύ τητα 200 χιλιομέτρων τό δευ τερόλεπτο, ταχύτητα ττου ή ταν αδύνατο νά συλλάβη ό νους του ανθρώπου πρίν λίγα άκό|μα χρόνια,, όταν τά ταξί δια στους -πλανήτες έθεωροΰν το ένα άπταιστο όνειρο. Κλεισμένος μέσα στην διαπλανητική ταξιδιωτική στολή του πιλότου, ό Τζόΐε Σ έρινταν λογάριαζε τώρα καθώς ταξί δευε ότι σέ τρεΐς μέρες ή πε ριπολία του θάτπαιρνε τέλος καί θάχε στή διάθεσί του μιά όλάκληίρη εβδομάδα άναπαύ-
σεως. θά την περνούσε αυτή τή βδομάδα κοντά στην Νάν συ Έβιλγικταν την όμορφη1 νε αρή μνηΐστή του ττου εργαζό ταν ώς δημοσιογράφος οτήν μεγάλη εφημερίδα «Χρονικά τής Νέας Ύόρκης» καί θά ή ταν πολύ ευτυχισμένος γι* αυ τό. — Που νά βρίσκεται τώρα; συλλογίστηκε. Ό διαφανής θόλος του αε ροσκάφους κατασκευασμένος άπό ειδικό· άθΙροουστο κρύσταλ λο, άδιαπέοαστο από τις κο σμικές άκτΐνες καί τά ατομικά βλήματα, έπέτρεπε στον Τζόε Σέρινταν νά θαυμάζη τό με γαλείο του Σύμπαντος* Τό «Πρωτεύς» ταξίδευε μέσα σ' ένα άδιαπέραστσ σκοτάδι κα τάστικτο άπό εκατομμύρια φιωτεινές κουκΐδες. Μιά άπτ' αυτές τίς δυσδιάκριτες τελείες που ξεχώριζαν στο σκοτάδι ήταν κι5 ή Γή.. 5Εκεί κάπου ή ταν ή Νάίνσυ 'Έβιλγκτον. —· Δέν είναι καί τόσο υπέ ροχο νά είσαι ντέτεκτιβ των ουρανών! μουρμούρισε χαμο γελώντας. ιΚαί μάλιστα όταν είσαι ερωτευμένος μέ τό ω ραιότερα κορίτσι τής Γης. Απότομα όμως τό χαμόγε λο έσβησε ά'πο τά χείλη· του καί τό βλέμμα του έοευνητ ι κό κάί άνήσυχο καρφώθηκε πέ ρα μακούά. Μιά γλώσσα φω τιάς στο βάθος του διαστήμα τος μαχαίρωσε τό σκοτάδι. Κι5 αυτή ή γλώσσα ιμέ μιαν άπερίγραπτή ταχύτητα παίρ νοντας τή μοιρφή μιας φλέγό μενης σφαίρας άρχισε νά κυλάη τρομακτικά στο διάστημα καί νά καπευθύνεται προς τό
10
ΥΠΕΡΆΝΘΡΩΠΟΣ
σκάφος του. — Ό διάολος νά πάρη ό λους τούς μετεωρίτες τοΌ Σ ύιμπαντος! γκρίνιαξε. "Ολα καλιά άλλα ίμια σύγκρουσις μέ μετεωρίτη δεν θά ήταν καθό λου ωφέλιμη, για την υγεία μου! 9 Ηταν πραγματικά έΐνας μετεωρίτης, άπό εκείνους πού οι άρτρανόμοΊ ώνόμαζαν κά ποτε κοροϊδευτικά «αλήτες του διαστήματος» καί πού πο τέ δεν τούς άπέδωικαν σημα σία. Κι3 αυτό γιατί οΛοί οί μετεωρίτες όταν έμπαιναν στην γήινη, ατμόσφαιρα από τήιν φοβερή τριβή μέ τον αέρα διαλύονταν και αυτοκαταστρέφονταν. Δεν συνέβαινε όμως τό ίδιο καί στο διάστημα. "Έ νας (μετεωρίτης σ3 αυτά τά ύ ψη είναι πάντα ένας θανάσι μος ικίίνδυνος γιά τούς αστρο ναύτες καί τά διαστημόπλοια. Είχαν ση(μειωθή κάμποσες τέ τοιες συγκρούσεις στά τελευ ταία χρόνια καί πολλοί άν θρωποι και σκάφη είχαν χαθή. Ό κίνδυνος α(μως αυτός μπορούσε ν3 άιποφευιχθή· άν ό πιλότος κρατούσε την ψυ χραιμία του καί δρούσε κεραυνοβόλα. Αυτό έκανε κι3 ό Τζόε ΣεΙρινταν. Με μιά γοργή κίνηισι άπομάκρυνε τον «Πρω τεία» άπιό την τροιχιά τού μετεωρίιτηι ενώ ταυτόχρονα μέ τό αριστερό του χέρι πάτησε ένια κορμπί πού βρισκόταν ανάμε σα στά διάφορα άλλα περί πλοκα μηχανήματα. Την ίδια στιγμή άπό τό πολυβόλο τής δεξιάς (πλευράς του διαπλανηιτιικοί) σκάφους ξεπετάχτηκε μιιά λεπτή ακτίνα ασημένιου
φωτός χαράζοντας μιά γραμ μή στο σκοτάδι. Ή άκτΐνα συνάντησε τον φλέγόμενο με τεωρίτη, κάί μέσα σ' ένα δευ τερόλεπτα όλα άλλαξαν. Ό μετεωρίτης, διαλύθηκε Καί μεταβλήθηκε σέ εκατομμύρια σπίθες. Ό Σέρινταν χαμογέ λασε βλέποντας τό φαντασμα γορικό θέαμα. Μιά τεράστια φωτεινή όμπρέλλα απλώθηκε στο πυκνό σκοτάδι σχηματί ζοντας τά πιο απίθανα σχέ δια. "Υστερα τούτη ή όμπρέλ λα γίίνηκε χρυσόσκονη κι3 άρ χισε να πέφτη στο άπειρο σαν βροχή άπό πολύχρωμες στα γόνες φωτός ώς πού χάθηκε κι3 έσβυσε. — Τώρα οί αστροναύτες πού ταξιδεύουν γιά τον "Αρη; μουρμούρισε ό ντέτεκτιβ, βγή καν ά γγΟ' έναν άσκημο μπελά. Μπορούν νά συνεχίχουν τήν πορεία τους μέ κλειστά μά τια. 3Έρρ ιξε ένα βλέμμα στο. καντράν τής τυφλής πλεύσεως καί άφού’ υπολόγισε τήν πορε,ία του καί βεβαιώθηκε πώς όλα πήγαιναν καλά ξάπλωσε αναπαυτικά στο κάθισμά του καί] άρχισε νά ξεφυλλίζη, ένα εικονογραφημένο περιοδ κό. «ΓΥΡΙΣΕ ΠΙΣΩ; ΣΕΡΙΝΤΑΝ!»
^ ΑΥΤΟ όμως δεν κράτησε πολύ γιατί σέ λίγο ένας διακεκομ μ έ ν ο ς βόμβας τον έ κανε νά διαικόψη τό διάβα σμα καί νά καρφώση τό βλέμ*
υπεράνθρωπος
11
μα στο ταρπλώ πλεύσεως. "Ενα (μικρό πράσινο φως ανα βόσβηνε στο ταμπλώ. "Από κάπου τον ικσίλούσαν. "Αφησε τό περιοδικό και γύρισε τον διακόπτη. Στην λευκή οθόνη
'Ό Τζόε ΣέρινΤαιν, ό ιν'τέτιείκτί'β των ουρανιών, είχε άναλ'άίβ'ει πολλές δύσκολες άποΐστολές στους πλανήτες...
της τηλεοράσεως κάτι άρχισε τρεμουλιαστσ ινά σχεδιάζεται. "Υστερα τούτο τό: θαμπό σχέ διο έγινε ζωηρά, σταθεροποι ·■ ή(θηΐκ,ε σιγά - σιγά καί ζωντά νεψε. "Ενα χαρούμενο μελαχρο ι νό κορ ιτρ' ίστ ιικο πρόσωπο φάνηκε στην οθόνη πού τον κύτταζε ικάι χαμογελούσε γο ητευτικά. ^ —'Αλλά, Τζο !, είπε τό κο ρίτσι. .Πώς τά περνάς; — Γειά σου, Νάινσυ!, ξε φώνισε χαρούμενος ό Σέρινταν. Είχες ωραία έμπνευισι νά
μίέ θυμηίθης. Τί: γίνεται αγάπη μου στη Γη; Τό κορίτσι^ αναστέναξε. -—- "Ολα είναι πληκτικά ό ταν λείπεις, Τζά! "Εγραψα έ να άρθρο για την εφημερίδα μου ιμά τό σταμάτησα. Δεν έ χω καμιμιά διάιθ|εσι για γρά ψιμο σήμερα. Είναι ένα θαυ μάσιο ήλ άλουστο μ εσημ έί,ο ι και λογαριάζω^ πόσο όμορφα θαμάστε άν κάναίμε παρέα έ ναν περίπατο στην έξοχή... — Είσαι μιά άιδιόρίθωτη ρωμαντική,, Νάνσυ! Έγώ τα«
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
ξιδεύω εφτά μέρες συνεχεία μέσα σ" ένα) μαύρο βελούδο κι" άν δεν ήταν αυτοί οί σω λήνες του «νέον» στον «ιΠιροοτέα» θά πέθαινα άπό πλήξι σάν τυφλοπόντικας. Δεν μ" άγαπάς, Νάνου! — Γ ιαΤιι; — "Άν ιμ" αγαπούσες δεν θά μού μιλούσες γι" αυτές τις όμορφες λιακάδες της Γής^Ι "Αλλά ξέχασα. "Εξακολουθείς πάντα νά είσαι ρωμσντική... —- Μη μέ κοροϊδεύεις,, Τζό! έκανε παραπονιάρικα τό κορι τσίστικο πρόσωπο στην οθό νη. Νάϋ, Τζό. Τί ^τά θέλεις; Ερχονται στιγμές που ζη λεύω- τά κορίτσια κάί τούς νέ ους τού παληου καιρού. 5 Ε μείς οί άνθρωποι της Γης κά ναμε απίστευτες προόδους μέσα στά τελευταία χρόνια καί .καταφιέιραρε πράγματα πού δεν τολμούσε κανείς άλ λοτε νά τά συλλσγιστη. Κάνα με αποικίες στά άστρα, φτειάξομε διαστημόπλοια, κατασκευάσαμε εργοστάσια οξυγό νου -στη Σελήνη, γιά νά κάνου με την άτμόίσφ αιρά της άνσπνεύσιμη, οργανώσαμε έξερευνητιικές αίποστολές στον Γαλαξία καί όμως ένα,μονάχα δεν μπορέσομε ν" αλλάξουμε. :— Τίί πράγμα, Νάνσυ; —■ Δεν (μπορέσαμε ν’ άλλαξου με1 τις καρδιές μας, Τζό. Στο βάθος, μέσα μας, (μείνα με πάντα οί ίδιοι. "Έχουμε την "ίδια καρδιά μέ τούς προγό νους μας πού θεωρούσαν μεγά λο κατόρθωμα νά κάνουν περί πατο μ" έναν τεχνητό δορυφό ρο γύρω άπό τή γή. Ή καρδιά μας δονεΐται άπ" τΤς ίδιες συγ
κινήσεις πού έφερναν χαρά ή θλΐψι ατούς ανθρώπους τού ποΔηρυ καιρού. Άκούμε ένα βαλς κι" είμαστε^ έτοιμοι ^ νά δακρύσουμε. Μιλάμε γιά έρω τα κι" ένα δυνατό χτυποκάρδι αρχίζει νά μάς παιδεύει. Ό ντέτεικτιβ γέλασε. — "Οκέυ, Νάνσυ! Είσαι καλό Κορίτσι % Κάτι ετοιμάστηκε άκόμα νά πή άλλά ένας, καινούργιος βό|μβος πού ακούστηκε τον έ κανε νά σταμοτήσηι. "Ενα κόκ κινο λαμπιόνι άρχισε ν"^ άιναβοσβήνη ατό ταμπλώ. 9 Ηταν μιά καινούργια κλήισι. — Λυπάμαι, Νάνσυ, είπε. Μά πρέπει νά δ ισκάψουμε. Μέ καλούν άπ" την υπηρεσία. Θά τά ξανσπούμε αργότερα^. Π|ρός τό παρόν όμως σου στέλνω μίερικά διαπλαινη,τικά φιλιά. Γειά σου Νάνσυ! "Έστρεψε τον διακόπτη καί ή κοριτσίστικη; μορφή χάθηκε άπ" τό καντράν. "Ακούστηκε κάτι σάν γάβγισμα κι" ένα α γριεμένο μούτρο φάνηκε στην οθόνη. Ό Σέρινταν αναγνώρι σε: αμέσως τον Γενικό "Επιθε ωρητή ΧόΙβα,ρτ. — Άλλο! ^ Άλλο! "Εδώ ίνσπέκτορ Χάβαρτ! Προσο χή ! Κ αλώ τό άερόπλοιο «Π ρω τεύς»! 'Αλλόι, Σέρινταν! Μ" άκούς; Ό ντέτεκτ ι β έδωσε τό σήμα επαφής. ^ — Διατάξατε! εΐπε. —· Παιδεύουμαι μιά ώρα νά σέ πιάσω, Σέρινταν!, γκιρί νιαξε άγρια ή Φωνή. Τί διάολο έπαθες καί μέ (ποιόν1 φλυα ρείς τόσην ώρα; Σταμάτα τον περίπατο πού κάνεις κι" έλα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
στη Γη ! Κάτι σοβαρό συμ βαίνει καί σέ χρειάζουμαι. — Μάλιστα, ινσπέκτορ 1 — Πότε μπορείς νά βρί σκεσαι εδώ, Σέρινταν; Ό Τζόιε έρριξε μ ια μ αυτιά στους δείχτες ταυ ρολογιού του. — 3Άν φουλάρω τή μηχανή σέ τριανταέξη. ώρες θά είμαι στη Γη, ίνσπέκτιορ. 3Ακούστηκε: μια μασημένηβλαστήμια, ένα καινούργιο γαύγισμα κι3 ακολούθησε πά λι ή φωνή. — Ό διάοίλος να σέ πάρη Σ έρ ινταν! Χελώνα εΐσ α ι; Ό ντέτεικτιβ δε μπόρεσε να μή χαμογελάση;. — Λογαριάζω ταχύτητα 200 χιλιομέτρων στο δευτερό λεπτο, ανσπέκτορ. Δεν γίνεται πιο σύντομα. 3Εκτος δον σπότ σω τη (μηχανήν μου. — Δεν μ’ ενδιαφέρει για τή μηιχανή σου Τζό! Σπάσε την έιν ανάγκη,! Σέ χρειάζουμαι σύντομα. Χρησιμοποίησε συγκεντρωμένους πυραύλους για νά κεριδίσης ταχύτητα. — Το πράγμα είναι έτπικιίνδυνο, ίνσπέκτοιρ! — Κάνε αυτό πού σου λέω, Σέρινταν! Είμαι πολύ βιαστ ικας! — Όκέϋ ινσπέκτορ. Θά έκτελέσω> τή διαταγή σας. Ό τιόινος τής φωνής του έπέθεωρητοΰ Χόΐβαρτ δεν έπιδεχόίταν αντιρρήσεις. "Έπρεπε νά κάνη τ3 αδύνατα δυνατά νά φτάση όσο γίνεται πιο σύντο μα ιστή Γη. Μέ γοργές κινή σεις άδιαφρρώντας γιά τον κίνδυνο πού δαέτρεχε, ' έδωσε
μιαν άπότομηι στροφή στο 8ιε αστημόπλοιο και χάραξε τήν καινούργια πορεία. Πέρασε τή ζώνη άσφαλείσς στη μέση του γύρισε τ'ίς βαλβίδες πιέσεως στή φόρμα πού φορούσε, στε ρέωσε τήν κάσκα στο κεφάλι του κι3 έρριξε μιά ματιά στο κρύσταλλο του θαλάμου διακυιβερνήσεως. Πέρα μακρυά στο βάθος του διαστήματος (μιά άδιόΐρατη; τελεία πού τρεμάφέγγε ήταν αύτή τή στιγμή ή Γή. Χρησιμοποιώντας τις διαπλανηΤιικές διόπτρες του ερ ,ριξε ενα βλέμμα προς τήν φω τεινή αυτή τελεία πού δεν ή ταν μεγαλείτερη άπ3 το κεφά λι μιας συνηθισμένης καρφί τσας και εινα πικρό χαμόγελο σχεδιάστηκε στά χείλη του. Ένα αίσθημα πανικού τον κυρίεψε. ιΕΤχιε δίίκιηο ή Νάνσυ. 'Όλα άλλαξαν τά τελευταία χρόνια. Ή άνθρώπινη καρδιά όμως έμεινε ή ίδια κι3 άπαράλλαχτη δπως πάντα. Τά αι σθήματα τής χαράς καί τής λύπης, δπως καί τό αίσθημα του φόβου ποτέ δεν θά λείψουν άπ3 τόιν άνθρωπο. — Καί όμως πρέπει νά δοκ ιιμάσω ! μουρμούρ ισε. Κατανικώντας τόν φόβο καί σφίγγοντας τά δόντια άπλωσε τό χέρι σέ μιά σειρά εμβόλων πού ύπήρχαιν μπροστά του. Τράβηξε προς τά πίσω τέσσε ρα ταυίτοχρόνως έμβολα έκτο ξεύσεοος πυραύλων καί τό «Πρωτευς» τινάχτηκε προς τά εμπρός μ3 ένα άγριο μουγγ,ρη τό. Γιά ενα δευτερόλεπτο όλα φάνηκαν νά διαλύονται εκεί μέσα. Ή ηλεκτρογεννήτρια
σταμάτησε νά δουλεύη κα] το
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
διαστημόπλοιο γέμισε σκοτά δι. Ό Σέριντανπήρε μ<ιά βαθεΐ'ά ανάσα. Τό σκάφος άντεξε στην φοβερή δάνηισι. "Απλωσε πάλι τό χίέιρι προς τά έμβολα. Ψσχτά στα σκοτάδι συνάντη σε τούς άλλους μοχλούς έκτοξεύσεωις. Τους τράβηξε προς τά πίσω καί τό «Πρωτεύς» κά τω άπό τήν ασύλληπτη- προωθηίτικιή δύναμ.ι τής καινούργιας δεσμίδας των πυραύλων κινή θηκε προς τό άπειρο αφήνον τας πίΐσού' του τεράστιες γλώσ σες φωτιάς... ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
ΣΤΟΝ ούρα νοξύστη· με τά 342 πατώμα τα που βρί σκονταν στην 41 η λεωφόρο τής Νέας Ύόρκης καί όπου στεγάζονταν οι ΜυΙστικές Ύπη ρεσίες καί τιά επιστημονικά έργαστήρ ια^ Έγκληματολογ ικών Ερευνών τής Δ ι απλανήτικής 5 Αστυνομίας, μία ασυ νήθιστη, κίνησης επικρατούσε εκείνο τό: μεσημέρι. Εκατον τάδες αυτοκίνητα είχαν σταθ μεύσει στη μεγάλη· πλατεία μπροστά στην κυρία είσοδο του μεγάρου. Τά άσανσέρ άνεβοκστέβ α ιναν γεμάτα άνθρώ πους μέ συνωφριυιωμένα πιρό» σωπα καί ^στους δ ι αδρόμους κυκλοφορούσαν άστυνοιμ ικοΐ μέ τις μπλε στολές κάϊ τά δι ακριτικά των 5 ιαπλανητ ικών περιπόλων. Οί αστυνομικοί ήταν εφοδιασμένοι μέ όπλα κάϊ παίΡακολουθούσαν ιμ’ άγ,ρυ
πνο μάτι τούς επισκέπτες. Μέσα εξ άλλου στά διάφο ρα γραφεία τά ασύρματα τη λέφωνα, οί ήλεκτρονικές συ σκευές επαφής, τά ραντάρ, οί πομποί καί οί δέκτες τηλεοράσεως .βρίσκονταν σέ μια διαρ κή καί έκνευριστική λειτουρ γία. Στις στενόμακρες καμπί νες λήψεως άνθρωποι μέ ειδι κές κάσκες καί ακουστικά πα ρακολουθούσαν μέ τεντωμένα νεύρα κα)ί κόκκινα άπό· τήν κούρασι μάτια τά διάφορα μη νύματα άπό· τά περιπολικά καί άπό τούς τεχνητούς δορυ φόρους, τής Γης. Τά μηνύμα τα καταγράφονταν καί μπαί νανε σ’ ένα διικτυωτό πλαίσιο φορτισμένο μέ ισότοπα γιά νά προβληθούν τήν ίδια στιγμή στή μεγάλη οθόνη: πού βρι σκόταν στο 193 πάτωμα, στήν αίθουσα του Γενικού Συμβουλ ίου τής Δ ισπλανητ ι κής Αστυνομίας, οπού συνε δρίαζαν σαράντα άπό τους ι κανότερους αστυνομικούς, εκ πρόσωποι των χωρών πού α νήκαν στήν Γήινη Κοινοπολιτεία. "Ολοι τούτοι οί άνθρω ποι φαίνονταν εξαιρετικά ανή συχοι καί κουρασμένοι. Βα θεΐες ρυτίδες ήταν σκαμμένες στά πρόσωπά τους καί ήταν στιγμές πού μέσα στο βλέμ μα τους, τό γεμάτο άπόγνώση περνούσαν σκιές φόβου καί φοβερής απελπισίας. "Ολοι ήταν νευρικοί αλλά περισσότερο απ’ όλους δέν μπορούσε νά συγκράτηση, τη νευρικότητα τιου ό έπνθεωρη τής Χόβαρτ, ένας μεγαλόσω μος άντρας μέ μορφή μπουλντώκ καί γκρίζα μάτια. Πη<-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
γαινοερχόταν καί κύττοοζ'ε κά θε τάσο το ρολάϊ τον. — Πολύ φοβάμαι πώς δεν θά ξαναδής πια τον Σερινταν, ίνσπέκτορ!, εΐιττε κάποιος με οάσπτ,ριοα μαλλιά. Ή διαταγή πού τού έδωικες νά έπιταιχύνη τό ταιξίδι τον με ομαδική εκτό ξευα ι πυραύλων ίοοδυναμεΐ με διαταγή αυτοκτονίας. Τό «Πρωτευς» θά διαλύθηκε στον αέρα και ό ·θ)ρυλικάς ^ντέτεκτ ιβ θά έγινε στάχτη1 καί σκορπί στηκε στο διάστημα. — Ό Σερινταν θαρθή !, α πάντησε κοφτά ό Χόιβαρτ.^ Το διαστηιμάΐτλοιό του μπορεί νά διαλυθή στον άιέρα, όπως εί πες, άλλα ό Τζό θά βγή ζων τανός άπ’ αυτό καί είναι ικα νός νά ταξιδέψη από τόνςΆρη ως τή Γή χρησιμοποιώντας τήν ατομική συσκευής πλεύσε ως γιά νά εΐναι, εν τάξει στο ραντεβού του! Μήν έχεις καμμιά «αμφιβολία γι’ αυτό πού σού λέω! Ό άλλος κούνησε τό κεφάλι κι5 αναστέναξε. — Μακάρι, Χόβαιρτ, νά βγω ψεύτης! είπε. *
*
*
Σ’ ΑΥΤΟ τό μεταξύ ατούς διαδρόμους τού 193 πατώμα τος, έξω ακρι βώς από τό γραφείο τού Γε νικού Συμβου λίου, ή κύνη,σι ήταν ζωηρή. Τριακόσιοι δημοσιογράφοι καί Φωττορεπόιρτ ερ ς, οοπεστ αλμένο ι των μεγάλειτιέρων εφημερίδων τής Γής, τού "Αρη καί τής 7\-
15
Φίροδίτης, συνωστίζονταν περιΐμένοντας μέ άγωνία^νά πληροφορηίθοΰν τί· ακριβώς συνέβαινε καί π ο ιοί λόγοι είχαν προικαλέσει αυτά τά έκτακτα μέτρα κινητοποιήσεως. Κανείς όμως δεν ήταν εις θέσιν νά τους ικατατοπίση. για τι όλοι σσοι ρπαινόβγαιναν κάθε τόσό στήν αίθουισα κρα τούσαν ερμητικά κλειστό τό στόμα τους καί σε κάθε έρώτη,σι που τούς έκαναν, περιο ρίζονταν ν5 άνασηκώσουν τούς ώμους κάί νά κουνούν τό κε φάλι ! — "Ολοι εδώ μέσα κατάν τησαν κινούμενα αινίγματα!, γκρίιν ι αξε ένας λ δημοσ ιογράφος. Τούς ρωτάς καί σέ κυττάζουν σαν ηλίθιοι! — Είναι σά νά χάσανε ξα φνικά τή φωνή κάί τήν ακοή τους! φώναξε ένας όίλλος. "Έ γιναν από τή μια στιγμή στήν άλλη κωφάλαλοι. ^— Λέτε, παιδιά, νά κατεβήκανίε τίποτα ανθρωπάκια άπό, τόν Γαλαξία καί νά τούς κλέψανε τή φωνή; ρώτηΐσε γε λώντας ένας φωτορεπόρτερ. ;— Νά μια χτυπητή εΤδηισι γιά τις ^ εφημερίδες μας!, ξε φώνισε ό πρώτος μ3 ενθουσια σμό. Τί λέτε; Δεν θά χαλάση κόσμο; ^Φωνές,^ χειροκροτήματα καί γέλια σκέπασαν τά λόγια του. — Μπράβο! Ναί. Αυτό εί ναι ! Απότομα όμως όλα τούτα στσμάίτηΐσαν, όταν άνοιξε ή πόρτα τού ασανσέρ καί φάνη κε ένας ψηλός άντρας ντυμέ νος μέ τή φόρμα τοΰ αστρο ναύτη. Γύριςτσν καί τόν είδαν,
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
^— Ό Σέιρινταν!, φώναξε κάποιος. — Για να βρίσκεται ό Τζόε Σέρινταν εδώ τά πράγματα είναι σοβαρά, παιδιά. Μερικά φλας άστραψαν καί οι φωτορεπόιρτερς άρχ ισαν να βομβαρδίζουν -με τίς μηχανές τους τον ντέτεκτιβ. Εκείνος χαμογελώντας προσπάθησε ν άνοιξη, δρόμο προχωρώντας στο διάδρομο. 01 δημοσισγράφοι όμως πού τον είχαν κυ κλώσει δεν τον άφηναν νά προ χωρήςτη,. — Μια λέξη Τζό! — Τί τρέχει, Τζό; — Είναι σοβαρά τά πράγ ματα, Τζά; Οι ερωτήσεις έπεφταν βρο χή. —- Μή μέ ζορίζετε, παι διά!, είπε αυτός γελώντας. Δεν ξέρω τίποτα. "Ίστως εσείς ξέρετε: κάτι νά μου πήτε. "Έ κανα τον ταχτικό περίπατό μου στον ουρανό όταν έλαβα μια επείγουσα κίλήσι νά πα ρουσιαστώ οπό "Αρχηγείο. Τα ξίδειυα από χτες τό μεσημέσι συνέχεια μέ διακόσια χιλιόμετρα τό δευτερόλεπτο καίί είμαι σαν ξεβιδωμένος. Σάς δίνω τό λόγο μου, παιδιά, ^πώς, άν μου πουν, Θά σάς πώ κι" εγώ τ’ίί τρέχει. Τό μάτι του πήρε ανάμεσα στους δημοσιογράφους που τον είχαν περίκύκλωσε ι καί μ,ιά μειλαχιροινή ψηλή κοπέλλα μέ ρπιερέ, που -μάταια αγωνι ζόταν νά τον πληισιάση·^ Τό πρόσωπό του έλαμψε από χα ρά. -—■ Γειά σου, Νάνου!, φώ ναξε.
Τό κορίτσι κούνησε τό χέρι χαρσύρενα.Λ — Καλώς ώρισες, Τζό!, α πάντησε. — Παιδιά, δεν θά μ" αφήσετε νά δώ τό κορίτσι μου; είπε ό ντέτεκτιβ καθώς αγωνι ζόταν νά απομακρύνη εκεί νους που του έκλειναν τό δρό μο. Τό βρίσκετε σωστό αυτό που κάνετε; — Ό Τζό έχει δίκηο, παι διά!, φώναξε κάπονος. "Μονομιάς όλοι παραμέρι σαν καί μέ δύο βήματα ό ντέτεκτιβ βρέθηκε μπροατά στην αρραβωνιαστικιά του. "Άνοιξίε τά χέρια του καί την άγικάλιά σε. —Πιστεύω νά σου περισσέ ψη λίγος καιρός, Τζόί, νά κά νουμε παρέα αυτόν τον περί πατο στην έξοχή, του είπε ή Ν'άινσυ. —- Μά ναι. — Θά σέ περιμένουμε πολλήν ώρα ακόμα, Σέρινταν; Ή φωνή ήταν άγρια κι" έμοισιζε μέ γάβγισμά μαντρό σκυλου. Ό ντέτεκτιβ έρριξε μιά ματιά προς τό μέρος απ’ όπουι ερχόταν ή φωνή καί εί δε ένα μπουλιντώκ μέ γκρίζα μάτια, σκληρό κολλάρο, μαύ ρη, γραβάτα καί ^άνασταπωμένα μαλλιά νά του ρίίχνη. άγρ ια βλέμματα. Έταν ό επιθεωρη τής, Χόβαρτ. —* "Έφτασα, ίνσπέκτορ !, φώναξε ό Σέρινταν. — Μείνε άκόμα λίγο, Τζό ! τό παρακάλεισε ή κοπέλλα. — Δεν τόινι βλέπεις, Νάν ου; Είναι έτοιμος νά δαγκώστ! Πρέπει νά σ" άφήσω, ά^γάπη μου* Σέ λίγο όμως θά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
έττιατρέψω καί θα είμαι όλος δικός σου. Ό Επιθεωρητής, πού παρ’ όλους τούς άπτότομους^ καί ά γριους τρόπους του είχε ·μιά χρυσή κορδιά, χαμογέλασε κάτω άπό τ:ά μουστάκια του. — Έν τάξει , Τζό !, γρύλλισε. Σέ παραδέχουμαι. -έρεις νά δισλέγης τις άρραβων ιοιστιικιές σου. — Μία και .-μοναδική είναι, ίνσπέκτορ ί^άποκρίθηΐκε ό ντέτε,κτιβ γελώντας. Δέν υπάρ χουν άλλες. Ή Νάνου θά γίνη σύντομα κυρία Σέρινταν. — Τή λυπάμαι!, αναστέ ναξε σέ μισοαστεΐο τόνο ό Χά βαρα. Μέ τις τρέλλίες σου θά τήν κάνης καρδιακή! Πέρασε μέισα τώρα ινά συζητήσουμε. ΤΑ ΤΡΟΜΕΡΑ ΠΡΩΤΟΖΩΑ
ΓIΑ πρώτη φορά μάθαινε υοτηε,ρα άπό λί γο ό Τζό Σέρινταν τήν δρα ματική^ άπαγω γη τού διάση μου καθηγητή Φράνκο Μπρέντ και τήν έπίθεσι εναντίον τού μεγάλου επι βατικού «Ρόαγιαλ I I», τήν ο ποία κρατούσε μυστική ή Διαπίλανητική Αστυνομία, ύστε ρα άπό εντολή τού Συμβου λίου τής Κο-1νοπτσλι·τείσς. — Τό πράγμα δεν ^ είναι καί τόσο άπίλόι, Τζό, είπε ο Χόιβαρτ. Ή άπαγωγή τού Μπρέντ έχει μια ίδιαίττερη^σημασία πού μονάχα εκείνοι, πού παρακολουθούσαν άπό
17
κοντά τά πειράματα του, μπο ρούν νά καταλάβουν. Δεν υ πάρχει άμφιβσλία πώς εκείνοι ’πού όργάνωσαν καί τηραγματοποίΐηισαν τήν πειρατική επι δρομή ξέρουν μιέ τί άισχολεΐται ό Μπρέντ κάί θέλουν νά α ποκτήσουν μέ κάθε θυσία τό μυστικό του. — Ποιό' είναι αυτό τό μυ στικό, ίνσπέκτορ; ρώτησε ό ντέτεικτιβ. Ό Χόιβαρτ δέν άπτάντησε αμέσως. Πριν δώσει άπάντησι, άφησε τό βλέμμα του νά ταξιδέψηι ιστά πρόσωπα των συμβούλων πού βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα. Τό βλέμ μα του ήταν ερωτηματικό. Ζη τούσε τήν άδεια νά μιλήση. — Μίλησε ελεύθερα, κύριε ΧόΙβαρτ !, είπε ό πρόεδρος τού Συμβούλιου. Ό Τζό Σέρινταν πρέπει νά ξέρη τό κάθε τι μια καί πρόκειται ν’ άσχοληΐθή ιμέ τήν ύπάθεσι. Νομίζω πώς ^κα νείς άλλος άπ’ τό Συμβούλιο δέ θάχε άντίιρρηισι. "Ολοι οΐ σύμιβουλοι ένευσαν καταφατικά. Ό ίνσπάκτορ γύρ ισε προς τό μέρος τού ντέτείκπΊ'β. Τό πρόσωπο τού Σέ ρινταν παρέμενε ψύχραιμο καί άνέκφραστο. * Ηταν ό μόνος άνθρωπος μέσα σ’ αυτή τήν μεγάλη αίθουσα πού διατηρού σε τήν ψυχραιμία του. — Πρόκειται λοιπόν γιά κάτι πολύ σοβαρό, Τζό, είπε μέ φωνή πού έτρεμε έλαφιρά ό Χόιβαρτ. Τό μύστιικό τού κα θηγητή Μπρέντ αφορά τον πλανήτη Όρφέα. Τά μάτια τού ντέτεικτιβ άνοιγάκλε ισαν 6 ιαστ ικά. λΑέσα άπ’ τό βλέμμα του πέρασε
μια σκιά άινηισυχίιαις. Τά χαρα κτηριστικά τού προσώπου του συσπάστηκαν νευρικά. — Μά νόμιζα..., ψιθύρισε. — "Ολοι νομίζαμε, συνέχι σε ό Χόβαρτ, πώς ή ιστορίΐα αυτή είχε τελειώσει και είχα με ελπίσει πώς ό κίνδυνος για τη 'Γή είχε περάσει.^ Άλλα ό Μπρέντ, όταν πριν έξη μήνες επέστρεψε από την έξερευνητική αποστολή πού εΐχε όργανώσει, κατήιρτιισε μ ιά ^ μα κροσκελή έκθεσι μέσα στην ποια έκρουε τον κώδωνα τού κινδύνου. Αυτά τά παράξενα μονοκύτταρα πρωτόζωα, πού εξαφάνισαν ικάδε ίχνος ζωής από τον Όρφέα και τά όποια όλοι θεωρούσαν ώς εντελώς α κίνδυνα γιά τον πλανήτη .μας, όπως έξαικρίίβωσε^ άπτ^τίς πα ρατηρήσεις πού έκανε ό Μπρέντ, (μπορούν ;μέ μιά κα τάλληλη) καλλιέργεια νά έγικίληΐματιίσιδούν και νά γίνουν φοβερές ιμάστιγες για την αν θρωπότητα. Ό καθηγητής/ έπιστρέφοντας άπό το τελευ ταίο ταξίδι του, είχε φέρει μαζίι του καί μερικά ιατέ αυτά τά πρωτόζωα. Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες τής Γης τά είχαν απονεκρώσε ι. " Εδε ιχναν χωρ ί ς ζωή. ^Ηταν πεθαμένοι οργανι σμού "Οταν όμως ό Μπρέντ κλείστηκε ιστό εργαστήριό1 του και άρχισε τά πειράματα του, διεπίιστωσε την άνατριχιαστι κή αλήθεια. Αυτοί ι σι Φαινομε νικά νεκροί οργανισμοί! μέ εν τελώς απλά μέσα προσαρμό στηκαν καί άρχισαν νά πολλαπλασιάζωνται διά διχοτα μ ήσεως μέ καταπληκτική κάί απειλητική ταχύτητα. Αυτό, ό πως ήταν φυσικό, αναστάτω σε τον Μπρέντ, ό όποιος άφσϋ
κατέστρεψε μέ νιτρικό οξύ τά φοβρρά αυτά πρωτόζωα, έσπευσε ν' άναφέρη στήν κοι νοπολιτεία μέ έμπ (.στεατικές αναφορές τήν άνακάλυψί του. Ή ιΓή ήταν στή διάθεσι τού πρώτου τυχόντος έγκληματίου. Είναι γνωστό πώς δεν λείπουν άπό τον κόίσμον αυτόν οί εγ κληματίες καί οί παράφρανες. Έάν λοιπόν ένας τέτοιος παράφρων εγκληματίας, ή ένας θανάσιμος εχθρός τού πλανή τη μας κατόρθωνε νά μεταφέρηΐ α)τ’ τον Όρφέα εδώ, ιμέσα σ’ ένα ιμιικρό κουτί σπίίρτων, μερικά άπό τά μονοκύτταρα αυτά πρωτόζωα καί μάθαινε τό μυστικό τής καλλιεργεί ας τους ή ιΓή είναι χαμένη. Μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα έξη μηνών τά μονοκύτταρα τού Όρφέα, τά οποία,^ όπως έχει διαπιιστωθή ήδη, είναι σαρκο βόρα, θά εξαφάνιζαν μέ τήν άπίΐστευτη ταχύτητα πού έ χουν νά πολλαπλασ ι άζωντ α ι κάθε ίχνος ζωής καί ό πλανή της μας θά μειτεβάλλετο σε Όρφέα... Καταλαβαίνεις, Τζό τίι σημαίνε ι αυτό; Ό ντέτεκτιβ κούνησε τό κεφίόολι. -— Λεν χρειάζεται μεγάλη σκέψι γιά νά καταλάβη κανείς τί μάςλπεριμένει, είπε. Γιά ένα πράγμα αμως έχω μερικές αντιρρήσεις. Δέν είμαι βέβαι ος^, δηλαδή., άν εκείνοι πού άπήγ αγοον τον καθηγητή Μπρέντ έχουν ατό μυολό λαυς ένα τόισο σατανικό σχέ- * δ ιο. — Μην άμφιιβάλλεις γι’ αυ τό, Σέρινταν!, είπε ό ίνσπέκτορ. Δέν ξέρουμε βέβαια α κόμα ποιοι κρύβονται πίσω άπό τήν ιστορία αυτή καί τί
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
άκριιβώς επιδιώκουν μέ την έρήμωσι της ’Γής. -έρουμε ό μως οτΐ' κατά τό παρελθόν εί χαν γίνει πολλές κρούσεις στον Μπρέντ άπό ένα1 τραστ μεγαλοεπ ιχε ιρηματ ι ών τού "Άρεως γΐίά την αγορά τού μυστικού της κιάλλιεργείας των μονοκυττάρων. "Οπως ή ταν φυσικό ό καθηγητής άπέκ,ρουσε Υίς προτάσεις. Οι κρού σεις όμως έπανελήωθηΐσαν από άνθρώπους τ;ής Γής.Κ ι* έπειδή και την φορά αυτή ή άπάντησις ύπήρξε αρνητική, έγιναν πολλές απόπειρες διαρρήξεως των έΐργαστηιρίΐων τοΰ Μπρέντ. Εκείνον δμως πού έκαναν τις διαρρήξεις τίποτα δέν κατα φοράν. 3Απιελπίιστηικαν και^ έ βαλαν μπροστά τά μεγάλα μέσα. Είχαν υπομονή καί επι μονή καί περήμεναν την ευκαι ρία. Ή ευικαιρία τους δόθηκε δταν μάθανε, πώς ^ ανάμεσα στους επιβάτες τού «Ρόαγιαλ I I» ήταν καί] ό^ καθηγητής Μπρέντ. Σχεδιάσανε καί πραγματοποιήσανε την απα γωγή του, ενώ τό διαστημό πλοιο ταξίδευε άπό τον 3/Ανταμς πιρός τήν "Αφροδίτη, έπιστιρέφοντας στή ιΓή. Τ© ΔΙΑΣΤΗΜΟΠΛΟΙΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ !
Ο ΤΖΟΕ Σέρινταν έμεινε για ιμερικές στιγμές άμίλη τος. Τό γυμνα σμένο μυαλό του δούλευε εν τατικά, χωρίς καμμιά γραμμή άπό τά χαρακτηρ υστικά τού προσώπου του
ν’ άλλάξή, Πίσω άπό τό. φαι νομενικά ήρεμο αυτό· πρόσω πο, κρυβόταν ένα ηφαίστειο ένεργειας, άποφ αίσ ιιστ ικότιητος καί τόλμης, έτοιμο· νά ξεσπάση σέ μιάν άσυγκριάτητιη δράσι·. — θά ήθελα νά μιλήσω μέ τούς αξιωματικούς καί τό πλή ρω)μα τού «Ρόαγιαλ 1 I» είπε. Αυτοί ΐσως μπορέσουν νά μάς πεο[γράψουν τόν τρόπο τής δράσεως των κουρσάρων του διαστήματος πού άπήγαγαν τόν Μπρέντ. "Ενα πικρό χαμόγελο κρε μάστηκε στα χείλια τού Χόβαρτ. _ — Τό «Ρόαγιαλ I I» δέν υ πάρχει πια, είπε. Ό ντέτεικτιβ τόν κυτταξε ξαφνιασμένος. -— Δηλαδή.; — Χάσαμε εντελώς απρό οπτα κάθε επαφή μαζί του μί ση^ ώρα μετά^ τήν άπαγωγή τού καιθηγητού. Οί ήλεκτρονικόΐ πομπΌ'ί' του έΐλειτούργηααν κανονικά έτπί πέντε λεπτά. "Υ στερα έπαψαν ν3 απαντούν στις κλήσεις μας. Μέσα στά πέντε δμως αυτά λεπτά ένας άπό τούς άσυρρατιστές τού σκάφους μάς περιέγραψε μέ ζωη|ρά χιρώματα τήν έπίθεσι καί τήν άπαγωγή. Οι άγνω στοι κουρσάροι τού διαστήμα τος χρηριροποίήσαν μιάν ά κατο - πύραυλο για νά προ σεγγίσουν τό διαστημόπλοιο. Γαντζώθηικαν απάνω· του καί πέτυχαν νά μπούν σ’ αυτό άπαρ ατήριηττο ι. Αίχμ αλώτ ισαν τούς άξιωματικιούς καί τό πλή ρωμα ικι3 υστέρα, άφοΰ κάνανε τή δουλειά τους, τό έγκοπέλει-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ψοον παίρνοντας μαζί τους και τον καθηγητή. Οι άξιωματικοί καί τό πλήρωμα ήσαν δεμένοι·, οι επιβάτες τό ίδιο. Τό σκά φος παρέμενε συνεπώς ακυ βέρνητα. Ό άσυρματ ιστής πού πέτυχε νά συρθή ώς τον πομπό ήταν κι5 αυτός δεμέ νος άλλα χρησιμοποίησε τά δόντια του για νιά κιινήση τά πλήκτρα καί] νά μάς πή όσα μάς είπε. "Υστερα άπορο μα έσίίγησε. Αυτό φυσικά ση)μαι νεί καταστροφή. "Ίσως τό κατεστρεψαν οιί άπαγωγείς μέ βήμβες κίτρινων ακτινών, τις όποιες έγκατέλειψαιν στο εσω τερικά του μετά την απαγω γή. Πάντως, όπως κι5 άν εχη τό πράγμα, ένα είναι τό γεγο νός. Τό διαστημόπλοιο «Ρόσγιαλ II» πρέπει νά θεωρείται ώς χαμένο. — Είναι φοβερό!, είπε ό Σέρινταν. — Π ο ιό είναι φοβερό, Τζό; — Ή καταστροφή του «Ρό αγιαλ 1 I» ίνσπέκτορ. — Περισσότερο φοβερό εί ναι, Τζόι, τό: όΐλίλο. Ή απαγω γή τού Μπρέντ. Διαστημό πλοια μπορούμίε; νά κατασκευ άσουμε εύκολα. "Άν σμως ό καθηγητής Μπρέντ λυγίση κα;ι άποικαΐλύψη τό ιμυστικό πού κατέχει στούς έγκλημά τι ες πού τον κρατούν αιχμά λωτο·, θά γίνουν πολύ φοβερώτε}ρα πράγματα. Και είναι αυτός ό λόγος ακριβώς πού σέ κάλεσα. Είσαι, από τούς πιο ικανούς ντέτεικτιβ και γνω ρίΐζεις καλύτερα άπό κάθε άλ λον τό δ ιάστηρα καί τούς ττλα νήτες. Ό Σέρινταν σηκώθηκε.
21
—- Θ’ άρχίίόω άπό τή Γή, ϊνσπέκτορ !, είπε. "Έχω κά ποιο σχέδιο. "Ίσως άπόψε κιό λας μπορέσω νά σάς άναφέρω ευχάριστα πράγματα γι’ αυ τή τήν υπόθεΐσι. Τό πρόσωπο τού Χόβαρτ έκανε ένα μορφασμό απορίας. — Δηιλαδή; ρώτησε. "Έ χεις τίποτα συγκεκριμένο ύπ’ αψι σου; Ό Σέρινταν χαμογέλασε. — Ό καθηγητής Μπρέντ ήταν φίλος μου όπως ξέρετε, είπε. Πρίν ένα μήνα είχα κου βεντιάσει γιά πολλά πράγμα τα μαζί του. "Ίσως άνσσκαλεύ όντας τή μνήμη μου θυμηθώ κάτι πού θά εχη ενδιαφέρον γιά τήν δουλειά μας. Ό επιθεωρητής άνασήκωσε τούς ώμους. — Δεν σέ ρωτάω τίποτα περ ισσότερο, είπε. "Απλωσε τό χέρι κι" έσφι ξε τό δικό του. — Σου εύχομαι καλή τύχη, Τζό. Είμαι βέβαιος πώς θά τά καταφέρης. Και μήν ξεχνάς. ' Η Δ ιαπλσνητ ική "Αατ υνομ ία είναι έτριμηι νά διάθεση δ,τι τής ζηιτήίσης. — Ευχαριστώ, ίνσπέκτορ !, απάντησε. ^— Καί... που είσαι, Τζό! Αέξι στους δημοσιογράφους άπό δ,τι είπαμε. "Άν οί εφη μερίδες μυριστούν τήν άπαγω γή κι" αρχίσουν νά σκαλίζουν τά πράγματα,, ό κόσμος θά πανιικοβληθή και κανείς δεν μπορεί νά ξέρηι πού μπορεί νά όδηγήση ένας ομαδικός π ονίσ κος εκατομμυρίων ανθρώπων. Κατάλαβες;
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό ντέτεκτιβ ένευσε μέ κατ-ανοησι. — Έν τάξει, κύριε έπιθεω«ρητά. Κατάλαβα. © ΚΟΜΙΝΟΜΑλλΗΣ ΚΑΙ © Μ.ΙΚΥ
ΚΑΘΩΣ βγή <κε άΐιτ’ τή με γάλη αίθουσα του Συμβου λίου, είδε τό κύμα των δημοσισΥράφ ω ν νά όιρ(μά προς τό «μέρος του. Τά «φλας» των Φωτορειπόρτερς μπήκαν πάλι σ^5 ενέργεια καί οί ανταποκρι τές άρχ ισαν να του κάνουν βροχή τις έιρωτήισεις. — Τι τρέχει,^Τζρ; ^ — Λεν θά .μάς πή-ς λοιπόν το συμβαίνει; ^— Μήπως^ άρχ ισε κανένας πόλεμος στους πλανήτες, κύ ριε Σέιρινταν; — Τίποτα άπό όλα αυτά, παιδιά! Τό πράγμα δεν είναι και τόίαο επικίνδυνα. Άποφασίστηικε νά σταματήσουν προσωίρκνώς τά ταξίδια οπή Σε λήνη. — .Γιατί:, Τζό; Τί συνέβη; Ό ντίέτεικτιβ έξυσε τή μύτη του καί πήρε ύφος μυστηρι ώδες. — Γιατί δυο χιλιάδες σελη(νί!τες, κύριοί/ σάς τό λέω έμπιστευτικώς αύτόι, κρεβατώθηΐκαν άπό γρίππη! Καί, ό πως καταλαβαίνετε, ή Γη που· έχει υποφέρει τά πάνδεινα α πό παρόμοιες επιδημίες κατά τό παρελθόν παίρνει τά μέτρα της... Αυτό είναι ολο! ζ>ί δημοσιογράφοι ρκφπι-
σαν, άλλοι προς τό ασανσέρ και] άλλοι; προς τά τηλέφωνα, για νά (μεταδώσουν τήν συντα ρακτική είδηίσι στίις εφημερί δες τους, ενώ ό Σειούνταν- χα μογελώντας έψαχνε ιμέ τό βλέμμα του τούς διαφόρους ομίλους προσπαθώντας ν’ α νακάλυψη τήν Νάνισυ Έβιιλγκτον. Μια ρυτίδα σχεδιάστη κε ιστό μέτωπό τιου όταν βε βαιώθηκε πώς ή μνηστή του δέν βρισκόταν πιά στο διά δρομο. — Τί διάβολο έγινε ή Νάνσυ; άναρωτήίθη|κε. Προχώρησε ανήσυχος προς τό άσαινίσέρ, όταν είδε τον μικρό- γκρουμ νά έρχεται προς τό μέρος του. — ^Κύριε,^ Τζό, τουλ είπε. Έχω ένα γράμμα για σάς. — Χαλλό/ Μίκυ, έκ;ανε ό ντίέτεικτιβ ευχαριστημένος και χαΐδεψε τά σγουρά μαλλιά του πιτσιρίκου. Στοιχηματίζω πώς τό έδωσε: ή Νάνου. — Όχι, κύριε Τζό, άποκίρίθηικε ό μάκρος. Ή δεσποι νίς Νάνσυ έφυγε πριν πολλήν ώρα. Αυτό τό γράμμα μου τό έδωσε ένας κύριος. Μέ -κάποιο αίσθημα ανησυ χίας ό ντέτεικτ ιβ πήρε στα χέρια του κα)ι άνοιξε τό φάκέλλο. Τό βλέμμα του διέτρεξε βιαστικά τις λίγες γραμ μές του σημειώματος. Τό ση μείωμα ήταν γραμμένο- μέ μο λύβι. Τό περιεχόμενό- του ήταν μια άπείλή καί μια προειδοποίησι: «Τζόε, ξέρουμε για ποιο λόγο σέ κάίλεσε ό Χόβαρτ, ξέγραφε τό σημείώμα. ’Άν σου άρέση ή ζωή, κάθησε φρόνιμα. Λιαφαρεπικά, σέ προ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
23
ειδοποιούμε πώς οτίά πιστό κοίί Φορούσε γυαλιά. λια μας έχουμε μερικές σφαί ^— ζέρω στη Νέα Ύόρκη ρες πού γράφουν τ* όν-αίμα πέντε χιλιάδες ανθρώπους μέ σου. Γιά νά είμαστε περισσό κόκκινα μαλλιά καί φακίδες τερο βέβαιοι ότι θα είσαι φρό στο πρόσωπο, πιτσιρίκο!, νιμο παιδί!, κρατάμε ως έγγύητον έκοψε ό ντέτεικτιβ. Δέν έ σι την κούκλα πού έχεις άρρα κανες καί σπουδαία παρατήβώνιαστή -καί πρόκειται ^νά ρηΐσι. κάνης γυναίκα σου. "Εννοούμε Τον έσπρωξε καί έκανε ένα την Νάνου "Έβιλγκτον. Σ κό βήμα προς τό ασανσέρ-. Ό ψου κοίί πράξε, Τζόε. "Ενας μικρός όμως έτρεξε πίσω του φίλος σου». καί τον κράτησε. Ό Σέρινταν άφη|σε μια βλα — Ναι1, κύριε Σέοινταν, εί στήμι-α νά του ξεφύγη και τσσ πε, υπάρχουν χιλιάδες κοκκι λάκωσε τό χαρτί ανάμεσα νομάλληδες μέ φακίδες στη στα δάχτυλά του. Τά μάτια Νέα Ύόρκη. "Αλλά δέν έχω στένεψαν. δη πολλούς μέ μιά κρεατοε— "Άσκημα νέα, κ. Σέρινληά στο σαγόνι. ταν; ρώτησε ό γκρουμ που Ό ντέτεκιτιιβ σταμάτησε παρακολουθούσε .με φοβισμέ ξαφνιασμένος. ,Κύτταξε τον νο βλέμμα τό ξέσπασμα τού Μίκυ κοίί τά μάτια του τρεμόθυμού τού ντέτεικτιβ. Ποιος παιδαν. σάς γράφει; — Είσαι βέβαιος, Μίικυ; — Δεν θά γίνης ποτέ ντέ— "Οπως σάς βλέπω καί τεκτιβ, Μίικυ!, εΐπε άγρια ό μέ βλέπετε, κύριε Σέρινταν. Τζό............................................ Ό Τζό χαμογέλασε. Τό Τό παιδί·, πού θαύμαζε τον συννεφιασμένο- πρόσωπό του Σέρινταν κα)ί όνειρευότανε νά ξαστέρωσε. γίνη. σάν μεγάλωνε αστρο — Είσαι έν τάξει, πιτσι ναύτης - αστυνομικός, ετοιμά ρίκο!, φώναξε. Παί)ρνω τό λό στηκε νά βάλη τά κλάματα. γο μου πίσω. Θά γίνης σίγου — Γι-ατ'ί μού τό λέτε αυτό; ρα μιά μέρα μεγάλος ντέτεείπε παρ ά τον ιάρ ικα. κτιβ! _"Έκανες καθαρή δου — Γιατί άπλούιστατα, Μίλειά. ζέίρω τώρα που μπορώ κυ, έπρεπε νά ξερής ποιος ή νά βρω τον κοκκινομάλλη! ταν αυτός πού σού έδωσε τό γράμμα! Πρόσεξες τουλάχι «ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΔΡΑΚΟΣ» ΜΙΣΗ ώρα στον τά χαρακτηριστικά του αργό τ ε ρ α ό ή τίποτα ιδιαίτερο άπ" τό Τζόε Σέρινταν πο-ΐο θά μπορούσαμε νά τον φορώντας ένα αναγνωρίσουμε; σπόιρ κοστού Τό πρόσωπο του Μίκυ φωμι, πηδούσε τ ίστηικε. άπ" τό αυτοκί — ?Ω! Μά βέβαια, κύριε νητό του. ένα Τζό! Ήταν ένας κοκκινομάλ κομψό αεροδυναμικό Χάστεϊν, λης μέ Φολίδες στό πρόσωπα
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κι ΙμπαίΜε στό μπαρ «Πράσι νος Δράκος». ΕΤδε μερικούς άπ3 τούς θύμωνες να τον κυττάζουν ρ’ άσκημο ματ η κα θώς περνούσε ανάμεσα άττ’ την τραπεζαρία, και προχώ ρησε προς τον πάγκο του μπάρμαΐν. — Γειά σου Φρέντυ!, εΐπε στον κρεμανταλά μπάριμαν και κάθηισε σ3 ένα σκαμνί. Γέ μισε «μου ένα ποτήρι κι3 έλα νά κουβειντ ιάσουμε. 3Εκε:ΐνο-ς σκούπισε μέ την άνάπΡδη της παλάμης του τη μύτη, του και γρύλλισε σαν συναχωμένος γορίλλσς. Δεν σάλεψε άπ3 τή θέσι του. — Δεν συνήθισα νά κου βεντιάζω ίμέ ανθρώπους τής άστυνομίας !, απάντησε. Τό μαγαζί δεν πουλάει ποτά. Στρίβε, Τζό ! Ό ντέτεκπτβ χαμογέλασε. — Δεν είσαι καλό παιδί, Φρέντυ!, τού είπε. Κιι3 επειδή εκείνος δέ μίλη σε κι·3 ετοιμάστηκε νά του γυ,ρίίση τις πλάτες, άπλωσε τό χέρι του καί τον άρπαξε από τό πέτο του άσπρου σακκα· κιόιΟ τουι. Τον τράβηξε βίαια πιρός τό μέριος του κα(ί τον κύτ τάξε άγρια. •— "Ακούσε με τί θά σου πω, Φρέντυ!, είπε, Θέλω· νά μιλήσω μέ τον Στήβενς τον κοκκινομάλλη). Πιρίν μια ώρα μου έστειλε ένα ώραίό γράμ μα καί ήρθα νά τον δώ. Πες μου που βρίσκεται νά πάω νά τάν... φιλήσω! Ό μπάρμσν ζάρωσε τά Φρύδ ια. — Δεν καταλαβαίνω τί μου λές!, μαύγγρισε. Ό Στήβενς
είναι δυο μήνες τώρα πού βρί σκεται στον "Άρη. "Αν τον χρειάζεσαι, πάρε τή ρουκέττα σου καί κάνε ένα ταξίδάκι ώς εκεί πάνω! — Λες ψέματα καιί θά σου βάλω πιπέρι στο στόμα, Φρέν τυ! / είπε χαμογελώντας μέ γλυκό τρόπο ό Σέρινταν. "Αν θέλης λοιπόν νά μην κάψης τό στόμα σου, λύσε τή γλώσσα σου γιαπί είμαι πολύ βιαστι κός. Ό Φρέντυ στόνεψε τά μά τια καί έκανε μιαν άπότομη κίνησή προς τά πίσω. Τό πέ το του σακικακιου του έμεινε στο χέρι τού Σέρινταν καί ό ντέτεκτιβ ένοιωσε ξαφνικά πο λύ άσκημα καθώς τον είδε ν3 άνοίίγη τό συρτάρι του καί νά φουχτιάζη ένα πιστόλι ακτι νών. Δέν χρειάστηκε νά σκεφτή πολύ. Τινάχτηκε σάν ε λατήριο καί ή βαρειά γροθιά του, σάν σιδερένιο σφυρί, προσγειώθηκε στο μούτρο τού μπάρμσν. Ό μπάρμσν μούγγρισε σάν άλογο καί πί εσε τήιν σκανδάλη,. Ό Σέριν ταν αμως, πού είχε προ<6λέψει αυτή την κίνηση έσκυψε, ξέφυγε τή θανατηφόρο ακτίνα καί μέ μια καινούργια γροθιά έστειλε τον κρεμανταλά Φρέν τυ· απάνω· στά ράφια μέ τις μποτίλιες. Θόρυβος από γυα λιά πού σπάνε: γέμισε τον αέ ρα καί ό μπάρμσν κυλίστηκε ροχαλίζοντας στο βρώμικο πάτωμα. — 3 Απάνω του, παιδιά! Τί καθόσαστε; Πόρισε προς τό μέρος τής φωνής. Είδε μερικούς απ’ τούς θαμώνες νά προχωρούν «πει-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ λητικά προς τό μέρος του. _ — Σας προειδοποιώ, λε βέντες, είπε, πώς έχω ^ πολύ δούλειιά >κοαι βιάζομαι. "Άν ό μως ή όρεξή σας τραβάει φα σαρίες, θά τις έχετε. ί Πολλοί γέλασαν και ένας άπ" όλους δοκίμασε νά πλ,ηισιάση. Ό Σερινταν του έστειλε μιιά γροθιά στο στομάχι. Ό άνθρωπος παραπάτησε σά .μεθυσμένος και γονάτισε. Τό τε οί άλλοι αγρίεψαν περισσότειρο και ώρμηισαν με λυσσα σμένες κραυγές. Τά ματια του ντέτεικτιΐβ άστραψαν. Μά σχε δόν αμέσως, τούτη ή άστρσπή έσβυσε καΐι τό βλέμμα του καρφώθηκε προς την πόρτα του μπάρ. Είδε τόν κοικικ ινομ άλ ληι Στήβενς κι5 έναν άλλο νά Ιχουν άνάμεσά τους τή Νάνσυ, και νά βγαίνουν ατό δρό σο. "Έσφιξε τιά δάντιοο και ή καρδιά του βρόντησε βίαια. Δεν υπήρχε καιρός γιά χάσι μο. Μέ μιά γοργή κίνηΐσι άρ παξε μιά καρέκλα πού βρισκό ταν δίπλα του καιι χρησιμοποι ώντας τηιν σαν ρόπαλο άρχισε νά χτυπάηι δεξιά και αριστερά. Είδε μερικά πιστόλια ν" άστρα φτουν, μά ό ειδικός άπωθητικός θώρακας πού φορούσε τόν προστάτευε από τ'ις ακτίνες. Χτυπώντας άγρια δεξιά κι" α ριστερά, κατάφερε νά φτάση στο δρόμο. Είδε μιά γκρίζα σεβραλέτ νά ξεκιινάη. μέ φού ρια. Μέσα στη σεβρολέτ βρι σκόταν ή Νάνσυ κι" οί δύο συμμορίτες πού την είχαν αί χμ,αλωτ ί!σε ι. Σ άλτ αοε στό' αυτοκίνητό του κι" έβαλε μπρο στά τή μηχανή. — Δεν θά ξεφύγης αυτή τή
φορά Στήιβενς!, γρύλλισε αστυνομικός. Θά σέ κυνηγή σω έστω κι" αν χρειαστή νά φιτάσω σ,τήν κόλασι! £ΝΑ ΜΑΝΜαΝΚΕΝΟ ΚΥΜΗΓΗΤ©
ΤΑ ΔΥΟ αυ τοκίνητα διέ σχιζαν σαν βο λίδες, τό ένα πίσω από τ’ άλλο, τούς δρό μους τής Νέας Ύόρικης καί έ μοιαζαν σάν δυο άφηινιασιμενα άλογα πού εΐχαν χάσει κάθε έλεγχο των πράξεων τους καί είχαν καταλίηφθή εντελώς α πρόοπτα^ άτηό μιαν άπερίίγρά πτη μανία αύτοκαταστροφής. 4'Ετρεχαν μέ ίλιγγιώδη, ταχύ τητα άγνοώντας τιά φωτεινά σήματα τής τροχαίας καί τά σφυρίγματα των άστυφολάκων, πού προσπαθούσαν νά τά σταυατήισουν. "Έμπαιναν σέ δαιδαλώδη στενά, έβγαι ναν στις μεγάλες λεωφόρους, διέσχιζαν τίίς κοσμοβριθείς πλατείες, έκαναν τά φρένα τους νά ουρλιάζουν απαίσια στις απότομες στροφές καί σκόρπιζαν τόν πανικό γύρω τους, ενώ οί άνθρωποι τρομαγ μένοι έτρεχαν στά πεζοδρόμια καί τρύπωναν στις ανοιχτές πόρτες πού βρίσκονταν μπρο στά τους. 31 Ητιαν ένα άγριο καί τρελλό κυνήγι μέσα στην καρδιά τής μεγάλης πολιτεί ας, πού κανείς δεν μπορούσε νά σταματήση. θά έλεγε κα νείς πώς οί άνθρωποι πού (ο δηγούσαν αυτά τά αυτοκίνη τα είχαν καταληφθή άπό ένα
26
άγριο αμόκ, καί μονάχα μιιά μεγάλη, καταστροφή θά μπορουσε νά κατασιγάση. 3 Από τό πρώτο, αυτοκίνητο, τή γκρίζα σεβρολέτ, πράβαλλε κάθε τόσο τό· μουσούδι έ νας αυτόματου που έστελνε μια γλώσσα μπλε φλόγας προς τό μέρος του αεροδυνα μικού Χάστεϊν. Ή φλόγα έγλείφε μέ την πύρινη γλώσσα της τον πράσινο θώρακα του Χάστεϊν, άλλα τό αυτοκίνητο δεν σταματούσε ούτε έδειχνε πώς πάθαινε ζημιά. Απέναντι ας, στο διρίό(μο ή οπού άλλου έπεφτε ή μπλε φλόγα δημιοιυργούνταν φοβερές εστίες, πυ ρός που τσουρούφλιζαν και .μετέβαλλαν σέ μ.ιά φλέγόμενη άμορφη, ιμάζα 6/τκ βρισκόταν σέ μια άκτΐνα διακοισίων μέτρων γύρω τους. — Ό διάβολος να μέ πάρη αν καταλαβάίΐνω' τί μού γίνέ τα ιέ , γρύλλισε ό Στήβενς που κρατούσε το αυτόματο γυρίζοντας προς τό μέρος τού σωφέρ. Τό Χάστίεΐν πρέπει νά εΐναι θωρακισμένο μέ απωθη τικό μαγνήτη. Τό όπλο μας δεν τού κάνει» καμμιά ζημιά. —-αναδοκ'ίμασε, Στήβενς! βρυχήΘηκε. ό οδηγός τής σεβρολέτ. Πρίέπει νά τού ξεφύγοφε. "Αν πέσουμε, ατά χέ ρια του, ή δουλειά είναι χαμέ νη. Ρίχνε του συνέχεια. Ό Σέρινταν που οδηγούσε τό Χάστεϊν χαμογέλασε, κα θώς διάβασε, ατό μικρό καν τράν τού τηλεακουστικού μη χανήματος, που βρισκόταν στη βάσι τού βολάν, την κου βέντα· τών δύο επιβατών τού γκρίζου αυτοκινήτου.
— Μπορείτε νά ξοδέψετε χ ίλιούς τόννους ύ γ ραερΐου!, μουρμούρισε. "Αδικα θά κόπια σετιε. Θά μπορούσα άπεναντυ ας μέ δυο ακτίνες πάγου νά σάς οπείλω στην κόλασι. 5Αλ λά μου χρειάζεστε ζωντανού Τά αδρά χαρακτηριστικά του έδειχναν πείσμα, θέλησι, τόλμη καίί άποφασ ιστιικότητα. Κάτω άπ’ τό καλοραμμένο απόρ κοστούμι του, μπορούσε νά μαντέψη κανείς εύκολα πώς κ ραβόταν ένα γυμνασμένο κορμί! και! σιδερένιοι μυώνες μέ καταπληκτική ^ εύλυγισία και δυναμι. Τή δυναμι άλλως τε αυτού τού κορμιού καί] τις φοβειρές γροθιές του είχαν δο κιμάσει ώς τώρα έκατοιντάδες κακοποιών που δρούσαν στη Γή και στους άλλους πλανή τες. Καί, μά την αλήθεια, δεν έ με ιναν κ α! τάσο ε ύχαρ ι στη μένοι άπ3 αυτή τή ^γνωριμία. Γατί πολλοί τά έβαλαν μέ τον Τζόε Σέρινταν, άλλα κα νείς δέ μπόρεσε νά τά βγάλη στο τέλος πέρα μαζί του. ΤΟ ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
ΠΕΣΜΕΝΟΣ ολόκληρος άπάνω στο βο λάν τού αυτοκ ινήπιου του ό Τζόιε Σέρινταν μέ όλες του τις δυνάμεις σέ ύπρρδιέγερσί1, άφπνε τή μηχανή να τρέχη σαν βολίδα άδι αφο ρώντας για τή ζωή του καί μή λογαριάζοντας ότι· από στιγ μή σέ στιγμή ήταν δυνατόν νά σκοντάψη κάπου, νά τσα-
I
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
27
<|ΞΤχαν ττίεράσει πολλές Φορές ,μαΐζΐ περιπέτειες ταιξιδ'εό'ον'τας στοές
πλανήτες.
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
■Κιοτή, νά γίνη χίλια κομμάτια. *Αγρυπνα τό βλέμμα του1 πα ρακολουθούσε μιά τον δείχτη του καντράν των ταχυτήτων καί ίμια τό αυτοκίνητο των δύο κακοποιών πού έτρεχε σάν δαιμονισμένο να ξεφύγη. λ Αλλά ο^άφοβος ντέτεικτιιβ των ουρανών, Τζόιε Σέρινταν που εΐχέ γίΐνει θρυλικός σάν τον Υπεράνθρωπο για τά κάταπίληκτιικά κατορθώματα του οπόν πόλεμο εναντίον των ε χθρών τής Γήινης Κοι-νοπολιτείίας, δεν θά τό άφινε. Πρώτα γιατί ;μεσα σ’ αιτο υπήρχε δ,τΐ' προσφιλέστερο είχε στον κόσμο: ή Νάνου "Έβιλγκτον και δεύτερον γιατί ήξερε τώ ρα πως οί δύο συμμορίτες, που είχαν αιχμαλωτίσει τή μνηστή. του, ήταν πράκτορες τού άγνωστου κουρσάρου τού διαστήματος που είχε άπαγάγεί' τον διάσημο καθηγητή Φράνσυ Μπρέντ από τό ρεγά λο πλανητόιπλοιο « Ρ όαγ ιοαλ Π».χ Τό αμάξι του κέρδιζε συνε χώς άπόΐστασί' καί ήταν σίγου ρος τπώς σε λίίγο θά έφτανε καί θά προσπερνούσε τή σεβρολέτ τών συμμοριτών. Γιά μερικά λεπτά, σέ μια έλιικοειδή στροφή ττού έβγαζε προς τον δημόσιο δρόίμο, έχασε τό αυτοκίνητοι άπ3 τά .μάτια του, μά λίίγο αργότερα τό ξανσεΐδε ν’ άνηφορίιζη, προς ένα στε νό- ιμονοπάτι πού έφερνε στον απέναντι λόφο. — Τίι διάβολο πάθανε αυ τοί; μουρμούρισε.^ Ό δρόιμος άπό έκεΐ είναι1 αδιέξοδος. Θαρ ρώ πώς ^τρελλαθήκανε. Τόσο τό καλύτερο όμως. Τώρα
*
τούς έχω στο χέρι. Είδε τή σεβρολέτ νά κάνη ζί γκ - ζάγικ, σάν εκείνος πού ώδηγούΐσέ νά (μέθυσε ξαφνικά, καί χαμογέλασε. Κατάλαβε πώς κάποια βλάβη είχε πάθει ή ,μηχανή-, της. Ή τύχη λοιπόν ήταν μέ τό μέρος του. Αύξη σε την ταχύτητα τού Χάστεϊν καί ή μηχανή μουγγρισε ά γρια καθώς μπήκε, στο άνηφο ,ριικο μονοπάτι1. Τώρα τίποτα δεν μπορούσε νά γλυτώση τούς συμμορίτες άπό τά χέ* ρια_του. -αψνιικά δμως άνασκίρτησε καί ή καρδιά του χτύπησε ζω ηρά. ΕΤδε τή σεβρολιέτ νά πέφτη; απάνω στον κορμό ενός δένδρου -κάί ν άνατρέπεται. Κράτησε τό φοένο καί πήδησε άπ3 τό αυτοκίνητό του πρ-ίν καλά - κιάλιά σταματήσηι. Μέ τά δύο πιστόλια του στά χέ ρια έτρεξε πρσς τό αμάξι τών συμμοριτών έτοιμος γά κάθε ενδεχόμενο. "Ομως παραξενευ τήκε πού δεν είδε καμμιά κινηιστ. Πλησί'ασε περισσότερο κι3 έρριξε μιά ρατιά στο εσω τερικό του. Ίά μάτια του στρογγύλεψαν άπό έκπληξι καί βλαστήμησε. Μέσα στο αύτοΐκίνηΠΌ υπήρχε μονάιχα έ νας άνθρωπος. Καί αυτός ό άνθρωπος ήταν ή μελαχροινη Νάνσυ, χειροπόδαρά δεμένη κάί φιιμωμένηι! Ό Στήβενς κι* ό σύντροφός του είχαν έξαφα° νισθή. ^ Μ3 ένα άνάμ ικτο αίσθημα απελπισίας κάί χαράς ώρμησε προς τό μέρος τής κοπέλλας καί την ελευθέρωσε. Ή Νάνσυ ρίχτηκε στην αγκαλιά του,
ΥΠέΡΑΝβΡΛΠΰϊ “ £ίχά φόβηβή, ττώς δέν θά σέ ξανάβλεπα, τοΟ εΐττέ. — Πού είναι εκείνοι ττού σέ συνώίδέυαν; τή ρώτησε μέ αγωνία, — θαρρώ ττώς τώρα ταξι δεύουν με κάποια ρουΐκέττα στον ουράνιό, είπε Το κορίτσι1. Στη στροψή του δημοσίου δρό μου πήδησαν απ’ τό αυτοκί νητο καί κρύφτηκαν. Είχαν φο βη|θή πώς θά τούς έπιανες και σου σκάρωσαν αυτό τό παιχνίδι. Πήδησαν απ’ τό αύτοκίνημο και τό άφησαν ακυ βέρνητο νά τρέχη. Πρίν φύ γουν ήμως τους ακόυσα νά μιλούν για κάποιο διαστημό πλοιο που τους περίιμενε. Μά, αλήθεια, τί( τρέχει, Τζό; Γιατί μέ παρασύρανε και μ’ αιχμα λωτίσανε; Ό ντέτεκτ ιβ κούνησε τό κε φάλι. — Συμβαίνει κάτι πολύ σο βαρά, Νάνσυ!, είπε. Δεν πρέ πει νά τους άφήσουίμε. — Τί θά κάνης, Τζό; — Ό «Πρώτευς» μέ^περιμέ νει στό αεροδρόμιο, ^είπε σο βαρά ό ντετεκτί'β. Θά φορέσω πάλι τή στοίλή του πιλότου άστρόναύτιη καί θά κάνω έναν περίπατο σ’ ένα άστρο πού τό λένε Όρφέα. — Μέ θέλεις παρέα σου, Τζό; ρώτησε μέ λαχτάρα τό κορίτσκ , Λ . Ό Σερινταν γύρισε και την κύτταξε. Δεν ήταν ή πρώτοι φορά πού η νεαρή δημοσιογρα φος τον είχε συνοδέψει σ’ ε πικίνδυνες αποστολές. — Έν τάξει, Νάνσυ! α πάντησε. "Έμπα στό αυτο κίνητο.
ΤΟ ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ «ϊΐρω* τέύς» είχε αφήσει όφτιό πολλήν ώρα πίσω του τήν γήινη; άτμόσφαιρα καί, απαλλαγμένο από την γήινη έλξι. κάί βα ρύτητα, ταξίδευε χωρίς πυρσό λους, μέ την κεκτημένη αρχι κή τάχύτητα πού τού είχαν δώσει οί προωθηιτικές εκρήξεις κοπά την άπογείωισΐ1, στον δια πλανητικό χώρο. "Αμίλητος καί σοβαρός, ό Τζόέ Σήρινταν μέ τό βλέμμα προσηλωμένο στό ηλεκτρονι κό μάτι τού θάλάροο διαικιυβερνήσεως προσπαθούσε ν’ α νακάλυψη μέσα στό πηχτό σκοτάδι τά ίχνη τής ρουικέττας των κακούργων πού είχαν ξεκινήσει μισή ώρα νωρίτερα απ’ αυτούς από τή Γή. ’Αμί* λητη και σοιβαρή τό ίδιο, ή Νάνσυ ’Έβιλίγκτον χειριζόταν μέ τεντωμένα δλα τά νεύρα της τό ηλεκτρονικό αυτί του «Πρωτέως», χωρίς δμως καί αυτή νά ιμπορέση, ν’ ανακαλώ* ψη έκεΐνο πού τούς ένδιέφερε. — Είναι παράξενο! ανα στέναξε ό ντέτεκτ κβ. ΝομίΙζει κανείς δ,τι τούς κατάπιε τό διάστημα. Κάί δμιως ακολου θούμε τήν ίδια γραμμή πλεύ σεως μ’ αυτούς καί φυσικό θά ήταν τά μηίχανήματά μας να έπιαναν είτε τά ηχητικά κύ ματά τους είτε τήν ^άντανάκλασι των άκτίνων το ύ\ ειδικού μετάλλου απ’ τό οποίο είναι κατασκευασμένα δλα τά δια* στημόπλοια. ΆρχίΚω νά φο* βαμαι δτι ό! δέκτες μάς δεν
λειτουργούν δττως πρέπει, Νάνου. Τό κόριΠίΟΤι όμως δεν φ&μ νιάταν νά συμμερίζεται τή γνώ μη. τόυ.· . —- Δεν το πιστεύω αυτό, Τζό<!είπε. Κ άτ ι άλλό ττρέττέ ι νά συμβαίνη. Είσαι βέβαιος β,τι ακολουθούμε τή σωστή ττσΑρ.ίϊα:
Ό Σέρ.ινταν δεν απάντησε αιμέισως έσκυψε άίπιάνω· στον νάρτηι του Στερεώματος κάί έκανε: 'μερικούς υπολογισμούς χρησιμοποιώντας τον διαβήτη ί<άϊ το υποδεκάμετρό του. "Ο ταν άνασήικωσε τό κεφάλι , τό βλέμμα του ήταν κάπως ανή συχο. — "Έχουμε κάποια ελαφρά πα,ρέίκικίλισι είπε. Οι μαγνητικές βελόνες του πιλότου - ρο μπότ ^ τρεμοπάίίζαυν και αυτό σημαίνει πώς ξεφυγαμε απ’ τήν πορεία ίμιας. Ένα παγωμένο χήρι φούχτιασε τήν κρριδιά τής Νάνσυ; Ή καρδιά της γέμισε από φόβο. "Ομως τίποτα δεν έδει ξε στο πρόίσωπό της αυτόν τόν φόιβό που τήν κυρίεψε; Άπέναντ'ίίας προσπάθησε νά χα μάγέλάση. Σηκώθηκε και προ χώιρησέ πρός^ το* μέρος . τοΟ δΐιαπλανητικου χάρτη,. Έρριξε μια ματιά στή θέσι των ά στρων κάί στήν γραμμή τής πορείας που σημείωνε ό αυτό ματος πιλότος. ^Υστερα συμ βουλεύτηκε τό καντράν των αποστάσεων. Ό δείχτης ση μείωνε , 430.848 χιλιόμετρα. Αυτή τήν άπόστασι είχαν δια νυσεί1 άπ" τή στιγμή πού ο «Πρωτεύς» είχε άπαγε ιωθή μέ
κατεύθυνσι προς τόν πλάνη'ίή "Ορφέα. — Έπρεπε νά τό είχαμε καταλάβει Τζό, ψιθύρισε. Στά 384.495 χιλιόμετρα θά έπρε πε νά είχαμε συναντήσει τή Σέλήνη. Δεν είδα όμως τή Σε λήνη ούτε τήν βλέπω πουθε νά. — Περίεργο!, μουρμούρι σε ό Σέρινταν. * λ ^ Κάτΐι έτοιμάστηκε ακόμα νά πρόσθεση, όταν είδε τό πρό σωπο τής κοπιέλλας νά παίίρνη μι'ά παράξενηι έκφρασι. — Κύτταξε εκεί, Τζό! εί πε δείχνοντας τό καντράν τής τηλεοράσεως. Τό βλέμμα του Καρφώθηκε στή λευκή τετράγωνη, οθόνη και τά μάτια τόυ γέμισαν έκ* πληξυ Μέσα στο τηλεοπτικό πλαίσιο τού θαλάμου διακυώ βερνήσεως κάτι φωτεινό σχρ διαζόταν. Έταν σάν ,μιά πρά σινη) φ,λόγα πού ταξίδευε μέ σα στο σκοτάδι τού βιαστήν ματος κι’ έπαιρνε παράξενα σχήματά. . — Μετεωρίτης; ρώτησε τό κορίτσι. . .— Δεν είναι μετεωρίτης, Ν άνσυ!, είπε μέ πεποίθησι ό Σέρινταν.. Αυτό τό πράγμα μοιάζει με κάτι ζωντανό» Τα ξιδεύω νοόνια στο διάστημα κάί ξέρω καλά τή μορφή ^ποΰ παρουσιάζουν οί μετεωρίτες. Πρώτα ^ πρώτα, αυτό τό πρά σινο χρώμα... —- Πρόσεξε, Τζό!« φώναξε μέ τοεμουλιάστή φωνή ή Νάνσυ. Νομίζω πώς άλλαξε δρό μο κιό έρχεται, προς τό ήμερος μας. Θά έλεγε κανείς πώς αύ-
ψηΒΡΑΜΡάηοί ΐ'ό πραγμά Ιχεί μάτια που
δεν τά βλέπουμε. Τώρα ,μοιά*· ζει· μ’ ενα τεράστιο χταπόδι πού σπιλώνει τούς πλοκάμους Του έτοιμο νά έπιτεθή. Ό ντέτεκτιβ έσφι<ξε τιά δόν τια και δε μίΐληισε; 51 Ηταν βέ βαιος πώς αυτή ή έλαφρή πα ρέκκλιση ι πού έδειχναν οι μαγνηιτικές βελόνες τού πιλότουρομπότ, τούς είχε φέρει πο λύ ιμακρυιά άπό τον δρόμο πού ακολουθούσαν μέχρι τώρα τα διαστημόπλοια καί είχαν μπή σέ μια περιοχή τού διαστήμα τος εντελώς άγνωστη καί μ·οστςρ ιώδη·. Δεν είχε καί αυτός κορμιά άμφί'βολία^ πώς^ αυτή ή πράσινη, φλόγα ήταν ενα ον πού έβλεπε καί έρχόταν κατ3 εύθεΐαν άπάνω τους. Ή Νάν ου εΐιχε δίικιηο. Αυτό τό παρά ξενο σν έΐχε πάρει τώρα τή μρρφή ενός τεράστιου χταπο διού1 πού άπλωνε τούς πλοκά μους του έτοιμο ν’ άγκάλιάσή σέ μια θανάσιμη; περίίπτυξι τον «Πρωτέα». Κατάλαβε πώς ίμια σύγκρουσι μαζί του θά εΤ(χε ολέθρια άποτελέσιματα για τό σκάφος. "Επρεπε ν3 άτ ποφύγουν αυτή τή σύγκρουσ ι. — Τό πηδάλιο, Νάνσυ!, φώναζε, "Ολο αριστερά, Νάν συ.I Ή κόπέλλα ετρεξε καί μ3 ένα πήδημα γατζώθηκε στον μοχλό τού πηδαλίου. Ό μο χλός κινήθηκε άρτά και τό περιπολικό δ ιάπλανητόπλοιό παίρνοντας μιαν άπότομη, κ,λί» σι διέγραψε ένα μεγάλο τόξο. Τό πράσινο τέρας φάνηκε στο δεξιό ίμερος τού «Πρωτέα». Ό Σέρινταν με μια γοργή κίνήσί πίεσε τά κουμπιά τής ομοχει
ρίας τών ύττερηχητίικών ^ττολυ* βόλων τής πλευράς αυτής τού σκάφους καί τό διαστημό πλοιο χοροπήδησε άπό τήν δύνσμι τής έκρήιξεως. Τό χτα πόδι έπαψε νά διαγράφεται στο τηλεοπτικό πλαίσιο. — Θαρρώ πώς γλυτώσα με! Τά ύπερ ηχητικά βλήματά μας τό διαλύσανε!, είπε χα ρούμενος ό ντέτεκτιβ. Στο χλωμό πρόσωίπο τής κοπέλλας σχεδιάστηκε ένα ,χα μόγελο. — Μή φοβάσαι, Νάνσυ !, τής φώναξε. — Δεν φοβάμαι Τζό ! άητοκρίθηίκε μέ φωνή πού έτρεμε εκείνη. 3ΑπόΙτομα όμως σταμάτησαν κι3 οί δυο νά μιλούν. Τό- σκά φος έκανε μια φοβερή βουτιά στο κενό κι3 ένα άνατριχιαστι κό τρίξιμο άκουιστηκέ σά νά ήταν έτοιμο νά διαλυθή σέ χί λια κομμάτιά, Ό Σέριινταν τι νάχτηκε άπ3 τό κάθισμά τού καί κύληισέ σΤό πάτωμα ένω ή Νάνσυ πριν . π,ρόφτάσέί .νά πιαστή άπ3 τις χειρολαβές βρέθηκε ιμπερδεμένηι στά πό δια του. — Τί' διάβολο έγινε πάλι!/ γρύλλισε ό Σέρινταν. ."■Ενα φοβερό βουητό έφτα σε στ3 αυτιά τους καί ή θερ μοκρασία μέσα στο διάστημό πλοιΟ έγινε άφόρητη;. — Φύγαμε άπ3 τό Κενό!, μουρμούρισε ή Νάνσυ., Ταξι δεύουμε μέσα σέ αέρα, τριβή.μέ τον αέρα θά μάς λυώσή Τζό. , 3Αλλά ό ντέτεκτιβ δεν περί» μενε ν άκούση τό τέλος τής Κουβέντας της. Τό μυαλό του
%%
ΫίΙΙΡΑΝβΡΛΠ'βϊ
είχε δουλέψει γοργά καί εί χε άντιληφθή τον κίνδυνο. Μ’ ενά σάλτο ώρμηίσε στο πηδάλιο έπιβραδύνσεως, ενώ ταυ τόχρονα πί|εσέ τά κουμπιά έκτινάξέως τών πυραύλων της πλώρης. "Από τό μπροστινό μύρος του διαστημοπλοίου τι νάχτηκαν τεράστιες φλόγες. Ή ταίχυτης της πτώσεως κό πηκε και τό φοβερό βουητό στσμάτιηΐσε νά παιδεύη, τ’ αυ τιά τους. Τό «έΠρωτεός» άρχιρε νά ταξιδεόη κανονικά πάλι. Ό Σέρινταν έρριξε μιά ματιά προς τά κάτω. Τό δισστήμόπλοιο' έχανε ύψος. Κάτω από τά πόδια τους απλωνόταν ένα άγνωστο άστρο. Πρανίτινό·ι κώνο-ι, βουνά και βαθειές χα ράδρες άποτέλουσαν την έτίι* φάνεια: του άστρου αυτού πού ήταν τυλιγμένο σε μιά γκρίζα σικιιά. — Φόρεσε τό διαπλανητυ κό σκάφανδρό σου μέ τό οξυ γόνο, Νάνσυί, διέταξε ό Σε
ρ ιιννχν.
κάποια ζημιά. Είμαστε υπο χρεωμένοι) νά προσγειωθούμε σ’ αυτό τό άστρο·. Χωρίς νά μιληση, τό κορί τσι φό|ρεσε την ειδική στολή μίέ την από* διαφανή, πλαστι κή ύλη περικεφαλαία; Τό ίδιο έκανε καί ό Σέρινταν. —* Είμαστε^ ναυαγοί του διαστήματος, είπε προσπαθών τας νά χαμογελάση γιά νά δώ ση θάρρος οπήν άρραβωνιαστικιά ,του. Μή στενοχωριέσαι Νάνσυ! Δεν πρέπει* νά μεί νουμε πολύ σ’ αυτόν τον άπαίισιο γκρίζο βράχο·. Θά ε πισκευάσουμε τις βλάβες μας καί θά συνεχίσουμε τό ταξί8ι μας. •Προσπαθούσε νά φανή ήσυ χος,, μά στο βάθος ήταν κάτι παραπάνω από ανήσυχος. ^Κα νείς δεν ήξερε τι τούς περίμενε σ5 αυτόν τον άγνωστο πλα νήτη, όπου ήταν άναγκασμένοι νά προσγειωθούν.
ΤΕΛΟΣ Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ "Ατταγοιρεύετ οο ι
ή
άναιδηιμοσ ί ευσ ι ς
Στο έπόμενο τεύχος του «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», τό 2, ττού κυκλοφορεί την
ό
ντέτεκτιβ
των
έρχόμενη Τετάρτη με τον τί-
ουρανών,
ό
θρυλικός
Τζό
Σέ-
ρινταν, με την αχώριστη σύντροφό του Νάνσυ, ναυα γοί σ' ενα άγνωστο ττλανήτη άντιμετωττίζουν τις πιο απίστευτες περιπέτειες σε μιαν άγρια σύγκρουσι με έξώκοσμα όντα πού επιδιώκουν να καταστρέφουν τή γη. Ή φοβερή έπίθεσις των άνθρωποφάγων φυτών και οι γι γάντι αίες πεταλούδες σέ μιαν τιτανομαχία α νώτερη κάθε περιγραφής! |
Θά χάση πολλά όποιος δέν διαβάση τό δεύτερο τεύχος τού «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ»!
*
Τώρα πού τά όνειρα για την κατάκτησι του Σύμπαντος γίνονται πραγματικότητες και οί έπιστήμονες όλου του κόΐσμου ετοιμάζουν τά πρώτα διαστη μόπλοια για τη Σελήνη, ό
ΥΠΕΡ ΑΝΘΡωΠΟΣ πρέπει νά γίνη ό άχώρι στος κι’ αγαπημένος συν τροψος κάθε Ελληνόπουλου. Μην ξεχνάτε πώς κάθε Τετάρτη, κυκλοφορεί ό
ΥΠΕΡ ΑΝΘΡωΠΟΣ ή πιο .μελετημένη διαπλανηκτική έκδοσις πού κυκλο φόρησε ποτέ στην Ελλάδα.
-Η ΓΗ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ, ΤΟ ΦΘΟΡ/ΟΝ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΕ/ ΑΦΘΟΝΟ ΣΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ, ΑΠΕ1Α ΕΐΤΡΙ ΑΠΟ Τον Φοεερο πε/ρργη του διαστήματος, γοατ ΓΤίΟΖ. ΑΠύΜΝΨΔ/ΡΣΤ-ΗΜΟΠΛ 0/0 ΤΟΥ ΤΟΥ ΓΚ,ΟΖ. Ο ΟΡΟ„ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΕρΡ/Υ Ερθΐί ΣΤΗ ΓΗ, ΟΠΟΥ ΜΓ)2/Με ΤΟΥΣ ΤΗΝ ΠΑΓ/ΛΡ Γ/Υ) ΤΟΝ ΓΟΟΣ.
1/
Η ηροτΗ ΕΝΕΡΓΕ/Ρ ψ ΜΗΖ Ε/ΜΑΙ ΝΗ ΣΤΗ ΣΟΥ> ΜΕ ΤΡ 1ΧΕΥ Γ/ΗΡ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ) ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΕ2Σ ΤΟΥ φθΟΡ/ΣΥ ΑΠΟ ΤΗΝ "■> ΑΓΜΟΣφΑ/ΡΑ. ΕΤΣ/ Π/ΖI _ ρΣΤΕΥΟ ΝΑ ΤΡΡΒΗ' |3ί||5ί?//Υ5 ΕΟΡ ΤΟΝ *αΓ ^£)Μ\ γκοζ .. ΠΤ^·Ι
,
ΚΑΙ ΕΝ5 Ο ΓΗ02 ' ΚΑ/ 0/ ΣΥΜΜΟΡΙΤΕΣ ΤΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΡΙΧΤΕΙ ΣΤΟ , ΚΛΕΨΙΜΟ, ΕΜΕ/Σ ΘΡ ^ ΤΟΥ ΕΠΙΤΕΘΟΥΜΕ ΚΥΚΛΙΟΤ1ΚΡ, ΗΛ)/ ΘΑ ΤΟΜ >
ΣΥΜτρπρογΜε / ΜΒβΓ
Τ0 ΜΥΙΤΗΡΙΠΑΕ! ΑΐΤΡΟΠΛΟΙΟ
Ό
θρυλικός ντέτεΐκτιβ κιαίι η Νά'νσυ ιμιέ τά πιστόλια ώχτίινιων στο χέρι προχώρησαν πριός τό δάσος πέ τις τεράστιες πείτσίλσΰίδες.
ΜΑΓΚΑΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΧ! <
ΗΞΕΡΑΝ πώς όλα κρέμον ταν σέ ίμια κλωστή. Μέ σφιχτά τά δόντια καί! καρφωμένο τό
βλέρμοο στον άγνωστο γκρί ζο πλανήτη, που ολοένα πλη σίαζε μέ κατοοπληικτική ταχύ τητα προς τό μέρος τους, ο ■θρυλικός ,ντέτεκτ ι>6 των Ουρά-
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νών Τζόε Σέρινταιν κ-αί ή άγω™ πλοίου - ρσυκέττα, άλλα ή ριιστη σύντροφός τουι Νάνου έλξι τοΰ πλανήτη στον όποιο νΈ6ίλγκτον περίιμεναν (*). Τό έπεφταν ήταν υπερβολικά ι τροουμοοτ ισωμένο δ ι αττλ ανητόσχυρή καί αυτό έπρεπε νά πλοίο «Πρωτεύς» ολοένα κι* έτούς κάνη εξαιρετικά προ χαΜε ύψος και δεν υπήρχε άμσεχτικούς. Μονάχα ένας έπδέ φιβολίΐα πώς σέ λίγο θά ερχό ξιος χειρισμός τών μοχλών ταν ισέ ισύγκρουσι με τούς γρα τών άνασχετιικών πυραύλων νίττνους κώνους του παράξε στην (κατάλληλη στιγμή θά τους γλύτωνε από τη φοβερή νου αυτού άστρου. σύγκρουσι πού θά ήταν μια — θαρρώ πώς την έχουμε σ ί γουρη κ αταστ ρ ο φ ή. άσκημα, Τζό!, είπε ή Νάνου. — Τζό·!, ψιθύρισε ή Νάν Δυο βαθειες ρυτίδες αυΛΟ ου. Φοβάμαι, Τζό·... κωναν τό μέτωπο του άσσου Τό ραδιοτηλέφωνο τής πε τής Διαπλανητικής Αστυνο ρικεφαλαίας του έπιασε την μίας και τό πρόσωπό του μέ τρεμουλιαστή φωνή της καί σα από την διαφανή περικε γύρισε καί την κύτταξε. ^Η φαλαία τής άστροναυτ ική ς ταν πολύ χλωμή. Τής χαμογέ φόρμας έδειχνε σοβαρό καί α λασε γιά νά τής δώση κουρά νήσυχο. Φυσικά, τά πράγμα γιο. τα δεν ήταν και τόσο περίφη — Μή γίνεσαι παιδιί, Νάν μα. Κανείς δέ μπορούσε νά ου !, τής εΤΗτε. ξέρη. τί τούς περίίμενε σ’ αυ — Δεν βλέπω παρά γκρε τόν τον άγνωστο πλανήτη, μούς, κρατήρες σβυσμένων η πού δεν ήταν σημειωμένος φαιστείων καί βουνά, Τζό! ατούς άστροχάρτες καί που Πώς θά μπορέσουμε νά προσ ήταν ,μ.ιά ανεξερεύνητη περι γειωθούμε; οχή του διαστήματος. Αλλά, _Ό ντέντεκτιβ δεν μίλησε. όπως κι* άν είχαν τά πράγμα "Ενα πλήθος από σκέψεις τα, έκεΐνο που τους ένδιέφερε στριφογύριζαν στο γυμνασμέ αυτή τη στιγμή ήταν νά πετύνο ιμυαλό του. Δεν είχε καιρό χουν 'μιά ομαλή προσγείωσι. νά μ,ιλήση. Τό σκάφος ζύγωνε "Υστερα, θά έβλεπαν τί> μπο τώρα επικίνδυνα στά βουνά ρούσαν νά κάνουν. αυτά. Κατάλαβε πώς έφτασε Τά γαντοφορεμένα χέο ι α ή στιγμή. Ή μοναδική ελπίδα του Σέρινταν έσφιγγαν νευρι τους ήταν οί τέσσερις άνακά τούς μοχλούς έκτοξεύσεως σχετικιοί πύραυλοι. Μέ τεντω των άνασχετιικών πυραύλων μένα όλα τά νεύρα, τράβηξε τής πλώρης, ενώ τά μάτια τούς μοχλούς έκτοξεύσεως. του έλαμπαν παράξενα. Οί Πέρασε ένα δευτερόλεπτο πρώτοι πύραυλοι είχαν άνακόχ φριχτής άγωνίίας. ’Άιν τό μη ψει κάπως την ταχύτητα του χάνημα δεν λειτουργούσε, ό λα ήταν χαμένα καί τίποτα (*) Διάβασε τό τεύχος 1 πού δεν θά μπορούσε νά τους σώ£χει τάν τίτίλοι; «*Ό Ν/τότεικιτ \6 τών Ούρ’ανών^. ση. Οί δύο επιβάτες τοΰ
/
<<Πρ:ωίέα>> κράτησαν τήν άνψ πνοή τους. Ή σκιά τοΰ θανά του πέρασε οφΐό τό βλέμμα τους. 9 Ηταν ένα δευτερόλε πτο ατελείωτα σαν ένας αίώ" νσς. ζαφνικά, τό σκάφος χο ροπήδησε καί | μεγάλες γλώσ σες φωτιάς ξεπήδησαν απ’ Την πλώρη του. Ό Σέρινταν χαμογέλασε. Οι τέσσερις α πωθητικοί πύραυλοι· τινάχτη καν προς τά έ'μπρός σφυράς ζοντας καί ή ταχύτητα τού δι απλανητοπλαίου άνακόπηκε. Ό ντέτεκτυβ άρπαξε τό ^πηδά λιο, ενώ ή Νάνισυ ,κρεμάστηκε στον ιμοχλιό βάθους βάζοντας σ5 ενέργεια δλες τις δυνάμεις της. Τό σκάφος έπαψε να βυ θίζεται μέ την πλώρη, καί πή ρε ιμ ιάν όρ ιζοντ ι α ι θεσ ι. — Τά καταφέραμε, Μ ανσυ!, φώναξε ενθουσιασμένος ό Σέρινταν. Τό διαστηιμόΐπίλοιο άρχισε νά ταιξιδεύη. τώρα παράλληλα προς τό εδαψος. Πίσω από τά διπλά άθραυστα κρύσταλ λα τού θαλάμου βιακυβερνήσεως, ξεχώρισαν μιαν άνοτ χτάχρωμη κηλίίδα απάνω· στον δίσκο τού γκρΙίζου πλανήτη. Ό^Πίρωτέας» διέγραψε ιμερικούς κύκλους πάνω από την κηλίίδα αυτή,, που άσο κατέ βαιναν μεγάλωνε. Ό ντέτεκτιβ πάτησε τό κουμπί τού τρίποδα τής προσγειώσεως καί τό σκάφος, πειθαρχώντας στους χειρισμούς κατευθυνσεως, άρχισε ινά πλησιάζη στο έδαφος περνώντας κάθε τόσο άπό πηχτά σύννεφα όρί’χληΐζ· *0 Σέρινταν ερριξε μιά ματιά στο, βυθόμέτρο. Ή μαγνητ ική βελόνα πηγαινοερ
I
χόταν; β&ξιά κι5 άρίοτερά δια* γράφοντας άνισα τόξα. Τά δ ι αστ ηιμ άπλοι ο τραντ αζότ αν σά νά δεχόταν ισχυρές ακτι νοβολίες. Τό κορίτσι κύτταξε τον ντέτεκτ κβ προσπαθώντας νά μαντέψη τί σημαίνον αυτές οί δονήσεις. Τό πρόσωπο τού Σ έιρ ι ντ αν παρέιμενε άνέκφ ρ α στό. Τό βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο έδαφος πού ερχόταν προς τό μέρος τους κα'ί τά δάχτυλά του έσφιγγαν νευρικά τον διακόπτη εύστα θεΐας. "Υστερα άπό δυο λε πτά ό τρίποδας προσγειώσε ως άκούμπησε απαλά στο χώμα. Τό διαστημόπλοιο τα/ναντεύτηκε δυό - τρεις φορές κι" ύστερα έμεινε ακίνητο. — Προσγειωθήκαμε, Νάν ου!, φώναξε χαρούμενος ό ντέτεκτιβ. "Ενα μελαγχολικό χαμόγελο άνθισε στά χείλη τού κορ ιτσ ιού. — Να'ζ Τζό!, είπε. " "Ήθελε νά πρόσθεση πώς αυτή ή αναγκαστική προσγεΐωσ ι σ3 έναν άγνωστο καί μέ τόσο απαίσια μορφή πλανή τη δέν ήταν καιν ένα ευτύχημα. Αέν είπε τίποτα δμως, γιατί δέν ήθελε νά κόψη τη χαρά τού Σέρινταν πού φαινόταν ένθουσ ιασιμ ένας. ΕΝΑ ΦΡΙΧΤΟ ΤΕΡΑΣ
—ΠΡΩΤΑ πρέπει νά δού* με τί είδους αέρας υπάρχει σ" ^ αυτό τό άστρο, εϋπε 6 ντέτεκτιβ. Θά πάρω λίγαν α έρα ιμέ την αντλία. "Έβαλε σέ λειτουργία τό ■μηχάνημα άναρροφήσεως κρ|
I
έξέτάσέ μ·έ ,ιΐραάοχή κάτω ά* ιττό τό ειδικό ήλεκΓΓρανικό φασμοηοσκοΓΓΠο ιμιά μικρή ποσό τητα ατμοσφαιρικού αέρα πού τράβηξε απ' έξω; Κούνησε ευχαριστημένος τό κέφάλι του. — Νομίζω πώς είναι πε ριττά τά σκάφανδρα καί οι αναπνευστικές συσκευές, εί πε. Υπάρχει οξυγόνο σ αυτό τον πλανήτη ! Καιτά συνέπεια θά πρέπει νά παραδεχτούμε πώς υπάρχει ζωή! — Λες νά είναι κατοικημένο αυτό τό άστρο, Τζό; — Αυτό, φυσικά, δεν τό ξέρω. Πάντως, άν υπάρχουν ζωντανά πλάσματα εδώ, ^ θά πρέπει νά ζούν κάπως περίερ γα γιατί, μέχρι της στιγμές τουλάχιστον, δεν είδαμε ούτε σπίτια, ούτε δρόμους, ούτε κάπο ιο έργο που νά δε ί χνη τεχνικές γνώσεις. Νομίζω,, ό μως ότι /μπορούμε νά βγούμε έξω νά ξεμουδιάσουμε και νά βεβαιωθούμε καλύτερα. "Ανοιξαν τη συρταρωτή τάρτα του σκάφους καί βγή καν έξω απ' το άστρό!πλοιο. Πρώτος βγήκε ό Σέρινταν. Τό: βλέμμα του ερευνητικό διέγρα φε ένα ευρύ τόξο σ’ όλα τά γύρω. "Ολα έδειχναν ήρεμα. Με μια κινησί τού χεριού κάλεσε τή Νάνσυ. Ή κοπόλλα πήδησε πλάι του. Μια βαρεία μυρουδιά που θύμιζε κάτι μουχλιασμένο καί άρρωστο χτύπησε τά ρουθούνια τους. Ό αέρας ήταν άναπνεύσιμος^, αλλά υπερβολικά υγρός. Τδ έδαφος ήταν μαλακό σάν προ ζύμι. "Εκαναν ιμερικά βήματα μέ δυσκολία. 5Εδώ η έλξις έ-^ πρεπε νά είναι κάπως πιο
ισχυρή άττά τή Γη. Εΐχαν τό αίσθημα ένας βάρους στους ώμους τους. — Έδώ συμβαίνει τό αν τίθετο άπό τή\. Σελήνη, είπε ό Σέρινταν. ΣΤη Σελήνη νοιώ θουμε τους έάυτούς μας άνάλαφιρους καί βαδίζοντας πραγ ματοποιούμε άλματα πέντε καί δέκα μέτρων, επειδή ή ατ μόσφαιρα είναι πολύ άραιή καί ή έλξις άσήμιαντη —τό έν έκτον περίπου τής έλξεως τής Γης. Εδώ διπλασιάζεται σχε δον τό βάρος των πραγμάτων. Θά πρέπει λοιπόν νά προσέ χουμε τήν κάθε κίνη'σί μας, γιατί θά Κουραζόμαστε ευκο* λα. Λλ —- Δεν υπάρχει λόγος νά μείνουμε πολύ έδώ, Τζό, είπε η Νάνσυ. Πρέπει νά επισκευ άσουμε τό συντομώτερο τον «Πρωτέα» καί νά ξεκινήσουμε πάλι. Δεν μ5 άρεσει αυτό τό παράξενο γκρίζο ημίφως. λΑιά πού χάσαμε τά ίχνη των άπαγωγέων τού καθηγη^ού Μπρέντ, νομίζω πώς θά πρέ πει νά ξαναγυρίσουμε στη Γη. —- Τό φως τού ήλιου σπά νια θά φτάνη ώς έδώ, έκανε σκεφτικός ό Σέρινταν. Σ' αυ τόν τον πλανήτη δέ θά ύπάρχη ούτε νύχτα ούτε μέρα. Ίο σταχτί χρώμα που έχουν όλα τά πράγματα δίνει αυτή τήν έξήγησι. Τούτο τό άστρο κι νείται μέσα σ' ένα μισοσκό ταδο πού θυμίζει τά συννε φιασμένα σούρουπα τής Γής. Κύτταξε, Νάνσυ! Πίσω άπό τους μεγάλους κώνους τού γρανίτη πρόιβαλλαν άργά δύο θαμποί δίίσκοι!
I
ΫΝέΡΑΝΘΡΛΠόϊ
Ιΐχάν βιαφόρέηκό χρώμα 6 ένας ,άπό τον άλλο. Ό Ινας εΐχε «μια πράσινη· σκούρα άκτι νοβολιΐα. Ό άλλος εΐχε ένα βαθύ πορτοκαλλί χιρώμα. Στά Θηικαν για ριά στιγμή αμίλη τοι ιμιέ , μ άτια γεμάτα έκπληξι και θαυμασμό. Πρώτη έ σπασε τή σιωπή ή κοπέλλα. “ Τί λες νά είναι αυτά, Τζό; ρώτησε. Ό ντέτεκτιβ άνασήκωσε τούς ώμους. — Δεν είμαι, καί τόσο δυ νατός στην άστρανοιμία, είπε. 5 Αλλά νΟμίίίζω πώς δεν 6ρ-ίισκρμαι ιμακρυά άπ’ την αλή θεια άν παραδεχτώ πώς αυτά τά παράξενα άστρα είναι δοφυράροι του πλανήτη στον ό ποιο ^ βρισκόμαστε. Είναι, σά να λέμε, τά φεγγάρια του. Ή ,ΓήΛ έχει ιμιά Σελήνη. Τούτος έδώ ό πλανήτης έχει δύο ,μέ διαφορετικά χρώιματα. Γέλασε. — "Άν ήμουν ποιητής θάγιραφα ένα σανέττο σ’ αυτά τά δύο φεγγάρια! Είναι σί γουρα σώματα έτερόφωτα πού άντ ανακλούν τις άκτΐνες κοφτόιου ήλιου πού βρίσ&εταΒ έξω άπό τά όρια τού διαστήραίος πού έ^ουν έξειρευνηθή ως τώρα άπό τόίν άνθρωπο. Δεν θάταν άσκημα νάχαμε κι’ έμεΐς τέτοιες χρωματιστές Σε λήνες ;στή Γη. Κύτταξε Νάν ου. .Δεν είναι άμορφα; ίΠραγματιΐκά τούτος 6 σκυ θρωπός πλανήτης με τό κατα πληκτικό γκρίζο χρώμα κάτω άπό τό φως των δύο φεγγά ρι ών, πού οσο πήγαιναν .μεγά λωναν, έπαιρνε ιμιά έξώκοσμη, όμορφιά πού θύμιζε τταραμυ-
"Ενας τεράστιος άστειροιειδής κοιμητης φάνηκε ατό στερέοοιμια.
θένια τοπία. Οί γκρεμοί καί οι κώνοι τού γρανίτη λαμπύριζαν παράξενα καί άστραφταν σαν καθρέφτες, πάνω στους οποί ους παιχνίδιζαν χιλιάδες πο° λύχρω]μα ηλεκτρικά λαιμπιόνια. _ , —-Τί όμορφα είναι, Τζό·!, άναστέναξε τό κορίτσι.. Άλλα πρέπει να φύγουμε άπό δω. . Ό ντ έτεκτ ι β χαμογέλασε κι* ένέυσε καταφατικά. . — ^Είμαι ευτυχής πού επάψες να είσαι ρωμαντ ιική„ Νάν ου !, είπε. Συμφωνώ μαζί σου. Πρέπει νά φύγουμε τό συντομώτερο άπ’ αυτό τό εξωτικό άστρο. . - , ρ Κάτι ^ετοιμάστηκε να πή άκόμα, ιμά ή λέξι σταμάτησε ά*
βάρεσα στάΛ δόντια του, *Αλ* λαξε μονομιάς ύψος και έπαψε να χαμόγέλιάη. Είχε την αϊσθησίι πώς κάτι παράξενο συνέβάινε κιάπου έκεΐ κοντά. Δεν έΐχέ δη τίποτα. 3 Αλλά εντελώς άπότομ α ένά ιωσε έναν ^ άόρ ι ατό φάβα για κάποιον κίνδυνο πού τούς ζύγωνε. Αυτή ή έκτη άυσθηΐσι, ιμέ την οποία ήταν προικισμένος άπό τη .φύση τον προειδοποιούσε πώς κάτι φοβέρα επροκειτο- νά;.',γίνη· ΙίιάΙί ,τάτέ κάτι- έίδε, κάτι ξε^ώιριισέπδ μάτι του, κάτι που σερνόταν ύπουλα πίσω άπό τή. Νάνσυ. Πήδησε σάν ελατή ριο κάΐ ιμέ σφιχτά δόντια τρά βηξε ,τιό πιστόλι ακτινών πού έιχε ιστή ζώνη του. Με τό δά χτυλο στην σκανδάλη, δρμησε προς τό ίμερος τής κοπέλλας. Τό κορίτσι έβγαλε μιά τρο μαγμένη., κραυγή, καθώς δέ χτηκε ένα δυνατό χτύπημα κα:ί βρέθηκε πέντε μέτρα μακρυά άπ5 τό σημείο όπου στεκόταν πριν ένα δευτερόλεπτο. — Προσοχή, Νάνσυ!,ν φώ ναξε ό ντέτεκτιβ χωρίς νά γυρίση νά την κυττάξη. Ετοίμα σε τό πιστόλι του Π ... Καΐί·, καθώς μιλούσε, μέ μιά κίνησι πιο γρήγορήι άπ5 > την άστραπη σημάδεψε αυτό τό κ ά τ ι πού λίίγες στιγμές προΐήτερσ ζύγωνε άπό πίσω, ύ πουλα, τή Νάνσυ. Τά μάτια του γέμισαν φρίΙκη,. 9Ηταν ένα παράξενο ζώο πού είχε ένα ιμπλέ σκούρο χρώμα καί που σερνόταν στο χώρα ιμέ οχτώ κοντά .μακροσκοπικά πόδια, ε νώ ψηλά στον αέρα κινιοΰνταν δύο μακρυά δαγκανάρια πού ξεκινούσαν άπ τό λοοιιμά του
και άναιγακλεινον μ3 είνάν ξέρά κρότο. Ή κίτρινη διαλυτική ακτίνα ξεπήδησε άπό την κάννη του πιστολιού του καθώς πίεσε τή σκανδάλη- καί χτύπη σε τό τέρας μέ τό μπλε χρώ μα. Ακούστηκε ένα όξύ σφύ ριγμα καί ό αέρας γέμισε ά πό μιά μυρουδιά καμένου λά στιχου. Τό αχτάποδο με τά δαγκανάρια τινάχτηκε ψηλά σάν νάθελε νά όρμήσηι εναντί ον του ανθρώπου που πυροβο λούσε, ιάλλά ό ντέτεκτιβ πίεσε γιά δεύτερη; φορά τή σκανδά λη. Ή άκτΐνα τρύπηίσε, τούτη τή^ φορά τή φολιδωτή κοιλιά τού τέρατος που έπεσε ανά σκελα σφαδάζοιντας μ5 έναν επιθανάτιο ρόγχο. Ό Σέρίντσν γύρισε προς τό μέρος τού κοριτσιού. Ή Νάνσυ ιμέ τό πιστόλι στο- χέρι έστεκε χλωμή μέ βλέμμα πλημμυρισμένα άπό φρίκη. — Είναι άπαίσιο, Τζό!, ψιθύρισε. — Πραγματικά! συμφώνη σε αυτός. ΤΗταν ένας , μπλε σκόρπιός άπό έκείίί'νους πού α νακάλυψαν ρί, πρώτες εξερευνητ ικές. αποστολές στον Γανυμίδη. Μέ τή διαφορά πώς τού τος έδώι ήταν ένας γίγαντας τού είδους.. Ο'ΐ μπλε, σκόρπιοι τού ιΓανυμίίΙδη;, όπως τούς περιέγραψε στό βιβλίο πού έ γραψε πρ'ίν τρία χρόνια ό εξε ρευνητής Νανσένσκυ, έχουν τις αναλογίες; πού έχει ένα μυρμήγκι μπροστά σ3' έναν ^ε λέφαντα. Τό κάθε δαγκανάρι τους πρέπει νά έχη έναν τόννο φαρμάκι. Είναι - πραγματικός γίγαντας. *Έχιω την ιδέα πώς όλα τά ζωντανά πλάσματά ά3
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
αυτό τον πλανήτηι πάσχουν, λόγω της συστάσεως^ τής ^ ατ μόσφαιρας και τής αύξηίμέινης έλξεως, οΰττό ένα είδος γιγαν τισμού. — ^Ας γυρίσουμε στον «Πρωτέα» Τζσ, εΐττε το κορί τσι. Μονάχα ιμέσα στο δια στημόπλοιο θά είμαστε α σφαλείς. ΑιΠ Ρ ΟΣΔΟΚΗ ΤΟΣ
ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ συμφώ νησε. Αυτό ή ταν βέ 6 α ι α προτιμότ ε ρ ο. Έπέΐστρε ψ α ν στο σκάφος καί ό Σέρινταν με τή βοήθεια τής Νάνσυ άρ χισε να έπισκεοάζη τις βλά βες πού είχε ύποστή τό δια στημόπλοιο. Ευτυχώς δλα τα σκάφη ατού ταξιδεύουν στον διαπλανηίτικό χώρο έχουν στην αποθήκη τους ένα πλήθος α πό άντ/αλλίακτ ικά τών πολυπλάκων κα!ΐ λεπτών (μηχάνημά των τους για περιπτώσεις α νάγκης. ,Κ αΐ ό «Πρωτεύς», σαν καταδιωκτικό τής Διαπλανη,τική ς 3 Αστ υνομ,ίας, ήτ αν έφωδ ι ασρένος μέ δλα τά άπαραίτηΓ τα. — Σέ μ.ιά ώρα τό πολύ, εί πε ύστερα από λίγο ενώ βί δωνε κάποιο καινούργιο εξάρ τημα στο καντράν του ρομπότ - πιλότου ό Σέρινταν, θά τσξ>δεύουμε καί πάλι στο δτάΙστη^ μα. Ελπίζω πώς αυτή τή φο ρά δήν θά χάσουμε τήν πορεία μας καί θ5 ανακαλύψου με τό
9
κρηίσφύγετο που έχουν στον πλανήτη Όρφέα οι συμμορί τες πού σχεδιάζουν τήν έξόντωσί' τής Της. — θά προτιμούσα νά^γύρι ζα στον πλανήτη μας, είπε ή Νάνσυ. —ιΚαί ο καθηγητής Μπρόντ; θέλεις λοιπόν ν άφήσουμε αίχμάλώτο στά χέρια ^αυτής τής φοβερής σπείίΐρας τών κακαποιών τον διάσημο καθηγη τή; Σου εξήγησα ποιες κατα στροφές; άπειλοΰν τήν ανθρω πότητα, δον λυγίση: καί άποικαλύψηι τό μυστικό τών μονοκυτ τάρων, πού πολλαπλασιάζονται διά διχοτομήσεως (*) ό κ αθηγητ ή ς. Δεν έπ ιτρεπ ετ α ι λοιπόν για κανένα λόγο νά ά φήσουμε τήν αποστολή μας στη μέση. Ήταν σκυμμένοι κι* οί δυο καί κουβέντιαζαν, καθώς δού λευαν στά μηχανήματα πορεί ας του «Πρωτέα1» όταν ένας παγερός καγχασμός πού ερ χόταν πίσω άΐπό τή ράχη τους τούς έκανε νά γυρίσούν. "Ενας ψηλός άντρας μέ δυο φλογο βόλα πιστόλια ένα στο κάθε του χέρι στεκόταν πίσω τους κάΐ τούς σημάδευε. Τά μάτια του Σέρινταν τρεμόπαιξαν. — Χό! Χό! Τά περιστερά κια μου!, είπε ό άντρας. Σχε διάζετε λο-ιπόν ένα ταξίδι στον Όρφέα; Ωραία έμπνευσι μά τον θεό. "Ομως πολύ αμφι βάλλω άν τ’ αφεντικό έχει· διά(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος «Ντέτεκιτιβ τών Ουρανών», οπού περί γράφεται ή απαγωγή του καθηγητου Μπιρέντ άπο τιό πλάνητόπλοι.ο «τΡόαγιολ II».
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
θεσι νά δέχεται επισκέψεις, ίμια κι5 έχει φιλοξενούμενο τον Μπρέντ! Ό Σέρινταν έκανε μ ια κίνη σί νά πιάση, το πιστόλι του. — "Ησυχα, νεαρέ!/ γρυλλι σε ό άντρας. Νά ξερής πώς δέ λαθεύω πατέ^ στο σημάδι και πώς δέ λυπάμαι τά πυρο μαχ ικά μου. Λοιιπάν, άν σου αίρεση ή ζωή, φρόνιμα! Ψηλά τά χέρια, ψιλέ! — Έν τάξει κέρδισες, Χόρ νεϋ !, είπε: ό υτέτεκτ ιβ καί σή κωσε τά χέρια. — Χό! Χό!, γέλασε πάλι αυτός. ,Πνωρ·ι ζόΐμ αστ ε δλέποο ! — Ή δουλειά μου είναι νά γνωρίζω δλα τά καθάρματα που σου μοιάζουν. Χόρνεϋ !, απάντησε ήσυχα ό Σέρινταν. Τί'ίΐ ζητάς^ από μάς; Τά μάτια του ανθρώπου που κρατούσε τά φλογοβόλα πιστόλια γέμισαν σκιές. Τώρα θυμόταν που είχε: ξανσβη αυ τό τό πρόσωπο. Κάτω από την κάσκα τής άστροναυτ ιικής στολής δεν ήταν εύκολο νά ξεχωρίί'ση τά χαρακτηριστικά του. Τώιρα όμως που τον πρό σεξε τον αναγνώρισε. ^ — Γειά σου, μεγάλε ντέτεικτιβ!, έκανε κοροϊδευτικά. Μονάχα βουνό μέ βουνό δέ σμίγει! Είμαι πολύ ευτυχής που μου δίνεται ή ευκαιρία νά σέ περιποιηΐθώ. "Έχουμε πο> ληούς λογαριασμούς σι δυο μας, ΐΓύιρισε πρός τό κορίτσι πού έστεκε ακίνητο. — Κι" αυτή ή κούκλα πού έχεις μαιζί σου, Σέρινταν, σί γουρα θάναι τό κορίτσι σου. Μή μοΟ πής όχι. Έχω ακού
-*»
Τ
σει πώς σχεδιάζεις νά παν*· τρειυτής την Νάνου Έβιλ* γκτον. Λύτη είναι; — Ναι αυτή είναι!, άποκρί θηκε ξερά ό ντέτεκτιβ. — Σέ χαίρουμαι γιατί ξέ ρεις νά διαλέγης Σέρινταν. ΕΤισαι σπουδαίος! Μάς έφερες μιά ώράίια κοπέλα σ" αυτόν τον γκρίζο πλανήτη. Κάί', καθώς μιλούσε, έκανε ενα βήμα προς τό μέρος τής Νάνσυ. Τό κορίτσι άποτραβήχτηικε μέ αποτροπιασμό προς τά πίσω. Έκεΐνος γέλασε κι έρριξε τό ένα πιστόλι στην τσέπη του. "Απλωσε πάλι τό χέρι, του, αλλά δεν αποτελεί ωσε αυτή την κίνησι. "Αδιαφο ρώντας γιά την κάννη τού φλο γοβόλου που τον σημάδευε ό Σέρινταν ώρμηρε καί ή γρο θιά του βρόντησε άγρια στο στομάχι τού Χόρνεϋ. Ό κα κούργος βρυχήίθηκε σαν πλη,γω|μιένος ρινόκειρως καί τό πιστόλι πού κρατούσε κλώτσησε μέσα στη φούχτα του. Ή φλό γα όμως ταξίδεψε προς τό τα βάνι γιατί ό ντέτεκτιβ·, προβλέ ποντας αυτή την κίνησι, είχε φουχτιάσει τό ώπλισμένο χέρι καί τοσπρωξε προς τά πάνω. "Ακούστηκε μιά ^ βλαστήμια καί τό πιστόλι τής Νάνσυ ά στραψε στέλνοντας μ.ιά κίτρι νη άκτΐνα προς τό μέρος τού Χόρνεϋ που ετοιμαζόταν νά πυροβολήση· πάλι. Ή άκτΐνα έκαψε τά δάχτυλά του καί τό φλογοβόλα έπεισε στο πάτω μα. Ό κακούργος έβγαλε μιά κραυγή πόνου κι" έχωσε τό χέ ρι του στην άλλη τσέπη όπου υπήρχε τό δεύτερο πιστόλι. "Αλλά ό Σέρινταν τόν πρόφτα-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
11
είχαν άφησε ι μισάνοιχτη και άπό έκεΐ τρύπωσε ό Χόρνεϋ καί τούς αίφν ιδίασε. Μέ το ττιστόλι στο χήρι πήδησε έξω* "Επρεπε νά δε'βαιωθή αν ό κα κούργος δεν είχε άλλους ,μσζί! του1 δταν τούς έκανε αυτή την έπίσκεψι. Το βλέ|μμα του άρ-
Τό μυστηριώδες σ<στρόττλοιο μέ μια κατοττληκτιικίη ταχύτητα άρ χισε ν" άπομακρύνεταιι άττ* τον γικρ ί(ζο πλανήτη.
σε· "Εκανε δυο άγιρια πηδή ματα καί μέ την κόψη τής πα λάμης του τον χτύπησε στην καρωτίδα. Ό κακούργος βάγγησε καί γονάτισε. -----Πέρασε του τις χειροπέ δες, Νάνσυ !, διέταξε βραχνά ό ντέτεκ:τιιβ._Θά τον χρειασταυ με σέ λίίγο. -έρει πολλά πράγ ματα καί πρέπει, νά ιμιλήση! ^ Ή καπέλλα έκανε αυτό πού τής είπε, ενώ ό Σέρινταν έτρ'όξε προς την ανοιχτή πόρτα του δ ι αττλ ανητοπλόίου. Τήν
γά διέγραψε έρευνη,τικά ενα τόξο επισκοπώντας τά γύρω. ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΡΟΜΠΟΤ !
ΤΑ ΔΥΟ χρωματ ι σ τ ά φεγγάρια 6ρίσκονταν τώρα στο ζενίθ ικαί σέ λίγο θ’ άρ χιζαν νά κατη φορίζουν προς τή δύση τους. "Ολα τά πράγ ματα είχαν πάρει ένα πρασι-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ταπακτή των μηχανών. ^ νόχρυσο χρώμα. ιΚύτταξε γύ — Έν τάξει, Νάνσυ! Εί ρω. Απόλυτη, σιωπή έζωνε τό σαι τό: καλύτερο κορίτσι τού τοπίο. Και άμως ό Σέρινταν κόσμου! απάντησε χαμογε όταν βέβαιος πώς ό Χόρνεϋ λώντας. δέ μπορούσε νά βρίσκεται μό ’Κάτιι όμως κινήθηΐκε άπό τό νος σ’ αυτόν τον πλανήτη·. βάθος των γρανίίτινων ^λόφων Άλλα τίί νά γύρευε σ' αυτό τό καί οι βολβοί των ματιών τοΰ γεμάτο υγρασία καί μούχλα Σέρινταν στριφογύρισαν ανή άστρο, αυτό τό παληόμουτρο, συχα. Ή κοπέλλα έκανε μιά πού ανήκε σίγουρα στη συμφοβισμένη κ'ίίνησι. Πίσω άπό ιμορίΐα πού είχε αιχμαλώτισει τούς κώνους τοΰ γρανίτη φά τον καθηγητή Μπρέντ; Καθώς νηκαν νά σαλεύουν άργά προ τό 'βλέμμα του ερευνητικό: ε χωρώντας προς τό μέρος τους ξέταζε: μιέ προσοχή ολόκληρη τέσσερα χαλύβδινα^ τέρατα. την περιοχή πού έπεφτε στο Είχαν τό σχήμα του ανθρώπι όπτ ιικσ του πεδίο, τό μυαλό νου σώματος κάί στο κέντρο του έργαζόταν εντατικά προσ τοΰ σιδερένιου κρανίου τους παθώντας νά μαντέψη, νά λύ λαμπύριζε κι5 άστ,ραφτε σάν ση τό αίνιγμα πού τον άπαένα μεγάλο ρουμπίΐνι, ενα κόκ σχρλουισε. Ό Όρφέας έπρεπε νά είναι· πολύ μακρυά από ε κινο φως πού έμοιαζε /μέ παρά ξενο μάτι. δώ. Γ ιά ποιο λόγο ένας από Ή Νάνσυ τόν έπιασε άπ’ τούς πιο δυναμικούς συμμορί τες, τής ιΓής πού είχε απα τό μπράτσο. σχολήσει καί άλλοτε την Δισ— Πάμε νά φύγουμε, Τζό! πλανητική Αστυνομία, ήταν είπε. Ό «Πρωτεύς» είναι έτοι εγκατεστημένος σ5 αυτό τό α μος γιά ταξίδι. νεξερεύνητο άστρο; Τί ζητού Ό ντέτεκτίιβ κούνησε άρνησε έδώ ό Χάρνεϋ καί ποιά μυ τικά τό κεφάλι. στηριώδη αποστολή εκτελου— Αυτή τή φορά δχι-, άγάσε; πηΐ ιμου! Δεν φεύγω. Κρύβεται Σ5 αυτό τό αίνιγμα έπρεπε κάποιο μυστήριο· σ' αυτόν τόν πλανήτη καί πρέπε ι νά βρώ τή νά ύπτόρχη μιά άπάντησπ λύίσι του. Άπ’ την άπάντησι αυτή ό Σε Μέ στήλωμενο τό βλέμμα ρ ινταν θά έμπαινε ϊσως στά ΐχνη, τής, άγνωστης σπείρας προς τά ρομ'πότ πού πλησία πού σχεδίίαζε μέ τόσο άνατριζαν συνέχισε: χι αστικό τρόπο την έξόΐντωισι — Ό «Πρωτεύς»^ε?ναι έτοι των κατοίκων τής Γης. Ακού μος, Νάνσυ; Μπορεί σίγουρα σε (βήματα κάί γύρισε. Ή νά ταξιδέψη; Νάνσυ ερχόταν προς τό μέρος — Ναίι, Τζό% του. •— Κάνε αυτό που θά σου πώ Νάνσυ. ΕΤσαι μιά απ' τις -— Τον κανόνισα μιά χαρά, Τζά!, είπε ή κοπέλλα. Τον έικάλύτερες γυναίκες πιλότους. Πάρε τό σκάφος καί πήγαινε 6έσα χειροπόδαρα, τον φίμω στη Γη. Παράδωσε τόν Χόρσα καί τόν “κλ,είίΐδωσα στην κοο-
ί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΠΠΟΣ
νεϋ στόν έπιθεωρητή Χόβαιρτ και πες του τά καθέκαστα. "Οταν βρεθής Ψηλά πάρε το στίγμα του γνωστού αυτού πλανήτη· καί σημείωσε τον στον χάρτη. “Οταν φτάσης στη Γη, ικατατόίπισέ τους καί πες τους να στείίλιουν εδώ ένα καταδρομικό ιμέ εκατό καί} πε ρισσότερους άν μπορούν α στυνομικούς αστροναύτες ανι χνευτές. Θά τούς περιμένω. ’Ίσως χρειαστή νά δόσουμε σκληρές μάχιες. Ή κοπέλλα χαμόγέλασε. — Είσαι τρελλός, Τζό; — Γ ιατί, Νάνσυ; — Πώς μπόρεσες καίί σκέφτηκιες ότι είναι δυνατόν νά σ’ άφήΐσω /μόνο σ’ αυτόν τον άγριότοπο; "Όχι, αυτό δέ γίνε ται! ’Άν μείΐνης έίσύ θά μεί νω μαζί σου. ^ Ό ξερός μετάλλινος κρότος τών χαλύβδινων άνθίρώίπων πού πλησίαζαν τούς έκανε νά στα ματήσουν την κουβέντα. Σέ κάθε βήμα τους βροντοϋσαν οί σιδερένιοι αρμοί τών ποδιών τους, ενώ τά λαμπερά κόκκινα φωτάκια πού είχαν στο μέτω πο άναβόΙσβυναν νευρικά. — Δεν σου θυμίζουν τούς μονόφθαλμους κύκλωπες; είπε ό Σέρινταν. Λυτό τό κόκκινο φώς πού βγαίνει απ’ τό χα λύβδινο κίρανΐίΐο τους πρέπει νά είναι ένα ηλεκτρονικό μάτι. Έχω την ιδέα πώς^τά τερα τώδη) αύτά ρομτπότ είναι τηλε κατευθυνόμενα. Κάποιος διευ θύνει από μακρυά μέ ακτίνες την κάθε κίΐνηΐσί τους. Έχουν τεράστια δύνίσίμιι. Νομίζω πώς τό διαστημόπλοιό μας κινδυ νεύει άπ’ αυτά τά τέρατα. Με
τά ιμπράτσα πού διαθέτουν μπορούν νά τό καταστρέφουν. Πρέπει μιέ κάθε θυσία νά τούς άπομακρύνουμε απ’ τόν «Πρω* τέα», Νάνσυ. — Πώς; απόρησε ή κοπέλ λα. — Θά δοκ ιμάσουμε ν’ απο μακρυνθούμε εμείς. "Άν στραφούν πρός την κατεύθυνσί μας καί μάς κυνηγήσουν θά τρέξουιμε. Θά τούς παρασύρουμε έτσι μακρυά απ’ τό σκάφος. Είμαι βέβαιος πώς θά κατα φέρουμε νά τούς ξεφυγουμε. Αυτά τά ρομπότ, άν δεν πέ1· φτω έξω έχουν ιμιά τεράστια δύναμι. "Έχουν όμως κάί κά ποιο μειονέκτημα. Δεν μπο ρούν νά τρέξουν. Ό ρυθμός τού βαδίσματος τους παραμένει πάντα ό ίδιος. Βαρύς καί μετρημένος. Θά δοκιμάσουμε, Νάνσυ. Έλα μαζί μου. Την άρπαξε από τό χέρι κάί τρ έχοντας απομακρύνθη καν άπ’ τόν «ίΠρωτέα». Τά ρο μπότ ξαφνιασμένα άπ’ αυτό το άνείξή,γητο για τό μηχανι κό μυαλό τους φέρσιμο τών δύο ανθρώπων σταμάτησαν για μερικές στιγμές. Έμειναν ασάλευτα κάί (μονάχα τά σι δερένια κρανία τους τρίζοντας πήραν μια βόλτα έπάνω στα ελάσματα τού λαιμού τους. Γύρισαν καί τό φωτεινό μάτι στηλώιθηκε επίμονα πρός τό μέρος τού Σέρινταν καί τής Νάνσυ. Αυτό όμως δεν κράτη σε πολύ. Απότομα τά ρομπότ άλλαξαν κατεύθυνσί καί άρχι σαν νά παρακολουθούν τούς δύο νέους, πού ολοένα καί α πομακρύνονταν περισσότερο απ’ τόν «Πρωτέα».
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ X
— Κάτι κάναμε!, μουρμού ριισε ό ντέτεκτιδ. Γλυτώσαμε; τό τπλοΤο. Τώρα νά δούμε πώς θά γλυτώσουμε και τούς έαυ τούς μας. ΚΛΕΙΌΜΕΝΟΙ £Τ0 ΔΟΚΑΝΟ
ΤΟ Λ ΚΥΝΗ ΓΙ κράτησε κά μ'ποσην ώρα. "Έτρεχαν και είχαν αρχίσει νά κουράζον ται. Οι χαλύβδιινοι· άνθρωποι όμως προχωρούσαν τό ίδιο ξεκούραστα καί ρυθμικά κάνον τας έναν έικινευριστ ικο θόρυβο. Ό ^Τζόε κι" ή Νάνου είχαν ιμπιή τώρα σ* ένα σκοτεινό φα ράγγι καί λογάριαζαν πώς σέ λίγο θά κατάφερναν νά κρυ φτούν από τά κόκκινα ήλεκτρο νιικά μάτια τών ρομπότ. ? Ηταν ένας βαίθύς γκρεμός -—σίγου ρα, λογάριαζε ό Σέρινταν, ή αποξηραμένη/ κοιίτη κάποιου παληου ποταμού που διέσχι ζε τον πλανήτη) πριν άπό πολ^· λες χιλιάδες χρόνια. "Εκείνο ώς τόσο που τους έκανε έντύπα}σι ήταν ότι δεξιά :κ/Γ άριστε ρά στις όχθες κρέμονταν κάτι παράξενα δέντρα χωρίς φύλλα μΐέ κορμούς ικιαίί κλαδιά που εί χαν ένα μολυβί χρώμα. — ΠιερίΙεργα δέντρα!, είπε ή Νάνσυ καθώς έτρεχαν. Πρώ τη φορά (βλέπω δέντρα με κορ μούς καί κλαριά που μοιάζουν σάν πλοκάμια χταποδιού. "Από μαικρυά είδαν την έξο δο τοΰ φαραγγιού. "Από κεΐ λογάριαζαν νά βγουν. Τά ρο μπότ είχαν μέίνει πολύ πίσμ>.
Δεν υπήρχε αμφιβολία πώς, άν κατάφερναν νά φτάσουν στην έξοδο, θά ξέφευγαν όριστικά άπ"^τήν άκτΐνα του ήλεκτρονιικου τους ματιού καί θά μπορούσαν κατόίπι νά κινη θούν άνετα. — Νομίζω πώς τά βάσανά μας τελειώνουν, Νάνσυ!, είπε ό Σέρινταν. Τό κορίίτσι ρμως άπάντησε με μιά μικρή κραυγή.. — Κύτταξε έκεΐ,^Τζό!, εί πε Κι" έδειξε την έξοδο του γκρεμού. Ό ντέτεκτιβ κράτησε την αναπνοή του. Ή έξοδος αυτή δεν υπήρχε πια ή μάλλον δεν ήταν πιά ελεύθερη. Τέσσερα καινούργια ρομπότ ίδια κι" α παράλλαχτα μέ τά άλλα, άπ" τά όποια λογάριαζαν πώς εί χαν καταφέρει νά ξεφύγουν, έρχονταν άπό την έξοδο του φαραγγιού. — Την πάιθαμε!, γρύλλισε ό Σέρινταν. Μάς βάλανε στη μέση·! "Έμειναν ακίνητοι. λ Τώρα κάθε απόπειρα διαφυγής ήταν μάταιη. Είχαν πέσει ατό δό κανο. Ό δρόμος προς τή σω τηρία ήταν κλειστός. 7Ηταν σέ τραγική θέσι. Κι" άπό τις δυό μεριές του φαραγγιού άκούγονταν οι βαρειοί κρόκοι τ:ών σιδερένιων ποδιών τών τε ράτων που πλησίαζαν. — Δεν μας μένει παρά νά χρησιμοποιήσουμε τά πιστό λια μας με τις διαλυτικές α κτίνες! είπε ό ντέτείκτιβ. "Ελ πίζω πώς ή φοβερή θερμοκρσσίΐα που άνατττύσουν οι άκτΐνες θά λυώσηι τον· θώρακα τους καί! κιςπαστρέψη τρύς
/
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κτες τής τηλεικατ ειυθύνσε ω ς πού έχουν στο εσωτερικό τους. Τίί λες, Νάνου; — Θά δοκιμάσουμε, Τζό !, άπάντη(σε το κορίτσι κι’ έβγα λε τό πιστόλι. Δε θά καθησουμε βέβαια μέ σταυρωμένα χέρια νά μάς πιάσουν. ■'Περίιμεναν μέ τά πιστόλια στά χέρια. Έπρεπε ν5 αφήσουν τά ρομπότ" νά πλησιά σουν άρχετά σε τρό'πο που κά θε πυΐροβολισμός νιά εΐχε σί γουρο αποτέλεσμα. Τά μάτια του νπέτεικτκβ πετούσαν άστρα πές καί δλα τά νεύρα του βρί σκονταν σε τροιμερή ύπερδιέγείρσι. Τώρα ή άπόστασι με ταξύ των χάλυβσνθρώπων και των δύο παγιδευμένων νέων ήταν μικρή. — "Ετοιμη, Νάνου; είπε μέ σφιχτά δόντια ό Σέρινταν. Ε σύ θ’ άναλάβης τούς τέσσερις πρώτους. Έγώ τούς τέσσερις καινούργιους. Σημάδεψε ϊσα στο θώροκ-α. Κανένας πυροβο λισμός δεν πρέπει νά πάη χα μένος. — Μείνε ήσυχος, Τζό!, α πάντησε ψύχραιμα ή κοπέλλα πού τώρα μπροστά στον κίν δυνο πού τούς άπε(λούσε είχε ξ αν αβ ρή την αυτοκυρ ι αρχ ία της. Τό χέρι μου είναι σταθε ρό Τζό! ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΩΝ ΡΟΜΠΟΤ
ΠΗΡΑΝ θέσι μάχης. Είχαν γυρίσει ό έναςτή ράχη στον άλλο σέ τρόποπού νά έλεγ χονν ό καθένας τέσσερα ^ ρο μπότ. Σήκωσαν τά πιστόλια τους και σημάδεψαν. Και τό τε Ιγινε κάτι πρύ |κρνε τις
15
καρδιές των δύο νέων νά βρον τήσουν βίαια. Τά ρομπότ στα μάτησαν κι5 ακούστηκε ένας φριίκ,ιαστικός ήχος, κάτι σάν μιά προειδοποίησι θανάσιμου κινδύνου. Ό Σέρινταν ένοιωσε σάν ένα αόρατο χέρι νά φουχτιάζη από την κάννη, τό πι στόλι του καί νά τό τραβάη μέ μιαν απερίγραπτη δύναμι ζητώντας νά τού τό απόσπα ση. Ό ντέτεκτιβ έγειρε προς τά πίσω προσπαθώντας ν’ άντιδοάση. Μά τούτο ήταν κάτι πού ξ έφευγε από τά όρια τής ανθρώπινης άνποίχής. Τό πι στόλι των άκτίΐνων άποσπάσθηκε βίιαια απ’ τά χέρια του καί άρχισε νά ταΐξ)ιβεύη στον αέρα πηγαίνοντας προς τό μέ ρος των τεασάοων ρομπότ. Τό πρόσωπό του έγινε χλωμό κα θώς είδε τό απλό πού πριίν λί γα λείπτά ήταν στή^ φούχτα του νά βρονταη άπάνω στο θώρακα» ενός άπ5 τούς τέσσε ρις χαλυβ ανθρώπους κάί νά μένη έκεΐ ακίνητο. Έρριξε ·μ·ΐά ματιά προς τό μέρος τής Νάν ου καί ρίγησε. Τό κορίτσι έ βγαλε μιά κραυγή φρίκης. Καί τό πιστόλι τής Νάέσυ είχε α κολουθήσει τον ίδιο δρόμο πού είχε πάρει τό δικό·. του. Τό βλέμμα του πήρε μιά τράγειά έκφρσσι. Ό Σέρινταν κατάλα βε. Τά ρομπότ ήταν έφοδισσμένα μ5 ένια ισχυρό ηλεκτρο μαγνητ ιικο πεδίο πού τραβού σε κάθε σιδερένιο· αντικείμενο πρός τό μέιροα τους. Τώρα ήσαν άοπλοι. Καί ή τελευταία έλ-τίΐδα άντισ/τάσεως χανόταν. Χω|ρ;ίς πιστόλια ήταν ανίκανοι ν|ά αμυνθούν. Ό μαγνήτης των
ραμιτοτ τους είχε
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
λ— Προσέχτε τί θα σάς πώ!, ακούστηκε μια Φωνή. Οί δυο νέοι- άλληλοικυττάχτηικαν. Ό Σέρ ινταν άπλωσε τό χέρι του κι·1 αγκάλιασε την άρραβωνιαστ ιικιά του σαν να ήθελε νά την προστατέψη από έναν καινούργιο αόρατο κίνδυ νο. Ή Νάνσυ σφίχτηκε απάνω του. —3 Ακούστε τί θά σάς πω!, έπανέλαδε ή φωνή πού φαινό ταν νά έρχεται/ άπ3 την κόλασι·. Μιλάω σε σένα, Τζόε Σέ ρ ινταν, και σε σένα, Νάνσυ Έλβιγικτον. Μη δοκιιμάσετε νά κάνετε κουταμάδες. Κάθε άντίιστασι- σάς προειδοποιώ πώς εΐναίιι :μάταιη. Ακολουθήστε ή συχα καί πειθαρχικά τά ρο μπότ. Θά σάς οδηγήσουν σε μιένα. Κανείς δεν σάς προσκάλεσε έδώ. Μ ια διμως καί μπερ δευτήκατε στά πόδια μου θά μείνετε ύποχιρεωτ ιιΚά αίχμάλιωτοίΙ ιμου, δσο νά τελείωση ή μεγάλη αποστολή πού έχω άναλάβει. *Ηταιν φανερό πώς κάποιος μιλούσε άπό κάπου μαικρυά μπροστά άπό μ ικρόφωνο καιί πώς ή φωνή του μετεδίδετο ά πό τον δέκτη καιί πο.μπό κά ποιου άπό τούς χαλυβανθρώ πους πού εΐχαν σχηματίσει τώρα έναν κλοιό γύρω τους. Ή φωνή φαινόταν ψύχραιμη, αλ λά ό Σέρ ινταν δεν .μπορούσε νά γελαστή. Κάτω άπό τον ήσυχο τόνο της κρυβόταν μια φοβειρή άπειλή. — 3 Εν τάξει θά κάνουμε δ,τι μάς πής !, απάντησε ό ντέτεκτιδ. — Ωραία!, ακούστηκε πά λι ή φωνή. 3Ακολουθήστε τρύς
<
ανθρώπους ιμου! Τά ρομπότ κινήίθηικαν αργά καί τά 'κόκκ,ινα μάτια τους καρφώθηκαν στα πρόσωπα τώιν δύο νέων. Ό Σέρ ινταν, κρατώντας την Νάνσυ. έκανε μερικά άβέβαια βήματα. Τέσ σερα άίπ3 τά ρομπότ προχώ ρησαν μπροστά. 3 Ακολούθου ;■ σαν ό ντέτεικτί'β κι3 ή μνηστή του. Πίσω τους έρχονταν τά άλλα τέσσερα ^ρομπότ. "Υστε ρα άπό λΐίίγο είχαν βγή άπ3 τό φαράγγι καί βάδιζαν σέ ^ μια λασπώδη πεδιάδα. Ή λάσπη μύριζε: πετρέλαιο. .Κάπου εκεί κοντά ακούστη καν εκρήξεις. Τό αυτί του Σε ρ ινταν συνέλαβε αυτούς τούς ήχους καί κατάλαβε δτι έπρόκειτο γιά έκτάξευσι πυραύλων. 3Αναΐσήικωισε τό κεφάλι καί τό βλέμμα του έψαξε: τον ουρανό. Δεν είχε γελαστή. "Ενα σφαι ρικό αερόπλοιο παλαιού τύ που είχε άπογειωθή καί ταξί δευε σίτο διάστημα με κατεύθυνσι πιρός ένα πολύ κοντινό δορυφόρο. ^ — 3Εδώ φαίνεται/ δτι συμ βαίνουν πολλά περίεργα πρσγ ματα, Νάνσυ!, ψιθύρισε. Δεν είναι· άτπίθανον αυτός ό έρη μος πλανήτης νά είναι- τό μυ στικό αεροδρόμιο τής σπείίρας πού απειλεί τη Γη, 3Αφη|σαν την πεδιάδα καί μπήκαν σ3 ένα παράξενο δά σος. Τά δέντρα ήταν σταχτιά χωήίς φύλλα. "Ακολουθούσαν ένα στενό μονοπάτι. — 3Εδώ θά μπορούσαμε νά τούς ξεφύγουιμε, είπε, ή κοπέλλα κυττάζοντας γύρω της. Τά κλαριά καί οί κορμοί αυτών των δέντρων ό?ν βγούμε έξω ! 1 ι * '
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
άπό το μονοπάτι θά τούς ε μπόδιζαν νά κ ι νηθοΰν ελεύθε ρα. Τά ρομπότ είναι γιγοοντόσώμα. Έιμεΐς έχουμε: τό ένα τιρίτο του αναστήματος τους. Θά τρυπώσουμε ανάμεσα στά δέντρα καί δεν θιά (μπορέσουν νά ιμάς κυνηγήσουν. Ό ντέτεκτιιβ κούνησε σκε φτικός το κεφάλι. -—· Αέν νομίζω πώς θά κα ταφέρουμε τίποτα, είπε. — Θά δοκιμάσω*, Τζό>. Πρέ πει νά γυρίσουμε στον «Πρωτέα». 'Κάτι θέλησε νά της π ή ό Σέρινταν άλλα δεν πρόφτασε.' Ή Νάνσυ- απομακρύνθηκε ;μ’ ένα πήδημα απ’ το μονοπάτι καί τρύπωσε ανάμεσα στά σταχτιά δέντρα. —"Έλα, Τζό!, τοΟ φώνοοξε. Έλα! Ό Σέρινταν ένοιωσε την καρδιά του νά βροντάη άγρια. Είδε τά ρο·μιπάτ νά στέκουν σαστισμένα καί ν’ ανοιγοκλεί νουν το ηλεκτρονικό ιμάτι τους. Τούτο —όπως κατάλαβε— ή ταν ένα σημάδι αβάσταχτου θυμού καί ήξερε πώς δεν έπρε πε νά διστάση. 7 Ηταν βέβαιος πώς ή Νάνσυ έκανε μια τρελ λά. ’Αλλά δεν μπορούσε τώρα νά την άφήιση μόνημ "Ωριμησε προς τά δέντρα. Ένα άιπό τά ρομπότ όμως, μπήκε μπροστά του καί του1 έκλεισε τό δρόμο. Τά μάτια του ντέτεικτιβ λάμψανε έπιικ',ίνδυνα. Κανείς δεν θά μπορούσε νά τον σταματή|ση. Αδιαφορώντας γιά τις άναρθρες κραυγές που άρχι σαν νά βγάζουν ο η χαλυβάνθροοποι καθώς ώρ μούσαν απά νω του, ιμιέ ίμιαν απότομη καί
π
γρήγορη κ'ίνηΐσι, κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα, στο κρανίο του ρομπότ πού του1 έκλεινε τό δρόμο. Ή γροθιά του σημάδε ψε τό ηλεκτρονικό- κόκκινο μά τι. Τό χτύπημα ήταν άσυγκρά τητα άγριο. Τό κόίκκινο φώς έσβυσε καί τό ρομπότ σωριά στηκε σαν ένας σωρός από πάλιηοσ'ίΐδ&ρα. 4Ο Σέρινταν χα μογέλασε. Είχε^ βρή την αχίλ λειο πτέρνα των σιδερένιων αυτών τεράτων. Τό1 ηλεκτρονι κά μάτι ήταν εκείνο που τους έδειινε ζωή καί άκτάβλητη δύ νσμι. Αρασκελ ίζοντας τό άψυ χο σίδηρο τρύπωσε ^ανάμεσα στά δέντρα άναιζητώντας^μέ τό βλέμμα του τή Νάνσυ. "Α κούσε πίΐσω του τά ρομπότ νά τον κυνηγούν, μά αυτό τού ή ταν τώρα αδιάφορο. Έπρεπε νά προφτάση τή Νάνσυ. 1
ΤΡ ΕΧΟ Ν ΤΑΣ πέρασε άτό μιιά συστά δα δέντρων καί είδε την Νάνσυ ανάμεσα ατούς γκρίζους κορ_ , ΡΟ^ς νά τόν πε ριμένη. -εφώνισε χαρούμενα. Απότομα όμως κόπηκε ή ά-Λ V 5 Γ/' Λ ναπνοη του κι ενα χέρι με γαμψά νύχια του φσυχτιασε την καρδιά. Είδε τά γκρίζα κλαδιά του δέντρου κοντά στο οποίο βρισκόταν τό κορίτσι καί τόν πφίμενε ινά κινούνται ύπουλα! σάν ζωντανά πλοκάμια ενός χταποδιού καί νά κλείνουν γύρω απ’ τό κορμί της.
"Ακούσε μιά κρσυγή φρί κης. Ή Νάνσυ πιασμένη. σ’ αυτό τό παράξενο δόκανο κραύγαζε ένώ πάλευε άπεγνω σμένοο νά ξεφύγη άπ’ την θα νάσιμη παρίίπτυξί'. "Οπως τά σταχτιά κλαδιά όλοένα καί τυ λί'γονταιν πιο πολύ γύρω της κιαίΐ τής έσφιγγαν τό κορμί, ένα παγωμένο χέρι σύρθηκε στη ραχοκοκκαλιά του. Είχε ακούσει γιιά μερικά άνθρωποφάγα δέντρα πού ζούσαν ρου φώντας αίμα ζωντανών πλα σμάτων αλλά δεν είχε πιστέ ψει- ποτέ αυτές τις ιστορίες. Νόμιζε πώς ήταν δημιουργή ματα τής φαντασίίας των α στροναυτών πού μετείχαν στίς πρώτες έξερευνητικες αποστο λές ταυ διαστήματος. Νά ό μως που τώρα έβλεπε^μέ τα ίδια του τά ιμάτιια αυτό πού ως τώρα θεωρούσε άπίΐστευτο. Τά χαρακτηριστικά του είχαν άλλοιωθή. Κύτταζε σαν άποσβολω μένος τό άνατριχιαστα κό θέαμά, ανίκανος νά σαλέ4|η. ’ Τούτο όμως δεν κράτησε περισσότερο από ένα δευτερό λεπτα. Κατανοώντας κάθε δι άταγμά ώρμησε προς τό μέφ-ςί του κοριτσιού. ·? Είδε κιλαίδιά ^καί κο-ρμούς ^ύρω του νά κινούνται απειλη τικά ζητώντας νά τον άρπάξουν σάν ζωντανά φίδια. Έ βγαλε τό άστροναντ ιικό του μαχαίρι καί χτυπώντας δεξιά κΓ^άριστερά άνοιξε δρόμο. Ή κοφτερή λεπίδα 4 τειαγμένη α πό ατομικό άτσαλη ένισχυμέ νο μέ ισχυρή ραδιενέργεια^κομ μάτιαζε τά γκρίζα^ πλοκάμια τών δένηρων πού είχαν ^έκεΐνο τό παράξενο ιμολυβΐ χρώμα. — Βοήθεια Τζό! Φώναξε μέ φωνή πού την έσβηνες άτό άγων ία τό κορίτσι. Βοήθεια
0
Σέρινταν μέσα στο σκάφαν&ρο ένοιωσε ξαφνικά πολύ άσχημα.
πνίίγουμαι! ;— Κουράγιο Νάνου! άπ-οκρίιθηκε φωνάζοντας κι* ό ντέτεκτιβ. *Ερχομαι Νάνσυ! Με δυο πηδήματα βρέθηκε κοντά της. Μια άποκρουστική μυρουδιά χτύπησε τή μύτη του. Τά σαρκοβόρα δέντρα άνέδιδοίν αυτή την άηβι αστική μυρουδιά. ? Ηταν ένα έΐδοζ 6πνωτικού αερίου που άινέδιδαν τά γκρίζα κλαδιά γιά ν’ άναισθη,τησουν τό θύμα τους, νά τό κάνουν άνίΐκανο ν’ αντίδρα ση. Ό Σέρινταν φοβήθηκε πώς είχε φτάσει αργά. "Εβλε πε κι’ όλας τή Νάνσυ νά γέρνη τό κεφάλι στο στήθος βά ρε ιιά, άπάδειξΐ) πώς έχανε τις αισθήσεις της. Άνέίπνευσε καί τό αέριο πού μπήκε στο στή θος του τού έφείρνε άηδία. Μέ χέρια που τρέμανε φόρεσε την περικεφαλαία τού σικαίφ'άνδρου του πού ήταν κρίεμασμένη στη ζώνη του κάί πάτησε τό κου μπί τής συσκευής τού οξυγό νου.^ Πήρε μια βαθειά ανα πνοή. Τά ττνε|μόνια του ρούφηξαν άγόίρταγα τό οξυγόνο. Συ νήλθε, Μέ τό ραδιενεργό μα χαίρι στο χέρι· κινήθηκε γορ γά. Ή λεπίδα έπεφτε άγρια καί άσυγικράτητα κομμ-ατ ιάζοντ ας καί κερ αυνοβολών τας τούς γκρίζους πλοκάμους πού ιφατούσαν αιχμάλωτη την κοπέλλα. Τούτα τά πλοκάμια είχαν θίηλειές, δπως τά πλοκά μια τών χταποδιών. Κολλού σαν στο κορμί τού θύματος και (βύζαιναν λαίμαργα τό αί μα του. Ευτυχώς, όπως μπό ρεσε νά διαπιστώση ό Σέρινταν ή διαϊτλανηιτική φόρμα τής Νάνσυ δεν είχε αφήσει τά πλοκάμια νάρθουν σέ απευθεί ας επαφή ιμέ τό σώμα της.
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Μονάχα μερικά κόκκινα σημάδια υπήρχαν στο γυμνό ίμερος του λαιμού τηις. ΣΤΟ ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΟΥ
^Αρπαξε τό κορίτσι; στα χέ ρια του και τρέ χοντας; βγήκε άπ3 τό δάσος κι3 (έφτασε στο μονοΙπάτι. Ή Νάνίσυ άνέπνευ σε αργά. Μέσα στην άγρια άγωνία πού τον κατείχε στην προσπάθεια νά την σώση, εΐχε ξεχιάσει τά χαλύβδινα ρομπότ καί τώρα ξαφνικά τά ξανά βλεπε· απειλητικά νά έρχονται κοντά του καί νά τον κυκλώ νουν. Είδε τά κόκκινα ήλεκτρο νικά .μάτια τους νά τον κυττάζουν. Του ήταν όμως αδιά φορο. Εκείνο ττου είχε τούτη τη στιγμή σημασία γι»’ αυτόν ήταν (μονάχα τό πώς ή Νάνου άνέπνεε. Μαικρυά άπ5 τις δηλητηριώδεις άναθυμιιάσεις των σαρκοβόρων δέντρων τό κορί>τσίι ξσναβρήκε σιγά - σιγά τις αισθήσεις του. Την βοήθησε νά σταθή όρθια. Τον κύτταξε όταν άνοκξε τά μάτια μ3 ένα βλέμμα γεμάτο- ευγνωμοσύνη. 3 Εκιεΐνος έβγαλε τήιν περικιεφαλαίΙα του. Δεν χρειαζόταν πια. — 'Νορισα πώς δεν θά σέ ξανάβλεπα Τζό! ψιθύρισε ή Νάνισυ κα!ί ρίχτηκε οπήν αγκα λιά του. ?Ηταν ψοβερόι. — "Έκανες (μιά κουταμάρα Νάνου που μπορούσε νά σου στοκχ ίση τή ζωή. ;Πώς αισθά νεσαι τώρα;
—■ Εϋμοοιι καλύτερα, Τζό. "Ακούστηκε ένα βραχνό γέ λιο. 9 Ηταν ένας καγχασμός πού ερχόταν από πολύ μακρυσ. .Κάποιος άρχισε νά μιλάη· καί ή φωνή του μεταδιδό ταν άπ3 τον πομπό πού είχε στο χαλύβδινο στήθος του ένα άπ3 τά ρομπότ. — Σέ είχα προειδοποιήσει Σέρινταν! ειΐπε ή φωνή. Οί εξυπνάδες δεν έχουν πέραση σ3 αυτόν τον πλανήτη ! · Ακο λουθήστε τούς; ανθρώπους μου καί μην άφήίσης τό κορίτσι σου νά κάνη, ηλιθιότητες! Τά ρομπότ κινήθηκαν άρ γά. Ό ντέτεκτιβ καί τό κορί τσι μέσα στον σιδερένιο κλοιό πού σχηματίστηκε γύρω τους άρχισαν πάλι νά προχωρούν. Ό Σέρινταν, καθώς βάδιζαν, κύτταζε γύρω του προσπαθών τας νά κράτηση, στο μυαλό του μερικά χαρακτηριστικά σημάδια πού θά του έπέτρε^παν νά ξαναβρή αργότερα τό δρόμο τής επιστροφής. Γιατί τούτος ό άσσος τής Δ ισπλα νητικής Αστυνομίας δεν είχε κορμιά διάθεσι νά παρσμείίνη αιχμάλωτος. Τό σχέδιό του ή ταν νά φτάιση μέχρι- τό στρα τηγείο τής συμμορίας. 3Ήθελε^νά γνωιρίίιση τον σατανικό νου πού είχε πραγματοποιή σει/ την τολμηρή απαγωγή του καθηγητή Μπρέντ, νά κουιβεντιάση' μαζί, του, νά τον ψαρέψη -με τρόπο καί νά μάιθή τούς σκοπούς του. "Υστερα θά εύρ ίσκιε έναν τρόπο νά ξεφύγη. Τά εφτά ρομ^πότ—τό όγδοο είχε μέταβληθή σ3 ένα σωρό από παληοαίδερα κι3 είχε παραμέίνει στο μονοπάτι του δά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σους υστέρα από τό χτύπημα πού τού κατάφερε στο ηλε κτρονικοί του μάτι ό ντέτεκτιβ — έχοντας άναμεσά τους τους δυο αιχμαλώτους κατη φόριζαν σέ βαθειές χαράδρες, περνούσαν άπό έλικοειδεΤς α τραπούς, ανέβηκαν άτότομες πλαγιές καί βγήκαν σ’ ένα πλάτωμα. Σέ τούτο τό πλά τωμα ξανάδαν πάλιι τά μπλε μεγάλα καβούρι α. "Ύψωναν άπειλητικά τά δαγκανάρια τους καί σέρνονταν δεξιά κι5 αρι στερά. ?Ηταν περισσότερα α πό εκατό. "Η κύπελλα ανατρί χιασε. — 1 Παράξενους κατοίκους έχει- αυτός ό πλανήτης ^ Τζό, είπε ή Νάνισυ καί σφίχτηκε πιο πολύ απάνω1 στον ντέτεκτιβ. "Αν ;μάς επιτεθούν είμα στε χαμένοι. Ό Σέρινταν γέλασε. — "Οσο είναι, αυτοί οί χαλυβάνΐθ|ρωιποι μαζί μας δεν έ χουμε φόβο, απάντησε. Φαίνε ται ότι τά δηλητηριώδη αυτά οκτάτοδα έχουν πικρή πεΐρα άπ3 τά ρομπότ. Κάποτε θά δο κίίμασαν νά επιτεθούν εναντίον τους οίλλά τά δαγκανάρια τους σπάσανε καθώς πήγαν νά δαγκώσουν τό σίδερο. Κύτταξέ τα πώς φεύγουν. Πραγματικά τά μπλέ κα βούρια - σικορπιοί ,μόλις κατά λαβαν ποιο'ιί ήταν εκείνοι πού περινούσαν άπό τό πλάτωμα άρχισαν νά παραμερίζουν α φήνοντας ελεύθερο τό δρόμο. "Ετρεχαν φοβισμένα καί χά νονταν σέ κάτι σκοτεινές τρύ πες πού υπήρχαν στούς γύρω γρανίτινους βράχους· Οί τρύ
21
πες αυτές ήταν σίγουρα οί φωληές τους. — Πραγματικά δείχνουν νά φοβούνται τά ρομπότ!. είπε ή Νάνισυ. Τώρα άφησαν πίσω τους τό πλάτωμα καί άνηφόρ ισαν προς την κιατεύθυνσι ενός γρα νίτινου λόφου. "Οταν φτάσανε στην κορυφή, άρχισαν πάλι νά κατεβαίνουν. — ΠρόΙσεξες κάτι Τζό; ρώ τησε ή Νάνισυ. — Τίι νά προσέξω; — Μέχρι τή στιγμή δέν εϊ5 σμε πουθενά νερό. Β αδ ίζουμ ε σχεδόν μιά ήρα καί δέν είδαμε •κανένα πστάμ,ι ή καμμιά λί. μνη, Πώς ζοΰν έδώ χωρίς νερό; — Ή άτμόίσφαιρα καί τά σύννεφα πού τυλίγουν αυτόν τον πλανήτη,, απάντησε ό ντέτεκτιβ, δείχνουν πώς πρέπει νά πέφτουν ταχτικά βροχές ε δώ. Δέν είναι απίθανο λοιπόν νά υπάρχουν υπόγεια ποτάμια κάί λίίμνες. "Ισως τά συναν τήσου,μιε αργότερα. ;Βάδισαν κάμποσην ώρα α κόμα καί περνώντας άπό μιά χαράδρα είδαν κάποιον άπό μακρυά νά πηγαινοέρχεται κρατώντας στά χέρια ένα μα κρύ όπλο. "Εμοιαζε μέ φρου ρό. -— Φορέστε τις περικεφα λαίες των σκαφάνδοων σας! ακούστηκε νά λέη πάλι ή γνω στή φωνή:. Μπαίνετε σέ μιά περιοχή οπού ή ατμόσφαιρα εΐναι γεμάτηι μονο'ξείδιο του άνθρακας. Βάλτε σέ λειτουρ γία τίς συσκευές οξυγόνου·. Σέ σένα μιλάω ΣέρινΤαν καί σ| σένα Νάνον "Εβιλγκτρν.
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ακολουθήστε τϊς οδηγίες μου. Τά ρομπότ καντοστάθηκαν. Ό ινττέτ8Κ!τΐ|β κι5 ή κοπέλλα φό ρεσαν τις αστό πλαστ ική ύλη διαφανείς περικεφαλαίες τους. Τά ρομπότ ήταν φιοανίε,ρο ^ πώς δεν ένοιωθαν καμμιάν^ ένόχλησιι από την άλλογη τής ατμό σφαιρας. Δεν άνέπνεαν. "Αρ χισαν ττάλιι νά προχωρούν. Τώρα πρόσεξαν^πώς^ κι5 εκεί νος πού είχαν 5ή άττό μακρύά ιμέ τό άπλο στο χέρι φορούσε σκάφανδρο μέ άναπνευστ ική συσκευή. "Οταν έφτασαν κοντά του ξεχώρισαν μέσα από την δια φανή περικεφαλαία του, ένα άσκημο μούτρο· πολτούς κύτταζε καί χαμογελούσε κοροϊ δευτικά. Σίγουρα ήξερε ποιοι ήταν. Δεν υπήρχε κορμιά άρ; φκβολίΐα πώς κιί3 αυτός ήτανυμέ λος τής συμμορίας που είχε έγκατασταθή στον γκρίζον αυ τόν πλανήτη. Παραμέρισε να περάσουν και τούς έδειξε τό στόμ,ιο ενός πηγαδιού. "Έρρι ξέ μιΐά ματιά οπό πηγάδι ό Τζόε Σέρινταν καί μιά αστρα πή πέρασε από τ'ις κόρες των ματιών του. Έϋπ] τέλους βρι σκόταν πολύ κοντά σ'5 εκείνον πού απειλούσε μέ μιάν άιναιτρι χιαστική καταστροφή τη Γή! Ένα απ’ τά ρομπότ προ χώμησιε πρώτο σάν όδιηγός. Ό ντέτεκτί'β καί ή κοπέλλα ακο λούθησαν. ιΓΓίισω έρχόΐνταν τά άλλα ρομπότ. "Αρχισαν νά κα τεβαιίνουν μ,ιιά στενή ορθή γρα νίτινη σκάλα. Στο τέρμα τής σκάλας υπήρχε ενα στρογγυ λό δωμάτιο άπ’ όπου έβγαι ναν ποοράξενις αόρατες φ<τι-
νοβολίίεις. Δεν τϊς είδε αλλά ένοιωσε την παρουσία τους ό ντέτεκτιίβ από τις δονήσεις τών κεραιών του ραντάρ του σκάφανδρου του. .Είχε την αΐσθησι πώς οί ακτίνες αυτές ανασκάλευαν τό μοαίλόι του προσπαθώντας νά διαβάσουν τη σκέψι του. Κράτησε γερά τό^ χέρι τής ^Νάνσυ. Τό χέρι τού κοριτσιού έτρεμε: ελαφρά κάθώς δεχόταν την ακτινοβο λία. — Αισθάνομαι νά λυγάνε τά πόδια μου Τζό! ψιθύρισε. — Μή χιάνη,ις τό θάρρος σου! απάντησε ό ντέ^ακτιβ. Μέσα στο στρογγυλό δωμά τιο υπήρχαν πολλές πόρτες. Όιδηγούμενοι άπ5 τό ρομπότ πού προπορευόταν πέρασαν σέ μιά άπ5 αυτές τις πόρτες και βρέθηκαν σ5 ένα θολωτό διάδρομο. "Ενας βόμβος, κάτι πού έμο-ιαζε μέ τον θόρυβο πού κάνουν όταν δουλεύουν μαζί πολλά μοτέρ, έφτασε στ5 αυτιά τους. Δεν υπήρχε αμφι βολία πώς βρίσκονταν σ’ έ να υπόγειο εργοστάσιο. Ό διάδρομος φωτιζόταν άιπό αό ρατα ηλεκτρικά τόξα πού εξ έ πεμπαν ένα γαλακτώδες φώς. Διέσχισαν τον διάδρομο καί πέρασαν σε μιά μεγάλη αί θουσα πού ήταν απλά έπιπλω μίένη μέ μεταλλικά έπιπλα. Ή αίθουσα αυτή έμοααζε μέ γρα φείο καί επιστημονικό εργα στήριο μαζίι. Δοκιμαστικοί σω λήνεε βρίσκονταν·1 έδώ κι5 έ~ κεΐ. Γυάλινα δοχεία μέ πολυ χρωμία ύγρά, βιίβλία καί μερι κά παράξενα εργαλεία μετοήσεως υπήρχαν επάνω σ5 ένα
μεγάλο τραπέζι, "Ακόυσαν
ί°
ΥΠΕΡΑΝΟΡΟΠΟΣ
ναν ξερό κρότο. Ή πόρτα έ κλεισε πίσω τους. Τά ρομπότ ττού τους συνώδευαν εΐχαν ε ξαφ αν στ ή. Ό βόμβας^ των κινιητήιρων εξακολουθούσε να φτάνη, στ5 αυτιά τους. Κύτταξαν γύρω τους χωρίς να μι λούν. Δεν υπήρχε κάνεις άλ λος σ’ οαυτό τό δωμάτιο. "Ο μως είχαν την οίσθησι πώς κάποιο αόρατο μάτι παρακο λουθούσε κάθε κ|ίΐνη|σί τους. ΟΙ ΚΑΒΟΥΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
—ΤΩΡΑ μπο ρεΤτε να βγάλε τε τά σκάφαν δρά σας! άκου στηικε μιιά φω νή. Τό διαμέρι σμα τροφοδο τείται· με οξυ γόνο και μπορείτε να άναπνεύ σετε ελεύθερα. Γύρισαν προς τό μέρος άτό όπου ερχόταν ή φωνή- "Ενα με ρος του τοίχου εΐχε υποχωρή σει καί στο άνοιγμα αυτό έ στεκε ένας άνθρωπος. Είχε -*ά χέρια σταυρωμένα στο στήθος καΐ]^ τούς κύτταζε καί χαμογε λούσε. Τα ι μ άτια του Τζάε Σε ρ ιντ αν στ,ρογγύλεψαν άπό έκτηληξι. — Ό Γουώρτλεϋ! ψιθυρι-' σε. — Ό ίδιος Σερ ιντ αν! έκα νε εκείνος καγχάζοντας. Φυσι κά δεν περίμενες νά με συνάν τησης εδώ. — Μά τό Θεό νομύζω πώς όνειιρεύουμαι!, είπε ό ντέτεκτιβ. Πώς είναι δυνατόν; "Ο·; λρι1 έκ§ΐ κάτω στη Γή νομίζουν
23
πώς έχεις πεθαίνει. Τό διαστη μόπλοιο «Άκτ’ίς» ιμέ τό όποΐο ταξίδευες γιιά τη Σελήνη εΐχε πάψει νά άπαντά στις κλήσεις κάί τότε είχαν γράψει οι εφη μερίδες πώς χάθηκες στο διά στημα μαζί μέ τούς άλλους. —Αυτό εΐχε γίνει τότε ποιΐν πέντε χρόνια, άίτάντηισε ό Γαυ ώρ^λεύλκαί πιροχώρησε. Έγώ ό ίδιος άφησα .νά πιστευτή πώς χάθηκα μαζί μέ τό διαστημάπλοιο. Στην πράγματικό τητα όμως τά πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ήρθα κι’ εγκαταστάθηκα εδώ σ’ αυτόν τον άγνωιστο γιά τους αστρο ναύτες τής Γής πλανήτη γιά νά προετοιμάσω μέ την ησυ χία μου την έκίδΐίκηισί μου. Τό βλέμμα του ελαμπ* πα ράξενα πίσω άπό τούς χον τρούς μυωπικούς φακούς τών γυάλιών πού φορούσε. Ήταν σά να μιλούσε ένας τρελλός. Προχώρησε ιμέ αργό βήμα καί κάθησε σ’ ένα κάθισμα. ’Έδειξε στον ντέτεκτιδ καί στην κοπέλλα δυο άλλα καθιάματα. Ό Τζόε κι’ ή Νάνσυ κάθηισαν. — Θέλεις νά σου υπενθυμί σω την ιστορία Σήρινταν; εΐπε. Ό ντ έτ εκτ 16 ένευσε άρνη τ ι κά. — ^ΕΤναιι περιττό Γουώρτλεϋ είπε, -ήοω τί θά μου πής. Πρέπει 6μως νά σου ύπενθυμίσω ότι ή Κοινοπολιτεία σέ έχει καταδικάσει σέ θάνατο γιά τις ληστείες τών χρήματα ποστολών πού εΐχες όργανώσει. Ήταν νά ψη)θής στην η λεκτρική καρέκλα άλλά την τελευταίΐα στιγμή τό Συμβού λιά, ΰατ§-ρ<χ άπτρ αίτησι τών
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
συνηγόρων σου, ρετηρίοοσε την ποινή σου καί την έκανε ισό βια κατ αναγκαστικά έργα. Σ' έστειλαν τότε μαζί μιέ άλλους καταδίκους στη Σ ελήνη να δουλέψετε στα ορυχεία ούρανίοο. Μέσα στο «Άκτίς» αν δεν γελιέμαι ήταν περισσότε ροι από πενήντα κατάδικοι. Τί έγιναν τό πλήρωμα τοΰ δι<αστηΐμαπλσίου καΐΐ οί φύλακες πού τούς συνώδευαν Γουώιρτλεϋ; Έκεΐνιος άνασήικωσε τους ωμούς. — "Οσοι δείχτηκαν νορθούν μέ τό μέρος ιμας έζησαν. "Ο σοι άρνήίθΐηικσν έξειτελέσθηισαν. Τούς σκοτώσαμε. Κυριέψαμε τό διαστημόπλοιο κα) αλλά ξαμε πορέία. 3Αντί να πάμε στη Σελήνη ήρθαμε εδώ. Τού τος ό πλανήτης πού βρέθηκε τυχαΐα στο δρόμο μας ήταν εντελώς ανεξερεύνητος και ά γνωστος στη Γη. Βρίσκεται έξω άΐπό την γραμμή που άκο λουθούν τά δια'πιλανητιικά σκά φη, καί αυτό όπως καταλαβαί νεις ήταν για σάς μ'·ά μεγάλη τύχη. ΚΓ ακόμα μεγαλείτερη τύχη υπήρξε τό· δ,τι πέσαμε σ5 έναν κατοιικηΐμένο πλανήτη. Τά ιμάτια τού ντέτεκτιβ κι νήθηκαν ξαφνιασμένα μέσα στις κόγχες τους. — Είναι κατοιικη μένος αυ τός ό πλανήτης; ρώτησε. — Ναι1! έκανε θριαμβευτι κά αυτός. "Ενας πλανήτης μέ πολιτισμό δεκαπέντε χιλιάδων ετών. λ—- Υπάρχουν άνθρωποι ε δώ; ,ρώτησε δ'ί(σπιστα ό Σέριντ»
ι
Ό Γουώρτλεϋ κούνηίσε τό κεφάλιι. — Δηλαδή άνθρωποι όπως τους εννοούμε εμείς υπό την γεωιμορΦιική έννοια όχι. Πλάσματα όμως (μέ εγκέφαλο καί αισθήσεις ναΐ Οι «άνθρωποι» στον πλανήτη αυτόν μοιάζουν πολύ μιέ τά καβούρια που συ ναντούμε στη Γή. — Τά ιμπλέ καβούρια! έ κανε ξαφνιασμένη ή Νάνίσυ. — Όχι· ακριβώς! είπε σο βαρά ό Γουώρτλεϋ. Τά μπλέ καβούρια που συναντήσατε στην επιφάνεια είναι ιμιά φυλή εντελώς ξεχωριστή. Στη Γή έχουμε διάφορες ράτσες άνθρώπων. Τους λευκούς, τούς κίτρινους, τους μαύρους. "Ετσι κΓ εδώ τά μπλέ καβούρια εΤναΐι άς πού)με οί νέγροι αυτού τού πλανήτη. Είναι· μια περιφρονημένη φυλή που εξαφανί ζεται μέ τό πέρασμα τοΰ χρό νου. Τά άσπρα καβούρια είναι ή κυρίαρχος ράτσα εδώ καί ζοΰν κάτω απ’ τό έδαφος. "Αλλοτε, ζούσαν σέ επιφάνεια άλλα μέ την πάροδο των αι ώνων ή κλΐ|ματολογιικές συνθή κες στην έπιφάνεια άλλαξαν καί σιγά - σιγά εγκαταστάθη καν σέ υπόγειες πόλεις. Οί πόλεις τής επιφάνειας έχουν μεταβλήθη σέ κονιορτό πριν άπό χιλιάδες χΙρόνια. Ό Σέρινίταν γέλασε. —Ωραίο παραμύθι Γουώρ τλεϋ μάς σερβίρεις !, είπε. "Ο σο ωραίες ιστορίες όμως κΓ άν ξέρης νά λες δέν θά τά καταφέρης νά γλυτώσης την ήλεκτριική καρέκίλα ή τον θάλςο μο των άγριων,
Εκείνος τσΟ έρριξε .·μιά λο ξή μ,αίτιά. — Αυτό ι,μήν τό λες!, απάν τησε και τό άλειμμα του πήρε ιμιά σατανική έκίφρασι. Στην Γη όλοι πιστεύουν πώς είμαι νεκρός. "Οταν τό πληροφορηθοιύν πώς ζώ θά είναι. αργά. Θά έχω έικπληιρώίσει τό έργο μου καί τά διαστημόπλοιά μου φορτωμένα μέ μαχητές ρομποη θά γεμίσουν τόγ ουρά νιό του πλανήτη που μέ κατέ διωξε. — "Όχι άδικα ,Γουώρτλεϋ! , είπε ψυιχιρά ό ντέτεκτ υβ. Είσουν ένας ληστής και αδίστα κτος φονηάς. Και πρίν λίγες στιγμές άικόίμα ό ίδιος παρα δέχτηκες πώς έσφαξες τό πλη ρωμα καί τους φυλακές τού «"Ακτίς». "Έπειτα οργάνωσες καί πρίαγιμστοιπο’ίήσες^τήιν α παγωγή τού Μπρέντ. αήρω τί σού χρειάζεται ό καθηγητής. "Αλλά ελπίζω πώς θά κιρατήση το μυστικό- του. — Είσαι ηλίθιος Τζόε! "Έ χεις πληροφοριηθή. πόσοι σο φοί καθηγητές έχουν έξαφανισθή, τά τελευταία χρόνια άττό τη Γη κι" άπ" τους άλλους πλανήτες που κατέχει ή Γήϊνη Κοινοπολιτεία; "Ένα αδιόρατο χαμόγελο κρεμάστηκε στά χείλη, τού Σέρινταν. Είχε παρασύρει τόν Γουώιρτλεϋ. Αυτό ήταν ακρι βώς που ήθελε νά ιμάιθη.^ "Έ κρυψε τό χαμόγελο «με μιά κίνησι τού κεφιαλιού. — "Όιχ^!, είπε. Αέν τούς μέτρησα. ~έρω όρως πώς σημειιώιθηκαν πολλές εξαφανίσεις τον τελευταίο καρό. —■ Θά στο πώ λοιπόν έγώ
γιά νά τό ξέίρης. "Έχουν έξαφανιιστή είκοσιοχτώ καθηγηται κι" ένας ό Μπ,ριέντ είκοσι εννέα. "Ολοι αυτοί λοιπόν έχουν α πεχθή από ανθρώπους μου καί μεταφέρθηκαν μέ διαστη μόπλοια τής Εταιρείας μας έ6ώ. — Τής Εταιρείας; τόν έκιο ψε κοροϊδευτικά 6 ντέτεικτί'β. Τής συμμορίας θά θέλης φυσι κά νά πής. Ό άλλος άνασήκωΙσε τους ώμους. — Οι λέξεις δέν έχουν καμμ,ιιά σημασία!, είπε. "Εκείνο που πρέπει νά ξέρης είναι δτι καί οί είκοσιοχτώ καθηγηται δουλεύουν τώ,ρα γιά λογαρια σμό» μου. Κι" ό Μπρέντ θέλον τας καί μη τό ίδιο θά κάνη, σέ λίγο. Αυτό τό δωμάτιο είναι ένα από τά είκοσιοχτώ εργα στήρια των σοφών που έφερα από τη Τη. Μέ τη βοήθεια των πλασμάτων — δηλαδή των άσπρων καβουριιών αυτού τού πλανήτη οί επιστήμονες πού έφερα τέλειοποιί(η|σαν πολλές εφευρέσεις. Τά άσπρα καβού ρια κατασκεύαζαν ώς τώρα ρομπότ κατ" εικόνα καί όμόίωισίν τους. Τώ,ρα μέ βάσ ι τά δικά μου σχέδια κατασκευάζοιυν ανθρωπόμορφα ρομπότ. Είδατε τους γρανίτινους κώ νους στην επιφάνεια; Κανείς δέν μπορεί νά φαντασθή δτι πρόκειται γιά έργο κατασκευ ασμένο άπό λογικά όντα. Καί διμως μέσα άπό. τους κώνους αυτούς περνούν τεράστιος σω λήνες μέ σοσσωρευτάς τής η λιακής ,ένεργείίιας. 4 Ολα σ" αυ τές τις υπόγειες^ πόλεις των άσπρων καβουριών —χρησ κμο
26
ικανοπο ιησω τ ηπ ερ ιρργε ι α σας, εΐπε. Θά σάς δείξω εναν από τούς μονίμους κατοίκους του πλανήτη αυτού... Ή Νάνσυ άνατρίγιασε. Τά λόγιο του ήταν μιά ποοειδοποίήσι. Αέν επ,ράκειτο νά βγουν ζωντανοί άπ' αυτή την κόλαΐσι. Ό Σέρινταν τον κύττ αξε κοροϊδευτ ικά. — Θά σού πώ ενα μυστικό Γουώιρτλεϋ I, εΐπε. Μου αρέ σει ή ζωή καί δεν σκέφτουμαι ν’ άφήσω τά κόκΐκαλά μου σ’ αυτό τό άστρο δπου κατοικο εδρεύει ή συμρορίΐα σου. Ε κτός απ' αυτό όμως έχω ω ραία σχέδια γιά τό μέλλον. Τό ένα είναι νά γυρίσω όσο^γίνε ται πιο σύντομα στη Γή νά παντρευτώ την δεσποινίδα που μέ συνοδεύει. Τό άλλο εί ναι νά περάσω ενα ωραίο βρα χιόλι άπό νίκελ στα χέρια σου καί νά σέ πσραδώισω στόν Χό βαρτ. — Λυπάμαι πολύ! άποκρίιθηκε παγερά εκείνος. Μα πρέπει νά σάς σκοτώσω καί © ΚΑΒΟΥΡΑΣ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ ! τους δύο. Κανείς δεν πρέπει νά μάθη στη Γή το προετοιμά Ο ΓΟΥΩΡζω εδώ πάνω. Λοιπόν στα μ σ ΤΑΕΎ; έμεινε τα νά κάνης σχέδια γιά τό γιά μιά στιγ μέλλον. μή αμίλητος. — Μή βάζεις στοίχημα γι * Ηταν σάν νά ατί μπορεί νά χάσης!, είπε σκεφτόπαν κά εύθυμα ό Σέρινταν. Σέ προει τι σοβαρό. "Υ δοποιώ γιά νά τό ξερής. στερα όμως άΌ Γουώ;ρτλεϋ δεν έδωσε άπιλωοε τό χέρι του καί πίεσε πάντησι. Γύρισε προς την πόρ ένα κουμπί πού βρισκόταν τα. Γύρισαν κΓ αυτοί καί κύτστόν τοΐχο·. ταξαν την πόρτα. Μιά μικρή - — Τΐ σημαίνει αυτό; ρώτη κραυγή, τρόμου καί έκπλήξεσε αδιάφορα ό ντέτεκτιβ. ως μαζί βγήκε όοπ' τό στόμα Εκείνος γέλασε. τής Νάνσυ. Τά μάτια τού Σέ— Θέλω πριν π εθάνετε νά ρινταν άνοιγόκΙλεισαν βιαστι-
ποιώ τό όνομα λ «καβούρια» γιαπί δεν ξέρω πώς μπορώ νά ονομάσω αυτά τά παράξενα πλάσματα πού είναι γι' αυτόν τον πλανήπηι δ,τι· είναι οί άν6}ροοιποι γιά τή Γή— φωτίζον ται καί έργάζονται με ενέρ γεια πού βγάζουμε από τις ακτίνες τού ήλί'ου. Πρέπει νά τό παραδεχτή(τε. Αυτοί οι καβουιρ άνθρωποι· πού κατάφεραν νά έκμεταλλευθούν την ηλια κή ενέργεια· εχο·υν περισσότε ρο μυαλό καί καλύτερες εμ πνεύσεις από τούς Γήινους. Ό Σέρινταν κΓ ή Νάνσυ τον άκουγαν χωρΓις νά μιλούν. ’Άν φυσικά άλα αυτά ήταν άλήθεια τόπε ή Γή παρ' δλες τις καταπίληικτικές προόδους πού είχαν κάνει μέσα στά^τε λευταία είκοσι πέντε χρόνια οι άνθρωποι, βρισκόταν πολύ πίσω. Ό ντέτεικτιβ άνασήκωσε τούς ώμους. — Λεν σε πιστεύω Γουώρτλεϋ!, εΐπε.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟί
κά. *Ηταν πραγματικά πολύ παράξενο αυτό πού εΐδαν και ακόυσαν. Ένας οοσπρος κά βουρας στηριγμένος στα πισι νά τοσ πόδια έστεκε στην πόρτα. τΗταν άριθος κα;1 τους έδειχνε την κοιλιά του. Είχε ύψος λί(γο περισσότερο άπό ένα μέτρο. Ό ντέτεκτιβ μέ τρησε βιαστικά τά πόδια του. *ΗΤαν τεσσερά τό βλον. Τά μπλε καβούρια, θυμόταν πολύ καλά, είχαν οχτώ πόδια. Τού τος εδώ είχε τέσσερα. Στά δυο πισινά στηριζόταν ορθός, Τά άλλα ήταν σάν χέρια πού κρέμονταν απ’ τούς ώμους του. Δάχτυλα δεν εΤχιε. Στην θέσΐ' τών δαχτύλων υπήρχαν δύο κυρτά μυτερά νύχια. Στο έπάνω μέρος του κορμού δύο βολβοί ξεπετ άγονταν σέ μέγε θοζ καρυδιού ό καθένας. 9Η ταν δύο παράξενα μάτια χω ρίς κόγχες πρύ κύτταζαιν πε
"ΤΙ , ■Ή ι
Οί
27
ρίεργα τούς δύο επισκέπτες. Τά δαγκανάρια έλειπαν εντε λώς άΐπ’ τό παράξενο αυτό
;γ·.
κοίτοκδιωκ'τικιο «Π ροοτιεύς» ©στείλε ,μιε τα φλογοβολά τον ταν1 θα= χρίτα ατό κουιρίσάρικο πλρνη,ίτσττλριο.
28
ΥΙΠιΕΡ ΑΝ,ΘιΡΩΠΟί Σ
πλάσμα. * Ητοον ^ υπερβολικά απροικιρουιστίικιό' στην όλη, έμφάνισι. Όμως έκεΐνα τά «μάτια ττού σ ττ ιθσβάλσΰσ αν ατό έξυτνάδα και ειλικρίνεια σ' έκα ναν να ξεχνάς τη σωματική άσκήιμια αυτού τού ταράξενου κάτοικου του γκρίζου τλανήτη, — "Ελα μέσα Σάμουελ, εί τε ό Γουώιρτλεϋ. Τό τλάσμα μέ την ταράξ,ενη, έμιφάνισι έκανε μερικά βή ματα με κάτως κωμικό τράτο ταλαντευόμενο και μτήικε στη κάμαρα. — Οι κύιριοι εΐναι έτισκέτττες ,μου Σάμουελ, είτε. Χαι ρέτησε τους. Ό άστρος κάβουρας έκανε κάτι σαν υτόικλιισι καί υστείρα στήλωσ'ε τά ιμάτια του στην Νιάνίσυ. — Αυτό τί είναι κύριε;, ρώ^= τησε ιμέ μια λαρυγγώβη Φωνή δείχνοντας την κοτέλλα. Πιρώ“ τη φορά έρχεται έβώ ένα τέ τοιο τράγμα. Ό ντέτεκτιβ έβρεξε ^τά ■στεγνά χέΏλιη του ,μέ τη γλώσσα. Ή Έβιλγκτον άναρρίγησε. 131 Ηταν τραγροτικά άτίστευτο. Αυτός ό κάβουρας μι λούσε αμερικάνικα! "Ένα θρι αμβευτικό χαμόίγείλο^ σχεδιάστηικε στο μούτρο τού Γσυώρτλεϋ κσίθώς είδε την κατάτληπ ξι τού ντέτεκτιβ και τής αρ ραβωνιαστικιάς του. — Αυτό Σάμουείλ, είτε α ταχτώντας στην έρώτηρι τού καβουρανίθρώτου, ^είναι μιά γυναίκα άττό τη Γη. — — Πολύ καλό! Πολύ όμορ φο !, είτε εκείνος. — Ναι. Ύτά,ρχουν ωραίες
γυναίκες στη Γη Σάμουελ. Τώρα μπτορεΐς νά γυρέσης στο εργοστάσιο νά ξαναρχίσης τη δουλειά σου. Τό ταράξενο τλιάσμα του όάκουγε στο όνομα Σάμουελ έ κανε μ.ιιά καινούργια ύιτόίκλισι και βγήκε τάλι ταλαντευόμε νο άτό την κάμαρη.
ΕΓΙΝΕ για μερικές, στιγ μές σιωτή. Ό Σήρινταν κΓ ή Νιάνσυ έμεναν βουβοί άτό συγκίινπίσι και κατάττληξι. 9 Η ταν σά νά είχαν δή ένα άπτίστευτοι όνειρο;. — ΑοΊιττόν Τζο; ρώτησε κο ροϊδευτικά φ Γουώίρτλεϋ. Πεισθηκες τώρα; Υπάρχουν εδώ διακόσιες χιλιάδες τέτοιοι καβαυράνίθρωτοι τού δουλεύουν γά λογαιρίιακημό1 μου. Είναι τά εξυπνότερα ττλ άσματα τού συνάντησα τοτέ. Ό Σάμουελ είναι ένας άτό τούς αρχιμηχα νικούς μου. "Εχει ειδικότητα στην κ ατ ασικευή δ ι ατλ ανητ ι= κών ρουκεττών. Τό ιμυαλόι του δουλεύει σαν ξυράφι. Αρκεί νά σού τώ πώς μέσα σέ τρεΐς μήνες έμαθε νά ιμιλάη άρε.ρι“ κάνικα. - Κύτταξε τό; ρολόι του καί ση|κώιθη(κ;ε. ^— *Ω! Ό! ζεχάστηκα I,, είτε. Πρέπει νά λείψω γιά ΑΓ γο. "Εχω βλέπεις ενα σωρό ύτοχρεώσεις. Πρέτει νά πά ρω μέρος σ3 ένα συμβούλιο τής Εταιρείας. Θά γυρίσου
νηΐΡΑΝβΡΛΠβϊ βάγότέά^ να ουνεχίοσυμε τήν κουβέντα μας. Δεν θά σάς ά» ψήσω μόνους όμως. Πάτήισίε ένα κουμπί απ’ τό τσμπλώ πού ύπήρχέ στό γρα φεία. Σχεδόν αμέσως άνοιξε μια άίλίλη, πόρτα και φάνηκαν δυό συιμρορΐτες ντ υμένα ι> μέ στολές ταΰ διαστήματος. 7Η ταν ώτηλίισιμένοι. — Παιδιά, τους εΐπτέ, σάς άφ'ίίνω νά προσέχετε αυτούς τούς 56ο φ ιλοιξενουμένους μας. Τά μάτια σας ανοιχτά! "Αν κάνουν τους ζόριικους ξέρετε τή δουλειά σας. Εκείνοι γέλασαν και ένευσαν καταφατικά. -— Έν τάξει αρχηγέ!, εί παν. Ό Γουώρτλεϋ έφυγε. Τό μυαλό· τοδ Σέρινταν άρχισε ττάίλΐ' νά δουλεύει γοργά. Τά μάτια του παιχνίδιζαν παρά ξενα. Αντάλλαξε ένα βλέμμα ουνευνσήσεως μέ τήν Νάνσυ. Τό κορίτσι· κατάλαβε οτι κάτι ετοίμαζε ό ντέτεκτιβ καί χα μογέλασε μέ κατανόησε Ό Σρρινταν έβγαλε την ασημέ νια σιγαΐροθήικη του, πήρε ένα τσιγάρο καί τό έφερε στο στό μα ταύα Είδε τούς δύο συμμο ρίτες νά τον κυττάζόυν λαί μαργα. Τούς π,ρόιτίέινε τη σι* γαροΟηικιη,. —· Τσιγάρο παιδιά;, ρώτηάε.^ "Ηξερε που ποντάριζε. Σ’ αυτόν Τον μακρυνό ^ πλανήτη φυσικά ενα τσιγάρο ήταν πράγμα πολύτιμο. Οι συμμο ρίτες άπλωσαν τό χέρι καί πήραν τσιγάρο. Ό ντέτεικτί'β |βγαλε τον αναπτήρα του. Έσκυψαν ν ανάψουν. Άπό
τόν άνσπτήρο^ δμως ξεττετά* χτηικε μαζί μέ τή φλόγα κί’ ένα άοσμο αέριο. Τό αέριο —^ ένα κεραυνοβολο αναισθητικό που χρησιμοποιούσε σέ ώρες ανάγκης ό Σέρινταν— χτύπη σε τά ρουθούνια των συμμορι τών. Μέσα σέ μισό δευτερόλε πτο ή^ενέργεια του αναισθητι κού άρχισε καί ό ντέτεικτΐιβ χαμογέλασε καίθώς είδε τούς δυΐό συμμορίτες νά πέφτουν σαν άδεια σαικικιά. — Εμπρός Νάνου! διέτα ξε ό Σέρινταν. ΠρέΗτεΐι νά βια στούμε ! Φόρεσε τό σκάφαν δρό σου. Βγήκαν από την κάμαρα. "Εξω από την κάμαρα τά ρο μπότ είχαν αφήσει τά. πιστό λια ακτινών. Τ’ άρπαξαν καί προχώρησαν στον διάδρομο. Μέ προφυλάξεις φορώντας τά σκάφανδρα μέ τις συσκευ ές οξυγόνου πέρασαν τον στε νό υπόγειο διάδρομο καί υστε ρία άπό λίιγο βρέθηκαν μπρο στά στην ορθή γρανίτινη σκά λα^ πού έφερνε στο· άνοιγμα του πηγαδιού. Αδίστακτα ό ντέτεκτ ιιβ προχώρησε προς τά έκεΐ. Π/ί|σω ταυ ^ακολουθούσε ή Νάνσυ. Κρατούσαν κι’ οι δυο τά πιστόλια στο χέρι. 'Όλες οί αισθήσεις τους βρίσκονταν σέ συναγερμό). Τό αυτί τους ήταν έτοιμο νά συλλαβή! τον πιο απροσδιόριστα κι* άοήμαν το Θόρυβο. "Αρχισαν ν’ ανε βαίνουν αργά καιί προσεχτικά τή σκάλα. *Ηταν πολύ κοντά στην έξοδο όταν ε,Τδαν ^ μια άκιά νά διαγράφεται στο ά νοιγμα τού πηγαδιού. Ό Σέρινταν κόλλησε τή ράχη του ιστόν υγρό τοίχο. Τό κορίτσι
ΫΛ£ΜΝ4ΡΛίΙδ!
ι
έμεινε Ασάλευτο δίπλα του^Ή
στη .ράχη του ήταν κρέμασμά
.καρδιά τής Νάνρυ χτυπούσε αργά και άτακτα.- Ό ντέτεκΓΠ'β τής έσφιξε τό χέρι: γιά νά τής δώση θάρρος. Μέσα στο (μισοσκόταδο ξεχώρισε τό χλωμό πρόσωπό- της, νά τού χορογ ελάη. Τής χαμογέλασε κύ αστός πίσω άττό^ τή διαφα νή περικεφαλαία τής διαπλανηπτικής του στολής. Ό ίσκιος χάθηκε από τό ά νοιγμα του πηγαδιού. Πέρα σαν ;μερικά λεπτά. Ό ίσκιος ξαναφάνηκε. Ό Σέρινταν κα τάλαβε πώς ήταν κάποιος από τους κινητούς φρουρούς τής συΐμιμθίΡ!ίας πού έκτελούσε υ πηρεσία εκεΐ. Τό ραδιοτηλέ φωνο τής περικεφαλαίας πού φορούσε ή Νάνου έπισσε τον άπολό ψίθυρο των λέξεων πού τής ψιθύριζε ό ντέτεκτιβ. — Θά προχωρήσω ^πρώτος Νάν'συ και θά επιτεθώ αιφνι διαστικά σ5 αυτό τό κάθαρμα. Πρέπει νά ξεμπερδέψουμε ό σο τό δυνατόν πιο Αθόρυβα καί τττό σύντομα μαζί του. Θά ιμέ άκολουθής άπό .μικρή άπόστασι έτοιμη, νά επέμβής άν παρουσ ι αστ ή ανάγκη; Ή κοπέλίλα ένευσε κ άταφαΤικά; Ό ντέτεκτιβ γλύστρησε σαν φάντασμα προς την τε λευταία σιλουέττΤα. Τά μάτιια ταυ έλαμπαν παράξενα και τό πρόσωπά του είχε πάρει έκέίνη τή γνώρ ιμή άττοφασιστ ική έκφραση; πού έκανε τούς κακο ποιούς πού βρίισκονταν κοντά του νά τρέμουν. ΠέρίΙμενε λί γα. Είδε πάλι τον συμμορίτη. Φορούσε ικι3 αυτός τό σκάφ^ανδρο τοΰ διαστημανθρώπου και
Μη ή συσκευή του όξυγόνου. Αυτό^ έσήμαινε πώς και στο σημείο αυτό τής έπιφ αινείας ό άέραις ιδεν ήταν άναπνεύσιμ,σς, Τον άφησε ν5 άπαμακρυνθή και όταν τον είδε νά του γιυρίζη τή^ράχη σόλταρε στο άνιΟΊγμα τοΰ πηγαδιού ιμ.έ τό πιστόλι άκτ'ίίνων στο χέρι. κΤ ώρμησε εναντίον του. Φαίνεται όμως ότι τό ηλεκτρονικό αυτί τής π ερ ιικεφαλαί ας του συνέλ αβε τον .ξαφνικό θόρυβο^κάι γύρι σε απότομα τραβώντας τό φλογοβόλα πιστόλι του. Τό δ'άχτύλό του πέρασε στη σκαν δάλη καί ^τά ιμάτια του στένεψαν γεμάτα λύσσα καθώς α ναγνώρισε τον Σέριντοον. Μια φλογερή γλώσσα Φωτιάς ξεπήδήρε απ’ τό πιστόλι του. Ό ντέτεκτιβ σάλταρε πλάγια ικαί ή φλόγα του1 θανάτου πέ ρασε ένα μέτρο μιακρυά άπ5 τόιν άριιστερο του ώμο. Ένοιω-^ σε τήιν κοφτή άνάσα τής φλό γας πού πέ'ράσε καί χάθηκε στο κενό. Ό φρουρός ξεφωνά σε άγρια κι* ετοιμάστηκε νά;πυροβόληση καί πάλι. Μά τούτη τή φορά ό Σέρινταν πό το^ύς άπ’ την .αστραπή, εΛ ιάτρεψε την κάννη του όπλου των διαλυΤικών άκτίίνων καί σημάδεψε τό στήθος τοΰ κα κοποιού. Ή ακτίνα τόν πέτυχε κατάστηθα κι* ό κακούργος χοροιπήιδήσε σά νά τόν χτύπη σε κεραυνός. Ή μεταλλική στο Ιλή του γέμισε φλόγες καί ό άνθρωπος όργισε νά λυώνή, σαν μία κούκλα φτιαγμένη ά·* πό κερί- Ό ντέτεκτιβ χαμογέ λασε..·.
ΫΙίΕΡλΝόΜΛόΙ
ίϊΑΛΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
II
ντέτεκτιβ κινήθηκε άπίιστευτσ
γοργά ικοαί τό πόδι του κατά' ΤΗΝ ΙΔΙΑ φερε ένα άγριο λάκτισμα στήν στιγμή όμως κοιλιά τού κακοποιού. Ό συμ τούτο το χαμό μορίτης έγειρε πιο πολύ προς γελο ε σ βυσε τά πίσω καί άπλωσε τά χέ·4 καί τό πρόισωρια νά πιαστή κάπου. "Αλλά ττό του πήρε τό^πόδι του βρέθηκε στο κενό μιαν άγρια έκτου πηγαδιού καί κατρακύλη ψιροΰσι. ΕΤδε τή σε στ'ίς σκάλες. Ό Σέρινταν Νάνσυ νά ξειπετάγεται άπό τό γύρισε προς τον άλλο. 4Ο δεύ άνοιγμά του πηγαδιού. Πί)σω . τερος όμως συμμορίτης τόν από τή Νάνου έτρεχαν δύο είχε προλάβει. Μέ θολό βλέμ δ αστημάνθρωπο ι. Ό Σ έρ ινμα καί ιμιάν ασυγκράτητη λυσ ταν δεν χρειάστηκε πολύ για σα, πήδησε απάνω του. * Ηταν νά καταλάβη. Τούτη, ή έιμψάφανερό πώς δεν ήθελε νά χρη νιοι των συμμοριτών πού έρ σιμοποίηση! τό φλογοβόλο. Ό χονταν άπό τό βάθος, του πηιΣέρΐ'νταν κατάλαβε πώς ή εν γαδιού ήταν μια προειδοποίτολή ήταν νά τούς πιάσουν ηρι. Στο άντρο των έχθιρών ζωντανούς. Τινάχτηκε άγρια τής Γης είχαν άντιληφθή την νά ξεφορτωθή τον διαστημάν άπάδρασί τους καί είχε αρχί θρωπο^ πού είχε γαντζωθή σει ιμιά γενιική κινητοποίησι στον ώμο του. Μά εκείνος εί για την σύλληψι ή τήν έξόντωχε σιδερένια μπράτσα καί α σίι τους. Αδιαφορώντας για κατάβλητη δύναμι. τά φλογοβόλα πού κρατούσαν Ό Τζόε Σέριινταν μέ μιάι> στα χέ|ρια τους αί διώκτες τής άπόΤομηι κίνησι λύγισε τά πό Νάνου, ώρμηισε σόονι σίφουνας δια του καί γονάτισε ενώ ταυ απάνω τους, βάζοντας τό κορ τόχρονα^ τίναξε προς τά εμ μί του άνάμείσα σ’ αυτούς καί πρός τους ώμους του. '0 συμό στή,ν κοπέλλα. Είδε μερικές μορίϊτης κυλίστηκε ένα μέτρο γλώσσες φωτιάς. Τά μάτια πιο έκεΐ. Ό ντέτεκτιβ γέλασε του θάμπωσαν μά δεν σταμά άγρια καί ύψωσε τό πιστόλι τησε. 5 Ασυγκράτητος έπεσε του. Πίιείσε την σκανδάλη. Μά απάνω ιστούς συμμορίτες καί καμιμιά άκτΐνα δεν βγήκε άτό τό ώπλισμένο του χέρι κατέτήν κάννηι του. Βλαστήμησε. βηκε σάν ένα σφυρί στήν πε Τό πιστόλι του έΐχέ πάθέι σ" ρικεφαλαία του πρώτου. Τό αυτή την πιο κρίσιμη στιγμή δυνατό χτύπημα τον κλόνισε τής, ζωής του ιμιάν άπροσδό^ αλλά δεν έπεσε. Ή άθραυστη κητη έμπλοκή. Ή .ΝάΙνσυ μο πλρστική ϋίληι προστάτεψε τό νάχα τώρα (μπορούσε νά τον* κεφάλι τα,ύ συμίμορίΐτη από τό σώση. Τό κορίτσι πραγματιικά σφοδρό χτύπημα. "Έκανε μο ύψωσε τό πιστόλι καί σημάδε νάχα μρρικά βήματα προς τά ψε. "Αλλά πριν τό δάχτυλό πίσω· καί ύψωσε τό πιστόλι της άγγίση την σκ<χνδάλη> Του. Τό γυμνασμένο κορμί του σταμάτησε. Ό κακούργος εΤ«
γπεΡΑΝβρηηοζ
η χε σαλτάρ-έί
σαν
αίλουρος
προς τό ιμιέρος τού ντέτεικτιβ. Οι δυο άντρες σφιχταγκαλια σμένοι κυλιόντουσαν στο λα σπώδες έδαφος παλεύοντας α πεγνωσμένα. ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΕΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
χΗ ΝΑΝΣΥ διέν μπορούσε νά πυροβολήση; "Ετρεμε μη λσβέψη. Μέ μά τια γεμάτα άγωνίά καί άπόγνωσι, παρα κολουθώντας την άγρια πάλη, ένοιωσε μια φοβερή απελπισία νά τήν^κυριεύη. θεέ μου! Δεν μπορούσε νά στέκη, έτσι, μέ δρμένα τά χέρια, ενώ ό αγα πημένος1 της Τζό δ έτρεχε έναν απαίσιο ικ,ίι'νδυνο. Και τότε ξα φνικά τής^ ήρθε ή έίμπνευσίι. "Εβαλε τό πιστόλι στη ζώνη της καί τράβηξε τό μαχαίρι της.^ Πώς δεν τό είχε σκεφτη νωρίτερα; Μέ τό μαχαίρι στο ■χέρι καί ιμέ μάτια που λάμπάνε, ώριμη,σε απάνω στους δύο ανθρώπους που πάλευαν. Ή κοφτερή λεπίδα άστραψε σαν ρομφαία. Τό χέρι· της κι νήθηκε γοργά. Τό μαχαίρι έ πεισε βαρεία κάί κομμάτιασε σόν σωλήνα τής συσκευής του όξυγό'νου που τροφοδοτούσε μέ αέρα την περικεφαλαία τού συμμορίτη. Ακούστηκε ένα σφύριγμα καθώς τό οξυγόνο ξέφιυγε ιμέ δύναμι απ’ τον κομ ματιασμένο σωλήνα. Τά χέρια του κακούργου που έσφιγ γαν σαν τανάλιες τό λαιμό τού
*
Σέρινταν, ττάρέλυσάν. νος ν’ άναπνευση ό συμμορίτης άφηρε τον ντέτεικτιβ κάί την άμέσως επόμενη .στιγμή ό Τζόε τινάχτηκε ορθός. — Είσαι εν τάξει·, αγάπη, ,μίο-υ! τής είπε. Μέ τά σκάφανδρα καί τά πιστόλια στο χέρι άρχισαν νά τρέχουν. Ποτέ τρέχοντας^ πό τε βαδίζοντας μέ προφυλάξεις πέρασαν γκρεμούς κάί χαρά δρες, στενά μονοπάτια ιμέ κατεύθυνσι πιρός τό μέρος όπου βρισκόταν 6 «Πρωτεύς». Πέ ρασαν μέσα άιπό ένα δάσος καί είδαν πάνω απ’ τό κεφάλι τους νά φτερουγίζουν τεράστι ες πεταλούδες. Δέν σταμάτη σαν. Δεν είχαν καιρό νά προ σέξουν τίίποτα τώρα. Λίγο πιο πάνω καθώς άνηφόριζαν, λίίγο έλειψε νά γκρεμιστή σ’ ένα βάιραθρο ό Σέρ'ινταν."Επρεπε νά προφτάσοιυν. Ή σωτηρία ήταν μονάχα εκεί: Στο δια στημόπλοιο. ΚατηφόΙρισσν έ ναν λόφο, άνηφόΐρισαν σέ άλ λον, πέρασαν τό βαιθύ φαράγ γι πού είχαν ξαναπεράσει με ρικές ώρες νωρίτερα αϊχμάλωτισμένοΐ' απ’ τά ρομπότ καί όταν βγήκαν στην πεδιάδα ά φησαν μια κραυγή θριάμβου. — Σωθήκαμε, Τζό ! φώνα ξε ή Νάνσυ. Ό «Πρωτέας» ήταν εκεί. "Ωρμησαν στο καταδ ιωκτ ιικό. Μπήκαν ιμέσα, έκλεισαν την πάρτα καί ό Σέρινταν ρίχτηκε στον θάλαμο διακυβειρνήσεως. Τά δάχτυλα τού ντέτεικτιβ κι νήθηκαν νευρικά καί πάτησαν τούς οχτώ μοχλούς που υπήρ χαν δίιπλα στο καντράν. Οί ό*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
χτώ πύραυλοι· πού άνοοψανι ταυ τάχίρονα ιμιέ την1 π'ίΐεσι των μο υλών, έδωσαν .μια τρομερή ώθηισι στο πλαΐνηιτόπλοιο πού ώ,ρμησε στο κενό. Ή Νάνου γαντζωμένη απ’ τις χειρολα βές, εΐχε τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη, του ραντάρ. Μέσα στην οθόνη κάτι φάνηκε νά κι>· νήίται. — Μάς κυνηγούν, Τζό! φώ ναξε. Ό Σέρινταν έρριξε μια μα τιά πίσω απ’ το διαφανές άλ λα άθραυστο καί αδιαπέρα στο κρύσταλλο. Είχαν αφήσει την γκρίζα ατμόσφαιρα του πλανήτη·, καί ταξίδευαν στο διάστημα. Πέρα ιμσκιρυά, ξε χώρισε έναν αστεροειδή κομή τη. ’Άν έπεφταν μέσα στην ουρά του 6 κίνδυνος ήταν με γάλος. "Έστρεψε πάλι· τδ πη δάλιο δλο αριστερά. Ό κομή της άρχισε ν’ απομακρύνεται. — * Ηταν ένας κομήτης !, είπε. Δεν είναι τίποτα! — Όχι, Τζό! έπέμεινε τό .κορίτσι. Είναι κάτι άλλο που έρχεται πίσω μας. Μάς κυνη γούν... Κύτταξε προς τά εκεί. Τό βλέμμα τού Σέρινταν σκοτείνιασε απότομα καθώς κύτταξε προς τό μέρος πού έδειχνε ή Νάνσυ. Τά χαρα κτηριστικά του1 προσώπου του συσπάσθηκαν. Ή Νάν συ είχε δ!ίκη!ο. Ένα μεγά λο άστρόπλοιο ερχόταν κατά πάνω τους. Μέσα στο σκοτά δι άστραφτ αν Οιί γλώσσες φω τιάς που άφηναν οί πύραυλοί του καθώς έτρεχε μέ μιαν α σύλληπτη ταχύτητα. — Θά χτυπηθούμε μαζί τους, Νάνσυ! είπε. Είναι σί
33
γουρα ό Γουώρτλεϋ πού μάς κυνηγάει... Μέ μια γοργή κίνηισι τρά βηξε τον μοχλό βάθους καί τό καταδιωκτικό τής Διαπλανητικής Αστυνομίας ώρμηισε προς τά κάτω. Πήρε μια τουιμπα στον αέρα κι’ ύστερα οριζον τιωμένο πάλι έστρεψε την πλώ ρη του προς τό μεγάλο άστρο πλοίο. Οί σφυγμοί τού Σέριν ταν χτυπούσαν δυνατά καθώς είδε τό μεγάλο χαλύβδινο τέ ρας να πλησιάζη. Τό βλέμμα του πήρε τό χιρώμα: τού (ατσα λιού. Τό άστρόπλοιο τού Γου ώρτλεϋ βρισκόταν τώρα πεν τακόσια μέτρα ψηλότερα. Ό* ντέτεικτιιβ έσφιξε τά δόντια καί πίεσε τά κουμπιά των υίπερηνητικών πυροβόλων τής πλώ ρης. Ακτίνες θανάτου ξεχύθη καν μαχαιρώνοντας τό διάστη μα. Τό άστρόπλοιο δέχτηκε ένα φοβερό χτύπημα στην κοι λιά του. Τραντάχτηκε αλλά δεν έπεσε. Ταλαντεύτηκε γιά μερικά δευτερόλεπτα κΓ Ξστει λε αμέσως την άπάντησι. Πρα γ ματοπο ιώντας έναν ακροβα τικό ελιγμό ό Σέρινταν πέτυ χε νά ξεφύγη τά βλήματα. Ή Νάνσυ ώιομησε στους μοχλούς τής^ δεξιάς ομοχειρίας. Νέες ακτίνες θανάτου ξεπετάχτηκαν απ’ τον «Πρωτέα» προς τό μέ ρος τού άστροπλοίου. Αλλά καί πάλι τό άστρόπλοιο δεν φάνηκε νά παθαίνη ζημία. -— Την έχουμε άσχημα! μούγγ,ρισε ό Σέρινταν. Άλλα θά παλοίίψουμε. Κο:ί τότε μέσα στο σκοτάδι άρχισε μιά άγρια τιτανομαχία ανάμεσα στά δυο διαπλανητό-
34
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
πλοία ιμ-έ (μάρτυρες τά έκατοιμυάρ ια των άστρων ττού λαμπύ ριζαν στο ιμοουιρο βελούδο του διαστήματος. ? Ηταν ένας α γώνας ζωής και θανάτου. ?/Ε
νας αγώνας σκληρός καί άνισος ιμέ τούς τπό άγριους εγ κληματίες ττού είχαν σύλλαβε ι τό σατανικό σχέδιο νά εξοντώ σουν τη Γη. ΤΕΛΟΣ
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται
ή
άναδημοσίεασις
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΙΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γ,ριαΦ'εΐα : 'Ο'δός Λέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 2 — Τιμή 6 ράιχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος Τ υπόγραφε ίου: ’Αναστ. Χατζή β-ασ ι λείου, Σαπτφοΰς 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22 Άβηναι
Στο εττοίμιεινΟι τεύχος τον «:'Υττερανθρώπου».. τό 3.. που κυκλοφορεί την ερχόμενη Τετάρτη μέ τον τίτλο
ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ ό δορυφοοος ττς Γης, Σελήνη, κινδυνεύει και τα εγκαΐτεστηίμιενα ίκιείϊ θυλάκια; τής Λ ι σίττλανητ κχής /Αστυινοΐμ ιιας στέλνουν άπίεγνωσ,μένα I Ο Σ. ζητώντας βοηιθίετα. &0 θρυλ ιποό ο νίτέτεκτιιβ των ουρανών Τζοε Σερί ντ σ(ν, μαζί ιμ(£ τήν αχώριστη βοηβό του Νάνου ’Έβι λγ-κΤον έπειμ,βαιινονιν ΐοοα τότε άρχιζε ι’ ένας άγριος αγώνας με τούς κούρ σα,ρους του Διαστήματος πού καταλήγει σε κ,ατι κα'ταπλίηΓ· κτ ικο καί άφάντ αστ ο!...
Ο Η ΫΡ/ΟΖ ΤΟΥ ΕΡΜΗ ΟΡΟ! ΓΡΗΓΟΡΑ/ΖΕ ) ^ ΖΗΤΟΥίν Α/ ΤΗΑΕΟΡΑΖΗ ΪΡ' ΕΡΜΗ ΗΠΟ ΤΟίΥ Τ!#Α ΕΡΜΗ ! / ( &ΕΛΟ ΥΜ; Γΐ
/ ΊΜβ ΕΞΟΧΜΤΗΤε! ' & ΜΑ εη/ΖΤΡΕ'ψΕΤΕ
ψί επΕίΓο/νηντ /
Ρ Ο ΠΕΙΡΗΤΗΖ Π102 ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ΖΓΟ/Υ ^ —* ΕΡΜΗ/ Λ
ν' >.· ΣΤΟ Η ΕρΜΗ, Ε! φΑΙ/ΥΕΤΑΙ ΟΓ/ ΑΛΥ1ΑΕΕ Γ/) ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ. ΔΟΡ/ΥΑ, ΜΕ/ΥΥΕ ΕΣΥ ΕΔΑ ΣΤΗ ΓΗ !ΥΑ ΒΟΗΘΗΣΕΣ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΜΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΣΤΗΠ ΕφΑΡ ΗΟ ΓΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΑΣ.
ΖΥ/Υε^/^Ζ ΕΤΑ/
ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ ΝΑΥΑΓΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Ο ΤΖΟΕ ΣΕΡ ΙΝΤΑΝ, ο θρϋλικας ντέτεικτ ιδ τώιν ου ρανών, μέ σφαχτά δόντια και μάτια ττΡιύ λάμπανε, παρα κολουθούσε, γαρτζωιμενος α πάνω στα πηίδάλια τού κατα διωκτικούς τής Λιαπλανητικής Αστυνομίας «Πρωτεύς», τό μεγάλο διαστηροίπλοιο των κουρσάρων του Γκρίζοι/ Πλα νήτη, που ^ζυγιαζόταν σαν άρπαίχττκο όρνεο, ετιοιιμ,ο νά καταψερη στο μικρό σκάφος του
'Ο Τζόε Σέ,οιντυν ιμιέ τά πιστόλια ,άικτίν/ων στο χέρι δέχτηκε ακλό νητος την αγοια έπίθεσι.
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΟ Ρ ΠΠ Ο Σ
τό θανάσιμο χτύπημα. (*) Δίπλα του, αμίλητη και χλω μή, μέ την απόφασι όμως ζω γραφισμένη, στο βλέμμα., έ στεκε ή μέλοίχίροινή αρραβω νιαστικιά του· κα·] αχώριστη σύντροφός τον Ν άνσυ Έβιλγκτον. Τά δάχτυλά της κρα τούσαν νευρικά τους ιμοχλούς έκτοξεύσεως των άκτίίνων θα νάτου και τά [μάτια της ήταν καρίφωμένα στο καντράν του ραντάρ, μέσα στο οποίο δια γραφόταν1 κάθε κίνησί’ του άστροπλοίου των συμμοριτών του Γουώρτλεϋ'. — "Ετοιμη, Νάνσυ!, διέτα ξε ό Σέρινταν κινώντας δεξιά τό πηδάλιό. Τά μάτια του , κοριτσιού τρεμόίποαζσίν. Μέσα στο σκο τεινό χάος τού διαστήματος τά δυο δισίπλανητίκά σκάφη ώρμησαν τό ένα - εναντίον τού άλλου, μιέ ταχύτητα σχεδόν ίση ιμέ την ταχύτητα τού φω τός. 9 Ηταν, ιμιά τρέλλα αυτό πού έκανε αυτή τη στιγμή ό Σέρινταν. "Ομως δε μπορούσε νά γίνη διαφορετικά. Άν^έμε νε, περιμένοντας την έπίθεισι τού κουρσάρικου, έπρεπε νά ξεγράψη τον εαυτό του και τήν Νάνσυ από τούς ζωντα νούς. Ή υπεροπλία τού εχ θρού ήταν καταπληκτικά φάνε ρή. Μέ παραμορφωμένα όλα τά χαρακτηριστικά τού προ σώπου του, κίινηίσε δεξιά τό πηδάλιο και τό «Πρωτευς» μουγγρτζοντας άγρια ώρμησε προς τ’ άιπάνιω. (*) Διάβασε ιό προηγούμενο τεύχος ιμιέ τον τίτλο: «Τό μύστηρ ι ώδε ς άςτιρότλο ι ο ».
— Νάνσυ !, φώναξε. — ’Εν τάξει, Τζό!, ήρθε ή άπάντησί' τού κοριτσιού. Οι μοχλοί τραβήχτηκαν προς τά πίσω καί απ’ τήν ο μοχειρία της δεξιάς πλευράς τού «Πρωτέως», πού περνούσε τούτη τή στιγμή σχεδόν ξυ στά απ' τό άστρόπλοιο, ξε χύθηκαν γαλάζιες φλόγες. Οι φλόγες τύλιξαν τό κουρσάρι κο καί ό Σέρινταν έβγαλε: μ'ΐά κραυγή χαράς. ^— Τό πέτυχε ς, Νάνσυ!, φώναξε. ★ ★ ★ Σχεδόν αμέσως όμως μια ανατριχίλα φρίκης διέτρεξε τό κορμί του. Είδε τό άστρόπλοιο των συιμμοριίτών ακέ ραιο νά ξεφεύγη τις φλόγες καί νάρχεται σαν κεραυνός ε νάντιον τους, -έφυγε τον εμ βολισμό μέ μ ιαν άπότομη κλί σιι καί ιμ* ένάν επιδέξιο χειρι σμό κέρδισε ύψος. Άλλα τού τη τή φορά οι συμμορίτες εί χαν τήν τύχη μέ τό μέρος τους. Τά βλήματα τού κουρ σάρικου κάτι τρύπησαν. "Ε να άναπριιχιαστικό σφύριγμα ακούστηκε μέσα στον «Πρωτέα» καί κομμάτια μετάλλου τινάχτηκαν δεξιά κι5 αριστερά μέσα στον θάλαμο διακυιβερνήσεως, κροταλίζοντας απαί σια. Ό Σέρινταν κράτησε τήν αναπνοή του. Τό' καταδιωκτι κό τής Δ ιαπλάνητ ική ς άότυνο μίας άοχισε νά χάνη τήν ευ στάθεια του καί νά στροβιλί ζεται σά σβούρα στο διάστη μα. Φλόγες ξεπήδησαν , άπό τό διαμέρισμα τώιν καυσίίμων. Ό ντέτεκτίβ άφηρε τά πηδά λια καί', πιασμένος ά?πό τίς
¥π·Ε#λΝ^ρηοοΣ 3!
χειραλαδές, βάβισε μέ δύόΚο* Χία προς το μέρος τής Νάνου. Ή κοπέλλα κρατιόταν μέ δυ σκολία ορθή κρεμασμένη στις χειρολαβές τής οροφής. Την άρπαξε καί αδίστακτα προ χώρησε στην,μικρή σιδερένια: σκάιλα τής εξόδου κινδύνου. — Κρατήσου καλά απάνω) μου1,, Νάνίσυ! , είπε: μέ πνιχτή] φωνή, — Είμαστε χαμένος Τζρ!! — Όχ ι ακόμα! μούγγρασε μέ πείσμα ό Σέρκντσν. Τσ> γλέντι δεν τελείωσε. 5Αδιαφορώντας γίιά τις; φλό> γες κα;ί τούς καπνούς; παύ-’ πληαίαιζαΙν, μέ ψυχριαϋμες; κι νήσεις: ^ελευθέρωνε την, μπάρα τής εξόδου κινδύνου καί! άνοι ξε τήν πόρτα. Ή ναιυατοσω" στιική ρουκέττα ήταν στη θέ α ι της, Ή φωτιά δεν τήν εΤχσ πειράξει. Ένας_ στεναγμός άνακουφίσεως ξ,έφυγε από τα -στήθος του. ^Ανοιξε τους νστροφάίλους κι* ή κάθοδος ε λευθερώθηκε; Ή Νάνίσυ πήδημ α ε πρώτη στη ναυαγοσωστι κή ρουκέττα. (*) Τήν άικολου θηΐσε ό Σέριινταν. 5 Ενώ τά βλήματα άιπ’ τό κουρσάρικο (*) Τά διαπλαντγτΓκιά σκάφη εΐ•ναι έφωδ ισασμένα »μιέ ναυαγοσωστι κές ρουκέτα ες, δττιως τά πλοία Τού τ·αξιΐδεόουν στις θάλασσες με ναιυο^γοσωστικές λέμβους. Οί ναυοκγσσωσπνκές ρουκέιτιτες είναι μικρά άιστπ^ανηιτ ΐ'κιά σκαίφάκια, με μικρή άμως ακτίνα δράσιεως. Οί ναυαγο σωστικές ροσκέτιτίες σέ τπερίηττωσ ι βλάβης του διαστημοπλοίου χρησι μεύουν γιά τη σωτηρία του τπλιηρώματος καί των επιβατών. Μτταίν νουν σ’ αύτες καί καταφέρνουν νά' τηρασγιειωβούν στους -πλησιέστεραυς
πλανήτες.
άστρο ϊφ\ί^\® έπεφταν; σά _ χα λάζι ,Ιάτόν φλεγό-μενός «Ηρωτέα» (4 ντέτεκτ ιβ πάτησε το κιουμ ρτί «ίλάσεως επαφής». Δυο :μ·εγ άλα ψάλλίίδια κινήθηκαν <μέ ήλε χτηρονικά μοτέρ. Τά ^ψαλλίδ ,ία έκοψαν τά συρματόσχοι να /πού κρατούσαν τή ναυαγόσο ρ?στ:ιική ρουκέττα ενωμένη- μέ τ®4 καταδιωκτικό· καί το μικρό ΟΜκοίφος, ελευθερωμένο, ;μέ τους δύο επιβάτες, ξεχύθηκε ίστό' βιαστή μια. Ή ρουκέττα διαγράφοντας έινια μεγάλα τό ξο ξέφυγε άπό τήν τροχιά των βλημάτων · του άίστρόπτλοΊΟΟ που ΓάυώρΔτεϋ καί ανέπτυξε παχύτητα. Ό Σέρινταν έρριξε _ -ένα βλέμμα στόν «ιΠρωτέα» πού καιγόταν" καί ταξίδευε με τήν ικεικΤηίμενη ταχύτητα πού είχε ιμέσα στ;> διάστημα κι* ύστερα άρχισε νά παρακολουθή, τό _κουρισάϊρΐικο. — τεχάσαμε τόν Χόρνεϋ!, είπε, ή 'Νάνσυ. — Ό Χόίρνευ" ήταν ένας ίκαικουιργσς καί βρήκε μέσα ,χττίς φλόγες τού «Πιρωτέα» πόν θάνατο πού τού ταίριαζε! αχιταντήσε ό Σεριιντσν. Τό τέλος τού ,Χσρ.νεϋ του ήταν εντελώς αδιάφορο. Μια ,'βάθειά ρυτίδα πού σχεδιαζό'τ,αν στο (μέτωπό» του έδειχνε πώς κάτι άλλο π ιό σοβαρό "τον απασχολούσε τούτη τή Λ στιγμή. Τα καύσιμα τής ναυγ αγοσωστικής ρουκέιττας ( ήταν μετρημένα:. Αυτό έσήίμσινε “ πώς έπρεττε κάττσυ νά : προσγε ωθούν πολύ σύντομα. Πού ■ άμως βρίσκονταν κιαίί σέ ποια ;■ περιοχή τού; Ιδιαστήματος τα; ξίΐδευαν; Τούτο ήταν τό με γάλο πρ6®λτ||μια..0ιι άςντρσχάρ
> * Λ
ΫΠΕΡΑΚ^ΛΠΟί
,
τες ττού βσ Τούς έτίετρεπσον νά χαράξουν μια σίγουρη πο ρεία1 δεν σημείωναν τίποτα γι’ αυτή την περιοχή που δια στήματος πού ήταν ανεξερεύ νητη. — Θά κάνουμε μιά τρέλλα, Νάνσυ είπε οπό κορίτσι:. Ή ΝάνΟυ τον κύτταξε γε μάτη, απελπισία. "Ήξερε1, και αυτή όπως κι,5 αυτός δτ.ι ή ναυαγοσωστική ρουκέττσ, α φού δήν βρισκόταν κοντά σε κάποιον πλανήτη., ήταν μηά προσωρινή λύσι πού έδινε ?μο νάχα μια μ ικρή αναβολή στο τραγικό τέλος πού τούς ττερίμενε. — Πρόσεξε με, Νάνσυ!, συνέχισε ό Σέρινταν. Ή^θέσι •μας εΐναΐι δύσκολη. Καλώ κάμπιοσην ώρα τώρα τούς σταθ μούς μας πού υπήρχαν ατούς διάφορους πλανήτες, άλλα δεν παίρνω άπάντησι. Αυτό δεί χνει πώς 6ρ ιισκόιμαστέ πολύ μακρινά σ;π" τις πεοιαχές πού γνωρίζουμε. Δεν έχουμε την ελπίδα καν νά συναντήσουμε κανένα διαστημόπλοιο πού θά: μπορούσε νά μάς?6οηθήση. ' Τά διαπλανητΊκά σκάφη περνούν πολύ ιμαικρυά από ε δώ. Δεν μάς μένει· λοιπόν πα ρά 6 θάνατος. Κάτι πρέπει λοιπόν νά κάνουμε, πριν πεθάνουμε. Θά κάνουμε μια τ,ρέλλα Νάνσυ. — Τί θά κάνουμε. Τζό; ρώ τησε ,μέ φωνή πού έτρεμε τό κορίτσι1. Τά μάτια του ντέτεκτιβ τωτν ουρανών πήραν τό χρώμα τού ατσαλιού. Ή άποφασιστι κότητα κι* ή εσωτερική εξυ πνάδα σχεδιάζονταν άδρά
στο . πρόσωπο του. Μίλήσέ αργά και χαμογέλασε: — Θά δοκιμάσουμε νά κυριέψουμε τό ^κουρσάρικο άστρόιπλσ ιιο!, ^εΐπ έ. Μοίνάχ α μ’ αυτό πού είναι έφωδιαρμένο με πολλά καύσιμα θά μπορέ σουμε νά φτάσουμε σέ κατοικημένους πλανήτες. Ή Νάνσυ δέ]ν μίλησε. "Έ βρεξε μέ τή γλώσσα τά στε γνά της χείλη κσΐί ρίχτηκε στο κάθισμά της. Μέσα της έκανε μονάχα μ.ιά σιωπηλή προσευχή. *Ηταν βειβαία πώς τό μμοιλό του Τζόε Σέρινταν εΐ χ ε ααλέψε ιι. Π αρακ άλεσε τον Θεό νά του ξσναδώση. τά λογικά του·. — "Ακούσε λοιπόν τί θά •κάνουμε, Νάνσυ, συνέχισε ψύ χραιμα ό ντέτεκτιβ. ΤΟ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ εΕΡΙΝ^ΑΝ
ΟΤΑΝ στα μάτησε γά μιλάη., είχε εκ θέσει σ’ δλες του τις λεπτο μέρειες τό πα ράτολμο σχέ διό του καί τό κορίτσι άρχισε νά πιστεύη άτι ό θρυλικός ντέτεκτιβ δεν ήταν καί τόσο τρελλός όσο νόμιζε. ( 'η. — Λοιπόν, Νάνσυ; γτ^ν ρώ τησε δταν τελείωσε·. —*· Όκέϊ, Τζό ! Θά κάνω δ,τι μού είπες. ? Τήν άΐμέσως επομένη στιγ μή, ό Σέρινταν, χειρ ιζόμ ενός με γοργές κινήσεις τούς δια κόπτες και τά κουμπιά * τής
γιίβΡΑΝβΡηηοί ν7ί«ί &Γ&&Ι**ψνη'τνφ>**~νφ*τα*Φ*~·τ)·<> Ά
Λ ' >%«
Η
4 ^
*0 βοϋΐ,θός τοΟ έργοοστηρί'ου Iνοιώσε σαν ίμια ηλεκτρική εκκένωσι στον ώμο καί ξεφώνισε.
ναυαγοσωστική ς ρουικεττάς, πραγματοποίησε ίμια θεοοματιΐκή βουτιά στιό σκοτεινό βε λούδο του διαστήματος καί κατευθύνθηκε προς το σηιμεΐό στπόυ ταξίδευε τό κουρισάρ ικο. Το άστρόπλοιο των συμμορι τών φαινόταν τώρα πολύ μακιρυά σόον ένα ασήμαντο ση-μαδάκι πού λαμπύριζε αφή νοντας ασημένιες ανταύγει ες. Ό 'ρΊλότος του ήταν φανε ρό πώς δεν είχε άντιληφθή την άπόσπ,ασι τής ναυαγόσω·* στιικής ρουκέττας απ’ τον <<ίΠιροοτέα» καί,, βέβαιος πώς μέσα σπς φλόγες του κάταδ ιωικτ ικοΰ τ ή ς Δ ιαττλανητ ιικ ή ς Αστυνομίας είχαν βρή τον θάνατο ό ντέτεκτιβ και ή άρραβωνιαστιΐκιιά του, συνέχιζε ήσυχος την πορεία του. Ό Σέρινταν κάρφωσε τό βλέρμα του στό ασήμαντο αυ τό, σημάδι* κάί τράβηξε τούς μοχλούς των προωθητικών πυ ραύλων τής ρουκέττας του. Τό ριικίρο σκιαφος τραντάχτηκα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ σά νά το χτύπησε άστροπέλέκΐ' καίΐ, άφίινοντσς πίσω του γλώσσες φωτιάς, ^ ώρμησε προς Τα εμπρός μέ ’μιιόον άσυγί<ρ άτηΐτή ταχύτητά. Το μι κρό βάρος τής ναυαγοσωστι κής ρουκέττας και ό ασήμαν τος όγκος της τής έπέτρεπαν νά τρέχη- ρέ δεκαπλάσια σχε δίάν ταχύτητά από ένα μεγάλο δ ιαπλιαινητ ικό σκάφος. "Έ τσι, πολύ σύντομα βρέθηκε στην ο<ύρά του ^ κουρσάρικου άστράττίλοιόυ πού συνέχιζε άνύποπτο τό δρόμο Του. — Πιιάσε τό πηδάλιο, Νάν συ1!, είπε ό Σέρινταν στο κο ρίτσι. Κράτα σταθερά την ί δια γραμμή,. ΠρΙίιν άττ’ σλα ό μως φόρεσε τό διαπλανητικό σκάφανδρο -με τούς ατομικούς πυραύλους. Αέν ξέρουμε πως θάρθοϋιν τά πράγματά. Ή κοπέλλα υπάκουσε και πήρε τη θέσι τού υτέτεκτιβ στο πηδάλιο τής ρουκέττας. Εκείνος κροτώντας: μια κου λούρα άπό συρματόσχοινο πού είχε; ένα γάντζο στην ά κρη, σύρθηκε προς την πλώ ρη,. "Άνοιξε .μια μικρή κατα πακτή και βρέθηκε έξω. Τς> διαπλανητικό σκάφανδρο πού φορούσε ιμέ την συσκευή οξυ γόνου έκανε πιο δύσκολες; τις κινήσεις του. "Ομως βάζον τας σ’ ενέργεια καί τήν τε λευταία Τνα τού κορμιού του, ό ντέτεκτιβ μπόρεσε νά έργάΡθή μ,εθοδιίκά κότανικώντ ας τήν κόπωσι. Κρεμασμένος με τό ιάριστείρό χέρι έξω άπό τη ρουκέττα, χρησιμοποίησε τό δεξιό του 'χέρι ελεύθερα, δτιαίν τά δυο σκάφη, βρέθηκαν σά έλάχιστηι άπόστασι τό
!
ένα ιάπό τό άλλο. Τίναξε τό χέρι προς τά εμπρός καί τό σ υριματόσχο :<νο δ ιαγράφΟντας μια μικρή καμπύλη ξεκου λουριάστηκε. Ή άκρη του μέ τον γάντζο άγκιίστρώθηκε σέ μια προεξοχή· Τού άστροπλο-ίου των κουρσάρων.ί; Ό Σέρινταν τραβήχτηκε προς; τά πίσω καί έδεσε τήν άλλη ά κρη ταυ σκοινιού μέ μια δι πλή βΙηλειά σέ μιά γερή χα λύβδινη1 κιολώνσ τού εσωτερι κού τής ρουκέττας. Τά μά τια του λάμψανε. —,,Ή αρχή έγινε, Νάνσυ!, φώναξα Τώρα τά δυο σκάφη έτρε χαν στο διάστημα. , τό ένα πίσω άπό τ’ άλλο. Τό άστρο πλοίο ρυμουλκούσε χωίρί ς νά τό ιξέρη τή. ναυαγοσωστική ρουκέττα του. ^Πρωτεα», μέ σα στην ότηοΊα ρί δυο νέοι αποφασιστικά καί ψυχρό:ιμά προετοίμαζαν τό δεύτερο μέ ρος τίού' σχεδίου /πού έμόνα ζε σάν ένα παιχνίδι μέ τού θάνατο... ΕΠΙΘΕΣΙ
ΣΤΟ ΑΣΤΡΟΪ1ΛΟΙΟ
Ο ΣΕΡ ΙΝΤΛΝ 'Φ- ο 'Ρ τ ώ θ η -ι κιε στόν ώμο του τό βαρύ πολυβόλο των (αΐκτίίνων κα)ί πέρασε στ ή ζώνη, του τά δυο πιστόλια τιου, "Υστερα κρέμασε άπότή ζώνη- του μιά μικρή ηλεκτρονική συ σκευή, μπροστά στήν όπαίΙά έλυωύιαν σάν κερί καί τά πιο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ισχυρά (μέταλλα. "Έρριξε, καθώς έτοιίμιαζόταν, μιά ματιά προς τηη Νάνσυ. Ή νέα κίράτούσε ένα αυτόματο κι5 ατό τιή ζώνη της κρέμονταν δυο πιστόλια άκτίνοοΜ. Την 'κύτ'τ,αζιε, μέ λατρεία. Τό ραδ ιιοίτηλέφωνο τής περ ιικεφσλαίΐας της έπασε τή φωνή του: — Ό,τί, κι5 άν μάς συμβή, Νάνισυ, τής ψιθύρισε, νά ξε ρής, πώς σ5 αγαπώ. Τίίποτα δεν άγάίιτησα περισσότερο από σένα στον κόσμο... Ή άπάνΤΓΐηισι ήρθε σχεδόν αμέσως μαζί μ5 ένα γλυκό χαμόγελο: —■ Κι3 εγώ σέ λατίρευω,
Τζρ...
"Εμειναν για μερικά λεπτά σιωπηλοί κοιτάζοντας ό ένας τον άλλο μέσα στά (μάτια. "Υστερα ο ντέτείκτυβ είπε: —- Εμπρός!, Ό Θεός μα ζί μας!... — Θά κερδίσουμε, Τζό!, απάντησε ή Νάνισυ1. Με γοργές κινήσεις, ό Σέριινταν προχώρησε προς την ανοιχτή καταπακτή. Πιάστη κε μέ τά δυο χέρ ια άΐπ3 τό συρματόισχο ινο που ένωνε τά δυο σκάιφηί καίί κρεμάστηκε στο ικιεινό·. "Υστερα κινώντας μεθοδικά τά γυιμνασμένα του μπριάτσα άρχισε νά πλησιάζη προς τό άστιρόίπλοιο. Ή κοάέλλα ά)πο το άνοιγμα τής καταπακτής, τής ροοίκέττας παρακολουθούσε την ηρωική προσπάθεια του συντρόφου της, έτοιμη, ν’ άκολουθήση κΐ'
9
αυτή το|ν "διού1 έπΗκίινδυνο διρόιμο δταΐν εκείνος πατούσε ατό κουρσάρικο σκάφος. ωαφνικά, όμως, έβγαλε μιά πνιχτή κραυγή και στο πρόσωπό τιης απλώθηκε μιά θανάσιμη ωχρότητα. Στό έπά νω ίμερος του άστρόπλοιόυ ά νοιξε κάποιο στρογγυλό κα πάκι καί ή άπό πλαστική ύ λη περικεφαλαία κάποιου πού φορούσε σκάφανδρο φάνηικε. Ό άνθρωπος μέ τό σκάφανδρο ρέ ιάργές κινήσεις βγήκε ολόκληρός σέ λίγο έξω άπό τό άνοιγμα καί ερριξΐε ερευνητικές ματιές γύρω του. Ή ιΝάνσυ δεν χιρε,ιάστηκε καί] πολύ για νά καταλάβη πώς αυτό δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι Σίγουρα ο(! συμμορίτες που βρίσκον ταν μέσα στά αστρόίπλοιο α κόυσαν τον θόρυβο πού έκα νε τό συρματόΙσχοινο καθώς τριιβόιταΐν ή χτυπούσε: απάνω του καί έστειλαν κάποιιοίν νά δή τί συμβαίνει. Ό άνθρω πος μέ τό σκάφανδρο προ χώρησε στηρίζομενος σέ μιίά ■σειιιριά άπό κάγκελα προς τό πίσω μέρος τού μεγάλου δια στημόίπλαιου. Κάί ξαφνικά τον είδε τό κορίτσι νά στέ κεται/ ξαφνιασμένος. ΕΤχε ξε~ χ,ωρίίσει μιέσα στό σκοτάδι1 τον Σέριίνταν πού κρεμόταν άιπ’τό συρματόισχοινο κίαΓι προ χωρούσε μέ γοργές κινήσεις; των χεριών του πρός τό μέ ρος τιου χωρίς νά ύποψιάζεταΐι τον κίνδυνοι. Ό συμμορί της γέίλάσε. Σεκρέμσσε ένα τσεκούρι άπό τή ζώνη του καί τό σήκωσε έτοιμος νά κομμά
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
τιάρη τό συρματόσχοινο. Ή καρδιά τής Νάνσυ σταμάτησε άλλα μονάδα: για Ιμιά στ;)νμή. ’Άν κοιβόιταν το συρμα τόσχοινο ό Τζόε ήτα)ν χσμ ε νός. Μέσα σ5 ένα δευτερόλε πτο τα (κορίτσι άναμίέτρησε τον 'φοιβε'ρό· κίνδυνο· καί κινή θηκε γοΙργά. Φούχτιασε το αυτόματο, σημάδεψε και πί εσε τήιν σκανδάλη. Μιά γα λάζια φλόγα ξεπτήδήρ'ε από την ικάννη του απλού της, τα ξίδεψε στον αέρα και χτύπη σε κατάστηθα τον συμμορίτη. Ό άνθρωπος μέ τό σκάφαν δρο χοροπήδησε σαν καραγ κιόζης, έγειρε προς τά πλά για -κι5 ύστερα ταξίδεψε στο κενό. Ό ντέτεκτιιβ είδε τή φλόγα και κατάλαβε πώς κάτι σο βαρό έπρεπε νά είχε, συιμβή για νά πυροβόληση· ή Νάνου. Κινήθηκε λοιπόν πιο γοργά καί αρπάχτηκε απ’ τό άστρό<πλαιο. Σκαρφάλωσε στη ράχη του καί, χρησιμοποιώντας για στηρίγματα τά ίδια σιδερένια κάγκελα πού χρησιμοποιούσε πριν ό συμμορίτης στάθηκε όρθιος. Κούνησε τό χέρι προσκαλώντας τή Νάινσυ. Ή κο πέλλια δεν δίστασε. Κρεμαστή κε στό συρματόσχοινο κι5 ύ στερα άπό λίίγο βρισκόταν κ·ι5 εκείνη στό άστρόπλοΐο. "Οταν έφτασε κοντά του, τού έξήγηαε -μιλώντας μέσον τού ραδιοτηλεφώνου της, τί είχε άκριιβώς συμ-βή, Ό Σέιριν ταν έρριξε μια -.ματιά στό διά στημα. Είδε τον χτυπη,μένό συμμο'ρίτη πεισμένο ανάσκελα
νά στέκεται στό κενό(*). Σε λίγο τό ιάστρόπλοιο, πού συ νέχιζε με ίλιγγιώδη ταχύτη τα τό δρόμο του, τον άφησε πίσω καί δεν φαινόταν πιά. — Τά πράγματα ήρθαν πο λύ καλά άπό 6,τι τά είχαμε λογαριάσει.!,, είπε ό Σέρινταν. Ό συμμορίτης πού χτύ πησες ιμέ τό οπλο σου, Νάνσυ, άφησε ανοιχτή την κάθο δο. "Ετσι, θά τρυπώσουμε στό κουρσάρικο χωρίς νά μάς μυριστούν καί χωρίς νά χ ρηο ιι μοπο ιήσουμε τ ή ^ σ υσκευή τήξεως τών μετάλλων. ΜΑΧΗ
Α^ΤΡΟΠΛΟΙΟ
ΣΑΝ δυο φαν τ άσματα οί δυο νέοι άρχι σαν .νά σέρνων ται άθόρυβα στό έξωτερι-κό περίβλημα τού δ ιαατη,μόπλοιου, πλησιάζοντας προς τό -άνιο-ιγμα πού έφερνε στό εσωτερικό του. Ό Σ έοινταν, όταν έφτασε κοντά, έρο-ιξε ένα βλέμμα προς τά κάτω. ΕΤδε μιά ορθή σιδερένια σκά λα. Στη 6άθτ< τής σκάλας δυο συμμορίτες κάθονταν καί κουβέμτ ι α,ζαν, περιμένρντ ας σίγουρα την επιστροφή τού συντρόφου τους, που ε-Τχε βγή (*) Στιό διάστηιμα δεν υπάρχει &λξις, ου-τΐε κατά συνέπειαν και βαρυτης. "Έτσι, κάθε άΜτιικιείϊμιεινΟ' πού πέφτίει σ' -αυτό, ιμάνει. ιμε-τέωρο. Στό δ ι άστηιμα για τούς ίδιους λό γους μπορούν νά βαδίζουν με ειδι κά σκάφανδρα και ο,ί άστροναύτες.
ΥΠΑΡΑΝθΡ ΑΠ0·Σ έΗω άττ1 τό άστρόπλοιο για νσ. έξοιχρκδώση' τν συνέβαινε «μέ ^τούς παράξενους θόρυβους που άιχ-οιυγαν. Δίπ’λα τους υ πήρχε ιμιιά κλειστή ■σιδερέ νια πόρτα. Ό ντέτεικτιβ έ ντυσε προς την Νάνου πού βρισκόταν κοντά τον νά εί ναι 'έτοϋμη. Ή κοπέλλα μέ μιά ικίνησι του ικεφάλιού έδε:·ξε πώς κατάλαβε: κιαί ψούχτιο,υε τά δυο πιστόλια α κτινών. Ό Σέρινταν μέ τενγ ον μένους όλους τούς ρυς τού ατσαλένιου ίχο|ριμμοΰ του, πραγ:μα;ΤοποΊ0νντας ένα ύπερο χο ακροβατικό πήδηιμσ, καί χωρί ς νά χρησ. ΐ' μοπο ιήιση τή σκάλα, ρίχτηκε απ’ τό όόνοι-
'0 άναίσΒητας νιτέτ&κΓπβ φορτώθηκε σ’ ενια ιαίιτρκίινητρ,
12
γμα ιστό Εσωτερικό του άστιρόττλοιοιυ. Οι δυο συμμορί τες πού δέχτηκαν ξαφνικά δλο τό βάρος τιοΟ κιοριμ ιιοΰ ταυ επάνω τους τραβήχτηκαν ταίραγίμένοι σηριός τα -πίσω βλα στημώντας. — Τί διάολο έπαθες, Βάν!, ιμαύγγρϋσε ό ένας. Μέ θυσες ιέκιεΤ πάνω πού βγήκες νά πάρης τον αέρα σου; ΙΜέσα ιστό διαπλανητικο σκάφανδρο δεν αναγνώρισαν τόν^ντέτεκτιδ ικιαί νόμιζαν πώς εκείνος πού τόσο ξαφνικά έ πεσε επάνω1 τους ήταν ό σύν τροφός τους. Ό Σέρινταν δεν τους άφησε ινά συνέλθουν. Μέ -μια γοργή ικίνησι τίναξε τις σιδερένιες γροθιές του προς τα εμπρός κι5 οι συμμορίτες δέχτ-ηκιαν ταυτόχρονα δυο φο βερά χτυπήματα στο στομά χι. 'Παραπάτησαν ικιαίι δόκιμα σαν νά βγάλουν τά πιστόλια τοίυς. Μά ό ντέτεκτιιβ δεν τους τό έπέτρεψε. Οί γροθιές του κινήθηκαν πάλι- γοργά καί οι δυο άνθρωποι τοΟ ίουώρτλεϋ έβγαλαν ένα βογγητό κιαί γλύστρησαν στο· πάτωιμσ, Ό Σ έρινταν ερ,ριξε ιμιά ,μα τιιά προς τ’ απάνω. Είδε τή Νάνου νά ικιατείβαίνηι την ορθή σκάλα καί νά κλεινή τό σιδε ρένιο καπάκι τής καθόδου. Έκεΐνος προχώιρη,σε προς την κλειστή πόρτα. Φέρνοντας σ" επαφή την κεραία του ραδιο τηλεφώνου μέ την πόρτα α κούσε φωνές ικαί τραγούδια. "Ενα χαμόγελο κρεμάστηκε στά χείλη του. ^ Οί συμμορί τες, βέβαιοι γιά τον θρίαμ βό τους, έπιναν καί γλεντού
/
σαν. Τά μάτια του κύτταξαν ερευνητικά γύρω,. Δεν υπήρ χε άλλη πόρτα. -εκρέμασε τό πολυβόλο των-; ακτινών θα νατού απ’ τον ώμο του κι5 έ βγαλε την περικεφαλαία του σκάφανδρου άπ" τό κεφάλι του. Έδώ ιμέσα ό άέρας ή ταν άναπτνεύσιιμος. Πέρασε το δάχτυλο ίστή σκανδάλη καί τό. πρόσωπό) του πήρε εκείνη, τή γνώριμη τραχεία έκφραση πού έκανε τούς κακοποιούς νά τρέμουν στιαν τον άντίίκρυζαν. "Έσπρωξε τήν. πόρτα μέ τό πόδι του ικαί σάλταρε μέ σα στην αίθουσα. Όρθός, μέ ιμιάν άγρια λήμψι στο βλέμ μα καί <μέ τήν κάννη του Ο πλου του νά σηιμαδεύη, στά θηκε κυττάζοντας γύρα». Τά τραγούδια κυ" αί φωνές σταίμάτησσίν απότομα καί δέκα ζευγάρια ,μοτπα στηίλωθηικαν απάνω τοίυ γημάτα έκπληξ*. τ Ηταν σά νάβλρπαν ένα φάν τασμα που ερχόταν απ’ ^τόν άλλο ικόισίμιο. Οι συμμορίτες στ άκονταν άποσβολωιμ ένα ι. — Ό Σέρινταν!, ακουστή,κε μιά κραυγή. Έκτος άν όνείιρεύωίμιαΐ1! Αυτή ή κραυγή, σάν νά ήταν τό σύνθημα, συνέφερε τούς ιμεθύσιμέμους συμμορί τες. "Ακούστηκαν βλαστήμιες καί μερικά χέρια κινήθηκαν σπασμωδικά προς τις ζώνες οπού κρέμονταν τά πιστόλια. Δυο—τρεις τινάχτηκαν ορθοί καί ώρμησαν εναντίον του. Ό ντέτεκτ'ΐβ πίεσε τήν σκαν δάλη, τού φορητού πολυβόλου. 01 ακτίνες τινάχτηκαν σφυ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ρίζαντας σάν θυμωμένα ψί δια προς ^ το -μέρος εκείνων πού πλησίαζαν. Χτυπημένοι θανάσιμα πήραν μιά βόλτα σι ίς φτέρνες τους και έπεσαν στό πάτωμα σφαδάζοντας. — Π ιάστιε τό ταβάνι λε βέντες !, άκούστηικε κοροΐδευα τική ή φωνή τού Σέρινταν. Δεν έχω αρεξι για άστεΐα! "Οποιος κάνει άταξίες θά πεθάν-η. Καί ανοιχτέ δρόμο νά περάση- ή παρέα :μου! Ή Νάνου 'μέ τά δυο πιστό>λισ στα ιχέρια στεκόταν πλάϊ στον ντέτεκτιβ. Σύμφωνα μιέ τις -οδηγίες πού είχε: έπρεπε νά φτάση, όσο- γινόταν πιο σύντομα στό διαμέρισμα δια ικ υβ ερνήσεως, νά αϊ φ νιδ ι άση τον πιλότο, νά τον βγάλη έ κτος μάχης καί νά πάιρη ,αυ τή τά πηδάλια στα χέρια της. — Δεν άχο'ύσστίε τ'ί σάς εί πα; ρώτησε ό Σέρινταν. Οι συμμορίτες όμως δεν έπαιρναν από ιάπειλές. ?Ησαν αποφασισμένοι φαίνεται1 νά πείθάνουν. "Ενα πιστόλι ά στραψε σε κάποιο χέρι. Ή Νάνου πρόλαβε καί πυΐρο-βόιληισιε. Τό χέρι» του συμμορίτη που κρατούσε τό πιστόλι έλυωσ-ε. — Απάνω του! Τί καθόμα στε ικάί τον καμαρώνουμε; φώναξε ένας. Τώρα ρίχτηκαν όλοι μαζί προς τό μέρος των δυο νέων. Μερικές γλώσσες φλόγας μα χαίρωσαν τον αέρα.. — Φυλάξουν Τζό!, έκανε τρομαγμένα ή Νάνου. Ό Σέρινταν γέλασε.
— Είχα ωραία Ιμπνευοτ-,
13
αγάπη ιμου, -είπε, που σκέφτηικα νά φορέσουμε1 μέσα όπν' τά σκάφ-ανδρα τούς άπω θητ ιΐκου ς ιθώρακ ε ς. "Αφ η σέ τους νά ξοδεύουν τά πυρομαχιικά τους. ΤΟ ΑΣΤΡΟΠΛΟΙΟ ΚΥΡΙΕΥΕΤΑΙ
ιΠΡΑΓΜΑΤ I ΚΑ συνέβαινε κάτΊ< πολύ περίεργο, ττου έκανε τούς συμ ιμορΐτε ς νά γοορλώ ν ο υ ν τά μάτια α πό λύσσα καί νά έξαγριώνωνται περισσότερο. Οι φλό γες των πιστολιών τους, ενώ χτυπούσαν απάνω στά κορ μιά του διάσημου ντέτοκτίίβ καί τής μελαχροινής αρρα βωνιαστικιάς του, δεν τούς πείραζαν. "Απεναντίας, σάν φοδ ισμένες, όταν έφταναν σέ ελάχιστη άπόστασι άπ’ αυ τούς γύριζαν προς τά πίσω καί χτυπούσαν τούς ίδιους τούς συμμορίτες. Οι συμμο ρίτες, -χτυπημίένο-ΐ' (θανάσιμα από τά ίδια τους τά όπλα, έπεφταν στό πάτωμα σφαδά ζοντας. — "Ετσι δεν μάς βάζουν σέ μεγάλο κόίπα τά καθάρ ματα ! γρύλλισε ό Σέρινταν. Ό θάνατος τούς έρχετάΐι από τά ίδια τους τά χέρια!... Δρασκελίζοντας τους ξα πλωμένους στό πάτωμα κα κούργους, προΐχώρησαν προς τόν θάλαμο διιακυβερνησεως. Τά πιστόλια ακτινών, όπως καί τά πιστόλια φλόγας των
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
συμιμσρι-τών, ήταν· άθόρυβα. "Έτσι-, καί χάρις στη στεγα νή πόρτα πού χώριζε τη γέ φυρα από την αίθουσα των επιβατών, ό πιλότος δεν είχε άντιληφθή τίίποτα από δ,τι εί χε συμβή ιμέσα στο άστροπλοίο·. 7 Ηταν σίγουροι λοι πόν πώς θά αίφυιδίαζαν τον πιλότο καί Ιθάπαιρναν χωρίς μεγάλη δυσκολία την διακυιβέρνηίσΐ' τοΰ σκάφους στα χέ ρια τους. Καθώς προχωρούσαν όμως, ή πόρτα άνοιξε απότομα καί τά ,μάτια του ντέτεκτιβ φεγ γοβόλησαν άγρια. 3Από τον θάλα,μά δ ΐισκυιβιειρινήΐσάως έρρ χόταιν ό Γουώρτλεϋ. Τους εί δε κι·" αυτός καί στηλώθηκε ξαφνιασμένος. Ή Νάνσυ έτο-ι μάστηικε νά πυροβόληση,. Μέ μιά βίαια κίνησι διμως ό Σέιρινταν την εμπόδισε. —- "Όχι, Νάνσυ!, αυτός μάς χρειάζεται ζωντανός! εΤπε. Έσύ άνάλσβε τό(νμ πι λότο! "Άφησε τον Γόυώρτλεϋ σέ μένα. Ό αρχηγός των κουρσά ρων του διαστήματος βλαιστή μησε. Μια βαρεία βλαστή μια ξ έφυγε άπ" τό στόμα του (κ.α]8ώς είδε νεκρούς όλους τούς συμμορίτες του στο πά τωιμα. — Καί μένα μου χ,ρειάζεσα ι ζω νταινό-ς, Σ έρ ιντσν !, βρυχήιθηικε. Σέ θέλω ζωντα νό για νά ιμπορέσω νά σέ κά νω νά πεθάνης μέσα σέ φρι χτούς πόνους, μ" έναν θάνατο πού δεν τον βάζει ό νους τού ανθρώπου1.
"Έκανε ένα βήμα προς τα
πίσω για νά ξαναμπή στο θάλαμο δ ιακυβερ νήσεως. ’Άν έμπαινε έκεΐ κάί κλιεινόταν μέσα μαζί μέ τον πιλότο, ό λα ήταν χαμένα. Αιχμάλω τοι· μέσα ατό κουρσάρικο άστρόπλοιο, ό ντέτεκτ ιβ κι5 ή μνηστή του θά ξοηναγύριζαν στο γκρίζο πλανήτη κα:ί δεν θά ξανάβλεπαν πιά τή Γη. Μ" ένα πήδημα, ό Σέρινταν βρέθηκε; -κοντά του καί τον άρπαξε άπ" τούς ώμους. "Υστερα το δεξιό- του χέρ-ι ■κινήθηκε σαν αστροπελέκι. Ή γροθιά τ-ου όμως αστόχη σε, γιατί ό Γουώοτλεϋ γλύστρ-ησε μέσα άπ5 τά χέρια του καί τού κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχΐι. Ό ντέτεκτ ιβ έτριξε τά δόν τια από τον πόνο·. Έκανε^ με ρικά βήματα προς τά πίσω, κλονίΐστηκε, μά δεν έπεσε. ΕΤδιε τή Νομισυ νά τρέχη προς το μέρος του γ·ιά νά τον βοη-θήσηι. •— Κάνε -αυτό πού σρύ εΤπα, -Ν-άνίσυ!, τής φώναξε. Δέν χρειάζομαι βοήθεια·! Ή* ικοπέλΐλα .κοντοστάθηκε αναποφάσιστη γιά μια στι γμή. Ύστερα όμως, βλέπον τας τον τρόπο πού την κύτταζε ό Τζό, πέρασε, μέ τά δυο πιστόλια στα χέρια τήμ.πόρ τα πού έφερνε στο θάλαμο δ ΐιαικ υβερνήσεω ς. Ό Γιουώρτλεϋ βρήκε τήν ευκαιρία. καί μούνταρε πάλι απάνω του. Π-ρίν προφτάση ■νά προφυλαχτή, ό Σέρινταν δέχτηκε μιά /καινούργια γρο θιά αυτή τή φορά στό σαγό νι. ΖαλΡρτηκξ. Ό ρυμμρρή
ΥΠΒΡΑΝβΡηΠΟΧ 0 της ήταν χειροδύναμος καί ή ξερε νά καταφερνη. γβρά χτυ πήματα. Ό πόνος τον έκανε νά βγάλη, ιμιά άγρια κραυγή. Μά πόΐλΐι δεν έπεσε. Τά δάχτυ λά του σφίχτηκαν ;μέ λύσσα και τιό βλέμμα του έγινε θολό. Συσπειρώθηκε κοή ιμέ τό κε φάλι σκυφτό έκανε δυο τα χύτατα πηιδήμαίτα που ήταν αδύνατο· νά τά παρακολούθη ση μάτι· ανθρώπου. Τό κεφά λι του βρόντησε απάνω στο ■στήθος του Γουώρτλεϋ και οι γροθιές του κινήθηκαν απί στευτα γοργά. —- Αυτό τό λένε «γικιροσσέ», Γουώρτλεϋ. Κι' αυτό το λένε «άπερκατ»! Πάρε καί τούτην! "Αρπαξε -κι* αυτήν. Κι’ αυτή δική σου, Γουώρ τλεϋ ! Ό συμμορίτης, ξαφνιασμέ νος άΐπό τον καταιγισμό αυτών των γρονθοκοπηιμάτων, στάθηκε, ανίκανος νά άιμονθή· Τά χτυπήματα ήταν άπερίγραπτα άγρια. ’Από τη μύ^τι 7Ρν/ τό στόίμα κάί τό σα γόνι του δτρ·?νε άφθονο αίμα. Τυφλός άπό οργή, τραί&ηξδ πιστόλι του. Τώρα δεν τον ένδί'έφερε νά πιάση ζωντανό τον ντέτεκτι-β. Γ ιά ένα π.ρ ά γρα -μονάχα: ένδισφερόταν. Νά ξεφύγη, Καί ένας μόνο τρόΙπος ύτήργε νά τό πετύχη αυτό. ’Άν τον σκότωνε. Αλλά άφοβος καί ασυγ κράτητος ώριμησε ό Σέρινταν καί τον πρόλαβε. Σάλταρε καί, αδιαφορώντας γιά την κάννη του όπλου που τον ση, -μάδευε, του κατάφερε μιά δυ νρτή κλωτσιά ατό στομάχι.
15
Τό χέρι τού συμμορίτη πα· ρέλυσε. Τό πιστόλι; γίλυστρησε ιστό πάτωιμσ. Γονάτισε καί τό πρόσωπό του συσπάστηκε άπό τον πόνο. — Στο είχα ύποσχεθή, Γουώρτλεϋ!, ρούγγρισε ό ντέτεκτιιβ. Σου είχα ύποσχεθή πώς >θά σέ στείλω στην η λεκτρική καρέκλα1 νά ψηθής! Εκείνος δέ ■ μίλησε. Βόγγη•σε πνιχτά καί σωριάστηκε στο πάτωμα·. Ό Σέρινταν έ βγαλε ένα ζευγάρα χειροίπέδες καί τις πέρασε στά χέ ρια του. ·Μέ ένα άλλο ζευγάρι· τού έδεσε τά πόδια. — Τώρα δεν θά κάνης α ταξίες πιά!, (μουρμούρισε. Θά κοικμηθής γλυκά πεντέξη ώρες κύ δταν ξυπνήσης, θά ναμίζης πώς ονειρεύεσαι. Τόν άφησε αναίσθητο καί τρέχοντας ρπήικε στον θάλα'μο δισκυβερνήσεως του άστρο πλοίου. Είδε τή Νσνσυ νά ρυθμίζη τό καντράν τών ταχύι ητών.· καί νά κρατάητ τά πη δάλια. Στά πόδια της ήταν ξαπλωιμένος ό πιλότος τών ςτ υιμμορ ιτώ.ν χτιυίπη; μ ένας άπό -μα άκ'τΐνσ θανάτου.
^— Είσαι ^οαδαία!, τής φώναιξε. — Τά κατάφειρα καλά, Τζό; ρώτησε χαμογελώντας τό κορίτσι. — Περίφημα, Νάνου! "Ερριξε γοργές ματιές στά πολύπλοκα (μηχανήματα διακυ/βειρνήσεως, είδε πώς δλα δούλευαν κιαλά καί κάθησε στη θεσι. τιού πιλότου. Πίεσε διάφορα κουμπιά κι’ έβαλε σέ κίνησι τους ροχ)λούς έπιτα*
Ί6
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
χύνισεως. Τό άστιράπλοιο, δ κορ ' γράφοντας ιμιά τεράστια κα μπύλη-, άλλαξε πορεία. — Ποΰ πάμε, Τζό; ρώτησε ή Νάνου. — Αυτή τή φορά είμαι» σί γουρος πώς θά φτάσουμε ·στή Σελήνη,/ απάντησε ο ντέτεκτιβ. Θά δώσουμε τό παρόν στα φυλάκια τής Διαπλαν^ι'Τΐκης αστυνομίας^ Θά άνεφΡ" διάσουμε με καύσιμα καί θ α συνιεχίσουμιε τό ταξίδι· μα<7 για τή Γή. Θά παραδάσουμε τον Γουώρτλεϋ στον Χάβαρτ νά τον άνακιρίνη. και νά απο κάλυψη τό ίμερος πού κρατάει αιχμάλωτο τον Μπρεντ και τούς άλλους καθηγητές.· Γιατί, όπως καταλαβαίνεις,, έμιεΐς δεν κάναμε κα!ΐ σπου δαία πράγματα. Δεν καταφε,ραμε δηλαδή τό σπουδαιότε ρο. Νά προσδιορίσουμε σιε πιΟΊΟ σημείο του διαστήματος κρύβεται αυτός^ ό γκρίζος πλανήτης όπου έχει τό στρα τηγεΐο της ή συμμορία του Γουώρτλεϋ. Καί εκείνο που έχει- πρωταρχικής σημασία γά τήν αποστολή πού έχω ^Γναλάβει· , είναι ^αύτό ^ρ,βως. 'Η θδ^ΧςΤόυ γκρίζου πλα νή'τιη. Άπό έκεΐ πρόίκεπαι. νά έξαπολύσουν τ.λ»;' ΤΟογ ρ; ^σρ0,ι της Γης. Καί ένας μονάχα τρόπος υπάρχει νά εμποδίσουμε αυτ-ή τήν ύ πουλη επί/θεισι-. Νά εξοντώ σουμε τόν εχθρό μέσα στ ή φωλιά του. Ή Νάνου δε μίλησε. "Ενα πλήθος ανήσυχα προαισθήμα τα τρύπησαν τήν καρδιά της. "Ένας Θεός μονάχ,α μπορούσε
νά ξερή σε ποιες καινούρ γιες κι5 επικίνδυνες περιπέ τειες θά μπερδεύονταν... Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΒΡΟΧΩΝ
ΜΕΣΑ στό φυλάκιο τής περιοχής τής Θάλασσας των Βροχών τή ς Σελήνης ένα φως άναιβό σβη ν ε ατό •καντράν. Ό άρχιφύλακας τής υπηρεσίας γύρισε ένα δ ιακόπτη καί στην οθόνη τού καν τράν άρχισαν νά σχεδιάζωνται μικρνές τρεμάμενες γραμ-μές. Οι γραμμές, αόριστες και θαμπ-ές στήν αρχή, πήραν σε λίγο τό σχέδιο μιας αν θρώπινης μορφής πού χαμο γελούσε. 4Ο άρχ ιφύλακας γούρλωσε τά μάτια, καθώς είδε αυτό τό μελ,αιχροινό πρό σωπο νά του χαμογελάη. — Ό Σέρινταν! ό άστυ νό μος Σ έρ ι νταν !, ψ ιθυο ι σε. Έτριψε τά «· · Λ νόυλ0 τ-^ΑήΐιΟΊ, γιατί ονειρευόταν μά ή ή>·ωινΐή πού ακούστηκε δόν τού άφησε καυ/ιμά Αμφιβολία ότι πΣλ είχε κοτμηθή καΐι ότι όλες όι αισθήσεις του ήταν εντά ξει. — Έδώ ντέτεικπτβ Σέο:ν ταν!, έλεγε ή φωνή., Έδώ Τζόε Σέρινταν. Ζητώ επα φήν μέ φυλάκιαν Διαπλανητικής Αστυνομίας Σελήνης. Καλώ τό φυλάίκιον Α3 τής ©άλσσσας ^τών Βροχών. Προ ροχή ! Έδώ Σ έρ:νταν. Ό άρχ ι φύλακας έφερε τόν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ηλεκτρονικό τηαμιτό κοντά ατό στόμα του. ,— 4Αλλο Τζό! «εΐπιε. 'Αλ λο! Έδώ άοχιφύλακας. Θαρ ρώ πώς θά μου σάλεψε τό λογικά, Τζό. Όλοι στη Γή καί στο δορυφόρο σέ κλαΐνιε για πεθαμένο! Είσαι ζίοιντανός, Τζό; ^ Γό πρόσωπο πού σχεδια ζόταν1 στην οθόνη, τού καν τράν γέλασε και τό άνοι-χτόικαρ6ο γέλιο του ακούστηκε στον δέκτη και γέμισε τήμ» τσιμεντένια κάμαρη· τού φυλακ ίου. — Αφού μέ βλέπεις, Σάρλτον, κάΐ ,μέ αχούς, νά σού ιμιλάω, θά πή, πώς είμαι ζων τανός. Βρίσκουΐμαι- χίλια πεν τακόσια μίλλια μακρυά καί τό σκάφος μου στερείται καυ σίμων. -Πρέπει νά προσγειω θώ. Ειδοποίησε τό πυραυλο δρόμ ίο της περιοχής σου Μ άνάψη· τά φώτα ασφαλείας;.. Θαριρώ πώς έχετε νύχτα έκε?. — Ναί, Τζό, έχουμε δέκα γήινες4 μέρες νύχτα καί λεί πουν άλλες τέσσερις άκό'μια. ώς πού ν’ άρχίίση νά ξημερώνη(*) Θά ειδοποιήσω άμέ(*) "Οιπως είναι γνωστό ή κάθε σεληνιακή ήμερα άντιστόιχε? .«κέ δύογήινες εβδομάδες. Τήν ίδια διάρ κεια έχει κ ι ’ ή ινύχτα. Τήν ήμέρια ό ήλιος οπή Σελήνη είναι έκτίυψλωτικά δυνατός ·κ·αΐ η Θερμοκρα σία στήν επιφάνεια του δορυφόρου αύτού τής Γής .φτάνει- τους 1.20 βαθμούς. Τή νύχτα ή θερμοικρασ ί α πέφτει ατούς 1 <$0 'βαθμούς ικιάτω άτπό τό μηδέν. 'Η δαρυτης είναι κατά 6 -φορές μικρότερα άττ’ τή Γή. "Ενα αντικείμενο δηλαδή τπού
Τ’
1
σως. ’Έχει-ς καίί τήν κούκλα ιμαζί σου; — Ναι Σάρλτον. Καί χαί ρει- άκιρας ύγ-είας. — "Ολοι εΐχαμε' φοίβηθή Τζό πώς χαθήκατε εσύ κι5 ή Νάνου. ζυγίζει 60 οκάδες σρηόν πλανήτη μας σπή Σελήνη, θά ζυγίιζη μόνο -δέκα. Γ ι ’ αύτό καί οί αστροναύ τες βαδίζοντας ιστήν επιφάνεια της πραγμαιτοποιοΰν ιμεγάλια άλ ματα ικαΐ .τπροχωροΰιν πολύ γρήγο ρα. "Εχουν τό ένα έκτο μόνο τού βάρους τους. Στήν επιφάνεια, ή ■ατμόσφαιρα εΐιναι κατά 50.000 .φορές αραιότερη <άτΓ τή Γή .και δεν υπάρχει οξυγόνο. Μότο ιμέ σκάφαν δρα εΐιναι δυνατόν νά ζήσο-υν οί ■αστροναύτες στήν επιφάνεια τής Σελήνης. Γ Γ αύτό το λόγο οΐ πρώ τοι άποικοι τπού πήγαν από τή Γή στιή Σελήνη ώργάνωσαν ,μιά υπό γεια πολιτεία ιμέ άποθήκεις καυσί μων, γραφεία καί κατοικίες γιά τις διάφορες υπηρεσίες. Κάτω α πό τό έδαφος, Οσμηρά από ώρισμένα μέτρα, ούτε ή φσβειρή ζέστη εΐναι αισθητή, ούτε <τιό ικρύο. Τό 1980, εποχή πού ξετυλίγεται ή Ι στορία μας, ή Σελήνη χρησιμοποι είται ώς διαπλσινηιτπική βάσις ιμέ αστυνομικά φυλάκια. Τό μεγαλύτε ρο μέρος του νεαρού αύΤοΰ δορυφό ρου τής Γής είναι ακόμα άνεξερευνητο. Τρεις μεγάλοι κίίνδυνοι είναι επίσης εξακριβωμένοι, έκιτός άτπό τήν έλλειψι οξυγόνου πώς υπάρ χουν στη Σελήνη. Οί μεγάλες κ/αταχμημνίσει ς άμαχων πού θριυμματίζουνται ιάπιό τήν άπότίοιμη μετα βολή τής θερμοκρασίας, οί μετεω ρίτες πού πέφτουν και οί σικόνη πού σκεπάζει τις πεδιάδες της. 'Η έλλειψι ς ατμόσφαιρας και αέρα έπέτιρεψε στήν σκόνη αύτή ινά σχη.ματίσει ένα παχύ στρώμα στήν ε πιφάνεια τής Σελήνης. .Πολλοί α στροναύτες χάθηκαν βουλιάζοντας μέσα στη σκόνη αύτή.
— Κχαμ-ε μπόλικη δού λε ι ά ιά'ρχ ιιφύλακα. Φέρνου μ·ε μαζί· μας κόμπασα πτώματα κι5 έναν ζωντανό που αξίζει τον «οάπο. "Έχεις ακούσε ο για .κάποιον Γουώρτλεϋ; — Φέρνεις τον Γουώρτλεϋ, Τζό; — Ναί. . — Είσαι σπουδαίος. Τρέ χω νά είδα πατήσω άμέσως. Ό άρχι φύλακας βγήκε απ’ τό φυλάκιο καί, άκολουθώντας έναν υπόγειο διάδρομο, μπή κε σέ μια μεγάλη, κυκλική αίθουσα όπου τό εργοστάσιο· •παραγωγής οξυγόνου και η λιακής ένεργείσς έστελνε κα θαρό άναπνιεύισιμο αέρα καί μια γλυκεία ζεστασιά. Οι άνδρες τις φιρουράς έπαιζαν χαρτιά. — Έταιμαστήτε για την ε πιφάνεια, παιδιά!, τους φώ ναξε. Φορέστε τά σκάφαν δρά σας. Σέ λίγο έρχεται ό Σέρινταν και μάς φέρνει, ένα σπουδαίο ττίίθηικο. "Εχετε α κουστά γιά του Γουώρτλεϋ; Αυτός θά είναι φίλοξενούμε νός μας γιά δυο—-τρεις γή ινες μέρες. Έμπιρός’, παιδιά, η Οι άνίδρες τής διαπλανητικής άστυνομ'ίας έτρεξαν στα ντουλάπια όπου υπήρχαν τά σκάφανδρα, γελώντας καί Φώνάζοντα ς ένθουσ ι ασμ ένα ι άπό τό . νέο πού είχαν ακού σει. Μονάχα ένας άπ5 αυτούς δεν φάνηκε νά δε ίχνη ενθου σιασμό γιά τις πληροφορίες πού έφερε ό άρχ [.φύλακας. .Κοντοστάθηΐκε, έμεινε τελευ ταίος καί», όταν είδε πώς. δεν βρισκόταν κάνεις άλλος στην αίιθο'υσα, πίεσε τό κουμπί] του οαλογιου του καί, όταν άνοι ξε τό καπάκι, άρχισε νά μι-
λάη βιαστικά ^καί χαμηλόφω να. Τό ρολαϊ ήταν ένας ισχυ ρός δ [απλανή τικός πομπός. Κι5 εκείνος που μιλούσε ένας άπό τους πράκτορες τής συμ μορίας τού 'Ρουώρτλεϋ πού έ στελνε ένα μήνυμα στον γκρα ζο πλανήτη·. Ειδοποιούσε πώς ό Γουώρτλεϋ είχε συλληφθή καί πώς σέ λίγο θά βρισκόταν στη Σελήνη. "Οταν τελείωσε τό μήνυμα έκλεισε τό .ρολόι κι5 έτρεξε νά προλάβη τούς άλλους που φορούσαν κι·’ όλας τά σκάφαν ,δρά τους μέ τις συσκευές^ο ξύ γόνου*. Κανείς δεν τον είχε ύποψιαστή. εηιθεςιχ εναντίον
ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
ιΗ έττόθεσις >μ'έ ιροιυίκέ,ττιες άρχισε ομαδικά. ____
·ιι .ιιΙ_ΙΜΙΙ·ΙΙ-ΙΙ—·ΐΜΙίΙ3]·πΐΐΤΠΤΓ—ΤΤ-Γ“Π^~—~*—~
Ι™··™·"·Ι··™β*·Μ·βΒ····β·|·»·»»
Ο
Ο ΤΖΟΕ ΣΕΡΙΝΤΑΝ, κου ρασμένος ά:π^ τό ταξίδι, κοι μόταν στ ό νξενώνα τή ς Αισιτπλα,νητυκής Ά σ τ υ ν ομίας. Σ’ ένα άλλο δωμάτιο κοιμόταν κατάκοπη άπό τίς συγκινήσεις καί τίς άγωνίες ή Νάνου Έβιλγκτον. Όλό•κληρη ή υπόγεια πολιτεία τής Σελήνης, ο ύστερα άπ" την έν'θουσιώδη υποδοχή που •είχε κάνει στον θρυλικό ντέτεκτί'β καί τη μνηστή του, α ναπαυόταν. Γλόμποα μέ άποθηκευμένη ηλιακή ενέργεια σκόρπιζαν ένα απαλό φώς στους έρημους υπόγειους δρό μους. Στο κρατητήριο τού φυ λσκ'ίου Α3, δεμένος χειροπό δαρα., κοιμόταν κέό Γουώρτλεϋ. "Ετσι, τουλάχιστον έ δειχνε. Πώς κουμ άτονε. "Ολα φαίνονταν κοιμισμένα καί ή συχα στην πολιτεία τής Θά λασσας τών Βροχών. Καί μονάχα στα φυλάκια
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΟΠΟ Σ
της έπιφΌνείαζ, χωμένο ΐι μέ σα στα Ειδικά σκάφανδρά τους -πού θερμαίνονταν μέ ρα 5 ιοηλεικτρική ενέργεια για να ικατανικήσουν την παγωνιά των 120 βαθμών (*), έστεκαν άγρυπνοι οί φρουροί. Μ>ιά κα ταπληκτική σιωπή άπλωνόιταν σ’ αλα τά γύρω. Μέσα στο παγωμένο σκοτάδα δια γράφονταν οι άπότομιοί1 όγκοι των μεγάλων βουνών καί τά κομμάτια τών βράχων πού γκρεμίζονταν κάθε τσσο> Σικοτ&ινά βάραθρα, τεράστ ιοο κρατήρες σβησμενών ηφαι στείων, νεκρές θάλασσες μέ το χρώμα τής στάχτης, ούτε ίχνος βιλαστήσεως. "Ενα πε θαμένο άστρο χωρίς αέρα καί χωρίς νε'ρό. Κοιλάδες σκεπασμένες μέ σκόνη·, που κατακαθόταν εκατομμύρια χρόνια συνέχεια απ’ τή φθο ρά τών ^βράχων κι5 απ’ την άμμο τών μετεωριτών που έρχονταν από τους μαικρυ■νούς πλανήτες. Μια καταθλιπτιική σιωπή κι5 ένας ουρανός γεμάτος^ άστρα που έλαμπαν χωρίς νά φωτίζουν. Πολύ κον τά ή Γή έστεκε μπροστά στον ’ΉΙλιο. Γύρω άπιό τή γήινη, σφαίρα υπήρχε μιά ταινία κόκκινη·, σαν αίμα. Είχε κα νείς την έντυπωσι πώς και γόταν ή ^ ατμόσφαιρα. 9 Ηταν οι ^ηλιακές ακτίνες πού περ νούσαν από τά πλάγια τής Γής περιβάλλοντας την μ’ ένα κόκκινο δαχτυλιάι. "Απότομα όμως τούτη ή (*) Στους Πόλους τής Γής ή θερμοκρασία δεν ξετπερινάε ( τίους 40 βαθμούς ύττό το ιμηδέν.
I
καταθλ ιππική σιωπή έπαψε νά ύπάρχη. "Από μαικρυά άκιούγονταν εκρήξεις. Οί^ κε ραίες τών σκάφανδρων έπιασαν αυτούς τούς κρότους καί οί σκοποί σήκωσαν τά μά τια στον ουρανό. Κάτι παρά ξένο πρέπει νά συμβαίΐνη α πόψε. Δεν υπάρχει καμμιά άμ φΐ'βολίίά πώς οί εκρήξεις αυ τές προέρχονταν από πυ ραύλους διαστημοπλοίων πού ταξίδευαν στην περιοχή της Σελήνης. "Αλλά αυτά τάΛ άστρόπλοια έπρεπε νά είναι πολλά. Πάρα—πολλά. Κ αί όμως καμμιά είδαπαίησι δεν είχε έρθει από κανόναν πλα νήτη πώς τόσο πολυάριθμα σκάφη έπρόικειτο νά ^περά σουν ή νάρθούν σέ τούτο τό δορυφόρο. Κάτι συνέβαινε ώριισμένως, κάτι παράξενο κι* άνεξήγητο. Μέ ανήσυχα βλέμματα, άρχισαν νά ψάχνουν τον ου ρανό Ο'ί σκοποί τών φυλακί ων καί ξαφνικά ξεχώρισαν έ ναν όλόικληιρο στόλο άιστροτλοίωιν νά κατηφορίζη σφυ ρίζοντας απειλητικά. Ταυτό χρονα, γλώσσες φωτιάς βγή καν ά(ΓΓ0 μέρ-ικά πολυβόλα τών αγνώστων σκαφών. Δυό —τρεΐς από τούς σκοπούς χτυπημένοι έπεσαν νεκρού "Ενας πληγωμένος σύρθηκε ως τον αυτόματο διακόπτη συ ναγερμοϋ. Τά κουδούνια, καί οί σειρήνες μπήκαν σ’ ένέργεια καί ή υπόγεια πολιτεία ξύπνησε τρομαγμένη. Τά με γάφωνα •έδιναν βιαστικά ο δηγίες. — Στά όπλα! Προσοχή!
Συναγερμός!
....
_/*'
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
— "Αγνωστο ι κουρσάροι «μάς επιτίθενται-1!. — Προσοχή ! Προσοχή! Φορέστε τά σκάφανδρά σας και π άρτε τά οττλια σας. "Ο λοι στην επιφάνεια!. Τά μεγάφωνα πού ειδοποι ούσαν για τον κίνδυνο, οι σει •ρήνες συναγερμού κας το έκνευριιστίικό κα!ί συνοχές χτύ πημα των κουδούνιών δηιμιουρ γουσαν ένα φοβερό πανδαιμό νιο, 01 άνδρες των φυλακίων μέ πλήρη πολεμ.ιική άστρο-νιαυτιική εξάρτυσιέτρεχαν προς τις εξόδους πού έφερ ναν στην επιφάνεια, δπο>υ εί χε αρχίσει μια άγρια μάχη... Ο ΓΟΥίΙΡΤΛΕ.Υ.
ΔΡΑΠΕΤΕΥΕΙ Ο ΤΖΟΕ, φο ρών τας τ ό σικά φ< α ν δ ρ· ό του ^ καΓι με πστόλ > ~ ν Ρισλυτικών . σ> ικτίνων ατά χέ ίρ·ια, 'πρόίβαλιε άπ* τή σκεπή του Α3 κ Γ έ νοιωσε ενα δυνατό ρΐγος, νά διατρέχη τό -κορμί του, κα θώς άντίκρυαε α:ύτά πού συνέβαιιναν στην επιφάνεια. Πολλά διαστημόπλοια είχαν προσγειωθή σέ διάφορα ση μεία, ενώ άλλα ταξίδευαν στό'ν αέρα διαγράφοντας με γάλους κύκλους πάνω από την περιοχή τής Θάλασσας των Βροχών. "Ενας στρατός ολόκληρος αϊτό δισιστημάνθρ-ωπους είχε άποβιδασθή άπό τά αστρόπλοισ. Γλώσσες φωτιάς έσκιζαν τό σκοτάδι-,
2)1
ενώ τό κροτάλι,σμα τών πο λυβόλων -και φλογοιβόιλων γέ μιζε τον αέρα. ήταν μ>ά ά γρια καί πρωτοφανής^ σέ ε> κτασι έπίθεσν έναντίόν τής I ελήνης. Οι άνδρες τήξ δΐάπλανητιχής ΆστυνρμίιΟοζ πολεμούσαν η ρωικά καί υπεράνθρωπα, προσπαθώντας ν’άναχα ιτίσοΟν τους άγνωστους Ιπτδρομρϊς. ? Ηταν ένας σκληρός καί άνισος άγώνάξ, Οι , 5 ιαστημάγ·· θρωποι σκορπισμένοι σέ ομά δες ^ προχωρούσαν πραγματρποιώντας ^ μια Κιυκλωτική κί νησα με ®άσι ένα προδιαγε γραμμένο σχέδιό-. Προχωρών τας άφηναν νεκρούς πίσω τους, «μά ήτσιν φανερό πώς δεν λογάριαζαν τις απώλειες. Ό θρυλικός -ιτέτεκτιδ μέ τά πιστόλια στό χέρα δέχτη κε τϊ^ν έπίΐθόσι μιας άμάδόςν 5Ακλόνητος κα« μ-ή λογαριά ζοντας ςις ρητίνες πού σφύρι ζαν τό τραγούδι τού θανάτου, καθώς περνούσαν πλάϊ του, π υ ροβολούσε σηιμαδεύοντ α ς, έ.νώ ταυτόχρονα τό μυαλό του αγωνιζόταν νά μαντέψη τον σκοπό τής μεγάλης αυτής έπιδρομής στή Σελήνη. τ Ηρ θαν τάχα νά κλέψουν ουρά νιο; Αλλά τά ορυχεία ουρά ν ου ήταν πολύ μακρυά από τή Θάλασσα τών Βροχών. 9 Ηρθαν νά καταστρέφουν την υπόγεια πολιτεία, σφαιρώντας έτσι από τήν Γήϊνη Κοι νοποιλίτείσ -μιά άπό τίς κυ ρ ιώτερες βάσεις ανεφοδια σμού τού άστροναυτικοΰ στό λου της; "Ολα ήταν_πιθανά •καί τίποτα άπίθανο, -σινικά
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
άμως μια υπόνοια τρύπωσε στο ιμυαλό του Σέρινταν. Ίο ιμυαλό του πήγε στον Γουώρτλεϋ. ’Άν όλοι τούτο·ι οί δια στημάνίθρωποι, που έκαναν συ τή την άγρια έπίθείσι, ήταν ιμόλη της συμμορίας του Γουοέρτλεϋ καί ήρθαν νά απελευ θερώσουν τον αρχηγό- τους; Άλλα πάλι· πώς ήταν δυνα τό νά ξέρουν πώς ό Γουώρ τλεϋ ήταν αιχμάλωτος και εί χε ρεταψερίθή στη, Σελήνη;; Μια καινούργια υποψία άρχι σε^ νά βαίσανίζη τό νου του διάσημου ντέτεικτιβ. Σέ μιά τέτοια περίπτωσι θά έπρεπε κάποιος νά τούς είχε ειδο ποιήσει καί αυτός ό κάποιος, κατάσκοπος τής φοβερής σπείιρας που σχέδιαζε την κα ταστροφή τής Γης, -έπρεπε νά βρίσκεται εδώ στη Σελήνη χωρίς χάνεις νά τον υποψιά ζεται... Τά μάτια του ΣερινΤ&ν ά στραψαν. ’Άν οα υπόνοιες του ήταν βάσιμες, δεν έπρεπε, 'νά στέκεται εδώ. Ή θέσι του ή ταν κάτω στο κρατητήριο ό που βρισκόταν φυλοκ ιισμένος ό Γουώρτλεϋ. Ή μάχη συνεχ ρόταν απερίγραπτα σκληρή γύρω του, άλλα εκείνος άρχι σε νά ύποχωιρή. Πυροιβολώντας οπισθοχώρησε προς τό -μέρος τής ύπόιγειας - στοάς τοϋ φυλακίου Α3 καί, ό^αν μπήκε μέσα τρέχοντας, κατευθύν-θηκε ανάμεσα σέ πολ ι/δα ί'δαλους δ ι αδ ρο! μου ς π ρός τό κρατητήριο. Ή αναπνοή του στομάτησε όταν έφτασε έκεΐ καί μιά άγρια βλοκττή-
'μιρε έφυγε φπ’ τρ στόμα του,
καθώς είδε ανοιχτή την πόρτα τοϋ κρατητηρίου. Ή πόρτα ή ταν ανοιχτή καί ό Γουώρτλεϋ είχε έ'ξαιφανιστή ! Χωρίς νά χάση δευτερόλεπτο, διέσχισε πάλι- τρέχοντας τούς υπόγει ους διαδρόμους καί. βγήκε στην επιφάνεια. Ή μάχη εί χε σταματήσει καΊ τά άστρ ο πλοια τών συμμοριτών^ αφή νοντας πίσω τους γλώσσες φωτιάς ά'π’ την έκτίναξι τών προωθητ ι κ ών πυραύλω ν τα ξίιδευ-αν στον ουρανό. Κάτω στην παγωμένη κρούστα τής προαιώνιας σκόνης είχαν άπομείνει ένα πλήθος πτώ ματα τυλιγμένα στά διαπλα νητικ-ά σκάφανδρα. Κι·* από τις δυο πλευρές υπήρχαν άρκετ-οί νεκροί:. Ανάμεσα στά πτώματα ήταν πολλοί ά;στυ νομι κοα άστροναύτες που εΐχ·σν πεθάνει έκτέλ (όντας τό καθήκον τους. Τό βλέμμα του ντέτεκτιβ πλανήιθηκε γεμάτο τΓ'κρά σ αυτούς τουή -ηρω ικούς νεκρούς. — Θά μου τό πλήρωσης αυτό, Γουώρτλεϋ!, μουρμού ρισε. Καί πολύ ..σύντομα μά λιστα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟ ΦΗ στη Γή. έγ ινε ϋστε ρ α από τρεις μέ ρες. Ό 2_έρινταν ά νέφε ρε στον επι θεωρητή Χόβαρτ τά καθέκαστα μέ όλες τίς λρπτομέρ-ει-ες,
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
— Τά θαλάσσωσες, ^ Σέ ρινταν!, γάβγισε Χόβαρτ. Πώς άφησες νά σου ψύγη έ να τόσο μεγάλο ψάρι άπ" την άττοιχη·; Ό Γουώρτ'λεϋ είναι ικανός για δλα!. "Έχουμε νά κάνουμε μ’ ένα έπιικίίνδυνο παράφρονα εγκληματία. Έ πρεπε νά μην τον λυπηθής! "Αν τό σκότωνες, Θά είμαστε ήσυχοι. Τά φίδια τά σκοτώ νουν πριν προφτιάσουν νά χύ σουν τό δηλητήριό τους. — Θά τον πιάσουμε, ίνσπέκτοιρ!, είπε ο ντέτεκτιβ. — Ήάτε; Οού θά τον βρής νόί τον πιάσης; αγρίεψε ττερσισότερο ο Χόβαίρτ. "Αφού κΓ αυτό ακόμα τό στοίχε !ώδες δεν καταφερες νά κάνης. Νά σημείωσης δηλαδή κατά που στο διάβολο πέφτει αυ τός ό γκρίζος πλανήτης που .μου λες. —- Δεν προφταίνουμε!, δικ α ιολογ ήθηκε ό Σ έ ρ ι ;\*·>α ν. Μόλις απογειωθήκαμε, μάς ρίχτηκαν. "Ή -μαθηματικούς λοιπόν υπολογισμούς θά κά ναμε, γιά νά βρούμε τό στί γμα του πλαινηΐή. αυτού, ή θά παίρναμε μέτρα άμύνης. Γ! ροτίμ.ησα λοιπόν νά κάνουμε τό δεύτερο. ΝΗρθαίν όμως τά πράγματα ανάποδα καιΐ{ χά σαμε τό παιγνίδι. "Αλλά δεν σπΡλπίζουμαι. * Ό Χόβαρτ τον κυτταξε λ ο ξά. *— Είσαι ωραίος, Σέριν ταν!, , είπε κοροϊδευτικά^ Μ" αρέσεις πολύ γιατί κάνεις °όν έξυπνο καί παρασταίνεις τον πεισματάρη·· "Ομως ό Γ ρνώρτλεϋ σου την έσκασα.
23
Κι" αν πάνε έτσι τά πράγματα, θά σου την ξανασκάση!. Ό Σέρινταν άνασήκωσε τους ώμους. Μτ.ά βαθειά ρυ τίδα αολάκωσε τό μέτωπό του. Τά μάτια του άστραψαν ϋ’άν φρεσκ ©βαμμένο· άτσαλε — Δε θά μπόρεση!, είπε ξερά. Μέ χρειάζεστε άλλο; — "Όχι, Σέρινταν. Βγήκε απ’ τό γραφείο χω ρίς νά χαίιρετίση. "Οταν έ κλεισε πίΐσω του ή πόρτα, ό Χόβαρτ ρίχτηκε σ’ ένα κά θισμα καί άρχισε νά γελάη^. 9 Ηταν ένα μ,πουλντόγικ πού γελούσε τρανταχτά «κι* άνοιχτόκαρδα. — Τον φούσκωσα!, είπε μιλώντας στάν έαυίτό του καθώς γελούσε. Τώρα είμαι σίγουρος πώς αυτό τό μού τρο ό Γουώρτλεϋ την έχει ά σχημα. Ό Σέρινταν θύμωσε. Κι·* όταν θυμώνη ό Σέρινταν, όλοι οι κακοποιοί τά βρίσκουν μπαστούνια. Σταμάτησε νά γελάη καί γύρισε τον διακόπτη τού ρ«δστη,λεφώνοο του. Πήρε τον άΡ χηγ ό τής Δ:απλανή,τικής ’ Ασφαλείας καί του άνέφερε τά οσα είχε μάθει· από τον ντέτεκτιβ. — Νά δόΐσε,τε διαταγές νά παράσιχουν κάθε ευκολία στον ■ντέτεκτιβ!, είπε ό αρχηγός. ^— Διέταξα κι" δλας!, ά τι άντησε ό Χόβαρτ. Του έχω έτοιμο κ:·’ ένα καινούργιο κα ταδιωκτικό πού τό ονόμασα «Πρώτε ύς I I». Είναι από τά λίγα παιδιά πού έχει ή αστυ νομία ό Τζό! Τον κουρντίζω, άλλά ξέρω πώς δεν πρέπει
24
ΥιΠιΕΡΑΜΘΡηπΟ,Σ
να. του χαλάμε κανένα χατήιΡ I; ϋ λ ; ;
•
}
ν
Βγαίνοντας &π τό γρα φείο τοΟ Χοβαρτ, ό Σέρινταν έμοιιαζε μέ ένα λιοντάρι ..πού ■εΤχιε πονόδοντο. ? Ηταν. έτοιιμος νά καταισπαράξη· ,όποάν βρισκόταν ,ικοντα του. ίΥ .αυ τό 6 Μίκυ, ό πιτσιρίκος γκρουμ του ασανσέρ, καθώς τον είδε 'έτσίι κατσουφ ιασμένο απέφυγε νά του ιμιλήση, Κι·* δ|· ως ^ σήμερα περισσότερο άπ5 .κάθε άλλη; ψαρά ήθελε νά κουβειντιάσηι μέ τον μεγάλο· του φίλο ό ιΜίκιυ. Σήμερα εί χε ρεπό καί όταν ελεύθερος. 7—; 5Ατυχία·!, .μουρμούρισε 6 πιτσιρίκος _καίθώς τον €ΐδε νο< πτέρνάή από μπροστά του •χωρίς νά του μαλήση. Ό κύ ριας Σέρινταν είναι· σήμερα στις κακές του. Δεν έχω κα θόλου τύχη·. Πήρε τό δεύτερο ασανσέρ ■καί κατέβηκε, ΙΒγήικιε στο δρόμο·. Πήγε ιστό απέναντι περίπτερο· αγόρασε μια έφημερίδια ικα'] έρριξε μ'-ά ματιά στη στήλη τών κινηΐματογράφ.ων ψάχνοντας νά βρή σέ ποιο άπ5 όλα τά άστυνομ'κά ψ'ίλμς που παίζονταν έπρεπε νά ττάηι. ιΓ ιατί ό Μίίκυ' είχε μια ιδιαίτερη: αδυναμία στά άστυνομικά έργα. Τό όνειρό του ήταν, όταν μεγάλωνε, νά γ ι νόταν δ;άσημο ς ντέτεκτ ιιβ σάν τον Τζόε Σέρινταν, πα ραδείγματος χάριν, που α γαπούσε καί θαύμαζε. Ό ντέτεκτιό τών ουρανών ήταν τό σπουδαιότερο πρόσωπο πού ζπήρχε στον κόσμο για τον
λ/\ίκυ; ^Αλλιά Κιί. ό Σέρινταν άγάπουσίέ .αυτόν τον μικρό γιατί ήταν έξυπνος κάρ ανοι χτό,μάτης... Αυτός του έΤχέ δώσει τό όνομα Μίκυ. Τό πρά νματίικό όνομα του πιτσιρί κου του ασανσέρ ήταν Νίκος Μ ι χ αλόπουλο ς. Είχε γεννη 6ή στην Ελλάδα κι5 οί γονείς του, δυο φτωχοί "Ελληνες μέτανάστες, βρήκαν τραγικό θά νατο· ισ’ ιέν,α σιδηροδρομικό δυστύχημα έξω άπ5 τή Νέα Ύόρϊκη. Τό μικρό ορφανό μπή κε σέ κάποιο ίδρυμα προστα σίας ικαίμ όταν έγ.ινε δέκα χρονιών, ζήτησε νά. έργασθή. Τέσσερα χρόνια δούλευε σ’ ένα από. τά είκοσι ασανσέρ ΤΡυ μεγάρου τής Διαπλανητικής ασφαλείας, όπου είχε την ευκαιρία νά γνωρίση τόν Σέ ρινταν. Ό Σέρινταν αγαπού σε τόν Μίκυ καί του ύποσχέθηκιε άστειευόρενος πώς μια μέρα θά τόν έκανε βοηθό του. Την ύπόσχεσι αυτή την πήρε στά σοβαρά ό πιτσιρίκος "Ελληνας καίι κάθε τόσο φορ τωνστανε στον ντέτεικτ ιβ. Ό Σέρινταν χαμογελούσε πάντα καί ανανέωνε την ύπόσχεσι. ■— Εντάξει, Μίκυ!, του έ λεγε. Δεν ήρθε όμως ακόμα ή ώρα. Ό Μίκυ λοιπόν έψαχνε τώ ρα μέσα στην εφημερίδα νά ■βρή τόν κινηματογράφο ό που θά πήγαινε νά πέραση τό απόγευμά· του, άφου ό ντέτε κτ κβ 6έ φαινόταν νά είχε 6ρεξί' για παρέα. Καθώς όμως διάβαζε, ακούσε δυο ανθρώ πους νά μιλούν χαμηλόφωνα εκεί κάπου κοντά του, ι<5
γηΒ^λκ^ραπόί τρόπος πού ριλούσαν τού φά νηκε και στήλωσε ί > περίεργος /· τ αυτί·. — Αυτός είναι·, Φρέντυ; ρώτιηισε ό ένας. — Ναι, Σάρλ!, άποκρίθη-κε ό άλλος. Είναι ζόιρικος, άλλα το αφεντικό· θέλει σώνει καί καλά νά του τον ττάμε στο λημέρι του. Ό πιτσιρίκος πίσω από την εφημερίδα έρριξε ιμιά μα τιά προς τό ίμερος που έδει χναν εκείνοι· πού κουβέντ ιαζαν. Άνασκίρτησε καί τά μά τιια του γουρλώσανε. Ό άν θρωπος για τον όποιο .μιλού σαν αυτοί οι δυο άγνωστο·ι όταν ό ιμεγάλος του ή>ίλος ο Σέριντανί Μόλις είχε βγή ικατσούίφης απ’ τή ρεγάλη έ ξοδο τ ού ι μεγάρου τής Δ ισπλα1νητ ι κής Άστυνορ ίΐας ό ντέτεκτίιβ ικαί, μέ τά χέρια στις τσέπες καί την ρε'μίπούρπλιικα κατεβασρένη. ώς τά ΦρεΊδια, βάδιζε σκεφτικός ατό πειζσδιρόιμιο, χωρίς νά φαίνεται πώς ένδιίαφέρεταα γ,; δ,τΐ: συνέβαινε γύρω το·υ. Ό Μίικυ στάθηκε περιδένον τας νά δή τ ι θά κάνουν ο ι δυό άγνωστοι-. "Άφησαν νά άπορα κρυνθή λίγο· ό ντέτεκτίιβ κι5 υ στέρα βάλθηκαν νά τον παρα κολουθούν. — θά τούς πάρω κι5 έγώ τό κατόίπι!, (μουρμούρισε ό .μικρός. Κάτι· άσκημο· μαγει ρεύουνε για τον φίλο ρου. Δίπλωσε την εφημερίδα, ξ έχιασε τον κινηματογράφο καί -άρχισε νά παιρακολουθή τους δυο άγνωστους.
ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΘΥ .ΕΧΘΡΟΥ
0 ΤΖΟΕ ΣΕ Ρ IΝΤΑΝ ήταν πολύ άπο-ρ-^ ροφηρένος α πό τις σκέ ψεις του κα θώς: ^ βάδιζε κι." έτσι δεν μπόρεσε ν άντιληφθή την π·α ρακολούθησι. Βάδιζε ικαί τό μυαλό του δούλευε εντατικά. Ό νους του ήταν στον Γουώρ τλεϋ. Τώρα σίγουρα ό αρχη γός των εχθρών τής Γής θά βρισκόταν στη φωλιά τής συρ μαρίας του, στήν γκρίζο πλα νήτη, καί θά γελούσε ενθου σιασμένος που πέτυχε νά ξεφύγη άπό τά χέρια τους. Δεν ε'νχιε άδικο ό Χόβαρτ. "Οσο δίΐκιο όμως κΐι5 άν είχε, ό τρόπο·ς που του μίλησε τον είχε πειράξει. ’Άν ήταν διαφορε τικά τά πράγματα, δεν θά δίίσταζε νά τού πετάξη κατά μουτρα την παιριαίτησί του. — Στο κάτω-— κάτω, θά τού έλεγε, αρκετά δούλεψα στην διαπλανητική αστυνο μία. Παραιτιούραι! Ή Γή εί ναι τ ό π ι ό όμορφο άστρο τού σύμπ'αντος. Κυχλοφ ο ρ· ε Τ ς στους δρόμους χωρίς περι κεφαλαίες, χαίρεσαι τά λου λούδια, τά δέντρα καί τή θά λασσα. ^Παραιτούμαι! Βαρέ θηκα αυτό τό άγριο σκοτάδι τού διαστήματος ικαί τις ρουκέττες. Θά μείνω στη Γή, θά παντρευτώ ρέ τή Ηάνσυ καί θά ζήσουμε ευτυχισμένοι χω ρίς σκοτούρες καί λαχτάρες. "Ολα αυτά θά τά έλεγε
16
ΥΠιΕΡΑΝβΡΛΠΟΣ
ο τον Χάβαρτ αν δεν ήταν ό Σέρινταν. Άλλα ό Τζόε Σέ ρινταν δέν ίμιπορουσε να ^τά ■πή. ?Ηταν μέσα στο αΐμα του ή πειρ-ιπέτειια ίκ.ι5 ή ανη συχία. Ίο καθημερινό παι χνίδι ρέ τον θάνατο ήταν ή , ζωή του. Θά πτέβαινε από πλή ξι άν σταματούσε νά πόλε·· μάη τό έγικλημσ κι·5 άν δέν έπαιζε τή ζωή του κάθε «μέρα κορώνα— γράμματα. Λεν θ’ άφηνε λοιπόν για πολύ και ρό τον 'Γουώρτλεϋ νά κοκο ρεύεται. Θά -μάθαινε ,μέ κάθε τρόπο τή .θέστ αύτου τού μυ στηριώδους ικαίί ανεξερεύνη του άστρου πού λεγόταν γκρί ζος πλανήτης. Περπάτησε λί γο· άκόιμα ικι’ ύστερα σταμάτηίσε ένα ταξί-. — Στην λεωφόρο ^ Λέξιγκτον!, είπε ατό σωφέρ. ΈκεΤ στο τέρμα τής Λεω φόρου ήταν τό εργοστάσιο ε νός σοφού εξερ-ευνη,τού των ά στρων. Ό καθηγητής ΦίΙλιπ Μπράϋαντ, ήλιικιω;μένος ρπά, ήταν ιάπό τούς πρώτους α στροναύτες ικαί είχε κάνει πολλές, εξερευνήσεις ταξ δεύ·· όντας χρόνια από τον ένα π λα νήτη στ ον άλλο. Θά του πε ρί έγραψε ό Σέρινταν τά όσα είδε σ’ αυτό τό παράξενο ά στρο, θά του "μιλούσε για τους καβουρσνθρώπους και τά άνθρωποψάγα δέντρα που συνάντησε εκεΐ κι’ εκείνος Τσως θά μπορούσε νά τον δια φωτίση, νά τού υπόδειξη έ στω- καί κατά προσέγγισι τό σημείο τού διαστήματος στο όποιο θά '.μπορούσε νά βρίσκε ται. Αυτό τό «κατά πρασέγ-
γ ι σ ιν» χρ ε ι,αζότ ανε ρονάχα στον ντέτεκτυβ. Άν τον δια φώτιζε (κάπως όΛ καθηγητής Μπράϋαντ αυτός ήταν ικανός νά ταξιδεύη χρόνια ολόκληρα μέ τό- άστρόπλΟ'Ό του α,σσ ν άναχιαλύψη καί πάλι τον γκρι ζο πλανήτη καί νά βγάλη απ’ τή,φωλιά του αυτό τό φίδι τον Γόυώρτλεϋ. Τό ταξί σταμάτησε στο τέρμα τής λεωφόρου. Πλήρω σε τον σωφέρ καί κστέβηκε:. Προχώρησε λύγο )μέ τά πό δια. Έκεΐ σέ .μια άπταΐμονωιμένη πάροδο—· όπου δέν υ πήρχε κίνησι καί έπυκραταυσε απόλυτη ησυχία— ήταν τε εργαστήριο τού σοφού φί λου του. Είχε διαλέξει, επίτη δες αυτόν τον ήσυχο δρόιμο ό ί/λπράϋοντ γιά νά ρπορή ρακρυά απ’ τον θόρυβο τής ;μεγάλης πολιτείας νά κάνη πιο άνετα τις "μελέτες του. Ό ί διος ό καθηγητής δέν ήταν έ κεΐ. Βρήκε όμως τον στενό συ νεργάτη του καί βοηθό του Π στ Μ-ένετ. Φορούσε την άσπιοη μπλούζα του καί εξέτα ζε στο ψσσιμστοσκόπιο τή σύνθε-ΟΓ δεάφόίρων ορυκτών καί πετρωμάτων, μ'κρά δεί γματα απ’ τά οποία είχαν μεταφερθή ιάπό άλλους πλανή τες. Ό Μένει γνώριζε τόν,Σέ ρινταν. Ό ντέτεκτιιβ τού 'έξήγησε τό; σκοπό τής επίτοκέψεώς του καί εκείνος τον α κούσε ρέ προσοχή. — Νομίζω πώς ίσως θα ρ-ττορέσω νά σάς βοηθήσω κύ ριε Σέρινταν, είπε καί σηκώ θηκε. Κάποτε ό καθηγητής
ΥΠΕιΡ ΑΝΘΡΩΠΟ I
27
Στά άιε,ριοδρ'όιμια που εΐχ|ε στώΙλίΣτ η Γη ,σιτιό διάσπηϊμία, γινόταν ό άνηφΌδ ι α|σ|μιό ς τ ών άπτρόπλ ο ι ων.
.μου μίλησε. για έναν γκρίζο πλανήτη πού είχε μείνει ανε ξερεύνητος επειδή 5 έπεφτε μια αδιάκοπη βροχή από με τεωρίτες πού σκότωνε: τούς αστροναύτες και κατέστρεψε τά δι,αΐστηιμάπλοι,α. Μια -στι γμή Μα βρω τον σχετικό φάκελίλο. *
*
★
Καθώς σηΐκώβηικε όμως, ό Σερινταν ακούσε κάτι: σά αψύ Ρ'ΐγμ,α καμ τον είδε να φερνή τό χέρι στον ώμο του1. *Ηταν σά νά δέχτηκε ιμαά ηλεκτρική έκκενωσι και κραύγασε άγρια απ'5 τον πόνο. Ό ντέτεκτ ιβ ανορθώθηκε.. Κατάλαβε πώς κάποιος είχε σκοτώσει! μέ πι στόλι ακτινών τον Μένετ. Τά χαρακτηριστικά τού προσώ
που του τεντώθηκαν και ή καρδιά τουι χοροπήδησε· βί;αια. Τινάχτηκε όρθιος και τό βλέμμα του καρφώθηκε ερευ νητικά προς τήν κλειστή πόρ τα όπου υπήρχε έν;α μικρό ά νοιγμα. Μέ τό επαναληπτικό όπλο· στο χέρι ώρμησε και ά νοιξε τήν πόρτα. Βγήικιε στο διάδρομο. Είδε κάποιον νά τρέχη. (Πυροβόλησε μα δεν τον πέτυχε. Σήκωσε πάλι τό πιστόλα του1. Μά τούτη τή φο ρά τό δάχτυλό1 του δεν ητρόφτάσε ν5 άγγίση τή σκανδά λη. Κάτι φοβερά βαρύ βρόν τησε στο πίσω ίμερος τού κρα νίου του. Προσπάθησε νά γυρίση. Ένα καινούργιο χτύπη μα όμως πιο δυνατό άπ5 τό πρώτο τον |κανε νά γονατίση.
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ I
ΒόγγιηΙσε καί έπεσε μέ τα μούτρα στο πάτωμα. — Έν τάξει, Φρέντυ!, εΐ·* πιε γυρίζοντας καί γελώντας εκείνος που έτρεχε λίγες στι γμές νωρίτερα. Τον κατά φο ρές μια χαρά. — Πήγαινε για το αυτοκί νητο, Σάρλ!, εΐττε κοφτά ό άλλος. Πράττει νά βιαστούμε. Ό Σάρλ έφαγε καί ξαναγύρισε υστέρα αϊτό λίγο. — Το αμάξι είναι κάτω!, είπε. "Ολα εντάξει, Φρέντυ! Ό άλλος 6ε μίλησε. Φορ τώθηκε τον αναίσθητο· ντέτεκτιβ στους ώμους του καί βγήκε -στο δρόμο. "Έξω στο δοόμο ήταν το αυτοκίνητο. Έρριξαν τον Σε,ρινταν μέσα. Ό ένας κάθησε δίπλα του·. Ό άλλος κάθησε στη θέσκ ^ού σωφέρ. Τό αυτοκίνητο ξεκί νησε μέ φούρια. Πίσω από τό αυτοκίνητο ήταν κρεμασμένος ό... Μίκιυ! Ή καρδιά του πιτσιρίκου χτυπούσε βιαστικά. 5Αλλά ό ιΜίικυ ήξερε πώς ένας υποψή φιος ντέτεκτιβ πρέπει νά κύ βε ρνάη τους παλμούς τής καρ διάς του καί νά μή χάνη πο τέ την ψυχραιμία του. — Τού τη σκάσανε του Τζό!, μουρμούρισε. Άλλα στο τέλος θά τους τη σκάσω κι5 εγώ. Είχε υπ’ δψι του δτι τό αυτοκίνητο θά ξαναπερνούσε από τη λεωφόρο Αεξιγκτον οπίου υπήρχαν αστυφύλακες τής τροχαίας. Ό Μίκυ λογά ριαζε πώς θά ειδοποιούσε κάποιον όστ5 αυτούς κι5 σύτός ό κάποιος θά σταματούσε τό
αμάξι θά έπιανε τούς κακο ποιούς και θά ελευθέρωνε τον διάσημο· ντέτεκτιβ. Άλλα τά πράγματα έγιναν κάπως δια ψορετικά. © ΜΙΚΥ ΔΡΑ
ΤΟ ΑΥΤΟιΚΙΝΗΤΟ δέ βγή ικε -καθόλου ιστή λεωφόρο. (Πέρασε ανά μεσα από από μέρους δρό μους, π α ρ έ καμψε μια λαϊκή συνοικία, άνη Φόρισε ^τπρός την 105ή Όδό και ^ βγήκε σ’ ένα στεινό μο νοπάτι πού έφερνε σ’ ένα μι κρό δάσος πέρα άπ5 τά πρσάστεια τής Νέας Ύόρκης. Έκεΐ κάπου, ύστερα α πό μια διαδρομή μισής ώρας περίπου, σταμάτησε. Πριν καλά —καλά σταματήση, ό -Μίΐκυ πήδησε καί τρύπωσε ανάμεσα στα δέντρα. Άπό τό μέρος αυτό (μπορούσε ν άκούη' ικαϋ νά βλέπη χωρίς νά τον αντιλαμβάνονται οί κα κοποιοί. Κατέβηκαν ά|π5 τό αυτοκίνητο κάί κύτταξαν τά ρολόγια τους. "Υστερα έρρ,ιξαν ματιές στον ουρανό·. — Είναι νωρίς άκόίμα, εί πε ό Σάρλ. Μπορούμε νά πιούμε κάτι. Έκεΐ κάπου βλέ πω ένα εξοχικό μαγαζί. — Κι5 αυτός; ρώτησε ό Φρέντυ δείχνοντας· τό αυτοκίνηΤο. — Τον περιποιήθηκα μια χαρά. Τού βούλωσα τό στόμα μέ μια πετσέτα καί τον έδε σα μέ δνό ώραΐα σκοινιά χει-
νίΙέΡλΝθΡηπόΣ ροπόδαρα. Ακόμα κΒι:ματα·ι·. Άλλα και νά ξυπνήσηι δέ θά I μπόρεση! νά ισαλέψη. ’ Εκείνος ξανακύτταξε τό ρολόϊ του -και κούνησε τό κε φάλι. — Εντάξει!/ συμφώνησε. Πάμε νά ξεδιψάσουμε. Απομακρύνθηκαν άτπη τό αυτοκίνητο με νωθρό βήμα. Ό Μίκυ τους παρακολούθησε με τό βλέμμα κι’ όταν πια ■βρίσκονταν αρκετά μακρυά, ξετρύπωσε απ’ τά δέντρα καί έτρεξε στο (αυτοκίνητο. ’Άνοιιξε την πόρτα καί μπήκε ■μέσα. Μ’ ένα /μικρό σουγιά, πού είχε, μαζί του για νά κα•θαρίΐζη τά φρούτα,^ έκοψε τα σκοινιά πού κρατούσαν δεμέ να τά χέρι ο; ικαί τά πόδια τού ,μεγάλου φίλου· του καί τράβηξε την πετσέτα πού τού έκλεινε τό στόΐμα. Ύστε ρα έσκυψε πάνω από τον Σέ ρινταν καί άρχισε με τά δυο του τά χέρια νά τον κουνάη προσπαθώντας έτσι νά τον κάνη νά συνέλθη. Ό ντέτεκττβ άφησε ένα (βογγητό κα!ί μίσοάνοΐιξε τά μάτια. — Κύριε Τζό, σήκω!, τού φώναξε σκύβοντας στ’ αυτί του ό Μίίκυ. Σέ λίγο· θά γυρί σουν. Ό Σέρινταν ένοιωσε ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι. "Ο μως ή φωνή τού μικρού τον έκανε νά ξεχιάση τον πόνο, θυμήθηκε καί μονομιάς άνακάιθησε. —/Πώς βρέθηκες εδώ, ΜίΚυ; ρώτησε. — Θά σάς εξηγήσω άρ*
γότερα, κύριε Σέρινταν, εί πε ό μικρός. Τους παρακολού θησα. Μή μου πήτε πώς δεν τά κάτάφερα καλά. Νομίζω πώς καί σείς τώρα: θά τό τιαραδεχτήτε πώς κάνω γιά ντετεκτί'β... — Όκέϋ, Μίκυ»! Είσαι πο·λ ύ έξυΤτνος! Θά γίνης μεγά λος ντέτεκτιΐβ. Ακούστηκαν βήματα. Ή καρδιά τού παιδιού φτεροκό πησε τρομαγμένα. Τά μά τια τού θρυλικού ντέτεκτιβ τρεμόίπαιξαν. Τό αίμα βρόν τησε σ·ά σφυρί στους κρο τάφους του. — ’Έρχόνται!, είπε ό Μί κυ. —* Ναί. "Έρχονται!, συμ φώνησε ό Σέρινταν. "Έλα μα ζί μου. Βγήκαν γοργά απ’ τό αυ τοκίνητο έκλεισαν πάλι· αθό ρυβα τήιν πόρτα κάί κρύφτη καν μέσα στα δέντρα. — "Ο,τΐι κι" άν συμβή δεν θά μπερδευτής στ ή φασαρία, είπε, ψιθυριστά ό ντέτεκτίιβ ιστό /παιδί;. Τά πιστόλια πού έχουν οί συμμορίτες δεν α στειεύονται. Κατάλαβες, Μί κυ; Ό πιτσιρίκος ένευσε καταφ'οπ ΐίκά. Τά μάτια τού ντέτεκτιβ πήραν τό γνώριμο ε κείνο χρώμα τού ατσαλιού καί άλες οί ίνες τού κορμιού του μιπήκίαν σέ συναγερμό·. Με τό βλέμμα καρφωμένο προς τούις 6υό· συμμορίτες πού πλησίαζαν περί|μενε. Εκείνοι ολοένα ιιοαί ζύγωναν ανύπο πτος ικουβεντιάζοντας, προς
ιό αυτοκίνητο. Πρώτος
πλη
σίασε ό Φρέντυ. "Έρριξε μ ιό Αδιάφορη ματιά σίτο εσωτερι κό γιά νά βέβαιωθή άν ό δε ι μ ένας χε ιροπάδαρα άστυνομα κος ήταν ακόμα εκεί κάτω ό ταν είδε τό αυτοκίνητο άδειο, ξεφώνησε σά νά τον δάγκωσε σκόρπιός. 9 Ηταν ιμιά άναρ θρη κραυγή έκπλήξεως, φόβου και λύσσας μαζί·. — Τί έπαθες, Φρέντυ;, φώ ναξε ό Σάρλ. Μά ή φωνή του πνίγηκε α πότομα όταν ένοιωσε κάτι βαρύ νά πέφτη απάνω· του. Ό Σέρινταν που άφησε τον πρώ το νά προσπεράση- είχε ριχτή στον δεύτερο. Τό δεξιό του μπράτσο τυλίχτηκε γύρω στό λαιμό του συμμορίτη ενώ τό άριστερό με γοργές κινήσεις εκοςνε μιιά συστηματική έρευ να στις τσέπες του. Βρήκε τε πιστόλι τού συμμορίτη κάί τό φούχτιασε. Ττν Τδια στι γμή ρμως ό άλλος, ό Φρεντυ πού γιά, μερικά δευτερόλεπτα παρακολουθούσε άφωνος από εκπληξι τη σκηνή μιέ μιιά κίνησι που θύμιζε άιρτραπή πυ ροβόλησε. Ή αχτίνα που προ ορίζετο γιά τον Σέρινταν χτύ πησε κατάστηθα τον συμμο ρίτη. Σχεδόν αμέσως ό ντέτεκτιιβ έστειλε την απάντησε Μιά ιάχτΐνα θανάτου ξεπήδησε άνάμεσα στά δυο ψρείδια τον Φρέντυ. Ό Φρέντυ έβγα λε μιά άγρια κραυγή ζώου και δοκίμασε νά τρεξη. Έκα νε δυο βήματα τρικλίζοντας, έφερε τό χέρι του στά μάτια τρυ και έπεσε στο χώμα...
— Τώρα μπορείς νά βγής
άπ5 την τρύπα Οόύ, Μίκυ!, φώναξε ό ντέτεκτιβ. Τελείωσα με πολύ πιο σύντομα μαύτούς τούς κακούργους από ό,4 τι λογάριαζα. Τό παιδί βγήκε χλωμό άπ’ τά δέντρα. — Πήγαι,νε στο αυτοκίνη το, μικρέ!, διέταξε ό Σέρινταν. Αέν πρέπει νά βλέπη,ς πράγματα που δεν είναι γιά τήν ηλικία σου. Ό Μίκυ υπάκουσε. Ό Σέ ρινταν έσκυψε πάνω από τά δυο πτώματα κΐι’ άρχισε νά ερευνά τις τσέπες τους. Ο ταν τελείωσε ή έρευνα τά μά τια του έλαμπαν καί στά χεί λια του κρεμόταν ένα χαμό γελο θριάμβου. Μέσα στήιν εσωτερική τσέπη τού σακκακιοΰ του συμιμορίτηι Φρέντυ είχε βρή κάτι πού πολύ τον ένδιόφερε. — Έν τάξει, Μίίκυ!, είπε καθώς έμπαινε στό αυτοκί νητο. Σήμερα κάναμε παστρι κή δούλειά!... Πρώτα—πρώ τα μου έσωσες τή ζωή για τί, άν έλειπες;, εσύ, θά ταξί δευα υστέρα άττό λίγο χειρο πόδαρα δεμένος σέ μιά ρουκέττα πού θά μιέ πήγαινε τσιφ στά χέρια κάποιου Γουώρτλεϋ. "Υστερα βρήκα κάτι πού θά έκανε τον επιθεωρητή Χό'βαρτ νά πάρη πίσω μερι κές κουβέντες πσύ εΐττε τ’ α πόγευμα και μέ φούσκωσε! Ό πιτσιρίκος δέν κατάλα βε καί πολλά πράγματα άπ5 αυτά πού έλεγε ό ντέτεκτιβ; "Ήξερε όμως άτι ό Σέρινταν ήταν εύχαριστηΐμένος μαζί
ΫΛΙΡΑΗ0ΡΛΠ62 Τόϋ κάι βρήκε πάλι τήν , εόκαιρία νά πή τον καημός Υου. — Και πότε θά ιμέ πάρετε βοηιθό σας; ρώτησε. -Νά ,μεγαλώσης λίγο α κόμα, Μίικυί — ι Είμαι. δεκατεσσάρων χρόνων, κύριε Τζό. ΕΤμαι με γάλος πιά καί δεν έχω^μπή ακόμα σέ ιρουκέττα.^ Έχω φτειάξει μέ δόσεις στά μέτρα .μου άλες τις στολές πού χρει άζονται σ’ έναν διαστημάν θρωπο καίΐ κοντεύει νά τις φάη ό σκώρος στην ντουλά πα. Π άρτε με τουλάχιστον ε σείς σ’ ένα ταξίδι μαζί σας. — Άκιάμιά, μίικρέ !, είπε σοβαρά ο ντέτεκτιδ. Δεν είναι» κιαιρός ακόμα! Τό παιδί κατέβασε τά μου τρα. Μέσα στο παιδιάστικο μυαλό του μια ιδέα τρυπησε. Δεν εΤίπε όμως τίποτα για την ιδέα αυτή καί χαμογέλασε πονηρά. "Υστερα αναστένα ξε. — Όκέϋ, κύριε Σέρινταν. θά περιμένω νά μεγαλώσω. — Μπράβο, Μίικυ ! ^ Τώρα μιλάς σαν καλό παιδί!. "Υστερα γύρισε τον διακό πτη τού ποιμπού τού ραδιο τηλεφώνου πού είχε τό αυτο κίνητο καί μίλησε μέ τό πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. — ’Εδώ άστυινόμος Σέριν ταν, είπε. Στείλτε στο δάσος Μτπρέκίβολδ νά μαζέψετε -με ρικά σκουπίδια. Είναι δυο α πό τά πρωτοπαλλ ήκσρα κά ποιου άρχίίκ-ακούιργου πού λέ γεται Γάυώρτλεϋ. ’Εν τάξει; ΕυχαρΗ-στώϋΓ -νμ ■/>*.
Ο Α£ΤΡΟΧΑΡΤΗε ΤΟ ΑΥΤΟΚΝ Μ Η ΤΟ σταμ άτηισε υστερία από λίγο έξω άπό ένα όμορ φο σπιτάκι τής 37ης Όδοΰ. ^Ηταν έ να κομψό σπίτι τρ γυρισμένο οπό ένα θαυμάσιο ,μικρό κήτγο γεμάτο πολύχρωμα λου λούδια. Μια μελαχροινή κοπέλλα φορώντας μ ιοί αντρι κή μπλε φόρμα πότιζε Ιμ’ έένα μαύρο λαστιχένιο σωλήνα •τά λουλούδια. Ό Σέρινταν πήδησε απ’ τό αυτοκίνητο κι’ έσπρωξε τήν σιδερένια καγ κελωτή πόρτα. —'Αλλό, Νάνου!, φώναξε στην ικοπέλλα. Μπορείς νά σταματήσης για λίγο τό πό τισμα ,νά σου μιλήση ό άρρα βωνιαστιικός σου; Ή Νάνσυ ’Έβιλγκτον γύρι σε ξαφνιασμένη. —’Ώ! Τζό!, ξεφώνη,σε χαρούμενα. ’Επί τέλους, σέ βλέπω υστέρα ά-πό έξη (μήνες καί μια φορά ατό σπίτι ιμου! Σταμάτησε πό πότισμα κι5 έτρεξε κιαί τον αγκάλιασε. —* Ηρθα νά κουβεντιάσου/με, Νάνσυ, είπε ό Σέρινταν σοβαρά. Τό κορίτσι παρξενεύτηικε ιμέ τό ύφος του. — Δέν πιστεύω νά έτοιΐμάζης πάλι κανένα καινούρ γιο ταξίδι για τον πλανήτη των καβουρανθρώπων, Τζό)!, είπε.ι Ό ντέτεκτιβ κούνησε τό κ€ Φάλ κ
ΥΝΕΡΜβΡΟηβί -— Για κογΓ'ι τέτοιο θέλω .να οου μιλήσω, Νάνου, πάροδέ" χτηκε. "Εχω έναν χάρτη στά χέρια μσυ πού βά μάς πάή κστ5 ευθείαν στον γκρίζο πλσ νήτη. Ή κοπέλλα έκανε μια κινησί σσ ,νά ένοιωθε κάτι σαν ανατριχίλα σ5 δλο· τηις τό κορμί·. •—ιΠάλΐ' τά Τδιισ, Τζό; έ κανε (μ* απελπισία. — Πρέπει, Νάναν!, έπέμείνε αυτός. Ή δουλειά πού άνέλαβα δεν είναι άστε ία. "Αν δεν έλεοθερώοοόμε τόιν καθηγητή Μτπρςντ κι5 όςν δεν διαλύσουμε τή συ μ μαρία τού Γουώ'άτλεϋ, εκατομμύρια αν θρώπων πού (κατοικούν στη Γή .κινδυνεύουν από πλήρη ά~ φσνισμό·. Θά πρέπει- λοιπόν νά πολεμήσουμε μέχιρις ότου κερδίσουμε τή ράχη. ^Υστερα 8ά ησυχάσω. Θά παντρευτού με καί δεν θά ξσνσμπερδεμτώ σε φασαρίες. Ή Νάνσυ χαμογέλασε. "Ηξερε πολύ καΐλα ότι ό Σέρινταν δεν θά σταματούσε πρ τέ νά μπερδεύεται σέ φασα* ρίες. — Όκέϋ, Τζό! Σέ πι στεύω. Πάμε νά κουβεντιάάοσμε. — "Εχω καί παρέα μαζί μου!, είπε ό ντέτεκτί'β. Είναι ο Μίκυ. Τό παιδί, που στεκόταν ■κοντά στο αυτοκίνητο δσηό ώρα κουβέντ ιαζαν οί δυο νέοι· ■στον κήπο,, πλησίασε όταν
τον φώναξε ό Σ έριντάν, Λ—-Ό Μίκυ. (μου έσωσς τή ζωή σήμερα/ είπε ό ί εάνταν. ,;Πάμέ μέσα καί θά σού έξηγήσώ πολλά πράγματα, Νάνίσυ. "Ελα καί συ, Μίκυ. "Υστερα από λίγο, μέσα στο γραφείο τής μελαχροινής "Ειβηλγικτον ό ντέτεκτ ί'β έξι στορούσε τ-ήν περιπέΤειά του. "Οταν τελείωσε, έβγαλε ένα ιμικρό άστροιχάρτη, όπό τήν τσέπη του καί τον άπλωσε στο τραπέζι, . —> Αυτόν τον χάρτη τόιν βρήκα, είπε, στην τσέπη· τού ενός συμμορίτη. Είναι ένας χάρτης επάνω στον οποίο· ση μειώνεται μ5 αυτή την κόκκι νη γραμμή ή πορεία που άκο λουθούν από τή Γή τά άστροπλοία των ανθρώπων τού Γουοόρτλεϋ για νά φτάσουν στον γκρίζο πλανήτη·. Μ’ αυτό τον άιστροχάρτη στά χέρια μας θά φτάσουμε στη φωλιά τής συμμορίας. Ή Νάνσυ έσκυψε πάνω α πό τον απλωμένα άστροιχάρ τη, Ό Σέρινταν τίς έδειξε τήν κόκκινη γραμμή καί άρ χισε νά τής έξηγή τό πώς θά ταξίδευαν καίι ποιά πορεία θ ακολουθούσαν, γιά νά ιμίπούν στην περιοχή τού γκρι ζου πλανήτη. Ό πιτσιρίκος ό Μίκυ, αμίλητος, με μάτια πού έκαιγαν άπό συγκίνησι1, παραίκολουθούσε ό,τι έλεγε, καί εξηγούσε ό μεγάλος φί λος του. -1 ^
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑ ώ ρες αργότερα, άλες οι προε τοιμασίες για τήν άπαγείωσι τού «ίΠρωτέως I I» εί χαν γίνει μέ κάθε μυστικότητα. Ό Γουώρτλεϋ είχε ασφαλώς ικατ άσκο πους στη Γη και ό ντέτοκτ ΐιβ δεν ήθελε -με .κανένα τρόπο νά πληροφορηθούν οι κατά σκοποί αυτοί τό ξεκίνημα για τον· γκρίζο πλανήτη. Ό επι θεωρητής Χόθαρτ ήταν απο λύτως σύμφωνος μέ τον Σε ρ ινταν. — Πρέπει νά τον πιάσης σι ον ειτνΟ', I ζο!, του είπε. Μόλις άνσκολύψης όμως τον πλανήτη πού ζητάς κο<· πριν ακόμα άκουμπήσης τη ροοικεττα σου στο έδαφος, θά στείλης σήμα. Θά έχω έτοι μο έναν ολόκληρο στόλο α πό καταδρομικά καί καταδιω κτικά τής ’ Αστρ ιικής Ασφα λείας μέ διαλεχτούς άντρες πού θά σπεύσοον -1 ά μέσως' νά σέ βοηθήσουν. — Οκέυ, κύριε έπιθεωρη·τά Ό Χόβαΐρτ έσφιξε τό χέρα τού νέου μέ συγκίνησι·. —Καλή τύχη, Τζό! Ό Θε ός μαζί σου. Ό Σερ ινταν απ’ ^τό γρα φείο* του Χό-βαρτ πήγε κατ’ εύθεΐαν στο ποραυλοδρόμιο. Ή Νάνου ήταν έκεΐ ντυμένημέ την αστροναυτική στολή της. Φόρεσε τη φόρμα,του κ,Γ ό Σερ ινταν κι’ έκανε μιά προ
33
σεχτική έπΐιθεώρησί' στά^ πο λύπλοκα μηχανήματα του κιακ νούργιου άστρόπλοιου. * Ητοον ένα καινούργιο μοντέλο έφωδιασμήνΟ' μέ άλα τά ^τελευ ταία μέσα. Ή τελευτάίία λέξ ι· τής άστροναυτ ιικής. — Εντάξει, Νάνου; "Ετοι· μη; ρώτησε. — Εντάξει, Τζό! Κλείνω την πόρτα. Τό χέρι του κινήθηκε από τομα πρός τά πίσω. Τό καινούργ ιο δ ιαπλανητ ιικό σκάφ ος τραντάχτηκε κι* άρχισε να ταιξιδεύη στον διαίπλα;νητικό χώρο, μέσα σ’ ένα πηχτό σκο τάδι Κατάστικτο άπό^ εκα τομμύρια μικρές φωτεινές τε λείες, τά άστιρα(*) — Ταξιδεύω τόσα χρόνια ,μέ άστρόίπλοια, Νάνου, είπε ό ντέτεκττβ, καί ποτέ δέν έπσψε νά μέ συγκινή αυτό τό υποβλητικό θέαμα,. Στόματ τάει ό νους μου καί ζαλίζο^ιμσι όταν προσπίαθώ νά συλλά βω τις αποστάσεις πού χωρί ζουν τό ένα άστρο ά,πό τ’ άλ λο. . Ή Νάνου δέν απάντησε. Κάποιον ασήμαντο θόρυβο έπιασε τ’ αυτί της καί γύρισε ξαφνιασμένη. Γύρισε κι* είδε (*) ιΠέντίε χιλιάδες άσ'τιρ'α ;μΐττίορεΐ νά 51αΐκιοίνη ό άνθρωπος μέ γυ μνό μάτι στ αν ουρανό ,μιά ρωτε ι·νή νύχτα,. Μ5 ενα κοινό τηλεσκόπιο βλέπει κάνεις δυο έκατοιμιμύρισ, άατ.ρα. Μέ τά τηλεσκόπια - γίίγαντιες, μέ Τιά όπιοΐα είναι έψωδιασιμ έ να τά μεγάλα άσιτΕιροσκοπεΤα της Αμερικής, οΐ' άστιρονάμ'οι άνεκάλυψαν δισεκατομμύρια! άστιρωιν πού δέν ιΦ,τάνει η ζωή τον ανθρώπου γιά νά μετρηθούν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
34
και τά <μάτιοο της γέμισαν έκπληξι. Στη στενή πόρτα τού θαλάμου διακυβε,ρνήσεως που είχε ανοίξει αθόρυβα στεκό
ταν ένας διαστημάνθρωπος. — Τζό !, φώναξε τρσμσγ μέ να. "Ενας νάνος διαστημάν θρωπος !
ΤΕΛΟΣ Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ * Απαγαρεύετ α ι
ή
άναοδημοσ ίευσ ι ς
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ Δ1ΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΙΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία : 'Οδός Λέκικα 22 — ΑΡΙΘ. 3 — Τιμή δρίαιχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. ’Ανεμοδουρας, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ) ντής: Γεώργ. Γεωργ ιώδης, Σφίγγός 38. Προϊστά μενος Τυττο γράφε ίου; Άναστ. Χατζή 6ασ ι λε ίου, ΣαπτφοΟς 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22 ΆΟηναι
Στο επόμενο τεύχος., τιό 4. που κυΐκίλοφορεΐ τήν
ερχόμενη,
ΤέΐτήρΙτίη μιέ τον τ ίίτλο:
0 ΜΙΚΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ 'άναιζητόο,ν,'τας τον ιΠκ|Ρ|ίΚο Πλανήτη όπου εχει τό στρατη γείο ττις ή συιμίμίοριία τιώιν έχ%ώιν τής Γήις ό θρυλικός νιτέΙτιεκίτιβ τιοον Ουρανών Τζόιε Σέρτνιταν. προσγειώνει τό καταδιω κτικό αεροπλάνο τής Διαπλανητικής Άστμνομ ίας, «,Π,ρωτιευς 11» σ’ ενα αγνωΐστο· άσ/τρο. ’ Εκεΐ ό άσσος τής δ ι ώξιεως του εγκλήματος,· ·γ .σύντροφός του Μάινσυ "Έιβιλιγικτοιν και ό ττιτίοτίρί'Κίος Μίικυ πιεριναΟιν αφάνταστες περιπέτειες - ζώνιτας μέσα τ’ &ναιν πσΐράιξίενσ ικΐόίπημο ποιυ γεννιέται και που θαμά ζει ιΤΓΐν προϊστορική περίιοδο τής Γης. Κάτι κιοίταπληικΤικό πίοιύ ;61ά σάις κά;νιη νά κρα|τιή|σ|Ε|τ;ε τιήιν αναπνοή σας..
Ο ΒΥΡ/ΟΖ ΤΟΥ ΕΡΜΗ εητιημεταζΎ —
■
11
' (- .V ■—
Μ-^ΜΙ ΑϊΓ'-
ΧΕ.ΧΕ,ΧΕ! ΤΗΜ ΕΠΑθΕ Ο Ορο, Τΰ/γ ΓΕΑΛ Η!, ΕΓΖ/ ΕΛ ΉΛΕίΡΉΓ Ι/ ΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟ Φθορ/ο Λ γ ΤΗΝ ΗΡΕΣ ΤΗ ΠΟΥ , \ ( ΣΤΟΛΗ ΤΗ//Υ ΡΑϋ£Λ 8! ) ΔΙΟΤΗΛΕΟ ΡΑΤΙΕΝ ΤΟΥ ΕρΜΗ.
ΧΗ/ρεΤΕ ΓΕΝΝΑΙΟΙ Θα επ/τεθηγε έναντιον τον ΠΛΑΝΉΤΗ ερ/ΗΗ ΕΑ! ΘΗΣΗΟΤΟΣΈΓΕ ΤΟ/Υ Ορο\ ΕΝ5 ΕΓΡ ΘΑ ΕΠ/ΓΕ ΘΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΖ ΤΗΣ.
3
( ΤίΡ / ΤΚ/ΡΑ γηΜ 'ΕΠΙΘΕΖ-Η ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΖ ΓΗΖ. ΣΚΛΑΒΕ, ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ Σ2λΖΜΑ ΘΥΤΟΗΤΟΝ/ΑΣ ■' .
[ ΗΛ! ΤΗΥρΑ ΣΤβ ΠΛΟΙΑ ) ΣΑΣ. ΕΙΛ/ΑΙ ΤΙΜΗ Υ /Υ/) ] ΠΕΘΗΝΕΤΕ γ/λ I ΙβΡ . ΤΟ/Υ ΓΗΟΖ / / ^
α'
Το ττίΕίλώριο ισαυροιειδές πλάισιμα ώρθώΓ&ηικιε στιπιν ουιοά του «κ,Γ εδιειξιε τά δόντια τον. ΕΝΑΣ ΔΙΑΣΤΗΜΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΤΟ ΚΑΤΑΔΙΩΚΤΙΚΟ α στρ-όπλο ιο «Πρωτεύς I ί» τή,ς Δ ι απλανητ ιική,ς' *Αστυνορ. ί ας, ■μέ πιλότο· τον άτρόίμητο αστροναύτη, ν τ ή τ1 € κ τ ι β Τζάε Σέρινταν, είχε ^ξεκινήρ σει πριν όοπό πολλές ώρες α πό τή Γή καί ταξίδευε οπό δ ι άστημα σναζηιτ ώντ ας τον Γκρίζο Πλανήτη,, βπτου είχε ιστή/σει τή φωλιά τής συιμ,μοιρί-ας του ένας από τούς πιο επικίνδυνους κακούργους, ό Γουώρτλεϋ. Ό Γουώρτλεϋ σχεδίαζε την έξόιντωσ ι τής άιν θρωπότητας επιδιώκοντας νά κυριάρχηση αυτός σ’ άλες τις αποικίες πού είχε έγκαταστή σει ατούς πλανή,τες τό 1980
η Γήινη (Κοινοπολιτεία. Ό ντ έτεκτ ι·.β Σ έρ ι ντ αν εΐχε ^ στ ά χέρια του έναν άστροχάρτη, πού βρήκε στην τσέπη ενός σκιοτωιμένου συμμορίτη, του Γουώρτλεϋ προ σημείωνε ;μ5 έ να κόκκινο βέλος Ιενα άστρα οτό διάστημα, τό όποιο όπως πίστευε ό Σέρινταν ήτανό Γκρίζος Πλανήτης.Μέ βάσι τον χάρτη αυτόν ιό δαίιμόνιος ντέτεκιτιβ, έχοντας μαζί, του ,μέ σα στον «Πρωτεία I I» καί την αγαπημένη του άρραβωνιίαστι κιά -Νάνου 'Έλβιγκτον, αχώ ριστη σύντροφο καί -βοηθό στ'ίς καταπληκτικές περιπέ τειες του, είχε χαράξει πο ρεία προς τό άστρο αυτό·. Ό Σέρινταν φτάνοντας σ^όν Γκρίζο Πλανήτη σιχεδίαζε, νά συντρίψη τον φοβερό έγκλη,ιμ-αΤία -καί νά άπελειυθερώση; είκοσιεννέα από τούς· πιο ξακουστούς σοφούς τής Γής, έχει αιχμαλωτίσει ό πού Γουώρτλεϋ καί τούς υποχρε ώνει νά έρΎάζωνται. γιά λογα ριασμό του προετοιμάζοντας ,μέσα καταστροφής καί έ ξαν τοί) σε ως τής άνθιρ ω π ό τ ητος (*). Έινώ λοΊπον τό ταξίδι συΎ·ε χ ιζόταν μ έ · :μ ιάν ίλιγγ ιώδη ταχύτητα ιμέσα στο σκοτάδι του διαστήματος ό Σέρινταν κΓ ή Νάνσυ ακόυσαν κάποιον ύποπτο θόρυβο πίσω τους. Κάποιος· τοίτος διαστημάν θρωπος ταξίδευε ιμέσα στον (*) Διάβαοσε· τό προηγούμενο τεύ χος «Κουρσάροι στιη Σελήνη·»,.
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ, 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
«Πρωττέα II» χωρίς αυτοί νά τό ξέρουν. Ό Σέρινταν γύρισε και φούχτιασε τό πιστόλι του. Τό πρόσωπό του πήρε «μια τρα χεία έκφρασι. Ξαφνικά δμως αυτή ή τραχεία έκφρασι χά θηκε κι«5 Ενα χαμόγελο πήρε τή βέσι της. Πίσω από την διαφανή περικεφαλαία του σκάφανδρου που φορούσε ό διαστημάνθρωπος είδε τή φο βισμένη μορφή ενός παιδιού, πού έτρεμε μήπως τό δείίρουν για καίποια αταξία πού έκανε. — Ό Μίικυ !, ξεφώνησε. Βγάλε του την περιικεφαλαία, Νάνου, Θά σκάση εδώ μέσα μ’ αυτό τό σκάφανδρο. Ή κοπέλλα γέλασε. Ανα γνώρισε κι5 αυτή τώρα τον μικρό τού άσανισέρ1 κι5 έσπευσε νά τον άπαλλάξη. απ’ την περικεφαλαία. — Νά με συγχωρήτε, είπε τό παιδί φοβισμένο, κύριε Σέρινταν, πού μπήκα στο άστρόπλοιο κρυφά κάί χωρίς την άδειά σας. Αλλά δεν υ πήρχε άλλος τρόπος νά κάνω κι’ εγώ ένα ταξίδι- στο διά στημα. — Νά μου θυρηθής νά σου τις βοέξω δταιν επιστρέφουμε στη ιΓή, Μίκυ!, είπε σοβαρά ό ντέτεΐκτιβ. Θά σου τις βρέ ξω του καλού καιρού νά μάθης νά μην κάνης αταξίες. ΕΝΑΣ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟΣ
παα»ι™ς
ΤΑΞΙ ΔΕΥ Α Ν δεκαοχτώ ώ ρες. Ό Σερινταν είχε βά λει σ’ ενέργεια τον ρομ
πότ— πιλότο κάί μαζί μέ τή Νάνσυ μελετούσαν τόν άστροχάρτη πού,, είχαν μπρο στά τους.· — Έδώ δείχνει ή κόκκι νη γραμμή, είπε ύστερα από λίγο ό ντέτεκτιβ. Βρισκόμα στε σίγουρα στήν περιοχή τού Γκρίζου Πλανήτη,, ιΚύτταζαν κατ’ ευθείαν μπροστά. Ένα μεγάλο άστρο υπήρχε σέ μερικά εκατομμύ ρια μίλλια άπόστασι. — Τό τόξο αυτό τό άστρο σημειώνει, συμφώνησε και ή Νάνσυ. Ό Σέρινταν πάτησε τόν μο χλό έπιταχύνσεως. Ό «Πρωτεύς» τριπλασιάζοντας τήν τα χυτητά του κατευθύνθηκε π'ρός τό μεγάλο άστρο. " Υ στερα από λίγο άρχισαν νά ξεχωρίζουν παράξενα σχέδια επάνω στο άστρο αυτό. —Λέν είναι ό Γκ ρίζας Π λα νήτης. Τζό!, είπε ή Νάνσυ. Ό ντέτεκτιβ κούνησε τό κεφά λι. — Ναι. Δεν -είναι, είπε. Αλλά ή κόκκινη γραμμή αυ τό σημειώνει στον άστ,ροχαρτη. Θά κατεβούμε, Νάνσυ. "ίσως συμβαίνει κάτι έδώ πρύ πρέπει νά τό μάθουμε. Μ5 έναν επιδέξιο χειρισμό έφερε σέ κάθετη θέσι τό δια στηιμιόπλο-ιο κάί πάτησε τά κουμπιά τής έκτοξεύσεως πυ ρ ούλων έπιβραδύνσεως. Φλό γες βγήκαν άιπό τόν πλώρη τού διιαστημ.οπλοίου καί ή ταχύτητά του καθώς μπήκε στην ατμόσφαιρα τού αγνώ στου άστρου άνακό'πηκε. Ή θερμοκρασία έξ αφορμής τής
Τριβής τού σκάφους ,μιέ ιήν άτμόσφαιρα άρχισε ν' άνεβσί νη. (μέσα στον «Πρωτέα»* Ή ΚίΟΠτέίλιλα γύιροσε τ·άν διακό πτη τής ψύξεως. Ό άέρας μέσα στο διαστημόίπλοιο έγυ νε πάλι δροσερός.
— "Ετοιμοι για τπροσγείώσι! , ακούστηκε ή φωινή τού Σέρινταν. Τό καταδιωκτικό άρχισε ινά κατεβαίνη αργά. Κάτω από τά πόδια τους είδαν νά άττ,λοδνεται μια απέραντη γαλάζια θάλασσα. Ό ντέτεκτιβ έστρι ψε άπατο μα το πηδάλιο. Τό 6 ΐιαστηιμόπλο ιο δ (έγραψε ένα ,μεγάλο τόξο. Τώρα έβλεπαν απέραντα δάση από κατιαπράσινα δέντρα. Κυττάξτε εκεί!, φώνα ξε ξαφνικά ό ΜίΙκιυ.
'Ο Σέρινταν κι' ή Νάνσυ έρριξαν ένα βλέμμα προς τό •μέρος που έδειχνε ό μικρός. "Ενα κοπάδι από τεράστιες σαύρες ήταν ξαπλωμένες στην όχθη μιας λίμνης. ^ — (Νομίζω πώς είναι δει νόσαυροι, είπε μέ φωνή που έτρεμε ελαφράλή Νάνσυν Νά, κυτταξε κΐι' εκε?, Τζό I Τί πα ράξενα και μεγάλα ερπετά! Μοιάζουν πολύ μ’ έκεΐνα που παριστάνουν· όί εικόνες των ζωολογικών μουσείων που α ναφέρεινται στην πρωτόγονη περίοδο τής Γής. —"Ο,τι κι* δον είναι πρέπει νά προσγειωθούμε κάπου !, απάντησε ό Σέρινταν. Τού τος ό πλανήτης πού σημειώνεται ιστόν ιάστροχάρτη του συμμορίτη του Γουώρτλεϋ πρέπει νά κρύβη κάποιο μυ
στήριο καί πρέπει νά μάθου* με ποιό εΐναι τό μυσττκό του. Τράβηξε τον μοχλό του τρίποδα προσγειώσεως καί τό «Πρωτευς» άρχισε νά προσεγγίζη τό έδαφος... Ό Τζόε Σέριινταν τώρα, ό θ.ουλικός ντέτεκτιιβ των ουρα νών, μέ τά δάχτυλα τυλιγμέ να γύρω από τις λαβές των μοχλών έπΐ'βραβυνσεως καί τό ιβλέμμα καρφωμένο οπό έ δαφος πού ολοένα πλησίαζε καί περισσότερο, δεν μιλού σε. Ή Νάνσυ Έβιλγκττον όρ θια (μπροστά σπόΙν μετρητή τής ζωικής ακτινοβολίας, πα ρακολουθούσε τούς κραδα σμούς τής ιμαγνηιτικής βελό νας μέ κάποιαν έκφρασι αγω νίας στο πρόσωπο. Οί κινή σεις τής βελόνας έλεγαν καθαρά πώς υπήρχαν ζωντα νά πλάσματα σ' αυτόν τον •πλανήτη;.. Εκείνος που δεν έκανε τίποτα καί φαινόταν μονάχα μέ γουρλωιμέινα από την έκπληξι μάτια νά θοουμάζη αυτό τό συναρπαστικό θέ αμα, πού άπλωνόταν κάτω από τά πόδιια τους, ήταν ό μικρός Μ'ίκυ, ό γκρουμ τού α σανσέρ τού μεγάρου τής Δια πλανητικής Αστυνομίας, που είχε τρυπώσει κρυφά στο χατ αδ ιωκτ ιικό άστρόπλο ιο στ αν ξεκίνησαν γι' αυτό τό ιμακρυναΛ κι' επικίνδυνο ταξίδι από I— τη Γη. "Ενας ωκεανός άπό πρά σινο πού σχημάτιζαν οί ψοΰν 1ες των μεγάλων δέντρων α πλωνόταν 6σο πού έφτανε τό μάτι, καί πάνω απ' αυτόν τον ωκεανό ταξίδευε τό «Πρω
τευς II». '* Ηταν ,μια ά&ιαττέ* ,ραστη ζούγκλα γεμάτη' -μυ στήριο που κέντριζε την πε ριέργεια τους, άλλα καί τους έβαζε σέ .σοβαρές σκέψεις. "Αν οι ενδείξεις του μετρητή τής ζωικής ώκτινοβολίιας ή ταν αληθινές ό πλανήτης αυ τός έπ;ρεπε νά ικατοικήτακ Τά τεράστια ερπετά, που εί χαν δή από ψή(λά καί που θύμιζαν τους δεινοσαύρους των πρώτων αιώνων τής ζω ής .στη Γή, έπε,βεβαίωναν τις ενδείξεις αυτές. Έξ άλλου, ή Θάλασσα που είχε φανή άπό μσκ,ροά καί τό δάσος επάνω άπό τό σποΐσ ταξίδευαν τώ ρα δεν άφηναν κ'αμίμιά άμψιβολ-ία στι στο άστρο αυτό ύπήιριχε ατμόσφαιρα, Έάν λοι πόίν ό πλανήτης ήταν κατοι-κη;μένος, τί είδους ' θά ήταν τά ζωντανά πλάσματα που συναντούσαν; —Προσοχή !, ακούστηκε σοβαρή ή φωνή του Σερινταν. Πιαστήτε απ’ τις χει ρολαβές. Σέ δυο λεπτά ποοσγειωνόιμαστε! 4 Ο ντέτεκτ 16 .χε· ιριζόμενος μέ γοργές (κινήσεις τά πηδά λια είχε φέρει τό αεροσκά φος ιέπάνω άπό. ριιά κοιλάδα πού ήταν ένας ιδεώδης τόπος γιά ομαλή προσγείωσι. . Ή 'Νάνσυ κι5 ό Μίκυ πιάστηκαν άτ5 τις χειρολαβές και ό Σερινταν πίεσε τό κουμπί βά θους, Τό «Πρωτεύς I !» πήρε θέσι κατακόρυφη- προς τό έ δαφος καί ό αποδοτικός τρί ποδάς του1 άκούμπησε 'στό χώμα. Τό άστ,ρόπλοιο τραν τάχτηκε, ταλαντεύτηκε λίγο
κή ύστερα έμεινε ακίνητο. Οι έπ ι βάτες του χοροπήδησαν, άλλά, καθώς ήταν πιασμένοι άπό τίς χειρολαβές, δέν έ πεσαν. — Όκέϋ!, φώναξε ενθου σιασμένος ό .Μίκυ. Τά κατάψερες ιμιά χαρά, -κύριε Σέρινταν!... Γεμάτος χαρά, ό μικρός έτ,ρεξε προς την -έξοδο τού άστροπλοίου, έτοιμος ιν’ άνοι ξη τη συρταρωτή πόρτα νά 6γήι έξω. Μα ή Νάνου τον πρόλαβε. Τον άρπαξε. απ’ τή ζώνη ασφαλείας καί τον τράβηξε προς τά πίσω. Τό παιδί την κύτταξε παραπο νιάρικα. — ’Όχι κουταμάρες, ΜΧκυ!, του είπε αυτή αυστηρά. Πρέπει νά βεβαιωθούμε αν ό αέρας εΐνα ιι άναπνεύσ ιμο ς. Ό Σέρ ινταν πραγματικά αυτή τή στιγμή έκανε μιά πο λύ σοβαρή - δουλειά. Μέ την άναρροφητική αντλία είχε πάρει στο έσωτερικό του άστροπτλοίδυ μια μικρή ποσό τητα^ άπό τον αέρα τής επι φάνειας τού πλανήτη, καί έξέτ αζ ε τήν περ ιεκιτ ικάτ ητά του σέ οξυγόνο κάί διοξείδιο, χ/ρηισιμαποιώντας πολύπλοκα καί λεπτά επιστημονικά αρ γανα. "Υστερα άπό λίγο, σταμάτησε την έξέτασι καί σήκωσε τό κεφάλιι. -— 4Η ατμόσφαιρα είπε, ενώ περιέχει οξυγόνο σέ δι πλάσιά σχεδόν ποσότητα α πό εκείνο πού υπάρχει στην ατμόσφαιρα τής Γης, περιέ χει καί αρκετό άζωτο καί α ναθυμιάσεις άμμων ίας. 4Η
I
• "Ενα ,ττοντ ίικι άττίσιτευτα τιερό^ στ ιο τρώττοοισιε άπο ηήιν άνοιχτή ττιόιριχ-οο σ,τιό άατίσάττλο ιό και ρ ί'χτιηικε ' επάνω στην ικοπτέλλα...·
.εισπνοή αυτών των σναιθυιμ ιάσεων είναι πιθανόν νά εχη δυ σάρεστες συνέπειες για τον οργανισμό ίμιας. Σωστό λοι πόν είναι νά πάρουμε για κά : θε ένδειχάμενοιν τά μέτρα μας. Θά· βγούμε ,μέ τά σκάφανI δρα. Φόρεσαν τά διαπλανητκά 5 σκάφανδρα ιμε τις από διαφα νή ^ πλαστική ύλη . περικεφα λαίες καί τις συσκευές ό§υ* γόνου καί κατέβηκαν ένας—ένας· από τό άστρόπλοια. Ό αέρας, όπως τον ένοιωθαν, ή ταν χλιαρός. Ένας ήλιος έ στελνε ξέθωρες γαλάζιες ά* . κτένες στον πλανήτη. Οί κε ραίες των ραδιοτηλεφώνων που είχαν τά σκάφανδρα δεν έπιαναν κανέναν ήχο. — Δέν είναι υπέροχα;^ ρώ τησε ή Νάνοι; καθώς κύτταζε ιμέ θαυμασμό όλα τά γύ ρω. Νομίζει κανείς ότι βρίώ σκέτα* σέ κάποια παράδεισέ*
β
¥ί16ί>ΑΝ@ί»Ληί$$
νια γ6βνιά τής Γής. Τά χρώ ματα των βουνών, τα δέντρα, ή κοιλάδα, όλα θυμίζουν τον δικό ιμας πλανήτη. Πιο πέ ρα σίγουρα θά βρίσκεται· ή θάλασσα πού είδαμε από ψη λά. ΠΡΟ Ϊ ΣΤΟΡΙΚΑ ΘΗΡΙΑ
ΑΡΧΙΣΑΝ νά προχωρούν. Ό πιιτσιρ'ϊΐκος', ιοί Μ'ίικυι, τπροχω ρούσε μπρο-^ στα τους τρέ χοντας καί χάρο πηδώ νΤας χαρούμενα. * Ηταν πολύ ευτυχής πού είχε πάρει τό βάπτισμα ταυ αστροναύτη καί τιατούσε τώρα σ5 ένα άστρο, πού βρισκόταν τόσο μακρυά άπό τη Γη, ^*Όλα έδειχναν ήσυχα. Ό Σέρινταν όμως στο βάθος ήταν κάπως ανήσυχος. Είχε τήιν αόριστη αίσθησι πώς πίσω απ’ αυτή τήιν ψαι νρ.μενική ησυχία κίνδυνοί) τούς παραμόνευαν. "Από τό νου του δεν έφευγαν οί τερά στιες σαύρες, πού είχαν δη όταν βρίσκονταν άκόιμσ στον αέρα. Α Ηταν σχεδόν βέβαιος δτι... στον πλανήτη· αυτόν δεν υπήρχαν λογικά αντα. Τίπο τα επάνω σ’ αυτό τό άστρο δεν υπήρχε πού νά δε ίχνη, την παρουσία τους. Πουθενά ό Σέρινταν δεν είχε ξεχώρισε ι< άπό ψηλά κτίρια, δρόμους Λή άλλα έργα, πού θά μπορού σαν νά είχαν δημιουργηθή α πό λογικά πλάσματα. Μά τό τε γιά ποιο λόγο ό άστραχάρτης, πού βρήκε- στήν τσέ
;
ιτη τού συμμορίτη τοϋ Γουώμ' τλεϋ, σημείωνε αυτό τό ά στρο; Κάτι παράξενο έπρε πε νά σημβαίινη εδώ. Τό κόκ κινο σημάδι, είχε τη σημασία του. Κάποια σημασία πού αυτός όμως τούτη τη στιγμή δεν μπορούσε νά καταλάβη. "Αφησαν πίσω τους την κοιλάδα καί μπήκαν σ5 ένα δάσος; Μεγάλα δέντρα μέ βε λονοειδή φυλλώματα υπήρ χαν εδώ. Κάτι σάν πεύκα. Πέρα από τά πεύκα, υπήρχε ένα ξέφωτο. Στάθηκαν έκεΐ γιά μερικές στιγμές επισκο πώντας τά γύρω. — ιΚύτταξε, Τζό! ^ είπε ξα Φνικά ή Νάνσυ κΓ έδειξε έ ναν «μεγάλο βάλτο πού απλω νόταν σάν ιμ.ΐιά θάλασσα άπό λάσπη πεντακόσια γήινα μέ τρα μπροστά τους. Τ;ί είναι αυτό; Μέσα στά λασπόνερα ένα πελώριο ζώο μέ «μακρύ λαι μό καί υπερβολικά μικρό, άνάλογα μέ τό σώμα του, κε φάλι, πότε μισοπερπατοΰσε, πότε μιισοεπέ,πίλεε. Ή ουρά του ήταν πολύ μεγαλύτερη ■απ’ τό λαιμό του. ^— Ένας δεινόσαυρος!, είπε ό Σέριινταίν. — Χριρτούληι ιμου!, φώ ναξε γουρλώνοντας τά μάτια του ό Μίκυ. Αυτό τό θηρίο θά ζυγίζη δσο δεκαττεντε μαζί ελέφαντες. Γιά νά σκάρ Φ άλωσης στη ράχη του θά χρειάζεσαι μια σκάλα μέ ε κατό ^σκαλοπάτια. Κυττάχτε τά πόδια του. Είναι τέσσερα πόδια χοντρά σάν δυο κορ μούς δέντρων τό καθένα.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ — Είναι .«μια απτό τις σαύ ρες πού είδαμε από^ ψηλά δταν βρισκόμαστε στον «Πρωτέα» Πόςμε «να φύγουμε, Τζό! , εΐπε ή κοπέλλα. Ό ντέτεκιτι β γέλασε κσθησΐΑχσιστικώ. { — Είναι πολύ λιγώτερο τρομερός άιπό δσο φαίνεται, είπε εκείνος. Πρώτα—πρώτα, περιπατάει τόσο αργά έξ α φορμής του τεραστίου όγκου του ώστε 6έν θά υπορέση νά μάς φτάση ποτέ έστω αν αυ τός τρέχει <κι* εμείς πηγαίινου με μέ βήμα σημειωτόν. Δεύ τερον, αυτοί οί δεινόσαυροι εΐναι ψυτοφάγα. Τρέφονται μιέ ρίζες κα!ί φύκια. Δεν νοστι ρεύονται καθόλου τό κρέας. Αλλά ινά κάποιο άλλο σαυρο ε ι6ές, που είναι έξαιρετικά ε πί,κίνδυνο. Μέσα άπό ίμια συστάδα δέντρων, σαν νά παραμόνευε τόσην ώιρα, φάνηκε ένα άλλα τρομερό σέ έιμφάνισι ζώο. 9 Ητ αν. τό Τδ ιο π ελώρ· ι ο όπω ς τό πρώτο. Βάδιζε στα πισι νά του πόδια μέ πηδηχτά βή ματα. Τό κεφάλι του ήταν με γάλο καί, καθώς άνοιγόκλεινε τό στόμα του, φαίνονταν μεγάλα καί σουβλερά δόν τια. Ή ουρά του ήταν μακρυά και άγκαθωτή. Τά μπροστι νά του πόδια ήταν πολύ μι κρά, ώπλισίμένα ιμέ κυρτά καί μυτερά μεγάλα νύχ σ. Βγάζοντας ένα άγριο· μουγγρητό ώρμησε μέ πηδήματα πιρος τό μέσος του δεινοσαύ ρου. — Είναι ι ά λ λ ο σ α. υ ρος!, είπε ό ντέτεκτ ι'β. Τον
λένε καί πηδηχΓτή σαύρα. Τρώει σάρκες! Ό δεινόσαυρος τ,ρρμαγμέ νος, δοκίμασε νά κινηιθή προς τον βάλτο νά κουιφτή κά τω άπό την πηιχτή λάσπη, μα 5έν πρόφτασε. Τά νύχια τού όλλύσαυρου γαντζώθηκαν ατράνω του καί τά δυο τερατό μορφα σαυροειδή πιάστη καν σ’ έναν θανάσιμο αγώ να, βγάζοντας άγρια ούρλια χτά. Τό παιδί φοβισμένο πή γε κοντά στον Σέρινταν. 'Ο Σέρινταν κι’ ή Νάνσυ παρα κολουθούσαν κρατώντας την αναπνοή τους την πάλη των δύο αυτών γιγαντιαίων ερπε τών. 9Ηταν κάτι φοβερό καί άπειρέγραπτό σέ ιμεγαλεΐο καί αγριότητα. — Πάμε νά Φύγουμε, είπε ό ντέτεκτ ιβ. Ό άλλόσαυρος θά κατασπαοάξη σέ λίγο τον δεινόσαυρο. 'Ύστερα θά καλέ ση την παρέα του νά πάρη μέρος ατό γεύμα πού θά έπακολουθήση. Δεν μ5 αρέ σουν καθόλου αυτές οί πηδη χτές σαύρες... — Μά πώς τά ξέρεις εσύ, Τζό;, δλα αυτά; ρώτησε τό κορίτσι καθώς άρχισαν νά βαδίζουν. Ό Σέρινταν χαμογέλασε. Ό Μίκυ περίμενε ν’ άκούση γεμάτος περιέργεια. — -εχνάς, πώς, πιρίν μπω στην Δ ισπλανητική Αστυνο μία, «σπούβ αζ α φυσ ικοιμ α θη ματικά; Θά σάς πώ λοιπόν ένα μυστικό. Βρισκόμαστε σ' έναν πλανήτη, πού περνάει την βρεφική του περίοδο. Ό πλανήτης αυτός εΐναι καθ’ δ-
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
λα αμοιος μέ τή Γή μας. Εν νοείται, μέ τή Γή δπως ήταν πριν· εξήντα/ πάνω—κάτω ε κατομμύρια χρόνια, όταν α κόμα κυρίαρχο-ι> στις θάλασ σες καί στις στεριές της ή ταν τά γιγαντιαΐα αμφίβια ερπετά. 5Αργότερα θα φα νούν τά μαμουθ— οί τερά στιοι ελέφαντες— τά θη|λαστι κά καί τά πουλιά. "Ανάμεσα στά .Θηλαστικά, θά είναι κι* ό άνθρωπος ή κάποιο πλάσμα πού Θά ιμοΊάζη μέ τον άνθρω πο, άν δχι εξωτερικά, όμως σίγουρα στο μυαλό. Τό λογι κό τοΟτο πλάσμα θά κυριάρ χηση σ’ αυτό τό άστρο καί ποιος ξέρει μέσα στην πά
ροδο των αιώνων τί θαύματα θά παρουσ ιάση. — "Ωστε τά πρώτα ζώα στη Γή.. ήταν δεινόσαυροι·; ρώτησε ό Μίκο που δέν χόρ ταινε νά τον άκούη, γιατί αυτά που μάθαινε έμοιαζαν μ" ένα ώραΤο φανταστικό πα ραμύθι.. — "Όχι1, πιτσιρίκο!, άπάν τησε εύθυμα ό ντέτεκτιβ. Στή θάλασσα ζουσαν τά πρώτα ζώα πολλά εκατομμύρια χρό: νια τηρίν φανούν τά ζώα' τής ξηράς. Σ ά νά λέμ,ε ο] πολύ μακρυνοί πρόγονοι' τών σηρ μερινών ψαριών ήταν τά πρώ τα δντα. στή Γή.· Τό ίδιο .σί γουρα συμβαίνει κι* εδώ.
Κά ό Γκρ ίζο ς Πλο^νήΓΓίης! φώνιο^&ε ό Μίίκν.
ΫΗΕΡΑΝΘΡΩΠιό,Σ
Είδε τδν διαοιηιμο κοίθηιγ'ϊϊτίη Μ-πιρίειντ ■χέρια του.
ΠΑΛΗ ΜΕ Τ© ΤΕΡΑΣ
Κ ΑΠ 01Ο Σ ιθόροβος * ώκούστηκε πάνω άπτιό τά κεφά λια τους; καί ο Σέριντα η σταμάτησε νάιμιλαη·. Κυττα ξαν ψηλά ξαφνιασμένοι. — "Ενοο πουλί!., φώναξε ό Μίκυ. (Πραγματικά, . ένα μεγάλο πουλί φτεροκοπούσε στον α έρα. Είχε γκρίζο χρώμα καί γ κάθε φτ&ρουγα του ξεπερνούσε τά δυο .μέτρα. — Δεν είναι πουλί!, είπε ό Σέρινταν. Τά πουλιά είπα με πώς Β αρθούν υστέρα από μερικά εκατό,μ·μάρια χρόνία σ’ αυτό τόν πλανήτη όπως συ νέβη καί στη Γη. Αυτό πού βλέτεις λέγεται πτεροδάκτυ
κιρορτάηι : .
11
®ν!α
βιβλίο,
«ττα
λος καί εΐναι ένα ιπτάμενο ερπετό. Δεν έχε ΐι φτερά ό πως τά πουλιά πού ξέρουμε. Οι φτερούγες του εΐναι τεν τωμένο δέρμα μεταξύ των δακτύλων των μπροστινών ποδιών του καί του άστραγά -λου τών πισινών ποδιών του. Μοιάζει· πολύ μέ τίς νυχτερί δες πού έχουμε στη Γή. ν; ταν πατή,ση στό έδαφος, τρέ χει μέ μεγάλη ταχύτητα. — "Ενα φτερωτό έρπετό!, έκανε μέ Θαυμασμό τό παιθί. — ■ Ακριβώς, Μίικυ. "Ενα ιπτάμενο σαυροειδές έρπε τό 1 ’Άρχισαν · νά βαδί(ζουν πά λι. Ό νους τού ντέτεκτιβ ξαναγυ,ριισε στην απορία πού τόν .βασάνιζε. Δέν .μπορούσε
VI
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ ί
άκόίμα νά κατολάβη για ποιο· λόγο ό άστραχάρτης τοΟ Γουώρτλεϋ σ.ηιμείωνε αυτό τό παράξενο άστρο. Τό γυμνά» σμένο ,μυαλό του έκανε ένα σωρό υποθέσεις, χωρίς νά μπορή νά βγάλη ένα θετικό συμπέρασμα. "Απότομα όμως σταμάτησε νά σκέπτεται κάί τό βλέμμα του γέμισε άγω» νίια. Ό Μίκυ είχε πραχωρή»σει μπροστά παίζοντας καί τρέχοντας δεξιά κι5 άριστερά όπως πάντα: Ό ντέτεκτ ιβ εί δε σέ ιμιά στιγμή τον Μίκυ νά γυρίζη, προς τά πίσω. Τό ραδιοτηλέφωνο τής περικεφα λαίας του έπισσε μιά κραυ γής τρόμου καί άτπελπισίας του παιδιού. Τό παιδί έτρεχε καί λίγα ,μέτρα κατόπι του ακολουθούσε ένα παράξενο σαυροειδές μέ πράσινα λέ πια καί τεράστιο κεφάλι. Τό τέρας, μολονότι είχε πελώριο· όγκο, κυνηγούσε τον μικροσκοπ ΐικό αστροναύτη πραγματοπο ι ώντας ,μ εγάλα καί σβέλτα πηδήματα. Έτσν φα νερό πώς έπρόκε ιτο γιά σθ(Ρβ κοβόρο σαυροειδές. — Θεέ μου!, φώναξε ■ ή Νάνσυ. Είναι χαμένος! Τούτη ακριβώς τή στιγμή, ό Μίκυ, καθώς έτρεχε, γλύ» στρη,σε κι" έπεσε. Τό σαυ ροειδές τώρα έβγαλε ένα ούρ λιαχτό θριάμβου. Δέ θά τού ξέφευγε. Ό ντέτεκτ ιβ έπνι ξε μιά κραυγή καί κινήθηκε σάν αστραπή. Τράβηξε τό πιστόΑι του καί πυροβόλησε. Τό πελώριο ερπετό, χτυπημένο άπό μιά ακτίνα θανάτου πού $Τχε δεχτή ατό κεφάλι·, άνοι-
γόικλεισε τά τεράστια σα γόνια του καί έμεινε γιά ένα λεπτό ασάλευτο. Τούτο άκιρι· βώς τό λεπτό έσωσε τή ζωή τού Μίικο. Τό παιδί τινάχτη κε όρθιο κι5 απομακρύνθηκε τρήχοντας άπ3 τό τέρας. Τό τέρας ούρλιασε λυσσασμένα κι3 όριθωθηικε στην ουρά του. ’Άν πρόφταινε νά όρμήση εναντίον των τριών ανθρώπων, πού βρίσκονταν ιμερικά μέτρα τώρα μονάχα απέναντι του, 0ά τούς έλυωνε μέ τον όγκο του. Ή Νάνσυ κι* ό Μίκυ ό» πισθαχώρησαν μέ μάτια πλημ μυρισμένα άπό απερίγραπτο τρόμο. Ό Σήρινταν έμεινε α σάλευτος. Μέ βλήμμα πού έκαιγε άτό αγωνία καί συγκίνησι περίμενε. Τό ^δάχτυλό του άκουμπούσε στην σκαν δάλη. Είχε καταλάβει· πώς ή ακτίνα θανάτου είχε έξοστρα κιστή καθώς χτύπησε τό κε φάλι του τέρατος. Αυτό σήμαινε πώς τό κεφάλι· του σαυ ραειίδούς αυτού ήταν άΤ(ρωτο. "Έπρεπε νά βρή τό τρωτό του σημείο. Καί είχε μαντέ ψει ό ντέτεικτιβ, μέ μιά βια στική ματιά πού έρριξε στην σωματική του διάπλαση πώς τό μόνο μέρος ^ πού δεν είχε χοντρά λέπια ήταν ή κοιλιά του. Την κοιλιά λοιπόν έπρε πε νά σημαδέψη. Μέ σφιχτά τά δόντια περίιμενε. Καί ξα φνικά έγινε έκεΐνο πού περίιμενε. Τό τέρας, ορθό,, τινά χτηκε στον αέρα. Τό χέρι του Σέρινταν έτρεμε ελαφρά όταν πίεσε τή σκανδάλη. Πυ ροβόλησε κάί σάλταρε πρός τά πίσω. Τούτη τή φορά ή ά»
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ κτΐνα ττού βγήκε από την κάν νη τοΟ πιστολιού του συνάν τησε την κοιλιά του τέρατος ■καί άνοιξε μια πελώρια πλη γή. Τό τέρας βρυχήθηκε,, αλ λά 5έ μπόρεσε νά κάνη τίπο τε περισσότερό. "Επεσε σφα βάζοντας καί χτυπώντας δε ξιά κι·9 αριστερά τήιν ούρα του. Μερικά τεράστια δέντρα πού βρίσκονταν εκεί κοντά καί δέχτηκαν τά χτυπήματα τής ού,ράς τοσ έσπασαν σάν σπιρτόξυλα. "Υστερα από λί γο σταμάτησε νά κινήται. Ή παγωνιά του θανάτου1 απλώ θηκε στο πράσινο κορμί του. Τό τέρας είχε πεθάνει. — ^Ήταν φοβερό, ΊΓζό!, αναστέναξε ή Νάνσυ μέ άνακουφιίσι. Ό Σέριινταν σκούπισε τους θρόμβους του παγωμένου Ι δρώτα πού άνάβλυζαν στο μέτωπό του. — Ναι, είπε. 9Αλλά δεν είχα καμμά διάθεσι νά τό άφήσω νά μάς καταπιή! "Υστερα γύρισε στον Μΐκυ πού είχε μαζευτή καί τον κύτταζε φοβ καμένος: — Καί σύ, πιτσιρίκο, πρόσθεσε, νά μου θυιμηθής, άμα γυρίσουμε στο άστρόπλοΊΟ καί βγάλης την περικεφα λαία, πού φρράς, νά σου τραβήξω λίγο τ9 αυτί. "Αλ λη φορά ούτε βήμα άπό κον τά μου! Κατάλαβες; ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΜΗΝΥΜΑ
ΥΣΤΕΡΑ άπό ιμιά ώρα, ό Σέριντσν είχε άπελπιοτή •ηώς θά ' μπορούσε νά λύ
ιη
ση τό μυστήριο αύτου· τοθ πλανήτη. — Φαίνεται δτι ό σταθμός πού κάναμε σ9 αυτό τό άστρο δεν ωφέλησε σέ τίποτα, εί πε.^ Ό ^Γκρίζος^ Πλανήτης, πού ζητάμε πρέπει νά βρί σκεται πολύ μακριά άπό ε δώ. Θά γυρίσουμε στον «Πρω τέα» καί θ9 άρχίσουιμε ρταλι τις έρευνες μας στο διάστηιμ·α. Ή κοπέλλσ τόν κύτταξε με κάποια άπορία. "Εδειχνε άπο γοητ ευ μένη> —Δεν βαρέθηκες, Τζό, νά ψάχνηις γι’ αυτό τό άστρο; ρώτησε. — *Όχι χρυσή μου. Δεν βαρέθηκα ούτε θά βαρεθώ νά ψάχνω έστω κι9 άν χρειασθή νά κάνω αυτή τή δουλειά σ* δλη ιμου τή ζωή. Μην ξεχνάς πώς ή δουλειά πού έχουμε άναλάβει είναι μιά άπό τις πιο ενδιαφέρουσες άποστολές τής Γήινης Κοινοπολιτείας πού έγιναν ώς τώρα. Ή συμ μορία του Γουώρτλεϋ πού α πειλεί μέ καταστροφή τή Γή έχει τή φωλιά της, τά έπιστημονικά έργαστήοιά της, δπου προετοιμάζει τήν έξόντωσί' δλων τών γήινων πλα σμάτων, καί τό όομητήοιό της σ9 αυτό τόν Γκρίζο Πλα νήτη. Κοατάει ακόμα μήν ξε χνάς, αιχμαλώτους είκοσι εν νέα σοφούς καθηγητές άπό τούς πιο διάσημους τής Γής. Καί αυτοί δλοι οι σοφοί, επη ρεασμένοι άπό μιάν άγνωστη δύναμη εργάζονται για λογα ριασμό του. Ό καθηγητής Μπρέντ ίσως νά μη λύγισε
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κόμα. Μπορεί να αντιστέκε ται άικάμα και ν’ άρνήται νά γίλη. όργανο των σατανικών σχεδίων τού ■ φοβερού αυτού κακούργου. Πρέπει όμως δ» σο είναι καιρός νά προλάβωμε. Πριν, λιυγίση,. Γιατί αλ λοίμονο στους ανθρώπους άν ύποκύψη, και αποκάλυψη- τό μυστικό πού κρύβουν τά ιμονο κύτταρα πρωτόζωα τού πλα νήτη Όρφέα (*). Τό ,μυστίι•κό αυτό ζητάει, όπως ξέρεις, νά ιμάθη ό Γουώρτλεϋ γιά νά έξαπολύση την έπίίθεσί: του εναντίον τής Γης. ^—- "Εντάξει,, Τζά!.,! συμ φώνησε τό κορίτσι. Έχείΐς δίκ ι ο. Είναι-' στ ι γμές πού χάνω τό κουράγιο · μου| Ναί, _ δεν πρέπει νά σταματήσουμε τις έρευνες. — Τώρα μιλάς σαν καλό κορίτσι!, είπε ό ντέτεκτιβ χαμογελώντας. Είσαι τό πιο αξιολάτρευτο πλάσμα του Σ ύμπαντρς. -αψνικά ρμως έπαψε νά χαμόγελάη. Ζάρωσε- τά φρύ δια του. καί μιέσα από την διαφανή περικεφαλαία τό π-ρό σωπό του έδειξε έξοοιρετικά ανήσυχο. Τό ειδικό ηλεκτρο νικό αυτί. του σκάφανδρου του έπιασε κάποιον θόρυβο». Ό θόρυβος αυτός είχε τον ρυθμό τής εκπομπής σημά των μόρς. Γύρισε τον ρυθμι στή του ηλεκτρονικού αυτιού σέ τρόπο πού νά έντοπίση τό σημείο απ’ δπϋυ μετεδίβοντο τά σήματα αυτά. Δεν είχε γε (*) Διάβασε τό ττρώτο τεύχος τηου. εχει τον τίτλο «Ό Ντέτεικιτ16
7«ν 0Ρρφ&Υ$,
λαστή. Ί’ώιρα μπορούσε ν ά κου η. καθαρά αυτά τά σήμα τα. Ό πομπός πού τά με τέδιδε ήταν κάπου έκεΐ κον τά, σέ μερικές εκατοντάδες μέτρων ίσως άπόστασι από τό σημείο πού βρίσκονταν. Τά νεύρα του τεντώθηκαν σέ μ:ιάίν υπέρτατη, υπερδιέργερσι, όταν κατάλαβε πώς τά σήματα αυτά στέλνονταν στόν Γκρίζο Πλανήτη. Τό μή νυμα ήταν καθαρό καίι δεν χω ρούσε' άμφ-:βολία:' «Προσο χή! Προσοχή! έλεγε τό μή νυμα. Φυλάκιον πλανήτη Δέλ τα προς 'Αΐρχηγείον Γ'κρίζου Πλανήτη. "Άγνωστοι άστρόναύιτ ε ς έπ ιβσίνοντ ε ς ρουκέτ τας έφθασαν σέ πλανήτη Δέλτα. Διατάξατε».. Ή άιπάντησιι ήρθε ύστερα.· άπό μερι κά λεπτά, αλλά ρ δέκτης του ηλεκτρονικού αυτιού ρυ θμισμένος γιά μικρές άποτ στάσεις δέν ήταν δυνατό 'νά πιιάση τά.σήματα πού σίγου ρα έρχονταν άπό πολύ μα-· κρυά. Ό Σέρινταν μίλησε μέσα άπό την. περικεφαλαίατου1 δίνοντας βιαστικές δια ταγές στη Νάνσυ. Τό ραδιο τηλέφωνο τού ί σκάφανδρου τής κοπέλλας έπιασε αυτές τις διαταγές. — 'Πάρ'ε τον μΊκρό Νάνσυ καί γύρισε στο άστρόπλοΐο. Όχυρωθήτε μέσα σ" αυτό καί σέ περίπτωσι ανάγκης χρησι μοποιίήιστε τις ομοχειρίες των φλ ογοβόλων καί τ ών δι αλυτ ι κών αυτομάτων. Μην επιτρέ ψετε σέ κανένα νά πλησιάση τόν «Πρωτέα». Τά μάτια τής Νάνον ήτργ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ καρφωμένα απάνω τού. — θά /μείνω μαζί σου, Τ ζό !, απάντησε. Ό . ντέτεικτιβ είξήγησε μ,ή δυο λόγια τί συνέβαινε και έπάνέλαβε σέ ττιό έντονο ύ φος τή διαταγή/ —-Κάνε αυτό πού σου λέω, Νάνσυ! Ή παραμικρή αργο πορία ιμτΡορεΤ να -μάς κοκγπση ακριβά. Θά ύπερασπισθήτε μαζί μέ τον Μίκυ τον «Ορω τέα». ΕΤναίΐ' σπουδαία αυτή η ύπηρεοί α που σου αναθέ τω. — · Κιΐ5 εσύ Τζό; ^—Έγώ θάρθώ σέ λίγο νά σάς ανταμώσω. Είμαι βέβαι ός πώς αυτή τή φορά Οά γίνη παστρική δουλειά κάι θά βρούμε τον σωστό δρόιμο πιρός τήν φωλιά του Γουώρτλε,ϋ. Τό κορίτσι υπάκουσε. Ό Σέρινταν παρακολούθησε γιά λίγο μέ τό βλέμμα τήν Νάν συ καί τον Μίίκυ που απομα κρύνονταν προς τήν κοιλάδα κι5-ύστερα έβγαλε από τήν τσέπη, τού σκάφανδρου του τό φορητό ραντάρ* του. ΕΙΪΙΘιΕΧΙ ΣΤΟ .ΦΥΛΑΚΙΟ
ΜΕ ’ τό βλέμ μα καρφωμένο στο ■ καντράν τού φορητού
—ραντάρ
6
ντέΙτεικτιβ τώιν ουρανών προσ διόρισε τό ση μείο ιάπ5 όπου είχε σταλή τό σήμα προς τον Γκρίζο Πλα νήτη, "Έκανε μερικούς αλγε
15
βρικούς υπολογισμούς καί ένετάπισε μέ ακρίβεια τό -φυ λάκιο των συμμοριτών. "Ήξε ρε τώρα ποιόν δρόμο έπρεπε νά άκολουθήση. 1 Κατηφόρισε, πέρασε από μιά πυκνή συ στάδα .δέντρων καί κατευθύν6ηκε προς τά ανατολικά. Έ νας μικρός λόφος ήταν έκεΤ, ακριβώς απέναντι του. Μολο νότι εξωτερικά τίποτα τό ι διαίτερο δεν- παρουσίαζε αυ τός ό λόφος, ως τόσο ό .Σέρινταν ήταν βέβαιος πώς έκεϊ βρισκόταν τό φυλάκιο τού πλανήτη Δέλτα. ’ Ό Γουώ,ρτλεϋ εΐχε οργανώσει μέ έξαιτ οκή· στ ρ ατηγ ιικίή ικανότητ α τή συμμορία του καί εΐχε πά ρει όλα τά μέτρα ασφαλείας. Τό φυλάκιο ήταν ένας κατά; σικοπος στο σημείο αυτό του διαστήματος. ^ Ό πλανήτης Δέλτα βρισκόταν σίγουρα • στην γραμμή τής πορείας που έτρεπε ν’ άκολουθήιση κα νείς γιά νά φτάση·; στο Γκρί ζο "Άστρο. Τό φυλάκιο ση μείωνε ■ κάθε πέρασμα άστρο πλοίου ’ π,:ρος τήν κστεύθυνσι αυτή κα!ί ειδοποιούσε σχετι κά τον Γουώρτλεύ. Ό Γουώιρ τλεϋ έπαιρνε τότε, σέ περίπτωσι πού έπρόκειτο γιά καμ μιά ανεπιθύμητη. επίσκεψη τά μέτρα του·. Ό Σέρινταν προχώρησε ταρός τό λόφο. Χρησιμοποιούν τας μιά δασώδη· ατραπό βά διζε μέ προφυλάξεις έτοιμος νά καλυψθή δον δεχόταν μιάν άπόοπτη έπίθεσι. ^ Ηταν σχε δον βέβαιος πώς τον παρα κολουθούσαν, Τούτο όμως δεν Φαινόταν κα]' πολύ να τον |ν*
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ 2
διοΰφ'έρτγ. Με ίμια έλαφρή κΐΜησι γύρισε τον διακόπτη ττού βιρ ΐισικόηαιν κάτω απτό την άριστερή μασχάλη τού σκά φανδρου του και έβαλε σέ λειτουργία τό λεπτό μηχάνη μα των άτπωΟηΓΓ ικών άκτίνων. 4 Η ιάόιρτατη άκτ ινοιβ ολ ί α τους δεν θά έπέτρεπε στά βλήματα νά τον πλησιάσουν. Με όλες τις αισθήσεις σέ συναγερμό1, πέρασε την δα σώδη ατραπό και σκαρφάλω σε σ’ έναν άίττότομο γκρεμό. Τά δέντρα κι5 εδώ ήταν πυ κνά. Μέσα από τά δέντρα· ό μως μπόρεσε τώρα νά δια■κρίνη μερικά τετράγωνα α νοίγματα στο λόφο·. Χαμογέ λασε με ίκανοποίησ ι. Τό ραν τάρ τον είχε βάλει· στον σω στό δρόμο. Τά μικρά ανοί γματα, πλαισιωμένα από τσιμέντο, έδειχναν καθαρά 6τ> έπρόικειτο γιά μιά δουλειά που είχαν κάνει) άνθρώππνα χέρια. Τά^ τετράγωνα αυτά παράθυρα ήταν παρατηρητή ρια του φυλακίου. Πίσω απ’ αυτά, ήπήρχαν ασφαλώς μά τια που τον κοιτούσαν. Για τί όμως δεν πυροβολούσαν καί τον άφηναν νά πλησιάζη; ίσως ήθελαν νά τον συλλάβουν ζοοντανό·. Μήπως κΓ αυ τός ρμως δεν είχε την ίδια α πόφασή; ΤοΟ χρειαζόταν ζων τανός ένας απ’ αυτούς τούς συμι μορΐτ ες. " Βν α ς μοναχά τού ήταν αρκετός. Ξαφνικά ρίγησε. Είχε μπή μέσα σ’ ένα στενό μονοπάτι. Τούτο τό μονοπάτι σάλεψε κάτω από τά πόδια του. Στ’ αι/πά του έφτασε ένας παρά
ξενος θόρυβος, ένας βόμβας σά νά δούλευαν πολλοί μαζί κινητήρες* κάτω άπό τό έδα φος. Τό αλάθητο ένστικτό του αυτή την κρίσιμη στιγμή τον βοήθησε πάλι. Πήδησε πλάγια καί ή καρδιά του βρόν τησε βίαια. Εκεί που πατού σε, πρίν άπό ένα δευτερόλε πτα, είχε φανή ένα σκοτεινό τετράγωνο άνοιγμα. "Ενα βα θύ πηγάδι άνοιξε στο μονο πάτι έτοιμο νά τον καταπιή. 7Ηταν σίγουρα μιά καταπα κτή, ένα δόικανο που έβαζαν σέ ικΐίΐνησι χρησιμοποιώντας ηλεκτρική ενέργεια εκείνοι που βρίσκονταν ιμέσα στο φυ λάκιο καί τόιν παραμόνευαν. Είχαν λογαριάσει; όμως άσκη μα. Ό ντέτεκτιβ είχε ξεΦυγει καί βρισκόταν τώρα έξω ά πό την παγίδα. Οΐ βολβοί των ματιών του σριφογυριζαν δεξιά κΓ αριστερά. Μέ τό πιστόλι στο χέρι περίμενε α κίνητος. ’Ήξίερε πώς θά ύπήριχε συνέχεια. 4Η συνέχεια ήταν μιά φωνή. — Π έταξε αυτό τό παιχνιδάκι που κρατάς, αγόρι μου!, ακούστηκε νά λέη ή φωνή. Π έταξε τό πιστόλι σου καί σήκωσε^ ψηλά τά χέρια! ”Ε τσι υπάρχει ελπίδα νά με’ίνης λίγο ακόμα ζωντανός. 4 Η φωνή ερχόταν άπό κά ποιο μεγάφωνο πού βρισκό ταν κάπου εκεί κοντά. Εκεί νος πού μιλούσε ήταν κρυμ μένος στο φυλάκιο. Ό Σέρινταν άνασήκωσε τους ώ μους. Πάτησε ένα κουμπί τής ζώνης του κΓ έβαλε, οό λειτουργίίςχ τό μεγάφωνο τς>0
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ σκαφάνδιραυ· του. — Τό πιστόλι βρίσκεται πολύ ωραία κουρνιασμένο μέσα στη φούχτα (μου!, άπτάντηισε. "Αν θέλης να κάνης άπό καντά τή γνωριμία μου, δεν έχεις παρ,ά να βγής από τό καβούκι σου, φίλε! Ακούστηκαν γέλια και σχεδόν αμέσως ό αέρας γέρισε σφυρίγματα. Πυρωμένες ευθείες βγήκαν από τά τε τράγωνα παράθυρα τού φυ λακίου καί ταξίδεψαν προς τό (μέρος τού ντέτεκτιβ. Ό Σέρινταν ι δέν σάλεψε πάλι ά}πό τή θέίσι του. Οι ακτίνες, διωγμένες από τόν απωθητι κό αόρατο θώρακα που τόν προστάτευε, ^ άλλαζαν δρόρο καθώς πλησίαζαν καί δέν τόν άγγιζαν. — ΕΤναι ορθός άκορα,παι51 ά!, ακούστηκε γεράτη έκπληξι τούτη τή φορά ή ίδια φωνή άπό τό .μεγάφωνα Τί διάβολο πάθανε τά πιστόλια μας; Εκείνος πού ,μιλούσε φαι νόταν ανήσυχος. Ό ντέτεκτιβ έκανε δυο πηδήματα. Οί πυ ρωμένες ευθείες άρχισαν· νά σφυρίζουν πάλι γύρω του. Σκυφτός μιέ τό πιστόλι στο χέρι προχώρησε. Απότομα -ό μως ^σταμάτησε κι5 ένοιωσε τό αΐρα νά βροντάη σά σι δερένιο σφυρί στους κροτά φους του. "Από τό φυλάκιο ξεπετάχτηκε ρ ιά κυλ ι νδρ ική φλόγα ψηλά κι5 αυτή ή φλό γα πήρε κατόπι κατεύθυνσι προς τήν κοιλάδα. Στην κοι λάδα όμως βρισκόταν τό άστρόπλοιο. Δέν χρειάστηκε
1?
πολύ για νά καταλάιβη.. 01 συμμορίτες χτυπούσαν αυ τόν, άλλα ταυτόχρονα, χίρησι μοποιώντας ρεγάλου^ διαρέτρήματος κανόνια, έστελναν κυλίνδρους -θανάτου προς τό μέρος τού «ΓΊρωτέως» ,μέ τήν άπόψασι νά τόν καταστρέ φουν. Άλλα στο άστρόπλοιο τής Διαπλανητικής Αστυνο μίας έπρεπε νά έχουν φτάσει αυτή τή στιγμή ή Νάνσυ κι3 ό Μίικυ. Κινδύνευε λοιπόν όχι μονάχα τό σκάφος πού ήταν ή μοναδική ελπίδα διαφυγής τους άπό τόν πρωτόγονο πλα νήτη. Διέτρεχαν θανάσιμα κίνδυνο ,μαζί του κι5 ή κοπελλα «μέ τό παιδί·. ιΕΤδε κι3 άλ λα κυλινδρικά βλήματα νά ταξιδεύουν προς τό ,μέρος της κοιλάδας. Ό Σέρινταν κατά λαβε πώς κάθε καθυστέρηισι , μπορούσε ν’ άποβή μοιραία καί, χωρίς νά δIστάση, ώριμη σε ασυγκράτητος προς τά ε μπρός. ; ......ι ] Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
ΔΙΑΓΡΑΦΟΝ ΤΑΣ ένα φαρ δύ τόξο έφτα σε στο πίσω ιμέρος τού λό φου. Τό φυλάκ ιο —αυτό τό είχε μαν τέψει άπό νωρίς— ήταν υ πόγειο, σκαμμένο καί χτισμένο^μέσα στα σπλάχνα τού βουνού. Είδε μιά βαρεία σι δερένια θωρακισμένη· πόρτα. Τ Ηταν σίγουρα ή είσοδος. Άίλλά^ ή ποραβίοσί της θ’ άπατούσε χρόνο. Καί δέν εΤ»
χε πολύ χρόνο στη διάθεσί του. Τίναξε · το λαστιχένιο κορμί· του κι* αρπάχτηκε .από ένα κλαδί δέντρου πού βρι σκόταν έκεΐ κοντά. Ύστερα, ζυγιάστηκε καί πηδώντας άρ πάχτηκέ από ένα άλλο. Μέσα σε λίγα λεπτά, πηδώντας α πό δέντρο, σέ δέντ,ρο έφτασε στο επάνω μέρος του λόφου. Σάλταρε κι5 έπεσε (μπρούμυ τα στο χώμα. Τό βλέμμα του πλανήθηκε ερευνητικά γύρω. Είδε αυτό που ζητούσε. Τό υ πόγειο φυλάκιο εΐχε ρικρά παράθυρα στην κορυφή του λόφου γιά τον έξαερισμό του.· Ό ντέτεικτιβ σύρθηκε με την κοιλιά καί πλησίασε ένα απ’ αυτά τά παράθυρα. Μ-έ μια .ματιά πού έρριξε προς τά κάτω είδε ότι είχε νά κάνη μ’ ένα πραγματικό οχυρό. Τρεις .άνθρωποι βρίσκονταν ιμέσα στο οχυρό αυτό καί κου βέντιαζαν. Ό ένας μιλούσε βιαστικά στους άλλους. Κα τάλαβε πώς ή συζητησι ήταν γι’ αυτόν. Τον είχαν χάσει καί δεν τον έβλεπαν πιά.^ Δεν .μπορούσαν νά φανταστούν ό τι βρισκόταν πάνω ακριβώς από τό κεφάλι τους καί πα ρακολουθούσε άγρυπνα κάθε κίνησί. τους. •"Ύστερα σταμά τησαν νά <μιλούν. Ό ένας κρατώντας εν αν κύλινδρο θά νότου πλησίασε τό έκτοξευτικό μηχάνημα. Οι δυο άλλοι άρπαξαν κι’ αυτοί από έναν κύλινδρο ό καθένας καί προ χώρησαν. Ό ντέτεκτιβ δεν περίμενε. Σημάδεψε καί πυρο βολησε. Δυό αθόρυβες γαλα ζοπράσινες ακτίνες βγήκαν από την κάννη τού πιστολιού του καί, περνώντας από τό
-— "Έφτασε ή ώρα να τγαιπρώσης τά έγκλήμοτά σου, Γ ουώρτλεϋ! ιείπε ιμέ βραχνή φοντ ό θρυλικός .ντ/έτεικιτιβ.
παράθυρο, χτύπησαν κατά στηθα τούς δυό συμμορίτες. Τούς ε!δε νά πέφτουν άνάσκε λα σαν νά τούς πέτυχε^άστρο πελέκι. Ό τρίτος δεν είχε κα-. ταλάβει τίποτα. Μέ τή ράχη γυρισμένη στους άλλους καί τον κύλινδρο θανάτου στα χέρια ήταν έτοιμος νά γέμι ση τό κανόνι πάλι. Τά μάτια του Σέρινταν φεγγοβόλησαν άγρια. Έσφιξε τά^ δόντια καί οί χαλύβδινοι μυώνες του μπήκαν σέ'κίΐνηίσι. Τά δάχτυ λά του γαντζώθηκαν στα σι
δερένια κάγκελα του παρα θύρου. Τράβηξε τά κάγκελα μέ δύναμι πρός τά πίσω καί τά κάγκελα λύγισαν καί ξε κόλλησαν οπό. τό τσιμέντο. "Ενα άδιόρατο ■ χαιμόγελο^ φώ τισε τό καταϊδιρωμένο πρόσω πο τού Σέρινταν. Ό δρόμος ήταν τώρα ελεύθερος. Αδια φορώντας γιά τό τί·μπορούσε νά ^έπακολουθήση ·, πήδησε σάν σίφουνας μέσα στο υπό γειο οχυρά. · Ό συμμορίτης πού βρισκόταν κο·ντά στο έ κτο- ξευτικό μηχάνημα άκουσε τον θόρυβο τού πηδήματος καί γύρισε ξαφνιασμένος. Τά μάτια του γουρλώσανε καί βλαστήμησε, καθώς αναγνώ ρισε τον διαστημάνθρωπο μέ τό σκάφανδρο, πού λίγα λε πτά νωρίτερα στην πλαγιά τού λόίφου είχε μείνει άπρόσβλήτος ά|τό τά πυρά των ό πλων τους. Δεν (μπορούσε νά καταλάβη τλεΐχε^ συμβή. "Ό ταν όμως τό βλέμμα του έ πεσε στούς δυό νεκρούς συν τρόφους του, άφησε τόν κύ λινδρο πού κρατούσε καί βριυ χήθηκε σάν αφηνιασμένο ά λογο. Ό Σέρινταν μέ μια κίνησί1 τρομαχτικά γρήγορη δέν τόν άφησε νά βγάλη· τό πιστόλι του. Τά χέρια του τόν άρπαξαν μέ λύσσα καί τόν έστε ιλαν' στον άπέναντ ι τοίχο. Ό συμμορίτης μούγγρισε/ καθώς τό κεφάλι του βρόντη σε στον τοίχο. Ό ντέτεκτιβ μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πάλι κοντά του καί κάρφωσε την κάννη τού πιστολιού του στην κοιλιά του. — ’Άκαυσέ με τί θά σου πώ!, τού είπε βραχνά. Μέ
λένε Σερινταιν. Τζρ£ Σέρινταν... Τό πρόσωπο του συμμορίτη έγινε μονομιάς χλωμό. —■ Σέοινταν; Είσαι ό ντετεκτ ιβ Σ-έρινταν; ρώτησε με ψωνή π-ού μόλις ακούστηκε. — Ναι, είμαι ό Σφινταν!, συνέχισε αυτός. 5Αφού λοιπόν ξέρεις τ5 όνομά1 μου θάχης άκούση- ίσως πώς δεν διστά ζω να χρησιμοποιήσου τό πι στόλι μου όταν χρεισστή νά στειίλω κακούργους σάν κι* εσένα στην κόλασι. Λοιπόίν/ ακούσει ίσως πώς δεν διιστάπώς δουλεύεις για λογαρ ισομό του Γουώιρτλεϋ. -έρω πώς ό Γουώιρτλεϋ έχιει τή φω λιά του στον Γκρίζο Πλανή τη. Θά σου χαρίσω τή ζωή αν μέ πας σ3 αυτόν τον πλα νήτη.. λ — Θα μέ σκοτώση αυτός!, είπε τρέμόντας ό συμμορίτης. Δεν μπορώ νά κάνω ένα τέ τοιο πράγμα. Τά μάτια τού ντέτεκτιβ σκοτείνιασαν. — Τόιτε αλλάζει: Θά σέ σκοτώσω εγώ! — "Οχι! Δεν θά τό κά νης αυτό!,, είπε κλαψιάρικα ό συμμορίτης. — Κάνεις δέν μπορεί νά μ’ ήμποδίση!, απάντησε άδάφορα ό Σέρινταν. Θά σέ σκοτώσω κι5 έτσι τά καθάρ ματα θά λιγοστέψουν κατά ένα. Τά χέρια του κινήθηκαν νευρικά. Ό συμμορίτης ήταν έτοιμος νά λίποθυμήση από τό φόβο. — Καλά, είπε. Θά κάνω
δ/τι μου πεις. Αλλά μή μέ σκοτώισης, — "Οχι. Δέν θά σέ πειρά ξω! Φτάνει νά μή θελήσης νά παί'ξης μαζί μου. Γιατί, σέ προειδοποιώ. Ό Τζόε Σέριν ταν όταν δουλευη δέν σηικώνε ι άστεΐ α! Κ οοτ άλαβες ! Ό συμμορίτης κούνησε τό κεφάλι. — ιΚατάλαβα, μουρμούρι σε. Τού πήρε τό πιστόλι και τού πέρασε ένα ζευγάρι χει ροπέδες στα χέρια. "Υστερα πλησίασε τό τηλεοπτικό κά τοπτρο του ικανόν ιού έκταξεύ σεως τών κυλίνδρων. Έρριξε μια ματιά μέσα σ αυτό γε;μάτος αγωνία. Τό βλέμμα του προσπάθησε νά ξεχωρί ση τό καταδιωκτικό άστρόπλοιο στην κοιλάδα, "Αφησε ένα στεναγμό ιάνακουφίσεως. Ό «Πρωτεύς II» βρισκόταν στη θέσι του. ’Ορθός άστραφτε σάν ένας πύργος άπό α σήμι. Τά βλήματα τών συμ μοριτών δέν είχαν πετύχει τό στόχο τους καί τό πλανη,τόιπλοιο ήταν έτοιμο ν’ ά νοιξη πάλι τά φτερά του γιά τό ταξίδι τού διαστήματος. Γύρισε προς τό μέρος τού συμμορίτη;. —^Εμπρός, φίλε !, τού είπε. Πάμε! Τον έσπρωξε μέ την κάννη τού πιστολιού του πρός την πόρτα. Ό συμμορίτης περπάτησε αμίλητος καί χλω μας. Τό ιβλήμμα του ήταν γε μάτο φόβο. Ή πόρτα ήταν ε σωτερικά μανταλωμένη, Ό συμμορίτης έδειξε στον ντέ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τεκτιβ ένα κουμπί. Ό Σέριν τον προχώρησε πρώτος καίΐ πίεσε τό κουμπί. Ή θωρακ ισμένη, πόρτα κάνοντας ένα βαρύ θόρυβο άπάνω στις σι δερένιες ρόδες της άνοιξε. ΤΟ ΤΕΡΑΤΏΔΕΣ ΠΟΝΤΙΚΙ
Ο Μ' I Κ Υ σκαρφαλωμέ νος στον ψη λότερο πύργο του άστροπλοί ου ιμ" ένα πο λυβόλο 02κτίνων στον ώ μο ^ άγνάντ ευε (μ5 έρευνητ ι κό βλέμμα όλα τα γύρω, περίμενοντας να δη τον μεγάλο ψίλο^του να έρχεται. Ή Νάνσυ ήταν κάπως νευρική και πηγαινοερχόταν κάτω στο ε σωτερικό του σκάφους. Κάθε τόσο κύτταζε τό ρολόι της. Είχε μετανοιώσει πού άφησε Iμόνον του τον Σεριντοα/. Δεν έπρεπε νά υπακούση. "Ένας Θεός μονάχα ήξερε σε τ'ί κιν δ όνου ς πήγαινε νά ιμπερδευτη, Τό πιο σωστό θά ήταν νά βρισκόταν κοντά του. Ξαφνικά, κάτι έγινε καί σταμάτησε νά πηγαινοέρχε ται ή Νάνσυ. Ή πόρτα του άσηροπλοίίου άνοιξε και ή κοπέλλα έβγαλε /μια πνιχτή κραυγή. "Ενα τειράστιο ά σπρο ποντίκι ώριμη,σε ιμέσα στο σκάφος. Τό ποντίκι είχε το μέγεθος ενός μεγάλου ά λογου κι5 έδειχνε απειλητικά τά σουβλερά του δόντια. Ή Νάνσυ όπισθοχώρησε τρομα γμένη (με (μάτια γεμάτα «ρό
21
δο. "Έτρεξε προς τά πίσω 'κι* έβγαλε μια κραυγή. Ταυ τόχρονα έφερε τό χέρι στη ζώνη της νά πιάση τό πιστό»λι. Μά τό τερατώδες τρωκτι κό συσπειρώθηκε και πήδη σε απάνω της. Τό κορίτσι όπισθοχώρησε πάλι και πα ραπάτησε. "Έχασε την ίσορ ροπία του κι" έπεσε ανάσκε λα πριιν προφτάση νά πυρσβο λήση. Είδε ή Νάνσυ τά δόν τια του ποντικού νά την πλη σιάζουν κι" ένοιωσε την κο φτή ανάσα του νά τσοορουφλίζη τό πρόσωπό της,. Κα τάλαβε πώς ήταν χαμένη. Απότομα όμως ξαναβρήκε τό κουράγιο της. "Ενα κάτι έπεισε ισάν αερόλιθος α πό τον πύργο του άεροσκάψους άπάνω στο ποντίκι. Αυ τό τό κάτι ήταν ό Μίικιυ. Τό παιδί, άκούγοντας τις κραυ γές τής κοπέλλας, ερριξε άπό τη θέσι πού βρισκότανε μιά ματιά προς τά κάτω και γούρλωσε τά μάτια του, ό ταν είδε ένα... άσπρο άλο γο, όπως νόμισε, ιμέσα στο σκάφος! Κατρακύλησε με τό πολυβόλο στον ώμο και σάλ ταρ'ε άπάνω στη ράχη. του. Τό τρωκτικό, ξαφνιασμένο α πό την απρόοπτη αυτή επί θεση γρύλλισε θυμωμένα και ξέχασε τό κορίτσι. Τώρα ό λη ή λύσσα του στράφηκε στο παιδί. "Άρχισε νά τινά ζεται δεξιά κι* αριστερά προσπαθώντας νά ξεφοιρτωθή τον παράξενο· καβάλλάρη από τη ράχη του. Μά ό Μί κυ ευρισκε πολύ διασκεδαστικό τό πράγμα και δεν |μ·
22
.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κυ!; έκανε μ" απελπισία τό .κορίτσι. "Έτρεξε προς τό (μέρος πού είχε κατεοθυνθή τό. ά σπρο τρωκτικόν · αλλά πολύ σύντομα κατάλαβε πώς ήταν άδικος κόπος ·νά τό κυνηγηση. Τό- ποντίκι έτρεχε σάν ρουκέττα. (Κανείς δεν θά μπορούσε νά τό φτάση, Μέ ' υγρά ιμάτια, καί βαρίειά καρ διά γύρισε στο. άστρόπλοιο. Τότε ακριβώς ,.μιά φοβερή εκ •κίΡηΐξις συνε:τάραξε την κοι λάδα. "Έκλεισε · την πόρτα καί πήδησε 'στήιν γέφυρα;. Πί σω1 άπό τό άθραυστο κρύσταλ λο είδε εκατό μέτρα πιο έκεΐ άπό τό σκάφος νά τινάζον ται χώματα, πέτρες καί κα πνός προς, τον ουρανό·. Ή καρδιά της βρόντησε τρομα γμένα. Είδε ταυτόχρονα α πό ψηλά ένα φλογισμένο κύ λινδρο νά ταξιδεύη προς τό μέρος; τού άστροπλοίου1. Ό. κύλινδρος έπεσε τούτη τη φορά πολύ πιο κοντά στο σκάφος. "Ακολούθησε 5υνατώτερη άπό την πρώτη καινούργ ια έκρηξ ι ς. Κουμάτ ια άπό πέτρες πετάχτηκαν μέ ορμή στο εξωτερικό, πέρίβλη' μα τού «Πρωτέως». *Τά αέρια .τής ©κρήξεως συνέικίλόνισαν τό καταδιωικτιίκό τής Διαπλα νηπτικής· "Αστυνομίας. Μια ά γρια απελπισία την κυρίεψε. Δεν υπήρχε αμφιβολία πώς άπό κάπου μακρυά είχαν έπι σημάνει τό' πλανητόΐπίλοιο καί τό σημάδευαν, μέ' κυλίνδρους θανάτου γιά νά τό καταστρέ φουν. Ένας τρόπος μονάχα — §>?·« ίμον!,:Πά?ι 9 Μί- υπήρχε, νά σωθη τό σκάφος,
νοούσε νά ξεκσλλήση άπό πάνω του, Μέ- τά πόδια του γαντζωμένα στα πλευρά του αφηνιασμένου ποντικού καί τά χέρια πιασμένα αϊτό τό δασύ τρίχωμά του γλεντού σε ιμέ τό θυμό τόυ καί ξεφώ νιζε χαρούμενα. Ή Νάνου ©καίνε μερικά βήματα προς τά πίσω και ξανα'βρ ίσκοντας όλη την ψυ*χραιμία της φούχτιασε το πι στόλι της καίί ετοιμάστηκε νά πυροβόληση, -— "Οχι, Νάνου!, φώνα ξε τό παιδί. Μιη τό σκοτώνη^. Δεν βλέπεις τι, ώραΐα που περνάω εδώ πάνω! Είναι έ να υπέροχο αλογάκι. — Είσαι άνόηιτος, Μίκυ. Δεν είναι άλογο. Είναι πον τίκι I Ό π ιτ σ ιρΐκος γούρλωσε τά (μάτια. Τώρα για πρώτη ψαρά, κατάλαβε -ότι βίρισκόταν 'καΐβάλλα στη ράχη ενός άσπρου ποντικού. * Ηταν αρ γά όμως πια γιά νά μπτορέση νά ξέκολληση άτό πάνω του.· Τό ιμεγάλο τρωκτικό έ κανε ιμιάν απότομη στροφή, ώ,ρίμησε έξω άπό τό' σκάφος κι" άρχισε νά τρέχη σάν βο λίδα στην κοιλάδα. Ή Νάνου έτρεξε πίσω του καί πυροβόλησε. "Ομως ή ταν τώρα πολύ μακρυά γιά νά τό πε,τόχη. Τό άσπρο πον τίκι μέ τό παιδί γαντζωμένο στη ράχη του πήρε ένα άνη·*. φορικό μονοπάτι, πέρασε σά σαΐτα μέσα από κάτι δέν τρα καί ύστερα άπό λίγο δεν φαινόταν πιά.;.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Ή άπαγείωσις; ' Αυττό δμως δεν μπορούσε νά γίνη. Έ5ώ κάπου· γύρω αύτή την' ώρα έδινε μ ιά σκληρή μάχη Σ έρινταν. Ό μ-.ικρας Μίκυ κάπου εδώ γύρω διέτρεχε ένα θα νάσιμο- κίνδυνο. Ή Νάνσυ δεν μπορούσε να έγικαταλείψη τους δυο συντρόφους της, 6,τι κι* δον ήταν νά συμβή. Μια ιδέα τρύπωσε στο μυαλό- τηις. "Ίσως υπήρχε κι3 ένας άλλος τρόπος. "Ωρρησε στη σιδε-' ρένισ σκάλα πού έφερνε στην ομοχειρία των πολυβόλων α κτινών. ’Άν ιμέ τις ακτίνες μπορούσε νά χτυπήση στον αέρα τά βλήματα πού ερχόν τουσαν προς τό μέρος της ό «Πρωτέύς» θά ξέφευγε την καταστροφή. Είδε έναν α κόμα "κύλινδρο ψηλά νά κατευθύνεταΐ' τπρός τη θέσι τού άστροπλο-ίου. Σάλταρε στο πολυβόλο και σημάδεψε. Μέ μιά γοργή κίνησι έξαιπέστει." λε την ακτίνα. Ή ακτίνα έφυ γε σφυρίζοντας άγρια καί συ νάντησε σέ πεντακόσια μέτρα απόστασι τον κύλινδρο τού θανάτου. Μιά εκτυφλωτική λάμψι αναπήδησε οοπ3 αυτή τή συνάντησι. Τό φοβερόβλήμα καταιστράφηικε · πρίν φτάση-, στο στόχο του., Ή Νάνσυ ανέπνεύσε. Σημάδεψε πάλι· καί; πάλι... Τρεΐς ακόμα κύλινδροι πού είχαν για στόχο τό άατμόπλοιοκ ατ α;στρά)φηχαν μέ τον Ίδιο τρόπο στον άέρσ κι3' ύστερα έγινε ησυχία. Ή· Νάνσυ . σκούπισε τούς θρόμ βους τού παγωμένου ιδρώτα που άνάβλυζσν στο μέτωπό
2.3
της καί έβγαλε ένα στεναγμό ανακουφίσεως· —- Σ3 ευχαριστώ, Θεέ μου, είπε. ΤΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ ΤΟΥ ΜΙΚΥ
ΟΤΑΝ ό Τζόε Σέρινταν έττέστρεψε στον «ΤΊρωτέα» έ χοντας ' μαζί του · καί τον σ υ μ μ ο ρ ίτη . πού εΐχε αι χμαλώτισε ι- .στο φυλάκιο·, ή Νάνσυ ρίχτηκε σά·ν· τρελλή απάνω- του’ — Ώ! Τζό:! Είχα ψοβηΓ θή πώς δεν θά σέ ξανάβλεπα πια!,· τού .είπε κι3 από τά μαία της έτρεχαν · δάκρυα.. Πέρασα φοβερές στιγμές. μό ν.η· μου. Εκείνος' τής χαμογέλασε γλυκά- καί τής χαΐδεψε τά μιαλλιά. —Ή αποστολή μας τελειώ νει σύντομα!, τής είπε καθησυχαστικά; "Ολα θά πάνε καλά καί ύστερα, από- •μερι κές μόρες θά βρισκόμαστε στη Γη... Π αραξενεύτηκε πού δέν εΐδέ τον Μίίκυ. — Πού είναι ό μικρός, Νάνσυ; ρώτησε. Τά μάτια τής κοπέλλας γέ μι σαν απελπισία. —ΛΤόν έχασα, Τζό. Τού διηγήιθηκε μέ λεπτο μέρειες την επίθεσι τού ά σπρου ποντικού καί τά περίστατικά πού επακολούθησαν. ,Μιά ’ |αθειά ρυτίδα αυλάκωνιε Λ
Γ” Λ
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
τό μέτωπο το*υ^ καθως^ την ακουγε νά του διηγήται τά
καθέκαστα. — Δεν μπορούμε να φύ γουμε πια, Νάνσυ!, εΐπε^ ό ντέτεκτ ιβ με κάποια θλΐψι στη φωνή. Άν δεν βρούμε τον Μίκυ δεν έχουμε τό δι καίωμα ν’ απογειωθούμε απ’ αυτόν τον πλανήτη. — Ναι, Τζά. Είμαι σύμ φωνη μαώί σου. "Έχω αυως μια πρότασι νά σου κάνω. Νά φυγής εσύ με τον «ΐΠρωτέα» και νά μείνω εγώ εδώ δοό νά βρω τον μικρό. Όταν τελείωσης μέ τον Γουώρτλεϋ περνάς και μέ παίρνεις. — Όχι αυτό δεν γίνεται Νάνσυ! απάντησε κοφτά ό’ Σέρινταιν. Κιάτι πήγε νά πή ή κοπέίλ λα μά σταμάτησε. Κουβέντες καί βήματα ακούστηκαν έξω άπό τό άστρότπλοιο. Μέ τό πι στόλι στο χέρι έτιρεξε προς την έξοδο καί τά μάτια του στρογγύλεψαν άπό την έκπλη ξι» — Ό Μίκυ!, ξεφώνησε. Είναι ό Μίικυ! — Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου! είπε μέ πνιχτή φωνή ή Νάνσυ. 5Ηταν πραγματικά ό Μί κυ που ερχόταν προς τό αστρόπλοΊΟ. Αλλά δ'έν ήταν μόνος. Μαζί, του έρχονταν καί άλλοι άνθρωποι. Φορούσαν π ροστατευιτ ιικές άστροναυτ ι κές φόρμες καί βάδιζαν άργά καί κουρασμένα. Τά πρόσω πά τους ήταν χλωμά καί γε μάτα γένεια. Χαιρετήστε, παιδ’ά!,
φώναξε ό πιτσιρίκος γυρίζον τας προς εκείνους που τον όυ καλουθουσαν. Είναι ό κύριος Σέρινταν καί ή δεσπονίς Νάνσυ που σάς έλεγα. Ή κοπέλλα κι’ ό ντέτεκτιβ έστεκαν καί κύτταζαν σάν χα ζοί τους καινουργοφερμένους προσπαθώντας νά μαντέψουν τί συνέβαιινε. Πώς βρέθηκαν αυτοί οι αστροναύτες καί που τους ανακάλυψε ό Μίκυ; Ό Σέρινταν μέ μιά γοργή μα τιά τούς μέτρησε. ^Ηταν περί: που είκοσι. Στρατός ολόκλη ρος. Ανάμεσα ^σ’ αυτούς υπήρχαν καί γυναίκες. — Νά σάς συστήσω την κυρία Μπρέντ!, είπε τό παι δί μιλώντας προς τον ντέτε κτ ιβ. Είναι ή σύζυγος του διάσημου καθηγητή. Άπό ε δώ όλοι οί άλλοι εΐνα; όσοι σώθηκαν άπό τό άστρότπλοιο «Ρδαγιαλ, !!»... Μιά άχτίδα φωτός τρύπησε στο μυαλό τού Σέρινταν. Τό άστ ρόιπλο· ιο « Ρ όαγ ι αλ II» ήταν τό μεγάλο δια πλα νητικό σκάφος πού είχε ύποστή ενώ ταξίδευε μέ τουρί στες στο διάστημα την αιφνι διαστική επιδρομή των κουρ σάρων τού Γουώιρπλεϋ. Άπ’ αυτό τό άστρόπλοιο οι συμμο ρΐτες είχαν άπαγάγει τον Μπρέντ. Μά τότε λοιπόν τό «Ρδαγιαλ» δέν είχε άνατιναχθή όπως νόμιζαν στη Γη. Υπήρχαν ακόμα1 ζωντανοί! μερικοί άπό τούς επιβάτες του. Αυτό σήμαινιε πώς κάτι άλλο είχε συμιβή. — Είναι πεινασμένοι καί δικασμένοι δεσποινίς Νάνσυ!
ΥΑ£ΡΑΝ&ΡΠΠ02 εΐπε τό παιδί. Πρέπει νά φάν>ε. "Υστερα ^θά σάς εξηγή σουν τά καθέκαστα. 01 ΝΑΥΑΓΟΙ
ΥΣΤΕΡΑ α πό λίγο πρα γματικά έμα θαν τά καθέ καστα. Μετά την απαγωγή τοΰ' καθηγητή ιΜπρέιντ, το «Ρόαγι·αλ I I», μέ κατεστρ αμυ μένο τον ασύρματο καί τά πηδάλια από τους συμμορί τες, πρρ(πλανήθηκε στο δάστη μα καί μετά από δυο μέ ρες έπεσε ακυβέρνητο καί καταστράφηκε σ' αυτόν τόν άγνωστο πλανήτη. Άπό τούς επιβάτες του καί τό πλήρω μά του είχαν σωθή ιμάνον αυ τοί οί είκοσι. Χωρίς όμως τροφές καί χωρίς μέσα έπικοινωνίας με τη Γη ήταν κα ταδικασμένοι· κΓ αυτοί σέ βέ βαιο θάνατο. Πανικόβλητοι άπό τά μεγάλα σαυροειδή πού είχαν δή νά ζουν σ3 αυτό τό άστρο, δεν τολμούσαν νά απομακρυνθούν άπό μια σκο τεινη σπηλιά μέσα στην ο ποία είχαν ικαταφύγε ι όταν ξαφνικά είδαν έναν διαστη μάνθρωπο νά καλπάζη. καβάλ λα σ3 ένα τεράστιο ποντίκι. — Θά σάς πώ εγώ τη συ νέχεια!, είπε τό παιδί. Απά νω στη ράχη του ποντικού ταξίδευα σάν σαΐτα. "Αν εί χα σέλα δεν θάταν κι* άσκη μα. Άλλα άρχισα νά κουρά ζω μαι κΓ αποφάσισα νά δια κόψω τό... ταξίδι. Ξεγαντζώ
θηκα λοιπόν άπό τό ποντίκι καί τινάχτηκα προς τά πλά για. Πήρα μερικές κουτρου βάλες καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά σπηλιά. Στη σπηλιά βρίσκονταν οΐ κυρίες καί οι •κύριοι άπό εδώ. "Εκανα ά σκημα πού τούς έφερα, κύριε Σέρ ινταιν; — "Εκανες έξοχα, Μίκυ!, είπε χαμογελώντας 6 ντέτεκτιβ. Άλλα ή Νάνου λίγο α κόμα καί θά πέθαινε άπό τή θλΐψι της. 9 Ηταν σίγουρη πώς σέ είχε καταβροχθίσει το ποντίκι. Ό ντέτεκτιβ ύστερα έγινε σκεφτικός. 9Ηταν υποχρεωμέ νος τώρα πού ήταν πάλι· μαζί τους ό Μίκυ νά ξεκινήση γιά τόν Γκρίζο Πλανήτη. Ό αι χμάλωτος συμμορίτης τόν είχε κατατοπίσει ποιάν άκρι βώς πορεία έπρεπε ν3 άκολουθήση! γιά νά φτάση σ3 αυ τό τό άστρο όπου είχε τή φω λιά του ό Γουώρτλεϋ. Τώρα είχε στά χέρια του τό στί γμα καί την ακριβή θέσι του Γκρίζου Πλανήτη. Ή παρου σία όμως αυτών τών είκοσι ναυαγών δημιουργούσε ένα σοβαρό πρόβλημα. Τό^ άστρο πλοίο του δεν μπορούσε νά μεταφέρη κόσμο. 3Αλλά κι3 άν μπορούσε πάλι δεν είχε δικαίωμα νά πάρη μαζί του καί νά έκθεση σέ μ-ιά τόσο επικίνδυνη δουλειά είκοσι άν τρες κα3ί γυναίκες πού είχαν περάσει μια τόσο τραγική περιπέτεια. — Θά σάς άφήσομμε τρό φιμα καί όπλα, είπε ατούς ναυαγούς ύστερα άπό μικρή
σκιεψι- ό Σιέιρινταν. Συγχρό νως θά εϊδοποιήσοο μέ τον α σύρματο τή Γή δίνοντας Την άκρ ΐ'βη θέσι τού πλανήτη αύτού. 'Από τή Γ’ή θά στείλουν ένα διαστημόπλοιο ' νά σάς πάρη. Δυστυχώς δεν μπορεί νά γίνη διαφορετικά. .. Οΐ ναυαγό'ι δήν είχαν άντίρρησι. Δέχτηκαν και τον .ευχαρίστησαν. Θά έκαναν^ υ πομονή μια—δυο μέρες. "Υ στερα άλα θά πήγαιναν καλά. © ΤΕΧΝΗΤΟΣ ΔΟΡΥΦΟΡΟΣ
ΤΟ καταδιω κτικό τής Δια πλανητικής Ά στυνομίας, υ στέρα από δυο ώρες . ταξί δευε ' πάλι στο διάστημα. Οι προωθητικοί· πύραυλοι κά-. θε τόισο αύλάκωναν μέ πορ τοκαλιές φλόγες τό άδιαπεραστο σκοτάδι, που· τύλιγε τό σκάφος, και τά μάτια1 τού· Σέρινταν πού ήταν σκυφτός στά πολύπλοκα μηχανήματα τού θαλάμορ δίιακιυβίεμνήσέ ως έλαμπαν παράξενα. Αυτή τή φορά τά ψέματα είχαν τε λειώσει. Ή κρίσιμη, ώρα τής τελικής μάχης ήταν πολύ .κοντά. Ή εγκληματική σπεί ρα τού Γουώρτλεϋ, πού 'άίπειλούσε νά εξόντωση τήν άνθρω. πότητα μέ τά πιο απαίσια καΓι σατανικά μέσα ολέθρου,· δεν θά πρόφταινε νά πραγμα τοποιήση τά κακούργα σχέ διά της. Δίπλα του έστεκε σ Μίκυ. Αμίλητος. κάΐ σοβα
ρός, 'ό μικρός, πού καταλά βαινε δτι κάτι· σοβαρό έπρόκειτο νά γίνη πολύ σύντομα, παρακολουθούσε τούς επιδέ ξιους χειρισμούς πού έκανε κάθε τόσο ο μεγάλος του φ> λος ^και τό βλέμμα του ήταν γεμάτο θαυμασμό. * * . Ή Νάνσυ καθισμένη μπρό στά στον ,ραδιομντοπιστικό πομπό έρριχνε ερευνητικές μα τιές στούς δείχτες τού μη χανήματος ακτινοβολίας και σημείωνε κάθε τρία λεπτά σέ ένα μεγάλο μπλοκ, διάφορα νούμερα. -"Ολα πήγαιναν θαυ μάσια. Π ιό πίσω δεμένος σ’ ένα κάθισμα ήταν ό αϊχμάλωτο-ς συμμορίτης. Ό Σέρινταν τον είχε πάρει μαζί του γιά νά είναι· βέβαιος πώς, δεν έπεσε σέ παγίδα. Τού τό είχε δη λώσει. Σέ περίπτωσι πού θ’ ανακάλυπτε πώς τού είχε δώσει ψεύτικο στίγμα τής θέσεως τού Γκρίζου Πλανήτη, θά τον πετουσε έξω από τό άστρόπλαιο, χωρίς αστροναυ τική φόρμα όπου θά ευρισκε έναν άνατριχιαστικό θάνατο μέσα .στην 'αβάσταχτη .ψυξι πού επικρατεί στο διάστημα. -— Ν·ά. ό Γκρί,ζος Πλανή της! φώναξε ξαφνικά ό Μίκυ. "Ενα μεγάλο άστρο τυλι γμένο/ σέ μολυβένια σύννεφα φάνηκε από μακρυά. Ό Σέρινταν έρριξε μια ματιά πρός τό ίμερος τής Νάνσυ. -—- Στείλε ένα σήμα στον Χάβσ|ρτ!, τής φώναξε. Δόσε του τό ακριβές στίγμα. Πλησ όζουμε.
ΥΠΕιΡιΑΜΘΡ ΠΠΟI
27
'Ο τιε)λε:υ·ταΐο-ς άτή τούς ικιαίκούΐρίγϋΐϋΐς που εΤιχιε' ιμΙζίί-νιει ζωντανός, έτοιιμ-άίΓτηικιε νά στε/ίλη, ενάιν ιάΐκιό(]ΐ|η ικύλκνδ,ρΌ θανάτου ττρός πτο άϊσιτριό»
ττίλό ιό τής Δ ιαπλαΐνητ ικης 3Αστ(υινΌ;μίκς. Ή κοτπέλιλα πάτησε ενα κουμπί κ·οα ράσα στο καν τράν . τή:ς τηλεοράσεως κάτ ι άρχισε να τρεμοσβύνη. .—Έδώ άστρόπλοιο «Πρωτεύς»1 ακούστηκε σταθερή ή φωνή, τής Νάνου. Έδώ «Π ρωτ εύ ς , I I» Κ αλοϋιμε τον έττ ι θεωρητή 'Άστριικής Άσφσλεί σς Χόβαρτ. «Ηρωτεύς» ■ καλεΐ πλανήτη Γή, "Ενα πράσινο ψώς άναψε κι5 έσβυσε δυο φορές ρέσα
στο. πλαίσιο του μηχανήμα τος. Στο καντράν σχεδιαστή κε ή ;μορφή ένας μπουλντώκ. λ^.ιά βαρεία φωνή ακούστηκε. Κάποιος γάβγισε. — Χάβαρτ έδώ ! Όμιλεΐτε. Έδώ-Χόβαρτ! — Ντέτεκτιβ ΣέοΊνταν ει δοποιεί, απάντησε το κορίτσι, δτι «Πρωτεύς» εύρίσκεται εν οψει Γκρίζου Πλανήτου. Πλη σιάζουμε ,μέ ίλιγγιώδη ταχύ τητα. Στίγμα 734X165. :Έ*
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
π αναλαμβάνω 734Χ165. Και συνέχεια του διηγήθηκε τά γεγονότα πού ιμεσολάβησα. -— Όκ·έϋ! ακούστηκε ή άτ πάντησι. Διαστημόπλοια Δια πλανητικής 3Αστυνομίας και μεταγωγικά αεροσκάφη ^ με αστροναύτες κορμάντος εύρίσκοινται έν πλώ καί έρχονται προς βοήθειαν σας συναντή σουν έσάς. Ενεργήσατε με περίσκεψιν. 'Αποστείλαίμε ά στρο,πλοίο ν εις Πλανήτην Δέΐλ τα προς παραλαβήν ναυαγών «Ρόαγιαλ II». Καλή τύχη. Το κόκκινο φως που έδει χνε το τέρμα τής συνομιλίας, άναψε κι3 έσβυσε. Ή Νάνου πλησίασε τό κάθισμα τού Σέ ρ ινταν. — Ό Χόιβαρτ έστειλε κΤ δλας τις ενισχύσεις Τζό, τού εΐττε. Ό ντιότ εκτ ι β χαμ ογέλασ ε. — Ό Γουώρτλεϋ την έχει πολύ άσκημα! άπάντηισε. Ξαφνικά όμως αυτό τό χα μόγελο έξαφανίστηκε και τό βλέμμα τού Σέρινταν έγινε άνήσυ'χο. Τό πηδάλιο διακυβερνήσεως έπαψε νά υπά κουη,. 3Ανασήκωσε τό κεφάλι και στήλωσε τά μάτια προς τό <μέρος τού άστρου πού πλησίαζε. Τότε ένοιωσε ένα παγωμένο χέρι νά τού φουχτιάζηι την καρδιά. Τά μά τια του γέμισαν φρίκη. — Δεν είναι αυτός ό Γκρι ζος Πλανήτης Νάνσυ I, ξεφώνησε μέ φοονπη πού την έπν.γε ή άγων ία. 3/Εχουμε πέσει σέ ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο ενός άλλου πλανήτη. Μά τ]
δ«άβολοι γ ίνετ α ι λο ιπόν; — Δεν είνοψ πλανήτης Τζό!, είπε τό κορίτσι. Πρό σεξε καλύτερα και θά καταλάβης. Είναι ένας τεχνητός δορυφόρος!. Είμαστε, χαμένοι, Τζό! Πέσαμε σέ _ παγί δα τού Γουώρτλεϋ. Σίγουρα αυτός ό τεχνητός δορυφόρος εκτοξεύεται από τον Γκρίζο Πλανήτη, κι3 είυα'ι ένα δόίκανο έφωδιασμένο μέ ισχυρές γεν νήτριες πού εκπέμπουν μσγνη τ ■ κή άκτ ινοβολί α. /Ο ^ντέτεκτιβ δέν μιλούσε. Τά ^χέρια του κινήθηκαν νευ ρικά^ ικαι γοργά πρός τούς διαφόρους ^μοχλούς και δια κόπτες^ Τό άστρόπλοιο και πάλι δέν υπάκουσε σέ κανό ναν χειρισμό. Ή Νάνσυ είχε δίκιο. "Ενα καινούργιο σατα νίκης ειμπνεύσεως μηχάνημα εΤχε βάλει σ’ ενέργεια ό Γου ώρτλεϋ. Και προς αυτό τό μηχάνημα έτρεχε ασυγκράτη τος ό «Πρωτεύς II» ,μέ τούς τέσσερις επιβάτες του σαν νά τό τραβούσε ένα γιγαντιαΐο καί αόρατο χέρι. Ό Σέ ρινταν έκανε ιμιά τελευταία άπεγνωσμιένη προσπάθεια. Τράβηξε τούς μοχλούς τής έκτοξεύσεως τών πυραύλων έπιβραδ-ύνσεως. Τέσσερ ι ς γλώσσες φωτιάς ξεπετάχτηκαν από την πλευρά τού ά στρο πλοίου. Τό πλανητόπλοιο άνέκοψε ταχύτητα. Τό πρόσωπο τής κοπέλλας φω τίστηκε. Ό ντέτεκτιβ όμως δέν άλλαξε έκφρασι. Περί μενε κρατώντας τήίν αναπνοή του. Κι* ύστερα από ένα λε πτό ολόκληρο τό σκάφος τραν
¥«§ΡΑΜ#ΡΛΠΟί
ΐαχΐΛκε. 'Η ισχυρά ,μαγνητι» κιή δυναμι τού δορυφόρου κέρδιζε και πάλι. Τό καταδ ιωκτ ικό τής Δ ιαπλαν ητ ικής Αστυνομίας υστέρα άπό μια όλ ιγόλεπτη^ καί προσωρινή διακοπή τής ταχύτητάς του ώρμησε πάλι ασυγκράτητο προς τό μυστηριώδες μηχά νημα. Ταυτόχρονα παράξενοι κραδασμοί και τριξίματα άρ χισαν ν’ άκούγωνται απ’ ό λες τις πλευρές του σκάφους. 'Έναις κλονισμός πιο ίσχυ)ρός άττό τους άλλους^ τίναξε τούς επιβάτες στο δάπεδο. Πρώτος άνωρθώθηκε ό Σ έ ρωταν. Πιάστηκε άπό τις χει ρολαβές και μέ μιαν κατα πληκτική ευκινησία ώρμησε στον ραδιοπομπό. Μέ άνακουφισι διαπίστωσε πώς 6 πομπός λειτουργούσε ακόμα. Είδε τά πράσινα λαμπιόνια ν* άναβοσβυνουν. Στο καν τράν κάτι κινήθηκε. ■— 5 Εδώ Σέρινταν! Έδώ Σέριινταν!, φώναξε βραχνά ό ντέτεκτιβ. Καλώ έπιγόντως άπό «Πρωτεα I I» ίνσπέκτορα Χόβαρτ. Προσοχή! Καλώ επιθεωρητή Χόβαρτ. Μέσα στο καντράν τής τηλεοράσεως είδε τήν μορφή τού Χόβαρτ. —^Τί διάβολο έπαθες πά λι Σέρινταν; ρώτησε. — Ειδοποίησε τά πλάνην τάπλοια πού ταξιδεύουν προς τον Γκρίζο Πλανήτη ν' άποφύγουν την τροχιά ένος τε χνητού δορυφόρου πού ύ παρέ χει ικόντά του!, φώναξε ό Σέ ρινταν. Τό σκάφος μας πα-
19
ρασύρετοα άπό τήν μαγνήτη κή ακτινοβολία τού δορυφό ρου αυτού. Αδύνατον ν’ άν* τ ιδράσουιμ ε .Μην παραλε ίψετε νά ειδοποιήσετε. Αυτό ήταν όλο. Ευχαριστώ. Ή φωνή του πνίγηκε μέσα σ’ έναν τρομαχτικό κρότο •καί τό καντράν τής τηιλεοράσεως πού υπήρχε μπροστά του θρυμματίστηκε. Ό «Π ρω τέας» υπακούοντας σέ κάποια φοβερή δυναμι σταμάτησε α πότομα σά νά ^χτύπησε σ’ έ να άόρτατο τείχος. Ό ντέτεκτιβ έτριξε τά δόντια κι' έτρεξε στο πηδάλιο. Τό αίμα του πάγωσε κΓ ή καρδιά του σταμάτησε νά χτυπάη. Τό άστρόπλοιο είχιε πέσει μέσα σέ μιά μεταλλική απόχη, σ’ένα δί'χτυ πού, αφού τού άνέκοψε εντελώς την ταχύτητα, τό^ παρέσυρε τώρα σ' ένα τουννελ τού δορυφόρου πού έμοιαζε μέ τό στόμα κάποιου αόρατου γίγαντα. — Θαρρώ πώς θά τρελλσιθώ!, γρύλλισε ό ντέτεκτιβ πνιγμένος άπό άγρια άπόγνω συ Αρχίζω νά πιστεύω πώς είμαστε θύματα ενός άνατρίχιαστ'ικού εφιάλτη* Φοριέστε τά σκάφανδρά σας καί βάλετε σ' ενέργεια τις απωθητι κές άκτΐνες! ’Άν δέν είμαι τρελλός κι' άν δέν όνειρεύωμαι, αυτή τή στιγμή πρέπει νά βρισκόμαστε μέσα στόν τεχνητό δορυφόρο... * * ☆ "Ενας θόρυβος άπό άλυ* σ'δες πού σέρνοντοον επάνω σέ σιδερένιες ράγες τούς ξεκούφαινε. Τό σκάφος σπαμά*
τησε νά κινητού· άλλα τό με ταλλικό δίχτυ μέσα στό ό* ποιο εΐ.χε τυλιχτή μαζευόταν Τώρα άπό ένα ισχυρό βαροϋλ κο. Καί, καθώς σερνόταν και χτυπούσε δεξιά κι3 αριστερά στά σιδερένια τοιχώματα του τοϋνινελ, έκαΐνε έναν έκνευ μυ στικό--θόρυβο. “Ύστερα από τομα τούτος ό θόρυβος στα μάτησε κι3 έγινε ησυχία^ 4Ο Σερινταν, ή · Νάνσυ κι·3 ό Μ,ί'κΰ άλληλοκυττάχτηκαν χωρίς νά μιλήσουν. Τό ,μυαλό του άσσου τής Διαπλανητ ικιής 3 Αστυνομίας εργαζόταν ίλ ιγγιωδώς.* "Επρε πε κάτ ι νά κάνη,. Δεν μπαρού σε · νά μένουν >μέ δεμένα τά χέρια περιιμένοντας. Ό νους, του πήγε στον συμμορίτη πού ήταν μέσα στο σκάφος. Γύρισε προς τό μέρος του. Βρισκόταν πάντα χειροπόδα ρα δεμένος επάνω σ3 ενα κά θισμα. ?Ηταν κατακίτρινος άπό τόν φόιβο.' Έτρεμε. Ό ντέτεκτιβ τόν πλησίασε μ|έ δυο βήματα. — Θά σέ .ρωτήσω κάτι^ του είπε. Και θέλω νά μου πής την αλήθεια. 'Όπως^ κα τάλαβες, είμαστε στά · χέ ρ ι α τού Γουώρτλεϋ. "Οπως κΓ εμείς τό ίδιο και σύ κινδυ νεύεις. Λοιπόν, άν μπορέσου με νά γλυστρήσουμε άπό τό δόκανο θά σωθής καί σύ μαζί μας. ’Άν όμως δεν μπορέσου1" με είναι βέβαιο πώς έλάχι στέ ς ώρες Λζωής μάς απομέ νουν. Θά μάς σκοτώση φυσι κά. "Αλλά καί σένα δεν θά σέ. λυπηθή. Εσένα, ίσως σέ βασανίση περισσότερο,
Αυτό τό ξέρω!, άποκρί'θηκ,ε' ό συμμορίτης·. Μου •χάρισε μιά φορά τή ζωή ό ταν θέλησα νά δραπετεύσω καί νά επιστρέφω. οπή Γη. Αυτή τή φορά θά μέ σκοτώ ση. ;— Πώς σέ λένε; ρώτησε ό Σ έρ ινταν. __— Λουκάς. Πώλ Λουκάς. Είμαι· Γάλλος κι3 έχω μιά μητέρα πού μέ περιμένει στη Νέα Ύόρκη. Πριν πέντε χρό νια παρασύρθηκα κΓ εμπλεξα οπή συμμορία του Γουώρτλεϋ... 3 Από τότε δεν κατάφερα νά ξεφύγω', άν καί θέλω νά γίνω τίμιος άνθρωπος. 4Η δουλειά μου’ είναι αστροναύτης μηχαν ικός—πυροβολητής. — Θά σέ βοηθήσω1 εγώ Λουκάς νά ξαναριχί|σης- μ ιά τίμια ζωή, είπε ό ντέ,τεκτϋβ. Θέλω γΓ αυτό νά μου πής τής αλήθεια. 3Εσύ, άφοΰ εί σαι αστροναύτης μηχανικός καί βρίσκεσαι* πέντε χρόνια κοντά στον Γουώρτλεϋ, · πρέπεί νά ξέρης κάποιον τροπο γιά νά μπορέσουμε νά ξεφύνουμε άπ3 αυτόν τόν τεχνητό δορυφόρο. Τά μάτια τού Λουκάς τρεμόπαιξαν. — Είμαι μαζί σου. Σέρινταν!, είπε. "Εχω εργασθή στην κατασκευή αυτού τού δορυφόρου. Ξέρω πώς ό Γουώρπλεϋ τόν ρυμουλκεί πολλές φορές στο διάστημα καί τόν χρησιμοποιεί γιά βάσι άνεφοδιαισμοΟ των κουρσάρικων σκαφών του. αέρω ακόμα καί τό διαιμέρισμα όπου λειτουρ γούν οι γεννήτριες τής μαγνη
ΥΓίβΡ ΑΝΘΡΩΠΟ ί τικής ακτινοβολίας. *Αν καταστιρέψουμε αυτές τις γεννήτριιες ό «Πρωτεύς» θ5 οςττα^λ λαγή άπό τή μαγινη.τική έλξι του δορυφόρου καί θά .μπόρε ση νά τα'ξίδέψη ελεύθερα προς τον Γκρίζο Πλανητη,. — Έν τάξει, Λουκάς!, εί πε ό ντέτεκτιβ. Θά κάνουμε μαζί αυτή τή δουλειά. ^Ελυσε βιαστικά. τά σκοι νιά πού τόιν κρατούσαν δεμέ νο. -— Φόρε ένα δίατηλανητικό σκάφανδρο γιά τον Λουκάς!, είπε στη Νάνσυ. ·Θά βγούμε παρέα μέ τον καινούργιο .μας φίλο νά κάνουμε ένα περίπα το στο δορυφόρο. II ΜΆΓΙ*ΗΤΙΜΗ ΓίΕΝΚΗΤΡίΑ
• ΠΡΩΤΟΣ } ο Λουκάς κι* ύ στερα ό Σέριινταν ·· γλύ^ στρησαν έξω από τό άστρο πλοίο ιμέ τά πιστόλια στο χέρι. Έρριξαν . μιά (ματιά γύρω τους. Μια ομάδα άπό τρεΐς συμμορίτες 'μέ φόρμες βρίσκονταν πιο :έκεΐ. ΟΙ συμ μορίτες έφωδιασμένοι ιμέ αυ τόματα ήταν φανερό πώς εί χαν άναλάβει· τή φρούρησι τού αίχμαλω1"ΐ'σιμένου σκά φους. Τούτη τή στιγμή όμως είχαν γυρίσει τή ράχη τους καί κουβέντιαζαν. Ό Σέρινταν κι5 ό Λουκάς άλλαξα/ έ να βλέμμα συνεννοήσεως καί ώρμησαν εναντίον τους. Ό
αιφνιδιασμός πέτυχε, ^ Πρίν προφτάνουν νά χρησιμοποιη θούν τά όπλα τους, οι συμ μορίτες ήταν κιόλας .εκτός μάχης κεραυνοβολημένοι άπό τις άκτίνες^θανάτοο. Τό τοΰννελ τώρα ήταν ελεύθερο. Δε ξιά κι* αριστερά στά τοιχώ-.· ιματα τού τοΰννελ ύπήρχαν σέ ίση άπόστασι ή μιά άπό την άλλη χαμηλές πόρτες. 3Από τί·ς πόρτες αυτές έφτανε ένας συνεχής 'βόμβος άπό τις γεν ινήτριες που ήταν σέ κίνησυ Μέ ιμικρά ^ άλλα γρήγορα ιβήματα προχώρησαν σέ μιαν άπ3 αυτές τις πόρτες. Πρώτος πέρασε ιμέσα .ο Λουκάς πού γνώριζε τή διαίρεσι τού δόρυ φόρου. . . •—Προσοχή! Θ3 · ανέβουμε τή ,σιδερένια σκάλα. “Όταν φτάσουμε στο τελευταία σκα λοπάτι μη διστάσης,· νά χρη σιμοποίησής τό πιστόλι σου, Σέρινταν. 3Εγώ θά φροντίσω νά καταστρέψω τό μηχάνημα τής -μαγνητικής ενεργεί ας. — Όκέϋ, Λουκάς! Μέ γοργές κινήσεις σκαρ φάλωσαν στην ορθή σιδερέ νια σκάλα. Καθώς όμως πά τησαν στο κατώφλι τού μηχ ανοστ ασ ίου πολλά μαζί. κουδούνια άρχισαν ινά χτυ πούν σά δαιμονισμένα. Ό Ζέρινταν βλαστήμησε. Άκού ιοτηκαν κραυγές καί παραγ γέλματα. Ποίλλά πιστόλια φά νηκαν στά χέρια τώιν άνθρώπων πού βρίσκονταν στο μη χανοστάσιο. Μερικές γλώσ σες φωτιάς βγήκαν άπό τις κάννες τών πιστολιών αυτών
καί ταξίδεψαν ττιρος τό /μέρος του Λουκάς καί τού ντετεκτιβ. Οί απωθητικές όμως α κτίνες των σκάφανδρων τής Λ ιαπλανητ ικής 5Αστυνομ ι ας ιεκαναν άτρωτους τους τολιμη,ρούς άντρες. Ό Σέρινταν /αδιαφορώντας για τά πιστό λια πραγμ άτοπο ίησε δυό .μεγάλα πηδήματα κι5 έπεσε (ανάμεσα ατούς ττανικόβλητους συμμορίτες. Τό όπλο του κι5 ή γροθιά του δούλεψαν ταυτόχρονα ,μέ μιαν ασύλλη πτη. ταχύτητα. Ό αέρας γέμσε από βογγητά καί ατό πάτωμα κατακρυλούσαν ό έ νας απάνω ιστόν .άλλον οί συμ ,μαρΐτες. Την ίδια στιγμή ό ιΠώλ Λουκάς ώρμησε στο μη χανοστάσιο. Οί (μηχανικοί που είχαν υπηρεσία έκεΐ δεν πριόφτασάν <ν σντ ιδράσσυν. Ό Λουκάς σημάδεψε μέ τό πιστόλι του τά ρολόγια ρυθμίσεως. Οί γκριζοτηράσιινες ίάκτΐνες τινάχτηκαν προς τό .μέταλλο ικαί αναπήδησαν φλόγες. Τό μέταλλο έλυωσε σαν κερί^ καί οί /μεγάλοι στρό φαλοι. τής ,μηχανής σταμάτηισαν νά κινούνται. Οί γεννή τριες τής ιμαγνηίτικής άκτιινοβολίας πέταξαν (μερικούς σπινθήρες ικαί έπαψαν νά λει τουργούν. Ό ιντεΤεκτ ιβ χαμογέλασε καθώς έπαψε νά άκούη τόν βόμβο τών μηχανών. Ό «Πρω τεύς II» ήταν τώρα ελεύθε ρος. Άττη;λλαγμένο από την Ισχυρή έλξι του τεχνητού δο ρυφόρου τό όοστρόσκάφος τής Δ ι απλανητ ικής Άστυναμ ί ας
.θά , μ πορούσ ε τώρα νά^τφοό γματαπαιήσηι ένα πήδημα προς τάν Γκρίζο Πλανήτη πού δεν ήταν καθόλου μακρυιά. Ό Λουκάς προχώρησε πρώτος προς την ορθή σιδερένια^σκά λα πού έφερνε στο τούννελ ικι3 άρχισε νά κατεβαίνη γορ γά. Ό Σέρινταν έρριξε .μια τελευταία ματ ιά πίσω του. Ρίγησε βίαια κι3 άφησε μιά ασυγκράτητη] κραυγή έκπλήξεως. Είδε μιά πόρτα ν’ οονοίγη καί νά Κλεινή βιαιστ'κά. "Οσο σύντοιμο ρμως κι5 αν υπήρξε αυτό τό άνοιγμα καί τό κλείσιμο τής πόρτας (μπό ρεσε νά διακρίνη, τή μορφή του Πουώρτλεϋ. Ό κακούρ γος λοιπόν πού σχεδίαζε την καταστροφή τής Γης βρισκό ταν επάνω στο δορυφόρο! Ό ντέτεκτιβ τινάχτηκε σαν Ελα τήριο από ατσάλι καί μ* έ να πήδημα βρέθηκε στην πόρ τα,^ πριν προφτάση. Εκείνος ατού βρισκόταν πίσω της νά την μανταλώση.. Ή πόρτα υ ποχώρησε κι3 ό Σέρινταν ώρ ρήσε σαν σίφουνας ιμέσα. /Με ρικά ψίδια φλόγας ήρθαν από τό βάθος του δωματίου. Ό ΐ/τέτεκτιβ μέ προτεταμένο τό πιστόλι προχώρησε, Αδιαφο ρώντας για τά πύρινα φίδια* — Απάνω τά χέρια, Γου ώρτλεϋ !, μούγγρισε. Τό πρόσωπο τού Αρχηγού τής σπείρας του. Γκρίζου Πλανήτη, έγινε κίτρινο σαν θειάφι. (Πυροβόλησε . πάλι.* Άλλα καί πάλι τά βλήματα δεν άγγισαν τον ντέτεκτιβ* "Έβγαλε ένα άγριο ούρλια-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ χτό. .Κατάλαβε πώς τό ττιστόλι του ήταν άχρηστο καί πήδησε προς τά πίσω. Πίσω του υπήρχε μια άλλη> πόρτα. "Ανοιξε την πόϊρτα, άλλα δέιν πρόφτασε ινά κάνη, τίποτε περισσότερο απ’ αυτό. Ό Σέ ,ρινταν πίεσε τή σκανδάλη; του απλού του. Ό Γουώρτλεϋ έπιασε το στήθος του καί χοροπήδησε σά να! δέ χτηκε μια ισχυρή ηλεκτρική εκκένωσι στο κορμί,. Λύγισε στα δυο κι5 έπεσε με τά μού τρα στο π άτολμα. — Κέρδ ίσες Σ έρ ι νταν! γρύλλισε ενώ σφάδαζε ξεψυ χώντας. — Ή άνθρωπότης κέρδι σε Γουώρτλεϋ!, είπε ψυχρά ό ντέτεκτιβ καθώς περνούσε τό πιστόλι στή ζώνη ταυ. Δεν θά μπόρεσης πιά νά βλάψης τή Γή. Α
Α
*
Αργότερα τό καταδιωκτικό άσηρόπλοια τής Διαπλανητίκή Αστυνομίας πλαισιωμένο από τον εναέριο στόλο τής Γης, πού είχε φτάσει έκεΐ σ5 αύτό^ τό ιμειταξύ, πραγμ ατο πο ιουοε ριά ικεραυνοβόλο επί1 θεσι Ιστόν ιΓκρίίζο Πλανήτη. 01 αστροναύτες κορμάντος εξουδετέρωσαν πολύ σύντομα κάθε άντίστασι καί ό Σέριν ταν ερευνώντας την υπόγεια πόλ ι των καβσυιρανθρώπων βρήκε φυλακισμένο σ5 ένα δω,μάτ ιο τον καθηγητή Μιπρέντ. Κρατούσε ένα βι βλίο στο χέρι καί φαινόταν κουρασμένος. Τά .μαρτύρια πού είχε υποφέρει κατά τή
33
διάρκεια ^ τής αιχμαλωσίας του τον είχαν τσακίσει. Πολύ σύντομα αμως συνήλθε. Τό ί διο συνέβη καί ίμέ τούς άλ λους είκοσι όχίτώ σοφούς πού απελευθέρωσε ό Σέρινταν. Οί καβουράνθριωποι έξ άλλου1 γιόρταζαν την απελευθέρωσή τους^ από την τυραννία τού Γουώρτλεϋ ικιαιί τής συμμο ρίας του. Καί ζητούσαν νά τεθούν υπό την προστασία τής Γήινης Κοινοπολιτείας... Τό άλλο πρωΐ τό «ίΠρωτεύς I !» μ<έ τέσσερις επιβά τες, τον Σέρινταν, την Νάν ου, τον Μίκιυ καί τόν Λουκάς, ταξίδευαν στο διάστημα έπιστρέφοντας στή Γή. Ό Γκρί ζος Πλανήτης ήταν πιά πολύ μακρυά. -αιφνικά τό λαμπιόνι τού ραδιοπομπού άναψε κΓ έσιβυσε. Ό Σέρινταν γύρισε τόν διακόπτη, τ·ού' δέκτη,. Στο καντράν τής τηλεοράσεως Φ άνηκε ένα... μπουλντογκ. — Έ6ώ επιθεωρητής Χόβαρτ! γάβγισε. ΊΞδώ Χόιβαρτ! Καλώ επειγόντως τόν ντέτ εκτ ι β Σ έρ ιντ αν. — «Πρωτεύς I I» προς ϊνσπέκτορα Χάβαρτ!, εΤπε ό ντέτεικτί'β. Σάς ακούω. ; — Δόιξα σοι ό θεός! άνα στέναξε ό επιθεωρητής ιμέσα στο καντράν τής τηλεοράσεως. Έπί τέλους καταδέχτη κες νά μου άπαντήση ς ! Γύρι σε δσο ι μπορείς πιο γρήγορα εδώ. 'Έχοο μιά σπουδαία δουλ-ιά γιά σένα, Τζό. Συμβαί νουν πολύ μυστηιριοοδη πρά γματα στον πλανήτη "Άρη τίς τελευταίες μέρες. Ό ντέτεκτιβ χαμογέλασε.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
34
— Δηλαδή θδίχουιμε πάλι κε σε αυστηρό τόνο: ψσ:σαρίες> εττιθεω-ρητά; ρώ— "Ελα συντσιμα λ Σέριντησ<ε. ταν καί ττάψε να ζητάς έξηΤό... 'μποάλντόγκ βρυιχήθη γησεις! ΤΕΛΟΣΠ. ΠΕΤΡΙΤΗΣ ΆΐΓαγιθιθ®6ετοοι
ΥΠ
ή
άνοΰδηιμσσίευσις
ΕΡΑΝΘΡΩΠ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕ Γραφεία : ΛΟδσς Αέκκα 22 —- ΑΡ1@. 4 —: Τ ιΐμή δμαχ. 2 ............. .... .
««Βπ-.τιτττ.-πΒ^.,-.-------------------- -----
-------- ,................. ............ ............. ...............................
Δημοσιογιρσφικος Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41, 01κονοίμικος Δ)ντής:. Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38. .Προϊστά μενος Τυττογιραφείου: Άναστ. Χαοτζηβαισι λείου, Σαττφους 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑί ΕΠ1ΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεοοργνάδην, Λέκκα 22 ’ι
Στο έ,ττιοΙμίΕνίο· τευίχ'ος^ του· «ΥΠΕΡΑΝ0ΡΩΠΌΥ», το 5,. που κιυικΙλιοίφΌΐρίΒΐ τΑν έιρινορενηι ειβδ ομάδα, δημοσιεύεται μια κοδταιτχΙληικΓΓίικίπ διαίπλαΐνιηιτι«κή ■πίειρι-ττιέτεισ, ιμό τον τίτλο :
Στον πλανήτη ^Αρίη, σιυιμίβαίρουν παράξενα πράγματα κα:ί ο θΐρυΐλιικιδς ντέιτι-ικτίιβ τώιν · οάράνώιν Τζόε Σέιριντσν μπερ δεύεται σίέ καινούριγ ι®ς- .φασαρίες πού βάζόμιν σε μπελάδες την μίΞλο'ίχιμιοι νιή σ(ρριαϊβ'ω<ν ιαίοτ ι κ ι ά του Νάνον καί τον πι τσιρίκο Μίΐκυ1.. Αραρατ ικιες συγκιρούσεις με έξώκσσμσ αν'τ'οα καί- άΐφάντσί Οίτες περιπέτειες μάσα! στιίς υπόγειες ττό-λιει ς τού "Αφη. Είναι κάτ ι πού δεν θά το ©εγάαετε ποτέ.
ο ΜΥΡΌΖ ΤΟΥ ΕΡΜΗ ^ ζε π/γο ώθΑπΊλ/ ΣΤΟίΥ ΠΛΡ/ίΗΤΉ ΕΡΜΗ··· ΜΑ... ΔΙΑΣΤΗΜΟΠΛΟΙΑ ^ ΤΟΥ ΓΗΟΖ /
ψ' ΠΡΕΠΕΙ ψ ίϊΑ...ΠΟ-.\ | ΠΥ ΑΡΓΑ 7 ΜΕ ΧΤΥΠΗ ΣΑ /Υ... ΠΡΕΠΕΙ
ΜΑ ΠΡΟΖΓΕΊ2.Θ° ι Μ
Ε/ΜΑ! ΕΠΠΜΙΕ ΑΠΟ ΤΗΜ ΠΟΑ! ΑΖΤρΑ... ΠρΕΠΕ! ^ /ΥΑ ΑΠΟΦΥΓΗ/... ργτο ΤΟ κτιρ/ο, *
ΑΔΥΜΑΤ... .Λ
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΆΣΤΡΩΝ
. ΕΙδ'αιν κάτι που αστράφε <τάν άσηιμι ικι’ ΰεΓ,τερια ό καΒηγίγΓής κιατρακώλίηισιε ιστό κενό, ΜΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΡΗ
Μέσα σε ίμια κομψή κάμα ρη τρεις άνθρωπον κάθονταν γύ,ρω από ένα τραπέζι. "Έ νας άντρας, μια κοπέιλλα κι5 ένα παιδί. Ό άντρας ' ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Κά τω από τό. καλοραμμένο ,σπόιρ κοστούμι·· του·. (μάντευε κάνεις τό γυμνασμένο κορμοί και τά σιδειρένια μπράτσα του. Τά αδρά χαρακτηριστικά του έ δειχναν πείσμα, 'θέληισι και απΟφασιστκότηίτα. Αυτός ή ταν ό Θρυλικός αστροναύ της/ ντ-έτ εκτι·β τζοε Σ έριντ αν ό ψόβος καί σ. τρόμος των κα κάποιων τής Γης και των άλ λων πλανητών, οπού είχε δηΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. §
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μιουργήσει αποικίες αυτή στπτιού τής "ΕβιλγκτΓον καί τλη» __^Λ. ..Λ -Λ---την εποχή—βρισκόιμαστό στά Είχε νυχτώσει κι·3 μιλούσαν. 1980— ή Γήϊνη Κοινοπαλι*ή συζήτησιι, πού έπρεπε νά τείια. Ή κοπέλίλα ήταν δεν είναι πολύ ενδιαφέρουσα, συ ήτιαίν αίκό|μα| εΐιφσΐί χιροινών. νεχιζόταν ανάμεσα στους δυο Ψηλή, μελαχριοιίνή μέ όμορ νέους. Ό Μιίικυ δέν μιλούσε. φα μάτια καί γυμνασμένο Τά έξυπνα μάτια του όμως κορμί.Τό ανοιμίά της ήταν Νάΐν κύτταζαν κάθε τόσο τον άσυ 3Έβ ιλγκτοινι, ρέποιρτ ερ στροχάρτη, πού ήταν απλω στη μεγάλη εφημερίδα «Χρο μένος στό^ τραπέζι·, καί πα νικά τής Νέας Ύόρικης». Ή ρακολουθούσαν τό δάχτυλο Νιάνσυ καί ό Σέιρινταν έτρε τού ντέτιεκτιιβ πού έδειχνε φαν μια αγνή αγάπη ό ένας διαφόρους πλανήτες σέ ώριγια τόιν άλλον. Είχαν άρμασιμίένα σημεία τού διαστήμα βωίνιαστή καί σχέδιαζαν συν τος. "Ολα τούτα τά άστρα το; μα νά παντρευτούν. Ή ήταν «ύποπτα» γιά τόιν Σέ Νάνου ήταν ή αχώριστη συν ρινταν. Ή θιέσι τους άλλωστε τροφσς τού Σέρινταν στις έν σχέΙσει μέ τον πλανήτη 6 ιαπλανητ ιικές πειρ ιπέτε ιές 3Άρη, όπου συνέβαιναν τον τε του καί πολλές φορές, ιμέ τό λεοτσΐα καιρό πολλά παρά πιστόλι ά,κτίνων στο χέιρι·, ξενα περιστατικά, αυτό φα είχε άντ ιμετωπ ίσ ε ι παλληκα,νέρωνε. Ό επιθεωρητής τής ρίισια πολλούς κακούργους Δ ιαπλανητ ιικής 3 Αστυνομ,ί ας εντελώς .μόνη της. Τό π'αιδ'ι Χόβα,ρτ τον είχε κατατοπίσει ήταν ό πιτσιρίκος Μίκυ. "Ενα τό πρωί. Μόλις είχε επίατρέ έξυπνο καί τετραπέρατο^ 'Ελ, ψεί στη Γή, 6 ντέτεκτιό, υ ληνόπουλο, που τό πραγμα στέρα άπό την έξόντωσι των τικοί του δνοιμια ήταν Νΐκιος κουρσάρων τού Διαστήμα Μ ιχαιλόπουλος. 5 Εργαζότ αν τος, (*) ό Χόβαρτ, πού γά ώς γκρουμ σ3 ένα από τά α βγιζε συνήθως σαν πε ινασμέσανσέρ τού ουρανοξύστη, τής νο μπουλντόγκ, τού είχε 5ρή Δ ιαπλανητ ικ ή ς ? Αστυνομίας καινούργια δουλειά. ^ κ ι έκεΐ γνώρισε τον Σέραν— Κάτι» συμβαίνει1 στάν ταν, τον όποΐο αγαπούσε 3/Αρη, Σέρινταν!,, τού είπε. καί θαύμαζε για τά κατορ Οι άπ'ΟΊΐκοι έκιεΐ είναι τρομο θώματα του καί τις περιπέ κρατ ημένοΊ καί πολλοί άττ!3 τειες του. Τό όνειρό του ή αυτούς ζητάνε επειγόντως νά ταν νά γίνη ντέτεκτιβ διάση επιστρέφουν στη Γή. Τά με μος όπως λκι* ό μεγάλος του γάλα άστρόιπλοισ ^ που κά φίλος, πράγμα πού τού είχε νουν τή συγκοινωνία μεταξύ ύποσχεθή ό Σέρινταν. τού πλανήτη μας καί τού Ά 5Από νωρίς λοιπόν τό α ρη φεύγουν άδεια άπό τή πόγευμα ό Σέρινταν^ ή Νάν ου κέ ό Μίκυ βρίσκονταν (*) Διάβασε ·τό τεύχος τού Υ περάνθρωπου ιμέ τον τίτλ'ο: «Μι κλεισμένοι σ3 αυτήν την κομρ κρά ς ’ Ελευθερωτή ς ». ψά επιπλωμένη1 κάμαρη τού
Γή και έπ στρέφουν^ φορτωμέ -να ,μέ τρομοκρατημένους ά“ ποίκους. Κάποιοι κάτι σχε5κάζου// εναντίον που "Άρη. Στά ιμεγάλα εργοστάσια ήλεκτρ κκής ένεργείας σημειώθηικοίν? -κι" άλας τά πρώτα σοριπΟτάζ. Μεγάλες εγκατα στάσεις, για τ/ις οποίες ή Γήΐνηι ΚιαυναπαΙλ ιτε Γα ξόδεψε δισεκατομμύρια δολλάρία, τ ινάχτηκαν στον αέρα από άγνωστα έγκληματικά χέρια. 5 Ανθρωποι μορφα τηλεκατ ευθυνάμενα ρομπότ κάνουν την έμφάνησί* τους τις νύχτες ατούς δρόμίους κα!ί σκοτώνοιιιν τούς, ανύποπτους άττταίκοιυς. Πολλοί άντρες τής Άστρικής Ασφαλείας βρήκαν τον θάνατο σέ σκληρές μά χες ,μέ έξωκοσμά αντα πού κυκλοφορούν δταιν ττιέφτοιυν τά πρώτα σκοτάδια. Τά έξώκοσμα αυτά πλασίματα έχουν ιμιά κιαταπληικτ ιική δοίνοριί. Έκτος απ’ αυτό όμως, γί νονται αόρατα άταν θέλουν καί χτυπούν ύπουλα έτσι α σφαλώς τούς άποτκιους και τούς άντρες μας. Τι θά έλε γες γιά έ]να ταξιιδάκι στον Άρη; Σέρ'ΐΙνταίν; Πάρε τον «Π,ρωτέα» (*) νά κάνης έναν περίπατο. Ό ντέτεικτιιβ χαμογέλασε. — Όικέϋ!, είπε. Μονάχα (*) 'Ο «Πρώτευς I!» είναι το Κατίαριωκτ ιικιο άστιρόητιλο κ> της ΔιαΤπλαινηΤ ΐ'κτη,ς Αστυνομίας ττού χρη σιμοποιεί στις εξορμήσεις που 6 Χήριπαιν. Τό «Ηρωτεύς Ι>> κορτορίττράψ ηικαε σέ μια συγκρουσι ιμέ τήιν ^Μμίμοιρία που Γουώρΐλεί). Διάβιασιε πό τεύχος ^Μυστηριώδες δεσήρσΙΐιλοιο».
πού είχα υπσοχεδή στη Νάνβ συ νά :μείνιω μερικές μέρες στη Γ η. ^ — ΓΊάρέ την κοπέλλα πα ρέα σου!, ^ γάβγισε ό Χόβαιρτ. Νομίζω πώς τής άρε σε ι νά μπερδεύεται σέ φασα ρίες. Δέν θά σου πή όχι. * * * Αυτά είχαν γίνει το πρωυ Καί ρ-ώρα, όλο τ5 απόγευμα/ ό Σέρινταν ιμέ τή Νάνσυ ,με-' λετούσαν _ τον άστραχάρτη, προσπαθώντας νά] έπισημάνουν το άστρο από τό όποιο ξεκινούσαν τά έξώκοσ)μα αυ τά ^ πλάσματα, πού δη/μ.ιουργούισαν την άναστάτωσι στον "Αρη. — "Εχω· ,μιά ιδέα, Νάν συ!, είπε ό ντέτεκτ κβ. ?Όλα αύτά πού συμβαίνουν στον "Άρη. ^ είναι ιμιά προετοιμα σία έπιθέσεως. Κάποιοι θέ λουν νά σπάσουν τό ηθικό των άποίικων γιά νά έξαπολύσουν αργότερα έναν εξον τωτικό πόλεμο*. Αυτοί πού προετοιμάζουν τον πόλεμο σίγουρα αποβλέπουν στά πολύτιμα μέταλλα πού κρύβει τό υπέδαφος αυτού τού πλα νήτη. "Ίσως όμως νά μην εΐ* ναι μονάχα τά μέταλλα. "Ί σως αυτοί που κάνουν τά σαμ πατάζ καί τί δολοφονίες α θώων ανθρώπων νά μισούν τούς Γήινους πού κατέικτησαν το διάστημα καί νά μη βλέ πουν μέ καλό μάτι τις προσό δους τής Γης. Ό Χόιβαρτ θέ λε ι νά κάνω έναν περίπατο ώς τον "Άρη κι" έπιστρέψαντας νά^τού αναφέρω προφόρικώς πώς είναι ή κατάστασις εκεί πάνω. Τί λες; Θυσιάζεις
4
Ϋ«έΡΑΝ&ΡΩΠ5£
Φμ%μ&:Μμ* ».·//. '·:ζ4<Χ&Μ·£#Χ:·Ά
ΣτάΦηικοαν ,μ,ττροσ,τά στο ανοιχτό τταράθυρο κ,υ'ττσ-ζ όντας τόιν σσηιμένιο ιπτάμενο δίΐσκο μέ τό ρομιπότ.
μερικές- ,μέιρες νάρθής μαζί' μου1; ’ ' Ή καπέλλα αναστέναξε:
—■ Δεν
θά
ξεκσι/ρ αιτούμε
λοιπον καθάλοι/, Τζό; ■— Μακάρι νά μπ-ορούσα* με !,. ■ αναστέναξε, ψεύτΐικα ό μως, 6 Σέιρινταν. Νομίζει
ΫίΪΕί*ΑΝ«Ρήϊΐ'Οί ΐώς 3«μ βά ήθελα κι* έγώ νά ησυχάσω για λίγες ^ μέρες εδώ, από τις φασάρΐές; Ή Νάνσυ τον κύτταξέ λο ξά καί χαμογέλασε. Ή φω νή της είχε έναν κοροϊδέυτ ικο τόνο: — Σ τομάτα ν άναστενάζης, Τζό! Μοΰ καίγεται ή καρδιά νά_σέ βλέπω νιά ύποφέρης! ~έίρω ως τόσο δτι οί φασαρίες είναι μέσα: στο αίμα σου1 καί πώς, αν^ δεν ·υ πήρχαν κάθε τόσο κόπτ τέ τοιες φασαρίες νά περνάς την ώρα. σου, θά είχε ς πιε θάνει άπό πλήξι. Όκεϋ! "Έρ χομαι μαζί σου.' Τί ώρα φεύ γουμε; — 'Μά αμέσως, χρυσή μου. Ιο «Πιρωτεύς II» είναι στο πυιραυλοδιρόρ ιο καί μάς πε ριμένει. ιΟ κοκκινομάλλης ’Μίικυ ση κώθηκε. Πήγε στο τραπέζι καί .. δίπλωσε ^ τον αστ,ροχάρτη επάνω στον όττοΐο έκαναν διαφόρους υπολογίσιμους τ’άπόγευιμα οι δυο νέοι. — Θά , τόν πάρουμε κι5 αυτόν μαζί μας, κύριε Σέρινταν; ρώτησε. Ό ντέτιεκίτιβ γύρισε καί τόιν κυτταξε. - — Δεν πιστεύω νά έτοιμα στηκες γιά τον "Άρη καί σύ, πιτσιρίκο!, είπε. Τό παιδί κατέβασε τά μου τρα. 151 Ηταν έτοιμο νά βάλη τά κλάματα. — Δεν έχω πάει άλλη φο ρά οπόν "Άρη, έκανε παρα πονεμένα. Ό ^ Σέρινταν ανασήικωσε Τούς ώμους. * Ή Νάνσυ ρμως, που είχε ίδιαίτειρη αδυναμία
1
οπόν μικρό, μπήκε στή μέ ση. — Άν μάς υπόσχέθή πέος θά είναι φρόνιμος, Τζό', άς τον πάρουμε. Τά μάτια τοΰ Έλληνοπορ λου φεγγοβόλησαν. — Θά είμαι φρόνιμος σά\> άγγελος I, ύποσχέθηκε. «ΚΡΑΤΗΣΑΤΕ ΑΜΥΝΑ !»
ΤΟ, ΑΣ Τ ΡΟΠΛΟΙΟ «ΓΙριω τεύς I I» τής Δισπλανητ ι κής Άστυνομιας, . ταξι^ δεύοιντας μέ ασύλληπτη' τια χύτητα είχε αφήσει πίσω του τή Γή καί ταξίδευε στό ίμαΰιρο βελούδο τού διαστή ματος μέ . πορεία πρός _ τόν Άρη- 4Η Γή φαινόταν τώρά σάν ένας μεγάλος, φωτεινός δίσκος όπως το φεγγάρι Τις νύχτες πού έχει- πανσέληνο.. Ό Άρης, τυλιγμένος σέ μια ρόδινη ανταύγεια, φαινόταν ακόμα πολύ μακριυά. Τά άλ λα άστρα έλαμπαν σταθερά μέσα στό σκοτάδι1 Τού δια στήματος (*). Ό Σέρινταν σταθεροποίησε τόν αυτόματο (*) Τό διάστημα, δηλαδή ό ου ρανός, ύστερα άπό την άτρόσφαυ ρα, την στρατόσφαιρα ικιαι την ιο νόσφαιρα τής Γής, δεν έχει χρό> μα. ιΕΤναι κατάμαυρο, γιατί 6έν υ πάρχει αέρας πού ινά διασπά τιό φώς. Γι* αώτον άκιριβως τό λόγο τά άστρα λάμπουν σταθερά στο διάστημα καί δέν τρεμοσβύνουν. Ό Τδιος λόγος είναι πού δεν χάνον ται ούτε γιά δνα λεπτό τά άστρα άλες τίς' £»ρες από διάστημα.
νηέΡΑΝΟΡήΓίόί λόττο κι5 έκανε μια σύντοέπιβεώρησ ι ατά λεπτά ί πολύπλοκα (μηχανήματα ν πηδαλίων πλεύσεως. "Ο πήγαιναν καλά. Ή Νάνσυ θισμένη μπροστά στο κανάν τού ηλεκτρονικού μα)Ό καί του ηλεκτρονικού αυ>υ τού διαστημοπλοίου, ύ έστειλε ένα χαμόγελο θώς πέρασε κοντά της. Ό τσιρίκος ό Μύκυ παρακουβού σε μέσα από το διαίΐνές και άθριαοστο1 κρύσταλ— τοΰ θαλάμου διακυιβερνήως μέ θαυμασμό τά άστρα, αΐ κάθε τόσο τό μάτι του ρφωινόταν προς την ικατεύνσι τού "Αρη. Τό διαστη>πλοιο έμοιαζε, παρ’ άλο >ύ έτρεχε μέ ίλιγγιώδη, τά πητα;, σαν νά έμενε άκίίιτο, καρφωμένο οπό ασύλ ητο για τον ανθρώπινο νού χος, ενώ αντίθετα ο μεγάς· πλανήτης φαινόταν νά 'νησιάζη προς αυτό. Ό ντέτεκτιβ στάθηκε δίι\α ιστό παιδί. Ό Μίκυ γυσε καί τον κύτταξε. Ή πεέργεια έπνιγε τό μικρό 5λληνόιπουλο. Ή δίψα τής. :χΘησέως, που ήταν έμφυτη 1 αυτό τό μικρό παιδί, κα>εφτιζόταν στο βλέμμα του. — Λέγε!, είπε χαμόγελών χς ό Σέρινταν;. -ρρω πώς χτί1 θέλεις νά μέ ρωτήσης άλι. Μίλα λοιπόν! —Πραγματικά, είπε ό Μί ν. Πώς τό καταλάβατε; ,ΐναι πολύ πιο μεγάλος από ΓΙ Γή ο "Άρης; Αυτό ήθελα χ ρωτήσω.
— Έν τάξει, μικρέ!
θά
σου κάνω λοιπόν ένα μικρό μαθημ,ατάκΊγιά νά ξέρης, πού πάμε. ^"Οχι χρυσό μου. Ό "Αρης είναι ό ιμισός από τη Γή. Ή Γή έχει διάμετρο 12.756 χιλιόμετρα ενώ ό "Αρης έχει μονάχα 6.784. Ό όγκος του είναι κατ'5 έξη φο ρές μικρότερος από τον όγκο τής Γης καί ή επιφάνεια του είναι κατά τέσσερις φορές μικρότερη. Είναι πολύ πιο μακ,ρυά από τον "Ηλιο. Ή Γή απέχει από τον "Ηλιο 150 εκατομμύριο: χιλιόμετρα, ενώ ο "Αρης απέχει 227 έκα τομμιύρια χιλιόμετρα. Γι’ αυ τόν ακριβώς τό λόγο, έξ α φορμής τής μεγάλης άττοστά σεως, τό έτος στον "Αρη έ χει 687 ημέρες. Τό φώς καί ή θερμότητα πού δέχεται α πό τον "Ηλιο είναι μισή φο ρά λιγώτερο από τό φώς καίί τή θερμότητα πού δέχεται ή I ή. Τό ήιμερονύικτ'ΐόι του έχει 23 ώρες. "Εχει μικρές θάλασ σες,^ μικρή βλάστηση χιόνια στους πόλους καί δυο φεγ γάρια: Τον Δεΐμο καί τον Φόβο. Ή άτιμόσφαιρά του ό μως είναι πολύ αραιή σέ ο ξυγόνο καί γιά τον λόγο αυ τό ή Γήϊνη Κοινοπολιτεία έ κανε τεράστιες εγκαταστά σεις παραγωγής οξυγόνου; Κατάλαβες τώρα, Μίκυ; Τό παιδί ένευσε καταφα τικά, ~— Κ Γ αν θέλης νά μάθης και τό τελευταίο, συνέχισε ο ντέτεκτιβ, σέ πληροφορώ πώς ή Γή απέχει από τον "Αρη 60 εκατομμύρια * χιλιόμετρα πού σημαίνει πώς πρέπει νά
ΥΠΕΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
κάνουμε πολύ ακόμα δρό,μο δσο να φτάσουμε... — Εξήντα εκατομμύρια χιλιόμετρα; .έκανε μέ θαυμα σμό τό παιδί. — Ακο : βώς αγόρι μου! Ένώ ή Σελήνη, απέχει άπό τή^ Γή μονάχα 384.495 χι λιόμετρα. λ & * __ Απότομα όμως ό Σ&ριν*ταν έπαψε να μιλάη. Τά αυ τόματα κουδούνια συναγερ μού ήχησαν επίμονα καί έκνευριστικά ,μέσα στο διαστη μόπλοιο. Ό ντέτεικτιβ ;μιέ δυό πηδήματα έφτασε στη βάατ του. Έ,ρριξε ι.μιά ματιά στον αυτόματο πιλότο. Οι βελό νες διέγραφαν ακανόνιστα τό ξα επάνω στα ρολόγια των ταχυτήτων. Το σκάφος είχε χάσει την ευστάθεια πλεύσε ως. — Τζό!, φώναξε ή Νάνσυ. Γύρισε προς το μέρος της. Τό πρόσωπο του κοριτσιού ήταν χλωμό. Κατάλαβε πώς κάτιι σοβαρό συνέβαινε. Έτρεξε κοντά της. — Κύτταξε έκεΐ,^ Τζό!, του είπε μέ φωνή που έτρε με. Μέσα στην οθόνη του ραν τάρ σχεδιάζονταν παράξενα πράγματα. Ό Σέρινταν ζά ρωσε τά φρύδια. Κάτι· ^πε ρίεργο κΓ ανεξήγητο γινόταν εκεί γύιοω τους. Ό Μίκυ μέ φοβισμένο βλέμμα παρακο λουθούσε τους δυο μεγάλους φίλους του. Ό Σέρινταν γύ ρισε τον διακόπτη του ηλε κτρονικού εγκεφάλου των α ποστάσεων. Ό μετρητής έ βγαλε έναν οξύ ήχο, "Ενα
κομμάτι σελοφάν μέ άριιθμο βγήκε άπό την μικρή θυιρ τού ι μηχανήματος. Ό ντε κτιβ μέ μάτια πού καίγ· άπό αγωνία καί συγκίν διάβασε τά νούμερα. "Έκ νοερά μερικούς ύπολαγισιμ άστροναυτικής άλγεβρ ας πάτησε τό κουμπί τού τ κτρΡνιικού ματιού. "Έφερε _ δείκτη σ" έναν ώρισμένο ό θμό καί μέσα στο καντράν νηκσν φλόγες!... — Κάλεσε τή βάσι Δε εφτά), Νάνσυ!, είπε μέ τ χειά φωνή. Κάτι γίνεται* κεΤ που δεν μπορεί νά τό * ση τό ηλεκτρονικό μάτι, Ή κοπέλλα χειρίστηκε μηχάνημα των ύπεοηχητιι στοιχείων. "Ενα φως άνι κι·3 έσβυοε. "Αρχισε νά κι μέ φωνή πνιχτή. — Έδώ «ιΠιρωτεύς ! "Από καταδιωκτικό «Πρωτ I !». Καλούμε βάσιν Αεκ φτά! «Πρωτεύς ! I» προς σ ιν Δεκαεφτ ά!... Π αρακ ά μεν απαντήσατε λήψιν έ' φήζ· „ Πέρασαν μειρικές στιγ αγωνιώδους σιωπής. Κ τούσαν καί την αναπνοή τ ακόμα.. "Υστερα ξαφνικό σιωπή έσπασε: — Βάσις Δεκαεφτά!, κούστηικε μια φωνή άπό λυ ρακροά. Βάσις Δεικαε* προς «Πρωτέα ! I». Ύφιο μ εθα αίφν ιδ ι αστ ικήν έπ σιν εκ μέρους αγνώστου θ ρού. Σ τε ίλιατε βοή 8ε ι αν. Ή φωνή τ'ού Σέ,ρτνταν τρεμε άπό συγκίνησι ο έδωσε την απάντηση
το
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
— Κρατήσατε άμυν α ! Φθάνουμε ! Καλή αντάμωσι.. Ή Νάνσυ γύρισε, τον δια κόπτη. Ό ' νιτΕΤΘίοτιβ ώριμησε στα πηδάλια. Τό διαστημόπλσιο έκανε μια ελαφρά παρέκικληοι και χάραξε πάλι·, ευθεία πορεία. ΟΙ μοχλοί έκ το ξεύσε ως άπτωβητικών πυ ραύλων λειτούργησαν γορ.γά. Πορτοκαλιές φλόγες τι νάχτηκαν από την πρύμη τού «Πρωτέα II». Τό σκάφος τραντάχτηκε κα’ΐ ώρμησε α κάθεκτο προς τήιν δ απλανήτιική βάσι Δεκαεφτά. — Δεν μπορώ νά καταλά βω γιατί χτύπησαν τά κου δούνια συναγερμού ί, * είπε ή Νάνου. — Κάτι πρέπει νά πέρα σε από κοντά μας πού δέ'ν τό είδαμε, άιποκρίθήκε ό ντε τ εκτ ι β σκιεφτ ικό ς. — "Ίσως κάποιος άερόλ,ιΒος!, είπε δειλά ό Μίικυ. — Μή λες κουταμάρες.·, πιτσιρίκι©! „ τού" μάλλωσε ό Σέριινταν. Ό αυτόματος άερσλιθικός φύλακας, ' δεν έδει ξε τίποτα. Αυτό σημαίνει πως αυτό τό άντ ιικείμενο πού πέρασε άιπό κοντά μας δεν ήταν αερόλιθος. Τό παιδί δεν μίλησε. Καί βέβαια έπρεπε νά τό είχε κα ταλάβει. 5Αψου δεν λειτουρ γούσε ό άερολιθιικός φύλα* κας, τά κουδούνια συναγερ μού χτύπησαν γιά άλλο λό γο. "Έπρεπε νά. μάθη πολλά πράγματα ακόμα γιά νά^ γίνη ένας καλός αστροναύτης ντετεκτ ι β όπως ώνε ιρευόταν.
Μ Ι ΣΗ ώρα αργότερα, τά αυτόματα, κου δούινια συνα γερμούς ήχη σαν πάλι μέ σα ατό σκά φος.. Σέρινταν!., φώ
—- Κύριε ναξε ό Μίΐκυ. Ό ντέτεκτιβ γύρισε προς το μέ,ρος του παιδιού. Τό παι δί κάτι; έδειχνε προς τό δε ξιό μέρος τού άστροοκάφους. Τά μάτια τού . Σέριινταν τρεμόπαιξαν νευρικά. Τρεΐς στρογγυλές σφαίρες ταξί δευαν προς τό μέρος τους. Οι σφαίρες άστραφταν σαν μικρά άστρα. -— Ό διάβολος νά μέ πάρη άν καταλαβαίνω, τί είναι αυτά τά · πράγματα!, γρύλλισε ό ντέτεκτιβ ενώ παρα κολουθούσε ' μέ προσοχή τά σφαιρικά! αντικείμενα πού τιληρύαζαν.. — Πρέπει νά είναι άστρο πλοία!, είπε ή Νάνου. Μοιά ζουν- μέ τούς Σπούτνικ πού έξεσφενδόνιζαν ατό διάστημα πριν είκοσι πέντε χρόνια οί άνθρωποι. — "Αστρόπλοια πολύ πα λαιού τύπου!, συμφώνησε ό Σέρινταν. Μά δέν ξέρω· κανέ ναν πλανήτη, πού νά χρήσιμο ποιή τέτοια σκάφη σήμερα. "Οπως κι* άν είναι όμως, πρέπει νά πάρουμε τά μέ τρα μας. Μέ γοργές κινήσεις χειρί στηκε τά πηδάλια, ενώ τρ
ΥίΠβΡ ΑΝΘΡΩΠΟ 2
11
—*--- 4 Βάδιζαν ό ένας ττλάϊ στον. άλλα .μέσα στο σκοτάδι πού τύλιγα το
άγνωστο πλανήτη.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
έμμα του παρακολουθούσε ουπνα κάθε κίνησι των ά>στων άστροπτλοίων. Τά χιρικά άστροπλοισ πλησί (ν μέ καταπληκτική ταχύσ. Τώρα μπορούσαν να ωρίσουν και το χρώμα ς. ?Ηταν βαμμένα μ3 ένα νάζι ο προς τό οοσηιμί χρώ Ξαφνικά τό ένα άπ3 αυτά Τοτηκε άπ3 τά άλλα καί> πτύσσοντας μεγαλύτερη ύτητα, προσπέρασε τον χοτέα» και μπήκε μπροί του σά να ζητούσε να κόψη τό δρόμο. Τό κατα<τ ιικό τής Δ ιαπλανη,τ ικής τυνομίας, ύπ ακούοντας ίναν επιδέξιο χειρισμό τού Ηνταν, άπέφυγε τή σύγίυσι καί πέρασε πλάγια. >α ό ντέτεικτιβ μίπορούσε διαπίστωση ότι ή άσημέαύτή σψαΐρα έπρεπε να . διάμετρο είκοσι τουλάτον μέτρων. ^Ηταν σίγουένας επικίνδυνος άιντίπαΜ3 ένα γοργό βλέμμα στωσε πώς τά δυο άλλα πριικιά άστρόπλοια είχαν '.εΐι θέσι δειξιά κι3 άριστεστόν «Πρωτέα», ενώ τό πό εξακολουθούσε νά κάιλιγμούς μπροστά του προ οθώντας νά τού δει ξη. πώς επε νά σταιματήση. Η Νάνσυ έβγαλε μ,ιά τροΐμένη κραυγή. Μιά γλώσ φωτιάς βγήκε από τό ά οπλο-ιο στο δεξιό ίμερος τού ωτέα». Τό καταδιωκτικό νά δέχτηκε ένα βλήμα ους δυο -πάνινων στά πλευκλονίστηκε κι3 έτριξε έ νδον α. Ό Μίκυ κατρακυε σάν μιά μπάλα στά
πόδια τής κοπέλλας. Ό Σέρινταν βλαστήμησε κι3 έ σφιξε τά δόντια. — Είναι προειδοποιητική βολή!, είπε. Μά δεν πρόκει ται νά τούς κάνουμε τό χατήρι! Τά δάχτυλά του κινήθη καν μέ καταπληκτική ταχύτη τα. Ή ομοχειρία των δεξιών πολυβόλων ^ λειτούργησε αυ τόματα. Ακτίνες θαινάτοο ταξίδεψαν πρός την ασημέ νια σφαίρα. Μιά πράσινη φλόγα τύλιξε τιό άστραπλοιο'. Αλλά τό άστρόπλοιο δεν φά νηκε νά παθαίνη ζημιές. — Αριστερά!, φώναξε ο Μίκυ καθώς σηκώνονταν. Τί είναι αυτά; 3Λπό τό άστριάπλοιο πού βρισκόταν αριστερά έβγαι ναν παράξενα πλάσματα. Μιιά πόρτα εΐχε ανοίξει καί από την ασημένια σφαίρα έ βγαιναν κάτι άνθρωποε δή όντα <μέ τεράστια κεφάλια κάί λιγνά πόδια. ^Αρχισαν νά κινούνται άργά προς τον «Πρωτέα». — Μην τούς αφήνετε!, δ'έ τάξε μ3 άγρια φωινή ό ντέτεκτιβ. Ό Μίκυ ώρμησε στο πολυ βόλο ακτινών. Μέ γοργές κι νήισεις σημάδεψε καί πυροβόληισε. Μερικά από τά άνθρωποειδή σντα κλονίστηκαν κι3 έπεσαν ανάσκελα. *Ηταν φανερό πώς ήταν νεκρά αλ λά ή έλλειψις έλξεως καί βα ρύτητας στό διάστημα κρα τούσε μετέωρα τά πτώματά τους. Ό μικρός έβγαλε μιά κραυγή χαράς. — Εντάξει, κύριε Σέριν-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ταν!, φώναξε. Ό ντέτεκτι-.β διμως δεν τον ακούσε. Δεν είχε καιρό νά τον άκούση. "Ενα καινούργιο βλήμα που ήρθε αυτή τή φο ρά από τό πρώτο σφαιρικό άστρο πλοίο έκανε τον «Πρωτέα» νά χοροπηίδήση επικίν δυνα. Ό Σ έρ ινταν έστειλε αμέσως: τήν άπάντηΐσι. Μιά δεσιμ.ίδια άκτ'ίνων τύλιξε την πράσινη σφαίρα. — Φαίνεται πώς τίποτα δεν πειράζει, αυτούς τούς σα τανάδες !, ιμούγγρισε ^ γεμάτος απελπισία ό ντέτεικτιιβ. Δεν ιμίπορώ νά καταλάβω τί γίνεται! ΤΕΡΑΤΟΜΟΡΦΟΙ
ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ Η ΝΑΝ Σ Υ γαντζωίμ έ ν η, στο δεξιό πο λυβόλα πα ρακολουθούσε κά ικι* αυτή τι παράξενα |μέσα από τό αδιαπέραστο κρύσταλλο τού ανοίγματος καποαττεύσεω ς . Μιά πρρτα τού σφαιρικού άστροπλοίου είχε ανοίξει. Κι* από την πόρτα αυτή ρίχνον ταν στο κενό παράξενα τέρα τόρορφα όντα ιμέ ογκώδες κε φάλι και λιγνά πόδια και χέ ρια. Τά έξώκοσιμσ αυτά πλά σματα σε τάξι ράχης, βαδί ζοντας αργά, προχωρούσαν προς τον «Πρωτέα». — θεέ .μου!, ψέλλισε τό κορίτσι μέ φρίκη. Πιο συχαμερά πλάσματα άίπ’ αυτά δέν είδα ποτέ στή ζωύ ,μου. |ίη|μάδεψε και πυροβόλη
σε. Μερικά από τά τερατόι}. φα όντα τινάχτηκαν προς πίσω. Τά άλλα όμως προ; ρούσ αν άποφασ ιστ ικά κ | τώνίτας στα λιγνά χέρια τι κάτι κυλίνδρους. Δεν φαΚ ταν νά έχουν καιμιμιά συν σθησι τού κινδύνου ούτε I χναν νά ενδιαφέρωνται γιο κείνους πού έπεφταν νεκ από τΊς ακτίνες. Καί ή πάρα πολλά αυτά τά τερο μορφα πλάσματα... Ή Νάνσυ ξαναπίεσε σκανδάλη. Οί ακτίνες θο του άραίιωσαν κάπως γραρμές των εξώικοαρων των. — Τί γίνεται, δεσπο Νά,νσυ!, φώναξε εύθύμα ό κυ. ’Εγώ κάτι καταφέρνω δώ! Αλλά δέν έχουν τέλι μό, Χριστούλη ιμου! Ε σά ρυρρήγκια! Τήν ίδια στιγμή δμως * μιάτησε νά -μιλάη. Οι κυ δροι πού κρατούσαν οί τη τό,μοιρφοι έπιδροιμεις άρχ ΐι νά στέλνουν βλήιματα ποό< μέρος τού άστροπλοίου κούστηικε ένας δαιιμονισμίί θόρυβος σά νά έπεφτε ; τρό χαλάζι στο έξωτερικό ρίιβληϊμα τού «Πρωτέα». πιτσιρίκος γούρλωσε τά τια κοό δαγκώθηκε. Ρίχπ πάλι επάνω στο πολθβ< Ή κάννη- τού πολυβόλου έγραψε ένα τόξο καί σκό'ΐ σε άκτΐνες θανάτου πρόε μέρος τών έπιδροιμέων. Μ καί κύλινδροι έπαψαν νά ^ νουΐν βλήματα. Άλλα ύτ χαν άκό',μα πολλοί. ;—Όεέ ρουί, κραύγαί Νάνσυ.
14
ΥΠΕΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Τό παιδί γύιρυσε , ξαφνια σμένο προς τό μέρος της. Ή Νάνσυ είχε άφίσει τό πο λυβόλο κι5 έτρεχε ττρός τόν θάλα] μο 61 αικυβιερ νήσεω ς. Σ τόν θάλαμο 6ιακυβερνήσεως πε σμένος στο κάθισμά του μέ το κεφάλι ριγμένο στο στή θος., σκυφτός ήταν ό Σέρινταν. "Ένα μικρό ρυάκι αίμα κατρακυλούσε από τό μέτωπό του. Κάποιο βλήμα είχε χτυπήσει τόν διάσημο ντέτεκτιβ στο κεφάλι. —!-Τζό!, σπάραξε ή κοπέλ λα και ρίχτηκε απάνω του. Τζό! λ .· — Δέν είναι τίποτα, Νάν ου!, ψιθύρισε μέ φωνή που μόλις ακούστηκε ό Σέρινταν. Λεν θα μπορέσουμε^ νά τούς αντιμετωπίσουμε. Είναι πΟλλοί. Έκλεισε τά μάτια κι5 έ χασε τις αισθήσεις του. Τά μάτια τού κοριτσιού γέμισαν απελπισία, "Έπρεπε όμως ν’ άντιδράση. Ό Τζό ήταν πλη γωμένος. Χωρίς τόν Τζό δέν θά μπορούσαν ν’ αντιμετωπί σουν αυτούς τούς δαίμονες πού έβγαιναν οάν .μυρμήγκια από τις ασημένιες σφαίρες καί πού -ολοένα πλησίαζαν περισσότερο τόν «Πρωιτέα». Τό πρόσωπό της πήρε μιαν σκληρή έκφρασι ■ και ατό βλέμμα της άστραψε ή- απόφσσι νά σώση τό δ’αστημόπλοίο καί τόν τραυματισμένο ντέτεκτιβ. — Μίκυ!, φώναξε. Τό παιδί έτρεξε κοντά της. — Ό Σέρινταν είναι πλη γωμένος, τού είπε. Σταμάτα νά χρησιμοποιής τό πολυβό
λο. "Άφησε τά έξώκοσμα πλά σματα νά σκαρφαλώσουν στον «Πριωτέα». — Νά τούς άφήσω; ρώτη σε μ’ έκπληξι τό παιδί. ^ , — Κάνε αυτό πού οόύ λέω, Μίκυ! Θά τούς άφήσω νά πλησιάσουν. "Όλα τά άλ λα είναι δουλειά δική μου. Μέ μάτια πού λάμπανε ή κοπέλλα ρίχτηκε ατά πηδά λια. Ή Νάνου Έβιλγκτον ή ταν πρώτης γραμμής πιλό τος. Μέ γοργές καί έπιδέξετες κινήσεις χειρίστηκε .τούς μοχλούς ύψους. Τό «Πρωτεύς» πήρε μια ελαφρά κλ-ίσι προς τ’ απάνω. — Δεσποινίς Νάνίσυ σκαρ ψάλωσαν στο σκάφος μας, ο·; διαστημάνθρωποι! , φώνα ξε το παιδί. Νά τούς ρίξω; Σέ λίγο θά σπάσουν τόν θώ ρακα· καί θά μπούν μέσα. Ή κοπέλλα χαμογέλασε. — ’Οκέϋ, Μίκυ!, είπε. Κρατήσου από τις χειρολα βές μιήν τσακιστής!. Τό παιδί υπάκουσε αλλά τά μάτια του ήταν γεμάτα απορία. Ή Νάνου άπλωσε τό χέρι καί γήρισε ένα δια κόπτη. Ό «Πρωτεύς» άρχισε νά τρέμη, σά νά. τόν τόν έ τη ασ αν σπασμού. Άπό τό ε ξωτερικό περίβλημά του άρ χισαν νά πετάγωνταΐι χιλιά δες ηλεκτρικοί σπινθήρες. Τά έξώικοσμα πλάσματα πού βρίσκονταν σκαρφαλωμέ ν α στο σκ άφος, κ εραυνοβοληι μ ένα τινάχτηκαν δεξιά κτ’ άριστεί ρα... Ό Μίικυ γούρλωσε τά ματ ι α. Κ ατ άλαβε. — Ζήτω!., φώναξε. Πέ*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ •φτουνε σαν μύίγες, δεσποινίς Νάνσυ! - - ■ Τό κορίτσι δεν μίλησε. Τρά τον μοχλός ύψους και 6η,ξε ταυτόχρονα χειρίστηκε τοό$ δ ι ακ όπτ ε ς τ ών π υραύλων. Τό * αστρόιπ'λο ιό τής Δ ι απλανητικής Αστυνομίας πήρε μια κάθετη κλίση ορθώθηκε σαν. άγριο αλογο και αφήνοντας πίσω του πορτοκαλιές φλόγες Τ;νάχτηκε «με ασύλληπτη τα χύτητα. προς τό άπειρο... Πίσω του, ανήμπορα να τό ακολουθήσουν σ3 αυτό ·τόν εξωφρενικό δ«ρο·,μο>, έμεναν τά ο φ α ιρ ικά άσημέν ι α μυστ ηρ ι ώδη. σκάφη με τά τερατόμορφα έξώκοσμα πλάσματα.
-
15
—Είναι σίγουρο πώς κόποι ος πόλεμος προετοιμάζετε ά* νάμέσα στ’ άστρα, είπε σκε φτικός ό Σεριντανι. Τά πυρο μαχ ικά τούς χρειάζονταΐι γι’αυτόν τον πάλειμο.' Στον "Άρη κατ αστ ρέφ ουιν έγκαταστ άσε ι ς καί κάνουν σαμποτάζ. 5Εδώ κλέβουν πυρομάχυκιά. Πρέ πει· να δώσουμε μια προφο ρική αναφορά στο Σ υρβουλιο τής Γήινης Κοινοπολι τείας. — Τη. δεν θά πάμε στον ’Άρη; ρώτησε * παραπονεμέ-' νος ό Μίκυ. . · — "Όχι πιτσιρίκο! Θά.πά με αργότερα. Πρέπει πρώτα νά -κάνουμε μια βόλτα από :τή βΓή. ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ Ή επιστροφή τού. ΣέρινΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ταν έξεπληξε τον επιθεωρητή ΟΤΑΝ ^ έφίαΧόάαρτ. Μά, όταν ακούσε σαν στη βάσι πήν αναφορά του, συνωφρυώΔεκαεφτά . ό θηκε· ντέτεκτ ι β είχε — Καλά έκανες, Τζό, καί συνελθεί. Οΐ ήρθες, είπε, .* γιατροί περι".Οτι ό Τζό Σέριντα,ν είχε ποιήθηικαν τό κιάνει καλά που έπέστρεψε τραύμα του! "στη Γή άποδείχτηκε την ίδια κι’ ό Σερι.νταν δεν χασομέρηνύχτα δτάν σημειώθηκε ένα σε καθόλου Μίλησε μέ τις παράξενο ' περιστατικό στή:ν υπηρεσίες "Αστρικής 5Ασφα περιοχή τοΟ Αίας Γκίβενς... * * Ά λείας ^ κι5^ έμαθε τά Καθέκα στα. Ή εχθρική επιδρομή εί Μέ. μιαν έκφρασι τρόμου χε γίνει από άγνωστα όντα καί έκιπλήξεως στο πρόσω που ταξίδευαν -μέσα σέ σφαι πό του, ό Τζάκ Βάνς, ό διά ο ικά άστρόπλοια. Τά όντα σημος καθηγητής τής αστρο αύτά,, χρησιμοποιώντας ’ αν ναυτικής, καί διευθυντής τής θρωπόμορφα ρομπότ, είχαν ' Υ πηρε σ ί ας 3 Ελ έγχου τ ών σκορπίσει τό θάνατο στη βά- , Διαπλανη,τικών Πτήσεων, α σ; κα] έφυγαν αφού διέρρηξσν πομακρύνθηκε από τό τηλε τ ί ς αποθήκες πυρ οι μ αχ ικών. σκόπιο. "Έφερε την παλάμη Φόρτωσάν τά πυρόμ αχ ι κά στο ^ μέτωπό του σά νά ένοιω στις σφαίρες τους καί χάθη 6ε έναν δυνατό πόνο ατό1 βά καν ρτρ διάστημα; θος τού κρανίου του καί έμει-
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ν.ε για μερικές .στιγμές ασά λευτος. "Υστερα, με άβέβαιο βήμα, κατεθύνθηκιε προς την άλλη; άκρη του δωματίου, ο πού υπήρχαν πολλά λεπτά ■καί περίπλοκα μηχανήματα, Τό βλέμμα του ταξίδεψε στα οκταγωνικά ρολόγια. Οί χιρω ματ ΐιστο'ίί δε ιχτ ες τ ρεμόπαι ζαν και πήγαινοέρχονταν ε δώ κι3 έικεΐ σά νά τους παί δευαν σπάσιμοί. Ό Βάνς γύ ρισε εν αν διακόπτη και κα τέβασε ενα μικρό μοχλό.. Α νάμεσα στους δυο πόλους των ασημένιων σφαιρών που υπήρχαν εκεί, σχηματίστηκαν μερ ιικές ψωτε ιτιές τ εθλασ με νες, ένα είδος ήλεκτρονικών σπινθήρων. Ό καθηγητής με τρηίσε προσεχτικά τους σπιν θήρες κι5 έφερε πάλι τον μο χλό στην πρώτη, θέσι του. Μέ γοργό βήμα αυτή τη Φορά γύρισε στο τηλεσκόπιο καί τό βλέμμα του έψαξε μέ αγωνία τον ουρανό. Ή θολωιτή στέγη·, από διαφανές άθιραυιστο κρύσταλλο, του δω ματίου αυτού, που βρισκόταν στην κορυφή του· πύργου ε λέγχου, του έπέτρεπε νά ξε; χω'ρίζη χιλιάδες άστρα που λαμπύριζαν στό^ διάστημα σαν φωτεινές τελείες. Ή νύ χτα ήταν Υλυκειά καί φαινο μενικά όμοια μέ όλες τις ποο ηγούμενες νύχτες της Γης. "Ομως κάτω από τήν φαι νομενική αυτή γαλήνη καί η συχία κάτι συνέβαινε που εί χε βάλει σ3 ένα φοβερό δ'ίλημ' μα τον Τζάκ Βίάνς τον διάση μο καθηγητή τής αστροναυ τικής. Αυτό τό κάτι που- έντε λώ·ς άίμυάρά σχεδιαζόταν πί
σω από τούς ισχυρούς φα κούς του τεραστίου τηλεσκο πίου του Αΐης Γκίιβενς έπρε πε νά είναι, πολύ παράξενο η πολύ άνατριχι.αστικο, γα τί ό Βάνς δεν ήταν από εκεί νους τους ανθρώπους που ξαφνιάζουνται μέ τό τίποτα: — Ό Διάβολος νά μέ πάρη άν καταλαβαίνω τί πρά γματα είναι αυτά που κατε βαίνουν από εκεί πάνω!, μουρμούρισε. Μοιάζουν μέ βροχή άπό μετεωρίτες καί ό μως δεν ^μπορεί νά είναι τέ τοιο· πράγμα αφού δεν πυ ρακτώνονται μέ τήν τριβή τους στην άτμόίσφαιρσ. Ούτε πύραϋλοι φυσικά είναι. Πρέ πει. νά ειδοποιήσω τήν Άστρι κή 3 Ασφάλεια. 3 Απομακρύνθηκε πάλι άπό τό τηλεσκόπιο καί αδίστα χτα αυτή τή φορά πήγε στο αυτόματο ηλεκτρονικό ραδιο τηλέφωνο. Γύρισε ένα διακό πτη καί μίλησε βιαστικά -— Τζάκ Βάνς, είπε. 3Εδώ Τζάκ Βάνς άπό πύργον έλέγ χου ΑΤης Γκί'βενς ί Προσο χή ! Ζηρώ επειγόντως ίνσπέκτορα Χό-βαρτ. Πύργος ελέγ χου Αϊης Γκίβε’νς προς επι θεωρητή Χόιβαρτ. Προσοχή! Τό βλήμίμα του1 στηλώθηικε στην οθόνη τηλεοράσεως. Με ρικές άνϊταυγείες άπό διάφο ρα χρώματα άρχιζαν νά φούνωνται, στήν οθόνη. Ό Βάνς άνέπνευσε. Ή? μορφή ενός μποϋλντόγικ, φάνηκε στήν ο θόνη κι3 άπό τήν χοάνη τού ραδιοτηλεφώνου άκούστηικε έ να γάβγισμα. — Λέγε Τζάκ Βάνς! 5Εδώ Χόβαρτ. Σέ ακούω!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ — Συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρά, Χόβαρτ, είπε ό κα θηγητής.^ Είμαι μισή ήρα πε ρίπου τώρα πού γίνεται κάτι παράξενο· στην περιοχή του Αϊης Γκίβενς... — Μ ίιλα λοιπόν χωρίς προ λόγους, Τζάκ!, βρυχήίθηικε πνιγμένος άπά ανυπομονησία ό επιθεωρητής τής Διαπλανητικιρς "Αστυνομίας. "Αν είναι πολύ μακρύ τό παραμύθι πού έχεις νά ιμοΰ πής, ανάβαλε το για άλλη φορά. Είμαι βοο τηγμένος σέ πολλές σκοτού ρες αυτό τον καιρό και δεν μιού πειρισσεύει ούτε ένα δευτε ρόλεπτο γ ιά κουβέντ ες ! — "Ακούσε λοιπόν, Χόβαρτ! Νομίζω ^πως είναι ή πρώτη φορά πού ό πλανήτης μας δέχεται τήιν επίσκεψή μέρικώίν έξώκοσμων δντων τα ό ποια εκπέμπουν μια παράξε νη ακτινοβολία. Θέλω δηλα δή ίά πώ πώς οι μετρητές καί οι δείχτες των μηχανημά των ελέγχου του εργοστασίου μου κινούνται σιά νά έχουν τρελλαθή. Μέ τό τηλεσκόπιο 5έν μπορώ νά ξεχωρίσω^ κάι μεγάλα πράγματα. Ή ακτι νοβολία όμως..·
Μ
νος προς τήν πόρτα. Ή πόρ τα είχε πέσει μιέ πάταγο στο πάτωμα καί στο κατώφλι στε κόταν ένα ανθρωπόμορφο ρο μπότ φτιαγμένο από άσπρο χάλυβα. Ό καθηγητής έβγα λε μια πνιχτή κραυγή. — Τί σου συμβαίνει Τζάκ; ακούστηκε στή χοάνη του ρα διοτηλεφώνου νά ρωτάη ό Χό βσρπ. Έξήγηισέ μου, γιατί σταμάτηισες νά μιλάς; Ό Βάνς έκανε νά γυρίση προς τό μηχάνημα, νά δώση άπάντη,σι- αλλά τήν Τδια στι γμή ένα φως άναψε στή μέ ση^ τού τετράγωνου μετώπου του ρομπότ καί μ ιά κίτρινη παραλυτική ακτίνα τινάχτη κε προς τό μέρος του. Ό καθ η Υ-ηττ ής έμε ινε άσ άλευτος σάν νά τον χτύπησε άστροπε λέκι. "Ένοιωσε ένα παράξενο μ σόδιασμα σ’ ολόκληρο τό κορμί καί θρόμβοι παγωμέ νου ιδρώτα άνάβλυσαν ^ στο μέτωπό του. 7 Ηταν ανίκανος νά κάνη τήν έλάχιστη κίνησι. — Τζάκ! "Ακούστηκε γε μάτη ανησυχία ή φωνή τού Χόβαρτ. "Εξήγησέ μου λοι πόν τί συμβαίνει!... Ό διά βολος νά σέ πάρη! Μουγγάθηκες; Ό Τζάκ Βάνς έκανε μια α Ο ΧΑΛΥΒΔΙΝΟΣ κόμα αγωνιώδη προσπάθεια ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ νά μιίλήιση. "ΑνοΓγάκλεισε ,μέ ΕΝΑΣ άγριος δυσκολία τό στόμα του, αλ πάταγος γέ λά καμμ,ια φωνή δεν βγήκε μισε τό δωμά από τον λάρυγγά του. Τά μά τιο μέ τήν δια τια του γέμισαν φρίκη κα φαν ή θολωτή θώς είδε τό ρομπότ νά κινήστέγη. Ό τοτ. "Ακούσε τον κρότο των Τζάκ Βάνς σιδερένιων ποδιών του, Τά σταμάτησε νά χέρια καί τά πόδια του κι,μιλάη καί γύρισε ξαφνιασμέ νιουνταν μέ μια παράξενη δυ-
ακαμψία. ; καθώς ΐτλησίαζε. Δοκίμασε νά -κάνη μερικά βή ματα ττρός^ τά πίσω, αλλά .καί πάλι ένοιωσε πώς. ήταν αδύνατο νά σαλέψη. ' Είχε γί νε1 χλωμός σάν πεθαιμένος. Τό ρομπό^ άπλωσε τά χέρια. του. Δυο χ αλύβδ ινε ς ■ τανά-. λιες ήταν στην άκρη- τους ε κεί πού τά ανθρώπινα χέρια έχουν τά δάχτυλα. Τά σιδε ρένια χέρια άνοιξαν κι* έκλει σαν καί ό καθηγητής Βάνς κα τάλαβε νά χάνεται τό 'πάτω μα άπτ’1 τά πόδια του. Δοκί μασε ν’ αντιδράσην Προσπά θησε νά γλυστρήση από την σιδερένια αρπαγή,. αλλά τό μόνο πού κατόρθωσε ήταν νά νόιώση έτοιμα νά τσακίσουν τά κόκκαλά του, καθώς τό ρομπότ τον έσφιγγε περισρότερο ανάμεσα . στά μπρά τσα του. Τον άίνασήικωσε σάν πούπουλο καί προχώρησε προς τό. ανοιχτό παράθυρο. Στάθηκε για μερικά λεπτά σά νά διασκέδαζε μέ την α γωνία τού ανθρώπου πού κρα Τοΰισε στην..αγκαλιά του κι’ ύ στερα έσκυψε καί πέταξε στο •κενό ί τον καθηγητή.' Τούτη την τελευταία στιγμή, ό Τζάκ Βάνς κάνοντας μ ιάν. υπεράν θρωπη προσπάθεια άφησε έ να άγριο ' ουρλιαχτό τρόμου. ^Ηταν μια άναρθρη κραυγή .γεμάτη απελπισία καί φρίκη καθώς ένοιωσε νά . πέφτη στο κενά από1 τό ύψος των τρααντατρ ιών πατωράτω ν τού-. ου ρανοξύστη, δπου ήταν έγκατ αστημένη ή Ύπηιρεσ ί α ’ Ελέ'γ χου Διαπλανητικών Πτήσεων. Αλλά δεν μπόρεσε νά κάνη τίποτε, περισσότερο από αύ--. τό. Τό σώμα του, βαρύ σάν
μολυβί/ μ ίο.
' .
έπεσε στο ττβζο&ρό'·
Τό ρομπότ απομακρύνθη κε από τό παράθυρο. Τό φως πού ήταν στο κέντρο τού κυλ ρΐδρ ικού. τ ερ ατώδους κεφ αλιοΰ του άναβόισβυσε δυο φο ρές. Στάθηκε γιά μια στι γμή αναποφάσιστο κι-’ ύστε ρα ,ιμ,ιέ ίμιαν άγρια καί άσυγκράτηση λύσσα άρχισε νά καταφέρνη δυνατά χτυπήμα τα μέ τά χαλύβδινα χέρια του σ’ άλα τά επιστημονικά όργανα πού υπήρχαν στο εργοστάσιο·..: * * *
·
*0 ντέτεκτιβ Τζό,ε Σέριινιτοον καί ο ,μικρός Μίικυ ί^ταν αιχμάλωτοι · τού ρομπότ. '··.·■·... .
^Ύστερα από δέκα λεπτά τό αυτοκίνητο μέ τό σήμα τής Λιατέλανητικής αστυνο μίας σταματούσε μπροστά στσ μέγαρο τής Υπηρεσίας Ελέγχου Δίαπλανή,τικών Πτή σεων. Πολλοί περίεργοι είχαν - συγκιεντ,ρωθή γύρω άπό τον •νεκρό καθηγητή πού ήταν ξα πλωμένος . ,στό ; πεζοδρόμιο. . Άπό τό αυτοκίνητο πήδησαν ό ίνσπέκτωρ Χόβαρτ, ό ντέτεκτιβ Τζάε Σ·έ|ρινταν κ,αί ή άχώ,ρ ι στ η, σύντρ οφός του στ ί ς , διαπλανητικές περιπέτειες μελ αχρο ι νή άρραβωνί αστ ι κ ι. ά του Νάνου ’Έβιλγκτοιν. "Ε νας αστυφύλακας πού ανα γνώρισε τόν' Χόβαρτ καί τον Σ ήρινταν παραμέρισε τούς περίεργους καί χαιρέτησε με ■ σεβασμό. Οί 5υό άντρες μέ τό1 κορίτσι έρρ:ΐξαν ·(μίά· ιματιά ,στό πτώμα. *Ήταν φριχτά πα ρσμορφωιμένο :άπδ την πτώσι. —- Έπεσε ' άπό τό παρά θυρα. του τελευταίου πατώμα τος,. εξήγησε ό αστυφύλακας. Μερικοί περαστικοί διαβά’ τες ακόυσαν μ ιά άγρ ια κραυ γη κι’- όταν · άνασήκωσαν τό
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ! κεφάλι είδαν ιμέσα στδ σκο τάδι κάτι ινά γυαλί ζη; σαν α σήμι.. "Υστερα είδαν τον α?νθιρωπο πού έπεφτε στο κενό... —Πάμε, Τζό!, γρύλλισε ό Χόίβαιρτ. Πήραν τό ασανσέρ^ κι5 ό ταν μπήκαν στο δωμάτια μέ τον διαφανή θόλο τού έπιστη μανικιού εργαστηρίου και παροτηρητηρίοιυ τού Τζάκ Βάνς, σ"άθηικαν ξαφνΐιασ(μ(ενοι. "Ολα έκεΐ μέσα είχαν μίεταβίληθή σέ ερείπια. Τό τεράστιο τη λεσκόπιό τού ΑΤης Γικίβενς ητσιν κομματιασμένο, τά ηλε κτρονικά μηχανημ-απα ύπολο· γιομ,ών, τό ραντάρ, οΐ μετρη τές, τό ραδιοτηλέφωνο και ό λα τά άλλα επιστημονικά όρ γανα, πού χρησιμοποιούσε για τις παρατηρήσεις του ό διάσημος διευθυντής τής Υ πηρεσίας Ελέγχου Δ ισπλα νητικών Πτήσεων, είχαν .μετά βληθή σέ άμοιΡ'φους σωρούς γυα.λ-!ιών, ελατηρίων καί σιδε ρικών. — Είναι σά νά πέρασε έ νας άγριος σίφουνας έδώ μέ σα!, γάβγισε ό Χάβαρτ κα θώς κύτταζε γύρω. "Ενας σί φουνας πού δεν άφησε τίποτε όρθιο. — ΗΗ ένα μεγάλο ραμιπότ!, είπε ό Σήριινταν. Ό Χόβαριτ γύρισε ξαφνια σμένος καί τον κύτταξε. — Μονάχα ένα ρομπότ, συ νέχισε ό ντέτεκτιβ, μίέ^ τερά στια δύναμι θά μπορούσε να κομμάτι άση, αυτό τό τηΐλεσκσ πο. Επίσης, μονάχα ένα ρο μπότ θά μπορούσε νά γκρεμ,ί σι αυτή την πόρτα. — Τζό!, φώναξε ή Νάνου.
01 δυο άντρες γύρισαν πρός τό μέρος τής κοπέλλας. Στεκόταν μπροστά στο στρογγυλό άνοιγμα τού πα ρατηρητηρίου καί κάτι έδειξε στον ουρανό. Έτρεξαν κον τά της. ^ — Κυττάξτε ! εκεί!, είπε τό κορίτσι. ιΚυτταξαν πρός τό μέρος που έδειχνε τό κορίτσι. "Ενα παράξενου σχήματο·ς αντι κείμενο που άστραφτε σαν ασήμι· μέσα στη νύχτα ταξί δευε στον αέρα, γυρίζοντας όπως μια ρόδα γύρω από τον άξονα της. — "Ενας ιπτάμενος δί σκος ! είπε ό Σέ,ρινταν. — Τί. αρχαιολογία είναι πάλι αυτή; γρύλλισε ό Χόβσρτ. Είχα τουλάχιστον είκοσιπέντε χρόνια νά δώ πα ρόμοιο πράγμα, πάνω απτό τή Νέα Ύόίρκη. (*) ■— Κι5 άλλος!, φώναξε ή Νάνσυ. ιΚι* είναι μεγάλοι. Σαν ένα διώροφο σπίτι· ό κα θένας! — Κι^αλλος! Κ/ άλλος! είπε ό Χόιβαρ,τ. Τί δ άβολο γίνεται λοιπόν; "Ενα κοπάδι από ιπτάμενους δίσκους πού άπογειώνονται. —Δεκαεφτά τό όλον!, συιμ φώνησε ό Σέρινταν που τούς μετρούσε. (*) Ό άναγνώ'Ο'τη,ς δεν πρέπει νά ξεχνάη δτ! η ίσ,τορίια ,μΡς γίινιεται σ?τά 1980 κ,αί δτι ό κανθιρωπος έχει κατακτήσει πολλούς, πλανήτες καί κάνει ταξίδια στο διάστημα μέ μοντέρνα καί τιελε ι οπο ι τμένα ύστρόπλοια. Οι ιπτάμενο ι διάκοι είναι για τό 1980 κάτι τό πολύ
άπηρχακρμένο.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ Ξαφνικά, ό ένας από τούς Ιπτάμενους αυτούς δίσκους άλλαξε κοπεύθυνσι καί πλη σίασε ιμέ μιά καταπληκτ ι κή ταχύτητα προς τό μφος του πύργου Ελέγχου. Οΐ δυο άντρες καί τό κορίτσι έκαναν από ένστικτο μερικά βήματα προς τά πίσω. Ό ντέτεκτιβ Φούχτιασε τό πιστόλι* του. Τά μάτια του γέμισαν σκιές. Ό άσηΙμένιος δίσκος σταμά τησε πάνω από τον διαφανή Βόλο του παρατηρητηρίου στριφογυρίζοντας γύρω άπόι τον άξονά του. Και τότε έγι νε κάτι πολύ παράξενο καί απίστευτο. Είδαν ν5 άνοίγηι μιά πόρτα στο κάτω ίμερος του δίσκου. 3Από την πόρτα ξεπετάχρηικε μιά φωτεινή δέ σμη φωτός καί σχεδόν αμέ σως πάνω στη στέγη του πα ρατηρητηιρίου ακούστηκαν βα ρειά βήματα. Άνασήκωσαν το κεφάλι κάί ή κοπέλλα έ βγαλε μιιά τρομαγμένη κραυ
γη. — "Ενα ρομπότ!, ψέλλισε. Πραγματικά ήταν έν-α ρο μπότ άπό άσπρο χάλυβα, τό ίδιο ρομπότ πού λίγη ώρα νωρίτερα εϋχε γκρεμίσει από τό παράθυρο τον καθηγητή Τζάκ Βάνς. Τό σιδερένιο τέ ρας 'μέ τό κυλινδρικό κεφάλι, (που ήταν κάπου κρυμμένο, ύπακούοντας στην πράσκλησι του φωτεινού προβολέα καί σά νά σερνόταν απ’έναν άερο.μαγνήτη έφτασε κάτ ω από την ανοιχτή πόρτα του δίσκου, Μιά άριπάγη. βγήκε, απ’ αυτή την πόρτα καί έσυ ρε προς τά πάνω τό ρομπότ,
21
"Ύστερα τό φως έσβυσε, ή πόρτα έκλεισε ερμητικά καί ο δίσκος άρχισε πάλι νά ταξιδεύη κατακόΐρυφα καί μέ καταπληκτική ταχύτητα σσο που χάθηκε μέσα στη νύ χτα... ΟΙ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΒΟΜΒΕΣ
ΟΛΑ αυτά έγιναν τόσο σύντομα καί ήταν τόσο άπροσδόκη, τ α ώστε ούτε ό Σέ(ρινταν ού τε ό Χόβαρτ πρόφτασαν ν’ άντ (δράσουν. — Ό διάβολος (νά μέ πάρη άν καταλαβαίνω τίι ιμού γ ίνετα ι απόψε!, γκρίνι ασε ο ίνσ/πέκιτορ. Φερθήκαμε κι* οί δυό σαν ηλίθιοι*. — Φθάσαμε πολύ αργά!, εΐπε ό ντέτεκτιιβ. "Οταν τη λεφωνούσε ό Τζάκ Βάνς, τά μυστηριώδη όντα πού βρί σκονταν μέσα στους ιπταμέ νους δίσκους έρχονταν προς τή ιΓη. Τώρα έφυγαν. Αυτό σημαίνει πώς τελείωσαν τή δουλειά πού είχαν νά κάνουν. Κάιί έπισπριέφουιν στον πλα νήτη* τους. — Δεν ξέρω νά ύπάρχη κανείς, πλανήτης στο διά στημα πού νά χρησιμοποιή ιπταμένους δίσκους!, τον έ κοψε ό Χόβαρτ. — Γ ι5 αύτό' δεν μπορεί νά •είναι κανείς ιάπολύτως βέ βαιος!, άπάντ η(σε ό Σ έρ ιγ ταν. "Έχουμε αποικίες στους π?\ανήτες τού δικού (μας ηλι
ακού συστήματος. Άλλα
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
στιγμή αναστατωμένος μέσα πάριχρυν τρισεκατομμύρια ά στο. δωμάτιο. ?Ηταν δίχως στρων πού .εΐ)ναι για μάς άγνωιστα κάι ίάίνεξερίεύνητα. καπέλλο, ιμέ ξεκούμπωτο τον γιακά τής στολής του Προχτές ακόμα ανακαλύψαμε καί στο καταϊδρωμένο προτον Γικίρίζό Πλοονήπγ '(*λ· • σωπό του ήταν ζωγραφισμένη . Κ ι’ αύττου του * άστρου πού μιά* εκφρασι φόβου. Ή κου βρίσκεται σχεδόν κάτω από βέντα σταμάτησε. Γύρισαν τη μύτη |μας δεν είχα,με υποψιασθή τόσα /χρόνια την ύξαφνιασμένοι. · παιρξι. Το ' ίδιο, κάλλιστα, ^—* Τί έπαθες, Τζίλμπτε,οτ; ρώτησε ό Χόβσιρτ ζαρώνον μπορεί νά συμίβαίνη καί τώ τας τά φρύδια. Ποιος έδει ρα. Λυτά τά εξώκοσμα οντα' πού βρίσκονταν μέσα στους ρε κι3 έχεις αυτά τά μούτρα; — Συμβαίνει κάτι τρομε άσημέν ιούς 5 ίσ κου ς η ρθαν ρός κύριε έπιθξωρητά !, είτεστη Γή άπό κάποιο άγνωστο άνασαίνοντας βιαστικά ό άράστρο. χ ιφύλακας. ίΤρίν άπό λίγη ώ —. Δεν πιστεύω νά μου ρα κλέψανε δεκαεννιά άττομιπής οτι ήρθαν ίσα—ίσα < γ ιός •κές βόμβες άπό τις αποθή νά σκοτώσουν τον Τζάικ κες τής Γήινης Κοινοπολιτεί Βάνς. ας πού βρίσκονται σ' αυτή Ό ντέτεκτ ιβ κούνησε τό τήν περ ιοχ,ή. κεφάλι·. — Τί είπ ε ς., ’ άρχ ι«φ ύλακ α ; -— Όχι φυσικά. Τον Βάνς μούγγρισε ό· Χόβαρτ. Τρέλτον σκότωσαν γιατί τά μη- λάθΐηκες; ,μαΐνήμιοοτά του_ έπισσαν τις — Σάς λέω τήν αλήθεια, πρράξενες εκείνες ακτινοβο ίνσπέκτορ! λίες και κατάλαβαν πώς εί -— Νά ή δουλειά πού εί χε «ντιλίηιφθή -την παρουσία χαν στον πλανήτης μας .αυτά τους. ιΚι3 αυτό δεν τούς άρε τά έξώκοσρα όντα πού ήρ σε· φυσικά. ' "Ήθελαν ν3 άπο-’ θαν ρέ τούς δεκαεννιά ιπτα τελειώσουν τη δουλειά για μένους δίσκους,!, είπε ό Σ έ*τή|ν όποια ήρθαν στη Γή. ρ ήτταν. Τά πράγματα μπερ Ό ιέπιθεωρητής Χάβαρα άδεύονται κ-αι νομίζω πώς χά νσσήκωσε τούς, ωμούς. σαμε τον πρώτο γύρο! -— Σαν πολύ τραβηγμένη * * * απ’ τά μαλλιά «μου φαίνεται Ή εϊδησις τής κλοπής των η ιστορία σου, Σέρτντσν!, ατομικών βομβών προκάλεγάβγισε. Τί δουλειά |μ!πορεΐ σε όπως ήταν· φυσικό μια γενά είχαν σ’, αυτή τήν περιο - νιική άναστάτωσι.. 9 Ηταν ή χή τού Αίης Γκίβενςη πρώτη) φορά που συνέβαινε "Ενας άνθρωπος ιμέ στολή, τέτοιο πράγμα στη Γή. Οί άρχιφΰλακσ . τής Άστρικής εφημερίδες ιμιέ χτυπητούς ^τί Ασφαλείας μπήικίε εκείνη τη τλους στις πρώτες σελίδες τους δημοσίευαν τις καταπλή (*) Διάβασε τό τεύχος 3 ,μέ ταν κτ ιΚξς .λεπτ,ρμέρε ιες τής * φπι* τ ίτλσ: «Κουρσάροι στη Σελήνη».
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
23
δ,ρομής των έ'ξώκασμων αυ Σ’ αυτό τό μεταξύ τά^ ρομν τών σντωιν, πού είχαν έρθει ποτ φόρτωναν τ'ίς' βόμβες από κάποιον άγνωστο πλάνη' στους δίσκους πού σιγά—τη για να πραγματοποιήσουν σιγά άρχισαν νά .γίνοονται· την κλοπή αυτή. 01 ελάχι ορατοί. Μια βόμβα σέ κάθε στοι αυτόπτες ;μάρτυρ>ες τής δίσκο. Κατόπιν οι δίσκοι ύέτπδ|ρομής όσοι· έπέζησαν, ι ψώθη καν κ ατακό'μυφ α ■ καί στορούσαν απίστευτα πρά χάθηκαν ταξιδεύοντας προς γματα. Οΐ δίσκοι ήταν σχε τον ουρανό σαν άστρόπλοια. δόν αόρατοι 'οταν προσγειώ Δέκα λεπτά αργότερα, οι άν θηκαν. Κ ατ έλαβαν έπ ίικ α ι ρες θρωποι· καί τ’ αυτοκίνητα άρ θέσεις γύρο} από τό ρεγάλο χισαν πάλι ινά κινούνται·. Αυ οικοδομικό τετράγωνο τών α τές ήταν οι λεπτομέρειες πού ποθηκών ατομικής ενεργεί ας, * έδιναν οι εφημερίδες. Καί καί ύστερα, από λίγο ;μιά όστό τέλος όλες άναρωτιούιντανλόϊκίληρηι στρατιά από1 ρομ!άπιό ποιόν τάχα πλανήτη νά πότ, πού ' άστραφταν μέσα είχαν επιδράμει· αυτά τά έστο σκοτάδι σάμ ιππότες ξώκοσμα ρομπότ μέ την κα τού παλιού καιρού μέσα σέ ταπληκτική δύνσίμΊ καί νοημο ασημένιες πανοπλίες, βγήκαν σόνη. από τούς, δίσκους. Τά ρομ πότ, χρησιμοποιώντας έκτοΠΕΡΙΕΡΓΟ ΑΡΘΡΟ ξ ευτ ές δ ι αλιυτ ιικών ακτ ίνων, Η ΝΑΝΣΥ κατέστρεψαν τις μεγάλες θω ΕΒΙΑΓΚΤΟΝ ρσκισμένες πόρτες τής άποέπαψε να γρά θήκης καί αδιάφορα μπροστά φη. ^Τράβη,ξε στα όπλα τών άνδϊρών^ τής· τό φύλλο τού Φιρουράς, πού πυροβολούσαν χα,ρτ ιού από χωρίς ινά μπορούν νά τά βλά τη γραφομη* ψουρ, προιχώρηΐσαν προς τούς χα|νή καί ξαεσωτερικούς διαδρόμους σκορ ν ο διάβα σε τό άρθρο πού ε πίζοντας δεξιά κι’ άιριστερά τοίμαζε για την εφημερίδα τό θάνατο. "Υστερα τά ρο «Χρονικά τής Νέας Ύόρκης», μπότ φορτώθηκαν από μ ιά στην οποία εργαζόταν ώς βόμβα στον ώμο τους καί ρεπόρτερ. ^Ηταν τό δεύτερο 6γή|καν στό δρόμο. Σέ μια άρθρο πού θά δημοσιευόταν ακτίνα ενός -χιλιομέτρου γύ μέ. την υπογραφή της γι’ αυ ρω από την αποθήκης άλα εί χαν . άκ ινητήισε ι. Οι άνθ,'ρωπο ι τή την έπιδρο,μή τών ιπτας μόνων δίσκων, μέσα σέ δυο ένοιωθαν ένα παράξενο μουδιασμα σ’ όλο τό·· κορμί καί ■μέρες. Στό δεύτερο ςχύτ.ό άρ θρο της ή τολμηρή κοπέλλα ήταν .αδύνατο ινά κάνουν μια κ,ίνηισι. Τά αύτο.ιόίνητα πού υπογράμμιζε καί ανέπτυσσε δοκίμαζαν · νά προχωρήσουν π ιό πλατεία μερικές σκέψεις σκόνταφταν· σ’ ένα αόρατο που · είχε διατυπώσει· στό τείχος καί όττισθοχωρονσσν, πρώτο, «Δέν υπάρχει άίμψι*
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
•βαλίια, κατέληγε τό δεύτερο άρθ,ρο, δτι τά έξώικοσμα αυ τά ρομπότ πού ήρθαν στη Γή |μιέ ^τούς ιπταμένους δί σκους εΐναι προικισμένα μέ ηλεκτρονικούς εγκεφάλους τε λειστάτου τύπου. ’Αλιλά ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος, δσο τέλειος και αΐν Ιεΐναι, χρειά ζεται ίμιαν καθαδήγησι γιά νά κινηθή και νά δράση,. Κας τά ρομπότ λοιπόν αυτά είναι τηίλεκατευθυνό'μεινα. -Κ όποιος λοιπόν κατεύθυνε τά ρομπότ στην αποθήκη των βομβών άτομικήις ενεργεί ας. -Κάπο ιος πού ΓΝΩΡΙΖΕ την εσωτερική διαρρύθμισί της. Διαφορετι κά τά ρομίπότ θά περιπλα νιόντουσαν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους και στ'ίς έλικοειδεΐς στοές τής άποθήκης χωρίς νά καταφέρουν ν’ άναικσλυψουν ποτέ τις κρύ πτες των ατομικών βομβών. Άλλα, όπως όλοι· ξέρουμε καί όπως όλοι οί αύτοΑττες ■μάρτυρες κατέθεσαν, ή έπιδρομή δεν κράτησε περισσό τερο από δέκα λεπτά. Αυτό σημαίνει πώς τά τηλεκατευ θυνόμενα χαλύβδινα τέρατα δεν καθυστέρησαν ούτε πε ρί πλανήθηκαν. Πήγαν κατ’ εόθεΐαν στο διαμέρισμα των βομιβών. Αυτό δεν άφίνει καιμ μ ·ά άμφιβολίια οτ'ι εκείνος πού κατεύθυνε τούς ηλεκτρο νικούς χ εγκεφάλους τους ε ν ν ώ ι ζ ε ^π ο ύ έ π \μ ε π ε νά πάνε. Ήταν λοιπόν ένο:ς άνθρωπος. "Ενας Γή-\ ϊνος ή πολλοί ιΓήϊνοι φόβον ται πίσω άπ’ αυτά τά έξωκοσμά όντα. Δεν εΐναι άλλω ρτε ή πρώτη φορά πρι) κρτά
τά τελευταία χρόνια μεγάλοι κακούργοι καί εγκληματίες κάτοικοι του1 πλανήτη μας θέλησαν νά χρησιμοποιήσουν έξώκοσμα όντα γιά την έξυπηρέτηισι των σατανικών σχε δί'ων τους. Ή Διαπλανητική Αστυνομία προς αυτήν την κατεύθυνσΐ1 πρέπει νά στ ρα φή...» Ή Νάνσυ χαμογέλασε. Ή ταν ευχαριστημένη· από τον εαυτό της. Αυτό· τό άρθρο έδινε μια 'βάσίιμη έξήγησι γιά την έπιτυχία πού είχε ή επιδρομή των ρομπότ. Κύτταξε τό ρολόι της. Σέ λίγο 0ά ερχόταν ό Μίκυ νά πάρη τά χειρόγραφα νά τά πάη στο γραφείο τής έφηίμερ'ίδος. Τά δίπλωσε κι* άνοιξε τό συρ τάιρι του γραφείου της νά πάρη ένα φάκελλο. Πριν όμως πάρει τον φάκελλο είδε την πό'ρτα του δωματίου ν’ άνοί'γη άργά. Δεν σάλεψε. Τό χέρι της άθελα χαΐδεψε τό πιστόλι πού είχε ατό συρ ταίρι·. Τό βλέμμα: της όμως έ μεινε καρφωμένο στην πόρ τα. "Ενας ψηλός άντρας κομ ψά ντυμένος φάνηκε στο 'κατώφίλι κρατώντας στο χέρι τό καπέλλο του. "Εκανε μιά πολύ ευγενική υπόκλισι. — (Νά μέ συγχωρτγτε, εί πε, πού έρχομαι απροειδο ποίητα στο σπίτι σας. Περ νούσα καί είδα την πόρτα τού κήπου ανοιχτή. Σικέφτηκα λοιπόν νά μ'πώ νά /μιλήσω μαζί σας. Λογάριαζα νά σάς κάνω αύριο μιαν έπίάκεψι. Αλλά νομ-ίζω... — Ποιος εΐσθε κύριε; ρώ*
ΥΠΕΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ τησε ή Νάνσυ. — "Ώ! τό όνομά μου δέν ■εχ'ει· καίΐ μεγάλη σημασία, δεσποΊνίς 1, είπε εκείνος χαμό γελώντας και έκλεισε πίσω το τήν πόρ/τα. Σημασία εχε^ι μονάχα αυτό που θά σάς ττώ. ^ΕΤσθε ή δεσποινίς Νάν συ Έβιλγικτον, έτσι δεν εί ναι; :— Ναί. Έτσι είναι!, εΐπε ξερά ή ικοπέλλα. Κάθισε, χωρίς νά περιμένη νά του τα πουν, ισέ μιά κα ρέκλα κι3 έβγαλε μιά εφημε ρίδα από την τσέπη τοΜ. Ή Νάνσυ Αναγνώρισε Αμέσως τά «Χρονιικά της Νέας Ύόρ» κης». Ό άγνωστος ξεδίπλω σε την εφημερίδα και έδειξε σημειωμένο ιμέ χοντρό κόκκι νο μολύβι τό άρθρο της. /— Είναι δικό σας αυτό; ρώτησε. · — Ναι! λ— Ώραΐα! "Έρχομαι άκρι βώς νά μιλήσουμε γι’ αυτό τό άρθρο. Τηλεφώνησα στα «Χρονικά» κάι μοΰ είπαν πώς θά ύπάρχη στο αυριανό φύλ λο κάι συνέχεια. Έτσι εί ναι; Ό τρόπος πού την ικύτταζε δέν τής άρεσε. "Ως τόσο κούνησε τό κεφ'άλι καταφα τικά. Ό άγνωστος χαμογέ λασε πάλι. — 9 Ηρθα λοιπόν νά σάς πώ, δεσττοινί ς "' Εβ ι λγκτον, συνέχισε, ότι δεν πρέπει νά δη,μοσιευθή αυτή ή συνέχεια. — Γ ιά ποιο λόγο; ρώτη σε. — Γιατί πρέπει και σείς
25
νά τό καταλάβετε. Αέν είναι σωστό νά βάζουμε σέ ανησυ χίες τον κόσμο. "Οταν γρά ψετε ^ πώς κάποιος Από: τή Γη είναι που σκάρωσε με τή βοήθεια των ρομπότ αυτή την κλοπή των ατομικών βομίβών, ο κόσμος ανησυχεί και αρχί ζει νά πιστεύη ότι ή Νέα Ύόρκη είναι γεμάτη, κακούρ γους και εγκληματίες. — Ποιος σάς έστειλε; ρώ τησε ή Νάνσυ απότομα. — "Ώ! Αυτό δεν έχει ση μασία! Τό όνομά του σάς εί ναι άγνωστο. Αυτό όμως πού πρέπει νά σάς ένδιαφέρη εί ναι εκείνο που [μου Ανέθεσε νά κάνω άν δέν πεισθήτε στα λόγια μου. Τό χέρι τής κοπέλίλας που βρισκόταν μέσα στο ανοιχτό συρτάρι φουχτιασε ΑΡΎά τό πιστόλι. Είχε μερικές αμφι βολίες ακόμα για τον σκο πό τής έπισκέψεως αυτού τού ανθρώπου/ άλλα τά τελευταία λόγια του την έβγαλαν Από κάθε Αμφιβολία. — Τί σάς εΐπε λο·ιπαν να κάνετε; ρώτησε πάλι ή Νάν συ. Ή φωνή της είχε έναν τό νο κοροϊδευτικό. "Αλλά ό άγνωιστος δέν τον πρόσεξε. Μέ μιά σβέλτα κίινησι τινά χτηκε ορθός και στα χέρια του άστραψε ή λεπίδα ενός μαχαιριού. Τώρα δέν χαμογε λού,ρτ πιά. — Μέ λύπη (μου· σάς τό λέω!, αναστέναξε. "Αλλά μού Ανέθεσε νά σάς κόψω τον ω ραίο σας λαιμό.
26.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΗΣ ΝΑΝΣΥ
ΕΚΑΝΕ ^ ένα 6ημα προς το μέρος της. Τα (μάτια του λάιμττανε · επικίν δυνοι. ' Η Νάν συ έβγαλε τό , , χέρι από τό συρτάρι. Μάσα στη, χούφτα της ήτα!ν ηοοίυιρνιασιμόνίοϊ* §να πιστόλι. Ή κάννη τοϋ πιστό 'λιου^ σημάδευε τον άγνωστο. Έκεΐνος ξαφνιασμένος στάθη κε και την κύτταζε. 9 Ηταν φανερό πώς δεν είχε λογα ριάσει σωστά. Τά^ασε καί τά ιμάτια του γέμισαν άπόταμα φόβο. —Π έταξε αυτό τό μαχαίρι που κρατάς!, διέταξε μέ φω νή σταθερή ή κοπέλλα. "Αν κάνης πώς φτερνίζεσαι στην άναψα! 5Απάνω τά χέρια! Αυτός ^ υπάκουσε. Πέταξε το μαχαίρι στο πάτωμα. Ή Νάνσυ τό κλώτσησε και τό «μαχαίρι , τρύπωσε κάτω απ’ τό ντ ιβάνι πού υπήρχε στην άλλη άκρη του δωματίου. Με γοργές κινήσεις ερεύνησε τις τσέπες του. Βρήκε έναν έπα^ ναληπτικό έκτοξευτή ακτινών. Κράτησε τό όπλο καί χαμό γέλασε. Ό άγνωστος είχε χάσει τό χρήμα του κΓ έτρε με. — Τώρα μπορείς νά καθήσης !, του είπε. Εκείνη πήγε στον καναπέ καί κάθησε άτέναντί του. Τό πιστόλι της πάντα τον σημάδευε. Μέ τό άλλο τό ε λεύθερο χέρι γύρισε τον δια
κόπτη -τού ραδιοπομπού καί* κάλεσε την Διαπλανητίική Α στυνομία. — ^Αλλό, Τζό!, είπε εύ θυμα όταν πήοε επαφή. Πάρε ένα αεροταξί καί πετάξου οπίτι /μου. Έχω ένα τελευ ταίο κελεπούρι, για σένα! —1 Μιλάς σοβαρά, Νάν συ ! — Καί βέβαια! Είναι κά ποιος που ξέρει σπουδαία πράγματα για τις βόμβες-! —- " Εφτ ασ α Ν άνσο! Ή κοπέλλα έπανέφερε τον διακόπτη στη θέ'σι του καί γύρισε στον άγνωστο έπισκέπτη. Τό βλέρμα του ή ταν καρφωμένο στο χέρι πού κροτούσε τό πιστόλι. · — Λοιπόν 6έν θά (μου πής χρυσέ μδο, ποιος σ’ έστειλε νά μου κάνης αυτή την έπί1σκεψι; ρώτησε ή Νάνσυ. Αυτός προσπάθησε νά χαμογελάση. — Κανείς δεν ·μ’ έστειλε, δεσποινίς !, απάντησε. Μά τό Θεό, σάς λέω, θέλησα, νά α στειευτώ .μονάχα «μαζί σας.' Καί σεΐς^τό πήρατε στα σο βαρά. Σάς ορκίζομαι. — Σταράτα νά ορκίζεσαι, γλυκέ .μου!, τον έκοψε κορο ϊδευτικά τό κορίτσι. "Αφησε •κατά ιμέρος τους όρκους καί πές ,μου' τό όνοι.μα τού αφεν τικού σου! — Γιστί' δέν .μέ πιστεύε τε; έκανε παραπονιάρικα Καί όμως σάς λέω αλήθεια. Ή Νάνσυ τον κύτταξε λο ξά. Τό μισοκακόμοιρο ’ ύφος του δεν μπορούσε νά τή γελάση. — Όκέϋ 1 / εΐπε. Αυτά νά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
■Ί Νάνισυ σιημάδεψε μιέ τό τησπόλι πηις τόιν έπισκέπτη.
27
τά έπαναίλάβης .και σέ κά ποιος πού θά βρίάκεται υστε ρα από λίγο ,έδώ! " Ισως έ χεις ακούσεΐ' νά ,μιιλάνε για τον Τζόε Σέρινταν τον διάσ η μο άιστ ροναότ η ντέτεικτ ιι6ί· ε; Λοιπόν άν σέ πιστέψη αυτός . θά σου ζητήσω κι3 ε γώ συγγνώμην! Πήρε από τό τραπέζι τή σι γαροθήκη της κι3 άναψε τσιγάρο. Γιά ένα δευτερόλε πτό καθώς άναβε' τον άφη σε απ’ τά μάτια της. Κι3 αυ τό ακριβώς τό δευτερόλεπτο έγινε κάτι που δεν τό περί· μενε. Ό άγνωστος μΐέ μ ιά κί νησί πιο γρήγορη κι3 από την αστραπή άρπαξε τή γραφο μηχανή που βρισκόταν στο γραφείο καί τήν πέτ'αιξε άπάνω της. Ταυτόχρονα τινάχτηίκε πλάγιά. Η Νάνον μο-
21
ΥΓΙΒΡΑΝΘΡΑΠΟΪ
λονότι δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στό κεφάλι πρόφτα &4 λ ικαί πυροβόλησε. Μα ή ακτίνα ίτού βγήικίϊ άιτ’ τό ττιστολι της δεν τον άγγισε. Δο κ ι μ ασ έ νά ξανα πυροδολήοΊ]* Ό κακούργος έκανε ένα πήδημα και την πρόφταοε. Γα δόντια του καρφώθηκαν ατο χέρι που κρατούσε το πιστόλι. Τό κορίτσι έβγαλε μια κραυγή πόνου. Τό πιστό λι Ιπέσέ ατό πάτωμα. Εκεί νος ώιριμησε τότε νά τό πιάση. 3 Αλλά ή Νάναν κινηθήΚΙ πιο γοργά. Τό γυμνασμένο κορμί της τινάχτηκε σάγ έλατηριό κάι η γροθιά της έπεσε βαρεία στό πίσω ίμε ρος του κρανίου" του καθώς έσκυβε. Ό κακούργος γρύλλισε καί βλαστημώντας άνωρθώθηκε. Κατάλαβε πώς δεν θά προ φταίνε νά πιάση τό απλό. "Απλωσε τά χέρια του καί τά δάχτυλά του τυλί χτηκαν άγρια ιμ'έ οχιάν άσυγ'κιράτητη^ λύσσα γύρω άιπό τό λαιμό· τής κοπέλλας. — Θά σέ πνίξω, κούκλα μου !, μούγγρισε κα'ι γέλα σε άγρια. Ή Νάνισυ ένοιωσε νά κόβε ται ή αναπνοή της. Βάζον τας σ’ ενέργεια όσες δυνά μεις τής άπόμεναν προσπάθηισε νά γλοστρήση από την τανάλια των χεριών του. Σ’ αυτή την προσπάθεια κυλί στηκαν κι3 οί δυο στό: πάτωμια. τΗταν ένας άγώνας τρα χίύς για ζωή ή για θάνατο. Ή κοπέλλα ήξερε νά παλεύη. 3 Αλλά -κι* αυτός ήταν χειρο δύναμος. Τά δάχτυλά του έξ ακολουθούσαν νά σφίγγουν
τό λαιμό της. ? Ηταν άβύνσ το ν3 άναπνέύση. Κατάλαβε πώς §έν μπορούσε ν’ άντεξη πολύ. Οί δυνάμεις της άρ χισαν νά την αφήνουν. Τά χέρια Της παρέλυσαν καί τό πρόσωπό της άργισε νά μελά •νιάζη. Έχασε Τις αισθήσεις της.
—- Τώρα δεν θά μπόρεσης νά ξαναγράψης έξυπνάδες !, ιμουγγρισε ό κακούργος κι*/έ σφιξε περισσότερο· τά δά χτυλά του γύρω από τό λαι μό της. Αύριο θά σου κά νουν ,μιά ωραία κηδεία οι φί λοι σου. II ΜΙΚΥ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ
ΤΟΥ Τ Η δ^ μιως ακριβώς Ν τή ιστ ιγίμη ή πόρτα Τού δω ματιού άνοι ξε. Ό πιτσίιρ-ΐικος ό Μίικυ φάνηκε στό ■κατώφλι. 5ΕρχόΤαν ^νά πάρη τά χειρόγραφα τρς Νάνσυ καί , καθώς είδε έναν άγνω στο σκυμμένο πάνω· άττό την κοπέλλα νά προστταθή νά την στραγγαλίση, γούρλωσε τά έξυπνα μάτια του. Δεν χρει άστηκε πολύ για νά καταλά-· βη πώς ή μεγάλη του φίλη διέτρεχε έναν θανάσιμο κίν δυνο. Αδίσταχτα ώρμησε. Μέ τρία· πηδήματα βρέθηκε σκαρφαλωμένος στη ^ ράχτ) τού άντρα καί ή μικρή άλλα θαυματουργή γροθιά του κι νήθηκε γοργά. Ό άγνωστος δέχτηκε δυο γερά χτυπήμα τα στό1 κρανίο κι3 ένοιωσε νά
'
ϋ.
ζαλίζεται. Τά δάχτυλά του του* καί τό ^αίμα του βρόντησε βίαια στους κροτάφους του. ξετυλίχτηκαν άιπό τόι λαιμά ΕΤδε τόν κακούργο νά σκύβη του κοριτσιού και βλάστημων στό πάτωμα. Κάτω στό πά τας άνωριθώθηκε. Μέ μαάιν άτωμα ήταν τό πιστόλι τής πότιομη κ'ίίνησι τίναξε άττ* τούς ώμους του τό παιδί Νάνου. Δέ’ν έπρεπε νά τόν άφήση. Γ ιά κανένα λόγο δεν ■και γύρισε καί τό κύτταξε μιέ έπρεπε νά πάρη τό όπλο στά μάτια κόκκινα από τή λύσ χέρια του. Μούνταρε άσυγσα. Ό Μίκυ εΐχε πέσει στο κράτητος. Τό χέρι του κα πάτωμα, Ό άντρας σάιλ,ταρε κούργου εΐχε φουχτιάσει κι3 μέ * μ ιάν έκφρ ασ ι άπαίσ ι α ολας τό πιστόλι. Τό πόδι στό ,μούτρο. Σήκωσε τό^ πόδι καί τό χοντροπάπουτσό του του παιδιού έπεσε απάνω στό χέρι μέ μιαν αφάνταστη δύκατέβηκε μέ δύιναμι πάνω άπτ3 ναμ-ι. Τό τακούνι του παπουτό κεφάλι του μικρού. τοτου του τσάκισε τά δάχτυ — Θά σε πατήσω σά σκου λα τού άγίνώστου. "Έβγαλε λήκι·, κατσαρίδα!, γρΰλλισε; ένα ουρλιαχτό πληγωμένου Μά τό: χοντροπάπουτσό· αγριμιού άπό. τόν πόνο. Τό του βριόιντηαε στο πάτωμα. χέρι απομακρύνθηκε άπό τό Τό παιδί κύλησε σά βαρέλι πιστόλι. Τά "Ελληνόπουλά καί ξέφυγε τό φοβερό χτύ κλώτσησε τό πιστόλι. Τό ό πημα. Εκείνος άφρισε καί πλο τρύπωσε κάτω άπό ^τό σήκωσε τό άλλο του πόδι τραπέζι. "Ο κακούργος μούγγια νά καταφέρη ένα καινούργρ ισε. Τούτο τό μούγγρισμα γιο χτύπημα. Άλλα ο Μίκυ όμως στομάτηρε στη μέση. σαν ένα τόπι από λάστιχο Ή γροθιά τού Μίκυ δέν,τόν πετάχτηκε ορθός. Μολονότι άφησε νά τό άποτελειώση. η 8έσι του ήταν υπερβολικά Μια δεύτερη γροθιά πιο δυ δύσκολη,, έρριξε ενα βλέμ νατή άπό την πρώτη τόν έκα·* μα προς τό μέρος τής Νάνου. νε νά φτύση μερικά δόντια Ή κοπέλλα μέ τά μάτια κλει στό πάτωμα. Δοκίμασε ν στά ήταν ξαπλωμένη ανάσκε άντ ιδράση, Μά ένα τρίτο λα σάν πεθαμένη στά πόδια χτύπημα τάν έστειλε στον τού καναπέ. Τό "ελληνόπουλο άπένάντι τοίχο. Τούτο τό χτύ ένοιωσε μτά παράξενη παγω ττημα ήταν μιά άπό τις υπέ νιά. "Αν ή Νάνου ήταν νεκΙρή, ροχες κεφαλιές πού ήξερε νά δεν έπρεπε τούτος ό κακούρ δίνη ό Μίκυ. Τό παιδί ώρμηγος νά μέίνή ζωντανός νά χά σε σκυφτό καί τό κεφάλι ρη τή νίκη του. Κι3 άν.ή Νάν του βρόντησε, σά βολίδα στό συ είχε πάλι ανάγκη άπό βο στομάχι του κακούργου. Ό ηθεια, τούτος ό άγνωστος θά κακούργος διπλώθηκε στά γό τόν εμπόδιζε φυσικά νά τή νατά του, γλύστρησε ροχα βοηθήση. ^Ητανυ άνάγικη λοι λίζοντας άπό· τάν, τοΐχό πού ττόν νά λειψή, αυτό τό φμττό·διο. Μονομιάς ένας άβάσταείχε στερεώσει τή ράχη του χτος θυμός Φούντωσε μέσα κάί κροπώντας μέ τά δυο χε*
ρια την κοιλιά του σωριαστή κε σαν άδειο σακκί στο πά» τωμα; Ό Μί'Κϋϋ πήρε -μια βαθεΐα άνάσα. Ό κακούργος - δεν σάλεψε* Τό παιδί τάν έδεσε χειροπόδαρα- κι3; έτρεξε στη Νάνσυ. Τώρα ευλογούσε τον καθηγητή τής γυμναστικής, πού τους είχε διδάξει στο σχολείο τίς κινήσεις τής τε χνητής αναπνοής, Το κορίτσι άπό τεχνητή αναπνοή ' είχε ανάγκη τούτη τή στιγμή.. Α μέσως καί χωρίς· ικαθυστέρησι ο Μίικιυ έκανε ό,τι εΐχ;ε διδαχθή. Ή Νάνου άνοιξε τά μά τια. Τό μυάλο της ήταν θολό ακόμα. -— Τί. συνέβη; ρώτησε με άδήνατη φωνή. — Κάποιος θέλησε να σέ κάνη μακαρίτισσα, δεσποι νίς Νάνσυ!, είπε εύθυμα τό παιδί:. Μά δεν πρόφτασε. • Ή ικοπτέλλα θυμήθηκε. Άνασκί,ρτησε κι3 έφερε τό χέρι στο μέτωπό της. —1 Σ3 ευχαριστώ, Μίκυ!, ψιθύρισε. — Τό|ν έχω δεμένο!, είπε υπερήφανα τό 4Είλληνόπουίλον — "Έκανες παστρική δου λε ι ά π ιτσ ιριΐικο!, άκούστηκ ε μια φω,νή. ΕΤσαι όκέϋ! Στην- κάμαρα ^ είχε μπή πριν λίγες, στιγμές ό Σέριντ-αν. 3Άκουσε τήν συζήτηση είδε τον δεμένο κακούργο κάί κατάλαβε. Χαμογελούσε. — Τώιρα μπορώ νά σέ βε. βαιώσω, Μίκυ, πώς^ θά τά κα ταφήρης · πτοίλυ σύντομα νά μπής στή Διαπλανητική ’Α στυνομία, πρόσθεσε. Θά γΤ νης άσσος!
Τό πρόσωπο του παιδιού άστραψε, λ—- ^Μού το έχετε, ύπαρχε* θή, κύριε -Σέρινταν!., είπε. — Καί θά κρατήσω τήν ύποσχεσί· μου! απάντησε σοβαρά αυτός. Ο 6ι4ΜΑΤ0£ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ
% > I.
-Λ
ΑΚΟΥΣΕ μέ προσοχή άπό τή Νάνσυ καί τιόίν Μίκυ τά όσα του διη-· γήθηκσν για τον άγνωστο ικι3 έκανε μ,ιά σύντομη σωματική έρευνα στον λιποθυμ ισμένο συμμο ρίτη. ν Ενα χαρτί που βρήκε στήν τσέπη του .σακκακιού του τον έκανε νά ζαρώση τά μούτρα. —- Είναι ενα τηλεγράφη μα από τόν "'Αρη, είπε. Αυτό μιλάει καθαρά. 3Εκείνοι που προετοιμάζουν τόν πόλεμο στά άστρα έχουν επαφές μέ τή Γή. 3Αλλά καί αυτό τό χαρτί νά μην υπήρχε, μονά χα ή έπίσκεψι τοϋ συμμορί τη εδώ ήταν αρκετή νά μάς πείση ότι κάποιος σατανικός ■νους υπάρχει πίσω άπό όλες άδυτες τίς ιστορίες. Τά όσα είπε στή Νάνσυ γιά τά άρ θρα της φανέρωναν πολλά πράγματα. Κάποιος έγκλημιατίας κατευθύνει τά έξώκο σμα όντα ικάί τά ρομπότ. Ή κλοπή τών ατομικών βάρδων άπό τίς .αποθήκες τού Αϊης Γκί'βενς, ή δολοφονία τού διευθυντού τής Υπηρεσίας Ε λέγχου Διαπλανηττικών Πτή-
>
'*'*
«·
ϋίφ Τζάκ Βάνς, οι ιπτάμενοι δίσκοι πού κάνανε την έμ Φ α νία ί1 τους επάνω· από την Ν·έα; Ύόίρικη, τά σφαιρικά^ άάϊ/Ρ’όίπλοια πού συναντούμε μέ τά τερατώδη- πλάσματα στο διάστημα, τά σαμποτάζ στον 3Άρη και' ή έπίθεσι στη Βάσι Δεκαεφτά πού άπέβλε πε στην κλοπή πυρομαχικών είναι έργα μιας και της αυ τής συμμορίας πού επιδιώκει ν·ά έξοντοόση . τις αποικίες πού Ιδρυσε ή Γήϊνη Κοινοπο λιτεία στους διαφόρους πλα νήτες. · _ "Ερριξε ιμιά ματιά προς τό μέρος τού αγνώστου πού . ήταν δεμένος καί ξαπλωμέ νος στο πάτωμα. Είχε άρχλ σει νά'συνέρχεται. —-Αυτός όμως θά μάς. πή περισσότερα πράγματα !·, πρόισθεσε.· *Ήταν να ξεκινή■ σομμε απόψε γιά τον "Άρη. Ό Χόιβαρτ έχει τή γνώμη πώς έκεΐ κάπου έχει τή φω λιά. του τό φίδι-. Θ’ αναβάλου με γιά λίγο την άπογείωσι. . Θά πάω στον ΐνσπέκτορα σ.ύτό τό μούτρο. Ό Χό-βαρτ θά τον στριμώξη καί θά τον κά νη νά πή τά δσα ξέρει. Κάίι κυρίως εκείνο πού μάς ενδια φέρει περ ι,σσότερο... —· Τό όνομα τού αφεντι κού του!, εΐπε τό παιδί. ---- Ναί/ Μίικυ! Είσαι έξυ πνος και .μπαίνεις μέ τό πρώ το στο νόημά. Πρέπει νά. μάς π ή όσα ξέρει, άλλα κυρίως τό όνομα εκείνου που τον έ στειλε νά κάνη· αυτή τή νυ χτερινή. έπίσκίεψι - στή Νάνσυ. Λύσε του τά πόδια πιτσιρί κο νά τον πάμε παρέα οπόν
ΐνσπέκτορα. Ό μικρός πρόθυμος Ικανέ εκείνο πού τού είπε ό ντέτεκτιβ καί ό συμμορίτης, σηικώθηικε. —- 3Απ3 τά χαρτιά σόυ ευ δα πώς σέ λένε Μάρκ Γούτρεσον, είπε ό ντέτεκτιβ. Αυ τό είναι τό αληθινό σου όνο μα; γ— Ναί, αυτό είναι!, άπτοκρίθη|κε κουνώντας τό κεφά λι αυτός. , _ . —Καί ποιος σ3 έστειλε νά μιλήσης γιά τό άρθρο τής κοπέλλας ; 3Ανασήκωσε τούς ώμους. λ — } Μόνοςί ήρθα! ’ Κανείς .δεν μ3 έστειλε. ^ —^Έν τάξει, γελασέ κάί τον κύτταξε λοξά ό ντέτεκτιβ. Έχω , τόΛ αυτοκίνητό ιμου έ ξω. Θά πάμε παρέα στον ΐν σπέκτορα Χό'βαρτ τής, Δ;α' πλανητικής Αστυνομίας. "Ο σο νά φτάσουμε εκεί ίσως ξαναβρής τή μνήμη σου καί Βυμηθής τό όναιμα τού αφεν τικού σομ! Πρωχώρε ι λοιπόν νά πηγαίνουμε! λ-Πέρασαν τόν ,μικρό κήπο τής Νάνσυ1 καί βγήκαν στο δρόμο. Τό αυτοκίνητο,του Σέ,ρινταν ήταν έκεΐ. Ό Μικυ προχώρησε πρώτος κι5 άνοι ξε την πόρτα. Ό Γουτρεσον πλησίασε · τό αύτοόνητο. Καθώς όμως ετοιμαζόταν νά πατήιση τό σκαλοπάτι νά μπή -μέσα μιά σκιά πού παραμό νευε στο σκοτάδι τινάχτηκε στο πεζοδρόμιο καίί πυροβό λησε. Μιά φλόγα μαχαίρωσε τή νύχτα καί ό συμμορίτης • δέχτηκε κατάστηθα μιά άχτΐνα θανάτου. Ξεφώνισε ήί'
έβγαλε ^ ενάν άφρό ίχττο τό στόμα. "Υστερα σωριάστη κε. Ό ντέτεκτιβ σάλταρε προς το ιμήρος τής σκιάς μέ τό ό πλο στο χέρι. Ή σκιά δμως είχε γαθή. Γύρισε ύστερα α πό λίγο άπρακτος πίσω στο αυτοκίνητο. Ό Μίκυ ήταν σκυμμένος πάνω απ’ τον Γόύτρεισαν: — Γιατί τον σκότωσαν; ρώτησε ό μικρός τον ντέτεκτιβ. — Χμ! Δεν είχαν άλλον τρόπο να του κλείσου; το στόμα, Μιίκιυ! Φοβήθηκαν πώς μπορούσε ν* αποκάλυψη τό δνΟίμα πού μάς ένδιέψερε και τόιν σκότωσαν. ΣΤΏΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΑΡΗ
ΤΟ «,Π ρ ω τεύς» προάγει ώθηκε τό σου ρουπα, υστέ ρα από ένα ή συχο και χω ρίς επέισόΙδ^α ^ ταξίίδ ι στο διάστημα, στο ρεγάλο άρε ι ανό πυραυλοδρόμ ιο. Ό Σέιρινταν, ή Νάνου κΓ ό Μίιικν βγήκαν· από τό άστρότίλριο φορώντας τά σκάφαν δρά τους .με τις συσκευές οξυγόνου. Τό προσωπικό του πυραυλοδραμ,ίου που τους α ποδέχτηκε φορούσε κι’ αυτό διαπλανητικιές φόρμες. Τό ο ξυγόνο στον Άρη είναι α ραιό καί, χωράς σκάφανδρα, κανείς δέν μπορεί νά ζήση ϋτηιν επιφάνεια αυτού τοΰ άΟτ,ρσυ. Γι’ αυτόν τό λόγο τε
ράστιες μεγαλουπαλεις γεμά^ τες^ ζωή καί ικίνησι εΐ^αν κτι στή κάτω από τό έδαφος. Τί πόλεις αυτές τροφοδοτ ου σαν /με οξυγόνο πολλά καί μεγάλα εργοστάσια πού εί χαν χτιστή από τους πρώ τους άιποίίκους επιστήμονες. Στην επιφάνεια δεν υπήρχαν παρά μιονάχσ τά ερείπια των -μεγάλων κτιρίων πού είχαν χτιστή πριν από αιώνες όταν ζούσαν ακόμα οι αύτόχθονες κάτοικοι τού Άρη. ’Εκτός α πό τά κτίρια υπήρχαν οι με γάλες διώρυγες, τά άναμαστά κανάλια του Άρη*, πού έδειχναν τό πέρασμα ενός πο λιτισμένου λαού. Τό παιδί καθώς προχωρούσαν προς την κεντρική είσοδο τής Νεγκάλ, τής υπόγειας πρωτευουσης του ’Άρη, στεκόταν κά θε τόσο καί κύτταζε μέ θαυ μασμό καί περιέργεια γύρω του. — Κιυττάχτε ^κετ ί / φώνα ξε ό Μίκυ δείχνοντας τον ού* ραινό. Δύο φεγγάρια! — Αυτό Το είπαμε κι’ άλ λη φορά πιτσιρίκο!, γκρίνια σε ό ΣέρινΤαν. Είπα πώς ή Γή έχει ένα δορυφόρο: Τή Σελήνη. Ό Άρης έχει δυίό δορυφόρους, δηλαδή δυο φεγ γάρια: Τόιν Δείμο ικαί τον Φόβο. "Ενα μέγάλό ασανσέρ τούς κατέβασε στή Νεγκάλ* "Οταν βγήκαν από τό ασαν σέρ έβγαλαν τιά σκάφανδρά τους. Τώρα (μπορούσαν νά κυκλοφορούν άνετα καί νά α ναπνέουν απως δλοι οί άλλοι άποικοι. Οι δρόμοι φωτίζονταν από αληθινό ηλιακό φώς.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ 7 ο φως αυτό αφού συγκεν τρωνόταν σέ κολοσσιαία τεπόζιτα από την έπιφάνεια του "Αρη τις ηλιόλουστες ήιμέρες, διοχετευόταν κατόπιν με ειδικές επιστημονικές έγκ αποστάσεις στους δρόμους καί στα κτίρια των υπογείων πόλεων. Ή διοχέτευα ί του γ^ι νόταν μέ σωλήνες, κάτι πού θύμιζε τούς σωλήνες «ινέον» πού ήταν μια ξεπερασμένη π·α έφεύρεσι τής Γης. Πήραν ένα ταξί καί εφτά σαν στο μέγαρο τής Διαπλα νητιικής Ασφαλείας του "Α ρη. Ό διοικητής ήταν παλιός ψιλός τού Σέρινταν. Τον ύπ ο δέχτηκε με χαρά . καί τού εξομολογήθηκε τούς φόβους του. -— Τα σαμποτάζ συνεχί ζονται, τού εΐπε. Αύριο θα σου δείξω τα εργοστάσια πού κατ έστρεψαν οι άγνω στοι επιδρομείς. Το μόνο πού δεν μπόρεσαν νά πλησιάσουν ήταν οι εγκαταστάσεις πα ραγωγής οξυγόνου. Καταλα βαίνεις πώς άν συνέβαινε κά τι τέτοιο είμαστε δλο*ι χα μένοι. Αργά τό βράδυ ό Σέριν ταν κό ή Νάνου μέ τίς άστρο ναυτικές φόρμες τους βγήκαν στην έπιφάνεια. "Ηθε λαν νά κάνουν μια νυχτερινή αναγνώριση, τού έδάφους. Σέ μια στιγμή καθώς] βάδιζαν/ ό ένας δίπλα στον αλλον^ εί δαν κάτι παράξενα ^ φώτα στο βάθος τού ουρανού. "Ε μοιαζαν μέ δέσμες προβο λέων. — Κάτι συμβαίνει, Τζό!, είπε ή κοπέλλα.
13
— "Ισως είναι εινας τρό πος συνέννόήισέως αυτός! <ό πά)ντήσε σκεφτικός 6 * νΐέΐΐκτιβ; . .. . , ψ Τά φώτα όμιως σέ λίγο ϊ* σβύσαν καί τό σκοτάδι σκΓ πασε πάλι τον ουρανό·. "Οτκ,ν γύρισαν μια ώρα άργότε^α στή Νεγκ-άλ 'δον είχαν ανακα λύψει τίποτα; * * * Εΐχε πέσει στο κρεββάπ του ό Τζόε, όταν χτύπησε ή πόρτα καί μπήκε στο δωμά τιό του ό Μίκο, ντυμένος με τό· σκάφανδρό τόϋ. “** Β άλτέ τό σκάφάνβιρ σαζ κι5 άκολουθήστε ιμέ Τ(ΰ εΐπε βιαστικά. "Ακόυσα διό ανθρώπους νά συζητούν σι κάτι θά γίινη απόψε στο πιλιό κανάλι. Φαίνονταν πού ύποπτοι. Ό Τζόε φήρεσε το σκά φανδρό του καί σέ λίγο έβγη ναν μιαζί στο δρόμο. Στύ ουρανό δί έκριναν γιά μια σι γμή τίς φωτεινές; δέσμες πύ άναβαν κ5 έσβυιναν. Πήραν ·ναν πλάγιο δρόμο πού ώδκ γούσε ευθεία στο παλιό κανί» λι. — Νομίζω πώς φτάσαμε, είπε ό ντέτεκτιβ. Απότομα όμως ένοιωο ατσκημα. Τό ίδιο κΓ ό Μ’ίκι Κάτι σφύριζε σάν φίδι πάν από τό κεφάλι τους. Κάποιο τγέταξε ενα λάσο. Τό παι£ κν ό θρυλικός ντέτεκιτ ιβ πρί προφτάσουν ν ’ άιντ ι δράσοι βρέθηκαν τυλιγμένοι ,μ’ εν χοντρό σκοινί. Καθώς πάλει αν νά ξιεφύγουν, ακόυσαν β ρειά βήματα πίσω τους. 'ΊΞ να ρομπότ, σωστός σιδερέ
34
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ·,!
νιος γίγαντας, τούς πληισίιασε· Ό Σέρινταν- ένοιωσε· ένα καί τούς ερεύνησε. Πήρε τα παράξενο ιμούδιασμα στο πιστόλια· τους. Ύστερα από .μυαλό. 9Ηταν <τά νά έχανε τό ρομποτ βγήκε ιμιά βραχνή . κάβε ίχνος θελήσεως.- Τό παι φωνή. · ' 5ί ,χλωιμό κατάλαβε πώς κάτι — ΕΤσθε αιχμάλωτοί μου. παρόμοιο συνέβαινε στο μυα5Ακολουθήστε -με. λό του. ΤΕΛΟΣ Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ ’Απιαγ-ορεόεΐται "ή άινοίδηροσίε;σις
Υ Π ΕΡΑΝΘΡΩΠΌΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ
Γραίφεΐα : 'Οδός Άέκΐκα! 22 — ΑΡΙΘ. 5 — Τιμή δραχ. 2 ——Μ—Β————————Β——Μ—Μ— — ——————«Μ — ——— ■ 11 — II ιτι» II ’ π»
—ϊ· —3
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. ’Α'νεμαδουράς, Φαλήρου 41,
Οι
κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης,' Σφιγγός 38. Ηροιστώμένος Τυπογραφείου: Άναστ. Χατζηβασι λείου, Σαπτφοΰς 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεώργ ιάδην, Λέκκια 22 Άδηναι
Τό έπτόμΐ3νο τεύιχοις του ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ τό 6, που Κυκλοφορεί τλν έρίχοιμίεινη Τετάρτη μέ τό«ν τίίτλρ
είναι ενα τεύχος σι'υγ,κίλοιναιστ υκό, γεμάτα άγωινία, ηρωι σμούς κ|α;Ι διριάστ. που θά σάς καταπλήξη! 'Η Γή κινδυνιεύει . άιπο την έτΓΐΐδιροίμΐή νιλαά&ων . ρομπότ, που σδηγούνται οπτά είνία εγκλημσιτικό χέρι ιοαί οιλος ό κόσμος στρέ φει τά βιλέίμιμΐαίτά τον στόιν υπεράνθρωπο .ντίΒΤβκηΓ-ΐίβ Τζόε Σέρινιτίαΐν,, ζητώντας προστασία άΐπό τη Φρίκη τής καταστίροφήις καίΐ του ολέθριου πού τον πέιρ.ΐιμέινιει. (Είναι ενα πιραγίμαιτ ικιό άίρφσίτοόιργηιμια τό επόμενο τεύ χος τού ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ που δεν πρέπει νά· τό χάση κοανείΐς ! . . .
Μ*
Ο ΜΥΡ/ΟΖ ΤΟΥ ΕΡΜΗ
' ΗνΡ/Β. Ρ1ΡΖ,
κ ΓΕΛΑΖΡ/Υ ! ΓΡ πιζιλι.' / ΕρΓΟΖΤΡΧ/β VII ΤΑ Π/0/4 \ > ΜΙ/ΤΡΙ - ν ΓΡ//Γ0Ρ4 .
)
ι//εγτ/ργ?,β/7ο )/ ΘβΜ&Ζ ΕΧΟΥΛί χρρτο/γ/β . Λ ν ΠήΓ/ΑΕν/Η/) ΙΛ β ) \Υ/Ι Υ) ’ (Γ
ζγ/νεχ/ζετ/}/
ΕΠΙΘΕΣΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΓΗΣ
'Ο ντέτε Τ£όε Σέρινταν γύρισε μια βί δα, πού βρισκό ταν στον θώρα κα του χαλύβδι νου ρομπότ. .
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ, 4^
4 ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΟΥ ΡΟΜΠΟΤ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νάχα οι τρεις σκιές βάδιζαν μέσα στη νύχτα ρέ κ απεύθυν α ι προς την προβλήτα τής Τό^ Σ Κ-ΟΤΑΔI δεξιάς διώρυγος. Οΐ δυο σκιές @πήν έττιφ ά ήταν γήϊνοι άνθρωπο·ι: Ό νεια του "Αρη θρυλικός αστροναύτης ντέτεήταν βαθύ καί κτιβ Τζόε Σέρινταν κάί ό μά αδιαπέραστο . κρος κοκκινομάλλης Μίκυ, τό Τά δυο φεγγά τολμηρό καί άφοβο ΈλληνόΡ'α νον, 6 πουλο πού τον συνόδευε στα . Αεΐμος κα,' ό μακρυνά καί γεμάτα περιπέ Φοοος,είχαν χαβή πριν από τειες ταιξίδια του. Φορούσαν μια ώρα στο βάθος του ορί διαπλιανητι,κές φόρμες μέ συ ζοντα καΐ^ στον ουρανό έλαμσκευές οξυγόνου στη ράχη, ττανί, χωρίς νά φωτίζουν, τά γιά ν’ αναπνέουν. Ή τρίτη αοπρα. Ή ατμόσφαιρα από σκιά ήταν ένα ρομπότ, ένας ανθρακικό οξύ, άζοττο και ε μηχανικός άνθρωπος κατα λάχιστο^ οξυγόνο ήταν βα σκευασμένος από χάλυβα. ρεία καί μ-ιά υγρή παγωνιά Τό ρομπότ ήταν στη μέση. σπιλωνόταν σ5 όλα τά γύρω. Δεξιά κι5 αριστερά του ήταν Πέρα μαικρυά φαινόταν ή Γη, ό ντέτεκτιβ καί τό παιδί. Ή βνα,πιο φωτεινό αστέρι από Νάνσυ "Ειβιλγκτον. ή όμορφη τ5 άλλα. μ ελσχοοινή άρραβίωνιιαστ ικ ι ά — Που θά μάς πάη τό ρο του Σέρινταν καί αχώριστη μπότ; ρώτησε ό ΑΛίκυ ρίχνσν σύντροφος κα'ί βοηθός ταυ τας ένα βλέμμα μέσα από τή στον σκληρό άγώνα πού έκα δ ι αφανή πειρ ΐικιεφαλαί α του νε εναντίον των κακουργών σκάφανδρου πού φορούσε τής Γης καί τών άφιλων ά» προς τό ίμερος τού ντέτιεικτιβ στοών, δεν ήταν μαζί τους. Σέρινταν. Νομίζω ότι την έ Τούτη, την ώοα, χωρίΐς νά υ χουμε άσκημα, κύριε Τζό! ποψιάζεται ότι οι δυο ψίλισι Τά λόγια τού παιδιού έφτα της βοίσκονταν σέ δύσκολη θέ σαν στο ύπερηχητικό στοι σι, αναπαυόταν στο πολυτε χείο πού υπήρχε μέσα στην λές ξενοδοχείο «Άρειανόν περ ι κε φ αλ α ία το ύ Σ έρ ιιντ αν Πάλας» στη Νεγκάλ, την υπό καί ό Σέρινταν χαμογέλασε. γεια πρωτεύουσα τού "Αρη —Κανείς δεν ξέρει, πι τσιρίκο, πού θά μάς πάη αυ που είχαν δημιουργήσει ^ οί πρώτοι άποικοι πού είχαν τός ό σιδερένιος ουραγκοτάγ φτάσει σ' αυτόν τον πλανήτη κος. Πάντως, νά είσαι βέβαι από τή Γή. Κοιμόταν κουρα ος ότι δεν πάμε γ;ά πάρτυ! σμένη από τό μακρυνό ταξί Οι δρόροι τού "Αρη μέ τά αρχαία κτίρια, στά όποια έ δι πού είχαν κάνει κΤ οί τρεΐς μαζί μέ τό καταιδιωκτιμεναν καί ζουσαν πρίν από αιώνες οι αύτόχθανες κάτοι κό' διαστημόπλοιο τής Άστρα κοί του, ήταν έρημοι καί μο κής Ασφαλείας- «ΤΊρεοτεύς
?ΗΙί*ΑΝ||ί^η$ί
15 Ηταν ή μόνη φορά που ή άπαυσία τής Νάνου Έβιλγικττον από τή συντροφιά τους δεν στενοχωρούσε ^τόν Τζόε Σέριιν,ταν. "Απεναντίας, .ήταν πολύ ευχαριστημένος πού ή καπέίλλα δεν βρισκόταν μαζί τους. Γιατί τόσο ό Τζόε Σέρινταν δσο και ό ^πιτσιρίκος ό Μίκυ ήταν αιχμάλωτοι του γιγαντιαίου ρομπότ! "Έπε σαν σέ -.μιαν ύπουλη, παγίδα και αιχμαλωτίστηκαν. Είχαν έρθει άπο τή Γή προσπαθώντας ν" άναικαλύψουν τή φωλιά μιας συμμορίας κακούργων, πο-ύ, χρησιμοποιώντας έξώκοσμα αντα και σατανικά μηχα νήματα καταστροφής, πιροετίιμαζαν έναν άγριο πόλεμο στά άστρα, μέ σχέδιο νά ε ξοντώσουν όλες Τις αποικίες πού υπήρχαν στο διάστημα. Πηγαίνοντας αυτή τή νύχτα νά βρουν τά ϊχινη κάποιου πρά κτορος τής συμμορίας, έπε σαν στά χέρια του ρομπότ πριν προφτάσουν ν" αντιδράσουν. Ένα φωτεινό μάτι στο κέντρο του σιδερένιου κεφα λιού του ρομπότ έξέπεμπε μιά παράξενη; καί μυστηριώ (*) Διάβασε τό τηρίο ηγούμενο τεύχος τού «Ύαηερανβρώτηου» ττού Ιχει τάν τίτλο «Πόλεμος τών "Α στρων». *·0 αναγνώστης δεν τηρέπιει να ξεχνά οτι ή ιστορία μας γίνε ται τό &τιος 1980, εποχή δηλαδή ττου τά άστρόπλο'ΐα τής Γης κά νουν τοάθε μέρα ταξίδια στο διά στημα μεταψέροντας έτπβάτες και έ, μι-τορεύματα. Αυτή τήιν έττοχή ή Γή έχει μεγάλες ώργανωμέινες άτττοι κίες σέ πολλούς πλανήτες.
δη άκτι^ο#60 νιζέ κάθε προσπάθεια άνΐπ δράσεως, Και τώρα άκαλουΘούσαν τό ρομπότ άθελα τους*.. * * * χΤό ρομπότ ήταν φανερό πώς έκτελούσε διαταγές κατευθυνόρενο από κάποιον ήλεικτρονικόν έγκέψαλο, πού βρισκόταν ίσως στον "Άρη ή κάπου άλλου πιο μακρυά. Κατηφόρισαν ένα στενό δρόμο και άρχισαν να κατεβαί νουν τά μ ισοκατε στραμμένα από τό πέρασμα των αιώνων γρανίτινα σκαλιά τής δεξιάς προβλήτας τού μεγάλου κανοώ συ. "Ενα πηχτό γκρίζοπράσινο υγρό κυλούσε στο κανάλι αργά. Πιο πολύ έ μοιαζε μέ ακάθαρτο πετρέ λαιο ή λάδι παρά μέ νερό. Στην άκρη τής προβλήτας σταμάτησαν. Τό φοβερό μά τι τού ρομπότ άναψε κι" έσβυσε τρεις φορές κι" ύστερα μέ σα στο σκοτάδι, από την άλ λη όχθη τής διώρυγας, φάνη κε νά ταξιδεύη κάτι πού έ μοιαζε μέ μικρή διαπλανητική ρουκέττα, χωρίς όμως νά πετάη. "Έσκισε τό πα^ύρευστο υγρό υψώνοντας κύματα καί άψρούς πίσω του. Τό^μι κρό σκάφος^ είχε τό χρώμα τού ασημιού καί ήρθε καί στάθηκε στην άκρη τής προ βλήτας, όπως μιά βενζινάκα τος. "Ενα μετάλλινο καπάκι ά νοιξε μόλις σταμάτησε κΓ έ να πλάσμα, πού θύμιζε άνθρω πο, χωρίς όμως νά Ιχη τίπο·
Έ· ίο Ανθρώπινο, φάνιηικιε στο άνοιγμά. *Ηταν ένας μίκρόσω;μας τριχωτός πίθηκος. "Ό χι όμως σαν κ·ι* αυτούς πού υπάρχουν στη Γη. ΗΗτσν κάτι άλλο, κάτι τό έξώικασμ-ο, μέ μεγάλα στρογγυλά -μάτια, μυτερά αυτιά καί μακρύ .μου σούδι. , — ΧρισΤούλη μου!, έκανε ό Μίικυ κΓ ένοιωσε τά δόντια του νά βροντούν σά νά τον παίδευε πυρετός. ΕΤ(μαι ξύ πνιος η ονειρεύομαι; Τί είναι αυτό, θεούλη μου; Ο. Σερμνταν δεν μίλησε. Το παράξενο πλάσμα κούνησε τά χέρια του. Αυτά τά χέρια ή ταν μακίρυά καί λεπτά. "Έκα ναν την έντύπωσι ενός λαστι χένιοσ σωλήνα, πού είχε στην άκρη τρία γαμψά δάχτυλα. Ιο ρομπότ υπάκουσε στο σή μα καί με μιά κίνησι έδειξε στους δυο αιχμαλώτους του τό άνοιγμα τού σκάφους, Ό ντέτεκτιβ κατάλαβε. Πήδησε πρώτος καί μπήκε μέσα στο σκάφος. Τό παιδί τον- άκολού θησε. Τό ρομπότ έμεινε, στην προβλήτα. Τό- σιδερένιο κα πάκι έκλεισε πάλι καί 6 Σέρινταν έρριξε μιά ερευνητική ματιά γύρω. Μέσα στο στε νόμακρο σκάφος πού ■ έμοια ζε με ρόμβο υπήρχαν εφτά ακόμα παρόμοια αντα. Σ’ αυτό τό σκίάφος δεν υπήρχε κανένα φινιστρίνι ούτε παρά θυρο: Σκάφτηκε πώς τό σκά φος θά κυβερνιόταν μέ μηχα νήματα τυφλής ' πλεύσεως:. Τούτα-. λοιπόν * . τά άπαικρμυ στικά πλάσματα μέ την πιθηκοε ιδή έμφ άνισ ι ήταν δ.υνα τών νά έχουν φτάσει σέ τέ
τοιο 6εχ$μ© τελε ιοιτοίήσεώς ώστε νά κατασκευάζουν τόσο λεπτά καί περίπλοκα μηχα νήματα; Στό νου του ντέτεκτιβ ήρ θαν τά λόγια ενός παλιού α στρονόμου^ που είχε μιλήσει σένα ογκώδες βιβλίο τούγια τή ζωή στά άστρα. Ό Σέριν το-/ είχε διαβάσει αυτό τό .βιβλίο του Χάρλοου Σίκλυ γραμμένο στά ί 957. ΕΤιχε πή λοιπόν ό Σίκλυ: «Δεν είμα στε μόνοι μας! Ό κόσμος τών άστρων θά πρέπει νά έχη τουλάχιστον εκατό εκα τομμύρια πλανήτες, που μπο». ρούν λόγω των κλιματολογικώιν συνθηκών καί τών δάμορ φώσεων του εδάφους τους νά θρέψουν ανθρώπους, που, άν δρν είναι εντελώς όμοιοι με μάς στην οψι καί την εμ φάνιση θά έχουν τουλάχιστον νού καί διανόησι Τσα μέ τά δικά .μας άν όχι ανώτερα...» Ό Σέρινταν χαμογέλασε χω ρίς νά 6έλη. "Ωρα, μά την α λήθεια, πού βρήκε νά ψιλοοοφήσή... επί τών σντων του σύμ παντός! Τό σκάφο ς τραντάχτηκε. Κάποιος πύραυλος έκτρξεύτη κε καί ξεκίνησε. Ό Μίικυ ξε φώνισε τ-ρομιαγμένος κι* · άρπάχΤηιοε από μιά χειρολαβή. Αλλά, ήρθαν δεύτερο καί τρί το τράνταγμα καί τό παιδί έ χασε τό στήριγμά, του. Γλύστρήσάν τά δάχτυλά του άτ’ τή χειρολαβή καί κύλισε σάν μιά μπάλα από καουτσούκ στό πάτωμα. Κατρακυλώντας μπερδεύτηκε στά πόδια τών έξώκοσμων πλασμάτων, Μερι
7
'Ό άγνωστος άρπαξε τή Νάνσυ άπό τον καρπό και τα δάχτυλά της πού κρατούσαν τό’ πιστόλι παρέλυσαν.
κιά άιπ’ αυτά γέλασαν μ’ έν·α γέλιο που έμοιαζε1 σά βήχας. Ό Σήρκνταν σηκώιθηικε. Δυο απ’ τά πλάσματα όμως τον τϊιράφίθασαν, " Ετ ρεξαιν; ικ ι5. άνα σήκωσαν το παιδί·. Τό έβαλαν να καθήιση σ’ έναν πάγικο καί άρχισαν νά τό ψάχνουν στά πίλευιρά. στά χέρια, στά πό δια καί στο κεφάλ ι= σά νά ή θελαν νά βεβαιωθούν ότι. δεν είχε σπάσει Τίποτα, Έμεινναν .Ικανοποιημένοι που ό μι κρός δεν είχε τραυματ ισθή καί άρχισαν κι αυτοί νά γε λούν μ’ ένα δυνατό βήχα..
ΥΐίΕΡΑΗ^ηΠΜ
ΤΟ ΡΟΜΒΟ ΕΙΔΕΣ σκά» φας άρχισε νά ταξιδεύη στο κανάλι. Ένα βουητό, άπό τό παχύρρευ στο ύγρό που διέσχιζε ή πλώ>ρη του μέ καταπληκτ ΐιΐ<ή ταχύτητα, έφτανε στ" αυτιά ταυ ντέτεκτιβ. Πού πήγαιναν τάχα; Φυσικά δεν μπορούσε νά ρωτήση: τούς συνεπιβάτες του. Μέ ποιο τρόπο θά ιμπορούσε νά συνεν νοηθή μαζί τους; Σέ ποτά γλώσσα; Ούτε αυτοί θά ήξε ραν βέβαια αμερικάνικα ούτε έκεΐνος τή γλώσσα τού πλα νήτη· στον όποιο ανήκαν. Μπο ρούσε νά διαπίστωση όμως ό τι οι διαθέσεις τους δεν εδει χναν εχθρικές. Μέσα στά .με γάλα στρογγυλά μάτια τους υπήρχε κάτι αόριστο, δεν μπορούσε νά καθορίση αυτή τη στιγμή τί ακριβώς, που τον καθησύχαζε. Διεπιστωσε πρώτα—πρώτα ότι δεν κρα τούσαν όπλα. Αυτό σήμαινε πολλά πράγματα. "Έπειτα τό ενδιαφέρον πού έδειξαν για τό Μίκιυ, όταν κατρακύλησε κατά τήν εκικίνησι τού σκά φους στο πάτωμα, επιβεβαί ωνε τις σκέψεις του. Πρόσεξε πώς τον περιποιήιθηικαν. ’Άν τά αισθήματα τους ήταν ε χθρικά δεν θά φέρνονταν μέ την σχεδόν πατρική αυτή τρυ φερότητα στο παιδί. Δεν υ πήρχε λοιπόν αμφιβολία πώς έπρεπε νά περιμένη γιά νά
δράση·. Νά όεβαιωθή πρώτα γιά τις προθέσεις των έξώκο σ'μων αυτών όντων. Τώρα, φυ σικά, βρισκόταν σέ πολύ κα λύτερη θέσι, μολονότι ταξί* δ ε οέ πρ ό ς μ ιάν άγνωστη,^ ο ι εύθυνσι κλεισμένος σ3 έναν μεταλλικό ρόμβο μ3 αυτή τήν παράξενη παρέα, από όσο βρισκόταν λίγο νωρίτερα ύπό τήν έπίιδρασι τής ακτινοβολί ας τού χαλύβδινου τερατόυορ ου ροιμπότ. Πρώτα—πρώτα, έν ήταν δεμένος. Τόσο ό Μί κυ όσο κι3 αυτός: είχαν τά χέρια ελεύθερα. Εκείνο τό παράξενο μούδιασμα πού έξουδετέρωνε τή θέλησί του εί χε χαθή. "Ένοιωθε άνετα καί ήταν έτοιμος νά παλαίψη,^ αν παρουσιαζόταν ανάγκη. ^Η ταν βέβαιος, άν καί δεν εί χε κανένα όπλο μαζί του, πώς σ’ έναν αγώνα σώμα προς σώμα θά μπορούσε νά νικήση τους οχτώ αυτούς άνθρωποειδεΐς τριχωτούς κατοίκους τού αγνώστου άστρου μέ τά μεγάλα μάτια. -αφνικά σταμάτησε νά σκέ πτεται. Τό βουητό τού νερού άπάνω στο όποιο ταξίδευε τό σκάφος έπαψε νά άκουγεται·. Κατάλαβε πώς ή ρου* κέττα άφηνε τό κανάλι καί σηκωνόταν στον αέρα. Έρρ ι ξέ ένα βλέμμα προς τό πλά σμα πού καθόταν μπροστά καί χειριζόταν^ τούς μοχλούς καί τούς διακόπτες τών μηχανημάτοον πόρε ί ας. 9 Η ταν σκυμμένο επάνω άπ3 τούς διαφόρους μετρητές καί πα ρακολουθούσε μέ προσοχή τήν κίνησι τών δεικτών. 5Απο τομα όμως άνσσήκωσε τό κε·
φώλι. Κάτι γύρισε κβί είπε β'οοστικά στους άλλους κου νώντας τά λεπτά χόρια του. Ή φωνή του έμοιαζε μέ γρύλ λισμα. Αυτό τό γρυλλισμα ό μως περιείχε κοφτούς φθόγ γους. 9 Ηταν ίμια! παράξενη γλώσσα με δισύλλαβα και μο νασύλΙλαβα. Οι άλλοι εφτά απάντησαν μέ τον ίδιο τ-ρόπο και τινάχτηικαν όρθιοι άπί τούς πάγκους οπού κάθονταν. 5/Αρχισαν νά τρέχουν εδώ κι5 έκεΐ. Ό Σέρινταν πρόσεξε πώς τά μάτια τους είχαν γί νει ανήσυχα. Ό Μίκυ έτρεξε κοντά στον ντότεκτ ι€· φοιβισ μόνος. — Τί πάθανε, κύριε Σέρ ινταν; ,ρώτησε. Ό ντέτεκτιβ άινασήκωσε τους ώυους. Δεν μπορούσε νά ξέοη τί έπαθαν. ^Ηταν βέβαι ος όμως δτι κάτι ασυνήθιστο τους συνόβαινε που τούς νέμ ιδε άνησυχ ία. Ακούστηκε υιά σειρά άτό ξερούς ρετάλιλικούς κρότους και ό Μίκυ γούρλωσε τά μάτια του γέ ρατος εκπληξι. Στά πλάγια του σκάφους άνοιξαν στρογ γυλά παράθυρα το ία σέ κάθε πλευρό. 5Απ’ τά παράθυρα αυτά ξεπετάχτηικαν ποός τα έδω κοντές κάννες οπλών πού έυοιαζαν ρέ γωνιά. Ταυτό χρονα μια οοθη σιδερένια σκάλα κοπιάστηκε από την ο ροφή. Επάνω από τό τελευ ταίο σκαλοπάτι στην κοουΦη της σκάλας η όοοφη άνοιξε κι5 ένα τετράγωνο άνοιγμα σγεδιάστηκε. "Εξω από τό ανοιγρσ αυτό ό Σέοιντα,ν είδε τά άστοα που έλαμπαν μέσα στή νύχτα. Ένα από τά πα
ράξενα πλάσματά σκαρφάλω σε σάν αίλουρος στή σκάλα κρατώντας στον ώμο του ένα παράξενο μηχάνημα πού έ μοιαζε μέ προβολέα. Κάποια γεννήτρια άρχισε νά δουλεύη Ρ-ΐέσα στο σκάφος πού άρχι σε νά τρέμη σά νά δεχόταν μ ιά ήλεικτρ ική έκκένωσ ι... * * * Τά μάτια τού ντέτεκτιβ πήραν ιμ ίσον έκφροοσι ανησυχί ας. Τώρα άοχισε νά κατάλα βα ίνη. Μέ δυό πηδήματα βρέ θηκε πίσω από ένα πλαγινό άνοιγμα. Τό πλάσιια πού στε κόταν στο πσοάθυοο αυτό κρατώντας τό δττλο πού έμοια ζε σάν χωνί δεν έδειξε κανέ λα ένδιαφέοον γιά την πα ρουσία του. Ό Σέαινταν εοΡίξε ένα βλέαμα πρόο τά έ ξω κι5 αναρρίγησε. Τ<ά πο:άγματα ήταν πολύ πιο άσκη·υ·α άπό δσο είχε λοναο’άσει. Πόντε σ Φ α ιρ ικά άστ οόπλο σ κ υνη Υούσαν τό οοιι βοε σές σκάρος τουρ (*). Μια βαθειά ρυτίδα σύλάκωσε τό υέτωπρ του ντέτεκΓΓί'β. Αυτά τά Τδια άατοό'ττλο.ι/τ, ή εντελώς διυο>α μέ αυτά ήταν εκείνα πού εί χαν έπιτεθή εναντίον τού «Ποιωτέως I I» ττσίν άπό λ'Γγεο 'υόιοες οπό δ'άστηιΐισ Λεν του ειιενε καμυιά άυΦ πηολ ία πώς μέσα στά σΦΡΌ'κά συτά: σκάώη ύπηρνσν πάλι εκείνα τά τ^οατοΊΐΙοιοΦα όντα ισ τά μενάλα στοοννιΛά· κεφάλια καί τά λεπτά πη^ια καί νέ~ ρια. Είχαν νά κάνουν λοιπόν "*) Δ< τπ ·πιοοηνούυιρ·ν© τσΎο ς τ«Γι 1 Υο^ηυ .αρ τον τίτλο «Πόλεμος των 'νΑστρων^,
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
πάλι ιμέ τούς έξώκοσμους αυ τούς κουρσάρους του διαστή ματος τού ήταν φοβεροί και ά-συγ'κρ άτ η,το ι στις έπ ιθέσ ε ι ς τους. "Ίσως είχαν κιάπτ,όιά πείρα άπό τις επιθέσεις αυ τές. Και ό μέν «Πρωτεύς», τό καταδιωκτικό τής Λ ι απλά νητ ικής ' Αστυνομ ίαςχάρ ι ς στην τόλμη καί την εξυπνάδα τής Νάνσιυ, στ αν αυτός ήταν βαρειά τραυματ ισμένος, ^μπό ρεσε νά ξεφύγη τό θανάισ .μο κίνδυνο, τούτο- εδώ όμως τό ρομβοειδές σκάφος δεν ,μπο ρούσε νά δ α8έτη τά τ&λειοπο ιημένα μέσα άμύινης που δ-έθετε τό άστρσπίλαιο τής Γής. _ Αλλά δεν υπήρχε καιρός για δισταγμούς. 5Εκείνο πού μπορούσε νά διαπίστωση και εκείνο για τό όποιο ήταν βέ βαιος τώρα ήταν ότι- οΐ συνταξιδιώτες του, και αυτός ψυ σ κά μαζί τους, * κννδύνευριν άπό τά σφαιρικά αυτά κουρ ά άρικα άστρά τ;λο · α. 5 ΕχεΤ ο έπίσης, γιά τό οποίο δεν εί χε κομμά ά άρσιβολ.ία ήταν δτί τ ά άνθρ ωποε :5ή τρ ι χωτ ά ’ π λά σ;μ ο.τ α' δεωιοο υσ αν θανάσ: μοος εχθρούς τούς κουρσά ρους. Άλλα και γιά την Γή ινη Κοινοπολιτεία οΊ κουρσά ροι αυτοί ήταν εχθροί επικίν δυνοι. Τό καθήκον του ήταν λοιπόν άνεξάρτητα μέ τό τί έπιτοίχε το νά έποποιλουθήτη,.νά πολειμήση στο πλευιαό έκεί νων που κινδύνευαν τώρα." -αφνκά τό σκάφος κλονίστηκ ε. νΑστοαψαν, π ροε ρχό μονές άπό δ'ιάφοοεο κατευθύν σεις πύρ'νες. ευθείες που μα χαίρωναν τό σκοτάδι. Τά κο
φτά (μονοσύλλαβα και δισύλ λαβα τών έξώκοσμων πλαομά των γέμισαν τον αέρα. Ήσαν διαταγές πού δένονταν" βιαΡ· στικά. Τό ρομβοειδές άστρο πίλοι ρ· συνεχίζοντας τον ίλιγγιώδη, δρόμο του έστειλε την άπάντησί'. Τό σκάφος, τραντά χτηκε πάλι, άγρια. Πράσινες φλόγες πού ξεκίνησαν άπό το1/ προβολέα, πού βρισκοι** ταγ στο επάνω μέρος τουΛ τύ λιξαν ένα άπό τά σφαιρικά -κουλούρια. Γρολλίσματα χα ράς καί κοφτός βήχας ακού στηκαν. Σχεδόν αμέσως όμως αντήχησε μια πνιχτή κραυγή κι5 υστέρα άλλη, κΓ άλλη. Τρ'εΐς άπό τούς συνταξιδιώ τες του Σ έρινταν ’ έπεσαν άνάσκελα ° χτυπημένο, θανάσ ι μά άπό τίς αχτίνες των κούρ σάρικων. Ό ■ ντέτεκτί'β ώρμησε στο παράθυρο πού βρέθη κε μπροστά του. Είχε δή τόν χε,ρ.σμό του όπλου καί ήξε ρε τί έπρεπε νά κάνη. Ό πυ ροβολητής,, που ήταν νεκρός τώρα, χειριζόταν πριν χτυττηθή ένα 5 ακόπτα Τό δάχτυ λα. ταυ Σέρινταν πίεσε τόν δακόπτη. .Άπό την κάννη του όπλου πού έμοιαζε ' μέ χων ι ξ ε π ετ άχτ ηκαν π ράισ' νες φωτεινές - μπάλες. Οι φωτει νές μπάλες χτύπησαν τό έξωτ εο κρ π εο ί βληιμ α ενός σφ α ι ρ 'κού άστροπλοίου. Τά μάκ τ α ταυ φεγγοβόλησαν καθώς είδε νά· πυοαχτώνωντα' καί νά λυώναυν τά σημεία του κουο» Ο ά οίκον επάνω, στά οποία εί χαν πέσει οΐ μπάλες, -σνάπιααε'τόν 'δ αιχότττη σηυαδεΰ όντας-.άλλο σφαιρικό άστρο» πλοίο.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
"Ενα παράξενο έξώκοσμο πλά σμα μέ τριγωνικό κεφάλι, που κατέληγε σέ ρυγχος φάνηκε στην
πόρτα,,.
.
11
— Αυτό άφηρέ το γιά μέ να, κύρα ε Σ έρ* ;ντ αν! Μέσα από την περικεφα λαία πού φορούσε, τό ήχητ ικό μηχάνημα έπιασε τή ς>ωνη του Μίκυ. Μέσα σ' αυτή τή φασαρία πού γινόταν είχε ξε χάσει τό παιδί. Τό 1 Ελληνό πουλο άμως τον είχε μιιμηθήι. Χωρίς νά διστάση, όταν είδε τούς τρεις πυροβολητές τον έναν υστέρα από τόν ^ άλλον να.· πέφτουν νεκροί, πήρε τή θίσι τού ενός απ’ αυτούς καί άρχισε νά ρίχνη. Ό ντέτεκτιβ γύρισε και τόν είδε. — Έντάξε ι, πιτ σ ιρΐικο·!, τού φώναξε γελώντας. Στο ά· φήνο. /ΑίΛλ-ά ΒεΛω παστρική δουλειά. Περισσεύουν τρία α κόμα γιά μένα. .. Απότομα όιμως κάτι-έγινε κι- ή φωνή· του. χάθηκε ιμέσα σ’, ένα φοβερό πάταγο. Φο βερός κρότος από σιδερικά πού ' έσπαζαν κα.1 γυαλιά πού θρυμματίζονταν γέμισε ' τόν αέρα. Τό εσωτερικό του ροιμβοε'ιδούς σκάφους . βυθίστηκε στο σκοτάδι·. Τά φώτα έσβυσαν. Τά έξώκοσμα όντα γρύλ1λιζαν τρομαγμένα. — Θαρρώ πώς φάγαρε κά ποια γερή, κύριε Σέρινταν!, φώναξε τό παιδί. — Αυτό νομίζω κι* εγώ!, απάντησε ό .ντέτεκτιβ πού εί χε πέσει ανάσκελα καί σηκω νότον. ' *Έχώ τή γνώιμη, πώς μέ -μια δεύτερη θά γίνουμε μακαρίτες. ' ., Δεν είχε τελειώσει τή φρά· σι. του άκό|μα όταν ένα και* νούργι ο τράνταγμα- π ιό δυ
η νατό απτό το άτρωτο συγκλό νισε τό σκάφος. 3 Ακούστηκαν εκρήξεις,. Ό ντέτεκτιβ είβιε τό σκάφος ν3 άνοίίγη στά δυο, ν/ά κόβεται στη ,μέση σά σπιρτόξυλο κι3 ένοιωσε τον έαυτό του να ιεκσφενδονίζεται σαν ένα σακκί στον αέρα. Με ρικά ιμέτρα πιο εκεί -είδε τον Μίκυ μέσα στην αστροναυτι κή φάρμα του νά στριφογυρίζη σαν μπάλα και νά πέφτη στο κενό. Ή καρδιά του βροντήξε βίαια. Κατάλαβε πώς δλια είχαν τελειώσει. Κάτω από τα πόδια του είδε νά δισγρά φωνται τά βουνά, οι διώρυ γες και οι κοιλάδες του "Αρη. Δεν εΐχαν βγή στο διάστη μα και βρίσκονταν άκόιμσ μέ σα στην άκτΐνα έλξεως τής ατμόσφαιρας του. Μά αυτό δεν είχε καί ρεγάλη σημασία. Στο σημείο που είχαν φτάσει τά πράγίματα δεν υπήρχε ελ πίδα σωτηρίας. Τά σφαιρικά κουρσάρικα άστρο πλοία εί χαν κερδίσει τό παιχνίδι καί συνέχιζαν τον ίλιγγιώδη δρό μο τους προς τό άγνωστο ά στρο όπου θά ήταν σίγουρα ή βάσι τους. Ό διάσημος ντέτεκτιβ Σέρινταν, ό φόβος καί ό τρόιμας των κακουργών καί ό -μικρός σύντροφός του, τό τολμηρό καί άφοβο Έλληνόιπουλο τής Νέας Ύόρικης, ό κοκκινομάλλης Μίκυ, ήταν χα ιμένοι... ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Η ΝΑΝΣΥ "Εβιλγκτσν &> Ττινη^ε &τό Ιναον έλσφρό θά=
ροβο πού ακούσε. Σαν κά ποιος νά βάδιζε ,μέσα στο δωμάτιό της. "Ανοιξε τα μάτια χωρίς νά σαλέψη καί στήλωσε τ3 αυτί. Μέσα ατό μεγάλο αίρειανό ξενοδοχείο, πού είχαν έγικατασταθή ,μέ τον Σέρινταν καί τον Μίκυ όταν έφτασαν από τη Πή, ή ξερε ότι. δεν δ ι έτρεχε ικανέναν κίνδυνο. Ό ντέτεικητβ άλλω στε κοιμόταν στο διπλανό δώμ'άτ ιο καλ σέ περίπτωσι πού θά συνέβαινε τίποτα, θά έπεινέβαινε κερσιυνοβόλα νά τήιν βοηθήση. Ό νους της δεν πήγε καθόλου: στο ότι ό Σέριινταν κι3 ό ιμικρός φίλος του •μπορεί νά είχαν ξεκινήσει πριν από λίγο για την επι φάνεια τού πλανήτη. Γίερίμενε λοιπόν νά ξεχωρίση καλά τόιν θόρυβο κι3 ύστερα, όταν βεβαιώθηκε πώς κάποιος βρι σκόταν ιμέσα στην ικάμαρ-ή της, άφησε τό δεξιό της χέ ρι νά γλυστρήση κάτω από τό ^μαξιλάρι καί φούχτιασε τό μικρό της πιστόλι των ακτι νών πού δεν /άΐπΐύχιωιρ ιζρπάν ποτέ. Ταυτόχρονα ;μέ τό α ριστερό της γύρισε τον δια κόπτη κι3 εινα διάχυτο φως ήλιου από αόρατες απλίκες πλιηιμμύρισε την κάμαρη. "Α κούσε ιμιά κραυγή έκπληξεως καί είδε στη ιμέση τής κάμα ρης, έναν άντρα. Ό νυχτερι νός επισκέπτης ήταν ντυμένος όπως οι Γήινοι. Δεν φορούσε καπέλλο καί φαινόταν νά εί ναι κι3 αυτός ένας από τούς ενοίκους του ίδιου ξενοδο χείου. Στο χέρι του κρατού σε ένα πιστόλι. Είχε ιμπή |ΐέ
άντικλίδΐδι σίγουρα στην κά-
γηηΡΑΗ&ψηηοχ μαρη, γιατί ή Νάνου θυμό ταν πολύ καΐλα πώς ποίν τπλα γάση, να κοιμηβή είχε κλειδώσει εσωτερικά την πόρτα. Τό ξαφνικό άναμμα του φωτός θάμπωσε τον άγνωστο κι* ανοιγόικλεΐισε βιαστικά τα μά τια. Αυτής ακριβώς τής στι γμιαίας αδυναμίας του έπωφελήΘιηκε ή Νάνσυ καί, πρ'ιν προφτάση· να σηκώση τό χέρι τιου νά πυραβολήστν τον ση μάδεψε μέ τό όπλο της. — Π έταξε αυτό τό παιχνι δάκίΐ που κρατάς!, τον διέταξε.’Άν άριγήσης περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο Οά πυ ροβολήσω. ΓΙέταξε τό πιστόλ; σου κι5 άττάνω τλ χέρια! Ό άνδρας ? δίστασε για ,μιά στιγμή. ’Αναμέτρησε ρμ»9 ένα γοργό βλέμμα τή θέσι του καί βρήκε πώς τό^πΐό σω στο ήταν νά κάνη: εκείνο που τον διέταξε ή κοπέλλα. Μέσα στά μάτια της -είχε διαβάσει την άιπόφασι νά τόιν ξεκάνη,. Δεν αστειευότανε. .ιΓΊέταξε στο πάτωμα τό πιστόλι καί σήκωσε τά χέρια. — Όκέϋ!, εΐπε χαμόγελών τας ή μελαχροινή άρραβωνια στικιά του ντέτεκτιβ. Τώρα είσαι φρόνιμο παιδί. Πήδησε από τό κρεββάτ ι έρριξε κάτι επάνω της καΐ^φό ρεσε^ τις γόβες της. ^ Πήγε κοντά του, μέ τό πιστόλι πάν τα στο χέρι, καί τό βλέμμα της καρφώθηκε έρευνητ ικά μέσα στά μάτια του. — Καί τώρα πες μου, φί λε, ρώτησε. Ποιος σ5 έστειλε καί τί ήρθες νά κάνης έδώ μέσα! Ό 5γνο;ιστος κάτι πήγε νά
πή. ^Ανοιξε το στόμα του, μά σχεδόν άμέσωο έκανε κά^· τι που δεν τό περίρενε ή Νάν συ. Καθώς κρατούσε ψηλά τά χέρια του-, πραγματοποί ησε μιά κίνησι αστραπής. Τά χέρια του κινήθηκαν απί στευτα γοργά καί φοόχτιασαν τους καρπούς τών δικών της. Τά δάχτυλα ιδιαίτερα του δεξιού χεριού του ^ έκα ναν μιά φοβερή λαβή ζίου— ζίτσου, ένα άπ* τά άπειρα κόλπα τής ιαπωνικής πάλης, πού μπορούν νά συντρίψουν τά κόικκαλα. Ή Νάνσυ δεν πρόφτάσε ν’ άντιδράση. Πό νεσε καί τό ποόσωπό της συσπάστηκε. ’Έβγαλε μιά κραυ γή καί τό πιστόλι της γλυ~ στρησε άπό τή φούχτα της κι5 έπεσε στο πάτωμα. Ό ά γνωστος γέλασε σαρκαστι κά. Ή κοπέλλα αμως κάνον τας μιαν υπεράνθρωπη προσ πάθεια τίναξε προς τά πίσω τό λαστιχένιο κορμί της, ξέφυγε απ’ τή λαβή καί ή γρο θιά της διέγραψε ένα τόξο στον αέρα. Σάν άστροπελεκι έπεσε ή γροθιά του κορι τσιού ανάμεσα στά δυο φρύ δια του άγνωστου κι* ό άγνω στος κλονίστηκε σάν μεθυ σμένος. Ή Νάνσυ ώρμησε νά πιάση τό πιστόλι της. 'Όμως εκείνος προβλέποντας # αυτή τήν κίνησι ρίχτηκε απάνω της. Ή Νάνσυ ξέφυγε κι* ετρεξε στήν μεσόπορτα πού χώριζε τό δωμάτιό της άπό τό δωμάτιο του Σέρινταν. Φούχτιασε τό πόμολο. — Τζό!, φώναξε. Βοή θεια, ΤζόΙ Ό άντρας έηρεξε ττίαφ
14.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
της και την άρπαξε από Ή ' Νάνσυ έκανε μηχανικά τους ώμους. Άλλα ή κοπέλλα δ,τι τής εΐπε. Κατάλαβε ότι είχε^ προφτάσε ι σ’ αυτό τό με ήταν μάταιη κάθε άντίστσσι. τάξύ ιν5 οανοίίξη' την πόρτά. Ή. Φόρεσε τή φόρμα της. Την πόρτα άνοιξε και μια λουρί ΐδ ι α' στ ιίγιμ ή . ό άγνωστο ς ά νο ι δα άπό ψώ-ς πού έριχότσν α ξε ένα βαλιτσάκι πού εΐχε πό τό δωμάτιο της Νάνου έφέρει μαζί του καί φόρεσε τή πεσε στην κάμαρη του ντέτε- δ ι κή του. κτιβ. Τό κορίτσι αναρρίγησε. • —- Και τώρα μη δόκιμά" Το ικιρείβιβάτι ήταν άδειο-. Ό σης νά. κάνης την - έξυπνη !, Σέρινταν δεν ήταιν εκεί.. Τά τής είπε, θά βσδίζης ήσυχα μάτια της γέμισαν έκπλη,ξι δίπλα μου σαν νά >?ιιΐαι.ό άρ κι* σνια αίσθημα φόβου την ραί|ωνι αστικός, σου. (Μέσα κυρίεψε. Γόρισε · απότομα. · Τό άπό την περικεφαλαία δεν θά βλέμμα του 'ώγνώισπρυ έλαμ φαίνεται τό· ωραίο πρόσωπό πε παράξενα. Την -έσπρωξε μου; Κι3 'έτσί δλοι θά ύπΡθέβίαια προς την κάμαρη τη:ζ σονν πώς πηγαίνεις^ μεστόν πάλι. μνηστήρα, -σου νά κάνης έναν —- Τ3 άστεΐα σωθήκανε, όρχμοιντ ικό περίπατο, τη φεγ μορφονιά!, μούγγρισε. γαρόλσυστη αυτή βρσδυά. Ή Νάνσυ έκανε λμείρικά βήματα προς τά · πίσω σαν χαμένη. Ή απουσία του ντετΐεκτιβ την εΐχε ζαλίσει. 3Α Η ΝΑΝΣΥ πό τό νού της πέρασαν ένα δεν μίλησε. Ό πλήθος άσχημα^ προαισθήμα νους της ήταν τα. Ό άντρας έσκυψε και μά στον Σέριινν ζεψε τά πιστόλια, τό δικό ταν. "Αν.· 6 ντε του καί τό δικό· της, άπό τό τεκτι β . ήταν πάτωμα. Έρριξε τό ένα στην αίχμάλω τος τσέπη του και με τό άλλο ατά χέ ρ ι α στο χέρι τη σημάδεψε. —- Τώρα μπορώ ν’ απαν των κακούργων πού ώργάνω; · σαν την απαγωγή της, ήθελε τήσω στην έοώτησι. πού μου νά βρίσκεται κοντά του. Ό έκαΜες π,ρ.ίν!,. · /γρύλλισε. ένας θά μπορούσε νά βοηθή-' "Ηρθα λοιπόν νά σέ πάρω να ση’ τον- άλλον. Βγήκαν άπό κάνουμε ιμαζί στην επιφάνεια ένα περίπατο. Κι3 άπό έκεΤ το μεγάλο χώλ. τού ξενοδο πάλι θά κάνης μέ άλλη, πα χείου. ’Έξω άπό τό ξενοδο ρέα, ένα ταξ ιδάκι κάπως π ιό χείο ήταν στσμάτημένο .ένα μακρυνό. Άντε λοιπόν, ντύ αεροταξί. Μπήκαν μέσα καί ύστερα άπό λίγο έφτασαν σου τώρα! Φόρεσε τη φόρμα στην μεγάλη αίθουσα άνομα·σου ιμιέ την περικεφαλαία, γιατί θα περπατήσουμε κάμ νής τών ασανσέρ τής 'Ν.αγ-· ποσο σέ περιοχές όπου δέν κά\ πού -άνεβρκατέβαιναν· χολ ύπάρχυ όξυγόνο. ρίς νά. σταματούν νύχτα καί
ΥΠΕΡΑΝΦΡβΠΦΣ μέρα. Ή αίθουσα ήταν σχε δόν έρημη.· Λιγοστοί ύπάλλη,λοι που είχαν .υπηρεσία στο πυραυλόδρόμιό υπήρχαν εκεί καί κουβέντιαζαν, ·*Ησαν ντυ μένοι κι3 αυτοί μέ φόρμες κι’ έτσι ή παρουσία τής κσπελ λάς ,'καί του αγνώστου, με τις περικεφαλαίες καί τίς συ σκευές ^ όξυγόΜοο' ρτή ράχη: δεν τους παραξένεψε.. · — ΓΙροχωρήτε ?, διέταξε χαμαλ-άφωνα ό συμμορίτης. Ή κοπέλλα μπήκε σ' ένα ασανσέρ κι5 εκείνος .την ακο λούθησε. "Υστερα από δέκα λεπτά, ήταν στην επιφάνεια: Περπάτησαν στους έρημους δαρμούς καί σέ. λίγο έφτασαν οπτό ένα «μονοπάτι στο πίσω μέρος τής πλαγιάς ενός γρα νίτινου λόφου. Πίσω από τό λόφο κάτι γυάλιζε μέσα στη νύχτα, Ή ιΝάνσυ ένοιωσε σαν ένα χέρι νά σφιίγγη, την καρ διά της. Αυτό τό κάτι ήταν έ να σφαιρικό άοτρόττίλοιο. Ή κύπελλα τό αναγνώρισε αμέ σως. ^Ηταν ενα διαπίλανητίκό. σκάφος ούτό ©κείνα που, πριν λίγες ιμέρές είχαν πραγματο ποιήσει την άγρια έπίθεσι εναντίον του αστυνομικού δ ιαπλανητοπίλοίοο - «Πρωτευς I 1». Κιοντοοτάθηκε, ιμά εκεί νος πού την συνώδευε την υπο χρέωσε νά προ,χωρήση. Μέ α βέβαιο βήμα ή Νάνσυ προ χώρησε. Είχαν, φτάσει αρκε τά κοντά πια όταν από τό μυστηριώιδές άστρόπλοιο φά νηκε κάτι σαν μια αχτίνα φω τός. Τό φως έγινε απότομα ένας φωτεινός χείμαρρος. "Ε να κομμάτι άπό τό εξωτερικό • π®ρίι§λημ® τής. Σφαίρας ϋ’
χώρησε προς τά μέσα καί ' α πό τό εσωτερικά της ξεχύθη κε ένα άσπρο "δυνατό φως. 5Από τό άνοιγμα ρίχτηκε μια σκάλα. Ό άγνωστος έσπρωξε τό κορίτσι προς τη σκάλα. Στην κοουψή τής σκάλας ανάμεσα στ ό . φώφ, ικ ινιΐό'νταν κάτ ι> πα ράξενα πλάσματα.. 9Ηταν τά ίδια εκείνα όντα μέ τό σφαι ρικό κεφάλι καί τά λεπτά χέ ρ.α καί πόδια πού τους .κυ νήγησαν στο διάστημα, όπου ταξίδευαν μέ τό καταδιωκτι κό τής "Διαπλανηπτκής Άστε νομίας. Μέσα άπό την διαφα νή περικεφαλαία τού σκαφάν όρου της είδε ένα ’ απαίσιο χαμόγελο νά · σχεδιάζεται οπό πρόσωπο τού συμμορίτη πού την συνώδευε. —- Σου εύχομαι καλό τα ξίδι ί', τής είπε κοροϊδευτικά. Κύτταξε να είσαι φρόνιμη ε κεί πού πας, "Οταν.μάθησή παρέα σου σέ τί χέρια βρί σκεσαι θά φρονκμέψη. κι5 αυ τή. Ό φίλος σου ό Σέρΐινταν 6ά πάψη: νά κάνη· αταξίες γκχ τί θά ξέιρη πώς την έχεις ά σκημα. Τ5 αφεντικό θά τού στείλη τηλεγράφημα,' Ή Νάνσυ γύρισε καί τον κύτταξε. "Ωστε ό ντέτεκτιβ δεν ήταν αιχμάλωτος στά χέ ρια των άπαγωγέων, της;· Κά τι φτεροκόπησε ανήσυχα μέ σα της, Μά τώρα ήταν αργά γιά. νά αντίδραση, Ή σκάλα κινήθηκε. Σαν κάποιος νά την έσπρωξε προς τη σκάλα. Μιή αόρατη δύναμι. τήν υπόχρεουνε νά πατήση: στο σκαλοπάτ·; Μηχανικά νά άν$6*ί·
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νη,. *Ηταν σάιν κάποιος νά την είχε, υπνωτίσει... * & * Τό εσωτερικό τής σφαίρας ήταν διαρρυθμισμένο με τέ τοιο τρόπο ώστε έμοιαζε μέ τό εσωτερικό ενός ισχυρού θωρηκτου άστροπλοίου. Χον τροί θώρακες από ένα μέταλ^ λο πού έλαμπε σαν ασήμι καί^ βαρεία όπλα ήταν μέσα έκεΐ. Πίσω απτό τα στρογγυ λά φινιστρίνια πού ήταν αυ τή την ώρα κλειστά είχαν τοποθετη,θή βαρεία φλογοβό λα. Τα έξώκασμα όντα είχαν μια κακή έκιφρασι στο βλέμ μα καθώς τήιν κύτταζαν. ^Α κούσε φωνές κα!ί τταραγγέλμα τα σέ μια γλώσσα πού δεν καταλάβαινε. Έκεΐνος πού διέταζε είχε τήιν ίδια τερα τώδη έμφάνισι· μέ τούς άλ λους μέ μια μονάχα διαφορά. Φορούσε στο αριστερό του χέρι ένα πράσινο περιβραχιό νιο. Στο περιβραχιόνιο ήταν σχεδιασμένο μέ χρυσή μπού γιά ένα παράξενο σχέδιο πού έμοιαζε μέ χελώνα, πού δεν ήταν όμως ακριβώς ή χελώ να πού ήξεραν οί άνθρωποι της Γης. Ή σκάίλα τραβήχτηκε μέ σα και ή πόρτα άπό την ο ποία είχε ριπή στο σφαιρικό άστρόπλοιο ή κοπέλλα έκλει σε. Τό σκάφος ταλαντεύθηκε. Κάποιος έδειξε στη 'Ν'άνσυ ένα είδος ,καοέκλας. Μέ νοή ματα τής έδωσαν νά κατς:· λάβη πώς έπρεπε νά δέσηι ν^οω άπό τή μέση της τή ζώ νη άσφαλέίας. Είδε το αν μέ τό πράσινο περιβραχιόνιο νά κόβεται οτή θέσι τοΟ πιλό
του. Τά παράξενα χέρια του κινήθηκαν έτπιάνω σέ μοχλούς "ά διακόπτες. Τό σκάφος άρχισε νά ταξιδεύη. Ή Νάν ου είχε την ιδέα πως ή σφαί ρα ταξίδευε στην άρχή ορι ζόντια άργά κάνοντας στρο φές περί τον εαυτό της πολύ χαμηλά στην επιφάνεια τού ’Άοη. "Υστερα απότομα α κούστηκαν πάλι1 εκπυρσοκρό τησε ι ς, προοοθητ ικών πυραύ λων. Τό στρογγυλό άστρόπλοιο τινάχτηκε προς τά πά νω ταξιδεύοντας τώρα ιμέ με γάλη, ταχύτητα προς κάποιο άγνωστο καί μακρυνό άστρο, δπου κάποιος εχθρός τής αν θρωπότητας είχε στήσει τή φωλιά τής συμμορίας του προ ετοιμάζοντας μιαν ύπουλη έ~ πίθεσι εναντίον τής Γής... ΜΕ ΤΟΝ ΕΕΩΚΟΣΜΟ
ΠΑΝΩ — κά τω τήιν ίδια ώ ρα ό Τζόε ΣέΙριινταν, ό θρυλικός ά!στρονα ύ τ η> ς ντέτεκτιβ, καί ό μ ικρός κοκκίνομάλλης Μίκυ βρίσκονταν στο κατώφλι τού θανάτου, ζώντ ας στ ι γμ ές άιπε ριίγοαΙ^ πτης αγωνίας. "Υστερα άπό την καταστροφή τού ρομβοει* δούς άστροπλοίου, τινάχτη καν στον αέρα καί άρχισαν νά πέφτουν μέ ίλιγγιώδη τα χύτη,τα προς την επιφάνεια του νΑρη. Οί διαπλανητικές φόριμίες πού φορούσαν μέ τις συσκευές οξυγόνου τους έπέτρεπσν ν* άναπνέουν, άλλα
αυτό δέ μπορούσε να κρά τηση πολύ. Ή ^τριβή μέ την ατμόσφαιρα τού πλανήτη, ή έλξις του οποίου τούς τραβοΰσε προς τά κάτω, δημιουρ γοΰσε μιάν αβάσταχτη, θερ μοκρασία. Σέ λίγο, δεν υ πήρχε κορμιά αμφιβολία πώς θ: αναφλέγονταν καί Βά καίγονταν σαν ζωντανές λαμ πάδες, όπως αναφλέγονται καί λυώνουν οί μετεωρίτες ο:ύτά πού λέμε διάττοιντες άστέρες-—όταν έρχωινται σ' επαφή μέ τήιν ατμόσφαιρα τής Γής. Ό Σέρινταν ήξερε πώς δέν είχε παρά λίγα δια θέσιμα λεπτά μπροστά του. "Υστερα από τά ελάχιστα αυτά λεπτά καμμιά ελπίδα σωτηρίας δέν υπήρχε. Το μυαλό του δαιμόνιου ντέτεκτίβ λειτούργησε γοργά. Ή σιδερένια θέλησί του τον έκα νε νά συνέλθη. "Εφερε τό χέ ρι ^στόν 'κιρίικο πού υπήρχε στο φερμουάρ τής φόρμας. Τράβηξε τον κρίκο. Σκοινιά ξεπετάχτηκαν κι’ ένα υεγάλο αλεξίπτωτο ξεδιπλώθ η κ ε στον άέρα. Ή ταχύτητα τής πτώσεως σταμάτησε. Μίλη σε άμέσως γοργά στο μικρό φωνο τής περικεφαλαίας του. Τό αλεξίπτωτα, Μίκυ! Τράβηξε τόιν κρίκο τού αλε ξιπτώτου σου! Τό ηχητικό: στοιχείο του σκάφανδρου του παιδιού ε πί ασε την διαταγή καί ό Μί κυ, πού ήταν άκόμα ζαλισμέ νος από την εκτίναξη ξαναβρηκε μονομιάς τις αισθήσεις του. Μέ μιά σβέλτα κίνησι τράβηξε τόιν χαλκά καί μιά τεράστια όμπρέλλσ άνοιξε
στον ουρανό, Τό πράοωπο τού Σέρινταν γρμισε άνακούφισι καθώς είδε τον μικρό φί λο του κρεμασμένο στό αλε ξίπτωτό του. Την ίδια στι γμή οι βολβοί των ματιών του στριφογύρισαν. "Ενα α πό τά άνθίρωποειδή τριχωτά πλάσματα πού αποτελούσαν τό πλήρωμα τού μεταλλικού .ρόμβου φάνηκε νά έρχεται από ψηλά, πέφτοντας μέ 'ίλιγ γιώδη ταχύτητα προς τό έ δαφος. Μιά ιδέα πέρασε από τόν νού τού ντέτεκτιβ. Τό έξώκοσμο ον φαινόταν ζωντα νό. Κινούσε τά σωληνωτά πό δια κάί χέρια του δεξιά κι·5 αριστερά σά νά προσπαθού σε νά πιαστή άπιό κάπου. Ό Σέρινταν έκανε όστραπιαΐα ένσ]ν ύπολογ ισιμό. 5 Επ ιοή« μανε τό σημείο πού έπρεπε καί κάνοντας τούς κατάλλη λους χειρισμούς στον μηχα νισμό τού αλεξιπτώτου του ώ,ρμησε προς τά έκεΐ. "Ανοι ξε τά μπράτσα του. Τό έξώκοσμο πλάσμα πέφτοντας πάντα πέρασε από μπροστά του. Έκλεισε τά μπράτσα του καί τό συ γκρ στήσε. Τρ αγκάλιασε σφιχτά.. Για μιά —δυο στιγμές τό αλεξίπτω το ταλαντεύτηκε από το και νούργιο βάρος πού προστέ θηκε, ύστερα όμως από ^ λίγο ξαναβρήκε την ευστάθεια του καί άρχισε νά κατεβαίνη αρ γά. Ό υτέτιεικτιβ χαμογέλασε βλέποντας την εκφρασι πού είχε πάρει τό πρόσωπο τού παράξενου αυτού τριχωτού ζώου μέ τό μυτερό ρόγχος, ΈκεΤνο ώστόϋΌ πού τόν συγ*
κίνησε ήταν. 'το θρέμμα του· Μέσα στα ρεγάλα στρογγυ λά . ματ ι α ■ του·' καθρεφτ ι ζό τ α;ν ή β’αβειά ευγνωμοσύνη που έ•νοιώθε για τον σωτήρα του. -—- Δεν πιστεύω να αίσθά . νεσαι άσκημα, φίλε, στην αγ καλιά' μου ! ;. μουρμούρ ισε ό Σέρινταν. "Έχω τήν ιδέα πώς εμείς οι δυο θ)ά κάνουμε καλή παρέα κάτηω στάν "Αριη. > έξώικοσμο πλάσμα δεν ^καταλάβαινε φυσικά τά λό~ γ ι α τ-ου. " Ομως' κάτ ι γρύλλ ισς. Οι κοφτοί φθόγγοι ιμέ τιά δισύλλαβα και τά μονοσύλ λαβα έφτασαν ιστ’ αυτιά τού ντ{έτέκτιβ, αλλά κι* ό ντέτεκτιβ δεν μπόρεσε νά καταλά: 6η τίποτε από εκείνα που του έλεγε. . . *
*
*
·. Είχε άργίσει νά ξημερώνη π ΐιά' δταν ό Σ έρι ντ αν, ο Μ ίκυ καί. δ έξω κοσμάς αί χ μάλωτ ό.ς τους έφταναν ' στη Ναγκο.λ. 01 δρόμοι στην μεγάλη οπό■ γ£ια. ’πολιτεία ήταν * έρημο ι. Τά καταστήματα δεν είχαν ανοίξει. Πήραν ένα ταξί και πέρασαν άπο το ■ ξενοδοχείο. "Εξω από το ξενοδοχείο τό αυτοκίνητο, σταμάτησε. — Περιμενέ με εδώ, Μίκιυ!, · είπε ό ντέτεκτ ι β .στον μιίκρό. Κάνε παρέα στον ου ραγκοτάγκο φίλο μας. Έγώ θά πεταχτώ νά πώ μιά καλή, μέρα στη Νάνσυ καί Θά γυρί σω αμέσως. θά πάμε υστέρα στην ’Αστιρίίκή Ασφάλεια, θέλω- νά κάνω μια μικρή άνάκριοί. στον αιχμάλωτό μας. ·'· '■— Έν' τάξε μ κύριε Σ έρ ινταν!, είπε ό Μίκιυ. Ρ Έφυγε γελαστός ό ντέτεκτιβ. "Οταν όμως υστέρα απτό λίγο γύρισε καί ξαναμπήκε
Ο μικρός Μικυ σκαρφαλωμένος στο παράξενο όχημα που είχε έξη πόδια καί κάλπ©(£ε ράν Ιχγριο &λ©γ® ξεκίνησε, μέ άσύλλητττη ταχύτητα.
• στο ταξί, τό ττρόσωητό του ή ταν συνοφρυωμένο καί δεν χα μ ο γελούσε καθόλου. ;— ΤΙ Νάνσυ δεν είναι άπάνω!, είπε. ’ Απ’ τήν κατά* στασι που είναιί τό δωμάτιο της φοβάμαι πώς κάτι άσκη μο τής συνέβη. Λείπει κι5 ή αστροναυτική Φόρμα της μέ ιό σκάφανδρο. . Τό παιδί έγινε χλωμό. — νΗ δεσποινίς Έβιλγκτον βγήκε στην επιφάνεια; ρώτησε. —1 Ό διάλος νά μέ πάρη ά ν κ,σιτ αλ α>βα ίνω τ ί έγ ινε ί, μούγγρισε ό Σέρινταν. Πάμε πρώτα στήν Άστρική Άσφά λεία... Πρέπει ν" άρχίσονμε τις έρευνες. Ό διοικητής τής Άστρτκής 5Ασφαλείας του "Αρεως ήξερε πολύ περισσότερα πρά γματα γιά τήν Νάνσυ. Μιά περίπολος άστρρναυτών εΐχε ο ή μιά κοπέλλα νά μπαίνη σ" ένα σφαιρικό άστρόπλοιο. Οί αστυνομικοί, πού ήξεραν πώς τ ά^δ ι απλανητ ικά σκάφη αυτ ο·υ του τύπου ανήκαν σέ εχθρούς τής Γης, έπετέθησαν εναντίον του άστροπλοίου. Εκείνο ό μως κατώρθωσε νά ξεφύγη. Τότε συνάντησαν ένα άτομο μέ αστροναυτική φόρμα που προσπαθούσε ν απομακρυνθη^άπό τό σημείο από τό ό ποιο είχε άπογειωθή τό σφαι Ογκο σκάφος. Διέταξαν τον ά γνωστο νά σταματήση, άλλα εκείνος πυροβόλησε εναντίον τους καί άρχισε νά τρέχη προσπαθώντας νά Ρεφύγη. Ή περίπολος του έρριΡέ μέ τά φλογοβόλα καί τον σκότωσε. "Οταν του βγάλανε τό σκάφανδιρο, αναγνώρισαν στο πρόσωπό του έναν από τούς
πελαττ&ς του «Άρειοονό,ν Πά λας». — Είχε φτάσει τρεις μέρες νωρίτερα από σάς από τη Γή, είπε 6 διοικητής τής Ά στρινης Ασφαλείας, κι* έμει νε στο ίδιο ξενοδοχείο πού έγ κατασταθήκατε και σείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία πώς έπρό κειτο για κάποιον κατάσκο πο από εκείνους πού ό,ργανώ νουν τά σαμπατάζ στον "Άρη,. Αυτός σίγουρα άπήγαγε την κοπέλλα. Την άπήγαγε, τή,ν υποχρέωσε νά τόν άκαλουθήση και την παρέδωσε στο σφσ ιρ ικό άστρόπλοιο. του Σέρινταν Τά μάτια γέμισαν θολά σύννεφα. — ’Άν πάθη, τίποτα ή Νάνσυ, είπε, θά πρέπει πο λύ σύντοιμα νά ξεγράψουν α πό τούς καταλόγους των ζων τανών τούς εαυτούς τους ε κείνοι που θά τήιν πειράξουν! Γό βλέμμα του καρφώθηκε διαπεραστικά καί επίμονα στο τριχωτό πιθηκοειδές πλά σμια που στεκόταν σε ;μιά γω νιά του γραφείου τής Άστρικής Ασφαλείας. Τό ^έξώκοσμο αν παρακολουθούσε μέ κάποια· έκφρασι φόβου στό βλήμίμσ^τήν έκδήλωσ ι τού θυμού τού ντέτεκτιβ. Δεν κα ταλάβαινε την έννοια των λί γων του. "Ομως καταλάβαι νε άττό τόν τρόπο που μιλοΌσε^ πως κάποιο δυσάρεστο του είχε συμβή. —- Δεν ρου εξήγησες που τόν ψάρεψες αυτόν τόν ούραγ κοτάγκο!, εΐπε ό διοικητής. Τ· πράγμα είναι αυτό;^ Ό Σέρινταν του έξήγησε
μέ δυο λόγια την περιπέτεια τους. — Μερίζω πώς αυτό τό π ρ ά γ μ ας, όπως τό λιέις^ ί σως ιμάς βοηθήσει σέ κάτι. Κιάτι μου λέει πώς άν .μπο ρούσε νά ίμιλήση... Σταμάτησε απότομα. "Ε να πλήθος από σκέψεις στρι φογύριζαν στό μυαλό ^ του. Μιά παράξενη λάυψι γέμισε τά ράτια του. — "Εχετε εδώ ράμπόιτ γλωσσών; ρώτησε τόν διοικη τής Ό διοικητής ανασήκωσε τούς ώμους. — Μάς έχουν στείλει ενα τέτοιο .μηχάνημα οπό τη I ή, απάντησε, Μά δεν τό χρησι μοποιήσαμε ποτέ. Δεν ξέρω σέ τί χρησιμεύει αυτή ή συ σκευή. Κανείς δέν ξέρει άλ λωστε _καΐ τόν χειρισμό της. — -έρω εγώ ί, εΐπε κοφτά ό ντέτεκτιβ. Πού είναι τό μη χάνημα; Ό διοικητής της Άστρικής Ασφαλείας πάτησε ένα κουρπί από τά πολλά πού ττήρχαν στό γραφείο του. ^Έ νας αστροναύτης άστυφύλσκας φάνηκε στην πόρτα. — Όδήγησε τόν κύριο Σέ ρινταν στό εργαστήριο όπου βιρίισκεται τό ρομπότ γλωσ σών, διέταξε τόν αστυφύλα κα. "Υστερα γύρισε στον ντέτεκτιβ. — Τό ρομπότ βρίσκεται στό έργοοστήρ ιο έπιφανείας, τού είπε. Θά πρέπει νά ξαναφορέσης τό σκάφανδρό σου γιά νά πάς έκεΤ.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ X ΤΟ ΡΟΜΠΟΤ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ
ΥΣΤΕΡΑ αττιό λίγο ό Σείρινταν, ό Μίκιυ, τό έξώικοσμο πλάσμα κι3 εξ,ηι άστυφύλακες βρί σκονταν στην ίέπιψιάνεια του "Αρη.. "Οταν έφτασαν στο εργαστήριο, τό ρομπότ γλωσσών ήταν στή θέσι του. Με γοργές κινήσεις, χίρησ ιμοπο ιώντας ένα γ αλλ ι κό κλειδί, γύρισε μΐά^ βίδα, κάτι σαν διακόπτη που βρι σκόταν στο στήθος του ρομ πότ. Τακτοποίησε μερικούς δείκτες καί τό ρομπότ κίνησε τα χέρια και τά πόδια του. — 37 Ερχεται κατά πάνω μας!, έκανε φοβισμένος ό Μ’ίκυ. — Μή φοβάσαι!, τόν κα θησύχασε ό ντέτιεκτιβ, Πρό κειται για αγαθοποιό ρομπότ που εξυπηρετεί τούς ανθρώ πους. Αύτά τά μηχανή]μοπα βοήθησαν πολύ τούς πρώτους έξερευνητάς του διαστήμα τος. ξέρεις τί θά γίνη. τώρα; Ρύθμισα την συσκευή στην α μερικάνικη γλώσσα. Σέ λίγο οί άόΐρατες ακτίνες τού μηχ'α νήματος θά περάσουν στο μυάλό αυτού τού μαλλιαρού πιθήκου και θ’ άποτυπώσουν απάνω του λέξεις, γράμματα, Φράσεις,, συντακτικούς κανό νες, ρήματα, ονόματα. Μέ μια κουβέντα θά τόν κάνουν κά τοχο τής γλώσσας μας μέσα σέ διάστημα λιγώτθρο βατό δρ<ρ λεπτά
21
Τό παιδί γούρλωσε τά τια. •— Είναι καταπληκτικό! / είπε. — Φυσικά!, παραδέχτηκε ό ντέτεκτιβ. "Οταν τελειοποι ηθούν αυτές οί συσκευές καί γίνουν αρκετά φτηνές, γιατί προς τό παρόν τό καθένα απ’ αυτά τά ρομπότ στοιχίζει ένα έκατοιμμύριο δολλάρ ια, οί καθηγηταί γλωσσών θά καταργηθούν καί κάτι πιτσιρί κοι σαν καί σένα δεν θά σπά νε τό κεφάλι τους χρόνια ο λόκληρα για νά χωνέψουν τα γαλλικά ή τά γερμανικά ή τά κινέζικα, παραδείγματος χάριν. Θ’ αγοράζουν ένα ρο μπότ, θά τό ρυθμίζουν κα τάλληλα καί μέσα σέ υ<ιά μέ ρα θά μπορούν νά μιλάνε δέ κα γλώσσες. — Δέκα γλώσσες; ξεψώνησε ό μικρός. — Ακριβώς! Καί τώρα α μέσως θά δής μέ ποιο τρόπο θά γίνεται· αυτό. Ό Σέρινταν γύρισε προς τό ,μέρος τού έ^ώκοσμοο πλά σματος καί μέ νοήματα τού έδειξε πώς έπρεπε νά καθήση σέ μια στρογγυλή μεταλ λική πολυθρόνα· πού βρισκό ταν στή μέση τού εργαστη ρίου. Στο επάνω μέρος τής πολυθρόνας υπήρχε μια όικτυωτή μεταλλική κάσκα. Τό πλάσμα υπάκουσε χωρίς ^νά δείξη καμμιά δυσφορία. *Η ταν σά νά καταλάβαινε τί έπρόκίειτο νά γίνη ή σά νά εί χε χρησιμοποιήσει κι1 αυτό ά άλλες περιστάσεις παρό μοιο ρομπότ γλωσσών. Στο βλδμρχ του ύπήρχε μΓξχ ζ%*
22
ΥΠΙ?ΑΝ§ΡΩΠ©Σ
φρασις απολύτου ήρεμίιας, Ό ντίέτεκτι-β εκλεισε τα κεφάλι τού έξώκοσμου μέσα στη δυ κτυοοΓτή κάσκα κι5 ύστερα πή γε προς τό μήρος τού ρομ πότ. Γύρισε αργά έν'αν δια κόπτη. Μερικοί ηλεκτρικοί σπινθήρες ξεπετάχτηκαιν^ από τό χαλύβδινο μέτωπο· τού ρο μπότ καί ή .μεταλλική κάσκα άρχισε νά ποοίρνιη. ένα μώβ χρώμα. Μέσα από τό δίχτυ τό πρόσωπο τού τριχωτού πλάσματος μέ τό μακρύς ρόγ χος έκανε .μερικές συσπάσεις. Γά σωληνωτά χέρια κ’αΐ πό δια του κινήθηκαν σπασμωδι κά, "Υστερα ακούστηκε ένα σιγανό βουητό σαν κάπου ε κεί κοντά νά δούλευε ένα. μι κρό αόρατο μοτέρ Ό Σέρινταν παρακολουθούσε τούς δείχτες τού ρολογιού του. Τό βουητό δσο περνούσε ή ώρα δυνάμωνε... Κανείς δεν μιλούσε. Τό εν ξώκοσμο πλάσμα είχε κλεί σει τά μάτια. Φαινόταν.σά νά είχε χάσει τις αισθήσεις του. Ό Μίκυ μέ γουρίλωμένα μά τια κότταζε την δικτυωτή κά σκα πού ά}ρχισε ν άλλάζη χρώίμα. Τό /μώβ έπαιρνε κί τρινες χριρσαψ ιές αποχρώ σεις. Ό άστροναύτης αστυ φύλακας έστεκε βουβός από κατάπληξι. 9 Ηταν ή. πρώτη φορά πού παρακολουθούσε έ να τόσο παράξενο πείραμα. Ό Σέρινταν εξακολουθούσε νά έχη τό βλέμμα καρφωμέ νο στο ρολόι του. Τά δέκα λεπτά πλησίαζαν νά συμπλη ρωθούν. Περίμένε λίγο ωσπου συμ πληρώθηκαν καί ξανάφερε
γττή -#έσι τόν.· διακόπτη τρ
ρομπότ, ^-επετάχτηκαν πάλι δυο——τρεΐς ηλεκτρικοί σπ αν θήρες καί ή συσκευή έπαψε νά λειτουργή. Δεν άχουγόταν πιά τό βουητό τού μοτέρ καί ή δικτυωτή κάσκα1 ξάναπήρε τό φυσικό της χρώμα. • Ό 'ντέτεκτ ι·β έβγαλε, την κάσκα μέ προσοχή από τό κεφάλι τού έξώκοσμου πλά σματος καί τό πλάσμα άνοι ξε τά μάτια, του. 4— Καλή μέρα σας λ είπε κυττάζονΤας τούς τρεις γή; ϊνους πού στέκονταν γύρω του. Μέ λένε Λή Πό καί ζρχο υαι από τό άστρο Πράτ. Ό λαός τού Πράτ είναι εχθρός ιών ΓιγαντοΚεφίάλωινν πού ^κα τοικούν στο .άστρο Κοσούκο. Οι Γιγ αυτοκέφαλοι είναι έθροί τής Γής. "Ολα αυτά ειπώθηκαν κα θαρά ευδιάκριτα μέ' μιά γνησ ι α άμερ ικάνικη: . προφορά. Ό ντέτεκτιβ χαμογέλασε ευ χαριστημένος. Ό αστροναύ της άστυφύλ ακας στ αυροκο π ήθη :<ε. Ό Μίκυ έπεσε ανά σκελα. σέ μιά καρέκλα. —' Χριστούληι μου!, ψέλλι σε· Αυτό είναι κάτι παραπά νω από απίστευτο ! — Σέ είχα προειδοποιή σει·, πιτσιρίκο, γιά τις ικα νότητες τού ρομπότ των γλωσ σων ί, είπε ό ντέτεκτιβ. . Δεν έπρεπε νά παραξενεύεσαι. _ — Έχουμε κι5 έμεΐς στον Πράτ ρομπότ γλωσσών! ν εί πε τό πλάσμα. < — Έν^ τάξει, Λή Πό.!, έ κανε ό ντέτεκτιβ. Θά κουβεν τιάσουμε .γά πολλά * πρά* γματα προς το παρόν όμως ΘΙλω νά μοΟ λύσης μιά 4πκ*·
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ρίσ. Γιατί την περασμένη- νύ χτα αιχμαλώτισε έμενα και τόν μΐικϊρο εκείνος ό σιδερέ νιος γίγαντας και μας έφερε στο ρομβοειδές άστροπλοιό σας; ά ) Λη Πό γέλασε βή,χοντοος, — Ό άρχοντας του Πράτ ξέρει τον ντέτεκτιβ Σέρινταν. Οι . δέκτες τηλεοράσεις του Γίράτ πιάνουν πολλές είκό'νες από τή ζωή τής Γης καί οϊ δέκτες των ραδιόφωνων μας πιάνουν έπίσης όλες τις έκπομπές σας. Γίς πιάνουν καί τις μεταφιράζαυν αυτόμα τα στη γλώσσα μας κι3 έ|μεΐς ■ κατάλαβαίνουμε τί, λέτε. Ό μεγάλος Μπράν λοιπόν, ό άρχοντάς μας, έμαθε πέος 6 προστάτης του Δικαίου καί •διώκτης τού Κακού Τζόε Σέρι,νταν βρισκόταν στον 3'Αρη π,ροίσπαθώντας νά μιάθη ποιοι έκλεψαν τις ατομικές βόμβες από τό^ ΑΤης Γκΐβενς (*) καί ποιοι είναι εκείνοι που έκαναν τις καταστροφές στις αποι κίες πού έχουν οι Γήινοι στους διάφορους πλανήτες. Ό μεγάλος Μπ,ρον ήθελε νά κατατόπιση τον Σέοΐινττ-ϊ νά τον βοηθ'ήση. στον πόλεμο αυ τόν εναντίον των Γιγαντοκεφάλ,ων τού Κοσούκο κι* επει δή δεν εύρισκε άλλο τρόπο·, έ στειλε τον Ασημένιο Ρόμβο νά τον παραλαβή. Τό άστρ οπλοιό μας θά πήγαινε εσένα κα] τον μικρό σύντροφό σου στον πλανήτη Πράτ κι3 δστε(*)
Διάβασε
τό ττροη γούμενο
τεύχος με ·τάν τίτλο «Πόλεμος
"Αστ
τμμ
ρα θά σάς ξανάφερνε οττσν Άρη. __ . , — Πού είναι ό πλανήτης Πράτ; ρώτησε ό ντέτεκτιβ. — Στον Γαλαξία. — Τόσα μακρύ ά; έκανε έκ πληκτος ό Σέρινταν.. — Δεν είναι καί τόσο μακρυάδάν λογάριιάσης πώς τά άσηρόπλοιά μας ταξιδεύουν με ταχύτητα είκσσαπλασία από εκείνη: πού έχει τό φως, όταν βγουν έξω άπό την περι οχής τού δικού σας ηλι ακού συστήματος. Ό δικός μας ήλιος έχει γαλάζιο χρώ μα σήμίερα καί τό γαλάζιο αυτό χρώμα στέλνει· στους συσσωρευτές τών σκαφών μας μια ακτινοβολία πού έ χει έτ παχυντικές ιδιότητες. 5/Αλλοτε, όπως λένε οι ηλι κιωμένοι·, τό χρώμα τού ήλιου ήταν άσπρο όπως τό χρώμια τού δικού σας ήλιου καί ή τα χύτητα τών άστροπλο·ίωιν μας δέν ξε περνούσε τά τριακόσια γήϊνα χιλιόμετρα τό δευτερό λεπτο. Έγώ όμως δέν προψτασα τό άσπρο χρώμα του ήλιου γιατί είμαι -νέος. ^ — Πόσο χρόνων είσαι; ρώτησε ό ντέτεκτιβ. —- Χιλίων επτακοσίων τρι όντα. Σε λίγες μέρες έχω τά γενέθλιά μου. —^ Παναγίτσα μου !, έβγα λε μιά φωνή ό Μίκυ. Αυτός εί ναι πιο ψεύτης άπό εκείνον τον άρχι ψεύτη τον Μυγχάουζεν, πού είχε καταπλήξει ποιν άπό εκατό χρόνια τή Γη μέ τίις φανταστικές ιστο ρίες του. Πώς είναι, δυνατό νά εΐναι χιλίων έφτακοσίων τριάντα ετών .αυτός ρ άσκη-
24
-
-
ν ΥΠΕΡΆΝΘΡΩΠΟX
ράν%>ωτρος; Ό Λή Πό γέλασε δήχοιντοος χαραοκτηρ ιστ ικά. — Δεν είμαι καί τόσο ά σχημος! , εΐττε.^ Στον Πράτ είμαι ένας απτό τούς τπό Ο μορφους τύπους. Γ ιά να εί μαι ειλικρινής πιο τερατόιμορ φα πλάσματα άπιό εσάς τούς Γ~ήϊνους δεν νομίζω πως θά Οπάρχρυν στο διάστηιμα. Ό Σέρινταν αναστέναξε. — "Ολα είναι σχετικά στο Σύμίπαν, αγαπητέ μου Λή Πό!, εΐπε μέ κατανόησή Ε κείνο πού ό ένας νομίζει ό μορφο γιά τον άλλο μπορεί νά ^ είναι άσχημο. Εμεινε γιά λίγο σκεφτι κός. "Υστερα ρώτησε. ’—* Καί οι Γιγαντακέφαλοι; — 0! Γ ιγαντοκεφαλοι εί ναι τό ίδιο εξελιγμένοι μέ μάς, απάντησε ό^Αή Πό. 5Αλ λά τώρα τελευταία κάτι συμ βαίνει στόιν πλανήτη τους. "Άλλαξαν νοοτροπία. Κάποιο σατανικό πνεύμα έφτασε στον Κοσουικο καί βάλθηκαν νά Καταστρέψουν τή Γη καί τις αποικίες τηις. Αύτό δεν τό θεωρεί δίκαιο ό μεγάλος Μπράν καί θέλει νά σάς βοηθήση.. — Πώς; — Αυτός θά σάς^ πή τον τρόπο. "Εκείνο μονάχα πού μπορώ νά σάς πώ εγώ είναι ότι πολλοί κακοί Γή,ϊνοι συνεργάζονται μέ τούς Γιγαντο κέφαλοος καί οί Γ ιγαντ ακέφα λοι έχουν κατασκόπους στη Γη καί σέ πολλά άλλα ά στρα. Πρέπει λοιπόν ν' άποφασίσατε νάρθήτε στον Πράτ,
(Η ΠΓΑΝΤ0ΚΕΦΑΑΘΙ
Ο ΝΤ Ε Τ Ε Κ ΤΊ Β Σέριν ταν ήταν έτοιιμος ν' σπαντήση, όταν α πότομα σταίμίάτ' η σ ε. Ο ι σειρήνες συινα γέρμου τής επιφάνειας του "Άρη άρχισαν νά ουρλιάζουν άγρια. Ταυτόχρονα, απ' τά μεγάφωνα του πυιραυλοδροιμίοα πού βρίσκονταν έκεΐ κον τά ακούστηκε μιά βαρειά φω νή : — Προσοχή! Προσοχή! "Ολοι στις θέσεις σας! Τά ραντάρ έπι σημαίνουν επι δρομή άγνώίοτων σφαιρικών διαστημοπλοίων. Στόχος ε πιδρομής ^πρός τό παρόν μή καθαρισμένος.Προσοχή I Προ σοχή! Άποστείλλαμε ένισχύ σεις^είς έγκαταστάσεις παρα νωγής άξυγόινου έπι φανεί ας: Μέ δυο πηδήματα ό Σέριν ταν βρέθηκε έξω από τό ερ γαστήριο κι** έρρίιξε ιίαιά μοοτίά στον ουρανό. Τό έξησκημένο μάτι του, χωρίς τή βοήθεια διοπτρών, μπόΙρείσε νά διακρΙίνη ^ ψηλά μερικές σφαίρες πού άστραφταν καθώς αντα νακλούσαν τό φως τού πρω ινού ήλιου. Ταυτόχρονα ό μως είδε πρός τά δυτικά κάτι πού τον έκανε ν' άναρριγή” ση. Έκεΐ στον απέναντι γρα νίτινο λόφο κάτι γινόταν πού δεν τό είχε πιάσει ακόμα τό ραντάρ. Παράξενα μηχανή ματα κατέβαιναν από τον α έρα. Ήταν κάτι πού θύμιζαν; τάνκς Ό«
μως αυτά δέν είχαν ρόδες ού τε έρπίιστριες όπως τά θω ρακισμένα πού χρησιμοποι ούσε 6 στρατός τής Γης. Εί χαν πόδια. Έξη σιδερένια πόδια που κινιουνταν στον α έρα καθώς κατέβαιναν αργά προς τό λόφο— Έκεΐ είναι οι συσσω ρευτές οξυγόνου 1, φώναξε ό αστροναύτης άατυφύλα κ α ς πού είχε τρέξει πίσω από τον ντέτεκτιιβ. ’Άν καταστραφοΰιν οι συσσωρευτές όλοι οί κάτοικοι τής υπόγειας πολιτείΐας θά βρόυν ΦΡ'ΐχτό θάνατσ από ασφυξία. — Μηχανές ολέθρου!, εί πε ο Αή Πό ποΐζ είχε βγή κΓ αυτός μαζί μέ τον Μίικυ στην πόρτα του εργαστηρίου. "'Ε χουν καταπληκτική _ δύυαμι καταστροφής. ’Εργάζοντ α ι μέ ηλιακή Ενέργεια καί γι’ αυτό τό λόγο «μονάχα τήιν η μέρα μπορούν νά κινηθούν. Ό Σέρινταν αναρρίγησε κΓ ή αναπνοή του σταμάτη σε. Άλλα γιά ·μιά μονάχα στιγμή. "Ύστερα όλοι οι μυς του ατσαλένιου κορμιού του μπήκαν σέ κίνησε "Έπρεπε νά προλάβουν, πριν φτάσουν στο έδαφος αυτά τά έξάπτοδα τάνκς. Τό βλέμμα του τα ξίδεψε από τά τάνκς προς τά σφαιρικά άστρόπλοια. Τά τάνκς ήταν πέντε. Τά σφαι ρικά άστρόπλοια που έλαμ παν στον ουρανό ήταν πολ λά. "Ομως δέν έδειχναν διάθεσι νά πλησιάσουν περισσό τερο τον "Άρη. Κατάλαβε πώς ή παρουσία τους είχε σκοπό ν’ άπσσπάση την προα σοχή των άποίκων τού "Αρη
από τά ,μηχανήματα ολέθρου, πού είχαν Εξαπολυθή Εναν τίαν των Εγκαταστάσεων πα ραγωγής οξυγόνου. — Είναι οι Γιγαντακέφσλοι; ρώτησε ό Μίκυ τόιν Αή Πό. Τό έξώκοσμο πλάσμα κού νησε καταφατικά τό μυτερό του1 ρόγχος καί κούνησε τ αυτιά του, ενώ τά στρογγυλά μ άτ ι α του γυάλιζαν. — Ναί. Αυτοί είναι. — "Ελάτε μαζί μου!διέ ταξε μέ σφιχτά δόντια ό Σέ ρινταν. Τρέχοντας έφτασαν ατό πυ ραυιλοδρόμ ιο. Τά κατ αδ ι ωκτ ι κά άστρόπλοια τής άστυνομίας τού "Άρη είχαν αρχίσει κι" βίλας νά σηκώνωνται από τό έδαφος,. "Ενα σωστό παν δαιμόνιο επικρατούσε έκεΐ. "Εκικωφιαντικές Εκρήξεις από την Εκτίναξι των άπωθητικών πυραύλων γέμιζαν τον αέρα. Φωνές άκοόγονταν καί παιραγ γελματα βιαστικά δίνονταν. Τά άστρόπλοια κιατευθόνονταν προς τά σφαιρικά σκά φη τους καί κανείς δέν φαι νόταν ώς Εκείνη τη στιγμή νά δίνη προσοχή προς τά τάνκς. Τά μηχανήματα ολέθρου ό μως κατέβαιναν- άργά προς τό λόφο σά νά τά συγκραταύ' σαν αόρατα αλεξίπτωτα. Μέ σα στη γενική σύγχυση ό Σέ ρι-νταν, ακολουθούμενος από τον Μίκυ, τον Αή Πό και τόν άσηροναύτη άστυφύλα κ α , σπρώχνοντας δεξιά κι" άρ^στε ρά κατάφεραν νά φτάσουν στην όπλοθήκη,. "Εδειξε στον επί κεφαλής ύπαξιωματικό την ταυτότητα τής Διοπτλα*
26 νητικής 'Αστυνομίας και ζή τησε πολυβόλα διαλυτικώιν α κτινών. Ό ϊδ.ος ό ντέτεκτιβ μοίρασε ιστούς συντρόφους του τα απλα αϋτά, Μέ τά 6α ρειά πολυβόλα τώρα κρ-εμα-μασμένα στον ώμο μπήκαν σέ ίμια ροοκέττα μικρών απο στάσεων. Ό Σέρινταν πίεσε τον μοχλό εκκινήσεως και ή ρουκέττα τινάχτηκε ψηλά ά~ ψήνοντας φλόγες πίσω της. Ύστερα από λίγα λεπτό, άρ χ«σε να ικινήται σταυροειδώς πάνω ά τό το λόφο. Τα (μύστη, ρ:ώδη τάγκς δμίως τώρα είχαν φτάσει ικΥ ολας στο έδαφος. Τα χαλύβδινα πόδια τους άρ χαοιν (να κινούνται μεθοδικά, πο α γματο πο- ιώιντας μ εγ άλα άλματα^ καί προχωρώντας προς την κορυφή οπού ήταν το εργοστάσιο οξυγόνου. Με γάλοι χαλύβδινοι πύργοι καί σωλήνες που απορροφούσαν μέσα σέ πολύπλοκα: μηχανή ματα τον ατμοσφαιρικό αέρα και τον φιλτράριζαν συγκρο τώντας μονάχα τό όξυγόνο για (να τό διοχετεύσουν στην υ τόγε ι α πολ ιτείσ, υψώνονταν έκρ. ’Άν τά τάνκς ιμέ τά έξη πόδια πρόφταιναν να πλησά αου?ν και να εξαπολυσουν έιτί θεσι εναντίον τών έγκαταστάαεων,. ή Τήϊνη Κοινοπολιτεία θά είχε υποστή μια από τις μιεγάλύτ ερες χαταστρ οφές. καί τά θύματα— όλοι οί άποικοι ικια’ί οί οικογένειες τους. -~-θά ήταν άπειρα. Ό Σέρινταν μέ μάτια που έκαιγαν από συγκίνησι πα· ρακοιλουθουεε από τό διαφα νές κουβούκλιο τού θαλάμου· όδηγήσεως τις κινήσεις τών
τόονκς καί κατάλαβε άτγ δέν έπρεπε να καθυστέρησή,.. Ύπελάγισε την άπόστασι με ταξύ τών έγκαταστάσεοον καί τών μηχανών -ολέθρου καί διά λεξιε τό σημείο στο οποίο έ* πρεπε να προσγειωθή ή ρου κέττα του. Μέ (μιαν απίστευ τη ταχύτητα χειρίστηκε τούς διακόπτες καί τούς-μοχλούς. Ή ρουκέττα πήρε κάθετη Θέσι· προς τό έδαφος καί σφυ ρίζοντας δαιμονισμένα κατέβη κε καί σκούμπησε στην πλα γιά του λόφου. "Οταν τό^σκά ψες έπαψε να ταλαντεύεται πατάχτηκε πρώτος αυτός έ ξω κι5 ακολούθησαν οί άλλοι. Ό νπέτεκτ ιδ καί οί τρεις σύν τροφοί του είχαν κάνει- κάτι πολύ τολμηρό. -Είχαν μπή στον χώρο πού βρισκόταΐν ιμιε ταξύ τών τάνικις καί τών έγ* κ ατ αστάσεων οξυγόνου. — Δέν· θά άφήσουμε -αυτά τ ά χαλύβδ ι να τέρατα ^νά πε * ράσουνί, φώναξε ό Σέριινταν: Γ1 ροσοχή. Μόλ ι-ς πλησ ι άσουν ■σέ ιάτόστασι -βολής, θά^ ρί ξουμε, ομαδικές ριπές μέ τά πολυβόλα εναντίον τους.* Νο μίζω πώς οί διαλυτικές ακτί νες θά κάνουν καλή δουλειά.
ΤΑ ΜΗΧΑΝΗ ΜΑΤΑ ολέ θρου πραγμα* τοποιώ ν τ ας άλματα πλησί αζαν σέ τάξι μάχης π ρ ό ς τις σιδερένιες ,ράχες ασφαλείας που ύπήρ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
27
Ο υρ*Μΐκός ντέτεκτιβ και τό παιδί τινάχτηκαν μακρύά άπο τδ θρυμματισμένο άστρόπλοιο.
χαν γύρω άπο τό ρεγάλο ερ γοστάσιο. "Εμοιαζαν σαν φο βερά προϊστορικά τέρατα πού δέρ λογάριαζαν τίίποτα. "Ο λο, ι κρατούσαν την αναπνοή τους. Ό βαρύς γδούπος άπ τά βροντερά (μετάλλινα πό δια ιμονάχα γέμιζε^ τον αέρα κάνοντας τούς τρεΐς γήινους και τον έξώκοσμο Λή, Πό ν* •άνατριχιάζουν. -
Σερινταν. Νομίζω πώς βρί σκονται τώρα αρκετά κοντά. ΓΐύρΊ'. Καί τά τέσσερα πολυβό λα έστειλαν φίδια, φλόγας προς τό μέρος τους. Οι δια» λυτιικές ακτίνες όμως, ιμπρο στά στις όποιες κανένα .μέ ταλλο δεν μπορούσε ν3^ άνθέξτμ δέ τούς έκαναν τίποτα, Τά χαλύβδινα τέρατα ακέ ραια - καί : άπειλητικά ίάνέκ©*
ψαν (μονάχα τά άλματα καί βάδιζαν τώρα ιμέ βή/μα σημει ωτόιν. "Αλλά βάδιζαν πάντο τε χωιρίίς κανένα σημείο βλά βης στά θωρακισμένα ττλευρά το^ς, _ — ^αναρΐχτε!, ούρλιασε 6 Σέρανταν. "Έρριξαν πάλι. Άλλα ού τε τούτη, τή φορά έγινε τίπο τε. Τά τερατώδη· μηχονακίνη τα προχωρούσαν βαρεία καί άκάθεκτα. Ό ντέτεκτβ Ε νοιωσε τήιν κ.α;ρδιά του νά χόροπηιδάη,. "Ενας παράξενος φόβος γεμισιε τό αΐμα του. Αυτός, ό Θρυλικός ντέτεκτιβ του διαστήματος/ ό φόβος καί ό τρόμος των κακουργών •καί προστάτης του Δικαίου, βλέποντας την φοβερή κατα στροφή που πλησίαζε καί πού κανείς δεν ήταν σέ θέσι νά εμποδίση·, άρχισε νά φο βάται. Οί ευθύνες του ήταν τεράστιες. Μέσα από τό φλο γσμένα βλέμμα του πέρασαν άναπριχι αστικές εικόνες αν θρώπων, γυναικών άνδρών καί παιδιών, πού έβρισκαν τον πιο τρομερό καί φρικιαστικό θάνατο άττό ελλειψι οξυγόνου. Τον θάνατο από άσ^υξία! "Έπρεπε νά ξάναδοκιμάση·. "Έδωσε νέα διαταγή·. "Άρχι σαν πάλι νά πυροβολούν. Οί διαλυτικές ακτίνες όμως ήταν ανίκανες νά βλάψουν τά σα τανικά αυτά μηχανήματα τού ολέθρου. — Πρέπει νά οπισθοχωρή σουμε λίνο!, εΐπε. , "Έκαναν μερ·ικιά βήματα πίσω καί ταμπουρώθήκαν σέ καινούργιες θέσεις. Άλλα σέ λίγο Ιτσι- ττού πήγαιναν τά
πράγματα θά ήταν υποχρεω μένοι καί πάλι νά έγκαταλιεί ψουν τις θέσεις αυτές. Τά τάνκς μέ τά έξη. πόδια προ χωρούσαν μέ ιάιντ ικε: ι μεν ι κό σκοπό τ'ίς έγκατ αιστ άσε ι ς. Ό Σέρινταν άνασήκωσε τά μάτια προς τον ουρανό. Τά •καταιδιωκτ ικά διαστημόπλοια τού "Άρη ^εΐχαν αρχίσει μια σκληρή μάχη στον αέρα μέ τά σφαιρικά άστρσπίλοια τών Γ ιγαντοκεψάλων. Ό ντ έτ ε κτιβ χαμογέλασε πίκρα. —- Μάς απασχολούν στον αέρα γιά νά μπορέσουν νά κάνουν ανενόχλητα τή δου λειά τους στο έδαφος μουρ μούρισε ! Δεν μπορώ νά κα ταλάβω γιατί δεν στέλνουν καί_ μερικές ενισχύσεις εδώ. Ξαφνικά όμως άνασκίρτησε καί τά μάτια του γούιρλω σαν. Εΐδε τον Μίκυ νά φεύγη άπό κοντά τους καί νά τρόχη, προς τό μέρος των τάνκς. — Μίκιυ·!, φώναξε άγρια. Μίκυ! Γύρισε πίσω Μίκυ! Μά ήταν τρελλός λοιπόν αυτός ό μικρός; Που πήγαι νε; Νά πέση στά χάρου τά δόντια πήγαινε μονάχος του; Δεν υπήρχε αμφιβολία πώς τού σάλεψε τό μυαλό καί ή θελε ν’ αύτοκτονήση. — Μίκυ!, ούρλιασε. "Αλλά τό παιδί δεν ακούσε ή έκανε πώς δέν ακούσε. Ή καρδιά του Σέρινταν σπάρα ξε. Ή Νάνσυ ήταν χαμένη·. Κανείς ^ δεν ήξερε οον ζούσε καί πού βρισκόταν άν ήταν ζωντανή. Καί τώρα χανόταν κι "ό Μίκυ! Τά δυο πιο άγαπη« μένα πλάσματα πού ύττήρχαν
■γΤ οεώτόν στόν κόσμο τον & φηναν! Σαν τρελλος τινάχτη κε ορθός έτοιμος νά τρέξη προς τό ίμερος τού παιδιού. "Ομως δεν πρόψτασε. Μια εκ Τυφλωτική λάμψι γέμισε τήν περιοχή κι* ένας δυνατός κρό τος συνεκλόνισε τό έδαφος. Τεράστια σύννεφα σκόνης α κολούθησαν και για μερικές στιγμές έπαψαν να βλέπουν ό ένας τον άλλον. — Ή ρουκέττα!, είπε ο Αή Πό. Τά τάνκς κάψανε τή ρουκέττα μας. Ό ντέτεκτιβ Ιρριξε^μίά μα τιά προς τό σημείο όπου εί χαν άφησει τή ρουκέττα τους. Ί ώρα τπου διαλύονταν τα σύν νεφα τής σκόνης καί τού κα πνού προσπάθησε να ξεχωρίίση τή ρουκέττα. Τό μικρό άστρόπλοιο- δεν υπήρχε πια έκεΐ. * Ηταν ένας σωρός από άμορφα καρβουνιασμένα μέ ταλλα. Ή ρουκέττα είχε λυώ σει. σάν κερί μέσα στις φλό γες που εξαπέλυσαν εναντίον της τά μυστηριώδη τάνκς... •—- Τά φλογοβόλα σκότω σαν και τον Μίκυ! αναστέ ναξε με πόνο ό ντέτεκτιβ. Δεν φαίνεται πουθενά. Χάθηκε ,μέ σα στήν έκρηξι.
ΤΟ Η Ρ Ω·Ι· ιΚΟ ί;Ελληνό· πουλ ο π ρ α γματικιά |ένχ[ε χαθή αλλά δεν είχε πάθει τί ποτε κα κ ό , όπως φοβόταν 6 μεγάλος φίλος του ό Σέριν
τον. Ό Μίκυ» δίαν Ιφυγε Ί*ρέ·* χοντας, αφήνοντας πίσω τούς συντρόφους του, είχε ένα τολ« μηρό σχέδιο στο μυαλό του. "Ήξερε πώς, οον ζητούσε την άδ ια τού ντέτεκτιβ, ό ντέτεκτιβ δεν θά τού έπέτρεπε ν’ άπομακρυνθή. Τότε τό άφο βο παιδί άποφάσισε νά δρά ση μόνο, παίζοντας κορώνα— γράμματα τή ζωή του. θά έ κανε κάτι πού ήταν ίδιο μέ αυτοκτονία. ’Άν πετύχαινε ό μως καί άν ήταν σωστό αυτό πού λογάριαζε, ή Ν'εγκάλ ή υπόγεια πρωτεύουσα τού Α ρη θά σωνόταν από φοβερή κα ταστριοφή καί θάΐ γλύτωναν από τό φριχτό θάνατο τής α σφυξίας χ ιλ ι άδες άνθρωπο ι>. "Έφυγε λοιπόν τρέχοντας καί χωρίς νά δείξη πώς άκουσέ τις γεμάτες απελπισία καί άγαινάκτηρ ι φωνές του Σέρινταν ώρμησε προς τό πρώτο τάνκς. Ή φοβερή έκιρηξι καί τά άερια τής εκρήξεως τής ρουκέττας τον συνεκλόνισε καί χάνοντας την επαφή του ιμέ τό έδαφος τινάχτηκε ψηλά κι* έπεσε σ’ ένα χάντάκκ Ή στολή όμως τού διαστημαν θρώπου ιμέ την άθράυΟτη διά φανη περικεφαλαία τον προ στατέυσε από σοβάρά χτυ πήματα. Κύλησε στο χαντά κι, ιμά σχεδόν άμέσως άνωρθωθηικε κι* άρχισε νά τρέχιη, Ό δυνατός κρότος των με ταλλικών ποδιών των χαλύ βδινων τεράτων, πού δσο πλη σίαζε προς τά τάνκς γινόταν ένα άνατρ ιχ ιαστ ικός ορυμα γδός, τόν έκανε γιά μια στι γμή νά διστάση. καρδιά του χτύπησε βιαστικά, 9Αλλά
6 δισταγμός του δεν κράτη* •σε περισσότερο από ένα δευ τερόλεπτό. Πηδώντας, έφτα σε. πιό) κοντά στο πρώτο τόινικς πού προχωρούσε άιργά καί βαρεία. Πίσω' ακολούθου σαν τά άλλα. Ό Μίκυ έκανε μια σύντομη προσευχή μέσα Τ01Λ
— Βοήθησε με, Χριστούλη μ ου!, παραικάλ εσε. Τό -βλέμμα του ερευνητι κό πλανήθηκε γιά μερικές στιγμές στο θωρακισμένο ψυε γσθήριο και στηλώθηκε στο δεξιό πλευρό του. Πήρε μια βαθεισ αναπνοή. Βρήκε τό μέρος από τό οποίο θά μπο ρούσε νά σκαρφ άλωση. Ό Μ!ί κυ κινήθηκε γοργά. Τό λαστι χεριό κορμί του τινάχτηκε προς τ’ απάνω καί τά χέρια του γαντζώθηκαν σέ δυό σι δερένιες προεξοχές. "Υστε,ρα π ρ αγ ματοπο ι ώντ ας μ ι ά ύπέροχη. ελίξι σάλταριέ στη ρά χη του τάνκς. Γιά μια στι γμή, ό Μίικυ στάθηκε ορθός επισκοπώντας τά γύρω. Σέ διακόσια μέτρα άτόστασι μπροστά του είδε τον Σέριν ταν, τόιν Λή Πό καί τόιν άστοοναύτη αστυφύλακα. Κρα τουσαν τά πολυβόλα των διαλι/πκών ακτινών έτοιμοι νά ρίξουν. — Μη γιά τό Θεό!, μούγ κρισε ό Σέρινταν. Αυτός ο πιτσιρΐκας ζωντάνεψε καί εί ναι σκ αρφαλοομίνος >στό τάνικς;. Μη ρίξετε! Τρελλάθη-
κε σίγουρα.
•Αλλά ό Μίκυ δέν ήταν κα θόλου τοελλός. "Ήξερε τί ζη τούσε. ζάπλωσε απάνω στο χαλύβδινο τέρας καί άρχισε
νά σέρνεται μέ τήν' κοιλιά στη ράχη του κυττάζοντας & ξιά ·κΓ άριστερά. ζαφνιικά τα μάτια του έλαμψαν.κίαί τό ττα; δ ι αστ ικό μούτρο του άστρα ψε. — Αυτό είναι! ξεφώνισε; Ό Αή Πό είχε δίΐκιο! "Ενας κοίλος καθρέφτης οκτάγωνος μέσα σ’ ένα πλ.αί σιο από χάλυβα. Πάνω από τον καθρέφτη ένας φακός συγ κεντρώα-ικός των άκτίνων ή λιου. Καί πίσω από τον κα θρέφτη καλώδια, πολλά κα λώδια μέ διάφορα χρώματα που κατευθύνονταν στο έσωτερικό τού τάνκς. Είχε λογά ρ άσει λοιπόν σωστά. Ό Λή Γιο είχε μιλήσει γιά ηλιακή ενέργεια. Είπε πώς τά τάνκς αυτά των Γιγαντοκεφάλων μο νάχα ήμερα ^ττοιριούσαν νά δράσουν, γιατί ή κινητήρια δυναιμ,ίς τους ήταν ή ηλιακή ενέργεια* Αλλά ή συγκέντρωσις τής ηλιακής ενεργείας άπό κάποιο κάτοπτρο •έ πρεπε νά συλλαμβάνεται γιά νά διαβιβάζεται κατόπι στά πολύπλοκα μηχανήματα πού κινούσαν τό χαλύβδινο τέ ρας. "Αν αυτό τό κάτοπτρο καταστρεφότ.αν ή τροφοδότησις μέ ηλιακή ενέργεια θά σταματούσε καί αυτόματα τά μηχανήματα θά έπαυαν, νά λειτουργούν. ’Από αυτή τη σκέψι είχε ξεκινήσει τό ηρωικό παιδί πού έπαιζε κορώνα—γράμμα τα τή ζωή του γιά νά στώση άπό βέβαο θάνατο χιλιάδες άλλες ζωές. Καί ή σκέψι αυ τή άπαδείχτηκε σ’ ολη της τή γραμμή σωστή. Τά μάτια
νηΕΨΑη&ΡύΜί ίου Μΐ'Κυ λοιπόν -Ιλαιμψοίν κ@ θώς είδε τον καθρέφτη. καί !ον συγκεντροχπκό φακό. Με γοργές κινήσεις άρχισε να σέρνεται προς τά έκεΐ. Δεν απείχε παρά ένα μονάχα μέ τρο. Ό καθρέφτης καί ό φα κός βρίσκονταν στο .μπροστι νό ρήσος τής ράχης τού τάνικ. Σύρθηκε προς τά έκεΐ. Λίγο ακόμα ' σν άπλωνοταν τό χέ ρι του θά μπορούσε νά τό ψτάση. ’Άν ήταν δυνατόν να σταθή ορθός, τό έφτανε μέ το πρώτο. .Μά αυτό ήταν α δύνατο γιατί τό χαλύβδινο μεγαθήριο προχωρώντας παν τα., σιά νά ένοιωσε πώς κάτι άγν ωστ ο εΐχ ε σκ αρφσλώ σ ε ι απάνω το·υ, άρχισε νά χοροπηδάη έξαλλα. Δεν /μπορούσε λοιπόν ό ΜΐίιΚιυ νά σταθή ορ θός γιατί κινδύνευε νά τιναχτή μακρυά ή νά πέση ανά μεσα στα πόδια τού μηχανή μάτος πού θά τον έλίυ'ωναν καί θά τόν πολτοποιούσαν χωρίς αμφιβολία. ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ ΝΙΙΟΙΝΤΑΙ
ΣΥΡΘΗΚΕ δ σο μπορουσ ε π ιο γοιρ γ ά. Τό λαστιχέ νιο κορμί· χοα συσπε ιρώβηκιε ίκαϋ γιλύστρημ •σε ακόμη: τό σο απάνω στο μέταλλο. Λίγο ακόμα καί :δλα θά τελείωναν. Ξαφνικά όμως, ένας «μίεταιΧ λικας κρότος ακούστηκε καί ό Μίκυ έχασε όλο τό κέφι
τον. 'Σιδφένια ελατήρια τι νάχτηκαν άπτό τά πλευρά τού τανκ καί τά ελατήρια αυτά τυλίχτηκαν γύρω από τό Κιορ μί του ήοωϊικιου παιδιού Καί τό κράτησαν άκίνη,το. Τό Έλ λίηινόπουλο' δοκίμασε νά κΐ,νη θή νά γλυστρήση μά τούτο ήταν κάτι αδύνατο. Θρόμβοι παγωμένου ιδρώτα άνάιβλιυσαν στο μέτωπό του καί τά μάτια του γέμισαν άπελπί σια. 7Ηταν πιασμένος όπως ένα ποντίκι /μέσα σ’ ένα ι σχυρό δόκανο κάί κάθε προ σπάθεια νά ξεφυγη ήταν κα ταδικασμένη ■ οιέ αποτυχία. Κάποιο άόραιτο χήρα, κά ποιος ηλεκτρονικός εγκέφα λος πού κατηύθυνε αυτά τά θωρακισμένα .μέσα ολέθριου τόν είχε παγιδέψει. Αυτή τή στιγμή τό ηρωικό παιδί δεν σκεπτόταν τόν έ'αυτό του. Τούς ανθρώπους, τά γυναικό παιδα τής Ναγικάλ, είχε στο νοΰ του. Γιατί τώρα ή κατα στροφή ήταν σ'ίγουρη. Τά τάνκς τών Γ ιγαντοκ,εφάλων επάνω σ’ ένα από τά όποια ήταν παγιδευμένος κι5 αυτός συνέχιζαν την πορεία τους αργά αλλά σίγουρα προς τό στόχο τους. Τις εγκαταστά σεις του εργοστασίου παρα γωγής οξυγόνου του "Άρη. "Αλλά όχι δεν ήταν ακόμα βί λα χαμένα .Τό ιΠαιδ'ί θά έκανε μιά τέλευταίία πΙροσπάθειαΐ Τά χέρια του ήταν ελεύθερα. ’ Αν τά χέρια του δεν «μ·πα ρούσαν νά φτάσουν τόν κα θρέφτη καί τόν συσσωρε'υτικό φακό τής ηλιακής ενέργειας θά ήταν δυνατό νά τόν καταστρέψη κάτι άλλο. Στη ζώ
12
η\ τ·ή$ &^ττλθ2νη.ΐ“ίΛ& φόρμας του ύπηρχ^ τό^ πιστόλι Ακτι νών που του είχε χαρίσει 6 Σέρινταν. Τό χιέρι του ^ κινή θηκε μέ δυσκολία προς τη ζώνη. Άνέπνειυσε βισθειά με άνακούφισι όταν τά δάχτυλά του έψαυσαν τή λαβή. Φοά χτι ασε τό πιστόλι πέρασε το δάχτυλο στην σκανδάλη καί άημάδεψε. Ό καθρέφτης κι/ ό φακός θρυμματίστηκαν, Τά .μάτια του άστραψαν καί πε ρί μείνε. Ή καρδιά του στομά τη,σε σ" αυτά τά λίγα δεύτε ρόλειπτα τής αναμονής. "Υ στερα τό πρόσωπο άστραψε κΓ ή καρδιά του βρόντησε χα ρσύμίενα. Χωρίς ηλιακή ενέρ γεια τό τανκ σταμάτηισε. Τά έλατήιρια που κρατούσαν αι χμάλωτο τό παιδί παρέλυσαν καί ό Μίικυ τινάχτηκε ορθός. "Από τή θέσι αυτή πυροβό λησε σημαδεύοντας τον συμ πυκνωτή τής ηλιακής έινερίγέίας του δευτέρου τανκ., υ στέρα τά άλλα, τά άλλα... * * ★ "Ολα τά σατανικά .μηχα νήματα των Γ ιγαντοκεψάλωιν ακίνητα σάν κεραυνοβολημέ να ήταν αδύνατο πια νά κά νουν κακό. Ό Μ'ίΙκυ είδε τον Σέρινταν καί τους άλλους νά τρέχουν προς τό μέρος του. Ό ντέτεκτ ι>β συγκ ινημένος τόν Αγκάλιασε καί τόν φίλησε. —- "Έσωσες τόν Άρη, πι τσιρίκο}., φώναξε χαρούμενα. — 9Εγώ δεν έκανα τίπο τα!, απάντησε με μετριοφρο σύνη τό παιδί. Ό Λή Πό εί ναι σωτήρας μας.
■Καί έξήγη^ μέ λάγί& πως Αποφάσισε ^ νά βράση παρακινημένος από τά λόγια του έξώκοσμου πλάσματος. ^— Ό Λή ιΠό μάς άνοιξε τά μάτια, κατέληξε. "Ολα τά άλλα1 ήταν πολύ εύκολα. "' Εψτ ασ αν κουβ εντ ι άζοντ ας στο πυραυλαδρόμιο. Τό ένα ιμετά τό άλλο' κατέβαινα/ καί άκουμιποΰσαν στο έδαφος τά κιατ αδ ι ωκτ ικά άστρόπλο ι α. Οί πιλότοι κουβέντιαζαν .με ταξύ τους καί περί έγραφαν υ περήφανα τις μάχες πού έβω καν στον αέρα μέ τά σφαιρι κά διαστημόπλοια, Τά είχαν κυνηγήσει καί είχαν χαθή στό βάθος του διαστήματος. Εκείνη ακριβώς τή στιγμή ό διοικητής τής Άστρικής "Ασφαλείας του "Άρη πλησί ασε- λαχανιασμένος τόν ντέτεκτιβ. — "Επί τέλους σέ βρίσκω, ■ Σέρινταν!,, φώναξε. "Έχω ένα επείγον μήνυμα για σένα α πό τόν επιθεωρητή Χόβορτ Ή Γή κινδυνεύει. Ό ντέτεκτιβ ζάρωσε τά φρύδια καί άρπαξε τό χαρ τί). Τό μήνυμα ήταν γεμάτο αγωνία. Ό Σέρινταν διάβασε μεγαλόφωνα τό μήνυμα ενώ τά μάτια του έλαμπαν παρά ξενα : «Ίινσιπέκτρρ Χόβαρτ προς ντέτεκτιβ Τζό,ε Σέριν ταν. Γή κινδυνεύει από τε ραστίου μεγέθους σφαιρικήν βόμβα έξαπολυθεΐσ αν από ά γνωστον πλανήτη,. Κ ινεΐται μιέ πυραύλους. Δυνατόν νά εΤ να ι τηλεκατ ευθυνόιμ ένΟν μέ σον καταστροφής. Δυνατόν νά όδηγήται από πλήρωμα αυτοκτονί ας. Τη λεσκόπ ι α δ -
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
λων των μεγάλων αστεροσκο πείων έσημείωσαν παρουσίαν βόμβας ή οποία ταξιδεύει με μ ικ,ραν σχετ ιικώς τ αχύτητα διά νά πρόσκρουση επί της Γης ώρισ,μΐένην Τισως ήιμέραν. 5 Επ 161 δύσου «Πρωτέα II» καί ερεύνησε διάστημα προς άναικιάλυψιν καί (καταστροφήν βόμβας ή οποία απειλεί καταποντ ίση ολοκλήρους ήπ ε ίρους. Χόβαρτ». Ό Σέρινταν τσαλιάκωσε το χαρτί ανάμεσα ατά δάχτυλά του. — Οι Γιγαιντοκέφαλοι πά λι!, μούγγρισε. Πάμε Μίκιυ! "Έφτασαν στον «Πίρωτέα». Τό καταδιωκτικό ήταν κΓ δλας ετο ι μ© πρσετο υμασμένο από τό προσωπικό του πυιραυ λοδρομίου για μεγάλες πτή σεις. Ό Σέρινταν σκαρφάλω σε^ πρώτος καί ακολούθησε ό Μίιχιυ. Πρ.ϊν όμως κλείση ή πόρτα, φάνηκε στο άνοιγμά της τό έξώκοσμο πλάσμα με τό τριγωνικό κεφάλι, τό μυ τερό ρόγχος καί τά μεγάλα αυτιά. — Που πας, Λή Πό; ρώ τησε τό παιδί/. — Θ'άρθώ μαζί σας, είπε έκεΐνος. Δεν πιστεύω νά μή μέ θέλετε παρέα σας. Είμαι καλός μηχανικός καί πυροβο
λητής. Μπορεί νά μέ χρειαστήτε. Ό Σέρινταν γύρισε προς τ; μέρος του. — Έν τάξει, Λή Πό!ν εί πε. Σέ παίρνουμε μαζί μας. ’ Λν καί·, στο λέω γ ι ά νά τό ξέριης, δεν πηγαίνωμε σέ γλέν τι. Ή πόρτα έκλεισε έρμητικιά καί τό χέρι του Σέρινταν πού είχε πάρει κι" όλος θέσι στο διαμέρισμα διακυβερνήσεως, κινήθηκε γοργά στους μοχλούς. Τό άστρο πλοιο τής Διαπίλανητικής Άστυνομίας τραντάχτηκε, χορο πήδησε,, έξαπολύαντας τούς πρώτους πυραύλους, καί τι νάχτηκε σαν μιά φλόγα στον ουρανό. Μιά καινούργια πε ριπέτεια άρχιζε για τον Τζόε Σέρινταν καί τον κοκκινομάλ λη Μίικυ. Μιά καινούργια πε ριπέτεια στην όποια όμως ή μ'ελαχροινή Νάνου "Έβιλγκτον δέν θά ήταν μαζί τους. νΕνας Θεός μονάχα ήξερε σέ ποιόν άγνωστο πλανήτη βρι σκόταν καί ποια έξώκοσμα όντα την βασάνιζαν. Άλλα ό Τζόε Σέοινταν εΐχε τό σχέ διό του. "Ενα σχέδιο πού θά ξανάφερνε πάλι κοντά τους την γλυκεία καί τολμηρή Νάνσυ...
ΤΕΛΟΣ
Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ* * Απαγο ρενεπ α ι ή άνοίδπμ'οσίεσις
33
• '*»£.
«*»· «%**;?«$»
υπεράνθρωπος: ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΏΚΗ ΕΚΔΟΣΙΙ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία : 'Οδός Λόκκα 22 — ΑιΡ IΘ. 6 — Τι«μ<η. δρισιχ. 2 Δημοσ ιογραφ ικος Δ) ντή ς: Στ. ’Ανεροδσυρα: ς, Φαλήρου 41, ΟΙκσνοψπκος Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προΐστάμ®νος Τυπογραφείου: ’Αυαστ. Χαοτζηβασελείου, ΣαητφοΟς 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γεώργ. Γεώργ ιάδην, Λέχκα 22 Άθίραι
Τό επόμενο τεύχος τού «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ» το 7, πού κυκλοφορεί την έρχόμενη Τετάρτη μέ τον τίτλο
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΡΟΜΠΟΤ εΐναι ενα καταπληκτικό τεύχος πού όμοιο του δέν έχει κυ κλοφορήσει ποτέ! Ή αγωνία φτάνει στο κατακόρυφο ότα τά τρομακτικά σέ δυναμι ρομπότ επαναστατούν απο κτώντας δική τούς θέλησι και πρωτοβουλία. Και μέσα σ’ αυτή την άποθέωσι τής δράσεως και του μυστηρίου ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ των ουρανών Τζόε Σέρινταν μέ τον Μίκυ τό Ελληνόπουλο και την άρραβωνιαστικιά του Νάνσυ, δέν σταματούν νά πολεμούν υπεράνθρωπα έναντίον τών κα κούργων που σκοπεύουν νά καταστρέφουν την άνθρωπότητα
· 'γ- ο*ί
Ο ΟΡΟ ΘΡ Μ 'ΕΚΔ/ΚΗθΗ ν φρίΕΡΑΕΑ ΟΜΤΡ' ^
|
ΤΡΕΛΑ Η ΓΥΑΛΑ !■ ΙμΓκα, εγρ ε/μαι , ΡΥΤΟΖ ΠΟΥ Θ4 } ΕΚΔ1ΚΗΘΗ! Α
\
ΠΥΡ! ^ ΜΠβΡδΟ (3 ΠΡ/Δ/Α. ΗΥΤΤΡΧΤΕ Γ7°Ζ ΠΕΦΤΟΥΜ/
6
ζΤΖΖΜ ~ ΛΑΕ ΤΟΥ ΕρΜΕ Ο ΕΡΧΗΓΟΤ ΖΡΧ ΡΕ/Υ ΕΠΑ ΘΕ ΤΙΠΟΤΑ, Μ/1 ΠΡΕΠΕ/ ΜΕ ΟΜΥ/Υ&ΟΥΜΕ Ε/ΥΡ/ΛΤ/ΟΑΛ ΤΟΥ ^ ΓΗ ΟΖ!
'Ραχ! ΠΕΘΡ/ΑΓΟΥ* ΜΕ Ε/ΥΔΟΕΑ ψ^Γ/Ρ ΤΟΜ Μβ$ ΜΕΤΡΑ Ο Ιϋΐ ΜΡΖΓΚΟΖ
ΖΥ/ΥΕλ/ΖΕΤΑΙ
νίχ V / 'Δ' \· Λ%β»ι ΉΑ
’ ’ ,· «; '■
’ · 'Λ.. >' ■ , , >■ ί ' β '\· ' * -·' ' * ' · Ί* , ν - * Ν * ·" *> '
'Ο ντέτεκτιβ Σέρινταν φορώντας την μεταλλική φόρμα του διαστη μανθρώπου, ρίχτηκε στο κενό.
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΕΡΕΥΝΕΣ ΓΙΑ ΜΒΑ ΒΟΜΒΑ ΜΕΣΑ στό μαύρο βέλου δο τοΰ διαστή ΐματος, τό καταδιω κ τ ι ·κ ό της Δ ι απλανήτίικήις ΆστυνοΙμΐίϋος άστ,ρ ό πλοίο «Πρώτε ύς» ταξίδιευ’ε,έικκτοθεύοντας κάβε τόσο· άπωθη τικους πυραύλους καί αφήνον τας πίσω του γλώσσες φω τιάς. με μι6ϋν αφάνταστη τατύτητα. Μέσα στο σκάφος ήταν δυο γήϊνο·!· άνθρωποι κι5 ένα έξώκοσμο πλάσμα. Είχαν ξεκινήσει πιοίν μια ώοα απ’ τον πλανήτη "Άρη,, υστέρα α πό ένα σύντομο· ά>λλά αγωνιώ δ -·ς μήινι.ίμια πού ήρθε από τή Γ ή σταλμένο άπ5 τον έπιθεωοητη τής Διαπλανητικής Ασφαλείας Χόβαοοτ. Ό Χόβσ.οτ έστελνε μια άπεννωσμενη έκικίλησι προς τον διάσημο ντέτεκϊτ υβ του δ ιαστήματος,, τον άφοβο και τολμηρό προ στάτη. του Δικαίου καί αμεί λικτο τιμωρό των κακούργων Τζόε Σέρινταν, νά ένεργήση έΐοευινες καί να καταστιρέψη μια τεραστίων διαστάσεων βόιμίβα πού είχαν εξαπολύσει εναντίον τής Γης σί Γιγαντοκέφαίλοι, κάτοικοι του πλα νήτη Κοσουκο (*). Οι δυο γήινοι επιβάτες τού «Πρωτεύς I I» ήταν ένας άντρας κι5 ένα παιδί. Ό άντρας ήταν (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ χος του «Υπεράνθρωπου» μέ τον τΓ τ-λο «Έπίθεσις έναντίον τής Γης».
ένας νέος γεροδεμένος μέ α θλητικό κορμί καί αδρά χα ρακτηριστικά ό φόβος καί ό τοόμος των κακούργων τής Γης καί τοΰ διαστήματος, ό ντέτεκτιβ Σέρινταιν. Τό παι δί, ένας κοκκινομάλλης πιτσι ρΐκος μ·5 έξυπνα μάτια, ό Μίκυ, ήταν ένα όοφανό Έλλη νό πουιλ ο τήις Νέας Ύόρκης, πού θαύμαζε τον Σέρινταιν καί τον ακολουθούσε στϊ^ πε οιπέτειες του. Ό τρίτοο επι βάτης τό έξώκοσμο πλάσμα, ήταν ένα λογικό δσο κΤ οι άνθρωποι άν δχι πεοισσότεο·ο· αν· μέ τή διαφοοά που ή εξωτερική έμφάνισί του δεν έμοιαζε καθόλου μέ τούς γή ινους. τ Ηταν μικρόσωμος μέ τριγωνικό κεφάλι που κατέλιηγε σ5 ένα μυτεοό ούγχος κΓ είχε πόδια καί χέρια λεπτά σαν λαστιχένιους σωλή νες. Τό σώμα του είχε πυκνό τρίχωμα. Μολονότι τούτο τό έξώκοσμο· πλάσμα έκ πρώτης όψεως είχε κάτι τό άγριο στην εμφάνιση έν τούτοις τά μεγάλα στρογγυλά μάτια του έδειχναν μια ψυχή γεμά τη καιλωσύνη καί εξυπνάδα. Λεγόταν Λή Πό καί είχε έρ θει από έναν μακρυ/νό πλα νήτη τον Πράτ, σταλμένος α πό τον σοφό άρχοντα Μπράν, πού αγαπούσε τούς γήινους καί μισούσε θανάσιμα την κα κούργα φ υλή των Γ ι γαντοκε φάλων, πού δ ι έπρατταν εγ κλήματα καί (οργάνωναν κα ταστροφές στους διαφόρους ειρηνικούς πλανήτες. Ό Λ ή Πό χάρις ατό ρομπότ τών γλωσσών, στην έπίδρασι του
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ; οποίου έμεινε έττί δέκα λεπτά, μπορούσε τώρα- να μιλάη σαν άνθρωπος και νά συνείννούται ·μέ τούς φίλους του. *
*
*
Καθισμένος στον θάλαμο διακυβερνήσεων μέ τό^ βλέμ μα καρφωμένο στην οθόνη τη•λεοράσεως του αυτομάτου πι λότου, ό Σέρινταν έψαχνε τό χάος αναζητώντας ^το σατα νικό ιμηχάνημ α ολέθρου πού ταξίδευε μέ μικρή σχετικώς, όπως τον είχαν προειδοποίη σε ιι, ταχύτητα προς τή Γη. Τό βλέμμα του ήταν στην ο θόνη, μσ ό νους του κάθε τό σο ταξίδευε μακρυά. Λεν έ φευγε από τή σκέψι του ή Νάνου Έβ Γ'λγκτον, ή ιμελαχροιινή αρραβωνιαστικιάς του, πού είχε έξαφανιστή μέ μυ στηριώδη τρόπο πριν δυο νύ χτες απ’ τό ξενοδοχείο της υπόγειας πολιτείας Ναγκαλ του "Αρη όπου έμενε. Κάνεις οέν την είχε δη, κανείς^ δεν ήξερε θετικά που βρισκόταν κΓ άν ζουσε ή πέθανε. Γ ιά ένα μονάχα όμως ήταν σί γουρος ό ντέτιεκτιβ. Πώς ή τολμηρή κοπέλλα, αχώριστη σύντροφος στα ταξίδια του στο διάστημα, είχε άπαχθή από αγνώστους κακούργους, κατά πάσα πιθανότητα άπ5 τούς Γ ιγαντοκέφοΰλους, πού σκόρπιζαν τον τρόμο στον ου ρανό/Αλλά γιά ποιό λόγο να τήν αιχμαλωτίσουν αυτά τά έξώικοσμα πλάσματα· Τί ζη τούσαν τάχα νά πετύχουν μ’ αυτή τήν απαγωγή; Ό Σέριινταν αναστέναξε. "Οπως κι9 άν είχαν τά πράγματα, θά
μάθαινε. Αλλά έπρεπε νά τε λείωση πρώτα αυτή τήν επεί γουσα^ αποστολή. Ή κατα* στροφή τής βόμβας ήταν τού τη^ τή στιγμή έκιεϊνο πού ένδ ι έφ ερε π ερ ισσότερο. 5 Εάν δεν προλάβαιναν νά τήν κα ταστρέφουν ό όλεθρος πού θά σκορπρύσε πέφτοντας στή Γή θά ήταν κάτι χωρίς προ ηγούμενο. Ή ακτίνα -όράσεώζ της υπολογιζόταν σέ πέν>· τ·ε χιλιάδες χιλιόμετρα. ’Άν έπεφτε^ στην Ευρώπη, όλόκλη ρη ή ήπειρος θά γινόταν κονίορτός. ^'Εκατομμύρια ανθρώ πων θά μεταβάλλονταν σέ ζωντανές λαμπάδες καί ή Με σόγειος καθώς καί μέρος τοΰ ^Ατλαντικού θά εξατμίζονταν άπο τη φοβερή θερμοκρασία πού θά δημιουργούσε ή έκρηξίς της. "Ολα τούτα δεν ήταν φανταστικά. ?Ηταν ύπο λογισμένα ψύχραιμα από τούς επιστήμονες τής Γης, πού, λίγο. πριν από τήν έκσφενδόνισί της, είχαν πάρει τό άγέρωχο μήνυμα από τό ά γνωστο άστρο. "Ολοι οί ρα διοσταθμοί τής Γης είχαν πιάσει τό μήνυμα. Τό μήινυμα ήταν συντεταγμένο σέ άψογη αμερικανική γλώσσα μέ μερι κους μάλιστα ιδιωτισμούς, πού χρησιμοποιούσαν τά τε λευταία χρόνια στή Νέα Ύόρκη. Καί τούτο άφιβώς ή ταν πού δεν άφηνε καμμιά άμ φ-βολία πώς πίσω από όλη αυτή τήν ιστορία κρύβονταν έγκίλη μ ατ ικοί γήϊνο ι εγκέφα λο ι. Ή κλοπή των ατομικών βομβών απ’ τις αποθήκες τού Αϊης Γκΐβενς, ό φόνος τον
διευβυνΐοϋ λ τή,ς Ύπη#ε.σ!»ς Ελέγχου των Δ ιαπλ άνηθών Πτήσεων Τζάκ Βάνς, τά σαμττοτάζ εναντίον των εγκατα στάσεων τοϋ "Αρεως, οί έτπδρομ ες τών μ υστηρ ιωδών σφαιρικών άστροπλοίων πού είχαν .σημειώθή παν τελευ ταίοι καιρό ήταν έργα κακούρ γων γήινων πού κατευθυναν έξώικοσμα πλάσματα (*). Με τά την εκκίνησι του- «Πρωτευς I I» από τον "Αρη, καί κατά τή διάρκεια τής ππήσέ ως ό Σέρινταν εΐχε πάρει ρσ διοεπαφή με τό αρμόδιο τμή μα τ ής Γηϊνη ς Κ ο ινοπολιτ ε ί·ας, και είχε ένημερωβή για τό μήνυμα των κακούργων καί τίς σκέψεις των επιστη μόνων. Ό ίδιος 6 ίνσπέκτορ ■Χόβ'αρτ τού έδωσε λεπτομέ ρειες ύστερα. — Πρόσεξε, Τζό!, τού εί πε.- Τά παίζουμε όλα για ό λα. Έδώ κάτω στη Γη έχει σπάσει τό ηθικό τών ανθρώ πων. Οι άνθρωποι, κάνουν σαν τρελλοί, γιατί δέν ξέρουν Ίτσυ θά ■ πέση αυτό το σατα νικό μηχάνημα. Άλλα, όπου κΓ δαν πέση, ό αντίκτυπος στον πλανήτη, μας θά είναι, φοβερός. Το μήνυμα πού μάς έστειλαν οι άγνωστοι κα κούργοι μιλάει· για εκατό τόν ους λοργάλιουμ. -έρεις τί ση μ αινεί αυτό·,* "Ενα δράμι· απ’ αυτή την εκρηκτική ύλη κάνει τη δουλειά που κάνουν πενηιν τα οκάδες δυναμίτη! Λογά ριασε' λοιπόν καί θά καταλά• (*) Διάβασε τό τεύχος του «Ύτερανθρώατου» ιμέ τον τίτλο «Πόλβμος τών'ΜΑστρου».
6ης τί> μάς ΤΓ^ιμ#ν€ι. *&κφ· τό τόννοι λοργάλιουμ, έκτος από τά άλλα πού υπάρχουν σ^’ αυτή τή βόμβα! Καί αυτό εΐναΐ' ένα «προειδοποιητικά βλήμία», όπως μάς λένε στό μήνυμά τους οί κακούργοι. Ακούσε τό μήνυμα καί θά κατ αίλάβη ς.: «Πλανήτης Κ οσουκίο προς Γήϊνην Κοιναπαλ ι τ ε ί αν. 3 Εκκιενώσατε εντός τών προσεχών δέκα γήινων ή μερων πλανήτην "Αρην άπό άποίκους καί έγκαταλείψατε ανέπαφα εγκαταστάσεις καί μ ηχανήμ ατα. ’ Εάν άρνηθηγε ολική καταστροφή Γης δέον νά θεωρήται βέβαια. Άποστέλίλομίεν προε ιδοπο ιητ Γκήν βολήν με βόμβαν περιέχουλοργά σαιν εκατό τόννους λιουμ.» Αυτό είναι τό μήνυ μα, Σέρΐινταν. Πήραμε φυσι κά όλα τά μέτρα πού χρειά ζονταν. Τό άόΐρατο, ηλεκτρο νικά τείχος προστασίας τής Γής ένισχυθηκιε με νέο δίκτυο, αλλά είναι βέβαιο πώς τίπο τα δέν θά μπτομέο-η νά σύγκρατήση μ ι ά βόμβα τόσο ι σχυρής εκρηκτικής δυνάμεως. Στολίσκοι· άπό πύραυλο κίίνητα κάνουν περιπολίες ατό διάστημα. Ισχυρά θωρηκτά άστρόπλοια ταξιδεύουν έδώ κΓ εκεί. Τά ραντάρ τους ση μειώνουν την παρουσία της βόμβας, αλλά συμβαίνε^ κά τι περίεργο·. Δέν· μπορούν νά τήν εντοπίσουν. Εκείνα πού είναι* πάντως σίγουρο είναι ότι ή βόμβα πλησιάζει ολοέ να καί περισσότερο προς τή
Μέσα στο καντράν τής τηλεοράσεως ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ τής Γηΐ» νης Κοινοπολιτείας είδε τήν φοβερή εκρηξι.
νη£ΡΑΝ@Ρή(1&ί
Γη. Θέλεις
τίποτα
άλλο,
Τζό;
'ϋ ντέτεκτιβ αναστέναξε, — Όχι, ίνσπιέκ,τορ. Κατα τοπίστηκα. —’ΚίΟΛή τύχη, Σέριινταν. * * ώ Και τώρα, καθώς ό ντέτεκτιβ μέ άγρυπνο μάτι έψαχνε την οθόνη τηλεοράσεως τού αυτομάτου· πιλότου; προσπα θώντας ν' άνακαλύΦη την πα ρουσία τής βόμβας, στο άτέΑειωτα χάος, μέσα στο όποιο ταξίδευε τό άστρόπλοιο, στο νού τού έρχονταν όλα αυτά κι5 ένοιωθε τις βαρείες ευθύ νες πού εΐχε άναλάβει. Πιο ε κεί στεκόταν αμίλητος ό μι κρός Μί'κο. Τό παιδί, πίίσω άπό τό διαφανές αλλά άθραυστο ειδικό κρύσταλλο τού φκν ι στ ρ· ιν ιού, πού βρ ι σκότ αν στο δεξιό πλευρό τού άστρο πλοίου, κύτταζε προς τά έ ξω. "Ενα αδιαπέραστο σκο τάδι απλώνονταν γύρω· από τον «Πρωτέα». Καί μέσα σ' αυτό τό σκοτάδι έλαμπαν πολύ μακρυά όμοια μΐέ κε φάλια καρφίτσας, Υίλιάδες άστρα. -Κάπου, άνάμεσα σ' αυτά τά κεψαλάκια τής καρ φίτσας, έπρεπε νά βρίσκεται κι' ή Γή. — Πόσο μεγάλη μάς φαί νεται, μουρμούρισε ό ΑΛίκυ, όταν πατάμε στο φλοιό της! Και πόσο ασήμαντη δείχνει όταν την βλέπουμε από με ρικά εκατομμύρια μίλλια άπόστασι, Ό^Λή Πό πού ήταιν δίπλα του έβηξε ελαφρά. Αυτός ή ταν ό τρόπος πού χαμόγελού
ϋε τό έξοόκοσμό
αυτό πλά*
σμα. — Στον πλανήτη, μας τόν Πράτ, είπε, ή 1 ή θεωρείται σαν ένα από τά μικρότερα άστρα. Δεν πρέπει λοιπόν νά παραξενεύεσα ι, Μ ίκυ. Ό μικρός κύτταξε τό μκχκρύ ρυγχος τού συνομιλητή του λοξά, — Δεν π ιστεύω νά μου ττής τώρα, Αή Πό„ πώς ό ί Ιράτ είναι μεγαλύτερος άπ' τή 1 ή. Αυτό 0ά ήταν αστείο! Τό έξώκοσμο' πλάσμα κού νησε κοροϊδευτικά τά μεγάλα μυτερά αυτιά του. — Οι σοψοίΙ μας έτσι λέ νε τουλάχιστο, άπάντη,σε ή ρεμα. Πώς ό Πράτ είναι έκα τόν έξήντα εφτά φορές με γαλύτερος άπ' τή ί ή. Ό Μ ίκυ γούρλωσε τά μά* τια. — Δηλαδή; Σαν τόν ήλιο; ρώτησε ειρωνικά τό παιδί. — 'Όχι φυσικά. Γιατί ό ήλιος, όπως ^ θά ξερής, είναι ένα έκατομμύιριο τρ ιακόσ ι ες χιλιάδες φορές μεγαλύτερος άπ’ τή Γή! Ό Πράτ είναι πολύ, πάρα πολύ, τικρότείρος άπ' τόν ήλιο. "Ομως μή νομίζεις καί πώς ό ήλιος ό δικός σας είναι τό μεγαλύτε ρο άστρο τού Σύμπαντός. Είναι ένας από τή _μυρμηγκιά των ήλιων τού Γαλαξία* Καίί, όπως θά ξερής, ό Γαλαξί'ας, αυτό τό θαμπό νεφέ λωμα, όπως φαίνεται μέ γυ μνό μάτι, όταν τόν βλέπου με μέ ισχυρά τηλεσκόπια μάς δε;ίχ|νει οτι* δέν εϋναι· καθό λου νεφέλωμα. Χιλιάδες, έκα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τομμύρια άστρα, σαν την άμίμιο της θάλασσας (αριθμοί υ.£ σαράντα καί πενήντα μη δενικά θά μπορούσαν νά δώσουν ,μιά ιδέα της άποστάσεως αυτής) μάς σαίνεται σαν νεφέλωμα. Χιλιάδες ήλια κά συστήματα υπάρχουν, σαν τό δικό σας. .μέσα στον Γα λαξία. "Ηλιοι δηλαδή με τους πλανήτες τουο. Και σκέψου ότι μέσα στο άπειρο διάστημα ύπάοιχουν εκατομ μύρια Γαλαξίες. — Σταματα, Λή Πό !, νκιοΐίΐνιασε το παιδί. Μέ ζά λισες ! Ό Λ ή Πό άοχισε νά^ βήνη δυνατά- Τούτος ό βήχας ήταν ένα ξεκαρδιστικό., άνοιχτόικσρδο γέλιο. — Κι5 όμως, Μίκυ. οι ψοι τητές στο Ουροόσ στην ποω τεύουσα του Πράτ, δεν ζα λίζονται καθόλου δταιν μ* ά κουρε νά τους λέω αυτά τά ποάγματα. — Είσαι δάσκαλός; ρώτη σε τό παιδί έκπληκτο. — Νσί, κάτι τέτοιο! Εί μαι καθηγητής, στο πανεπι στήμιο του Ούρούη καί δι δάσκω αστρολογία, απάντη σε απλά εκείνος. Ό Μίκυ γούρλωσε τά μά τια. Δεν μπόρεσε νά τό χώ νεψη. Σίγουρα τον κοροΐδευε ό Λή Πό. Δεν ήταν ποτέ δυ νατόν νά πιστέψη, πώς αυτό τό τρ ΐ'χωτό πλάσμα μέ τό μυτείρο ρόγχος, τά .μεγάλα αυτιά καί τά σωληνωτά πό δια μπορούσε νά είναι καθη γητής πανεπιστημίου!
9
Ο ΣΤΕΡΕΟΣΚΟΠΙΚΟΣ ΠΡΒΒΟΛΕΥΣ ΚΑΤΙ θά ^έλε γε ό ΑΛίικυ ΤΗΘε λε νά πή δη λαδή στον Λή Πο οτ ι αυτός δεν ήταν κανέ να .μωρό για νά τον Κοροϊ δεύουν, ούτε μπορούσε νά κα ταπιή τόσο χοντρά ψέματα. Αλλά δεν εΐπε τίποτα. Δεν ποόφτασε. Τό άστοόπλοιο κλονίστηκε αίπότοιμα. Χορο πήδησε, έτριξε επικίνδυνα σά νά δέχτηκε ένα δυνατό χτύ πημα ατό εξωτερικό του πεοίιβλίημα καί ακούσε τον Τ£αε Σέοινταν νά γκίρινιάζη. μιλώντας μοναχός του. Ό Λή Πό καί τό παιδί ετρεξαν Κοντά του. — Κυττάξτε εκεί!, είπε ό ντέτεικτιβ κΓ έδειξε τό καν τράν τού ραντάρ. Δεν είναι περίεργο; Μέσα στην οθόνη· του ραν τάο κάτι τοεμόπαιζε. "Ενα μι σημιαδάκι κου κιοό σκούοο νιόταν. Φανερωνόταν καί χα νόταν. —- Πιοοσπσθώ νά τό εντο πίσω μά δεν κατααέονω· τί ποτα!. συνέχισε ό Σέ,ρινταν. Σέ μια στιγμή νόμισα πώς τό έπιασα. "Υστερα άμως χάθηκε. Νύμάίζω πώς αυτό τό ασήμαντο ση.μαδάκι που υάς παίζει1 τό κουφτό είναι ή βόμ βα που ζητάμε. ΚΓ η βόμβα δμως άν δεν είΐναι ,γ ι ά ένα πρά γιμα είμαι βέβαιος. "Οτι αυ τό τδ άντικείίμενο βρίσκεται
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
κάπου εδώ γύρω κοντά μας και δεν το βλέπουμε·. Ό Αή Πό κούνησε τ°. αυ τιά του. Αύτο- ήταν άπόιδειξι πώς σκεφτόταν κάτι πολύ ση μ αντ ικό. Λεν · μ ίλη,σε δμ ως. Τά στρογγυλά ’ μάτια του έ μεναν πάντα καρφωμένα στο .ραντάρ σά νά περίμενε· κάτι, ταφινι.κά έβηξε. Ό Σέρινταιν κι · ό Μ,ίίκιυ γύρισαν ξαφνια σμένοι. Γ ιά ττοιό λόγο γελού σε τάχα αυτό τό έξώκοσμο πλάσμα; -— Αυτό είναι!, είπε. . Μέσα στο καντράν του ραν τά|ρ είχε ψανή πάλι, για με ρικός στιγμές κάτι που εί χε τό μέγεθος ενός μικρού πορτοκαλιού. Φάνηκε και χά θηκε. — Τί εννοείς Αη Πό; ρώ τησε ό ντέτεκτιβ. — "Έχετε προβολέα στερ-ε οσκοπικό; ρώτησε αυτός. — Φυσικά, έχουμε... Ό Αη Πό ερριξε ένα βλέμ μα γύρω του. Είδε τό μηχά νημα και προχώρησε αδίστα χτα προς τά εκεί. Τά σωλη νωτά καουτσουκενια χροιά του κινήθηκαν γοργά στους δ’αιφόιοους διακόπτες σά νά έγινώρ'ΐζε πολύ καλιά τον τρό πο· τής λειτουργίας · τους. "Ενα χωνί από ενα ειδικό .μί γμα μετάλλου, πού γυάλ'ζε περισσότερο άΐπό καθρέφτη., ποό'βάλε σιογά από τό επάνω μέσος τού- καταδιωκτικού . άστ,ροπλο-ίου. Ό Αή Π ό. πίεσε ενα κουμπί. 3Από τό χωνί βγήκε ένας μΐωινωξειδένιος χεί μαρρος φωτός. Τό ψώς διέγρα ψε αργά έναν -μεγάλο κύκλο
μαχαιρώνοντας .τό σκοτάδι του διαστήματος. Ό ντέτεκτιβ καί τό παιδί δίπλα του παρακολουθούσαν μέ μάτια πού·, έλαμπαν από συγκίνησι την τροχιά τού φωτός, τ-ΝομΙίζιω πώς κατάλα βα!, μουρμούρισε ό Σέρινταν. -— Ναί, συμφώνησε, ό ■ Αή Πό. Ή .βόμβα εΤ,νσι χρωμα τισμένη με άλιτράκ. Αυτό τό χρώΐμσ απορροφά τό καινό η λεκτρικό· φως. όπως καί τό φως τού ήλιου, καί κάνει αό ρατα. τά αντικείμενα, Οι κηΓ· λίιδες πού Εμφανίζονται· κάθε τόσο καί χάνουνται στο ραν τάρ προέρχονται από τις φλό γες · πών έκπυρροΚροτήισεωΙν των απωθητικών πυραύλων τής βόμβας. Οί λάμψεις φω τίζουν για μ ιά στιγμή τή βόΐμ βα καί τό ραντάρ πιάνει τή σκιά της.' "Οταν οι · λάμψεις σταματήσουν, τό φάσ,μα: χά νεται. Λεν υπάρχει κορμιά αμφιβολία πώς ή βόμβα έχει πλήρωμα από ζωντανά πλά σματα. Είναι ένα σφαιρικό άσΤρόπλαι ο φ ορτωιάένο έκρη κτικές ύλες πού κατασκευά στηκε μέ μοναδ'κό προοο κ ομό νά πρόσκρουση 'στή Γή. ■·— Καί τό πλήρωμά της; ρώτησε ό Μίκιυ. . — Είναι πλήρωμα .αυτοκχο νίιαςί, απάντησε ό . Σέοινταίν πού ήταν βέβαιος πια δτι μέ σο: σ’ αυτό τό τ,ριγοον.ικό κε φάλι μέ τό μυτερό ρόγχος; τού Αή Πό φώλιαζε ένα σο φό μυαλό.Είναι εθελοντές τού θανάτου. Μού θυμίζουν' τούς Γιαπωνέζους καμικάζι· πού ά·=
Κάποτε, στη. Νέα 'Υόρκη ό Σέρινταν και ή Νάνσυ. είχαν παρακο λουθήσει. μια παρόμοιοί σκηνή.
/ναφέρε ή -ιστοιρίία; Στον με γάλο πόλεμο πού είχε άρχ θ α ει-οπή Γη το.. 1940 καί τε λείωσε υστέρα από έξη χρό νια,, οι Γιαπωνέζοι είχαν ορ γάνωσε μ στολίσκους άεροπλά. νων αυτ οίκτον ί ας 'πΟυ έπεφταν μαζί ιμιέ τό πλήρωμά τούις πά νω στους στοίχους τους. Τά αεροπλάνα ήταν φορτωμένα βόϊμιβες. Πέφτοντας - τά αερο πλάνο αυτά ολάκερα άπάνω· ατά ήμερικαινικά σκάφη, τά σμ π σράλ ι αζαν.' Αλλ ά κ ι’ άπ ό τά αεροπλάνα ' αυτοκτονίας^, καθώς κι3 άΐπό ' εκείνους . πού αποτελούσαν τό πλήρωμά
τους, οεν εμενε τίποτα. . —-Έδιώ-δέν πρόκειται· γιά ε θελοντές, τον έκοψε ό Λή Πό, χωρίς νά πάψη νά χειρίζεται τους διακόπτες και τά κουμ πιά του προβολέα- ρίχνοντας τό στ.ε,ρεοισκρπικο του ψώς π: οός 61 ά φορές κατ ε υθύνσεις. Έδώ πρόκειται .για νόρι. —Νόΐρ;; Δηλαδή; έκανε ζαρώνοντας τά φρύδια ό ντέτεκτιβ. — Γιά πλάσματα από τ.ά όποια έχει άφαιρεθ^ ή θέληαΐ. Εΐναι μια μέθοδος κατα στροφής τής ’βονλήσεως. Οι ζωντ ανοι όρ-γαν ιαιμαί, πού -
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ υποβάλλονται σέ νόρι, έκτελουν μηχανικά χωρίς καμμά άντίρρησι κάθε διαταγή και αναλαμβάνουν τις πιο έπικύν δόνες αποστολές αγνοώντας δτι στο τέλος τούς π,εριμένει ό Θάνατος. Αυτό όμως δεν σημαίνει πώς αυτά τά πλά σματα έχουν χάσει τήν ικα νότητα νά κάνουν τό κακό καί νά σκορπιίζουν τον όλε θρο σέ εκείνους πού- ζητούν νά τά εμποδίσουν νά φτάσουν στο σκοπό τους. Απεναντίας,, δλα τά κακούργα ένστικτά τους γίνονται περισσότερο έντονα καί εκδηλώνονται μέ μιαν απερίγραπτη λύσσα. 'Ώ! "ΏΙ Προσέξτε άριστερά ί "Έστριψαν τά βλέμματά τους προς τό μέρος πού έδειχινε ό Αή Πό. Τό φώς τού στε ρεοσκοπικοϋ προβολέα του «Πρωτέως» φώτιζε μιά τερά στια σφαίρα πού ταξίδευε αργά προς τη Γη, Ή σφαίρα άστραφτε σάν ασήμι. ^—-Ή βόμβα!, ξεφώνησε ό Μίκυ. Χριστούλη μου! Αυτή είναι πιο μεγάλη απ’ τό φεγ γάρι! ΔΑΥ ΓΔ ΚΑΙ ΓΟΛΙΑΘ Ό ντέτεκτ ι β ένοιωσε τήν αναπνοή του /νά κόβετ α ι . Μαί], αυτή έ πρεπε νά εί ναι ή φοβερή βόμβα μΐέ τό λρργάλιουμ I Μιά τεράστια σφαίρα μέ διάμετρο μεγοαλυτε
ρη, άπιό διακόσια γήινα μέ τρα. "Ενας ουρανοξύστης μέ εκατό πατώματα θα μπορού σε άνετα νά χωρέση μέσα οπή σφαίρα αυτή. — Κράτησε τον προβολέα απάνω της, Λή Πό!, εΐπε^ο Σερινταν. Δεν πρέπει νά μάς ξεφύγη. Τό έξώκσσμο πλάσμα κού νησε ”έ κατανόησι τό κεφάλι του. — Όκέύ, κύριε Σερ ινταν!, είπε. Μιά πού τήν ανακαλύ ψαμε, δέ πρέπει νά μάς ξεψύγη πια. Ό ντέτεκτ ιβ ώρμησε' στα πηδάλια. Τά χέρια του κινή θηκαν μέ απίστευτη, γρηγο ράδα. Ή πλώρη τού καταδύω κτ ι.κού 6 ιαστ ημοπλοί ου τ ής Δ ιαπλανητ ική ς "Αστυνομίας στράφηκε τηρός τό μέρος τής τεράστιας σφαίρας, Ή άτοστασι που χώριζε τά δυο σκά Φη ήταν αρκετά μεγάλη. Μέ σα σέ λίγα λεπτά όμως αυτή ή άπόστασι έφτασε στά δυο μάλλια. Ό Σερ ινταν άινέκοψε τήν ταχύτητα τού άστροπλοίου κι" έβαλε σ" ενέργεια τον αυτόματο πιλότο πλεύ σεως. Τώιοα ό όγκος τής οψαίρας φαινόταν περισσότε ρο τεράστιος. Μπροστά της τό άστρόπλοιο ήταν ένα άσή μαντό τηραγματάκι. Σάν μιά μύγα πού στριφογύριζε μπρο στά σέ μιά μπάλα ποδοσφαί ρου τρεις φορές μεγαλύτερη από ^εκείνες πού χρησιμο ποιούσαν στά ποδοσφα ιρ ι κά ματς. Και μαναχα αν έπαιρ νε μιά στροφή ή χαλύβδινη αυτή σφαίρα κι" έπεψτε άπά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ νω στο άστοόττλοιο θα τό έλιχονε και θά το μετέβαλλε σ’ ένα σωοό παλ' οσ1δεοικών. — Π^ρκτεχε. Λ η Πό!, φώ ναζε ό Σέοινταν. "Υστ'-οα γύρισε ττόν μι κρό που παο-ακολουθουσε μέ ^ά έξυπνα μάτια του την κά θε κίίνησί' του μεγάλου φίλου του. — 3 Εδώ ΛΛΓ·κυ! Το — ρ"Θ1 υε δυο πη,δήμααατα β,οέθηκε κοντά του. Το τιοόσωπό του αστραφτ^ ά^ό ΝΛα,ο·ά κσ' ευτονία καιθώο έ βλεπε πώς πλη^'άΓε τι ώοσ "ηο δοάσεως Κάθ«· π&οιπέτει-α ό^σν γλ^ντι γιό τον κο^ν ινο1 κάιλιλ η Μ<’κυ. Ποτέ δόν λο^ά,ο-'σίε τΐο<ν κίνδυνο ούτε τλΌ ττέοιτσε καιυΐ’ ι ιά Φορά ή ίδεα άπό τό 'Όυ πώς ίτοοΛι0σΓ νά συυ'βθ κακό σ3 ~ύ^όν η στοάς Φίλου^ του. *Ήξεοε πώο ό Θεόο είναι πάντα υέ τό υέοος έκε 'νο·*ν που άνωνίΓοπται νιά τό Δ’ίίκαιο και τό καλό τη/Γ 3Ανθοιωτϊτότϊΐτος. — ’Ρδώ ΜίΙκυ! «Ίίπαι. κύπτε Τζό! *Π ντίτε^'^ του έδειξε τον μονίλιό εκτόξευσές τηο στο π ικηις ά,εΌστη,η,τπλίλ αο Μέ δυο λόγια του εξήγησε τί έπρεπε να κάνη. Μ5 ενα γπρισυά, είπε, θά φέρω τον «Πιοωτέα» πολύ κοντά στά σφαίρα. "Οταν ή στιγμή είναι κατάλληλη, θά εκτόξευσης την τορπίλίλη, τοα βώντας ττοόο τά πίσω αυτό τον μοχλό. Πιοίν η τοοπίλλη εκράν ή και επακολουθήση ή έκιοη,ξι τής βόμβας, τό σκά φος μας θά τπρεπει νά βρί
13
σκεται μακρυά. Κοοτάλαβες, Μίικυ; 01 βολβοί των ματιών του παιδιού στριφογύρισαν κυττάξοντσς πότε τον Σέοινταν πότε τη σΦαιοική βόμβα, πό τε τον διακόπτη. — 3Εν τάξει!, εΤπε. Κατά λσβσ. Ό ντέτεκτιβ εοοιξε μιά μα τιά προς τό Λ η Πό. — ι0 προβολέας σταθερά στο όνο!, του Φώναξε. — Σύμφωνοι!, άπάντη,σε ό Λη Πό. Μην άνησυχηις για .μένα. Μέ σφιχτά δόΐντισ ό Σέριν ταν άπλωσε τά χέρια πρό·ς ^ους διακόπτες των ταχυτη τοον. Τό ιάσηοόπλο-ιο γιά μεοικιά λεπτά κινήθηκε γοργά. "Υστεησ απότομα σταμάτη σε και σλα μέσα έκε? έτ ρ ι ξαν ύ πόκωφ α.
— * Εμπρός. Μί,κυ!. άκου •στη,κιε βοαγνη ή φοονή του ντέ ^εκτιβ. Πυιο! Τό παιδ] υέ μιά κίνησι τρο μαγτιικά γρήγορη Φουγτιασε τό μοχλό. Τον τράβηξε τηοός τά πίισω καί ,μιά άπό τ'.ς άεοοτοοπίλλες του «Ποωτέοις !!» ξεκΐνη-σε σφυρίζοντας άγρια ποός την σφαιρική 6όμ βα. — Κιοατηθητε απ’ τις χει ρολαβές! φώναξε ό Σέρινταν. 1 Αρπάχτηκαν άπό τις χει ρολαβές τή στιγμή άκριβώς που ιμέ έναν ταχύτατο χειρι σμό τό άστρόπλοιο έπαιρνε μιά βουτιά πόας τά κάτω έκτοξευοντας τέσσερις μαζί Α*
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
πωθητ ικού ς ' π υ ραύλους. Β ού τηξε στο αχανές σκοτάδι .του δ ι αστήματΟς προσπαθώντας, νά βρύσκ/ετα ι άσό τό δυνατό πιο μαικρυά από την περιοχή τής έκρήξεως πού έπρόκειτο νά έπακσλουθηιση. ■ "Υστερα ό Σέρινταν, όταν πιά.εΐχε δ: ανύσε ι άρκετ ά χ ιλ ι άμετρα-, μέ αινήσεις γοργές και άποψα σιιστικές ξαινάφερε σέ κάθετη γραιμμή πλεύσεως τό· σκάφος.· Βάζοντας αμέσως σέ. λειτουρ γία τής ηλεκτρονικές διό πτρες προσπάθησε νά ξεχω,ρίση ιμέσα στο σκοτάδι τις λάμψεις τής έκρήξεως. Τά μά τια του όμως σκοτείνιασαν κι’ έγινε απότομα άινήσυχος. Ή τορπίΐλίλη. δέν φαινόταν νά ε'ιχε κάνει καμμιά μεγάλη ζημιά στήν' τεριάστ ια. βόίμβα.' Μια γλώσσα φωτιάς -μονάχα διακ,ρινόταν ιμέσα στο διά στημα. Αυτό πού περίμενε, ή τροιμ αχτ ικ ή δη λ α δ ή έκρη ξ ι πού :θά κατέστρεφε τήν βόμ βα δέν έγινε. — Θά ξαναδοκιμάσουμε! είπε μέ σφιχτά δόντια.· Μέ τήν πρώτη δέν· κάναμε τίπο τα. Έχουμε ακόμα άλλες έξη, άεροτορπ ίιλλες... " Ετοι •μιοι, Λή Πό/ νά ξαναπ ιάσης τή σφαΐιρα μέ τον προβολέα σου! Καί σύ Μίκυ στή θέσι ο ο ϋ1! ~ α ν αγυρ ί ζοομε. Τά μάτια του διάσημου ντέ τεκτιβ άστραψαν σάν ατσάλι. Άπό τό βάθος του διαστήμα τος άρχισε πάλι νά κατευθύ νη τον «Πρωτέα» προς τήν. φλέγόμενη σφαίρα.
ϊ*-·ν
Τ© ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΒ « ΒΟΜΒΑ Ο · ΣΤΕΡΕΟ ΣΚΟΠΙΚΌ Σ π,ροο ο λ έ α ς κάτω ά π ά τούς επιδέξι ους χειρισμούς του Αή Πό, διαγράφοντα ς Φωτεινά τόξα μέσα ατό σκο τάδι, ενετό π ι σε ύστερα από δέκα λεπτά καί πάλι τή ·βάμ βα. Φλόγες έβγαιναν άπό τό ένα .πλευρό της. -Αλλά, μο λονότι .ή άεροτορπίλίλη είχε άνοιξεγ μια τρύπα πέντε ή έξη. μέτρων, ή βόμβα' ταξί δευε ιμέ κατεύθυνσι . πάντα προς τή Γη. Ό μηχανισμός της λειταυργούσε κανονικά. -^-Υπάρχουν στεγανά δια μερίσματα σ' αυτό τό σα τανικό μηχάνημα τού ολέθρ ου !, γρύλλ ίσ ε ό ντ έτ εκτ ι β. Αλλά, δέν νομέζω πώς θά μπο θέση ν’ άντέξη καί στή δεύ τερη,. τοοπίλλη μας. Προσοχή, Μ ίκυ! ’ Εκτ ε λώντ α ς γορ γ ά τ ού ς κατάλληλους χειρισμούς, έ φερε πάλι τό άστρόπλοιο στήν κατάλληλη ■ θέσι. Ή σφαίρα βρισκόταν πάλι- σέ άπόατασι βολής. Μέ έντετσμένη όλη τήν προσοχή του, έτοιμος μετά τήν έκσφενδόν ι ’σι - τής τορπίλλης ν’ άπομα^ κράνη μέ κεραυνύβόλα τα χύτητα τό. άστρόπλοιο· άπό τή βόμβα, σήκωσε τό χέρι. Τά μάτια τού παιδιού, πού πα ρακολουθούσαν ' κάθε · κίΐνησί του τρ^μόπαιξ^. Τά ίάχτι/-.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ λά του τυλίχτηκαν στον μο χλό έκσφιενδονίισεως, Ό Σέ,ρινταν αΐνοιξε τό στόμα του; έτοιμος να όώση τό παράγελμ.α πύρ. Μά ή φωνή του1 πνί γηκε. καί μια- αναρθρη φαυ γή βγήκε από τό στόμα ταυ. 7 Ηταν ίμια άουγικράτη,τη κραυγή τρόμου, έκπλήξεως καί απελπισίας .,μαζίι. "Ό χ ι, Μ'ίίκιυ ! ,· ίκ,ρ αύγ α σε. "Οχι άλλη τορπίλλη ί Γό πα ιδί τ δίχασε, .καί γαύρ λούσε τά μάτια. Άφησε τον μοχλό κι" ετ,ρεξε κοντά στον ντέίτεκτιβ. Κάτι σίίγουΐρσ έ πρεπε νά είχε πάθέι 6 μεγά λος του φίλος. Ό Σέρινταν πέρασε 'τήν παλάμη του πάνω από τά μάτια του. — Κόπαζε έκεΐ, Μίκιυ, εΐπε μέ πνιχτή φωνή. Κύτταξε γ<αλσ καί πες μου άν όνει ρεύουμαι. Ό Μίκυ κυτταξε από τό δι αφανές κρύσταλλο τού θαλά μου διακυβερνήσεως προς τό μέρος που- του -έδειχνε .ό ντέτεκτιβ. Στην σφαιρική βόμβα ή πίρώτη τορπίλλη είχε 5η.μι.ουργήσει ένα μεγάλο άνοι γμα. Κάτω από. τό άνοιγμα, αυτό έβγαιναν φλόγες. Πίσω από τό άνοιγμα όμως φ αίνον ταν ένα κομμάτι· από τό έσούτερίικό τής βόμβας. ".Ενα είδος κυκλικού δωματίου μέ λογ ή ς —λογή ς μηχοονήματ α. Καί ανάμεσα στα μηχανήμα τα αυτά πηγαινοέρχονταν κάμποσοι Γιγαντοκέφα λ ο ι προσπαθώντας νά άβυσσον προφανώς την πυρκαΐά. Μέσα στο σωρό όμως των Γιγαντοκεφάλων υπήρχε καί μια γυ
15
ναίκα, Ή γυναίκα , αυτή ήταν δ ε μ ένη ■ χε ιροπό δ αρ α · επάνω σ’ ένα κάθισμα. Φορούσε- στο λ ή δ ι αστημέχνθ(ρ ώπου αλλά χωρί ς περ ικ εφαλαία. — Ή δεσποινίς Νάνσυ!, φώναξε χαρούμενα τό πα-ιδί. Ή δεσποινίς "Έβιλγκιτον! ,— Δεν γελάστηκα λοιπόν Μίικιυί είπε μέ φωνή που έτρεμΙε ο Τζόε. ^ φ — "Οχμ κύριε Σέρινταν. Αυτή εΐ/ναι... ’ Θά τούς τήν πάρουμε ! Τούτη ή συνάντη,σι μέσα ατό σκοτάδι τού· διαστήμα τος καί κάτω από τόσο -τραγικιές συνθήκες ήταν κάτι που κανείς δεν περίρενε. Γιά με ρικές στιγμές ό Σέρινταν εί χε τήν αισθησι πώς θά σαλέψη τό .μυαλό του. Οι Κακούρ γοι-—δεν υπήρχε τώρα καμμιά αμφιβολία—--είχαν οατταγά γει τή Νάνσυ γιά·νά τον εκ βιάσουν ινά στσ,ματήισ'- τον πόλεμο εναντίον τους. "Ομως βλέποντας πώς εκείνος δ σ' εννοούσε νά κατάθεση, τά ; π λα, 'βιρήκαιν αυτόν τον άναν . δαο τρόπο τής έκδικήρεως.. " Εστ ελγαν χε ιροπόδ α;ο α δε μ ένη μέσα στη βόμβα' μαζί μέ τούς ν ό ρ ι τή Νάνσυ.. Τό μαρτύριό της θά ήταν σίίγου1ρσφργχτό. Γιατί οι νόμοι-, ά“ Φού είχαν χάσει τή βσύλησί. τους καί μέρος από τή σ κέ φι τους, δέν θά ήξεραν βέ βαια τί ακριβώς τούς περίμενε στο τέλος αυτής τής δ ι α δρό· μής. "Ενώ ή Νάνσυ ήξερε τό φριχτό τέλος πού τής εί χαν π,ροετοιμάσει.'Θά γινόταν ένα μόριο σκόνης μέσα στην
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τρομαχτική ϋκιρηξι πού θά α κολουθούσε τή σύγκρουσι τής τεροοστά ας βόμβας ιμέ τή Γή. Ή καρδιά του Σέρινταν σταμάτησε νά χτυπάη. ’Αλλά αυτό δεν κράτησε περισσό1τερο από μιά στιγμή. Τό γν μίνασμένο μυαλό του μπήκ'ε πάλι σέ κΦνησι. "Ενας τρό πος /μονάχα, υπήρχε. Τό σχέ διο καταστρώθηκε γοργά ατό νού του. —Θά τούς τήν πάρουμε πιτσιρίκο!, είπε σχεδόν εύ θυμα απαντώντας σ’ αυτό πού είπε τό παιδί. Θά τούς τήν πάρουμε, έστω κι’ αν προ κειται νά ψηθούμε σ’ αυτή τή 6όμ6α πού καίγεται! Λ ή ΓΊ6! Πό έξώκΟσμο πλάσμα Ε στρεψε ^ τό μυτερό ούγχος τποος το μέρος τού ντέτεκτιβ και κούνησε τ’ αυτιά του. Απόδειξι πώς ήταν έτοιμο ν* άκουση. — Αή Π 6, στερέωσε τον προβολέα σου σέ μιά μόνι μη θέσι! Θά λΐείώω νιά λίνο από τό σκάφος ικοτ πρέπει· ν’άνσλάιβης έσύ τή δ ιακυβέονη σί του. Ό Μίκυ θά σού κάνη παοέα. Θά μέ παρακαλιο υθής Αή Πό, καί θά είσαι κοντά στό^ υπεοηχητικό μηχάνημα. ’Από τον υπερηχητικό πομπό ^οΰ σκάφανδρου μου θά σού δίνω οδηγίες. Ό Αή Πό κούνησε τό κε φάλι, αλλά τά μάτια του έ δειχναν απορία. — Θά βγής έξω, κύριε Σέ ρινταν; ρώτησε.
— Να!. Καί σύ, Μίκμ, μήν
κατεβάζης τά μούτρα! Δεν είναι δουλειά γιά μικρούς αυ τή. ’Άν ψηθώ, δεν θέλω νά είσαι παρέα μου... Μέ γοργές κινήσεις ό ντέτεκτί'β φόρεσε τήν μεταλλική φόρμα τού διαστήματοε καί αδίσταχτα προχώρησε προς τήν στρογγυλή έξοδο τού άστ,ροσκάφους. Πατώντας ένα κουμπί άνοιξε τό καπάκι καί ρίχτηκε στο κενό. Ταλαντεύ τηκε λίγο·, αλλά σύντομα, ξα να βρίσκοντας τήν ισορροπία του, άρχισε νά κινήται γοργά προς τό μέρος τής βόμβας πού βρισκόταν τώρα κάπως μακρύτερα από πριν. Αλλά ό Σέρινταν δεν θ’ αργούσε πολύ νά τή φτάση. Κάτω από τή μασχάλη τής αστροναυτι κής φόρμας του υ'ττήοχε ό διαικόπτης των άπωθιητικών άτομιΐκών πυραύλων. Οι πύ ραυλοι βρίσκονταν στερεωμέ νοι στή ράχη, του πλάϊ στη συσκευή οξυγόνου. Πάτησε τό κουμπί καί μιά γλώσσα φ.ωτιάς ξιεπετάχτηκε από τη ράχη του. Ό ντέτεκτιβ ένοιω σε ένα δυνατό τράνταγμα καί τό κορμί του σά ρούκέτ■ τα πετάχτηικε προς τά έμ« προς. ΈκΙεΐ κάπου κεντάς του ακούστηκε σχεδόν ό/^έσως μ ’ ά άλλη έκρηξις πού έφτα σε ατό υπερηχητικό στοΊχεΐο τής περικεφαλαίας του/'Ερριξε μιά ματιά πρός τά πλάγια κο'ί άνασκίοτησε. Π'ίΙσω του, μέσα σέ μιά στολή διαστη μανθρώπου, ερχόταν ό Μίκι,,'!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο &ΕΡ8&5ΤΑΝ
ΔΡΛ
17
— "Ακόυσε τί θά σου πώ, Μίκυ. Στο έσωτερίικό αυτής ΥΣΤΕΡΑ από τής σφαίρας υπάρχουν εκατό δυο λεπτά1, εί τόννοι λοργάλιουμ. Κατά συ χαν φτάσει τη νεπειαν μιά σφαίρα ή μιά α γιγαν τ ι α ί ια κτίνα πού θά έβγαινε απ' τά σφαΐρα. Άπέπιστόλια :μας θά .μπορούσε φυγαν νά πλη. νά κάνη μεγάλη καταστροφή. ισάσουν το ιμέ Δεν θά χρησιμοποιήσουμε ιρος άπ5 όπου λοιπόν όπλα γιατί /μπορούμε έβγαιναν οι φλόγες. Εκείνο ν’ άνατιναχθούμε -μαζί τους. πο·ύ εκ αίνε εντύπωσι στον ντε —· Έν τάξει, κύριε Τζό!, τεκιτιβ ήταν ότι· δεν είδε καιμ άπάντησε μέσα από την πε μια άντίδρασι από μέρους ρικεφαλαία του ό κοκκ ινομάλ ταυ πληρώματος τής βόιμίβας. #λης πιτσιρίκος καί γέλασε. Οϋτε όταν έρριξαν την πρώΕίναι μιά ευκαιρία νά ξεμου τη τορπίιλλη εναντίον τους δάσουμε λΐίιγο. " Εχω καιρό νά φ ανήκαν ινά ενόι αιφέρωντ α ι, χρη σ ι, μ ο πο ι ή σω τ ί ς γροθ ι ές ούτε τώρα πού τους έβλεπαν μου. νά πλησιάζουν. Αυτό δεν μπο ιίΐΐρίιν κατέβουν στο βαθύ ροϋαε νά τό εξηγήση. μεταλλικό πηγάδι πού έχα Σκαρφάλωσαν στο εξωτε σκε μπροστά τους, ό Σέρινρικό περί βλήμα τής βόιμβας ταν γύρισε καί κυτταξε τον καί ,μέ ακροαστικές κινήσεις «Πρωτέα». Τό διαστημόπλοιο ό ένας πίσω από τον άλλο, κρατούσε πάντα την ίδια από μπροστά ό Σεριντον πίσω ό στασι. Ό ντέτεκτιβ χαμογέ Μίικιυ, έφτασαν σ' ένα σημείο λασε ευχαριστημένος. Ό Αή πού φανέρωνε την ύπαρξι ΓΊο ήταν πρώτης γραμμής πι μιας στρογγυλής π άρτιας. λότος. Κατέδηκαιν τή θΊ0εΧρησιμοποιώντας τό πιστόλι δένια σκάλα. Τώρα βρίσκον των διαίλυτί'κών ακτίινων ό ντε ταν ατό εσωτερικό τής σφαι τεκτιβ έλιυωσε τά ελάσματα ρικής βόμόας. Ή θερίμοκιραπού κρατούσαν ερμητικά κλε ι σία εδώ ήταν υψηλή. Ή πυρστη αυτή την πόρτα καί την καϊά πού δούλευε στο κάτω άνοιξε. 'Έρριξε ένα βλέμμα μέρος τής σφαίρας ήταν φα προς τά μέσα. Άπό τό άνοι νερό πώς πριοκαιλούσε την αύγμα ξεκινούσε μια ορθή σιδε ξησι τής θερμοκρασίας αυ ρένια σκάλα πού έμοιαζε νά τής. Οι στολές όμως πού φο κατεβαίνη σ’ ένα βαθύ πηγά ρούσαν ό ντέτεκτιβ καί τό δι, στο βάθος τού όποιου τρε παιδί είχαν ,μιά ειδική κατα μ άφεγγε κάποιο φως. σκευή·,. Κρατούσαν πάντοτε Ό ντέτεκτί'β ,μίλησε ,μέσα σέ ^φυσική θερμοκρασία τό δον από τό μ ικρόφωνο τής περι θρωπινο σώμα καί τό προ κεφαλαίας του προς τό παι στάτευαν τόσο από τή δυνα δί. τή παγωνιά όσο κι5 από την
■ισχυρή ζέστη. : Στο τέρμα .τής· σκάλας σταμάτησαν. /Γύρω από τη σκάλα , υπήρχε ένα οκτάγωνο 'διαμέρισμα πού φωτιζόταν άμυδρσ. Σέ κάθε πλευρό του οκταγώνου αστού υπήρχε μιά πόρτα- Ό ντέτεκτιβ περίεργό στηκε προσεχτικά αυτές τις οχτώ πόρτες. "Ενας θεός μο • νάχα ήξερε ποια έπρεπε νά διαλέξουν απ' όλες. Με τεν τωμένα τ’ αυτιά, έτοιμοι νά πιάσουν καί τον ελάχιστο θό ρ υβό, π ερί'μενσιν.'. " Ενα βουη τό .μονότονο άικουγόταν σάν νά- δούλευε κάπου μακρυά κό* ποτό μοτέρ. ·.' '· -αφνικά το*παιδί άνασκίρτησε. · · —Κύριε, Τζό !, ψιθύρισε. Κυττάχτε έικ'εΤ.! Το ραδιοτηλέφωνό του σκα φάνδρου του Σέρινταν έπιααε αυτόν του ψίθυρο. Ό ντέτεκιτιβ γύρισε ξαφνιασμένος. 'Μιά από τις οχτώ πόρτες , άνοιγε αθόρυβα κι·5 όταν άνοι ξε εντελώς ένα κύμα φωτός ώρμησε ' ιμέσα στο οκτάγωνο διαμέρισμα. Με ,μιά κίνησι πιο γρήγορη,' άπ5 την αστρα πή ό ντέτεκτιβ καί τό Ελλη νόπουλο ' παραμέρισαν . κα ί βρέθηκαν έξω από αυτό τό δυνατό φως. Κόλλησαν τη ρά χιη στον ρ εταλλ ικό τοΐχο κ α.ΐ έμειναν στη σκιά. Τό φώς ή ταν έκτυφ'λωτ ι,κά λευκό. Είχε μιά ισχυρή έντασι πού ζά λιζε. ’Λπό τό ,μέρος πού όρ•χόταν τό φώς ακούστηκαν φω νες. ?Ηταν. κουβέντες σέ μιά γλώσσα που δεν καταλάβαι ναν/Ή καρδιά του Μίκυ χτύ πησε δυνατά. Τό φώς άρχισε νά κινήται προς τό ιμ'έρος τους. Ό Σέρινταν άρπαξε τό
||||
·>
Μ| ι*\.Λ .
****·
.../· ί *
Όλα τά ανθρωπόμορφα ρομπότ καί οί μηχανές έπανεστάτησαν καί κάθε προσπά θεία προς αμυνα άποδειχθηκΕ υιαταιη.
Μίικιυ κέέκανε μερικά βήματα πλάγια. Τό φώς στάθηκε στο σημείο άκριβώς που βρίσκον ταν ένα λεπτό νωρίτερα αύτου 'ΈιμΌιαζε σάν ένα ζων τανό πράγμα πού εΐχε άντιληφθή ιμιά ξένη παρουσία κι5 αγωνιζόταν νά την συλλαβή. Ό /ντέτεκτιβ έσφιξε σπασμιω·· δικά τί·ς γροθιές του. Τό φώς σάλίτσιρε / σάν ένα ζωντανό φωτεινό φίδι καί έπεσε απάνω τους. Ό Μίικιυ έκλεισε τά μα τ α θαμπωμένος από την δυ νατή άκτινοβολήα. Ό Σέριν ταν γρρισε τό πρόσωπο ποός την πόρτα για ν' αποφυγή τό έ κτυφλωτ ικό φώ ς. Κ ύττ α ξε προς την πόρτα καί αναρρί γησε βίαια. Πέντε Πγαιντοκέφ,αλατ ,μέ μιαν απαίσια έκψρασι στα σφίαιρικά πρόσω πά τους στέκονταν εκεί καί τους κυττουσαν κοροϊδευτικά. Ό ένας απ’ αυτούς κάτι εί πε στους άλλους. Οι άλλοι κούνησαν καταφατικά τό κε φάλι γελώντας βραχ|νά. "Ε κείνος πού ιμίίλησε τράβηξε τότε άπό τή ζώνη, του ένα μακρύ (μαχαίρι. Ό θρυλικός ντέτεκτιβ κατάλαβε. Τό χέρι πού κρατούσε τό μαχαίρι ση κώθηκε στον αέρα καί τό μα χαίρι εκσφενδονίστηκε προς τό μέρος του Σέρινταν. Ό ντέτεκτιβ πήδησε πλάγια καί τό μαχαίρι βρόντησε στον με τολλικό τοίχο. Τό πρόσωπό του έγινε χλωμό, άλλα τό βλέμμα του πήρε μιά τραχεία εκιφρασι που έκανε οΛους τούς .κακούργους πού βρίσκον τσν στο δρόιμιο του νά τρέ μουν. — Μαζί, μου, Μίικυ!, φώ ναξε. "Ετοιμοι! Ή κραυγή συνέφερε τό παι
δ*, πού θαμπωμένο από τό 5υ νατό φώς εΐχε αρχίσει νά χά νη τις αισθήσεις του. Ό μι κρός τίναξε προς τά πίσω τό κεφάλι σάν ένα άγριο άλογο. Ό Σέρινταν εΐδιε κάποιον άλ λον από τούς Γιγαντοκεφάλους νά κρατάς ενα όμοιο σαν τό πρώτο μαχαίρι στά χέρια του. Ή λεπίδα άστρα ψε πάλι στον αέρα έτοιμη νά δκαγράψη τή θανάσιμη τρο^ χιά της πρός τό μέρος του Σέρινταν. Ό Σέρινταν όμως 5έν δίστασε. Χάμηξε πρός την πόρτα με σκυφτό τό κε φάλι. Πίσω του μοσντσρε ό πιτσιρίκος ό Μίκυ. Τά δάχτυ λα του ντέτεκτιιβ τυλίχτηκαν σαν μιά σιδερένια τανάλια γύρω άιπό τον καρπό του χε ριού πού κρατούσε τό^ μαχαί ρι. 5Ακούστηκε ένα κράκ, ό άν ατ ρ ι χ ιαστ ικός κρότ ο ς πού •κάνουν τά κέκικαλα που σπά νε. Τό μαχαίρι έπεσε στό σι δερένιο πάτωμα κι5 εκείνος πού τό κρατούσε ούρλιασε σάν πληγωμένος λύκος. ’Άναι ξε τό στόμα του νά δαγκώση. Μιά ή γροθιά του Σέρινταν τον πρόλαβε. Σηκώθηκε κι5 έπεσε βαρεία ατό σφαιρικό ταυ κεφάλι καί ό Γιγαντακέ φαλος τινάχτηκε πρός τά πλ σω βογγώντας. Στριφογύρι σε καί σωριάστηκε. - Έν τάξει κύριε Τζό!, φώναξε ό Μίκυ. Σέ λίγο κι’ εγώ θά βγάλω νόικ—άουτ τόιν φίλο από εδώ! Δώσε βάσι! Και τό παιδί καθώς μιλού σε τίναξέ πρός τ’ απάνω τη μ ικρή αλλά θαυματουργή ιά του. Ή γροθιά τοΰ Μι
κυ βρόντησε σάν αστροπελέ κι στό σαγόνι του Γ ι γαντοκεφάλου και τό σαγόνι ξεβιδώ θηκε. — Αυτό τό λένε άπερκατ ! εΐπε τό παιδί γελώντας. Ό 'Γ ιγαντοκέφαλος μούγγρισε. Ι ά μάτια του γέμισαν λύσσα. "Απλωσε τά χέρια νά φουχτιάση τό λαιμό του παι διού. Μά ό Μαικυ δεν είχε καμ μ ι ά ορ εξ ι νά μάδη πώς στραγ γαλίζουν. Γλύστρησε πρός τά πίσω καί ύστερα τινάχτηκε πάλι σά λαστιχένια μπάλα πρός τά εμπρός με τό κεφά λι ανάμεσα στους ώ|μ(ους. Τό κεφάλι του χτύπησε σά δυναμίτης τό στήθος τοΰ έξώκοσμου. — Κι’ αυτό τό λένε κουτουλιά φίλε !, φώιναξε καθως τον είθε νά παραπατάη σά μεθυσμένος καί νά βροιντάη στον απέναντι, τοίχο. Κουτου λιά ψηλοκρεμαστή Γ ιγαντ α κέφαλε ! Τώρα ήταν δυο έκτος μά χης. Έμεναν όμως ακόμα τρεΐς. Οι δύο απ’ αυτούς ρί χτηκαν στόιν Σέρινταν. Ό τρίτος ώρμησε εναντίον του παιδιού. Ό ντέ;τεκτιβ είδε μαχαίρια ν’ αστράφτουν πά λι κΐαί κοφτερές λεπίδες νά διαγράφουν επικίνδυνους κύ κλους γύρω του. Δεν έπρεπε νά τους δώση καιρό·. Συσπει ρώθηκίε καί ώρμησε. Οί γρο θιές του κινήθηκαν με κεραυνοβόλα ταχύτητα. Ό ένας α πό τους δυο έπεσε βγάζον τας ένα μακρύ ροχάλητό. Ό Σέρινταν στράφηκε πρός τον
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ άλλο. Μέ ,μιά άγρια λάμψι στα μάτια σήκωσε πάλι τις γροθιές του. Μά ξαφνικά έ βγαλε μια πνιχτή κραυγή καί] κλονίστηκε. Κάποιος άπό ε κείνους πο·υ είχαν σωριαστή στο πάτωαι,οο τοιν άρπαξε α πό το πόδι κα'ί τον τράβηξε πίσω. "Εχασε τήν ίσαοραπία ^ου και έπεσε άνάσκελα.^"Ε σφιξε τά δόντια κσίί δο^κίμά σε ν'* ανασηκωθή. Μά δεν προ φτάσε. Έικέΐνος που κίρατουσε το μαχαίρι ρίχτηκε απά νω του καί γονάτισε βαοειά πάνω στο στήθος του. ΕΤδέ τό κοφτερό μαχαίρι νά σημαδεύη τό λαιμά του. "Απλωσε τά χέρια νά Φυλαχτή άπο τό χτύπημα. Μά δεν έκανε τίπο τα. Κατάλαβε πώς ήταν χα μένος. Ή θέσι του ήταν τρα γικά δύσκολη. *Ηταν αδύνα το ν’ άμυνθή. ΑΠΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΤΑ ΑΟΝΤΙΑ ΟΜΙΚΥ δού λευε τις θαύμα τουμγές γροθι ές του σ’αυτό τό μεταξύ θαυ μάσια. Ό Γιγαιντοκέφιαίλο ς δέίν πρόφταινε •νά μετράη, Ή ιμιά γροθιά άκολουθοϋσε τήν άλλη καί μο λονότι πηδούσε κάθε τόσο προσπαθώντας ν’ άρπάξη στά χήρια του τό παιδί δήν τά κατάφερνε. Ό Μίκυ γλυστρούσε σά χέλι ενώ ταυτό χρονα τον χτυπούσε άπό παν ιού. Τό Έλληνά πούλα μάλλον γλεντούσε τήν υπόθεση * Ε
21
βλεπε τήν ανήμπορη λύσσα νά ζωγραφίζεται στο σφαιρι κό πρόσωπο του αντιπάλου του και διασκέδαζε μέ τούς ιμορφασμούς πού έκανε καλ 6ώς κάθε τόσο ή γροθιά ^ου τηοοσγε ιωΜόΙταινε πότε στο σαγόνι, πότε στο μάτι, πό τε στήιν μύτη του, πότε στο στομάχι του, Κι’ έκείύη τή στιγμή γλεν τούσε ό Μί'κυ. 'Όταιν όμως ξα φνικά είδε τον ντέτεκτιβ νά πέφτη ανάσκελα καί τον Γιγαντοκέφαίλο μέ τό μαχαίρι στο χέρι έτοιμον νά του καταφέρη ένα σίγουρα θανάσι μο χτύπημα έπαψε νά γελάη. Τό παιδιάστικο πρόσωπό του έγινε σοβαρό καί ζάρωσε τά φρύδια του. ΈπρΙεπε νά τε λείωση μέ τον δικό του. — Τ’ αστεία πήρανε τέ λος, γορίλλα! φώναξε. Είμαι τώρα πολύ βιαστικός. 'Άρπαξε αυτή τήν πλάγια! Ή γροθιά του μέ λυγισμένο τον καρπό έκανε ένα βόλ— πλαϊνέ καί προσγειώθηκε σά σιδερένιο σφυρί στο μάγουλο του ΓιγαιντοκεφάΙλου. — Αυτό τό λένε, κροσσέ!, του εΐπε. "Ήταν πραγματικά ένα υ πέροχο· κροσσέ πού θά τό ζή λευε κι,3 ένας έμπε ι ρος πυ γμάχος άκόιμα. Ό Γ ιγαντοκέφαλος πήρε ιμιά βόλτα σά σβούρα απάνω στά πόδια του καί ζαλισμένος άπό τό δυνα τό χτύπημα έπεσε μέ τάρμου τρα" στο πάτωμα σφαδάζον τας. Τό παιδί ούτε καταδέ χτηκε νά τον κυττάξη. Μέ δυο πηδήματα έφτασε στο μέτ
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ρος πού κινδύνευε ό ντέτεκτιβ. Τα μάτια τού κοκκινο μάλλη, πιτσιρίκου γουρλώσα νε καθώς είδε τό ιμαχαίρι ετοι μο^ νά· κατε-βή νά καρφωθή στο λαιιμό τού ,μεγάλου του φ ίλου. — Χριστούλη /μου!, ξεφώ νισε. Θά τον σφάξη ! Έδώ κατάλαβε πώς οι γροθιές του, δεν είχαν πέρασι, "Επρεπε νά βρή κάτι πιο άποτελεσματ ικό. " Εφερε τό χέρι στη ζώνη του και με υιά κ,ιίνησι πιο γρήγορη, από την αστραπή τράβηξε τό πιστό λι άικτίίνων πού τού είχε δωρήσει ό Σέρινταν. Νά πυρο βόληση φυσικά δεν έπρεπε. Ό ντέτεκτί'β τόιν είχε προει δοποιήσει. Ό κίνδυνος ήταν μεγάλος. "Αλλωστε κι5 οί ί διοι οι Γι γαντοκέφαλογ ; ήξεραν αυτόν τόίν κίνδυνο καΐί γ!’ αυτό δεν χρησιμοποιού σαν πιστόλια άλλα μονάχα μαχαίρια. Ό Μίκυ όμως δεν είχε ανάγκη νά πυροβόληση. ’Έπιασε τό πιστόλι του από την κάννη. καί χρησι-μοποιών τας το σάν ρόπαλο· τό σήκω σε καί τό κατέβασε μέ δύναμ. στο σφαιρικό κρανίο εκεί νου πού απειλούσε νά σκοτώση τον ντέτεκτί'β. Τό χτύ πημα ήταν μελετημένο καί έ φερε κερ αυνοβόλο ά ποτέλε σμα. Ή λαβή τού πιστολιού έκανε γκελ στο κρανίο τού Γ ι γαντοκεψάλου καί ό Γι γοντο κέφαλος άφησε τό μιαχαΐρ πού κρατούσε, ξέχασε τον ντ£τ^κτί§ καί δπεσε 6·αρύς
προς τά πίσω ' μαυγικρίίαντας· „ , ^— Είσαι εν τάξει, Μίικυ!, φώναζε ό Σέρινταν καθώς ση κωνότανε. Λίγο άκόιμα καί θά ή μουν μακαραΤ η ς. •— Νο-μίζω πώς τό γλέντι τελείωσε έδώ, κύριε Τζό!, εί πε τό παιδί. -— Νοςί πιτσιρίκο. Άλλα πιο μέσα μπορεί νάχουμε και νούργια διασκέδαοι. "Ο,τι καί νάναι όμως πρέπει νά φτάσουμε εκεί πού βρίσκεται η Νάνσυ. Πάμε. Πέρασαν χωρίς νά χάσουν λεπτό · την πόρτα από όπου ερχόταν τό έκτυφλω τ ι κ ό ψώς. Είδαν τον προβολέα πού ,,έρρ ιχνε αυτό τό φως, τόν έσβυσαν καί προχώρησαν. "Ένας σωστός λαβύρ ινθος α πό διάδρομους υπήρχε μέσα σ’ αυτή την τεράστια βόιμβα. Άνέβηκ αν σκάλες, κατέ βη καν άλλες, άνοιξαν πολλές πόρτες. Όσο προχωρούσαν τόσο ή θερμοκρασία ανέβαι νε. Σύννεφα καπνού καί αν ταύγειες από φλόγες φαίνον ταν πενήντα μέτρα μπροστά τους. Ή φωτιά είχε προ-χωρή» σει. Τώιρα ό κίνδυνος από στιγμή σέ στιγμή μεγάλωνε καί κινδύνευαν νά πέσουν οί ίδιοι θύματα . τής πυρκαϊάς πού είχε ανάψει ή άεροτορπίλλη, μ!έ την οποία είχαν χτυπήσει αυτό τό σατανικό μηχάνη μα πού π ροορ ι ζο-τ α ν νά καταστρέψη μιά άλόικληρη γήινη ήπειρο. Εξακολού θησαν ^ώς τόσο νά προχωρούν. Οι διάδρομοι ήσαν έρημοι. Λέν φαινόταν νά ί/πάρχη άλλη
ΥΠΕΡΑΝ0ΡΩΠΘΣ ψμχή μέσα σ’ αυτή την τε ράστια βόμβα. Ή Νάνσυ ό μως; που ήταν ή Νάνσυ; "Ε πρεπε μ.έ κάθε θυσία νά βρουν τή μελαχροινή κίοπελ λά πού κινδύνευε νά βιρή τρα γιικο θάνατο μέσα στις φλόγ>ες. . . Ό Σέρινταν βάδιζε αμίλη τος. Μπροστά αυτός πίσω ό Μίικυ μέ μάτια γεμάτα αγω νία καί νευρικές κινήο'εις προχωρούσαν κι5 έψαχναν τό ένα μετά τό άλλο τά διάφο ρα διαμερίσματα. Ή σφαιρι κή αυτή βόμβα εΐχε δεκάξη πατώΐμίατα. Μέσα σ' ένα από τά. ’δεκάξη αυτά πατώματα, σ’ ένα διαμέρισμα των δεκά ξη αυτών πατωμάτων, έπρε πε νά βρίσκεται ή Νόινσυ. Τέράστια /μηχανήματα, έμβο } ο; και τροχαλίες από χάλυ βα, μεγάλοι μοχλοί και ήλεκτρ ιικοι δ ι-ακίόπτ ε ς;, ,κομμ π ιά ■πολύχρωμα καί ρεγάλα στει ροειδή ελατήρια υπήρχαν παν του άττ’ όπου περνο·ύσα|ν. 'Αλίλά δεν υπήρχε καιρός αυ τή τήν ώρα νά προσέξουν τέ τοια πράγματα. Άπό στι γμή σέ στ ι γμ ή σι ψλόγ ε ς .μ πο ρουσαιν νά φτάσουν στις απο θήκες του λοριγάλιουιμ καί τότε όλα θά γινόντουσαν σκό νη. Ό δαιμόνιος ντέτεκτιβ αυ"ός πού είχε αντιμετώπισε.! ως τώρα χιλιάδες κινδύνους, ένοιωθε τώρα έναν παράξενο Φοβο. Είχε τήν αίσθησι πώς ■δεν θά προφταιναν. Προ έβλε πε πώς ή καταστροφή ήταν πολύ κοντιά καί τίποτε πια |ά μπορούμε νά τ#ύς σώ-
23
ση ούτε αύτούς ούτε τή μελαιχμοινή άρραβωνισστικ ι ά του. Θρόμβοι ίδρωτα κατρα κυλούσαν άπό τό μέτωπό του καί δσο περνούσε ή ώρα καί δεν κατάφερναν νά βρουν τή Νάνου τόσο καί τό βλέμμα του γέμ ιζε άπελπ ισίΐοο. Απότομα όμως έβγαλε μια κραυγή χαράς. "Ανοιξε μ;ά πόρτα καί μπήκε σ’ ένά άλλο διαμέρισμα. Μέσα εκεί ήταν ή Νάνσυ. Έβίλγκττον! Τό κορίτσι δεμένο χειροπό δαρα σ’ ένα κάθισμα γύρισε ξαφν ι ασμένο κ αθώς άκουσε τον θόρυβο τής πόρτας πού άνοιξε. Άνοιγόκλεισε τά μά τια του σά νά μήν πίστευε α ύτ ό πού έβλεπ ε. ;—- Τζο!, φώναξε. Εΐσαι σύ, Τζό, ή ονειρεύομαι; — Ναι, εγώ είμαι, αγάπη μου !, είπε πνιγμένος άπό συγκίνησι ό ντέτεκτιβ. νΕκοψε τά σκοινιά πού τήν κρατούσαν δεμένη καί ρίχτη καν ό ένας στήν αγκαλιά τού άλλου. Μέσα σ’ αυτή τήν κόλασι των φλογών πού τούς τ; ι γύριζαν ένοιωθαν πολύ ευ τυχισμένοι τώρα, πού ξ.ανασυνσντήιθηκα,ν. — Εμένα δεν θά μέ φίλήση κανείς; ακούστηκε παραπονιάρικη, ή . φωνή του Μ’ίκυ. Έβγαλα τήν περικεφαλαία μου κι5 είμαι έτοιμος. Ό Σέρινταν γέλασε άνου χτόικαρδα. — Δώσε του ένα φιλί, Νάνσυ ! Τό αξίζει-! Τό παιδί σάλταρε .στην άγ καλιά τής Νάνσυ,
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
II ΑΠΟΔΡΑΣΙΣ ΜΕ δυο λόγια ή κο ττ έ λ λ α τους κατατό τπσε. Δεν ύ* ττήιρχαγ άλλοι Γ ιγαντοκέφα λοι, έκτος α πό τούς πέντε πού είχαν τεθή έκτος μάχης, μέσα: σ’ αυτή την τεράστια βόμβα. —· Θά σάς διηγηθώ μιαν άλλη- ήρα, τούς είπε, το πώς με αιχμαλώτισαν καί μέ μιετέΐφίεραν οι Γιγαντοκέφαλο! σ’ έναν άγνωστο πλανήτη. Έ'κεΐ υπάρχει -κάποιος από τό Γή πού κατευθύνει όλες τ'ις ένέΐογειές τους. Πρόκειται για μια μεγάλη σπείρα πού θέ λει να έκμιεταίλλευθή για λργ.αρι.αισμό' της τόιν υπόγειο πλούτο του "Άρη. κάνοντας εμπό,ριο ανάμεσα στους άλ λους πλανήτες. Ή σπείρα τά έχίει μαζί σου Τζό! Για να σ’ έκιδπκηιΒουιν έστειλαν καΓι μένα νά ταξιδέψω μ9 αυτή τή βόιμίβα στη Γή,. Είναι εύτυχημα πού τπροψτάσατε. * Ο ταν ξεκινούσαμε νι9 αυτό τό ταιξ'ίΐδι ετμοον μαζί μέ τούς πέντε πού αποτελούσαν τό πλήρωμα αυτοκτονίας αυτής τής βόμ.βας και ακόυσα τίς ο δηγίες που τους δώσανε. Δη λαίδή ,μάλλον ποέπει νά πώ είιδά. Γι-ατί βέβαια δέν ξέ1ροο τή γλώσσα τους. — Πρέπει νά φύγουμε, ΝάνσυΠ την έκοψε ό ντέτεκτιβ. Οί φλόγες δυναμών νουν. — ζνεν υπάρχει κανείς φό
βος από τίς φλόγες, Τζό! απάντησε τό κορίτσι. Ή σφαίρα αυτή εΐιναι χωρισμέ νη σέ είκοσιτέσσερα στεγανά διαμερίσματα. Ή φωτιά δέν μεταδίδεται από τό ένα στο άλλο. —Καί οι εκρηκτικές ύλες; — Τό πράγιμα είναι πο λύ πιο απλό άπό δσο ,μπαοιεΐ νά βάλη ό νους σου. Μ5 ένα διακόπτη τό λοογάλιουμ πού είναι άποβηκευιμένο έδώ μέσα γίνεται εντελώς ακίνδυνο. Μιά σττοοφή του διακόπτη άν,οηστευει τό σύστημα πυρο δοτ ήσεως καί η βόμβα δπου καί νά πέση δέν πρόκειται νά έκρσγή ποτέ. Σταμάτησε νά υ.ιλά,η καί προχώρησε προς ένα μηχά νημα. Γύρισε ένα διακόπτη·. " Εν ας π ράα ι νος σπ ι νθήρ ας π ετ άχτηικε. ν Υ στεοα έκ αν ε μερικά βήματα καί στύλωσε τό βλέμιμα της σ’ ένα με^ρη τή μέ τέσσερις δείχτες. Οι δεΐγ-τες πηνσινοέοχονταν δια γράφοντας μικρά τόξα. — Ή βόμβα εΐνας άχρη στη, πιά, είπε γυρίζοντας προς τό μέριας τού Μίκυ καί του Σέρινταν. ’Αλλά ό κίν δυνος τώρα είναι άλλος. Πλησ.όζουμε στήιν έλξι τής Γης, καί, μέ τήν κεκτημιένη ταχύ τητα πού έχει αυτή ή σφαί ρα θά μπή στ ή γήινη ατμό σφαιρα καί θά πυοαικτωθή άπό τήν τριβή. Πρέπει νά βγουιμε άπό εδώ μέσα τό τα χύτερο. — Ό «Πιρωτέας» μάς α κολουθεί, είπε ό Σέρινταν. Φορέστε πάλι τίς περικέφορ
25 λσϊες σας! Θά ριχτούμε ατό κενό και θά γυρίσουμε στο σκάφος. Ό ντέτεκτιβ φόρεσε τό σκάφανδρό του. Οι άλιλιοι τόν μ ιμήθηκσν. Ή Νάνσυ τούς ώό ή γη σε προς ,μιά έξοδο ανά μεσα από ελικοειδεΐς δια» δρόμους. Πριν ριχτούν στο κενό ό Σόρινταν έβαλε σέ λει τουργία τό υπερηχητικό στοι χι-.ΪΟ' του σκάφανδρου του- και έπεκοινώνησε μέ τον Αή Πό. ;— Αή Πό, είπε. Βάλε σ' ενέργεια τούς έκτοξευτές μαγνη,τικών άκτίνων νά μάς μαζέψης. Φύγαμε δυο και γυ ρίζουμε με παρέα.. — Έν τάξει κύριε Σέρινταν. Θά σάς ψαρέψω. Πήδησαν έξω. Γιά ,μιά στι γμή αναποδογύρισαν καί πή ραν μερικές τοΰμπες μέσα στο σκιοτάδ ι παρασυρόιμενοι από τό ρεύμα που σχημάτι ζε πίσω της ή τεράστια σφαί ρα καθώς κατηφόριζε προς τη Γή. Μά τούτο δεν κράτη σε πολύ. Ή δέσμη των μαγνητικώ,ν άκτίνων πού έστει λε ό Αή Πό από τον «ΓΙρωτέα» τούς συνεκράτησε κι' ύστερα από λίγο ξαναβρΑ σκοινταν πάλι στο καταδιω κτικό. — Νά σου συστήσω Νάν ου έναν άπό τούς καινούρ γιους φίλους μας, είπε στην κοπέλλα ό Τζόε. Είναι ό Αή Πό. Φίνο παιδί ηλικίας χιλί'ων επτακοσίων τριάντα χρό νων. "Ερχεται άπό τον πλα νήτη Πιράτ τού Γαλαξία καί μάς φέρνει μια πρόσκλησι άπό τόν άρχοντα Μττράν, Τί
λές γιά ένα ταξιδάκι ως έκεΐ πάνω Νάνσυ; Τό κορίτσι αναστέναξε γε,μάτο άπ ελπ ι σ ία. — Πάλι ταξιδάκι, Τζό; — Θά περάσουμε ώραΐα αγάπη μου. Μπορεί νά βιροϋμε κανόναν παιπά έκεΐ πάνω νά μάς παντρόψη. — "Ω! Είναι μια ευκαι ρία!, είπε μπαίνοντας στη συζήτησι ό Αή Πό·. Γ ινουμσι κουμπάρος εγώ! Μην άρνηθήτιε την πρόσκλησι τού άρ χοντα Μπράν, δεσποινίς. Ή Νάνσυ γούρλωσε τά μά τ;α, καθώς άκιουσε αυτό τό παράξενο πλάσμα μέ το μα κρύ ρόγχος νά μιλάη άμε,ρικ.ολ ικά, καί,... λ ι π οθύμηισ ε. Ό Μίκυ έξυσε τό κούτελό του. — Δεν μπορώ νά καταλά βω γιατί λ ι ποθύι μ ησ ε ή Ν όν ου !, εΐπε. Νά λιποθύμησε άραγε επειδή σ' ακούσε, Αή Πό, νά μιλάς τή γλώσσα μας ή νά τής ήρθε λιγίοθυμιά άπ" τή χαρά της πού σέ ακούσε •νά λές δτι θά γίνης κουμπά ρος στους γόμους της μέ τόν Σόρινταν; Ό Αή Πό κούνησε τά μυ τερά αυτιά του τρεΐς φορές. —· Ούτε εγώ μπορώ νά καταλάβω !, απάντησε μέ μ ιά φωνή πού έδειχνε την απορία του. Αέν ξέρω ποιο άπό τά δυο τής άρεσε περισσότερο. ΑΓΩΜΙΑ ΈΤΗ ΓΗ 0 ΙΝΣΠΕΚΤΟΡ Χόβαρτ, μέ σα στο μέγαρο τής Διαπλανητικής 'Αστυινοιμί ας στη
I ή, περί, με ν ε .μέ άγων ία νέα άττό τον Σέρινταν. Ή Άστρι κή Ασφάλεια του ’ΆΡΠ είχε ειδοποιήσει πώς 6 θρυλικός ντέτ εκΐτ ιβ που· δ ιοοστ ήματος, μόλις έλαβε τό μήνυμά του, έφυγε βιαστικά ρέ τον «Πρωτέα II» ρέ άπόφασι ν’ σνα κ αλυψη; τήν τεράστια σφαι ρική βόιμιβία πού απειλούσε τή Γή. Καθώς περνούσαν ό μως οι ώρες και δεν έπαιρ νε κορμιά επαφή με τον Σέρινταν άρχισε νά γίνεται α νήσυχος. Κατά τά συνη-θισρέ να, άρχισε νά γαβγίζη σάν μπουίλίντόγκ βάζον τά ς τα μέ θεούς καί δαίρονες. Αυτή ή έλλειψι νέων τον είχε βυ θίσει σέ άγρια απελπισία. Θά ήταν ό δυστυχέστιερος άν θ,ρωητος τού Σήμπαντος άν ό ηρωικός ντέτεκτιβ .χανόταν μαζί ,μιέ τό άστρόπλοσ του σ’ αυτή τήν επικίνδυνη α ποστολή πού τοΰ ανέθεσε. Γιατί κάτω από τιά γαβγί σματα καί τίς αγριοφωνάρες αυτού τρύ μπουλντόγκ τής Δ ιιαπλ ανη,τ ική ς ’ Αστ υινοιμ ίας κρυβόταν ριά τρυφερή καρ διά πού ήξερε νά έκτιρίάη καίί νά^ θαυράζη τούς γενναίους. Κ ι’ ό Σέρινταν ήταν ένα παλ ληκήρι. "Ενα από τά πιο· ά φοβα καί τολμηρά παιλληκάρια πού διέθετε ή Ανθρωπό τητα για τήν κατ:αποιλέ|μηισ ι των εγκληματιών καί τών συμμοριών πού λυΐμαίνονταν τούς πλανήτες. Μέσα στο γραφείο τού Χόβαρτ βρίσκονταν καί δυο άλ λοι άνθρωποι, σύμβουλοι τής Γήΐνης Κ ο ι νοπσλ ι τε ί α ς, πού
ζούσαν τήν ίδια αγωνία. , — 'Γιά νά ρήν στέλνη νέα ό Σέρινταν τά πιράγρατα πρέπει νά είναι άσκημα!, εί πε ό ένας άπό τούς^δυό συμ βούλους. Πολύ φοβάμαι πώς ό ντέτεκτιβ έμπλεξε καί χά θηκε σ’ αυτόν τον άντσο αγώ να. —- Είναι φοβερό !, άναστέ ναξιε ό δεύτερος σύμβουλος τής Γήινης Κοινοπολιτείας.· Θά έπρεπε νά μή στηριχτού με ρονάχα στον Σέρινταν. Τά μάτια τού Χόβαρτ ά στραψαν άγρια. — ’Άν ό Σέρινταν δεν τά κ ατ άφ ερε νά στ α μ άτηκτη τή βόρβσ, είπε, κανείς δεν θά μπόρεση νά τό κάνη. Σταμάτησε άπότορα νά μιλάη. Τά μικρά κόκκινα φω- άκ ι α τού ρηχανήμ ατας ;ρ αδ ι ο επαφής μέ τά άστρόπλοια άναψαν κι’ έσβυσαν. Ό Χόβσρτ κράτησε τήν αναπνοή του κΓ ή καρδιά του βροντή σε βίαια δτ-αν άκου σε μια γινώρίρη φωνή νά τον καλή άπό πολύ μακρυά'· — ’ Από άστρόπ λ ο ι ο ν « Πρώτε ύς I I » πρός ίνσπ ε κτάριά Χόβαρτ. ’Αναφορόύ, έλεγε ή φωνή. Έ6ώ Τζόε Σε ρ ο/ταν. ’ Επαναλαμβάνω. Ό Χόβαρτ ώρρησέ στον δέκτη. —- "Αφησε τά επαναλαμ βάνω,. Σέρινταν!, ούρλιασε ό ίνσπέκτορ μπροστά στο μι κρόφωνο τής συσκευής. Τι δ.άλο έγινες τόσες ώρες; Λέ γε, γιατί πνίγομαι άίτό αγω νία. Που είσουνα καί δεν έ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ στελνες νέα σου; ;— "Ολα έν τάξει [, άποκρίθηικε εύθυμα ό ντέτεκτιβ. Ή βό-μβα. πήρε φωτιά από μια άειοοτορπίλλη μας κ'αΐ κατεβαίνει. Δεν ύπάρχίει ό μως κανένας λόγος σνησυχ'ίΐας. ΕΤναι άχρηστη καί δέιν μτΓοαιεΤ νά βίλίάψη, κανένα. Τό πολύ—πολύ νά καμαρώσετε ένα ώραϊο ττυοοτέγνηιμα άττό τη Γη. Θά αναφέρω λεπτο μέρειες όταν φτάσω στον 5Άοη. — Δόξα τώ Θεώ!, ξεφύσηξε. τό ,μπουλντόγκ και παρήγγειλε .μια μπουκάλια ουΐσκιυ. "Υστερα από λίγη ώρα ό Χάβαρα ·μαζίι >μέ τούς συντρό φους του, είδαν ένα υπέροχο θέαμα στόίν ουρανό. Ή επι κίνδυνη· σφαίρα φλογίστηκε μόλις άγγιξε την άημόσφαίρα της γης κι5 ό/π άπόιμεΐνε α πό1 αυτή, έπεσε στη θάλασσα. ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Η ΥΠρΛΟΧΗ που έτυχε ό «ιΠρωτεύς I I» στον "Άρη δεν ηταιν καθόλου ευγενική. Τ ό άστρόπλ ο ι ο υστέρα από (μερικούς ε λιγμούς άκαύιμπησε στο πυραυλοδρόιμιο. Πρώτος πήδησε έξω ό θρυλικός ντέτεκτιβ.. υ στέρα ή Νσινσυ κΓ ό Μίικιυ και τελευταίος ό Λή Πό. Ό Σέ,ρινταν έίρριξε ίμια ,ματιά γύρω του. Τό πιυραυλοδρό» μιο ήταν έρημο.
27
— Τί διάβολο! (μουρμού ρισε παιραξενεμένος. Βγήκαν περίπατο άλα τά σκάφη·; Δεν 1 βλέπω κανένα άστρο πλοιο έδώ! Τά υπόστεγα ήταν άδεια, οί έ γκατ αστ άσε ι ς έγκατ α λελειιμ|μόνες, τό Εργαστήριο επισκευών τής επιφάνειας έ ρημο. — Κάτι περίεργο πρέπει νά συνέβη εδώ όσο λείπαμε έμέΐς!, είπε ό Αλικο κυττάζοντας γύρω του. Σά νάπεσο περονόσπορος! Ή Νάνου κι5 ό Σέρινταν προχώρησαν προς το βεξΐ υ πόστεγο. — Πρέπει νά τηλεφωνήσίουμίε στη Νεγικάλ τουλάχι στον, είτε. Νά τούς ειδοποι ήσουμε πώς φτάσαμε. 'Κό ποιον πρέπει νά στείλοιυν νά έπιθεωρήση τό άστ ρόπαλο ιό ιμας. Θά χοειαστούιμε, έ? άλ λου, πυραύλους. Πρέπει νά υπάρχουν πάντα περισσευούιμενοι πύραυλοι στον «ίΠρωτέα». Έίμεις δεν κάνουμε 6|ρο ,μολόγια συγκοινωνίας. ΕΤμά στε υποχρεωμένοι νά πάρε ό που ιμάς διατάξουν. Καί στον άστε,ρισμίό τού Κύκνου άκόμο;! — Τζό!, τον έκοψε ή Νάν ου ικρα στριιμώχτηκε κοντά του φοβισμένη, Τζό·! — Τί έπαθες, Νάνου; έ κανε παραξιενρμόνος' © Σέριν ταν. —Τζό, κύτταξε έκεΤ!, εί πε ιμέ φωνή πού έτρειμίε ή κοπ ελλά. ’Άχ, Θεέ ιμου! ΕΤναι φοβερό! Τά ίμάτία του ντ€τ©κτι6 γέ
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μισαν φρίκη καθώς κύτταξε στό σημείο που του έδειχνε το κορίτσι. Μ* ένα γοργό βλέ|μιμσ διαπίστωσε πώς τά πάντα /μέσα στο δεΕιό υπό στεγο εΐχαν μίετσβληθή σέ συντρ ί|μ,υ.ια. Ένας σωοός από παλιοσίδερα είχαν γίνει τα άστοόπλοια πού υπήρχαν οόλλοτε έκεΐ. Κι5 ανάμεσα στον σωρό των ελασμάτων και των λογής—λονής υλικών βοίσκον ταν πολικά πτώ'αατα άστοοναυτών. Τά πτώιμστα ήταν οικτοσ πολτοποιημένα σά νά είχε πεοάσει κάποιος τερά στιος οδοστρωτήρας από πά νω τους. Ό Σέρινταν έσφιξε τά δόντια και τά δάχτυλα των χεριών του άνοιγόκλεισαν σπασυιωιδικά. — Έδω εγινε ολόκληρη μάχη.!, ;μουρρούρ ι σε. Τρέχαντας ,μπήκε στο άρι στερό υπόστεγο. Κι’ εδώ πτώ ματα καί παλιοσίδερα. Μέ σα σέ λιγώτερο από δέκα λε πτά είχε διαπιστώσει πώς άλα τά υπόστεγα είναι/ υποστη /μιαν άγρια έτάΙθέσι καί τίποτα δεν είχε σπομε'νει ορθό. — Έδώ υπάρχει ένας ζων τανός !, φώναξε ό Μί/κυ. Τό παιδί πού είχε άπομείνει ατό τελευταίο υπόστεγο κοπάζοντας ιμέ περιέργεια καί φρίκη τίς καταστροφές είδε κάτω από ιμιά μεταλλική πόστα άστοοπλοίαυ κάτι νά σαλεύη. * Ηταν ένας άίστροναύτ η ς β αοε ι ά πληγωμένο ς που δέν είχίε πεθαίνει. "Ολοι έτρεξαν εκεί πού βρισκόταν ό Μίκυ. Ό άστρο^ύτης πρα
γματικά ήταν ζωντανός. Ή βαρεία πόρτα του είχε τσα κίσει τό αριστερό πόδι. Κά τι βαρύ έπίίσης τον είχε χτυ πήσει ατό κεφάλι, αλλά τό τραύμα αυτό», «μολονότι είχε •γεμίσει τό ποόαωπό του με πηχτό αίμα, δέν ήταν σοβα ρό. Οι δυο άντρες τό παιδί κάί τό κρο'-ίιτσι άπελευθέρω σαν ταν πληγωμένο από τό βάιοος τής πόιατας καί τόν έ βαλαν νά καθήση κάπου. Εί χε φσβεσούς πόνους καί βογγοΰσε. Του έδωισαν κάτι νά πιή καί ή Νάνσυ, χρήσιμο ποιώιντας ταν ατομικό έπιδεσμό της του περί ποιήθη κε τά τραύματα. — Τί< έτρεξε; ρώτησε ,μέ άγων'ίΐα ό ντέτεκτιβ σκύβον τας ικονά του. Ποιος έκανε ό λες αυτές τίς καταστροφές; — Τά ρομπότ! είπε Ιμέ α δύνατη Φωνή ό πληγωμένος. — Τά ρομπότ; — Να ί’. * Επαιν αστ άτ ησ αν τά ρομπότ·* Αυτό έγινε πρίν τρεΐς ώρες ακριβώς. "Ολα τά τηλεικατευθυινόιμενα ρομπ ό τ του 'Άρη, τά ανθρωπόμορφα ρομπότ πού χρησιμοποιούσα με για διάφαοες βοηθητικές δουλειές καί άλες οί ρομπότ μ,ηιχανές επαναστάτησαν καί μάταια άποδείχτηκίε κάθε ά μυνα. — Παραμιλάει! Είναι ^σί•γουρα ό πυρετός του τραύμα τος που τόιν κάνει νά λέη αυ τά τά ποάγματα!, είπε η Νάνσυ1 σκύβοντας στο αύττ του ντέτεκτιβ. Μπο^ρουν νά ε παναστατήσουν ποτέ τ'ά άψυ χα ρομπότ;
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ό Λ η Πό ττού ακούσε ιά λόγια τής ιιφπέλλας κούνησε πιρος τά κάτω το ρόγχος του, — Μπορούν όταν είναι τιη Χεκατευθυνόμενα, είπε. Στον πλανήτη μας τον Πράτ, θυ μούμαι πριν τετρακόσια ττενήν τα χρόνια πού είχαμε ιμίά πα ράμιοια έπανάστασι των ρομπότ. "Αργήσαμε πολύ νά κα ταλάβουμε τί, συνέβαινε καί τπολλά κτίΐρια καί έγκσταστά σεις καθώς καί πολλοί κάτοι κοι τής Ούρούη, τής πρωτεύ ουσας ιμας, καταστραψήκάνε. "Ολοι γύρισαν καί κυτταξαν τό έξώκιοσμΙο πλάσμα αλ λά δεν (μίλησαν γιατί ό πλη γωμένος αναστέναξε καί συ νέχισε. — 3Είργαζόμαστε κανονικά στα υπόστεγα, εΐπ- όταν ξαφνικά όλα τά ρομπότ τής επιφάνειας έπαψαν νά ύπακούουν στις εντολές μας. Οί ηλεκτρονικοί εγκέφαλοί τους άρνιόνταν νά δεχθούν τις α κτίνες των μηχανών τηλεκινήσεως. "Ολες οι ασφάλειες τών ηλεκτρικών (μετρητών κάηκαν στά εργαστήρια κι* έπεσαν ο! αυτόματοι διακόπτες. Γιά μερικές στιγιμές τό προσωπι κό του ποραυλοδρομίου νόιμί σε ότι έπρόκειτο για ιμιά πε ραστική βλάβη πού (μπορούσε νά οφείλεται στις καιρικές συνθήκες. 01 ά στροναύτ ε ς βγήκαν απ’ τά σκάφη, τους κσΐΛ άρχισαν νά σχολιάζουν τό πράγμα λέγοντας ό ένα;ς_στόν άλλον τή γνώμη τους, ~αφνι κά όμως τά ροιμπότ πού εί χαν μείνει ακίνητα τόσην ώ ρα αρχίσουν νά ζωντανεύουν
ϊ§
πάλι. 5Αλλά τούτη τή φορά ήταν σαν νά ύπάκουαν σέ μιά ξένη καί εχθρική δύναμι. Έγκατέλειψαν τίς θέσεις τους καί σκόρπισαν δεξιά κι5 άρι~ στερά κ αταστρέφοντ α ς μέ μιαν αφάνταστη μανία μέ τά σιδερένα χέρια τους τό κά θε ^τι >πού βρίσκονταν μπρο στά τους. "Οσοι από τό προ σωπικό του πυραυλεδρομίου κι5 από τιούς αστροναύτες δο κίμασαν ν3 άντι δράσουν δρήΠρώτα «καν μφριχτό θάνατο. κατ έστρεψαν τά άστρόπλοια κι3 ύστερα τά υπόστεγα. 3Ε γώ ακόμα ^δέν μπορώ νά κα ταλάβω πώς είμαι ζωντανός. —* Κάΐ κάτω; Τί γίνεται κάτω στην υπόγεια πολιτεία; ρώτησε ,μέ φωνή πού την έ πνιγε ή αγωνία ό ιντέτεκτιβ. — "Εκλεισαν, ιμιέ τίς θωρα κισμένες πόρτες, όλες τίς κα θόδους καί τά ασανσέρ στα μάτησαν νά λειτουργούν. "Ο πως κατάλαβα ή Άστρική "Ασφάλεια προετοιμάζει άν*· τεπίθεσι. Φαίνεται ότι τά ρο μπότ τής πολιτείας εξακο λουθούν ακόμα νά πειθαρ χούν. Ή επανάστασι είναι μονάχα στην επιφάνεια. ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ
βλέμμα τού
ΒΑΡΕΙΣ κς>6 τοι από σιδε ρικά πού κι νούινται όμαδι κά σκέπασα ν τά τελευταΐ α λόγια τού πλη γωμένου . Τ ό Σερινταν στρά*
3ΰ
'
¥ΝΙίΑΝ·*Μ1<Κ
ψηκε ττ,ρος τό ,μέρος απ’ δττου ερχόταν αυτός ό άγριος θά» ρυβος, Τά χαρακτηριστικά του προσώττοο του· ϋνσττάστη καν -και ή καρδιά. του χτύπη σε βίαια. 3 Από Την κοιλάδα μέ κατεύθυ,νσι προς το π·υρουλίοδρόμ ιο έρχονταν πολλά παρατεταγμέινα κατά τετρά δες ανθρωπόμορφα ρομπότ. Βάδιζαν μιέ -βαρύ στρατιωτι κό βήμα καί πάνω άπο τά σιδερένια τετράγωνα κρανία τους οι κεραίες τής τηλιεκινησεως σπ ιθοβολούσαιν.. — Νάνου καί Λή ιΠό! εί πε ρέ τραχεία φωνή ό Σέρινταν. Π άρτιε τον πληγωμένο καί ριεταφόρετε τον στον «Πρωτέα». Έγώ κι3 ό Μίικιυ θά μείνουμε πίσω. "Ισως μίπορέσουμΙε ινά συγκροτήσουμε αυ τά τά χαλύβδινα τέρατα. Ή Νάνσυ κάτι πήγε νά π ή. Δεν ήθελε ν’ άφήση μό νο τον αγαπημένο της σ’ αυ τόν τον καινούργιο κίνδυνο. Μά ή ιματιά πού τής έρριξε 6 ντέτεικτιβ την ανάγκασε νά ύπακουση. — Κάνε αυτό πού σου λέω Νάνσυ! Τά ροιμπότ ήταν κι3 άλας πολύ κοντά. Λέγ ύίπήρχε και ρός. Ή .κοπέλλα κι* ό Λή Πό άνασήκωσαν τον τραυματία καί απομακρύνθηκαν γοργά προς τό άστρόπλοιο. Ό Σέρινταν κροτούσε τώρα τά^ δυο πιστόλια άκτί,νων στά χέρια, Ιινα σέ κάθε χέρι. Σημάδεψε καί πυροβόλησε. Ή διαλιυτική άκτΐνα βρήκε τό τέρας στη χαλύβδινη κοιλιά άλλα δεν του §κ©νε τίποτα. Οί μηχανι
κό) άνθρωποι προχωρούσαν πάντα μέ .βαρύ βήμα κουνών τας απειλητικά τά σιδερένια μπράτσα τους πού κατέληγαν σέ δυο μυτερά αγκίστρια. Ό Μίκιυ κι’ ό ντέτεκτιβ αναγ κάστηκαν νά οπισθοχωρήσουν. — Θέλουν νά πάνε στον «Πρωτέα»! εΐπε τόπαιδί. Σί γθ«υρα τούς κακοφαίνεται πού βλέπουν όρθιο ένα άστρόπλοιο. — Γ ιά νά φτάσουν στον «Ποωτέα» πρέπει πρώτα νά περάσουν από τά πτώματά μας!, γρύλλισε ό Σέρινταν; Τό παιδί τράβηξε από τή ζώνη του ριά χειροβομβίδα άτομ ι κής άνεργε ίας. — 3Ί σως αυτό τό πραγμα τάκι τούς κόψη τό βρόμιο! εί πε. Τράβηξε τό χαλκά τής χει ροβομβίιβας μέ τά δόντια καί τήιν πέταξε άνάμεσα στά ρο μπότ.. "Έπεσαν κι3 οί δυο μέ τά μούτρα στο χώμα για ν’ άποφύγουν τά θραύσματα. Ένα δευτερόλεπτο άργότερα ή δυνατή έκρηξις συγκλό νισε άλα τά γύρω. "Ενα μώιβ μανιτάρι από καπνό πέτρες καί χώματα άνασηκώθηκε στον αέρα. — Νομίίζω πώς κάτι έγι νε!, φώναξε θριαμβευτικά τό παιδί. Σχιεδόν σμ&σως όμως γούρ λωσε τά μάτια. Μέσα από τό μώβ σύννεφο φάνηκαν νά προ χωρούν βαρεία καί αδιάφορα τά ρομΙπότ. Ή φοβερή έκρηξι δεν τά είχε έινοχλήσει! Τά πιστόλια τού Σέρινταν έβη ξαν πάλι άγρια, ’Αλλά καί
1 ΐιάλι οι διολυτικές' ακτίνες που βγήκαν άπό τις κάννεςτρυς δεν έκαναν κορμιά ζη μιά στά χάλυβδινα τέρατα. — "Έλα μαζί ρους ΜίΙκν!, φώναξε © Σέρκνταιν; "Ώρμησαν σ’ ένα κιοντινό οχυρό. Ή βαιρίει ά πόρ τα ήταν (μισάνοιχτη. Μπήκαν μέσα και τήν ^μαντάλωσαν πί σω τους. Τώρα . μπορούσαν γιά κάμποση ώρα τουιλάχ ι “ στον νά μείνουν ανενόχλητοι, νά ο-υγκεντ,ρώσουν τις σκέ ψεις τους νά καταστρώνουν ένα σχέδιο. -— Πίρόςτό παρόν .είμαστε ασφαλισμένοι1 ί, είπε στο παι δί Πήραμε »μιά μικρή τπροθεσμία. Απότομα όμως ή φωνή του κόπηκε. "Μνας βαρύς θόρυ6ος άκιοόστηικε πίσω του. "Ε νας θόρυβος άπό σιδερικά που κινούνται. Τό μυαλό του γέμισε φρίκη γιατί μάντεψε τί σανέβαινε καί προαϊσθάν ■ θηκιε τίι ήταν νά ακολουθήση. Πήδησε προς τά έ μ προς καί π σέρνοντας ριά βόλτα στις φτέρνες του γύρισε. Μέ σα στο (μισοσκόταδο είδε ένα μεταλλικό τέρας νά κινητάκ Ή κεραία τού υπερηχητικού στοιχείου πιου βρισκόταν πά νω άπό τό σιδερένιο μέτωπό του έβγαζε σπινθήρες. "Ενα ρομπότ βρισκόταν, ξεχασμέ νο ίσως άπό την πρώτη επί θεση (μέσα στο οχυρό καί τώ ρα ή παρουσία τους το ξύπνη σε καί ό τηλεκατευθυνόμενος μηχανισμός του μπήκε πάλι σ’ ενέργεια.
Χριστούλη μαυ!,
φώ
ναξε 6 Μίίκυ καθώς
άττβμο:·5 κράνθηκε άπό τό παράθυρο καί γύρισε καί. στήλωσε τά μάτια του προς τό χαλύβδν »/σ τέρας. Τί είναι αυτό πάλι, Χρίιστούλη μου; Ό Σέρινταν δέν μίλησε. Οι βολβοί των ματιών του στριφογύρισαν άγρια μέσα στις κόγχες τους. "Ολοι Οι μυς τού ατσαλένιου καρμ'οσ του τεντώθηκαν έτοιμοι νά σττάσουν. Τό πιστόλι κλώτση σε μέσα στη φούχτα του καί μιά άκτΐνα χτύπησε κατάστη θα τό ρομπότ. Τό ρομπότ ό μως εξακολουθούσε νά κινήται αργά. Ή θέσι τού ντέτεκτιβ καί τού παιδιού ήταν υ περβολικά δύσκολη. Κλεισμέ νοι μέσα σ’αυτό στενόχωρο τσιμεντένιο κελλί μ’ ένα τρο μαχτικά χειροδύναμο ρομπότ που δεν μπορούσαν νά τό βλά ψουν οί διαλυτικές ακτίνες, ό Μίκυ κΤ ό Σέρινταν ήταν κα ταδικασμένοι σ' ένα σίγουρο θάνατο. Ή μόνη σωτηρία ή ταν ή πόρτα. ’Άν έβγαιναν πάλι έξω ίσως ικατάψερναν νά γλυτώσουν "Έξω όμως άπό το οχυρό ήταν τά άλλα ρομ πότ. Τά βήματά τους άκούγονταν βαρειά πού πλησία ζαν. Ό Σέρινταν προχώρησε προς τήν πόρτα. Φούχτιασε τό μοχλό άσψολείας έτοιμος νά τήιν άνοιξη. "Αλλά τό χέρι του έπεσε σόεν παράλυτο. "Α κούσε μιά πνιχτή κραυγή που τον συνεκλόνισε. Τό χαλύβδι νο ρομπότ προβλέποντας^ τί έπρόκειτο νά κάνη καί γεμάτο λύσσα γιατί έβλεπε τά θύμα τά του έτοιμα νά ξεφύγουν
γηβίΆΝΘΡηηαί *
ώρμησε προς τά εμπρός πρα γ.ματοποιώντας ένα μεγάλο πήδημα. Τά σιδερένια ιμ π μά τισα του τινάχτηκαν προς τό /μέρος τού παιδιού πού βρι σκόταν πίσω από τον Σέρινταν. "Άνοιξαν κι" έκλεισαν καί^ τα μυτερά αγκίστρια πού ^ είχαν τή θέσ ι τ ώ ιν δακτύλων στα -χέρια του γαν τζώθηκαν στήν άστροναυτ ική φόριμα του. Ό Μίκυ ένοιωσε τό έδαφος νά χάνεται από τά πόδια του και νά σηκώνεται στον αέρα. *Ηταν σάν ένα ιμεγάλο σιδε ρένιο βίντζι νά τον σήκωνε. — Β ο ή θ»ε ι α 1, κρσύ γ ασε. Τούτη ή σπαραχτική ^κ,ραυ γη έκανε την καρδιά του Σερινταν νά χτυπήση ^ άταχτα. Γ όρισε καί ,μ’ ένα βλέμμα πού έρριξε προς τό -μέρος τού Μίικυ κατάλαβε. Αναρρίγησε καί βαθειά χαντάκια έσκαψαν τό μέτωπό του. Τό ρομπότ έκλεινε τώρα τά χαλύβδινα μπράτσα του. Κι5 ανάμεσα σ’ αυτά τά μπράτσα ήταν τό ήρωϊκιό καί άφο-βο παιδί, ^πού μαζί μέ τον ντέτεκτιβ είχαν παίξει τόσες φορές κορώνα γράμματα τή ζωή τους πόλε μώντας εναντίον τώιν εχθρών τής άνθίρωπότητος.Μέσα στήν αγκαλιά τοΰ σιδερένιου τέρα τος τό παιδί θά ευρισικε οϊκτρό θάνατο. Τά κόκκαλά του θά τσάκιζαν σάν σπιρτόξυ λα καί θά γίνονταν ·μιά άιμορ φη ματωμένη μάζα. Κάποτε σ’ ενα δρόμο τής Νέας Ύόρκης ό ντέτεκτιβ καί ή μελαχιροινή άριΡ αβων ι αστ ικ ι ά του είχαν παρακολουθήσει μιά τ£-
το ι α άπερίγρ απτ α τραγ ι κή σκηνής "Ενα τρελλό ρο'μπότ πού είχε ξεφύγει από τον έ λεγχο τής τηλεικινητκκής συ σκευής είχε λυώσει ,μέ τά σι δερένια μπράτσα ένα γεροδε μένο μηχανικό πού προσπά θησε νά τό συλλαβή. ^ Ασυγκράτητος ό άσσος των ντέτεκτιβ ώρμησε εναν τίον του ρομπότ. "Ανθρωπος καΐ^ τέρας στάθηκαν γιά με ρικές στιγμές ασάλευτοι σά νά άναμετρούσαν τΐί-ς δυνά μεις τους. Τό ρομποτ σταμά τησε νά κλεινή, τά μπράτσα του ξαφνιασμένο μέ τό θάρ ρος^ αυτού τού ασήμαντου πλάσματος πού θέλησε νά τά βάλη μαζί του. Τούτο όμως δέν κράτησε πολύ. Ό Σέρινταν αδιαφορώντας για όλα τί ναξε σάν ελατήριο τό “κορμί του καί σάλταρε. Τά χέρια του γσντζοόθηκσν στά μπρά τσα τοΰ ρομπότ. Βάζοντας σ’ ενέργεια όλη τή. δύναμί1 του τά τράβηξε βίιαια προς τά πλάγια. Τά μπράτσα τρί ξανε στις κλειδώσεις τους καί τίναξαν προς τά πίσω τό παι δί. Ό Μίκυ κύλησε στο πά τωμα ζαλισμένος. Τό ρομπότ θέλοντας νά έχη τά χέρτα του ελεύθερα νά συιντρίψη τον Σέρκνταν αδιαφόρησε γιά το παιδί καί τό πέταξε. Ντέτ'εκτιβ καί ρομπότ αρπάχτηκαν τώρα σ’ έναν άγριο αλλά φα νερά άνισο αγώνα. Ό άνθρω πος μέ τή σιδερένια θέλησι ήταν ένα παιχνιδάκι γιά τό μηχανικό αυτό τηλεκατευθίυνόμενο τέρας. Παρ’ όλα αυτά δμως 6 Σέρινταν, μολονότι
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ήξερε δτι ή μιάχη πού έδινε ήταν πάνω από κάθε ανθρώ πινη δυνατότητα, δεν είχε καιμμιά διάθεσι ν’ άψήση τον εαυτό του ανυπεράσπιστο. Μέ γρήγορες και ρελετη,μό νες κινήσεις πάλευε καταψέρ νοιντας δυνατά πλήγματα μέ τής γροθιές του σ’ αλα τά σημεΐα πού ύπελάγιζε πως τό ιροιμπότ (μπορούσε νά εί ναι εύσίισθήτο. Ό Μίικυ^ μέ 'μ.ιάτ ια γέρατα ηράμο,, ανίκα νος νά βοηθήση, παρακολου θούσε μέ κιοιμιμΙένη αναπνοή πεσιμένος στο πάτωιμσ αυτόν τον άκληρό άγώΐνσ του δοοιμιόιν ιαυ ντ έτ εκτ ι β. Θρόιμιβοι ιδρώτα άνάβλυζαν στο μέτωπο του Σέρίνταν κα θώς πάλευε ;μέ ίμιαν άγρια α πελπισία μέ τό χαλύβδινο· ρο μπότ. Τό βλ(έιμ|μα. του ήταν θολό κι5 είχε την άίσθησι πώς δέ θ’ άντεχε ακόμα πολύ. τΗ ταν ύπε,ράνω τώ|ν δυνάμεων του αυτή ή σκληρή μάχη,, ταφνικά όμως τά ι μ άτια του έλα,μψαν. ^Ηταν κάτι που δεν τό είχε σκ,εφτή τόσην ώρα. Πώς δεν του ήρθε λίινο νωρίίτερα από ινου; Ή τηλεκινητική κεραία. Τό υπερηχητικό αυτό στοΊχεΐο πού προεξείχε πάνω από τό ιμέτωπο τού ρο μπότ ήταν εκείνο πού έδινε ζωή στο τέρας. Ή κεραία αυ τή έπιανε τις ακτίνες πού έ στελνε ή τηλεκινητική συ σκευή καί έβαζε σέ κίνησι τον
μηχανισμό του. Ό ντέτιεκτιβ άπλωσε τά χέίρια. Τά δάχτυ λά του τυλίχτηκαν στήν κε ραία σαν σιδερένιες τανάλιες. Τυλίχτηκαν και την τράβηξαν καί την ξερριίζωίσαν άπ’τή θέσι ~ης. Αυτό ήταν ! ^Ηταν τόσο απλό καί ρμιως δέν τό είχε συλλάβει ό νούς του τόσην ώρα πού κινδύνευε! Τό ροιμπότι παρέλυσε σά νά τό χτύ πησε κεραυνός. Τά χαλύβδι να -μπράτσα του έπαψσν νά κρατούν τον ντέτεκτιβ καί τα λαντεύτίηικε δεξιά κύ αριστε ρά σαν ένα πελώριο εκκρε μές. "Υστερα σωριάστηκε ιμ’ ένα φοβερό πάταγο στο πάτωιμα. — Έν τάξει! μουρμούρι σε λαχανιασμένος από την πάλη- ό Σέρίνταν. Τό ρομπότ έγινε ιμακαρίτης! "Άντε κου νήσου, πιτσιρίκο! Πλίυτώσαρε! Ό Μ,ί/κυ άνασηικώθη,κε καί κούνησε τό κεφάλι του προ σπαθώντας νά ξέζαλιστή. Ό ντέτεκίτιβ έτρεξε κοντά του νά τον βοηθήση,. Την Τδ'ια δ μ ως στιγμή στήλωσε τ’ αυτιά καί το βλέΙμ,μα του έγινε πάλι α νήσυχο. Βαρειά χτυπήματα ακούστηκαν στήν πόρτα. ^Τά οοιμίπότ πού βρίσκονταν έξω ζητούσαν νά γκρεμίσουν τό οχυρό. Κι5 ήταν σίγουρο πώς δέν θ’ άρνο.ύσσν .μέ την άκατάβλητη δύναμι πού διέθεταν νά τό πετύχουν καί τότε...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφέας: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ , ..... .. - . Άτταγορεύεται ή άναδηρασίευσις
33
Είναι ανώτερο κάθε περιγραφής τό επόμενο τεύχος του «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», τό 8, που κυκλοφορεί την ερχόμενη Τετάρτη μέ τον τίτλο
ΙΟΥ 'Ο θρυλικός ντέτεκτιβ του διαστήματος Τζόε Σέρινταν μέ τους άχώριστους βοηθούς του, άποδυεται σ’ έναν άγώνα ζωής και θανάτου, στον μακρυνό και παράξενο πλανή τη Κρόνο, που θ’ άφήση κατάπληκτο καί τον πιο απαιτη τικό καί δύσκολο άναγνώστη.
Ο ΚΥΡ/ΟΖ ΤΟΥ £ΡΜΗ
ΓΗΟΖ!
^ ^ Ε/ΥΗ ΠΛΟΙΟ... ΜΕ ΒΡΖΙΛΙΗΟ ΖΗΜΗ. Θ 'Ρ/ΥΑ/ __ __ οορο]λ
ΜΜΓΡΗΓΟΡΑ/ —^ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΗΣ
ΓΗΣ.ΣΤΗ ΠΥΡΟβΟήΡ ΤΜΗ ΑΚΤΙΗΊΜ/Τ. ΠΡΕΠΕΙ
~^'ορη1
ΜΡ_Ρ/Ε0/Μ£ τΟίΥ^/ 0 Γκοχ ^' ΗίΧΜΑηΐστΗΖΡ
ΓΗ ΓΥ/ΥΑ/ΗΑ ΣΟΥ!
ΤΟΤΕ ΝΗ ΓΤΡΟΧθεΖΕΤΕ X Τ/Ζ ΑΚΤΙΝΈΖ ΕΑ! ΔΤΟΝΙΟΜΟρ/Α) ΑΠΌ ΟνΡΗΝ/Ο «Ψ» ΠΑ /ΤΑ ΜΟΑΥΝΟΥΜΕΤΗ/Υ ήΤΜΟΖφΑ/ΡΑ ΤΟΥΠΛΟΙοί Αυτεζ ο/ ηηπνέζ δε/υ έχουν —-ν_, ΕΠ/ΔρΑΖΗ ζ έμαζ < I ΤΟΥΖΑ ΚθρίΑ/ΠΟΥΖ ΤΟΥ ) V____ ΕΡΜΗ·1
κ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ
Τό άστρόπλοιο «Πρωτεύς» αφή νοντας πίσω του μια τεράστια φλόγα ξεκίνησε απ’ τον ’Άρη για τό μεγάλο ταξίδι ποός τον πλα νήτη Πράτ.
ρΐ ΑιΠΟΙΚΟΙ τήις Γης, πού βρίσκονταν έγκατεστημέ νοι αυτή την εποχή—έτος 1980— στις υπόγειες παλιέις τού πλανήτη 3Άρη>, πέρνασ α αν ώρες απερίγραπτης άγω νιας. Τά ρομπότ τής επιφά νειας εΐχαν επαναστατήσει έν τελώς απρόοπτα και δεν δέ χονταν πια μέ κανένα τρόπο νά εκτελέσουν τις εντολές πού τούς έδιναν. ΚΓ όχι μονάχα δεν δέχονταν νά εργαστούν, αλλά έκαναν καί κάτι άλλο· χειρότερο. Εξαγριώθηκαν κάι στράφηκαν ιμέ μιαν άπερίγ,ρα τττη λύσσα εναντίον των κα τασκευαστών τους, σκοτώ νοντας ανθρώπους καί καταστρέφοντας μηχανήματα καί εγκαταστάσεις, για τίς ο ποίες ή Γήινη Κοινοπολιτεία εΤχιε ξοδέψει δισεκατορμύρια δολίλά,ρια. *Ηταν σά νά τρελ λάθηκίαν ξαφνικά τά χαλύββ ι να αυτά τέρατα. Οι ήίλεκτρονικο-ι έγκέφαλοί τους δεν πει θσοχούσαν πια στις εντολές των ανθρώπων καίμε μια πρω τοφανή μανία σκάρπιζσίν γύ ρω τους τον ολέθριο και τον θάνατο. Τά μεγάλα υπόστε γα τού π υρ αυλοδιρομ'ίομ, τά εογοστάσια επισκευών, οί θα λάμοΊ μέ τά λεπτότατα καί πολύπλοκα μηχανήματα τηλε
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. 2
4 ■
·
.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κινήισεως, τά άστρο πλοία που ■ βρέθηκαν στο έδαφος είχαν μεταιβληθή σε άμορφα έοείπια. Αστροναύτες, πιλότοΊ καί προσωπικό του πυραυλοδρομ,ίου βρήκαν οίκτρό θάνατο κάτω από τά φοβερά χτυ πήματα των ’ χαλύβδινων ,χερ·!ών τους. Κανένα όπλο δεν στάθηκε Ικανό νά τ5 άναχαιτ'ιση σ’ αυτή την λυσσασμένή ' και πρωτοφανή για την ισ'ορία. των άστρων έπίθεσι. Τά · ρομπότ προχωρούσαν . α κάθεκτα και δεν υπήρχε αμ φιβολία πως σέ λίγο θά παραβίαζαν τις θωιρσκισμένες πόρτες πού έφερναν στις υ πόγειες πόλεις για νά σκορ πίσουν ανάμεσα στά γυνάικό παιδά των αποικών τον θά νατο .καί την κατσστρόφή.(■*) Καί -μονάχα' τέσσερις άν θρωποί· πού βρίσκονταν ■ στην επιφάνεια του "Αρη. στέκον ταν ακόμα ορθοί άντιιμετωπί' ζοντας με αφάνταστο ήρωϊσμΙό και αυτοθυσία την φοβε ρή έπίθεσι. Ό θρυλικός ντέ'τεκτιβ των ουρανών, ό άκατά-. βλίητο-ς αστοοναύτης αστυνο μικός,; ό φόβος -και ό τρόμος των κακούργων του διαστή ματος, ·ό προστάτης του Δι καίου και τής Ανθρωπότητας Τζόε Σέρίνταν ήταν ό ένας ά-. πό αυτούς. Ό Μίίκυ, τό ορφα νό Ελληνόπουλο τής Νέας' Ύόρκης. μ έ τό · λαστ ιχέν ιαΛκορ μα και τά έξυπνα μάτια, ήταν 6 .δεύτερος. Ό τρίτος ήταν (*) τεύχος τ ί,τ'λο: ττότ».
ΔιάΒαισε τιο τηρ ο ηγούμενο του Ύπιεράνθίρώπου με- τον ' «'' Ετηαινάσ τια,σ ι ς τ ών ■Ρ ορ, Τ
μιά κοπέλλα. Ή μελαχροινή Νάνσυ "Εβ ιλΥκτον, ή τολμηρή καί άφοβη ρεπόρτερ των «Χρονικών τής Νιέας Ύόρκης», ή γλυκέιά αρραβωνια στικιά του ηρωικού ντέτεκτιβ πού άκολουθρύσε δ λες τίς πε ριπέτειές του τον Τζόε Σερ ινταν. Ό τέταρτος ήταν ό Αή Πό. Ό Αή Πό δεν ήταν γή ινος. Είχε μιά πάοά'ξενη έμψάνισι. Τριγωνικό - κεφάλι, μυτερό ρόγχος ' καί] τριχοοτό κορμί ιμιέ περίεργα σωληνω τά χέρια κάι πόδια.. Καί, 'μο λονότι τό εξώικοσιμρ αυτό πλά σμα έκ πρώτης δψεως φαινό ταν περισσότερο ζώο παρά λογικό· ον. είχε ον τούτοας ένα καταπληκτικό μυαλό πού ξάφνιαζε κάι κρατούσε κατά πληκτους δίλους εκείνους .πού. τύχσιναν νά τον γνωρίσουν. Ό Λή Πό έοχότάν από ένανμαιφυνό πλανήτη, τόν Πάτ, πού βρισκόταν στον Γαλαξία, μέ ειδική αποστολή από μέ ρους τού άρχοντά Μπιράν, πού .εκτιμούσε και θαύμαζε τόν θρυλικό. Σέρινταν. . Αυτοί ·οί τέσσερις ήταν τά μόνα . ζωντανά ’ πλάσματα, που έδιναν αυτή τήν ώρα τήν άνιση αλλά σκληρή μάχη εναντίον τών ρομπότ πού σάρωναν την επιφάνεια τού. "Αρη. Ό Σέρίνταν ικ'Γ ό Μ;ίκυ ήτ'αν κλεισμένοι σ5 ένα τσιμεντένιο· .οχυρό, 'τού πυ ρ αυλοδιοομίου. Ή Νάνσυ. κι* ό Αή Πό, μαζί μ- έναν βαρειά πληγωμένο πιλότο που είχαν ανασύρει ιμέσα άπόΛ τά εοεί'π-ια,,. περίμεναν γεμάτοι ά γων ί α πε ντ ακόσ ι α μέτρα
ΫίΙΕΡΑΝβΡβίΙβί <ϋ\ό έκεΐ ιμέ<?α ύ*ώ ικαπσβιψ* ϊκτίικιό άστράπλσιο «Πρωτεύς 11» την επιστροφή του ντέτεκτιβ καί του παιδιού. Ό Σέρινταν ικι’- ό Μίκυ ό μως βρίσκονταν σέ πολύ δύ σκολη θέσι. Κυνηγημένοι από τά χαλύβδινα τέρατα πε,ρνοΰ σαν άσκημες στιγμές. "Οπως έδειχναν τα πράγματα, τίπο τα πια δεν θα μπορούσε να τούς σώση. Ώπλισμέναι ^ με πιστόλια διαλυτικών ακτινών και χειροβομβίδες ατομικής ενερ γειας,. σε ικάθε άλλη περ,ίστασι θά είχαν ικερδίσει τή μάχη. ^Τώρα· όμως τούτα τα όπλα ήταν άχρηστα στα χέρ ι α τους αφού είχε ^ άποδει χιθή ΐπώς δεν μπορούσαν να βλάψουν τά ρομπότ. . Και τά •ρομπότ είχαν κυκλώσει τώρα τό οχυρό καί τά χαλύβδινα μπράτσα ' τους- βροντούσαν άγρια στην πόρτα πού άρχι σε νά κλοΜίιζετα-1. — Πόσο μπορεί να κρατήση. αυτή ή πόρτα, κοριέ Σέ,ρΐ'νταν.; ρώτησε τό παιδί μέ μάτια που καίγανε από τήν άγων ία. Λέτε νά κράτηση πο λύ ; — Δεν μάς μένουν μεγάλα περιθώρια-' ζωής !, άπακρίθηχε άνασηκώνοντας τους ώ μους ό ντέτεκτιβ. Σέ δέκα λε πτά, σ’ ένα τέταρτο τό πο λύ, ή πόρτα θά (πέση,,' δσο γε ρτ καί νάναι,. Μοναδική λύσι είναι ινά επιχειρήσουμε μια η ρωική έξοδο. Υπάρχει ιμιά τγί θανότητα, ένα στα χίλια, νά ξεφύγουμε, Διαφορετικά θά μάς λυόσουν ανάμεσα στην τρομερή αγκαλιά, τους τά ρο-·
μττότ! .
·
§
.
^—- ιΓιατί- δεν δοκιμάζουμε/ κύριε Τζό; Ό ντέτεκτιβ δεν απάντη." σε., "Ανάμεσα στις δυνατές βροντές πού συνεικίλόνιζαν τήν πόρτα τού · οχυρού ξεχώρισε τ ούς χρ ο τους · ©κρήξεως πυρά ύ λων.^ Στήλωσε τ3 αυτί ικαίί βεβα.ιώθηκε. Κάποιο άστροπλοίο σίγουρα άφηνε τό έδαφος. Έτρεξε προς τό στε νο^ άνοιγμα πού χρησίμευε για πολυβολείο στο οχυρό κλ έρριξε μια ματιά προς τά . έξω. Είδε τον «Πο-ωτέα 11» ν’ άφήνιη. γλώσσες φωτιάς πί σω του καί ν' άνεβαίνη κάθε τα προς τον ουρανό. ·* ·. — Έττί τέλους!, αναστέ ναξε καί γύρισε προς τό μέ ρος τού παιδιού. Ή Νάνου κι* ό Λή .'Πό φεύγουν. Αυτό ήταν τό ικαλυτερο που είχαν νά κά νουν. Θά. τους παραστρίίμωξαν τά ρομπότ. Τώρα μπσροΰ με νά περιμένουμε νά σπάση • ή πόίρτα,.Μιά ηρωική έξ'οδος • δέ (θά. είχε πια κανένα νόη■ μα, αφού δεν υπάρχει κανέ να ^ ίμερος στο όποΐο νά μπο ρούμε νά ,καταφύγουμε. Ή μοναδική ελπίδα μας ήταν ό «Πρωτεύς». \ — Β άζω · στ οί χη; μ α, κύρ ι ε • Τζό !, ^ είπε τό παιδί·. Ό Λή ΓΙό κι5 ή 'Νάνσυ δεν φεύγουν γιατί φοβήθηκαν. Κάτι ετοι μάζονται νά κάνουν για τή' σωτηρία μας.., —Δέν μπορούν νά κάνουν τίποτα!, αναστέναξε ό Σέρ^νταν. Τά ρομπότ δεν χαμπαρίζουν ούτε ■ από ακτίνες θανάτου, ούτε ■ από ραυκετρ*
γπεΡΑΝβΡηηοί
1
βόλα άταμ-ικής ένεργείας, "Αδικα θά ξοδέψουν τά ττυρομαχιίικά του «Πρωτέα» ρίχνον τας εναντίον τους. Ό κοκκινομάλλης Μίκυ δεν μίλησε. Στήλωσε τά μάτια στήν πόρτα τοΰ όχυροΰ κι* α ναρρίγησε. Ή πόρτα άρχι σε νά (κλονίζεται επικίνδυνα. ΤΟ του
ΒίθΑιϊϊ©
Αϋ η©
Ο ΜΙΚΥ είχε δ ίι κ ι ο κι3 ό Τζόε Σερ ι ν ταν είχε άδι«κο. Ό «Πρωτεύς» ήταν α λήθεια πώς ά φησε την επι φάνεια τοΰ "Άρη, αλλά αυτό δεν έγινε γιατί έπρόκειτο νά πάη πολύ μακρυά. Ή Νάνου κι* ό Λή Πό παρακολουθού σαν μέσα άττό τό άστρόπλοίο την τραγωδία, που ζοΰισαν, κυκλωμένοι· άπ3 τά οομπότ, μέσα στο οχυρό ό ηρωικός, ντέτεκτιβ Καί ό μικρός σύν τροφός του. 3Από τή θέσι πού βρίΐσκονταν άιρχισαν νά βά ζουν μέ τά ρουκετοβόλα έναν τίον τους. 3Αλλά τά χαλύβδι να τέρατα δεν σταμάτησαν τή λυσσασμένη έπίθεσί τους. — θεέ μου ! Είναι φο βερό !, σπάραξε ή -Νάνου. Ό Τζό Κι ι3 ό Μίκυ είναι- χαμ μένοι. Τά ιρουκιετο'βόλα τοΰ «Πρωτέα» δ καλύουν σαν κερί καί τό πιο σκληρό μέταλλο. Σ'τά -ρομπότ δεν κάνουν καμ μιά ζημιά! Αυτό είναι μύστη ριο. Ό Αή Πό κούνησε τ3 αυτιά ΤΡ1Λ Τό μυαλό τοΰ έξώκοσμου
αυτού ^πλάσματος βούλεοέ γοργά.? Ηταν σύμφωνος σπο λύτως μέ την μελαχροινή κοΤιέλίλα ό Αή Πό. Κάποιο μυ στήριο κρυβόταν πίσω απ’ δλη αυτή τήν ιστορία. Καί αυτό τό μυστήριο προσπαθο-ΰ σε νά λύση τώρα. 3Από τή λύσι του κρεμόταν ή ζωή του Σέρινταιν καί του Μιίκυ. Κι3 ή λύσι αυτή έπρεπε νά βρεθή πολύ σύντομα, πριν τά ρο μπότ σπάσουν τήν πόρτα του οχυρού, -αφνικά τά μεγάλα στρογγυλά μάτια του έλαμ παν. Σηκώθηκε ορθός κι5 έτρεξε στον θάλαμο διακυ-βερνήσεως. — Βάλε σ’ ενέργεια, δε σποινίς Νάνου, τούς απωθη τικούς πυραύλους!, φώναξε. Ή κοπέλλα τον κυττσξε μέ περιφρόνησι. Δεν σάλεψε από τή θέσι της. — Φοβάσαι, Αή Πό; ρώ τησε. Σ3 έπιασε πανικός καί νομίζεις πώς εγώ θά δεχτώ νά φύγουμε μέ τό άστράπιλοιο αφήνοντας στην τύχη 'τ-ους του-ς δυο συντρόφους μου; — Όχι, Νάνου!, τήν έκο ψε τό έξώκοσμιο πλάσμα. Ί σα—ίσα για τή σωτηρίια τους πρόκειται! Κάνε αυτό που σου λέω. Δέν μάς μένει πολύς καιρός. Θά σου εξηγη θώ σέ λίγο. Ό τρόπος πού τής μιλού σε καί ή ειλικρινής έκφρασι τοΰ βλέμματός του τήν έκα ναν νά υποχώρηση. Μήπως καί στο έδαφος πού έμεναν τί έκαναν; Δέν ήταν σέ θέσι νά τούς βοηθήσουν.
τησε ή Νάναν. — ιΝά άχρηστό* ψάμμε τά ρομπότ !, απάντησε χωρίς νά γυρίση νά την κυττάξη τό^έξώκοσμο πλάσμα. ^Ηταν πο λύ απλό καί άπρεπε νά τό είχαμε σκεφτή πολύ νωρίτερα. Τά ρομπότ πού επανα στάτησαν δεσπο ι νίς Νάνσυ εΐιν,άι τη λεκατευθυνόμενα. Λι ιευιθόνονται καί κι* φούντα ι- μέ ακτίνες ■ Ττρύ εκπέμπει κά ποια συσκευή ατούς ηλεκτρονικούς εγκε φάλους τους. "Ετσι δεν είναι ; Τό κορίτσι κούνη σε καταφατικά τό κεφάλι. Μέσα στο βλέμμα της όμως υπήρχε ή απορία. Δεν ήξερε πού ήθελε ινά καταλήιξη ο Λή Πό. —Δεν σου έκανε έντύπωισι αυτό πού μάς εΐπε ό πληγωμέ ινος πιλότος πού έ ι0 πλανήτης Κρόνος ξεχώριζε τώρα καθα ρά άπό τό φινιστρίνι του οι «πλανητικού χουμε μαζί μας; Ή σκάφους και ή άγωνία γέμισε τις καρδιές πρώτη δουλειά των ρομπότ ήταν νά κα — 3 Εν τάξει, Λή Πό!, εί ταστρέφουν τις συσκευές πού πε. τά κατεύθυνσν μέχρι εκείνη, τη στιγμή. Αυτό σημαίνει Μ3 αποφασιστικές κινήσεις έβαλε σέ λειτουργία τό μηχά πώς ιό εγκέφαλός τους βρέθη νημα ιέκτοξευσεως. Ό Λή Πό κε κάτω άπό την έπίδρασι ϊχειρίΐστηκε τό πηδάλιο. Τό άσχιυροτέρας έντάσεως άκτλ νων. Δεν έπαφαν δηλαδή ού στρόπλοιο τραντάχτηκε και ώρμησε ψηλά. τε για ένα δευτερόλεπτο νά Ποΰ πάμε, Λή Πό; ρώ» είναι τηλεκατευθυνόμενα» ΜΙ
ΥίΐΕΡΑΜ®ί*ηΠΰί μια ι.μονάχα διάφορά. *Ό/Γι άλλαξαν αφεντικά.. Τά δε ύσ τερα αφεντικά/ δηλαδή εκεί να πού είναι κάτοχοι τής συ σκευής ·μέ τις ίσχυροτέρας έντάσεως ακτίνες, " τά υπο χρέωσαν νά στασιάσουν καί κατόπιν τά διέταξαν νά κά νουν τις ' καταστροφές καί τούς φόνους πού έκαναν. "Αλ λά ένα τηλεκατευθυνόμενο ρο μπότ .μονάχα από ίμια ώρισμένη άπόστασι (μπορεί νά δεχθή την έπίδρασι ακτινών σ ^όν ήλεκτ ρον ικό έγκέφ αλό του. Ή άπόστασι αυτή δέν μπορεί νά υπερβαίνει ποτέ τ ά δέκα ή τό . πο λ ύ τ ά είκοσι γήινα χιλιόμετρα.· Π,ρέ πει κατά συνέπεια εκείνοι πού ' τά κατευθύνουν νά βρίσκωνταί κάπου εδώ κοντά. ’Άν άνακαλυψουμε τό αηιμείο πού έχουν έγκατασταθή και αχρηστέψουμε τη συσκευή αύ τομάτως τά ρομπότ, αφού θά πάψουν νά δέχωνται ακτίνες, θά σταματήσουν τη δράσι τους. Θά είναι κατά ένα τρό πο νεκρά. — Είσαι σπουδαίος, Λή Πό ί, φώναξε χαρούμενα ή Νάνσυ πού κατάλαβε επιτέ λους- τό σχέδιο τού έξώκοόμου αυτού πλάσματός. ^Ε χεις τετραγωνικό μυαλό και σέ θαυμάζω. Ό.: Αή Πό δέν . απάντησε. Τό βλέμμα του ήταν καρφω μένο στον -ηλεκτρονικό μέτρη· τή τού σκάφους. Ό μετρη τής, αυτός, καθώς ·.τό άστρο πλοίο διέγραφε τώρα (μεγά λους κύκλους στον ουρανό, τού
"Αρη, θά έπρεπε, όταν τ$ί> σίαζαν πάνω από τό σημείο αττου^ ήτάν τό μηχάνημα πού ζητούσαν, νά έπισημάνη καί νά έντοπίση τήν πάρουσία του. Μεσολάβησαν μερικές στιγμές σιωπής καί ξαφνικά 6 δείκτης τού μετρητού άρχι σε νά κινήται σπασμ,ωδικά. Τά μάτια τού Αή Πό έλαμψαν. ^— Νομίζω πώς τά καταφέραμε!, είπε. Πάτησε ένα κουμπί καί' τό ηλεκτρονικό μάτι τού «Πρ,ωτέα ΓΙ» μπήκε σέ κίινησι. "Α όρατες ακτίνες ξεχύθηκαν προς τό έδαφος καί μέσα στο καντράν άρχισαν ν· άναβσ.σβύνουν μικρά κίτρινα φωτει .νά τόξα. Ή Νάνσυ έκανε^ γορ γά μερικούς αλγεβρικούς υπολογ ισμούις. " Υστ ερ α άνασήκωσε τό. κεφάλι; —- Τρία τέταρτα μοίρας αριστερά!, είπε με φωνή πού έτρεμε. Ό Αή Πό ώρμιησε στο ρου κετοβόλο τής αριστερός- πλευ ράς τού άστροπλοίου, άφήνον τας τό. πηδάλιο στα χέρια τής κοπέλλας. Ή Νάνσυ- τρά βηξε πρός τά πίσω ένα μο χλό. Τό «Πρωτεύς» έγειρε ε λαφρά πρός τό έδαφος.. Τήν ίδια στιγμή ό Αή Πό πίεσε τό κουμπί τού ρουκετοβόλου σημαδεύοντας τήν πλαγιά ε νός γρανίτινου λόφου. Ρου κέτες ατομικής ενεργεί ας .βγή καν σφυρίζοντας από την κάννη τού μικρού κανονιού του καταδιωκτικού τής Διαπλανητικής- "Αστυνομίας. 01
.ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ρουκέττες -έπεσαν σέ μια στρογγυλή μετάλλινη σφαίρα πού ήταν κρυμμένη, ^ σέ -μια χαράδρα- τής πλαγιάς. Φλό γες κάί πορτοκαλιά σύννεφα σέ σχήμα μανιταριού υψώθη καν στον 3Άρ«η. "— ΕΤσάι σπουδαίος,, Αή Πό!, φώναξε πάλι ή Νάνσυ μ ή μπορώντας να. κρατήση τον ενθουσιασμό της. Τούς πέτυχες με τό πρώτο... Ό Αή Πό έβηξε. Μ3 αυτόν τον τρ-όπο γελούσε τό έξοοκοσμο αυτό πλάσμα. — Είμαι καλός, σκοπευ τής!, είπε απλά. Καίί^ .βάζω στοίχημα πώς αυτή ή σφαΐοα πού καταστρέψαμε ήταν ένα άστρόπλοιο των Γ ιγαντοκιεφάλων (*). Μέσα σ’ αυτή τή σφαίρα ήταν ή συσκευή ιών τηλεκατευθυνόμενων ρο μπότ. Τώρα τά ρομπότ δεν μπορούν να ' "βλάψουν πια κα νένα. —Φτάνε ι · νά -μήν προ φτασαιν σ’ αυτό τό μεταξύ νά κάνουν κακία στο Τζό κάί στον Μί!κυ!, είπε μέ φωνή πού έτρε με ελαφρά ή Νάνσυ. Κάτι μού λέει όμως πώς .5έν ποόφτασαν. ’Άς γυρίσουμε αμέσως Λή Πό! Η ΣΩΤΗΡΙΑ
Η ΚΑΡΔΙΑ τής Νάνσυ εί χε (μαιντέ ψ ε ι σωστά.Ό Τζόε' Σέρινταν κι3 ό Μίκυ είχαν σω 8ή ως εκ ^θαύματος. Τή στιγμή άκίριβώς που ή Θωρα κισμένη. πόρτα τού οχυρού (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ χος «Έττοήάστασις τφν Ρομπότ^,
έπεφτε κάτω αίτιό τά βαρεία χτυπήματα τών χαλύβδινων τεράτων, και ό ντέτεκτιβ και τό παιδί ήταν έτοιμοι νά αρ χίσουν έναν καινούργιο σκλη ρό καί όόνισο αγώνα μέ -τά ρομπότ, έγινε κάτι τό πρα γματικά απίστευτο. Τά ρο μπότ πού ώρμησαν, έναντ ίόν τους σταμάτησαν απότομα σά νά τά χτύπησε κεραυνός. Έμειναν ασάλευτα στη θέσι που -βρισκόταν τό καθένα. ’Άλλα μέ προτεταμένα τά γέρνα, άλλα μέ. σηκωμένο τό ένα πόδι·, έτοιμα, νά λυώσουν μ3 ένα λάκτισμα τούς δυο γήινους που είχαν τολμήσει ν’ άντσταθούν, κι* άλλα ιμέ ψηλά τά σιδερένια μπράτσα τους. Ό ντέτεκτιβ καί τό π«ι δί σάστισαν. Έμειναν σά χα μένοι καί κύτταζαν. Δεν μπο ρούσαν νά πιστέψουν τά «μά τια τους. Τό παιδί ξαναβρή κε πρώτο- τή Φωνή του. -----Μά τ ί' έγιίνε; ρώτησε. -— "Ενας Θεός μονάχα ξέ ρει τί έγινε!, άποκρίθηκε ό ντέτεκΤί'β, Εκείνο πού είναι σίγοοοο πάντως είναι πώς γλυτώσαμε! Σέ λίγο, έμαθαν * τί ακρι βώς εΐχε συμιβή. Είδαν τον «Πρωτέα» νά έπιστρέφη στο. πυρσυλοδρόριο. 3Από τό σκά φος «βγήκαν κι3 έτρεχαν προς τό ιμέοος τους ή Νάνσυ κι3 ό Αή Πό. Τούς εξήγησαν μέ δυο λόγια πώς κατέστρεψαιν μέ τό ρουκετοβόλο τό ιάστρόττλοσ τών «Γι γα ντοκεφ άλων , άπ3 όπου κατευθύνονταν τά ρομπότ, καί ό ΜίΙκυ. χοροπή δησε ζητωκραυγάζοντας. ·
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
■— 5Αρχίζω ίκαΊ σέ παρα δέχομαι, Λ ή 'Π ό !, είπε γελών τας ό Σέρινταν. Φαίνεται άτι εκεί στον πλανήτη, σας τον Πράτ υπάρχουν σπουδαΐαΙ πλάσματα. Ό Αή ιΠό κούνησε τά μυτε ρά αυτιά του. ■—· Στον Πράτ θά δήτε πολλά πράγματα!, συμφώ νησε. Άλλα τό σπουδαιότερο θά είναι ή «βοήθεια πού θά σάς δώση ό ιμεγάλος άρχον τας ιΜπράν σέ τρόπρ πού νά ξεμπερδεύετε μιά και καλή υ5 αυτούς τούς Γιγαντοκεφάλους πού σάς δημαουονούν κάθε τόσο φασαρίες. Ό «Πιρωτέας» είναι γερό άστρόπλοιο. Μέ μερικές προσθήκες πού θά γίνουν στις μηχανές του θά μπόρεση νά κάνη, ά νετα αυτό τό: ταξ'ίδι, όπως καί τά ρομβοειδή, άστρόπλοιά μας. Μέ ταχύτητα είκοσαπλα σία του φωτός... — Πώ! ιίΊώ ! Χρ ιστούλη μου!, ξεφώνισε ό Μ'ίκιυι καί τά μάτια του γούρλωσαν. Δη λαδή δον λογαριάσουμε πώς τό φως τρέχει μέ ταχύτητα τριακόσιες χιλιάδες χιλιόμε τρα τό δευτερόλεπτο, έμεΐς θά ταξιδεύουμε... ;— Μέ έξη εκατομμύρια χι λιόμετρα τό δευτερόλεπτο, άποκρΐίίθηκε απλά ό Αή Πό. — Τό^δευτερόλεπτο; ρώτη σε κρατώντας τήν αναπνοή του τό παιδί. — Ακριβώς. Αυτό εννοεί ται θά γίνη δταν βγούμε απ’ το διικό σας ηλιακό σύστημα καί μπούμε στο σύστημα τού γαλάζιου ήλιου τού Πράτ
τΓού,^ όπως σάς είπα καί άλλη Φοιρά^ είναι ένα από τά εκα τομμύρια άστρα τού Γαλα ξία πού φαί'νονται σάν ένα θαμπό νεφέλωμα από τή Γή. Ή ίλιγγιώδης όμως αυτή τα χύτητα δεν κρατάει παρά λί γα ^δευτερόλεπτα. "Υστερα τό σκάφος αρχίζει νά ταξιδεύη πάλι κανονικά. Άλλα ό κα θένας μπορεί νά καταλάβη πόσο συντομεύουν αυτό τό τα ξίδι τά λίγα δευτερόλεπτα τής ασυνήθιστης για άνθρώί» πινο μυαλό ταχύτητας των έξη εκατομμύριών χιλιομέ τρων. — Αρχίζω νά ζαλίζωμαι από τώρα, Αή Πό!, τόν έκο ψε γελώντας ό Σέρινταν. Έν πάσει περιπτώσει, νά ξερής ότι ε!σύ θά είσαι υπεύθυνος άν γίνουμε σκόνη στο διάστη μα. Ό Αή Πό άνοιγόκλεισε τό ρόγχος του καί έβηξε «μέ καγ χασμό. — Δεν θά γίνουμε, κύριε Σέρινταν... Προχωρούσαν καθώς κου βέντιαζαν καί σέ λίγο είχαν φτάσει σέ μιιά άπό τις θωρα κισμένες πόρτες των καθόδων τής υπόγειας πολιτείας Νεγκάλ. ’Έτσι στάθηκαν καί ό ντέτεκτιβ μέ τό ραδιοτηλέφω νό του έπικοννώνησε μέ τούς Φρουρούς. — Μπορείτε ν’ ανοίξετε τις πόρτες, τούς είπε, καί νά βάλετε πάλι σέ κΐίνησι τά α σανσέρ. Τά ρομπότ δεν πρό κειται νά πειράξουν κανένα π»ά.
ΥηέΡΑΝθΡ^ηόϊ
11
ετο «ΑΛΦΑ ΤϋΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ»
ΤΟ μπαρ <<"Αλ φα του Κε ν ταύρου» ήταν ένα από τ ά λαϊκά κέντρα τής Υπόγειας πρωτεύουσας του "Α ,ρ η, οπού σύχναζαν λογ ή ς — λογής άνθ!ρω·τοι . Στο «"Αλψα τδυ Κενταύρου» δινό ταν εκείνο τό βράδυ μια γιορ τή προς τιμήν του θρυλικού ντέτεικτι β Τζόε Σέρινταν καί των συνεργατών του, που μέ κίνδυνο τής ζωής τους είχαν καταφέρει να γλυτώσουν τούς άτοίι:<ιθυς(*) και τις οικογέ νειες τους άπο τά επαναστά τη μένα ρομπότ. Ό Σέρινταν ήτοιν, φΐυσικά προσκαΙλεσμέΡ νος σ’ αυτή τή γιορτή. — Θά πάμε νά περάσου με μια—δυο ώρες εκεί, είπε στους συντρόφους του. Θά πάμε ντυμένοι απλά όπως άλλωστε ντύνονται κΤ οι κα λοί .έργατΐικιοί άνθρωποι· που συχνάζουν σ’ αυτό τό μίπάρ. Δέ χρειάζονται ούτε σμόκιν ούτε φράκα ούτε γραβάτες. Θά τους χαλάγαμε τό κέφι άν πηγαίναμε μέ επίσημο έν δυμα. Ό μόνος που έξέφρασε αν τιρρήσεις ενάντιόν κάθε ντυ σίματος ήταν ο Λ ή ιΠό. — Στον Πράτ, είπε, φο ράμε μια κοντή ρόμπα καί (*) "Οπως ξέρουν οι τακτικοί αναγνώστες του Υπεράνθρωπου ή Γή τιό 1980 είχε ιδρύσει άπο-ι,κίες
'Ο Νιζέφ Χάν πλησίασε τσ χέρι μέ^ τό δαχτυλίδι^ που σπιθοβολουσε στον σωλήνα μέ τό φως τής ήλιακής ένεργείας.
σέ διάφορους πλανήτες τοΰ ηλια κού συστήματος. Στον "Αρη οί ά πο ικοι έμεναν σέ υπόγειες πόλεις έτπείιδή δεν υπήρχε αρκετό οξυγόνο στήν έπιψάνεια για ν' αναπνέουν.
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ ί&Γ...
τίποτα άλλο. -—Έβώ τά πράγματα εί ναι, λίγο διαφορετικά, είπε ό Σέρινταν. . Θά φορεσης ένα πουκάμισο μ' ανοιχτό γιακά, ένα παντελόνι κιι* ένα ζευγάρι παπούτσια. Θά είσαι θαύ μα! "Οταν έφτασαν στό μπαρ τούς έγινε μιά θέρμη υποδο χή. Ό Σέρινταν, ή Νάνου, ό Μίΐκιυ >κ·ι·* ό Λή Πό κάθησαν σ' ένα τραπέζι. Τούς πρόσφεραν άφθονα ποτά καί σπουδαία φαγητά, — Στον μικρό θά φέρετε μιά λεμονάδα!, διέταξε τό γκαρσόνι ό Σέρινταν. Τά οι νοπνευματώδη ποτά δεν είναι για τά παιδιά. Στό ιμπάρ υπήρχε μιά μι κρή σκηνή οπού γίνονταν διά φορά·νούμερα. Στην αρχή χό ρεψαν διάφορα μπαλλέτα μέ έξοοιτ ϋκιές ένδ υμ ασ ίε ς. "Υστ ερα διάφοροι ταχυδακτυλουρ γοί έκαναν καταπληκτικά πράγματα. Κατάπιναν σπα θιά, έβγαζαν περιστέρια α πό τό στόμα τους, έβαζαν σ' ένα γουδί ένα ρολόι τό κο πανούσαν μέ τό γουδοχέρι •κι5 ύστερα, όταν γινόταν σκό νη,, μέ δυο—τρεις μαγικές λέξεις πού έλεγαν τό ρολόι έβγαινε από τό αυτί του τα χυδακτυλουργού ■ όλόκληρ ο , γερό, δουλεύοντας κανονικά στην ώρα του. Ξαφνικά ό Σ ©ριντάν ζάρω σε τά φρύδια. Στή σκηνή φά νηκιε ένας άνθρωπος μέ μελάχροινό πρόσωπο, Ό άνθρω πος έριριξε. ένα αδιάφορο βλέμ μα προς τό τραπέζι τού ντέ-
' τ&κτι6 Σέρινταν. — Καί τώρα, κύριοι, άκσύο τήκε ή φωνή του σπήκερ στό μικρόφωνο·, θά έχετε τήιν ευ καιρία νά χειροκροτήσετε έ ναν άπό τούς πιο διάσημους αστέρες των μ>ι,ούζικ—χωλ τής I ής. Τον δόκτορα Νιζέφ Χάν πού κατέχει τά .μεγαλύ τερα μυστικά τής ζωή\ς καί τού θανάτου. Καί πρώταπρώτα θά γίινη ή έπίδειξι του θαυματουργού δοοχτυλιδι ο ύ του πού έχει, τή δύνσμι νά ε ξουδετερώνει την ηλιακή ε νέργεια. Κρατήστε την ανα πνοή σας νά παρακολουθήσε τε τό εκτυφλωτικό πείραμα! Τό μυαλό του θρυλικού ντε τεκτιβ αγωνιζόταν κάτι νά θυμηθή, όσην ώρα μ ιλούσε ό σπήκερ. Προσπαθούσε νά θυ μηθή πότε καί που είχε ξαναδή αυτό τό μελαχροινό πρό οωπο μέ τά σκληρά χαρακτη ριστικά τού Νιζέφ Χάν. Φυ σικά, αυτό τό όνομα δεν τού. έλεγε τίποτα. ’Άν κάποτε εί χε -ξανασυν'αντηθή μ'^ αυτόν τόν τύπο, θά είχε σίγουρα κάποιο άλλο όνομα. Μά που λοιπόν τόν είχε συναντήσεις — Κυττάξτε!, φώναξε^ μέ θαυμασμό ό Μίικυ. Κυττάξτε πώς άστράψτει ή πέτρα τού δαχτυλιό ιού του! Ό Σέρινταν έρριξε ένα •βλέμμα στα χέρια του Νιζέφ Χάν. Ή πέτρα πραγματικά έξέπεμπε μιά παράξενη ακτι νοβολία. Ό Νιζέφ μέ αργό βήμα, φορώντας μιά άσπρη ρόμπα, προχώρησε προς ένα σημείο τής σκηνής όπου υ πήρχε ένας φωτεινός σωλήνας
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ' μέ ηλιακή ιένέργεια! "Ολα τά φώτα άλλωστε στον πλάνη τη. "Αρη, όπως είναι γνωστό, λειτουργούσαν με ηλιακή -ε νέργεια πού ^συγκίέτριωναν ει δικά μηχανήματα· εγκατεστημένα στην ιέτπφάνεια. "Οταν ό Νιζέφ ©φτάσε κοντά στον φωτεινό σςολήινα άπλωσε τό χέοι καί ή πέτρα τον δαχτυ λιδιοΌ · τον άστραψε παράξε να. "Ολα τά φώτα του μπαρ ά&χϊσαιν νά τρέμουν. Τό ψώς μέσα στη ιμίεγάλη αίθουσα χαμήλωνε άργά. Ό ντέτ&κτίίβ ερριξε ενα γοργό βλέμμα γύρω του. Τό αλάθητο ένστικτό του τον προ ειδοποιούσε για κάποιον κίν δυνοι πού απειλούσε αυτόν καί τούς άλλους συντρόφους του. Γ ύιρω από τό τραπέζι του εί δε μερικίους τύπους πού δεν τού άρεσαν. — Τά φώτα θά σ δύσουν, ακούστηκε ή φωνή του σπήκεο. ..πάλι, κάτω από την έπίιδρασι τού Θαυματουργού δακτυλιδιού τού δόκ!το·ρος Νι ζέφ Χάν. Κανείς δεν πρέπει ν’ άνησυχήση. Το ίδιο Θαυμα τουργό δαχτυλίδι Θά τά άνάυ>η καί πάλι ιμέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα. Ποοσέδτε αυ τό τό Θαύμα. Ό άνθρωπος έκΙμηδένίζει τον ήλιο!. τά φώτα χαμήλωσαν πιο πολύ. "Εγινε (μισοσκόταδο. Ό Σέρινταν σάλταρε από τό κάθισμα καί ρ’ ένα πήδημα βρέθηκε πίσω από τή ράχη τού Λή Πό πού- παρακολου θούσε μέ προσοχή τό ^πείρα μα. Τά μιάτία τού ντέτεκτιβ άστραψαν καί ή γροθιά του
·
13
έπεσε ανάμεσα στά δυο φρύ δια ενός από τούς τύπους πού είχε πλησιάσει ύπουλα τον Λή Πό. Αύτός ό τύπος κρα τούσε ένα μαχαίρι. Ακούστη κε ένα βογγητό καί μ.ιά. βλα στήμια. .Τά φώτα έσβυσαν μονομιάς καί τό μπάρ γέμι σε σκοτάδ ι ; — "Οποιος · σαλέψει θά βρή τό μπελά του !% βροντοφώνίησε ό ντέτεκτιβ. "Ολοι στις θέσεις σας! Κι5 εσύ, Νιζέφ Χάιν,· άναψε τά φώτα! "Ενα. σαρκαστικό γέλιο ήρθε σαν άπαντησι από τό μέρο-ς τής σκηνής.. • — Μή λες κουταμάρες, Σέ ρινταν!, φώναξε ό Νιζέφ. Σού παίξαμε ’ ενα ωραίο παιχινιδάκι καί σέ παρασύιρ'αμε ως εδώ μέ τήν βεβαιότητα δτι εσύ καί ή παϊρέα σου δέν θά ξαναβγήτε 'ζωντάνοί από τό μπάρ! Μερικές γλώσσες φωτιάς άστραψαν δεξιά κι* άριστερά. Οί πελάτες του μπάρ πού δέν είχαν καμμιά σχέσι μ* αυτή τήν παγίδα δεφωνησσν τρομοκρατημένοι καί άΐργισαν νά τρέχουν προς τήν έξοδο. Τραπέζια · άνατράπηκαν καί μποτίλΐι.ες καί ποτήρια θρυμ ματίστηκαν καθώς έπεφταν στο πάτωμα. Ακούστηκαν σφυρίγματα άκτίνων πού έ βγαιναν από κάννες πιάτολ ιών. Ό αέρας γέμισε., βλα στήμιες μπερδεμένες μέ υ στερικές κραυγές γυναικών. Ό Σέρινταν τράβηξε τό πι στόλι του τ.ών δισλοτικών α κτινών κι* έσφιξε τά δόντια. Είδε ιμιά σκιά νά ζυγώνη
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
προς τό μέρος του. Τό δά χτυλό του ικινήθηκε γοργά σ~ήν σκανδάλη. Ή σκιά έγινε σκόνη. Πυροβόλησε πάλι. Μια δεύτερη σκιά έλυωσε σάν κερί1. Ό Μίκυ, που στην αρ χή είχε σαστίσει από τον ξαφνιΙκό αυτόν σαίματά κι5 έ μενε μέ γουρλωμένα μάτια, συνήλθε πολύ σύντομα. Τά έξυπνα μάτια του έκαίνα,ν έ ναν περίπατο στο ταβάνι κι’ από έκεΐ ποός τό μέρος τής σκηνής. Πήδησε στο τραπέζι και τινάζοντας προς τ’ απά νω τό λαστιχένιο κορμί του αρπάχτηκε από τό πολύφω το πού κρεμόταν από τό τα βάνι. Τό πολύφωτο άοχισε νά κουνιέται εδώ κι’ εκεΐ. Τό ά φοβο παιδί είχε συλλάβει έ να τολμηρό σχέδιο στο μ ύα λο του. Γαντζωμένο1 με τά χέοι’α από τό πολύφωτο τί ναξε τά πόδια πράο τά εμ πρός. Τό κορμί του έγινε ένα ζωντανό εκκρεμές. ,Πηγαινοερ χόταν μαζί μέ τό πολύφωτο πάνω από τά κεφάλιι.α εκεί νων πού μάλλωναν καί φοοναζαν. Πήγε προς τά πίσω κι’ υστέρα, διαγράφοντας ένα μεγαλύτερο από τ’ άλλα τό ξο ταξίδεψε στη σκηνή. Τό παιδί σημάδεψε μέ τό βλέμ μα μ ιά άσπρη ρόμπα πού στε κόταν στη μέση, τής σκοτει νής σκηνής. Μέσα στην ά σπρη σόμπα ήταν ό Νιζέφ Χάν. Ό Μίκυ ζυγιάστηκε ά φησε τό πολύφωτο καί έπεσε σπάνω του. Ή φόρα πού είχε τό κορμί του άνέτρεψε τον Νιζέφ καί κάποιο· πιστόλι
πού κρατούσε ξέφυγε άητό τά χέρια του. Τό παιδί καί ό Νιζέφ κύλησαν στο πάτωμα τής σκηνής... ΜΑΧΗ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Σ’ ΑΥΤΟ τό μεταξύ ή μά χη, ε|χ(ε ^ γενι-κευθή γύρω α πό το τραπέ ζι του Σέρι/ννταν. Μέτόπι γστόλι ατό χέρ ι ο θρυλικός ντέτεκτ ιβ άντ ι μετώπιζε τούς κακούργους πού πρ αγ μ ατοπο ι οϋσ αν λοσσ α σμένες ^ επιθέσεις εναντίον του. Πλάστου ή Νάνσυ μ’ α ναστατωμένα μαλλιά καί ξα ναμμένο πρόισωΙ το χρησ ιμίοπο·:ώντας καί τά δυο πιστό λια της σημάδευε καί πυρο βολούσε. Τό χέρι της στ αθέ ρα χωρίς νά τρέμη καθόλου πίεζε τή^ σκανδάλη κι’ έστελ νε τό θάνατο ατούς κακούρ γους. Αλλά καί τό έξώικοσμο ον, ό Λή Πό, δεν έμενε αρ γό.^ Είχε ίμπή καί εκείνο στη μάχη άλλα μέ τον τρόπο τό δικό του. Τό όπλο πού χρη σιμό ποτού σε ήταν κάπως π ρω τάγονο άλλα όχι γτ’ αυτό τό λόγο καί λιγώτερο αποτελε σματικό. Ό Αή Πό είχε βά λει σ’ ενέργεια τά δόντια του! Τό μυτερό μουσούδι του τριγωνικού κεφαλιού του άνοιγόκλεινε κι·’ οί μεγάλες μασέλες του; άρπαζαν σάύ τανάλιες τά ώπλισμένο χέ ρια τώιν συμμοριτών. Μιά δαγ κωινιά από τά μυτερά δόντια τού Αή Πό που έκοβαν σάν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ξυράφια ©κάνε πολλούς συμ μορίτες νά παραλύσουν άπό τον πόνο καί νά τραβούν προς την έξοδο βγάζοντας σπαρα κτικά ουρλιαχτά. Καί ξαφνικά μέσα στο κο ρυφωιμα του αγώνα ενώ οι α κτίνες θανάτου περνούσαν πάνω από τό κεφάλι τους καί δεξιά κι* αριστερά από τούς ώμους του, ή Νάνσυ ανακά λυψε πώς ό ιμικρος ΜΊΐκιυ δεν ήταν πιά -μαζί1 τους. — ^ Τζό ! , φώιν αξε. ^ Π ήρ αιν τον Μίίκυ! Τό παιδί δεν είναι μαζί μας. — Έν τάξει; Νάνσυ!, α πάντησε ό ντέτεκιτιβ πυροβο λώντας κάποιον πού ώρμούσε από τά δεξιά του. "Αν τού κάνουν την παραμικρή ζημιά, θά τό πληρώσουν άσκημα. Κάπου εδώ κοντά θά έχουν τον πιτσιρίκο! Αή Πό! Άνά λαβε εσύ αυτή τή δουλειά. Ψάξε για το παιδί! Έσύ, Νάνσυ, κοντά μου! Μήν κά νης οικονομία στά πυρομαγι κά σου, ^ — Όκέϋ, Τζό! Είμαι πο λύ σπάταλη σήμερα. "Ηταν κι5 οι δυο πράγματι κά απόψε πολύ σπάταλοι. Κυκλωμένοι από παντού απ’ τούς συμμορίτες, πού χυμούσαν σά λυσσασμένοι λύκοι, σ κόρπ ι ζαν ίμ έ άλογ άρ ι αστιη άπλογίεριά τό θάνατο ^γύρω τους. Σκύβοντας, πηδώντας, σ αλτ άρ όντας προς τά έμπρός ρ προς τά πίσω, συσπειρώ νονταν, σημάδευαν καί πυρο βολούσαν. Κσμμιά απ’ δσες ακτίνες έφυγαν από τις κάννες τώ.ν πιστρλιών τους δεν
Μέ το έπόμενο τεύχος, τό 9, θά πάρετε την
•
15
, ]
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ : ——^————— .
: «ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗ» : •
................................ —....... -1"·...
:
’
εντελώς δωρεάν ! Κάτι πρωτότυπο και ωραίο ! !
-
λ
^
πήγε χαμένη. Πάλευαν^ ηρωι κά καί πολεμούσαν τούς κα κούργους, πού τούς είχαν πα ρασύοει σ’ αυτήν τήν ύπουλη παγίδα, μέ μια άγρια αογή. Άλλα πόσο θά μπορούσαν νά κρατήσουν; Ή κάπωσι εΐνε άρχ'ίισει κι* δλας νά σκάβη βαθειές ρυτίδες στα ίδρω μένα πρόσωπα τού ντέτεκτιβ καί τής. κοπέλιλας. Εκείνο πού τούς έκανε μάλιστα πε ρισσότερο ανήσυχους ήταν τό δτι οι συμμορίτες, μολονότι είχαν φοβερές άϊτώλειες σ’ αυτόν τον άνισο αγώνα, δεν έλεγαν νά υποχωρήσουν. Με ρικοί είχαν σκορπίσει φοβι σμένοι κι’ έφυγαν βγαίνον τας έξω στο βρόμιο. "Άλλοι ήταν κι3 δλας νεκίροί·. Πολλοί είχαν τραυματισθή επικίνδυ να. Άλλα έκιεΐίνο ι πού στέ κονταν ακόμα όρθιοι καί πο λεμούσαν, γίνονταν ολοένα καί πιο ασυγκράτητοι. -— "Έπρεπε νά ειδοποιή σουμε τήν Άστρική Ασφά λεια!, είπε άγκομαχώντας ή*
πό τήν κούρασι ή Νάνσυ.
16
■
·
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
— Έπρεπε αλλά δεν προ φταίναμε. Δεν τό σκεφτήκαμ,ε! άπάντηισε 6 ντέτεκτ’β καθώς· γέμιζε πάλι τό πιστότ λι τ·ου. Δεν τό σκεφτήκα με. Άν δεν τό σκέφτηικαν όμως αστοί' σπάνω. ιστή φούρια τής μάχης πού είχε αρχίσει τόσο ξαφνικά 'κάπο.ιος άλλος τό σκέ φτηκε. Ό Λή Πό, .γλυστρώντας μέσα στο σκοτάδι άνά•μεσα από τούς συμπλεκόμε νους καί ψάχνοντας γιά τον Μίκυ, σκόνταψε απάνω στον διευθυντή του μπάρ. 9Ηταν ένας κοντόχοντρος άνθιρω τά κος που είχε κιρυφτή πίσω α πό μερικά βαρέλια. "Έτρεμε και τραβούσε τά μαλλιά του. — -Πάει, τό μαγαζί .μου!, έλεγε κλαψιάρικα. Καταστρά φηκα. Ό Λ ή Πό σύρθηκε κοντά του. — Που- εΐναι· τό ραδιοτηλέ •ψωνο του μαγαζιού σου; τον ρώτησε. ’ Τό ’ χεοι του έτρεμε καθώς έδειξε μια γωνιά του μπάρ. — Εκεί είναι, φθύρισε. · "Αλλά πο:ιός μπορεΐ νά τό φτάση; Οι σφαίρες και οι α κτίνες .σφυρίζουν σά φίδια γύρω μας. Ό Λ ή Πό έβηξε. Μέ γορ γές κινήσεις απομακρύνθηκε καί σκύβοντας κάθε τόσο· για νά φυλάγεται από τά βλήμα τα" πού ταξίδευαν στον αέρα έφτασε στο ραδιοτηλέφωνο. "Η έταφή μέ την Άστοική' "Ασφάλεια έγινε· εύκολα. — Στο «"Άλφα του Κένγαύιρου» γίνεται μακελειό 1
είπε ό Λή Πό*. Στείλτε μια ί· οχυρή περίπολο. Ό Τζόε ΣέΡ’νταν κινδυνεύει·. — Στέλνουμε αμέσως!, ήρθε ή απάντησε Ό Αή Πό άφησε τό ραδιο τηλέφωνο καί προχωρώντας άοχισε πάλι ' νά ψάχνη γιά τον Μίκυ. Σέ λίίγο έφτασε κοντά στη σκηνή.. Κάτι· ακού σε κάί ξαφνιάστηκε: Τά μυτεοά αυτιά του κινήθηκαν δε ξιά κι" άριστεοά. Ένας α ναστεναγμός έφτασε στ" αυ τιά του. Ό αναστεναγμός αυτός ήταν του Μίκιυ V Τ ό · έξώκο σ μο '· ττλ άσμ α χ ω ρίς νά χάσομερήση καθόλου σάλταρε στη σκηνή. .ΈκάΓ "πάλευαν άγρια δυο άνθρωποι· σφιχταγκαλιασμένοι ' πού κυ λιούνταν στο πάτωμα. Μολο νότι τό σκοτάδι ήταν πη χτό τά μεγάλα μάτια του Λή Πό μπορούσαν ν" αναγνω ρίσουν αμέσως εκείνους που πάλευαν. Ό ένας ήταν ό Μ,ίκυ. Ό άλλος ήταν ό. Νιζέφ •Χάν. Ό Μίικυ κινούσε γοργά τίς· γροθιές του καταφέρνοντας δυνατά χτυπήματα στο σκούρο, "μούτρο τού Νιζέφ. "Αλλά ό Νιζέφ είχε-πραγμα τοποιήσει μ’ά θανάσιμη λα βή γιά τό ηρωικό παιδί. Τό τολμηρό 'Ελληνόπουλο κιν δύνευε ! Ό κακούργος είχε τυλίξει τά .δάχτυλά του γύ ρω από τό λαιμό τού κοκκι νομάλλη πιτσιρίκου- καί ό Μί κυ -κινδύνευε από τή μια στινμή ,στήν άλλη νά πάθη άσφυ ξίά., Ό Λή Πό κατάλαβε πώς . .6 Νιζέφ Χάν είχε σκόπό νά στραγγάλΐίΐστ)· τό παιδί, ΚΆ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
..
\7
νήθηκέ σαν αστραπή κοαί ρ>είχαν- άπομείνει από τους χτηικτε .απάνω του! Γαντζώ σ υμμ ορΐτ ες πάριάδόθηκαν. θηκε στους ώμους του κ<αί οι .— Τί έγινε, Σέ'ρινταν; ρώ ■μαφυές μασέλες · του· άνοι τη σε ό' διοικητής τής Ασφα ξαν κι5 έκλεισΐάν άγρια. Α λείας. τον ντέτεικτ ιβ.. νάμεσα στις ιμασέλες, μέ τα — Μάς εΐχ.αν στήσει ένα μυτερά δόντια του'ι Αή, Πο ωραίο •δόκανο!, είπε .βάζον βρέθηκε ό σβέρκος του Νίτας τό πιστόλι στη θήκη τής ζώνης του ό Τζόε. Μάς παζέφ. Ό' κακούργος έβγαλε μία άγρια κραυγή.-· Τά χέρια ■ ρέσυραν ώς εδώ μέ μια ευγε του που έσφιγγαν τό λαιμό νική πρόσκληση ’ αλλά είχαν, τοϋ παιδιού παρέλυσαν, καί άλλα σχέδια γιά μάς στό έγειρε προς τά πίσω. Ό Μίμυαλό : τους. Μάθανε, φαιίνεκυ άνωρ-θώδίηικε τό αμέσως ε •ται, πώς σχεδιάζαμε ένα ταπόμενο δευτερόλεπτο κάιί σήξιδάκί ώς τον πλανήτη- Πράτ κωσε τό πόδι του. Τό πα κι αυτό δεν άρεσε στό άφενπούτσι του έπεσε μέ δύιναμι τ «ό τους. Βάλθΐηκαιν λοιπόν στο μρύτρο του συμμορίτη. νά .ι,μάς κάνουν μακαρίτες. Ό 'Νϊζέφ (βλαστήμησε. Τό Αλλά φαίνεται πώς δέ τά καπαιδί τίναξε -τη γροθιά του. ταφέρανε. π,ρός τά εμπρός. Ό κακούρ —- 'Ποίός είναι αυτός; ρώ γος κατάπιε μερικά δόντια. τησε ό αστυνομικός δείχνόν—. 5Αρκετά μικρέ!, φώνατας ένάν ψηλό άντρα μέ ά'ξε ό Λή Πό μπαίνοντας στη "σπρη .ρόμπα που έφερναν συ μέση. Ό κύριος Σέρινταιν θά νοδεία από· τό μέρος τής σκη προτίμηση νά του τον πάμε νής ό Μίκυ κι3 ό Αή Πό·. Φαίιζωντανό, θά τον άναικριίινη νεται στι ή. παρέα σου τον καί μπορεί. νά μαθη πολλά : περιποιήθηκε σπουδαία! Μό κ'’ ενδιαφέροντα απ’ αυτόν.. λις μπορεί νά ; σύρη τά πό δια του. Τό παιδί' κάτι, ετοιμάστη κε νά πή αλλά δεν πρόφτά Ό Σιερ.ινταν χαμογέλασε: σε. 5Από μακρυά ■ακούστη — Αυτός είναι ένα. από καν οτ σειρήνες ' των αύτοτά μεγάλα ψάρια πού άγκικινητών τής Άστρικής Ασφα στρώσαμε απόψε, ίεΐπε. Εί λείας που διέσχιζαν με ίλιγ ναι σίγουρα ό υπαρχηγίας· τής γιώδη ταχύτητα τους δρό σπείρας, πού διευθύνει τίς- ε μους τής υπόγειας .πολιτεί πιθέσεις εναντίον τού "Αρη ας κΓ έσπευδαν στον τόπο καί τών άλλων άστρών. Πατής συμπλοκής. "Υστερα α •ριστανε τον θαυματοποιό .σ3 πό δυο λεπτά οι άστροναύ αυτό τό μπάρ.' Άλλα στην τες αστυνομικοί μέ τά πολυ πραγματικότητα είχε όργσβόλα ακτινών στα χέρια ώρνωσει ενα1 σπουδαίο · δ.υκτυο μηίσάν μέσα στό «"Αλφα τού ■ κατασκοπείας, εδώ κι3 επι Κενταύρου» καί μερικές στι κοινωνούσε μέ τούς Γ ιγαν.το-' γμές αργότερα όσοι ζωντανοί κεφάλους τού. πλανήτη Καυ*»
σοΰκο, δπου έχει τή φωλιά του το μεγάλο φίδι. Ό Μίκυ κι" ό Αή Πό σ’ αυ τό τό μεταξύ είχαν τπλ'η,σιάσει τον ντέτεκτιβ. Ό Σέρινταν δεν μπορούσε νά μή χαμΐογελάση, καθώς είδε τά χά λια του Νιζέφ Χάιν. Τό αρι στερό μάτι του συμμορίτη, ήταν μτπλέ, ή μύτη του πρη σμένη σαν μελιτζάνα, τά δόντια του σπασμένα καί με λανά τά μάγουλά του. Είχε καί μιά γερή δαγκωνιά στο σβέρκο από τον Λή Πό. — Ποιος τον κατάντησε έτοι; ρώτησε ό Σέρινταν. ^ Ό ,κοκκιίνομ άλλης π ιτσ ι ρί κας κατέβασε τά μάτια. —Δεν ξέρω άν έκανα κα λά, κύριε Τζό, -είπε, αλλά ήταν σκοτάδι καί δέιν έβλεπα πού πέφτανε οι γροθιές μου. — Είσαι εντάξει, Μίκυ Ν φώναξε ή Νάνου. Καλά του έκανες. Ό ντέτεκτιβ άπλωσε το χέρι του κι* άρπαξε άητό^ τά μαλλιά τον Νιζέφ. Εκείνος έκανε μιά κίνησι σά νάθελε νά φυλσχτή. Ό Σέρινταν ό μως τράβηξε μιέ δύιναμί: τά μαλλιά καί στά χέρια^του έ μεινε μιά περούκα. Κάτω α πό αυτή την περούκα υπήρχε μιά μεγάλη φαλάκρα μέ λίγο στά ξανθά μαλλιά. — Καλά τό είχα καταλά βει!, είπε γελώντας. Αυτή ή γκρίζα περούκα μέ μπέρ δευε! Τώρα φυσικά Πιέντρο Φρατιβόλιο δεν μπορείς νά μέ γελάσης. Είχες χαθη κά μποσο χρόνια από τή Γή καί όλοι, είχαμε πιστέψει ^ πώς φρονίμεψες καί πώς δέιν θά '0 θρυλικός ντέντεκτιβ Σέρινταν έστειλε με μιά γροθιά στο πάτωμα τον άνθρωπο που πλησίαζε ϋπουΛα τον Λή Πό, έκανες πιά αταξίες. “Όμως
έσ 6...5 Εμείς οι δυο, Φρατιβό λι ο, πρέπει νά κουβεντιάσου με... Τά μάτια του συμμορίτη γέμισαν σκοτάδι. — Άπό μένα δέν έχεις νά μ άθη ς Τ ίττοτα, Σ έρ ινταν!, είπε. —Αυτό θά τό δοΰιμε, αγά πη μου! Σέ προειδοποιώ ό μως άπό τώρα πώς, άν άρχίσης νά ναρασταίνης τον ζόοικο, θά σέ παρατήσω στον πιτσιρίκο. Καί., όπως προ βλέπω, όταν ό πιτσιρίκος σέ επιστρέφει σέ μένα, τό μού τρο σου θά έχη γίνει σαν μπαγιάτικο μπιφτέκι άπό τις μικρές αλλά θαυματουργές γροθιές του. Σου δίνω προθε σμί.α νά σκεφτής ώς τό πρωί. Γύρισε στους αστροναύτες αστυφύλακες. — ’Άντε παιδιά! Πάρτε τον! ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ άπό τον "Άρη. για τον Πράτ προετοιμάστ η ικε με γοργό ρυθμό. Ό «Πρωτεύς», υστέρα άπό με ρικές μικρές τελειοποιήσεις καί προσθήκες στά μηχανή ματα πλεύσεως, ήταν έτοι μος γιά τό μεγάλο ταξίδι·. Ό Σέρινταν ήταν πολύ ευχα ριστημένος πού θά έφτανε στον Πράτ. 5Από την άνάκρισι που έκανε του Φρατιβό λιο, έμαθε πολλά καίί ενδιαφέ ροντα πράγματα. "Ήξερε τώ ρα που έπρεπε ινά χτυπήση γιά νά^ έξουδετερώση τον άρχικακούργο πού ήταν έγκατε στημένος στον πλανήτη, Κουσουκο καί σχέδιαζε την κα-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τοκτρροφή τής Γηζ, επειδή ή Γ ήϊνη Κο;ινοπολιτεί α άντ ι στε!κιόταιν» στά καταχθόνια σχέύ διά του νά κατακτήση τον "Α ρη..· ’’ Το απόγευμα τής άίλλιης' μέ ρας το άστρόπλοιο «Πρωιτεύς II». αφήνοντας πίσω του τε ράστιες. φλόγες φωτιάς ' ξεκί νησε από τόν ’Άρη γ-ΐ& τό με γάλο ταξίδι. Ό Σέρινταν κι’ οι τρεΐς σύντροφον του ήταν συγκινημένοι · γιατί θά έφτα ναν υστέρα απτό λίιγες μέρες σ’ ένα άστρο· όπου κανείς γή ινος ιμέχρι τότε δεν είχε πα τήσει. Περισσότερο συγκινημένος απ’ δλους δμως ήταν ό Αή Πό. Αυτό τό έξώικοισμο πλάσμα με τήίν σχίεδόν άποκρουστ ική έμφάνισΐ; πού εί χε ώς τόσο' μια ψυχή γεμά τη, ευγενικά' αισθήματος έ νοιωθε ' απερίγραπτη χαρά που θά ξαναβρ σκόταν στην Ούρσούη · την πρωτεύουσα του Πράτ όπου είχε γειννηθή καί περάσει τά περισσότερα χρόνια τής ζωής του.. Είχε σχεδιάσει εν αν. πρόχειρο άστροχάρτη, επάνω στόιν ο ποίο είχε χαράξει την .πορεία πού έπρεπε -νά άκολουθήση τό δ ι απλανητόπλο ίο γιά νά φτ άση στ ον Πράτ. — Θά περάσουμε κοντά άπό τον πλανήτη Κρόνο, είπε ό Αή Πό. Αυτό τό πέρασμα είναι κάπως επικίνδυνο γιά τά σκάφη, πού ταξιδεύουν. Υπάρχει ένα αίνιγμα που βασανίζει · τούς σοφούς ' τού Πράτ .αιώνες ολόκληρους. Σ’ αύτό' τό άστρο, στόιν Κρόνο, συμβαίνει κάτι παράξενο·.
Σέ ακαθάριστα διαστήματα, πού κανείς δεν μπόρεσε ώς τά τώρα νά υπολογίση σω στά, ή έλξι του αυξάνει τρο μακτικά καί κάθε τι πού περ νάει άπό . κοντά του διαλύε ται·. Τά μάτια τής Νάνσυ γέ μισαν ανησυχία. λ·— Αυτό δεν μάς τό είπες, Αή Πό, πρί-ν ■ξεκινήσουμε! τον μάλλωσε. —γΝαί,^ παραδέχτηκε αυ τός. Δέν σας τό είπα. Δεν ή θελα· νά σάς κάνω ν’ αλλάξε τε γνώμη. : Πάντως, γιά νά είμαι ειλικρινής, μ’ ενδιαφέ ρει πολύ ή λύσι αυτού του αι νίγματος. . Αυτό τό αίνιγμα τού πλανήτη Κρόνου, άν λυθη κάποτε, θά μπόρεση ίσως νά ^ μάς άποκαλύψη, πολλά πράγματα γιά τις κοσμικές ακτίνες καί την αυξομείωσι τής έλξεως τών ουρανίων σω μάτοοιν. Θά μπορέσουμε, πα ραδείγματος χάριν; νά υπο λογίσουμε μέ μαθηματική α κρίβεια πότε άκριβώς θά έπέλθη τό τέλος τού κορμού. —· Δεν αλλάζετε κουβέν τά; έκανε νευρικά ό ντέτεκτί'β. —- Όικέϋ, κύριε Σέρινταν!, συμφώνησε ό ΔήΠό. Κάποια άλλη φορά ίσως μιλήσουμε γι’ αυτό τό αίνιγμα. Τό ταξίδι συνεχίστηκε ή" ρέμα χωρίς επεισόδιο δυο μέρες ακόμα. Την. τρίτη, μέ ρα είδαν άπό μ ακόυα,. μέσα άπό τό φινιστρίνι τού «Πρω-' τέως II» ένα μεγάλο όΰστιρο πού είχε τό μέγεθος τής Σε λήνης, όπως ή Σελήνη, φαίνε
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ται τις νύχτες της πανσέλη νου άττό τή Γη. Τούτο το 4· στ,οο όμως πού ελομπε ιμέσα στο .πη,χτό σκοτάδι τού ■ δ ια στήματος παρουσίαζε ένα πε ρίεργο φαινόμενο. ^Ηταν μέ σα σ’ έίνα μεγάλο πλατύ δα χτυλιό γ που εΐχε ποιοτό'καλίι χρώιμα. . Τό δσχτυλίδι αυτό πού έμοιαζε μέ στεφάνι γύ ριζε γύρω από τό άστρο. — Τί είναι αυτό; ρώτησε θαυμάζοντας τό γειμάτο με γαλείο αυτό θέαμα ό μικρός Μίκυ. Πρώτη φορά βλέπω τέ τοιο άστρο. Πώς τό λένε; Ή Νάνσυ· δεν μίλησε. Τά μάτια τού Σέρινταν τρεμόπαιζαν. ’Ήξερε πολύ καλά ποιο ήταν αυτό, τό άστρο κΓ η καρδιά του Φτεροκοπούσε ανήσυχα. Ό Λή. Πό μονάχα φαινόταν ήρεμος. Τό παιδί κύτταξε ερωτηματικά τον Λή Πό. λΌ Λή Πό^ έβηξε χαμογε λώντας μ* αυτό τον τρόπο. —- Είναι, ό Κρόνος,, είπε.· — Μένουν άνθρωποι σ’ αυτό τό άστρο Λή Πό; — Αμφιβάλλω, Μίκυ. Ή θερμοκρασία του . πλανήτη Κρόνου είναι· πολύ χαμηλή. Είνα ι ενενήντα φορές μ «κρότε ρη άπό τή θερμοκρασία τής ί ής. Κατά πάσα πιθανότη;·· τα, στην παγωμένη επιφάνεια του ίσως ζούν μερικές φώκες ή μερικοί θαλάσσιον ελέφαν τες. Άλλα καί γι’ αυτό δεν μπορεί 'να είναι -κάνεις βέ βαιος, :— Καί δεν λυώνουν ποτέ οι πάγοι σ’ αυτόν τον πλα νήτη; ρώτησε τό παιδί πού
*
·
··
..21
ήταν γεμάτο περιέργεια καί ήθελε πάντα νά μαθαίνη. — "Έτσι ^ φάίινίεταιί, α πάντησε 'ό Λή Πό. ΚΓ αυτό γατί ρ Κρόνος απέχει άπό τον ήλιο σας δέκα φορές πεοισσότερο άπό ασο απέχει ή Γή. Ή Γή απέχει από· τον "Ηλιο 148.000.000 χιλιόμε τρα. Πολλαπλασίασε τό νού μερο αυτό έπι δέκα καί θά βοής τον σωστό λογαριασμό. Αλλά στον Κοόνο συμβαίινουν και πολλά άλλα παρά ξενα πράγματα, Ό Κρόνος στρέφεται πολύ πιο γρήγ'ο* ρα άπό τή Γή γύρω άπό τον άξονά του και τό ήμερονύκτ ι ό του . δεν εΐναι εϊκοσ (τέσ σερις ώοες οΊτως τό δικό σας,· άλλα μόνο ' δέκα ώρες και ένα τέταρτο! Τό - έτος στον·. Κρόνο δ ι αρκεί τριάντα σχεδόν γήινα χρόνια. Δηλα δή ή κάθε εποχή κρατάει σχε δον οχτώ · χρόνια. Τό καλο καίρι τού ,Κρόνου: είναι οχτώ χρόνια, ό .χειμώνας τό ίδιο, ή άνοιξις ικαίί τό Φθινόπωρο ε πίσης τό' ίδ'-Ο, ' · — ’Οχτώ χρόνια καλοκαί ρι; έκανε γουρλώνοντας . τά μάτια ό Μίκυ. — Ναΐή ^ — Μυστήρια πράγματα! Καθόλου μυστήρια! α πάντησε ό Λή^ Πό.. Ό Κρό νος είναι πολύ μακρινά άπό τον ήλιο καί άργεΐ πολύ νά κάνη τή βόλτα γύρω του. Ό Κρόνος έξ άλλου σέ όγκο εί ναι εφτακόσιες δέκα εννέα, φο ρές μεγαλύτερος άπό τή Γή. Άλλα, τό βάοος του είναι μό νο ογδόντα πέντε φορές
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
γάλύτερο ίάττ<3 τό βάρος τής ) ής. -ερεις τί σημαίνει αυ τό; Ό Μΐκυ κούνησε τό κεφάλι. — "Οχι. ( — "Οτι ή πυκνότητα ταυ πλανήτη αυτού είναι πολύ μικρότερη από τη γήινη πυ κνότητα. Και γιά νά^στο πώ πιο αταράτα. ’Άν ήταν δυ νατό να υπήρχε ίμια τεράστια θάλασσα, ένας απέραντος ωκεανός εκτάσεως πολλών δ ισεκατορμυρ ίων τ ετ ραγών ι -κιών χιλιομέτρων, κι·9 έπεφτε στη Θάλασσα ο Κρόνος θά έπέπλεε όπως επιπλέει σέ .μια λεκάνη μέ νερό μια σφαίρα από ξύλο. Τόσο ελαφρός εί ναι, ’Άς άφήσοομε που έχει εννέα' φεγγάρια. — Ποιος; έκανε γουρλώ νοντας τά μάτια του τό παι δί, — Ό Κρόνος! — Σταμάτα. νά )μέ δουλεύης Αή Πό! Πώς είναι δυ νατό νά έχιη εννέα φεγγάρια. Ό Αή Πιο γελούσε μ5 ον αν παράξενο 6ήχα. — Γιατι άπλουστατα μι κρέ έχει εννέα δορυφόρους! Ή ιΓή έχει ένα δορυφόρο, δη λαδή ένα φεγγάρι. Υπάρχουν άστρα όμως που έχουν πε ρισσότερους. Ό Δίας παρα δείγματος χάριν έχει πέντε Φεγγάρια, ό Ουρανός έχει τέσσερα, ό "Άρης έχει δυό-, ό Ποσ ειδών ας... Ή φωνή του Αή Πό σκε πάστηκε και πνίγηκε ξαφνι κά από έναν κρότο πού έ-
σοκρότη,σις. Τό άστρόπλοιο τραντάχτηκε κι5 έτριξε επι κίνδυνα. Ό Μίκυ τινάχτηκε προς τ3 απάνω σάν ένα τόπι από λάστιχο κι5 υστέρα έπε σε στο στομάχι- του Αή Πό που είχε ξαπλωθή ανάσκελα. Ακούστηκε μια διαπεραστι κή κραυγή αγωνίας. Ή φωνή τής Νάνου. Τά φώτα έσβυσαν και ό «ιΠιρωτευς ! I» άρπ χισε νά στ ρ ιφογυρίζη ^ σά σβούρα ιμέσα στο πηχτό έρε βος του διαστήματος. — Ή έλξι! φώναξε ό Σέριινταν. Μάς παρασύρει ή έλξι του Κρόνου. ^ Ό Αή Πό άνωρθώθηικε. Τ3 αυτιά κουνήθηκαν νευρικά.Κά τι είπε μέσα από τά δόντια του καί βαδίζοντας τυφΙλίά στο σκοτάδι μέ τά χέρια- γαν τζοομέινα στις χειρολαβές άοφάλείας έφτασε κοντά στον ντέτεκτί'β. Ό ντέτεκτιβ έκα νε .μιά υπεράνθρωπη ττροσπά θεία. ιΜέ σφιχτά δόντια κρα τούσε τό πηδάλιο. Τό πηδάλΓ/· Τ' ιο ρμως ήταν ενα άχρηστο πράγμα τούτη τή στιγμή γιά τό άστρόπλοιο. Τό καταδιω κτικό σκάφος τής Δ ι απλα νή τικής Αστυνομίας έμοιαζε μ3 ένα αφηνιασμένο άλογο. Δεν υπάκουε σέ τίποτα. — θαρρώ πώς σέ λίγο θά κάνουμε παρέα στις φώκες καί στους θαλάσσιους ε λέφαντες Αή Πό! είπε γκρι νιάρικα ό ντέτεκτιβ. Την πα ύαμε ! —"Οχι ακόμα !ακούστηκε σοβαρή ή φωνή τού έξώκοσμου όντος. 'Υπάρχει ελπίδα νά
μοιςεζε σάν μια φοβερή έκπυρ
κςπ-ςχνικήσουιμε σμτή τήν §λ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ξι πριν φτάσουμε στην π έριο χή οπού σλα διαλύονται. Α πέχουμε οίν δέ'ν γελιέμαι δυσ εκατομμύρια χιλιόμετρα άπό τόιν Κρόνο. "Έχουμε λοιπόν ■μπροστά ιμας καιρό. Βρισκυ μαστέ στα εξωτερικά τά πιο αδύνατα πεδί'α έλξεως. — 5 Αφού βρισκόμαστε στα εξωτερικά πεδία έλξεως καη χορεύουμε ρακ έντ ρόλ! είπε κοροϊδευτικά ό ντέτεκ τ ■ 6, Φαντάσου τί· θά γίνη σάν φτάσουμε στα εσωτερικά Αή Πό! ι0 Αη Πό δεν μίλησε. Εί χε εμπιστοσύνη στις βελτιώ σεις πού είχε κάνει ατά .μη χανήματα του «Πρωτεία» πριν ξεκινήσουν. Τά χέρια του ψα χούλιευαν τους διαφόρους δια κότπτες και μοχλούς. Τά δά χτυλά του συνάντησαν τον μοχλό τής ομαδικής έκτίινάξεως τώιν .απωθητικών πυραύ λων. "Αν τό σοτρόπλοιο ευ κοσαπλαισίαζε την ταχύτη τα του φωτός μέ την οποία ταξίδευε ώς τώρα, πριν μπή στον Γαλαξία, υπήρχε κάποια ελπίδα νά ξεφύγη. Τράβηξε προς τά πίσω τον μοχλό. Τό σκάφος βόγγησε σάν ένα ζων τανό πλάσμα πού πονάει. Γλώσσες φωτιας τινάχτηκαν άπό την πρύμη του μαχαιρώ νοντας τό σκοτάδι. Γιά με ρικές στιγμές έμεινε ακίνητο κι: άρχισε νά τρέμη σά νά πάλευε νά ξεφύγη άπό ένα σιδερένιο _ -χέρι κάποιου γί γαντα πού τό έσερνε προς τά πίσω. Ό Αή Πό ξανατράβηξε τρ μοχλό. Καινούργιες
23
φλόγες τινάχτηκαν άπό την πρύμη.. Τό «Ποωτεύς II» ώρμησε προς τά εμπρός μέ μιαν α φάνταστη ταχύτητα. — Νομίζω πώς γλιυτώσαμε ! μουρμούρ ισε ό Σ έρ_ινταν. Σπάσαμε τό φράγμα τής έλξ^ως !* — Αυτό λέω κι" εγώ ! α πάντησε ό Αή Πό'. Σέ πέντε μέρες θά βρισκόμαστε στον Πράτ... £ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΠΡΑΤ
ΑΠΟ Ψηλά ό πλάνη της Πιράτ παρουσί αζε μιαν εξω τική δψι. Τυλι γ μένος σ’^ έλα φώς γαλάζιο έμοιαζε μ.’ ένα εξαίσιο τουρ κουάζ. Ό Αή Πό είχε άναλάβει τη διακυβέρνησι του σκάφους. ^ Γ ιά τό έξώκοσμ,ο πλάσμα τό θέαμα αυτό ήταν πολύ γνώριμο. Ό Σέρινταν δ μ,ως ή Νάνσυ κι5 ό μικρός Μίκυ είχαν σταθή πίσω άπό τό διαφανές άλλα άθραυστο κρύσταλλο του θαλάμου διακυβερνήισεως καί θαύμαζαν τον μεγάλο πλανήτη πάνω ά πό τον οποίο τό άστρόπλοιο διέγραψε κύκλους προετοιμ άζοντσς την π ροσ γε ί ωσ ί> του. Μεγάλα βουνά καί απέ ραντες πεδιάδες απλώνονταν κάτω άπό τον «Π.ρωτέα». Θά λασσες καί μεγάλες λίμνες μέ ^ άσηιμέν ι α νερά λαμποκο πούσαν αντανακλώντας τις γαλάζιες ακτίνες τού ήλιου.
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Δυΐό—τρία ποτάμια που το •φάρδος τους έπρε'πε νά εί ναι πολλά χιλιόμετρα κυλού σαν απ’ τά ιβουνά και κατη φόριζαν προς τή θάλασσα. "Ανάμεσα στα βουνά και στις πεδιάδες ξεχώριζαν ιμεγάλες πόλεις. ΟΙ στέγες των κτι ρίων έλαμπαν σαν χρυσάφι. Οι δίρόμοι ήταν ^μεγάλοι καί ευρύχωροί. Ωραίες .πλατείες στόλιζαν τις πόλεις αυτές. ■=—Είναι σαν ένα όνειρο! είπε ή Νάνου. .. — (Πραγματικά! συμφώνη σε ο ντέτεκτιβ. Αυτά τά πλάσματα που κατοικούν σ’ αυτόν τον πλανήτη πρέπει νά έχουν έναν σπουδαίο πολ ιμ τισμό. — Αυτή είναι ή πρωτεύ ουσα; ρώτησε ό.Μίικϋ δείχνον τας μιά μεγάλη πόλι πού εί χε μιά έκτασι πέντε . φορές μεγαλύτερη άπό τή Νέα Ύόρκη. Ό Λ ή Πό έβηξε ΑΕρριξε · ·μ ιά ματιά στο σημείο που έδει χνε τό παιδί καί έβηξε· πάλι. — Αυτό είναι ένα άπό τά μικρότερα χωριά μας, είπε. Αέγεται Τίίρκές, Ή . Ούρσουη είναι προς τά ανατολικά. : Ό Μίκν γούρλωσε τά μά τια. -1- Χιοιστούιλη μου! μουρ μούρισε. ’Άν αυτό .τό Τίρκες είναι ένα /μικρό χωριό, τότε ή Ούρσουη που είναι πρωτεύουσα πρέπει νά είναι μιά πολιτεία τόσο μεγάλη όσο ολόκληρη ή Ευρώπη. — Νάί. Κάτι τέτοιο εί ναι ! είπε ό Λή Πό. Στο καντράν τής τηλεορά
σεως άρχισαν νά σημειώνουνται διάφορα μυστηριώδη ^σώ ματα, ιΕύθεΐες^ τεθλασμένες, κύκλοι καί τόξα άνακοπεμέ να μέ αριθμούς. ^ Ό Αή Πό γύρισε τον διακόπτη .ραδιο επαφής. — Τά παρατηρητήρια ?του Πράτ, είπε, μάς δίνουν όδητ γί·ες.' ^ . Έφερε τή συσκευή τού·μα κροφώνόυ !μ'προστά στο ρόγ χος του καί άρχισε νά μιλάη βιαστικά σέ μιά άικατανόη τη γλώσσα γιά τούς γήινους. Άπό τό ιμεγάφωνο τού θαλάμ ου δ ι ακυβ'ερνήισ ε ω ς άικούστ η κε ©κείνος που μιλούσε άπό τόν Πράτ. Μιλούσε βιαστικά μέ κοφτές λέξεις που έμοια ζαν μέ γουλλισμούς. "Υστε ρα άπό λίγο ή συνδιάλεξις σταμάτησε. — Μάς περιμένουν, είπε ό Αή Πό. Στην Ούρσσύη οί αρ γές πήραν τό' ραδιοτηλεγρά φημα που στείλαμε χτες καί ό άρχοντας Μπράν είναι βαθειά. συγκινημένος πού θά δεχτή · τήν έπί'σκεψι· ανθρώ πων τής Γής. — θά φορέσουμε σκάφαν δρα; ρώτησε ό Σέρινταιν. ^ —Δέ χρειάζονται, απάν τησε ό Δή Πό· Ή ατμόσφαι ρα στον πλανήτη μας έχει τίς ίδιες άναλογίίες οξυγόνου .· με τόν δικό· σας... Λο ιτιάν προσοχή.! 'Κ ατ ε βαί νουμ ε. Τό άστρόπλοιο άρχισε νά χάνη ύψος. "Οσο πλησίαζαν στήιν επιφάνεια τού πλανήτη τόσο τά μάτια τους γέμιζαν έκπληξι καί θαυμασμό. ^ Τά μεγάλα πολυώροφα κτίρια
25 τής θύρσου η, οί φαρδεΐς δρό μοι, τα πάρκα γεμάτα άγάλ ματα ιάττό, χαλκό και μ άρμα ρο, διαγράφονταν μέ ιμαάν εξα ιριετ ική μεγαλοπρ έπ ε ι·α. -αφνιικά όμως, ενώ πλησία ζαν στο πεδίο προσγειώσεως ό Λή Πό πού ήταν έτοιμος νά τραβήξη, τον μοχλό του τρί ποδα ακούστηκε κάτι νά λέη. Ό Σέριιντ-αιν άφησε τό φινι στρίνι κι3 έτρεξε κοντά του. — Ό μοχλός δεν . ύ π α κούει !, είπε ό Λη Πό. 4 Ο'" ντέτ εκτ ι β ζάρωσε τ ά Φρύδια; Έττιοοσε τό μοχλό κ,αί' προσπάθησε να τόιν κί νηση. 5Ήταν αδύνατο. Τρ βλέμμα του καρφώθηκε στο καντράν όπου ό δείχτης του μετρητού βάθους έδειχνε πώς τό σκάφος κατέβαινε συνε χώς. — Χωρίς τρίποδα θά τσα κ ιστουμε!, γρύλλ ισε. ,4Η Νάνσυ κι5 6 Μίκυ πλη σίασαν τρομαγμένοι. Θα ήταν μια τραγικής ειρωνεία τής τύ χης νά βρουν 'οίκτρό θάνατο μέσα στ'ίς φλόγες καί τά συν τρίμιμια τού άστροπλοίου, την τελευταία στιγμή, ύστερα από ένα τόσο μακρυνό καί δύσκολο ταξίδι. Δεν έμεναν παρά δυο χιλιάδες μέτρα για νά φτάσουν στο έδαφος. Οι κάτοικοι τής Ούρσούη πού τούς περίμεναν δίακρίνοινταιν τώρα καθαρά μέ τις πολύ'χρω μες ρόμπες τους καί τά πα ράξενα τριγωνικά ρύγχη τους. Πολλοί κουνούσαν τά χέρια τους, όπως ακριβώς οι γήι νοι άνθρωπο ι άπο ενθουσια σμό χαιρετώντας τό δ ι απλανή
τικό σκάφος πού πλησίαζε. Κανείς απ' αυτούς φυσικά δεν είχε μαντέψει.άτι τόσο τό άστρόπλαιο δσο καί οι επι βάτες του δ ι έτρεχαν αυτή- τή στιγμή έναν θανάσιμο κίνδυ νο. — Δεν θά προσγειωθού με!, ακούστηκε βσρειά ή φω νή τού ντέτεκπτβ. Πρέπει νά επιδιορθώσουμε πρώτα τή βλάβη. Μιά ανώμαλη προσγεί· ωσι είναι θάνατος για όλους μας. Στείλε μερικούς άπωη θητι,κούς πυραύλους, Λή Πό στον αέρα; "Έτσι θ' αποκτή σουμε. ύψος.., Τό έξώ κόσμο- πλάσμα δεν σάλαψε. — Τί κάθεσαι καί μέ κοι τάζεις, Αή Πό!, γκρίνιασε ό Σέρινταν. · ·\ —Δεν υπάρχουν -άλλοι πύ ραυλοί!,. απάντησε εκείνος, -έγινας οτι περνώντας. από τον Κρόνο ξοδέψαμε ; σχεδόν άλους τούς πυραύλους .μας γιά νά ξεφύγουμϊε εκείνη την καταραμένη, έλΐξι; Τον τελευ ταίο τον χρησιμοποιήσαμε ό ταν μπήκαμε στην ατμόσφαι ρα τού Πράτ! . . θρόμβοι ' ιδρώτα άίνάβλοσαν στο μέτωπο τού θρυλικού ντέτεκτιβ καθώς ερριξιε ακό μα μιά ματιά προς, τό έδα φος. Τό άστρόπλοιο σαν μιά βαρεία πέτρα κατέβαινε σχιε. δον ακυβέρνητο προς τό πυραυλοδράμ ίο, ενώ. τά πλήθη από κάτω εξακολουθούσαν νά χειρονομούν καί ινά φωνάζουν από ενθουσιασμό. Τό γυμνά σμένο μυαλό. του μέτρησε τόν κίνδυνο, έκανε ένα σύντο*
ΥΜΡΑΝ^ΩΠϋ ουο υπολογισμό καί αποφάσι σε νά τά παί'ξη ολα για όλα·. "Ωρμησε προς τό πίσω μέ ρος του σκάφους. Έκεΐ υπήρ χαν δυο από τά ισχυρότερα πυροβόλα άκ,τ ίνων. I σως αυ τά (Απορούσαν ινά κάνουν τη δούλε ιά των πυραόλων. —- Αυτά μονάχα μπορούν νά μάς κρατήσουν πέντε ή δέ κα λεπτά ακόμα στον αέρα, είπε μέ υπόκωφη: φωνή. ’Άν μέσα σ’ αυτά τά λίγα λεπτά δέν επιδιορθώσουμε τή βλά βη όλα θά είναι χαμένα. Ε σύ Λή Πό ατά πηδάλια ύ ψους ! Δώσε δσο μπορείς πε ρισσότερο ύφος στο σκάφος. Μέ μάτια πού καίγανε^ α πό αγωνία ό θρυλικός ντέτεκτιβ πού ήξερε πώς αυτή τή στιγμή παίζονταν όλα γιά ό λα γαντζώθηκε στους διακό πτες βολής καί τούς κίνησε μέ μιαν ασύλληπτη ταχύτη τα. Ό αέρας πάνω από τό πυραυλοδρόμ·ιο γέμισε βρον τές καί πράσινες αστραπές. Τά έξώκοσμα πλάσματα του Πράτ σκόρπισαν τρομαγμέ να. Ό «Πρώτεύς» συγκλονί στηκε. Ή ταχύτητα όμως τής πτώσεως λιγόστεψε καί σέ λίγο τά αέρια τών ισχυρών εκρήξεων έδωσαν στό σκά φος ίμια ώθησι προς τον ου ρανό. Ό Λή ιΠό κούνησε τ’ αυτιά του ευχαριστημένος. Τά σωληνωτά χέρια του* ψουχτιασαν τούς ι μοχλούς τών πη, δαλίων ύψους.Τό άστρόπλοιο άρχισε ν’ άνεβαίνη γοργά. — Ανεβαίνουμε 1 ξεφώνησε χαρούμενος ό Μίκυ. -— Γιά πέντε—δέκα λε
πτά! αναστέναξε ή Νάνσυ που μέ βλέμμα έντρομο μη γνωρίζοντας τί έπρεπε νά κά νη γιά νά θοηθήση, στεκόταν καί παρακολουθούσε τις α πελπισμένες προσπάθειες τού Σέρινταν καί τού Λή Πό γιά τή σωτηρία. "Υστερα από πέντε—δέκα λεπτά θ’ άρχύ σουμε νά πέφτουμε πάλι. Ό ντέτεκτιβ πέρασε τρέχοντας από μπροστά της κύ έφτασε στον θάλαμο διακυβερνήσεως. Μέ σβέλτες κινή σεις,^ελυσε την τροχαλία πού συνέδεε τον μοχλό μέ τον τρί' ΤΓοδα προσγειώσεως. Τά γρα νάζια τής τροχαλίας ^ήταν σπασμένα ιέίδώι κγ.5 έκεΤ. Ή ζημιά ήταν σοβαρή. —Λεν προφταίνουμε ν’ άιντικαταστήσουμε τό σύστη μα!, μούγγρισε. Θά πέσου με ! Ό Λή Πό τον κύτταξε. Μέ σα στό βλέμμα του έξώκοσμου αυτού πλάσματος ύπήρ χε κάτι τό φοβερά ήσυχο. Ό Σέρινταν νεύριασε μ5 αυτή την αταραξία του κι* ήταν έτοιμος νά μουιντάρη απάνω του. — θά προσγειωθ ο ΰ μ ε στους αμμόλοφους! είπε ό Λή Πό ήσυχα. Δέιν υπάρχει άλλος τρόπος! Στούς λό φους αυτούς τό χώμα είναι μαλακό σαν ζυμάρι. ’Άν^άκουμπήσουμε όσο μπορούμε πιο ελαφρά στην άμμο θά γλυτώσουμε μιέ ελάχιστες ζημιές. —- Τό άνασχετικό αλεξί πτωτο!, φώναξε ή Νάνσυ. Αυτό ίσως μάς σώση.
ί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
'Ο Σέρινταν ξέψυγε τις ακτίνες θανάτου καί ωρμησε άσυγκράτητος προς τό μέρος του άστροναύτη που κρατούσε αιχμάλωτη τή Νάνσυ.
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
άμμος που πατουσάν ήτα^/ • Το «ΐΠρωτεύς» κάτω οπτό πραγματ ικά πολύ . ραλακ ιά. του ς έπ ιδέξ ιούς χε ιρ ισμούς 5Εδώ κι5 έκεϊ ιμέσα άπό την του Λή ιΠό άλλαξε τώιρα κ α άμμο ύψωναν τά μυτερά φύλ πεύθυνα! κι* ενώ άρχισε νά λα τους μερικοί κάκτου Τά χάνη· πάλι' ύψος άφηνε πίσω φύλλα τους είχαν κόκκινο: του ·τό πυοσυλοδιοόμιο και χρώμα μέ μπλε στίγματα. την Ούιοσούη. "Υστερα από -—Ποώτη φοιοά βλέπω τέ λίγο· φάνηκαν όι λόφοι. Ό τοιου είδους κάκτους!, είπε Σέοιινταν Ιρριξε μια ματιά θαυμάζοντας δλα τά γύοοο ή ατό έδαφος που πλησίαζε. Τό Νάνου. Στην Γή δεν υπάρ χέρι του άοπσξε τη λαβή του χουν τέτοια πράγματα. . άνσσχετικού άλε Ε ιπτώτου. Μ ι ά Κάτι ήθελε νά πρόσθεση α τεράστια άμπρέλλα άπό πλα κόυα άλλα δέιν πρόφτασε. στική ύλη άνοιξε πάνω άπό Κάτι σφύριξε δαιμονισμένα τό άστοό πλοίο. Τό σκάφος περνώντας πάνω άπό τά κε κλονίστηκε στήιν αοχή λίγο. φάλια τους, "Υστερα ακού ε Υστερα όμως άογισε νά κσστηκαν πνιχτοί κρότοι. Σφαί τεβαίνη άργά. Κάτω άπό τά πόδια τους' άπλωινότσν μιά ρες άρχισαν νά. περνούν δεξιά κι’ αριστερά. θάλασσα άπό γκίρενά άμμο. —- Κάποιοι μάς βάλανε — Ζήπω!., φώναξε ό Μίστό σημάδι! φώναξε ό Σέκυ. Τά καταφέΐοαμε. ,ρ ιινταν. Κ αλυφθητε! Πραγματικά τά είχαν κα ταφέρει. Τό σκάφοο συγκρο Ή «Νάνσυ ικαί τό παιδί γο νότισαν καί ταμπουσώθηκαν τούμενο άπό τό άλεδίπτωτο πίσω άπό έναν αμμόλοφο ενώ σκούμπησε άπσίλά στην άμ· ό ντέτεκτιβ Φούχτιασε τό πι μο. Τραντάχτηκε λίγα καί οι επιβάτες του χοροπήδησαν. στόλι του κι* άφησε τό βλέμ μα το'τ · νά ταξιδέψη ποός Μερικά λαμπιόνια φωτισμού έσπασαν μόνο με -πάταγο. τούς κάκτους. Πίσω1 άπ’ έναν Αλλά τό «Πρωτεύς» είχε επί κάκτο πρόβαλλ αίνοι κ άννες μα κιουΚιάννων απλών. 0< κ άννες τέλο'υ ς π ροσγε ι ωθ ή. έβγαζαν" φωτιές κι* έστελναν — Θά επικοινωνήσω με τό ποός τό (μέρος τους βροχή πυο αυλοδρόιμ ιο, είπε ό Λή τις σφαίρες. Πό. Θά τους ειδοποιήσω σέ ποιο · σημείο βρισκόμαστε — Δεν πιστεύω νά μάς υ και. θά στείλουν νά μάς παποδέχεται ιμ* αυτό τον τ.οόραλιάβουν. πο ό άρχοντας Μπράιν !, είπε Ό ντέτεκτιβ ένευσε κατα ό 'Μΐίΐκϋ. Κάτι άλλο θά συμφατικά. "Υστεοα άνοιξε την βσίνη. πόρτα εξόδου και βγήκε έδω. — Ετοιμάστε τά π ι στόΉ ατμόσφαιρα ηταιν δροσεοη ·*■ λία σαο !, διέταξε ό ντέτεκαί νιεμάτη όδυγόνο. Άνέπνευ ί- κτιβ. "Οπως κγ αν έχη τό σε βαρεία. ΠΙισω του πήδη-1 πρανμα. θά πουλήσουμε α σαν ή Νάνσυ κι5 ό Μίκν. Ή κριβά τή ζωή μας!
νη£ΡΑΝ0Ι*ηΠ0ί • ιΐ ίισω άττό τον κάκτο, φά νηκαν τώρα· εκείνοι· πού πυρο βολούσαν. Φορούσαν ·άστρο ναυτικές στολές. Άλλα οί ττε ρίικεφαλαΐες τώιν στολών αι> των δεν είχαν τίποτα τό κοι νό μέ τα άστροιναιυτικά^ σκά φανδρα τώΐν γήινων. τ Ηταν σφαίρες από ένα αστραφτερό μέΤαλλο επάνω στο οποίο δήν υπήρχε. κανένα άνοιγμα. Μέ σα σ’ αυτές τις σφαίρες έ κρυβαν τό κεφάλι τους εκεί-, νοι που πυροβολούσαν. ? Η ταν -μυστήριο πώς έβλεπαν. Ό ντέτεκτιβ μέ τεντωμένες όλες τις ΐνες του κορμιού του σημάδεψε καί' πυροβόλησε. Ή διαιλυτική ακτίνα πού βγή κε από τό πιστόλι του πέτυ χε μια -μεταλλική μπάλα. Ή· μεταλλική ιμπάλα κι* ό άστρο ναύτης πού τή φορούσε έγι νε στάχτη. Οι άλλοι δ μ ως πού ήταν μαζί του αντί νά φοβηθούν έγιναν περισσότερο τολμηροί. Ή. Νάνσυ κράτησε την άναπνοή · της. — Αυτοί είναι στρατός ο λόκληρος, Τζό !, είπε μέ φω νή πού έτρεμε έλαφρά.. Κύτταξ,ε! · —Χρησιμοποίησε τό πιστό λι σου, · Νάνσυ!, διέταξε ξε ρά ό ντέτ&κτιβ; Θά λιγοστέ ψουν δσο νά μάς ζυγώσουν. Τώρα ή μάχη φούντωσε. Ή Νάνσυ, ό Μ'ίικιυ κι5' ό Σέ ρΐινταν· άρχισαν νά πυροβο λούν ασταμάτητα. Ή έρημος υέ την γκρενάς άμμο γέμισε βροντές. Οί γήϊνοι πολεμού σαν άγρια. Οί άλλοΓ δρως ήσαν πολλοί1. Αδιαφορώντας γιά τις άπώλειες προχωρού
'
·
19
σα!ν αργά, άλλα σταθερά προς τό /μέρος τους. ·Πλησία• ζαν. ■— "Έχω μια ιδέα! είπε ο Σέρινταιν καθώς σημάδευε κά ποιον. Θέλουν νά μάς πιάσουν ζωντανούς. Αιαφορετ ι'κά δεν εξηγείται πώς τόσες σφαίρες πού μάς ρίχνουν δεν μάς κάνουν τίποτα. — Είσαι εν τάξει, κύριε Σέρινταν! είπε ό Λη Πό.Δεν έπεισες έξω! Αυτό είναι1 αλή θεια! ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΔΙΣΚΟΙ
Ο ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ γύρισε ξαφνιασμένος . Ό ΛήΠό εί χε αφήσει· τό άστρόπ λ α ι ο καί βρισκόταν τώ ρ α μ α ζ ί τους. Ώπλισμένος κι* αυτός μ"^ ένα πιστόλι ακτινών ση μάδευε καί. πυροβολούσε. · — Έί ξέρεις Αή Πό; ρώ τησε ό Σέρινταν. — Έπεικίοινώινηισα μέ την Ούρσούη κύ' έμαθα τα καθέ καστα, άποικρίθηικιε εκείνος ε νώ ταυτόχρονα έστελνε ακτί νες πρός τις μεταλλικές σφαίρες.. Ό άρχοντας Μπράν έπιασε τον γήινο πού είχε κινητοποιήσει τούς Γιγαντο κεφ άλους εναντίον τού- "Άρη. Καί^τώρα δσοι από τούς συμ ρορίτες τού ξ έφυγαν θέλουν νά /μάς συλλάβουν αιχμαλώ τους γιά νά εξαναγκάσουν τον Μπράν νά άνταλλάξη, τον άρχιηγό τούς ιμέ .μάς. Είχαν
10
¥ΓϋΡΑΝ§ΡΩ«0
οργανώσει την .απαγωγή μα^ς' ατό πυραλοδρόμιο. "Οταν εί δαν όμως ότι δεν μπορούσαμε να προσγειωθούμε εκεί μάς παρακολούθησαν με τό ραντάρ1 και ήρθανε εδώ νά ε πιτεθούν. "Αλλά δον πρόκει ται νά τό πετύχουν. Ρίξε μιά ματιά στόιν ουρανό κύριε Τζό. Ό ντέτεκτιβ κύτταξε ψηλά. — * I πτάμενοι δίσκοι! εί πε. — "Ακριβώς. Αυτά τά λέ με εμείς εδώ πυραυλοκίνητα τής αστυνομίας. Σέ λίγο θά έχουν καθαρίσει τό έδαφος από αυτά τά καθάρματα. _ Πραγματικά ύστερα από λίγο, όταν οί ιπτάμενοι δί σκοι έφτασαν πάνω από τό σημείο τής συμπλοκής,, άρ χισαν νά κάνουν κάθετες έψορ μήαεις καί νά θερίζουν ,μέ τά πολυβόλα τους τις τάξεις των κακούργων πού είχαν στήσει ένέδρα στους επιβάτες του «Πιροοτεα». Πέντε λεπτά αρ γότερα ολα είχαν τελειώσει. " Ενας από τούς ίπτά]μέ νους δίσκους, ό μεγαλύτερος γυρίζοντας αργά σάν ένας τροχός γύρω άπό τον άξονά του ήρθε καί προσγειώθηκε κοντά στο γήινο άιστρόπλαιο. Ό «Πρωτέας» μπροστά του ήταν τόσο μικρός δσο §να ποιν τικι μπροστά σ εναν ελέ φαντα. Ό δίσκος ήταν κατα σκευασμένος άπό ένα μπλε μέταλλο. Στα πλευρά του υ πήρχαν μερικά ανοίγματα σκεπασμένα μέ διαφανές χον Τίθό κρύσταλλο. Τό επάνω μέ ρος του δίσκου κινήθηκε καί
άνοιξε μιά πόρτα. "Από την
πόρτα ξεπετάχτηκαν ό ένας πίσω άπό τον άλλο δέκα έξώκοσμα οντα όμοια ακριβώς μέ τον Λή Πό πού φορούσαν γυάλινες ελαστικές ρόμπες. " Ετρεξον καί άγκάλιασαν τον Λ ή Πό. Ό ένας άπ" αυτούς χ ε .ρονομώντ ας άρχ ι σε νά νρυλλίζη βγάζοντας λόγο. -— Σάς εύχεται τό καλώς ώρίσατε στον πλανήτη. Πράτ, εξήγησε ό Αή Πό. Είναι ό αρ χηγός τής σωματοφυλακής τού άρχοντα Μπράν καί σάς φέρνει τούς χαιρετισμούς του. Ό μεγάλος Μπράν μάς περι μένει στο παλάτι του. "Οσο γιά τον «Πρωτέα» λέει πώς θάρθουν σέ λίγο νά τον π αρολ άβ ουν γιά επισκευή δικοί μας μηχανικοί. Λριπόν τώρα μπορούμε νά περάσου με στο πυραυλοκίνητο. Μπήκαν μέσα στον δίσκο. 9 Ηταν ένα άστρόπλοιο άν μποιρή κανείς νά χρησιμοπσιή ση τή λέξη πολυτελείας. Εί χε ευρύχωρες αίθουσες, έγκαταστάσε ις ^ λουτρού, μεγά λη τραπεζαρία, υπνοδωμάτια κ > ’ ^ ένα σωρό άλλα κομφόρ πού θά τά ζήλευαν στη Γη. Οί μηχανές καί ό θάλαμος δ ι ακοβερνήισεως βρίσκονταν στο κέντρο. "Απογειώθηκε ε λαφρά χωρίς πυραύλους. Τα ξίδευε γρήγορα καί αθόρυ βα. -— Αυτό θά είναι σίγουρα γιά μεγάλα ταξίδια! είπε ό Σέρινταν καθώς κύτταζε γύ ρω του μέ θαυμασμό. Είναι ένα ύπερπλανητόπλοιο. — Είναι τό προσωπικό σκιάψος τού Μπράν, εξήγησε
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ* 6 Λή Πό. Μ5 αυτό κάνει μσ-' κρυνά ταξίδια στόιν Γαλαξία *
ΥΣΤΕΡΑ από τή(ν υποδ ο χ ή και τις γιορ τές πού ώργάινωσαν προς τιμή τους ο ΐ κάτοικοι τής Ούρσούη, ό^με γάλος άρχοντας Μπράν πήρε τον ντέτεκτιβ στο ιδιαίτερο γραφείο του όπου μ·έ διερμη νέα τον Λή Πό μίλησαν για τούς Γ ιγαντοκεφάΐλαυς του πλανήτη Κουσούκο κάμποση ώρα. — Νομίζω πώς ή Γή ξέφυ γε πια τον κίνδυνο, κύριε Σε ρ ινταν, του είπε καταλήγαντο<ς. Ό Γήϊνος πού εΐχρ ξε σηκώσει τούς Γιγαντοκεφάλαυς βιρίσκετα,ι στά χόρια μας. Πριν δυο λ μέρες, αυτός και οί συμμορίτες του έκα ναν έπίθεσι εδώ, άλλα τούς τσακίσαμε. Τούς πιο πολ λούς τούς εξοντώσαμε. ^Αλ λους πιάσαμιε αιχμαλώτους. 5Ανάμεσα σ' αυτούς είναι κΓ ό οςρχιηιγός τους. Θα τον πα ρέδιδα ατούς πολίτες του Πράτ να τόιν σκοτώσουν. 'Αλ λά σκέφτηικα πώς έπρεπε νά τόιν δής καί συ. Ό ντέτεκτιβ χαμογέλασε. ^ — Μπορεί και νά γνωρι ζόμαστε, είπε. Στον "Άρη συλλάβομε τον ύπ αρχηγό της συμμορίας του. ΚΓ αυτός ή ταν παλιός γνώριμός μου.
δουνι κάι σέ λίγο άνοιξε μια πόρτα. Ό Σερ ιντ αν είδε έναν άνθρωπο Φού Πράτ νά σπρώχνη μέσα έναν γήϊνο με βλογίοκομμένο πρόσωπο. ^— "Ω! "Ω! Νά κάτι πού δεν περίίμενα! είπε. 'Εσύ εδώ; Μπάρνεϋ. Πίσω από τόσο Φ',ρι κι αστικά εγκλήματα μονά χα έσύ μπορούσες νά κρύβε σαι. Ανέκαθεν είχες τήι φιλο δοξία ν' απόκτησης χρήματα αδιαφορώντας γιά τον τρόπο πού θά χρησιμοποιούσες. Καί τό μάτι σου έπεσε στόιν "Α ρη. "Ηξερες πώς, αν κατάφερ νες νά δίωξης τούς άποίίκαυς, 8ά μπορούσες νά κερδίσης εκατομμύρια δολλάρια χ/ρησι μο<ποιώ|ντας γιά σκλάβους τούς Γ ιγαντοκεφάλους καί έκμεταλλευόμεινος τά πολύτι μα μέταλλα πού βρίσκονται στο υπέδαφος αυτού τού πλα νήτη. Ό Μπάρνεϋ γέλασε κορο ϊδευτικά. — Είσαι πολύ ^έξυπνος, μεγάλε ντέτεκττβ !, είπε. Άλ λα μη νομίίζεις πώς κέρδισες το παιχνίδι! Ή παρτίδα δεν τελείωσε ακόμα. ΚΓ έχω νά σού πώ καί κάποιο νέο πού μπορεί νά σ' ένδιαφέρη. Ή αρραβωνιαστικιά σου ή Νάνσυ βρίσκεται τούτη τή στι γμή στα χέρια τών ανθρώπων μου. Ό Σήρινταν πήγε νά γελά ση. Μά ή καρδιά του βίρόντη σε βίαια καθώς διάβασε μέ σα στο βλέμμα τού κακούρ γου ^ την άλήιθεια. Ό άρχισυμ μοιρίτης δεν έλεγε ψέματα.
Ό Μπίραν χτύπησε ένα κσυ
—Πού είναι ή Νάνσυ; ρώ“
Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΚΑΚΟΥΡΓΩΝ
·
II
-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
τησε βραχνά. Ζουλισμένος καθώς ήταν άπο τό τρομερό νέο; δεν πρό λαβε μια ξαφνική κίνησι του Μπάρνεϋ κ,οαί, ό κακούργος, μ5 ένα πήδημα βρέθηκε έξω από τό παράθυρο. Ό Σέρινταν ώρμησε ασυγκράτητος πί σω του. Ό Μπίραν έκανε νά κιινηβη κι" αυτός, μά τον συγ κρότησε ό Λή 'Πό: — Αφήστε τον! εΐπεν Ό Τζόε Σέρινταν θά κάνη μόνος του καλύτερη δουλειά. Καί δεν είχε άδικο^ ό Λή Πό. Ό θρυλικός . ντέτεκτιβ είχε δη άπό μακρυά τόιν δρό μο πού ακολουθούσε τρέχοντας ό κακούργος. Αυτός ό δρό μος έβγαινε έξω άπό την πόλ: προς, ένα "απότομο λόφο. Ό Σέρινταν ακολουθώντας, ένα. πλάγιο μονοπάτι συντόμεψε την άπόστασι αυτή. Εί χε λογαριάσει πώς ό Μπάρ1* νεϋ θά πήγαινε σίγουρα^ νά συνάντηση τούς. συμμορίτες πού είχαν αρπάξει μέσα άπό τό παλάτι του Μπράν αιχμά λωτη τη Νάνσυ. ’Άν ή σκέψι αυτή ήταν σωστή ή επιτυχία θά ήταν διπλή. Καί τήν 6μορ Φη αρραβωνιαστικιά του θ’ απελευθέρωνε καί ό αρχικα' κούργος θά έπεφτε πάλι στά χέρια του. .. ·"Έφτασε πρώτος τρέχον τος άπό τό μονοπάτι, στο λό φο κι* από έκεΐ κατηφορίζον τας βγήκε μέ προφυλάξεις στο δρόμο περιμένοντας τό πέρασμα τού Μπάρνεϋ. Κα θώς έρριξε δμως μια ματιά στό βάθος τού έρημου δρό μου αναρρίγησε. Είδε τή Νάν
συ! Δέν ήταν δυνατέ νά γέ« λιέται. Κάποιος μέ τό πι στόλι στό - χέρι κρατώντας την κοπέλλα τήν έσερνε διά τής βίας μαζί του προς τήιν πλαγιά. Τά μάτια τού Σέριν τον πήραν τό χρώμα τού α τσαλιού καί τά· χ'αρακτηριστ ικά τού προσώπου του συο·πάστηκαν νευρικά. "Έσφιξε τά δόντια καί ώρμησε. ' — "'Αλτ! ' ΕΤιδε τον συμμορίτη πού κρατούσε τή Νάνσυ νά τόιν ση μαδεύη. "Έσκυψε καί ή ακτί να τού θανάτου πέρασε πάνω άπό τόιν ώμο του χωρίς νά τον άγγίση. "Αδιαφορώντας .για τό πιστόλι, μέ μια παρά ξενη λάμψι στά μάτια ώρμη σε πάλι. Μέ τρία πηδήματα είχε φτάσει κι" άλας τον συμ μόρίτη. Ή γροθιά τού θρυλι κού άσσου τής Διαπλανητικής "Αστυνομίας κινήθηκε α πίστευτα γοργά. Μέ μιαν α πίστευτα γρήγορη κίΐνησι κα ^άφερε ένα δυνατό χτύπημα καί κάτω .άπό τή φοιβιερή γρο θιά του τό κρανίο τόύ κα κούργου τσάκισε σαν κολο κύθι. Ή Νάν(συ ρίχτηκε στήν αγκαλιά του. Τήν φίλησε στά μαλλιά, ε νώ τό βλέμμα του ταξίδευε ερευνητικά προς τό βάθος τού δρόμου. "Απότοιμα άνασκίρτησε. "Από τό βάθος τού δρόμου ερχόταν τρέχοντας ό Μπάρνεϋ. Σωστά είχε λοιπόν μαιντ έψε ι. " Απόθησ ε έλαφ ρά τήν κοπέλλα; — Μεΐνε κρυμμένη πίσω απ’ αυτόν τό βράχο, Νάνσυ/ τής εΐπε.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
33
Ή · Νάνσυ κιρύφτήικ£ κι5 ό τρακύλησε στο γκρεμό γιά.νά σ Σερινταν γλιυστρώντας μέ βοή οίικτρό θάνατο.· ’ * * >£γ προφυλάξεις στάθηκε -πίσω άΐπό εναν θάίμινο. Μερικά με-' ^Υστερα από δέκα ίμερος τρα πιο εκεί έχασκε ένας 6α τό Ιάστρόπλοιο «Πρωτευς I I» θύς γκρεμός. Κρατώντας την· έφευγε από τον πλανήτη αναπνοή του περίιμενε. Είδε Πράτ. Εΐχιε έρθει μέ τέσσε τον Μπάρνεϋ νά κυττάζη ρις επιβάτες καί τώρα απο γύρω του ψάχνοντας προφα γειωνόταν μέ τρεις.ν Ό Αή Πό, τό εξώκοσ,μο πλάσμα,εΐνώς νά 5ή τον συιμιμορίτη που είχε αρπάξει, τήν Νάνσυ. Τόιν χε δαικρυσμένα’ μάτια' όταν, άφησε νά πλησιάση ακόμα τούς άποχα ιρ ετοΰσ ε. περισσότερο κι’ ύστερα · ξα ^—1 Κάτι (μου λέει, Λη Πό, φνικά τινάχτηκε σαν ελατή πως θά δανασυναντηθούιαεΚ ριο από ατσάλι απάνω του τού φώναξε ό Μίικυ καθώς ά^ καί του κστάφερε μια δυνατή νέβσινε στό· διαπλανητΐκό γροθιά στο πρόσωπο. σκάφος. Δεν σου λέω αντίο. • — Αυτό στο χρωστούσα, Σού· λέω καλή- άντάμωσι. Μ■πάρνεϋ!, μσύγγρ ισε. Ό Σέοινταν χαμογέλασε 5Ακούστηκε ένας απαίσιος καθώς έβαζε σέ κ,ίνησι τούς •γρυλλισμός και. ίμια βλαστή-. μοχλούς των πυοούλων. μια. Ό άργηνόο των ·. κακό ορ — Ήταν καλή παρέα, ό γών πού σχέδιαζε τήν κατα Λή Πό!, ^εΐπε. στροφή τής ανθρωπότητας εΤό σκάφος τραντάχτηκε· α κανε ρεοικά βήιματα ποός τά φήνοντας πίσω του γλώσσες πίσω·· ..Έκανε νά 6νάλη τό Φωτιάς και άοχισε. πάλι νά πιστόλι του ,μά,’ καθώς ήταν ταδιδευη στόν ουρανό (με καζαλισμένος, τρεκίλισέ ·κάβ κατέύθυνσι προς τή ·Γή. ΤΕΛΟΣ Συγγραψεύς.: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ ΆτταΥΌ,ρεύετα!· ^ άναδηιιοσίευσ ι.ς
-
0 ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ Μέ τό τεύχος 8, κλείνει ό πρώτος τόμος τού «ΥΠΕΡΑΝ ΘΡΩΠΟΥ». "Οσοι από τούς αναγνώστες μας θέλουν νά δέσουν τα τεύχη τους, σ εναν ωραίο και χρυσοπανοοετο τομο, μπορούν νά τά φέρουν στα γραφεία μας (Λέκκα 22, υ πόγειον), καταβάλλοντας τό. ποσόν των 5 δραχμών, πού εΐναι ή αξία τής βιβλιοδεσίας. -Λ
!>
^
3
Γ/*
ί
*
* ^
>
Λ Ο
*
, <
*
■< <
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔ0Σ1Σ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραίφιεΐοδ : 'Οιδός Λέκκα 22 — ΑΡ! Θ. 8 — Τιμή δραίχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμαδουράς, Φαλήρου 41, Οϊκοναμικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος Τυπογραφείου: ’Αναστ. Χατζηβασιλείου, Σοοττφοΰς 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεα>ργιάδην, Λέκκα 22 Άθηναι
Στο επόμενο τεύχος.- το 9. που κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΘΥΕΛΛΑ ΣΤΟ ΔΙ ά απολαύσετε κάτι το καινούργιο! Θά κάνη την έμφάνισί του^ ένας αληθινός «Υπεράνθρωπος», ένα ον προικισμένο μέ υπερφυσικές ικανότητες! Κάθε Φορά πού ό Μίκυ κινδυ νεύει, ό «Υπεράνθρωπος» βρίσκεται πλάϊ του μέ θαυμα στό τρόπο ! Τό τεύχος 9 θ5 άφήση έποχή !
Προσοχή!!! Μαζί μέ τό έπόμενο τεύχος, τό 9, οί αναγνώστες τού «Υπεράνθρωπου» θά πάρουν έντελώς δωρεάν μιά
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ «ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗ» Εΐναι κάτι πρωτότυπο, πού πρέπει νά απόκτηση κάθε παιδί! Κανένας δέν πρέπει νά χάση τό τεύχος 9, μέσα στο όποιο θά είναι καρφιτσωμένη ή Ταυτότητα τού «Ά σ τ ρ ο ν α ύ τ η» ! Τό τεύχος 9 θά έχη την Υδια τι μή μέ τά προηγούμενα. Δηλαδή μόνο 2 δραχμές!
κυρ/οχ:
τον ερΜΚ
ΚΡ! τκ/ρρ ΑΓΡ -ΡΚΟΤΜΖΟΥΜε, I___ \ 1 \ Ί
το τερρζ
του
{
4/ΡΧΤΗΜΑΤΟΧ, Λ
ΤοίΥ Γηοχ /
ΠΑΖ ΧΤΥΠΗΤΕ ΜΕ ΡΤΟΜΟΜΟ-3
ΜΑ Η/ΙΟΡ/ΥΡ.'ΧΚΓΘΗΚΕ. ΚΑι Ο ρ/ρ ΟΥρΡ/ΎΌΥ.. .ΠΕΦΤΟΥΜΕ. ηειρ/ιΤΗχ γηοχ πεθρ/υε επιτεΛΟΥΧ,Ο/ ΠΑΑ/ΥΗηίθΡ^0ΥΜεΊ)ΓηΕΓ χ0 £Αρίτ 4 \ \ ϋ γ&Μ τεχ γη και ερ_ Π*Τ7 ΑΡΕΕ/ΠΏΡΤΟ ! / 1111 ΙΙ.ύίι&ΐΜ. _ ΜΗΧ,ΗΖ/ΧΑ1 ΓηΟΜΤ ΧΑΗ ΑΠ'ΤΟλί «,ιΙίι,ΛΗβ #>9^0 ΛΑΙΜΟ 11λ»/
μ
μ
^* *μΚΚΗ
ί\Ρ * Υ '
'Έ'ν-ας έξωκοσμιος γίγΌ3ντο?ς γικιριέιμιζε ιδ>τι βριοικάταιν μητριοστιά του, σ^τίήν καρδια τής Νέας Ύόρκη^ς.
■ ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΕΝΑ ΕΠΕΙΓΟΝ ΓΗΑ ΕΦ ί£ Ν ΗιΜ Α
(ΕΝΑ πράσινο λαμπιόνι άνα ψε τρεις ψ ο ρές κη3 έσβυσε ιμέσα στο γρα φ εΐο το υ ί ν σπέκτορος Χό βαρτ, τορ γένι κιοΟ επιθεωρητου τής Διαττλα νητίικής^ Αστυνομίας.^ Ό Χόβαρτ ζάρωσε τά φρύδια, κά τι είπε μέσα από τά δόντια ^ου και γύρισε τον διακόπτη τού ραδιοτηλεφώνου πού βρτ σκόταν απάνω στο γραφείο του. — "Εδώ Χόβαρτ!, γάβγι σε. ^Ποιος διάβολος πάλι μέ ζητάει, ^Αρχιφύλαξ; Δεν σου είπα ^ πώς απουσιάζω απόψε για άλοιν τον κόσμο από τό γραφείο μου;. Γιατί μ,έ συνέ δεσες ^μέ εξωτερικής γραμμή; 3Από τη συσκευή του ραδ ιοτηιλεφώνου άκούστηκε δε ι λ ή κα!ΐ ελαφρά τρ ειυουλι αστή η φωνή του άρχιφύλακος δια βιβάσεων Έντουοοντ Ρό,μπ. —■ Είπαν πώς είναι απόλυ τος ^ανάγκη., κύριε έπιθεωιρητά. Εκείνος που θέλει νά σάς μιλήση ισχυρίζεται πώς έχει κάτι πολύ σοβαρό νά σάς πή. "Οταν τήν πιρώτη φορά τού είπα^ πώς απουσιάζετε, έκλει σε τό τηλέφωνο. "Υστερα από λίγα λεπτά όμως ξαναπήρε γραμμή. Φαινόταν πολύ τρα μ αγ μένος. "Ακουσ α δίττλ α ^ου κύ άλλεε φωνές. ?Ηταν α νάγκη νά σάς ειδοποιήσω ό που κι’Λ άν βρίσκιεσθε, γιατί τό πράγμα για τό οποίο θέ
:
λουν νά σάς μιλήσουν δεν παίρνει αναβολή κι* ενδιαφέ ρει όλη τή Γήινη Κοινοπολι τεία^) καί αυτή τή στιγμή ιδιαιτέρως τή Νέα Ύόρκη. Ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ γρύλ λαέ, βλαστήμησε καί γάβ γισε πάλι: —-Καλά !, είπε, Δώσε τους επαφή μέ τό γραφείο μου! Κόκκινα τρίγωνα άναψαν απάνω στή συσκευή τού ρα διοτηλεφώνου καί υστέρα από ένα λεπτό ακούστηκε από μ α κόυα μια λαχανιασμένη φω νή : — Ό κύριος Χόβαρτ; — Ναί'! — Ό ίδιος; — Ναι ό ίδιος πού νά μέ π άρη καί νά μέ σηκώση! Ό ίδιος ό Χόβαοτ! Λέγε ποιος είσαι καί τί ζητάς από μένα; Μίλησε, γιατί είμαι πολύ άπησχολημένος καί δεν μού (*) "Οσοι έχουν διαβάσει τά προηγούμενα τεύχη του «Ύπεραν9'ρώττοο», ξέρουν πώς οι Ιστορίες μας γίνονται το έτος 1980. Αυ τή τήν έποιχή ό άνθρωπος έχει κα τακτήσει· τά άστρα καί μεγάλα άστρόπΙλοια ταξιδεύουν άνάμεσα αϊτούς διαφόρους πλανήτες δπου έ χουν έγκατ ασταθή μεγάλες άπο>ΐικΓ ες τής Γήις. Οί κάτοικοι τής Γης ανεξάρτητα άπό θρησκεύματα καί ράτσες —λευκοί, μαύροι, κίτρινοι — είναι Ενωμένοι στή Γήινη κοινο πολιτεία. Ή Γή διΟτηιοεΐ ισχυρούς εναέριους στόλους. Τά πολεμικά ριαστη.μόπίλίοιια της Γήϊνης κοινο πολιτείας, μέ πληρώματα συγκρο τημένα άπό αποφασιστικούς άστρο ναυτίες, έκτελουιν άδιάκοπιες περίπολίΐες γά τήν προστασία τής τάξ®ως καί τής είίρήνης., ατό διάστη μα καί στους πλανήτες.
περισσεύει άριες.
καιρός για φλυ*
Έγιίνε ίμια ,μικρή σιωπή. ^ Ηταν φανερό πώς εκείνος πού ήθελε. νά ιμ'ιλήση στον ίνσπέκτορα, σαστισμένος άπό τό άπότοιμο ύφος ^του, δί στασε ή δεν ήξερε πώς έπρεπε ν* άρχίση τώρα, ^ υστέρα από την υποδοχή πού του εκανε. — Εμπρός λοιπόν!, βρυχήθηκε ό Χόβαρτ. Γλωσσο δέτη έπαθες ή έχασες τή φω νή σου; Σέ ακούω ! — Σάς τηλεφωνώ από τό προάστιο ιΝιου Πιρένστον,εΊπε η φωνή, ΈΤιμ-αι ^ ό κοινοτικός υπάλληλος Μπίλ Ούΐλσον. Τώρα είναι μεσάνυχτα ακρι βώς. Πριν ιμιά ώρα, λίγο δη λαδή -μετά τις έντεκα, κάτι έ γινε εδώ στο Ν ιού Πρένσ^ον. " Ενα παράξενο άστρόπλοιο οέ σχήμα ιπταμένου δίσκου προσγειώθηκε στο ρεγάλο δη •μόσιο δρόιμο μ5 έναν φοβερό κρότο σά νά έπρόικειτο γιά έκρηξι βόιμβας. "Ολα τά σπί τια του προαστίου συγκλονί στηκαν και τά τζάμισ έσπα σαν. "Υστερα φάνηκαν φλό γες. Πολλοί από τούς κατοί κους βγήκανε απ’ τά σπίτια τους καί πλησιάσανε στο ση μείο πού είχε πέσει· ό ιπτά μενος δί'σκος. Μιά μεγάλη λακσυβσ είχε άνοιξει εκεί κι^’ άπ3 αυτή τή λακουβα ξεπετά γονταν πράσινες φλόγες. —- Έ! Λοιπόν; τον έκοψε γαβγίζοντας σάν ιμπουλντό'γκ ό Χόβαρτ. Ειδοποιήστε την ΐτυροσβεστική υπηρεσία, Ε
δώ είναι ή Άο4ρική "Ασφά λεια. — Μά δεν είναι μόνο αυτά, κύριε ίνσπέκτορ!, δια^μαρτυρήιθηκε η φωνή. Ό Χόβαρτ, πού ήταν έτου •μος νά κλείση τον διακόπτη καί νά διακόψη την ραδιοτηλεφωνική αυτή συνομιλία, στ<χ μάτησε. — Λοιπόν τί άλλο είναι; ρώτησε ανόρεχτα. — (Πρόκειται γιά τον έπι βάτη πού βγήκε ιμέσα από τις πράσινες αυτές φλόγες. — Έ! Τί ήταν; ,Κανένα κατσαριδόμορφο ή όχταποδοε·δές πλάσμα από κάποιον άνεξερεύνηταν πλανήτη τού Γρς λοξία; Δέ ρού φέρνεις κανέ να νέο! ιΚάθε τόσο έχουμε ε δώ στή Γη επισκέψεις άπο τέ τοια έξώκοσρα πλάσματα. Τό σκάνε άπ3 τά δικά τους άστρα γιατί κάτι έχουν κά νει καί καταζητούνται από τήν τοπική άστυνορία. "Έρ χονται σ5 έμάς νά κρυφτούν. "Αλλά/ όπως θά ίέχης ακού σει, πολύ γρήγορα τά τινά ζουν γιατί δέν τούς σήκω νε ■: τό γήινο ικλΤιμα. "Άφησε ,με„ χρυσέ ρου, γιά τό Θεό! "Έχω δουλειά. Πνίγομαι! — Μιά στιγμή, κύριε έ πιθεωρητά!., είπε ή φωνή. — Λέγε! — Ό επιβάτης τού ιπτα μένου^ δίισκου ήταν άνθρω πος. "Ενας άνθρωπος ιμέ όλα ιέκειίνα τά χαρακτηριστικά πού έχουιμε έρεΐς οι γήινοι. Μέ ιμιά διαφορά. "Οταν ξεπετάχτηκε άπο τίς φλόγες, έμοιαζε στο μέγεθος σαν <μι$
νηβΡΑΝ*ΜΤΙΘ1 άπό έκκΐνες τις ψεύτικες κούκλες πού κάνουν- δό^ρα τα Χριστούγεννα στα μίκρά κο ριτσάκια νά παίζουν. Κι3 α στέρα σιγά—αίγα, καθώς ανεπνεε βιαστικά, μεγάλωνε— μεγάλωνε, σά νά ήταν από ένα λάστιχο που φούσκωνε, καί στο τέλος έφτασε τριάν τα καί παραπάνω , μέτρα ύ ψος.. Τό κάθε πόδι του λογά ρι άίζω νά έχη ύψος δ’εκώπτέντε. μέτρα. Τά χόριά του θά εΐ-. -ναι οχτώ' μέτρα τό καθένα •το λιγότερο... — Κιζ' υστέρα; μούγγρι•σέ κοροϊδευτικά- ό,: Χόβαρτ. "Υστερα έσκασε σά σαμπρέλ λα .αυτοκίνητου-, κι5 έκανε μπάμ! Λυτό δεν είναι; Έχω τη γνώμη,, κύριε Ούΐλσον, πώς τά παρακοπάνισες από ψε καί “βλέπεις όνειρα· Αλ λά εγώ δεν σου φταίω τίπο τα! "Αντε τσακίσου λοιπόν καί άφησε . τό ραδιοτηλέφωνο πριν αγριέψω! ; Ετοιμάστηκε πάλι νά κλείση τό' τηλέφωνο. *Ηταν γελοία νά κάθεται, τώιρα έ νας Γενικός Επιθεωρητής τής Αιαπλανητικής Λστυνο μίας νά χάνη την πολύτιμη ώρα του ιμέ μεθυσμένους αν θρώπους. Καθώς ετοιμαζόταν άμως νά γυρίση τον διακό πτη. γιά νά- διακόψη την 'έπα φή,άκουσέ κάτι πού έκανε την καρδιά του νά χοροπήδή-, ση. Μια σπαραχτική γυναι κεία κραυγή πέρασε ιμέσα α πό τή συσκευή του ,ραδ ιοτηΓ λεφώνου καί γέμισε., τό γρα φείο του. "Ύστερα άλλη κι* Αλλη, Πολλές κραυγές άπό
άνδρες παιδιά και γυναίκες. 7 Ηταν κραυγές πανικού καί απελπισίας. Επικλήσεις βοθείας καί βογγητά πόνου.. -—: Εμπρός!,, -βρυιχήθηκε ό Χόβαρτ. Μιλάτε! Τί διάβολο συμβαίνει έκεΐ κάτω; Εμ πρός! Μίλησε λοιπόν που νά σέ πάρη. ό· διάβολος, Μπίλ Ούΐλσον!.... ^ . —· Τό έξώικοσιμο τέρας, κύ ρ ι έ έπιθεωρητά! , απάντησε πνιχτά ό Ούΐλσον. Ό επιβά της τού ■ ιπταμένου δίσκου... Βοήθεια! θεέ μου,· είναι· ·φο βερό ! Χανόμαστε... Ή φωνή σταμάτησε' από τομα καί ή επαφή χάθηκε. "0 Χόβαρτ τινάχτηκε ορθός κΓ . ώρμησε στήν τηλεοπτική συσκέυή' πού βρισκόταν στον απέναντι τοίχο: Πάτησε τό κουμπί- λειτουργίας ρυθμίζον τας ' τούς δείχτες σέ τρόπο πού νά πιάση ιμέσα στήν όθό νη την περιοχή τού Ναού Πρ ένατον.. Μέσα .στήν οθόνη τής τηλεοράσεως φάνηκαν σύννεφα καπνού ή σκόνης—δεν ιμπορούσε νά καθορίση τί ήταν ακριβώς-— καί άμορφες σκιές. Τίποτα δέν · καταλά βαινε.. "Αφησε την τηλεοπτι κή συσκευή καί γύρισε τόιν διακόπτη τού. ραδιοτηλεφώ νου. ; —- Ρόμπ!, βρυχήθηκέ.. ;— Διατάξατε, κύριε έπιθεωρητά!., απάντησε ό άρχιψύλαξ τής υπηρεσίας διαβι βάσεων. Διατάξατε, κύριε ίνσπέκτορ. . — Πόρε .επαφή ιμέ τόιν σταθμό του Νιοϋ Πρένστον, Ρόιμπ! >
ΫίΐΕίΡΑΝ^ίίΠϋϊ
?
Μέσα σιτήιν οθόνη τηίλΙεοιράσεως του άστρο,πλοίου φάνηκε μιΐά άΎΙΡίΐιοα ιμορφή.
— Μάλιστα, κύριε Χόϊαρτ. Έπεσε σ’ ένα κάθ σμα σι ττερίιμενε. "Υστερα άττό
δυο λεπτά άκούστηικε ή φωνή τού Έντουαρντ Ρόμπ. • -— Δεν ύπαρχε ι -.επαφή μέ τό Ν ιού Πρέστον!,. είπε ό άρχιφύλαξ. Κάτι πρέπει νά συιμ βαίινηι ίεικεΤ, κύριε έπιθεωρητά.' Θρόμβοι κρύου .ιδρώτα ,ά> νάβλυζαν στο μέτωπο του Χοβαρτ. Χά όσα του είχε πή αυτός · ό Μπΐλ Ουΐλσον καί τά.άσα είχε ακούσει άπο τό· ραδιοτηλέφωνο δεν τού άψη,ναν ;καμμιά άμφιιβολία . πώς κάτι έπρεπε· σίγουρα νά εΐ-· χε συρβή απόψε τά μεσάνυ χτα στο Νιου Πρέστον, στο όμορφο κάΐ ήσυχο αυτό προ άατιο τής Νέας Ύόιρκης. Κά-' τι πολύ σοβαρό... > * — Ειδοποίησε τον ντέΐέ*
κτιο Σέρινταν! , διέταξε. Θά πάμε μαζί ατό Νιού Πρένστον απόψε... ΤΖ©Ε — ΝΑΝΣΥ — ΜΙΚΥ
ΜΈΣΑ σέμιά «κάμαρη ενός σπιτιο 0 τής 37ης Όδοΰ, τ.ρεΐς άνθρωττοι κάθοντ α ν και .κουβέντια ζαν γύρω αϊτό ένα τραπέζι. Ένας άντρας μια κοπέλλα κι5 ένα παιδ'ί. Ό άντρας ήταν ένας νέος^ώς είκοσ (πέντε χρόνων. Είχε α δρά χαρακτηριστικά πού έ δειχναν π^ΐσμα και θέλησι. Τό ξάστερο και σχεδόν παι διάστιικο βλ|έ)μ{μα) του ήταν στ ι γμές πού φεγγοβολούσε οάν φρεσκαβαμρέινο ατσάλι καί τότε τά μάτια του φανέ ρωναν μια καταπληκτική τόλ μη^ καί αποφασιστικότητα. Κάτω από τό καλοραμμένο σιτορ κοστούιμι του, μπορού σε κανείς εύκολα νά μσντέψη πώς κρυβόταν ένα γυμνασμέ νο κορμί μέ σιδερένιους μυ ώνες καί καταπληκτική δύναμι. Αυτός ήταν ό θρυλικός άστ ροναύτ ης ντέτεκτ ι β Τζόε Σέριινταν, ό φόβος καΐί ό τρό μος των κακοποιών τής Γης καί των άλλων πλανητών, ό που εΐχε δημιουργήσει τις α ποικίες της ή Γήινη Κοινο πολιτεία, ό ακούραστος καί άφοβος προστάτης τού Δι καίου καί τής 'Ανδίρωπτότη,τος. Ή κοπέλλα ήταν δεν ή ταν ακόμα είικοαι χρονών. Ψηλή, μελαχροινή, μέ ρμορ-
ματια και σώμα. Τό όνομά της ήταν Νάνου Έβιλγκτον, ρεπόρτερ στη μεγάλη εφημερίδα «Χρο νικά τής Νέας Ύόρκης». Ή Νάνσυ κι3 ό Τζόε έτρεφαν μιάν αγνή αγάπη ό ένας για τον άλλο καί σύντομα σχεδίαζαν^νά παντρευτούν. Ή Νάν συ ήταν άχώρΑστη σύιντρο·φος τού Σ έρινταν στ’ίς διαπλανητικές περιπέτειες του καί πολλές φορές μέ τό πι στόλι άκτίνων στο χέρι είχε άντ ιμ ετωπίσε ι παλληκ αρ ίσια πολλούς κακούργους μόνη της. Τό παιδί ήταν ό πιτσι ρίκος κοκκινομάλλης Μ.0κυ(*). "Ενα έξυπνο καί τε τραπέρατο 'ΒλληνόποοΙλ ο , πού τό πραγματικό του όνο μα ήταν ΝΤικος Μιγαλόπουλος. Οΐ γονείς, του, "Ελληνες μετανάστες στη Νέα Ύόρκη σκοτώθηκαν σ' ένα αυτοκινητστικό δυστύχημα, κι3 όταν έμε'-ινε ορφανός, τον άνελαβε υπό την προστασία του ό θρυλικός ντέτεκτιβ. Ό Μίκυ συνώδευε τον Τζόε Σέρινταν καί την Νάνσυ στά ταξίδια τους μέ τό καταδ ωκτικό τής Δ ι απλανητ ιικής 3 Αστυνομ ί ας «Πρωτεύς II» κι3 είχε πάρει μέρος σέ φοβερές συγκρού σεις μέ κακοποιούς καί έξώκοσμα όντα. Κάθε τέτοια σύγκρουσι ήταν σωστό γλέν(*) Διάβασε προηγούμενα τεύ χη τού «Ύτπεραν^ρώπου», οπίου τπεριγράφονται σ! καταπίλιηικτιικιές 6ιαπλανητιικές περιπέτειες τού θρυ λικού ντέτεκιτιιβ των ούρανων Τζόε Σφιινταν και των συνεργατών του
Μίκυ καί Νάνσυ ’Έβκλγκτ^ν,
·*'■
/
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τι για τόιν Μίκυι, πού είχε μι κρές αλλά θαυματουργές γροθιές καί τις χρησιμοποι ούσε περίφημα σέ κάβε φα σαρία. Ό Σέρινταν λοιπόν κι5 οί δυο στενοί βοηθοί του βρίσκονταν έκεΐνο τό βράδυ στο σπίτι τής Νάνου καί μι λούσαν για ένα καινούργιο ταξίδι πού θ’ άρχιζαν την άλλη μέρα. Στον πλανήτη Αφροδίτη ειχαιν σημειωθή μερΊκά} παράξενα περιστατι κά καί ή Άστρική Ασφάλεια -εΤχ'ε αναθέσει στον θ|ρυλικό ντέτεκτιβ την υπόθεσι αυτή. "Επρεπε να διαλευκανθή τό μυστήριο τής εξαφανίσεις τριών μεγάλων διαστημο πλοίων πού μετέφεραν εφόδια καί επιστημονικά έργαλεΐα στην μσκρυνή αυτή άποικίσ τής Γης. — "Αχ, Τζό !, αναστένα ξε ή Νάνσυ. Τούτο τό ταξίδι μέ φοβίζει. Δεν μοιάζει κα θόλου μέ τά άλλα. Εΐνσ. γε μάτο κινδύνους. Πολλοί πή γαν, άλλα ελάχιστοι κατάφεραν νά γυρίσουν. Ό Σέρινταν χαμογέλασε καθησυιχαστικά. — Θά τά καταφέρουμε κι5 αυτή τή φορά, αγάτη^μαυΝ είπε. Τό «Πρωιτεύς» είναπ έ να άστρόπλοιο πού αντέχει καί θά μάς βγάλη καί πάλι ασπροπρόσωπους. Θά κάνου με ένα ώραΐο ταξιδάκι χΓ ό ταν γυρίσουμε πίσω ^στή Γή θά πάμε κατ5 εύθεΐαν στη ΜηΐΤίρόπολι. Θά βγάλουμε ά δειες γάμου καί θά παντρευ τούμε. Ή μελαχροινή κοπέλλςχ τον
$
κύτταξε λοξά. — Καλύτερα νά μή μιλά με πια γι’ αυτόν τόιν γάμο, Τζό!, τού είπε. Κάθε φορά πού ετοιμαζόμαστε νά παντρευτούμε, κάτ ι παρουσ ιάζεται καί διαρκώς αναβάλλου με. Μ ον άχα στ αν πάρ ης σύνταξι από τή Διαπλανητική ΆστυΙνομία, θά σου περισσέΨη καιρός νά παντρευτής. Τό τε μάλιστα. Αναστέναξε πάλι βαθε-ά. — Καί όμως είναι τόσο ωραία ή Γή! Χαίρεσαι τον ή λιο, αγκαλιάζεις μέ τό βλέμ μα σου τά όμορφα χρώματα των λουλουδ ιών, θαυμάζε ι ς τή γαλάζια θάλασσα, περπα τάς τις φεγγαρόλουστες νύ χτες μέσα στις ασημένιες σκιές τών πάρκων. Βάλε τώ ρα μπροστά σ’ αυτά τις άχα νεΐς εκτάσεις τού διαστήμα τος στο όποιο σ’ αρέσει να ταξιδεύης για νά φτάσης α πό τον ένα πλανήτη στον άλλον. Βαθύ, πηχτό, αδιαπέ ραστο, αιώνιο σκοτάδι! Κ Γ όταν φτάνης κάποτε σέ κά ποιο άστρο, νοιώθεις μιά πα ράξενη παγωνιά νά σέ τ ολί γη. γιατί είσαι έξο: από τό κλίμα, τό γήινο κλίμα, στο οποίο γεννήθηκες και μεγά λωσες. "Αχ, Τζό! Σ τομάτα π;ά αυτά τά ταξ’δ'α. Δέν υπάρχει π ιό όμορφο άστρο στο Σάμπαν από τή Γή! Ό Σ'έοινταν κούνησε τό κεφάλι. "Επρεπε νά τό πα ραδεχτή πώς ή Νάνσυ είχε δίκιο. "Ομως μέσα στο αίμα του υπήρχε τό πάθος γιά την περιπέτεια καί τον κίνδυνο.
ΊΟ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Χωρίς κίνδυνο, ή ζωή ' του 40 Ν ντέτεκτ ι β · άρπαξε τό μ ι δαι.μόν ιου ■ οίστρον αύτ η ντέτε- ■ κρόφωνο. κτιβ θα ήταν χωρίς _ 'νόρμα. — Παρών, ίναπέκτορ !, εί Θάπέθαινε από πλήξ. αν, δέν πε. ' ' · ' ; . ' διοκινδύνευε' τή ζωή του κι9 — Ό 5.ι άβολος νά μέ πάαν δέν ερχόταν κάθε τόσο φά ,ρη'άν καταλαβαίνω"τί κάνεις, τσα μέ φάτσα.μέ τον θάνατο. τέτοιαν ώρα στό' σπίτι τής — Έν .τάξει, Νάνσυί, είΓ αρραβωνιαστικιάς σου! "Έ πε για νά .την παρηγόρησή. φαγα τον κόσμο/ νά σέ ζη Κάποτε θά σταματήσω αυτά τάω. Θά περάσω σέ δυο λε τά · ταξίδια ανάμεσα στ’ ά πτά νά σέ πάοω μέ τ’ αυτο κίνητό μου. Κάτι περίεργο στρα. . 1 . συμβαίνει ■ στο Νιοΰ Π.ρέν— Θά σταματήσετε, κύριε στ ον. 4 Ετ,οιιμάσου !· Σέοινταν; έκανε Τρομαγμένος — Έτοιμος είμαι, ίνσπέό Μίικυ που ■ μέχρι ^ εκείνη τή . στιγμή “δέν είχε πάρε· .μέρος κτοιρ! — Όκέύ!, γάβγισε πάλι ό στ ή συζήτησι. · Βέβαια δέν θά. τό λέτε σοβαρά πέος θά Χόβαρτ. *' Ερχομ αι. σταματήσετε", τά ταξίδια! ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ Ό Σέοινταν έκλε.σε κρυ .ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ · φά τό μάτι στο παιδί. ΑΥΤΌ' που συ . — ■ Ναι, πιτσιρΐικο! Δέν π ι νέβαίνε, ή μάλ στ'ευω .νά ναμ-ίζης πώς θά κυ λον εκείνο πού νηγάω σ’ όλη μου τή . ζωή είχ ε σ υ μ β ή τις συμμορίες 'τώίν κακούρ1πριν δυρ ώρες γων στους·" πλανήτες ! •στο Νιου Πρέν Τό παι§ίί χαμογέλασε. Κα στον, δέν ήταν τάλαβε πώς δέν εΐχε κσίμ,μιά ίμονάχα περ*ίτέτοια διάθεσι ' ό μεγάλος ε ρ γο. ν Η-ταν " κ άτ ι π αραπ άνω ^ου φίλος κα>ί καθησύχασε. άπό. καταπληκτικό.. Καί1, - μο Τά έξυπνα μάτια του τρεμό" λονότι ό Σέρινταν είχε καπαιξαν. τατοπισθή άπό τον επιθεω —- Ναί! Βέβαια!, .εΐπε.' ρητή Χόβαρτ για τό τί περί Ή.· Νάνσυ τον στραβοκύτπου έπρόκε ιτο νά δουν, δον τάξε ικαί κάτι ετοιμάστηκε νά μπόιρεαε νά · συγκοατήση τή του πή, άλλα οξύς ήχος φρίκη του, όταν έφτασαν έτής συσκευής -του·- ραδίοτη*- > κεΐ ύστερα άπό μιά ίλιγγιώ λεφώνου την διέκοψε'. Γύρισε δη -διαδρομή τριών τετάρτων τον διακόπτη καί άπό τό με μέ 4 τό αυτοκίνητο. Άπό τό γάφώνο άκούιστηκε ένα άγριο γραφικό αυτό προάστιο τής γάβγ ΐισ μα μ πουλντόγκ. Νέας Ύόρκης δέν απέμενε — Ό. Σέοινταν είναι εκεί; τίποτα ορθό. "Ολα είχαν με-' ρώτησε ή φωνή του έπιθεω- ταβληθή σέ έρε>πια σά νά ρητου Χόβαρτ. πέρασε άπό έκεΐ κάποιος
φοβερός 6α ί|μονάς κ<χτ αστ ρο= στιο. Γλύστρησαν στους δρό ψήις.. Τεράστιες φλόγες ήταν μους, σκαρφάλωσαν στους .έκεΐνο πού άντίικρυσαν. ^ Ο τοίχους των- σπ ιτιών, ανέβη σο ι από 'τούς. κατοίκους εί καν σέ στέγες, έκαψαν πόρ χαν άπο μείνει ζωντανοί όμοια τες καί παράθυρα καί: μπή ζαίν' ,μέ παράφιρονες, έτρεχαν καν στά σπίτια κυνηγώντας ανάμεσα-στά χαλάσματα κάΐ τούς τρομαγμένους άνθρώτις φλόγες, θρηνούσαν και έ πους. ·9Ηταν κάτι τό απερί βγαζαν^ άναρθρες κιρ αυγές. γραπτο. Τελευταίο φάνηκε τό Στρατιώτες, άστυνρμικο-ί καί. ' τρρας.. "Ενα ανθρωπόμορφο πυροσβέστες, πού είχαν φτά τέρας πού είχε τό. ύψος ενός σει στο προάστιο, ειδοποιη* ουρανοξύστη ιμέ πενήντα παμένοι. νωρίτερα από τό Χό- τώιματα. Τά τεράστια πόδια βαρτ, αγωνίζονταν 'νά σβύ- του πατούσαν στη γή και τό σοϋν τις" μεγάλες φωτιές. κεφάλι του θά έλεγε κανείς " Ενας υπ αστυνόμος τού' πώς χανόταν μέσα- στά σύν ■ ’ τμήματος του Νιού Πρέν- νεφα. ■ —Ρομπότ; γρύλλισε ό στον,. πού αναγνώρισε1 τόιν Χόβαρτ. , V : Χόβαρτ · καί τον Σ έρινταν, πλησίασε καί χαιρέτησε <μέ· — "Οχι. Δεν ήταν ,μη,χανισεβασμό. * Ηταν χωρί ς- καπέλ . κό κατασκεύασμα. 51 Ηταν ■ λο, ιμέ ιμισοκαμένο χιτώνιο, άνθρωπος. "Αληθινός άνθρω άναμαλλιαισμένος καί γεμά πος. "Ιδιος κι" άπαράλλαχτος τος αί,ματα καί καπνούς.· μέ μάς τούς^ γήινους.. Μέ σά|ρ —Τί έγινε εδώ, ύπαστυκα καί οστά. Τά ".μάτια του νόμε; ρώτησε ό Χόβαρτ. ψεγγο'βολουσαν · καί κινούσε” —- "Ολα γίνανε εντελώς ά- άνετα τά χέρια καί τά πό πρόοπτ α, κυρ ι ε ίνσπέκτ αρ,; δια τού. Βαδίζοντας πατούσε "απάντησε αναστενάζοντας ό στις στέγες των σπ ιτιών πού αστυνόμος.· Πρώτα έπεσε έ . γκρεμίζονταν κάτω από τό νας Ιπτάμενος δίσκος. Επα τεράστιο· βάρος του σάν χαιρ κολούθησε ιμιά’ φοβερή έκρη- τονένια κουτιά. Κάτω από ξι πού συνετ άραξε τό .χωριό. τά πέλματα των ποδιών του "Ύστερα φάνηκαν οι πράσι €.1 άνθρωποι πού· βρίσκονταν νες φλόγες. Οί πράσινες φλό μπροστά του- έλυωναν σά γες άρχισαν νά κινούνται μυρμήγκ ι α. Μια " πυροσβεστ ι προς δ ιάφοριες κατευθύνσε ι ς κή αντλία έσπασε σάν γυαλί παίρνοντας, παράδοξα σχήμα μ’^ ένα λάκτισμα πού τής κατα. ""Αλλοτε έμοιαζαν :με φίτάψερε. "Ο’σα αυτοκίνητα βρέ δ.α πού /συσπειρώνονταν, άλ θηκαν στά πόδια του τσάκι λοτε με χταπόδια πού άπλω σαν σάν κατσαρίδες.” Οι ναν τά πλοκάμια τους, άλλο- _ φλόγες δέν τον .ενοχλούσαν. τε μέ μεγάλες σαύρες. Χωρι-; "Αλλωστε, μέσα από τί ς φλό στά ή μια από την άλλη σκορ γες τού ' ιπταμένου δίσκου- α πισαν σ5 ολόκληρο τό προά ναπήδησε. . "Οσοι τον είδαν
Υά£ΡΑΝΘΡ(Αό ΐ
στην αρχή είπαν πώς ήταν σαν νάνος, ένα ρικροσκοπι;<ό πλάσρα. "Υστερα, σιγά— σιγά, πήρε τρορακτικές διαστ άσ ε.ς. Σ ί γαύρα, πρ όκ ειτ σ ι γιά κάτι τό έξώκασρο. Είναι· ένα έξώικοσρο πλάσρα πού ήρθε στη Γη άπο ' κάποιον πολύ ρακρυνό πλανήτη, άγνω στο κι5 ανεξερεύνητο άικόρα άστρο. 3'! σως από τά βάθη τού Γαλαξία. — Καί πού βρίσκεται τώ ρα; ρώτησε ό Σέριινταν. 0 ύπαστυινόμος έδειξε κα τά τό ρέρος τοΰ δάσους. ^ — Τράβηξε προς τά εκεί, •είπε, και χάθηκε μέσα στη νύχτα. — Κάνε τό καθήκον σου, υπαστυνόρε!, διέταξε ό Χόβρρτ. Θ3 άσ·χοληθοϋρε εμείς μ' αύτόν. Διέσχισαν αμίλητοι τους δρόραος ρέ τά ψλεγόρενα σπι τ;α. "Ομιλος στρατιωτών, α στυνομικοί και πυροσβέστες ήταν σκορπισρένοι έδώ κι3 ε κεί προσπαθώντας νά διασώσοιυιν δ,τι ήταν δυνατόν νά διασωθή. Σπαραχτικοί 6|ρήνοι καί κραυγές απελπισίας γέμιζαν τον αέρα. —ΈΤιναι· φοβερό !, είπε 6 Σέρινταν κυττάζοντας γύρω. — "Αν όλα δσα ράς ιστό ρησε αυτός ο ύπαστυνόρος, γρύλλισε ό Χόβαρτ, είναι α ληθινά, πρέπει γνά ^παραδε χτού με πώς εμείς οι Γήινου παρ3 δλο πού φουσκώνουμε σαν Ινδιάνοι από υπερηφά νεια γιά τις κατακτήσεις^ καί τις προόδους τής επιστήμης
μας, δέν εϊιμαστέ παρά ένα μεγάλο ρηδενικό ιμΙέσα στο Σόμπαν. Ό ντέτεκτιβ κούνησε τό κεφάλκΑύτό τό ήξερε πολύ κα λά καί δέν υπήρχε κανένας λόγος νά τοΰ τό πουν γιά νά το καταλάβη. Είχε κάνει ά πειρα ταξίδια στο διάστημα κι3 είχε έπισκεφθή πολλούς πλανήτες. Είχε φτάσει ακό μα καί στ ό· ν π λ α ν ή τ η Πράτ(*) πού βρισκόταν στην ουρά τού νεφελώρατος τοΰ I αλαξία. Είδε , έξώκοσρα πλάσματα, ρίλησε μαζί τους καί θαύμασε τον πολιτισμό καί τις προόδους πού είχαν κάνει στη ρηχανική κάί στις έπ ιστ ή μ ες. Κατ ά ^ συνέπ ε ι αν, τίποτα δεν ρπορουσε νά τον παραξενέψη. —Δυο πράγματα ρονάχα είναι γιά μένα μυστήριο, εί πε. Π ρ ώτ α—πρώτ α, αυτές οί κινούμενες φλόγες πού έ μοιαζαν σαν ζωντανά κσικοποιά πλάσματα. "Υστερα, αυτό τό έξώικοσρο όν πού ξεπετάχτη,κε από τις φλόγες καί πήρε σιγά—σιγά αυτό τό τερατώδες -μέγεθος καί την καταπληκτική δύναρι. Δέν συνάντη,σα ποτέ ζωντ ανές φλόγες ούτε νάνους ικανούς νά ρεταβάλλωνται σέ γίγαν τες. — Φτάσαμε! είπε ό Χό βαρτ. (*) Διάβασε τό -προηγούμενο τεύχος τιού «1Υπιεραινθρώπτου» μέ τον τί·τλο: «Τό αίνιγμα τού ττλ*νήτη Κρόνου».
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΤΑ ΒΧϋΗ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ
ΕIΧΑΝ ψ τ ά σε ι πραγματιικά στό σηιμιεΐο του μεγάΙλ ο υ δοόμου οττ ο υ είχε πέσει ό ΙπτάμενοΓ δί*, λ 9 σκος που μετεφερε τον έξώκοσμο ανθρω πόμορφο γίγαντα. Ό δημό σιος δρόμος σ’ αυτό τό ση μείο είχε κυριολεκτικά κατα στροφής Ή άσφαλτος είχε άνοσκσιφή κι’ ένας υε γάλος καί βαθύς λάκκος έχασκε έικίεΐ. ’ΑιστυΙνομιικοί φρουρούσαν τό μήρος καί δεν άφηναν καδέ ναν να πλησιάση,. Ό Χόβσο~ κι’ ό Σέρινταν πλησίασαν. Ό ντέτεκτιβ αδίστακτα άναψε τό φανάο-ι του καί πήδησε μέσα στο λάκκο·. Τό φωτεινό τόξο του φαναριού του Φώτι σε^ διαδοχικά τον πυθψένα καί τά τοιχώματα του λάκ κου αυτού. Μια πράσινη στά χτη, κάτι σαν σκουριά εΐχε κατακαθήσει παντού. 5Από τό μυστηριώδες άστρόπλοιο δέίν είχε μείνει τίποτα. Ή έκρη£>ς καί σι φλόγες τό εΐχαν έβαφαν ί σ ε ι κοοσλεκτ ι κά. Τό βλέμμα του Σέρινταν γέμισε άπογοήτευσι. —Δεν υπάρχει τίποτα πού νά ιμιλάη για την προέλευσι αυτού του ιπταμένου, δίσκου είπε.Μονάχα ή στάχτη εΐναι π.ιθανον νά ιμάς βαηθήση σέ κάτι. Πρέπει μέοικά δείγ.μυ τα απ’ αυτή τη στάχτη, νά ττάνΓ- από εργαστήριο, Κάτω
13
από τό φασματοσκόπιο ίσως άνακαλύψουμε τό είδος καί την ποιότητα τού μετάλλου, από τό όποιο ήταν κατασκευ ασμένο τό άγνωστο άστρο πλοίο. ’Άν ή έρευνα πετύχη;, θά μάθουμε κι’ άπό ποιόν πλανήτη προέρχεται. Ευτυ χώς που ξέρουμε ποιά μέταλ λα υπάρχουν στά διάφορα ά στρα. Ό Χόβαρτ συμφώνησε. "Έ δωσε ώρισμένες εντολές στον επί κεφαλής αστυνομικό καί έφυγαν. Τώιρα προχώρησαν προς τό μέρος τού δάσους. Προς τό δάσος είχε κατευθυνθή ό γίγαντας. ΈκεΤ έπρε πε ν5 αναζητήσουν τά Τχνη του. ! — Κύτταξε έκεΐ^ Τζό!, ε!πε ξαφνικά ό Ινσπέκτορ. Ό ντέτεκτοβ στάθηκε. Εί χε αρχίσει νά ξημερώνη καί μέσα στό μισοσκόταδο τό θέ αμα πού παρουσίαζε τό γρσ φικό αυτό δάσος ήταν απαί σιο. -ερριζωμένα δέντρα έδώ κι* εκεί κάί άλλα μέ τσακι σμένους τούς χοντρούς κορ μούς τους έδειχναν τον δρόμο πού εΐχε ακολουθήσει τό έ ξώκοσμο τέρας. *Ηταν φανε ρό πώς ό φοβερός γίγαντας διέσχισε τό δάσοο σαοώνοντας κάθε εμπόδιο πού βιρισκό ταν ικοντά του. Γιά νά μπόρε ση νά ποοχωιρήση τσάκιζε καί ξεροί ζώνε αιωνόβια δέντρα μέ κορμούς πού ήταν ζήτη μα άν μπορούσαν δυο μαζί άνθρωποι ν* άγκάλιάσουν. —Είναι καταπληικτικό !, μουρμούρισε ό ντέτεκτιβ.
14
*
.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ'
Π,ρθιχώ)ρηισό?ν μέ· προφυλά ξεις/ ακολουθώντας τά ίχνη του γίγαντα. Τό πράγμα δεν ήταν καθόλου1 δύσκολο. ’ Τά σ πασμένα και ξερριζωμένα δέντρα,·., τά άνασκ.αμμένα χώψ'ατα έδειχναν, καθαρά -.τήν πορεία πού είχε ακολουθήσει τό . έξώκοσμο ον. Πέρασαν μ ’ αυτό τον -τρόπο ολόκληρο τό δάσος και βγήκαν στη μεγά λη. δημόσια λεωφόρο. Ή λεω φόρος ' αυτή έφερνε κατ’, ευ θείαν στη Νέα Ύόρκη. Έδώ δεν μπόρεσαν νά ξεχωρίσουν κανένα Τχνο’ς του τέοαιτος. Ήταν, σά νά έξαφαφάνίστηκε ξαφνικά από.τό πρόσωπο τής' Γης κατά τον ίδιο ,μυκττη- · ρ ώιδη τρόπο πού εΐχε κάνει .την έμφάνισί του. —- Δεν καταλαβαίνω τίπο τα!/ γάβγισε ό Χόβαρτ. . "Υ στερα από τό δάσος που πή γε; . · — .Υπάρχει μιά έξήγησι ·, γι’ αυτή τήν έξαφάνισι, είπε σκεφτικός· ό ντέτεκτιβ κυττάζοντας γύρω. "Όσοι, πρωτοεΐδαν αυτό1 τό έξώκοσμο πλά' σμα είπαν πώς είχε τό μέγε θος |μ ι άς συνηθισμένη ο κού κλάς κι’ ύστερα πήοε τις γιγαντιαίες " διαστάσεις του. Τώρα ίσως συνέβη ' ακριβώς ' τό αντίθετο. Γιά λόγους πού έμεΐς δεν μπορούμε νά εξη γήσουμε, τό ' υπερφυσικό αύτό’ τέρας μέ τις καταπληκτι κές διαστάσεις ξανάγινε πά λι νάνος. Δεν είναι απίθανο νά ξσναγύρισε πίσω οπό "δά σος* νά σκαρφάλωσε σέ κά ποιο δέντρο και νά κρύφτηκε άν άμεσα ατά πυκνά φυλλώ
ματα περΊΐμέναντας τήν κα τάλληλη ευκαιρία νά ξαναρχίση τον περίπατό του. Σταμάτησε ένα λεπτό σάν νά^ ζύγιαζε καλά τις λέξεις πού 'έπρόκε ιτο νά ξεστομίση' καί πρόσθέσε. * —Κάτι, μου λέει, πώς αυ τό .τό. έξώκοσμο γιγσντιαΐο τέρας ξεκουράζιεται τηροέτριυάζοντας. κάποιον περίπατο πού σχεδιάζει νά. κάνη μέσα στήν. καρδιά τής Νέ’οος, Ύόρ.-· κης. · λ .—■ Δεν πιστεύω νά τόιν ά. ψήσουμε ! /. γρύλλισε * ■ ό Χό βαρτ. . ·. : — Φυσικά πρέπει, νά κά νουμε δ,τι μπορούμεΓ, συμφώ νησε ό Σέρινταν. Άλλα πο λύ αμφιβάλλω άν θά κοπαφέρου|^ιε να ματαιώσουμε τόν περίπατό του αυτόν. Ό.Χόβαρτ ένοιωσε ένα-πα νω,μένο χέρι νά του φουχτιάζη τήν' καρδιά. Ήξερε πώς ό ί ζόε Σέρινταν είχε δίκιο. —- θά βάλουμε σ’ έπιφν-, λακή. όλες τις διαθέσιμες δυ νάμεις μας,. είπε. Πρέπει νά βαστούμε, Τζό! Όλόκληρη ή Νέα Ύόρκη. ποέπεμ-νά τε8 ή ©V συναγερμώ. . — ’Εν τάξει, ίνσπέκτορ! θά πάρουμε δλα Τά -μέτρα πού . χρε ιάζοντ αι. · ^ Ετσ ι θά έχουμε τή συνείδησί μας ή συχη πώς κάναμε τό καθήκον ·' μας... &Μ&ΜΟΝΗ ΤΡΟΜΟΥ
■ · .
'
' ·
Ο ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΗΣ τής41ης λεωφόρου τής Νέας
ΥΠΕΡΑΝβΡβΓΤΟΣ .
-
15
Ύόρκης ήτάν ονα ά π ό τά ■ .στους δρόιμους τής Νέστ Ύσπουδαιότερα ' κτίρια της Γή όρκης'.. . * · ινης . Κοινοπολιτείας. · Στον Ή νευρικότητα ήταν φαίούοανοξύστη αυτόν . μέ τά νερή- στά πρόσωπα όλων. Ό 342 πατώυατσ καί.τά πενήν καθένας περί μένε πώς άπό| τα άσοτνσέρ ήταν εγκατεστη-, στιγμή σέ στιγμή κάτι φοβε ρό έπρόκειτο νά συιμ'βή. Και μένα τά γραφεία της Διαττλα νητίικης. Αστυνομίας καΐΐ τά αυτά τό κάτι έπρεπε νά· τό επιστημονικά έργαστή ιρ ι α προλάβουν μέ κάθε θυσία. των 5Εγκληραταλογικών Ε Ή ίδια νευρικότητα επικρα ρευνών και 3Ανα£η|τήισεων τής τούσε έξω στη (μεγάλη πολί Άστιρικής Ασφαλείας. "Ολες τη,ία. Οί εφημερίδες σέ έκτα οί ' τελευταίες άνακολύψεις - κτες εκδόσεις ■ είχαν. δημοσι και ’ οΐ περισσότερο τελειο εύσει μέ όλες τις λεπτομέ ποιημένες εγκαταστάσεις η ρειες- τά καταπληκτικά γεγο λεκτρονικών εγκεφάλων, ραν νότα τής περασμένης νύχτας" που εΐχαν - διαδοαματησθή τάρ, .τηλεοιράσεως;, άσ υιοί μισ στό .προάστιο Νιοΰ Ποέντών, τηλεσκοπικών μηχάνημά των, υετ ρητών ηλεκτρικής ε στον. Οί δημοσιογράφοι έκανέργειας καί λοιπά, ήταν ■ νάν διάφορες κρίσεις και προσυγκεντρωμένα , ιμέσα * στά έβλεπαν πώς ή απότομη έξα 342 πατώματα αυτού του φάνιισι του έξώκοσμαυ τέρα-· κτιιρίου. Μιά' ολόκληρη . στϊρα’ τος δεν θά κρατούσε πολύ. "Ολοι περίμεναν πώς από τιά από έπι στήμονες, άστρο ναύτες αστυνομικούς, ανώτε στιγμή' σέ στιγμή ό γίγαν τίς καταπληκτικές ρους και κατώτερους υπαλλή τας . μέ διαστάσεις και την ασύγκρι λους πηγαινοέρχονταν από τη δύνάμι θά έκανε καί πάλι τον ένα όροφο στον άλλο. Μέ τήν του και αυτή τη σα στις στενόμακρες έβ άλ Φοράέμφάνισί υέσσ στους δρόιμους λου καμπίνες τών διαβιβάσε τής Νέας Ύόοκης, οπότε οι ων, άνθρωποι μέ ειδικές κά καταστροφές θά' ήταν άνυποσκες έφωδιασ'μένες μέ κειραΐ- λόγιστες. ε ς . υ πε ρη χη τικών στ ο ΐ;χ εί ων Στό 143 πάτωμα του ουκαι Ακουστικά έδιναΐν κι5 έ ρ ανοξύστ η. τήρ Δ ιαπλανητ ι παιρναν · μηνύματα· κρατώντας κής 3 Αστυνομίας ήταν τό μιά. συνεχή επαφή μέ τά άγοαφεΐ© τού έπτθεωιοητού· Χόστοόπλοια πού ταξίδευαν ατό ν βαοτ. Μέσα σ' αυτό τό γρα διάστημα, μιέ τους τεχνητούς φείο, ό Χόβαρτ πηγαινοερχό ■δορυφόρους, μέ τά φυλάκια ταν σάν ένας ελέφαντας πού τ ής -3 Αστ ρ ικής 3 Ασφ αλε ίας εΐχε πονόδοντο. Τά πράσινα και μέ τά θωρακισμένα αερο Φωτάκια, τού ραδιοτηλεφώνου σκάφη και τάνκς πού έκτ'ελρύ- ' του άναβόσβυιναν κάθε τόσο σαν άγρυπνες περιπολίες πά καί απ’ · όλα τά σημεία τής νω στον ουρανό κσί’ κάτω μεγάλης πολιτείας "έφταναν
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
άναφορές. Οι περιπολίες πλη ροφοιρουσαν τον ίνσπεκτορα πώς όλα προς τό πουρόν ήταν έν τάξει και τίποτε τό ύπο πτο δεν είχε παρουσιασθή. Π α)ρ3 δλα αυτά ό Χό-βαρτ δεν ησύχαζε. "Ηξερε πολύ κα λά δτι κάτω από αυτή την φαινομενική ησυχία κρυβό ταν ένας θαινάσιιμος κίνδυνος για τά εκατομμύρια των κα τοίκων τής Νέας Ύάρκης. Καί δήν εΐ'Υΐε καθόλου άδικο. Απότομα στηλώθηκε ακίνη τος στ ή μέση του γραφείου του. Σταμάτησε νά περπα~"άη κι’ ένοιωσε τήν αναπνοή του νά χάνεται. Μέσα στήν ο θόνη τηλεοράσεως τής τηλεο πτικής συσκευής είδε κάτι καί αναρρίγησε. "Ενα τερά στιο τέρας ανορθώθηκε ξαφνι κά στο κέντρο τής πλατείας Ουάσιγκτον. Είδε ανθρώπους, πού φαίνονταν σαν μυρμήγ κια μπροστά στο καταπλη κτικό αυτό έξώκοσ.μο ον, νά σκορπίζουν τρομαγμένοι προς όλες τις κατεθυνσεις καί με γάλα αυτοκίνητα νά λυώνσυν κάτω από τά γιγαντίαΐα πέλ ματά τουν Τά μάτια του γέ μισαν φρίκη καθώς είδε τό τέρας μέ αργά βήματα, νά κα τευθυνεται προς τήν μεγάλη ] 5η λεωφ όρο. Κ ατ αν ι κώντ α ς τήιν φρίκη πού τον κυρίεψε ώρμηρε στο ραδιοτηλέφωνο και γύρισε τον διακόπτη επαφής μέ τά αυτοκίνητα των περιπολιών. Ή φωνή του άντ ήχησ ε βρ α χνή. —- Προσοχή ! Προσοχή; Σάς αμιλεί 6 ίνσπέκτορ Χόβαρτ. Α'ατατή: "Ολες οι δια
θέσιρες δυνάμεις των πεζών και τά θωρακισμένα ιμέσα σπεύσατιε προς τήν πλατείαν Ουάσιγκτον ! Εμπόδισα τ ε πάση θυσία χρησιιμοποιοϋντες εν ανάγκη καί ατομικά δπλα τήν είσοδο του γιγαν τί αίου ανθρωπόμορφου τέρα τος στήν κεντρική πόλι.. Προ σοχή! Έκτελέσατε κατά γράμμα οδηγίες ποοδ|αγεγθαμμένου σχεδίου. Πράξατε τό καθήκον σας! "Αφησε τό ραδιοτηλέφωνο^ άρπαξε τό καπέλλο του καί βγήκε σά σίφουνας από τό γραφείο του. Μπήκε σ’ ένα α πό τά αδιάκοπα κινούμενα α σανσέρ καί, όταν βγήκε στο δρόμο, ρίχτηκε /μέσα στο αυ τοκίνητό του που τον περίμενε. — Στήν πλατίεΐα Ούάσιγκτον!, γάβγισε. Στήν πλα τεία Ουάσιγκτον όσο «μπο ρείς πιο γρήγορα. "Εστω κι* αν πρόκειται νά κάψης τή μη χα:νή σου! ΙΖΑΦ ΜΑ,Ι,ΛΑ
ΤΑ ΜΑ Τ I Α του Τζόε έβγα λαν παράξ ε νες άστροπτές, όταν έπια σ ε τή διατ α γ ή του ίνσπέκτοιρος Χόβαρ τ . Ό θρυλικός ντέτεκτιβ, ή μελά χροΊνή Νάνου κι5 ό κοκκινο μάλλης Μίκυ βρίσκονταν α πό νωρίς στο πυραυλοδρόμιο. Στο πυραυλοδρόμ ιο ήταν προσγειωμένο τό θωρακισμέ νο καταδιωκτικό τής Διοπτλα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
νητικής Αστυνομίας «Πρώ τους II» (*). Μέσα στον «.Π'ρωτέα» ήταν ό Σέρινταν κΓ οι δυο άιχώριστοί σύντρο φοί του. Ό ντέτεικτιβ ήταν κάπως νευρικός, ή Νάνσυ ά“ νήσυχη, ό Μ'ίκυ διμως έδειχνε χαρούμενος. Κάθε φορά που ητίαν νά μπερδευτούν σέ φα σαρίες τό Ελληνόπουλο δον έκρυβε τον ενθουσιασμό του. Κάθε περιπέτεια, κι3 ή πιο επικίνδυνη,, ήταν γλέντι γιά τούτο τό άφοβο παιδί που δεν λογάριαζε ποτέ τό θάνατο. Μάλιστα, τώρα ήταν στιγμές πού δεν συγκρατούσε την α νυπομονησία του. — Πότε επί τέλους θά^ψανή αυτός ό γορίλλας πού έ χει τριάντα μέτρα μπόϊ;^ ρω τούσε κάθε τόσο καί κύτταζε τό ράλόϊ του. Πολύ φοβά μαι πώς Θά μάς τή σκάση, κύριε Σέρινταν! Έκανε όσες ζημιές έκανε χτες στο Νιου Πρένστον καίί δεν πρόκειται· νά ξαναφ ανή π ι ά. Ό ντέτεικτιβ κούνησε τό κεφ άλ ι. — Δεν τό φαντάζομαι! εί πε. "Αν καί θά προτιμούσα νά ιμήν ξανσφαινερωνόταν πιά. Γιατί, όπως κι5 άν έρθουν τά πράγματα—έστω κι5 άν τε λικά πετύχουιμε νά έξολοθρεύ (*) 0! τακτικοί αναγνώστες τού «1 Υττερανθρώττου» ξέρουν από τά προηγούμενα τεύχη τις ικσταητιληΓ κτιΐκιές ικανότητες αυτού τού ■περί φημου καταδιωκτ ιικου άστρότηλοιου πού χρησιμοποιεί ό Τζσε Σέρινταν χιά τά ταξίδια του ατό διάστημα καί γιά την καταδίωξι των έγκιληματιών.
Μ
σορμε αύτό} τό έξώκοσμο τέ ρας—, θά έχουμε πολλά^ θύ ματα. Σέ κάθε βήμα που θά κάνη ιμέσα στη Νέα Ύόρκη 6ά σπείρη τόν θάνατο καί την καταστροφή. Αυτή τη φορά έχουμε νά κάνουμε μ3 έναν^ ε χθρό τή δύναμι του οποίου δεν μπορεί νά συλλάβη ό άνθρώπινος νους, Τό παιδί έγινε απότομα σοβαρό. Τό ύφος, μέ τό ό ποιο μιλούσε ό μεγάλος ^του φίλος, έδειχνε πώς δεν είχαν ν' αντιμετωπίσουν μια από τις συνηθισμένες περιπέτειες. Μέσα στά μάτια τοΰ Θρυλι κού ντέτεκτίιβ, ξεχώρισε μια σ κ ιά φόβου. Κι3 αυτό δεν εί χε συμβή ποτέ άλλοτε. —Είναι λοιπόν τόσο φο βερό; ρώτησε. — Ναι, Μίκυ! αναστέναξε ό ντέτεικτιβ. Πολύ φοβερό. Τό πρόσωπο τού παιδιού κατσουφ ισσε. — Τότε καλύτερα νά μην ξ αν αφ σνερωθή,!, είπ ε. — Λόξα τώ Θεώ πού τό κατάλαβες ! „ συμφώνησε ή / Νάνσυ. Ό Μίκυ δέν μίλησε. Μέσα στο μυαλό του όμως κάτι στ ρ ι φογύρ ιζε. Κ άτι θυμηθη κε τώρα. Φυσικά μπορεί νά ήταν ένα άστεΐο τού Λή Πό (*). Μά ό έξώκοσμος φί (*) £0 Λή Πό ήταν ενα έξώκοτμο τπλάσρα άττ’ τόν πλανήτη Πράτ τού Γαλαξία, μέ τόν ότηοΐο ο Σέρτνταν κι’ οΐ δύο βο-η,θοί του ιή Νάνσυ κι5 ό Μίικιυ εΐχαιν συνεργασβή μια ττερίοδο γιά τήν έξόντωσι ,μιάς συμμορίας κακούργων ιτού απειλού σαν νά καταχτ τρέψουν τή Γή0 Διά
ι8
.ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ ϊ
λος του &έν συνήθιζε νά α -ιό ένα άστρο στο άλλο, Κά στειεύεται "Αλλωστε όταν εί ποτε γκρέμισε μέ μια γροθιά δε κΐαί μίλησε κΓ ό ίδιος ιμέ ένα γρανίτινο βράχο πού ζύ τον. Ίζάφ Ναϊλά δεν τοΰ έ γ.ιαζε εκατό τόιννους κΓ άλ μεινε καμμιά αμφιβολία. Του λοτε πάλι μέ τή\ γροθιά του είχε πή λοιπόν ό Λή Πο ότι σ υνέτρ ι ψε μ ι ά γέφυρ α - κα ί ό Ίζάφ Ναϊλά ήταν ό μονα την έκοψε στη /μέση σαν σπίρ δικός κάτοικος του πλανήτη, τόξυλο.· · * . Πιρδοτ πού είχε μορφή γήινου — Δέν είμαι κανένα μωρό ανθρώπου.. ' Προερχόταν από νά πιστεύω, σέ κάτι- τέτοια τον αστερισμό· του Κύκνου. παραμύθια, Λή Πό Γ, είπε ό Τό άστρο, ατό οποίο είχε Μίκυ. Δέν ύπαρχε Γ λοιπόν γεννηθή, καπα στράφηκε από λόγος νά κάθεσαι· νά μου, λες μια παρέκκλ.ισι τής τροχιάς τέτο·ια πράγματα. Χάνεις ά του καί ό Ίζαφ Ναϊλά ήταν δικα τόν καιρό σου. τό 'μόνο ζωντανό πλάσμα πού —-Κ αί δμ ως' δέν. · σου ' λ έω γλύτωσε · από αυτή την κατα παρά μονάχα την αλήθεια!, στροφή ·κι5 έπεισε στον Πράτ. άποκρίιθηκε εκείνος. Έλα μα Ό Ίζάφ Ναϊλά είχε καταπτλη ζί μου. κτική δύνομι. Ή φωτιά δεν Τό ώδήγησε τότε σ’ ένα με' μπορούσε νά τόν πειράξη. Οι γάλο σπίτι πού βρισκόταν σφαίρες καί οί ακτίνες των στην άκρη τής πολιτείας. Μέ πίστολιών δεν, τόν έπιαναν. σ’ αυτό τό σπίτι είδε πρα Μπορούσε νά μείνη μέρες ο σα γ μ ατ ΐικ α ο Μ ικ<υ· εναν ^ γη ινο λόκληρες κάτω από την έπι-. άνθρωπο!" ^Ηταν ξανθός μέ φάνεια τής θάλασσας καί νά · γαλανά μάτια καί είχε άθληζη καί νά κινήταί όπως στ ον* τικό παράστημα. Τό πρόσω αέρα. Κάποτε^ ό άρχοντας πό του έδειχνε πώς δεν ήταν Μίτραν τον είδ[ε· νά παίρνη περισσότερο από τριάντα >ρο τό λουτρό, του στόιν κρατήρα νώιν γι’ αυτό, δταν έμαθε την ενός ηφαιστείου κολυ,μπώιντας ηλικία του.·.. άνατριιχίαρε. μέσα στή^ λάβα πού κόχλαζε ?Ηταν' δυο χιλιάδων ετών! καί ’ πετουσε φλόγες. Κ τ ύ "Έμεινε δμως μ’ ανοιχτό τό στερα πού βγήκε από τόν δταν τον ακούσε νά' κρατήρα δέν .είχε πάθει' ούτε, στόμα τό ελάχιστο έγκαυμα. Ό Ί-': μιλάη αμερικάνικα . σαν γνή σιος νεόϋρκέζρς'. Ό Ίζάφ ζάφ Ναϊλά μπορούσε νά ταΝαϊλά χαμογέλασε. ξιδέψη μέσα στο διάστημα — ' Έχω κάνει, πολλά τα· μέ ταχύτητα εκατό ,φορές' με ξίδια στη Γη, του είπε.· -έγαλύτερη. από εκείνη τού φω τός. Μ5 ένα πήδημα'μπορού-, ρω σχεδόν όλες τις διαλέ-·· κτους· πού Ομιλιούνται· στη σε άν ήθελε νά φταση από ί ή. Είμαι πολύ εύχαριστηυιένος πού βλέπω, έναν γήϊνο βασε τό τεί/χος τόΟ «Ύτηερανθρώστο σπίτι· μουί ■ ιτου» μέ τον τίτλο: «Έπίθεσι ς ένοοντίον τής Γης». Μίλησαν πολλές ώρες· κι’
νηΕΡΑΝ6ΡΑΠ·0Σ"
.
19
'Ο άγνωστος. άρπαξε τη . Νάνσυ και κο(<τει/ι8ύινβηκ·ε πηράς τό ττάρκιο.
χώρισαν, ό Ίζάφ .Ναϊλά· έσφιξε τό χέρι του Μίκυ. — ,’Άν κάποτε βρεβής σέ ρεγάλο κίνδυνο, του είπε δεν έχεις παρά^ να μέ κ άλεση ς; ΣκέΦου τρεΐς φορές τ’ όνομά, μου. Ή σκέψι σου να είναι συγκεντρωμένη σέ μένα. .Θά σέ ακούσω κι5 εγώ μέ τή σκέψι μου κι* όπου κι’ άν είμαι θαρθώ νά σέ βοηθήσω. Στο έπαναλαμβάνω ’σμώς καί πά λι.. Πρέπει ν ά β ,ρ ί σ κ έσ α Γ σ έ μεγάλο ^ κ ί ν5 υ ν ο., δταν θά' μέ καλέσης!. Τό παιδί δεν είχε μιλήσει ούτε στον Σέρινταν ούτε στη Νάνσυ γι5 αυτή την ιστορία. Φοβόταν πώς θά τον κοροΐ δευαν. ' * Αλλωστε κι* ό ίδιος. όταν
δεν ήταν βέβαιος άν είχε όνει ρευτή ή άν πραγματικά είχε συναντήίσει αυτόν τόν Ίζάφ Ναΐλά. ?Ηταν τόσο παράξε να όλα αυτά, ώστε κανείς δεν θά,μπορούσε νά τον πίστέψη. Τώρα λοιπόν τούτη τή στιγμή πού μιλούσαν -γι’ αυτό τό εξώικοσ,μο τέρας, άπ5 τό όποΐο κινδύνευε. · ή Νέα Ύόρκη ξανάρθαν στο νοϋ του ό Λή .Πό καί ' αυτό. ' .τό υπεράνθρωπο ον, ό Ί ζάφ Ναΐλά. -— Ωστόσο ξέρω κάποιον, μουρμούρισε, δειλά ό Μ'κϋ, που θά μπορούσε νος τά βάλη . μ5 αυτό τό έξώκ,οσμο τέρας καί νά τό νικήση. Ό ντέτ'εκτιβ τόν κυτταξε λοξά.
—Ποιος είναι αυτός; — Ό Ίζάφ Ναΐλά! άποκρίθηΐκε τό παιδί·. Ή Νάνσυ γέλασε. -— Τί είδους πράγμα είναι αυτός ιό Ίζάφ Ναΐλά; Τρώγε ται; — "Ενας υπεράνθρωπος πού βρίσκεται· στον πλανήτη Πράτ! είπε σοβαρά ό Μίκυ. Είναι φίλος του Αή Π ο. Κάτι πήγε νά πή ό ντέτεκτ ιβ,άλλά δήν προψτασε.5Από το -μεγάφωνο ακούστηκε βρα χνή και επιτακτική ή φωνή τού έπιθεωρητου Χοβαρτ πού άνήγγελλε τήν εμφά/ισι τού φοδερού γ ί γαντα στήν πλατεία Ουάσιγκτον. Τά μά τια του Τζόε Σέοιντα^ Φεγ γοβόλησαν. —- Στις θέσεις σας 1, διέ ταξε. Απογειωνόμαστε. ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ (ΜΕ Τ© ΤΕΡΑΣ
ΜΕ ΚΙΝΗ ΣΕΙΣ πιο γρή γαρες άπό την αστραπή ό Σε ρΐινταν χει ρ ίστηκε τά πηδαλία και τούς μοχλού ς των εκτόξευαικών πυραύλων και τό «Πρωτεύς I I» ώρμησε προς τον ουρανό αφήνοντας γλώσσες φωτιάς, πίσω του. "Υστερα από λίγο, βρισκόταν πάνω άπό τήν πλατεία Ούάσιγκτον. — θεέ μου !, ξεψώνησε τρομαγμένη ή Νάνσυ καθώς έρρινε ιμιά: ιμιατιά προς τό έ δαφος ιμάσα άπό τό κρύσταλ
λο τού άστραπλοίαυ. Αυτό εί ναι κάτι παραπάνω άπό φο βερό. ^ Ό ντέτεκτιβ έσφιξε τά δόντια καί^τό βλήμμα του έγι νε θολό. ^Ηταν πραγματικά άνατριιχι αστικό τό θέαμα. Το πρόσωπο τού Μίκυ είχε γίνει χλωμό. Ή καρδιά του χτυπούσε δυνατά έτοιμη νά σπάση. Τό απαίσιο τέρας προχωρούσε στον μεγάλο δρόμο αργά σάν ένα τηλεκατευθυνόμιεινο ρομπότ καί, α πλώνοντας τά χέρια του δε ξιά κι5 αριστερά, γκρέμιζε τούς ουρανοξύστες πού βρί σκονταν μπροστά του χωρίς νά δείιχνη πώς κατέβαλε καμ μιά ιδιαίτερη προσπάθεια γύ αύτόι. Βουνά άπό ερεί πια άφηνε πίΐσω του καθώς προχωρούσε και κάτω άιτ’ αυτά τά άρει πια χιλιάδες άν θρωποι χάνονταν. "Αλλοι άν θρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι προς τό κέντρο τής πόλεως. Μερικές πυρικαϊές άναψαν ά πό τις ενώσεις των ήλεκτροφόρων συρμάτων των γκρεμι σμένων κτιρίων. Μαΰιρα σύν νεφα και φλόγες άρχισαν νά σκεπάζουν τήν πλατεία Ουάσιγκτον και τη μεγάλη λεω φόρο. — "Ερχονται τά τάνκς!, φώναξε τό παιδί. Πραγματ ιικά άπό τό βάθος του μεγάλου δρόμου φάνηκαν νά κ ατ ευθύνωιντ α ι σϋντετ α Υμένα κατά οκτάδες τά βα ρεία θωρακισμένα μεγαθήρια τής Διαπλανηΐτ ικής Αστυνο μίας καί του ατραπού. *Ηταν τάνκς των διακοσίων καί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τριακοσιων τόιννων μέ βαρύ οπλ ισμο 6ιαλυτ ικών άκτ ίνων και πυροβόλα ατομικής ενέρ γειας. Τό τέρας ούτε καταδέ χτηκε νά τά προσέξη. Συνε χίζοντας την πορεία του γκρέ μιζε και κατέστρεψε τά πάν τα.. Κάτω από τά τεράστια πέλιματά του τσακίζονταν τραμ, λεωφορεία μικρά) καί μεγάλα αυτοκίνητα. Ό Σε ρ ινταν, ή Νάνσυ κι3 ό Μί'κυ κράτησαν την αναπνοή τους. Είδαν φλόγες καί διάλυτικές ακτίνες νά ξεπετάγωνται α πό τά τηλεβόλα των τάνκς. Τό τέρας σταμάτησε γιά μιά στιγμή ξαφνιασμένο. "Υστε ρα όμως άρχισε πάλι νά βαδίίζη προς τό μέρος των θω ρακισμένων. Τά ατομικά βλή ματα πού χτυπούσαν απάνω του καί οί ακτίνες τό άφηναν αδιάφορο. Τίποτα δεν μπο ρούσε νά τού κάνη κακό. Τά τάνκς πού βρίσκονταν στίς πρώτες γραμμές άρχισαν νά οπισθοχωρούν. — Ή σειρά μας!, είπε μέ βαρειά φωνή ό ντέτεκτιβ. Στό πυροβόλο τής πρύμης, Νάν συ! 5Εσύ στό δεξιό πολυβό λο, Μίκυ. Θά σημαδεύετε τό κρανίο του! Τό σώμα του φαίνεται πώς είναι άτρωτο. 3Ίσως καταφέρουμε εμείς κά τι άν τού συντρίψουμε τό κρα νίο. Τό παιδί κι3 ή κοπέλλα έτρεξαν στις θέσεις τους. Ό Σερ ινταν, μέ τεντωμένα δλα τά χαρακτηριστικά τού προ σώπου του καί σφιχτά δόντια χειρίστηκε γοργά τά πηδάλια θρυλική
21
πλοίο, βογγώντας σάν ένας ζωντανός άνθρωπος πού πο νάει·, βούτηξε προς τά κιάτω σφυρίζοντας. "Οταν έφτα σε πάνω ακριβώς από τό ση μείο στό οποίο βρισκόταν τό τέρας πήρε μιά πλάγια κλί!οτ. — Πΰρ!, βραντοφώινησε ό ντέτεκτιβ. Τό πυοοβόλο καί τό πολυ βόλο στείλανε ιμιά βροχή από βλήματα καί φωτιά στό κρα νίο τού γίγαντα. Τό άστροπλοιο άρχισε πάλι ν’ άνεβαίνη. Ό Σέρινταν ερριξε μιά υατιά προς τό έδαφος. Τό τέρας δεν είχε ένοχληθή. Συ νέχιζε πάντα αδιάφορο τό δρόμο του. ^Ήταν άποίίισιο! — θά κατεβούμε πιο χα μηλά!, γρύλλισε ό ντέτεκτιβ. "Ετοιμοι. Τράβηξε τό μοχλό τού πη δαλίου καί τό «ιΠρωτεύς I I» διαγράφοντας έναν μεγάλο κύ κλο πάνω από την πλατεία Ούάσιγκτον πέρασε ξυστά σχεδόν πάνω από τό κεφάλι τού έξώικοσμου γίγαντα. Νέ ες ομοβροντίες συνεκλόνισαν τό άστρόπλοιο. 3Αλλά καί πάλι, μολονότι τά βλήματα καί οί φλόγες τύλιξαν τό κε φάλι τού τέρατος, τίποτε δεν έγινε. — Π ιό χαμηλά!, φώναξε ή Νάνου. Πιο χαμηλά, Τζό. Ό ντέτεκτιβ πραγματοποί ησε πάλι έναν κύκλο πάνω α πό την πλατεία καί τό σκά φος έκανε μ ιά τούμπα στον αέρα κι3 ύστερα, παίρνοντας μιά παράλληλη μέ τό έδαφος γραμμή πέρασε μπροστά φ-
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
πό τό' τέρας. Ή Νάνου κι* ί Μίκυ σημάδεψαν και πάροδό λησαν.' Τούτη ·τή. φορά το τέ ρας έδειξε πώς .ενοχλήθηκε.’ "Έβγαλε ένα μουγγιρητό λυσ σασμένου αγριμιού και σή κωσε ·τά χέρια·. Τά τεράστια, χέρια ' του γαντζώθηκαν στο άστρόπλοιο και* οί -τρεΐς επι βάτες του ένοιωσαν.σά να γί νεται σεισμός. * Τό «ίΠρωτεύς II» έτριξε υπόκωφα καί έμει νε ακίνητο μέσα ' στην αγκα λιά του τέρατος. . 1 —-Παναγιά μου I, ξεφώνησε μέ σπαραγμό ή . Νάνσϋ. Χανόμαστε. * Πρώτος. άνωρθώθηκε ό ντετεκτιιβ κι5 έτρεξε στον μοχλό ~ών .απωθητικών πυραύλων. Τράβηξε άγρια καί τους τέσ-, σερι.ς . μοχλούς. ’ Φλόγες . ξεπε τάχτηκαν από την πρύμη καί οί βροντές των, έκπυιρσοκροτήσεων τράνταξαν τό άστροπλοίο. "Αλλά, τίποτα από ε κείνα που λογάριαζαν δεν έ γινε. Τό «Πρωτεύς II», παρ’ αλην την τρομερή απωθητική δύναμ ιι πού τού έδιναν οί εκ πυρσοκροτήσεις," δεν μπόρε σε νά δεφύγη από τό δόκανο. Χοροπήίδησε δυο Τ.ρ είς, φορές, ταλαντεύθηκε . άλλες τόσες, μά στο τέλος έμεινε ασάλευ το ανάμεσα στά μπράτσα τού γίγαντα.· . ..... —Νομίζω πως τήν.πάθα- ' μ-εξ, βό-γγησε άποκαμωμέ νος ό ντέτεκτιβ. Είναι -απί στευτο. Ποτέ δεν' θά μποροϋ-. σα νά πιστέψω πώς ύπάρχε.ι ένα πλάσμα μέ τέτοια.δύνα μ ιι. Νομίζω πώς· ζώ -ένάν έφι-· άλτη, ,
"Έρριξε μια ματιά στο. 6• δαφος. "Από· ψηλά οί άνθρω ποι στους δρόμους μπροστά στο έξώίκοσμο τέρας .έμοιαζαν σάν μυρμήγκια. Κι" αυτά τά μυρμήγκια, - ξεχνώντας^ τον φο ■ βερό' κίνδυνο που διέτρεχαν νά. βρεθούν κάτω από τΤς πα τούσες του γίγαντα, ^στέκον ταν καί παρακολουθούσαν μέ Φρίκη αυτό. τό· πρωτοφανές θέαμα.. "Ενα ■ θωρακισμένο άατμόπλοιο ακίνητο, ανίκανο νά σαλέψη στά μπράτσα ενός ·■ έξώκοσμοο δντος. —- θεέ μου ! , κραύγασε ή' • Νάνου. Θά διαλύση' τον «Πρώ ■ τέα»! •Κάτι βαρύ βρόντησε στά πλευρά τού άστροπλοίου. Ό γίγαντας μέ ασυγκράτητη λύσσα; κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα μέ τή γροθιά- του οτόιν θώρακα τού σκάφους. Ή θωράκίίσι· άντεξε. Μά στο έσωτειο ικό τού «Πιρωτέα» γυα λιά, ελάσματα κα.ϊ σωλήνες Φωτισμού θρυμματίστηκαν κιιλ έπεσαν μέ πάταγο. Θρόμβοι ιδρώτα ίάνάβλυζαν στο μέ τωπο του ντέτεκτιβ, Μια ά-' γριά οργή-τον έπνιγε. "Αγω ν ιούσέ καί ώργιζόταν. Ό θά,νοιτος ■ ήταν πολύ κοντά. Πλη σίαζε μέ γοργό βήμα αυτόν καί τούς συντρόφους του.· Κι" δ μ ως εκείνο α ήταν .ανίκανος ν’ άμυνθή νά κάνη κάτι γιά "νά τούς σώση... Τό υυάλό- του" σταμάτησε νά δουλεύη. Ό άσσος ,τών ντε τεκτιιβς τού ούρανού, αυτός πού είχε αντιμετωπίσει έκα' τοντάδες κρίσιμες στιγμές ρτή ζωή του -μέ τό χ'αρόγέλο
ι
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ!
στά χείίιλη και. τό πιστόλι· στο χέρι ένοιωθε τώρα άδειο • τό κεφάίλ ι. · του· από σκιέψε ι ς. Έταν φοβερό! Δεν μποροΰ•σε νά σκεφτή, δεν έβλεπε τί ποτα πού θά (μπορούσε νά φέ ρη τή σωτηρία; — • ’Άν κάνη πώς τυλίγει τά. δάχτυλά του' γύρω άιπό τό σκάφος, είπε ό Μίκυ ' κοιτά ζοντας κατά -τό -μέρος της πρύ μης, θά στίίψη κι5 αυτό κι* ε μάς μαζί φυσικά,σάν λεμόνι. Οί τελευταίες λέξεις του .σκεπάστηκαν από ιμιά και νούργια βροντή. Μιά δεύτερη γροθιά πιο δυινατή από την πρώτη συγκλόινιισε τό σκά φος. "Έπεσαν, ο ένας απάνω στόν άλλον. Ή Νάνσυ έκρυ ψε/ τό' χλωμό · πρόσωπό της στο στήθος, τού Σέίρινταν. Ό •Μίκυ ·μέ μιά παράξενη. λάμψι στά μάτια άνασηκώθηκε κι* "έτρεξε' τπρός την πρύμη, Ό ’ ντέτεκτι-β χαΐδεψε τά μάλλιά τής Νάνσυ. • — Θά πεθάνοσμ'ε, 'Τζό !, αναστέναξε- ή κρπέλλα. —"Ίσως ναί. "Ίσως σμως καί σχη αγάπη μου!, απάν τησε εκείνος · γιά νά τής δώ ση κουράγιο. "Ακόμα δεν χά θηκαν άλα.. . Καθώς μιλούσε όμως, έ νοιωσε την καρδιά του νά χτυπάη βίαια. Είδε τον Μίκυ νά δονοίγη την στεγανή πόρ τα τής εξόδου που βρισκόταν στ.ήιν πρύμη καί νά βγαίνη έ ξω. από τό άστρόπλοϋο. Έτρεξε. πίσω ταυ' νά τον έμπαδ ίση. •--—Μίκυ !, φώναξε. ’ ΕΤσςχ ι
23
τρελλός λοιπόν;. Γύρισε πί σω !. Ό ,μικρός όμως δεν στα μάτησε. —· Μείνε στο πηδάλιο, κύ ριε Σέρινταν! φώναξε. Νάσαι έτοιμος μπορεί κάτι νά κα ταφέρω· νά ξεφύγη τό σκάφος άπ" τά χέρια του γίγαντα. —. Μίκυ!, ούρλιασε ό ντέτεκιτιβ. Δεν δοκούς τί σού εί πα; Τό παιδί δμως έκλεισε πί σω του την πόρτα. Τό βλέμιμα τού Σέρινταν γέμισε άπέλ πισία. — Σάλεψε τό λογικό του!, είπε. Πηγαίνει μόνος του νά πέση ατού Χάρου τά δόντια!' "Αοπαξε τον μοχλό ν’ άνοί ξη^ την πόρτα. Μά μιά κοοονούργια γροθιά του γίγαντα στο εξωτερικό περί βλήμα τού άστροπλοίου τον άνέτρεψε. "Έπεσε ανάσκελα κάί χτύπη σε στο πίισω μέρας του κρα νίου. Ή Νάνσυ έτρεξε κοντά του. — Χτύπησες Τζό; τον ρώ τησε μέ φωνή πού έτρεμε καί γονάτισε δίπλα του. — "Όχι, αγάπη μου! Δεν είναι τίποτα!, απάντησε βογ γώντας από τον πόνο. Πρέ πει όμως νά σώσουμε τον Μι κυ· ΘΥΕΛΛΑ ΣΤΘ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
ΑΛΛΑ τ'ίιποτα δεν θά μπο ρούσε νά σώση πια τό τολ μηρό Ελληνόπουλα, εκτός άν πετύχαινε τό σχέδιο πού σφηνώθηκε εντελώς ξαφνικά στο μυαλς του. Το πριδή
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
βγαίνοντας από, τό σκάφος, πήδησε κι* αρπάχτηκε άπο τό αυτί του γίγαντα. Τό τέ ρας κούνησε τό κεφάλι σά νά κατάλαβε κάποιο κουνούπι νά κάθησε στ5 αυτί του. Ό Μίικιυ όμως δον ξεκόλλησε α πό πάνω του. Απεναντίας γαντζώθηκε πιο γερά και άρ χισε νά σκιαρφαλώνη στο κε φάλι του. Στη μέση της ζώ νης του εΐχε το πιστόλι α κτινών πού του είχε χαρίσει ό μεγάλος φίλος του ό ντέτεικτιβ. Σκαρφάλωσε στο κε φάλι και τρύπωσε ανάμεσα ατά σκληρά και ορθά ' .μαλ λιά τού τέρατος. "Ύστερα τράβηξε τό πιστόλι καί στή■ριδε την κάννη του άπάνω στο καύκαλο τού γίγαντα καί πυροβόλησε. Τιρεΐς φόρες πίε σε τη σκανδάλη τη μιά πίσω άπό την άλλη. Ή διαλυτική ακτίνα πού βγήκε άπό τό πι» στόλι του/ μπροστά στην ο ποία καί τά ιπιό σκληρά μέ ταλλα έλυωναν σάν κερά, ού τε φάνηκε νά έγινε άντιληπτή άπό τόιν γίγαντα. Τό παιδί γούρλωσε τά μάτια. — Χριίστούλη μου!, μουρ μούρισε. Αυτό εΐναι άνω πο ταμών ! Λέκα άνθρωποι θά είχαν γίνει στάχτη μ5 αυτές τις ακτίνες καί αυτός εδώ ού τε κάν πήρε εϊβησι. ■Είχε γελαστή όμως ό Μίκυ. Ό γίγαντας κάτι πήρε είδησι. Κάτι άρχισε νά τον τρώη στο κεφάλι. "Έβαλε στη μα σχάλη τού αριστερού του χεοίισυ τό άστρόίττλοιο·, όπως ένα άνθρωπος κρατάει κάτω
τζόλα ψωμί, καί σήκωσε τό δεξιό. Τά δάχτυλα τού δε ξιού χεριού άρχισαν νά ξύ νουν τό κεφάλι. Καί τότε α νάμεσα στά μαλλιά του τά δάχτυλα ανακάλυψαν την πα ρουσίσ τού Μίκυ. Τό παιδί άπό τή μια στιγμή στην άλ λοι βρέθηικίε στον αέρα σάν ένα ποντίκι πού κρατούν άπό την ουρά. Μέ τή διαφορά πώς ό Μίκιυ κρεμόταν άπό τό ένα του πόδι. Τό τέρας είχε πιάσει απ’ τό ένα πόδι τό παι δί καί τό έφερε μπροστά στα μάτια του νά τό έξετάση. νά δη τί ήταν εκείνο τό πράγμα πού έκανε τόση Φασαρία στό κεφάλρ του. Ό κοκκινομάλλης πιτσιρίκος είδιε δυο μάτια στοογγυλά σάν δυο μεγάλα πιάτα νά τόν κυττάζουιν καί, μολονότι βρισκόταν σέ τόσο δύσκολη θέσι, δεν μπόρεσε νά συγκράτηση μιά ακατανίκη τη επιθυμία πού τόν κυρίευ σε. Νά χρησιμοποίηση τις γροθιές του. Τά χέρια του κινήθηκαν γοργά καί οί μικρές αλλά θαυματουργές γροθιές τού παιδιού έπεσαν μέ δύναμι ά πάνω στούς βολβούς τών μα τιών τού τέρατος. Τό τέρας έβγαλε ένα άγριο βρυχηθμό καί άρχισε νά σφίγγη ανά μεσα στά δάχτυλά του τό παιδί. — Ίζάφ Ναϊλά! Ίζάφ Ναϊλά! Ίζάφ Ναϊλά! ^ψιθύ ρισε πνιχτά ό Μίκυ. Πάω πε ρίπατο... Βοήθεια γιατί χά νομαι ! Μηχανικά, χωρίς νά ξέρη
άττο τή μασχάλη μιά φραν
γ.αΐί, τώρα πού ένοιωθε ττφς
ΥηβΡΑΝβΡΛΛΟί έφτασε^ ή τελευταία στιγμή τής ζωής του, ό νους του πή γε στον υπεράνθρωπο του πλανήτη. Πράτ. Ή σκεψι του ταξίδεψε στο ξανθό πρόσωπο με τά γαλάζια μάτια. ’Άν ή" τ αν αλήθεια όσα του είχε π ή ό Λή Πό κιι3 αν ό Ίζάφ Ναϊλά κρατούσε τό λόγο του... χ Αργότερα, έμαθε ό Μίκυ πώς εκεΐνα ακριβώς τά λίγα δευτερόλεπτα πού ^ σκεψι του πήγε στον υπεράνθρωπο του Πράτ μια φοβερή θύελλα έ/νέσκυψε στο διάστημα καί όσα άστρόπλοια ταξίδευαν έκιεΐ είδαν ένα παράξενο φω τεινό μετέωρο πού είχε τό σχήμα ανθρώπου νά διασχίζη |μέ ιμιάν^ ασύλληπτη ταχύ τητα τό χάος κάί νά κστευθύνεται προς τή Γή.3Αργότε ρα τό έμαθε αυτό. Τούτη τή στιγμή όμως είδε ό Μίικυ έ ναν άνθρωπο μέ ιμιά πράσινη αστροναυτική φόρμα καί μ:ά μπέρτα κόκκινη ιμέ χρυσά κνο σιια ατούς ώμους νά πεταη στον ιάέρα καί νά πέφτη σάν βολίδα άπό τον ουρανό απά νω στο τέρας. Τά μάτια του γουρλώ σαν ε κ αθώ ς άναγνώρ ι σε τον άνθρωπο μέ τήν πρά σινη, φόρμα. — Ό Ί ζάφ Ναϊλά!, ξεΦωνηισε,. Σ’ ευχαριστώ, θεμου! Τά δάχτυλα τοΰ τέρατος παρέλυσαν καί ό Μίκυ ένοιω σε ξαφνικά νά ελευθερώνεται άπό τό φοβερό σφίξιμο. Εί δε τά (μάτια του γίγαντα νά στριφογυρίζουν τρομαγ|μέν α μέσα ιστίς κόγχες τους καί... λιπ®§άμησε.
ΙΖΑΦ ΝΑ,Ι,ΛΑ ΜΙ ΜΙΚΥ
ΟΤΑΝ συνήλ θε βρισκόταν στο κρεββάτι ενός νοσοκ ο μιείίιου. Έ ξ ω άπ3 τό νοσο κομείο ήταν παρατεταγμένα αγήματα αστυνομικών καί αστροναυτών. Μπροστά άπό τά αγήματα ή στρατιωτική φιλαρμονική τής Γήινης Κοι νοπολιτείας έπαιάνιζε θριαμ βευτικά εμβατήρια. 'Πάινιω ά πό τό κεφάλ ι του στεκόταν ό Σέρινταν, ή Νάνσυ καί ό ε πιθεωρητής Χόβαρτ καί τού χαμογελίούσαν. Χαμογέλασε κι3 αυτός. — Ή Νέα Ύόρκη δεν θά ξεχάση ποτέ τό μεγάλο κα τόρθωμά σου, Μίκυ!, είπε σοβαρά ό ίινσπέκτορ Χόβιαρτ. "Ολη ή ιΓή, καί όλοι οί πλα νήτες ξέρουν πώς έσωσες μέ την αυτοθυσία σου εκατομ μύρια ανθρώπων άπό βέβαιο θάνατο. Ή άινθρωπότης σ’ ευγνωμονεί πού νίκησες καί σκότωσες τό φοβερό τέρας... Τό παιδί κούνησε τό κεφά λι του. — Αέν έκανα τίποτα έγώ, είπε. — Νά σου λείπουν οι με τρ ιοφρο σύνες, π ιτσ ιρΐκο!, τον μάλλωσε ό Σέρινταν. "Ολος ό κόσμος παρακολούθησε τήν άγρια μάχη πού έδωσες μέ τό τέρας. Οί εφημερίδες δη μοσιεύουν στις πρώτες σε λίδες τή φωτογραφία σου καί
ΥΠ'ΒΡΑΝθΡΠΠό £
26
τίεριγιραοψοι/ν μέ λεπτομέρειες την ηρωική σου πράξκ. Άκσύς τις .μουσικές στο προαύ>ιο του νοσοκομείου; —Ναί, τις ιάκούω. Είναι για σένα, χρυσέ μου-Μίτου!, είπε ή Νάνου και τον αγκάλιασε. Το ' Ελληνόπουλο άνακάθησε στο κρεββάτι και γούρ λωσε τά μάτια του. .— Μα εγώ δεν έκανα τί ποτα, σάς λέω!, δ ι αμάρτυρηθηκε. Ό Ίζάφ Ναΐλά! Αυ τός, ιμάλιστα! Ό Ί ζάφ Ναϊλα, ό Υπεράνθρωπος, νίκησε τό τέρας καί έσωσε τη Νέα Ύάρκη. Ό Χόβαρτ έκλεισε τό μά-, τι μέ νόημα στον ντέτεκτιβ. — Είναι ζαλισμένος ακό μα, του ψιθύρισε σκύβοντας στ' αυτί του. "Ισως το Ο νρειάζονται λίγες . ίμερες ήσυχία... Ό Σέρινταν ένευσε κατα φατικά. -— Ναι, φυσικά! Πρέπει νά ήσυχάση λίγο. Κι; ύστερα από δυο μέ ρες ρμως^ πού βγήκε από τό νοσοκομείο, ό Μίκυ έξαικολού θησε νά διαμαρτύρεται καί να μιλάη γιά τον Ίζάφ Ναϊλά. Άλλα κανείς δεν τό πί στεψε. Γιατί κανείς 5έν εί χε δή τον Υπεράνθρωπο μέ την πράσινη φόριμα. Αέν ήξε ρε ακόμα ό Μίκυ στι ό Ίζάφ Ναϊλά ήταν άρρατος για τούς άλλους καί ιμονάχα αυ τός είχε την δύναμι νά τον βλέπη... * * Α
Ή φασματοσκοπική
άνά-
λυσι τής πράσινης * στάχτης πού είχαν βρή στο Ν ιού ΤΊρεν στον καί πού προερχόταν α πό τον ιπτάμενο δίσκο πού είχε μεταφέρει στη Γή τό έξω κοσμο τέρας, απέδειξε ενδια φέροντα πράγματα.Τό άστρο πλοίο · είχε κατάσκευσσθή στον πλανήτη Αφροδίτη·.. . —Δεν είναι απίθανο λοι πόν, Τζό,' οι εξαφανίσεις των άστροπλοίων καί τό έξώκοσυο τέρας νά έχουν κάποια σχέσι μεταξύ τους: »Γι’ αυτό πρέπει νά ταξιδέψης ώς εκεί πάνω τό συντομότερο. 'έίπε στον Σέρινταν ό Χόβαρτ. Στοιχηματίζω πώς, άν δέν προφτάσουμε, θάχουμε σύν τομα" κι5 άλλες παρόμοιες ε πισκέψεις τεράτων. . —5 Εν. τά ξε ι ίνσπέκτορ ! Θά πάω στην Αφροδίτη (*),. "Υ στερα από δυο μέρες ξεκινάω, μέ τον <4Πρωτέα» ! ΑΠΑΓΩΓΗ
ΑΑΑΑ τό ίδιο εκείνο. β(ρά' δ υ κάτι, έγινε κι’ ή άναχώρη σ ι από τη Τη συν τομέύτήικιε. Κά ποιος άγνω στος μ πή κ έ στο σπίτι τής Νάνου. Έβιλγκτον. Ή κοπέλλα κοιμόταν. Ή πόρτα του δωματίου τ^ς (*) Ό πλανήτης Αφροδίτη $1.ναι· τό οίστρο πού λέμιε Αυγερινός ή 'Έστπερος. Ή Αφροδίτη βρίσκεται πολύ πιο ικιονιτα από τήν Γή στον "Ηλιο και απέχει από αύτόν 108.000.000 ,χι'λιιόρετρα, ένω ή" Γή Απέχει άπό τον' "Ήλιο 148.000.000
ΥΠΕΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο Τζσζ Σέριίινίταν ιεΐδε γύιρω άτό εν>αν ττύιροουλο να πηγοανοέιρχΌνται μερικοί άνθρωποι,
άνοιξε αργά και αθόρυβα, "Ενα κεφάλι πρόβαλε ατό ά νοιγμα τής πόρτας καί διυό
27
σκοτεινά μάτια, · παράξενα και θολά; εοριξαν έρευνηκά βλέμματα μέσα στην κάμα ρη. Στο βάθος του δωματίου ήταν το κρεββάτι. Ό νυκτε ρινός επισκέπτης στήίλωσε τ’ αυτί κι5 άφουΥκιοάστηκε. ν Ακούσε την κανονική ανα πνοή τής κοπιέλλας και χα μογέλασε άσχημα.Πέρασε τό κατώφλι. Οί σόιλίες των παπου τσιών του από χοντρό κρεπ δεν έκαναν κανένα θόρυβο. Διέσχισε μέ 'βήμα γάτας τό δωμάτιο καΐί πλησίασε τό κρεββάτ ι. Πάτησε τό κουμπί του ηλεκτρικού φαναριού πού κοατουσε κι9 ένα εκτυφλωτι κό κύμα φωτός έπεσε απάνω . ατό πρόσωπο τής Νάνσυ. Ή Νάνου άνοιξε ξαφνιασμένη τά υάτια μά τά ξανάκλεισε σχε δόν αμέσως θαμπωμένη άπό τό φως. Ό νους της πήγε στο πιίστόλι. Τό πιστόλι της· ήταν κάτω άπό τό μαξιλάρι της. Μέ μιά γρήγορη κίνησι άπλωσε τό χέοι. \0 άγνωστος όμως που βρισκόταν πάνω άπό τό κεφάλι της πέταξε τό φανάρι* καί τήν πρόλαβε. Τήιν άρπαξε, τήιν άνασήκωσε σαν πούπουλο άπό τό κρεββάτ ι καί μέ βιαστικό βήμα κατ ευ θύνθηκε προς τήν πόρτα. Ή Νάνσυ ξεφώνησε άγρια καλών τας βοήθεια, ενώ ταυτόχρονα πάλευε απεγνωσμένα νά ξεφυγη άπό τά χέρια του άγνώ στου. Τά νύχια της γρατζούν.ΐσαν τό μούτρο του καί μα τωμένες ευθείες σχεδιάστη καν στο μέτωπό του. Πρύλλισε άπό τον πόνο καί σήκω σε τή γροθιά του. Ή γροθιά
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ταυ Έπεσε βοορειά σαν σιδερέ νιο σφυρί στο κρανίο τής Νάιν συ. Ή ικοπτίέλλα δοκίμασε νά φυλαχτή. 5Αλλά ένα πιό δυινατό χτύπημα τήιν ζάλισε. "Ένοιωσε νά χάινη τό φως ^ης. "Ολα πήραν μιά σπίθα νη βόλτα γύρω της. Ζαλίστη κε, έκλεισε τά μάτια κι* εχασε τίς αισθήσεις της. — Τώρα θά πάψης νά Υίραντζουνάς!, μούγγρισε ό άντρας. Κρατώντας την αναίσθητη κοπέλλα στά χιέιρια βγήκε έ ξω άπό τό δωμάτια. Διέσχι σε τον διάδρομο, πέρασε την μιικιρή αυλή ,μέ τον κήπο καί βγήκε στο διοόιμο. Ό δρόμος ήταν σκοτεινός. Μέσα άπό το σκοτάδι κάτι κινήθηκε. "Υ στερα άναψαν κι" έσβυσαν τά φώτα όνος αυτοκινήτου-. "Ακούστηκε σαν άπάντησι έ να σιγανό σφύριγμα. Τό αυ τοκίνητο πλησίασε ιμέ σβυστά φώτα. —Τί έγινε; ρώτησε ή φω νή του σωφέρ. λ— "Εν τάξει! μικρή κοι. μάται σάν αγγελούδι. "Οταν άνοιξη τά ιμάτια της, θά ταξιβεύη στους ουρανούς κι5 ό άρραβωνί αστικός της ό Σέρινταν άδικα θά τήιν άναζητάη παντού. ^ "Έβαλαν μέσα στο αυτο κίνητο τήν άναίσθητη κοπέλλσ καί τό αυτοκίνητο ξεκί νησε. Δίπλα της κάθησε ό ά γνωστος. Κύτταξε τό ρολόι του. —Πάτησε λίγο τό γκά ζι!, εΐπε στον σωφέρ. ’ΑΡ" γήσαίμε καί τά παιδιά θ5 άρΓ
I
χίσουν ν" ανησυχούν. Ό σωφέρ κούνησε τό κεφά λι κι" έρριξε ένα βλέμμα στά πόδια του. Στά πόδια του κουλουρ ιασμένος ήταν ό Μίκυ. Τό παιδί κρατούσε ένα πι στόλι άκτίνων στο χέρι. Ή κάννη του πιστολιού ήταν καρφωμένη στο δεξιό πλευρό του σωφέρ. Ό σωφέρ έτρεμε. — Που θά πάμε; ρώτησε ό Μίκιυ χαμηλόφωνα. Που εί ναι τά «παιδιά» που σάς πε ριμένουν; Απάντησε μου ψι θυριστά χωρίς νά μιυρτστή τί ποτα ή παρέα σου. "Αν κά νης τον έξυπνο στήν άναψα! — Όδος Ράϋ' 273, ιμουρμούρ ισε φοβισμένος έκεΐνος. — Όκέϋ! ^ "Άν λες ^ την άλήθεια, θά πώ του κυρίου Σέρινταν νά σου δώση μερικά έλαφιρυντικά δταν γίνη ή δίκη σου. — Τί έπαθες καί παρα μιλάς, Πάτ; άκούστηκε άπό τό πίσω μέρος του αμαξιού ή φωνή του άγνώιστου που κσ θόταν δίπλα στη Νάνου. Μο νάχος σου μιλάς; Ό σωφέρ ξερόβηξε. Τό πι στόίλι πού κρατούσε τό παι δί πίεσε περισσότερο τό πλευ ρό του. Κι" άν είχε πάρει γιά μιά στιγμή τήν άπόφασι νά μιλήση, καθώς ένοιωσε τήν παγωμένη, κάννη του δπλου, μετάνο-ιωσε. — Κάτι σκεφτόμουν. Μαϊκ!, εΐπε κι" άναστέναξε. ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΙΟΑΣΣΕΤςί ΕΝΑΝ ΚΑΚΟΥΡΓΟ
ΑΝΑΣΤΕΝΑΞΕ γιατί αυ τός, ένας κοτζάμ άντ'ρας
μέ παρελθόν στις φυλακές τής Νέας Ύόρκης, γνωστός στον υπόκοσμο τής μεγάλης αυτής -πολιτείας -μέ το όνοιμα Πάτ ό Στραβοπόδης, την έπαθε σαν αγράμματες από ένα παιδί. "Ενα τέταρτο νω ρίτερα ό Μίκυ, σταλμένος α πό τόν θρυλικό ιντέτεκτιβ νά ρίξη κάτ,ω άπό την πόρτα τής Νάνσυ έναν άστραχάρτη τής περιοχής του^ πλανήτη Αφροδίτη., που του εΐχίε ζη τήσει άπό νωρίς ή αρραβω νιαστικιά του, έφτασε στον στενό δρόμο καί παραξενεύ τηκε όταν είδε ένα αυτοκίνη το μέ σβηστά ψώτα νά περιμένη στη γωνία. Μέσα στο μυαλό του παιδιού πέρασαν ανήσυχες σκέψεις. Ό ^νους του πήγε άμέσως στη Νάνσυ. Κάτι συινέβαίνε μέ την Νάν συ. Τό αυτοκίνητο -μέ τά σβυ σ,μένα ψώτα δεν ήταν καλό ση μάδι. Πιρίν καλά—ικαλιά σκεψτή τί έπρεπε νά κάνη, ακού σε μια κραυγή. Αναγνώρισε τή ψωνή τού κοριτσιού. Χω ρίς νά διστάση έτρεξε προς τά έκεΐ. Αυτό^ήταν ένα σφάλ μα. Γιατί εκείνος πού βρισκό ταν -μέσα στο αυτοκίνητο, εί δε τό παιδί νά τρέχη καί κα τάλαβε. Σάλταρε έξω. άπό τό αυτοκίνητοι καί έκοψε τόν δρό μο τού Μ-ίκυ. —Κάθησε στ5 αυγά σου, πιτσιρίκο!, τού είπε. Φρόνι μα καί μην άνακατευεσαι σέ ξένες δουλειές! Τό άφοβο Ελληνόπουλο ό μως δέν ταν ακούσε. Δεν εί χε καμμιά δρεξι νά τόν ακόυ α η. "Εκανε νά π ραχορήση καί
τότε 6 άγνωστος σήκωσε τή γροθιά του. Τό παιδί έσκυψε κι3 ή γροθιά πέρασε πάνω ά πό τό κεφάλι του. Ό άντρας βλαστήμησε κάί ό Μίκυ πέ ρασε στην άντεπίθεσι. 'Ασυγ κράτητος ώρμηισε άπάνω του καί τά χέρια του κινήθηκαν κεραυνοβόλα. Οι γροθιές του τινάχτηκαν άγρια προς τά εμπρός κι3 ό Πάτ ό Στραβο πόδης ένοιωσε πολύ άσκημα καθώς δέχτηκε ιμέσα σ3 ένα δευτερόλεπτο είκοσι χτυπή ματα. "Εκανε προς τά πίσω καί δοκίμασε νά βγάλη τό πι στόλι του» — Τώρα θά σου δείξω, βυ ζσνιάιρ ιικο !, μουγγρ ι σε. "Εβαλε τό χέρι στην τσέ πη κι3 έβγαλε τό όπλο- του. Τό κορμί τού παιδιού τινάχτη κε σάν ελατήριο. Σάλταρε καί φουχτιασε τόν καρπό τού χεριού που κροτούσε τό απλό. Μέσα σ3ένα εκατοστό του δευ τερολέπτου τό πιστόλι άλλα ξε κάτοχο. Ό Μίκυ είχε πά ρει τώρα τό όπλο στά χέ ρια του. Τά μάτια του λάμπάνε. "Ακούσε βήματα. "Ερ~ ρίξε ένα βλέμμα πρός τό σπί τι τής Νάνσυ. θδε κάποιον πού διέσχιζε τόν κήπο κρα τώντας στά χέρια την άναυ σθητη κοπέλλα. Τό μυαλό του δούλεψε γοργά. — Πέρασε στη θέσι σου!, διέταξε τόν σωφέρ. ’Άν άνοι ξης τό στόμα σου, θά σού Φυτέψω μερικές ακτίνες στο κορμί καί θά ευχαριστηθώ πο λύ όταν σέ δώ νά γίνεσαι στάχτη... Προχωρεί χωρίς χα σομέρη Καί-νά ξέρης πώς
πρέπει νά κάνης δ,τι- σου πώ. Ό Π'άτ ό Στραβοπόδης εί δε πώς δέν μπορούσε νά κάνη διαφορετικά.· Τό πιστόλι του, που βρισκόταν τώρα στα χέρια αυτού του κοκικιινομάλ λη πιτσιρίκου, τόιν σημάδευε. Κι5 ό πιτσιρίκος δεν φαινόταν νά άστ ε ιεύετα ι. Προχώρησε στο αύτοικίίνητο καί μπήκε μέ σα. Στά πόδια του κουλού ρι άστηκε τό παιδί. Ή κάννη του δπλου καρφώθηκε στο πλευρό του συμμορίτη. Δυο λεπτά αργότερα ήρθε άλ-, λος μέ την αναίσθητη Νάνσυ. Καί τώρα πού τό αυτοκίνητο έτρ-εχιε προς την όδό· Ράϋ ό Μίικιυ πάτησε ένα κουμπί πού βρισκόταν κάτω από τό ρο λόι του χεριού του καί τό ένα από τά ' καπάκια του ά νοιξε. Έταν τό ρολόϊ αυτό ένα φορητό μικροσκοπιικό ρα διοτηλέφωνο. Τό παιδί άρχι σε χαμηλόφωνα νά μιλάη στό ρολόι καλώντας στό μήκος κύματος του σπιτιού1 του τον διάσημο ντέτεκτιβ. "Οταν πή ρε επαφή αναστέναξε (μ3 άνακαύφίσι: — Έδώ Μ'ίκυ! είίπε. Ε λάτε στην οδό Ράϋ 273. Νάν συ κινδυνεύει. Ράϋ 273. — Τί συμβαίνει Μίκυ; ρώ τησε με αγωνία ό ντέτεκτιβ — Δέν μπορώ νά μιλήσω ελεύθερα. Ελάτε δσο^ μπο ρείτε πιο γρήγορα. Κάποιοι άρπαξαν την Νάνου καί την ■μεταφέρουν έκεΐ με αυτοκίνη το. — "Έρχομαι!, ακούστηκε
βραχνή ή φωνή τού ΣέριΑ ταν. . .. Τό. παιδί έκλεισε τό κα πάκι τού ρολογιού του καί έρ ρίξε μιά.ματιά προς τά έξω. Τό αυτοκίνητο διέσχιζε τώρα την 5η. λεωφόρο. "Ήξερε· πώς ή 65ος Ράϋ'ήταν μακρυά α κόμα. ·Πεντακόσια μέτρα πέ ρα από τό τέρμα τής οδού Ράϋ βρισκόταν ένα από τά πολλά πυραυλοδράμια.. τής Νέας Ύόρκης. Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΠΥΡΑΥΛΟΣ
·
"
Ο ΣΕΡΙ ΝΤΑΝ μ έ μ ά τια πού.· καί γανε από συγ κίνηση άλ λ ά μέ σταθερά^ χέ ρια ώδηγούσε • τόάεροδ υν αμικό του Χάστεϊν μέ ίλιγγ ιώ δη^ ταχύτητα ανάμεσα, από τούς πολυδαίδαλους, δρόμους τής Νέας Ύόρκης, άποφεύγοντας τις μεγάλες αρτηρίες δπου ^υπήρχε μεγάλη κίνησι καί ήταν φόβος νά καθυστέ ρηση, Ή ·λιγόλογη συνομιλία πού είχε μέ τόν Μίκυ τον κρατούσε σέ· φοβερή αγωνία. Ή Νάνσυ κινδύνευε! Στην ί.δέα μονάχα πώς ή μελαχροι νη κοπέλλα, πού αγαπούσε οοό τίποτε άλλο στόν κόσμο, μπορούσε νά πάθη κακό ένοιω θε τά νεύρα του νά τεντώνωνται επικίνδυνα. Μέ ολόκληρη μεραρχία κακούργων θά . μπο ρούσε νά τά βάλη για νά την απελευθέρωση. ' Σύντομα, ά φησε πίσω του τούς γεμά-
τους απτό πολύχρωμες ψωτετ• νές επιγραφές · δρόμους, . πέ ρασε κάθετα τήν 5η λεωφόρο καί. έφτασε στην οδό ,Ραϋ* "Αφησε τα αυτοκίνητό του σέ μια πάροδο καί .μέ τα πό δια πλησίασε τον αριθμό 273. "Έμοιαζε εξωτερικά μ" ένα ρεγάλο γκαράζ. Τό β'λέμ ■ μα του πλανήθηκε σ" όλα τά γύρω. £Ολόκληρο τό. οικοδομή -. κό τούτο τετράγωνο φαινό ταν ακατοίκητο.. "Ολα τά σπί τια ήταν παλιά καί ερειπω μένα. Αντίθετα όμως .από τά σπίτια, τό γκίαράζ έδειχνε περιποιημένο καί. πρόσφατα επισκευασμένο, ^ έξωτερι ικ ά τουλάχιστον. Στο δεξιό μέ ρος τής μεγάλης , εισόδου, πού ήταν κλειστή, είδε- μια . μικρή πόρτα. Πλησίασε μ^έ . προφυλάξεις προς τά εκεί. .Κι* αυτή ή πόρτα, ήταν κλει στή. "Έβγαλε από την τσέπη· του ένα ιμι^ροσκοπικό ©ργα* · λεΐο, .μπροστά στο όποιο καμμιά (κλειδαριά ■ δέν μπο ρούσε ιν" ιάντισταθή. Ή πόρ τα άνοιξε αθόρυβα . Προχώ ρησε σ" ιενα κακοφωτ ισμόνο διάδρομο πού έβγαινε,στή με ■ γάλη σάλα τού γκαράζ. Κρύ φτήικε πίσω από ,μιά γωνιά κι5 ρρριξε μιά ματιά στο βά θος. «Είδε ανθρώπους γύρω α πό έναν πύραυλο. Οι άνθρω-. πο ι πήγα ιινοέρχοντ αν β ισστ ικά ιμεταφέροντας εφόδια στο εσωτερικό τού πυραύλου. Έ βγαλε τό πιστόλι του καί τό. βλέμμα .του έγινε θολό. Τήιν ίδια, στιγμή όμως κάτι έγινε
.καί στήλωσε' τ' αυτή "Εξω στό δρόμο άκουσέ. κάποιο αυτοκίνητο ινά. φρενάρή από τομα·. Ταυτόχρονα αναγνώρι σε μιά φωνή —- Φυλάξου, Νάνσυ! έλε γε ή φωνή. Ή φωνή ή;ταν του Μίκυ. Ξέ χάσε τον πύραυλο καί ωρμησε -σάν κεραυνός μέ τό πι στόλι στό χέρι, έξω στο δρό μο. Είδε τή Νάνσυ·. Κάποιος τήιν τραβούσε βίαια προς τήν πόρτα τού γκαράζ. "Ενας άλ λος. πάλευε' μέ· τον Μίκυ. Τό παιδί κυλιώταν μαζί του ·στό δρόμο μπροστά στίς ρόδες τού στ α)μ ατημέναυ αυ γοκ ;νή του. Ό Σήρινταν έσφιξε τά δόντια καί πυροβόλησε. Ή ακτίνα πού βγήκε από τό πι* στόλι του .πέτυχε · ανάμεσα στά δυό φρύδια, τον. συμμορί τη πού έσερνε τή Νάνσυ.. Ό ικακούιργος βογγώντ ας επεσε ανάσκελά. ·. Ή Νάνσυ έτρεξε κοντά στον ντέτ εκτ ι β. —Τζό!, φώναξε. . —; Είσαι εν τάξει,- Νάνσυ; ρώτησε αυτός. ' "Ένας πυροβολισμός αντή χησε. Ό ιντέτεκιτιβ χλώμιασε.. Μ' ένα . πήδημα βρέθηκε πάνω άπρ τούς δυο ανθρώπους πού ' πάλευαν σφ ι χταγκαλιασμένοι στό χώμα. Ό Πάτ ο Στραβό πόδης είχε πάρει τό πιστόλι' από τά χέρια τού Μίκυ καί προσπαθούσε τώρα νά σκοτώση, τό παιδί, ' — Πέταξί τό πιστόλι πού κρατάς!, ούρλιασε ό. Σέριν-' τον.
Ό συμμορίτης όμως δέν α κούσε. ^Εστρεψε την κώννη προς το μέρος του καί πίε σε την σκανδάλη. Ό ντέτεκτι-β σάλταριε πλάγια. Ή α κτίνα δεν τον άγγισε. 3 Αντ επυ ροβόλησέ^ Ό Πάτ ό Στραβό πόδης επαψε ινά κουνιέται. Ό Μίκυ τινάχτηκε ορθός. —Λίγο άκόιμα και θά ή μουνα μακαρίτης!, είπε ευ" θύμα τό παιδί.* Μά σχεδόν αμέσως γούρλω σε τά μάτια. Ακούστηκαν βροντές. Ή στέγη του γκαράζ άνοιξε καί μέσα από τό γκαράζ τινάχτηκε προς τον Ουρανό, αφήνοντας γλώσσες φωτιάς πίσω του, ό πύραυλος. —- Ελάτε μαζί μου!, φώ ναξε ό Σέρινταν. Δεν πρέπει· νά τους άφήσουμε να ξεφύγουν. Στο πυιραυλοδρόμιο! Έτρεξαν καί μπήκαν στο αυτοκίνητό του. Τό αυτοκί νητο ξεκίνησε μουγκρίζοντας καί ύστερα από τρία λεπτά έμπαινε σά σίφουνας στο πυραυλοδρόμαιο. Τό καταδιωκτι κό άστρόπλοιο «Πρωτεος» ή ταν έκεΐ καί τους περίμενε. 'Ώρμηισον στον «Πρωτέα» καί ό Σέριινταν ρίχτηκε στους μοχλούς τών άπωίθητ ΐικών πυ ραύλων. Τό άστρόπλοιο χο ροπήδησε καί τινάχτηκε μέ βροντές στον ουρανό. Το βλέιμ μα του _ντέτεκτΐ'6 έψαξε τον ουρανό, -εχώρισε τον πύραυ λο σαν ένα μαύρο αημαδάκι, πολύ μακρυά. — θά τούς φτάσουμε!, εί πε. Την ίδια στιγμή όμως άνσα
Ψαν καί Ισβυσαν ι*ά φωέάκίά τής οθόνης τής τηλεοράσεως του σκάφους. Ένα άγριο πρόσωπο σχεδιάστηκε στήν οθόνη. Φορούσε στολή στρα τιωτική καί τά μάτια του ή ταν γεμάτα απειλή. Μια φω νή πού έτρεμε από λύσσα α κούστηκε: «Γύρισε πίσω στή Γή, Σέριινταν! Γύρισε πίσω καί άφησε ήσυχους τούς αν θρώπους μου πού ταξιδεύουν μέ τον πύραυλο. Σέ προεδοποιώ. ’Άν δοκιμάσης, νά πλη σιάσης στην Αφροδίτη·, εί σαι χαμένος!» Ή φωνή στα μάτησε νά σικούγεται καί ή μορφή πού σχεδιαζόταν στην οθόνη, χάθηκε. — Ποιος ήταν, Τζό; ρώ τησε ή Νάνου. Ό θρυλικός ντέτεκτιβ τών ουρανών άνασήικωσε τούς ώ μους καί χαμογέλασε — Κάτι μου θυμίζει αυτός ό άγρ(.άνθρωπος!, είπε. Αέν ξέρω τι ακριβώς. Έκεΐνο πού ξέρω ρμως σίγουρα είναι δτι μάς έτοιμάζει μια ωραία υ ποδοχή στην Αφροδίτη, θά πάμε λοιπόν νά τον ανταμώ σουμε. — Πρέπει νά ειδοποιήσου με όμως προηγουμένως τον Χόβαρτ, τού θύμισε ή Νάν ου. —- Έχεις δίκιο Νάνσυ. Πρέπει νά τού ζητήσουμε την άδεια. Μέ κινήσεις όλο πυρετό γυ ρ.σε ένα κουμπί καί σέ λίγο, στο καντράν τής τηλεοράσε ως σχεδιάστηκε ή μορφή I* νός μπσυλντόγκ.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
—Σέ ττήιρα για να σου α ναφέρω..., άρχισε ό ιντέτεκτί'β καί ρέ λίγα (λόγια του είπε ιά καθέκαστα, ζητώντας του την άδεια ν’ άπογενοοθτη για την Αφροδίτη. — Καί ακόμα κάθεσαι; γρύλλισε αυστηρά τό μπουλντόγκ. * ☆ Ά Τίό χέρι του κινήθηκε γορ γά. Δυο ι μοχλοί τραβήχτηκαν Τ Ε
33
π)ρός τά πίσω. Δυο άκάμα α πωθητικοί πύραυ)λοΙ ι> Εκτινά χτηκαν καί τό καταδιωκτικό τής ΔιαπλανηπΊκής Αστυνο μίας διπλάσιασε την ταχύτη τά του καί, ξεφεύγοντας από την ελξι τής Γης, ιμίπήκε στο μαύρα ικιάί αδιαπέραστο σκο τάδι τού διαστήματος. Ή άπόστασι πού χώιριζίε τόν «ΓΊιρωτέα» από τόιν ιμυστηριώδη πύραυλο γινόταν ολοένα καί 'μικρότερη. 0 I
Συγγραψεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται ή άναδηιμασίευσι ς
0 ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ >
Μέ τό τεύχος 8, κλείνει ό πρώτος τόμος τού «ΥΠΕΡΑΝ ΘΡΩΠΟΥ». "Οσοι από τους αναγνώστες μας θέλουν νά δέ σουν τά τεύχη τους, σ5 έναν ώραΐο καί χρυσοπανόδετο τό μο, μπορούν νά τά φέρουν στά γραφεία μας (Λέκκα 22, υ πόγειον), καταβάλλοντας τό ποσόν των 5 δραχμών, πού εΐναι ή αξία τής βιβλιοδεσίας.
<
1
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφείοι : 'Οδός Λέκικα 22 — ΑΡΙΘ. 9 —Τιμή δρίαιχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ)ντής: Γεωργ. Γεωργ ιώδης,. Σψιγγός 38. Προϊστά μενος Τυιτογραφείου: Άναστ. Χοοτζηβαοσι λείου, ΣαπτφοΟς 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεωργ ιάδην, Λέκκα 22 ’Αθηναι
Τό εττόμιενο τεύχος τού «Ύττερανθρώττου». τό εχει' τον τ ίμλο
10 ττΌυ
01 ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΨΑΡΙΑ εΐνα.ι εινια απτό τά σιΰγικλοιν ιστικώτεια,α τεύχη όπτ-ου, 6 ή,ρωϊκός ντέ/τιεΚιτιβ τής Αντρικής Ασφάλειας Τζόε Σέίριινίταιν1 μέ την άρίράβωινΊίωστιιικιά · του Νσινισυ
κιαΐ τό «ίτ-ριό-μίΤίΓΓο
'Είλληνάττουλο Μίικυ, :βρ'ίΐσίκο:νται άντίιμειτωττοΗ με ©να είδος ανδίρώττων που -μίοιιάΐζοσν με ψάρια! Θα σταΐματήριηι ή ανα πνοή σας άττΛ την αγωνία: διιώβαζοιντας τό έπτόμίενο τεύχος!
^-----4 ΑΚΟν, ΝΤΑ-ΡΟ! ΜΕ ΚΑΛΕΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΙ ΤΟΝ ΒΑΓΚΑ,Ο ΤΖΑΜΠΟνρί ΖΤΗΖΟνΓΚΛΑ , οηον τρ ΠΑΙΛΙ-ΑΓΡ1Μ1 ΖΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΑΓΡΙΟ ΓΑΤΟ τον τον ΝΤΑΡζ} ΑΝΤΗΧΕΙ ΕΝΑ
ΤΑΜ-ΤΑΜ...
]\\ΧΟ ΑΡΓΟΤ£ρΑ,ΤΟΤΓΑΙΑ1-ΑΓρΐΜΐ ΦΤΑΝΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ Ν Τ ΖΑΜΤΌν Ρ| ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ V· - ■ -^ο ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΟΥ, ΠΑΙΔΙ-ΑΤΡΙΜΐ!
ΟΙ βΑΤΟνίΙ,ΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΖονΤΚΛΑΣ, ΜΑΣ ΕΠΕΤΕΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΑΡΠΑΞΑΝ ΤΟΝ ΚΗΤΟ ΤΟΝ Γνΐ Ο
—ν_^
λΚΗΤΟ,
βΒ^^ΓΓΟΝ Φ»ΛΟ Μ Ον 5
ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ, 1 ΤΖΑΜΠΟΥΡΙ
ΟΙ ΑΝΘΡΜΠΟΙ ΦΑΡΙΑ
5Από ψηλά είδαν μια μεγάλη πο λιτεία μέ παράξενες μηχανικές εγκαταστάσεις που έδειχναν δτι τό άγνωστο αυτό άστρο είχε κα τοίκους λογικά οντα.
ΣΥΓΚΡΟΥΣ1Σ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Ο ΤΖΟΕ ΣΕΡΙΝΤΑΝ, ό θουΐλ ΐικός αστροναύτης ντέτεκτί'β, ό φόβος καί ό τρόμος των κακούργων, ό αμείλικτος τ μωρός κάθε έξώικοσμου κα κοποιού πλάσματος, ακούρα στος προστάτης τού Δικαίου καί τής 3Ανθίρωιπότήτας, ώδηγούισε δπως πάντα μέ σταθε ρό χέρι τον «Πρωτεα II» τό δοξασμένο θωρακισμένο άστρόπλοιο τ ή ς Δ ιαπλανητ ι κής 5Αστυνομίας που έτρεμε αέ ίλλιγγιώδη ταχύτητα μέ σα στο διάστημα. Τό βλέμ μα του Σέρινταν έλαμπε κά-
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
θε τόσο παράξενο: καθώς πς γαΐιναε,ρχότοον από . τό καν τράν του ραντάρ στους δεί κτες τών μετρητών των πολύ πλοκών μηχανημάτων πλεύ σεως και .ταχυτήτων. Μέσα, στο καντράν του ραντάρ υπήρ χε ένια- ασήμαντο σημαδάκι που ολοένα μεγάλωνε και πε ρισσότερο. Αυτό σήμαινε πώς ό «'Πίρωτεύς I I» κέρδιζε άπόστασι. "Ενα χαμόγελο ικανό πο.ιήσεως κρεμόταν στά χεί λη του .ντέτεκτιβ. — Σέ μια ώρα τό-πολύ θά τούς έχουμε φτάσει!, μαυρ μούρισε. Θά ,τούς κόψουμε τό δρόμο και θά τούς υποχρε ώσουμε νά δώσουνε μάχη · γ να παραδοθούν. ’Άν γίνη τό τελευταίο θά είναι καλύτερα.Θά τούς αναγκάσουμε νά μά~ ακολουθήσουν σ’ ένα από τά Φυλάκια Άστρικής Ασφαλεί ας του ’Άρη καί θά τούς α νακρίνουμε. Τότε ίσως μάς πούνε- κάτι γιά τόν εξώκοσμο γίγαντα πού γκιρέμισε τούς μισούς σχεδόν ουρανοξύστες τής .Νέας Ύόρκης γιά νά κά νη περίπατο· στην πλατεία Ούάσιγκτον. Θά μάθουμε^άκό μα και γιά ποιο λόγο χάλα σαν τον ύπνο σου Νάνσυ και σέ τραβούσαν αιχμάλωτη σ’ αϊτό τό γκαράζ τής οδού Ρ άϋ 237 (*) Ή μελαχροινή καπέλλα πού καθόταν μερικά βήματα πιο εκεί, μπροστά στο ήλεκτιρονικό μάτι τού αυτομάτου άστρολιθικου φύλακα,γέλασε.
— Λεν τό κατάλαβες, Τζό; ρώτησε. Ξέρουνε πώς ,μέ λατρεύεις καί σέ λατρεύω καί πώς θά στεινιαχωρ ιόσουνα πο^· λύ πού θά μ1 έχανες. Θά μέ κρατούσαν αιχμάλωτη" καί θά οοΰ έστελναν ένα ώράίο μήνα μα: «*Ή κάθεσαι φρόνιμα, κύ ρίε Σέοιντάν ή σού. στέλνου με σ’ ένα πακέτο τό συμπα θητικό κεφαλάκι τής μνηΐστής σου νά τό καμαοώνης μέ κομ-. μένο λαιμό!» Κι* επειδή, εσύ -τσάι πεισματάρης καί σκλη ρός άντρας θά προτιμούσες νά μέ σφάξουνε παρά νά στα ματήσης νά τούς κυνηγάς.! Έτσι δεν εΐναι αγάπη μου; 4Π ντέτεκτιβ τής έστειλε έ να βλέμμα λατρείας καί ανα στέναξε. · —- Μη μέ .δουλεύεις χρυσή μου!, τής είπε·; Δέΐν υπάρ χει λόγος · ν’ αστειεύεσαι. ’Άν δέιν ήταν ό Μίκυ ϊσως τα ξίδευες και σύ . τώρα μέσα σ’ αυτόν τ,όιν πύο αυλό πού παοακολουθούμε. Καί δεν θά είσουν 'μά τό Θεό καθόλου ευ χαριστημένη . ανάμεσα σττνν συντροφιά .των άγνωστων αυ-, τών κακούργων. 'Ο Μίκυ. ό κοκκινομάλλης πιτσιρίκος πού συνόδευε πάν ισ τόν διάσηιύο ντέτεκτιβ καί τή Νάνσυ στά μακουνά ταξλ δία τους στους πλανήτες κι* έ>τσ'ονε μέρος στίς •καταπλη κτικές πεοιπέτειές τους, κα θώς ακούσε τ’ σν'οιμά του γυ^ ρ ίσε καί τούς κύτταξε (*).
(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ χος του «Ύτπερανθρώττιου» με τον τ Iτίλ ο «Θύελλα στο Διάστημα».
(*) Ό Μίκυ ήταιν ενα σοφανο Ελληνόπουλο από τη Νέο: 'Υόρκιη ττού όνοσευότανε 'Ράιν' μιεγαλώση να γ'ί/νη · Αστροναύτης ντέΤεκτ-ιβ, δττως
—-·· Δον έκανα τίποτα- σίτου δσΐο> κύριε Σέρινταν,, είττε μετρ; άφρονα. · "Έπειτα μην ξεχνάτε πώς, τήιν τελευταία στιγμή αν δεν μπαίνατε ε σείς στη φασαρία θα την εί χα πολύ άσκημα. —-Όκιέϋίς μικρέ!, τον πεί ραξε ό ντέτεκτιβ. Μην άρχίσης πάλι, νά διαμαρτύρεσαι. Ιέ πιστεύουμε. Τό παιδί δεν ,μίλησε. Πήγε πάλι· στη θέσι του. Ό διαφα νής , θόλος του δλάμίερίσματος διαικυβερνήισεως του . σκά φιους, κατασκευασ μένος άπό ειδικό άθραυστο και αδιαπέ ραστο άπό τις · κοσμικές α κτίνες καί τά ατομικά ^βλή ματα κρύσταλλο, του έπέτρεπε νά θαυμάζη, τό μεγαλειώ δες θέαμα πού άπλωινάταιν γύρω άττό τό άισΤρόπλοιο. Ή. Γή ήταν πολύ ,μαικρυά καί δεν ξεχώριζε από τ' άλλα άστρα που λάμπανιε εδώ κι·5 εκεί μέ σα στο πηχτό σκοτάδι του διαστήματος. · Ανάμεσα σ’ αυτά υπήρχαν πολλά πού εΤ ό μεγάλος· του φίλος, ό Τζόε Σέρι:ντ 03ν, ,ττου τον Έΐχιε υτπο την προ στασία του. Έπαιν ενα ϋδυπινο παι δί, μίέ ' γυμνασμένο >κιο*ριιυΐ και. κα,ρ-. διά λιονταριού. Οι μικρές άλλά θαυματουργές γροθιές του1· εΐχιαν στραπατσάρει πολλούς κακιοπο ιούς καί σε πολλές . περιπτώσει ς εΤχοον σώσει τη ζωη των άγαπτηιμιένων συν τρόφων του. Ή Νάναν "Εβιλγκτον ήταν ;μιά τολμηρή κοπέλλα, ρεπόρ τερ της μεγάλης εφημερίδα ς: «Χρο νικά της'' Νέας Ύάρκιης», ττου έτπρόκοεί'το' νά γίνη σύζυγος του Σε ρ ιντ αν. “Η Νάνσυ κιδ ό ΜίΙκν ήταν άχώριίστοι . σύντροφοί του θρυλικού ντέτιεκτιβ κι* έπαιρναν μέρος στις §ιατπιλαινητιικες'' ττερπτέτιειές· του.
χαν μείνει άκόμα' ανεξερεύ νητα. Μέσα στο μυαλό του ό Μίκυ καθώς τά κυτταζε θαυ μ άγοντας σχημάτιζε παράξε νες εικόνες γιά. τη ζωή καί τά πλάσματα που κατοικού σαν τά άστρα αυτά και λο γάριαζε πώς κάποια μέρα ό ταν πια, θά ήταν μεγάλος θά μπορούσε κι5 αυτός οδηγών τας ένα άστρόττλοΊο νά ,φτά ση σέ κείνους τούς . μαικρυνούς καί γεμάτους μυστήριο κόσμους,, οπού πόδι γήινου ανθρώπου . δεν. είχε πατήσει ποτέ·. Φυσικά αυτό ήταν ένα μαικ,ρυινό όνειρο πρός τό πα ρόν. 5Αλλά καί πόσα όνειρα πού φαίνονται άπραγματοποίητα πριν άπό· τριάντα' χ;ρό ν\α στους ανθρώπους δεν εί χαν πραγμ ατοπαιηθή σή죓 ρσ;
;— Τζό !^ 9Ηταν ή φωνή τής Νάινσυ που καλοΰσε τόν ντέτεκτί'β. Τζό! Ό Μίικυ σταμάτησε νά κά νη όνειρα·. Ή φωνή τής κοπέλ λ ας έτρεμε έλσφρά. Γύρισε. ΕΤβε τόν Σέρινταν νά κυττά όη Ερωτηματικά τη Νάνσυ. — Οί δείχτες κινούνται -νευρικά! ;εΐπε τό κορίτσι..Κάποιος αερόλιθος · ταξιδεύει προς ■ τό μέρος μας. Το-ήλιεκόρανΐ!κ1ό μόπτ. άναβοσβοινε ι·. ■ Ό ντέτεκτιβ ζάρωσε τά φρύδια: — Κάνε τούς υπολογι σμούς ^ σου, Νάνσυ ! · είπε. Μπορεί καί νά .γελιέσαι. "Ί σως ό μετεωρίτης περνάει κάπου μακρυά. *Αν αλλάξου με πορεία θά χάσουμε τούς κακούργους μέ τη ρρυκέττα.
ΥΠΙΡΛΝβΜΜΟΧ Ή Νάνό'υ Ιγραοψε μερικά Νούμερα σ’ ένα καρνέ, εκοανε γοργά .μερικές αλγεβρικές έ ξι σώσεις κι* όταν σήκωσε τό κεφάλι της μέσα στο βλέμμα της υπήρχε μια έκφρασι ανησυχίας. —Ταξιδεύει μέ 72 χιλιό μετρα τό δευτερόλεπτο,, είπε. ' Ερχεται από τό Γαλαξία, θά βρεθή υστέρα από λίγα λεπτά απάνω στην πορεία μας. Ό Τζόε Σέρινταν κατσού φιασε. Τούτο ήταν μια από τις εντελώς απροσδόκητες κα κοτυχίες πού μπορούσε νά πε ριμένη αυτή τή στιγμή ίσα-ίσα πού λογάριαζε πώς^ κιέρ διζε άπόστασι κάΐ θά έφτα νε τον μυστηριώδη, πύραυλο. Τώρα ήταν υποχρεωμένος ν’ άλλάξη πορεία. Αυτά σήμαυ νε πώς έπρεπε νά σταρατήση την παρακολούθΙη,σι. — Ό διάλος νά πάρη Ο λους τούς αερολίθους καί ό λους τούς μετεωρίτες του Σύμπαντος!, μούγγρισε. θά χάσουμε τά ίχνη τους. Ή συνάντησι μ* έναν αε ρόλιθο ή εναν μετεωρίτη στο διάστημα, ήξερε πολύ καλά ό Σερινταν, ότι ήταν ένα πο λύ επικίνδυνο πράγμα. Στη Γη δεν άπέδιναν και μεγάλη σημασία στους ^άερολίθου^ καί στους μετεωρίτες. Γιατί οί απρόσκλητοι αυτοί μουσα φίρηδες πού ερχ'ανταν άπο τά βάθη του Σύμπαντος όταν μπαίνουν στη γήινη έλξη εξ αφορμής τής τριβής μέ την
άτμόσφαιρα,
άνσφΑέγσνται,
διαλύονται Κιάΐ ^ «υτοκα^αστρέ φόνται. Πολλοί γήινοι καμα ρώνουν αυτές τις ασημένιες εύβεΐες πού σχηματίζονται στον ^ουρανό από την άνάφλε ξι, των μετεωριτών καί Θαυ μάζουν το θέαμα- "Ερχουν μά λιστα βρή κΓ ένα ώραΐο όνο μα γιά τούς φλεγομένους με τεωρίτες καί άερολ ί θ ο υ ς. Τούς λένε διάττοντες αστέ ρες. Πολύ σπάνια ένας άερό λίθος ή ένας μετεωρίτης νά κάνουν ζημιά στη Γη. Πρέ πει νά έχουν τεράστιο βάρος καί αγκά σέ τρόπο πού ή άνάφλεξι νά μην προφτάση νά τούς διάλυση. Δέν συμ βαίνει τό ϊβιο ρμως καί στο διάστημα. Στο διάστημα δέν υπάρχει αέρας. Το διάστημα εΐιναι κενό. Τριβή κατά συνέ πεια καί άνάφλεξι ς δέν γίνον ται κΓ ό αερόλιθος διατηρεί άκέραιο' τον όγκο καί τό βά* ρος του. Ή συγκρουσις μαζί του είναι σίγουρος θάνατος. Πολλά άστρόπλοια είχαν καταστραφή καί πολλοί άστρο ναύτες ^ είχαν χάσει τή ζωή τους σέ τέτοιες συγκρούσεις, τά τελευταία χρόνια. ^ £ "Αλλάξε πορεία Τζό! είπε ή Νάνσυ. Ή βελόνα δεί χνει πώς πρόκειται γιά μεγά λο όγκο. Τίρεΐς μοίρες αρι στερά καί ξεφεύγουμε! Ό Σερινταν κινήθηκε γορ γά. "Οσο κΓ άν τού κόστιζε αυτή ή αλλαγή πορείας έπρε πε νά συμμορψωθή μέ την ύπόδιειξι τής κοπέλλας. Δέν είχιε τό δικαίωμα νά ρισκάρη το άστρόπλοιο καί τή ζωή τών συντρόφων του, Μέ τρεις
ΫΠΙΙΡΑΝβΡΠΠΟί χει^ιάιμσύς τών πηδαλίων το σκάφος πήρε μια πλάγια στροφή. Τά ελάσματα τού έοοοτ^ιρικοΰ περιβλήματος έτρι ξαν επικίνδυνα ,μ" αυτόν τον χειρισμό. Τό «Πρωτεύς» βού τηξε για μια στιγμή προς τά κάτω κΓ υστέρα άνωρθώθηκε πάλι ακολουθώντας τήιν και νούργια γραιμιμή πλεύσεως. Τήιν ίδια στιγμή όμως ακού στηκε ,μιά φωνή: — " Ενα δ ιαστηιμόπλο ιο! φώναξε ό Μίκυ δείχνοντας προς τά δεξιά. Κυττάχτε! Ή Νάνσυ κι3 ό Σέριιντα. κύτταξαν προς το μέρος πού έδειχνε τό παιδί. "Ενα μεγά λο διαπλανητικό σκάφος άπό εκείνα που έκαναν τακτική συγκοινωνία μεταξύ τής Γης καί τών πλανητών φάνηκε α πό μακρυά με κατεύθυνσι αν τίθετη από εκείνη πού κρα τούσε τό «Πρωτεύς 11». Τό άστρόπλσιο ταξίδευε μέ Ιλιγγ^ώδη ταχύτη,τα και αστρά ψτε ιμέσα στο μαύρο φόντο τού διαστήματος σαν ασήμι. — Είναι τό «Μπλάντεν»! είπε ό ντέτεκτιβ καθώς τό ε ξέταζε μέ τις διόπτρες του. "Ερχεται άπό^ τήν "Ανδρομέ δα καί ταξιδεύει^ προς τή Γη. Σπουδαίο σκαρί. Κάνει κά θε μήνα αυτό τό ταξίδι. Φαίνεται δτι καί από τό «Μπλάντεν» είχοον αναγνωρί σει τον «Πρωτέα» ^γιατΐ τό ηλεκτρονικό αυτί τού καταδύω κτικού τής Διαπλανητικής "Αστυνομίας έπιασε έναν^ χαι (Ρετισμό που ερχόταν άπό τό μεγάλο σκάφος.
— "Εδώ «Μπλάντεν»! Ε
δώ «Μπλάντεν» ί Σας χάιρε^ ταμε καί σάς ευχόμαστε καβ λή τύχη! Ό Θεός μαζί σας» Ό Σέρινταν άρπαξε τό μι κρόφωνο καί γυρίζοντας ^ τον διακόπτη έστειλε τήν άπάντη σι. —λΌ «Πρωτεύς II» ευχα ριστεί. Καλό ταξίδι κάί χαι ρετισμούς στη ΓήΙ "Απότομα όμως σταμάτη σε να μιλάη. Τά μάτια του γέμισαν φρίκη. ;— Θεέ μου!, ξεφώνησε ή Νάνσυ. — Ό αερόλιθος!, έκ α ν έ πνιχτά ό Μίκυ. Μέσα άπό τό σκοτάδι πρό βάλλε ένας τεράστιος όγκος πού έτρεχε μέ μιαν άνυπολό γιστη, ταχύτητα πρός τό μέ ρος τού «Μπλάντεν». — Είναι χαμένοι! μσύγγρισε ό Σέρινταν. Ό αερόλιθος μέσα σ" ελά χιστα δευτερόλεπτα πλησία σε τό μεγάλο άστρόπλοιο. "Από τό σκάφος ήρθε μιά ά γων ιώδης έπίκλιηισις.Μιά κραυ γή άπελπίσιας έφτασε ατό ηλεκτρονικό αυτί του «Πρω τέα». ΚΓ υστέρα έγινε κάτι φοβειρό καί απερίγραπτο. "Α ερόλιθός καί άστρόπλσιο δια σταυρώθηκαν ! Τό «Μπλάν τεν» ύπακούοντας σ' έναν α πεγνωσμένο χειρισμό του πι λότου του άνωρθώθηκε για ν" άποφύγη τήν σύγκραυσι. Ό αερόλιθος όμως τό πρόλαβε. Τό «Μπλάντεν» δέχτηκε ένα φοβερό χτύπημα στά πλευρά. Ή χαλύβδινηι κοιλιά τού δια στημοπλοίου σκίστηκε σαν χαρτί καί μίέσσ άπό τ© σκάα-
I
ΫίΊΕΡΑΝΘΡίίΠόί φος τινάχτηκαν άνθρωποι, μη χανήμ.ατα κιαί κομμάτια ελά σματα. "Ανθρωποι και σίδε ρα. βρέθηκαν στό· κείνο·,; ενώ ό αερόλιθός άπομ ακρυνόταν ■ συ' νεγίζαντ.ας τον ίλιγγιώδη δρό μο του προς τό άπειρο. Ή .Νάνσυ έκλεισε τά ματια. Ό Μίκυ στεκόταν σά χα μένος καί κύτταζε. 9 Ηταν.. α δύνατα V άρθρώση λέξι. Ό Σέριινταν -μονάχα καταν.ικώντας τή φρίκη, που είχε^παραλύσει τα νεύρα του · ωριμησιε στα · πηδάλια. — Κάτι πρέπει νά κάνου με !, .φώναξε, βραχνά.Στις θέ σεις σας! '· · Γαντζώθηκε μέ. το ένια χέ ρι στα πηδάλια ενώ μέ τό άλ-, . .λο έβαζε σε λειτουργία τούς μοχλούς ^έκτοξεύσεως · των' ανασχετικων πυραύλων.. Κολώ ν ες.·.· φωτ ι άς ξεπετάχτηκαν · α πό την πλώρη, του <<Πρωτέα»· και τό καταδιωκτικό άστρο» πλοίο άνιέκιοψε ταχύτητα. Τό σκάφος τραντάχτηκε καί μούγγρισε σαν ένα αφηνια σμένο άλογο πού του περ- ■· νο υιν' χαλ ινάρια. * Η Ν'άνσυ κι3/ ό Μίκυ αρπάχτηκαν από τις χειρολαβές ασφαλείας για νά •μη τσακιστούν, — Τά μαγνηΤ'ΐκά σωσί βια! ' διέταξε ό ντέτεκτιβ ένώ έφερνε/ μ3 έναν έπιδέξιο· χέι ρϊσμό των πηδαλίων τόυ τόν «Πρωτέα» ττρός τό ίμερος των ανθρώπων πού έπλεαν .μετέ ωροι · στο διάστημα(*) Μα-, (*) Οι τακιτικοΐ αναγνώστες του «Υπεράνθρωπου» έχουν -μάθει άπό τά προηγούμενα τεύχη οτ.ι- μετά την άτμόάφάι,ρα; Της Γης είναι ή ίονό-
κυί Νάνσυ! Τά σωσίβια Τό παιδί κι3 ή κοπέλλα δεν περίμεναιν νά τούς τό πίγ δεύ τερη φορά. "Ηξεραν τί έπρε πε νά κάνουν. Μέ σβέλτες κι νήσεις, ένώ ό «Πρώτεύς» πλη σίαζε όλοένα καί· περισσότε ρο >μέ αργό ρυθμό πλεύσεως τούς ναυαγούς, έβαλαν·. σε λειτουργία τους έκτρξευτές τών σωσιβίων .μέσα* στα · ο ποία ύπηρ χαν ί σχυρότατο ι μαγνήτες.. Τά σωσίβια δεμέ να τό καθένα στην, άκρη' ενός σκοινιού- έπεσαν .. άνιάμεσα οπούς ναυαγούς.· Πολλοί άπ" αυτούς όμως ήταν κΤ άλας νεκροί από ασφυξία. Τή στι γμή τής συγκρουσεως δέν φο •ρούσαν τά σκάφανδρά τους, μέ τίς αναπνευστικές- συσκευ ές κι3 όταν βρέθηκαν έξω'από τό σκάφος, ή έλλειψι οξυγό νου τούς θανάτωσε. "Αλλοι είχαν. σκοτωθή μέσα στο σκά φος καί παρασύρονταν μαζί του καθώς τούτο από τήν/κε κτη,μένη, ταχύτητα /πού · .είχε συνέχιζε τό δρόμο του ακυ βέρνητο στο σκοτάδι. Ένας πιάστηκε από τά 'μαγνητικά σωσίβια.. Ή μεταλλική οπολή του διαστημανθρώπου πού φορούσε του έσωσε πάλι τή ζωή. Ό ισχυρός μαγνήτης κάποιου σωσιβίου τόν τράβη ξε. Τόν μάζεψαν καί. όταιν *,.-
•
.
·
*
σφαίρα κιαί ύστερα απ' αυτήν τό· άτπάλυτο κιεινό, τό διάστημα.. Στοδιάστημα, οττου βασιλεύει αιώνια νύχτα, δειν υπάρχει ·§λιξι·ς, ούτε κιατά συνέπειαν βαρύτης. "Ετσι, κά θε αντικείμενο που πέφτε ί σ* αύτό μένει μετέωρο-. Στο διάστημα μπο ρούν νά βαδίζουν φορώντας ειδικά σκάφανδρα οί άστροναύτες.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ .
9
Ί
βίρέθηικε μέσα στον «Πρώ τε σ» και ξεβίδωσαν τήιν περί-' κεφαλαία του' ό ντέτεκτιβ δεν ■μπόρεσε νά συγκράτησή την έκπληξί του. . · -— Ό ^ Μώρις είπε. Ό Μώιρις Σούλι βαν ό προφέσορ! ' Ο Μώο ις Σ ούλ ι β αν. ητ αν έ νας σαραντάρης 'κοιντό χον τρός .άντρας παλιός καθηγη τής τής. αστροναυτικής στο Πανεπιστήμιο ' τής Κολούιμπια, σπου είχε σπουδάσει ό Σερινταν. Καθώς άνοιξε τά μάτια αναγνώρισε κι5, αυτός· τόν ντέτεκτιβ. —Τζό,Ι', έκανε έκπληκτος. Ό διάβολος νά μέ πάρη δον δεν είσαι ό Σέοινταν. --- Ναί-. 5Εγώ είμαι καθη-. \ητά! ,άπάντησε· προσπαθών τας νά χαυογελάση εκείνος. Είσαι ό .μόνος που καταφο ράμε νά ψαρέψουμε, — Οί άλλοι; ρώτησε. Ό ντέτεικτιβ κούνησε μελά γχολικά τό κεφάλι. , \ — Δέν' έμεινε κανείς άλ λος ζωντανός! "Όλοι .χάθη καν μαζί μέ .τό «Μπλάντεν». — Εΐναι■' φοβερό !, είπε ό Σούλιβαν · άναστενάζοντ α ς. Είχα φορέσει τή .φόρμα κι5 έκανα ποο ατηρήσε ι ς στον πυργίσκο έλέγχίου όταν έντε- · λώς απρόοπτα ήρθε ή. κατα στροφή. Θά έλεγε κανείς πώςαυτός:ό τεράστιος ργκος που ξεφύτρωσε κοντά μας δεν ή ταν αερόλιθος αλλά κάποιος,· αστεροειδής (*) πού . ξέφογε (*) Γύρω πολλά μικρά αόρατα και κόμα, όπως
ξαφνικά από τήιν τροχιά του κροί τρελλάθηκιε. Τινάχτηκα στο κενό,. ’Ή φόρμα πού φο ρούσα μου έσωσε τή ζωή. Ή σωτηρία -μου ολοκληρώθηκε υστέρα- από τόν «Προοτέα». "Αλήθεια, γιά που ττηγάίνεις. Σέρινταχ; _ . Ό -ντέτεκτί'β · άνασήικωσε τούς ώμους. —·. .Είχαμε πάρει τό κα τόπι έναν' πύραυλο-. Μέ τή φα σαρ.ία όμως αυτή του. αερολί θου τον χάσαμε. Πάντως ή πορεία μας είναι γιά την ^Α φροδίτη,: Κάτι συμβαίνει έκεΐ καί πρέπει νά τό μάθου με. Δεν .ξίεσοό άν σου άρέση προφέσορ ή παοεα μας. '*Αλ λά -δεν υπάρχει τρόπος νά χωρίσουμε. -Θά είσαι · μαζί μας σ5 αυτό τό ταξίδι. Ό Σούλιβαν γέλασε. ■ • —- 5Ανέκαθεν μ5 άοιεσε ή παρέα·· -σου Σερινταν! -είπε. •
.
<
Τ®> ΕΞΩΚΟΣΜΟ * ΤΕΡΑΣ
Ο Μ Ι'Κ Υ κ ι,’ ό ικαΡηγηΓΓή ς .Μώρις Σούλι-· •βαν. έγη/αν' α πό ■ την πρώτη στιγμή -φίλοι·. Τό παιδί διψού σε γιά μάίθήσι. Στον Σούλιβαν έ£ άλλου · ά ρεσε νά διδάσκή. Στό πρόσω ττρ του Ελληνόπουλου βρήκε δναν μαθητή πού τόν ρώτου-
ώκ», που £γιει διάμετρο 1.200 μέ άπό τή Γή κινούνται τρων,. ό «’Άδωινις» πού έχει- μηικίος άστέρια'- δορυφόρο ι, ’400 μέτρων;: ό «Άμόρ», ό «ηίκα μέ το τηλεσκόπιο- α ρος», πού έχουν διάμετρο 1000 .μέ ό «"Ερως», σ «Έρ-; τρων περίπου, κλπ. *. ·
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡ0Π0Σ
σε για τό κάθε τι /μέ περιέργεια κι* εκείνος πρόθυμα έδι νε εξηγήσεις. "Ετσι στ αν, υ στέρα από τριάντα ώρες τα ξίδι ό άερολιθικός φύλακας του «Πρωτέα» σημείωσε κια'ι πάλι την παρουσία κάποιου μεγάλου μετεωρίτη που περ νούσε, ευτυχώς, πολύ μακρυά αύτή τή φάρα από τό σκά φος ,ό Μί'κυ ζήτησε νά μάβηι τί ήταν Και από ποιο μέρος προέρχονταν αυτά τα πρά γματα. — Εκατομμύρια βαλίδιες, αερόλιθοι και μετεωρίτες δια σχίζουν κάθε δευτερόλεπτο τό διάστημα, είπε 6 καθηγητής. Ευτυχώς δμως πού ένας έλάχιστός αριθμός άπ’ αυτά φτάνουν στην έπιφάνεια τής Γης. Συνήθως τό με γεθός τους είναι μικρό καί! τό· βάρος τους δεν ξεπερνάει τά πόντε, κιλά. Κατά την τρι βή τους μέ την γήινη ατμό σφαιρα. διαλύονται και γίνον ται σκόνη. "Οταν όμως τά ουράνια αυτά σώματα είναι μεγάλα μπορούν νά φέρουν μεγάλες καταστροφές. Θά μποοουσαν δηλάδή νά κατα στρέφουν μιά ολόκληρη ήπει ρο ή και ολόκληρο τον πλα νήτη ίμιας ακόμα. ' Ο Μίχιυ άναρρ ίγησ ε. -—- Είναι δυνατό; ρώτησε. — Τίποτα δεν είναι αδύ νατο μικρέ! απάντησε χαμο γελώντας ό Σούλιβαιν. ’Άν έπιατρέψουμε κορμιά ψορά στη Νέα Ύόρκη νά μου θυμηΐθής νά σου δώσω νά διαβάσης τούς πέντε τόμους τής <έ Αστροναυτ ικής» πού έχω
γράψει. Θά ,μάθης πολλά καί ενδιαφέροντα· πράγ μ α τ α. Προς τό παρόν μπορώ νά σου αναφέρω δυο-—τρία παραδεί γματα γιά νά καταλάβης. Τόν Ιούλιο του 1908 ένας α ερόλιθός πού ζύγιζε κατά τούς υπολογισμούς των έπιστημόνων τής έποχής εκείνης 40.000 τόνναυς έπεσε άπο τόν ουρανό στη Σνβηρία κον τά στο Ίρκούση μέσα στά δάση) τής Ταυγούνδρα. Μια τεράστια φλόγα άναψε στον ουρανό κΓ ή έκρη,ξις άκουστηικε σέ άπόστασι 1.000^ χι λιομέτρων. Ή πύρινη γλώσ σα πέρασε σέ ύψος τά 20 χιλιάδες μέτρα, Ή φοβερή θερμοκρασία πού ανέπτυξε έφτασε ώς την ρωσική πόλι Βσνοβάρσ πού απείχε 65 χι λιόμετρα από τό σημεΐο τήίς πτώσεως. Σπίτια γκρεμίστη καν, άνθρωποι χάθηκαν καί δέντρα δεροιζώθηκαν σέ υΐά αχτίνα 700 χίλιουέτοων. "Ε να κομμάτι τή!ς Σιβηοΐίας ί διο μέ τήιν Πελοπόννησο τής πατρίδας σου, καταστροφή κε. "Ενας άλλος μετεωρίτης, έπεσε τόν Φεβρουάριο του 1947 πάλι στη Σΐ'βηρία.Τό βάοος του αυτή τή Φορά ύπολογίίστηκίε σέ ένα εκατομ μύριο τόννους. Οί καταστρο φές πού προξένησε ϊσοδυναμουσίσν μέ τ'ίς καταστροφές πού θά έκαναν πέντε σημε ρινές βόμβες υδρογόνου. "Ε χεις διαβάσει γιά τή Χιρο σίμα; — Την ιαπωνική πόλι ό που γιά πρώτη φορά ίρρΐ·
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
'Η γροθιά τού θρυλικού ντέτεκτιβ πέτυχε τον συμμορίτη ανάμεσα στά δυο φρύδια και τον άνέτρεψε.
ξουνι οι ; Αμερικανοί ατομική βόμβα; — Νοεί . Λοιπόν μ ιό: σημε ρινή βόμβα υδρογόνου ίσοόυναμεΐ ;μέ 1000 ατομικές βόμ. 6ες τύπου Χιροσίμα. Κάν«ε τό λογαριασμό καί θά 6ής τις καταστροφές πού προξέ νησε ό μετεωρίτης στη Σι βηρία. Το παιδί γούρλωσε τά μά τια. — Καταστροφές δηλαδή πού θά μπορούσαν νά κάνουν πέντε χιλιάδες άταμικές βόμ βες; —- Ακριβώς. 5Αλλά είπα με οι αερόλιθοι πού φτάνουν στή Γή είναι μικροί καί σπά νιες είναι οί πτώσεις μεγά λων. Οί αστρονόμος οί γεω λόγοι καί οί ειδικευμένοι σ5
αύτή τή δουλειά επιστήμο νες έχουν λογαριάσει πώς ό πλανήτης μας βομβαρδίζε ται κάθε είικοσιτετράωρο από 24 εκατομμύρια βολίδες. "Ε να εκατομμύριο άερόλιθοι τήν ήρα! Δηλαδή πάνω κάτω 9 δισεκατομμύρια τόιν χρόνο! νΑν δέν είχαμε λοιπόν τήν άτ μόσφαιρα πού μεταβάλλει σέ σκόνη όλα αύτά τά μικρά ου ράνια σώματα μπορείς νά κα ταλάβης τϊ ζημιές θά πάθαινε ή Γή! Λογάριασε έναν α ερόλιθο βάρους από μισό έ ως πέντε κιλά πού πέφτει μέ ταχύτητα 30—70 χιλιομέ τρων τό δευτερόλεπτο. Ή τα χύτητα αύτή (είναι καταστρε πτική καί θά μπορούσε άν έ πεφτε παραδείγματος χάριιν στήν ταράτσα ενός ουρανο-
12 ,
·
·
· ·. ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ξυστή νά_ τρυπήση πέντε και δέκα πατώματα. " Εναν· άνθρω π ο θά μπορούσε νά τόν λυώ•στη κϋρ ιολεικτ ικά.' -— ΧΓ από πόΰ έρχονται αυτά τά ουράνια σώματα;, ρώ τηρεί ό Μίκυ. ' . · —■ Είναι συντρίμματα^ από πλανήτες πού καταστρέφοντα 1, άπάντηο;ε ό .καθηγητής. "Αλλοι πιστεύουν πως . έρ χονται από πλανήτες του Γ α λοξία, άλλοι από πλανήτες πού βρίσκονται στο χάος τ-υ Σύμ παντός και ταξιδεύουν ττοΛλά χρόνια όσο-νά φτάσουν οπή Γή. Έγώ αμως δεν συμ φωνώ μαζί τους. Έχω τή γίνω μη πώς προέρχοντ α ι από τάν πλανήτη 28. 'ϋ πλανήτης' αυ τός υπήρξε δίδυμος· αδελφός τής Γής μας πού καταστρά φηκε από μιά σύγκρουσι μέ κάποιο ’ ούιράνιο σώμα. Είχε την ίδια ηλικία μέ τή Γή καί τπθανώτατα ή ζωή επάνω σ’ αυτό το άστρο νά · είχε τήν ίδια έξέλιξι μέ τή ζωη τού όι κού μας πλανήτη. · ; * . -τ— Υπήρχαν δηλαδή εκεί άνθρωποι;·· — Ναι. 1 Ακριβώς. Κατ’ εικόνα καί όμοίωσί1 μάς. . —1 Μά τότε, ψ.ιθύρισε ό Μίκιυ.' Τότε ό Ίζάφ Να«λά(*) πρέπει- νά προέρχεται άττό αύτόν τόν ■ πλανήτη. Ό καθηγητής· Σούλι.βαν (*) *0 Ίζάφ Ναϊλά είναι ό Ύττιεράνθρωττος, φίλος τον Μίικιυ. Διά βασε τό τεύχος του Ύητιερονθρώτηου μέ τάν τ ίτίλο «Θύελλα στο ■ Διάστη μα», σίτου ό Ίζάφ Ναΐλά κάνει- για πρώτη φορά τάν έρφάνισιίΓ του, ’.συν-
τρίΐβοντας
έξώκοαμο. γίγαντα.
κύτταξε ξαφνιασμένος τάν.μι κρό. . · . —- Δηλαδή; Τί εννοείς; Ποιος είναι αυτός ό Ίζάφ Ναΐλά; .. ’ ' "Ομως ό Μίκυι δέν πρόφτά σε- νά δώση άπάντη,σι. .Κάτι έγινε καί τό άστρόιπλοιο· πού . ταξίδευε μέχρι εκείνη τή' στι γμή ήρεμα τραντάχτηκε σά νά τό χτύπησε κεραυνός ή ■“σά νά προσέκρουσε κάπου. Ό Μίκυ κατρακύλησε στά πό δια τού -καθηγητή καί' ό κια. θηγητής βρέθηκε ανάσκελα στο πάτωμα. Τά φώτα τού •σκάφους τρειμόπαιξαν - κι5 ύ στερα έσβυσαν απότομα. Α κούστηκε μιά σπαραχτική κραυγή. Ή κραυγή ήταν τής Νάνσυ. Ακολούθησε ένα μουγ γρητό καί . κάτι αλλόκοτο άρ“ χισε νά συμβαίνει , στον «Πρωτέα» Τό δ ι απλανητ ικό ' σκάφος • τής 5Αστρ ικής 'Ασφαλε ί ας άρχισε νά στριφογυρίζη σα σόούρα γύρω από τόν έαυτό του μέ- κίνδυνο νά διάλυΘή ενώ ταυτόχρονα έχανε κάθε δυνατότητα πλεύσεως. ° Ολα τά λεπτά καί πολύπλο κα μηχανήματα του έπαψαν. μονομιάς- νά εργάζωντατ σαν ενα αόρατο χέρι νά’ γύρισε μέ μιά · μόνο κίνησι όλους τούς .διακόπτες καί τούς μο χλούς" τής λειτουργίας τους. — Ό όιάβολος νά μέ παρη, άν καταλαβαίνω τί·. μου γίνεται!, ακούστηκε· μέσα •■στο .πηχτό σκοτάδι ή φωνή τού ντέτεκτί'β. Τό άστροπλοίο .φέρνεται σά νάχασε τό μυα λό του.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ 9 Ηταν ■ γαντζωμένος σΤΐς χειρολαβές. Τό ίδιο είχαν κάνει. ·κ;ι3 όί. άλλοι. Γιατί ό λοι κινδύνευαν· ιμιέ τις τρελλές στροφές που έκανε τό : άστιρό πλοίο ινά" τσακιστούν .άπό την κειντρόφιύγο · δύναμι που θά-τους τίναζε ατά χάλύβδι-, να τοςγώματα του σκάφους. —ζ Πέσαμε 'σέ μαγνήΓΠκή άκ,τ ιυοβολ ία! · εϊπ ε ό Μώρ ι ς Σουλιβαν. ' Αυτό συμβαίνει μονάχα όταν στο διάστημα περνάνε άεσόλ ιθοι μέ μαχνη τηκιά ιμέτάλλα. Άλλα ογι δεν είναι αυτό!. Κυττάχτε εκεί! Μέσα στο ' σκοτάδι κάτι · έλαμψε πσαάξενα. Έξω· άπό· τό διαφανές, κούσταλλο του θαλάμου 5.ιακυβεονπσεως φά νηκαν δύό όωσφΟοίζοιντα άντι κείμενα. ΚΓ οί τέσσερα στύ λωσαν . έιντοοιμο τό βλέμμα ποός τά εκεί. Τά άντικείρε-'. να αυτά έβγαζαν μά απαί σια κ. ιτ,ρ' ιΐνοττο άσ ινή λάυψ ι. —Χοιστούλη· μου!, ξεφώνη σε 6 Μίκιυ. . — ΕΤνάι μάτια!, ακούστη κε τρειμουλι αστή ή Φωνή της Νάνου·. Κάποιο έξώικοσμο πλάσμα είναι καί ·μάς πα,ραυονεύει έξω άπό το άστρο^ πλοίο. "Έγινε .μια βαρεία σιωπή. Μια πάγων'ά τύλιξε τίς καρ· δίες .τους.. Ό Τζόε ·Σέοινταν σάλεψε ποώτος. ’ Κρατώνταςτίο χειρολαβές ’προχώιρησιε προς την άοιστερη πλευρά τού· σκάφους. Ψαχουλεύοντας στό σκοτάδι βρήκε τον μο χλό του βοηθητικού εξωτερι κού 'προβολέα. Τράβηξε τον μοχλό και δέσμες λευκού φω
·
·
'·
.
11
τός τύλιξαν τό ’ άκάφος.' Τά μάτια που ήταν έξω άπό τό κρύσταλλο καί κύτταζαν τό .εσωτερικό τού διαστηίμοπλοίου άνοιγάκίλεισαν '.θαμπω . μένα. Ό. Σέρινταν μ" ένα· ττη δη,μα πλησίασε τό κρύσταλ λο κγ έρριξε ένα· βιαστικό βλέμΙμα προς τά έξω. Πίσω άπό τά δυο φωσφορίζσντα μά τια υπήρχε ένα κεφάλι· πλατύ καί άποκρσυστικό καί πίσω άπό τό κεφάλι υπήρχαν πλή θος -πλοκάμια. Τά. πλοκάμια σαν φίδια είχρν τυλιχτή γύ~ οω άπό τό άστρόπλοίο· καί δεν τό άφηναν νά προχωρή ση. Ή ταχύτητα δμ*ως ττού είχε τό σκάφος καί τό απότο μο · σταμάτηιμά του έφεραν αυτό τό άγριο στρίφογύρισμα στό κ,έινίό που λίγο έλειψέ νά διάλυση τον «Ποωτέα».;,·Αλ λά κάί' τώρα που τό στριφο γύρισα α . αυτό σταματούσε, σ ιγά—σ ι γά, · ή ·■ · κ ατάστασ ι ς δεν φαινόταν καθόλου καλύ τερη. Τό διαστημόπλοια μέ σα στό θανάσιμο αυτό αγ κάλιασμα κινδύνευε άπό στι γμή σέ στιγμή νά κοπάστραψή. ** ■· —ν Πέσαμε σ’ ένα πολύπο δα!, είπε ό Μώρις Σούλιβαν που είχε καταφέρει νά φτάση κοντά στον Σέρινταν κγ εΐδε κΓ .αυτός τό παράξενο τε•ο'ας. Ταξιδεύω . . χρόνια στό διάστημα καί είναι ή πρώτη φορά πού συναντάω στό δρό μία μου τέτοιο πράγμα. · _ *ΌλοΓ ένοιωσαν. ένα παγω μένο ρίγος. "Ολοι· .. ήξεραν πως στο διάστημα υπήρχαν
Ϊ4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
παράξεΜα τέρατα. Έν<χ σω ρό άνατριχι αστικές Ιστορίες κυκλοφοοούσσιν στη Γή: καί στους άλλους πλανήτες γι* αυτά τά έξώκοσμα δντα που προέρχοντον άπό άγνωστα άστοα καί πού είχαν την ι κανότητα να ζούν χωίοίς οξυ γόνο στο διάστημα. Τα έξώκοσμσ αυτά πλάσματα έκα ναν φοβερές έπι θέσεις σέ δια στημόπλοια πολλά άπ'ό τά οποία είχαν κσταστραφή σέ τέτοιες συγκρούσεις. — Μονάχα οί έκτοξιευτές ηλεκτρικής^ ένεογείας απο ρούν νά μάς σώσουν!, ακού στηκε ή Φωνή του ντέτεκτιβ. "Ολοι στις θέσεις σας νά έπισκευάσουμε τίς βλάβες! Τώρα πού ή περιδίνησις εί χε σταματήσει μπορούσαν νά κινηθούν. Ή Φωνή του ΣέοινΊ'αν τούς συνέφερε. Τό εβλ'επαιν πώς μονάγσ δον επιδιορ θώνονταν οί βλάβες του άιστροπλοίου θά είχαν έλπίδες σωτηρίας. Ό βαρύς θώρακας του «Πρώτε α» τούς προστά τεψε στην ποώτη έπίθεσι. Τά πλοκάμια δεν υπόοεισσν νά τσακίσουν τό εξωτερικό πε ρίβλημα του σκάφουε. Αλλά ποιος μπορούσε νά έγγυηθή δτι μιά καινούργια τηοοσπάθεια από μέρους του τέρατος δεν θά ήταν μοιραία γιά τό κ'ατ αδ ι ωκτ ικό της Δ ι απλσνητιικής * Αστυνομίας καί τους τέσσερις έπτβάτες του; Ή Μάνσυ κι* ό Μίίκυ άφη σαν τίε χειρολαβές καί μέ τά ατομικά ηλεκτρονικά φανάρια στά χέρια άρχισαν νά επιθεω ρούν τίς βλάβες στο πίσω
μέρος του άστρσπλοίσυ. Ό Σέρινταν κι* ό προφέσορ ^έξέταζαν κάτω άπό τό φως των δικών τουε Φ αναριών τίς βλάβες στον θάλαμο διακυβερνησεως. — Νομίζω πώς αρχίζουμε νά ταξιδεύουμε Τζό!. είπε ό Σούλιβοον. Ό πολύποδας πα ρασέρνει τό άστρόπλοιο μα ζί του. "Αν δεν καταφέρουμε νά βάλουμε καί πάλι μπρο στά τίς μπαταρίες γιά την έκτόξευίσι πυραύλων ένας Θεός μονάχα ξέρει πού θά βρεθούμε. Ό ντέτεκτιβ δεν μίλησε. Βαθειά χαντάκια σύλάκωνσν τό μέτωπό του. Πολύ πρίν του τό πή ό καθηγητής τό είχε άντιληφθή. Είχε δη μέσα άπό τό διαφανές κρύσταλλο μερικά άπό τά πλοκάμια τού τέοστρς νά κουνιώνται σάν κουπιά στο διάστημα. Τά μισά πλοκάμια κρατούσαν άνά μεσά τους σάν σιδερένιες άοπάγεΓ. τό σκάφος ένώ τά άλλα ελεύθερα έκτελούσοον ουθμικές κινήσεις δίνοντας έτσι μιάν ώθησι στο διαστη μόπλοιο πού άρχισε νά ταξιδεύη. — Δεν είναι μονάχα αύτό, είπε ύστερα άπό μικρή σιωπή ό Σέοινταιν. Είναι κάτι άλλο χειρότερο. Δεν νοιώθεις τήιν παγωνιά πού γεμίζει τό πλοίο; "Αν δέν λειτουργήση τό σύστημα εσωτερικής θερ μοκρασίας θά παγώ σ ο υμε.(*) "Αν γλυτώσουμε άπό (*) Είναι γνωστό πώς στο διά στημα οϊ 0ερίμοκρασ\ίίες εΤναι τταλ
λούς βσβμούς κάτω άττ’ τά μηδέν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τά πλοκάμια του τέρατος δέν θά μπορέσουμε νά ζήσουιμιε χωρίς ζέστη,. — Το βρήκα!, ακούστηκε ■μια χαρούμ ενη κραυγή. *Ηταν ή φωνή του Μίκιυ. "Ολοι γύρισαν τηρος το μέ ρος του. -—'Έδω είναι, ή βλάβη! συνέχισε τό παιδί. Είναι σπα σμένα τά καλώδια τής τραυμπίνας. "Από τό τράνταγμα σπάσανε. Σέ λίγο άλα θοηεΤναι πάλι· εντάξει! Μισομέτρο καινούργιο καλώδιο μάς χρειάζεται μόνο! Μέσα στο σκοτάδι τά πρό σωπα καί τά μάτια γέμισαν ελπίδα. Ή βεβαιότητα μέ την οποία μιλούσε τό παιδί τους έδωκε καινούργιο κουρά γιο. "Αν ήταν μονάχα αυτή ή ασήμαντη. βλάβη, δλα θά πή γαιναν καλά. Ό Σέρινταν έτ.ρεξε πιοός τό μέρος τοΟ' τται διού. Φώτισε μέ τό φανάρι του τούς σωλήνες μέσα από τούς οποίους περνούσαν τά χοντρά καλώδια των ηλεκτρι κών συστοιχιών. Ό κεντρικός αγωγός ενεργεί ας ήταν σπα σμένος κάΐ τό καλώδιο κομ μένο από τό απότομο τρακά ρισμα του σκάφους μέ τό πο λύποδο τέρας. — Σέ παραδέχουμαι, Μίκυ!, είπε ό ντέτεκτιβ. Είσαι ατσίδας. ^ Στή θυρίδα 17 εί ναι τά ανταλλακτικά. Φέρ· Γιΰ αύτιό μέσα στα άστράπιλο ια τνού ταξιδεύουν λειτουργεί σάστηιμία θερ μάνσεως. Χωρίς θέρμανσι ζωή σ’ Ινοε διαπίλαινηιτί'κδ σκάφος δέν μ-ττορεΤ νά νπάρξη.
1»
τα! Νομίζω πώς θά τά καιταα Φέρουμε. Τό παιδί έτρεξιε κι* έφερε τά ανταλλακτικά κα!ΐ δλοι μα ζί άρχισαν νά δουλεύουν γιά τήν επισκευή τής βλάβης. * Υστερ α από πέντ ε λεπτά τά οώτα άναψαν. Τά μάτια του Σέοινταν χαμογελούσαν. Γύ ρισε προς τό μέρος του εδώκοσμου πλάσματος που έξακολουθαύσε νά κυττάζη μέ τό ΦώσφΡρικό καί παγωμένο βλέμμα του τό έσωτερ ικό του άστροπλοίου. — Λίγο ακόμα όΐίλε καί θά σέ πε,οιποιηθούμε!, φώνα ξε κοροϊδευτικά. Μέ γοργές κινήσεις δοκί μασε τούς διακόπτες των δΐια φόρων μη χοάνη·. υ άτιων. Εξέτα σή μέ προσοχή τούς μοχλούς των πυραύλων καί όταν βε βαιώθηκε πώς δλα πάλι εΐγαιν ξανσβρή τον κανονικό ρυ θυό τής λειτουργίας τους χα μογέλασε. — Μ’ίίκυ!, φώναδε. Ξέρεις τώιοα τί έχεις νά κάνης! Τά μάτια του πιτσιρίκου λάμψαινε γιά τήν τιμή πού τού γινότανε. — Όκέϋ κ.ύοΊε Τζό!, είπε. Καί βέβαια ξέρω! — Οί ^άλλοι στίς^ θέσεις σας!, διέταξε ό ντέτεκτιβ. Κοατηΐθήτε γεοά. Γιά κάθε ένδεχόυενο πεοάστε καί τή ζώινη ασφαλείας στή μέση σας. λΉ Νάνσυ κΓ ό καθηγητής ^ηγαν στις θέσεις τους. Ό Σέοιντσν κάθησε [μποοστά στα πηδάλια ύψους. Ό Μύκυ μέ δυο πηδήματα Ιφτασε τόν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ διακόπτη · έκτοξεύσεως ήλεκτιρ' ικήις^ άκίτ ινοάσλίάς. ν Μ ξέ ρε τί1 είχε νά κάνη.. Δεν ήταιν πολύς καιρός πού ό ηλεκτρι κός .έκταξευτής' τούς είχε βγάλει άσπροπρόσωπους σε μιά σκληρή μάχη μέ τούς κ ακούρ γούς ’. τού' ' Γ<κιρ ί ζου Πλανήτη (*). Και τούτη τή ψαρά λοιπόν; δεν υπήρχε άρ_ φι-βολία πώς άλα θά πήγαι ναν καλά. ■ —- Έτοιμος Μ.ίκ:υ; ■ -—- Έτοιμος, κύριε . Σεριινταν ί — Φωτ ι ά ί Το χέρι τού παιδιού ^κινή θηκε σταθερά. Μιά κίτρινη σπίθα ξετΓετάχτη,κε άπό’ τον διακόπτη καϊ σχεδόν αμέσως Ολόκληρη ή θωρακισμένη εξω τερική επιφάνεια τού «Πρωτεα» γέμ ι-σε αστραπές καί · α κτίνες. Το σκάφος άρχισε νά τρεμη: σά' νά τό παίδευαν -ρί γη πυρετού. Τέσσερα' ζευγά ρια , μ άτια .καρφώθηκαν γεμά τα αγωνία ατό διαφανές -κρύ σταλλο τού Θαλάμου διακυβειρνήσεως, έξω από τό όποιο π αραιμ όνε'υ ε ό πόλ ύπ οδας. ΕΤδαν τό τέρας. νά σφαδάζη.Τό φωσφορικό βλέμμα του άστρα ψε άπα,ίσια. Τό πλατύ κεφάλι του -έκανε άνατρ ιχ ιαστ ικους μορφασμούς ' καί .τινάχτηκε πρός τά πίσω ' ζεματισμένο οπτό* τις ήλεκτρ-ικίές *. εκκενώ σεις που χτυπούσαν σαν πυ ρωμένα σπαθιά τό κορμίί του. Τό άστ,ρόπλο-Ό' τραντάχτηκεεπικίνδυνο··. Τά' πλοκάμια έ^ > υσσν. τό- θανάσ ιμο άγκάλ ι α(*) Διάβασε τά προηγούμενα τεύ χη τού «'Υτρ&ρσνΒρώπιο μ>,
σμά τους. Κινήθηκαν άγρια σαν χίλια μάστίγια στό κε νό . 5 Απομ ακρ ΰνθήκαν. * Αλλά μονάχα, για ιμιά στιγμή. "Υ στερα έπεσαν πάλι βροντών τας στά πλευρά ’ του σκά φους; Οι επιβάτες του «Πρω τέα» χοροπήδησαν. Ή άναπνοή τους κόπηκε.Ή καρδιά του Μίικυ χτύπησε βίαια. Τό τέρας δέ,ν 'εΐχε πεθαίνει! ^ — Τον δεύτερο διακόπτη! ούρλιασε ό Σέρινταν^ Εμ πρός., Μίκ.υ! Πριν μάς κομματιάση! ■ ' Τό ' παιδί δέν περίιμενε νά του τό πουν, δεύτερη φορά. Γαντζώθηκε στόν δεύτερο δια κόπτη, καί ή έντασις τής άχτ -ινο'βολ ί ας - διπλ-ασ ιάστρικε, Τούτη τή φορά ό πολύποδας κερ αυνοβολήιθηκε. Τά πλοκά μια του πάρέλυσαίν καί ό ντενεκτιβ ρίχτηκε στους μοχλούς έκτοξεύσεως των πυραύλων. Δύο αυλάκια φωτιάς ξεμπλό καραν από τήν πρήμη του. Τό δ ι απλονητ ι κρ σκάφος έλου σε σάν αφηνιασμένο άλογο πρός τά εμπρός, ^αφήνοντας πίσω του τόν πολύποδα πού σφάδαζε. — Ζήτω ! Γλυτώσαμε !, φώ ναξε ό Μιίκυ. — "Όχι ακόμα!., είπε μέ φωνή πού ’ έτρεμε ό Σέρ'ντσν. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΕΓ.Ε-ΙΩ&ΙΧ ι
0 ΘΡΥΑΙΚΟΣ ' ντ έ τ εκτιβ ήτ α ν 6 (μόνος τούτη τή στιγμή πού έβλεπε τήν - τρα-’ γική . ποαγματικότητα. Οί βελόνες τού μαγνήτικού με
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τρητή έλξεως πηγαινοέρχον ταν ανήσυχα. Κάτι άσκημο συνέβαινε. Είχαν γλϋτώσ'ει. από τά πλοκάμια του πολύ ποδα. Άλλα ή" ισφάντησίΐς τους μ5 αυτό το' τέιρας τού διαστήματος τούς είχε παρα σύρει πολύ μαικρυά· από τήν .κανονική' τομς πορεία.· Αυτή •ή παρέκκλισι ίσως τούς κό στιζε άκρί'βά. Και τό αλά θητο. ένστικτο του Τζόε Σέρινταν τόιν προειδοποιούσε ή δη γι’ αυτό πού έπρόκειτο νά σύμβή. Τό σκάφος έχανε ύψος. Χωρίς νά μιλήση έσκυ ψε απάνω στα πηδάλια σαν ένας τζόκίεϋ πού προσπαθεί νά συγκρατήσή τό ντοπάρεισμίέινο άλογό-τού πού καλπά ζει προς ένα σκοτεινό βάρα θρό. Με "γρήγορους -χειρι σμούς αγωνίστηκε 'νά συγκρατήση σέ μια κανονική γραμμή πλεύσεως τον «Πρώ τε α». Αλλά αυτό ήταν κάτι ανώτερο άπό τις δυνάμεις, του. Τό καταδιωκτικό τής Α>α πλανητικής- Αστυνομίας είχε πέσει σ' ένα πεδίο έλξεως κά ■ποιου. άγν.ω:στου άστρου^ την •τροχιά τού οποίου πλησίαζε Μέ μιάν έκφρασι· αγωνίας στο βλέμμα τράβηξε προς τά πί σω τούς μοχλούς έκτοξεύσεως των · άνασχετικών π υ ρ α ύλων, κ αιτ αιβάλλοιντ ας έτσ ι μιαν απεγνωσμένη· ’προσπά θεια νά ελάττωση την ταχύ τητα τής πτώσεως... 0ί· .μο χλοί κινήίθηκαν αλλά ' τίποτε περισσότερο1 άπό αυτό δεν έ γινε. — Πέφτουμε!; φώναξε ό Μώρις Σούλνβαν. Τί διάβολο
17
επαθες Τζό; — Νομίζω "πώς. δεν έχου με καθόλου τύχη σήμερα! απάντησε ξερά ό ντέτεκτιβ. Τίποτα δεν λειτουργεί ιτιά κα νονιικιά σ' αυτό τό σκάφος! ■Παρ’ δλο που εΐχ’ε' ατσα λένια νεύρα χρειάστηκε πολύ νά πίεση, τον εαυτό του για νά κράτηση τήν ψυχραιμία του. Τά μάτια του παρακο λουθούσαν τούς δείχτες των δ.αφόρων μετρητών. Το σκά φος παρασυιρόταν σαν ένα α κυβέρνητο κουτί άπό τενεκέ. "Ενα χαλύβδινο φέρετρο με τέσσερις μελλοθανάτους· που ταξίδευε στο σκοτάδι τής κολάσεως. — Νομίζω πώς πέσαμε στην τροχιά" κάποιου ^άγνω στου αστεροειδούς!, είπε μέ φωνή πού τήν έπνιγε ή αγω νία ό καθηγητής. Μ' αυτούς τούς αλήτες του διαστήμα τος ποτέ δεν μπορεί νά εί ναι κανείς ασφαλής. Γι5 αυ τό άλλωστε καί οί άστροχάρ τες τούς σημειώνουν μέ κσκκ *νο χρώμα. Κίνδυνος—θάνα τος. Ό Μώρις Σρύλΐίβαν εΐ,χε μαντέψει σωστά. Ή Νάνου έβαλε αμέσως σέ λειτουργία τήν περιστροφική τηλεοπτική συσκευή βάθους, " Ενα ^ κα ρούμπαλό μεταλλικό ξεφύτρω σέ οτήιν κοιλιά του άστροπλοίου καί τό ηλεκτρονικό μάτι, τής συσκευήο έστειλε στην οθόνη τής τηλεοράσεως τήν εικόνα ενός σκοτεινού όγ κου πού ολοένα μεγάλωνε:— μεγάλωνε καί πλησίαζε σπει λητικά.
— 5Αστεροειδής! (**)* (μούγ γιρισε ό Σέρινταν. "Εχεις δί κιο πραφέσορ! — Ευμιαοτε υποχρεωμένοι •νά προσγειωθούμε Τζό. Μο νάχα έικ των κάτω προς τα άνω θά ιμπορέσουμε νά ξεφυγουμε τήιν έίλξι του χρησι μοποιώντας τούς απωθητικούς πυραύλους ;μαις. -— Και νά θέλαμε δεν .μ,ττο ρεΐ νά γίνη διαφορετικά! συιμ φώνησε ό ντέτεκτιβ. "Ενας θεάς ;μονάχα ξέρει ^σέ τί χά λια θά προσγειωθούμε. Τώρα άλιοΐ' έβλεπαν^ πώς δεν ήταν δυνατό ν’ άποφάγουν (*) 01 αστεροειδείς είναι, οτως ξέρουν οί αναγνώστες του «Ύτπεραν%>ώττου2>, μιικιρά άστρα τού ταξιδεύουν στο διάστημα και τού δεν είναι ορατά ούτε ιμέ τιο τιη|λεσκιότιό ατό τή Γή„ ούτε, τολύ περισ σότερο, με γμμνό μάτι. 01 αστρο νόμοι φοβούνται τολύ αύτά τά μι κρά άστρα γιατί ό πλανήτης ;μας διατρέχει τον κίνδυνο συγκιρούσεως μαζί τους. Στις 30 ’ Οκτωβρίου του 1937 μάλιστα, 7 ώρες διαφο ρά στην τροχιά τής Γης καί του άστεροειδους 'Ερμή, έσωσαν ταν πλανήτη μας άΤό μιά σίγουρη κα ταστροφή. Οί αστρονόμοι ήξεραν ότι ή Γή θά συναντούσε τάν *Εμμή., άιλλά άτ έφυγαν νά ανακοινώσουν τιο πράγμα ,διά νά μή δημιουργηύη πανικός. Είχαν τρσβλεψιει δτι ό * Ερμης, πέφτοντας επάνω στη Γή, θά τρυτουισε τό φλοιό της κι5 όοτ’ τό έσωτερικιό του πλανήτη μας, τού είναι, ώς γνωστόν, διάπυρο· α κόμη, θά ξετετ άγιοιντιαν τίΐδακες πυρωμένης λάβας. Θά έταικολουθουσε ,μιά άνατριχι,αστική εκρη,ξι καί ή Γή θά μετά βαλλόταν σ’ εναιν σωρό μετεωρι των καί αερολίθων. Ευτυ χώς ή συγκρουσι αύτή δεν έγινε χάρις σ’ ένα έντελώς τυχαίο γεγο νός έλξεως τού παρέσυρε γιά έφτά ώρες άτό την κανονική τροχιά του
τόν *Ερμή.
"© τεράστιος άερόλιθος χτύπησε τά πλευρά του διαστημοπλοίου καί συνέχισε τό τον πρός τό άπειρο. Άπ* την κοιλιά του άεροσκαφους τινάχτηκαν άνθρωποι
τήν προσγείωση στον Αστε ροειδή αυτόν. "Επρεπε όμως ή πρσσγείωσι αυτή νά γίνη δσο τά δυνατό πιο όπταλά ,μέ λιγώτερες ζηιμιες. ’Άιν έφτα ναν ζωντανοί θά ήταν ρεγάλο κέρδος. —^ "Ολες ιμ,ας οι ελπίδες κρέμουνταΐ', είπε ,μιλώντοος αργά, ό Σέρινταν,στά αλεξί πτωτα έπιβραδύνσεως. Αυτά μονάχα νμποροΰν νά άνσκά ψουν τήν ταχύτητα τής πτώ σεως ,μας. Καταλάβατε τί εν νοώ Μίίικιυ κι’ έσύ Νάνσυ; Το παιδί κι' ή κοπέλλα ένευσαν κατ αφ'ατ κκ ά. ;— Τά .μάτια σου ανοιχτά Νάνσυ στά νούμερα τού βα θυμέτρου. Έγώ θά χειρίζου•μιαι τά πηδάλια. Στή δυο χι λιάδες μέτρα πρέπείι ν5 άνοίξουν τά αλεξίπτωτα και ό Θεάς βοηθός. "Ερριξε ένα βλέμμα στην οθόνη τηλεοράσεως. Ή εικό να πού παρουσίαζε ό αστερο ειδής ήιταν κάπως παράξενη. Στην επιφάνεια του διαγρά φονταν περίεργα σχήματα πού έδειιχναν κάποια συιμ,με τρ ία καί δημιουργούσαν τήν έντυπωισι άτι κάποιο ανθρώ πινο χέρι εΐχίε έργασθή με θοδικά γιά τήν κατασκευή τους. /—Αρχίζω νά πιστεύω πώς πέφτουιμε σέ τεχίνητό δορυφό ρο, μουρμούρισε ό ντέτεκτιβ ενώ τό βλέμμα του έφυγε α πό τήν τηλεοπτική συσκευή κΙαϊ πλανήθηκε έξω από τό δε ξιό φινιστρίνι τού σκάφους. Έδώ υπάρχουν μηχανικές εγ καταστάσεις τηαύ θά τις ζή λευε καί ή Γή! "Ολοι κύτταξαν πράς τά έ ξω. Ό Τζόε Σέρινταν είχε
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
&κιο. Τό «Πρωτεύς» .δεν ττα*. ρ «σερνόταν από την μαγνητι κή έλξι όνος άιστεροε ιξούς. Αυτό πού βρισκόταν τώρα κάτω από τό άστρόπλοιο ή ταν· μια μεγάλη μηχανική πό λις μέ χαλύβδινο .εξοπλισμό καί μέ τεραστίους μεταλλι κούς κυλίνδρους παραγωγής ατομικής ενεργεί ας. Λύτη του λάχιστόν .ήταν ή εντύπωσι πού έδιδε από ψηλά τό άγνω στο άστρο στο όποιο .έπε φταν. Ή τριβή μέ την ατμό·* σφα: ρ α . τού άστρου άρχ ισ ε νά γίνεται αιισθίητή μέσα στό σκάφος.. Ή θερμοκρ ασ ί α ανέ βα ινε. αισθητά. Ό Σούλιβάιν σ5 ένα νεύμα, τού ντέτεκτιβ πάτησε τό κουμπί τής ψύξεως. 'Ό αέρας μέσα στό 51 απλ ανητόπλο ο άρ χ ι σ ε νά γ ίνετ α ι πάλ ι,. δροσερός. — Θάλασσα! Κυττάχιτε έ χει! φώναξε, ό Μίκυ. Θάλασ σα καί δέντρα! Δεν μπορεί νά είναι· αυτά ένας τεχνη,τός δορυφόρος. Είναι σίγουρα πλανήτης κατοικημένος από ανθρώπους. πού ξέρουν νά φτιάχνουν τεχνικά έργα. Ό καθηγητής Σούλιβσν σταυροκοπήιθηκε.. - Ό μικρός έχει δίκιο! γκιρίνιαιξε. . Πέφτουμε σ’ έναν πλανήτη άγνωστο καί μυστη ριώδη πού κανένας άστροχιάρτης δεν έχει σημειώσει μέ χρι. τής στιγμής.' Αυτό δεί χνει πώς εμείς όί ΓήινοΓ πού φ ουισκώνΟυι μ ε άπ ό υ)περ η ψ ά νεια καί κίοικκορευόμαστε πως είμαστε ,καταχτητές τού Σύμ παντός δέν · ξέρουμε τί· μάς γίνεται ! ..
— Τά αλεξίπτωτα Νάν ου!, ακούστηκε ή φωνή -τού ντιέτεκτι β. ■ Ή κοπέλλα. μέ γοργές κι νήσεις έβαλε σέ λειτουργία τό μηχάνημα άλεξιπτώτωιν. Δυο τεράστιες όμπρέλλες α πό ίσχυροτάτη πλαστική ύλη ξεπετάχτηκαν πάνω ^ από τό άστρόπλοιο. Τό σκάφος ταλ αντ ε ύτ ηκ ε καί στ αμ άτ η σ ε νό: πέφτη σά βολίδα. Ή ταχ ύτη τα τ ή ς' "πτώσεως ά,νακό * •πηκε. Τά αλεξίπτωτα έλειτούργησάν κανονικά. Ό <<Πιρω τέας» άρχισε νά πλησιάζη, όμ.'άλά την επιφάνεια τού άγινώ στου άστιρου. Τώρα ή πολι τεία μέ τις τεράστιες μηχα νικές ·. εγκαταστάσεις δέν φαι νότον πια. Είχε μείνει πίσω, ι ρ έδαφος όπου έπΐρόκειτο νά προσγειωθούν -ήταν . τραχύ. Ό' Σέρινταιν διάλεξε τις ό χθες ιμιάς· μεγάλης · λίμνης, πού έμοιαζε μέ θάλασσα. Ε κεί τό έδαφος έδειχνε ομαλό καί - ή π ροσγιε ίωσ ι φ·α ινό'τ αν λ ΐ'γώτεριο έπ ηκίνδιυινη. Μέ τεν τωμένα όλα τά -νεύρα τού αατσαλένιου κορμιού του ..κά νοντας" επιδέξιους χειρισμούς έφερε στην κατάλληλη θέσι τό · άστρόπλοιο καί τράβηξε τον μοχλό τού τρίποδα- πρσσγε ώοεως. . . · ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΑ ΨΑΡΙΑ
ΤΟ ΦΩΣ τού ήλιου άινταινα κλ όύσ ε στ ά < πράο ι ν α νερά τ ής λίμνης. Τά νερά · άναδεύοντάν έλαφράκιάτω από τό χάδι τού χλιαρού αέρα. Θά μνοι μέ ροζ άνθάκια είχαν φυ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ τρώσει· Ρττίς όχθες τής λί μνης/. ,5 Ητοον ένα τοπίο γε μάτο γοητεία. "Ενας πτνακιας ζωγραφικής ιμιέ απαλά χρώμα τα.· Ό ουρανός ήταν ανοιχτά γαλάζιος. Ό Σέρινταν, ενώ οι άλλοι .μέσα άττό τό διαφα νές κρύσταλλο θαύμαζαν^τον , πλανήτη στόιν οποίο είχαν π.ροσγειώίθή, τράβηξε μέ την άναρροιφητίική· αντλία- μια μ.ικρή ποσότητα αέρα. Αυτό ή ταν ένα μέτρο πρόνοιας πού όλοι οι άστροναυτές πιλότοι ποτέ δον πσρέλε ι παν.. Πριν άποβιβασθίαύν σ’ εναν άγνω στο πλανήτη· έπρεπε νά βε βαιωθούν για την. πο-ιότητα τής ατμόσφαιρας. ΓΗταν α νάγκη νά ξέρουν αν ό .αέρας έξω ατό τό σκάφος ήταν α-· νσπινεύσιμος ή όχι: Σέ περ.ίπτωσι πού τό οξυγόνο·δεν ή ταν .αρκετό φορούσαν τις άστράναοπ ιικές φόρμες μέ . τά · σκάφανδρα και τίς συσκευές οξυγόνου. Ή έξέτασι ήταν I-" κανοττοιητιική. — Ή ατμόσφαιρα εΐιναΐ ή ίδια .μέ τήιν ατμόσφαιρα τού πλανήτη μας, είπε ό ντέτεκτιβ. Μπορούμε κατά συνέ πεια νά . βγούμε χωρίς σκά φανδρα- "Ομως αυτό δεν ση- , μ αίνε ι- πώς δεν ' πρέπει· νά εΤμαστε προσεχτικοί. Τό ταξί δι..μας εΐναι' -γιά την Άφρ άδυ τη.· ?Απ’ αυτό τό άστρο πού βοέθηικε’ τυχαία μπροστά μας ■ θά ξεκινήσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα άφοο πρώτα ε πισκευάσουμε όσες .βλάβες έ χει το σκάφος. ■ —- Τί; ρώτησε έκπληκτος
ο Μί&ν. Δε θά πάμε νά δούμε
'
·
..
. 21
άπό' κοντά την ’πολιτεία μέ .μηχανές; — Αυτό δεν τό ξέρουμε ακόμα,, άπάντηισε σκεφτικός ό Σέρινταν; Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτό τό .άστρο ού τε φυσικά ξέρουμε τί, είδους πλάσματα είναι· αυτά πού τό κατοικούν. Τά έργα τους πάν τως δείχνουν πώς έχουν κάνει προόδους στην τεχνικής ΕΤ-. ναι μερικά·πράγματα βέβαια πού χρειάζονται· *· κάποιαν ε ξήγησε Κάί πρώτα—πρώτα είναι μυστήριο γιά μένα τό ό;τι μέχρι τώρα αυτό τό ά στρο δεν άναφέρετ'αι· σέ κα νόναν άστρόχάρτη από εκεί νους που φτιάξανε οι έξερευ' νητές τού δ ι αστήιματος. —Αυτό δεν είναι καί. τό σο μυστήριο·!, είπε ό καθηγη τής. "Ολα τά άστρα δεν μέ νουν ακίνητα στο διάστημα. Ταξιδεύουν. "Ισως λοιπόν αυ τό· τό χώμα πού πατάμε ν’ άνήικη σέ κάποιο από τά πε ραστικά. άστρα- που ■προέρ χονται από τό νεφέλωμα τού Γαλαξία.-Θέλω νά πώ δηλα δή πώς τό άστρο αυτό μπο ρεί νά διαγραφή μια μεγάλη τοοχιά κατά την διάρκεια τής όποιας κανείς δεν ,μπορεί νά υπολογίση ·κΓ εμείς βρεθή καμε σ’ αυτή τήιν τροχιά. Έ κτος άν παραδεχτούμε πώς εί ναι ένα· ύπόλοιπο ' τού. πλα νήτη 28 πού καταστράφηκε πριν από πολλά · εκατομμύοια χρόνια καί πού έχουν νά πουν δτι' ήταν ό δίδυμος άδέλ ψός τής Γης. , Ό Σέρινταν άνσσήκωσξ τούς ώμους.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ — Υποθέσεις μπερδεμένες μέ παραμύθια! είπε. Β γήκαν άπό τό άστρο» πλοίο. Ό άέοας πραγματικά ήταν άναπνεύσιμος. “Όλα τά γύρω μύοιζαν άνοιξι. ^Ηταν κάτι άπόλυτα δμοιο μέ την γήινη άνοιξι. — Νομίζει κάνείς δτι β|ρίσκιεται σέ κάποια έξοχή του πλανήτη, μας, εΤπε θαυμάζον τας δλα τά γύρω η Νάνου. Τό έδαφος καί οί γύρω λό φοι είχαν ένα σακολατί χρώ μα. Στις πλαγιές των λόφων υπήρχαν δεντριά. Ό άέοας έ φερνε άπό μακρυά άρώματα λουλουβιών. — Πραγματικά παοαδευ σιακό τοπίο!, είπε ό Σούλιβαν. "Εκαναν .μια μικρή έξερεύνησι γύοω άπό τό σημείο στό όποιο είχε άκουμπόσει τό σστρόπλοια. *Ό1λα έδειχναν ή συχα καί ποειμία. * Ανάμεσα άπό τους λόφους ύπήοχε ένας μεγάλος φσοδύς δοόμος που πήγαινε ποός τά δυτικά. Ό δοόιασς αυτός δεν φαινόταν νά έχη τέρμα. — Θά έλεγε κανείς, είπε ό Σέρινταν, δτι είναι μιά με γάλη. λεωφόρος φτιαγμένη ά πό χέρια ανθρώπων. —Καθόλου απίθανο!, συιμ φώνηαε ό καθηγητής. "Αλλω στε οί εγκαταστάσεις πού είδαμε άπό ψηλά δεν άφήνουν κ αμμ ι ά άμ φ ιβολί α λ πώς το άστρο αυτό κατοικεΤται άπό λογικά δντα. Κατά τό μεσημέρι ξοονα-
γύρισαν στην όχθη τής λί μνης. Δόν εΤγοον συναντήσει
κανένα ζωντανό πλάσμα. Ή πολιτεία θά έπρέπε νά βρίσκέται πολύ μακρυά καί εί χαν προσγειωθή σ’ ένα ακα τοίκητο τμήμα τού πλανήτη. Αποφάσισαν ν’ άοχίσουν τίς έπισκιευές τού «Πρωτέσ». Ό Σέρινταν, ό Σούλιιβαν καί ή Νάνσυ ύστερα άπό μιά σύν τομη έπιθεώρηισι του σκά φους άρχισαν νά δουλεύουν. Ή δουλειά προγωρούσε γορ γά. “Όλοι καταλάβαιναν δτι όσο πιο σύντομα έγκατέλει παν αυτόν τον άγνωστο πλα νήτη, «αέ την ισχυρή έλδι τό σο πιο καλά θά ήταν. "Εποεπε νά είναι έτοιμοι γιά κάθε ενδεχόμενο. Λίγο άογότεοα κουρασμέ νη ή Νάνσυ απομακρύνθηκε καί κατέβηκε προς τήιν δχθη τής λίμνης. Ή λίμνη έμοια ζε σάν μιά απέραντη, σμαρά γδι νη θάλασσα. Τό βλίέμμα της πλανή'θηκε πέοα μοκιουά. Ή άντικρυνή δνθη χανόταν στο βάθος τού ορίζοντα. Ή ατμόσφαιρα ήταν χλιαίοή κι* ένοιωσε μιαν ακατανίκητη έπιθυμί'α νά κόλυμπήση. "Ενα μπάνιο σ’ αυτά τά γαλήνια νεοά θά ήταν ύπέοοχο. Χωρίς νά τό πολυσκεφτη γδύθηκε κι* έμεινε υέ τό σόοτ. Τά νε οά παιχνίδιζαν κάτω άπό τίς άχτίνες τού καφτού ήλιου. ^Ηταν έτοιμη νά βουτήδη στό νεοό όταν ακούσε κά ποιον θόρυβο. Γύρισε ξαφνια σμένη καί μιά πνιχτή κραυ γή φρίκης βγήκε άπό τό στόμα τηις. “Ένα παράξενο πλά
σμα είχε πλησιάσει άθάρσβσ
?
-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΠΠΟΤ
πίσω της καί την κύτταζ' μέ τά ιμεγάλα στρογγυλά ,μά τισ του πού έμοιαζαν ιμέ φακούς. Ή αναπνοή της κσπηΚί·. καθώς τό βλέμμα της πιρίο σπάθησε να συλλαβή· τήιν ει κόνα αυτού του έξώκοσμου δντος. Τό κεφάλι του εΐχιε κά τι τό ανθρωποειδές. Τό καρ-μί του όμως ήταν καοιμΐ Φά ρου ιυέ πράσινα «μεγάλα λέ πια. Στηριζόταν σέ δυο πό δια πού είχαν τοία δάχτυλα τό καθένα. Αυτά τά δάχτυ λα ήταν ένωμένα ιμεταξύ τους ιυέ μεμβράνη. Τά -χέρια του ήταν χέοια άνθρώπου. Πίσω· στη ράχη του κιαίΐ κά τω άπό τά χοντ,ρά \μπ,ράτσα του άστρσφταν μεγάλα άγκσ θωτά πτερύγια. 4Ολόκληρέ τό ικοοίαί του τέρατος έσταζε νερό. Ήταν φσνεοό πώς μό λις είχε βγή άπό τή λίιμνη. — θεέ ιμου ϊ ψέλλισε ή Νάνσυ. Ή πρώτη σκέΦι ήταν νά τρέξη. "Υστερα άπό ένστι κτο έφερε τό νέοι στο πλευ ρό της εκεί πού κρεμόταν πάντα τό πιστόλι της. Άλ λα τό πιστόλι ήταν πεταμένο μερικά μέτοα πιο έκεΐ ιυσζΐ ιιέ τη φόουα πού είχε 6νσλει γιά ινά κοίλυιμπήση. Πάνωσε. Ό Σέοινταν κι* οι άλ λοι βρίσκονταν ιμακουά. "Ε νας ,μικοός λόφος την χώριζε άπ’ τους συντοόφους τη ο και δεν ιμπορούσαν νά την βουν Τώρα υετάνοιωνε πού έτσι εντελώς απροειδοποίητα χω ρίς νά πη λέξι. σέ κανέναν άπρμακρύνθηκε νιά ινά κσλυ μττηση. Αλλά ήταν άργά-
23
" Εκανε νά τρέξη. Μά ένοιω σε κάτι παράξενο νά τής συμ βαίνη. Τά πόδια της λύγι σαν. Τό καθένα ζύγιζε χίλι ούς τόννους καί ήταν άδύνατο νά σαλέΨπ. Τά στρογγυλά μάτια τού άνθρώπου—-ψαριού στηλωαένα άπάνω της έμοια ζαν νά εκπέμπουν άόρατες υανινητίικές ακτίνες πού έξουδετ έρωναν κ άθε ποοσπάθε ι α άντιστάσεως. Κατάλαβε πώς ή θέλησίς της κατέρρεε και τίποτε 6έν ιμποοούσε νά κά νη. Τό τέρας ,μ’ ένα πήδημα ώρμιησε εναντίον της. Ό τοόμος πού δοκίμασε τής ξανά δώσε τή φωνή. — Τζό! Βοήθεια Τζό! κ ρ αύγ ασ ε. Β οήθε ι α! Ένο ι ωσ ε τά λ ε π ιδωτ ά μποάτσα νά την άοπάζουν βά νσυσα. Μια παγωνιά φιοίκης την κυιοίεΦε. "Επηεπε ν’ άντ αταθηι. Ήταν σί^ουοα χα μένη.. "Οιυως δεν έποεπέ νά παοαδοθη χωρίς νά πσλαίφη. Κστσνικώντας τον φόβο πού είχε τουπώσει ατό σ*μα της και 'ξσνσβοίσκοιντσς την αυτό κ'ΡίαοχΧα της έσκυΦε καί τ·ναχτηκε ποοΓ τά πίσω. Το κορμί της γλύστοησε άπό την άνκσλιά τού Ψαοσνθοιώπου. Τό τέιοας άφησε ένα ουίρλιαγτό λύσσας καί ώομησε πάλ' άπάνω τηο. Οί γροθιές της Νάνητυ κινήθηκαν κεοσυνοβόλα. Τινάχτηκαν ποός τά έμποός καί βρόντησαν ατό ππήιθος καί ατό άνθοωποε,ιδ^ο ποόαωπο τού τέοατοο. Τούτη τη ώοοά τό ουρλιαχτό πού άκούστηκε έβγαινε άπό τό στόμα του κοριτσιού. Τά
24 .
· ΥΠΕΡΆΝ§ΡΠΠ©Ι
δάχτι)λα της Νάνσυ καθώς χτυπούσαν τόιν Ψσράνθρωπο πόνεσαν φοβερά σά νά έπε σαν απάνω σέ χαλύβδινα καΐρ Φιά. Ταυτόχρονα ένοιωσε σάν μά ηλεκτρική έκκένωσι να την χτυπάη, νά διοχετεύεται σ’ ολόκληρο τό σώμα της και νά παραλύη πάλι τις δυνά μεις τη,ς. Τά μάτια του τέρα τος. είχαν κιαρφωθή \μέ μιάν άγρια λύσσα στά διικά της. Γύρισε το κεφάλι άποφεύγοντας τά μάτια ταυ. "Ένοιωσε μιά δυνατή ' άινακούφ ισ ι. Κα τάλαβε πώς έπρεπε ν’ άποφευγη τό βλέμμα του Ψαραν θρώπου που είχε μιά παρά ξενη ·παραλυτική δύνσμι. Γύ ρισε τό κεφάλι καί μέ δυό' πηδήματα (βρέθηκε στο ση μείο οπού είχε άφησε ι . τη φόρ μα και τη ζώνη .μέ τό πιστό· λι της. "Έσκυψε μά δέιν πρό λαβε. Τό τέρας την άρπαξε και την έσυρε προς τά πίσω. Ή καρδιά της χτύπησε τρο μαγμένα. Την έσερνε, μολονότ ι άγων ι ζότ αν- άπέ γινωσμένα νά ξεφύγη, προς τη λίμνη. —Τζό !, σ π άραξε. Τζό ! Βοήθεια. 9Ηταν χαμένη. Καταβάλ λοντας υπεράνθρωπες προ σπάθειες γεμάτες απελπισία νά ξεφυγη καθυστεοοΰσε την πιροσέγγιισι προς τό νερό·. Ό Ψάράνθοώπος φυσικά θά την προωθούσε προς τό βυθό, δεν υπήρχε κσμμιά ’ αμφιβολία. Καί κάτω από τό νερό- θά εύ|ί· ίσκιε τραγικό θάνατο. Κα νείς δέιν θά μάθαινε πώς χά θηκε. Έκανε μιά σύντομη προσευχή μέσα της, Ένοιω
θε πώς. έχανε τις αισθήσεις της. ' . · ^ ' Ξαφνικά ' όμως άνασκίί.ρτησε καί τό απελπισμένο άλειμ μα της γέμισε ελπίδα. Είδε τον Τζόε Σέρινταν ;νά τ,ρέχη προς τό μέρος της. Ό. θρυ λικός ντέτεκτιβ είχε ακούσει τις κραυγές της. Κοίταζε γύ ρω του δεν. την ,έϊδε καί. · κα τάλαβε πώς κάτι φοβερό τής συμβαίνει. Τρέχοντος έφτα σε στην όχθη- καί πάγωσε όταν -άντίκρυσε από μακ,ρυά τό παράξενο σύμπλεγμα.· * Πί σω τθμ έτ,οιεξαν μέ τά πιστό λι ο: στο χέρι ό Μίκυ κι* ό Σού λάαν. <0 Σέρινταν μέτρησε μ’ έ να γοργό βλέμμα την άπόστα σι; . Λογάριασε πώς ·δσο γρή γορα κι* άν έτρεχε, δεν θά πιρόφταινε. Τό τέρας κι’ ή Νάνσυ δεν, απείχαν παρά έλά χσ'τα · μέτρα από ·τό νερό. "Ενα βαθύ χαντάκι αύλάκωσε τό μέτωπό του. ’Έσφιξε τά . δόντια καί τράβηξε τό πι στόλι του.'Μέ κίνδυνο νά σκο τώση’ την κοπέλλια που λά τρευε- σημάδεψε. Αέν μπορού σε νά κάνη, διαφορετικά. Αέν χωρούσε άλλη λύσι. Σημάδε ψε, πίεσε τη σκανδάλη και πυροβόλησε. Ή καρδιά του σ ιαράτησε νά χ,τυπάη δσο νά βεβαιωθη γιά τό αποτέλεσμα τ ή ς 51 αλυτ ικ ή ς. άκτ ί να ς πού έφευγε από την κάννη τού ό πλου του. Έβγαλε μιά άγρια. Κ:ο αυγή ' χαράς καθώς είδε. το τέρας κεραυνοβολημένο.· νά χορρπηδάη νά σηκώνη τά χέ ρια καί νά πέφτη σφαδάζον τας ρτό έδαφος · *
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Την ϊδια στιγμή όμως ένα π αγωμέίνο. χέρ ι ψού χτ ι ασε την καρδιά του. Με φρίκη εί δε ·νά προβάλλουν στην όχθη στάζοντας νερό πολλά παρό μοια τέρατα. Οι ΨαράνΒρωποι* τώρα ήταν πολλοί καί . πλησίαζαν οπουλα την. κοπέλ •λα. ' ^ — Νάινσυ φυλάξου \, κραύ γασε ό ντέτοκτ ιβ. Φύγε! Τό κορίτσι άκίουσε την κραυγή. "Ερριξε ένα βλέμ μα προς τά πίσω καί έτρεφε στο μέρος πού υπήρχε τό πΐ^ στόλι της. Τό άρπαξε καί ο πισθοχωρώντας άρχισε νά πυ ροδαλή. Ή παρουσία του θρ·υ •λ ι-κου ντέτοκτ ι β, ξαναζωντάνεψε τό κουίράγιο της. Τώρα δεν ήταν μονάχη.. 7Ηταιν κον τά της ό Σέρκνταν και πίσω από τον Σέρινταν είχαν φτά σει-κι* ο·ί άλλοι. Ό Μίκυ κΓ ό Σούλιβαιν. Έτρεξε κοντά τους.)ΚΊ·5οί τέσσερις τώρα στά θηκαν ασάλευτοι στη γραμμή σάν. ένα ζωντανό τείχος, άποφασ ισμένο ι νά άντ ιμετωπ ί σουν την έπίθεισι των έξωκόσμωιν αυτών οντωιν. — Χριστούλη μου !, έκανε τό παιδί. Τί> πράγματα είναι αυτά·; "Αφησε γιά άλλη ώρα τις ερωτήσεις σου Μίκυ!., εί πε, αυστηρά ό ντέτεκτ ιβ. Τά μάτ.ια σου ανοιχτά!· Βλέπεις ρτι αυτά τά ·τήρατα είναι πολλά κι* εμείς είμαστε λί γοι. Λοιπόν καμμιά ακτίνα δεν -πρέπει νά πάη ' άδικα. •'Αν κάνουμε πώς οπισθοχω ρούμε είμαστε χαμένοι.- Κύτταξε τα πώς σαλτάρσυν. "Έ
25
να 6ήμα δικό τους είναι έκα τό δικά μας. -Πραγματικά οί- Ψαράν-Βρωποι αγριεμένοι από τον θάνα το των συντρόφων τους πού είχαν κεραυνοβόληθή από τά πιστόλια τής'Νάνσυ καί τού Σ έρ :νταν πιραγιμ ατο-πο ι ούσ αν μεγάλα πηδήματα ζυγώνον τας απειλητικά τούς τέσσερις γηΧνους. — Είναι φοβερό! είπε τρέ μοντας ό Σούλιδαν. ' Τόσα χρόνια ταξιδεύω - στά άστρα ποτέ δον ξανασυνάντησα πα ρόμοια πλάσματα. Αυτά τά όντα είναι αμφίβια. "Ενας θεός μονάχα ξέρει κάτω άπό ποιες κλιματολογικές συνθή·· κι:-.ς πήραν αυτή τή μρρφή. Στην έξέλιξι των ειδών Θά έ χουν .σίγουρα τή Θέσι που εί χαν οί Φώκιες στη Γη. Οί Φώκ.ες .όμως είναι ήμερα ζώα. —Προσοχή!, φώναξε ό ντέτοκτ ι-.β. Τά μάτια του λάρπανε σάν Φρεσκοδαμμένο ατσάλι καί το χέρι του κινήθηκε άπίστευ τα γοργά. "-Ενα άπό τά ■ τέ ρατα κεραιυνοδολήθηκε άπό την ακτίνα του πιστολιού του καθώς σάλταρε στον αέρα. Πήρε δυό^ βόλτες κι5 έπεσε άνοιγοκλείνο-ντας τό στόμα του ένα μέτρο μπροστά τους. • —— Κ ι5 αυτό άπό μέρους μου !, φώναξε εύθυμα ό Μίκυ σημαδεύοντας ένα δεύτερο τέ ρας. "Ετσι μπράβο! Ό Ψαράνθρωπος δείχνον τας τά δόντια του καί ούρλιά ζοντας άγρια έπεσε· σφαδά-
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ζοντας. Την ίδια στιγιμή πυρο βόλησαν μαζί ό Μώρις Σουλιβαν καί ή Νάνσυ. Δυο άκόμα άπό τά λεπιδωτά τέρατα έπεσαν. Τώρα τά άλλα ξα φνιασμένα απ’ αυτό το μακε λειό σταμάτησαν. Ακούστη καν (μερικοί νρυλλισμοί σά νά κουβέντισζ|αν πίθηκοι. Κ Γ υστέρα απότομα οί Ψαράνθρωποι μαζεύοντας τούς νε κρούς τους γύρισαν τη ράχη και άρχισαν νά τρέχουν πρός τη λίμνη. —Όίχΐ' Νάνσυ! είπε 6 ντέ τεκτιβ εμποδίζοντας την κίοπέλιλα πού ήταν έτοιμη νά πυροβόληση. Δεν υπάρχει πιά ιλόγος. Αφού φεύγουν δεν υπάρχει λόγος νά σκο τώσουμε άλλους. Στάθηκαν και παρακολου θούσαν τά ανθρωπόμορφα ψά ρια πρύ έπεφταν στο ν&ρό.ΊΓο ένα πίσω από τό άλλο έπε φταν άνασηικώινοντας πίδακες από άφραύς κιι’ ύστερα χά νονταν κάτω από την επιφά νεια. Δέκα λεπτά αργότερα ή λίμνη· είχε πάρει· πάλι την η μέρη όψι της καϋ τά σμαρα γδένια νερά της αντανακλού σαν ύπέροχα τις αχτίνες τού ήλιου που έπεφταν κάθετα. —Φτηνά τη γλυτώσαμε ! είπε ό ντέτεκτιβ ρίχνοντας στη θήκη τό όπλο του. Πανικοβλήθηκαν. ’Άν ήξεραν την τιραγματική δύνομί1 τους θά είμαστε σλοι μακαρίτες τώ ρα. — "Οπως κι’ άν έχη τό πράγμα αυτοί οι Άνθρωποι —Ψάρια είναι γιά μένα ένα μυστήριο!,είπε ό καθηγητής.
Ή φύισι σταυρώνει παράξενα πλάσματα. Κανένα όμως ατό τά πλάσματα αυτά δεν είναι χωρίς προορισμό. Θά έδινα ευχαρίστως δέκα χρόνια άπο τη ζωή μου άν μπορούσα νά έπισκεφθώ την πολιτεία τους. Γ;ατΐ δεν έχω κορμιά αμφι βολία πώς κάτω από τα νε ρά αυτής τής λίμνης ύπαρχόι κάποια πολιτεία μέσα στην οποία ζούν καί κινούνται αυ τά τά έξώκοσμα όντα. — "Ίσως κάποτε ξαναγυρίσουμε!, απάντησε σκεφτι κός ό Σέριινταν. Θά πρέπει όμως νά έχουμε φόρμες ^βα τραχανθρώπων καί τουφέκια θαλάσσης. ΑΙΧΜΑΛΩΤΟ!
ΥΣΤΕΡΑ άπό λίγο βρίσκον ταν πάλι κον τά στο άστρό πλοίο καί ξα νάρχισαν την δουλειά τής ε πισκευής. Αού λουαν με όρεξι. ^ — Σέ τρεΐς τό πολύ ώρες 6ά είμαστε έτοιμίοι, είπε ϋστιερα άπό λίγο ό ντέτεικτιβ. Πριν άφήσουμε όμως αυτόν τον πλανήτη θά κάνουμε μιά βόλτα πάνω άπό τί-ς μεγά λες μηχανικές εγκαταστάσεις πού είδαμε όταν ερχόμαστε. ’ Αν οί "Άνθρωπο ι—Ψάρι α είναι ένα αίνιγμα, τό ίδιο καί σοβαρώτερο ίσως αίνιγμα α ποτελεί ή μυστηριώδης πολι τεία μέ τούς λέβητες καί τις υψικαμίνους.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
— Αυτό τό δεύτερο αίνι γμα δεν πρέπει να σέ απα σχολεί καί πολύ Σέρινταν! ακούστηκε π'ίσω του .μια κο ροϊδευτική φωινη. Τ' αφεντι κό Τσα-—ίσα γ^5 αυτό μας έ στειλε να σάς μαζέψουμίε. .Θέλει νά δ'εί.ξηι σέ ,σένα^ καί στην παρέα σου δίλα τά άξ ’οπεριί εργ α του μ αγαζ ιού του. Ό ντέτεκτιβ γύρισε ξΐαφνία σμένος. ΕΤ6ε ένα πιστόλι να τον σημαδεύη, κι5 ένα πολύ γνώριμο μοΰτ!ρο νά του χαμογελάη άσκημα. — Ό Κόρτερ τό φίδι!, εί πε καί τά μάτια του σκοτεί νιασαν. — Ακριβώς Τζό! Ό Κάρτιερ τό φίδι πού όπως ξέρεις δαγκώνει άσκημα όταν θυμώ ση. Γι3 αυτό φρόνιμα κι* άττά νω τά χέρια άγάπη μου!
Ό Σέρινταν Ινριω,σε τό αΐ-
27
Οί μικρές άλλα θαυματουργές γροθιές του παιδιού έκαναν τους οχ>μμ©ρ|τές νά τά χάσουν/
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μα να κυκίλοφορή ορμητικά μέσα στις φλέβες του. Τούτου ήταν πάλι κόττ ι πού δέν το περίίμενε. Νά συνάντηση έναν από τούς χειρότερους κακούργους τής Γης σ’ αυτό ταμ άγνωστο πλανήτη ήταν ■ κάτ ι πού δεν μπορούσε νά τό, συλλάβη τό> μΐυαλό του. —Δεν άκουσες τί σου εί πα; Υφίνιαξε αστός πού τον σημάδευε. 5Απάνω τά χέρ ι α! Ή γροθιά του ,ντέτεκτιβ σηκώθηκε απότομα. Τό οπλο έκπυρσακρότησε. Αλλά ή α κτίνα τρύπησε τον αέρα. Μέ μιά κίνησι πού.θά την ζήλευε ένας τέλειος μπόξερ ή γροθιά του Σιέρινταν πέτυγιε στο σα γόνι τον κακούργο και τον έ~ στείλε δέκα βήματα πίσω. Ό Κάιήτερ βόγγησε κΓ ετοι μάστηκε νά ξαναπυροβολήση. Μά κι5 αυτή τη φορά ό ντέτεκ,τ ιβ τον πρόφτασε. Ή σιδερένια γροθιά του έπεσε σάν σφυρί ανάμεσα στα Φρύ δια του. Ό συμμορίτης άφη σε· τό πιστόλι και κυλίστηκε στο χώμα. Ό Σέοινταν άρπαξε τό πι στόλι και κύτταξε γύρω ανα ζητώντας τούς άλλους συντρό φους του. Είδε τη Νάνου και τον Σούλιβσν δεμένους. “Έ νας σπασμός τάραξε τό ·πιρό σωπό · του. Περισσότεροι άπό είκοσι συμμορίτες ' μέ πολυ βόλα ικάι πιστόλια στα χέρια τούς είχαν κυκλώσει. Αυτό εί χε γίνει σίγουρα δταν εκείνοι αΦώσιωμένοι στην επισκευή τού άστροπλοίου . τους δεν πρόσεχαν τί γινόταν . γύρω τους. Οΐ συμμορίτες, πλησί
ασαν ύπουλα και ύστερα ό σην ώοα εκείνος πάλευε μέ ~όν. Κάρτερ, πέτυχίαν νά αι χμαλωτίσουν τήν κοπέλλα .και τόν. καθηγητή. Ό μόνος πού κρατούσε ακόμα ήταν ό Μί'κυ. 'Τό .άφοβο παιδί αδια φορώντας γι;ά τόν κίνδυνο ' έ δινε σκληρή μάχη μέ, δυό α πό τούς κακούργους πού τό εΐχάιν στη μέση. Οι μικρές, άλ λά θαυματουργές γροθιές του δούλευαν απίστευτα γοργά κΓ έκάινίαν -τούς κακούργους ν5 αφρίζουν άπό λύσσα.. Κρα τούσαν κΓ οί δυό πιστόλια. Τό παιδί ήταν άόπλο. "Αν ή θελαν θά μπορούσαν νά τό σκοτώσουν. ■ — Τό αφεντικό τους μάς χοε ι άζ'ετ α ι ζωντ αινούς! μού γγοισε ό ντέτεκτιδ., Άλλα θά δυσκολευτούν πολύ νά τά' κα ταφέοουν.· Μέ δυό πηδήματα βρέθηκε κοντά στόιν Μίκυ. Τό βλέμ μα του είχε μιά άγρια λάμ ψη- Σήκωΐσε τό πιστόλι και σημάδεψε. — Τζό! Ήταν μιά απελπισμένη κοαιυνή άπό μέρους τής Νάν συ. Γύρισε ποός τό ι μέρος της' καΊ έμεινε βουβός καί άσάλευτος. Ένας άπό τούς ·*κα κό ύργους κοατσύσε ένα μα χαίρι κοντά στο λαιμό τής κοπέλλας. Ή λεπίδα άστραΦτε απαίσια κάτω άπό τό Φως τού ήλιου. — Άν δοκιμάσης Σέρινταν ’ νά ρίξης πρέπει νά 'ξενοάψης τό κορίτσι σου άπό τούς ζωντανούς ! / είπε βρα χνά εκείνος πού κρατούσε τό
ΫίΙέρΑΝβΡΩΠΟί ' μαχαίρι. Είμαστε όπως βλέ* .πε.ις πολλοί ·κι3 εϊσαστε' λί γοι. .Σάς χρειαζόμαστε ζων'τανόύς. ’ΛΑν όμως εξακολου θήσετε νά κάνετε ’ αταξίες θά πάμε στο αφεντικό τά κουφά ρια-σας... ' "ί... - · • —-I Ιεταξε 'τό, πιστόλι που κρατάς χαφιέ I, γρύλλισε ■κάποιος άλλος. δίπλα του, . . ,^Ηταιν ό Κάρτερ^.τό φίδι. Είχε συνελθεί κι3 είχε ζυγώ σει τάν Σερινταν ύπουλα κρα τώντας τώρα ένα πολυβόλο. Ό θρυλικός ντέτεκτκβ είχε παίξει· ώς τά τώρα χιλιάδες φορές κορώνα—γράμματα' τή ζωή του. Τούτη τή φορά όμως το πράγμα ήταν διαφορετι κό.· "Αν ήταν για τον εαυτό του θά τά ρισκάριζε · όλα, Αλλά τό /μαχαίρι που βρισκό ταν :κοντά στο λαιμό τής Νάν συ ήταν· κάτι πού τον υπο χρέωνε νά συνθηκίολογήση. Π έταξε τό·· πιστόλι. — Κέρδισες!, είπε ό Σέράνταν. ■ . .— Τώρα είσαι καλό παι δί ! ,· κάγχασε ό Κάρτερ. —. Μη · β ι άζεσα ι νά βγάλης συμίπεράσματα! ,· έκανε κοροϊ δευτ ικ ά · ό ντέτ εκτ ι β. Τό π α ι χνίδι δέν τέλειωσε ακόμα. ·— Στομάτα να κοκκορε ύεσαι Σιέρηνταν!, τον έκοψε ά γρια. ό συμμορίτης. 3 Εδώ δεν είναι 3Αμερική.. Καινείς δεν σέ φοβάται σ’ αυτό τον πλανή τη.! Αυτό νά τό ξέρης. . 3 Ακούστηκαν πυροβο λ ισ,μοι και βλαστήμιες. "Ολοι ’γ ύρ ισάν ξαφίν ισσμένοι προς τό ίμερος απ' όπου έρχονταν οΐ φωνές κΤ οί πυροβολισμοί.
'
ϊ§
Τά ι μάτια τοΰ_ ντέτεκτιβ φεγ γοβόλησαν. Εΐβε τον Μίκυ νά τριέχη. Πίσω του .έτρεχαν λυσ σασμένοι τρεΐς από τους συμ μορίτες. ' Τό παιδι’ έτρεχε σαν σαΐτα. Σκαρφάλωσε στον άπέναντ ι. λόφο τρυποοσε μέσα στα δέντρο κΐαί χάθη κε στην πλαγιά. Εκείνοι· πού τον κυνηγούσαν έρριχναν ιμέ τά πιστόλια τους.- Γύρω από τό παιδί σι σφαίρες σφύρι ζαν απαίσια. "Υστερα έπαψαν νά φαίνωινται κι3 οΐ διώ κτες του. Οΐ πυροβολισμοί! έφταναν ώς τόσο στ3 αυτιά τους. — Είναι χαμένος! μουρ μούρισε ό ντέτεκτιβ. Σίγου ρα θά τον σκοτώσουν. Σέ λίγο φάνηκαν νά γυρί ζουν οΐ τρεΐς συμμορίτες.. Ό Μιίικιυ δέν ήταν μαζί τους. Ή καρίδιά τού Σερινταν σφιχτή κε. Κατάλαβε. —- Τον πετύχαμε στο φα ράγγι!/ είπαν οΐ συμμορί τες όταν πληρίασαν. Τον τσα κίσανιε οΐ σφαίρες μας καί κατραικ ύληρε ' στον γ,κρε μό. Πάει περίπατο! Ό Κάρτερ άνασήκωσε τούς ώμους. ’— Όικιέϋ!, είπε. .Καί τώρα παιδιά ιμπορούμε νά -φορτώ σουμε τούς υπόλοιπους στο καμιόνι. Τ3 αφεντικά θά γκρι ν-άζη πού αργήσαμε. "Ενας από τούς συμμορί τες έφυγε- καί ξαναγήρισε ο δηγώντας έινα αυτοκίνητο πού βρισκόταν ώς εκείνη, τή στι γμή κρυμμένο πίσω άπο τούς θάμνους. Οΐ τρεΐς αιχμάλωτοι υποχρεώθηκαν νά μπουν στο
Μ
ΥΠΒίΆΝβΡΛΠόί
καμιόνι. Οί κοοκουιργοι κάθηβ σαν γύρω τους «με τά οπλο πολυβόλα ατά γόνατα. —Αέν ξέρω πώς θα σου φανή ή πολιτεία μας Σέρινταιν!, είπε κοροϊδευτικά ο Κάρτερ καθώς τό αυτοκίνη το ξεκίνησε. Άλλα στο λέω άπό τώρα για να τό ξερής. Θα θαυμάσης ανάμεσα στ5 άλλα κιι" ενα σπουδαίο εργα λείο. "Ενα μεγάλο μαγνήτη πού τραβάει σαν κουνούπια τά άστρόπλοια πού βρίσκον ται στην τροχιά μας. "Ετσι την πάθατιε καί σείς. Βάζω στοίιχιημα μιέ τό κεφάλι μου πώς θά δώση,ς συγίχαρητή,ρια στο αφεντικό για τις προ οδούς πού έχει κάνει ή αποι κία μας. Ό ντέτεκτίιβ πρόσπάθησε νά χάμογελάση,. — Καί ποιος είναι τ5 άΦ©ντ ικό; ρώτησε. — "Ω! Γ "Ενας παλιός φί λος σου ! "Οταν τον δής θά γουρλώσης τά μάτια σου καί θά νομίζης πώς ονειρεύεσαι... Θυμάσαι τον "Εριχ Γκαρφέν; Ό Σέρινιταιν αναρρίγησε στο άκουσμα αυτού του ονό ματος. Ό "Εριχ Γκαρφέν ή ταν ένας Γερμανός εγκλημα τίας πολέμου πού είχε κατα δικαστή κατ' έπανάληψι άπό τά δικαστήρια τής Γήινης Κοινοπολιτείας σε θάνατο. Μά ό "Εριχ Γκαρφέν ήταν νε κρός εδώ καί πολλά χρόνια. Τοιν εΐχε δη ό ίδιος νά ψήνε ται στην ηλεκτρική καρέκλα. — Με κοροϊδεύεις!, του εΐ1τε. „ ■—Καθόλου άγαπη μου!/
.
-
"■
-1
άιποκρίθηκε ^ κοροϊδευτικά & συμμορίτης."Υστερα άπό μια ώρα θά βεβαιωθής καί ό ί διος γιά αυτό πού σοϋ λέω. Άλλωστε κι5 άν έχης ξεχάση τη φάτσα του θά τον θυθημίης άπό τις περιποιήσεις πού θά σου κάνη,. "Εχετε νο μίζω κάμποσους παλιούς λο γαριασμούς νά καθαρίσετε. Ό Σέρινταν δέν μίλησε. "Ηξερε τώρα τί είδους «περί ποιήσεις» περίμεναν αυτόν καί τούς συνεργάτες του. Βυ θίστηκε σέ θλιβερές σκέψεις. Αυτός πού δέν ήξερε τί έσημαινε φόβος αισθανόταν τώ ρα πολύ άσκημα. Χίλιες φο ρές καλύτερος ήταν ο τρό πος του θανάτου πού^ είχε διαλέξει ό Μίκιυ. Χτυπήθηκε άπό τις σφαίρες τών συμμο ριτών καί έπεσε στο γκρε μό. Τελείωσε μια καί καλή μέ τή ζωή καί δέν γνώριζε τά βασανιστήρια του ορρχικακούργου "Εριχ Γκαρφέν... ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΑΛΛΑ 6 Μίκυ δέν ήταν ν ε κρος. Απεναν τίας βρισ κ ό* τον πολύ κα λά στην υγεία του. Ή καλή του τύχη τον είχε βοηθήσει σ' αυτό. Ένώ οί σφαίρες σφύριζαν γύρω του, βρέθηκε καθώς έτρεχε μπροστά στό ανοιχτό βάρα θρο. 9 Ηταν ένας βαθύς καί σκοτεινός γκρεμός πού προ-
κολούσε ψρΐίκη σ' οποίον τόν
ΐΐΜΡΛΝ·ΜΐΤί6<
Ιβλεπέ. Το παιδί ίρρί'ξε §να βλέμμα προς τά πίσοα. ΕΤδιε τους τρεΐς κακούργους ττού ττυ ροβολοΰσαν νά πλησιάζουν. "Αλλος δρόμος νά ξεφύγη δεν υπήρχε. Στις πλαγιές του φαραγγιού υπήρχαν μεγάλα αιωνόβια δέντρα καί θάμνοι. Το μυαλό του δούλεψε γορ γά. Άν στεκόταν άκόμια λί γο ήταν χαμένος. Θά έπεφτε στά χέρια τους. Ή σωτηρία μονάχα σ' αυτό τό βαθύ κιαί σκοτεινό βάραθρο υπήρχε. "Αν κατάφερνε πέφτοντας ν' αόπαχτή από κάποιο δέντρο δλα θά πήγαιναν καλά. "Ερ ρινε ένα ακόμα βλέμμα προς το μςρος των κακούργων. Μερικά βήματα μονάχα τούς χώριζαν. Πλησίαζαν και πυ ροβολούσαν. — Χριστοάλη μου βοήθη σε με!, παρακάλεσε. "Εβγαλε μια άγρια κραυ γή σά νά δέχτηκε κατάστη θα μια σφαίρα, άνασήκωσε τά χέρια και'άφησε τον εαυ τό του νά κατρακυλήση στον γκρεμό. Ή άναπνοή του γιά μιά στιγμή κόπηκε. Φοβήθη,κε πώς θά έχανε τις αισθή σεις του. "Ομως ή σιδερένια θέλησι πού υπήρχε μέσα σ3 αυτό τό άφοβο παιδί! κυριάρ χησε πάλι. Τό ρυαλό του λει τούργησε γοργά. Πέφτοντας άπλωσε τά χέρια. Τά χέρια του γαντζώθηκαν σ'ένα κλα δί. Τό κλαδί έσπασε. Ή καρ διά του χοροπήδησε βίαια. "Αρχισε πάλι νά πέφτη. "Ενοιώσε τά αγκάθια των θά μνων νά τον ξεσκίζουν. ^Μα
τούτη τήν κρίσιμη στιγμή τί
ίΐ
ποτά δέν μπορούσε νά τόν κάνη, νά πονέση. Τά δάχτυ* λά του αρπάχτηκαν άπό τ' άγκάθια.Τό λαστιχένιο κορμί του πηγαινοήρθε μερικές φο ρές σαν ένα ζωντανό εκκρε μές εδώ κι' έκεΐ. Ό θάμνος άρχισε νά ξερριζώνεται. Κομ μάτια χώματος έπεφταν στο βάραθρο. 'Έσφ ιξε τά δόιντιά. Μσό μέτρο, πιο έκεΐ ήταν έ να δέντρο. Σαν ένας γυμνάσίμένος ακροβάτης ζύγιασε τό κορμί του και πραγματοποι ώντας ένα υπέροχο σάλτο αρ πάχτηκε άπό τό δέντρο. Τού τη τή φορά^ένοιωσε σιγουριά; Τό δέντρο ήταν γερό. Τρύπω σε ανάμεσα στά κλαριά καί έμεινε^ ακίνητος. Άπό τή θέσι πού βρισκόταν είδε τούς ^■οεΐς συμμορίτες πού είχαν φτάσει σ’ αυτό τό μεταξύ στο φρύδι τού γκρεμού νά σκύβουν καί νά κυττάζουν προς τά κάτω. "Εψαχναν νά τόν δουν. "Ακούσε τις κουβέν τες τους. — Πάει ό πιτσιρίκος!, εί πε γελώντας κάποιος άπό τούς τρεΐς. Μάς άφησε χρό νους ! — "Αν δέν έκανε τον έξυ* πνο θά ζούσε ακόμα!, άποκρί θηκε κάποιος άλλος. Νομί ζω πώς τελειώσαμιε. Μπορου* με νά γυρίίσωμε. 01 άλλοι μάς περιμένουν. Ό Μίκυ στήλωσε τ' αυτί, Δέν άκουσε άλλες κουβέντες* "Ακούσε μονάχα βήματα που απομακρύνονταν. Πήρε μιά βαθειά ανάσα. Εΐχε γλυτώ^ σει! Τώρα μπορούσε νά δη
πώς θά μπορούσε νά 6γή άύ
32
ΫΙΊ£ΡΑΗ©Ρηί10Ι
πό αυτόν τον γκιρερό νά βόησε, Πιάστηκε από τον κορμό, θήση, τους συντρόφους του'. Μά σχεδόν αμέσως άφησε Κάτω από τά πόδια του σέ μιά κραυγή τρόμου καί τά βάθος διακόσια η Τριακόσια μάτια του· γούρλωσαν. μέτρα κάτι γυάλιζε,- 9 Ηταν — Παναγίτσα- μου!, ·ξεσίγουρα έινα ποτάμι .· Αυτό φώινηισΕ. · τό ποτάμι ερχόταν ..από κά Ό κορμός τού δέντρου δον που μακιρυά, Το νερό πού κυ ήταν δέντρο! ■'* Ηταν ό κορ λούσε ,μέ ■ φούρια. παράσερνε μός έ)νός τεραστίου φαδιού πέτρες κ(άί - ξερά κλαδιά μα πού έμοιαζε · μέ. δέντρο. Τό φί'δτ άγίριέμενο από αυτό το ζί του. Άν κατάφερνε κάπως πράγμα πού έπεσε- τόσο α νά φτάση στο ποτάμμ θάμπορούσε χρησ ιμοποι ώντας πρόοπτα απάνω του αναδι για βάρκα κάποιο από τά πλώθηκε. Κινήθηκε σπασμω κλαδιά που ' επέπλεαν νά δικά καί - γύρισε 'τό κεφάλι ψτάση κάπου. Γιατί σίγουρα του προς τό ίμερος τού παι τό ποτάμι κάπου θά έφταιγε. διού. Είδε τά μάτια .ταυ ό "Ίσως στη θάλασσα, ίσως Μίκιυ καί τή διχαλωτή κόκ-. στη λίμνη, ίσως περνούσε α κάνη- γλώσσα του καί κατά πό κάποια πεδιάδά, · λαβε πώς τίποτε πιά δέ μπο ρούσε -νά τον σώση.'. Νά σκαρφιαιλώιση τηρός τά πάνω ήταν αδύνατο. Ό γκρε * * * μός ήταν ορθός. Τό έδαφος Σικιέφτηκε νά γλυσΤρήση έμοιαζε .σά νά ήταν κομμένο ,μιέ μαχαίρι στά δύο. Καί μ.ιά ■ καί νά πέδη στο. νερόί "Έσκυ ψε κάτω καί αναρρίγησε. Άγάτα άκόμία δεν θά μπορού πεχε πολύ από τό νερό καί1, σε νά σκαρφαλώση προς αυ βράχοι μυτεροί* θά δέχονταν τό τό γκρεμό. Έρρί'ξε μιά ιμα τό κορμί του άν έκανε μιά τιά προς τά· κάτω. Ή κάθο λανθασμένη - βουτιά. -Προτιμά δος. από δέντρο οτέ δέντρο κιάί τερο όμως ήταν νά κομμάτια από θάμνο σέ θάμνο τού φαι στη στούς βράχους, παρά νά νόταν πιο εύκολη. ’ γίνη. λεία τού τρομερού αυ "Άφησε τό κοριμίι του νά τού φιδιού. πέσή. ΓαντζώθηικΙε σΛ ένα δέν Δέν πρόλαβε' όμως να κινη τρο που βρισκόταν πιο κά θή γιατί τό τεράστιο φίδι α τω. Τό μάτι του ερευνητικό ναδιπλώθηκε. καί άρχισε νά έψαξε νά βρή .τώρα άλλο δέν σφίγγεται στο κορμί του, Δέν. τρο. πού θά τόιν έφερνε πιο ύπήρχίε τώρα ελπίδα σωτη κοντά ·'στο νρρό. Χαμογέλα ρίας άπό πουθενά.. σε εύχαριστηιμένοξ. 9 Ηταν έ "Από πουθενά; Όχι, υ νας ’ χοιντρός κορμος ενός αϊο'Λ'οβίου δέντρου χωρίς φύλ πήρχε κάποια ελπίδα οοκόμη. λα. τρί«α μέτρα πιο κάτω. Ζύ- · Ίο παιδί ύψωσε απελπισμένα γιασε τό κορμί του-καί πήδη τά μάτια του προς τόιν ούρα-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ νό καί φώναξε μέ άλη του τή δόναιμ.ι: , —Ίζάφ Ναϊλά! Ίζάφ Ναϊλά! Ίζάφ Ναϊλά!, κινδυ νεύω ! "Αν ό Υπεράνθρωπος φί λος του, ό Ίζάφ Ναϊλά, 'τόν άκουγε κι3 έσπευδα απτό τον πλανήτη Π,ράτ νά τον βοηθήση ή σωτηρία τοϋ ήταν βέ βαιά. Ί<·άί ξαφνικά τά μάτια του σπιθοβόλησαν. από έλ-, πίδα. .'Έζνας δυνατός σίφου νας τράνταξε. τον γκρεμό άΥΐρια. Ό· Μίικυ εΤ6ε έναν άν θρωπο- μέ μιά πράσινη άστρο
ναυτική φόρμα καί μ^ιά μπέρ τα κόκκινη μέ χιρυσά κρόσια νά πετάη στον αέρα καί1 νά πέφτη σά βολίδα απάνω στο ^εράιστιο φίδι. , . — Ό Ίζάφ Ναϊλά!, φώ ναξε. · , · Ό Υπεράνθρωπος φίλος του Μίικυ, , ό. αδάμαστος Ί ζάφ Ναϊλά εΐγε δώσει καί πά λί τό παρόν,· Καί μέσα στο βαθύ φαράγγι μπροστά στα έκπληκτα μάτια του · παιδιού άρχισε νά δίνη μ·ιά φοβερή μάχη μέ τό έξώκοσμο· έρπέ το. 5Ηταν μιά μάχη σκληρή μέ αβέβαιο τέλος...
.ΤΕΛΟΣ Συγγραψεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Άτγαγόρευε τ α ι, ή άνοοδ^αΌσ ίευσ ι ς
33
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔ0Ι1Σ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ
Γραφεία : 'Οδός Αέικκα 22 — ΑΡΙΘ. 10 — Τκμ«η βροβχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος Τ υπόγραφε ίιου: Άναστ. Χατζηβαοσι λείου, Σαπφους 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22 ’Αθήναι
Στο επόμενο τεύχος, το 11, που θά κυκλοφορήση την ερχόμενη Τετάρτη μέ τόν τίτλο
0 ΕΧΘΡΟΣ ΪΟΥ ΚΟΣΜΟΥ οί αναγνώστες τοΰ Υπεράνθρωπου από την αγωνία θά κρατήσουν την αναπνοή τους μπροστά στα καταπληκτικά κατορθώματα τοΰ θρυλικού αστροναύτη ν.τέτεκτιβ Τζοε Σέρινταν καί του μικρού άφοβου παιδιού Μίκυ, 'Ο αδάμαστος Ίζάψ Ναϊλά, ό Υπεράνθρωπος τοΰ πλα νήτη Πράτ, τιθασσεύει γιά μιά ακόμα φορά τις σκοτεινές δυνάμεις πού απειλούν την ανθρωπότητα καί τή Γή. Μιά άγρια πάλη τοΰ άτρόμητου προστάτη τοΰ Δικαίου έναντάον τοΰ σατανικού "Έοιχ Γκαρφέν, πού εχει έγκαταστήσει το στρατηγείο του σ" εναν άγνωστο καί μυστηριώδη πλα νήτη. Αγωνία, δράσις, ύπερπεριπέτεια...
&& ΠΑΟ ττΏν^Π. ’__».»
Λ~~ ΘΑΤΟνΖί! ΟΑΤΟνΖΔβΣΟ Π|Σ9
/.υυ ι μ ιη^αργοτι^α ,το κρ ΚΟΝΤΑ ΖΤΟΗ ΚΗ$
Αν ΤΟ ΤΟ ΑΚΟΝΤΙΟ. ΠΟΥ
η
^Ρ^ΑΦΗΣΑΝ ΣΤΟΤ^ΒΙ Κ^χςριο ιαι !
4εΝ ΕΠΡΕΠΕΊ^Α ΕΡΘΗΣ^ί^^Β ΘΑ ΜΑΣ ΣΚΟΤΟΣΟνΝ Κβ-Ι^^^Η τουι
β.Ο\ ΘΕΟΙ ΤΗ ΖΟνΓΚΛΑΣ Γμαζυ ΣΟΥ
ΣΟν ΕΠΙΣΤΡΕφΟ ΤΟ ΑΚΟΝΤΙΟ, Πον ΟΙ ΔΕΙΛΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣΣΟ' Αφ ΗΧΑΝ ΖΤΟ ΧφΡΙΟ ΤΟν^ΚΗΤΟ ΜΕ ΓΑΛ?Ι ΒΑΣΙΛ^
ξί «5|·ΜΚ0φΩ (ΡΗΣΕ ΜΕ ΝΑ ΤΟ,ν ΤΗ ΓΛΟΣΣΑ'
£ί£ΒΙ ΓΕΝΝΑΙΟΣ )ΠθΙ01· ΑΓΡΙΜΙ^ ΙαΠΠΗ ΒΠΗΚΗΖ]
ΝΑΙ! ΕΙΣΤΕ ΔΕΙΛΟ»1. ΚΑΙ ΑΝΑ^ΪΟΙ //ΘΕΛΕΙΣ ΝΑΑθλΐΜΑΖ++Ζ Τ4+ν}
(πΑΙΔί-ΑΓΡΙΜΙ ; Μ·1 ι 1ΘΑ Σν'ΝΑΓαΝΙ\ΓςΘ-ΗΣ ΜΕΤΟΝβΒ^
Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΤΡΟιΜΑΚΤΪΚΗ ΠΑΛΗ
0 ΜΙΚΥ, τό μικρό άλλα θαρραλέο Ελληνόπουλο, ό ά φοβος πιτσιρίκος συνεργάτης τού θρυλικού αστροναύτη ντε τεκτ ιβ Τζόε Σόρινταν, παρα κολουθούσε με γουρλωμένα ιμοττ ια τον μεγάλο φίλο του τον Υπεράνθρωπο Ίζάφ Να-
ΤΙΜΗ ΑΡΑΧ. 2 'Η Νάνσυ στάθηκε στο κατώφλι σημαδεύοντας μέ τό πιστόλι της τους συμμορίτες.
ϊλά που πάλευε ,μέ τό γίγαιντ.άίο ψίδι. *Ηταν ένας άγριος αλλά υπέροχος σέ μεγαλο πρέπεια αγώνας μεταξύ τού
Καλού καί τού Κακίού. Λυσ σασμένο τό φοίβ'ερό τέρας γιατί έβλεπε πώς έχανε τή λεία του, είχε στρέψει τώρα
4
'
.
. ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
όλη τή ,μ ανία ταυ έναντι αν τού 'Υπερανθρώτταυ πλάσματος, που υπάκουοντ ας στην απε γνωσμένη πρόσκλησι του τται διού είχε σπεύσε ι. από τον πλανήτη Πίράτ να το βοηθήση (*). Ή μάχη ήταν σκληοη <μέ άαιΦΦβαλο αποτέλεσμα, γιατί ό 3!ζάφ Ναΐλά δεν ήταν σέ θέσι νά χρησιμοποιήΟη. τά δυο του- χέρια. Κρατώντας ο την αγκαλιά του τό παιδ'ί πάλευε μονάχα μέ τό δεξιό του' χέρι· που ήταν ελεύθερο. Τό γυμνασμένο κορμ>ί του μέοα στην πράσινη αστροναυ τική φόρμα μέ την κόκκινη μ π δοτά στους ώμους ποαγμα τοποιουσε τερ'άστια άλματα στον αέρα ποοσπσθώιντας νά καταφέρη ένα θσνάσίιμο χτύ πημα υέ την ανίκητη γροθιά ^ου στο κεφάλι, του έοπετού. Τό φίδι όμως ήξερε νά φυλά ν ετ α ι. Σ υσπε ι,ο ωνότ αν, τ ίναΓε τή διχαλωτή γλώσσα του από τό στόμα καί έδειχνε τά γεμάτα φαρμάκι δόντια του. ^Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολη ή θέσι του Μίκιυ. Άλλα δεν κινδύνευε μονάχα σντό'ς. Κι5 οΐ σύντροφοί του δοίσκίρνταν σέ κρίσιμη θέσι. ΕΤχαν ξεκινήσει πριν τρεις υέρες από τή Γή καί ταξί δευαν γιά τήν Αφροδίτη., δ' που έπρόκειτο νά λύσουν ένα από τά πιο μυστηριώδη αινί γματα που απασχολούσαν αυτή τήν εποχή—έτος 1980 (*) Διάβασε τό -ττιοοηγούμίεινο τεύ χος. του 1ΥττερσνθρώτττιΟυ μέ τον τί τλο «Ο! άνθρωττο! - -ψάρια» καθώς καί τό τιευχος 9 βττίου για πρώτη φορά έμίφανίζ-εται 6 Ί ζάφ ΝαΤλά.
—τήν Γήίϋνη( Κοινοπολιτεία. Κατά ένα ανεξήγητο ■ τρόπο εΤγαν έξαιφαινιστή τον τελευ ταίο καιρό πολλά διαστημό πλοια πού πήγαιναν στην Α φροδίτη μέ επιστημονικές Α ποστολές από τή Γή. Γιά τήν έξιχινίασι· αυτών των έ'ξαφοονί σε.ων ταξίδευε τό θωρακισμέ νο άστρόπλοιο «Πρωτεύς 1 I» τής Διαπλανητικής Αστυνο μίας μέ πιλότο τον θρυλικό Σίερίινταΐν, τόιν διάίσηίαΟ κακουρνοκυνηγό, καί πλήρωμα τήν όμορφη καί άφοβη Νάν ο υ ,Λ Εβ ιλΥκτον σοραίβων ιαστικιά του ντέτεκτιιβ', τον μ<κοό Μίκυ καί πόν Καθηγητή τής Αστροναυτικής Μώρις Σ ούλ ιιβαν. 5 Απότομα αμως, τό «Πρωτεύς», παιρασυρυένο από μιαν ακατανίκητη έλξι. υποχρεώθηκε νά προσγείίω'θή σ' έναν άγνωστο πλανήτη πού δεν ύπήοχε σέ κανέναν ά στρο χάρτη από εκείνους πού είχαν σχεδιάσει ο! γήινοι ε ξερευνητές τού διαστήμίατσς. Άπό Φηλά-—πριν ακόμα προσγε ι ωθούν—ίεΐχ α|ν ξεχωρίσε ι μια μεγάλη πολιτεία μέ τερά στιες μηχανικές εγκαταστά σεις, πράγμα πού Φανέρωνε πώς τό άστρο αυτό ήταν κατοικημένο άπό λογικά όντα που είχαν κάνει προόδους στον οργανικό πολιτισμόν Άποφεύγοντας τήν πολιτεία, γιατί δέν ήξεραν τις διαθέ σεις των κατοίκων της, προ σγειώθηκαν οπήν όχθη μιας λίμνης όπου βρέθηκαν Αντιμέ τωποι1 μέ κάτι παράξενα τέ ρατα. τούς Ψαρανθΐρώπους πού ζητούσαν νά άπαγάγουν τήν Νάνου Έβιλγκτον. Ή
ιηβΡΜ&ο/ιοι εγκάιιρτ] όμως έπέμβασι του ήρωϊκόυ Σέρ.ινηαν καί των συν τρ-όψων του έσωσαν το κορί τσι από τά χόρια των έξω κό σμων αυτών πλασμάτων. 5Αλ λά λίγο αργότερα, ενώ επι σκεύαζαν τον «Πρωτέα» για νά συνετίσουν τό ταξίδι τους, κυκλώθηκαν από μια ομάδα ώπλισμένωιν κακούργων, ^ που είχαν επί κεφαλής τον άρχισυμμίορίτη Κάιρτερ τόιν επίλο γό μενο φίδι. "Υστερα από μ α σκληρή, άλλα άνιση μάχη αίχμαλωτ ίσθηκαν καί ο Σέρινταν, ή Νάνου κι5 6 Σούλιβαν φορτώθηκαν σ' έινα αύτσκίινιητο για νά μεταφερθούν στη μεγάλη άγνωστη, πολι τεία ρέ τις τεράστιες μηχανι κές εγκαταστάσεις όπου είχε τιό στρατηγείο τής συμμορί ας του ένας από τούς χειρό-τερους εγκληματίες πολέμου καί κακούργους τής Γής: Ό άπ αίσ ιος Γερμανός Έϊρ ι χ Πκάρφειν τον οποίο ή Γήϊνη Κοινοπολιτεί α είχε κηρύξίε ι εκτός νόμοιυ'. "Ε)νας μονάχα κατάφερε· νά ξεφύγη. από τα χέρια τής συμμορίας. Ό Μΐικα>. Τό αδάμαστο Έλληνόπου λο, αφού αγωνίστηκε σκλη ρά μέ τούς κακούργους χρησι μοποιώιντας τις μικρές αλλά θαυματουργές γροθιές του, πέτυχε νά γλυτώση από τό δό'κανο καί τρέχρντσς έφτασε σ’ ένα γκρεμό. Γιά νά ξεφύγη τις σφαίρες των συμμορι τών ό Μίκυ ρίχτηκε στο βά“ ραθρο άλλα δεν έπεσε στο κε νό.* Τό λαστιχένιο κορμί του γαντζώθηκε στά δέντρα που υπήρχαν στά τοιχώματα τού γκρεμού καί συγκροτήθηκε.
'
.
Λ
§
Οί κακούργοι νομίζοντας πώς τόιν σκότωσαν έφυγαν ήσυχοι. Ό Μίκυ δμως ήταν ζωντανός καί μέσα στο γυμνασμένο μυαλά του προσπαθούσε ^ νά καταστρώση κάποιο^ σχέδιο που θά μπορούσε νά σώση τούς αιχμαλώτους συντρό φους τού. Τούτη δμως τη στιγμή τό παιδί ένοιωσε μια δυνατή φρί κη νά τό κυιριεύη. Ό κορμός του δέντρου άπάνω στο ό ποιο κρεμιόταν άρχισε νά σα λεύη. Και τότε κατάλαβε καί κότηκε ή αναπνοή του. "Εκεί νο πού νόμιζε για κορμό δέν τρου ήταν ένα τεράστιο φίδι πού άρχισε νά κινιέται και ν' αναδιπλώνεται έτοιμο νά καταβροχθίση τό Έλληνόπου λο. Μέσα στην άγρια άπελπι* σια πού τό κυρίεψε θυμήθηκε τον ’ 1 ζάφ Ναϊλά (*). Καί τώ ρα ό Ίζάψ Ναϊλά βρισκόταν κοντά του, κρεμασμένος πά νω από τό σκοτεινό βάραθρο, (*) Ό Ίζάφ Ναϊλά είναι ένας ΎτηεράινΘρωττος από κάποιον χαμέ νο πλανήτη. Εΐναι ηλικίας δυο χι λιάδων έτών και δεν φαίνεται πα ραπάνω άτπο τριάντα χρόνων. "Εχει καθ α,ρω ς άνθρώπτ ι να χαρακιτ,ηρ ικητ ι κά καί μένει μονί|μως στον πλανή τη ίΤιράτ τοΰ Γαλαξία. Εΐναι χει ροδύναμος καί άτρωτος. Πετάει σαν πουλί στόιν αέρα μέ ταχύτητα έικιατο^ φορές πιο μεγάλη άπ5 το φως καί εΐναι αόρατος όταν θέλη. Μο νάχα ό Μίικν μπορεί νά τον βλέπη πάντοτε. "Όταν τό παιδί βρίσκε ται σέ κίνδυνο προφέρει τρεις φο ρές τ* όνορά του καί ό Υπεράνθρω πος σπεύδει νά τον βοηιθήση. Διά βασε τό τεύχος 9 μέ ταν τίίτλρ ί
«Θύελλα ατό Διάστημα»,
6
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
*?
Η ΟΥΡΑ του φιδιού ήταν (κσυλουρ ΐιασμέινη στον κορμό έινός τειραστίου δέντρου. Κι' έ τσι τ ό φίδι ισυγίκρατηιμένο από την ουρά είχε ελεύθερο τό υπόλοιπο κορμί του και τιναζόταν δεξιά κι" αριστερά σφυρίζοντας μανιασμένα. Χί λιες φορές ό Μίκυ νόμισε πώς είδε τά δόντια του νά καρφώ νωινται απάνω του καί χί λιες φορές μέ μια γρήγορη κίνησι τον άπομάκρυνε από τά τεράστια σαγόνια τού ερ πετού ιό Ί ζάφ^Ναϊλά. Τά μά τια τού φιδιού πετούσαν σπί1 Βες. "Αλλά καί τά μάτια τού 4 Υπεράνθρωπου άστραψ ταν σαν ^ δυο πυρωμένα κάρβου να. "Έτηρεπε νά τελειώνη όσο γίνεται πιο γρήγορα μαζί του. Ό Ίζάφ Νάίλά κύτταξε γύ ρω ^ταυ. ΕΤδε ένα δέντρο στό όποΐο θά μπορούσε νά είναι σε ασφάλεια τό παιδίί. Τίίιναξε τά πόδια του καί σκίζοντας σάν σαΐτα τον αέρα έφτασε στό δέντρο. — Χριστούλη: μου!, ξεφώνησε ό Μίκιυ. Θά μ" άφήσης μοναχό μου, Ίζάφ Νάίλά; Ό Υπεράνθρωπος χαμογέ λασε. — Δέν υπάρχει λόγος νά φοβάσαι!, τοΰ είπε. Σέ λίγο
"Αφησε τον Μίκυ ατό δεν^ τρο καί τινάχτηκε ψηλά. ^Υ στερα μέ προτεταμένες καί τις διυό γροθιές του πραγμα τοποίησε μια θεαματική άου τ ιά. Ή πράσινη άστροναυτι κή φόρμα κιαί ή κόκκινη μπέρ τα με τά χρυσά κιρόσια πού άνήμιζε στους ώμους του τού έδινε την έμιφάνισι ενός έξώκυσμου πουλιού. "Έχοντας ε λεύθερα καί τά δυο χέρια τώ ρα ώρμησε σά σίφουνας άπά νω στό φίδι. Οί γροθιές του άνεβοκατέ βήκαν γοργά στό -μεγάλο κρανίο τοΰ ερπετού. Το ερπετό έβγαλε ένα άνατρ ι χ ι αστ ικό σφύ|ρι γμ α. Ένα κίτρινο σάλιο τινάχτηκε προς τό μέρος του ε Υπέρ ανθρώπου. 4Ο Ίζάφ ^ Νάίλά έγειρε πλάγια καί τό δηλητήριο δέν τόιν άγγιξε. "Υστερα πάλι σάν άστραπή δίνοντας μια περι στροφική κίνησι στό σώμα του^ρίχτηκε στό φίδι. Τά σι δερένια δάχτυλα καί των δυο χεριών του έσφιξαν τό λαιμό τού ερπετού. Τό ερπετό συώ σπείρώίθηκε καί ξετύλιξε την ουρά του άπό τό δέντρο. "Υ στερα, καταβάλλοντας μιαν απελπισμένη προσπάθεια νά ξεφυγη από τή σιδερένια τα νάλια τών χεριών τού Ύπε* ρνθρώπου, άφησε τό βαρύ κρρμί^ του νά πέση στό κενό, ί αυτόχρανα ή ουρά του τυ λίχτηκε γύρω άπό τή μέση τού αντιπάλου του καί άρχι σε να περισφίγγεται μέ μιαν απερίγραπτη^ λύσσα. Ό *Τ ζάψ^ Να'ΐλά ένοιωσε ξαφνικά πολύ άσχημα. Τό παιδί πού παιρακολουώ
8α «ΐιμαι πάλ& κοντά σου!
8οΰσε τή μάχη άττό τό δέντρο
προσπαθώντας ν/ά τσάκιση τό γιγαντιαΐο ερπετό. Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΝΙΚΑ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
7
Δυο συμμορίτες μέ στολές διαστημανθρώπων βγήκαν άπ* τό πλ«Λ νητόπλοιο.
κατάλαβε τήν καρδιά του νά χοροπηδάη τρομαγμένα.^ —ιΠαναγιά μου! ί έκανε μέ πνιχτή φωνή. Θεούλη, μου, ττάει ό Ίζοοφ Ναϊλά! Άλλα ό Ίζοοφ Ναϊλά μονά χα για μερικές στιγμές κιννδύνεψε σοβαρά. , Στήν αΡχή, κάτω άπό τό άβάσταχτο βά ρος του φιδιού πού είχε κρε μαστή άπάνω του, κύλησε προς τό βάθος του γκρεμού. "Υστερα δμως ξοναβρήκε την Ισορροπία του καί οι σιδερέ νιοι (μυς των χεριών του .μπή καν σ’ ενέργεια. ^Τά δάχτυ λά του που κρατούσαν τό λαι μό Του φιδιού συσπάστηκαν
νευρικά. "Εσφιξε τά δόντια και ακούστηκε ένα δυνατό κράκ! Ή σπονδυλική στήλη τού τέρατος στ ή βάσι τού λαιμού έσπασε. Τό φίδι πα ρέλυσε. Ή ουρά πού σφιγγό ταν γύρω άπό τή μέση τού Υπεράνθρωπου ξεκαυλουρ ιάστηκε. Μέ μιαν απότομη κίνη, σι ό Ίζάφ Ναϊλά τίναξε άπό πάνω του τό ερπετό καί πήρε μ:ά βαθειά άνάσα όταν τό εί δε νά χάνεται μέσα στα σκο πεινά νερά πού κυλούσαν στον πυθμένα τού βαράθρου. — Ζήτω!, φώναξε χ·αιρού* μένα ό Μίκυ. Ό Υπεράνθρωπος χαμογέ-
Αασε. Κινώντας χέρια καί ττο δια ταξίδεψε αργά προς το μέρας ταυ παιδιού. Πήρε τον Μίκυ στην αγκαλιά ταυ και τινάχτηκε σαν βολίδα ψηλά. "Οταν φτάσανε στο μέρας πού βρισκόταν τό άστροπλοίο, τον άκσύρττησε απαλά στο έδαφος. . —- Πώς βρέθηκες^ σ’ αυτό τό άστρο; ρώτησε τον μικρά —- Δεν ^είμαι ^μονάχος, ά; πάντησε τό παιδί. Κάτι^παρά ξένο συνέβη στο άστρο πλοίο μας καί βρεθήκαμε εδώ. Μια παράξενη δύναιμι μάς παρέσυρε σαν ισχυρός μαγνήτης και υποχρεωθήκαμε νά προ σγειωθούμε. Πρέπει νά μάς βοηθήσης Ίζάφ Ναϊλά. Οί άνθρωποί μου βρίσκονται στά χέρια κακουργών καί κινδυ νεύουν. Ό Υπεράνθρωπος ξάπλω σε άναπαυτικά στη χλόη. — Θέλω νά μου τά πής όλα μέ τη σειρά τους, είπε στον Μίκυ. σας έ-Α 3 ΟΛ Τό 5 σκάφος Λ πεσε σ εναν απο τους χειρο τερους πλανήτες πού ταξίδεύουν στο διάστημα. Θέλω νά μάθω δλα τά καθέκαστα για νά δούμε τι θά μπορέ σουμε νά κάνουμε για την σω τηρία τών φίλων σου1. -— Πρέπει νά τούς σώσης, Ίζάφ ^ Ναϊλά!, παρακάλεσε μέ φωνή πού έτρεμε τό παιδί. — 5Εντάξει·, μικρέ!, δατοκρίθηκε ψύχραιμα ό Υπεράν θρωπος. Πες μου όμως τώρα την Ιστορία. Σέ λίγο θά πέση τό σκοτάδι σ5 αυτιά τό ά στρο. Δεν μπορούμε νά κά νουμε τίποτα πριν ξημερώα
-— Κι5 αν τούς σκοτώ* σουν σ’ αυτό τό μεταξύ οι κακούργοι; —Δεν θά προφτάσουν!, απάντησε μέ πεποίθησι 6 .1· ζάφ Ναϊλά. ΑIX ΚΙΑΛΩ Τ ΟΙ
το.
9-
ΚΑΜΙ ΝI μ έ τού ς τρεΐς αίχμαλω τους διέσχιζε μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα τον (μεγάλο άσφαΛ τοοπιρω ιμ έ ν ο δρόμο. Είχαν αφήσει πίσω τους τή λίμνη μέ τούς Ψαραν θρώπους καί κ απευθύνονταν προς την μυστηριώδη πολι τεία μέ τις τεράστιες μηχα νικές εγκαταστάσεις, όπου εί χε τή φωλιά ^του ο ΊΞριχ 1 κάρφιεν. Ό νους του Σέρινταν, καθώς ταξίδευαν, ήταν στον Μίκυ. ι0 Μίκυ, τό τολ μηρό παιδί πού τόσες φορές είχε παλέψει σαν λιοντάρι στο πελυρό του; δεν ήταν τώ ρα μαζί τους. Ή καρδιά του γέμιζε από θλίψι. Τό ^Ελλη νόπουλο ήταν νεκρό. Δεν μπο ρουσε^νά φανταστή πώς ό Μί κυ ,ζοΰσε καί πολύ περισσό τερο δεν ήταν δυνατό νά πάη τό μυαλό του. στο οτι ό ττιτσιρΐκος φίλος τους ήταν ζων τανός καί εργαζόταν για τή σωτηρία τους. Δίπλα στον ντέτεκτιβ κα θόταν ό Κάρτερ. Τό βλέμμα του ήταν γεμάτο δηλητήριο. Δεν μπορούσε φυσικά νά ξεχάση τις φοβερές γροθιές του Σέρινταν πού λίγο νωρίτερα την ώρα τής συμπλοκής
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ X
τον είχαν κάνει να ττέση Αναί σθητος στο χώμα. Το κεφάλι του πονοΰσε ακόμα. “Ένα ά γιό ιο μίσος είχε φουντώσει μέσα του. *Αν ήταν στο χέρΐ' του θά σήκωνε το αυτόματο καί θά γέμιζε μ-έ καφτά μολυ βιά το κορμί του διάσημου αστροναύτη άστυνοιυ'ιικου. Δεν θά λυπόταν τις σΦαΐριες. 3Αλ λά ό Πκάιρφειν ήθελε ζωντα νούς τον Σέοινταν καί την τταίοέα του. 3Απέναντι στον Σέοινταν ήταν ή Νάνσυ. Τό πρόσωπο τής κοπέλλας φαινόταν χλω μό καί κουρασμένο. Τά μά τια της μονάχα δταν στρέ φονταν π,ρός τό μέρος του ντέτεκτιβ έλαμπαν κι* έδει χναν πώς παο3 όλο πού Φαι νόταν κουρασμένη ήταν έτοι μη σ’ ένα του νεύμα νά τινα* γτή από τη θέσι της νά τά παίξη όλα γιά ολα άνοίνοντας καινούργια μιάχη μέ τούς συιμ αόρατες. Ό ντέτεικτιβ όμως όταν τό βλέμμα του διασταυ πωνόταν υέ τό δικό της της ένευε καθησυχαστ ικά. Δεν ή ταν ακόμα καιρός. ^Οταν έ φτανε ή στιγμή νά δράσουν αυτός πρώτος θά έδινε τό σύνθημα.- Προς τό παρόν ό μως... Ό ΜώιΟ'ΐς Σούλιβαν καθό ταν πλάι στή Νάνσυ. 9Ηταν ■μελαγχολιικός, δγι τόσο γΐατ’-είγε βοεθή από τή ,μιιά στι γμή στην άλλη αιχμάλωτος τών άνθοώπων τού πιό άπαίσιου εγκληματία πολέμου, τού "Έοιχ Πκάοφεν όσο για τί δ®/ μπορούσε νά λύση τις άπαρίες πού τον βασάνιζαν. Κ-ι’ ή μεγαλύτερη άττ3 όλες
9
ήταν ότι δεν ήξερε σέ ποιόν πλανήτη ή σέ ποιόν αστερο ειδή βοισκίόταν αιχμάλωτος αυτή τη στιγμή. Οι συμμαθη τές που συνόδευαν τούς, αϊγμαιλώτους. κάπνιζαν καί κου βέντιαζαν μεγαλόφωνα καί κά 8ε τόσο ζεσπούσαν σέ τοανταγτά κτηνώδη γέλια εύχαριστημένοι γιατί είχαν πετύ χε ι στην άποστολη τους. — Είναι μακιουά Ακόμα τ* αφεντικό σου, Καρτερ; ρώτη σε ό Σέρινταν. Ό συμμορίτης τον κυτταξε λοξά.^ -— .Μη βιάζεσαι, άγάπη μου!, άπσκιάίθηκε κοροϊδευτι κά. "Έπειτα, θαρρώ πώς δ σο αργότερα τον συνάντησης τόσο καλύτερα θάναι γιά σέ να. Δεν πιστεύω νά νομίίζης πώς σέ χρειάζεται γιά νά κά νετε πάοτυ! Ό ντέτεκτιβ άνασηικωσε τούς ώμους καί χαυογέλασε. — "Ανέκαθεν ήσουνα τζα ναμπέτης, Φίδ ι!, τού εΤπε είοωνικά. Μιά έοώτησι έκανα καί μού είπες δισικό'σιες κου βέντες. Τό ξέοω ότι δέν πρό κειται νά υού ποοσΦεοη κάραμέλλες τ* άφεντικό σου. Ό Κ άοτ ©ο άνο ι γόκλε ι σε νευοικά τά δάχτυλά του γυοω Από τό αυτόματο^ ττοίΡ' είχιε στά γόνοπα. Δέιν τού δοεσε αυτό τό χαμόγελο τού ντέτεκτιβ. — Σταμάτα νά γελάς, χα φιέ! . τού είπε. Ό Σέοινταν δεν μίλησε. Τά μάτια, του όμως λάιμψανε έπικίνδυνα. ^Αν έβλεπε αυτή τή λάμΦί ό συμμορίτης, σί γουρα θά έχανε τό κέφι του,
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
"Αλλά 6'έιν την εΐδε, γιατί τα μάτια του θρυλικοί) ντέτεκτιβ μέσα σέ ένα δευτερόλεπτο ξα ν'οπτήραν την αδιάφορη έκφρσσί τους. Το βλέμμα του, ^>αι νομεντκά αδιάφορο·, πλανήθιηκε δεξιά κι’ αριστερά έξω α πό τό αυτοκίνητο. Καφίετιές πλάγιες λόφων με λιγοστά δέντρα υπήρχαν σ’ δλο το μή κος της διαδρομής. Ή περιο χή στην οποία εΐχε χαραχτη ό μεγάλος αυτός δρόμος έ δειχνε άκατόίκητος. Σέ τί. ά ραγε νά χρειαζόταν αυτή ή άσφ αλτοστ ρωμ ένη. λ εωφόρος καί ποιους σκοπούς μΠτορούσε νά εξυπηρέτηση; — Θά σου πώ ένα μυστ ι ικό, Σ έρινταν! ,είπε υστέρα α πό λίγο διακόπτοντας τις σκέψεις του ντέτεκτιβ 6 Κάρ τερ. Ό Πκάρφεν έχει τελειο ποιήσει τώρα τελευταία πολ λές εφευρέσεις από εκείνες πού χρησιμοποιούσε όταν έ κανε τον πόλεμο στις Βοουαοικές "Άλπεις εναντίον τής Γήινης Κοινοπολιτείας πριν πέντε χοόνια. Είχες ακούσει γιά τό ηλεκτρικό τρυπάνι; Ό ντέτεκτιβ, χωρίς νά θέλη, άναρρίγησε. "Ήξερε τί έσήμαινε αυτό. 'Ήταν μιά φο βερή μέθοδος βασανιστηρί ων. 'Ένας μικρός προβολέας στηνόταν δυο μέτρα πίσω α πό τον αιχμάλωτο τον οποίο ήθελε νά άνακρίνη ό Έρ ιχ Γκάρφεν. Μέ τό πάτημα ενός κουμπιού ό προβολέας αυτός έξέπεμπε μιά πράσινη άκτΐνα που εισχωρούσε στο κρα νίο του κρατουμένου. Ό άν θρωπος που βρισκόταν δεμέ
νος σ5 ένα σιδερένιο κάθισμα καί πού δεχόταν αυτή τήν πράσινη ακτινοβολία ένοιωθε Φοβερούς πόνους καί έβγαζε άναρθρες κραυγές ζώου κΓ ύ στερα έπεφτε σ* ένα είδος κα ταληψίας. "Έχανε τις αισθή σεις του- καί έμοιαζε σαν νε κρός. Τότε έμπαινε σ5 ένέργεια τό ηλεκτρικό τρυπάνι. Τό ηλεκτρικό τρυπάνι ήταν μιά λεπτή τρίχα κατασκευα σμένη από ειδικό άθ|ραυστο καί αλύγιστο μέταλλο, πού μέ τή βοήθεια μιας μικρής ηλεκτρικής συσκευής τρυπούσε τό κρανίο καί εισχωρούσε μέσα στους βολβούς ^ου εγ κεφάλου, τούς οποίους ανα σκάλευε, χωρίς όμως νά πω ρσβλάψη τή λειτουργία τους ή νά σκατώση τά ζωντανά τους κύτταρα. Αυτό άλλωστε ήταν καί τό μυστικό τού άα παίσιου βασανιστή. Τό ήλεκτίρικό τρυπάνι άναιυόχλευε τό μΐυαλό τού βασανιζόμενου ανθρώπου καί τον υποχρέω νε ν" άποκαλύψη παοά τή θέλησί του όλα τά μυστικά πού έγνώίριζε. *Ότσν υάθαινε έκεΐνο πού χρειαζόταν, ό Έριχ ΓκάοΦεν άφηνε ελεύθερο τον αίχυάλωτο. Ό αιχμάλω τος όμως ύστερα από τη φο βερή αυτή δοκιμασία έχανε κάθε τι τό ανθρώπινο, ξεχνού σε ποιος ήταν καί μεταβαλ λόταν σ ένα άνθοωπόραρφο κτήνος.Πολλοί τέτοιοι αιχμά λωτοι· τού Γκάρφεν, βρίσκον ταν άκόμα σέ διάφορα άσυ λα τής Γήινης Κοινοπολιτεί ας^ χωρίς έλπίδσ νά θεραπευθοΟν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ϋ1»ΟΕΥβ!ΜΑ£ΙΑ ΔΡΑΣΕΙίΣ
Ο ΣΕΡΙ ΝΤΑΝ άνοηρρ ίγησε καθώς ξανάφερε στό νού του τις μορφές τώιν δυ στυχισμέ ν ω ν ανθρώπων πού ειχαιν δη όταν έπέστρεφαν σω μ ατυχία και ψυχικά έρείτπα άτπο τδ βασανιστήριο του η λεκτρικού τρυπανιού στη Νέα Ύόρκη. ;— Δέν^ μου απάντησες!, δίέκοψε ττ.όαλι τις σκέψεις του Κάρτερ. θυμάσαι λοιπόν τό ήλεκτρ ικό τρυπάνι ; Ο -ντέτ εικτ ιβ, καιταπνί γοντας τά πραγματικά του αι σθήματα, προσπάθησε νά φσ νή άδιάψορος. — Ναί·, τό θυμάμαι, άπτάιν τησε. — Λοιπόν, τώρα τά πρά γματα γίνονται κάπως δια φορετικά. Εκείνος πού άνακρίνεται, ύστερα από τήιν άνάκιρισι, όταν ξυπνάη., δεν έ χει χάσει μονάχα τό λογικό του αλλά και τά μάτια του. Πίνεται τυφλός. Πώς σου φαίνεται αυτό; Δεν είναι ω ραίο; Τρ ελλάς κα] στρα βός! Ό Σ έ ρ ι ντ αν πρ οσπάθησε νά κρύψη τή φρίκη πού ένοιω θε κάτω από ένα χαμόγελο. Χαμογέλασε και κούνησε α διάφορα τό κεφάλι του. — Καί γιατί μου τά λες δλα αυτά; ρώτησε. — "Ω! ΕΤιναι μιά φιλική προειδοποίησι!, απάντησε τό
11
Φίδι καγχάζοντας. , Τά μάτια του ντέτεκτιβ τρε μόπαιξαν. Πιάλι εκείνη ή γνώ ριμη αστραπή πέρασε από τό βλέμμα του. Προσποιήθηκε πώς δεν κατάλαβε. — Δηλαδή; είπε χωρίς ^νά χαμογελάη πιά. Δηλαδή; Ό Κάρτερ ένοιωσε ,μιά δυ νατή εύχαρίστησι τώρα πού έδινε τή ρεμβάνς κμ έβλεπε τόν Σέριινταν νά παίρνη φο βισμένο ύφος. — Δηλαδή, αδελφέ μου Τζό, την έχεις ^άσκημα! Τ’ αφεντικό ξέρει ότι εσύ γνω ρίζεις πολλές από τίς^τελευ ταίες τελειοποιήσεις των μυ στικών οπλών τής Γήινης 1<θι νοπολιτιείας κΓ επειδή ή άπόφασί του είναι νά ξεκαθα ρίση αργά ή γρήγορα τούς λογαριασμούς ^του λ πολεμών τας εναντίον τής Γης, πρέπει νά μάθη τί όπλα έχεςν5 αντι μετωπίσει για νά 6ρή τό αν τί φάρμακο. "Οταν ή τηλεόρασι τού σταθμού μας έπΐιασε τόν «Πρωτέα II» νά περνάη κοντά μας, ήταν σά νά τού έπεσε ό πρώτος αριθμός του λαχείου. "Έβαλε μιπρο; στά τούς /μαγνήτες καί σέ ψά ρεψε! Τώρα λοιπόν, άν δοκιμάσης νά παραστήσης τόν ζό ρικίο, θά βάλη σ5 ενέργεια το ηλεκτρικό τρυπάνι καί θά σέ κάνη αρνάκι. Μπήκες; Τά μάτια τού Κάρτερ καθώς μιλούσε, είχαν μιά πα γωμένη έκφρασι ερπετού. Ό Σ έρ ι ντ αν άναστ έναξε. -— Δέν ξέρω τίποτα από ε κείνα γιά τά όποια ένδιαφέρε ται τό αφεντικό σου, είπε. "Α δικα θά μέ παίδεψη.
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
— Θ’ άρχίση πρώτο από τό κορίτσι σου.1, έκανε κοροϊδευτ ικά ό συμμορίτης. 0ά σέ βάλη σε ιμιά ωραία θεσι νά παρακαλουθήσης την πα ράσταση "Οταν άκούσης τήιν κούκλα σαυ νά ούρλιάζη από τούς πόνους πού θά τής κά νη ή πράσινη ακτίνα, φαντά ζομαι πως θ’ άρχίοης νά θυμάσ α ι πολλά τηραγμ ατα. Κι1 άν πάλι δεν θυμηθής, στ αν θάρθιη ή σειρά σου τό ήλεκτρά κό τρυπάνι θά φρεσκάρη τή μνήμη σου. Ό ντέτεικτ ΐ'β δεν μ)ίλιησε. Μέσα στο .μυοαλό του· κατέστρώσε γοργά τό σχέδιο. Κατά τή διάρκεια τής στάδιο δρορί ας του στη Δ ι απλανήτική Άστυινοιμία είχε άντίιμε τωπίισει εκατοντάδες κα κούργους. Πολύ σπάνια ό μως ήταν ανάμεσα στο παγ 'Κιόσ μ ιο έγκλημ ατ ικό πάνθεο εγκληματίες και φονιάδες τής ιδιοσυγκρασίας και τής έφευρετίικότητας του Εζρ ιχ Γικίάρφειν. Τον εΐχε δή ό ίδιος νά ψήνεται .καταδικασμένος σέ θάνατο, επάνω στην ήλεκτριική καρέκλα στο κελί τώιν θανατ ικών εκτελέσεων του Άλκατράζ. Καί όμως τούτος ό ^απαίσιος βασανιστής ήταν πάλι ζωντανός καί άπειλούσε τή Γή καί τήιν Ανθρωπό τητα μέ νέες καταστροφές! Ό Σέριινταν είχε νά μάθη πολλά πράγματα ακόμα γΓ αυτόν τόιν εγκληματία πολέμου% ’Δλλά υπήρχε καιρός αργότερα γι’ αυτή τή δου λειά. Τούτη τή στιγμή τό χρέος του ήταν άλλο . ’Έπρε πε μέ κάθε τρόπο, νά φραντί-
ση νά ξεφύγουν αυτός καί · οι σύντροφοι του από τά χεριά του. 1 ιατί αυτός κι’ ή Νάνσυ ή ζεράν πραγματικά * πολλά απόρρητα μυστικά άττα^ τα νέα όπλα μέ τά οποία είχαν έφοδιασθή τά στρατεύματα τής Γήζνης Κοινοπολιτείας για τήν προστασία τής τά; ζεως καί της ειρήνης στη Γή καί στους άλλους πλανήτες, ” Η ξιερ αν πολλ ά ^ μ υστ ι κά # και αυτά τά μυστικά θά τά επρό διιναν χωρίς φυσικά νά τό θέ λουν, κάτω από τήν έητίδρασι τής μυστηριώδους πράσι νης ακτίνας καί του τρυπα νιού. ’Όχι ό Τζόε Σέριινταν δέν θά γινόταν ποτέ, έστω καί χωρίς τή θέλησί του, προ δότης! Ή συνομιλία του μέ τον Κάρτερ τον διαφώτισε. ” Ηξερε τώρα γιά ποιό^ λόγο τό άστρόπλοιο «Πρωτεύς» ύ; παχρεώθηκε νά προσγειωθή σ’ αύτόιν τον άγνωστο πλα^νήτη. Ό Πκάρφεν είχε τό σχέ διό του. Αλλά αυτό τό σχέ διο δέν θά ολοκληρωνόταν πο τέ. Θά προτιμούσε νά πεθά; νη παρά νά ύποβληιθή στο μαρτύριο^ τού ηλεκτρικού τρυπανιού. I ό ίδιο, ήταν βέ βαιος, θά προτιμούσε κΐ’ ή Νάνσυ·. Οι πιθανότητες νά ζήση ή νά πεθάνη ήταν πάντα τό ί διο σέ κάθε περίπτωσι γιά τόιν Σέριινταν. Ισοφάριζαν. ’Έτσι κ'αί τώρα. Θά έπαιζε γ ι ά μ ι ά ακόμη φορά κορώνα-» γράμματα τή ζωή του. Δέν ήθερε αν θά πέθαινε ή άν θά ζου,σε ύστερα από τήν τρέλ* λα πού σχέδιαζε νά κάνη, "Ένα μονάχοι ήξβρε. ^Οτηι §όν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
έπρεπε νά πέση ζωντανός ατά γεοια του Έοιχ Γκάρφεν.. Ή μελαχοοινή κύπελλα τον κύτταζε σά νά προσπα θούσε νά μαντέΦη τις σκεΦεις του τον βασάνιζαν. "Ενα βλέμμα του ντέτεκτιβ της ^έ δωσε νά καταλάβη. Το βλέμιμα αυτό έλεγε: «Είσαι απο φασισμένη γιά ολσ, Νάνσυ;» 5 Εκε ίιντ» ένευα ε κ στσΦ ατ! κά. Το βλευμσ της άπάντησε,: ^Είμαι έτοιμη, Τζό!». Ό Σέ ρινταν· έροιξε μιά ματιά νύρω του. Οί συμμορίτες έξσκολουθόυσσιν νά κουβεντιά ζουν. Ό Κάοτεο, τό Φίδι, ευχαριστημένος από τον έαυ τό του κάπνιζε. Στά νόνατά του αναπαυόταν τό αυτόμα το. Ό σωΦερ σκυμμένος στο βαλά^ του ο εΐχίε γυρισμένη τη οάνη. Τό αυτοκίνητο εξα κολουθούσε νά τρέχη μέ !λιγ γιώβη ταχύτητα στη λεωφό ρο. Πόσα μσκίουά στο βάθος του δρόμου Φαίνονταν μεοΐκά υπό στ εΥα " Εφτ ασε ό στ ιγμή. Η τωοα η ποτιε! Τό βλέμμα του θρυλικού ντέτεκτιβ των ουρανών όόστ,ρα Φε σάν φρεσκοβααμιένο άτσάλι. Τούτο τό βλέιμμα ήταν που έκανε τους κακούργους νά τρέμουν δταιν τό αντίκρυζαν. 'Τ^1 £-Ε ΚΡΙΣΙΜΗ ΘΕΣΙ
Ο ΤΖΟΕ Σέρινταν έκανε (δυο κίνησε ι ς άπίσ τευτα γοργές. "Αοπαδε τό αυτό ματο από τά γόνα τα τ ο 0 Καρτερ καί,, ποιιν. 6 συμμορί της τό καταλάβιη, τό δπλο ση κώβηικε στον άερα κι* έπεσε
13
μέ μιαν · Αφάνταστη ^ δυναμι στο Κρανίο του. Ένώ ό Κάρτερ σωριαζόταν στά πόδια του1, 6 ντέτεκτιβ πυροβόλη σε. Δυο άπό τους κακούρνους άνατράπηκαν κι* έπεσαν έξω άπό τό αυτοκίνητο. "Ε νας άλλος δοκίμασε νά έπιτεθή στον Σούλι βαν μά γαζώ θη'κε άπό τ ις σΦαΐιρες της Νάν συ. Ή τολμηρή κοπέλλα είχε ταυτόχρονα κινηίθή μέ τον ντέ τεκτιβ. "Οταν ό Σέρινταν χτυ πουσε μέ τό αυτόματο τό κε φάλι του Κάρτερ. ένας άπό τους συμμορίτες που καθόταν κοντά της έφερε τό δάχτυλο στη σκανδάλη του πιστολιού του έτοιμος νά χτυπήση τον Σέοιντσν. Ή Νάνσυ δυως τον ποόλαβε. Ή κώχη τής παλά μης της κοφτά έπεσε στο λαιμό του· καί ή Ανάσα του κό πηκε. Γούρλωσε τά μάτια καί γονάτισε. Τό πιστόλι του άπό τή μιά στιγμή στην άλλη βοέ θηκε στη φούχτα τής κοπέλλας κ'α' έκπυρσακρότησε στέλνοντας ένα κσφτό μολυ βί ποός τό μέρος κάποιου που ώάμουσε ένσντίον του κα θηνητή της Αστροναυτικής. Σ* αυτό τό μεταξύ, ό ντέτεκτιβ πυροβολώντας έκανε δυο πηδήματα τόσο νρήγορα ώστε ήταν άδυνατο νά τά πα ρακόλουθήση· μάτι Ανθρώπου κι* έφτασε τον σωφέρ. *Ενώ ή Νάνσυ κΓό Σούλιβαν,παύ εί χε μπή κΚαυτός τώρα στη φα σαρία παίρνοντας τό αυτόματο ενός νεκρού συμμορίτη, προστάτευαν τά νώτα του, ό ντέτεκτιβ στήριξε την κάν
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νη του δττλου του στο σβέρ κο του σωφέρ. — Στσμάτσ! ,διέταξε. Δια φορετικά σου ρίχνω! Ό σωψέρ δμως ούτε φάνη κε ιπώς ακούσε. *Έδωσε ιμιοον άπότομη στροφή στο άμάξ'ΐ και τό αυτοκίνητο άφήινοντας τον ά σφαλτοστρ ω μέινο διρόιμο τινάχτηκε προς ένα χαντάκι του βρισκόταν αριστερά. "Ο Σέρινταν πυροβόλησε. Τό τι μόνι έφυγε άπό τα χέρια του σωφέρ, άλλα ήταν άργά γιά να προλάβη τήιν καταστροφήι. Τό αυτοκίνητο άνστράπηκε κι’ ό ντέτεκτιβ ένοιωσε για ίμια στιγμή να τινάζεται στόιν αέρα ικίαΐ νά πέψτπ βαρύς στό χώμα. Κατοικώντας τον ί τόνο κα ι τή ζάλη πού τον κυ ρ ίεψαν άνωοθώθηικΙε σχεδόν άιμέσως. Αναζήτησε μέ τό βλέμμα τή Νάνσυ. Τήιν είδε ορθή μαζί τό'ιν Σούλιβαν και χαμογέλασε. (Κάτω από τό άιναποδογυρ ισ.μένο αυτσκίίνη;το άκουγΟνταν βογγ η τα. 'Όσοι συμμορίτες είχαν νλυτοοσει’- από τις σφαίρες ήταν βαρεία τοαυιματισμένοι τώρα κάτο:> άπό τό Καμιόνι. —Τζό !, ψιθύρκσε ή Νάν συ τοέχοντας κοντά του. Τι θά κάνουμε τώρα; Τό σκοτάδι είχε αρχίσει νά πέφτη. Ή νύχτα ερχόταν πολύ σύντομα σ* αυτόν τόιν πλανήτη. Ό Σέρινταν κύτταξε νύρω. Τό: σχέδιό του είχε πετύχε ι, άλλα μονάχα κατά τό ή,μιισυ. ΕΤχ;ε λογαριάσει πώς, αΦου έβώντωναν τους συμμορίτες.,. θά έπαιρναν τό αυτοκίνητο και θά ξαναγέμι ζαν στη λίμνη των Ψάραν“
4
θρώπων έκεί που ήταν προσ γειωμένος ό «Πρωτευς». θά έυπαιναν στον «Πρωτέα» καί 3ά ξεκινούσαν άμεσως από αυτόν τον πλανήτη για νά συ νεχίσουν τό ταξίδυ τους στήν Αφροδίτη. “Ύστερα θά έβλε παν μέ ποιόν τρόπο θά ξε καθάριζαν τους λογαριασμούς τους με τον ύπ’ άριθμόν 1 Εχθρό του Κόσμου, τόίν ά τι αίσιο Έριχ Πκάρφεν. 'Όμως αυτά πού λογάριαζε δέν έγν ναν. Οί συμμορίτες έξωντώθη καν άλλά δέν μπορούσαν πιά 6 Σερινταν κι* οί συνερ γάτες του νά γυρίσουν στή λίμνη χωρίς αυτοκίνητο. Θά έπρεπε νά περπατήσουν πολ λες ώρες, ενώ σ5 αυτό τό με ταξύ θά διέτρειχ'αν εναν θανάσ σιμό κιίνδυινΌ. — Κάτι πρέπει νά κάνου με, Νάνσυ, άπάντησε ύστερα άπό μικ|ρή σκέψι ό ντέτεκτιβ. Νά γυρίσουμε μέ τά πόδια πίσω δέ γίνεται. Ό ΓκάρΦεν βλέποντας δτι άργεΤ νά έπιίστρέφηι στή βάσι τ'ου τό καμιόνι μΐέ τούς συιμιμοοΐτες, που εΐχε στείλει νά μάς αι χμαλωτίσουν, θ’ άρχίση ν’ α νήσυχη. Καί δέν είναι άπίθα νσ νά ξαπολύση άλλο αυτό'μνη,το προς τά εδώ. Τότε θά έχουμεΛ καινούργιες Φασαρί ες, ποάγμα πού, όπως κατα λάβαινε ιις, δέν μάς συμφέρει, θά κάνουμε λοιπόν κάτι άλ λο. "Ί σως αυτό θά είναι ή δεύ τεοη τρέλλα πού θά κάνουμε σήμερα, θά τά παίξουμε πά λι δλα για δλα. Σήκωσε τό χέρι κι* έδειξε κατά τό δάθος του δρόμου. Μέσα στό μισοσκόταδο δισ Ρ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κιρίνβ'νταιν δθ
6
κι έκε? σκόρ 5
πια μερικά υπόστεγα. — Νομίζω ιττως έκιεΤ βρί σκεται ένα πυραυλοδόόμια, συνέχ ισ ε. * Αν κότγ αφ έρουμε κ'1 άρπάδοιυμε ένα άστροπλοίο σωθήκαμε. — Και ο «Πρωτέας»: ρώ τησε 6 Σούλιβαν ιμέ φωνή πού έτρεμε έλΙαφρά. Ό ντέτεκτιβ αναστέναξε. — "Ισως αγαπώ πεοασσότειρο άπό όλους σας αυτό το άστροσκάφος!, άττάντησ ιε . 'Όιμως εϊμαστε υποχρεωμένοι ποοσωρινά ταυλάχιστόν, να τό θυσιάσουμε. Έκεΐνο που ένει σημασία αυτή τη στιγμή εΐναι νά γλυτώσουμε άπό τό δόκανο που ιμάς έστησε ό *Έριχ Γκάοφεν. — Κι* άν 6 Μί'κυ είναι α κόμα ζωντανός η βαοειά τραμ ματισμένος; έκανε ή Νάνσυ. Θ’ άφήσουμε μοναχό κα'1 άνυ πεοάσπιστο τό παιδί·; Ό Σέρινταν κούνησε τό κε φάλι1. — Ό γενναίος πιτσιρίκος δυστυχώς δεν ζή πια!, απάν τησε. *Αιπ* τΙς κίουβέντες που ακόυσα νά λένε οι συμμορί τες ιμΙέσα στο καμιόνι Κατά λαβα πως είναι νεκρός. Τον τραυμάτισαν θανάσιμα και τό παιβίι για νά μην πέση τραυ ματισμένο ατά χέοΊσ τους προτίμησε νά ριχτή σ’ ένα γκίρεμό που βρέθηκε μποοστά του. Αυτός ό γκρεμός έχει βά βος πάνω άπό τοιακόσια μέ τρα. Ό Μ'ίκυ βρηικΙε τό θά νατο σ* αυτό τό βάραθρο. Κατά συνέπεια δεν πρέπει νά γελιόμαστε. — *Βν τάξει, Τζό! @ά κά
II
νουμίε δ,τι μάς πής, δήλωσε ή Νάνσυ. — ^Ακούσε λοιπόν τό σχέ διό μου, είπε ό ντέτεκτί'β ένώ δΰοχισαν νά πιροχωοουν προς τό λόφο. Είναι σχέδιο άπλό πού θά έχη μεγάλη ^έτπιτυγ'ία άν καταφέρουμε νά αίφνι διάσουμε τούς φύλακες του πυο αυλοιδοομίου. Καί μέσα στο μισοσκότα δο, ένώ οί τριεΤς σκιές βάδι ζαν μέ προφυλάγεις.^ ό Σεριν τον άρχισε νά έξηγη τό σχε διό του. ΧΤ0 ιΠΥΡι&ΥΛΟΔΡΟΜ ΙΟ
Ο ^ΦΥΛΑΚΑΣ του πυοαυλο Ιδοόιμί'ου π η γαινοεογότ αν μέσα άπό τό συομστ ό π λε γικχ μέ τό αυ τόματο σ τ όν ώυο. Φοοούσε μια μπλε στο λή ιυέ κόκκινα σειοήτια στά μανίκια του χιτωνίου του και] στό παντελόνι του. Στη ζώ'π του κρέμονταν δυο πιστό λα άκτίνων. * Εκατό μέτοσ ■πίο εκεί ένας δ^ύτεοος φύλα>ακσς άκουη παυσε σ* ένα σι £'~ιοένιο στυίλο καί κάπνζε. Τό πυοαρλοδοόιυ >ο ήταν ένα απέθαντο γήπεδο "Ένα άστοόπλοιο άνα^αυόταν απά νω στον τοίποδα ποοσγειώη-Ι^ος. Στλίλ/ άο-ιστεοη πλευρά του γηπέδου· ποοσνίε ιώσεως ήταν τό υπόστεγο. Ή πόστα του &ταν μισάνοιχτη καί ιχιά λουο'δα σπποσυ Φωτός γλυστρούσε έ£ω μ α χα ι ρώνοντας τή νύχτα. Μέσα στό δττόστε-
!6
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
γο ίητήιργαν σίγουρα συμμο ρίτες.· Οι -τρεις ίσκιοι σταμάτη σαν. — Λοιπόν Νάνου, ψιθύρι σε χαμηλόφωνα ό ντέίτεκτιδ, ποέττει άλα νά γίνουν δπως είπαμε. Ή παραμικρή άττατυ γία θά μας κοστίση τη ζωή. 5Εγώ κι* ό καθηγητής θ’ άνσλά βουμε τούς δυο φύλακες. Έσύ θά μπής στο υπόστε γο. Ή δούλε ιά σου είναι κ/υ ριως μαά. Νά κιοπαστρέψης το ραδιοτηλέφωνο καίί τά άλλα μηχανήματα επαφής με την κιυιοία βάσι τους που θά υ πάρξουν εκεί μέσα. Σ’ αυτό τό μεταξύ έμιείς θά έχουμ'ε δεμπεοδέψει μέ τους δυο φύ >οκες καί θά τοοδουμε να σε βοηθήσουμε. ’Εκ/είνο· που έ χει σημασία είναι νά τους πιάσουμε στον ύπνο. Το στοι νεΤο του αιφνιδιασμού εΐναι εκείνο που θά μ σε βοηιθηση νά τελειώσουμε συντομία. Κα τάλαβερ; — Ν1 ^ί Τζό * απάντησε μέ σταθεοή φωνή ή κοπέιλλα. Κατάλαβα-τ— Λοιπόν, έ'5ώ θά χωοίΓτουμε. συνέγισε ό Σέοιντσν. Ό καθένας ξέρει τοόοα τί έγει νά κάνη. Τά ο άτια του στυλώθηκαν για μιά στινιμή τρυΦε,οά στο χλωμό ποοσωπο τή,ς μιελ α γρό ινής κοπέλλας. — "Ο τ' κ'5 σν συιυβή Νάν συ. είπε, νά ξέρης πώς σ’ α γαπώ. Ή Νάνου τον αγκάλιασε καί τον φίλησε. — Είμαι πολύ ευτυχισμέ νη,. Τζό, άναστέναξε, που τρ
άκούω για ίμια άκόμη φορά άπό τό στόμα σου. Κι* έγώ σέ λατρεύω, Τζό. Γειά σου. — Ό θεός μαζί σου, Νάν συ!, είπε ο Σιρρινταν σφίγ γοντας τό γέρι της. — Καλή τύχη:, Νάνσυ!, τής ευχήθηκε ό καθηγητής. Ή κοπέλλα. απομακρύνθη κε πρώτη μέσα στο σκοτάδι μέ κστεύθυγσι προς τό υπό στεγο. Ό ντέτεικιτιβ τήν πα ρακολούθησε γιά λίγο καθώς σερνόταν μέ την κοιλιά στο καφετί χώμα κΤ υστέρα^ δταν έπαψε νά τήν βλέπη πιά. γύ ρισε ποος τον Σούλιβαν. -— Καί τώοα ή σειρά μας, καθτγητά!. εΐπε. Ό Σούλιόαν αΥκάλιασε^τό αυτόματό του κίσί έκανε ένα βήμα ποόρ τά έιαιπΐρός; "Υ στερα δυως σαν νά αετάνοιωσε γύοισε πίσω πάλι κοντά στον ντέτεκτιβ. — ’Άν πεθάνω. Τζό, ^ είπε, νά βέοης πώε πέθσνα μ* έναν μεγάλο καηιμό!. — Δεν καταλαβάίνω, Μώρις. ^— ’Άν πεθάνω χωοίς νά ξέοω το όνομα του πλανήτη που πατάμε, θάυαι άπαοηνόοητος ώς τη Δευτέρα Πα ρουσία Τζό! Αυτή ή ίστοοία μ’ έγει αναστατώσει·. Έχω Υοάψει πέντε τό'μοορ τής άστρρναυτικής καί τό εονο μου γιά τή Γή καί τούς πλα νήτες θεωρείται πια κλασσι κά. Καί δμως νά πού αυτό τό άστρο, δπου έγει1 τό λιμέρι ί ηρ η σνιυμοοία του Πκάοφεν, μέ βγάζει σκάρτο καί με τινάζει ώς επί στήμονα οπόν αέρα!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό ντέτεκτιβ χαμογέλασε. —τ Δήν θά πεθαίνουμε, Μώρις. Θά κερδίσουμε κγ αυτή τή φορά, γιατί τό δίκιο είναι μ'έ το ,μέρος, μας. "Έπειτα θά εχης πολύ καιρό μπροστά σου νά μάθης τά καθέκαστα γιΛ αυτό τον πλανήτη. Νομί ζω μάλιστα πώς Βά σου δο-θή έτσι ή ευκαιρία νά γράψης κι" έναν έκτο τόμο για την "Αστροναυτ ιική σου. Έσφιξαν σιωπηλά τά χέ ρια κιαί χώρισαν. Προχώρη σαν χωριστά ό ένας από τον άλλο προς τά συρματοπλέ γματα. Ό Σέριντον έφτασε σ ένα μέρας πού τό σκέπαζε τό σκοτάδι. "Από εδώ μττοροΰ σε νά πέραση τό συρματόπλεγμα χωρίς ινά τόιν μυριστή ό φύλακας. Μ" ένα τίιναγμα ακροβάτη χωρίς νά άγγίση τά σύρματα., πού δεν ήταν ^α πίθανο· νά ήταν φορτωιμένα με ήλεικτρίική ενέργεια, πρα γματοποίησε ένα υπέροχο άλμα: καί βρέθηκε μέσα από τά σύρματα. Γδ κορμί του έπεσε ελαφρά στο χώιμα χω ρίς θόρυβο. "Έμεινε για μερι κά δευτερόλεπτα ακίνητος. Τό βλέμμα του άγρυπνο τα ξίδεψε προς τό (μέρος του φύ λακα. Ό φύλακας πηγακναερ χόταν πάντοτε ανυποψίαστος. Δεν είχε άντιληφθή την πα ρουσία του. Ό Σέρινταν τον περ ιερ γάστιηκ ε προσιεχτ ι κά. 9 Ητ αν ένας γ ι γιαντόσωμος άντρας με τετράγωνους ώ μους καί φαινόταν πώς δ'έθε τε ισχυρή μυϊκή δύναμι. Πλη σίασε προς τό (μέρος του ντε τεκτιβ. Ό ιντέτεκτιβ κρατού σε τήιν άναπνοή του. "Εκείνος
17
τον προσπέρασε χωρίς νά τον δη. Ι όν άφησε νά κάνη, δυο βήματα και τότε ό Σέρινταν με ευκινησία γάτας καί προ τεταμένο το αυτόματο ώρμη* σε εναντίον του. Ό φύλακας >υρισε ξαφνιασμένος. Τά μα τ;α του άστραψαν καθώς εί δε έναν ίσκιο νά πέψτη απά νω του. Έφερε τό χέρι στη ζοονη του νά τραβήιξη τό πι στόλι των άκτίνωιν ;μά δεν προφτ ασ·ε. Χιρησ ιμοπο· ιώιντας ως ρόπαλο τό αυτόματο ο θρυλικός ιντέτεκτιβ του κατα φερε ένα δυνατό χτύπημα στη βάσι τού κρανίου. Ό οαιμμοριτης παραπάτησε σά μεθυσμένος, ξέχασε τό πι στόλι του κι* έπεσε μέ τά μούτρα στο χώμα βγάζοντας ένα πνιχτό βογγητό. — Θά περάσουν τρεις ώ ρες τουλάχιστον οσο νά ξυπνησης!, μουρμούρισε ό Σέ ■ριντιαν. Σ' αυτό τό μεταξύ θά δρισκόμαστε μακρυά. "Έσκυψε, τόν ξαλάφρωσε α πό τά πιστόλια του καί μέ μάτια πού λάμπα,νε έτρεξε προς το μέρος του άλλου φα λακα. Είδε δυο σκιές νά συμ πλέκονταν στο σφτάδ'.ι. Ό καθηγητής τής Αστροναυτι κής ικαί ό δεύτερος φύλακας του πυραυλοδρομίίαυ είχαν τπαστή στα χέρια. Μέ σφι χτά τά δόντια ώρμησε. Κάθε λεπτό πού περνούσε ήταν πο λύτιμο·. "Αν ό φύλακας έξ άλ λου πρό φταίνε καί πυροβολού σε, ό πυροβολισμός θά ειδο ποιούσε τούς άλλους πού βρίο·.κοιντ;αν στο υπόστεγο ικαί α πό τή μια στιγμή στην άλλη όλα μπορούσαν ινά πάνε χαμέ
18
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
να. Μέ τρία πηδήιματα διέτ,ρεξε την υπόλοιπη άπτόστα σι που τον χώριζε από τους δυο άντρες πού. πάλευαν. Ό φύλακας εΐχ'ε (βγάλει· κι5 ολας τό πιστόλι του. Ό Σε ρ κντ αν άναρρί γηαε. Σ άλταρε απάνω του ικαΐι ή σιδερένια γροθιά του διαγράφοντας έ να φοβερό τόξο θανάτου έπε σε σά σιδερένιο σφυρί άνάμε
*Έν@£ έκτυφλωτικό λευκό φώς τύλιξε τό άστροπλοίο καί ό Σέριντβιν
|ν·ιωσε νλ χάνη τις «ισάσεις τ·υ.„
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σα ατά δυο φρύδια. Τό πι στόλι ξέφυγε από τά χέρια ταυ συμμορίτη. Το όπλο ταυ καθηγητή Σούλιβαν βρήκε την ευκαιρία τά βιροντ'ίσ,η δυο ψαρές ακόμα στο καύκαλό του. Ό φύλακας σωριάστηκε σαν άδειο σακικί στά πόδια τους. —/Καίΐ τώρα σίτο υπόστε γο, Μώρις!, διέταξε ό Σέριν ταν. Ή Νάνσυ μπορεί νά μάς χρειάζεται1. Τ© ΚΟΡΙΤΣΙ
«I <08 ΚΑΚΟΥΡΓΟΙ Η ΝΑΝΣΥ εί χε φτάσει· πριν πεντε Λε π τ ά στο υπόστεγο. Πατώντας άνά λαφρα σαν γά τα έφτασε έξω απο τη μισά νοιχτη πόρτα. Με άγρυπνες άλες της τις αισθήσεις καί τό πιστόλι στο χέρι· πλησίασε τήν πόρτα καί άψουγκράστη κε. Ίό αυτί της έπ ι ασιε κουβέντες. Κάρφωσε τό ιμάτι της σέ μια χαράμάδα. Ή καρ δια της βρόντησε χαρούιμεινα όταν Οιαιπίστωσε πώς μέσα στο υπόστεγο ήταν /μονάχα δυο συμμορίτες. "Ο ένας ήταν καθισμένος σέ μια πολυθρό να μπροστά σ’ ένα γραφείο. Ό .άλλος καθόταν απάνω στο γραφείο καί κουβέντιαζαν. Ή κοπέλλα άφησε τό πα ρατηρητήριό της καί πλησία σε τήν πόρτα. Ή πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μ5 ένα λάκτισμα τήν άνοιξε όλότελα καί ιμέ τό πιστόλι1 κουρνιασμένο στη
φούχτα της στάθηκε στο κα τώφλι. — Απάνω τά χέρια καί ακίνητοι!/ διέταξε. "Οποιας κάνει- πώς σαλεύει του τήν ά ναψα. Σάς πρσειδόποιώ πώς αυτό πού κρατάω λέγεται πε ρίστροφο καί δέν αστειεύο μαι ! χ "Εκείνος πού καθόταν ατό τράτεζι χαμογέλασε. Ό άλ λος ζάρωσε τά φρύδια. Κα νείς ίόμως από τούς δυο δέν σάλεψε. — Τά χέρια ψηλά, είπα!, έ π ανέλαβε ή κοπέλλα. — Καλώς ώρισες στο φτω χικό μας, Νάνσυ!, είπε εκεί νος πού καθόταν στο γραφείο. "Ανέκαθεν μ3 άρεσαν κάτι κούκλες σαν καί σένα, όταν μάλιστα ερχωνται για έπ Ιω ακείμ ι μέ τό πιστόλι στο χέ ριΛ , * — Δέν άκου σε ς τί· είπα; ρώτη σε * βρ αχνά ή κοπέλλα. — Όκέϋ 1, άναστέναξε αυ τός. β Ορίστε. Δέν σου χαλά με τό χατήρι! Σήκωσε τά χέ ρια σου, Ζάν! Σήκωσαν κι* οΐ δυο τά χέ ρια. Ή Νάνσυ· έκανε ένα βήτ υα. Τώρα θυμόταν ποιος ή ταν αυτός πού τής μιλούσε. "Ενας παλιός τρόφιμος των ψ υλακών του Σ 'ί γκ— Σ ί γκ πού εΐχε κατηγορηθή για μιά ληστρική έπίθεσι έναντί'ον κά ποιας τραπέζης. Κάποτε εΐχε γράψει πολλά γι5 αυτόν στα «Χρονικά τής Νέας Ύόρκης» (*) τον έλεγαν Ντάϊκ. (*) "Οπιως ξέρουν οί τιοακιτ ιικοί α ναγνώστες του «Ύττερανθρώττου», ή Νάνσυ "Εδ/λγκτον είναι άστ υνομι-
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
. ■— Καί τώρα παύ καθόμα στε φρόνιμοι σαν αγγελού δι α, δον θά μάς π;ής αέ τί ο φείλουμε την τιμή αυτής τής έπισχέψεώς σου·; ρώτησε ό Ντάϊκ. - Ή Νάνου δεν μίλησε. Τ'ό βλέμμα της καρφώθηκε οπό πρόσωπό του. Κάτι δον τής άρεσε από τον τρόπο πού μι λούσε. * Ηταν σά νά μη λο γάριαζε τήιν κιάνινη. του πι στολιού πού τό|ν σημάδευε. Έπρεπε λοιπόν νά προσεχή. 3Αλλά, ττρίιιν ^άπ' δλλα, έπρε πε νά έκτελέση την αποστο λή πού είχε άναλάβέι. Είδε την συσκευή του ραδιοτηλε φώνου απάνω στο τραπέζι. Στον τοίχο υπήρχε ένα άλ λο υπερηχητικά μηχάνημα ε πικοινωνίας. Μ' αυτό τό πυραυλοδρόμιο θά ερχόταν σί γουρα σ' επαφή μέ τήν πολι τεία στήν οποία είχε τό στρα τηγεΐο του ό 'Έριχ Γκάρψειν. Αυτά τά δυο μηχανήματα έ πρεπε νά κάτ αστράψουν. ^— Δεν θά μάς πής λοι πόν, ξαναρώτησε ό Ντάϊκ, γιατί μπήκες μέ τό πιστόλι στο χέρι στό μαγαζί μας, Νάνσυ; Στοιχηματίζω πώς ό Τζό ο ψίλος__ σου θά βρίσκε ται κάπου εδώ απ' έξω·. Καί όμως εγώ είχα μάθει ώραΐα πράγματα για ^σάς. Μάς εί χαν πή πως σάς εΐχάν φορ τώσει· σ' ένα αυτοκίνητο καί σάς ^πήγαιναν συστημένους στ' αφεντικό. Πώς γίνεται νά βρίσκεσαι εδώ; —· Δεν τά κατάψερε καί κή ρεπόρτερ στην 'έφη,μιερίδα «Χρο
νικά τής Νέας Ύάρκης^,
τόσο καλά ό Κάρτρρ τό Φί δι!, άπακρίιθηκε κοφτά ή Νάν συ. Καί τώρα^ό Κάρτερ καί ή παιρέα του είναι μακαρίτες! "Αφησε τό συρτάρι στη θέσι του έ)σύ! ' Εκείνος πού καθόταν στήν πολυθρόνα όσην ώρα μιλούσε η Νάνου μέ τον Ντάϊκ εΐχε κατεβάσει μέ τρόπο τά χέρια κα'ί προσπαθούσε ν' άνοιξη, ένα συρτάρι. Μέσα στό συρτά ρι ύπήρχ'ε ένα πιστόλι. Εκεί νος άκου σε την απειλητική Φωνή τού κοριτσιού καί κα τάλαβε πώς ^ ή κοπέλλα δεν σήκωνε αστεία. 'Απομάκρυνε τά χέρια απτό το συρτάρι· καί τά σήκωσε πάλι ψηλά. Ή Νάνσυ έκανε ένα βήμα προς τό ραδιοτηλέφωνο. Καί τότε απότομα είδε κάτι* πού τήν έ κανε νά παγώση καί τής έδω κε άπάντησι στήν σποριά που τήιν βασάνιζε τόσην ώρα. ^ Εί χε τό λόγο του ό συμμορίτης Ντάϊικ πού φαινόταν ψύχραι μος καί σχεδόν ευχαριστημέ νος. Τό ραδιοτηλέφωνο ήταν ανοιχτό! Κ ι.' όλες οι κουβέν τες πού γίνονταν τούτη τή στιγμή εδώ μέσα μεταδαδονταιν κάπου. Πώς δεν τό είχε προσέξει αυτό; "Οταν μπήκε στό υπόστεγο τό ραδιοτηλέ φωνο βρισκόταν σέ λειτουρ γία. Ό Ντάϊκ κι’ ό άλλος μέ κάποιον μιλούσαν. Κι' αυτός ό^κάποιος τώρα ήδερε τίι συνέβαινε στό υπόστεγο. Είχε μάθει πώς είχε μπή μέ τό πι στόλι στό χέρι, είχε άκίούσει πως ό Τζό ήταν έλεύθέρος, είχε τπληροφορηθή πώς ό Κάρ τερ καί οι άλλοι συμμορίτες πού τούς «είχαν πιάσει αΙχμα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ X
λώτοας ήταν νεκροί! Τά ττρά νμστα [μπερδεύτηκαν έπικίΐν'δϊυνα. Ό Γκάρφεν θά έπαιρ νε κεααυΜο'βόλα μέτρα καί ί σως δον θά ττροφταιναν νά ξίε φύγουν. Μιά άγα α απελπισία την κυοίεψε. *Ωοιμηαε ατό ράδιοτηλέφωνο νά τό ικαταστρέψη. Μά απάνω στη Φούιο ι-α της δέγασε στ» >α* αυτό τον τρόπο άφηνε ακάλυπτα στη διάθεπί του Ντάϊκ τά νώτα της. 4Ο -Ντάϊκ· ρίχτηκε απάνω της. Ταυτόχρονα οκονοσ πού καθό τον κατέβασε τά γίέοια κι* ά νοιξε το συρτάρι·. Το χέρι του Φούγτιασε το πιστόλι που 6ρ> σκόταν έκε?. 4 Η Νάνσιυ πυ οοδόληΐσε δυο Φοο&γ. Το γέρι τοοϋβήντηκιε από το συρτάοι ίο* άκευνοτ στον οποίο ανήκε το χέοι έγειρε απότομα πί σω κι* άκούιμπησε αναπαυτι κά στη οάνη της πολυθρόνας. Στο πουκάμισό τοη δυο μι κροί κόκκινα» λεκέδετ φάνη καν. Ο» λ εκειδάς μεγάλωσαν. — Τιοτ./ σκότ<··χτες! ακούσε βοαγνη τη Φωνή του Ντάϊκ πίσω προ. Μά καί] συ δεν πρό κειται νά Υλυτώσης. ’Ένο'ωαε ολάκερο το βά ρος του συμμορίτη νά πέφτη στούτ ώμους της. Το κοοιυί τησ έγειρε πιοός τά έμποός κΐά] υέ μ ι·άν άπκττεστσ *^οογη κίινησι Τ’όν ξεφορτώθηκε καί τον τίναξε .στον άπεναντ> τοΐγο, Ό Ντάϊκ ούρλιασε σαν πληγωμένος έλέΐφίσντσς και άινωρθώιθηκέ. Στά νέ,ρια τοη κρατούσε ένα πιστόλι άκτί.νωιν. Μιά άκτΐινα ξεπήδησε από τήν. κάινίνη. του πιστο-
λι.ρβ.του καί τ*?οξ|®εψε πρός
2Τ
τό ιμέρος της κοπέλλας. Ή Νάνσυ έσκυψε. Ή άκτΐνα πέ τασε πάνω άπό. τον ώμο της. Ταυτόχθονο: άιντεπυιοοβολησε. Τρεις νλώσσες φωτιάς βγή καν άπό τό πιστόλι της. Το,εΤο σΦαΐοες η υιά πίσω ά πό την άλλη ταξίδεψαν τηρός τό ίμερος τού συαμοΙοίτη. Ή μιά τσάκισε τό χέο> τού Ντάϊκ πού κοατούσε τό οπλο άΉτίνων. Τό δπλο κύλησε στο πάτωμα κι* 6 Ντάϊκ μούγγρι σε άπό τόν πόνο. Τούτο τό μούγγοιομα ααωο έμίεινιε στη 'πέση άπό την δουλειά που έκαναν οι δυο υπόλοιπες σΦαΐοεσ της Νάνσυ Τά καΦτά μ,ολυ'βηα σφηνώθηκαν στο στήθος του και 6 κακούογος γονάτισε βγάζοντας μασημέ νους άφιρούς ά'πό τό στόμα του. Τ© ΑΣΤΡΟιΠΑΟΙΟ
ΤΗΝ ΑΜΕ ΣΩΣ επόμενη στιγμή ή κοπέλλσ κατ α φέρνοντας δυ νατά γτυπήμα τα ιμέ την κάν νη τού πιστόλ ιού της κατέστοεψε τή συ σκευή τού ραδιοτηλεφώνου κάι τό υπερηχητικό (μηχάνη μα. Τώιοα φυσικά κι* ή Τδια καταλάβαινε πώς ήταν κά πως αργά. “Όπτ είχε νά μά6η τό ηξ&ρε ό Έρ ιγ Γκάιρφεν. Βγήκε τρέχοντας άπό τό υ πόστεγο. Μέσα ιστό σκοτάδι συνάντησε τόν Τζόε ΣέρινΤαν και τόν καθηγητή. Έτρεχαν κι* αυτοί νά βοηθήσουν. Ε!β
22
ΥΠΕΡΑΝβΡηΠΟΣ
χσιν Ακούσει τούς πυροβολι σμούς κι* εΤχαν φοβηθή πώς κάτι άσκημο της εΐχε συ'μβη. — Ποέπει νά φύγουμε Αμέ σως., Τζό!,, είπε. Ό ΓικάίοΦ·εν ξέρει πώς είμαστε έλεΰθε ροι. Σέ πεντακόσια μέ4·ρα από στασί' βρισκόταν τό Αστροπλοιο τώιν συμμοριτών. Έτοεξαν ποός τά έκε?. Κ·α!ί κσ θώς έτρεχαν η Νάνου τους έ ξη γουσε τά -καθέκαστα. — Λεν θά προφτάσουν νά μας πιάσουν!, είπε ό Σέρινταν. — Μήπως έμαθες τουλάχι στον, Νάνσυ. πώς τον λένε αυτόν τον πλανήτη; ρώτησε ό Σουλιβαν μέ Αγωνία. Τό Κορίτσι τον κύτταξε -μέ απορία. — "Οχι! Λεν εμ·αθα!, εΤπε. — Είμαι ένας δυστυχισμέ νος άνθρωπος!, Αναστέναξε ό καθηγητής. — Φτάσαμε !, είπε λαχα νιασμένος ό ντέτεκτιβ. Εμ πρός. Μέσα! Μπήκαν μέσα στο Αστρόπλοιο. ’Ήταν ένα μεγάλο θω ρακ ισμίένο δ ιαστημ όπλο ίο. Μέ μια γοργή ματιά πού έρριξε ό Σήρινταν στα λεπτά καί πολύπλοκα μηχανήματα του κατάλαβε πώς έπρόκειτο για ένα Αληθινό θαύμα τεχνικής. Πήρε τη Βέσι του στον θάλα μο δ ιακυβέιονήισεως κσίί μ ίλη σε μπροστά στο μικρόφωνο: — "Ετοιμοι ποός Απογειίωσιν! Περάστε τις ζώνες α σφαλείας στη ιμέση σας. Προ σοχή! Ή Νάναν κΓ ό Σούλιβάν
δέθηκαν στά καβίάματΑ τοαζ. 'Ο ντέτεκτ ιιβ φούχτιασε^ τούς μοχλούς τών απωθητικών πυ ραύλ,ων καα τούς τράβηξε ποός τά πίσω. Καλώνες φω τιάς 8επήδησαν -από τήν πρύ μ η του άστιοοπλοίου. Τό σκίαφος τιραντάχτηικε καί ώρυησε ποός τον ουοανό μέ κοπαπλη κτική ταχύτητα. Ό Σούλιβαν κι* ή Νάνσυ ύστεοα Από λίγο έβγαλαν τις ζώνες Α σφαλείας κ'αίί σηκώθηκαν. Τώ ρα τό σκσΦος κάτω Από την έμπειρη καθοδήινησι του διασήιυου Αστροναύτη, ντέτεκτιβ ταξίδευε σταθεοά στον σέρα. — Σέ το ία λεπτά θάχουμιε βγή από την ατμόσφαιρα σύου του πλανήτη, είπε ό Σέοινταν ρίχνοντας ,υιά ματιά στις βελόνες τώιν μετρητών ύ ψους. "Οταν μπούμε στο σκο τάδι του διαστήματος θά χα ράξουμε την καινούργια πο ρεία μας. — Κ αταρααένο άστρο!, μουρμούρισε ή Νάνσυ; κυττάζοντας Από ψηλά τώρα τόν πλανήτη πού τούς κόστισε τόσες περιπέτειες. "Ηιρθσιιε τέσσερις καί φεύγουμε τρεΐς. 5 Αφήσαμε έκεΐ έναν Από τούς αγαπητούς μας συντρόφους.' Κανείς δεν νίλησε. Ό νους τους πηινε στον Μίκυ. Τό η ρωικό * Ελληνόπουλο δεν ήταν μαζί τους. Τό Ατρόμητο παι δί ήταν νεκρό. Μιά βαοειά θλΐψι σκέπαζε τίς καοδιές τους, -αφνικά δμως Ακούστηκε ένα παράξενος θόρυ βος κι* όλοι- κάρφωσαν τό βλέμμα ςττό καντράν τής τηλερράσεως. Μέαα στην άθόνη τής τηλεοράσεως τοΟ άστρο-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ X
πλοίου κάτι άρχισε ινά σχεδι>άζεται .Μερικές τρέμουσες ίκ,σΰΐ τεθλασμένες γραμμές φάνη καν στην αργή κι* υστέρα ό λες αυτές οΐ γραμμές πήραν ένα συγκεκριμένο σχήμα. Μιά άγρια ,μσοφή ένας άνθοώπου πού άφριζε από λύσσα ολο κληρώθηκε στην οθόνη. — Ό Πκάοφεν! Ό *Έριχ Γκάοφιεν!, μΐούγγρ ισε ό ντέτε κτι6 κι5 ένοιωσε σαν δνα πα γωμένο χέιοι νά σέρνεται στή ρσχοκοκκσλιά του. Μάς πα ρακολουθούν ! Ό Πκίάοφ!εν άρχισε ννά μιλάη. Ή φωνή του είχε έναν τόνο άγριας άπειλής. Μιλού σε έγγλέζικα άλλα (μέ ξενι κή προόορά. — Γύρισε πίσω, Σέρινταν! «είπε ή Φωνή πού έοχόταν άπό την οθόνη. *Ό/π κιαί νά κάνης δέν πρόκειται νά δε φύγη.ς. 5Από τά χέρια τού *Έρ·ιχ Γκαοφεν κανείς δεν ξέφυγε ποτέ ζωντανός, έκτος αν αυτό τό θελήσω ενώ ό Τδιος. ”Αδικα λοιπόν κόπιασες νά κάνης τά δσα έκανες. Σέ λί γο τό άστρόπλοιο πού έκλε ινες δέν θά σέ ύπακούη. ΕΤίναι δικό μου τό σκάφος. Καί σ’ αυτό τον πλανήτη έμφυνα καί άφυχα ύπ ακούουν τυφλά στίς δ ι στάνές μου. Σταμάτα λοι σόν την τοέλλα πού άρχισες. Γύρισε πίσω ιμέ τό άστοό~^λΡΐο και ττοοσγειώσςκυ· έκεΤ άπό δπου ξεκίνησες. Μιά βαιοειά βλαστήμια ήτοΐν ή άπάντηΐσι. Ή μορφή στηιν οθόνη τής τηλεοράσεως έκάγχΐαισε. — Απάντησε μου λοιπόν, Σέριντσν! Καί δέν υπάρχει
25
λόγος νά νευριάζης/Απάντησέ μου. Θά κάνης η δέν θά κά νης αυτό πού σου λέω; Γιατί σέ λίγο ϊσως θά είναι άργά γιά δ,τι αποφασίσεις. Θά εί ναι άογά γιατί πρέπει νά ξέρης δτι, όταν σέ ξ αναφέρουν στά χέρια ιμου, δέν θά σέ λυ πηθώ. Ό αΛέτεκτιΐβ άρπαξε ένα σ^ί δερο πού βίρέθηκε μπροστά του καί τό πέταξε μέ όρμή άπάνω στήν μΟοΦή πού σχε δι’αζόταν στήν οθόνη. Τό σίδεοο βρόντησε άπάνω στή συ σκευή καί ό δέκτης τηλεορά σεως θρυυ,ματ'ίστηκίε. Ή ιμορφή τού 'Έοιχ Γκάρφ&ν χάθη κε άπό τό καντράν. — 5Εν τάξει, τώοα δέν θά μάς ξαναενοχλήση πια!, μούνγρισε. Τή,ν Τδια στιγμή όμως άκούστηκιε ή φωνή τής Νάνσυ. Τό ηλεκτρονικό ,μάτι του σικά φους άοχισε νά άναΐβοσβηνη. —Κάποιος ιμάς πλησιάζει, Τζό!, Φώναξε ή κοπέλλα. Ό Σέοινταν κάρφωσε τό βλέμμα του στο πλαίσιο του οαντάο. Τό ηλεκτρονικό μάτι δέν εΐνε γελσστή. Τό ραιντάιρ επιβεβαίωνε τό πσάγμα. "Ένα άστρόπλοιο πού έτρεχε ιμέ δι πλαίσια σχεδόν ταχύτητα ά πό τό δικό τους τούς πλησί αζε. — Θά τούς αντιμετωπίσου υ ε!, δήλωσε ξερά ό Σέρ ινταν. Δυο βαθειά χαντάκια είχαν σχεδιαστή στό' μέτωπό του καί τά μάτια του έκαιΥαν ά πό συγκίνησιι. Τό βλέμμα του έκίανε μιά γοογή βόλτα στο έσωτερικό του σκάφους,
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ή καρδ'ά του βρόντησε σάν διεπίστωσε δτι τό σκάφος δον ήταν έξώπίλισμένο. * Ηταν κά τι πού δεν τό είχε προσέξει·. Τό άσπρόπλοιο των συμμορι τών δέν εΐχίε ούτε κανόνια ού τε συστοιχίες πολυβόλων. "Ε νοιωσε ξαφνικά τό μάταιο της ποοσπάθε.ιάς του νά ξε<ξύ γη. Τίποτα δέιν θά μπορού σαν νά κάνουν! Τό πλάνη τόπλοιο που τους κυνηγούσε θά τούς έφτανε σέ λίγο καί θά ήταν αναγκασμένοι νά παριαδοθούν. Ή θέσι τους ήταν α πελπιστικά κρίσιμη. Σωτη ρία δεν υπήρχε. ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΕΣ ΑΚΤΙΝΕΣ
ΤΟ ΠΡΟΣΩ ΠΟ του Σερ ιν ταν συσπάστη κε νεορ ικά. —Μιά λυσ( μονάχα υπάρ χει, είπε. Λ , ^ Ό καθηγη της κι ή κοπελλα τον κύτταξαν π αραξενεμ ένο ι. Δεν μπο ρούσαν νά καταλάβουν τί έννοουισε. — Γι’ αυτή τη λυσι όμως πρέπει ν’ αποφασίσουμε και οί τρεις, συνέχισε μέ φω,νή που έτρεμε ελαφρά ό ντέτεκιτιβ. Θά τούς άφήσουιμε νά μάς πλησιάσουνε και στην κατάλληλη, στιγμή θά τους εμβολίσουμε! Τό ισχυρό σι δερένιο έμβολο πού υπάρχει στην πλώρη αυτού τού σκά φους θά καρφωθή στά πλευ ρά του άστροπλοίου των συμ μορ ι των. · Τό άστρο πλο ιό τους θά κοΓΓαστραΦη σίγονιρα. "Αλ
λά καί ή δική μας θέσι δέν θά είναι καλύτερη. Σ’ αυτή τήν σύγκρουσή πού θά γίνη, ένώ τά πλανητόπλοια θά τα ξιδεύουν μέ δλη τήιν ταχύτη τά τους, κανείς δεν θά μείνη ζωντανός. — Τζό! Αυτό πού σχεδιά ζεις νά κάνης είναι μιά τρέλ λα!, είπε ή Νάνσυ. —Τό ξέρω, Νάνσυ!, πα ραδέχτηκε μελίαγχολικά ό Σέ ρινταν. Μά προτιμώ αυτόν τον θάνατο από εκείνον πού μάς προετοιμάζει ό Γκάρφεν. Πάντως τίποτα δεν πρόκει ται νά κάνω άν δεν έχω τή γνώμη σας. "Αν ήταν έξωπλι σμένο τούτο τό σκάφος θά μ τηρούσαμε νά δίναμε μιά οκλη,οή μάχη πού ίσως τήν κερδίζαμε. Αλλά στή .διάθεσί μ·ας δεν υπάρχει» ούτε ένα πσλι ιβόλο. Ό καθηγητής Σούλιβαν έ κανε ένα βήμα προς τό μέ ρος του ντέτεκτιβ. —■ Είμαι μαζί σου, Σέρινταν!, είπε. — Έσύ, Νάνσυ; ρώτησε ό ντέτεκτιβ. -— Έν τάξει, Τζό!, αποκοίθηκε ή κοπελλα κάί ρίχτη κε στην άγκαλ ιιά του μέ δακρυσμένα μάτια, θέλω νά πεθάνω μαζί σου. Ό ντέτεκτί'β τής χαΐδεψε τά μαλλιά. — Δέν υπάρχει λόγος νά κλαΐς, αγάπη μου, τής εΐπε. Κάναμε ο,τι έπρεπε, θά κά νουμε μέχρι τέλους τό Καθή κον μας. θάλεγε κανείς δτι τούτος ό άνθρωπος ασκούσε μιά πα ράξενη γοητεία αέ δλομς £τ
σους ^ τόν πλησίαζαν. "Από τή μια στιγμή στην άλλη, ή Νάνσυ κι" ό Σούλι βαν, έξοικε^ι ωμύνοι πια μέ τήν ιδέα του θανάτου πού έφτανε γοργά, ξανάγιινιαν ήρεμοι και πήραν τις θέσεις τους μπροστά στά μηχανήματα, τήν παρακολαύθησι των όποίΐων είχαν άνα' λάβει. Φέρνονταν σαν όλα νά πήγαιναν κανονικά και σαν νά μήιν έπρόκειτο για τό τε λευταίο ταξίδι τής ζωής τους. Ό Σερινταν γαντζωμένος στά πηδάλια μ(έ προσηλωμέ νο τό βλήμμα στο ραντάρ ώδηγούσε αίαν νά μή συινέβαινε τίποτα. Μέσα στο ραντάρ τό. αστρόπλοΐίο πού τούς κατεδίωκε ολοένα καί μεγάλω νε. Είχαν βγή κάμποαην ώ ρα τώρα από τήν ατμόσφαι ρα τού πλανήτη, είχαν περά σει τήν στρατόσφαιρα καί τήν ιονόσφαιρα καί ταξίδευαν στο σκοτάδι τού διαστήμα τος. "Υστερα από λίγο μπο ρούσαν νά διακρίνουν μέ γυ μνό μάτΐί τό πλανητόπλοιο πού ερχόταν πίσω τους. 9Η ταν ένα μεγάλο σκάφος. Ό Σέρινταν τό περιεργάστηκε χρησιμοποιώντας τις ειδικές τηλεοπτ ικές δ ι όπτρες του1. Είχε βαρύ οπλισμό και ισχύ ρό θώρακα. "Οσο ίσχυιρό ο μως θώρακα κι·5 άν είχε δεν θά μπορούσε ν5 άιντέξη. στον εμβολισμό! — Θά τό ξεκο λιάσουμε!, μουρμούρισε σχεδόν εύθυμα. "Υστερα όρως πάλι ξαινάγι νε σοβαρός καί μέσα στά μά τια του έλαμψε μια φλόγα μίοσυς. Ή κιρίΐσ· ημιτι στπγμή πλησίαζε. Ύστερα άπό πέν
τε τό πολύ λεπτά τό ένα σκά φος θά βρισκόταν σχεδόν δί πλα από τό άλλο. Τότε θά έκανε τήν απότομη στροφή καί θά ριχνόταν άπάνω στους συμμορίτες. Ή σύγικρουσι θά ήταν απερίγραπτα τρομερή. Μελέτησε όλες τις κινήσεις πού έπρεπε νά κάνη; μέχρι· την τελευταία τους λεπτομέρεισ. — Μάς φτάσανε, Τζό!, εί πε ή Νάνσυ. — Είμαι έτοιμος, αγάπη μου!, απάντησε συγκινημένος. "Ολα θά τελειώσουν σέ λίγο. Δεν πιστεύω νά φοβά σαι, Νάνσυ; —7 "Οχο, Τζό! Μια καί θά πεθαίνω μαζί σου δεν φοβά μαι. —■ 5Εγώ θά πεθάνω μέ τάν καημό πως δεν κατάφερα νά μάθω τό όνομα αυτού τού πλανήτη πού στάθηκε μοι ραίος για τή ζωή μας!, α ναστέναξε γεμάτος παράπο νο ό καθηγητής. Είχα ελπί σει πώς θά τό μάθαινα, αλλά τά πράγματα ήρθαν ανάπο δα. — Προσοχή !, ακούστηκε βαρεία ή φωνή τού Σέρινταν. Γορίζουμε! Τό διαπλανηρπκό σκάφος των συμμοριτών βρισκόταν τώρα αρκετά κοντά τους. Ή στιγμή καί ή θέσι για τήν έπίθεσι ήταν Κατάλληλες. Μέ τεντωμένα όλα τά νεύρα τού κορμιού του ρίχτηκε στά πη δάλια ό ντέτεκτιβ. Τό σκά φος χοροπήδησε μέ πάταγο καθώς άρχισε νά παίρνη στρο φ4
—- θεέ .μου I, ξεφώνησε ή Νάνσυ. — Ό διάολος νά ,μέ πάρη, άν καταλαβαίνω τί μου γίνετα ι!, έκανε ό Σ ούΐλ ι βαν φέρνοντας τά χέρια μπροστά στα ιμάτια του. Ό ντετεικτηιβ ένοιωσε τά χέ ρ ιια του νά γλυστρούν άπό τά πηδάλια. — Π αραλυτ ικές ακτίνες!, έκανε ,μέ πνιχτή φωνή. ■Πραγματικά κάτι περίεργο συνέβη ιμέσα στά τελευταία αυτά δευτερόλεπτα και οι τρεις αστροναύτες ένοιωσαν πολύ άσκημα. "Ενα τόξο φω τός ξεπετάχτηκε από κάποιον τφοβόλέα του άστροπλοίου πού τους είχε πλησιάσει. Κάΐ αυτό τό φως πού είχε μ ι ά εκτυφλωτική λάμψι, τύλιξε τό σκάφος τού Σέριίινταν σάν φλόγία και πέρασε στο εσω τερικό του. Αυτό δεν κράτησε περισσότερο από ένα λεπτό. "Υστερα ό προβολέας έσβη σε. Στο ένα ρμως αυτό λεπτό μέσα στο σκάφος είχαν γίνει πολλά παράξενα πράγματα. Ό καθηγητής Σούλιβαν είχε σωριαστή σάν κουβάρι στο κάθισμά του ανίκανος νά σα λεψη. Ή Νάνσυ Έβιλγικτον είχε πέσει ανάσκελα στο χα λύβδινο πάτωμα κι5 έμοιαζε οάν νεκρή. Ό ντέτεκτ ιβ ιμέ πα ράλυτα χέρια και πεσμένο τό κίεψάλι στο στήθος του είχε χάσει κάθε ίχνος Θελησεως κιι’ ένοιωθε τό μυαλό του γεμάτο θολά σύννεφα. Τό άστρόπλοιο ταξίδευα ε άκυβέρνΓ)το γιά μερικές ^ στι γμές. Υστερα όμως σάν κά ποιο άόρατο χέρι νά άρπαξε
τά πηδάλια καί τούς ρι^λρύς ταχυτήτων άνέκοψε ταχύτητα καίι σε λίγο σχεδόν σταμάτη σε. " Ενα μηχάνημα τηλεκινή σεως είχε μπή σέ λειτουργία άπό τό άστρόπλοιο των συμ μοριτών καί τό σκάφος ήταν τώ)ρα αιχμάλωτό· τουι. Την ίδια στιγμή άπό τό πλαινητάπλοιο βγηΚαν δυο συμμορίτες μέ στολές δια στημανθρώπων καί ρίχτηκαν στο Κενό. Πρώτα ό ένας κι* υστέρα άπό λίγό ό άλλος. Κι5 οι δυο, ό ένας πίσω άπό τόν ^ άλλο, προχώρησαν μέ αργές κινήσεις προς τό σκά φος τού Σέρινταν. Σκαρφά λωσαν απάνω του καί υστέ ρα άπό μιά σύντομη προσπάθεια χρησιμοποιώντας διάφο ρα εργαλεία πού είχαν .μαζί τους άνοιξαν τό καπάκι τής εισόδου1 κάΐ πήδη.σοιν μέσα. Ό ένας άπό τούς δυο πή ρε τή Θέσι τού άναίσβητου ντέτεκτ ιβ, ενώ ό άλλος έδενε χειροπόδαρα τούς αναίσθη τους άνθίρώπους. "Υστερα ά πό ένα λεπτό τό σκάφος όρχισε νά κινητά ι πάλι. Άλλα τούτη τή φορά κρατούσε αν τίθετη πορεία άπό εκείνη πού είχε ό Τζόε Σέρινταν. Ξαναγύριζε ιμέ αναίσθητους τούς τριεΐς αιχμαλώτους στον ά γνωστο πλανήτη, όπου ό Έριχ Πκάρφεν τούς περέμενε γε μάτος λύσσα προετοιμάζον τας κα'ί γιά τούς τρεις έναν μαρτυρικό θάνατο. © ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΓΚΑΡΦΕΝ
ΟΤΑΝ ό Τζόιε Σέρινταν άνοι
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
*0 Υπεράνθρωπος άρχισε μια άγρια έττίθεσι κι* ένας φοβερός σί φουνας σηκώθηκε.
ξε τά μάτ ι α του ήτοαν σ ά ινά συνερχόταν από ένοον φ οβερό έφιαλτιη. Ένοιωθε μ ι<ά φοβερή εξάντλησι σ’ δλο το σώιμ-α κΐο?ι ζαλιζότανε. Στην αρχή αλα του φαίνονταν θα μπά κιαίΐ αόριστα γύρω του. "Υστερα σιγά—σιγά άρχισε να ξεχωρίζη' μερικούς ανθρώ πους πού στέκονταν μέσα σέ μια μεγάλη κυκλική αίθουσα. Το βλέμμα του στηλώθηκΕ έπίμονα σ5 ένα σκελετωμένο πρόσωπο μέ σκληρά χαράκτη. Ρ'στικά κιαΐ μυτερό μούσι*. *Α ναρρίγησε καθώς αναγνώρισε τό πρόσωπο αυτό και σχε δόν αμέσως ξαναζωντανέψου μέσα στο νου του δλοο τά πε
ρι στατικά τπου εΐχαν γίνει— δεν μπορούσε νά υπολογίση πότε ακριβώς—(μέσα στο άστρόπλοιο με τό όποιο είχαν έπι χε ιρήσε ι ν’ άποδρ άσουν. ^Ηταν αιχμάλωτοι λοιπόν πά λι του Έριχ Γκάρφεν. Κι* αυτός ό Έρΐ'Χ Γκάρφεν στε κόταν τάρα έκιεΐ μπροστά του μίε τά χέρια σταυρωμένα στο στήθος και χαμογελούσε α παίσια. — Σέ είχα πράε ι δίοποι ή* σει«, Σέριντανί, εΐπε. 'Αλλά δεν θέλησες νά άκούσης τήν προειδοποίησί μου. Θά μπο ρούσα βέβαια νά σκοτώσω έσένα και τούς συντρόφους σου μέ μερικές Ισχυρότερης $ντά-
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σεως παραλυτικές άκτίνες. 5 Αλλά προτίμησα νά σέ έχω ζωντανό στά χέοια μου. "Ί σως έμεΐς οι δυο μπορέσουμε νά συνεννοηθοΰμε. Ό ντέτεκτ ι β γέλασε περι φρονητικά. — ~Αν είναι γι’ αυτό που μέ κιοστάς ζωντανό1, άπάντησε, άδικα έλπιζε ις. Δώσε δια ταγή στά φίδια που έχεις γύ ρω σου νά μέ σκοτώσουν. Ό Γκάρφεν κάγχασε. Τά μάτια του γυάλιζαν σαν δυο πυρωμένα κάρβουνα. — Μην εΐσαι βιαστικός, Σέρονταν!, είπε στυφνά. "Ο λα θά νίνουν μέ τη σειρά τους. Αλλά, πριν νίνουν αυ τά, πρέπει νά κουβεντιάσου με. — Τί τους έκανες τους άλ λαός; ρώτησε ό ντέτεκτκβ κυτ τάζοντας γύρω του καί ανα ζητώντας μέ τό βίλέυμα τή Νάνου καί τον Σούλι βαν. "Ι σως αυτοί δέν σου χρειάζον ταν καί τους καθάρισες... Κούνησε αρνητικά τό κεφάλι του. — Τό κορίτσι σου κι* 6 άλλος τής παρέας σου χαί ρουν άκοας υγείας, απάντη σε. "Ομως τό πόσο μπορεί νά κοστήίση αυτό θά έδαρτηθη από σένα, -έρω πως ε?σα ι· στραβό ξύλο, Σ έοι νταν. Μά νομίζω πώς δέν θάθελες νά δής τη μνηστή σου νά κά θεται στην πολυθρόνα του η λεκτρικού τουπανιου. Τό θέαυα δπως θά έχης άκούαει δέν εΐναι καί τόσο αστείο. Ό ντέτεκτ κβ δέν μίλησε άμέσως. "Ένα χέρι μέ μυτερά νύχια, του φούχτιοοσε την καρ
διά. Θά ήταν άβάσταχτο γιά τήιν κοπέλλα που λάτρευε αύτό τό μαρτύριο. Μά κι* αυτός δέν θά μπορούσε ν’ άντέξη. "Ενα πλήθος άιπό άνατριχια στιικές εικόνες κολάσεως στοι ΦογΜοιζαν στο νού του. "Ο μως δέν λύγισε. — Δέν ξέρω πώς τά Κατα φορές καί είσαι ζωντανός, Γκάοφεν. του είπε, άφου εγώ ό ίδιος σέ είδα νά ψήνεσαι οτήιν ηλεκτρική κ-αοέκλα. Αλ λά σου δίνω τό λόγο πώς, δ,τ κι* άν κάνης,, σύντομα θά ξσναπέσης στά χέοισ της Γή ΐνης Κοινοπολιτείας. Κι* αυ τή τη φορά τό^ πτώμα σου δέν θά παραδοθή γιά ταφή. 0ά ρΐ'χτή στη φωτιά νά γίνη στάχτη. "Ετσι·· κανένας δέν θό υπορέση νά σέ ξανσζωντανέψη πιά. Ό Γκάρφεν άνασήκωσε τους ώυους. — Εΐσαι κουτός, Τζό !. εί πε. Δέν δέρω κανέναν που νά Ξαναζωντάνεψε αΦόυ ψήθηκε ποοη γουμένως στην ήλεκΤ ρ ι κή καρέκλα. — Έγώ ξέρω δμως κά ποιον, Γκάρφεν. — Ποιόν; — Εσένα. Σου είπα καί ποίν. Σέ είδα νά ψήνεσαι μέ τά ίδία μου τά μάτια. Ό κακούργος γέλασε. — Δέν ήυουν εγώ. ήλίίθιε!, απάντησε. Ήταν κάποιοο άλ λοα Ό σωσίας μου. "Ενας που μου έμοιαζε καταπλη κτικά καί καΥείς σας δέν μπόοεσε νά τό κατ-αλάβη. Ό Σερ ινταν τον κύττσδς έκπληκτος.
ΨΜΡΑΗφΡηύόΐ “ Ό σωσίας σου·; ρώτη σε. —- Ναέ Δέν έχεις ακούσει λοιπόν κΙότϊ δέιν έχεις διαβά σει ότι οι ττΐό πολλοί σπου δαία ι>· άντρες είχαν τούς σού στες τους, πρόσωπα δηλαδή πόύ τούς μοιάζανε, για νά μπορούν έτσι να ξεγελούν τούς εχθρούς τους; Ό Στάλιν είχε τον σωσία του, ό Χίτλερ τδ ίδιο, ό Τσώρτσιλ^ επίσης. Θά μπορούσα νά σου <4ναφέρα> εκατό ρεγάλα ονόματα από την παλιά και την ^και νούργια ιστορία πού εΐχαν ~ούς σωσέες τους. "Έτσι κι3 εγώ. "Οταν έκανα την έπανάιστασι και κήρυξα τον πό λεμο τών καθαρόαιμων Γερμάνών εναντίον της Γήινης Κοινοπαλιτειίίας είχα τον σω σία μου. Αυτόν πιάσατε και αυτόν δικάσατε κάΐ καταδι κάσατε. Φυσικά δεν ήταν σε θέσι νά δι'αμαρτορηθη όταν καθόταν στην ηλεκτρική κα ρέκλα;, γιατί εγώ του είχα άμα αρέσει με μια από τις πολ λές εφευρέσεις πού διαθέτω την άίσθησι τής προσωπικό τητας. "Τον είχα κάνει νά πι στεύη κι3 ό ίδιος πώς ήταν... εγώ! Δεν ήταν ώραΐο τό κόλ πο; Ό ντέτεικτι'β ένοιωσε φρί κη,. — Είσαι ένας αληθινός σατανάς, Γκάρφεν!, μουρμού ρισε. —· Ένώ λοιπόν έσεΐς ψή νατε στην ηλεκτρική καρέκλα έναν αθώο, συνέχισε γελών τας .αυτός, εγώ έκλεψα τρ,ιάν τα άστ,ρόπίλοια από τό πυραυ λοδράμιο τού Άάχεν και μα
ζί με τούς πιστότερους. συιν° τροφούς (μου δραπέτευσα α πό τή Γή κι3 ήρθαμε σ3 αυ τόν τον πλανήτη για νά προ ετοιμάσουμε την καινόύργια επίθεση- μας. Κι3 άν ή πρώτη έπανάστασι άπέτυχε, νά εί σαι βέβαιος ότι αυτή τή φο ρά ή νίκη θά είναι μ\έ τό μέ ρος μας. Ή Γήϊνη Κοινοπολι τεία πρέπει· νά διευθύνεται από Γερμανούς και μόνο! ^ Εί μαστε ένας λαός πού βγάλα με έναν 'Β'ίσμαρκ/ έναν Χ'ί>ν τε μπουργικ, έναν Χίτλερ. "Έ χουμε ένδοξη ιστορία καί πο λύ σύντομα θά γϋνουμε κυ ρίαρχοι όχι μονάχα τής Γης αλλά καί όλων τών άλλων πλανητών. Τά όπλα μας τε λειοποιούνται κάθε μέρα περ ισσσστερο. Κ άθε μέρα εξ άλ λου,έχουμε εθελοντές πού έρ χονται από τ ή Γή καί τά άλλα άστρα καί δουλεύουν μ3 ένθου σ ιάσιμο γιά τό μεγάλο σκοπό μας. "Οσο μιλούσε τόσο καί πιο πολύ βεβαιωνόταν ό Σέρινταν πώς είχε νά κάνη μ3 ένα άν θρωπο πού είχε σαλέψει τό λογικό του. — Θά σπάσης τά μούτρα ο ου, Γκάρφεν! , τού είπε. Ή Γήϊνη Κοινοπολιτεία είναι ι σχυρή καί διαθέτει καινούρ για όπλα πού θά σέ συντρί ψουν. Τά μάτια τού Γερμανού ά στραψαν. — ^ΓΓ αυτά ακριβώς τά καιινο-ύργ ια δπλ α ένδ ιαφέρο μας Σήρινταν!, είπε. Καί αυτός είναι ό λόγος πού θέ λω νά κουβεντιάσω μαζί σου.
Ό ντέτεκτιβ
αναρρίγησε.
X*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟX
"Ηξερε πολύ καΐλα μέ ποιο τρόπο θά γινόταν αυτή ή καυ βέντα. Τό ηλεκτρικό τρυπάνι και ή συσκευή μέ τις πράσι νες ακτίνες ξανάρθε στο νοΰ του. Και αυτός πού δεν ήξε ρε τΐ θά πή φόβος ένοιωσε γιά πρώτη ^ ψρρά τον εαυτό του νά φοβόπακ — " Εκτός απ' αυτό, όμως, συνέχισε ό Ρκάρφειν, πολλά από τά μυστικά τής Γήινης Κοινοπολιτείας και πολλές από τις προόδους πού έχει κάνει απάνω στην άστροναυ τική θά (μού π ή καί τό σκά φος σου ό «Πρωτεύς 11». Φαντάζομαι ότι θά είναι έφω βιασμένο μέ τά τελειότερα ό πλα καί μηχανήματα. Έστει λα^ κΓ αλας ένα ειδικό συνερ γείο πού θά τό μεταφέρη εδώ. Έδώ όπως θά 5ής, έχουμε τε ράστιες μηχανικές εγκατα στάσεις καί εργαστήρια έ* ρεύνης που θά εξετάσουν καί θά μελετήσουν τό κάθε τι. ΓΓ αυτό σέ προειδοποιώ καί νά τό ξερής. Δεν υπάρχει λόγος νά κάνης τον ζόρικο. — "Από μένα δέν θά μάθης τίποτα, Γκάρφειν!, είπε κοφτά ό Σέρινταν. —·_ Αυτό θά τό δούμε!* άποκρίθηικε χαμογελώντας ε κείνος. "Έκανε ένα νόημα στους συμμορίτες πού παράστεκαν. — Πάρτε τον!, τούς εί πε. Τό μεσημέρι θά τον φέ ρετε στο θάλαμο τής ^άνακρί σεως. "Ως τότε μπορεί νά έχη άλλάξει γνώμη. Οί συμμορίτες άρπαξαν 6ά ναυσα τον ντέφεκτιιβ καί τον έσυραν έξω άπύ τή μεγάλη
κυκλική αίθουσα. Τά χεριΦ του ήταν δεμένα πίσω στη ράχη καί τά γόνατά του λύγιςαιν από την εξάντλησ ι πού ένοιωθε. "Αλλά τό βλέμμα του είχε πάρει τό γνώριμο εκείνο χρώμα τού ατσαλιού πού έ κανε όσους τό άντίκρυζαν νά τρέμουν. Ό θρυλικός ντέτεκτιβ βρισκόταν στο κατώφλι του πιο φριχτού Θανάτου/Ό μως καί τούτη τήν ^πιό κρί σιμη στιγμή, τής ζωής του ή ταν αποφασισμένος νά τά παίξη όλα γιά όλα. Τ© ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ © ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο! ΔΕΚΑ» ΟΕΝΤΕ άίντ τρες πού εφτα σαν στις όχθες τής λίμνης τών Ψορανθρώπων γιά νά παρα λάβουν κοτΓέν* τολή τού Γκάρφεν τον «Πρωτέα» στάθηκαν ξαφνιασμένοι όταν πλησίασαν τό άστροπλοίο. Είδαν ένα παιδί—τό παιδί αυτό ήταν ό Μίκυ—ξα πλωμένο στή χλόη, νά κουβεν τιάζη μοναχό του. Στάθηκαν καί παραφύλαξαν. Ό κοκικι νομάλλης πιτσιρίκος μιλούσε σά νά είχε κάποιον δίπλα του πού τόν άκουγε μέ προσοχή. Κάί τό πιο παράξενο. Τό παι δί έπαιρνε άπαντήσεις άπό αυτόν τον κάποιον πού όμως αυτοί δέν τόν έ β λ ε π α ν. Τούτο ήταν κάπως μυ στήριο. "Ακουγαν δύο ανθρώ πους νά κουβεντ ιάζουν άλλα έβλεπαν μονάχα έναν: Τό παι δί. ;
I -
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ%
Αυτός ό πιτσιρίκος εί■ναι έγκαστρίμυθος! , μουρμού ρισε ένας από τούς συμμορί τες. Τή μιά φορά μιλάει ιμέ τή φυσική του φωνή καί τήιν άλλη μιλάει· σάν άντρας. Ό διάολας νά μέ πάρη, όμως άν καταλαβαίνω πώς βρέθηκε έ6ώ και μάλιστα κοιντά στο πλανητόπλοιο τής Γης. — "Ακόυσες; ρώτησε ένας άλλος. —
^^ Αναφέρει πολλές φο ρές ένα^ανομα. Ίζάφ Ναί'λά. Σά νά έχη αυτό τό άνομα ε κείνος ,μέ τον οποίο μιλάει.Τί θά πή Ίζάφ Ναϊλά; — Μακάριΐ' νάξερα!, α πάντησε κάποιος. Τό παιδί πραγματικά μι λούσε μέ τόιν Ίζάφ Ναΐλά(*) τον Υπεράνθρωπο πού λίγες ώρες νωρίτερα τον είχε σώσει από τό θανάσιμο αγκάλιασμα του φοβερού ερπετού. Άφωοτωμένο στην κουβέντα του δέν εΐχιε προσέξει τούς^ άνθ|ρώ πους πού είχαν προβάλει πΐ σω από τούς θάμνους καί προ χωρούσαν _άργά προς τό μέ ρος του. ξαφνικά όμως άνασήκωσε τά μάτια κι* ανατρί χιασε. Είδε ^ δεκαπέντε κάννες πΐιστολιών νά τον σημα δεύουν." Ερριξε ένα βλέμμα άπελπισίάς στον Ύπεράνθρω πο. Ό Ίζάφ Να'ίλά μέσα στην πράσινη, ^αστροναυτική φρρμα του καί την κόκκινη (*) ν0 Ύτπεράνθρωττιο,ς Μζάφ Νσνλά; οττοας ξέρουν οί τακτικοί άναγινωσπες ιμίαος, βΐναι Αόρατος άττ* τούς άλλους. Μονάχα ό Μίικυ μττπο
ρεΐ καί τ6ν 6λέπ*ι.
II
μπέρτα μέ τά χρυσά κρόσια του χαμογέλασε ένθαρρυιντ ι^ κά χωρίς νά σάλέψη. Εξα κολουθούσε νά μένη ξαπλωμέ νος νωχελικά στή χλόη καί νά κυττάζη αδιάφορα τόιν ουρα νό. — Γιά έλα· εδώ, πιτσιρί κο!, διέταξε ένας από τούς συμμορίτες πού φαινόταν αρ χηγός τής όμάδος. Σήκω ε πάνω ! Τό παιδί σηκώθηκε. Τά μά τια του φοβισμένα ταξίδεψαν άλληλοδιαδόχως από τά πι στόλια στά πρόσωπα των αν θρώπων πού τό είχαν βάλει στη μέση. — Μέ ποιόν κουβέντιαζες τόσην ώρα; — Μέ τόιν Ί ζάφ Ναϊλά. —Καί πού είναι αυτός ό Ίζάφ Ναϊλά τώρα; ρώτησε πάλι ό συμμορίτης. — Νάτος! Δέν τον βλέπε τε; απάντησε τό παιδί κι* έ δειξε προς τό μέρος τής χλό ης.^ Κοτζάμ Ίζάφ Να'ίλά! Έρριξαν ένα βλέμμα στο σημείο πού έδειχνε ό Μίκυ αλλά, αφού ό Υπεράνθρωπος ήταν αόρατος, δέν είδαν τίπο τα. Πολλοί γέλασαν. "Αλλοι ρμως σούρωσαν τά φρύδια τους κάΐ^ αγριέψανε. ^ -— Μάς δουλεύει· ό πιτσι ρίκος, Μάκ!, φώναξε κάποιος. Δέν τό κατάλαβες; Δώσε του μερικά χαστούκια νά συνέλθη. Εκείνος σήκωσε τό χέρι καί τό κατέβασε μέ δύιναμι ση μαδεύοντας τό πρόσωπο τού παιδιού. Ό Μίικυ όμως τραβή χτηκε κΓ έσκυψε πλάγια κάί
το χέρι του συμμορίτη ράττϊ> σε τον· αέρα. Αυτό τον εξα γρίωσε περισσότερο. Ρίχτηκε σά Λυσσασμένος απάνω στο ς ΕλληνοπουίΛο. Αλλα ό ΜΡ κυ τώρα άρχισε να θυιμώνη, τίναξε τό λαστιχένιο κορμί1 του προς τά εμπρός και τό κε φαλι του όρο'ντηαε μέ ορμή στήιν κσιιλια του κακούργου. — /Λυτό τό λένε κουτου λιά !, φώναξε τό παιδί κα θώς τον είθε να βογγάη καί να πιάνη, τό στομάχι του. Δέν ψταίω εγώ δον σ' έπιασε πονόικοιλος. -—- Τ·» τον φυλάτε; 5Απάνω του!, ούρλιασε εκείνος. υί συμμορίτες ώρμησαν α πάνω στο παιδϊ μέ προτετα μένες τις γροθιές καί τά πι στόλια τους άλλα απότομα σταμάτησαν^ μέ γουρλωμένα τά μάτια. Είδαν τον Μίκυ να σηκώνεται· στον αέρα σά νά τον άρπάζη τό χέρι κάποιου γίίγαντα. -— "Άλλο πάλι τούτο I γρυλλισε, Αυτός ό κοκκινο μάλλης πετάει. Τόσο τό κα λύτερο. Θά τόιν βάλω στο ση, μάδι σιάν μπεκάτσα. Σήκωσε τό πιστόλι του έτοι
μος νά πρροβολήση. Μα ιχβΐΨ πεση την σκανδάλη· μια ψοόερη γροθιά πού ήρθε αόρα τη άπο τόιν αέρα τού συνετριψε τό κρανίο. Σχεδόν αμέ σως είδαν τό παιοί νά γαν τζώνεται στα κλαριά ενός ψη λου οεντρου καί τό ακόυσαν να φωναζη: — Αωστοάς νά καταλά βουν, Ίζάφ Ναίλά! Στο ψα χνό! Κιαί τότε έγινε κάτι· τό α περίγραπτο. Ό Ίζάφ Ναϊλά αόρατος ώρμησε ανάμεσα στους συμμορίτες. "Ενας ά γριος σίφουνας σηκώθηκε καί συνετ άραξε όλα τά γύρω, ξερραζώνοντας θάμνους καί δέντρα καί σπάζοντας τις σι δερένιες κόλώνες πού υπήρ χαν κοντά στη λίιμνη.-Πιστόλ ι α έκπυρσοκρότ ηισσ(ν κ αΐί' γλώσσες φωτιάς γέμισαν τάν αέρα. Οί συμμορίτες τρελλοί από φόβο πυροβολούσαν ά σκοπα δεξιά κύ αριστερά^προ σπαθώντας νά φυλαχτούν— άδικα όμως—από τη θυελλώ δη έπίθεσι πού άρχ ιζε εναν τίον τους άσ υγκράτητος ό με γάλος προστάτης καί φ'ίλος του Μακό, ό θρυλικός Ίζάφ Να'ίλά...
ΤΕΛΟΣ
Σ υγιγ ρα:ψεύς: Π. ΠΕΤ ΡIΤ Η Σ Άτταγορεύεται ή άναδημοσίευσις
!£!ΐ!33Ε!?£
* -έρετε πώς πολλοί "Ελληνες έπιστήμονες προτιμούν νά διαβάζουν τά παιδιά τους τόν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΜΠΟ γιατί είναι όχι μόνο ενα περιοδικό που ψυχαγωγεί μέ τις καταπληκτικές του περιπέτειες αλλά καί γιατί στις σε λίδες του υπάρχουν άπειρες γνώσεις από την έπιστήμη του ’Απείρου καί τής ^Αστροναυτικής ; Δεν πρέπει λοιπόν κανένα Ελληνόπουλο νά χάση αυτή τη μοναδική ευκαιρία τής ψυχαγωγίας καί τής μορφώσεως. Καί θά τό κατορθώση όταν κάθε Τετάρτη δίνη δυο δραχμές γιά ν’ άγοράζη τό άριστουργηματικό τεύχος τού
ΥΠΕΡΑΝΘΡωΠΟΥ
Είναι καταπληκτικό σε δράσι και περιπέτεια τό έπόμενο τεύχος τού «Υπεράνθρωπου», τό 12, που κυκλοφορεί την έρχόμενη Τετάρτη μέ τον τίτλο
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ ιΟ ήρωϊκός καί ανίκητος ντέτεκτιβ των ουρανών Τζόε Σέρινταν μέ την ατρόμητη αρραβωνιαστικιά του Νάνσυ <αί τό θρυλικό Ελληνόπουλο, τον Μίκυ, συνεχίζουν τις τυγκλονιστικές περιπέτειες τους στο 'Άπειοο, πολεμών τας παλληκαρίσια τους κακούργους που εργάζονται για τό κακό τής άνθρωπότητος.
”*
ΑΝ Ν1ΚΗΣΗΣ .4Ϊ" Σ'ΕΝΑΝ ΑΤΙ ο ΤΟ VI ΤΡΕΙΣ ΑΓΟΝΕΙ1 ©Α Φ>νΓΗΙ ΕΛΕν©£ρθΧ. Η£ ΤβΝ κητο,
Αλλοιοζ.......
β ΑΛΛΟΙ βΐ]
ΙΡ'ΘΑ ΠΕΘΑ·
•νν^ηη^ΐ ΚΛΛΑ ΤΑ ΚΑΤΑ ΦΕΡΕ ΣΤΟ ΠΗΔΗΜΑI .ΜΗ ΜΑΣ ΝΤΡΟΠ ΙΑΧΗΣ, Λ ΤΖΑ φΤΑ! ΝΑΜον ΚΟΠΗ ■ΤΟ ΧΕρί ΑΝ ΑΕ & νικήσω!Μ
ΙΡ'ΓΙονΜΕ ·< ^ΚΙΟΙΔνΟ. < ΚΑΤΑΛΑΕΑ1ΝΟ
Ίλ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΔΙΑ
ΤΟΥ ΤΖΑφΤΑ,ΤΟν ΧΑΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΝΙΚΗ
©Α ΣΥΜΑΓΟΝιΣΟΗΤΕ ΤΩΡΑ)}. ΣΤΟ ΑΙ€>ΑΡΙ'
»____
'/^ΑνΒΜΕ ΤΗΝ ©$« \]
Α*. II
Η|'
Τ ΜΑΧ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑ I ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ
& δίΤίΚΗΧΗ Αντο
ΠΑΙΔΑΚΙ ;|
\
1 Λ·'ίΜ
Ώ ■/«■ τ
ΤΜ * Μ * κΙ α Μ »;
ΣΥ/ΥΕΧ/ΖΕΓΑΙ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ ΙΖΑΦ ΝΑ’ΓΛΑ
ουρανός γέμισε από Ιπτάμε νους δίσκους καί άπ* αυτούς άρχισαν να πηδούν Τερατάνθρωποι μέ μεταλλικές φόρμες. ’Ο
— ΜΠΡΑΒΟ, Ίζάφ! 5 Α πάνω* τους, Ίζάφ! "Αντίε καί τ ούς φ'άγιαμ·ε„ 51 ζάφ ! Τό παιδί πού φώναζε ή ταν σκαρφαΙλΐΟιμένΟ σ5 ένα δέντρο. Τά 'κό'κικ ιν'α μαίλλιά του ήταν ανακατεμένα και τά έξυπνα .μάτια του1 πη,γαν νοέρχονταν εδώ κι* εκεΐ, κα θώς πιαιραιχολουθουΐσαν αυτά πού γίνονταν /μερικά .μέτρα τπό εκεΐ, κάτω, στο έδαφος. Το πρόσωπό του ήταν φουντο:-,μένο καί δεν μπορούσε να συγκράτηση τον ενθουσιασμό ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
και τήν συγκίνησι πού τόν έτγ: ιγαν. "Αλλωστε δέν υπήρ χε κανέλας λόγος να κίρύψη το: πραγματικά. του αίσθηματο ό Μ'ίικιυ, τό 1 Ελληνόπουλο. Γιατί ό κοκκινομάλλης πιτσι ρίκος πού ήταν σιοαΐΡφΟ^αχμε νός ατό δέντρο και φώναζε δεν ήταν άλλος από τον Μίκυ, τό γνωστό καί άφοβο άγεοι πού συνώδευε σ3 όλα τά δΐοοπλανηταικά ταξίδια του τον θρυλικό αστροναύτη ντέτεκτί'β Τζόε Σέρινταν, τον διάσημο κακουργοκυνηγό και προστάτη του Δικαίου Καί τής 9Ανθοωπότητας (*). —· Δώσε τους κι* άλλες, Ίζάφ! Μπράβο, Ίζάφ Ν σι λό! Οί φωνές του παιδιού έκονοον τόιν Ίζάφ Ναϊλά νά γα μογελάη. Οί φοβιειρές καί Α κατάβλητες γροθιές του θρυ~ λ ι κου Ύπ εράνθρώπου είχαν μπή σ* ενέργεια σκορπίζον τας τον όλεθρο ανάμεσα ατούς απεσταλμένους του *Έριχ Γκάρφ'εν. του υπ9 Αριθμόν Ί εχθρού του Κόσμου, πού σχεδ'ίαζε την καταστροφή τής Γης. 9Αόρατος γιά τούς συμ|μρρ''Ττΐες καί άοατόις μο νάχα από τον Μϊίικυ (**)· Ό Ίζάφ Ναϊλά ώρμούσε α κάθεκτος σαν κεραυνός δίνον τας δεξιά κι* αριστερά άγρια ί4) ΔιΑβΙασε τό προηγούμενο τεύχος του * Υπεράνθρωπου ιμέ τον τίτλο «Εχθρός του κόσμου». (**) Στους ταχτικούς Αναγνώ στες μας είναι γνωστό πώς ό “Υ περάνθρωπος ’ I ζάο Ναϊλά είναι Α όρατος για όλιον τον άλλο κόσμο, έκτος ^ Απ* τον μικρό Μίΐκιυ που εχει την Ικανότητα να τον βιλέπη.
χτυπήματα ατούς κακούρ γους. Δεν είχε λοιπόν ανάγ κη νά του πουν τί έπρεπε νά κάνη. "Ομως χαμογελούσε ευχαριστημένος καθώς άκουγε τις φωνές του παιδιού πού π αρ ακολουθούσε την άγρ ι α αυτή μάχη. Ό Υπεράνθρω πος ένοιωθε ίμιαν κρυφή υ περηφάνεια ’ γΓ αύτόν τον κοκκινομάλλη πιτσιρίκο, πού καί οιτίς πιο δύσκολες στι γμές δέν έχανε τό θάρρος του. 5 Ηταν ένα άξιαγάπητο παιδί ό Μίκυ κι9 ό 9Ιζάφ Ναΐλά αν δέν βιαζόταν νά ξέιμπεοδέψη μέ τούς ανθρώπους τού Γκάρφεν ήταν γι9 αυτό άκρ ί'βώς.Γιατί ήθελε νά παρα τείνη δσο! γίνεται πιο πολύ αυτό τό θέαμα τής μάχης πού ευχαριστούσε κι9 ενθου σίαζε τόιν μικρό προστατε,υόμιενό του. — Πρόσεχε, Μίκι/!, τού φώναξε. Έτσι πού κάνεις μίπορεΐ νά πέσης νά τσακι στής κι9 εδώ κοντά δέν έχου με κανένα ΦΐαομακεΤο! — Μη μέ δουλεύης!, άπάν τη σε γελώντας τρανταχτά ό πίτα ΐιοΤκος. Έτ σ ι μούρ χιετά ι νά κάνω μακροβουτ ι, γιατί παοαμούδ ιασια κρεμ ασμένος εδώ πάνω! Οί γροθιές μου μέ τρώνε, Ίζάφ, Καί θέλω νά υπώ^ κι9 εγώ στή φασαρία! Μονάχα εσύ δηλαδή θά δέρνης; —- Μεΐνέ έκεΐ πού είσαι, μικρέ!, τον διέταδε αυστη ρά ό 9 Ιζάφ Ναϊλά ενώ τό χέ ρι του βιοοντούσε σάν ρόπαλο στο κρανίο ενός συμμορίτη. Μείνε έκεΐ που βρίσκεσαι καί βλέπε μονάχ α! Κ ατάλαβε ς;
ι
νηέΡΑΝΘΡΩΠόΣ
— Έν τάξει. Κατάλαβα!, άπάντησε κατσουφιάζοντας το παιδί. Θέλεις να δέρνης μονάχα έσύ κι* εγώ νά καθοπμΐε νά κυττάζω σά χαζός! Ο ΑΟΡΑΤΟΣ
ΑΥΤΟ^ πάλι ήταν άνω ποταμ ώ ν^! Ο ί συμμορίτες τά (είχαν κυριολε κτικά χαμένα^ Κύτταζα ν^ μ έ γουρλω> ιμ έ ν α μάτια δεξιά κΓ αριστερά. Αλλά τίποτα δεν μπορούσαν νά καταλάβουν. "Αδικα προσ παθοϋσαν νά μαντέψουν από που ερχόταν ή δεύτερη φωνή, ίο άστρόπλοιο «Πρωτεύς II» τής Διαπλανητ ικής Αστυνο μίας πού είχε έρθει σ’ αυτό τό άγνωστο άστρο από τή Γ ή, βρισκόταν έρημο κι* εγκα τ αλειμμένο διακόσια μέτρα από έκεΐ.Οί κακούργοι ήξεραν πως τό πλήρωμά του, ό Τζόε Σέριντοονν ή Νάνσυ ΈβιΑγκτον καί ό^καθηγητής Μώρις Σούλιβαν, ήταν αιχμάλωτο ι (έκτός^άπό τον κοκκινομάλλη πιτσιρίκο Μίίκυ πού εΐχέ ξεφυγέ'ι) του Έριιχ Γίκάρφεν. Καί όμως δυο άνθρωποι κου βέντιαζαν πάνω από τά κε φάλια τους. Τάν ένα, τον Μίκυ, τον έβλεπαν. Τον άλλο τον..!, αισθάνονταν μονάχα όταν δέχονται τίίς αόρατες γροθιές του πού τούς έκαναν νά χοροπηδούν σαν καραγκιό ζηδες. . —Τί καθόσαστε, μωρέ!, ούρλιασε ένας ψηλός μέ τε
τράγωνες πλάτες κάί λαιμό ταύρου. Ρίχνετε στο ψαχνό! —Είσαι ^ τρελλός, Φρέν^ * γικρίνιασε,κάποιος άλλος. Σε ποιόν νά ρίξουμε; Βλέπεις ε σύ κανόναν νά βάλουμε σιό σημάδι; — Φοβητσιάρηδες!, μούγγιρισε ό1* πρώτος. Τον πιτσι* ρΐκο δεν τόιν βλέπετε; Σήκωσε τό πστόλι του καί σημάδεψε τόιν Μίίκυ πού στε κόταν στο δέντρο. Μά ξαφνι κά τό πιστόλι έφυγε από τά χέρια του καί άρχισε νά άνε βαίνη στον αέρα. "Εμεινε μέ τό στόμα ανοιχτό όταν εΐόε τό όπλο νά πηγαίινή στο δέν τρο καί τό παιδί ν’ άπλώνη τά χέρια του καί νά τό παίρνη. — Αυτό είναι μυστήριο!, έκανε βραχνά. Τούτος ό κοκ κινομάλλης πρέπει νάναι μά γος ! — Τώρα σού χρειάζεται καρπαζιά γιά την εξυπνάδα πού είπες!, φώναξε ό Μίικ υ γελώντας. Καί ξαφνικά, πρίνο μικρός τελειώσει τήν κουβέντα του, ό συμμορίτης φριέντ ένοιωσε τό αόρατο χέρι τού Ύπεραν θρώπου νά τόιν καρπαζώντμ Γύρισε αγριεμένος από τό μέρος πού ήρθε ή καρπαζιά, μά τήν ϊδιια στιγμή κάποιος τόιν σβέρκωσε^ άπό τό γιακά τού σακκακιοΰ του καί τό; σήκωσε ψηλά. — Βοήθεια!, ούρλιασε τι νάζοντας χέρια καί πόδια σαν αποκριάτικος φασουλής. Βοήθεια ΓΤετάω! Οι άλλοι στάθηκαν καί τον κύττοοζαν σά χαζοί ν5 άνεβαί
6
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νη ψηλά σά να τον είχε γρα πώσει ένα ρεγάλο βίντζι. 'Ύστερα ξαφνικά τον είδαν νά τι νάζεται προς τό ίμερος της λίμνης σαν ενα άδειο σακκί και νά πέφτη στο νερό σηκώ νοντας πίδακες από άφιρούς, — Β αράτε! , φώναξε ένας. Κάποιος πού δεν τόιν βλέ πουμε τρι γυρνάει ανάμεσα ■μας. Ρίχινετε στα στραβά! Κάποια από τις σφαίρες ,μας θά τον τσάκιση. Οί κακούργοι τρελλοΐ από Φόβο καί άπόγνωσι άκούγοντας την προσταγή άρχιοα^ νά πυροβολούν. Μά οί σφαί ρες καί οί ακτίνες θανάτου πού έβγαιναν από τις κάννες ιών πιστολιών τους δεν μπο ρουσαν νά βλάψουν τόιν Ίζάφ Ναϊλά! "Άτρωτος καί αόρα τος ό Υπεράνθρωπος,, σαν ένα παράξενο εξωτικό πουλί μέσα στην πράσινη αστρο ναυτική φόρμα του μέ την κόκκινη ιμπέρτα στους ώμουςΐ καί τά χρυσά κρόσια ν’ άνεμίζουν, πραγματοποιούσε θε αματ κκές βουτ ι ές βάζοντας κάθε τόσο κι’ από έναν κα κούργο ως στόχο. Οί γροθιές του, ίδια σιδερένια σφυριά, σκόρπιζαν τόιν πανικό γύρω τους. Κάθε γροθιά τού ’ Iζάφ Ναϊλά συνέτριβε κι* έ να κρανίο ή τσάκιζε ένα κορ μλ — Είσαι απελπισία!, φώ ναξε τό παιδί. Δεν θ’ άφήσης, Ίζάφ καί για μένα κανόναν; Θά μπω κι* εγώ στο χορό·! Δεν γίνεται νά κάθωμαι νά βλέπω μόνο! Σάλταρε από τό δέντρο καί πριν π,ραφτάση ό Υπε
ράνθρωπος νά τόν εμπόδια η μέ τό πιστόλι στο χέρι μπή κε στην άγρια μάχη. Λυσ σασμένοι οί κακούργοι άπό τά αόρατα χτυπήματα πού δέχίονταν ρίχτηκαν τώρα α πάνω ατό παιδί. ^ — Ζωντανός μάς χρειάζε ται ό πιτσιρίκος!./ διέταξε κάποιος πού φαινόταν άρχη-* γός. Θά τόν πάμε στ* άφεντκό κι’ έκεΐ θά τού έξηγήση τά μυστήρια πράγματα πού γίνονται έδώ σήμερα. ^— *Αμ* δέ σφάξανε!, φώναξε κοροϊδευτικά ό μι κρός. Νά μόνη τό βύσινο! Πίεσε τήιν σκανδάλη καί πυροβόλησε. Τό πιστόλι ό μως δεν εκπυρσοκρότησε. Νευριασμένος πέταξέ τό πι στόλι καί, μέ προτεταμένες τις μικρές άλλα θαυματουρ γές γροθιές του, ερριξε ένα βλέμμα γύρω του. Είδε μου τρα άγρια νά πλησιάζουν καί /μάτ ια πού γυάλιζαν άπό τήν λύσσα σαν αναμμένα κάρ βουνά νά τόν κυττάζουν. Πιο έκεΐ είδε ^ τόν Ίζάφ Ναϊλά., ’Οιρθος πίσω άπό τούς κα κούργους μέ τά χέρια σταυ ρωμένα στο στήθος στεκόταν ό Υπεράνθρωπος, αόρατος για αλους έκτος αιπο τον Μικυ. Ό Ίζάφ Ναϊλά τού έ κλεισε έπιδοκιμαστικά τό μά τι. Ό Μιίκυ .μολονότι βρισκό ταν σέ δύσκολη θέσι χαμο γέλασε. — Έν τάξει, Ίζάφ!, φώ ναξε. Θά, σέ βγάλω ασπρο πρόσωπο. "Ενας άπό τούς συμμορί τες, πιο τολμηρός άπό τούς άλλους, είχε πλησιάσει πε-
ΥΓίΕΡΑΝθΡΠηΟΪ
Ρ1 σσότ ερο κραδαίνοντ ας σά ρόπαλο το πιστόλι του. 9Η ταν ένας κρεμανταλάς ώς έκ·εΐ πάνω ιμέ καμπουρωτή ιμό τη και γατίσια μάτια. Ό Μί· κ·υ δέιν περιμενε να πλησιάση πιο πολύ. Βάζοντας σ' εφαρμογή την αλάνθαστη ιμέ θοδό του, τινάχτηκε *μέ σκυ φτό τό κεφ-αλ ι ανάμεσα οπούς ώμους του σαν ζωντα νή βολίδα κα<ΐ τό κεφάλι του βρόντησε στο στομάχι· του κρεμανταλά άγρια. — Αυτό τό λένε κουτου λιά, φίλε!, φώναξε κρροϊδευ τιικά. Πάρε κι* αυτή τώρα για νά είσαι έν τάξει!
1
ΕΝΑ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Ό ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ ,μέ τά γ ατ ί σ ι α . μάτ ι α βό γγ η σ © κι’ έκανε μερικά βήματά πρός^ τά πίσωιμεθυσμένος. Αλλά, πριν συνέλθη, ο Μΐκιυ άνωρθώθηικε και σήκωσε κα] κατέβασε, ιμέ τέχνη πΡυ θά τη ζήλευε κι ένας άσσοι; άκόρα τού ρίγκ, τη γροθιά του. Ή γροθιά τού παιδιού ξεβίδωσε τό σαγόνι τού κα κούργου. Ό „ κρειμ ανταλάς ούρλιασε σά συναχωμένο γου ,ροΰινι ικιι' έπεσε απάνω στους άλλους. Οϊ · άλλο ι έξαγρ ι ωμένο ι τώ
Προχωρούσαν μέ προφυλάξεις. Ή Νάνσυ κρατούσε άπ* το χέρι τον
Σέρινταν*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ρα περισσότερο γιά τό ρεζί λείμα τού συντρόφου· τους ώριμησαν ^ βλαστημώντας. Τό παιδί είδε τον κλοιό· να στεινεύη τήρω του· άλλα δεν δει λιάσε. Οι γροθιές του- άρχι σαν νά κινούνται ρέ κεραυνό βόλο ταχύτητα. Πότε σαλταίροντας σά λάστιχο, πότε σκύβοντας γιιά νά φύλαγε“ ται, πότε πη,δώντας σάν άκρο βάτης χτυπούσε δεξιά κι5 α ριστερά/ ενώ ταυτόχρονα δεν σταματούσε νά τούς κοροϊδεύη. — "Αρπαξε κι5 αυτήν ε σύ !, φώναζε. Κ ι3 αυτή δική σου είναι! Πώς σου φαίνεται τό ρπουκέτο φιίλε; Άφρ ιζαν από λύσσα οι κακούργοι. Ώρμούσαν __ κάθε τόσο άγρια;, αλλά ολοένα και αναγκάζονταν νά υποχω ρήσουν. Έταν εφτά κι3 ή ταν μόνος ό Μίκυ. Κι3 αυτό Τσάι—ίσα ήταν πού τούς έ κανε σάν τρελλούς. "Έξαλ λοι από θυμό έχαναν τήιν ψυ χραιμία τους και ήταν φο ρές πού έπεφταν ό ένας α πάνω στόν άλλο, καθώς τό παιδί πού βρισκόταν ανάμε σα τους γλυστρούσε σά χέλι. — "Αδικα (Κουράζεσαι!, γρύλλισε κάποιος. Στο τέλος θά παραδοθής, βυζανιάρικο! Λοιπόν σταμάτα νά κάνης τον έξυπνο! Σέ λ,ίγο θά δά λης τά κλάματα! — Μή ,μιου τό λες γιατί θά λιγοθυμήσω!, άπακρίθηκε εύθυμα ό Μίκυ. ^Καί καθώς μιλούσε μ3 ένα πήδημα γαντζώιθηικε στους ώμους ©κείνου πού τον άπεν
λούσε καί τίναξε τό κεφάλι του προς τά εμπρός. 9 Ηταν μια υπέροχη κεφαλιά! — Αυτή είναι ψηλοκρε μαστή κουτουλιά!, φώναξε τό "Ελληνόπουλο. Σ3 άρεσε; Ό συμμορίτης βλαστήμη σε φτύνοντας (μερικά δόντια καί σήκωσε τό πιστόλι του. Το παιδί έσκυψε καί τινάχτη κε προς τά πίσω. Τό πιστό·" λι τού συμμορίτη /χτύπησε σά ρόπαλο τό κεφάλι έΐνός άλ λου πού βρισκόταν δίπλα του. — "Ώχ!, φώναξε ό άλλος συμμορίτης. Γ ιατί βαράς/ μωρέ; χ Λ Οι δυο συμμορίτες αιρτηαχτηκαν καί κύλησαν στο έ δαφος παλεύοντας. Τό παι δί γέλασε. — Έτσι μπράβο!, φώνα ξε. "Έτσι μέ... ξεκουράζετε λίγο! ’Αλλά σχεδόν αμέσως & νοιώσε κάτι βαρύ νά πέφτη στο κεφάλι του. "Ένας από τούς κακούργους είχε πλησι άσει ύπουλα πίσω του καί τού κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα μέ τή λαβή τοΰ' ό πλου του στο κρανίο. Τό παι δί έβγαλε «§νςχ βογγητό κι3 ένοιωσε νά ζαλίζεται. Τά γό νατά του λύγισαν. Ουρλια χτά χαράς αντήχησαν. Οί συμμορίτες -ώρμησαν σάν κδ ράκια απάνω του. Τήν ίδια στιγμή όμως γούρλωσαν τά μάτια καί τά ουρλιαχτά χα ράς μετίαβλήίθηκαν σέ γρυλλίομίατα. Κάτι παράξενο καί άπ ίστ ευτο έγ ι νε πάλ ι... Ό Ίζάφ Ναϊλά είχε έπέμ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ βει σάν άστραπή. Βλέπον τας τον Μίΐκυ να κινδυνεύω, μ’έίνα πήδημα, ό αόρατος Ύτ: εο άνθρωπος βρέθηκε κοντά του Καί οΐ κακούργοι είδαν ξαφίνικά τό παιδί νά ταξι>9ε ύη στον άέοα μ.ισολιπόθυμο. Ό ’Ιζάφ Ναϊλά εΐχε άρπάξει τον Μίκυ. Τον πήίρε μέσα από τα χέρια τους καί τον άκούμπησε απαλά έκατό ιμέτρα πιο έκεΐ, άπάνω στη χλόη. "Ύστερα, μέ μά τια πού λάμπανε, τίναξε τά πόδια καί τά χέρια του. Ή κόκκινη μπέρτα του μ<έ τά χουσά κρόσια άινέυισε γιά λΐ νο στον αέρα. "Ωρίμασε κι* έφτασε πάνω άπό τούς σα στισμένους συμμορίτες. Ζυ·νάστηκε γιά μίερικά δευτε ρόλεπτα και ρίχτηκε ασυγ κράτητος απάνω τους. Οι Φο β'εοες γοοβιές του *!ζάφ Ναϊ-' ΐλά κινήθηκαν πολύ γοργά. "Ένας άγριος πανικός κύρι ε ψε τούς συμίμορΐτες καθώς ένοιωθαν νά προσγειώνωντατ απάνω1 τους τά σιδερένια σφυριά χωρίς νά τά βλέπουν. Σάν τρελλοι Οργισαν πάλι νά πυοοβολουν. *Αίλλά τούτο ήταν ένας ,μάταιος κόπος. Γιαττί τό κορμί του θρυλικού Υπεράνθρωπου, άόοατο, έ στελνε πίσω τας σφαίρες καί τίς ακτίνες θανάτου πού έ βγαιναν άπό τά δίπλα τώίν κακούργων. Τίποτα δεν μπο οούσε νά τον πειράξη. *Απρόσβίλητος καί άσυγκίοάτηι-' τος 6 *!ζάφ Νσΐλά βιαζόταν τώιοα νά τελείωση. Εύρισκε πώς παρατράβηξε τό παιχνί δι<γ.
9
ΕΠΑΦΗ Μ-Ε ΤΗ ΓΗ
ΥΣΤΕΡΑ ά; πό λίγο ή μά χη εΐχε π ά ιρει τέλος. Γύ ρω άπό τ ό ποοσγειω μ έν ο άστροπλοιο του Σέρινταν ό τόπος γέμισε άπέέ άψυχα κορμιά. Ό «Πρώτε ύς Μ». τό καταδιωκτικό σκά φος της Δισπλανητικης * Α στυνομίας της ιΓής, δεν θά πήγαινε στά έργαστήοια έοευνών τού Γκάοφεν. Εΐχε στω 6ή χάρις στην παρουσία καί την κειοαυνοβόλο έ^πέμβασι τού Μζάψ Ναϊλά. ΟΪ άνθρω ποι πού εΐχσν έρθει νά τό παοάλιάβουν ήταν τώρα νε κροί άπό τά χτυπήματα τού *Υπεράνθρωπου καί ό απαί σιος εγκληματίας πολέμου Έριχ Γκάοφεν, πού είχε τεθή. έκτος νόμου άπό την Γή ΐνη Κοινοπολιτεία, άδικα θά πεοίυενε τήίν επιστροφή τους. Ό Γκάοφεν δεν θά μάθαινε ποτέ τό μυστικό πού έκου6αν οι μηχανές καί ό οπλι σμός του. Ό *!£άφ Ναϊλά καθόταν πορα δίπλα στον Μίκυ πού εΤγε άρνίσει νά συνέρχεται. Τό παιδί άνοιξε τά μάτια καί χαμογέλασε καθώς είδε τον Υπεράνθρωπο κοντά του. — Τί άπέγινε, *!ζάφ; .ρώ τησε. ^ — 9Εν τάξει άλα, πιτσι ρίκο! Οι συμμορίτες έπαψοον νά ένδιαόέοωνται γιά τά ένκόσιμ ια. Ό στρατός τού ~Ε-
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ρ ι χ Γχάρφεν λ ι γόστεψε ^κατά είκοσι καθάρματα. Δεν τα καταφέραμε άσκημα. Νομί ζω πώς τελειώσαμε. — -εχνάς τούς άλλους, ?1ζάφ; Ό Υπεράνθρωπος άνασήκωσε τούς ώμους. — Δέιν είναι ώρα για ιούς άλλους ακόμα!., άποκρίθηκε. — Κι5 ρμως κάτι μου λέει; έπέμεινε τό παιδί1, πώς ό κύ ριος Σερ ινταν, ή δεσποινίς Νάνσυ κύ ό καθηγητής Σού λι βαν -βρίσκονται σέ φοβερό κίνδυνο. — Σύμφωνα, Μίκυ. Άλλα νύχτωσε. Καί πρέπει νά ξε ρής δτι, πριν ξημερώση, τί ποτα δεν μπορούμε νά κ.άνουμίε. —Γ ι ατί; <5ΰττ6ρηισε ό Μ ί κυ. -— Έχω κύ έγώ τά μυ στικά μου !, απάντησε ό Μ ζάφ Νάίλά χαμογελώντας. Δεν πρέπει νά ρωτάς περκτ σότερα. Τό παιδί δεν μίλησε. Είχε άρίχίσει πραγματικά νά νυιχτ ώνη. Τά πρώτα σκοτάδια άρχισαν νά πέφτουν πάνω στην επιφάνεια τού άγνω στου αυτού άστρου όπου1 εί χε έγκαταστήσει τό στρατη γείο του καί τά μυστικά ερ γοστάσια όπλων ό άπίαίσιος 3'Εριχ Γκάρφεν. Μ·ιά πη χτή γκρίζα όμίχλη; ταξίδευε χαμηλά στο έδαφος καί μια δ: απεραστ ική παγώνι ά πότ ι ξέ τις πλαγιές των λόφων καί τά δέντρα μέ τά βελονοειδή! φύλλα. Ή διαφάνεια τής α τμόσφαιρας, πού έδινε έναν χαρούμενο τόνο στο είδυλια
χό τοπίο τήν ημέραείχε χαθή τώρα. Τά νερά τής λί μνης τών Ψαρανθρώπων εί χαν πάρει ένα σκούρο μολυβί χρώμια κύ έτσι ασάλευτα κα θώς ήταν έμοιαζαν μέ μιά πε θαμίένη θάλασσ α. Ψηλ,ά τ ρ εμόφεγγαν θαμπά πολλά ά στρα. "Ενα από τά άστρα αυτά επρεπ© νά είναι κ!αί ή
Γη.
Μιά άπόλυτη ησυχία άπλω νότον σ5 όλα τά γύρω, Κύ ό Μίκυ ένοιωθε μιαν ακατα νίκητη ανάγκη νά κοιμηθή. Οί πίεριπέτειες κύ οι αγωνί ες τού τελευταίου είκοσιΤέτς! αώρου τον είχαν κουράσει φοβερά. "Ενοιωθε μιά δυνα τή σωματική κούροοσι καί μιά βαρειά θλίψι στην καιρδ.ά. Οι φίλοι του ήταν στά χέρια τού Έριχ Γκάρφεν κύ ένας Θεός μονάχα ήξερε τί τούς περίμενε. Έταν βέβαι ος πώς κινδύνευαν. Κύ αυ τός ήταν ανίκανος νά τούς βοηθήση,. Μονάχα ό Ίζάψ Ναΐλά άν ήθελε. Αλλά ό Υ περάνθρωπος κοιμόταν τώρα ξαπλωμένος πάνω στη χλόη μπα’ύλντ ισ μένος από τήν ά γρια (μάχη πού είχε δώσει. Τά μάτια τού παιδιού μισόκλεισαν μά σχέδόν αμέ σως άνοιξαν πάλι. "Ενας γνώριμος βόμβας έφτασε στ5 αυτιά του. ΆνασηκώΒή κε καί προσπάθησε νά μαντέψη από πού ερχόταν αυ τός ό θόρυβος. Τό βλέμμα το υ στηλώθηκε στο άστρ ό πλο ιο πού μερικά μέτρα πιο εκεί έστεκε έρημο κύ έγκαταλειμ,μένσΣτήλωισε τ* αυτί. Δεν ήτιαν δυνατόν νά γελ ιέ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ1
ται. Ό βόμβος ερχόταν από τον «Πρωτέα». Κάτι φτερο κόπησε χαρούμενα ιμέ.σια τον. Αυτός ό βόμιβος ήταν πολύ γνώριμος στον Μίκυ. τ Ηταν ή διακεκομμένη κλήσις της τηλεοπτικής συσκευής. , — Καλούνε τό/ν Σέρινταν ο ίγουρσ!, είπε. -ύπνισε τον Ίζόαφ Μαϊλά και τ-ρέξαινε μαζί στο άστρότπλοιο. Μπήκανε μέσα. Τό παιδί είχε δίκιο.Τό μικρό κοκ κινο φωτάκι πάνω από τό καντράν τής τηλεοράσεως α ναβόσβηνε καί τό μικρόφω νο τής συσκευής καλούσε συ
11
νεχώς ζητώντας επαφή. Τό Ελληνόπουλο ώρμησε στον διακόπτη κάί τόν γύρισε. Στην οθόνη τής τηλεαράσεως άρχισαν νά τρεμοπαίζουν μερικές ευθείες, καμπύλες καί τεθλασμένες κι5 ύστερα τό χοντρό πρόσωπο ενός αν θρώπου μπουλντόγκ πού γά βγιζε φάνηκε. —Ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ !, φώναξε χαρούμενα τό παιδί. "Αρπαξε τό μαγνητόφωνο καί μίλησε. — Έδώ άστρόπλοιο «Πρω τεύς»! Έδώ «Πρωτευς». Όμ ιλήτε!
"Από ενα σφαιρικό άστρόπλοιο έβγαιναν πολλοί άνθρωποι με ριγωτές φόρμες.
Τό μπουλντόγκ γάβγισε άγρια. —Ό διάβολος νά σέ πάρη, Σέρινταν, εσένα κ}αί όλη τ ήιν παρέα σΟυΙ /Αγωνίζο μαι είκοσι ώρες νάρθω σέ ε παφή μαζί σου ! Τί έγινες; Γιατί βέβαια στήν Αφροδί τη δέν είσαι. Τά φυλάκιά μας στον πλανήτη αυτόν ού τε σέ είδαν ούτε σέ άκου* σαν! Που βρίσκεσαι λοιπόν; ’Άν σ’είχα στα χέρια μου1! Τό παιδί πήρε μια βα θεΐα ανάσα για νά βρή κου ράγιο ,νά απάντηση. Τά είχε χάσει μ5 αυτά τά άγρια γα βγίσματα. —· Δεν είμαι ό Σέρινταν, ίνσπέκτορ! — Τότε ποιος σατανάς είσαι; — Είμαι ό Μίκυ. —ίΠοΰ είναι ό Σέρινταν; Φώναξε τον αμέσως νά τσα κιστή νάρθή στο μαγνητόφω νο ! θέλω νά κουβεντιάσω μαζί του. ^ — Δυστυχώς, απάντησε τό παιδί. Ό κύριος Σέριν ταν δέν είναι σέ θέσι. Τά μάτια του μπουλντόγκ πού γάβγιζε στην οθόνη τηλ^οράσεως σκοτείνιασαν καί ή φωνή έτρεμε ελαφρά από αγωνία καθώς έκανε τήν έρώτησι. — Τί; Δέν πιστεύω νά έπαθε τίποτα κακό ό Τζό... — Ό κμριος Τζό είναι αι χμάλωτος, κύριε έπτθεωρητά. Έγινε μια ιμ!ιικ|ρή σΊωττή σά νά κόπηκε ή αναπνοή τού άνθρώπου πού μιλούσε από τό καντράν. νΥστερα ή φωνή έγινε πάλι γάβγισμα.
— Και ποιος τόλμησε_λοι πόν νά τά βάλη μέ τό 1 ζό! — Ό Έριχ Γκάρφεν, ίνσπέκτορ! — Μέ δουλεύεις, πιτσιρί κο, κύ άταν γυρίισης στή Γή. 6ά σού σπάσω τα δίχως άλ λο τά μούτρα ! Ό Γ κιάρφεν έγινε ψητός στήν ηλεκτρική καρέκλα τηρΐν τρία χρόνια: —Δεν ξέρω τί άκρ ι βώς συνέ βη, κύριε επιθεωρητά, αλλά αϋτό τό όνομα ακόυσα-, α πάντησε δειλά ό Μίκυ. Σάς λέω τά πράγματα όπως έ χουν. Ό κύριος Τζό, ή δεσποι νίς Νάνσυ και ό καθηγητής Σούλιβαν/ πού τόιν ψαρέψα με ναυαγό στο διάστημα, εί ναι αιχμάλωτοι. — Καί πού είσαστε τώ ρα; — Σ/ ένα άστρο! — Πώς τό λένε αυτό τό άστρο; Τό παιδί ξεροκατάπιε.Μή πως ήξερε πώς τό λέγανε αυτό τό άστρο στο οποίο εί χαν άναγικασθή υπό τόσο μυ στ ηρ ιώδεις συνθήκες νά πρασ γειωθούν; (*) —■ Δέν ξέρω!, απάντησε. — Δέν ξέρεις σέ ποιο ά στρο βρισκόσαστε; ούρλια σε ό Χόβαρτ. ^— "Όχι δεν ξέρω!, είπε τό παιδί. Ή τηλεοπτική συσκευή καί τό μικρόφωνο τού άστρο πλοίου τής Δ ι απλανητ ι κής Αστυνομίας τραντάχτηκε ά γρια κιαί κινδύνεψαν νά σπά σαυν από τό μουγγρητό τού (*) Διάβασε τό τιεΟχρς του Ύ-
ιτ^ραν%ιώτΓου «01 4νθρώπ1·ΐ'*ψά#ι*»
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μτταυλντόγκ που σχεδιαζό-' τον στην οθόνη. — Είσαι ένα γουρούνι καί μισό, Μΐίΐκ,υ! Θόο τά πούμε μια άίλλη μέσα πού θά έχω Καιοό. Θά σου δώσω ενία ώοαΤο μιαθηι ματάκι! "Ετσι άλ,λη ψαριά θά .μάθης ότΐ' δεν πρέπει νά παίζης μαζί μου! Ούτε με τούς κατοίκ'ους της Νέας Ύόοκης πού πεονουν στιγμές φριχτής αγωνίας. -— Τί συμ!6άίνει στη Νέα Ύόιρικη·, κύριε ίινσπέκτορ; ρώτηιάε το παιδί χωιοΊς νά φα ν ή δτι στενοχωιρήθηικε άπό τό ώραΐο επίθετο με τό όποΤο τό στόλισε ό Χόβαιρτ ^γιοοτί ήξερε πώς όσο φωνακλάς κι* άν ήταν ό επιθεωρητής, στο βάθος είχε χρυσή καρδιά. Σ υμ βαίνε ι τ ίποτ α. σοβαρό, κύριε έπιθεω,ρητ ά; — Ναί!, μιούγγριΡε ό Χό βαρτ. Σύμ βαίνει κάτι πολύ σοβαρό, Βρέχει ιπταμένους δίσκους αέ τερατανθρώπους στη Νέα Ύόρκη! Ό Μίΐκυ γούρλωσε τά μά τια καί κάίτϋ πήγε νά ρωτήση π/άλ ι αλλά ό ίνσπέκτορ τής Δ ι απλανητ ικής ’ Αστυνο μίας δέν είχε φαινόταν καμμι ά δ ι άθεοι νά συνέχιση την κουβέντα.5Ακούστηκε ένα και νούργιό γάβγισμα κΙαί ή υ,οοψή του χάθηκε άπό την οθόνη τής τηλεοράσεως. Τό κόκΚινο λαμπιόνι χάθηκε κΓ άοχιααν · νά αναβοσβήνουν τά πράσινα φωτάκια πού έ
13
δειχναν πώς διεκόττη ή έπα· φή. Ό Μίίκυ γύριάε τόν δια* κόπτη. — *Ένας Θεός μονάχα ξέ ρει τί γίνεται έκε? κάτω!, αναστέναξε. ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΔΙΆΚΟΙ
ΗΤΑΝ κάτι πραγματ ι κα πάρ άξενο αυ τό πού συνέβ α ι> ν ε στη Νέα Ύόρκη έ“ κείνη την ήμέ ρα. Αίγο ποιν δημερώσει ή μεγάλη· πολι τεία ξύπνησε μεσά σε μιαν ατμόσφαιρα καλάσεως.Ό ου ρανός γέμισε ^ άπό κίτρινες αστραπές καί έκνευριστικές εκπυρσοκροτήσεις πυραύλων. Το ραντάρ τής Αστροναυτι κής Υπηρεσίας είσε συλλάβει ύποπτες κινήσεις στόν ουρανό και τά άστοόπλοια τό ένα μετά τό , άλλο άπογειώ'"^νταν γιά νά προσδιορίσουν τί ήταν αυτά τά ύποπτα αν τί κείμενα πού πληάίαζαν στήιν μαγνητι'κή έλξι τής Γης. Καί τά είκοσι όμως άνα γνωρι στ ικά δ ι απλανητό'πλο ια πού είχαν ξεκινήσει άπό τά πυραυιλοδοόμ ια τή ς Νέας Ύόοκης έπαψαν νά έχουν έπαοή καί νά δίνουν σημεία ζω ής δέκα λεπτά μετά την άπογείωσί' τους. — Κάτι γίνεται στά έξήντα χ ιλ ι άδε ς χ ιλ ι όμ ετρα!,
ΑΙΜΙΜΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟϋΙΚΟ ΜΑΣ
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
γούλίλισε ό Χόβαρτ όταν τον ειδοποίησαν πώς κανένα άπό [τά άπογειωθέντα άστρόπλο ι α ’δέν απαντούσε στις κλήσεις των σταθμών. Σ5 αυτό τό ύ ψος τηρείτει νάχουν φτάσει· τά σκάφη μας >μέσ'α σέ δέκία λεπτά. Για νά μην άπαιντοϋν1 σηιμάίνε ιι πώς η χάθηκαν η; έπαιθαν άνεττανορθωτές βλά βες τά ύπίεοηχητικά στοι χεία τους. ’Άν συνέ’βσινε ό μως το τελευταίο, ενα η δυο άπό τά άστρόπλοαα θά ετηρεττε νά έπ ιατρέψουν νά μάς ένημίερώσαυίν. Πολύ φο βάμαι1 λοιπόν πως συμβαί νει το πρώτο και τά πράγμα τα είναι πολύ δυσάρεστα. Ότιι τά πράγματα ήταν πολύ δυσάρεστα δεν υπήρχε αμφιβολία. Κι’ αύτό άποδείχτηκίε σέ μιά ώρα αργότερα, δτάν ενα πλήθος άπό ίπτοομίένσυς δίσκους φάνηκαν νά ταξιδεύουν πάνω άπό τους ουρ ανοξ άστε ς τής πόλε ως. Τά μεγάφωνα καί οί σειρήνες συναγερμού αντήχησαν ενώ ό κόσμος πανικόβλητος έτρεχε στά -Θωρακισμένο κ,αταφυ, γιπ Οί δρόμοι γέμισαν άπό * μαοόγυμ.νδυς ανθρώπους, άν τρες, γυναίκες καί παιδιά που ξεφώνιζαν τρομαγμένοι καί τουρτουρίζοντας άπό τήν \πρωινή υγρασία. "Ολοι1 αχο ί δον είχαν πεταχτή από τά |κΐοεββάτια τους κιΓ έτρεχαν |μέ τά νυχτικά τους κα’ί τις Κπυτζάμες του πράο τις τσι| μεντένίες στοές που ώδηγουΙσαν σέ^ διακόσια μέτρα βά' θος άπό τό έδαφος, στά κα ταφύγια με τους χαιλυβδυ νους τοίχους για τήν προστσ
σί'α άπό τήν ατομική ένέργεια καί τις βόμβες άκτίνων.
Οί ιπτάμενοι δ ίσκιοι μέσα στο μ'ΐ'σοσκόταδο άστρσφταιν σάν άσήμι Καί πετοΰααν κί τρινες φωτεινές δέσμες προς όλες τις κατευθύνσεις. Εκεί νοι πού έπέβαιναν καί εκεί νοι πού πιλοτάριζαν τούς δί σκους έδειχναν ιμιά καταπλη κτική περιφρόνησή πρός^ τον κίνδυνο καί Αδιαφορούσαν γκχ τά φονικά βλήματα πού έξετοξέυσν εναντίαν τους οί πυροβολαρχίες άμυνης τής πόλεως. Την ίδια περΊφρόνη σί. καί αδιαφορία έδειχναν καί πρός τά διασταυρούμε να πλέγματα αποσυνθετικών ακτινών προστασίας του πλα νήτου καί πρός τό φράγματα τώιν αοράτων εναερίων ηλε κτροχημικών ναρκών. — Κανένα άπό ^τά ιμέσα άμυνης δεν ώφΟλεΐί, έκανε γεμάτος απελπισία ό Χόβαρτ καθώς άκούγε τις αναφορές πού έρχονταν άπό τά διίάφοοα σημεία τής πόλεως. Ό διάβολος νά μέ πάρη άν κα ταλσβαίυω τα )μου γίνεται! Αυτοί οί επιδρομέας πού έρ χονται1 άπό τό διάστημα πρέπει νά είναι φοβέροα καί ακαταμάχητοι καί νά έχουν μέσα έξσυδετερώσεως όλων των όπλων ιμας. Διαφορετικά 6έν εξηγείται τό ποάγμα. "Ενας Θεός μονάχα ξέρει τί μάς περιμένει1. Αλλά τό κακό βρισκόταν ακόμα στην αρχή του. Γιατί λίγο άργότ'ερα άρχισαν νά παρουσιάζωνταή τά πράγμίατα χειρότερα. Πέντε από τά άστροσκάφη τής Γήινης
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Κοιναπολιτεί ας πού δοκίμα σαν νά πλησιάσουν τους ι πταμένους )9ίθϊκου*ς δταΐν §φτασαν σε ,μΐι-δον ώοιισμένη άπιόστασι απ’ αυτούς τυλιχτή καν σε πορτοκαλιές φλόγες καί κιατ έπεσαν σάν φ λογισμέ να ιμετεωοα. Ταυτόχρονο με ρικά Ιπτάμενα τάνκς που ε τοιμάζονταν νά άπαγε1 ιωθουν τινάχτηκαν στον αέρα κερσυ’ νοβολημ ένα από μ ιάν αγνό στη· ακτινοβολία κι* έγιναν στάχτη. Πολλά κτίρια έξ άλ λου χάθηκαν ιμέσα σέ μιαν γκρίζα ομίχλη. Κι* όταν ή ό-< μί/χλη αυτή έπαψε νά ύπάρ-> χη τά κτίρια—τεράστιοι ου ρανοξύστες ,μέ εκατό καί πε οισσότεοα πατώματα καί γΐ λ ι άδες ενοίκου ς—είχαν χαθή. καί! στη θέσιΐ τους είχαν άπο μείνει έναε σωρός άπό λι/α>ιιένο τσιίμέντο, σίδερα καί ξύλα. Ό σωρόθΛ αυτός εΐχε; την έμφάνισι μιας λάβας ή-1 ψαιστέίου πού κόχλαζε καί κίάπν ιζε. Τά στρατεύματα κίρούσεως καί οι περιπολίες τής Διαπλανητικής Αστυνομίας που, κ υκΛΡφΡρ'ουσ αν ατούς διρό'μους άοχισαν νά παρουσι άζουν σημεΐα πανικού καί πολλοί στρατιώτες καί άστρο ναύτες αστυνομικοί φάνηκαν ξαφνικά νά χάνουν τό λογσ κόστους. "Άοχισαν νά τρέχουν έδώ κι* εκεΐ πετώντας τον ο πλισρό τους καί βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Μονάχα άντρες ,μέ ατσαλένια νεύρα μπορούσαν νά άντέξουν σ’ αότό τό θέαμα.
Ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ ήταν
13
ένας άντοας με χαλύβδινα νεΰΐοα,. “Όμως, μολονότι ε?χε αντιμετωπίσει /μέχρι τότε ά-1 πε: ιριες περ ι*πτώσε ι ς έπ ι θέ σεων έξωκόσμ-ων πλασμάτων εναντίον τής Γής, ένοιωθε έ-< ξα ιιοετικά άσκημα αυτή τή) φοοά νιατί δεν είχε κοντά του τον Τζόε Σέοινταν, τόΐν θρυ λ ϊ·κό καί ■* ατρόμητα άστρου ναύτη ιντέτεκτιβ. πού τον εα χε βγάλει ασπροπρόσωπο σέι πολλές πσοό'μοιίες υποθέσεις. Καί ή ποοουσία του Σέρινταν ήταν αρκετή σέ κάθε πε ρίπτωσι νά έ,υψυχώση. καί νά συνικρατήση. τό ηθικό τών άνδοώιν του. 5Αλλά ό διάσημος ντέτεκτιβ τών ουρανών ήταν πολύ μακίουά.. Όδηγώντας τον «ιΠοωτέα II» κστευθυνόταν προς τον πλανήτη Άφρο δίτη για νά πάοη άπσντησί' σ’ ένα αΤνιγιιια (*). Άμίλη-· τος ιμιέ μιά έικφιρασι θυμωμέ νοι/· μπουλντόγκ ό Χόβσιοτ βρι σκόταν τώρα στο θωοακι'- - υένο αυτοκίνητό1 του πού 31·-. έσχιζε μ,έ ίλιγγιώδη τανυτη τσ τούς δρόμους της Νέας1 'Υόρκιης. Τό θέαμα των* τοελ λών στρατιωτών πού συναν τούσε κάθε τόσο έκάναν την ιΐ'Ί/νή του νά σπσοσζη άπό θλ?ψί καί νά φου'σκώνη άπό μκάν ασυγκράτητη όογη. 9Η ταν βέβαιος γκά τούς άνδοες (*) Οι τίοαχτ μοοι άναγ/νώστες του ’Υ-τρεοοανθριώτηου ξέρουν δτι ό\ έπ ι θεω ρη τ ή, ς πιρς Δ ι απλανή τ ι κΐη ς Άττυνοιμιίισς 6έν είχε ιμσιθει ακόμα πώς δ ντέτεικιτ ιβ είχε προάγει ωθη σ* ένα άγνωστο &στρο κΚχΐ πώς 6οι σκόταν ,αιχμάλωτος στα χέρι α του σατανικού "Έριχ Ποσρ^εν,
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
του ό Χόβαρτ καί δον εΐχέ κσίμίμΐια άιμψιβοίλ,ία πώς αυ τά τά κρούσματα πανικού1 καΓι τρέλλας ήταν άτηοτελέ-' σηατα μυστηρ ιωδών καί άνεξργήτων επιδράσεων πού προέρχονταν άπό τάάστ ροσκάφη;, τους, Ιπταμένους 5ιί^ σκους, των έξωκόσμων πλασ υ άτ ων που πρια.-γΐμοποποιΛ ου σαν αυτό το ^ ξημέρωμα μ ά από τίς^πϊό άγριας έπιΜ θέσεις εναντίον τής Γης... — Βάν!; γρύλίλισε. Ό άρχιφύλαξ πού καθόταν δίπλα του γύρισε και τον κάτ ταξίε. Τό ιβιλέιμ.μα του Χόβαρτ έταν προσηλωμένο σ’ ενα ση μεΐο του ουρανοί), πάνω ακ ρι'βώς από τό άνοπολ ικό τμήίμισ τής πόλε ως. Ό άρχα ούλιαξ παρακολούθησε τό βλέμμα του ίνσπέκτορος και άναοοίγησε. Τριάντα καί πε ρισσότεροι ιπτάμενοι· δίΐσκόι βρίσκονταν πάνω από τό ,μ;ε γάλο συγκρότηιμα των κτ ί ο τον τής παιδαυπόλεως τής, Νέας Ύόρικης. Ένώ οί άλλοι, ιπτάμενοι δίσκοι ήταν σκορ πισμένοι σε άλλα σημεία απασχολώντας τις δυνάμεις άμύνης τής Γήινης Κοινοπο λιτείας αυτά τά τριάντα έξώκ οο|μα άστ ρόπλο ι α είχαν συγκεντρωθή πάνω από τήν; παιΐδουπολι και διέγραφαν κύ κλους σαν άρπακτικά όρνεα που ήταν έτοιμα νά έψαρμήσουν. —τ Τά παιδιά! Πάνε για τ ά πα ι δ ιά!, ξεφώ-ν ι σε ό άρχι φύλακας. Ό Χόβαρτ ήταν ήδη βέβςυάς γι’ αυτή.
— Ναό, ΒάνΙ, μούγτρισε. Τά παιδιά κινδυνεύουν! II ΠΑ ΙΔΟΥ ΠΟΛΙΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ
ΤΟ ΠΡΟΣΩ ΠΟ τού έπιθε ωρητού πήρ ε ίμιαν ά γ ρ ι α έκφρασι. ’Ήξε ρε καλά τί έσήμσινε αυτό. Π ρ Ί ν άττόί είκοσι χρόνια μια παρό^ μοι'α έπίθεστ είχε γίνει εναν τίον τής Γης κΐαι πάλι από ίπτ α μένους δίσκους. Οί ίπτα μόνοι δίσκοι, μέ πλήρωμα α πό άγνωστα καί έξώκοσμία πλάσματα είχίαν πραγματοποιήισεΐ' τότε μιαν άπό τις πιο απαίσιες πράξεις πού άνέφερε ή ανθρώπινη ιστορία τούς τελευταίους αιώνες. Εί χαν άπταγάγετ πειντακόσια παιδιά άπό τό ορφανοτρο φείο τής Λυών στη Γαλλία καί είχαν έβαφαν ι στ ή. μαζί τους στο διάστημα. Κανείς, δεν είχε μάθει ποτέ τίποτα νΓ* αυτά τά παιδιά. Κανείς δεν ήξερε τί' άπέγιναν. Ό Χόβαρτ μέ σφιχτά -δόν τια καί μάτια πού έβγαζαν αστραπές κατεύθυνε τό αυτό κινητό του προς την παιδού πόλη ένώ ταυτόχρονα άΡΧι“ σε νά μι'λάη, βιαστικά μπρο στά στο μικρόφωνο του ραώοτηλεφθόνου του. — .Προς δλα τά περιπολι κά . αυτοκίνητα! .Προσοχή! Έδώ ίνσπέκτορ Χόβαρτ. Προ σοχή ! Ιπτάμενοι δίσκοι άπει λουν παΐδουπολιν Νέας 'Υόο κης, Κ στευθυνθήτε προς τά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ έκεΐ μέ πάσαν ταχύτητα και εμποδίσατε εισβολήν. Πιθα νός- σκοπός έπιθεσεως άπαγω γ ή πα ίδ ι ών. Προστατευσ ατε μέ την ζωήν σας ανυπερά σπιστα παιβιά, Προσοχή! Επαναλαμβάνω. "Ολα τά πτε ριτταλικίά αυτοκίνητα τής, Δ ι'αττίλανητ ικής ? Αστυνομ ί ας δ ια'τάσσσνται νά σπεύσουν προς παιδούπολιν. Ευχαρι-' στώ. Έκλεισε τον πομπό κι5 ερρκξε' ένα ακόμα βλέμμα στον ούραινό. Αυτό πού είδε, τόιν έκανε ν’ ιάναρριγήσην Ή καρδιά του βρόντησε βίαια καί γάβγισε άγρια. ^ -— Αέ θά πριαφτάσουμε! είπε. Αυτοί εννιά ι αληθινοί σατανάδες. 5Από τούς ιπταμένους δί σικους πηδούσαν σαν μυρμήγ κια εκατοντάδες ^ έξώκοσμα πλάσματα πού είχαν φτερά ορούς ώμους καί πετούσ'αν σαν νυχτερίδες. Μαύρες^ με-> ταλλιΐκές φόρμίες φορούσαν τά πάρα ξένα αυτά φτερωτά οητα καί τά πρόσωπά τους ήταν σκεπασμένα μ.έ ;μιά κρυστάλλινη κόκκινη προσω πίδα. Ό Χόβαρτ πάτησε τό γκάζι καί ή μηχανή του αυ τοκινήτου έφτασε στο ανώτα το όριο τής αντοχής της. Α πό τη μιιά στιγμή στην άλλη, τό αυτοκίνητο κινδύνιεύε νά έκραγή νά γίινη, χ'ίληία κοίμμάτια. Ό επιθεωρητής όμως τής Διαπλανητικής Άστυινο-^ μ'ίΐας δεν έδΙειχινίε κανένα ένδιαφέρον γΓ' αυτό. Τούτη τή< στ κγμή ,ένα πράγμα ^εΐχε μθ νάχα σηιμασ'ία. Γ ιά ένα πρα γμα ένδιαφερότανε. Νά φτά
!7
ση όσο γίνεται πιο σύντομα στην παιδούπολι νά έμποδί ση τήιν απαγωγή των παι διών, νά (ματαίωση τό σατα!ν;κό σχέδιο τών τερατ ανθρώ πων ,-μέ τις Μεταλλικές φόρ μες πού είχαίν ξεχυθή σαν φτερωτά ίμυριμήγκια από τούς ιπταμένους δίσκους. — Πρέπει νά προφτάσοι;με Β άν!, γρύλλιιζέ κάθε ίοσο.Πρέπει νά προφτάσουμε! Αλλά δεν ήταν δυνατό νά προφτ άσουν. ' Η πα ι δο ύπολ ι ς ήταν αρκετά μακ,ρυά, στήι$ άλλη άκρη τής Νέας Ύόρκης καί σ5 αυτό τό μεταξύ· ο] φτερωτοί τερατάνθρωποι είχαν πραγματοποιήσει την εισβολή. Οί πρώτοι από αυ τούς πού πατούσαν στά με γάλα ^προαύλια τών κτιρίων κρατομσαν κάτι παράξενα όπλα στά χέρια τους πού έβ γ αζ αν πράο ινες σπί θε ς. ΑΛπροστά ,στίς σπίθες αυτές τίποτα δέν μπορούσε νά άντεξη. Οι βαρείες σιδερένιες πόρτες τών κτιρίων έλυωσαν σάν κερί καί άφησαν έλεύθερο^ τό δρόμο στους επιδρο μείς. Μέσα στο βάθος τών μεγάλων αιθουσών είχαν στριμωχτή φοβισμένα τά π σι διά, αγόρια καί κορίτσια, καί φώναζαν κι3 έκλαιγαν τρομα γμένα. Τά μικρά δαφυσμένα (ματάκια τους γεμάτα πα νικό κύτταζαν τούς τεράταν θρώπους μέ ,τά φτερά στη ρά χη κι5 έτρεχαν δεξιά κι*· αρι στερά προσπαθώντας νά ξεφυγουιν ή νά κρυφτούν. Αλλά τούτο ήταν ένας άδιικΟς κό πος. Τά έξώκοσμα πλάσματ α δούλευαν μεθοδικά. Μερικές
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ δασκάλες ,κοαί μερικοί δάσκα λοι πού θέλησαν νά προστα τέψουν τά παιδιά έπεσαν κε Ρ'άύινοβολημίέΜα ΐ' στο πάτωιμα άπ?ό τλς ακτίνες τών πιστολιιών τών επιδρομέων.^ λ5 αυτό τό μεταξύ τά έ~ ξώκοσμα πλασίματα προχω ρούσαν κουτά κύματα. Σκόρ πισαν σ' ολόκληρο τό συγ κρότημα τής παιβουπόλεως· κίαΐ ό κάθε τερατιάνθρωπος άρπαξε κι' άπό ένα παιδί. Αδιαφορώντας γιά τά δά κρυα και /τις φωνές του παί'-· διού ώρμοθσε στο προαύλιο κΐαί τινάζΌντας τά φτερά του πετούσε στον αέρα κ απευθυ νόμενος στον δίσκο άπό τών οποίο προερχόταν. "Ολα γί-! νονταν μίέ τάξιι και αίιγουρα επί τη ,βάσεΐ' προδιαγεγραιρ μένίου σχεδίου. Μέ κινήσεις μεθοδικές άλλά ταυτόχρονα καί μέ μιαν άσύλιλη,πτη κ ινιη-' ματΟΥραφική ταχύτητα. Μέ σα σ' ένα διάστημα λιγότε ρο άπό πέντε λεπτά ή επι δρομή είχε τελειώσει καί οι ιπταμένου [δίσκοι ;μέ τά άπαχθέντα παιδιά έφευγαν άπό τον ουρανό τής Νέας Ύόρκης ταξιδεύοντας .μέ ίλιγγιώ δη ταχύτητα. "Οταν τό αυτοκίνητο τού έπιθεωρητού Χόβαρτ έφτασε στην παί'δοΜπολι. ήταν ήδη, πολύ αργά. Αργά ήταν επί σης καί γιά αλα τά άλλα πε ριπολικά αυτοκίνητα τής Δια πλανήττκής Αστυνομίας που είχαν φτιάσει εκεί. Οι έπ ιδροί μεΐς είχαν έξαφανισθή αφή νοντας πίσω τους μερικά πτώ ματα κα!ί μίεριίκούς λ ιπτόθυμους άπό φόβο ανθρώπους,
άντρες καί γυναίκες, πού ά» νήικίαν στο προσωπικό τής π α ι δουπόλεως. Κ άινένα π α ι δί δεν είχε μείνειι εκεί. — Είναι1 φοβερό!, κραύ γαζε ιμΐέ υστερικές φαυγές μια ηλικιωμένη· δασκάλα τρέι χοντας σάν ,τρελλή ,μέσα στις· άδειες αίθουσες. Είναι τρο'μίεριό. Ό Χόβαρτ την συνεικράτη σε ·κ)άϊ προσπάθησε νά την συνεφέρη. — Πόσα παιδιά υπήρχαν στήιν πα ι δίούπίολ ι; ρώτηισ ε. — Εφτακόσια ογδόντα! ’Άχ θεέ ιμοιυ! Αέν άφησαν κανένα!, ,άποκρίθηκε κλάίγον ταις :μέ λυγμούς ή γυναίκα. Πές τε μου, κύριε^έπιθεωρη^ τά, που θά τά πάνε; Ποιοι· ήταν αυτοί πού τά άρπαξαν;! Ό ίνσπέκτορ άνασήκωσε μέ απελπισία τούς ώμους. # — "Ενας Θεός μονάχα ξέ ρες κυρία μου!, είπε. Κα-' ποτέ, πριν άπό πολλά χρό νια, αρπαγές παιδιών συνέβαιναν στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι1 άιρπσζαν τά Ελλη νόπουλα καί τά άνέτρεφαν μέ τον δικό τους τρόπο δήμι ου ριγώντας έτσι· τά στίφη των ο-ίροβόοων Γενιτσάρων, μέ σα στις ψυχές των όποιων είχαν καλλιεργήσει ένα άγριο μίσος γιά την Ελλάδα. Τό ίδιο,πολύ φοβάμαι, πώς σκο πεύουν νά κάνουν κι5 ο! φτε ρωτοί τερατάνθρωποι· των ι πταμένων δίσκων πού άρπα ξαν τά παιδιά τής παιδουπόλεως. Δέν εϋνίαι απίθανο αυτά τά παιδιά μιά μέρα νά γίνουν οι πιο θανάσιμοι έχθρόί τού πλανήτη μας. "Ο-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ πως δεν είναι απίθανο κάτω από τις μεταλλικές φόρμες και τ'ις ικίόκικινίες κρυστάλλι νες προσωπίδες των φτερω τών έίπνδρομέων νά κ,ρύ'βωιν^αη έκιεϊνα τά παιδιά πού εί χαν άπαγάγει πάλι έξώκοσμα πλάσματα πού έπεβαιναλ σέ ιπταμένους δίσκους από τό ορφανοτροφείο τής Λυών. ^—Θεέ μου! ,έκσνε με κομ μένη αναπνοή ή γυναίκα. — "Ολα αυτά φυσικά εί ναι υποθέσεις, πρόσθεσε γιά νά την καθησυχάση ό έπιθεω,ρητής. Στήν πραγματτκότη τα τίποτα κάνεις δεν ξέρει.
ΚανΙεΐς δεν μπορεί με βεβαι ότητα νά πή σέ τί τούς χρει άζονται αυτά τά παιδιά. Γ'ιιά ένα πράγμα μονάχα ήταν βέβ'αιος αυτή τή στιγμή 6 ινσπέκτορ Χόβαρτ. Του χρειαζόταν ό Τζόε ΣέρινταΛ Ή παρουσία του θρυλ,ι κου ντέτεικτιβ του ήταν α παραίτητη. "Έπρεπε νά τόν είδΟποιήιση, αμέσως. Τό1 τα ξίδι στήν Αφροδίτη μπορού σε ν5 άναβλη,θή και αργότε ρα. Πριός το παρόν έπρεπε νά έπιστρέψη στή Γη. Γύρι σε στο γραφεία του κα!ΐ διέ ταξε τό τμήμα διαπλανη,τικώιν επαφών νά έρθη σέ έπι-
*0 Σέρινταν είδε τόν εαυτό του μέσα στο γυάλινο φέρετρο κάτω άπό την έπίδρασι τής πράσινης άκτινας καί άναρρίγησε.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κοινωνία μαζί του. ’Αλλά χρειάστηκαν πολλές ώρες αγωνίας^ για ινά τό πετυχη. Στο στίγμα όμως ατό ό ποιο έπρεπε να βρίσκετσ ι τό «Πιρωτεύ» δέν βρισκόταν παρ’ όλες τις προσπάθειες πού γίνηκαν. Καί αυτό ήταν/ φυ σικό γιατί τό καταδιωκτικό άστρόπλοιο δέν ταξίδευε πια για τήιν Αφροδίτη αφού τραβηγμένο από τον ίσχυιρό μαγνήτη; των εγκαταστάσεων τού "Ερι,χ Γικάριφειν είχε πιρρσ γειωθή αναγκαστικά στο ά γνωστα άστρο. Στο τέλος, πολύ^ άργότερα, μά εντελώς τυχαία, ό Χόδαρτ ήρθε σε επαφή .μέ τον «Πρωτέα II».. Τό πράγμα όμως τόν άναστά τωσίε περισσότερο σταν στο καντράν τής τηλεοράσεως εί δε τόλ κοκκ ιινομάλλη πιτσι ρίκα Μίκυ καί ακούσιε από τό στόμα του την απροσδό κητη πληροφορία: "Οτι ό Τζόε Σέρινταν ήταν αιχμά λωτος του ’Έρριχ Γικάρφεν! ’Άν ήταν πρτέ δυνατόν ένας άνθρωπος πού είχε ψηθή μπροστά ατά μάτια του πριν τρία χρόνια στην ηλεκτρική, καρέκλα νά ξαναζωντάνεψε καί νά αιχμαλώτισε μάλιστα τόν θρυλικό 'ντετεκτ ι β ! Γά βγισε, αγρίεψε, βλαστήμηΐσε νομίζοντας πώς ό Μίκυ τόν κοροΐδευε καί διέκοψε νευριοο σιμένσς την επαφή. — Θά τόν καλέσω άργό'-' ρα!, γρύλλισε. ΤΟ ΧΑΛΥΒΔΙΝΟ ΚΕΛΛΙ
ΟΥΤΕ^ άργότερα σμως,. ό τβον δοκίμασ ε νά πάρη έπα
Φ ή μ έ τ ό ν Τζόε Σέ ρ ι ντ αν, τ ά κ ατάφρρε. Γ ι ατ ί ό θρυλικός ντέτεκτί'β δέν ήταν δυνατόν νά τού μιλήση άφου βρισκόταν κλεισμένος σ’ ένα χαλύβδινο κίελλίί (*). ΚΓ αυτό τό χαλύβδινο κδλλ,ί ή ξερε πολύ καλά ό Τζόε Σε ρ ινταν ότι ήταν ό προθάλα μος τού θανάτου. Ενός θα νάτου απαίσιου καί φριχτού πού μονάχα ένας εγκλημα τικός τόπος σαν τόν βασα νιστή Έριχ Γικάρφεν μπορού σε νά εφείύρη. 5Από την πρώτη στιγμή πού βρέθηκε μόνος στην φυ λακή του ό Σέρινταν είχε προσέξει δυο πράγματα. Πρώτα ότι* ή βαρειά χαλύβδι νη πόρτα τού κλουβιού άνοι γε κι? έκλεινε μέ ήλεκίτρική ενέργεια απ’ έξω κΐάί δεύτε ρον ότι ψηλά στην οροφή τού κλουβιού αυτού υπήρχε ένα ηλεκτρονικό μάτι πού παρα κολουθούσε άγρυπνα κάθε κίνησι τού ανθρώπου πού βρι σκόταν φυλακισμένος σ’ αυ τό.^ Καί οί δυο αυτές διαπι στώσεις φυσικά δέν ήταν κα θόλου ενθαρρυντικές για έ ναν κρατούμενο. Άλλα ύπήρ χε καί κάτι άλλο μέσά σ’ αυτό τό κελλ,ί. Στο βάθος καί ψηλά ,στόν τοίχο σέ τρό πο πού νά μη μπορεί κανείς νά τό φτάση ξεχώριζε τό καντράν μιας τηλεοπτικής συσκευής. — Θά έχουμε λοιπόν καί τη,λεόρασι!, .μουρμούρισε ό ντέτεκίτιβ. (*) . Διάβασε τό τεύχος
λα* στό διάστημα*.
«θύελ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΤ
21
Τα άλλα ^ πράγματα ττοδ μάτησο νά σκέπτεται1 · καί ^ στήλωίσε τ αυτί1. Σιγανά υπήρχαν έκεΐ μίέσα ήταν ενά κρεββάτ γ στερεωμένο στον ρυθ|μικά χτυπήματα άκούγον ταν από κάπου1 έκ'εΐ κοντού τοΐχρ κί’ ενα μικρό τραπέζι Κάποιος χτυπούσε ελαφρά καρφωμένο στο πάτωμα. Και τον ενδιάμεσο τοίχο άπό τό τα δυο αύτά πράγματα ή διπλανό κελλί. Τινάχτηκε ταν αδύνατο να μετακινη άπό τό κρε ββάτ ι καΐί ^στά θούν. 1 Αποτέλουσαν κατά έΜα θηκε1 ορθός προσπαθώντας τρόπο εξαρτήματα ταυ χα νά μάντέψη άπό ποιόν ακρι λύβδινου κελλιού. Ό Σέρι νβώς τοΐχο ποοέρχονταν τά τοον ξάπλωσε δσο απορούσε χτυπήματα. Τά μάτια του επ ιό άναπαυτ ιΐκά ατό σίδε'ρέλΡμψαν δταν άρχισε νά μενι κοεββάτϊ και προσπάθησε τράη και νά καΤαλαβαίνη τήν <νά βάιλη σέ μια τάξι τις σκέ-' σημασία αυτών τών χτύπημά ψεις του.Τό γυμνασμένο μυσ των. Ήταν σήματα μόορ.' λό του άΥωνιζόταν ν5 άνακα Κ ι5 έκιετνη που δστελνε αυτά λύψη κάποιον τρόπο πού θά ιά σήματα ήταν ή Νάνου.'' ■μίποιροΰισίε να δγαλή αυτόν Ή καρδιά του χτύπηάε Καίι τους δυό φυλακ ιαμιένους χαρούμενα. Ήταν λοιπόν δί συντρόφους του1 την Νάνου πλα του ή μελαχρο-ινή αρρα και τον Μώρτς Σούλι βαν, α βωνιαστικιά Του ή γλυκέ ιά πό τούτη, τή δύσκολη θεσι. Νάνου, ή άχώριστη. σύντρο Τό πρόβλημα δίμως δεν εί φός του ·σπά μακουνά Ταξί χε λύσΐ’. 5 Ηταν αδύνατο σ’ δια κάι στις μεγάλες πεμιπέ ενοΊν άνθοωπο να γλυστρήση τειες! "Ομως τούτη η χαρά σπό αυτό τό κλουβί μέ τους δεν κράτησε πολύ. Πώς ήτ τν χσντ,ρους χαλύβδινους τοίδυνατόν νά χ'άίιρεται αφού κι’* χο-υς. Μια ελπίδα μονάχα υ έκείνή όπως ικι’ αυτός βοΐ'πήρχε. Νά δράση δταν την σκόταν φυλακισμένη σ’ ενα άλλη1 μέρα τό πρωΐ θά δρ“ άπό τά χαλύβδινα αυτά κελχονταν νά τον πάρουν νά τον λιά τού Έοιγ Γικάρίφεν σπό πάνε στον Έριχ Γκάρφίεν' δπου ο δρόμος ώδηιγούισε κα για ανάκρισι. 'Όταν τόν δρτ ευθείαν ιστόν θάλαμο τής ριξαν σ’ αυτή τή φυλακή του πράσινης άκτίνάς ι καί του έλυσαν τά χέο-ια και τά πό Ηλεκτρικού Τρυπανιού; Έ δια. "Οταν θά εοχονταΗ/ νά να κατακάθι πίκρας άπόίμειτον παοαλάβοον, θά δοκίμα νε άπ’ αυτή τή χσιοά. ζαν καί πάλι νά τον δέσουν. Ωστόσο τά χτυπήματα ε Τότε θά ευρισκε Τσως τήν πίμονα συνεχίζονταν. Ή Νάν ευκαιρία νά έπιτεθή. Φυσι συ εξακολουθούσε νά τόν κά δεν μπορούσε νά είναι καλή. Έκανε ενά βήμα προς βέβαιος ότι θά πετύχη. ?Αλ τό μέρος τού τοίχου· μά δέλ λά θά δοκίμαζε. 17Ηταν που πραγμ ατΟποίηισε δεύτερο. ήταν χαμένος. — ΜιεΤνε έκεΐ που βρίσκε Ξαφνικά άναοκίιρτησε. Στα σαι. Τζό!, ελεγοά τά σήμα*
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τα Μαρς. Μήιν ξεχνάς πώς πάνω από τό κεφάλι* σου 6ρί σκεται ένα ήλ,εικτρονικό -μάτι κάί σέ παρακολουθεί. Εντε λώς τυχαία από ένα φύλακα έμ αθα^ πώς 'βιρίακεΟΧΜΐ δίπλα μου. Ήρθοίν ένας μηχανΡλό γΟς ικίαιι ο φύλακας νά επι σκευάσουν τό ηλεκτρονικό μά τι του κέλλιοϋ μου πού δεν λ ε ι τουιριγιεΐ. πεβίίδιωασιν μ'ειρι κά εξαρτήματα καί θά επι στρέφουν σέ ίλίγο νά τοπο θετήσουν νέα. "Ετσι τώρα πού σου στέλνω αυτά τά σή ιμ’οίτα κάνεις δεν μέ βλέπει. Τζό, έχω έινα σχέδιο. ’Άν τά καταφέρω, θά γλυτώσ·ου(με απόψε άπό εδώ ιμέσα. Ό Σέρινταΐν έκανε μιά κί ινιηοΊ* νά πλησιάση, στον τοί χο. "Ομως θυμήθηκε τό ηλε κτρονικό μάτι καί δεν σάλε ψε. Ή καρδιά του» όμως ξαναιβρήικε τη χαρούμενη διάθε α ί της. Δεν ήταν λοιπόν δλρ χαμένα άκόιμα. Ή Νάνσυ ήτ'αΐν ιμιά κοπέλλα θετική. Ήτοίν τολμησή κίαί άφοβη, μά πριν άπ’ όλα ήταν ένα μυα λωμένο κορίτσι. Δεν έλεγε λόγια του αέρα. Μά γιατί εί χε σταματήσει έτσι απότο μα νά ίΐΐϋίλάη; Μιά άγρια α γωνία τον κυρίεψε. 5Αλλά δχιι. Πάλι ξαινάρχισαν* τά χτυ'πήματα. — Σταμάτησα, Τζό. έλε^γαν τά σήμάτα, γιατί μου φάνηκε πώς ακόυσα θόρυβο έξω από τό κελλί μσυ. "Ο μως δεν ήταν τίποτα. Δεν υ πάρχει όμως λόγος νά διακ ινδυνε'ύσουιμ ε περί σ σότερο. Από στιγμή σέ στιγμή μπο ρεί ν* άνοιξη ή πόρτα. Λοι
πόν γειά σου, αγάπη μου. Ελπίζω πώς απόψε, μέ τη βοήθεια πάάτοτ'ε του Θεοί), θά είμΙαστε ελεύθεροι. Περίμε νέ με. Τά χτυπήματα στομάτησαν οριστικά αυτή τη φορά. Ό Τζό Σέρινταν έμεινε άσά λε-υτος γιά λίγο. "Ενα πλή θος από άλληλοσυγκρουόμεν α συνσισθήιμ ατα πάλΙευ αίν· μέσα του. "Ολία τούτα ^ρμως κοπέληβαιν σ5 ένα αδιόρατο χοίμόγελο όταν1 πήγε καί κά^· θησε στο κρεββάτ ι. Ήταν βέ βαιος γιά τή Νάνου. Θά τά κατάφείρνε. ΕΝΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΟΡΙΤΣΙ
Η ΜΕΛΑΧΡΟIΝΗ^ Νάν συ είχε τό σχέ διό της. Ή ταν κάτι πού θά μποροΰ σε νά πή. κανείς πώς έμοΓα ζ ε μέ τ,ρελλα ή αυτοκτονία. Πάν τως όμως ήταν εΜα σχέδιο· που είχε σφηνώθη εντελώς άποόοπτα στο μυαλό της όταν είδει τον φυλάκιά των κελλιών κΐαΐί τόΐν μηχανολόγο ν' άνοί'γουν την πόρτα κάΐ νά μπάί νΡυν στη φυλακή της. Ήταν κι’^οί δυο ώπλισμένοι· κάί τά μούτρα τους έδειχναν πώς εΐ-ι χ;αν πεόάσει αρκετά χρόνια στ ις φυλακές τής Γήϊνης Κογ νιοπιολ ι τ ε ίΐας. Α υ τ ό φιυσ ι κ ά δεν την παραξένεψε καθόλου·. Ήξερε) πολύ καλά δτι ό "Εριχ Γκάρφεν ιεΐχέ* στρστ'ολίογήσει τά χειρότερα κσθάρρα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τα τής Γής^γιά την πραγματοποίησι των σατανικών σκο ιτών ταυ. Εκείνο πού είχε σημασία γι’ αυτήν ήταν αλπ λο. Καί αυτό πρόσεξε ιδιάίτίερα από την πρώτη στιγμή. Τά πιστόλια δεν ήταν σέ θή κες. *Ηταν περασμένα στη, ζώνη που ίεΐχίαν στη μέση τους σε τρόπο ώστε ή χρή-^ σι τους νά ιμή χρειάζεται καμίμιΐά αργοπορία. Αυτό ή ταν σωστός πειρασμός για τη Νάνου. Έτσι, άν εκάνε ν* άπίλώση τιό χέρι της... Όμως, όταν τούς άκίουσε να μιλούν γιά τή βλάβη πού παρουσίαζε τό ηλεκτρονικό μάτι καί νά λένε πώς έπρεπε νά φύγουν ικαι ινά ξανάγυρίσουν γιά νά αντικαταστήσουν τά χαλασμένα εξαρτήματα; συγκρατήθηκε. 'Αποσύρει τό βλέμμα της άπό' τιά πιστό λια καί παραποιήθηκε πώς παρακολουθούσε -π5 ενδιαφέ ρον τη δουλειά των δύο άνδρών. Ό μηχανολόγος φαινό ταν^ άφ ιερωμένος στη δου λειά του. Ό φύλακας όμως, ένας λιγνός ασκημομούρης με σόκοπος ;μέ καμπουρωτή μύ τη και κτηνώδη έκφρασι στό πιρόσοοπο, Τις ερριχνε λοξές ματιές. ν — Τό ξέρεις οτι είσαι πο λύ όμορφη; τή ρώτησε χαμο*γίελώιντας πονηρά. λ —- Μη μου τό λέτε γιατί θά το πάρω απάνω μου!, άποκρί θηικε κίοροϊδίε υτ ι κ ά τό κορίτσι1. - ΚαΓι όμως σου λέω τήν άλήθε ι α, π ιτσιρίκα!, άναστέ ναξιέ αυτός. Μονάχα πού θά πας στράφι μ’ αυτόν πού έ^
23
χεις μπλέξει' κι’ έχεις άρρά βωνιαστή. Γατί τό αφεντικό δεν χωρατεύει. Έχει ώραϊα σχέδιά καί γιά τούς δυό1 σας. Τό κορίτσι ένο-ιωσε ένα πσ γωμένο χέρι στη ραχοκακίκα Χιά, άλλα δεν άφησε τό χ|αμόγίελσ νά σβήση.. — Δηλαδή; ρώτησε άπορώντας τάχα ή Νάνσιυ. — Δηλαδή έσύ κι* ό άρρα βωνιάστικός σου1 πού βρί σκεται στό διπλανό κελλί δεν θά περάσετε καί τόσο όμορ φα αύριο. Αυτή ή πληροφορία οτι 6 Τζόε Σέριιντάν βρισκόταν στο διπλανό κελλίί τής άρ)εσε. Τά μάτια της τρεμόπαιξάν κάί από τό βλέμμα της πέρασε μιά λάμψι πού άστρα ψε ικ.ι3 έσβη|σε σχεδόν άμέσοος. Δέιν έπρεπε νιά κιαταλάβουν τά πραγματικά της συ ναισθήματα. — Σέ λυπάμαι!, συνέτισε ό φύλακας. Αλλά δέ'ν σου φταίίει κ’ανίεΐίίς. "Όποιος μπερ δεύεται μέ τά πίτουρα τόν τρων οί ικόττες! Ή Νάνσυ τούτη τή στι γμή θά ένοιωθε1, τή μεγαλύ τερη ^ευχαρίσπησι τής ζωής της,, άν σήκωνε1 τή γροθιά της καί τήύ κατέβαζε μέ δύ ναμι στό πρόσωπο τού κα κούργου αύτού, πού μιλού σε μέ τέτοια περιφρόνησή γιά τόν νέο πού θύτη λάτρευε καΐΐ πού μιά μέρα θά γινό ταν σύζυγός της. "Όμως συγ κρατήθηκε. Άνασήικωσε τούς1 ώμους ^ αδιάφορα^ καίί πήγε κάί κάθηοε στό κρε'ββάτ» της. Σ πενοχωρήθηκε ς; την
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ττείροοξε ό φύλακας. — Γιά ττοιό λόγο Μά <?τε ναχούίρηθώ; — Νά! Πού σου κατηγο ρήσαμε το αγόρι σου! —Πειντάρα δεν δίνω πια γι* αυτόν!., απάντησε καινόν τας έναν άσκημο μορφασ μό ή Νάιλσυ. Δεν μ3 ενδιαφέρει τπά καθόλου! ’ιΕικίεΐινοίς π'λη,σίασΙε1 ττρος τό μέρος της. — Αλήθεια τό λες, κού κλα μου; τή ρώτησε, Κάτι έταιιμάστηκε να πή άκόμα ό συμμορίτης1, άλλα, ό μήχαΜολόχος ατού είχε τε λεί ούσει1 τή δουλειά του τόιν φώναξίε. — * Αιντε, άφησε τις σαχλαμάρες., Βό'λφ!, του είπε. Πάμε. ■— θά ξανσγυρ·ίοιω σέ λί γο να κουβεντιάσουμε πάλι, εκαλε: ό φύλαίκιας καθώς εφιευ γε πτρός τή Νάνου. Νά δής πού εγώ θά σου πώ εναιν τρό ττο ττού θά κάνη αρνάκι τ3 α φεντικό καϋ θά σου χαρίση τή ζωή. "Οταν εκλειίάε πίσω από τούς δυο συμμορίτες ή πόρ τα ή Νάινισυ είχε1 πάρει κι* δλας την ά,πόφασί της. *Άκόύσε τά βήματά τους που απομακρύνθηκαν κι3 δταν κα τάλαβε πώς ήταν πιά ,μίακιρυά από τον διάδράμο πλη σίασε τον τοιχίο, Ό φύλακα" μιλώντας γιά τόιν Σέΐρινταν έδειξε προς: ποτά πλευρά βιοι'σκόταν τό κελλίίι του1. Ή Νάνσυ πλησίασε προς τά κεΐ και άρχισε χτυπώντας τά δάχτυλά της στον τοίχο σέ τρόπο που νά σχημστμ
ζωίνταιι σήματα Μάρς καί1 νά ιμιλάη στον αάέτεκτιβ έκϊέτόντας τό σχέδιό της. "Οταν τελείωσε ήταν βεόαίία πώς ο Τζό'ε! την εΐχίε.α κούσει. Το ένστικτό της αυ τό της έλεγε καί ποτέ δεν την είχε γελάσει αυτό τό έν στικτο. Τώρα άπρεπε λοι πόν νά είναι έτοιμη. ΞανάΦερε στο νου της δλες τις λεπτομέρειες τής διαδρομής πού είχε κάνει ατούς διαδΙρό· μους αύτοίυ τού κτιρίου δσο νά φτάση εδώ, στη φυλακή της. Οι δυο συμμορίτες πού την συνώδευαν χθες σταμα τούσαν κάθε τόσο κι3 έπια ναν Κουβέντα μέ άλλους πού συνο^ντίαύσαν στο δρόμο- τους. Σ3 αυτό τό μεταξύ ή Νάνσυ είχε την εύκαιοΐα νά πφιερ γάζεται δλα τά γύρω καί νά σημειώνη διάφορα πράγματα^στό μυαλό της πού μπο ρούσαν _ίσως νά τής χρεια στούν. -άνάφεοε επίσης .στο νου της την είίικόνα καίί τ'ούς; χειρισμούς πού έκανε ό Φύ-1 λακ ας σ3 έναν ηλεκτρικό δια κόπτηι πού 'ήρισκοτάν στοά Εξωτερικό τοίχο του κελλιού της γιά ν3 άνοιξη ή πόρτα. ’Έμει νε ευχαο ι στηιμίέΐνη άπα τόχ εαυτό της. Καμμιά λε πτομέρεια δεν τής είχε ξίε-< Φυγίει. θ·ά τά καταφέρω!, μουρμούρισε καί τά^ μάτια της λιάυΦσνε. θά πετύχω τό δίχως άλλο. Μ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΑ
ΑΚΟΥΣΕ βήματα κιή καρ?
διά τ ης φτεροκόπησε." Εδωσε μιάιν ήρεμη, έκίφροασι στο προ ττ'ό της ικοαί περίμενε.Τά βή ματα ττλησ ί ασ αν*. Σ τήλωσε τ' .αύτΐ. Κάτι παράξενο συνέ·* βαίνε μ3 αυτά τά βήματα. Ακούστηκε 6 διακόπτης που, γύρισε: Ή βαρεία σ ιδερέ-ι νια .πόρτα οργιαε νά σέρνε ται άιργά απάνω στις τ,ρο-, χάλίΐείς της. "Ανοιξε καί στο. άνοιγμά της φάνηκε ό φύλα κας ιμε την καμπουρωτή μύ τη. Κρατούσε στα χέρια του τά άνταλλακτ ικά του ήλε-, κτρονικσύ ματιού καί τη σκά λα την οποία θά χρήισιμοπαι-. σΰσε για να ,φτάση τό ματι. "Ενα αδιόρατο χαμόγελα πέρασε απτό τά χε’ίλη της Νάνου. Κιαλά εΤχέ καίταλάβιει κάτι παράξενο συνέβαινε μιέ τά βήματα. Τούτη τη φο-> ρά ήταν ένας μονάχα που έπίεστρίεφε. Ό Βάλφ ό φύλα κας. Ό άλλος ό μηχανολοΓ· γος δεν ήταν μαζί του·. — Τόσο τό καλύτερον συλλογίστηκε ή κοπέλλα. ^ — Τον άλλο τον πούλησα, έΐπε ό Βόλφ χαμογελώντας.. "Ηθελα στην κουβέντα μιας νά μην υπάρχρυν άλλοι- μιάρ τυιρες. Κατάλαβες κούκλα; Ή Νάνσυ κατέβασε τό κε φάλι. Εκείνος άφησε1 τή σκιά λα και τά ανταλλακτικά που κρατούσε και πήγε Κοντά της. Τά νεύρα, τρύ κόριτσιιου τ εντώθηκ αν." Ολε ς οι ϊνες του κορμιού τής Νάνσυ1 μπήκαν σέ συναγερμό. Ό συμμορία
της άπλωσε τά χέρια1 του νά την άγκάλιάση. —"Ακούσε λοαπόν νά σου πώ γόησσα, άρχισε νά λέη* Έγώ εΐιμαι καλό ανθρωπάκι., Ή κιοπέλλα ένοιωσε σά νά την άγγιζε ερπετό. Πήδησε καί 'συσπειροοθηκε: Ταυτόχρο να μέσα στο μισό δεύτερόλεπτό που έγιναν αυτές ο-ί δύο κινήσεις σάλτάρε προς τά εμπρός καί ή γροιθιά της έπεσε μιέ μιαν ασυγκράτητη! λύσσα στην καμπουρωτή μύ-^ τη τού συμιμοιρίτη. Εκείνος ξαφνιασμένος βόγγησε από. τό δυνατό χτύπημα καί γούρ λωαε τά μάτια. Αίματα ό|ρχι σαν νά τρέχουν από τη μύτη του. Έμεινε βουβός. Μά σχε δόν αμέσως συνήλθε. "Εκανε, ένα βήμα προς; τά πίίσκω καί τράβηξε από τή ζώνη τό πι στόλι του: - Τρόμος , έχθίρα καί έκπληξι (μαζί ήταίν ζω~^ γοαφ ιομένα στο αξύριστη μούτρο του. — Αυτό πού έκανες θά τό πλήρωσής!, γρύλλισέ. Ή Νάνσυ δεν ακούσε: Δεν θέλησε ν5 άκουση. Μέ μιόή κ,ίνησ ι -ηρομίακτ ικά γρήγορη οάλτ αρ ε πλάγ ι α. " Εφτ ασε τή σκάλα,, την άρπαξε και την έρρί'ξε απάνω του: 4 Η σκάλα τόιν χτύπησε κατακέ φαλα. Ό φύλακας ούρλιασά σάν πεινασμέινος λύκος. Τό πιστόλι ξέφυγε άπό τό χέ ρι του κΥ έπεσε χάμω. Βλα στήμησε κι3 έσκυψε νά τό πάρη. "Απλωσε τό χέρι του
ΚΑΘΕ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
•·ά τό πιάση μιά ή ΝΙαανΐαπυ* μι" .να πήδημα τον πρόφτασε., ' Γό τακούνι ταΟ σκοαρπινιούτης τσάκισε τά δάχτυλα ττου άγγιζαν τό πιστόλι καί ταυτόχρονα ή κώχη της τεΐνττωμέ νης παλάμης της έπεισε με, δύναμτ στο σβέρκο του. Τά χτύπημα ήταν ισχυρό. Μά ό συμμορίτης φαίνεται πώς ή ταν πολύ δυνατός. Δοκίμασε να σηκωθή. Ή Νάνσυ κινή θηκε σαν αστραπή. Σήκωσε, τό πόδι της καί του κΟτάφε, ρε ιμιά αφάνταστα άγρια κλωτσιά στο σαγόνι/Ο Βόλφ, έβγαλε ένα ροχαλητό καί έπεισε σφαδάζοντας στο πάτ τωιμαΐ.· Ή κοπέλλα πήρε μια βαθεά αναπνοή. Έπί τέλους! Ή κλωτσιά του εξασφάλισε, πέντε τουλάχιστον ώρες ύ πνο. "Έσκυψε πήρε τό πιστό λι καί δρασκέλισε το κατώφλι του κίελλιου της. Βγήκε στο διάδρομο. Τά μάτια της πε'τοΰσαν αστραπές. "ΈμρΉ ξε ερευνητικά βλέμματα γύ ρω. Ό διάδρομος ήταν έρη* μίος. Γύρισε τον διακόπτη, Ή πόρτα του κέλλιού της έ-ί κλείσε. "Έκανε -μερικά βήμα τα καί στάθηκε έξω άπο την πόρτα του κελλιου του Σε ρ ιντ αν. Τό βλέμμα της άνα-ι ζήτησε τον διακόπτη. Τόιν ε'Τ-4 δε. Χωρίς χρονοτριβή έκανε τον κατάλληλο χειρισμό καί 1 ^ βαρε,ιά πόρτα άρχισε νά> σέρνεται στους τροχαλίες της. Πρίιν καλά—ικάλά άνοίν ξει ολόκληρη, ή πόρτα σάλ-1 ταιρε* έξω ό Σέρινταν. Τά πρόσωπο τής Νάνσυ φεγγο
βόλησε από ευτυχία. Τον άγ κάλιασε. — "Αγάπη μου, Τζό!, ψιη θήριίσε. —- ΓλυΚειά μου, Νάνσυ ί Νομίζω πώς ονειρεύουμαι. ΕΤσαι σπουδαίο κορίτσ,ιι! Τώρα έπρεπε νά φροντί σουν γιά τον Μώρις ^ Σούλιβάν. Ό ντέτεκτιβ άδί στακτα προχώρησε προς την άπέν-< τι πλευρά του διαδρόμου. Ε κεί βρισκόταν ό καθηγητής τής "Αστροναυτικής. Γύρισαν τον διακόπτη. Ή πόρτα άνοι. ξε καί ό ντέτεκτιβ ικι(" ή Νάν** συ στάθηκαν μέ ανοιχτό στο μα. Ό Μώρις Σούλιβαν ούτε· τούς είδε ούτε κατάλαβε την παρουσία τους. Έταν ξα-' πλωμένος μπρούμυτα στο πάτωμα καί κρατούσε μιά κιμωλία στα χέρια του. * Κά τω στο χαλύβδινο πάτωμα ή-ι ταν διακόσιες κάί παραπάνω, Τσως αλγεβρικές εξισώσεις γραμμένες μέ την κιμωλία. * Οταν μπήκαν ό Σούλιβαν ζ-> κάνε έναν πολλαπλασιασμά υέ έξηκονταψηφίους αριθμούς. — Μώρις!, μρύγγρισε νευ ριασμένος από την άδιαφο-' ριίια του ό ντέτεκτιβ καί τον σκούντησε. "Άφησε τούς λο γαριασμούς γά άλλη μέρα !^ φεύγουμε καί είμαστε πολύ β αστικοί. —- Μά στιγμή!, έκανε αυτός. Νομίζω πώς βρήκα σε, ποιο άστρο βρισκόμαστε.: *Εναν πολλαπλασιασμό μονά χα κι" έφτασα... Μά ούτε ή Νάνσυ ούτε ο Σέρινταν είχαν καιρό γιά χά σιμό. Αυτή τή στιγμή δέν εΐ-
27
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
γαν κανένα ένδ ι αφεροιν νά μα θουν σέ ποιόν πλανήτη η σέ ποιόν αστεροειδή πατούσαν. Γ ιά ένα μίονάχα ένδιιαφέρονταν. Νά ξεφύγοιυν ασο τό δυ νατό τπό γρήγορα άττό αυτή την κολασι. ^ ^Αρπαξαν τον καθηγητή,, τον σήκωαάν από το πάτω μα, τόιν έστησαν ορθό κ'αί τον. υποχρέωσαν νά τούς· άκολουθήση, — Τί ατυχία, Θεέ μου!, μουρμούριζε καί ήταν έτοιμος νά κλάψη. καθώς πηγαία νε πίσω τους. Δεν ήταν νά χασομερούσατε δέκα λέπτά άκόιμα; ...
ΚΑΜΠΟΤΑΖ ιΚΡΑΤΩΝΤΑΣ τον Σε ρ ινταύ άιπό τό χέρι ή Νάνου προχωρού σ ε πρώτη, γιατί θυΐμόταν καλύτερα από αυ τόν τόν δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν πρρς την έξο. δο. Βάδιζαν ^ άθόρύβα. Τά μιάπια τους καί τ3 αυτιά τους ήταν έτοιμια νά πιάσουν την πιο αδιόρατη σκιά καί τόν πιο άσήμάντϋ θόρυβο. Ό: δάδρομος τούς φαινόταν ά* τέλειώτας. 9Ηταν ύττοχρεωμέ ναι κάιθε τόσο νά στέκουν δ-) ταν άκου γαν βήματα ή μά κρυνες όμιΐλίες. Έστεκαν λΗ
40 θρυλικός ντέτεκτιβ δεν καθυστέρησε^ καθόλου. κινήθηκε γοργά.
*Η γροθιά
του
η
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ X
γο κι’δταν βεβαιώνονταν πώς όλα πάλι ήταν ήσυχα ττροχιω ,ρσυσαν. Περπατούσαν ^ σχες δον ένα τέταρτο πού τούς εί χε ψανή ολόκληρος αιώνας.! — Νομίζω πώς φτάσαμε) στην ε·8οβα!, ψιθύρισε ή Νσν συ·. Πιρδς τά έικίετ Τζό! Έλά-ι τε ιμαζί μου. 5Ηταν -μία μικρή πόρτα} εκεί. Πλησίασαν καί η κιοπέλ λα ετοιμάστηκε να την άνοι ξη. Ό ντέτεκπιβ όμως τήιν εμπόδισε. — ΜεΐινΙε. εκεί Νάνου!, τής εΐπε1. Μήιν προχωρής! Το έ'ξασκημεΙνΟ αύτίι του* είχε πιάισει κάποιίον ελαφροί βόίμβό. * Ηταν σά να λειτουΡ1 νοσσαν ήλιεκτροχεννήτΐρ ιΐες ή; άλλα μηχανήματα. Ή -Νάνου υπσκούσε. Παραμέρισε κι* ά φησε τον Σέρινταν νά προ-ί χωρήίση. Ό θρυλικός ντετε-ι κτιβ ήταν βέβαιος τώρα δτι βρίσκονταν κοντά στήιν έξο δο. Πριν από τήιν έξοδο αμως! υπήρχε ό σταθμός πα^αγω-1 γής ηλεΚτρομαγνητικου ρευ-1 ματος με τό όποιο έτροφοδοταυντο τό· δίκτυο Φωτισμού! καί ή κίνησϋ ολοκλήρΟυ αυτοΰ του απέθαντου μεγάρου1 όπου είχε τη φωλιά του ό1 Έριχ Πκάρφεν, ’Άν κατάφέο1 ναν φεύγοντας ν* αχρηστέ ψουν αυτόν τόιν σταθμό θά είχαν σίνουρα §να μεγάλο κέρδος. Τό μέγαοο θά βυθι ζήταν ατό σκοτάδι καί δλα' τά μέσα κινήσεως θά άτα^ νουσρν νιά ένα μικϊοό ταυλά χαστόν διάστημα. Στο διά-! στη,μα αυτό ο! τρεις δοσπέ-' τες θά εύο ίσκαν τόιν δρόμο· ν’ απομακρυνθούν άρκετά ΚΦ'
κατόπι ,μ* ένα άπό τά πολλά* καμιόνια πού υπήρχαν ατούς δρόμους θά μπορούσαν νά φθάσουν στην λίμνη, των Ψα1 οαινθοώπων. Ό «Ποωτεύς II» έπρεπε1· νά βρίσκεται εκεί ά-^ κόρα. Μιέ τεντωμένα δλ>α τά νεΟ-ι ρα του ατσαλένιου κορμιού τορ καί με (μάτια πού λάμπα νε άπό την άτπόφασι νά κερΗ δ ί ση ή νά πεθάνη, φούχτιασε τα πόμολο τής πόρτας καί τό γύρισε1 ελαφριά καΐί άθόρυ-* βα ό Σέρινταν. Ή πόοτα μι* σιάνοιξε. Τώρα ό βόμβος όα κουσπηκε πιο ζωηρός. Έροπξε μια ματιά -μέσα άπόι τόί άνοιγμα τής πόστας. Δεν εί χε νειλαίστή, Έδώ ^ ήταν ό σταθμός παραγωγής. Τόί βλέμμα του1 περ ιεριγάστη,κ!ε μ'έ προσοχή τό εσωτερικό τ'ου στάθμου. Δεν υπήρχέ κσ νείς έκε? ιμέσα. Τό πράγμα τού φάνηκε φυσικά κάπως πε ρίειογο αλλά σκέφτηκε δτι ό λα αυτά τά .μηχανήματα μπο οεΐ νά λειτουργούσαν χωρίς έπί'βλιεψίί ρυθμισμένα μέ είδικούς αυτόματους έλεγκτάς. Δρασκέλισε τό κατώφλι καί προχώρησε ένα βήμα. Σχέδόν άιιέσως αμως ένοιω σε πολύ άσκημα. ΚάΤι σκλη οό κσιοφώθηκ'ε στο δεΒ νε φρό·· τ'ου κάί ιαιά Φωνή σά σφύρ ι νμ σ ψιιδιίου * αντηχήσει στ’ οώτιά του. λ— Απάνω τά γέοια σπι ούνε! "Αν κάνης πώς φτ'ειονί ζεσαΐ' στην άναψα! Μέ λέίνε Χάΐτλ καΐί ίσως θυυσσαι τ’ δνουά μου άπό τη Γή! *Έχω
στείλει στο νεκροτομείο τταλ
λούς σπιούνους σάν και σένα. Ό ντέτεκτιιβ ήξερε1 πώς αυτό πού τόιν πίόζε στο δεξΐ νεφρό ήταν ή κάννη ενός πιστολιού. “Ήξερε επίσης οτι αυτός πού άκαυγε στο ά νομα Χάϊτλ ήταν ένας άπαί σιος δολοφόνος. Άλλα δεν δί στασε. Λεν του επιτρεπόταν να διστάση. Δεν έπρεπε να χάση, ούτε ένα λεπτό. Τό αί μα κυκλοφόρησε1 σαν κοτ χλάζαυσα λάβα» στις φλέβες» του. Κινήθηκε απίστευτα! γοργά. Χωρίς νά μ ιλήκτη έ δειξε πώς συμιμορφωνόταν ιμέ τη διαταγή του συμμορίτη κάί πώς ετοιμαζόταν» νά σηκώση τά χέρια. Μά τα χέρ ι'α δεν πήγαν ψηλά. Κατευθύνθηι καν πλάγ ι α. Στρ ΐφογυρίζάντας απότομα πάνω στις φτερνιές του φοόχτιασε με το αριστερό χέρι· τό λαιμό του άυμμορίτη ενώ τό άλλο σέ άγημα γροθιάς τινάχτηκε μέ μΐιάν άσυγικράτητη, . δύιναμι» πρός τά εμπρός και συνάντη σε τό σαγάνι- του. Ό συμμο ρίτης έβγαλε ένα μοιυγγρητό κάί δοκίμασε νά πυροβόλη ση. Μιά δεύτερη, γροθιά πιο δυνατή όμως άπό την πρώ τη^ τόιν έκανε νά χάση, κάθε διάθεσίί άντ ιστάσεως. Πήρε ένα υπέροχο μάκίροβοΰτι καί βρόντησε σαν άδειο σακικί πάνω στις μηχανές. Ό Σέρ-ινταν σφύρ ιξε ελα φρά. Ή Νάνσυ κι" ό Σουλιιβαν φάνηκαν στο κατώφλι. Τους ένειιχτε νά πλησιάσουν. λ-— Πηγαίνετε πρός τά έκεΐ, τους ^είπε. Αύττή ή πόιρτα του βάθους βγάζει· κατευ
θείαν στο δρόμο. "Έφτασα. "Ενώ ή Νάνσυ κάί ό καθη γητής προχωρούσαν πρός την έξοδό- εκείνος περιεργά στηκε μέ μιιά γοργή ματιά τις μηχανές. Τό βλήμμα του ταξίδεψε σ" άλα τά γύρω. Λεν άργησε νά ξεχωρίίση τόιν γενιΐκό διακόπτη*. ?Ηταν αυ τό ακριβώς πού ζητούσε. Άρπαξε ένα σιδερένιο σφυ ρί ποίύ βρέθηκε μπροστά του καί κατάφωρε δυνατά χτυ πήματα στον διακόπτη. "Ηλιε κτρίίκοί σπινθήρες ξεπετάχτη, καν καί αστραπές άπό ένω σε ις κάλωδ'ίιωιν πήδηισαίν άπό τ ά πλ αίσ ι α τροφοδοτήσεως. Κι" ύστερα άπότομα άλα βιυ θίΐστηικαιν στο σκοτάδι». Μιά μυρουδιά άπό καίόμενο λάστίχο γέμισε τον αέρα. Ό Τζόε Σέρινταν χαμογέ λασε. Ή δουλειά άρχιζε κα λά. Μέ γοργό βήμα έφτασε στην έξόδο. Ή κοπάλλα κι" ό Σούλιβάν τόιν πηρίιμειναν. "Έξω στό δρόμο· άλα ήταν έρημα. Τρέχοντος άπρμακρύιν θηικαν άπό τό· βυθισμένο στό σκίοτάδτ μέγαιρα τρύπωσαν σέ μιά πάροδο. Μέσα στην γκρι ζα ρμ,ίχλη ξεχώρισαν τριάν τα μέτρα μπροστά τους ένα καμιόνι. —Είναι» ο,τι» »μάς χρειάζε ται !, είπε1 ό ντέτεκ,τιβ. —- Σωθήκαμε Τζό!, συμ φώνησε ή Νάνσυ1. ΑΝ1ΚΗ
ΕΚΑΝΑΝ μερικά βήματα πρός τό αυτοκίνητο. "Α4 πότρμία όμως σταμάτησαν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ^Εϊνας ίσκιο ς ισόαλιαψε κον τά στ3 αυτοκίνητο. Μιά σκιά γίλύστρησε στο σκοτάδι. Ό Σέριινταν έσφιξε τά δόντια του και βαθ'ειά χαντάκά αύλάκωσαν το μέτωπό Του. Δεν υπήΐριχίε αμφιβολία πώς κά ποιος τους παραμόνευε. Κρά τησαν την αναπνοή τους καίί περίμεναν. Ν«αί-, δεν είχαν γιε λαστή. Ό ίσκιος σάλεψε πά λι„ Τά μάτά του Σέριινταν άστραψαν. Δεν έπρεπε νά καθυ στερήσουν. — "Οτοιος κι5 δον είναι θά φύγηι από τη ιμέση!, γρύλλ ι σε. Μείνετε εδώ Νάνου καί Μώρις. Θά τον άναλάβω έ·< γώ! Σέ λίγο θά τοοξίιδεύη για τήν κόλασι! Πατώντας αθόρυβα σά γάι τα γλύστρησε μέ προφυλά ξεις προς τό ίμερος του αυτο κινήτου. Τό βλέμμα του έψα-* χινε προσεχτικά στο σκότα-» δι. Στο χέριι κρατούσε τό πι στολι ακτινών πού είχε πά ρε ι από τό συμμορίτη του σταθμού.Είχε περάσει τό δά χτυλο στη σκανδάλη. Πληι σίασε περισσότερο. Σκυφτός έκανες μερικά ακόμα βήματα. Τί διάβολο λοιπόν είχε γίάει αυτός ό ίσκιος; Δεν έβλεπε τίποτα ούτε άκουγε τίποτα., —■ Θά γελάστηκα!, μουρ μούρισε. Δέν ήταιν κανείς. __ Γόρισε προς Τό μέρος τής Νάνου κάί του Σούλιβαν. Σφύριξε συνθηματικά., Ή κίοπέλλα κι* ό καθηγητής κινήθηκαν προς τό μέρος του., Πήρε μιά θαθειά άιναπνοή. Έ|πί τέλους δλα πήγαιναν καλά.Αυτο τό έγκαταλειμμέ-
ι/ο καμιόνι ήταν ή σωτηρία τους. -—Δόξά σοι ό Θεός!, άνα στέναξε. -αφνικά όμως τούτος ό ά; ναστεναγμός κόπηκε στη μέ1 ση. 3 Από τό αυτοκίνητο κά ποιος σάλταρε κι* έπεσε βα ρύς απάνω ατούς ώμους του. Ταχύς σαν αστραπή ό ντέτε-! κτιβ έσκυψε καί μέ μιά από τομή κίνησι τίναξε από του£ ώμους του1 τον άνθρωπο πού είχε γαντζωθή απάνω του1. Ό ίσκιος διέγραψε ένα τόξο στον αέρα σαν λαστιχένιο μπαλόνι1 κι3 έπεσε βαρύς στό’ έδαφος. Ό Σέρινταν σήκωσε τό πιστόλι, καί σημάδεψε. — Χριιστοάλη μου! Τήν έπαθα! , ξεφώνισε ό ίσκιος.. Τό δάχτυλο πού ετοιμαζό ταν νά πίεση τη σκανδάλη σταμάτησε καί ό θρυλικός ντέΤεΐκτιβ ένοιωσε .μιαν ανα τριχίλα νά διαπερνάη τό σώ μα του. Αυτή ή φωνή! Αυτή ή φωνή ήταν πολύ γνώριμη,. — Μί'κυ !, φώναξε 6 Σέριν τα μέ φωνή πού έτρεμε. — "Ωχ!, άναστέναξε 6 ίσκιος. Αυτό ήταν πρώτης γραμμής άεραπλανικό κόλπ’ο! Λίγο άκόμα καί θά γι νόμουνα κιμάς. *Ώχ!Χρι~ στούλη μου! Μ* ένα πήδημα ό ντέτεκτιβ βρέθηκε κοντά του. Τον άρπαξε στην αγκαλιά του καί τον σήκωσε. * Ηταν πρ·α) γματικά ό κοκκυναμάλλης πι τσιρίκος. Γούρλωσε1 τά μά τια του γιατί άκόμα δεν μπο ρούσε νά πστέψη, σ* αυτό πού έβλεπε. "Όλο» τον νόμι-» ζοον νεκρό καί νά πού τώρα
ΥΠ^ΑΝθΡηΠΟΙ
ξίρπετ άχτηκε αλοζώντ οαν ο ς μτηροστρά τους, — ΕΤσοοι ζωντανός λοι^ πόν Μίκιυ1! — Εΐμαι*! , βόγγησε το παιδί. "Ώχ, Ποον'αγίτσα μου! Μέ τάραξες κύριε Σέριινταν. Σέ είδα άττό μακρυά μέσα στο σκοτάδι και δον σέ άνα-> γνώρισα. "Αλλά την έπαθα. Κι’ εγώ ερχόμουν ό ψουκα-ι •ροος νά σάς βοηθήσω. Ή Νάνσυ κι,5 ό Σούλι βαν πού έ!χαν τρέξει σ5 αυτό τό μεταξύ στάθηκαν σαν κεραυ νοβαληιμ είναι1 καί κύτταζαν βουβοί από συγκίνησι καί έκπληξι, τόν Μίκυ. "Υστερα ξαφνικά ή Νάνσυ άπλωσε τά χέρια τηις καί τον άγκάλιασε. — Δεν πιστεύω. Θεέ μου νά άνίειιρεύωμαι!, ψέλλισε. — ""Οχι. Δεν ονειρεύεσαι δεσποινίς Νάνσυ! , είπε τό παιδί. — Πώς βρέθηικί&ς έδώ; ρώ τησε ό ντέτεκτΓβ. 5Αλλά πά με πρώτα νά μπούμε στο αυ τοκίνητο. Μάς τά λες ενώ θά ταξιδεύουμε! — Τζίφος!, άναστέναξε 6 Μίκιυ. — Δηλαδή; ^— Τό αυτοκίνητο δεν έχει ούτε μιά σταγόνα βενζίνης ! Ό Πκιάρφεν^ είχε στείλει μ’ αυτό στη λίμνη, τών Ψ.άραν θρώπων καμμιά δεκαπεντα ριά συμμορίτες νά διαλύσουν τόν «Πρ,ωτέα». 5Αλίλά δεν τά καταφέραΜε. Ό 5!ζάφ Ναπ λά τούς κανόνισε μιά χαρά! ^Υστερα εγώ τού την έσκαΝ σα τού 51ζάφ ^Ναΐλά. Τόν ά φησα νά κοιμάται. Πήρα τό
31
αυτοκίνητο κι5 ήρθα νά δω πώς θά μπορούσα νά σάς βοηθήσω. Έδώ σταμάτησα, χ-καη/ί^ ή μηχανή χωρίς βενζί νη δεν πήγαινε πιο πέρα. Τήρα βέβαια ό "Ιζάφ Ναϊλά θά θυιμώση πού τόν άφησα νά ροχάλίζη. 5Αλλά δεν εν νοούσε νά κόυνηιθή τηρίν ξη-’ μερώση. Ό ντέτεκτπβ κύτταξε τή Νάνσυ1. Ή Νάνσυ κύτταξε τόν Σούλΐιβαν. Ό καθηγητής1 τής 5Αστροναυτικής κούνησε τό κεφάλι του. Αύτό> τό ανο μία τού "Ιζάφ Ναϊλά τό είχαν ακούσει καί άλλοτε από τό στόμα τού παιδιού. 5Αλλα καί τότε ήταν ταραγμένο δ-! πως καί τώρα. — "Έπαθε έγκεφάλικη διάροση.!, μουρμούρ ισε ή Νάν συ καί τά μάτια της γέμισαν θλΐψι. Τού φέρθηκες άγρια Τζό. Δεν έπρεπε να τόν τινάξηις από τούς ώμους σου μέ τόση δύναμί'! Ό Τζόε Σέριινταν κάτι έτοιμιάστηκε νά πή για νά, δι καιολογηθή. "Αλλά δεν πρό φτάσε. "Άγρια ουρλιαχτά σει ρήνωιν συναγερμού αντήχη σαν μέσα στη νύχτα καί χι λιάδες προβολείς άρχισαν νά σαρώνουν τόν ουρανό καί ό λα τά γύρω. — Πήραν μυρουδιά σπ τό σκάσαμε!, γρύλλισε ό ντέτεκτιβ. Δρόμο. "Άφησαν· τό άχρηστο αυ τοκίνητο καί τρέχοντας βγή καν έξω από την πάλι. Διέ σχισαν τόν μεγάλο ασφαλ τοστρωμένο δρόμο και σκορ φάλωσαν στην πλαγιά ένός λόφου. "Από μακριά είδαν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ο άπαίσιος βασανιστής..^ §να οχυρό. 9 Ηταν στημένο έ“ κεΐ ένα τφάοτιο πυροβόλο. — Τάνκς πρύ ττετάνε! > Μέσα σ' αυτό το οχυρό θά φώΜαξε ό Μίκιυ δείχνοντας μπορούσαν νά κρυφτούν κίαΐ τον ουρανό.. έν άνάγκη νά αμυνθούν μέ— Μάς ανακαλύψανε!, χρις. έσχατων. μούγγρισε ό ντέτεκτκβ στη—ιίΊρας τά έκεΐ!, διέτα Χώνοντας ψηλά τά μάτια του. Προσοχή!^ Θά^ καλυφθουμ’ε ξε ό Σ έρ ιντοϊν. Οι δυο πυροβολητές δεν καί θά τούς βάλουμε στο ση είχαν ξύπνησε ι< καλά·—καλά μιάδι. "Οσα περισσότερα α πό τά ιπτάμενα αυτά τέραακόμα από τά ουρλιαχτά των τα ρίξουμε τόσο τό καλύτε σειρήνων όταν δέχτηκαν την ξαφνιική έπίθεισι. Ό Μίκυ ρο. κι5 ό Σέρινταν ιμέσα σε δυο Είδαν τά ιπτάμενα γιγανλεπτά τους έβγαλαν έκτος ' τι'άία τάνκς νά πλησιάζουν. Γλώσσες φωτιάς ξεπήδησαν μάχης. Τώρα ήταν κύριος από τις κάννες τιώιν πυροβό τιοΟ' πυροβόλου. Μέ μιά μα λων τους. Βλήματα μέ φοβε τιά πού Ιριρί'ξε γύρω του ό ρές εκρήξεις άρχισαν νά ττέ Σέριίνταν διαπίστωσε μέ ικα νοποίιησΓατι υπήρχαν έκεΐ ά ψτρυν σάν βροχή στο άχυρό. — Τζό!, φώναξε ή Νάν φθονα βλήματα. — Θά πολεμήσουμε!, φώ ου . Κ ύττ αξε έκεΐ. Ό ντέτεκτ ιβ κύτ τάξε ναξε γεμάτο ενθουσιασμό το προς τό μέρος πού τού εδει παιδί·. νιι/ε ή κοπέΧλα. Μιά μεγάλη Έπρεπε νά πολεμήσουν. τεράστια σφαίρα πού έμοια Αιαφορετιΐκιά δεν γινόταν, θά ζε σάν άσήμι προσγειώθηκε έδιναν ιμαν άγρια μάχη. Τη μεγαλύτερη μάχη πού έδω διακόσια .μέτρα πιο έκεΐ άπα τό άχυρό. Μιά πόρτα ά^οιξ'ς σαν ποτέ τέσσερις άνθρωποι κγ' από τό σφαιρικό αυτό άέναντ'ίον μιας στρατιάς κα οτιρόπλοιο άρχισαν νά βγαί κουργών έφωδιασμένων μέ ολα τά τελειότερα μέσα κατα νουν άνθρωποι. Οι άνθρωποιι αυτοί ήταν άοπλοι καί ψο-ι στροφής. Γ ιιά κανένα λόγο δέν ρουίσαν ομοιομορφίες φόρμες έπρεπε νά παραδοθούν. Ό Σέρινταν είδε για μιά στί/σάν κι3 αυτές πού φαρουν στις φυλακές οΐ κατάδικοι. Υμή τον έα’υΤό' του, μέ τά Τά πρόσωπα των ανθρώπων μάτια τής φαντασίας του, μέσα στο γυάλινο φέρετρο πού έβγαιναν από τή σφσΐ^ ρα ήριαν αξύριστα και κατοο*; του Έριΐ>Χ Πκάρφεν κάτω α βεβλημένα. Τό βλέμμα τους πό την έπίίδρασι τής φόβεεΐχε κάτι τό απλανές και τό ρής πράσινης άκτίινας και άζωώδες. ' ναρρίγησε. "Όχι! Χίλιες φο — Σκλάβοι του Πκάρφεν!, ρές ό θάνατος παρά τό φρι χτό μαρτύριο πού ττροέτοΗ Υρύλλίισε ο Σέρκνταν. Σίγου ρα . είναι άνθρωποι από τούς ίμαζε γι3 αύτον και \ους α γαπημένους του συντρόφους όποιους έχει- άφαίιρέαρ κά-'
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
θε ΐχνός θελήσεων καί ττρο σωττίικότηιτ-ας ό άττα ίσιος κου κοΰιρ,γος. — Προς το τταιοον οίκος 6έιν .μιττιοροΟίμε νά ασχοληθού με .μ5 αυτούς!, προσθεσε. Πιοοσοχή. Πυρ! Κοαμιμ,ιιά ο βίδα μίας δον ττ,ρέττε ι νά ττάη χαμεΐνηι. Καί ή μάιχη άρχισε. *ΗΤ€
33
τσιν μια μώχηι σκληρή και &νιση. 'ΈΙνας αγώνας μεταξύ του Καλού κσίί του Κακοί). Μια δράκα, ηρωικών αΜθΙρώπιωιν· άίττοφασ ιίσμέΙνων νά κερ δίσουν η νά πίεθάνουν, τά εβαζίε με χιλιάδες κακΡύργοίυς. "Ένας Θεός μονάχα μττοοουισίε νά ξερή του θά κατιϋληγε αυτή ή μάχη,,.. Ο 1
Συγγροτφβΰς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
* Απαγορεύεται ή Αναδτνιιοσ ίευσι γ II ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ ■ΦΑιΓΊΑΤ I Κ Ο Α) Σ Τ Ρ Ο Ν ΑΥΤΗ, θεσσαλονίκην.— Τά γραφεία του «'Υπερανθριώπουί» είναι στην ό!δό Λέ'κίκσ 22. Τά πρώτα όικτώ τεύχη Αποτελούν εν σι θαυμάσιο χρυσοπανά&ετο τόμο, πού πωλείται γι’ αυ τούς πού έχουν τήν ταυίτότηΤα του ’ Λίστρο ναύτη- μόνον 14 δοχ © Γ. ΣΙΟΑΩιΜΟ, Άθήνος,— Πή,οσ το ω ραίο γράμμα σου και μέ συγκι νησίες μέ τον ενθουσιασμό σου. Τό τεύχος 9 μΐέ τήν ταυτόττντ τ ύπάοχείι στά γραφεία μας, Λέκκα 2'2, ύπάγεΊον, καί θά το πάρης μόνον μέ 1 40 δρχ Συγχαρητήρια γιά τήν διάδοσιν του πειο ιοδι,κοΟ σας Ο ΙΩ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, ΜάκκαΧα'λΙκιθικιήις.—'Η γνώμη μου είναι νά το Αγοράζης Από; τό περίπτερο τής συνοικίας σου, διότι άν σου τό στέλνω έγώ ταχυδρορικως θά Αργή κάπως, ,μέ συνέπεια νά στενοχωρηθής και νά μην δισιβάσης τό τερχος, ένω οί φίλοι σου θά τό έχουν ήδη διαβάσει Πάντως θά επιστρέφω τήν ταυτότημα ιιέ ένα τεύχος © ΧΑ Ρ ΚΑΠΡΟΝ, Θεσπιές, θ.ηβιών.— 'Η συνδρομή γιά ένα μήνα είναι- 9 δρχ. Στεί λε μου τό ποσόν σε γραμματόση μα εντός επιστολής, ποός τό περ1 οδικόν «Υπεράνθρωπος», Λέικκα 22 © ΑΝΔΡ-ΕΑ ΜΥΛ,ΪΤΣΗ, Ρό δον.—· Ευχαριστώ γιά τον ένθουσισσμό σου καί γιά τήν θερμή σου ύποστήριξι προς τό περιοδι κό σας. Μέρα μέ τήν ήμέρα αυ
ξάνεται 6 κύκλος των Αναγνω στών του «'Υπειρανθιρώπου» 'Ο ίΜ'ίικυ· σ’ εύχαιαιστεΐ γιά τόν θαυ μασμό και τόν Αγάπη σου Εί ναι Αληθινά ένσο συμπαθέστατος νέος. 'Ο Τζόε Σέιοινταν είναι ό ιδανικός τόπος του γενναίου Αν δρος. ό όποιος μέ τις άφθαστες ίκανότητές τουι καί τόν εξαίρετο χαιοσκ,τηίοα του δ'ηαιΐιουογεϊ γύρω του θαόμαστάς πού θά τό θεω ρό Οίσαν μεγάλ,ηι τους τιμή νά συ νεργαστούν .μαζί του ! 'Η θρυλι κή Νάνσυ εΐνα’ καί αυτή άξια της Αγάπης καί έκπιμήσεως τού Τίάε, Αφού δέν διστάζει κτί στήν τό έίπιικίΐνίδυνη Ατοστολό. Ασκεί νά είναι κοντά του. © Γ-ΕΩΡΓ ΛΑΝΙΤΗ, Λάρισα— 'Η βιβλιοδεσία τού1 τόμου κοστίζει 5 διοχ.4-2 γιά τά τσχυίδροιμιικά,—:7 δ;οχ ’ 'Ο τό μος έβ'ίβλί'οθετήθη σέ σκουοο απλέ καί ένει εμπρός χρυσά γράμμα τα 'Η όμΐΦάνισίίς του εΤναι έξαι ρετική . Ο πεωργ δέλενδα, ά θήνας — Σ Τά γραφεία μας πωλο-Οίνται 6λα τά ποιοη γούμενα τεύ χη του «Ύπε,ρ ανθρώπου» καί κο στίζουν 1.40 δρχ έκαστον. 'Η καλύτερη διαφήμισες γιά τό πε ριοδικό σας, είναι νά τό συατή■νέτοι στους φίλους σας. 'Η Νάνσυ εΤναι ένα θαυιμάσΌ κορί τσι καί σ’ ευχαριστεί γιά τά κα λά σου λόγια
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΙΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία: 'Οδός Αέκκα 22 — ΑΡΙΘ- 12 — Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41, ΟΙκονοιμτκός Δ)ντής: Γεόργ. Γεωργιάδης, Σφίγγός 38. Προϊστά μενος Τυπογραφείου: Άναστ. Χατζηδασ(λείου, ΣοοπφοΟς 2. ΔΕ ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γεώργ. Γεωργιάδην, Λέικικα 22 * Αθήνα ι
Συγκλονιστικό, δραματικό και συναρπαστικό είναι τό επόμενο τεύχος του «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», τό 13, που κυ κλοφορεί την ερχόμενη Τετάρτη μέ τον τίτλο :
ΟΙ ΕΞ&3ΚΟΣΜΟΙ ΕΦΟΡΜΟΥ Ν 'Ο θρυλικός ντέτεκτιβ του Άπειρου, Τζόε Σέρινταν, μέ τή συντροφιά τής αρραβωνιαστικιάς του Νάνσυ και του μικρού ριψοκίνδυνου φίλου του Μίκυ, αντιμετωπίζει τά έξώκοσμα τέρατα πού έφορμουν στη Γή καί την απειλούν μέ καταστροφή καί έκμηδένισι.
ΠΓΑΠτατΗΐ ιουίκηίίΐΐ 7θ ΠΑΙΔ\-ΑΓΡΙΜΙ ΡΙΧΝΕΙ ΤΟ ΛΙΘΑΡΙ ΜΕ ΟΛΗ Τον ΤΗΔΥΝΑΜΙ
Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ· ΤΖΑφΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠI Ο ΔΥΝΑΤΟΣ*
Ό ΤΖΑΦΤΑ ΝΙΚΗΣΕ ΠΑΛΙ
ΕΙΝΑΙ ΠΟΛν ΛνΝΑΤΟΣ
«38· Λα
/ Λ/ [ Α.·> γΓΗ
&
ΤΟΡΑ ΘΑ ΠΑΛΕΨΕΤΕ \ ΜΕΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ
ί 'Ί
Χ/Α
^^3
ιίπιΙΙί**^
\
'νβίΡΛ,ί
^6 ' V1 Λ1
$«&·, κ£λ. *λ β
11|λ
%μ ·/ 1 ι;
©Α ΔΟνΜΕ. ΑΝ ΘΑ ΝΙΚΗΧΗ Αντ*» ΤΗ φΟΡΑ, ΤΖΑφΤΑ! γ/^ΗΪΓτΛΟΖΣ^Σον^ Μ ΓείΝΑΙ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ^ \ι(απο το νΐίΧΕΡΙ Χονϋ!|^
-Λ
μ
Ε|£
Γ
Λ λΙ ΙΧλ ΛΓ * 111ιΛ^βΒ^βτ ' # Χ'Βιητ 11 ^Μτ ■» / λ
Α
4 ι |] ί Μ Γ
| / >ΗΗ «V Βλ
ΟΙ ΕΞΩΚΟΣΜΟΙ ΕΦΟΡΜΟΥΝ ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ δνθρωποι, δυο άντρες, ίμια ρείλαχιροιίνιή κίδπέλλα ικι5 έίνΌ>ς κακικκνοιμάίλ λης 'γγΐιτσι|ρ·ΤίΚιθ*ς, έδιιναν έκ'εανο τό ξηιμέροοιμα ιμιδον αγρια κιαι ,χ-ωιρ^ς έιλπίί'δα ιμάχη έναινπίιοιν τώιν- ιπταμένων ιμηχα-
ν„ .ν. '»·ν.
Ή γροθιά του Σέρινταν πέτυχε τον συμμορίτη στο στομάχι.
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ν®κ ινήτων
του άρ χ ι εγκλημα τία 3Έ)ρ*ιΐχ .Πκάιρφεν, του· υττ5 αριθμόν ·1 ειχίθρού του κό σμου (*). Ό Θίριυιλί'κό.ις α στροναύτης ντέτεκιτ ι β ό προ στάτης τού Δικαίόυ καί α μείλικτος διώκτης των κα κούργων ήταν ό ένας από τους άντρες. Ό άλλος ήταν 6 διάσημος καθηγητής τής Άστροναυτ ι κή,ς Σ ούλ ι 6 α ν πού τον οΐχιε ψαρέψει ναυα γό στο διάστημα τό κοίτα6 ιωικτ ι κιό άστρόπλο ι ο τ ής Διαπλανητ ικής Αστυνομίας «ιΠίρωΤεύς II» (**). Ή ,μελαχίροινή κοπέλλσ ήταν ή ά φοβη καίί τολμηρή ιοέποιρτ'ειρ' τής μεγάλης: ©φϊηίμιερ ίδιος «Χρονικά τής Νέας Ύάρκ,ης» Νάνσυ ’ΈβιΙλγκιτον αρραβω νιαστικιά καί αχώριστη, σύν τροφος του ΣέιρινΤαν. Ό κοκ κινομάλλ,ης πιτσιρίκος ήταν ό Μίικυ, ό μ ικρότειρος άστροναύτης τής Γης, που συνώδευε πάντα τον Τζόε Σέρινταν στίς διαπλανητπικές πε ριπέτειες του. Μέ αφίιντά τά δόντια, τεντωιμίένα τά νεύρα καί άλες τις ϊΐνες τού κορμιού τους σέ συναγερμό·, τ αμπουρ ωμέ νο ι στο τσιμεντένιο οχυρό πού είχαν καταλάβει ύστερα από μα ηρωική έφοδο οί τέσσερις άνθρωποι 'πολειμούσαν σαν λ ι οντάρι α. ΧρησιμοποΊ ώντ ας (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος τού Υπεράνθρωπου «ιΗ με γάλη μάχη». (**) Διάβασε τό τεύχος τού Υ περάνθρωπου που £χει τον τίπλο «Οί "Ανθρωποι — ψάρια».
το μεγάλο πυροβόλο που βρισκόταν στό: όχιυρό έστελ ναν την .μια πίσω από "την άλλη τίς οβίδες στόιν ιάέρα σημαδεύοντας τά ιπτάμενα τάνκις πού έκαναν μια λυσ σαλέα έπίθεσι εναντίον τους. Αλλά ικα;ί τά χαλύβδινα αυ τά μεγαθήρια διαγράφοντας μεγάλους κύκλους πάνω από τό οχυρό έρριχιναν βροχή α πό πυρωμένα βλήματα Χώματα καί πέτρες τινά ζονταν δεξιά κι5 αριστερά γύ ρω άπό· τον θρυλικό Σέρινταν καί τούς συντρόφους του. Λάμψεις καί εκ,κωφαντϊκές εκρήξεις γέμιζαν τον, αέ ρα.. 9 Ηταν ιμ,ιά απερίγραπτη κόλασι φωτιάς, κρότων καί καπνών, μέσα στην όποια ζού σαν τίς πιο. κρίσιμες στι γμές τής ζωής το-υις οϊ τέσο ερ·ις ηρωικοί αστροναύτες τούς.^ οποίους μέ κάθε θυσία ζητούσε νά αίχμαλωτίάη ό Έ ρΐ’Χ Πκάιρφεν. Μέσα στό βλέμ μα ρμοας καίί των τεσσάρων αυτών ανθρώπων ήταν χαρα ραγμένη ή άπόφασι: Νά πε θαίνουν παρά νά παραδοθούν. Νά θαφτούν κάτω από: τά έ-, ρείτπα του οχυρού, παρά νά ξαναπέσουν στά χέρια τού απαίσιου βασανιστή καίί νά. κλειστούν πάλι στά χαλύβδι να κλουβιά από όπου πριν λίγες ώρες είχαν πετύχε ι · νά ξε φύγουν. ς— ι Κανένα βλήμα· δεν πρέπει ^ νά ^ πηίγαίίνη χαμένο !, είπε ^μέ μάτια πού λάμπανε ό Σέρινταν. 'Όσα περισσό τερα από τά σατανικά αυτά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ:
μήχαινηΐμ αττα καταστρέφουμε τόσα λιγώτερσ άπ" αυτά θά διαθέτη, ό Γκάρφεν όταν κά νη. . την ύπουλη. έπίθεσί του1 εναντίον τής Γής ί —- Δεν θά προφτάση !, φώ ν,σξε ο Μίίκιυ καθώς πάσσαρε μά οβίδα; στη Νάνσυ γιά να τροφοδότηση το. πυροβόλο. Ό Ίζάφ Ναϊλά θά τον κάνη •νά φιωνάξη στά δπλα! Έχει νά γίνη: μεγάλο γλέντι δταν ξυπνήση ό 51 ζάφ Ναϊλά! (*) Ό Σούλιβαν έκλεισε τό μάτι στον ντέτεικτιβ. Ό ιντέτε κτιβ ένευα ε καταφατικά. * Η ταν σά νά συμφωνούσε μέ τον καθηγητή. Ή μεγάλη τα ράχη—έτσι πίστευαν δλοι— σάλευε* τά λογικά του παι διού και φανταζόταν ή έβλε πε διάφοιρα^ ανύπαρκτα πρά γματα. Οί άντρες δεν μιλοΰσαν. Ή Νάνσυ όμως καθώς έσπρωχνε την οβίδα στό με γάλο πυροβόλο δεν μπόρεσε νά ικίρατηιθή. — Άρχισες πάλι τά πα ραμύθια, Μίκυ, τον μάλλωσε. Στ αίματα νά κουβεντιάζης γι’ αυτόν τόιν πώς τον εΐπες; Ίζάφ Ναϊλά! "Άφησε τά παραμύθια1 και φέρε κανέ (*) Ό Μ ζάφ Ναϊλά δτπα>ς γνω ρίζουν οι τακτικοί άναγ/νωστιε ς του «Ύπίφανθρώττου», είναι ό με γάλος προστάτης του Μίιιου. Είναι ένας Ύτπδράν^ροττΓος άτπό τάν πλα νήτη ιΠαάτ, αόρατος γιά δλο-υις τούς άλλους και όρατος ιμονάχα στο παιδί. 'Ο Σέριινταν, ή Νάνσυ καί ό Σούλιιβαν, έτπειδή δειν εΐχαν δή ποτέ τον 4 Ιζάφ Ναϊλά, δταν ιμιλάη ό Μίκυ γι* σύτόν τον κυττάζουν θλιμμένα. Νομίζουν πώς πα θαίνει τταρακρούσεις.
να βλήμα πριν μάς τσακί σουν. Τό παιδί ζάρωσε τά μού τρα αλλά δεν είπε κουβέν τα. ^Άρπαξε μιά καινούργια οβίδα καί την πάσσαρε στη Νάνσυ. Ό Σέριινταν σκοπέυ σε. Ό Σούλιβαν πάτησε τό κουμπί. Τό πυροβόλο κλώ τσησε ηρός τά πίσω καί τό βλήμα έφυγε σφυρίζοντας. " Ενα ακόμα από τά ιπτάμε να τάνικς κομματιάστηκε κα:ί τυλίχτηκε σέ καπνούς καί φλόγες. — ΤΙέντεΙ, φώναξε ή Νάν ου. — Ό Θεός νά δώση νά γί νουν σύντομα εκατό!, άπο:< ρ ίθηικε ^ χαμογελώντ ας κα θώς σκόπευε πάλι 6 Σερκνταν. Πραγματικά πέντε άπό τά χαλύβδινα μεγαθήρια είχαν κι" αλσς καταστραψή καί τά συντρίμματα τους είχαν σκε πάσει τις πλαγιές του λό φου. "Ομως καί εκατό άν πρό'φταιιναν νά καταστρέψουν όπως ^ευχότανε ό ντέτεκτιβ, καί πάλι δεν θά έκαναν τίπο τα.^ Ό ουρανός είχε γεμίσει άπό ^ μηχανές που έστελναν χαλάζι τις σφαίρες καί τις ρουκιέττες εναντίον τους. Τό άχυρο φυσικά^ ήταν πολύ ι σχυρό άλλα πόσο θά μπορού σε νά κράτηση; "Όχι έπ" ά πειρον βέβαια. Γιατί τώρα έκτος άπό τά ιπτάμενα τάνκς είχαν μπή ^στή μά^η καί πυ ρ αυλό κ Μέ ιδρωμένα πρόσω πα καί αναστατωμένα μαλλιά ωστόσο οι τέσσερις άνθρω ποι τροφοδοτούσαν γοργά
και μεθοδικά τό μονοοδικό ττυ ροβολο πού διέθεταν κάνον τας μεγάλες ζημιές στους έπ1 δρομείς. —- Τα πυρομοοχικά μας τε λειώνουν!, ακούστηκε ή φω νή τού Σούλιβαν. Σε λίγο τό πυροβόλο δεν -θά μάς χρη σιμιεύη σέ τίποτα. " Ολο ι ένο ιωσ αν αποτα,μ α άσκημα. Αυτό τό νέο ήταν κάτι πού έμοιαζε πολύ με απαγγελία θανατικής καταδί κης. Ό Σούλιβαν πλησίασε κι3 άφησε κοντά στη βάσι τού κανονιού τό κασόνι πού ε'ίγε φορτωθή από τό έσωτερικό τού οχυρού. Ό ντέτεκτιίβ στήλοοσε τό βλέμμα του στο κασόνι και μέτρησε τις ο βίδες. Δεν ήταν περισσότε ρες από δέκα. Ό καθηγητής εΐχε δίκιο. Σέ λίγο θά^ήταν υποχρεωμένοι· νά σταυρώσουν τά χέρια περιμένοντας τάν θάνατο. Τίποτα δέν θά μπο ρούσαν νά κάνουν. —- Στο βάθος τού οχυρού υπάρχει μια πόρτα, είπε ο Σούλιβαν. Σίγουρα όδηγεΐ σέ κάποιον υπόγειο διάδρο μο. Ό διάδρομος αύτας πρέ πει νά έχη μια έξοδο. Νο μίζω πώς άταν εξαντλήσου με τά ττυρομαχικά μας σ3 αυτόν τον διάδρομο πρέπει νά καταφύγουμε. Αυτή ή υπό νομος έχει κατασκευασθή για την αποστολή ενισχύσεων απ’ έξω στο οχυρό σέ περίπτωσι. πού τό οχυρό θά ήτ αν μπλοκαρισμένο. 1 Κάποια αστραπή ελπίδας πέρασε άπό τά μάτια τού Σε ρινΤσν, Γιατί δχι; *Ίσως αυ
τή ή υπόνομος ώδηγούσε ατά κτίρια. —Κυττάχτε εκεί!, φώνα ξε ό Μίκυ δείχνοντας μέ τό χέρι του προς τά δεξιά. "Άλ λα τάνκς! Ό Σέρινταν έρρινε ένα βλέμμα τηρός τό σημείο πού έδειχνε τό παιδί. Μερικά α πό τά ιπτάμενα τάνκς είχαν προσγειωθή και κυλώντας α πάνω στις έρπίστρίιες πλησί αζαν για νά πλευροκοπή σουν τό οχυρό. Ό ντέτεκτιβ μέ έναν γρήγορο χειρισμό έ στρεψε την ικάννη τού κανο νιού πρός τά θωρακισμένα πού δέν άπεΐχ'αν τώρα πε ρισσότερο άπό πενήντα μέ τρα. -Πίεσε τό κουμπί βολής καί μιρ οβίδα τίναξε στον αέρα τό πρώτο τάνκ. Τά άλ λα ικοντοστάθηικαν. Αλλά μο νάχα γιά μια στιγμή. Σκόρ πισαν κι3 άρχισαν νά ρίχνουν μέ τά βαρεία πολυβόλα τους ενώ ταυτόχρονα πλησίαζαν. Βαθειά χαντάκια αύλάκωναν τό (μέτωπο τού Σέρινταν, κα θώς σκόπευε κΤ έστελνε τις οβίδες πρός τό μέρος των τάνκς. Ή πρώτη σειρά εΤ^ε όρκετές άπώιλειες. Πίσω άττό αυτήν όμως έφταναν κα τά κύματα άλλα τάνκς. -— Τζό!, είπε # μέ φωνή πού έτρεμε ή Νάνου. Είναι -μάταιη κάθε άντίστασι. — Δώσε μου βλήματα!, είπε άγρια ό Σέρινταν. — Τά βλήματα σ κολάσα νε !, φώναξε εύθυμα ό πιτσι ρΐκος πού σέ κάθε τέτοια φασαρία ένοιωθε τόιν εαυτό του πολύ ευτυχισμένο. Δέν 0-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
7
Τά δυο άστρόπλοια μέ τους συμμορίτες ήταν έτοιμα ν' άττογειωθουν.
πάρχει κανένα πια! Έχει δίκια ή δεσποινίς ΝάνσυΤα μάτια του ντέτεκτιβ τρεμόπαιξαν. "Ενα βλήμα σταγμένο από τά τάνκις επε>σε στην εξωτερική βάσι του οχυρού. Ακολούθησε μια δυνατή έκρηξι καί χοντρά κρμ μάτια τσιμέντου και σιδήρου τινάχτηκαν στον αέρα. — "Άλλη ;μιά τέτοια και σκαλάσαρε κι5 εμείς!, ακού στηκε ανάμεσα στα σύννεφα τής σκόνης και τού καπνού ή φωνή τού Μίκυ πάλι. Ό Σέρινταν έσφιξε τά δον τια. — Στην υπόνομο!, δραντο Φώνησε.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ
ΔΕΝ είχαν περάσει άκό μ α το κατ ώ φ λ ι τής σιδερένιας πόρτ ας π ο 0 ώ δ η γ ο ΰ σ ·ε ιστόν υπόγειο διάδρομο δταν •μιά καινούργια έκρηξι συνετάραξε ολόκληρο τό οχυρό. — Φτηνά τή γλυτώσαμε!, είπε τουρτουρίζοντας ό καθη γητής τής Αστροναυτικής. Λίγο ακόμα καί θά τήν πα θαίναμιε. Θά τούς βάζαμε στρν κόπο νά ψάχνουν τά ε ρείπια για ν’ άνακαλύψαυν τά πτώματά μας... Ή υπόνομος ήταν θολωτή. Τό σκοτάδι έκεΐ μέσα ήταν βαθύ και ό αέρας μύριζε ύ* γρασία και μούχλα. Από
8 .·.
■
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
τούς τοίχους έτρεχε νφό. Α ϊτό τούς τέσσερις ό Μίκυ .μο νάχα. είχε τό φανάρι του. 5Ατό τούς τρεΐς άλλους ττού είχαν πιαστή την προηγού μενη ημέρα αιχμάλωτος οι συμμορίτες τού Γκσρφεν τά είχαν πάρει αλα. Ό μικρός έδωσε τό φανάρι στον Σέρινταιν. ""Αρχισαν νά προχω ρούν μέ προσοχή!. Έπρεπε ναχούν τά μάτια τους κάΐ τ’ αυτιά τους ανοιχτά. Για τί καινείς δεν ήξερε σέ τί μπορούσαν νά βρεθούν μπρο στά από στιγμή σέ στιγμή. Βάδιζαν αμίλητοι δέκα λε πτά. ααψνικά ό ντέτεκτιδ πού τι ροπορ ευότ αν σταιμάτ η.σ ε . Σταιμάτησαιν κι’ ο·ί άλλου Σ’ αυτό τό σημεΐο ή υπόνο μος χωριζόταν ' στά δυο. Ποιο δρόμο τάχα έπρεπε ν' ακολουθήσουν; Προς τά δε ξιά ή τ' αριστερά; Μιά άμυδρή ανταύγεια φωτός φαι νόταν στο βάθος τού δρόμου πού ώδη,γούσε προς τ' αρι στερά. — "Ίσως είναι κάποιο ά νοιγμα πού βγαίνει στην ε πιφάνεια τού εδάφους, ψιθύ ρισε ό καθηγητής. Τό .φως πού βλέπουμε είναι τό φως τής - ημέρας. Ό Σέρινταιν συμφώνησε. λ— Εντάξει!, είπε, θά πάμε προς τά έκιεΐ. Καθώς προχωρούσαν όμως καί ζύγωναν προς τό φως στ5 αυτιά τους έφτασαν πα ράξενοι θόρυβοι. — Σ ά νά σκάβουν!, είπε ό Μίκυ. Κοντήν αν τό βήμα τους
αλλά δεν σταμάτησαν. Βάδι ζαν διμως τώρα με περισσό τερες προφυλάξεις. Βρέθη καν σέ μιά καινούργια στρο φή τού δρόμου. Ό Σέριντάν πρόβαλε τό κεφάλι του γιά μιά μονάχα στιγμή από τή γωνιά καί τραβήχτηκε προς τά πίσω ξαφνιασμένος. Ένα ρίγος Φρίκης διέτρειξε τό κορμί του. Τό θέαμα πού εί χε άντικρύσει τον άιναιστάτω σε. "Υστερα από τή στροφή ό δρόμος γινόταν απότομα κατηφορικός καί στο τέλος αυτού τού κατήφορου σέ βά θος εκατό καί περισσότερο μέτρων κάτω από τό φως εκτυφίλ,ωιτ ικών προβολέων δού λευαν ένα πλήθος ανθρώπων. Φορούσαν ρ ι γωτές φόρ μες κι" έσκαβαν χρησιμοποιώντας ηλεκτρικά σφυριά καί τρυ πάνια. — 01 σκλάβοι τού Γκάρφεν!, μουρμούρισε. Τά δυστυ χσμένα ανθρώπινα πλάσμα τα πού εϊδαμιε νά βγαίνουν από τό σφαιρικό άστρο πλοίο (*). Φαίνεται δτι ή θερμοκρα σία πού επικρατούσε στο βά θος αυτό ήταν αφόρητη για τί , μ ’ ^ §να κ α ινούργ ιο βλέ μ μ α πού έρριξε προς τά εκεί ό Σερινταν, είδε νά γυαλίζουν από ^τάν ιδρώτα τά πρόσω πα^ των σκλάβων. Οι φόρμες πού φορούσαν ήταν μουσκε μένες καί πολλο-ί από αυ τούς εξαντλημένοι γονάτιζαν κι’ έπεφταν. Τότε όμως οί (*) Διαβατέ τό -προηγούμενο τεύχος τοΟ «'Υπιεραινθοώττ-ου» ,-μέ τον τίτλο «Ή μεγάλη ιμάχη».
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
φολοακίες—συμμορίτες τγ ο ύ βρίσκονταν άνάμίεσά' τους και τους έπέβλεπαιν ώριμουσαν εναντίον τους. Στα χέ ρια τους κρατούσαν ρεγάλα μαστίγια καί τούς χτυπούσαν άγρια. — "Ορυχεία ουρανίου!, εί πε ό .καθηγητής Σούλι βαν πού είχιε πλησιάσει τ'όιν ντετ&κιτι«β και παρακολουθούσε κι3 εκείνος μ" έντρομο βλέμ μα τό θέαμα. Κι3 οι τέσσερις τώρα, ό ταν βεβαιώθηκαν πώς από τό σημείο πού βρίσκονταν δεν ιμπορούσαν νά τού ο δουν, στάθηκαν καί παρακολουθού σαν τό 8έ·αιμα. Ό Σούλι βαν είχε δίκιο. Οι σκλάβοι ήταν δ.ηιρηιμένοΊ σέ ομάδες. ^Αλ λοι έσκαβαν, άλλοι φόρτω ναν ιμικρά βαγονέττα πού κυ λαύσαν απάνω σέ σιδερένιες ■ρόγες -καί άλλοι χειρίζονταν μ .κρούς γερανούς. Ό Γκάρφεν χρησιμο ποιεί πολύ καλά τούς σκλά βους του!, είπε μέ σφιχτά δόντια ό Σέρινταν. 5Από αυ τό ορυχείο καί από πολλά άλλα πού θά ύπάοχουν ίσως σ" αυτόν τό πλανήτη βγάζει τά υλικά πού τού χρειάζον ται και κατασκευάζει τά ό πλα τά οποία, σκέπτεται νά χρησιμοποίηση εναντίαν τής ανθρωπότητας. Ή Νάνσυ αναστέναξε. ^— Και όμως Τζό!, είπε. Δεν μπορούμε νά βοηιθήσου:μιε αυτά τά δυστυχισμένα πλάσματα! — Προς τό παρόν ναί!, συμφώνησε μελαγχολικά ε
9
κείνος. Αλλά κάποτε δον κα ταφέρουμε νά βγούμε ζωντα νοί από αυτή την περιπέτεια θά ξαναγυρίσουιμε. Είδαν πώς δεν είχαν νά κάνουν εδώ τίποτα. Γύρισαν μπρος—πίσω. 3,Εφτασαν στο σταυρσδιρόμ ι τής υπονόμου κα] ακολούθησαν τον δρόμο πού ώδηγούσε προς τά δε ξιά. Είδαν τό άνοιγμα. Οι καρ διές τους χοροπήδησαν χα ρούμενα. Αυτός ό δρόμος (ο δηγούσε ποός την ελευθερία. "Από τό άνοιγμα φαινόταν ένα κομμάτι ουρανού. "Έκα ναν πιο γοργό τό βήμα τους. Μ:ά ιδέα καθαρού αέρα χαΐ δεψε τά ίδιρωιμένα πρόσωπά τους. Ρούφηξαν άπληστα τον καθαρό άέοα. — Νομίζω πώς τά καταφέραμιε!, είπε ό ντέτεκτιβ. "Ενας άπαίΐσιος καγχα σμός άκούστηικε σάν άπάντησι πού τούς έκανε ν3 άνατριχιάσαυν. Ταυτόχρονα α κούστηκαν υποχθόνιοι κρότοι καί κάτι βαού, ένα χαλύβδι νο- παραπέτασμα, έπεσε μι σό μέτρο μπροστά τους καί τούς έκλεισε τό δρόμο. Τό κομμάτι τού γαλάζ'ου ουρα νού πού έβλεπαν χάθηκε καί ύστερα γέμισε σκοτάδι. Στά θηκαν σά νά τούς' χτύπησε κεραυνός. ■ — Πώς αισθάνεσαι τώρα Σέοινταν; ακούστηκε δστεοσ από τό σαοκασ'τ ικό γέλ ιο ■ μια βαοειά φωνή πού' φαινό ταν πώο έρχεται από την κό λασι. Είχες πιστέψει πώς θά τά κατάφερνες νά γλυστρή-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σης άλλα ήρθες κι* έπεσες ό ίδιας στο δόκανο. Σε είχα προειδοποιήσει. Κανιείις δε μπόρεσε νά φύγη, ττοτέ από τά χόρια μου ζωντανός παιρά τή θέληισί μου. — Ό Πκάρφεν!, ψιθύρισε μέ σφιχτά δόντια κυττάζοντας γύρω ό Σέριινταν. Ό Γκάρφεν! Μολονότι βρέθηκαν απότο μα σ5 αυτό το πηχτό σκοτά δι τό βλέμμα του ντέτεκτιβ προσπαθούσε νά μαντέψη α πό ποΊα πλευρά τής υπονό μου ερχόταν αυτή ή φωνή. "Ομως τίποτα δεν μπόρεσε νά δή. Κάνοντας μονάχα μερι κά βήματα πρός τά πίσω διαπίστωσε πώς και ό δρό μος τής επιστροφής είχε κλιεί οει. Μιά χαλύβδινη πλάκα όμοια μ5 εκείνην πού είχε πέ σει μπροστά τους είχε πέσει και πίσω τους. 9 Ηταν φυλακι σμόνοι μέσα σ’ αυτή την υ πόνομο καί ό απαίσιος άρχικακούργος ξανάγινε κυρίαρ χος τής ζωής τους. — Υπάρχουν δυο τρόποι νά παραδοθης εσύ καί ή_ πα ρέα σου, Σέρινταν!, ακουστή κε πάλι μέσα στο σκοτάδι ή ψωνή τού Πκάρφεν. Ό ένας είναι νά σέ κοιμήσω γλυκά —γλυκά. Ό άλλος^ νά σηκόνσης τά χέρια ψηλά καί νά βγής φρόνιμα—φρόνιμα^ σάν άγγ ελούδ ι στήν έπ ιψάνε ι α. Τί λες Τζο; Ό τόνος τής φωνής ήταν γεμάτος άπό μιά φαρμακερή είρωνία. —- Κάνε δ,τι διάβολο θέ λεις!, βίρυχήθηικε ό ντέτεκτιβ
χωρίς νά βλέπτη, σέ ποιόν μί λησε. "Ομως δ/τι> κι* αγ κά νης νά είσαι βέβαιος πώς στο τέλος δεν θά γλυτώσης άπό αυτό πού σέ περιμένει. Πολύ σύντομα δεν θά αισθάνεσαι καίί τόσο περίφημα όταν ψή νεσαι στήν ηλεκτρική κα ρέκλα ! Ή φωνή έγινε τώρα όμοια μέ σφύριγμα φιδιού. — Είσαι ηλίθιος;, Σέριν ταν! Λυπάμαι πού δεν κατά λαβες ακόμα μέ ποιόν έχεις νά κάνηις! Ταυτόχρανσ ένα δυνατό φως γέμισε τό κομμάτι τής υπονόμου μέσα στήν οποία ή ταν κλεισμένοι σι τέσσερις άνθρωποι. Τό φώς εΐνε ^ένα άσπρο γαλακτώδες χρέψα που τούς τύφλωνε. Ό Μικυ αναπήδησε σά νά τυλίχτηκε σέ μιά δυνατή φωτιά. — Χρίιστούλη μου!, τσί ριξε. — Τζό!, κραύγασε ή Νάν συ. — Μά τό θεό νομίζω πώς καιγόμαστε!, βόγγησε ό κα θηνη,τήίς Σ ουλ ιβαν. Ό ντέτεκτιβ κατανιικώντας τον πόνο έκανε μερικά βήματα πρός τά εμπρός προσπαθώντας νά φτάση τόν χαλύβδινο τοίχο πού τούς έκλεινε τό δρόμο. "Έφερε τό χέρι στο λαιμό σά νά νά πνι γόταν. "Ένοιωθε φλόγες νά τσουρουφλίζουν ολόκληρο τό κορμί του. ^ Κατάλαβε πώς θά έχανε τις αισθήσεις του. "Ομως ή σιδερένια θέληισί του1 κέρδισε καί τούτη τή φο ρά ένα άπό τά σατανικά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ ϊ
μέοα πού χρησ ιμοποιούσε για την έξουδετέρωσι των άν· τι πάλών του ό Πκάρφεν. Εί δε τούς άλλους νά πέφτουν. Αυτός έμενε όρθιος. 3Ακούμπ.ησε τή ράχη του! στον υ γρό τοΐχο τή',ς^ υπονόμου κοοι πήρε μιο: βαθειά αναπνοή. — Εντάξει! Τώρα μπο; ρεΐτε να τούς μαζέψετε άκου στηικε ή φωνή τού κακούργου. Άναΐξ,τε τήιν πόρτα! Τό χαλύβδινο παραπέτα σμα άνοιξε καί τό άσπρο έκτυφλωτ ι,κό φως έσβησε. Ό Σιέρ·ινταν είδε πέντε συμμαρΐτες να μπαίνουν στη στοά. Τό γυμνασμένο μυαλό του δούλεψε γοργά. Προσποιήθη κε τον λιποθυμισμένο. Οι συμ μορΐτες άρπαξαν βάναυσα από τούς ώμους τον Μίίκυ, τον Σούλιιβαν καί τήιν Νάν ου κιαΐ τούς έσυραν έξω^ από τήιν υπόνομο. "Ενας άλλος άρπαξε μέ τον ίδιο τρόπο ταν ντέτεκτιβ. Ό ντέτεκτιβ άφησε ελεύθερο τό κορμί τουι ■να τό σέρνουν· σαν νά είχε χάσει πραγματικά τις αίσθή σεις του. "Έξω από τήν υπό νομο περίμενε ένα καμιόνι. Τους έρριξαν μέσα σαν άδεια σακκιά καί τό καιμιόνι ξεκί νησε. Ό Σιέρινταν βρέθηκε δίπλα στή Νάνσυ. Δοκίμασε νά μιλήίση; στήν κοπέλλα. Ή Νάνσυ όμως φαινόταν βυθι σμένη σ3 ένα βαθύ ύ)τπνο. Τό ίδιο κι9 ό Μίίκυ κι3 ό Σούλ,ιβαν. "Ενα αίσθημα απελπι σίας τον κυρίευσε. Θά έπρεπε νά δράση. μόνος. Καί νά κα τάφερνε όμως νά ξεφύγη αυ τός τό πράγμα θά ήταν δώ-
)ί
ρον άδωρον. Γ ιατί τί απο γίνονταν οί άλλοι άφοΰ επη ρεασμένοι από τήν παράξε νη ακτινοβολία τού άσπρου Φωτός εξακολουθούσαν νά μένουν αναίσθητοι; Ή διαδρομή ήταν μικρή. Σέ λίγο τό αυτοκίνητο στα μάτησε. Ό Σιέρινταν μισάνοιξε τά μάτια. Τούς είχαν φέρει πάλι στο μεγάλο κτί ριο απαυ είχε τή φωλιά του ό Γκάρφεν. Κατέβασαν πρώ τα τούς τρεις. Τελευταϊον άφησαν αυτόν. "Αρχισαν πά λι κατά τον ίδιο τρόπο κρα τώντας τους από τούς ώμους νά τους σέρνουν. 3Εκείνοι πού είχαν άναλάβετ τον ντέτεκτιβ ήταν δυο. Ό ένας τον έσερ νε. Ό άλλος ακολουθούσε. 3Επειδή άμως ήταν δυο ·κάθε τόσο· κουβέντιαζαν καί σταμα τούσαν. ΟΊ τρεις πρώτοι α πό τούς συμμορίτες μέ τούς τρεΐς αιχμαλώτους είχαν προχωρήσει αρκετά κι* έτσι μέσα ατούς δαιδαλώδεις δια δρόμους δεν φαίνονταν πιά. Έριριξε ένα βλέμμα γύρω ^ του χωρίς νά κινηθούν τά βλέφα ρά του. Κανείς άλλος δεν υ πήρχε εκεί. Τά νεύρα του τεντώθηκαν καί πήιρε ;μ>ιά 6αθειά αναπνοή.
Η Κ IΝ Η Σ I πού έκανε ή ταν πιο γρήγορη, από τήν αστραπή, τόσο γρήγ ο ρ η πού θά ήτ α ν άδύν α τ ο ν ά τήν πιάση ανθρώπινο μάτι. Μ3 ένα απότομο τίναγμα τών ώμωιν του ξεγαντζώθηκε από
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟϊ
τά χέρια του συμμορίτη· ττού τον · έαερνε. -εγοαντζώΟηκε και τό κοριμίι του έπεσε στο τι άτωι μα. Κ ουιλουιρ ι ά στ ηκε σά λάστιχα και άνωρθώθηικε· ταυ τόχρονα μέσα σ5 ένα χιλιο στό του δε υτ ερολέπτου. Την αμέσως επόμενη στιγμή σάλ ταρε καί τίναξε τή^ γροθιά του με τόσην απερίγραπτη δύναμι. προς τά εμπρός ώ στε εκείνος που την δέχτηκε δεν μπόρεσε νά άρθρωση λ έ ξι. Εκσφενδονίστηκε σάν μιά μπάλα από μαλλί δέκα μέ τρα προς τά πίσω καί γκρε μίστηκε σέ ενα άνοιγμα που βρέθηκε πίσω του. Αυτό τό άνοιγμα σίγουρα ώδηγουσε σέ κάποιο υπόγειο του κτι ρίου. Ή τύχη τον βοήθησε και ξεμπέρδεψε γρήγορα. Σχεδόν αμέσως γύρισε προς τον άλλον. Τόιν είδε νά ετοι μάζεται νά βγάλη τό πιστό λι του. Τά μάτια του Θρυλι κού Σέρινταν άστραψαν σάν φρεσκάδάμμένο ατσάλι. Μέ ένα πήδημα ρίχτηκε απάνω του. Ή γροθιά του τεντώθηκε και σημάδεψε τούτη, τη φορά τό στόμα τού συμμορίτη. Α κούστηκε ένα πνιχτό βογγητο κύ ακολούθησε μιά δεύ τερη γροθιά. Ό κακούργος έσκυψε κι3 έπιασε την κοιλιά του. Γρύλλισε σά γουρούνι καί μπουσουλώιντας σάν με θυσμένος πήγε κ5 έπεσε στην άλλη άκρη του διαδρόμου.Ό ήρωϊκός ντέτεκτιβ άνάπνεύσε καθώς.τόιν είδε νά μένη ασά λευτος. Έτρεξε κύ έσκυψε απάνω του. Τά χέρια του έ ψαξαν βιαστικά τις τσέπες
του. Βρήκε τό πιστόλι. Τό π.ι στόλι κούρνιασε στη φούχτα του κι5 ένα χαμογέλα θριάμ βου σχεδιάστηκε στο πρόσω πό του. "Ενα καινούργιο σχέ διο τρύπωσε στο μυαλό· του. Προχώρησε γοργά με μά τια άγρυπνα προς την έξοδο. Είδε τον φρουρό· τής εξωτερι κής πόρτας νά στέκη ακουμ πισμένος στη σκοπιά του. Πλησίασε πίσω του αθόρυβα καί τό πιστόλι του καρφώβη κε στο σβέρκο τού συμμορί τη. Έκεΐνος δοκίμασε νά γυρ·ίση μά ή κάννη τού πιστο λιού που κρατούσε ό ντέτεκτιβ πίεσε άγρια τό λαιμό του. — "Ακούσε με τί θά σου πώ, φίλε!, μουγγρισε ό Σέρινταν. Είμαι πολύ βιαστι κός καί σέ προειδοποιώ πώς δεν μ5 αρέσουν οι αντιρρήσεις. Θέλω λοιπόν νά μέ πας στ 'άφεντικό. "Εχουμε κάτι σοβα ρό νά κουβεντιάσουμε οί δυό μας. Εκείνος κάτι είπε μέσα από τά δόντια του. Κάτι που έμοιαζε μέ βλαστήμια. "Ο μως δεν τόλμησε νά σαλέψη,. Μέ μιά γρήγορη κίνησι ό ντέ τεκτιο τού πήρε τό πιστόλι πού είχε στη ζώνη του. —Καί πρόσεξε αυτό που θά σου πώ!, συνέχισε. Θά μέ πας από δρόμο όπου δεν υπάρχουν εμπόδια. 'Ακόμα δέν έχει καλά—καλά ξημερώ σει καί ο>ί περισσότεροι σ3 αυτό τό κτίριο θά κοιμούνται. Ξέρω καλά όμως ότι ό Γκάρφεν είναι ξύπνιος από νωρίς. Θά μέ όδηγήσης λοιπόν καν-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τά του. Διαφορετικά στην ά ναψα, φίλε! — Εντάξει!, .μουρμούρισε ό συμμορίτης. Το πρόσωπτο του ήταν γε μάτο τρόμο. —Εντάξει, θά σέ πάω, έπ ανέλαβε. Απομακρύνθηκαν άττό τη σκοπιά και μπήκαν σέ μιά τιύρτα που βρισκόταν στην α ριστερή πλευρά του κτιρίου. Άνέβηικ,αν /μερικά σκαλοπά τια. καί στάθηκαν μπροστά σ' έινα ασανσέρ. Ό συμμορί της πάτησε έινα κουμπί. Ό ντέτεκτιβ πρόσεξε πως τό χέ ρι του έτρεμε έλαφρά καθώς πλησίαζε τό κουμπί1. — ’Άν κάνης καμμιά έξυ πνάδα εκείνος πού θά τήιν πά θη πρώτος θά είσαι σύ!, του είπε ό Σέρινταν. Αυτό στο λέω γιά νά μην έχης παρά πονο ύστερα. — Αέν είμαι κανένα κορόΣ6ο! Τό ξέρω πώς μ5 έχεις στο χέρι σου. ? Ηρθε τό ασανσέρ. Μπή καν μέσα. Ό συμμορίτης πά τησε ένα καινούργιο κουμπί. Τό ασανσέρ άρχισε ν’ άνεβαίνη. "Υστερα από λίγο σταμάτησε. Ό συμμορίτης άνοιξε τήιν πόρτα καί παρα μέρισε νά περάση ό ντέτεκτιβ. — Πρώτος εσύ!, διέταξε ό. Σέρινταν. Ό συμμορίτης άναισήκωσε τους ώμους καί προχώρησε πρώτος. Ό Σέρινταν άκολού θησε'ιμέ τό πιστόλι στο χέρι. 5 Αρ 19μιηι μένε ς πόρτ ες ύπήρχαν στο διάδρομο.
13
— Πού είναι ρώτησε 6 ντε τεκτιβ. -—■ Στή στροφή δεύτερη πόρτα δεξιά!, άποκρίθηκε χαμηλόφωνα ό συμμοοίτης. Έμενα δεν μέ χρειάζεσαι πιά. -—· Θάιοθής μαζί μου!, εΐπε_ξερά ό ντέτεκτιβ. -αφνικά δ μ ως κάτι ένοιω σε πώς βέν πήγαινε καλά. Μέσα στο βλέμμα τού συμμίαοίτη είδε κάτι πού δεν τού άοεσε. Στήν ιδέα πώς παοσσύρθηκε σέ πανίδα τό βλέμ μα του γέμισε θολά σύννεφα. "Ακούσε βήματα. Γυιο^ισε πί σω. Τέσσερις συμμορίτες μέ τά πιστόλια στο χέρι· πλησί αζαν. — ’Έπιοεπε νά τό κστάλά βης, Σέρινταν πώς σ* έρριξα!, είπε ό συμμοοίτης πού τον είχε φέοει ώς έδώ πάνω καί χαμογέλασε. Σου τήν έ σκασα μιά χαρά. Ή καρδιά τού ντέτεκτιβ βρόντησε βίαια. Συσπειροβθη κε καί αδιαφορώντας προς τά πιστόλια πού τον σημά δευαν σήκωσε τό δπλο καί τό κατέβασε στο κεφάλι τού συμμορίτη. "Υστερα καθώς εκείνος κλον ιζότ αν έτ ο ι μος νά σωριαστή τον άρπαξε καί τον έρριξε απάνω ατούς τέσ σεοις πού πλησίαζαν. "Ολα τούτα έγιναν απίστευτα γορ γά. 5Ακολούθησε μιά άναταρανή καί ό Σέοινταν μέ τοία πηδήματα μπήκε. στη στρο φή του διαδοόμου κέ άογισε νά τοέχη. Γιά κανένα λόγο δεν έπρεπε νά τον πιάσσυν. "Ακούσε ποδοβολητό πίσω
Μ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΡΊ8Ε& ;** του και κουδούνια συναγερ μοί) νά χτυπούν. 3Αλλά 5®ν σταμάτησε. Διαπίστωσε μά λιστα ιμε ϊικοονοποίΐηρΊ δτι οί διώκτες του δεν πυροβολού σαν. Αυτό σήμσινε πώς ήξε ραν ατι· ό Πκάιρφιεν τον χρεία ζόταν ζωντανό. Τόσο τό κα λύτερο λοιπόν. Τρέχιοντας α νέβηκε και κουτέ βήκε σκάλες, διέσχισε πολλούς διαδρόμους και μερικοί συμμορίτες πού βρέθηκαν μπροστά του και δοκίμασαν νά τού κόψουν το δρόμο άνατράπηκαν από τις φοβερές γροθιές του. "Οσο περνούσε όμως ή ώρα τό έ βλεπε κι3 αυτός. Τά πράγμα τα χειροτέρευαν. Τό παιχνί δι δεν θά κρατούσε πολύ. Κα] απότομα ^ αναρρίγη σε. Τρέχοντος βρέθηκε σ3 έένα αδιέξοδο μέρος τού δια δρόμου. "Ενα παράθυρο μο νάχα υπήρχε στο βάθος. "Ερ ρίξε μιά ματιά έξω από τό παράθυρα. Δεν χρειάστηκε νά σκεφτή ποίλύ για νά καταλάβη πώς είχε φτάσει στόιν τελευταίο όροφο τού κτιρίου. Ή καρδιά τ·ου γέμισε απελ πισία... © ΓΚΑΡΦΕΝ ΚΕΡΔΙΖΕΒ ΚΑΊ ΊΙΑΛΙ
ΣΤΗΛΩΣ Ε τ3 αυτ ί . Τ ο ποδοβολ η, τ ό κι3 οί φων έ ς εκείνων πού τον κυνηγό ύ σαν πληισί α ζαν. -οαναπλη σίασε τό παράθυρο. "Εξω α πό τό παράθυρο υπήρχε ένα
πεζούλι. Ήταν μιά προεξο χή διακοσμητική πού τριγύ ριζε σά ζωνάρι όλο τό κτί ριο. ’Άν μπορούσε βαδίζον τας σ3 αυτή τήιν προεξοχή νά φτάση κάπου1, σ3 άλλο πα ραδέίγματος χάρι παράθυρο πού θά τον έβγαζε σ3 ένα μέ ■ρος σάν διάδρομο από όπου θά μπορούσε νά β|ρή μιά δι έξοδο! "Αλλη Ιλύσι δεν χω ρούσε. Χωρίς νά διστάση κρεμάστηκε έξω άπό τό πα ράθυρο καί τά πόδια του πάτησαν στή στενή προε ξοχή. Κάτω άπό τά πόδια του υπήρχε ό δρόμος. ’Άν παραπατούσε κ.Γ έπεφτε ατό διρόμίο άπ3 αυτό τό ύψος θά γινόταν κιμάς. Με τις παλά μες ιάκουμπισμένες στον τοί χο άρχισε νά κινήται πλά για. Με πλάγια βήματα σάν ένας έμπειρος Ισορροπιστής ■τσίρκου προχωρούσε προσπα θώιντας νά διστηρήση· τήν ψυ χραιμί'α του1. ΕΤδε άπό τό πα ιράθυρο μερικά κεφάλια νά σκύβουν καί νά τον παρακο λουθούν μ3 έκπληκτο βλέμ μα. "Ηξερε πώς κανένας δεν θά τολμούσε νά τό;ν παραικολουθήση, Γ ι3 αυτό ήταν βέ -βαιος. ·Πιατί κανένας άλλος δεν θ3 αποφάσιζε νά κάνη, τήιν τρέλλα πού έκανε αυτός. "Ακούσε φωνές. Τού φώνα ζαν κάί τού έκαναν νοήματα νά γυρίση. Μά έκεΐνος δεν έδωσε σημασία. Χωρίς νά ξέρη πού πήγαινε ιμέ τήν ελ πίδα μονάχα πώς θά συναν τούσε μπροστά του κάποιο παράθυρο προχωρούσε πάν τοτε όσο γινόταν πιο γοργά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
καί προσεχτικό. Κοοί ξαφνι κά ένοιωσε κάτι νά ψτεροκο πάη μέσα του χαρούμενα. Μέ ρικά μέτρα ττιο έκεΐ, κ'αθώς πέρασε ^τή γωνία του κτιρίου και μπήκε στην άλλη πλευ ρά ξεχώρισε ένα παράθυρο. Αυτό^ το παράθυρο (μπορού σε ινά γίνη ή σωτηρία του. Τστ αχτα κατευθυν 6 η κ ε προς τά έκεΐ. "Υστερα από πέντε λετττά .βρισκόταν έξω από το παράθυρο. 9 Ηταν α νοιχτό. Έρριξε μιά ματιά στο εσωτερικό του δωμ'ατίου καί ή αναπνοή του κόπηκε. Μέ τή ράχη γυρισμένη προς τό παράθυρο κάποιος καθό ταν (μπροστά σ’ ένα γραφείο. Απάνω στο γραφείο υπήρ χαν δυο καντράν .μέ λογής— λογήις χρωματιστά κουμπιά καί διακόπτες. Δίπλα στά καντράν ήταν ένα ιραδιοτηλέψωνο. Κάτι ιέλεγε νευρικά μι λώντας καί χειρονομώντας, ,μπροστά στο (μικρόφωνο ό άνθρωπος που καθόταν στο γιραφεΐο. Σέ μιά στιγμή κα θώς μιλούσε καί χτύπησε νευριασμένος τή γροθιά του στο τραπέζι γύρισε προς τά πλάγια για μιά στιγμή τό πρόσωπό του. Χρειάστηκε ■να ιβάλη σ' ενέργεια ολόκλη ρη τή σιδερένια Θέληρΐ του για νά συγκράτηση ιμιά κραυ γή έκπλήίξεως. Ό Γκάρφεν!, μ συρμού ρισε. Ό "Εριχ Γκάρφεν! Ή τύχη: τον βοήίθηρε ως εδώ. Δεν χασομέρησε καθό λου. Δεν τού επιτρεπόταν νά χάση ούτε δευτερόλεπτο. λΑρπάχτηκε από τό περβάζι
15
του παράθυρου καί πραγμα τοποιώντας μιά υπέροχη ^έλξ1 πήδησε σά λάστιχο μέσα στο δωμάτιο. Ό ’Έριχ Γκάρ φεν γύρισε ξαφνιασμένος κοή τά μάτια του άστραψαν από λύσσα καθώς είδε (μπροστά του μέ ΐό πιστόλι στο χέρι τον ντέτεκτιβ. Έκανε μιά κ'ίί νησί σά νάθελε νά πίεση έ να .κουμπί από αυτά πού βίρί σκονταν οπό γραφείο του.Μά ό Σέρινταν τον πρόλαβε. — ’ Ακ ίνητος, Γκάρφ εν!, γρύλλιαε. Τό πρόσωπο τού απαίσιου κακούργου έγινε κίτρινο σαν τό κερί. Φορούσε μιά μαύρη μπλούζα καί τό κιτρινιάρικο μούτρο του μέ τά μαύρα γένε ια έδει χνε περ ισσότερο χλωμό μέσα στην αντίθεοι αυτή τών χρωμάτων. Ό ντέτεκτί'β μέ μιά γρήγορη κιίνη^ σι γύρισε τον βιακόπτηι του ραδιοτηλεφώνου. "Έτσι δεν υ πήρχε κίνδυνος ινά άκουση, κανείς τή συνομιλία τους. — Τά κατάφερες, Σέριν ταν!, είπε μέ σφιχτά δόν τια καί ιμέ μάτια πού έβγα ζαν αστραπές ό Γκάρφεν. Μά νομίζω πώς στο τέλος θά κ-αταλάβης κα:ΐ μόνος σου πώς κόπιασες άδικα. Δέν θά μπόρεσης νά ξΐεφύγηις από τό κτίριο. Είχε ξαναβρή την αύτοκυ ριαρχία του πάλι καί σχίεδόν έδειχνε ευδιάθετος. Ό ντέτεκτιβ όμως δέν χαμογε λούσε καθόλου1. —- ^Ηρθα ινά σου κάνω μιά πρόταση Γκάρφεν!, δή λωσε σοβαρά, 0ά δώσης δια
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ταγή νά έλίευθειρωθούν οι τρεις σύντροφοί1 ;μου·. Ή κοπέλλα, 6 άντρας και τό παι δί. θά τούς άφήισης νά γυ ρίσουν στο άστρόπλοιό μας πού είναι προσγειωμένο στις όχθες τής λίμνης των Ψαραν θρώ'τπων. Θά .μπουν στο ιάστρόπλοιο καί θά φύγουν α πό αυτόν τον πλανήτη, 3Εγώ θά ιμείνω εδώ αιχμάλωτός σου. Τά .μάτια τού κακούργου στένεψαν. — Μιλάς σά νά είσαι ^τ3 αφεντικό εδώ ,μέσα!, γιρύλλισε— "Αν δέν κάνης αυτό που σου λέω, συνέχισε ψύχραι μα ό ντέτεκτιβ, θά σέ σκο τώσω σαν σκυλί1! Καί νά ξε ρής ότι εγώ ικρατάω πάντα τό λόγο ιμο·υ! —Μην «είσαι βέβαιος για τ ί ττοτα Σ έρ ιινταν !, απάντησε ψυχρά ό Πκάιρφεν. Αυτό που ζήτας δεν γίνεται. Μου χ.ρει οζόσαστε κι5 οί τέσσερις. "Ολοι σας ξέρετε πράγματα που «μ* -ενδιαφέρουν κι3 έτσι ο ένας θά συμπληρώνη τόιν άλλο στις καταθέσεις που θά .μου δόσετε. Στό εΐπα από την πρώτη στιγμή: Έτου μάζω έναν άγριο πόλεμο έναν τίον τής Γήις. Ή Γήινη Κοινοπολ ιτ εί α δεν χρε ι άζετ α ι. Ή 'Γερμανία πρέπει νά 5ιευ Βύνη τις τύχες του κόσμου! Πά νά είμαι σίγουρος όμως ατι θά κερδίσω αυτό τον πό λεμο πρέπει νά ξέρω τά μυ στικά όπλα που διαθέτουν αήιμεοα οι εχθροί ^ ,μας στη Γή. Γι' αυτά τά όπλα κάτι
ξέρεις είσυ κι5 ο! σύντροφοί σου. Θέλω λοιπόν νά μάθω. Κΐαί ιμήν έχης καιμ,μιά αμφ;ΐβάλίια γι’ αυτό. Ή Πράσινη 5Ακτίνα καί τό Τρυπάνι θά σάς κάνουν εξαιρετικά φλύα ρους... —θά (μετρήσω ώς τά τρίία Πκάρφεν!, είπε κάί τον δ ι έ κοψε 6 ντέτεκτιβ. "Αν σ5 αυ τό τό μεταξύ δεν άλλάξης γνώμη θά σου ρίξω! "Αν ό μως τ5 άποφαισίσης δεν έχεις παρά νά γυρί'σης τόιν διακό πτη τοΰ τηλεφώνου σου καί νά διατάξης τά παιδιά^σου νά κάνουν αυτό που σου εί πα. Θά πάρουν τους τρεις αι χμαλώτους ικαίί θά τους πά νε ώς τον «ίΠρωτέα 1 [». Ή ιοοπέλλα κι5 ό καθηγητής ξέ ρουν νά πιλοτάρουν. "Οταν άπογειωθή τό άστρόπλοιο Βά σου παραδώισω ηό πιστόλι πού ικρατάω καί θά είμαι αίχμάλωτός σου. —^Καί τώρα τί είσαι; ρώ τησε (κοροϊΙδίευτΊΚά σ Γκάρψεν. — 'Άρχίζω νά ιμίετράω ! /εί πε μέ ιμιά φωνή γιειμάτη α πειλή ό ντέτεκτιβ. "Ενα... Τά -μάτια του κακούργου τρρμόπαιξαν. Πέρασαν (μερι κές στιγμές ^σιωπής. · —Δύο!, είπε ό ντέτεκτιβ. — Δεν υπάρχει λόγος ·νά κουράζεσαι·, Σέριντοαν!, έκα νε χαμογελώντας ό Γκάρφεν. Έχασες κι3 άλας. Τό βλεμιμα του κύτταζε τώρα προς την πόρτα πού βρισκόταν -πίσω αϊτό τον ντε τεκτί'β. Τό κόλπο ήταν πα λιό. Ό Σέρινταν όμως έπε*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ £
'σε στην παγίδα. Έρριξε μ ιός- ματιά πίσω του έτοιμος νά ψυλαχτή ιάττό μια ύπουλη έπίθεσι. *’■ Αυτό δεν κράτησε περισσότερο άπό ,.μιά στι γμή. Μέσα σ’ αυτή τή στι γμή όμως ό Γκάρφ-εν εκ αίνε μ;ά απίστευτα γοργή κίίνησι. Καί τότε έγιναν συγχρόνως δυο πράγματα. Το χέρι του τράβηξε ένα μοχλό που -βρι σκόταν κάτω από τό τραπέ ζι καί ό Σέρινταν πυροβόλη σε. Ό κακούργος έσκυψε και φυλάχτηκε. Ή άκτΐν'α πού βγήκε από τήν κάννη του πι στολιού- δεν τον έθιξε. Ό Σέ,ρ.νταν δοκίμασε νά ξαναπυροβολήση ,μά ήταν άργάμπιά. \Από τό πάτωμα ξ-επετάχτηκαν δυο σιδερένια μπράτσα. Δυο σιδερένιες αρπαγές που τον αγκάλιασαν άγρια κα;ί τον υποχρέωσαν νά ρ&Ονη α σάλευτος. Ή άνοπνοή του •κόπηκε κάί βλαστήμησε. Δο κίμασε νά έλευθερώση τά χέ ρια του. Μά οι σιδερένιες άρπάγες πού ήταν έσωτερι κά οδοντωτές όπως ένα ποιο νι σφίχτηκαν περισσότερο γήρω άπό τό κορμί1 του κι3 ένοιωσε ένα δυνατό πόνο. Ό Πκάρφεν γέλασε. ^ — Τήν έπαθες, Σέρινταν!, είπε.. Τώρα μπορείς νά μετρή σης ώς τό ένα εκατομμύριο άν θέληις! Μονάχα σε προείδοποΊω πώς πρέπει νά βια στής γιατί σέ λίγο αρχίζει ή παράστασι. Ή παράστασι θ’-άρχιίση με τήν αρραβωνια στικιά σου. "Έχεις νά από λαυσης ένα σπουδαίο θέαμα... Ό ντέτΘκτιβ αναρρίγησε.
\7
’Ήξερε πολύ καλά τί είδους θά ήταίν αυτό τό θέαμα. Ό απαίσιος κακούργος θά τον υ ποχρ έωνε νά παρ ακολουθή ση τό άνατριχιαστικό μαρτύ ριο στο όποιο- θά .υπέβαλε τή Νάνσυ για νά τής απόσπαση αποκαλύψεις. Ή καρδιά του σφίχτηκε, κι3 ή ψυχή του γέ μισε απελπισία. Δεν υπήρχε π.ά Καμμιά ελπίδα νά ^ξεψυ χούν άπό τά νύχια του σατ αν ικου αυτού βασαιν ι στ ή, τοΟ Έιριχ Πκάρφεν του ύπ3 αρΤΙμόν 1 εχθρού του κό σμου.
<0 IΖ ΑΦ^ Ν α ϊ λά τεντώ θ’ η ικ-ε τέ μπόλι κ α κι3 άνοιξε τ ά ιμιάτιαγ Ό ή λιος ήταν ψη λά καί οί άκτΐ νες του παιχνί διζαιν μ,έ τά νερά τής λίμνης των Ψαρ ανθρώπων. Χαισμουρήιθίηκε κι3 άνακάθησε. "Έκα νε γμερικές κινήσεις των χε ριών του για νά ξεμουδιάση κ3 υστέρα τό βλέμμα του πλανήθηκε γύρω. Παρ άξενε ύ τήκε πού δεν είδε τον μικρό κοκκινομάλλη, τον Μ-ίικυ δίπλα του. Κάποια αόριστη α νησυχία τρύπωσε στην καρ διά τον. Σηκώθηκε ορθός. Τό αθλητικό κορμί του μέσα στην τιράσινη άστροναυτική φόρμα με την κόκκινη μπέρ τα στους ώμους φάνταζε' σάν τό κορμί ένος εξωτικού γί γαντα. Κίνησε τά χέρια, τι-
58
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ναξε τά πόδια του κι5 άρχισε να τοοξιδεύη στ αν αέρα. ^ Τά μάτια του1 ερευνητικά εξέτα σαν ολόκληρη, την περιοχή. Ι ό παιδί δεν φαινόταν που θενά. Τό άστρο πλο ίο τής Δ ι αίπλ ανητ ικής Άστυνομ ίας πού βρισκόταν προσγειωμέ νο (μερικά ,μίέτρσ πιο εκεί ή ταν έρημο. — Μίκυ !, φώναξε. Μνκυυυυ... Ή φωνή του έφτασε ως πέ ρα στους λόφους, σάρωσε την επιφάνεια τής ιμεγάλης λίμνης, πέρασε ανάμεσα α ϊτό τά δέντρα και έφτασε πί σω σάν μακρύνός αντίλαλος. Περίμενε λί'γο και ξαναφώνα» §ε· Δεν πήρε καιμμιά άπάντη σι. "Ενα πλήθος ,άπό άσκιημες ιδέες τρύπωσαν στο νοΰ του. Αυτό ήταν περίεργο! 9Ηταν κάτι παραπάνω από ανησυχαστικό. Τό μυαλό του πήγε στους Ψαρανθρώπους. Νσί, ΐσως δεν ήταν απίθα νο... 5Από τό παιδί είχε )μσθει την έχΐθΐρική στάσι πού είχαν δείξει απέναντι- τους ο! "Ανθρωποι — Ψάρια. "Ισως αυτοί ίθέλοντας να εκδικη θούν... Μά οι Ψσρανθρώποι ή ξεραν πολύ καλά πώς αυτός ένδιαφερόταν χιά τό παιδί. Οι ΐδιιο-ι -άλλωστε οί "Ανθρω ποι-—Ψάρια του είχαν έ-ξηγή σει πώς ή έπίιθεσι πού έγινε εναντίον τής κοπέλλας δεν θά γινόταν ποτέ αν ήξεραν πώς αυτά τά τέσσερα γήινα πλάσματα δεν ήταν φίλοι αλ λά έχιθ|ροι τού Γκάρφεν πού δυναστουσε τον πλανήτη τους. 'Απόδειξι πώς δεν ξα
ναδοκίμασαν νά τούς πειρά ξουν. Οί Ψάρανθ|ρώποι ήταν φίλοι του Ίιζάφ Ναΐλά. Ό ' Υπεράνθρωπος πριν από πολλά χρόνια τούς εΐχε παραοπαθή σε μιά δύσκολη στιγμή ελευθερώνοντας τον αρχηγός τους άπό τά χέρια των έξωκόσμων πλασμάτων ενός άλλου- πλανήτη, τού πλσ νήτη Κέρχ. Κοά ήταν αλή θεια πώς έτρεφαν ιυυιά βαθειά ευγνωμοσύνη, γι’ αυτό; Δεν ήταν δυνατόν λοιπόν νά εί χαν κάνει κακό στο παιδί ο-ί "Αθρωποι—Ψάρ ι α αφού ήξε ραν πώς ένδιαφερότανε γύ αυτό. Γιά νά του φυγή ως τόσο κάθε αμφιβολία αποφά σισε νά κάνη, μιαν επίσκεψι στ ήν ύποβρύχ ι α πολ ι τ εί α τους (*). Κατευθύνθηιιμε προς τη λίμνη καί άπό ψηλά δίνον τας μιαν κάθετη.· ικίλίσι στο κορμί του ρίχτηκε στο νερό πραγματοποιώντας ένα θεα ματικό μιακρ-οβοΰτ ι. Αυτόμα τα ή κόκκινη, μπέρτα μέ τά χρυσά κρόσια πού είχε στούς ώμους χάθηκε καί στα χέρια καί τά πόδια του μπήκαν πτερύγια σάν αυτά πού χρη σιιμοποιούν οί βατραχάνθρ ωποι για τό υποβρύχιο κολύ μπι τους-Αυτόματα επίσης χά ρις, στη δύίναίμι αναπροσαρ μογής πού τον είχε προικί σει ή Φύσις, τό άναπνευστι(*) 'Ο Ύτηεράνθίρωτπος 3 Ιζάψ Να-
ϊ'λά οττως
μπορούσε νά ταξιδεάη αάν ττοϋλί σιτάν αέρα, έτσι ιμπτΌιροΟσε :νά κινήτιαι άνετα και νά τα ξί δεύη κάτω ύττο τη ν έτη φάνε ια τής θαλάσσης.
κό του σύστημα άλλαξε και άρχισε ν’ αναπνοή μέ βράγ χια όπως το ψάρι. Μέ αργές κινήσεις χρησι μοποιώντας ιμεθοδικά σαν πη δάλια και κΙουπι ά τά μεγάλα πτερύγια των χεριών καί των ποδιών του κατέβαινε αλοέ-
Ό ντέτεκτιβ αρπάζει τά %έρ&€£ τ©υ Γκάρ^ιν.
να και βαθύτερα. Ό κόσμος του βυθού τής απέραντης λί μνης έμοιαζε σαν ένα πολύ” χίρωμο όνειρο. Ραΐλάζισ δέν τρα, παράξενα κίτρινα καί μώ'β λουλούδια άπλωναν τά κλαριά τους σέ παράδοξα φαντασ. μαγαρ ικά σχήματα. Δάση από άσπρα κιοοί κόκκι να κοράλλια άπλώνσνταν σέ
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
μεγάλη έκτασι κι5 ανάμεσα από τά δάση πηγαινοέρχον ταν με απαλές κινήσεις ψά ρια καί ζώα μέ ασημένιοι και χρυσάφι δέριμα. "Αλλα ψά ρια ιμέ φτερά, όμοια μέ τά εξωτικά πουλιά πού ζοϋν στον «αέρα, πετούσαν από δεν τ;ρο σέ δέντρο κελαϊδώντας μέ μια φωνή πού θύμιζε γλυ κείες νότες φλάουτου. 5 Α61 αφορ ώντ ας γ ι ά δλ α αυτά ό Ίζάφ Ναΐλά-—δεν ή ταν άλλωστε ή πρώτη φορά που έκανε τή γνωριμία του μέ τον κόσμο τού βυθού— γεμάτος^ ανησυχία γά την τύχη τού μικρού προστατευομένου του διέσχισε τά δάση και ακολούθησε τόιν μεγάλο δρόμο πού έφερνε προς την υποβρύχια πολιτεία των Ψά ρ ανθρώπων. "Υστερα από λιί γο είδε τά πρώτα πράσινα φώτα τών σπιτιών που έλαμ παν μέσα στο νερό σάν τε ράστια σμαράγδια. "Ολα τά σπίτια ήταν διαφανή χτισμέ να μέ πέτρες και τούβλα γυάλινα. ? Ηταν ιμιά ισχυρή καί άγνωστη .διαφανής ύλη πού κανείς, έκτος από τούς Ανθρώπους—Ψάρια, δέν έ μαθε ποτέ τόιν τρόπο τής κα τασκιευής της. Είχε την «ντο χή τού χάλυβα καίί τή δια φάνεια τού αληθινού κρυστάλ λου. Ό Ί ζάφ Ναΐλά όταν έφΤα σε στην κεντρική πύλη, τής πολιτείας έπέτρεψε στον ε
ΔΙΑΔΙΔΕΤΕ
ΤΟΝ
αυτό του νά γίινη άρατός(*). Οι τρεΐς φρουροί "Ανθρωποι —Ψάρια καθώς τόν είδαν ξα Φ,νικά μπροστά τους τρόμα ξαν κι3 άρπαξαν τά όπλα τους. Σχεδόν αμέσως ρμως τά μάτια τους έλαμψσν χα ρούμενα όταν τόν αναγνώρι σαν. — θέλω τόν μεγάλο Μπέρ ντεραχ τόν αρχηγό σας, τούς είπε ό Ίζάφ Ναΐλά χρήσιμο ποιώντας τή γλώσσα τους. Ειδοποιείστε τον πώς ό φί" λος του ό 3Ιζάφ Ναΐλά επι θυμεί νά τού μιλή,ση. Ό ένας από τούς φρου ρούς άνοιξε ένα κουτί πού κρεμόταν στη μέση του καί μπροστά σ3 ένα περίεργο μη χάνηιμα πού έμοΊαζε μέ μι κρόφωνο άρχισε νά μιλάη βιαστικά. Ή άπάντησι δεν άργησε /ναρθή. —Ό «.μεγάλος Μπέρντ ερσχ σάς περ ιμένε ι!, τού είπε ό φρουρός. "Ενα παράδοξο μικρό ό χημα σάν αυτοκίνητο χωρίς τροχούς πλησίασε. Ό 31 ζάψ Ναΐλά αδίστακτα πήδησε μέ σα καί ό οδηγός τουρκΰνη,σε ένα μογλό. Δυο ζευγάρια ε λίκων άρχισαν νά γυρίζουν— (*) "Οπως ξέρουν οι άναγνώσται μας ό Υπεράνθρωπος έχιε ι την ικανότητα ·νά γίνεται ορατός καί αόρατος όταν 'θέλη. Συνήθως, όταν δρα στην επιφάνεια είναι α όρατος .καί μονάχα ό μιικρός Μλ κιυ μπορεί νά τον βλέπη.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
δυο σέ κάθε πλευρό—κοο] τό παράδοξο όχημα ξεκίνησε διαστίζοντας τους δρόμους της πολιτείας ιμ'έ τά γυάλινα σπίτια. Πολλά παιδιά των Ψαρ ανθρώπων έπαιζαν στους δρόμους. "Άλλοι "Άνθρωποι-" Ψάρια κάθονταν στις πόρτες και στά παράθυρα. Τό βλέμ ΐμα του-Ίζάψ Ναϊλά ερευνη τικά πλανιόταν προς δλες τις κατευθύνσεις καί μέσα στο εσωτερικό των διαφανών σπιτιών. Ό κοκκινομάλλης Μίκυ δεν φαινόταν πουθενά. —Σίγουρα τό παιδί δεν βίρί σκετσι έδύά (μουρμούρισε Τό παιδί δεν βρισκόταν πραγματικά έικίεΐ. Ό Μπέρντεραχ όμως πού τον υποδέ χτηκε μέ χαρά καί ενθουσια σμό δταιν ακούσε τον σκοπό της έπισκέψεώς του τού έδω σε μιά πολύτιμη πληροφορία. — Γιά τό παιδί^ μέ τά κόκκινα μαλλιά ρωτάς; ~ Ναί* — Χτες τη νύχτα δυο από τούς στρατιώτες μου πού -βρίσκονταν ^ στις όχθες τής λίμνης τό είδαν από ,μιακρυά. Μπήκε σ’ ένα καμιόνι καί πή ρε τό μεγάλο διρόιμο πού πη γαίνει στην πολιτεία τού Γκάιρφίεν! Ό Υπεράνθρωπος ένοιωσε απότομα άσκημα. —Είσαι βέβαιος, Μπέρντε ρα,χ; ρώτησε. — Ό Μπέρντεραχ^ δεν μπορεί να πή ποτέ ψέματα σ'τόν Ίζόοφ Ναϊλά. Τώρα ό Υπεράνθρωπος κα θόταν σέ αναμμένα κάρβου να. "Ήξερε πώς ό Μίκυ βρι
21
σκόταν σέ κίνδυνο. Πηγαί νοντας νά βοηθηση τούς συν τροφούς του έπεσε στά .νύ χια τού απαίσιου βασανι στή. — Σ" ευχαριστώ Μπέρντεραχ, τού είπε. Τον χαιρέτησε κι* έφυγε. Τ αξ ι δεύοντας σαν δείλφ ίν ι βγήκε στην επιφάνεια τής λίμνης. Τινάχτηκε ψηλά κάί σέ λίγο μέσα στην πράσινη φόρμα του κάί ιμέ την κόκκι νη μπέρτα στους ώμους τα ξίδευε σαν γεράκι στον αέ ρα. Ό Ίζάφ Ναϊλά είχε γί νει πάλι αόρατος. "Αλλά τά σκούρα μάτια του σπιθοδολούσαν. Ό "Έριχ Γ'κάιρφεν δεν θά περνούσε καί τόσο ευ χάριστα μαζί του... Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΚΤΙΝΑ
Η ΑΙΘΟΥΣΑ τής άναικρίσε ως ήταν μ ι ά μακρόστ ε ν η κάμαρη μέ μη χανήματα, δια ικόπτ ε ς κ α !ί διάφορα άλλα περίεργα εξαρτήματα. Στη μέση, ήταν ένα μεγάλο τραπέ ζι. Τό τραπέζι ήταν σιδερέ νιο κι" έμοιαζε μ." αυτά τά τρ απέζ ι α πού χ,ρη σ ιμιοστοιούν ται στά χειρουργεία τών νο σοκομείων. Ή αίθουσα είχε μ;ά παράξενη, μυρωδιά. Μύ ριζε φορμόλη καί φονικόν ο ξύ.; ; . , Ό Γκάρφεν^ φορώντας ^τη μαύρη μπλούζα του μπήκε ακολουθούμενος; από δυο σμιμ
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μορίτες ,στήιν αίθουσα.Το πρό σωπό του ήταν στυφό καί τό βλέμμα του γεμόπο δηλητή ριο. *Έρρι<ξε μιά ματιά στά μηχανήματα καί στο τραπέ ζι κΓ υστέρα γύρισε σ’ έναν ψηλό άντρα ττού φορούσε ά σπρη, ιατρική ρόμπα. — Λοιπόν, Μαίκ; ρώτησε. — "Όλα είναι έτοιμα, άρχηγέ! Ό Γκάρφεν χαμογέλασε μέ ίκοανοποίησ ι. -άπλωσε ανα παυτικά σέ <μιά πολυθρόνα καί άναψε τσιγάρο. •— Μπορούμε ν’ αρχίσουμε Μάΐκ, είπε παρακολουθών τας τά γαλάζια δαχτυλίδια του καπνού πού ανέβαιναν προς τό ταβάνι. Τό πάρτυ θ’ άρχίση από τήν καπέλλα.ΕΤ δοποίΐηισε τά παιδιά νά τούς φέρουν. ^ Ό άνθρωπος ,μέ την ίατρι κή μπλούζα μίλησε στο ραδ ι ©τηλέφωνο πού ήταν κρέμα σμένο στον τοίχο. "Υστερία από λίγα λεπτά ή πόρτα άνοί'ξε καί /μπήικαιν ιμέσα οι τέσ σερ ι ς σίχ μάλωτο ι. Χοντρά σκοινιά κροτούσαν δεμένα τά χέρια τους πίσω στη ράχη, τους. Τούς συνόδευαν μερικοί ώπλισμίένοι συμμορίτες. Τέσ σερα καθιάμάτα βρίσκονταν στην δεξιά πλευρά του δωμα τίου, άπεναιντι ακριβώς από τό τραπέζι. Οί συμμορίτες ύπακούοντας σ’ ένα νεύμα του Γκάρφεν υποχρέωσαν τούς αιχμαλώτους νά καθήσουν. Ό κακούργος μ’ έΐνα κορρϊδε υτ ικό χα] μ ό γελο κρεμ ασ μ ένο στά χείλη άφησε τό βλέμμα τον νά ταξιδέψη στά πρόσω
πα των τεσσάρων ανθρώπων. Ή Νάνσυ ήταν χλωιμή.Τά μάτια τού1 ντέτεκτιβ σπιθοβο λούσουν. Ό Μοορις Σούλιβαν φαινόταν σκεφτικός. Ό κοκ κινομάλλης Μίικυ κύτταζε^γύ ρω του μέ περιέργεια. Τά έ ξυπνα ματιά του ήταν ^γεμά τα απορία. Δεν μπορούσε νά καταλάβη σέ τί χρηρ·ίμευαν “αλσ αυτά τά παράξενα πρά γματα πού υπήρχαν εκεί μέ σα.. 7—Θά σέ ρωτήσω γιά τε λευταία φορά Σέρινταν, έ σπασε τή __σιω|πή ή φωνή του Γκάρφεν. -έρω πώς είσαι στραβόξυλο καί πεισματά ρης. "Ομως τώρα δέν υπάρ χει περιθώριο χρόνου γιά τηε,ί σματα. Θέλεις νά μιλήσης ή δ>'Γ χΌ ^Σέρινταν άνασήκωσε τούς ώ/μους. ) — Αέιν έχεις νά πάρης λέξ: από τό στόμα μου!, άποκρίίθηικε ό ντέτεκτιβ. Απελ πίσου λοιπόν καί κάνε δ,τι έχεις νά κάνης τό συντρμοότε ρο. Νά^ ξέρης ρμως ότι μιά μέρα θά^ πληρώσης γιά δλ'α τά έγκλήματά σου·. Ό -Γκάρφ εν γέλ ασε. — Είσαι κουτός, Σέιρινταν !, ^ είπε. ^ Θά κερδίσω τό παιχνίδι κάί λυπάμαι πολύ πού δέν θά ζής ως τότε γιά νά μέ χειροκρότησης. Δέν έχω νά πληρώσω τίποτα. Ε κείνοι πού θά πληρώσουν προς τό παρόν είναι σύ κι* ή παρέα σου. — ^Εμπρός παιδιά!, διέ ταξε. Ξαπλώστε τήιν κοπέλλα στο τραπέζι. Θέλω νά μού
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
την περιποιηθήτε όπως της ταιριάζει. Ή Νάνσυ χλώμιασε. Ό ντέτεκτιβ έσφιξε τά δόντια. Μέ τα χόρια δεμένα τπόχο στη ράχη ώρμίη,σε προς τό μέρος εκείνων ιτού πλησίοοζσν τη Νάνσυ. “Ένας από αυτούς όμως τού έκοψε το δρόμο. "Εσφιξε τη γ|ροθι·ά του κιαίϊ την τίναξε ,μέ δύναμι σημαδεύοντας τό στομάχι τού ντέτεκτιβ. Ό Σερ ινταν βόγγησε. "Ενοιωσε την ανα πνοή του νά χάνεται. —■ "Ατιμοι!, μούγγρισε. "Ενας άλλος τον ά|ρπαξε άπό τούς ωμούς καί τον τρά βήξε προς τά πίσω. "Επεσε ανάσκελα στο πάτωμα. Ό συμμορίτης σήκωσε τό πόδι του καί τού ικατάψειρε μιά^δυ νστή κλωτσιά στο σαγόνι. Ό πόνος τον ζάλισε. Οΐ σομ μορΐτες γέλασαν. — 3 Αρκετά! ., φώναξε ό Γκάρφεν. Βάλτε τον στη 6έσι του! ΤόΙν άνασήκωισαν καί τον έβαλαν πάλι στην καρέκλα του. Μια ανήμπορη λύσσα τον έπνιγε. Ό Μίκο τον κύτταξε σαστισμένος. Οι βολβοί των ματιών του· παιδιού πη,γαιινοέρχονταν μέσα στίς κόγ χες τους. ^Ητοον φοβερό. Ή καρδιά του σπάραζε. ^Κι’ ό μως τίποτα δεν μπορούσε νά γίνη. Σ3 αυτό τό μεταξύ οί· δυο συμμορίτες είχαν αρπάξει βάναυσα τή Νάνου καί την έσερναν προς τό τραπέζι.Τό κορίτσι μολονότι εΐχε δεμένα τρ χέρια αντιστεκόταν άγρια
23
χρησιμοποιώντας τά δόντια καί τά πόδια του. 3Αλλα σι συμμορίτες ήταν χειροδύνα μοι. —Κουράγιο, Νάνσυ! τής φώναξε ό Μίκυ. — Τξό!, ήρθε σά λυγμός ή άπάντησι. Τζο, βοηθέ ια! 'Ο^ Σέρινταν χαμαγέλασε πικρά. * Ητ'αν ανίκανος νά σα λέψη. Καί τί δεν θάδινε γιά νά μπορούσε νά τή βόη,θήση!... -— Αντίο Νάνσυ!, μουρ μούρισε. 3Αντίο αγάπη μου. Την άναισήκωσαν καί την έρριιξαν στο τραπέζι. " Ενας άπό τούς συμιμορίτες μέ μιά γρήγορη κίνησι τής πέρασε ένα σιδερένιο έλασμα γύρω άπό τό μέτωπο. Οί δυο άκρες τ ου έλ άσμ ατος β ι δώθήκ αν στο τραπέζι. Τώρα ήταν άβυνατο νά κουνήση τό κεφάλι της. Τής έλυσαν τά χέρια. "Ενας άλλος συμμορίτης πέ ρασε δυο μικρότερα ελάσμα τα στους κορπούς των χεριών της. Τό ίδιο έγινε καί στά πόδια της. "Ετσι ξαπλωμένη ανάσκελα μέ τά χέρια, τά πό δια καί τό κεφάλι φιυλακισμέ να στα ελάσματα ή Νάνσυ ήταν καταδικασμένη νά ύπο στη τό φοβίερώτερο μαρτύριο πού μπορούσε νά συλλαβή ^ό νους του ανθρώπου. Τό στή θος της άνεβοκατέβαινε βια στικά καί τά μάτια της ή ταν γεμάτα αγωνία. — Τώρα θά δής κάτι, Σε ρ ινταν πού θά σέ κάνη νά καταλάβης πόσο δυνατός εί μαι, είπε μ3 ένα χαμόγελο θριάμβου ό Γκάρφεν. Θ’ φρ-
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
χίισουιμε ά'πό την Πράσινη 3Ακτΐνοι. . ηλωσε τό χέρι του σ3 έ να διακόπτη. Ό ντέτεκτιβ έ νοιωσε .μια δυνατή παγωνιά νά τον τυλ'ίγη. Τό χέρι του Πκσρφεν φούχτισσε τον δια κόπτη και κινήθηκε προς τά πίσω. Μερικοί γυάλινοι σωλή νες πού βρίσκονταν πάνω α πό τό τραπέζι άρχισαν νά γε μίζουν από τηοάσινο φως. — Στάσου!, φώναξε ό ντέ τ'εκιτιβ ιμέ φωνή πού έτρεμε. Περιρενε ένα λεπτό! © 1ΖΑΦ ΝΑ'ΓΛΑ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ
ΓΚΑΡΦΕ Ν γυ ρι σ ε καί τον κύτταξε. —Τί τρέ χ ε ι Σέρινταν; ρώ τησε. —Θά στά πώ άλα, άποκρ ί θηκε μέ φωνή που μόλις άκου γόταν ό ντέτεκτιβ. 'Όσα μο στικά σου χρειάζονται γιά τά δπλα τής Γήινης Κοινοπο λιτείας θά τά εχης. Γύρισε τον διακόπτη και ελευθέρωσε τή,ν κοπέλλα! — "Όχι, Τζό!, φώναξε τό κορίτσι. Δεν πρέπει Τζό! Ό ντέτεκτιβ δεν μίλησε. Ό Γκάρφεν έκλεισε τον δια κόπτη. Το πράσινο φως χά θηκε από τους σωλήνες. — Θά ·μκλήσης λοιπόν;ρώ τησε. — ΝαΠ, θά μιλήσω! 5 Ηταν ένα ερείπιο ψυχικά καί σωιμίατικά ό Σέρινταν. Αυτός πού δεν λύγιζε μπρο
στά σέ τίποτα όταν έπρόκει το γιά τον εαυτό του τώρα δεν μπόρεσε νά άιντέξη. Ή Νάνου, ή κοπέλλα πού άγα πούσε περισσότερο από ο/τ» άλλο στον κόσμο, θά γινό ταν σέ λίγο ένα ανθρώπινο ράκος χωρίς σκέψι καί χωρίς θέλησι κάτω από την επιδρά σι τής Πράσινης Ακτίνας καί ύστερα αυτό τό ανθρώπινο ράκος θά ιμεταβαλόταν σ’ έ να τυφλό κτήνος. Τό μυαλό του πήγαινε νά σσλέψη. Καί στην ιδέα μονάχα πώς θ3 άντίκρυζε αυτό τό θέαιμα τό λο γ.κό του άρχισε νά σαλεύη.. — Θά στά πώ δλα,Γκάρφεν! Δώσε διαταγή νά λύ σουν τήν κοπέλλα ί, έπανέλα 6·ε. Κέρδισες! — Ναι, κέρδισα!, άπο-κρ ί θηικε θριαμβευτικά ό σατανι κος κακούργος. “Ομως τώρα είναι αργά γιά νά μεταινοιώ σης, Σέρινταν. "Ο,τι έχω νά •μάθω θά τό μάθω καί παρά τή θέληρί σου. Ή Πράσινη, 3Ακτίνα πρώτα κ,α'ί ύστερα τό "Ηλεκτρικό Τρυπάνι θά α νασκαλέψουν τό μυαλό τής φΐ λενάδας σου καί θά μάθω ό λα τά μυστικά πού υπάρχουν κρυμμένα εκεί .μέσα. Θά πα ρακολούθησης καί θά βεβαιω 6ής γι3 αυτό. “Υστερα θαρθή κι ή σειρά σου. Θά σέ ξ-απτλώ σω καί σένα απάνω στο τρα πέζι αυτό καί θά μιλήσης θέτ λοντας καί μη! 3Εκτός άν έν τιώ μεταξύ παραφρονήσης παρακολουθώντας τό πείρα μα. Αυτή ή κούκλα την οποία λογάριαζες νά κάνης γυναίκα σου θά μεταβληθή σ’ ένςχ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ ί
ποκρουστικό ανθρωπόμορφο τέρας, α ενα κτήνος με πρω τόγονά καί άγρια ένστικτα, θ'5 ένα αόμματο πλάσμα. Κάγχασε και συνέχισε. — Κύτταξε γ.ιά τελευταία φορά Σέρινταν αυτά τά ώραΐα μάτια πού σέ γοητέψα νε, "Υστερα άιπό λίγο στη θέσι των ματιών αυτών θά υ πάρχουν μονάχα δυο μαύρες τρύπες. Ή Πράσινη, 3Ακτίνα θά κάψη τούς βολβούς τώιν ματιών της αρραβωνιαστικιάς σου. — Φονιά!, μουγγρσε ό ντέτεκτιβ καί δοκίμασε νά ση κωθή. Ή πόρτα της αίθουσας άνοιξε. Ό Γκάρφεν που έτσι μαζόταν κάτι νά πή, γύρισε προς τό μέρος τής πόρτας. — Κλείσε την, Μάϊκ!, διό τάξε"* Ό ατμοσφαιρικός αέ ρας μπορεί νά μάς χαιλάση τό πείραμα! Ό άνθρωπος με την άσπρη ιατρική μπλούζα έκλεισε την πόρτα καί ξαναγέμισε στη θέσι του. — Εντάξει άρχηιγέ!, είπε, μπορούμε ν’ αρχίσουμε. "Ολοι στράφηκαν τώρα προς τό μέρος τού Πκάρφεν καί κύτταζαν τό χέρι του πού φούχτιασε πάλι τον διακόπτη τής Πράσινη "Ακτίνας. Ό Σούλιβαν ανατρίχιασε. Ό ντε τεκτιβ πρόφερε μια βλαστή μια,. Οί συμμορίτες κράτησαν την αναπνοή τους. Μονάχα έ νας απ’ αλους αυτούς τούς ανθρώπους πού βρίσκονταν ε κεί μέσα κύτταζε προς άλλη κατεύθυνσι. Καί αυτός ήταν
25
ό Μίκυ. Τό παιδί έβλεπε του τη τή στιγμή κάτι πού κανείς άλλος δεν ήταν εις θέσιν νά δή. Στά μάτια του υπήρχε μια περίεργη λάιμψι. 3 Από την πόρτα είχε μπή καί προχω ρούσε μέ αργό βήμα ό Ίζαφ Νσίλά! Αόρατος για τούς άλλους, ορατός για τον κοκ κινομάλλη Μίκυ ό Υπεράν θρωπος έφτανε στην πιο κα τάλληλη στιγΜη! Μέσα στην πράσινη αστροναυτική του φόρμα μέ την κόκκινη. μπέρ τα ατούς ώμους βουβός σαν ένας θεός τής Έκδικήσεως καί τής Τιμωρίας μέ μάτια πού άστραφταν σάν πυρωμέ να κάρβουνα προσχώρησε προς το μέρος τού παιδιού φέρνον τας τό δάχτυλο στο στόμα του καί δίνοντάς του έτσι νά καταλάβη πώς δεν έπρεπε νά μιλήση.. Ό Μίκυ δεν μίλη σε. Ή καρδιά του όμως βρον τούισε άγ.ρϊα. Ό Ίζάφ πλη σίασε πίσω του καί τού έλυ σε τά χέρια. Δίπλα στον Μί κυ καθόταν ό Σέρινταν. Κα θώς κανείς δεν τον πρόσεχε γιατί δλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους προς τό μέρος τού Πκάρφεν ό μικρός μέ μια γοργή κίνησι έλυσε τά χέρια τού ντέτεκτοβ. Ό Σέρινταν γύοισε καί τον κύττάξε ξαφνιασμένος. Τό παιδί του χαμογέλασε. — Ετοιμάσου, κύριε Σέ ρινταν!, ψιθύρισε. Θ ΓΚΑΡΦΕΝ ΔΡΑΠΕΤΕΥΕΙ
ΜΕΣΑ ατούς γυάλινους σω λήνες πού βρί σκονταν πάνω
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟI
από τό κεφάλι τής Νάνσυ άρ χισε ινά κυκλοφρορή ένα πράισι νο φως καθώς ό Γκάρφεν είχε γυρίσει τόν διακόπτη. Ή Νάν ου έβγαλε μια άγρια κραυγή. Μια βελόνα, υστέρα άλλη, κι9 άλλη, χ ίλ ιάδες, έκατοιμιμύρ ια βελόνες άρχισαν νά τρυπούν τό κρανίο της. Ό πόνος ή ταν αβάσταχτος. "Έκλεισε τά μάτια και ούρλιασε σαν α γρίμι. Τό κορμί της άρμενο μέ τά σιδερένια ελάσματα α πάνω στο τραπέζι άρχισε νά τρέμη. Δυνατοί σπασμοί την παίδευαν. — Κι5 ακόμα βρισκόμα στε στην αρχή!, εΐπε γελών τας ό Γκάρφεν. "Απότομα όμως τούτο τό γέλιο έσβησε κι9 από τό στό μα του βγήκε μιά βαρεία βλα στήμισ. Μιά καρέκλα σηκώ θηκε χωρίς κανείς νά τήν άιγ γίση κια'ΐ ταξίδεψε για μερικά δευτερόλεπτα στον αέρα. "Ύ στερα ή καρέκλα έπεσε μέ δύναμι στά λεπτά μηχάνημά τα πού έξέπρμπαν την ηλε κτρική ενέργεια καί διωχέτευ αν τό πράσινο φως στους γυάλινους σωλήνες. "Ενας θό ρυβος από σπασμένα γυαλιά πού πέφτουν στο πάτωμα έ πνιξε μιά καινούργια βλα στήμια του Γκάρφεν. — Τί διάβολο γίνεται εδώ μέσα; ούρλιασε. Τήν ίδια στιγμή αόρατα χέρια κινήθηκαν πρός^τό τρα πέζι καί έσπασαν βίαια τά ελάσματα πού κρατούσαν αι χμάλωτη τή Νάνσυ. Τά ίδια αόρατα χέρια άρπαξαν τήν
καπέλλα καί τήν άκούμπησαν απαλά σέ ιμιάν άκρη τής κάμαρης. "Ολα αυτά έγιναν πολύ γρήγορα πού κανείς δεν είχε προφτάσε ι· νά σιυνέλθη^ α κόμα από τήν έκπληξι. Τότε είδαν τόν κοκκινομάλλη, Μίκυ νά σσλτάρη σάν μιά γιπάλα από λάστιχο καί νά ρίχνεται απάνω στόιν Γκάρφεν. — Ηλίθιοι!, κραύγασε ό Γκάρφεν βρίζοντας τούς συμ μορίτες πού στέκονταν σά χα μένοι. Τί κάθεστε καί χαζεύ ετε ; Ή γροθιά τού Μίκυ τού έ κλεισε τό στόμα. Ό Γκάρφεν άνωρθώθηκε άγριος μέ μοοτω μένα χείλη. Ταχύς σάν άστρα πή ό Μιίκυ τού κστάψερε μιά δεύτερη γροθιά. Τότε αντή χησε ό πρώτος πυροβολι σμός. Μιά σφαίρα πέρασε σφυρίζοντας πάνω άΐπό τό κεφάλι τού παιδιού. Ό συμ μορίτης δμιως πού πυροβόλη σε είδε τον εαυτό του νά χά νη τό πάτωμα νά σηκώνεται Οίηίλά καί νά τινάζεται έξω α πό τό παράθυρο. Ταυτόχρονα ένας άλλος δέχτηκε ένα βα ρύ χτύπημα οπό κεφάλι κα:ί μέ τσακισμένο κρανίο πήγε καίϊ σοοριάστηκε κάτω από τά πόδια τού σιδερένιου τρα; ιτεζιού. Οι πυροβολισμοί γέ μισόν τόν αέρα μέ βροντές. Τώρα μονάχα άρχισε ^ νά συνέρχεται 6 Σέρινταν. "Ο σην ώρα συνέβαιιναν δλα αυ τά γύρω του, τά παράδοξα καί ανεξήγητα περιστατικά, είχε τήν ιδέα πώς ονειρεύεται. Πίστευε πώς ήταν τό θύμα ενός φοβερού εφιάλτη. Δεν εί-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
27
'Η Νάνσυ έτρεμε άπό τους φοβερούς σπασμούς.
χε κορμιά άρφί'βολίία ότι τό λογικό του είχε σαίλέψιει και! πώς όλα αυτά πού έβλεπε ή ταν δημιουργήματα τής άρ ρωστης φαντασίας του. Πώς ήταν δυνατόν νά συμβαίνουν στην ττραγιματ ικότητα όλα αυτά; Κίνησε τά χέρια του. Τά χέρια του δεν ήταν δεμέ να τπά. Πραγματικά λοιπόν ό κοκκινομάλλης Μίκυ τον εΤχε Ελευθερώσει. Πώς έγινε τάχα αυτό; Βαθειά χαντάκια αυλάκοοσαν τό μέτωπό του. Όμως τώρα δεν ήταν καιρός νά λύνη αινίγματα. Καπόνι ·
κώντας τούς πόνους πού τόν βασάνιζαν ακόμα λ άπό τά χτυπήματα πού είχε δεχτή λίγες στιγμές νωρίτερα, ση κώθηκε· 'Η γνώριιμη λάμψι του άτσαλιοϋ γέμισε πάλι τό βλέμμα του. Είδε την Νάνσυ όρθή κι3 ή καρδιά του βρόντη σε χαρούμενα. ^Εκανε ένα βημία προς τό μέρος της. Όμως ξαφνικά στάθηκε. νΑκουσε τη φωνή του Μίκυ. Τό παιδί πάλευε απεγνωσμένα μέ τόν χειροδύναμο Γκάρφεν πού πανικόβλητος προσπα θούσε νά ξεφύγη. Δεν έπρεπε
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νά τον άφήση. — "Εδώ, κύριε Σέρινταν!, φώναξε τό παιδί. Έδώ! "Ωρμησε σά σίφουνας. Ό Γκάρφεν έκανε μια βίαιη κίνηςπ. Τό παιδί που εΐχίε γίαιντζούβη απάνω του τινάχτη, κε στην άλλη άκιρη του δωμα τίου βογγώντας από τον πό νο "Ενας συμμορίτης που τό εΐδ'ε νά κυλιέται μπροστά του σήκωσε τό πόδι ετοιιμος νά τσάκιση κάτω από τό πα πούτσι του τό κεφάλι του. Ό Μίκυ ξεφώνισε. Ή κίΐνησι του συμιμοοίτη έμεινε στη με ση. Ό Ίζάφ Ναϊλά ακούσε •’Ό ξεφωνητό του Μίκυ καί μ" ένα πήδηιμα βρέθηκε κοντά του. Τό1 χέρι του Υπεράν θρωπου φούχτιασε τό λαιιμό του κακούργου. "Ακούστηκε ενα άνατριχι αστικό «κράκ» καθώς έσφιξε τά δάχτυλά του νύοω από τό σβέρκο του σου μορίτη.. Οί σπόνδυλοι τού τράχηλου του έσπασαν καιί σωριάστηκε στο πάτω/υα. Ή υάνη είχε φτάσει τώρα στο αποκορύφωμά της. "Άλ λοι συμμορίτες ειδοποιημένοι από τις κοαυγές καί τους πυ ροβολισμούς έτρεχαν με τά όπλα τους στά χέρια. Ό Ί ζάφ Ναϊλά επιασε την πόρ τα. Οι φοβεοές γροθιές του άρχισαν νά δουλεύουν άγρια. Βροχή από σφαίρες καί ακτί νες τον στριφογύριζαν. Ά τρωτος καί αόρατος όμως ό "Ιζάφ Ναϊλά κινιόταν δεξιά κι" αριστερά καταφέρνοντας θσνάσίιμα χτυπήματα. — Ό δ άβολος νά μέ πάρη άν κατοΑσβαίνιχ) τί μου
γίνεται!, φώναξε ένας. Μάς χτυπάνε καί δεν βλέπουμε ποιος είναι αυτός που μάς χτυπάει. —■· "Εγώ δεν πιστεύω στά Φαντάσματα!., μαύγγιρισε έ νας άλλος. Κάποιος είναι κρυμμένος πίσω από την πόρ τα. "Ελάτε μαζί .μου! • Καθώς μιλούσε προχώρη σε. "Υστερα από τό δεύτερο βήμα ρμως πού έκανε μιά γροθιά τού ξεβίδωσε τό σα γόνι. Τό κεφάλι του έφυγε α πό τή θέσι του καί πήρε μ ιά βόλτα στο λαιιμό του. — "Ώχ!, βόγγησε κι" έ πεσε σφαδάζοντας. — Κουράγιο παιδιά ί, φώ ναξε κάποιος. Τ" αφεντικό κ .νδυνεύε ι. Πραγματικά τό «αφεντι κό», ό "Έοιχ Γκάρφεν. κινδύ νευε. Ό θρυλικός Σέρινταν πού είχε ξαναβρή πάλι τήν αυτοκυρ ιαοχία του καί τήν ένεργητικότητά του είχε ρι χτή μέ λύσσα εναντίον του. — ^Ηρθε^ή τελευταία σου στιγμή φονιά!, γρύλλισε. Οί γροθιές τού Σέρινταν βροντούσαν μέ δύναιμι·. Άλ λα κα!ί ό Γκάρφεν ήταν χει ροδύναμος. Δεν ήταν από ε κείνους πού παραδίνονταν εύ κολα. Τό πιστόλι που είχε βγάλει στην άσχή από τη ζώνη του είχε πέσει ατό πά τωμα άλλα ήξεοε νά χρησι-, μιοποΊή τις γροθιές του. Δε χόταν αλλά καί έδινε χτυπή ματα. Πολλές φοοές ό ντέτεκτί'β ένοιωσε τήιν αναπνοή του νά κόβεται καί τήν καρ διά του νά σταιματάη, "Ομως
κτιβ έχασε τό πάτωμα άττό δεν τον άφηνε. Δεν έπρεπε νά τον οοφήιση,. Οι δυο άντρες τά πόδια του. Τά χέρια πού μέ φλογισμένα πρόσωπα, και κρατούσαν τον Γκάρφεν πα κοντανασαίνοντας, ιμέ κόκκι ρέλυσαν. Ό κακούργος τίνα να από τό θυμό μάτια μάχον ξε τό πόδι του προς τά έμ" τγοός καί κατάφερε ένα δυνα ταν άγρια. τό λάκτισμα στην _ κοιλιά — Θά σου φύγω,Λ Σέριιντου Σέρινταν. Ό Σερινταν ταν!, έκανε άγκομ αχώντας ό κακούργος. Θά σου φύγω αλ έπεσε βογγώντ ας. λά θά φροντίσω σύντομα νά Ό Γκάρφεν μ3 ένα πήδημα σέ ξαναισυναντήσω. Και τόπλησίασε τον τοίχο. Πίεσε τε δεν θά μπόρεσης νά γλυένα κουμπί κι3 ένα κομμάτι τώσης από την Πράσινη. "Α του τοίχου υποχώρησε. Σχη κτίνα:. ματίστηκε μιά μικρή πόρτα. — Λεν σου πάει νά κάνης Τρέχιοντας πέρασε την πόρ τον προφήτη δολοφόνε!, ουιρ τα. Τά μάτια του θρυλικού λιάσε ό ντέτεκτιβ και τίναξε ντέτεκτιβ γέμισαν λύσσα. τη γροθιά του προς τά εμ "Ορθώθηκε καί ώρμηισε εναν πρός. τίον του. Μά ήταν αργά. Ό Ό Γκάρφεν γονάτισε και τϊ'χος εΐχε ξαναγυρίσει στη η γροθιά τού Σερινταν συ θέσι του καί ή πόρτα είχε χσ νάντησε τον αέρα. Ό ντέτεθή. Μέ χέρια πού τρέμανε κττβ κλονίστηκε. "Έχασε την πίπισε τό κουμπί που είχε πι ισορροπία του κι3 έπεσε.Την έσει. πρίιν ένα δευτερόλεπτο Τδια στιγμή ό Γκάρφεν άνωρ ό Γκάρφεν. Τίποτα δέν έγι θοάθηκε. Χωρίς νά ενδιαφερνε. Κατάλαβε πώς ό κακούρθή για τό Σερινταν έτρεξε , γος εΐχε αχρηστέψει από μέ προς την απέναντι πλευρά σα τό μηχάνημα τής μυστι του: δωι ματ ίου, δρ αισκελ ίζοινκής αυτής εξόδου καί τό τας τά κορμιά των συμμοριβλέμμα: του γέμισε απελπι των που ήταν νεκροί στο πά σία. "Ωρμησε προς τό παρά τώρα. Ταχύς σαν αστραπή θυρο. Άπό ψηλά εΐδε δυο σηκώθηκε καί μουνταρε άπά προσγε ιωμ ένα άστρόπλο ια. νω του ό ντέτεκτιβ. "Άρπαξε Ένα πλήθος άπό πανικόβλη τά δυο μπράτσα του Γκάρφεν τους συμμορίτες τριγύριζαν καί τά τράβηξε προς τά πί τά άστρο πλοί α αυτά, Είδε σω. σέ λίγο, τον Γκάρφεν. "Έτρε —Τώρα σέ κρατάω!, μούγ χε προς τά άστρόπλο ια, "Έ γρκσε. φτασε άγκαμαχώιντας καί Εκείνη ακριβώς τή στι μπήκε σ3 ένα απ’ αυτά. νΟ γμή ό άρχ[κακούργος έδρασε λοι οι συμμορίτες ασοι βρί απίστευτα γοργά. Μέ μιά σκονταν έκεΐ τον ακολούθη μελετημένη, από πριν κίνη σαν. Φλόγες φάνηκαν καί τά σί πή,ρε μιά στροφή απάνω δυο διαστημόπλοια τινάχτη οτίς φτέρνες του καί ό ντέτεκαν ψηλά μέ μιαν άσυγκράτη
τη ταχύτητα προς τάν ούρα» νό. — Ξέφυγε !, μουρμούρ ία ε βραχνά ό ντέτεικτιβ. -έφυγε μαζί μέ τό επιτελείο του. " Ενας Θεός ξέρει π'ού κατευθύνεται... •"Απομακρύνθηκε από τό παράθυρο. Τό βλέμμα του 6ι έγραψε ένα βιαστικό τόξο μέσα στην αίθουσα. "Ολα ε κεί είχαν μεταβληθή σέ συν τρίμματα. 5Ανάμεσα ^στά τττώ ματα των συμμοριτών υπήρ χαν σπασμένα γυαλιά, σίδε ρα καί εξαρτήματα μηχανών. Τό μεγάλο τραπέζι ήταν άνα ποδογυρισμέινο κι3 απάνω στα πόδια του τραπέζιου ήταν πεσμένος μέ συντριμμέ να κρανίο ό συμμορίτης μέ την άσπρη ιατρική μπλούζα. Ιό δοομάτιο ήταν άδειο από ανθρώπους. "Έξω όμως από τό δωμάτιο, στον διάδρομο συνεχιζόταν ένας άγριος α γώνας. Είδε την Νάνου καί τόν καθηγητή Σούλιβαν νά κρατούν αυτόματα πού είχαν πάρει από τούς νεκρούς συμ μορΐτες καί νά μάχονται μέ πείσμα^ Μπροστά απ’ αυ τούς ήταν ό κοκκινομάλλης Μίκυ. Τό παιδί δέν κρατούσε οπλο. Κραδάίνοντας ένα κα ρεικλοπόδαρο καί χρησιμοποι ώντας το σαν κεψαλοθραύστη κατάφιερε φοβερά πλήγματα στους συμμορίτες. Ό Τζόε Σέριινταν γούρλω σε τά μάτια. Εκατό ϊσως καί περισσότεροι συμμορίτες ρί χνονταν μέ λύσσα απάνω στό παιδί άλλα τό παιδί προχω ρούσε πάντα χωρίς νά δεν
χινη δτι λογάριαζε τή ζωή του. Καί συνέβαινε κάτι α κόμα πολύ πιο παράδοξο. Οί σφαίρες πού ερριχναν ε ναντίον του οί συμμορίτες στέκονταν μισό μέτρο μπρο στά του κι3 ύστερα τινάζον ταν προς τά πίσω σά νά χτυ πούσαν σ’ ένα αόρατο τείχος. Ό ντέτεικτιβ δέν μπορούσε φυσικά νά ξέρη, ότι, ό 3ίζάφ Ναϊλά, ό ^ 6|ρυλ ικός 4 Υπεράν θρωπας, ήταν μπροστά στό παιδί καί τό άτρωτο από α κτίνες καί σφαίρες κορμί του γινόταν κάθε τόσο ασπί δα καί προστάτευε τόν κοκ κινομάλλη Μίκυ. ?Ηταν αό ρατος ό 31 ζάψ Ναϊλά. "Ομως αυτός ήταν πού τσάκισε μέ τις γροθιές του τούς συμμο ρίτες καΐί άνοιγε τό δρόμο προς την σωτηρία. — Φυλάξου, Τζό!, ακού στηκε ή φωνή τής Νάνσυ. Ό ντέτεικτιβ έσκυψε. "Ε νας συμμορίτης πού είχε κα ταιφέρει νά σπάση: τόν κλοιό μουνταρε εναντίον του μέ τό πιστόλι στό χέρι. Ό Σέρινταν έσκυψε κι3 άνωρθώθηκε σχεδόν αμέσως. Ή γροθιά του μέ μιαν αφάνταστη δυνα μι ^ βρόντησε στό πρόσωπο τού συ(μ|μρρί(τη. Ταυτόχρονα τά δάχτυλά του τυλίχτηκαν σά σιδερένια τανάλια γύρω από τόν καρπό τού χέριού πού κρατούσε τό πιστόλι. Τό πιστόλι άλλαξε κάτοχο. Ό ντέτεκτιβ πυροβόλησε. Ό συμμορίτης διπλώθηκε στά δυο καί έπεσε βογγώνταςστό πάτωμα. Αρασκελισε τόν συμ μορίτη κύέηρεξε κοντά ατούς
31
άλλους. Τό ρυοολό του πήγαι νε να σαλέψη. Είδε τον Μικυ να χοροιπηδάη, και τούς κακούργους νά σωριάζονται ό ένας ύστερα από τον άλλο, μέ τσακισμένα κρανία καί] ραχοκακκαλ ιές. "Έβλεπε όλα τούτα κι3 άκουγε ταυτόχρο να τό παιδί πού φώναζε: — Μπράβο Ίζάψ Ναϊλά! "Απάνω του "ίζάψ και τούς Φ άγαμε! Αυτό τό άνομα του 31 ζάψ Ναϊλά μπερδεμένο σ3 αυτή τή φασαρία του τριβέλιζε στο (μυαλό. ^Ηταν κάτι που 6ιέ μπορούσε νά τό έξηγήση ό Σέρ ινταν. 3Αλλά μήπως μι σή ώρα νωρίτερα δεν είχαν γίνει τόσα άλλα ανεξήγητα πράγματα; Δεν ήταν όμως τώρα καιρός νά κάθεται νά ψάχνη για -εξηγήσεις. Προς τό παρόν έπρεπε νά βγουν από αυτό τό κτίριο. "Ωρμησε προς τό^ δ ιάδρο μο. Οι συμμορίτες είχαν ^αρ χίσει νά υποχωρούν. Βλέπον τας πώς τό παιχνίδι ήταν γα μένο άρχισαν νά σκορπάνε τρέχαντας δεξιά κι3 αριστε ρά. — Μάς χρειάζεται ένα αυ τοκίνητο !, βροντοφώνησε ό ντετρκτ ιιβ. Κατέβηκαν τις σκάλες, δι έσχισαν τήιν αυλή και βγή καν στο δρόμο. "Ενα μεγάλο άύτοκ ίνητο στ άθ| μευε έκεΐ. Σάλταρε απάνω. Ό Σερ ινταν άρπαξε τό βολάν. Ό Μίκυ έμεινε τελευταίος. Τό(ν εΤδαν νά κοντοστέκεται καί νά μι-
λάη. Μιλούσε σέ κάποιον πού αυτοί δεν έβλεπαν. — Δέ^ θάρθής λοιπόν μαζί -μας, Ίζάψ; ρωτούσε τό παι δί. Ό Υπεράνθρωπος κούνησε τό χέρι του σέ αποχαιρετι σμό. ^ — Δε μέ χρειάζεστε πιάΤ, εΐπε. 3Έχω ακόμα κάποια δουλειά νά τελειώσω εδώ. Καλό ταξίδι, Μίκυ. Οι όολίλοα δεν είδαν ούτε α κόυσαν τίποτα. Τό παιδί ό μως καθώς σκαρφάλωνε στο αυτοκίνητο είδε τον μεγάλο του φίλο ιν3 απομακρύνεται καί νά ;καπευθύνεται πάλι προς τό κτίριο όπου βρίσκον ταν ακόμα τά υπόλοιπα τής συμμορίας τού Έρ ιχ Γκάρφεν. — -Κάτι έχει στο μυαλό του ιό 31 ζάφ Ναϊλά!, μουρμού ρισε τό παιδί. Τό αυτοκίνητο διέσχισε μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα τον με γάλο δρόμο πού έφερνε προς τή λίμνη των Ψαρανθρώπων. Κανείς από τούς τέσσερις ε πιβάτες του δεν μιλούσε.Εί χαν περάσει δύσκολες στι γμές κι3 οί καρδιές τους ήταν γεμάτες αγωνία. Μονάχα σαν έφταναν στον «Πρωτέα» 0ά μπορούσαν νά πάρουν ανα πνοή. Ταξίδευαν σχεδό,ν δύο ώρες. — Νάτος!, φώναξε ό Μί κυ. Τό άστρόπλοιό μας είναι έκεΐ και μάς περιμένει. 3 Από μακρυά αστράψτε τό ασημένιο σκάφος τής Διαπλα νητικής "Αστυνομίας. Ό Σε ρ ινταν μέ μάτια πού λάμπα-
32
;
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νε κατεύθυνε τό αύτακίινη,τα προς τά .εκεί και φρεναρησε. I Ιήδησαν από τό αυτοκίνητο καί ώρμησαν στο άστρο πλοίο. Με μιά γοργή ματιά πού ερριξε ό ιντέτεκτιβ διαπίστωσε πώς άλα ήταν εντά ξει Ή Νάνου ασφάλισε την πόρτα. — Φεύγουμε, φώναξε ό Σέ ρινταν. 'Π ιαιστήτε από τις χειρολαβές ί Το χέρι του φοόχ,τιασε τους ι μοχλούς των άπωιθητ;κών πυραύλων. Φλόγες ξεπετάχτηκαν ,άπό τό πίσω μέρος του άστρο πλοίου καιί τό «Πρωτεύς Μ» τινάχτηκε ψη λά (οργίζοντας ένα καινούρ γιο ταξίδι ανάμεσα στ5 ά στρα. — Που πάμε; ρώτησε υ στέρα ή Νάνσυ. — Νομίζω πώς πρέπει να συνεγίΐσουμε τό ταξίδι ίμιας προς την Αφροδίτη άποκρίθηκε ο ιντέτεκτ ιβ·. ή ίδια στιγμή δ; μ ως άνα ψαν κι5 έσβησαν τά φώτα του καντράν τής τηλεοράσεως τού σκάφους. — Μάς καλούν από τη Γή !(φώναξε ο Μίικυ. Μιά μορφή μπουλντόγκ φά
νηκιε στην οθόνη. —* Ό 'ίνσπέκτορ Χόβαρτ! ,· είπε ή Νάνσυ. Μιά φωνή πού έτρεμε ε λαφρά ήρθε από τό μεγάφω νο. — Έπί τέλος σέ βρίσκω Σέρινταν! ΈΙδώ Χόβαρτ! "Άλλαξε πορεία ικάί έλα στη Γή. Ιπτάμενοι δίσκοι μέ έξώικοσμα πλάσματα γέμισαν τον .ουρανό τής Νέας Ύόρκης. Ή Νέα Ύόρκη. κινδυ νεύει... "Η φωνή χάθηκε απότομα και τά φώτα επαφής έσβη;σαν. Τά μάτια του Σέρινταν τρεμόπαιξαν. — Πρώτη φορά ακόυσα τον Χόβαρτ ινά μιλάη έτσι!, εΐπε. Κάτι σοβαρό πρέπει σίι γαύρα νά συμβαίνη, Χανείίς δεν (μιλούσε. Μο νάχα ό Σέρινταν μέ -γοργές κινήσεις γειρίστηκε τά πη δάλια. Τό άστρόπλοιο δια γράφοντας ένα μεγάλο τόξο άλλαξε ττορεΙία. Τό ταξίδι γιά την Αφροδίτη, ιάνεβάλλετα γιά δεύτερη φορά. Ή Γή διέτρεχε σοβαρό ικί(νδυνο. 9Εκεί ή ταν ή θέσι τών τεσσάρων ή•οωϊκών αστροναυτών. ·.
Τ ΈΛΟΣ Σ υγγραψεύ ς: Π. ΠΕΤ ΡIΤ Η Σ "Ατταιγ^ρεΟεται ή <&\κχ£ηιμοσί«ιχπς
Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ ΙΩΑΝ. ΦΟΡΤΟ, Κεφαλληνία ; Ό τόμος τοΰ «Υπεράνθρωπου» είναι χρυσοπανόδετος καα θά σου κοστ'ίση 1 ό δρχ. μαζί με τά τα χυδρομικά. Εύχαριστώ γιά την αγάπη σου και τά καλά -σου λόγια. Ο ΙΩΑΝ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, Χαλκίδα:. Σοΰ στέλνω τά τεύχη 10 και 12 τοΟ «·Υπερανθρώπου». Μή μου Ρ αν άστε ίλης τήιν ταυτό τητα. © Ν. φΩΤΟΠΟΥΛΟΝ, Αι γάλεω: Ή ταυτότητα του «Υπε ράνθρωπου δίνει έκιτητωσι γιά ό, τι αγοράζετε άπό τά γραφεία μας, Μικρόν "Ηρώα, Υπεράνθρω πο, Γεράκι, Μ. ' Ιππότη, κ.λ.π. Προκειιμιένου άμως νά άγοράζη.ς τό τεύχος τής εβδομάδας άτπό τά γραφεία μας, αύτό τό θεωρώ 6χι λογικό, και τοΟτο διότι .μπο ρείς ινά τό άγοράσης άπ’ τό πλησ ι έσπερο περίπτερο μόλις κύκλ οφοοήση, άποφεύγοντας έτσι τήιν ιοαθυστέρησι πού θά έ,χη στο τα χυδρομείο κ.λ.π. Αυτό θά μπο ρούσε νά γίΐνη μόνον γιά τά προ ηγούμενα τεύχη, τά οποία κατ’ ανάγκην 'θά επρειπε -νά προ,μιηθευθής άπό τά γραφεία μας. ’Ελνπίζω νά θεώρησης σωστή τήιν άπο.ψί μου. Σου έπιστοεφω και τήν ταυτότητα. Ο ΠΑΥΛΟ Δ!ΑΛΥΣΜΑ, Πάτρας^ : "Ελαβα τό γοάμμια σου καί χάρηκα πολύ. Πολλοί επιστήμονες ισχυρίζονται δτι στον πλανήτη "Αρη, καθώς κρά στην Αφροδίτη, υπάρχει ζωή. Σύμφωνα όμως με τά δε δομένα πού ύπάρχουν, δεν μπο
1) 2) 3) 4) 5) 6) 7)
*·0 Ντέτεκτιδ τών Ούρονών Τό μυστηριώδες άστρόπλοιο ' Κουρσάροι στη Σελήνη 'Ο μικρός Ελευθερωτής *0 πόλεμος των "Αστρων Έπίθεσι ς εναντίον τής Γής Ή έπανάστασις τών ρομπότ
ρεί νά άπαδειχθή η άποψίς τους, γΓ αύτό και άρκούμεθα στις £η ποθέσει ς. Αυτά εΐναι μυστήρια, πού άο'φαλώς θά βρούν τήιν άπάντησί τους ατά προσεχή πέντε χρόνια, σύμφωνα με τήν αλματώ δη άνάπτυξι τής αστροναυτικής. Ο ΑΝΛΡ. ΚΟΥΣΕΝΤΟ, Αθή νας : ^Εστάλησαν τά τεύχη 1, 2 και 8· Νά τά φέ,οιης στά γραφεία μας Λέικκα 22 ('Υπάγει ον), γιά βιβλιοδεσία. Ο ΚΛ. ΠΑΣχίΔΗ, Λαμία: Πολύ σωστά λες οτι ή Αστρονομία είναι ιμιά θαυμασία επιστήμη. Στην έρώτησ'ί σουγιά τήν πιροέλευσι καί διαιμόρφωσι τής Γης, εχω νά σου πώ τά έ ξης: Σύιμιφωνα με αύτά πού γνω ρίζω γιά την πιθανή καταγωγή καί έξέλΐ'ξι τού πλανήτου μίας, ή Γή ήταν ένα άρχικό νέφος, τό όποιο πριν άπό τέσσερα δισεκατομμόο ι α χράν ι α έσυμιπυκινούτο καί έλάμιβαινε στερεά μορφή σχη ματίζοντας την σφαίρα τού πλα νήτου μας. Στο τεράστιον αύτό χρονικό δ'άστηιμα αί ήπειροι άλ λαξαν διάφορα σχήματα, καί έφθάσαμιε εις την σημερΐ'νήιν της μορφή όπου καθώς λέγουν εΐναι καί ή καλύτερα άπό γεωλογικής άπόψεως. ίΑπαντώ ιμέ λίγα λό για στις τόσες έοωτήσει-ς σας, διότι ό χώρος δεν επιτρέπει πόλη λά, έζ άλλου, όλοι οϊ αναγνώ στες έχουν απορίες, ποάγμια πού μου επ’βάλλει νά τούς εύχαριστήσω όλους. Ό ΥΓΡΕ ΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
8) 9) 10) 11) 12)
Τό Αίνιγμα τού Πλανήτη Κρόνου Θύελλα στο Διάστημα Οί "Άνθρωποι - ψάρια ιΟ Εχθρός τού Κόσμου 'Η Μεγάλη Μάχη
Υ Π ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΒΑ0ΜΑΔΪΑ1Α ΔΙΑΠΑΑΝΗΚΚΗ 5ΚΑΟΧΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία: 'Οδός Αέκκα 22 —ΑΡΙΟ. 13 — Τιμή δραχ. 2 Ατιμοσιογιραΐφιβώς Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41, ΟΙ«αναμικός Δ)<ντής: Γε&ργ. Γεωργ ιώδης, Σφίγγός 38. Πρ·ΐστ6μένος Τυπόγραφείου: Άνσκττ. Χατζηδασ ελείου, Σαπφους 2. 4Ε» ΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεωργ ιάθην, Λέκιοα 22 Αθήνα!
"Ενα καινούργιο έ^ώκοσμο και αποτρόπαιο πλάσμα έμφανίζεται στην πορεία τού ήρω'ίκού άοπροναύτη ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν
ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ και σκορπίζει τον όλεθρό και την καταστροφή. *0 ντέτεκτιβ όμως, μέ την άχώριστη συντροφιά τή^ Νάνσυ και του μικρού και άφοβου Ελληνόπουλου, τού Μικυ, αντιμετωπί ζει μέ τό απαράμιλλο θάρρος του και τον καινούργιο του εχθρό σ’ εναν αγώνα ζωής και θανάτου, . Ή δραματική αυτή περιπέτεια δημοσιεύεται στο επό μενο τεύχος τού «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», τό 14, πού κυκλο φορεί τήν ερχόμενη εβδομάδα.
7θ ^ΛΧΑ\Ρ·\ Γ^ΙΟν '-ΘΑ Π Μ* ΤΟ ΑΙΜΑ ΖΟν ΤΟ
ΤΟ ΔΟΥΜΕ
ΤΖΑ<?ΤΑΐ
Μ
ΥΤΤΑ. ΤΟ ΠΑΙΔΙ “ΑΓΡΙΜΙ —ι Αφ ΟΠΛΙΖΕ. ΤΟΜ ΓΧ ΤΖΑφΤΑ ! '
Ρ&ΝΑΙΜΔΑΚι -Ν1ΚΗΣ..Ε ΕΝΑ ^ ΒΑΤΟνΣ.1 \ Λ \ ΤΙ ΝΤΡΟΠΗ \)
ΣΥΛ£Χ1Ζ£ΤΑ/
ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΤΟΥ ΟΑΕΘΡΟΥ
Το έξώκοσμο τριβάκτυλο τέρας εδειξε τά δόντια του στον ελέφαντα και νιαούρισε σά γάτα.
ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ πίσω τον αυ λάκια φωτιάς τα καταδιωκτι» κό άστρόπλοιο τήις Διαπλανητ ικής 5 Αστυνοιμ ίσς «Π ρω-
τεύς» απομακρυνόταν ;μ£ ίλιγγιώδη ταχύτητα από τήιν επιφάνεια . του άγνωστου: καί μυστηριώδους πλανήτη όπου ΤΙΜΗ ΑΡΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τά σατανικά ιμηχανήιματα, ήλ εικπ.ρομ σγνητ ικής ένεργε ί ας τού υπ5 άιοιθμόν 1 εχθρού τού Κόσμοι; 'Έριχ Γκάρφιεν το εΐχοον παρασύρει πραν τρεΐς μέρ-ες (*). Μέ μάτια πού λάιμπτοονε ό θρυλ ικός ντέτε6 Τζό Σέοινταν, ό ακού ραστος κα] άφοβος κακουργοκυνηγός, ώδηγουσε μέ στα θερό χέρι τό διαστημόπλοιο βάζοντας σ’ ενέργεια όλους, τον ενα· μετά από τον άλλο, τούς απωθητικούς πυραύλους του προσπαθώντας έτσι νά κειρδίση όσο τό δυνατό ρεγαλύτερη άπόστασι και περισ σότερο χρόνο. Ή Νάνου ”Εβιλγκτον ή μελαχοοινή άρρα βωνιαστυκιά που, ή άφοβη κο πέλλα μέ την άντοείκια καρ" διά, καθισμένη δίπλα του, στον θάλαμο· διακυβερνησεως παρακολουθούσε ,μέ άγρυπνο μάτι τίς βελόνες των μετρη τών ίοαδιοακτινσβολίας έτοι μη. σέ περίπτοχπ ανάγκης να 6ώση τό σήμα συναγερμού. 'Όλα πήγαιναν προς τό πα ρόν κανονικά. Ό Μίκυ, ό κοκκινομάλλης πιτσιρίκος., τό στ,ρόρητο όρ-· φανό Ελληνόπουλο τής Νέ ας Ύάοκης, ό ρικ,οότειρος α στροναύτης τού1 κόσμου πού συνόδευε στα ταξίδια του στο διάστημα και ανάμεσα στους πλανήτες τόιν Σέριν τον έστεκε πίσω από τό δια φανές άλλα άθραυστο κρύ σταλλο τού δεξιού φινιστρι νιού τού άστροπλοίσυ και κύτ (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος του Υπεράνθρωπου μέ τόν Ότλο ^0! ’Εξώ&οσμοι έφσρμοΟν$.
ταζιε προς τό έδαφος πού όλο ένα καί απομακρυνόταν πιο πολύ. 9Ηταν σαν κάτι νά πε ρίμενε. Κάτω από τό άστρόπλοίο στην επιφάνεια τοΰ πλανήτη ξεχώριζε ή μεγάλη πολιτεία τού ^Εροιχ Γκάρφεν μέ τις τεράστιες μηχανικές έγκαποστάσεις. Ό Ίζάφ ΝαΧλά, ό Υπεράνθρωπος, όταν τόιν αποχαιρετούσε τού είχε πή: — Έσεΐς πρέπει νά πάτε στο άστοόπλοιό σας καί ν' άπογειωθήτε όσο γίνεται π ιό σύντομα. Έγώ θά ξαναγυρ!ίσω πίσω στο κτίριο τού Γκάρ φεν. *Έχω κάποια δουλειά νά τελειώσω εκεί άκόιμσ. Τό παιδί στην άρχη δεν κατάλαβε. Τώρα όίμως νόμισε πώς άρχισε νά μαντεύη ποια ήταν ή δουλειά πού σχέδια ζε ό Ίζάφ Ναϊλά (*) Γι* αύ(*) *0 Ίζάφ (Ναϊλά, απως ξέ ρουν οί ταχτικοί αναγνώστες τών άστροναυτ! κών πειρ ι πετε ι ών τού θρυλικού ντέτεκιτ ιβ Τζόε Σέρινταν, είναι ένα Υπεράνθρωπο πλάσμα, από 'τόν πλαινηιττι ιΙΙράτ, πού προ στατεύει τό μικρό ^Ελληνόπουλο. Ό Ίζάφ Ναϊλά φοράει ριά πρά σινη άσ τρο ναυτ ιικιη φ άρμα και κόκ κινη: μπέρτα ιμέ χρυσά Κρόσσια στους ώμους. "Εχει τρομερή δό να μι και εΐιναι άτρωτος άττ’ τ]ς σφαίρες καί τίς άκιτΐνες Θανάτου. Ταξιδεύει στον άέρα σαν πουλί, μέ ταχύτητα μεγαλύτερη· τού φω τός και 'μπορεΤ νά ζήση κάτω άπ' τό νερό, όπως ένα δελφίνι. *0 Υ περάνθρωπος είναι ΛλικίΙας δυόμί ση χιλιάδων έτών, μολονότι έχει την έμφάνισι νέου άνθρώπου. Εί ναι άάροτος γιά όλους τους άλλους καί ορατός_ μονάχα γιά τον
/^ίίκν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
§
?ο κάτι τίερίίμενε^ νά δή. Και καί όχι αυτού... πώς τον εί ξαφνικά είδε αυτό που περίπες; μ/ενε. Μια τεράστια φλόγα — Ίζάφ Ναϊλά!, συιμπλή ξεπήδηισε στον ουρανό και ρωσε ό Μίκυ. γαλάζιοι· και κίτρινοι καπνοί — Αυτού τού "Ιζάφ Ναϊακολούθησαν. λά ^ πού είναι· ένα ανύπαρκτο πρόσωπο. —Τά κατάφερε! , ξεφώνι ^— Τί· δέν τό πιστ'εύετε; σε ενθουσιασμένος ό Μίκυ. ρώτησενγουρλώνοντας κωμ ι Κυττάξτε λοιπόν έκεΐ! κά τά έξυπνα ιμιάτια του τό "Ολοι· κύτταξαν έκεΐ που παιδί. Δέν πιστεύετε πώς ό έδειχνε. "Ανάμεσα στις ψλο "Ιζάφ3 Ναϊλά τά σκάρωσε δ γες καί στους καπνούς ολό λα αυτά; κληρα κτίρια τινάζονταν ^ καί Ό Σούλιβαν χαμογέλασε. σκόρπιζαν σαν τραπουλόχαρ Ό Σέρινταν έκανε πώς δέν τα στον άέρα.^ Ή μεγάλη μη ακούσε. Μονάχα ή Νάνσυ χανική πολιτεία ιμέ τον χαλύ φαινόταν σκεφτική. βδινο εξοπλισμό καί |ΐέ τούς —Καί όμως, είπε. Αυτός τεραστίους μεταλλικούς κυό * Iζάφ Ναϊλά πρέπει νά ύλίινδρους παραγωγής ατομι πάρχη:! ιΓιά θυρηθήτε τά ό κής ένεργείιας τού "'Εριχ σα ^έγιναν στόΛ δωμάτιο τής Γκάρφεν μέσα σέ λίγα δευ Πράσινης "Ακτίνας (*) Χω τερόλεπτα είχε μ-εταβληθή σ’ ρίς τή βοήθειά του Τσως κα ένα άμορφο σωρό έρειπίων νείς άπό μάς τούτη τή στι πού κάπνιζαν. γμή δέν θά ήταν ζωντανός. — Τρρμακτ ιικιη έκρηξι ς πού σάρωσε δλα τά έργοστά · Δέν τον είδε κανείς -μας. "Ο μως ή παρουσία του ήταν σιαί, ψιθύρισε ό ντέτεκτιβ. φανερή. — Είναι δουλειά τού ΊΌ ντέτεικτιβ γέλασε. ζάφ Ναϊλά! 7 είπε θριαμβευ —ΝοιμίΙζω πώς άρχ'ίζεις τικά τό παιδί. Τό είπε καί καί σύ γλυκέ ιά μου άγαπη τό έκανε ΙΤώρα ή Γήινη Κοι νοπολιτεία -μπορεί νά κοίιμά- νά θλέπης όνειρα όπως ό Μί κυ!, είπε. ^"Ελπίζω όμως πώς ται ήσυχη. Ό ΓΊκάιρφεν θά δσο νά φτάσουμε στή Γή θάχρειαστή εκατό χρόνια για χης; συνέλθει. Γιατί έκεΐ φυ νά ξαναφτειάξη αυτά τά σικά θά ύττάρχη πολύ δου εργοστάσια νά ,κατασκευάση λειά γιά μάς καί δέν θά πε όπλα καί ,μηχανήματα γιά ρισσεύει καιρός γιά όνειρα. την έπίθεσι πού σχεδίάζε. Ό Μίκυ κατέβασε τά μού·= — Ναί! "Έτσι είναι!, συμ Ή Νάνσυ άνασήικωσε φώνησε ό καθηγητής τής "Α τρα. τούς ώμους. στροναυτικής Μώρις Σσύλι— Όκεϋ Τζό!, απάντησε. βαν πού ήταν ό τέταρτος έπι βάτης τού «Πρωτέα». Μονά λ(*) Διάβασε τό προηγούμενο χα πού νομίζω πώς ή έκρηξι Τεύχος (με τον τίτλο «ΟΙ Έξώκο* αυτή είναι έντελώς τυχαία τμοι έφορμοΟν».
ό
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Εύχομαι' να μη γελιέσαι! — Θά σάς πώ ένα μυστι κό!, έκανε ό ντέτεκτιβ σέ εύ θυμο τόνο. Συμβάίνιει, κάτι περίεργο με τον κοκκινομάλ λη πιτσιρίκο πού έχουμε πα ρέα μας! Τό παιδί/ άγνωστο πώς, απέκτησε μερικές ύπερ φυσικές δυνάμεις κα] τά κα ταφέρνει νά μάς δουλεύη μιά χαρά! "Έτσι δεν είναι Μίκυ; Τό Ελληνόπουλο κοκκίνισε ώς τ’ αυτιά. — Έγώ κύριε Σέρινταν', Έγώ σάς δουλεύω; —Ναι! *Εσύ ^ ττιτσιρΐκο! Έχω διαβάσει κάμποσα βι βλία για φακΐ,ρες, υπνωτισμό καί τηλεπαθητικα φαινόμενα. Έσύ συνδυάζεις καί τά τρία. Είσαι ατσίδα! Μέ τό βλέμ μα σου φαίνεται πώς υπνω τίζεις εκείνους που σέ τρι γυρίζουν, τούς κάνεις νά αύθυπαβάλλανται καί άρχ[ ζεις τά κόλπα! Αυτό δεν μάς έρχεται καθόλου άσκημα καί στο λέω γιά νά τό ξερής!Μου αρέσουν πολύ αυτά τά κόλπα όταν πετυχαίνης μ* αυτά νά στραπατσάρης μιά ολό κληρη στρατιά κακούργων η όταν λύνης μονάχος σου τά δε μένα χέρια σου καί ελευθερώ νεις καί τούς άλλους. Γιατί λοιπόν δέ μάς λές την αλή θεια; Πώς σου σφηνώθηκε στό μυαλό αυτό τό παράξενο όνομα του Ίζάφ Ναϊλά πού τό πιπιλάς κάθε τόσο σαν κια ραμέλλα; — Δηλαδή θέλετε νά πήτε; έκανε τό παιδί. Δηλαδή... -—- Δηλαδή θέλω νά πώ ό
τι μάς παριστάνεις τό ψόφιο κορηό, ενώ θά ήταν προτιμό τερο νά παραδεχόσουνα ότι εσύ είσαι ό Υπεράνθρωπος! Ό Μίκυ γούρλωσε τά μά τια. — Έγώ; , —<Ναί έσυ! ^ — Τό λέτε σοόάρά αυτό κύριε Τζό; — Πολύ σοβαρά! Καί ό ταν φτάσουμε στή Γή θά κά νω μιά αναφοράς ~τόιν ίνσπέκτορα Χόβρρτ. Ελπίζω πώς αυτή τή φορά δεν θά παρασταίνης τον έκπληκτο δταιν οι αστροναύτες τής Διαττίλα ν ητ ικής 5 Ασ φ αλε ί ας .τ αρουσ ι όζουν όπλα, καί οι στρατιω τικές μουσικές θά παίζουν -ηαν Αμερικανικό Εθνικό "Υ μνο καί τον Εθνικό "Υμνο τής πατρίδας σου, τής (Ελ λάδος ένώ ό Χόβαιρτ θα σου καρφιτσώνη στό στήθος τα παράσημο του Φοίνικα τής Ανδρείας! Τό παιδί έκανε μιά κίνησι δ ι αμ αρτυρ ί ας. Ό ντέτεκτ ι β όμως δεν τον άφησε νά μιλή ση. Σήκωσε ^τό χέρι. —Να σού^λείπουν οί φι γούρες πιτσιρίκο!, τον έκο ψε. Μπορεί όλους νά άλλους νά τούς κοροϊδεύης. Έμενα όμως δεν μου τή σκάς! Του γύρισε τις πλάτες καί τον ξέχασε. Τά μάτια του τ.άλι άγρυπνα έπεσαν άλληλοδίιαδόχως στα πολύπλοκα μηχανήματα πλεύσεως τού άεροσκάφους. "Υστερα άφησε τό βλέμμα του νά πλάνηθή προς τό μέρος του άγνωστου πλανήτη πού άφηναν πίσω
7
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
τους. Τό άστρο παρουσίαζε τώρα μια κυρτή έπιφάνεια πού όσο μεγάλωνε ή άπόσταισι έπαιρνε σχήμα σφαι ρικό. —Ξεφύγαμε τήν έλξι του!, φώναξε υστέρα από λίγο ή Νάνου σηκώνοντας τά μάτια από τό μαινόιμετρο. "Όλα πάνε καλά! Τό άστρόπλοιο είχε μπή τώρα στο πηχτό σκοτάδι του δ! αστ ήι μιοοτος. Τό γσλάζ ιο χρώμα του ουρανού είχε χα6ή. Πέρα μακρυά σά φωτει νές τελείες έλαμπαν εκατομ μύρια άστρα. Μια άπό τις φωτεινός τελείες ήταν ,Γ ή Γή. Έκιεΐ έπρεπε να φτάσουν τό συντομότερο οί τέσσερις αστροναύτες. Γιατί κάτι πα ράξενο συνέ βαίνε τούτες τις τελευταίες μέρες πάλι στη Γή. Ό Μώρις Σούλιβαν κύττα ξε τον χιλιομετρικό πίνακα. Ή κορδέλλα με τά νούμερα περνούσε βιαστικά μέσα α πό τό καντράν. Τά νούμερα πού σημείωναν τήν ταχύτη τα τού «Πρώτεα» και κατέ γραφαν τις αποστάσεις άπό τό σημείο άπαγε ιώσεως ολο ένα και μεγάλωναν. Ό καθη γητής άναστεναξε. — Λεν θ5 άργήσουμε νά φτάσουμε στη Γή Τζό!, είπε. Θάθελα όμως νά ρη χωρίσου με όταν φτάσουμε εκεί. Ή παρέα σας μού άρεσε. Πι στεύω πώς <κΓ έγώ 6έν κάνω άσκημη παρέα. Τί θά έλεγες Τζό δον σού ζητούσα νά άττοτελέσω κΓ έγώ μόνιμο πληρώ μα τού άστ,ροσκάφους σου;
Τό άστρόπλοιο τής Διαπλανητικής 9 Αστυνομίας άπογειώθηκε άπ* τον άγνωστο πλανήτη άψήνοντας πίσω του αυλάκια
τιας.
Ό ντέτεκτιβ γέλασ ε. —Μάς χρειαζόταν πάντα ένας άστραναύτης με πείρα τής ηλικίας σου Σούλιβάν!, απάντησε. > Όκέϋ κύριε καθη γητά! Σέ προσλαμβάνουμε. Τ© ΤΡΙΔΑΚΤΥΑΟ
ΤΕΡ&Ε
Ο IΝΣ Π Ε Κ ΤΟ X όβαρτ πήδησε από τό αυτο κίνητό του.Τά ιμάτια του τρ£ μόπαιξαν δταν είδε τό α ποτρόπαιο^ θέαμα. ,— 3Εδώ έγινε μακελειό!, γάβγισε καθώς ικύτταζε γύ ρω του. Τά νοσοκομειακά αύτοκίνη τα πηγ α ι ναέρ χαντ αν. * Ανθρωποι .μέ άσπρες .μπλούζες χλω μ οι και αμίλητοι άνασήκωναν μέ^μιάν έκφρασι φρίκης στο βλέμμα τά πτώματα και τά φόρτωναν^στά φορεία. Ήταν εκεί γυναίκες, παιδιά, άντρες με κομματιασμένα κορμιά. Λίμνες άπό παγωμένο αΐ.μα είχαν σχηματισθή σέ διάφο ρα ^ σημεία του δρόμου. Κι* άνάμεσα στά κενά πού άφη ναν ? αυτές οι λίμνες υπήρχαν τά ϊχνη. Ματωμένα ίχνη άπό πέλματα μεγάλων ποδιών πού είχαν τρία δάχτυλα. Ό ήσυχος αυτός δρόμος του λΑανχάταν παρουσίαζε την ει κόνα μιας άγριας επιδρομής. — Τί έγινε Ρόμπ; ρώτησε ό ίνσπέκτορ τον άρχιψύλακα πού είχε πλησιάσει καί τον χοιρέτησε μέ σεβασμό. Πή ρες καταθέσεις αυτοπτών;
—- Μάλιστα κήρι^ε έπιθεαρητά! — Τί λένε; — Ασυνάρτητα ^ πράγματα κύριε! Τά λογικά τους έχουν σαλέψει άπό τον τρόμο. Οί περισσότεροι δ-έιν έχουν συ νελθεί άκόμα. — Δηλαδή τί λένε; ,μούγγριισε ανυπόμονα ό Χόβαρτ. — Μιλούν για ένα παρά ξενο τέρας. Κάτι πού θύμιζε όπως λένε, τους βροντόσαυ ρους. Στεκόταν στά πισινά του πόδια καί στηριζόταν στη ιμακρυά ουρά του. Σέ κά θε πόδι είχε τρία χοντρά δά χτυλα μέ ^γαιμψά νύχια. Τό πετσί του ήταν γκρίζο καί τό κεφάλι του σέ αναλογία ιμέ τό κορμί του φαινόταν πολύ μικρό. Προχωρούσε άργα σέρ ναντας τή χοντρή ουρά του στην άσφαλτο. Ό πρώτος πού τό είδε ήταν ό "Άντολφ Γίκιραίής, ένας εργάτης τών ναυπηγείων. Γύριζε σπίτι του άπό την νυχτερινή βάρ δια πού είχε. -Καθώς είδε τό τέρας δοκίμασε νά τρέξη καλώντας εις βοήθεια. Μ* ένα πήδημα όμως έκεΐνο, κόπαπληκτικό πήδημα για τόν με γάλο όγκο του, τόν ττρόφτά σε καί μέ τά νύχια τών μπρο σι ινών του ποδ ιών τόν κομ μάτιασε. Στις φωνές του Γκραίης ξεπετάχτηκαν άπό τις πόρτες καί τά παράθυρα άγουροξυπνημένοι άνθρωποι. Οί πιο θαρραλέοι βγήκαν στο δρόμο ώπλισμένοι μέ αυτόμα τα διαλυτικιών ακτινών. Τά όπλα άρχισαν νά στέλνουν βροχή τις σφαίρες καί τις
άκτΐνες έναντίον του. Μά τί ποτα δεν έκαναν. Τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά εξα γριώσουν περισσότερο τό τέ ρας. Επακολούθησε μιά άπε ρί γραπτή σκηνή φρίκης. Ό Βροντόσαυρος τινάζοντας δε ξισ <κι? αριστερά την ουρά του ωρυηαε. Τά «νύχ ι α ^ του κομ μ άτ ι αζαν σαν τα ι γαρό χαρ το τους ανθρώπους και ή φο βερή ουρά του τσάκιζε κρα νία και ραχοκοκκαλιές. Μερι κού, όσοι πρόψτασαν, τρύπω σαν στα σπίτια. "Άλλοι έτρεξαν προς τή λεωφόρο. Τό τέρας άτρωτο άπό τις σφαί ρες και τις ακτίνες γκρεμί ζοντας πόρτες καί παράθυρα μπήκε ατά σπίτια βγάζοντας άφιρούς άπό τό στόμα καί δει χνσντας τά δόντια του. Κα νείς άπό δσους βρέθηκαν μπροστά του δεν κατάφεοε νά γλυτώση. "Οσοι δεν βρέθη καν στο δρό«μο του καί απόμειναν ζωντανοί έτοεξαν προς τις μεγάλες αρτηρίες σκορπί ζοντας τον πανικό γύρω τους. "Οταν έφτασαν τά θωρακι σμένα αυτοκίνητα τής Διαπλανητικής Αστυνομίας τό τέρας εΐχε άπομακρυνθή. Οί στρατιώτες καί οί άνδοες μας ερευνούν ακόμα νά άνακσλύψουν τά ίχνη του. Ό Χόβαρτ γρυλλιαε. Κάτι ε?πε μέσα άπό τά δόντια του, κάτι που έμοιαζε με διαταγή ή βλαστήμια καί ποοχώρησε ανάμεσα ατούς γιατρούς καί τούς τραυματιοφορείς πού έ ψαχναν μήπως άνακαλύψουν κανένα ζωντανό τραυματία: ανάμεσα ατά πτώματα,
Σταμάτησε -«μπροστά σέ μιά πόρτα. Μιά γυναίκα, ί διο άγαλμα απελπισίας καί οδύνης καθόταν ασάλευτη μπροστά σ’ αυτή την πόοτσ μέ ανακατωμένα καί αχτένι στα τά γκρίζα μαλλιά της, χλωμό πρόσωπο καί θολό βλέμμα. Ό Χόβαοτ την χαι ρέτησε μ5 ένα κούνημα του κεφαλιού του. —«Που είναι ό Φράνκ; τή ρώτησα Ή γυναίκα φάνηκε σάν νά μήιν άκουσε. Τόν κύτταξε χω ρί«ς νά τόν βλέπη. — Είναι μέσα ό Φράνκ; ξαναοώτησε ό ίνσπέκτορ. Τότε μονάχα φάνηκε σά νά κατάλαβε πώς μιλούσαν σ’ «αυτήν. "Έβγαλε μιά απα° ραχτική κραυγή καί άρχισε νά κλαίη. — Άγ Θεέ μου! Είναι τρομερό αυτό πού έγινε κύριε μέ τόν Φοάνκ! Ό Φοάνκ ή ταν τής Άστρικής Ασφαλεί ας καί θέλησε νά τά βάλη μέ τό τέρας. Πυροβόλησε πολ λές φορές μέ τό πιστόλι του εναντίον του μά τό τέρας εί χε πετσί άδιαπέραστο άπό τίς σφαίρες καί τις άκτρες. Μ’ ένα χτύπημα του ποδιού του τού τσάκισε τό κεφάλι καί ό Φοάνκ έπεσε στή μέση ^οΰ δρόμου. Έγώ δέν μπό ρεσα Ιν’ άντέξω. Τρέχοντος κατάφεοα νά γλυτώσω. "Ο" ταν συνήλθα μέ ξανσΦεοανε εδώ. Άλλα τό σπίτι ήταν ά«ναστατωμένο σά νά πέοσσε σπάνω άπό δλα τά πράγμα τα ένας σίφουνας. Περάστε μέσα κύριε νά δήτε.
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό ίνσπέκτορ ένοιωσε^ την καρδιά του να χτυπάη βίαια. Ακολούθησε τη γυναίκα στο εσωτερικό του σπιτιού. ’Έπι π λα, τραπέζια, καρέκλες, κάν τ,ρα καί καθρέφτες ^ΐχαν μεταβληθη σέ άμορφους σω ρούς ξύλων, γυαλικών καί άλλων άπροσδ ιορ ιστών πρα γμάτων. — Που εΐχε τό γραφείο του ό Φράνκ; ρώτησε μέ φω νή σκληρή ό Χόβαρτ. Ή γυναίκα τού έδειξε μια ποοτα. Το άνοιγμα δηλαδή μιας πόρτας. Γιατί έκεΐ πού υπήρχε πριν ή πόρτα ήταν ηώρα ένας σωρός από πέ τρες κομμάτια .μπετόν, ξύλα καί γκρεμισμένοι τοίχοι·. Ό σ.στυνομ ικός άναρρίγη σε. — Ό Φράνκ ήταν νά φυ γή σήμερα^ τό πρωΐ, άρχισε νά λέη ανάμεσα στους λυ γμούς της ή γυναίκα. ?Ηταν έτοιμος, έτοιμα καί τά μπαγάζια του στ αν ακούσε τις φω νές από τό δρόμο. Μολονότι τό διαστημόπλοιο μέ τό ό ποιο θά ταξίδευε έφευγε, ό πως μου εΐχε πή υστε,ρα α πό ένα τέταρτο, δεν τό λο γάριασε καί βγήκε νά γλυτώση τον κόσμο. Μά τό δυ στυχισμένο παόί εΐχε άσκη μο τέλος/Άχ, Χοιστούλη μου τι ^κακό εΐναι αυτό πού μάς βοήκε; Πώς βρέθηκε στον πλανήτη μας ένα τέτοιο έξω κοσμο τέρας κύριε; Ό Χόβαρτ δεν μ ίλη σε ν Τό θεώρησε περιττό νά μιλήση. Σχεδόν ήταν βέβαιος δ,τι ε κείνο πού φοβόταν εΐχε συμβή. Δρασκέλισε τά χώματα
καί τις πέτρες καί μπήκε στο δωμάτιο πού χρησιμοποιούσε οδς γραφείο ό Φράνκ Σάρτρις ό άστροναύτης άστυνομ ικός. "Ολα ήσαιν άνω κάτω έκεΐ μέ σα. Τό βλέμμα του σταμάτη σε στά μπαγικάζια. 01 δυο μεγάλες δερμάτινες -βαλίτσες τού Σάρτρις ήταν ανοιχτές καί^ πεσμένες στο πάτωμα. Ρούχα, χαρτιά κΓ ένα πλή θος από άλλα μικροπράγμα τα άπαραίτητα γιά έναν τα ξιδιώτη τού διαστήματος ή ταν σκορπισμένα δεξιά καί α ριστερά σάν κάποιος νά άνοι ξε βιαστικά καί νά ερεύνησε τις αποσκευές. Ό Χόβαρτ α νακάτεψε τά πράγματα, άνα σήκωσε πεσμένες καρέκλες καιϊ συρτάρια άλλα εκείνο πού εΐχε μιά ιδιαίτερη αξία αυτόν κι5 εκείνο γιά τό ό ποιο περισσότερο από όλα τά^ άλλα ένδιαφερότανε 6έν υπήρχε έκεΐ. — Ό χαρτοφύλακας έκα νε φτερά!, μούγγρισε. "Ενα χέρι μέ μυτερά σιδε ρένια νύχια τού γοαντζούνισε την καρδιά. Τά πολύτιμα έγ γραφα μέ τά μυστικά σχέδια που έπρόκειτο νά μεταφερ θούν στον πλανήτη *Ά,ρη. εί χαν χαθή. ΠΑΛΗ ΠΓΑΝΤΠΝ
Λ Κ Ο ΥΣ Ε κραυγές. νΕ τρεξε ^ στό παράθυρο. Οί κραυγές έρχονταν από την 14ην Λεωφόρο. Είδε μπου λούκια ανθρώπους νά τρέχουν δεξιά κι* αριστερά πανικόβληττοι. Τρέχοντας βγήκε στο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
δρόμο. Οι «νοσοκόμοι καί ό γιατρός αφήνοντας τούς νε κρούς πού δέν είχαν τηροφτά ση να παραλάβουν ώρμούσαιν προς τά νοσοκομειακά αυτοκινητά. —' Ρόμπ!, φώναξε γαβγί ζοντας σαν μπουλντόγκ ό έπι θε-ωρητής τής Αιαπλαινη,τ ικής Αστυνομίας. Ρόμπ! Ό άρχι φύλακας χλωμός έτρεξε κοντά του. — Τό τέρας ίνσπέκτορ φά '/ηκε στη λεωφόρο!, είπε ;μέ καυτή ανάσα. Περνώντας έ ξω από τό τσίρκο Ρίβιολί έ βγαλε ένα άγριο ουρλιαχτό πού έκανε όλα τά θηρία πού βρίσκονταν κλεισμένα στις σι δερένιες κλούβες τους νά τ,ρο μάξουιν. Πολλά θηρία ζητούν τώρα νά σπάσουν τά κλου βιά τους. Οί ελέφαντες του τσίρκου αφήνιασαν. Αυτοί όπως ξέρετε δέν βρίσκονται σέ κλουβιά. Είναι έξη μερω μένοι. Τό ουρλιαχτό όμως τού τέρατος τούς έκανε ν' άόηνιάσουν. Σαν οδοστρωτή ρες σαρώσανε τις εγκατα στάσεις του τσίρκου καί βγή καν στους δρόμους. Οι δρό μοι ήρημώθηικαιν. Αυτό πάλι δέν -μπορεί νά τό χωρέση τό μυαλό τού ανθρώπου. ^ Έλα ,μαζίί μου Ρόμπ!, τον έκοψε ό Χό'βαρτ’. — ,λΑν προχωρήσετε προς τή λεωφόρο είναι πολύ επι κίνδυνο κίήριε!, ψέλλισε ό άρ χιψύλακας. 5Από ,μακρινά φά νηκε τό τέρας. — Σταμάτα τις συιμβου λές Ρόμπ!, τάν έκοψε άγρια ό ίνσπέκτορ.
11
Προχώρησαν αντίθετα προς τά κύματα του κόσμου. ΜπΡο στα ό Χόβαρτ καί πίσω ό άρχιφύλακας Ρόμπ. "Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στούς πα νικόβλητους ανθρώπους έφθα ο αν στη λεωφόρο. Αυτοκίνη τα.,, τρόλλευ, μεγάλα καί μι κρά αμάξια έγκαταλειμ μένος καί έρημα από επιβάτες καί οδηγούς υπήρχαν στη λεωφό ρο. Μερικοί άνθρωποι πέρα σαν τρέχοντας από μπροστά τους. Τούς είδαν πού στέ κονταν καί τούς φώναξαν. — "Έρχεται τό τέρας! — Τί κάθεστε; —Δρόμο! Ό Τρ ιδάχτυλος έρχεται! Ό Χόβαρτ έρριξε μια μα τιά προς τό μέρος πού έδει χναν οί τρομαγμένοι άνθρω ποι. Τά μάτια του στρογγυ λέψανε κι" αναρρίγησε. 9Η ταν πραγματικά κάτι τό τρομαχτικά ασύλληπτο αυ τό πού έβλεπε. Ένα τερά στιο τέρας, κάτι σχεδόν ό μοιο μέ ένα βροντόσαυρο, βά διζε αργά ορθό .ατά πισινά του πόδια σέρνοντας την χοντρής ουρά του. Τά μεγά λα φιδίσια μάτια του κύτταζαν γύρω κα'ί τά μπροστινά πόδια του προτεταμένα προς τά έμίπιρός έδειχναν καθα ρά τρία χοντρά ικα κοντά τρι χωτά δάχτυλα μέ γαμψά νύ χια. Είχες την έντόπωσι πώς ήταν έτοιμα κάτι νά αρ πάξουν νά τό ξεσκίσουν. __— Είναι πραγματικά ένα έξώκοσμο τέρας!, ψιθύρι σ ε ό ίνσπέκτορ. Αυτό πρέπει νά έχη μεταφερθή εδώ οπτό
12
κάποιο μακρυΜο πλανήτη·. Άλλα γιά ποιο σκοπό; Και ποιοι τάχα είναι εκείνοι πού τό μετέφεραν στη Γή; Ό άρχι φύλακας άνασήκωσε τούς ώμους. — "Ένας Θεός μονάχα ξέ ρει!, αναστέναξε. —■ Κύτταξε εκεί Ρόμπ! Ό -άρχ ιφύλακας έκοψε στή μέση τόν αναστεναγμό του1 και έστρεψε τό βλέμμα προς τό σημείο πού έδειχνε ό ε πιθεωρητής. Στή διασταύρω σ» τής 14ης Λεωφόρου !μέ την οδό Λίβιγκτων ' φάνηκε ένας έλέφαντας. — Είναι του τσίρκου!, ξεφόνησε ό Ρόμπ. Ό έλέφαντας άνασηκώναντας την μεγάλη προβοσκίδα του τίναζε κάθε τόσο τό κε φάλι προς τα πίσω δείχνον τας τα ισχυρά κυρτά χαάλι όδοντά του. Μύριζε τον αέρα καί γρύλλιζε σάν νά ένοιωθε κάπου εκεί κοντά τήν_ ύπαρ“ ξι κάποιου κινδύνου, -αφνικά είδε τό τέρας. Είδε κύ αυτό τόν ελέφαντα και σταμάτη σε. Τά δυο μεγαθήρια άναμετρήθηκαν ατό μακρυά με βλέμματα που άστραψταιν ατό έχθρα. "Υστερα ό έλέ^* ψαντας άρχισε νά ^ προχωρή άργά κουνώντας τά μεγαλα αύτιά του και μουγγρίζοντας υπόκωφα. Τά φιδίσια μάτια του Βροντόσαυρου πα ρακολουθούσαν άγρυπνα την κάθε κι νησί του μεγάλου θη λαστικού πού βέβαιο γιά την τεράστια δυναμί του προ χωρούσε άργά προς τό τέ ρας. Ό- δρόμος τώρα ήταν
εντελώς έρημος. Τά δυο άγρίμια μόνα, κυρίαρχα στο κεντρικό σημείο τής μεγά λης πολιτείας ήταν έτοιμα ν5 άναμετρηθαύν. Τώρα άρχι σε νά σαλεύη και ό Βροντό σαυρος. Μέ μικρά βήματα προχώρησε προς τόν ελέφαν τα βγάζοντας μικρές κοφτές κραυγές σά νι σουρίσματα γά τας. Άπό τό στόμα του έ τρεχαν άφροί. Ξαφνικά και τά δυο ζώα σταμάτησαν. Ό Χόβαρτ κι* ό Ρόμπ κράτησαν τήιν άναπνοή τους. Τά ζώα βρίσκον ταν πολύ κοντά τό ένα στο άλλο. Ό Βροντόσαυρος ά πλωσε πρός τά εμπρός τά τριδάχτυλα μπροστινά πό δια του πού χρησιμοποιού σε σάν χέρια. Τά απαίσια νύχια του γαντζώθηκαν στο πετσί τού έλέφαντα καί τρα βήχτηκαν προς τά πίσω."Ε ξη βαθειά χαντάκια πού γέ μισαν σχεδόν αμέσως αΐμα σχεδιάστηκαν στά πλευρά του ζώου. Ό έλέφαντας ούρ λιασε άπό τόν πόνο. Γύρισε πρός τό μέρος τού ^τέρατος καί τίναξε τό κεφάλι του πρός τά έμπρός. Το τέρα$ πήδησε πρός τά πίσω και άπέφυγε τό χτύπημα. Ό ε λέφαντας θυμωμένος πού έ βλεπε τόν τερατόμορφο έχθρό του νά ξεψεύγη κουλού ριασε καί ξεκουλούριασε τήν προβοσκίδα του γρυλλίζον τας. Ό Βροντόσαυρος σάλταρε πλάγια καί βγάζοντας άσπρους άφρούς άπό τό στο μα έδειξε τά σουβλερά του δόντια. Ταυτόχρονα στηρί-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ζοντας δλο τό βάρος του όγ κώδους κορμιού του στην ου ρά του φάνηκε για μερικές στιγμές νά στέκεται στον α έρα έτοιιμος νά αρμήση. Ζυ γιάστηκε δεξιά κι5 άριστερά σά νά προσπαθούσε νά κρά τηση την ισορροπία του σ* αυτή τη στάσι καί απότομα πήδησε στη ράχη του έλέφσν τα. Τά σουβλιερά νύχια καί των τεσσάρων ποδιών του καρφώθηκαν τώρα βαθειά μέ σα στη σάρκα του ζώου. Ή κραυγή που έβγαλε ό έλέφαντας ήταν κάτι τό φοβε ρά άπερίγραπτο. Σά νά ήχη. σαν ιμσζί χίλιες σάλπιγγες ή σά νά χλιμίντρισαν ένα έκοπομιμύριο άφηνιασμένα ά λογα. Τά τζάμια τών γύοω κτιρίων δονήθηκαν καί ό Χόβαρτ που βρισκόταν μαζί μέ τον άρχιφύλακα Ρόιμπ σέ άπόστσσι εκατό καί περισσό τερο μέτρων έκανε έναν μορ φασμό φρίκης. Ό Ρόμπ ^βούλ λωσε ,μέ τις παλάμες τ' αυ τά του. Κι* οι δυο άνθρωποι είχαν την έντύπωσι πώς τους τρυπούσαν τ’ αυτιά. — Θά κομματιάση τον έλέφαντα!, γρύλλισε ό ίνσπέκτορ. Τώρα σαν ένας καβαλλάρης άπάνω σ’ άλογο τό τέ ρας γαντζωμένο μέ τά νύχια στη ράχη τοΰ ελέφαντα κου νούσε την τεράστια ουρά του καί χτυπούσε άγρια τά κα πούλια του μεγάλου θηλα στικού. Ταυτόχρονα τό κεφά λι μέ τά σουβλερά δόντια έσκυβε προς τό σβέρκο του 01 μεγάλες μασέλες
του άνοιγόκλεινόν άπαίσια ’ Αν τούτα τά δόντια καρφώ νονταν στο λαιμό του έλέφσν τα θά τσάκιζαν τό δίχως άλλο τη σπονδυλική του στήλη σάν σπιρτόξυλο. — Είναι χαμένος!^, μουρ μούρισε κρατώντας την άναπνοή του ό άρχιφύλακας. ΚΑ! ΠΑΑΙ
Θ ΓΚΑΡΦΕΜ
ΑΥΤΗ^ άκ ρι βώς τή σ τ ι γμή ό έλέφσν τας χωρίς νά σταμ σ τ ή σ η )νά οόρλιά ζ η γονάτισε. "Υ στερα γέονον τας ποός τά πλάγια έπεσε άινάσκελα στήν άσφαλτο. 9Η ταν ένα γύμνασμα που ό Χό βαοτ τό εΐχε δή πολλέο Φο ρές νά τό κάνουν στο τσίρ κο οι έλεΦα'/τες μποοστά στον ^θηριοδαμαστή τους πού Φοοουσε μ-ιά κστακόκκινη στολή γεμάτη χρυσά σειοήτια καί κρατούσε ένα μαστί γιο στο χέρι. Τό Υύμνασυα συτό εΐχε χειροκροτήσει πάν τότε υέ θαυιυασμό ό Χόβσοτ. "Επεσε ανάσκελα ό ελέ φαντας καί τό γσντζωιιένο στή ράχη του τέρας βρέθη κε μέσα σ’ ένα δευτερόλε πτο καί εντελώς άποόοπτα κάτω από τό βάοος του τε ραστίου θηλαστικού. Νιαού ρισε σάν λυσσασμένη λεοπάρ δαλις. — Μπράβο!, ξεφώνησε ό Χόβαρτ. Σχεδόν αμέσως σμως τά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μάτια του γέμιζαν πάλι ψο= βο. Τό τέρας καταβάλλαντας ,μιά απεγνωσμένη προσπά θεια ξέφυγε από τό δόκανο, γλύστρησε στην άσφαλτο καί τινάχτηκε ορθό μέ τά φιδίσια μάτια του γεμάτα σκοτεινός αστραπές. Ταυτόχρονα ό μως ιμέ ιμιά κίνησι καταπλη κτικά γοργή για τόιν μεγάλο όγκο του άνωρθώθηκε κι5 ό ελέφαντας. Τό τέρας ώριμησε έτοιμο νά γαντζωθή πάλι στη ράχη του ελέφαντα. Μά τούτη τη φορά τό θηλαστικό γύρισε άπότοιμα. "Έσκυψε άνασήκωσε τό κεφάλι. Οί φοβεροί χαβλιόδοντές του σάν δυο άλύγιστα σπαθιά καρφώθηκαν στην κοιλιά του Βραντοσαύρου. Τό τέρας έ χασε τό έδαφος καί εΐδε τον εαυτό του νά ταξιδεύη στον αέρα. "Έβγαλε ένα απαίσιο ουρλιαχτό άλλα τινάζοντας τήιν ουρά του πέτυχε νά ξεγαντζωθή από τούς χαβλιόδοντες. Αυό τεράστιες πλη γές από τις όποΐες άνάβλ,υζε σκούρο αΐιμα φάνηκαν οπήν κοιλιά του. Μολονότι βαρειά πληγωμένος ό Βρον τόσαυρος στάθηκε όρθιος δείχνοντας τά δόντια του καί τά νύχια του. 9Ηταν έτοιμος πάλι νά έπιτεθη, Αλλά ό ?ε λέφαντας δεν τον άφησε. Ή |προβοσκίδα του τινάχτηκε προς τά εμπρός καί κουλού ρι άστηκε μέ μιαν άφάνταστη δύναμι γύρω από ^τή μέση τού έξώκοσμου πλάσματος Ή προβοσκίδα τινάχτηκε προς τά πάνω καί για δεύ τερη φορά τό τέρας φάνηκε
νά ταξιδεύη οπόν αέρα. Τού τη τή φορά ό,μως δεν .μπόρε σε νά ξεφύγη. Ή προβοσκί δα ανέβηκε ψηλά κι" υστέρα έπεσε μέ δύναμι προς τά κάτω. Ό παγιδευμένος Ήραν τόσαυρος ήρθε σε σύγκρουσι μέ τό έδαφος. Κόκικαλα .έτρι ξαν καθώς σπάζανε καί σαρ κες πολτοποιήθηκαν. Ή προβοσκίδα άνασηκώθηκε πάλι καί πάλι κατέβηκε άγρια στην άσφαλτο. Τό τέρας μιούγγρισε κι" έπαψε νά κουνάη τήιν ουρά του καί τά πό δια του. Ή προβοσκίδα ξε τυλίχτηκε καί ένα άφυχο πτώ μα έπεσε στο δρόμο. Ό ε λέφαντας κούνησε τά μεγά λα αυτιά του βγάζοντας ένα νικητήριο σάλπισμα. Κι" ύ στερα πλησιάζοντας άργά προς τό μέρος του νεκρού τέρατος σήκωσε ένα από τά δυο μπροστινά του πόδια •κια,ί καπάφιερε ένα δυνατό χτύπημα στο κρανίο του. Τό κρανίο του Βροντόσαυ ρου παλποπο ι ήίθήκε. — Τά κατάφερε!, γάβγι σε ενθουσιασμένος ό Χόβαρπ. "Άφησαν τον ελέφαντα ν’ άπομακρυνθή καί πλησίασαν στο σημείο όπου· εΐχε γίνει ή άγρια πάλη. Μιά άποκρου στική μυρωδιά χτύπησε τά ρουθούνια τους καθώς έφτα σαν κοιντά στο νεκρό τέρας. — Περίεργο!, γρύλλισε ό επιθεωρητής. Δεν σου φαίνε ται περίεργο Ρόιμπ; Ό άρχιφύλακας κούνησε τό κεφάλι. · —"Πτωμαΐνη!, είπε.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
—Πριν δυο λεπτά άχόμσ τούτο τό τέρας ήταν ζωντα νό καί πάλευε. Και υστέρα από δυο λεπτά άρχισε κι* δλας ή άποσύνθεσι. Είναι παράξενο. Καταινικώιντας τό αϊσθη, μα τήις ναυτίας πού ένοιωθε ό Ινσπεκτορ Χόβαρτ έσκυψε πάνω από τον Βροντόσαυρο. Τά μάτια του ήταν γεμάτα απορία καί έκπλρξι.^ Γύρω από τό λαιμό του τέρατος υπήρχε ένα μικρό μεταλλικό έλασμα καί στην άκρη αυτού του έλάσματος ήταν στερεω μένο ^ ένα μικρό στρογγυλό κουτί, πολύ μιαρότερο από ένα γυναικείο ρολόι του χε ριού. Ούτε αυτό τό έλασμα ούτε αυτό τό παράξενο κου τί (μπορούσαν νά φανούν άπό ιμακρυά. Κρυμμένα καί τά δυο αυτά μεταλλικά αντί κείμενα κάτω από τίς γκρί ζες τρίχες τού δέρματος τού Βροντόσαυρου ήταν αόρατα από ,μακιρυά. Ό Χόβαρτ ξά πλωσε τό χέρι καί ξεκούμ πωσε τό μεταλλικό αυτό πε ριλαίμια τού τέρατος. — "Ενα υπερηχητικό μικροσκοπιικόι μηχάνημα!, ψι θύρισε καθώς τό εξέταζε με προσοχή. Ό διάολος νά μέ πάρη άν καταλαβαίνω τίπο τα. . —Προσέχτε!, φώναξε ό Ρό|μπ. Από ένστικτο έσκυψε ό Χόβαρτ Έσκυψαν κι" οι δυο. Δυο πυροβολισμοί αντήχη σαν. Αυό σφαίρες πέρασαν σφυρίζοντας σαν μεθυσμένες σφήκες πάνω άπό τά κεφά
15
λια τους. ^Ενα μαύρο αυτο κίνητο πέρασε δίπλα τους διασχίζοντας μέ ϊλιγγιώδη ταχύτητα την έρημη· λεωφό ρο. Ό Χόβαρτ άινωρθώθηκε πρώτος καί τράβηξε τό πι στόλι του. Σημάδεψε καί πυ ροβόλησε τό μαύρο αύτοκίνη το. Μά, σχεδόν άμέσωις άναγ κάστηκε νά πέση πάλι μπρούμυτα στην άσφαλτο. Ή κάννη ενός αυτομάτου φά νηκε ατό πίσω ,υέοος του ά γνωστου αυτοκινήτου κι" ά πό την κάννη· αυτή ξεπήδησαν κίτρινες γλώσσες φω τιάς. "Ακτίνες θανάτου τινά γτηκ.αν ποός τό μέοοο τώίν δύο αστυνομικών. "Αλλά δεν τους έθιξαν. Στά σημεία τού δοόμου δπαυ έπεσαν ο! ακτίνες ή άσφαλτος έλυωσε. Τά μάτια του Χόβαρτ γέμι σαν λύσσα καθώς είδε τό μαύρο αυτοκίνητο νά* χάνε ται στρίβοντας την γωνία "Ό ύ άπέναντ ι δρόμου. — Είδες άοιθμό ^Ρόμπ; — Δεν υπήρχε άοιθμός στο αυτοκίνητο έπιθεωρη-τσ!, απάντησε ό άρχ«φύλα κας. Τό μπουλντόγκ τής Διαπλα νητΊκής "Αστυνομίας βλαστή μη σε. — Ό Διάβολος νά μέ πά ρη!, γρύλλισε καθώς σηκω νόταν. Μά θαρρώ πώς μέσα στο αυτοκίνητο είδα μιά πο λύ γνώράμη φάτσα. "'Εξυσε τό αυτί του καί γύρισε στον άρχιφύλσκα. —Δέν μου λές Ρόμπ, ρώ τησε, πιστεύεις στά φαντά σματα;
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό Ρόιμπ γούρλωσε τά μά τια. Μια αόριστη άνησυχίά τρύπωσε στήιν καρδιά του. Ένας φόβος πώς το μυαλό του ϊνσπέκτορας είχε σαλέ ψει τον κυρίεψε. — "Ακόυσες τί σέ ρώτη σα Ρόιμπ; — Μάλιστα κύριε έπιθεω ρητά. — Δεν ιμοΟ απάντησε ς Ρομπ! Πιστεύεις στα φαν τάσματα; — Ό../Ό... "Οχι κύριε επιθεω,ρητά! / απάντησε σα στισμένος ό Ρόμπ. Ό Χόβαρτ αναστέναξε. —- Και όμως Ρόμπ!, εί πε.^ Έγώ αρχίζω νά πιστεύω στα φαντάσματα. Μέσα στ* αυτοκίνητο είδα κάποιον που •είχα δη πριν τρία χρόνια νά ψήνεται στήιν ήλεικτρ/ική κα ρέκλα. Τον Έριχ Πκάρφεν! Ό * άρ χ ιφύλ αικας έγλ ε ιψε τά στεγνά του χείλη καί ξε ροκατάπιε. — "Ισως... "Ισως κάνατε λάθος κύριε έπιθεωρητά!, είπε. Ό ϊνσπέικτορ Χάβαρτ δεν μίλησε αμέσως. Έρριξε στην τσέπη του τό μεταλλικό έ λασμα μέ τό υπερηχητικό στοιχείο καί άναψε τσιγάρο. — Μπορεί!, έκανε σκεψτι κός. Μά τότε πρέπει νά έχη γελαστή καί ό κοκκινομάλ λης πιτσιρίκος ό Μίκυ πού πριν λίγες μέρες μου μίλησε από έναν άγνωστο πλανή τη (*) γι’ αυτόν τον Γκάρ(*) Διάβασε τό !2ον τεΟχος τοΟ 'ΥπεραινΟρ&ττιου μέ τον τίτλο «*Η μεγάλη μάχη»
φεν. Πρέπει ώς τόσο νά τό παραδεχτής Ρόιμπ πώς υπάρ νουν πολλά πράγματα μπερ δεμένα σ* αυτή την ιστορία. Γ Ενα έξώκοσμο τέρας ανα στατώνει τό Μανχάταν καί ι διαιτέρως τή συνοικία όπου μένει ό αστροναύτης Φράνκ Σ άρτρ ι ς. Πολλοί άνθροΥτοι σκοτώνονται από τά νύχια τού τέρατος κι* άνάυεσα σ’ αύτούς είναι κι* ό Σάοτοις. Ό Σάρτρις εΐχε άναλάβει μια σπουδαία αποστολή. Έπρόκε ιτο νά μεταφέρη πο λύτιμα έγγραφα καί σχέδια στον πλανήτη "Αοη γιά τό μυστικό όπλο Υ18 οπού θά γίνουν οί πρώτες δοκιμές. Ό χαρτοφύλακας μέσα στον όποΐο υπήρχαν τά έγγραφα χάθηκε. Δεν σου περνάει ή ιδέα από τό μυαλό πώς ή άγρια έπίβεσι του τέρατος μπορεί νά έγινε μόνο καί μό νο γιά τήν κλοπή του χαρ τοφύλακα αυτού; "Επειτα ή άποψι αυτή δτι δηλαδή τό τέρας ήταν όργανο κακούρ γων πού τό μετέφεραν στη Γή άγνωστο από ποιόν πλα νήτη γιά νά ενσπείρουν τον πανικός γίνεται π ιό1 ισχυρή άν σκεφτής τό υπερηχητικό μηχάνημα πού βρήκαμε κρε μασμένο στο λαιμό του. Τό τέρας κατευθυνόταν καί έ παιρνε οδηγίες από κάποιον διά μέσου τού υπερηχητικού αυτού στοιχείου. "Επειτα τί σού λέει τό μαύρο αυτο κίνητο; Γιατί μάς πυροβόλη σαν; Θά φοβήθήκαν σίγουρα πώς όπτό αυτό τό μικρό σι δερένιο κουτάκι πού βρήκο-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
με στο περιλαίμιο τοϋΒρον τόσαυρου, θά μπορούσαμε νά μαντέψουμε κάτι πού ί σως θά μάς έβαζε στά ίχνη τους... Αναστέναξε καί συνέχισε:
— " Εναν μονάχα ξέρω που έχει τέτοιες σατανικές εμπνεύσεις καί πού μπορεί νά κατευθύνη άλα αυτά. Τον 3' Ερ ι χ Γκάρψεν. ^ Ό Έριχ Γκάρφιεν ζή Ρόμπ! Αυτό στο λέω καί νά το θυμάσαι. Κοίταξε τό ρολόϊ του. Ύστερα έριριξε μια ματιά στον ουρανό. — Τό άστρόπλοιο ^του Σε ρινταν, εΤίΓΓ-ε, θά πρέπει νά πληισιάζη τώιρα τήιν γήϊνη ^α τμόσφαιρα. Του έστειλα ένα επείγον μήνυμα προχτές δταν άρχισαν νά έμφανίζωνται οί πρώτοι ιπτάμενοι δίσκοι. Ό Τζόε Σέρινταν θά βρίσκε ται υστέρα από μερικές ώ ρες στη Νέα Ύόρκη. Ό ^ Εριχ I ικάρφεν δέ^ θά πέραση καί τόσο ώραΐα μαζί του. Πάμε Ρόμπ! Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΛΝΤΟΓΚ
ΤΟ άστρο πλοιο «ΐΠρω τεύς» τραντά χτηκε σά ν ά σκόιντα ψ ιε σ3 ένα άόρ α τι ο τείχος. Οι ε πιβάτες του γαντζωμένοι από τις χειρο λαβές χοροπήδησαν.. Τό σκά φος έμεινε γιά μερικά δεύτε ρόλεπτά άκίνητο κι3 ύστερα άρχισε πάλι νά ταξιδεύη με ταχύτητα.
1/
— Μπήκαιμε στην γήϊνη έλξι 1, φώναξε ό ντέτεκτιβ Σέ ρινταν. Τούς διακόπτες ψύ ξεως Νάνσυ πριν αρχίσουμε νά ψηνόμαστε! Πραγματικά ή τριβή των εξωτερικών τοιχωμάτων του σκάφους μέ την γήϊνη ατμό σφαιρα είχε αρχίσει κι3 άλας •νά γίνεται αισθητή. Ή θερ μοκρασία στο εσωτερικό του διαστημοπλοίου ανέβαινε γορ γά. Τα γυαλιά θερμότητας πήραν απότομα ένα μαβί χρώμα:. Ή Νάνσυ γύρισε τούς διακόπτες. Ή ατμόοφαιρα μέσα στο άστρόπλοιο ξανάγινε πάλι δροσε ρή. Ή Γή πλησίαζε τώρα μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα. Ό ντέτεκτιβ έρριξε ένα βλέμ μα στον χιλιομετρικό πίνα κα. Περίμενε ένα λεπτό άκό μα καί τράβηξε προς τα πί σω τούς μοχλούς τών ανασχετικών πυραύλων. Γλώσσες φωτιάς ξεπετάχτιηκαν δεξιά κι3^ αριστερά από την πλώρη του άστροπλοίου καί ή ταχύ τητα τής πτώσεως άνακόπηκε. "Έβλεπαν τη Γή τώρα σαν ένα στρογγυλό ασημέ νιο δίσκο μέ κυρτή έπ ιφά νε ια. Θαμπά απάνω σ3 αυ τόν τον δίσκο σχεδιάζονταν οι ωκεανοί καί αί ήπειροι. Πλησίαζαν. Ό Τζόε Σέριν ταν χειρίστηκε τά πηδάλια βάθους. Τό σκάφος πήρε μια πλάγια κλίσι. Έπαψε νά πέφτη κάθετα. "Άρχισε νά διαγραφή μια έλικαειδήί τροχιά κατεβαίνοντας. Μ3 αυτόν τον τρόπο ή γήϊνη έλ= ξι έξουδετερωνότοον κατά £να
18
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ:
σημαντικό ποσοστό. Ό Σέρινταν γύρισε ένα διακόπτη, κα·] άρχισε να μιλάη γοργά. — Έδώ «Πρωτεύς»! Έδώ «Πρωτεύς»! Άπό «Πρωτέα» κλήσ ι ς προς 3 Αστ ρον συτ ι κ ήν 3 Ασφάλ ε ιαν Γττγς !, άκούστηκε ή φωνή τού ντετεκτιβ μπρο στά στο .μικρόφωνο. Καλού" μεν 3 Αστροναυτ ική;ν 5 Ασφ άλειαν. Μεσολάβησαν μερικές στι γμές σιωπής. "Υστερα τά μ^ι κρά πράσινα λαμπιόνια τού ύπ ερηιχητ ιικοΟ στο ι χε ίου άρχισαιν νά αναβοσβήνουν. Εί χε γίνει ή επαφή μέ τή Γη. Μια άλλη φωνή απάντησε τώ ρα από πολύ μακρυά. — 3 Αστροναυτ ιική Ασφά λεια προς «Πρωτέα». Σάς ά κου με ! Ό Σέρινταν ,μίλησε βια στικά: — Καθορίσατε κατεύθυνσιν προς ομαλήν προσγείωσιν. — Δίοδος διά πλέγματος ασφαλείας πλανήτου 137 X 9!, ήρθε ή άπάντησις. Προ χωρήτε μέ έλαττωμένη ταχύ τητα. Επαναλαμβάνομε έλευ θέρο δίοδος 137X9. Τά χέρια τού ντετεκτιβ κι νήθηκαν γο;ργά. Ένα πλήθος από κουμπιά, διακόπτες και μοχλούς έβαλαν σέ λειτουρ γία τό σύστημα προσγειώσε ως. — Τά μάτια σου στο ραν τιά,ρ Νάνον!, φώναξε ό Σέρ ιντ αν. 3Άκουσε ς; 137X9! — ’Οκέϋ Τζό! Μην άνησυχής γι’ αυτό, ζέρω: 137 Χ9.
Ό Μίκυ πού τόσην ώρα χωρίς ·νά μιλάη παρακολου θούσε τούς χειρισμούς των μηχανημάτων και άκουγε τις κουβέντες τού Σέρινταν και τής Νάνσυ κύτταζε μέ απορία τον Σούλι βαν. Ό κα θηγητής χαμογέλασε. — 'Ολόκληρος ό πλανή της μας^ δταν ύπάρχη κά ποιος κίνδυνος προστατεύε ται, εξήγησε στο παιδί ό Σούλιβαν, από ένα αόρατο πλέγμα ακτινών. Αυτό συμ βαίνει δταν ή Γήινη Κοινο πολιτεία βρίσκεται σέ συνα γερμ ό. Τεράστ ιε ς έγκατ αστάσεις ακτινοβολίας τροφο δοτούν τό αόρατο αύτ>ό πλέ γμα. "Ενα ξένο άστρόπλοιο πού θά επιχείρηση νά πλησιάση κρυφά τή Γή θά πέση απάνω σ’ αυτό τό δίχτυ κΙαι θά μεταβληθή 4 μέσα σέ πέν τε δευτερόλεπτα σέ στάχτη^. 37Ανθρωποι και μέταλλα θα γίνουν μιά φλόγα και θα λυώ σουν σάν ένα κερί. 3Εμείς λοι παν πού δεν είμαστε έχθροι αλλά φίλοι τής Γήινης Κ οί νο πολ ι τε,ί α ς, ζητήσαμ ε να μάς υποδείξουν μιά ασφαλή δίοδο. Ή ^Αστροναυτική 3Α σφάλεια μάς έδωσε δυο νού μερα. Αυτά τά νούμερα θά επιτρέψουν στον Τζό νά βρή την ελεύθερη δίοδο ανάμεσα στο αόρατο πλέγμα προστα σίας και νά πετύχη μιά^ α σφαλή προσγε^ίωσι. Κ στάλα βες τώρα.; Τό παιδί κούνησε τό κε φάλι. Είχε όμως και μιά άκάμη άποιρία. — Μά τότε, ρώτησε, γκ*
1
1 Κάποιος άρπαξε άπ’ το χέρι τον Μίκυ και πριν προψτάση ν’ άμυνθή, τό παιδί δέχτηκε δυο φο βερά χτυπήματα στο κεφάλι.
τί νά ιμήν ύπάρχη πάιντα γύ ρω από τον πλανήτη μας σύτό τό αόρατο πλέγμα προ στ αίσιας; "Έτσι κανένα ε χθρικό άστρο πλοίο δεν θά μπορούσε νά πλησιάση καί αλοι οι κάτοικοι της Γης θά ήταν ήσυχοι καί δεν θά υπέ φοράν κάθε τόσο από τις έπ ιδροί μες των έξωκόσμων πλασιμάτων. Ό καθηγητής τής 5Αστρο ναυτ ικής άναστέν αξε. — Αυτό δεν μπορεΐ δυ στυχώς νά γίνη Μίκυ!, άπάν τησε. Γιατί πρέπει νά^ ξέρης πώς ή άκτινοβολία του πλέ γματος κρύβει πολλούς κιν-
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
δυνους για τούς άνθ|ρώπους. Πιειντε ωρών συνεχής παρα μονή του πλέγματος γύρω από τον πλανήτη, μπορεί νά προκάλεση, αφάνταστες κα ταστροφές. Μια από αυτές θά είναι ή δηλητηρίάσι τής γήινης ατμόσφαιρας μέ ρα διενέργεια. Καταλαβαίνει ς τότε τΐ θά συιμβή. Γι5 αυτό το πλέγμα 6έ|ν (μένει ποτέ περισσότερο από τέσσερις ώρες στόιν αέρα. Κι5 αυτό όχι κάθε μέρα. — Τις ζώνες ασφαλείας !, ακούστηκε ή φωνή του Σε ρ ιντ αν. Σέ πέντε λεπτά προ σγειωνόμαστε. Στις θέσεις σας! Διττό τό διαφανές κρύστιαλ λο τού θαλάμου διακυβερνή σεως φαίνονταν τώρα οί ου ρανοξύστες τής Νέας Ύόρκη.ς. Κάθησαν στις θέσεις τους κα] πέρασαν τις ζώνες ασφαλείας γύρω από τή ιμέ ση τους. Τό άστρο πλοίο .μέ σβηστές τις ,μηχανές του γλύ στρησε απαλά καί έφτασε σέ ύψος δύο χιλιάδων μέ τρων πάνω από τό γήπεδο τού πυραυλοδιρομ ί ου. — .Προσοχή!βροντοφώ'νησε ό Σέρινταν. Τράβηξε ένα μοχλό καί τό σκάφος πήρε κάθετη θέ α· ι πάλι προς τό έδαφος. Μέ τή διαφορά πώς ή πλώρη του κύτταζε τώρα τον ουρα νό. Ό ντέτεκτ ιβ πίεσε ένα κουμπί. Ό τρίποδας προσγειώσεως ξεπετάχτηικε από τή πρύμη. Τό «Πιρωτεύς I I» όμοελά άρχισε νά κατεβαίνη
καί ύστερα από λίγα λεπτά άκουμ παυσε απαλά στιό έδα φος.^ ^ Δεν είχαν προφτάσει κα λά— καλά ν3 ανοίξουν τήν πόρτα εξόδου, καί πρόβα λε σκαρφ;ολώνοντ ας σέ μ ιά σιδερένια σκάλα ό ϊνσπέκτορ Χόβαρτ. —Τζό! /κραύγασε μέ ένθου σ>ασμό τό μπουλντόγικ τής Δ ΐ/απλανητικιής 5Αστυνόμοι ας. επί τέλους! Είχα φοβηθή πώς δεν θά σέ ξανάβλεπα ποτέ. ν Απλωσε τις χερούκλες του καί αγκάλιασε τον θρυ λικό ντέτεκτιβ. ^ — Καλώς ώρισες Τζό μέ τήν παρέα σου!, είπε. —Εύχαρ ιστώ ίινσπέκτορ·! „ απάντησε συγκιινημένος ό Σέ ρ ιντ αν. Μά προς θεού! "Άλ λο ένα τέτοιο άγκάλιασμα καί μέ λυώινεις! Ό Χόβαρτ χαλάρωσε τό σφίξιμο. —"Έχω έδώ τό αυτοκίνη τό μου, του είπε. Θά πάμε μαζί στο γραφείο μου. "Έ χουμε πολλά πράγματα νά καυβεντ ιάσουιμ ε. Ό ντέτεκτιβ έρριξε ένα βλέμμα απελπισίας προς τή Νάνσυ καί αναστέναξε βα θειά. Ή μελαχροινή άρραβω νιαστικιά του αναστέναξε ε πίσης. —- Είσαι ^ άπερίγραπτός ίνσπέκτρρ!, εΐπε. Τό ιμπουλιντόγκ χαμογέλασε. — Μήιν κατσουφιάζη^ έτσι Νάνσυ. Μά τό θεό γίνεσαι πολύ άσκημη έτσι!, γάβγι-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σε. ©ά στον στείλω σύντομα. Πέιραισε τό χέρι του κάτω ά'ττο τό μπράτσο τοΟ Σέριν τον και τον ώδή,γηισε προς τη σκάλα. Κατέβηικαν. Ό άρχιφύλακας Ρόμπ ήταν έξω από τό αυτοκίνητο. Χαιρέτη σε φέροντας τό χέρι στο πη λήκιο. —-Καλώς ώρισες Τζό!, είπε. Ό ντέτεκ,τιβ του έσφιξε ΤΌ χέρι. — "Εμπρός Ρόμπ!, γρύλλισε ό Χόβαρτ. Φτάνουν οι διαχύσεις. Φεύγουμε. Ό άρχι φύλακας μπήκε στη θέσι τού σωφ&ρ καί πά τησε τό γκάζι. Στο πίσω ίμερος, του αυτοκινήτου μπή καν ό έπιθεωρητής και ό ντέ τεκτιβ. Τό αστυνομικό θωρα κισμένο αμάξι ξεκίνησε σαν βολίδα καί ώρμησε προς τη μεγάλη λεωφόρο. ΚΑΤΔΣΤΡΩΣΙΣ
ΣΧΕΔΙΩΝ
Ο ΧΟΒΑ Ρ Τ υίστερα ά π ο λίγα καιτατόπι ζ ε μέσα στο γράφε ΐ ο του τον Τζόε Σέρινταν κα ΐ τού ίοτορουσε δλα τά παράξενα περι στατικά πού είχαν σημειωθή στη Γή κατά την διάρκεια τής απουσίας του. Τού μί λησε για την επιδρομή των ιπταμένων δίσκων, τον πλη ροφόρησε ^γιά την αρπαγή τών παιδιά από την παπδρύ-
21
πολι (*), τού π ερ ιέγράψε τά έξώκοσμα πλάσματα πού σκόρπιζαν τον πανικό καί τον θάνατο στη Νέα Ύόρκη καί κατέληδε ατά τελευταϊα γεγονότα. Στην έμφάνισι δη λαδή τού τέρατος πού είχε γεμίσει τούς δρόμους τού Μανχάταν μέ πτώματα. Ό Τζόε Σέρινταν τον ακούσε μέ προσοχή καί τού άνέφερε κατόπιν μέ κάθε λεπτομέ ρεια τί»ς περιπέτειες τού «Πρωτέα» καί τών τεσσά ρων αστροναυτών πού άποτε λούσαν τό πλήρωμά του στον πλανήτη τού "Έριχ Γκάρφεν. ^ —Έκεΐ πρέπει νά ξαιναγυ ρίσω σύντομα, κατέληξε. Υ πάρχει μια στρατιά άπό σκλάβους πού περιμένουν νά έλευθερωιθούν. Θά ήταν άπάνθρωπο νά τούς άφήσουμε στά χιέρια τής συμμορίας τού Γκάρφεν. — Ό Γκάρφεν είναι στη Νέα Ύόρκη!, τόιν έκοψε ό Χόβαρτ. Ό Σέρινταν τον κύτταξέ ξαφνιασμένος. 9Ηταν σά νά μην ακούσε καλά. — Ό Γκάρφεν; Είσαι βέ βαιος ίνσπέκτορ; — ΝαΙί. Τόιν είδα ό ϊδιος καί δέν μπορεί νά έχω γελα στής Τά μάτια πού θρυλικού ντε τεκτιβ άστραψαν σάν φρεσκοβαμμένο ατσάλι. Ή πλη ροφορ-ία αυτή τού άρεσε υ περβολικά. Είχε φοβηθη πώς δύσκολα θά ξανάβρισκε τά Διάβασε τό 12ον τεύχος τοΟ Ύπερανβρώττου ιμέ τόν τίτλϋ μεγάλη μάχη*.
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ίχνη του άπαίσιου κακούργου. Μά νά πού ό ίδιος ήρθε καί (μπερδεύτηκε στα πόδια του. Γιατί φυσικά ιμέσα στη Νέα Ύόρκη ή ικαταδίωξί του χωρίς νά είναι εύκολη,,δέν θά παρουσ ίαζε τις δυσ κολ ί ε ς πού θά παρουσίαζε δον τον καταδίωκε σ’ 'έναν ;μακρυνό καί άγνωστο πλανήτη. — Είναι ώς τόσο κάπως περί έργο τό πράγμα, είπε ύστερα από /μικρή σκέψι. 1Η αυτοπρ ό σω πη π αρου σ ί α του στη Γη τού Γκ,άρφεν δεν έχει νόημα. Ό Γκάρφεν δεν ξέρει ακόμα ότι ολόκληρη ή πολιτεία του ιμέ τις τεράστι ες . μ η,χαν ικες έγκατ αστ άσ ε ι ς πού κατεσκεύαζαν άκατάπαυ στα ισχυρά όπλα καί επιθε τικά μηχανήματα γιά την είσ σβολή στον πλανήτη μας, έχει τιναχτή στον αέρα καί τίποτα δεν απομένει πιά απ’ αυτόν. Τό πιο σωστό λοιπόν θά ήταν ,νά ξαναγύριζε στη Φωλιά του. ' Ό Χόβαιρτ κούνησε τό κε φάλι. — Ό Γκάρφεν εΐχε τό λό· γο του πού ήρθε στη Νέα Ύ όρκη Τζό ί, είπε. Είμαι βέ βαιος πώς ό πλανήτης στον άττοίο μείνατε τόσες μέρες αιχμάλωτοι καί κινδυνέψατε νά χάσετε τη ζωή σας δεν εί ναι ό μοναδικός στον όποΐο πατάει αυτός ό σατανικός έγκλημαιτίας. Τον ξέρεις κα λά τον Γκάρφεν όπως επί σης τόν ξέρω κι’ εγώ. Σίγου ρσ έκτος από τόν πλανήτη των Ψαρανθρώπττν ό Γκάρψεν έχει καί άλλα μυστικά
έργοστάσια παροσκευής δ πλων καί σε άλλο άστρο. Στη )Γή πρέπει νά διαθέτη έξ άλλου ένα ίίσχυιρό καί πυ κνό δίκτυο κατασκόπων. Δια φοιρετικά δεν εξηγείται πώς έίμαθε ότι ό φράνκ Σάρτρις έπρόκειτο νά μεταφέρη έγ γραφα καί σχέδια στον "Α ρη. Τό ο/π τά έγγραφα καί τά σχέδια έχουν πρωταρχι κή σημασία γιά ιμάς τό ξέ ρεις. ’Αλλά καί γιά τόν Γκάρφεν επίσης είναι πρωγ ταρχικής .σημασίας. Κι’ εί ναι αυτός ακριβώς ό λόγος πού αποφάσισε νά δουλέψη αυτοπροσώπως στη Νέα Ύ όρκη. Καί δεν τά κατάφερε άσκημα. Χρηισιμοποιώντα $ αυτόν τόν Βροντόσαυρο που μετέφερε κρυφτά χωρίς εμείς νά τό μυριστούμε άπό κά ποιο άλλο άσπρο, δημιούρ γησε τόν πανικό στην συνοι κία τού Μανχάταν έπιζητώντας την ευκαιρία ν’ άρπάξη τόν χαρτοφύλακα τού Σάρτρις πράγμα πού πέτυχε. Το δ,τι τό τέρας είναι μέσα στη δουλειά τού Γκάρφεν άπτοδει κινύεται άπό δυο πράγματα. Πρώτα—πρώτα άπό τό υ πέρ ηχητικό μηχάνημα πού είχε στο λαιμό του. Ό ιΓκάρ φεν κατηύθυνε άπό μακρυά μ' ένα πομπό υπερηχητικών ακτινών όλες τίς κινήσεις τού τέρατος. Καί δεύτερον άπό τίς σφαίρες κοή τ|ζ Α κτίνες πού έρριξε ό Γκάρφεν εναντίον έμενα καί τού Ρόμπ ! Αυτό τί δείχνει;^ "Ο τι ό κακούργος δεν ήθελε γιά κανένα λόγο νά πέση
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ατά χέρια (μας τό περιλαίμιο ^ού τέρατος. Ό Σέρ ιινταν κούνησε τό κεφάλι. 9 Ηταν φανερό πώς ό Χό'βαρτ είχε δίικιο. — Μπορεί ινά είναι κΓ έ τσι, είπε. Οι ιπτάμενοι δί σκοι όμως, ή αρπαγής τών παιδιών από την -Παιδού'πολι κιαί ή έπίθεσις τών έξωκόσμων πλασμάτων νομίζεις δτι μπορεί νά έχουν σχέσι μέ τόιν Γϊκάρφεν; Ό Χόβαρτ άνασήικωσε τούς ώμους. —'Καιθό'λου απίθανο!, άποκρίθηκε. Έκίεΐινο δμως πού μάς ενδιαφέρει τώρα ύστερα άπό τά σημερινά γεγονότα είναι ό χαρτοφύλακας του Σάρτρις. Τά έγγραφα είνιαι κρυπτσγρσφημένα. Χωρίς την αποκρυπτογράφησι τών έ γ γραφών τά σχέδια δεν (μπο ρούν ινά διαβαστούν. Είμαι βέβαιος λοιπόν ό/τι ό Γκάρφειν δεν θά πρόφτάσε ακόμη νά τά αποκρυπτογράφηση. Πρέπει νά τον προλάβουμε Τζό! Είναι άνάγκη νά πά ρουμε πίσω τά χαρτιά. — θά καταστρώσουμε έ να σχέδιο, είπε ό ντέτεκτιβ. — Ε|μαι σύμφωνος μαζί σου!, απάντησε ό Χό'βαρτ. Μπορούμε λοιπόν ν’ αρχί σουμε άπό αυτή τη στιγμή. Ό Σέρινταν έφερε για μια στιγμή στο νου του τή Νάν ου πού κΓ απόψε θά τάν πε ρί μενε άδικα, όπως συνήθως, καί αναστέναξε. — Όκιέϋ ίινσπέκτοιρ! ,συμ φώνησε. Μπορούμε ν’ άρχ'ί σούμε αμέσως. Έκτος δον σ'
23
αυτό τό μεταξύ ή αρραβω νιαστικιά μου με βάλει στο σημάδι με κανένα αυτόματο. Καί δεν θάχη μα τό Θεό κα θόλου άδικο·. Είναι ή χιλιο στή φορά πού τής υπόσχο μαι νά τήν πάω περίπατο καί είναι επίσης ή χιλιοστή φορά πού τήιν κοροϊδεύω. Ό ίνσπέκτορ γέλασε. —Μή γίνεσαι υπερβολι κός Τζό!, είπε. Ή Νάνου είναι κοπέλλο ιμέ κατανόησι. Δεν θά ισέ σκοτώση. © ΜΪΚΥ ΨΑΡΕΥΕΙ ΛΑΥΡΑΚΙΑ
υ ΛΛΙκΥ το ίδιο· βράδυ πού έφτασα ν στή Γη., αφού συύώδεψε τ ή Νάνου άπό τό πυραυλοδ ρ όμ ιο στο σπί; τζ της, γύρισε στο μικρό δω μάτιο πού κρατούσε. Εβγα λε^ τήιν αστροναυτική φόρμα καί φόρεσε τά καλά ρούχα του. Γ'Υστερα βγήκε νά κά νη μια βόλτα στή Νέα^ Ύόρκη. Τά πολύχρωμα φώτα, ή κίνησι τών αυτοκινήτων, οι άνθ|ρ ωπο ι πού πη γ α ι νοέρ χον ταν βιαστικοί στά πεζαδρό μια τών μεγάλων λεωφόρωίν ήταν πράγματα πού τού ά ρεσαν. — 'Ωραΐα καί τά ταξίδια οπούς πλανήτες,, σκεφτόταν αλλά τί τά θέλεις! Ή Γη εί ναι πιο ωραία άπό άλα τά άστρα τού Σύμπαντας. Έπί τέλους έδώ βλέπεις καί κα νένα αστυνομικό Φιλμ!
24
3
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
)
*0
«ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ»
Γ
3
είναι το ^όνο περιοδικό στην Έλλαδα πού ψυχαγωγεί^ και ταυτόχρονα μορφώνει τά παιδιά, προσ φέροντας του^ άπειρες γνώσεις άπό^ την έπιστήμη του Απείρου.
ξ
\ ^ \ \ 3 }
£
5 % γ
\ Γ ?
Κατά τη συνήθειά του ό Μίκυ χάζευε έξω άπό ^ τούς μεγάλους κ ινηιμ ατογράφους κυττάζοντας τις εικόνες καί προσπαθώντας να ιμσντέψη ποιά από άλες τις προβαλ λόμενες ταινίες θά είχε πε ρισσότερο πιστολίδι και ξύ λο. Τρελλαινότον για κάτι τέτοια φίλ,μς. Μέ τά χέρια στίς τσέπες τού παντελονιού του λοιπόν χάζευε μασώντας μια τσίκλα καί κύτταζε τις εικόνες. — 5 Εδώ θά πάω!, είπε διαλέγοντας ύστερα άπό πο λύ ώρα ένα φιλμ. Φαίνεται πώς θά εΐναι ώραΐο. Ένώ πήγαινε όμως ^προς τό ταμείο νά βγάλη είσιτήρ ιο στ άθηικ ε ξαφν ιασ μ ενός. Είδε έναν ψηλό ξερακιανό τύ πο .μέ πράσινο σακικάκι καί όμοιόχρωμη ρεπούμπλικα νά καυβειντιάζη μέ κάποιον. Κά που τον είχε ξανασυναντ ήστ\ ό κοκ κ ινοιυ άλλης π ιτσ ιρΐκας, αυτόν τον άνθρωπο με τό πράσινο σπόρ σακκ ά κ, ι Πού όμως; =εχασε τό εισιτή ριο πού έπρόκειτο νά βγάλη κιρβι άπομακρύνθηκε άπό το
ταμείο. Χωρίς νά τον βλέ πουν θάλθηκε νά παρακολου θήιση την ικουβέντα πού έκα ναν αυτοί οΊ δυο τύποι. Πλη σίασε προς τό ιμέρος τους κι" άν τάχα έκανε πώς κύτ ταζε τίς εικόνες δούλευε τό αυτί του. — Τά πράγματα ζορίζου νε, έλεγε εκείνος .μέ τό πρά σινο σακκάκι. Τ5 άφοντικό δεν περί.μενε πώς θά -μπορέ σουνε νά καθαρίσουνε τόιν Μπέμπη. Κι* όμως ένας ελέ φαντας τον ξεκοίλιασε μ ι ά χαρά. Ή αλήθεια είναι πώς τ' αφεντικό πήρε τά χαρτιά στά χέρια του. "Αλλά ό Μπέ μττης μας χρειαζότανε ακό μα. Θά πρέπει τώρα νά φέ ρουμε άλλον έδώ κάτω στη Γη, «Κι* όπως καταλαβαίνεις ένα τέτοιο θηρίο δέν ταξίδεύει καί τόσο φρόνιμα μέσα σ’ ένα άστρόπλοιο. Αυτούς τούς Μπέμπηδες πού έχει γυ μνάσει τ5 αφεντικό τούς φύ λαγε για άτου στην έπίθεσι πού προετοίμαζε. Τ’ άφεν τικό θά μείνη τρεις μέρες α κόμα έδώ. Μιά ακτίνα τρύπωσε στο μυαλό του παιδιού. Μά καί βέβαια! Τώρα θυμόταν πολύ καλά πού είχε δή αυτό τό μούτρο μέ τό πράσινο σοκκάκι. * Ητοον μ αζί μέ τον Γκιάρφεν στην αίθουσα τής Πράσινης Ακτίνας ! Φεύγον τας, ύστερα άπό την έπ^ίθεσι του Ίζάφ Ναϊλά, ό Γκάρφεν είχε πάρει μαζί του καί κά μποσους άπό τούς πιο έμπι στους συμμορίτες του. * Ανά μεσα σ’ αντρυς ήταν σίγουρο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ:
καί τούτος έδώ που μιλού σε. Ό Μίκυ δεν μπορούσε από την κουβέντα νά καταλάβη και πολλά πράγματα. Ούτε ήταν δυνατό βέβαια νά ξέοη ότι μέ τό όνομα Μπέ μπης 6 συμμορίτης έννούσε τό αιμοβόρο τέρας πού είχε αναστατώσει τό Μανχάταν έκεΐινο τό πρωΐ. ^Ομως κατά λαβε ένα ^ πράγμα καί γΓ αυτό τό πράγμα ήταν σίγου ρος. 'Ό,τι ό Πκάρφεν βιρισκό ταν αυτή τη στιγμή στή Γη. Ή πρώτη σκεψι του ήταν νά ειδοποίηση τον μεγάλο του ψί-λο τον Τζόε Σέρινταν. Ή πληροφορία αυτή θά είχε με γάλο ενδιαφέρον γιά τον θρυ λικό ντέτεκτιβ. Του χρειαζό ταν ένα τηλέφωνο. Άλλα τη λέφωνο δεν έβλεπε εκεί κον τά. Άν απομακρυνόταν υ πήρχε κίνδυνος νά χάση αυ τούς τούς δυο συμμορίτες. Κ αΐ δεν έπρεπε νά τούς χά ση. — Θά τούς πάρω τό κα τόπι, είπε μέσα από τά δόν τια του τό παιδί. Στο δρόμο μπορεί νά βρω καμμιά ευ καιρία νά ειδοποιήσω τον κύ ριο Τζό. Οι δυο συμμορίτες πού εί χαν σταματήσει γιά λίγο/ έ ξω από τον κινηματογράφο χώρισαν. Κάτι είπαν πού δεν μπόρεσε νά τό άκούση ό Μί κυ και χώρισαν. Τό παιδί δέν δίστασε ούτε στιγμήι. Παρακολούθησε αυτόν μέ τό πράσινο σακκάκι. Αυτός ή ταν κυρίως πού έπρεπε νά τον ένδιαφέοη. Τον άφησε νά προχωρήση κάμποσο και τον
25
πήρε τό κατόπι. Έκεΐνος άνύποπτος χωρίς νά βιάζεται πέρασε στο απέναντι πεζο δρόμιο, άφησε τη μεγάλη λεωφόρο, διέσχισε μια μικρή πλατεία καί μπήκε ένα στενό δρόμο. Έδώ ή κίνησι δεν ήταν μεγάλη καί σί δια βάτες λιγοστοί. 'ΓΓ αυτό τό παιδί έπρεπε νά προσέχη. ’Άν ό συμμορίτης μέ τό^ πρά σ' ινο σ ακκιάκ ι μυιρ ι ζότ ανε πώς τον παρακολουθούσαν θά έπαιρνε τά μέτρα του κκχί όλα θά πήγαιναν ^ χαμένα. 5Αλλά ό Μίκυ δέν είχε πάρε^ι άδικα τόσα μαθήματα από τον Τζόε Σέρινταν. Κάθε τόσο κοντοστεκόταν καί κρυβόταν στήν σκιά. Προ χωρούσε σύρριζα στους ?τθίχους των σ π ιτιών καί άπόφευγε τό φως. -αφνιικά όμως στηλώθηΐκε ασάλευτος καί τά μάτια του στρογγυλέψανε από έκπληξι. "Ενα μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο πέρασ^ε διασχίζοντας κάθετα τό δρό μο ανάμεσα στο παιδί κάί στον συμμορίτη- Τό αύτοκί νητο πέρασε γρήγορα άλλα όταν ό δρόμος έμεινε πάλι ε λεύθερος ό άνθρωπος μέ τό πράσινο σακκάκι είχίε ^χαθή. — Αυτό είναι μυστήρ ιο!, μουρμούρισε τό παιδί. ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΣΤΗ Η ΥΠΟΝΟΜΟ
ΤΑ ΕΞΥΠΝΑ μάτια του κύτ ταξαν Ερευνητικά όλα τά γύρω. Καμμιά πόρτα δέν εΐχε άνοί ξ ε ι γιά νά υπόθε ση πώς σέ κάποιο άπο τά σπίτια του δρόμου αυτού εΐ-
χε τρυπώσει ό συμμορίτης. Νά σκαρφάλωσε πάλι στο -φορτηγό αυτοκίνητο πού μπήκε για μερικές στιγμές ανάμεσα τους ήταιν αδύνατο. Θά τόιν έβλεπε. ^ Ηταν λοιπόιν κάτι παραπάνω από μυ στήριο αυτή ή έξαφάνισι. Προχώρησε μέ πρσφύλαξι γιατί σκέφτηικε πώς ό άνθρω πος τού Πκάρφεν ϊσως είχε καταλάβει την παρ ακόλουθη σι και κρύφτηκε κάπου, στήιν κώχη ίσως κάποιας πόρτας νά του έπιτεθή ξαφνικά ό ταν θά περνούσε από μπρο στά του. Μέ τεντωμένα όλα τά νεύρα και άγρυπνο βλέμ μα τό παιδί έκανε μερικά βή ματος εταίρο νά άντιιμετωπίοη μια απρόοπτη έπίθεσι. Έκανε μερικά βήματα, στα μάτησε καί προχώρησε πάλι. Τίποτα δέν υπήρχε έκεΐ γύ ρω. Ό συμμορίτης είχε χαθή. — Σά ν* άνοιξε καί να τον κατάπιε ή Γή!, μουρμού ρισε απογοητευμένος ό Μίκυ. "Απότομα όμως τά μάτια του τρεμόπαιξαν καί χαμο γέλασε. ^ — Νομίζω πώς μόνος μου τό εΐπα ί, σκέφτηκε. Καί βέ βαια. Μονάχα ή γή θά έπρε πε νά τον έχη κατόπι ή. Διασχίζοντας τό διράμο εί χε περάσει μπροστά από το στόμιο μιας υπονόμου. Λέ χωρούσε αμφιβολία. Ό άν θρωπος μέ τό πράσινο σακκάκι έκεΐ είχε τρυπώσει. Τό παιδί γύρισε μπρος—πίσω. Στάθηκε πάνω από την υπό
σχάρα νομο. Ή σιδερένια ήταν στη θέσι της. Μπορεί λοιπόν νά είχε γελαστή. Ε τοιμαζόταν ν" άπομακρυνθή όταν νόμισε πώς διέκρινε μέσα στην υπόνομο μια άνταυ γεια φωτός. Ό Μίκυ α ναρρίγησε. Χωρίς νά διστάση γονάτισε. Έρριξε μια μα τιά στο δρόμο. Ό δρόμος ήταν έρημος. Τά δάχτυλά του τυλίχτηκαν στα κάγκελα τής σχάρας. Την άνασήκωσε καί αδίσταχτα πέρασε μέ σα.^ "Άφησε τή σχάρα νά κλείση πάνω από τό κεφάλι του καί αρπάχτηκε από τά σιδερέινια σικαλοπάτια. Κ 'α τέθηκε γοργά. Μια μυρωδιά βούρκου χτύπησε τή μύτη του. Δεξιά κι" αριστερά στήν υπόνομο υπήρχαν στενά πε ζοδρόμια. Στη μέση ήταν τό φαρδύ καί βαθύ χαντάκι ό που κυλούσαν τά βρωμόνερα τής μεγάλης πολιτείας. Ό Μίκυ στάθηκε γιά μερι κά δευτερόλεπτα ακίνητος. Δέν είχε γελαστή. Στο βά θος τής υπονόμου, προς τό δεξί του χέρι, διακόσια καί περισσότερα μέτρα μακρύ ά ξεχώρισε τό ψώς. Κάποιος περπατ ούσε φωτί ζοντας τό δρόμο του μ" ένα μικρό ήλεκτρικό φανάρι τής τσέπης. Τώρα δέν τού έμενε κορμιά αμφιβολία. Ό ίσκιος πού κρατούσε τό φανάρι ήταν ό άνθρωπος μέ τό πράσινο οακκάκι. Μέσα στο μισοσκό ταδο πού επικρατούσε έκεΐ μέσα ξεχώριζε καθαρά τή σι λουέττα του.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
— Τώρα τον έχω στο χέ ρι τον φίλο!, μουρμούρισε. Προχώρησε μέ προσοχή, πατώντας σά γάτα στο στε νό πεζούλι. Χωρίς νά βλέπη πού πατάει κινδύνευε κάθε τόσο .νά γλυστρήση νά τσα κιστή. "Ομως δεν έτρεπε νά τον χάση από τά μάτια του. -ίΗταν μιά δουλειά αυτή ή παρσικιολούθησ ι, κ άτ ω από τη γη, άοκετά δύσκολη. Άλά τό ηρωικό Ελληνόπουλο δεν λογάριαζε τις δυσκολίες. ^Ηταν σίγουρος ό Μίτου πώς αυτός ό συμμορίτης θά τον ώδηγοΰισε χωρίς νά τό κατα λάβη στην κρυψώνα τού Γικάρφεν. ’Άν μάθαινε πού κρυβόταν ό ύπ5 αριθμόν 1 εχθρός τής Γης θά ειδοποι ούσε τον Σέρινταν. Καί αυ τός ήξερε κατόπιν τί θά έ κανε. Ό άνθρωπος μέ τό πράσι νο σακκάκι προχωρούσε πάν τα. Κάθε τόσο όταν περνού σε από τά στόμια τής υπο νόμου πού έβγαιναν στην ε πιφάνεια τού δρόμου έσβηνε τό φως. Αυτό τό έκανε γιατί είχε φυσικά τούς λόγους του. Άν κάποιος από τούς δια βάτες έβλεπε τό φως μέσα στην υπόνομο· θά υποψιαζό τανε καί δεν ήταν απίθανο νά ειδοποιούσε καί την αστυνο μία. Αυτά τά στόμια τής υ πονόμου όμως ήταν πού βο ηθούσαν τόιν Μίικυ. Οι ανταύ γειες των φώτων τού δρόμου πού έμπαιναν από τά κάγ κελό φραχτα στόμια τού έπέτρεπαν νά βαδίζη κάπως πιο άνετα.
Ό ένας οπτ* τους είχε άνταμώσει τον στροναύτη ντέτεκτιβ σσρίες πού έγιναν
'
27
κακούργους θρυλικό α σέ κάτι φα» στον ΓΑρη.
— Μα πότε θά στσθη έπι τέλους αυτός ό άνθρωπος; άναοωτιόταν κάθε τόσο τό παιδί. Τον παρακολουθώ σχε δον μια ώρα. Πραγματικά ή παρακαλαύ θησι πήγαινε σέ μάκρος.Καί τώρα ή υπόνομος αφήνοντας την ευθεία που ακολουθούσε μέχρι τούτη τή στιγμή έκα νε απότομες καμπύλες καί στροφές παίρνοντας σίγουρα τό δρόμο προς τή θάλασσα. Αυτό ήταν φανερό καί από τήιν κατηφορική κλίσι που πα ρουσίαζε τώρα. Ή κατηφορι κή κλίσι έκανε πιο δύσκολη τήν πορεία του παιδιού. ”Ε πρεπε νά προσεχή1 περισσό τερο. Ή άπόστασι που τους χώ ριζιε δεν ήταν παραπάνω α πό εκατό μέτρα. Καί ξαφνι κά έκεΐ κάπου γλύστρησε ό Μίκυ. Τό πόδι του πάτησε σέ κάτι γλοιώδες καί γλύ στρησε. "Έχασε τήν ισορρο πία του ταλαντεύτηκε καί για μια στιγμή κατάλαβε πώς Βά κατρακυλούσε στο χαντάκι μέ τά βρωμόνερα. Αρπάχτηκε δ|μ.ως από κά ποια προεξοχή του τοίχου κάί δεν έπεσε. "Οσο καί νάγιναν πολύ σύντομα δλα αυ» τά εκείνο πού φοβόταν τό παιδί έγινε. Τό γλύστρημα καί τό παραπάτημά του δη μιούργησαν κάποιον θόρυβο. ΕΤδε τον συμμορίτη ξαφνια σμένο νά στέκη απότομα καί νά γυρίζη τό κεφάλι του προς τά πίσω. Ό Μίκυ κρα τούσε τήν αναπνοή του καί κόλλησε ιμέ τή ράχη στρν
τοίχο. Τό φως του φαναριού του ανθρώπου μέ τό πράσινι σακκάκι ταξίδεψε προς τό μέρος του παιδιού. Ή -καρ διά του βρόντησε τρομαγμέ να. ’Άν τον έβλεπε τά πρά γματα δέ θά ήταν καθόλου εύχάρ ιστα. Τό φωτεινό τόξο προσπέρασε τό παιδί χωρίς νά σταματήση. Ό συμμορίτης στά θηκε ακόμα λίγο, πρσσπα Θώνταος Τσως ν" άκούση κά ποιο καινούργιο· θόρυβο. Δεν ακούσε όμως καί ησύχασε . "Άρχισε πάλι νά βαδίζη. — Δεν μέ είδε!, αναστέ ναξε μέ άνακούφισι ό Μίκυ. Τον άφησε νά προχωρήση λίγο καί τον πήρε πάλι τό κατόπι. Μπροστά ό συμμο ρίτης πίσω ό Μίκυ προχώ ρησαν κάμποση ώρα έτσι. "Υστερα σέ μια στροφή ό Μίκυ έπαψε νά βλέπη τον συμμορίτη. "Έβλεπε όμως τήν ανταύγεια από τό φως τού φαναριού πού κρατούσε στά χέρια του. Τάχυνε τό βήμα του κι" έφτασε στη στροφή. Τό φως έσβησε ξα φνικά καί τό παιδί έμεινε άσάλευτο. Ψάχνοντας μέ τό βλέμμια μέσα στο πηχτό σκο τάδι προσπαθούσ ε νά μ αν τέψη πού βρισκόταν ό άν θρωπος πού παρακολουθού σε. "Απότομα όμως ένοκωσε πολύ άσκημα. Κάτι βαρύ έ πεσε ατούς ώμους του κι" ή αναπνοή του χάθηκε.. Δυο χοντρά χέρια φούχτιασαν τό λαυμό του καί άρχισαν νά πιέζουν τό λαρύγγι του.Ταυ τόχρονο» §νς» άποπσιρ γέλιο
άντήχησε στ" αυτιά του. — Νόμιζες πώς είχα στ,ρα βομάρα βυζανιάρικο!, είπε μια βραχνή φωνή,. 3Αλλά ό Τζάκι έχει μάτια δεκατέσσε ρα... Σέ είδα και συ νόμιζες πώς ,μέ κοροΐδευες ήρθες κι3 έπεσες στο δόκανο σάν καρ δερίνα! Τό αφεντικό θά χά ρη πολύ που θά σέ ξαναδή κοκκιναμάλη! 3Αλλά και συ πιτσιρίκο θά βάλης τά κλά ματα... από τή χαρά σου ό ταν τον δής. Τό αΐμα κυκλοφόρησε ορ μητικά μέσα στις φλέβες του Μίκυ. Τά χόρια πού του σφίγγανε τό λαιμό έμοιαζαν μέ δυο σιδερένιες τανάλιες. Τό ήξερε πώς βρισκόταν σέ δύσκολη θέσι. Δέν έπρεπε ό μως νά χάση τό παιχνίδι. Τό μυαλό του δούλεψε γορ γά και τά μάτια του μέσα στο σκοτάδι έλαμψαν άπσφα σιστικά. Ό κακούργος τού κρατούσε τό λαιμό. Μά τά χέρια του ήταν ελεύθερα. "Α διαφορώντας γιά τό τί μπο ρούσε νά έπακολουθήση έ βάλε σέ ενέργεια τις μικρές αλλά θαυματουργές γροθιές του. Ό μεγάλος του φίλος ό Τζόε Σέρινταν τού είχε δεί ξει πολλές φορές πόσο απο τελεσματικό ιμπορεΐ νά άπαβή σέ περίπτωσι ανάγκης ένα χτύπημα στην κοιλιά. Χωρίς νά βλέπη καί μαντεύ οντας μονάχα τίναξε τις γρο θιές του μέ μιάν ασύλληπτη δύναρι πρός τά εμπρός. Οΐ γροθιές του πέτυχοον την κου Χιά τού κακούργου. Ό συ μ ιμορίτης γρύλλισε σά βώδι
πού σφαζόταν. Τά χέρια τού έσφιγγαν τό λαιμό τού παι διού χαλάρωσαν. Ό Μίκυ αυτό τό ένα δευτερόλεπτο χρειαζότανε. "Έσκυψε καί τί ναξε τό λαστιχένιο κορμί του πρός τά πίσω, -έφυγε. Μιά βρώμικη βλαστήμια βγήκε άπο" τό στόμα τού καικούρ^γου μ&ζΐ μ3 ένα βογγητό πό νου. Την ίδια στιγμή άναψε τό φως. Τό εκτυφλωτικό φως τού φαναριού πού κρατούσε ό συμμορίτης· έπεσε στο προ σωπο τού ηρωικού παιδιού. Ό Μίκυ έκλεισε τά μάτια θαμπωμένος. "Αλλά μονάχα γιά μιά στιγμή. Σχεδόν α μέσως τ" άνοιξε πάλι καί εί δε τον κακούργο νά όρμάη απάνω του βγάζοντας ά Φ,ρούς λύσσας. Στο αριστε ρό κρατούσε τό φανάρι. Στη φούχτα τού αριστερού χερ ιού του λαμποκοπούσε τώρα τό ατσάλι ενός πιστολιού. Ή κάννη τού πιστολιού έδειχνε τό σκοτεινό της στόμιο στο παιδί. Πίσω άπό τό πιστόλα είδε τό άγριο πρόσωπο τού συμ μορίτη. —- Ψηλά τά κουλά σου βυ ζανιάρικο!, μούγγρισε ό κα κούργος. Ψηλά τά χέρια καί ακίνητος! "Αν σαλέψης στην άναψα! Τά μάτια τού Μίκυ καρψώ θηκαν στό πιστόλι. "Έπρεπε νά μαντέψη την αμέσως α κριβώς επόμενη κίνησι τού συμμορίτη. Δεν μίλησε.^ Προσ τιοιήθηκε πώς υπακούει κι4 άρχισε νά σηκώνη τά χέρια. Ό άνθρωπος μέ τό πράσινο οακκάκι πλησίασε. Τότε Τό
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ατρόμητο παιδί τινάχτηκε σάν ελατήριο από ατσάλι άπάνω του/Αντήχησε ένας πυ ροβολισμός μά ή σφαίρα πέ ρασε πάνω από τον δεξι ώ μο του Μίκυ. Δεν τον πείρα ξε.^ Ή δεύτερη όμως σφαίρα πού ετοιμάστηκε νά βγή άπό τό πιστόλι του κακούρ γου δεν πρόφτασε. Τό κεφά λι του παιδιού βρόντησε στο πρόσωπο του συμμορί τη άγρια. "Ακούστηκε ένα μουγγρητό και ή κοροϊδευτι κή φωνή του κοκκ κναμάλλη πιτσιρίκου: -—Αυτό τό λένε κουτού λιά/ φίλε! Ταυτόχρονα καθώς ό κακούργος ζαλ ισμένος παραπα τούσε προς τά πίσω φούχτιασε τον καρπό τοϋ χεριού πού κρατούσε τό πιστόλι και τό πιστόλι ιμέσα σε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου βρέθηκε κουρνιασμένο στή φούχτα του παιδιού. Τό πι στόλι κινήθηκε γοργά. "Ανέ βηκε και κατέβηκε δυο φο ρές πριν ό άνθρωπος με τό πράσ ινο σ ακκ άκ ι π ραφτ άση νό,^άντιδράση. Τό κρανίο του πού δέχτηκε τά δυο χτυπή ματα έτριξε σάν κολοκύθα και ό κάτοχος του κρανίου άρχισε νά τρεκλίζη σά νά άδειασε μοναρρούφι δυο μποτΐ λιες κονιάκ. "Άφησε τό φα νάρι νά κιυλήση στά πόδια του και γρύλλισε σά γουρού νι. — Τώρα θά σοΰ δείξω πώς δεν μπορεί νά παίζης με μένα!, είπε. Ό Μί κυ είδε νά άστρα -
φτη ή λεπίδα ενός μαχαιριού στο χέρι του. Ό συμμορίτες με τό μαχαίρι στο χέρι ρί χτηκε απάνω του. Τό παιδί σάλταρε πλάγια καί τό μα χαίρι ^τρύπησε τον αέρα. Σχε δον αμέσως καθώς εκείνος γύρισε αφρίζοντας από λύσα έτοιμος νά μουντάρη καί πάλι τό παιδί χρησιμοποι ώντας ώο ρόπαλο τό πιστό λι τού κατάφερε ένα και» νούργιο, τό τρίτο, πολύ πιο άγριο από τά δύο προηγού μενα, χτυπήματα στο κεφά λι. Ό συμμορίτης σά νά δέ χτηκε αστροπελέκι πήρε μιά βόλτα στις φτέρνες του, έ χασε τό πεζούλι αϊτό τά πό δια του κι" έπεσε μέ τά μού τρα στο χαντάκι μέ τά -βρο μόνερα, αναίσθητος. © ΜΙΚΥ ΜΠΑΙΝΕΙ £Ε ΦΑΣΑΡΙΕΣ
Ο ΜΙΚΥ πή ρε μιά βαθειά αναπνοή .Μάζε ψε τό ήλεκτρ ι κό φανάρι ά πό χάμω κ ι3 έρριξε τ©^ πι στόλι τού συμ μορίτη στην τσέπη του. Τά πράγματα ήρθαν άνάποδα. -εμπέρδεψε βέβαια μέ τόιν συμμορίτη που φορούσε τό πράσινο σακκάκι άλλά μη δέν τό όφελος. "Εκείνο ττού του χρειαζότανε δέν τό έμα° θε. Τον είχε πάρει τό κατό πι γιά νά μάθη πού είχε τη φωλιά του ό Γκάρφεν άλλά οέν τά κατάφερε. Ό κακούρ γος τον μυρίστηκε και τού
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ έστησε την παγίδα.
—- Πότε όμως μέ μιυρίστη κε; άναρωτήθηκε το παιδί. Ό Μίκυ εΐχε ,μυαλό. Τώρα άπό όσα μεσολάβησαν αυ τό ήταν πού εΐχε κυρίως ση μασία. Τό πότε ακριβώς κα τάλαβε ό συρμορίτης δ,τι τον π αρακαλουβοΰσε. Τό .μυαλό τού Μίκυ ζύγισε τό έ να καί τ' άλλο κι' έβγαλε τό συμπέρασμα. — ’Άν ρέ είχε πάρει από την αρχή (μυρωδιά δεν χρεια ζότανε νά περιιμένη μ^ιά ολό κληρη ώρα για νά μου ριχτής Είχε πολλές ευκαιρίες νά τό κάνη νωρίτερα. Είναι σίγου ρο λοιπόν πώς ,μέ είδε υστέ ρα από τό γλύστρημα κι' άπό τόν θόρυβο πού έκανα ό ταν κινδύνεψα νά πέσω στο χαντάκι, τότε πού έρριξ’ε τό φως τού φαναριού προς τό μέ ρος -μου. Τότε μέ είδε αλλά προσποιήθηκε τόν αδιάφορο καΐί ύστερα από λίγο παρα μόνεψε. Αυτό λοιπόν σημαί νει πώς δέν μπήκε τυχαία στην υπόνομο. Κάποιον πή γαινε νά άνταμώση. Ή υπό νομος βγάζει σίγουρα στο •μέρος πού πήγαινε ν' άντα μώση αυτόν τόν κάποιον. Τό συμπέρασμα ήταν σω στό. Τό παιδί αποφάσισε τώρα νά πραχωρήση μοναχό του. Θά προχωρούσε πιο εύ κολα άφού τώρα εΐχε μαζί του τό φανάρι, θά προχούρούσε καί βλέποντας καί κά νοντας. "Αρχισε πάλι νά βα δίζη πότε άνάβοντας καί πό τε σβήνοντας τό φως. "Εστρι ψε δεξιά, ύστερα πάλι πήρε
κατεύθυνσι προς τά άριστερά καί πάλι προς τά δεξιά. 4Η υπόνομος ή ίδια τού έδει χνε τόν δρόμο. Αέν υπήρχαν διακλαδοδσέις. Βάδιζε περισ σότερο από δέκα λεπτά όταν τό έξασκημένο αυτί του έπιασε κάποιο θόρυβο. "Ε σβησε τό φως κι’ έμεινε άκί νητος. Βρισκόταν ακριβώς στην αρχή μιας στροφής. Ακούσε βήματα. Τά βήμα τα πλησίαζαν προς τό μέ ρος του. Μαζί μέ τά βήματα ακούσε ομιλίες. ?Ηταν δυο άνδρες αυτοί πού μιλούσαν. Κράτησε την αναπνοή του καί φουχτιασε τό πιστόλι πού είχε στην τσέπη του. Δυο άντρες φάνηκαν. Ευτυ χώς βάδιζαν από την απέ ναντι όχθη τού χαντακιού. "Ετσι υπήρχε έλπίδα νά μή τόν δουν. — Αυτή την τρέλλα του αφεντικού δέν μπορώ νά την κ ατ αλάβω πάλ ι!, γκρ ινι αζε ό ένας από τούς δυο άνδρες. Γιά ποιο λόγο θέλει νά πη γαινοερχόμαστε από τήιν υ πόνομο; ’Άν μείνη περισσό τερο άπό μια βδομάδα εδώ θά γίνουμε σίγουρα σαν τούς τ υφλοπόντ ικε ς. α— Ό Γ,κάρφεν ξέρει τί κάνει, άποκρίθηκε ό άλλος. Ή γειτονιά ξέρει πώς το σπίτι είναι άκατοίκη,το. “Ά μα άρχίση νά βλέπη ανθρώ πους νά μπαινοβγαίνουν θά τής μπουν ψύλλοι στ’ αυτιά καί μπορεί άπό κουβέντα σέ κουβέντα τό πράγμα νά φτά ση στ9 αυτιά αυτού τού μαν» τρόσκυλου τού Χόβαρτ. Καί
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
όπως καταλαβαίνεις υστέρα από τον χαρτοφύλακα μέ τά σχέδια που άρπαξε ό άρχηγος^ ολόκληρη ή Διαπλανητική "Αστυνομία είναι στο πόΚαι μαζί μ" αυτήν ό ά; στροναύτης ντέτεκτιβ ό Σε ρ ινταν. "Εχεις άκούσει γι’ αυτόν; Ρώτα εμένα πού τον αντάμωσα κάποτε σέ κάτι φασαρίες στον "Άρη. (Πιροσπέρασαν χωρίς να τον δουν. Σιγά—σιγά τα βή μ ατά τους καί οι κουβέντες τους έπαψαιν ν3 άκούγωνται. "Από την , κουβέντα τους ό μως ό Μίκυ πληροφορήθηκε πολλά ενδιαφέροντα πράγμα τα. Πρώτα ότι ό Γκάρφεν έμενε σ’ ένα ακατοίκητο σπί τι. Δεύτερον ότι τό σπίτι αύτό συγκοινωνούσε μέ την ύπόνοιμο. Τρίτον δ,τι ό άρχ^ικακούργος είχε άοπάξει κά ποιον χαρτοφύλακα μέ πολύ τιμά σχέδια που είχαν Ανα στατώσει την Διαπλανητική 5 Αστυνομία. — Τά πράγματα πάνε καλά!, μουρμούρισε. 3 Εδώ κάπου είναι ή φώλια τού Γκάρφεν. Μέ περισσότερες προφυλά ξεις τώρα καί μ3 όλες τις αι σθήσεις του σέ συναγερμό άρχισε νά ^προχωρή πάλι, χρησιμοποιώντας δσο τό δυ νατό _λιγώτερο τό φανάρ ι του. -αφνικά σέ μιά στροφή τού δρόμου σταμάτησε. Δε* κα μέτρα μπροστά του ήταν μιά σκάλα. Μιά σιδερένια σκάλα πρόχειρα στημένη ε κεί πού έφτανε τό ταβάνι τής υπονόμου. Έμεινε για
μερικά λετττά ακίνητος. ^Α ναψε κι3 έσβησε τό φανάρι του. "Οταν βεβαιώθηκε πώς όλα ήταν ήσυχα προχώρησε προς τή σκάλα. Πάτησε το πρώτο σκαλοπάτι καί τό βλέμμα του έψαξε προσεχτι κά τό θόλο τής υπονόμου ε κεί άκριβώς πού σταματού σε ή σκάλα. Είχε την έντύπω σι πώς κάποια αδύνατη α κτΐνα φωτός έβγαινε από ε κεί. "Ανέβηκε γοργά κάί τά υπόλοιπα σκαλιά καί στε ρέωσε τ’ αυτί, του στο θόλο. Δεν ακούσε τίποτα, Χωρίς νά δ ιστάση έσπρωξε προς τ’ απάνω τό κομμάτι τού τα βανιού τής υπονόμου. Μόλις κατάφιερε νά συγκράτηση μιά κραυγή χαράς. Τό τα βάνι ύπεχώρησε. Πέρασε μέ σα στο άνοιγμα πού σχηματ ίστηικε κα'ί άφησε έλαφρά την καταπακτή νά γυρίση πά λι στή θέσι της. Κύτταξε γύ ρω του. Βρισκόταν^σ’ ένα υ πόγειο. "Ενα μικρό ηλεκτρι κό λαμπιόνι έρριχνε τό άρρ·ω σιιάρικο φώς του μέσα στο ύπόγειο αυτό. Μιά πέτσινη σκάλα υπήρχε στο βάθος. Προχώρησε πατώντας στις μύτες των ποδιών του προς τά έκεΐ. Τήν ανέβηκε. Μια παλιά ξύλινη πόρτα πού βρέθηκε μπροστά του άνοι ξε μέ μιά μικρή προσπά θεια. Βγήκε σ’ ένα στενό μακρο διάδρομο πού φωτι ζόταν επίσης άμυδ,ρά. "Ολα έκεΐ μέσα έδειχναν παλιά καί έγκατ αλε ιμμένα. ^Απότομα άνασκίρτη σ έ. Κάποια πόρτα άνοιξε κΓ έ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κλείσε. *Ακούσε ομιλίες. Στα θηικε ακίνητος. "Ύστερα πά λι προχώρησε. Τώρα οί όμιλίες άκούγονταν πιο καθα ρά. 9Από μιά (μισάνοιχτη πόρ τα έβγαινε μια λουρίδα ψωτός. Το Ελληνόπουλο χω ρίς νά λογάριαση τον κίνδυ νο πλησίασε προς την πόρ τα.9 Από τήιν μισάνοιχτη πόρ τα ερριξε μια ματιά στο έσωτερικό του δωμ οπίου. "Έ νοιωσε την καρδιά του έτοι μη νά σπάση. Δυο άντρες ή ταν έκεΐ, όρθιοι «μιέ παλτό καί καπέλλο έτοιμοι νά φύ γουν. Ό ένας από τους δυο ή^αν ό Γκάρφεν! Ό Γκάρφιεν κρατούσε ατά χέρια του ενα δερμ άτ ινο χαοτοφύλακα. "Τραβήχτηκε πρός τά πίσω αθως τούς είδε νά προνω οΰν πρός την πόρτα. Γλύυτοησε σά φάντασμα στο βάθος του διαδρόμου καί τρό πωσε σε μιά σκοτεινή κάμα ρη. Ή καρδιά του χτυπούσε βιαστικά. Ίο χαρτοφύλακα δεν θά τον πάοης μαζί σου Αρ χηγέ; ρώτησε εκείνος πού βρισκόταν μαζί μέ τον Γκάρ φεν. Ρϊσαι κουτός Τζόνυ! Δεν ύπάοχει πιο άσΦαλέστε ρη κρυψώνα άπό αυτό εδώ τό σπίτι. Θά τόιν άΦησουυε εδώ. "Άλλωστε^ δέιν θ’ δονή σουμε νά νυοίσωμε!., απάν τησε 6 Γκάρφεν. '^<'<σγν στο διάδρομο κΓ έκλεισαν την πόρτα του δω ματίου χωοίς νά την κλει δώσουν. Προχώρησαν ποός τό μέρος πού βρισκόταν ή
33
σκάλα πού έβγαζε στην υπό νομο. "Ύστερα άπό λίγο ό Μίκυ έπαψε νά τούς βλέπη καί νά άκούη τά βήματά τους. Κατάλαβε πώς βρί σκονταν τώρα ,μακρυά. Ξε τρύπωσε άπό τήγ κρυψώνα του καί με μάτια πού λάμπανε έτρεξε στο δωμάτιο ο πού λίγες στιγμές προτήτερα βρίσκονταν ό Γκάρφεν κι* ό άλλος εκείνος πού ό άρχι κακούργος είχε όνομάσει Τζόνυ. Τό παιδί άναψε τό φα νάρι του. Τό πρόσωπό του άστραψε σαν είδε τον χαρ τοφύλακα. Γιά τούτον τον χαρτοφύλακα καί γι’ αυτά τά σχέδια πού υπήρχαν μέ σα είχε άναστατωθή, όλόκλη ρη ή Διαπλανητική Αστυ νομία. "Αρπαξε τον χαοτοφύλακα καί Υλύστοησε σά φάντασμα στο διάδρομο. Αυτός δεν εΤχε ανάγκη νά πάη άπό την υπόνομο. Δεν άργησε νά βοή την έξοδο τού σπιτιού. 'νΑνοιξε την πόρτα καί κρα τώντας σφ ιχτά την πσλύτ ι μη* τσάντα στη μασχάλη· του βγήκε ατό δρόμο. Δεν είχε προχώρησει όμως περισσό τερο άπό δέκα βήματα όταν έγινε κάτι πού δεν τό πεοίμενε. Κάποιος τον άρπαξε άγρια άπό τό χέρι ένώ κάτι βαρύ βρόντησε στο κεφάλι λίστηκε κι* έπεσε μέ τά μού του. Πριν ποοφτάση καλά— καλά νά κσταλιάβη δέχτηκε ένα καινούογιο χτύπημα πιο δυνατό άπό τό ποώτο. "Ολα τά πράγματα πήραν μιά ψο βερή βόλτα γύρω του. "Άκου
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟX
σε κάποιο άπαίσιο γέλιο πά νω από τό κεφάλι του·. "Ένοιωσε νά τον άνασηκώ νουιν. ΚΓ υστειρα έχασε εν
τελώς τις αισθήσεις τσι?. "Έ να θαύμα μονάχα τώρα μπο ρούσε νά σώση τό ηρωικό Ελληνόπουλο...
ΤΕΛΟΣ Σ υγγ ραψεύς; Π. ΠΕΤ ΡIΤΗ Σ Απαγορεύεται ή άναδημοσίβυσις
Υ Π ΕΡΑΝΘΡΟΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚ40Ι1Ι
Γραφεία: 'Οδός Αέκκα 22 — ΑΡΙ0. 14 — Τιμή βραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ) ντής: Στ. *Ανεμοδουρ&ς, Φαλήρου 41, ΟΙΐοναμικός Δ)ντής; Γεώργ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστά μενος Τυπογραφείου: *Α·νοκττ. Χατζή βασιλείου, Σαπψοΰς 2. ΔΕΑΛΑΤΑ ΚΑί ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γεώργ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22 Άθηναι
Στο επόμενο τεύχος τού «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», τό 15, που κυκλοφορεί την ερχόμενη Τετάρτη μέ τον τίτλο
ό μικρός Μίκυ. έχει την τιμητική του! Δίπλα στον θρυλικό ντέτεκτιβ των ουρανών Τζοε Σέρινταν και την αρραβω νιαστικιά του Νάνσυ, στέκει μέ τό μικρό του άναστημα αντιμέτωπος τών κινδύνων και ή έλληνικη ψυχή του μεγα λουργεί, ενώ ο! θαυματουργές γροθιές του κατατροπώνουν τους εχθρούς τής Γης. Τό επόμενο τεύχος δεν πρέπει νά τό χάση κανείς^ γιατί είναι ένα αληθινό αριστούργημα.
ΙΪΑ ΠΕΣΜΟν ΠΑΛν"’
,ϊί*
Ιθ ΠΑΙΔΙ ΑΓΡΙΜΙ ΔΕ ΣΚΟΤΩ
ΠΟΣΟ ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΑΤΟΥ
χ|Ι
--- ι
.....
»
ΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ Τ0Υ ΑΛΛΑ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ___
Η 'Μβ \ I \\
ΤΙ ΤΡΟΠΗ ΜΟν ΕΙΝΑ'Λ [ιιΕΓΑΑΙγ1 ΣΚΟΤΩΣΕ ΜΕ, 1 V ΛΕΥΚΕ ΔΑΙΜΟΝΑ
1
Μ,Έ, ®Ε0ρ'ΧΙ2*?^^· Γ.Α «ΑΠΤΑ ΑΐίΟ τκηρ ^Τ^ΡνΑΗ ΤΟΝ *
&£Ν ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟΝ ΕΕΟΡΙ ΧΗΣ , ΒΑΣΙΛΙΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΝΤΡΟΠΗ ΟΤΑΝ ΝΙΚΙΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ Π ΟΛΕ Μ ΟΝΤΑΣ ΜΕ ^
· >* Αντοι
εινΧιδ^
[/ηον ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ \τιαρε τομ κ,ητο ηΒ·^ \χκαι φ-ντε'. (π[^1ή·3
'
©ΑΤΟΥΣ»
ΤΟ ΑΤΡΟΜΗΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ
Τό έργοστάσιο πυραύλων τής Νέας Ύόρκης τινάχτηκε στον άέρα κάτω από την μυστηριώδη άκτινοβολία τού άστροσκάφους.
© ΒΛ1ΚΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ
Ο ΜΙΚΥ κ ινδύνευε θανά σιμό:. Τό ταλιμηρό Έλληνό πουλο, ό μιαρότερος αστρο ναύτης τού κόσμου καί αχώ ριστος σύντροφος τού θρυλι κού ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν είχε πέσει πριν καλά—καλά τό καταλάβη σέ μιαν ύπουλη παγίδα. Βγαίνοιντας έξω α πό τό σπίτι τού Έριχ Γκάρ φεν ιμε τον πολύτιμο χαρτο φύλακα στά χέρια είχε δεχτή
τήιν άγρια έπίθεσι τού συμ μορίτη που φρουρούσε στην εξώπορτα. (*) Αυτό δεν^ τό περΐμενε. * Ηταν γεμάτος χαρά καί υπερηφάνεια ό Μι κυ που κατάφερε νά ξσναπά ρη τά πολύτιμα έγγραφα καί σχέδια τού ,μυστικού απλού Υ1 8 πού ^ θά ^ δοκιμαζόταν στον πλανήτη 37Αρη από ^τή Γήϊινη Καινοπολ ιτ ε ία. Τούτα (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος τού Ύπερσνβρώπου μέ σίπλο: <$:Τό δαιμόνιο τού ολέθρου»
ΤΙΜΗ ΔΡΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τα έγγραφα πού (είχαν κλοπή ιμοοζΐ μέ τόν χαρτοφύλακα α πό ταν ίδιο τον Γκάρφεν βά ξαναπήγσιναν σύντομα στον προορ «σιμό τους, πριν ό στταί σιος εχθρός της Γης προΦται νε να τά αποκρυπτογράφηση. Αυτό ήταν σίγουρα μ ιό: μεγά λη νίκη, για τήιν Άστρική Α σφάλεια και ό ϊνσπέκτορ Χόν βαρτ θά γάβγιζε από τή χα ρά του όταν ό Μίκυ ταυ τταρέδιδιε τόν χαρτοφύλακα. 5 Αλλά τό ^Ελληνόπουλο δεν τάχε λογαριάσει καλά. Βγαίνοντας από το σπίτι δε χτηικε την έπίθεσι. Χτυπηιμέ νος βαρεία από τόν κακούργο στο κεφάλι ό ΜΙίκυ ένοιω σε πως έχανε τίς αισθήσεις του και κατρακυλούσε σ’ ένα σκοτεινό βάραθρο. Ό χαρ τοφύλακας έφυγε από τά χέ ρια του κιαί πέρασε στα χέ ρια τού συμμορίτη. Τά μυ στικά ιέγγοαφα καί τά άπόρ ρητά σχέδια θά ξαναγΰοι ζαν πάλι στον Γκάρφεν. Γε μάτο απελπισία το* παιδί ζα λισμένο καί μέ θολό τό μυα λό άπό τά χτυπήματα που είχε δεχτή ταξίδευε σχεδόν αναίσθητο τώρα στους ώμους τού αγνώστου κακούργου που τόν ξανάφερνε πίσω στη φωληά τού Γκάρφεν. 5 Ηταν άνί κανό νά άντισταθή,. — "Ενα θαύυα μονάχα μπορεί νά μέ σώση!, μουρ μούρισε σά μεθυσμένος ό κοκ κΊνομάλλης πιτσιρίκος. Μονά χα ένα θαύμα. ’Αλλά τά θαύματα δεν εί ναι καθόλου εύκολα ούτε γί νονται κάθε μιε,ρα. 'Όμως ό
Μίκυ θά δοκίμαζε. Στό σχο λείο τούς είχαν πή κΓ είχε μάθει έικεΐνο τό αρχαίο ρη τό: «Συν Άθηνά καί γείοας κίνει!» Δηλαδή δέιν πρέπει νά τά περιμένης όλα άπό τό Θεό όταν κινδυινεύης, Πρέπει καί σύ νά κουνηθης γιά τη σωτηρία σου. Μολονότι οι πόνοι πού ένοιωθε στό κεφά λι ήταν φοβεροί καί άβάστα γτοι καί μολονότι ύπέφερε άπό ιαιά φοβερή ζάλη κι* αι σθανόταν παοάλυτα τά χέ ρια καί τά πόδια του, άποφά οτσε κάτι νά κάνη. Κατανικώντσς τό αίσθημα τού πό νου πού τόν βασάνιζε καί βά ζοντας σ5 έΐνέργεια καί τήν τε λευΤσήα ίνα τού κορμιού του άνοιξε τά (μάτια. Ό συμμο ρίτης πού τόν είχε φορτωθή στους ώμους του είχε γυοί σε ι πάλι στό σπίτι. Μ/ ένα γοργό βλέμμα βεβαιώθηκε πώς βρίσκονταν πάλι στον υ ισοΦωτ ισίμ-ένο1 διάδρομο. Οί βολβοί των ματιών τού παι διού κινήθηκαν δεΠά κΓ άοιστε,οά. 'Ο συμμορίτης βέβαι ος πώς ό >μικΐηόις αιχμάλωτός του ήταν άνσίσθητοΓ καί άνί κονος νά σαλέψη βάδιζε άνύποπτΌς. » ΜΜ*Υ ΤΙΛ5ΤΑ1 ΕΚΤΟΣ ΜΑΧΗΣ
ΚΑΙ ΤΟ Τ Ε ξσώΐνικά ένινε κάτι πού ' δεν τό περίμενε. Τό λαστιχένιο κοομί τού παι διού πού είχε φ ο ρ τ ω θ η οπούς ώμους του συσπειοώ θηκε καί τινάχτηκε σαν λά στιχο. Τινάχτηκε ποός τά α πάνω κΓ αρπάχτηκε άπό μια
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
κρεμαστή λάμπα που κατέ βαινε άπό το ταβάνι, Τά χέ ρια του Μίικυ γαντζώθηκαν στην αλυσίδα τής λάμπας και ταυτόχρονα κινήθηκαν τά πόδια του. Ό συμμορίτης ξα φνιασιμένος κι5 έκπληκτος σή κωσε τό μούτρο του προς το ταβάνι κάνοντας έναν απαί σιο μορφασμό. Στο ένα χέρι κρατούσε τον χαρτοψύλακ α. Τό άλλο τό ελεύθερο χέρι γλύ στρησε στην τσέπη του καΓι ψουχτιασε ένα πιστόλι. —■ Βρομόπαιδο!, γρύλλ ί σε. Τώρα θά δής τί αξίζει ό Τζό'ε. ιΜά τό πιστόλι δεν πρό φτάσε ινά βγή από την τσέ πη του συμμορίτη. Τά πόδια τσύ ΛΑίκυ τον πρόλαβαν. Τό ατρόμητο Ελληνόπουλο κρε μασμένο από τό ταβάνι μέ μιά κίνησι που θά την ζή^λευε κι5 ένας έμπειρος ακό μα ακροβάτης τίναξε^ τό κορ μί του ,σάν ζωντανό εκκρεμές προς τά έμπρός καί τά πα πούτσια του χτύπησαν μέ δυ ναμ ι τό πρόσωπο τού^ κακούς γου. Κεραυνοβολημένος ο συμμορίτης μοιύγγρισε σά γουρούνι καί βλαστήμησε. Έκανε μερικά βήματα προς τά πίσω κι* ετοιμάστηκε πά λι να πυροβόληση. 5Αλλά καί τούτη τή φορά τό παιδί τον πρόλαβε. "Αφησε ^ την α λυσίδα πού κρατούσε καί κάνοντας ένα μακροβούτι στον αέρα έπεσε απάνω στον κακούργο. Ό κακούργος δέ χτηκε μιά άγρια κουτουλιά κάί άνατράπηκε. Πέφτοντας όμως ποςρέσυρε μοοζί' του και
5
τό παιδί. ιΚύλησαν κι’ οί δυο στο πάτωμα. Ό συμμορίτης είδε ^τώρα^ πώς τούτος ό πι τσιρίκος ήταν πολύ περισσό τέρα επικίνδυνος άπό δσο ψαι νότανε. "Αφησε τόν χαρτοφύ λακα κιαςϊ μέ έλεύθερα τώρα τά δυο του χέρια^ άρχισε νά παλεύη άγρια. ?Ηταν ένας αγώνας σκληρός πού γινόταν στά μουγκά. Κανείς άπό τούς δυο δεν μιλούσε. Μονάχα^ τό αγκομαχητό καί τό λαχάνια σμά τους άκούγονταν. Πά λευαν κι5 οΐ δυο απεγνωσμέ να. 01 μ κιρρές^ άλλα θαυμα τουργές γροθιές τού Μίκυ έ πεφταν σαν άγρια άστροπελέκια στο κεφάλι τού κακαύρ γιου. "Αλλά κι5 αυτός δέιν έ μεινε αργός. Αφρίζοντας άπό λύσσα ζητούσε νά φουχτιάση τό λαιμό τού παιδιού. Τά βρώμικα καί μυτερά νύχια του γδέρνανε καί ματώνανε τό πρόσωπο τού Έλληνόπου λου καί ο.ί γροθιές του έπε φταν βαρείες στο κορμί τού Μίικυ. Τό παιδί ένοιωθε κάθε τόσα νά τού κόβεται ή ανα πνοή άπό τά χτυπήματα αλ λά τίποτα δεν (μπορούσε νά τό _κάνη νά εγκατάλειψη! τόν αγώνα. Ό χαρτοφύλακας βρισκόταν μερικά βήματα πιο εκεί. Καί μέσα σ' αυτόν τον χαρτοφύλακα υπήρχαν πολύτιμα χαρτιά. Αυτός ό χαρτοφύλακας έπρεπε οπωσ δήποτε νάρθή στά χέρια του. Κι' άπό τά χέρια του στά χέρια^τού θρυλικού Σέρινταν ή τού ινσπέκτορος Χόβαρτ. ΈκεΤ ήταν ή θέσι του κι* όχι στά χέρια τού Γκάρφεν ττου
··?
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
θά χρησιμοποιούσε τά σχέ δια τού μυστικοΰ όπλου για την έπίθεσι πού προετοίμαζε εναντίον τής Γής. Στήν ιδέα αύτή τό 'Ελλη νόπουλο άναρρί γηα ε. Τέντω σε όλους τούς .μϋς του κορ μιού του και ιμέ μάτια πού λήμπανε ά)ρχισε μέ καινούρ για ορμή την έπίθεσι. Τώρα 6 κακούργος δεν πρόφταινε νά φυλάγεται. Οί γροθιές τού παιδιού έπεφταν άσυγκράτη,τες σά σιδερένια σφυριά παν τού. Στα δόντια, στη μύτη, στούς κροτάφους του, στα μάτια, στο σαγόνι. Και από τομα ή καρδιά τού Ελληνό πουλου φτεροκόπησε χαρού μενα. Μια γροθιά πιο δυνατή άπο τις άλλες έκανε τάν κα κό ύργο νά βγάλη μια πνιχτή κραυγή. Τά χέρια πού κρα τούσαν τον Μίκυ παρέλυσαν. Ό Μίκυ δεν χασομέρησε καθόλου. Τινάχτηκε ορθός ε νώ ό συμμορίτης σφάδαζε καί βογγοΰσε καί ωρίμασε προς τό χαρτοφύλακα. Γόν άρπαξε καί κ απευθύνθηκε προς την πόρτα. Σχεδόν άμιέσως όμως^ενοιώσε άσκημα. Καθώς έτρε χε δυο χέρια φούχτιασαν τό δεξ'ί του πόδι. Ό κακούργος είχε κυλίσει προς τό μέρος του καί μέ τά δυο χέρια του άρπαξε τό πόδι του παιδιού. Μέ τήιν ταχύτητα που είχε ό Μίκυ καθώς έτρεχε έχασε την ισορροπία του κι" έπεσε μέ τά μούτρα στο πάτωιμα. Ή πτώσι ήταν φοβερή. Το κεφάλι του βρόντησε στο ΐχάτωμα καί τό τολμηρό Ελ
-ΐ
V*
1
ληνόπουλο είδε όλα τά ιτρά^ γματα για ,μιά στιγμή νά χά νονται γύρω του. Βόγγησε καί ^προσπάθησε νά άνασηκωθή. Μά ό κακούργος κινή θηκε πολύ πιο γρήγορα ά πό αυτόν. "Ανορθώθηκε καί τού κατάφερε μια δυνατή κλωτσιά στο στομάχι. Ό Μι κυ έπεσε αναίσθητος. "Ενα απαίσιο χαμόγελο θριάμβου σχεδιάστηκε στό αξύριστο μούτρο τού συμμο ρίτη. "Έβγαλε τό πιστόλι του και σημάδεψε τό παιδί*. —Τώρα θά σου λυώσω τό κεφάλι βυζανιάρικ ο ; , γρύλλισε. Ύστερα όμως ξαφνικά άλ λαξε^ γνώμη. "Όχι καλύτερα θά ήταν νά τον παράδωνε ζωντανό στό αφεντικό του. Μάζεψε τον χαρτοφύλακα καί Φορτώθηκε πάλι τον Μί κυ στούς ώμους του. Διέσ^ι σε τό διάδρομο, άνοιξε την πόρτα μιας κάμαρης και πέταξε τό λιποθυμισμέ ν ο παιδί στό πάτωμα. Ό Μίκυ χτύπησε πάλι στό κεφάλι καί βόγγησε. Ό συμμορί' της γέλασε. ;— Δέν είναι ^ τίποτα!, μούγγρισε. Θά σου περάση Τ’ αφεντικό θά σέ περιποιηθή καλύτερα όταν ξυπνήσης. Βγήκε, από τήν κάμαρη κλείδωσε τήν πόρτα καί άφη σε σ’ ένα άλλο δωμάτιο τον χαρτοφύλακα. Σκούπισε τά ματωμένα μούτρα του και ξ αναβγήκε στό δρόμο. Ή δουλειά του ήταν στό δρόμο. "Έπρεπε νά μην φρήση κανέ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
40 Μπάροου υποδέχτηκε τόν θρυλικό ντέτεκτιβ μ* Ενα πιστό λι στο χέρι.
ναν νά πλησιάζη σ3 αυτό τό σπίτι. Τό πήγαινε ελα των συμμοριτών γινόταν από την υπόνομο. Κάβε ένας που θά πλησίαζε λοιπόν στην ^έξώ* πόρτα ήταν ύποπτος. Κύττα> ξε τό ρολόι του καί άναψί τσιγάρο. — Τ’ αφεντικό είπε πώς θά γυρίση σέ ιμιά ώρα, ^μονο λόγησε. Θά παραξενευτή πο λύ πού θά δη αυτόν τόν κοκ κινομάλλη πιτσιρίκο, Εύτυ χώς πού τόν μυρίστηκα. Δια
φρρετικά θά είχαμε άσκημα
μπλεξίματα μαζί του. Ό πι τσιρΐκος θά πήγαινε κατευ θεΐαν στην Διαπλανητική "Α στυνομία και θά μάς τσουβά λιάζε ^ ό Χόδαρτ! ς "Άφησε πού θάκανε φτερά ό χαρτο φύλακας μέ τά χαρτιά καί τά σχέδια. (*) Τ’ αφεντικό (*) Ό Χόβαρτ δπως ξέρουν οί ταιχτίικοι άναγνώστες του *Υπειρανθρώπου είναι 6 έπι θεωρητής της Διαπλσνητικής Αστυνομίας κι* Εχει δεξί του χέρι τον διά σημο κακουργοκυνηγό άστρο ναύ τη ντέτεκτιβ Τζάε Σέρινταν. “Ο χαρτοφύλακας περιείχε πολύτιμα σχέδια και Εγγραφα για §να μυ στικό δπλο τό όποιο θά δοκιμα ζόταν στον πλανήτη ^Αρη. Ό "Εριχ Πκάρφεν δμως καταφερε Εξοντώνοντας τόν άστροναύτη ταχυδρόμο τής Ασφαλείας Φράνκ Σαρτρις να κλέψη τόιν χρρτοφυ- ; λακα. Διάβασε λεπτομέρειες στό ^
προηγούμενο τεύχος.
β
β
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
καί μέ τό δίκιο του θά γινό ταν σκυλί δον έχανε αυτά τα πολύτιμα χαρτιά πού γιά νά τ5 άποκτήαη έβαλε σ’ ένέργεια τον Τριδάχτυλο και κινδύνεψε κι5 ό ίδιος τη ζωή του. Τ' αφεντικό θά μου 8ώοη ριγάλο πού τόιν γλύτωσα από τόσες φασαρίες. Άκούμπηισε τή ράχη1 του σ' ένα δέντρο και έβγαλε <μιά έφημερίδα από τήν τσέ πη του. "Αρχισε δήθεν νά δια&άζη μά κάθε τόσο ερρί χνε ματιές πρός τήν πόρτα του ακατοίκητου σπιτιού. "Επρεπε νάχη τά μάτια του δεκατέσσερα. Γ ιατί ήξερε πώς ό μικρός ήταν φίλος του θρυλικού ντέτεκτιβ Σέρινταν καί δεν ήταν απίθανο ό Σέ ρινταν νά τούς προετοίμαζε άσκημο παιχνίδι. ΕΝΑ ΦΙΔΙ Εϋ3Α ΦΙΔΙ
ΒΠ1Τ8ΘΕΤ&Ι ΥΠΟΥΛΑ
Ο ΤΖΟΕ Σέρινταν πρα γματικά σχε διαζε ενα ά σκημο παιχνίδ ι γιά τον (Γκαρφ-εν κ α ί τήν συμμορία του. Είχε ύποσχεθή στον Χό βαρτ νά ξαναβρή τον χαρτο φύλακα πριν ό Γκάρφεν προφτάση νά άποκρ οπτ ογρ αφ ή ση τά έγγραφα πού τον ένδ«έφεραν. Δεν ήξερε φυσικά δτι ό μικρός φίλος του 6 κοκ κινομάλλης Μίκυ είχε κατα φέρει νά βρή νωρίτερα από αυτόν καί ύστερα άπό μια
περιπετειώδη παρακολούθήά! μέσα στούς σκοτεινούς καί γεμάτους παγίδες υπονό μους τής Νέας Ύόρκης, τά ϊχινη τής ^ συμμορίας τού Γκάρφειν. Ούτε πολύ περισσό τερο ήξερε πώς τό παιδί εί χε πετύχει νά βάλη στο χέρι τόιν πολύτιιμο χαρτοφύλακα κερδίζοντας μια μεγάλη νί κη, ν'ικη όμως πού δεν προφτάσε νά χαρή γιά πολύ. Γιατί βγαίνοντας άπό τό σπίτι είχε δεχτή τήν άγρια έπίθεσι του κακούργου πού φρουρούσε την εξώπορτα καί τώρα αναίσθητος βρισκόταν φυλακισμένος σέ μιά σκοτει νή κάμαρα. Αυτά δέν τά ήξε ρε ό Σέρινταν. Ό -ντέτεκτιβ ήταν βέβαιος πώς τό . παιδί κουρασμένο άπό τό μεγάλο ταξίδι πού είχαν κάνει μέ τό άστρόπλοιο «Πρωτεύς» γιά νά φτάσουν άπό τόν πλανήτη των Ψαρανθρώπων στη Γη, θό; είχε ξαπλώσει τώρα στο κρεββάτ ι του καί θά όνειρευόταν τον Ίζάφ Ναΐλά τόν Υπεράνθρωπο τήν ύπαρξι τού οποίου δέν παραδεχόταν, δπως είναι γνωστό, ό Τζόε Σέρινταν καί πού τόν νόμιζε δημιούργημα τής φαντασίας τού άτρόιμητου 'Ελληινοπου1 λου. Ό θρυλικός αστροναύτης -ντέτεκτιβ λοιπόν βέβαιος γιά ^όν Μίκυ έκανε ένα τηλεφωνη μα -οπήν μελαχροινή Νιάνσυ τήν άρ ραβων ι αστ ικ ι ά του1, τήν αχώριστη σύντροφο ,στά διαπλανητικά του ταξίδια γιά νά τήν καθησμχάση.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ■ΓΤήγε στο ιδιαίτερο γρα φείό του, ττάτησε ένα κουμπί καί πήρε επαφή μιαζί της. Στο καντράν τής τηλεοράσε ως του ρσδ ίοτηλ εφώνου εΐ&ε τό κατσούφικο .μούτρο τής Νάνσυ και χαμογέλασε. Κα τάλαβε πώς ή κοπέλλα ήταν πυρ· και .μανία εναντίον του. -— Δεν πιστεύω να είσαι θομωιμέινη· αγάπη μου., τής είπε. — Δεν ξέρω τί >μέ κιοατάει Τιζό ικάιί 6έ σέ σκοτώνω ! ,νούλ λισε άγρια το κορίτσι. *Έγι νες άνύπό φοοος! Έπι τέ λους πο·ιόν πρόκειται να παντο ε-υτώ; Αυτό το μπουλντόγκ τον Χό'βσ,οτ ή εσένα; Ή ζωή μου κ αιτ άντ ησε μ αρτ υιρ ι ο-. Νοστάλγησα §ναίν περίπατο σαν κοπέλλα κι5 έ'νώ στο μποάτσο του άροαβωνιαστικου μου καί δέν .μπόρεσα ούτε αυτό τό ελάγιστο νά χαρώ! *Ή Βά ταξιδεύω οαίί σου σ3 ένα. κουτί μέσα στο σκοτ άδ ι του δ ι αστήμ α τος χιλιάδες μίλλια μακουά από τή Γή ή θά υένω κλει σμένη στο σπίτι όταν φτάνω στη Νέα Ύόοκη γιατί ή Δια πλανητική 3Αστυνομία καί ό Χόβσοτ σέ χοειάΓοντσι! Δεν ποοΦτάσαυε νά βνουιυε από τον «Ποωτέα» ποίν καλά — καλά ττοοσνειωθουυε κσΐ σέ αοπαοξε υέ τ3 σύτοκίνητό του καί χάθηκες. Τί θά ν'νη "πη τη δίουλειά, Τζό; Δεν τό καταλαβαίνεις λοι πόν πώς ό κόμπος έφτασε στο χτένι καί πώς άπάνω στην άπελτπσία μου · μπορώ
νά κάνω κοίμ-μιά κουταμάρα; — Μην άνοιεύης λατοεία ιμου- ί, δικαιολογήθηκε χαμο γελώντας πάντα ό ντέτεκτιβ. Τό ξέρεις δτι άρραβωνιάστηκιες άστυνοιμικό καί ουι ιερο ψάλτη ! Νομίζεις λοιπόν πώς κι3 εγώ δεν στενοχωριέμαι που άναγκάζόιΊμαι νά 6ο·ί σκουμαι υακρυά σου. νΑγ! "Ενας Θεός μονάχα ξέρει πόσο υποφέοω Νάνσυ. — Σταμάτα νά παρασταίνης τό θύμα Τζό!, τον έκοψε νευριασμένο πιο πολύ τό κορίτσι, Ξέρω πολύ καλά δτι σ3 άοέσουν οί φασαοίες καί άς σου λείπουν οί άναστεναγμοί κι3 .οι φιγούρες! — Είναι ή τελευταία ψα ρά Νάνσυ,, είπε σο-βαοά ό Σέρινταν, πού σου τή σκάω. 3Από αύριο θά είμαι συνεπής στα ρ άιντε 6ου μου. Σήιμεοα δμως πρέπει κάτι νά κάνω νά ανταμώσω κάποιον νά κα θαρίσω .μερικούς λογαρια σμούς πού έχουμε άνοιχτους μαζί του. ξέρεις ποιόν εννοώ; Τον Γκάρφεν. Τά μάτια τής Νάνσυ στρογνύλεΨαν από έκπληξί. — Τον Γκάοφεν; οώτησε μέ φωνή πού έτοειμε έλαοοά. — Ναί αυτό τό μούτρο τόν Έοιχ Γκάοφεν. — Βρίσκεται στη Γή ό Γκάρφεν; — Δυστυχώς ναί αγάπη μου. Καί πρέπει νά τόν προφτάσουμε πριν μάς τό σκά ση πάλι γιά κανέναν άλλο πλανήτη·. Κατάλαβες τώρα γιά ποιο λόνο είμαι ύπογρεωμένας νά αθετήσω την ύπ<>
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σχεσι που σου είχα δώσει; Ή Νάνσυ δεν μίλησε. Ό θυμός της όπως συνέ βαίνε πάντα έπεσε και στο βλέμ μα της ζωγραφίστηκε μια ζω ηρή ανησυχία. — Είναι επικίνδυνο αυτό Τζό!, είπε. Ό ΓκάοΦεν σε μισεί θανάσιμα. Μάς μισεί όλους θανάσιμα μια και του χαλάσαμε τά σχέδια που εί χε έναντίσν της Γήινης Κοι νοπολιτείας. Πάοεμε καί μέ να μαζί σου Τζό! Τό Εέοεις πώς μττοοώ να σε βοηθήσω. — "Οχι Νάνσυ, την έκοψε ό ντέτεκτιβ. Τά καλά κορίτσ-ΐα πέφτουν καί κοιμούνται νωοΐς στο κοεββάτι τουΐς. Καληνύχτα άγάπη μου. — Μιά στιγμή Τζό! Ό Σέρινταν που ήταν έ τοιμος νά γυρίση τον διακό πτη τής ραδιοτηλεψωνικής συσκευής σταμάτησε. — Τί τρέχει Νάνσυ; ρώ τησε. — Κάποιος χτυπάει την πόρτα Τζό. Μη φυγής ένα λε πτό. Ή εικόνα του κοριτσιού χάθηκε από τό καντράν τής τηλεοοάσεως καί ό ντέτεκτιβ κυτταξε τό ρολόι* του. ’Έποε πε νά βιαστή. Αλλά δεν μποοουσε υιά καί τον παοακ άλεσε ή Νάνσυ νά μη φυγή. Πεοίμενε Ινώ ξαφνικά έ νοιωσε νά χάνεται ή ανα πνοή του. Είδε μέσα στο καν τοάν τής τηλεοοάσεως τη Νάνσυ μέ παραμορφωμένο τό ποόσωπο άπό τοόμο νά μτταίνη πάλι μέσα στην κά°
μαρη ^τρέχοντας σά νά την κυνηγούσε κάποιος. —Νάνσυ!, φώναξε. Νάν συ τί έπαθες; Την ίδια στιγμή όμως ή καρδιά του βρόντησε βίαια. ! ά μάτια του γέμισαν άστρα πες καί βλαστήμιες. Πίσω άπό τό κορίτσι είδε κάποιον μ5 ένα πιστόλι άκτίνων στο χέρι. ΚΓ αυτός ό κάποιος ήταν ό *Έοιγ Γκάοφεν! Νό μισε πώς έβλεπε έναν φοβε ρό έφιάλτη. Κατάλαβε νά παοοολύουν οί δυνάμεις του. "Ακούσε κάτι σαν πυροβολι σμούς. Μιά σπαραχτική γυ ναικεία κραυγή έφτασε στ’ Ο'υτιά του. ΚΓ υστέρα άπότομα ή ραδιοτηλεφωνική συ σκευή έκλεισε καί τό καντράν τής τηλεοοάσεως γέμισε σκο τάδι. Τινάχτηκε άπό τό κά θισμα καί βγήκε σάν σίφου νας άπό τό γραφείο τουΤΩρμ,ησε στο άσσινσέο·. Τό ήξερε πώς δεν θά ποόφτσινε. Ή 37η οδός δπου βρισκόταν τό σπίτι τής Νάνσυ ήταν πολύ μακουά άπό τό μέναοο τής Διοπτλανητικής Αστυνομίας. Αλλά ποέπει νά κστι τ’ άδυνστσ δυνατά. "Έξω άπό την πόστα του μεγάοου ήταν τό αυτοκίνητό του. Σάλταοε μέσα καί πάτησε τό γκάζι. Τό αυτοκίνητο τινάχτηκε σά βολίδα ποό·ς τά Ιυποός. Μέ μάτια που λάμπανε πεσιιέ νος ολόκληρος άπάη./ω ατό λάν ό θουλικός ντέτεκτιβ ώδη γουσε μέ καταπληκτική τα χύτητα αλλά καί μέ σταθε ρό χέρι κινδυνεύοντας χίλιες Φορές νά τσακιστή ή νά σνγ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κρουσθη μέ τά άλλα αύτοκΓι νητα. "Υστερα άπό λίγο ά φησε τις ιμεγάλες λεωφόρους καί μπήκε οπήν 37η οδό. ΕΤδε άπό μακρυά φωτισμένα τά παιράθυρα του σπιτιού της Νάνσυ καί μια ελπίδα φτε ροκόπησε μέσα του·. "Ισως Γικήρφειν δεν είχε φύγει άκόμα· Πριν καλά—καλά φρε νάρη πήδησε άπό τό αύτοκί νητο. Διέσχισε τό πεζοδρό μιο κΓ έφτασε στην πόρτα του σπιτιού τής Νάνσυ. Ή έξώπορτα ήταν μισάνοιχτη:. Πέρασε μέσα, διέσχισε τρέ χοντας τον μικρό κήπο καί μέ τό πιστόλι στο χέρι έτοι μος νά πυροβόληση μπήκε στο κυρίως σπίτι. Μ5 ένα γοργό βλέιμιμα πού ^έρριξε στο χώλ καί στις κάμαρες κατάλαβε πώς είχε φτάσε^ι αργά. Τά φώτα ήταν άιναμμέ να άλλά κανείς δεν υπήρχε πιά μέσα στο σπίτι. Καρέ κλες άναποδογυρ ισμένες καί πράγματα που ήταν πεσμέ να έδώ κι* εκεί στο πάτωμα δεν άφηναν κορμιά οςμφιβολία πώς μια άγρια πάλη εί χε γίνει μεταξύ του κακούρ γου καί του κοριτσιού. Άλ λά καί τό άπατέλεισμα τής πάλης ήταν φανερό. Ό Γκάρ ψεν είχε καταφέρει νά άπαγάγη τή Νάνσυ. — Θά^ μου τό πλήρωσής αυτό Γκάρφ εν 1, μουιρμούρ ι σε μέ σφιχτά δόντια. Απότομα όμως ένοιωσε έ να χέρι νά τού σφίιγγτι- τήγ καρδιά. Κάτω στο πάτωμα έκεΐ προς στην πόρτα είδε
11
μερικές σταγόνες αίμα. Τό αίμα αυτό ήταν σίγουρα τής Νάνσυ. Τό βλέμμα του γέμισε άπελπισία. Δεν είχε καμμιά άμφιβολία! Ό κα κούργος πυροβόλησε τό κορ-τσι πού άντιστεκόταν, τό πλή γωσε χκ αί ^ ύστερ α τρ αυ μ α τισμένο το πήρε μαζί του. Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ
Ο ΤΖΟΕ ΣΕΡΙΝΤΑΝ κα τάλαβε πώς δεν έπρεπε νά ,μείνη περί σ σότερο έδώ. Τώρα δεν ή ταν μονάχα ^ ό χαρτοφύλακας μέ τά πολύτι μα έγγραφα πού τον ένδιέφεριε% Ό Γκάρφεν είχε τώρα αιχμάλωτη στά χέρια του τη Νάνσυ. Θά τον χτυπούσε κα τακέφαλα. Τίποτε δεν άλλα ζε άπό τό σχέδιο πού είχε καταστρώσει. λΑονάχα πώς τούτη τή φορά ή δουλειά του θά είχε διπλό σκοπό: Τά έγ γραφα καί ^ την άπελευθέρωσι τής γλυκείας^ μ ελαχροινής άρ ραβωινιαστίικιάς του πού άγα ποΰσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Δεν έπρεπε νά χάνη καιρό. Στο Σέξι Μπάρ!, μουρ μούρισε. Άπό έκεΤ θά γινη η άρχή.
;
1
(Βγήκε βιαστικά άπό τό σπίτι κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Μπήκε στο αυτο κίνητό του καί ξεκίνησε άμέσως. Τό αυτοκίνητο βγήκε
. ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ από την 37η, οδό σαν βολίδα και κατευθύνθηκε προς τήιν Μά,ρτίιν Στρήτ. Ό δρόμος αυ τός βρισκόταν σέ μιά από τις χειρότερες συνοικίες τής Νέας Ύόρκης, οπού μαζεύαν ταν λογής—Λογής κακοποιό: στοιχεία πού είχαν λόγους νά απο-φευγουν τήιν άστυνο μία και τό φως. Πρίιν ψτάση στο μέρος όπου βρισκόταν τό Σέξι Μπάρ, άφησε τό αυ τοκίνητο σέ μιά σκοτεινή πήροδο και προχώρησε μέ τά πόδια. "Έξω από τό κα κόφημο κέντρο κοντοστάθηκε. Μια φωτεινή επιγραφή ανα βόσβηνε ρυθμικά κι" από μέ σα άκουγονταν φωνές, τρα γούδια και τζαζ. *Ητοαν όπως τό είχε λογαριάσει. 'Έσπρω ξε τήιν πόρτα μέ τό πόδι κι' έχοντας τά χέρια στις τσέ πες τής καπαρντίνας του, ό που αναπαύονταν δυο πιστό λια, πέρασε μέσα. Ό θυρω ρός πού φορούσε μιά ξεθω ριασμένη ,μπλέ στολής μέ α σημένια σειρήτια κύ ένα πη λήκιο στο κεφάλι ,μέ σειρή τια επίσης τόιν κύτταξε και γούρλωσε τά μάτια παράξε νου ένας. "Υστερα όταν ξαναβοήκε τή φωνή του προσπά θησε νά χαμογελάση. — 3Ώ! ;Ώ! Ό κύριος Σε ρ ιντ αν!, είπε. Ποιος καλός αέρας σέ φέρνει στή γειτο νιά μας κύριε Τζό; Έδώ μο νάχα καλά παιδιά, όπως ξέ ρεις συχνάζουνε! Δεν πι στεύω νάχουμε φασαρίες; Ό ντέτεκτιβ κούνησε χω ρίς όρε ξι τό κεφάλι και ήρριξε ιμιά λοξή ματιά στο δεξΐ
χέρι τού θυρωρού πού άπλεο* νόταν αργά προς ένα κουμ πί πού υπήρχε στον τοίχο. Μ’ αυτό τό κουμπί ήξερε ό Σέρινταν πώς άναβε κι" έσβη νε συνθηματικά τρεις φορές ένα φως κόκκινο μέσα στην αίθουσα σημάδι πώς κάποια ανεπιθύμητη έπίσκεψι ερχό ταν στο μπάρ. Έτσι ^οσαι είχαν λόγους νά κρυφτούν ά φηναν στή μέση τό γλέντι καί εξαφανίζονταν από τή μεγάλη αίθουσα τού μπαρ τρέχοντας προς τις μυστικές εξόδους. — Δέν υπάρχει λόγος νά στείλης σινιάλο στά παιδιά Κέρν!,, τοΰ είπε. Κάτω τό ξερό σου1 λοιπόν από τό -κου μπί δον 5έν θέλης νάχης (μπλε ξίΐματα! θέλω νά μ ή χαλάση ή διασκέδασι! Άν κάνης πώς στραβοπατάς θά πλη ρώσης άσκημα! Ό θυρωρός κατάπιε τό σά λ ιο του καί προσπάθησε νά δικαιολογηθή. Ό ντέτεκτιβ έκοψε ,μέ τό σουγιά του τό σύρμα τού κουδουνιού καί προχώρησε. Κατέβηκε μερι κά πέτρινα σκαλοπάτια πέ ρασε ένα θολωτό διάδρομο κι5 έρριξε μιά ματιά στά τρία κορίτσια τής γκαρντα* ρόμπας. Είδε ανάμεσα τους την ξανθομάλλα Ζάν Αόου. Άλλαξε ένα βιαστικό βλέμ μα συνεννοήσεως μαζί της καί _συνέχισε τό δρόμο του. 4Η Ζάν Αόου ήταν ένα από τά πολλά κορίτσια πού χρη σιμοποιούσε ως πληροφοριο δότες στά διάφορα ύποπτα κέντρα τού υποκόσμου ή Δια
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τιίλανητική ’Αστυνσμία. Φυσικά οουτό δόν τό ήξεραν ούτε τό ύποψιαζόντουσαν καν οΊ κακοποιοί. Μια βαρεία μυρουδιά από καπνούς κιαϊ αλκοόλ χτύπη σε τά οουθούνια του Σέρινταν καθώς παραμέρισε τό βα ιρύ γκρενά παραβάν κα| πέ ρασε .μέσα στην αίθουσα. Μιά ορχήστρα από νέγρους έπαιζε ένα εξωφρενικό κομ μάτι και τά ζευγάρια άντρες και γυναίκες χόρευαν. Ό ντέ τεκτιβ διέγραψε ένα τόξο περνώντας έξω· ^άπό την πί στα. Είδε ένα άδειο· τραπέζι σέ μιά γωνιά καί κατευθυν6η·κε προς τά έκεΐ. Κάθησε κι’ ένα από τά γκαοσόνια ήρθε νά πάρη προαγγελία. - Γκοσιηπφοόρτ !, είπε ό ντέτεκτιβ. Τό γκαρσόνι στοά βορού τσουνιασε. Έκιεΐ μέσα δεν πουλούσαν χυμούς σοουτων. Μονάχα δυνατά σπίρτα σεοβίοιζε τό κατάστημα. "Ώς τόσο δεν μίλησε. 'Απομσκούν θηκε καί πήγε οπόν πάγκο. Ό ντέτεκτιβ είδε τό γκσοσό νι που μιλούσα μέ τον μπάομ αν καί τον· έδειχνε. ιΟ μπάρ υ.σν ήταν ένας γορίλλας μέ λοξά μάτια. Τά μάτια το·υ μπάομαιν στ ένεθαν δταν ανα γνώρισαν τον Σέοινταν. Κάτι είπε στο γκαοσόνι καί τό νκαοσόνι πλησίασε πάλι τό τοαπέζι του σστοοναυτη ά" στυνομικου. Τώρα τό ύφος του ήταν ττολύ διαφορετικό από πρίν. Ό μπάομαν τό<ν εΤχίε κατατοπίσει καί ήξεοε ΤΓ^ίός ήταν αύτρς ο καινουρ*·
13
γιος πελάτης. -— Το μαγαζί δεν πουλάει, του είπε, γκρ αίηπφουρτ! Τ’ αφεντικό λέει πώς έκανες λάθος στην πόοτα καί τό πιο σωστό είναι νά τοΰ δίνης α πό έδώ! Δυο στενά παοακάτω είναι τό γαλατάδικο. Μποοεΐς νά πάς έκεΐ νά σου σεοβίρουνε ένα μπουκάλι γάλα μέ μπιμπερό! Ό ντέτεκτιβ χαμογέλασε καί άπλωσε τό χέοι. Τό γέρι του φουχτισσε τη γοσβάτα του γκσοσονιού καί την τοάβηξε βίαια πρόο τά κάτω. Τό γκαρσόνι γούλλισε σάΐν ποντίκι καθώς ένοιωσε νά του κόβεται ή αναπνοή από τό σφίξιμο τής γοαβάτας. -— Κάθησε αγάπη μου!, του είπε 6 ντέτεκτιβ. Μου α ρέσει η παοέα σου καί θέλω νά κουβεντ ι άσουμ ε ! Τό γκαοσόνι δοκίμασε νά ξ?φύνη μά ό Σέοινταν σήκω σε τό άοΊστεοό χέοι του σέ 0‘χήιμσ γροθιάς καί τό γκαο σόνι έκανε ένα μορφασμό τρόμου καί κάθησε. — "Ετσι μποάβο! Τώοα είσαι φρόνιμο παιδί!, του εΤπε ό ντέτεκτιβ. Ή σκηνή ξετυλίχτηκε πο λύ γρήγορα καί χωρίς μεγά λ η φασαοία. Οι θαμώνες α πασχολημένοι μέ τό χοοό δεν είχαν καιοό νά ποοσέξουν τί γινόταν σ” αυτό τό απόμερο τοαπέζι. Ένας μονάχα παοακολούθησε τή σκη· νή. 5Από τή θέσι που καθό ταν ό μπάομαν παοσκολσυθοΰσε τά καθέκαστα καί ό ταν εΐδε τον Σέοινταν νά ύ-
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ποχρεώνη το γκαρσόνι νά κά θεται κοντά του ζάρωσε τά φρύδια του. — Πρέπει νά ειδοποιήσω τα παιδιά!, .μουρμούρισε. Άφησε τον πάγκο του και πλησίασε ένα ράφι όπου υπήρχαν στη σειρά πολλά μπουκάλια μέ διάφορα ποτά. Μετ ακ ίνησε μ ι ά μ πουικάλα και πίσω άπό αυτή φάνηκε ενα μικρό τετράγωνο άνοι γμα σάν παραθυράκι πού έ βλεπε σ’ ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος του μαγαζιού. "Ενα μοϋτρο φάνηκε σ’ αυτό τό άνοιγμα. — Τί τρέχει; ρώτησε τό μούτρο. — Ό Σέρκνταν είναι στ ή σάλα, είπε ό μπάρμαν. Μου μυρίζονται φασαρίες άπόψε. Τό μούτρο απομακρύνθηκε άπό τό άνοιγμα κι* ό γορίλλας έβαλε τη μποτίλια στή θέσι της. "Υστερα ξαναγυρισε στον πάγκο του κι* άρχι σε νά σερβίρη πάλι ποτά. ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΚΟΥΡΓΩΝ
ΠΟΣΟΝ καιρό δίαυλε υε ι ς σ* αυτό τό μαγα ζί ; ρώτησε ο ντέτεκτι β τ ό γκαρσόνι. — Δυο ^μή νες !, απάντη σε κυττάζοντάς τον μέ μάτια γεμάτα δηλητήριο. Δυο μή νες καί κάτι. — Δεν είσαι παλιός αλλά ούτε καί πολύ καινούργιος. Λοιπόν θά ξερής λίγο πολύ
τους πελάτες του μπάρ. ^Ε χεις ακούσει γιά κάποιον Μπίλ Μπάροου; Τό γκαρσόνι άνοιγόκλεισε τά μάτια καί κούνησε αρνη τικά τό κεφάλι. "Οσο όμως κι* άν αγωνίστηκε νά δεί'ξη ψυχραι μία τό έξασκημέ ν ο βλέμμα τού Σέρκνταν έπιά σε μιά άδιόρατη άστραπή πού πέρασε άπό τις κόρες των ματιών του. — Δεν μοΰ λες αλήθεια!, είπε ό Σέρκνταν χαμογελών τας γλυκά, θά μέ άναγκιάσης νά σού βάλω πιπέρι στή γλώσσα! Τά καλά παιδιά δέ λένε ψέματα. Γιά νά δού με όμως. Μπορεί νά θυιμάσαι κάποιον άλλον πού έκανε τα χτικά παρέα μαζί του. Μή πως είδες τώρα τελευταίο τον Χάνς Έρβιν; Πάλι τά μάτια του γκαιρ σανιού τρεμόπαιξαν. — Πρώτη, φορά ακούω αυ τό τό όνομα!, είπε. Τί εί δους άνθρωποι είναι αυτοί; Ό ντέτεκττβ τον κύτταξε λοξά. Ήταν βέβαιος πώς τό γκαρσόνι έλεγε πάλι ψέμα τα. — Είσαι έξυπνος φίλε!, τοΰ είπε. Άλλα όχι τόσο όσο εγώ. Λοιπόν δεν μπορείς νά μέ κάνης νά πιστέψω πώς δεν ξέρεις Τίποτα γι' αυτούς τούς δυο τύπους πού σέ ρω τάω. Γιατί ξέρω πώς σ’ αυ τό τό μπάρ περνάνε τις νύ χτες τους αυτά τά λεβεντό παιδα πού ήταν άλλοτε σω ματοφύλακες του ~Εριχ Γκάρ φεν. Λοιπόν λύσε τή γλώσσα σου. Εκτός άν θέλης νά δή
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τή φάτσα Φον αύριο τό κο ρίτσι σου και να σέ συχα-
θη. Το βλέμμα του ντέτεκτιβ καθώς μιλούσε διέγραφε έρευ νητικά τόξα μέσα στο μπαρ. Ούτε στήν πίστα αμωο ούτε στ3 άλλα τραπέζια είδε τα πρόσωπα πού ζητούσε. 5 Η ταν Αογής—Αογής άνθρωποι εκεί ιμέσα· τού σκοινιού καί του παλουκιού άλλα ούτε ό Χάνς "Ερβυν ούτε ό Μπίλ Μπάΐροου βρίσκονταν άνάμεσά τους. -—- Λοιπόν τί λες; ρώτησε γυρίζοντας πάλι προς τό μέσος του γκαρσονιού. Θά μ κλήσης ναί ή αχι; -— Δέν καταλαβαίνω τί μου λέτε!, διαμαρτυρήθηκε. 'Ο ντέτεκτιβ σήκωσε τη γροθιά του. 3Αλλά σχεδόν α μέσως άφησε τό χέρι του νά ,πέση χωρίς νά χτυπτήση. Κά ποιος -βρισκόταν πίσω του. ΚΓ αυτός ,ό κάποιος είχε καρ φώσει στα πλευρά του κάτι σκληρό. Ό Σέρινταν δέ χρει άστηικε πολύ γιά νά καταλσ 6η άτι αυτό τό κάτι ήταν μια κάννη πιστολιού. Ταυτόχοο να ακούσε κάποιον νά μιλάη, σιγανά στ5 αυτί του. Ή φωνή του είχε έναν κοροϊδευτικό άλλά καί απειλητικό τόνο. — Δέν ύπαρχε ι λόγος νά στενοχωριέσαι Τζό! Ούτε νά στεναχωράς τον κόσμο μέ α διάκριτες ερωτήσεις. Ό Μπίλ Μπάριοου σέ περιμένει. "Ελα λοιπόν παρέα ιμου. Θά χά ρη πολύ όταν σέ βή νά ιμπαίνης στο γραφείο του. *Όσο γιά μένα δέν πιστεύω νά ξέ*
15
χάσες τάν φίλο σου τόν Ρ6α ΐμπερτ Μπάρτον άπό τό Κάν σας. Κάποτε ιμ* είχες τυλί ξει σέ μιά κόλλα χαρτί και μ3 έστειλες στους ενόρκους για νά μέ ψήσουν στην ήλεκτρική καρέκλα. 3Αλλά οί έ νορκοι μ3 άθωώσανε. Ό Τζόε Σέριντοον σκέφτηκε γιά1* -μιά στιγμή ν* άντι δράση. 3Αλλά ισχιεδόν αμέσως μιετάναιωσε. Μήπως γιά (νά συναντήση ένα άπό τά πρωτοπαλλήκαοα του Έαιγ Γκάο φεν δεν ήριθε απόψε έδώ; Νά πού ό ϊδιίος ό Μπάροου- τόν προσκαλουισε. Θ3 άκολουθούσε λοιπόν αύτόν τόν Μπάρ τον κάί κατόπιν θά έβλεπε τί ιμποοοΰσε νά κάνη. — Όκέϋ Ρόιμπερτ!, εΐπε. Έογομσι. Τό γκαρσόνι τού εροιξε μιά ματιά γεμάτη φαρμάκι. — Δέν ήθελα νάμουνα στή θέσι σου κύριε ντέτεκτιβ!. τού είπε κοροϊδευτικά. Ό Μπάοοου εΐνάι ττολύ περιποι ητικός όταν έχη νά κάνη μέ ανθρώπους τής αστυνομίας. —· θά τά ξανσπούμε έμεϊς οί βιυό φίδι!, γούλλισε ό Σε ρ ιντ αν καί σηκώθηκε. — Ήοογώοα στο βάθος δε ξιά!, τόν διέταξε ό συμμορίτίπς. Κ αί μ ή δοκιμάσης νά κάνης καμμιά εξυπνάδα για* τί στήιν άναψα. — θά εΤ,μσι φρόνιμος!, ύποσχέθηκε ό ντέτεκτιβ. (Προχώρησαν στο βάθος τής σκάλας καί πέρασαν μιά χαμηλή πόρτα. Ανέβηκαν δυο— τρία ξύλινα σκαλιά καί -βγήκαν σ3 ένα κακοφωτι?
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σμέινο χώίλ. Καθώς μπήκαν στο <χώλ τέσσερις γεροδεμέ νοι άντσες ρίχτηκαν τού Σε ρ ινταν.Πρΐιν προφτάση νά άντιστσβη οί συμίμορΐτες τον εί χαν 'ξαλαφοώίσει κι5 δλσς α πό τά πιστόλια του. Του κά νανε ίμια δεύτερη βιαστική έοευνα κι5 όταν <βΙεβσιώθηκοπν πώς δέιν εΐχε κανένα άλλο· Ό πλο ιμσζί του τάν οφησαν. — Τώιρα εΤσαι έν τάξει!, του ιειπε 6 Μπάρτον. Του έδειξε ίμέ τό πιστόλι του ιμιά πόρτα άκοιβώς απέ ναντι ικαι πρόσθεσε: — Τώρα υποοεΐς νά πέρα σης ιμέσα. ΈκεΤ είναι φί* λος σου ό Μπάροου και σέ περιδένει. ΑΝΤΕΠΙΤΪΘΕΤΑΙ
Ο ΜΠΑΡΟΟΥ τόΐν ύποδέχτη, κε ορθός μ’ έ να πι σ τ ό λ ι στο χέρι. Φο ρούσε ιμιά πα ράξενη στολή πού δέιν ήταν ούτε άστροναυτ ική ούτε στρατιωτική. —Πέοαισε μέσα Σέριν * ταν!, τού εΐπε. Ό ντέτεκτιδ προχώρησε. Ή πόρτα έκλεισε πίσω του. Τά (μάτια του ταξίδεψαν βια στικά σ’ άλα τά γύρω. Αύτή ή κάμσοη στο πίσω ίμερος τού. Σέξι Μπαρ θά ήθελε^ με γάλοφιυΐα γιά νά καταλάβη κανέί-ς^ ότι χρησίμευε για γραφείο. Ή συμμορία λοι ττρν ήταν ώργανωμένη μέ τά
δλα της άφού διέθετε καί ι διαίτερο γραφείο γιά τον υπαοχηγό της. Έξερε καλά ό Σέοινταν δτι ό Μπιλ Μπά ροου ήταν ανέκαθεν τό δεξΐ χέρι τού Ηκάοφεν. 'Όταν ό μως δλοι είχαν πιστέψει ό τι ό άρχικακουογος είχε πλη ρώσει τά έγκλήιμστά του στην ηλεκτρική καοέκλα (*) η Δ ι απλ σνητ ική 5 Α στυνΟμ ία είχε σχηματίσει την πεποίθη σί δτι ικισί ό Μπάοοου Φρο νίμεψε και δέιν ανακατευόταν πιά σέ ύποπτες δούλε ιές; Αλλά ή νεκιοανάστασι του Πκάοφ'&ν κοό η έμφάνισι του πάλι στη Γτ> έκανε τό!ν ντέτεκτιβ νά θυμηθη τώρα αυ τό τό μούτσο. Έταν βέβαι ος πώς ιμιά κα] ό ΓικάρΦεν ζούσε. ό Μπάοοου εΐχιε πάλι την ποώτη θέσι στή συμμο ρία. του. Γι’ αυτόν ακριβώς τό λόγο ικαι τον αναζητούσε. Ό Μπάοοου ήδερε σίγίαυοα πού 'βρισκόταν ό χαρτοφύλα κας. — "Έμαθα πακ ήθέλες νά κουβεντιάσης (μαζί μου Σέρινταν, του είπε σπάζοντας πρώτοο τή σιωπή ό Μπά ροου. Είμαι δλος αυτιά Τζό. Ό ντέτεκτιβ κάθησε σ’ έ να κάθισμα. — Βάλε τό πιστόλι στη ζώνη σου Μπάοοου!, τού είπε. Δέν έχω ούτε καρφί τσα άπάνω μου. Μέ τό πι στόλι σου νά μέ σημαδεύη (δέιν μπορούμε νά κάνουμε συ ζήτησι. (*) Διάβασε το τεύχο^ τιού 'Υπερανθιρώττου παυ ϋχ€ΐ ταν τίΐτ-
λ·ο’ «01 "άνθρωποι -— ψάσι·α%.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟX
17
Ό Μπάροου κάθησε κι5 ά-— Νοαι γι' αυτά (μόνον καύμπησε (μπροστά του τόΡτ τιΐρός τό παρόν!, είπε κο πιστόλι. ^ ^ ^ ^ ^$·|.φτά ό ντέτεκτιβ. ^ •— Θά ίσου πώ κάτι για £};. — Ξέχοοσες κάποιον μεγά να τό ξερής από την άρχή,^Τλε αστυνομικέ!, έκανε κοροϊεΐπε α συμμορίτης. Ό Γκάρ|$;βειυτιικά ό Μπάροου. Δέιν ά ψεν σέ έχει καταδικάσει σέήΓ^κουισα ινά λες τίποτα για τον θάνατο/Αιργά η γρήγορα λοι^/ μικρό προστατευόμενό σου, πόν θά σέ ψάρευε. *Ηρθες ό-νλ τον κοκκινομάλλη πιτσιρίκο·. μ ως μόνος σου και μπερδεύ "Εκτός άν ιέπαψες νά έινδιαφέ τηκες ιστά πόδια μας. "Έτσι ρεσαι γι’ αυτόν και μου τον μάς έβγαλες από τον κόπο χαρίζεις. Νόμιζα όμως ότι νά σέ κυνηγάμε. Λοιπόν τώ ένδιαφερόσουνα γιά τό ' Ελ ρα· λέγε τί ήθελες νά μου ληνόπουλο Τζό. πής καΓι σύντομα. ') Σερινταν ένοιωσε ξαφνι ιό ΡΐΛεμμα του ντέτεκτιβ κα σα να δεχόταν ειναν κου έγινε σκληρό σάν ατσάλι. βά παγωμένο νερό στη ράχη Κατάλαβε πώς ενώ πήγαινε του. Τά μάτια του άνοανό αυτός νά ιστή,ση δόκανο στους κλεισαιν. κακούργους, εκείνοι είχαν κΓ - Δηλαδή... Δηλαδή ^θέ ολας πετύχει νά τον παρασύ λεις νά πής πώς ό μικρός... ρουινε σέ παγίδα. "Ως τόσο — Ναι ακριβώς! Θέλω: νά δεν έδειξε κανένα σημείο φό πω πώς ό μικρός... Έσύ μο 6'ου. νάχα έλειπες. Τώρα μέ σέ — Δέν ξέρω άν θά κατανα ολοκληρώνεται τό^ πρά φέρε'τε νά ιμέ βγάλετε από γμα. "Ολη. ή παρέα είσαστε τή (μέση! , είπε. Αύτό^ είναι στά χέρια τού Γ ικάρφεν. "Ε ένας άλλος λογαριασμός. "Ε σύ, τό κορίτσι σου και ό πι γώ έχω δυό πράγματα μονάτο ιρΐκος. Κιατάλαβες; Μάθε νάχια νά σου πω Μπάροου. λοιπόν μ" αυτή την ευκαι Ό χαρτοφύλακας με τά σχέ ρία ότι καί γιά τούς τρεις δια πού κλέψατε από τό σπισας έχει ώραΐα σχέδια τ" α τι τού Φράνκ Σάρτρις πρέπει φεντικό. "Οσο γιά τον χαρ ■νά ξαναρθή στα χέρια τής τοφύλακα βγάλτον από το "Λστρικής "Ασφαλείας. Αυτό νού σου. Τό όπλο· πού θά δο είναι τό ένα. "Έπειτα θέλω κίμαζε ή ΐΓήΐνη Κοινοπολι νά μάθω πού βρίσκεται ή δε τεία στον "Αρη μάς χρειάζε σποινΐς Νάνσυ Έβιλγικτον ται. "Οπως θά ξερής ττολυ πού όπως ξέρεις είναι αρρα σύντομα αρχίζουμε τήν έπίβωνιαστικιά μου. ^Απόψε ό θεσι. Σέ δυό μήνες τό πολύ ίδιος ό· Πκάιρφεν πτήγε σπίτι ολόκληρη ή ιΓή θά είναι στα της και την άπήγαγε. χέρια μας καί μαζί μέ τή Γη Ο συμμορίτης γέλασε. καί ιόλες οί αποικίες της στά >—■ Γι" αυτά μόνον ένδιαφέάστρα. "Έχουμε ανάγκη! γ/ αυτό τό λόγο άπό όπλα, δροσαι; · ,_ -
ΥΠΕΡΑΝβΡΟΓϊΟί π λα (μοντέρνα κα ι άσο το θα νατό περισσότερο αποτελε σματικά. Αυτά τά όπλα Θά μάς δόσουνε τή Μίκη πού ε σύ φυσικά δεν Θά μπόρεσης >νά την πληροφορηθής ιάφού Θά είσαι μακαρίτης ώς /τότε. Γιατί καταλαβαίνεις βέβαια τί σέ περιμένει. Και φρόνι μα Σέρινταν! Μή κουν ιέσα ι! Στήιν άναψα! 1 "Αρπαξε τό πιστόλι κα Θως μιλούσε καί ή φωνή του πού πρόφθρε τις τέσσερις τε λευταίες λέξεις έγινε απότο μα σκληρή, 3 Αλλά ό ρτέτ ε κτιβ δεν τον ακούσε. ^ Ηταν πολύ ώρα τώρα πού δεν προ σεχε τά λόγια του. Μέσα του εΐχε φουντώσει ιμιά άσυγκρά τητη οργή γιά τον τρόπο πού του /μιλούσε. Άναμέτρη^ σε την άπόστασι πού τον χώ ριζε ικαί σάλταρε. Τό όπλο τιού κρατούσε ό συμμορίτης άτά χέρια εκπυρσοκρότησε αλλά ή σφαίρα χτύπησε στόν άδιάσφαιρο από ειδικό λεπτό μέταλλο .θώρακα πού είχε κάτω από τό πουκάμι σό του ό ντέτεκτιβ καί άπο στρακίστηκε. Ό Μπάροου βλαστήμησε καί πυροβόλησε δεύτερη) φορά. 3Αλλά ούτε ή δεύτερη σφαίρα έθιξε τον Σέρινταν. Ταχύς σαν άστρα πή ό θρυλικός αστροναύτης ντέτεκτιβ -μ5 ένα πήδημ^α βρε θηκε απάνω στο γραφείο του ύπαρχηγού τής συμμορίας καί ή γροθιά του κινήθηκε α πίστευτα γοργά. Ό Μπάρο ου δέχτηκε ένα φοβερό χτύ πημα άνάμεσα στά δυο φρύ δια και βόγγησε» Γιά τον Σέ
ριντάν τό νά τον άψοπλίση κατόπιν ήταν ζήτημα έινός (μονάχα δευτερολέπτου. "Αρ παξε τό πιστόλι τού καικουρ γου καί έστειλε την ίδια στι γμή τρεΐς σφαΐρετ την ίμια πίσω από την άλλη προς την πόρτα. Τρεΐς συμμορίτες πού ξαφνιάστηκαν από τούς πυροβολισμούς τού Μπάροου κι3 ώριμούσαν ιμέσα στο δω μάτιο δέχτηκαν τίς^ σφαίρες κι επεσαν μέ τά μούτρα στο πάτωμα. ;—'Καί τώρα οί δυο μας Μπάροου !7 γρύλλισε ό ντέτεκτίιβ. Μέ ιμ,ιά σβέλτη κίνησι πέ ρασε ένα ζευγάρι χειροπέ δες στοές καρπούς τού κα κούργου πού παραπατούσε σό: (μεθυσμένος από τό δυνα τό ^ χτύπημα πού λίγες στι γμές πριν εΐχε δεχτή καί τον έσπρωξε προς την πόρτα. — Δεν θά μπόρεσης νά 6γης ζωντανός από εδώ μέ'σα χαφιέ!, μούγγρισε ό συμ μορίτης, Ό Σ έρ ιντ αν χαμογέλασε. — "Έχω φέρει μπόλικους γιά παρέα (μαζί μου, τού εί πε. Τό μαγαζί είναι μπλοκα ρ ΐρμένο από νώρί'ζ· Έγώ ήρ θα λίγο καθυστερημένα. "Αλ λά ό επιθεωρητής Χόβαρτ κάνει πάντα παστρική δου λειά. Στοιχηματίζω πώς ψά ρεψε όλα τά παιδιά καί πώς ή σάλα είναι έρημίη τώρα. "Ένα γρύλλισμα ζώου ή ταν ή άπάντησι τού Μπά ροου. — ’Άντε προχώρα και μή στέκεσαι!, γκρίνιασε 6
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τβκτιβ καί τον βσπρωξε. Βγήκαν στη σάλα. Μέσα στη ιμιεγάλη αίθουσα ήταν σά ναχε ττέση ξαφνικά περο νόσπορος. Ή ’Αστριική Α σφάλεια — σήμφοοινα με το σχέδιο πού είχαν καταστρώ σει ιό Χόβαρτ κι* ό Σέρινταν— -εΐχε σαρώσει όλη, την πελατεία του Σέξι—-Μπαρ. ΓΌίλα τά ιμούτρα τισύ λίγο νω ρίτερα χόρευαν έδώ είχαν
τ© μυστηριώδες ρομβοειδές άστρόπλοιο ξεπετάχτηκαν δέσμες
κίτρινου φωτός.
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
φρρτώθή σε άστυνομ ικά κα μιόνια ικα»1 μιεταφέρθηκ-αιν στή Διαπλανητική "Αστυνο μία όπου θά γινόταν τό «κοκκίνισμα». 'Ο Μπάροου δαγκώθηκε όταν είδε μερι κούς αστυνομικούς στην αί θουσα. 5Ανάμεσα σ" αυτούς ήταν κι5 ό Χόβαιρτ.^ Ό Χόβαρτ -πλησίασε τόν ντέτεκ,τιιβ. ^— Έν τάξει Τζό; Βρήκες τον χαρτοφύλακα; —"Οχι ακόμα ίνσπέκτορ!, άποκρίθηικε. "Εδειξε τον Μπάροου που μέ δεμένα τά χέρια τούς άκουγε καί τούς κυτταζε μέ μάτια γεμαπα φαρμάκι. Τον έδειξε «στον Χόβιαρτ καί πρόσθεσε. — "Έχω όμως κάποιον μαζί μου πού ξέρει πολλά πράγματα. Καί μά τό Θεό νά ιμή με λένε Σέρινταν άν δεν τόν κάνω νά ιμάς πή τά όσα ξέρει μέσα σέ λίγες ώ•ρες. Ό Χόβαιρτ χαμογέλασε. — Όκέϋ Τζό!, είπε. Στον αφήνω. Ελπίζω νά του λύ σης τη γλώσσα ώς αύριο τό μεσημέρι! ΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ Γ1ΚΑΡΦΕΝ
ΤΗΝ ΑΛΛΗ μέρα τό μέση μέρι όμως έγινε ικατι κα ί τ ά} π ρ άγιμα τα μπερδεύτηκαν. Οϊ δρόμοι ή ταν γεμάπ ο ι κόσμο καί αυτοκίνητα όταν
ξαφνικά φάνηκε στόν ουρανό σά νά ερχόταν από πολύ μα κρυά ένα ρομβοειδές διαπλα νητόπλοιο. Τά ραντάρ τής ’ Αστ ροναυτ ικής Ύπηρεσί ας είχαν έπισημάνει την παρου σια τού άστροσκάφους άρκε τήιν ώρα ^πρίν μπη στην έλξι τής Τής. "Εστειλαν μέ τό υπερηχητικό στοιχείο τδ συίνηθ ισ,μεΤο ώροσηματολό γ ιο και επειδή πήραν άπάντησι κανονική λογάριαζαν πώς έπρόκειτο για κάποιο από τά έπ ιδατ ικά 61 απλανητ ικά σκά Φη που' έρχονταν από τόν πλανήτη "Αρη μέ κάποια κα θυστέρησι. "Οταν όμως τό άστρο πλοίο έφτασε πάνω α πό τη Νέα Ύορκη, καί μέ τις διόπτρες ξεχώρισαν τό σχή μα του καταλαβαν ότι κάτι παράξενο συνέβαινε. Οί ήλεκτρον ιικοί ^ εγκέφαλο ι πρ οστ ασίας μπήκαν σέ λειτουργία καί τό αόρατο πλέγμα προ στασίας απλώθηκε πάνω α πό τη μεγάλη πολιτεία. "Αλ λά τό μυστηριώδεις σκάφος χωρίς νά φαν ή ότι ενοχλείται από τό πλέγμα χαμήλωσε α κόμα περισσότερο καί ξαφινι κά στάθηκε πάνω από τό κεν τρικώτερο σημείο τής Νέας Ύόρικης. Οί άνθρωποι έντρο μοι έστρεφαν τά βλέμματα προς τόν ουρανό. Πολλοί έ τρεχαν στά αντίατομικά κα ταφύγια ενώ τά ρολά πολ λών καταστημάτων κατέβαι ναν μέ φομρια. Τόν τελευταίο καιρό ή ΛΑμερική είχε ύποστή ένα πλήθος από επιθέ σεις» έξωκόσμων πλασμάτων καί σι μεγάλες πόλεις είχαν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ύττοφέιρει περ ισσότερο άπό δλες τις άλλες. >Γι3 αυτό ό ■καθένας φρόντ ιζε να εξασφά λιση την περιουσία του καί τον εαυτό του. Κανείς δεν η* ξερε τί ιμίπορουσε νά συμβή. Ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ δτοον ειδοποιήθηκε. για την παρου σία του ξένου αστροσκάφους άφησε τον Σέοινταν νά σνα κ ρίνη τον Μπήροου και πή γε τιοέχΟιντας στο γραώε'Ρο του. Τά δάχτυλά του κινήθη καν νευρικά πάνω στο ταμπλώ ιυέ τά πολύγοωμα κουμ πιά. Ό επιθεωρητής τής Δια πλανητικήν 3Αστυνομίας έστελνε προς όλες τις κατευ θύνσεις το σύνθημα του συ ναγερμού. Τά καταδιωκτικά άστρόπλοια έτοιμάστη καν νά άπογει ωθούν ενώ τά πεοι πολικά θωρακισμένα αυτοκί νητα βγήκαν στους διοόμους επανδρωμένα μέ ώπλισ μέ νους σαν αστακούς αστυνο μικούς αποφασισμένους νά ιμήν έπ ιτρέιϋουν την άποβίβα σι των έξωκόσυων αυτών που τυχόν θά έβγαιναν άπό τό ιμυστηριώδες άστ ρο πλιοιο. *Όλα τούτα τά μέτοα δμως εΐγαν μεγαλώσει αντί νά λιγοστέψουν τον πανικό. Μέ μάτια που καίγανε από συγκίνησι ό Χόβαρτ παρακολου θούσε <στό καντράν τής τηλεοράσεως τ'ίς κινήσεις των θωρακισμένων καί τών άστρο πλοίων που ετοιμάζονταν νά επιτεθούν καθώς ικιάί τά τρο μαγμένα πρόσωπα τών αν θρώπων στους βρόιμους. τσφνικά όμως τρ ραδιόφω
21
νο του γραφείου του μετέδι δε χορευτική (μουσική,*Άρ·χισε νά ρογχάζη. Αυτό κράτη σε μονάχα δυο λεπτά. Ή μουσική πού μεταδιδόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή από τό ραδιοφωνικό σταθμό διεκόπη απότομα καί μιά βοορειά φωνή ακούστηκε: — Π ροσοχή ! Προσοχή! Σάς άμιλεΤ 'Έρνχ Γκάρφειν! Προσοχή! Ό Χόβαρτ τινάχτηκε σά νά τον δάγκωσε σκοοπιός καί ώρμησε στο ραδιόφωνο έτοιμος νά τό κομματιάση. Μα συγκρατήθηκε γιατί σκέ φτηκε πώς αυτόι πού πήγΐε νά κάνη ήτον μιά σοχττή κου ταμάοα. ’Άν, ικ οπέ στρεφε το ραδιόφωνο τής υπηρεσίας τί τάχα θά κατάφερνε; Πέντε εκατομμύρια οαδιόφωνα ή ταν ανοιχτά αυτή τή στιγμή στή ιΝέα Ύόρκη καί δλιοι σχε δον οι κάτοικοι άκουγαν δ πως κΓ αύτός τή φωνή του άπα-ίσ ιου άρχ ικσκοοργου. — Προσοχή !, ξανσκούστη κε ή φωνή. Ένώ ό Έριχ Γκάιοφεν ποοειδοποιώ δτι ή βασιλεία τής Γήϊνης Κοινο πολιτείας Φτάνει στο τέρμα της. Ή επίθεσης μου εναντί ον τών ανθρώπων πού αγνό ησαν τ'ίς προσταγές μου θά είναι τρομερή καί χωσίς έ λεος. Οι [μεγάλες πολιτείες θά ερημωθούν καί ό ανίκη τος στρατός (μου θ3^ άνοιξη τό διοομο τηοός τή νίκη βα δίζοντας όονάμιεσα σέ βουνά απανθρακωμένων άνθοώπωίν. Σέ λίγες μέρες ό έΧαεοιος στόλρς θά πτρρογίματφπριήιςΓη
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τήν ισυντριττηική έττίθεσι. Υ πάρχει αμως άκόμα καιρός να άποσοβηθήι ή καταστρο φή,. Κι* αυτό θά γίνη μονάχα άν ολόκληρο τό Συμβούλιο της 'Γήϊνης Κοινοπολιτείας παραιτηθή, καί παρσχωοήση σέ μένα και στους άνθρώ πους της εμπιστοσύνης μου τη θέσι του. Έγι-ν.ε (μιά μικρή διακοπή. % — Τόιν άτιμο!, βρυχήθηκε ό Χόβαρτ. "— Πολλοί ίσως θά χαμο γελάσουν ειρωνικά, συνέχισε ή φωνή άπό τα ραδιόφωνο, άκούγοντας αυτά τά λόγια •μου. θά ύιποθέσουν Τσως ό τι ιμπλοψάαω. Ό ρόιμ'βΟς δμως πού υπάρχει αυτή τη στιγμή πάνω άπό τή Νέα Ύόοκη θά σάς απόδειξη αμέ σως τό Αντίθετο. Ρ'ίχτε μιά ματιά στον ουρανό κα!ί θά καταλάβετε. Αυτή είναι ή τελευταία πρσειδσποίτκτί μου. Εφτά μέρες άπό σήμερα αν δεν γίνουν δεκτοί οί οροί μου η Γη θά ιμεταβληθη σ* ένα άπέραντο νεκροταφείο. Ή φωνή χάθηκε άπό τό ραδιόφωνο. Ό Χόβαρτ έτρεξε ατό παράθυρο του γρα φείου του ικι’ έροΊξε μιά μα τιά στον ουοανό. ’Από τό ρομβοειδές άστροπλαιΟ' ξεπε τάχτηκαν δέσμες κίτρινου φω τός πού εΐχσν παράξενη τρεμουλιαστη ακτινοβολία. Τό φως απλώθηκε σαν ένα ά ρσιό σύννεφο κίτρινης ομί χλης πάνω άπό τή μεγάλη πολιτεία καί μονομιάς όλα τά αυτοκίνητα πού κυκλοφο ρούσαν ατούς δρόμους έμει
ναν ^Ακίνητα. Οί μηχανές τους έπαψαν νά λειτουργούν σά νά κεραυνοβολήθηκοον. ν Ενα λεωφορείο πού έτρεχε μέ ταχύτητα βρέθηκε άπάνω στο πεζοδρόμιο καί οί έπιβά τες του τινάχτηκαν ό ένας ά πάνω στον άλλο μέ άποτέλε σμα νά τραυματισθούν σχε δόν όλοι. Φωνές άκούγονταν άπό τό δρόμο. Τά καταδιω κτικά άστρο πλοία πού είχαν άπαγε ιωθή μέ σκοπό νά χτυ π ήσουν τον ρόμβο έπεφταν ακυβέρνητα πίαω προς τό έδαφος. Τά θωρακισμένα τής Δ ιαπλανητ ική ς 5 Αατυνομ ίοας εΐχαν καιρφωθή άκίνητα στα διάφοιρα αηιμεΐα τής πόλεοος. Τά ρ αδ ιοτηλέφοονα έπαψαν νά δέχωντσι ικαΐί νά στέλνουν κλήσεις. Όλα τά μηχανήμα τα μ* ένα λόνο πού λειτουρ γούσαν μέ ήλεκτρική Ινέ,ρ γεια καί ηλεκτρισμό μέσα στή -Νέα Ύόρκη νεκρώθηκαν. — Ό διάολος νά μέ πά θη άν καταλαβαίνω τί μου γίνεται!, γάβγισε ό Χόβαρτ. Αυτός ό Γκάρφεν είναι ένας πραγματικός σατανάς! Απότομα 8μ<*>ς σταμάτησε νά μιλάη. Ένοιωσε τό κτ'ίρ ιο τής Δ ι απλ ανητ ικής Αστυνομίας νά χοοοπηδάη. καί στο ανατολικό μέρος τής πολιτείας φάνηκαν τεράστιες φλόγες καί μεγάλα σύννεφα μαύρου καπνού. — Τό εργοστάσιο πυραύ λων !, μούγγρ ισε ό επιθεωρη τής. Έκεΐ είναι τό εργοστά σιο πυραύλων! Τ ινάχτηκε στον αέρα τό εργοστάσιο! Τήν ίδια στιγμή μπήκε
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μέσα κττό γραφείο ό άρχιφύ λαικας ΡόμΙπ. ^ *Ηταν χλω μός καί σχεδόν έτρεμε. — Τί τρέχει Ρόιμπ! ρώτη σε ό Χόβαρτ. — Ό Μπάροοο δραπέτευ σε!, απάντησε ιμέ ξεψυχισμέ νη φωνή ό άρχιφύλακας. — Τί εΤττες ιμωρέ; έκανε έξαλλος ο ινσπέκταρ. Τρελ λάθηκες; — Σας λέω την αλήθεια κύριε έπιθεωρητά. Ό Μπάροου δραπέτευσε. — Και ό Τζό; — Ό Τζόε Σέρινταν^ εί ναι βαρεία τραυματισμένος και αναίσθητος στο γραφείο του. Ό Μπάροου φαίνεται πώς τδν τοαυμάτισε κάί υ στέρα κατάφερε νά φύγη. —Ό διάβολος νά σάς πάρη όλους!, ούρλιασε ό Χό βαρτ. "Έλα ιμαζί μου! Καί βγήκε τρέχοντας στο δ ι άδρομο. Αυτό πάλ ι ήτ αιν κάτι πού δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Ένας κακούργος να δραπέτευση ιμέσα άπό ^τό με γάρο τής Δισπλανητικήις Α στυνομίας καί ;μάλιστα μέσα άπό τα χέρια του Σέοινταν! 9 Ηταν απίστευτο. νΩρμησε ιμέσα στο γραφείο του ντέτεικτιβ. Μά καθώς πέρα σε τό κατώφλι καρφώθηκε σά νά τον χτύπησε κεραυ νός. Ό Σέρινταν δεν ήταν μέσα στο γραφεΤο! Γύρισε
και κύτταξε τον άρχι φύλακα. Ό άρχιφύλακας έστεκε σά χαμένος. — Δεν (μπορώ νά καταλά βω τίποτα!, ψέλλισε. Πριν 5υό λεπτά ήταν έδώ στη μέ ση του πατώματος φαοδύς πλατύς καί βογγούσε. Έτρε ξα νά τον άνασηκώσω μά μ' έδιωξε. «Πήγαινε νά ειδο ποίησης τον ίνσπέκτορα Χόβαοτ νάρθή άμέσωο έδώ» μου είπε. Ηρθα σας ειδο ποίησα καί τώρα που ξανανυιΡίζω δέίν (βλέπω τίποτα... Δεν (μπορώ νά καταλάβω τι συνέβη... Τό βλέμμα του Χόβαρτ σκοτείνιασε. —Σ υνέ6η ήλίθιε, γάβγι σε, ότι ό Γκάρφεν, άφου άπε λευθέρωσε ^ τον ύπαρχηγό τής συιμιμοοίας του ^τραυμσί τισε κάί άρπαξε κάτω άπό τη ούτη μας τον Τζόε Σέριν ταν! Αυτό συνέβη! ΕΝΑ ΠΑΡΑΤΟΛΜΟ ΣΧΕΔΙΟ
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑ ΤΑ όμως εί χαν γίνει κά πως διαφορετι κά. Ό Τζόε Σέρινταν άπό την ώρα πού γύρι σε άπό τό Σέξι—Μπιχρ άρχισε άμέ σως νά άνακρίνη τον Μπά ροου. "Ήξερε πώς όσο πιο
0 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΨΥΧΑΓΩΓΕΙ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΝΕΙ ------------------------------ ------------------------------------------------------------------------ 1—-------- 0-------—------------- -------------------------------------
------------------- ·/. 1
..................
~.................................~..................................... ...
III
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
γρήγορα! άποσπάση Τίς όμο λόγιες πού χρειαζότανε από τον κακούργο, τόσο πιο σύν τομα ό πολύτιμος χαρτοφύλα κσς θά γύριζε στα χέρια τής Άστρικής Ασφαλείας καί τόσο πιο σύντομα θά απελευ θέρωνε τους δυο συνεργάτες του, τή Νάνου καί τό Μίκυ, πού κρατούσε αιχμαλώτους ό Γκάρφεν. Μέ ανασκουμπω μένα μανίκια, ξεκούμπωτο· πουικά μ ισο, άναστ ατωυέν α μαλλιά καί άγρυπνος άδικα αγωνιζόταν ως τόσο -μέχρι τό άλλο (μεσημέρι ό ντέτεκτιβ. Ό Μπάροου δεν άνοιγε τό στόμα του. Σέ κάθε έοώτη σι πού του έκανε άνασήκωνε τούς ώμους καί ίάρνιόταν νά υιλήιση. — Δεν ξέρω τίποτα!, έλε γε. Άδικα κουράζεσαι καί μέ κουράζεις. 5Από μένα δεν πρόκειται νά μάθης τίποτα. 51 Ηταν πεισματάρης καί ζόρικος ό Μπάροου. /Αλλά κΓ ό Σέριινταιν δεν ήταν άπό εκείνους που τά βάζουν κάτω εύκολα. Έπέμενε ^νά ιμάθη καί έπρεπε νά μάθη που είχε τή φωληά του ο Γκάρφεν. "Υστερα όλα τά άλλα θά έρχονταν μόνα τους. Αίγο πρίν από τό μ·εσημέσι μπήκε στο γοαφεΐο ό Χόβαρτ. Τό μποολντόγκ τής Δ ι απλανητ ικής 5Αστυνο μίας ζάρωσε τά φρύδια καί άρχισε νά γαβγ'ίζη άγρια δείχνοντας τά δόντια του στον συμμορίτη. Αλλά καί πάλι ό Μπάοοου άρνήθηκε νά μιλήση. Τότε ειδοποιήθη κε ο ινσπίκτρρ για την φμ-
φάνισι του μυστηριώδους ά° στροπλοίου. "Άφησε τον Σέ» ρινταν κι"' έτρεξε στο γρα φείο του. Ό ντέτεκτιβ έμει νε (μόνος μέ τον Μπάροου πά λι. Αίγες στιγμές όμως Γορ γότερα ακούστηκε ή φωνή του “Γκάρφεν ιστό ραδιόφωνο. Τά μάτια τού συμμορίτη ά στραψαν. Ό Σέρινταν βλα στήμησε κΓ έτρεξε προς τό παράθυρο. Φαινομενικά τα ραγμένος, στην πραγματικό τητα όμως ψύχραιμος, ό ντέ τεκτιβ περίμενε μέ τή. ράχη γυρισμένη στον Μπάροου. Μέσα στο μυαλό του είχε καταστρώσει ένα σχέδ. ι ο πρίν λίγη ώρα. 9 Ηταν ένα σχέδιο άπείλπίσιας καί ύπερ βολικά επικίνδυνο αλλά δέν υπήρχε άλλος τρόπος. Περ νούσαν άδικα οί ώρες καί κά θε λεπτό πού περνούσε ήξε ρε πώς ήταν ένα βήμα άκόμα πού έφερε πιο κοντά τή Νάνσυ καί τό Μίκυ ατό θά νατο·. "Έπρεπε λοιπόν νά π,ρολάβη,. Ό κακούργος δέν μιλούσε. "Ίσως μ" αυτό τον τρόπο νά κατάφερνε κάτι. Τά μάτια του τρεμόπαιζαν. Τό έξασκημένο αυτί του ακούσε τά γατίσια πατήματα τού συμμορίτη πού τον πλησίαζαν. Δέν σάλεψε. Μέ τεντωμένα όλα τά νεύοα πε ρίμενε. Καί ξαφνικά ένοιωσε κάτι βαρύ νά κτυπά στο κε φάλι του. Είχε υπολογίσει τά πάντα. Τά άλάθαστο έν στικτό του δέν τον γελούσε. νΗξερε μέ τί θά τον χτυττού σε. ό Μπάροου. Επίτηδες—δήθεν πώς τό ξέχακτί—
2!
αφήσει απάνω στο τραπέζι το (λαστιχένιο ικλόιμπ του1. Κα θώς τό κΛόμπ έπεφτε στο κε φάλι του ό Σέρινταν έκανε μια κίνησι ικαλά ιμελετηιμέινη από πριν. Τό χτύπη,μια ήταν δυνατό μά ή κίνησι πού έ,κάνε ελάττωσε στο λάστιχο τή δύναμί του. "Ως τόσο προσποιήθηκε πώς χτυπήθη κε καίρια. Βόγγιησε πνιχτά και σωριάστηκε στο πάτω μα. Εΐδε τόιν Μπάροου να κατευρύνεται πιρός τήν πόρτα. Ή πόρτα δεν ήταν κλεισμέ νη, Όι συμμορίτης βγήκε στο διάδρομο. Στους διαορό μους του ουρανοξύστη, τής Δ ιαπλανητ ικης "Αστυνομίας κιυκλοφορούσαν αυτή τήιν ώ ρα εκατοντάδες άνθρωποι. Ό άρχιφύλακας Ρόμπ περ νώντας εξω άπό τό γραφείο τού Σέρινταν τον είδε από τήν ανοιχτή πόρτα πεσμένο στο πάτωμά. Ό Σέρινταν δεν μπορούσε τώρα νά κά θεται καί να έξη γη τά καθέ καστα. Τον έδιωξε στέλνον τας τον νά ειδοποίηση, τάχα τον Χόβαρτ. Τήν αμέσως ε πόμενη όμως στιγμή ό ντέτεκτιβ άνωρθωθηκε. Μ' ένα τι ναγμό του κεφαλιού έδιωξε τήν ελαφρά ζάλη πού αίσθα νόταν άπό τό χτύπημα και βγήκε στο διάδρομο. ^ Τά ασανσέρ είχαν σταμα τήσει κάτω άπό τήν μυστη ριώδη έπίόρασι των άκτίνων φωτός πού έξέπεμπε τό ρομ βοειδές άστρόπλοιο. Ό Σέ ρινταν κ απευθύνθηκε προς τή σκάλα. Ή καρδιά του
βρόντησε. (Είδε τον Μπάροου νά κατεβαίνη. Τόν πήρε τό κατόπι. Ό συμμορίτης δεν τόν εΐδε. Δεν είχε καιρό νά τόν προσεξη, Αυτός γιά ένα μονάχα έπρεπε νά πρασέχη. Στο πώς θά έβγαινε τό τα χύτερο άπό τόν ουρανοξύστη αυτόν. ^Αλλωστε ήταν βέβαι ος πώς ό ντέτεκτιβ βρισκό ταν τούτη τή στιγμή άναΤ σθητος στο πάτωμα τού γραφείου του. Δεν μπορούσε νά φαντασθή άτι είχε πέσει στο δόκανο πού τόσο επιδέ ξια τού είχε στήσει. "Υστερα άπό λίγο βγήκαν στο δρόμο. Ό Σέρινταν έρριξεπμιά ματιά στον ουρανό. Ίο άγνωστο άστρόπλοιο πού είχε δημιουργήσει αυτή τήν άναστάτωσι στη Νέα Ύόρκη ταξίδευε προς τόν ουρανό. Σέ λίγο θά χανόταν στο σκο τάδι τού^ διαστήματος. Οί δέ σμες τού κίτρινου φωτός εί χαν χαθή, Ή κίτρινη ομίχλη άρχισε νά διαλύεται. Τά αυτοκίνητα άρχισαν πάλι νά κ ινούνται. Ό Μπάροου σταμάτησε ένα περαστικό ταξί. Μπήκε μέσα, Ό ντέτεκτιβ αναζήτη σε μέ τό βλέμμα ένα άλλο. Δεν άργησε να βρή. -Πήδησε μέσα καί διέταξε τόν ^σωφέρ νά άκολουθήση, τό πρώτο. — "Έχεις ένα γερό πουρ μπουάρ ψιλέ, τού είπε άν δεν χάσης αυτό τό αμάξι άπό τά μάτια σου. "Υστερα άναψε ένα τσιγάρο και χαμογέλασε. — ιΚαι τώρα Μπάροου θά μέ πας χωρίς νά τό καταλάν
26
βης στο Λημέρι του Αφεντι κού σου του Γκάρφεν I Ο ΜΙΚΥ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΤΑΡΖΑΝ
0 ΜΙΚΥ ανοι ξε τά ματ ι α του αλλά σχε βόν άμε σ ω ς τά έικλε ι σε. "Ακούσε βήμα τα καϊ ή πάρ τα του δωματ'ί ου έτριξε^ Κάποιος ξεκλεί δωνε. Δυο άνθρωποι μπήκαν στο δωμάτιο. Το παιδί έίνοιω 6ε σά ινά γυιρνοΰσε άπό έναν βαθύ ύπνο. ^—'Τί >άπέγινε μ5αυτόν; ρώτησε ό ένας. — Του έκανα την δεύτερη άναισθηΓΠκή ένεσι, απάν τησε ό /λλος. Σέ λίγο θά χρειαστή ινά του κάνουμε καί τρίτη. "Οταν ξυπνήση. θά τρί'βηι τά μάτια του πού θά 6ή πώς βρίσκεται στην 3Α φροδίτη, ^— Δεν μπορώ νά κατα λάβω! γιατί τους θέλει ζων τανούς τό αφεντικό!, γκρινιασε ό πρώτος. Καί τό κο ρίτσι κάί τό παιδί θά εΐναι περιττό βάρος στο άστρο πλοίο. Τό πιο σωστό ήταν νά τούς καθαρίζαμε κάί τους δυο νά ξεμπερδεύαμ ε μ ιού κάί καλή. — Τό αφεντικό θάχη τό λόγο του γιά νά τούς θέλη ζωντανούς!, άποκρίθηικε ^ ό δεύτερος. Τό κορίτσι είναι του Σέρινταν κι’ ό Γκάρφεν θέλει νάχη στο χέρι τον ντε»
τεκτιβ.
Ό Μίκυ άναρρίγησε άλλα δεν σάλεψε. Τό κορίτσι ήταν σίγουρα ή Νάνσυ. Οί κα κούργοι λοιπόν είχαν αιχμα λωτίσει καί τή μελαχροινή άρραβων ι αστ ικ ι ά του ^ με γά λου του φίλου τού Τζόε Σέ ρινταν. Χωρίς ν5 άνοιξη τά μάτια. Πραγματικά αδέιαζαν άνθρωποι πού είχαν σταμα τήσει νά μιλούν άνοιγόκλειναν συρτάρια. Μισάνοιξε τά μάτια. Πραγματικά αδέιαζαν τά συρτάρια μιας ντουλάπας κΓ ρρριχναν μέσα σέ δυο Λνοιχτές ναύλον βαλίτσες Οια φορά πράγματα. 5Αλλά πώς βρέθηκε ή ντουλάπα σ5 αυτό τό Ιδωμάτιο; Ό Μίκυ θυμόταν πολύ καλά πώς όταν συνήλ θε γιά πρώτη φορά δεν ύπήρ χε ντουλάπα σ3 αυτή την κ' μαρη. Μ5 ένα γοργό βλέμμο πού έρριξε γύρω του διαπ, στωισε πώς καί άλλα προ γματα δεν υπήρχαν π|ρίν £ κεΐ. Τότε κατάλαβε. Δεν βρι σκόταν πια στο σπίτι μέ την υπόνομο. Φαίνεται ότι ύστε ρα από την πρώτη αναισθη τική ένεσι πού του κάνανε τον /μετέφεραν κάπου άλλου. Μά πού τάχα τον εΐχαν με ταφέρει; Ξανάκλεισε τά μάτια. Οί δυο συμμορίτες είχαν τελειώ σει τή δουλειά τους. "Έκλει ναν τίς βαλίτσες κι" ήταν έ τοιμοι νά φύγουν. ■— Τί θά γίινη, μέ?τό βυζα νιάρικο; ρώτησε ό ένας, θά του κάνης την ένεσι; — /Οχι άκ ό μα!, απάντη σε ό άλλος. Σέ μισή ώρα πού θά γυρίσουμε, νά τον πώρου»
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ με. Μή φοβάσαι. Δεν ττρόκει ται νά ξυττνήση. Ή δόσι ή ταν γΐ&ρή. ΕΤναι μεσημέρι τώρα. "Ως τις δυο πού θα ξεκινήσουμε μέ τό άστρόττλοιο, έχουμε καιρό. Πάμε. "Εφευγαν. "Ακούσε τό κλει δί νά γυιρίζη στήιν πόρτα. ^Πε ρίμενε μερικές στιγμές δσο πού τ-ά βήματά τους έσβη σαν καί σηκώθηκε. Τό κεφά λι του ήταν βαρύ από τό α ναισθητικό άλλα τό παιδί κα τανικώντας τό αίσθημα τής υπνηλίας πού τό κυρίευε έκα νε μερικές γυμναστικές κινή
Τά φυλάκια στον πλανήτη "Αφροδίτη
βρίσκονταν σέ συναγερμό.
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σεις καί άρχισε νά νοιώθη κάπως καλύτερα. Έρριξε .μια ματιά στο ρολόϊ του χ·ε ριού του. Τό μεσημέρι (μόλις είχε περάσει. "Εκανε ένα βιαστικό λογαριασμό. Βρι σκόταν στά χέιοια του Γκάρφεν αρκετές ώρες καί μέσα σ’ αυτές τ'ίς ώοες τόν είχαν μεταΦερει άλλου. Τό πού άκοιβώς βρισκόταν δεν τόν ένδιεΦερε τώρα. Εκείνο τό ό ποιο εΐχε σημασία αυτή τη στιγμή για τόν ΑΑ'ίκυ ήταν τό ότι τι Νάνσυ ήταν κι** αυ τή αιχμάλωτη καί δτι ή Νάν συ κι* αυτός χωρίς τή θέλησί Τουε έπρόκειτο νά ταξιδέ ψουν μ3 ενα άστοόπλοιο των συμιμ οο ιτ ών στον πλ ανήτ η Αφροδίτη. Τό /μυαλό του ήρω ϊκου Ελληνόπουλου δούλευε γοργά. 9 Ηταν φανερό πώς 6 Έοιχ Γκάοφεν δεν εΐχε έγκ ατασταθή «μονάχα στον πλα νήτη των Ψαοανθοώπων. ΕίΥε κι* άλληι Φωληά κι* άλλα ίσως εργοστάσια παραγωγής οπλών για την έπίθεσι που ποοεΤοίυ σ£ε εναντίον Της Γης καί στην * Αφροδίτη. Μά τώρα λοιπόν Ίμπορούσαν νά έ Γηγηθούν πολλά ττ οάν υ ατ α. Οι ,μυστηοιώΘεις έβαφανίσεις των άστοοπλοπων τής Γήινης Κοινοπολιτείας που ε?γαν α ναστατώσει την 'Αστοική "Ασφό^λεια (*) ητσν εο;νΡ τδρ συμμορίας Του ΓκάοΦεν. Έποεπε αυτό νά τό <μάθη τό συντο-υοότεοο ό Σ^οινταν.Καί γιά νά τό ιμάθη έπρεπε μέ ^ Λ τΐο τεύχος του *Υ τΓ^οΓΥ'νθ,ρώττου υ<ε τον τίτλο; «θύελλα στο Δ ίσσιτημα^«
κάθε τρόπο νά βγή άπό τού τη την κάμαρη μέσα στην ο ποία ήταν κλεισμένος ό Μίίκυ. Αυτή ή ιδέα τού έδωσε κσινούρν ιο κόυοάγιο. Τό δ ω ιμάτιο εΐγε ψηλά, κοντά στο ταβάνι, ένα παοάθυρο. Αυτό τό παράθυρο τό εΐχε επιση μαίνει άπό τήν πρώτη στι γμή τό παιδί. Ή πόρτα ή ταν κλειδωμένη:. Θά μπορού σε φυσικά ίνά δοκιιμάση νά τήν άνοιξη σπάζοντας τήν κλειδαριά. Μά δεν μπορούσε νά ξέοη τί συνέβαινε πίσω άπ3 αυτή τήν πόστα. "Οχι 5έ θά τήν πάθαινε δεύτερη φο ρά. Μέσα στήν κάμαρη ήταν ένα τραπέζι. Τό έφερε κον τά στον τοίχο· προς τό μέ ρος τού παοσθύοου. "Ανέβη κε στο Τοαπέζι αλλά μέ ττίκοα διαπίστωσε πώς αυτό δεν ωφελούσε σέ τίποτα. Τό παράθυρο ήταν ψηλά. Δεν τό έφτανε. ΎπήρΥε ακόυα καί μιά καρέκλα. "Αποφάσι σε νά τήν Υοησιμοποιήση. "Αλλά ικσί πάλι δεν έκανε τί ποτα. Τό σπίτι μέσα στό ό ποιο τόν κρατούσαν φυλακι σμένο άταν άπό τά παλιά Ψηλ οτάβ ανα σπίτ ι α. Ψηλ οτά · βανα σπίτια δμως δ^ν ύττήρχαν στην κ'ειντοικτη Νέα Ύόοκη που ■δτσν γεμάτη ουοανοξυστεο. Τό σπίτι κατά συνέ πεια έποεπε νά βοίσκετσι ε δώ άπό τη υενάλη πολιτεία. Σ’ένα πποάστειο.. Τσως σέ κάποια έδοχή. Αϊτό άοεσε στον Μίκυ. Γιατί βγαίνοντας άπό τό πα ράθυοο δεν Θά βρισκόταν πά νω άπό Ιναν πολυθόρυβο καί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΐτεράστ ικο δρόμο οπού ύττήρχε φόβο νά κίνηση τήιν περι έργεια. Άλλα τό^ ζήτημα ή ταν .να φτάση πρώτα στο πα ράθυιρο, Τό βλέμμα του1 τα» ξίδεψε έρευνητ ικά πάλι .μέ σα στο δωμάτιο·. Κάτω στο πάτωμα είδε ένα κομμάτι σκοινί. Κατάλαβε πώς αυτό ήταν κάποιο υπόλοιπο από εκείνο πού είχαν χρησιμοποι ήσει οι δυο συμμορίτες όταν έδεναν τΙς βαλίτσες τούς. Τά ιμάτια του παιδιού φεγ γοβόλησαν. "Αρπαξε τό σκοι νι και σχημάτιζε μια βηλειά. Π έταξε τή θηλειά κι3 ή θηλειά γαντζώθηκε σέ >μιά προεξοχή του εσωτερικού πειρ βσζιού του παραθυριού. "Ολα τ' άλλα ήταν ένα παιχινιδάκι για τό τολμηρό 4Ελληνόπου λο πού εΐχε Κίφιμΐ γυμνασμέ νου1 ακροβάτη. Γ αντ ζώθηκ ε στο σκοινί καί πραγματο πο ι ώντ ας σβέλτες έλ αστ ι κες κινήσεις έφτασε στο παρά θυρο. Τό παράθυρο ήταν κλει στο. Τά τζάμια του ήταν α πό ένα χοντρό κρύσταλλο. Τούτο πάλι ήταν ένα άλλο εμπόδιό. Σήκωσε τή γροθιά του να σπάση τό κρύσταλλο. Μά συγκροτήθηκε. Τό τζά μι θά κομμάτιαζε σίγουρα τά δάχτυλά του καί τή φούχτα, ^ανακατέβηκε κάτω. 3'Επρεπε νά βιρή κάτι σκληρό πού να τό χρησιμοποιούσε για τό σπάσιμο τού κριυστ άλλου. Βρήκε πεσμένο στο πάτωμα ένα παλιό σκαρπίνι. Τό φούχτιασε κάί πλησίασε τό τρα πέζι. Απότομα όμως σταμάτη
σε. Ακούσε βήματα. *Ακού σε καί πάλι ομιλίες δυο άνθρώπων πού κουβέντιαζαν. "Αναγνώρισε τις δυο φωνές. 9 Ηταν οι συιμιμορΐτες πού γύ ρίζαν. Ό ένας από τούς δυο θά ερχόταν σίγουρα νά τού κάνη Την αναισθητική ένεσι. Μιά άγρια απελπισία φούν τωσε ιμέσα του. Κάποιο κλει δί μπήκε στην πόρτα. Σάλταρε στο τραπέζι, σκαρφάλωσε στή[ν καρέκλα καί πιά στηκε από τό σκοινί. Το λα στιχένιο κορμί του τινάχτη κε στο παράθυρο·. Τό χέρι του κινήθηκε γοργά. Τό τα κούνι τού σκαρπινιού κομμά τι,ασε τό κρύσταλλο. Τζά μια έπεσαν μέ πάταγο στο πάτωμα. Ή πόρτα άνοιξε μέ ψδύρια καί οί δυο συμμορίτες ξεφώ νισαν σαν πεινασμένοι λύ κοι καθώς τον είδαν μπρο στά ατό παράθυρο·. Ή ανα πνοή τού Μίίκυ σταμάτησε. Άλλα μονάχα γιά μιά στι γμή·. "Οταν είδε ινά όρμούν προς τό τραπέζι ^ τίναξε τό πόδι του κι3 ή καρέκλα έπεσε βαρεία απάνω τους. Μάζεψε τό σκοινί καί έδωσε ένα και νούργιο χτύπημα στο κρύ σταλλο. Τώρα μπορούσε νά πέραση. από τό άνοιγμα. Η ΜΕΣΟΛΑΒΗΣ! ΤΟ Υ ΣΕΡ ΒΗΤΑΝ
ΤΟ (ΚΟΡΜΙ τού Μίκυ γλύ στρησε έξω από Τό παρά θυρο ενώ πίσω του μέσα στην κάμα ρ η άκόύγ ο ν τ αν Φωνές καί βλαστήμιες. Μερι
κές σφαίρες πέρασαν πάνω από τό «κεφάλι του1. Τό 4 Ελ ληνόπουλο όμως δέν είχε καμμιά διάβεσι νά σταθή. 4 Υπολόγ ιζε πώς οι δυο λδ ιώκτες του1 θά χασομερούσαν όσο νά φτάσουν ιστδ παρά θυρο. "Έπειτα χωρίς σκοινί δεν θά μπορούσαν .νά το φτά σουν. Τδ σκοινί τό είχε πά ρει (μαζί τοιυ. Υπήρχε λοι πόν καιρός νά κινηθή. Έιριρι ξέ ,μιά ιματιά γύρω του. Βρι σκόταν στήν στέγη: ενός σπι τιού. Ό δρόμος ήταν κάτω από τά πόδια του. "Αλλά δε μπορούσε νά πηδήση. Θά τσακιζόταν. *Ηταν πολύ ψη λά. Τρέχοντος έφτασε στην άκρηι τής στέγης. Τό κενό έ χασκε κάτω. "Αναρρίγησε. Γύρισε προς τά πίσω. Καί τότε εΐδε από μακρυά τούς δυο κακούργους πού τον κυ νηγούσαν νά προβάλλουν α πό ιμιά έσωτερική σκάλα μέ τά πιστόλια στα χέρια. "Α πέναντι του άκριβώς καί σέ άπόστασι δυο μέτρων από την άκρη, τής στέγης περνού σαν έναέρια τηλεγραφικά κα λώδια. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Αυτά τά καλώδια ή ταν ό μοναδικός δρόμος σω τηρίας πού άπέμενε. Έρρι ξέ ιμιά ματιά προς τό ίμερος των συμμοριτών. Μέ τά πι στόλια στά χέρια, χωρίς νά πυροβολούν, βέβαιοι γιά ^τη νίκη τους, πλησίαζαν. ^Ε στρεψε αριστερά. Τρεις άλ·* λοι συμμορίτες, ειδοποιημέ ναι από τούς πρώτους σίγου ρα, έτρεχαν προς τό μέρος του· θρόμβοι Ιδρώτα άνα-
βλυσαν στο μέτωπο τού παιδιού. Δεν υπήρχε καιρός γιά δισταγμούς ί Πραγματοποι ώντας ,μιά θυελλώδη έκκίνησι έφτασε στην άκρη τής στέ γης καί μέ τά χέρια τεντω μένα μπροστά τινάχτηκε σά βολίδα. Ή καρδιά του στα μάτησε καθώς έμεινε γιά λί γα δευτερόλεπτα στον αέρα κι" έβλεπε κάτω από τά πό δια του νά χάσικη ό δρόμος. Γό λαστιχένιο κορμί του ό μως δεν τον γέλασε. Ιά δά χτυλά του αρπάχτηκαν καί τυλίχτηκαν στά χοντρά καλώ δια ^καί άφησε μιά κραυγή χαράς νά ξεφυγη από τό στήθος του καθώς ένοιωσε τον εαυτό του νά στερεώνε ται κάπου. Τό παιδί ταλαντεύθηκε δεξιά κΓ άριστερά για μερικές στιγμές, κρεμα σμένο στο σύρμα σάν ζωντα νό εκκρεμές, ύστερα άρχισε νά κουινάη, τά χέρια του γορ γά άλλάζοντας θέσι απάνω στο καλώδιο. "Απομακρυνόταν. "Έπρε πε νά ψτάση τον στύλο έπάνω στον οποίο στηριζόταν τ© καλώδιο. "Από έκεΐ θά άφηνε τό κορμί του νά γλυστρήση στο έδαφος. Ό στύλος άπάνω στον οποίο στηριζόταν τό καλώδιο δέν ήταν μακρυά. Λίγο ακόμα καί θάφτανε = — Γύρισε πίσω βυζανιά ρικο!, φώναξε άγρια ό ένας από τούς κακούργους πού είχαν φτάσει στήν άκρη τής στέγης καί παρακολουθούσαν το κρεμασμένο παιδί. Γύρισε πίσω γιατί σου ρίχνω!
"Ο ΑΛίκυ1 ένοιωσε άσκημα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
μά δέν σταμάτησε. Είδε λάμ ψεις κι3 ακούσε σφαίρες να σφυρίζουν γύρω του- σά μεθυ σμόνες σφήκες. ? Ηταν χα μένος! Νά γυρίση, όμως πί σω δεν γύριζε. Καλύτερα νά τον σκότωναν έτσι. —Γύρισε πίσω βρωμόπαιδο!, ούρλιασε πάλι 6 συμ μοριίτης. Ό Μίκιυ έκλεισε τά μάτια. Όχι δε θά γύριζε! 3Από στι γμή σέ στιγμή,, από δεύτειρόλεπτο σέ δευτερόλεπτο πε ,ρίμενε τή σφαίρα πού θά του έδινε τό θάνατο. Αλλά δεν παραδινότανε. Δεν είχε καμμιά άμφ ιβολία πώς δεν του έμειναν παρά ελάχιστα άκόμα δευτερόλεπτα ζωής. "Ενοιωσε μιά θλΐψι στην ψυ χή πού θά πέθαινε. Ξαφινικά όμως άνοιξε τά μά τια. Κάτι περίεργο γινόταν. "Ακούσε άλλους πυροβολ ιο'μούς. Οί πυροβολισμοί έρ χονταν από κάπου μακιρυά. "Ερριξε ένα βλέμμα στο δρό μο. Ή καρδιά του βρόντησε βίαια. Εΐδε τον Τζόε Σέρινταν μέ τό αυτόματο στο χέ ρι. Γλώσσες φωτιάς έβγαιναν από τό αυτόματο του θρυλι κού ντέτεκτιβ καί πολλές σφαίρες ταξίδευαν στον άέρα, μέ κατεύθυνσι προς τη στέγη όπου βρίσκονταν οί συμμορίτες · πού^ κυνηγούσαν τό παιδί. Οί τρεις άλλοι τρο μοκρατημένοι έφευγαν τρέ χοντας πρός τή σκάλα πού έφερνε στο εσωτερικό του σπιτιού. Φεύγοντας δμως μέ μάτια γεμάτα λύσσα σημάδεψαν πάλι τό παιδί. Ό Μί
κυ^εΐχε φτάσει κΓ άλας στο στυλό. Αγκάλιασε τό στύλο κΓ άφησε τό ικορμί του νά γλυστρήση πρός τό έδαφος. Τούτη τή στιγμή δμως μια σφαίρα τον χτύπησε στον ώμο. "Ενοιωσε ένα δυνατό κάψιμο ικι3 έπεσε* ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
ΟΤΑΝ συνήλ θε ε! δ ε τον Τζόε. Σέ ράν ταν πάνω από τό κεφάλι του. Όλα μ ο ν ο μιάς ξανάρ θαν στο ν ο ϋ του. Κύτταξε γύρω του. Βρι σκόταν σ3 ένα θάλορμο νοσο κομείου. —Παρακολουθούσα κά ποιον Μπάροου, τού είπε ό ντέτεκτιβ. "Εναιν από τούς υπαρχηγούς τής συμμορίας τού ιΓκάρφεν. Τότε ξαφνικά σέ είδα νά κρέμεσαι στο σύρ μα καί πιο πέρα τούς συμ ιμορΐτες νά σέ σημαδεύουν, “έχασα τον Μπάροου καί άρ χισα νά πυροβολώ τούς συμ μορΐτες πού βρίσκονταν στή στέγη,. 3Αλλά πσρ3 όλα αυτά καταφέρανε νά σέ τραυματί σουνε. — Δέν >εΐναι τίποτα. Μιά γρατζουινιά!, άναστέναξε τό παιδί. Τού διηγήιθηκε τά καθέκα* στα. ,Κι3 ύστερα ξαφινικά άνασκίίρτησε. — Τί ώρα εΐναι; ρώτησε. Ό Σέρινταν κύτταξε τό ρολόι του.
12
ΥΓΐΙΡΑΝβΡΠηοί
—Πλησιάζουν εφτά!, α πάντησε. Το παιδί! τινάχτηκε από τό ικρεββάτ ι του. — Πρέπει ινά τους προ φτάσουμε κύριε Τζό!, είπε. — Τ-ί έπαθες Μίκυ; πα ραξενεύτηκε έκεΐινος. — Ή Ήάνσυ κινδυνεύει κύ ιριε Σέρινταν! Ό Γκάρφεν κΓ ή συμμορία του ήταν να ξεκινήσουν στις δυο μετά^ το μεσημέρι για την Αφροδίτη. Τό άστρόπλοιό τους θά βρί σκεται τώρα πολύ μαικροά. Καί (μέσα σ" αυτό τό άστρο πλοίο είναι κι" ή δεσποινίς Νάνσυ. — ίΕΤσαι βέβαιος; ρώτη σε. ιΠώς τό ξέρεις αυτό; Τό παιδί του εξήγησε με δυο λόγια τά όσα είχε άκου σει νά κουβεντιάζουν οί δυο συμμορίτες. Οί γροθιές τού ντετεκτ ι€> συσπάστηικιαν νευρικά καί τά ,μάτια του άστρα φαν σαν ψρεσκοβαμιμένο άτσάλι. Δέν είχε τώρα καμμια αμφιβολία. Ό Μίκυ είχε δίκιο. —θά τούς πιροφτάσουμε!, γρύλλισε. Μονάχα πού εσύ Μίκυ θά πρέπει νά μείνης μερικές μέρες ακόμα στη Γη. Χρειάζεσαι ιατρική περίπου η-οι. —Λυτό δέ γίνεται κύριε Τζό!, είπε άποψασιστ ικά τό παιδί. Δέν έχω τίποτα. Μια γρατζουνιά ήταν στον ώμο καί πέρασε. Πότε φεύγουμε; Ό Σέρινταν χαμογέλασε. — "Εν τάξει Μίκυ! Σέ μι σή ώρα ό «Πρώτευς» άπογει ώνεται.
Μέσα στη μισή αυτή ώρα έγιναν άλες οι προετοιμασί ες. Ό Σέρινταν συνεννοήθηκε με τον ΐνσπέκτορα Χόβαρτ. Τούτη τή φορά έπρόικειτο για μια κανονική εκστρατεία στην Αφροδίτη, Τό καταδιω κτικό τής Διαπλανητικής Α στυνομίας θά συνοδευόταν κι5 άπό άλλα άστρο πλοία μέ δο κ ι μ ασμένους καί έμπε ιρου ς αστροναύτες. Δέν θά περί μεναν τον Γκάρφειν. Θά χτύπου σαν τον άρχικακουργο στη φωλιά του. Τά σκάφη πήραν μαζί τους βαρειά όπλα καί πολλά εφόδια για τό (μεγάλο αυτό ταξίδι. Ταυτόχρονα τά φυλάκια τής "Αστρικής Α σφαλείας πού είχαν έγκατα σταθή εδώ καί δυό χρόνια στην "Αφροδίτη είδοποιήθηκαν νά βρίσκωνται σέ συνα γερμό. Ό Χόβαρτ συνώδεοσε τρν Σέρινταν ώς τό πυ° ραυλοδρόμ ιο. — "Ελπίζω πώς αυτή τή φρρά θά τά καταφέρουμε νά τον βγάλουμε άπό τή μέση Τζό, τού είπε καθώς τόιν α ποχαιρετούσε καί του έσφιγ γε ^τό χέρι. Όταν γυρίσης στή Γη θέλω νά μού ψέρης ζωντανό ή πεθαμένο τον Γκάρφίεν! — Θά τον έιχης κύριε επι θεώρησα ! ,άποκρ'ίθηκε γελών τας ό ντέτεκτιβ. Λίγο πριν άπό τις οχτώ το βράδυ ο «Πρωτεύς 1!» καί κάτι άλλα βαρειά διαστημό πλοια τής Διαπλανητικής "Α στυνομίας απογειώθηκαν α φήνοντας πίσω τους γλώσ σες φωτιάς. Τά έξη σκάφη
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σφυρίζοντας τινάχτηκαν Ψη λά .κι* υστέρα άττό λίγο ξεπερνώντας την έλξι τής Γης άρχισαν ινά ταξιδεύουν στο σκοτάδι του διαστήματος .Με άγρυπνα ιμάτι γαντζωμένος στά πηδάλια του «Πρωτέα» ό δουλικός ντέτεκτιβ προχω ρώντας .μπροστά έδειχνε την πορεία ίστά άλλα σκάφη που ακολουθούσαν. Ήξε,οε πώς αυτή τη φορά ό αγώνας ρέ τον άιρχίικακούιογο "Έ ρ ι χ Γκάοφεν πού απειλούσε την Γη θά ήταν σκληρός καΐί θανάισιιμος. Αυτό τό ήξεραν κι* οί δυο άλλοι επιβάτες του σκάφους του. Ό κοκκινομάλ λης Μίκυ καίι ό καθηγητής
33
τής^ Αστροναυτικής Μώρις Σσυλιβαν που τον συνώδειυαν σ5 αυτή τήιν καινούργια περιπέτεια. "Ήξεραν όμως κάί κάτι άλλο αυτοί. 'Ότι ή καρδιά του θουλικιού κακουργοκυνιηγου και προστάτη του Δικαίου και τής "Ανθρωπότη τας Τζόε Σέιοινταν ετιο-εμε γιά τήν τυχιη, ενός γλυκού ρε λσχροινου κορ ιτσ ιου, τής Νάνσυ1 Έβ ιλνκτον, πού βρι σκόταν αιχμάλωτη: στά χό ρια του ΓικάρΦεν. ’Άν πάθαι νε τίποτα ή Νάνσυ κανείς άπό εκείνους που θά βρίσκονταν -μπροστά στήν κάννη του πιστολιού του άστροναύτη ντέτεκτιβ δεν θάβρισκε έλεος.
ΤΕΛΟΣ Σ υγ,γροοφεύς > Π. ΠΕΤ ΡI ΤΗΣ 9 Απαγορεύεται
ή
άναδηιμοσίευσις
Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ IΩ ΑΝ. Β ΡΕΤΤΟ, ^ 9 ΑστΓράττυργο; *Η ταυτότης του 9Αστροναύ τη δίνει είκίτττωσι για δ,τιι άνοράζετε άττό τα γραιφεΤα μας, Μικίοόν "Ήροα *ΥτηεοάνΘ(χ.νττο κ.'λ.ττ. Χα ι ρε τ Γσμούς στον Π πενίαν ι ότη Κοχττογιά-νιν'η. Ο ΜΙΜίΗ ΒΟΥΔΌΥ ΡΗ, Γαλάτσι; Τά τεύνη όττάοΥουν, καί θα σου κοστίσουν 11 δρχ. Γράφε μου ττάλι ύτπενθυυΐί» ζοντάο μου κάί τά τ*·ύγτ ττου θέλε;ς. Ο' Μ»Χ. ΝΙΚΟΛΩΥΑΑΚΗ, Ρέθυυινο: Τά τεύ·γη του ΕίκίονοΥοαφ^ιιιΐένου 4Υτπεοατνθοιώτρο·υ £γουν έξσιντλιπθη,. 4Η ταυτιότ/η.ς του 9ΑστιΟΟ'ναύτη δίΐνει εΚπιτοσι 30% γιά δ τι άνοοάζετε άτηό τά γοαφεΐα μας. 0ά μου γοάφης γοάυμα στέλνοντας μου καί τό ττ-οσόν πού αντίστοιχε" στην τπαοαγγελ.ία σου Ο ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ Α ΣΤΡΟΝΑΥΤΗ, Κσοινθο: Χάρηκα υε τό ομοιοφο γράμμα σου. 80
ΜίΙκυ σ* * «άχαρηστεΐ· γιά ττρ ά-
γάττη σου. Τά τ/εύχιη ττωλουνται στά γραΦεΐα μας τποός 1.40 Ε καστον. Γϊαοαθετω τήν διεύθυνσί σου γιά νά σου γοάφοον δσοι άναγνωστες έπ-"θυμουν ν’ άλληθο γραφήσουν υαζί * σσυ: Χαοάλισυσος Θωιμαΐδης, Άδε ι υάντου 53, Κάοινθος. ΧσΌΓτιαιιο'/ο στά τταί διά. Ο ΣΠΥΡΟ ΑΝΤΟΛΙ, Κάΐρον, Α,Υν/υπσίον: Σου στέλνω τό τευνσς 9. Σ9 εύγαισ-ιστω γιά τήν $>.σ*ν\σι του πιε-ο'ΐ-οδ-κου σας Ο ΜΥΡΩΝΑ ΝίΚΟΛΑΚΑΚΗ, Πει ραιά: Σ -π<ηλ«· μου τά 8 πρώτα τ/ευγιττ του ' Υτπεοσνθ^ώττου. στά γοσφιεΐσ μας. μέ άπλό τανυδοομικοο δέμα. ®Η δ'βιλιοδεσία κο στίζει 5 δοχ. 4- 7 Υΐά τά ταγυδρομι-κά ^ = 7 δρχ. 9Αγόοσισε Μοισμματ άσημα 7 δον. Καί τοπο θέτησε τα ι»ιέσα σε ^νσ άτπό τά τεύχη τού θά μου στ*· ίλης. ®0 2ος τόμος τοί) 'Υττεοσνθοώτ-ου θά σμμΤττληίρωβη μέ τό τευγος 16-
Π. Πετ.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία: ιΟδός Λέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 15 — Τιμή δραχ. 2
Κ <?
Δημοσιογραφικός Δ)ιντήις: Στ. Άνρμίοδ'ουράς, Φαλήρου 41, 0·ίκοινοιμΐ'Κ«ός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδ,ης., Σφίγγας 38. Προϊστά μενο ς τυττογρ.: Α. Χρτζηβασιλείου, Τατασύλων 2.9 Ν, Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην Αέκικία 22 * Αθήνα ι.
οοοοοοοοοοοοοοο
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΑΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
0^0
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟ
9 9^
!ΡηηΓΒΤδΤηΓ8ν8ΤΓΤΒν8ΤδΤΤ5ΤΤ?ΓΤϊΓϊΓΤ!Γ?ΓΤ?ΓΤΙ^^
Τό έπόμενον τεύχος του «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ» τδ 16, πού κυκλοφορεί την έρχόμενη έβδομάδα μέ τον τίτλο:
οΟο θά μείνουν μέ κομμένη την ανάσα άπδ την αγωνία πα ρακολουθώντας την έπική πάλη του ήρωϊ'κοΰ ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν που προσπαθεί νά έλευθερώση την αιχμά λωτη άρραβωνιαστικιά του άπο τα χέρια ένδς μανιασμέ νου κακούργου. Στο τεύχος αυτό ό κοκκινομάλλης Μίκυ, τό άτρόμητο Ελληνόπουλο βρίσκει τον τρόπο νά μάθη στούς^ κακούργους τί αξίζει ή μικρή άλλά θαυματουργή γροθιά του! εΐναι ένα τεύχος άνευ προηγουμένου! ΟΙ αναγνώστες μας
υΟ>
ΕΑΑ,ΝΤΑΡ^! -V-—
Μι ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ'Ν ΣδΕΟΥΜΕ
"ΜΠΡΑΒΟ ΝΤΑΡΟ.
%1 ΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΑ ΔΥΝΑΤΟ Λ / 0 ΝΕΡΟΒΟΥβΑΛ'
Γρ ρρρρρ!
Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ
Τά αφηνιασμένα τέρατα ώρμησαν εναντίον των κακούργων.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΕ ΤΗΝ
ση,μο αστροναύτη ντέτεκτιβ ον ακούραστο κάκουργοκυΑΦΡΟΔΙΤΗ . νηγό καί προστάτη του Δι καίου καί τής 3 Ανθρωπιστή Γ' Εξη άστ ρ όττλοια τής Γήϊνη Κ ο ΐ'νοποίλ ιτ'θίας ισχυρά τας Τζόε Σέρινταν. Διαλε ν,μένοι από τάν Τδιο τον Χό-θωρακισμένα και έφωδισσμέβαρτ, τον επιθεωρητή τής ■να· ιμέ άλα, τά σύγχρονα πο-· Δ ι απλ ανητ ικ ής 5 Αστ υ νο·μ ί ας, λεμικά δπλα ταξίδευαν στο ήταν μέσα στα πέντε άατμό διάστημα ιμέ κστεύθυνσ ι πλοια οι πιο Θαρραλέος καί προς τον πλανήτη Άφρρδί άξιοι αστροναύτες κομμάντος τη. Έπί κεφαλής του έττιΘε πού ήξεραν νά δίνουν σκλητικού αυτοϋ σχηματισμού ή οές μάχες καί νά κερδίζουν. ταν τό θρυλικό διαστημό πλοιο «Πρωτεύς I!» καταδιω "Ένας μικρός· στρατός από κτικό τής Διαπλανητικής Α αποφασισμένους νά πεθάνουν στυνομίας μέ πιλότο τον 5ιά ή νά νικήσουν άντρες. Στον ΤΙΜΗ ΔΡΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
«Πιρωτέοο» όμως οι επιβάτες ήταν -μετρημένοι στα δάχτυ λα του ένος χεριού. / Ήταν δυο άντρες κι" ένα τταιδ'ί’. Ό Τζόε Σέρινταν κι* ό Μώρις Σούλιβαν, ό καθηγητής της Αστροναυτικής, ήταν οί δυο άντρες. Τό παιδ!ί ήταν ό Μί κυ, ο ικοκκινομάλλης πιτσιρί κος, άχώιρ ιστός σύντροφος στα ίδ ι απλανητ ικά τ αξ ί δ ι α και στις περιπέτειες του θουλιικοΟ ντέτεκτιβ. "Ολα τούτα τά άστρόττλοια είχαν την ίδια κατεύθυνσι κα] τον Τδιο σκοπό. Νά φτά σουν στην "Αφροδίτη νά χτυ πήσουν -μέσα στο λπιμέρ ι του τον Έριχ Ήκάρφεν έναν από τούς .μεγαλύτερους εγκλημα τίες του αιώνας πού σχέδι αζε νά πάοη στά χόρια του’ τό Συμβούλιο τής Γήινης Κοινοπολιτείας γιά νά πραγματοποιήση τά σκοτεινά σχέδια που είχε στο ιμυαλό του. Ό κακούργος αυτός ήταν επικίνδυνος γιατί, φεύγοντας γιά τήιν *Αφροδίτη, είχε κατααθώσει νά πάιοη /μαζί του τά "μυστικά σχέδια ενός τοο'μειοού όπλου, πού εΐχαν ανα καλύψει οι γήινοι έπιστήμο νες. σκοτώνοντας τόν ταχυ δρόμο τής Άστοικής "Ασφά λειας, Φοάινκ Σάοτοις (*). "Αν κατώρθωνε ν* άποκουτΓΤογιοαΦήση τά ισυνθηιυατι κά αυτά σχέδια και νά κατασκευάση τό καινούονιο Ο πλο·, ό κίνδυνος γιά τούς άν(*) Διάβασε τα ύτΓ’ ιάριθ.
και 15 πους.
14
τεύχη του «Υπεράνθρω
θρώττους τής Γης θά ήταν θανάσιμος, φοβερός. Γιατί ό Έριχ Γκάρφεν καί ή συμμο ρία του δεν γνώριζαν οίκτο μπροστά στά ,μεγαλεπήβολα σχέδιά τους γιά την κατάκτησι τού Σύμπαντος. Αυτά συλλογιζόταν ό θρυλ ικίός άστρον αύτη ς ντ έτεκτ ι β Τζόε Σέρινταν, ,μέ τά χέρια στούς ιμοχλούς κατευθύνσε ως τού άστροπλοίου του καί με τό βλέμμα του βυθισμέ νο στο απέραντο καί ψυχρό σκοτάδι τού "Απείρου. Μά συλλογιζόταν καί κάτι άλλο ό Σέοιντσν πού έκανε την Καρδιά του νά ματώνη καί τά χείλη του νά σφίγγονται μέ λύσσα. Σκεφτόταν τή Νάν συ, την άμορφη άρραβωνισστικιά του πού έλειπε από τήιν συντροφιά τους γιατί ή ταν αιχμάλωτη τού ΓκάοΦεν (·*·)· Ό αίμοβόοος κα κούργος είχε κοπαφέρει νά την αίχμαλωτίση καί, όπως τον πληροφόρησε ό Μίκυ, τήν οδηγούσε στην Αφροδίτη. Ό «Πρωτεύς» τοαντάχτηκε απότομα σάν αφηνιασμέ νο άλογο ικι" ό Μίκυ !μέ τόν Σούλιβαν βοέθπκαν φορδεΤς —ίπλατεΤς στο δάπεδο. — Γιά τό θεό·, Τζό!, φώ ναξε ό Σούλιβαν πιάνοντας ένα καοούμπσλο πού φύτρω σε στο κεφάλι του από τό χτύπηιμα. Τί· σου ήρθε νά θέσης σέ ενέργεια όλους τούς πυραύλους; (*) Διάβαζε ·τιό τηρίοηγούμιενο τεύχος, το 15. τπου £γει τον τί τλο «Τό άτρόμητο 'Ελληινόττουλθ2>.
1
-— Πρέπει να προλάβου με!, μούγγρισε 6 Τζόε. Ή Νάνσυ κινδυνεύει ικήριε καθη γητάί Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να τήν σκοτώσουν ο! ικιακσΰιργοι! Ειδοποίησε τά αστρόπλοια πού μάς α κολουθούν να αυξήσουν τήν ταχύτητά τους για νά μή μάς χάσουν. Ό «Πρωπεύς» έτρεχε σαν δαιμονισμένος, ιμέ όλη τή δυ νατή ταχύτητα πού μπορού σε ν5 άναπτύξη. Υπήρχε κίν δυνος νά διαλυθή από στι γμή σε στιγμή ,μά ό Σέρινταν δεν τό σκεφτόταν αυτό. Είχε τό ινοΰ του στή Νάνσυ και στα κλεμμένα σχέδια του τρομερού όπλου πού εί χε ι στήν κατοχή του ό Γκάρ ψειν. "Έπρεπε καί τά δυο αυ τά, ή καπέλλα καί τά σχέ δια, νά έρθουν στήν κατοχή του. Ή αργοπορία έστω καί μιας ήμέρας μπορούσε νά εί ναι επικίνδυνη, καταστρεπτι κή. Πέρασαν ώρ'ες καί ώ ρες, μέσα σ’ αυτό τό ίλιγγιώ δες τρέξιμο των έξη άστροπλοίων, ώσπου, στο καντράν τού ραντάρ, παρουσιάστηκε μια θαμπή εικόνα πού τρεμόσβηνε στην αρχή κι5 έπει τα γινόταν σταθερής παίρ νοντας σφαιρικό σχήμα. — Ό πλανήτης "Αφροδί τη !, φώναξε πρώτος ό^ Μί κυ πού είχε τήν επιμέλεια Τού ραντάρ. Ό Σέρινταν έρριξε μίασμα τιά στο καντράν καί κούνη σε το κεφάλι του καταφατι
κά. Ταυτόχρονα ένα ρίγος διέτρεξε τή σπονδυλική του στήλη. Πάνω σ" αυτό τον πλανήτη ήταν υποχρεωμένος νά δώση μιά πάλη ζωής καί θανάτου. "Ή θά ελευθέρωνε τή Νάνσυ από τά χέρια των κακούργων καί θά τούς τι μωρούσε παροοδειγιματικ ά , ή θάφηνε τά κόικκαλά του... Βέβαια, αυτόν δεν τόν πο λύ φόβιζε ό θάνατος γιαπί εί χε συνηθίσει στήν ιδέα του, καθώς ήταν υποχρεωμένος από τό επάγγελμά του νά τον άντιμε,τωπίζη κάθε ώρα καί στιγμή, Ή Νάνσυ όμως μέ τόν Μίκυ... Μπορούσε νά ήσυχάση στή σκέψι πώς κιν δύνευαν αυτά τά δυο, τά πιο αγαπημένα του πλάσματα; Έρριξε τό 'βλέμμα του κατ" εύθεΐαν μπροστά καί βυθίστηκε σέ σκέψεις. Έτπρε πε νά καταστρώση ένα σχέ διο δράσεως. Σαν σέ όνειρο άκουγε τόν καθηγητή Σούλιβαν ν3 άπαντάη στις απορί ες τού Μίκυ: —-λ Ή "Αφροδίτη, ΜικυΑ ε ξηγούσε ό Σούλιβοον, είναι ένας από τούς οκτώ πλανόη τες τού ηλιακού μας συστή ματος,. "Έχει διάμετρο 12» 170 χιλ. καί άπέχει από τόν ήλιο 108 έκ. χιλ. "Οπως βλέ.πεις, βρίσκεται πιο κοντά στον ήλιο από τή Γή γι’ αυ τό καί ή θερμοκρασία τής α τμόσφαιρας της εΐναι μεγα λύτερη από τή μέση ^ θερμό* κρασία τής Γης. Στην επι φάνεια της υπάρχει αρκετό όξυγόνο, άν καί κάπως α ραιότερο άπό τής Γης, ιτάψ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ* τως, ,μπορ-ούιν και ζούν ά)ν θ(ρωιποι ,χωρίς κανένα. φόβο. Ίό υγρό κλίμα τής "Αφροδί της καί ή ύπερβολική Θερμό τητα -είναι ή αίτια ν' ανα πτυχθούν· απέραντα δάση ό που ανάμεσα τους ζοΰιν χι λιάδες ζώα, ζώα (μεγάλα καί μικρά, τα περισσότερα επι κίνδυνα. "Έχεις διαβάσει για το: προϊστορικά τέρατα τής Γής; Κάνε υπομονή καί σε λίγο θά τα δής μπροστά σου. Λέγεται πώς, ένα είδος Φ ι δ ιού, . υπερβαίινε ι τό μ ήκο ς τών πενήντα μέτρων! Πώ!, πώ!, έκανε ό Μίκυ κάΐ γούρλωσε τά ιμάτια τού. Δηλαδή, ή "Αφροδίτη, είναι ό πλανήτης τών τερά των, σά νά λέμε! — "Ακριβώς, Μίκο. "Αλ λοίμονο στον άνθρωπο που θά βρεθή ιμονάχος του στις απέραντες ζούγκλες τής "Α φροδίτης... © ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ
ΤΟ ΣΚΟΤΑ ΔΙ ήταν βα θύ, αδιαπέρα στο. ΌΤζό Σέ ρινταν έτη θ ε ώρησε τά δυο τιΤίστόλια του τών άκτίν ω ν. Το ένα τό έβαλε, στη ζώνη τού για νά τό έχη πρόχειρο καί τό άλλο σέ μια κρυφή θήκη τής ιμασχάλης ταυ.Μιά κραυγή, κάτι σάν κρώξιμο κουκουβάγιας έσπασε την παράξενη σιγή τής νύχτας.
Όλοι τους ανατρίχιασαν και περισσότερο ό Μίικυ. Τά έξη γήινα άστρόπλόια είχαν προσγειωθή στην άκρη μ<άς ζούγκλας, μια από τίς τόσες ζούγκλες τής "Αφροδι της. Ό Σ ©ρινταν είχε διαλέ ξει αυτό τό -μέρος γιατί σέ άπόστασι έινός χιλιομέτρου περίπου1, είχι,ε διακρίνει κά τι παράξενα κτίρια σάν καί κείνα που είχε κατασκευάσει ό Γκάρφεν στην επιφάνεια τού άγνωστου πλανήτη (*)· Ύποπτεύθηκε πώς εδώ θά εί χε καταψύχει ο κακούργος,ε τοιμάζοντας τά άνομα σχέ διά του για τήν κατάκτησι τής Γης. "Έπρεπε λοιπόν νά τού κάνη, μια έπίσκεφι... — Δεν θάρθη κανένας μα ζί μου!, δήλωσε ορθά κοφτά οπούς κομμάιντος πού τον πε ρπριγύρισαν μίετά την προά γει ωσι τών άστρσπλοίων τους δίπλα στον «Πρωτέα». — Είναι κουτό αυτό πού λές, τόλμησε νά διαμαρτυ ρηθή ένα βαθμοφόρος. — Δεν είναι καθόλου κου τό. Μόνος μου θά μπορέσω νά αίφινιδιάσω καλύτερα τον Πκάρφεν καί νά ψθάσω ώς τόν καταυλισμό του.. "Εσείς θά μείνετε εδώ. ,ΝΑν μέσα σέ δυο ώρες δεν έχω δώσει σημεία ζωής, θ’ άπαγε ιοοθητε καί θά βομβαρδίσετε τον καταυλισμό ώσπου νά γύνη στάχτη. . — Μά... τραύλισε ό καθη γητής Σούλιβαν. (*) Διάβασε τό τΐεϋχος 10 τοϋ «ΎτηερανΟρώΐΌου», πιου ϋχει τον τίτλο; «01 ^νθρωτποι - ψάρια».
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
7
"Ενα τρομερό θηρίο μέ πολλά κέρατα ξεφύτρωσε από τά νερά τής λίμνης.
'Λ#ν — Καταλαβαίνω τις σκέ ψεις σας κύριε καθίηγητά, τον πρόλαβε ό Σέριντσν. Θέλετε, νά πήτε πώς μπορεί νά βρω κι3 εγώ τό θάνατο κάτω από τις βόμβες τών άοτροπλσίων μας. Τόσο τό κ αίλ ύ'τ ερο, λο ιπόν! Σ ικοπό ς μας είναι νά σκοτώσουμε τόίν ,Γικά|ρφε|ν πριν προλάβη νά πραγματοποιήιση τά τρο μερά του σχέδια καί χρησι μοποίηση πρώτος τό όπλο που εφεύραν οί έπιστήμονές μας. Χίλιες φορές νά πεθάνη ό ντέτεκτιβ Σέρινταν γιά νά
σωθή ή άνθρωπότης. Θά βομβάρδιζα, βέβαια, τώρα τον καταυλισμό του Γκάρ φεν, δεν σάς κρύβω όμως πώς ελπίζω νά σώσω στο μεταξύ τή Νάνσυ. "Εκανε δυο βήματα απο φασισμένος ν3 άπομακρυνθή. — Κι5 · εγώ; ακούστηκε μ.ά παραπονεμένη παιδική φωνή. .Έμενα δεν μέ θέλετε μαζί, σας; -—. Όχι/ Μί'κυ, τον συμ βούλεψε ό Σέρινταν. Θά μείνης εδώ, (μαζί μέ τούς άλ* λους. Είναι διαταγή μου^ αυ τή, Μίκυ. Νά μην τολμήσης νά τήιν παρακούσης. "Εκανε ακόμη δυο βήμα τα κι5 έπειτα, σά νά τό. με* τάνοιωισε,γύρισε κοντά στους σ υντ ρόφους του. ■—Λεν θάθελα ' νά φύγω πριν σάς ,χαιρετήσω, τους
είπε μέ συγκινημένη φωνή. Έσφιξε, τά χέρια των άν* δρών μέ τή σειρά και στο τέλος αγκάλιασε το Μίκο. Ποιος ξέρει... ίσως να μη τον ξανάβλεπε πιά... Τά βήματά τον άπομακράν θηκαν γρήγορα καί σταθερά και σέ^ λίγο έσβησε ο ήχος τους λες καί τον κατάπιε το σκοτάδι. Ό Σέρ ινταν είχε ακούσει πώς οι νύχτες στην Αφροδί τη, μέ τά λογής—-λογής τέ ρατα, είναι επικίνδυνες, γιά τό λόγο αυτό στο §να χέρι κρατούσε τό πιστόλι τών άκτίνωιν καί στο άλλο τό φα κό που κάπου—κάπου τον άναβε γιά νά τού1 φωτίζη τό δρόμο. Στον καταυλισμό τού Έρ ι χ Γκάρφ'ειν—ή,τ αν βΙέβα ιος 6 Σέρινταν πώς τά κτίρια αυ τά ήταν ένα από τά όπλο στάσια του αδίσταχτου κα κούργου—-έλαμπαν δυό-τρίία μικρά φωτάκια καί ή λάμψι τους μέσα στη νύχτα τον κα Βωδηγοΰσε. Μέ σφιγμένα τά δόντια καί μέ τά ρούχα πού είχαν γίνει μουσκίδι από τον ιδρώτα, προχωρούσε, έτρεχε σχεδόν, χωρίς νά πάρη ανά σα. Σέ μιά στιγμή, τό παρά ώ ξένο καί πένθιμο κρώξιμο άντήχησε πάλι μέσα στή νε κρική ησυχία. Ό Σέρινταν πατούσε γιά πρώτη φορά στον πλανήτη τής Αφροδί της και δεν μπορούσε νά ξε ρή άπό πού προερχόταν αυ τό τό κρώξιμο. "Ίσως νά ή
ταν κανένα πουλί, ποιος ξέ ρε υ.. Ξαφνικά, τό ένστικτό του τον ανάγκασε νά στ α ματ ήση, Έμεινε μαρμαιρωμένος στή θέσι του καί τό χέρι του σφίχτηκε μ5 όλη του τή δύ ναμή στο ατσάλι τού πιστο λιού του. Είχε την έντύπωσι πώς κάποιος τον παραμό νευε μέσα στο σκοτάδι, πώς τού είχαν στήσει μιά θανά σιμη παγίδα. Τά μάτια του γύρισαν Ερευνητικά ένα γύ ρο^ καί σταμάτησαν στα δε ξιό του μέρος. Τού φάνηκε πώς κάτι έλαμψε, πώς κάτι κινήθηκε... Σαν άπό ένστι κτο έστρεψε τό πιστόλι του καί^ πίεσε τή σκανδάλη. Ή πράσινη ακτίνα του λόγχισε τά σκοτάδια καί στ'αμάτη. σε^σ3 ένα σώμα. Έταν ένα μαύρο αίωρούρενο σώμα πού δεν άπείχε παρά δυο μέτρα μακρυά του. Έκανε ενα απότομα πή δημα στά πλάγια κι3 άναψε τό ψακό του. Ένας βαρύς καί μονοκόμματος γδούπος αντήχησε κι3 ένα κύμα άέ ρος τον χτύπησε οπό πρόσω πο. Ή δέσμη τού φακού του άρχισε νά κινήμαι ερευνητι κά πάνω στο χώμα καί σέ λίγο ό Σ ερ ινταν, διέκρινε τον μαύρο όγκο πεσμένον κατα γής. Πλησίασε μέ προφυλαξι καί^ μέ τον δείχτη τού χε ριού του σφιγμέινον στή σκαν δάλη. Δεν υπήρχε φόβος ό μως. Ό μαύρος αυτός 6γ κος ήταν ένα μεγάλο πουλί. Είχε ανοιγμένα τά φτερά
ΥΠ1ΡΑΝ0Ρ0ΠΟΣ
του στήν^άκινησία του θοονά του. * Εκείνο που έκανε έντύπωσι στον Σέρινταν ήταν τά νύχια αυτοί) του άγνω στου πουλιού. Τό καθένα τους ήταν ιμαικ.ρύ ως δέκα πόντους και αιχμηρό σαν ξίφος. «Φτηνά τή γλύτωσα!», μο νολόγησε καί προχώρησε στο δρόμο του. «*Άν δεν τό έπαιρνα είδησι θά μου έβγα ζε τά μάτια!» Χρειάστηκαν δέκα λεπτά ακόμα ώσπου νά πλησιάση τον καταυλισμό. Προχωρού σε τώρα σκυφτός καί με χίλιες προφυλάξεις, ένώ ή καρ διά του1 πήγαινε νά σπάση από την αγωνία. Κι* όταν έφτασε πιά στη ρίζα του κτιρίου έπεσε κάτω κι9 άρ χισε νά σέρνεται ακολουθών τας τον τοΐχο, ώσπου νά βρή την είσοδό του. Ή είσοδος τού μεγάλου κτιρίου ήταν κλειστή. Ό Έριχ Γκάοφεν δεν ήταν κου τός. Είχε λάβει τά μέτρα του γιά νά μη την ξαναπά = θη. Πώς θά μπορούσε^ λοι πόν νά μπή; Τά λεπτά περ νούσαν καί ή αγωνία τον έ πνιγε. Μέσα σ’ αυτό τό κτί ριο βοισκόταν ό άοχικακούρ γος Γκάρφεν κι’ ίσως αυτή την ώρα νά άποκροπτογραΦούσε τά σχέδια τού τρομε ρού δπλου πού είχε κλέφει. ΑΑέσα σ5 αυτό τό κτίριο βρι σκόταν αΙνυάλωτη ή αγαπη μένη του Νάνσυ...Νά ήταν τά χα ζωντανή, ή την είχε σκο τώσει ό άνανδρος κακούρ γος;
Μιά άκράτητη λύσσα^ τόν κορίεψε. "Έπρεπε νά μπή μέ κάθε θυσία σ* αυτό τό κτί ριο. Πώς όμως; Καθώς ήταν ζαρωμένος έξω στη μεγάλη πόρτα καί σκεφτόταν, έφθασε ως τ’ ^αυ τιά του ένας γνωστός θόρυ βος. 7 Ηταν θόρυβος όστροπλοίου πού προσγειωνόταν; "Όχι... ήταν μάλλον θόρυβος αυτοκινήτου... ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩΝ ΚΑΚΟΥΡΓΩΝ
ΔΕΝ είχε κά νει λάθος. Τό δύνατ ό φ ώ ς Ιδυίό προβολέων έσκ ισε τό πυκνό σκοτά δι τής νύχτας καί χτύπη σ ε στον τοίχο τού κτιρίου. Ό Σέριντσν μέ μιά εκπληκτική καί γρήγορη κίνησι πετάχτη κε από τή θέσι πού βρισκό ταν καί κρύφτηκε πίσω άπό ένα θάμνο πού φύτρωνε σέ λίγα μέτρα άπόστασι άπό την πόρτα. ^Αν γίνωντον τά πράγματα δπως τά φανταζό ταν, θά ήταν πολύ τυχερός. ’ Αν τό αυτοκίνητο σκόπευε νά μπή στον περίβολο τού κτιρίου, θά τού ήταν πολύ εύκολο νά γλυστρήση κι9 αυ τός απαρατήρητος μέσα. Τό αυτοκίνητο μέ αναμμέ νους πάντοτε τούς πρόβα λεΐς του. πλησίαζε όλο καί πιο πολύ. Σέ λίνο έφθασε έξω άπό τή μεγάλη πόρτα καί κορνάρησε συνθηματικά,
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μεγάλο φορτηγό άμαξι μέ τέντα. ■Ή καρδιά του ντέτεκτίβ σκίρτησε απτό χαρά, Νά λρ ι τιάν πού ήταν τυχερός. Μό νο πού έπρεπε νά δράση κε•ραυνοβόλα και χωρίς διστα γμό. Μ5 ενσ εκπληκτικό σάλτο ττου θύμιζε αίλουρο, πετάχτηκε από τή θέσι του καί βρέθηκε πίσω από τό αυτο κίνητο. Ακούσε τή βαιοειά· σιδερένια πόρτα ν" άνθινη:. "Έπρεπε νά πρΟλάβη. "Έβα λε τό πιστόλι στη θήκη του καί σάλταιρε πάνω στο αμά ξι. "Έπεσε ιμπρούιαυτα ιμέσα στή καρρότσα πού ήταν Υειυάτη από χώμα — έτσι τουλάχ ιστόν φάνηκε στον ντέτεκτιβ. Στριιμώχτηικε σε μ ιά γωνιά καί, καθώς τό αμάξι περνούσε την πόστα καί προ χωρούσε προς τό εσωτερικό, της αύλής, ετοιμάστηκε ν" άφή-σή έναν σιγανό αναστενα γμό άνακουφίσεως. Δεν πρόλαβε άμως. Έίνα δυνατό φως ελαμψε κάπου πολύ κοντά του, κινήθηκε α βέβαιο πάνω— κάτω ^καί ήοθε νά σταθή στά μάτια του! Αίγες στιγμές στή ζωή του, ό Σερινταν, τά χιοειά στηικε όπως τώιρα. Κατάλα βε πώς κάποιος βρισκόταν μέσα ατό αμάξι καί τον πή ρε εϊδ-ησι! Αυτός ό κάποιος πού·' θάταν ασφαλώς υέλος τής. συμμορίας του Γκάρφειν, εΐχε ανάβει τό φώς γιά νά δή ποιος ανέβηκε στο α μάξι καί τόν είχε δή ! ’Άν ’Ήταν
ένα
δεν πρόφταινε νά του κλείση τό στόυα, δλο τό σχέδιό του θά πήγαινε χαμένο κάί θάπεφτε γΓ άλλη μιά φορά στά χέρια τού Πκάρφεν. Κι5 ήταν απόλυτα βέβαιος πώς ό Γκάρφεν, αυτή τή φορά, δεν θά τού χάριζε κάστανα! ^. Μούνταρε στά τυφλά, σχε δόν γιατί τό φως τού Φακού τον είχε- θάμπωσε ι καί δεν έβλεπε. "Άγγιξε ενα σώμα. Σήκωσε τό χέρι του γιά νά τόν χτυπήση στο κεφάλι κάί νά τόίν άφήση αναίσθητο, μά διών πρόλαβε. Ό άλλος τού κατάφερε ενα γερό χτύ πημα υ.έ τήν άκοη τού ; πι σταλιού στο κεφάλι. Ό Σερινταν ζαλίστηκε μά δεν παραδόθηκε. Τό ευτύχη μα ήταν πού ο άλλος δέιν εΐχε τήν έμπνεύσι νά Φωνάξη. "Έσφιξε τή γροθιά του καί χτύπησε στά τυφλά. Ό αντίπαλός του βόγγησε καί παράτησε τό φακό. Μια δεύ τερη γροθιά τόίν ^πησε ακί νητο, ανίσχυρο νά άμυινθή ή νά φωνάξη. Μέ τήιν ψυχή στό' στόμα ό Σέοιινταν σήκωσε τό φακό τού συμιιιο-οίτη για νά τόν σβήίση, Τήν "ίδια στιγμή στα ματόύσε καί τό. αυτοκίνητο. Τό σκοτάδι τόν τύλιξε πά λι. Ηταν τάχα τυχερός ή μήπως τόν είχαν πάοει εϊδησι; Τό σκοτάδι πού τόν τύλι γε έσπασε ξαφνικά άπό τή λάμψι ενός φακού πού φάνη κε στο άνοιγμα τής καορότσας. *Έκανε νά τοαβήβη τό πιστόλι του γιά νά πουλήση
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ακριβά τό τομάρι . του. Δον πρόλαβε ομως' να άπτοτελειώση την κίνησί του. Δυο άτσάλωνες κάννες πιστολιών έλαμψαν δίπλα ατό φακό. ! ήν ίδια στιγμή οι κάννες έγόναν τρεΐς, τέσσερτς, ενώ μια βαρεία και σκληρή φω νή τον διέταζε: -—■ Ψηλά τά χέρια καλό παιδο και κάνε ,μας τή χάρι νά κα,τέβιης ! Ό Σερ ιντ αν μέτρησε μέ ψυχράΐιμία τήν κατάστασι. Τού ήταν αδύνατο να άμυνθή. Οι τέσσερις κάννες θά τον έστελναν στο διάστημα ενός δευτερολέπτου στάν Γ/Α6ηι. Ή απόπειρα του νά φθάιση αθέατος ώς' τον Πκάρ φεν είχε άποτύχει. Γ ιά άλλη μιά φορά ήταν αιχμάλωτός του... Σήκωσε τά χέρια και γέ“ λασε σαρκαστικά. Τό σχέδιό του δεν είχε όλότελα άποτυχει. Μπορεί αυτός και ή α γαπημένη του Νάνσυ νά έ χαναν τή ζωή τους. Δεν θά γλύτωναν όμως και ό ΓκάρΦ«εν μέ τή συμμορία του. Σέ μιάμισυ ώρα τά άστρόπλοια των αποφασισμένων κομμάντος πού είχαν έλθει υαζί του από τή γη,, θά έκαναν στά χτη τό οπλοστάσιο των κα κούργων καί δεν θά γλύτω νε κανείς. Ό ίδιος θά είχε πείθανε ι μά ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ δεν θά είχε λόγο νά παραπονιέται πώς δεν έκτέλεσε τό καθήκον του. Κατέβηκε από τό αμάξι χωρίς νά Φέρη τήν παρσμικίρή άντίστασι. Δυο χέρια
τον έψαξαν.. αμέσως καί του πήραν καί τά δυο πιστόλια. Μιά- σκληρή κάννη καρφώθη κε στήν πλάτη του ενώ τό έπεσε στο φως δυο φακών πρόσωπό· του. — Είναι ό Σέρινταιν!, ούρ λιάσε ξαφνικά ένας από τούς σόμιμορίτες καί πήδησε από τή χαρά του. Χαρές πού θά κάνη τό αφεντικό μόλις τού τον πάμε! —- Έχεις δίκιο, του άπάν τησε ένας άλλος. Αυτό τό ■μούτρα τής "Αστρικής Α σφάλειας, είναι! "Έπεσε σάν τον ποντικό στη φάκα ό έ ξυπνος ! Νά δούμε τώρα πώς θά τήν γλυτώσης τσιράκι τού Χόβαΐρ.τ! Ό Σ έρινταν δεν μίλησε. Δέν απασχολούσε τή σκέψι ταυ μέ τό πώς θά τούς φύγη. Καί νά τον άφηναν ελεύθερον δεν θά έφευγε χωρίς τή Νάν συ. Ό νούς του ήταν στους κσμμάντος πού δέν θ" αργού σαν νά εκδικηθούν τό θάνα τό του. "Αν μπορούσε του λάχιστον νά ζήση γιά νά δη μέ τά μάτια του τήν κατα στροφή τών έγκλη,υατικών σχεδίων τού Ρκάρφεν... Χέρια τον άρτταξαν άγρια καί ένα πόδι- τον κλώτσησε μέ δλη· του τή δύναμι στο καλάμι. Δάγκωσε τά χείλη του γιά νά μην ξεφοονίση. — Εμπρός γιά τον αρχη γό!, .διέταξε μ ιά φωινή. "Άλλο ένα πιστόλι καρφώ θηικε στην πλάτη του καί τά χέρια πού τάν κρατούσαν τον τράβηξαν βάναυσα.
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Διέσχισαν το προαύλιο καί μπαίνοντας σέ μια πόρ τα τού κυρίως κτιρίου άρχι σαν να ανεβαίνουν τις σκά λες. Καθώς προχωρούσαν, ό Σέρινταν έρριχνε λοξές μα τιές δεξιά κι5 αριστερά του. Μεγάλοι σωλήνες διακλαδώ νονταν κι5 ακολουθούσαν τη σκάλα καί σέ πολλά δωμά τια, πού τύχαινε νάνσι ή πόρ τα τους ανοιχτή, έβλεπε μη χανές να δουλεύουν καί αν θρώπους να τις προσέχουν. "Οπως φαίνεται, ό Γκάρψεν είχε στρώσει μιά περίφημη, δουλειά στην Αφροδίτη. Ή καταστροφή των έγκαταστά σεών του στον άγνωστο πλα νήτη, δέν θά τον έννοιαξε καί πολύ, τή στιγμή πού είχε κι' άλλα εφεδρικά εργοστά σια παραγωγής όπλων. Ό Σέρινταν ήταν περίερ γος νά μάθη τί· είδους όπλο έφτιαχνε σ5 αυτά εδώ τά πο λύπλοκα εργαστήρια. 'Ίσως όμως νά μήιν τό .μάθαινε πο τέ.^ Σέ μιάμισυ ώρα δέν θά ύπήρχε ϊχνος μηχανών καί ανθρώπων... Ο! ηλιακές βόμ βες των κομμάντος του δεν θάφηναν τίποτε όρθιο... Διέσχιζαν ένα φαρδύ διά δρομο όταν έφθασε ώς τ' αυ τιά του μιά γοερή κραυγή, μιά κραυγή πολύ γνώριμη. Μέ μιας τά γόνατά του κό πηκαν. Ή -κραυγή αυτή δέν μπορούσε παρά νά άνήκη στή Νάνσυ. Τή Νάνσυ πού τήν βασάνιζαν! — Κακούργοι!, φώναξε καί χωρίς νά δώση σημασία
στα πιστόλια πού έξακολου θουσαν νά τον πιέζουν ^στΐς πλάτες, έκανε νά κινηθή, ε τοιμάζοντας τις γροθιές του. — Μιά κινησούλα μονάχα θέλω Σέρινταν, κάγχασε κά ποιος πίσω του. -έρεις πως άν σέ στείλω στον άλλο κό σμο θά πάρω παράσημο; Παρακαλάω λοιπόν νά κά νης καμμιά τρέλλα. ^ Ό Σέρινταν έβραζε, τό αΐ,μα χτυπούσε μέ γρήγορο ρυθμό ατά μηνίγγια του, ή ψυχή του ποθούσε εκδίκηση ή λογική όμως τού έλεγε νά μήιν κινηθή. Ωστόσο οι γοερές φωνές τής Νάνσυ τού τρυπούσαν τ' αυτιά καί με γάλωναν τό μαρτύριό του. — Δολοφόνοι!, μουγγρι^ σε, έφθασε ή ώρα νά πληρώ σετε γιά τά εγκλήματα σας! ^— Χά, χά!, ^ άρχισαν τά γέλια οί συμμορίτες. ^ Δέν εί ναι αστείο νά απειλή ό Σέριινταν τή στιγμή πού πάει συστημένος γιά τον άλλο κόσμο; 'Ή μήπως ελπίζεις βοήθεια από πουθενά άρχιντ έτεκτ ι-β τού Χόβαρτ ; Ό Σέρινταν έτριξε τά δόν τια του χωρίς ν' άπαντήση. ΚΓ όταν τον ^ σταμάτησαν μπροστά σέ μιά πόρτα, από τό εσωτερικό τής οποίας έ βγαινε ό θρήνος τής αγαπη μένης του Νάνσυ, κατάλαβε πώς σέ λίγα δευτερόλεπτα θ άντίκρυζε τον άδυσώπητο εχθρό του, τον εχθρό όλης τής ανθρωπότητας, τον άρχ ικακοΰρ γο Γκάρφεν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΤΟΥ ΤΡΙΔΑΧΤΥΛΟΥ I
Ο ΓΚΑΡΦΕΝ αναπήδησε κι* άνοιξε διάττλα τα τά μάτι α του 'βίλιέττο ιν τας τον αν θ|ρω τγ ο που του εφερ ν α ιν ο1 συμμορίτες του. Κρατού σε ένα ,μαστίγιο στο χέρι του καί δίπλα του, δεμένη· σε ίμια καρέκλα, με γυρτή τή ράχη, βρισκόταν ή Νάν ου. ! Βλέποντας την ό Σέριν ταν έφριξε. Τά κουρελιασμέ να και κατσματωμένα ρούχα της μαρτυρούσαν πώς τό μα στίγιο του Γκάρφεν είχε χτυ πήσει άπειρες φορές τό α νίσχυρο αυτό κορμί. — Νάνου!, βόγγηξε^ό Σέ ρινταν ικαΐί τουρθαν δάκρυα στα μάτια. *Η κοπέλλα άνασκίρτησε άκοόγοντας τή φωνή του και γύρισε τό κεφάλι της. Τά μάτια της έλαμψαν χαρού μένα και τά χείλη της φω τίστη,καν από ενα αχνό χα μόγελο. — Τζό! / φώναξε, Τζό σέ περΊμεινα! Τό πάθος τής έκδικήσεως πού κόχλαζε στο στήθος του ντέτεκτιβ μεταβλήθηκε σέ άκράτητο χείμαρρο. Χωρίς νά λογαρ ιάση κ ανέναν κ ίνδυνο, άπασπάστηκε από τά χέρια των κακούργων πού τον κρα τούσαν καί ρίχτηκε μέ μα νι ραμένη οργή πάνω στόν
13
σατανά τον Γκάρφεν που γε λούσε ένθουσ ι ασ μένος, 6λέ ποντας τον μεγαλύτερο ε χθρό του αιχμάλωτο μέσα στ ή φιωλιά του. Ή γροθ ιά του ντέτεκτιβ υψώθηκε κΓ έ πεσε σαν καταπέλιτης στο οαγόνι του Γκάρφεν. Ακού στηκε ένας ξερός κρότος, έ να βογγητό κΓ 6 άρχικα κούργος τρέκλισε καί σωριά στηκε στο πάτωμα. Ό Σέρινταν έτοιμάστηκε νά τού ξαναεπιτεθή μά δεν μπόρεσε. Δεκάδες χέρια τον γράπωσαν κρατώντας τον α κίνητο κΓ ενα σκοινί τυλί χτηκε στο κορμί του, φυλάκίζοντας κάί τά δυο του χέ ρια. Ό Γκάρφεν σηκώθηκε α πό τό πάτωμα πιάναντας τό χτυπημένο του σαγόνι. Τά χαρακτηριστικά του προσώ που του ήταν συσπασυένα από άγρια λύσσα. Στάθηκε μπροστά στόν δεμένο ντέτεκτιβ γελώντας σαρκαστικά λές κΓ ήθελε νά τού μεγαλώση τό μαοτύοιο. — Τζόε Σέρινταν, μίλησε άγρια καί πνιχτά, καλωσώου σες στο βασίλειό μου! *Ή ξέρα πώς θάρθης καί σέ περίμενα. αέρω επίσης πώς ήρθες καί μέ βοήθεια. νΑδι κος ό κόπος σου όμως. Αυ τό τή φοοά δεν θά μου γλυ τώσης έξυπνε ντέτεκτιβ! Δεν πρόκειται νά σέ βασανί σω γιά νά μου άποκαλύψης τά μυστικά τών γήινων δ πλών. Τό μυστικό τού τρομεοού δπλου που βρήκαν οι φίλοι σου οί έπιστήμονες, τό
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
έχω στα χέρια μου! "Από αύριο, ιμάλιστα, & άρχίση ή κατασκευή του στά τε λειότατα εργοστάσιά μου! Με τό όπλο αυτό και μέ έ να άλλο που κατασκευάζω, θά γίνω πολύ σύντομα ό κυ ρίαρχος τής Γης! Καί ή ι στορία θά γράψη πώς κυρί αρχος τής Γής καί αργότε ρα ταΟ' Σάμ παντός., ήταν έ νας Γερμανός., ό Έριχ Γκάρ φεν! Τά μάτια του άστραφταν αλλόκοτα. Δεν υπήρχε αμφι βολία πώς είχε τρελλαθή. Ό Σέρινταν δεν του απάντησε. * Εξακσλουθούσε νά κυττάζη τήιν αρραβωνιαστικιά του καί νά συλλογίζεται πώς σέ μια ώρα κΓ ένα τέταρτο, θά ταξίδευαν καί οι δυο τους στο ρεγάλο δρόμο που οδηγεί στον "Αδη... Έκτος δον προ λάβαινε νά τούς -σκοπώση προηγουμένως ό Γικάρφεν. — Δεν πρόκειται νά σέ βασανίσω γιά νά μου απο κάλυψης κανένα μυστικό, συ νέχισε ό τρείλΐλόις κακούργος. Τώρα πού έπεσες στά χέρια μου θά σέ σκοτώσω για νά απαλλαγώ από σένα. Είσαι ό μόνος εχθρός μου πού φο βόμουνα. Τώιοα έξαφανίατη^ κες καί συ. Αύριο, ρέ δυο ο βίδες αερίων θά εξαφανίσω καί τούς φίλους σου πού έ φερες ,μαζί σου. Λοιπόν; Τΐ >ές Σέρινταν; Ό ντέτεκτιβ άοκέστηκε νά τον φτυση μέ περιφιρόνησι. — Σατανά!, ούρλιασε Γκάρφεν έξάλλος, θά σέ μά θω νά μέ ύπολογίζης καί νά
μου φέρεσαι πιο ευγενικά! ίΚαί γυρνώντας στους · συρ μορΐτες Ίου, διέταξε: _ — Λύστε την κοπτέλλα καί οδηγήστε τους στο δωμάτιο τού Τιρ ιδά χτυλου ! Οι άνθρωποι τού κακούρ γου υπάκουσαν καί σέ λίγο, ή πόρπη μέ τούς δύο αίχμα Αώτου ς καί τον Γκάρφεν μπροστά, προχώρησε βγαί ναντας άπο τό δωμάτιο. Δι έσχισαν τό διάδρομο καί ό νοι γοντ α·ς ριά άλλη πόρτα, βρέθηκαν σ’ ένα αρκετά ευ ρύχωρο καί ιδιόρρυθμο δω μάτ ιο. Τό δωμάτιο αυτό, είχε στη .μέση ,μιά ρεγάλη τρύπα. Γ ύρω—γύρω στην τρύπα υ πήρχαν σιδερένια κάγκελα. — Φέρτε τον κοντά!, διέ ταξε ό Γκάρφεν κι* ένα σα τανικό γέλιο σχεδιάστηκε στο πρόσωπό του. Καθώς (οδήγησαν τον ντέτεκτι-β κοντά, έσκυψε καί κυτταξε προς τό βάθος τής. φαρδειάς τρύπας. Αυτό πού αντί κροσέ, τον έκανε νά άνατ ρ ι χ ι άση σύγκορμος. 5 Εκ εΐ κάτω, αναπαυόταν■ ένα τερά στιο θηρίο· πού έμοιαζε μέ βροντόσαυρο. Είχε ριά πε λώρια ουρά καί τέσσερα πό δια πού ατό καθένα τους υ πήρχαν τρία δάχτυλα. — Ό Τριδάχτυλος!, έκα νε μέ φρίκη ό Σέρινταν. —^Ναί, τού απάντησε πρό θύμα ό Γκάρφεν. Είναι ό μοιος μέ κεΐινον που έστειλα στη Γή καί τρομοκράτησε τον πληθυσμό τής Νέας Ύόρκης γιά νά τον σκοτώσπ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ στο τέλος ένας έλέφαντας τού τσίρικου (*). Εκείνον τον εΐχα εξημερώσει καί, μ5 ένα κουτάκ ι · πού είχε στο λαΐ|μό του κι5 έκρυβε μια ή" λεκτροιμαγινητικιή συσκευ ή, τον καθοδηγούσα όπου ήθελα εγώ. Αυτός, όμως, είναι άγριος. Και ξέρεις πόσες μέ ρες είναι νηστικός Σέρινταν; Έψτά ήμερες! Σέ δια βεβαι ώνω πώς θά σέ κάνη μιά μπουικ ιά μονάχα... Ό Τζόε κύτταξε ασυναί σθητα τη Νάνσυ. Τά μάτια τής δυστυχισμένης κοπέλλας είχαν γεμίσει τρελλό τ,ραμο. — Δεν σάς φταίω ^ εγώ, έκάνε τον πονετικό τάχα ό Πκάρφδν. Νομίζω σάς είχα προειδοποιήσει. Τί τά θέ λεις, άλοΊ οι αστυνομικοί εί ναι χοντροκέφαλοι! Αρκετά ιμέ ταλαιπωρήσατε με τις βλακείες σας. Τζόε Σέριν ταν, έτοιίμάσου! Ό Σέρινταν έρριξε άλλη μιά ιματιά στο τέρας. Τό εΤ5ε νά σαλεύη απειλητικά την ουρά του και νά όοθώνεται στά πισινά του πόδια. Τά νύχια τών' .μπροστινών πο διών του ήταν έτσυμα νά αρ πάξουν τή λεία τους, λες και ήταν βέβαιο πώς δεν θ’ αρ γούσαν νά του την ρίξουν ατό κλουβί του. Δεν φοβόταν τό θάνατο ό Σέρινταν. Ποτέ του δέν εί χε λυγίσει ή ψυχή του. Οϋτε και τώρα λύγιζε. Του · ποοξεινούσε οιμως φρίκη ή ιδέα (*) Διάβασε, τό τεύχος 14, τνού εχει τόν τίτλο; «Τό 5αιρό-.
ν\ο του ολέθρου».
15
πώς θά γινόταν ιμεζές για έ να τόσο τρομερό θηρίο. Ό Τζόε Σέρινταν ήθελε νά πεθάνη σαν άντρας., νά δεχτή, μιά σφαίρα κατάστηθα κι* όχι νά βρεθή άν'ίσχυρος στη μανία ενός πεινασμένου βρον τόσαορου. (Γυρίζοντας τό .βλέμμα του είδε τον Γκάρφεν ·νά κάνη νόημα. Ταυτόχρονα δυο από τούς κακούργους, έτσι δεμέ νος καθώς ήταν, τόν σήκω σαν στά χέρια. — ’ Νά τόν λύσετε!, διέ ταξε ό Γκάρφεν. ,Ή Νάνσυ έκανε νά τρέξη προς τόν αγαπημένο^ της κι5 άπό τά στήθη της ξέφυγε έ να βοΎγητό φρίκης. Οΐ κα κούργοι ο(μω>ς την κράτησαν γειοά και ή δυστυχισμένη, κο πέλίλα, - μην μπορώντας νά. άνθέξη την τροιμεοή σκηνή που θ’ άκσλου'θούσε, έχασε τ ί ς α ισ θήσ εις της. Οι δυο κακούργοι · πού κρατούσαν τόν Σέρινταν, τόν άκούμπησαν πάνω στά σ ιδερ έν ι α κά γκ ελα. Γ' Ενας τοίτος πλησίασε μ’ ένα μα χαίρι και τούκοψε τά σκοι νιά. Ταυτόχρονα οί άλλοι τόν έσπρωξαν απότομα προς τά μέσα... Ό τρομερός βροντόσαυ ρος είδε τό θύμα του νά πέ^ψτη άπό ψηλά κι* άφησε νά τού ξεφύγη ένα ουρλιαχτό θριάμβου. Τό Τδιο ουρλιαχτό ξέφυγε καί · άπό τό στό·μα του 'Γκάρφειν πού ξοφλουσε μιά καί ικάλή ιμέ τόν πιο ε πικίνδυνο έχΙθρό του...
η
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΜΕ ΠΛΑΝΗΤΗ ΛΕΝ ΣΜΙΓΟΥΝ !
Ο Μ! ΚΥ κα ίθότοον 'πάνω σέ άναμμέ ν α ικάρβουν α. Ό μ ε γάλος τ ο υ φίλος τον ιεΐ χε βιατ ά ξ ε ι (να μην κινηθή αττο τη θέσι τον ικι3 δίλ,η την ήρα τώρα, σκεφτόταν αν έ πρεπε η δχι νά παροχούση τή διαταγή του. "Όχι γιατί ήταν άνυπάκουιος κι3 απεί θαρχος 6 Μίικυ1. Κάτι όμως του^ έλεγε σήμερα πώς ό θρο λ ΐ'κος ιντέτεκτιβ θά κινδύνευε μονάχος του στην παράτολ μη αυτή έπιχείιρησι για τή σωτηρία τής ιΝάνσυ καί τή δολοφονία του σρχικακούρ· -ι γαυ Γικάρφεν. Το ένστικτο των παιδιών πολλές φορές, ιεΐναι αληθινά αξιοθαύμαστο. Αυτό, λοι πόν, τό ένστικτο, ωθούσε τό ατρόμητο Ελληνόπουλο νά τρέξη πίσω από τον Σερινταν. «Οι πολλές σκέψεις δέν βγάζουν σέ τίποτα», μονο λόγησε σέ μιά στιγμή. «Αυ τή τή φορά θά παρακούσω τον Σέρινταν κι* ό Θεός βοη θός!...» Χωρίς νά τον πάρη κανέ νας από τους ικομμάντος εΤδηισι, πήρε τό πιστόλι του τώιν ακτινών, τό έζωσε στή μέση καί γλύστρησε αθόρυ βα καί προσεχτικά, ακολου θώντας τή διευθυνσι που εί χε πάρει ό Σέρινταν. Τά ί δια τά μικρά φώτα τοδ κο>
^αουλισμου του Γικάρφεν, που τρεμόσβηναν στο βάθος, τον καθωδηγοΰσαν. Ή νύχτα ήταν υγρή καί ζεστή. Μια έλαφρή πάχνη σερνόταν στήν επιφάνεια του πλανήτη κι5 έκανε την ατμό σφαιρα πιο /μυστηριώδη. /Το έλ αφρό ά εράκ ι, χλ ι αρό κ ι * αυτό, έφ’ειρινε στά ρουθούνια του Μίκυ οσμές από λουλού δια. «Αυτός ό τόπος θά ίμοιάζη ιμέ παράδεισο την ήμερα, συλλογίστηκε. Απόψε είναι ικιόλοασις, υπουλη κι* ε πικίνδυνη. Πρέπει νάχοο τό νου μου σέ κάθε μου βήμα, όχι μόνο γιά τ3 άγρια θηρία ικαί τά ερπετά, αλλά καί γιά τά φίδια τής συμμορίας του Γικάρφε ν...» ι Δέν πρόλαβε νά τελείωση τον συλλογισμό του, όταν, σέ άπόστασι λίγων βημά των μπροστά του, φανερωθη κ>αν δυο σκοτεινές \σιλο·υέττες. Περπατούσαν δίπλα — δίπλα ικάί συζητούσαν. Μά ή γλώσσα τους ήταν άκατό ληπτη, σιγανή, μέ μονοσύλ λαβα... Ό Μίκυ ^σκιέφθηκε πώς κάπου την είχε ακού σει αυτή τή γλώσσα, δέν προσπάθησε όμως νά θυμηθή. Ή θέσις του ήταν τρο μερά επικίνδυνη. "Αν αυτές οι δυο σκιές ήταν θηρία, έτιρεπε χωρίς δισταγμό νά τραβήξη τό πιστόλι του τών άκτίνων. Τό ίδιο έπρεπε νά κάνη κι3 άν ήταν άνθρωποι. Γιιατί, τέτοια ώοα, μόνο άν θρωποι του ιΓκάρφεν^ θά έ πρεπε νά κυκλοφορούν,
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Μέ τό άριστερό χέρι πά τησε το φακό του και ιμέ τό δεξί τράβηξε τό πιστόλι. Ή φωτεινή δίέσμη, έπεσε πάνω στις δυο σιλαυέττες, 7 Ηταν παράξενες, κοντές, κι3 όμοια ζαιν ιμέ πιθήκους. Ό Μίίκυ δεν κάθησε νά σκεφθή τίπατ" άλλο. Τέντωσε τό χέρι του καί σκόπευαε. Δεν πρόλαβε όμως νά πα τήση τή σκανδάλη. Ή μια σιλουέττα πετάχτηκε ξαφνι κά στόιν σέρα καί, -μ9 ένα α πίθανο- σάλτο, βιρέθηκε στους ωμούς του παιδιού ί Ό Μίίκυ ανατρίχιασε καί από τό βάρος του πιθήκου λύγισε καί πήρε μια τούμπα, ενώ ό φακός καί το πι στόλι του ξέφυγαν από τά χέρια. Κατάλαβε πώς ήταν χαμένος. Θά ιμπορούσε νά τά βγάλη πέρα με τά επικίνδυ να αυτά τέρατα πού βρέθη καν τόσο ξαφνικά μπροστά στο δρόμο του; Ή σαστιμάρα του κράτη σε γιά ελάχιστα δευτερόλε πτα. Τό ρωμέϊκο φιλότιμο ξύπνησε μέσα του καί του έδωσε ιμιά δύναμι σωστού γίγαντα. — Νά ιμή μέ ^ λένε Μίκυ άν δεν σάς πνίξω καί τά δυό, μούγγρισε καί τά χέρια του ζήτησ;α)ν τό λαιμοί τού αντιπάλου του πού μ3 δλίο του τό βάρος/ τού πίεζε τό κρανίο στη γή. -α# ικ ά, τ ό π ιθήκοε ι δές τέρας αναπήδησε καί στάθη κε ρρθια δίπλα στον Μίκυ. "Έπειτα έσκυψε πάνω ^του καιι τπάνοντάς του τά χέρια
17
""όν βοήθησε νά σηκωθή. — Μίκυ1!, αντήχησε μια ψω)νή κι3 ο Μίκυ, ήταν βέ βαιος πώς είχε φωνάξει ό πί θηκος. Κρύος ιδρώτας τον περιέ λουσε. — Χριστός καί Πανα γιά!, μουρμούρισε μέ βέος. 3Εγώ γιά πρώτη φορά πα τάω στην "Αφροδίτη κι3 ό μως οι πίθηκοι γνωρίζουν τ’ όνομά μου! Μήπως τρελλά θηικα καί δέν ξέρω τί μου γί νεται; —Μίκυ!, ξεφώνισε τώρα 6^ πίθηκος μέ φανερή χαρά, είμαι ό Αή Πό, δέν μέ γνω ρίζεις; (*) Ούτε ταμπλάς νά τού ερ χόταν τού Μίκυ δέν θά δοκί μαζε τέτοια έκπληξι. — Ό Αή Πό ί, έκανε σά νά μην πίστευε στ3 αυτιά του. Καί πώς βρέθηκες ιμπρο στά μου άνθρωπε τού Πιράτ; ^ Ό Αή Πό εΐχε στο μετα ξύ σηκώσει τό φακό καί τό πιστόλι τού Μίκυ καί τού τά έδωσε. Στο φώς τού φα κού ό Μίκυ αναγνώρισε πρά γματι τον Αή ΓΙό! — 3Ώ, παλιόφιλε!, τού είπε συγκινημένος καί τον εσφίξε στην αγκαλιά του. Πώς ήταν αυτή ή έκπληξις; "Έχουν δίκιο, λοιπόν, οί άν(*) {0 Αη Πό είναι κάτοικος του μακρυνού ττλανήτη Πρατ και γνωρίζεται από καιρό μέ τον ιΜίκυ καί τη συντροφιά τσυ% 'Η ,μορ φή ^του μοιάζει μέ πιθήκου και μιλάει στήν έντέλεια τ* άμερικάνίκα. Περιπέτειες σχετικές μέ τον Λή Πό υπάρχουν στά τεύχη 6, 7 «αΐ 8 τί©0 «'Υπ*ροον©ρόπκ>υ»«,
18
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
θρωπαι τής μακρυνής πατρί δας μου όταν λένε: «Βουνό με βουνό δέ σμίγει!» —^ Εμείς, στον Πράτ, λέ με κάτι άλλο, ©κάνε ξεροβήχοντας ό Λ ή Πο (οι κάτοικοι του Πράτ όταν ήθελαν νά γε λάσουν εβηχαν) πώς,«πλάνητης μέ πλανήτη δεν σμίγει». — Σωστό1 κι5 αστό, του απάντησε ό Μίκυ, άλλα, πες μου πώς βρέθηκες απόψε ■μπροστά ;μαυ; Λίγο έλειψε νά σέ σκοτώσω κακομούρη μου. Κι3 ό άλλος πού στέκε ται παράμερα ποιος είναι; Μήπως κανένας φίλος σου; — Εΐγαι ή γυναίκα μου!, είπε περήφανος ό Λή . Γ\6. Παντρευτήκαμε πριν λίγες μέρες και μόλίς αυτή τη στιγμή προσγειωθ ή κ α^μ ε στην 3Αφροδίτη. Σκοπεύου με νά ξεκουραστούμε περ'ίπου ένα μήνα εδώ. Έλα νά σέ συ στήσω. ■Πλησίασαν κοντά στη γυ ναίκα τού Λή -Πό κι3 ό άν τρας της άρχισε κάτι νά τής λέη στ ή δική τους γλώσσα πού ό Μίκυ όμως δεν κατα λάβαινε. Στο τέλος ή κυρίά Λή ;Πό, άπλωσε τό χέρι στο Μίκυ και το παιδί τό έ σφιξε. εγκάρδια. —. Είδες τι άμορφη πού είναι ή γυιναΐκα μου; είπε χαρούμενος ό Λή Πό. Είναι ■ή πιο άμορφη γυναίκα του πλανήτη Πράτ! Ό Μίκυ συγκράτησε μέ πολύ κόπο τά γέλια του1. Ή μαϊμουδ'ίτσα αυτή μέ τά μυ τερά αυτιά και μέ τό. μού τρο· της πού ήταν ζαρωμένο
κι’ έμοιαζε σάν γριά εκατό χρόνων, ήταν όμορφη! Τί νά τού πή όμως; Στο κάτω -— κάτω, για τον πλανήτη Πράτ μπορεί νά ήταν καλλονή. -— Ό κύριος Σέρινταν τί γίνεται; ρώτησε μέ ενδιαφέ ρον τώρα ό Λή ,Πό. 3Ελπίζω νά παντρεύτηκε τη δεσποι νίδα Νάνου. Ό Μ'ίίκυ κούνησε θλιβερά τό κεφάλι του κι3 αναστένα ξε. 3/ Επε ιτ α δ ιιηγήθηικε . στ ον Λ ή Πό τί ακριβώς .συνέβαινε καί ποιος ήταν ό σκοπός του πού βάδιζε μέσα στην υγρή καί γεμάτη ομίχλη νύχτα. — Θά σέ βοηθήσω καί γώ!, τού πρότει,νε όλος χα ρά ό Λ ή Πό. ΟΊ δυο μας ί σως μπορέσουμε νά βοηθή σουμε τον φύλο σου νιά νά έλευθίερώση τήιν όρραβωνια.στικιά του καί νά τιμωρήση τον κακούργο πού σκοπεύει νά καταστρέψη τή Γη.. Θζ άψήισω τή γυναίκα μου στο ι διωτικό μου άστρόπλοιο καί θά προχωρήσουμε μαζί, Μί κυ. ΕΘΕΛιΟιΝΤΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Η ΟΜΙΧΛΗ γ ιινότα ν όλο κ«αί πιο π υ ικνή, Ο ί δ υ ό σκιές, τό τολ μηρό Έλληινό πουλά κ·Γό. Λή Πό, προχωρού σ αν π ι ασμίένε ς χέρ ι — χερ ι. Έπειτα από δύσκολη πο ρεία δέκα λεπτών, κατώρθω σαν νά φθάσουν ιμπροστά στα κτίρια τού Γκάρφεν. Ψη
έρινταν μέ την αναίσθητη Νάνσυ στον ώμο του, εφθασε στην όχθη τής λίμνης.
ιλαφιητά, βρήκαν την κλειστή σιδερένια πόρτα. Πώς θά ρποΰιμε .μέσα; άναρωτήθηικε ό Μικο. Θά χτυπήσουμε νά ,μάς ανοίξουν, έβγαλε την άπόφα σι ό Αή Πό'. Χτύπα εσύ Μΐκυ1 καί παραιμέρισε, αφήνον τσς τή δουλειά σε ιμένα. Μια και δεν υπήρχε όϋλλας τρόπος, ό ΜΙίικϋ- αποφάσισε .νά χτυπήση. Το χτύπημα τής γροθιάς ταυ πάνω· στο σίδερο·, αντήχησε παράξενα μέσα στην ησυχία τής νύ Χ'τας. ιΠερίμεναν ικι5 οι διυό τους μέ ιάγωνίά,. κολλημένοι πάνω στον τοίχο. Ό ίΜί'κυ είχε συγκρατήσει ώς και _τήν ανά σα του ακόμη. Τά δευτερόλε πτα πού περνούσαν1 γίνον ταν αιώνες. 3 Απελπίστηκε πώς δεν θά τούς άνοιγαν. ' "Εσφιξε τή γροθιά του και ξαναχτύπησε. Δεν πρόλαβε καλά—καλά νά τραβηχτή ό-
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ταν ή πόρτα έτριξε άνατριχιαστικα ικιοοί άπό το άνοι γμά της παρουσιάστηκε έ να ώπλισμένο χέρι κι5 ένα κεφ άλ ι. ^Στό ελάχιστο διάστημα ίμιας αστραπής, ένας μαύρος όγκος πήδησε στον αέρα και κόλλησε στο κεφάλι τού κακούργου. Το όπλο πτρε ψωίτια καΐΐ ή ακτίνα συνάν τησε τόιν άδειο αέρα. Ό Αή Πό δεν ήταν κουτός. Εΐχε κοίλίλήσει σάν στρείδι στην πλάτη; του κακούργου και του· έσφιγγε μέ δύναμι τό λαιιμό. Ό Μίικυ κινήθηκε τώρα χω ρ ί ς δ ισταγμό ΑΑνο ι ξε ττερ ισσότερο την πόρτα και ώρμησε πάνω στο· σύμπλεγμα του συμμορίτη, και του Λ ή Πό. Ή μικρή άλλα άτσαλένι'α γροθιά του, κινήθηκε μια — δυο φορές. Ό κακοΰιργος παράτησε τό· πιιστόίλι, έπιασε τό στομάχι του κι5 έπεσε σάν άψυχος όγκος μ5 ένα βαρύ γδούπο στη γή;. — ’Άφη,σέ τον Αή Πό !, ψιθύρισε τό £ Ελληνόπουλο. Πάρε του τό πιστόλι κι’ έ^α κοντά μου. ^.Προχώρησε μέ τις μύτες των ποδιών του και ;μέ τό δάχτυλο σφιγμένο στη σκαν δάλη του πιστολιού. Πίσω του ακολουθούσε μέ την ϊδισ προφύλαξι ό Αή Πό. Βρίσκον ταν σ5 ένα υπόστεγο πού φω τιζόταν άμυδρά άπό δυο— τρία ηλεκτρικά λαμπιόνια. Ψυχή ανθρώπου δεν φαινό ταν. Μόνο μερικά φορτηγά αυτοκίνητα, σκεπασμένα μέ
τέντες, υπήρχαν στο υπό στεγο. Καθώς προχωρούσε τό α τρόμητο Ελληνόπουλο μέ την ατσαλένια ψυχή, σταμά τη σε απότομα και τέντωσε τ' αυτιά του. — Αή Πό, ψιθύρισε στο σύντροφό του, άικούς γέλια; Ό Αή Πό κούνησε κατα φατικά τό κεφάλι του. -— Έρχονται άπό κείνο ε κεί τό ^φωτισμένο παράθυρο Μίικυ, είπε στο παιδί. (Προχώρησαν πάλ ι. Δε ξ ιά τους πρόβαλε μια κλειστή πόρτα. ΈΙταν ή μοναδική πόρτα του κιυρίίως κτιρίου. Ό Μίκυ προσπάθησε νά την άνοιξη μά στάθηκε αδύνατο. — Και τώρα; , μουρμούρι σε απελπισμένος. Τί' γίνεται •^ώρα, Αή Πό; Φοβάμαι πώς ό μεγάλος ,μου φίλος αϊχ,μαλωτίισθηκε άπό τον Γκόρ φε/. "Ίσως αυτή την ώρα νά τον βασανίζουν μαζί μέ τη Νάνσυ, γι’ αυτό γελούν τά αί μοβόρα αυτά θηρία. Έσφιξε μέ λύσσα τις μι κρές γροθιές του. — Πρέπει νά μπούμε στο σπίτι, Αή Πό !, πρέπει νά μπούμε οπωσδήποτε. Ό Αή Πό έβηξε.^ . — Θά μπούμε Μίκυ, είπε μέ ήρεμη φωνή, Ό Μίικυ τον κύτταξε κου νώντας θλιμμένα τό κεφάλι του. — Θά μπούμε άπό τό πα ράθυρο!, εξήγησε ό Λή Πό. Τό βλέπεις αυτό τό λούκι πού ξεκινάει άπό τά θεμέ λια καί περνάει δίπλα άπό
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τό παράθυρο; Αύτό θά μάς βοηθήαη ! * — Είναι άδύνσατο!, έκανε ό Μίκυ. Απέχει δεκαπέντε .μέτρα τό παράθυ,ρ-ο από τη Γή! Ό Λή Πό ξερόβηξε πάλι. ,— Γαντζώσου πάνω μου Μίκυ, τόν παρακάλεσε. Κρα τήσου γερά καί κλείσε τά μάτια σου. θέλω νά διατή ρησης την ψυχραιμία σου. Θά φθάσουιμε οπωσδήποτε στο παράθυρο. Ό Μίκυ θέλησε νά διαμαρ τυρηθή. Γρήγορα δμως κατά λαβε πώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος νά μποΰίν στο κτί ριο, δπου τά γέλια των κα κούργων γίνονταν δλο και πιο ζωηρά. "Εβαλε τό πιστόλι στη θήκη του καί γραπώθη κε πάνω στο κορμί του Αή Πό. "Ενα λεπτό αργότερα, τό παράξενο αυτό σύμπλεγμα άρχισε νά σκαρψαλώινη στο λαυκι. Τά χέρια του Λή Πό, μ3 δλο τό βάρος του καί τό πρόσθετο βάρος του Μίκυ/ προσπαθούσαν νά γαντζω θούν μέ πείσμα στη λεία του επιφάνεια. Εκατοστό, εκα τοστό, δλο καί ανέβαινε. Ό Μίκυ, γερά κολλημένος ε πάνω του, προσευχόταν νά μη γλυστρ ήσουν. Ή αγω νία φούσκωνε την καρδιά του καί φοβόταν πώς θά σπάση από στιγμή σε στιγμή. Στο μεταξύ·, δλο καί ανέβαιναν. Τό πλατύ περβάζι του φωτι σμένου παοαθυριού, δεν άπεχε παρά δυο μέτρα, ένα μέ τρο, μισό μέτρο... Ό Μίκν
21
έκανε ν' άπλώση τδ χέρ* τ<^ καί ν' άρπαχτή... Δεν πρόλαβ|ε δ|μως. Τά χέρια τού Αή πό γιλύστρησαν στο λοΰκι καί σ3 ένα δευτερόλεπτο έπεφταν κι* ο! δυο μ3 ένα βαρύ γδούπο πάνω στη γή. — Πρέπει νά ξαναδοκιμά σουμε!, είπε μέ πείσμα ό Λή Πό, χαϊδεύοντας ένα κα ρούμπαλο πού φύτρωσε στο κεφάλι του άπό την απότο μη πτώσι του. Τη στιγμή έκείνη, ανάμε σα στ3 ανθρώπινα γέλια, άντήχησε ένα μουγγρητό θη ρίου πού έκανε τό Μίκυ ν3 άνατριχιάση άπό τό φόβο του. — Πρέπει νά ξαναδοκιμά σουμε Αή Πό, ^ παρακάλεσε τό φίλο του. Είμαι βέβαιος πώς μέσα σ3 αυτό τό κτίριο συμβαίνει κάτι τό τρομερό! ΜΙΑ ΕΥΓιΚΑΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΗ
ΔΕΝ Ε IX Ε καθόλου άδι κο ό Μίκυ.Μέ σα στο κ τί ρ ιο, πού δέ ν ήταν παρά ένα όπλοστ ά σιο του Πκάρ φεν, διαδραματιζόταν μιά τρομερή σκηνή. "Ολοι οί συμμορίτες μέ έπι κεφαλής τόν αρχηγό τους, είχαν συγ κέντρωσή σ3 ένα δωμάτιο. Στο δωμάτιο δπου στη μέση του υπήρχε τό κλουβί μέ τόν π ε ινσσμ ένο βραντ όσαυρο κ ι3 δπου είχαν ρίξει τόν αστρο ναύτη ντέτξκτιβ Τζόε Σέριγ*
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
τσν, γιά νά βρή οίκτρό θά νατό από τά κοφτερά δόντια τού θηρίου, · ν,Ετσι όπως τον πέταξαν βάναυσα οΐ κακούργος ό Σέριντάν χτύπησε στο τσιρεντένιο δάπεδο μέ το πλευ ρό· Ό πόνος που δοκίμασε ήταν αβάσταχτος και φοβή θηκε πώς Βά λιποθυμήση. Τα ράτια όμως του θηρίου· που πετουσαν φλόγες καί δον α πείχαν παρά δυο ιμέτρα μακρυά του, τον ώπλισσν μέ δυναιμι. Μέ ,μιά ύπερέντασι των νεύρων του βρέθηκε όρ θιος καί ρίζωσε σέ (μιά γω νιά, προσέχοντας καί την παραμικρή κίνησι του 6η “ ρίου. Πήρε την. άπόφασι νά άμυνθή μέ κάθε τρόπο; έστω κι’ αν δέν υπήρχε καί ή πα ραμικρή έλιπίδα. Τι μπορού σε οιμως νά κάνη, πώς -μπο ρούσε νά γλυτώση από τά τρομερά νύχτα του βροντό σαυρου, κλεισμένος σ5 ένα κλουβί που ή διάμετρός του δέν ήταν μεγαλύτερη, από ένα μικρό δωμάτιο; έκανε Αυτές τίς σκέψεις όταν ό βροντόσαυρος χυμηξε καταπάνω του. Ό Σέρινταν λύγισε τό κορμ·ί του δε ξιά κι5 έπεσε ιμέ τά μούτρα στο δάπεδο. Μόλις πρόλαβε καί γλύτωσε. ’Από πάνω τον υποδέχτη καν χαχανητά καί σαρκαστι κά γέλια. 01 συρμορΐτες εΤχ|αν σκύψει καί τον κύτταζαιν ενώ ατά μάτια τους έ λαμπε μιά άγρια καί. πρώτο γονή χαρά,
— Δέν σ5 ώφέλουιν σέ τ^ ποτά οι βουτιές φίλε!, του φώναξε 6 Γικίάρφεν. Θέλεις νά μάς κάνης νά πιστέψουιμε πώς θά νικήσης στο τέλος αυτό τό τέρας; ~Ηρθε τό τέλος σου χαφιέ, ετοιμάσου νά πεθάνιης! Τό τέλος τό δικό σου σημαίνει την αρχή τής δικής ,μου βασιλείας, σπιούνε! Πάλαιψε, λοιπόν, σκότωσε ( τον βροντόσαυρο άν ιμπορής! Σέ λίγο θά στείλω καί την όμορφη άρραβωνιαιστικιά σου στο κλουβί γιά νά σου κράτηση παρέα. Την περιμένω νά ξοπνήση. — Δολοφόνε!, του φώνα ξε ό Σέριντάν, χωρίς ν’ άφήση από τά μάτια του τό τρομερό θηρίο που καί κείνο μέ^τή σειρά του παρακολου θούσε τίς κινήσεις του. Έγώ θά πεθαίνω τό πήρα απόφα ση μά καί ή δική σου ζωή εΐναι .μετ,ρημ&νη ! Δέν θά ζή σης νά χάρης τον θρίαμβό σου, κάθαρμα, θυμήσου τά λόγια μου. Αναγκάστηκε νά σωπάση. Ό βροντόσαυρος έτοι μαζόταν γιά μιά δεύτερη έπίθεσι. 5Από πάνω οί συμ μορίτες ούρλιαζαν σάν δαι μονισμένοι καί χτυπούσαν τό πάτωμα γιά νά αγριέψουν τό θηρίο. Τό τριδάχτυλο τέ ρας, μέ υψωμένα τά μπρο στινά του πόδια, ώρμησε, α φήνοντας νά του ξεψύγη μιά βροντερή, κίραιυγή. Τό δεξί του πόδι κατέβηκε μέ δύναμι καί, ενα κλάσμα τού δευτε ρολέπτου πιο πριν, ό Σέρινταν κινήθηκε από τή θέσι
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ του και χάνοντας την ίσαρρο π ί α του, έπεσε πάνω στην άναδιπλωιμένη ουρά του θη ρίου1. ^ Ό βροντόσαυρος την πλα τάγισε δυο—τρεις ψαρές καί τό σώιμα του Σέρινταν βρέθηικε νά ταξιδεύη στον αέρα, γιά νά πέση με τά μούτρα σε ιμιά γωνιά. Ζήτω!, φώναξαν αί κα κοΰργοι από πάνω. Τώρα αρχίζει τό αληθινό πανηγύ ρι Ό Σέρινταν βρήκε τή δό να μι ηνά σηικωθη πάλι καί στηρίχτηκε στον τοΐχο. Μ’ ολο πού ό θάνατος ήταν ζή τημα 'λίγων δευτερολέπτων, εντούτοις, ό αδάμαστος αυ τός άνθρωπος δεν φοβόταν κ;αί δεν έλεγε νά κατάθεση τά, όπλα, "Ενα παράτολ|μο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό του, μ’ όλο πού ήταν επικίν δυνο νά τό πραγματοποίηση καί δεν ωφελούσε σε τίποτα. Καθώς τό θηρίο τού είχε γυρίσει την πλάτη, έδωσε ένα απίθανο σάλτο καί σκαρ φάλωσε ^ στο μακρύ λαιμό του, ζητώντας μέ τά δάχτυ λά του τά μάτια του βροντό σαυροο. ’Άν κατώρθωνιε νά τον τυφλώση, -μπορούσε νά έίλπίζη πώς θά ζούσε γιά λί γες στιγμές άκό'μ,η. Τό ' τριδάχτυλο τέρα ς , νοιώθοντας τον άνθρωπο νά γραπώνεται στο λαιμό του, ιμάνιασε ^ κυριολεκτικά καί, μ’ ^ένα τίναγμα του κεφα λιού του. τον τίνςχξε από πά νω του ενώ τό αριστερό του ττόδι κατώρθωσε νά τάν προ-
23
λάβιη ^στάν αέρα... Ρούχα καί σάρκες σκίστη καιν στο πόδι τ-ού. Σέρινταν καί τό αΐιμα έβαψε τό δάπε δο·. Τό απελπισμένο του σχέ διο του βγήκε σέ κακό! · Τό πόδι τόν πονούσε. τροιμερά καί μέ τό απότομο ^ πέσιιμο χτύπησε στο κεφάλι του. Μια ζαλάδα τού θάμπωσε τά μάτια κ;αί φοβήθηκε πώς θά λιποθυιμήση. Μέσα σ’ αυ τό τό θάμπωιμα, είδε τό βρον τόσαυρο νά ορθώνεται ατά πισινά του πόδια. ΤΑψησε μ.ιά πνιχτή κραυγή πάλι καί ετοιμάστηκε νά ορμήση. Α πό πάνω από τά κάγκελα οϊ δαίμονες ούρλιαζαν. Ό θάνατος ήταν ζήτημα ενός 6ευτ ερσλέπτου γιατί τώ ρα πια του ήταν αδύνατο νά άουνθή, νά κινηθή έστω κι’ ένα εκατοστό μαικρύτε,ρσ α πό τή θιέσι πού βρισκόταν... 10 βροντό σαυ ρος μούγγρ ι σε γιά δεύτερη φορά. Ή τε ράστια ουρά του αναδιπλώ θηκε, πλατάγισε μια δυο φο ρές καί τό τεράστιο * σώρα του έκανε την πρώτη κίνησι νό οριμήση... Ό Σέρινταν πηοε μια βαθειά αναπνοή κι5 έκλεισε τά μάτια * ανατριχιάζοντας. Έκ,εΐνο πού περίμενε τώρα ή ταν ό θάνατος,· ό τραγικός καί μαρτυοικός θάνατος κά τω από τά νύχια τού βρον τόσαυρου... ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ
ΟI 1< ΑΧ ΟΥ Ρ /ΓΟI κρά τ η σαν <ω ς κ σ ί την σνροπνσ ή
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τους <5οκό >μ η . Μέσα σ9 αύτη τη θανάσιμη άγωνία, άκού στηκε ένας πάταγος από κά που ψηλά καί κομμάτια άπό τζάμι κατρακύλησαν πάνω άπό τά κεφάλια τους για νά γίνουν θρυψαλλα στο πάτω μα. Μια φλόγα ακτινών ώρμη σε άκάθεκτη άπό ένα πι στόλι καί συνάντησε τό κε φάλι του βροντόσαυρου που είχε σάλτάρει και βρισκόταν στον αέρα, βυό υέτοα μα κρυά άπό τον έξουθενωμένο καί μ ισοαναίσθητο Σ έρ ι νταν. Τό θηρίο μαρμάρωσε ξα φνικά στον σέρα κι* έπεσε έκεΤ δπου βρισκόταν μ* ένα 6ααυ γδούπο. Ή ουρά του αναδεύτηκε σαν υπερφυσικό φίδι κι* έμεινε ακίνητη. Την ίδια στιγμή, δυο σκιές πη δούσαν άπό τό παράθυρο του .δωματίου καί μια παιδική <φωνη„ αντήχησε κρύα καί ί σταθερή: — "Οποιος κινηθή θά πεθάνη! Οί κακούργοι τάχασαν! Τή στιγμή πού περίμεναν νά δουν τον Σέιριιντ'αν στά νύ χια τού βροντόσαυρου, είδαν τό τέρας νά πέφτη νεκρό α πό τήν άκτΐινα ενός πιστο λιού καί δυο σκιές νά πηδούν δίπλα τους. — ΕΤναι ό Μίκυ!, ξεφώνι σε κάποιος άπ* όλους. Τό σατανικό παιδί πού συνοδεύει τον Σέρινταν! "Έκανε μια κίνησι νά τρα 6ήξη τό πιστόλι του, μά τό χέρι του έμεινε μετέωρο στον άέρσ καθώς μιά πράσινη ό”
κτΐνα, σταλμένη άπό τό πι στόλι τού παιδιού, τον βρή κε κατάστηθα. Ή δεύτερη σκιά πού έ μοιαζε σάν άνθρωπος άλλα καί σάν πίθηκος, ό Λή Πό όπως ξέρουν οί αναγνώστες μας, μ* ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα στήν άναίσθητη Νάν ου. Τήν σήκωσε καί πσίίρνον τάς την στήν πλάτη, του έ φτάσε ώς τήν πόρτα, τήν ά νοιξε καί κατέβηκε γρήγοοα τά σκαλοπάτια προχωρών τας προς τήν έξοδο. —Κύριε Σέρινταν!, φώ• ναξε τό παιδί προσπαθών τας νά κότανικήση τή συγκίνησί του. Κύριε Σέρινταν μέ άκαυτε; Τό σώμα τού θρυλικού ντε τεκτιβ Αναδεύτηκε. ^Ανοιξε τά μάτια, είδε τό νεκρό βρον τόσαυρο καί κατάλαβε πώς κάποια ανέλπιστη βοήθεια είχε φθάσει στήν πιο επικίν δυνη στιγμή. — Κύριε Σέρινταν!, ξαναφώναξε τό παιδί. 'Γνώρισε τή φωνή τού Μίκυ καί πετάχτηκε άπό τή θέσι του. Τό πόδι του τον πονουσε ακόμη μά ένοιωθε στο άλλο του σώμα γερός, δυνσ τός, αποφασισμένος νά τά παίξη όλα γιά όλα έπειτα άπό τήν απροσδόκητη σωτη ρία του. ^ Γράπωσε τά κάγκε λα καί άρχισε νά άνεβαίνη. Ό Μίκυ μέ τήν άκρη τού ματιού του, είδε τον ΓκάρΦεν νά κάνη μιά κλέφτικη κίνησ ι. Γκάρφεν!, τού φώναξε
άγρια. Θά πυροβολήσω Γκάρ ψεν! Ό Γκάρφεν δέν τον ακού σε. "Έσκυψε απότομα και σάλταιρε πλάγια. Τό πιστόλι του Μίκυ ξέρασε πράσινη, φωτιά μά την πλήρωσε κά ποιος άλλος κι5 οχι ό Γκάρφεν. — Π ίσω, Μίκυ1!, άκουσε μια φωνή δίπλα του, τή φω νή του Σέριινταν πού είχε προφθάσει νά σνεβή, Στην πόρτα γρήγορα! Που είναι ή Νάνσυ; — Ή Νάνου είναι 4 έκτος Κινδύνου, τού φώναξε ό Μίκυ. Το παιδί οπισθοχώρησε. Σφαίρες καί φλόγες σφύρι ξαν δίπλα τους. Μια καρέ κλα σταλμένη μέ ορμή από τον ντέτεικτιβ χτύπησε στο άωρό κι" ακούστηκαν φωνές καί βλαστήμιες. Ταυτόχρο να τό πιστόλι τού Μίκυ άλ λαξε κάτοχο. Τό άρπαξε ό Σέριινταν καί πύροβολησε μ ιά—δυο φορές. Σωστό πανδαιμόνιο εΐχιε ξεσπάσει στό δωμάτιο. — "Απάνω τους!, λύσσαμ αινούσε ό Γκάρφεν άγρια. Θά σάς σκοτώσω όλους αν σάς ξεφύγη, απειλούσε τούς συντρόφους του. Χτυπήστε όλοι σας προς την πόρτα η λίθιοι ! "Ηταν αργά πια για τον κακούργο νά πιάση την πόρ τα γιά νά τούς άποκλείση την υποχώρησε Οι δυο θρυ λικοί ήρωες, ό άντρας καί τό παιδί, κατώρθωσαν νά ψθά σαυν κοντά της ανέπαφοι,τηιν διασκέλισαν καί την άμπά-
ρωσαν πίσω τους μ" ένα βα ρύ σιδερένιο σύρτη. Ούτε κατάλαβαν πότε κα νέβηκαν τις σκάλες καί βρέ θηκαν στό υπόστεγο. Ό Σέρινταν εΐχε ξε χάσει καί τό πληγωμένο του πόδι. Καθώς ετοιμάζονταν νά βγουν από την έξώπορτα, έ να πιστόλι άστραψε σ" ένα από τά παράθυρα καί ή σφαίρα τρύπησε τό μανίκι τού παιδιού. "Έπεσαν καί οι δυό τους μπρούμυτα καί βγήκαν με τά τέσσερα από την πόρτα. Μόλις βρέθηκαν ελεύθεροι στό ύπαιθρο τό έ βαλαν στά πόδια μέ όλη τους τή δύναμι. Πρώτος σταμάτησε ό Σέ ρινταν. "Αγκάλιασε τό παι δί καί τό φίλησε. Δεν ήξερε πώς νά τού έκφράση την ευ γνωμοσύνη. του. — Μίκυ, τού είπε, αυτή τή φορά έκανες καλά πού παρακόυσες τή διαταγή μου. Λίγο άν άογούαες, πήγαινα χαμένος. Πές μου, όμως,πού είναι ή Νιάνσυ; Την έβγαλε κανένας άλλος άπό τό δωμά τιο τού κακούργου; — Αυτό εΐναι!, τού άπάν τηισε τό παιδί μέ την καρδιά πλημμυρισμένη άπό χαρά. — "Ηρθες μαζί μέ τον καθηγητή Σούλιβαν; Πώς μπήκατε στό δωμάτιο; — "Από τό παράθυρο!, έκανε ό Μίκυ περήφανος. Έ>ώ ανέβηκα καβάλλα σ" έ ναν κοελλικιάντζαιρο. Μόλις κάθησα στό περβάζι είδα την τρομερή σκηνή πού διαα
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
δ·ραμ στιζόταν στο κλουβί τούθηρίου. Είδες σημάδι κύριε Σέρινταν; — Τή Νάνσυ! του φώνα ξε ανυπόμονος ό Σέρινταν. Που είναι ή Νάνου, ποιος την πήρε; — Ό καλλικάντζαρος,σού είπα! — Είναι ώρα για αστεία; τον μάλλωσε ό Σέρινταν Τή στιγμή εκείνη άικούστη κε ένα σιγανό βήμα καί μια άκαθόρ ι στ η σκ ι ά. σχημ ατ ίίστηκε στο μισοσκόταδο. Ό Σέρινταν ετοίμασε τό ^ πι στόλι μά ό Μίκυ του κράτη σε τό χέρι. — Β άζω στοά χήρ α πώς είναι ό καλλικάντζαρος μέ τή Νάνσυ, του είπε γελώντας τό παιδί. Πραγματικά, καθώς πλη σίασε ή σκιά, ξεχώρισαν κά ποιαν που κρατούσε στον ώ μο· του μιά κοττέλλα. Μέ τήν καρδιά ραγισμένη από τή συγκίνησι ό Σέρινταν άρπα ξε τήν αγαπημένη, του Νάνσυ στήν αγκαλιά και καθώς α κούσε νά βγαίνη άπό^ τα ο·’ ήθη της ένας ελαφρύς α ναστεναγμός, Ψιθύοισε μ3 ό λη τή δύναμι τής ψυχής του: —— Σ3 ευχαριστώ Θεέ μρυ πού μάς έσοοσες! ;Πρός τον ρρίίζοντα τής άνατολής, σκορπίστηκε . ένα γαλατένιο φως. "Αρχισε νά ξημερώνη. Μέ τήν αναίσθη τη Νάνσυ στήν αγκαλιάς του ό ν τ έτ εκτ ι β π ροχωοο 0 σ ε μπροστά και σέ αρκετή άπόστασι ακολουθούσαν πίσω
του ό Μίκυ μέ τον άλλο. Σέ μιά στιγμή, ό Σέριν~αν, κ οντοστάθηκε καί νωρίς νά γορίση πίσω του, είπε: — Κύριε καθηγητά δεν θά ξεχάσω ποτέ μου αυτό πού κάνατε απόψε. Ό Μίκυ' συγικράτησε μέ κόπο· τά γέλια του. Ό Σέ ρινταν μέσα στήν ταραχή του δεν είχε πάρει ακόμη εΤδησι τον Αή Πό καί νόμι ζε πώς εκείνος πού βοήθησε τον Μίκυ στήν επικίνδυνη α ποστολή του ήταν ό καθηγη τής ΣούλιδανΠαραξενεμένος πού δεν του απάντησε ό καθηγητής, σταμάτησε, γύρισε τό κε φάλι του καί... έμεινε σαν στήλη άλατος βλέποντας νά προχώρη δίπλα στο Μίκυ ένας πί|3ηικος. — Διάβολε..., μουρμούρι σε. Μέ μιας,- κατάλαβε. Γνώ ρισε τον «καλλικάντζσιρο» τού Μίκυ. ?Ηταν ό Αή Πό,ό •κάτοικος του πλανήτη Πράτ! "Αφησε τή Νάνσυ μέ -προσο·· χή στο χώμα κι5 αγκάλιασε συγικινημένος τον Αή Πό! —Φίλε μο·υ!, έκανε, ^ή έκληξι πού δοκί)μασα βλέπον τας σε έτσι ξαφνικά δίπλα στον Μίκυ λίγο έλειψε νά μου σταματήση τήν καρδιά! Ό Αή Πό. χοροπηδούσε καί ξερόβηχε, δείχνοντας «μ* αυτό τον τρόπο· τή χαρά πού δοκίμαζε κι3 αυτός, βλέπον τας έπειτα από τόσον καιρό τον γήινο φίλο του Σέρίν ταν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
*
Μ·“
ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ
ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ
πρώτη ηλιακή βόμβα έσκασε μέ τρομερό πάταγο.
ΕΙΧΑΝ- σταματήσει στην άκρη ίμιας ίλίιμνης. Ό Σέιρινπαν άκουγετό Μτκυ τγ ού τού διηγότα: ν 'πώς συναντή θηκε (μέσα στη νύχτα ,μέ τον Αή Πό και πώς κιατέστρωσαν μέ επιτυχία τό σχέδιό τους νά μπουν στο σπίτι του Γκ,άρφεν. Ταυτ άχρονα έρρί χνε συνέχεια νερό στο κεφά λι τής Νάνσυ για νά την συνεφέιρη. Ή «μεΛαιχιροινή ’ κοπέλλια, άνοιξε τά -μάτια της καί λί γο· έλειψε νά ξ'ανσλιπσθυμήο~η πάλι από την εκπληξί της βλέποντας τον Αή Πό παρέα /μέ τον αρραβωνιαστι κό της κατ τό Μιίκυ. —Οού βρισκό-μαστε; ψέλ λισε. Στον πλανήτη Πράτ ή στην Αφροδίτη;
28 Ό Σιέρινταν τής έξήγησε μέ λίγα λόγια τί συνέβη καί για ττοιό σκοπό είχε έρθει στην Άφροδΐίτη ό Λή Πό. Το κορίτσι αναστέναξε . — "Ως καί ό Λή Πό άκόιμα παντρεύτηκε., είπε στον Σέρινταν, καί ,μεΐς άκό,μη! — Κι3 έχίει ίμια ωραία γυναΐικα!, πετάχτηκε ό Μίκυ κάνοντας κρυφά από τον Αή Πό ·μιά γκρι/μάτσα, ζαρώνον τας τά φρύδια του. — Είναι ή ομορφότερη γυ ναΐκα στον Πιράτ, βιάστηκε να πή σοβαρά—σοβαρά ό Αή Πό. — Τό πρόσοοπό της μοιά ζει σαν τής κ,αγκουρώ, προσέ θεσε τό πειραχτήρια, ό Μί κυ. Ό Σέρινταν αφού έπλυνε τό τραύμα του καί τό έδεσε ρ’ ένα έπίδεσμο, ζήτησε α πό τον Αή Πό νά τους όδηγήση στο προσωπικό του άα στρόπίλοιο. Ή μέρα είχε φω τίσει για καλά καί τό βρή καν εύκολα. Έκεΐ συνάντησαν καί τη γυίναΤκα του Αή Πό που τους περίιμενε άνυ πόΙμονα. — Εσείς θά «μείνετε έδώ, διέταξε 6 Σέρινταν άφου συστήθηκαν δλοι τους. Έγώ θά τρέξω ώς τ’ άστρόπλοιά ,μα?' Ή Νάνσυ τον κύτταξε μέ ανησυχία. — Μη φοβάσαι, την καθη σύχασε. θά γυρίσω πολύ σύντομα καί θά σου αναγ γείλω τό τέλος τής βασιλεί ας του Γκάρφεν. Τους άφησε ολσυς στο ά"
στρ ό πλοιο του Λή Π ο καί βιάστηκε νά φθάση στον και ταυλισμό των δικών τους αστροπλο'ίων. Πρόλαβε τους κομιμάντος την ώρα που έ κλειναν τις πόρτες, έτοιμοι νά απογειωθούν γιά τό βομ βαρδισμό. «Μέ κινήσεις ολο· πυρετό μπήκε στον «Πρωτέα» καί έξηγώντας ρέ λίγα λόγια στόν Σο-ύλιβαν τά γεγονότα πού μεσολάβησαν, πάτησε ένα κόκκινο κουμπί. Σαν αφη νιασμένο άλογο τό θρυλικό άστρόπλαιο ώρμησε στά ύ ψη, .αφήνοντας πίσω του πεα λώριες γλώσσες φωτιάς, με τά την έκρηξι τών απωθητι κών του πυραύλων. "Ενα—ένα καί τ3 άλλα άστρόπλοιά άφησαν τή γή τής 5Αφ.ροδ«ίτης καί ύψώθη καν στον ουρανό. Ό «μικρός πολεμικός στολίσκος έφθασε σ3 ένα ώρισμένο σημείο ύ ψους κι3 έπειτα άκολούθησε την τροχιά μιας ευθείας γραμρής ρέ νοτιοανατολική κατεύθυνσι. Ό «Πρωτεύς»,ιμέ πιλότο τόν θρυλικό ντέτεκτιβ βρισκόταν στην κορυφή τού σχηματισμού. «θά πάρουμε :μιά βουτιά ώς τά χίλια ιμέτρα, ιμί!λησε από τό μικοόφωνό του προς τούς οδηγούς τών πέν τε άστροπλοίων, καί θ’ αΦησοορε τίς ηλιακές μας βου βές. Δίνω τα" σύνθημα πρώ τος Ακολουθήστε με!» Μέ τό πάτηρα ενός πρά σινου κουμπιού οι πύραυλοι σταμάτησαν νά ωθούν τό ά στρο πλοίο καί, τό 61 απλανή-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τικό μεγαθήριο τής ’Αστρικής Ασφάλειας, άψοΰ ζυ γιάστηκε για λίγο στον άέ-. ρα, άρχισε να πέφτη, μέ τρο μακτική ταχύτητα προς τα κάτω καθώς το τραβούσε ή έλξι τής επιφάνειας τής "Α φροδίτης. Ό Σέρινταν είχε άγρυπνα καρφώσει τό μάτι του στον υψομετρικό δείκτη. Κι" δταν αυτός έδειξε πώς τό δ^ιαπλα νητικό σκάφος δεν άπεΐχε παρά χίλια μέτρα από την επιφάνεια τού πλανήτη·, πά τησε τό κουιμπί πού θά έθε τε σέ ενέργεια τούς πυραύ λους. Ταυτόχρονα ό καθη γητής Σούλιβαν τράβηξε έ να ιμακρό μοχλό, μια τερά^στια ηλιακή βόμβα άποσπάστηκε από τό σκάφος ^ και σφυρίζοντας δαιμονισμένα , κ απευθύνθηκε μέ τόιν μ αγνή τ ι κό ττροσ ανατολ ι σιμό πού τής είχαν δώσει προς τά κτίρια του Γκάρφεν. 0! πύραυλοι, μέ τό πάτη μα του κουμπιού πού έκανε ό Σέρινταν, πήραν φωτιά και τό διαπλανητικό σκάφος άλ λαξε άμέσως πορεία και^ υ ψώθηκε, αστραφτερής σ αϊτοί, προς τον ουράν ό. Αίγα δευ τερόλεπτα ^ αργότερα, ^ένας έκκ ωφ αντ ι κό ς θόρ υβός ξέ σττα σε στήν επιφάνεια καί τερά στιες γλώσσες φωτιάς σπά θισαν τήν ατμόσφαιρα, ένώ ένας μαύρος καπνός υψώθη κε σέ σχήμα μανιταριού προς τον ουρανό. —- Θαυμάσια!, μίλ η σ ε πρώτος ό Σούλιβαν με ένθ'ου σιασμό καθώς ό Σέρινταν
29
άλλαζε πορεία στόιν «Γΐρωτέα». Μέσα σ3 ^αύτή φήν κόλασι τής φωτιάς θά γίνουν στάχτη, τά κτίρια καί οι κα κούργοι. Καί δεύτερη έκρηξις δό νησε τήν ατμόσφαιρα, έπει τα τρ,ίτη καί τέταρτη. Ακο λούθησαν άλίλιες δυο ακόμη: καί τά ' δ ιαπλάνητ ικά σκάφη, τώ,ν κομμάντος τής "Αστρικ ή ς 3 Ασ ψάλε ι ας,ά φοΰ έρρ ι ξαν από μια ηλιακή βόμβα στο στόχο·, συντάχτηκαν σέ σχη ματισμό στα ύψη τοΰ ουρα νού, ακολουθώντας τήν πο ρείά πού χάραζε ό «Πρωτέας». «Προσοχή, προσοχή ! »,μί λη.σε ό ντέτεκτιβ από τό μικρόφωνό του καί ή φωνή του μεταδόθηκε από τις ύπερη χητιικές κεραίες σέ όλους τούς κομμάντος. «"Ετοιμοι για προσγείωσι στήν επιφά νεια καί ακριβώς στο ΐδιο μέρος πού προσγειωθήκαμε χθες, στήν άκρη τής ζούγ κλας». Τό ένα μετά τό άλλο, τά αστυνομικά άστρόπλοια, έ θεσαν σέ λειτουργία τούς ά'νασχίετίικούς πυραύλους καί σέ λίγα λεπτά προσγειώνον ταν από καθωρισμένο μέρος/ δίπλα στον «Πρωτέα». Πρώτος πετάχτηκε έξω ό Σέρινταν καί τον ακολούθησα; ό καθηγητής. Ό ήλιος, ένας τεράστιος φλογισμένος δί σκος, εΐχε ύψωθή αρκετά στον ορρανό καί ή επιφάνεια τής "Αφροδίτης παρουσίαζε ολόγυρά τους ένα υπέροχο θέαμα. Σπάνια λουλούδια μέ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ έντονα χρώματα φύτρωναν στο ττλαϊ μιας γειτονικής λίμνης κι' έφτανε ώς τά ρου θούνια των αστροναυτών μια μεθυστική ευωδιά. Ή βλάστησις ήταν οργιώδης^ και ή ζούγκλα πίσω τους είχε ξυ πνήσει από. τά τιτιβίσιματα ιών πουλιών καί τούς γρυλ λισιμούς τών ζώων. Ό Σέρινταν όμως,, παρ’ οΑη. τή διάθεσί του, δεν είχε καιρό νά θαύμαση την άμορ φιά τής φύσεως. Τό μάτι του καρφώβηκε έρευνητικό προς τό σύννεφο του καπνού πού διαλυόταν, έκεΐ πού πριν λί γη ώρα υπήρχε τό οπλοστά σιο του κακούργου. Μά τώ ρα πια δεν υπήρχε κανένα κτίριο. Μέ τις διαπλανητικές του διόπτρες στα μάτια, δ-έκρινε ερείπια καί αναπο δογυρισμένα αύτοκίν η τ α . Ούτε ψυχή ανθρώπου· δεν φαινόταν. — Ή βασίλειά τού κα κούργου Γκιάρψεν πήρε τέ λος!είπε μέ άνακούφισι στον Σούλιβαν πού τον άκο λουθούσε. έ πεντακόσια μέτρα περίπου1 απόσταση βρήκαν τό άστρόπλοιο ■ τού Αή Πό μέ τή συντροφιά του. Ή Νάν ου τον αγκάλιασε χαρούμε νη μόλις τον είδε. Ό Μίκυ χο-ροπηδούσε σαν τρελλός από τή^ χαρά του για τό τέ λος του Πκάρφεν. . — Αυτός ήταν βομβαρδι σμός !, έλεγε κάι ξάνάλεγε. Ούτε κοκκαλάκι δεν θ^’ άπόμεινε οστό τούς κακούργους.
Η ΘΕΙΑ ΔΙΚΗ ΜΌΝΟ
0
ΑΗ
ΠΟ δεν έπαιρ Μεμέρος στη γενική χαρ ά . Τά μυτερά του αυτιά κου νιώνταν ανή συχα καί σ έ μ ι ά; στ ι γμή άνάπήδησε: ^— Έκεΐ, κυττάξτε έκεΐ κ ύιρ ι ε Σ έρ ι ντ αν!, είπε άνή συχος κι’ έδειξε σ’ ένα ση μείο·, πίσω από τά κατε στραμμένα κτίρια του Πκάρ φεν. Ό Σέρινταν έφερε τις δια πλανητικές του διόπτρες στά μάτια καί τά ήρεμα χαραρακτηρ ιστικά του άλλοιώθηκαν. — Τί συμβάίνει; τον ρώ τησε ανήσυχη ή Νάνου. — Συμβαίνει πώς ό Γκάρ φιεν μέ την παρέα του γλύτω σε πάλι!, τής είπε σφίγγον τας τις γροθιές του. Φαίνε ται πώς στο οπλοστάσιό του υπήρχε κάποιος υπόνομος κι' από κεΐ κατώρθωσαν νά φύγουν καί νά γλυτώσουν άπό^ τό βομβαρδισμό. Προχω ρούν τώρ'α προς έίνα δεύτε ρο καταυλισμό μέ χαμηλά κτίρια καί αυτοκίνητα. "Άν έχουν έκεΐ μέσα τά άστρο πλοιά τους... _ — Τους βλέπω κι5 έγώ!, συμφώνησε τό παιδί. — Πρέπει νά γυρίσουμε στ5 άστρόπλοιά μας Τζό!, τον παρακάλεσε ή Νάνσυ καΐ τον τράβηξε από τό χέρι. ^ (Μά ό Σέρινταν δεν κουνιό ταν άπό τή θέσι του λες καί
(«άτι περί'μενε. -Γύριζε κάθε τόσο τις διόπτρες του ολό γυρα και τό πρόσωπό του οίίλίλαιζε εκφράσεις από στι γμή 'σέ στιγμή. Έκεΐνο πού έβλεπε ήταν κάτι τό απροσ δόκητο, τό απίστευτο. Είδε νά πλημμυρίζουν τον και νούργιο καταυλισμό δεκάδες θηρία, νά περνούν δίπλα α πό τα αυτοκίνητα και νά κατευθύνωνται προς τή συν τροφτά των κακούργων. · —Τά θηρία!., φώναξε καί ή Νσνσυ πού δεν τής ξέφυγε τό θέαμα. — Ναί, μίλησε άργά^ ό ντετεικ,τιβ1. Τά θηρία αγρίε ψαν άπο τούς δίαιμσνισμέ -» νους κρότους τού βορβαρδι σ,μού καί ξεχύθηκαν ^ακράτη τα άπό τή γειτονική ζούγ κλα. Είναι τριδάκτυίλοι, δει νόσαυροι κι5 άλλα άγνωστα σέ μάς τέρατα. Μού ψαίνε ται πώς αυτή τή φορά ό Γ ικ άρφεν τήν έχε ι άσ χημ α!.., Πραγματικά, ή παρέα των κακουργών ρόλις είδε τά θη ρία έμεινε για μια στιγμή ακίνητη κι5 έπειτα λοξοδρό μησε. Φαίνεται πώς δεν εί χαν όπλα επάνω τους γιά ν5 όντισταθούν. Μά καί νά εί χαν θά τούς ήταν άχιρηστα μπροστά στην άγέλη των ά“ γρ ιρ μενών αυτών τεράτων που όσο πήγαιναν κοό πλήθαιναν καί παρουσιάζονταν άττ’ όλα τά σηιμεΐα... Σέ λίγο οι κακούργοι βρέ θηκαν· κυκλωμένοι από· τά τέρατα. Τό ποδοβολητό τους θύμιζε τον ήχο εκατό ^αμα ξοστοιχιών. "Αλλα μούγγρ ι-
ζαν, άλλα ούρλιαζαν καί τί ναζαν τις γιγάντιες ■ ουρές τους μέ πάταγο στη γή. Οί κακούργοι τά χρειάστη καν. Τους ήταν πιά αδύνα το νά φτάσουν στον καινούρ γιο καταυλισμό τους όπου βρίσκονταν τά άστρόπλοιά τους. — Στή λίμνη!, ούρλιασε ό Γικάρφεν. Γρήγορα νά πέ σουμε στά νείρά τής λίμνης! ^ Έτρεξαν μ5 όλη τους τή δυναμι. "Έβγαζαν άφρούς ά πό τό στόμα τους καί οί πε ρισσότεροι ^ βλαστημούσα ν. Ή λίμνη ήταν ή σωτηρία* τους. ’Άν κατόρθωναν νά μπούν στά νερά της, ό τρο μακτικός κλοιός που τους εί χαν κάνει τ" αφηνιασμένα τέ ρατα δεν θάταν πιά έπικίνδυ νος. Γιατί τά περισσότερα από αυτά δεν ήξεραν νά κο λυμπούν· Ό Πκ άρφεν έφτασε πρώτος στ ή λ ίμνη.1Η άγωνί α είχε. παραμορφώσει τό έγικλημάτικό του· πρόσωπο σέ ίμιά άποκρουιστική [μάσκα. Δίπλα του έφτασαν καί οί σύντροφοί του ένώ τά θηρία δεν άπεχαν παρά εκατό μέτρα πί σω τους. Φορούσαν ακόμη: τί^ συ σκευές οξυγόνου. Τό οπλο στάσιό τους ήταν γεμάτο α έρια καί μέ την καταστρο φή του άπό τό βομβαρδισμό ή γύρω περιοχή είχε μολονθή γΓ αυτό τό λόγο αναγκά στηκαν νά τις φορέσουν. ΛΑ5 αυτά τ" αέρια σκόπευε νά εξόντωσή τή Γήινη Κοινο πολιτεία ό εγκληματίας.
32
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Τή στιγμή πού ό πρώτος Κακούργος έπεφτε στη λίμνη, έγιινε κάτι πού πάγωσε τό αίμα των συντρόφων του. Μέ σα από τά ακάθαρτα νερά της πρόβαλε ένα τρομερό θηρίο μέ αποκρουστ ική μορ φή και ιμέ πολλά κέρατα. Και κοντά σ" αυτό τό θη ρίο πρόβολον κι5 άλλα, κι3 αλλά, δεκάδες κΓ έικατοντάβες! Ή λίμνη, από τη μια στιγμή στην άλλη, έπηξε α πό τά γιγρντιαΐα αυτά τέρα τα πού, ολα μαζί, τιροχω ιρούσαν προς τήν ομάδα των απελπισμένων ανθρώπων. Ταυτόχρονα και τά θηρία τής ξηράς κατέφθαναν. Και τότέ, έγινε κάτι πού δεν μπορεί νά^ τό περιγράψη πέννα ανθρώπου. Οί κακούρ γοι τρελλο,ί άπό τον τρόμο τους έπεσαν στή λίμνη. Μά ταιες όμως οί προσπάθειες τους. Τά ιάφηνιασμένα τέρα τα τούς έφτασαν και σε λί γο δεν άκούγανταν τίποτε άλλο παρά μόνο γοερές κραυγές κάΐ μουγγρητά ά^ παίσια πού έκαναν τή γη νά τρέμη... Αέν χρειάστηκαν παρά δυο λεπτά μόνο οτά Τ Ε Συγ,γραφευς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ •Απαγορεύεται
η
Αναδημοσίευα ις
έξώκοσμα τέρατα νά κατα βροχθίσουν τούς κακό 6 ργους... * V 4— Τρομερό θέαμα!, ψέλ λισε ό Σέρινταν αφήνοντας άπό τά μάτια του τις διό πτρες του. Δεν γλύτωσε κα νείς. Πλήρωσαν τά έγκλήματά τους όπως τούς άξιζε. Με τό θάνατο του 'Γκάρφεν ή Γη θ" άναπνεύση. Έκανε νά σκουπίση τον ι δρώτα άπό τό μέτωπό του όταν μιά φωνή φρίκης ξέφύ γε ταυτόχρονα άπό τά χεί λι-· τής Νάνου και του Μίκυ: λ-— Τά (θηρία! Τά θηρία Μας έχουν (κυκλώσει καί μάς!... Τά θηρία! Αναπήδησε στή θέσι του καί ικύτταξε ολόγυρα. "Ενα σύννεφο σκόνης είχε ύψωθή π;ρός τό ιμέρος τής ζούγκλας καί φοβερά μουγγρητά δο νούσαν τήν ατμόσφαιρα. "Α ριστερά τους, άλλο ένα σύν νεφο σκόνης πλησίαζε... —Είμαστε χαμένοι!, ψέλ λισε ένας άπό τούς κομμάντος. Ή ίδια τύχη μέ τούς κακούργους περιμένει σέ λί> ο καί μάς ! Ο Σ
Η
ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ
ΧΑΡ. Τ ΣΕΚΟΥ ΡΑ, Αθήνας: Ε στάλη. 'Ο 2ος τόμους θα βιβλιοδετηθή δτισν έκδοθή τό τεύχος 16. 'Ο -πρώτος άνθρωπος στον ■κόσμο πού δ ι εκήρυξε την θεωρίάιν δτι νή Γη κπνεϊται γύρω άτπό τον "Ηλιο, ήταν ό μεγάλος "Ελλην φιλόσοφος καί αστρονόμο ς βΑρίσταρχος άτπό τη Σάμο. Αύτό έγπνε πρΐ<ν άτπό 2-500 χιρόνια. Οι μεγάλο ι σοφοί της εποχής του, ό Ευδ'οξος καί ό Άριστοτέληις, άν τε τίθεντο ττιρίόρ τήιν άτποφΊν αυ τήν. Τό μεγαλύτερο^ τηλεσκόπιο του Κόσμου είναι του αστεροσκο πείου τού δαους Παλομάρ. *Η διάμετρος του φακού του είναι 5 μέτρα καί ζυγίζει 30 χάννους. Στις άνώτιερες τάξεις του Γυμνασ ίου θα κάνετε καί τδ μάθημα έκίεΐνο πού άναφέοεται στο Σύμτπαν. Ο ΓΕΩΡ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑ, ©εσσαλονίικιη·: *Η ταυτότης έδόθη •με τό τευχορ 9- Δεν -πρόλαβες νά τιό άγιοράσης διότι έξηιντλήιθη. Πάντως μπορείς νά τδ ζητήσης άπδ τά γραφεία μας, ^ στέλνον τας 2 δρχ. σέ γραμματόσημα. Ό Γαλαξίας είναι έκείνη η. λωρίδα γαλακτώδους χρώματος που φαί νεται νά έκτε ίνετα^ στη. υΐέση του ουρανού. Μέ τη βοήθεια ι σχυρών τηλεσκοπίων ενει άνακαλυφθή δτι τδ φως του ΓαλαξίΙα· προέρχεται άπό άναρίιθμηιτα^ μι κρά άστρα, τόσο μικρά, που τδ γυμνό μάτι εΤναι άδύνατο νά τά διακοίνη χωρατά. Τον Γαλαδίία μίποοεΐς νά τον δ ισκιριίνης κάθε βράδυ άρκιεΐ νά μην έχη συννε φιά. 0 ά ποοαέδης εΐο^ τδ μέσον του οάοανου δηλαδή θά κυττάξ^ς άκρί'βώς πάνω από τό κεφάλι σου, καί θά δή.ς αύτό τό άχνό σύννεφο, πού δεν είναι άλλο άπό μιά σοΥκέντιαωσι χιλιάδων ά στρων σέ πολύ ,μενάίλη άπόστασι άπό ένάς. Ο ΑΛΕΞ. 1ΩΑΝΝΓΔΗ /οδό: Σ’ εύχσοιστώ για τά καλά ^ου λόν;α. ιΟ Ύπιεοάνθρωπος θά έκδίδετσι νιά πολύ κα’σό καί θά συμπτληρώσης μιά βιβλιοθήκη άπό θαυμάσιε π διο?πλανητ'κές πεοιπέτειες. Ο! τό μοι του 4Υπερανθοώπου εγουν έθαιοετί'κή χουσοπσνόδ{Γτη βιβλιο δεσία, ή δε τ ιμλ των 5 δρχ. είναι πολύ χαμηλή. Έάν τά παραγγεί-
λετιε έξω θά σάς ζητήσουν τδ λιγωτιερο 12 δρχ. για βιβλιοδε σία:. Ό Τζόε Σέριινταν εΤναι δ τύπος του τέλειου άνδρός σέ δύναμι καί χαρακτήρα. Ό Μίικυ σ’ ευχαριστεί. © ΓΕΩΡΓ ΔΕΣΥΛΑΑ, Κέρκυρα: Ό πρώτος τόμος όποτελεΐται άπό τά τεύχη 1—8. Ό δεύτερος θά συμπληρωθή μέ το τεύχος 16. Ή βιβλιοδεσία κοστίζει ^5 δραχ.+2 για τά τα χυδρομικά = 7 δραχ. Στείλε μου τα τεύχη μέ απλό δέμα, στην οιευθυνσι κ. Γεώργιον Γεωργιάδην, Λέκκα 22 5Αθήνας. © ΛΑΚΗ ΚΕΡΑΣ ΙΩΤΗ, Πειραιά: Εί μαι ενθουσιασμένος μαζί σου. κα θως καί μέ τά παιδιά τής όμάδος. Σε λίγα χρόνια^ τά ταξίδια στο διάστημα θά ^είναι πραγματικότρς. "Έτσι ^ δπως μιλάμε για τους προσκόπους, θά μπορούμε νά λέμε γιά την Α ομάδα των Αστροναυτών, σαν κάτι πολύ φυ σικό.^ Δ ι απλανήτικά άεοοδρόμια δέν έχουν κατασκευασθή άκόμη. Πάντως υπάρχουν βάσεις έκτοξεύσεως πυραύλων, σέ δλες τις μεγάλες χώρες./Εξ άλλου τά άστρόπλοια θά άπονειώνωνται καθέτως καί δέν θά χρειάζωνται οί διάδρομοι προσγειώσεως, δπως ατά σημερινά άεροδρόμια, δπου η τροχοδρόμησις των άεροπλάνων^ εΐναι άπαραίτητη. Χαιρετι σμούς ατά παιδιά, καί πεοιμένω γράμμα άπ’ δλους. © ΚΩΝΣΤ. ΚΑΝΑΚΑΚΗ, Αθήνας: Σοΰ έ στειλα τά τρία πρώτα τεύχη. 'Η ταυτότης δίνει έκπτωσι 30% γιά δ,τι άγοράζετε άπό τά γραφεία μας^ τόμους, τεύχη, κ.λ.π. Δηλα δή ενώ ή^ άβία τού τεύχους είναι 2 δρχ. θά τό πάρης άπό τά γρα φεία μας μόνον 1.40 δραχ. Ε πίσης οί τόμοι πού έχουν άξία 20 δραχ. θά τούς πάρης προς 14 δραχ% έκαςττον. ΕΤναι μία έκπτωσις αρκετά υπολογίσιμη, πού έγινε γιά νά ποουηθεύωνται δλα τό: παιδιά τίς/κδόσεις μας. Την ταυτότητα σού την έπέστρεψα. © ΑΛ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ Τρίπολιν: Έστάλησαν. Μή μού δαναστείλης την ταυτότητα. Ό Υπεράνθρω πος θά έκδίδετσι γιά πολύ και ρό ακόμη. Π. ΠΕΤΡ.
Υ1¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥Τ¥¥¥¥ΤΤ¥¥¥¥Τ¥¥¥¥¥¥¥¥Ι¥¥^β
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΙ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραψεΐα: Όδός Λέκκα 22 — ΑΡ?Θ. 16 — Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δανάης: Στ, Άνεροδουράς, Φαλήρου 41, Οϊκοινρμί'Κιός Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργία6ης, Σφιγιγός 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χιατζηβασιιλείου, Ταταούλωιν 29 Ν, Σμύρνη. ΕΠΙΤΑΓΑΙ:
Γ. Γεωργιάδην Λέικικία 22 Αθήνα ι.
ΟΗ3
ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ
Συγκλονιστικό, δραματικό, υπέροχο, άριστουργηματικό, είναι το επόμενο τεύχος του «Υπεράνθρωπου»* το 1 7* πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο :
ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ Ό θρυλικός αστροναύτης Σέρινταν μέ την αρραβωνια στικιά του Νάνσυ και το ατρόμητο Ελληνόπουλο., τον Μίκυ, μπλέκουν σέ μια απίστευτη περιπέτεια.- μέσα στο χάος του "Απείρου, δπου ενα τέρας εξουσιάζει το άστρόπλοιό τους άλλα και αυτή τη θέλησί τους και τη σκέψι τους ακόμη ! Θά μετανοιώση οπωσδήποτε οποίος δέν άγοράση το έπόμενο τεύχος !
ΠΡΟΣΟΧΗ! "Όλοι οί άναγνώστες τού «Υπεράνθρωπου» θά πάρουν μαζί μέ το τεύχος αυτό, χωρίς καμμιά αύξησι τής τιμής του, καί ενα άκόυιη τεύχος τών 32 σελίδων, υιάς άπό -τίς έκδόσεις μας: ΤΑΓΚΟΡ, ΓΕΡΑΚΙ, ΔΙΑΜΑΝΤΙ, ΜΑΤI, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ κ.λ.π. Μέ δύο δραχμές, δηλαδή, θά πάρουν όλοι δυο τεύχη των 32 σελίδων το καθένα !
^ 10 .ΠΑΙΔΙ-ΑΓΡΙΜΙ 1 υ> 1 ,ί|Γ™ χώνει
ρΠΒΚΚΚΛ ΠΑΙΔΙ-ΑΓΡί ΜΙ, ΜΑΤ £ΔΙΔΑΕΕ1 ΟΤΙ Η ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΧ 1
το μαχαίρι τον χτο
ΕΗΑΡΤΑΓΑ\ ΑΠΟ ΤΟ ©ΑΡΡΟΣ ΚΑΙ 4 ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΔΥΝΑΜίΙ Η
ΛΑ\ΜΟ Τον Ν£ΡθΒθνρ>ΑΛί\ «Τ
Λ
ΟΤΖΑφΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΑ ΓΕΝΝΑΙΟΙ | ΣΥΓΧΩΡΗΣΕ ΤΟΝ ^ΒΑΣΙΛΙΑΛα
ΤΕ ΙΥΓΧ.ΩΡΟΛΤΖΑφΤΑί... ίφΕΡΤΕ,ΜΟν ΤΗΝ ΑΣΠ4ΔΑΜΟΥΜ \ΓΓ^Τ^Η
ΔΟΣΕΤΗΝ ΑΣΠΙΔΑ ΣΤΟΝ ΤΖΑ-
2
ΜΠΟΥΡΙ ΩΣ ΣΗΜΑΔΙ φΙΑΙΑΧ!
5
αιπΤδα
ΔΕΝ ΘΑ ΕΑΝΑΠ£\ΡΑΞονΜΕ Τα
<
ΛβΡΙΟ ΤΟΥ1. V ^’^^ΑνΤ0 ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΤΙ
V, ΤΟΥ ΡΑΧΙΑΙΑ!
/>^^&(ειΣΤΡ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ I
βΜμ&Χ
Γ£ΝΝΑ\Α φνΛΗ1'
ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Εΐδε ένα παράξενο τέρας νά τον κυττάζη...
II ΕΠΕΑΑΕ1Σ ΎίϊΜ ΤΕΡΑΤΩΝ ΗΤΑΝ ^ ΑΛΗΘI ΝΑ. δραμα τική ή θέσι του θΐρυλικού άότιρ,ανα,ύτη ντέτεικτιβ Τζόε Σέρινταν και τής συντρο φιάς του. Βοίσκανταν · στον πλανήτη 5Αφροδίτη, καί· πριν ακόμα προλάβουν νά άναπνεόσουν άνακουφισιμενοι α πό τό τραγικό τέλος πού βρήκα ό άρχιικαικοΟιργος Γκά,ο ψεν μέ τούς συμμορίτες του, τίέφτο'ντας θύματα εκατοντά
δων ά φηιν ι ασ μ εν ω ν τ ε,ράτ ων τού. τούς καταβρόχθισαν μέ σα σέ δυο λεπτά (*)’, ή φω νή τής Νάνου καί τού Μί-' κυ αν τ ήχ ησ ε τ αυτ άχρονα, φρ ικιαστική, απελπισμένη : — Τά θηρία! Τά θηοία!^ Μάς έχουν ■ κυκλώσει καί μάς! Τά θηρίρ!... (*)- Διάβασε τη ·συγκλονιστική •προιττέτε; α ττ>ρυ δηιμιοσ ι’εύθηικιε στο προηγούμενο. τεύχος του «Ύτη&ραινθρώτηου» μέ τον τίτλο·: «*Ό πλα νήτης των τεράτων». ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
"Ενα σύννεφο σκόνης εΤχε ύψοοβη προς τό 'μέρος τής ζούγκλας και φοβερά μουγγρη,τά δονούσαν την ατμόσψαι.ρα. Αριστερά τους, άλ λο ένα σύννεφο σκόνης πλησί αζε... —· Είμαστε χαμένοι! / ψέίλ λισε ένας από τους κορμάντος πού συνώδευαν τον Σε ρ ινταν στην καταδίιωξί του ε ναντίον του ΠκάρΦεν. Ή ί δια τύχη ρέ τους κακούρ γους περ ιρένε ι σε λίγο και μάς! Το βλέρμα τού Σέρινταν ττήρε ριά γρήγορη στροφή καί κύτταξε ολόγυρα. Ή θέσι τους ήταν αληθινά άπελττι στική. Τά θηρία από εκατόν τάδες είχαν γίνει χιλιάδες καί έρχονταν καταπάνω τους από άλες τις διευθύνσεις.Τό γρήγορο ποδοβολητό τους έκανε τη γη νά τρέίμη καί τά μουγγρητά τους πίληιμρέρι ζαν την άτμόσφαιρα συνθέ τοντας μια πραγματική σκη νή καλάσεως. Οί άστροναύ τες βρίσκονταν στη .μέση αυ τού του τρομερού, τού μα νιασμένου κλοιού που στέ νεύε δλο καίί πιο πολύ σε κά 6ε δευτερόλεπτο που περ νούσε. "Ολα τά πρόσωπα είχαν κερώσει από τάν τρόιμα καί κοττάζαντον απελπισμένα, νωρίς νά βρίσκουν καμμιά λόσι. Μόνο τό πρόσωπο του θρυλικού Σέρινταν έμενε Ψύ χραιμο, ενώ τό βλέμμα του στρεφόταν προς άλες τίς δι ευθύνσεις ζητώντας μια δι έξοδο, μιά σωτηρία.
—Τό άστρόπλοιο τού Λή Πό !, φώναξε θριαμβευτικά ό Μίκυ καίί τά ράτια του φω τίστηκαν από χαιρά. Ό Σέρινταν κούνησε τό κεφάλι του. Τό εΐν'ε σκεφθη κι’ αυτός, μά τό .μικρό άστρόπλοΊΟ δεν χωρούσε ού τε πέντε ανθρώπους ένώ δ λο ι τους ήσαν πάνω από τοι άντα. Έποεπε νά σκεφθη κάτι άλλο πιο αποτελεσμα τικό. Τό ιμυαλό του πήιοε χί λιες στροφές ιμέσα σ’ ένα δ ευ τεοόλεπτο καί φώτισε χίλια σχέδια. 3Απ’ άλα αύτά^ τά σχέδια που σκάφθηκε, διάλε ξε τό πιο καλύτερο. — Λή Πό!, φώναξε στον φίλο του, νοιμίζω πώς υπάρ χει ένα πολυβόλο στο άστρο πλοιό' σου... — "Ενα πολυβόλο μονά χα. βιάστηκε νά άπανΤηση ό Λή Πό, οι σφαίρες του δμ ως εΐνα ι περ ι ωρ ισμένες. —- Λή, Πό!, τον διέταξε χωρίς χασομέρι ό ντέτεκτιβ, ετοίμασε τό- πολυβόλο σου κάί χτύπησε τά θηοίσ που έονονται από τό υέοος τής ζούνκιλας δπου βρίσκονται τά δικά ρας άστοόπλοισ. Ε γώ καί οι πιλότοι τους θά 'οέξουιμε στο ρήιγυα που θά δηιμιουιργήισουν οί σΦαίοες σου νιά νά ξεΦάγουμε από τον κλοιό. ΡΤξέ πάνω από τά κεφάλια υσς ρέ ψυχρά ι αία καί ποοΌ-οξε νά .μη μάς σκοτώσης! "Οταν δής στι ξ,ε Φόγσρε, γύονα τό πολυβόλο σου ποός τό ρέρος τών θη ρίων που θά έχουν πλησιά σει περισσότερο κοντά σας...
Χωρίς νά περ ιμένη δεύτε* αη διαταγή, ό Λή Πό, ώριμη σε μπαίνοντας στο άστρο τΓ'λοιό τοσ ένώ 6 Σέΐρινταν μέ τούς πέντε πιλότους σονα δέλφους του; ξεκίνησε τρέ χοντας, ρέ τήιν ελπίδα πώς θά κοοτάφερναν νά φθάσουν ώς τ’ άστρόπλοιά τους για νά προλάβουν κατόπιν νά πά ρουν καί τούς άλλους. Δεν είχαν προχωρήσει πε ρισσότερο από εκατό μέτρα όταν, πάνω από τά κεφάλια τους, σφύριξαν άνατριχιαστι κά δεκάδες σφαίρες κι5 ακόυ σαν πίσω τους τό πολυβόλο τού Λή, Πό νά κελαϊδάη μέ τον πνιχτό του κρότο. Ταυτό χρανα άντίικρυσαν τά θηρία πού έ|ρχονταν ακριβώς απέ ναντι τους νά κσνταστέκωνται, νά σηκώνουν τά τερά στια κεφάλια τους ψηλά κι3 έπειτα νά πέφτουν σφαδάζον τας στη γή; χτυπημένα θα νάσιμα από τις σφαίρες. —ιΓγρήγορα!, φώναξε ό ντέτεκτιβ. Γρήγορα νά προ λάβομε ! 3Από την αγωνία, τό τρέ ξιμο καί την τρομερή ζέστη, έβγαζαν άφρούς άπό τό' στό μα. "Έτρεχαν όμως όλοι τους μέ τον ίδιο πάντα ρυθμό, λές κι' ήσαν κουρδισμένες μηχα νές κΓ όχι άνθρωποι. Ή σκέ ψι πώς οί σύντροφοί τους που ρμειναν πίσω στήριζαν σ3 αυτούς τή σωτηρία τους, τούς έδινε φτερά στά πόδια. Τό πολυβόλο του Λή Πό σταμάτησε. 5 Ηταν καιρός πια γιατί οι σφαίρες του
π^ρνούσοον
λίγα
έκατοστά
πάνω άπό τά κεφάλια τους. Είχαν φΒάσει τώρα κοντά ατά ^ θηρία που, πεσμένα κα ταγής, άλλα έμεναν άκίνητα, νεκρά, κι3 άλλα χτυπιώινταν καί μούγγριζαν κι3 έτριζαν τά δόντια τους τραυματισμέ να κα'ί άνίΙκανα νά συνεχίσουν' τήΐν μανιασμένη πορεία τους; Πίσω τους, σ3 εκατό περί που μέτρα απόσταση ύψωναν τις αστραφτερές σιλουέττες τους πρός τον ουρανό τά έξη διαπλανητικά άστρόπλοιά. Πηδώντας ανάμεσα στά νεκρά κάί τραυματισμένα έ· ξώκοσμα τέρατα οί έξη ήρωϊ κοί αστροναύτες, έδωσαν καί τήν τελευταία τους δύναμι γιά νά φθάσουν στ3 άστρο πλιοιά τους. Δεν άπεχαν πα ρά λίγα μέτρα όταν, άπό τ3 αριστερά τους, ένας τρομε ρός κολοσσός έκανε τήν έμφάνισί' του. ^Ηταν ένα πα ράξενο τήρας πού ό όγκος του θήμιζε τάνκ. Τό κορμί του ήταν ντυμένο άπό ένα χοντρό όστρακο κι3 άπό τά ρουθούνια του ξέφευγε ένας ήχος πού θύμιζε τό ουρλια χτό τής σειρήνας σέ ώρα συ ναγερμού. "Εξη πιστόλια τραβήχτη καν ταυτόχρονα άπό τις θή κες ^ τους κι3 έξη γλώσσες φωτιάς ταξίδεψαν πρός τόιν τρομερό όγκο τού θηρίου. Ό Σέριινταν καί οί πέντε σύν τροφοί του εΐδαιγ κατάπλη κτα ι πώς τό θηρίο δεν νοιά στηκε καθόλου γιά τις φω τιές πού τό έζωσαν. —- Είναι άτρωτο!, φώνα* ξε ένας άπό τούς πιλότους
5
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό Σέριντάν ύψωσε για δεύτερη φοιρά τό πιστόλι του και σημάδεψε μέ^ προσοχή,/ κρατώντ&ς και τήν ^αναπνοή Του. Τό τέρας τον είχε πλ,ησ ι ά;σε ι . σε άπόστ ασ ι δέκ α ^ με τρων. Πάτησε τη σκανδάλη μέ ψυχραιμ ία. · Ή πράσινη φλόγα πού βγήκε άπό τήν κάννή του πιστολιού του^ δεν χτύπησε αυτή τη φορά τό θή ρ.·ίο στο χοντρό όστρακό του κορμιού του, άλλα στο μάτι του. Ό κολοσσός άναιταράχτηικε απότομα, πήοε ^μια στροφή· κάπως κωμική κι* έ πεσε ανάσκελα, ενώ ^ τό τε λευταίο του ουρλιαχτό εσκι ■ σε τήν ατμόσφαιρα κι’ άνα τ ήχησε πολλά χιλιόμετρα μα κρυά..; ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΩΝ .
ΤΟ ΠΟΛΥΒΟ ΛΟ τού Λ ή Πό;, ά φΌ 0 σκόρπια ε τ ό κοφτερό τ ο υ μολύβι στα τέ ρατα πού πλη σίαζ αν από τρ μέρος ■ τής ζούγκλας κΓ άνοιξε ένα πέρασμα για τον Σέριινταν και τούς συντρό φους του κομμάντος νά φθάσουν ώς τ’ άστρο π λ οι ά τους, γύρισε τήν κάννη του ο τή ν άντίιθετη διεύθυνσι δ που άλλα θηρία πλησίαζρν επικίνδυνα. Γύρω άπό τό μι κρό σστρόπλοιο βρίσκονταν οι κόμμσντος άστροναύτες,ή Νάνσυ, 6 ΑΛίκυ,. ό καθηγητής Σούλιβαν καί ή γυναίκα του
Λή Πό. 5Ενώ αμως όλοι τους κύτταζαν μέ· τήν καρδιά σφι γμένη άπό τήν αγωνία τήν ε πέλασή τών τρομερών θηρί ων πού πλησίαζαν ολο καί πιο πολύ, μ’ δλο πού οί σφαίρες τού πολυιβόλου θέρι ζαν πολλά άπό αυτά, ή γυ ναίκα τού Λή Πό, ή ζαρωμέ νη μαϊμουδίτσα, όπως τήν έ λεγε ό Μίικυ, είχε ξεράθή ατά γέλια. Γελούσε άκατάπαυ στα -λες καί τή γαργαλούσαν, καί πολλές φορές κυλιόταν καταγής καί χτυπούσε τό στήθος της ενώ άπό τά πολτ λά γέλια της κινδύνευε νά πνίγη. — Καλό κι’ αυτό!/ μουρ μούρισε νευριασμένος ό Μίί κυ στή Νάνσυ πού βιρισκόταν δίπλα του. ’Εμ'εΤς περ(μένου με· άπό στιγμή, σε στιγμή ντ άνοιξη ό "Αδης για νά μάς καταπιή κι’ αυτή ξεράθηκε στα γέλια. Γυναίκα -πού διά λεξε νά πάρη ό φύλος μου σ Λή Πό! Φαίνεται πώς θά τήϊν' πήρε άπό κανένα τρελλοκομεΤο... Δεν πρόλαβε νά τελειώση τά λόγια του, όταν τό πολυ βόλο σ-ίγησε, ή πόρτα τού μικρού · άστράπλοιου άνοιξε καί φανερώιθηκε ό Λ ή Πό. -— Γιατΐ δεν συνεχίζεις; τού φώναξε ή Νάνσυ. Τά τέ ρατα άπό τά δυτικά μάς -έ χουν πλησιάσει επικίνδυνα! . Ό Λή Πό κούνησε άίπελπι σμένα τό κεφάλι του. — Οί σφαίρες τελείωσαν, δήλωσε. Ό,τι ήταν νά κάνω τό έκανα. Ή κα,ρδιά τής -κοπέλλας.
9Ηταν ένα -πελώριο τέρας -πού έμοιαζε μέ τανκ.
σφίχτηκε. ' "Έριρ ιξε τό βλέμ μα της ολόγυρα κι5 έφριξέ. Τά τέρατα ολο και πλησία ζαν. ηΑν ό Σέρινταν δεν πρό φταίνε,.. . · —γ Αή Πό, είπε στον κον τό άστροναύτη του πλανήτη Π,ρστ πού έμοιαζε μέ ττίθηκο. Εμείς μου φαίνεται πώς είμαστε καταδικασμένοι νά πεθάναυμ’ε. Πάρε τή γυναίκα σαν καί φύγε μέ τό αστρό πλοίο σου όσο είναι καιρός... Ό. Αηι Πο κούνησε αρνητι κά τα κεφάλι , ταυ. :—Οι άνθρωποι του Πράτ δεν αφήνουν ποτέ μονάχους τούς φίλους τους, έΐττε αποφασιστικά. 3Ή θά φύγουμε ολοι μαζί, ή κανείς!
Ή Νάνου δάκρυσε από τή συγικίινησι για τή μεγάλη, κοορ διά του Αή Πό. Θέλησε κάτι νά πή μά τή σταμάτησε ή ώργιομένη φωνή του Μίκυ. — Αή Πό! , φώναξε στο φίλο του; πες στή γυναίκα σου νά πάψη νά γελάη έπι~ τέλους γιατί μου χτυπάει στά νεύρα! Τής φαίνεται τό σο αστείος ό θάνατος; Σέ λί γο που θά τήν αρπάξει στά δόντια του κάποιος φπό τους τριδάχτύλους πού πλη σιάζουν, θά δούμε αν θά 6ρή τό κουράγιο νά γελάη. Τήν έξυπνη θέλει τάχα νά μάς παραστήση ή τή θαρραλέα; Ό . Αή Πό ξερόβηξε. ^ —Ή γυναίκα μου δέν γε* λάει, εξήγησε στο παιδί.
λ— Στραβό θά ,μέ βγάλης, Λή Πό; θύμωσε π ιο πολύ ό Μίικυ. Τί κάνει τότε; Χαχα νίζει; • — Κλαίει, Μίικυ. Κλαίει από τό φόβο της. Εμείς στον πλανήτη Πράτ έτσι κλαΐμε. — Δηλαδή..., έκανε σαστι σμήνος ό Μίικυ, όταν κλαΐτε γελάτε κΓ όταν γελάτε ξερό βήχετε...^ Καλά, κι3 ^όταν θέ λετε ινά βήξετε, τί κάνετε; Μήπως ούρλι άζετε ; Ό Λή Πό δεν πρόλαβε νά του άπαντήση γιατί, την ίδια στιγμή, έξη αστραφτερά α τσάλινα μεγαθήρια ζυγιάστη καν σαν μυθικά τέρατα πά νω από τά κεφάλια τους. 'Ήταν ό «Πρωτεύς» και τά άλλα άστρόπλοια τής Άστρα κής Ασφάλειας πού έφταναν πάνω στην ώρα νά σώσουν τούς συντρόφους τους από τη θύελλα των μανιασμένων τε ράτων πού δεν άπεχε παρά εκατό μέτρα μακρυά τους. Καθώς άκουμπουσαν στη γη, τά πολυβόλα τους άρχισαν νά ξερνοΰν φωτιά καί σίδερο ενώ ταυτόχρονα άνοιγαν τις πόρτες τους. Λίγα λεπτά άργότερα, στη συναυλία των πολυβόλων προστέθηκαν καί τά πυροβόλα πού οι οβίδες τους έκαναν άληθιινή θραΰσι στά σαστισμένα θηρία ^ πού, όσα από αυτά τά τέρατα είχαν την τύχη, νά γλυτώσουν από τις πρώτες ριπές καί ο μοβροντίες, άλλαξαν πορεία κγ έτρεξαν νά κρυφτούν για νά βρουν σωτηρία στη ζούγ κλα καί στά νερά των γει
τονικών λιμνών. Είχαν βγή όλοι τους εξω καί κύτταζαν μέ' δέος τό σω ρό των νεκρών καΓι πληγοομένων τεράτων πού οί πελώριοι όγκοι τους είχαν στρώσει τή γή καί μόνο ό Σέρινταν, καθισμένος μπροστά στη συ σκευή τής τηίλεοράσεως, πα τούσε διάφορα κουμπιά καί προσπαθούσε νά συνδεθή με τό στρατηγείο τής Γήινης Κοινοπολιτείας για νά δώση αναφορά στον Χόβαρτ. Σέ λίγο, στην οθόνη τής τη λεοράσεως . τρεμόπαίξε μια σκιά πού δεν άργησε νά πάρη την αυστηρή μορφή τού Χόβαρτ. — Άλλο Χόβαρτ!, μίλη σε ό Σέρινταν. — Τον κακό σου τον και ρό Σέρινταν!, γαύγισε τό μπσυλινταγκ τής Άστρικής Ασφάλειας. Ζητούσα μια ώρα νά συνδεθώ μαζί1 σου καί δέν τό κατάφερνα! Ό Σέρινταν χαμογέλασε. Μ5 όλους τούς άπότομαυς τρόπους του, ό Χόβαρτ, εί χε χρυσή καρδιά. — Ό Γκάρφεν!, μούγγρ ί σε τό μπουλντόγικ. Πες μου τί έγινε με τον ΓΊκάρΦ'εν! — Σέ χαιρετάει από την κιόλασι ί, τού απάντησε ό Σέ ρΐ'νταν καί τού διηγήθηκε ;μέ λίγα λόγια την περιπέτεια τους πού κατέληξε στο θά νατο τού Πκάρψιεν καί τον ά ψαν ια μ ό τής συμμορίας του. — Καί τοόρα πού ησύχα σα, έκανε στο τέλος 6 Σέ ρινταν, σκοπεύω νά ξεκαυρα*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ στώ. "Ίσως β)ρω την ευκαι ρία νά παντρευτώ κιόλας γιατί ή Νάνσυ... _ ■— "Αφησε τις κουταμάρες Σέρινταν, γκρίνιασε ό Χόβαρτ καί ακούσε με. Πρόκει ται για κάτι τό πολύ σοβα ρό· καί μυστηριώδες. Είναι «μια υπόθεισις πού θέλω νά την άναλιάβης εσύ γιατί δεν έγω σέ^ άλλον εμπιστοσύνη. Μέ άκοός; — ΕΤμαι αλος αυτιά ϊνσπέκτοιρ. — Πρόκειται γιά κάτι μυ στηριώδεις εξαφανίσεις γη ϊνων άστροπλοίων. ®Ώς τώ ■= ρα, νομίζαμε πώς πάθαιναν κάποια βλάβη καί προσγει ώνονταν αναγκαστικά σέ ά γνωστους πλανήτες. Τό πε ρίεργο όμως όταν πώς κανέ να από αυτά τά άστρόπλοια δεν εξέπειμψε τό σήμα κινδύ νου άπό τον άσΰρμοπό του1. Τον τελευταίο «μήνα, έξαφανί στηκαν δυο τελειότατα σκά φη της Άστρικής 9Ασφάλει ας «μέ έμπειρους άστροναυ τ ε ς άστυίνομ ικούς. — Που άκ,οιβώς γίνεται αυτή ή έξΐαφάνισις; ρώτησε ό ντέτεκτιβ. —- Γίνεται στο δρομολόγιο που ακολουθούν τά άστρο πλοιά μας από την Αφροδί τη γιά τον "Αοη καί περίπου στο στίγμα.690.Τ0 συμπεραί ινω αυτό γιατί «μέχρι τό οτΤγμία 690 είχαμε από τά άστ ρ ο πλοία πού έξαφίανίστηικαν έπικοινωνίά, στο σημείο δμως αυτό χάσαμε κάθε έπαφή. Σημείωσες τό στίγμα Σέριν
ταν; Ωραία, λοιπόν. Στείλε μου πίσω τούς κομμάντος καί τον καθηγητή Σούλιβαν καί ξεκίνησε αμέσως γιά τον σκοπό πού σου ανέθεσα. Δεν θέλω καμμιά άλλη κουβέντα. Καλή επιτυχία καί καλή άντάμωσι. Τό μπουλντόγκ τής διαπλανητικής αστυνομίας έξσφανίΐστηκε άπό τήν δθόνη ένώ ό Σέοινταν έπεσε σέ βα= θειά συλλογή. Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ
Ο ΠΡΩΤΕΥΣ έσκιζε τό παγίεοό σκοτάδι του διάστημά τος μέ Ιλιγγι ώδη ταχυτ η, τα. Έκτος α πό τον Σέοιν ταν τή Νάνσυ καί τό Μίκυ, τό θρυλικό άστοόπλοιο φι λοξενούσε τον Αή Πό μέ τή γυναίκα του τή Φού Αή. "Ά φησαν τό άστρόπλοιό τους σ5 ένα διαπλανητικό γκαοάζ τής Αφροδίτης καί ακολού θησαν τούς γήινους φίλους τους στην καινούρΎΐα περι πέτεια πού τούς έστελνε ό ινσπέκτΡο Χόβάρτ. Ό Μ'ίικυ έκανε σάν τρ ελλάς άπό τή χααά του γιά τή συντροφιά τού Αή Πιο πού τού έτρεψε ξεχωρ ιστή συμπάθε ια. Στο εσωτερικό του «Πρω τέα», τή στιγμή αυτή βασί λευε απόλυτη σιωπή κι* δλοι, έκτος άπό τον Σέρινταν πού έστεκε άγρυπνος στο σύ στημα κατευθύνσεως, λαγό-
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κοιμόντουσαν. Ξαφνικά, - ένας πνιγμένος ρόγχος άκούστηκε και ' τους έκανε νά πατα χτούν από τις θέσεις τους. Ό ρόγχος είχε γίνει τώ ρα ένα βογγηΓτό πόνου. Έ να βογγητό πού θύμιζε πλη χωμένο· θηρίο. λ ’ — Ή γυναίκα μου!, έκα νε ανήσυχος ό Λή Πό. Κάτι έπαθε ή γυναίκα μου! 'Έσκυψαν' οίλοι πάνω της. Είχε πέσει στο δάπεδο καί σφάδαζε ενώ έφερνε! τά χέ ρια της στο λαιμό της. —- "Ασχημα ξεμπερδέμα τα θάχοϋμε μ5 αυτή τή μαϊ μού πού την πήραμε μαζί μας, μουρμούρισε ..ό Μίκυ. Ποιος ξέρει τί θέλει να παραστήση αύτά' τά κόίλπα. — Τί έχει; ρώτησε ή Νάν συ τον Λ ή Πό. Ό Αή Πό μίλησε στη γυ ναΐκα του μέ’ τή δική τους γλώσσα κι5 έπειτα, γυρνώντας προς τό μέρος τής Νάνσυ, κάτι θέλησε νά πή. Δεν ποόλαβέ όμως γιατί έχασε κι5 αυτός την ισορροπία του κέ έπεσε δίπλα της ενώ α πό τό λαιμό του έβγαινε ό ϊδιος ρόγχος. — "Ωχ τί ^ πάθαιμε !, έκα νε ό Μί|κο. Θά... Ή λέξι πνίγηκε στο λαι μό του κι’ ένοιωσε τά μέλη του νά παραλύουν. Τό παι δί- φοβήθηκε πώς θά πέση μά πρόλαβε κ,α!ί τον συγκράτησε ή Νάνον. — Μίκυ!, του φώναξε έν τρομη,, τί' έπαθες Μίκυ! — Δεν ξέρω!, τραύλισε ό Μίκυ. .Νοιώθω νά μου πιάνε
ται ή ανάσα... Νάνου;., θά τρελλαιθώ... δεν αντέχω ... — Θάρρος Μίκυ!, τον πσ ρηίγόρησε ή κοπέλλα χαϊδεύ οντας του τρυφερά τά μαλ λιά.. . ' · Ό Μίκυ προσπάθησε νά χαιμογελάση κι έφερε τό ■ χέ ρι του στο μέτωπό του. Ού τε κι5 αύτός καταλάβαινε . τί είχε. Μιά παράξενη, αδιαθε σία τον είχε καταλάβει κάί νόμιζε από στιγμή σέ στι γμή πώς θά τρελλαινόταν, πως θά πέθαινε. ζέίφυγό από τά χέρια τής Νάνου καί ξάπλωσε δίπλα στον Λή Πό και στη γυναί κα του πού έμεναν ακίνητοι καί βαρειανάσαιναν. — Τζόε ί, φώναξε ή Νάν ο ο Τρέξε Τζόε! Ό ντέτεικτιβ άφησε τού^ μοχλούς κατευθύινσεως και πλησίασε κοντά στην κοπέλ λα. Είδε τον Μίκυ μέ τόν Αή Πό καί τή γυναίκα του1 ξα πλωιμένους, χλωμούς, μέ τά μάτια γοοίρλωμένα1 κι5 από ρησε. — Τί συμβαίνει; ρώτησε κατάπληκτος. Μά ή Νάνου δεν πρόλαβε νά του άπαντήση. "Αφησε νά τής ξεφύγη μιά σπαρακτική Φωνή κι5 έπιασε τό1 κεφάλι της. Στριφογύρισε δυο φορές στη θέσι πού βρισκόταν καί λυγίζοντας τά γόνατά της σωριάστηκε στο δάπεδο. Ό Τζόε κατάλαβε πώς μέοα στο άστρόπλοιό του συνέβαινε κάτι τό μυστηριώδες, τό καταπληκτικόν μά δεν ή ξερε τί1 ακριβώς. "Εσκυψε
Μ πάνω στην κοπέλλα καί δοκίμασε νά την σηκώση. —Γ ΝάνουΠ τής ψιθύρισε τρυφερά, τί επαθ'ες άγαπη ρένη μου; Πες μου, τί πάθατες ' ,· Ή Νάνου, :μέ γουρλωμένα από την έκπληξι κίαΐ από τήιν αγωνία ι μ άτια λες κι5 έβλεπε ε α τρομακτικά θέαμα πού ήταν αόρατο για τά μάτια τού Σέρινταν, άρκέστηκε νά κΟυνή,ση τό κεφάλι Της. — Κ υρ ι έ Σ έ ρ ι ντ αν, ψ ι θ'ύ ·■ ρισε δίπλα του ό Λή Πό. ,Ό Σέρινταν τον ετπασε από τις μασχάλες καί τον σήκωσε όρθιο δίπλα του·. —- Πες μου, Λή Πό, τί συμβαίνει, τί πάθατε; τον ρώτησε. __ —: Είναι αδύνατο νά σάς εξηγήσου.. φοβάμαι πώς θά τρείλιλαΐΒώ,. ψέλλισε ό Λή Πό καί ξε φεύγοντας από τά χέ ρια του ξαπλώθηκε πάλι στο δάπεδο. Ό Σέρινταν φοβήθηκε κι5 ό ίδιος πώς θά τρελλαθή. Πρώτη φορά του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τό κεφάλι του βούϊζε καί δεν ήξερε τί νά κάνη, καί πώς νά βα-ηθήση τους τέσσερις αγαπημένους του- συντρόφους πού κιείίτον τον στο δάπεδο μέ γοοιρλωμέα μάτια, λες καί τους βα σάνιζε μια φρυκτή καί αόρα τη δύναμι. . · — Μίκυ!, φώναξε στο παιδί που τον κύτταζε επί μονα, εξήγησε μου εσύ τί σάς συμβαίνει! -— Δεν ξέρω... μίλησε τό πα ιδί, νοιώθω παράξενα...
λες καί μέ πνίγουν..: Πότε—πότε μου έρχεται νά' γελάσω λες καί τρελλάθηκα... Τζό>... Ό Τζόιε έπιασε άπελπι-γ ο μ ενός τό κεφάλι του. Σκέφθηΐκε νά τούς κάνη από μια ένεσι τής καρδιάς μήπως μπορέσουν καί συνέλθουν^ ό ταν τό κουδούνι τού αύτόμα του συναγερμού του διαπλα νητιικίου σκάφους τον έκανε νά τρεξη στο διαμέρισμα τών μηχανημάτων.
ΤΟ ΡΑΝΤΑΡ του «Πρωτέα» είχε σύλλαβοι •στην π ο ρεί'α τ ου έ ν ,α ά στρο. Ό Σέ ρινταν είδε τό μαύρο καί τεράστιο σφαιρικό του σχή μα καί από τούς αύτόιμ ατούς υπολογισμούς του ήλεκτρον1 καυ μετρητή βεβαιώθηκε πώς το άστρόπλοιό του παρασυρόταν μέ ίλιγγιώδη τα χύτητα· από την έλξι αυτού τού πλανήτη. Χωρίς νά χά ση^ καιρό έθεσε σ5 ενέργεια ^ούς άνασχιετιικούς πυραύ λους. Τό σκάφος μέ την έκρήξι τών πυραύλων τραντά χτηκε επικίνδυνα καί ή τα χύτητά του λιγόστεψε σημαν τ ι κ ά. Τώρα, άπό τό δ ι αφα νές κρύσταλλο, έβλεπε τον άγνωστο πλανήτη νά μεγαλωνη σαν μια σκοτεινή μά ζα πού απλωνόταν καί κά λυπτε τό οπτικό του πεδία. Σέ πέντε λεπτά οί τρίποδες
τού «Πρωτέα» άκουιμποΰσα ν πάνω στην επιφάνεια του. Ό Σέριινταν έκανε ν’ άφήση τό διαμέρισμα διακυβερνήσεως όταν του φάνηκε πώς πίσω από τό διαφανές κου βούκλιο δ ι έκρινε τό τεράστιο κεφάλι ενός αλλόκοτου ζώου πού έμοιαζε^ με βάτραχο. Τό έςώικιοσμο ζώο τον κύτταζε έτίμονα κι5 ό Σέριινταν ένοιω σε μια παράξενη ζάλη. Έ κλεισε τά μάτια του και τά ξανάνοιξε... Ό τερατώδης βά τραχος δεν ήταν πιά έκεΐ... Μά^ να τον είχε δή πραγμα τικά ή μήπως τον ξεγέλασε ή φαντασία του; λ·Γύρισε στο θάλαμο διαμο νής. Οι σύντροφοί του βρί σκονταν στην ίδια κατάστα σή Έο’κυψε πάνω τους και τότε... τότε ένοιωσε κάτι πα ράξεινο νά τον κυιριεύη, να μπερδεύεται ιμέσα στο αίμα του, ινά τον πνίγη, νά τον γαργοολάη... Τά πόδια του κόπηκαν και τό σώμα του έπεσε βαρύ δίπλα στους φί λους του... Φοβήθηκε πώς θά χάση, τις αισθήσεις του, πώς θά πεθάνη,μά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Οί αισθήσεις του δού λευαν και μόνο ή δύνομί του είχε χαθή, είχε έκμηδενιστή, λες καί κάποιο αόρατο χτα πόδι τον είχε τυλίξει γερά στά πλοκάμια του... Ανάσαινε βσρειά κι" η καρδιά του χτυπούσε ,μέ δύ ναμι, λες και ήταν ένα θεό ρατο σφυρί... Μά... τί ήταν αυτό πού είχε πάθει; (Προσπάθησε νά έπιβληθή στόν εαυτό του. Τό χσπάφε-
ρε κάπως κι5 αίσθάθηκε_ άνα* κουφ ι σμ ένος. Μ ι σοσηκώθηκ ε ατούς άγκώνες του κι5 είδε τό Μίκυ νά κάνη τό ίδιο. — Μίκυ!, του ψιθύρισε. Πρώτη φορά δόκιμα ζ ε τή ^ διάθεσι νά κλάψη... Νά κλάψη αυτός, ό ντέτεκτιβ Τζόε Σέριινταν! Ό θρυλικός, ό ανίκητος Σέρινταν, πού τον έτρεμαν όλοι οί κακοποιοί! Ποιος ήταν λοιπόν ό αόρα τος αυτός εχθρός πού τον νί κησε, ^ πού τον ξάπλωσε χω ρίς δύναμι στο δάπεδο; "Έσφιξε τις γροθιές του κι' ένοιωσε πάλι μια παρά ξενη άνακούφισι. "Έπειτα έ κλεισε τά μάτια. — θά πεθάνουμε,, ψιθύρι σε. Αυτή τή φορά Μίκυ δεν ι ή;ν_ γλυτώνουμε. Σύρθηκε κι5 έφτασε με κό πο κοντά στη μ ισοαναίσθητη Νάνσυ. "Απλωσε τό χέρι του λες κι" ήθελε νά την χαιρετήση για τελευταία φορά πρίν πείθάνη... Ή φωνή τοΰ Μίκυ έφθασε σαν παράξενος τόνος στ" αυτιά του: —- Κύριε Τζό..., έλεγε ο μικρός, δεν πρέπει νά πεθάνουμε τόσο ^ άδοξα... "Εχω μια φυσαρμόνικα στην τσέ πη μου... Θά προσπαθήσω νά παίξω τό πένθιμο εμβατή ριο μεγάλε μου φίλε... Νά πάμε τουλάχιστον στον "Α δη μέ μουσική αφού δεν βρί σκεται κανένας παπάς νά μάς ψάλη τό τρισάγιο... Τό χέρι τού παιδιού ψηλά φησε την τσέπη του. Μέ πο λύ κόπο κατάφεραν τά κου-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ρακημένα του δάιχτυλα^ να τραβήξουν τή φυσαρμόνικά του. Την έφερε ως τά χείλη του καί δυσκολεύτηκε ττόΧν νά θυμηθή τα σκοπό του πεν Θψ.ου Εμβατηρίου που ήθελε -νά παίξη. Συγκέντρωσε ^ ό λη τή θελησι που του είχε άπομ ε’ίνε ι καί φύση ξ ε... Ο! νότες ήταν φάλτσες στην αρχή, ιμά δέ|ν άργησαν νά γίνουν απαλές καί πένθι μες... Καί τότε... ΚΥΝΗΓΗΤΟ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
ΤΟΤΕ ζγ ι ν ε κάτι τ ό άπί στευτο, τό κα ταπληκτ ικ ό· ! Ό Μίικυ ενοιω σε ν* άνακτ ά τις δυνάμ ε ι ς του ενώ τ αυ τάχρονα οί φίλοι του πετά χτηικαν όλοι όρθιοι. Στα πρό σωπά τους ήταν ζωγραφ ισμέ νη ή κοπάπληξι. *0 Λή Πό Ε δωσε άπό τή χιαρά του ενα τέτοιο σάλτο που τό κεφάλι του χτύπησε στήν οροφή καί ξεφώνισε άπό τον πόνο. Ό Μΐκυ σταμάτησε νά παί ζη· τό πένθιμο Εμβατήριο καί σηκώθηκε κΓ αυτός όρθιος. — Ζητώ!, φώναξε χαρού μενος άγκαλιάζοντ ας τή Νάνσυ. Τώρα αισθάνομαι >μιά χαρά. ^ — Περίεργο πράγμα!., μίλησε ό Σέρινταν. Θάλεγε κανείς... Δεν πρόλαβε νά τελείωση τήν κουβέντα του. Τον στα μάτησε μιά ςττριγγιά φωνή
13
που άφησε νά τής ξεφυγη ή γυναίκα του Λή Πό ενώ σω ριαζόταν πάλι ατό δάπεδο. Ή Νάνσυ μέ τό Μίικυ καί τον Λή Πό τά χρειάστηκαν κι5 Εμειναν άφωνοι. Μόνο ό Σέρινταν κράτησε τήν ψυ χραιμία του καί φώναξε στο Ελληνόπουλο: —Παίξε κάτι μέ τή φυ σαρμόνικα, Μίκυ! Γρήγορα, μην άργής! Ό Μίκυ εφερε τή φυσαρμ ό νίκα στο στόμα κι* άρχι σε 'νά παίζη τά κύματα του δουνάβεως. Καθώς Επαιζε, δμως, εΐδίε τό Λή Πό νά σω ριάζεται κΓ αυτός σαν άδειο σακκί δίπλα στη γυνιαΐκα του. — Τό πένθιμο Εμβατήριο Μίικυ!, του φώναξε ό Σέριν ταν. Ό Μίικυ άλλαξε άμέσως σκοπό. Κ άί σχεδόν άμέσως, ό Λή Πό μέ τή Φου Λή, τή γυναίκα του, σηκώιθηικαν όλόρ θοι. —ΠαΤξε συνέχεια!, είπε 6 Σέρινταν ατό παιδί. Μη σταματάς καθόλου. Φαίνεται πώς ό άό-οατος Εχθρός μας χάνει τή δύναμ'ί του όταν άκουη τούς φθόγγους του πέν θιμου εμβατηρίου. Μίκυ, έγι νες ό σωτήρας μας. Χωρίς Ε σένα θά πεΒαίναμε όλοι μας. Παίξε συνέχεια, μή σταμα τάς! — Χρ ιστούλη' )μου!, πή ρε μιά ανάσα ό Μίκυ. Θά μπαφιάσω παίζοντας συνέ’ χεια! Καί λέγοντας αυτά συνέ χισε νά παίζη.
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
^ Κάτω άπό τού ς . ήχους του πένθιμου εμβατηρίου, ό Σέ ριφον μπήκε στο έιργ'αστή ριό του. Μέ τη βοήθεια ένας χημικού οργάνου έκανε ανά λυα ι του άτμοσφαιρ ικού αέ ρα πού πήρε, άπό τον πλα νήτη ,κιαί διεπίοτωσε πώς δέν είχε ίχνος οξυγόνου. — Φορέστε όλοι σας τις σ υσκευές. ό ξυγόνου, δ ιέτ α ξε σέ λίγο. θά βγούμε έξω νά ρίξουμε ίμια ματιά στον ά γνωστο αυτόν πλαινήτη. Ε σύ, Νάνσυ, όταν φορέσης τή συσκευή σου, πάρε τή φυσ αρ μάνικα καί παίξε τό πένθιμο εμβατήριο για ινά ιξεκιοοραστή καί ό Μίκυ. ν ¥ Δέκα λεπτά άργότερα, ή μιΚιρή συνοδεία έβγαινε άπό τον «ίΠρωτέια» καί πατούσε στην επιφάνεια του άγνω στου πλανήτη,, ενώ ή φυσαρ μόνικα, πότε στο στόμα του Μίκυ; πότε στής Νάνσυ καί του Σέρινταν, δεν έπαυε κα θολού ινά παίζη τό πένθιμο εμβατήριο. — Λες καί πηγαίνουμε σέ κηδεία!; άστειεύθ'ηκε σέ .μιά στιγμή ό Μίκυ. ,— Λίγο έλειψε νά πάμε Μ'κυ, απάντησε ό Σέρινταν. Είμαι περίεργος νά μάθω το ιός ήταν ό άόιρατος ■ αυτός εχθρός μας. ^ — Πιστεύετε στά - φαντά σματα; ρώτησε τό παιδί; — Δέν είναι φαντάσματα, μίλησε τώρα ό πολύξερος Λη Πό. 'Ό εχθρός αυτός υ πάρχει; μόνο πού δέν τόν βλέ πούμε έμεΐς. Τό μάτι μας
είναι ικοττασκέυασμέ|νο ι^ατά έναν ώρισμένο τρόπο καί μπορεί νά δι ακρινή ώρισμέ να πράγματα. Υπάρχουν με οικά πράγματα διμως που δέν τά βλέπουμε μ’ άλο πού υπάρχουν, όπως π. :χ. τά .μι κρόβια;.. —Μ ι ά ρουκέττ α!, φών α ξε τό παιδί- δίνοντας τέλος στις σοφίες τού Λή Πό. Πραγματικά, πίσω άπό ε ν ο. βιράχο ύψώνόταν ή κορυ φή μιας διαπλανητικής ^ρου κέττ ας. Ή συντροφιά τάχυνε τό βήμα της καί περισσότε ρο ό Μίκυ, που έφτασε πρώ τος, τρέχοντας κοντά της . ΟΙ συιντροφοά του τόν εί δαν νά φτάνη, ν’ άνοίγη τήν πόρτα νά μπαίνη μέσα καί., τήν επόμενη στιγμή, ή ρουκέττα έγινε άφαντη άπό τά μάτια τους καθώς ξεκίνησε μ έ ίίλ ι γγ ι ώδη τ αχυτ ητ α προς τόν ουρανό!... —- Ό Μίκυ!, ξεφώνισε πρώτη ή Νάνσυ. Θεέ μου! Τά χέρια τού νΤέτεκτιβ κρεμάστηκαν άτονα, προς τά κάτω καί -μια τρομερή άπελ-· πισίσ τόν κυρίευσε. "Ε κανε νά σκεφθή όταν, τό έν στικτό του περισσότερο πα ρά ή λογική του, του έδειξε τό σωστό δρόμο πού έπρεπε νά άκολόυθήση, ’ , ^ — Στον «Πρωτέα.».! 7 φώ*· νσξε. Ακολουθήστε με γρή γορα ! * · Έτρεξαν κι5 οι τέσσερις τους μέ τήν ψυχή στο στό μα; Ή Νάνσυ είχε στα) μ στή σει νά παίζη τή φυσαρμόνι κα, ,μά κανένας τους δέν ξ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ • τταιθε τίποτε. Ό αόρατος ε χθρός τους φαίνεται ττώς τους είχε εγκατ αλ ε ίψε ι. Δον πρόλαβαν καλά -—^κα λά να κλείσουν τήν πόρτα όταν ή έκρηΕις τών προωθητικών πυοαύλωιν τίναξε προς τά ύψη τό γι γάντι αία αστυνομικό άστρόπλοιο. Με τά * μ άτια καρφωιμένα- >μπρο ατά, ό Σέοινταν, προσπα θούσε να σνακ αλ ύψη τό^ φωτεινό σηιμάδι τής οουκεττας που τούς πήρε τό Μίκυ, ενώ ή «Νάνσυ δίπλα του, καρφω μένη ατή συσκευή του ραντ άο, π οοσπα θ'οϋσ ε >μ ά.τ α ι α κΓ αυτή ν’ άνακαλύψη τά ί χνη τηςν . — Είναι τρρμεοό!, -έλεγε κάπου—-κάπου1 καί Εεσπούσε σ' άναΦυλλητά. Πώς έγινε αυτό τό πράγμα; Φαίνεται πώς κάποιος υπήρχε οπή ρσυ κέττα κα;ι καιροφ υλακτού σε..,, ^ — Αυτό Φοβάμαι κι5 εγώ, συμφώνησε ό Σέοινταν σφίγ γοντας >μέ άπόγνωσι τά δόν τια του. Ό Μίκυ έπεσε ατά νεοια τού εχθρού ρσς. Ένας εχθρού καινούργιου καί 6υνα τού πού δέν ξέοουιμε τό πρό σωπό του. —Πού δέν ξέρουμε κιαι τή φωλιά του-, συιμπλήρωσε άνά' υεσα σ’ ένα λυγμό ή Νάνσυ. Αλήθεια, · Τ£ό, πιστεύεις πώς θά ιμ*ποσέσουμε νά Εσνσβρόύμε ποτέ τό Μίκυ:· Εί ναι ιδυνστό νά άνακσλύψόυμε τη ρουχέττα που τον αι χμαλώτισε μέσα σ’ αύτόχτό τοουερό χάος τού Απείρου; Ό ντετέκτιβ δέν «μίλησε.
15
"Έπειτα, τό βλέμμα του πού τόση ώρα ήταν σκληρό σάν α τσάλι, άρχισε νά ιμαλακώνη. — Νάνσυ, μίλησε σε χαμη λό τόνο, υπάρχει -κάποια ελ πίδα. Μπροστά ιμας προβάλ λει ένας πλανήτης, τον είδες Νάνσυ; Εκεί ελπίζω νά έχη τή φωλιά του ό άγνωστος έχθοός -μα^... Εκεί, αν έχου με τήν.τύχη, ιμπορεΐ νά συ ναντήσουμε τον αγαπημένο μας ·Μ.Ιίκυ. ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ Μ’ ΕΝΑΝ ΠΡΟΔΟΤΗ
(ΠΡΩΤΟΣ ά νοιξε τά ιμ ά τια του ό Σε ρ κντ αν. Ένοι ωθε έναν τροιμ ε ρ ο πό> ν ο στο. κε φ ά λ ι λες κα ι τον είχαν χτυπήσει ιμέ ρόπαλά. Τό μυαλό του ήταν σκοτισμέ -ν-Ρ καί φοβήθηκε πώς -είχε πέσει θήμα, γιά δεύτερη φο ρά τού αόρατου έχθοού πού το ύ ς είχε έ π ι τ εθή στον .« Π ρ ω ^έα»" καί πού τό πένθιμο εμ βατήριο τής φυσαρμόνικας τού Μίκυ τούς είχε ελευθε ρώσει από τή τρομερή του δύνσιμι. Γρήγορα διμως . κατάλαβε πως δέν συνέ'βαινε κάτι τέ τοιο. Ή σκέψΐ- του άρχισε νά ίλειτουογή κανονικά .κα θώς καί.οι αισθήσεις του. "Α ν α;σηκρό'θη κ,ε · ατούς αγκώνες του καί κύτταξε ολόγυρα. Βρισκόταν κλε ι σ {μ έ νος στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου καί. ψηλά,· από ξ-
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ναο μικρό φεγγίτη, έμπαινε έ να αόριστο φως. Δίπλα του, εΐδιε τά φωτεινά μάττα ίμιας 1 μαϊμούς νά τον ικιυττάζουν έπίίμονσ. *Ηταν ό Λή Πό. Πιο πέρα, ιή άγαπημένη του Νάν συ, προσπαθούσε νά σηκω· θή και 6ογγαύσε. Αμέσως, θυμήθηκ ε τ ί τούς είχε συμβή.ΈΤχαν προσ γειωθώ στον άγνωστο πλανή τη, Αφήνοντας τή γυιναΐκα του Λή Πό μέσα στο άστρο πλοίο τους, είχαν βγή οι τρέΐς τους κιοτι προχώρησαν κάπου πεντακόσια μέτρα μακριυά, ιμέσα ιστό σκοτάδι τής νύχτας. Ξαφνικά, αόρατες σιλουέττες πήδησαν πάνω τους κιάί άρχισαν νά τούς χτυπούν στο κεφάλι... Θυμάται πώς τη στιγμή έκείινη δοκίμασε νά τραβήξη τό πιστόλι του μά δεν πρόλαβε γιατί ένα καινούργιο χτύπημα τον έ κανε νά χάση τις αισθήσεις του, ενώ δίπλα του ή Νάνσυ ξεφώνιζε με φρίκη... —- -ύπνήισατε κύριε Σέοινταν; μίλησε ό Λή Πό ψι θυριστά. Ό ντέτεικτιβ σηκώθηκε με κόπο καί δοκίμασε νά πλησιάση τή «Νάνσυ. Τήιν ίδια στιγμή, ή σιδερένια πόρτα τής φυλακής τους άνοιξε κι* έκαναν τήιν έμφάνισί' τους δυο παράξενα πλάσματα. Έμοια ζαιν μέ νάνους πού ή κοιλιά τους ήταν φουσκωίμέ^η σό^ν βαρελάκι ικάί το πλακουτσό κεφάλι τους δέν είχε ίχνος μαλλιών. Τά πόδια τους ή ταν σχεδόν σαν ανθρώπινα
μά τά χέρια τους ήταν παρά ξένα. Τά δάχτυλά τους ήταν μεγάλα καί κινιόντουσαν σαν ψίδια λες καί δεν είχαν κόκ κάλα. Ή Νάνσυ άφησε νά τής ξεφύγη μιά τρομαγμένη κραυ γή ικαϊ σφίχτηκε πάνω στον ντέτεικτ ιβ ιάΜα,τρ ι)χ!ι άζοντ ας|. Οί ανθρωπόμορφοι νάνοι τούς έκαναν νόημα νά περά σουν τήν ανοιχτή πόρτα. Χω ρίς νά 51στάση ό Σέρ^ινταν πέρασε πρώτος, κρατώντας από τό χέρι τή Νάνσυ. ενώ ξοπίσω του ακολουθούσε ό Λή Πό. Δέν μπορούσε νά καταλάβη που βρίσκονταν ό ντέτεκί ιβ. 5ΊσωΓ στο εσωτερικό κάποιου κτιρίου γιατί μπρο στά τους ανοιγόταν ένας Φαρ δύς διάδρομος. Σέ μιά στυ γμή του πέρασε από τό νου νά έπιτεθή εναντίον των νά νων που τούς ακολουθούσαν, μά 'βιρήκε γρήγορα πώς η σκέψι του δέν ήταν λογική. "Έπρεπε νά ιμάθη πολλά πρα γματα προτού δοκιμάση νά δραπέτευση. "Αριστερά τους συνάντη σαν μιά σιδερένια πόρτα. Ένας από τούς νάνους τήιν έσπρωξε καί παραμέρισε γιά νά περάσουν οί αιχμάλωτοί του. Μέ τήν πρώτη ματιά πού έρριξε ό Σέρινταν στο δωμά τιο πού μπήκαν, διέκρινε έ ναν άνθρωπο καθισμένο μτρρο στά σ" ένα φαιρδυ τραπέζι. Θάτσν ώς σαράντα χρόνων περίπου, τά χαρακτηριστι κά του προσώπου του ήταν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ οχληρά και στο αριστερό του ιμάγουλο είχε: μιά ουλή από παλιά πληγή. — Καλωσόρισες ντέτεκΓπβ Τζόε Σέριινταν!, μίλησε ο άνθρωπος' αυτός χωρίς να κινηθή από τό κάθισμά του. —- Ό Μπράουν!, έκανε έκπληκτος ό Σέρινταν. — Νάί, ό Μπράουν, χαμο γέλασε ό άνθρωπος ιμέ την ούλή\. Με θυμήθηκες έ; "Έ πρεπε νά τό περιμένω κάτι τέτοιο. Ή ιστορία μου είχε κάνει πάταγο πριν- λίγα χρό να. Είμαι ό ατομικός επι στήμων που πρόδωσε πολλά επιστημονικά μυάτ ικά τής 5 Αμερικής σέ ξένη: δύιναμι.Τά τσιράκια, οι συνάδελφοί σου, μου είχαν ετοιμάσει την ηλε κτρική καρέκλα γιά νά ψηθώ, άλλα εγώ προτίμησα νά δρα πετεύσω από τη φυλακή, νά μπω λαθραία σέ μιά ραυκέττα. κάί νά φθάσω σ’ αυτό τον μακρυνό πλανήτη όπου έστησα τη βασιλεία μου1 Ό ντέτεικτιβ τον κυτταζε κι’ ένοιωθε αηδία. Ό προδό της αυτός, που όλοι τόν νό μιζαν νεκρό, ζούσε λοιπόν κι9 είχε καταφυγε ι σ έίναν από τούς ουράνιους πλανήτες! Αυτός νά ήιταν τάχα ή αίτια ^ού κακού πού χάνονταν τά γήύνα άστράπλοια τόσο μυστηριωδώς; — 3 Απρρεΐς, Σ έρ ιντ αν; συνέχισε ό προδότης. Σέ πλιη ροφορώ πώς είμαι ό αύιτοκρά τωρ αυτού του πλανήτη πού οχιει ι|νάν θαυμάσιο πολιτι σμό, ^ανώτερον άπό τή<£ Γής, οί κάτοικοί του ιμέ υπηρε
17
τούν. σάν σκλάβοι μου καί περνώ ζωή κάί κότα! "Οσο γιά τούς γήινους/ τούς μι σώ μέ όλη τη δύναμι τής Ψυ χής μου κι’ όταν τυχαίίνη κα νένα άστρο πλοία ^τους νά πλησιάζη τόν πλανήτη μου, αλλοίμονο του! ΟΊ αόρατοι φύλακες τού πλανήτη μου τους περιποιούνται γιά τά καλά καί τά σκάφη τους γί νονται σκόνη: καθώς πέφτουν πάνω στον πλανήτη ή σέ κά ποιον αητό τούς δορυφόρους "'Όυ. Απορώ, όμως πώς κατ όρθωσες έσύ νά νικήσης τούς φυλακές μου, Σήοινταν; Μέ τι τρόπο τό καταφορές αυτό; Κανείς ώς τώρα δέιν μπόρεσε νά ξεφύγη απτό τούς ακοίμητους φρουρούς τού πλανήτη μου! Ό Σ έρ· ιντ αν κ ατ άλ αβε πώς μιλούσε γιά τόν αόρατο εχθρό που τούς είχε έπιτεθή στον «ίΠρωτέα» καί κατάφεραν νά τόιν εξουδετερώσουν μέ τη φυσαρμόνικα τού Μίκυ. — Μπράουν, τού μίλησε Θαρραλέα ό Σέριινταν, αισθά νομαι αηδία καθώς σέ κυττάζω. Είναι ντροπή γιά τή Γή νά τής ξεφύγη ένας συχαμειρός προδόΐτης τού εί δους σου καί λυπάμαι πού δεν (μπορώ νά σ’ εκδικηθώ γιά τά έγκλήματά σου. 9Αλ λά... ποιος ξέρει... Τά μάτια τού προδότη γούρλωσαν άπό τό Θυμό του. — Σ ιήρ ιντ αν!, ούιρλ ι αιξε, τά λόγια σου αυτά θά τά πληρώσης καί ιμέ τό παρα πάνω! Θά ιμετανοιώσης πι-
18
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κοά πού πόθησες το πόδι 'οου -εδώ πάνω! Σου παρου σιάζω μιά τέτοια . έκπληξι πού θά σού .έρση τρέλλα! Σου υπόσχομαι πώς έγώ δεν θά σέ πειράξω, καθόλου. Θά σέ παραδώσω όμως στο διάδοχό μου ικΓ έΐλπίζω να σέ συγυρίση άτως σου πρέ πει μεγάλε ντέτεκτιβ! — "Α, ώστε έχεις καί διά δοχο, μεγάλε δασιλιά των προδοτών; του π έταξε ό Σε ρ ιντ αν σφίγγοντας τις γρο θιές του. Θά είναι κι’ αυτός κάποιος από, τους προδότες πού ξεφυτρώνουν - κάποτε— κάποτε στη Γη.. Θά ήθελα να τον γνωρίσω γιά νά τον φτύσω κΓ αυτόν κατά μου ·■' τρα! Ό Μπράουν κούνησε τό κεφάλι γελώντας σατανικά. — Μή «βιάζεσαι νά τον γνωρίσης, Σέρινταιν, του εί πε γιατί θά τό ,μετανοιώσης. Θά σου κάνω όμως τη ,χάρι. Στράφηκε ατούς δυό νά νους καί τούς διέταξε: —- Διώξτε αυτό τον βιρο>μο πίθηκο· πού έχουν μαζί τους, γρήγορα!, κι3 έδειξε τον Λ ή ΓΊό πού- τον πέρασε γιά πί θηκο. Π,ρίιν προλά'δη κανείς νά διαιμαρτυρηθή, ό Λή Πό βγήκε σηκωτός ά,τό τό δωμά τιο... Τώρα ό προδότης άφησε τό τραπέζι καί σηκώθηκε. Παραμερίζοντας ένα κόκκινο παραβάν, χάθηκε πίσω του. Ό- Σερ ιντ αν κρατιόταν <μέ ποιλύ κόπο, νά ιμή χυμήξη κα ταπάνω του γιά νά ξεσπάση
τον τρομερό θυμό του πού τον έπνιγε. "Επρεπε νά κυ ριάρχηση όμως στά^ νεύρα ^ου ώσπου νά μάθη κάτι γιά εό Μίκιυ. Μέ τά μάτια καρφωμένα στο παραβάν, ό Τζόε καί ν\ Νάνου περίιμεναν μέ αγωνία νά -δουν τον διάδοχο του προ δότη Μπράουν. Τό είδαν σέ μιά στιγμή νά ρταραμερίζη καί νά παρουσιάζεται στοάνοιγμά του ένας άλλος άν θρωπος, "Ενας γήϊνος. ΚΓ ό γήινος, αυτός δεν ήταν άλ λος από τό μικρό Έλληνόπουιλο, τό Μί'κυ! Ο ΜΙΚΥ ΑΥΥΟ,ΚΡΑΤΩΡ!
ΑΠΟ λΤΑ χεί λη της Νάν ου ξέφυγε μια θριαμβευτι κ η κραυγή κΓ έ κανε νά τρέξη προς τό μ έρος του' γ ι ά ' νά τον άγκαλιάση. Τό ίδιο πήγε νά κάνη καί ό Σέρανταν. Δέν μπόρεσαν όμως ' νά τό κουνήσουν ούτε ρούπι όοπό τή θέσι πού βρίσκονταν γιατί οι δυό νάνοι Φρουροί τους, μπήκαν μπροστά τους, καί τούς εμπόδισαν. — -Μίκιυ!, ξεφώνισε ή Νάν συ, επιτέλους σέ ξαναβρί σκουμε Μιίκυ! . ■Π αρα συρμένη από τον εν θουσιασμό της, δέν είχε πα ρατηρήσει πώς τό πρόσωπο τού παιδιού ήταν άίλλαγμέ να καί ανέκφραστο. Ό Σέριν ταν όμως τό παρατήρησε καί
Ό Μίκυ πλησίασε πρώτος τή ρουκέΐτα.
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
το ,αΐμα πάγωσε στις φλέβες του, ενώ ένα ρίγος διαπέρασε τή σπονδυλική του στή λη. Ό Μίκυ δεν ήταν ό ίδιος. Τά μάτια του δεν είχαν τή γνώριμη απαλή, τους λάμψα καί τά χείλη; του δεν χαμο γελούσαν. Κύτταζε τούς δυο ανθρώπους πού είχε ,μτπρο στά του ιμέ μίσος, μέ έχθρα, λες ^καί δεν είχε ποτέ συναιντηδή μ3 αυτούς, λες καί τούς έβλεπε για πρώτη φο ρά. Γό χέρι τής Νάνου έσφι ξε ^ σπασμωδιικά τήιν παλάμη του συντρόφου της. — Θεέ μου!, έκανε πνι γεμένα, δεν μάς γνωρίζει! ^ — Μίκυ, μίλησε σέ τρυφε ρό τόνο ό Σέριινταν, δεν Υνω ρίζεις τούς φιίλους σου; Το παιδί σάρκασε. Μια παράξενη /πτυχή σχηματίστη κε στο μέτωπό του. Πλησία σε με άργό βήμα τό τραπέ ζι καί κιάθησε. Είχε ριγμένο ο την πλάτη ένα ύφασμα πού έμίοιαζε μέ χλαμύδα καί στά μαύρα του μαλλιά είχε τοπο θετηθή ένα στέμμα από κα θαρό, από 6αρύ χρυσάφι. — Θά πεθαίνετε!, ήταν ή πρώτη του κουβέντα πού εί πε. Στο βασίλειό μου δεν πρέπει νά πατουν γήινοι. Τό αίμα σας θά ξεπλύνη τά βρω μικα ίχνη σας πού πάτησαν την ιερή γή ιμου. Έγώ„ ό με γάλος αύτοκράτορας αυτού τού πλανήτη, σάς καταδικά ζω σέ θάνατο! —- Είσαι τρέλιλός!, ψιθύ ρισε ή Νάνου πνίγοντας ιμέ κόπο ένα λυγμό.
Ό Σέριινταν θέλησε νά τον πλησιάση. Ό νάνος πού βρισκόταν μπροστά του ρτ πλωσε τά χέρια του νά τον έμποδίση. "Ενα κύμα τρομε ρού θυμού πλημμύρισε τον ντέτεκτιβ. "Αρπαξε μέ μια γρήγορη κίινησι τό νάνο, τον σήκωσε ψηλά καί τον πέταξε μέ δύναμι στον απέναντι τοίχο. Ό νάνος στριφογύρι σε στον αέρα, χτύπησε μ'έ να φοβερό γδούπο στον τοί χο, μά δεν έπαθε τίποτε. Βρέθηκε όρθιος πάλι στο πά τωμα σαν τις γάτες. Στο μεταξύ, ό Σέρινταν,πλη σισζε τό Μίκυ. Σχέδιαζε νά τον πάρη μέσα από τό εφι αλτικό αυτό δωμάτιο μέ την έλπίΐδα πώς ίσως μπορούσε νά ξεψ'ύγη καί ,νά φθάση ώς τον «Πρώτεα». Τή στιγμή πού άπλωνε τό χέρι του, τό παιδί γέλασε μ3 ένα παγω μένο γ)έλιο. Ταυτόχρονα τό χέρι τού Σέρινταν έμενε με τέωρο ικι3 ένοιωθε νά χάνη τή δύναμί του... "Έμεινε σ3 αυτή τή θέσι ακίνητος,, λές κι3 είχε μετάβληθή σέ μ,ιά στήλη άλατος! — 3 Εδώ δεν είναι Γή, Σέ ρωταν!., γρύίλλισε τό Ελλη νόπουλο. Τά όπλα μας είναι άπατελεσ μ ατ ι κά κι3 άόρατ α. Οί εφευρέσεις ιμας είναι αξι οθαύμαστες! ΓΓ αυτό τό λό γο μισώ τούς Γήινους. Γιά τι είναι κλέφτες! ? Ηρθατε γιά νά κλέψετε τά (μυστικά μας καί θά πεθάνετε! Σάς έχω διαλέξει έναν τρομερό θάνατο πού ούτε τον φανταζό σαστε! Θά πεθάνετε κΓ οί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ δυο σας! Σηκώθηκε άττό τό κάθι σμά του και μέ βήμα άληθινά μεγαλόπρεπο, χάθηκε πίσω άττό τό παραβάν. Τήιν ϊδια στιγμή ό Σέρινταν μπό ρεσε να κινηθή,. Κύτταξε τή Νάνσυ. Ήταν κατάχλωμη καί τάχε χαμέ να. Τήιν αγκάλιασε για να τής δώση κουράγιο. — θάρρος!, τής ψιΟύρί σε. Ό Μίικυ δεν -μπορεί να άλλαξε από στιγμή σέ στι γμή. Κάτι συμβαίνει, κάτι του έκαναν Νάνσυ! Δεν πρέ πει· νά χάσουμε τήιν ψυχραι μία μας. — Είναι τρομεροί, Τζό!, ψιθύρισε μέσα στα δάκρυα της ή κοπέλλα. Είναι άληθινσς σατανάς αυτός ό Μπράουν! Έχουμε νά κάνουμε μέ αόρατους κι5 επικίνδυνους ε χθρούς. Τό καημένο τό παιδί, ποιος ξέρει πώς τό κατάψιερε καί τό πήρε μέ τό μέρος του! Είδες τά μάτια του Τζό; Φοβάμαι πώς έχει τρελ λαθή! Ή πόρτα από τήν οποία είχαν >μπή στο δωιμάτιο άνοι ξε πάλι για νά ,μ πουν τρεις άκόιμη νάνοι: Μέ νοήματα έ δειξαν στο ζευγάρι νά βγή έξω. Γιά άλλη μιά φορά ό Σέ ρινταν σκέφτηκε νά έπιτεθή σ' αυτούς τούς ανθρωπόμορ φους νάνους. Γιά μιά δεύτε ρη φορά όμως ή λογική τον συγκρότησε. Ό εχθρός ^του πού τον κρατούσε αιχμάλω το θά -ξίχε λάβ'ε» τά μέτρα
21
του. Ήταν τόσο σατανικός ώστε νά εχη προνοήσει πώς ό αιχμάλωτός του θά ζητού σε μέ κάθε τρόπο νά δραπέ τευση. Ακολούθησε υποτακτικά τούς νάνους δεσμοφύλσκές του, κρατώντας άπό τό χέ ρι τή -Νάνσυ καί σέ λίγο η σιδερένια πόρτα του κελλιου τους έκλεινε πίσω τους. Ποιός ξέρει' τί· τούς περίμενε... 0 ΛΗ ΠΟ ΕΠΕΜΒΑΙΝΕΙ
Ο ΛΗ ΠΟ μέ τρησε πολ λ ά σκαλοπά τ ι α καθώς οί νά νοι τον εσπρω ξαν βάναυσ α άπό τήν κ ο |ρ ιυ φί ή. μι ι άς σκάλας κΓ ήρθε κουτρουβα λώντας ως κάτω. Τό σώμα του τόιν πονούσε τρομερά καί στην αρχή δεν μπορούσε ού τε νά κινηθή. Σιγά—σιγά, σηκώθηκε κΓ έκιανε λίγα βή ματα κουτ σαίνοντ ας. Τού φαινόταν άπίστευτο πώς ό γήϊνος προδότης πού τούς είχε αιχμαλωτίσει, τον άφησε έλεύθερο , νομίζοντας τον γιά πίθηκο. — Θά τό πληρώση άκριβά αυτό πού είπε για μένα!, μουρμούρισε θυμωμένος. *Ακούς νά μέ πή βιρωμοπίθηκο εμένα, τον πιο όμορφο άν θρωπο τού πλανήτη Πράτ! Προχώρησε ακόμα λίγο καί γύρισε νά κυττάξη πί σω τρυ, Τρ μέρος άπ’ ρπου
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
*όν πέτάξαιν ιμέ τις κλωτσιές, ήταν ένα μεγάλο κτίρια. Έ χει μέσα · βρισκόταν ■ ό κα κούργος πού τον πρόσβαλε λέγοντας τον πίθηικο, έκεΐ μ έσ α βρί σκοντ αν ο:ί χμ άλο> τοι κα;ι σι φίλοι του. — Πρέπει' ·νά τούς έλευθε ρώσω, σκέφτηκε. Πρέπει μέ κάθε τρόπο νά βοηθήσω τούς φίλους" μου. Θ’ άφήσω άιως νά νυχτώση και τότε δά^λο γάρι αστου'μιε μέ τον κύριο Μπραουν. Κρύφτηκε σ’ έν,σ γειτονι κό θάμνο καί σέ δυο ώρες, όταν σκοτείνιασε γιά τά κα λά, βγήκε από την κρύπτη· του. Προχώρησε . ,μέ προφύλαξι ώο την άκρη τής έξωτερνκής σκάλας απ' οπού τον είχαν γκρεμίσει οί νάνόπ Ή πέτρι νά αυτή σκάλα, οδηγούσε στην ταράτσα.' Καθώς πλησί αζε, είθε έναν από τούς νάνους νά κάνη βόλτες. Στά παρά ξενα χέρια του κρατούσε κά τι πού έμοιαζε με σωλήνα. «Όπλα 8ά είναι, σκέφτη κε. Νά μή μέ λένε Λή Πό σν δεν του το σπάσω στο κε φάλι !» Έπεσε -κάτω καί σύρθηκε σαν τή γάτα πού πλησιάζει το ποντίκι. Καί τό σάλτο πού έδωσε ήταν όμοιο μέ το λαστιχένιο πήδημα Της γά τας. Μέ ανοιχτά χέρια, έπε σε πάνω στο νάνο. Ή αρι στερή του παλάμη βσύλλωσε το στό'μσ του ένώ μέ τό δεξί χέρι-του άρπαξε τό δττλό. Κύλησαν καί οι δυό τους κάτω μά ό Λή Πό, βρήκε τον
τοόπσ νά. του κοπανίση· τό σίδερο στο κεφάλι. ^—·■ Νά γιά νά μάθης!, ψι θύρισε καθώς τον είδε νά μ ε ν η ακίνητος. Τού κοπάνισε άικόιμη δυό τρείς γερές γιά νά είναι βέ βαιος πώς θ' άργήση νά συνέ.λθη καί, πιάνοντάς τον α πό τά πόδια:, τσν έκρυψε πί σω από τον κορμό ενός δέν τρου. 5 Ανέβ ηκε τώρ α γ ρ ήγειρα τά σκαλοπάτια πού τά είχε κατεβή μέ τό κεφάλι πριν δυό ώρες. Φτάνοντας στην ταράτσα, έμεινε ακίνητος, ζαρωμένος σέ μια γωνιά. Δεν υπήοχε κανείς εκεί. πάνω. Μπορούσε νά βαδίση, ελεύθε ρα. Θυμήθηκε πώς τον είχοίν βγάλει από μιά σκάλα που άρχιζε στή μέση τής ταρά τσας καί κατέβαινε στό ε σωτερικό του κτιρίου: Προ χώρησε καί σέ λίγο βρήκε την είσοδο. Εκεί ρμως τσν περίμενε μιά τρομερή σπόγ γε ή τευσι. Ή είσοδος ήταν κλειστή μέ μιά. -βαρειά σι δέρένια πόστα. Ή πόρτα αυ τή ήταν κλειδωμένη καί θάπρεπε νά είχε κλειδί .γιά νά ~ήν άνοιξη. "Αλλος τρόπος δεν υπήρχε. Σά νά -μην έφτανε αυτή' ή ατυχία, ήρθε καί μιά άλλη νά τον βάλη σέ ανησυχία. Μιά σκιά είχε ξεκολλήσει α πό την άκρη τής ταράτσας καί ' προχωρούσε προς τό μέσος, του. Ό Λή Πό συσπει ρώθηκε καί περίμενε, , Άπό που,είχε ξεφυτρώσει αυτή ή
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ σκιά και δεν τήν είχε δή ττιό τηρίν; Την έβλεπε νά τόν ττλησιάζη και αί αισθήσεις του βρί σκονταν δίλιες σ’, επιφυλακή, -αιφνικά, σπρωγμένος από τό ένστικτό του, έδωσε ένα σάλ το. Έταν καιρός. Μια φλό γα ξεκίνησε · από τό ' μέρος τής σκιάς κι" έγλειψε τό μέ ρος όπου βρισκόταν · πριν α πό : ένα δευτερόλεπτο. Ό νά νος εΐ|χε πυροβολήσει. ^Μέ ένα δεύτερα σάλτο, ό Λ ή Πό, τον έφτασε καί ο·ί μι κρές άλλα σιδερένιες γρο θιές του, άρχισαν νά τον χτο πουν μέ λύσσα στη φουσκω μένη κοιλιά καί στο κεφάλι του. Ό νάνος βόγγησε κι5 έ πεσε. Μιά τελευταίιά καλοζυ γισμένη γροθιά, τον έστειλε στον κόσμο των ..προγόνων του. •Ό Αή Πό είχε την έμπνευσι νά του ψάξη τις τσέπες. Λίγο έλειψε νά ξεφωνίση α πό τή χαρά του καθώς τό χέ ρι του άγγιζε έναΐν ορμαθό κλειδιών. Τον έβγαλε καί, πλησιά ζοντας τή σιδερένια πόοτα πού .έφραζε την είσοδο, άρχι σε νά δοκιμάζη ένα-—ένα τά ..κλειδιά. "Έπειτα ,άπό δυο άποτυχηιμένες δοκιμές, β|ρήικε τό κλειδί πού ταίριαζε. Τό κλειδί γύρισε δυο στροφές κοτΐ ό Λή Πό ξερόβηξε. "Έβα λε' έπειτα όλη του τή δύναμι .καί άνασήκωο'ε την πόρ τα ενώ 'έχωνε τό λεπτό-του σώμα στην τρύπα πού άνοι ξε καί πατούσε στο πρώτο σκαλοπάτι.
23
γΉ σκάλα στην αρχή ήταν σκοτεινή, π ιό. κάτω όμως φω τιζόταν από τό φως τού δια δρόμου. Μέ τήν καρδιά πού κόντευε νά σπάση από τήν άγων ία, προχώρησε^ κατε βαίνοντας τά σκαλοπάτια. Έταν τυχερός. Στο φαρ δύ διάδρομο δεν υπήρχε κα νείς . Προσανατολίστηκε για μ:ά στιγμή καί τηροχίώρησε πρός τό βάθος του. Στήν τε λευταία πόρτα αριστερά στά βήκε. "Έβγαλε- ? τον ορμαθό :.ών κλειδιών κι"-άρχισε πάλι νά τά δοκιμάζη ένα—ένα, μέ τήν ψυχή στο στόμα, μήπως φανή κανένας νάνος καί τον πάρη εϊδησι. «ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΉΪΜ ΠΡΟΔΟΣΙΑ!»
Ο ΣΕ Ρ I -Ν ΤΑΉ ήταν βυ θισμένος σέ μελαγχολικέ ς σκέψεις. Ή θέ σις τους ήταν τρομερά κρίσι (μη αυτ ή τ ή φορά. Ό άνθρωπος που τους είχε αιχμαλωτίσει, δεν' θά δίσταζε ούτε στιγμή νά τούς σκοτώση, Τό χειρότερο όμως ήταν πώς κινδύνευαν άπό τον "ίδιο τό φίλο τους’ τό Μίκυ. Κατά. έναν παράξενο τρόπο, ό Μίκυ είχε · γίνει εχθρός τους καί ζητούσε κι" αυτός τό θάνατό τους! «Ό Μίκυ δέιν θά έφθανε ποτέ σ’ αυτό τό σημείο, συλ λογιζόταν ό ντέτεκιτιβ, νά θυ σ.ιάση· τούς φίλους του γιά νά γίνη διάδοχος τού Μ'ττρά-
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ουιν πού Εξουσιάζει αυτόν τον πλανήτη. Φοέινεται μάλ λον ττώς ό Μπράουν τον έχει υπνωτίσει καί του επιβάλλει τις δικές του θελήσεις...» Πάνω στις σκέψεις του αυ τές, ακούστηκε ένα ήλαψρό τρίξιμο στην κλειδαριά. Ή Νάνσυ άναίσήΐκωσε τό κεφάλι της. — Έρχονται να μάς -πά ρουν!, ψιθύρισε καί σφάχτη κε κοντά του. Ό ντέτεικτί'β δέν μίλησε, τεντώνοντας περισσότερο τό αυτί. του. Ό θόρυβος αυτός στην κλειδαριά, του φαινό ταν παράξενος γιατί κάπου —κάπου σταματούσε για νά συνέχιση και πάλι. Με τά πολλά, κι5 ενώ οί καρδιές τους χτυπούσαν γορ γά από την αγωνία, ή πόρ τα τους άνοιξε. Τό πλάσμα διμιως που (μπήκε στο κιελλί τους δέν έμοιαζε μέ τούς νά νους. Ήταν μια γνώριμη σιλαυέττα πού ήρθε καί γονάτ ισε δ ί πλσ τους. — Κύριε Σέρινταν, .μίλη σε ψιθυριστά ό επισκέπτης. —- Λή Πό!, φώναξαν ταυ τόχρονα ό Τζόε και ή Νάνσυ. Αυτό πού κστάφερες ήταν θαυμάσιο! Πώς τό κατώρθωσες; Ό Αή Πό τούς εξήγησε μέ λίγα λόγια τί συνέβη και οι τρεΐς άνθρωποι, οι δυο Γή ινοι κΓ ό άΛρωπος από τον πλανήτη Πράτ, ετοιμάστη καν νά βγούιν από τό κελλί. —Έσύ νά φυγής!, είπε ό Σέρινταν στο Λή Πό. Είναι προτιμότερο νά είσαι έξω
πό τό χορό, μιά καί ό Μτηρά ουν σέ νομίζει γιά^ πίθηκο. Μπορεί νά χρειαστούμε πάλι τη βοήθεια σου, Λή Πό. Περίμενέ μας έξω από τό κτίΡ’ο. Έγώ θά προσπαθήσω νά αιχμαλωτίσω τό Μίκυ ή τόιν Μπράουν. — Είναι έδώ ό Μίκυ; ρώ τησε ό Αή Πό πού δον είχε ιδέα γιά τή μεταμόρψωσι του μικρού φίλου του. — 5 Εδώ είναι, Λή Πό. Π ή γαινε ^δμως τώρα, αργότερα θά σου εξηγήσω. Ό Αή Πό βγήκε πρώτος. Διέσχισε αθόρυβα τό διάδρο >μο, μά δέν βγήκε έξω όπως τον συμβούλεψε ό Γήινος φί λος του. Απόψε τον είχε κα ταλάβει ή μανία τής έκδικήο'&ως. Ήθελε νά πιάση στά χέρια του αυτόν τον Μπράουν πού τόλμησε νά τον πή β,ρωμσπίθηκο. 3Αντί νά πάρη τή σκάλα πού οδηγούσε στήιν ταράτσα, πήρε μιά άλλη πού οδηγού σε ατό ισόγειο. Βρέθηκε τώ ρα σ’ έναν καινούργιο διά δρομο πού δεξιά κα!ί αριστε ρά. του,υπήρχαν πολλές πόρ τες ^ — ^Σέ μιά απ’ όλες αυτές θο: βρίσκεται ό Μπράουν. συλ λογίστηκε ό Αή Πό καίί δο κίμασε ν’ άνοιξη την πρώτη πού βρήκε μπροστά του. Ό Σέρινταν μέ τή Νάν συ, βγαίνοντας από τό κελ λί τους βρήκαν δυο σίδερα πεταγμέίνα σέ μιά γωνιά πού έμοιαζαν μέ μικρούς λο στούς. "Εσκυψαν καί τά πή ραν. θά τούς χρησίμευαν πε
ρίφημ'α σαν όπλα μια και ό Μπράσυν τους είχε πάρει τα πιστόλια τους. Απόλυτη σιωπή βασ ί * λευε στο ρεγάλο κτίριο, μιά σιωπή παράξενη πού_ έγκυμονοΰισε χιλιάδες κινδύνους. "Ενας από αυτούς τούς χ ιλ ιάδες κ ινδύναυ ς, παιρουσ ι άστηκε ξαφνικά χωρίς να τον περιμένη. τό ζευγάρι των Γήϊνων άνθ(ρώπωιν πού περ πατούσε στις ιμύτες των πο διών του σύρριζα στον τοίχο τού διαδίρόιμου. 7Ηταν μιά στριγγιά φωνή πού αντήχη σε άπό τό ισόγειο! Συνέρ γεια με τή φωινή αυιγ ακού στηκαν κι5 άλλες πολλές, σάν κρωξίμμ ατ α πουλ ιών... Ό Σέρινταν τράβηξε ^ γρή γορα τή Νάνου και κρύφτη κε στο πρώτο κοίλωμα τής πόρτας πού συνάντησε. — Κάτι γίνεται στο Ισό γειο, τής ψιθήρισε. Θάλεγε κανείς πώς πρόκειται για μιά συμπλοκή... Αναγκάστηκε νά σταματήση καί νά πάρη μιά γρή γορή στροφή πάνω ^στίς ψτερνες του, ενώ τό ώπλισ,μένο ιμέ τό σίδερο· χέρι του, υψώθηκε απειλητικά έτοιμο για δράσι. Ή πόρτα στήν ο ποία είχαν στριμωχθή, άνοι γε σιγά—σιγά... Οί καρδιές τους σάλταραν απότομα στο στήθος τους με κίνδυνο νά ξερριζωθούν καί ή ανάσα τους κόπηκε. 5Από τό άνοιγμα τής πόρτας γλύστριησε ένα άδύνατο φως καί σιγά—-σιγά, με χίλιες προφυ λάξεις, πρόβαλε ένα κεφάλι...
Ό Σέρινταν δεν κάθησε νά σκεφθή τίνος ήταν το κε φάλι. Τό υψωμένο του σίδερο έπεσε μέ ορμή σάν καταπέλτης καί τό κρανίο έτριξε άνατριχι αστικά. Μέ τό άλ'λο χέρι ό Σέριν ταν έσπρωξε τήιν πόρτα καί σάλταρε ,μέισα, ενώ ή Νάνσυ τον ακολούθησε, κλείνοντας την πίσω* της. Στα πόδια τους μπερδεύτηκε τό αναί σθητο σώμα ενός νάνου. Τα αίματα άπό την πληγή τού κεφαλιού του έφεραν μιά άνα τριχίλα στο κορμί τής κο πέλλας. ; Κ ύττ α ξ αν ολόγυρά τους. Τό ψώς πού ώς αυτή τή στι γμή ήταν χαμηλό, ζωήρεψε ξαφνικά κι5 έγινε άπλετο. Ταυτάχρονα, άντ ήχησε μ ιά απειλητική φωνή πού έκανε τούς δυο -Γή,ϊνους νά ξαφνια στούν καί νά ριγήσουν: — Πετάξτε τά παλιοσίδε ρά σας καί σηκώστε τά χέ ρια σας ψηλά, καθάρματα! Μέ την άκρη τού ματιού του, 6 Σέρινταν, πήρε τον προδότη Μπράουν: Β.ρίσκο ταν στηριγμένος στο φύλλο μιας ανοιχτής πόρτας καί κρατούσε ένα πιστόλι πού τό είχε στραμμένο απειλητικά προς τό μέρος τους. — Γρήγορα!, ούρλ ι ασ ε. Πετάξτε τά σίδερα. —Κάτω, Νάνσυ!, φώνα ξε ταυτόχρονα ό Σέρινταν κι* ενώ έπαιρνε μιά ξαφνική βουτιά προς τό πάτωμα, τό σίδερο πού .κρατούσε έκσφεν δονίιστηκε προς τό μέρος τού προδότη.
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό Μπράουν θέλησε νά πυ ροβαλήιση ’ μά, βλέποντας το σίδερο νά έρχεται προς το μέριας του, έσκυψε πλάγια για νά φυλαχτή. Ή κύνηισί του αυτή, έδωσε καιρό στοιν Σέρινταν νά δώση· ένα και νούργιο σάλτα, νά φθάση κον τά του και νά τον άρπάξη από τά πόδια. Τό πιστόλι πιού κρατούσε ό Μπράουν ξέρασε μιά γλώσ σα φωτιάς πού βιρήικε τό τα βάνι γιατί τό σώμα του έ χανε την ισορροπία του κα θώς τον τραβούσε άπό; τά πόδια ό Σέρινταν και έπεφτε μέ τό κορμί προς τό πάτω μα. Ή Νάνσυ, πεσμένη κι* αυτή στο πάτωμα, είδε, ^τούς δυο άντρες νά συμπλέκωνται άγρια. Τό πιστόλι του προδότη, άστραψε για μιά καινούργια φορά στά τυφλά καί ή φλόγα του πέρασε δυο εκατοστά δίπλα άπό τό. προ σώπό της. Τινάχτηκε πλάγια καί την Τδια στιγμή,- μ3 ένα έξυπνο κόλπο του Σέρινταν, το πι στόλι έφευγε άπό τά δάχτυ λα τού Μπράουν κι* έπεφτε στο πάτωμα. Ή Νάνσυ έτρε,ξε νά τό πάρη.. "Ενα. πιστόλι ήταν κάτι περισσότερο άπό θη σαυρός· αυτή τή στιγμή. Κα θώς τό έβαζε στην τσέπη του της, είδε τον Μπράουν νά πετάγεται σάν λάστΐχρ άπό τό πάτωμα κιαί νά πέψτη μέ φόρα στον ,απέναντι τοίχο. Τον είχε πετάξει ένα άρ ιστουρ γημ ατ ικό - τ ί ναγμ α
των ποδιών τού Σέρινταν. Ό ντέτεκτιβ πήρε μιά στροφή στο πάτωμα καί ση κώθηκε, Ό Μπράουν είχε ση κωθή κι5 αυτός. Άπό το στό μα" του έτρεχε άφθονο αίμα καί τό πρόσωπό του ήταν ά γρια παραμορφωμένοάπό τή λύσσα. — Κάθαρμα!, μούγγρισε, νομίζεις πώς θά μου τή γλυ τώσης; "Ω,ρμησε άκάθεκτος μέ υϋ/ωιμένη τή γροθιά του. Ό Σέ ρινταν σάλταρε πλάγια, τοΰ άρπαξε .τό χέρι στρίβοντάς το άγρια ενώ τό γόνατό του λύγιζε σέ γωνία καί τον χτυ πουσε μέ μιά τρομερή δόναμ« στο στομάχι. —"Έστω καί αργά, θά πλήρωσής τήν προδοσία σου Μπράουν I, του φώναξε κα θώς ό αντίπαλός του άφησε ένα βόγγητό πληγωμένου; ζώου καί σωριαζόταν άναί· σθητος ατό πάτωμα. Ό ντέτεκτιβ τον άρπαξε άπό τά χέρια καί μέ μιά α πότομη. κίινησι, τάν έφερε στην πλάτη του. —πΠάμε, Νάνσυ!, φώνα ξε στήν αρραβωνιαστικιά του πού παρακολουθούσε μέ θαυ μασμό ’ τον αγαπημένο της καθώς έβγαζε μέ τάση ευκο λία εκτός μάχης τον αντίπα λό του. Δρασκέλισαν την ανοιχτή πόρτα καί. βρέθηκαν στο δια δρομό. — Πού πάμε; ρώτησε τό κορίτσι. . ;—Στήν ταράτσα !Νά βγού με έξω άπό το κτίριο!
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ — Τζόί, του φώναξε πί σω ή κ απέλλα, κι5 ό Μίκυ; Θ’ αφήσου με το Μίκμ εδώ; — ' ΕΤ,ν α ι επ' ι κ ίνδυνο να ■μείνουμε άλλο έδώ, Νάνου! Ό αίχ,μάλωτός ' μας θά μας βοηθήση νά πάρουμε αργό τερα κα,ί τό Μίκυ. ’ Ή Νάνου τον ακολούθησε μ έ βαίρε ι ά κ άρδ ι ά. Λεν της άρεσε, αυτό τό σχέδιο νά ψύ» νουν χωρίς τό. Μ'ίκυ. Την επόμενη στιγμή, δ μ ως, κατάλαβε πόσο δίκιο· είχε ό Σέιρινταν. Καθώς έτοι μαζόταν νά πατήση τό πρώ το σκαλοπάτι τής σκάλας που οδηγούσε- στην ταράτσα, αστραφτερές γλώσσες φαν τι ας την έζωσαν κ αι αγρια
ν/
■ί· > Α <·.*
-χ· «*
Σήκωσε απαλά άπο το δάπεδο τό Λή Π©.,,
2-
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ουρλιαχτά^ αντήχησαν στο βάθος του διαδρόμου. Και μέσα απτό αυτά τά ουρλια χτά, αντηχούσε καθαρή, σκληρή και αδυσώπητη ή διαταγή του αγαπημένου τους Μίίκυ πού τή στιγμή αχ>~ τή ήταν εχθρός τους. — Πιάστε τους! Σκοτώ στε τους στήν ανάγκη! Γρή γορα να μη σάς ξεφύγουν! Ούτε κατάλαβε πότε ανέ βηκε όλα αυτά τά σκαλοπά τια. Μπροστά της, ό Σέρινταν, μέ τό βαρύ φορτίο του αιχμαλώτου στήν πλάτη του, τ’ ανέβαινε τρία—τρία. Μόλις πρόλαβαν νά βγουν στήν ταράτσα και νά κλείσουν τή σιδερένια πόρτα τής εισόδου πίσω τους, άνάπνευσσν ,μέ άνακούφισι. Γιά καλή τους τύχη βρή καν μέ ευκολία τήν έξωτερική σκάλα. Κανέλα έμπόδιο δεν παρουσιάστηκε στο δρό μο τους καί σέ λίγο, ή πυ κνή κάί μυστηριώδης νύχτα τού άγνωστου πλανήτη, τούς κατάπιε προστατεύ ο ν τ άς τους από τούς διώκτες τους πού είχαν πλημμυρίσει τώρα τήν ταράτσα κά] ούρλιαζαν σαν δαιμονισμένοι. — Λή Πό!, φώναξε, χαμηιλόφ>ωνα δυό'—τρεις φορές ό Σέριντσν καθώς άπομακρυνό ταν άπό τό κτίριο. — Λή Πό!, τον μι,μήθηκε και ή Νάνσυ. Μά ό Λή Πό δεν άπαντουσε, ούτε πρόβαλλε μπροστά τους. ΓιΟτΊ 6 Λή Πό, αυτή τή^ στιγμή, ήταν αιχμάλωτος τού Μ/ίκυ..,
Ο ΛΗ Π© ΞΑΦΝΙΑΖΕΤΑΙ I
ΜΕ ΤΟ σπρώ ξιμο πού έκα νε στην πόρ τα, ό Λή Πό, την εΐδε^νά άνόίγη εύκολα . Τό θωμά τ ι ο πού τον υπο δέχτηκε ήταν έρημο και σιω πηλό. Κάτι σαν είδος λάμ πας έρριχνε ένα χλωμό φως ολόγυρα. Έκανε^ νά βγή πάλι έξω όταν, ατό βάθος του δωματίου, δ ι έκρινε μιά άλλη, πόρ τα. Διευθύινθηικε προς τά έκεΤ και σέ λίγο τήν άνοιγε. Άνοίγσντάς την όμως, τον πεΡ1 ί μενε μι ά μ εγάλη έκπλη ξ ι! Τό δωμάτιο πού απλωνό ταν μπροστά του ήταν ευρύ χωρο κι3 έμοιαζε μέ κρεββα τοκάμαρα γιατί στη μέση, του ακριβώς υπήρχε ένα με γάλο κρειββάτι. ^ Ό Λ ή Πό, ήταν πολύ πε ρίεργος. Προχώρησε μέ τις μύτες τών ποδιών του μέ τήν πρόθεσι νά πλησιάση τό κρειββάτι για νά δή ποιος κοιμόταν. Άπό μέσα του πα ρακαλουσε τό μεγάλο θεό τού Πρά τ, νά ήταν ό Μπράουιν. —· Θά τον πνίξω τον προ δότη για νά μάθη νά μέ λέη άλλοτε βρωμοπίιθηικο, σκέ φτηικε. ^ 'Όταν έφθάσε κοντά, άναρ ρίγησε και συγκρότησε τό βήμα ταυ- Δίπλα στο κρεβ"
I βατ ι, σέ μ ι ά πολυθρόνα, κσθόταν εν.ας νάνος. Φαίνεται πώς φρουρούσε εκείνον που κοιμόταν γιατί στα μακρο σκοπικά γόνατά του κρατού σε ένα όπλο. Αυτή τή στι γμή, για καλή τύχη τού Λή Πό, κοιμόταν ! Είχε κλείσει τά μάτια του καί ροχάλιζε μάλιστα. Ό Αή Πό ανέκτησε γρή γορα τήν ψυχραιμία του. ^Ε σφιξε καί τί·ς 5υό γροθιές του, τις σήκωσε ψηλά καί τίς κατέβασε μέ δύναμι στο φαλακρό κρανίο τού νάνου. Ό νάνος άνοιξε ξαφνικά τά μάτια του, πρόλαβε νά γρυλλίση παράξενα καί τάκλείσε πάλι. Αυτή τή φορά κοιμόταν γιά τά καλά καί θ5 αργούσε νά ξοπνήση. — Πάει αυτός!, ψιθυρι» σε ικανοποιημένος ό Αή Πό. Τώρα ήρθε ή σειρά τού προ δότη. . Πλησίασε στο κρεββάτι, πρός τό κεφάλι τού κοιμισιμέ νου, σήκωσε πάλι απειλητι κά τίς γροθιές του μά, κυττάζαντας καλύτερα τό κοιμισμένο1 κεφάλι, άφησε νά του ξεφύγη μιά χαρούμενη κάί θρ ι αμιβευτ ική κρ αυγή. —Μίκυ! Τούρθε νά τρελλαθή από τή ^ χαρά του 1 Ό άνθρωπος που κοιμόταν δεν ήτ'αν ό Μπράουν αλλά ό Μίκυ που τον είχαν χαμένο! "Έσκυψε νά τον άγκαλιάση όταν τό παιδί πετάχτηικε απότομα άπό τή φωνή του. — Μίκυ!, ξαναφώναζε ό Λή Πό. Μίίκυ...
29 "Αναγκάστηκε όμως νά σταματήση τίς διαχύσεις του γιατί στο δε ξι χέρ-ι τού παιδιού πρόβαλε ή απειλή» τική κάννη έινός πιστολιού, ενώ τό βλέμμα του, παγερό καί απειλητικό, κάρφωσε τον άνθρωπο του Πράτ στη θέσι του. -— Τόλμησες νά μπή,ς στο ανάκτορό μου βρωμοπίθηκε! μίλησε άγρια τό' παιδίί', νά σκοτώσης τό φρουρό μου· καί νά με ξυπνήίσης! Τού φουκαρά τού Αή Πό, τού ήρθε νά^ τρελλαθή. Τί λό για ήταν αυτά πού άκουγε; Τίς καί ό Μίκυ τόν έλεγε βρω μοπίθηκο; — Μίικυ, τραύλισε, μήπως δεν ξύπνησες καλά καί νο μίζεις πώς ονειρεύεσαι; ΕΤ μαι εγώ, ό φίλος σου, ό Αή Πή, ό πιο άμορφος ^ ό^τραο; τοΰ Πράτ... Σέ κατάφερε ο Μπράουν νά π ι στέψη ς πώς μοιάζω μέ πίθηκο; Ή αγαθή ψυ^ή του Αή Πό, γέμισε μέ παράπονο. Κι" όσο έβλεπε τό άπειλητυ κό βλέμμα τοΰ παιδιού, τό σο τά έχανε. Σέ μιά στιγμή έκανε νά κινηιθή μά τό πι στόλι τού Μίκυ σημάδεψε τήν καρδιά του. — Αύριο θά πεθάνης^!, μίλησε άγρια. ’Άν κινηθής όμως, θά πεθάνης, σήμερα! Αυτή τή στιγμή! Ό Αή; Πό έπιασε μέ τά δυο του χέρια τό κεφάλι. — "Εγώ θά πεθαίνω; ψι θύρισε έχοντας τα κυριολε κτικά χαμένα. Γ ι οατί·; — Γιόγγϊ τόλμησες νά ά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ · νησυχήσης τον αύτοκράτο ρα! — Ποιόν; Τή στιγμή εκείνη Το δω.μάτια πλημμύρισε από νά νους. Σ' ©να νεύμα του Μί κυ, ρίχτηκαν επάνω ατό Λή Πο. λ 4 —Ί< λ είστε τον ατό κελλί!, διέταξε μέ την ίδια αδυσώ πητη φωνή τό παιδί, κι5 αύ ριο θά σάς . τον παρσδώσω για τή μεγάλη θυσία τής έ')εάς σας! Τό Γαΐμα του θα βρέξη^ τά πόδια της 'γ ι ά νά σάς χαρίση την ευλογία της. Ό Αή Πό, νοιώθοντας νά τον πιάνουν οι νάνοι, αγρίε ψε. Μποιρεϊ στο κάτω—κά •τω ό Μΐίκυ νά ήταν φίλος του, αυτό όμως δεν εσήμαινε πώς θά καθόταν πρόθυιμα νά τον φυλακίσουν οί νάνοι αυτοί γιά νά τον θυσιάσουν τήν άλ λη μέρα στ ή Θεά τους. Τρα βήχτηκε προς τά πίσω από τομα καί τά χέρια ταυ άνεβοκατέβηκ αν σαν άστ ρ απή πάνω στά φαλακρά κεφάλια τους. Ουρλιαχτά και φω ν έ ς πλημμύρισαν τό δωμάτιο. Ό Αή Πό, κατώρθωσε σέ μιά στιγμή νά έλευθερωθή, άλλα οί νάνοι ήσαιν τόσοι πολλοί-, πού κατάφεραν στο τέλος νά τον υποτάξουν. Δε κάδες δάχτυλα σφίχτηκαν σάν φίδια στά χέρια του καί τά κράτησαν ακίνητα. Δεκά δες χέρια τον έσπρωχναν α πό πίσω· καί τον άνάγκασαν νά π,ροχωρήση. Σέ λίγη ώρα βρέθηκε μονάχος στο κελλί
πού βρίσκονταν ' προηγουμε * νως οί Γήινοι φίλοι του καί πού αυτός ό ίδιος τούς εΤχε ελευθερώσει. . — Δεν μπορώ νά καταλά βω τί συμβαίνει, συλλογιζό ταν καί τό' κεφάλι του πή γαινε νά σπά,ση από τά τό σα ερωτηματικά πού δεν έ παιρναν άπάντησι. Ό Μίκυ ήταν ό πιο καλός μου φίλος καί τώρα (μέ είπε βρωμαπίθηκο, μέ απείλησε πώς ^ θά με σκοτώιση καί μέ φυλάκι σε γιά νά μέ θυσιάσουν οί νάνοι αύριο στη θεά τους.. Μήπως τρελλάθηκε ό Μίκυ; Καθώς έκανε αυτές ·.. τις σκέψεις, ακούσε μεγάλο θό ρυβο καί σαματά στο διά δρομο, ενώ ή φωνή του Μ'ίκυ αντηχούσε πάλι σέ .τόνο προσταγής: -—- Π ιαστε τους! Σκοτώ στε τους στην ανάγκη!. Γρή γορα νά μη σάς ξεφόγουν !... «Είναι οί φίλοι μου, σκέφτηιιοε ό Λή Πό. ,Κ ύ ό Μίκυ διατάζει τούς νάνους του νά σκοτώσουν τούς φίλους μου καί δικούς του φίλους... Μή πως έχω τρελλαθή ταχα καί δέν καταλαβαίνω τί ,μού γί νεται;» * ^ * Είχε ξημερώσει γιά τά κα λά. Μέσα σέ μιά πυκνή συ στάδα θάμνων βρίσκονταν κρυμμένοι ό ντέτεκτιβ Σήρινταν καίί ή Νάνσυ. ^απλωμέ νος καί δεμένος χειροπόδα ρα μπροστά τους, βρισκόταν ό αιχμάλωτός τους, ό προ δότης Μπράουν. · — Γιά τελευταία φορά σέ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ρωτώ, μίλησε ό ^Σέρινταν,καί· περιμένω νά μου απάντησης γιατί διαφορετικά θά ,μετα νοιώσης πικρά: Μέ ποιον τρόπο κστάφερες νά ξεΙλογιάσης τό παιδί καί νά τό πάρης ρέ τό μέρος σου; Μήπως τό υπνώτισες; Τό πότισες κανένα βοτάνι που σκοτώνει τη θέληση ή μήπως καί του έχεις κάνει καμμισ ένεσι δι κής σου έφευρέσεως; Ό Μπράουν χαμογέλασε ειρωνικά: — "Άδικα μέ ρωτάς, Σερινταν, απάντησε. Δεν .πρό κειται νά σου άποκαλύψω κα νένα. άπό τά μυστικά μου. Π άψ ε λοιπόν νά. ρωτάς καί μ ή χάνης άδικα τά λόγιρχ σου. Ό μ ικρός σου φίλος ή^ταν γραφτό νά μέ διαδεχθή καί νά διοίκηση αυτός τόν πλανήτη που έχει την τιμή νά σάς φιλόξενή. Ό Σέριινταν -έσφιξε τή γροθιά του. Είχε πεισματώ σει καί μέ κόπο συγκρατιό^αν γιά νά μη του την καταφέρη στο πρόσωπο. — Μπράουν, του δήλωσε, γιά μένα δέν είναι καθόλου δύσκολο νά άπαγάγω άπό τό παλάτι σου τό Μίκυ, Τό είδες μέ πόση ευκολία αίχμα λώτισα εσένα. ' Ο Μπρ άουν σάρ κασέ. — Μήν είσαι τόσο βέβαι ος, Σρρινταν, έκανε. Δέν πρόκειται νά πατήσης στο παλάτι μου. Άν άνεβής σ’ ένα δέντρο καί ρΐξης μιά^ μα τιά, θά δής πώς εκατοντάδες νάνοι τό ψιρουρουν κι5 είναι έτοιμοι νά υπερασπίσουν -τόν
31
νεαρό μου, διάδοχο πού τόν έχρισα αύτοκ.ρστορα. ■ Καί ξερεις πόσο πεισματάρη δες είναι οι νάνοι; Σέ συμ βουλεύω, λοιπόν, όχι μόνο νά μήν τολμήσης νά έλευθερώσης τό μικρό σου σύντροφο, αλλά νά μέ άφήσης ελεύθε ρο, Καί γώ μέ τή σειρά μου σου υπόσχομαι πώς θά επι τρέψω στο άστρόπλοιό σου νά άπομαικιρυνθή άπό τόν πλανήτη μου, χωρίς νά σέ πειράξω. — Είσαι πονηρός, Μπρά ουν, τόν ' έκοψε ό Σέρινταν. "Οσον καιρό ό Μίικυ θά εξσ κολουθή νά βρίσκεται κάτω άπό τήν σατανική σου δύνα μη δέν πρόκειται νά σέ αφή σω ελεύθερο. — Τζό !, τόν δ ι έκοψε ή Νάνον ανήσυχη, άκους; Ό ντέτεικτιβ τέντωσε τ’ αυτιά του, Μιά παράξενη όχιλαγωγή άκσυγόταν που ό σο πήγαινε καί δυνάμωνε.Καί ό θόρυβο^ αυτός ερχόταν ά πό τό μέρος του κτιρίου πού δέν άπεχε καί πολύ μακρυά τους. Περίεργος νά μάθη τί συμ βαίνει, προχώρησε λίγα μέ τρα πιο πέρα καί σκαρφάλωσε. σ’ ένα ψήλο δέντρο» Φτάνοντας στην κορυφή του, κύτταξε προς τό κτίριο. "Ενα πλήθος άπό, νάνους ήταν συγκεντρωμένο μπρο στά · του, πού χειρονομούσε καί φώναζε καί μετακινιόταν. ααφνιικά, οί χιλιάδες των νάτ· ινων σώπασαν απότομα. Μιά βαρειά πόρτα του κτιρίου ά νοιξε καί πρόβαλε. κατ ι πού
Ϋή^ΑΝθΡΑΠΟϊ ιέμοκχξε μέ άρμα. Τό άρμα αυτό το τραβούσαν μερικά ζώα πού έμοιαζαν πολύ ,μέ άλογα. Πάνω στο άρμα βρι σκόταν όρθιος ό Μίκυ. ντυμέ νος με τήιν κόκκινη χλαμύδα του και μέ τό χρυσό στέμμα ατό κεφάλι του. Δεύτερο άρμα βγήκε από την άνοιχπή πόρτα τού κτι ρίου. Επάνω σ5 αυτό, ήταν δεμένος ένας πίθηκος! Μά, όχι δεν ήταν πίθηκος! Ήταν ό Λή Πό! Τόν είχαν δεμένο γερά πάνω σ5 ένα στυλό πού βρισκόταν στη μέση του άρ ματος ενώ ,δίιπλα του, ένας δεξιά του κι5 ένας άριστερά ταυ, κάθονταν δυο από τούς παράξενους νάνους... Τώρα καταλάβαινε ό ΣέρινΤαν που οφειλόταν ή έξαψάνισι του Λή Πό. Εΐχε συλληφθή αιχμάλωτος. Που νά τόν όδηγούσαν τάχα τώρα, οι χιλιάδες τών φουσκωμέ νων νάνων και ό Γήινος αυτσκράτοράς τους, ό Μίκυ; Τόν ένστικτό τού ντέτεκτιβ τόν προειδοποίησε πώς τόν Λή Πό, τόν απειλούσε ένας άμεσος κίνδυνος. Κατέβηκε βιαστικά άπό τό δέντρο καί πλησίασε τη Νάν ου πού πρόσεχε άγρυπνα τόν δεμένο αιχμάλωτό τους, Το πρόσωπό του ήταν συνο φρυωμένο καί ή κοπέλλα κα τάλαβε πώς του συνέβαινε κάτι τό πολύ σοβαΐρό. — Τί τρέχει; τόν ρώτησε ανήσυχη. — Ό Λή Πό είναι αιχμά λωτος τών νάνων!, τής ψι θύρισε παίρνοντας την παρά
μερα γιά νά μ ή τούς άκοώ* ση ό Μπράουν. Τόν οδηγούν δεμένο πάνω ένα άρμα χι λιάδες ώπλισιμένοι νάνοι. Τό πιο τρομερό είναι πώς στην πομπή αυτή υπάρχει κι5 ό Μ'ίικυ... Είναι άνεβασμένος σ5 ένα ολλο άρμα. Φοβάμσι πώς ό Μίκυ έχει σκοπό νά θανατώση τό Λή Πό... * Η κοπέλλα άνατρίχ ι ασ ε στη σκέψι αυτή. —- Λεν μιπορεί νά κάνη κά τι τέτοιο ό Μίκυ, τραύλισε. χ— Θά τό κάνη, επέμεινε με βεβαιότητα ό Σέρινταν ε νώ τό μέτωπό του είχε ζαρώ σει άπό χιλιάδες ρυτίδες. Ό Μίικυ δεν γνωρίζει κανόναν άπό μάς, Νάνσυ, έχει πάθει κάτι σαν τρέλλα. Ό κακούρ γος ό Μπράουν κατάφερε ιμέ κάποιον σατανικό τρόπο νά ίου μεταμόρφωση την Ψυχή,, νά τόν τρελλάνη... — Κ'αί τώρα; ψέλλισε ή κοπέλλα. —^Πρέπει νά ελευθερώσω τό Λή Πό!, μίλησε ό ντέτεκτιβ. "Εστω καί ,μέ θυσία •^ής δικής μου ζωής. Έσύ Θά μείνης εδώ, Νάνσυ, προ σέχοντας τόν Μπράουν... — Τζό!, είναι τρομερά ε πικίνδυνο αυτό πού σκέφτε σαι /νά κάνης... Μά ό Σέρινταν δεν κάθησε ν’ ^άκούση τη συνέχεια. Μπο ρεί νά εξέθετε σέ τρομερό κίνδυνο τόν εαυτό του μέ την άπόφασί πού πήρε, αυ τό όμως δεν τό λογάριαζε. "Επρεπε νά βοηθηση τό Λή Πό καί θά τό έκανε μέ κάθε τιρόπο.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ "Αφησε τή Νό?νσυ καΐί τόν προδότη κκχί, σκυφτός, προ χωρώντας πίσω από τους θά «μνους και τους κορμούς των δέντρων, πσρ ακολουθούσε Α πό ;μιοοκρυά την πομπή των νάνων. Δέν χρειάστηκε νά προχωιρήση -πολύ. Ή πομπή σταιμστησε σ’ ένα εΐβος τπλατεΐ·σς γύρω οπτό τα δύο αρματα. Ό Σέοιντοον σκαρφάλω σε σ’ ένα δέντρο για νά βλέττη ττιό καλά. Μέ τό πρώτο
33
βλέρμα πού έοριξε δμως, έ νοιωσε τις τρίχες του κεφα λιού του νά σηκώνωνται άπό φιρίικη,. Σέ άπσστασι δέ κα μέτρων από τά άρματα, 6,ρ ισκ όταν κούλουιρ ι ασ|μέ ν ο ένα τεράστιο φίδι πού είχε άνασηκωιμενο τό χοντρό κεφάλι του ενώ ή διχαλωτή γλώσσα του σπάθιζε κάθε τόισο τόιν άέρα. Καί τότε, κ'α τάλαβ'ε! Ό Λή, ίΠό θά γινό ταν ένας ύπέοοχος ιμεζές στο συχαίμεοό και γιγάντιο αυτό ερπετό)!
ΤΕΛΟΣ Συγγραφεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ * Απαγορεύεται
ή
άναδηιμοσίευσις
Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ ΠΡΟιΣΟΧίΗ1:^ Πολλοί υου στέλ νουν την ταυίτότηιτα του1 Άσταο ναύτη. γωιΡΐς λόγο. Αύτό πρέπει να σταμοοτηση. διότι και αότοί ξοδεύονται, και έγώ ταλαίπωρου μα η "Οσοι θέλουν ν’ αγοράσουν ατΤό τά^ γοαφεΐα μας τ-εύγπ η τό μους μέ^ έκπτωσιν ^30%, να γρά φουν στ.ίς έτη ατοιλές των δ'τι εί ναι κάταγοι ταυτότητας. Αυτό θά είναι άοκετό , Γ·Σ.( ΜΙΠΙΟΥΣΚΩΥΤΑΐΝ, Κοοιν ΘΊαν: '0 πρώτος τόμος του *ΥτηεοανΒςώπτου θά σου κοστίΐση 14 δοαγίμές. 4-2 γιά τά τανυίδοο,μ ικάΛ = Γ6 δοΐν.Τά γρηΐματα νά στα λουν σέ γρσυ|μ>ατόση|μα καινουον-η εντός έττισ'τολης. © ΔΒΜ. ΠΙιΑΝΝίΕΛΟΙΝί, Μώλον Λαμίας: Σου έττέστρεψα την ταυτότητα. Δέν υτΓηίργε λόγος νά νοΟ τη στείλης, Ο ΙΟΣΗΦ ^ΝίΑΡΊ'ίά Θεσσαλονίκη: *0 κάθε τόμος του Υπεράνθρωπου άποτελεΐται άπό
8 τεύγη και πωλείται ^20 δραγ. Γ ιά δσους έγουν τουτότητα * Α στροναύτη μόνον 14δρςτγμ. Τά ταγυδρομικά έξοδα ένός τόμου εΤναι 2 δοαγ. και ή βιβλιοδεσία 5 δραγ. *0 τόαος τοΟ *Υπερανθρώπου έγει μπλε σκούρο γοώμα και γιουσσ γράΐμμιαΤα. © ΙΩΑΝ. ΗΛΙ ΑΚΗΝ, Πεύκΐηι ^ ’Αττικης1: Ευγσριστώ γιά τσ ^αμοοφρ γράμμα σο*υ, καί' γιά την άιγάίτττι σου π,ρο ς τού «ιΎπ&οάνθοωπα». Ή έκίδοσις^ του Ύπεοανθρώπου θά εΐναι κάθε έ'βδαμάίδο: και καλλί τερη. Αύτό θά τσ διαπιστώσετε και σεΐς. Ή ταυτότηις σοΟ γοηπ σιινεύει στα νά άτ/οοάίσης τεύγη καί τόμους άπά τά γραΦεΐα ,μας μέ , έκπτωσιν ^30%. Δη|λαδΙη θά παίιρνης το τεΟγοο τηοδς 1.40 αντί γιά 2 8ογ. καί τους ^τόΐυους 14 δον., αντί γιά 20 που έγουν κανονικά. Π. Πετ.
^ψηΐί^61Γ6151Γ6Ύ1Γ61Γ6^^61Γ6''ύ
1Γ015~δ1Γδ^~^^1Γ^~δ1ΓίΓδΊΓ5~δ^^^151Γδ1Γό^~5^^0^ΊΓ5ΤΠΠΓ9^"
Υ Π ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ Δ1ΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΙ
Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 17 — Τιμή δραχ. 2
Δημιοσ ιογραφ ικδς Δ)ιντής: Σ τ.. Άνεροδουρας, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ) ντής: ·Γεώργ. Γεωργιώδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενο ς τυτρογιρ.: Α. Χιατζηβασιιλείου, Τατσουλωιν. 29 Ν, Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΊ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην Λέκικισ 22 Άθηνοπ.
Στο επόμενο τεύχος του «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», το 18, πού κυκλοφορεί την έρχόμενη έβδομάδα μέ τον τίτλο:
ό ανίκητος καί θρυλικός αστροναύτης Τζόε Σέρινταν άπ οδύεται σ’ εναν συγκλονιστικό αγώνα για να σώση από τά νύχια τού θανάτου τόν φίλο του Λή Πό καί νά έλευθερώση τό Μίκυ πού πρόδωσε τούο φίλους του για νά γίνη αύτοκράτοιρας! Είναι ενα τεύχος πού όμοιο του δεν εχετε διαβάσει ποτέ!
-ΗΙΛ ΜΕΡΑ,ΕΧΘΡΙΚΑ ΜΑΤΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟνθ-ον^ ΞΑΝ&Η ΠΡΙΓΚΙΠΙ ΖΧΑ
^ΙΡΟΙΤΑΊΕΝ/ΕΙ ΤΟνΣ. ΑΔνΝΑ ^ΤΟνί} ΧΑ'.Θ-Α ΤΑ ΠΟνΜΕ V [ΣΕ ΛΙΓΟ ί___
ΟΙ ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
Ταξίδευε τώρα μέ βεβαιότητα σχεδόν ττρός τό θάνατο ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ £ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ
Η ΨΥΧΗ του θρυλικού α στροναύτη ντέτεκτιβ είχε γέ μισε ι φρίκη και ή καρδιά του χτυπούσε, σαν τρελλή από τή'ν άγωνία. 3 Ανε δοσμένος σ3 ένα ψηλό δέντρο κύτταζε σέ λί γη άπόστασι μπροστά του, σίτου, χιλιάδες νάνοι, είχαν συγκεντρωθή σέ μιά πλατεία έχοντας στη -μέση δυο άρμα τα. Στο ένα άπό αυτά τά άρ ματα βρισκόταν όρθιος ό Μίί<υ, ντυμένος μέ μιά πορφυρή χλαμύδα ικαι μ3 ένα χρυσό στέμμα στο κεφάλι, ενώ στο άλλο ήταν δεμένος πάνω σ3
ένα στύλο ό Λή Πό. Σέ άπόστασι δέκα μέτρων περίπου υακρυά άπό τά άρματα, υ πήρχε κουλούρι ασμένο ένα πελώριο φίδι μέ ανορθωμένο ’ό τεράστιο κεφάλι του καί μέ μάτια πού πετοϋσαν ά στραπές. Ό ντέτεκτιβ. κατάλαβε πώς ό Μίκυ, τό ,μικρό Ελλη νόπουλο, πού κατά έναν πα ράξενο τρόπο τό είχε μετάβάλει σέ έ^θρό τους, ο σατα νικός προδότης Μπράουν(*), (*) Διάβασε την περιπέτεια πού δημσσιεύθηκε στο προηγούμενο τεύ χος του «Υπεράνθρωπου», τό 17, μέ τόν τίτλο: «Τό τέρας των ούρανών».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
·
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σκόπευε να ρίξη τόν Λή Πό. πάνω ιστό τρομερό- αυτό ερ πετό για .να τον κατασπαράξη. * ' . · 'Η ά-γωνίια τον έπ νι γε «και δον τον άφηνε νά άνασάινη έιλεύθερα; ’Άν ό Μίκυ-πραγματο ποιούσε κάτι τέτοιο, θά ήταν τρομερό! Πώς θά μπορούσε νό. τον έμπσδίση; Μέ ποιόν τρόπο θά έσπαζε την πυκνή ζώνη τών χιλιάδων νάνων πού είχαν παραταχθή γύρω από τ ά άρμ στο, περ ιιμ ένοντοος μ έσα οέ απόλυτη θρησκευτική σιγή τή συνέχεια τής παρά ξενης ιεροτελεστίας τους που θά είχε σάν θύμα τον Αή Πό; Έΐνώ αγωνιζόταν νά βρή ένα σχέδιο βράσεως, είδε νά .ξεχωρίζουν ιμέσα από τό πυ κνό πλήθος δυο νάνοι, νά περ νουν τά άρια ατα και νά πλη σιάζουν τό φάδι. Φοοούσαν μ ιά στολή που τους κάλυπτε από τό κεφάλι ως τά πόδια και κρατούσαν καί οι δυο μα Π ένα ξύλινο αντικείμενο που ομοίαζε ιμέ γοντροκομμέ νο ομοίωμα ανθρώπου, κάτι πού θύμιζε στον Σέρτντσν .τά είδωλα τώΐν ιμαύρων τής Α φρικής. Τό τεράστιο ερπετό, βλέ ποντας τά δυο πλάσματα νά τό πλησιάζουν, συσπειρώθη κε. έτοι,μο' νά βπιτεθή. Πόα ν μα ' παράξενο, όμως, δσο πλησίαζαν οί νάνοι, τόσο πιο πολύ χαμήλωνε εκείνο τό κ!ε ράλι καΐί σέ λίγο έμεινε ακί νητο, λες ίκιαίΐ τσχίε υποτάξει υιά αόρατη δύναμι... Οί νάνοι έστησαν δίπλα
του τό είδωλο καί παραμέρι σαν. "Έκαναν' ένα . νόημα στους δυο άλλους πού κάβονταν δεξιά κι5- αριστερά άπό τον δεμένο Λή ΓΊό κι* εκείνοι άρχισαν νά τον λύνουν. ^ Τό μέτωπο τού. Σέ,οινταν είχε πλημμυρίσει ιδρώτα. Ή τρομερή στιγμή τής θυσίας του Λή Πό. πλησίαζε, τραγι κής άδυσώπητη. "Έφερε στο νου του ττι σκηινή του Φιδιού πού θά τυλιγόταν ατό λεπτό κοομι του φίλου του καί άνατρίχιασε σύγκορμος. · —Πρέπει νά τον ελευθε ρώσω !. μαυρμούρ ισε, πρέπε ι νά δράσω τώοα πού είναι νωρίς. Δεν πρέπει νά άφήσω τό Μίκυ νά έκτελέση επά νω στην τίοέλλσ του τό απο τρόπαιο αυτό έγκλημα. Πώς, δμως; Έφερε τό χέοι στη ζώνη του. Είχε τό πιστόλι των άκτίνων πού πήοε άπό τον Μποά ουν. Τί νάκανε ου ως μ* ένα πιστόλι, ένας άνθρωπος ανά μεσα σέ χιλιάδες νάνους π.ού ήσαν άλοι τους ώπλισυένοι; ■Ποτέ του δεν είγε βοέθη σέ τέτοιο κρίσιμο άδιέΕοδό. Του φαινόταν πώς θά τοελλσθή. Μά πάνω στην τοοιυερή του - άπελπ ισί α, σκέφβηκε κάτ ι:. — Είμαι βλάκας!, ψιθύρι σε. Θά τούς αναγκάσω νά άΦηισουν ελεύθερο τον Λή Πό απειλώντας τους πώς θά σκο τώσω τον Μπράσυν μπρο στά ατά μάτια τους. Θά τον οδηγήσω σέ μέσος που νά τον βλέπουν δλοι καί θά του καοΦώσω '· τό πιστόλι οπό στήθος. "Ελπίζω νά φοβηθή
νΠΕΡ.ΑΝΘ^ΠΠΟί -αφνικά, ένοιωσε κάτι νά 6 Μπράοϋν καί νά τους διά ταξη: νά Ελευθερώσουν τον δύ σπάζη μέσα του. Μιά τρόμε ρή υποψία τόν κυρίευσε. στυχο τον Αή Πό. - — Νάνσυ 1, έκανε βρα "Ερριξε ιμιά ματιά άκόμή χνά. Απάντησε μου Νάνσυ 1 προς την πλατεία. Οι νοανοι Τώρα ή υποψία έγινε βεβαι πού φρουρούσαν τον Αή Πό, εξακολουθούσαν · νά. τον λ υ ότητα γιά τόν Σέρινταν. Κά νουν άνω τό τεράστιο φίδι, εί τι συνέβαινε κι5 έπρεπε νά μαθη τό συνταμώτερο. Κάθέ χε φύγει από τη θέσι του και αναδιπλωνόταν γύρω α δευτερόλεπτο που περνούσε πό τό ξύλινο είδωλα. Ίο μή ήταν εις βάρος του, εις βά ρος τού Αή ιΠό πού τόν περί” κος του θά ήταν ώς είκοσι μενε ό θάνατος από τό άνα-. μέτρα, όπως υπολόγιζε ο ντε τρ ι χι αστ ικό άγκάλ ιασ,μ α τού -ιεκτιβ, και τό πάχος του σα ψ·ι δ ιού. " Εσκυψε ψάχνοντας, ράντα περίπου πόντους. Ή θέα του (μονάχα σέ πληιμ,μό από θάμνο σέ θάμνο. Καί σ5 ριζε φρίκη και αποστροφή. έναν άπό αυτούς, ' είδε ένα κομμάτι σκοινί. " Ηταν τό Ούτε κατάλαβε πότε έπεσκοινί πού είχαν δέσει τού σε κάτω άπό τό δέντρο. Με προδότη Μπράουν. προφύλαξι, για νά μ ή τον Ή αλήθεια, τραγική καί α δουν, ετρεξε σκυφτός πίσω δυσώπητη, φώτισε τό σκόταάπό τούς θάμνους γιά νά δι τής αγωνίας του·. φθάση στο μέρος πού είχε α ■— Καιτώρθωσε νά ξεφυ φήσει τη Νάνσυ ιμέ τον αίχμά λωτό τουΑΕφιθασε ιμέ την ψυ γή !, ψέλλισε. Καί φεύγον χή στο στόμα, λαχανιάζον τας πήρε καί τή Νάνσυ μα ζί του... τας σαν σκύλος. Μά πίσω άπό τό θάμνο πού κύτταξε, Δεν κάθησε νά σκεφθή τί δέν· υπήρχε κανείς. θά κάνη. Τό καινούργιο χτύ ^ — Θάκανα λάθος, συλλο πημα λές καί τόν ώπλισε μέ μιά καινούργια δόναμι. "Αρ γίστηκε καί προχώρησε σ: εναιν άλλο θάμνο. χισε νά πηδάη σαν Τάρζάν Ούτε καί κεΐ βρήκε κανό τούς θάμνους καί σέ δυο λε πτά, έφθασε ' στο ίδιο δέν ναν. "Ερριξε ολόγυρα ένα βλέμμα γιά νά προσανατοτρο πού ήταν σκαρφαλωμέ λιστή. "Οχι,, εκεί. κάπου έ νος πιο. πριν· · Αγκάλιασε πρεπε νά. βρισκόταν ή Νάνσυ. τόν χοντρό κορμό Του καί —Νάνσυ !, μίλησε. Που μέ γρήγορες κινήσεις ανέβη κε στην κορυφή του, βγάζον ■ είσαι, Νάνσυ! τας μέ προφύλαξι τό κεφάλι * * *■ Τον υποδέχτηκε απόλυτη, άπό την πυκνή φυλλωσιά του. παγερή σιωπή. Μέ την πρώτη ματιά πού — Νάνσυ!, ξαναφώναξε. έρριξε^ προς τό ^ (μέρος -τής Ούτε καί τώρα πήρε άπάν “νησί. πλατείας, ή καρδιά τον σπαρ
τάρησε. Πάνω στο άρμα του Λή Πό, έκτος άττό τούς δυο νάνους, βρισκόταν ό Μπράουν και ιμιά γυναίκα. Κι5 ή γυ ναίκα αυτή δεν ήταν άλλη, α πό τήν άγαττηιμένη του Νάν ου, την αχώριστη σύντροφο των περιπετειών του- και αρ ραβωνιαστικιά του... __ Και σάν νά :μήν έφτανε ή οδύνη πού δοκίμασε βλέπον τας τήν αγαπημένη του αί^ χμάλωτη τού Μπράουν κι’ έτοι.μη νά βρεθή. από στιγμή οέ στιγμή στην τρο^μερή^ κάι κρύα αγκαλιά τού φιδιού, έφθασε στ’ αυτιά του μιά κο φτή διαταγή πού έβγαινε α πό τό σπορά τού Μίκυ: — Ή .μεγάλη (μας θεά πε ριμένει τά θύματά της νά ξε ψυχήσουν στά ιερά της ποδία! Μήιν άργήτε λοιπόν νά τής προσφέρετε τή θυσία πού περιμένει! Ό ντέτεικτιβ έσφιξε τά δόντια και τράβηξε τό πι στόλι του... © ΜΙΚΥ ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ
Ο ΜΙ Κ Υ ένοιωθ ε ά π έ ραντο ;μ ΐσ ο ς γιά τούς δυ ό αιχμάλωτο υ ς πού έστεκ α ν στο διπλανό του άρυα. "Έ δωσε τή διαταγή στούς υπη κόους του νά βιαστούν γιά τή θυσία καί κύτταξε μέ φα= νερή άγαλλίασι τό τεράστιο ερπετό πού αργοσάλευε το
του σπαθίζοντας τή
διχαλωτή του γλώσσα κάί περί μένοντας τά θύματά του. -αφινικά, κάτι σάν σύννεφο σκέπασε τό κεφάλι τού παι διού. Νόμισε γιά μιά στιγμή πώς θά πέση και άναγκάστη κε νά στηριχτή. *Ηταν τόση ή ζαλάδα του πού έκλεισε τά ιμάτια. "Οταν τ’ άνοιξε, είχε τήν έντύπωσι πώς τό βλέμμα του καθάρισε κι" α τάχτησε ιμιά τέτοια διαύγεια πού έβλεπε τά πράγματα εν τελώς διαφορετικά . Γύρισε τό βλέμμα του και άντικρά ζοντας τό φίδι λίγο έλειψε νά ξεφωνίση από τόν τρόμο του. Κι" όλοι αυτοί οί νόονοι γύρω του τί ζητούσαν; Πού βρισκόταν, αλήθεια; Κι* η Νάνσυ μέ τό φίλο του τό Αή Πό, πώς βρέθηκαν σ’ αυ τό τό ξέσκεπο αμάξι; — Νάνσυ !, φώναξε κατά πληκτος, Λή Πό, φίλε ιμου! Ή κοπέλλα στράφηκε α πότομα καί τόν κύτταξε. Το χλωμό πρόσωπό της πήζε χρώμα καί τά -μάτια της ζωή ρεψαν. Άπό τή φωνή τού Μΐ κυ κατάλαβε πώς τό παιδί είχε άρχίσει νά συνέρχεται άπό τήν τρέλλα του. — Μίκυ I, τοΰ φώναξε κι5 αυτή συγ κινημένη. Μέ μιας, τό μυαλό τοΰ παιδιού ξεκαθάρισε όλότελα. 2-όον^σέ όνειρο θυμήθηκε τί ζητούσε εκεΐ, δίπλα στο τε ράστιο ερπετό. Ήταν έτοι,μος νά σπρώξη προς τό θά νατο τούς αγαπημένους του συντρόφους, τή Νάνσυ καί τό Λή Πό! 9Ηταν έτοιμος νά
διαπράξπ
τό Φοβερό
άύτό
νπίΡΑΝθΡοηοί
9
*0 Σέρινταν βλέποντας το σκοτεινό μάτι του θανάτου νά τον κυττάζει άβυσώπητα, εγειρε προς τά πίσω
έγκλημα! Κι’ ό αίτιος γι’ αυτό τό κακούργημα που Λί γο' έλειψε νά διαπράξη ήταν ό Μπράουν! θυμήθηκε πώς ό άνθρωπος αυτός του είχε κάνει ίμια ένεσι καί ά,πό τή στιγμή -εκείνη τον ύποδούλω σε-στη δική του Θέλησι, του μετέδωσε τις δικές του ιδέ ες καί τον έκανε να ιμισήση· ιούς φίλους του·. — ”Αθλιε! / -βόγγηξε, θά μου τό πλήρωσής αυτό καί τώρα (μάλιστα! Μέ ένα απίστευτο πήδημα άφησε τό άρρα του κι’ έφθαισε στο άλλο πού βρισκό τον ό Μπράουν μέ τούς φί λους του. Π(ρίν ό προδότης προλάβη νά συνέλθ'η ^ από την έκπληξί του, δοκίιμασε μια φοβερή κουτουλιά στο στομάχι πού τον έκανε νά βογγήξη. Τή δεύτερη: ικουτου λιά αμως πού ώρμησε νά ^ του δώσή τό ριψοκίνδυνο Ελλη νόπουλο, την πρόλαβε γιατί τραβήχτηκε πλάγια. Ταυτό χρονα τράβηξε τό πιστόλι του. — Αλλοίμονο σου!, εΐπε στο παιδί καΓι τό πρόσωπό του είχε γίνει άποκρούστικό άπό τή λύσσα. Τή στιγμή πού ήταν έτσι,μος νά ΐπατήση τή σκανδάλη, καί νά '^αρίοη τό θάνατο στο παιδί, ένοιωσε ένα ξαφνικό βάρος στόΐν ώμο του καί χά νοντας τήν ίΙσορροπία του σω ριάστηκε πάνω στό ο^ρμοο. Ό Λ ή Πό, είχε έπέμβει στήν κατάλληλη στιγμή νά σώση, τό μικρό φίλο του άπό βέ βαιο θάνατο.
Ό Μπράουν κ.ι’ ό άν%)ω* πος τού Πράτ κυλίστηκαν κΓ έγιναν ένα κουβάρι* Οι χι λιάδες νάνοΊ ολόγυρα φάνη καν νά τά έχουν κυριολεκτι κά χαμένα. γιατί κανένας τους δεν. δοκίμασε νά· έπέμβη για νά βοηθήση τόν αυτοκράτοιρά τους. 'Απορ ο ύ σαν μάλιστα γιατί (μικρός αύτοικράτοίράς τους είχε έπιτεθή εναντίον του μεγάλου καί δεν ήξεραν τίνος1 τό μέ ρος νά πάρουν, Ή ιΝάνσυ, πού βρ ισκόταν κοντά στον Μπράουν, θέλ,η σε νά έπέμβη γιά νά γλυτώση τόν Λή ιΠό άπό μια άσχη -μη λαβή πού του είχε εφαρ μόσει ό προδότης. Καθώς ε*' σκύβε, δμως, ένα τίναγμα' των ποδιών του Μπράουν τή χτύπησε ,μέ δύναμι. Ή κοπέλλα έχασε τήν ισορροπία της καί γκρεμίστηκε έξω ά πό τό άρμ«χ. · Τό κορμί της πήρε δυο—τρεις στροφές καί ξεφώνισε άπό τόν πόνο. Έ κανε νά σηκωθή όταν σέ ά πό στ ασι ενός ;μό,νο μέτρου μακρυιά της, εΐδε τό τερά στιο κεφάλι τού ψιδιού νά. •ηοαβιέται πίσω έτοιμο νά έπι τεθή. Τά (μάτια του . λες καίπετούσαν φλόγες ικαί ή διυ στυχιαμένη κοπέλλα έμεινε άιΧίνητη- στη θέσι της,, ανίκα νη νά ’βγάλη: έστω κι5 ·§να φθόγγο άπό τό στόμα της λες καί τήν είχαν μαγνητήσει τά λαμπερά μάτια του συχαμερού έρπετού. Μόνο ο Μίκυ ξεφώνισε πάνω άπό. το άρμα βλέποντας- τό φίδι τό σο κοντά στην άγαπημένη
• ' · ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
9
του Νάνσύ'κοίί τά μάτια του ξη νάνους. ιΚρατώντας τό πι άνοιξαν διάπλατα από τήν στρλ ι στό. χέρι διάσθηκε νά αγωνία κι" από τό γούρλω ψθάση -κοντά σταν Μπράουν. να τους φαίνονταν έτοιμα να Μά ό προδότης πού κατά σπάσουν.,. λαβε πώς την έχει άσχημα — Νάνου! , δόγγηξε και δένκάθησε νά τον περιμένη. .καθώς τό κεφάλι του ψιδιού "Έδωσε- ένα σάλτο καί μπερ έκανε . την π,ρώτη κίνησι προς δεύτηκε στό πλήθθ·ς των νά τά εμπρός έκλεισε τα ·μάτια νων πρύ, βλέποντας τό ψίδι γιαΥί δεν είχε τό κουιράγ ιο νεκρό, έβγαλαν κάτι υστερι νά δή τή. Νάνου να αίχμσλω κές κραυγές καί τάβ-'αλαν τίζετσι. στην κρύα αγκαλιά στα πόδια, χωρίς να τολμή του τεράστιου κι5 έπικίνδυνου σουν νά χρησιμοποιήσουν τα αυτοί) ερπετού... δπλα τους. . Κι5 ό Αη ΓΊο έφερε τά χέ^— Ελάτε μαζί μου|, φώ ρΐα ατά μάτια γιά νά μη δή ναξε ό Σέρινταν στούς ψη τή σκηνή τού θανάτου τής λούς του αφού σήκωσε τη Νάνου... Μόνο· ό Μπράουν Νάνου στην αγκαλιά του, κύτΤαζε μέ σαδισμό, έτοι Σέ λίγο χάθηκαν πίσω ά μος νά ορρλιάση θριαμβευ πό τούς πυκνούς θάμνους. τικά στην έπίθεσι τού ψιδιού. ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ' . Δεν πρόλαβε άμιως νά χαΕΙΔΗΣ! ρή τό θρίαμβό του γιατί, τή 'στιγμή που τό ερπετό έκανε ΒΡΙΣ ιΚ Ο Ν την πρώτη κίνηση μιά λεπτή Τ Α ,Ν στον γλώσσα φωτιάς έσκισε τον «Πρώτε α» ο αέρα κέ ήρθε κι’ αντάμωσε πού τού ς υπο τό κεψάλι του! Τό ψίδι έμεκδέχτηκε μέ χα νε άκίνητο γιά ιμιιά στιγμή ιρός ή γυναίκα 'κι’ έπειτα αναταράχτηκε, ξε τού Λ ή Πό διπλώθηκε άπό τό ξύλινο εί καίΓ ό Μίίκυ άρ δωλο ίκαΓι κάνοντας [μερικούς χισε νά ^τούς διηγήται την α σπασμούς ξαπλώθηκε νεκρό πίθανη ίστρρία του. "Οταν ατό έδαφος. μπήκε στη ρουικέττα πού εί • Πίσω άπό την πράσινη χαν βρή στον· πλανήτη πού φλόγα τής φωτιάς, πήδησε αναγκάστηκαν νά προσγειω ενός άντρας. ?Ηταν ό θρυλι θούν μετά την έπίθεσι τού ά~ κός Σέρινταν πού παρακο όράτου τέρατος (*) ή ρουικέτ λουθούσε τή σκηνή κρυμμέ νοι: στό φύλλωμα τού δέν * τα ξεκίνησε μονάχη της μέ ίτρου, εταίρος νά έπέμβη . λιγγιώδη ταχύτητα καί προσ γειώθηκιε σ5 αυτό τον πλανή στήν κατάλληλη στιγμή. τη·,, χωρίς νά την όδηγή κα Με τό πήιδηιμά του, ουαλία σε σαν ερυθρόδερμος καί τό (*) Διάβασή το προηγούμενο αώμρ τον γκρέμισε πόντ €-· τεονος, · :· 3
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
νείς. Μόλις βγήκε, τον ττερίμενε ό Μποάουν ιαέ «μερικούς νάνους. Τον οδήγησε στο παλάτι του και του διηγήθηκε πώς ήταν ό μοναδικός «ου ρίαρχος τού πλανήτη και πώς, σαν άτοιμιικός έπιστήμο νος πού ήταν, είχε δημιουρ γήσει εναν άνώτειοο μηχανι κό πολιτισμό. Τή ρουκέττα την ώδηγοΰσε αυτός από μα κιρυά, καί είχε έΦεύΡΈΐ διάφο ,ρα (μέσα πού τού έπέτοεπαν νά οκμηδενίζη όποιονδήποΤε έχθΙρό του. Του εξήγησε οκό μη πώς, όταν πλησίαζε κά ποιο1 άπό τά γήινα άστρο πλοία στον πλανήτη· του, Ε στελνε νά τά συναντήσουν κάτι παράξενα ζώα πού τά χρησιμοποιούσε σ ά ν π ι στους του σκύλους. Τά ζώα αυτά ήταν αόρατα ατό ψώς καί μποοουσε νά τά δή κα νείς ο όνο στό σκοτάδι. ^Ε μοιαζαν μέ βστοάχους καί είχαν την ιδιότητα νά εκπέ μπουν μιά ιμσννττπκή άκτινο βόλια πού έξσσθενούσε τό νευρικό σύστημα τού άνθοώπου. Μ* αυτό τον τοόπο έξου δετέοωνε τούς αντιπάλους του ποίν άκου η πατήσουν στόίν πλανήτη του. Στή συνέχεια τους έξήνησε τό Ελληνόπουλο πώς τού έκανε μιά ένεσι καί άπό τη στιγμή έκείνη έγινε μιά πσοά ξένη άλλανή οπήν ψυχολο γία του. ΠίστεΨε πώς είναι αύτοκίοάτΡοας δπωο του εί πε ό Μποάουν καί τόν κατάφερε νά τους μισήση θοονάσιμα.
— Εότυχώς που τόν συλ-
λάβατε αιχμάλωτο, κατέλη ξε γελώντας άπό τή χαρά του τό παιδί. καί φαίνεται πώς ή ένεσι έχασε τη δύναμί της καί συνήλθα. Διαφορετι κά... — Μίκυ, -μίλησε ό Λή Πό σοβαρά—σοβαρά, θέλω νά σε ρωτήσω κάτι. -Πιστεύεις αλήθεια πώς μοιάζω _μέ πί θηκο; Ι"3*^ ^ Ό Μίκυ συγκράτηίσε μέ κόπο τά γέλια του. — Πώς σου ήρθε μιά τέ τοια σκέψι Λή Πό; — Τ ιστί ό Μπο'άουν Κι* έσυ μέ είπατε βοωμοπίθήκο! Δεν θά ξεχάσω ποτέ (μου αυ τή τήν προσβολή! — Μά σού έξήγησα πώς βέν ήξερα τι έλεγα καί τί έ κανα Λή Πό! Σου ζητώ συγ γνώμη αν σέ ποόσβαλα. — Εσένα σέ συνχωίοώ, αλλά τόν Μπράουν δέν θά τόν συγχωρήσω ποτέ μου·!, δήλωσε ό Λή Πό. Κανένας δέν ^βρέθηκε νά μέ πή σσχήμο ώς τώοσ καί νά βρεθή αυ τός ό ποοδότης! } Ό Μίίκυ δάγκωσε τά χεί λη του νά μ ή γελάση κι* έ κλεισε τό μάτι στή Νάνσυ. — 3Απορώ πώς ^δέν μάς έπετέθησαν οι χιλιάδες τών νάνων, οώτησε σέ (μιά στι γμή ό Σέοινταν. — Φοβήθηκαν βλέποντας τό φίδι νεκρό, τού εξήγησε ό Μίκυ. Γιοπί τό ψίδι γΓ σάτούς ένσαρκώνει τό πνεύμα τής θεάς τους. Ή Νάνσυ άρχισε νά 6ι^γήται κι9 σύτή μέ τποιόν τρό πο κατάφ£ρε νά ' λυθή ό
Μπράουν καθώς τον φύλαγε πίσω άπό τό θάμνο καί Μα την όδηγήση στον τόπο τής θυσίας, όταν ό Σέρινταν πλη 'σίασε την οθόνη τηλεοράσεως. "Ενα έπίιμονο βουητό του έδωσε νά καταλάβη °πως κά ποιος τον ζητούσε στη ραδιατηλεφωνική συσκευή. Γυρπ σε ©να κουμπί καί κάρφωσε τό ιβλέμρα του οπήν οθόνη:. —· 'Αλλό, άλλο !, ακουστή κε ',μ'ΐά φωνή ενώ ή σκιά πού παρουσιάστηκε ξεκαθάρ ι σε κΓ έδειξε τη (μορφή του άρχιφύλακα τής ’Αστρικής Α σφάλειας καί ιβοηιθου του Χό βαρτ, Ρό;μπ. — εΑλλό, Ρόρπί, τοϋ α πάντησε ό Σέρινταν. Σέ α κούω. — Σέρινταν!, άρχισε ο άρχιφύλακας πού μιλούσε α πό τό (μέγαρο τής Άστρικής Ασφάλειας ιστή Νέα Ύόρκη ,εΐναι απόλυτος ανάγκη νά γύμίσης. στη Γή. — Αδύνατο!, άρνήθηκε ό Σέρινταν. ■ Βρίσκομαι σ3 έναν άγνωστο πλανήτη στον όποιο βασιλεύει ένας Γήινος προδό της, ό Μπράουν! Τον θυμά σαι τον Μπράουν;... —- *Αφησε τά παραμύθια Σ(έ|ριινταίν!, εψ-θασε ^ ανήσυχη αλλά καί επιτακτική ή φωνή του Ρόμπ. Πρέπει νά ξεκινήσης άμ»έσως γιά νά διαλευ» κάνης τό (μυστήριο τής έξαφανίσεως τού Χόβαρτ! — Πώς!, ©κάνε ό Σέριν ταν άναπηδώντας άπό τήν κατάπληξι. Του Χόβαρτ, εί πες; — Νσί, Σέρινταν! Ό Χά
βαρα εξαφανίστηκε ρυστηριω δώς χθες, ιμπροστά στα -μά τια ιμας σχεδόν, ιμέσα άπό τό γραφείο πού εργαζόταν καί .όλες αί έρευνες πού άκο λουθησαν -δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ό Χόβαρτ έ χει γίνει άφαντος! Καταλα βαίνεις τί σημαίνει αυτό, Σέ ρ ινταν; Κρύος ιδρώτας είχε άναβλύσει στο ιμέτωπο του Σε ρ ινταν. Ή χλωιμάδα του προ σώπου του έκανε έντύπωσι στους φίλους του πού τον κύτταζαν. Μάντευε πώς ή ύπόθεισις αυτής τής ,μυστηιριωδους έξαφανίσεως έκρυβε ιτίισω της έναν επικίνδυνο αν τίπαλο καί ιμ-ιιά τρομερή πε ριπέτεια πού τό αποτέλεσμά της μπορεί νά ή-ταν ό ϊδιας ό θάνατος. Μπροστά στον καινούργιο καί άγνωστο αυ τό εχθρό, πού άπήγαγε τον ίνσπέκτορα τής Άστρικής Ασφάλειας Χόβαρτ, ό Μπρά ουν δεν έσήμαινε τίποτε. Πήρε στη στιγμή τήν άπόφ ασί του: — Ξεκινώ αμέσως Ρόιμπ, είπε στον άρχιφύλακα. Καλή αντάμωσι. ιΓύρισε έπειτα καί κύτταξε τούς φίλους του: — "Οπως ακούσατε, τούς είπε, τό καθήκον ιμας (μάς ^κα λεΐ στη Γή. Ό Μπράουν είχε τύχη... Ή Νάνσυ κΓ ό Μίκυ χαμή λωσαν τά κεφάλια, στενοχω ρημένοι γιά τό τρομερό νέο πού έμαθαν ενώ ό Αή Πό, πλη σίασε δειλά τον Σέρινταν. — Κύριε Σέρινταν, τον πα
Β .·
νηεΡΑΝΘΡβϋό
ρακάλεσε, μπορείτε νά (με πά ρετε καίΐ μένα (μαζί·, σας στή Γή; Δεν θάθέλα νά χωρίσουμε γιατί... όχι μόνο σάς έχω συ νηθίσει, άλλα μέ τραβούν και μένα οι περιπέτειες... Μά εσύ είσαι παντρε μένος, του είπε ό Σέρινταν, —- "Οταν φθάσουμέ στή Γη. θά στείλω τη γυναίκα μου" στον Πιράτγ κύριε Σέρινταν. Δεν εΐναι συνηθισμένη σέ τέ τοιου (είδους συγκινήσεις και περιπέτειες. — "Αν δεν τής κακοφανή που θά χωρίσετε για λίγο καιρό, σέ δέχομαι πολύ εύχα ρίιστως στή συντροφιά μου, του απάντησε ό Σέρινταν. Εί σαι ένας καλός και θαρραλέ ος φίλος. — Καί ρμοιρψος!, ττρόσβε σε τό πειραχτήρια, ό Μίκυ. Πέντε λετττά αργότερα,τό Θρυλικό άστιρόττλοιο «Πρωτευς», ταξίδευε μέ όλη τή δυνατή ταχύτητά του τπρός τή -Γή, αφήνοντας ττίσω του τον * άγνωστα πλανήτη όπου βασίλευε ό απαίσιος πιροδότης, Μπ-ράουν. ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΠΑΝΩ ΕΤιΗϋ ΕΚΠΛΗΞΙ
Ο ΜI Κ Υ μ» έ τον Λή Πό εί χαν β γ ή ν ά κ άνονν μια βόλτα στο υ ς δρόμου ς τ ής Νέας Ύόρκης ιένώ ό Σέριν τον μέ τή Νάνου έτρεξαν άμέσως στο ικτίΐριο τής ΥΑστρι κής Ασφάλειας. Ό άρχιφύ-
λακιας Ρόμττ πού άνΤίκαθΡ στοΟσε τόν' ΧόΙβαρτ τούς ύ•ποδέχτηικε ' μέ χαρά:, άνακου-' φιΐρμένος γιατί τήν ύπόθεσι τής μυστηριώδους εξαφάνισε, ως του ίνσπέκτορος ■ Θά τήνάνελάμβανε ό Σέρινταν. — Πώς ακριβώς έγινε ή α παγωγή; ρώτηρε ό Σέρινταν μετά τους τυπικ-ους χαιρετί οιμούς. — Ήταν νύχτα, του έξη γηισε ό Ρόμπ, κΓ ό Χόβαιρίτ. εργαζόταν (μόνος του στό ι διαίτερο γραφείο του. -Έγώ εργαζόμουνα στό παραπλεύρως γραφείο. Μου εΤχε' πή νά τόν πάρω νά φύγουμε κα τά. τις έντεκα. Μπαίνοντας όμως στό γραφείο του, τό βρήκα αδειανό! Κ Γ όπως, ξέ ρετε, τό γραφεία του έχει μια ιμόνο πόρτα πού βγαίνει στό δικό μου, κΓ ένα παρά θυρο. Θά ήταν όμως, αστεία νά υπόθεση κανείς πώς ό Χό βαρτ βγήκε ή τόν έβγαλαν από τό παράθυρο που · βρίσκε ται στον τίρι,αικοστό όροφο του μεγάρου κΓ άπέχει έκα τό μέτρα από τό δ,ρόιμο! ΚΓ όμως, ή πόρτα του δεν άνοι ξε καθόλου, ούτε έγώ - έίλείψα έστω κΓ ένα λεπτό από τό γραφείο μου. Πάει νά μΟυ σπάση τό ικεφάλι Σέρινταν. — Ρόμπ, άφησε σέ ,μένα τή δουλειά καί . πήγαινε νά ήσυχάσης, του είπε ό ντέτεκτιιβ. Φαίνεσαι αρκετά κουρά αμένος. "Αλλωστε είναι άργά κάί χρε ιάζεισαι λίγο ύπνο. Μόλις έφυγε ό ΡόμΙπ, ,ό ντέτεκτίβ, μαζί μέ τή Νάν, συ, · πιροχώρησάν στό φ αρδύ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
διάδρομο" τού τριακσστού ττα* τώματος του μεγάρου τής Άστρικ ής ' Άσφ άιλε ι ας. Είχε σκοπό νά κάνη μια ερευνά σ5 όλα τά γραφεία καί τά ερ γαστήρια. του μεγάρου. Μπο ρεΐ άπό την ερευνά αυτή νάβγαζε κάποιο συμπέρασμα, ν' άνεκάλΐυπτε έστω καί το παραμικρό ίχνος πού θά τον οδηγούσε στη λύσι τής μυ στηριώδους έςαφανίσεως του Χόβσρτ. — Άν ό Ρόμπ ήταν ο ποιοσδήποτε άλλος, θά τον υποπτευόμουνα, είπε σέ μιά στιγμή ό ντέτεκτιβ στην άρραβωνισστικιά του. Ό Ρόμπ δμως είναι ένας παλιός καί δοκιμασμένος αστυνομικός καί του έχω άπόίλυτη εμπιστοσύ νη.. Μά δεν είναι δυνατόν νά έβγαλε κάποιος τό όγκώ δες σώμα του Χόβαρτ άπό τό· παράθυρο!, παρατήρησε κατάπληκτη* ή Νάνσυ. νΟπως είδες, δεν υπάρχει τρόπος νά διαφυγή κανείς άπό έκεΐ. Έκτος κι5 άν τον κατέβα σαν, μέ σκοινί, μά... δεν θά τό εύρ ίσκαν κάπου δεμένο;... Άς μπούμε έδώ, Νάν συ, την διέκοψε ό Σέριινταν. Στο Ιδωμάτιο , αυτό βρίσκε ται τό αρχείο όλων των υπό πτων τύπων πού έχουν σχέ σεις μέ την ατομική καί διαπλανητική. * έπιστήμη. Ή Νάνσυ έστριψε τό ττό μολο τής πόρτας. «Καί τότε; ©γίνε κάτι πού δεν θά μπο ρούσαν νά τό προιβλέψουν καί νά τό φανταστούν ποτέ τους! Άπό τρ μ'ίκρό σκοτει
13
νό άνοιγμα, πρόβολε μέ την ταχύτητα τής αστραπής ένα ώπλισμένο χέρι. Ή κάννη, του στράφηκε απειλητικά προς τό στήθος τού ντέτεκτιβ. Ή Νάνσυ έμπηξε μιά Φωνή κι3 ό Σερινταν, βλέπον τας τό σκοτεινό μάτι τού θα νάτου νά τόν κυττάζη άδυο'ώ'πητο, έγειρε τό κιορμιί του προς τά πίσω. Τό πιστόλι άστραψε καί ό ντέτεκτιβ ένοιώσε ένα κάψιμο στον ώμο. " Επεσε άμεσος κάτω φω νάζοντας στη Νάνσυ νά κά νη τό ίδιο καί μέ (μιά άξίιοΘοούμαστη ψυχραιμία, τράβη ξε τό πιστόλι του τη στιγμή πού τό χέρι τού άάροποΐυ έχθρού του χαμήλωνε γιά νά ^όν σκόπευση καί πάλι. Πρό λαιβε καί πάτησε τη σκανδά λη μιά, δυο φορές. Οί σφαί ρες άνοιξαν δυο μικρές τρύπες στην πόρτα καί τό χέρι έξα φανίστηκε. — .'Πσραδόσου όποιος κι* άν είσαι!, φώναξε ό Σέρινταν στη θέσι πού βρισκόταν, ενώ ένοιωθε τό αίμα άπό την πληγή του ώμου του νά πσπζη τά οούχα του. Δεν ύπάρ χει ελπίδα νά σωθής! Σάν ά^άντησι ήρθε ένα σαρκαστικό γέλιο κι* άντήχησε ένας καινούργιος πυρο βολισμός. Ή σφαίρα καρφώ θηΐκε δέκα πόντους μακρύτερα άπό τό κεφάλι τού Σέρινταν. Ό ντέτεκτιβ ένοιωσε νά τόν κυριεύη ή μανία κοδ ή λύσσα. Τά πράγματα ήταν πιο σοβαρά άπό όσο τά πί στευε. Μέσα στο κτίριο τής 1
*
*.
·
I
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Άσηρικιής Ασφάλειας ύπή(ρ χαν εχθροί τους χωρίς να τους παίρνη κανείς εΤδησι. Μέ ποιόν τ,ρόπο κατώρθωναν νά “μπαίνουν; Μήπως υπήρ ■ χαν συνένοχοί, τους στις τά ξεις των άστυνοιμικών άστρο ναυτών; — Παραβόσου αν θέλης νά γλυτώσης τό τομάρι σου!, γρυλλισε καί πάλι. Σέ λίγο τό κτίριο θά γειμίοη από α στυνομικούς καί θά σέ συλλάβουν! Καί πάλι άντήχησε κείνο τό σαρκαστικό, τό ,μυστηριω δες γέλιο που έκανε τό αίμα του Σέρινταν νά παγώνη στις φλέβες του. Είδε τη Νάνσυ νά βγάζη κάί κείνη τό πιστόλι της. — Μεΐνε έδώ!, της ψιθύ ρισε. Χτύπησε χωρίς οίκτο όποιον προσπαθήσω νά βγή άπό την πόρτα. "Ας είναι όποιοσδήποτε, άκοϋς; *Αρχισε νά σέονεται ποός τό βάθος του διαδρόμου. Θυ μήθηκε πώς τό δωμάτιο αυ τό, επικοινωνούσε ρέ ένα άλ λο πιο ιμιικρό, που καί κείνο έβγαινε στο διάδρομο. Ό αντίπαλός τους θά χρησιμο ποιούσε τή δεύτερη πόρτα για νά γ!λυτώση μιά καί του εΐχαν μπλοκάρει την πρώτη,. "Έπρεπε λοιπόν νά προλάβη για νά του κλε’ίση τό δρόΐμθ; Καθώς σερνόταν, τό σί.υσ τη ο πλη,νήρ του έβ αφε· τό δά πεδο. Ή Νάνου τό είδε καί γλώ>μιασε. Δεν είχε πάρε», α κόμα εΤδησι πώς ήταν τραυ ματισμένος.
^ — ©εε μου!, ψιθύρισα, τον χτύπησαν! "Ας είναι τούλάχ ιστόν τραυιμαΤ ισιμένος ελαφρά! "Έσφιξε ,μέ πείσμα τή λα βή του πιιστολιού στο χέρι καί τό μάτι της καρφώθηκε έπί'μιονα στην πόρτα. Παρακαλουσε άπό ιμέσα της νάκα νε την έιμφάνιισί του ό άγνω στος εχθρός τους γιά^ νά καοφώση δλες Χίς σφαίρες του πιστολιού της στο κσρ° μί του... Ο ΑΝΘΡΩΠΘΣ
ΦΑΝΤΑΣΜΑ Ο ΣΕ Ρ I Ν ΤΑΝ .μόλις έφθασε μπρ ο στα στην πόρ τάστου μι κρού δωρατί ου που συγκινωνοΰαε μέ τό δωμάτιο των αρχείων, σηκώ θηκε, σφίγγοντας τά χείλη του γιά νά συγκρατήση ένα βογγητό. Ή πληγή του τον πσνοσσε τρομερά, μ5 όλο πού, όπως καταλάβαινε, δεν του εΐχε σπάσει τό κάκκαλο γιατί κινούσε εύκολα τό χέ ρι του καί κρατούσε σταθε ρά τό πιστόλι. "Άνοιξε την πόρτα μέ μύριες προφυλάξεις, άνάβοντας ταυτόχρονα τό φακό του. Τό δωματιάκι ήταν άδειο. "Έσβησε τό φακό καί προ χώρησε στά σκοτεινά ώοπου άγγιξαν τά χόρια του τό ξύλο τής πόρτας. Μιά όμοβροντία πυροβολι σμών αντήχησε στο διπλανό
Λ*** '-'
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
δωμάτιο και οι σφαίρες, τρυ πώντας το ξύλο, σφύριξαν γύ ρω του ζητώντας νά βρουν στο μανιασμένο δρόμο τους άνθοώπινη σάρκα. Ό Σέοινταν πήρε ιμ-ιά α πότομη βουτιά. 9 Ηταν τυ χερός. Καμμιά από τις σφαί ρες δεν τον Ιτπέτυχε. Άπόιρησε δμως πώς ό αντίπαλός του τον πήρε εΐδησι. — Πσραδόσου!, φώναξε πάλι καί ή φωνή του άντήχη σε σάν ούρλιαχτό. Οι δυο πόρτες είναι μπλακαρισμένες καί δεν πρόκειται νά γλυ τώσης! "Όπου νάνσι θά φθά σουν καί οι αστυνομικοί τής βραδυνής υπηρεσίας! Γ ιά τρίτη φορά του άπάν τηισε τό σαρκαστικό γέλιο. Ό Σέρινταν ένοιωσε κάτι σάν τρέλλα καί γυρνώντας προς τό μέοος του γέλιου τό πιστόλι, πάτησε τη σκανδά λη του έπαναληπτικου πι στολιού του1 ώσπου1 άδειασε όλη ή ταινία. Βιάστηκε νά βάλη μιά και νούργια καί τέντοοσε τό αυ τί του. Ησυχία απόλυτη βα σίλευε, λες καί στο διπλανό δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς. Απορούσε γιατί δεν παρσδι νόταν ό αντίπαλός του. * Η ταν ΑΔΥΝΑΤΟ νά σωθή για τί άλλη πόρτα δεν υπήρχε νά ξεφύγηι. Τη σιωπή την έσπασε μια μακρυνή φωνή που έμΟΊαζίε με διαταγή. "Επειτα άκούστηικαν βήματα που έτοεχαν. «ΕΤνα ι οί άστ υνοιμ ι κοί, συλλογίστηκε )μέ άνακούφισι. Τώρα 6 φιλαράκος μιας δεν
II
την γλυτώνει». — Είτε παραδοθής είτε δχι, του φώναξε, ή ήλεκτρική καρέκλα σέ περιμένει όπωσ δήποτε! Σου υπόσχομαι πώς θά γυρίάω μό'νος μου τον διακόπτη, Κι* άν κάνης πώς πυροβολής τούς αστυνο μικούς, άλλιοίίμανό σου! Τά αυτόματά τους θά γαζώσουν κάθε σπιθαμή του δωματίου! Αυτή τή φορά δεν του άπάντησε τό σαρκαστικό γέλιο άλλά ή σιωπή, μ ιά σιωπή πού έκρυβε τό μυστήριο καί τό θάνατο. Καί ξαφνικά, άπό τό κάτω μέρός τής πόρ τας φάνηκε μιά φωτεινή νραμ μή πού σσο πήγαινε καί ζω ήοευε. Την άυέσως έπόμιενη στιγμή άνοιγάκλεισε τά ρου θούνια του ανήσυχος. — Φωτιά!, φώναξε καί πετάχτηικε επάνω μ* δλο τον πόνο τής πληγής του. Με πυοετώδε ι ς κ ι νήσε ι ς άνα ψε τό φακό, καί σέ ένα δευτεοόλεπτο ευρισκε κι5 δλας τό διακόπτη καί τόιν άναβε. Ό καπνός άπό τό γειτονικό δωμάτιο έμπαινε αλο καί πιο πολύς άπό τίς χαραμά δες τής πόρτας. "Ακούσε τίς φωνές των αστυνομικών στην άλλη πόρ τα. Χωσίς νά δ ι στάση, άρ παξε έναν πυροσβεστήρα πού βρήκε σέ (μια γωνιά κάί δί νοντας μιά τιρομιεοή κλωτσιά στην πόρτα, την έσπασε. Την ιοια στιγμή απο την άλλη τςοοτα έμπαιναν οι σστυνομι κοί. Τ&ράστ ιρς φλόγες φωτ ι φξ
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ Σ
σκαρφάλωναν στα ράφια μέ τούς φ>ακέλλους καί ό καπνός ήταν άποπνίκτικός ..και τους έκανε να κλείνουν · τα ,μάτια. Ό Σέιοιντ'αν έθεσε σε λειτουρ γία τον πυροσβεστήρια κΓ άρχισε νά -ραντίζη τις φλό γες. Δίπλα του ένοιωσε την παρουσία τής Νάνσυ. — Δεν υπάρχει κανείς!, του έλεγε ή κοπέλλα, μέσα ατό θόρυβο που έκαναν οί α στυνομικοί καθώς έτρεχαν καί -κείνοι νά βρουν πυοοσβε στήιο'ες καί νά κουβαλήσουν νερό γιά νά Εντοπίσουν τις φλόγες. Θά έλεγε κανείς πώς ό άνθρωπος πού σέ τραυμά τισε είναι ένα φάντασμα... Δεν είναι -μυστήριο, Τζό ή έξαΦανισί του; Ό Σέίοτνταν δεν μπόρεσε ν* άπαντήση οϋτ-ε νά σκ,εφθή^. ’Ένοιωσε το ιμυαίλό του νά θολώνη,, τις δυνάμεις του νά τον έγκάλείπουν, καί ^σωοιάςπηκε στο πάτωμα χάνοντας τίς αισθήσεις του. Ή πλη γή του ώμου του καί η αίμορ ραγία τον είχαν εξαντλήσει... Ο ΝδΙΚΥ ΜΟΑ0Υ»ΕΙ ΕΝΑ ΦΑΝΤΑΕΜΑ
Ο Λ Η Π Ο κύτ τάζε όλόγυρ ά του σάν χ σ ζός. Ή τε,ρά στια πολιτεία τής Νέας Ύ άρκης μέ τούς πελώριους ου ρανοξυστες της που ποοκαλού σε -θαυμασμό κάί δέος. Εί χαν βέβαια καί στον μσκρυνό ττλςχνήτη τους- τον Πράτ Με
γάλα κτίρια καί ό πολιτι σμός τους ήταν άνεπτυγμένος αρκετά, μά ό ένας πολι τισμός μέ τον άλλο, διαφέρει/ Στο -βραδυνό τους, περίπατο, πολλοί κάτοικοι τής μεγάλου πόλεως σταματούσαν καί κύτταζαν περίεργα τον Λή Πό. "Επειτα ξεσπρυσαν σέ γέλια καί ρωτούσαν τό Μί: / —- Πού τή βρήκες^ αυτή τήν παράξενη μαϊμούς —- Δεν είναι μάχιμου, τούς απαντούσε ό Μίκυ. Είναι άν θρωπος από άλλον πλανήτη καί ξέρει περίφημα τή γλώσσα -μας (*). Τό πλήθος τότε μαζευόταν γύρω του καί τον κύτταζε περίεργο ενώ τά πιτσιρίκια τούς ακολουθούσαν καί φώ ναζαν καί χαχάνιζαν, χαλών τας τον κόσμο γιά τον πα ράξενο αυτό άνθρωπο πόύ εί χε έρθει στη Γή άπό ξένο πλανήτη. — Γιατί όλοι αυτοί με κι στάζουν έτσι; ρωτούσε^ ό Λ ή Πό τό μικρό Γήινο φίλο του. —, Σέ βρίσκουν ' άμορφο, Λή Πό, τού απαντούσε ό Μί.' κυ συγκροτώντας μέ -κόπο τά γέλια του. Ό Λή Πό κορδωνόταν τότε περήφανος. —- Μόνο- ό Μπράαυν μέ βιρή κε άσχημο-, έλεγε καί ξανάλεγε μέ παράπονο. . Αλλά, Κυ*
«
• (*) Γιά νά ικανοποίηση ό ανα γνώστης τήν περιέργεια^του πώς ό Λή Πό έυιαθε τ’ αμερικάνικα, πρέ πει νά διαβάση τό τεύχος 6 του1 «Υπεράνθρωπου», πού .έχει τόν^τίτλο: «Έπίθεσις ένοιντίον τής Γης»
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ πού θά μ Ου πάή, κάποτε θά •μου ττέση ατά χέρια μου! Ό Μίκυ του (είχε χαρίσει ένα σκούφο κι" ο Λή Πό έκα νε σάν τ.ρειλλος από τή χαρά του καθώς τον έβαλε στο κε φάλι του.· — Ωραία εφεύρεση έλε γε του Μίκυ. θά -τον φυλά ξω για νά τον φορέσω στον πλανήτη· Πράτ καί θά τους κάνω όλους νά σκάσουν άτό τή ζήλεια τους. Ή ώρα ήταν προχωρημέ νη- .καί ό ΜΐιΊκυ άποφάσισε νά γυρίσουν στο σπίτι τους. ΆνυποίμονοΟσε κι5 αυτός νά μάθη νέα γιά την υπόθεσι •τής απαγωγής του Χόβαρτ'. Πήραν ένα ταξί καί καθώς έτυχε νά περάσουν έξω από το (μέγαρο τής Άστρικής Α σφάλειας, είπε του σωφέρ νά σταματήση. — Τό βλέπεις αυτό τό κτίριο; είπε στον Λή Πό. Ε δώ είναι λ εγκατεστημένο τό στρατηγείο τής Γήϊνης Κοι νοπολιτείας. 5Από 6ώ μέσα χάθηκε, ό Χόβοαρτ... Αναγκάστηκε * νά διακόψη την κουβέντα του γιατί, κα θώς ,κύτταζε προς την κορυ φή του Κτιρίου, είδε από ένα παράθυρο νά βγαίνη ένα μαύ ρο Λΐκαί αλλόκοτο σέ σχήμα πράγμα, νά ταλαντεύεται γιά λίνο στον αέρα, καί νά πέφτη άπαλά-τ-άπαλά προς τή γή. —■ Τί> είναι αυτό; άναρωτήθηκε κι5 ό σωφέρ κάνοντας τό σταυρός του.· Τό παράξενο αυτό πρά γμα άκούμπησε στη γή καί
11
άρχισε νά τρέχη σύρριζα στά κτίρια με μεγάλη ταχύτητα. — Ακολούθησε το!, διέ ταξε ό -Μίικυ τον οδηγό Τό είδαν νά στραβή έναν απόμερο δρόμο, δα αλόγαν·· τας τά πιο σκοτεινά καί έ ρημα σημεΐα του, νά άφιλη τά σπίτια καί νά κατ ευθύ νέ τα ι προς την έξοχή. Τό ταξί ακολουθούσε^ σέ άπιαστασι διαικοσίων μέτρων περίπου. "Άφησαν τή Νέα Ύόρκη καί πήραν έναν έρη μο καί σκοτεινό δρόμο Σέ μιά στιγμή τά φρένα του -α μαξιού στρίγγλισαν άπότ ομα. — "Έστριψε δεξιά παίιρνοντας την πλαγιά, έκανε ^ δ άδηγός. θάλεγε κανείς πώς είναι φάντασμα. Πότε πετάει λίγο πιο ψηλά από την επιφάνεια καί πότε περπα τάει. Ό Μίκυ έρριξε ένα χαρτο νόμισμα προς τό μί-έρος του, σωφέρ καί άνοίγοντας την πόρτα πετάχτηκε έξω. Πίσω του βγήκε ό Λή Πό. "Άφησαν τον ασφαλτοστρωμένο δρό μο καί πήραν τά χωράφια προς την κατεύθυνσι που προ χωρούσε ό σκοτεινός όγκος. Τό φεγγάρι που μόλις εκεί νη τή στιγμή πρόβαλε,. από τήν "Ανατολή, τους βοήθησε νά μη τό χάσουν. Άρχισαν νά τρέχουν/ Ό Μίκυ γιά καλό καί γιά κακό έβγαλε, τό πιστόλι του. Τό "ίδιο .έκανε κι" ό Λή Πό. ■ —-Πολύ περίεργα ττρά-. γματία ^ συμβαίνουν ■ απόψε,, μουρμούρισε -σέ μιά στιγμή.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ£ ό Μίκυ. Άπό τό παράθυρο του τριακοστού πατώματος τού μεγάρου τής "Αστρικης Ασφάλειας βγαίνει ένα φαν ταισμα καί κατευθύνε τ α ι πΐρος την έξοχή. Δεν σου φαί νεται παράξενο αυτό, Αή Πό;
Ό Αή Πό δεν απάντησε. Σταμάτησε απότομα κι* έ βαλε τις φωνές: — Μίκυ, κάτι επαθα! Δεν βλέπω καθόλου μπροστά μου. Ό Μίικυ γύρισε καί, ;μ’ ό λο που ή θέσις τους δεν ή ταν κ/αίϊ τόσο ευχάριστη, δεν μπόρεσε νά συγκράτηση τά γέλια. — Δεν έπαθες τίποτε, του είπε. Ό σκούφος γλυστ,ρησε από τό κεφάλι σου και σου έπεσε μπροστά στά μάτια, έμποδίζοντας σε νά βλέπης. Δεν σέ νόμιζα για τόσο κουτό., Αή Πό. Τό «φάντασμα» πού είχαν πάρει ξοπίσω, άρχισε νά σκαρφαλώνη »μέ εκπληκτική ευκολία στον ανήφορο μιας πλαγιάς. Οι δυο νυκτερινοί καταδιώκτες του άρχισαν κι5 αυτοί νά ανεβαίνουν λαχα νιάζοντας από την κούρασι. "Αρχιζαν τώρα νά φυτρώνουν που καί πού μερικοί θάμνοι πού τούς εμπόδιζαν νά βλέ πουν ώσπου σέ μια στιγμή, τό έχασαν έντελώς από τά μάτια τους. "Εξακολουθούσαν νά προ χωρούν ώσπου, μέ την ψυχή οπό στόμα, έψθασαν στήν κο ουφή ένός όροπεδίου. Καί τό τε, μια πνιχτή κραυγή έκπλή
ξεως καί θαυμασμού ξέψυγε από τά χείλη τους. Σέ άπόστασι έκατό περίπου μέτρων από τό μέρος πού βρίσκον ταν, είδαν μιά πελώρια καί σκοτεινή σφαίρα ν" αναπαύ ει αι στο μισοσκόταδο των δέντρων. *Ηταν ένα είδος ά στρο πλοίου πού όμως γιά πρώτη φορά άντίκρυζε τοσο γιγάντιο ό Μίικυ. Ή έκπλ,ηξί τους κορσφώθηκ,ε όταν, ανάμεσα αντό τους, κορμούς των δέντρων, ξεφύτρωσαν κιτρινωπές γλώσ οες φωτιάς από αόρατα πι στόλια. Μιά από αυτές τις γλώσσες τού θανάτου κα ψάλισε τό σκούφο τού Αή Πό. —Κάτω!, φώναξε ό Μί κυ. Πήραν μιά απότομη βου τιά κι" έγδαραν τούς αγκώ νες τους. Ταυτόχρονα μιά συμφωνία από δεκάδες σφαί ρες σφύριξε στ" αυτιά τους καί τούς έκανε νά όονατριχιά σουν. Οι αόρατοι εχθροί τους τούς είχαν έπισημάνει για τά καλά καί θά ήταν θαύμα αν κατώρθωναν νά γλυτώσουν. λ— Κύλησε στον κατήφορο τής πλαγιάς!, διέταξε ό Μί κυ τό φίλο του. Είναι έπικίν δυνο νά μείνουμε έστω καί ιμιά στιγμή εδώ γιά νά όοντισταθούμε. Καί χωρίς δεύτερη κου βέντα άρχισε νά κυλάη σαν βαρελάκι ενώ αί πέτρες τού χτυπούσαν τό κορμί καί τά άγκάθια καί τ" άγρια χόρτα τού ξέσκιζαν τό πρόσωπο καί τού τό μάτωναν. Πίσω
5
'
,ν.
ΒϋΜώ
&2£&ίϊκ.
■/λνν>.
Ε?βε §να ρομποτ νά προχωρή προς το μέρας τ©0 δεμένου άνθρώπου
Ινω στο βάθος διαγράφονταν ίυδ σκιές,
20
.
ΎλΕΡΑΝβΡΛίΙΟϊ
του, άκουγε τό σώμα του Αή Πό νά κνλάη χώρΐς νά τό βλέπη,. γιατί είχε κλείσει τά μά τια του. Τό κατρακύλισμα συνέχι σε ώς τό τέλος τής πλαγιάς. Τό κορμί του τον πονούσε τρομερά καί · εΐχε ζαλιστή Κ ατώρθωσε όμως να στηρι χτή στα π>ό6ι.α· του καί νά σηκωθή όρθιος. — Αή Πό, είπε στο φίλο του που είχε σταματήσει δί πλα του, φτηνά τή γλυτώσα με μου φαίνεται. Δρόμο τώ ρα για τη Νέα Ύόρ'κη για νά ειδοποιήσουμε τόν Σερ ιν ταν πώς ένα ξένο άστρόπλοίο έχει προάγει ωθή στο δάσος. Κι5 όπως ό Αή ΓΊο δεν του απαντούσε, γύρισε να τόν κυττάξη. Τότε... μαρμάρωσε από την έκπληξι καί τό αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Ε κείνος που είχε σταματήσει κοντά .του, δεν ήταν ό Αή Πό οπω^ φανταζόταν, άλλα τό κομματ ι ένος ξύλου· πού •τό είχε παρασύρει στό κατρακύλισμά του. Ό Αή Πό, 5έν είχε προλάβει νά φύγη, τόν είχε φαίνεται καθηλώσει ή θύελλα: των άκτίνων τού θανάτου καί οί ριπές των πο λυβόλων. "Ισως αυτή τή στι γμή νά ήταν καί νεκρός ! Τούρθε νά φωνάξη, νά- χτυ πηθή από τή λύσσα πού τόν κυρίευσε, από τό βαθύ πό νο πού πληρμύΐρισε την καρ διά του -για τό χαμό του φί λου του. Γιατί ό Μίκυ ήταν βέβαιος πώς ό Αή Πό εΐχε βρή ·τό θάνατο στό δάσος;
Τί νά κάνη τοόρα; Νά γυιρί ση πίσω κάί νά τά βάλη αυ τός μονάχος μέ τή - φάλαγγα των άόρατων εχθρών του πού τούς προστάτευε ή νύχτα καί το δάσος, ή νά τρέξη στη Νέα Ύόίρκη γιά νά ζητήση τή βοήθεια τού Σέρινταν καί τής 5 Αστρ ικής 5Ασφάλε ι ας; Προτίμησε τό δεύτερο. Ο ΧΟΒΑΡΥ ΤΡΕΛΛΑΙΝΕΤΑΙ
ΤΟ ΒΡΑΔΥ έ(κ'ε^νο ^τής :μυ στηρ ιώδους α παγωγής το 0 Χόβαρτ, έκα νε τρομερή ζέ στη. Ό ΐνσπέ ικτορ τής Ά στρικής Ασφάλειας ίδρωνε καί ξεΐδρωνε στό κάθισμά του καί ^άποφάσισε νά άνοιξη τό παράθυρο. Τά φώτο: τής Νέας Ύόιρκης παρουσίαζαν ένα φαντα ομαγορικό θέαμα άττό τό ύ ψος των τριάντα πατωμάτων του μεγάρου, μά 6 Χόβαρτ δεν είχε διάθεσι νά τό άποθαυμάση. Τόν απασχολούσε τό μυστήριο των εξαφανίσε ων των Γήϊνων άστρόπλοιων καί ή σιωπή του ντέτεκτιβ Σέρινταν που τόν είχε δια τάξει νά άνσλάβη αυτή τήν υπάθεσι (*). · Προσπαθούσε συνέχεια νά επικό ινωνήση μαζί του. στό μυστικό μή κος κύματος τού «Πρωτέα», (*) Διάβασε τό τεύχος 17 τού « Υπεράνθρωπου» ,λ πού έχεΐΛ τόν τί τλο «Τό τέρας των Ουρανών».
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ■ μα δεν τό κατώρθωνέ — Διάβολε!, .γαύγισε τό μπουλντόγκ τής Άστρικής Ασφάλειας, αυτός ό Σέρινταν μου φαίνεται· πώς παρα μελεί τη δουλειά του1 τώρα τελευταία... Ξαφνικά, ,μιά μαύρη σκιά εμφανίστηκε στο ανοιχτό πα ράθυρο, μια άλλόκοτη σκιά πού ζυγιάστηκε κι5 § μείνε κίνηιτη, στο περβάζι. Προτού πρσλάβη' νά σονέλθη από την έκπληξή του|, μιά στλσυέττα ξεκόλλησε άττό τή σκιά και πήδησε στο γραφείο του. ^Ηταν μιά άνθίρώπινη: σιλουέττα ντυμένη μέ την έφαιρμο στη. στολή των αστροναυτών. Ό Χάβαρα ^ τίναξε τό χέρι του προς τό μέρος πού βρι σκόταν τό ταμ-πλώ μέ τά διά φορά κουμπιά συναγερμού. Δεν πρόλαβε όμως νά απο τελεί ώση την κίνησί του για τί ή σιλουέττα μέ ένα άπίθα νο σάλτο^τόν είχε πλησιάσει καί τόν χτυπούσε με κάτι σκληρό στο κεφάλι. , Αίματα έτρεξαν ατό πρό σωπό του, βσγγηξε έλαψρά κι5 έχασε τις αισθήσεις του... . "Οταν άνοιξε τά μάτια του, -βρισκόταν σ’ ένα μικρό θάλαμο πού έμοιαζε μέ καμ πίνα πλοίου. Τό κεφάλι1 του τον πονουσε ακόμη. Σηκώθη κε από τό κάθισμα που βρι σκόταν ξαπλωμένος και δο κίμασε νά άνοιξη τήν πόρτα. "Οίλες του οι προσπάθειες στάθηκαν μάταιες. Κατάλα βε τότε ότι τόν είχαν φυλα κισμένο. Που, βμως;. Σέ στη. γι. σέ πλοίο, ή σέ άστρο-
.
21
πλοίο; Βρισκόταν στή Γή ή σέ κανένα μακρυνό πλανήτη; Χτύπησα πολλές φορές τις γροθιές του μέ λύσσα στην πόρτα καί βρυιχήθηκε σαν λιονταρή μά ή ποίρτα έμενε κλειστή. Πέρασαν έτσι τρεις ή^ περισσότερες ήμερες χω ρίς νά δή κανένσν, χωρίς νά έπικοινωνήση μέ κανέναν,ΕΤχε φθάσει στο σημείο νά τρελλαθή ώσπου κάποια στι γμή, άνοιξε ή πόρτα κι* α φού μιπήικ,ε κάποιος στήν κα μπίνα του, έκλεισε καί πάλι. ^ Τό μπουλντόγκ τής Άστρι κής Ασφάλειας κύτταξε τόν επισκέπτη του *καί... μαρμά ρωσε από τήν έκπληξί του." Αύτός ό κάποιος πού 1 μπή κε στήν καμπίνα του δεν ήταν άνθρωπος μά ούτε ^κ'αί πίθηκος. 7 Ηταν ένα κράμα πιθήκου καί άνθρώπου. — Διάβολε, ψιθύρισε καί σηκώ!θηκε από τό κάθισμά του σφίγγοντας τις γροθιές του μέ λύσσα, φαίνεται πώς είμαι αιχμάλωτος κάποιων έξώικασμων πλασμάτων ! , 'Καί στή μανία του' επά νω, χωιρίς νά λογάριάση τί ποτε, ώρμησε εναντίον του έχθρου του γρυλλίζοντσς σαν πληγωμένο θηρίο. Ό άνθρωποπίθηκος, . βλέ ποντας τόν άνθρωπο νά έρχε ται μέ απειλητικές διαθέσεις εναντίον του, τραβήχτηκε α πότομα.^ Τό μπουλντόγκ τής ’Αστρικής Ασφάλειας μέ τη φόρα πού ■ είχε πάρει, έπεσε μέ^ τά μούτρα στήν πόρτα· καί χτύπησε. Ούρλιασε άττό
τόν πόνο
ττά
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
λι νά έπιτεθή έναντι ον του έχθρού του, όταν, ό άνθοωποπίθηκος μίλησε σέ άπταιστη Αμερικάνικη, γλώσσα: —Μέ το Λ ή Πό είναι δύ σκολο να τα βάλης άνθοωπέ μου! Γ ιατΐ ό Λή Πό έμαθε πολλά κόλττα ιαπωνικής πά λης δοτό τό δάσκαλό του τον Σέρινταν. "Ελα λοιπόν νά οόΟ μάθω και σένα μερικά. Ό Χόβαρτ έμεινε άκίνη; τος λες καί τον χτύπησε κεραυνός. — Ό Σέρινταν!, ψέλλι σε. ΚαΙί τί σχέσι έχεις έσύ διάβολε μέ τόιν ντέτεκτιβ τής *Αστρικήις *Ασφάλ ε ι ας! — Εΐμαι βοηιθός του!; έ κανε περήφανος ό Λή Πό. Εί μαι κάτοικος Του πλανήτη Πράττ κα!ι γνωριστήκαμε μέ τον κήριο Σερινταν στον "Α
ρη·
Ό Χόβαρτ έπιασε τό κε φάλι του γιατί νόμισε πώς θά ταελλαθή, Τί ήταν αυτά πού άκουγε; Σέ λίγη ώρα, κουβέντα στην κουβέντα, έμαθε δλη τήιν Αλήθεια από τό Αή Πό,, πού του διηγήθηικε την και νούργια τους περιπέτεια στον άγνωστο πλανήτη δπου αντάμωσαν τον προδότη άτο μ ιικό' έπιιστη.μονά Μπράουν. —«Που βρισκάα-αστε τώ ρα; τόιν οώτησε ό Χόβαοτ. — "Εδω από τη Νέα Ύόρκη, μέσα σ* ένα πελώοιο σφαίιοίικό άστοόπλοιο που βοίΐσκεται κρυμμένο σ* ένα ' δάσος. -^-Πώς σ5 έπιασαν αϊχμά
λωτρ;ξαναρωτησε ό Χόβαρτ.
Μ
\
^ Ό Λή Πό του διηγήθηκε την παρακολούθησι πού εκα νε μέ τό Μίκυ σ’ ένα φάντα σμα πού πήδησε από ένα πα ράθυιρο του κτιοίου τής *Αστρικής Ασφάλειας ώς τη στιγμή πού μπήκαν στό δά σος καί Αόρατοι έχθροί άρχισαίν νά τούς πυροβολούν. — Ό Μίκυ κατόρθωσε νά ξεφύγη μά έμενα μ’ έπιασαν αιχμάλωτο, τελείωσε τή διήγησί του ό Αή Πό. Καθώς κυλούσα στον κατήφορο, μού ξέφυγε αυτή ή θαυμάσια έφεύρεσι πού βάζετε ατό κε φάλι σας εσείς οί Γήινοι καί γύρισα νά τήν πάρω. •Καί λέγοντας αυτά έδει ξε μέ περήφανε ια τό σκούφο πού τού είχε δωρήσει ό Μί κυ. — Πώς ήταν έκεΐνοι πού σέ συνέλαβαν; ρώτησε ό Χό βαρτ. — Σαν τούς νάνους πού συναντήσαμε στον άγνωστο πλανήτη. Μόνο πού αυτοί είχαν μαλλιά στο κεφάλι τους. Ό Χόβαρτ έκανε νά σκεφθή δταν τό άστρόπλοιο πού βρίσκονταν /μέσα., τινάχτηκε βίαια κι5 έπεσαν ικΓ οι δυο τους μέ τά μούτρα ατό δά πεδο. — Διάβολε!., μούγγρισε ό Χόβαρτ. Μού φαίνεται πώς αφήνουμε τή Γη! Δεν είναι παράξενα όμως νά μην εμφα νιστούν Ακόμη οί έχθροί μας γιά νά μάς πουν γιατί μάς συνέλαβαν καί πού μάς πά νε; * Ό Αή Πρ ζάρωσε σέ μια
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
γωνιά κι* άρχισε νά ττεριε'ρ^ γάζεται μέ προσοχή το σκού ψο του, ένώ ή σκέψι του έτρε χε μέ παράπονο στην δμορ^ψη Γή πού δεν μπόρεσε νά την γνωρίσηι πιο πολύ. Μ ΠΑΡΑΔΟΘΗ © ΣΕΡ1ΝΤΑΝ I
Ο1 ΕΦΗ.Μ Ε Ρ I ΔΕ Σ χ α λούσαν τον κό σμο μέ τά πα ραρ τή'ματα πού έβγα ζ αν κάθε τόσο/Ε να απειλητικά τηλεσίγιρσφο είχε φθάσει σ" δλους τούς δέκτες άσυριμά τοον καί τηλεοράσεως. Καί τό( τηλεσίγραφο αυτά έλεγε : «Ό Χόβαρτ είναι στα χέ ρια μας και ρεταφέρεται στον πλανήτη τής «Βασί λισσας των "Αστρων».’Άν ό ιντέτεκτιβ Σέοινταν δέν παραδοθή, ό Χόβαρτ Οά πεβάνηι καί ή Γή θά ^γνω ρίση τον πιά ανελέητο· βοιμ'βαρδιαμά ^τής ιστορίας της ^άπά τά γιγαντιαια άστρόπλοιά «μίσος που εί ναι άτρωτα άπο τά Γήινα δτπλσ...» Καί πιο κάτω τά τηλεσί γραφο εξηγούσε μέ ποιόν τρόπο θά παραδινόταν ό Σέ ρινταν. θά έμπαινε σ5 ένα άστίρόπιλοΊο καί θά κ απευθυ νόταν προς τάν πλανήτη Κρόνο. Κάπου στά Διάστη μα θά τάν σταματούσαν δυά άστρόπλοιά γιά νά τον οδη γήσουν στον πλανήτη τής βασίλισσας τ&γ "Αστρων*.
23
01 έφ η μερίδες σχολίαζαν μέ τά δικό τους τρόπο έ) κά θε ,μιά τά φοβερά τελεσιγρα φο. Μερικές υποστήριζαν πώς ό Σέριντσν έπρεπε νιά παραδοθή γιά νά γλυτώση ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ καί νά μή βομβαρδιστή ή Γή, ένώ άλλες πάλι υπεστήριζαν πώς ό Σέριντσν, ό υπεοάνθρωπος αυτός ντέτεκτιβ, δέν έπρεπε νά παραδοθή έστω κι δον αυτά στοίχιζε τά θάνατο στον Χόβαρτ καί την καταστ ραφή ,μερι κών πολιτει ών τής Γης. Καθισμένος στά σαλόνι του σπιτιού τής Νάνσυι, ό Σέριντσν, διάβαζε ολα τά παραρτήματα πού τού έφειρ νε ό Μίκυ. —Γίοιά είναι αυτή ή « Β ασίλ ισσα των "Αστρων»^ ρώτησε σέ »μΐά στιγμή το παιδί. 10 ντέτεκτ ι β άνασήκ ωσ ε τους ώμους του. Δέν είχε την παραμικρή ιδέα. ^ — θά τά 'μαθαίνσμε δον δέν καίγονταν τά αρχεία των κακρποιών, απάντησε στά παιδί. Ή πυρκαϊά πού έβα λε ατούς φαικάλλους τών αρ χείων ό άγνωστος εχθρός ■μας, αυτά τά σκοπό είχε.Νά μάς εμποδίση νά άνσκαλυ ψουιμε καί τά παραμικρά ίχ νος!. Πιστεύω απόλυτα πώς ήΛ «Βασίλισσα τών "Αστρων» είναι άπο την "Αμερική, για τί τό τελεσίγραφό της είναι συντεταγμένο σέ άπταιστη άμ ερικανική γλώσσα. Γυρνώντας τά κεφάλι του, άντίκρυσε τα άμορφα ,μάηηα
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τής Νάνσυ που τον' κύτταζαν μέ άγωνία. -Τζόε του είπε μέ σφι γμένη την καρδιά), τί' σκέ φτεσαι νά κάνης; Ό ντέΤεκτ ιβ απάντησε χωρίς δισταγμό: —^ Νά παραδοθώ. θά ή ταν άνανδρο νά γίνω εγώ ή αίτια του θανάτου του Χόβ»αρτ. ΗΤναι κουτή ή σκέψι σου Τζόε, παρατήρησε ~ κο πέλλα. Κάί μέ' τό νά πσοαδοθής δεν πρόκειται νά γλίυτώσηι ό Χόβαρτ. ^ —- Τό ξέιοω, Νάνου. Με τό νά παοαδοθώ όμως. μου παίρουσιάζεται μια θαυμά σια ευκαιρία νά γνωο·ίσω τό πρόσωπο του έγθοου μόυι. Κι’ δτσν τον συναντήσω-.. Ποιος ξέρει... — Αισθάνομαι φαγούρα, τον διέκοψε τό * Ελληνόπου λο. Κάποια καινούργια περι πέτεια μου ιμυρίζεται... Ό ντέτεκτ ιβ χαμσγέλάσιε και του χαΐδεψε τα μαλλιά. —- "Όχι, ΜΡκυ, του είπε, μην έτοιμάζεσαι για καινοΜρ γιες , περιπέτειες. Θά μ»είίνης έδω, μαζί μέ τή Νάνσυ. Έγώ πηγαίνω εκατό τοΐς ε κατό νά συναντήσω τό θάνα το. Τώρα πήρε τό λόγο ή Νάν συ. Τό πρόΤωπό της ήταν α ποφασιστικό καί τά μάτια της έλαμπαν άγρια. —· ΓΓ αυτό πρέπει νά έρ θουμε μαζί σου, Τζόε. του είπε. Γιατί πηγαίνεις νά δονταμώσης τό θάνατο. "Ίσως
Κ-Γ ' οΐ
τρεις ιρρεζΐν να κα
ταφέρουμε νά τον νικήσου ΐμ*εν. Ό Σέρινταν έμέινε για πο λυ ώρα σιωπηλός καί τό με τωπό του γέμισε ρυτίδες. — Όκέϋ, άποφάσισε στο τέλος. 5Αφού τό θέλετε, 'θά έρθετε μαζί. ιμου. Ενωμένοι θά ' πολεμήσουμε καλύτερα. —- Τί κρίμα ινά μην έχου* με καί τό Αή 06 μαζί μας, έκανε ό Μίκιυ μέ θλΐψι. 7 Η ταν γραφτό του μόλις · πατή ση στή Γή, νά σκοτωθή. κιό λας. .. ¥
Ό «Πρωτεύς» εΤχιε χαρά ξει σταίθε'ρή πορεία . προς τόιν 'Κρόνο. "Άγρυπνος^ ό Σε ράνταν, παρακολουθούσε τά μηχανήματα πτήσεως. Παράξενη σιωπή βασίλευε στο θρυλικό ιάστρόπλοιο. Κα νένας δεν είχε διάθεσι νά μι ληση. "Ήξεραν καΓι οι τρεις τους πώς αυτή τή φορά, πή γαιναν νά συναντήσουν τό θάνατο. Όχι μόνο νά τον συ νσντήσουν άλλα ικιάί νά του παραδαθούν χωρίς νά Τόλμη σουν νά πσλαιίψουν για νά τόν άτοφύγουν. Τό τελεσν Υΐραίφο πού τούς έστειλε ή ά γνωστη. αυτή «Βασίλισσα τών "Άστρων», δήλωνε πώς άν σκοτωνόταν έστω κι" ένας από τούς άνθρώπους της, ό Χόβαρτ θά πέθαινε αμέσως. Μέ χίλια * άσχημα προαι σθήματα, ό καθένας τους, κυτταζε κάθε τόσο έξω άπό τό διαφανές κουβούκλιο μή πως άνΤικρύσηι τά δυο άστρόπλοΊα πού θά έρχονταν νά τούς προαλά&ρυν, Ή φγ®
νπεΡΑΝόΡηπόχ. νια Της πάάσμονής αυτής Τους είχε τσακίσει το ηθικό. Σε ίμια (στιγμή, ή κεραία τής ύπερηχηρ ικής συσκευής πού. φορούσαν ατό κεφάλι, συνέλαβε έναν ήχο. Ό ήχος ξεκαθάρισε κι5 έγινε ανθρώ πινη φωνή: — Ντέτεκτ κβ Σέιρινταν, Ε λεγε ή φωνή, αέ παρακολου θούμε. Δώσε άμέσως στό άστρόπλο-ιό ίσου στροφή σα ράντα μοιρών τηρος τ’ σριστε ρ·ά. Κάθε ίάΤΓΐό/πείιρά σου νά διαφυγής, θα σαύ στο ιχ ίση τή' ζωή. ^ . Ό Σερινταν υπάκουσε έ νώ ή Νάνσυ άνατρίχιασε. Ή φωνή αυτή, ήταν ή ίδια ή φωνή του θανάτου που τους καλοΰσε ικοντά τους. Πέρασαν μερικός ώρες α κόμη. Στήν οθόνη του ραντάρ άρχισε νά σχεδιάζεται το αφαιριικό σχήμα: ενός πλάνητη. τ— Ντέτεκτ ΐιβ Σέρινταν, έπανέλαβε ή ίδια ή προηγού μενη φωνή που τόσες ώρες σ ώπά ινε, θά πρασγε ι ω θή ς στον πλανήτη που διαγράφε ται στήιν ευθεία πού ακολου θεί τό σκάφος σου. Καί πάλι σέ προειδοίποιούμε πώς πρέ πει νά μελής ήσάχος* • Ό ντέτεκτιβ έσφιξε τά δον τια.' Ή φωνή του αόρατου ε χθρού του αντί νά τον άποθαρ'ρύνη, τον ώπλιζε μέ θάρ ρος και με πείσμα. 5Από τον ήχο της, μάντευε πώς ήταν γυναικεία φωνή. Του μι λούσε ή· Τδία ή «Βασίλισσα των "Αστρων». /Όσο σαταινι κή.κΤ όον ήταν αυτή ή γυναί
.
·
25
κα και άσή δονόμί κι’ αν εί χε, θά κατώρθωνε στο τέλος νά τον .δαμάση; · Πέρασε ακόμη: μιά ώρα β>ασαν ι στ ικής αγωνίας γ ιά τό πλήρωμα του «Πρωτέα». Κγ όταν στο τέλος τής ώρας αυτής τό άσηροσκάφος άκου μιπησε απαλά τον τρίποδα προάγειώσεώς του στον ά γνωστο πλανήτη ή άγων ία τους κρρυφώθηκε. — Ντέτεκτιβ Σέρινταν έ-' 6γα όξω ικάί σήκωσε ψηλά χέρια, άκουστηκε ή δια ταγή τής ^Βασίλισσας τών * Αστ ρων». Προχώρησε επε ι τα κατευθείαν μπροστά. Ό Σερινταν κύτταξε τή Νάνσυ κ,αί τό μικρό του φί λο, τό Μΐίκυ.— Έγώ πηγαίνω, τούς ^εΐπε. Προσπαθήστε νά βγήτε ιςρυφά ξοπίσω μου καί νά ιμ’ άκοΙλοΜθησετε. Εύχομαι νά μή σάς πάρουν είδησι... "Αν όμως άποτυιχετε, τότε φιίλοι μου... "Εκανε νά τούς άγκαλιάση μά τό μετάνοιωσε. — "Οχι, εΤ,ττε, δεν σάς α ποχαιρετώ. Κάτι μου λέει πώς κι3 αυτή τή φορά θά νι κήσουμε. — Αυτό πιστεύω κι5 έγώ, του απάντησε τό Έλληνόπου λο ενώ ένα δάκρυ θάμπωσε τά μάτια του καθώς έσφιγγε το χέιρι τής Νάνσυ γιά νά τής δώση θάρρος. Ό Σερινταν άνοιξε την πορτούλα του «Πρωτέα» καί πήδηξε σβέλτα στη γή. όψώ \όντας ταυτόχρονα καί τά
χέρια του σύμφωνα ιμέ τή διαταγή που του είχαν δώσει. Προχώρησε κατ’ ευθείαν μπροστά ικάπου πεντακόσια μέτρα όταν, κάτι βαρύ τον χτύπησε στο κεφάλι καί τον έκανε νά σωριαστή αναίσθη τος. ΤΟ Μ&ΡΤΥΡ1© Τ©Υ ΣΕΡ1Ι#ΤΑΝ Ο ΧΟΒ Α Ρ Τ ικι’ ό Λή Πό, βρίσ κο ν ταν κλεισμένοι στο ίδιο δω μάτι ο. Το άστρο· πίλο ιο πού ξε κίνησε από τή Γη, έψθασε νύχτα σ’ αυτό τσν πλανήτη^ Μερικοί νάνοι τούς έδεσαν πίσω στη ράχη τά χέρια καί τούς ώδήγησαν σ' ένα κτίριο πού φωτιζόταν α πό ηλεκτρικά φώτα. — Θάλεγε κανείς πώς βρι σκορ άστε ακόμα στη Γή, βρυ χήθηροε ό Χόβαιρτ καθώς τούς έκλεισαν στο γυμνό αυτό δω μάτιο πού βρίσκονταν τώρα. Ό Λ ή Π ό δον του άπάντ η σε, Εξακολουθούσε νά πσίζη ,μέ τή μεγάλη σκούφια του. — Παράτησε αυτό τό ττρά γμα γιατί μου δίνεις στα νεύρα! ,^γρύλίλισε τό μπουίλντόγκ τής Άστρικής Άσψά λείας. — Δεν έχεις δίκιο, του α πάντησε ό Λή Πό. Εϋναι μια θαυμάσια εφεύρεση καί μουάρεσε ι πολύ. Τό μπαυλντόγκ κάτι πήγε νά ττή μά τον σταμάτησε ί«
να βογγητόι πού αντηχοι/σέ πίσω από τόν τοίχο τού δω ματίου τους. "Ενα βογγητό πονειμένο πού θάλεγε κανείς πώς έβγαινε από ανθρώπινα χείλη. Τό ακόυσε καί ό Λή Πό γιατί σταμάτησε νά πε ριεργάζεται τή σκούφια του. Κοιτάχτηκαν καί οι δυο τους ερωτηματικά. Τό βλέμμα τού Λή Πό έ πεσε σ’ ένα ιμικρό παραθυ ράκι μέ κρύσταλλο πού βρι σκόταν στον τοίχο πίσω α πό τόν όποιον έρχονταν τά βογγητά. ’Άπεχε περίπου τρία μέτρα από τό δάπεδο. —ιΚύριε Χόβαιρτ, είπε στον χοντρό αστυνομικό, ^καλ λάτε γιά λίγο ιστόν τοίχο; Θ’ ανεβώ στους ώμους σας γιά νά ρίξω ιμιά ματιά από τό παραθυράκι νά δω τί συ μ βαίνει. Ό Χόβαρτ δίστασε γιά λίγο καί στο τέ?\ος δέχτηκε. Κόλλησε όρθιος στον τοΐχο κ ’ ό Λή Πό, ιμ’ ένα ευκίνητο σάλτο τινάχτηκε σά λάστιχο καί βρέθηκε στους ώμους του. Μέ ι μεγάλη προφυλαξι σήκωσε τό τριγωνικό του κε φάλι καί κύτταξε από τό τζάμι. Ή σκηνή πού αντίκρυ σε μέ την πρώτη ιματιά, τόν έκανε ν’ άνατριχιάση συγκορ μας από την έκτπλη,ξι κι’ άπο τό φόόο... Τό γειτονικό τους δωμάτιο ήταν πολύ παράξενο. Στο άριστερό του μέρος υπήρχε μιά σιδερένια καλώνα και α πέναντι από τό παράθυρο ό που κύτταζε ό Λή. Πό, ήτουν μιά έγκατοοστασις. ’Λπό την
έιδαν μια πελώρια σκοτεινή σφαίρα άνάμεσα στα δέντρα
έγκατάστοοσι αυτή ξεκινού σαν τρία λάστιχα που συνδέ ονταν ιμέ τό κορμί ένός ρο μπότ. Τό ρομπότ αυτό, εί χε προχωρήσει στ ή μέση τού δωματίου καί, μέ μια ^ξέφρε νη λύσσα, χτυπούσε ιμέ τ ά*
τσάιλινα χέρια του ενα^ κου λούρι ασμενο κορμί που κειτόταν στο δάπεδό. Σέ κάθε χτύπημα των ατσάλινων χε ριών τό κορμί Αναδιπλωνό ταν, ^ στριφογύριζε, ^μά δεν μπορούσε νά σηκωθή γιατί
28
·
'
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ήταν δεμένα και τά χέρια και · τα πόδια ταυ, ’Απτό τα χείλη. τοΟ ανθρώπου αυτού έβγαιναν πνιχτά βογγητά ενώ το ροιμπατ, άναίσθητο, έ ξακολουθούσε να χτυπάη., να χτυπάη, χωρίς να κουρά ζεται, χωρίς νά λέη. να τελειώση. — Θεέ του Πράτ!, ψιθύ ρισε ό Αή Πό, θά τον ξεικ άνη τον άνθρωπο! — Ποιόν άνθοωπο; γρύλλι σε ό Χόβαρτ. "Ελα, θά κατέ βης επιτέλους άπό τή ιράχη μου; Μά ό Αή :Πό θέν φάνηκε νά τον άκούη. Τό μάτι του πήρε στο “βάθος του δωμα τίου, πίσω από τό άνοιγμα μιας πόρτας, δυο σκιές. Φαί νονταν γι’ ανθρώπινες σκιές1. Τό ευαίσθητο αυτί του Αή Πό, πήρε σέ (μια στιγμή τή συζήτησί τους. —Πάιιε νά λύνουμε, εί πε ή (μια σκιά. Σέ πέντε1 λε πτά τό πολύ τό ρομπότ θά τόν έχη- ξεκάνει. — "'^-νεις δίκιο, άπάντησε ή άλλη. ΟΙ δυο σκ»ές κινήθηκαν καί χάθηκαν. ' “Έμεινε τώοα στο δωμάτιο ό άνθοωπος πού μούγΎίοιζε άπό τόν πόνο καί τό οοαπότ πού τόν γτυπούσε άσταυάτητα, καί τόν τοιγύοιζε καί τόν άκαλουβσύσε παντού δπου κΓ αν κυλούσε για νά γλυτώση. Σέ 'υιά κί νηισι πού έκανε, ό Αή Πό μπόρεσε νά Βιητκοίνη τό ππό σωπο του άνθοώπου μ* όλο πού τό είχε πσράμσρ’φώσε ι
ό πόνος και ή φρίκη; *Ητοον τό πρόσωπο . του ντέτεκτιβ Τζόε Σ έρινταν! λ— Ό Σέριντανί, τραύλι-. σε ό Αή Πό καί κρέμασε δυο πιθαμές έξω τή μακρινά γλώσ σα του άπό την απορία. Τό ρομπότ δέρνει τόν Σέριντοον! ^ Ό Χόβαιρτ πήρε <μιά στ;ρο ψη γύρω άπό τόν εαυτό του στο άκουσμα αυτού τού όνο ματ ας καί ό φουκαράς ό . Αή Πό, έπεσε ανάσκελα ατό πά τώρα. — Πές ιμου τί είδες!, γρύλ λ ισε πάνω του τό ρπουλν τόγκ. Πές ιμου; γρήγορα για τι θά σέ πνίξω! — "Ενα .ροιμπότ · δέρνει τόν Σέοινταν!, τού εξήγησε ό Αή Πό. Είναι δεμένος χει ροπόδαρα και δέν ιμιτορεΐ νά ξεφύγη. Ό Χόβαρτ ψύσηξε καί ξα ναφύσηξε σάιν φάλαινα. “Ά κουγε τά πανεμένα βογγητά ’ τού ντέτεκτιβ καί τόν συγκλό νιζε ή λύσσα τού . θυμού ρέ τή;ν αγωνία. — Πρέπει κάτι νά κάνου ;με!. (μούγγιρισε. Πρέπει νά πηδησης άπό τό φεγγίτη.! Νά πηδησης δσο είναι και ρός! Σέ διιατάσω νά πηδή σης! Δέν ήταν δμως ανάγκη νά διατάξη τόν Λή Πό για ·να γλυτώση · τόν Σερινταν άπό τόν βέβαιο θάνατο πού τόν πεοίίμενε. Γιατί ό Αή Πό Βέίν γνώριζε τί. θά πή'φόβος, καί μποοούσε νά θυσιάίση καί τή ζωή του · ακόμη για τή σωτηρία τού Σέοινταν πού τόσο ττολύ άγσπούσε καί τού
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ήταν άψωσίωμίόνος. Φόρεσε ιμάνι—μμάνι^ τή σκούφια του και πήδησε στούς ώμους του ΧόβαιρΤ. Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΣΚΟΥΦΙΑ
Η 4 ΓΡΟ θ I Α του χτύπ -η σ ε (με δύίναμι το τζά|μι και τοκάνε Θρύψάλ (λα. Έβγάλ ε -όλα τά κο μ (ματάκια άπ ά τό τελάρο για νά μη τον πλη χώσουν και πέρασε τό κεψά λι του στο άνοιγμα του μι κρού φεγγίτη.. ’Ίσα—ίσα που χώρεσε τό σώμα του. Με λίγη προσπάθεια κατάφερε να τό πέραση όλο, καί μια κα'ί δεν είχε που νά κρα τήιθή, έπεσε .ανάσκελα ατό άλλο δωμάτιο ενώ τό κεφάλι του. χτύπησε με δύναιμι στο πάτωμα. Ζαλίστηκε μά δεν έχασε τις αισθήσεις του. — Τί θαυμάσια έφεύρεσι αυτή ή σκούφια, συλλογίστη κε. ’Άν δεν την φορούσα, μέ τό χτύπημα που έκανα θά λι ποθυμου... ·' Δεν αποτελείωσε τή σκέψι .του. Τό ρομπότ τον είχε πάρει εΐβησι καΊ άπλώνοντας ’τήν άτσάλ ινη χερούκλα του, του κατάφερε μια γερή στο κεφάλι· καί τον έκανε νά πέσηι δίπλα 'στον Σέρινταν. Ό ντέτεκτιβ, πού τόση ώ ρα πάλευε μανιασμένα νά κόψη τά σκοινιά πού τον έ δεναν χειροπόδαρα χωρ'ΐς νά
τό καταφέμνη, εΐδε τό κος,μί του Αή Πό νά ττέιφτη δί πλα του καί ή ψυχή του γέ μισε χαρα* — Στο ταμπλώ, Λή Πό!, του φώναξε. 'Π,ετάξου ατό ταμπλώ καί κλείσε τό δια κόπτη που κινεΐ τό .ρομπότ! Ό Αη Πό ακούσε τή φωνή του καί σηικώθηικε ολόρθος μέ (μεγάλη, προσπάθεια. Τό ρ ομ πότ έτο ι μάστ ήκε πάλ ι νά τόν χτυπήιση μά 6 Αή Πό τραβήχτηκε πλάγια., Τό ρομ πότ όμως, μέ τό ήλεκτρανικό μάτι πού είχε οπήν κορυφή του ατσάλινου κρανίου του, του μπήκε μπροστά καί δεν τόν άφησε νά ξεγλυστρήση για νά φθάση στο ταμπλώ κα:ί νά κλείίση τό διακόπτη. Τό άριστερα ατσάλινο χέρι του πρόλαβε καί τόν χτύπη σε στον ώμο. Μέ πολύ κόπο έπνιξε μια πο-νεμένη κραυγή ό Λή Πό καί ώπισθοχώρησε. Στηρί χτηκε στον τοίχο για νά μήν πέση,. Την είχε άσχημα μ5 αυτό τό σατανικό ρομπότ που τού είχε κλείάει τό δρό μο καί τόν χτυπούσε όπου τόν .ευρίσκιε. Στήν άπελπισία του επά νω, μια σκέψι φώτισε τό μυα λό του Λή Πό. "Αν μπορού σε για μια στιγμή νά άχρη στε ύση τό ηλεκτρονικό μάτι καί νά διαφυγή,.. Πώς όμως; Μια καινούργια σκέψι φώ τισε το μυαλό του. ν Εβγαλε τή σκούφια πού χοίρου σε καί περήμιενε υπολογίζοντας καίί τήν παραμικρή κίνησι του ρομπότ. Κι’ όταν εκείνο τάν
ΑΝφΡΏίΙΟ £ πληισίασε γιά ,μιά οοκό,Ιμη, φο ρά κι3 έτοιράοπηκε να τον χτυπήση, πήδησε ξαφνικά ε πάνω του καί... του φόρεσε τη σκούφια στο ατσάλινο κε φάλίν σκεπάζοντας τό ηλεκ τρονικό μάτι!... Τό ρομπότ έμεινε ξαφνικά ακίνητο. Ό Λ ή Πό, δέν ^περιίμενε πιο κατάλληλη εύκαι ρία. Σάλταρε πλάγια με τό γατίσιο1 του πήδημα κι* έφτα σε στο ταμπλώ από όπου ξεκινούσαν τά τρία λάστιχα πού συνδέονταν με τό κορμα του ρομπότ. Τό μάτι του πή ρε ένα διακόπτη και τον γύ ρισε με την ταχύτητα τής αστραπής. Τό ρορπότ έμεινε απολύ τως ακίνητο τώρα λες κι’ έ χασε ξαφνικά όλη εκείνη τή σατανική δύναμι πού τό ο δηγούσε νά χτυπάη τον άν θρωπο πού κειτόταιν στό πά τωιμα. Ή πρώτη δουλειά τού Λή Πό ήταν νά πάρη τή σκού φια του. "Έπειτα έσκυψε πά νω στον Σέρινταν και άρχι σε νά τόν λύνη. Τά ευκίνητα δάχτυλά του δούλεψαν άριστουργηιματικά και σέ δυο λεπτά ό ντέτεκτιβ ήταν όρ θιος. — Λή Πό,, σ" ευχαριστώ, τού είπε συγκινηιμένος ο ντε τεκτιβ. Χωρίς τή βοηθέιά σου1 τό ρομπότ θά μέ απο τελείωνε. Χάρηκα πολύ πού σέ είδα ζωντανό, φίλε μου. Σέ νομίζαμε όλοι μας νεκίρό. Που είναι ό Χόβαρτ;
— Στο
άτΐοκει δωμάτιο,
του απάντησε ό Λή Πό. Ό ντέτεκτιβ πλησίασε τό ροιμπότ. Τό ατσάλινο καί ά ψυχο θηρίο ήταν ακίνδυνο τώρα. Τό στήριξε πάνω στον τοίχο καί μέ μιά γερή γρο θιά, του έσπασε τό - ήλεκτρο νικό μάτι. -— ^Πάμε τώρα, Λή Πό, του είπε. Θά δοκιμάσουμε ν^ ανοίξουμε την πόρτα γιά νά ελευθερώσουμε τόν Χόβαρτ. Βγήκαν από τό δωμάτιο πατώντας στις μύτες των πο διών ^τους. Ό Σέρινταν ένοιω θε τόν έαυτό του ικανό νά παλαίψη καί νά τά βάλη μέ όποιονδήποτε εχθρό του. "Έ σφιξε τά χείλη του καί τις γροθιές του καί προχώρησε από την ανοιχτή πόρτα σ" έ να -μικρό διάδρομο. Πίσω του, τόν ακολούθησε ό Λή Πό. Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα πού έκλεινε τό κελλί του Χόίβαρτ, τούς περίμενε μια τρομερή άπογοήτευσι. τΗταν χοντρή καί ατσάλινη καί ή κλειδαριά της ήταν α δύνατο νά σπάση μέ τό χέρι. ' ^ — "Αν είχα τουλάχιστον τό πιστόλι των άκτίνων μου, αναστέναξε ό Σέρινταν. Ένας υποχθόνιος θόρυ βος του άπέσπασε την προ σοχή άπό την πόρτα πού φυ λάκιζε τόν Χόβαρτ. Ό θό ρυβος ^ αυτός έκανε τή γή να τρέμη κι" έμοιαζε σά/ νά σέρνονταν χιλιάδες αλυσίδες μαζί.
— Λή Ήά,
ψιθύρισε στό
Φίλο του, Ιλα μαζί μου»
Διέσχιζε τρέχοντας τό διά οέρομο. Μια άνεξήγηττη ά γωνία τον -είχε κυριεύσει και ή καρδιά του χτυπούσε σαν τρελλή λες και ό θόρυβος αυτός ήταν ή ίδια ή κόλασι που κόχλαζε κάτω από τά πόδια του. "Εψθασε μπροστά σέ μια πόρτα και την άνοιξε με ευ κολία. Σκαλιά ώδηγαύσαν στο υπόγειο. "Αρχισε νά τά ικατεβαίινη ένα—ένα, μέ προ σοχή. Κι5 όταν έφθασε στο τελευταίο, μαρμάρωσε στη θέσι του. Μπροστά του άπλω νόταν μιά πελώρια αίθουσα φωτισμένη άπλετα όπου βρί<■σκονταν δεκάδες άπακραυστικά και πελώρια ρομπότ. Ήταν γιγάντια σέ ύψος και τά περισσότερα θύμιζαν άινθρώπινους σκελετούς. Οι μη χανές αυτές του ολέθρου κρα τούσαν φλογοβόλα όπλα και σέ μια άόρατη διαταγή, πα τούσαν τις σκανδάλες των κι3 οί φλόγες τους, γλώσσες φρικιαστικές και κατακόκκι» νες, χτυπούσαν επάνω σέ κά τι χοντρά κομμάτια άτσα λιοΰ πού βρίσκονταν στο βά ,θος τού δωματίου και τά έλυωναν λές κι3 ήταν από κε ρί. Αυτό τό πράγμα έγινε δυο τιρεΐς ψαρές άκόμη κΓ όπως οι φλόγες ώρμούσαν μπρο στά, έκαναν έναν θόρυβο δαι ,μονισμένο πού ανακατευόταν στο θόρυβο πού έκαναν τά ρομπότ σαν προχωρούσαν. — Μηχανές του όλέθρου!, ψιθύρισε ό Σέρινταν μέ φρί κη* Βάζώ στοίχημα πώς αό-
τά τά ρομπότ προορίζονται νά σταλούν στη Γη γιά νά σκορπίσουν τό θάνατο καί την καταστροφή μέ τά τρο μερά τους φλογοβόλα. Ποιός κρύβεται όμως πίσω άπό τά σατανικά αυτά όπλα; * * * ^Κάποιος τον άγγιξε άπό πίσω καί άνασκίρτησε. Ή ταν ό Αή Πό. — Κύριε ^Σέρινταν!, ταυ εΐιτε. Κυττάξτε στο βάθος τού υπογείου, πίσω άπό τά ρομπότ. Τό βλέμμα τού Σέρινταν προσπάθηρε νά διακρίνη αυ τό πού τού έδειχνε ό Αή Πό. Καί είδε. Είδε δυο ανθρώπι νες σιλαυέττες σκυμμένες πάνω σ3 ένα ταμπλώ μέ κου μπιά. Ήταν άφωσιωμένες καί οί δυό μέ τό νά κοιτά ζουν κάτι. Ό ντέτεκτιβ κατά λαβε πώς οί δυό αυτές σι λουέττες κινούσαν τά εφιαλ τικά ρομπότ πού κρατούσαν τά φλογοβόλα του θανάτου. Δοκίμαζαν οπωσδήποτε την άποτελεσματικότητα τού ό πλου τους. , Οί δυό σιλαυέττες άφησαν τό ταμπλώ καί προχώρησαν άνάμεσα στά ρομπότ. Ό Σέ ρ ιιντ αν άποτ ρα βή χτηκε άπό τό άνοιγμα τής πόρτας κΓ ένευσε καί τού Λ ή Πό νά κά νη τό ίδιο. Κόλλησε πάνω στον τοίχο τού υπογείου δια δρόμου καί περίμενε. "Ακουγε τά βήματα τών δυο έκεί* νων άγνωστων έχθρών του καί ή καρδιά του πήγαινε νσ σπάση άπό την αγωνία*
Ί5σφτ®ε τί'ς γροθιές του μέ
§2
νπεΡλΗοΡΩ&δΐ »
δύναΐμί. Δεν είχε άλλο δττλο επάνω τού έκτός άπό την άδάμαστη θέλησί τού καιί τις ατσάλινες γροθιές του* Αυτά τά δυο του έφταναν για να τά βάλη μέ 'μιά στρατιά αντιπάλων του. • —* Το νου σου, ψιθύρισε ό Σέρινταν στο ^ σύντροφό τον* "Εναν ό καθένας. Ξαφνικά, τά βήματα έπαφαν ν’ άκούγωνται λες ^ καί οΐ δυο άνθρωποι τους πήραν οδιηισι και σταμάτησαν. Ό Σέρινταν κράτησε ώς και την άνατηνοή του άκό,!μη. Ή αγωνία ήταν φοβερή... Τί εί χε συμιβή καί σταμάτησαν οι αντίπαλοί του; • Πόσην ώρα πέρασε μέσα σ* αυτή την άγωνίία; Οΰτε κΓ αυτός ήγειρε. Έτοιμάστη χε νά προδάλη τό κεφάλι του στη γωνία για νά κυττάξη στο υπόιγειο όταν έφθασε στ’ αύτιά του κάτι σόον μουγγρη τό,^σάν βρυχηθμός λιοντα ριού μέσα στη ζούγκλα. Κά“ τι γινόταν στο ισόγειο. "Αρπαξε τον Αή Πό άπό τό ^ χέρι καί άρχισε νά άνεβαίνη τά σκαλοπάτια. ^Η ταν τώρα βέβαιος πώς οί ε χθροί του είχαν ανέβει στο ισόγειο άπό ιμιά άλλη έξο δο. Τί ήταν όμως αυτό που υούγγριζε καί βρυχόταν; • Γ Εφτασε στό διάδρομο. Γίρσχωρούσε σκυφτός καί μέ ΤΕ Συγγραφείς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ •Άτταγαρ€ύεται
ή
άνοϋδημ^σίίβνσις
άπέρ-αντ ή προσοχή. Δεξ ι α τους, πρόβαλε^ μια ανοιχτή πόρτα. Ό Αή Πό τράβηξε· τον Σήρινταν στό άνοιγμά της καί -μπήκαν στό σκοτεινό δωμάτιο. — Κύριε Σέρινταν, τού είπε, έδω είίμιαστε φυλακι σμένοι με τον Χόβαρτ. Ό Σέρινταν αναπήδησε. ■ — Είσαι βέβαιος; ρώτη σε μέ τό/νο άγωνίας στη φω νή του. — Μάλιστα κύριε Σέριν ταν. Να καί ό σπασμένος φεγγίτης. Ό ντέτεκτί'β ανατρίχιασε άθελά του. ^Ηταν βέβαιος τώρα πώς τό μσυγγρητό πού αχαυγότατν, ήταν· του Χό-· βαρτ! Τού Χόβαρτ που τον: βασάνιζαν οί εχθροί τους για νά μαρτυρήση. μέ ποιόν τρόπο κατώρθωσαν νά ξεφυνουν οί άλλοι δύο αιχμάλω τοί τους, αυτός κι5 ό Λγ Πό. Γύρισε στον άνθρωπο τού Πράτ: ^— Είσαι διατεθιμένος νά μέ άκαλουθήσης, Αή Πό, του είπε, για νά έλευθερώσουμε' τόν Χόβαρτ; Μια φωνή,πιο κρύα κι5 άπό τό σκοτάδι, πού τους κύκλωνε αντήχησε τότε κοροϊδευτ ική στ5 αυτιά τους. — Ντέτεκτ ιβ Σ έρ ιντ αν, ψηλά τά χέρια! Καί σύ πί θηκε του διαβόλου!. Ο Σ
Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ © ΜΙΧΑΗΛ ΡΟΥΣΣΟ, Αθή νας: Εΐναι κάτι πολύ ευχάριστο γιά μένα δτανΛ βλέπω να μεγαλώνη ό κύκλος τών άναγ,νωστών του Ύπερονθρώπου. _ Το ςύνάγνίωσμσ αυτό ήταν κάτΓ που έλειπε στην Ελλάδα, καί. ήταν έπάΐιϋνο να ευχαρίστηση) τους νέους που α γαπούν τά διαπλανητικά αναγνώ σματα. Ή μεγάλη κύκλαφοοία ενός περιοδικού εΐναι η ^άπόδειξις της αγάπης καί τού ενδια φέροντος των άναγνωστών του, 'Ο δεύτερος τόμος συνεπληιρώθη με τό τέύχο ς Ιό. Ή βιβλία ,δεσ ία κόστιζες 5 δρχ., όπως- καί του πρώτου τόμου. Μ!έ ποώτη,εύ καιρία νά μου φέοης τά τεύχη γιά βιβλιοδεσία. Ο ΓΕΩΡΓΙΟΝ ΜΑΝΔΡΕΚΑΝ, Λεχαινά: Ό τέ ταρτος τόμος της «ιΚαρδιάς» εστάλη τις ήρέοες των εορτών. Καθώς φαίνέτα .με την ύπερβολ ικιή κίινηισι τών ημερών αυτών στα ταχυδρομεία, λ θά παοάπεσε. ■Η ταυτότηις τοΰ ^Αστροναύτη δίνει έκπτωσι 30%. για δ,τι άγοοάζετε άπ°, ΥοαΦεϊος μας, έ τος άπιό την βιβλιοδεσία! τών τόμων που είναι ^ 10 δργ.^γιά την καρδιά; 8 γιάντα Διοιμάντς, καί 5 γιά όλες τις άλλες. 3ά άναγκασθώ νά περιμένω νά μου γράψης δτι έλαβες τον τόμο. Διαφορετικά , θά άνσιγκασθώ νά σου στείλω άλλον^. ίΊάντως^ να μου γράψης γιά νά ξευοω τί έ γινε. © ΡΜΙΜ. Χ1ΑΕΡΠΟΤΗΝ. .Άνεμώτια λ^ίυτιληνης': Γιατί μου έστειλες την / ταυτότητα^ ; Θά σου την έπιατρέψω μέ πρώτην ευκαιρία. © ΜΙ ΜΗ Β0ΥΔ0ΥΡΗ, Γαλάτσι; Δεν έλαβα τό προηγούμενο γράμμα σου. Δεν χρειάζεται- νά .μοίΟ’ στείλης την ταυτότητα. Τά τεύχη πού άγοράζεις από τά γραφεία μας θά σου κοστίζουν 0.40 δρχ. έκα στον. 5Από σένα έξαρτάται το ν’ αλληλογραφούμε συχνά. Γό βιβλίο που αναφέρεις δεν άποτε λεΐ δίκη ,μα.ς εκδοσι. © ΝΤΚ. ΑΡΑΒΑΝΗΝ Αθήνας: Τά γρα φεία τού ^«Ύπεοανθοώπτου» είναι ώ,ς^ γνωστόν στην όδόν Λέκκα. 22 καί είναι ανοικτά τις ώοες 8.30 —Ίιμ'.μ., καί 3.301 έως 7 τό βιοά δυ.Ο ΒΑΣ. ΣΤΡΟΥΜΠΟΝ. Καλαμας: "Ελαβα τό γεμάτο ενθου σιασμό γράμματα συ. Κάθε καινού ργιο τεύχος τού Ύπερσνβρώπου εΤ
■ναι καλύτερο άπτό τό προ ηγούμε νο ν Μπορεί νά μού , στείλης %τά τεύχη γιά βιβλιοδεσία, μαζί με 7 δ|οχ. πού είναι τά έ£οδα βιβλιοδέ σίας καί ταχυδρομικών τελών. Διαβίβασα τούς χαιρετισμούς σου. Επίσης τούς δι-κοός μου στα παιδ'ά της αμάδας. © Π. ΣΤΑΜΑΤ ΕΛΑΤΟΝ, Πάτρας: Τά τεύχη, πού ζητάς θά σου κοστίσουν 12 δαχ. μαζί με τά ταχυδρομικά. Στείλε τό πόσον στά γραφεία μας, Λέκκα 22, Αθήνας. Ο ΑΝΑΡΕΑ ΤΣΕΡΤΟ. Λάρισα : Έσ,τάλησσν. "Ελαβα τά γραυραπόσηιρα. Τά γραΦεΐα τού * Υπεράν θρωπου εΐναι ανοικτά γιά δλους τούς άναγνώστες του. Μπορείς νά έλθης δπο,τίε θέλεις στις ώρες 8.30 - 1 μ|μ.. καί 3.30 έωο 7 το βράδυ. ΖΈΝ. ΛΑΑΑΟΥΤΗ, »Α θηινας: Τό λαμπερό καί μιυστηριώ δες Φεγγάρι εΐνας άσΦαίλώς ένα άπό ’τά πρώτα πράγματα που κι νούν την περιέργεια " τών παιδιών της ηλικίας σας. ’Απ’ δ.τι δέραυυεσήυ εραστή Σελήνη δεν ύπάργ01 ζωή, θλάστησις,, νερό, κλπ. *Η διάμετρός της είναι 2.159 μίλια καί ή έπιΦάνειά της εΐναι τό έ να δέκατο τρίτο της Γης.. Μολο νότι ή Σελήνή δέν έχει, καί πιθα νώτατα δέν είχε ποτέ ζωή. εΐναι πολύ έζυπηρετική γιά τή Γη, Μάς παρέχει ένα μέτρο γιά τό χρόνο, φωτίζει τις -νύχτες μας, τηροκαΐλεΤ παλίρροιες χ πού βοηθούν στο νά γίνωγτσ^ τά ποτάυ>α μας πλωτά καί άλλαζε ι τό νερό πού βρίσκε ται στις δ'άφορες ακτές υρρ, μην αφήνοντας το νά γίινη στάσι μο καί νά γευ ίση άπό βλαβερούς μ ι κ&οαργοίν ισμαύς.. Δέν ύπαρχε ι άμΐφ '· βαλ-ία στ ι τό μάθημα της Άστσονομίας θά νίίνη ένα'άπό Τά σπτουοαι όπερα μαθήματα τών σχο λείων στά προσεχή έτη. *Η γνώμη μου εΐναι στι βά συγχωνεύθη μΐέ την ώρα τής Γεωγραφίας, έκ τος φυσικά άτό τα τεχνικό μύρος τοΰ θέματος πού θά άΦορά κγ’ αστροναυτική ιΚλπ. 'Περι μίένω Υράμ μα σου. Χαιοετ ισυούς ' στά παι διά. © Σ.Π. ΠΟΥΛΑΚΗΝ, Γλυφά δας "Εστάλησαν. ιΗ ταύτστης πε ριέχεται στο τεΰχορ 9 του Ύπερανθρώπου. *0 ΜίΝυ σ5 εύχάοαστεΐ γιά την αγάπη σου καί σού ύπίόσχεται νά πραγ'μάτοποιήση συντο μα^ την έπιθυμιια σου, Χαίιρέτισ^ ιμάύς στο Γιάμνη Σκίούλά.
π.Ηετ.
θ' ίΓΒΊΠΓΐΐΊΓίΠη ΟΠΟ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΑΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
Γραφεία: 405ός Λέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 18 — Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντή·ς: Στ. Άνευιοδουράς, Φαλήρου 41, 01κονοιμικ,ός Δ) ντής: Γεώργ. Γεωργ ιώδης, Σφιγγος 38. Προϊστά μενος τυττογρ.: Α. Χιατζηβασιλείου, Ταταούλων 29 Ν, Σμύρνη. ΔΕΜΑΤ Α Κ Α ί ΕΠ1ΤΑΓΑI: Γ. Γεωργ ι άδην Λέκικκχ 22 Αθή να ι.
Τό επόμενο τεΰχος ταΟ
«ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», τό 19, που κυκλοφορεί τήν ερχόμενη Τετάρτη., μέ τον τίτλο:
εΐναι καλύτερο και συγκλονιστικώτερο άπ’ δλα τά ττροηγούμενα! *0 θρυλικός ντέτεκτιβ των ούρανών Τζόε Σέρινταν, άποκαλύπτει πώς ό μυστηριώδης εχθρός του που άπήγαγε τον Χόβαρτ άπό τό μέγαρο τής Άστρικής Α σφαλείας, είναι μια γυναίκα, έξαιρετικά όμορφη άλλα ύ πουλη κΓ επικίνδυνη σάν τήν οχιά! Στο τεΰχος αυτό δ Μίκυ ετοιμάζεται νά ξαναφορέση τό αύτοκραταρικό του στέμμα κΓ 6... όμορφος Αή Πό, πληρώνει κάτι παλιούς λογαριασμούς σ3 £ναν έχθρό του... Θά μετανοιώση όποιος §έν προλάβη ν’ άγοράση τό πόμενο τεύχος πού προβλέπεται δτι θά έξαντληθή σέ λίγες μέρες...
& & ΟΟ 9 9 9 9 9 Ο9 9 0 0 0
ρ^>^^9^^9^>^ιΛΑβ^^9^>.$υυυυι&
Υ Π ΕΡΑΝ
ΤΤ ΟΙ /Λ
I \Μ11
πΐ
>\Α0«Σ ΚΑΓΕνθνΝΕΤΑΙ ΜνΖ-ΤΙΚΟ ΚΡΗΚρνΓΕΤο ΤΑ ΤΑΜ-ΤΑΜ ΜΕΤΑΔΙΔΟΥΝ ΣΗΜΑ ΚΙΜΔΥΜΟγ....
Υΐ ΣνΜΒΑΐΝΕΙ,ΙΑΝΘΗ ΠΡΙΓΚΙΠΓ ΧΧΑ') ΦΑΙΝΕΣΑΙ θ-νΗΟΜΕΝΗ' ΠΕΣΜΟΥ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΚΑ ΘΕΙΣ ΘΑ ΓΥΜΝΑΣΗΣ ΤΙΣ ΤΙΓΡΕΠ
ζ
ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΜΑΚΡΥ Μ ΑΧ Τ\Γ\0 ΤΗΣ ΤΗΝ ΚΡΕΜΑΣΤΗ ΓΕ ΦΥΡΑ τον ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟΥ ΤΗΣ
0 Μ ΑΧΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΠΑΛΙ ΝΑ ΑΠΕΙΛΗ.ΑΜΠΤΟΛα£]2
ΖΥΝΕΧΙΖΗΤΑΙ
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Τράβηξε τον άνθρωπο μέσα στο άστρόπλοιο. Ο ΣΕΡΙΝΤΑΝ ΔΡΑ
Η ΦΩΝΗ που αντήχησε πίσω άιπό τον Σέρινταν καΐί τον Λή Πά, ήταν κοροϊδευτι κή ικι’ έπιτακτ ιική ραζί: — Ντίέτεκτιβι Σ έρτνταν, ψηΙΑά τά χέρια! Καί συ πίιθηικε του διαβόλου1! Ό Σέρινταν κατάΙλαβε πως δεν ρποροΟσε νά κάνη, διαφορετικά καί σήκωσε τά
χέρια του. Το ίδιο έίκανε κι5 ό Λή Πά, δίπλα του. Την ίδια στιγμή ή κάννη ενός πιστο λιού βιδώθηκε ανάμεσα στις ώροπίλάτες τοϋ' ντέτεκτιβ κάί τον έσπρωξε βίαια προς την έξοδο· του δωρατίίου. Τό βαθύ ρΟιυγγρηιτό, πού 6 ντέτεκτιβ ήταν βέβαιος πώς έβγαινε από τό> στόρα τού Χαβαρτ, πού κάποιος τον τυ ραννοΰισε στό κτίριο αυτό ' ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ» 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΠΠΟΙ
του άγνωστου πλανήτη τής «Βασίλι σσας των ^Α στρων» (*), έγινε πιο ζωηρό καθώς βγήκαν στο διάδρομο. ’Ηταν τό μουγγρητό ένός άν θρώπαυ που ποναύσε άφάντα στα, που ίσως τη στιγμή αυ τή ν* άντίκρυζε το Τδιο φρι ικτό πρόσωπο του Χάρου! «Πρέπει νά δράσω τώοα, συλλογίστηκε ό υπεράνθρω πος ντέτεκτιβ καθώς προχω ρούσε μέ μικρά βουατοτ μέσα οπό διάδρομο κάι ή κάννη του πιστολιού είχε χωθή μέ σα στή σάοκα του καί τον πονούσε. Πρέπει νά δοάσω πριν μέ φυλακίσουν.. δποιΡς κι* άν είναι ό έχθοός μου πού βρίσκεται πίσω ιμΙου. Πρέπει νά παίξω κορώνα—γοάμιμα τα τή Γωή μου γιά τον Χσβαοτ! Είναι ντροπή υου νά τον βασανίζουν δίπλα μου κι* ενώ νά μή μπορώ νά κά νω τίποτε! — Πιο γοήνοοα!. διέτα ξε ή Φωνή του ένθοοιΟ του λί
νο πιό πέοα οπτό τ’ αυτιά του. Ποέπει νά ποολάβης ζωντανό τό φίλο σου!
Ή Φυγή του Σέοινταν έ βραζε άαό λύσσα. Ποιος ξέ ρει τί είδους βασανιστήρια έκαναν στον Χόβαρτ γιά νά ■μουνγ,οίζη έτσι ό ψύχραιιμος αυτός άνθο^τορ.. ό πιο ψύγιοαιμος άνθρωπος τής Νέας 'Ϋ όρκος;
«Τώοα ή ποτέ!», σκέφτηκε ό ντέτεκτίιβ καί τά νεύρα (*) Διάβασε τδ -τηο οη γούμενο τεύχος τοΟ «'ΎττερσνΒοώιτον», τθ 18, πού Εχει τον τίτλο: «01 ρη-
χο&νές του όλέθρου»,
του τεντώθηκαν, έτοιμα γιά βράσι... ’Έπειτα... Έπειτα έσκυψε άπότουα και τό πιστόλι του κακούρ γου ^γλύστρησε πάνω από τό κεφάλι του. Μιά πράσινη γλώσσα φωτιάς πέρασε σέ ύψος μιας ισπιθαυής άπό τά μαλλιά του καί βρήκε τον άπέναντι τοΐχο. Τά χέρια του ντέτεκτιβ απλώθηκαν προς σά πίσω και γράπωσαν τά πόδια του έχθρού του, τρα βώντας τα μέ δύναυι προς τά έμποός. *Ηταν ένα κλασ σικό κόλπο του ζίου - ζίίτσου πού εΦεοε γρήγορο άποτέλεσμα. Τό κοίομΐ του κακούρ γου έχασε τήν ισορροπία του κι* έπεσε ανάσκελα στο πά τωμα, ενώ άπό τό στόμα του έβγαινε μιά πνιχτή κραυγή πόνου κα!ί λύσσας. Ό ντέτεκτιβ ικινήθηκ'ε μέ τήν ταχύτητα τής άστσαπής. Έπεσε κι* αυτός ανά σκελα καί πήρε μιά γρήνορη στροφή, ενώ μιά άλλη φίλαγα θανάτου βγήκε σφύρί ζοντας άπό τήν κάννη του πιστολιού τού άντιπάλου του. Τό χέρι του γράπωσε μέ δύναυι τον καρπό τού χεριού του έχθρού του, ενώ ή άριστε ρή του γροθιά χτύπησε τον κακούργο στο πρόσωπο. Τό πιστόλι, έπειτα άπό τό ατσάλινο σφίξιμο του χε ριού τού ντέτεκτιβ.. κύλισε στο πάτωμα. Ό Σέρινταν δέν βιάστηκε νά τό πάρηι. Έξερε πώς ό Λή [Ίο δέν^θά έχανε αυτήν τήν άπροσδόκη τη ευκαιρία, δπως πραγμα τικά καί έγινε.
ΫίϋΡ ΑΝΘΡΩΠΟ £
©ί γροθιές τον αρχίσουν νά πήγα ινοέρχωνται σαν έμβολα μηίχανης χτυπω>ντας το πρό σωπό του κακούργου πού προσπαθούσε μάταια νά φολαχτή στριφογυρίζοντας στο δάπεδο σάν δαιμονισμένος. Βογγαϋσε καϋ από τή μύτη του έτρεχαν αϊιμαΐτα. —Χτύιπα τον!, ούρλιαζε από τή χαρά του ό Αή Πό. Δώσε του και μια για μένα κύριε Σέρινταν! "Έτσι μπρά βο! Νά ιμάθη άλλοτε νά τά βάζη με μάς! Ό ντέτεκττβ σηκώθηκε. Λαχάνιαζε απτό την μεγάλη προσπάθεια. Τά πονεμένα ιμουγγρητά του Χόβαρτ εί χαν γίνει πιο συχνά και πιο έντονα. "Επρεπε νά τρέξη κοιντά του, νά πολεμήση, καί μέ τον εχθρό έκεΐνο που βα σάνιζε τόν αρχηγό τής *Αστρικής Ασφάλειας. "Αρπαξε τόν κακούργο α πό τό γιακά καί τόν σήκωσε όρθιο. Τόν στήριξε στον τοί χο καί τότε, ξέφυγε από τά χείλη του άθελά του μιά φω νή έκπλήξεως: — Ό Μπράουν! Ό Αή Πσ, άκούγοντας τή ςωνή του Σέρινταν άναπήδη σε καί μ5 ένα πήδημα έφτα σε κοντά του. —Ό Μπράουν!, έκαν-έ κι5 αυτός. Δεν έχετε άδικο κύ ριε Σέρινταν! Ό προδό'της (*) πού μέ είχε πή πίο
Λ
Λ
'
&
δηκο καί μέ ξανάπε πάλι σή μερα ! —ιΠώς^ βρέθηκες εδώ; τόν ρώτησε σέ άγριο τόνο ό Σέ ρινταν. 3 Εσύ είσαι εκείνος πού αιχμαλώτισες τόν Χό βαρτ κι3 έστειλες τό τελεσίγιραφο. μέ την υπογραφή «Βα σίλιισσι^ τών^ "Αστρων;» "Α νανδρε, Μπράουν, έπρεπε νά τό καΐταλάβω πώς είχα νά κάνω μέ σένα! "Ωστε, δεν εξουσιάζεις ^ μονάχα έν α ν πλανήτη; Είσαι πιο δυνατός από δ,τι σέ φανταζόμουνα καί πιο επικίνδυνος. Είδα τά ρομπότ μέ τά φλογοβόλα πού ετοίμαζες στο υπόγειο. Μέ αυτά σκέφτεσαι νά πολεμήσης τή Γή; Δέν θά προλάβης δ)μως προδότη ! Ή ώρα τής τιμωρίας σου έφτασε! Σήκωσε τή γροθιά του έ τοιμος νά τόν χτυπήση γιά νά τόν θέση έκτος μάχης, ό ταν, μιά ξαφνική φωνή τόν κράτησε1 ακίνητο, μέ τή γρο θιά του στον αέρα: ■— Στον τόπο Σέρινταν! Μην κινηθής γιατί πεθανες! ιΚιάί σύ μέ τό πιστόλι, πέταξέ το αμέσως κάτω! 9 Η τ αν τόσο άπε ιλη τ ικ ή κι5 άδίΐστακτη ή φωνή του καινούργιου τους εχθρού,πού ό καημένος ό Αή Πό ύπάκου
(*) Ό Μττιράουν είναι δνας άτοιμκκόις έπιστήμων ττου τηράδωσε τταλλά έττιιστηδονικά μυστικά της πατρίδας του σέ ξένη χζ>ρτ. Ή
πίερίμενε ό ήλεκτρικη καρέκλα, ό προδότης όμως αυτός κατώρθοχτε νά δρατπετεύση, <νά μΤτη σέ μιά ρουκιέττα καί νά φίθάση σ’ ©ναν άγνω στο τίλα,νητη. Σχετική ττερ ιτπέτεια μέ τόν Μτπράουν θά δ; αιβάση ό άναγνόστης μιας στο τεύχος του «Υπεράνθρωπου» 17, τοου £χιει τόν
Αστυνομία τόν συνέλαόε
τίτλο; «Τό τέρας τόν οίιρανων»,
«οαί τόν
ο ε, χωρίς άνΐ ίρρήισ ι * Τ© ττ ιιστόλι έπεισε μ3 ενοον ξερό κρότο ατό δάπεδο. ^—- Γύρνα άργά προς τό ίμερος μου, Σέρινταν!, διέτα ςε ή φωνή πού είχε έναν τό νο ατσαλιού. Ό ντέτεκτκβ γύρισε αρ γά — άργά. Καί τότε, μια έκφρασις βαθειάς καταπλήξεως ζωγραφίστηκε στό προ
σωπτό του! Μ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Τό πρόσω π ά της ήταν τέλειο καί μόνο ή έκφρασΐ ταυ ήταν σκληρή ικαΤι κρύα. Τά μεγάλα μάτια της πεταύσαν φλόγες μίΐσους και τά χείλη, της χαμόγελου σαν σαρκαστικά, ενώ στό δε ξί της χέρι βρισκόταν σφι γμένο ένα μικρό πιστόλι άκ'πίνων. Βλέποντας τή γυναί κα αυτή, ό Σέρινταν, κατάλα 6ε πώς ή «Βασίλισσα των "Αστρων», υπήρχε οπήν πρα γματίΐκότηΓΓα και πώς ό προ δότης Μπράουν συνεργαζόταν μαζί της. — Σέρινταν!, σάρκασε ή γυναΐικα μέ τά μακρυά ξαν θά μαλλιά, άπορεΐς πού μέ βλέπεις έδώ κΓ άναρωτιέσαι πίοιά είμαι; Θά σέ βγάλω άπό τήν άπορία σου: Είμαι ή «Βασίλισσα των ^Αστρων!»
Ό ντέτεκτιβ γέλαάε νίΙΚίά; ■— Βασιλιά τών άστρων καί ταυ Σήμπαντος είναι μό νο ό Θεός!, τής είπε. 3 Εσύ είσαι μιά γυναίκα, μια επι κίνδυνη κακοποιός καί τίπο τε άλλο. Ή γυναίκα σάρκασε πάλι. -— Σέ λίγο καιρό θά έξου σιάζω όλα τά γνωστά άστέ ρια, Σέρινταν!., του άπάντη οε. Πρώτη, κατάκτησί μου θά είναι ή Γή! Τό μεγαλύτερο εμπόδιό μου γι3 αυτή τήν κατάκτησί, ό ίνσπέκτορ Χόβαρτ, είναι αιχμάλωτός μου! ΑΙχμόιλωτός μου είσαι κι3 ε σύ όπως είναι καί ή άμορφη αρραβωνιαστικιά σου μέ τό μικρό σου φίλο πού τούς βρή κάμε στό άστρο πλο ιό σου. Τώρα, πιά, δεν φοβάμαι κα νόναν εκεί κάτω, στον πλαϊνή τη. μας. Τά ρομπότ μέ τά φλογοβόλα τους θά σκορπά σουν τό θάνατο καί τήν κα ταστροφή ^ μέσα σέ λίγες ώ ρες. Χιλιάδες γιγαντιαΐα άστρόπλοιά μου θά διενεργή σουν τήν έπίθεσι γιά νά άκο λουιθήσουν κΓ άλλες έπιθέοτις στους υπόλοιπους πλα νήτες. Τό όνειρό μου θά γί^ νη πραγματικότητα μέσα σέ λίγες μέρες Σέρινταν! Ό ντέτεκτιβ άκουγε μέ προσοχή τή «Βασίλισσα τών ^Αστρων», τό μάτι του δεν έχανε ούτε τήν παραμικρή της ικίνησι, έτοιμος νά έπε'μ βη στην κατάλληλη ευκαιρία πού θά του παρουσι αζόταν, ό νους του όμως &έν έφευγε από τον Χόβαρτ πού, σ’ Ινα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
7
Οι άσύρματοι μετέδωσαν τδ νέο σ* δλη τή Γη.
δ:ττλανό δωμάτιο, δοκίμαζε ττοισς ξέρει τί φρικτά βασα νιστήρια για νά μουγγρίζήι έτσι. Ή γυναίκα φάνηικ'ε νά μαν τεύηι τις σκέψεις του. — Ό Χσβαρτ θά άργήση νά ττεθάνη, του εΐττε, ιμή φο βάσαι. Το βασανιστήριο^ θά ■συνεχιστή γιά μιά ή δυο ώιρες άκάμα. Έπειτα θά έρθη ή σειρά, τής άρραβωνιαστι-
κιάς σου και των φίλων σου. Καί στο τέλος... άν δεν τρελ ίλαθής άττό την άγωνίία, θά δακιμάσης καίϊ συ αυτό τό μαρτύριο... — Γυναίκα του ολέθρου!, μίλησε ο ντέτεκτιβ, πιρέπει νά ξερής ττώς κανένα έγκλη μα δεν μένει ατιμώρητο στο τέλος. — Τό δικό μου θά μείνη!, εΐττε και γέλασε ή ξαν-
§
Ϋϊ1§ΡΑΝ#ήΐΐ5ϊ
6ε ιά καλλονή. Γιατί έγώ σκο τώνω- από ψ ιλοδοξία να βασιλεύσω ατό σύμπαν, μαζί μέ τον Μπράουν, τόν θαυμά σι© αυτό επιστήμονα ττού δι ευθύνει τις επιχειρήσεις μου εναντίον των πλανητών. Γιά νά σου λύσω την απορία, θά σου ττώ τό όνομά μου. Λέγο μαι Ντόροθυ Γικρήρσον! — Ντόροθυ :Γκρήρσον!, έκανε κατάπληκτος, ό ντέτεικτιβ. Ή βοηθός, του Μπρά©υν! -— Να$, συνέχισε ή γυναί κα μέ τή σατανική ψυχή. Μα ζί μέ τόιν Μπράουν κλέβαμε τά διάφορα άτομικά μυστ ι< κά, όιχι για νά τά πουλήσουμε σέ ξένη δύναμη όπως νο μίζατε έσεΐς, άλλα για νά τά χρησιμοποιήσουμε μιά μόρα έναντ ίον τής Γης καί νά γίνουμε κυρίαρχοι που Σύμπαντος. Έγώ του ετοίμασα τή ρουκεττα καί τόν βοήθη σα νά δραπετεύσουμε. Κανέ νας δεν μέ πήρε είδησι πώς έφυγα από τή Γή. Είχα πή πώς θάφευγα γιά την Ευρώ πη κι* όλοι τό πίστεψαν. Ε σύ είσαι ό πρώτος πού μέ βλέπεις από τόσα χρόνια. Έμεινες ευχαριστημένος τώρα; — θά ήθελες νά μου πής μέ ποιόν τρόπο άπήγαγες τόν Χόβαρτ άπό τό γραφείο. του; τή ρώτησε ό Σέρινταν. — 5Από τό παράθυρο τον έκλεψα! Υπάρχει στον πλα νήτη αυτόν ένα ζώο πού μοιά δει μέ νυχτερίδα, τά φτερά του έχουν μεμβράνες καί μπο ρεΐ νά πετάη. Έχω έξημερώ
σεΐ ένα1 άπό αυτά καί. Κά*" βάλλώντάς το στην πλάτη, έφτασα ως τό. άνοιχτό παράθυρο του Χόιβαρπ. }Σέρινταν κατάλαβεπώς-^ή ίδια ή σατανική αυτή· γυναίκα ήταν πού τόν πυρο βόλησε καί τόν τραυμάτ ισε ελαφρά στον ώμο, ατό μέ γαρο τής ’Αιστίριικής Ασφά λειας καί πώς αυτή την Τδια' είχε παρακολουθήσει ό Μίκυ μέ ^τόν Αή Πό καθώς έφευγε' άπό τό μέγαρο, καβάλλα στην γπελώρια νυχτερίδα της, περνώντας την γιά φόντα* σμα. λ— Είσαι αξιοθαύμαστη ! , τής είπε μέ ψεύτικο ενθουσι ασμό. Τά μάτια τής διαβολικήςγυναίκας άστραψαν .άπό μιά αλλόκοτη λάμψι. -— "Αφησε κατά μέρος", τούς θαυμασμούς σου, Σέραν ταν!, έκανε ειρωνικά. Το κόλπο σου είναι παλιό καί δέν πιάνει. Στράφηκε τώρα προς τόν Μπράουν πού όλη αυτή την ώρα βρισκόταν στηριγμένος, στον τοΐχο, άνίικανος νά ξεκολλήση άπό εκεί γιατί ένοιω θε τρομερά ζαλισμένος. — Μπράουν, του είπε,, πάρε τό πιστόλι άίτό κάτω καί οδήγησε τούς επισκέπτες ίμιας στο δωμάτιο πού δια σκεδάζει ό Χόβαρτ. Ό Μπράουν κινήθηκε καί μέ άβέβαια βήματα, προχώ ρησε. Ή καρδιά του ντετεκττβ χτύπησε ξαφνικά μέ δύ να μι... Στά μάτια του τρειμόπαιξε μιά ιμικοή λάμψι
υπεράνθρωποι:
έλπίδας... "Αν ό Μπράουν έκανε ένα λάθος... Θά ήταν τάχα έξυπνος νά τό αποφυ γή; Στιγμές άληθινά δραματι κές · ζουσε ό Σέίρινταν. Εύχό ταν νά κάνη το λάθος ό Μπράουν... ΚαΓι οι ευχές του δεν τον πρόδωοαν. Είδε τον προδότη νά τον πιροσπερνάη και σιέ μιά στιγμή νά βρίσκεται μπροστά του, ανάμεσα σ3 αυτόν καί στη γυναίκα πού τον απειλούσε. Ταχύς σαν την αστραπή ό Σέρινταν έσκυψε. καί;, αρπά ζοντας τό Μπράουν, τόν εκ σφενδόνισε πάνω στη ^γυναί κα; πού τής ήταν δυσκολία πιά, τώρα νά πυροβόληση. Ό Μπράουν έπεσε με δό να, μι πάνω της καί ή γυναί κα αναποδογυρίστηκε στο πάτωμα. Ό ντέτεικτιβ έτοι•,μίάστηικε νά όρμήση, ^ έπάνω της για νά την άφοπλίίση^ τό μάτι του όμως έκανε έναν γρ ήγορο υ πσλογ ι σ μό καί πήρε άλλη άπόφασι. Ή σα τανική γυναίκα έτοιμαζότσ ν νά άνοορθωθή καί δεν θά προ λάβαινε νά τήν θέση; εκτός μάχης γιατί τό πιστόλι της υψωνόταν ήδη; προς. τό( μέ ρος του. ΤΊροτίΙμηισε νά πάρη μιά γρήγορη μεταβολή καί νά τό βάλη στά πόδια. — Σταμάτα!, ούρλιασε ξοπίσω του ή φωνή τής γυ ναίκας. Γλώσσες φωτιάς^ τόν έζω σαν μά δεν .σταμάτησε. Μέ δυο γοργά πηδήματα έφτα σε κοντά σέ μιά ανοιχτή πόιρ τα, Τή δρασκέλισε καί μπή
$
κε σ’ ένα δωμάτιο. Μέ μ^ιά ματιά που έρριξε, είδε πώς τό δωμάτιο είχε μιά έξοδο προς τό υπόγειο. Δεν τού έ μενε τίίποτε καλύτειρο νά κά νη. "Αν δοκίμαζε νά ξαναβγή στο διάδρομο, τόν περί'•μενε σίγουρος θάνατος. Ή «Βασίλισσα των "Άστρων» έτρεχε νά τόν προλάβη κι" άκουγε τά βήματά της νά πλησιάζουν... Κατέβήκε τή σκάλα πού ωδηγούσε στο υπόγειο, χωρ-ίς νά πάρη, αναπνοή. Βρέθη κε τώρα σ3 ένα μεγάλο καί γνώριμο δωμάτιο. ? Ηταν τό δωμάτιο των ρομπότ μέ τά φλογοβόλα. Θυμήθηκε πώς υ πήρχε κι5 άλλη μιά έξοδος σ' αυτό τό υπόγειο. Δεν πρό λαβε όμως νά κινηθή γιατί μιά βαρειά κα)ί σαρκαστική φωνή αντήχησε από τή συ σκευή ενός μεγαφώνσυ: — Ντέτεκτιβ Σέρινταν, πιάστηκες σάν ποντικός στη φάκα! Οί χαλύβδινες πόρτες τού ύπογείίου έκλεισαν αυ τόματα κι3 είσαι φυλακισμέ νος τώρα χωρίς ελπίδα νά ξε φυγής. Κάνε παρέα στά ρομ πότ ώισπρυ νά τελειώσω· μέ ~ούς φΐίίλους σου1. Σέ πέντε λεπτά θά σού πετάξω στο υπόγειο τά πτώματά τουφ. Μόνο πού θά δυσκολευτής να τά γνωρ.ίσης. Θά μοιάζουν περ ισσότερο μ έ άποκίρουστ ι κους σκελετούς... Καλή άντάμωισι σέ πέντε λεπτά, Σέρινταν! Ό ντέτεκτιβ ένοιωσε νά τόν διαπερνά ένα κρύο ρίγος
στη
ραχοκοκκςολιά του.
Ή
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
απειλή τής «Βασίλισσας των "Αστικόν» ήταν τρομερή και καταλάβαινε πως δεν θά δί σταζε νά τήν εκτελέση. "Εφεοε στο νου του1 τή Νάνσυ και τους φίλους του και ή σκέψι πώς σέ πέντε λεπτά θά άντίικρυζε τους σκελε τούς των, τον πλημμύρισε μέ φρίΐκη. Γρήγαοα όμως ή ψρίκιη έδωσε τή θέσι της σέ μιά ενεργητικότητα που μόνο ο ντέτεκτιβ Σέρΐ'νταν ήξερε νά οπλίζεται μ5 αυτήν στις πιο δύσκολες και δραματικές στι γΐμές τής ζωής του. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΧΟΒΑΡΤ
Ο ΧΟΒΑ Ρ Τ, ό χοντρός ίνσπέκτορ τ ή ς ’Αστρικής Α σφάλειας κα 1 διοικητής των δυνάμεων τή ς Γήινης Κοινο πολιτείας, περνούσε δοαμα τικές στιγμές. "Ενας άντοσς κάί μιιά γυναΐκια τον είχαν βγάλει από το κελλί του καί τον (οδήγησαν σ’ ένα ευρύ χωρο δωμάτιο δπου δεν ύπήρ γε κανένα έπιπλο. Μιά σι δερένια^ πόρτα έκλεισε μέ θό ροβο πίσω του καί ταυτόχοο να άνοιξαν δυο παραθυράκια. Στα παραθυράκια αυτά ποόβαλαν τά κεφάλια των δυο κακούργων. Τού Μποάουν και τής Ντόροθυ Γκρήρσον. — Μεγάλε Χόβαρτ!, του 'είπε γελώντας σαδιστικά ή ξανθέ ια γυναίκα, ό Πίθηκος
που ήταν μαζί σου βγήκε ά·. πό τό φεγγίτη καί βοήθησε τον Σέρινταν που τον έδερ νε τό ρομπότ (Μ νά ξεφύγη. Δέν υπάρχει όμως έλπίδα νά βγουν άπό τό σπίτι αυτό. Θά ξαναπέσουν στά χέρια μας και θά τους φέρουμε νά σου κρατήσουν παρέα. Θά οοΟ φέρουμε αργότερα καί μιά χαριτωμένη κοπέλλα που τή λένε Νάνσυ κι* ένα τρελΊλόπαιδο πού βρήκαμε μαζί της στο άστρόπλοιο του Σέρινταν. νΩσπου νά τούς συγ κεντρώσουμε όλους, όμως, θά σού στείλουμε κάποιον άλλον νά σου κράτηση συν τροφιά. Ετοιμάσου νά τον υπαδεχτή ς, Χόβαρτ! Ό ίνσπέκτορ τής ΆστΙρική ς * Ασφάλ ε ι ας βουχήθηκε σαν λ ιοντάοΊ άπό τή λύσσα που τον κυρίευσε κι* έσφιξε τις γροθιές του. — "Αν σάς ξέφυγε ό Σέ ρινταν, μούγγρισε, άλλόίμονό σας! Δέν σάς μένει ούτε μιά ώρα ζωής! — Μιά ώρα ζωής δέν μέ νει σέ σένα, χοντροκέφαλε, απάντησε ό Μπράσυν. Ετοι μάσου νά ύποδεχθής τόν συν τροφό σου. Τά παραθυράκια έκλεισαν καί άνοιξε ένα άλλο για νά μπή στό! γυμνό δωμάτιο που βοισκόταν ό Χόβαρτ, ένα πλάσμα πού έμοιαζε σάν έ να τεράστιο μυρμήγκι, σάν τούς τερμίτες, τά έπικιίνδυνα μυρμήγκια τής *Αφρικής. Τό παραθυράκι έκλεισε πάλι και (*) Διάβασε το πιροηγούμενρ τεύχος -του «Ύτκ&ρανθρώττου*.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ τό γιγαντιουο μυρμήγκι, πού το (μήκος του θιά έφτανε τό ένα μέτρο και τό ύψος του τους τριάντα πόντους, αφού ώρθωσε τό κεφάλι του καί κύτταξε ιμέ τά (μικρά φωτει νά ιμάτια του τον άνθρωπο πού στεκόταν όρθιος στη μέ ση ^ του ^ δωματ ίου, προχώρησε προς τό ίμερος του. Ό μεγαλόσωμος ΐνσπέκτορ τής "Αστρικής "Ασφά λειας, κάγχασε ειρωνικά. Μιά κλωτσιά νά έδινε στο σκιάχτρο αυτό, θά τό αποτελείω νε. Καί πραγμοοτικά, μόλις τό ^ μυιρμήγικ ι τον πλησ ί ασε στο ένα μέτρο, τράβηξε τό ■πόδι του πίσω καί τό τίνα ξε μέ δύναμι μπροστά. Τότε, έγινε κάτι ττού δεν μπορούσε νά τό φανταστή ό Χόιβαρτ. Τό μυρμήγκι γρα πώθηκε στα πόδια του και τά αιχμηρά του νύχια διαπέ ρασοαν τά ρούχα του καί τρύ πήραν τη σάρκα του. Μέ τό τρύπημα αυτό ό ίνσπέκτορ ένοιωσε νά τον σουβλίζουν αβάσταχτοι καί τρομεροί πό νοι, λες καί τον τρυπούσαν μέ χιλιάδες βελόνες, λές κι" ένα σμήνος <άπό μέλισσες εί χε σκεπάσει τό πόδι του κάί τον τσιμπούσε, Βόγγηξε άθελά του καί απλώνοντας τό χέρι του, γρά πωσε τό συχομερό έντομο από τό κρρμί, τραβώντα το απότομα ικαίί ιμέ δύναμι. Ό πόνος τώρα διπλασιάστηκε κι" ένοιωθε τά νύχια του νά μπτηγωνται πιο βαθειά κάί νά τού ξεσχίζουν τη σάρκα, ένώ τό κεντρί) του είχε βυθιστή ατό μηρό του κάί τού
ρουφούσε τό αίμα! Ό / Χόβαρτ, μούγγρ ισε πιο άγρια τώρα καί θρόμ βοι ιδρώτα πλημμύρισαν τό μέτωπό του κι" όλο του τό σώμα. Αυτός ό σατανάς δεν ξεκολλούσε μέ κανέναν τρό πο όσο κι" άν τον τραβούσε! Θά νόμιζε κανείς πώς άποτελούαε ένα σώμα μέ τό πό δι του. -ετρελλομένος τότε άπό τον πόνο πού τού σούβιλιζε^τήν καρδιά, άρχισε νά χτυπά μέ τις γροθιές του τό έςώκοσμο μυρμήγκι. Μά ε κείνο έμενεν εκεί, γαντζωμέ νο στο. πόδι του, απτόητο καί συνέχιζε νά τού ρουφάη το αίμα, νά τον τρελλαίνη ά πό τούς φρικτούς πόνους. Τό σώμα του ήταν πιο σκληρό κι" ιάπό^τό πετσί καί οι γρο θιές τού Χόδαρτ δεν τό πεί ραζαν καθόλου. ΐΜουγγρίζοντ ας όλο κ αί πιο πολύ ό άνθρωπος καί μ ή μπορώντας νά ύποφέρη άλλο πιά, έπεσε στο δάπεδο κι" άρχισε νά κυλιέται, βγάζον τας άφρούς άπό τό στόμα καί χτυπώντας μέ δύναμι- τό αιχμάλωτο πόδι του. Τό μυιρ μήγκι, όμως, λές κι" ήταν έ να κομμάτι λάστιχο κι" όχι έ να πλάσμα ζωντανό, δεν ξε κολλούσε μέ κανέναν τρόπο άπό πάνω του κι" εξακολου θούσε ασταμάτητα, άχόρτα γα νά τού ρουφάη τό αίμα... ^ Πόση ώρα διάρκεσε αυτό τό φρυκτό, τό απερίγραπτο, (μαρτύριο; Δέν μπορούσε ινά το ύπολογίιση ό Χόρβατ. Τά μάτια του είχαν (θολώσει καί το μυαλό του είχε ναρκωθή ά πό τον απέραντο πόνο. Στην
12
νϊΙΕΡΑΝθίάίΙΰΖ
άρχή μπορούσε ικαί κυλιόταν και χτυπιόταν εδώ κι* εκεί, ισιγά - σιγά, όμως άρχισε να ιχάνη τίς δυνάμεις του: κι* άψέθηικε άνυπεράσπιστός στη -.μανία του αίμιοβόρου μυΐρμυγ -κιου, ενώ τό αίμα του έφευγε λίγο - λίγο άπό τη σάρκα του, όπως τό ρουφούσε τό έξωκοσμο έντομο. Τα βογγητά του όσο πήγαιναν κι* έξασθε νούσαν, ένώ τά ιμάτια του εί χαν γουρλώσει λες κι5 ήταν ετοτμα να σπάσουν τις κόγ χες τους... * -Λ * Σ5 αυτή τή Θέσι τόν βρήικε ό Λή Πό; όταν αργότερα καθώς κατάψερε νά ξεψυγη ό Σέρι/νταν, τόν έπιασαν ο Μπράουν με την ξανθή γυναΐ ικα ικοαι τόν ώδήγησαν κι* αυ τόν στο γυμνό δωμάτιο του (μαρτυρίου. Ό άνθρωπος του Πράτ τά ,έχασε βλέποντας τή νεκρή σχεδόν έκψρασι του Χόβαρτ. Τόν πλησίασε και παρατη ρώντας τό τεράστιο μυρμήγ κι πουχε γαντζωθή στο πόδι του, δοκίμασε νά τό τραβή;ξη. Του κάκου όμως προσπά θησε κι* αυτός. Ήταν εντε λώς αδύνατο κάτι τέτοιο. 5Α πό μείνε δίπλα στον ακίνητο Χόβαρτ νά τόν κυττάζη μέ οίκτο, ένώ ή καρδιά του ρά γιζε άπό τήν άγωνίία καί τήν συγίκίινησι.ν. Δεν ίπέ,ραΐσαν ούτε πέντε λεπτά όταν ή πόρτα άνοιξε καί στο άνοιγμά της παρου σιάστηκε ή Ν-ανσυ ιμέ τόν Μί κυ. Πίσω τους έρχονταν, μέ τά πιστόλια προτεταμένα, ό
Μπράουν ιμέ τήν Ντόιροθυ Γίκρήρσον. —Αή Πο!, φώναξε χάρου μένος ό Μίΐκυ 'βϊλέποντας ζων τανό τό φίλο του, ενώ τόν εΐ χε ξεγράψει άπό τή ζωή έπει τα άπό τήν επ'ίιθεισι πού τούς έκαναν αόρατοι εχθροί σ* εν,α δάσος, κοντά στή Νέα Ύόρκη (*). Νά τό πιστέψω πώς είσαι ζωντανός, φίλε μου! Τόν πλησίασε καί τόν αγ κάλιασε μέ συγκίνησι. Τό ί διο έκανε κι5 Νάνσυ, ένώ τό βλέμμα της έπεσε στον ξαπλωμένο -καί ακίνητο όγκο του Χό'βαρτ. —Ό Χό'βαρτ!, ψιθύρισε έντρομη, νοιώθοντας πώς κά τι ουνέβαινε στον ίνσπέκτορα τής Γήιϊνης Κοινοπολι τείας. — Ό Χό'βαρτ!, τής ό\πάν τησε ή κρύα φωνή τής ξανθής γυναίκας που στεκόταν στο άνοιγμα τής πόρτας μαζί ιμέ τόν Μπράουν. Τόν είδατε πως κατάντησε; "Ενα μονάχα μυρ μήγκι τού πλανήτη μου τόν έ βγάλε νόκ - άουτ! Ή ίδια μοίρα περιμένει κι* εσάς σε λίγα λεπτά. "Ενα μυρμήγκι για τόν καθένα σας καί λετε αντίο στή ζωή. Ή σκέψι τής Νάνσυ έτρε ξε στον άγαπημένο της άρρα βωνιαστικό-, τόν Τζόε. Πού νά βρισκόταν άραγε; Μήπως τόν είχαν σκοτώσει οι κακοϋρ γοι; Μήπως ένα τέτοιο άπο κρουστικό μυρμήγκι τού είχε ραυφήξει τό αίμα; Ή «Βαάίλισσα των *Ά (*) Διάβασε τό τπροηγούμενο τεύχος τον «*Υπερανβρώπαυ»,
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
στρων» γέλασε είρωνικά λέ^ κοοι (μάντεψε τήιν άγωνίια πού τη βασάνιζε: —Ό άρραβωνι αστικός σου ζτΤ\/, τή'ζ είπε. Είναι φυλακι σμένος σ' ©να υπόστεγο χω ρίς την παραμικρή ελπίδα νά δ,ραπετευση. 5 Αφού δ ι αλέξουμε ένα μυρμήγκι για τόν κα θένα σας, θά τόν φέρουμε για ν’ άπολαύση άπό κοντά τό^ύ πέροιχο (μαρτύριό σας. ιΠώς σάς φαίνεται; Τό ιάτρόμητο 'ΒλληνόΙπουλο έσφιξε τ'ίς γροθιές του ε νώ μιά] λύσσα έκδικήσεως τόν πλημμύίρ ιζε. —Κακούργοι!, φώναξε χω ρίς φόβο, 5έν έχετε ούτε ί χνος ανθρωπιάς έπάνω σας; Ό Μπράουν υποδέχθηκε τά λόγια του <μέ άκρατη,τα γέλια. —Τόν είδες τόν παλληκα ρά;, είπε στη γυναίκα. Μιλά ε ικιάί τό μισό μερτικό! Με μιά γροθιά /μου μονάχα θά του διαλύσω τό κρανίο! Ό Μίικυ ξεχώρισε άπό τους συντρόφους του και βγή κε .μπροστά. —νΑφησε τό πιστόλι προ δότη,, κΓ ©λα νά τά πούμε ιμέ τ'ίς γροθιές μας!, τόν προκά λεσε. Ό Μπράουν ξέσπασε σέ καινούργια ακράτητα γέλια. -—Είναι ντροπή μου νά πα λαίΙψοο μ’ ένα παιδί·, του α πάντησε. Προτιμώ νά μη σου διαλύσω τό κρανίο μέ μιά γρο θια πιτσιρίκο. *Έχω άλλα σχέδια γιά σένα, θά σέ κάνω αυτοκρ'άτορα μέ μιά καινούρ για ©νεσι και θά είσαι έσυ ?Γ9Ρ ψ άΦήσης τά ,μυρμήγκιρ:
13
νά κατασπάράξουν τούς φί λους ίσου, θά κάθεσαι πίσω άπόΛ ένα παραθυράκι ικαΐ θά γελάς ιμέ τό μαρτύριό τους. Ό Μίικιυ άπαφάσισε νά δρά ση. Τό τολμηρό "ΕλληνόπΡυ λο κατάλαβε πώς την είχαν άσχημα και πώς έπρεπε νά δράσηι τώρα. Ή επιτυχία του βέβαια δεν ήταν έξσσφαλε σμένη, τό παιδί όμως ιμέ τό ρωμέΐκο φιλότιμο καί τή με γάλη, καρδιά, προτιμούσε νά θυσιάση τή ζωή του, έστω καί χωρίς την παραμικρή Ελ πίδα, παρά νά φθάση στο ση μεΐο νά βλέπη, τους φίλους του νά πεθαί’νουν μπροστά του κι5 αυτός νά γελάη καί νά χαίρεται, κάτω άπό την έπίδρασι του διαβολικού φαρ ιμάκου πού περιείχε ή ένεσι τού Μπράουν καί που ιμ* συ τή θά έχανε τόν άληιθινό ε αυτό. του, όπως έγινε κι* άλ λη (μ ιά φορά. — Μικρέ!, αντήχησε σκλη ρη κι3 επιτακτική ή φωνή τής γυναίκας, διάβασα μέσα στά ιμιάτια σου τίς σκέψεις σου... Περιμένω λοιπόν μιά μικρή ικίνησί σου γιά νά σέ διαλύσω ιμέ τό πιστόλι των ακτινών μου! Κάνε γρήγορα, δυο βήματα πί!σω! Εμπρός γιατί πατώ τή σκανδάλη! Τά μάτια της άστραφταν άπό μιά διαβολική φλόγα κι’ ό Μίίκυ άναγκάστηκε νά υπακούση. 'Έκανε δυο βήματα πίσω ενώ τόν πλημμύριζε ή πιο μαύρη άπελπισία. 9Η ταν τώρα όλοι τους οπό έ λεος των δύο, άδυσώπηχων αύτφν κακρμιργ^
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
δεν θά μπορούσε νά τούς σώ στη.... ^Κανείς; Μά... όχι, υττήρ χε κάποιας πού ,μέ την αό ρατη, παρουσία τσυ μπορούσε νά τούς βοηθήση. Αυτός ό κάποιος ήταν ό Ίζάφ Ναϊλά (*). ^ Είδε τον προδότη νά βγάζη άπό την τσέπη του μιά ένεσι. Ή Νάνου πίσω του ά φησε νά τής ξεφύγη μιά κρσυ γη αγωνίας. Ό Αή Πό κού νησε ανήσυχος τά μυτερά του αυτιά μέσα άπό τή σκού φια πού φορούσε. Καί μόνο ό Χό'βαρτ εμεινε άκίνητας κι* ανέκφραστος, λες καί δεν υπήρχε Τχνος ζωής στο πρό σωπό του. — Ίζάφ Ναϊλά, Ίζάφ Ναϊλά, Ίζάφ Ναϊλά!, ψιθύ ρισε ό Μίκυ πάνω στην άπελ πισία του. Την ίδια εκείνη στιγμή, μιά έπιταικτική φωνή τούς ξάφνιασε όλους. Μιά Φωνή (*) 4Ο ’ Ιζάφ .Ναϊλά εΐναι Ινα,ς Υπεράνθρωπο ς άττό κάποιαν χαμέ νο πλανήτη. Είναι ήλιικίας δύο χι λιάδων ότιων και 'δειν φαίνεται πα ραπάνω από τριάντα χρόνων. “Έ χει καθαρως άνθρώτπνα χαρακτηρι στικά καί μένει μονίμως στάν πλα νήτη· τοΰ Γαιλσζία, Πράτ, που είναι και ό πλανήτης του Λή Πό. ΕΤναι χειροδύναμος και άτρωτος. Πετάει σαν πουλί στον αέρα με ταχύτητα έκατό φορές πιο μεγάλη άπό τό φως καί εΐναι αόρατος δταν θέλη. Μονάχα ό Μίΐκυ ιμπορεί νά τον 6λέπη πάντοτε. "Οταν τό παιδί βρί σκεται σέ κίνδυνο, προφέρει τρε?ς φορές το όνομά του καί ό Ίζάφ Ναϊλά τρέχει· νά τον βοηθήση. Λε πτομέρειες θά βρήτε ατό τεύχος 9 που |χει τον τίτλο: «Θύελλα στο
&ιάστημϋα>.
V*
πού έρχόταν άπό τό βιάβρο μο καί πού δεν ήταν του 51 ζάφ Ναϊλά, άλλά του Σέρινταν! Τ© ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΚίΑιΚΟΥΡΓΩΝ
Η Α,ΠΕΑΠ Ι ΣΙΑ πού πλημμύ ρι σ ε τσν ντέτεκτι β τή στιγμή πού βρέθηκε φυλα κισμένος στο υπόγειο μέ τά ρομπότ, δεν κράτησε γιά πο λύ. Κάι στις πιό δύσκολες κ αί άπελπ ιοπ ικ ές στ ι γ μες, ό Σέρινταν, ήξερε νά έλπίζη, κάί νά ιμή χάνη, τό θάρρος του. Βέβαια, ή θέσι του τώ ρα δεν ήταν καθόλου ευχάρι στη καί δεν τού έπέτρεπε καμμιά αισιοδοξία. "Ηξερε πώς ή αγαπημένη του Νάν ου, ό Μίκυ, ό Αή Πό κι’ ό Χό'βαρτ, ήσαν αιχμάλωτοι των κακούργων. Κι5 ό ίδιος ήταν φυίλαικιρμένος σέ τέσ σερις τοάχους, σ’ ένα υπό γειο, όπου δυο ατσαλένιες πόιρτες τού έκλειναν τό δρό μο τής ελευθερίας. •Γύρισε τό βλέμμα του ο λόγυρά· Τά εφιαλτικά ρομ πότ τον έκαναν νά άνατριχιάση, Τό ρίγος όμως αυτό τής φρίκης, έξαφσνίισθηκε α πότομα γιατί, γρήγορη σάν αστραπή,, καρφώθηκε στο •νοΰ του μιά σκέψι: Είδε πώς τά ρομπότ κρατούσαν άκόμη στ* ατσάλινα χέρια τους τά Φλογοβόλα πού ή φλόγα τους έλυωνρ τρ κάθε τι ττού συ^ρ/
ψ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τουκτε μπροστά της, σά νδτοΓνε^κερίΐ. "Αν κ,ατώρθωνέ, λοιπόν, ν* άποοττάση ©να άπό αυτά τά φλογοβόλα, θά μπορούσε περίφημα νά ξεφύ γη άπό τή φυλακή του* καΐι νά βαηιθήση· τούς φίλους του. Χωρίς χασομέρι πλησίασε ένα οομπότ. "Άρπαξε τό ψλο νοβόλο άπό τη βάσι καϋ τον τράβηξε μέ δυναμι. Μάταια δμως προσπάθεια. Ό σωλή νας του φλογοβόλου ήταν βι δωμένος πάνω στα χέρια του ρομπότ. Με τό τράβηιγμα δεν γινόταν τίποτε. Μέ δυο σάλτα έφθασε σ’ ένα μέρος του τόί(χου οπού βρίσκονταν διάφορα έργαλεΐα. Τό μάτι του ξεχώρισε ένα κατσαβίδι. Τό άρπαξε καί πλησιάζοντας πάλι τό πιο κοντινό του ρομπότ, άρ χισε νά του ξείβιδώνη- τά ιμέ ταλλα του χεριού. Τά δάχτυ λά του δούλευαν ιμέ εύκινη·σία καί ή άνάσα του είχε γί νει «βαρεία άπό την ποσσπάθεία και την άγωνίια. Δεν του χρειάστηκαν παρά πέντε «μο νάχα λεπτά γιά νά ξεκολλήση τά δυο χέρια του ρομπότ που κρατούσαν τό φλσνοβόλο. Τ’ άκούμιπησε στο δάπε δο καί μέ «μιά προσπάθεια ακόμη- ξεχώοισε τό σωλήνα Τσΰ φλογοβόλου. Τον άρπαξε μέ λσχτάίρσ σ^ήν αγκαλιά του καί αφού τον κύτταξε γιά λίγο γιά νά δή^μέ ποιόν τρόπο λειτουρ γούσε, προχώρησε στη μιά πόρτα. Στάθηκε σέ μιά άπό1 στασι δέκα περίπου (μέτρων, σήκ(^σε τό φλογοδόλο του
15
καί ιμέ «καρδιά πού σπαρτα* ρούσε άπό την συγκίνησι, πάτησε τή σκανδάλη. Μιά πλατειά γλώσσα φω τιάς ξεχύθηκε άπό την κάννη του τρομερού όπλου, χτύ πηισε /μέ όρμή στην πόρτα και τό* μέταλλό της άρχισε νά λοώνη και νά τρέχη σάν λυωμένη πίσσα! Λίγο ελειψε νά ξεφωνίση άπό τή χαρά του ό Σέρινταν. Χαμήλωσε τό φλογοβόλ«ο καί σέ δυο λεπτά, ^ έκεΐ που ύπήιοχε ή πόρτα, φάνηκε μιά πελώρια τρύπα. "Άφησε έπειτα τή σκανδάλη καί πε ρί μενε λίγα λεπτά νά κρυώση τό λυωμένο μέταλλο^ γιά νά (μήν τού κάψη τά πόδια. Κι* όταν τό είδε νά ττηζη/ ξεχύθηκε σάν σίφουνας άνεβαίνοντας πέντε—πέντε τά σκαΐλ ι ά τού ύπαγ ε ίου. ^ Φθάνοντας στο διάδρομο σταμάτησε νά ^ τρέχη, καί προχώρησε μέ τις μύτες των ποδιών. Ό ήχος μιάο έπιτρω κτικής Φωνής τού έδωσε νά καταλάβη, σέ πόιό ^δοομάτιο βρίσκονταν οί ποοδότες. Σε μιά στιγμή, σκίιοτησε και συγκρότησε τό βήμα του. ΓΗ1 οω άπό μιά μισάνοιχτη ττόίρ τα διέκοινε τόν Μπράουν με τή(ν ξανθή γυναίκα νά^ τοΰ εχουν γυο'ίσει τήν πλάτη και ν’ απειλούν μέ τά πιστόλια τους φίλους του! "Έκανε δυο βήματα άκόμη ικάί προτείνοντσς τό φλο γοβό'λο του, φώναξε άγρια: — Άφήίστε νά πέσουν κά τω τά πιστόλια σας καί μήν κάνετε τήν παϋραΐμ ικρή κΐνη
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
16
σι. γιατί θά σας διαλύσω ιμέ τό φλογοβόλο μου! Ακολούθησε ένα δευτερό λεπτο παγερής σιωπής. Στο τέλος τού δευτερολέπτου δυο πιστόλια έπεσαν μέ ξερό κρό το σπό δάπεδο ένώ δυο ευκί νητες σιλουέττες, ό Μίίκυ κι* 6 Λή Πό, βιάστηκαν νά τά σηκώσουν και ν’ άπειλήσουν κΓ αυτοί .με τη σειρά τους τους κακούργους. — Τζοε! ξεφώνισε από ναρά ή Νάνου, πνίγοντας ενα λυγμό άπό τη συγκίνησί της και τρεγονταο κοιντά του για νά τον άγκαλιάση. Σέ ξαναβρίσκω ζω'ντανό, Τζό! Οί δυο κακούργοι, κυττάχτηκαν την ϊδια! στιγμή Ιμέ μια μοπιά γεμάτη νόίημα. Πίσω τους είχαν τόν ιντέτεκτιβ καί μπροιστά τους τόν Λή^ Πό μέ τό Μΐικυ. ^Ηταν μια περίφημη ευκαιρία γι’ αυτούς νά τό σκάσουν γιατί1, ούτε ό Σέρινταν, ούτε οί φί λοι του θά τολμούσαν νά πυ ρΟβολήισουν (μέ τό φόιβο νά μη σκοτωθούν υονάχοι τους. Πήραν μιά απότομη στοο φή κι* δπως είδαν τόν ντέτε κτιβ αγκαλιασμένο μέ τή Νάνσυ, τούς έδωσαν μιά γερή κλωτσιά και τούς έρριξαν κά τω! — Μάς έφυγαίν!, φοοναξε ό Μίίκυ καί ώρμησε προς τήν πόρτα. Μ5 ένα υπέροχο άλ μα ο Αή Πό, πέρασε σάν σα ΐτα πάνω άπό τό κεφάλι του και βρέθηκε πρώτος στο διά δρομο. Είδε τούς - κακούρ γους νά τρέχουν προς τό βά
του διαδρόμου κρί σήκ^’ 1
σε άποφασιστικά τό πιστόλι. — θά σέ ιμΙάθω νά μέ λές άλλη, φορά βρωροπίθηκο,προ δότη!, γρύλλισε και πάτησε τή σκάνδάλη. . Ή λεπτή κιτρινοπράσινη γλώσσα τής άκτίίνας πού ξέ φύγε άπό τήν κάννη τού· πι στολιού του, βρήκε τόν Μτηρά ουν στο κεφάλι καί τόν σώ ριασε σάν άδειο σακκΙ] στο δάπεδο. Έτο ισάστηκε νά ση μαδέψη, κιάί τή γυναίκα όταν, μιά πλατεία γλώσσα φωτιάς ώρμησε πάνω άπό τό κεφάλι του κι’ ^πλημμύρισε τό βά θος τού διαδοόμου. Μόλις έ σβησε ή πελώρια άκτΤνα, πού είχε 'βγή άπό τό ολ'ογοβόλά τού Σέρινταν, είδαν όλοι τους ίμια άκαθόριστη λυωυέ νη μάζα στο δάπεδο, σέ λί γη άπόιστασι άπό τό νεκρό προδότη, Μπράουν. Κυττάχτηικαν. Στό νού τους πέ ρασε ή Τδια σκέψι. Πώς η 6μοιοφη αλλά σατανική «Βα σίλισσα τών ^Αστρων» δέν ζούσε πιά. — Είναι κρίμα!, ψιθύρισε πρώτη ή Νάνσυ ιμέ οίκτο. Γ ιατϊ νά φθάνουν σ’ αυτό τό οημεΐο τής κακίας οι άνθρω ποι; Ό Σέρινταν βιάστηκε νά μπή στό δωμάτιο. ”Εσκυψε πάνω στον άναίσθητο Χόβαρτ κι’εΐδε μιέ φρίκη πώς στό πό6' του ήταν γαντζωμένο έΐνα μυρμήγκι πού τού ροφούσε το αίμα. -Δοκίμασε νά το τοαβήξη δταν ό Αή Πό, τού είπε πώς θάταν μάταιη ή προσπάθεια του. ■ρ νπ"$τεκτΐ'§ ττήρε
τγ?-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ δΊ'όΙλι των ακτινών άτηο τά χέρια ταυ Αή, Πά, τό άκούμ1πησε πάνω στο χοντρά κε φάλι τού μυρμηγκ ιού και πί εσε τή σκανδάλη. Ή ακτίνα τού θανάτου έλυωσε στη στι γιμή τό κεφάλι τού συχαμεροϋ και γ ιγάντ ιου ^ εντόμου , ένώ τά αίμα πού είχε ρουψή ξει άπά τάν Χόβαρτ, άρχι σε νά κυιλάη σάν μικρά αυ λάκι. Ταυτόχρονα^ τά πόδια του (μυρμηγκιού άφησαν τις σάρκες του ίνσπέκτορα καί σωριάστηκε ακίνητο, νεικρά δί πλα του1. — Είναι φΟ'βερό.!, έκανε ή Νάνσυ. Του ρούφηξε όλο. τό αίμα. — Πρέπει νά τάν πάμε αμέσως στο άστρο,πλοιό μας για νά του κάνωμε κορμιά: ένεσι καί νά του περιποιηθούμε τις πληγές, είπε ό Σέ ρινταν. Καθώς έσκυβε νά τάν σηκώση, ή Νάνου τάν σκσύντη σε · στάν ώμο. — Τζόέ, τού ψιθύρισε, ό Μίκυ άρχισε πάλι τά παραμι λητά του! # * * Μά ο Μίικυ δεν παραμιλού σε, όπως πίστευε ή Νάνου καί σι άλλοι φίλοι του. Συζη τούσε μέ τάν Ίζάφ Ναϊλά πού είχε κάνει την έμψάνισί του στην πόρτα τού δωμα τίου καί χαμογελούσε στο παιδί. Γιά τούς άλλους ήταν άόρατας ό Μίικυ όμως τάν έβλεπε. -— Γ ιατί άργησες νάρθη^ στην πρόσκλησί ιμου; τον ρω
17
τησιε τά Ελληνόπουλο. — Δεν άργησα, τού άπάν τησε ό Ίζάφ .Ναϊλά. Παρα κολουθούσα αθέατος την πά λ η σας μέ τούς κακούργους. — ’Άν δεν παρουσιαζόταν ό Σέρινταν θά την είχα με άσχημα, παραπονέθηκε τά παιδί. Ό Ίζάφ Ναϊλά άπλωσε τά χέρι του καί τον χτύπησε φι λιικά στην πλάτη,. —Φίλε ;μου, τού είπε, έ χω καταλάβει πώς μπορεί τε όλοι σας νά τά βγάζετε πέρα μέ κάθε κίνδυνο. 3 Εσύ είσαι έξυπνος καί αποφασι στικός, ό Αή Πά είναι ψύ χραιμος κι3 ό Σέρινταν κάτι πιο πάνω από ανδρείος. Ό Σέρινταν είναι σωστός Ύπε ράνθρωπος τής Γης. Δέν 6ρ·ί σκω λοιπόν τό λόγο γιατί νά μέ καλής σέ βοήθεια. — Δέν θέλε ι ς νάρχεσαι; τον ρώτησε περίεργο τό παι δί. —Δέν είναι αυτό. Θά έρ χομαι ο)μως άδικα γιατί ή συντροφιά σας δέν χρειάζε ται καιμιμιά ανάγκη στους κινδύνους. "Επειτα, θά σού πώ κΓ ένα μυστικό, Μίκυ. Στην περιοχή τού Πράτ έ χουν ξεσπάσει μεγάλοι πό λεμοι καί ή παρουσία μου είναι αναγκαία εκεί. — Λυπάμαι πολύ πού θά σέ χάσω 31 ζάφ Ναϊλά, τού είπε μέ θλίψι ό Μίκυ. — Μή λυπάσαι μικρέ |αου φίλε. Θά ξανασυναντηθούμε άπωσδήποτε μια /μέρα όταν έρθης στον Πράτ. Καί τώρα, αντίο. Μάθε ν' Αγωνίζεσαι
1*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ πάντα για τό κοίλο και δέν έχεις νά φοβηθής τίποτε. Μην έγκαταλείπης ποτέ τον Σέρινταν, τον Υπεράνθρωπο τής Γης, στη σκέψι καί στην ανδρεία... Στα τελευταία αυτά λό για, 6 Ίζδοφ Ναϊλά έγινε ά φαντος από ·μπροστά του. Ό ΜίΙκυ αναστέναξε καί γύ ρισε προς τό μέρος των Φ$λοοιν του. — Αισθάνεσαι καλά; τον ρώτησε ή Νάνσυ. —«Περίφημα, τής άπάν τηισε. — Παραμιλούσες πριν λί γο, του εΐπε ό Σέρινταν. Φο όάμαι πώς οι συγκινήσεις σοϋ κάνουν κακό. Πρέπει νά έπισκεφθούμε κανένα ψυχία τρα μόίλις φιθάσουμε στη Γ ή· Ό Αή Πό τον πλησίασε καί του π,ρότεινε τή σκούφια. — Φόρεσε την, τού είπε. Μπορεί νά σου κάνη καλό. ^ Ό ΜίΙκυ χαμογέλασε. Οι φίλοι του δέν εΐδάν ούτε α κόυσαν τον Ίζάφ Ναϊλά. Τό μυστικό του θάμενε για πάν τα* - ,μυστ ικό. Γιατί όμως ό υπεράνθρωπος φίλος του δέν θά ξαναρχόταν; Σκέφτηκε γιά λίιγο κοόί μί λησε δυνατά;
— Ό Ίζάφ Ναϊλά έχ|ει δίκιο. Ό Σέριινταν είναι κά τι πιο πάνω από άνθρωπος. Είναι Υπεράνθρωπος. Κον τό στον Σέρινταν δέν έχω νά φοβηθώ τίποτε. Ό Σέρινταν κούνησε θλιμ μένα τό κεφάλι του.., — Ποόραγινε, είπε στη
V*
I
Νάνσυ. Πρέπει όπώίσδήποτε νά τον έπισκεφθή ψυχία τρος... © «ΠΡΩΤΕΥΕ»
ΨΑΡΕΥΕΙ
Η ΣΥΝΤΡΟ ΦΙΑ ήταν χαρούμ ε ν η|. Ό |Μίΐκυ έπαι ζ ε τή φιυσαρμ 6 νίκα καί ό Αή ιΠό χορ ο π ηι-
δούισε, πάτε
μέ τά δύο, πότε μέ τά τέσ σερα καί πότε παίρνοντας τούμπες στον αέρα. Ή Νάν συ χτυπούσε τά παλαμάκια στο ρυθμό τής φυσαρμόνι κας, ο Σέρινταν χαμογελούσε κι3 ό Χόβαρτ πού ,μετά την ένεισι πού τού ^ έρριξαν εΐχιε συνέλθει άρκετά, προσπαθοΰ σε μάταια νά φανή σοβαρός. —- Μπράβο χορό1!, έκανε ό Μίικυ αφήνοντας τή φυσαρ μόνικα. Εσύ/ φίλε μου, πρέ πει νά γίνης έπαγγελμοοτίας χορευτής! Ό Αή ιΠό κορδωνόταν πε ρήφανος καί ξερόβηχε άπό τή χαρά του. —- Παίξε καί άλλο, παίξε κι’ άλλο, παρακαλούσε τό μικρό φίλο του. Ό «Πρωτεύς»), είχε άπογειωΐθή πριν μισή ήρα άπό τον άγνωστο πλανήτη τής «Βασίλισσας των "Άστρων», κι5 έσκιζε μέ ίλιγγιώδη, τα χύτητα το άπέραντο και ψυ χρό σκοτάδι του "Απείρου, μέ κοπεύθυνσι προς τή Γή. — Σταμάτησε Μίικυ, εΐπε σέ ;μιά στιγμή ό ντεττεκτιβ.
ΟΊ Ιπιδάτες
τού
$Πρωβ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
*Η φωτιά τ·ΰ φλογοβόλου ελυωσε στη στιγμή τήν Ατσάλινη πόρτα.
20
ΥίΊέΡΑΝόΡΩήόϊ
τέα» γύρισαν προς τό μέρος του·. —- Συμβαίνει τίποτε; ρώ τησε πρώτη ή Νάνοι/. — Ό αυτόματος φύλακας ειδοποιεί πώς στην πορεία μας ύπάριχει ένας μετεωρό λιθος. — "Άλλαξε διεύθυνσι στο σκάφος, γρύλλισε ό Χόιβαρτ. — Αυτό θά κάνω, του α πάντησε ό Σέιρινταν, ^ εΐααι περίίιεργος όμως νά δώ από κοντά αυτόν τόν μετεωρόλι θο πού στο ραντάρ έχει πά ρει παράξενο έπίμηκες σχή μα. Τά μηχανήματα έξ άλ λου δείχνουν πώς ή πυκνό-,ης τής μάζας του μετεωρό λιθου, δεν είναι ή συνηθισμέ νη... Κι5 έπειτα... ώ, δεν εί ναι παράξενο; Ό μετ,ρη,τής τής ταιχύτηιτος του μετεωρο λίθου, δείίχνει στο μηδέν! — Δηλαδή, δεν κινείται; ρώτησε τό παιδί·. — Ασφαλώς. — "Αφού δεν κινείται δεν πρέπει νά είναι μετεωρόλι θος, γιρΰλλ ιισε ό Χοβαρτ, ρουφώντας την πίπα του. — Αυτό τό συμπέρασμα βγάζω κΓ έγώ ίνσπέκταρα. θά δώσω μιΐά ελάχιστη κλ.ίσι στην πορεία του «Πιρωτέα» για νά περάσουμε δίπλα από τό πειρίίεργο καί Ακίνητο αυ τό Αντικείμενο. Ό Σέρινταν πάτησε ένα μοχλό καί πέντε κεφάλια έ σκυψαν κυττάζοντας μέ περι έργεια στο καντράν τοΰ ραν τάρ. Στην αρχή, πάνω στην όθόνη του καντράν, είχε σχηματιστη μια Αβέβαιη σκιά.
'Όσα όμως προχωρούσε τό άστρο πλοίο τής Λιαπλανητικής Αστυνομίας, τόσο ή σκ ιά μεγάλωνε. Ό ντέτεκτιβ πάτησε ^δυσ ^ρία κουμπιά καί ή ταχύτητο: τού «Πρωτέα» άρχισε νά ελαττώνεται. — Είναι άνθρωπος! Ή-φωνή είχε ξεφύγει από τό λαρύγγι του Μίκυ. — Νσή επιβεβαίωσε μέ τη σειρά της ή Νάνου. Φαί νεται καθαρά τώρα πώς^ εί ναι άνθρωπος ντυμένος μέ τη δ'απλανητική του στολ ή. Πώς βρέθηκες όμως μπροστά μας; Δεν σάς φαίνεται περί εργο; Ό «Πρωτεύς»^ λιγόστεψε στο ελάχιστο την ταχύτητά του κι5 έμεΐνε ακίνητος. Ό ήλεικτρομαγίνητιικός μετρητ ής έδειχνε πώς τό ακίνητο σώμα του ανθρώπου (*) δεν άπεχε παρά δυο μέτρα από τό άστρόπλοιιο. Ό Σέιρινταν έγκατέλ,ειψε τό θάλαμο διακυ βερνήσεων, φόρεσε τή συ σκευή οξυγόνου, πήρε ένα σι δερένιο εργαλείο που στην άκ|ρη ήταν γυριστό σάν ιμαγ κουρά καί προχώρησε προς τό ίμερος μιας μικρής πλαγι νής πορτουλας του άστρσπλοιου. Την άνοιξε καί τιρό(*) "Οπως είναι γνωστό, στο νΑτηεΐ'Ρ0, ιμαικιρυα όπιό τούς πλανή τες, δεν υπάρχει βλξις και 3να άντιικιείιμίενο χωρίς ταχύτητα, ,μένει αιίωρούμε'νο ατό <κι&νό. Στό κενό αυ τό μπορεί κανείς και /νά περπατήση άκιάμη, δταν φοράη κατάλληλη στο
λή που τοΰ έξασφαλίζει τήν Ισορ ροπία,
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ βάλε το κεφάλι του έξω. Τό ακίνητο σώμα, ήταν πραγμα τιικά άνθρωπος. Ένας άν θρωπος νεκοός η καλαίσθητος γιατί δεν έκανε καμμιά κίνη σι μέ τά χέρια του η τά ττόδια του. Ό Σέρινταν άπλωσε τη σι δερένια ,μαγκούρα, σκάλωσ ε τή λαβή της στη ζώνη. του ανθρώπου και τον τράβηξε ττιοός τό μέρος του. Σέ λίγο τον έβαλε μέσα στο σκάφος κι* έκλεινε τή μικρή πορτούλα. Οι φίλοι του τον υποδέ χτηκαν μέ φωνές έκπλήξεως. — ΕΤναι περίεργο!, γρύλ λισε ό Χόβαρτ. — Δεν είναι καθόλου πε ρίεργο, τού άπάντησε ό ντέτεικτιβ. ΚάττοΊο άστοόίπλοιο ακολούθησε την πορεία αυτή καί. ποιος ξέοει μέ ποιόν τοόπο). ό άνθρωπος αυτός βιοιέθηικε στο κενό.. ΜπορεΤ νά είναι νεκρός καί τον πέ τα,δαν οι σύντροφοί του. Τον άπέθεσε κάτω και άρχισε νά τού βγάζη, τή συσκιευή οξυγόνου. Σέ λίγο πα ρουσιάιστηκε μπρος του ένας μεσόκοπος φαλακρός άν τρας,. μέτριου άναιστήματος. Τό χέρι τού ντέτεκτιβ ψαχού λεψε προς τό μέρος τρ·λ καρ διάς του. Δεν χτυπούσε. Ό άνθρωπος αυτός ήταν νε κρός. — Αιωνία ή μνήμη;, έκανε δίπλα του ό Μίκυ πού παρα τηρούσε τήν έκφιρασι τού με γάλου1 του φίλου.
ντέτεκτιβ
κούνησς τς>
21
κεφάλι του καί μουρμούρισε λυπημένα: —Δυστυχώς. Κι* έτσι, δέν θά μάθουμε τίποτα γι’ αύ τόν. -Εκτός και άν... "Αοχισίε νά ψάχνη· μέ πυ ρ ετώδεις κινήσεις τις τσέπες του, βγάζοντας κάθε χαρτά κι και κάθε άντιικείίμενο που υπήρχε μέσα σ’ αυτές. ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
ΔΕΝ ΒΡΗΚΕ καμμιά ταυτό τητα ή τίπο τε πού θά μαο τυιρουσε τό 6νομα καίϊ τήν καταγωγή αυ τού τού άνθρώ που πού ψάρςψσν κοτταμεσής του ’ Απείρου. ν Αρχισε νά ξε δ’πίλώνη μέ φανερή άγωνία ^ά χαρτιά. Δυο κόλλες ήσαν εντελώς λευκές. Μιά τρίτη ήταν γραμμένη· ·αέ δεθωρισομέίνο μολύβι. *Ό Σέριίντσ(ν τήιν έφερε πιο κοντά στά μά τια του. ^— Είναι γραμμένη Γαλλι κά, είπε στούς φίλους του. -— Διάβασε τί γράφιει, γρύλλισε ό Χόβαρτ. Συγκ,ράτη}σαν δλοι τους ώς και τήν αναπνοή τους άκόμιη; γιά νά άκούσουν. — Είναι ένα είδος ήμεοο λιογίου, τούς ^ έξήγησε ό Σέ ρινταν, Ακούστε τί λέει:. «4 Αύγουστου: Τούς είπα νά φύγουμε μά δέν μέ ακόυ σαν... Μέ νσμιίζουν γιά τρελ λό, γιά φοβητσιάρη. Κι’ ο§§ν είμαι 9ντε ΐρΦΗί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
22
ούτε φοβητσιάρης. ΜοονΤεύω πώς μάς περιμένει μιά μ·εγόΰληι σϋμφο,ρά ^ σ’ αυτό τον παράξενο πλανήτη... Είθε νά βγω ψεύτης...» «5 Αύγουστου: Οι σύντρο φοί μου νομίζουν πώς βρί σκονται στον Παράδεισο. Έ>ώ έπιμήνω πώς είμαστε στην κόλαση σέ μια τρομερή κόλασι πού μάς τραβάει σαν το μαγνήτη. Τί: θά γίίνη στο τέλος; Μό'νο ό Θεός τό ξέ ρει... Συναντήσαμε τά πλά σματα πού ^μοιάζουν μέ γυ ναίκες... Δεν ξέρω γιατί1 μου θυμίζουν τις σειρήνες πού μέ τό τραγούδι τους πλά 'νευσον τούς ναύτες για νά τούς καταβροχθίσουν στο τέ λος... «6 Αύγουστου: Τούς τό είπα μά δέν μέ ακόυσαν... Χάσαμε τον Μιισέλ... Κανείς δέν ξέρει πού πήγε... Είμαι ό μόνος πού δεν ξεγελιέμαι, πού έπιμένω νά φύγουμε. Ό θάνατος παραμονεύει σέ κάθε μας βήμα, τό διαισθάνο μαι, τό βλέπω, όμως, γιατί οί σύντροφοί μου δέν τό κα ταλαβαίνουν. Απόψε φιλοξε νηθήκαμε άπό τις σειρήνες. Είναι αμίλητες, έγώ όμως μπορώ καί διαβάζω τις σκ'έ ψεις τους καί τά σχέδιά τους... Στά χέρια τους κρα τούν τό θάνατό μας...» * «10 Αύγουστου: Θά φύ γω ! Θά φύγω έστω καί μό νος μου. Τό κάθε τι μέ φοβί ζει σ’ αυτό τον πλανήτη, πού μοιάζει μέ ιμιά άπέραντη πα γίδα, μέ μιά φωλιά γιεμάτη 01
σύντ-ροφρί μου γι:
λουν μαζί μου. Έγώ δμως θά τούς έγκαταλεΐίψω γιά νά γυρίΐσω στη Γή, στήν πατρί δα μου τη Γαλλία... Φοβά μαι, νοιώθω πώς θά τρελλαθώ μέσα στην υπέροχη όμαρ φιά πού μάς τριγυρίζει..^. Χάθηκε κΓ ό Πιέρ... Δέίν τό κατάλαβα ί'νου ν λοιπόν δτι, ένας—ένας θά χαθούμε δλοι στό τέλος;...» Ό Σέρινταν σήκωσε τό κε Φ'άλι του. "Ολα τά πρόσωπα τον κύτταζαν μέ άγωνία, πε ριμένμντας τη συνέχεια. — Έδώ τελειώνει, τούς έξήγηίσε. Δέν υπάρχει τίπο τε πιό κάτω. — Κάποιο μεγάλο μύστη ριο κρύβεται πίσω άπό αυτό τό ημερολόγιο, είπε ή Νάν ου. — Έγώ νομίζω πώς δλα αυτά είναι παραμύθια, τόλ μησε νά πή ό Μίικο. Ό Σέρινταν τον κύτταξε αυστηρά. —^ Δέν έχεις γνωρίζει πα ρά^ λίγους πλανήτες, Μίκιυ, του είπε. Σικέψου πώς ύπάρ χουν έκατοιμμύρια κΓ εκα τομμύρια άπό αυτούς. Κανείς μας δέν ξέρει τί. μπορεί νά συνάντηση τη στιγμή πού πατάει τό πόδι του έπάνω τους. — Νομίζω πώς είναι και ρός νά του δίνουμε, είπε ό Χόβα|ρτ. Δέν μπορούμε νά λύσουμε ένα μυστήριο στή μέθη,^ τού Απείρου. Θά κατειβούμε στή Γή κάί θά αρ χίσουμε τις έρευνες γιά νά μάθουμε ποιο Γαλλικό άρτ,ράπλριο Μψυγε τον τφομ·
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ταΐο καιρό χωρίς να έπιστρέ Οιη>, κι* άν μέσα στο πλήρωιμα του άστροπλοίόυ αυτού ύπήρχε αυτός ό νεκρός. Θά τον πάρουρε μοοζί' μας στη Γή για να τον φωτογραφήσου με. Ό Σ έρι νταν δ ι ευθύνθηκε στην καιμσπνα πλεύσεως καί] πάτησε ταυτόίχρανα τρία κόκκινα κουμπιά. Ό άκί.\τγ τος «Πίρωτευς» μουγγρισε σαν θυμωμένο λια\Λτάοι καί ώρμησε (μπροστά μέ ίλιγγιώ 5η ταχύτητα. «Μ ι ά κα ινσύργ ι α περ ι πέ τεια μάς ττεριιμένει, συλλογι ζόταν ή Νάνσυι. Λεν θά ττ;ρο λάβουμε καλά—καλά νά πα τήσουμε στη Γή καί θά φύγουίμε πάλι. Φαίνεται πως είναι τό ριζικό μου νά μην παντρευτώ ποτέ τον Τζόιε. Έκτος κΓ άν κουβαλήσουμε κανέναν παπά ιμέσα ^στό άστοόπλοιο γιά νά μάς παντρέψη...» * * *
Άπό την πρώτη κιόλας μέρα πού έφθασαν στή Γή, ό Σ έρινταν άρχισε τις ένέιργειές του γιά νά βρή ιμιά άκιρη άπό τό μυστήριο του πεθαμένου αστροναύτη πού συνάντησε τυχαία στο δρό μο του ό «Πρωτεύς». Οι άσυρματοι δούλεψαν αμέσως μεταφέροντας την εΤδήσι σ* όλες τις γωνιές τής Γής και τά τελετάϊπ μετέδωσαν ταυ τό'χιρονα τή φωτογραφία του νεκρού. Ή Άστρική Ασφά λεια τής Γήινης Κοινοπολι τείας που είχε γιά κέντρον
τή Νέο Ύάρκη, ζήτησε
23
Ιδιαίτερες πληροφορίες άπό τή Γάλλική κυβέρινησι. Ή άπάντησι ήοθε την άλ λη ,μέρα τό π'ρωΐ. Ή Γαλλι κή ικυβέρνηισι πληροφορούσε την Άστρική Ασφάλεια πώς στή 1 ^ Αύγουστου, τό άστ;ρό πλοίο «Αυών» (Απογειώθηκε άπό τό Παρίσι <μέ καπεύθυνσι προς τον πλανήτη Ποσει δώνα. Τό πλήρωμα του άστοάπλοιου άπετελεΐτο άπό μιά έπιστηΐμονική αποστολή δεκαπέντε άνδρών που άρχη γός της ήταν ό Πώλ Άρνούλ, ό νεικρός που βρήκε τυ χαια στο δρόμο του τό άστρο πλοίο «Πίρωτευς». Μέσα στο ■πλήρωμα υπήρχε όνομα Μισέλ και Πιέρ... Τό μπσυίλντόγκ τής Άστρι κής Άσφάλεταο γύρισε προς τό μέρος του Σ έρι ντ αν. — Υπάρχει κίνδυνος νά σκουοιάσης στή Γή, του εΤπε. Νά μιά θαυμάσια εύκαι ρία που σου παρουσιάζεται. Δεκατέσσερα ;μέλη μιάς Γαλ λ ιικής έπ ιατ η| μον ιικής άττοστο λής, βρίσκονται σ’ έναν ά γνωστο μά καί παράξενο πλανήτη. Ό άρχη νός τους βρέθηκε Νεκρός στο Διάστημια. "Οφείλουμε νά άνακαλύψουιμε τον πλανήτη, γιά νά ελευθερώσουμε τούς ύπόλοι πους - άν ζούν ακόμη - άπό τό θάνοαο πού τούς άπειλεΐ. Τό δρομολόγιό σου, τό ξέρεις Σέρινταν. Γραμμή γιά ^όν Ποσειδώνα, αφού πέρα σης πρώτα άπό τό στίγμα πού βρήκαμε τό νεκρό. Προσ γειώσου σέ κάθε κοντινό ττλρη/ήτη δεξιά κι* άριστερά
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
άπό την τροχιά σου καί... μην ξεχνάς πώς αλη ή Γή πε ρ «μένει μέ ά γωνία νέα σου. Καλή άντάμωσι. Ούτε λέξι, Σφινταν, σου είπα καλή αν τάμωσι! Ό Σέρινταν βγήκε από τό γραιφεΐο του Χόβαρτ μέ τό κεφάλι πληρμυρ ισμένο ά πό χιλιάδες σκέψεις. Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
ΧΡΕΙΑΣΤΗ ΚΑΝ πέ'ν τ ε μέρες για νά τον βρουν, α φού προάγει ώθηικαν πραηρ γουμένω ς σ' έ δέκα άλλο υ ς πλανήτες. *Ησαν όλοι τουις νεκροί άπό ζωή κι5 άπό βλάστησι. Τούτος όμως ό πλανήτης, § μοιάζε μέ άληιθι νό παράδεισο. Ρηχά και πεντακάθαρα ποτάμια διεσχι ζαν απέραντες κοιλάδες και στΐς^ όχθες τους φύτρωναν λογής—λογής δέντρα, μέ φύλλα ^πολυχρωμία σέ διάφο ρα σχέδια. Ή άτμάαπφαι,ρα ήταν ζεστή σαν τις 5Απρι λιάτικες μέρες τής Γης καί ήχιοΟσε * ολόγυρά τους μια αόριστη γλυκεία μουσική, *Έ νοιωθαν άνάλαφροΊ καί χα ρούμενοι, σάν τΐόν άνθρωπο· πού έχει πιή κρασί κΓ έχει έρθει στο κέφι. — Έδω θα είναι ό Πσράδεισος, ψιθύρισε μέ θαυμα σμό ό Μίκυ, Τέτοια ομορφιά ^έν έχω συναντήσει πουθενά. Ό ντέτρ€Τ!β ,Ιδωσε στρν,
καθένα κΓ άπό ένα πιστόλι άκτίινων. — Φίλοι μου, ^ τούς είπε μέ σοβαρό κΓ έπίσημο τόνο, μαντεύω πως σ’ αυτόν τόν πλανήτη μάς περιμένουν αλ λόκοτες περιπέτειες. Μην ξε χνάτε τόν όρκο πού έχουμε δώσει μεταξύ μίας, νά βοητ θάη ό ένας τόν άλλο καί να μέ ύπακούετε πιστά. Αυτή τή φορά ζητώ τυφλή πειθαίρ χία καί ύπακοή. Καί τώρα, δρόμο. Μου φαίνεται πώς ατό βάθος τής κοιλάδας ύπάρ χουν ιδιόρρυθμα κτίρια. "Αν είμαστε τυχερού θά συναν τήσουμε τούς (Γάλλους έπιστήμονες... έστω καί νεκρούς. Προχώρησαν σιωπηλοί. Τε λευταϊος ακολουθούσε ό Σε ρ ινταν. Φαινόταν σκεφτικός μά τό μάτι του έπεφτε δεξιά κι’ αριστερά, προσπαθώντας ν’ άνακαλύφη, κάτι τό άσυνή θιστο'. ΕΤχΙε τήιν έντύπωσι πώς κάτι περί'μενε νά βή... Περπατούσαν στό πλάϊ του ποταμού πού τά νερά του άστρσφταν σάν καθρέφτης. Σέ μια στιγμή ό Σέρινταν κοντοστάθήκε. Μέσα στα νε ρά ταμ ποταμού., βρισκόταν μ.ά όπτασίία... "Έμοιαζε σάν γυναίκα άλλά χωρίς νά έχη τά χαρακτηριστικά της. Γύρω της υπήρχε ένα πράσινο γλυ κό φως πού όσο πήγαινε καί γινόταν πιό' ζωηρό. — Νάνσυ!, ψιθύρισε ό Σέ ρ ιντ αν στη μελαχροινή άρρα βωνιαιστικιά του. Ή κοπέλλα γύρισε προς τό μέρος του. — Κύττ^
ποτάμι(
21
ΫΠίΡΑΝΘΡΩΠόϊ της είπε σιγανά για νιά μη τον ακούσουν οί άλλοι. Ή Νάνσυ κύτταξε καί τό πρόσωπό της έγινε ώχρό. — Είναι τρομερό!, ψιθύρι σε μέ άγωννα. · — 'Ποιό ιεΐΐναι τρομερά, Νάνσυ; θάλεγε: κανείς πώς άντικρύζει (μ ιός νε^ράϊδα των παραμυθιών. — "Οχι, Τζόε, έκανε πινι χτά ή ,κοπέλλα. Νοιώθω έναν κίνδυνο νά μάς απειλεί... φο βάμαι... Ό Σείρινταν την εΐδε νά σηκώνη σιγά—σιγά τό πι στόλα της. —Μη !, τής είπε. Ήταν άργά πιά. Τό δά χτυλο τής Νάνσυ πάτησε τη σκανδάλη, ή ακτίνα του θα νάτου λόγχισε μέ την ταχύ τητα τής αστραπής τον άερα ικάΐ συνάντησε τή νεράι δα του ποταμού. Μιά φωνή πού εμοιάζε σάν ουρλιαχτό αντήχησε από τό μέρος του ποταμού καί τούς έκανε νά άνοοτριχιάσουν. Ή οπτασία τής νεράιδας ιεΐιχε χαθή τώρα άπό τά μάτια τους. — Οι σειρήνες 1, ψέλλισε ό Σέρινταν καί σκούπισε μέ τό (μανίκι του τον ιδρώτα ά πό τό (μέτωπό· του. Νά λοι πόν πού δεν είχε τρελλαθή. ό ιΠώλ Άρνούλ, Βρισκόμα στε ιστόν πλανήτη πού γρά ψει ιστό ημερολόγιό του. Έ κανες πολύ καλά πού πυρο βόλησες, Νάνσυ. Προχώρησαν γιά νά συ ναντήσουν τό Μίκυ καί τόν Λή ΓΊό. Είχαν σταματήσει καί πείρίιμεναν.
— Ακούστε, τούς εΐπε ό Σέρινταν, άν τύχη καί. συναντήσετε στο δρόμο σας κάτι πού μοιάζει σάν γυναί κα καί σάν οπτασία, "πυρο βολήστε χωρίς οίκτο! — Πώς; έκανε ό Μίκυ. — Αυτό πού σάς είπα! «Κάτι θάπαθε ό κύριος Σέ ρινταν, συίλλογίιστηκε: τό 'Βλ ληνόπουλο. "Οταν κατεβοϋιμε ιστή Πή, θά ποραικαλέσω έναν ψυχίατρο νά τόν εξέτα ση». Προχώρησαν' ικάπου μιά ώρα κι* αποφάσισαν νά στα μασήσουν γιά νά ξεκουρα στούν. — Θά κατέβω στο ποτά μι νά πιώ νερό γιατί δίψα σα, εΐπε ό Μίκυ. "Ερχεσαι μαζί1 μου Αή Πό ; Ό άνθρωπος τού Πράτ τόν ακολούθησε. ★ ★ ★
ιΜφικοί ψηλοί θάμνοι μέ πλατεία κατακόικκινα φύλλα τούς σκέπασαν άπό τά μά τια. τής Νάνσυ καί του Σε ρ ιντ αν. Έψθασαν στό ποτά μι καί σκύβοντας ήπιαν μέ τις φούχτες τους άιπό τό δρο σερό καί νόστιμο νερό του. "Εκαναν νά σηκώισουν τά κε φάλια τους όταν, σέ δέκα μέτρα άπόστασι δεξιά τους παρουσ ι άστηικε μ ι ά όπτασ ίία πού έμοιαζε μέ γυναίκα. Οί δυο φί/λοι κυττάχτηκαν. Καί ιστών δυανών τά μάτια καθρεφτιζόταν ένας άπειροντος θαυμασμός. Ό Μίικυ ξανακοίταξε προς τό μέρος τής σειρήνας κι* έ νοιωσε ξαφνικά πώς γινόταν
16
ΥΜΡΑΝΘΡύΠόί
αλαφρός σάν το πουλί. — Ό Αή Πό, ψιθύρισε στο φίλο του, τταρε κοντά της; Ό Αή ίΠο ξεκίνησε πρώ τος. Ή ότττσσίά αυτή τούς τραβούσε ισάν τό .μαγνήτη). Θυμήθηκαν ικαΐ οι δυο τη συμβουλή τού Σέρινταν νά πυροβολήσουν Αμέσως Ικ;άθε σειρήνα πού·θά παρουσίαζα τον :μπρσστά τους, όμως, έ νοιωθαν αδύνατοι νά τραβή ξουν τό πιστόλι και νά πα τήσουν τή σκανδάλη σκοτώ νοντας ένα τόσο ώραΐο πλά σμα πού έμοιαζε σαν νεράι δα. Δήν σκέφτηκαν πώς πί σω τους, τούς περί,μέναν οί φίλοι τους. Ή οπτασία τούς τραβούσε ολο ικαί πιο κοντά της, τούς πλημμύριζε μέ μια άγνωστη: χαρά, τούς με θούσε. Μπήικαν μέσα στο ήσυχο νερό τού ποταμού καί τήν α κολούθησαν. Παράξενοι φθόγ γοι |μουσικής ήχούσσν στ’ αυτιά τους κι5 έβλεπαν τά φύλλα των δέντρων νά αλλά ζουν κάθε τόΙσο χρώμα, σάν τά νε)ρά τού συντριβανιού στά πάρκα. «Έδώ είναι ό Παράδεισος, συλλογιζόταν στη μέθ)η· του ό Μίκυ. Δεν θά γυρίσω ποτέ μου στη ιΓή, 6/π καί νά γλ νη!» Ή σειρήνα προχωρούσε μπροστά τους καί τά πέπλα της άνρμιζαν στο φύσημα τού έλαφροΰ άγέρα. ,Κάθε τόσο >ύριζε καί τούς χαμογελού σε. Κάΐ σι δυο φίλοι, έτρεχαν νά τήν προλάβουν, χωρίς να κοετάλαβαίνουν πώς μ’ αύτα
τον τρόπο έπεφταν στά δί χτυα μιας τρομερής παγί δας... ΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Η ΝΑΝΣΥαρ ιχισε τά γ ε λιά. Ό Σέριν τάν γύ ρ ι σ ε καί τήν κύττα ξε παράξενε μένος. —Γιατί γ ε λιάς; τής ^είπε. λ — Μου αρέσει πολύ αύ τος ό --πλανήτης, Τζόε! Δεν θάθελα νά γυρίσουμε ποτέ μας στη Γή. Θά μείνουμε εδώ για πάντα! ^ Ό Σέρινταν ένοιωσε ένα ρίγος νά τρύ διαπερνά τή σπονδυλική ιστήλη. 9 Ηταν στα λοιγικά της ή κοπέλλα; Του φάνηκε πώς τά μάτια της; έλαμπαν παράξενα. Σέ ιμιά στιγμή, τήν είδε' νά θγάζηι τό πιστόλι της καί νά τό πετάηι μέ δύναμ ι προς τό μέρος τού ποταμού. — ιΝάνσυ!, ούρλιασε ό ντέτεικτιβ, τρελλάθηκες; — Δεν μοΰ χρειάζεται, τού απάντησε γελώντας ή κοπέλλα. Ό Σέρινταν πετάχτηΐκε ο πό τή θεσι του κάί προχώρη σε ^πρός τό μέρος τού ποτά μσύ, μήπως βρή τό πιστόλι. Φθάνοντας έκεΐ, είδε μέ κα'τάπληξιί' του πώς έλειπε ό Μί κιυ μέ τον Αή Πό. — Μίίκυ !, φώναξε. Δήν πήρε άπάντηισ^ καί τουρθε κάτι σάν τοέλλα.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Υπήρχε μιά σκάλα που ώδηγοΰςτε στο υπόγειο
27
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
I Μρισε τώρα τό βλέμμα του προς τό μέρος πού είχε αφή σει την αρραβωνιαστικιά του. Μά, ούτε ή Νάνου βρισκόταν στη θέσι της. — Νάνου!, ούρλιασε μέ άπόγνωσ ι. Νάνου ! "Ετρεξε λαχανιάζον τας καί φθάνοντας έκεΐ, κύτταξε ολόγυρά του. Δεν φαινόταν καγείς. Ούτε ή Νάνου, ούτε ό Μίκυ, ούτε ό Αή Πό. — Νάνσυ, Μ'ίΐκυ!, ξιαναφώ ναξε. Τέντωσε τ’ αυτιά του για νά άκρύση τις φωνές τους μά περίμενε «μάταια. Θρόμ βοι ίδρωτα άνάβλυσαν στο μέτωπό του κι’ ένοιωσε τό μυαλό- του νά στριφογυρίίζη μέσα στο κρανίο του ενώ ή καρδιά του χτυπούσε σαν τρελλή, Και τότε... του φάνη κε πώς κάποιος του μιλού σε. Μά... όχι, δεν ήταν φω νή αυτή πού άκουγε. 5 Ηταν κάτι φθόγγοι πού δεν τούς δέχονταν τ’ αυτιά του άλλα χαράζονταν ιμέσα στη σκέψι του. «"Ανθρωπε, του έλεγε ε κείνη ή φωνή, ο-ί φίλοι σου σέ άπαρνήθηικαν ολοι... "Αν θέλης έλα κι5 εσύ μαζί τους καί άπαρνήσου τή ιμακρυνή πατρίδα σου...» — "Οχι!, ιμούγγρισε ό ντέτεκτιβ. "Οχι! θά πάρω τούς φίλους μου μαζί μου! Δεν θα μείνουν έδώ! Σταμάτησε νά μιλάη. Φο βήιθηκε πώς θά τοελλαθή, Σέ ποιόν μιλούσε; Στον εαυτό τ>υ, ή σέ κείνη, τη φωνή πού δέν άκουγόταν καθόλου καί
χαραζόταν μόνο στή σκέψι του δπως χαράζονταν τά σή μιατα Μαρς σε :μιά κορδέλλα, «μέ τελείες καί στίγμα τα; «1 Πρέπει νά κρατήσω την ψυχραιμία μου, συλλογίΐστηκε. Μόνο ή ψυχραιμία μου θά ιμέ σώση». Τί/ έπρεπε νά κάνη τώρα; Τίποτε άλλο, παρά ^ νά άκολουΐθήση τά ίχνη τής Νάν συ. "Εσκυψε κάτω καί άρχιαε νά παρατηρή μέ προσοχή τό χώμα. Χρειάστηκε κάπου δέ κα λεπτά, ίσως καϋ πιο πά νω, ^ για νά άνακαλύψη τό τηρώτο ίχνος. Ήταν ένα σπα σμ.-ένο κλαδάκι. Μέ σκυφτό τό κεφάλι, προχώρησε σ’ έ να στενό μονοπάτι. Τά ίχνη· τής Νάνσυ τον άδηγούσαιν τώρα σίγουρα. Βάδισε κάπου μισή ώρα. Δέν μπορούσε νά τρέξη κΓ αυτό τον στενοχωρούσε. "Ε πρεπε να περπατάη πάντα μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Τά ίχνη άφησαν τό μονο πάτι καί ακολουθούσαν μιά χα|μηλή πλαγιά. Σ’ ένα ση μεΐο ό ντέτεκτιβ άναγκάστηκε νά σταμίατήση, *Ένα πα γωμένο -Χέρι τού ψούχτιασε την καρδιά. Μόλις εκείνη τή στιγμή κατάλαβε πώς τά ί χνη πού ακολουθούσε δέν ή ταν τής Νάνσυ. Είχαν σχε διαστή από ένα αντρικό πα πούτσι! «Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Τί ζητούσε ένας άν τρας έδώ; *Ένας άντρας πού μόλις πριν λίγη ώρα είχε ττε
,&άσέι γιοοτι τά ίχνη του ή ταν νωπά ικΓ ευδιάκριτα; Μια σκεψι του ήρθε στο νοΰ καί τού ψάνηκίε λογική. Μπορεί 6 άνθρωπος πού πά τηισε έδώ νά ήταν κάποιος από τά μέλη, τής Γαλλικής έπιιστημίονικής, ^ αποστολής! Δεν χωρούσε άλλη έξήγησι. Έπρεπε λοιπόν νά προχωρήσηι στο δρόμο που είχε πάρει. Τά ίχνη . τον ^ (οδήγησαν στο στόμιο μιάς σπηλιάς. Ό Σέρινταν κοντοστάθηιχε στο άνοιγμά της. "Ενας θά μνος σκεπαζιε την είσοδό της. "Εκανε νά πσραμερίίση: ^τά κλαδιά, όταν * μιά σφαίρα σφύριξε άνστριχιαστικά λί γο πιο πέρα άιπό τό αυτί του κι5 ό θόρυβος από τον τπυΐρο'βολ ισμό άντ ιβιούΐσε μ έ σα από τη σπηλιά. Ό ντέτεικτιβ πήρε μιά τούμπα καί βρέθηκε ξαπλω μένος στο έδαφος, <μέ τό πι στόλι στο χέρι του καί τό δάχτυλο στη σκανδάλη. « ? Ητ αν π ιοταλι Γ ήΐνο, συλλογίστηκε. Ό άνθρωπος πού μου έρριξε θά πρέπει γ άνηικη στη χαμένη αποστολή. Γ ιατί νά |μίέ πυροβόληση, ό μως;» "Έμεινε γιά λίγο διστακτι κός κι5 έπειτα φώναξε /με ό λη του τη δύναρι: — ;Έ!... "Αν είσαι Γήϊκός κι5 έπειτα φώναξε μέ όμή φοβάσαι! "Αλλες δυο σφαΐριες σφύρι ξαν δαιμονισμένα κΓ ο.ι πυρο βολισμσί έσπασαν τη νεικ,ρική ησυχία που βασίλευε στο
Φαντασμαγορικό αυτό τοπίο. ^ Ό Σέρινταν έσφιξε^ ,μέ θυ μό τά χείλη του. Πιο ιός διά βολος πυροβολούσε; — Έ!, ξαναφώναξε, είμαι Γ ήϊνος! Αυτή τη φορά δεν υπαδέ· χτηκαν τά λόγια του πυρο βολισμοί». Ό ντέτεικτιβ περίμΐενε κυητάζίοντας μέ άγωνία προς τήιν είσοδο τής σπηλιάς μέ^τό δάχτυλο πάντοτε σμι γμένο στη σκανδάλη. Σέ λί γο είδε τά κλαδιά του θά μνου νά κινούνται καί άνάμε σά τους νά πιροβάλη ένα κε φάλι Γήϊνοιυ (μέ άξύριστο πρό σωπο καί ιμέ αχτένιστα μ,αλλιά καί μέ μάτια πού έλαμ παν από τον πυρετό του φό βου καί τής άγωνήας. — Έδω εΐιμαι!, φώναξε Γαλλικά ό Σέρινταν. Ό άνθρωπος τινάχτηικε α πότομα καί σήικωισε τό πι στόλι του. Τό κατέβασε ό μως αμέσως καί παραμερί ζοντσς τά κλαδιά, βγήκε ό λος έξω. Τά ρούχα του ήταν καταξεισκισμένα καί βρώμι κα. ,Ό ντέτεικτιβ σηκώθηκε, βάζοντας τό πιστόλι στην τσέπη του. — Εΐιμαι φίλος, τοΰ είπε. © ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΘΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ πού έ μοιαζε περισσότερο ,μέ φάν τσσμσι, άφησε μιά άναρθρη κραυγή καί ώρμηισε Κατα πάνω του. Ό Σέρινταν έτοι μάστηκίε νά άμιυνθή, κατάλα βε όμως γρήγορα ,πως δέν
¥ΗΕί>ΑΝβΡήί15ί υπήρχε κανένας φόβος. Είδε τό πιστόλι του νά πέφτιη ά1τνό, τά χέρια του, να τον πλιη σιάζη τρικλίζοντας καί να τον άγκαλιάζη:ί —■ Προς Θεού!, βόγγηξε το ανθρώπινο φάντασμα, σώστε με„ πάρτε με μαζί σας! ^Μήν προχωρήτε πιο πο λύ, σάς περιμένει καί σάς ό θάνατος. 3Από τά μάτια του έτρε χαν άπειρα δάκρυα κι5 ό Σέ ρινταν ένοιωσε την καρδιά του νά σφίγγεται από οίκτο. Προσπάθησε ινά τον καλμάρη: — Ησύχασε, του είπε τρυ φιερά/ κιάθησε να μου πής τί συρ βαίνει. Σοϋ υπόσχομαι πώς θά σέ βοηθήσω. Ό άνθρωπος άρχισε νά κλαίει και σωριάστηκε βαρύς σέ μια πέτρα. Δίπλα του κάθηισε κι3 ό Σέρινταν. -— θέλω νά ιμου πής τί συμβαίνει ά αυτόν τον πλαϊνή ττγ, του είπε. Νά ιμου τά πής όλα από την άρχή. Είσαι α πό τό πλήρωμα τής Γαλλικής έπ ιστημονιικής άπαστολής; — Ναί, έκανε αργά ό άλ λος. Μέ λένε 'Ανρύ Γκιγιόν. Είχε δίκιο ό αρχηγός μας ό ταν ιμάς έλεγε νά φύγουμε. "Αν τον είχαμε ακούσει θά είχαμε σωθήι. Μάς φαινόταν Ομως παράδεισος τούτος ό πλανήτης ένώ δεν είναι παρά ιμιά κόλιοασις. — Ποιος τον κατοικεί; ρώ τησε περίεργος ό Σέρινταν. — Κάτι παράξενα πλά σματα πού μοιάζουν ,μέ νε ράιδες. "Όταν τις βλέπεις,
θ_έλεις νά τις άκολουθηισήφ Σε παρασέρνουν μ3 αυτόν τον τρόπο στην πολιτεία τους πού δέν απέχει ττολύ μακρινά από δώ. "Εχεις δια βάσει γιά τη ,μάγισσα Κίρ κη πού μεταμόρφωσε σέ χοί ρρυς τούς ανθρώπους πού ψι λοξενουσε; Κάτι τέτοιο εί ναι κι3 αυτές. Σέ μαγεύουν καί δέν ο3 αφήνουν νά εγκα τάλειψης τον πλανήτη τους. Δεν σέ μεταβάλλουν βέβαια σέ χοίρους, όμως... — "Ομως, τί1; ρώτησε α νυπόμονος ό Σέρινταν. — Δέν ξέρω τί γίνεται... Νοιώθεις ^ πώς πεθαίνεις, μέ ρα μέ την ημέρα έξασθενίζε ται ό οργανισμός σου, κατα λαβαίνεις ότι άν ιμείνης σ’ αυτό τον πλανήτη, δέν θά ζήσης γιά πολύ, δέν μπο ρείς ρμως νά φύγης! Κάτι σέ κιρατάει γερά εδώ! Σέ κρα τάει ό ίδιος ό Θάνατος! *Ω...1# όποιος κι3 άν είσαι γύ ρισε πίσω καί πάρε με μαζί σου στη Γή! — Που είναι τό άστροπλοιό σας; τον ρώτησε γι* άλλη ,μιά φορά ό ντέτεκτιβ. Γ ιατί δέν μπαίνεις νά φύΥΠζ;
^ — "Εχω ιμπή πολλές φο ρές μά δέν κατάφερα νά πα 'τήσω τό^ κουμπί των πυραύ λων. Μια μυστηριώδης φωνή μέ καλει νά γυρίσω πίσω. — Οί σύντροφοί σου τί σπέγινσν; —Οί μισοί έχουν πεβά· νει. Οί άλλοι γυρνούν σάν καταραμένοι άνάμεσα στον παράδεισο τού πλανήτη.,.
νϋέΡΑΝ®ΡβΠΟί ΜφιϊμΙνόυιν τό θάνατο νά τούς λυτρώση. «Πολύ περίεργα πράγμα τα συμβαίνουν εδώ, σκέφτηκε ό Σέ|ρινταν. Ένώ κιαταλίαβαί νουν πώς θά πεθάνουν, ικανέ νας τους δεν βρίσκει τό θάρ ρος νά ξεφύγη. Μου θυμίζει ό πλανήτης αυτός τή χώρα των Λωτοφάγων πού περι γράφει ό Όμηρος στην Όδύσσεια. Κι’ ό Πώλ 'Αρ^ούλ πώς κατάφερε νά φύγη αφού τό άστρόπλίοιό τους είναι ε δώ;» — "Οδήγησε μιε στην πο λιτεία τών σειρήνων, τον πα ρεκάλεσε. Τά μάτια του ανθρώπου άνοιξαν διάπλατα από τή Φιρίκηι. —Δεν μπορώ!, ψέλλισε... — Μη φοβάσαι μιά καί είσαι μαζί μου, τον διαβε βαίιωσε ό Σέρινταιν. Θά πόλε μήσω μέ σποιονδήποτε έχθρό’. Πρέπει νά μέ βαηθήσης νά βρούμε τούς φίλους σου καί τούς δικούς μου. Γιατί κι’ έγώ έχασα πρίν λίγο τρεις φίλους μου... "Ενας ρόγχος πού ^άντήχη, σε από τό μέρος του συνο μιλητή του, τον έκανε νά σταματήση,. Γύρισε νά τον κυττάξη κάί'... ένοιωσε τό/ αί“ μα νά παγώνη; στίς φλέβες του, ένώ οΐ τρίχες της κεφα λής του ώρθώθήκαν απτό τή φρίκη* Ό άνθρωπος στον ό ποιο μιλούσε, ήταν νεκρός! Ιό πρόσωπό του ήταν παρά ξένα συσπασμένο λες καί κά ποιο άόρατο χέρι του εΤχε σμίξει τό λαιμό.
Ό Σέρίντάν Τινάχτηκε όρ θιος καί κύτταξε όλόγυρσ του. Πώς πέθανε αυτός ό άνθρωπος; Μήπως τον σκό τωσε κανείς γιά νά μην προ δώση κάποιο από τά μυστι κά του; Ή πρώτη του δουλειά ή ταν νά παραμερίση τά κλα διά πού έφραζαν τό στόιμιο τής σπηλιάς. Μπήκε μέθα μέ^ προφύλαξη κρατώντας στο ένα χέρι τό φακό του καί στο άλλο τό πιστόλι. Προχώ ρηΐσε λίγα μέτρα καί σταμά τηρε άνατρ ι χ ιάζοντ ας. Δύο νεκροί άνθρωποι βρίσκονταν ξαπλωμένοι καταγής. ’Ήσαν κΓ αυτοί επιστήμονες από τή Γαλλική αποστολή. Βγήκε έξω μέ τό κεφάλι ζαλισμένο από χίλια δυο ε ρωτηματικά. Δεν ήξερε ποιος ήταν σ κίνδυνος πού απει λούσε κάθε Γήινο πού πάτου σε τό πόδι του σ3 αυτό τον πλανήτη·. Οί σειρήνες, ή μή πως τίποτε άλλίο; ^ ^ ^
"Αφησε τό νεκρό καί ξεκί νησε γιά την πολιτεία πού διαγραφόταν στο βάθος.."Ι σως έκεΐ νά έβ|ρισκε τους φί Αους του καί την άπάντησι στο έρωτημίατ ικό πού τον βασάνιζε. Θά βάδισε περί· που μιά ώρα. Κατάκοπος, πνιγμένος στον ιδρώτα, έπι* τέλους έφθασε. % Ή πολιτεία, δέν ήταν πα ρά μερικές καλύβες, μεγάλες σάν σπίτιια . κάί πλεγμένες από πολύχρωμα καί πλατεία ψύλλα δέντρων, πού δημιουρ γουσαν μιά παραμυθένια σνν
¥ΗΐΡΑΝθΡήηό£ θεσι που μάγευε τό μάτι. Μέ τό δάχτυλο έτοιμο στη σκαν δάλη καιί μέ την ψυχή γεμά τη· αγωνία;, ό Σφινταν πλη σίαζε. Είχε την έντύπωσι πώς ζούσε σ’ έναν πραγματ ΐικο παράδε. ισο, πν ι γμ ένας στο παιχνίδισμα των φαντα στικών χρωμάτων που υπήρ χαν παντού. Ό νους ταυ ό μως δεν ξεχνούσε πώς μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο, πα ραμόνευε ένα αίνιγμα, ένας άδυσώπη,τος και τρομερός θάνατος. Φωνές ικάΐ γέλια τόν^ έκα ναν να προσ ανατολιστή για που θά βαδίίση. Οι φωνές ηρίχονταν άπό την πιο μεγά λη, καλύβα. Π,ροιχώρησε ^ μέ κιο|μμ(ένηι τή(νι (άνάσα. < Βρήκε μια τρύπα ανοιχτή, που θά την χρησιμοποιούσαν γιά πόρτα · και μ)πή|κε. Το θέαμα που άντίκρυσε, τον άφη,σε κατάπληκτο. Εί δε τη Νάνσυ μέ τό Μίκυ καί τό Λή Πό, καθισμένους πά νω σ’ ένα στρώμα άπό ^ανα παυτικά φύλλα, νά φωνάζουν καί νά γελούν, καταβροχθί ζοντας διάφορα είδη φρού των πού είχαν μπροστά τους. Σέ άπόστασι· δέκα μέτρων άπό αυτούς υπήρχαν μερικοί ανθρώπινοι σκελετοί καί, πί σω από τούς σκελετούς, ξα πλωμένες σέ στρώματα φυλ>* λων κι* αυτές, βρίσκονταν πέντε σειρήνες... Τό θέαμα ήταν τόσο άπρασδόκητο πού ό Σέρινταν (ΐ' δλη την ψυχραιμία ^του, εκανε πέντε λεπτά γιά νά συνελθη. Στο τέλος, άψησε
μιά βραχνή φωνή νά τού ςέ“ φυγή: —Νάνσυ! Οί φω'νές καί τά γέλια σταμάτησαν. Ή Νάνσυ στρά φηκ'ε προς τό μέρος τής φω νής κ,αίί βλέποντας τον Σέρι-ν ταν πετάιχτηκε άπό τη θέσι της κι5 έτρεξε νά τον άγκαλιάιση. — Τζόε!, τού είπε κλαί'γοντας, πάρε με από δώ, πάμε νά φύγουμε Τζόε! Πρέ πει νά γυρίσουμε στη Γή, Τζόε! Ό Σέρινταν τής χάϊδεψε τά μαλλιά μέ συγκίνηρσ. — Ησύχασε Νάνσυ, την παρηγόρησε. Πες μου τί σου συμβαίνει; Γιατί μέ άφησες κΓ έφυγες; * — Δέν τό ήθελα Τζό! , κλαψούρισε ή νέα. Κάτι μέ τραβούσε προς την πολι τεία... Νοιώθω πώς έχω ^ με θύσει άπό χαρά, μά μ5 έχει πλημμυρίσει ένας τρ ελλάς φόβος πώς θά πεθάνω! Πρέπει νά μέ σώσης Τζόε! Τη στιγμή εκείνη πλησία σε κοντά τους ό Λή Πό. —4 Αλλο, Τζόε!, έκανε χοροπηδώντας. Π έταξε αυτό τό πιστόλι πού κρατάς ^ στα χέρια σου. Έ6ώ δέν υπάρχει κανένας εχθρός. Δέν βλέπεις πού πέταξα κΓ έγώ τη σκού φ ια μιοιυ; Ό Σέ)ρινταν έρριξε μιά ματιά στο 4 Ελληνόπουλο, πού εξακολουθούσε νά τρώη μέ απληστία τά φρούτα καί αναρρίγησε. Τού φιάνηκε πώς τά χαρα κτηριστικά τού προ αώπου του είχαν τη σφραγί-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ δα του θανάτου... —Μίκι», του φώναξε, 5έν μέ βλέπεις; *
33
Τό 4Ελλτ>νόατου!λο γύρισε καί τον κύτταξε μέ ενα βλέ'μμα γειμάτο μΐαος...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
* Απαγοσεύετα ι
ή
Ανάδημοσ ί ευσ ι ς
,»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»>»» Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ Ν. ΝΟΜΙΚΟΝ, Χαλάνδρι, Για νά γίινης συνδρομητής του "Υπε ράνθρωπου, να παίρνης δηλαδή κάθε Εβδομάδα το περιοδικόν στό σττίΐτι σου έιτι 3 .μήνες,, θά χρειασθούν 27 δρχ. Σέ ττιεο ίίπτωσ ι πού Επιθυμείς την έγγραφή^ σου, στεί λε μου τό ποσόν Εντός έτη στο λής. προς τό περιοδικόν «Ύπερανθοωπο». Λέκκα 22. * Αθήνας. Ο X ΡIΣ ΤΟφΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, Παλαιομέτοχον Κύπρου; "Ελαβα ιμιε χσοά μου τό γράμμα σας. Δυ στυχώς ο! "Αγγλ'οι δεν έττητρέ πουν την κυκλοφορία του Μ ίκαρου "Ηρωος στηιν Κύπρο. ΈΕαίρεσι ς νίνετάι μάναν για τον 4 Υπεράν θρωπο, ό’ όποιος κιυκλσφοοεϊ έλεύθερα έκίεΐ. Παά άλες τίς^ ένέρτγειές μαρ, στην Βρεταννική Πρε σβεία, καί τίς διαμαρτυρίες μας, γιά, τήν άπαγόρευσι τής κυκλο φορίας του Μικρού "Ηοωο ς, Ε υπαθή· αδύνατον να έπιπτύχουμιε τήιν έπσ,νακιυκιλοφορ ίαιν του στηιν Κύπρο. 4 Ο μόνοι ς* τρόπος είναι νά έίγγρσφητε συνδρομηταί. ΓΓ αυ τό και πρέπει νά συστήσετε στους φ ίλους σας^ τήιν ^έγγραφή τους ώς συνδρομητών του Μίικρου "Ηοωος. 4 Η συνδοομή. ενός μτνός είναι Υλλ τής Λίίρσς Κύπρον. Για τ,ριεΤς μήνες, είναι μίση λί,ρσ, καί γιά εξ μΐηνες είναι 1 λιιρσ. Σ,τεϊλιτε ·μου τό ποσόν εντός άπληρ έπιστολής, σιτη διεύθυνσι κ. Γεώα νιόν Γεωργ'άδηιν, Αέκικσ 22, * Α θήνα ο. 'Η άξια ένός τόμου μαζί ιυέ τά ταχυδρομικά, είναι 1)3 τής λ’ίααρ Κύποου. Ο ΦΩΤΗ ΚΕΑΕΜίΕΙΝΗ. Ξάνθη: , Πιοό καιρού έλα βα μπά επιταγή σομ έκ δοτχ. 22. 50, γωρίς Εκτοτε νά λάβω Επι στολή σου^ που νά μου γοάφτς τό είδος των έντυπων* που ζήτας. Περιμένω νά ιιου άπαντήσηο σύν
τομα. ο ΘΕΟΔΩΡΟ ΚΟΥΤΖΟΥ-
ΚΗ, Νέα Παλάτια: "Έκανες πο. λυ καλά πού μου Εγραψες. Καί ίμε αυτά που Εχεις πο.έπει νά εί σαι εύχασιστημένος Τί νά πουν ιμιςρ ι ικά . άλλα πα ίδιά; 0 Η καλύτε ρη, δουλειά είναι νά τό παίσνης τήν ήμερα που κυκλοφοοεΐ, διότι Ετσι Ε'γι&ΐς Εξασφαλισμένη τή σει ρά. Τά τεύχη ^πού σου λείπουν πωλούνται στά γραφεία μα η, πρό-ς 1.40 δρχ. Εκαστον. Τά*τεύ χη θά σταλούν όπωσδήποτε ταχυδοομικώο. 'Εάν Εχης άντίορησι, νά άπαταθης στο Ποάκτοοεϊο της πεο'Φερείσς σου καί αύτίό θά άναιλάβη τηιν παραίγγελ ία. Εΐμαι ■βέβαιος γιά τά^ αίσθηματά σου καί σου συνιστώ νά σκέπτεσαι πάντοτε τό Τδιο. © ΜΑΡΚΟΝ ΡΑΠΤΗΝ, Αθήνας; Σου Εστειλα τον τόυο. ’ΕλπίΖω νά τον Ελαθος. ό ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΑΛΕΡΤΖΙΔιΗ.^ Μυτιλήνη: Ή β'βλ’οδεσία όνος τόμου 4Υπεράνθρωπου κοστίζει 5 δρχ. Στο ποσόν σύτό θά ποέπει νά προσθέσετε καί τά ταχυδρομικά Εξοδα, πού είναι 2 δριν. γιά κάθε τάικν. αΗ ταυτότης του "Άττιοοναύτη δίνει Εκπτωσι 30% γιά δ,τΐ' άγο.οάζετε άπό τά γοαιφείσ μας. 'Η βιβλιοδεσία των τόπων δέ/ν παίρνει Εκιπτωσι, καί τούτο διότι γίνονται έπί παοαγγτλία. καί σύτό μόνον πιρός γάοιν τών αναγνωστών μας, που έπ'θυιιούν νά σντηυστίσαυν την 6'βλιθθήικη του 1 Υπεράνθρωπου. 01 τόιμοι είνα' χρυποπανάδετοι καί Ε χουν .μπλε χοώυα. Σέ πεσίπτωσι πσοοπνγελίας νά ,μή στείλης την ταυτότητα. Διαβίβασα τούς χαι ρετισμούς σου στο Μίκυ κσί σ’ εύχοαριστεϊ., Μου είπε δε δτι θά κάνη τό κάθε τι γιά νά σάς εύχαριστήση,
Π. Πετρ.
Ι^ηπηΠΠΓΪΤδ'ίΓδΤΓ^δϊΓϊδ'δΐΤΓΓ^^ΪβΤΟΤίΤΒ^’ϊΓ^Ο'ΒΤϊΤίΤΓϊ'Ιί'
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΕ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 — ΑΡΪ0. 19 — Τιμή δραχ. 2 ·*
Δημοσιογραφικός Δ)ιντής: Στ. Άνευοδουράς, Φαλήρου 41, 01κονοιμικος Δ)ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενος τυτπογιρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Τατασύλων 29 Ν, Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΤ1ΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην Λέκικία 22 Αθήνα ι.
ϋ-5_5_5ΐα 2
Στο επόμενο τεύχος τού «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ», τό 20, πού κυκλοφορεί, μέ τον τίτλο
ό Υπεράνθρωπος αστροναύτης ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν, κατορθώνει νά λύση τό μυστήριο τού πλανήτη πού μοιάζει μέ παράδεισο και που δεν είναι παρά μια παγίδα θανά του για τους Γήϊνους που τον έπισκέπτονται. Στο τεύχος αύτό, ό σοβαρός καθηγητής τής αστρονομίας τού Πράτ, Αή ΠόΛ άποφασίζει νά ένκαταλείψη τούς φίλους του καί ό Σέρινταν αναγκάζεται νά τον δέση γιά νά τόν πάρη μα ζί του !
Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ. ΜΑΧον -ΘΑ βνθΙΧΗ ΤΗ ΖΟνΓΚΛΑ £Ε ^ Τί&Ο ΠΟΛΕ-ΜΟ, ΑΝ ΛΕΝ 1Κ.ΤΟΝ Χ.ΤΑΜΑΤΗΧ2 ... Λί
■Ι&
% 1Γ Η|Β 'β'
\ \
ψ
ν’ *
λ
ι
ίηζΛί
.·
^
ι
· ι Μ
ίίΐι V Γ
' Λ *} 1
V « , /
^ ϊ γ κ>ι3"»
ΤΪΑΜΕ ' Ι\ΡΕΠΕ1 ΝΑ ΔΟΖΟΥ ΜΕΕΝΑΤΕΛΟΧ! _ Η
Α
ΤΟ ΜΕΤΑϊν,Ο ΜΑΧΟν ΓΚΕΝΤΡΩΝΕ» ΤΟνχ «ΟΛΕ ΜϋΤΕ-Ε τον 1 ... _
δ
...
1 ·ΤΓ ^“ν»
9οϊ3ΑΧΤΕ ΤΙΧ ΤΙΓΡ&Ε ΤΗ ΪΑΝΘ-ΗΧ ΠΡ1ΓΚΙΠΙ ΧΧΑΧ·. <£ΧΩ ΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟ...
ΟΛΠΗΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ Ο ΠΛΑΝΗΤΗΧ Τ©Υ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΕI -ΝΑ I πολύ παράξενη) αλ λά καί δρα}μ αττική ή θεσι του άστροναύτη ντέτεκτιβ Τζόε Χόρινταν καί των φίλων του. "Έχουν ερθει σ5 εναν άγνω στο και παραδεκτόν ιο πλανή τη, ώδηγηρέιναι από τό ημε ρολόγιο του επιστήμονα Πώλ Ή φλόγα τής ακτίνας τύλιξε τό συχαμένο πλοκάμι...
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Άρναύλ που βρήκαν νεκρό στο Διάστημα (*) γιά να σώσουν τους συντρόφους του που τους Απειλεί ένας αγνω στος κίνδυνος. Στον πλανήτη αυτόν κατοικούν μερικά πλάσυστα που ιμοι όζουν με γυναίκες πεντάμορφες σά νε ράΐδες. * Ενώ άποβ ι βάστηκαν στον πλανήτη, οί φίλοι του Σ είο ινταν τον έγκατέλ ε ι φαν χωρίς λόγο, παρασυρμένοι, ποιος ξέρει άπό ποια δύνα μη π,ρός τόν πολιτεία των σειρήνων. Ό ντέτεκτιβ έπει τα άπό άοκετές προσπάθει ες τούς βρίσκει σέ μια άπό τις καλύβες τής πολιτείας να καταβροχθίζουν διάφορα φρούτα έλώ απέναντι τους βρίσκονται πέντε σειρήνες και άνσιυεσά τουΐς αρκετοί ανθρώπινοι σκελετοί. Ή Νάνου. βλέποντας τον Σέοινταν να μπαίνη στην είσοδο, τρέχει νά τον άγκαλιάση. υέ κλάματα. — Τζόε!, τόν παοαικαλεΐ, πάρε με άπό δώ. πάμε νά φύγουμε Τζόε! Πρέπει νά γυ ρ-ίσουμε στη Γή! Τη στιγμή εκείνη πλησιά ζει κοντά τους ό Λή Πό. — "Αλλο*, Τζόε!, κάνει χοροπηδώντας. Πέτα δε αυτό τό πιστόλι που κρατάς στά χέρια σου. Έδώ, δεν υπάρ χει κανένας έχθρός... Ό Σέοινταν ρίχνει μιά ματιά στο 1 Ελληνόπουλο που έξακολ-ουθεΐ νά τρώη μέ ά(*) Διάβασε το προηγούμενο τιεΟχος τοΟ «'Υπιερσινθρώττου», τά 19, πού Εχει τόν τίτλο: «Ή βασί λισσα τ&μ *Αστρων%>>
πληστία τά φρούτα καί νοιώ θει ένα ρΐγος νά διστρέχη τό κορμί του. Του φαίνεται πώς τά χαρακτηριστικά τού προ σώπου του έχουν τή σφραγίδα τού θανάτου. — Μίικυ, τού φωνάζει, δεν μέ βλέπεις; Τό 4 Ελληνόπουλο γυοίζε ι κάί τόν κυττάζει μέ ένα δλέίμ μα γεμάτο μίσος. Έπειτα, τά σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του χαλαοώνονται άπόΐτομα κι* αρχίζει τά κλάματα. — Μή μέ παίίρνετε μαζί σας, κύριε Σέρινταν, τόν πα ρακαλεΐ. Θέλω νά μείνω και νά πεθάνω έδώ! Στο λαιμό τού Σέοινταν κάθεται ένας κόμπος. Ή Νάν συ τόν παρακαλεΐ νά φύγουν κι3 ό Μίκυ τόν ικετεύει νά μή τόν πάοη μαζί του! Πλησιάζει κοντά του καί κάθεται δίπλα του, χαϊδεύ οντας μέ στοργή τό παιδικό του κεφάλι. Ό Μίκυ ησυχά ζει κι* οργίζει πάλι νά τρώη, λαίμαργα τά φρούτα πού έ χει μπροστά του. Ό Σέριν ταν χωρίς νά άφήση τό πι στόλι άπό τό χέρι του, κόττάζει τις σειρήνες. Κάθον ται άμίίλιηιτες καί τούς κυτ τάζουν πεοίεργα. "Έχουν μά τια σκιστά καί μοιάζουν μέ Γιαπωνέζες. Φορούν ή κάθε μιά κι* άπό ένα πέπλο δια φορετικά) χρώματος. Μά τά πέπλα τους δεν εΐναι άπό ύ φασμα άλλα άπό διαφανή χρωματιστά φύλλα, τόσο λε τττά πού μοιάζουν μέ μετάξι. "Έπειτα τό βλέμμα τού ντέ*
νηερΑΝΘΡηποι
τεκτιβ πέφτει στους σκελε τους και άνκχτρι χιάζει. Ποιος ξέρει τί τρομερό θάνατο νά βρήκαν αυτοί οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτή την καλύβα... Μήπως τούς σκότωσαν αί ί διες οι νεράιδες; Νοιώθει ένα χέρι να τού προσφέρη κάτι, Είναι τό χέ ρι τής Νάνσυ καί του πραοφέ ρει ένα καθαρισμένο φρούτο. Ό Σέρινταν τό παίρνει καί τό βάζει στο στόμια του. Τέ τοια νοστιμάδά δέν έχει δοκ,ι μάσει ποτέ και σέ τίποτε! Τό καταβροχθίζει κάΐ ζη τάει καί δεύτερο. . Έτοιμάζε ται νά τό ψάη κι* αυτό/ ό ταν ξαφνικά σταματάει λες καί καρφώθηκε μιά επίμονη, σκέψις στο ναύ του... Ή Νάν συ τον κυττάζει περίεργη. — Γιατί δέν τό τρως; του λέει. Στο μέτωπο τού ντέτεκτιβ άναβλύζουν σταγόνες ίδρωτα. Τό πρόσωπό του έχει πάρει μιά παράξενη, σύσπασι καί τά φρύδια του σουφρώνουνί —- Δέν σου αρέσει; τον παρακοολεϊ ή Νάνσυ καί δο κιμάζει νά τού βάλη τό φρούτο στο στόμα. Μέ μιά απότομη, κίνησι τό παίρνει άπό τό χέρι της καί τό πετάει μακρυά. Έπειτα σηκώνεται ολόρθος καί ουρ λιάζει: — Μην τρώτε άλλα! Πρός θεού μην τρώτε! · Τρία ζευγάρια μάτια τον κυττάζουν παράξενα. Κανείς τους δμοος άπό τούς τρεις φί* λσυς δέν τόν υπακούει. Ό Λτΐ Πό άρπαζε ι ένα φρούτο πού
ϋ
μοιάζει μέ παραγινωμένη ντομάτα καί. τό πετάει στο στόμα του, καταβροχθίζον τας το αμάσητο, μέ κίνδυνο νά ττνιγη. — Σάς είπα νά μην φά τε!, ουρλιάζει πάλι ό Σέριν ταν. Θά πεθάνετε όλοι σας, τό καταλαβαίνετε; Τά φρούτ α^ π ερ. ιέχουν δηλητήρ ιο! Σάς διατάζω νά σταματήσε τε ! Οί φλέβες στο λαιμό του φουσκώνουν άπό την αγωνία καί ό ίδρωτας τρέχει τώρα σάν ποτάμι άπό τό μέτωπό του. Βλέπει πώς κανείς δέν τόν υπακούει, ούτε κι5 αυτή ή Νάνσυ άκομηι. Τού έρχε ται κάτι σάν τρέλλα. Μέ τό φρούτο πού δοκίμασε, κατά λαβ»ε πώς περιείχε ένα δρα στικό δηλητήριο, τά μάτια του θάμπωσαν καΐ_ τό μυαλό του^ ζαλίστηκε. “έρει τώρα ποιος είναι ό μυστηριώδης θάνατος ^ πού απειλεί κάθε Γήινο πού πατάει σ’ αυτόν τόν πλανήτη,. Δέν είναι οί σειρήνες άλλα τό δηλητή ριο! "Ενα δηλητήριο πού υ πάρχει ^στά φρούτα κΤ ίσως καί στον αέρα ακόμα! ,— Νάνσυ, Μίκυ, πάμε νά φύγουμε!, φωνάζει. Ή Νάνσυ ξαπλώνεται πά νω στο (μαλακό στρώμα των φύλλων καί αρχίζει τά γέ λια. — Νά φύγω άπό δω; λέει. Όχι δά! Δέν τό κουνάω ρούπι! Ό Σέρινταν άπελπίζεται. Καταλαβαίνει πώς οί φίλοι, του έχουν ιμισοτρελλαθή κι*
δτι πρέπει να ενεργήση, τό γρηγορώτερσ για ^ νά τούς σώση και νά σωθή^καί ό ί διος. Κάθε ώρα ζωής στον πλανήτη, αυτόν, ισοδύναμε! μέ αυτοκτονία. Δεν χάνει τον καιρό του σέ σκέψεις. 'Αρ“ πάζει τό Μίικυ και τον βγά ζει έξω από την καλύβα. Ό Μίκο φωνάζει και διαμαρτύ ρεται μά ό Σέριντοον τον κρα πάει γερά και τρέχει. Έχει σκοπό νά τον φυλάκιση στον «Πρωτέα» κι5 έπειτα νά^ γυρίίσηι γιά νά πάρη ^ καί τή Νάναν μέ τό Λή Πό. Φτάνει καταέδρω μ έ νο ς στον «Πρωτέα» καί ^ κλείνει τό Μίκυ σ’ ένα μικρό δωιματιάκι, κλειδώνοντας την πόρ τα. Έπειτα γυρνάει ^ τρέχον τας στην πολιτεία των σειρή νών.Μέ πολύ κόπο καταφέρνει τή Νάνσυ καί τό Λή ΓΙό νά τον άκολοοθήσοιΛν, λέγοιντάς τους τάχα πώς βρήκε έ να μέρος οπού είχε υπέροχα φρούτα. "Οταν ψβάνη κοντά στο άστρόπλοιο, αναγκάζε ται νά τούς βάλη διά τής βί ας καί τούς δυο μέσα. — Κύριε Σέρινταν!, δια μαρτύρεται ό Λή Πό, αφήρ στε ιμε νά βγω γιατί θά τά κάνω όλα γυαλιά καρφιά ε δώ μέσα! Σηκώνει τις γροθιές του νά χτυπήση τά λεπτά όργανα πλεύσεως. Μέ μιά γροθιά ο 1 έρινταν τόν βγάζει νόικ—-ά ουτ καί αναγκάζεται νά τόν δέση γιά νά μείνη, ήσυχος. "Έπειτα 6 ντέτεκτιβ βγαίνει έξω καί άπό ένα δέντρο κό-
έναν καρπό. Σκοπεύει νά
τόν άναλυση γιά νά βεβάίωθή άν περιέχη δηλητήριο ή όχι. ΞΑΦΝΙΚΗ ΕΠ1ΘΕ£&£
]
ΤΟ ΑΣΤΡΟ ΠΛΟΙΟ έχει έγκατοαλείψ ε ι τόν πλανή τ η του θανάτου καί κατευθύνεται πρ ό ς τ ή Γη. Ή άνάλυ σις πού έκανε ό Σερ ινταν στο φρούτο καί στον ατμο σφαιρικό αέρα απέδειξε πώς όλα στον παραιδετσένιο αυτόν πλανήτη; είχαν μολυνθή άπό ένα άγνωστο δηλητήριο που έμοιαζε μέ ναρκωτικό. Οί Γή ϊνοι πού άνάπνεαν ή έτιρωγαν κάτι, πάθαιναν μιά άργη ^δη λητηρίασι καί βάδιζαν άρ^γά άλλα σίγουρα προς τό θάνατο. — Υποπτεύομαι πώς ό λοι οι Γάλλοι θά πέθαναν/ λέει σέ μιά στιγμή ό ντέτεκτιβ στους φίλους του πού έχουν συνελθεί έπειτα άπό μιά ένεσι πού τούς έχει κά νει. Ή αποστολή μας άπέτυ χε, ευτυχώς όμως πού άντιληφθήκαμε νωρίς τόν κίνδυ νο καί σωθήκαμε εμείς, — Πώς λέτε νά έφυγε ό Πώλ Άρνούλ; ρωτάει ό Μικυ. ■—- Θά χρησιμοποίησε καμ μιά άκατο—πύραυλο. Ό Άρ νούλ μπορούσε νά ψύγη ιμέ το άστρόπλοιο του, προτϋμη σε όμως νά τό άφήση μήπως τυχόν καί μετανοιώσουν οι φίλοι του. Κάποιος άπό τούς
ΥΠΕ^ΑΝβ^ηηόί
?
άπειρους μετεωρόλιθους δμως θά χτύπησε την άκατό του καί βρέθηκε νεκρός στο κενό για να τον συναντήσου με τυχαΐα εμείς. Θά συνδεδω τώρα με τον Χόιβάρτ για νά του αναφέρω τά άποτελέ
Μια φωτεινή δέσμη ξεκίνησε άπό τον ιπτάμενο δίσκο.
σματα τής αποστολής μα^. Πρέπει νά είδαποιηθή ή Γηϊνη Κοινοπολιτεία ώστε νά άποφεύγη τον άπηγαρευμένο αυτόν πλανήτη. Καταφεύγει στην ειδική καμπίνα πλεύσεως γιά ;νά δώση το σήμα, ένώ ό Μίκυ βγάζει τη φυσαρμόνικα κι’ ό Λή Πό άρχίζιει τό χορό·. "Ενα ξαφνικό τίιναγμα δμως^του «Πρωτέα», τον ρίχνει άνάσκε λα κάτω καί ό άνθρωπος του Πράτ -μένει αναίσθητος!
Ό Μίικυ κι3 ή Νάνσυ, πού χτύπησαν κι5 αυτοί από τό τίναγμα άλλα πολύ έλαφρά, κυττάζονται με απορία. Δεν προλαβαίνουν νά συνέλθουν άπό την έκπληξίι τους δταν άκούγεται ή φωνή του Σέιριντον: ^— Στΐο θέσεις των ττυρο βόλων γρήγορα! Ό «Πρωτεύς» χτυπήθηκε! Μέ δυό πηδήματα φθάνουν γρήγορα στις θέσεις τους καί άπό τό διαφανές κουβού-
ΥΠ^ΡΑΝΘΡηηόΙ κλιο του άστράπλοισυ, διακρ ίΐνουν, σέ λίγη άπόοτασι μακρυιά τους, ενιοαν ιπτάμενο δίσκο νά απομακρύνεται μέ ΐλιγγιώδη ταχύτητα. Ό Μίκυ στρέφει τή μπούκα Του πυροβόλου του προς τον ι πτάμενο δίσκο κα!ι πατάει τη σκνδάλη,. Μια (μικρή άτσμική βόμβα διασχίζει το σκοτάδι του ' Απείρου καί σκάζει μ5 έναν έκκωφαντικό κρότο μπρο στα από τον ιπτάμενο δίσκο. Ετοιμάζεται νά πατήση για δεύτερη, φορά τη σκανδάλη δίαν ακούει πίσω του το ουρλιαχτό της Νάνσυ: — Φωτιά! Φωτιά!, τό άστρόπλοιο καίγεται! Ό ντέτεκτιβ αφήνει τή θέ σι του καί φθάνει κοντά της. Τό ίδιο κάνει κι3 ό Μίικιυ.Πυκνιός καπνός άρχίζε ι νά μπαίνει στο διαμέρισμα πού βρίσκονται. Μέ μιά καταπληκτική ψυχραιιμίΐα ό Σέρινταν πατάει ένα κουμπί στον τοίχο καί την ίδια στιγμή ένα πηχτό υγρό εκτοξεύεται παντού. Είναι έν(α υγρό που περιορί ζει τή φωτιά καί δον τήν αφή νει νά έξαπλωθη μέ ταχύτηΓ τα. — Χτυπηθήκαμε άσ χ η·μα!, λέει σέ μιά στιγμή,. Το νού σας στή φωτιά, νομίζω πώς... Δον προλαβαίνει νά τε λείωση, τά λόγια του. Πετά γεται από τή θέσι του καί σκύβει πάνω στο δείχτη ταχύτητος τού «Πρωτέα». Βλέ πει τον άρΐ'θμό που δείχνει ή βελόνα καί χλωμιάζει νεκρι
κά. Ή ταχύτητα^ είναι έλαχίστη! Καταλαβαίνει πώς τό βλήμα πού χτύπησε τό άστρόπλριό τους έκανε κά ποια βλάβη: στο· μηχανισμό έκτοξεύσεως πυραύλων! 5 Ανεβάκατεβάζε ι μερικούς μοχλούς ενώ από τό μέτωτο του στάζουν χοντρές σταγό νες ιδρώτα. Οι τέσσερις πύ ραυλοι ^ταύ «Πρωτέα» δεν λει τομργούν! Απομένει μόνο ό ένας. Μέ έναν πύραυλο ό μως μονάχα, θά μπορέσουν νά φθάσουν ώς τήν ελξι τής Γ θ'ζ; λ -αν ακυττ άζε ι τό δε ίικτη τής ταχύτητος. Ό «Πρωτεύς» τρέχίει μόνο μέ εκατό χιλιρμετρα τήν ώρα καί σέ λίγο θά σταματήση όπωσδή ποτέ! Γυρίζει στους φίλους του. Τούς βλέπει μέ τούς πυρο σβεστήρες στά χέρια νά εν τοπίζουν τις φλόγες πού α πείλησαν νά καταστρέψουν τό άστρόπλοιό τους. Άγωνί ζονταιι μέ αυτοθυσία!· Μαζί, τους βρίσκεται καί ό Αή Πό πού έχει συνελθεί άπό τή Αιποθυρί<α του. Τά μάτια τους λάμπουν άπό ικανοπαί ησι. ^— Δεν υπάρχει κίνδυνος!, λέει στον ντέτεκτιβ ή κοπείλλα. Ό Σέρινταν κουνάει τό κε φάλι του. — Υπάρχει κίνδυνος νά μείνουμε ακίνητοι στό 'Άπει ρο, τής απαντάει. Έπαθε βλάβη τό σύστημα έκτοξεύτ σεως πυραύλων. Μόνο ό ένας μάς άΐτομένει..*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Τα μάγουλα της Νάνου κι τρινίζουν καί τά μάτια της γουρλώνουν άττό τόν τρόμο. Ό ντέτεικτιβ ξαναγυρίζει στη θέσι του. Κυττάζει έξω από τό διαφανές κουβούκλιο και δεν διακρίνει τίττοτε. Ό μυστηριώδης ιπτάμενος δί σκος πού τούς χτύπησε τόσο ξαφνικά, είχε γίνει άφαντος. Σκύβει στα μηχανήματα πτή σ.-ως και διαπιστώνει πώς ή ταχύτητα Ελαττώνεται έπι κίνδυνα. Τό χέρι του πατάει μέ τη σειρά τέσσεοα κόκκινα κουμπιά. Δεν συμβαίνει τίπο τε απολύτως. Μέ τό πάτημα του πέμπτου κουμπιού όμως ό «Πρωτέας» ό,ριμά άπότομα μπροστά. Ό μοναδικός πύ ραυλος πού του άπορε ινε. τού ξανάδωσε την ταχύτητά του. Ώς πότε όμως θά κρα τούσε αυτή ή ταχύτητα; Ό Σέοινταν βυθίζεται σέ σκέψεις. Είχε μεταδώσει τό κείμενο τού σήματος στον Χό'βσρτ όταν ένοιωσε τόν «Πρωτέα» νά τραντάζεται ε πικίνδυνα, χτυπημένος άπό τό βλήμα του ιπτάμενου δί σκου. Γ ιαπί όμως τόν χτυπη· σαν; Σέ ποιόν ανήκε ό Ιπτά μενος δίσκος; . Βλέπει τούς φίλους του νά τον πλησιάζουν. Ή Νάνου υ πολογίζει την άπσστσσι πού τους χωρίζει άπό τη Γη. — ΕΤυαστε πολύ μακρυά ακόμη., λέει >υέ άπογοητευσι. Τί θά γίΐνη Τζόε; —. Δεν μάς άποιιένει πα ρά νά δώσουμε ,οτματα Σ. Ο.Σ. προς τή^ Γη καί νά ζη τήσουιμε βοήθεια» Υπολο
9
γίζω πώς σέ μια ώρα θά μεί νουμε άκίνητοι. Κατεβάζει ένα μοχ^ό- κΓ ετοιμάζεται νά δώση τό σή μα, άταν ιμιά βαθειά ρυτίδα χαράζεται ατό πρόσωπό του. Σκύβει καί εξετάζει τό μη χάνημα μέ ποοσοχή. Έπει τα γυρίζει καί κυττάζει τούς φίλους του. Τό βλέμμα του είναι πλημμυρισμένο μέ άπόγνωσι. ' — "Έχει χαλάσει!, τούς λέει. Τό απότομο τράνταγμα έσπασε άρικετά άπό τά λε πτά του μηχανήματα. Αμφι βάλλω αν θά καταφέρω να τόν διορθώσω. Θά προσπα θήσω αμως φίλοι μου... μην απογοητεύεστε... ^ ^ * Πέρασαν σαράντα λεπτά άνωνιας. Ή ταχύτητα του «Πρωτέα» είχε λιγοστέψει σημαντικά καί ό άσυρματός του δέν έλεγε νά διορθωθή μ5 όλες τις ποοσπάθειες πού κατέβαλε ό Σέριντσν. —ΕΤμαστ ε κ ατ αδ ισασμέ νοι !, είπε άνοστενάζοντ ας στους φίλους του. Δέν ύπάρι νει καμμιά. Ελπίδα σωτηαίας. Γλυτώσαμε βέβαιο θάνατο άπό τόν άπηνορευμένο πλα νήτη. γιά νά φυλακιστούμε στην άκινησία τού Άπείοου. Μάνο στήν τύχη μποοεΐ νά μάς άνακαλύψη κανένα πε ραστικό άστρόπλοιο. Διαφο ρετικά... ΚύτταΕε ό ένας τόν άλλο. Ή συμφορά που τους χτύττηισε έτσι Εαφνικά καί άποοσ δόκητα, τούς είχε τσακίσει. Τά μάτια τους καρφώθηκαν
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
στη βελόνα πού έδειχνε την -ταχύτητα του «Πρωτεα». Σέ κάθε λεπτό πού περνούσε γυρνούσε προς τά αριστερά. "Οταν περνούσαν τά είκοσι λεπτά θά κολλούσε στο μη« δέν. 5Από την ώρα αυτή, θάρχιζε τό παιχνίδι του θα νάτου στο θρυλικό άστροπλοίο τής διαπλανητικής α στυνομίας... ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΦΡΙΚΗΣ
ΠΡΩΤΟΣ ξε; ψώνισε ό Λ ή Πό. ^Εστρε ψε τυχαία τό κεφ ά λ ι του στην τηλεορατικ ή οθόνη του ρ α ν τ άρ και άντ'ίικρυσε ένα αντικείμε νο, κάτι σάν ακαθόριστη σκιά... Μέ τήν? καρδιά σφιγμένη, άττο την αγωνία, έσκυψε νά κ|' ό Σέρινταν. Πάνω άτγο το κεφάλι του έσκυψε και ή ^ Νάνσυ. ^ Τό χλωμό πρόσω πό της πήρε τό άσπρο χρώ μα του πανικού καί ένοιωσε ένα παγωμένο ρ?γο·ς νά διαπερνάη τό κορμί της. ,— Ήρθε τό τέλος μας, ψέλλισε. Εϋναι ένας ιπτάμε νος δίσκος!... Είδε τό πρόσωπο τού Σέ ρινταν νά στρέψη. προς τό μέρος της καί απόρησε^ βλέ ποντάς τον νά χαιμογελάη. λ— Γιατί γαιμογελάς; τον ρώτησε. Φοβάμαι πώς είναι ό Τδιος ό ιπτάμενος δίσκος πού μάς χτύπησε... ^ Ό ντέτεκτιβ κούνησε τό
κεφάλι του. — Κάνεις λάθος, τής α πάντησε ήρεμα. Ή,ρθε ή σω τηρία μας κΓ όχι τό τέλος μας. Ρίξε μιά ματιά στον χάρτη καί θά καταλάβης. Βρισκόμαστε στο στίγμα 0, 73... Ή Νάνσυ έστριψε τό βλήμ μα της προς τό μέρος τού ουράνιου χάρτη καί δεν άρ γησε νά καταλάβη, ενώ μιά κ.ρ αυγή ένθουσ ι ασμού βγήκε άπό τό λαρρύγγι της. — Ό πλωτός σταθμός νούμερο 31, έκανε (*). Σω θήκαμε! Ό Μίικυ αγκάλιασε τό Αή Πό άπό τή χαρά του κι* ^άρχισε νά χοιρεύη βάλς ενώ ό Σέρινταν χειριζόταν τά διά φορα πηδάλια ώστε νά ευθυγραμίμίιση την ττορεία τού (*) Οί έτπστήιμονες τής Γης μέτά τούς δορυφόρους έξοπτέλυσαν στο διάστημα τεράστιους πλωτούς σταθμούς, τους «μικρούς πλανήτες» όπως τους ώνόμασσν. Στους σταθμούς αυτούς μπορούσε εύκολα νά ποσσγειωθή ενα άστρότρλοιο, νά άνεφοδιασθή μέ πυραύλους ή νά δι όρθωση κάποια βλάβη του. ιΗ έττιφάνεια του σταθμού £χει περίπου τό μέγεθος ένός ποδοσφαιρικού γη πέδου, είναι σέ σχήμα· κυκλικό και πάνω του ζουν άνθοωποι, τεχνικοί και έτη στήμονες που δί νουν πολύ τιμες πληροφορίες στη Γή για τά ούαάνια φαινόμενα καί έξυπηρετούν κάθε άστρόπλοιο πού θά ποοσγε ιωθή σ’ σύτούς. *0 άναγνωστής πρέ πει νάχη ύπ* δψιν του πώς ή ίσ’τορία αύτή γίνεται τό^ΐ980, ήμέοομηνία που οί έπ «στήμονες τής Γής θά έχουν όπωσδήποτε εκτοξεύσει πλωτούς σταθμούς σέ άρκετή άπό στασι άπό τή Γή.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
«Πρωτέα» προς τον πλωτό σταθμό πού ασο πήγαινε και μεγάλωνε οπό καντράν τής οθόνης. Πέρασαν πέντε λεπτά όοκό μη. Ή έκρηξις ένας άνασχετι κοΰ πυραύλου τράνταξε τον «Πρωτέα» και λιγόστεψε πιο πολύ την ταχύτητά του. Με τό πάτημα ένός κουμπιού τεράστια αλεξίπτωτα ^ άνοι ξαν και τό θρυλικό και πλτΐ;\ ωμένα άστράπλο ιο, ζυγ ιάοτηκιε στο κενό σαν τό άρπα κτικό πουλί πού παρατηρεί ακίνητα σχεδόν στον αέρα τό θΰιμα του. Άκόιμη πέντε λεπτά πείρα σαν καί οί τρίποδες π.ροσγει ουσεως άκούμπηισαν στό .μέ ταλλο του πλωτού σταθμού. — Φορέστε τις συσκευές οξυγόνου!, διέταξε ό Σέρινταν. "Έβαλε μέ πυρετώδεις κι νήσεις τη δική του καί βιά οπηκε νά βγή πρώτος. ^ Κα θώς πατούσε στην επιφάνεια τού «τεχνηιτού πλανήτη» έ νοιωσε ενα κακό προαίσθημα νά τον κυριεύη... Δεν ει^ε 5ή κανέναν άνθρωπο νά τρεχη κοντά τους κι5 αυτό τόν παραξένεψε καί τόν έκανε νά άνησυχήση, Μέ μεγάλα πηδήματα^(*) έφθασε σ3 ένα μικρό φυλάκιο. (*) Μαικρυά άτπό την ελξι. τών πλανητών δέν υπάρχει βαρύτης και οί κινήσεις του ανθρώπου γίνονται πολύ εύκολα. Μπορεί τό ®να δήμία νά κλε'ίΐνη άττάσ τιασ ι πόντε και δέκα ιμέτρων. Τό ίδιο παρα= τηρείται και στους πλανήτες πού βδν δχονν Ατμόσφαιρα, 6τκ»ς ή Γή.
11
Βρήκε την πόρτα άνσιχτή καί πέρασε μέσα. Μέ τό πρώ το βήμα πού έκανε, έβγαλε άθελά του μια πνιχτή κραυ γή καί οί τρίχες τού κεφαλιού του [μέσα από τη συσκευή ο ξυγόνου, ώρθώθηικαν από τη φρίκη. Μέσα σ3 αυτό τό φυ λάκιο υπήρχαν σκορπισμένα δεκαπέντε νεκρά ανθρώπινα σώματα! Τό αίμα είχε πλημμυρίσει τό δάπεδο κι3 ή σκηνή ήταν κάτι περισσότε ρο από φρικιαστική καί τρο μερή. — θεέ μου! _ Ή Νάνου πού έφθασε ξο πίίσω του, δέν μπόρεσε κι1 αυτή νά συγικρατήση, τή <ρωνή της. Τά μάτια της έγι ναν πελώρια από τόν τρήμα, όπως έγιναν καί τού ΜίΙκυ με τού Λή Π 6. Ό Σέρινταν γονάτισε καί άναποδογ ύρ ισε έναν νεκρό·. 3Από τό φρέσκο αίμα τής πληγής του κατάλαβε πώς είχιε πεθαίνει πριν λίγη, ώρα. “Ολοι αυτοί οί άνθρωποι εί χαν δολοψονηθή (σ’ αυτό δεν χωρούσ ε άμψι βολ ία) πριν μια ώρα περίπου τό πολύ. Ποιος. τούς σκότωσε όμως καί γιατί; ^ "Έκανε νά σηκωθή όταν τό μάτι του, στό φώς τού η λεκτρικού πού κρεμόταν α πό την οροφή, διέκιρινε μερι κές αίμστινες κηλίδες στον λευκός τοΐχο τού φυλακίου. Πλησίασε από περιέργεια κοντά. Δέν ήταν κηλίδες ό πως πίστεψε αλλά γράμμα τα. Τά είχε γράψει ένα δά χτυλο βουτηγμένο στό αΐ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ μα. Φαίνεται πώς κάποιος απ' δλους αυτούς δέν πέθαν-ε αμέσως και πρόλαβε νά χαράξη ένα .μήνυμα στον τοίχο, χρησιμοποιώντας γι ά μελάνη το ίδιο του το αίμα. Κ αί τό μήνυμα αυτό, έγρα ψε: «Οι κακούργοι θά προσ γειωθούν στους καταρράκτες του Νια...» Έδώ σταματούσε τό μήνυΐμα. Δεν χρειαζόταν στον Σέρινταν νά καταλάβη ^σέ ποιους καταρράκτες εννοούσε το κομμένο στη μέση άπό τό θάνατο μήνυμα. Ασφα λώς στους καταρράκτες του Ν ι αγάρα. Αναποδογύρισε τον ανβρω τγο που βρισκόταν πιο κοντά στη μακάβρια επιγραφή. ^Η ταν νεκρός άπό μιά σφαίρα π·.σταλιού στην πλάτη. Ό δείχτης του δεξιοϋ του χε ριού πού τον χρησιμοποίησε για πέννα, ήταν κατακόκκινος άπό τό αΐ,μα!.. Ό ντείτεκτίβ βγήκε έξω ά πό τό δωμάτιο τού θανάτου άνατριχιάζοντας. Χίλια ερω τηματικά φτερούγιζαν στο νού του. Ποιος; Γιατί; Είχε νά ώψεληθή τίποτε ό κακούρ γος που δολοφόνησε όλο τό προσωπικό του πλωτού στα θμού; Ποιο σατανικό καί κο λασμένο πρόσωπο κρυβόταν πιίσω άπό τη δολοφονία τό σων άθώων; Ό Σέρινταν έσφιξε τις γροθιές του μέ λύσσα. — "Οποιος κΓ'άν είσαι, σατανά, βρυχήθηικε, θά μού τό πληιρώσης μιά μέρα! Αλ
λοίμονο σου άν πέσης στά νέοια μου! Διέταξε τούς φίλους του νά ερευνήσουν (μεθοδικά καί την τελευταία γωνιά του ,πλω ^οϋ σταθμού κι’ αυτός άσχο λήθηικε μέ την επισκευή του «Πρωτέα·». Βρήκε διάφορα έργαλιεία που τού χρειάζον ταν καί σέ πέντε ώρες τό άστρόπλ ο ιο ήταν θρυλ ι κ ό έτοιμο νά άπογειωθή για νά συνέχιση την πορεία του προς τή Γή. Οί πύραυλοι άφησαν πίσω τους πλατειές γλώσσες φω τιάς καί τό διάπλοινητ ικό ά·* στρόιπλοιο ώρμησε άκάθεκτο μπροστά ενώ οί έπι'βάτες του βασανίζονταν άπό τα τραγι κά ερωτηματικά τής άγριας δολοφονίας των δεκαπέντε ανθρώπων... "Ωσπου νά^προσ γ ε ι ωθούν στο πυ ρ αυλοδρό μ ι ο τής Νέας Ύόρκης, δεν μίλη σε κανείς τους... ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΠΑΓΙΔΑ
ΜIΑ κούρ σ α τρέχει μέ ιλιγ γιώδη, ταχύτη τα καί κατα πίνει τό ένα .χιλιόμετρο πί σω στό άλλο. Μέσ α στη ν κούρσα βρίσκονται ιό Σέριν-· ταν, ή αρραβωνιαστικιά του Νάνσυ, ό Μίκυ ικούΐ ό Αή Πό. — ιΠλησιάζουμε, λέει σέ μιά στιγμή ό Σέρινταν. "Ο ταν περάσουμε αυτό τό βου νό, θά δούμε τόν καταρρά κτη. ΆκοΟτε τό βουητό του;
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό Λή ιΠό έχει κολλήσει το μαϊμουδίστικο ιμουτράκι του στο τζάμι καί δεν χορταίνει νά 'βλέττη τά υπέροχα τοπία που για πρώτη- φορά αντίκρυ ζει. Ό Μκκυ έχει /μισοικλε'ίί σει τά -μάτια του κι’ έχει βυθιιστή σέ σκέψεις. -σψνικά, τό πόδι του ντέτεκτιβ πατάει .ιμέ δόνα μι τό Φρένο, οί -ρόδες στριγγλίζουν άν ατρ ιχ ι αστ ικ ά στ ήν άσφ αλτο και τό αεροδυναμικό αμά ξι παί-ρνει μια άπότοιμ-η, στρο Φη γύρω από τον εαυτό του, μέ κίνδυνο να ντελαπάρη. — Έξω όλοι!, φωνάζει ό Σήρινταν και ανοίγει ’πρώτος τήν πόρτα. 5 Ακόλουθή στε με γρήγορα! Κανένας δεν σκέφτεται νά δ ισμιαρτορηθή. ΓΊετάγοντ α ι έξω και οί τέσσερις σιλουέττες άφήνουν την κούρσα και τρέχουν /μέ όλη- τή δύναιμι των ποδιών τους στον κατή φορο τής πλαγιάς. Απέναν τι τους άντικρ-ύζουν τό υπέ ροχο ίθέαιμα των (καταρρακτών μέ τό λευκό σύννεφο τοϋ νέ σου ικαιθώς πέφτει από δεκά δες ιμέτρα. ύψος καιί σπάζει σέ δισεκατομμύρια σταγό νες. Ό Σέρι/νταν δέν έχει τό νού του σμως ιστόν καταρρά κτη;. Σηκώνει ικάβε τόσο τό κεφάλι Ψηλά προς τον ουρα νό. "Ένας ιπτάμενος δίσκος έχει κάνει την έμφάνισί του έκεΐ πάνω καί πλησιάζει ό λο καί πιο πολύ προς τή Γη. —ΊΊέσαμε σέ παγίδα!, τους λέει καθώς τρέχουν.Μάς παρέσυραιν ώς εδώ για νά
13
μάς έξοντώσουν! Στοιγη,μα τίζω πώς ό ιπτάμενος διάκος μάς παρακολουθούσε! 'Πρή γαρα πρό'ς τό ποτάμ ι! Έκεΐ θά δρουμε τή σωτηρία! Η Νάνσυ απορεί για ποιο λόγο τρέχουν προς τό ποτάμι καί δέν κρύβονται -μέσα σέ κάποιον από τους θάμνους ή πίσω- άπό κανένα βράχσ. Δέν άίργεΐ όμως νά καταλάιβη. Σέ |μιά στιγμή, άπό τον Ιπτάμενο δίσκο ξε κινάει ένα ζωηρό κίτρινο φώς πού απλώνεται καί πέ φτει πάνω στη 'Γή. ιμέ κέντρο την κούρσα τους, σκεπάζον τας μιά έκτασι έκατοντάδων μέτρων. Τό έπόιμε'νο δεύτερό λεπτό, ή έκτασις αυτή όορπά ζει φωτιά ικαί τεράστιες φλό γες ανακατωμένες ./μέ μαύρο καπνό υψώνονται προς τον ουρανοί. — <Γρήγορα!, γρήγορ α νά φθάσουμε τό πατάυι!, Φω νάζει ό ντέτεκτιβ. ^Αν δέν προλάβουμε, θά καούμε ζων τανοί σάν ποντικοί"! Άνασαίνοντας δαρειά, άπό τήν προίσπάθεια νά ψθάσουν στο ποτάμι, έτρεχαν μέ τήν ψυ|χή στο στόμα ένώ πίσω τους οί φλόγες θέοιευαν καί πάνω άπό τό κεφάλι τους ό ιπτάμενος δίσκος έξακολουθουσε νά σκοοπί,ζη τον όλε θρο τής φωτιάς καί τής κα ταστροφής. Σά νά ίμήν έφτανε αυτό-, μια ξαφνική ομοβροντία αν τήχησε στήν ατμόσφαιρα κι* ανακατεύτηκε ιμέ τό βουητό του καταρράκτη. Δεκάδες σφαίρες σφύριξαν πάνω άττό
Ϊ4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τά κεφάλια των τεσσάρων άνθρώπων πού έτρεχαν. Πήραν μιά απότομη βου τιά καί κύλησαν στο χώμα. —Πέσαμε σε διπλή παγί δα!, γρύλλισε ό ντέτεκτιβ καί τράβηξε τό πιστόλι. Την πάθαμε σαν αγράμματοι! Πρέπει νά φθάσουρε οπωσ δήποτε στο ποτάμι και έικεΐ νά πουλήσουμε άκριβά τό το μάρΜμσς! .. , Δεν αΗτεχαν παοά έκαττο μέτρα άπό την άχθη του, πά νω άπό τον καταρράκτη. Πί σω τους ή ικόιλίαισι τής φω τιάς θήριευε και τούς πλησί αζε έπικίνδυνα.. Τό μέρος προς τούς καταρράκτες δεν είχε πιάσει φωτιά, άπό κεί, ρμως, τούς χτυπούσε τό άόρατο πολυβόλο. Πότε σκυφτοί, πότε κυλών τας και πότε με τά τέσσερα, κατάφεραν επιτέλους νά Φθά σουν .στην όχθη του ιυεγάλου ποταμού. Έπεσαν έξσντλημένοι άπό την κούρσα ι νά πάρουν μιά άνάσα ιμά ό Ιπτά μένος δίσκος ετνε φθάσει πά νω άπό τά κεφάλια, τους και ή πλατεία δέσμη τη>~ εφιαλ τικής φωτιάς του τούς πλη σίαζε. — Στο νερό!, διέταΒε 6 Σέοινταν. Κολυμπάτε άκρη —ακοή, στην ογβη άντί<9ετα ιιέ τό ρεύμα του1 ποταμού! "Όταν μάς πλησιάση ή φω τιά νά πάοετε όλοι σας μιά βαθειά βουτιά! Τά τέσερα τσακισμένα κορμιά έπεσαν την ίδια στινιυή στά νερά του ποταμού. Το ρεύμα του ήταν όρμητικρ
ιμά οι τρεις > Γήινοι άστροναύ τες, ο Σέρινταν, ή Νάνου κι* ό Μίικυ, ήσαν άσσοι στό κο λύμπι καί προσπαθούσαν νά κρατιούνται σ’ ένα σημείο, γιά νά μην παρσσυρθούν α πό τό ρεύμα. Ό Λή Πό, ό μως... Ό άνθρωπος τού Πράτ, δεν ήξερε καθόλου κολύμπι!! Μόλις έπεσε στό νερό,, έτσι ελαφρός καθώς ήταν, άρχισε νά παρασύρεται άπό τό ρεύ μα μέ (μεγάλη, ταχύτη[τα!’ Χτύπησε απελπισμένα τά χέ ρια του στό νερό μά δεν κα τάφερε τίποτε μ5 αυτό! Δο κίμασε νά φωνάξη μά μπήκε στό στόμα του νερό καί τού; έπνιξε τή φωνή:. Πρώτος ο ντέτεκτιβ γύρισε ολόγυρα τά βλέμματά του γιά νά 5ή τούς φίλους του. Ή Νάνσυ ικΓ ό Μ'ίκυ ήταν βί πλα του, ό Λή Πό, δ(μοος, δεν φαινόταν! Σήκωσε πιο πολύ τό κεφάλι του μά άναγ κάστηκε νά τό χορηλώση. Ό ιπτάμενος δίΐσκος ήταν α κριβώς άπό πάνω τους. — Βουτιά!, φώναξε μέ ό λη τή δύναμι τών πνευμόνων του. Τά τρία κεφάλια βυθίστη καν στό νερό ενώ την Τδισ στιγμή μιά πελώρια φωτεινή γλώσσα έπεφτε πάνω στό πο τάμι κι5 έκανε τά κρύα νερά νά ζεσταθούν... Τρία κεφάλια υψώθηκαν τό ένα μετά τό άλλο στήν επιφάνεια. Ό τρομερός κίν δυνος είχε περάσει. Ό ιπτά μένος δίσκος είχε φύγει μςε* κρυά τώρα.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ - — "Έξω!, φώναξε ό ντετεικπτβ.
^ Μέ γρήγορες απλωτές κατάφεοαν νά βγουν στην δ χθη, Βγήκαν όμως μόνο τιρεΐς. Γιατπ ό Λή Πό, «εΤχε γίνει ά φαντος ! > —^ Ό Αή .Πο χάθηκε!, εί πε ΐμε ραγισμένηι φωνή ό Σέ οινταν. Ό καλός ίμιας φίλος δεν ήξερε φαίνεται κολυμίπι κι* όμεΐς δεν τον -ρωτήσαμε... ’Ατττδ τά ιμιάττια του Μίκυ κυλισε ενα δάκρυ. —Λέτε νά τον παρέΙσυραν τά νερά; ρώτηίσε. Ό ντέτεκιτιβ κούνηισε τό κεφάλι. — Ό Λή Πό αυτή τή στι γμή είναι νεκρός... Τά νερά του καταοράκτη; καθώς θά έπεσε μαζί τους άττό τόσο ύ ψος θά τον σκότωσαν... Ή Νάνσυ χαμήλωσε τό κε ψάλι καί βούρκωσαν κι* αυ^ηνής τά μάτια. * Ηταν τρο μερό νά μη μπορέσουν νά τον βοηθήσουν... Μια ριπή αυτομάτου τούς έοερε στην πραγματικότητα. Ό κίνδυνος δεν είχε περάσει. Γλύτωσαν τή φωτιά πού σκόΐο πισε ό Ιπτάμενος δίσκος μά ήταν κλεισμένοι σέ ιυιά και νούργια παγίδα. Στην παγί δα των αυτομάτων κάποιας άγνωστης σπείρας κακούρ γων πού οί σφαίρες τους ζη τούσαν νά τούς γαζώσουν τά ιοοριμιΐά. . . Κόλλησαν πίσω από ένα β,ράχο. Τό μάτι του Σέρινταν κύτταξε ερευνητικά ολό γυρα του. Σέ άτπόστασι δια κρσίων -μέτρων μοοκ,ρυά ταυ.
15
είδε ένα Ανθρώπινο κορμί νά σέρνεται μέ πραφύλαξι στο έδαφος. Σήκωσε τδ ώπλισμέ νο του χέίρ-ι καί πυροβόλησε. "Ενα πνιχτό ουρλιαχτό ακο λούθησε τον πυροβολισμό κΓ έπειτα τό κορμί έμεινε ακί νητο. Καινούργιες ριπές ακού στηκαν τότε και οι σφαίρες των αυτομάτων βούηξαν σαν σφήκες .στ* αυτιά τους... Ή θέσις τους ήταν τρομε ρή... "Ως πότε θά μπορούσαν νά Αμυνθούν; — -Πέσαμε σαν βλάκες στην παγίδα τους, είπε ό Σε ρινταν. 5Απορώ, όμως πού τό έμαθαν πώς θά ερχόμαστε εδώ; Μόνο ό Χόβαρτ ήξερε τό μυστικό. Τό μυστικό πού μάς μήνυσε ένας νεκρός γρά φοντάς το μέ τό ίδιο του το αΐιμα... Πόσο λυπάμαι πού δεν θά ζήσω για νά λύσω αυ τό τό αίνιγμα, γιά νά ξεσκε πάσω τό πρόσωπο ^ τού και νούογιου μου εχθρού... ιΜιά σφαίρα άγγιξε τά μαλλιά του κάΐ τόν έκανε νά σκύψη τό κεφάλι. Δίπλα του είδε τό μικοό Ελληνόπουλο νά σφίγγη μέ λύσσα τά χεί λη του καί νά πυροβολή. — Αέιν μάς μένει παρά νά πεθάνουυε σάν άντρες, Μί!κυ!. τού εΤπε και έσφιξε κΓ αυτός τά χείλη- του γιά νά κιούψηι τή συγκίνησί του... "Επρεπε νά δώση θάορος στην Αγαπημένη- του Νάν συ,.. Γιά τό Μίίκυ, δεν τόν έννοιαζε. Ό Μίκυ μπορεί νά ήταν μικρός ατά χρόνια, ή ξερε όμως γ* Αντιμετωπίζη
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
16
τό θάνατο μέ ψυχραιμία σάν αληθινός άντρας... ΑΗ ΠΟ © ΕΦΤΑΨΥΧΟΣ I
ΤΑ ΜΕΡΑ γί^
νονταν δλο καί πιο ορμητικά και τταρέ σ υ ραν ιμέ ταχύ τητα τον αν θο ω ττ ο του Ποάττ. Το ύ φας του καταρράκτη: του Νια γάρα, του μεγαλύτερου κα ταρράκτη του κόσμου, δέν άπεγε τταοά εκατό μέτρα άττό τό μέρος πού βρισκόταν... Το βουητό των νερών έμοιαζε με βουητό της κολάσεως. Ό ψύχραιμος Λη Πό. αυτή τη Φοσά τά έγασε. Μέ τις γρο θιές και μέ τά σάλτα τά κα τάφεονε περίφημα. Μέ Υο νε
ρο αμ>ως, μ’ αυτό το νερό ττου τόν παράσερνε, είχε βοή τόν μπελά του. *Όσο πήγαινε νά στηρίξη τά χέρια καί τά πό δια του στην έπιφάνειά του, τόσο πιο πολύ βουλίαζε.Δέν τολμούσε ούτε καί νά φωνάδη για νά ζήτηση βοήθεια από τους φίλους του γιατί πλημμύριζε τό στόμα του μέ νερό καί τόν έπνιγε... Τώρα ό καταρράκτης πλη. σίαζε ολο καί πιο κοντά του γιατί τό ρεύμα γινόταν πιο ορμητικό. Δέν άπεγε παρά τριάντα, μέτρα, εϊκοσι μέ τρα... δέκα μέτ,ρα. Στά δέ κα μέτρα εΤδε πάνω από την έπιφάνειά τών· νερών ένα κλα §1.. ^Απλωσε τό χέρι του ..μέ
'-'Γ' "
λαχτάρα κάί κοτ^άφερε να τό π ι άσηι! Σ ιγά—«πγά, ξέφυγε άπό τό κέντρο του καταρρά,’ κτη... Τό κλαδί ξεκινούσε άπό έ να θάμνο που φύτρωνε στην άκρη, του μεγάλου ποταμού. "Αν κατόρθωνε νά ψθάση. σ] αυτόν τόν θάμνο, θά μπορου σε νά βγή άτπό τό νερό, νιά σωθή,... Μά δέν ήταν γραφτό νά γίνη κάτι τέτοιο. Τό κλαδί έσπασε μέ τό βάρος του σώ ματός του καί τό άνΡσχυοο κορμί του μικοοσκοπίικου άνθοώπου του ΤΊράτ παρασύρ θηκε μέ ταχύτητα άστρ απτής προς την υγρή άβυσσο, πρός τό βάραθρο πού άπλωνόταν μπροστά του... ΜποοεΤ σ* αύτό τό σημείο πού βρισκόταν στήν άκρη: του καταρράκτη, νά μ ή τον σκότωνε ή υψηλή πίεοις των νερών, θά σκοτω νότον δμιως όπωσδήποτε ά πό τούς βοάγους πού θά συ ναντουσε έκει κάτω, ή θά τόν παράσείρνε ή τρομειρή 8ίινη„ θά τόν έφερνε προς τό κέν τρο καί>... Δέν πρόλαβε νά σκεΦθή τί ποτέ άπό αυτά ό Δη, Πό1. Τό μόνο πού σκέφτηκε ήταν νά κράτηση τήν άναπνοή του... 5 Ηταν ή τελευταία έλπίβα πού του άπέυενε... " Ενας υγρός πέπλος τόν σκέπασε, τόν παράσυρε μα ζί του καί τόν πέταξε στον αέρα... "Ενοιωθε νά πέφτη... νά πέφτη... νά πέφτη... Σέ μιά στιγμή, τό σώμα του γτύ πηισε μέ δύναιυυι κάπου κι* Iττειτα βουλίαξε ©αθεΐα για
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
να πάρη δεκάδες στροφές μέ σα σ5 ένα λετττό... Μέ την α νάσα! του πάντοτε κομμένη, πάνω στην απελπισία του, άπλωσε χέρια και πόδια... Δοκίμασε να πιαστή από κά που, να ξεφύγη, από τό νερό πού εξακολουθούσε νά τον χτυπάη, ινα τάν παρασέρνη, σαν παιχνιδάκι σανιδένιο καί,., στο τέλος τό κατώρθωσε!. Τά χέρια του σκάλω σαν κάπου γερά. ^Ήταν ένας βράχος. Κόλληρε απελπισμέ να πάνω του κα'ί βάδισε μέ τά τέσσερα. Κι* έτσι όπως βάδιζε μέ τά μάτια κλειστά, ένοιωσε νά ελευθερώνεται α πό τά χτυπήματα και τό στροβίλισμα τού νερού. Τό τε, αποφάσισε επιτέλους νά πάρη μιά βίαθειά ανάσα καί νά άνοίίξη, τά μάτια του. Ό Αή Πο, όπως καί όλοι οι άνθρωποι τού Πράτ, μττο ρούσαν νά κρατούν καί πέν τε λεπτά την αναπνοή τους. Αυτό τον έσωσε. Αυτό καί η τύχη του γιατί μέ τό πέσιμό του δεν χτύπησε πάνω σέ καμμιά πέτρα. Μέ τό άνοιγμα των ματιών του, δέν μπόρεσε νά καταλά βιη πού ιβρισκόΤιον. Πυκνό σκοτάδι τον κάλυπτε ^ολόγυρά του καί τό βουητό των νερών τον ξεκούφαινε. Θάλεγε κα νείς πώς βρισκόταν μέσα σ' θύτη τη θεομηνία τών νερών! Καί δέν ήταν ψέματα αυτό. Ό Αή Πό>, βρισκόταν πίσω άπό τό υδάτινο φράγμα τού καταρράκτη, κάτω άπό τό ψυ σίικό κοίλωμα ένός βράχου! Στο σημείο αυτό δέν κινδύ
17
νευε, αλλά, μέ ποιόν τρόπο θά κατώρθωνε· νά άγη; Δέν θάταν αναγκασμένος νά βου τήξη μέσα στα .νερά; Αυτό, όμως, σήμαινε βέβαιο θάνα το! Μά κΓ άν έμενε κάτω οπό τό βράχο, δέν ήταν κα ταδικασμένος νά πεθάνη α πό την πεΐνα καί τό κρύο; Αποφάσισε νά προχωρήση σύρριζα στο βράχο, ψηλά φώντας μέ τά χέρια του. ^ Σ5 ένα σημείο, όμως ό βράχος κοβόταν! Ό Αή Πά άπλωσε τά χέρια μά δέν συνάντησε τίποτε! Υπήρχε, ίσως, μιά τρύπα σ’ αυτό τό σημείο, που ώδηγούσε στα σπλάχνα τού βράχου. ’Άν έμπαινε μέ σα; Δέν δίΐστασε. Ή τρύπα ή ταν μεγάλη καί τον χώρεσε μέ ευκολία. Ή καρδιά του χτυπούσε δυνατά άπό την α γωνία.^ Μήπως ή τρύπα αυτή ώδηγούσε στη σωτηρία, μή πως είχε έξοδο σέ ένα άλλο μέρος, μακρυά άπό τούς κα ταρράκτες; Ψηλαφητά πάντα προχώ ρησε. Πήρε μιά στροφή καί... έμεινε μέ τό στόμα όλάνοιχτο άπό την έκπληξι! Μπρο στά του απλωνόταν ίμια ευ ρύχωρη αίθουσα μέ πέτρινους τοίχους, άπλετα φωτισμένη. Στη μέση τής αίθουσας βρι σκόταν ένα τραπέζι οπού δύο άνθρωπο ι έπα ιζαν χαρτ ι ά! «θεέ τού Πράτ I, έκοονε τη σκεψι 6 Αή Πό, σαν άπίστευ το μου φαίνεται! Τί ζητούν αυτοί οι άνθρωποι έδώ κά τω;» Στάθηκε για μιά στιγμή
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟϊ
ακίνητος, έχοντας τα κυρ ιολε κτικά χαμένα κι3 έπειτα α ποφάσισε νά προχωρήση, Τό βήμα του ήταν αθόρυβο μά ό άνθρωπος πού καθόταν άπέναντί του, τον εΐ&ε... Οδε μια σκιά, κάτι πού έμοιαζε μέ άνθρωπο ^καί μέ μαϊμού, μέ σκυφτή ράχη·, μέ τριγωνικό κεφάλι καί ^ μυ τερά αυτιά νά έρχεται πίσω από τό φίλο του πού δεν εί χε πάρει τίποτε ακόμη είδησι καί εξακολουθούσε νά παιίζη·... Τά μάτια του αν θρώπου γούρλωσαν από τον τρόμο, τό πρόσωπό του πή ρε τό χρώμα του νεκρού καί τό μέτωπό του πλημμύρισε θρόμβους παγωμένου ιδρώτα. — Τί έπαθες, γιατί δεν παίζεις; τον ρώτησε ό φίλος του. Τί κυττάζεις έτσι πίσω μου; Γεμάτος περ ι έργε ι α γύρ ι σε τό κεφάλι νά δη τί συμβαί νει πίσω του. Είδε κι3 αυτός την παράξενη; σιλουέττα του Λή Πό καί τά χρειάστηκε. — Ό σοττανάς!, ούρλιασε καί πετάχτηκε από τη θέσι του. Τό ίδιο έκανε καί ό φίλος του. 3Αναποδογύρισαν τό τρα πέζι πού έπαιζαν κι3 έτρεξαν νά φυγουιν, νομίζοντας πώς^ τούς έπισκέφθηκε ό σα τανάς I Πού νά φανταστούν πώς ό βρεγμένος πιθηκάνθρω πος ήταν βοηθός τού ντέτε κτιβ Τζόε Σερ υνταν πού^ είχε σωθή ώς ©κ θαύματος πέψτον τας άπό τό τεράστιο ύψος των καταρρακτών 1
Ό Λή Πό, πού τά έχασε
γιά μια στιγμή, άρχισε νά τρέχη ξοπίσω τους, ακολου θώντας τους μέσα ο*3 ένα στε νό διάδρομο. Σέ λίγο ό διά δρομος πήρε τέλος καί τον θάμπωσε τό φώς τού ήλιου, αναγκάζοντας τον νά κλείση, γιά μια στιγμή τά μάτια. Όταν τ3^ άνοιξε, εΐδε την περιοχή ολόγυρα γεμάτη, κα πνούς κι3 έφτασαν στ3 αυτιά του κρότοι πυροβαλισμών.Οί άνθρωποι πού 6γήκαν ιμέσα ό:πό τη σπηλιά τού βράχου είχαν γίνει άφαντοι πίσω α πό κάτι πυκνούς θάμνους.^ Ό Αή Πό ακολούθησε ^τήν κατεύθυνσί τους. Προσπάθησ α ε νά προσανατολιστή πού βρισκόταν καί θυμήθηκε τούς φίλους του. Αυτοί οί συνε χείς πυροβολισμοί τον έβα λαν σέ υποψία. Μήπως εκεί νη. τη στιγμή κινδύνευαν; "Αποφάσισε νά άνεβή σ’ ένα δέντρο. 3Από την ψηλή κορυφή του φράξε ένα βλέμ μα ολόγυρα. "Εκείνο πού είδε τον έκανε νά τά χάση.! Οΐ φ^ί λοι τοιυ είχαν ταμπουιρωθή πίσω άπό ένα βράχο καί α μύνονταν εναντίον μερικών ανθρώπων πού τούς είχαν κυ κλώσει σέ άπόστασι πενήντα μέτρων... Τό μ άτ ι τού Λή Πό, πήρε καί κάτι άλλο. Σέ λί'γη άπόστασι άπό τό δέν τρο υπήρχε ένας άνθρωπος κι3 έρρίχνε εναντίον τών φί λων του μ3 ένα πολυβόλο... ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ 2
!ι
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ σφαίρα του Σέριντα νέσκισε τον άέ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
"Έφυγαν άπο
τή
Νέα Ύόρκη μέ την κούρσα του Τζόε.
ρα και πραλίγο να κκχρ λ α φοοθή στό μέτωπο ένας κακούργα^ πού του ϋρριχνε άπο πολύ κοντά. Π έσταξε τό
πιστόλι του δπως έκαναν κι8 οϊ σύντροφοί τοο. Δέν ^τούς έμενε παρά νά ύποκύψοίΛ στό μοιιραΐο. Γύρισε τό κε-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
φάλι του καί κύτταξε τή Νάν συ. — Αγαπημένη μου, τής είπε, λυπάμιαι πού σέ παρέσυρα στο θάνατο...^ Τά χείλη, τής Νάνσυ τρεμόπαιξαν άπό τή συγκίνησή Ί ου έσφιξε τό χέρι καί τού χαμογέλασε: -—Κάποτε θά πεθαίναμε, Τζό! Λέν πειράζει πού θά πεθαίνουμε σήμερα. Αρκεί πρύ θά κάνουμε μαζί τό με γάλο ταξίδι πού οδηγεί στον "Αδη,.. — Έ, την διεκοψε τό> 'ΕΞλ ληνόπουλο. Τί πάθατε καί λέτε τέτοια λόγια; Τί κι* δον μάς σώθηκαν οί σφαίρες; Μάς μένους άκόιμη οι πέτρες καί οί γροθιές μας! Ή καρδιά του Σέρινταν οκίίρτησε άπό περήφανε ια. Ό ■μικρός προστατευόμενός του 5έν τά έβαζε εύκολα κάτω. — Ναι, Μίικυ, του είπε. Θά παλαί/ψουμε έστω καί μέ τά δόντια μας άκόιμη... Τή στιγμή εκείνη ακουστή κε μιά φωνή: — Ντέτεκτίιβ' Σέρινταν/ παραδόσου! ^έρω πώς αύτό θά κάνης στό' τέλος! Δέ)ν πε ρι μένεις άπο πουθενά βοή θεία! Πέ|ταξέ μου τά πιστό λια σας! — Κύριε Σέρινταν, παρακάλεσε τό παιδί1, νά του απαντήσω εγώ γιά λογαρια σιμό σας; Ό ντέτεκτιδ τον κύτταξε ερωτηματικά. -—^"Οπως θέλεις, Μίκυ, του είπε ατό τέλος.
— Έσύ πού ζητάς τά ό πλα μας!, φώνιαξε το ' Ελλη νόπουλρ, Μόλων Λαβέ! · Ή Νάνσυ τον άγκάλιασε καί δάγκωσε τά χείλη της γιά νά μην κλάψη άπο τή συγικίνησ ι . Τό ' Μολών Λαβέ τού Λεωνίδα τής Σπάρτης πού αντήχησε στις Θερμοπύ λες, αντηχούσε τώρα άπό τό στόμα ενός άτρόμητου Έλ ληνόπουλου, ένός απόγονου του Λεωνίδα, στις όχθες του Ν ιιαγάρα! Ό Σέρινταν έβγαλε μέ τρόπο τό κεφάλι του έξω ά πό τό βράχο. Τό μάτι του πήρε τό πρόσωπο ενός άνθρώ που πού ξεπρόάαλε πίσω άπό τον κορμό ενός δέντρου.^ Μέ μιάς, ένοιωσε ένα αθέλη το σκίρτημα. Του φάνηκε πώς τό πρόσωπο πού είχε στριαφή προς τό μίέρος τους, ήταν γνωστό, τό είχε δή τις τελευταίες ήμερες... Που ό μως; Ή β'ραχνή ριπή ενός πο λυβόλου1 τον έκανε νά τραβήξη τό κεφιάλι του πίσω άπό το βράχο. Σικέφτηικε πώς οί κακούργοι θά έκαναν τήν τε λευταίά τους έπίθεσι... Ό Χάρος πλησίαζε1 τώρα μέ τε ράστια βήματα προς τό μέ ρος τους. Ή ηρωική καί γε μάτη περιπέτειες ζωή τους θά τελείωνε στις αφιλόξενες ό χθες του Νιαγάρα... * Μαζί μέ τις ριπές, άντήχη,σαν καί φωνές πού έμοια ζαν μέ ουρλιαχτά τρό)μου... Ό Σέρινταν παραξενεύτηκε, μά δεν έβγαλε τό κεφάλι του νά δή. Οί σφαίρες σφύριζαν
-ρ'ί&κ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
δαιμονισμένα άπό πάνω τους και ό κρότος του πολυβόλου σίμωνε δλο και πιο πολύ... ’ Ασυναίσθητα, χούφτιασε μια πέτρα... Τι θα ιμπορούσε να κάνηι όμως. μια πέτρα άπέναντι στο πολυβόλο που οι σφαίρες του ζητούσαν διψασμένες άνθρώπ ινη σάρκα;... Τό πολυβόλο για μια στι γμή σταμάτησε... Πέρασαν δυο λεπτά γεμάτα θανάσιμη αγωνία καί» ξαφνικά... ένας ίσκιος πήδησε άνά μ ε σ α στους άπελπισμέινους, . στου£ κ αταδ ι κασ μ έίνους άπό τό θα νατό ανθρώπους. Μά δέιν ή ταν- ό Χάρος, ό ίσκιος αυ τός! ^Ηταν ό Λή Πό,ό άν θρωπος άπό τον πλανήτη Πράτ που δχι μόνο νίκησε τό Χάρο άλλα βρέθηκε δίίπλα τους μ* ένα ποίλυβό'λο στήιν άγκαλιά του! — Λή Πό!, φώναξαν τρία στόματα μαζί. Ό Αή Πό δεν τούς απάν τησε. Έστησε τό πολυβόλο στην κορυφή του βράχου καί πάτησε τή σκανδάλη,. 'Ακου στηκε ένας ξερός κρότος καί τίποτε άλλο. Οί σφαίρες τοΰ φονικού όπλου είχαν σωθή. — Δέν πειράζει, έκανε ό πιθηκάνθρωπος ξεροβήχοντας άπό τή χαρά του καί χρ ροπηδώντας. "Οσοι άπό τούς κακούργους γλύτωσαν άπό Τις σφαίρες μου, τόβαλ.σν στα πόδια! Κυττάξτε τους πώς τρέχουν κύριε Σέρινταιν! Ό ντέτεκτιβ καί οί συντρο ψοί του έβγαλαν τά κεφάλια τους άφοβα καί κύτταξαν. ,Μιρ όιμάδα ανθρώπων έτρεμε
11
στο βάθος τής κοιλάδας. Θά ήταν κορμιά δεκαριά όλοι— όλοι, τους είδαν νά πλησιά ζουν έναν προσγειωμένο ι πτάμενο δίσκο καί νά μπαί νουν μέσα. Ό Ιπτάμενος ^ δί σκος σηκώθηκε τότε αργά— άργά κι* έξσφανίιστηικε στο βάθος τού ορίζοντα. Τρεις ιάναστεναγμοί βγή καν ταυτόχρονα άπό τρία στήθη καί τρία ζευγάοια ^μά τια γύρισαν προς τό μέρος του Λή Πό. —ιΠές μας, τί έγινε;Πώς γλύτωσες; Ποΰ τό βρήκες τό πολυβόλο; τον ρώτησαν τρία στόματα μαζί. Ό Αή Πό, τούς^ διηγήθηκε μέ λίγα λόγια την ιστορία του καί ξεκίνησαν καί οί^ τέσ σερις νά έπισκεφθουν τό υ πόγειο δωμάτιο πού βρισκό ταν κάτω άπό τούς καταρ ράκτες του Νιαγάρα... ΠΑΠΜ ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ
Ο ΤΖΟΕ έχει φουιχτιάσει τό πιστόλ ι του καί περιμένει. Είναι τρεις ώ ρες πού βρίσκέτα ι σ’ αυ τή τή θέσι χω ρίς νά συμβή τίποτε, τό έν στικτό του όμως τον ειδοποιεί ότι εκείνο πού περιμένει, δέν 6ά άργήση νά γίνη. Βρίσκεται πάνω σ5 ενα πλωτό σταθμό, μαζί μέ τούς φίλους του. Τό πηχτό σκοτά δ' τούς τυλίγει καί ή άτμόσψαιρα μέσα στη μοναξιή
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τοΰ Άπειρου, είναι παράξε νη, αινιγματική... Ό /ντέτεκιτιΐβ πληροφρρήθίη κε από τόν Χόβαρτ πώς, ατόν πλωτό σταθμό πού 6ρέ θηκαν δολοφονημένοι οι δόν τ,ριες του προσωπικού του, υ πήρχε μια μεγάληι ποσότητα χρυσού. Τό χρυσάφι αυτό ^εΤχε γίνει άφαντο. 01 κακούρ γοι τό είχαν πάρει μαζί τους, ί Γ αυτό τό λόγο είχαν σκο τώσει χωρίς οίκτο δεκαπέν τε ανθρώπους, για νά λη,στέ ψουν τό σταθμό. Στη σπηλιά πού υπήρχε κάτω από τούς καταρράκτες του Νιαγάρα, ό Σερινταν βρή|Κε ίμια αποθήκη· μέ άρκετό χρυσάφι. Φαίνεται πώς ε κεί εΐχε την άποθήικη της ή συμμορία. Δεν θά (μπορούσε κανείίς νά άνακΡλύψη· τό κρη σφύγετό τους, άν δεν παρε σορε τό ρεύμα τού Νιαγάρα τόν Λή Πό... Εκείνο πού έκανε τον Σέ ρινταν νά ζαλίζεται από τις πολλές σκέψεις, ήταν τό έ ξής: Ποιος τού έστησε την παγίδα, παρασέρνοντάς: τον στις ερημικές όχθες τού Νισ γάρα; Μήπως τό ,μήνυμα πού γράφτηκε μέ αίμα δεν τό εί χε γράψει ένας νεκρός, αλλά κ άπο ιο ς ζωιντ ανός ; Φτάνοντας στη Νέα Ύόρκη, τον περί,μενε μια δεύτε ρη καί πιο μεγάλη έκπλη,ξι. Ό Χόιβαρτ τόν πληροφόρησε πώς στον τραγικό σταθμό, δόν1 βρέθηικαν δεκαπέντε νε κροί άλλα δεκατέσσερις! Ό ένας από αυτούς έλειπε!Τόν ΤΓληιρρΦόρησς φκόμη πώς τρ
πιροσωπικό του σταθμού τό αποτελούσαν δεκατέσσερις όίντρες καί όχι δεκαπέντε! Ό ντέτεκτιβ δεν άργησε νά βγάλη ένα συιμίπέρασμα. Θυμόταν πώς ή έπίθεσι στόν «Πρωτέα» έγινε όταν έδωσε τό σήμα στόίν Χόδαρτ γιά τό αποτέλεσμα τής αποστολής του στον άπηγορευμένο π λα νήτη. Τό προσωπικό τοΰ 1 πτάμενσυ δίσκου συνέλαβε την εκπομπή του καί μαθάί νοντας πώς εκεί μέσα β ρίσκο ταν ό θρυλικός Σερινταν, τοΰ έπετέθη ύπουλα. "Οταν ό μως εΐδε πώς δεν κατάφερε τιίποτε, άναγκάστηικε νά φύγ.η. Προσγειώθηκε στόν πλω τό σταθμό, σκότωσε όλο τό προσωπικό· του καί παίρνον τας τό χρυσάφι, άφησε έναν κακούργο πίσω του κι5 έφυγε. Γιατί τόν άφησε, όμως; Νά, ποια σκέψι απασχολεί Τόν Σέρινταν τη στιγμή αυ τή πού περί μένει μέ το πι στόλι στο χέρι, έχοντας στή σει μέ τη σειρά του1 κι’ αυ τός ;μιά παγίδα ατούς κα κούργους. "Άφησε νά διαδοθή στόν υπόκοσμο πώς σ" έ ναν πλωτό σταθμό, στόν υπ" αριθμόν 9, βρίσκονται πολύ τιμά ιμέταλλα. "Έπειτα, πή ρε. τούς φίλους του καί έφθα σαν στόν πλωτό σταθμό,κρύ βοντας τόν «Πρωτέα» ώστε νά ιμήν φαίνεται. Καί τώρα αφού έδωσε διαταγή στο προ σωπικό νά όπλιστή καί νά κρυφθή, περιμένει τούς κα κούργους νά πέσουν στην πα γίδα... ρσΦνικά, ένφ έτοιμάζ'ίετφ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νά βγή άπό τή θέσι του για νά ξεμουδιάση, τό αυτί του παίρνει ένα θόρυβο πού έρ χεται άπό τον ουρανό. Σκιρ τάει και χαμογελάει. Ό θό ρυβος αυτός δεν προέρχεται άπό συνηθισμένα διαοπημάπλιοια. Βγαίνει άπό τη μη χανή έινός ιπτάμενου δίσκου. Οί κακούργοι έρχονται οπωσ δήποτε... Σέ λίγο θά πέσουν στην παγίδα του... Ίο .μέρος πού βρίσκεται, είναι ένα παρατηοητήριο^. Βγάζει τό κεφάλι του καί παροοηρεΐ. Βλέπει έναν πε λώριο σφαιρικό όγκο νά κατεβαίινηι άπό τον ουρανό κοόϊ νά κάνη βόλτες γύρω όατό τό σταθμό. Ετοιμάζεται νά προσγειωθη... Ό ντέτεκτιβ κατεβαίνει καί περιμένει πίσω άπό την πόρ τα του παρατηρητηρίου. Τώ ρα κρατάει στά χέρια του έ να αυτόματο. 5Από μιά χα ραμάδα, βλέπει τον ιπτάμε νο δίσκο νά προσγειώνεται. Ή πόιρτα του ανοίγει καί κάνουν την έμφάνισί τους μερικοί άνθρωποι μέ συσκευ ές οξυγόνου. Ό ντέτεκτιβ τούς άφηνει νά κατεβούν όλοι, ανοίγει α θόρυβα την πόρτα καί πετιέ τσι, όμοιο φάντασμα της νυ χτας, μπροστά τους. — Ψηλά τά χέρια!, ουρ λιάζει. Μέ την παραμικρή ύποπτη, κίνησι, πυροβολώ! Δυό άλλες σκ ιές ξεπετά γωινται δίπλα του. Είναι Νάνσυ καί ό Μίκυ. Κρατούν κι* αυτοί αυτόματα.
0! άνθρωποι του ίπταμέ*
23
νου δίσκου σηκώνουν άργάο, άργά τά χέρια τους. — Σέρινταν, αντηχεί μιά σαρκαστική φωνή, σέ παρα δέχομαι γιά έξυπνο. Μάς έ στησες μιά υπέροχη! παγίδα. 5Αμφιβάλλω άν ύπάρχη, χρυ σάφι σ' αυτό τό σταθμό. — ** Ύπάρχίε ι μολύβ ι γ ιά τά τομάρια σας!, του απο κρίνεται ό ντέτεκτιβ. Ό άνθρωπος μέ τή σαρικα στ ική φωνή., γ ελάε ι. —Μολύβι καί όπλα έχου με κι* ήμεΤς, Σέρινταν!, του λέει. Ή πολύ εξυπνάδα άποβλακώνει τον άνθρωπο Ύπε ράνθρωπε ντέτεκτιβ! ’Ακαυς Ύπεράθρωπος! Ποιος σου έδωσε αυτό τό όνομα μεγάλε ντέτεκτιβ; — Οί κακούργοι σαν καί ο ένα!, του απαντάει ό Σέιριν ταν τρίζοντας τά δόντια του. Καί τώρα, κυττάξτε όλοι προς τό μέρος μου καί παραταχθήτε σέ μιά γραμμή. " Ενα σ αρκ αστ ικό γέλ ιο αντηχεί πίσω του καί του παγώνει τό αίμα. Γυρίζει τό κεφάλι του κσί κείνο πού άν τικρύζει τον κάνει νά τάχα ση άπό τον έκπληιξι. Πίσω του, αυτόματα καί πιστόλια σημαδεύουν τό κορμί του καί τά κορμιά των φίλων του. "Ολο τό προσωπικό τού στα θμου είναι εναντίον τους. Κ,άί τότε... καταλαβα ίνε ι! Τό προσωπικό δεν τό ^άποαε λούσαν παρά κακούργοι! Θέλοντας νά στήση μιά πα γίδα, έπεσε σέ μιά δεύτερη παγίδα! Πετάξτε τά όπλα ςτας!.
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
άντηιχεί μια φωνή. ^ Ό Σέρινταν δίνει πρώτος το 'τταιράδ'ειγμα. Τό βαρύ αυτόιματό του πέφτει ατό δά ττεβο και στη συνέχεια, τό ί διο γίνεται και μέ τά όπλα των συντρόφων του. Μένουν τώρα άοπλοι, στα χέρια τώιν κακούργων... Τρεις ώπλισμένοι συμμορί τες προχωρούν κι5 έρχονται πίσω τους, έτοιμοι νά τους χτυπήσουν μέ τις λαβές των π (σταλιών τους καί να τους άψήσουν αναίσθητους. Κα θώς υψώνουν τά όπλα τους, μια καινούργια φωνή άντηχεϊ καί τά χέρια τους μένουν με τέωρα: — "Ολοι ακίνητοι γιατί σάς θέρισα με τό πολυβόλο μου! Ο ΑΕΛΕΚΗΕ
ΕΙΝΑΙ ή φω νή του Λή Πό. Ό τπθ η κ άνθρωπος του Πράτ βρίσκε ται άνεβασ μέ νος στην κορυ ^ φή ενός παρα τηρητηρίου καί ή /μπούκα τού πολυβόλου του σημαδεύει τό σωρό των ανθρώπων που βρίσκονται ,μπροστά του. "Ολοι -τους; μένουν ακίνητοι και για ενα ενα λεπτό, μια παγερή σιωπή απλώνεται α νάμεσα1 τους. 5 ^ Πετάξτε τά δπλα!, ουρλιάζει ό Λή Πό. Ό άρχηγός των κακούργοον, γελάει. πυροβόλησης, φφ
νάζει, θά σκοτώσης πρώτα τούς φίλους σου! Τά δπλα μας είναι στραμμένα προς τά ^κορμιά τους καί μέ τήν πρώτη^ σφαίρα σου θά γίνουν μακαρίτες! Τόλμα, λοιπόν, νά πυροβόλησης! Ό ^ντέτεικτιβ φοβάται μήπως ό Λήι Πό κάνει καμμια κουταμάρα καί τού φωνάζει μέ όλη του τή δύναρ-ι: — Μην πυροβολής άκόμη, Λ η ΓΙό! ,λΑν δής καί μάς σκο τώνουν, θέρισε τους! Πάλι σιωπή απλώνεται στήν επιφάνεια τού πλωτού σταθμού. Μιά σιωπή παγερή, ύπουλη. Ή θέσι τού Σέρινταν καί τών δύο συντρόφων του είναι δραματική. Βρίσκσν ται ^μπλοικαρισμένοι άνάιμεσα στους ώπλισμένους κακούρ γους κι* αυτοί είναι άοπλοι. Μά καί ή θέσι τών κακούρ γων δέν είναι καθόλου ευιχά ριστη. Έτσι νά κάνη πώς πατάη, τή σκανδάλη ό Αή Πό, θά τούς θερίση όλους. — Ακούστε, φωνάζει έπει το' άΐπό μιά μικρή σκέψι ό ντέτεκτιβ. Ή θέσι καί τών δυών μας είναι δύσκολη. Μ5 όλο πού συχσίνομαι νάρθω σέ συμφωνία μαζί σας, αύτή τή φορά είμαι αναγκασμένος νά τό κάνω. Θά κάνουμε μιά προσωρινή ανακωχή . Θά μάς άφήισετε ελεύθερους κι* εσείς θά μττήτε μέ τήν ησυ χία σας στον ιπτάμενο δίσκο σας καί θά φύγετε. Ό αρχηγός τών κακούρ * γων γέλασε. — Είσαι πολύ πονηρός, ντέτεκίτιβ, του είπε. "Αν σ§ς
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
άφήσουμε για μιά στιγμήν τό πολυβόλο θά μάς θερίση. — Σάς δίνω το λόγο τής τιμής μου!, του απάντησε ό Σέρινταν. —- Δεν έχω σέ κανόναν εμπιστοσύνηι ^ άνθρωπέ μου·! Τό καταλαβαίνεις; -— ΓΊροτιιμάς τότε, νά σκο τ ωθούμε δλοι από τις σφαί ρες του πολυβόλου; "Ακούσε, εγώ καί οι δυο σύντροφοί μου θά πλησιάσουμε τον ι πτάμενο δίσκο. "Έπειτα θ’ άρχίση ένας—ένας άιττό σάς νά μπαίνη μάσα. τελευ ταίος, που θά μάς κρατάη με την απειλή του πιστολιού του... Δεν πρόλαβε νά τελείωση την κουβέντα του. "Ενα πι στόλι έβηξε καί κάποιος α πό τους κακούργους βόγγηξε κΤ έπεσε στο δάπεδο. Ό Σέρινταν άναμέτρησε σ" ένα δευτερόλεπτο την κατάστασι καί παίρνοντας μιά βουτιά, Φώναξε: Κάτω ! Λή Πά, χτύπα! Ή Νάνσυ κι" ό Μίικυ έπε σαν μπρούμυτα πιάνοντας τά αυτόματά τους, ένω τό πο λυβόλο του Λή Πό κακιάρκτε βραχνά. Την Τδια στιγμή ένα πιστόλι ξέρασε καυτό μολΰβι καί ή Νάνσυ έβγαλε μιά κραυγή πόνου. Δεν .μπορεί ιμέ κανένα τρό πο νά περιγραφή ή σκηνή πού ακολούθησε. Οί κακούρ γοι αίφνιδιάστηικαν κι" έτσι όπως έστεκαν σέ δυο ομάδες ή ,μιά απέναντι όοπό την άλ λη, δίστασαν στήν άρχή νά πυροβολήσουν. "Όταν όμως
14
είδαν δτι τό πολυβόλο του Λή Πό δεν αστειευόταν καί πώς οί τρεΐς αιχμάλωτοί τους πού βρίσκονταν ανάμεσα τους πυ ροβολούσαν κι" αυτοί), τούς κυρίευσε ό πανικός, έβγαλαν πνιχτά ουρλιαχτά θηρίων καί ώρμησαν νά μπουν στον ι πτάμενο δίσκο! Σέ δυο λε πτά ή πόρτα τού δίσκου έ κλεισε καί ή διαπλανη(τική σφαίρα υψωνόταν μέ ταιχύτη τα καί γινόταν άφαντη στο μαύρο σκοτάδι, ενώ πάνω στον πλωτό σταθμό άντηχοΰ σαν οί κραυγές των πληγω μένων. — Στον «Πρωτέα», γρήγο ρα!, διέταξε ό Σέρινταν. Θά Μυρίσουν οπωσδήποτε γιά να μάς βομβαρδίσουν! Λή Πό, κατέβα αμέσως κάτω από έκεΐ! Εΐδε τό Μίκυ νά ώρβώνεται δίπλα του. Ή Νάνσυ ό μως δεν μπορούσε νά σηκω6ή). Βογγούσε καί σπάραζε από τούς πόνους. Ό Σέρινταν τήν σήκωσε στήν αγκαλιά του κι" έτρεξε προς τον «Πρωτέα». "Ά νοιξε τήν πόρτα καί τήγ άπόβεσε μέσα, γυρνώιντας πά λι στο πεδίο τής συμπλοκής. "Άρπαξε στην άγκαλιά του έναν από τούς τραυματισμέ νους πού βρήκε κάί τον έφε ρε κι" αυτόν στόν «Πρωτέα». Βλέποντας τό Μίκιυ καί τό Λή Πό στις θέσεις τους,' έ κλείσε την πόρτα καΓι μέ τό πάτημα δυο κόκκινων ^ κουμ πιών, τό θρυλικό άιστρόπλοίο άφησε τον πλωτό σταθμά καί πετάχτηκε στα όψη.
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ 2
Ό Σέιριντοον π ε,ρ ιπο ι ήβηικε ^ήν πληγή τής Νάνου πού ευτυχώς δον ήταν σοβαρή κι5 αφού τής έρριξε μ<ιά ένεισι για νά μήιν ύποφέρη, γύρισε προς τό -μέρος τού κακού ρ γου τραυματία. Τού περιττοί ήθηικε κι5 αύτουνοΰ την πλη γή κι5 όταν τελείωσε, τον ρώ τησε: — Ή ζωή σου κρέμεται στα χέρια μου·, πρέπει νά τό ξέρης. Πές μου αμέσως ό,τι ξέρεις γι’ αυτή τή συμ μορία. Ό κακούργος ξεροκατά πιε. — Δέιν ξέρω καί πολλά πράγματα, άρχισε. Τον άρ“ χΐη!γά μας δεν ταν γνωρίζει κανείς γιατί φ-οράει πάντα μάσκα. Ή συμμορία μας έ χει τό όνομα: «Οι πειρατές τού Άπειρου». Κλέβουμε χρυ σάφι απ’ όπου μπορούμε... — Πού έχετε τή βάσι σας; τον ρώτησε ό Σέρινταν, "Αν μού δώσης αυτή τήν πλη ροψορία, υπάρχει ελπίδα νά γλυιτώσης τήν ηλεκτρική κα ρέκλα. Ό κακούργος γούρλωσε τά μάτια του από τον τρόμο κι5 έπειτα, στρέφοντας τό βλέμμα του προς τό μεγάλο ουράνιο χάρτη,, ψιθύρισε: — Στόιν πλανήτη 17. — Μού λες αλήθεια; —<-Σ τό όρικίζαμαι... Ό ντέτεκτιβ πλησίασε τά μηχάνήματα πλεύσεως τού «Πρωτέα» καί χάραξε μιά καινούργια κατεύθυνσι.
λ·— Πολύ ώραΐα, είπε. Άν μας είπες την άλήβεια, θά
γλυτώσης οπωσδήποτε τό θάνατο. "Έπειτα τό μέτωπό του γέμισε ρυτίδες: — "Απορώ ποιος πυροβό λησε!, άναρωτήιθιηικε, όταν μιλούσα στον αρχηγό των πει ~ών. ?Ηταιν μεγάλος κίνδυ νος γι-ά μάς αυτός ό πυροιβο λισμός, ευτυχώς όμως που •είχαμε μεγάλη τύχη. Μήπως πυροβόλησές εσύ με τό πι στόλι σου Αή Πό; Ό άνθιρωπος τού Ηράτ άρν ήθηκε κ ατ ηγορηρατ ικά. — Μυστήριο πράγμα!, έ κανε ό ντέτεΐκτΓβ. Άπό ποιο πιστόλι έφυγε αυτή ή σφαί ρα καί χτύπησε τον κακούρ γο; Μιά άγνωστηι φωνή,, πού τήν άκουγαιν όλοι τους γιά πρώτη ^ φορά, ακούστηκε μέ σα στην καμπίνα τού «Πρω τέα»... — "Από τό δικό μου! ιΟ Σέρινταν πετάχτηκε όρθιος καί χούφτιασε τό πι στόλι του, ενώ τό βλέμμα του στράφηκε ολόγυρα. —Ποιος είσαι συ; βρυχήθηκε. — Ό Αελέκης!, άπάντησε ή Τδια φωνή. Ή Νάνισυ σταυροκίοπήθηκε.. Πού ήταν κρυμμένος άνθρωπος αυτός πού μιλού σε; ' — Ποιος Αελέκης!, φώνα ξε χάνοντας τήν ψυχραιμία του ό Σήρινταν. "Οποιος κι’ αν είσαι παρουσιάσου καί άφησε τ" αστεία γιαττΐ κρα τώ πιστόλι! "Ενα αδύνατο χέρι έκανε
27
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
■
Ί ■ ' '■- .
^
** 5ϊΓ·;*'ί
'
Εΐθαν τον ιπτάμενο δίσκο προσ γειωμένο σέ μια κοιλάδα. ! ..
·Κ.^-
ί·: ν- ί-. ί ί:
Λ-?9-Λλ«...» . ι.λ
■ ΙΜμΓ
ν^»
την έΐμφάνισί του πίισω αητό ένα παραβάν. "Έπειτα πρό βαλε ένα δεύτερο χέρι ^ κι5 έ πειτα ή πατούσα του ενός ποδιού. Στη συνέχεια πρόβα λε ενα κεφάλι καν, οί τάσσε- ! ρις φίλοι έμειναν κοατάπλιη- ; κτοι! ' :·&■■■ .·ί.0\. V Ό «Λελέκης», ήταν^ ενα παιδί, δεκσέξη χρόνων τό πο λύ, ψηλός, αδύνατος μέ κώμα κΐό πρόσωπο, μέ μύτη πού του κατέβαινε ώς τό στόμα — Πρόλαβα και μπήκα, και ,μέ δυιό μικίρά -μυωπικά απάντησε ό Λελέκης. "Ή μου μάτια που κρύβονταν πίσω να κρυμμένος στο μικρό πλα από ενα ζευγάρι γυαλιά. νητη. —<Καληιμέ,ρα σας!, είπε Ό Σέρινταν κατάλαβε κάνοντας μια υπόκλισι. πώς εννοούσε τό σταθίμό. — Πώς βρέθηκες εδώ; τον — Και πώς έφτασες έκεΐ; ρώτησε ό ντέτεκτιβ μέ απο τον ρώτησε. ρία. — Είχα κρυψτή σέ ενα ■
*%■
·*■...«
V
&
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
πλανητόπλοιο πού πήγαινε, για τόν^ "Αρη·. Δεν είχα βγή έξω άπό^ τή Νέα Ύόρκη κιαι λαχταρούσα να γνωρίσω τούς άλλους πλανήτες. Μόλις τό πλανητόπλοιο προσγε ιώθηκ ε έδώ, βγήκα κρυφά κοόί κρύ φτηκα. Νόμισα πώς είχαμε π,ροσγειωθή στον "Αρη. Τό πλανητόπλοιο ©φύγε ικ σ ι προσγειώθηκε κατόπιν ένας ιπτάμενος δίσκος πού σίχμα λώτισε όλους τούς άντρες καί άφησε στη θέσι τους άλ λους. Κατάλαβα πώς είναι κακούργοι καί δεν 'βγήικα κα Βόλου από την κρυψώνα μου. Βγήικα μονάχα όταν προσ γειώθηκε ό άλλος ιπτάμενος δίσκος ικαί σάς επιασε αίχμα λώτους. Ωραία δεν τά κα τάφερα μέ τό πιστόλι; Λοι πόν, τί' λέγαμε; — <Γιά τό πιστόλι, του θύ μησε ό Μίκυ. — 'ΓΊοιό πιστόλι; έκανε παραξενεμένο τό παιδί. — Γιά τον πυροβολισμό πού έρριξες καί σκότωίσες έ ναν κακούργο! —Ποιόν κακούργο; — "Ω!, έκανε ο Μίκυ, άφηρηρένος είσαι ; Ό Λελέκης χαμογέλασε. — Είμαι λιγάκι άφηρημέ νος, τούς είπε. Μερικές φορές τό (μυαλό ίμου. σταματάει, καί δέν ξέρω τι ιμου γίνεται. Οί φίλοι μου μέ λένε Λελεκη για τί είμαι ψηλός ικΤ έχω μεγά λη μύτη, μ έ λένε όμως καί άφηρημένο... "Ετσι όπως βρισκόταν όρ θιος στη μέση: τής καμπίνας, λύγισε ιά γόνατά του,· έγει
ρε προς τά πίσω καί... πήρε μια τούμπα πού του ήρθε ό ουρανός ισφοντήλι! 1 Ό Μίικ'υ (ξεράθηκε στα γέ λια. — Τί έπαθες; τον ρώτησε καθώς τον είδε νά σηκώνεται κάί νά πιάνηι τό κεφάλι του πού τόγ πονοϋσε από τό χτό πήρα. — ιΝόρισα πώς είχα καρέκλα πίσω1 ιμου, είπε. -έ χασα πώς βρισκόμουνα σέ άστρόπλοιο. 3 Από τό (μυαλό του Μίκυ, πού ήταν από τά λίγα πει ραχτήρια, ήρθε ιμ ιά Ιδέα. — Κάθησε, Αελέκη:, του είπε, κάί πές ιμου κάτι πού θά σέ ρωτήσω... Ό Λελέκης λύγισε πάλι τά πόδι'α του ικαί... πήρε μιά δεύτερηι τούμπα ανάσκελα, κάνοντας όλους όσους^ βρί σκόνταν στον «Πιρωτέα» νά Ρ.εσπάσουν σέ δυνατά γέλια. Ή αφηρημάδά αυτού τού παι διού ήταν άπερίγραπτη! ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ 17
ΧΡΕΙΑΣΤΗ ΚΕ 'γά , γυρτ ση^ ολον τον π λ α νη τ η, ό «Π ρ ω τ ε ύ ς>> γιά νά ’μπορέ ση ό Σέρι ν ταν νά άνακα λύψη ένα ίχνος τών Πειρα τών. Στο τέλος τό κατώρθωσε. Σέ μιά μικρή κοιλάδα, δ έκρινε έναν ιπτάμενο δί σκο καί δίπλα του μερικούς ανθρώπους. Ό ντέτεκτιβ, ήξερε πολλά
νΐΐ£ρ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΐτράγιματα από τή συμμορία των πειρατών. . Ό αιχμάλω τός του τού έλυσε καί τό ,μυι στήιριο που τον βασάνιζε, τό μυστήριο της παγίδας που του έστησαν στις όχθες του Νιαγάρα. —· "Οταν σί πειρατές σκό τωσαν τούς άντρες του πλω του σταθ,μου, του εξήγησε ο αιχμάλωτος, κα:ί πήραν τό χρυσάφι, ανακάλυψαν από τή συσκευή του ραντάρ πώς τό άστρόπλοιό σας ερχόταν στο σταθμό. Επειδή φοβόντουσαν νά σάς άντ ι,μετωπίσουν στα φανερά, άφησαν έναν πείρα τή για νά σάς σκοτώση, κα θώς θά μπαίνατε στο φυλά κιο, όπου θά έκανε κι5 αυτός τό νεκρό.' Εκείνος όμως φο βήθηκε καί προτίμησε νά σάς στήση τήν παγίδα τής ματωμένης επιγραφής στον τοίχο. "Οταν φύγατε είδοπαί ηισε μέ τον άσύρματο τον άΡ'Χηγό. . . Ό Σέρινταν κατάλαβε τώ ρα γιατί του φάνηκε γνω στός ό κακούργος πού του ζητούσε να παραδοθή στο Νιαγάρα. *Ηταν ένας από τούς δεκαπέντε νεκρούς 1 Ό νεκρός πού δεν ήταν νεκρός... —Νάνου, είπε στήν άρρα βωνιαστικιά του ό ντέτεκτ ιβ όταν τηροσγειώθηκαν, θά μεί νης στον «1 Πρώτεα» μαζί μέ τό ψίλο μας τό Λελέκη. Το τραύμα σου δεν σου έπιτρέ πει ναρθης μαζί μας., Έγώ μέ τό .Μίικυ καί τό Λή Πό θά κάνουμε μιά μικρή επιδρομή ατούς..-φίλους μας. "Εδεσε γερά τον αίχμάλω
τό τους γιά νά είναι σίγου ρος ικιάί ξεκίίνηισαν φριρώντας τις διαπλανητικές τους φόρ μες γιατί στον πλανήτη 17 δεν υπήρχε οξυγόνο. : * Α *
Ή νύχτα είχε πέσει βα ρειά, άποπνίικτική, Οι τρεΐς ατρόμητοι αστροναύτες προ χωρούσαν μέ δυσκολία, ό έ νας πίσω από τον άλλο γιά νά μη χαθούν. Τά λαστιχέ νια τους παπούτσια δέν ά φηΜαν καθόλου θόρυβο. Οί καρδιές τους χτυπούσαν μέ δύναμι. Απόψε τούς περίμενε μια καινούργια περιπέ τεια. Πήγαιναν νά ξετρυπώ σουν τό φί;δι από τήν τρύπα του... .— Δέν βλέπω τίποτε!, λέει σέ μιά στιγμή ό (ντέτε κτ ιβ. Ούτε τό^ παραμικρό φως που νά μάς καθοδηγή. Περπατάμε δυο ώρες συνέ χεια καί δέν φθάσαμε στον ιπτάμενο δίσκο·. "Εμειναν ακίνητοι, μέ τά μάτια βυθισμένα ατό σκστά δι. -αφνικά, ήχοι βημάτων έσπασαν τή σιωπή τής νύ χτας. Βήματα πού δέν άπεχαν καί πολύ από τό μέρος πού βρίσκονταν. Τά δάχτυλά τους έσφιξαν τή σκανδάλη: των φλογοβόλων τους καί πειρΐμεναν. Τά βή ματα τώρα έστριψαν άριστε ρά καί_ απομακρύνθηκαν!. — -οπίσω τους !, ψιθύρι σε ό Σήρΐινταν. Αύτοί θά μάς οδηγήσουν στό κρησφύ γετό τους. "Ομοια ^φαντάσματα μέσα στό σκοτάδι, ακολούθησαν
τούς ανθρώπους πού προχω ρούσαν αθέατοι, μπροστά τους. Σέ Ιλιίιγο, οι άνθρωποι εκείνοι στάθηκαν. Τά βήμα τά τους έσβησαν. — Περιμένετε, είπε ο -ντε τεικτΐ'6. θά κάνω μια μικρή άνίχνευσι. "Έπεισε με την κοιλιά και σύρθηκε πάνω· ιστό χώμα. Οί φίλοι του τόιν περ'ίμεναν μέ αγωνία κάπου1 δέκα λεπτά. Τον είδαν νά ξεφυτρώνη- ξα φνικά μπροστά τους καί άνά πνειυσαν ιμε άναικουφισι. — Τούς ξετρύπωσα! ,τούς είπε. Μπήκαν σέ μια σπη/ λιά. "Ελάτε μαζί μου. Σκυφτοί, προχωρώντας μέ προσοχή, ακολούθησαν τον Σιήριιντάν. Θά βάδισαν κά που εκατό μέτρα καί σταμά τησαν. — Λή Πό, ψιθύρισε ό ντέτεκτιβ, δεξιά σου, σέ δέκα μέτρα απόσταση υπάρχει έ νας ώπλισιμενος φρουρός. Μπορείς νά τον ξεμπερδέψης ήσυχα—ήσυχα; Τά μάτια του Αή Πο έλαμ ψαν ισάν τής γάτας. "Έδωσε το αυτόματο στον Σέρινταν, προχώρησε για λίγο, άκουμπησε τά χέρια του στο χώ μα καί πετάχτηκε σάν λάστι χρ> Την επόμενηι στιγμή βρε θηκε στις πλάτες του φρου ρού καί τά ατσαλένια του δά χτυλα έσφιξαν μέ δύναμι τό λαιμό Του, αναγκάζοντας τον νά πέση καταγής, άνίκανος νά άντισταθήμ. — Κύριε Σέρινταν, ψιθυρι σε μετά δυο λεπτά ό πίθηκον θρωπος τού Πράτ, πλησίαζαν
τας κοντά του, ό δρόμος £ί* ναι ελεύθερος. Ό Σέρινταν έσκυψε καί κάτι τού είπε ιστό αυτί, ^πάνω από τό ακουστικό τού ιμ^ κροφώνου. "Έπειτα πήρε τό Μίκυ από τό' χέρι καί προ χώρησαν στην είσοδο τής σπηλιάς. Ό Λή Πό δεν τούς ακολούθησε. Κούρνιασε σε μια γωνιά αφού τράβηξε πιο έξω τόν αναίσθητο φρουρό. Ό διάδρομος πού ακολού θησαν οί δυο ήιρωες τής "Αστρικής "Ασφάλειας ήταν μι οοφωτισμένος. Αυτή ή σπη λιά στο εσωτερικό της έμοισ ζε σάν σπίτι ή μάλλον σάν εργαστήριο. Μέ προτεταμένο τό αυτόματό τους καί μέ τό χέρι στη σκανδάλη, προχω ρούσαν μετρώντας τό κάθε τους βήμα, λες καί περίμε νιαν από στιγμή σέ στιγμή την έπίθεσι τού εχθρού τους... ^ ιΚαΐ ό εχθρός δεν άργησε νά έπιτεθή,, ξαφνικά καί α θόρυβα. Ένας ύπουλος καί συχαμένος εχθρός πού δέν τόν πειρίμεναν, ποτέ τους νά ψανερωθή καί νά τούς φμπο6ίση στο δρόμο τους. ^ Ητοον ενα τεράστιο πλοκάμι πού έμοιαζε σάν προβοσκίδα έλέ φαντα, σάν πελώριο φίδι. Α ναδιπλώθηκε στο διάδρομο βγαίνοντας από μια τρύπα τού τοίχου καί λίγο έλειψε νά τυλιχτή στο λαιμό τού ντέτεκτιβ πού προχωρούσε πρώτος. Τό ένστικτό του περισσό τερο παρά ή ορασί του, έπε οήμανε τόν κίνδυνο καί τρα βήχτηκε προς τά πίσω, άπο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟ1 φεύγοντας τό θανάσ ιμο αγ κάλιασμα τού ^πλοκαμιού. Μά τό πλοκάμι όσο πήγαι νε και μεγάλωνε, σά ^ νάταν άπό λάστιχο. Ό Σ έρινταν πήρε δυο τρεις στροφές^ πά νω στο δάπεδο και βιρεθηίκε πίσω αητό τό Μίκυ. Το άττρό μητο ' Ελληνόπουλο δεν δίι στασέ καθόλου. Πάτησε τή σκανδάλη του αυτομάτου του και μια άκτΐνα τύλιξε ^τό σα τανικό χταπόδι. Τό είδε να αναταράζεται, να χτυπιέτα ι οτόν τοΐχο κι5 έπειτα να άποτραβιέται και νά κρύβε ται πίσω από την τρύπα του τοίχου... — Προσοχή!;, ψιθύρισε ό ντέτεκτιβ στο αυτί του Μί κυ. Μπορεί νά μάς πήραν εΤδησι μ5 αυτή τή φασαρία. Προχώρησε στο βάθος του διαδρόμου κι* εσ ριψαν άριατερά σ5 έναν άλλο πιο στε νό διάδρομο. 3Από ένα μικρό παραθυράκι, έβγαινε φώς. Ό ντέτεκτιβ βάδισε με τά νύχια των ποδιών του καί σήκωσε τό κεφάλι του νά δη,·.. II ΛΕΑΕΚΗ& &ΕΧΝΑΕΙ
Τ(> Π Ρ Ω Τ Ο πρόσωπο που άντίκρυσε , ή ταν ένα ψηλό παιδί, καθισμέ ινο σε ιμιά κα ιΡ-έκλα. Τό παι δΐ αυτό δεν ήταν άλλος άπό τό Λελέκη που είχαν αφήσει πίσω τους! _ Ή άνάσα του κόπηκε άπό Τήν Ικττληξι. Τι- ζητούσε ό
Λελέκη,ς μέσα στη φωλιά τών πειρατών; Μήπως.·, μή πως ήταν κΓ αυτός πείρα τής καί ^τούις εΐχε στήσει μια περίφημη παγίΐδα καναν τάς τους τον άφηρημένο λα θρεπιβάτη; ”Ω, αν ήταν κά τι τέτοιο, δεν θά τού τή χά ριζε ό ντέτεκτ ιβ! Θά την πλή ρωνε πολύ ακριβά. (Μά, όχι, δεν ήταν σωστή ή υποψία τού Σέρινταν. Πρό σεξε πώς τά χέρια τού παι διού ήταν δεμένα ενώ έσκυβε τώρα πάνω του τό άγριο μοΰ τρο ενός πειρατή. ^— Πού εΐναι ό Σέρινταν; ρώτησε τό^ μούτρο άγρια. Ό ΛεΙλεκης τον κύτταξε χαζά. — Δεν ξέρω, τού άπάντη σε. Τό ξ έχασα. λ Ό πειρατής αγριεύει. Σ,η κώνει τό χέρι του καί τού δι νε^ι ίμια γερή γροθιά στο στο μάχι. Τό παιδί βογγάει καί τά δόιντια τού Σέρινταν τρί ζουν μέ λύσσα. — Σέ ξαναρωτώ, πού εί ναι ό Σέρινταν!, τοΰ λέίει πιο άγρια. Τό παιδί προσπαθεί πάλι νά θυμηθή μά δεν τά καταφέρ νει. — Ποιος; ρωτάει, Ό Σέρινταν. ~ Ποιος είναι ό Σέριν ταν; —- Τώρα θά σοΰ δείξω ποιος είναι ό Σέρινταν βρω μόπαιδο! Σηκώνει τό όπλο του καί στρέφει την κάννη του προς τό στήθος τοΰ παιδιού που τον κυττάζει χαζά λές καί
δεν βλέπει τον κίνδυνο πού τον απειλεί. Ό πειρατής φέρ νει τό δάχτυλό του στη σκχχιν δάλη κι5 έτοιμάζεται νά την πατήση. Δεν προλαβαίνει, όμως- Μια φλόγα ξεκινάει ά~ πό τό άνοιγμα τού μικρού παραθύρου· καί τον βρίσκει στο κεφάλι για νά τον σωριάση νεκ(ρό στο δάπεδο! Τήν αμέσως επόμενη. στι γμή, ό Σέρινταν— γιατί αυ τός είναι που πυροβόλησε— βρίισκει την πόρτα καί ^ μέ μια κλωτσιά τήν τσακίζει και μπαίνει μέσα στο δωμά τιο. Τό θέαμα όμως πού άντικρύζει, τον κάνει νά μείνη μαρμσρωμένος, χωρίς νά τσλμάη νά πατήιση. τή σκαν δάλη τού όπλου του. Στη γωνία του δωματίου βρίσκε ται καθισμένη σέ μιά καρέ κλα ή Νάνσυ. "Ενας άπό τούς πειρατές έχει άκουμπή σει στο στήθος της τό πι στόλι του καί. λέει ιμέ σαρικ;α σμό στον Σέρινταν καί ατό Μίκυ πού έχει ξεπροβάλει πίσω του. —"Αν μίέσα σ" ένα δευτε ρόλεπτο δεν πετάξετε τά ό πλα, ή άμορφη ικοπέλλα τα ξιδεύει για τον παράδεισο! Ό Σέρινταν υπακούει ^ωρΐς άντίρρηοι. Τό ίδιο κάνει κι5 ό Μαϊκυ πίσω του. Για μιά ακόμη φορά οι κακούργοι πειρατές τού ’Απείρου, τούς κρατούν στά χέρια τους. Κι3 αυτή τή φορά, δεν πρόκειται νά γλυτώσουν. Έκτος κΓ άν... Έκτος άν ό Αή Πό πού έμεινε πίσω καταφέρη νά κά νη τίποτε...
^— Ψηλά τά χέρια η άλλη κάρια!, διατάζει ό' κακούρ γος. "Έπειτα γυρίζει σέ ουσ συντρόφους του καί τούς λέει: —(Καθήιστε τους στήν κσ ρέκλα καί δέστε τους τά χέ ρια πίσω. Κι5 άν φέρουν καί την παραμικρή άντίστασηθά δουν την όμορφη φιλενάδα τους. νά ξεψυχάη μπροστά τομς... Ό ντέτεκτιβ αφήνει νά τον καθήσουίν στην καρέκλα καί να τάν δέσουν. Κυττάζει τή Νάνσυ πού βρίσκεται κΓ αυ τή δεμένη, κάτω άπό τήν α πειλή τού κακούργου, καί μιά ανυπόφορη μανία έκδικήσεως τήν πλημμυρίζει. Μπο ρεΐ ή θέσι τους νά είναι δρα ματική, μά ό Σέρινταν έλπί ζει... έλπίζει στο Αή Πό... ^ ...)Καί ό Αή Πό, δέν αργεί νά κάνη τήν έμφάνισί του στο δωμάτιο αυτό... Μόνο πού είναι ένας αγνώριστος Αή Πό... Στά χέρια του δέν κρατάει όπλο καί βαδίζει κουτσαίνοντας, ενώ στήιν πλά τη του είναι καρφωιμενες δυο κάννες πιστολιού. —"Αφεντικό, μιλάει ένας άπό τούς κακούργους πού τόΐν φέρινουν, αυτός ο πίθήκος είναι ζόρικος. Κρατούσε αυτόματο, σκότωσε τρεις συντρόφους μας καί ε’ίδοομε καί πάθαυε γιά νά τον αφο πλίσουμε ! "Ενα γέλιο άντηΐχεΐ στη σιωπή πού ακολουθεί. "Ενα τροονταχτό γέλϋο που τούς ■κάνει όλους νά κι/τταχθουν.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Δόν άργοΰν νά καταλάβουν ποιος γελάει. Είναι ό Λελέκηις!
—Πώ, πώ/Ι, κάνει, τάν στραπατσάρανε τάν καημέ1νο τον ττίθηικό μας! Πώ, πώ, τι έχουν νά δουν τά μάτια νά μου! "Ελα παλιόφιλε μάς κάνης και συ παρέα! —Δέστε τον κιι-’ αυτόν!1, ουρλιάζει ό άνθρωπος που -απειλεί τή Νά|νσυ, δείχνον τας τό Λή Π6. Θά τους μά θω εγώ ν* άνακοπεύωνται στις δουλειές μου! Τό πρωΤ θά τους ρίξουμε καί] τους τρεΐς στον κρατήρα του ηφαιστείου για νά μή μείνη ούτε στάχτη· άπό' δαύτους! Τότε θά δείξω πώς ό ντέτεκτιβ Σέοινταν, ό Υπεράν θρωπος δπως τόν λέ'νε, είναι ενα μηδενικό μπροστά μου! Ό ντέτεκτιδ στρέφει τό κεφιάλι του για νά του άπαντή;ση|, όταν τό ποόσωπό του χλωμ ιάζιει νεκρικά. *Αντ ικρύ ζει τόν αιχμάλωτό του. ^πού είίΥΙε. δέσει στδν ·<^Π(οωτέα»1' ΕΤναι κι* αυτός ώπλισμενος ώς τά δόντια.
—^Κ ακοθργε!του φ0νάζει, νομίζεις πώς θά γλυτώσης τή,ν ηλεκτρική καρέκλα; Ό- πειρατής που ήταν πριν λίγο αιχμάλωτός τους, γελάει·: -—ΐΈγώ θά σάς σπρώξω στον κρατήρα!, του άπαντάει. Είδες τί τυχερός^ πού εί μαι Σέρινταν; Οί φίλοι μου, μόλις φύγατε ήιρθαν στό άστράπλοιό σου καί μ5 ελευ θέρωσαν! Οί πειρατές άρχίζουν νά γελούν μέ τρανταχτά γέλια καί μαζί τους γελάει καί ό Λελιέκης, ό χαζός καί και νούργιος φίλος των ηρώων ί ής ’Αιστιρ ικής *Αισφάλε ι ας;, πού δεν καταλαβαίνει πώς δεν τούς χωρίζουν παρά λί γες ώρες από τό φρικτό θά νατο πού τούς έτοιμάζουν οί _κακουργοι. -αφνικά, τά γέλια κόβον ται στή μέση. “Ένα μαΟοο πράγίμα σαλτάρει άπο την καοέκλα του καί πετάγεται ψηλά. Είναι ό Αή Πό, πού έλευθερώθηκε άπό τό σκοινί πού τόν έδενε!....
ΤΕΛΟΣ
Συγγραφεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται
ή
άναδηροσίβυσις
33
^Τ1Γ8Χ8Τ#ΊΓδΊηηΓΓ8ΤΤδ
Υ Π ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΕ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕ Γραψεΐα: 'Οδός Αέκκα 22 — ΑΡ!Θ. 20 — Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντή>ς: Στ. 'Ανεμαδουράς, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ)ντης: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενος τυτπογιρ.: Α. Χατζηβασ ι λείου, Τατασύλων 29 Ν, Σμύρνη. ΔιΕΜΑΤ,Α ΚΑI Ε ΠIΤΑΓΑI: Γ. Γεωργ ι άδην Αέκικα 22 8Αθήνα ι.
Τό έπόμενο τεύχος τού «ΎττερανΘρώπου», το 21, που κυκλοφορεί την ερχόμενη Τετάρτη με τον τίτλο
01 ΤΙΤΑΝΕΣ ΤΟΝ είναι ένας πραγματικός κολοσσός ηρωισμών, θυσιών, δράσεως καί... γέλιου! ιΗ συντροφιά τών ήρωϊκών αστροναυ τών αντιμετωπίζει καινούργιους κινδύνους και ό Υπεράν θρωπος ντέτεκτιβ αναλαμβάνει την πιο δύσκολη άποστολή τής καρριέρας του ενώ ό Αελέκης βρίσκει στο πρόσωπο του Αή Πό τόν καλύτερό του φίλο γιατέ τον εΐπε...όμορφο! Αέν πρέπει νά χάση κανείς τό επόμενο τεύχος, που θά είναι καλύτερο άπ8 όλα τά προηγούμενα !
ΞΑΝΘΗ ΠΡΙΓΚ* ΠΙΣ.Σ.Α
ΚΑΛΗ ΠΑΓΙΔΑ
Αργότερα ,ΞΑΝθΗ Τ\ΡϊΠ<\η\Χ.£Α, Τ\ \ ΕΓΙΝΕ ΗΤΎΡΙΙ ΜΠΕΗΧΑΛΙ)
^Γ
Λεν Σ
ον
ΕΙΝΑ\ ΜΑΖΙ ΑΜΊΎΤΟΛΑ *,
χ
Σ,νΝΕΧίΖΕΤΑΙ
01 ΤΙΤΑΝΕΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ
Είχε άκουμττήσει τό δάχτυλό του σ’ ενα μηχάνημα.
ΠΟΡΕΙΑ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
ΟΙ. ΠΕΙΡΑΤΕΣ ^ του Α πείρου άπειλουν /μΐέ τά πι στόλια τους τον· θρυλικό ά στ ροναύτη ντέτεκτ ι β Τ ζόε Σέρινταν καί τούς φ’ίλους τοι; που κατόρθωσαν νά τούς αιχμαλωτίσουν στον πλανή τη 17, όταν ενα τρανταχτό γέλιο αντηχεί. Γελάει ό Αελεκης (*), 6 ιχιαζός καί και(*) £0 Λελέκιης εΤνοοι· ενα δέκα-
νουργιος φίλος των ήιρώων τής Άστρίίκής Ασφάλειας, τιού δεν καταλαβαίνει πώς εξάχρονο παιδί τπου η τιύχη τό εφιερε νά γνωρισθή με τιη συντροφ ιά του Τζόε Σέρινταν καί νά τους ά«ολουθήση θέλοντας -καί μη . στην καινούργια τους περιπέτεια. *0 Αελέκης εχει χρυο-ή -καρδιά μά εί ναι τρομερά άφηριημιένος καί χαζός. Λεπτομ'έρειίες θά διάδοση· ό οοναγνώστης στον προηγούμενο «^Υπε ράνθρωπο», τον 20, τπου έχει τον τίτλο: «Ό ’ Απιηγοαευμένος Πλανή της».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
δεν τους χωρίζουν παρά λί γες ώρες άπό τον φριχτό θά: νατό πού τους ετοιμάζουν οί κακούργοι. Ξοοφνικά, τα γέλια κόβονται ατή μέση. "Ένα μαύρο •πράγμα ααλτάρει ψηλά, ττά νω ιάττ5 όλα τά κεφάλια. ΕΤναι ο Ληι ιΠό· πού έλευθερώθηΚε άπό τό σκοινί ττου τον έδενε!... Τά κόψτε οά του νύ χια ικατάφεραν, άθόιρυβα και μέ ταχύτητα, νά κόψουν τά δε ομά του καί τοόρα ό άνθρω πος του >Π|ράτ κάνει (μια α πελπισμένη προσπάθεια νά σώιση τούς φίλους του. Αρ πάζει ένα αυτόματο φλογο βόλο άπό τά χέρια του πιο κοντινού του πειρατή καί φω νάζει: — Ψηλά τά χέρια! Θά πυροβολήσω οποίον δεν ύπακούση! Μερικοί άπό τούς πειρα τές υπακούουν καί αφή1νουν τ* αυτόματά τους νά πέσουν. Ό άνθρωπος όμως που στέ κει δίπλα στη δεμένη Νάνου καί πού φαίνεται νά είναι ό αρχηγός τους, ουρλιάζει άπό τη θέσι του: — Ηλίθιοι, τί φοβόσα στε! *Αν δεν πετά&Ί τό ^αυ τόματο (άμέσως, ή άλογα του πιστολιού ιμου θά λυώση τό κεφάλι τής κοπέλλας! — Π έταξε τό αυτόματο, Αή ίΠό!, του φωνάζει κι9 ό δεμένος Σ έοτνταν. Ό Αή Πό' υπακούει. Χέ ρια τόν άρπάζουν καί τον καθίζουν πάλι στο κάθισμά του ενώ μιά γροθιά του μαυ ρίζει το (μάτι. ΟΙ πειρατές
ξεσπούν έπάνω του τή μα νία τους για την προσβολή πού πήραν πετώντας τά δπλα μπροστά στην απειλή ενός πιθηκανθρώπου. Ό καημένος ό Αή 'Πό ύπο (μένει τά μαρτύρια χωρίς νά ιβγάλη ούτε τό παραμικρό βογγητό. (Γυρίζει μόνο τά μι κρά του (μάτια ποός τό μέ ρος τού ντέτεκτιβ καί τόν κυττάζει λυπημένα σά νά θέλη νά τού πή πώς τώρα πιά, χάθηκε κάθε ελπίδα. Περνούν ακόμη, μερικές ώοες, όταν άρχίΐζη νά χαράζη,· —Καιρός νά ξεμπερδεύου με μ9 αύτούς, λέει ό άρχηγός των πειρατών. ’Άς ξεκι νήσουμε γιά τό ηφαίστειο. Παρουσιάζω μιά περίφημη· @κ πληιξι ιστόν υπειοάνθρωπο ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν! θά κάνη ένα ωραίο πήδημα μέσα στη λάβα τού ηφαι στείου ! Περίμενε ς. άλήθε ια, έναν τόσο ώρσΐο θάνατο, Υ περάνθρωπε ντέτεικτ ιβ; — ^Ακούσε, κακούργε!, τού άπαντάει μέ θάορος ό Σέρινταν. Γιά μένα ό θάνατος δεν είναι κάτι καινούργιο. ~Πόν άντιμετωπίζω κάθε ώρα καί στινυή κι9 έχω συνηθίσει στην ιδέα του. Σέ συμβου λεύω μονάχα νά μήν έχης καί τόση έμπιστοσύνη στη δύναμίί σου! ΜποοεΤ τή θέ σι πού μου προορίζεις νά την. πάρης έσύ! Ό κακούργος αρχίζει τά γέλια καί μαζί, του γελούν όλοι οι πειρατές. Μά, τό άστεΐο εΐναι δτι μαζί μ* αι>
υπεράνθρωποι
Τους γελάει κι5 ό Αελέκης! "Ολα αυτά πού βλέπει και ακούει τού φαίνονται αάν ^ττα ραμύθι! Δεν μπορεί ακόμη νά ττιστέψη ττώς είναι ^ αίχμά λοατος και πώς σέ λίγο θά ττάρηι κι* αστός ιμαζί με τούς άλλους ιμιά βουτιά στη λάβα τού ηφαιστείου. — Λοιπόν, τί λέγαμε; κά νει σέ ιμιά στιγμή. Ό Μίκυ τον ικυττάζει και κουνάει τό κεφάλι του μέ θλΐψι. Σκέφτεται πώς αυτό τό παιδί είναι τρομερά καθυ στερημένο! Οι πειρατές τούς λύνουν τά πόδια καί τούς σπρώ χνουν ολαυς ιμαζί τώρα προς την έξοδο» Μόλις (βγαίνουν άπό τη σπηλιά ή μέρα έχει πια πά ρει για καλά καί ό ήλιος έ χει άνεβή οπόν ουρανό. Ό Σέρινταν ρίχνει ιμιά ματιά στο κοντινό βουνό καί άνα τριιχιάζει. Στην κορυφή του βγαίνει ιμαύρος καπνός. 'Ε κεί επάνω υπάρχει το ηφαί στειο πού τούς όδηγεΐ ό κα κούργος πειρατής! "Ανατριχιάζει 'μά δέν χά νει τό θάρρος του. Εΐναι πλα σμένος έτσι ώστε νά μην α πογοητεύεται ποτέ καί νά έλπίζη ώς την τελευταία στιγμή πού βλέπει τό μαύ ρο άλογο τού Χάρου νά τον πλησιάζη. Μά, κι* δον πεθά; νη, βέν λυπάται. Τον έαυτό του τον είχε ξεγράψει. Νοιώ βει ιμονάχα λύπη για τούς φίλους του και τήν αγαπη μένη του Νάνου πού τούς παρέσυρε σ’ αυτή τήν περί
πέτειοο, γιά νά πεθάνουν μα ζί του... Ή πορεία συνεχίζεται. Οί πειρατές γελούν καί κάθε τόσο τούς σπρώχνουν βάναυ σα. "Έπειτα άπό μιας ώρας άνήψ-ορο^ πλησιάζουν τήν κο ιρυφή τού βουνού. Δέν απέ χουν παρά είκοσι μέτρα το πολύ άπό τόν κρατήρα ^ του ήφαιστέ ίου καί σταματούν. Μαύροι καπνοί βγαίνουν άπό τόν κρατήρα καί κάθε τόσο άκουγεται κι5 ένα βα θύ βουητό πού κάνει τη γή νά τρέμη κάτω άπό τά πό δια τους. Πατούν τώρα σέ μια γλυστερή λάβα πού μοιά ζει σάν μαύρο γυαλί. —Μήπως ελπίζεις άκόιμη μεγάλε ντέτεκτιβ; τού λέει ό αρχηγός των πειρατών. Έ6ώ πάνω δέν σέ γλυτώνει τίποτε! "Ολοι οί φίλοι σου εΐναι μαζί ίσου καί ή "Αστρι κή "Ασφαλεία απέχει έκατοιμ μύρια χιλιόμετρα μακρυά ώ στε νά μη ιμπρρή. νά σέ βαηθήιση. (Κάνε τό σταυρό σου λοιπόν κι" έτοιμάσου νά πα ιραδώσης τό πνεύμα σου. Θά άνεβής σ" εκείνο τό βρά χο πού υπάρχει πάνω άπό τόν ικροατήρα κι" άπό- κεΐ θά πάρης μιά υπέροχη τουμπα γιά νά συνάντησης τή λάβα, στο βάθος του ηφαιστείου... "Ενα ρίγος διαπερνάει τό κορμί τού ντέτεκτιβ. Γυρίζει κάί ικυττάζει τούς ^ φίλους του. Ό Αή ,Πό, κουνάει ανή συχος τ’ αυτιά του πίσω άπό τή διαφανή συσκευή τού οξυ γόνου. Ό Αελέκης άρχιζε} έπι τέλους νά καταλαβα ινη τί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ^ους περιμένέι καί τά πόδια του τρέμουν από τό φόβο του· ενώ πά ,μάτια του στρι φογυρίζουν ιμίέ αγωνία. Ό Μί·κυ, τό γενναίο ' Ελίληνόιπου λίσ, φαίνεται ψύχραιμο. Καί ή Νάνου, ή αγαπημένη. του αρραβωνιαστικιά τον κυττά ζε ι αά νά περιμένη βοήθεια από αυτόν... —Λύστε μου τά χέρια, παρακάλεΐ τον ιάρχιπειρατή·, θέλω νά αγκαλιάσου για τε λευταία φορά τους φίλους μου... Ό σατανάς γελάει % —Δεν θά σου γίνη; τό χατήρι ντέτεικτιβ!, του λέει καγχάζοντας. Τίις ξέρω πο λύ καλά αυτές τις εξυπνάδες σου. θά πόσης ιμέ δεμένα τά χέρια στον κρατήρα; ΐΓυιρνάει έπειτα στους άν θρώπτους του καί διατάζει:^ — Δυο άττό σάς νά τον ό'δηγήσετε στο βράχο καί νά τόν σπρώξετε γιά νά τελειώ ιουμε μια καί καλή <μέ δαΰτον!, — Θά πάω εγώ!, λέει έ νας από τούς πειρατές. Θέ λω νά περί ποιηθώ ιμέ τά χέ ρια ιμου τόν Σέρινταν! ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΕΙΝΑΙ ό πει ρατής πού εΐχε αίχμάλωτί' σ ει ό Τζόε στ ό ν πλωτοί σ τ 02 Ομό ικαί π ού τόν πήρε στο ν «Π ,ρ ω ηεα» γιά νά του μαρτρρήση
πού είχαν ι*ή φωλιά ΐο-υς όί κακούργοι (*). — Φίδι!, ^τού λέει ό ντε τεκτκβ, λυπάμαι πού δεν μπορώ νά σέ φτύσω! Ό πειρατής τόν χτυπάει μέ τό κοντάκι τού αυτομάτου του στήν πλάτη; καί τόν σπρώχνε^ μϊτηροστά. — ιΓΊάμε!, του φωνάζει άγρια! Σέ δυο λεπτά θά στο κλείσω τό ωραίο σου στόμα! "Ενας άλλος πειρατής καρ φώνει τήν κάννη τού όπλου του στήν πλάτη του καί τόν σπρώχνει κι* αυτός. Ό Σέρινταν στρέφει γιά μια στιγμή τό πρόσωπό του πρός τό μέρος των φίλων του καί σηκώνει τό χέρι του γιά νά τους πή τό στερνό άντίό. — Τζόε!., φώναζε ι μ έ σπαραγμό πίσω του ή Νάν ου καί κάνει να αρμήση γιά νά τόν φθάση·. Χέρια όμως τήν αρπάζουν καί τήν καρφώνουν στόν τό πο. Το ϊδιο κόονουν καί γιά τόν Μ,ί'κυ καί τόν Λή Πό. "Ο σο γιά τόν Λελέκιη, αυτός, από τό φόβο του, δεν έχει τή δύναμι νά κίνηση ούτε τό μι κρό του δαχτυλάκι. —Μα... τί συμβαίνει, τί· τούς κάναμε; ψιθυρίζει καί κουνάει κάθε τόσο>τό κεφάλι του. Ό Σέρινταν προχωρεί ε νώ χιλιάδες σκέψεις γυρσφέρ νουν στο μυαλό του. Ποτέ (*) Διάβοοσε τεύχος.
τό προηγούμενο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ιΟ «Πρωτεύς» πέρασε λίγα μέτρα πάνω απ’ τον ιπτάμενο δίσκο.
του δον βρέθηκε σέ τόσο δύ σκολη· θέσι. Πώς θά μπόρεση, νά ματαίωση το τρομερά σχε 5 ιο τών κακούργων καί νά τούς αντιμετωπίση ιμέ δεμέ να /χέρια ικαθώς είναι; Νά τρέξη ^στόν κατήφορο τής πλαγιάς; Δεν θά μπόρεση νά ξεφύγιη ούτε δυο μέτρα γιατί θά τον λυώσουν οι άκτΐνες του θανάτου πού θά ξεράσουν τά όπλα τών δύο πειρατών πού τό(ν οδηγούν προς το θάνατο. Μά~. μπο ρεί νά δοκιμάση νά φύγη, α φήνοντας πίσω του τους φί λους του πού τούς περί μένει βέβαιος θάνατος; ,λΑν εΐχέ Τά χέρια λυμένα... Γιά νά ψθάσουν στο βρά
χο, στρίβουν δεξιά άκολου θώντας ένα καρδελλωτό μονο π άτι. Τώρα, στη θέσι πού βρί! σκονται, δεν φαίνονται από τούς άλλους πειρατές. Ή στιγμή είναι κατάλληλη· νά δράση·, μά πώς;... Και τη στιγμή αυτή πού σπάζει το (μυαλό του νά βρή μιά ιδέα, συμβαίνει κά τι τό πολύ παράξενο. Ακούει πίσω του Ιναν ξερό ^ κρότο κι' ένα βογγητό. Γυρίζει · α πότομα και βλέπει τον πει ρατή πού είχε αιχμαλωτίσει νά χτυπάη ιμέ τήν κάννη τομ αυτομάτου του τον σύντροφο του στο κεφάλ ι! Ή συσκευή οξυγόνου πού φοράει αυτός σπάζει κάί ό πειρατής πέ-
8
υπεράνθρωπος
ψτει σε λίγο πάνω στο χώ μα, άινιαίσβητος! Δεν προλοοβαΐίνει νά μ ιλήοη, όταν ο πειρατής που έμει νε όρθιος βγάζει έίνα^ μαχαί ρι άπό την τσέπη τής ^ στο λής του ικίοαι τον πλησιάζει. ^ —- .Γρήγορα!, του λέει,να σου ικάψω τά σκοινιά. "Έπαι ξα αυτή τή φάρσα, πώς σέ μισώ, για νά μη μέ καταλά βουν ικίαί νά (μπορέσω νά σέ βοηθήσω. "Αποφάσισα νά^ γί νω καλός άνθρωπος Σέρινταν, θέλω (νά με πιστέψης! Του κόβει ,μέ πυρετώδεις κινήσεις τά σκοινιά καί του δίνει τό αυτόματο του αναί σθητου συντρόφου του. ^ —Κάΐ τώρα, του λέει, ό Θεός βοηθός. Ή καρδιά του Σέριινταιν χτυπάει σάν τρελλή από την αγωνία καί τά χείλη- του τρέ μουν από συγκίΐνησι.Θέλει νά εύχαριστήιση τον άνθρωπο που τον βοήθησε, μά ή ώρα βέν είναι κατάλληλη. Σφίγ^ γει σταθερά τό αυτόματό του καί κάνει νόημα στον σωτήρα του νά τον πλησιάση, — Θά παίξουμε ένα παι χνίδι, του λέει, πού δέν μου αρέσει, ;μά δεν ιμπορεΐ ^ νά γ,ί νη διαφορετικά. Θά δέσουμε τά χέρια του πειρατή καί θά τό|ν ρίξουμε στον κρατήρα γιά νά μάς δουν οί άλλοι καί νά νομίσουν πώς είμαι- εγώ εκείνος πού πήρε τη βουτιά. "Έπειτα θά γυρίσουμε κον τά τους καί μόλις τούς πλη σιάσουμε θά επιτεθούμε. Ή ιδέα αυτή δέν αρέσει
στον ντέτεκτιβ, γιατί ταυ φαί νεται σάν άνανδρε ία αυτό πού θά κάνη. Στή σκέψι μ ως του κινδύνου πού άντιμε τωπίζουν οι φίλοι του, τό άποφασίζει. Δένουν τά χέρια τού πειρατή πού αρχίζει τώ ρα νά συνέρχεται καί τον σπρώχνουν προς την κορυφή τού βράχου. Σέ λίγο φθάνουν κοντά του καί μέ πολύ κόπο τον α νεβάζουν. Ό πειρατής, κατα λαβαίνοντας τό σκοπό τους, ουρλιάζει από τον τρόμο του καί οί σύντροφοί του από κάτω, πού τόν νομίζουν γιά τον ντέτεκτιβ, ξεσπούν σέ γέ λια.^ Κι" ανάμεσα στα γέλια αυτά αντηχεί τώρα ή σπορά κτική φωνή τής Ν-άνσυ πού μέ γουρλωμένα μάτ ια παρακο λουίθεΐ τό μαρτύριο τού αγα πημένου της. Περνούν δυο δευτερόλεπτα αγωνίας άκόμη..· Μια τρομίερή φωνή πού κάνει ως κι" αυτούς τούς πει ρατές Μα ριγήσουν άκόμη^ βγαίνει άπό τό λαρύγγι τού ανθρώπου πού ταξιδεύει γιά τό θάνατο... Σέ λίγο τό κορ μί του τό σκεπάζουν οί μαύ ροι καπνοί πού βγαίνουν άπό τόν κρατήρα κι" ακολουθεί βαρειά, παγερή σιωπή. Ό ντέτεκτιΐβ μέ την καρ διά γεμάτη θλΐψι γιά τό τρο μερό τέλος πού βρήκε ό πει ρατής, κατεβαίνει άπό τό βράχο. Πίσω του έρχεται ό σωτηρας του1. Μέ σκυμμένα κεφάλια, αλλά καί μέ τις αι σθήσεις τους βλες σέ επιφυ λακή, γυρίζουν κοντά στους πειρατές.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
— Τον ίκαταφέρατε μιά χοίρα!, τούς λέει άρχηγός τους. *Ηταν γραφτό νά ςε κάνω έγώ τόν Σέρινταν! "Π κρίμα, άλήιθεΐα νά τόν βγά λουν υπεράνθρωπο! Χά... Χά... Χά! !... Τό γέλιο του κόβεται άπότσμα καί ή έκφρασι του προσώπου του παγώνε ι... Βλόττει τόν ·§ναν άπό τούς πειρατές πού γύρισαν νά ση κώνη τό αυτόματό του κάΐ νά τόν σκοπεύη. —Ψηλά τά^χέραα!, άντη χεΐ ή φωνή του ντέτεκτιβ. Ό άρχιπειρατής την άνα γνωρίζει καί κρύος ιδρώτας τόν περιλούζει. Αυτή ή φωνή, είναι του Σέρινταν πού αυ τός τόν νόμιζε τώρα γιά νε κρό... 'Νομίζε^ γιά ίμιά^στι γμή πώς βλέπει τό φαντα αμίά του και κλεί'νει τά^ μά τια του. Τ’ ανοίγει ^ όμως γρήγορα ικαι άποφασίζει να άντιδράση. Ο ΣΕΡΙΝΤΑΝ ΚΛΑΙΕΙ
Σ ΚΥΒΕ! από ταμ α κ α ϊ ή γλώσσ α τής Φωτι ας πού ξεφυτρώνει ά πό την κάννη, του αύτο μ ά του του Σέριν τον, περνάει ένα έικατοστό πάνω^ από την πλάτη του. 1Απλώνει τά χέρια του νά πιάση τά πόδια του ντέτεκτιβ <μά δεν τά ικαταφέρνει. Γ! ιό γρήγορος έκεΐνος, τόν χτυπάει [μέ τό αυτόματο στο
9
σβέρκο καί τόν ρίχνει άναίαθητο καταγής. Την έπό'μιενη στιγμή, γυ ρίζει αριστερά καί πατάει τή σκανδάλη. Ένας πείρα τής πού σάλταρε πάνω του, δέχεται ·τή φλόγα των αχτί νων κοτάστηθα και πέφτει. Δίπλα που, ό σωτήρας του, έχε^ι άρχίισει ικι’ αυτός έναν αγώνα ζωής καί θανάτου. Τόν έχουν ζώσει τρεις πει ρατές ιστή ιμέση: καί σηικώ νουν τά -αυτόματά τους γιά νά τόν σκοτώσουν. Δεν προ λαβαίνουν όμως. Ταχύς σάν θύελλα ό Σέρινταν όρμάει επάνω τους. Ή φλόγα του ό πλου του ρίχνει τόν έναν άνάσκελα κάτω καί τό σίδερο τής κάννης πού τό χρησιμο ποιεί γιά ρόπαλο, χτυπάει τόν δεύτερο στο κεφάλι καί τόν ικίάνει νά παραπατήση σάν μεθυσμένος. Ό τρίτος προτιμάει νά πετάξη τό ό πλο του καί νά τό βάλη στά πόδια! ^ Ή σκη νή πού άκολουθεΐ δεν πρριγράφεται φλόγες άκτίνων διασταυρώνονται στον άέρα, ουρλιαχτά μανιασμένα αντηχούν, πολλά κορμιά πέ φτουν καί μένουν άκίνητα κι* άλλα πάλι κατρακυλουν στον κατήφορο τής πλαγιάς. Ό Σέ ρινταν μέ τόν σύντροφό του προβάλουν άκατάπαυστα κι* άλλοτε πάλι έρχονται χέρια μέ χέρια μέ τούς πειρατές. Σέ λίγο, ένα τρίτο αυτόμοοτο σκορπάει τό θάνατο στού^ κακούργους. Είναι ό Λή Πο έκεινος πού τό χειρίζεται. Ό άνθρωπος του Πιράτ κατά
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ψερε μέσα στη σύγχυσ ι νά κό ψη τα σκοινιά πού τον έδε ναν, νά άρπάξη τό αυτόματο ενός νεκρού και νά τρέξη: νά βοηθήιση, τούς φίλους του. —Ζήτω!, φωνάζει ό Αε λέκης καί χοροπηδάε ι σάν τρελλός. "Απάνω του και τους φάγσμε ! Ζήτω ! Ή Νάνου μέ το Μΐκυ, μ5 όλο πού τά χέρια τους είναι δε μάνα, παίρνουν κι5 αυτοί υέρος στη μάχη και χρήσιμο ποιούν τά πόδια τους γιά ό πλα., κλωτσώντας οποτον πει ρατή βρίσκ-ουιν ιμπρο στα τους. π μάχη δεν αργεί νά πά ρη τέλος. Οι πειρατές που άπόμειναν όρθιοι, πανικοδάλ λονται και προτιμούν ινά το βάλουν στά πόδια γιά νά γλυτώσουν! Ό ντέτεκτιβ, λαχανιασμέ νος από την εντασι καί την άγωγίσ τής μάχης, παίρνε ί μια βαθειά ανάσα και κάνει νά τρέξη προς τό μέσος των Φίλων του γιά νά τούς έλευΒερώση από τά δείσμά τους. Καθώς στοέφει άμως τό βλέμ μα του, βλέπει κάτι πού τον κάνει νά άνατ'ρΓχιάση από φόβο: Σέ αρκετή άπόστασι μακιρυά του, ένας πειρατής πού βίρίοκ ετ α ι ξαπλωμέ νος, έχει στηρίξει τού ο αγκώνες του στό χώμα καί σκοπεύει ιιέ τό όπλο του τή Νάνσυ1! Ό πειρατής αυτός, είναι ό σσγηιγός τους πού έχει συ νελθεί στό· μεταξύ από τήν αναισθησία του. Ό ντέτεκτιβ σηκώνει γρή νΟ'Οα τό αυτόματό του κάί
πατάει τή σκανδάλη. 5Από τήν ικάννη του όμως δεν φεύ γει ή φλόγα τού θανάτου1. "Έχει πάθει εμπλοκή! Κά νει νά φωνάξη μίά ή φωνή πνί νεται στό λαούγγι του... ’ Αν δέν προλάβη, ή Νάνσυ θά βρή τον θάνατο μπροστά στά μάτια του... Ή αγωνία καί ό τρόμος πού τον κυρίευσαν γιά μιά στιγμή καί τον έκαναν νά τά χάση·, παίρνουν τέλος. Άνακτάει την ψυχραιμία του κα;Γ, τή στιγμή πού ό αντίπαλός του ήταν έτοιμος πια νά πατήιση- τή σκανδάλη, άρπαξε τό αυτόματό του από τήν κάννη καί τό εκσφενδόνισε ε ναντίον του... ^Ηταν καιρός. Το αυτό ματό του χτύπησε μέ δύναμι τό όπλο τού κακούργου τή στιγμή πού τό δάχτυλό του έσφιγγε τή σκανδάλη.Ή γλώσσα τής φωτιάς λοξοδρό μησε κάί πέρασε μόλις δυο εκατοστά μαικιρυά από τό κορμί τής ανύποπτης κοπέλλας. Ταυτόχρονα, ό Σέρινταν, πήρε μιά βουτιά καί βοέθηκ ε άγκ αλ ι ασι μένος μ έ τον κακούργο. Τά δυο κορμιά μπλέχτη καν κι’ ήρθαν δυο βόλτες στή γη. Ό .κακούργος είχε φρενιά σει από τό κακό του καί σέ μιά στιγμή, κατάφερε ^νά άπλώση τά χέρια του καίί νά Φουιχτιάση τό λαιμό τού αν τιπάλου του. σφίγγοντας μέ μανία τά δάχτυλά του. Ή Νάνσυ έμπηξε μιά Φω νή φρίκης. Τ3 αυτιά τού Σέρινταιν βούηξαν καί τά μάτια
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
του θόλωσαν. Τίναξε άπεγνω αμέινα τό κεφάλι του μά δεν κατάφερε νά ξεγλυστρήση άττο την ατσάλινη λαβή των δάχτυλων πού σέ κάθε δεύτε ρόιλεπτο που περνούσε τον έσφιγγαν κάί πιο πολύ. Τίναξε τώρα τά πόδια του, τά στήριξε σέ μια πέτρα και ικατάψερε νά πάρη ·μιος το-έμπα. Βρέθηκε πάνω στον αντίπαλό του. Χωρίς δευτε ρόλεπτο καθυστέρησι κι5 ενώ φοβόταν πώς θά χάση τίς αι σθήσεις του από στιγμή σέ στιγμή,, (βύθισε τά δάχτυλά του στά μάτια· του κακούρ γου. .. Μια απαίσια -βραχνή φω νή αντήχησε καί ή ατσάλινη λαβή χαλαρώθηκε γύρω από το λαιμό του. Μ5 ένα καινουρ γιο τίναγμα ό ντέτεικτιβ άνωρθώθΐηκε καί, Αρπάζοντας μέ δύναμι τό κοριμί του ε χθρού του, τό στριφογύρισε στό)ν αέρα καί τό πέτοξε... ϊ ό σώμα τού πειρατή ταξί δε ψε γιά λίγο κι5 έπεσε μέ βαρύ γδούπο στο έδαφος., πέντε ιμέτρα μακιρυιά από τον κρατήρα. Τόν είδαν νά ση κώνεται καί, Αρπάζοντας μιά πέτρα, νά οπισθοχωρή, εταίρος νά την πετάξη... Ή μανία του ήταν τόση πού του είχε θολώσει τα μυαλό καί δέν είδε πώς πίσω του έχασκε ή τρύπα τού κρατή ρα... Έκανε δυο βήματα α κόμη καί, ξαφνικά, τό σώμα του συισπάστηικιε καί δόκιμα σε νά όρμήση μπροστά.Δέν πρόλαβε όμως. Μια πελώρια γλώσσα φωτιάς ώρμησε από
11
τά σπλάχνα τής γής, τόν τύ λιιξε^ ολόκληρο καί τόν πήρε μαζί της, παρασέρνοντας τό κορμί του στην άβυσσο τής λάβας... Ό -ντέτεικτιβ γύρισε τό κε Φ-άλι του απότομα. Ή τρόμε ρή αυτή σκηνή τόν έκανε ν5 άνατ^ιχιάση άθελα του.-. Ό κακούργος ^ είχε πληρώσει μια καί καλή γιά τά άμαρτή μασά του, μά ή καρδιάς του Σ έρ ιντ αν δοικ ίμαζε οΤκ τ ο μπροστά στο θάνατο, έστω καί τών πιο τρομερών έγκλη ματιών. βιάστηκε νά πλησιάση τούς φίλους του καί νά κόψη τά διεισίμά τών χεριών τους. Ή Νάνου τόν άγκάλια οε^ μέ λαχτάρα κι5 ό Μίκυ τού έσφιξε τό χέρι γιά νά τού δώση συγχαρητήρια. λ — Είσαστε θαυμάσι ο ς, κύριε Σέρινταγ, τού είπε. Μάς έσώσατε την τελευταία στιγμή τη ζωή. — Τή ζωή όλων μας την έσωσε ό αιχμάλωτός μας, Μίκυ, ^ τού είπε. Σ' αυτόν χρωστάμε τή σωτηρία μας! ^Γύρισε τό βλέμμα του ο λόγυρα νά άντικρύση τόν σω τήρα τους μά δέν τόν είδε. — Τί έγινε; άναρωτήθη κε ανήσυχος. Δέν άργησε νά τόν βρή. ? Ητ αν πεσ μένος άνά σ κελ α κάτω καί βογγούσε. Μ’ ένα πήδημα έφθασε κοντά του κι' έσκυψε πάνω του. Τό θε αμα πού άντίκρ-υσε τόν έκα νε νά ριγήση καί τουφερε πό νο στην καρδιά. Ό μεταναη· μένος πειρατής είχε χτυπη -
Μ
υπεράνθρωποχ
θή από μια ακτίνα θανάτου στο πόδι ττού του τό είχε κυ ρ ιολεικτ ιικιά σακστέψε ι. Στριφογύρ ιζε, ^ι6 Ιδυστυ^ ισμ ένος και βαγγοΟσε, ενώ τό πρό σωπό του «είχε πάρει την ω χρότητα του θανάτου. — Φίλε μου!, του μίλησε, τι έπαθες; Ό τραυματίας άνοιξε τά μάτια του και παρ* όλο τό άπέραντο (μαρτύριό του, χα μογέλασε. —· Πεθαίνω, ψιθύρισε με αδύναμη1 φωνή. Έπρεπε νά τιμωρηθώ για τό δρόμο πού διάλεξα... Νά τιμωοηθώ για τί άφησα μονάχη τή γριά μη τέρα μου κι5 ακολούθησα τούς κακούργους... Ό Θεός με τιμώρησε... Έκλεισε πάλι τά μάτια του ενώ τά πρόσωπα τών ψί λων εΐχαν σκύψει πάνω^ του και τον ικύτταζαν με οίκτο, με άπόγνωσι. —Σέρινταν, ψιθύρισε μέ πιο σβησμένη φωνή τώρα,θέ λω νά βρης τή μητέρα μου... Κατοικεί στην οδό... στην ο δό Μπέϊτς, 53...^ στη... στη Ζάμάϊκα... Νά τής πής πώς τό παιδί της μετάνοιωσε καί... καί τής ζητάει συγγινώ μή... ιΝά... θειε μου, συγχώρεσέ με... Τό κεφάλι του έτοιμοθάνα του έγειρε απότομα καί τά μάτια του -θόλωσαν ένώ τα χείλη του σταμάτησαν νά ψιθυρίζουν... Πρώτος σηκώθηκε 6 ντέτεκτιβ. Έκανε τό σταυρό του καί σκύβοντας πάλι, φίλησε τό χέρι του νεκρού. Τά μά
τια τού Ψύχραιμου άνΤ,ρα έ τρεχαν σάν βρύσες κι5 ένα^ λυγμός συντάραξε το κορμί του. λ — Ό θεός άς άναπάψη την ψυχή^ του, ψέλλισε. Χα ρις σ’ αυτόν θά γυρίσουμε ζω’ντανοί στη Νέα Ύόρκη... Μέ τά (μάτια πλημμυρισμέ να άτό τά δάκρυα έκαναν ό λοι τους τό σταυρό τους καί ακολούθησαν τον ντέτεκτιβ. λ—Πρέπει ^ νά τρέξουμε στον «ΐΠρωτέα», τούς είπε. 'Όσοι από τούς πειρατές γλύ τωισαν θά δοκιμάσουν νά φύ γουν μέ τό,ν ιπτάμενο δίσκο. "Αρχισαν νά τρέχουν στον κατήφορο τής πλαγιάς, ενώ τό ηφαίστειο πίσω τους 6ρυ χήθηκε καί τεράστιίες γλώσ σες φωτιάς υψώθηκαν ως τον ουρανό. ΑΕΡΟΜΑΧΙΑ
ΠΡΩΤΟΣ Λάπ λους μπήκε στόρ <οΠ ρ ω τέα» ό Λελέικης. Άττό τό φόβο πού πή ρε βλέποντα ς τό ήφαίστε ι ο πίσω τους νά βγάζη φλόγες καί καιπνούς, τό έβαλε στά πόδια κι5 όπου φύγει φύγει-! — Φτηνά τή γλυτώσαμε, (μουρμούρισε μπαίνοντας στο άστρόπλοιο καί περί μένον τας στην ανοιχτή πόρτα τούς υπόλοιπους. Δέιν μπορώ ό μως νά θυμηθώ, πώς βρέθη κα έγώ έδώ πάνω κι’ έμπλε ξα σέ τέτοιους καυγάδες... Μυστήριο πράγμα...
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ό άφηρη μένος Λελέκης είχε ξεχάσει μέ ποιόν τρόίπο έφυγε άπό τή Γη κι* έμπλε ξε με τή συντροφιά του ντέτε κτιβ Τζόε Σφινταν! Μόλις μπήκαν δλοι τους στο άσΤ'ρόπϊλοιο κι' έκλεισαν τήν πόρτα, έβγαλαν τις άστρον αυτ ιικ ές φόρ< μΐες τους. 5 Εδώ μέσα υπήρχε άφθονο ο ξυγόνο και δεν τις είχαν α νάγκη. — Ό ιπτάμενος δίσκος α πογειώνεται !, φώναξε ό ΜΕ κυ, πριν ακόμη ό Σέρινταν πάρη τή θέσι του. "Ερχεται καταπάνω· μας κύριε Σέριν ταν! — Λέ θέλουν νά βάλουν μυαλό, (μουρμούρισε ό ντέτεκτιιβΙ, πατώντας, ταυτόχρονα δυο κόκκινα κουμπιά. Τό θρυλικό άστρόπλοιο χύμηξε προς τον ουρανό ένώ ο'ί εκρήξεις τών δύο πυιραύ λων άφησαν πίάω τους τερά στιες γλώσσες φωτιάς. Πήρε μια καμπύλη καί·, ξαφνικά, βμέθηΐκε μπροστά στόιν ίπτά μενο δίσκο! Μια όμοβροντία δόνησε τήν ατμόσφαιρα και αόρατα βλήματα πέρασαν σφυρίζον τας σέ λίγη άτόστασι από ~όν «Πρωτέα». — Μάς ρίχνουν!, φώναξε ό Μίκυ. Τί θά γίνη κύριε Σέ ρινταν; — Τή δουλειά σου τήν ξέ ρεις, Μίικυ!, τού απάντησε γελώντας ό ντέτεκτιβ, ένώ τραβούσε ένα μοχλό κα^ τό σκάφος απομακρυνόταν από τόν ιπτάμενο δίσκο. Σέ λίγο θά περάσω από πάνω τους.
13
Δεν έχεις παρά νά πατήσης τό κουμπί τού πολυβόλου... — Όκ'έϋ!, απάντησε κεφά το τό Ελληνόπουλο. Ό ντέτεκτιβ Κανόνιζε τις ταχύτητες καί τήν παρειά τού σκάφους καί ό Μίκυ δεν άφηνε άπό τά μάτια του τόν ιπτάμενο δίσκο πού προσπα θαύσε κΓ αυτός μέ τή σειρά του νά τούς πλησιάση. —Τί θά γίνη όταν πατήση τό κουμ'πί; ,ρώτησε ό Λε λέκης τόν Λή Πό πού καθό ταν δίπλα ταα —- Θά πάρη φωτιά τό πο λυβόλο, τού απάντησε ό άν θρωπος άπό τόν πλανήτη Πράτ. Ό Λελέκης κούνησε τό κε φάλι του μέ άπορία — Κι’ άν τό πατήσω εγώ τό κουίμπί; τόν ρώτησε. — "Οποιος καί νά τό πα τήση, θά πάρη φωτιά έπανέλαβε ό Λή Πό. Ό χαζαΑέλέκης τέντωσε τό δάχτυλό του κοΰί πάτησε μέ δύνσμι τό κουμπί τού σακ κακιοΰ του. Μάταια όμως περίμενε νά πάρη; φωτιά. — Ψεύτη!, είπε στόιν πι θηκάνθρωπο. Είδες πού τό πατάω μ5 όλη μου τή δύνάμι καί δεν παίρνει φωτιά; Ό Λή Πό κούνησε κΓ αυ τός μέ τή σειιρά του τό κεφά λι. —Κρίμα: πού είσαι όμο^ φος!, τού είπε. Λέν σέ περί μένα τόσο κουτό. Ή Νάνσυ πού παρακολου θοΰισε τή συζήτησι δεν μπό ρεσε νά μή γελάση. —- Ό Λελέκης είναι όμσρ
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
φος; ρώτησε τό Λή Πό. — ’Ασφαλώς!, έκανε σο βαρά ό άνθρωπος τοΰ Πιράτ. ΕΤ^αι ό πιο άμορφος Γήινος που έχω δη. Εμείς, στον ΓΙράτ, τρελλαιυόμαστε για τις [μεγάλες (μύτες. ^ Ό Λελέκης γούρλωσε τά μάτια του φανερά ευχάριστη μένος. "Έπειτα έσφιξε τό χέ ρι του Λή^Πό. _—Μπράβο σου!, του είπε. Είσαι λεβέντης! Είσαι ό μό νος που μέ είπε άμορφο. Α πό σήιμερα και πέρα θά γΕ νης ό καλύτερός μου φίλος! ( Στο μεταξύ, ό Σέρινταν, μέ μάτι άγρυπνο, παρακο λουθούσε την πορεία τού ι πτάμενου δίσκου. Οί πείρα ■ ~'ές που γλύτωσαν, ζητούσαν μέ κάθε τρόπο νά χτυπήσουν τό άστρόπλοιο τής Γήϊνης Κοινοπολιτείας. «θά σάς ’ πεοάση· πολύ γρήγορα ό θυμός, γρύλλισε ο ντέτεκτιβ. Ό Μίκυ ξέρει περίφημα νά σκοπευη». Νέα 6μοβροντ ία άντήχησε. Ό Σέρινταν κατέβασε ένα μοχλό καί τό· άστρόπλοιο πήρε μια κάθετη βουτιά. — Έτοιμος, Μίκυ! . ειδο ποίησε τό Ελληνόπουλο. Σέ λίγο παίσνω εύθεΐα. πορεία καί περνώ από πάνω τους. Ύπελόγισε ψύχραιμα καί χτύπα! — Όκέϋ!, απάντησε χα μογελώντας τό πσ-'δίι. Πέρασαν λίΜα δευτερόλε πτα δραματικής αναμονής. Ό ιπτάμενος δίσκος βομβάρ διζε μέ όλα τά πυρά του υά ό «Πρωτεύς» ώρμουαε άκάθε
Ευθυ κτος καί ατρόμητος. γράμμισε την πορεία του καί πλησίασε τό εχθρικό σκάφος, περνώντας σαν σίφουνας α πό πάνω του, σέ άπόστασι πέντε μέτρων. Τό ελάχιστο διάστημα του δευτερολέπτου που τά δυο άστρόπλοια βρέθηκαν τό ένα δίπλα στο άλλο, άρκαύσε για τό Μίκυ νά πραγματοποιήση τό σκοπό του. Τό δάχτυλό του που άγγιζε τό κουμπί πάτησε βίαια καί οι ό μο«χε ι ρί ες τών πολυβόλων ξέρασαν φωτιά κα)ί ατσάλι. Ό «Πρωτεύς», πήοε ύψος, περνώντας πάνω από τό η φαίστειο. "Ολα τά πρόσωπα κύτταδαν μέ περιέργεια έξω άπό τό διαφανές κουβούκλιο. Είδαν τό ιπτάμενο δίσκο νά στρέφεται σαν τη σβούρα στο ίδιο· μέιοος κι5 έπειτα νά ταλαντεύεται καί νά σρμάη μέ ασύλληπτη, ταχύτητα προς την επιφάνεια του νε κρού πλανήτη. αφήνοντας πί σω του μιά ουρά άπό μαύρο, πυκνό καπνό. — Πέτυχα διάνα!, έκανε τ ό Έλληνό·πουλο. — Είσαι τρομερός!, τον θαύμασε ό Σέρινταν. Κι5 έ τσι, πήοε τέλος κι5 αυτή ή δραματική μας περιπέτεια! ^ ^ ^ Ό «Πρωτεύς» σκίζει περή Φανός τό ψυχρό καί θεοσκό τεινο διάστημα μ.έ κατεύθυνσι προς τη Γη. Οί θρυλικοί αστροναύτες πού βρίσκονται μέσα του τάχουν ρίξει στο χορό καί στο γλέντι. Ό Μίκμ παίζει τή Φυσαρμόνικά κι*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ο Λή Πό μέ τδν Λελέκη χο ρεύουν βαλς. Ό άνθίρωπτος του Πίρατ δ υιός εΐναι πολύ κοντδς κα:'ι δ Λελέκης διπλώ νεται στα δυο για να μπορή να τον κρατάη. Τδ Θέαμα εΤναι πολύ κωμι κιό καί ή Νάνου 8έν μπορεί να κράτηση τά γέλια, της. — Τζό!, Φωνάζει στον οοοιοαίβωνιαστιχό της που 6σί σκεται στο διαμέρισμα πλεύ σεως, έλα νά 8ής τί ώοαΐα πού χοοεύουν οι φίλοι ιμας. Ό ναέτεκτιβ δεν άργεΐ νά έοθη. Ό Μίκυ, όμως. μόλις άντιχούζη. την έκφοασι τού ποοσώπου του σταματάει αμέσως νά παίζη τή Φυσαρ μόνικα. — Τί συμβαίνει κύριε Σέ οινταν; ρωτάει ενώ και τδ ζευγάοι των χορευτών στόμα τά^ι και τδν κυττάζει. Τδ πρόσωπό του είναι χλιω υδ και φαίνεται βυθισμένο· σέ δυσάρεστ ες σκέψε ις. •— Συμβαίνει κάτι τδ τρο ■μερό, τούς απαντάει αργά κι5 έπίιση.μα. Μόλις προ όλΡγου έμαθα τδ νέο άπδ τδν Χόβαίοτ πού :μέ ζητούσε καί μέ διέταξε νά γυο-ίσω τδ γρη νορώτερδ στη Γη. — Δηλαδή; ρωτάει ή Νάν συ μέ παγωμένη φωνή, τί άκ ρ ι β ως συμ βαί νε μ Τζόε; Ό Σέρινταν κάθησε κι5 έ φερε την παλάμη στο μέτω πό του λες κΓ ήθελε νά δίω ξη άπδ τή σκέψι του μ ιά τρο μακτική σκηνή. — Συνέβη ·τό έξης άρχι σε μέ κουρασμένη φωνή.
15
Χθες τδ μεσημέρι. ένώ ή Νέα Ύόρκη βρισκόταν πνι γμένη. στον συνηθισμένο θό ρυβο των αυτοκινήτων, μιά τοομ'εμή λάμψι έπεσε σάν ετδος μιας τεράστιας άστραπής καί... "Ολα τά μάτια τδν κυττά δουν μέ αγωνία. —... Καί δέν ευεινε τίπο τε δοιθιο στο μίέιροε εκείνο πού έπεσε ή λάμψι. Τά σπί τια έγιναν μιά λυωμένη μά ζα, δσο γιά τούς ανθρώπους... — ΕΤναι φρικτό!, έκανε ο Μίκυ. Δέν ρώτησες άπδ που ξεκίνησε ή φλόγα; — "Απδ πουθενά, Μίκυ! Αυτό εΐναι τδ τρομερό. Στον ουρανό τής Νέας Ύόρκης δέν πετούσε κανένα άστρόπλοιο την ώρα εκείνη·. Οί έπιστήμο νες πού βρίσκονταν ατά τηλε σκόπια εκείνη τή στιγμή κΓ έστρεψαν τά στόμιά τους προς τδν ουρανό, δέν μπόρε σαν νά διακρίνουν τίποτε. Εί ναι ένα μυστήριο, τρομερό καί άλυτο προς τδ πάρόν.Ό Χόιβαοτ έχει ηρελλαθη άπδ την άγωνία του και ζητάει επειγόντως νά έπ ιατρέψω στη Γή. "Ολα τά κεφάλια . έσκυψαν και μόνο τδ κεφάλι του Μίκυ έμεινε όρθιο. — Κύριε Σέρινταν,^ είπε μέ βεβαιότητα, γιά σάς δέν υπάρχει κανένα μυστήριο, Είμαι βέβαιος πώς έσεΐς θά τό άνακαλύψετε. * Ο ντέτεκτ ι,β χ α μογέλασε. — Τδ ελπίζω, Μίκυ, κα| τδ εύχομαι,
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο ΛΕΛΕΚΗΣ ΜΠΛΕΚΕΙ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ!
ΦΘΑΝΟΝΤΑΣ στη Νέα Ύ όρκη, εΐδαν μέ τα μάτια τους την κάτασπρο φή πού ττρο κάλεσε ή τρο Ιμίερή ουράνια φλόγα καί άνατρίχιασαν. ^Ε να ολόκληρο κεντρικό τετρά γωνο είχε έξαψανίατη καί στη θέσι ^του υπήρχε «μια μά ζα ττού έμοιαζε μέ τη λάβα των ηφαιστείων. — Είναι δραματική ή θέ σι ς μας. Σέρινταν, γρύλλισε ό Χόβαρτ συζητώντας μέ τόν ντέτεκτιβ στο ιδιαίτερο γραφείο του. Ο! κάτοικοι της Νέας Ύόιρκης καίΐ της Γης όλόκλήρης έχουν πανικοβληθή, Ο ι έπιστή μονές μένουν βσυ βοι μπροστά στον όλεθρο του χτύπησε την μεγαλούπο λί μας. Κανένας απολύτως δεν υπορεΐ νά άνακαλύφη την πηγή απ’ όπου ξεκίνησε ή ε φιαλτική αυτή άκτΐνσ νιά νά λυώιση μέσα σ’ ένα δευτερό λεπτο ολόκληρες πολυκατοι κίες άπό μπετό και άτσάλι. ΕΤναι νά τοελλαθή κανείς. Πολλοί φοβούνται πώ<~ ήοθε τό τέλος της Γης! Πρέπει, λοιπόν, χωρίο κααιαιά καθυ στέοησι νά λύσης εσύ αυτό τό τοομροό αίνιγμα της άκτίνας του όλέθοου. — Θά ποοσπσθήσω. Χόβαοτ, τού ύποσχέθηκε ό ντέ^ τεκτιβ καί βγήκε άπό τό νοαφεΐο τού ϊνσπέκτσρα^ της
’.Αστρικης Ασφάλειας με χα
μηλωμένο τό «κεφάλι. *Ηταν, ■βέβαια, δραματική ή κατά στάσις μα, άπό πού ν’ άρχί ση γιά νά λύση τό μυστήριο* Τήν Τδια έκείνη· ώρα που συζητούσε μέ τόν Χόβαρτ, ό Μίκυ μιέ τό Αή Πό κάί τό Λέλέκη, βάδιζαν στους δρό μους τής Νέας Ύόρκης. —Πρέπει νά πάω σπίτι μου!, είπε σέ μιά στιγμή ό Αειλέκης. Ή μάνα μου θά μ* έχη χαμένο τόσες μέρες. —Πού βρίσκεται τό σπί τι σου* τόν ρώτησε ό Μίκυ. — Νά, αυτό, είναι τούς απάντησε ό άφηρημένος φί λος τους καί τούς έδειξε μιά πράσινη βίλλα, πνιγμένη μέ σα στά δένδρα ένός μεγάλου κήπου. Ελάτε αύριο τό πρωί νά μέ πάρετε! ^ Χαιρέτησε τούς φίλους του καί άνοίγσντας τήν ποοτούλα τού κήπου προχώρησε φθάνοντας ώς τήν πόστα τής βίλλας. Τήν βρήκε μισάνοι χτη καί μΙπήκε μέσα. Διέσχι σε τό διάδρομο καί άνοιξε μιά πόοτα όπου βρισκόταν τό δωμάτιό το«υ. — Μητέρα!, φώναξε. Μη τέρα, πού είσαι; Ξαφνικά έμεινε ακίνητος, σάν μσρμάρωμένος. Τό δω μάτιο αυτό πού μπήκε δέν ήταν δικό του. Μά. οχι μονάχα αυτό. Στή μέση τού δο> μ οπίου βρισκόταν ένας μεσό κοποο άνθρωπος υιέ ιιαύοη «μπλούζα καί μέ μούσι. Ό άν θρωπος αυτός στεκόταν ορ θιος καί είχε άκουυιπήσει τό χέρι του σ’ ένα παράξενο μη
χάνηιμα. Τά μάτια τρμ, κρ{^
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ κ ι ’ έρευινητ ικά, στ ηλώθηκαν στό ψηλό παιδί. — Π ζητάς εδώ; ^ τό ρώτη σε σουφρώνοντας τά φρύδια του. — Έσύ τί· ζητάς έδώ! Τού απάντησε ό Λελέκης. Ε δώ είναι το δωμάτιό μου! Τί έγινε ή μίητέρα μου; Ό άγνωστος άνθρωπος τον πλησίασε και τον κύτταξε δοτό την κΡριυφή μέχρι τά νύ χι σ. — Ποιοι δωμάτιό σου; α λήτη !, τού είπε αυστηρά. Γρήγορα, φύγε, προτού σέ πετάξω μιέ τις κλωτσιές I λ — Για πρόσεξε πώς μ_ιλάς!, θύμωσε ό Λελέκης. Έγώ θά σέ Οιωξω μέ τις κλω τσιές από τό σπίτι μου! * Α χούς νά μέ πή αλήτη ! ^μέ να πού είιμαι. βοηθός τού ντε τεχτιβ Σήριινταν και τον βο ήθησα νά κατατροπώσουμε κάτι πειρατές σ' ένα μακρύ νό άστρο! Εμένα πού μέ βλέπεις κύριε τάδε, άρπαξα ένα αυτόματο καί μπάμ, μπούμ... Τά μάτια τού ανθρώπου μέ τη μαύρη μπλούζα στένε φαν παράξενα. — Πού είναι ό ντέτεκτιβ Σέρινταν; τον ρώτησε. — Έδώ στη Νέα Ύόρκη, — Έσύ πού μένεις; — Έδώ! — Έδώ είναι το σπίτι μου. Μήπως έκανες λάθος; Ό Λελέκης^ άρχισε νά ξύ= νη την κουρεμένη κεφιάλα του. —Μπορεί νά έκανα λάθος, παραδέχτηκε τό παιδί. Τό παθαίνω συχνά αύτο τό
πράγμα και μπαίνω σέ ξένα σπίτια. Είμαι λιγάκι άφηρημένο-ς. Μέ συγχωρήτε! "Έκανε νά φύγη μά τό χέ ρι του άνθρώπου μέ τό μού σι τον αρπαξε γερά από τό μπράτσο. — Δεν πρόκειται νά βγής εύκολα από δώ μέσα, τού εί πε μέ βραχνή φωνή. — "Ω, μ ή σάς νοιάζη !, τού απάντησε ανύποπτος ό Λελέκης. Θά βγω στο διάδρο μο κΓ από κεϊ κι5 έπειτα θά βρώ εύκολα την πόρτα. Μην άνηισυχήτε κύριε, κάνετε τη δουλειά σας. Ό παράξενος άνθρωπος κάγχασε. —'Αμβιβάλλω άν είσαι τόσο χαζός όσο θέλεις νά φσνης, του είπε. Στοιχηματίζω πως μπήκες για κάποιον άλ λο σκοπό έδώ μέσα. ΓΓ αυ τό τό λόγο, δεν πρόκειται νά βγής. Ό Λελέκης γέλασε ήλί' θια κι5 άνοιξε τό στόμα του δυο πήχες, "Εκανε νά μιλήση μά δεν πρόλαβε. Ό άνθρωποΓ μέ τό μούσι πού τον κρατούσε μέ τό ένα χέρι, σήκωσε τό άλλο και τού έ δωσε μια γερή γροθιά στον κρόταφο. Τό κεφάλι τού Λελέκη τι νάχτηκε άπότομα και τά γυαλιά του έπεσαν κι5 έσπα σαν στο πάτωμα. — Τά γυαλιά μου!, ψιθύ ρισε τό παιδί καί, αφού ταλαντεύθηικε για μια στιγμή σιά πελώρια πόδια του, έπε σε φαρδύς πλατύς στο πάτω μα.
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
9Ηταν δέκα περίπου ή ώ καί ταν σκέπασε ένα βαθύ ρα όταν ό Μίκυ .μαζί μέ τό σκοτάδι... Λ ή Πό πήγαν νά ζητήσουν ΩΡΟΛΟΓΙΑΚΗ τον Λελέκη από τό σπίτι ΒΟΜΒΑ του. ΜΟΛΙΣ άνοι ,— Έσύ .μείνε έξω, εΐπε^ 6 Μίκυ στον άνθρωπο του Πράτ. ξε τά μάτ ι α Θά χτυπήσω την πόρτα και του, είδε πά θα του πώ νά πάμε καμμιά λι μπροστά βόλτα. του εκ ε ΐ ν ο ν τον παράξενο Διέσχισε τον κήπο καί σέ άνθρ ω^π ο μ έ λίγο πατούσε τό ηλεκτρικό τό μούσι. "Ε κουδούνι. Τού άνοιξε ένας η κανε νά κινηθή μά κατάλαβε λικιωμένος κύριος μέ μούσι. — Είστε ό πατέρας τού πώς ήταν δεμένος. Γιοοτί μου φερθήκατε Λελέκη,; τον ρώτησε τό ' Ελ μέ τέτοιον τρόπο; ρώτησε ληνόπουλο. Ήρθα νά πάρω τον άγνωστο. Έγώ ζητούσα τό ψτλο μου για νά πάμε τον Λελέκη... καμμιά βόλτα. — Πέρασε μέσα, τού εί ο ια.Ό άντρας σάρκασε οπαί πε ό μεσόκοπος κύριος. λ— Κι5 έγώ σ5 έφερα νά Ό Μίκυ μπήκε στο σπίτι δής τό Λελέκη!, τού άπάντη χωρίς την παραμικρή υποψία. δείχνοντας του κάτι δί — Μέ τον Λελέκη γνωρι σε πλα του. στήκαμε..., άρχισε Μίκυ γύρισε τό κεφάλι Δέν μπόρεσε όμως νά συ τουΌκαί θέαμα πού άντίνέχιση. Μέ μάτια πού γούρ κρυσε τόντό έκανε ν’ άνατριλωσαν από την έκπληξη εί χιάση. Είδε τό Λέλ(έκη: , δε δε στο χέρι τού άντρα νά μένο κι3 αυτόν σέ μια καρέ προ-βάλη ένα πιστόλι. κλα, γυμίνό από τη μέση καί — Ψηλοί τά χέρια, γρήγο πάνω, μέ τό κορμί κσταματώ ρα!, τού είπε. μένο από χτυπήματα μαιστιΌ Μίκυ ξεροκατάπιε καί γίου. άναιγκάστηκε νά συμμορφωθή. _— Θεέ μου!, ψέλλισε τό Ό παράξενος άνθρωπος μέ 4 Ελληνόπουλο, δέν καταλα τό μούσι έψαξε τις τσέπες βαίνω τί συμβαίνει, γιατί τομ, τού πήρε τό πιστόλι τόν χτυπήσατε. καί, μέ μια κοφτή καί γρή>— Γιά τόν Τβιο λόγο πού γορη κίύησι, κατέβασε μέ 5υ ' θά χτυπήσω καί σένα σατα ναμι Λ τη ,.λαβή „ τού πιστολιού _ „ νικό παιδί!, μούγγρισε ό στο κεφάλι του παιδιού. η· άντρας. Γιά'νά μου μαρτυ; Χιλιάδες άστρα έλαμψανρήση τί ακριβώς ξέρει για ,μπροστά στα μάτια τού 'Ελ-^μένα ό Σέρινταν. Ό άθλιος, Αηνόπουλου κι’ υστέρα ήρθε®προτίμησε νά ώργωθή τό
?<
Λ<*·ν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
51 αστρονόμοι πού βρέθηκαν την έφιαλτική εκείνη στιγμή στα τη
λεσκόπιά τους, δεν οιέκριναν τίποτε.
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κορμί· -του από τό μαστίγιό πέτσινο μαστίγιο. Τά μάτια μου παρα νά μαρτυρήση. Ε του πετούσαν άγριες φλόγες. σύ ρμως, έσύ θά μαρτυρήσης — Θά μιλήσης; έκανε. οπωσδήποτε. ζ;έρω πώς σε — Δεν έχω νά πώ τίποτε, λένε Μίικυ και πώς ό Σέριν άπάντησε ψύχραιμα ^ τό "Ελ ταν σ’ έχει δεξί του· χέρι. ληνόπουλο. Δεν άρνιέμαι πώς Πες μου, λοιπόν, με υποπτεύ είμαι ό βοηθός τού ντέτεκτιβ εται ό Σέρινταν; Αυτός σάς Τζόε Σέρινταν, μά δεν ξέρω έστειλε εδώ; Μίλησε άν άγα ούτε ποιος είσαι, ούτε πώς πας τη ζωή σου! Σκοπεύω σε λένε... νά σε μαστιγώσω ώσπου νά Τό ^χέρι τού ανθρώπου με μιλήσης ή νά πεθάνης. τό μούσι υψώθηκε καί τό μα— Δεν καταλαβαίνω τίπο στίγιο άναδιπλώθηκε στόν τε!, του απάντησε με είλι <άήρα. Τό σκληρό πετσί του κρίνεια τό παιδί. Ήρθα εδώ τεντώθηκε κι5 ύστερα άρχισε νά πάρω- τό φίλο /μου... νά πέφτη μέ δύναμ ι πάνω — Λες ψέματα!, ούρλια στο κορμί τού μικρού Ελλη σε ό άγνωστος. Έδώ δεν εί νόπουλου. Σηκώθηκε κι" έπε ναι τό σπίτι, του φίλου σου! σε πολλές φορές κάί τό ηρω Ήρθατε και οί δυό σας γιά ικό παιδί, μ" όλο που πονούκάποιο σκοπό! σε αφάνταστα κι" ένοιωθε τό Ό Μίικυ έστρεψε προς τό κορμί του νά πληγιάζεται μέρος τού Λελέκη. Τον είδε καί νά ματώνη, έσφιγγε^ τά νά άργοσαλεύη τό κεφάλι δόντια του γιά νά μην άφή^ου καί νά άνοί'γη τά μυωπι ση νά τού ξεφύγη ούτε τό κά του μάτια προσπαθώντας παραμικρό βογγητό. Τό μαρ νά δη ποιοι ήταν εκείνοι πού ^ύριο συνεχιζόταν σκληρό μ ιλαύσαν. καί αδυσώπητο καί ό Μικυ — Λελέικη,!, τον ρώτησε σκεφτόταν ποιος νά ήταν ά ραγε ό άνθρωπος αυτός καί ό Μίικυ, δεν μου είπες πώς γιατί τούς βασάνιζε μόλις είναι τό σπίτι σου αυτά; — "Έκανα λάθος!, απάν έμαθε πώς είναι στήν^ υπηρε σία τού ντέτεκτιβ Σέρινταν; τησε τό άφηρημένο παιδί. Μήπως φοβόταν; Καί τί άκρι Νόμισα πώς είναι τό σπίτι βώς φοβόταν; μου. Αυτός ό άνθρωπος, Μί"Έπειτα, οί σκέψεις του κυ, μου έσπασε τά γυαλιά μου καί δεν βλέπω τί γίνε αδυνάτισαν κΓ αυτές. "Ένοιω σε νά ζαλίζεται κι" έκλεισε ται ιμττροστά μου! Ό Μίκυ κούνησε τό κεφά τά μάτια... Κατάλαβε πώς λι του. Ό Αελέκης είχε τόν θά λιποθυμούσε, όταν τό μα καημό τών γυαλιών του τη στίγιο σταμάτησε νά τόν στιγμή πού ίσως νά κινδύνευε χτυπάη. "Άνοιξε τά ματια του και ή ίδια ή ζωή του. Γύρισε καί είδε τόν άγνω είδε τόν βασανιστή του νά έχη στραμμένη την προσοχή στο νά κρατάη §να μακρύ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
του ττ|ρός την άνοιχτή πόρτα του ^ δωμ ατ ίου. Σ τό αίνο ιγμα αυτής τής πόρτας, είχε κά νει τήιν έμφάνισί της μια καν τή σιλουέττα. Ό Μίικυ ένσιω σε νά παίίρνη ζωή και ή καρ6ιά του χτύπησε χαρούμενα. Ή σιλουέττα που κύτταζε ό Βασανιστής του, ήτάν ό Λή Πό. —· Τί διάβολο ζητάει αυ τός^ ό πίθηκος έδώ μέσα* γρύίλίλισιε ό άνθρωπος μέ το μούσι καί σήκωσε άπειλητικσ τό μαστίγιό του για νά τον χτυπήση. Δεν πρόλαβε όμως νά τό κατεβάση. Ό «πίθηκος» έδω σε ένα σάλτο καί του κόλλη σε στό σβέρκο. Μιά πνιγμένη φωνή καί- μιά βλαστήμια βγήΐκε άπό τα σιόρα του άντιρα. Πήρε μιά στροφή γύρω άπό τόν έ αυ τό του καί δοκίμασε νά πε τάξη· ,μακιρυά τό μαλλιαρό πλάσμα πού του είχε κολλή σει σαν στρείδι καί του τρα βούσε τά μαλλιά. Δεν μΐπόρέ σε όμως. Γιατί ό Λή Πό δεν ήταν καίί τόσο εύκολος άν τίπαλος. Ό άντρας πήρε άλλη μιά στροφή γύρω άπό τόν εαυτό του κΓ έπεσε βαρύς πάνω στο πάτωμα. Ό Λή Πό τόν άφησε τώρα καί, παίρνοντας ένα μεγάλο βάζο που βρήκε πάνω σ’ ένα τραπέζι του τό έκσφενδσν ισ ε μέ δύνΌμ ι. Τό βάζο βρήκε τόν άντρα στό κεφάλι κΓ έσπασε σέ χί λια κομμάτια. "Ενα βογγητό αντήχησε καί ό βασανιστής Ιμΐή'Ι φκ ί νιηττρς ρτρ ΤΓάΤ^μ1^·
21
Τό βάζο τόν εΐχε θέσει έκτος μάχης. ^ —Λύσε μας, Λή Πό!, του φώναξε ό Μίκυι. Μέ πυρετώδεις κινήσεις ό άνθρωπος του Πράτ έλυάε τό 1 Ελληνόπουλο κάί τόν Λελέκη. Τά δυο παιδιά στάθη καν μέ πολύ κόπο όρθια. _ — Τά γυαλιά μου!, κλα ψούρισε ό Λελέκης. ^Εσπα σαν τά γυαλιά μου καί δεν βλέπω ούτε τή μύτη μου., Ό Μίκυ ^στράφηκε προς τό μέρος τού άντρα καί του ξέφυγε Ινα επιφώνημα έκπλή ξεως. Στή θέσι πού βρισκό ταν ξαπλωμένος, δεν ύττήρ χε τίποτε, τώρα. — Μάς ξέφυγε!, φώναξε μέ άπόγνωσι. Βγήκε άπό τό δωμάτιο κι* άρχισε νά ψάχνη όλο τό σπί τι. Δεν τόν βρήκε όμως που θενά. —Πάμε νά φύγουμε!, εί πε στούς φίλους του. Υπο πτεύομαι πώς αυτό τό σπίτι έχει κάποια υπόνομο. Πρέπει νά ειδοποιήισοΜμε τόν κύριο Σέρινταν. Σέ λίγο, τά δυό παιδιά κύ ό Λή Πό έγκατέλειπαν τό παράξενο σπίτι μέ τόν πιο παράξενο κάτοικό του. Δέν θά είχαν άπομακρυΥθή ούτε έκατό μέτρα, όταν μιά τρο μερήν δοινησι άκούστηκε πί σω τους. "Επεσαν καί λ οι τρεις μπρούμυτα γιατί είδαν νά πετάγωινται στον ουρανό χώματα πέτρες καί ξυλά. "Οταν πιά τελείωσε ο κίνδυ νος σηκώθηκαν καί κύτταξργ πίας^ τρνς,
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
>
.
Δοκίμασαν και οί τρεις φία στον ντέτεικτιβ. τους μια άπερίγρΰοπτη εκτπλιη — ΕΤν/αι ό βοηθός μου, ό Ο. Στο μέρος πού βρισκό Ρόμπερτ Σμίθ, τοΰ απάντη ταν πριν ένα λεπτό ή βίλλα, σε. "Ή μάλλον ήταν βοηθός δεν ύπθοχαν πασά έρείπια υου γιατί τώρα κι5 ένα ,μήνα που κάπνιζαν. Κάποιος την έφυγε γιά νά άνοιξη δικό είχε ανατινάξει στον άέοα! του έοΥαστήριο. 'ΌιΣέίρι’νταν σούφρωσε -με — ’Άν μέναμε έστω καΐί τη σειοά του τά φρύδια. για δυο λεπτά άκόιμη ιμέσα, — ΣυμΙβαινεί τίποτε; ρώ εΐπε ό Μίκυ, θά ταξιδεύαμε . τησε ό καθηγητής. τώρα γιά τον "Αδη. Υπο πτεύομαι πώς αυτός ό άνθρω — Συμβαίνει πώς αυτός πος, φεύγοντας, άφησε πίσω ό άνθρωπος κ ακο-μετ αχε ι ρ ί του μια ωρολογιακή βόμβα ο τήκε δυο παιδιά καί στό τέ νιά να μάς στείλη στον άλ λος έφυγε από τή βίλ'λα του λο κόσμο! αφήνοντας πίσω του μιά ω ρολογιακή βόιμβα πού δεν §€ΑΙ ΠΑΛΙ άογησε νά τήν άνατινάξη. Η ΑΚΤΙΝΑ Ευτυχώς πού τά παιδιά κατάφεοαν νά γλυτώσουν. Ο ΣΕΡ I Ν· Ό καθηγητής δοκίμασε ΤΑΝ γύρ ι ζ ε ^ ρο'με ρή έκπληΕ ι. από ιμι<ά επί — Δεν καταλαβαίνω τίπο σκεψι που εί τε ! είπε οπόν Σέοινταν. Ό χε κάνε ι από Σπί;θ ήταν λιγάκι παράξενος σπίτι του διά σημου αστρο -ρ·ά δεν είχε δώσει αΦοριιή γιά τίποτε. Τόν γνωρίζω ίό νόμου καθηγη τή Τζών Ντόνο-βαν. Ό καθη σα χοόνια... Άποοώ γι’ αυ γητής τον είχε υποδεχθή ;μέ τά πού σου λέτε καί μου φαί εύ νένεια. νονται απίστευτα. -— Μπορώ νά σάς φανώ — Γιά τήν τρομερή ακτί χρήσιμος σέ τίποτε κύριε Σέ να πού έλυωσε ιμέσα σ' ένα ρ ι νταν; τόν ρώτησε. λεπτό ένα ολόκληρο τετρά 'Ο Τζόε κάθησε στήν πσλυ γωνο, τί ιδέα έχετε; τόν ρώ θρόνα του κι5 έβγαλε από τήν τησε ξαφνικά ό ντέτεκτιβ. τσέπη μιά φωτογραφία. Του Ό καθηγητής * άνοΊγόκλεί τήν έδειξε αμίλητα και δεν σε τά ■ μάτια του. άφησε ούτε στιγμή τό βλέμ — Δεν έχω· τήν παραμι μα του από τό πρόσωπό του. κρή ιδέα, απάντησε. Προσ τόν^εΤδ·£ νά κάνη, -μια έλατιαιθώ κι5 εγώ, άπως όλοι οί Φρυά κίνησι καί νά ζαιρώνη επιστήμονες νά άνακαλύψω τά φρύδια του. Τά χαρακτη τί είδους ακτίνα ήταν, μά ριστικά του ηρέμησαν σχε προς τό παρόν... δόν άμέσως και χαμογέλασε, Ό Σέρινταν σηκώθηκε. δίνρντσς πάλι τή Φωτογρρ> —•Ευχαριστώ ιταλή κύριε.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
καθηγητά, τού είπε. Μέ συγχωρήτε για τήν ένόχλησι. Γύριζε τώρα άπό την έττί'σκεψί ταυ αυτή, καί πήγαι νε νά συνάντηση τη Νάνσυ σιό σπίτι της, άδηγώντας μέ πρσο'χή την κιούίοσα του ανά μεσα στους πολυσύχναστους δοόμους της Νέας Ύόιρκης. Είχε ανοίγει τό ραδιόφωνό του και άκαυγέ μουσική, ό ταν ξαφνικά ό δίσκος στα μάτησε κάΐ μια Φωνή βρα χνή καυ συντο, μη, μίλησε: «Προσοχή, προσοχή! Σάς μιλάει ό μόνος άνθρωπον στή Γή ^που ξέιρίει κάτι γιά τήν άκτΐνα του ολέθοου. Πιοασοχη, προσοχή! Σάς μιλάει ε κείνος πού τήν κατασκεύασε καί πού 'μ5 αυτή θά κα,ταικτή ση τό σάμπαν. Στέλνω τό έ ξης τελεσίγραφο στήν Άστρι κή Άο'Φάλεια: Άν δεν άφαπλίση ως αύριο· όλους τούς αστυνομικούς άν δεν συγκεν τοώιοπ όλα τά όπλα καί τούς πυραύλους στο· μεγάλο πυοαυλοδρόιμιο· καί άν δέιν φύγη αμέσως από τή Νέα Ύόρκη ο Χό'βαοτ καί ό Σέρινταν ή ακτΐνσ τού · όλέθόου θά πέση καί πάλι, στις δώδεκα ακρι βώς αύριο τό μεσημέρι, σ5 ένα σηιυεΐο τής ρΐεναλουπόιλεως. Χόβαρτ καί Σέριντσν σάς ειδοποιώ πώς δ^ν άστ'ει εύοίμαι καί πώς ά'/ δεν υπα κούσετε ατούς ορούς μου, θά τά [μεταΐνοιώσετε πικρά Σάς πίλιηοο-Φοοώ πώς δ.τι καί νά κάνετε δεν θά εμποδίσε τε τήν ακτίνα νά πέση στή Νέα Ύόρκη...»
"Ενα παγερό ρίγος διαπέ-
23
ρασιε τή σπονδυλική στήλη ταυ Σέρινταιν.Ό απαίσιος καί άγνωστος εχθρός του, άπειλούσε τον Τδιο καί τή Νέα Ύ όρκη. μ3 έναν τρομερό καί α δυσώπητο κίνδυνο·. Τό τέρας αυτό μέ τά κακούργα καί έγκληιμ ατ ι,κ ά ένστ ικτ α, δεν θά δίΐσταζε νά έγκληροοτίση καί πάλ\ νά σκοιρπίση τό θάνατο σέ χιλιάδες αθώα γυ ναικόπαιδα. Έστριψε ένα κουμπί σέ μιά συσκευή πού βρισκόταν δίπλα του κι5 έφερε ένα ·ιμΐ" κούφωνα στο στόμα. «Προσοχή, προσοιχή, μίλη.σε κι’ αυτός. Νάνσυ, μέ άκούς;» 5Ακολούθησε μιά λ ι γόλε πτη σιωπή καί έφθαισε ως τ5 αυτιά του ή άπάντηαι τής αρραβωνιαστικιάς του: «Σέ ακούω. Τζόε. Σέ πε ριμένω νά έρθης άπό στιγμή σέ στιγμή. "Ακόυσες τό ρα διοφωνικό μήνυμα του κα κούργου;» «Τό ακόυσα, Νάνσυ·. Ειδο ποίησε αμέσως τον Μίκυ νά παρακολούθηση μαζί μέ τον Αή Πό τό σπίτι του καθηγη τή Ντόνοβαν. Ό Αή Πό νά κιουφθή στον κήιπο του κι* ό Μίκυ νά μείνη απέναντι. Νά τον άκολουθήση όπου κι5 άν πάη. ’Άν δοκιμάση νά φύγη άπό τή Νέα Ύόοκπ νά σ.ού ^ηλεφωνήση αμέσως. Ένώ πηιναίνω νά συνανάήσω τον Χό·βσοτ. Θά είμαι στο νιραφεΐο του κι5 έπειτα θά έοθω νά σέ βρω. Νά πής τού ΜΓ ·<υ νά παοακόλουθή τον κα θηγητή συνέχεια, ως αύριο
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
στις δώδεκα καί μίση!...» «Εντάξει, Τζόε>>. Ό Σέρινταν έκλεισε τον τπομπο του1 ραδιοασυρμάτου του κάΐ άλλαξε διευθυνσι, κατευθυνόμενος προς τό μέ γαρο τής "Αστρικής "Ασφά λειας για να συναντηθή με τον ίνσπέκταρα Χόβαρτ. * *· ★ Ή ήρα ήταν έντεκα και μι σή. Τά εκατομμύρια ^τών αν θρώπων πού κατοικούσαν τή Νέα Ύόρκη την είχαν αδειά σει έπειτα από διαταγή τής "Ασηριικής "Ασφάλειας. Μα ζί ιμ"^ αυτούς, όπως ειδοποίη σε τον Σέρινταν ό Μίκυ, εί χε φύγει καί 6 καθηγητής Ντόινοβίαν. Τδ "Ελληνόπουλο μέ τον Αή Πό είχαν γίνει σκιά του καί τον άκολουθαύσαν παντού οπού κι" άν πή γαινε. Ό θρυλικός ντέτεκτιβ την ώρα αυτή βρισκόταν στον «ΠρωΤεα» μαζί μέ τή Νάνέτυ κι" έκανε βόλτες πάνω από τή μεγαλούττολ ι σέ μεγάλο ύψος. — Είμαι περίεργος νά δω άπο πού θάρθη αυτή ή άκτυ να τού ολέθρου, είπε σέ μια στιγμή ό Σέρινταν. Όποιοδήποτε άστρόπλοιο πλησιάση στις δώδεκα τή Νέα Ύ όρκη, θά τό αναγκάσω νά σταματήση, διαφορετικοί θά τό χτυπήσω. "Ο «Πρωτεύς» ^ συνέχιζε τις βόλτες του, αθέατος από τή Γή καί τά λεπτά κυλού σαν ιμέ αγωνία. Δώδεκα παρά είκοσι... δώ δεκα παρά τέταρτο... δώδε
κα παρά δέκα... δώδέκα πα= ρά πέντε... Ή αγωνία τού ντέτεκτιβ καί τής κοπέλλας, δεν πέρυ γραφόταν. Τά μάτια τους προσπαθούσαν νά άντ ιλη φίθούν την παρουσία κανενός άλλου άστρόπλοιου, μά δεν διέκριναν τίποτε. Ό ουρανός ήταν άδειος... — Περίεργο!, ψέλλισε 6 Σέρινταν. Μου είχαν πή πώς ή ακτίνα πού χτύπησε τή Νέα Ύόρκη, έπεσε κατακόρυφ*α από τον ουρανό. Στον ουρανό, όμως, αύτή τή στι γμή υπάρχουμε μόνο εμείς καί κανένας άλλος. "Εκτό>ς καί άν τό τελεσίγραφο του κακούργου ήταν μιά μπλόφα. ΐΠέντε λεπτά τούς χώριζαν από την μοιραία ώρα, τέσσε ρα, ^ τρία, δύο... Κανένα· άστράπλοιο δεν φαινόταν... Οΐ φλέβες τού Σέρινταν φού σκωσαν από την άγωνίια, ή καρδιά του χτυπούσε σαν τρελλή, ή αναπνοή του έβγαι νε δύσκολα άπο τό στήθος του. "Έδωσε μιά απότομη βου τιά στον «Πρωτέα» προς τά κάτω καί κύτταξε τό ρολόι του. Ένα λεπτό ακόμη ύπο~ λοιπόταν καί... ξαφνικά... μ(ά τρομερή λάμψι τον θάμ πωσε! Μιά λάμψι έψιάλ,τι κή, σάν χίλιες άστράπές μα ζί, που φάνηκε πάνω από τη Νέα Ύόρκη! Συνέχεια μέ τή λάμψι ακούστηκε ένας διαβο •λ ει μένος θόρυβος κι" ένα σύν νεφο καπνού άρχισε νά άτττλώ νέτα! καί νά σκεπάζη την ιτά 1 ' 7 ι > '
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
λι. ^θπειται, ή λάμψι έσβησε άπόταμα και μόνο ό καπνός έμεινε κι5 αιρχιισε νά υψώνεται προς τον ουρανό. —Το είπε και τό έκανε ό σατανάς!, γρύλλιαε ο Σέ|ινταν ρυθμίζοντας τό πήδα ιο του «Πρωτέα». Είναι πε ρασσότερο δυνατός ικΓ επι κίνδυνος άπάσο τόιν πίστευα. Κατέχει ένα τρομερό όπλο καί θά πληρώσουν πολλά α θώα θύματα τή μανία του... Σε λίγα λεπτά τό άστρόπλοιο προαγειώθηκε στο πυραυλοδρόιμιο καί ό Σερ ινταν, μπαίνοντας μαζί με τή Νάύσυ στην κούιραα του, κατευθύνθηκε με ϊλιγγιώδη ταχύτη τα προς τή Νέα Ύόρκη,. Σέ λίγο σταματούσε μπροστά σ3 ένα αφανισμένο τετράγωνο. Στη θέσι πού πριν λίγη ώρα ύψώνονταν περήφανοι οΐ ούρα νο^ύστες δεν υπήρχε παρά μια λάβα πού άχνιζε καί που δεν μπορούσε κανείς νά τήν πλησιάση κοντά γιατί έκαιγε. Τά υλικά από τά όποΐα είναι κτισμένος ένας ουρανοξύστης είχ αν λυώσει μέσα σ’ ένα δ ευ τερόλεπτο. ©άπρεπε ή σατα νική αυτή άκτΐνα νά άνάδινε θερμοκρασία έικαταμμυρίωίν βαθμών. —(Είναι τρομερό!, μίλησε πρώτη ή Νάνσυ. Είχε γίνει κατάχλομη καί κρατούσε σφικτά τον ντέτεκτιιβ άπό τό μπράτσο. —Είναι κάτι πιο πάνω άπό τρομερό, Νάνσυ! Είναι έφιαλ τικό, είναι απίστευτο! Πώς καί μέ ποιόν τρόπο έφτασε
25
αυτή ή άκτΐνα ως έδώ;ιΠοιά δολοφονικά χέρια τήν κίνη σαν;^ Σέ λίγο κι5 άλλοι άνθρωποι είχαν έρθει κοντά τους καί κύτταζαν μέ γουρλωμένα μά τια τήν άπίθανη καταστροφή. —Σέρινταν!, ακούστηκε ή φωνή τού ίνσπέκτορα Χόβαρτ σαν γαύγισμα μπουλντόγκ, έχεις άναλάβει άπό χθες αυ τή τήν υπόθεσι καί δεν έκανες τίποτα ώς τώρα. Ό Σέρ ινταν γύρισε καί κύτ τάξε τον χοντρό καί κατακόκ κ>νο έττι θεωρητή. Κ ύτταξε καί τούς άλλους, τούς απλούς άν θρώπους πού μέ τά μάτια τους τού ζητούσαν βοήθεια. 'Όλοι, αυτοί, περίμεναν νά τούς σώση ν αποκάλυψη τό μυστικό *της τρομερής άκτίνας. Τον πίστευαν γιά υπεράνθρωπο κι5 άν τους έλεγε αυτή τή φο ρά πώς ήταν τόσο ανίσχυρος μπροστά στον άγνωστο εχθρό του, θά τους, απέλπιζε. —Χόβαρτ, μίλησε δυνατά στον ίισπέκτορα, γιά νά τον άκούσουν κάί οι άλλοι γιά νά πάρουν θάρρος, εχω κάτι στο νοΰ μου. Ελπίζω, απόψε κιό;λίας, κάτι νά κάνω! Χαρούμενες κραυγές καί ζωηρά χειροκροτήματα υπο δέχθηκαν τά λόγια του. —Τί σκέφτεσαι νά κάνης; τον ρώτησε ή Νάνσυ λίγα λε πτά αργότερα όταν απομα κρύνθηκαν άπό τό πλήθος. —Σκέπτομαι νά παίξω μια μπλόφα, τής είπε. "Αν πιάση, ίσως άνακαλύψω ποιόζ κρύβε ται πίσω άπό τήν άκτΐνα τού όλέθρου.
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ
Ο ΑΝΘ Ρ Ω -, ■ΠΟΣ ττού πή δησε τά κάγ κελα του κή που,. έπεσε α θόρυβα στο ε σωτερικό του». "Ερει ν.ε γ ι ά μ ιά στ ι γ μ ή άκ ίΜη,τος, ^ ικρυμ,μέ νος πίσω άΐπό ένα θάμνο, με τό αυτί τεντωμένο. Ή ευαίσθητη ακοή του- πη ρε ένα θόρυβο. Κάποιος βκχδιδιιζε πολύ γρήγορα ανάμεσα στους θάμνους. Τό χέρι του κινήθηκε μέ αστραπιαία ταχύ τητα κύ έβγαλε ένα στιλέττο. Περύμενε μέ αγωνία. Σέ λίγο, ένας (μαύρος όγκος πήδησε στον αέρα καί κατευθυνότσν επάνω· του. ^Ηταν ένας πιελώ ρ ος σκύλος! Ό ντέτεκτιβ Σέρινταν —■ αυτός ήταν ό νυχτερινός επι σκέπτης τής βΕλλάς του καθη >η·τή Ίιζών Ντόνοβαιν— έπε σε ανάσκελα ενώ τό χέρι του δ έγραψε (μιά γρήγορη τροχιά. Ή ιμύτη τού στιλιέττου βρήκε ένα σήμα καί σέ λίγο τό τρυ ποΰισε. "Ενα πνιχτό βογγητό ακούστηκε καί ό σκύλος σω ριάστηκε άψυχος δίπλα στον ντέτεκτιβ. — Σέ λυπάμαι, ψιθύρισε ό Σέρινταν, είσαι έναγ αθώος σκύλος καί δεν μου έφταιξες σέ τίποτε. ^ Λεν μπορούσε όμως νά γίνη διαφορετικά. Είναι άνάγκη νά βρώ τά ίχνη ενός κακούργου για νά γλυτώ σω από τήιν καταστροφή τή Νέα Ύόρκη καί όλη την άν-
θρωπάτιητα. Ό Σέρινταν σύρθηκε μέ τα τέσσερα ανάμεσα στους θάμνους καί ατά λουλούδια. Φθάνοντας στη ρίζα ενός δεν δρρυ,^ άνωριθώθΐηικε. Αγκάλία σε τον χοντρό κορμό, του1 καί σέ^λίγο βρέθηκε σ’ ένα κλαδί που άκουιμπουισε σχεδόν πάνω στο [μπαλκόνι τής βίλλας. Μ5 ένα ακροβατικό >μά καί εντε λώς αθόρυβο πήδημα, βρέθη κε στο μπαλκόνι. Πλησίασε την πόρτα κι* έστρεψε μέ προ σοχή τό πόιμολο. ? Ηταν ανοι
χτή-
„
λ
Ό διάδρομος που άδηγουσε στο έσωτερικό τής βίλλας, ήταν σκοτεινός. Κι5 όλες οί πόρτες δεξιά κύ αριστερά ή ταν σκοτεινές. Σέ ποιο- δωιμάτιο, τάχα, νά κοιμόταν ό κα θηγητής; "Ανοιξε ένα στην τύχη, καί πατώντας τό· κουμπί τού ήλε κτρικού φαναριού τοο,κύτταξε ολόγυρα. Στη στενή φωτεινή δέσμη, διέκρινε ένα κρεβάτι. Καί πάνω σ5 αυτό τό: κρεβάτι κοιμόταν ένας άνθρωπος. 9 Η ταν ό καθηγητής. Ό ντέτεκτιβ έσβησε τό φα κό του κι5 έβγαλε τό πιστόλι του. Την ίδια στιγμή ακουστή· κε τό κλικ ενός διακόπτη καί τό δωμάτιο φωτίστηκε^άπλε τα. Ό καθηγητής τον είχε πά ρει εΤδησι. Τον κύτταξε περίεργα καί βλέποντας τό πιστόλι στα χέ ρια τού νυκτερινού καί άπρό οπτού επισκέπτη του, τά έ χασε. —-Δεν καταλαβαίνω:/ ψέλλι σε.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
'Ο Αελέκης εΐχε φθάσει πρώτος και τους περίμενε.
—Είμαι ό ντέτεκτιβ Σ-έριν αν, ' μίλησε ό επισκέπτης. Κα ηγητά Ντόνοβαν, σας συλσμ'βάνω! Τά μάτια του «μεσόκοπου σΟηιγητή γούρλωσαν καί ττε άχίτηκαιν εξω απτό τις κόγχες ους.
—Ντέτεκτιβ Σέρΐίνταιν, μί λησε υστέρα από δυο λεπτά άψού σηκώθηκε από τό κρεβσ τι. άστειεύεσθε; —Δεν αστειεύομαι καθό λου !, τού απάντησε ψυχρά ό Τζόε. Ντυθητε γρήγορα και ακολουθήστε με. Είμαι βέβαι
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ος πώς εσείς στείλατε δυο φο ρές την τρομερή ακτίνα πού έλυωΐσε δυο τετράγωνα στο κέντρο της Νέας Ύόρικης. Πριν έλθω στήιν κρεβατοκάμα ρά σας, έκανα μια έρευνα σε όλα τά δωμάτια. Θέλετε νά ο ας ττώ τί βρήκα; "Εναν ισχύ ρο ττομπτό μέ τον οποίον στεί λατε το μήνυμα του1 τελεσι γράφου στην ’Αστρική Άσφά λεία. Ό ντέτεκτιβ αυτή τή στιγ γη, μπλόφαρε. * Ηταν ό μόνος δρόμος που του έμεινε ανοι χτός. "Αν ό καθηγητής ήταν ένοχος κι* έπεφτε στην παγί δα... —Ψέματα!, φώναξε ό άλ λος μ5 όλη του τή δύναμη. Αέ τε ψέματα! —Είναι Ψέματα κύριε, Ντό νόβαν πώς μαζί μέ τον βοη* θό σας τον Σμίθ έχετε καταστρώισει ένα τρομερό σχέδιο για νά κατακτήσετε τή Γη; — Μά... — Αφήστε τις διαμαρτυ ρίες κάι ντυθήτε γρήγορα γιατί δεν έχω καιρό. Ό καθηγητής έκανε νά πά ρη το πανταλόνι του άπό μ ιά (ανοιχτή ντουλάπα πού βρι σκόταν δίίπλα στο κρεββάτι του κΓ ό Σέρινταν, γύρισε τό κεφάλι του στο αντίθετο μέρος. Ή ικίνησι αυτή ήταν μελετημένη καί την έκανέ σκόπιμα. *Ηταν τό λεπτότε ρο σημείο τής παγίδας... Ή καρδιά του χτυπούσε γοργά άπό την άγωνία ενώ μέ τήν άκρη τού ματιού του παρα κολουθούσε καί τήν ποραμ ι-
ί
κρή κίίνησι τού άνθρώπου πού ανασκάλευε τά ρούχα στη ντουλάπα. -αφνικά, τόν είδε νά γυρί ζν απότομα καί νά κραταη ένα πιστόλι στά χέρια του. Ό Σέρινταν πήρε μιά από τομη -βουτιά ιένώ μιά σφαίρα σφύριξε δίπλα του κΓ έπει τα ικι5 άλλη κι* άλλη. Ό κα θηγητής τόν πυροβολούσε μέ (μανία μέ τό αθόρυβο πι στόλα του... Είχε πέσει στην παγίδα πού τού έστησε 6 θρυλικός ντέτεκτιβ. ^Τώρα άστραψε μέΛ τή σει ρά της ή κάννη τού πιστο λιού τού Σέρινταν. ^Ηταν ό μως ιάκόμη ξαπλωμένος καί δέν μπορούσε νά σκόπευση καλά. Πήρε μιά στροφή α κόμη κα|ί κυλώντας, έφθασε δίπλα άπό τό κρεββάτι. Άνα σήκωσε μέ προσοχή τό κεφά λι του καί... λίγο έλειψε νά ξεφωνίση άπό τήν έκπληξι. Στη θέσι πού βρισκόταν ό καθηγητής, δέν υπήρχε τίπο τε τώρα! Είχε γίνει άφαν τος ! Ό Σέρινταν άινωρθώθηκιε απότομα καί πλησίασε τή ντουλάπα. Ή δεξιά της πλευ ρά πού άκουμπούσε στον τοίχο, δέν ήταν παίρά -μιά πόρτα! Άπό αυτή τήν πόρ τα είχε έξαφανιστή ό καθηΥηΛήΐς· η Διασκέλισε γρήγορα το κατώφλι της μά άναγκάστηκε νά σταματήση-. Πού πήγαι νε μέσα σ’ αυτό τό σκοτάδι; Μήπως ιό καθηγητής τού εί χε^ στήσει μέ τή σειρά του μιά παγίδα;
ΥΠΕΡΑΝ^ΡΩΠΟί ^ Δεν πρόλαβε καλά—καλά νά άπστελειώση τή σκέιψι του, όταν κόττι σκληοό άκου,μπησε στήν πλάτη του και ,μιά ^φωνή, ή φωνή τοΟ καθη γητή, τον διέταζε επιτακτι κά και άγρια: — "Άφησε τό πιστόλι γιατί πυροβολώ! Ό Σέρινταν έτριξε τά δόν τια το-υ από λύσσα! Την εί χε ,πάθει σαν μικρό παιδά κι! Ήταν αργά τώρα πιά νά άντισταΒή, "Άφησε τό πι στόλι του νά πέση έινώ τό χέ ρι του καθηγητή τόιν έσπρω χνε προς τά πίάω. Σε λίγο έμπαινε πάλι στην κρεββατοκρμαρα. — Τήιν έπαθες σάν ηλί θιος ντέτεκτ ι β! ,, σάρκασε ό καθηγητής. Καί τώρα σέ πε ρι, μένει ό θάνατος! — "Εσύ την έπαθες σάν η λίθιος!, του απάντησε με τή σειρά του ό ντέτεκτιβ ενώ ό άλλος εξακολουθούσε νά νά έχη τήν κάννη τού πιστό λ ιού του καίρφωμένη στήν πλάτη του. Δεν είχα καμμιά άπόδειξι πώς ήσουν εσύ που έστελνες τίις τρομερές άκτΐ νες τού θανάτου στή Νέα Ύ“ όρκη,. Σού έπαιξα ,μιά υπέ ροχη μπλόφα! Ό καθηγητής γρύλλισε πίσω του σάν μανιασμένο θηρίο και τήν επόμενη στιγμή ή λαβή τού πιστολιού του χτύ πησε μέ δύναμι στο κρανίο τού άκτιπάλαυ του. Ό ντέτε κτιβ έβγαλε ένα πνιχτό βογγητό ικαΓι σωριάστηκε αναί σθητος ατό πάτωμα.
Ο ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ ΣΩΤΗΡΑΣ !
ΟΤΑΝ άνοιξ ε τά μάτια του ό ντέτ εκ τ ι β, βρέθηκε δεμέ νος χειροπόδα ρα πάν ω σ έ μ ι ά κο λ ώ ν α καί φιμωμέ νος. Μπροστά του στεκόταν ό καθηγητής Ντόνοβαν. — Σέρινταν, τού είπε μέ χαιρ'εκαικία, έκανες πολλές ε ξυπνάδες στή ζωή σου, έφτα σε όμως ή ώρα νά τ'π πληρώ σης. ^ Φέρθηκες έξυπνα γιά νά μέ παρασύρης στήν παγί δα, ποιο έξυπνος όμως απο δείχθηκα εγώ. Μέσα σ" αυ τό τό δωμάτιο, υπάρχει μια ωρολογιακή βόμβα. «Είναι ρυ Ορισμένη ώστε σέ δέκα λε πτά νά έκραγή και νά τινάξη τό σπίτι στον αέρα. Στο δ'άστημα αυτό εγώ θά είμαι πολύ μακρυά, οχι από τή Νέα Ύόρκη άλλά κι" άπό τή Γη ακόμη. Χαλό ταξίδι γιά τόν άλλο κόσμο Σέρινταν. Τώρα πού δεν πρόκειται νά τή γλυτώσης, σέ πληροφορώ πώς ό Σμίθ είναι ακόμη βο ηθός μου κΓ έχουμε μοοζΐ κα ταστρώσει τό τολμηρό σχέδιο γιά τήιν κατάκτησι τού Σύμπαντος μέ τήν τρομερή ακτί να... Χωρίς νά πρόσθεση τίποτε άλλο, πήρε μια βαλιτσούλα πού βρισκόταν δίπλα του καί1, σβήνοντας τό φως, βγήκε ά πό τό δωμάτιο άφήνοντάς τον μόνο του.
Ιό
ΫΠΕΡΑΝΘΡ^Γΐόί
Ό ντέτεκτ ιβ ένοιωσε πολύ άσχημα. Μέσα σ" αυτό το δωμάτιο· τόιν συντρόφευε ό θά νατος. Σέ δέκα λεπτά τό σπί τι θά τιναζόταν στον αέρα κι5 αυτός θά ταξίδευε γιά τον "Αδη ! "Έσφιξε τά δόντια του και δοκίμασε νά σπάση· τά δε σμά του. Μάταιος κόπος. Ό καθηγητής τον εΐχε δέσει γε ρά σαν σαλάμι. ’Άν δεν ή“ τον τουλάχιστον φιμωμένος, θά ιμπορούσε ινά φωμάιξη καί νά σωθή... Στο μεταξύ τά λε πτά περνούσαν, τό ρολόζ τής βόιμ'βας έργαζόρταν, ό ^θάνα τος πλησίαζε,, τρομερός καί αδυσώπητος. «Κάποτε θά πέθαινα, συλ λογίστηκε μέ ψυχραιμία ο Σέρινταν. Δέν πειράζει που πεθαίνω ινέος. Κάποιος άλ λος θά συνέχιση τό έργο μου. "Αργά ή γρήγορα ό Ντόνο 6αν θά πληρώση. γιά τά εγ κλήματα του. Αυτή εΐιναι ή μοίρα κάθε κακούργου.. » 5 Απόλυτη_ σ ιωπή βασ ί λ ευ ε στο σπίιτι. -αφνικά, στην ευ αίσθητη ακοή του Σέρινταν έψθασε ένας θόρυβος. ζΗταν σόην κάποιος νάνοι γε την ε ξωτερική πόρτα. Μά ελπίδα ξύπνησε στην ψυχή του κι" έκανε την καρδιά· του <νά Χϊτυ πήση τρελλά. «Ποιος νάταν τάχα αυτός ό άπρόσκλητος επισκέπτης; Τί ζητούσε στό άδειο σπίτι; Μήπως... μήπως άραγε ήρ·αν ό τδιος ό Ντόνοβαν πού τό μετάνοιωσε καί γύρισε πίσω; Γιατί, δμως; Μήπως γιά νά τον σκοτώση καί νά ξεμπερδεύη μιά καί
καλή μαζί του; Συνέχεια μέ τό άνοιγμα τής πόρτας, αντήχησαν βή,μα τα στό διάδρομο. Έταν συρ τά, δισταχτιικά βήματα, Τό μυαλό του Σέρινταν δούλευε μέ τρομερή έντασι καί χιλιάδες έρωτηιματικά τον απασχολούσαν. ΤΊοιός ήταν άραγε ό νυχτερινός επισκέ πτης; Κάϊ νά, πού... πελαγω μένος ιστά ερωτηματικά καί στην αγωνία του θανάτου πού περίμενε από λεπτό σέ λε πτό, ή πόρτα τού δωματίου1 του άνοιξε. Ταυτόχρονα ιμιά λεπτή δέσμη, φωτός άστρα ψε στό σκοτάδι και έκανε τό γύρο κάθε γοόνιάς. Σέ μιά στιγμή τό φως στ σύστησε πάνω στον δεμένο καί φιμω μόνο ντέτεκτιβ. Ό άνθρωπος πού κρατού σε τό φακό, ήταν ένας διαρ ρήκτης ! Φορούσε .μάσκα στό πρόσωπό του καί στό δεξί του' χέρι κρατούσε πιστόλι. Ή καρδιά τού ντέτεκτιβ πή γαινε νά σπάση, άιπό την άγωινίά. ^ Τί θά έκανε ό άνθρω πος αυτός; θά τον έλυνε, ή θά εξακολουθούσε ανενόχλη τος τή δουλειά του γιά να βρή κι" αυτός τραγικό θάνα το στά ερείπια τού σπιτιού αυτού; Ό Σέρινταν ιμσύγγρισε. Είδε τό διαρρήκτη τώρα νά τον πλησιάζη καί νά τού βγάζη τό φίμωτρο. Φαι/όταν κατάπληΐκΓΓος γι" αυτό πού έβλεπε.
— Ποιος σ’ έδεσε έτσι; ρώΐηοε. — Αύσε με αμέσως!, τού
νηε^ΑΝΘΡηποί £ιΐτ4 ο ντέτεκτιβ. Σ5 αυτό τό δωμάτιο υπάρχει ιμιά ωρολο γιακή βορθα πού σέ πέντε λεπτά θά τινάξη τό σπίτι στον αέρα! Ό διαρρήκτης άνοιξε μια σπιθαμή τό στόμα του κ\ ήταν τόσος ο τρόμος του που έκανε μεταβολή και ταβαλε στα πόδια! — <Γόρισε πίσω!, τού φώ ναξε απελπισμένα ό ντέτε κτι<β. Λύσε με και σου υπό σχομαι νά σέ γεμίσω χρήμα τα. Είμαι ό Τζόε Σέρινταν! Μή φοβάσαι, ή βόμβα θ' άργήιση να έκραγή. Ό διαρρήκτης άποφάσ ισε νά γυρίση ένώ στο .μέτωπο του Σήρινταν άνάβλυζε ^παγω μένος ιδρώτας. Τον είδε να βγάζη από τήν τσέπη, του έ να μαχαίρι- κιάΐ νά του κόβη τά σκοινιά. — Λρόμο! ,τού είπε ό ντέ τεκτυβ μόλις, έλευθερώθηκε α πό τά δεσιμά του. Ναρθης στήν Άστρική Ασφάλεια. Θά έχω αφήσει ένα μεγάλο ποσόν γιά λογαριασμό σου. Μή φοβηθής, δέν πρόκειται νά σέ πειράξη κανείς. Μέχρι που νά πή αυτά τά λόγια, είχε πεταχτή έξω α πό τό σπίτι. Καθώς άρχισε νά τρέχη, έπεσε πάνω σ5 έ ναν αστυφύλακα. — "Αλτ !, του φώναξε ό έκπρόσωπος του νόμου. Τήν ταυτότητά σου!
— Είμαι ό Τζόε Σέριινταν!, του εξήγησε ό ντέτε κτίίβ. Σ' αυτό τό σπίτι ύττάρ χει μιά ωρολογιακή βόμβα που σέ πέντε λεπτά τό πολύ, θά τό τινάξη, στον αέρα! Ει δοποίησε γρήγορα τους κατοίΙκους των γειτονικών σπι τιών ν' απομακρυνθούν! Ό αστυφύλακας έβγαλε αμέσως τή σφυρίχτρα του ε νώ ό ντέτεκτιβ ώρμησε μέ τρελλή ταχύτητα. Είχε ένα σχέδιο στο νοϋ του. ’Άν προ λάβαινε... Μπήκε στον πρώτο τηλε φωνικό θάλαμο που συνάντη σε μπροστά του και πήρε έ ναν αριθμό-. — ΊΊυραυλοδρόμιο; φώνα ξε μέ πνιγμένη από τό λαχά νιάσιμο; φωνή. Έδώ Άστρική Ασφάλεια. Απαγορεύσα τε αμέσως όποιαδήποτε άπο> ιε ίωσ ι άστ ροσκάιφους! "Ε στω κι’ άν ό επιβάτης του εί ναι ό ίνσπέκτορ Χόιβαρτ! Σάς καθιστώ υπεύθυνους! Βγήκε από τον τηλεφωνικό θάλαμο καί σταμάτησε έ να ταξί πού τή στιγμή εκεί νη περνούσε δίπλα του. — Στό' πυραυλοδρόμ ιο!,, διέταξε τόν οδηγό. Μέ όση δυνατή ταχύτητα μπορείς. Τό αμάξι ρίχτηκε ^ μπρο στά μέ μιά δαιμονισμένη^ τα χύτητα. Δεν πρόλαβε όμως νά στ ρίψη τό πρώτο τετρά γωνο, όταν μιά ισχυρή έκρη-
0 ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ΨΥΧΑΓΩΓΕΙ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΝΕΙ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ξις άντήγήσε πίσω τους που τους ξεκουφανε και τους δυό. Ό οδηγός πάτησε μέ δύναμι τό ψιρένο καί το οςμόαξι έμέυ νε στον τόπο. — Κόπι συνέβη !, φώνα ξε, έτοΐιμος νά άνοιξη την πόρτα. — Ξεκίνα!, ούρλιασε ό ,ντέ τεκττί'β. Δεν σ’ ενδιαφέρει ε σένα ! Ό οδηγός τον κότταξε ιμέ υποψία. — Μήπως εΐσαι έσυ πού έκανες αυτή την παλιοδου λιά καί τρέχεις στο πυραυ/οδρόιμιο για νά τό σκάσης,· τού είπε καί τό δεξί του χέ ρι χώίθηκε σαν άστραπή στην τσέπη του βγάζοντας ένα πιστόλι καί στρέφοντας την κάννη προς τον ντέτεκτιβ.
χ Σέρίνταν λυσσουσε ά* πό τό κακό του γι* αυτή τή|ν καθυστέρησ ι. Άναγκ άστηικε νά του δείξη τήν ταυτότητά του καί νά του διηγηθή ιμέ λί’γα λόγια ^τή δραματική του ιστορία στο σπίτι του Ντόνοβαν. Ό οδηγός έβαλε τό πιστό λι στήν τσέπη,, αναστέναξε μέ άινακούφισι καί χτύπησε τον πελάτη του φιλικά στον ώμο. — Πάντοτε σέ θαύμαζα 2.έρινταν!, του είπε συγκί/νη μένος. Είσαι τό πιο ά£ιο πάλίληικάρι τής Νέας Ύορκης! —"Αφησε τά λόγια,γρύλλί σε ό ντεΤεκτιβ, καί βάλε μπρος τή μηχανή σου... Δέν πρέπει νά μάς ξεφύγη ό σα τανικός καθηγητής!
ΤΕΛΟΣ Συγχραφίευς : Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
ΆπαγορεύεταΊ ιί άναδηιμοσίιευσις
Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ Οί άναγνώστες μίας πού έπιθυΐμουν νά μάς στείλουν τά τεύχη Τους, γιά βιδλιοδεσίά, νά τά στέλνουν μέ τό άπλό ταχυδρο μείο, ώς έντυπο, και όχι συστιηιμέινα, διότι καθυστερούν πολύ, και 8χουν και μεγαλύτερη έτη'βάιρυν αι. Τά ταχυδρομικά τέλη 8 τευ χών, είναι ι 2 δρχ. ΕΛ. ΛΑΤΙΗΟιΠΟΥΛΟ, Παγκιράτι: Έσπάλησαν. Ή έσωτειρικη εί κονογ,ρσφησ ι ς του 4 Υπερανθρωπου είναι μοναδική είς το εΐδο$ της και θα παρααεχθης κι* έσυ δτι είναι Λ καλύτερη απ’ δλ®ς.
Ο ΚΩΣΤΑ ΓΚΛΕΤΣΟ, Άθή^ς: Σου έστειλα δ,τι εΐχα. Έττίσης και τό τεύχος πού ήθελες κατά τη δική μου προτίμησι. Ο ΧΡΗΣΤΟ ΚΟΡΙΤΣΗ, Καρδίτσα Θεσσαλί ας: Σοΰ έστειλα τον πρώτο τό μο. "Οπως εΐναι φυσικό, ηρωες των περιπετειών αυτών, εΐναι 6 Τζό Σέρίνταν, ή Νάνσυ και ό Μίκυ. Πιστεύω νά εΐσαι ευχαριστη μένος μέ τήν εκλογή μου. © ΕΜ„ ΓΙ ΑΝ ΝΑ ΚΑΚΟΝ, Μεσοράχη Αρ καδίας: Έστάλησαν.^ Ό Μίκυ χά θηκε μέ τήν πρότασί σου. Ελπί ζει δτι πολύ σύντομα θά εΐναι σΙ θέσι νά σέ πάρη μαζί του στά
διαπλαντγπκά του ταξίδια. Ποός τό παοόν όμως πρέπει να διαβά της καί νά πλουτίζης τίς γνώ σεις σου. σχετικά μέ το σύμπαν, ώστε μεθαύσιο να καταλαβαίνης αύτά πού θά βλέττης γύρω σου,
ταξιδεύοντας με τον «Πρωτέα II» Ο ΧΡ. ΜΑΝΟλ. Περιστέρι * Αθη νών:^ Ευχαριστώ γ^ά τον ένθουσιασμό σου. Ταυτότητες Αστρο ναύτη υπάρχουν μόνον στο τεύχος 9 του Ύττερανθρώττου, πού πωλεί ται στα γραΦεΐα μας. Αέκκα 22, ’Αθήνας. Ο ΠΑΝ. ΤΖΩΡΤΖΗ. Αι γάλεω; Σ’ εύναριστώ θερυά. Οί αναγνώστες ιμας πρέπει νά είναι καλοί μιαθηιταί. Κάβε άναγνώστης του Υπεράνθρωπου πρέπει νά δ<αδιδη το περιοδικό μας. Ο ΑΝ^ ΧΑΑΑΖΩΝΙΤΗ. Άθήναε: Σου έ στειλα καί τούς δύο τόμους. Ό τρίτος^ τόμος θά συμπληρωθη μέ το ^τεύχος άριθ. 24. Σ’ ευχαρι στώ γιά τις υποδείξεις σου. Θά τις μελετήσω προσεκτικά. Ο Γ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΚΟ, Θεσσαλονίκην : Ό Υπεράνθρωπος εΤναι απολύ τως έλληνικό άνάγνωσμα. Τό ό τι λ έκτυλίσσεται ^στην Αμερική, τούτο νίνεται διότι ασφαλώς τό Αρχηγείο της Αστυνομίας του Σύμπαντος θά έδρεύη σέ μιά άπο τις μεγαλύτερες χώρες τής Γής. Ο ΣΤΕΑΙ'Ο ΔΡΟΣΟ, *Αθηνας:^ Εστάλη. Είς τό 'μέλλον, κΐαι λόγω τοΟ οτι μένεις κοντά μας, νά έρχεσαι ό Υδιος. Ο! πτ>
ραυιλοι είναι άνακάλυψι ς των Γερ μανών, οί όποιοι στο διάστημα του πολέμου τους έχρησ ι μοπο ίησαν έναντίον τών ~Αγγλων, χω ρίς άμως θετικά άποτελέσμαιτα. Σήμερα έχουν τελειοποιηθή, καί όπως φαί’νεται, θά άντ ικαταστιήσουν είς τιό μέλλον τό αεροπλάνα. Ο ΠΑΝ X ΡI Σ ΤΟΓIΩΡΓΟ, Αθή νας: Τά γραφεία του *'Υπεράν θρωπου δρ ίίσκονται είς 'τήν οδόν Αεκικκχ 22 (υπόγειον). 4 Η όδός Λεκκοδ. είναι προέκτασις τής όδου Πραξιτέλους, ·καί είναι πολύ κον τά στην πλατεία Κολοικοτρώνη. Νά έλθης όποια ,μιειρα θέλεις,, στίς ώρες 8.30 π.μ. — 1 «μ.μ., καί 3. 30 έως 7 τιό βράδυ. Ταυτότη,ς ύ παρχε ι στό τεύχο ς 9. Ο ΓΕΩΡ. ΑΝΔΡΟΥΑΙΔΑΚΗ, Αθήνας: Τό γράμμα σου μου έδωσε χαρά. Ό τόμος θά σου κοστίΟη 16 δρχ. μαζί με τά ταχυδρομικά. 4Ο Λή Πό σ* ευχαριστεί γιά τον θαυμο σμό σου προς την υπέροχη ομορ φιά του... καί σου εύχεται νά τού μοιάσης! Γιά τό άλλο ζήτη μα δεν έχεις παρά νά διάδοσης τά πρώτα τεύχη, τού 4Υπεράνθρω που. Ό Σκιτισογράφος του "Υ περάνθρωπου είναι από τούς κα λυτέρους του είδους του. Π. Πετ.
ΟΙ ΤΟΜΟΙ ΤΟΥ «ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΥ» Στά γραφεία μας (Αέκκα 22, υπόγειο) πωλουνται ο! δυο προηγούμενοι και θαυμάσια βιβλιοδετημένοι τόμοι τού Υπεράνθρωπου. 6Η άξια κάθε τόμου είναι 20 δραχμές και γιά όσους έχουν ^ταυτότητα_« Άστρο ναύτη» 14 δραχ. "Οσοι άγαπούν τις διαπλανητικές περιπέτειες* δέν πρέ πει νά χάσουν την ευκαιρία που τους παρουσιάζεται γιά νά πλουτίσουν τή βιβλιοθήκη τους μ5 ένα ωραίο βιβλίο. Επειδή προβλέπεται μεγάλη κίνησις έπ* εόκαιρία τών έορτών του Πάσχα, συνιστουμε στους άναγνώστες μας ν* αγοράσουν άπό τώρα τον τόμο τους, πριν έξαντληθουν.
******************************************+**
* * * * * * * * * * * * * * * * Μ Μ * Μ * *
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑ ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία: 'Οδός Αέκκα 22 — ΑΡ1Θ. 21 — Τιμή δραχ. 2 Δημσσι,ο γραφικός Δ^ντης: Στ. Άνεμοδο.οράς, Φάληρου 41, 0·ίιοονομΊκιός .Δ)ίνΐτη·ς: Γεώριγ. Γεωργιάδης, Σφίγγας 3>8. Προϊστά μενος τυπογρ.: Λ. Χστςηβασ!λείου, Τατασύλων 29, Ν. Σιμιύμνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργιάδην, Λέκίκα 22,.'Αθήνα.ι.
Τό επόμενο τεύχος του «Υπεράνθρωπου», το 22/ πού κυκλοφορεί την έρχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο
Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ είναι ενα καταπληκτικό σε δράσι και σέ αγωνία τεύχος, πού θά συναρπάση και τον πιο δύσκολο αναγνώστη. Οι γι γαντομαχίες του θρυλικού αστροναύτη ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν, τής αρραβωνιαστικιάς του Νάνου και τού θρυλι κού Ελληνόπουλου Μίκυ.. είναι κάτι τό απερίγραπτα και συγκλονιστικό. Ακολουθώντας τον κακούργο^ καθηγητή Ντόνοβαν, μαθαίνουν έπΐ τέλους τό μυστικό_ τής ακτίνας τού ολέθρου πού απειλεί να καταστρέψη τή Γη... ,.
Η ΞΑΝΘΗ- ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ
ΑΚΟνο ΚΑ"Π β>ΟΓΓΗΤΛ. 3ΕΑΛ
Τ( ΜΑ //»■·«■ & ί|\τ 104Μτ \ν\/κ ΧΡα χ * $¥/> * / ^Λ
Β
^
Λ0Η
/ Α\ "ϊϊν.λ 'ΖΑΙ
Η Ι'ΛΠΕΝ^ΑΛΑ ΖΕ Π ΑΠΛΑ \ ΠΟΙΟΧ. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑΤΟ€ΚΑΝΕ ΑνΤΟ ΑΜΤ1ΤΟΑΑ
ΘΑΝΑΤΟΧ ΖΤΗΜ ΪΑΝΘΗ ^ Τ1ΡΙΓΚΙΠΙΧΧΑ
Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
Σήκωσε τή γροθιά του Απειλητικά... Ο ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΧΒΒ&ΡΎ
ΤΟ ΤΑΞ! πού μετέφερε τον θρυλικό Αστροναύτη ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν, έτρεχε ·μέ ί λιγγιώδη ταχύτητα προς τό πυρ αυλοδρόμ ιο της Νέας Ύόρικης. Ό Τζόε είχε πριν λί γα λεπτά τηλεφωνήσει στις αρχές του πυρ αυλοδρομ ίου ι^αι τούς είχε δώσει τή διστα γή να μην άφήσουν κανένα αστρόπλοιο ν' άπογειωθή, για νά προλάβη τον καθηγη τή Ντόνοβαν που σκόπευε να δραπέτευση από τή Γή. Ό Ντόνοβαν, ήταν καθηγη
τής τής αστρονομίας κΓ έ πειτα από «μια έξυπνη παγί δα που του έστησε ό ντέτεκτιβ, τον έκανε νά άμολογήση πώς ήταν αυτός που απειλούσε τή Γή «με τις άκτΐ νες του ολέθρου που έλυωναν κάθε αντικείμενο που άγ γιζοον (*). —Γρήνορα!, φώναζε κά θε τόσο ό Σέρινταν στον ο δηγό. "Οσο .μπορείς πιο γρή γορα! (*) Διάβασε τό προηγούμενο τευνος^τοΟ «Υπεράνθρωπου» τό 21 πού^ενει τόντίτλο: «01 τι τάνες των Ουρανών».
ΤΙΜΗ ΛΡΑΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
"Έπειτα από μιά ξε,φρε νιασμένη κι" επικίνδυνη κούρ σι ανάμεσα ατούς φωτεινούς δρόμους τής Νέας Ύόρκης, τά ταξί σταμάτησε στην πύ λη του πυραυλοδρομίου. Ό \ρ έτεκτ ιβ πλήρωσε τον οδη γό, άνοιξε την πόιοτα καί πε τάχτηκε έξω. Σέ λίγο βρισκό τι χν οπό γραφείο του διευθυν β
,
%
,
—* Απαγορεύσομε τή)ν ά~ τΓογείωσι κάθε άστοοπλοίου, τ<ύ άνέφερε ό διοικητής, καί βρήκαμε ιμάλιστα τον μπελά μας μέ τον Χόβαοτ. Τό μέτωπο τού ντέτεκτ ιβ ζάρωσε. -—Μέ το Χόβαρτ; είπε Δέν σάς καταλαβαίνω κύριε δσικητά... . ·—Δΐέν ιμιού τηλεφωνήσατε νά μην άφήσω ούτε τον Χόβαρτ νά φύγη; έκανε κατάπλη κιος μέ τή σειρά του ό διευ θυντής. Έ. λοιπόν, ό κύριος X >βαρτ ήταν έτοιμος νά ταξβέψη γιά τή Σελήνη,, μά το τηλεφώνημά σαο μέ πρό λαβε καί τον εμπόδισα. Φώ ναζε καί μέ απειλούσε πώς θά μέ διώβη από τή θέσι μο·ο μά... δεν τού πέοασε. Δεν πι σ' εύω νά βρω τό μπελά μου κύριε Σέοινταν... Ό Τζόε δέν πρόλαβε ν’ απαντήση, όταν άνοιξε ή πόρ τα καί ποόβαλε ό Χόρβατ. -—*’Αλλό Χόβαρτ!, (μίλτν^ σε ποώτος ό Σέοινταν. Τί σου ήρθε νά ταξιδέψης ιμεσά νύχτα γιά τή Σελήνη; Ό Χόβαρτ γρύλλισε ά γρια. —Θά ήθελα νά ξέρω ποι
ος διατάζει στήν Άστρική "Α σφάλεια, εσύ, ..ή έγώ, Σέριν ταν; Τό ι μέτωπο του Σέρινταν ζάρωσε πάλι. Τό ένστικτό του τον ειδοποίησε πώς κά ποιος κίνδυνος τον απειλού σε. Δέν πρόλαβε όμως νά λαβή τά μέτρα του γιατ'ί τό άστραμίμα ιένός 4 πιστολιού τον έφερε στήν πραγματικό τητα. Κι’ αυτό τό πιστόλι τό κρατούσε ό ίνσπέκτορας τής Άστ,οικής Ασφάλειας^ ό Χό βα,ρτ! —-Ψηλά τά χέρια καί οί 5υό σας!, γούλλισε μέ άπαί σια φωνή Μέ την παραμικρή κίνησι, αλλοίμονο σας! Ό διοικητής τού πυραυλο δραμιού σήκωσε τά χέοια καί ό Σέοινταν τον έμιμήθη,κε. Δέν θά σήκωνε, βέβαια, ποτέ του τά χέοια μπροστά οπόν Χόβαρτ. "Ομως αυτός πού τον απειλούσε, δέν ήταν ό Χόιβαοτ. Τό κατάλαβε ό ντέτεκτιβ μά ήταν κάπως Αρ γά γιά νά μπορέσηι νά δρά ση. Ό ψευτο - Χόβαρτ τους πλησίασε καί τούς πήαε δ,τι απλα κρατούσαν επάνω τους. Έπειτα σήκωσε τή λαβή τού πιστολιού του καί χτύ πησε τον διοικητή μέ δύναιμι στο κρανίο, γκιοεμίζοντάς τον αναίσθητο ατό πάτωμα. Ή στιγμή ήταν κατάλληλη χιά τον Σέρινταν. “Άπλωσε τό πόδι του κι" έδωσε μια τρομερή κλωτσιά στο άτομά χι τού ψευτο - Χόβαρτ, που δέν ήταν άλλος άπο τον κα θηγητή Ντόνοβαν. Έπειτα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
ώριμης πάνω του και του γράπωσε τό ώπλισμένο χέρι. Μιά βλαστήμια ξέφυγε Α πό τό στο,μα του καθηγητή και σήκωσε κι3 αυτός ιμέ τη σειρά του τό πόδι νά χτυπήση τον Αντίπαλό του. Ή κίνησί του αυτή τον έικανε να χάση, την ισορροπία του και νά πόση, στο πάτωμα, παιρα σύροντας μαζί του και τον Σερινταν. Μιά άγρια καί τρο με,ρή πάλη θανάτου άρχισε τώρα Ανάμεσα τους.. Ό ντέτεκτιιβ, σαν πιο νέος καί δυ νατός που ήταν, κατάψερε σε λίγη, ώρα, χτυπώντας τον αλύπητα ιμέ κλωτσιές καί γροθιές, νά του άποσπάση τό πιστόλι από τό χέρι. Σηκώθηκε πάνω καί πλη σίασε προς την κλεισμένη πόρτα. —^Ντόνοβαν!, τον διέτα ξε, σ/ήκω στα πόδια σου καί Ανέβασε τά χέρια σου πιο ψηλά από τό κεφάλι! Τρικλίζοντας ό Ντόνοβάν κ-αίι /μέ /μάτια πού έλαμπαν από ιμιά άγρια φλόγα μίσους αναγκάστηκε νά ύπακούση. —ιΔέν πρόλαβες νά φυ γής!, τού πέταξε ό ντέτεκτιβ θά πλήρωσής στη Γή τά έγ κλήματά ίσου. Τή στιγμή ©κείνη όμως, έ γινε κάτι τό ξαφνικό καί α προσδόκητο πού κατεδ.ίκασε τον ντέτεκτιβ. Ή πόρτα μπροστά ■ στην οποία στεκόταίν άνοιξε ιμέ δύναμη ^ τό σκληρό της φύλλο τον χτύπη σε^ στο κεφάλι, τό πιστόλι τού ξέφυγε από τό χέρι κι* έπεσε στο πάτωμα Αναίσθη
5
τος! Ό άνθρωπος πού ε\χε μπή μέ^ τόση όίρμή, ήταν έ νας από τούς υπαλλήλους τού πυραύλοδρομ ίου. Είχε α κούσει τή φασαρία στο γρα φείο τού^ διοικητή κι5 έτροξε για νά 6ή τί συμβαίνει. Γσυ νά ^ ξέ,ρη^ δμως, πώς μέ την έπέμ'βασί του αύτή κατεδίκαζε τον Σόρινταν, τον έαυτό του κΓ Ισως κι5 όλόκλτρη τή ιΓή! ^ Ό Ντόνοβ αν πετ άχτι \κ ε σαν αίλουρος καί πριν ό υ πάλληλος προλάβη νά συοέλ θη^ιάπό την έκπληξί του> 'όν χτύπησε μέ μιά φοβερή γ^κ>θιά στον κρόταφο. Ό δύστυ χος πρόλαβε ν3 άνοιξη διά πλατα τά μάτια του καί,, Α φήνοντας μιά πνιγμένη κραυ γή σωριάστηκε δίπλα σιόν ντέτεκτιβ. Ό κακούργος καθηγητής πήρε τό πιστόλι καί βλέπον τας τον Σιέρινταν νά συνέρ χε ται, τον βοήθησε νά σηκωθή κάί τού κάρφωσε τό πιστόλι στην πλότη. ;—-Προχώρε ι μπροστά, - όν διέταξε καί άφησε τις έξυνάβες! Μέ τσακισμένα βήματος γιατί τον πονούσε ακόμη τό κεφάλι κι3 ή,ταν ζαλισμένος, ό ντέτεκτιβ προχώρησε. Β/ή καν στον έρημο διάδρομο καί σέ λίγο βρέθηκαν έξω, κά τω από τά υπόστεγα πού α ναπαύονταν δεκάδες άστρο πλοία. Σέ μιά στιγμή ένας φ> ύ λ α ίκ α ·ς .παρουσιαστη <ε μπροστά τους ιμά πριν προ λάβη νά δή κοόΐ νά κάνη, τπ,τ>-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
τε, τό πιστόλι του Ντο νόβαν· ξέρασε την αστραπή του θα νάτου καί τον έρριχνε νεκρό καταγής. ^—Τό ίδιο θά πάθης κι5 ε σύ αν θέλησης ν’ άντισταθής και νά κάνης τον έξυπνο,^ α πείλησε μσυρμουριστά πίσω σΓο αυτί τού ντέτεκτιβ» Προχώρησαν για λίγο και σταμάτησαν τώρα .μπροστά σ ένα ρεγάλο άστρόπλοιο. Ό Ντόνοβαν άνοιξε την πόρ τα του κι’ έσπρωξε τον ντετοκτιβ ιμέσα. Έπειτα, κλεί νοντας την πόρτα μέ βιασύ νη., χτύπησε τον αιχμάλωτό του στο κεφάλι, κάθησε στη θέσι τού πιλότου καί πάτησε δοο κόκκινα κουιμπιά. Πύρινες γλώσσες έγλειψαν τό τσιμεντένιο δάπεδο τού πυρ αυλοδρομ ίου καί τό άστρο πλοίο του κακούργου ώριμου σε ακάθεκτο στά ύψη μαιζί μέ τη λεία του. Οι φύλακες καί οι υπάλληλοι ξαφνιάστη καν, ιμά ήταν αργά πιά για νά έμποδίσουν την άπαγε ίωσί του. —Καί τώρα, δεν θ’ άργήση^ή .μέρα πού θά λογαρια στώ μαζί σου!, είπε μέ θρι αμβευτικό ύφος ό Ντόνοβαν, ρίχνοντας ιμιά ματιάς προς τη Γη πού έμοιαζε σάν μιά πελώρια σφαίρα πού δσο πή γαινε καί μίκραινε... Ό κακούργος είχε στο νοΰ του νά πραγματοποίηση όλα τά εγκληματικά του σχέδια μέ σκοπό νά γίνη ό κυρίαρ χος τής Γης καί τού Σόμπαν τος ολοκλήρου.
I
Τ© ΞΑΦΝΕ.ΚΟ ίΛΗΗΎΜΑ
ΒΑΘΕΙΑ άπελτισία ^ εί χε κυριεύσει τη Νάνσυ, τό Μίκυ καί τό Λή Πό. Είχαν πληροφορη θ ή την άλλη, μέ ρα ^ πώς ό Χό'βαρτ τδσκασε από τό πυραυλοδρόμ ιο παίρ νοντας τον Τζόε Σέρινταν μα ζί του, κΓ έτρεξαν στο μέγα ρε τής Άστρικής Ασφάλειας γιά νά πληροφορηθούν τί άκιριίβώς συνέβαινε. Έκεΐ, ό μως,^ τούς περίμενε μιά μεγά λη έκιπληξι. Βρήκαν τον Χό' βαρτ νά τούς περι-μένη, μέ πρόσωπο συννεφιασμένο καί μέσα σ’ ένα σύννεφο από κα ττνό. —Ό Χόιβαρτ πού αιχμα λώτισε τον Σέρινταν καί το σκασε μ’ ένα άστρόπλοιο, ή ταν ένας ψεύτικος Χό'βαρτ, εξήγησε. 9 Ηταν ό καθηγητής Ντόνοβαν, ό άνθρωπος πού απειλεί τή Γη μέ τή μυστη ριώδη καί τρομερή άκτΐνα τού ολέθρου. Τό πρόσωπο τής Νάνσυ χλώιμιασε απότομα. — Μήπως έχετε καμμιά πληροφορία γιά την κατεύθυνσι πού πήρε τό άστρόπλοιο; ρώτησε μέ κομμένη την ανάσα. —Δυστυχώς, όχι. Τά φυ λάκιά μας οπούς πλωτούς σταθμούς, στη Σελήνη και ατούς διαφόρους πλανήτες, δεν μπόρεσαν νά παρακολου θήσουν τήν πορεία του. Τρά βηξε σέ άγνωστη κατεύθυνσι.
4Ο «Πρωτεύς» εκανε τό γΰρο τοϋ άγνωστου πλανήτη.
-—ιΚαΐ τώρα; ιμίλησε ό Μιίκυ ιμέ τή σει,ρά του1, σφίγ γοντας ,με (μανία τις μικρές άλλά ατσαλένιες γροθιές του. —Τώιρα δεν μας μένει ττα ρό: νά περιμένουμε. —Δεν μπορούμε νά στείλουμε... —Τι νά στείλοομε;^ τον διιέκοψε αυστηρά ό Χοβαρτ. Νά στείλοομε άστρόπλοια ο το Σύμπαν ν’ άνακαλύψουν που κατέφυγε ό Ντόνοβαν; Είναι σά νά ζητάμε ψύλλους στ5 άχυρα! Κατέβασαν και οί τρεις τους τά κεφάλια. Ό Χόβαρτ ειγε δίκηο, δεν μπορούσε νά κάνη τίποτε για την δονακά; λυψι του κρησφύγετου του
καθηγητή: Ντόναβίαΐν καί τή σωτηρία τού Σέρινταν. Μόνα η μοΐρα μπορούσε νά βάλή τό χέρι της. Μια τέτοια ελ πίδα οίμως, ήταν μάταιη... ό θρυλικός ντέτεκτιβ Σέρινταν, ό φόβος κάί ό τρόμος των κακούργων τού διαστήματος ήταν γιά πάντα χαμένος!... * * ★ —Πρέπει νά φορέσω μού ρα, είπε σέ μιά στιγμή ή Νάνου. Βρισκόταν στο σπίτι της μαζί μέ τό Μίκυ καί τό Λή Πό. Τό Λελέκη τον είχαν χα μένο κι* ούτε είχε δώσει ση μεία ζωής. Τό άφηρημένο παι δ:ί ΐσως ναψαχνε ακόμα γιά νά βρή τό σπίτι του.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Το θαρραλέο *Ελληνόπουλο κύτταξε αυστηρά τή μεγάλη του ψίίληι. —Νάνσυ, τής είπε, ό Σερινταν είναι ζωντανός ακό υα ! Ό κακούργος δεν θά τον σκοτώση! Τον συμφέρει νά τον κράτηση για όμηρο. Ή Νάνου κούνησε το κεφά λι της απελπισμένα.
—Εύχομαι νά είναι όπως τό λές·, Μίκυ. * —"Έτσι είναι, ιταραδιέχτη κε καί ό Λή Πό, του τόση ώρα ικουνουισε νευρικά τά μυ τερά του αυτιά. Ξαφνικά, μέσα στην απελ πισμένη σιωπή του ακολού θησε, αντήχησε ένα σφύριγμα Κυττάχτηκαν καί οι τρεΐς τους μέ περιέργεια. ^ —ιΚάτοιος σφυρίζει συν θηματικά στον κήτο!, είτε τό παιδί. —'Όχι, έκανε, ή Νάνσυ. Είναι ό ασύρματος που έχω στο διπλανό δωμάτιο! Μέ (μια κίνησι άγριό γάτου ό Μίκυ πετάχτηκε από τή θέσι του καί άνοίγοντας την πόρτα, βρέθηκε στο ^γειτονι κό δωμάτιο. Ό ασύρματος βρισκόταν τοποθετημένος σ3 ένα μεγάλο τραπέζι. Διακε κομμένοι ήχοι πλημμύριζαν τό δωμάτιο συνέχεια. —(Κάποιος μάς καλεΐ!/ είπε ή Νάνσυ πού έφτασε ξοπίσω του. Ό Μίκυ κάθηισε σέ μια καρέκλα καί πήρε μολύβι καί χαρτί. ’Ήξερε στην εντέλεια τά σήματα Μόρς. -—Ό Τζόε!, ξεφώνισε ^σέ μια στιγμή. Μάς καλεΐ ό
Τζόε.! λ Έκεΐνο πού ακολούθησε τά λόγια τού παιδιού, δεν περί γράφεται. Ή Νάνσυ άφησε νά τής ξεφύγη μιά χαρούμε νη καί θριαμβευτική φωνή, ε νώ ό Λή Πό’, έδωσε από τον ενθουσιασμό1 του ένα τέτοιο σάλτο, που χτύπησε τό κεφά λι του μέ δύναμι ιστό χαμηλό ταβάνι κι5 έπεσε κάτω αναί σθητος ! Τά ταβάνια των σπιτιών στον πλανήτη Πιρόοτ είναι πολύ π ιό ψηλά κι5 ό Λή Πό δεν μπορούσε νά κόψη τή συνήθεια νά σαλτάρη ψηλά. Ή Νάνσυ έσκυψε μέ αγω νία πάνω στο /Ελληνόπουλο πού, αφού πάτησε για λίγο τό χειριστήριο τού ασυρμά του, για ν9 άπαντήση στον Τζόε πού ήταν έτοαμος ·ν3 άκαύση, έγραφε τώρα μέ' βια σύνη μερικά γράμματα σ3 έ να χαρτί. Μέ καρδιά πού σπά ,ραζε άπό τή .λαχτάρα καΐΐ την αγωνία κι3 ήταν έτοιμη: νά σπάση, ή Νάνσυ, διάβα σε : «Βρίσκομαι στίγμα 5.068. Πλανήτης μικρός μέ οξυ γόνο. Είμαι αιχμάλωτος, ζωή μου κινδυνεύει. Μήιν άργαπορήτε...» "Εδώ τό χέρι τού Μίκυ έ μεινε μετέωρο στον αέρα. Τά σήματα Μόρς σταμάτησαν ν’ άκουγωνται... 3Αφού περίμενε για λίγο, ετοιμάστηκε νά πατήιστ) τό χειριστήριο ιμά τό μετανοιωσε γρήγορα. —(Γιατί; τον ρώτησε ή Νάνσυ πού την έπνιγε ή α γωνία.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
*—ιΓΐ'ΌΟτί ρ πάρει κάποιος νά τον είδε. πού ειδοποιούσε τή Γη κΓ αυτός ό κάποιος δεν πρέπει νά ξερή οον πήραμε τό μήνυμα τού Τζόε. —"Έχεις δίικηο , παραδέ χτηκε ή κοπέλλα. —Και τώρα, διρόιμο!, φςοναξε ό ΜΙικυ. Δεν πρέπει νά καθυστερήσουμε. ούτε λεπτό! Ευτυχώς πού ό Τζόε πρόλαβα και ιμάς έδωσε τό στΐγιμα. Τηλεφωνούν στο Χάβαρα τό νέο που έμαθαν και «μπαίνον τας σ’ ένα ταξί κατευθύνονται προς τό πυρσυλοδρόιμ ιο. Σέ -λίγο ό «Πρωτεύς», «με τούς τρεις άποφασ ισμένους φίλους, τή Νάνου, τό Μίκυ καί τον Λή ΓΊόν ο,ρ,μάει ^ακά θεκτος προς τον ουρανό με άντ ικεομενικό σκοπό την προσ γείωσί του στον άγνωστο πλανήτη πού κρατούν αιχμά λωτο τον Σέρινταν.
ΜιΟΛ I Σ άνοι ξε τά μάτια του ό ντέτεκτιβ, είδε πώς ό Ντονόβαν τον είχε δεμέ νο. Κατάλαβε πώς: ταξίδευα αν. Για ^ πού, δεν ήξερε. Τό αόνο πού ήξερε ήταν πώς ή Φέσι του1 ήταν φοβερά απελ πιστική. 'Ότσν κοπριά ψορά, έπει τα από ταξίδι άρκετών ώοών το άστρόπλοιο του Ντόνόβαν ποασγειώθηκε, ήταν νύχτα, Ό κακούργος καθηγητής του
9
έλυσε τά πόδια και σπρώχναν τάς τον βάναυσα, τόν έβγαλε έξω. ^ Φώτα άστραψαν ξαφνικά καί φωνές αντήχησαν. —-Τί είναι αυτό τό κελε πούρι πού (μάς φέρνεις κύριε κ σθηγητά; μ ίληισε κ άπο ιος. —Είναι ό ντέτεκ,τιβ Σέριν ταν. " Επ ιφωνήιματ α έκπλήξεως ακούστηκαν καιί νέα χέρια παρέλαβαν τόιν ντέαεκτιβ, ο δηγώντας τον ατά τυφλά, Μιά πόρτα άνοιξε, καί βρέθηκε τώρα στο εσωτερικό ενός ικα τάφιωτου κτιρίου. Μπήκαν σ5 ένα δωμάτιο δπου τούς περί1 ιμενε ένας άντρας. ΚΓ ό άν τρας αυτός δεν ήταν άλλος από τό βοηθό του καθήγητή Ντόνοβαν, τόν Σιμίθ, πού έ γινε ή αιτία νά όδηγήση τόν ντέτεικτΐβ ατά Τχνη των κα κούργων πού απειλούσαν νά καταστρέψουν τή Γή μέ την ακτίνα τού ολέθρου (*). Ό καθηγητής καί ό βοη θός του έδωσαν τά χέρια. —Βλέπω πώς ήρθες μέ συντροφιά άπό τή Γή, είπε γελώντας ό Σρίθ στον Ντονόβαν. —-Κάί τί συντροφιά!, του απάντησε ό καθηγητής. —Τόν είχα πάντα στο στο μάχι αυτόν τόν ντέτεκτιβ, συ νέχιισε 6 Σιμίθ. Εΐσαι περυ φημος! Πώς τά κατάφεοες νά τόν αίχμάλωτίσης; Αλή θεια, τί έγινε μέ την άκτΐνα; Πέτυχε στο στόχο* της—Μέ άπόλυτη άκιρίβεια!, ..(*) Διάβασε τό προηγούμενο τέλος.
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τού είπε ό καθηγητής. Ό ντέτεκτί'β έβγαλε τό συμπέρασμα πώς ή άκιτΐνα τού ολέθρου ξεκινούσε από ο:ύτό τον μακρυνό πλανήτη. Μέ ποιόν τρόπο όμως εΤχαν κατορθώσει νά κατασκευά σουν ίμια τόσο τρομερή ακτί να πού έλυωνε τά πάντα στο άγγιγμά της; —Φύλάκ ισε ταν Σ ερ ιντ αν σ ένα δωμάτιο, του ε!πε, ώσ που νά σκεψΒούμε ποιόν θά νατο· θά τού διαλέξουμε. —Στα χέρια μας που έ πεσες, Σέρινταν, θά καλοπέ ρασης !, έκανε ειρωνικά ό Σμίθ. Ό Σερ ιντ αν τού έρριξε μιά περιφρονητική ματιά καί βγή κε από τό δωμάτιο μέ τό κε φάλι ψηλά. Ό συνοδός του τόν ώδήγησε σ' ένα άλλο δω μάτι ο όπου τόν έσπρωξε μέ βάναυσο τρόπο μέσα, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του. Στο μισοσκόταδο τού δω ματίου, ό Σέριντοτν, διέκ,οινε ένα μεγάλο σιδερένιο κασσόνι. Πλησίασε κοντά του και τό περιεργάστηκε. Δέν (μπο ρούσε νά καταλάβη τι ήταν αυτό τό πράγμα. Τά πόδια του ήσαν ελεύθερα ρά τά ^χέ ρια του ήσαν δεμένα πίσω στην πλάτη του καί δέν μπο ρούσε νά τό άναποδαγυρίση γιά νά τό έξετάση. "Επρεπε νά λυθή. Πώς ό μως; Κύτταξε ολόγυρά του και δέν διέκρινε τίποτε άλλο από τό κασσόνι. Κυττάζαντάς το όμως προσεκτικά, τού έδωσε μιά ί8έσ. Γονάτισε
στό δάπεδο, γύρισε τό κορμί του προς τό κασσόνι κι5 έφε ρε τά δεμένα χέρια του στη μιά του γωνία πού ήταν κο φτερό. ^ "Αρχισε νά πηγαινοψέρνη ■μέ ταχύτητα τά χέρια του πά νω - ικάτω. Δύσκολη· δουλειά μά γιά τόν Σερ ιντ αν πού ή ταν αποφασισμένος νά κερ δίση μέ κάθε τρόπο την έλευ θερία του, ^ ήταν εύκολη. Ο! κινήσεις αυτές κράτησαν ένα τέταρτο περίπου καί σέ μιά στιγμή...^ τό θαύμα έγινε. Τό σκοινί κόπηκε κι9 ό ντέτεκτιβ έφερε τά χέρια του μπροστά. Σκούπισε τόν Ιδρώτα πού έτρεχε σάν ποτάμι από τό μέτωπό του καί γύρισε. "Ε πρεπε νά δή τί ήταν αυτό τό κασσόνι. Τό άναποδογύρισε μέ δυσκολία γιατί ήταν βα ρύ καί άφαιρώντας τό σκέπα σμά του, έμεινε κατάπληκτος μ3 αυτό πού άντίκρυσε. Μέ θα στό κασσόνι ήταν ένας και νούιργιος καί τελειότατος δια πλανητ ιικός άσύρι μ ατο ς... Μέ πυρετώδεις κινήσεις γύ ρισε τό διακόπτη καί είδε ν3 ά,νάβη μιά λυχνία. Γύρισε τώρα καί άλλους διακόπτες, κανόνισε τούς μεγακύκλους, έστρεψε τή βελόνη σ3 έναν άριθμό καί, άρχισε νά μεταδίδη σήματα Μαρς μέ τό μι κρό χειριστήριο... θά ήταν τάχα ή Νάνσυ σπίτι της γιά νά τόν άκούση,; Θά μπορού σε νά συνδεθή, ιμέ τή Γή γιά νά ζητήση βοήθεια; Πέρασε στιγμές δραματι κής ■ άγωνίας. Ή. καρδιά^του χτυπούσε σάν ταμπούρλο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
στο στήβος του ώσπου μια στιγμή, ένα σήμα άρχισε νά μεταδίδεται στον ασύρματό του. Καί τό σήμα αυτό έλε γε : «Έδω, Μίκυ. Σέ ακούω, 1 ζόε!». Μέ γρήγορες κινήσεις τού έδωσε τό στίγμα τού πλανή τη πού βρισκόταν καί ττού το είχε δη στο άστράπλοιο του Ντόνοβαν -καί ετοιμαζόταν να συνέχιση·, όταν ή πόρτα του δωματίου ττού βρισκόταν φυλακισμένος άνοιξε μέ πάτα γο και δυο ώπλισμένοι άν τρες: έκαναν τήίν εμφάνισή τους1. Ό Ντόνοβαν και ό Σιμ ίθ. ΟΑ ΓΙΝΗΣ ΠΙΘΙΚΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΕΔΩΣΕ σήμα στη -Γη!, ουρ λιαξε ό Ντό νοβαν. Ό * ντετε κτιβ κατάλα βε πώς την εΐ χε πολύ άσχη μα. Έτηρεπε νά ξεγελάση αύ τους τους δυο κακούργους ε πιστήμονες. "Έστρεψε τό καρ μί του προς τό μέρος τους και μέ τό αριστερό του χέρι γήρισε κλεφτά τό διακόπτη τού ασυρμάτου. Μά ό Σμίθ, πού φαινόταν πιο κακούργος από τον Ντόνοβαν, τον πήρε εΤδησι. ^—"Έστειλες μήνυμα) στη Γη, Σερινταν!, γρύλλισε και προχώρησε προς τό μέρος του απειλητικά. Μην προσιτά θής νά στρέψης τό διακόπτη
11
γιά νά μέ ξεγελάσης. Σήκω έπάνω καί ψηλά τά χέρια. Ό ντέτεκτιβ σηκώθηκε. Τά μάτια του άστραψαν. "Έπρε πε νά τά Θυσιάση όλα γιά ό λα. Οί δυο αυτοί κακούργοι θά τον σκότωναν. Καθώς έκα νε νά σηκώση τά χέρια, έσκυ ψε απότομα, πήρε τό σιδερέ νιο σκέπασμα τού ασυρμά του κάί τό εκσφενδόνισε έναν τίον τους. Πιστόλια άστρα ψαν μέ μιας καί βλαστήμιες ακούστηκαν. Σάλταρε ακρά τητος άνάμεσά τους. Ή δε ξιά του γροθιά χτύπησε στο σαγόνι τον Ντόνοβαν καί ή αριστερή του στο στομάχι τον Σμίθ. Βόγγησαν καί οι δυο καί παραπάτησαν. Ό Θρυλικός ντέτεκτιβ, άρ παξε τό χέρι τού Ντόνοβαν, τού τό λύγισε απότομα καί τού πήρε τό πιστόλι. Την ί δια στιγμή, είδε την κάννη του πιστολιού_ τού Σμίθ νά τον σκοπεύη. Σέ λιγότερο α πό ένα δευτερόλεπτο, ό θά νατος θά τον έπαιρνε μαζί του γιά τό μεγάλο ταξίδι. Καί τότε, έγινε κάτι πού κσ νείς δέν τό περίμενε. "Από την ανοιχτή πόρτα μπήκε έ νας πελώριας άνθρωπος ουρ λιάζοντας κολασμένα. Μά, ό χι, δέν ήταν άνθρωπος αυτός, αλλά κάτι πού^ έμοιαζε μέ γο ρίλλα καί μέ άνθρωπο... Τά μάτια του πετοΰσαν ά γριες λάμψεις καί τό στόμα του είχε άνοίξει- απειλητικά, δείχνοντας τά πελώρια καί κοφτερά του δόντια. Μπαίναν τας ατό δωμάτιο, στάθηκε άνάμεσα στο πιστόλι τού
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Σμΐΐθ κίοα του Σέρινταν. Το δάχτυλο του κακούργου που ■είχε αρχίσει νά πατάη τή σκανδάλη, πίεσε πιο πολύ. " Ενας π υροβολ ισμός άντήχη σε καί ή σφαίρα πού προοριΐ ζόταν για τον Σέρινταν, κιαρ φώθηκε στο κορμί του άνθρω πογορίλλα. Τό πελώριο σώ μα του έμεινε ακίνητο για μια στιγμή κι5 έπειτα, σά νά κατάλαβε τι του συμβαίνει, πήρε ίμια κωμική στροφή γύ ρω άπό τον εαυτό του, ^ κι5 έπεσε μ5 ένα φοβερό γδούπο στο δάπεδο. Ό Σέρινταν, -βρήκε τήν ευ καιρία νά σαλτάρρ πλάγια κι5 έτουμάστηκε νά βγή έξω από τό δωμάτιο. Μόλις πρό βαλε στην πό'ρτα βρέθηκε άν τιμέτωιπος μ5 ένα καινούργιο πιστόλι πού τον· σκόπευε στο στήθος. Μέ έτοΊιμότη,τα καί απόλυτη; ψυχραιμία πάτησε πρώτος τή σκανδάλη καί ό κακούργος κλονίστηκε, έβη ξε σάν συναχωμένος καί πή ρε μιά βουτιά μέ τό κεφάλι. Οχε φβάσει στο βάθος τοΰ διαδρόμου ό Σέρινταν ό ταν αντήχησαν πίσω του· κραυγές καί πυροβολ ισμαί. Μιά σφαίρα πέρασε ανάμεσα από τά μαλλιά του καί άλλη μιά τοΰ τσουρούφλισε τό πό'δι. Λεν υπήρχε σωτηρία. "Επίρεπε νά παραδωθή. Πάτα ξε τό πιστόλι καί σήκωσε ψηλά τά χέρια. Βήματα ακούστηκαν πίσω του κι5 - ένοιωσε . κάποιον νά τόν πλησιάζη πιο πολύ άπ3 όλους καί νά τόν χτυπάη μέ τή λαβή τοΰ πισταλιοΰ του
ατό κρανίο. "Άφησε νά ^ τοΰ ξεφ-υγη ένα βογγητό, τρέκλισε σάν μεθυσμένος κι5 έπεσε φαρδύς - πλατύς στην αγκα λιά τοΰ άνθίρώπου πού βρι σκόταν πίσω του... * ★ * Δέν είχε χάσει τις αισθή σεις^ του ό ντέτεκτιιβ. Υπο κρινόταν τόν αναίσθητο γιά να δράση, σέ μιά στιγμή, πού θά^ του δινόταν ή ευκαιρία., Μά ή ευκαιρία αυτή, ήταν γραφτό νά μην του δσθήι. Οι εχθροί του τόν σήκωσαν , τόν μετέφεραν σ’ ένα άλλο δωίμά τι ο, τόν άπόθιεσαν σ3 ένα κεββάτι μέ μαλακό στρώμα, τον έδεσαν σφιχτά χειροπό δαρα καί του σήκωσαν τό μα νίκι τοΰ αριστερού του χεριού. —θά σέ κάνω· έναν ωραίο πιθηκάνθρωπον ακούστηκε μιά φωνή άπό πάνω του. Σέ δεκαπέντε μέρες σοΰ υπόσχο μαι νά δγάλης τρίχες σ’ όλο σου τό κορμί καί νά μουγγρί ζης σάν αυτούς πού βρίσκον ται δίπλα σου. Τό άσχημο είναι πώς ,θά έχης τά μυαλά σου στήν εντέλεια... Θά σέ στείλω στον Χόβαρτ γιά νά βάλη, μυαλό ικάί νά. παραδωθή άνευ όρων. Ό Σέρινταν ένοιωσε ένα ρίγος φρίκης νά διαπερνά τό κορμί του. "Ωστε, ό γορίλλας πού σκοτώθηκε προηγουμέ νως άπό τή σφαίρα τοΰ Σμίθ, ήταν άνθρωπος!. Κι3 έτσι θά καταντούσε κι5 αυτός τώρα! Ποιος ξέρει τι σατανικά μέ σα νά μ ετ αχε ιρίζοντ αν! Θά τοΰ έκαναν εγχείρηση ή μόνο μέ τις ενέσεις θά κοοτάφερναν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νά τον μεταμορφώσουν σέ γο ,ρίλλκχ; Δεν πρόλαβε νά σκεψτή κα ·κάΛ - καλά, δταν ή βελόνα Ιμιάς σύριγγας ιθυθίοτηικ'ε στο μπράτσο του. Ανατρίχιασε άθελα του και άνοιξε τά μά τια του. —-υπνησες αγόρι ιμου· του μ'ίλιησε κοροϊδευτικά άπο πάνω του ό Ντόνοβαν. Λεν είναι τίποτε, περαστικά σου ! Μουγγρητά βαιθειά και άλ λόκοτα γέμισαν την άτμόσψαι ρα τού δωματίου. Ό Σέριν» ταν σήκωσε τό κεφάλι του και κυτταξε. Βρισκόταν σέ μια α’ίβουσα πού έμοιαζε μέ νοσοκομείο. Μια σειρά άπο κρεββάτ ια υπήρχε στη μέση τής αίθουσας αυτής, όπου α ναπαύονταν μερικοί άνθρωπο πίθηκοι. -—Πώς σου φαίνεται; μ ίλη σε ό Σμίθ. "Ολοι αυτοί ήταν άνθρωποι, όπως έσύ. Έγώ τούς έφερα σ’ αυτό τό σημεΐο. Ό καθηγητής Ντόνοβαν βρή κε την περίφημη καί τρομε ρή ακτίνα του θανάτου πού θά τη χρησιμοποίηση, σάν ό πλο νά κυριεύση τη Γη, καί έγώ βρήκα τόν τρόπο νά με ταβάλλω τούς ανθρώπους σέ γορίλλες μέ τεράστια δύναμι. Ο; κάτοικοι· τής Γης θά πέρα σουν όλοι σχεδόν άπο τό ερ γαστήρι ό μου για νά γίνουν γορίλλες. Μόνο οι εκλεκτοί θά μείνουν άνθρωποι. Οι άλ λοι θά γίνουν ζώα για νά μάς υπηρετούν. Προς τό πα ρόν δεν έχω καταφέρει νά τούς νεκρώνω τη σκέψι χω ρίς νά τρελλαίνωνται, Θά τό
13
καταφέρω, όμως, Σέρινταν, εΐμαι βέβαιος. Ή ζωή θ’ άλλάξη όψι άπο τά δικά μου χέρια! Μ ιλούσε μ έ ένθουσ ιασμό καί τά μάτια του έλαμπαν παράξενα. Ό ντέτεκτιβ κατα λάβαινε πώς ένας τεράστιος, ένας τρομερός κίνδυνος άπειλοΰσε τη ·,Γή. Ή άκτΐνα του Ντόνοβαν καί ή έφεύρεσι τού Σμ.ίΐθ πού μετέβαλλε τούς άνθρώπους σέ γορίλλες. Καί σ3 αυτόν τον εφιαλτικό κίνδυνο ή Γη ήταν ανίσχυρη ν’ άντιδράση καί νά ύπερασπίιση τον εαυτό, της. γιατί δέν είχε ιδέα τι τής έτοίμαζαν δυο τρελλοί-, δυο μεγάλο μανεΐς επιστήμονες. Μόνο ά Σέρινταν εΐχε μάθει τά σχέ διά τους, μά 6 Σέρινταν — που θά μπορούσε νά τους πο λεμήση· — ήταν ανίσχυρος νά κίνηση και τό μικρό του δαχτυλάκι. Ό Σέρινταν ήταν αιχμάλωτός τους καί τον· πεοίιμενε ή τρομερή στιγμή νά δή τόν εαυτό του νά μεταβάλ λεται σέ γορίλλα, χωρίς νά μπορή νά βρή ένα τρόπο σω τηρίας. Υπήρχε βέβαια μιά ελπί δα ακόμη, καί σ3 αυτή τήν έλ πίδα γαντζώθηκε ό Σέρινταν. 3/Α είχε καταλάβει σωστά τό στίγμα του πλανήτη ό Μίκυ, θά έοχόταν οπωσδήποτε μα ζί μέ τη Νάνσυ> καί τόν Αή Πό νά τού ποοσφέρουν τη βοήθεια τους. Γιά πρώτη φο ρά ή τύχη ολόκληρης τής Γης καί τού Σύμπαντος άκόμη κρεμόταν στά χέρια· ενός παι διού-, ένός Ελληνόπουλου,
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
© ΛΗ ΠΟ ΓΟΡΙΑΛΑΧΖ
Ο ΗΛΙΟΣ, έ νας τεράστιος φωτεινός κύ κλος, είχε κρυ φτή στον ορί ζοντα τής δύσεως καί τά πρώτα σκοτά δια τύλιγαν τον εφιαλτικό πλανήτη όπου στην επιφά νεια του καταστρωνόταν ένα εφιαλτικό σχέδιο για την κα ταστροφή τής Γης. "Οταν τά σκοτάδια πύκνωσαν πιο πο λύ, ένα άστρόπλοισ, τό θρυ λικό άστρόπλοιο τής Διαπλα νητικης "Αστυνομίας «Πρωτεύς»,^ άρχισε νά κσνηι τό γύ ρο τού πλανήτη από ιμεγαλο ύφος για νά φαίνεται αθέα το. ^ —"Εδώ υπάρχουν κτίρια, είπε αέ μιά στιγμή ή Νάνσυ. Τό Ελληνόπουλο κοτέβ ά σε ένα μοχλό καί οι προωθητικοί πύραυλοι νεκρώθηκαν. Τό άστιρόπλοιο ώριμη σε ιμέ ίλιγγιώδη, ταχύτητα προς την επιφάνεια τού πλανήτη όταν τό παιδί πάτησε ένα κίτοινο κουμπί. Την ίδια στιγμή ένας άνασχεπικός πύραυλος έκο ψε την ταχύτητα τού «Πρωτέα» καί μέ τή ' σειρά τους τεράστια αλεξίπτωτα άνοι ξαν. Τό θρυλικό ιμεγαθήριο άκούμπησε απαλά - απαλά στο έδαφος, πίσω από ένα λόφο. —"Ελπίζω νά μή μας πή ραν είδηση αναστενάζει ή Νάνσυ. -—"Αμφί'βάλλω/ ρίλησε μέ
τή σειρά του ό Μίκυ. Πρέπει ν" απομακρυνθούμε γρήγορα από τον «Πιρωτέα». "Αφού έκαναν μιά γρήγορη έξέτασι τού άτμοσφαιρικου αέρα τού καινούργιου πλανή τη καί εΐδαν πώς είχε αρκε τό οξυγόνο, πήραν τά όπλα τους καί σέ λίγο οί σκιές τους χάθηκαν μέσα στ ή νύ χτα. Βάδισαν· σιωπηλοί κά που δυο ώρες ώσπου πλησί ασαν μερικά παράξενα κτί ρια. Οί πόρτες τους ήταν ά>μπαρω|μένες καί τά παράθυ ρά τους κλειστά. Οί τρεις σκιές, μέ άπειρη: ^προφυλαξι έκαναν τό γύρο των κτιρίων. —Μόνο αυτό έκεΐ τό παρά θυρο έχει φως, ψιθύρισε ό^Μί κυ. Είναι εύκολο νά φθάσιη κανείς ώς έκεΐ^ πάνω, ,μόνο που τό άνοιγμά του είναι πο λυ ιμικρό καί δεν ιμάς χωράει. "Ενα βήξη-μο άκαύστηκε δίπλα του. *Ηταν ό Λή Πό. —Χωράει έμενα, είπε ό άνθρωπος του πλανήτη Ποάτ καί κούνησε γεμάτος χαρά τά μυτερά αυτιά του. Ή Νάνσυ άινάπνευσε μέ άνακούφισι. —θά δοκιιμάσης Αή Πό; —"Αμέσως κιόλας. Θ’ άνεδώ σ" αυτό εκεί τό δέντρο καί ,μ" ένα σάλτο θ" αρπαχτώ α πό τό περβάζι τού ιμικρού πα ραθυριού.’Από κεΐ καί τηέρα·ν —"Από κεΐ καί πέρα ό θεός βοηθός ! ^ ψιθύρισε συγκινηιμένη ή Νάνσυ. Νά προσέχης πολύ, Λή Πό. Προσιτά θησε νά ιμάς άνοιξης μιά πόρ τα γιά νά μπούμε καί ιμεΐς
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
μέσα νά σέ βοηθήσουμε. —Όκέϋ, Νάνσυ, εΐττε δ Λδ Πό καί άπομακρύνθηκε άττό κοντά τους. ★
★
★
Σκαρφάλωσε στον κορμό του δέντρου σάν άγριό γάτος. ' Αρπάχτηκε έπειτα αϊτό ένα κλαδί, μέτρησε την από στ ασι του τον χώοιζε ατό τό περβάζι και τήδησε. Οί υπο λογισμοί του όμως ήταν ά σχημοι. Χτύτησε μέ δύνσμι σ'τόν τοίχο κι5 έπεσε μ* ένα γδούπο στό έδαφος! (Για μια στιγμή ζαίλ,ίστηκε καί φοβήθηκε πώς θά λιτό θύμηση. Κατάφερε όμως το λυ γρήγοοσ νά συνέλθη. Ση κώθηκε καί άρχισε νά σκα,ρφσλώνη τάλι στό δέντρο, ε νώ, σέ λίγη άτόστασι υσκουά οί φίλοι του, ταρακολουθού σαν τις κινήσεις του μέ αγω νία. Γιά δεύτεοη φοοά αρπά χτηκε στό κλαδί καί τέντωσε τό κοομί του δίνοντας ένα υπέροχο σάλτο. Αυτή τή φορά κατώοθωσε νά γσντζωθή γε ρά στό περβάζι του ;μ ικρου ανοιχτού παραθυριού. Σιγάσιγά, έβαλε τό κεφάλι του στό άνοιγμά του καί κατάΦειρε, μ* άρκετή δυσκολία βέ βαια, νά τεράση καί τό κορ μί του. Στό δωμάτιο του μπήκε, τον περίυενε μια τρομερή έκ πληξι. Είδε ιμιά σειρά κοεββατιών του τάνω τους άναπ αύοντσν μ ερ ι κά παρά ξ ε να όντα του έμοιαζαν κάπως σάν τους Γήΐνους άλλα καί σάν τους ανθρώπους του πλανή
15
τη του. Δέν πρόλαβε ,καλά° καλά νά σκεφτή τί συνέβαινε, δταν άκουσε την πόρτα ν*^ άνοίγη καί νά μπαίνουν μέσα μερικοί Γήινοι. Ό Αή Πό ήταν έξυπνος καί ψύχραιμος. Δίπλα του βρισκόταν ένα κρεββάτι άδεια νό. Χωιρ^ς νά χάση τόν καιρό του σέ σκέψεις, πήδησε στό κρεββάτι εντελώς αθόρυβα καί χώθηκε κάτω οπτό τις κου βέρτες καί τά σεντόνια, χώ νοντας καί τό κεφάλι του μεσα. Πέρασαν μερικά λεπτά ά γων ίας γιά τόν φουκαοά τον Αή Πό, δταν ή καρδιά ^του κλώτσησε βίαια τό^ στήθος του. Οί άνθρωποι έκεΐνοι πλη σίασαν τό κρεββάτι του, ένα να χέρι άνασήκωσε τις κου βέρτες καί ταυτόχρονα πολ λοί επιφωνήματα ακούστηκαν. —Πώς έγινε αυτός! • —5 Αντί νά μεγαλώση, μά κρυνε. είτε μια φωνή. Καί, κυττάξτε, δέν μοιάζει σάν γο ρίλλας αλλά σάν οήρ-ακοτόγ κος ! —Φαίνεται πώς θά έγινε κάποιο λάθος στην ένεση μί λησε ένας άλλος. Πρέπει νά εξετάσουμε τήν τερίπτωσί του. ΕΤναι αληθινά πεοίεργη. —Γιατοέ Σμίθ, έκανε μ ιά άλλη φωνή,, απόψε είναι άργά. Αφήστε τό ποωΐ. —Μά, παρουσιάζει τρομε ρό ενδιαφέρον καθηγητά Ντό νόβαν! —Τό παραδέχομαι κΓ ε γώ, Σμίθ, τό πρωΐ δυως θά μττοοέσωμε ν’ ασχοληθούμε καλύτερα καί προσεχτικώτε-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ρό ιμέ την- τπερίίπτωσι αυτή. Ό Αή Πό, σ’ αυτό τό διά στημα, εΐχε κλείσει τά μά τια κΓ έμοιαζε να κοιμάται. Πι χρακαλουθούσε τή συζήτησι μέ αγωνία κι* όταν ακούσε τό βήματά τους ν’ άπομακρύ νανται και νά κλεινή ή πόρτα του δωματίου αναστέναξε ,μέ άνακούσιοι καί άνοιξε τά μά τκχ του. ΑΙ1ΕΙΛΗ £ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ
ΒΑΔΙΖΕ αθό ρυβα κυττάιζοινταΐς' αίττό! απλή περιέρ γεια τά παρά ξένα πλάσμα τα πού κοιτάν ταν πάνω στά κ,ρ εββάτια. * Επε ιτα β ορ-έθη,κε νά τούς κυττάζη, καί ποοχώρησε ποος την πόρτα. ΞαΦ ν ικά ιμ ιά φωνή ακούστηκε δίπλα του1: —Αή Πό ! Άνασκίρτησε καί γύρισε το κεφάλι του. Λίγο έλειψε νά πάθηι συγκοπή, άντικρύζο πας τό πρόσωπο πού τού μι\οΰσε ^ καί που βρισκόταν ξο πλωιμόνο στο τελευταίο κρ εβιβάτι. Ήταν ό Σέίοινταν! — Κύριε Σέ'ρινταν!, ψιθύ ρισε. ,—Αΰσε με γρήγορα Αή Πό! 4Ο άνθρωπος τού Πράτ πλησίασε τό κρεββάτι, πέτα ξε τά σεντόνια καί δοκίμασε νό^ λύσηι τον ντέτεκτιιβ. Αλ λοίμονο, ρμως τά χέρια του δεν ήταν δεμένα μέ σκοινιά
αλλά μέ αλυσίδες. —Μέ τό πιστόλι των άκτί νων σου, Αή Πό!, τόν συμ βούλεψε ό Σ έριινταν. Σέ λίγο τέσσερις φλόγες έλαμψαν καί οι άλυσίδες έλυωσαν γιά ν5 άφήσουν τόν ντέτεκτί'β ελεύθερο. Πιετάχτηκε μ5 ένα σάλτο επάνω, έκα νε μερικά βήματα νά ξεμουδιάση. πήρε τό πιστόλι τού Αή -Πό κάί τόν ρώτησε νά μά 0η πού βρισκόταν ή Νάνσυ μέ τό Μίκυ. Αφού πληροψορήιθηκιε πώς οί δυο φίλοι του βρίσκονταν έξω από τό κτί ριο. ιεΤιπε στον Αή Πό νά τόν ακόλουθή σέ άοκ,ετη άπόστα σι πίσω του. Μέ τό πιστόλι έτοιμο στο χέοι, προχώρησε μέ άογά κάί αθόρυβα βήμοοτσ. "Άνοιξε την πόρτα καί ' Α κολούθησε τό διάδρομο πού ανοιγόταν μπροστά του, μέ τις αισθήσεις του δλες σ’ έπ ιφυλακή. Άνοιξε δυο πόρτες χωρίς νά βρή τίποτε που νά τόν ένδιαφέρη. "Ωσπου στην τρίτη, βρέθηκε μπροστά σ' ενα θέαμα πού γέμισε την ψυχή του μέ χαρά κι5 ένθουσιασμό. Ήταν μιά κρεββατακάμαρα το δωμάτιο αυτό. Καί πάνω στ ό κ ρεβ'βάτ ι έτοιμ αζόταν νά κοιμηιθή ό καθηγητής Ντόνοβαν; Μόλις είδε την πόρτα ν’ άνοίγη καί νά παρουσιάζεται ό ντιέτεκτιβ, τά έχασε. Έπει τα βρήκε την αυτοκυριαρχία του κι’ έκανε ν’ άπλώση τό χέρι του γιά νά πιάση τό πι* στόλι πού τό είχε κρεμάσει μέ τη θήκη του · στον τοΐχο. —-Μην κάνης καμριά κου-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ί αμάρα·!,
τον σταμάτησε, ά“ πειλητική ή φωνή του ντέτεκτιβ. Κατέβασε γρήγορα το χέρι σου. Ό Ντο νόβαν υπάκουσε. —°Όπως βλέπεις, συνέχι σε ειρωνικά ό Σέρινταν-, έχω κάποια δόναμι κι3 εγώ στα χέρια ιμο·υ. Τό πιστόλι που κίρατάω δεν αστειεύεται. Κα θηγιητά Ντόνοβαν, ή μάλλον κακούργε Ντόνόβαν, σέ δια τάζω να ,μου πής, μέ ποιόν τρόπο στέλνεις την ακτίνα του ολέθρου στη Γη; Ό καθηγητής σάρκασε: -—Δεν πρόκειται νά σου πώ τίποτε!, απάντησε μέ δυ νατή φωνή. —-(Π άψε νά φωνάζης!, τον έκοψε ό ντέτεικτιβ. Σέ προει δοποιώ πώς θά μετανοιώσης σκληρά άν δεν μιλήσης. Ό Ντόνοβαν σάρκασε και πάλι. —-Σρρινταν, άν θέλης τό καλό σου παραδόσου και ά φησε τις παλληκαριές. Το σττίτι είναι κλειδωμένο και δεν πρό'κειται νά μπή κανέ νας απ’ έξω για νά σέ βαηθήση. Νομίζεις πώς δεν ξέρω οτι προσγειώθήκε τό άστρό■πλοιό σου στον πλανήτη, μου; ΟΊ άνδρες μου θά έχουν αίχμαλωτίση τό πλήρωμά του κΓ άδικα περιμένεις βοή θεια. ?Απορώ πώς καταφερες νά κόψης τις αλυσίδες και] νά βρής αυτό τό πιστόλι... —’Άφησε τις πολυλογίες! γρύλλιισε ό Σιέριγταν, και α πάντησε ιμου σέ κείνο πού σέ ρώτησα. Που 'βιρίοηκίεΓΓζχι ή πη γη τής ακτίνας πού...
η
Αναγκάστηκε νά σταματή ση γιατί κάτι σκληρό άκούμπηισε στην πλάτη του, ενώ μια γνώριμη φωνή τον διένα ζε· —Πέτα τό πιστόλι και ψηλά τά χέρια Σέρινταν!^ Αυτός πού τον απειλούσε ήταν ό Σμίιθ! Αναγκάστηκε ν’ άφήση το πιστόλι κάί νά σηκώση νά χέρια. Καί τότε, έγινε κάτι τό παράξενο καί κωμικό μα ζί. "Άλλη μια φωνή αντήχησε πίσω του πού έλεγε κΓ αυΤή: —^Παράτα το πιστόλι καί σήκωσε τά χέρια ψηλά όνθρωπέ .μου· άν θέλης τό καινό σου! 9 Ηταν ό Λήι Πρ, πού είχε φτάσει στην πιο κρίσιμη οτι γμή. Θά τάφηνε όμως τό πι στόλι ό Σμιί'θ; ή θά άπειλου σε τον Λή Πό πώς άν πυρο βολούσε θά πατούσε κΓ αυ τός τή σκανδάλη; Καί νά, πού έγινε τό δεύτερο. —"Όποιος κΓ άν είσαι σέ συμβουλεύω νά μην πυρσβολήίσης, μούγγρισε ό Σμίθ, γιατί θά προλάβω νά πατήσω τή σκα:νδάλη; καί νά σκοτώ σω τον Σέρινταν! Ό Αή Πό· αναγκάστηκε τά μην πυροβολήση. Κι5 έμειναν έτσι αλοΊ τους ακίνητοι στην ιδία θέσι, χωρίς νά μιλούν. λΑά ό ντέτεκτιβ δέν ησύχασε. "Ηξερε πώς οσο κάθονταν· σ’ αυτή την θέσι, τόσο χειρότε ρα θάταν γΓ αυτούς. Κά ποιος από τους συντρόφους τών κακού,ργων θά έμπαινε στο δωμάτιο καί ή κατάστα-
I*
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σι θ* άνατρεπόταν. Τΐ νά ε· κάνε όμως; Αποφάσισε νά τά παίξη όλα για όλα. Τό πιστόλι του εχθρού του είχε βιδωθή στήν πλάτη του μα Θα δοκίμαζε νά ξεγλυστρήση. Έκανε αυ τές τις σκεψεις, όταν ακού στηκαν βήματα βαρειά στο διάδρομο. Ή στιγμή ήταν κα τ άλλη λ η... Μα ό ΣμίΘ φάνηκε νά κα τάλαβε τό συλλογισμό του γ«ατί τού είπε: —Είμαι αποφασισμένος νά σε σκοτώσω στην παραμικρή κίνησι, Σερινταν, κι* άς σκο τωθώ .κι* εγώ μαζί σου!... Τά βήματα πλησίαζαν κι* ό Σερινταν έτριξε τά δόντια Σέ λίγο, επιφωνήματα έκπλή ξεως ακούστηκαν: —Τί. συμβαίνει εδώ; 01 άνθρωποι πού μίλησαν ήταν στ ή συντροφιά των κα κούργων. Τράβηξαν κι* αυτοί τά πιστόλια τους μά δεν πρό φτασαν νά πυροβολήσουν για τι μιά καινούργια διαταγή σέ παιδικό αλλά και αποφα σιστικό τόνο, αντήχησε στο δώματιο: —Μήν πυροβόληση κανείς γιατί τόν διάλυσα μέ τό αυ τόματό μου! Ή διαταγή αυτή βγήκε α πό τό στόιμα τού μικρού "Ελ ληνόπουλου, τού Μίκυ. Ό Λτ} Πό, αφού ελευθέρωσε τόν ντε τεκτιβ άνοιξε μιά από τις πόρ τες τού κτιρίου καί τούς έκα νε νόημα νά περάσουν. Τί θά γινόταν τώρα; Κα νείς δεν ήξερε. Ό ένας απει λούσε τόν άλλο καί κανείς
δεν τολμούσε νά πυροβόλη ση. *Άν εκπυρσοκροτούσε έ να ά.Τ 0Λα τα πιστόλια, θά έπαιρναν καί τά υπόλοιπα φωτιά. ^ ^ Αυτό σκεπτόταν ό Μίκυ ε νώ κρατούσε απειλητικά τό αυτόματό του μέ την κάννη στραμμένη στο σωρό, ενώ δίπλα του ή Νάνου έσφιγγε τα χείλη της από την αγω νία. Ξαφνικά, τό "Ελληνόπουλο άνασκιρτησε. Τού γεννήθηκε στο νου μιά ξαφνική σκέψι. Σέ μιά του τσέπη κρατούσε μιά μπαλίτσα πού είχε μέσα της κλεισμένη μιά μεγάλη δα οι δάκρυ γονών ^ αέριων. Την έβγαλε και, δείχνοντας την στη Νάνσυ μέ τροπο, τής έ κανε νόημα νά κλειση τά μά τια, ενώ ταυτόχρονα πετούσε τή μπάλλα στον απέναντι τοϊ Χ°.
Ήταν τόσο μικρή, πού κα νείς τοος_δέν κατάλαβε ότι έσπασε, ααφνικά όμως άντή χησαν πνιχτές κραυγές καί κάποιος έφερε τά χέρια του στά μάτια του. Τό τί ακολούθησε τότε, εί ναι δύσκολο νά περιγραφή. Σώματα κυλίστηκαν στο πά τωμα, πυροβολισμοί αντήχη σαν καί δυνατές κραυγές λύσ σας καί άπογνώσεως. —Στήν πόρτα, Σερινταν, Αή Πό!, ^ φώναξε ό Μίκυ,^ έ χοντας^ τά ^μάτια του ακόμη κλειστά, ^ένώ υπήρχε κίνδυνος νά δεχτή καμμιά αδέσποτη σφαίρα. & Βγήκε στο διάδρομο παίρ νοντας καί τή Νάνσυ μαζί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Μελικοί πιθηκάνθρωποι βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάνω στά κρεββάτιι τ·ος ένώ τούς Μλουζε |να λεοκό φως.
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ίου. Έκεϊ, είδαν τον Σέρινταν και τό Αή Πό νά βγαί νουν παραπατώντας, μέ τά χόρια τους ατά μάτισ.} Ή Νάνου έπιασε από τό μπράτσο τον Τζόε και ό Μίκυ τό Λή Πό, οδηγώντας τους τρήχοντας προς την ανοιχτή πόρτα. Έπρεπε νά προλά βουν νά βγουν από τό έπικίν δυνο αυτό κτίριο, πριν ξυπνή σουν βλοι οι κακούργοι καί βρεθούν σε άσχημη θέσι. ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
ΚΑΘΩΣ εβγαι ναν έξω από τό κτίριο και τούς χτύπησε ό καθαρός α έρας, ό ντέτεΐκίτιβ. /μπόρεσε νά άνοιξη τα μάτια του. Προχώρησαν γιά λίγο καί φτάνοντας πίσω από ένα θάμνο ό Μίκυ τού έδωσε νά φορέση την έξάρτυσι των όπλων του που είχε πάρει μαζί του. —Φτηνά τη γλύτωσες !, έκανε ή Νάνσυ που μέ κόπο έκρυβε τον ενθουσιασμό της βλέποντας ζωντανό τον άγαπημένο της. —Μέ έσωσε ή τύχη, τους εξήγησε ό ντέτεκτιβ. ’Άν δεν ευρ. ίσκα τον ασύρματο στο δωμάτιο που μέ φυλάκισαν, θά γινόμουν ^άργά ή γρήγο ρα ένας ώραΐος γορίλλας! Κι5 εξήγησε τό τρομερό θέαμα των ανθρώπων που ό Σμϊθ είχε καταφέρει νά τούς κάνη γορίλλες.
Στρέφοντας σέ μια στιγμή τό βλέμμα του όλόγυρα, άντίικ)ρυσε κάτι πού τον έκανε νά σκιρτήση. Σε άπόστασι πεντακοσίων περίπου μέτρων από τό κτίριο, βρίσκονταν με ρίκες ιδιόρρυθμες εγκαταστά σεις. ^—Εκεί βρίσκεται τό μη χάνημα πού παράγει την τρο μερή άκτΐνα!, είπε ό ντέτεκτιβ σφίγγοντας τις γροθιές του. 5Από τό σημείο αυτό ό Ντο νόβαν σκοπεύει νά κοταστρέψη^τή Γη! Δέν θά προλάβη,, όμως. Πρέπει· αυτή τή στιγμή κιόλας, φίλοι μου, νά κάνουμε μια μικρή επιδρομή στα περίφημα έργαστήριά του! —ΑΕμπρός., λοιπόν! Α είπε ό Μίκυ πού ή ιδέα μιας και νούργιας περιπέτειας τον πλημ|μ ύιρ ισε μέ ένθαυσ ι ασμό. * * * ΟΊ τέσσερις σκιές γλύστρη σαν μέ απέραντη προσο)ζή στο (μισοσκόταδο. Σέ λίγο έ φτασαν μπροστά στις πολύ πλοκες καί μυστηριώδεις εγ καταστάσεις. ;—"Ένας απ’ όλους μας θά μείνη ιάτ’ έξω, είπε ό Σέριν τάν. ιΠιρέπει ινά μείνη· σαν ε φεδρεία νά μάς βοηθήση στήν υποιχώρηισί μας ή νά μπή στά κτίρια άν καταλάβη. πώς κιν δυνεύουμε. Θά μείνης έσύ, Νάνσυ, είπε στήν άρραβω νι.αστικιά του. Ή ικοπέλλα θέλησε νά δια μαρτυρηθή μά ό Σέ'ρινταν δέν τής άφησε καιρό. Μέ βή ματα γάτας προχώρησε μ προ στά ένώ πίσω του τον άκο•
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
λουθούσε ό Μ'ίικυ μέ τον Αή Πό. (Καί οί τρεις τους ήταν φημισμένοι ως τα δόντια. Ξαφνικά, άναγικάστηικοον να πιέσουν μπρούμυτα. Ανδρι κές φωνές έφτασαν ώς τ5 αυ τιά τους. Σέ (λίγο, ανάμεσα από κάτι ξερά χόρτα που τούς κάλυπταν, διέκριναν τρεις ανθρώπους νά προχω ρούν προς την (πύλη τών κτι ρίων. —Βάζω στοίχημα πώς εί ναι ό Ντόνσβ'αν και 6 Σμίθ, είπε 6 Σέρινταν. —<Νά τούς ρίξω; ρώτησε ό Μίκυ πού τό δάχτυίλόι του χάϊδευε ανυπόμονα τή σκαν δάλη του αυτομάτου του. —"Οχι, Μίκυ. Μπορεί μέτόν τρόπο αυτό νά μήν κατορθώ σουμε τίποτε, θά τούς άφήσουιμε νά (μπουν μέσα καί θά προσπαθήσουμε νά μπούμε καί μεΐς ξοπίσω τους. Καλύ τερα που ήρθαν οί δυο αυτοί άοχιικακούργοι. θά ξεμπερρέψουμε μια καίί καλή μαίζ,ί τους απόψε. (Όί' τρεΐς άντρες πλησία σαν την πύλή άτου υπήρχε ένας σκοπός καί πέρασαν μέσα. Ό Σέρινταν άφησε νά περάση λίγη ώρα κΓ έδωσε τό σύνθημα νά ξεκινήσουν. Δεν σηκώθηκαν ολόρθοι. Βά δισαν μέ τά τέσσερα για νά μην τούς πάιρη είδησι κανέ να μάτι. "Έφτασαν αέ άπόστασι εί κοσι μέτρων άπό την πύλη στ αν ό Σέρινταν τούς έκανε νόημα νά σταματήσουν. —Είναι καί δεύτερος σκο πός, εΐπε ατούς φίλους του.
21
Οί κακούργοι ύποπτεύθηκαν πώς ίσως τούς έπισκεφτούμε απόψε. Στράφηκε πρός^ τό (μέρος τού Αή Πό καί τού εΐπε. —Φίλε μου, εσύ θ’ άναλά6ης τό σκοπό πού υπάρχει δεξιά ιμας. Ό Μίκυ θ’ άναλά 6η τον άλλο. Έγώ θά μείνω εδώ για νά σάς προστατεύ σω άν χρειαστή. Σύμψ'ώνοι; Ό Αή Πό κούνησε εύχαρι στημένος τά μυτερά του αυ τιά καί άρχισε νά έρπη. Ό Μίκυ, σφίγγοντας τό πιστόλι στο χέρι του, ξεκίνησε κΓ αυ τός. Στη μέση ό Σέρινταν π αραικολιουθούσε άγρυπνα πότε τις κινήσεις τών φρου ρών καί πότε τών φίλων του... Πέρασαν πέντε όλό κλήρα λεπτά καίί, ξαφνικά, δυο σκι ές ξεφύτρωσαν μέσα άπό τη νύχτα καϊί ώρμησαν πάνω ατούς ανύποπτους φρουρούς. Δυο ξερά χτυπήματα πιστο λών σε κοανίΐσ άκούστηκαν, δυο πνιγμένα βαγγητά, ένας ταυτόχρονος γδούπος καί τί ποτε, άλλο, πιά. —Τά κατάφεραν θαυμά σια!, ψιθύρισε ό ντέτεκτιδ, περήφανος γιά τούς άξιους συνεργάτες του. Περισσότερη περήφανοια ένοιωθε γιά τό Μί κυ πού ήταν τόσο μικρός. Ή ψυχή του όμως ήταν ατρόμη τη λες ικάί ήταν φτιαγμένη άπό ατόφιο ατσάλι. Έρποντας κι’ αυτός πλη σίασε κοντά τους. Τούς έκα νε νόημα νά κρυφτούν καί δο κίμασε ν’ άνοιξη την πόρτα. Δεν συνάντησε., δυσκολία κι’ ένα λεπτό αργότερα, οί τρεις
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σκιές, γλυστρουσαν αθόρυβα στο απέραντο προαύλιο των εγκαταστάσεων. Δεν συνάντησαν κανένα έυπτόδιο στο δρόμο τους. Ό ντέτεκτιβ διάλεξε τό πιο με γάλο κτίριο και προχώρησε προς τό ίμερος του. Μέ την ί δια ευκολία άνοιξε τ-ήν πόρτα. Μπροστά τους υπήρχε μια σκάλά πού ανέβαινε στο δεύ τερο πάτωμα. Την άκολούθη σαν πατώντας στα νύχια των ποδιών τους. Ή σκάλα τούς ώδήγησε σ’ ένα φαρδύ διάδρομο πού δε ξιά κι5 αριστερά του υπήρχαν ποίλλές πόρτες. Μιά άπό τις πόιρτες αυτές ήταν φωτισμένη και μ ι σάνο ιχτ η,. Μέ χ ιλ ιες προφυλάξεις ό Τζόε την πλη σίασε κι* έρριξε ιμιά κλεφτή ματιά στο άνοιγμά της... ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΜ ΑΠΕΙΛΗ
ΕΚΕΙΝΟ πού είδε, τον έκα νε ν’ άνατριχιάση: σύγκορ μος.Μέσα στο ευρύχωρο αύ τό δωμάτιο υ πήρχαν πέντ ε κρεββάτια πού πάνω τους είχαν ξαπλώσει κΓ άπό έ ναν πιθηκάνθρωπο. ^Ηταν Ο λοι τους ακίνητοι, στα πρό σωπά τους είχαν κάτι περί εργες συσκευές και άπό μιά παράξενη συσκευή που βρι σκόταν επάνω τους, έπεφτε ένα λευκό φώς. Δεν πρόλαβε νά συνέλθη ό ντέτεκτιβ άπό την έκπλη-
ξί του, όταν άκούστηικε μιά φωνή: •—Μ’ αυτό τό πείραμα έλπίζω νά τούς νεκρώσω τή σκιέψι, καθηγητά Ντό νόβαν, καί νά τους κάνω πραγματι κούς δούλους μου πού θά ύ πακούουν σέ κάθε μου- θέλη^σι. “Όταν τό κατορθώσω, θα τούς στείιλω στη Γή νά δολο φονησουν όλους τούς κυβερ νήτες καί τους αρχηγούς τών κρατών. Μαζί μέ τήν α κτίνα σου, δεν μπορεί ή Γή, παρά νά υποκύψη. —Αυτός ό ντέτεκτιβ μάς τ/ά χαλάει όλα, άποκ ράθηκε ό Ντόνοβ-αν σ’ αυτόν πού του μιλούσε καί πού δέν ήταν άλλος άπό τό Σμίθ. — Μη σέ στενοχωρεί αυ τό τό πράγμα. Ό ντέτεκτιβ μέ τήν παρέα του θά έτρεξε νά μπή στο άστροπλοιό του για νά μάς βαμβαρδίση. Στο δρόιμο του όμως τοΰ έ χουν στημένη: μιά όμορφη πα γίδα τά παλληκάρια μας. Λοιπόν, πότε θά στ ε ίλης το καινούργιο μήνυμα στη Γή; —Τώρα κιόλας, Σμίθ! 5Ακολούθησε σιωπή κΓ έ πειτα ακούστηκε ή φωνή του Ντόνοβαν πού μιλούσε: — Απευθύνω τό τελεσί γραφό μου στην Άστρική Ασφάλεια τής Γης! ’Άν δέν συγκεντρωθούν όλα τά άστρό πλοία στά πυοαυλοδρόμ ια, συριο τό μεσημέρι θά ^ πέση ή ακτίνα μου στο κέντρον τοΰ Λονδ ίνου..» Ό Σέρινταν έκανε νόημα ατούς φίλους του νά τον άκολουθήσουν καί άνοιξε άθόρυ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
6α την πόρτα, σπρώχνοντας την ιμέ την κάννη του πιστο λιού του. Στο άνοιγμά της, μπόρε σε νά 6ή τούς δυο κακούρ γους έπι στήμονες. Είχαν σκύψει πάνω σ’ ένα μηχάνη μα, ενώ ό Ντόνοβαν εξακο λουθούσε νά άπευθύνη το τε λεσίγραφο του στη Γη. Ό Σέιρινταν θά μπορούσε άτπο τή θέσι πού βρισκόταν νά τούς σκοτώση μιά χαρά. Αυτό όμως του φαινόταν σαν άνανδοία. "Επειτα,^ ήθελε ^ νά αδηγήση τούς δυο κακούρ γους στη Γή γιά νά δικα στούν άπό τ’ άνθιρώπινα δι καστήρια. — Ψηλά τά χέρια Υρήγο ρσ!, ούρλιασε. Ή φωνή του τούς ξάφνιασε και τούς έκανε νά πεταχτουν άπό τή θέσι τους. Ό Σμίθ, μέ μιά αστραπιαία κίνησι τραβούσε τό πιστόλι καί ε τοιμαζόταν νά πυροβόληση, — Σέ προειδοποίησα !, μούγγρισε ό Σέρινταν και τό δάχτυλό* του πάτησε τή σκανδάλη. " Ενας πυροβολι σμός αντήχησε κι·3 έπειτα δεύτερος. Ό πρώτος ήταν τού Σέοινταν πού ή σφαίρα του βρήκε τον Σμίθ στο^πλευ ρο. Ό δεύτερος ήταν τού κα κούργου πού τον έρριξε τή στιγμή ^πού είχε χτυπηθί^. Ή σφαίρα του σφύριξε δί πλα στο αυτί τού Σέρινταν πού έσκυψε νά τήν αποφυγή^. Μέσα σ3 αυτή τή σκηνη πού έκτυλίχθηκε μέ αστρα πιαία ταχύτητα, ό Ντόνοβαν πήρε μιά 'βουτιά και κατώρ*
23
θωσε νά ξεφύγη πίσω άπό κάτι μηγσ\/ήυατα. Ό Μίκυ κι3 ό Λή Πό, ώομησαν πίσω του νά τον προλάβουν, ένώ ό Σέοινταν έσκυβε πάνω στο Σμίθ. , 3Από τό στόμα του έβγαι νε αίμρ και άφρός. Ό ντέτεκτιβ σίσθάνθηκε γιά μιά στι νμή οίκτο, μ* δλο πού δεν έποεπε καθόλου νά τον Αυπηθή. — Σέοινταν..!-, κατώοθωσ ε νά ψ ιθυοίση ό έτοι μ αθάνα τος, μέ νίκησες... "Ολα τά εΤχα προ/βλέψει, εκτός άπό # σέ να^! ΕΤχα περίφημα σχέδια στο νού μου... δυως... έπρεπε νά άοχίσω σκοτώνοντας ποώτα έσένσ... Τώοα πιά, εΐναι αργά... πολύ άογά... — Μετσνοιώνεις τουλάχι στον; τον ρώτησε ό ντετε κιιβ. — "Οχι... δέν μετανοιώνω. Ό Σέρινταν γούρλωσε τά μάτια του άπό τήν έκπληξι. Τόσο δυνατός, λοιπόν, ήταν αυτός ό άνθρωπος ώστε νά μη φοβάται τό θάνατο; Σήκωσε τούς ώμους και προχώρησε. Δέν έκανε ούτε πέντε βήματα, δταν κάτι τον πρόσταζε νά γυοίση γιά νά δη πίσω του... "Εστρεψε απότομα. ^Ηταν καιρός! Ό μελλοθάνατος Σμίθ είχε κα τορθώσει νά άρπάξη τό πι στόλι του και τή στιγμή αυ τή, μέ χέρι τρεμάυενο τον σημάδευε καί προσπαθούσε νά πίεση τή σκανδάλη. Μέ μιά αστραπιαία ταχύ τητα ό ντέτεκτιβ πρόλαβε καί πυροβόλησε, Ή σφαίρα
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
του βίρτγκε τον αμετανόητο κακούργο ατό μέτωπο καί του έκοψε μια καί «καλή τό νήμα τής^ ζωής» —Σ ου χρε ι αζότ αν!, μου ρ μαύρισε ό ντέτεκτιβ· κα!ί προ χώρησε για νά βοηθήση τούς φίλους του που είχαν τιρέ'ξει πίσω από τον Ντόνοβαν. & * * Σε -μια στιγμή είδε τον Λή Πό να ξεπετ άγεται μπρο στά του. Κουνούσε συνέχεια τά μεγάλα καί μυτερά του αυτιά, σημάδι πώς είχε νευ ριάσει. ■— Ελάτε γρήγορα κύριε Σέριντσν!, του είπε. Ό Σερκνταν τον ακολού θησε. 5Ανέβηκαν μια στριφο γυριστή σκάλα κι* έφθασαν τώρα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Έκεΐ, περίμενε τον ντέτεκτιβ μια σκηνή κάπως παράξενη,. Είδε τον Ντόνοβαν όρθιο σε μια συσκευή καί τό Μίικυ, σε αρκετή άπόστασι μακρυά του, νά τον κυττάζη- επίμο να, μέ προτεταμένο τό πι στόλι, χωρίς νά τον πυροβο λή. ;— Απορείς,, ντέτεκτιβ* Σάρκασε ό Ντόνοβαν. Γιατι δεν μέ σκοτώνεις έσύ, λοι πόν; Τί κάθεσαι; "Έπειτα άρχισε νά γελάη, δυνατά καί παράξενα. — Τί συμβαίνει, Μίκυ; ρώτησε ό ντέτεκτιβ τό * Ελ ληνόπουλο. 10 Μ ίκυ άναστέναξε: Ό Σέρινταν τον κύτταξε ερωτηματικά. -— Δηλαδή; — Θά σου απαντήσω, ε
γώ, πήρε τό λόγο ό Ντόνο βαν. "Οποιος τολιμήση νά σηκώση τό πιστόλι του θά πατήσω αυτό τό κουμπί καί ξέρετε τί θά^γίνη; Τό κεντρί κώτερο σημείο τής Νέας Ύάρικης θά γίινη στάχτη ! ^ Ε μπρός, λοιπόν! Θυσιάστε χιίλιΐάΐδες ανθρώπους γιά νά μέ σκοτώσετε. Ό ντέτεκτιβ έμεινε ακίνη τος σάν στήλη, άλοοτος. Ό κακούργος τούς κρατούσε στο χέρι. Δεν μπορούσε νά τον πολεμήση μέ τά όπλα πού κρατούσε. Τό όπλο τού Ντόνοβαν ήταν ακόμη πιο δυνατό, πιο ολέθριο. Μέ τό πάτημα του κουμπιού πού άγγιζε, εκατοντάδες κΓ ίσως καί χιλιάδες κάτοικοι τής Νέας Ύό|ρκης νά έβρισκαν οίκτρό θάνατο μέσα στην κό λασι τής ακτίνας πού λυώνει τά πάντα. —Σάς διατάζω νά φύγε τε!, ούρλ ι ασε ό κ αθηγητής. "Αν μέσα σέ δυο λεπτά δέν φύγετε από τό δωιμάτιο αυ τό, θά πατήσω τό κουμπί! —Δέν ^σέ συμφέρει Ντόνο βαν !, τού άπάντησε ό ντέτεκτιβ μέ στεγνά άπλ την ά γων ία χείλη.. ’Άν πατήσης τό κουμπί, θά σέ σκοτώσω! ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΝ ΘΕ®£
ΤΑ Π Ρ ΑΓΜΑ ΤΑ ήτ α ν σ’ αυτή την τρομερή γιά τον -ντέτεκτιβ θέαι όταν συν έ β η κάτι άπροσδό κητο. Πίσω α πό τήν πλάτη του Ντόνοβαν άνοιξέ άθόρυβα μιά πόρτα κι* έκανε τήν έμφάνισί του έ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
να παράξενο αν. * Ηταν ένας άπιό τούς, δυστυχισμένους ^ έκείνους ανθρώπους πού είχε μεταβαλει ό Σμίθ σέ γαρίΑ λες. Ή καρδιά του Σερινταν φτειρούγ ισε από την ελπίδα, χωρίς όμως νά φανή καμιμιά ξεχωριστή. έκφραο ι στο πρό σωπό· του. — Φύγετε!, ούρλιασε ο Ντόνοβαν, χωρίς νά ύπαπτεύ εται πώς πίσω του τον πλη σίαζε μέ άπειλη,τιικές διαθέ σεις ό γοριλλάνθρωπος. —θά φύγω, τού άπάντη, σε ό ντέτεκτιβ γιά νά κερδι ση καιρό, θά ήθελα όμως νά μάθω ιμέ ποιόν τρόπο κατορ θώνεις νά παράγης μιά τόσο δυνατή ακτίνα. Ό Ντόνοβαν γέλασε περή φανα. —Την ακτίνα δεν την φτ ειάχνω, τού απάντησε, Μοΰ την έδωσε έτοιμη τό Σ ύμπαν. Τό μόνο πού κα τώρθωσα εγώ είναι νά την κατευθύνω· εκεί πού θέλω. Σου φαίνεται περίεργο· αύ τό; Δεν πρόκειται νά σου ε ξηγήσω τίποτε περισσότε ρο. Τό μυστικό μου δεν θά τό ιμάθη κανείς άλλος. Ή καρδιά τού ντέτεικτιβ σπαρταρούσε τώρα από την άνωνία. Τό ίδιο συνέβαινε μέ τό μικρό εΕλληνόπουλο και ■ τό Λή ^ Πό. "Εβλεπαν ό λοι τους τόν γοριλλάνθρωπο νά πλησιάζη ύπουλα τόν Ντόνοβαν. Θά προλάβαινε τάχα νά · τόν έξουδετερώση πριν δαιμόνιος καθηγητής πατούσε τό κουμπί τής συ
25
σκευής πού έστελνε την τρο μερής ακτίνα στη Γη; ιΓίερασαν λίγα δευτερόλε πτα αγωνίας, ικαί, ξαφνικά, ένα άνατριχιαστικό ουρλια χτό αντήχησε στην άτμόσφαι οα τού δωματίου. Ό γοριλλάνθρωπος, φτάνοντας σέ μι σό μέτρο άπόσταισι από τόν Ντόνοβαν, άπλωσε τά χέρια του καί ουρλιάζοντας φρικιά στικα τόν γράπωσε από τό λαιμό καί ^ τόν τράβηξε μέ δύναμι πρός^ τά πίσω. Ό κακούργος τέντωσε τό δάχτυ λό του νά πατήση τό κουμπί, μά δέ μπόρεσε."Αφησε νά τού ξεφύγη ένα πνιγμένο βογγη τό καί κυλίστηκε στο πάτω μα. Ό ^ γοριλλάνθρωπος κάθησε πάνω στο στήθος του χωρίς τά χέρια του ν5 άφή'· σουν τό λαιμό του πού τόν έσφιγγαν ^μέ δύναμη μέ μα νία. Σέ λίγο, από τόν τρόμε ρό κακούργο δεν είχε μείνει παρά ένα πτώμα. Ή Γή εί χε σωθή! * ★ * Ό γορ ιλλάνθίρωπος, αφή νοντας μιά καινούργια γοερή κραυγή πού έμοιαζε σάν φοβέρα καί σάν παράπονο, άφησε τό άψυχο θύμα του καί πετάχτηκε γιά νά φύγη σάν φάντασμα από τό μέρος πού ήρθε. Ό ντ έτ εκτ ιβ άνάπνευσε μέ άνακούφισι. . —Μάς έβγαλε από τη δύ σκολη, θεσι πού βρισκάμσ στε, είπε στούς δύο φίλους του. "Οπως βλέπεις, Μίκυ, υπάρχει ή θεία Δίκη.. Μπο-
26
ρεϊ ένας κακούργος νά πάρη σ^ό λαι,μό του αθώους αν θρώπους, στο τέλος όμως, δεν μπορεί παρά νά την πλη ρώση και νά τον περιμένη έ νας θάνατος πιο οίκτρός α κόμη. Είμαι περίεργος νά δω πώς λειτουργούσε αυτό τό μηχάνημα που εκπέμπει την εφιαλτική ακτίνα του θανά του. Ολη σ ί ασ ε οπήν π αρ άξενη μηχανική συσκευή, μ« ^ δεν κατάφερε _νά λύση την απο ρία του. Στο τέλος αναγκά στηκε νά άνοιξη ένα συρτάρι σέ κάποιο τραπέζι πού βρι σκόταν δίπλα του καί νά άρχίση νά άνασκαλεύη τά χαρ τιά. Τό πρόσωπό του είχε γεμί σει ρυτίδες από τήν πολύ σκέψι καί τό χέρι του έκανε μερικούς μαθηματικούς ύπο λογισμούς. Σέ μια στιγμή τά· ιμάτια του άστραψαν^ α πό χαρά. — Τό βρήκα!, είπε στο Μίκυ καί στο Λή Πό. Εΐνα^ι κάτι πού δεν μπορεί νά τό συλλάβη ή ανθρώπινη φαν τασία. — Δηλαδή; έκανε τό παι δί. — Νά σου άπαντήσω έγώ, Μίκυ!, απάντησε ό Λή Πό. Ό ντέτεκτ ιβ τον κύτταξε γεμάτος απορία. — Δηλαδή; του εΐπε, ή ξερες τό μυστικό; Ό Λή Πό ξερόβηξε ^κοοί κούνησε τά -μυτερά αυτιά του. — Μην ξεχνάτε πώς οπόν
πλανήτη ^ Πράτ ήμουνα καθηγητής τής Αστρονομίας, εί πε. Βλέποντας λοιπόν τούς μ αθηματ ικούς ύπολογ ισμούς σου, κατάλαβα τί συιμβατ νει. Γύρισε τώρα προς τό μέ ρος τού Μίκυ καί τού εξήγη σε: — Στο Σόμπαν, Μίκυ, υ πάρχουν πολλές ^ψορές καί σέ ώρισμένα σημεία, διαφα νή μόρια από σώματα πλάνη τών πού έχουν καταστραφή. Αυτά τά μόρια πού καλό πτουν εκατοντάδες χιλιόιμε τρα άπόστασι στο χάος, γί νονται πολλές φορές δορυφό ροι ενός πλανήτη, χωρίς νά διακρίνωνται μέ γυιμνό μάτι. "Οταν ό ήλιος διαπερνάη ούτά τά μόρια πού όλα μσζί αποτελούν έναν κοίλο καθρέ φτη, οι ακτίνες του συγκεν τώ νονται σ3 ένα ώρισμένο ση μεΐο πού χάνεται στο Χάος. 'Όπως ακριβώς συμβαίνει μέ τό γυαλί του φακού πού ιμπορεΐ νά σάς κάψη τό χέρι ή ν ανάψετε μ5 αυτό φωτιά τις ήμερες πού έχει ήλιο. »Ό Ντόνοβαν, λοιπόν, πού εΐχε ανακαλύψει αυτό τό πρα γιμα, μέ διάφορους φακούς καθρέφτες καί μη,χανήιμ ατ α, πού θά υπάρχουν όπωσδήπο τε οπήν ταράτσα αυτού τού κτιρίου, μπόρεσε νά κατευ Βύνη, τήν ηλιακή άκτΐνα τού γιγαντιαίου αυτού φακού σέ όποιο σημείο τής Γης ήθελε. Κατάλαβες, λοιπόν, γιατί ό που έπεφτε ή άκτΐνα έλυωνε καί σίδερα καί πέτρες κι* ό,-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
Τό πιστόλι του Σέρινταν πρόλαβε κι* εκπυρσοκρότησε.
τκδηποτε βρισκόταν στο δρό μο της. — Κ αταλαβα!, άπαντησε μθαυμασμό ό Μίκυ. ^Κι" ε μείς έψάχνσμε νά βρούμε κα νένα άστρο πλοίο στον ουρα νό τής Νέας Ύόρκης! — Δεν μπορούσαμε νά φανταστούμε, πήρε τό λόγο τώρα ό Σέοινταν, πώς ή α κτίνα έρχόταν από τόσο μακρυά! Θά σου πώ όμως και κάτι άλλο, Μίκυ. "Αν πατού σε τό κουμπί ό Ντόνοβαν, ή ακτίνα δεν θάπεφτε οπή Νέα *Ϋόρκη γιατί, άπλούστατα με τούς υπολογισμούς πού έκανα, στη Νέα Ύόρκη είναι νύχτα αυτή την ώρα. ΕΤναι π·θανό πώς θά έπεφτε σέ κά
ποιο σηιμεΐο του Ειρηνικού Ωκεανού! Ό Ντόναβ α ν (μπλοφάριζε όταν μάς άπειλούσε κι3 ίσως νά κέρδιζε τό παιχνίδι άν δεν βρισκόταν ό γορ ιλλ άνθρωπος... "Άφησε τά χαρτιά στο γοαψεΐο και σηκώθηκε. — "Έχεις μαζί σου καμμιά δραστική ωρολογιακή βόμβα, Μίκυ; ρώτησε τό μι κρό του φίλο. Ό Μίκυ έβγαλε μιά από τήν τσέπη του και τού τήν έδωσε. — Μέ αυτή θά τινάξωμε δλα τά κτίρια στον αέρα, εί πε ό ντέτεκτιβ. Θά ελευθερώ σουμε δμως πρώτα τούς γσριλλάνθρωπους πού 6ρίσκαν-
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ται σ’ αυτό τό κτίριο κι* έ πειτα θα πάμε να ελευβερώσουιμ'ε καί τους άλλους. II ΕΞΑΦΑΝΙΣΙ ΤΗΣ ΝΑΝΣΥ
ΕΘΕΣΕ σε λειτουργία το μηχανισμό της Iμικρής άλ λ ά καταστρεπτ ι ικής βόμ β σ φ ικαί κατέβηκαν όλοι τους βια στικοί από τό δωμάτιο των μηχανημάτων. "Οταν έφθασαν στο θάλαμο πού βρί σκονταν πιο πρτν οί γοριλλ,άνθρωποι, τούς περίμενε μαα έκπληξι. Είχαν σηκωθή ολοι από τά κρεββάτ ια τους και είχαν γίνει άφαντοι. — Θά τούς ελευθέρωσε ό γοριλλάνθρωπος πού σκότω σε τον Ντόνοβσν, έβγαλε τό συμπέρασμ α ό ντ έτ εκτ 16. Πάμε γρήγορα νά βρούμε τή Νάνσυ καί νά απομακρυνθού με από αυτό τό κτίριο. Κατέβηικαν τρέχοντας καί βγή καν από τό προαύλιο. Στον ορίζοντα __ άοχισε νά ροδίζη ή αυγή, ^ημέρωνε. ^— Νάνσυ!, φώναξε δυνα τά ό Σέοινταν. — Δεν τού απάντησε κα νείς. ■— Νάνσυ!, ξαναφώναξε δυνατώτερα. Ούτε καί τώρα πήρε άπάν τηισι. Μέ ένα άσχημο ποοαίσθη μα πήγε στο μέρος οπού την άφησε. Έκεΐ, τούς περίμενε μιάί τρομερή· έκπληξη "Αντί
γιά τή Νάνσυ βρήκαν τό πι στόλι της πεταμένο, ένα κομ μάτι από τό φόρεμά της καί τό ένα της παπούτσι! Ή καρδιά τού ντέτίεικτιβ πλημμύρισε από άπόγνωσι. — Την αιχμαλώτισαν οί σύντροφοι των κακούργων ψέλλισε. Φαίνεται πώς πά λεψε μαζί· τους άλλά δεν κστώρβωσε νά τούς θέση έ κτος, μάιχης γιατί τής επετέθησ αν μ έ α ί φ ν ιδ ιοοσμό ! —Πρέπει νά τρέξουμε στο άλλο κτίριο!, βιάστηκε νά πή__ό Μίικυ. Ξεκίνησαν τρέχοντας, Βρή καν τίς πόρτες του κτιρίου αλάνοιχτες. Μπήκαν με τά πιστόλια έτοιμα στό χέρι καί μέ τήιν καρδιά πού κίνδυ νεύε νά σπάση από την αγω νία. Σέ λίγο, σντίκρυσαν έ» να^ φιρίκι αστικό θέαμα. Οί διάδρομοι του κτιρίου ήταν γεμάτοι άπό αίματα καί άπό (ανθρώπινα μέλη. — Στοιχηματίζω πώς οί ΎοριλλάνθρωποΊ ελευθερώθη καν ολοι καί σκότωσαν ο ποίον άνθρωπο συνάντησαν μπροιστά τους, είπε ό Μίκυ. — ""Ισως νά σκότωσαν καί τή Νάνσυ!, έκανε μέ σπαραγμό ό ντέτεκτιβ. "Άρχισαν νά ψάννουν &ν& μέσα ατά πτώματα μά δεν βρήκαν πουθενά τή Νάνσυ. Στό κτίιοιο δεν υπήρχε ψυχή ζωντανή! — Θά τήν αιχμαλώτισαν!, είπ ε^ ό^Λή Π ό., Τήν ίδια σκέψι έκανε καί ό Σέρινταν. Σίγουρα οι γορ-λλάνθρωποι είχαν σίχμαλω
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τυσει την Αγαπημένη του κι" είχαν καταψύχει στο άιτέραν τσ γειτονικό δάσος πού έ μοιαζε μέ ζόύγικλα άπόρθητη. —- Πρέπει νά ξ αναπαμέ στο μέρος πού την αιχμαλώ τισαν, πιρότεινε ό Μίκυ. Ν’ άκαλουθήσοιυμε τά ίχνη, τώιν άπαγωγέων της. Ό Σέρινταν κούνησε τό κεφάλι του κατοοψατικά. — Γρήγορα, όμως, είπε. Νά προλάβουμε πριν λειτοορ γήιση ή ωρολογιακή ^ βόμβα καί μάς τινάξη καί μάς στον άερα. * * *
Βρήκαν εύκολα ίχνη: πάνω στα χορτάρια. Έσκυψαν καί αΐ τρεις πάνω τους σαν τά λαγωνικά καί προχωρούσαν όσο πιο γρήγορα μπορού σαν από τις έγκαταστάσεις πού δεν θ’ αργούσαν νά τι ναχτούν στον αέρα. Πραγμα τικά, δεν είχαν άπομακρυνθή πιο πολύ άπό πεντακόσια μέτρα, όταν μιά τρομερή έκκρηζι έσπασε την ησυχία τοΰ πρωινού. "Έπεσαν καί οι τρεΐς τους μπρούμυτα. Στο μέρος των κτιρίων είχε σηκωθή ένας πελώριος^ κα πνός, ένώ σίδερα, πέτρες καί χώματα ταξίδευαν πρός τον ουρανό. "Οταν ή σιωπή κοριάρχηισε καί πάλι στον πλανήτη, ο! τρεΐς φίλοι συνέχισαν τήν πορεία τους. Τά "ίχνη ώδτμ γούσαν πρός τό κοντινό δά σος. Πράγμα παράξενο, ό μως, τά Τχνη αυτά δεν ήταν καμωμένα άπό πολλά πό
29
δια. Μόνο ένας άνθρωπος ή γορ ιλλάνθρωπος είχε περά σει άπό δω. — Μπορεί νά τήν αιχμα λώτισε εκείνος πού σκότωσε τον Ντονόβαν, έδωσε τήν έξήγησι ό Μίκυ. —Κι" άν τήν αιχμαλώτι σαν σί Γήινοι πού μάς είχαν στήσει ·* καρτέρι ατό δρόμο πού όδηγεΐ γιά τό άστρόπλοιό μας; ρώτησε ό Λή Πό. — Αποκλείεται κάτι τέ τοιο, τού απάντησε ό Σέριν ταν. Οί άνθρωποι αυτοί ξα ναγέμισαν στο κτίριο όπου τούς λυντζάρησαν οί γοριλλάνθρωποι. Είδατε πώς τά πτώματα ήταν πάινω άπό δέ κα; ’Αλλά... έχω νά σάς πω καί κάτι άλλο. Τά Τχνη. πού ακολουθούμε δεν είναι αν θρώπου μέ παπούτσι, αλλά ξυπόλητου. —Οί γρρ ιλλάνθρωποι εΐναΓ ξυπόλητοι!, είπε ό Μίκυ. Ό Σέρινταν κούνησε άρνη τικά τό κεφάλι του. — "Έχεις δίκιο, είπε, άλάλλά -μην ξεχνάς ότι οί γοριλ λάνθρωποι έχουν ανθρώπι νη σκέψι. Γιατί λοιπόν νά αίχμ αλωτίσουν^ τή Νάνου. — Δεν μάς μένει παρά νά συνεχίσουμε τό δρόμο μας, είπε ό Μίκυ. ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
ΤΑ ΙΧΝΗ ωδηγούσαν στήν ζούγκλα. Μι ά ζούγκλ α π υ κνή, αδιαπέραστη, μέ άγνωσ τα καί παράξενα Λφυ τά. Στήν αρχή μπορούσαν
κας άκολουθουσάν τά Ιχνη, από τά σπασίματα των κλα διών και από τά πατήματα τής χλόης πάνω στη γή; "Αργότερα, όμως τά ίχνη. χά θηκαν. "Έμειναν και οι “ τρεις τους αναποφάσιστοι, χωρίς νά μπορούν νά προχωρήσουν. — Τί γίνεται τώρα:; ρώτη σε ό Μικυ. Γιατι σταμάτη σαν τά Τχνη; Ό Σέρινταν κούνησε τό κεφάλι του απελπισμένος. — Γ ιατί„ άπλοόστατα, εί πε, αυτός πού αιχμαλώτισε τη Νάνου, δεν βαδίζει πια στο χώμα. "!σως νά τρέχη από δέντρο σέ δέντρο σαν τούς πιθήκους ή σάν τον Τ αρζάν. "Αρχισαν νά ψάχνουν ακό μη μισή ώρα, χωρίς αποτέ λεσμα όμως. Κουρασμένοι οπό τό δρόμο καί τσακισμέ νοι άπτό τη συγκίνησι καί την αϋπνία, έπεσαν δίπλα στον κορμό ένός δέντρου νά ξεκουραστούν* Δεν μιλούσε κανείς τους. 01 σκέψεις τους δμως έτρε χαν στο ίδιο πρόσωπο. ^Στήν αγαπημένη τους Νάνσυ. Ποιος ξέρει που νά βρισκό ταν τώρα καί άν ήταν ζων τανή ή νεκρή; Ξαφνικά, ένας βαρύς γδού πος αντήχησε πίσω τους καί τούς έκανε νά πεταχτούν λα ψιασμένοι. Τό θέαμα πού άντίκροσαν ήταν απίστευτο αλ λά καί τρομερό μαζί. Δυο πε λώρια φίδια, πού τό μάκρος τού κσθένος θά περνούσε τά είκοσι μέτρα, είχαν κουλού
ρι αστ ή καί πάλευαν, ιτροσ * ποθώντας νά πνίξη, τό ένα τό άλλο. Μιά ανατριχίλα πέρασε από τό κορμί τού Σερινταν καί του Μικυ. "Εβλεπαν τά Ο ίδια νά κυλιούνται, νά άνορ θώνωνται, νά χτυπούν τις ουρές των, νά προσπαθή τό ένα νά δαγκώση τό άλλο μέ τά πελώρια στόιματά τους. "Από τά ρουθούνια τους έ βγαινε μιά σφυριχτή άναπνοή πού θ" άκουγόταν χιλιόμετρα μακρυά. — Τί τρομερό θέαμα!, έ κανε ό Μίκυ. Σκέψσυ αυτά τά φίδια νά επιτεθούν εναν τίον ενός ανθρώπου! Μέσα σ ένα λεπτό θά τον συντρίψουν! Ή πάλη των τεράστιων ερπετών, συνεχίστηκε γιά πολύ ακόμη. τΗσαν καί τά δυο τους τό ίδιο δυνατά. Οι λαβές πού έκαναν προκαλοΰσαν τό θαυμασμό αλλά σ’ έ καναν ν" άνατριχιάσης κιό λας. "Ετσι όπως συμπλέκον ταν τά κορμιά τους, δεν μπορούσες νά ξέρης σε ποιο από αυτά τά δυο κεφάλια α νήκε τό κάθε κορμί. Ξαφνικά, ένα από τά δυο ψίδια χαμήλωσε τό κεφάλι. Είχε παραδοθήμ Ό αντίπα λός του μέ μιά ατσαλένια λαβή εΐχε κατορθώσει νά τού σπάση τ ή σπονδυλ ικ ή, στ ήλη. Τά δυο κορμιά χωρίστηκαν σιγά—σιγά. Ό νικητής ανα διπλώθηκε κι* αφού κύτταξε γιά λίγη ώρα τό ακίνητο καί νεκρό θύμα του, ετοιμάστη κε νά φυγή. "Εστρεψε τό κε-
φάλι του στην άντίθετη κα« τεύθυνσι άπό κείνη πού βρί σκονταν οι τ,ρεΐς άνθρωποι, δταιν ένα παράξενο ουρλια χτό, πού έμοιαζε μέ πολεμι κή κραυγή των ερυθροδέρμων τό έκανε νά σταματήση,. Οι εκπλήξεις για ^τούς τρεΐς ανθρώπους πού κι/ττα; ζαν πίσω άπό τον κορμό του δέντρου, δεν έλεγαν νά τε λειώσουν. Μόλις έπαψε ή κραυγή, στο μικρό ξέψωτο που βρίσκονταν, έκανε τήν έμφάνισί του ένα πλάσμα. ?Ηταν ένα ανθρώπινο πλά σμα, ένας Γήϊνος μέ μεγά λες πλάτες και μέ γερά μπρά τσαΛ Φορούσε κάτι σάν ρού χο στή μέση του κι" έμοιαζε μέ τούς ανθρώπους της πα λαιολιθικής εποχής. Μέ κομμένη τήν ανάσα, ό Σέρινταν και 6 Μίκυ, παρα κολουθούσαν και τήν παρα μικρή του κίνησι. Τον είδαν νά στέκεται μπροστά στο φίδι και νά τό κυττάζη μέ προσοχή, σέ μιά στάσίς πού λές κι" ήταν έτοιμο νά όρμήση εναντίον του και νά τού έπιτεθή. Φίδι και άνθρωπος έμειναν γιά λίγα λεπτά ακίνητα. "Έ πειτα τό πελώριο ερπετό, α φήνοντας ένα άνατριχιαστι κό ουρλιαχτό, ώρμησε εναν τίον τού - ανθρώπου. "Εκείνος έσκυψε απότομα κι" όπως τό κεφάλι τού φιδιού πέρασε πάνω άπό τό δικό του, άπλω σε τά χέρια του και τού γρά πωσε μέ δύναμι τό λαιμό. Τό κορμί τού φιδιού σπαρ» τάιρησε, χτύπησε μέ πάταγο
τό έδαφος και δοκίμασε νά τυλιχτή οπό κορμί τού άνθρώπου. "Έξυπνος όμως εκεί νος, έγινε ένα μέ τό χώμα καί τό ερπετό δέν μπορούσε νά τον φυλακίση στην κρύα καί χαλύβδινη άγκαλιά του. Πέρασαν άκόμη μερικά λε πτά, γεμάτα αγωνία καί φρί κη γιά τούς τρεις ανθρώ πους πού π αρ ακολουθοΰ σ αν τή θανάσιμη πάλη, κρυμμέ νοι πίσω άπό τό δέντρο.^ Σέ μιά στιγμή, τό φίδι παρέδω σε τά όπλα. Τό πελώριο κορ μί, του άναταράχτηκε γιά μιά φορά ακόμη κι" έπειτα έμεινε ακίνητο. Τά δάχτυλα τού ανθρώπου κατάφεραν νά τό πνίξουν. ® ^ # — Κ ατ απληκτ ικό!, ψ ι θ ύ ρισε^ 6 ντέτεκτιβ. Τό ψιθύρισμά του, μόλις τό^ ακούσε ό ίδιος. Δέν μπο ρούσε ποτέ του νά πιστέψη πώς^ θάφτανε^στ" αυτιά του μισάγριου πού έπνιξε τό φί δι. Νά όμως, πού ό άλλος α νατινάχτηκε στή θέσι του καί τά μάτια του άστραψαν αλλόκοτα, κυττάζοντας ολό γυρά του. Ό ντέτεκτιβ δέν πρόλαβε νά τραβήξη τό κε φάλι του. Τά λαμπερά μά τια τού γίγαντας τής ζούγ κλας, τον πήραν είδησι... Ό Σέρινταν έκανε μιά κίνησι · καί τράβηξε τό πι στόλι ταυ. "Έπρεπε νά εΤναι έτοιμος γιά όλα γιατί ό άν θρωπος αυτός τον κυτταζε εχθρικά. Μέ τήν πρώτη του όμως κίνησι, τον είδε νά κά νη -μιά άπόταμη μεταβολή
32
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
και να τό βάζη στα ττόδια. — Πίσω του!, διέταξε ό ντέτεκτιδ. Βγήκαν και οι τρεις τους από την κρυψώνα και ώρμησαν νά προλάβουν τον πρω τόγονο Γήϊνο πού, ποιος ξέ ρει μέ ποιόν τρόπο, είχε βρεθή σ’ αυτό τον πλανήτη. "Εκτός πια κι’ άν ήταν πλά σμα τού ίδιου του πλανήτη κι’ ομοίαζε καταπληκτικά μέ Γήϊνο. Μόλις άφησαν τό ξέφωτα, τον έχασαν άπό τά μάτια τους. Στάθηκαν για μια στι γμή αναποφάσιστοι, κατάπλη κτοι γι’ αυτό πού συνέβη.Μή πως τόν είχε καταπιή ή γη; — Νάτος!, φώναξε ό Αή Πό κι’ έδειξε ψηλά. Ό Σέρινταν μέ τό Μίικυ σήκωσαν τό βλέμμα τους κόοι είδαν τόν πρωτόγονο νά σκαρφαλώνη σ’ ένα δέντρο μέ κ ατ απληκτ ική ευχέρε ι α. "Έπειτα άφοΰ αρπάχτηκε α πό ένα κλαδί, πετάχτηκε μέ δόναμι στον αέρα καί σκαρ φάλωσε στο κλαδί ενός άλ λου δέντρου. Μέ την ίδια τα χύτητα κατάφερε σέ δυο λε πτά νά γίνη άφαντος άπό μπροστά τους. Τό πρόσωπο του Μίκυ φα νέρωνε κατ άπλη ξι. — "Ομοιος Ταρζάν!, είπε στον Σέρινταν. Μέ τί καταπληκτική γρηγοράδα ταξι δεύει άπό δέντρο σέ δέντρο
Είναι εντελώς αδύνατο νά τόν παρακολουθήσουμε. — Καθήιστε έδώ!, ψιθύρι σε ό Αή Πό. Θά τόν παρα κολουθήσω έγώ! Καί μ’ ένα άκροβατικό πή δη μα σκαρφάλωσε στον ίδιο κορμό τού δέντρου, πού είχε άνεβή καί ό Ταρζάν. Τά μικρά αλλά γερά κι’ ευκίνητα χέρια του δούλευαν σάν αστραπή καί τό σώυσ του πεταγόταν άπό τό ένα κλαδί στο άλλο κι" έφευγε μέ γρηγοράδα προς την κατεύθυνσι πού πήρε καί ό Ταρ ζάν. Σέ λίγο είχε γίνει άψαν τος άπό τά μόατια του Σέ ρινταν καί του Μίκυ. * * ★
Οι δυο φίλοι περίμεναν μέ αγωνία ιμισή ώρα. Ό Αή Πό δεν είχε κάνει την έμψάνισί του. Τί συνέβαινε; Μή πως είχε χαθή μέσα στην απέραντη ζούγκλα, ή μήπως είχε πέσει θύμα τού Ταρ ζάν; ’Άλλη ιμισή ώρα πέρασε κι" ό Σέρινταν άρχισε νά άνηισυχή στά σοβαρά. Τό μέ τωπό του γήμισε ρυτίδες άγωνίας. —Κάττι συμβαίνει στον Αή Πό, ψιθύρισε. Την ίδια στιγμή, ένα ά γριο ουρλιαχτό αντήχησε στην ερημιά τής · ζούγκλας κΤ έκανε τούς δυο φίλους ν’ αγατριχιάσουν.
ΤΕΛΟ I Συγγραφεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ
Απαγορεύεται
ή
άναδημοσίευαις
-Ίμ.
■ 4>-<τ ·*'■ ΪΙ^~φ''ψΒψ"1ίΙτϊϊΐΐ'·ψίΖΪ<''φ·' ι»-ν ·ν '■»>
ν'4 ·τ ν'·»·1»1*)·^·^
Προσοχή Σέ λίγο ΚΑΤΙ ΘΑ ΣΥΜΒΗ! Σε λίγο ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ! Σέ λίγο θά κυκλοφορήση
Τί εΐναι αυτό τό αινιγματικό κρυπτογράφημα; Μπορείτε νά τό άποκρυπτογραφήσετε;
"Οσοι δεν μπορέσετε νά βρήτε τη λύσι, περιμένετε τ© επόμενο τεύχος του Υπεράνθρωπου. Έκεΐ. θά σάς δώσουμε τή λύσι. Και θά τρελλαθήτε όλοι άπό χαρά!
Λ * *^***»*»»»)ΙΓ*1Ε*Η* ** *» **** * ΑΑ *»*!***»**»
Υ Π ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ Γραφεία: *08ός Αέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 22 — Τιμή δραχ. 2 I III II I I I I 11I I ■I II
- ■■
I
™··τ ———·
ι»Μ«=Γ^ΒΰΕ»η=Ο^Ρν.ΜΜ.η·ΜΜν·
ΤΙ
■ ■·Ρ«ΜΜΙ
»
Δημοσιογραφικός Δ)·ντή·ς: Στ. Άνεμοδουράς, Φάληρου 41, Οι κονομικός Δ)/ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυττογιρ.: Α. Χ.ατζηδασιλείου, Τα τ ασύλων 29, Ν. Σμύρνη, ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠ1ΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργισδην, Λέκικα 22, Άθηναι.
Τό επόμενο τεύχος τού «Υπεράνθρωπου», τό 23, που εχει τον τίτλο
μ
και κυκλοφορεί τήν ερχόμενη Τετάρτη, είναι έ'να τεύχος γε μάτο ήρωϊ'κά κατορθώματα καί απίστευτες περιπέτειες, Ό θρυλικός αστροναύτης ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταν έξακολουθεί νά μάχεται έναντίον των έχθρών τής ανθρωπότητας κΓ ό Μίκυ, τό τολμηρό Ελληνόπουλο, τον παραστέκει στους αγώνες του μέ τό θάρρος καί τήν πανουργία του.
> >
1* * »
ττ
±/\Ν«Η ΠρίΓΚΙΠΙΣΣΑ V* ΑΝΤΙΠΑΛΟ* ΤΗΣ. ΞΕΑΝ0Η ΠΡΙΓΚΙΓΗΧΖΑΧ ΖΚΟΤΟΟΗΜ ΟΛΟΙ ΕΝΑΧ , ΕΝΑΧ ·
αο ΜΑΧΑΙΡΙ ΑΠΟΧΠΑΧΟΗΚΕ ΑΠΟ $£§* τον ΕΓΚΛΗΜΑΤίκον ΜΑΧΟ V 1
ΣΥΝΕΧΙΧΒΤΑ^
ΔΙΑΤΑΓΗ: <ΠΪΡ>
ΠΑΛΗ
ΓΙΓΑΝΤΩΝ 01 ΣΤΙΓΜΕΣ πού περνάει ό θρυλικός αστροναύτης ντετεικπτβ Τζόε Σέρινταν, είναι αληθινά δραρατικές. Βρίσκε ται σ’ δναν άγνωστο πλανήτη οπού δύο κακούργοι έπιστήμονές είχαν έγκατα στήσει τό κρησφύγετό τους ιμ-έ σκοπό νά κυριεύσουν τη ιΓή απειλώντας την 'μέ τήιν τρομερή άκτΐνα του
6ανάτουι(*). 5Αφού 01 * * * κατάφερε νά τούς θέση καί τούς δύο έ κτος /μάχης, καί νά καταιστρέ ψη (μ ιά για πάντα τά άνοιμα σχέδιά τους .ρίχνεται σε ιμιά καινούργια περιπέτεια. Κά ποιος άγνωστος αιχμαλώτισε την αγαπημένη του· άρραβωνια (*) Διάβασε το προηγούμενο τεύχος του 'Υπροανθρώπου», το 22, πού ιειχ'ει τ'όιν τίτλο: «'Η "Άβυσ σος της φρίκης».
ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
στιικιά Νάνσυ καΐί την ώδήγησε στην πυκνή ζούγκλα ί Μέ τή συντροφιά του αχώ ριστου φίλου του, του1 μικρού Ελληνόπουλου Μίικυ καί του Λή Πό, μπαιίνει στη ζούγκλα απου βρίσκεται μπροστά σ’ ένα παράξενο θέαμα. "Ενας γιγαντόσωμος .Γήινος, ντυμέ νος άτως καί οί προϊστορικοί άνθρωποι, παλεύει ιμ’ ένια τε ράστιο ψίδι καί κατόρθωνει να τδ πνίξη ιμέ τά ατσαλένια του δάχτυλα. Έπειτα, ό γιγαν τόσωμος αυτός, ιμόλις αντίκρυ ζει τούς δυο φίλους αρχίζει νά σκαρφαλιώνη. από δέντρο σέ δέντρο καί νά φευγη προς τό βάθος τής ζούγκλας ιμέ κατα πληκτική ταχύτητα σαν. τον Ταρζάν. Ό ΣέρΊνταν μέ τό Μ ίικ υ ί μένουν κ ατ άπληκτο ι .■μπτοσστά σ’ αυτό τό θέαμα καί ιμόνο ό Λ ή Πό βρίίσκει την ψυχραιιμία του. —θά τον ακολουθήσω1 καί γώ ιμέ τον ίδιο τρόπο, λέει στους φίλους του, γιά νά δω που θά πάη. Μην κινιηθήτε κα Βόλου από τή θέσι σας, ώσπου νά νά γυρίσω. Ό Σέρ.ινταν μέ τον Μίκυ περιμένουν μέ τρελλή αγωνία κάπου μιά ώρα, χωρίς ό Λή Πό νά Φανεοωθή. — Κάτι άσχημο θά του συιμ βαίνη, ψιθυρίζει ό Σέρινταν. -αφνικά., μιά γοερή κραυγή που μοιάζει μέ ουρλιαχτό αν τηχεί στην ήσυχη ζούγκλα καί κάνει τις καιοδιές των δυο Γήϊυων νά χτυπήσουν μέ δύνα μι. λ : — ’Άς μη χάνουμε καθό λου καιρό!, λέει ό Σέρινταν. Πρέπει, Μίκυ, νά τρέξουμε
πρός τό μέρος τής φοβερής αυτής κραυγής. ’Ίσως ό φίλος μας κινδυνεύει. -εκινούν χωρίς άλλη κου βέντα. Οί πυκνοί θάμνοι τους εμποδίζουν τό δρόμο καί προ χωοουν μέ αφάνταστη, δυσκο λία. Έχουν γίνει μούσκεμα α πό τον ιδρώτα καί τά πρόσω πά τους στάζουν αίμα από τις πληγές πού τους προξε νουν τά κλαδιά των θάμνων. Κάθε τόίσο ή παράξενη κραυ γή τους όδηγεϊ. "Ωσπου- στο τέλος, άκούγετσι κάπου κοντά τους... ... Καί τότε , βρίσκονται μπροιστά σ’ ενα καταπληκτικό καί άπίιστευτο· θέαιμα: Σ’ ένα ξέφωτο τής πυκνής ζούγκλας βλέπουν τον μισόγυμνο γίγαν τα νά παλεύη μέ τον μικρό σκαπικό άνθρωπο τού πλάνη τη Ποάτ, τό Αή Πό! Ό γίγαν τας βγάζει αίμα από τό στό μα κι’ έχει, μιά μεγάλη πλη γή στο πόδι, ενώ ό Αή Πό, σέρνεται μέ κόπο πάνω στο έ δαφος. Ό γίγαντας τή στιγμή αυ τή παίρνει φόρα κΓ ετοιμάζε ται νά όρμήση εναντίον του Αή ^ Πό. Ό άνθρωπος του Π,οάτ, την έχει^ άσχημα. "Αν τον πιάση ό γίγαντας μέ τά ατσάλινα χέρια του θά τον συντρίψη,. Γυρίζει απελπισμέ νος τά μικρά χάντρινα ματά κια του ολόγυρα καί, καθώς άν τικρύζει τον Σέρινταν τά μυ-· τερά του αυτιά αρχίζουν νά κινούνται πέρα δώθε. — Κύριε Σέρινταν. ψελλί ζει, ήρθατε πάνω στην ώρα. Αυτός ό άγριάνθοωπος μέ πή ρε ε’ίδησι πού τον παρακαλου
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ θοΰισα, .μου έστησε καρτέρι και πιαστήκαμε στα χέρια. Μ5 όλο που τού έδωσα κάτ ι γε ρ-ές γροθιές στο στόμα καί τού δάγκωσα τό πόδι, μ’ έσττα σε στο ξύλο ό αφιλότιμος και δεν μπορώ νά πάρω τά ττόδια μου1. Ό γίγαντας αυτή τή ψαρά δέν προσπαθεί νά φύγη μπρο στα στη θέα τού Σόοιινταιν κάί τού Μίικυ. Όρμάει για άλλη μια φορά ακάθεκτος νά συντρίψη: τον ανίσχυρο Λή Πό... * * * Δέν προλαβαίνει όμως γιατί στο δίρόιμο του μπαίνει^ κά ποιος άλλος. ΕΤνιαι ό Σέρινταν. Δέν χρησιμοποιεί τό πι στόλι του γιατί θά είναι κα θαρή άνανδρε ία νά σκοτώση έναν άοπλο. Αποφασίζει νά τον αντιμετώπιση ρέ τά χέρια του. Είναι μια δύσκολη πάλη αυτή γιατί ό αντίπαλός του φαίνεται γερός, μά <5 Σεριν ταν ελπίζει νά τον ν^ικήση. — Προσέξτε!, τού φωνάζει τό * Ελληνόπουλο. — Μεΐνε ήσυχος, Μίκυ!, τού απαντάει ό Σέρινταν καί σφίγγει τίς γροθιές του. Ό γίγαντας όρμάει μ’ ένα πήδημα αφήνοντας νά του ξεφυγη ένα τρομερό ουρλιαχτό. Ό ντέτεκτιδ πού προσέχει καί την παραμικρή του κίνηση σκύβει απότομα, στρέφ ε ι προς τά πλάγια και του αρ πάζει τό δεξί πό,δ ι πού τή στι γμή αυτή βρίσκεται στον αέ ρα. Μέ ένα επιτήδειο τράβη γμα, κατορθώνει νά ρίξη, τον γίγαντα καταγής, πού χτυ πάει τό πρόσωπό του καί ά” φήνει πάλι μια άγρια κραυγή.
5
Μέ μιά στροφή ό γίγαντας κατορθώνει νά καθήση καί τά χέρια του, αγκαλιάζουν τον Σέρινταν. Τά δυο κορμιά συμ πλέκονται τώρα άγρια, κυλι ούνται κάτω, στριφογυρίζουν, ανορθώνονται, βογγοΰν, ιδρώ νουν καί ματώνουν. ΕΤναι μιά συγκλονιστική πάλη γιγάντων τέτοια που δέν μπορεί νά^ τήν φανταστή ανθρώπινος νους. ■Περνούν μερ ικά λεπτά αγω νίας για τό Μίικυ καί ταν Λή Πό που παρακολουθούν μέ κομμένη την ανάσα, -αφνικά τό κορμί τού γίγαντα άποσπάται από τό έδαφος, κάνει ένα ολόκληρο τόξο στον αέρα καί πέφτει· μ5 ένα βαρύ γδού πο πέντε μέτρα μακρύτερα α πό τό μέρος πού ξεκίνησε. Ό ντέτεκτ ιβ εΐιχε εφαρμόσει ένα δύσκολο αλλά καί άποτελε αματικό κόλπο τής ιαπωνι κής πάλης, πού ανάγκασε τον αντίπαλό- του νά δοκιμάση για πρώτη, ίσως φορά στή ζωή του τά αποτελέσματα του. Μιά καινούργια κραυγή αν τήχησε από τό μέρος τού γί γαντα. Ό Τζόε πετάχτηκε α μέσως επάνω, μ’ ένα σάλτο έ φτασε ατό μέρος πού έπεσε ό αντίπαλός του καί πριν εκεί" νος προλάβη νά σηκωθή το: δυό του χέρια δούλεψαν μέ τέχνη κάί μέ ταχύτητα καί άριχισαν νά τον φιλοδωρούν μέ άπειρες γροθιές. Ό γίγαντας σηκώθηκε κι έφερε τά χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του, δοκιμάζον τας νά φυλαχτή άπό τον φο βειρό αυτό καταιγισμό των
6
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
χτυπημάτων. Μούγγριζε και τρέκλ,ιζε σαν [μεθυσμένος... ΜΙΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Ο ΝΤΕΤΕΚΊΊΒ^δέν τον χτυπσυ σ ε μ έ ι μίσο ς . Σ κ ό (ΤΓ&υιε (μόνο ν ά τό ν θ έ σ η. έ ικττός μάχης και νά τον κατ α στήση ακίνδυνο γιατί μάντευε πώς ό άνθρωπος αυτός είχε αιχμαλωτίσει την αγαπημένη του Νάνσυ. "Έπειτα, ήταν πε ρίεργος νά ιμάθη ποιος ήταν αυτός 6 άνθρωπος πού έμοια ζε μέ τούς Γήινους προΐστορι κούς ανθρώπους. 31 Ηταν πλά σμα τής (μακρινής Γης ή αύτου τού πλανήτη*; "Ενώ έκανε τις σκέψεις αυ τές, εξακολουθούσε νά τον Χίτυπάη. Σέ μιά στιγμή ό γί γαντας σωριάστηκε στο έδα φος ενώ άπό τό στόιμα του βγήκε ιμιά λέξι πού έκανε τον Σέρινταν νά σταματήση τά χτυπήματα και νά ναιώση έ να ρίγος συγκινηίσεως νά δια περνά τό κορμί ταυ. — Όχι!... "Οχι!... Όχι!... Αυτή τή λέξι επαναλάμβα νε συνέχεια κι" εξακολουθούσε νά κρύβη τό πρόσωπό του. Ό ντέτεκτιβ κύτταξε κατά πληκτος τό Μίικυ.^ Είδε στά μάτια τού παιδιού τό ίδιο ε ρωτηματικό πού είχε σχηΐματι σθή καί στή δική του σκέψι. — Είναι Γήινος!, ψέλλισε τό παιδί.
— Ναΐ!, τού απάντησε ό Σέρινταν. — Ναι, νοώ... ναι!, έκανε ό γίγαντας πού εξακολουθού σε νά βρίσκεται κάτω. — Είσαι ιΓήϊνος; τόν ρώτη σε σκύβοντας ό Σέρινταν. — Ναί... ναί, συνέχισε ό γίίγαντας. ^ — "Από πού είσαι; Πώς βρέθηκες ^ έβώ; ^ — Ναί,.. ναί... ναί... έπανέ λαβε ό γίγαντας. — Καταλαβαίνεις τή γλώσ σα ιμου; τόν ρώτησε ιμέ αγω νία ό ντέτεκτιβ. — Μαμά... μαμά!, ήταν ή άπάντησι του γίγαντα. Ό Σέρινταν αναστέναξε. ^— Μίκυ, είπε στο "Ελλη νόπουλο, στοιχηματίζω πώς είναι Γήινος. Βρίσκεται σέ ά γρια κατάστασι καί δεν ξέρει παρά λίγες μονάχα λέξεις. Πόσο ανυπομονώ νά μάθω τήν Ιστορία του... Πώς βρέθηκε τάχα σ" αυτό τόν πλανήτη; — Μήπως τόν έφερε ό Σιμίθ ιμέ τόν Ντόνοβαν καί μέ τις ενέσεις τόν ^έκαναν άγρυ άνθρωπο (*); είπε ό Μίκυ. —:Αποκλείεται, τού άπάντη σε ό ντέτεκτιβ. Αυτός ό άν θρωπος πρέπει νά βρίσκεται πολλά χρόνια απομονωμένος μέσα στην άγρια ζούγκλα... * * * Μιά χαρούμενη κραυγή πού άντήχηισε ξαφνικά, διέκοψε τις υποθέσεις τού Σέρινταν καί τόν έκανε νά στρέψη ^από τομα τό κεφάλι του, ενώ ένα σκίρτημα ξύπνησε στήν καρ(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος του «ΎττερανΘρώπουΒ-.
7 διά του. Είχε^ γνωρίσει αυτή την κραυγή: 9Ηταν τής Νάν ου! "Ωσπου να στρέψη τό κεψά λι του, ή καπέλλα τον είχε ψθάσει και τον αγκάλιασε με κλάρατα. ^— Τ'ζόε!... Τζόε % ψ ιβύιρ ισ ε. Σε ξαναβρίσκω Τζόε! Ό Σέρινταν τής χαΐδεψε τά -μαλλιά για νά την καθησυχάση. Ή κοπέλλα είδε για μια στιγμή τον ξαπλωμένο γίγαν τα και ανατρίχιασε. ^ — "Ω, έκανε, τον σκότω σες, Τζόε; Αυτός με αίχμαλώ τισε όταν ,μ’ αφήσατε -μονάχη έξω από τό κτίριο που μπτγ κε ό Ντόνο-βαν. Είναι ένας ά-
\Η περίπολος πολιόρκησε τον τεράστιο γορίλλσ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ γριάνθρωπος, Τζόε. Μέ σήκω σε στα δυό του χέρια σαν πού πουλο, μέ μετέφερε στη ζούγ κλα ταξιδεύοντας από κλαδί σέ κλαδί σαν τον Ταμίαν καί μ5 έβαλε σέ μια σπηλιά. Φο βήθηκα πώς θά τρελλαθώ, μά ευτυχώς, δεν μου έκανε κακό. Μ5 έδεσε μονάχα ικαί μου έ φερνε διάφορα φρούτα να φάω. -—Λεν τον σκότωσα, τής εΐπε ό ντέτεκτιβ. Απλώς τον έθεσα έκτος μάχης.· Πώς κα τώρθωισες όμως νά λυθής; — Πάλευα διυό ολόκληρες ώρες νά σπάσω τά δεσμά μου καί τέλος τό κατώρθωσα. Μέ είχε δέσει μέ χορτόσχοτνα. ^Η μουνα πολύ τυχερή νά σάς συ ναντήσω Τζόε. Φοβόμουνα πώς θά χαθώ μέσα στην απέ ραντη αυτή ζούγκλα. —Δεν σου είπε τίποτε; ρώ τησε ό Σέρινταν. —Μέ πλησίαζε καί μου έ λεγε κάτι πού μοιάζει σαν τό «μαμά». Μια φορά μέ έλυσε καί βγήκε έξω1 άπό τή σπηλιά. Νόμισα πώς θά μ" άφηνε μο νάχη και1! βγήκα έξω, μέ την καρδιά γε|μάτη ελπίδα. Μόλις έκανα όμως νά τρέξω, πήδησε από ένα δέντρο, μέ έδεσε μέ μεγάλη ευκολία καί μέ κουβά λησε πάλι στη σπηλιά. Ή δύ ναμι αυτού τού ανθρώπου1 εΐκ αταπληκτ ιική Τζόε. —Τό ξέρω, ίΝάνσυ. Τον εί δα μπροστά σιτά μάτια μου νά πνίγη ένα τεράστιο φίδι· που θά μπορούσε νά νίικήση δέκα γήινους μαζί:! —Στ ή σπηλιά του, έχει κρεμάσει δέρματα Φιδιών, και άλλων ζώων.
Είχε συνελθεί τώρα καί αγκάλιασε μέ τή σειρά τό Μί κυγκαί τό Λή Πό πού χοροπη δούσαν άπό τόν ενθουσιασμό τους βλέποντας την ζωντανή. -— Γιά κιυττάξτε !, είπε σέ μιά στιγμή ή Νάνσυ κι5 έβγα λε άπό τήν τσέπη της ένα μι κρό μπλοκ. "Άνοιξε το,' Τζόε, Τό βρήκα μέσα στή σπηλιά καθώς· έφευγα μά δέν πρόλα βα νά τό ανοίξω. Ό Σέρινταν άνοα ξ ε τ ό μπλοκ μέ περιέργεια. Μέ τήν ίδια περιέργεια έσκυψαν καί οι άλλοι πάνω του. Κι5 ολοι τους, διάβασαν μιά συγκινη τική καί απίστευτη ιστορία πού ήταν γραμμένη; μ" έναν παιδικό χαρακτήρα στις σελί δες του. Νά τί έλεγε αυτή ή "ιστορία: «Λέγομαι Μάξ Νόρντ. Εί μαι οχτώ χρόνων. Μένω στο χωριό "Ώλμορ τής Καλιφόρνιας. Μιά μέρα είχα βγή στήν έξοχή καί πήρα μαζί, μου ένα μπλοκ κι5 ένα μολύβι για νά ζωγραφίσω. Είχε βραδυάζει καθώς γύριζα στο χωριό μου. -αφνικά, κατέβηκε άπό τόν ουρανό ένα πελώριο πράγμα πού έμοιαζε σάν δίσκος. "Ά νοιξαν δυο πόρτες ικαί βγήικαν άπό μέσα δυο παράξενα πλά σματα (μέ μεγάλο κεφάλι καί μιικρό κορμί. 'Πήγα να φύγω μά πρόλαβαν καί μ" έπιασαν παίίρνοντάς (με μαζί τους. Μι λούσαν μιά άγνωστη γλώσσα κι" όταν έκλαιγα μέ χάϊδευαν. "Ενας άπό αυτούς έβαλε μπρο στά τή μηχανή καί πετάξαμε στον ουρανό·. "Επειτα άπό πολ λές μέρες κατειβήικαμε σέ μιά καινούργια γη. Οί παράξενο:
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ αύταΐ άνθρωποημ5 έβγαλαν έ ξω κι! αυτοί πήγαν δλοι τους νά πιουν νερό ισ5 ένα ποτάμι. Βρήκα την ευκαιρία κάί τούς τόοικασα. (Κρύφτηκα ιμέσα στο δάσος ικαι' βρήκα ριά σπηλιά νά ιμείνω. Τά βράδυα φοβάμαι γιατί υπάρχουν πολλά άγρια Θηρία...» Έδώ σταματούσε τό γράψι ρο. —Παράξενο!, έκανε πρώτη ή Νάνσυ. Γιατί δεν συνέχισε; ■—Ποιος ξέρει; πιρόσθεσε ό ντέτεκτιβ. "Ίσως νάχασε τό ίμολΰβι του. Λεν 'μάς γράφει ό μως την ιήρεραμιηνία πού τον αιχμαλώτισαν οϊ άνθρωποι του ίπταιμένου δίσκου. Θά ήταν τά παλιά τά χοόνια πού πρωτοέκαναν την εμφάνισί! τους οι ι πτάμενοι δίσκοι ιστή Γη. "Ενας από αυτούς προσγειώθηκε, πή ρε τόν καημένο τον Μάξ καί πέταξε ξανά ιστούς ουρανούς. Τό δυστυχισμένο τό παιδί έζη σε τόσα, χρόνια ίμονάχο του στην άγρ ι α ζούγκλα αυτού του πλανήτη ώσπου άγρίεψε κι’ αυτό-, -έχασε τή γλώσσα του1, συγκροτώντας (μόνο τί>ς πιο εϋ κόλες λέξεις όπως τό «Ναί, 6χι,ΐμαμά», ικΓ ίσως νάχη ξεχάσει καί άπό που κατάγεται. ΓΙόσο λυπάμαι που τόν χτύπη σα προηγουμένως... Γύρισε νά τόν δή <μά, στο μέρος πούπρ’Ίν λίγα λεπτά κει τόταν ιό γίγαντας, δεν υπήρχε κανείς τώρα. —"Εφυγε!, είπε ό Μί'κυ. —Πάμε νά τόν βρούμε. στη σπηλιά για νά τόν πάρουιμε |μα ζί ιμας στη Γη, είπε ή Νάνσυ. "Αδικα όμως πήγαν στη σπη λιά του κι5 άδικα έψαξαν στη
'9
ζούγκλα. Ό γίγαντας είχε γί νει άφαντος. —"Ας τόν άφήο'ουμε στην ησυχία του, είπε ιστό τέλος ό ντέτεκτιβ. Είμαι βέβαιος πώς Θά είναι περισσότερο ευτυχι σμένος έδώ, παρά στη Γή ί "Αλλωστε οι γονείς του θάχουν πείθανε ι τώιρια πιά. Η ΝΑΝΣΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΜΑΣ έχουν έπ ιατρέψει στη Γή καί ξεκου ράστηκαν γιά τά καλά. Ή Άστρική Α σφάλεια δεν τούς ανέθεσε καμμιά καινούρ για αποστολή. Ό Λή Πό, έπιστρέφοντας ιστή Γή., βρήκε νά τόν περιμένη ή γυναίκα του πού είχε έρθει επίΐτηδες άπό τόν πλανήτη: Πράτ. -—Έσύ δεν πρόκειται νά ξσναγυρίίσης, στον Πράτ, του είπε, >μέ την παρέα πού έμπλε ξες. Θά εγκατασταθώ λοιπόν κι5 εγώ ιστή Γή γιά νά σέ βλέ πω κάπου - κάπου. "Ενα βράδυ καλοκαιρινά, ή Νάνσυ κοιμόταν ιμέ ιάνοιχτό πα ράθυιρο όταν κάποιος ύποπτος θόρυβος, την έκανε ν’ άνοίίξη τά ιμάτια της. Στο ιμισόψωτο του δωματίου, άντίκρυσε μιά ■μαύρη, σκιά πού γλιυστροϋσε τή στιγμή εκείνη ιμέσα στο δω ιμάτια, πηδώντας άπό τό πα ράθυρο·. ’ Ηταν μ<ιά παράξενη καί ακανόνιστη: σκιά πού βά διζε -με τά τέσσερα. Ή θαρραλέα κσπέλλα φούχτιασε τό πιστόλι της πού τό
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
έβαζε σηάνιτα για «κάθε ένδεχό μενο ικόπω από το προσκεφάλι της καί (πυροβόλησε. "Ενα ΐμουγγρη,τό ακούστηκε καί ή σκιά ώρμηισε πάνω στο κρεββάτι. Ή Νάνσυ κύλησε ξαψνι κά καί ιβρέθηΐκε στο πάτωμα. Σηκώθηκε γρήγορα και πορο βόληισε πάλι. Την Τδια στιγμή ή σκιά, που ομοίαζε μέ γορίλ λα πήδησε από τό κρειββάτι και φτάνοντας στο ανοιχτό πα ράθυροτό δρασκέλισε και βγή κε ατό δρόμο-. Ή, Νάνου έτρε ξε ξοπίσοο του και πυροβόλη σε. Τήν· Τδια στιγμή ή περιττό λος άιστυφυλάκων πρόιβαλε στο δρόμο. Είδε τό γορίλλα καί άρχισε κι5 αυτή τους πυροβο λισμούς. Τό ζώο τόβάλε στα πόδια κι5 έτρεξε νά χωθή σ’ ένα ιμικρό δρομάκι. Τό δρομά κι όμως αυτό δεν είχε διέξοδο καί ό γορ'ίλΙλας για νά γλυτώ ση ιάπό' τον κλοιό τών άστυν-ο ρικών άναρρίχιθηκε σε μιά κο λόνα ηλεκτρικού καί ανέβηκε σε μιά σκεπή. Τώρα οί αστυνομικοί έζω σαν τό σπίτι, ενώ οι κάτοικοι αυτής τής γειτονιάς, ξυπνών τας από τούς πυροβολ ι ορούς, πετάχτηικαν από τά κρεββάτια τους έντρομοι γιά νά μά θουν τί συμβαίνει. —"Ενας γορίλλας έχει φύ γει από ένα τσίρκο, τούς έξη γησε ένας από τούς άστυφυλα κ,ες, καί προσπαθούμε νά τον συλλάβου μ ε. Δεν πρόλαβε νά τελείωση τά λόγια του όταν συνέβη· κά τι παράξενο. 5Ενώ ό γορίλλας περπατούσε στη σκεπή έινός σπιτιού, κατέβηκε από τον ού ανό κάτι που έμοιαζε ιμέ έλι
κόπτερο καί άφηισε νά πέση έπάνω στη σκεπή ένα χοντρό σκοινί. Ό γορίλλας άρπάχτη κε από τό σκοινί καί τό μύστη ρ ιώδες άστρόπλοιο ανέβηκε μέ ίλιγγιώδηι ταχύτητα προς τά ύψη, αφήνοντας άναυδους τούς άστυνομ ικούς πού δεν πρόλα βαν νά πυροβολήσουν τό γορ-ίίλλα. ☆ * * . 11 Τό πρωΐ τής μέρας εκείνης οί εφημερίδες περιέγραψαν τή σκηνή μέ τό γορίλλα. Ό Σέρινταν δεν μπορούσε νά έξη γήιση, γιατί ό γορίλλας διάλεξε νά μ π ή. στο σπίτι τής Νάνσυ καί ποιος ήταν εκείνος πού κα τώριθίωσε /μέ τό παράξείνο έλικόπτερο νά κατεβάση τό σκοινί ώστε νά τον γλοτώση από τον κλοιό τής άστυνομ ι κής περιπόλου. Βρισκόταν στο σπίτι τής Νάνσυ -μαζί μέ τον Μίικυ καί τον Λ ή 'Πό καί συζητούσαν γι’ αυτό τό θέμα όταν χτύπησε τό τηλέφωνο. Ό Σέρινταν σήκωσε τό α κουστικό ένώ ένα άσχημο προ αίσθημα πίιεσε την ψυχή του. —Άλλο !, έκανε. —Έδώ Χαβαρτ !, άκούστη κε τό γαυγισμα του ίνσπέκτο ρα τής Άστρικής Ασφάλειας. Συμβαίνει κάτι τό καταπλη κτικό, Σέρινταν. "Ενα υπερω κεάνιο βυθίστηκε στ5 ανοιχτά τής Νέας Γης... —Δυσάρεστο τό- νέο σου, τον διέκοψε ό Σέρινταν, μά όχι καί καταπληκτικό-. Τέτοια δυστυχήματα συμβαίνουν συ χνά. λ 11 —Μη μέ διακόπτης!, γρύλ λ>σε τό μπουλντόγκ τής Ά-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
11
σηρικής Ασφάλειας. Τό ττλοΐο τεια, εικιανε. βυθίστηκε έπειτα άττό μιά έ—Κάτι τέτοιο, τού άπάντη κρηξι πού έγινε στις μηχανές σε γελώντας ό ντέτεικτίιβ. Σέ του. Οι επιβάτες έπεσαν στη μιά ώρα τό πολύ φεύγουμε για τό νησί τής Νέας Γης. θάλασσα μά πνίγηκαν δλοι Έποιμαστήιτε γιά νά μη χά τους έκιτός από ένα αντρόγυ νουμε καιρό: νο πού κατάφερε νά γλυτώση και πού ιμάς μετέδωσε μια ένΕΦΙΑΛΤΙΚΗ 51αφέρουσα πληροφορώα: Στη ϋΥΧ™ θάλασσα μαζί με πούς^ ναυα γούς, ήταν καί ένας γοριλλας ! ΤΟ ΕΛ I ΚΟ ΠΤΕΡΟ που Πριν πνίγη, όμως., φάνηκε ένα 4 μετέφερε τούςήρωές μας οπό παράξενο ελικόπτερο νά κατε νησί ^τής Νέας Γης, δέν^ προ βαίνη από τον ούρα'νό, και νά σγειώθηκε σέκατοικημένη πε ρίίχνη- ένα ακοιινί στο όποΐο ριοχή, Προτίμησε νά προσγει γραπώθηκε ό γοριλλας και α ωθή σ" ένα ερημικό οροπέδιο, νέβηκε στο ελικόπτερο. Κατά μακ,ρυά από τ" ανθρώπινα μά λάβες τώρα, Σέρινταν, τί· συμ τια. βαίνει; Τό ίδιο δεν συνέβη α λ —Ή νέα μας περιπέτεια, πόψε και στη Νέα Ύόρκη μέ είπε ό Σέρινταν στους συντρό τό γοριιλλα πού έπετέθη εναν φους του, είναι ή πιο μύστητίον τής αρραβωνιαστικιάς ριώδης άπ" άλες. Πρέπει, λοι σου; πόν, νά λάβουμε τά (μέτρα μας —ιΕίναι περίεργη αυτή ή γιαπί δεν ξέρουμε ποιος είναι σύμπτωσις, τό παραδέχομαι, ό εχθρός^ μας. Θά στήσουμε Χάβαρτ. μιά σκη'νη κι" ενώ οι τρεις θά —Συμβαίνει και κάτι άλλο. κοιμούνται, ό τέταρτος θά φυ Τό ελικόπτερο πού βοήθησε λάη σκοπός. Κάθε δυο ώρες τό γορίλλα τής Νέας Ύόρκη ς θ" άλλάζη, σ σκοπός γιά νά κοι νά ξεφόγη άπό^ την περίπολο μηθούμε ολοι. Τό πιρω'Γ, θά δού τών αστυνομικών καπευθύνθη με τί θά γίνη. κε προς τή Νέα Γη. 'Όπως κα Μόλις έστησαν τή σκηνή., ό ταλαβαίνεις, χρειάζεται νά κά ουρανός που ήταν καθαρός ώς νης ένα ταξιδάκι ώς εκεί. "Ί τώρα, άρχισε νά γειμίζη μέ μαΰ σως ν5 άνακσλύψης τίποτε... ρα σύννεφα. "Αστραπές εκτυ —Συμφωνώ, Χόβαρτ. Φεύ φλωτικές έσχισαν τό στερέωγω αμέσως κιόλας. μσ καί ακολουθούσαν βροντές Γύρισε προς τό μέρος τών πού έκαναν τή γή νά τρέμη. φίλων του πού τον κύτταζαν Ό Μίκυ, πού θέλησε νά φυλά μέ αγωνία στά μάτια. ξη. τις δυο πρώτες ώρες σκο —Έτοιμαστήπε, τούς εΐπε. πός, μπήκε στο αντίσκηνο καί Ό Λ ή Π ό κο ύνησε τά μυτε πήρε ένα αδιάβροχο. Πραγμα τικά, σέ λίίγο άρχισε μιά δυνα ρά αυτιά του. —Μου μυρίζεται περιπέ τή μπόρα.
12
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
—Εφιαλτική βροοδυά, ψιθύ ρισε τό ^Ελληνόπουλο. Κάτι μου λέει πώς θάχουμε φασα ρίες. Ρ ιζθυμένος ιστόν κορμό ενός δέντρου·, κύτταζε όλόιγυιρά του χωρίς να διακιρίνη τίποτε από τή βροχή καί τό σκοτάδι. Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά τό αύτόματόι τουι .καί τό δάχτυλό του χαΐδευε τή σκανδάλη;. -αφνικά, στο φώς^ ίμιας έκτυιφίλωτιικής αστραπής, τό μά τι του παιδιού πήρε μια ύπο πτη κίνηισι. Τού φάνηκε πώς κάτι σικοτ'ΐνοί όγκοι κινιόνταν στην άκρητου οροπεδίου. Οι όγκοι αυτοί άποτέλουσαν μια πομπή σκοτεινή πού προχωρου σε αργά - αργά. Σκέφτηκε νά ξυπινήση, τούς άλλους μά τό μετάνοιωσε. Δεν ήταν βέβαιος καί δεν ήθελε νά τούς ξυιπνήίση, άδικα. Περίμενε τώρα μέ τις αισθήσεις του σέ επιφυλακή, μέ τό αυτί έτοιμο νά συλλαβή καί τόιν παιραμ ικρό θόρυβο. Μά ό θόρυβος τής βρο χής; πού εξακολουθούσε νά πέ Φτη σκέπαζε τούς άλλους. Μια δεύτερη αστραπής έσπα σε τά σκοτάδια τής νύχτας. Έρευνητ ικό τό βλέμμα του παιδιού προσπάθηΐσε νά δ ι α κρινή. Καί είδε. Ή σκοτεινή πομπή ήταν πραγματικότητα! Οι σκιές, πλησίαζαν άρκετά κοντά πρός τή σκηνή τους! —<Στά όπλα!, φώναξε χω ράς δισταγμό κι5 ήφωνή του άν τήχησε άνατρ ιιχ ιαστ ικά μ έσα στη νύχτα. Την ίδια στιγμή τό δάχτυλό· του πάτησε τή σκανδάλη τού όπλου του και δεκάδες σφαίρες έσκισαν τό σκοτάδι καί τή βροχή.
Δεν πέρασαν ούτε δυο λε πτά όταν τρεΐς σκιές ήρθαν καί στάθηκαν πλάι του. 9 Ηταν οί τρεις φίλοι του. —Τί συμβαίνει; ρώτησε ό Σέρινταν. —(Κάποιοι έρχονται!, ψιθυ ρισε τό Ελληνόπουλο. Δεν μπόρεσα νά διακρίνω καλά. Συνέχεια στή φωνή του α κούστηκε κάτι σαν ιμουγγρητό. Τό αυτόματο τού παιδιού έστει λε μιά καινούργια ριπή, πρός τό μέρος πού ακούστηκε τό μουγγρηιτό. "Ενα απαίσιο, ένα άνατρ ιχιαστ ικό καί ικοιλαισμένο ουρ λιαχτό αντήχησε τώρα·, πού τούς έκανε όλους νά γυρίσουν ταυτόχρονα, ένας γδούπος α κούστηκε δίπλα τους, πρός τό μέρος, τού Λή Πό. Ό άνθρω πος τού Πράτ βρέθηκε άναποδογυιρ ισμένος από έναν βαρύ καί μαλλιαρό όγκο. Πρόλαβε καί πάτησε τή σκανδάληι τού πιστολιού του. Ό όγκος κύλί σε δίπλα του αφήνοντας ένα βαθύ ιμουγγρητό. Πυροβολισμοί καί μουγγρη τά, ανθρώπινες φωνές καί ούρ λιαχτά άντήχησαν, ενώ ή βρο χή εξακολουθούσε νά πέφτη δμοιος καταρράκτης. Οί άστρα πες, φώτιζαν κάπου - κάπου μιά περίεργη! σκηνή·. Μιά σικη νή όπου τέσσερις άνθρωποι ε! χαν μπλέξει σέ μιά θανάσιμη πάλη μέ. αρκετούς πελώριους γορίλλες. Σφαίρες σφύριζαν α πό· κάθε κατεύθυνσι πού τις περισσότερες φορές χάνονταν στο κολασμένο σκοτάδι χωρίς νά συναντήσουν τίποτε στο δρόμο τους κι3 άλλες φορές πά λι καρφώνονταν στα χοντρά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ κορμιά των γοριλλών που εττε ψταν σπαράζοντας και ξεψυ χούσαν αφήνοντας κραυγές ψιρίικηις. Πόση ώρα κράτησε αυτή ή εφιάλτικιή σύγικρουσι; Κανείς διέν μπορούσε νά ύπολογίση τό χρόνο·. Κανείς από τους τέσσε ρις συντρόφους πού άγωνίζον ταν στα τυφλά, δεν ήξερε άν κάποιος άπ3 όλους εΐιχε πέσει θύμα των γοιοιλλών κι5 εΐχε βρή τραγικό θάνατο ιμέσα στα ατσαλένια τους ρπράτσα. /Κορμιά φορά, τα όπλα στα ιμάτησαν νά εκπυρσοκροτούν καί τά ιμουγικιρη,τά ν5 άκούγων ται. Οί γορίλλες είχαν έγκσ τάλε ίίφει τό πεδίον τής μάχης —'Νάνσυ! . φώναξε ό Σέριν ταν, πού βρέθηκε πίσω από τον κοιρμό τού δέντρου, ιμουσκί δι από τη βροχή. Είχε δεχτή τίς επιθέσεις τριών γοριλλών καΐί τά εΐχε βγάλει πέρα καί μέ τούς τρεΐς. —Τζόε!, ψιθύρισε μιά άπο καμωιμένηι άπό την κούρσα ι φωνή λίγα μέτρα δεξιά του, είμαι καλά, εσύ; —'Καιί γώ είμαι καλά Νάνσυ." —1<ι3 εγώ τό ίδιο!, ακού στηκε^ φωνή τού Λή Πό. Μό νο πού κάποιος άπό δαύτους μου. άρπαξε τό πιίστόλι ιμέ τά δόντια του. Θά πεινούσε Φαί νεται^ Ευτυχώς πού είχα ένα μαχαίρι πάνω μου. Περίιμεναν ν3 άκούσοον καί τή φωνή τού Μίικυ ρά δεν α κούστηκε τίποτε. Μιά άνατοι υίιλια φρίκης συγκλόνισε τον Σέίοινταν. Μήπως τό ηρωικό *Ελληνόπούλο είχε βοή τραγί κό θάνατο σ3 αυτή τήν απρο
13
σδόκητη, κι3 εφιαλτική επιδρο μή τών γοριλλών; —Μίκυ!, φώναξε. Ούτε ψίίθυιρος δεν άκούστηκε. —Θεέ -μου!, βόγγηξε ή Νάν συ κι3 άρχισε τά κλάματα. Τό χήρι τού ντέτεκτιβ έβγα λε άπό τήν τσέπη του έναν η λεκτρικό φακό. Πάτησε τό κου μπι καί γύρισε τό φώς του όλόγυοα. "Εξη πελώριοι γορίλλες κεί τονταν νεκροί . γύρω άπό τό δέντρο. Μά έκτος άπό τούς γο ρίλλες αυτούς δεν υπήρχε τί ποτε άλλο. Ό Μίικυ δεν φαινό ταν πουθενά. "Έψαξε σέ μακρυνή άΐπόστασι άπό τό πεδίον τής μάχης μά δεν μπόρεσε νά τον· βρή. —Τον πήραν ιμαζί τους!, έβγαλε τό συμπέρασμα. Έμειναν για λίγο καί οί τρεΐς τους σιωπηλοί. —"Απορώ γιατί δεν τον σκό τωσαν, είπε ό ντέτεκτιβ. Φαί νεται πώς είχαν διαταγή νά μάς αιχμαλωτίσουν. 9Αρα, τούς γορίλλες αυτούς τούς στέλνει κάποΊος άλλος, ένας αόρατος προς τό παρόν καί άγνωστος έχθοός μας, Ό ε χθρός ιμέ τό ελικόπτερο1. Ποι ος μπορεί όμως νά κατευθύνη έναν γορίλλα; Αυτό σημαίνει πώς οί γορίλλες αυτοί διέν εί ναι γήινοι άλλα έχουν έρθει άπό άλλον πλανήτη.... —ιΚάί τώρα; τον διέκοψε ή φωνή τού Αή Πό. Τί θά κάνου με τώρα; —Μέχρι νά ξημερώση δεν μπορούμε νά κάνουμε τίποτε, άπήντησε Υείμάτος απελπισία ό ντέτεκτιβ. Δεν .μπορούμε νά
14
ΥΕΠΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
προσφέρουμε κορμιά βοήθεια στον μικρό κι5 αγαπημένο μας ψίίλο, γιατί τό κολασμένο αυ τό σκοτάδι και ή βροχή,, μάς εμποδίζουν νά ακολουθήσουμε τά ίχνη των γοριλλών. Θά πε,ρΐ'μένουμε νά ξημερώση. 'Ως τό πρωΐ θά μείνουμε ξάγρυπνοι μήπως έχουμε καμμιά δεύτερη έπίθεσι. —Λεν πάμε στο ελικόπτερο; πρότεινε ή Νάνου. "Οταν τούς δούμε νά έρχωνται, θά μπορέ σαυμε νά φύγουμε. —Μέ τέτοιον αέρα και με τέτοια βροχή θά είναι δύσκο λο κι* επικίνδυνο νά Τπετάξουμε, τής είπε ό ντέτεκτιβ. Ρίζωσαν και οι τρεις τους στον κορμό του δέντρου μέ τό χέρι στη σκανδάλη καί μέ την ψυχή γεμάτη απελπισία. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΓΟΡΙΛΛΕΣ ΕΙΧΕ κολλή σει στον κορμό τού δέντρου, ό Μίκυ και π-υρο βολοΰσε οποι αδήποτε σκιά τον πλησίαζε, προσέχοντας δ ιμως νά μή^ σκατώση κανένα φί λο του. Τό Ελληνόπουλο πά τησε τή σκανδάλη.. "Ενας ξε ρός κρότος ακούστηκε και τί ποτε άλλο. Το αυτόματο του παιδιού δέν πήρε φωτιά. Εί χαν τελειώσει οί σφαίρες. Εί δε τον ογκο του γορίλλα νά αρμάη κατά πάνω του και σάλ ταρε πλάγια. Τό σκοτάδι τον εμπόδισε νά δή τί γινόταν πί^ σω του... Ένας δεύτερος γορίλλας παραμόνευε τό Ελλη
νόπουλο^ και μέ τό πήδημα αυτό πού έκανε, έπεσε στήν αγκαλιά του... Ανατρίχιασε και δοκίμασε νά^ξεφύγη. Τά πελώρια χέρια του τέρατος τον έσφιξαν μέ δυναμι. 'Βόγγηξε από τον πό νο και φοβήθηκε πώς ό γορίλ λας θά τον πνίξη. Τόση, τρο μερή δύναμι είχαν τά χέρια του. "Εκανε νά φωνάξη μά ή φωνή του πνίγηκε στο λαρύγ γι ^του κι3 έχασε τήν άίσθησι τού κόσμου ολόγυρά του. "Οταν άνοιξε τά μάτια του, λίγο έλειψε νά πάθη συγκοπή. Βρισκόταν σ3 ένα δωμάτιο μι σοσκότεινο και ολόγυρά του ανάδευαν πελώριες σκιές πού έμοιαζαν μέ πλάσματα τής κο λ άσε ως. "Οταν καθάρισε τό βλέμμα του καλύτερα, πρόσε ξε πώς τά πλάσματα αυτά ή ταν γορίλλες. Βρισκόταν ξαπλωμένος στις, σανίδες ενός πατώματος. Τό δωμάτιο ήταν γυιμνό από έπι πλα. "Οταν άνοιξε τά μάτια, οι γορίλλες κινήθηκαν γύρω του, έσκυψαν επάνω του, μέ προσο χή κι3 έπειτα, ένας από αυτούς βγήκε από τήν ανοιχτή πόρτα καί πέρασε στο διπλανό δωμά τιο. Ό Μίκυ άνωρθώθηκε. Τον πονοϋσε τρομερά τό κεφάλι του. Μέ πολύ κόπο στάθηκε στά πόδια του. Τά είχε κύριο λεκτικά χαμένα. Κατάλαβε πώς οί γορίλλες τον είχαν αιχμαλωτίσει, δέν ήξερε ό μως πού βρισκόταν. Τό μόνο που ήξερε (μέ απόλυτη βεβαι ότητα ήταν πώς δέν θά έβγαι νε ζωντανός από τό δωμάτιο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ αυτό. ^ · Ό γαρίίλλας πού εΐιχε φύγει ξαναγύρισε. Κουνούσε ζωηρά τά χέρια του καί γρύλλιζε κυττάζοντας τούς όϋλλους γορίλλες στα μά τια. "Έπειτα πλησίασε τό Μύ κυ, τον έσπρωξε από πίσω καί τον ώδήγηισε προς την ανοιχτή πόρτα. Ό Μίκυ δεν έφερε κιαμμιά άντίρρηισι. θά ήταν πολύ κου τό ν5 άντισταθή ιμέσα στο πλή βος αυτό των τεράτων. Μέ την πρώτη του κίνησι πού θά έκα νε, θά τον έλυωναν κυριολεκτι ικά -μέ τά πελώρια χέρια τους. "Αφού προχώρηίσαν σ’ ένα διάδρομο μπήκε σέ μιά άλλη ανοιχτή πόρτα μέ τη συνοδεία πάντα τού γαρίίλλα. Στο και νούργιο αύτό δωμάτιο, υπήρχε ένα παράξενο έπιπλο. Έμοια ζε σάν πελώριο ραδιόφωνο χωρίς σκέπασμα. Ό Μίκυ στά θηικε περίεργος μπροστά του. ? Ηταν μήπως κανένα ,μηχάνη,μ α_βασανΐίστηρίω ν; -αφνιικά, τινάχτηκε από τό ξάφνιασμά του. "Από τό μηιχά νήμα αυτό ακούστηκε ένα δυ νατό γαύγισμα! "Ενα γαύγισμα καθαρό πού θά ορκιζόταν κανείς πώς μέσα στο πελώριο αυτό κουτί, βρισκόταν κλει σμένος ένας σκύλος! Μά τό πιο παράξενο σ’ αυτή τήν ύπόθεσι ήταν ή συμπεριφορά τού γορίλλσ. Μόλις ακούσε τό γαύγισμα έπεσε ανάσκελα κυττάζοντας προς τό ταβάνι ενώ από τό στόμα του έβγαι ναν συνέχεια πνιχτά μουγγρη τά. Αυτή ή περίεργη σκηνή κρά τη σε κάπου ένα τέταρτο. Τό
15
κουτί γαύγιζε, ό Μίικυ στεκό ταν ακί νητος -μπροστά του καί ό γορίλλας πεσμένος άνάσκε λα μούγγριζε. "Οταν πέρασε τό τέταρτο, τά γαυγίσματα σταμ'άτησάν καί ό γορίλλας σηκώθηκε σπρώχνοντας τό Μί κο νά βγή έξω. Τον ώδήγηισε πάλι στο ίδιο δωμάτιο πού βρισκόταν πρίν. Πέντε γορίλλες στάθηκαν πλάϊ του κα'ί πρόσεχαν καί τήν πα ρα μικρή του κίνησι. Τό ατρό μητο Ελληνόπουλο άρχισε για πρώτη φορ ά στ ή ζωή του νά δοκιμάζη τί θά πή φόβος. Κα ταλάβαινε πώς ήταν καταδικα σμένος νά πείθάνη. Τό άσχημο ήταν δτι δεν ήξερε τίίποτε απ’ ο,τι γινόταν γύρω του. Πού ή ταν; Στη Γή, ή σέ κανένα πλανήτη,; Οί γορίλλες αυτοί ήισαν γήινοι ή μήπως ή σαν πλάσματα κάποιου άγνωιστου πλανήτη, πού ζητούσαν νά κα τακτ ήσουν τη Γή; Διψούσε πολύ!. "Έκανε νό ημα στούς γορίλλες για νά τούς δώιση νά καταλάβουν, μά αύτοίί έμειναν ακίνητοι. Στά μεγάλα τους μάτια έλαμπε μια άγρια φλόγα. Ό Μίκυ α νατρίχιασε. "Έπρεπε νά σκεφτήι έναν τρόπο γιά νά τούς ξεφύγη, διαφορετικά ήταν χα μένος. ΔΙΑΤΑΓΗ «ΠΥΡ» Μόλις ξημέρωσε, ό Σέρινταν μέ τη Νάνου καί τον Λή Πό, μπήκαν στή σκηνή τους καί άλλαξαν ρούχ α. 9 Η τ αν τσακισμένοι από τό ξενύχτι τήν κούρασι καί τήν απελπι σία. "Έλειπε τό μικρό 'Ελλη-
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νόπαυλο από τή ρυντροφιά τους κι5 αυτό βάραινε ιμέ θλί ψή την καρδιά. Τά μάτια της Νιάινισι/' ήταν βουρκωμένα κιάί ■με πολύ κόπο συγκροτούσε τά δάκιρυά της. Πρέπει ν’ άινι χνεύσουιμε όλο γύρα μέ τό ελικόπτερο, είπε ό^ Σέρινταν. "Ίσως βρούμε κα νένα ίχνος πού να -μάς όδηγή ση κοντά στον χαμένο φίλο μσς^ "Εϊχσυιμ,ε καθήΐκον νά τον βρούμε έστω και νεκρό. Μπήκαν στο ελικόπτερο σιωπηλοί και -,μέ βαρειά καρ διά. Την ίδια στιγμή από τό ραδιοτηλέφωνο του .μικρού σκά φους ακούστηκε ένα συνεχές σφύριγμα. Κάποιος τούς καλούσε. —Εμπρός, είπε ό Σέρινταν γυρίζοντας ένα διακόπτη. Α κούω. 5Αντήχησε ή φωνή τού ίνσπέκτοιρος τής Άστοικής 3Αφάλειας Χαβαρτ, πού έμοιαζε σάν γαυγισμσ ,μπουλντόγκ. —3Αλλο·. Σέρινταν!, είπε ό Χόρβατ. Σέ κάλούσα δλη τή νύχτα συνέχεια,, γιατί δεν α παντούσες; Τό είχες ρίξει στον ύπνο·; Ό Σέρινταν του έξήγησε >μέ λίγα λόγια, τή νυχτερινή και δραματική τοιυς περιπέτεια. —"Ακούσε τί συμβαίνει, τον δ ιέκοψε ό Χόρβστ. Το ρο μπότ πού συλλαμβάνει τά διαπλανητικά ■μηνύματα και μεταφράζει ^αυτομάτως τις ά γνωστες γλώσσες των πλασμά των πού κατοικούν σέ διάφο ρους πλανήτες, »μσ?ς ιμετέβωσε αυτό τό ιμήνυμα. «"Αν δεν άδειάσετε τή με γάλη σας πόλι μέχρι τίς εν
νέα τό πρωΐ, έχουμε τή δύναμι νά την καταστρέφουμε. Σάς προειδοποιούμε για πρώτη, καί τελευταία φορά». Τό ιμέτωίπσ τού Σέρινταν ζάρωσε. —3Από πού ήρθε τό .μήνυ μα αυτής τής άπειλής; ρώτη σε τόιν Χόρβστ. —3Από κεΐ πού βρίσκεσαι τώρα Σέρινταν ! 3Από τό νησί τής Νέας Γης! "Αγνωστοι ε χθροί κρύβονται σ3 αυτό τό νησί καί απειλούν νά κατα στρέφουν τή Νέα Ύόρκη... Ή ήρα είναι οχτώ,, Σέρινταν. "Ε χουμε ·μ ιά ώρα πρόθεση ίά α κόμη. Δέν μάς -μένει τίποτε άλλο νά κάνουμε παρά νά χτυ πήσουμε τό νησί τής Νέας Γής ιμέ ύδρογονικές βόμβες. —-Αύτό είναι αδύνατο!, ξε φώνιισε ,μ’ αλη-, του τή δόνα μι ό Σ έρ ιντσν. —Γ ιατί; —ιΓιατί οι γορίλλες απόψε αιχμαλώτισαν τό Μίκυ! Μπο ρεί, βέβαια, νά τον έχουν σκο χώσει, ιμπορεΐ αμως καί νά ζή. "Αν ρίίξουιμε ύδρογονική βό,μβα στο νησί καί είναι ακόμη ζωντανός, θά είναι σάν νά τον σκότωνα, Χόβαρτ! Ό ίνσπέκτωρ τής Άστρικής "Ασφάλειας έμεινε γιά λί γο σιωπηλός. "Επειτα μίλησε αποφασιστικά, αδίστακτα. —Σ έρ ι ντ αν, κ αταλαβα ί νω τό -μαρτύριό σου. Προτιμάς ό μως γιά τή σωτηρία τού φί λου1 σου, πού στο κάτω - κά τω μπορεί νά είναι νεκρός, νά στείλης τό θάνατο σέ τόσα ε κατομμύρια κατοίκων πού έ χει ή Νέα Ύόρκη; Φρίκη πλημμύρισε τήν καρ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ δ ιά του αστροναύτη ντέτεκτιβ ενώ ή Νάνισυ δίατλα του άρχι σε τά κλάματα. —ιΠράττε ι νά προσπαθήσω να ελευθερώσω το Μίκυ πρώ τα, ψέλλισε ό , Σέρινταν. —Δέν ιμάς μένει καιρός, Τζόε!, φώναξε ό Χόιβαρτ. Κά θε λεπτό που περνάει, καταδι κάζει σέ θάνατο μια πρωτεύ ουσα μέ εκατομμύρια κατοί κους ! Δεν χρειάζεται διστα γμός. Τό καθήκον επιβάλλει νά κάνης αυτό που σου είπα. Σέ διατάζω μέσα σέ δέκα λε πτά νά ρίξης τήιν ύδρογονική βόμβα. Ο'ί κάτοικοι τού νησιού τό έγκατέλειψαν όλη τη νύ χτα καί είναι έρημο·, ιμόνο ό σατανικός εχθρός μας βρίσκε ται έκεΐ. Σέ διατάζω Σέρινταν νά ρίξης τη βόμβα. Όχι αργό τέρα από δέκα λεπτά. Μην ξεχνάς πώς υπηρετείς στην Ά στρική Ασφάλεια καί βρίσκε σαι κάτω από τί·ς διαταγές μου. Δεν έχω νά σου πώ τίπο τε άλλο. 'Μ'συνδιάλεξις κόπηκε χω ρίς άλλη: λέξι. Ό Σέρινταν μέ μέτωπο πλημμυρισμένο από τον ιδρώτα, γύρισε καί κύτταξε τη Νάνισυ. Ή κοπέλλα έξα κολουίθουσε νά κλαίη. —Νάνσυ, ψιθύρισε ό ντέτε κ,τιβ, δεν ,μπορώ νά κάνω τού κεφαλιού μου. Είναι τρομερό αυτό που θά κάνω, αλλά είμαι υποχρεωμένος νά υπακούσω στις διαταγές τής Άστρικής * Ασφάλειας. —ηΚι’. άν εΐιναι ζωντανός α κόμη ό Μίκσ; ρώτησε ανάμεσα στους λυγμούς της ή Νάνσυ. Ό Σέρινταν αναστέναξε. —Σκέψου πώς κ ινδυνεύουν
17
νά πεθάνουν τόσα εκατομμύ ρια άνθρωποι, Νάνσυ... Δέν μάς μένει παρά νά κάνουμε τό καθήκον μας... * * Ά Ή ώρα ήταν οχτώ καί είκο σι όταν τό ελικόπτερο του Σέ ρινταν υψώθηκε στον ουρανό. "Εκανε ένα γύρο σ' όλο τό νη σί, παρατηρώντας μέ προσοχή τό έδαφος. Σ' ένα έρημο ση μείο, διέκρινε έναν πύργο. ^ —Νάνσυ, διακρίνεις κάποια κίνησι γύρω από τον πύργο αυτόν; ρώτησε την άρραβωνια στικιά του ό ντέτεκτιβ. Ή κοπέλλα έσκυψε καί κύτ τάξε. —Βλέπω μερικές σιλουέττες που μοιάζουν μέ γορίλλες. —Νομίζω πώς θά ήταν τό κατάλληλο μέρος νά ρίξουμε τη βόμβα. Ό Λή Πό ήταν βαθειά συγκινη μένος. , —Νά προσγειωθούμε γιά λίγα λεπτά, τόλμησε νά πή. Ό ντέτεκτιβ κούνησε άρνη τικά τό κεφάλι του. -—Θζ αργήσουμε, είπε. Ό Θεός είναι μεγάλος. Πρώτο απ' όλα τό καθήκον. Έδωσε στο σκάφος του ό σο ύψος μπρρούσε καί μέ μιά κοφτή καί νευρική κίνησι, ενώ δίπλα του ή Νάνσυ ξεσποΰσε σέ ^ άσ υγκ ρ άτ η,τους λυγμού ς, τράβιηξε ένα μοχλό. Ή βόμ·βα τού υδρογόνου έσκισε μέ ίλιγ γιώδη ταχύτητα τον αέρα καί σέ λίγο μιά τρομερή έκρηξις δόνησε τήν ατμόσφαιρα ενώ ένα πελώριο σύννεφο καπνού υψώθηκε σαν μανιτάρι καί σκέ πασε σιγά - σιγά όλο τό νησί; —Αντίο, Μίκυ! ψιθύρισε ό
18
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Σέρινταν και σκούπισε ένα δά κρυ πού κύλησε στό μάγουλό του. ΠΑΡΑ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ ΟΙ Γ Ο Ρ I Α ΛΕΣ φύλακες του Μίκο δεν έ λεγαν νά τό .κουνήσουν κα θόλου από τή θέσι τους. Τό παιδί άρχισε να τρέμη^άπό την ανυπομονη σία του. "Εκανε νά κινηθή γιά νά ^ δοικκμάση. μήπως μπρρέση καί τούς ξεφύγη, μά ένας από αυτούς^ γρύλλισε άγρια καί σή κιοοισε απειλητικά τό πελώριο καί .μαλλιαρό του χέρι. ^ «Είμαι καταδιικασ,μένος», ψι θύ,ρισε .με άπόγνωσι τό Έλλη νόπουλο. ^αφνιικά, ιμιά σκέψι έλσμψε οπό νου του καί λίγο έλειψιε νά ξεφΐονίση; από τή χαρά του θυμήθηκε πώς -μέσα σέ μια του τσέπη είχε δυο μικρές γυάλινες .μπαλίίτσες μέ αναι σθητικό αέριο. Μιά από αυτές θά μπορούσε ν5 άποκοιρίση. τά τέρατα που τον φρουρούσαν! Χωρίς νά χάση καιρό έβγα λε τη μ,ιά καί, ενώ πήρε μιά βαθειά ανάσα γιά νά γέμιση τά πνευμόνια του μέ οξυγόνο, πέταξε την μπαλλίτσα μπρο στά στά πόδια του. Την αμέσως επόμενη, στι γμή, ένας - ένας οι γορίλλες άριχιααν νά πέφτουν μέ βαρύ γδούπο στό πάτωμα. Είχαν όλοι τους .μείνει αναίσθητοι. Τό παιδί, μέ την καρδιά γε μάτη. ελπίδα τώρα, πετάχτηκε από τή θέσι του καί βγαί
νοντας στό διάδρομο άνάπνευ σε μέ δόνα μι. "Εστριψε δεξιά καί κατέβηκε τις πρώτες σκά λες πού βρήκε ρπροστά του. Σέ λίγο, βρέθηκε στό ισό γειο τού σπιτιού όπου την πόρ τα του τή φύλαγαν δυο. μεγα λόσωμοι γορίλλες. Χωρίς νά διστάση, πέταξε τή δεύτερη μπαλλίτσα ρέ τό αέριο κι3 ό ταν τούς εΐδε νά πέφτουν, άνο.ιξε την πόρτα καί ώρμησε έξω. ^ Μέ την πρώτη ματιά πού έρρι,ξε,^ είδε πώς βρισκόταν στη Γή. Μιά οροσειρά τού έ δειξε νά καταλάβη. πώς δέν εΐ χε^ βγή ^έξω από τό νησί τής Νέας Γης. Τό σπίτι άπου· τον είχαν φυλακίσει οα γορίλλες, ήταν ένας παλιός έγκαταλειρ μένος πύργος. Τό ράτι τού παιδιού κύττα ξε ολόγυρά του. Κάτω, από ένα δέντρο βρισκόταν ένα ελι κόπτερο. Έταν ένα περίεργο ελικόπτερο πού πρώτη φορά έβλεπε ό Μίκυ. Τό σκαρί, του δέν ήταν Γήϊνο. "Αν μπορούσε όμως νά κινήση, τή μηχανή του! Άπό τό εσωτερικό τού σπι τιού ακούσε ουρλιαχτά. Τό αΐ μα του πάγωσε. Οι γορίλλες τον είχαν ανακαλύψει καί άπό λεπτό σέ λεπτό θά τον έπια ναν πάλι στά χέρια τους. Έτρεξε μέ όση, ταχύτητα μπορούσε κι3 έφτασε στό ελι κόπτερο. "Ανοιξε μέ ευκολία τό κουβούκλιο καί κάθησε στή θέσι τού πιλότου. Μπροστά του υπήρχε ένα καντράν μέ δι όαψορούς μοχλούς. "Αρχισε νά τούς άνεβοκατεβάζη ρέ πυρετώδεις κινήσεις, ενώ ή καρδιά
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
"Έμοιαζε σαν τους πρωτόγονους άνθρώπους τής Γης.
1
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
του πήγαινε να σπάση από την αγωνία, θά .μπορούσε τα χα νά 'βάληι ιμιπρος τό διαβολι κό αυτό μηχάνημα ; Σέ μια στιγμή γύρισε τό βλέμμα του προς τό σπίτι. Έ να τσούρμο από γορίλλες πε ταγόταν εκείνη τή στιγμή. Κύτταζαν ολόγυρά τους κι5 υστέρα σκόρπισαν σε διαφο ρετικές κατευθύνσεις. Δεν θ’ αργούσαν νά τον πάρουν είδη σι καί τότε... Με περισσότερη .μανία τώ ρα ανεβοκατέβαζε τους μο χλούς. Ό ιδρώτας έτρεχε πο τάμι από τό μέτωπό του. "Ε νας γορίίλλας τον είχε δή και με πελώρια πηδήματα πλησί αζε τό έίλίικό'πτερό... ΤΗταν χα μένος τώρα πιά... -αφγίικά, ένα δυνατό τράν ταγμα τού έδωσε νά καταλάβη πώς είχε αφήσει τή Γή και πε τούσε «με ίλιγγιώδη ταχύτητα στον αέρα. Τήν ίδια στιγμή ένας εκικωφ αντ ιικός θόρυβο ς, μιά σατανική έκιρηξις άντήχησε πίσω του και μιά δυνατή λάμψι τον θάμπωσε χιά μιά στιγμή καί τον ανάγκασε νά κλείση τά μάτια του. "Οταν τ5 άνοιξε καί κύτταξε κάτω, είδε τό νησί νά έχη, σκεπαστή από ενα πελώριο μανιτάρι κα πνού. —' Υδρογον ική βό| μ β α, σ υΐλ λογίστηκε τό Έιλληνόπουλο. Ποιος νά τήν έροιξε τάχα; Δυο λεπτά ν’ αργούσα άκόιμη, θά ήμουνα τώρα μακαρίτης... Ταυτόχρονα μιά άλλη σκέψι τόιν έκανε νά ριγήση μέ φρί κ,η. —ιΚαί οι φιίιλοι μου; ψιθύρι σε. Θά σκοτώθηκαν οπωσδήπο
τε από τήν έκρηξι τής διαβο λικής βόμβας. "Ενα δάκρυ κύλισε στο μά γουλό του . Δεν άφέθηκε δ,μ ως νά τόν παρασύρη ή θλΐψι. "Έ πρεπε νά προσγείωση κάπου αυτό τό παράξενο ελικόπτερο πού ταξίδευε μέ τόσο μεγάλη ταχύτητα. "Άρχισε πάλι νά άνεβοκατεβάζη μοχλούς. Σέ ,μιά στι γμή, καθώς πάτησε με τό πόδι του ένα πεντάλ, συνέβη κάτι τό καταπληκτικό. Τό σκάφος χωρίστηκε στά δυο, έπειτα εΤ δε νά ξεκολλούν οί έλικες καί στό τέλος... έμεινε μό'νος του ,μέ τό κάθισμά του! Τό τιμόνι τού είχε φύγει άττό τά χέρια καί αυτός μέ τό κάθισμά του έπεφταν, αλο καί έπεφταν! Έρριξε μιά ;ματιά καί άνα τρίχιασε. Κάτω από τά πόδια του, σέ διακόσια ρετρά άπόστασι απλωνόταν ή θάλασ σα... ’Άν έπεφτε μέ τό κεφά λι θά έχανε τις αισθήσεις του καί θά πνιγόταν... 'Έταν σμως τυχερός. "Οσο έπεφταν, τόσο πιο πολύ λιγό στευε ή ταχύτητα. Καί τότε κατάλαβε πώς τό κάθϊίσμα εί χε ένα μηχάνημα πού σταμα τούσε τήν πτώσι λίγο - λίγο. Στό τέλος έπεσε στη θάλασσα οσο πιο απαλά μπορούσε καί τό Ελληνόπουλο βρέθηκε νά κολυιμπάη. -*
*
*
Τά κύματα ήταν πελώρια καί τό μικρό Ελληνόπουλο α νεβοκατέβαζε σαν καρυδό τσουφλο. Τά μπράτσα του εί χαν κουραστή από την προ σπάθεια. Κατάλαβε πολύ γρή γορα πώς, άν γλύτωσε από
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ τούς γορίλλες καί την ύδρογο νίκη βόμβα, δεν θά γλύτωνε άττό τη θάλασσα. Ή στεριά ή ταν μακρυά και δεν θάχε τή δύναμι νά σταθη στην επιφά νεια πιο πολύ από πέντε λε πτά. Γ ιά άλληι μιά φορά άντίκρυζε Το απαίσιο πρόσω πο του θανάτου. Γ ιά άλλη μ ι ά φορά μέσα σέ λίγες ώρες έχα νε τις ελπίδες του. Δεν θά μπο ρούσε νά τον γλυτώση τίποτε τώρα πιά, δεν θά γινόταν κα νένα θαύμα... Οι δυνάμεις του τον έγκατέλείπαν, τά κύματα, βουνά ολόκληρα, ορμουσαν ε πάνω του καί ή θάλασσα άνοι γε πελώριες τρύπες γιά νά τον καταπιή... —Συγχώρείσέ με Θεέ μου, προσευχήθηκε κι5 ετοιμάστη κε νά πεθάνη. ιΠρΐΐν πεθάτνη, όμως θέλησε ν’ άνοιξη γιά τελευταία φορά τά μάτια του γιά νά πή αντίο -στον κόσμο. Καί τότε... ή σκη νη πού παρουσιάστηκε στά μάτια του, ήταν καταπληκτι κή, απίστευτη,! "Ενα έλικόπτε ρο ζυγιαζόταν πάνω άπό τό κεφάλι του κι’ ερριξε μιά σκοι νένια σκάλα προς τή θάλασ σα. Στη σκάλα αυτή κατέβαι νε ένας άνθρωπος..^ Κι* ό άν θρωπος αυτός δεν ήταν άλλος άπό· τον προστάτη του, τον Τζόε Σέρινταν. Τον εΐδε νά τον πλησιάζη καί τό χέρι του τον άοπαξε γερά άπό τή μασχάλη. Τή στι γμη εκείνη ό Μίκυ δεν άντεξε καί λ ι πεθύμησε... Ο ΤΡΟΜΟΣ Α Π ΑΛΝΕΤΑ I ΈΤΗ ΓΗ 0!
ΤΕΣΣΕΡΙΣ άστρονσυ
21
τες βρίσκονται στο σπίτι τής ιΝάνσυ. ΕΤναι ολοα τους χα ρούμενοι κι’ ευτυχισμένοι που κατόρθωσαν νά σμίξουν πάλι έπειτα άπό μιά περιπετειώδη καί δραματική βραδυά. —"Όταν σκέφτάμαι πώς άν αργούσε τό παράξενο έλικόπτερο νά πάρη μπρος έστω καί δυο λεπτά, θά μ’ έλειωνε ή βόμβα σου, κύριε Σέρινταν, λέει ό Μίκυ, μουρχεται νά τρελ λαθώ. —-Έίμεΐς κοντέψαμε νά τρελ λαθουμε άπό τή χαρά μας ό ταν σέ είδαμε ζωντανό·, λέει ή Νάνσυ. Σκέψου. Μίκυ, πώς σέ νομίζαμε νεκίρό κι’ εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο άπό τό νά ■κλαίω. Γυρίζουμε μέ βαρεία καρδιά στήν Νέα Ύόρκη δταν είδαμε πάνω άπό τή θάλασσα ένα ελικόπτερο νά διαλύεται. Πλησιάσαμε σ’ αυτό· τό σηρ μεΐο καί κυττάζαμε με τά κυά λια μας ανάμεσα στά κύματα μήπως δούμε κανένα ναυαγό, όταν ό Λή Πό έβγαλε ·μ ι ά θρι αμθευτιική φωνή: —Ό Μίκυ! Ό Μίκυ! Νά· τος, παλεύει μέ τά κύματα! »Στήν άρχή νοίμίσσμ,ε πόρ το ελλάθηκε άπό τή θλΐψι του, δεν αργήσαμε όμως νά σέ δου με καί μεΐς. Φαντάισου τή χα ρά μας! Αμέσως, ό Τζόε έρ; ριξε τή σχοΊνένια σκάλα καί σέ πρόλαβε τή στιγμή πού σ’ έγ κατέλείπαν σί δυνάμεις σου. Οί τέισσεοις φίλοι πέρασαν μέ γέλια καί χασές τό πρωινό. Πίστευαν ότι μέ τήν υδρογονι κή βόμβα είχαν σταματήσει τον κίνδυνο πού απειλούσε νά κατσίστρέψη τή Νέα Ύόοκη έ πειτα άπό τό απειλητικό μήνυ
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
μα που τούς έστειλε ό άόρα τος εχθρός των. Νά όμως πού οί προβλέψεις των βγήκαν ψεύ τίικες. Το μεσημέρι, μετά τό Φ'αγηιτό κουδούνισε επίμονα τό τηλέφωνο. —Άλλο!, μίιληισε ό ΣέρινΊψ.
—Τζόε !, αντήχησε τό γαύγιισμα του Χόβαρτ, δέν κάναμε τίποτε με την ύδρογονική βόμ 6α. Γλυτώσαμε βέβαια προς τό παίρόν τή Νέα Ύσρκη, ή α πειλή όμως συνεχίζει νά ύπάρ χη πάνω στη Γή. Πήρα ένα τηλεγράφημα από τό παράρ τημα τής Άστρι,κής Ασφά λειας του Λονδίνου όπου ανα φέρει πως μιιά αγέλη, γορίλλών έκανε τή νύχτα μιά έπιδρο μή στο κέντρο τού Λονδίνου και σκότωσαν όποιον εύρ ίσκαν μπροστά τους... —Μήπως με ετοιμάζεις γιά τό Λονδίνο, Χόιβαρτ; —Μ ή με κόβης Σέρινταν, θύμωσε τό μπουλντόγκ. Λεν πρόκειται νά πας ατό Λονδΐ. νο γιατί δεν είναι μόνο τό Λον δΐνο πού δοκίμασε τήν έπιδρο μή των γοριλλών. Τό ίδιο έγι νε στή Μόσχα καί στ ή Μελ βούρνη. —Τί· μέ διατάζεις νά κάνω τόίτε Χόβαρτ; —Θέλεις νά παραστήσης τον κουτό·, Σέρινταν; Απλούστατα νά άναλάβης τήν ύπόθε σι αυτή πού μου φαίνεται ή πιο μυστηριώδης, ή πιο θανά σιμη, απ’ όλες. Δέν ξέρω βέ βαια ^πώς θά ένεργήσης. Αυ τός εΐναι δικός σου λογαρια σμός. —<Περίμενέ με Χό'βαρτ, τού απάντησε ό ντέτεκτι!β. Σέ δέ
κα λεπτά έρχομαι. _ "Αφησε τούς φίλους του, μπήκε στήν κούρσα του καί σέ δέκα λεπτά βρισκόταν στο μέγαρο τής Άστιριικής Άσφά λείας καί συζητούσε μέ τον Χόιβαρτ.. —θά ήθελα νά ρίιξω μια μα τιά στην ταινία πού^καταγρά φει τις εκπομπές πού φτάνουν στή Γή από τούς άγνωστους πλανήτες, είπε σέ μιά στιγμή στον Χό'βαρτ. Μπήκαν μαζί σ’ ένα άπέραν το έργοστήριοι όπου υπήρχαν χιλιάδες περίεργα μηχανήμα τα. Ό ντέτεκτιβ έδωσε μιά διαταγή σ’ έναν υπάλληλο καί σέ λίγο έβλεπε σέ μιά φωτεινή οθόνη, τήν ταινία πού πάνω· της είχαν καταγραφή τά άγνωστα σήματα πού έρ χονταν στή Γή από τούς μυ στηριώδεις καί μακρυνούς κό σμους των πλανητών. Ό ντέτεκτιβ παρακολούθη σε μέ προσοχή τήν προβολή κι’ έπειτα πλησιάζοντας ένα ρομπότ, τό έθεσε σέ λειτουρ γία ώστε νά παρακολούθηση κΓ αυτό τήν ταινία. Στο τέλος τό ηλεκτρονικό ρομπότ έγρα φε κάτι σ’ ένα χαρτάκι. Ό Σέ ριντσν πήρε τό χαρτάκι πού πάνω του ήταν γραμμένος έ νας αριθμός, τό δίπλωσε μέ προσοχή καί τό έβαλε στήν τσέπη του. —Τί είναι αυτό; τον ρώτη σε περίεργος ό Χόβαρτ. —Ένας αριθμός, Χάβαρτ. Άπό αυτόν θά ξεκινήσω. Τό ρομπότ μου έγραψε τήν άπόστασι τήν οποίαν χωρίζει τον πλανήτη πού τις τελευταίες μέρες στέλνει πολλά σήματα
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ στη Γη. Ή χαρτογραφική υ πηρεσία του Σ ύμπαντος θά μου υποδεί'ξη, ποιος είναι αυ τός ό πλανήτης και... —Θά τον έπισκεφτής... —5 Ακριβώς. Θά τον χτυπή σω τον εχθρό >μου στη φωλιά του1... Ό Χόβαρτ έσφιξε *μέ συγικί νηισι το χέρι του συνεργάτη του. —Σου εύχομαι κάθε επιτυ χία, του εΐττε. ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΝΕΔΡΑ ΗΤΑΝ νύχτα όταν ό Τζόε Σέ ,ρινταν γύριζε στο σπίτι τής ίΝάνσυ πού τον περίιμεναν ο ί φίλοι του. Ή χαρτογραφική υπηρεσία του Συρπαντος βρή κε ιμέ πολύ δυσκολία τό άστρο πού ^ τής ζητούσε γιτατί ήταν πολύ μακροά, σέ άλλο ηλιακό σύστημα. -αφνικά, μιά ριπή πολυβό λου έσκισε ^ την ατμό σφαίρα, λίγο· μ.ακρυά από τό σπίτι τής Νάνου. Τά φρένα τής κούρσας τού Σέρινταν στρίγγλισαν α παίσια, καθώς ο! σφαίρες έ σπασαν τά πλαϊνά τζάμια καί πέρασαν δυο εκατοστά πάνω από τό κεφάλι του. Χω ρίς^ δισταγμό τράβηξε τό πι στόλι του καί πυροβόλησε στά τυφλά για νά δώση στον εχθρός του νά καταλάβη πώς ήτανέτοιμος νά πουλήση άκιρι 6ά τό τομάρι του. Σήκωσε σέ μιά στιγρή τό
23
κεφάλι του καί κύτταξε κλε φτά προς τό βάθος τού έρηρου δρόιμου. Μιά κούρσα είχε σταμοτήισει καί τρεΐς ^ σκιές πήδησαν κάτω ιμέ κατεύθυνσι προς τή δική του κούρσα. Σή κωσε τό πιστόλι του καί πά τησε τή σκανδάλη. Μιά σκιά έβγρλε ένα άγριο ουρλιαχτό, ταλαντεύθηικε κι5 έπεσε ·μ’ έ να ■ βαρύ γδούπο στήν άσφαλ° το. Μέ τή σειρά του πήδησε κάτω κι* ό ντέτεκτιβ, άνοιγαν τας τήιν αντίθετη πόρτα ένός σπιτιού. «Θά πουλήσω ακριβά τό το ιμάρι- ,μου, συλλογίστηκε. Οί άνθρωπο·! αυτοί έχουν σκοπό νά ,μέ ξεμπερδέψουν απόψε. Γιατίι, όμως; Βάζω στοίχημα πώς στήν ύπόθεσι των γοριλλών έχουν βάλει τό δαχτυλάκι τους καί ιμερ ιικόί Γή,ϊνοι...». Μιά σφαίρα σφύριξε, κι5 ήρ θε νά καρφωθή στο ξύλο τής πόρτας πού στεκόταν. Κάποι ος ήταν απέναντι του καί τον είχε βάλει στο σημάδι. Τήν είχε άσχημα τώρα. Ύποπτευ όταν πώς τον είχαν κλείσει άπ5 όλες τις «μεριές. Είχε πέ σει για τά καλά στη φάκα. Ό άνθρωπος πού τον πορο βόλησε, έβγαλε τό κεφάλι του πίσω από τον κοριμό ενός δεν τροο. Αυτό άρκούσε στον ντε τεικτιβ. Μέ μιά αστραπιαία κί νησί σήκωσε τό πιστόλι καί πυροβόλησε. Αυτό ήταν. Είδε τον εχθρό του νά σηκώνη ψηλά τά χέρια καί νά πέφτη σάν άδειο σακκί στη ρίζα τού δέντρου. Πέρασαν μερικά λεπτά τρο μερής αγωνίας. Καμμιά κί'νη
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σι δεν διακρινόταν, κανένας θόρυβος δεν άκόογόπαν λες κι5 δλα είχαν νεκρωθή ^ολόγυ ρά του. Οι διαβάτες είχαν άπομακρυνθή τρομαγμένοι και οΊ κάτοικοι των γειτονικών σττι τιών είχαν άρτταρώισει τις πόρ τες τους. <<Άν περάσουν λίγα λεπτά θά τρεξη ή αστυνομία όπω σδήίποίτε θά την ειδοποίηση κάποιος». Αυτές τις σκέψεις έκανε ό ντέτεκτ ιβ όταν φανερώθηκε μιά σκιά μπροστά του, εντελώς ξαφνικά, κι’ ενα πιστόλι καρφώθηικε οπήν κοιίλιά του. —ιΠιέταξε τό σπίλο σου, ντε τεκτιβ!, ακούστηκε μιά άπει λητική φωνή. Ό Σέρινταν υπάκουσε. Τό πιστόιλι του βρόντησε στη Γη και... τότε, έγινε κάτι που δεν τό περίμενε κανείς. Τό πιστό λι πέφτοντας στη γη χοροπή δησε κΓ έκπυρσοικρότησε. Ή σφαίρα χτύπησε τον αντίπαλο του Σέρινταν στο πόδι και τον έκανε νά ξεψωνιίση από τον πό νο και νά πετάξη. μέ τή σειρά του κι5 αύτός τό πιστόλι. Ό Σέρινταν τό άρπαξε στο αέρα κι5 έσκυψε ρτάνω στον τραυματία πού είχε κουλού ρι αστή άπό τούς πόνους καί βογγούσε. —ίΓΊές μου ποιος είσαι και ποιος σ5 έστειλε νά μέ σκοτώ σης!, τού είπε καί τού κάρφω σε τό πιστόλι στον κρόταφο. Ό τραυματίας άνοιξε τό στόμα του νά πή κάτι μά δέν πρόλαβε. Μιά ριπή αυτομά του1 αντήχησε καί δεκάδες σφαίρες καρφώθηκαν στο κορ μί του. Κάποιος .πρόλαβε καί
τού έκλεισε για πάντα τό ατό μα πρί/ν ιμιλήση. Ό Σέρινταν έπεσε μπρούμυτα πίσω* άπό τό άψυχο κορμί πού έχθρού Του κι5 αυτό ήταν ή σωτηρία του, γιατί πό αυτόματο κρο πάλι σε. ακόμη1 δυο φορές. Καμ μιά σφαίρα όμως δέν άγγιξε τον ντέπεκτ ιβ. Την Τ'δια^ στιγμή, σειρήνες αστυνομικού αυτοκινήτου πού πίλησίαιζε άντήχησαν. ΟΊ κα κούργοι άφησαν τον ντέτεκτιβ καί μπαίνοντας στην κούρσα τους έφυγαν μέ ίλιγγιώδη τα χύτητα. Λίγα λεπτά αργότερα ό Τζόε έμπαινε στο σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του καί τής διηγήθηκε την απροσδόκητη περυπέτειά του. —1 Στοιχηματίζω πώς οι άνθρωποι πού θέλησαν νά μέ απειλούν στόν άλλο κόσμο α πόψε, τούς είπε, έχουν κάποια σχέσι ,μέ τούς γορίλλες. "Ίσως αυτοί νά τούς έχουν στείλει νά τρομοκρατήσουν τή Γη. Εξήγησε κατόπιν στη Νάν συ καί στους φίλους του τό σχέδιό του καί τούς είπε νά ετοιμαστούν γιατί σέ δυο ώρες θά έφευγαν για ένα καινούργιο ταξίδι μέ τόν Πρωτέα, για τον άγνωστο πλανήτη· άπό τόν όποΐο κατέφθαναν τις τελευ ταίες ημέρες πολλά μυστηρα-’ ώδη σήματα. ΔΕΥΤΕ1·™ ΠΑΓΙΔΑ Ό ΠΡΩΤ.ΕΥΣ έσκιζε πέρή φανα τό σκοτεινό χάος κάί οί μηχανές του δούλευαν θαυμά σια. Ό Λή Πό εΐιχε ένα διαβο λεμένο κέφι καί δέν σταματού σε νά χορεύη άπό τή στιγμή
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ ττού ξεκίνησαν από τή Γή. —Δεν 'μττοιρώ πιά να παί ζω φυσαρμόνικα, ' άπάκανε ό Μίκυ. Σταμάτησε να χορέ6ης Λή Πιό. Το βλέπεις στι μου κό πηκε ή ανάσα; Ό άνθρω|πος του Πράτ α ναγκάστηκε νά διακ-όψη· το χο ρό του ικι* ήρθε κοΛ κάθισε πλάϊ στο φίλο του. -αφνικά, πετ άιχτηκε από τή θέισι του λες και τάν άγγι ξε ηλεκτρικό σύρμα, ενώ τά ,μάτια του γούρλωσαν κιυιττάζοντας προς την πόρτα τής κρμπίνας πού συγκοινωνούσε μέ το διαμέρισμα των πολυβό λων. Ό Μίκυ έστρεψε κι5 αυ τός νά κυττάξη και μέ μιας άλλαξε τό χιρώμα του ενώ τό αΐμα πάγωσε στις φλέβες του Στήν πόρτα, πού την ώρα αύ τή ήταν ανοιχτή, έστεκε ένας άνθ|ρωπος. Κρατούσε στο χέ ρι του πιστόλι και χαμόγελού σε σατανικά. Πιάτο* του, πρό βαλε δεύτερο κεφάλι κι5 ένα δεύτερο πιστόλι έκανε τήν έμ φίάνισί' του. —’Σέρινταν!, ούρλιαζε ό Μίκυ. —Αέν όφελούν οί φωνές παλ ληκάρι μου, τού είπε ό ένας άι'τό τούς, δυο ανθρώπους. Ό Σέρινταν πού βρίσκεται στο πηδάλιο, δέν οδηγεί πιά. —Τον σκοτώσατε!, ξεφώνι σε μέ σπαραγμό ή Νάνου. —Όχι ακόμη*. Πάντως, μέ τό χτύπημα πού δέχτηκε στο κεφάλι, θά μείνη για μερικές ώρες άναίσθητος'. —πΜά... πώς μπήκατε; ρώ τησε παραξεινεμένα τό παιδί. —Τού φαίνεσαι μυστήριο πι τσιρΐκο; Κι* ρμως δέν είναι.
25
Κατορθώσαμε άπλούστατα νά παραβιάσουμε τήν πόρτα τού άστροπιλοίου σας, δωιροδοκών τας έναν από- τούς υπαλλή λους τού πυραυλοδροιμίου καί κρυφτήκαμε στήν αποθήκη των τροφίμων. ^—ίΚαί... τί Θέλετε; ρώτησε πάλι τό παιδί. Καί οί δυο άντρες κάγχα σαν μαζί. —Εΐναι νά τό ρωτάς; Θέ λουμε νά μάθουμε πού πάτε. Ό Μίκυ σηκώθηκε από τή θέσι του. —-Καλά, εΐπε στους απρό σκλητους επισκέπτες τού Πρω τέα,παραδέχομαι πώς κερδίσα τε τό- παιχνίδι. Θά σάς πώ πού πρόκειται νά πάμε καί τί θά κάνουμε. Τούς έδειξε έναν καναπέ καί τούς είπε νά καθήσουν. Οί δυο- οπλοφόροι κάθησαν χωρίς νά κατεβάσουν ούτε στι γμή τά πιστόλια τους. —-Πρόκειται νά πάρε, άρ χισε τό Ελληνόπουλο, ενώ τήν ίδια στιγμή τό πόδι του έκα νε μια αδιόρατη κίνησι καί πά τηίσε κάτι. Αμέσως συνέβη κάτι τό καταπληκτικό. Ό κα ναπές πού κάθονταν οί δυο κα κοΰργοι αναποδογύρισε καί οί δυο- τους βρέθηκαν ανάσκελα, χτυπώντας, τά κεφάλια τους στο δάπεδο. —Επάνω του!, φώναζε ό Μίκυ. "Ωσπου νά μιλήση-, ό Λή Πό είχε κιόλας τιναχτή σάν ελατήριο Κι5 είχε οομήσει πά νω στον εναν από- τούς κα κούργους. Στον ρλλο ώρμησε ό Μίκυ κγ άρχισε νά τόνχτυπάη μέ τίς μικρές αλλά άτσα
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
λένιες του γροθιές. Στο τέλος αφού τούς αφόπλισαν, τούς έδεσαν και τούς δυο μαζί για να είναι πιο ακίνδυνοι. Τή στιγμή εκείνη μπήκε στην καμπίνα ό Σέιρινταν, κρσ τώντας το κεφάλι του πού τον πονούσε. Είδε τή σκηνή των δεμένων κακουργών καί άνάπνεύσε μέ άνακούφισι. —Ούτε κατάλαβα ποιος ή ταν εκείνος πού μέ χτύπησε ξαφνικά, είπε στή Νάνου πού έτρεξε αμέσως κοντά του. Ποι οί είναι; —Λεν τούς ρωτήσαμε ακό μη, άπάντηισε ή Νάνσυ. Μάς είπαν πώς είχαν κρυφτή στο διαμέρισμα των τροφίμων. Ό Σέρινταν γονάτισε δίπλα τους —ΐΠήτε: μου; πο-ιοΐ είστε; ρώτησε. "Αν θέλετε νά ζή.σετε, απαντήστε μου αμέσως. Κανείς τους αμως δεν άπάν τησε. Ό Σέρινταν έσκυψε πιο πο λύ κοντά τους καί τούς σκούν τησε βίαια. "Εμεινε για μια στιγμή ακίνητος κι5 έπειτα ση κώθηκε. Τό πρόσωπό του ή ταν χλωμό κι* είχε σφιγμένα τά χείλη του. Ή Νάνσυ τον κύτταξε παραξιενερένη. —·Τί' συμβαίνει; τον ρώτησε. —Είναι νεκροί, τής απάν τησε. —Νεκροί; Ποιος τούς σκό τωσε; —Μόνοι τους σκοτωθήκαν, τής είπε ό ντέτεκτιβ. "Εκρυ βαν επάνω τους κάποιο δηλη τήριο καί τό χρησιμοποίησαν χωρίς νά τούς πάρετε εϊδησι. Προτίμησαν νά πεθάναυν πα
ρά νά μιλήσουν. 3Από αυτό πού φοβούνται, όμως, δεν προ κιειται νά γλυτώσουν. ^3Αργά ή γρήγορα θ3 άνακαλυψουμε τον μυστηριώδη, πλανήτη αητό τον οποίον έρχονται στη Γή τά σήματα καί οι Γορίλλες. ΣΥΜΠΛΟΚΗ ΣΏΜΑ ΠΡΟΣ ΣΩΜΑ Ο ΠΛΑΝΗ ΤΗΣ στόν ο ποίον προσγει ώθηκε τό θρυ λικό άστρόιπλοιο τής 3Αστρικής 3Ασφά λείας «!Πρωτευς», ήταν τεράστιος, διπλά σιος σχεδόν από τή Γή. Πυ κνή βλάστηίσι τον σκέπαζε καί άπειρα ποτάμια, μικρά καί με γάλα, κυλούσαν τά καθαρά νε ρα. τους. —Ώραΐος Πλανήτης !, έκα νε μέ ενθουσιασμό ή Νάνσυ. Είναι ό,τι πρέπει για τόν άν θρωπο. "Αν δεν είναι κστοικημένος, θά πρέπει νά τον κατοι κήσουν Γήινοι, Τζόε. Αές νά ε! ναι ό πλανήτης από τόν οποίο ξεκινάει ή απειλή εναντίον τής Γής; Ό Σέρινταν σήκωσε τούς ώμους του. —Ποιος ξέρει, έκανε. Αέν άντ ικρ ύσαμε πουθε νά κτ ίρ ι α που νά μάς δείχνουν πώς αυ τός ό πλανήτης κατοικεΐται. —"Ισως νά σκεπάζωνται τά κτίρια από τά πελώρια δέν τρα, Τζόε. Δέν έχω ποτέ μου ξαναδή τόσο μεγάλα δέντρα. —"Ας κάνουμε μια μικρή εξερεύνηση πρότεινε ό Σέριν-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
27
ταιν. Προηγουμένως δμως πρέ ιτει να κρύψουμε τον «Πρωτέα» Να τον καμουφλάρουμε μέ κλα διά δέντρων. "Έκοψαν .μεγάλα κλαδιά και σκέπασαν τό πελώριο και α στραφτερό άστρόπλοια. Έττει τα ώττλίστηίκαν ως τά δόντια και ξεκίνηΐσαν. Στην αρχή βά διζαν κάτω από τή ακιά των ττελώρ ιων δέντρων. Είτε ι τ α βγήκαν σέ μιά κατάφυτη κοι λάδα μέ παραμυθένια οψι. „
—Τζόε !, ξεφώνισε σέ μιά στιγμή μέ θαυμασμό ή Νάνσυ. Κύττταξε ψηλά! Κύιτταξαν δλοι τους. "Ενα πελώριο άστρο ττου λαμποκο τπουσε σάν ήλιος είχε ττροβάλ λει· στον ορίζοντα. Τό Θέαμα ήταν θαυμάσιο αλλά και τρομερό μαζί. ^Ηταν
Ή υδρογοινική βόμβα συγκλόνισε τό μεγάλο νησί
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
σά να χαμήλωνε το* φεγγάρι τής Γης την ημέρα και νά φαν τάζε σαν ένα πελώριο λάμπε ρό άλ,ώινι. —ΕΤναι δορυφόρος αυτοί) του πλανήτη, έβγαλε τό συ μπέρασμα. ό Σ'έρινταν. —-"Έχεις δίικηο, απάντησε ό Αή Πό, που κάτι καταλάβαι νε από κάτι. τέτοια γιατί στον πλανήτη ΓΊράτ ήταν καθηγη τής τής "Αστρονομίας. Καθώς στέκονταν καί κύτταζαν σαν χαζοί τον δορυφό ρο που όσο πήγαινε κι" ανέβαι νε στον ουρανό, δεν πήραν είδησι πώς όλόγυρά τους τά φυ τά αναδεύονταν λες και περ νούσαν. ανάμεσα τους χιλιά δες φίδια. Πρώτος είδε την ύποπτη κί νησί ό Αή Πό, που τό μάτι του έφυγε για μια στιγμή α πό τό δορυφόρο. —Κάτω όλοι!, ούρλιαζε. Έταν καιρός. Μόλις οι συν τροφοί του κυλίστηκαν ξαφνια σμένοι στό έδαφος, πελώριες σ ιλουέττ ε ς ξεπετ άχτηκαν όλο γυρά τους κι3 άρχισαν νά τους βομβαρδίζουν μέ εκατοντάδες πέτρες. Μια από αυτές χτυπη σε τή Νάνσυ στον ώμο καί ά φησε νά τής ξεφύγη μια πόνε μένη κραυγή. Ένα δευτερόλεπτο άργότε ρσ, ριπές αυτομάτων καί πυ ροβολισμοί αντήχησαν. Ο] τέσσερις αστροναύτες χτυπαΰ σαν αλύπητα τις μαύρες αυ τές σκιές που δέν ήταν παρά τεράστιοι γορΐλλες, από έκεί νους που ήταν γεμάτο τό νησί τής Γή,ς. Οι πέτρες λιγόστεψαν τώρα νά πέφτουν. Ό κίνδυνος όμως
δέν σταμάτησε. Σέ λίγο, ένα νέο κΰίμα γοριλλών έκανε δεύ τερη έπίθεσι μέ πέτρες καί ξύ λα, ουρλιάζοντας σάν πλάσμα τα τής κοίλάσεως. "Από τά ό πλα των αστροναυτών τό μολΟιβι· έβγαινε καταιγιστικό καί καρφωνόταν στά κορμιά^ τους. Μά εκείνοι ήσαν πολλοί1, ένα πλήιθος ολόκληρο πού δσο πή γαανε καί στένευε τον κλοιό γύρω τους. Ό ντέτεκτίιβ κατάλαβε πώς ό κίνδυνος πού τούς απειλού σε ήταν θανάσιμος. Έπρεπε οπωσδήποτε νά φύγουν, από τό μέρος αυτό, νά σπάσουν τον κλοιό καί ν" ανέβουν σέ με ρικά δέντρα πού δέν άιπεΐχαν παρά εκατό μέτρα μακρυά τους. "Εξήγησε τό σχέδιό του στους φίλους του. —"Εγώ θά σάς υποστηρί ξω γιά νά σπάσετε τον κλοιό, τούς είπε. "Οταν φθάσετε κον τά στά δέντρα, βοηθήστεμε τότε νά ξεγλυστρήσω· κΓ εγώ γιά νάρθω κοντά σας. Ή σκηνή πού ακολούθησε, δέν περί γράφεται. Ή ηρωική Νάνσυ ιμέ τό τολμηρό Έλληνό πουλο καί τόν ψύχραιμο Αή Πό, χρειάστηκε νά παλέψουν σώιμα μέ σώμα μέ τούς γορίλ λες γιά ν" ανοίξουν δρόμο καί νά περάσουν. Χρησιμοποίησαν γιά δπλα τά αυτόματά τους τά πιστόλια τους, τά μαχαί ρια τους, ώς κι" αυτές τις γρο θιές τους ακόμα. Έπειτα οπτό μια σκληρή κι" αιματηρή μά χη, πού θά κράτησε πάνω από ένα τέταρτο, κατόρθωσαν νά Φτάσουν στις ρίζες τών δέν τρων. "Εκεί ταμττουρώθηκαν
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ στους κορμούς καί, ενώ ρ Αή ιΠό χτυπούσε οποιοσδήποτε γο ρίλλα πλη)σίαζε, ή Νάνου μέ τό Μίκυ έστρεψαν τά όπλα τους προς τό μέρος του1 Σέριν τοον πού εΤίχε μείνει πίσω τους. Αυτό πού είδαν τούς πάγω σε τό αίμα. Ό Σέρινταν ήταν κυκλωμένος από τά αιίμοβόρα αυτά τέρατα καί προσπαθού σε μάταια υιά άμυνθή. Ένώ πυροβολούσε μπροστά του, ένας γορίλλας ώριμηισιε μέ μιά θριαμβευτική κραυγή πίσω του, έτοιμος νά του συντρίψη τό κεφάλι μ5 ένα μονάχα χτύ πημα. Ό Μιίικυ σήκωσε με ψυχράι μία τό πιστόλι του, σκόπευσε καί πυροβόλησε. Ή σφαίρα του· βρήκε τό γορίλλσ στο κε φάλι, πριν προλάβει ν άγγίξη τον Σέρινταν. Μ5 αυτό όμως δεν κατάφερε καί πολλά πράγματα. Έ νας γορίλλας σκοτωνόταν, τρεΐς πετάγοντ αν άπό τά χόρ τα. —1Κ ύρ ιε Σ έρ ι νταν!, φώναξε τό παιδί, πέστε κάτω αμέ σως ! *Επειτα στράφηκε προς τή Νάνσυ πού τον κύτταζε μέ α πορία. λ—Γρήγορα χειροβομβίδες !, τής είπε. Μόνο μ’ αυτές θά μπορέσουμε νά τούς συντρί ψουμε. ιΠέταξαν καί οι δυο ταυτό χρονα άπό μιά χειροβομβίδα, όταν εΐδαν πώς ό Σέρινταν εΐ χε πέσει κάτω. Ένας τρομε ρός κρότος^ άντήιχηΐσε κάί χι λιάδες θραύσματα τινάχτηκαν ολόγυρα σφυρίζοντας δαιμονι σμένα, μαζί μέ πέτρες καί χώ
29
ΐματα. Δεκάδες γορίλλες έπε σαν καταγής νεκροί ή πληγώ μένοι, γεμίζοντας την ατμό σφαιρα μέ τρομερά ουρλιαχτά. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ό Σέρινταν τινάχτηκε σαν λά στιχο επάνω κάί τρόχοντας, έφτασε καταϊδρωι μένος καί κα τάκοπος στους φίλους του. ^—Γρήγορα στα δέντρα!, φώναξε. Είναι ή μόνη μας σω τηρίία. Τά δέντρα ήταν ψηλά αλλά τούς ήταν^ πολύ εύκολο ν’ άναρρ^ιχηθούν επάνω τους για τί ^ είχαν πολλές διχάλες. Σέ πέντε λεπτά είχαν καί οί τρεις ανέβει στην κορυφή τους. Έρριξαν μιά ματιά κάτω καί είδαν τό πλήθος των γοριλών νά είναι μαζεμένο καί νά τούς κυττάζη. Ό Μίικυ έ στρεψε την κάννη τού αύτομά του προς τά κάτω, έτοιμος νά πυροβόληση, μά ό Σέρινταν τον εμπόδισε. ^ —"Οχι, τού είπε, είναι κου τό νά ξοδεύσουμε όλες τις σφαίρες μας. Οί γορίλλες ό σο πηγαίνουν καί γίνονται πιο πολλο-ί. Είναι προτιμάτε ρο νά περιμένουμε. ;—"Ως πότε; ρώτησε ή Νάνσυ αναστενάζοντας. Ό Σέρινταν άνασήκωσε τούς ώμους. ^ —” Ισως ήταν κουτό αυτό πού κάναμε, είπε στους φίλους του. Έδώ πού ανεβήκαμε εΐμα στε άποκλειιαμένοι. 3 Αν έχουμε νά κάνουμε μόνο μέ τούς γο ρίλλες, ελπίζω νά καταφέρου με νά φύγουμε. *Άν όμως... Οί φίλοι του τον κύτταξαν έρωτημα,τ κκά. —Έχω την έντύπωσι πώς
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ οι γορίλλες αυτοί έχουν λογι κό, μά δεν είναι οι μόνοι κάτοι κοι πάνω σ’ αυτόν τον πλάνη τη. Κ,οποίος α!λλος τουοδη γεί καί τους διατάζει. Οι γο ρίλλες δεν θά .μπορούσαν να καταστρώσουν ένα σχέδιο για την καΐτάκτησι της Γης κΓ έ πειτα, δεν θά [μπορούσαν νά έχουν ένα .μηχανικό πολιτισμός Πίσω από τούς γορίλλες κρύ βονται άνθρωποι. —ιΚαί κεΐνο τό πλάσμα πού γαύγιζε ιμέσα στο κουτί,^στήν έρημη βίλλα του νησιού τής Νέας Γης, τί ^ήταν; ρώτησε με φανερή περιέργε^ια^ό Μίκυ. >Γιά δεύτερη φορά ό Σέρινταν ,άνασήκωσε τούς ώμους, γιατί δεν ήξερε τί άπάντησι νά δώση,. ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΕΜΕΙΝΑΝ πε .ρίπου δυο ώ ρες στο δέντρο χωρίς οί γορίλ λες νά κινηθούν από τη θέσι τους. "Άρχισαν ν5 ανησυχούν καί νά νευριάζουν. "Ως πότε θά [μπορούσαν νά κάθωνται έτσι ακίνητοι; —-Πρέπει νά κατεβούμε, α ποφάσισε ό ντέτεκτιβ. Θά πε τάξουμε δυο τρεΐς χειροβομ βίδες... Σταμάτησε νά μιΐλάη. "Ενα γαυγισιμα ακούστηκε μέσα στα χόρτα καί τούς θάμνους. 1 ήν ίδια στιγμή, συνέβη κάτι παράξενο. Οί γορίλλες έπεσαν δλοι ανάσκελα! "Έπειτα., δσο τό γαύγισμα πλησίαζε, τά αί
μοβόρα τέρατα άρχασαν νά ση κώνιωνται καί νά φεύγουν. —Έτοιμαστήτε!, φώναξε ό ντέτεκτιβ. ’» Πλύστρησε πρώτος στη ρί ζα τού δέντρου. Συνέχεια κα τέβηκαν καί οι φίλοι του. Οι γορίλλες είχαν δλοι τους φύ γει καί ό δρόμος ήταν έλευθε ρος. Καί τό παράξενο γαύγιομα είχε σταματήσει. , —ι Πρήγορα γιά τον «Π.ρωτέα», είπε ό Σέρινταν. Πρέ πει νά προσγειωθούμε σέ άλ λο μέρος τού πλανήτη, πιο ή συχο. Δεν πρόλαβαν όμως νά κά νουν ούτε είκοσι βήματα, όταν μια άγρια κι" επιτακτική φω νή αντήχησε πίσω τους: —ιΠετάξτε τά όπλα αμέ σως ! Οι τέσσερις άστροναύτες ξαφνιάσκηίκαν κΓ έμειναν γιά λίγο ακίνητοι, μαρμαρωμένοι, χωρίς νά σκεφθουν νά αντιδρά σουν. —Σάς έχουμε κυκλώσει!, μίλησε ή ίδια φωνή. Είναι πε ριττό νά άντισταθήτε. Ό ντέτεκτιβ αποφάσισε νά παραδοθή καί πέταξε πρώτος τό δπλο^ του. Τον μιμήθηκαν καί οί άλλοι. Την ίδια στι γμή, μέσα άπό τά χόρτα βγή καν πέντε Γήινοι. Προχώρη σαν προς τό μέρος τους με προτεταμένα τά αυτόματά τους. Πήραν τά δπλα των άστρο ναυτών καί βάζοντας τους μπροστά, τούς διέταξαν νά προχωρήσουν. ^ Ή πορεία κράτησε δέκα λεπτά περίπου. Κανείς δεν μι
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ λούσε ατό δρόμο. Πέρασαν κάτω από φουντωτά δέντρα καί διέσχιζαν πολλά ρυάκια μέ πεντακάθαρο νερό. Ό πλα νήτης αυτός ήταν πραγροτι κά πάροδε ισένιος ,μά ό Σέραν ταν καί οιί φίλοι του δεν εί χαν αρείξι νά άποθαυμ άισουιν την ομορφιά του. Τους βασά νιζαν χιλιάδες ερωτηματικά καί ή αγωνία τους βάραινε την καρδιά. Ποιος ήταν ό άρ χοντας αυτού του πλανήτη; Τί ζηιτούσαν εδώ πάνω οί Γη ϊνοι; Που τούς πήγαιναν καί τί σχέδιαζαν νά τούς κάνουν; Στο τέλος, ή συνοδεία στα μάτησε μπροστά σέ μιά με γάλη καλύβα. Έταν φτια γμένη μέ κορμούς δεντριών. Δίπλα της υπήρχαν κι3 άλ λες καλύβες. Οι τέσσερις αίχ μάλωτοι μπήκαν στην πρώτη καί ή πόρτα έκλεισε πίσω τσυς. Οί Γή,ϊνοι πού τούς αίχ μαλώτισαν δεν τούς είπαν ούτε λέξι. *
*
*
Πέρασαν πολλές ώρες ώ σπου ν3 άνοιξη, ή πόρτα. Δυο Γήϊνοι έκαναν τήν έμφάνισί ιούς καί έκαναν νόημα στο Μίκυ καί στη Νάνσυ νά πλη σιάσουν. —Ελάτε μαζί μας, τούς είπαν. Δέν έχετε νά πάθετε απολύτως τίποτε άν μάς υ πακούσετε. Ή Νάνσυ έρριξε μια ματιά στον Σέιρινταν κι3 έπειτα προ χώρησε προς τήν πόρτα. Πί σω της βγήκε κα!ί τό Έλληνό πουλο. Οί δυο άντρες τούς έβαλαν στη μέση καί τούς ώδήγησαν
31
σέ μιά άλλη καλύβα, πιό με γάλη από τη δική τους. Ε κεί, τούς περίμεναν δυο ακό μη Γήϊνοι. Τούς έβαλαν νά καθήσουν κι3 ό ένας από τούς 6υο αυτούς Γήινους, μίλησε ατούς αιχμαλώτους του: —Κρατώ στα χέρια μου μιά μεγάλη δύναμι. Έχω κά τω από τις διαταγές μου τούς κατοίκους αυτού του πλανήτη πού είναι τόσο πολύ προοδευ μένοι όσο δεν μπορείτε νά φανταστήτε. Μέ τη βοηθέιά τους έχω σκοπό νά δημιουρ γήσω κάτι τό τέλειο, τό άνω τέρα. —Δηλαδή; τον ρώτησε ή Νάνσυ. —Μιά καινούργια φυλή! Θά φέρω ανθρώπους από τη Γη, νά αιχμαλωτίσουν ώριτον υπέροχο πλανήτη δπου θά βασιλεύω εγώ! Δέν είναι ωραίο τό σχέδιό μου; Γι3 αυ τό έστειλα τούς ίσρίλλες στή ΓΓή, νά αιχμαλωτίσουν ώρί αμένους ανθρώπους καί νά τούς φέρουν έβώ. " Ενας από αυτούς, όμως, πήγε νά αϊχμαλωτίση εσένα κι3 έτσι μπή κε ατά ίχνη μου ό ντέτεκτιιβ Σέρινταν καί ή Άστρική 3 Α σφάλεια. ^ —Τιατί δέν λέγατε στον κόσμο νά έρθη νά κατοίκηση έδιώ, αλλά θέλετε νά τον φέ ρετε μέ τη βία; Ό άνθρωπος χαμογέλασε. —Γ ι ατί δέν έπρεπε νά μέ γνωρίση κανείς !, είπε. "Αν μάθαινε τό όνομά μου ή άστυ νομία, θά μ3 έβαζε στην ήλε ικτριική καρέκλα. "Έπειτα, ή 'Άστρική "Ασφάλεια δέν θά
32
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
συμφωνήση στο σχέδιο πού έχω στο νού μου να κάνω. —Δηλαδή; ,ρώτησε τώρα ό Μίκυ. —Σκοπεύω να σκοτώσω όλους τούς κατοίκους τού πλανήτη αυτού. Δηλαδή τούς γορίλλες καί τούς σκυλ αν θρώπους. —-Ποιοι είναι οί σκυλάνθρωποι ; ·■—ΈΤναι μια ράτσα άνθρώ πων πού «μοιάζουν μέ σκύ λους. Έχουν αναπτύξει έναν υπέροχο πολιτισμό σ5 αυτόν τον πλανήτη., άλλα είναι πο λύ λίγοι. Μόνο πεντακόσιοι όλοι - ολοι. Αυτούς τούς πεν τακόσιους τους υπηρετούν χι λιάδες γορίλλες. Οι γορίλλες αυτοί είναι σαν υπηρέτες των «καί ζοΰν στις απέραντες ζούγκλες. ΕΤναι πολύ πιστοί ατούς σκυλ ανθρώπους καί τούς λατρεύουν σαν Θεούς. "Οταν ιμιλάη ένας σκυλάνθρωπος, όσοι γορίλλες τον άικούν πέφτουν ανάσκελα κάτω σέ ένδειξι - σεβασμού. —-Μέ ποΊ0 δικαίωμα θέλε τε νά σκοτώσετε αυτά τά α θώα πλάσματα; είπε ή Νάνσυ^στόν άνθρωπο πού τής ιμι λούσε. . Ό άλλος δεν πρόλαβε ν’ άπαντηση,. Ένα άγριο ουρ λιαχτό γέμισε την άτιμόισφαι ρα κοόί τούς έκανε ολο«υς νά ■ριγήσουν.
Ένας από τούς φρουρούς των αιχμαλώτων βγήκε σ’ έ να παράθυρο καί κύτταξε έ ξω. —:Γορ ίλΐλες !, φώναξε. Ε κατοντάδες γορίλλες (οπλι σμένοι μέ ρόπαλα, έρχονται εναντίον (μας! —Το ύ ς σκυλανθρώπους ! ουρλιαξε ό άνθρωπος πού μι λούσε πριν λίγο. Διατάξτε τους νά τούς σταματήσουν I Ό φρουρός πατάχτηκε έξω καί σέ λίγο, δυνατά γαυγίσ·μ ατ α άκούστηκ αν. Ταυτό χρονα μέ τά γαυγίσματα, οί γορίλλες πού έρχονταν ώπλι ,σμένοι ιμέ τά ,ρόπαλα, κοντο στάθηκαν, έπεσαν όλοι τους άνάσκελα κι5 έπειτα τόβαλαν στα πόδια. —Οείρίφηιμα!, είπε ό άν θρωπος. Είδατε καί μέ τά μά τια σας τί συμβαίνει. Έχω αιχμαλωτίσει όλους τούς σκυ λ ανθρώπου ς καί ό,τι τούς δια τάζω,Λ γίνεται. Λοιπόν, έχω νά σάς κάνω ίμια προτασί'. Θέλετε έσεΐς οί δυο νά ιμείνε τε στον πλανήπη« «μου καί νά μέ ύπακούετε σαν βασιλιά σας; —:Κάί ό Σέρινταν;, ρώτη σε ή κοπέλλα. —Ό Σέρινταν θά πεθάνη! Δεν τού έχω εμπιστοσύνη! "Ενα ρίγος συγκλόνισε την κοπέλλα.
ΤΕΛΟΣ Συγγραφεύς: Π. ΠΕΤΡΙΤΗΣ Απαγορεύεται ή άναδημοσίευσις
Ό Μκϋρος
ΤΑΡΖΑΝ Αυτός είναι ό τίτλος του νέου εβδομαδιαίου άναγνώσματος, πού θά κυκλοφορήση σέ λίγες μέρες, την
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 11 Απριλίου *0 «Μικρός Ταρζάν» είναι τό πιό συναρπαστικό και συγκλονιστικό ανάγνωσμα ζούγκλας πού εχετε διαβάσει ποτέ! Γοργά έπεισόδια. γοητευτική πλοκή., δράσι, πάλη μέ θηρία καί ιθαγενείς, εξωτικά ζώα, άγων ία, γέλια, διασκέ δασης! ιΟ «Μικρός Ταρζάν» είναι γραμμένος άπό τον ει δικό στά άναγνωσματα ζούγκλας έκλεκτό συγγραφέα Νίκο Ρουτσο, πού υπόσχεται σ' δλους τούς παλαιούς φίλους του ότι αυτή τη φορά τα δώση κάτι πολύ καλύτερο άπό κάθε άλλο άνάγνωσμα ζούγκλας πού εχει γράψει ποτέ!
Ό Μικρός
ΤΑΡΖΑΝ θά γίνη ό αχώριστος σύντροφος κάθε παιδιού καί θά χαρίζη στιγμές άξέχαστες καί μόρφωσι συνδυασμένη μέ διασκέδασι καί πνευματικό καί ψυχικό ξεκούρασμα σέ κάθε Ελληνόπουλο! Μετά τό διάβασμα τών μαθημάτων ή μετά την εργασία, η άνάγνωσις του Μικρού Ταρζάν θά άναπαύη καί θά ξεκουράζη! Αγοράστε όλοι τον Μικρό Ταρζάν τη Μεγάλη Παρασκευή (στις επαρχίες θά κυκλοφορήση μιά εβδομάδα άργότερα γιά τεχνικούς λόγους). Σελίδες 36, εξώφυλλα οφφσετ, τι μή 2 δραχμές !
γ π Ε ρ
Ρ Ο Π Ο Σ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ Γραφεία: 'Οδός Λέκκα 22 — ΑΡ!Θ. 23 — Τιμή δραχ. 2 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουράς, Φαλήρου 41, Οι κονομικός Δ)ν>τής: Γεώργ. Γεωργ ιάδης, Σφίγγας 38. Προϊστά μενος τυττογιρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταουλων 29, Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΓ Γ. Γεωργιάδην, Λέκικα 22, * Αθήνα ι.
Τό επόμενο τεύχος τού «Υπεράνθρωπου», τό 24, που κυκλοφορεί τήν ερχόμενη Τετάρτη με τον τίτλο
είναι ενα υπέροχο και συναρπαστικό τεύχος γεμάτο δράσι καί πλοκή. 'Ο θρυλικός αστροναύτης ντέτεκτιβ Τζόε Σέρινταιν, μαζί με τον αχώριστο καί μικρό του φίλο Μίκυ, τήν αρραβωνιαστικιά του καί τον Λή Πό„. ζοΰν μια συγκλο νιστική περιπέτεια σ5 εναν άγνωστο πλανήτη που τον κα τοικούν σκυλάνθρωποι !
^μμμμμμμμμμμμμψ .
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΙΙΣ
#
3ΕΑ Η 044 Π Ρ (Γ ΚI ΠI ΣΙ X Α
3Κα* Ο ΑΡΧΗΓΟΙ ΤΟΝ ΑΟΛΟφΟΝΟΝ ΒΡΗΚ^ ΤΟΝ -ΘΑΝΑΤΟ ΠΟν ΤΟΥ ΑΙΙΖΜ. ί
^Μονο
οοεοϊ^
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ την ΓΩΧΗ, 3ΞΑΝ^Η Γ\ΡΙ ΓΚΙΤΙΙΕΣΑ
011ΣΚΥΛ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Ή Νάνσυ γονάτισε στον αναίσθητο ντέτεκτιβ.
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΩ^ ΣΚΥΛΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΕΝΑ ρΐγας φρίκης συγκλο νίζει τή Νάνου άκούγοντας τον άνθρωπο ιμέ τα γένεια νά τής λέη πώς θά σκοτώση τον Τζαε. Βρίσκεται στην κα λώβα ταυ ιμαζι <μέ το Μ-κυ, δπου τούς πρότεινε νά μείνουν στον πλανήτη και νά τον υπα
κούουν σαν βασιλιά τους (*). —-Και ό Σέρυνταν,-τον εΤχε ρωτήσει ή Νάνου. Τον Σέρινταν θά τον σκοπώ σω γιατί δε του εχω εμπιστο σύνη !, τής είχε απαντήσει αύ (*) Διάβασε το προηγούμενο τεύχος τοΟ «Ύπερανθρωτηου», το 23, πού ζχει τον τίιτιλο: «Διιαταγή: Πυρ».
ΤΙΜΗ ΔΡΆΧ. 2
4
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τός. Θά μέ προδώση στην "Αστίριική 3Ασφάλεια ικαι ιθά ,μέ κσβήσουν στην ηλεκτρική κα ρέκλα. 3 Εγώ θέλω νά δηιμιουρ γήσκο μια άποακία Γηΐνων σ3 αϊτόν τον πλανήτη όπου νά με ύπακούουίν ικοαί νά μέ σέβωνται ισάν βασιλιά τους. —<Γιά νά φοβάσαι τήν "Αστριική "Ασφάλεια, του είπε θαρραλέα ό Μίκυ, σημαίνει πώς είσαι κάποιος κακούργος ΜόνΟν ένας άνθρωπος μέ >κ ακουργα ένστ ικτα θά σχεδ ία ζε τό έγκλημα πού σκοπεύεις νά κάνης εσύ. Νά εξόντωσης τούς σκυλ ανθρώπους καί τούς γορίλλες πού κατοικούν σ3 αύ τον τον πλανήτη και νά φέρης ανθρώπους πού θά τούς φέρε σαι σά νά είναι- δούλοι σου. Ό άνθρωπος (μέ τά γένεια αγρίεψε, τά ιμάτια του έλαμψαν αλλόκοτα, σηκώθηκε καί παίρνοντας ένα μαστίγιο, τό έδειξε στο θαρραλέο Ελληνό πουλο. —Τά λόγια σου θά τά πλη ρώσης πολύ γοήγορα παλιό παιδο! 3Αφού θέλεις νά μάθης πο-ιός είμαι, στο λέω. Έχεις ακούσει γιά τόν Τζίμ Χά ρισαν; —Καί βέβαια!, απάντησε ειρωνικά τ(ό Ελληνόπουλο.Εί σαι ό μεγαλύτερος τυχοδιώ κτης τής "Αμερικής. Τόν τε λευταίο1 καιρό μάλιστα σέ εί χαν κλείσει στις φυλακές του Σίγκ - Σίγκ γιά κάποια ά πατη... Ό άνθρωπος γέλασε βρα χνά. —Μπορεί στο παρελθόν νά ή μουνα τυΐχοδ ιώκτη ς, έκανε,,
στο μέλλον όμως 6ά γίνω ό βασιλιάς του μεγάλου αυτού πλανήτη. ■Και γύρνώνιτας προς τό μέ ρος των δυο φρουρών, διέταξε: -—<Κλείστε τους σέ ξεχωρι στή καλύβα ικαί φρουρήστε τους καλά. ★ * * ^ Ή μέρα πέρασε χωρίς κα νένα απρόοπτο. Ό Σέρινταν μέ τό Λήι Πο πού ήταν κλει σμένοι σέ άλλη καλύβα, περίμεναν μάταια τό γυρισμό τής Νάνσυ και τού Μίκυ. Ό θρυ λικός ντέιτεκτί'β ασο πήγαινε καί έίχίανε τήν ψυχραιμία του. "Έκοβε συνέχεια βόλτες και μουρμούριζε* κάθε τόσο: —πΚάΐτι συμβαίνει, Αή Πό. Φοβάμαι μήπως ή Νάνου καί ό Μίκυ έπαθαν κανένα κακό. "Οταν βραδυάση, θά δοκιμά σουμε νά δραπετεύσουμε, φί λε μου... —ίΠώς; τόν ρωτούσε ό Αή Πό κουνώντας συνέχεια από τήν αγωνία του τά μυτερά αύ τιά του. —θά βρούμε τόν τρόπο, Αή Πό, μην άνησυχής. "Αρκεί νά μή μάς βγάλουν έξω από την καλύβα αυτό· τό βράδυ. ΟΙ ώρες πέρασαν αργά ώ σπου νά νυχτώση, μεγαλώνον τας τό μαρτύριο καί τήν αγω νία τού Σέρινταν. "Οταν τό σκοτάδι απλώθηκε γιά τά κα λά ό ντέτεικτιβ πλησίασε τόν Λή Πό και τού ψιθύρισε στο αυτί. —ιΚάθησε λίγο πιο πέρα από τήν πόρτα καί περί|μενε έτοιμος νά έπέμβης στήν κα τάλληλη στιγμή, όταν δης ότι
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
κινδυνεύω η χρειάζομαι βο ή 6ε ια. Ένώ ό Λ ή Πό πήρε τη θέσι του δίπλα ιστήν πόρτα, ό Σέρ ινταν ξαπλώθηκε ατό δά πεδα κι5 άρχισε ινά βογγάηι δυ νατά. Σέ μιά στιγμή άνοιξε ή πόρτα και πρόβαλε τ'ό κεφάλι ενός φρουροί). —Τί συμβαίνει εδώ πέρα; είπε καί άναψε το φακό του. Είδε τον Σέρ ινταν ξαπλωμένον καταγής να χτυπιέται και νά στριφογυρίζη1, καί άποφάσισε νά μπή. Με τό πρώτο βήμα 'που έκανε,ό Λή Πό/κατά λαβε τό ισχέβιΐο του Σερ ινταν. Μέ ένα απίθανο σάλτο βρέθη κε πάνω στο σβέρκο του ψρου ρου ένώ μέ τό πόδι του έκλει νε τήιν πόρτα. Τήιν ίδια στιγμή ό Σέριντ'αν σηκώθηκε από τή θέσι του και αρπάζοντας τό φρουρό ιάπό τό πόδι, τάν γκρέ μισε καταγής μαζί μέ τον Λή Πό πού (βρισκόταν γατζωμε νός στην πλάτηι του. Ετοιμά στηκε νά τόν χτυπήση στο κε Φ>άλι για νά τόν έρποδίση νά φωνάξη, όταν τόν σταμάτησε ό Λή Πό. —Τό κανόνισα έγώ, αφεν τικό, τού είπε. Ό Σ έρ ινταν πήρε τό φακό του Αναίσθητου τώρα φρουρού καί τό όπλο του μαζί μέ τις σφαίρες. —"Ελα μαζί μου, είπε χα μηλόφωνα στον Λή Πό. Ό άν θρωπος του Πράτ τόν^ ακολού θησε. "Ανοιξαν την πόρτα καί βγήκαν έξω. Τό σκοτάδι απαλό καί ό ουρανός στσλιζό τον άπό χιλιάδες λαμπερά ά“ ατφια. 5 Από τις καλύβες 6-
λόγυρα δεν άκουγόταν ό παρα μικρός θόρυβος. _ «Πρέπει νά ελευθερώσω τή Νάνσυ καί τό Μίκυ, άν ζοΰν άκάμΐη, σκέφτηκε ό Σέρ ινταν». Κύτταξε όλόγυρά του. "Ο λες οί καλύβες πού έβλεπε δέν είχαν σκοπούς μπροστά στήν είσοδό τους. Προχώρησε σκυ φτός άνάμεσά τους για νά φθάση καί στις τγιο (μάκρυνες καί τότε... τότε έγινε κάτι πού δέν τό περίμενε, τόσο ξαφνικά καί αναπάντεχα πού δέν μπό ρεσε ν5 άντι δράση. καί ν5 ά|μον θή. Κάποιος τόν πλησίασε α θόρυβα άπό πίσω καί τόν χτύ πησε μέ δύναμι μέ κάτι σκλη ρό, στο κεφάλι.Χιλιάδες αστέ ρια έλομψαν μπροστά στά μά τια του, κι5 έπεσε μονοκόμμα τος στή Γή. Πριν χάση τις αί σθήσεις του, έίδε δίπλα του καί τόν Λή Πό νά πέψτη ένώ πίίσω του διέκρινε μιά σκιά ενός πελώριου σκύλου... ΔΎΟ ΣΥΜΜΑΧΟΙ
ΟΤΑΝ άνοιξ,ε τά μάτια του ό Σ έρ ινταν, τό πρώτο πράγμα που άντίικρυσε ήταν ό Λή Πό. Είχε σκύψει ε πάνω του καί προσπαθούσε νά τόν συνεφέρη —Φοβήίθηκα πολύ κύριε Σέ ρ ινταν, τού είπε. Νόμιζα πώς δέν θ5 ανοίξετε ποτέ τά μά τια σας. Ό ντέτεκτιβ άνακάθησε μέ κόπο. Βρισκόταν μέσα σ5 έ να παράξενο δωμάτιο πού οί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
τοίχοι του έμοιαζαν σαν γυά λινοι. Πόρτα δον υπήρχε σέ καμμιά πλευρά του τοίχου. «Παράξενο, συλλογίστηκε, 6 Σέρινταν. θάλεγε κανείς πώς μάς αιχμαλώτισαν έξωτι κ ά πλάσμ αοτα...». Δεν πρόλαβε ν' άποτελειώ ση τή σκέψι του, όταν ένα μέ ρος του τοίχου κατέβηκε προς τό δάπεδο καί άφησε ενα ά νοιγμα. Στο άνοιγμα αυτό έ καναν την έμφάνισί τους μερι κοί γορίλλες. —^ Κύριε Σέρινταν, εΤιτε ό Λή Πό, κουνώντας νευρικά τ' αυτιά του, ιμού φαίνεται πώς ήρθε τό τέλος μας. Οΐ γορίλλες τούς έβαλαν στη μέση καί σπρώχνοντας τους τους ανάγκασαν να βγουν. Ανέβηκαν μια σκάλα γυάλινη κι5 αυτή κι5 αφού προ χώρησαν σ' ένα στριφογυρι στό διάδρομο πού έμοιαζε με λαβύρινθο, μπήκαν σ' ένα^ με γάλο δωμάτιο. λ ΊΊό δωμάτιο αυτό ήταν γεμάτο ποςράξενα μηχανήματα πού άλλα ήταν κολλημένα στον τοίχο καί άλ λα κρέμονταν από τό ταβάνι. Ή πόρτα πίσω τους έκλεισε καί άνοιξε μια άλλη, όπου έ καναν την έμφάνισί τους δυο αλλόκοτα πλάσματα. Είχαν μορφή σκύλου καί περπατούσαν μέ τα τέσσερα. Τό πρόσωπό τους όμως θύμι ζε πολύ άνθρωπο. Τά μάτια τους πετουσαν φλόγες καί μπαίνοντας άρχισαν νά γαυγί ζουν. Οι γορίλλες έπεσαν μέ μιας Ανάσκελα καί άρχισαν νά μουγγρίζουν ένώ τό γαύγισμα των σκυλανθρώπων συνεχιζό
ταν. Στο τέλος οι γορίλλες ση κώθηκαν καί παίρνοντας τούς δυό αιχμαλώτους τούς αδήγη·οαν μπροστά σέ μια μηχανή καί τούς κάθηισαν σέ δυό σκα μνιά. —ιΠιρέΙπει νά κάνου)με κάτι, ψιθύρισε φοβισμένοςΛό Λή, Πό. Φοβάμαι πώς θά μάς κανουν κομματάκια- κομματάκια σ' αυτή τή μηχανή. —Μή φοβάσαι, τον καθησύ χάσε ό Σέρινταν. "Οταν ύπάρ χη κίνδυνος θά σέ ειδοποιή σω εγώ. Μόλις κάθηισαν στα καθί σματα τους καί πέρασαν δυό λεπτά, τό ταβάνι πού βρισκό ταν από πάνω τους άρχιζε νά κατεβαίΐνη. "Οταν έφτασε πά νω άπό τά κεφάλια τους, στα μάτησε. "Ενα διαφανές κου βούκλιο τούς σκέπασε τώρα καί στο κεφάλι του κάθ' ένος, έφαρμόστηκε ένα έλασμα άπό τό όποΐο ξεκινούσαν πολλά καλλώδια τά όποΤα κατέληγαν σ’ ένα πολύπλοκο μηχάνημα. "Ενας άπό τούς σκύλους κά θησε σ'ένα μηχάνημα Απέναν τι τους καί γύρισε ένα διακό πτη. Ταυτόχρονα ό Σέρινταν ένοιωσε κάτι νά βσύίζη στο κεφάλι του καί νά τού τριβέλι ζη τό μυαλό. Τό βουητό πού ήταν Ανυπόφορο κράτησε δυό όλάκληρα λεπτά. "Οταν τελεί ωσε, Ακούστηροε μια καθαρή γήϊνη φωνή. χ —Τό μηχάνη)μα άπέδειξιε πώς δεν ήρθατε μέ κακό σκο πό πάνω- στον πλανήτη μας. "Ηρθατε νά πολεμήσετε τούς άλλους πού σάς μοιάζουν στή μορφή κι* αιχμαλώτισαν τούς
ΥΠΕΡΑΝΩΡΩΠΟΪ τίΛϊΐρόφους μας. ΈμεΤς οι δυο :ϊχ^ο^με φύγει για μιά μακρυή Αποστολή καί γερνώντας,
είδαμε την καταστροφή που έγινε οπόν πίλανητη μας. Κατιαίλιαίβαίνω πώς θέλετε να μας ' βοηθήσετε γι’αύτό σάς αφήνουμε ελεύθερους. Ό Σήρινταν δοκίμασε ,μεγά λ η έκπληξι και θαυμασμό για τά τέλεια αυτά μηχανήματα που διάβαζαν τή σκέψι καί πού μπορούσαν νά μετατρέ πουν μια άγνωστη, γλώσσα σέ Γ ήιϊγη. Οι σκύλοι γαύγισαν και οί γορίιλλες βιάστηκαν νά ελευ θερώσουν τους δυο αιχμαλώτους από τό κουβούκλια πού τούς σκέπαζε. Ό Σέρινταν πλησίασε με θάρρος τούς σκυ λ ανθρώπους καί τούς έκανε νό ημα πώς ήθελε νά βγή έξω α πό τό κτίΐριο. Οί σκυΐλάνθριωιποι κατάλα βαν καήπροχώιρησαν μπροστά
1 Η*
~-ΐ.
.
..·»»» "■·'
’Έκανορν περιπολίες στους δρόμους τής Νέας Ύόρκης.
8
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Σέ λίγο ό Λή Πό καί ό Σέριν ταν βρίσκονταν έξω στην ύ παιθρο όπου τό μισοσκόταδο τής νύχτας, είχε απλώσει πά νω στιόν πλανήτη την πιο βσθειά ησυχία. ★ ★ * —Αύτ οί οι σκυλάνθρωποι, είπε ό Σέρινταν, είναι μιιά πο λύ πιροοδευμένη φυλή. "Ενώ όμως έχουν θαυμάσια επιστη μονικά επιτεύγματα, δεν έ χουν κατασκευάσει δπλα κι3 ούτε είχαν ιδέα από πόλεμο. Γι’αυτό τό λόγο οί Γήϊνοι αι χμαλώτισαν τούς συντρόφους τους. Γιά καλή μας τύχη, αυ τοί οί δύο έλειπαν σέ άποστο λή καί γυρνώντας, έκαναν μια επιδρομή στον καταυλισμό των Γήινων όπου μάς ψάρεψαν νά ελευθερώσουμε με κάθε τρό πο τούς συντρόφους μας. (Προχώρησαν μέισα^στή ^νύ χτα μόνοι τους, άφου πρώτα ρώτησαν τούς δυο σκυλανθρώ πους νά τούς υποδείξουν πού ήταν ό καταυλισμός των Γήι νων. Τό παλάτι άπ" δπου βγή καν ήταν πνιγμένο μέθα στη βλάστησι καί φαίνεται πώς οί Γήινοι δεν θά τό είχαν πάρει είδησι. Βάδισαν ένα τέταρτο περί που δτοίν φάνηκαν μπροστά τους οί καλύβες. —Αή Πό, είπε ό ντέτεκτιβ στον άνθρωπο τού Π ράτ,μπο ρείς νά κάνης κάτι; 3Ανέβα α πό δέντρο σέ δέντρο καί προ σπάθησε νά δής σέ ποια κα λύβα υπάρχουν φρουροί. Δέν πρόλαβε ό Αή Πο νά σκαρφαλώση στο δέντρο δταν ακούστηκαν φωνές καί τρεχά
μστια. Φαίνεται πώς οί κακούιρ γοι είχαν πάρει είδησι τη δρα πέτευσί1 τους. Σά νά μην έφτανε αυτό, 6α ρειά βήματα αντήχησαν. "Έρ χονταν προς τό μέρος τους. Ό Σέρινταν αρπάχτηκε σάν αίλουρος άπό τό κλαδί τού δι πλανού του δέντρου καί σκαρ φάλωσε επάνω. Τό ίδιο έκανε καί ό Λή Πό. Ένα λεπτό αρ γότερα, δυο άνθρωποι περνοΰ σαν κάτω άπό τό δέντρο. Κρα τούσαν αυτόματα >κΓ έψαχναν μέ προσοχή ολόγυρα. Την άμέσως επόμενη, στι γμή, δυο κορμιά γλύστρησαν άπό τό δέντρο κι3 έπεσαν μέ βαρύ γδούπο πάνω στους ώτιλ ισμένους ανθρώπους. Ταυτό χρονα ατσάλινα χέρια έσφιγ γαν τό λαιμό τους, εμποδίζον τας του νά μιλήσουν. Οί τέσσερις σκιές κυλίστη καν καταγής σέ μιά άγρια πά λη, σέ μιά πάλη ζωής καί θα νάτου. 3Από τις τέσσερις σκι ές ώριθώθηκαν μόνο δύο. ^ —'Καλά τούς καταφέραμε, είπε ό Σέρινταν στο φίλο του. Θά παίξουμε· τώρα ένα άλλο κόλπο. Πάρε τό δπλο του αν τιπάλου ίσου (Κΐ3 ανέβα στό δέντ)ρο που είναι δεξιά σου. Ό Λή Πό υπάκουσε καί ό Σέρινταν,άφού έβγαλε μιά ά ναρθρη ^ κραυγή,/ανέβηκε κι "αυ τός επάνω. Σ έ λίιγο,καιναύργ ια βήματα αντήχησαν, “ήρεΐς Γή ινοι πού άκουσαν τη φωνή μέ σα στη νύχτα, ήρθαν καί στά θΐηικαν κάτω άπό τό δέντρο. Βλέποντας δυο ακίνητα! κορ μιά κάτω, έσκυψαν νά δοΰν τί συμβαίνει. Μέ τό σκύψιμο
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
6 μ ως, ύπέγρ αψοον την κατταδί κη τους. Ό ΤζόΙε και όΛή Πό έπεσαν επάνω τους, τους άνα παδσγύ|ριισαν ικαίί τα κοντά κια των οπλών τους τους έ θεσαν γρήγορο έκτος μάχης. —Μαζί μου Λή Πό!, ψιθύ ρισε τώρα ό Σέρινταν.Οΐ ε χθροί μας έχασαν πέντε συν τρόφους τους. Τώιρα θά κάνου με έφοδο. Θά προσπαθήσουμε όμως προηγουμένως νά βροΟ',μ'ε την καλύβα των φίλων μας. ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΜΑΧΗ
ΚΑΘΩΣ προ χωρούσαν, βίρέ θηκαν ' όίντι μέ τωπο ι μέ δυο άκόρη αντιπά λους τους.. *Ώ σπου νά συνέλθουν έκεΤνοι άπό τή έκπληξί τους και νά σηικώσαυν τά «όπλα τους, ο Σέρινταν ώρμηισε πάνω τους σαν σίφουνας καί τό αυτόμα τό του δούλεψε σάν ρόπαλο ρίχνοντας καί τους δύο κάτω. θχαν φτάσει τώρα σέ μια καλύβα δπου απέξω φύλαγαν δυο σκοποί. —Έδώ είναι οί φίλοι μας! ψιθύρισε ό Λή Πό. λ Ό Σέριντάν έκανε νόημα μέ^τό κεφάλι του πώς συμφω νουσε ενώ ταυτόχρονα έπεφτε μπρούμ.υτα κι’ έκανε νόημα καί στον Λή Πό νά Τον μιμηθή, Τό παχύ χορτάρι σκέπασε το; σώματά τους καί σέρνον ταν τώρα άνάμεσά του, άθό>ρυβα καί μέ προσοχή, σάν άτ ληθινά φίδια. Σέ λίγο, είχαν
9
φτάσει σ’ ενός μέτρου άπόο τάσι άπό τού ς δυο σκοπού ς , χωρίς εκείνοι νά τούς πάρουν είδησι. Μέ μιά ταυτόχρονηι κίνησι τούς άρπαξαν άπό τά πόδια. Τά δυο κορμιά έκαναν ένα α πότομο τόξο καί βρόντησαν πάνω στο έδαφος. Τού. ενός τό κεφάλι χτύπησε, στόν κομ μό ενός δέντρου κι5, έμεινε α ναίσθητος, Τον άλλον πρόλα βε νά τον συγυρίση ό Σέρινταν μέ μιά καλοζυγισμένη γροθιά, πριν εκείνος προλάβη νά βγάλη καί την παραμικρή φωνή άπό τό στόμα του. Ό ντέτεκτιβ ανορθώθηκε καί Πλησίασε την καλύβα. Ή πόρτα ήταν κλεισμένη απ’ έξω μ" *ένα μάνταλο.Τήν άνοιξε ικ|αί... έμεινε κατάπλη κτος μπροστά ιστό· θέαμα πού άντίικριυσε. Μέσα στην απλό χωρη καλύβα βρίσκονταν ξα πλωμένοι δεκάδες σκυλάνθρω ποι. ι ; *' Οί σκύλάνθίρωποι βλέπον τας την πόρτα ανοιχτή, ώρμη σαν νά βγουν. Μέ κόπο ό Σέρινταν παραμέρισε καί γλύ τωσε τό ποδοπάτημία. "Οταν βγήκε καί ό τελευταίος, έκα νε νόημα στον Λή Πό νά τον άκολουθήση. —Είμαστε τυχεροί, του είπε. 5Ελευθερώσαμε χωρίς νά τό θέ λουμε τούς σκυλ ανθρώπους. Είμαι βέβαιος πώς οί κακουρ γοι 0ά τρέξουν ξοπίσω τους τώρα, κι* εμείς θά βρούμε ευ καιρία νά έλευθερώσουμε τούς φίλους μας. ""Ετσι καί έγινε. Οί κακουρ γοι έτρεξσν ξοπίσω στους σκυ
10
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
λανθρώπους πού ξεχύθηκαν μέσα στη νύχτα με άγ-ρια ουρ λιοοχτά νά άπομακρυινθοΰν άπό τον καταυλισμό, φωνάζαντας κι5 αυτοί καί ούρλιάζαντας ά πό τό κακό τους. Ό ντέτεκτιβ τώρα, άρχισε νά τρέχη άπό καλύβα σε καλύβα. Σέ μια α πό αυτές διέκιρινε έναν σκοπό νά στέκεται έξω άπό την πόρ τα της ιμέ τό οπλο έτοιμο. Μπορούσε νά διακρινή άμέσως τον Σέρινταν καί πυιρο βόλισε χωρίς καθυστέρησι. Ή σφαίρα πέρασε ξυστά άπό τον ώμο του ντέτεκτιβ. Έπε σε αμέσως, μπρούμυτα καί πυ ροβόλησε στην τύχη. Ό σκο πός έβγαλε μια άπαίίσια βρα χνή, φωνιή, έφερε τό χέρι πρόζ τό μέρος του στήθους του και γονάτισε. Μια δεύτερη σφαί ρα του Σέρινταν τον έρριξε νεκρό. "Έκανε νά πραχωρήση τώ ρα^ ό ντέτεκτιβ όταν δυο και νούργιες σιλουέττες έκαναν την ρμφσνισί. τους δίπλα στο σκοπιό που έθεσε έκτος μά χης. Ή κατάστασις γινόταν τώρα δύσκολη καί δραματική για τον ντέτεκτιβ. Καταλάβαι νε πώς στήν καλύβα αυτή βρί σκονταν οί φίλοι του, άλλα οι κακούργοι δέν θά τον άφηναν εύκολα νά πλησιάιση. Μια μάχη* γεμάτη, πείσμα άρχισε τότε ανάμεσα τους. Οι σφαίρες έσκιζαν τόν νυχτερινό αέρα μ5 ένα απαίσιο σφύρι γμα μά δεν καρφώνονταν σέ σάρκες γιατί οί^ αντίπαλοι εί χαν Ταμπουρωθή γιά τά καλά. (Πόσο κράτησε αυτή ή άσκ0 πη μάχη; Δεν μπορούσε νά τό
ύπολογίση ό ντέτεκτιβ. Είχε νευριάσει γιά τήν αποτυχία του αυτή καί μάταια προσπα θούσε να πραχωρήση γιά νά πλησιάση προς την καλύβα. Σέ κάθε κίνησί' του έφταναν δεκάδες σφαίρες ζητώντας νά καρφωθούν στο κορμί του. -αφνιικά, αριστερά του άντήχησε ένας πυροβολισμός κι* έπειτα μια ριπή. Τό αίμα τού Σ έρ ιντσν πάγωσε στ ί ς φλεβες του. Καινούργιοι κακούργοι προστέθηκαν στή μάχη καί τους πλευροκοπούσαν τώρα. —Λή Πό, φώναξε τόν φίλο του, γύρισε προς τό μέρος τους καί σκόπευσε δσο μπο ρείς π ιό κ αλά. Ό Λή Πό πήρε μιά στροφή στο κορμί του καί σηκώνοντας τό αυτόματό· του, πάτησε τή σκανδάλη. Ένα άπα-ίσιο ουρ λιαχτό αντήχησε άπό τό μέ ρος των έχθρών ταυ. Ένας άπό αυτούς, χτυπημένος κατά στηθα άπό τή σφαΐιρα τού Λή Πό, έπεφτε μονοκόμματος. Δεν πρόλαβε δμως νά χαρή ό άνθοωπος τού Πράτ, όταν μια νέα ριπή, που ήρθε άττό πίσω του, σκόρπισε γύρω ά πό τό κεφάλι ταυ; καί μ ιά ά πό τ'ίς δεκάδες σφαίρες άγγι ξε τήν κορυφή τού αυτιού του γιατί τόν έτσουξε. —Είμαστε χαμένοι, είπε ό ντέτ εκτ ι β .Μάς έχουν κ υκλώσε ι άπό παντού οί έχθροί μας. Δέ μάς μένει παρά νά παραδοθού με ή νά πεθάνουμε. —Κ αλύτεοα νά πεθάνου με!, άποκρίθηκε ο Λή Πό. —Δεν συμφωνώ μαζί σου!, άποφάσισε ό Σέρινταν. Πρ€-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
πει να παρατείνουμε δσο μττο ροΰμε τή ζωή μας για νά... Α
Α
Α
Αναγκάστηκε νά σταματήση. 01 πυροβολισμοί τών ε χθρών τους που τούς είχαν κλείσει στη μέση σταμάτη σαν. Τέντωσε τ’ αυτιά του καί άναιρρίγ^σε. "Ενα βουητό άπό μουγκρίσματα ακούστηκε. "Ε να βουητό πού δσο πήγαινε και πλησίαζε. —Οι γορίλλες !, ακούστηκε μια φωνή φρίκης. Σέ λίγο, ιμέσα στο μισοσκά ταδο τής νύχτας, φάνηκε στην άκρη του καταυλισμού ένα σκοτεινό τείχος νά προχωρή. —Οι γορίλλες!, είπε ό Σερινταν, και μια έλπίδα τον πλημμύρισε. Εΐδε τούς εχθρούς του νά αφήνουν τή θέσι τους καί νά τό βάζουν στά πόδια. ■—Τρεξε Λ ή Πό !, φώναξε ό Σέρινταν. Με δυο γιγάντια βήματα έφτασε στην καλύβα καί μέ μιά απελπισμένη* κλωτσιά έ σπασε τήν πόρτα. —-Τζόε !, ακούστηκε μιά φωνή. 9 Ηταν ή φωνή τής Νάνον. Σκαρφάλωσε στο λαιμό του καί τον φίλησε κλαίγοντας ά πό τή χαρά της. Ό Μίκυ αγ κάλιασε τό Λή Πό ξεφωνίζον τας άπό τή χαρά του. Ό Σέρινταν συνήλθε πρώ τος άπό τή συγικίνησί του. —Μας άπειλεΐ ^ένας τερά στιος κίνδυνος, τους είπε. Οί σικυλάνθρωποι πού έλευθέρωσα έστειλαν τούς γορίλλες ε ναντίον των κακούργων. Πρέ
11
πει ν5 ανεβούμε σ’ ένα δέντρο χιά νά γλυτώσουμε. Έτρεξάν μέ τήν ψυχή στο στόμα καί σκαρφάλωσαν στό πρώτο δέντρο πού συνάντη σαν (μπροστά τους. Δυο^ λε πτά αργότερα, τό πλήθος τών αφηνιασμένων γοριλλών έφθανε στον καταυλισμό. Ή σκηνή ^ΐτού άκαλσύθησε ήταν απερίγραπτη σέ άγ ρ ι ό τητα. Οι καλύβες σωριάστη καν σέ συντρίμμια στο πέρα σμα τών γιγάντιων τεράτων καί δσοι άπό τούς κακούρ γους δεν πρόλαβαν νά φύ γουν, βρήκαν τραγικό θάνα το. Οι γορίλλες δσους πρό λαβαν, τούς ικ άτ’ακαμ ματ ι οίσαν ικαί τούς άλλους πού έφυ γον τούς κυνήγηΐσαν. Σέ λί γο, ή θύελλα τών γοριλλών πού είχε σαρώσει τρύς κα κούργους άπομακρύ νθ η κε προς τό δάσος. Πίσω τους έρχονταν οι σκύλάνθρωποι πού γαύγιζαν δίνοντας δια ταγές στους γορίλλες. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΕΝ Α Σ άπό τούς σκυλαίν θρώπους στα μάτηισ ε ικ ά τω όίπό τδ δρν τρο τους καί άρχισε νά γαυ γίζηΐ αγ ρ ι α. Σε λίγο συγκεντρώθηκαν γυ ιρω του καί άλλοι. — Γλυτώσαμε άπό τούς γο ρίλλες καί θά τήν πάθουμε άπό τούς σικιυλανθρώπαυς, είπε ό Μίκυ. Σέ λίγο δλοι σχεδόν οί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
σκυλάνθρύοιπο ι συγκ εντρώθηΓ καν κάτω άπό τό δέντρο τους. — ’Άς κατεβούμε, τηρότει νε 6 Σέρινταν. Είναι προτι μότερο να μή τους θυμώσου με. — Μα θά μάς κατασιταρά ξουν!, είπε ή Νάνου. — Δεν τό πιστεύω την π<χ ρηγόρησε ό Σέρινταν. Έχου με δ>υό καλούς φίλους άινάμε σά τους. Μόλις κατέβήκαν οι σκυλάνθρωποι όργισαν τό πανδαιμόνια των ουρλιαχτών. Πέντε γορίλλες πλησίασαν κρατώντας πελώρια ρόπαλα. Οι σκυλάνθρωποι τούς έκα ναν τόπο νά περάσουν.^ Τά μάτια των τεράτων πεταϋσσν φλόγες {μίσους. —Τά όπλα σας!, φώναό ντέτεκτιβ. Μέσα στο πανδαιμόνιο των γαβγισμάτων των σικυλανθρώπων, ο! γορίλλες πρόσ θεσαν τά απαίσια μουγγρ·Γ|ίτά τους πού έκαναν τούς τέσσερις αστροναύτες ν5 άνατρ ι,χιάσουν. — Χτυπάτε αλύπητα ο ποίον γορίλλα σάς πλησιάση!, είπε ο 'ντέτεκτιβ. Προ σοχή ρμως νά μην πυροβο λήσετε εναντίον των σκυλαν θρώπων ! Ό πρώτος γορίλλας, ένα θεόρατο τέρας ιμέ πελώρια δόντια, ούρλιασε ξαφνικά κύ έδωσε ένα σάλτο για νά φθά ση κοντά ατούς γήινους. Τό πιστόλι τού Σέρινταν υψωθη κε για λίγο, ακούστηκε ένας πυροβολισμός «και τό θηρίο
καθώς βρισκόταν στον 3αέρα, \ Γ 3/Τ εκοψε την ορμή του κι επεσε μ5 ένα βαρύ γδούπο στη ΥΠ Ο ί σκυλάνθρωποι γαύγι σαν πιό' ζωηρά τώρα. Οι υ πόλοιποι γρρίλλες ώρμηραν δλοι «μαζί ενάντιόν τών αν θρώπων πού βρίσκονταν κυ κλωμένοι από τούς σκυλαν θρώπους, Πυροβολισμοί από πιστόλια ικαί άύτόίματα αν τήχησαν. Οί γορίλλες έπεσαν καταγής,, άλλοι νεκροί κι5 άλλοΊ τραυματισμένοι. Ούρ λιαχτά καί βογγητά έσκισαν την ατμόσφαιρα από τούς τραυμοπ"ΐισ|μένουό, ενώ άλλοι γορίλλες. πλησίαζαν. Τ’ "Ενας από αυτούς πέταξε μια πελώρια πέτρα. Ή Νάνσυ κατόρθωσε νά στρίψη, άρι στερά, διαφορετικά ή πέ τρα θά την χτυπούσε κατα κέφαλα. Ό Μίκο πυροβόλη σε -καί ό γορίλλας πού πέ ταξε την πέτρα, πήρε μιά στροφή γύρω από τον εαυτό του καί σωριάστηκε πέφτον τας στο έδαφος. _ —Είμαστε χαμένοι 1, φώ ναξε ό Λή Πό. ιΚυττάξτε στο βάθος! Μιά ολόκληρη στρα τιά από γορίλλες έρχεται!^ Ή αυγή άρχισε νά ροδίζη στον ορίζοντα καί οί πολιρρκηΐμέίνοΐ' γήινοι άντίκρυσαν μέ φρίκη τή στρατιά τών γοριλλών πού πλησίαζε. — Είμαστε χαμένοι!, εί πε ή Νάνσυ. Τό πρόσωπα τού Σέριντον ήταν γεμάτο ρυτίδες καί ιδρώτα. Σκεφτόταν τους δυο σκύλανθρώπους πού τον
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
άφησαν ελεύθερο. Γιαττί δεν είχαν παρουσιαστή νά ττοΟν καί στους άλλους πώς δέ|ν ήθελαν τό κακό τους; Τί συνέβαινε; "Οσο έβλεπε την αγέλη των έξα:γριω|μίένων γοριλλώίν νά πλησιάζη, τόσο τηό πσλύ τον βασάνιζε ή αγωνία. Κι5 όταν πια οι γορίλλες έφθασαν δίπλα στους σκυλαν Βροοπους πού εΐχαν σταματή σει νά γαυγίζουν, είπε στους φίλους του: —■ Θά πολεμήσουμε σκο τώνοντας δσο πιο πολλά α πό αύτά τά τέρατα μποροΰυε. Θά κρατήισουιμ'ε την τε λευταία σφαίρα γιά ν’ συτοκτονήσουιμε. — ^Είναι προτιμότερο νά ανεβούμε όμως στο δέντρο, εΐπε ό Μίκυ. — Φαντάζεσαι πώς δεν θά τό ξερριζώσουν; ©κάνε ό Σέρινταν. "Ωπλισαν τά όπλα τους μέ νέες σφαίρες καί περίίμεναν μέ τις αισθήσεις τους σέ έπ [φυλακή,. Ένας από τους πρώτους γορίλλες ©κάνε ένα βήμα εμπρός. Ό Λη Πό δεν άργησε μ5 ένα πάτημα τής σκανδάλης, νά τον στείλη· νά συνάντηση τούς προγόνους του. Καί τότε... ... Τότε έγινε έκεΐνο πού περί|μ(ενε ό Σέρινταν κι* έκα νε την ψυχή του νά πλη|μμυρίση. από χαρά. "Ενας σκυλ άνθρωπος από τούς δύο πού ώδηγοΰοαν την αγέλη τών γοριλλών, άρχισε νά γαυγίζη δυνατά. Γαύγισε κάπου δυό λεπτά. Συνέχεια
13
άρχισαν νά γαυγίζουν καί οι άλλοι σκυλάνθρωποι. Οι πο λιορκημένοι γήινοι είδαν τό τε τούς γορίλλες νά απομα κρύνονται κΓ έπειτα, νά έ ξαφανίιζωνται πίσω1 άπό τά δέντρα. — Σωθήκαμε!, έκανε ό Σέρινταν. — Καί οι σκυλάνθρωποι; ρώτησε ή Νάνσυ. —Οΰ ίσκυλάνθρωποι είναι φίλοι (μας, τής απάντησε γε λώντας ό ντέτεκτιβ. — Δεν σέ καταλαβαίνω, είπε ή Νάνσυ καί τον κύτταξιε μέ περισσότερη έκπληξι τώρα. Μήπως τρελλάθηκες καί δεν ξέρεις τί λές; — Δεν τ,ρελλάθήκα καθό λου, Νάνσυ. Ανάμεσα ατούς σκυλ ανθρώπους έχουμε δυό συμμάχους. Δεν πρόλαβε νά τελείώση τά λόγια του, όταν δυό άπό τούς σκυλανθρώπους προχώ ρηΐσαν μπροστά: — ΑΛανούλα μου!, είπε 6 ΑΑίικιυ, δεν τούς έχω εμπιστο σύνη . — Μή φοβάσαι, του εΐπε ό Σέρινταν καί μέ λίγα λό για του έξήγησε την Ιστο ρία πού είχε ίμέ τό Λή Πό. Οι δυό σκυλάνθρωποι χο ροπήδησαν ιμπροστά τους, γαύγισαν ήρεμα κι5 έπειτα, γαυγίζοντας πιο δυνατά γύ ρισαν κάϊ μαζί μέ τούς άλ λους άρχισαν νά φευνουν. ΙΟΙ τέσσερις αστροναύτες άνάπνειυσαν μέ άνακουφισι. — Καί τοθρα, δεν μάς ,μέ νει τίποτ5 άλλο παρά νά ε πιστρέφουμε στη Γη, εΐπε ό
14
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
Σέρινταν. Οί κακοήργοι ,μέ τά -μεγούλεττήβολα σχέδια βρή καν την τιιμωρία που τους ά ξιζε. Ό πλανήτης αυτός θά μείνη ελεύθερος νά τον χα ρουν τά ττίλ άσματά του, οι σκυλάνθρωποι και οί γορίλλες. Α Α * Οι ατρόμητοι αστροναύ τες άφου είδοποίίησαν την 'Αστριική Ασφάλεια γιά τό τέλος των κακούργων, έμει ναν στον παράδεισόνιο πλα νήτη ιμιά εβδομάδα περίπου γιά νά ξεκουραστούν. Οί σκυλάνθρωποι δεν τους ενό χλησαν σέ τίποτε, όταν ό μως ό Σέρινταν πλησίαζε στα κτίριά τους καί προσπα θοΰσε νά ,μάθη: τά παράξενα /μυστικά τής επιστήμης των τον εμπόδιζαν. —5Αφού πέρασε ή εβδομά δα συνέβη κάτι τό ξαφνικό πού τούς άνάγκασε νά επι στρέφουν στη Γη. Μιά μέρα ή ήλεκτρομαγνητ ική συσκευή τηλεπικοινωνίας βαύηξε πα ραπέταμένα. Ό Σέρινταν πή ρε τό Ακουστικό καί άνοιξε τό διακόπτη. — 'Αλλό Σέρινταν!, άκου στηικε τό γαύγισμα του μπουλντόγκ τής Διαπλανητικής Ασφάλειας. Γιαπί άργη σες νά γυρίσης στη Γη; Βα ρέθηκες τις φασαρίες; — Είπα νά ξεκουραστώ λιγάκι, του άπάντη,σε γελών τας ό ντέτεκτίίβ. —"Εχεις καιρός νά ξεκαυραστής δταν γεράσης Σέριν ταν!, έκανε σέ αυστηρό τό νο ό Χόβαρτ. Ή Γή σέ περι
μένει μέ αγωνία καί ^σύ έ χεις τό θράσος νά γελάς; Τό ρέτωπο του θρυλικού ντέτεκτιβ ζάρωσε.
— Τί συμβαίνει Χόβαρτ; ρώτησε. — Σ υιμ βαίνει πώς αυτή η μαρτυρική πόλις, ή Νέα Ύόρκη, δεν λέει νά ή συ χά ση. Κάποιος ή κάποιοι, σκορ πουν τή νύχτα ένα διαβολε μένο αέριο πού κάνει τούς άνθρώπουν νά χάσουν τίς αι σθήσεις τους. — "Επειτα; τον ρώτησε μέ τροιμερο ενδιαφέρον ό ντέτεικτιβ. — Δεν καταλαβαίνεις τί γίΐνεται έπειτα; Αυτός ό κα κοποιός ή οί κακοποιοί, μπαίνουν σ’ ένα σπίτι καί τό ληστεύουν. ν— Κοοί τί σχέσι έχω εγώ με τις λη.στεΐιες; άπάντησε ό ντέτεικτι^. Έγώ υπηρετώ στήν Άστριική 5 Ασφάλεια. Υπάρχουν ά,στυνοιμικοΐ πού είναι ή δουλειά τους ν’ άσχο λοΰνται μέ τις ληστείες. — ^Σέρινταν!, γρυλλισε θομωρένο^ τό ,μπαυλντόγκ, γιά νά σέ καλώ έγώ νά γυρίσης,^ σημαίνει πώς ύπάρ χει λόγος!, "Αφησε λοιπόν τις διακοπές σου καί γύρισε στή Γή! — Όκέϋ, Χόβοςρτ. -εκινώ σέ πέντε λεπτά. Έκλεισε τή συσκευή τη λεπικοινωνίας καί γύρισε προς τό 'μέρος τών φίλων του. — 5Αρκετά ξεκουράστηκα ιμε, τους είπε. Μιά καινούρ για περιπέτεια μάς περκμέ-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νει
στη Γή. Σε πέντε λεπτά οί τέσ σερις ψίιλοι άπαχαιρετουσαν μέ συγικίίνησι τον παραδεκτένισ πλανήτη, των σκύλανθρώ πων και ό «Πίρωτεύς» χύμηξε Ακράτητος προς τό χάος μέ άντικειιμενικό σκοπό νά προσγειωθή στη Γή. Η ΦΡΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
ΣΥΝΒΑΙΝΕ I τό εξής, είπε ό Χόβαρτ στον Σέ ρ ι ν ταν .μόλις τον έπεσκέφθ ηκι άμέσως με τ ά την πρΟσγε'Τ'ωσι του «Πρωτέα» στο ττυροου λοζρόμιο τής Νέας Ύόρκης, 5Αρκετές νύχτες, γύρω άπο τα μεσάνυχτα, στις άπόιμε ρες κι* έργατιικές συνοικίες, κάποιοι ^ σκορπίζουν ένα α έριο πού ^ρίχνει τούς ανθρώ πους αναίσθητους, άφαϋ βα σ αν ίζαντ α ι προη γου μ ένως α πό έναν παράξενο βήχα. — Ή Αστυνομία δέν συ νέλαβε κανέναν ύποπτο; ρώ τ η σε ό Σέρινταν. — "Όχι. Γιατί οί Αστυνο μικοί^ πού βρίσκονται σ’ αυ τές τις γειτονιές πέφτουν κι" αυτοί ^Αναίσθητοι καί δέν μπορούν νά δράσουν. Αργό τερα Ανακαλύπτουμε πώς με ρικά σπίτια έχουν υποστή διάρρηξι. —^ Δέν μπορώ νά καταλά βω τί, σχέσι έχω έγώ ,μ* αυ τά τά πράγματα!, έκανε ό Σ4ριντς*ν,
15
Ή γροθιά του Χόβαρτ χτύπησε ,μέ δύναμι τό τρα πέζι καί λίγο έλειψε νά τό συντρίψη. — Σ τάσου, ξεροκέφαλε, γρύλλισε. Θά σου εξηγήσω. Οί έπιστήιμονες κατώρθωσαν νά πάρουν μιά ποσότητα Από τό Αέριο αυτό καί νά τό αναλύσουν. "Έβγαλαν δέ, τά εξής συμπεράσματα: Τό Αέριο αυτό είναι Ακριβώς τό ί διο μέ τό Αέρια πού υπάρχει στην Ατμόσφαιρα του πλα νήτη 22. — Καί τώρα θέλεις νά πάω στόιν Υιλανήτη 22; ρώ τησε ό Σέρινταν. — Όχι, δέν υπάρχει λό γος. "Έστειλα μιά Αποστολή στον πλανήτη αυτό καί γύρι σε άπρακτη. Δέν βρήκαν Α πολύτως τίποτε;. Ό πλανή της 22 είναι όλότελα γυμνός καί δέν υπάρχει ή παραμι κρή ζωή έπάνω του. Μόνο ήφαίστεια τον συνταράζουν ό λες τις ώρες τής ημέρας. Εί ναι ένας Ασχημάτιστος Ακό μα πλανήτης. Οί θάλασσες του κοχλάζουν από τη ^ λάβα πού ξερνάει κάθε ^ τόσο γή κι* ένα πυκνό νέφος τον καλύπτει. Ό Σέρινταν χαμήλωσε τό κεφάλι του καίΐ βύθίστηκέ σέ σκέψεις. — Δέν ξέρω τί νά υποθέ σω, συνέχισε ό Χόβαρτ. "Ί σως τό αέριο αυτό νά κατα σκευάζεται στη Γή.’Από σή μερα έχεις τό δικαίωμα να παρακολουθής καί τίς^παραμΐικρότερες κινήσεις των χη μικών μας. Ή υπηρεσία τής
16
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
’Αστρ,ικής ^Ασφάλειας ύπο πτεύεται τό χημικό Χέρμπε πού είναι Γερμανικής κατ'α γωιγής... * * Ό ντέτείκτιβ έγινε ή οχιά του Χέρμπε. Στον κήπο του είχε έγκαταστήσει κρυμμένο τον Λή Πο για να παρακολοιυθή τους επισκέπτες που έμπαιναν. Ό Μίικυ παρακο λουθούσε, από ένα ειδικό κέν τρο, τις τηλεφωνιικές συνδιαλ λέξεις τοΰ επιστήμονας. ΚΓ ό Σέρινταν τον παρακολου θούσε στις έξόδοος του. Για νά είναι όμως π ιό σίγουρος ότι δεν θά τού συμβή τίπο τε απρόοπτο, είχε πή στη Νάνου νά τον παρακαλουθή από ,μαχρυά ώστε, άν τού συμβή τίποτε, νά έτπέιμβη στ ήν χ ατ άλλη/λη στιγμή. "Ενα βράδυ κατά τις έν τεκα, ή πόρτα του σπιτιού τού Χέρμπε άνοιξε και ό χη μικός επιστήμων βγήκε ατό δρόμο. Δεν πήρε αμάξι. Προ χώρησε ιμέ τα πόδια, πέρα σε τή φαρδειά λεωφόρο και κατευθύνθηκε προς τά δυτι κά σέ μιά εργατική συνοι κία. «Μού .μυρίζεται περιπέ τεια», σκέφτηκε ό ντέτεκτιβ και γύρισε τό κεφάλι του πί σω. Ή Νάνσα τον παρακο λουθούσε άπό πολύ ;μακρυά. "Έτριψε τά χέρια του ευχα ριστημένος. Ή ύπόθεσις βά διζε περίφημα. Ξαφνικά, ε!6ε τόν χημικό επιστήμονα νά τρεκλίζη σά νά σκόνταψε και νά πέφτη κάτω. Ό ντέτεκτιβ έτρεξε
προς τό ίμερος του^ μά μό λις πλησίασε, αίσθάνθηκε έ να σφίξιμο στο λαιμό καί άρχισε νά ξεροβήχη ένώ οι δυνάμεις του τόν έγκατέλει παν και σωριάστηκε κατα γής, άνμίκανος νά συγκρατηθή στά πόδια του. «Τό αέριο», σκέφτηκε κΓ έχασε τις αιίσθήισεις του. "Οταν άνοιξε τά μάτια του, είδε τή Νάνσυ σκυμμέ νη επάνω του νά προσπαθή νά τόν σηκώση. — Τζόε !, τού ψιθύρισε τρυφερά, τί· έπαθες Τζόε; — Τό αήριο!, ψιθύρισε ό Σέρινιταν βραίχνά ενώ τό κε φάλι του ήταν άκάμη ζαλι σμένο. Σιγά—σιγά, ό νοΰς του κοίί τά μάτια του ξαστέρω σαν. ΕΤδε γύρω του αστυνο μικούς νά βοηθούν τούς δια βάτες νά σηκωθούν .Ό Χέρ μπε ατό μεταξύ είχε γίνει ά φαντος. — Που είναι ό Χέρμπε; ρώτησε κατάπληκτος ό Τζόε τή Νάνσυ, όταν κατάφερε νά σταθή στά πόδια του. — Σηκώθηκε π)ρό δύο λε πτών κι5 έφυγε, τοΰ απάντη σε ή κοπέλλα. ^ — Είναι ύποπτος !, τής είπε ό Σέρινταν. — Μά... Τζόε, αφού κΓ ουτός έπεσε αναίσθητος οπτό τό αέριο. — Αυτό δεν ήταν παρά μιά καλοστημένη παγίδα. Βγήκε άπό τό σπίτι του καί ήρθε σ’ ένα μέρος όπου ήξε ρε^ πώς θά πέση τό άεριο, γιά νά μου δε’ίξη δτι έπεσε
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
και κονος θύμα. Κάτι τέ τοια, όμως, εγώ δεν τά πι στεύω. Ό Χέρμπε είναι ένο χος ! ΑΠΑΓΩΓΕΣ
ΤΟ ΝΕΟ έ όικ α σ ε σαν μπάμπ α τ ή ΐ ά ΐλ λ η; μέρα (στη 'Νέα Ύ-* όρκη. Οι εφη μερίδες έβγή καν μέ μεγά λους τίτλους. Κ ά ττ ο11 ος δημοσιογράφος πού έτυχε νά βρίσκεται κοντά στην πε ριοχή πού οι άγνωστοι σκορ πισαν τό αέριο, εΐδε νά φευγη ένα μεγάλο αμάξι από τη μαλασμένη^ περιοχή. Τό αμά ξι αυτό ήταν γεμάτο νέους άντρες, αναίσθητους άπο το άέριο. Ό δημοσιογράφος, πα ραξενειμένοις γέ αυτό που εί δε έκανε δλη τή νύχτα μια έρευνα καί ανακάλυψε πώς στην περιοχή αυτή που σκορ πίοτηκε τό αέριο, έλειπαν δέκα άντρες! «Καί τις άλλες φορές, έ γραφε^ ή εφημερίδα, όταν σκορπίστηκε τό αέριο, αρκε τοί άντρες δεν γύρισαν στα σπίτια τους. Τ;ί σημαίνει αυ τό; Μήπως εκείνοι πού σκορ πίζουν τό αέριο δεν έχουν σκοπό νά κλέψουν άλλα νά ά παγάγουν ανθρώπους;» Ό Σέρινταν διάβαζε την εφημερίδα στο σαλόνι του σπιτιού τής Νάνου. —Λοιπόν; τον ρώτησε η αρραβωνιαστικιά του. ^Τί γνώ μη έχεις γι’ αυτές τις φαν
17
τασίες πού γράφουν οί εφη μερίδες; ^ Ό ΣέρΊνταν την κύτταξε καί χαμογέλασε. —"Εχω τή γνώμη, Νάνου, πώς ό δημοσιογράφος αυτός μου άνοιξε τά μάτια. — Δηλαδή; — 'Ότι τό άέριο δεν τό ρίχνουν για νά κλέψουν. — Μά... αφού έχουν γίνει ληστρικές επιδρομές σέ πολ λά σπίτ ια. — "Ισως αυτό νά είναι μπλόφα καί τίποτε άλλο. Τό μυστικό μπορεί νά κρύβεται στις απαγωγές. — Δηλαδή; — Δεν ιμπορώ νά καταλά βω καί γώ τίποτε απολύτως. Κάτι υποψιάζομαι άλλα με μπερδεύει αυτός ό χημικός ό Χέρίμπε. Τή στιγμή εκείνη αντήχη σε τό τηλέφωνο. Τό πήρε η Νάνσυ. "Ακούσε για λί|γο καί κατόπιν πρόσφερε τό ακου στικό στον αρραβωνιαστικό της· — Είναι για σένα, τού είπε. Τηλεφωνεί ό ΑΛίκυ. Λέει πώς πρόκειται για κάτι τό πολύ σοβαρό. Ό Σέρινταν πήρε το άκου στικό μέ μεγάλη περιέργεια. — Σέ ακούω, Μίκυ, τού είπε. — Συμβαίνει κάτι τό κα ταπληκτικό κύίρΐ'ε Σέρινταν, μίλησε τό Ελληνόπουλο. Ό χημ ιικός Χέρμπε πέθανε ! Ό Σέρινταν αναπήδησε α πό τή Θ&οί του. — Πέθανε; έκανε. Ποιας τον σκότωσε;
ϊ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
— Δεν ^τόν σκότωσε κα ριο υπάρχει στην ατμόσφαι νείς. ΊΗ μάλλον, τόν σκότω ρα του^ 22. σε τό αέριο. Ό γιατρός εί — "Έχει κάποια σχέσι. πε πώς ή αδύνατη, κρασί του Στά βιβλία^ πού διάβασα, εί δεν άντεξε και ή καρδιά του δα πώς στον πλανήτη 20 υ πάρχουν υπόνοιες ότι κάτω σταμάτησε. από την επιφάνεια του βρί — Πότε έγινε αυτό; σκεται αρκετό χρυσάφι. Ύ— Πριν ίμια ώρα. —- Καλά, ΜίΚυ, Θά πάω 1 ποψιάζομαι, λοιπόν ότι τό τό αέριο από την ατμόσφαι ό ίδιος στο σπίτι του. ρα τού πλανήτη 22 τό παίρ * * * νει κάποιος πού μένει στον Ή Άστρική Ασφάλεια έ πιο κοντινό του πλανήτη.Καί στειλε δικό της γιατρό νά^έ- τό χρησιμοποιεί τή ίη γιά ξετάση τόν νεκρό. Κι5 αυτός, νά άπαγάγη ανθρώπους. όμως, επιβεβαίωσε πώς ό — Καί τί νά τούς κάνη Χέρμπε πέθανε από καρδια τούς ανθρώπους; ρώτησε μέ κή ανεπάρκεια ιμετά τό δηλη τή σειρά του τώρα ό Αή Πό. τηριώδες αέριο πού άνεπνευ — Νά τούς βάζη νά δου σε την προηγούμενη βραδυά. λεύουν στά ορυχεία χρυσού! Ό ντέτεκτιβ γύρισε συλ Μέ τό αέριο μπορεί καί τούς λογισμένος στο σπίτι τής συλλαμβάνει εύκολα μιά καί Νάνου όπου τόν περίμεναν είναι αναίσθητοι καί μετά οι φίλοι του. τούς οδηγεί θέλοντας καί μή — Θά χρειαστή νά φύγου στον πλανήτη 20. /— Καί ο>ί διαρρήξεις πού με πάλι, τούς είπε. "Εχω μιά υποψία πού (μπορεί νά νίνανται στά διάφορα σπί βγή αληθινή και νά μάς βο- τια; • — Αυτό, είναι καθαρή ηιθήση νά λύσουμε τό αίνι γμα τού αερίου. Κλείστηκα μπλόφα. ’Άν ήθελαν νά κλέ ψουν, Θά έρριχναν τό^ αέριο δυο ώρες στο γραφείο τής σέ περιοχές πού υπάρχουν χαρτογραφ ικής ύπηιρεσί α ς του Σύιμπαντος και διάβασα πλούσια σπίτια καί όχι σέ έργατικές συνοικίες. Προτι σχετικά μέ τόν πλανήτη 22. μάει αυτές τίς .συνοικίες γιά — Ανακάλυψες τίποτε; νά αιχμαλωτίζη ανθρώπους ρώτησε ό Μίκο. εργατικούς πού θά μπορέ — Ναί. "Αλλά όχι γιά τόν σουν άργότερα νά δουλέψουν πλανήτη 22. στά ορυχεία... — Αλλά; — Μου φαίνεται πώς έ — Γιά τόν 20. χεις δίκιο, έκανε ή Νάνσυ. ^ Οί συνεργάτες του τόν — Αυτό θά τό δούμε σέ κύτταξαν. περίεργα. λίγο καιρό, είπε ό Σέρινταν. —«Καί τί σχέσι μπορεί νά 'Όταν φθάσουμε στον πλα εχη ό πλανήτης 20; Τό άέ· νήτη 20.
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
.·
* >
© χρυσαφένιος ΠΛΑΝΗΤΗΣ
Ο ΣΕΡ ΙΝΤΑΝ^ δεν εΐχε πέσει καθόλου έξω στΙς υποψίες τ ο υ. Στον πλανήτη 20 πού έφΟα σαν ένα βρά δυ, άντίκρυσαν άπό ψηλά, διάφορα φώτα, συγκεντρωμέ να σ’ ένα σηιμεΐο. — ΈκεΤ υπολογίζω πώς 6ά ύπάρχη ό καταυλισμός των χρυσωρύχων, είπε στους φίλους του. Θά προσγειω θούμε αρκετά ιμακροά γιά να ιμή μάς πάρουν εΐδησι και ’θά δούμε τι θά γίνη. — Νά φορέσουμε τις συ σκευές οξυγόνου; ρώτησε ό Μίκυ. ί
'Ο Σέρινταν ίίφωσε τ© ώπλισμένο τ©υ χέρι
20
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
— Δεν είναι ανάγκη. Στην ατμόσφαιρα αυτού του πλα νήτη ύιίτάρχΕιΐ τρ ιπλάσιο ο ξυγόνο άπ" όσο υπάρχει στή Γη· Σέ λίγο, τό θρυλικό άστρο πλοίο τής Άστριικής "Ασφά λειας προσγειωνόταν σ" ένα άπάμε,ρο μέρος, σε μιά μικρή (κοιλάδα πίσω άπό μια βου νοκορφή. "Άφησαν τον «Πρωτέά» α φού πήραν τά άπαροοίτητα ό πλα τους καί ξεκίνησαν μέσα στή νύχτα ν" ανταμώσουν τήν καινούργια τους περιπέτεια. Ή άνάβσίσις ιστό βουνό, πού έπρεπε νά περάσουν για νά φθάσουν στο μέρος πού έλαμπαν τά φώτα., ήταν δύ σκολη,. Προχωρούσαν λαχα νιάζοντας σέρνοντας μέ κα πό τά βήματά τους άπό τήν κούρασι. Σέ μιά στιγμή σταμάτησαν νά ξεκσυρα ξαπλώθηκαν στουν. Καθώς στή ρίζα ενός δέντρου, ό Λή Πό, πού ή άκσή του ήταν πο λύ ευαίσθητη, πετάχτηικε πά νω. — Μου φαίνεται πώς τρέ μει ή γή!, έκανε. Σάν κάτι νά βου'ί'ζη... — Αυτή τήν έντύπωσι έ χω κι" εγώ, μίλησε ήρεμα ό Σέρι/νταν. Προσπαθώ όμως νά άντιληφθώ τί· είδους θόρυ βος είναι. Νομίζω... Αέν πρόλαβε νά τελείωση τήν κουβέντα του. Τόν έκο ψε στή μέση μιά κραυγή φρί >κης πού ξέφυγε άπό τό στό μα τής Νάνσυ. Ό Σέρινταν είδε τά μά τια της στο μισόφωτο τής
νύχτας νά γουρλώνουν και νά κυττάζουν σ" ένα ώρισμένο σημείο. — Τί σου συμβαίνει; τη ρώτησε περίέργος. Σέ δάγ κασε τίποτε; Σφί/χθηικε πάνω του κι" έτρεμε ολόκληρη. — "Όχι Τζόε. Κύτταξε ε κεί ! Σήκωσε τό χέρι της καί τού έδειξε κάτι πού κρεμό ταν πάνω άπό τά κεφάλια τους. Ό Σέρινταν, μ" όλη τήν ψυχραιμία του„ δεν μπό!ρεσε νά συγκράτηση κι" αυτός μιά κραυγή φρίκης. Τό πράγμα εκείνο πού τού έδειχνε ή Νάν συ ήταν ένας κρεμασμένος άνθρωπος! Μέ τη σειρά τους ό Μίκυ μέ τό Αή Πό, άφησαν νά τους ίξεφύγοον επιφωνήματα φρίκης. Όντέτεκτιβ άιναψε τό φα κό του κι" έστριψε τη φωτει νή δέσμη του προς τ" απά νω. Ναί/δέ είχε κάνει λάθος. Ό άνθρωιπος ήταν δεμένος ά πό τό λαιμό καί τά ματια του ήταν γουρλωιμένα διά πλατα. — Είναι μαύρος!, είπε ό Μίκυ. — Νά τόν λύσουμε, προ τείνε ή Νάνσυ. Μπορεί νά είναι ακόμη ζωντανός. -— Τώρα είναι πολύ άργά, τπά, είπε ό ντέτεκτιβ κου νώντας τό κεφάλι του κι* έ σβησε τό φακό του. Ποιος ξέρει γιαάί τόν κρέμασαν τόιν καημένο. Βλέπετε, ο;ί υ ποψίες μου βγαίνουν αληθι νές. Ό άνθρωπος αυτός εί
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ναι όπωσδήποτε έργα) τ ης των ορυχείων χρυσού. Ποιος •ξέρει τί1 εκ οίνε καί τον κρέ/μσαν. ’Αλλάι... .μου φαίνεται πώς είναι καιρός νά προχω ρήσουμε. Σηκώθηκαν κι* άπομακρύν θηκαν μόλις δέκα -μέτρα από τό δέντρο με τον κρεμασμέ νο, όταν αναγκάστηκαν νά σταματήσουν. Κάπου, ^ όχι πολύ ,μακρυά τους, άκουστη καν βήματα κΐαΐ όμιλίίες. — "Ολοι κάτω!, ψιθύρισε ό ντέτεκτιβ στους συντρό φους του. Μου φαίνεται πώς είμαστε πολύ τυχεροί από ψε... *
*
*
Ζάρωσαν και οι τέσσερις πίσω άπό τον φουντωτό θά μνο. Τή/ν Τδια εκείνη·, στιγμή, πρόβαλε στον όρίζοντα ένα φωτεινό άστρο και οί άκτΐνες του φώτισαν καθαρά τη φρικιαστιική σκηνή τοΰ κρε μασμένου νέγρου. — Ό πλανήτης αυτός εί ναι ό 22, είπε ό Σέρινταν δείχνοντας τους τό άστρο. Τίερίίμεναν Αμίλητοι κά που πέντε λεπτά. Τά βήμα τα καί οι δμιλίες δσο πήγαιταν κάί δυνάμωναν. Οι καρ διές τους χτυπούσαν σάν ταμπούρλα άπό την άγωνία. Σε μιά στιγμή, πίσω άπό έ να θάμνο, παρουσιάστηκαν τέσσερις σιλσυέττες. Στην αρχή ήτοον μπερδεμένες, δεν άργησαν όμως νά ξεχωρίσουν. Οί δυο άπό τίς ανθρώπινες σιλουέττες είχαν άνάμεσά τους ένα νέγρο. Ή τρίφτη^ σι λουέττα ερχόταν πιο πίσω
21
καί κρατούσε ένα σκοινί! Τά κορμιά των άστροναυτών τά συγκλόνισε ένα ρίγος φρίκης. Οί τρεΐς αυτοί κα κούργοι έρχονταν με σκοπό νά κρεμάσουν τό νέγρο! Ό χρυσαφένιος πλανήτης (έτσι τον ώνόμαζαν τά βιβλία τής χαρτογραφ ικής ύπηρεσ ί ας τού Σύμπαντος) θά γινόταν ό γολγοθάς ένός αθώου. — *Άθλιοι!, ψιθύρισε μέοα ατά δόντια του ό Σέριν ταν, εΐσπε γελασμένοι άν νο μίζετε πώς θά πετύχετε τό σκοπό σας άπόψε! Ο ί τ έσσ ερ ι ς σ ι λουέττ ε ς σταμάτησαν κάτω άπό τό δέντρο. — Βλέπεις τον .Γουΐλλιαμ τί ωραία που κρέμεται; είπε σαρκαστικά ένας άπό τούς λευκούς στο νέγρο. *Έτσι θά κρεμαστής καί σύ σε λιγάκι. Ελπίζω στον άλλο κόσμο νά δουλευης περισσότερο καί νά μην είσαι τεμπέλης όπως είσαι σ’ αυτόν. Ό ντέτεκτιβ κατάλαβε άμέσως γιατί κρεμούσαν τούς δυστυχισμένους έργστες. Ε πειδή δεν εργάζονταν όπως ήθελαν αυτοί στα ορυχεία τους. Ό νέγοος άρχισε νά τούς παρακάλάη νά μήν τον κρε μάσουν δίνοντάς τους τήν ύπόσχεσι πώς άπό δώ κάί πήρα θά δούλευε πιο πολύ. — Τί νά σέ κάνουμε τώ ρα όπως κοοτάντηϊσες; είπε ένας άλλος λευκός;. Καί νά θέλης νά δουλέψης, δεν μπο ρείς. — Θά μπορέάω, σάς όρκί
22
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ζομαι πώς θά βάλω τά δυ νατά (μιου!, κλαψούρισε ό νέ ΥΡος.
Οι λευκοί όμως δεν συγ^ κινήθηκαν. Αυτός ττού κρατού σε τό σκοινί τό πέταξε σ’ενα κλαδί καί έπειτα άττό ττολ λες προσπάθειες τό έδεσε. Κύλη,σε κατόπιν τον κορμό ενός δέντρου καί τον έφερε κάτω από τή θηλειά. — Πλησίασε ΓουΓλλιαμ, είπε γελώντας στον δυστυχι σμένο νέγρο. Έλα, ή ψυχή σου σε λίγο θά πετάξη στον Παράδεισο σάν του φίλου σου. Έλα, λοιπόν, ιμή χάνου με καιρό. Ό νέγρος όμως ούτε πού κινιάταν από τή θέσι του. — Σπρώξτε τον, τί περι δένετε βλάκες!, είπε στους συντρόφους του. Εκείνοι έπιασαν από τίς μασχάλες τό νέγρο ^ καί τον έσυραν με τή βία πάνω στον κορμό του δέντρου, έτοιιμοι νά τον κρεμάσουν... Μ ΘΗΛΕΙΑ
ΜΕΝΕΙ ΑΔΕΙΑ
ττό τούς κακούργους έτοιμαζόταν νά περάση τή θηλειά στο λαι.μό του νέγρου, άρχι σε νά πατάη τή σκανδάλη. Καί τότε... έγινε κάτι άπροσ δόκητο καί άπίσΥευτο!... Μια φωνή ικρύα σάν άτσάλι άκούστηκε πίσω του: — Παράτησε τό πιστόλι σατανά γιατί σοΟ τήν άνα ψα ! Ό ΣέΙριντσγ ξαφνιάστηκε καί άθελά του πίεσε τή σκαν δάλη. Ό πυροβολισμός άντι βουύσε ,μακάβρια .μέσα στή νύχτα. Οι Τρεΐς λευκοί ιμέ τό μαύρο τινάχτηκαν άπό τή θέ σι τους καΐί ουρλιαξαν φοβι σμένα. Καί ή ατσάλινη φωνή ακούστηκε πάλι πίσω άπό τους άστ,ροναύτες. — Πετάξτε τά όπλα καί οί τρεΐς σας γρήγορα! Ό Σέριινταν αναγκάστηκε νά πετάξη τό πιστόλι. Τό ί διο έκαναν ή Νάνου καί ό Μ’ίΐκυ. "Οσο γιά τό Λή Πό... Ό πανούργος άνθρωπος τού Πράτ, μόλις άκουσε την απειλητική φωνή πίσω τους, ρίζωσε άθόρυβσ όσο ιμπαραύσε στο θάμνο κι5 όπως ήταν μαύρο τό τρίχωμά του, οί τρεΐς , κακούργοι πούς τούς απειλούσαν, δεν τον πήραν εϊδησι. ^ — Προχωρήστε πρός τό δέντρ.0!, ξανάπε ή σκληρή
Ο ΤΖΟΕ σή κωσε τό πι στόλι του καί χαΐμογέ λ α σε γιά τήν έκπλη ξι πού θά δο κίμαζαν οί κα κουργοι άκου- - Φωνή-. >οντας^ τον πυροβολισ μ ό. 10 Σ έρ ιιντ αν άναστέναξε Μπορεί νά πέθαιναν καί από απελπισμένος. Τέτοια τρο τον τρόιμο τους. ’Ανασηκώ- πή δεν τήν περίιμενε. Ένώ ή θηικε πΐίσω από τό θάμνο γιά ταν έτοιιμος νά ξαφνιάση τούς νά σκόπευση με ολη- του τήν κακούργους πού είχαν σκο σνεσι καί καθώς ό τρίτος ά- πό νά κρεμάσουν τό ν#γρο,
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
τόν ξάφνιασαν αστόν άλλίοι κακούργοι. Μόλις έφθασαν στη ρίζα του δέντρου οι κακούργοι, έ ξη όλοι—όλοι τώρα, τούς πε ρικύκλωσαν. — Ποιόί νάναι αυτοί; άναρωτήΐθΐηικαΐν για λίγο. "Ε πειτα ό ένας άπό αυτούς ψώ ναξε γειμάτος ένθουσιασ,μό. — Δέν τούς γνωρίζετε; Είναι ό Σέρκνηαν μέ την άρραβωνιάστικιά του και μ’έναν πιτσιρίκο πού τόν παίρ νει πάντα -μαζί στις περιπέ τειες του. — Ό Σέρινταν!, έκαναν οί άλλοι ιμέ έκπληξι. Έπειτα άρχισαν νά γε λούν. — Ποιος άέρας σ’ έοοιξε ώς έδώ, Σέρινταν; μίλησε ό ένας άπ’ όλους. Μήπως μάν τεψες καί σύ πώς έδώ ύπάρ χει χρυσ... — Π άψε!, τάν άποπήρε ένας άλλος. —Γιαττΐ νά πάψω; έκανε ό. πρώτος. "Ο,τι καί νά του πούμε θά ρείνη ιμυστικό. ^Αν τί νά κρεμάσουμε τον νέγρο πρώτο, θά κρεμάσουμε τόν Σέρινταν! — Πώς πηγαίνουν οί δου λειές; -ρώτησε ψύχραιμα ό Σέρινταν, λές κάί δον τάν ψά 6ιζε καθόλου ή θηλειά που κρεμόταν τώρα άκριβώς πά νω άττό το κεφάλι του. —Πσιές δουλειές; ρώτη σαν δυο—τρεις. — Κάνετε πώς^δέν κατα λαβαίνετε; -Πώς πάνε τά όρυχεΐα; Βγάζουν πολύ χρυ-
23
οάφι; Καί οί αιχμάλωτοί σσς; , Γρύλλ ι σαν δλοι τους. — "Ωστε τά ξέρεις όλα!, Υιρύλλισε ένας που δέν φορού σε πουκάμισο κι* έμοιαζε γιά αγριάνθρωπος. Έ, λοι πόν, δέχ είναι άνάγκιη, νά κρυ βόμαστέ Σέρινταν. Σου λέ με πώς έχουμε βρή ιμιά φλέ βα χιουσου πού θά μάς κά νη όλους λ δυσεκατομίμυΐριούχους. Εμάς τούς έξη πού βλέπεις. Λοιπόν; ΕΤσαι ευ χαριστη μένος τώοα; — Πολύ, άπάντησε ειρω νικά ό ντέτεκτιβ. —- Νά δούμε άν θά εΐσαι κι* δταν ή θηλειά αυτή θά πέραση στο λαιμό σου. "Η μάλλον, είναι προτιμότερο νά κρειμάσωμε πρώτα την όμορ φη αρραβωνιαστικιά σου. Ό Σέρινταν δέν μίλησε. Σκεφτόταν μέ ποιόν τρόπο θά αντί δράση. Καί καθώς κύτταζε όλόγυοά του, είδε ό τι ό Λ ή Πό δέν ^ήταν αιχμά λωτος τών κακούργων. «Ό πονηαός!», συλλογίσηκε. Κατάφερε νά τούς το σ-κάστι. Είμαι βέβαιος πώς θά ιμάς βγάλη από τη ^δρα ματική θέσι πού βρισκόμα στε. — Εμπρός!, φώναξε ό κακουογος χωοίς πουκάμισο. Κρεμάστε πρώτα την κοπέλλα. Δύο άπ’ αυτούς τήν άοπαξαν βάναυσα. Ή Νάνσυ έβγα λε ιμιά άπελπισμένη κραυγή καί δοκίμασε νά άμ-υνθή. Ό Σέρινταν έσφιξε τις γροθιές του καί έτοιμάστηκε νά δρ·-
24
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
μήση. Μια κάνίνη πιστολιού όμως πού καοφώθηκε στη ρά χη του του ϋκοψε τη φόρα. Τη στιγμή αυτή, 'έγ ινε έκιεινο πού περίμενε μέ τόση αγωνία ό Σέριντσν. Ένα ■αυ τόματο κακάρισε άποοε ιδοπαί ητα καί δυο κορμιά έπεσαν καταγής, χωρίς νά βγάλουν άχνα. Ό Μίκυ, δέν έχασε κα Βόλου καιρό. \Β{λίέπαντσς το πιστόλι ενός κακούργου να έχη βιδωθή στη ράχη του ντέτεκτιβ, έδρασε μέ άστρσπιαία ταχύτητα. Μέ ένα σάλ το, ώρμησε ιμέ τό κεφάλι «μοιραστά καί χτύπησε τόν κακούργο ιστήν ττλάτηι. Ε κείνος έγειρε απότομα, πριν πέση„ δμως, πάτησε τη σκαν δάλη. Ή σφαίρα πέρασε μό λις ένα έκαταστό ιμ ακρινά α πό τό κεφάλι του ντέτεκτιβ. Ή σκηνή που ακολούθησε δέν μπορεί νά περιγραφή. Πι στόλια καί αυτόματα έκπυρσακροταυσαν, σφαίρες σφύ ριζαν οπόν αέρα, κορμιά άναποδογυρίζόνταν. βογγητά σκούνανταν, γοοθιές σινεβο κατέβαιναν. Καί μέσα σ’ αυ τή τή φαίσαιρίΐα, γίγαντας σω στός ό Σέρινταν, «μέ ένα μα χαίρι που είχε κρυμμένο στή μέση, του, προσπαθούσε νά έλευθείρώίση τήιν αγαπημένη του που την είχαν κυκλώσει τρεις κακίουίργομ Σέ υιά στιγμή βρέθηκε μπροστά του ό κακούργος χωρ'ίς πουκάμισο, Ό Σέρινταν ιμέ ιμιά λαβή ιαπωνικής πάλης τον έοριξε καταγής καί ώρμησε πάνω του. Εκεί νος όμως, πρόλαβε νά σηκω
Βή καί τδβαλε στά πόδια, κα τρακιυλώντας ατόν κατήφορο του βουνού. Σέ λίγο, ή σύγκρουσι είχε πάρει τέλος. Τέσσερις από τους κακούργους είχαν πέσει νεκροί καί δύο από αυτούς κατώρθωσαν νά δραπετεύ σουν. Ό νέγρος είχιε σωθή καί Φιλούσε τώρα τά χέρια τού Σέοινταν από χαοά. Ό Μίκυ, τό ατρόμητα 'Ελληνό πουλο που είχε σώσει τήγ τελευταία στιγμή τόν Σέραν ταν, είχε πληγωθή έλαφρά στον ώμο. — Δεν είναι τίποτε., είπε στή ιΝάνσυ που τόν φιλούσε κι* έκλαιγίε άπό τή συγκίνησί της. Ούτε ιμέ πονάει κα θόλου. Ό Σέρινταν του ^γύμνωσε τόν ώμο καί χαμογέλασε. — Μια ιμικρή γραντζουνιά, είπε: οπό ήοωϊκό παιδί. Μήν άνησυχής Νάνσυ. — ίο Μικυ. Κ 1 Π Κι* ό Λή Πό; ρώτησε Ό ΣέρΐινΤαΥ έκείνη τή στι γμή «θυμήθηκε τό σωτήρα τους που δον δεν είχε κρυφτή 6ά κοέιυονταν τώρα όλοι τους άπό τό δέντρο. — Λή Πό!, φώναξε τιό Ελληνόπουλα. Μά 6 άνθρωπος του Πράτ δεν άπάντησε. Στο ποόσωπο τής Νάνσυ καθρεφτίστηκε ή αγωνία καί ή απελπισία. — Νά ψάξουμέ ολόγυρα μήπως... Έψαξαν ιμέ προσοχή ανάβοντας τους φακούς τους μά ό Λή Πό είχε γίνει άφαντος. Ό Σέρινταν σέ ιμιά στι-
γμή άρχισε τά γέλια. — Γιοττ'ι γελάς; τάν ρώ τησε περίεργη ή Νάνου. — Γιατί καταλαβαίνω τί έχει γίνει. ^ Ό φίλος μσς £ίναι πολύ έξυπνος και πονη ρός. "Οπωσδήποτε άκολούθηοε κάποιον από τους δυο κα κούργους πού τσσκασαν. Εί= μαι βέβαιος πώς δεν θ’ άρ^γήση νά έτη στρέψη* γιά νά μάς ειδοποίηση... ΜΙΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΠΑΓΙΔΑ
ΕΙΧΕ δίκιο ό Σέρινταν. Έ πειτα από μια ώρα άγωνι ώ ιδους άνα μ ο νής είδαν τΐό Λή Πό νά τρέ , Λ χη λαχαν ι α σμ'ενος προς το ίμερος τους. Οι ^ καρδιές τών φίλων του χτύπησαν χαρούμενα μόλις τον άντίικρυσαν. — "Ωχ, κουράστηκα!, έ κανε πέφτοντας ανάσκελα κάτω. Τί τρεχάλα ήταν αυ τή ! #— Που είχες πάει; τον ρώτησαν και οι τρεις μαζί. —- Παρακολούθησα εκεί νον πού τασκασε καϋ πού δεν φορούσε πουκάμισο, είπε. Εί δα που μπήκε, κύριε Σέρινταν! Μέσα σε ριά σπηλιά. —- Λοιπόν; — "Όταν μπήκε άρχισε νά μιλάη δυνατά σέ κάποιον. Αέν περί μένα πιο. πολύ. Έτρεξα νά σάς ειδοποιήσω. — Είσαι περίφημος!, τού είπε ό Σέρινταν. "Όταν γυ
ρίσουμε στη Γή θά πώ στον Χόβαρτ ινά σέ παρασημοψορήση. —- Δηλαδή; ρώτησε περί εργός ό Λή Πό. — Νά σου κρεμάση έ!να χαλκαδάκι χρωματιστό μπρο οτά στο στήθος. Ό Λή Πό κούνησε τ'5 αύτιά του χωρίς νά κατάλαβα ί νη γιά ποιο, πράγμα τού μι λούσαν. — Θά είναι ^ προτιμότερο αντί γιά παράσημο νά τού δώσουν μια σκούφια, είπε ό Μίικυ, γελώνΤας. —Ναί!, έκανε ό Λή Πό. Έχω< πολύ καιρό νά βάλω στο κεφάλι μου αυτό το πράγμα! 4 4 Με οδηγό τό Λή Πό, κατη φό,ρησαν τήιν πλαγιά τού βου νοΰ. Προχωρούσαν προσεκτ μ κά γιατί ό Σέρινταν φοιβόταν μήπως τούς έχουν στήσει καμίμιά παγίδα οι βυό κα κούργοι πού είχα γλυτώσει. "Έπειτα άπίό πορεία μισήβ ώρας, ό Λή Πό τούς έκανε νόημα νά σταματήσουν. -—- Νά ή σπηλιά!, είπε ψι θυριστά στον Σέρινταν δεί χνοντας τό σκοτεινό στόμιό της.
Ό ντέτεκτιβ έμίετνε γιά λί γο σκεφτικός. "Επειτα πήρε την άπόφασί του. —Νάνου, είπε, εσύ κΓ ό ΜίΙκυ θά^ μείνετε έξω. Έγω και ό Λή Πό θά μ,πούμε στη σπηλιά γιά νά δούμε τί γίνε ται εκεί μέσα. "Υποπτεύομαι πώς εδόό μέσα θά είναι τό ο ρυχείο.
26
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ή ικοπέλλα δεν έφερε καμκατό μέτρα, όταν ή γή σεί μιά άντίρρησι, όπως και το στηκε, ένας τρομερός κρότος παιδί. δόνησε την άτμόσφαιρα ^ καί — Έχετε τό νοΰ σας, τους μια λάμψι μετέβαλε τή νύχτα είπε ό Σέρινταν. Άν τταρουσέ μέρα. Ή δάνηαι ήταν τό σιαστή ικανέίς καί είναι ώττλι σο δυνατή πού κλονίστηκαν σμένος, χτυπάτε τον χωρίς κι" έπεσαν κάτω, ένώ ψηλά δισταγμό. στον ουρανό πετάγονταν πέ Μπήικε στην τρύπα τής τρες καί χώματα... σπηιλιάς χωράς /V5 άνάψη τό — Τή γλυτώσαμε φθηνά!, ψαικό του. Αναγκάστηκε δ - είπε ό ντέτεκτιβ δταν κόπασε μως να τον όονάψηι λίγο αργό ό σάλος τής έκρήξεως. Δυο τέρα γιατί δεν έβλεπε τίπο λεπτά ακόμη άν αργούσαμε, τε μπροστά του. Ρίζωσε πί άλλοίιμονό: μας. σω σέ μια προεξοχή ενός βρά — Μά, τί; έγινε; ρώτησε χοιρ, τράβηξε μαζί του καί ό Μίκυ. ιόν Λή Πό καί πάτησε τό ^— Δέν έγινε Τίποτε. "Η κουμπί του φακού του, στρέ μάλιλον, κάτι έγινε. 01 φίλοι φοντας τή φωτεινή δέσ(μη ο μας μάς έστησαν μια όμορ λόγυρα. φη παγίδα. Πήραν είδησι τον Τό εσωτερικό τής σπη Λή Πό πώς τούς ακολουθού λιάς δεν ήταν σκαμμένο που σε. Μπήκε ό κακούργος χω θενά. Άρα, σκέφτηκε πο ρίς πουκάμισο στη, σπηλιά λύ σωστά ό Σέρινταν, δεν κΓ άρχισε τάχα νά μιλάη μέ μπορούσε να χρησιμεύση σάν κάποιον, ένώ μιλούσε /μόνος είσοδος του ορυχείου. του. 9 Ηταν βέβαιος πώς^ ό Λή Έσβησε τό φακό καί προ Πό θά γυρνούσε νά μας ττή χώρησε. -αφινικά, σταμάτησε πώς μέσα στη σπηλιά κα καί άνοιγόκλεισε τά ρουθού τοικούν οι κακούργοι. Μόλις νια του μερικές φορές. έφυγε ό Λή Πό, έβαλε μια — Λή Πό!, φώναξε, γρή ωρολογιακή βόμβα δίπλα σ’ ένα κιβώτιο δυναμίτιβος, καί γορα νά βγούμε! Γρήγορα( την κανόνισε έτσι ώστε νά "Άναψε πάλι τό φακό κα)ί έκραγή όταν εμείς θά μπαί με ^ δυο πηδήιματα έφθασε στην έξοδο. Πίσω του βγήκε ναμε μέσα. καί ό Λή Πό. ' — Καί συ πώς τό κατά — Φύγετε!,, φώναξε στη λαβες; ρώτησε μέ τή σειρά Νάνου καί στο Μίκυ που της ή Νάνσυ. Είδες τό κι βώτιο; τούς περίίμεναν άπ5 έξω. Άπομαίκ,ρυνθήτε όσο μπορεί —"Οχι, δέν είδα ^ τό κι τε περισσότερο! βώτια "Οπως θά ξέρετε, ή Χωρίς νά του ζητήσουν ε δυναμίτις έχει μια βαρειά μυ ρωδιά. Ή /μύτη μου;, λοιπόν, ξηγήσει/ άρχισαν όλοι τους νά τρέχουν. Δέν θά είχαν άκαί λιγάκι τό ένστικτό μου, πομακρυνθή πιο πολύ από ε μέ ειδοποίησαν γιά τον κίν-
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
5υνο πού διατρέχαμε κι5 έτσι /λυτώσαμε αητό του χάρου Γα δόντια την τελευταία: στι-
27
γμή. Και ^τώραι, δρόμο για τά μεταλλεία. Θα δρίσκωνται ασφαλώς στο μέρος τπού εί δαμε τά φώτα. Ο £ΕΡΙΝΤΑΝ ΣΤΗΝΕΙ ΠΑΓΙΔΑ
ΟΤΑΝ πλησίασαν στα φώ τα, ό Σεριντσν κονταστσθηκε. "Ακούσε πυροβολ ι σμσύς ικαΐ ζωηρές κραυγές. — Οι έργάτες θά πίληρώσουν τη μανία τών κακούρ γων, είπε .μ5 ένα σφίξιμ ο στην καρδιά του. Υποπτεύομαι πώς αυτούς χτυπούν τώρα. "Έκανε νόημα μέ το χέρι του κάι προχώιρησε ακόμη λίί γο. Ό Σέρινταν πάλι στα μάτησε. — Τί συμβαίνει; ρώτησε < ό Μίκυ. Ό Σέρινταν Χαμογέλασε.
Τί επαθες Τξόε; τον ρώτησε ή Νάνσυ.
28
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Τό πΐράσωιπό τοο είχε φωτισθή. —Δεξιά .μας υπάρχει έ να άστρόττίλοιο, είπε. Είναι τό άστοόπλοιο των κακούρ γων. Μου ήρθε, λοιπόν, μια ιδέα. Είμαι βέβαιος πώς οΐ κακούργοι θά θελήσουν νά φύγουν παίρνοντας όσο χρυ σάφι μίπορουν. Έγώ όμως θά κάνω ένα μικρό σσμποτάζ ατό άστρόπλοιό1 τους καί θά τους τό αχρηστεύσω. "Έλα μαζί μου, Μίκο! Περνώντας κάτω από μια σειρά συρματαπλεγμάτ ω ν, έψθασαν ατό άστρόπλοιο. Ό Σέρινταν μέ τή βοήθεια του ' Ελληνόπουλου, αχρηστέυσε τό καντράν που δείχνει τις κατευθύνσεις καί σημειώνει τά στίγματα. — "Αν τολμήσουν νά απο γειωθούν, είναι χαμένοι, είπε ό ντέτεκτ'ιίβ'. Δεν θά ξέρουν ποια ικαΤεύθυνσι νά! πάρουν καί θά χαθούν μέσα στο Χά ος. Καλύτερη τιμωρία οπτό αυτή δεν υπάρχει γιά άνθρώ' πους σαν κι9 αυτούς. «Φτάνοντας τούς «φίλ ο υς τους,, ακόυσαν νέους πυροβο λισμούς. — «Πρέπει νά τρέξουμε, εί πε ή Νάνσυ. Μπορεί νά σκο τώσουν όλους τούς εργάτες. "Άρχισαν νά τρέχουν. Σέ λίγο εφθαίσαν μπροστά σέ ■μερικές καλύβες. Κανένα δεν βρήκαν μέσα σ9 αυτές. Οί πυ ροβολισμοί έρχονταν άπό τό βάθος τής γης, άπό τό μεταλ λείο, που ή πελώρια τρύπα του «ήταν λίγο πιο πέρα άπό
τις καλύβες, άπλετα φωτισμέ νη. Κατέβηικαιν καί οι τέσσερις μέ «προσοχή. Διέσχισαν μερι κούς έρημους καί λασπερούς διάδρομους καί, σέ μια στι γμή, ώδηγημίένοι άπό τούς πυροβολισμούς, βρέθη κ α ν μπρόστά |ά5 ένα άπε)ρίίγρ α πτό θέαμα. Τριάντα περίπου εργάτες, αλυσοδεμένοι όλοι τούς δού λευαν κάτω άπό τήιν άπειλή των πιστολ ιών τώΥ δύο κα ικουργων. Μόλις ιέικιε'ίνη τή στι γμή είχαν άνακαλύψει μιά φλέβα χρυσού καί οί κακούρ γοι πυροβολούσαν στον αέ ρα γιά νά τούς αναγκάσουν νά σκάψουν οσο πιο γρήγο ρα μπορούν. Σκό«πευαν φαίνε ^αι νά «πάρουν όσο χρυσάφι μπορούσαν καί νά φύγουν. Ο! ιέργάτες, που έμοιαζαν αάν φαντάσματα άπό την κούρασι ικαί την άδ«υναμία, μέ πολύ κόπο ισήικωνάν τις σκαπάνες. — ΓρήγοιΡα ζώα!, φώνα ζαν οί κακούργοι. Δεν βλέπε τε τό χρυσάφι! Εκείνη τή στιγμή άντήχη σε βροντερή καί άδυσώπητη ή φωνή του Σέρινταν: — Κάτω τά δπλα, κακούρ γοι! Οί κακούργοι στράφηκαν απότομα ποός τό μέρος τής φωνής. Βλέποντας όμως τούς άστοοναύτεο, τό έβα λαν στά πόδια στρίβοντας δε ξιά σέ «μιά στοά. Ό Σέρινταν έτρεξε ξοπί σω τους μά δεν μπόρεσε νά τοίυς προλάβη. Είχαν βγή
Οίτην επιφάνεια κι3 έτρεχαν πανικόβλητοι π(ρός το άστρο* πλοίο τους. — Στο καλό!, κάγχασε πίσω τους 6 ντέτεκτιβ^ ’Άν φθάσετε στη Γη νά μού τη λεγραφήσετε ! Περίμενε ώσπου νά άπογει ωθή το άστρόπλσιο των κα κούργων κι3 όταν το είδε νά εξαφανίζεται στο σκοτεινά ου ρανό, κατέβηκε στο ρεταλλείο νά βοηθήση, μαζί μέ τους φίλους του, τους δυστυχ ι σμένσυς εργάτες... 01 ΚΑΚΟΥΡΓΟΙ ΕΠ I ΣΤΡΕΦΟΥΝ ΜΟΛΙΣ ελευ θέρωσαν τους άλιυσο δ ε μ. έ -νους εργάτ ε ς !κα| δγ ή] <κ αν στην επι φ ά νεια, βρέθηκαν μπροστά σ3 έ να άπροσδόκητο θέαμα. Λί γο μακρύτερα από την είσο δο^ του μεταλλείου, είδαν τους δυο κακούργους νά τούς περί [(μείνουν μέ τά πιστόλια στά χέρισ — Ψηλά τά χέρια!, φώνα ξαν και οί δυό. Οί άστραναύτες αναγκά στηκαν νά υπακούσουν και πάταξαν τά όπλα τους, Οί δυό κακούργοι πλησίασαν πιο πολύ κοντά τους τώρα. — Νόίμιισες πώς. θά την πάθαυμε ντέτεκτιβ Σερινταν; είπε ό ένας τους πονηρά. 3Αντιληφ'θήκαμε αμέσως πώς είχε άφαιρεθη τό καντράν κατευθύνσεως καί προσγειω
θήκαμε πάλα στον πλανήτη. "Εσκαψες τό λάκκο γιά μάς και θά ιμπής ό Ιδιος μέσα. — Τί θά κάνετε; ρώτησε ό -ντέτεκτιβ γιά νά κερδίση καιρό και νά σκεφθή πώς θά μπόρεση νά αντίδραση; γιά νά Υλυτώση τό θάνατο. λ— θέλει καί ρώτημα; Θά σάς σκοτώσουμε τώρα, δά! "Επειτα θά οδηγήσουμε τούς εργάτες στο μεταλλείο νά δουλέψουν γιά μάς. Τοορ,α πού ι μείναμε οί δυό μας, μέ τό χρυσάφι πού θά βγάλουμε θά γίνουμε πάΐμπλουτοι. Σήκωσε αργά ·—-αργά το αυτόματό1 του. Τά μάτια του έλαμπαν παράξενα από την άγρια φλόγα τού μίσους καί τής έκδικήσεως Ό ντέτεκτιβ αίσθάνθηκε πολύ άσχημα. Ό θάνατος πλησίαζε^μέ τεράστια βήμα τα. Αέν έμεναν παρά ελάχι στα δευτερόλεπτα. Σκέφ'θηκε να σκύψη γιά νά πάρη τό Ο πλο πού είχε πετάξει κατα γής, )μά μια τέτοια κ'ίνησι θά τού συντόμευε τό θάνατο. — Σταθήτε!, φώναξε. "Ε χω νά σάς πώ κάτι. — "Αφησε τά κόλπα ντέτεκτιβ!, τού απάντησε ό άλ λος. Αέν χρησιμεύουν σέ τί ποτε. Πέθανε παλιοτόμαρο γιά νά μάθης νά μπαίνης άλ λοτε μπροστά στό δρόμο μου καί νά μοΰ χαλάς τά σχέδια. Ή κίνησί του ήταν πιο κο φτή τώρα καί, σέ λίγο μιά ριπή έσκισε τή θανάσιμη σιωπή... Στό ελάχιστο διάστημα πού μεσολάβησε άπό την κί
30
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
νησί τού χεριού τού κακούρ γου ως τή στιγμή πού τό 6ά χτυλό του πάτησε τή σκάνδά λη. του δτπλου του, συνέβη, κάτι πού κανείς δεν τό^ περί'μενε. Τρεΐς νέγροι πού βρί σκονταν π'ίΐσω άπό τον Σέιρινταν καί τούς φίλους ^ του, μΐε ιμιά αστραπιαία κίνησή βρέθηκαν μπροστά^ τους καί δέχτηκαν αυτοί τής κοφτές σφαίρες των αυτομάτων. Τα ήρ(ωίικά καί άντρίικια στήθη τους έγιναν ασπίδα μπρο στά στους αστροναύτες. Προ τίμησαν νά πεθάνσυν - αύτόί, για νά σώσουν τούς ανθρώ πους πού πρ'ιν λίγο τούς ε λευθέρωσαν άπόΛ τις αλυσί δες τής σκλαβιάς. Ό Σέρινταν, χωρίς^ν’ άργοπορήση ούτιε στιγμή, βρή κε τήν ευκαιρία νά άρττάξη τό πεσμένο αυτόματός του. "Οταν άνωιρθώθηκε, πάτησε μέ πείσμα τή σκανδάλη. Εί δε τον ένα κακούργο νά πετάη τό δικό του αυτόιμοτο νά σηκώνη. ψηλά τά χέρια, νά κόνη μια κωμική στροφή καί νά πέφτη ύστερα μονοκόμμα τος οπό έδαφος. Ό δεύτερος κακούργος, πρόλαβε νά τό σκάση,, στρί βοντας πίσω άπό μιά καλύ βα. Μιά σκιά όμως τινάχτη κε ξοπίσω του1 καί σέ δυο λεπτά τον πρόλαβε καί του κάθησε στο σβέρκο. * Ηταν ό Λή Π6^ ό ατρόμητος άνθρω πος του Πράτ πού βοηιθουσε πάντα στις δύσκολες στιγμές τούς φίλους του. "Έδωσε μιά τρομερή γροθιά στο πρόσω πο του κακούργου καί τόν έ
κανε νά ουρλιάξη από τόν πόνο νά παραπατήση σαν μεθυσμένος καί νά στηριχτή σ’ έναν τοίχο, προσπαθών τας μάταια νά άπαλλαγή ά πό τόν καλλικάντζαρα που 6έν έλεγε νά κατέβη άπό τό σβέρκο του. Στο τέλος έπεσε γονοη ιιστός καί μισοαναίσθη τος στο έδαφος. Ό Λή Πό, τόν άρπαξε α ϊτό τό πόδι’ καί μέ τά λεπτά ά’λλά πολύ δυνατά χέρια του τόν τράβηξε σέρνοντας ώς τό σημείο πού έμειναν οι φίλοι του κοίί οι έργάτες. Μιά όχλαγωγή άκούστηκε άπό τό μέρος των έργατών. — Νά τόν λυντζάρουιμε!, φώναξαν όλοι τους καί τόν κύκλωσαν μέ άπετλητικές δια θέσεις. Ό Σέρινταν μπήκε μπρο στά τους καί τούς εμπόδισε. — Δέν είναι σωστό·, τούς είπε. Είναι αιχμάλωτός μας. Θά τόν πρραίδώσόυΐμέ ι στην Άστρική "Ασφάλεια τής Γής γιά νά τόν δικάση γιά τά έγικλήματά του. — "Όχι!, ούρλιασαν εξα γριωμένοι αΐ έργάτες! Πρέ πει νά πληςώση εδώ γιά όσα μαρτύρια μάς έκανε. Ό Σέρινταν έσκυψε νά σηκώση τόν ξαπλωμένο αι χμάλωτό του γιά νά τόν γλυ τώση άπό τή μανία των ε ξαγριωμένων άνθρώπων. Σκύ βοντας ρμως επάνω του, ά φησε νά του ξεφύγη ένα ε πιφώνημα έκπλήξεως. — Ό άνθρωπος αυτός,εί ναι νεκρός, τούς είπε. Φαίίνενεται πως πεθανε άπό τό ψό^
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
του. Ή θείο Δίκη τον τι μώρησε άντΐ για τους ονθρώ πσυς. "Ελπίζω να είστε ευχαρ ισπημένοι τώρα... Φ ίλοι μου, ,μ-παρεΐτε να γυρίσετε στο ά,ρυχεΐο και νά γεμίσετε τ ]ς τσέπες σας με χρυσάφι. Σάς άξίζει για τά μαρτύρια πού περάσατε. Έγώ στο με ταξύ θά ειδοποιήσω την Άστρίική Ασφάλεια νά έρθη νά σάς πάρη... χ "Οταν σι εργάτες έτρεξαν μέ κραυγές χαράς προς το ορυχείο, ό Σέρινταν έριριξε μια ματιά στους τρεις ήρωϊκούς νέγρους πού έβαλαν τά κορμιά τους για ασπίδα καΐί τούς γλύτωσαν από τό θάνα το. Τούς κύτταξε βουβά;, μέ σπαραγμό κι" έπειτα, γονά τισε και τούς φίλησε έναν έναν. Τά μάτια του είχαν βουρκώσει και καθώς άπομια κρυνόταν, ψιθύρισε πνιχτά: «Ευχαριστώ λεβέντες μου, ό Θεός άς άναπαυση την ψυ χή σας...» ΕΠΙΛΟΓΟΣ "Έπειτα άπό την περιπέ τεια αυτή, οι τέσσερις άστρο ναύτες γύρισαν στον «Πρωτέα» και ειδοποίησαν την 'Αστρική "Ασφάλεια νά στείλη ένα μεγάλο άστρόπλοιο νά παραλαβή, τούς έργάτες. — Σέρινταν, είπε ό Χόβάρτ άφου τελείωσε τό μήνυ μά του ό ντέτεκτ ιβ, νά έπ ιστρέψη ς αμέσως στη Γη. — Συμβαίνει τίποτε Χόβαρτ;
— Αυτό
δεν σ’ ένδιαψέ-
31
ρει!, γρύλλισε τό μπουιλτογκ τής Διαπλανητικής Α σφάλειας. Σέ διατάζω νά έπιστρέψης στη Γη. Ό Λή Πό κούνησε ανήσυ χος τ’ αυτιά του. — Κάποια περιπέτεια μάς περιμένει,, έκανε. — Και δεν χαίρεσαι; τού είπε; ό λ/Ιίκυ. "Ολα τά πρόσωπα ήταν χαρούμενα εκτός άπό τής Νάνσυ. ^— Τί- σου συμβαίνει; τγ) ρώτησε χαμογελώντας ό Σε ιρινταν. — Μου συμβαίνει δτι μέ τις περιπέτειες πού (μπλέκου με κάθε τόσο, δεν μάς μένει καιρός νά ησυχάσουμε λιγά κι καί νά παντρευτούμε! — Θά γίνη κι5 αυτό!, την καθησύχασε ό άρραβωνιαστι κός της. Καί τώρα, δρόμο νίά τή >Γή! *■
*
*
Τό ταξίδι τους ως τη Γη ήταν ευχάριστο καί χωρίς πε ριπέτειες. "Οταν έφβασαν στο πυραυλοδρόμιο τής Νέ ας Ύόρκης, τούς περίμενε ένας αστυνομικός τής Άστρι κής Ασφάλειας. —Ό Χόβαρτ μέ διέταξε νά σάς πω πώς σάς περιμέ νει στο γραφείο του, τούς εί πε. Θά μπήτε στην θωρακι σμένη αυτή κούρσα καί θά έ χετε τό νού σας νά μη σάς έπιτεθή κανείς στο δρομο. Ό Σέρινταν βοήθησε τή Νάνσυ νά μπή στην κούρσα καί κάθησε στο τιμόνι. Στο πίσω κάθισμα μπήκαν ό Μϋκυ μέ τό Αή Πό.
32
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΙ
-— Κάτι το ύποπτο συμβαίνει, ιείττε σέ μια στιγμή ό ντέτεκτιβ. Αυτή ή περιπαλίική κούρσα δεν μου αρέσει καβάλου. Κι" αύτό τό έλικόττπειριο έκεΐ ψηλά... ^ "Ωσπου να φ Θάσου ν στο μέγαρο τής "Αστριικής Α σφάλειας, είχαν όλες τις αι σθήσεις τους σέ επιφυλακή. Μπαίνοντας στο γραφείο του Χόβαρτ τον βρήκαν νά καττνίζη ένα μεγάλο πούρο. — Καλώς τους!, έκανε καί... για πρώτη φορά χαμό γελούσε, — Γιαιτ'ί μάς έστειλες την θωρακισμένη κούρσα; τον ιρώτηισε περίεργος ό Σέριν ταν. — "Ήθελα νά φθάσετε σώοι καί άβλαβεις ώς έβώ, τούς απάντησε. — Υπάρχει κανένας κίν δυνος; — Ύττάρχει κίνδυνοε για τη Νάνσυ, μίλησε αινιγματι κά 6 Χόβορτ. — Δηλαδή; έκανε ό Σέριν ταν. — "Ακούσε, Τφε, άρχι σε ό χοντρός άστυνομικός.
Σάς έπαιξα αυτό τό τηαιχνιδάκι γιά να συγκεντρωθήτε όλοι στο γραφείο μου. Μου φαίνεται πώς τό τπσρσέρριξες στην περιπέτεια καί ή άρ ρα)6ων ι αστ ικ ιά σου περ ιμένε ι μάταια νά την παντρευτή^. Αυτή τη στιγμή λοιπόν, πά με γραμμή γιά την εκκλησία. Έγώ θά γίνω ό κουμπάρος σου. Κι" άν φέρης αντίρρηση θά σέ πάω δειμένο ώς την εκκλησία. Ή Νάνσυ χαμογέλασε ευ τυχισμένη.. — Μά, έκανε ό Σέρινταν, καί ή υπηρεσία μου; Ό Χόβαρτ σηκώθηκε επί σημα άπό την καρέκλα του κι" έδειξε τό μικρό Ελληνό πουλο. — Νά ποιος θά σέ άντικα ταστήση!,, του είπε. Νομί ζω πώς σοΰ μοιάζει σέ δλα! Ό Σέρινταν ικιαΓι ή ^ Νάνσυ άγκάλ ι ασαν συγκ ινηι μένο ι το μικρό τους φίλο ενώ ό Αή Πό, έδωσε ένα τέτοιο σάλ το άπό τή χαρά του πού χτύπησε τό κεφάλι του , στο ταβάνι, κι." έπεσε αναίσθη τος πάνω στην κεφάλα του κατάπληκτου Χόβαρτ...
ΤΕΛΟΣ Συγγραφεύς: Π. ΠΕΤΡ8ΤΗΣ Απαγορεύεται ή άναδημοσιευσις
\
Ιέ 2 μέρες ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ κυκλοφορεί επιτέλους ό βασιλιάς των περιοδικών Ζούγκλας,
*© Μικρός
ΤΑΡΖΑΝ *0 «Μικρός Ταρζάν» είναι τό πιο συναρπαστικό και συγκλονιστικό ανάγνωσμα ζούγκλας που έχετε διαβάσει ποτέ! Γοργά έπεισόδια* γοητευτική πλοκή, δράσι, πάλη μέ θηρία και ιθαγενείς, έξωτικά ζώα, αγωνία, γέλια,^ διασκέδασις! 'Ο «Μικρός Ταρζάν» είναι γραμμένος άπό τόν^είδικό στά αναγνώσματα ζούγκλας εκλεκτό συγγραφέα Νίκο Ρούτσο, που υπόσχεται σ3 όλους τούς παλαιούς φίλους του ότι αυτή τη φορά 6ά δώση κάτι πολύ καλύτερο άπό κάθε άλλο άνάγνωσμα ζούγκλας πού έχει γράψει ποτέ!
'© Μικρός · ΤΑΡΖΑΝ θά γίνη ό αχώριστος σύντροφος κάθε παιδιού καί θά χαρίζη στιγμές αξέχαστες καί μόρφωσι συνδυασμένη μέ διασκέδασι καί πνευματικό καί ψυχικός ξεκούρασμα σε κάθε Ελληνόπουλο! Μετά τό διάβασμα των μαθημάτων ό μετά την έργασία, ή άνάγνωσις του Μικρού Ταρζάν θά άναπαύη καί θά ξεκουράζη! "Αγοράστε όλοι τον Μικρό Ταρζάν τη^ Μεγάλη Παρασκευή (στις έπαρχίες θά κυκλοφορηση μιά εβδομάδα^ άργότερα γιά τεχνικούς λόγους). Σελίδες 36, έξώφυλλα όφφσετ, τι» μη 2 δραχμές !
■*“' ι 2
ΞΞΕΔΟΘΗΣΑΝ
ΤΟ* ΟΙ άνθρωποι ψάρια.
*Η μεγάλη μάχηι. ΟΊ έξώκοσμοι έφορμοΟν. Τό δαιμόνιο του όλέθροΰ. Τό άτρόμητο Ελληνόπουλό. Ό πλανήτης των τεράτων." Τό τέρας των ούρανων, Οί μηχανές του όλέθρου. 19 *Η 6:σίλισσα των άστρων. 20 ιΟ Άπηγορευ,μένος Πλανήτης. 21 ΟΙ τιτάνες των ούρανων. 22 4 Η "Αβυσσος τής φρίτης. 23 Διαταγή «Πυρί»
ΐΓ *0 ^θρός τ©0 κόσμου.
24
ιΟ ντέτεικτιβ των ούρανων. Τό μυστηριώδες άστρόπλοίο. 3 Κουρσάροι στη Σελήνη. 4 *Ό Μικρός Ελευθερωτής. 5 ιΟ πόλεμος των άστρων, 6 Έπίθεσις εναντίον τής Γης. 7 4Η έπανάστασις των Ρομπότ 8 Τό αίνιγμα του πλανήτη Κρό νου. 9. θύελλα στο Διάστημα.
12 13 14 15 16 17 1,8
ΟΙ σκυλάνθρώποι.
ΥΠ ΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ
Γραφεία: *Οδός Λέκκα 22 — ΑΡΙΘ. 24 — Τιμή δραχ. 2 ——— ■
———— I—1—8···^——-^η·->·>τ·^Γ-.·-.-·>Β.·«»»«^1ιΙιΒΜ«———————
Δημοο-ιογραφιικ©ς Δ)ντής: Στ. Άνεμοδουρας, Φαλήρου 41, 01κο νομικός Δ)>ντής: Γεώργ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστά μενος τυττογιρ.: Α. Χατζηβσσι λείου, Τσταούλων 29, Ν. Σμύρνη. ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδηιν, Λέκιιοα 22, Άθηναι.
Μέ τό τεύχος αυτό., τό 24, κλείνει ή σειρά του ΥΠΕΡ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ι0 εκδοτικός οίκος του «Μ. ΗΡΩΟΣ» απο φάσισε νά έκδοση μια καινούργια σειρά αϊτό ζωντανές και συναρπαστικές περιπέτειες τής ζούγκλας., μέ τον τίτλο : «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΤΑΡΖΑΝ». Τό νέο αυτό άνάγνωσμα θά κυκλοφορή κάθε Παρασκευή και είμαστε βέβαιοι πώς θ’ άγαττηθή από τούς φίλους των περιπετειών, δσο κανένα άλλο. Δεν έχετε παρά νά αγοράσετε τό πρώτο τεύχος του πού κυκλοφορεί τή Μεγάλη Παρασκευή (μιά έβδομάδα άργότερα στήν έπαρχία) γιά νά τό διαπιστώσετε. Στο μεταξύ, ό σοι θέλουν νά δέσουν τά τεύχη τού «Υπεράνθρωπου» σε τόμους μπορούν νά τά στείλουν στά γραφεία μας. *Η βι βλιοδεσία κοστίζει πέντε δραχμές., όταν τά τεύχη είναι δι κά σας. "Αν θέλετε ν5 άγοράσετε έτοιμο τόμο, ή τιμή του είναι 20 δρχ. και 14 γιά όσους έχουν ταυτότητα «Αστρο ναύτη» ή «Μ. "Ηρωος».
I* *> * «·
++3ΕΑΝΟΗ Π-ΡΙΓΚΙ ΠΙΖΣΑ
ΤΕΛΟΣ.