ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ
24 ΤΕΥΧΗ
ISBN: 978-618-5531-72-0
Η χ:ρ I Σ Η ΜΑΣΚΑ
Αφού φόρεσε τό μαγιό.- ό Δον Πάμττλο πέρασε στο κεφάλι του τή χρυσή μάσκα των ’Ίνκας.
Πειρατές του Άμαζονίου
Το
ΓΑΕΝΤΙ έχει άνάψει για καλά αυτό τό βρά δυ, στά πολυτελή σαλόνια τής Άθιέντα ντέλ Σόλ, (*), όπου παρευρίσκεται ό,τι κα λύτερο εχε\ νά επίδειξη ή κοινωνία τού Μανάους. Ό Δον Πάμπλο Ντελόρο, ό πλουσιώ(*) Άθιέντα λέγεται στη Βραζ'λί'α το αγρόκτημα.
τού "Άνω τερος κτηματίας Αμαζόνιου, είναι μοναδικός στο νά^ όργανώνη γλέντια. Καί, ενώ ή νεολαία χορεύει μέ κέφι τις πιο ζωηρές βραζιλιανικές σάμπες, ό Δον Πάμπλο κυκλοφορεί άνάμεσα στους ομίλους των καλεσμέ νων του κομψός, μέσα στο άσπρο' σμόκιν του, χαμογε λαστός, τέλειος τύπος κοσμι κού οικοδεσπότη. Κέντρο τού ενδιαφέροντος σ: έναν από τούς ομίλους ε κείνους είναι ό Μάριο Περέθ,
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
4 ό αρχηγός τής αστυνομίας του Μανάους, Σφιγμένος μέ σα στην στολή του, ό άστυνό μος αγορεύει στο ακροατήριό του χειρ ονο μ ώντ α ς ζωη ρ ά καί, τη στιγμή πού ό Δον Ντελόρο πλησιάζει, τον α κούει να λέη: — Μην αμφιβάλλετε, κυρί ες^ μου. Πολύ γρήγορα ό γε λοίος αυτός τύπος πού αύτοτιτλοφορεΐται·· Ζορρό τής Ζούγ κλας, θά πέση στα χέρια τής αστυνομίας καί θά σταματήση ή εγκληματική του δράσις. — Άγοστητέ μου Περέθ, λέει χαμογελώντας ό δον Ντε λόρο. Φαίνεται πώς έτίμησες μέ ιδιαίτερη ορεξι τά ποτά μου καί άρχισες πάλι νά βλέπης παντού τον Ζορρό! Τί σου έκανε ό άνθρωπος, επί τέλους; Ό αστυνομικός γίνεται κόκκινος σάν βρασμένος α στακός καί ή φωνή του άκούγεται όμοια μέ μουγγρητό: —Τί μου έχει κάνει! βρυχάται. Καί τί μπορεί νά μου κάνη εμένα προσωπικά; Μα κάρι νά ξεγελιόταν νά βρεθή αντιμέτωπος μου. "Έχω εδώ —καί χτυπάει μέ έμφασι τη θήκη του υπηρεσιακού του πι στολιού — ένα επιχείρημα πού θά τον πείση αμέσως ότι δέν άστειεύομαι. — Μά τότε λοιπόν; Γιατί τον κυνηγάς; — Επειδή παίρνει τό νό μο στά χέρια του! Επειδή ξεσηκώνει τούς Ινδιάνους! " Επε ι δή επιτίθεται έναντ ί ον ,άνθρώπων εμφανιζόμενος δή$εν ώς προστάτης τών άδικη-
ΖΟΡΡΟ μένων. Καί, όπως θά ήξερες, κοώέ μου φίλε, άν δέν σέ άπ ©σχολούσε τόσο πολύ ή εν τομολογία, όλα αυτά αποτε λούν πράξεις πού τιμωρούν ται από τό νόμο! Ό Δον Ντελόρο χαμογε λάει. — Καλά- καλά! κάνει. Δέν ήθελα νά σέ συγχύσω. "Άλ λωστε, αυτή ή ύπόθεσις μέ άφίνει μάλλον αδιάφορο. Ευτυ χώς, ή εντομολογία είναι κά τι πού δέν απαγορεύεται α πό τό νόμο καί στή ζούγκλα του Άνω Άμαζονίου υπάρχ ουν τουλάχιστον διακόσιες χι λιάδες άγνωστα έντομα. Σου άφίνω λοιπόν τή δόξα τής συλ λήψεως τού Ζορρό καί περιο ρίζω τις φιλοδοξίες μου στή συλλογή εντόμων. — Αλήθεια, Δον Πάμπλο, λέει μιά νεαρή καλλονή δίπλα του, στίς έντομολογικές σας εκδρομές δέν έτυχε καμμιά φορά νά συναντήσετε αυτόν τον Ζορρό; — "Όχι, σενιορίτα, άπαν τά ό πλούσιος κτηματίας.Καί χαίρομαι πολύ γι’ αυτό, επει δή οφείλω νά ομολογήσω 6τ\ εγώ δέν έχω τό θάρρος τού φίλου μου τού Περέθ. — Αυτό δά νά λέγεται, ψιθυρίζει άνάμεσα στά δόν τια της μιά άλλη νέα πού στέκεται δίπλα στον άστυνόμο, κάνοντας τον τελευταίο νά γυρίση νά τήν κυττάξη έπιτιμητικά. "Αμέσως ύστερα αυτός στρέφει τό βλέμμα του στον οικοδεσπότη άνησοχώντας μή πως τά προσβλτγπκά λόγια
έφτασαν στ* αυτιά του. Ό Δον Ντελόρο, όμως δεν φαίνεται να έχη ακούσει την ειρωνική φράσι. Την ώρα πού ό αστυνόμος είχε γυρίσει τό κεφάλι του, αυτός είδε τον γέρο - Φερνάντο, τον υπηρέ τη του, πού του έκανε ένα άόιόρατο νεύμα από την πόρ τα της βιβλιοθήκης. Στην έκφρασί του, όμως δεν αλλάζει τίποτε. Καί, όταν άπομακρύ νετο,ι από τούς καλεσμένους του, εξακολουθεί νά είναι χα μογελαστός. Ό γέρο - Φερνάντο, ό πι στός υπηρέτης, πού είναι στην οικογένεια των Ντελόρο άιΓίό τότε πού θυμάται τον κόσμο ό Δον Πάμπλο, τον πε ριμένει μέσα στη βιβλιοθήκη μέ μια έκφρασι ανυπομονησί ας στο ρυτιδωμένο του πρό σωπο. — Π ατρόν! 5Αφεντ ικό!, λέει μόλις ή πόρτα κλείνει πί σω από τον Δον Πάμπλο. Στην Πούντα ντε Λος Καράκας φάνηκε τό πύρινο Ζήτα! Και τα τύμπανα των Ερυ θροδέρμων τής ζούγκλας κα λούν επειγόντως τον Ζορρό! Ή έκφρασί' τού προσώπου τού Δον Πάμπλο δεν αλλάζει καθόλου καί ή φωνή του εΐναι άπόλυτα ήρεμη δταν ρωτάη: — Καί τί λένε τά τύμπα να; -— 'Ότι οί δουλέμποροι χτύπησαν ξανά! Μια συμμο ρία από τρία χλωμά πρόσω πα καί πολλούς μιγάδες έπέδραμε σέ ένα χωριό των Ινδιάνων Κοοπολάτος. Οί συμ μορΐτες είχαν όλοι ραβδιά
ιτού φτύνουν φωτιά* Σκότω σαν τά γυναικόπαιδα καί τούς γέρους καί πήραν αιχμαλώ τους τούς άνδρες. Τό πρόσωπο τού Δον Πάμ πλο σκοτεινιάζει καί κάποια απειλητική νότα τρυπώνει στη φωνή του. — Προς τά πού τράβηξαν οί συμμορίτες, Φερνάντο; ρώ τησε. Λένε τίποτε τά τύμπα να; — Σί πατρόν! Να,ί, αφεν τικό! Μερικοί σερινγκουέρος στη Σιέρρα Πακαράϊμα εί δαν μιά συνοδεία νά περνάη βιαστικά άΗτό τη ζούγκλα στην περιοχή τους. Στο μετα ξύ δλοι οί Ινδιάνοι βρίσκον ται σέ συναγερμό καί παρα κολουθούν τίς Κινήσεις τους. — Καλά, Φερνάντο, λέει λακωνικά ό Δον Πάμπλο. Πή γαινε τώρα καί θά... — Μήπως σάς ενοχλώ άκούγεται μιά ηχηρή φωνή άπό την πόρτα τής βεράντας. Καί την επομένη στιγμή μπαίνει στο δωμάτιο ένας η λικιωμένος γκριζομάλλης άν τρας, μέ χαρακτηριστικά πού έχουν έπάνω τους τη σφραγΓ δα τής καλωσυνης. — Καλώς τό γιατρό, λέει μέ εγκαρδιότητα ό Δον Πάμ-^ πλο. Γιατί μόνος γιατρέ μου; Πού είναι ή δόνα Λετίτσια; —-Την άφησα νά κουτσομπολεύη μέ τη γυναίκα τού δικαστή, λέει ό γιατρός. Βγή κα νά πάρω λίγον αέρα στη βεράντα^ καί ακόυσα τά τύμ πανα των Ινδιάνων. Τί λές; Φαντάζεσαι δτι θά ένδιαφερθή ο Ζορρο για την τύχη αύ-
2©ΡΡί) ύά&Β4&χ&6^*ζΈ£τ;£α 4
τών των δυστυχισμένων; Τό ύψος του Δον Ντελόρο έίνα ι συλλογ ι σμένο. — Είναι το τρίτο κρούσμα επιδρομής τών δουλεμπόρων, λέει μέ βαρεία και ήρεμη φω νή. 'Έχω τή γνώμη λοιπόν, δτι καιρός είναι^νά έπέμβη ό Ζορρό. Γιατί, αν περιμένουν τα θύματά τους σωτηρία από τον φίλο μας τον σενιόρ Περέθ, τον αστυνόμο... — Θά πάνε κι* αυτοί να συναντήσουν τούς άλλους πρίν ό αστυνόμος κουνήση την κοιλιά του, συμπληρώνει ό γιατρός. — Ακριβώς, συμφωνεί κι5 ό Δον Πάμπλο. —- Τότε λοιπόν εύχομαι
•καλό κυνήγι στόν Ζορρό, λέει σοβαρά ό γκρίζομάλληζ μάν δρας. Καί ελπίζω νά είναι προσεκτικός. Ό δον Ντελόρο χαμογε λάει καί τό πρόσωπό του παίρνει νεανική, παιδική σχε δόν εκφρασι. — Μήν άνησυχήτε γιατρέ μου, λέει. Θά είναι πολύ προ σεκτικός. * * * Βγαίνοντας από τή βιβλιο θήκη ό δον Ντελόρο είναι ά-' γνώριστος. Τό πρόσωπό του έχει γίνει κατακίτρινο καί α πό τήν έκψρασί του είναι φα νερό δτι υποφέρει. Προχωρεί ώς τήν πόρτα τής βεράντας καί στέκεται νά πάρη μια βα-
'0 Πάντα© βλέποντας τό Ζορρό ένοιωσε άνσκασΦησι»
ΫΗΪ Ζ0Ϋί·ΚΑΑ£ θειά άνάσα. Στήν άρχή^ ο! καλεσμένοι του, δεν προσέχουν την ξαφνι κή μεταβολή πού έχει συμβή στον οικοδεσπότη. 3Αλλά ε κείνη ακριβώς τη στιγμή ό γιατρός μπαίνει άπό τή βε ράντα στο σαλόνι, και ή φω νή του κάνει τούς πιο πολ λούς άπό τούς καλεσμένους νά γυρίσουν με ενδιαφέρον προς τό μέρας του. — Δον Πάμπλο!, κάνει ό γιατρός ανήσυχα. Τί συμβαί νει; —- Τί... τίποτε, αρθρώνει ό Δον Ντελόρο με δυσκολία, έπειδή τά δόντια του χτυπάνε σαν νά βρίσκεται στο Βόρειο Πόλο. — Μά εσύ, παιδί μου, έ χεις ρίγος δυνατό, λέει ό για τρός φωναχτά. Σ3 έπιασε πά~ λ ι ή κ,ρίσ ι ς τής έλονοσίας! Στο κρεββάτι αμέσως! - ;— Μά... μάάά, λέει ό Δον Πάμπλο. ,—·}Δέν έχει^ μά καί ξεμά, λέει έπιταχτικά ό γιατρός Είσαι άρρωστος καί χρειά ζεσαι^ αμέσως κρεββάτωμα. Φερνάντο! ,— Όρίστε, γιατρέ μομ κάνει ό γέρος υπηρέτης πλη σιάζοντας βιαστικά. -— Πήγαινε τον κύριό σου στο δωμάτιό του. Βάλε τον στο κρεββάτι! — Σί σενιόρ, είπε ό Φερ νάντο καί μέ πατρική στορ γή παίρνει τό μπράτσο του νεαρού κυρίου του καί άπομα κρύνεται. μαζί του. — Ό Δον Πάμπλο παρα-
καλεΐ νά τόν συγχωρέσετε! φωνάζει ό γιοπ-ρός ατούς κα λεσμένους. Ό οικοδεσπότης μας έπαθε πάλι μιά κρίσι ε λονοσίας άπ3 αυτές πού τόν πιάνουν τόσο συχνά. Καί πρέ πει νά πλαγιάση. Βλέμματα καί λέξεις συ μπάθειας συνώδευσαν τόν άρ ρωστο, καθώς ό Φερνάντο τόν βοηθεΐ νά άνέβη στή σκάλα πού φέρνει στο επάνω πάτω μα. "Υστερα, οί καλεσμένοι αρχίζουν νά διαλύωνται. 3Από τούς πρώτους δμοος πού σπεύδουν νά φύγουν, εί ναι ό αστυνόμος Μάριο Περέθ. Περπατώντας μέ κατα πληκτική γιά τόν όγκο τοϋ ευκινησία,^ διασχίζει τούς ο μίλους των άλλων καλεσμέ νων καί βγαίνει στο προαύ λιο τής έπαύλεως. — Γρήγορα, διατάζει τόν αστυνομικό πού ανοίγει τήν πόρτα του υπηρεσιακού τοϋ του αυτοκινήτου. Γρήγορα στο αρχηγείο! — Πατέρα!, άκούγεταί μιά γυναικεία φωνή τή στι γμή πού ό οδηγός κάνει όπι σθεν γιά νά πάρη στροφή. Καί ό σενιόρ Περέθ γυρί ζοντας, βλέπει νά τρέχη προς τό αυτοκίνητο ή νέα πού είχε ψιθυρίσει τά προσβλητικά ε κείνα λόγια γιά τόν Δον Ντε λόρο. — Ροζίτα!, κάνει ό αστυ νόμος. 3Έλα, παιδί μου. Μέ συγχωρεΐς πού σέ ξέχασα, αλλά είμαι πολύ βιαστικός! Ή νέα κάθεται δίπλα του, καί τό αστυνομικό αύτοκίνη-
ΜΜ6 το όρμάει ατόν πλατύ έξοχι* κό δρόμο πού ώδηγέί στο Μα νάΟυς, ενώ ή σειρήνα του ουρλιάζει μέσα στη νύχτα. — Γιατί αυτή ή βιασύνη; ρωτάει τον πατέρα της ή Ρο ζέτα. — "Εχω την έντύπωσι ότι απόψε θά έχουμε δράσι τού Ζορρό, λέει μέ έξαψι ό χον τρός αστυνόμος. Καί ή τύχη μέ ευνοεί, θά του στήσωμε •μιά παγίδα περίφημη, από την οποία δέν φαντάζομαι νά ξεφύγη. ^ ^— Μά πώς τό ξέρεις; ρω τάει ή Ροζίτα. "Αν ό σενιόρ Περέθ βρι σκόταν σέ μικρότερη νευρικό τητα, θά πρόσεχε σίγουρα ότι ή φωνή της είναι κάπως αλλαγμένη. — Τό έμαθα οπό τά τύ μπανα!, δηλώνει θριαμβευ τικά ό πατέρας της. Αυτοί οι ηλίθιοι οί Ινδιάνοι καλούν τον Ζορρό σέ βοήθεια μέ τη συνθηματική γλώσσα τών ταμπουρίνος. Δέν ξέρουν ότι αυτός πιυ επικαλούνται είναι ίσως καί αρχηγός τής συμμο ρίας πού άπήγαγε τούς ιθα γενείς ! "Οπως καί ό Ζορρό δέν ξέρει ότι παρακολουθώ κι* εγώ τά μηνύματα τών Ιν διάνων.^ Κι5 έτσι, θά βρεθή στή φάκα! , Ή Ροζίτα δέν άπαντά. Α νάμεσα στα φρύδια της έχει σχηματισθή μιά βαθειά ρυ τίδα. Καί συλλογισμένη άκουμπάει τό κεφάλι της στή
ράχη του καθίσματος.
Μιά μυστηριώδης αλλαγή ΜόλΙΣ ή ττόοτα τής κρεβατοκάμαρας κλείνει, ό Δον Ντελόρο ανασαίνει μέ άνακούφισι. καί γυρίζει στον γέρο Φερνάντο. Ή φωνή του όμως, τώρα, δέν έχει τίποτε από το τραύλισμα τού ρί γους, καί τό σώμα του ορθώ νεται ευκίνητο καί δυνατό. ^— Έν τάξει, Φερνάντο, λέει. Καλά τά καταφέραμε. Πήγαινε τώρα. Δέ σέ χρειά ζομαι. Μένοντας μόνος, ό Δον Ντε λόρο κλειδώνει τήν πόρτα τού δωματίου. "Υστερα, πετάει τό άσπρο σακκάκι του. Πλη σιάζει τον τοίχο τού δωμα τίου πού βρίσκεται πίσω α πό τό κρεβάτι του καί απλώ νει τό χέρι του. Τό μεγάλο του δάχτυλο πιέζει δύο ση μεία τού σχεδίου τής ταπε τσαρίας. Καί, αμέσως, ένα μέρος τού τοίχου υποχωρεί εντελώς αθόρυβα, σάν πόρτα άψίνοντας νά φανή στο πάχος τού τοίχου ένα σκοτεινό ά νοιγμα. Αποφασιστικά ό Δον Ντε λόρο περνάει από τή μυστι κή πόρτα μπαίνει σ’ ένα υ πόγειο διάδρομο καί, ένα τέ ταρτο αργότερα, βαδίζοντας γοργά βρίσκεται σέ ένα κυ κλικό δωμάτιο πού σχηματί ζεται στο βράχο. Ό Δον Πάμπλο, μπαίνο ντας εκεί, σταματάει. Άκουμπάει τό φανάρι, του κάτω σ’
ένα ράψι του τοίχου και άπό
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ένα κοίλωμα του βράχου, τραβάει ένα σάκκο άττό χον τρό αδιάβροχο πανί. Μέ γορ γές κινήσεις γδύνεται. Και στή θέσι των ρούχων του, φο ράει ένα μαγιό απτό δέρμα τζάγκουαρ. Τό χέρι του βυθί ζεται στον σάκκο για δεύτερη φορά και βγαίνει κρατώντας μια μάσκα. "Αλλά ή μάσκα αυτή, έχει αλλόκοτα χαρα κτηριστικά και είναι φτιαγ μένη άττό χρυσάφι. Πριν άττό πολλούς αιώνες, την φορούσε ό άρχιερεύς τών Η νίκα, πού λάτρευαν τον ήλιο στο μακρυνό Περού. Ό Δον Πάμπλο φορεΐ την μάσκα. Περνάει στή ζώνη του ένα βαρύ μα χαίρι, παίρνει στο χέρι του ένα κατάμα,υρο μακρύ μαστίγιο από δέρμα ίπποποτάμου καί έτοιμος τώρα προχωρεί πιο γρήγορα στον υπόγειο διάδροιμο. Μερικά λεπτά αρ γότερα ό Δον Πάμπλο Ντελόρο βρίσκεται σέ ένα υπό γειο δωμάτιΐο, μέ άραχνιασμένους τοίχους καί χαμηλό ταβάνι·. * * * Στην επαρχία τού Μανάους, δέν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος πού νά τολμάη νά πλησιάση την Κάζα ντές "Όμπρες, τό «Σπίτι τών Η σκιων», τον στοιχειωμένα πα λιό πύργο πού υψώνει τούς μαυρισμένους άπό την πολυ καιρία και ερειπωμένους τοί χους του σέ άπόστασι ένάμισυ χιλιόμετρο άπό την Άθι όντα ντέλ Σόλ. Χτισμένος ά γνωστο πριν άπό πόσους αι ώνες άπό τούς πρώτους Ι
9 σπανούς πού άνέβηκαν τον 5 Α μαζόνιο, φαντάζε ι σκυθ ρωπός και φοβερός ^πνιγμένος μέσα στην τροπική βλάστη ση και πολλοί εΐναι εκείνοι πού λένε δτι τις νύχτες στίς γκρεμισμένες επάλξεις του έχουν δή, φαντάσματα νά πη γαινοέρχονται ! Μόνο ένας παράξενος άν θρωπος, όχι μόνο δέν φοβά ται τον πύργο, άλλά και κα τοικεί εκεί. Είναι ένας μικρό σωμος άνθρωπάκσς, ^ πού οί κάτοικοι τής περιοχής όνομά ζουν Πάντσο Γίγαντα. "Ολοι πιστεύουν δτι ό Πάντσο τάχει καλά μέ τά στοιχειά άν δέν εΐναι κΓ ό ίδιος στοιχειό! "Απόψε, στή μέση ενός δω ματίου του πύργου, ένας πα ράξενος άνθρωπος κάθεται σέ μιά πολυθρόνα καί διαβά ζει. Διαβάζει δηλαδή, ο λό γος τό λέει. Μέ τό άδύνατο ικορμ,ί του γυρμένο μπροστά, έτοιμος, θαρρείς, νά τιναχτή όρθιος, ρίχνει μιά ματιά στο βιβλίο καί δέκα γύρω του. Πολλές φορές, τό χέρι του, στο άκουσμα κάποιου θορύ βου, τινάζεται προς τό τρα πέζι δίπλα του, όπου βρί σκεται ένα πιστόλι. Στή στά σι εκείνη, μένει μερικά δευτε ρόλεπτα, μέ τά μάτια του γουρλωμένα καί τό αυτί του στημένο. Καί μόνο όταν βε βαιώνεται πώς ό θόρυβος δέν έχει τίποτε τό ύποπτο, άφίνει τό πιστόλι καί γυρίζει στο βιβλίο του, άπ" όπου διαβά ζει, συλλαβίζοντας μέ δυσκο λία τίς λέξεις φωναχτά. — Μπράβο!, φωνάζει σέ
10
μια στιγμή. Ωραία τούς την κατάφερες, παλληκάρι μου. Μωρέ νά μην είμαι μαζί^ σου να τους κάνω λυώμα τούς ά τιμους ! Καί, παρασυρμένος οστό πολ ε μ ικο μένος, σηκώνετ α1 και αρχίζει νά πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο' κάνοντας κω μικούς μορφασμούς και γουρ λώνοντας τά μάτια του απει λητικά. Εκείνη τη στιγμή, δεν είναι 6 Πάντσο ό Γίγα ντας, όπως τον άποκαλοΰν ει ρωνικά οι χωριανοί τής περιο^ς· , Στη φαντασία του, βρί σκεται με τον ηρώα του μυθι στορήματος καί αγωνίζεται μαζί του εναντίον δέκα φοβε ρών κακούργων. — Μιά γροθιά στο στομά χι καί πάει ό ένας! μονολο γεί. "Έτσι, άιπό αριστερά στά δεξιά — καί κουνάει τό κα λαμένιο «μπράτσο του - βίαια — καί θά του έρθη ό ουρα νός σφοντήλι. Ταυτόχρονα, μέ τον αγκώνα, ένα χτύπημα στο στόμα του δευτέρου πού θά του σπάση τά δόντια. Α νοίξαμε κενό στον κλοιό... 5Αλ λά αυτός ό άτιμος μέ αρπά ζει από κάτω! Σκύβω άπότο μα όμως, καί τό"/ πετάω τρία μέτρα, μέ σπασμένο τό σβέρ κο! Τώρα, σάς έχω καλά, πα λιάνθρωποι. Νομίσατε πώς μπορείτε νά τά βάλετε μέ τον Πάντσο ! Απότομα όμως, ό ήρωϊ κός πόλεμος σταματάει. Ό μ ΐικροσκοπ ιικός άνθρωπάκος γίνεται κατάχλωμος. Γ ιατί, από κάπου, έξω από την πόρ
ΖΟΡΡΟ τα του δωματίου του, ακούσε κάποιο θόρυβο. ΚΓ αυτή τη φορά δέν κάνει λάθος. Δεν γε λιέται! "Όχι! Είναι θόρυβος βημάτων! — Μάντρε ντέ Ντίο! Μη τέρα του Θεού!, κάνει ξεψυχισμένος καί τά χέρια του α νεβαίνουν στο λαιμό του, πού νοιώθει, κάτι νά τον πνίγη. Θέλει νά τρέξη νά άρπάξη τό πιστόλι από τό τραπέζι, αλ λά τά γόνατά του λυγίζουν καί πέφτει κάτω λιπόθυμος. Συνέρχεται από ένα γερό χαστούκι καί άντικρύζει από πάνω του ένα παράξενο πλά σμα. Ό σενιορ Περεθ θά^ έ δινε πολλά γιά νά μπόρεση νά βρεθή τόσο κοντά όσο ό Πάντσο στον υψηλό εκείνο άντρα, πού γιά μοναδικό του ρούχο έχει ένα μαγιό από δέο μα τζάγκουαρ καί πού τό προ σωπό του είναι σκεπασμένο από μιαν ολόχρυση μάσκα. Ό Πάντσο ωστόσο, πού μπορούσε νά λιποθυμήση στο τρίξιμο κάποιου σανιδιού τού πατώματος, δέν τρομάζει άντι κράζοντας την αλλόκοτη ολό χρυση μορφή. Αντίθετα, από τό πρόσωπό του περνάει μιά έκφρασι άνακουφίσεως πού παραχωρεί άμέσως τη θέσι. της σέ ένα απειλητικό μορφς σμό. — Ζορρό!, φωνάζει. Πού είναι; Πού πήγαν οί άτιμοι; νά κυριεύσουν τον πύργο! — Τί συνέβη; Ποιόν γυ ρεύεις; ρωτάει ό άνθρωπος μέ τή χρυσή μάσκα. — Οι κακούργοίι! Ήρθαν Τούς άκουσα όμως, καί ώρ-
ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ μησα εναντίον τους. Πρέπει νά ήταν πολλοί. Δεν τούς είδα στο σκοτάδι καλά, αλλά τσά κισα τουλάχιστον πέντε απ’ αυτούς. Μέσα στη βιασύνη μου, ξέχασα νά πάρω τό πι στόλι μου, άλλα χρησιμοποί ησα τις γροθιές μου. Κάπου εδώ πρέπει νά τούς βρούμε αναίσθητους. Φαίνεται, όμως, στι- κάποιος πέρασε πίσω μου καί μέ χτύπησε ύπουλα στο κεφάλι· — ΕΤμα. βέβαιος πώς στην επομένη φορά δεν θά σου ξεφύγουν λέει ό Ζορρό. Προς τό παρόν όμως, έχουμε δου λειά. Ό Ζορρό θά βγή κυνή γι απόψε. Ετοίμασε τό με γάλο πουλί. — Αμέσως!, κάνει πρό θυμος ό άνθρωπάκος. Καί προχωρεί πρός^ την πόρτα. 3Αντικρίζοντας όμως τά σκοτάδια πού επικρατούν έξω σταματάει διατακτικός. —Δεν πάμε καλύτερα μα ζί λέεκ Γιατί νομίζω δτι πρέ πει νά έπιθεωρήσης τη μη χανή πριν τό ανεβάσω επά νω. Ό Ζορρό χαμογελάει πί σω από τη χρυσή του μάσκα. — "Έχεις δίκιο, Πάντσο. Καί προχωρεί. Οι δύο άνδρες, διασχίζον τας τά ερείπια, φτάνουν σε λίγο στον κεντρικό πύργο τού παλιού κάστρου. Ή κατα σκευή τού πύργου θυμίζει έσωτερικώς καπνοδόχο. "Αλλά στο πάτωμα τού πύργοι, ψτια γμένο από ατσάλινη λαμαρί να, εΐναι* ένα ελικόπτερο πού από τήν κατασκευή του φαί
11
νεται νά έχη εξαιρετικά ισχύ ρή μηχανή. Τά δυο ελικόπτερα ^0 ΖΟΡΡΟ
προχοορεΐ
σέ μια συσκευή βιδωμένη στο ατσάλινο-πάτωμα καί τό χέ ρι* του σέρνει ένα μοχλό. "Α μέσως, ένα ελαφρό βουητό άκούγεται καί τό πάτωμα μέ τό ελικόπτερο καί τούς δύο άνδρες, αρχίζει νά^ άνεβαίνη προς τό ταβάνι τού πύργου. Μόλις φτάνουν όμως σέ άπόστασι δύο μέτρων περί που από τήν κορυφή τού πύρ γου, τά φώτα τής ατσάλινης πλατφόρμας σβύναυν αυτομά τως καί τήν ίδια στιγμή, λει τουργώντας μέ τον ίδιο δια κόπτη, ή οροφή πού είναι φτιαγμένη από άτσάλινη λα μαρίνα καί αυτή, ανοίγει έπι τρέποντας στούς δύο άνδρες νά άντικρύσουν τον άστρο φώτιστο νυχτερινό ουρανό. Μερικά δευτερόλεπτα αργό τέρα, ή κίνησις τής πλατφόρ μας σταματάει. Γύρω, φ-αίνον ταπ οί μισογκρεμισμένες έπάλ ξεις καί, πιο πέρα, ή αδια πέραστη μαύρη μάζα τής ζούγκλας. Ό Ζορρό χτυπάει στη ρά χη τον μικροσκοπικό σύνεργά τη του. — Γειά χαρά, Πάντσο, τού λέειι. Καί, προσοχή, σέ σένα έμπιστεύομαιι τό καταφύγιό μου. Ό αδύνατος άνθρωπάκος χαμογελάει εύχαρ ι στη μένος. — "Εν τάξει, κάνει. Καί
12 μπορείς νά είσαι σίγουρος ό τι τό καταφύγιο φρουρεΐται καλά. "Ας τολμήση οποίος του βαστάη νά ζυγώση και τότε θά... θά... ” Ενα κλωνάρ ι άναρρ ιχητικου φυτού, πού κουνήθηκε στον νυχτερινό αέρα του κό βει* την ανάσα και! τή φράσι στη μέση. Ό άνίθρωπάκος νοιώθει την καρδιά του νά χοροπηδάη άγρια στο θώρακά του και μέ ενστικτώδη κίνησι αρπάζει τό χέρι του Ζορρό. ’Άν ήταν εκείνη τή στιγμή μόνος του, σίγουρα θά λιπο θυμούσε. "Αλλά ή σκέψι δτι έχει τήν εμπιστοσύνη του με γάλου του φίλου, του δίνει κου
ιορρϋ ιράγιιο. Παίρνει βαθειά ανα πνοή και καταφέρνει νά συμπληρώση: — Θά δής' τότε τι μακελλειό έχει νά γίνη! Ό Ζορρό του οτφίιγει τό χέ ρι, χωρίς νά δείξη δτι κατά λαβε και ανεβαίνει* με ευκι νησία στήν θέσι του πιλότου. Μέ σταθερό χέρι τραβάει τό μοχλό κι* αμέσως ή τέλεια συγχρονισμένη μηχανή παίρ νει μπροστά. ’Αλλά ή μηχα νή αυτή εΐναι πολύ περίεργη. Αντίθετα προς τά συνηθισμέ να ελικόπτερα, ό θόρυβός της δέν είναι μεγαλύτερος από ψίθυρο. Τήν επόμενη στιγμή τό έ-
40 Έλ Ρέϋ, ψιθυρίζει κατάπληκτος, ό διοικητής τής αστυνομίας
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
λιικόπτερο υψώνεται κατακόρυφα καί μαλακά και χάνεται μέσα στον ουρανό. * λ * Την στιγμή πού τό ελικό πτερο του Ζορρό απογειώνε ται από την ατσάλινη πλατ φόρμα του και χάνεται, προς την καπεύθυναι τής Σιέρρα ΓΙακαράϊμα χωρίς να κάνη τον παραμικρό θόρυβο από την ταράτσα του μεγάρου τής Διοικήσεως τής αστυνομίας απογειώνεται ένα άλλο ελι κόπτερο μέ τρομερό θόρυβο πού κάνει νά τρίζουν τά τζά μια του κτιρίου.
£τσ τέσσερα καθίσματα,
13
πού είναι πίσω από τίς θέ σεις τού πιλότου και τού παρατηρητοΰ, είναι καθισμένοι τέσσερις αστυνομικοί. Στη θέσι του παρατηρητου κάθε ται ό κοντόχοντρος διοικητής τής αστυνομίας, ό Μάριο Περέθ. Στή θέσι του πιλότου είναι καθισμένο ένα όμορφο μελαχροινό κορίτσι! Είναι ή ΡοζίΤα, ή κόρη του Περέθ! — Μέ κατάψερες πάλι νά σε άφήσω νά όδηγήσης εσύ τό ελικόπτερο ποώιοκοριτσάκι!, λέει ό Περέθ μισσθυμωμένα - μισοτρυφερά! Δεν ξε χνώ ότι, εδώ καί μιά ώρα, παραλίγο νά μέ έκθεσης ατά
ΖΟΡΡΟ μάτια του Δον Πάμπλο^ΝτεΧάρο μέ τά λόγια σου! Ξέρεις ότι είναι ό ιδανικός γαμπρός για σένα; ^ -—- Μά δεν είναι σαχλός; απαντάει ή Ροζίτα χωρίς νά γυρίση τό κεφάΧι της. ^— Κόρη μου, είσαι τρελλή!, δηλώνει αποφασιστικά ό πατέρας της. Σαχλός ό Δον Πά'μπλο; Ό καλύτερος γαμπρος τής Βραζιλίας; Νέος, έξιυπνος, μορφωμένος, κοινωνικός, πάμπλουτος καί από τέτοια οικογένεια! —^ Μπορεί νά βράση τα προσόντα του α,ύτά καί νά πχή τό ζουμί τους, λέει ή Ροζίτα. Αυτός είναι νέος; "Αμ*
Τό
αυτός γεννήθηκε γέρος! "Όλο άρρωστος είναι, κι'* ολο μέ έντομα καταγίνεται1. Στα σό βαρά πατερούλη, φαντάζεσαι πώς θά μπορούσα νά παντρε,ι/τώ ένα τέτοιο σαράβαλο; — Μά είναι σπουδαίος ένταμ άλογος, επιμένει ό Περέθ. — Έ τότε, άς παντ,ρευτή καμμιά... κάμπια!, δηλώνει ή Ροζίτα μέ ύφος που δεν έπιδέχεται αντιρρήσεις, Καί ρωτάει σοβαρά: — Είσαι σίγουρος αυτή τη φορά, ότι θά τον πιάσης τό Ζορρό; Τό ύφος τού Διοικητού τής αστυνομίας αλλάζει αμέσως.
μαστίγιο τινάχθηκε δυο Φορές καί οί λησταί έμειναν άοπλο μ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
Μέ ένα καταπληκτικό πήδημα ό Ζορρό βρέθηκε μπροστά στο ληστή.
— Λίγη υπομονή καί θά δτι ό Ζορρό είναι έγκληματίδής, λέει θριαμβευτικά. Α ας; λέει ή Ροζιτα. Μήπως πόψε δεν θά μου ξεφύγη. Για κάνεις λάθος; τί οι πληροφορίες μου είναι — Λάθος; Βρυχάται ό σεαπό την ϊοιοο πηγή μέ τίς δι νιόρ Περέθ. Λάθος! ΕΤσαι κές του. καλά, Ροζίτα; Νά μήν ξανα — Και εΤσαι σίγουρος δτι κούσω κάτι τέτοιο οπό τό ό Ζορρό βγήκε απόψε; στόμα σου, σέ παρακαλώ! — Σχεδόν!, απαντάει ό Και είσαι καί κόρη του διοιΠιερέθ. Μήν ξεχνάς δτι εΐναιι κητοΰ τής άστυνομΐας! τό τρίτο κρούσμα επιδρομής δουλεμπόρων πού σημειωνεΌ Ζορρό ται μέσα σέ ένα μήνα. Και τής Ζούγκλας τις δύο άλλες φορές, ό Ζορρό δεν κουνήθηκε. Δεν μπορεί λοιπόν νά άγνοήση καί τήν ϊϊ ΟΜΟΡΦΗ μελαχροι ατομική πρόσκλησι. Θά τον νή δεν άπαντάει. Μέσα στο τπάσω τόν κακούργο! Πατέρα, είσαι βέβαιος σκοτάδι τής καμπίνας τά
16 χείλη της σφίγγονται μέ πεί σμα. Αυτή είναι σίγουρη δτι ό πατέρας της κάνει λάθος. Δεν μπορεί νά έχουν άδικο οι χιλιάδες των Ινδιάνων πού μέ τό αλάνθαστο ένστικτό τους έχουν περί βάλει μέ απόλυτη εμπιστοσύνη - και άφοσίωσι τον άνθρωπο μέ τη χρυσή μά σκα, στον όποΐο καταφεύγουν κάθε φορά πού κινδυνεύουν ή πού τούς κατατρέχει κάποιος. Την βοήθεια και την προστα σία του μυστηριώδους Ζορ ρό ζητούν δλοι οί (αδικημένοι και κατατρεγμένοι στην α πέραντη ζούγκλα. Οί ίδιοι οί Ινδιάνοι τον έχουν ονομάσει Ζορρό! Ζορρό τής Ζούγκλας
ΖΟΡΡΟ τον λένε παρομοιάζοντας τό έργο του μέ τό έργο τού θρυ λιικού έκείνου Ισπανού ευγενοΰς τού Δον Ντιέγκο Βέγκα, πού τά κατορθώμοτά του στη μακρυνή "Λλτα Καλιφόρνισ, τό καιρό τής ισπανικής κατο χής, είχαν γίνεΐι θρύλος και περνούσε από γενιά σέ γενιά, και πού είχε άπλωθή σέ όλη τη Λατινική Αμερική. Ό Ζορρο μέ τή χρυσή μάσκα δέν μπορεί νά είναι εγκληματί ας. Είναι σίγουρα μιά ευγε νική γενναία ψυχή πού άγωνίζεταΐι νά δώση τό δίκαιο σέ όσους κατατρέχουν καί κατα πιέζουν οι ασυνείδητοι έμπο ροι, οί αδίστακτοι- κακούργοι
Ελάχιστα δευτερόλεπτα 0ά περνούσαν &σπου να τον άνακσλύψονν
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ καί τά ικάβε είδους κακοπο ιά σττ ο ιχεΐσ, ττού λ υμ<αί νοντα ι την τόσο δύσκολο νά φρουρηθη αστό την αστυνομία, απέ ραντη ζούγκλα του Αμαζό νιου. 01 άπλοΐ και πρωτόγονοι άνθρωποι ξέρουν καλά ποιος είναι φίλος τους καί ποιος εί ναι έχθρός τους. -έρουν δτι ό Ζορρο είναι ένας ισχυρός τους φίλος. Καί μόλις συμ βαίνει κάτι οι κορυφές των βουνών γεμίζουν μέ πύρινα «Ζήτα» ενώ τά τύμπανα της ζούγκλας παίρνουν και μετα δίδουν από τη μιά ως την άλ λη άκρη τής χώρας την συγ κινητική έπίκλησι στον προστάΐτη των αδυνάτων, τον μασκοφόρο εκδικητή. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται ό Ζορρο. Κανείς δεν ξέρει ποιος κρύ βεται κάτω από τη χρυσή .μάσκα. "Αλλά εκείνος πάντα ακούει τά μηνύματα των τυ μπάνων καί, κάνοντας διμέ τωπο πόλεμο, μέ τούς έγκλη μαφίες από τη μιά καί την αστυνομία μέ τον πατέρα της άρτο την άλλη αντιμετω πίζει φοβερούς κινδύνους για νά βοηθήση καί νά άνακ ουφ ί ση τούς δυστυχισμένους καί νά παραδώση τούς εγκλημα τίες στην αστυνομία! Μιά ματιά πού ρίχνει στά καντράν τής μηχανής μπρο στά της αποσπά τη Ροζίτα όοπό τίς ονειροπολήσεις της. Χωρίς νά τό καταλάβη ή ώ ρα έχει περάσει καί πρέπει τώρα νά βρίοκωνται κάπου ε πάνω άτπό τό σημείο τού προ ορισμού τους.
— Είμαστε στά νότια τής Σιέρρα Πακαράϊμα, άναγγέλλει στον πατέρα της. — Πορεία; — Βορειοδυτική. — Στροφή προς τά βόρεια τώρα. Σύμφωνα^μέ τίς πληρο φορίες πού μοΰ μεταβίβασε ό σταθμός τού Έλ Χόκλο τά τύμπανα ειδοποίησαν δτι οι συμμορίτες μέ τούς αιχμαλώ τους μπήκαν στην κοιλάδα τού Μαύρου Κόνδορα. Ή παγίδα Ε ΝΑ δυνατό φύσημα άκούγεταπι μονάχα, καθώς τό μαύρο ελικόπτερο τού Ζορρο άκουρπούσε άθάρυβα καί μα λακά στο υγρό έδαφος τού ξέφωτου. Ή πόρτα τής καμπί νας τού πιλότου ανοίγει σιω πηλά, καί μιά σκιά πηδάει ευκίνητη στο έδαφος καί μπερ δεύεται αμέσως μέ τούς θά μνους που τριγυρίζουν τό ξέφωτο. Μέ όλες τίς αισθήσεις του σέ συναγερμό, σφίγγον τας στό^ δεξιό του χέρι τη λαβή τού μαύρου μαστιγίου του, ό Ζορρο στέκεται για μιά στιγμή ακίνητος καί στή νει τό αυτί του, προσπαθών τας νά συλλάβη καί τον πα ραμικρό ήχο τής ζούγκλας. Τίποτε όμως δέν φτάνει ατό αυτί του. Τό τροπικό δάσος κοιμάται. Ό Ζορρό, αφού προσανα τολίζεται κυττάζοντας τά ά στρα, ^άρχιζεΐι νά προχωρή. Ό εντελώς αθόρυβος κινητήρας τού έλικοπτέρου του, τού χα-
18
ΖΟΡΡΟ
ρίξει» ένα άνεκτίμητο πλεονέ κτημα πού ό θανάσιμος ε χθρός του, ό διοικητής τής αστυνομίας σενιορ Περέθ, α γνοεί: Χωρίς να ένοχλήται α πό τό βουητό τής μηχανής ό Ζορρό μπορεί να άκούη με τό ευαίσθητο αυτί του τις πλη ροφορίες πού μεταδίδουν άδιά κόπα τά τύμπανα τής ζούγ κλας. -ερει έτσι, τώρα δτι ή συνοδεία τών κακοποιών μαζί μέ τούς δυστυχισμένους αίχμα λώτους τους, είχε περάσει τή νότια είσοδο τής κοιλάδος του Μαύρου Κόνδορα. Καί ό τι», κατόπιν, είχε μ(πή σέ ένα στενό φαράγγι πού λεγόταν Φαράγγι του Σκελετού. Ε
κεί, τά ίχνη της σταμοπούν. Οΐ Ερυθρόδερμοι πολεμιστές πού είχαν ακολουθήσει τή συμ μ^ρρίια άπό μακροά αθέατοι, είχαν δή τούς κακοποιούς νά μπαίνουν στο φαράγγι, άλλα δεν τούς είχαν δή νά βγαί νουν. Περπατώντας εντελώς α θόρυβα, γλυστρώντας σάν ί σκιος, ό Ζορρό προχωρεί γορ γά προς την άκρη τής κοιλάδος, στο σημείο όπου ή πλα γιά του βουνού σχίζεται γιά νά σχημρτίση τό Φαράγγι του Σκελετού. Κάθε άλλος άνθρωπος στη θέσι του, θά ήταν ανίσχυρος νά διάσχιση τον πυκνό φραγμό πού σχήμα
"Ενας ήχος χτυπήματος και ένα βογγητό άκοόστηκαν.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
19
&
τίζουν τά δέντρα με τους θά μνους καί τά αναρριχητικά φυτά ανάμεσα τους. Άλλα για τον μασκοφόρο εκδικητή, ή περιοχή εκείνη τής ζούγ κλας δεν είναι άγνωστη. Πολ λές φορές άλλοτε έχει έρθει εδώ ώς Δον Πάμπλο Ντελόρο γιά νά έρευνήση τις πλαγιές -τής χαράδρας και νά ψάξη γιά άγνωστα έντομα. Καί, στη μνήμη του, πού άποτυπώνει μέ ακρίβεια τοπογραφιικοΰ χάρτη κάθε εδαφική λε πτομέρεια, υπάρχει ζωηρή ή εικόνα του εδάφους πού πρέ πει νά διάσχιση. Αλλά, εκτός άπό τό πλεονέκτημά του αυ τό, μιά παράξενη φυσική του ίδιάτης τον κάνει άσυναγώνι στό όταν πρόκειται γιά νυ χτερινή μάχη μέσα στο σκο τάδι τής ζούγκλας: Άπό κάπο*α ιδιοτροπία τής φύσεως, τά μάτια του είναι προικι σμένα μέ εξαιρετικά ελαστι κή κόρη, πού μοιάζει μέ την κόρη τής γάτας και δισστέλλεται απίστευτα στο σκοτά δι επιτρέποντάς του έτσι νά βλέπη καθαρά, εκεί πού άλ λοι δέ διακρίνουν τίποτε. Κάτω άπό τό ψώς των ά στρων, έλαττωμένο κι* εκείνο άπό τά πυκνά φυλλοοματα των δέντρων, ό Ζορρό τής Ζούγ κλας κινείται άνετα, χάρις στην περίεργη του αραιοί. Και, χάρις σ' αυτήν, διακρί νει ξαφνικά, σέ άπόστασι τρι ών μόλις μέτρων μπροστά του, τό^ τεντωμένο σκοινί! Κ ινεΐται/ γοργά. Αρπάζε ται άπό ένα κλαδί, πού κρέ μεται πάνω άπό τό τεντωμέ-
Ό Ζορρό άγγιξε τό σχοινί ελα φρά μέ ένα κλαδί.
26
νο σκοινί καί αητό κεΐ, μέ έ να ξερόκλσδο, σκύβει και αγ γίζει απαλά τό σκοινί. "Ενα δυνατό «ίφισασ» άκούγεται καί ένα δεντ,ράκι πού ως εκείνη τή στιγμή κρατιό ταν λυγισμένο προς τό έδα φος από τό σκοινί, τινάζει μέ δύναμι ψηλά την κορυφή του. Σέ ύψος τριών μέτρων από τό έδαφος, φαίνεται ή άκρη του σκο ιν ιίο ΰ, σ χ η μ ατ ισ μ ένη σέ δυνατή θηλειά. «"Οπως τό υποπτευόμουν συλλογίζεται ό Ζαρρό. Θά μ5 έπ ιανΟν σάν άγρί μι!» "Αφήνει ένα βογγητό σάν άνθρωπος πού ένοιωσε ξσφνι κά κάποιο φοβερό πόνο και λιποθύμησε. "Έτσι θά γινόταν άλλωστε, άν είχε τήν ατυχία νά πατήση επάνω στο τεντω μένο σκοινί!., Σ χεδόν αμέσως, πλησ ιό ζουν τρέχοντας, νομίζοντας ό τι ή παγίδα τους είχε πιάσει κάποιον εχθρό, -αφνικά, μαρ μαρώνουν. Τά μάτια τους γοορ Χώνουν από τρόμο και κατάπληιξι καί τά χεριά, τους πού κρατούν πιστόλια, μένουν κρε μασμένα σαν παράλυτα. Μπροστά τους, σέ απόσταση δύο μέτρων μόλις, μιά φριχτή μορφή έχει κάνει τήν έμφάνισί της, μέσα ατό σκοτάδι. "Ε να πρόσωπο πού φαίνεται νά αίωρήτα.ι στο κενό, δυο μέτρα πάνω από τό έδαφος, καί πού ξεχύνει μιά περίεργη λάμψι μ ορφάζ όντας απ ε ιλ ητ ικά σ τ ό φώς των άστρων;. Οί δυο κακοποιοί, ωστόσο δέν είναι από εκείνους πού τά χάνουν εύκολα. Μέσα σέ με
ΖΟΡΡΟ ρικά δέκατα τού δευτερολέ πτου, ό ένας από αυτούς ξα ναβρίσκει τήν ψυχραιμία του. Καί, μέ ένα μουγκρητό λύσ σας, κάνει νά σηκώση τό πι στόλι του. Δήν προφταίνει ό μως τό χφι του νά έρθη σέ οριζόντια θέση καί κάποιο πράγμα σάν φίδι κατάμαυρο σφυρίζει μέσα στο σκοτάδι. Κάτι ζωντανό άρπαξε τό ό πλο από τά παράλυτα δάχτυ λα τού κακοποιού. Καί, τήν ά μ έσω ς έπο μ ένη σ τ ι γμή, τ ό χέρι τού Ζορρό ξσνασηκώνεται καί κατεβαίνει για δεύτε ρη φορά. Τό μαύρο μακρύ μα στίγιο από δέρμα ίπποποτάμου σφυρίζει ξανά στον αέρα. Καί τό πιστόλι τού δεύτερου κακοποιού φεύγε ι» από τήν πα λάμη τού κατόχου του άρπαγμένο άπτ" τό αόρατο χέρι. Μέ μιά σύγχρονη κραυγή τρόμου, τότε, οί δυο συμμορι τες κάνουν μεταβολή καί δο κιμάζουν νά απομακρυνθούν τρέχοντας. Δέν προφταίνουν νά κάνουν ούτε τρία βήματα. Ό Ζορρό σηκώνει τό χέρι του ψηλά καί τινάζει τό βαρύ μαστίγιο προς τά εμπρός μέ αφάντα στη τέχνη. Τά δυο τελευταία μέτρα τού πετσιού τού ίππο ποτ άμου σκίζουν τον αέρα καί τυλίγονται μέ ορμή γύρω α πό τούς λαιμούς καί των δύο κακοποιών πού τρέχουν ό έ νας δίπλα στον άλλο. Ό Ζορ ρό, τήν ίδια στιγμή τραβάει μέ δύνρμι τή λαβή τού μαστι γιου προς τά πίσω. Καί οί δύο συμμορίτες κυλιούνται ατό έδαφος μισοστραγγαλι-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σμένοι αναίσθητοι. Για μια στιγμή, ό Ζορρό νοιώθει την έπιθυμία να τραβήξη περισσότερο τό μαστίγιο καί να στείλη τις μαύρες ψυχές των δύο κακούργων στην κόλαση. "Υστερα μετανοιώνει. Με γρήγορες κινή σεις τούς δένει χέρια καί πό δια μέ τέτοιον τρόπο, πού τούς είναι άδύνατο να λυθούν. Ανορθώνεται κατόπιν καί στέ κεται νά άφουγκ,ρασθή. Στ5 αυτιά του φθάνει ό βόμβος από κινητήρα ελικοπτέρου. —Ό, φίλος μου ό Περέθ! συλλογίζεται. Δεν έχουμε πο
21 λύ καιρό για νά ξεμπερδεύου με. Ό αστυνόμος και ό Ζορρό
ΓΙ
8λ ΑΡΑΤΑΕΙ τούς δυο συμμορίτες αναίσθητους καί δεμένους καί συνεχίζει τό δρό μο^ του. "Οπως πριν, προχω ρεί μ έ ^ άπε ι ρες π ροφυλ άξε ι.ς, χωρίς δμως νά έλαττώση την ταχύτητά του. Έχει διανυσει τη μισή άπόστοοσι· δπως υπο λογίζει, ως τό χείλος τής χαράδιρας, όταν τό μάτι του συλοςμβάνη μιά κίντγτι μέσα στά
Οί δνό άνδρες στάθηκαν αντιμέτωποι κυττάζσντας ό ένας τον άλλα
22 χαμόκλαδα. Καί συγχρόνως σχεδόν νοιώθει στη ράχη του τό βάρος ένας σώματος, και δύο σιδερένια χέρια σφίγγον ται γύρω στο λαιμό του. Μέ κομμένη την ανάσα, ό Ζορρό εφάρμοζε ι ένα απτό τά κάλττα Ζίου—Ζίτσου που ξέρεΐ' τό σο καλά. Αφήνει τά γόνατά του νά λυγίσουν, και ό άγνω στος αντίπαλός του, χάνοντας την ισορροπία του, χαλαρώνει τό σφάξιμό του. Αυτό άκριβώς περιμένει κι* ό Ζορρό. Τό δε ξιό του πόδι τινάζεται σάν α τσαλένιο ελατήριο καί καρ φώνεται μέ δύναμ,ι στο χώμα, δίνοντας στο σώμα του περισ τροφική κίνησι. Ταυτόχρονα, τό δεξιό του χέρι τραβιέται προς τά πίσω. Και τη στι γμή που, συμπληρώνει την με τ άβολη του, βρίσκεται· στην κατάλληλη θέσι, τό μπράτσο του τινάζεται έμπρός μέ δύναμι εμβόλου ατμομηχανής. Ή γροθιά του, όμοια μέ ένα κομμάτι ακατέργαστου ατσα λιού, χτυπάει τον αντίπαλό του στο στομάχι, λίγο πιο κάτω άπό τό στέρνο, έκεΐ πού βρίσκεται ένας σπουδαίος νευ ρικός κόμβος πού λέγεται η λιακό πλέγμα. Ό συμμορί της ,μένει1 για μια στιγμή α κίνητος σάν νά έχη μαρμαρώση. "Υστερα, τά πόδια του λυγίζουν και τό σώμα του βροντάει πιάνω στο χώμα, α ναίσθητο. Ό Ζορρό δεν χασο μεράει νά τον δέση αυτόν, ί ό χτύπημα εκείνο θά τον κρα τήση αναίσθητο μι,σή ώρα τουλάχιστον. Και μισή ώρα
ξίνσι πολύ περισσότερο άπό
ΖΟΡΡΟ όσο του χρειάζεται. Παίρνει μια βαθειά ανάσα και συνεχίζει τό δρόμο του. Τώρα, άπό κάπου έκεΐ κοντά, φτάνει στ5 αυτιά του ένας υ ποχθόνιος ήχος κάτι σάν κατρακύλισμα βράχων, ή σάν κύλισμα ικάρρου πίσω σε άνώμαλοι δρόμο. Τό κρησφύγε το τών συμμοριτών, δέν πρέπει_νά βρίσκεται μακρυά. -αφνιΐκά νοιώθει στή υέση του κάτι σκληρό καί κρύο πού κοταλαβαινεί πώς είναι μιά κάνη πιστολιού. Ταυτό χρονα, ή γεμάτη ειρωνεία καί θρίαμβο φωνή τού σενιόρ Περέθ προφέρει: — Έπι τέλους σέ βρίσκω, κύίρ - Ζορρό! Μέ κούρασες πολύ ομολογώ, άλλα στο τέ λος έπεσες στήν παγίδα. Πρόσεξε μήν κάνεις τήν πα ραμικρή κίνησι, φουκαρά μου γιατί θά πας νά συνάντησης τούς προγόνους σου! "Αν ό Ζορρό νοιώθη κάποια ταραχή δέν Τό δείχνει. Αντί θετα, ή φωνή του είναι από λυτα ήρεμη όταν μιλάει: -— Σ^έ τί όφείλω την τιμή πού μου γίνεται, σενιόρ Περέθ; Πάντα τό έλεγα ότι δέν πρέπει νά έχη κανείς έμπιστοισύνη στις γυναίκες. — Τί^ θέλε'ις νά πής λέει μπερδεμένος ό χοντρός αρχη γός^ τής ^αστυνομίας. Πια ποιες γυναίκες κουβεντιάζεις; —Την Τύχη εννοώ, σενιόρ, απαντάει ό Ζορρό. Γιατί άν δέν άπατώμαι, αυτή καί μό νο ώδήγησε τήν έξοχστπτά σας ως εδω. ■— Τήν έξοχστήτά μας τήν I
V
?Γ·
λ
X
Ρ
23
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ έφερε εδώ ή έγικλημοτπική σου δρσσις, ιάπτάνΤηισε ερεθισμέ νος ό αστυνομικός. Και οι ίκότττσι μου θά άνταμε κφθοϋν 'άπό την εύχαρίστησι πού θά Ινσιώσω αποκαλύπτοντας επί Ιτ έλους τά χαρακτηριστικά πού κρύβονται κάτω από την ηλίθια αυτή μάσκα. Γύρισε γρήγορα· από εδώ! Ό Ζορρό συμμορφώνεται αμέσως με τη διαταγή. "Αλ λά την έκτελή μέ κάπως£ με γαλύτερο ζήλο από όσο υπο λόγιζε ό χοντρός άστυνομι κός. Καί καθώς γυρίζει, τό α ριστερό του μπράτσο άπομακρύνεταΐι κάπως άπό τό σώ μα του σε τρόπο πού, πρίν καλοκαταλάβη τί γινόταν, ό σενιόρ Περέθ νοιώθει τό ώπλι σμένο του χέρι νά παραμερί ζεται) βίαια. "Από ενστικτώ δη άν'τίδρασ'ΐ, τό δάχτυλό του πιέζει τη σκανδάλη. "Αλ λά ήδη ή κάννη δεν έχει μπρο στά της κανένα στόχο. Καί ή σφαίρα ξεφεύγει θυμωμένα α πό τό στόμιο του όπλου καί χάνεται σφυρίζοντας ακίνδυνα ανάμεσα στούς θάμνους. Ό αρχηγός τής αστυνομίας του Μανάους, δεν προφταίνει νά μετανοιώση για τό λάθος πού έκανε διατάζοντας τον αιχμάλωτό του νά γυρίσιη. Ό Ζαρρό, κάνοντας μεταβολή, έχει· σκύψει γιά συμπληρω ματική προψύλαξι. Κι." έτσι ή δεξιά του γροθιά αρχίζει άπό κάπου κοντά στο έδαφος την τροχιά της καί άνεβαίνει μέ άσύλληπτη ταχύτητα γιά νά εκ ραγή μέ τη δύναμί' κλω τσάς ίμουλαριρυ στην άκρη
του σαγανιού του χοντρού άστυνΟμ ικού. Ιά /μρτάκια του σενιόρ Πε ρέθ γίνονται ολοστρόγγυλα σε μιά έκφρασι υπέρτατης έκπλήξεως. Τό σώμα του κυ λιέται χάμω σχεδόν αθόρυ βα, χάρις στο άφθονο λίπος πού κάνει την πτώσι του πιο μαλοκή. Την άλλη στιγμή, ό Ζορρό έχει χαθή βάζοντας φτερά στά πόδια του, πίσω άπό δέντρα. Ό πυροβολισμός τού αρχηγού τής άστυνομίας έχει σίγουρα ειδοποιήσει τους συμμορίτες. "Ήδη, ό θόρυβος πού άκαυγόταν προηγουμέ νως στο βουνό άπό τά έγκα τα τής γής, έχει σταματήσει. Οι κακούργοι φροντίζουν νά εξαφανίσουν καί τό παραμι κρό ίχνος τής παρουσίας τους. Τά πράγματα θά εΐναι πολύ π ιό δύσκολα τώρα πού έχει έκλείψει τό στοιχείο του αιφνιδιασμού. "Άν ωστόσο ή σκέψι1 του Ζορρό εΐναι σω στή, ό μσσκοφάρος εκδικητής ξέρει προς τά που πρέπει νά τραβήξη γιά νά άνακαλυψη /τό μυστικό τους καταφύ γιο... Έλ Ρέϋ, ό βασιλιάς τής ζούγκλας Οτ ΑΝ ό αρχηγός τής άστυνομίας του Μανάους άνοίγη τά μάτια του, δεν καταλαβαίνεΐ', πού βρίσκονταν την πρώτη στιγμή. "Υστερα, αστραπιαία, ή μνήμη του λει τσυργεζ καί θέλει νά σηκω-.
24 Οή. Μένει όμως καρφωμένος στη θόσκ του, ακίνητος, επει δή το βλέμμα του άντικρύζει κάτι πού του παγώνει τό αίμα. Ό σενιόρ Περέθ δεν είναι δειλός. Κάθε άλλο μά λιστα. Αλλά δεν υπάρχει άν θρωπος στον κόσμο που θά μπορούσε νά άντικρύση σέ άπόστασι μικρότερη από πε νήντα εκατοστά τό απαίσιο ικεψάλι ενός ψιδιού που τα λαντεύεται απειλητικά, χωρίς νά χάση την ψυχραιμία του. Καί αύτό άκριβώς τό θέαμα άντ ικρύζει ό σενιόρ Περέθ άνοίγοντας τά μάτια του. Μέ σα σέ ιμ,ιά στιγμή, ό χοντρός αστυνομικός σκέπτεται τί μπορεί νά κάνη για νά ξεφύγη, αλλά δεν καταφέρνει νά κατεβάση καμμιάν ιδέα. Τό μυαλό του άρνιέται άπολύτως νά τού δώση κάποια λύσι. Ή σκέψι του γυρίζει τό τε ισ;τήν κόρη του κι" υστέρα, στον άσπονδο αντίπαλό του, τό Ζορρό που του έχει ξεφύγει γιά μιά φορά ακόμη. Εί ναι φαίνεται1 γραφτό νά ,μήν μπόρεση νά πραγματοποίηση τό όνειρο τής ζωής του. Δεν μπορεί νά περιμένη περισσό τερο στη φοβερή εκείνη άναμσνή. Προτιμότερο νά ξεμπερ δεόη μιαν ώρα άρχίτερα. Ό σενιόρ Περέθ σφίγγει τά δό ντια του καί ετοιμάζεται νά κάνη τήν άπάτομη κίνησι πού θά κάνη τό φίδι νά βυθίση τά δόντια του στο σώμα του πλημ μυρίζοντας τό σώμα του άπό θανατηφόρο δηλητήριο. Λεν προφταίνει όμως. Γιατί, ξαφνικά, κάτι αστράφτει στο
ΖΟΡΡΟ ημίφως καί ένας γδούπος άκοόγεται. "Ενα μεγάλο ινδι άνικο μαχαίρι έχει σχίσει, σφυρίζοντας, τον αέρα καί έχει έρθει νά καρφωθή στο δέντρο, καρφώνοντας ^ συγχρό νως καί τό κεφάλι· του φιδιού. 10 άστ υνο μ ΐικ ός γυιρί ζε ι προς τήν κατεόθυνσι άπό τήν οποία έχει έρθεΐ' τό μαχαίρι καί τραυλίζει κατάπληκτος: — Έλ Ρέϋ! Τί γυρεύεις εσύ εδώ πέρα; Ό άνθρωπος πού στέκεται απέναντι· στον καθισμένο χά μω αστυνομικό, δεν άπαντάει. Ό σενιόρ· Περέθ καταλαβαί νει τό λάθος του. "Έχει μιλή σει πορτογαλικά στον περί εργο σωτήρα του, ενώ είναι γνωστό πώς ό Έλ Ρέϋ, ό «βασιλιάς», όπως τόιν ονομά ζουν οί Ινδιάνοι, δεν ξέρει άλλη γλώσσα άπό τή γλώσ σα τών "Ερυθροδέρμων. Ό σενιόρ Περέθ επιστρα τεύει όλες τίς γνώσεις, πού έχει στή γλώσσα τών έρυθρο δέρμων, καί επαναλαμβάνει τήν έρώτηισί του. — Ό "Ελ Ρέϋ, άπαντάει ό άλλος, βρίσκεται παντού! Ό Έλ Ρέϋ βασιλιάς τής ζούγκλας! — Τό ξέρω, λέει ό Περέθ καί σηκώνεται όρθιος. "Αλλά δέν ήξερα πώς είσαι καί πο νόψυχος . Γ ι ατ ί σκότωσ ες τό φίδι καί /μέ έσωσες; Ό άνθρωπος πού τον άποκαλούν Έλ Ρέϋ δέν άπαντάει άμέσως. Είναι απασχολημέ νος στο νά καθαρίζη τήν λε πίδα του μαχαιριού του κσρ~
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ φώνσντάς την ,στό χώμα και ό αστυνομικός τον περιεργά ζεται με θαυμασμό. "Αν ή κόρη του τον έβλεπε αυτόν ε δώ, 5έν θά μπορούσε ασφα λώς νά τού βρή κανένα ψεγά δι· σαν άντρα. Μέ ανάστημα πού φτάνει· τό ένα ενενήντα, ό Έλ Ρέϋ έχει σώμα θαυμά σια αναπτυγμένο και σε κά θε του κίνηισι οΐ μυς του τι νάζονται καί φουσκώνουν σαν καλά συντονισμένα εξαρτή ματα μηχανής. Τά μαλλιά του είναι ξανθά καί τά χαρα κτηριστικά του αρρενωπά, αλλά οχι άγρια. ΠοΊος είναι, και πώς έχει βρεθή σιτή ζούγκλα ό μυστη ριώδης εκείνος άνθρωπος πού πι,στευει πώς είναι ό βασι λιάς του δάσους; Ή αστυνομία γνωρίζει· την υπαρξί του αλλά δεν έχει άσχοληθή ποτέ μαζί του, επει δή ό Έλ Ρέϋ δεν πειράζει κανένα καί ζή μόνος του μέ σα στη ζούγκλα, πραγματικώς κυρίαρχός της. Δεν πλη σιάζει ούτε λευκό ούτε ίνδιάνο παρά μόνο δταν χρειά ζεται κάτι. Καί, τότε, τό παίρνει και χάνεται πάλι μέ σα στη ζούγκλα. Διάφορες ι στορίες, πού ,κυικλοφορουν σχετικά <μ5 αυτόν, λένε οτι εί ναι τό παιδί κάποιου λευκού πού τό είχαν άπαγάγει λη στές καί ότι οί άπαγωγεΐς του κατασπαράχθηκαν από θηρία μέσα στη ζούγκλα, καί .τό παιδί, πού. ήτοςν μωρό α κόμη, μεγάλωσε μόνο του χά ρις σέ κάποιαν εξαιρετική
εύνοια τής τύχης, σάν άγριο θηρίο κι* αυτό. Ό Έλ Ρέϋ καθαρίζει κα λά τό μαχαίρι του καί γυρί ζει: στον αστυνομικό. λ-— Λοιπόν; ξαναρωτάει έκεϊνος. Γιαμί μέ έσωσες; Δέν θά μου τό πής; — ηλ Ρευ οχι αγαπα άν θρωπο μέ χοντρή κοιλιά, προ φέρει περιφρονητικά ό αγρι άνθρωπος. Θέλει ρμως χοντρο κοίλης πιάση Ζορρό. Ή περιέργεια του αστυνο μικού κεντιέται. — Καί τί σου έκανε ό Ζορ ρό ! — Μπαίνει δάσος δικό μου, απαντάει ό Έλ Ρέϋ ό πως ένας άλλος θά έλεγε δτι κάποιος του καταπατάει τό οικόπεδο. 5Βλ Ρέϋ σκοτώση Ζορρό, μόνος του άμα βρή. — "Οχι, οχι, τον κόβει ό Περέθ. Θά τον πιάσω εγώ τό Ζορρό. Μήπως είδες κατά που πήγε; ,— Έλ Ρέϋ βλέπει όλα, λέει ό άγριος. Καί, σηκώνοντας τό χέρι του, δείχνει την κατευθυνσι πού έχει πάρει ό «μασκοφό ρος εκδικητής». ,— Μπράβο, Έλ Ρέϋ!, φω νάζει ό Περέθ. Μην άνησυχής καί θά τον πιάσουμε τον κύριο Ζορρό πού σέ ενοχλεί. Καί, λέγοντας αυτά, ό αρ χηγός τής αστυνομίας, φέρνει στο στόμα του ,μιά σφυρίχτρα καί σφυρίζει ειδοποιώντας τούς άνδρες του, πού έχουν ακροβολιστή, νά πλησιάσουν.
ΖΟΡΡΟ
26 Σ κλάβοι ατό ορυχείο Γλ ΥΣΤΡΩΝΤΑΣ
,μέ
ταχύτητα αγριμιού ιμέσα στην πυκνή ζούγκλα, ό Ζορρό γρήγορα φτάνει στο χείλος τής Χαράδρας τού Σκελετού. Κάπου έκεΐ στο βάθος της, θυμάται δτι είχε δει κάποτε τό στάμιο μιας σπηλιάς σκε πασμένο από θάμνους. Α φού λοιπόν οί συμμορίτες δεν βρίσκονται πουθενά αλλού, μόνο έκεΐ .μέσα πρέπει νά εί ναι. Και ό θόρυβος, πού είχε ακούσει νωρίτερα, έλεγε πολ λά. Χωρίς νά καθυστέρηση για νά κατέβη από πιο ομαλό δρόιμο, ό Ζορρο αρχίζει νά κατεβαίνει- πιασμένος από τις προεξοχές των βράχων καί από τούς θάμνους, ιμέ ευ κινησία καί σιγουριά πιθή κου. Ή μνήμη του δεν τον έ χει γελάσει. Λίγο πιο κάτω από τό σημείο πού βρίσκεται διακρίνει κολλημένη στο βρά χο μιά σκιά. "Ενας άκυρα φρουρός πού έχει μείνει γιά νά είδοποιή όσους βρίσκονται μέσα στη σπηλιά γιά δ,τι γί νεται απ' έξω. Ό Ζορρό ζυγιάζεται σαν άρπακτικό πουλί. Καί άφίνεται νά πέση στο κενό. Προσ γειώνεται με καταπληκτική ευστοχία πάνω στο σβέρκο τού φρουρού, πού μένει (αναί σθητος από ένα χτύπημα πού δέχεται πίσω από τό αυτί, πριν ^καταλάβη τί τον χτύπη σε. "Υστερα ό Ζορρό, γυρί
ζει καί μπαίνει μέσα στη σπηλιά. Βαθύ σκοτάδι επικρατεί στο έξω της μέροςν αλλά, πί σω από ριά .χαραμάδα, ό Ζορ ρό διακρίνει μιά φωτεινή α κτίνα. Πλησιάζει καί ^βλέπει ένα βράχο πού άσφαλώς κλεί νει κάποιο μυστικό άνοιγμα. Σπρώχνει μέ δλη του τη δύναμ ι. Ό βράχος υποχωρεί. Καί από τό άνοιγμά του, ό εκδι κητής μέ τη χρυσή μάσκα άντ ικρύζυ ένα θέαμα πού θυμ ί ζε ι σκ ηνές μ εσα ιων ι κών μαρτυρίων. Μιά ματιά είναι1 αρκετή γιά νά τον πληροφό ρηση δτι οι υποψίες του ήταν σωστές. Ή σπηλιά είναι ένο( πελώριο φυσικό άουχεΐο καί οί συμμορίτες πού τό είχαν ανακαλύψει σκέφθηκαν νά χρη σι μοποιούν τούς ’ I νδ ιάνους σαν σκλάβους γιά την έκμετάλλευσί του. Στη μέση τής άπέραντης υπόγειας αίθουσας, πού έχει σκάψει ή φύσις στά σπλάχνα τοΰ βουνού, οί συμμορίτες έ χουν κατασκευάσει ένα πρω τόγονο μύλο ιμέ τον όποΐο «α λέθουν» τά κομμάτια τού βράχου πού περιέχει ^τό με τάλλευμα. Στο μύλο είναι δε μένοι, σάν ζώα σέ μαγγανο πήγαδο, Ινδιάνοι, οί περισ σότεροι από τούς οποίους πέ φτουν από έξάντλησι αδυνα τώντας νά άνθέξουν στην ε ξοντωτική εργασία. Πιο κάτω μ.ιά άλλη όμάς Ινδιάνων, σκάβει στο βράχο γιά νά βγάλη μετάλλευμα. Ή σπη λιά άντηχεΐ άπό τις βρισιές
ΤΗΙ ΖΟΥΓΚΛΑ! τών συμμοριτών, πού στέκο νται πίσω από τούς δυστυχι σμένους Ινδιάνους, καί από τον κ,ρότό των μαστιγίων που πέφτουν πάνω στίς καταμστωμένες ράχες τους. Ό Ζορρό μέ κάποιαν έκπληξι διαπιστώνει ότι οι αιχ μάλωτοι δέν είναι δεμένοι. ΚΓ ωστόσο, δεν αντιδρούν καθόλου στην φοβερή κακομε ταιχείρισι των ληστών που, όπως είδε ιμέ μια ,ματιά, δέν ήταν παραπάνω όατό επτά οκτώ, ενώ οι αιχμάλωτοι πρέ πει να ξεπερνούν τούς εκα τό. "Αλλά το πράγμα δέν εί ναι τόσο παράξενο δσο φαί νεται τήιν πρώτη στιγμή. Οί δυστυχισμένοι ιθαγενείς έ χουν δη στην πράξι την κα ταστρεπτική δύνοίμι τών «ραβδιών πού βγάζουν φω τιά» τών αυτομάτων δηλαδή καξ τών π [σταλιών τών λη στών. "Έχουν δη τΙς γυναίκες και τα παιδιά τους νά πέφτουν σκοτωμένος από μακρυά. Και δέν τολμούν ούτε νά διανοηθούν νά άντιδράσουν στούς συμμορίτες πού τούς επιβλέ πουν μέ τά όπλα στο χέρι. ^ Ό Ζορρό ζυγίζει γοργά τήν κατάστασί'. Καί, σφίγ γοντας το μαστίγιό του στο χέρι, αρχίζει νά προχωρή κολλημένος στο βράχο. "Αν άφωπλιζε έναν ή δύο από τούς συμμορίτες, οι Ινδιά νοι, βλέποντας τον, θά ώρμούσαν εναντίον τών υπολοί πων. ^ -έρει ότι, στή μάχη πού θά έπακολουθήση, θά Θυσιά
ϊ? ζονταν κατ’ ανάγκην μερικές ζωές. "Αλλά είναι μιά θυσία απαραίτητη για νά σωθούν οί υπόλοιποί1. Χωρίς νά τον άντιληφθή κανείς, έχει φτάσει σέ άπόστασι οκτώ μέτρων περίπου οστό τούς δύο συμμορίτες πού φρουρούν τούς Ινδιάνους πού εργάζονται στον πελώ ριο μύλο. Τό δεξιό ταυ χέρι σηκώνεται πάνω από τό κε φάλι του. Τό μαύρο μαστίγιό τινάζεται σαν κάτι ζωντανό καί σφυρίζοντας μέ εκδικητι κή μανία, χτυπάει μέ ακρί βεια σφαίρας τό πιστόλι τού πρώτου συμμορίτη πετώντας το από τό χέρι του. Άστρα^ πιαΐα, κατόπιν, ή μακρυά δερμάτινη λουρίδα ξαναγυρίζει στον κύριό της καί τινάζε ται μέ διαφορά μερικών δευ τερολέπτων γιά δεύτερη φο ρά, αρπάζοντας κυριολεκτικά τό πιστόλι τού δεύτερου κα κοποιού. Οί κραυγές έκπλήξεως καί λύσσας τών συμμοριτών, ττνί γονται άττό τήν πολεμική ια χή τού Ζορρό πού ουρλιάζει: —ΘάναΤος στούς κακούς! Δέν περιμένει νά δη τό α ποτέλεσμα. "Ομοιος μέ βολί δα, σωστός δαίμονας στα μά τια τών κακοποιών, βρίσκε ται μέ ένα καταπληκτικό πή δημα; πάνω σέ μιά πλοττφόρμα πού σχηματίζει τό βρα χώδες τοίχωμα της σπηλιάς, όπου στέκεται, ένας άκόμη συμμορίτης μέ αυτόματο στα χέρια. Ό κακούργος βρίσκει τον
ΖΟΡΡΟ
28 καιρό νά στείλη μιά σφαίρα έναντίον του. Άλλα ή χρυσή μάσκα, πού συγκεντρώνει καί αντανακλά τό δυνατό φώς των λυχνιών βενζίνης, πού φω τίζουν τό παράξενο ορυχείο, τον θαμπώνει την τελευταία στιγμή καί κάνει τις σφαίρες του νά αστοχήσουν. Πριν προλάβη νά πυροβόληση γιά δεύτειρη φορά, ό Ζορρό, βρί σκεται μπροστά του. Με τήν κόψι τής παλάμης του, ^ του δίνει ένα δυνατό ξερό χτύπη μα στο λαιμό. Κιι* ό συμμο ρίτης, με κομμένη τήν ανάσα καί τά μάτια γουρλωμένα από τήν αγωνία, πέφτει κά τω σφαδάζοντας καί κυλιέται στο δάπεδο τής σπηλιάς. Ό Ζορρό κυΥτάζει γύρω του. Μέ εκδικητικό ,μουγγρητό, οι Ινδιάνοι, όπως τό είχε προβλέψει, έχουν ορμή σε ι ε ναντίον των δεσμ ό φυλάκων τους, πού, παράλυτοι από φόβο, δεν μπορούν νά άντιτάξουν καμ,μιά άντίστασι. Μέ σα σέ μερικά λεπτά, ή μάχη έχει τελειώσει. Οι σκλάβοι είναι ελεύθεροι καί οι κα κούργοι δεμένοι ή νεκροί! 4Ο Ζορρό“ σηκώνει τό χέρι του καί μέσα στή σπηλιά γί νεται! ησυχία. — Φίλοι μου, λέει δυνατά, εΐσθε τώρα ελεύθεροι. Έγώ φεύγω. Αλλά θά έρθουν σέ λίγο άλλον καλοί άνθρωποι πού θά σάς βοηθήσουν νά ε πί στ ρέψετε στα χωριά σας. Ύποφέρατε πολύ, αλλά οι κακοί τιμωρήθηκαν! Ζωηρές ζητωκραυγές ^ κά νουν τη σπηλιά ν’ άντηχήση,
αλλά ό Ζορρό δέν έχει καθό λου καιρό. "Εχει επιβάλει τήν τιμωρία πού άξιζε ατούς δούλε μ π όιρο υς. Τ ώρα τηρέπει νά εξασφάλιση καί τη δική του διαφυγή. Κυκλωμένος Εχ
ον τας
τούς άν
τρες του μαζί του, ό σενιορ Περέθ είχε φτάσει στο χεί λος τής Χαράδρας τού Σκε λετού. Ό ’Ελ Ρέϋ, παρά τίς συστάσεις του αρχηγού τής αστυνομίας, έχεν άρνηθή νά τούς συνοδεύση καί έχει- χαθή ξανά μέσα στην αδιαπέρα στη ζούγκλα, μολονότι οι α στυνομικοί είναι βέβαιοι ότι παρακολουθεί τάς κινήσεις τους. Άπό τό βάθος τής Χαρά δρας, άκούγεται ξαφνικά μια ριπή αυτομάτου καί τήν α κολουθεί μιά οχλοβοή πού έρχεται θαρρείς άπό τά σπλά χνα τού βουνού. "Υστερα άπό λίγο γίνεται ησυχία. Καί πά λι όμως άκούγονταιι δυνατές φωνές πού φαίνονται σαν ζη τωκραυγές. Οι άστυνομικοί, ξαπλωμένοι στο έδαφος, κυττάζουν προς τά πίσω προσπα θώντας νά διαπεράσουν τό σκοτάδι τής Χαράδρας. Ξαφνι κά, μιά φωτεινή τρύπα φαί νεται ν5 άνοίγη στο πλευρό τής χαράδρας. Καί μιά μορ φή, πού ό Περέθ θά ξεχώρι ζε ανάμεσα σέ χίλιες άλλες^, βγαίνει άπό τή σπηλιά καί μέ απίστευτη ευκινησία αρ χίζει νά σκαρφαλώνη άνεβαί-
ΨΗΪ ΙβνΡΚΛΛΧ <*>ντας πρδς τό σημείο δπσυ
σκιά πού κινείται πίσω άπό
βρίσκονταν οί άστυνομικοί. * Ακροβολ ισθήτε!, δ ιατ ό ζει ό Περέθ στους άνδρες του. Θά τον άφήσουμε νά προχωρηση άρκετά, καί υστέρα θά τον κυκλώσουμε τελείως. Οί αστυνομικοί οπισθοχω ρούν δεκαπέντε -μέτρα από τό χείλος τής χαράδρας, και α ραιώνουν έτσι· πού νά σχημα τίσουν ημικύκλιο. Κάποιος ελαφρός θόρυβος πού άκούγεταιΐ' δίνει στον Πε ρέθ νά καταλάβη δτι ό Ζορρό προχωρεί προς τό μέρος τους; , . — Παραδώσου; Ζορρό!! φωνάζει θριαμβευτικά. Είσαι κυκλωμένος! Σ ιωπή ακολουθεί τά λό για του. * * ☆
έναν αστυνομικό. Μιά σκιά πού τόυ φαίνεται- ^γνώριμη, γιατί κύ άλλες φορές την έ χει δεΐ. Είναι ή σιλουέττα μιας γυναίκας, πού τού φάνη κε χρήσιμη σέ πολλές δύσκο λες περιπτώσεις. Ό Ζορρό θά ήθελε πολύ νά ξέρη ποιά έίναι αυτή ή μυστηριώδης γυναίκαί Αλλά την συναντά πάντα κάτω άπό συνθήκες πού δεν τού επιτρέπουν νά τό εξακρίβωση. Τό μόνο πού ξέρει·, είναι δτι οί ιθαγενείς την έχουν βγάλει Νάγια μέ τδ βέλος για την καταπληκτιτή της ευκινησία καί έπειδή τό πρόσωπό της είναι πάντα σκεπασμένο μέ πυκνό βέλο. Νάγια είναι· ένα άπό τά πιο γρήγορα φίδια τής ζούγκλας τού *Αμ αζον ί ου.
Ό Ζορρό βρίσκεται σε πο λύ δύσκολη θέσι. Στη βιασύ νη του νά φύγη οσο μπορού σε πιο γρήγορα, δεν σκέφθηκε νά σκαρψαλώση από δια φορετικό δρόμο στη χαρά δρα. Αυτό όμως μπορεί νά του στοιχίση πολύ ακριβά. 5Από τις φωνές των αστυνο μικών καταλαβαίνει δτι είναι κυκλωμένος. Μόνο ό μικρός αριθμός των αντιπάλων του τού δίνει· κάποιαν ελπίδα δτι ίσως μπόρεση νά ξεφύγη. Αλλά ξαφνικά πετρώνει στη θέσι του. Οί αστυνομικοί έ χουν άναψει> τούς ηλεκτρικούς τους φανούς, καί είναι πιά ζήτημα δευτερολέπτων ή άνακό3λυψί του. "Ομως οχι! Ή ασυνήθιστη δρασί του, τού Επιτρέπει νά διακρίνη μιά
★ ★ *
— Παραδώσου γιατί θά αρχίσουμε νά πυροβολούμε, ξαναφωνάζει ό αρχηγός τής αστυνομίας. Αυτή τη φορά παίρνει α πάντησε Άλλα δχι εκείνην πού περιμένει. Άπό κάπου δεξιά του άκούγεται καθαρά ό ήχος ενός χτυπήματος πού τον ακολουθεί μιά πνιγμένη κραυγή. "Υστερα, ένα περί εργο μελωδικό σφύριγμα υ ψώνεται· στον αέρα. -— Ή Νάγια μέ τό βέλο!, μουρμουρίζει ό Περέθ. — Ή Νάγια μέ τό βέλο!, φωνάζει ένας αστυνομικός πιο πέρα. —- Ή Νάγια! Ή Νάγια!, φώναξαν κι* άλλοι δύο.
ΙΙ-ιΤΡιΤ-Υ&ήΚΓά
Χωρίς νά περιμένουν
δια ταγή, ο! άστυνομικοί όρμουν προς τό μέρος τής φωνής και ΤοΟ σφυρίγματος. 5Αντί όμως νά βροί)ν τή μυστηριώδη γυ ναίκα, πού, φορώντας ένα μα γιο ως μόνο κάλυμμα καί έ χοντας τό πρόσωπό της σκε πασμένο μέ ένα πυκνό βέλο, έχει· πολλές φορές στο παρελ θόν έρθει σέ βοήθεια του Ζορρο, βρίσκουν £ναν από τούς συναδέλφους τους άναίσθητο άπό ένα φοβερό χτύπημα στο Κεφάλΐ'._ — -έφυγε πάλι!, βρυχάταιι λαχανιασμένος ό χοντρός αστυνομικός. Καί νά δήτε που.,» Μιά τρομαγμένη γυναικεία κραυγή άκούγεται απτό μακρυά, πολλαΓττλασιασμένη ά πό την ηχώ τής ζούγκλας. — Ροζίτα!, ξεφωνίζει μέ άγωνία ό αρχηγός τής αστυ νομίας. Ή Νάγια έπετέθη στην Ροζίτα! Πίσω στο έλυ κόπτερο! ι
Ή αλλόκοτη Νάγια Τρ ΕΧΟΝΤΑΣ ξαιρετική ευκινησία και χάρι ή γυναικεία μορφή πού είναι ντυμένη μόνο μ'’ ένα μαγιό καί πού έχει τό πρόσωπό της σκεπασμένο μέ ένα βέλο, κατευθύνεται προς τό σημείο ο πού βρίσκεται τό ελικόπτερο τής αστυνομίας. Είναι πολύ ευχαριστημένη, επειδή μπό ρεσε για μιά φορά άκόμη νά βοηθησή τό Ζορρό πού είχε
κινδυνεύσει. Και ξέρει ότι ό Ζορρό τήν είδε! Τί νά σκέπτεται άραγε ό Ζορρό γιά τή γυναίκα που οι Ινδιάνοι είχαν όνομάσει Νά για, δίνοντας της τό όνομα του πιο γρήγορου καί πιό φαρμακερού φιδιού; Ή καρδιά της χτυπάει πιο γρήγορα στή σκέψι του γί γαντα μέ τή Χρυσή Μάσκα. Θά μάθαινε άραγε ποτέ την ταυτότητά του; Θά μπορού σε νά τον κάνη νά τήν άγαπή ση όπως τον αγαπάει αυτή, έστω καί χωρίς νά ξέρη ποιος είναι ; Τρέχοντας, φτάνει στο έλι κόπτερο, καί σκαρφαλώνει ευκίνητα στην κενή θέσε τού πιλότου. Μέ γρήγορες κινή σεις φορεΐ πάνω άπό τό μα γιό της τό φόρεμα πού βρί σκεται στο κάθισμα. Βγάζει ύστερα τό βέλος καί το κρύ βει σέ μιά μυστική τσέπη της. Καί, χαμογελώντας μέ σα στο σκοτάδι, ή Νάγια, ή Ροζίτα όπως τήν ξέρουν οί γνωστοί της στο Μανάους; βγάζει μιά κραυγή πού άκου γεται σάν κραυγή τρόμου. "Υστερα, γέρνει στο κάθι σμα καί παίρνει στάσι λιποθυμισμένης. Δυνατά ποδοβολητά άκουγονται άπό μακρυά καί σέ λίγο τό ελικόπτερο κυκλώνε ται άπό τούς αστυνομικούς. Τελευταίος φτάνει ό σενιόρ Γίερέθ άγκομαχώντας άπό τό τρέξιμο. — Ροζίτα! Κόρη μου!* φωνάζει ^μέ άγωνία. — Δεν έχει τίποτα, κύριε
ΪΗΪ ίΟΥΜίΛΛί
διΰΐ'Κηττά/ ιόν πληροφορεί 2νας αστυνομικός πού σκαρ φαλώνει στο ελικόπτερα. Λι πόθυμη είναι μονάχα. "Ά! Συ νέρχεται- κιόλας! Ή Ροζίτα πραγματικά σα λεύει ανοίγει- τά μάτια της. καί σηκώνει τό κεφάλι- της. — Τί συνέβη, παιδί μου; Τί έπαθες; ρωτάει ανήσυχα ό χοντρός αστυνομικός. — Μια γυναίκα... αρθρώ νει ή Ροζίτα, δήθεν τρομαγ μένη ακόμα. Μια γυναίκα με βέλο! Σκαρφάλωσε στο αε ροπλάνο καί βρέθηκε ξαφνικά μπροστά μου... Φοβήθηκα πο λύ! — Την είδες πού πήγε; ρωτάει, ό Περέθ. Ή Ροζίτα κουνάει αρνητι κά τό κεφάλι της. ☆* * Ή πνιγμένη κραυγή του αστυνομικού πού δέχθηκε την αιφνιδιαστική έπίθεσι τής Μάγιας, διάλυσε τόν -κλοιό τής άστυνοίμίας. Ό Ζορρό δεν περιμένει νά δή τό άποτέλεσμα. "Αθόρυβα καί γοργά ξεκινάει τρέχοντας καί
καλύπτει μέσα σέ μερικά λε πτά τήν άπόστασι πού τόν νωρίζει από τό ξέφωτο όπου ένει αφήσει τό ελικόπτερό του. Ετοιμάζεται νά σκαρφα λώση στο Σιωπηλό Πουλί γιά νά γυρίιση στη Κάζα ντές "Όμπρες, όταν μιά λαρυγγώ δης φωνή άκούγεται καί ένας αληθινός γίγαντας προβάλλη από τά σκοτάδια καί στέκε ται ανάμεσα σ" αυτόν καί στο ελικόπτερο. — Ό Έλ Ρέϋ!, προφέρει ό Ζορρό. ^— "Ελ Ρέϋ βρίσκει Ζορ ρό!, κάνει ό αγριάνθρωπος τής ζούγκλας. Έλ Ρέϋ σκο τώσει Ζορρό! Ό Ζορρό νοιώθει τούς μυς του νά σφίγγονται. Τί πρέ πει νά κάνη τώρα; "Οπως ήρ θαν τά πράγματα, δεν έχει ούτε στιγμή νά χάση, άν θέ·^ λη νά βρίσκεται, στο σπήτι του εγκαίρως. "Αλλά ό αγρι άνθρωπος δεν τόν άφίνει νά συνέχιση τις σκέψεις του. Κρατώντας στο χέρι του τό μαχαίρι του προχωρεί απει λητικά καί σιωπηλά εναντίον του.
Τ Ε Α Ο Σ Άποκλει στ ικέτης: Γεν. ’ Εκδοτικά» Επιχειρήσεις Ο. Μ.
Εφτά ολόκληρα χρόνιά κυκλοφορεί τό μοναδικό πατρι ωτικό περιοδικό των Ελληνόπουλων,
9
Οϊ .χριστουργηματικές του περιπέτειες έχουν συναρπάσει ώς τώρα χιλιάδες χιλιάδων άναγνώστες. Στην κάθε του σελίδα βρίσκει κανείς πλοκή, άγωνία, χιούμορ καί μένει κατάπληκτος μπροστά στά κατορθώματα
μερικών ήρωϊκών
Ελληνόπουλων που έταξαν τή ζωή τους γιά την έλευθερία τής πατρίδος τους, άπό τους Γερμανούς
Ιταλούς
καί
Βουλγάρους. Μήν ξεχνάτε νά διαδίδετε τον ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ σέ φίλους καί γνωστούς σας. Είναι τό καλύτερο καί το φθηνότερο περιοδικό.
1
ΠΡΟΣΟΧΗ Οι (Αναγνώστες μας που έπιθυμοΰν ν’ άποκτήσουν τά προηγούμενα τεύχη τών εκδόσεων μας, «Μικρού 'Ήρωος», «Γκρέκο», «Υπεράνθρωπου», «Ταρζάν» κλπ. μπορούν νά τά ζητήσουν από τά γραφεία μας, Λέκκα 22, Αθήνας και άπό τά (Ακόλουθα καταστήματα διαφόρων πόλεων τής Έλλάδοο (ίθ' του Εξωτερικού: ΠΖΊΡΑΙΕΥΣ: Βιβλιοπωλεΐον Άθαν. Τουφεξή, όδός Βε νζόλου καϊ Εύριπίδου γωνία, έναντι Εμπορικής Σχολής. ΝΙΚα ΙΑ: Νικολάαυ.
Βιβλιοπωλεΐον Παν.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ; γνατίας 67.
Βιβλιοπωλεΐον
ΠΑΤΡΑI: Βιβλιοπωλεΐον Νικ. κολάου 16. ΒΟΛΟΣ: τάλη 48.
Χρηστάρα, Πλ. Άγ. Άνδρέα Ρέκου, Έ-
Παπαχρήστου, 'Αγ. Νι
Βιβλιοπωλεΐον Ίωάν. Λιαναρίδη, Κ.
Καρ-
ΛΑΡΙΣΑ: Χαρτοπωλειον Π. Σακκά, Κεντρική Πλατεία ΚΟΡΙΝΘΟΣ: Βιβλιοπωλ εΐον Άλμπάνη. ΛΟΥΤΡΑΚΙ;
Βιβλιοπωλεΐον Άλμπάνη.
ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιοπωλεΐον Άθ. Παπαδογιάννη/ Πλ. 'Ομονοίας. ΔΡΑΜΑ: Βιβλιοπωλεΐον Ίωάν. Γιανοππούλου. ΚΟΖΑΝΗ: γίου 4.
Βιβλιοπωλεΐον Θ. Παπαϊωάννου, Β. Γεωρ
ΚΑΡΔΙΤΣΑ: Βιβλιοπωλεΐον Ίωάν. Τσοπελάκου, Σ. Πάππα 50. ΦΑΡΣΑΛΑ: Βιβλιοπωλεΐον Άθαν, Τσανακόπουλου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ: Πρακτορεΐον Εφημερίδων Αθηναϊκού Τ όπου. ΧΑΡΤΟΥΜ: Πρακτορεΐον Έφημερ. Αθηναϊκού Τύπου. ΛΕΥΚΩΣΙΑ: κωνος 20.
Βιβλιοπωλεΐον
Αγγέλου Πολίτη, Λεύ-
Ζ
Ο 8
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
Ρ
Ρ
ο
§ Β Λ 8 Α ΖΟ Υ Γ Κ Λ Α I ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεόχους 1 — Δραχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22 (εντός της στοάς).- τηλέφ. 28-983 Δη,μοσιογροιφ:·;<ός Δ)ντης: Σ. 5Ανε'ΐιο'δουρας, Στο. Πλαστηρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. ΐΠεωργιάβιης, Σ:ψ ιγγός 38. Ποοϊστ. τυπογο.: Α. ΧατΓπβσσ: λείου, Ταταούλων 19 'Ν. Σιιύρ'νη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ* ΕΠΙΤΑΓΑΙ· Γ. Γεωργιανήν, Αέκικα 22, * Αθήνα ι..
ίΤΑ ΧΓΗ0ΡΑ ΤΗΓ 4ΙΛΑ/040ΗΛΙ ΤΟΥ I__ _ ΜΓ>ηΓΛ!Μ ΑίΜ/ΜΟΚ 4Ρ0ΜΓΡ £ΗΑ ΜΐΣΤΗΡ/δόΜ ΟΡσ/ΡΛΟ ΜΟΡ Ο ΑΓΑΟΡΜΟΣ
ά£Α £Μ( 4Η ΑΟΤ£ .. 0//6ΛΓΓΑ$/£ ψΡΟΑ Ρ/2ΑΗ Π0£ ΗΤΑΜΧΑΡΡΟί ΟΜ0ΡΡ/ΛΓ, ΛΑΠΑ
Λδΐ ΜΟ/ 9ΑΙΜΗΑΙ ΑΠΟ, εη/Α££Α& ΣΑΐ α π 'τονι ΙΟ» Γ6Ν£ΙΙ,ΘΑ δ/ΜΑ! ΜΑΜΑΙΑ ΓΡ/Α
ια χ ο α μα ρ π
ΜΑ ΠΑΓΟΥ. ΛΑΟΥ...
ίΤΡΟΓΓλδ χ α π τ α /ν /' ΛΑΟΜΗ Μ/Ο Α£ΡΑ£ ΨΙΘΥΡ/2& ΤΟΗ φΛΤΑΧΑΛ>· - ·
ΦΡΗ(2 ,&ΡΓΧΗΘΜΟΙ! ΓΡΗΓΟΡΑ ΑΪΤΟ ΛΑΑΟΙΑ ΦΑΓΑΡ/Α , ν ΘΑ ΠΗδΤΑΐ. . . ^
ΧΓΗδΧίΖδΤΑΙ
Η Ν ΑΓΙΑ ΑΡΑ!
Δύσ τρομεροί αντίπαλοι ΔΟΝ ΠΑΜΠΛΟ Ντελό'ρο, ό άνθρωπο-ς πού δλοι οί ιθαγενείς του "Αλτο 3Αμα ζόνας και όλοι οί αδύνατοι και οι κατατρεγμένοι ονομά ζουν Ζορρό τής ζούγκλας χω ρίς κανείς νά υποψιάζεται την πραγματική του ταυτότη τα, βρίσκεται σέ εξαιρετικά δύσκολη θ·έσι. Χάρις στη βοή θεία τής Μάγιας με τό Βέλο, τής μυστηριώδους γυναίκας πού τόσες φορές τον έχει σώ σει υπογράφοντας τά κατορ
θώματα της με τό αλλόκοτο μελωδικό της σφύριγμα, ό Ζορρό τής Ζούγκλας κατάψερε νά ξεφύγη από τον κλοιό των αστυνομικών. Τώρα όμως, πρέπει με κά θε θυσία νά έπιστρέψη τό γρηγορότερο στο σπίτι του, στην Άθιεντα ντέλ Σολ, όπου υποτίθεται ότι βρίσκεται κρεβατωμένος από μιά κρίσι έλονσνίας. ΓΓατί ξέρει άτι ό Μάριο 'Περέθ, ό αρχηγός τής αστυνομίας του Μανάους, πού ■υποψιάζεται τη διπλή του προσωπικότητα, το πρώτο πράγμα πού θά κάνη μόλις φθάση στην πόλι θά είναι νά
4 τρέξη νά εξακρίβωση άν ό Δον Πάμπλο Ντελόρο βρίσκε πται πάντα στο κρεβάτι του, άρρωστος. Αυτό τον αγώνα ταχύτητος >μέ τον αρχηγό της αστυ νομίας, ωστόσο, ό Ζορρό βλέ πει πώς δεν είναι καί πολύ εύκολο νά τον κερδίση. Γιατϊ μπροστά του, ικόβοντάς του τό δρόιμο προς την πυκνή λόχ :μη οπού έχει αφήσει κρυμ μένο τό μικρό ταχύτατο ελι κόπτερό του, στέκεται ό Έλ Ρέϋ. Ό γιγαντόσωμος ημιά γριος, πού θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά τής ζούγκλας καί πού μισεί αφάνταστα τό Ζορρό επειδή έχει την άντίληψι δτι του καταπατεί τά... οικόπεδα! Ό ξανθός γίγας είναι ε λαφρά σκυμμένος μπροστά καί τά μυώδη του χέρια α πλώνονται έτοιμα νά αρπά ξουν καί νά συντρίψουν. Τό πρόσωπό του έχει άγρια έκφροάσι καί τά λόγια του έπιβεβα ι ώνουν τις π ροΟέσε ι ς του: — Έλ Ρέϋ σκοτώνει Ζορ ρό!, άρθρώνει ^μέ δυσκολία στή διάλεκτο των Ινδιάνων. Καί τήν Τ6ια στιγμή όρμάει εναντίον τού έκδικητού μέ τή χρυσή μάσκα, κάνο ντας ένα πήδημα πού θά τό ζήλευε καί ένα τζάγκουαρ. Ό Ζορρό περίμενε τήν ε πί Θεσι. 5Αλλά δεν είναι προε τοιμασμένος νά αντί,υετωπί ση τόσο καταπληκτικά γρή γορο αντίπαλο, θέλει νά γείρη στο πλάϊ, αλλά ή γροθιά τάύ Έλ Ρέϋ πέφτει σαν σφυ
20ΡΡ0 ρί ατό πρόσωπό του, καί ό Ζορρό νοιώθει μια στιγμιαία ζάλη. Ό άνθρωπος μέ τή χρυσή μάσκα, πού όλοι νομίζουν δτι ώς Πάμπλο Ντελόρο δεν έχει παλέψει ποτέ του μέ τίποτε •μεγαλύτερο από μακροσκοπι κά έντομα, είναι υψηλός_δσο κι5 ό αντίπαλός του. -έρει τά μυστικά τής πάλης σώμα μέ σώμα, οσο κανένας άλλος στον κόσμο. Άλλα ή απί στευτη ταχύτης του Έλ Ρέϋ σέ συνδυασμό ,μέ τήν τερά στια δύναμί του, θά τον έρριχνε σίγουρα αναίσθητο., άν δεν υπήρχε ή μάσκα του. Ή χρυσή, μάσκα των 3Ί νικάς, δουλεμένη πάνω σέ χοντρό έ λασμα χρυσού, εξουδετερώ νει τή δύναμι τού χτυπήμα τος Καί ή περαστική ζάλη τού Ζορρό είναι πολύ έλαφρή;. Άλλα ό έκδικητής τής ζού^ γκλας καταλαβαίνει δτι έχει νά κάνη ;μέ πολύ επικίνδυνο αντίπαλο, Καί χωρίς αργο πορία περνάει από τήν άμυνα στήν έπίθεσι. Επειδή υποχώρησε δύοτρία βήματα, ό Έλ Ρέϋ νο μίζει δτι έχει κι5 δλας κερ δίσει τον αγώνα. Τό χέρι του γλυστράει προς τό μεγάλο του μαχαίρι, πού τό χρήσιμο ποιεί για νά άποτελειώνη τά θύματά του, καί, βγάζοντας μια άγρια πολεμική κραυγή, όρμάει ξανά μέ τό χέρι υψω μένο.. Αυτή τή φορά αμως, ό Ζορρό είναι προετοιμασμέ νος. Σχηματίζοντας μέ τούς βραχίονες ένα «X», σταμα τάει τό χέρι τού Έλ Ρέϋ στο
θανατηφόρο του κατέβασμα, Τρομερά χέρια τού ^άνπιπάλου του, τή στιγμή που τό σώμα Και αμέσως τά σιδερένια του του έρχεται σέ σύγκρουσι μέ δάχτυλα και των δυο χεριών, κλείνουν σαν τανάλιες γύρω τό σώμα τού Έλ Ρέϋ, λυγί ζει τά γόνατά του καί χαμη άττό τον δεξιό καρπό του άντι λώνει, για νά ξανασηκίοθή τό πάλου του. άΐμέσως επόμενο δευτερόλε Τέλειος γνώστης ταυ Ζίουπτο. Ή περίεργη εκείνη κίνηΖίτσου, ό Ζορρό κάνει έπει σις είχε τό σκοπό της, σκοπό τα μεταβολή και σκύβει. Ή πού ό Ζορρό κατάφερε νά πεπολεμική κραυγή του Έλ τύχη και που ήταν νά μπόρε Ρέϋ -μεταβάλλεται σέ κραυγή ση νά μπή μέσα στον κλοιό πόνου, καθώς τό βαρύ του τών^ χεριών του Έλ Ρέϋ. Ή σώμα ταξιδεύει για μερικά συνέχεια είναι πολύ σύντο δέκατα τού δευτερολέπτου μη. Πριν 6 Έλ Ρέϋ κατσλάστον αέρα και έρχεται σέ βί βη τί γίνεται καί πριν π ρο αια σύγκρουσι μέ το έδαφος. λά β η νά αντίδραση, τό χέρι Κάθε άλλο ανθρώπινο πλά τού Ζορρό κινείται οριζόντια σμα, στή θέσι του, θά είχε σ3 ένα ξερό χτύπημα. Ή πα μείνει αναίσθητο και ίσως νε λάμη του, σκληρή σαν σίδε κρό, υστέρα από τέτοιο χτύ ρο από χρόνια άσκήσεως, βου πημα. Άλλα ό Ζορρο_ δεν πε λιάζει μέ τήν κόψι στους μυς ριμένει κάτι τέτοιο, -έρει ότι . τοϋ λαιμού τού ξανθού αγρι ό βασιλιάς τής ζούγκλας έχει άνθρωπου. |Καί ό Έλ Ρέϋ, απίστευτη αντοχή και ετοι μέ τήν ανάσα κομμένη, άνίκα μάζεται ήδη νά απόκρουση νος νά πάρη αναπνοή και νοιτήν επόμενη έπίθεσι. Δεν έχει οδθοντας φοβερό πόνο, κυλιέ άδικο, ί ιατί, ενώ φαινόταν α ται αναίσθητος στο χώμα. ναίσθητος, ό Έλ Ρέϋ τινάζε Ό Ζορρό δέν περιμένει νά ται ξαφνικά όρθιος μ3 ένα πή δή τό αποτέλεσμα. Λαχανια δημα και μουγγρίζοντας μέ σμένος από τή μεγάλη προσ λύσσα χύνεται μετά εναντίον πάθεια, διανύει τρέχοντας τά του Ζορρό. Τά μυώδη του λίγα μέτρα που τον χωρίζουν /μπράτσα είναι τώρα απλω από τό ελικόπτερό του. Τώρα μένα εμπρός καί ό σκοπός βιάζεται ακόμη περισσότερο του είναι φανερός: Ό ημιά επειδή, τήν ώρα τής πάλης γριος γίγας θέλει νά άρπάξη ακούσε τό δυνατό βουητό που τον αντίπαλό του σέ θανατη έσήμαινε ότι τό ελικόπτερο φόρο αγκάλιασμα, συντρίβοτής αστυνομίας είχε άπογειντάς του τό λαιμό πάνω στο ωθή. Καί ξέρει κατά πού τρα στήθος του. βάει ό Π-ερέθ ολοταχώς. Ό Ζορρό όμως, δέν περιμέ Μέ ένα ελαφρό πήδημα ο νει. Όρμάει κι3 εκείνος ενα Ζορρό βρίσκεται στή θέσι τού ντίον του Έλ Ρέϋ. 3Αλλά^ κά νει κάτι παράξενο: Άντι νά πιλότου. Τά χέρια του δέν έ χουν ανάγκη από ψώς για νά προσπαθήση νά άποφύγη τά
δρουν ιούς ,μοχλούς δι-ευθύνσεως. Και ένα λεπτό αργότε ρα το μαύρο ελικόπτερο υ ψώνεται ανάλαφρα καί αθόρυ βα στον αέρα λες και είναι κρεμασμένο από κάποιο αό ρατο σκοινί. Σέ ύψος τριαικοσίων μέτρων, τό μαύρο πουλί μένει για λίγο σϊωρούμενο, ακίνητο. Κι* ύστερα όρμάει προς τά Νοτιοανατολικά κα θώς τό χέρι του πιλότου του ανοίγει σ5 όλη του την έντασι τον ισχυρό ηλεκτρικό του κινητήρα. ★ . Λ
ν 0
ΖΩΓΡΑΦΟΣ, πού
θά ήθελε νά ζωγραφίση την ’Έκπληξι, θά έπρεπε σίγου
ρα να πάρη για μόντέλλϋ τό πρόσωπο τού σενιόρ Περέθ δταν κατά τις δύο τό πρωί κατέψθασε (στην Άθιέντα ντέλ Σολ καί, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες του πιστού Φερνάντο, ανέβηκε τρία - τρία τά σκαλιά ικαι χτύπησε δ^ι καί τόσο φιλικά την πόρτα τού Δον Παιμπλο Ντελόρο. Στην αρχή, στο πρόσοοπό του ζωγραφίζεται ένα χαμό γελο θριάμβου, γιατί καμμιά άπάνιτησι. δεν άκούγεται από μέσα. "Οταν, όμως ό σενιόρ Περέθ, παραβιάζοντας κάθε κανόνα καλής συμπεριφοράς, ανοίγει την πόρτα καί κυττάζει ρέσα, τό σαγόνι του κρε μιέται τόσο, πού τό συνηθι-
Τό μαστίγιο τυλίγεται σαν Φίδι πάνω του...
Ενα χέρι τον αγκαλιάζει, άλλο του κλείνει τό στόμα
σμένο του διπλοσάγονο απο κτά άλλη μια δίπλα. Πετρω μένος σαν στήλη άλατος, μέ μάτια γουρλωΐμένα, ό σενιόρ Περέθ κυττάζει και τό μυαλό του άρνεΐται νά π ιστέψη αυ τό πού βλέπει. Γιατΐ στο α παλό φως μιάς νυχτερινής λάμπας, ό Δον Πάμπλο Ντελόρο κοιμάται σαν αγγελούδι έξηντλημένος φανερά, ύστε ρα δοτό την κρίσι τής έλονοσίας! Ό Ζορρό... εγκληματίας! _Α. ΥΤΟ τό πρωΐ ό Δον Πάμπλο έχει ξυπνήσει ευδιά-
θετος. Ή περιπέτεια του στη Σιέρρα Πακαράίμα του έδω σε την ευκαιρία νά χτυπήση ακόμα μια φορά τις δυνάμεις του κακού και νά γελάση μέ την καρδιά του βλέποντας την απογοήτευαι του άσπον δου φίλου του, τού σενιόρ Πε ρεθ πού είχε ελπίσει για μια στιγμή ότι θά πραγματοποι ούσε τό όνειρο τής ζωής του συλλαμβάνοντας τον Ζορρό τής ζούγκλας. "Αλλά ή καλή διάθεσι του Δον Πάμπλο δεν δ ι αρκεί πο λύ. Καθώς τρώει τό πρωϊνό του στην πνιγμένη άπό τρο πικά λουλούδια βεράντα τής Άθιέ,ντε γτέλ Σολ, διαβάζει
τους τίτλους των εφημερίδων πού ό πιστός του Φερνάντο του έφερε μέσα σ3 έναν αση μένιο δίσκο. Και τό βλέμμα του πέφτει σέ μια είδησι και τον άφίνει κατάπληκτο: «(Νωρίς σήμερα τό πρωί, γράφει ή είδησι ς, στην όχθη του Ρίο Πιράνια, έξω από τό χωριό Κοί'μπρα, βρέθηκε από ιθαγενείς πτώμα λευκού άνδρός σέ προχωρημένη κατάστασ ι άποσυνθέσεως. Σ τό στήθος του πτώματος, ό δο λοφόνος ή οϊ δολοφόνοι, είχαν χαράξει μέ μαχαίρι τό ψηφίο του αλφαβήτου ^Ζή'τα. Ή άστυνομία διεπίστωσε δτι ό νεκρός ήταν ό Τζών Γκίλμορ, "Αγγλος υπήκοος πού ήρθε στην Βραζιλία προ μηνός καί τού οποίου τά ίχνη είχαν χαθή ..μερικές ημέρες μετά την άφιξί του. Κατά την ιατροδι καστική έξέτασι, άπεδείχθη ότι ό θάνατος προήλθε από τυφλόν τραύμα τού κρανίου πού έγινε από σφαίρα πιστο λιού Σμίθ - Πουέστον Των 38. Ό διοικητής τής άστυνομίας σενιόρ Μάριο Περέθ, μιλώντοις στούς δημοσιογράφους, έξέφρασε την πεποίθησί του δτι δράστης τού εγκλήματος πρέ πει νά εΐναι ό κακοποιός, ό πως τον χαρακτηρίζει, ό γνω στός μέ την ονομασία Ζορρό τής Ζούγκλας...» Ό Δον Πάμπλο κατσου φιάζει καί νοιώθει ένα κύμα θυμού νά τον πλημμυρίζη. Καί ό θυμός του γίνεται ακό μη πιο μεγάλος όσο· διαβάζει καί τις άλλες εφημερίδες καί βλέπει τήν έίδησι νά επανα
λαμβάνεται. Δεν θυμώνει μέ: τίς κατηγορίες πού ρίχνει στον Ζορρό ό σενιόρ Περέθ; Τίς αντιλήψεις τού διοικητοΰ τής αστυνομίας, ό Δον Πά μπλο τίς ξέρει, καί θεωρεί τίς κατηγορίες του ανεύθυνες καί διασκεδσστικές. Ό θυμός του λοιπόν, στρέφεται εναντίον τού άγνωστου έγκλη μ ατ ί α πού, δχι μόνο δολοφόνησε κά ποιον συνάνθρωπό του μέ τον άγριώτερο τρόπο, άλλα καί προσπάθησε νά έπιρρίψη τό έγκλημά του στον Ζορρό... 5Από τους συλλογισμούς του, τον αποσπά μια φωνή πού γνωρίζει πολύ καλά. Εΐ ναι φωνή που μοιάζει νά βγαί νη άπό τό στόμα βραχνια σμένου ίπποποτά μ ου καί δεν μπορεί νά άνήκη παρά σέ έ να μόνο άνθρωπο: Τον άσπον 5ο φίλο τού Δον Πάμπλο, τον διοικητή τής αστυνομίας τού Μανάαυς, σενιόρ Μάριο Περέθ, ψανατικό· οπαδό1 τής θεωρίας δτι ό Ζορρό τής ζού γκλας είναι εγκληματίας καί έχει άμεση σχέσι μέ τον Δον Πάμπλο Ντελόρο! "Αλλο πράγμα, βέβαια, αν ποτέ ό κοντόχοντρος αστυνομικός δεν κατάψερε νά απόδειξη τίπο τα άπό τίς θεωρίες του. Ό σενιόρ Περέθ, ωστόσο, είναι για λύπησι σήμερα. Βγαίνει καταϊδρωμένος στην βεράντα καί έμπιστεύεται ρι ψοκίνδυνα τον δγκο του στα εύθραυστα καλάμια μιας ψά θινης πολυθρόνας πού στενά ζει κάτω άπό τό βάρος του. —- Κολημέρα, Περέθ, τού λέει μέ εύθυμο τόνο ό Δον
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Πάμπλο, φροντίζοντας νά κρύ ψη τις σκέψεις του πίσω από μια μάσκα ευθυμίας. — Κακή καί ψυχρή είναι, δηλώνει λαχανιασμένος ό σε νιόρ Περέθ. -έρεις, συνεχίζει, γιατί ήρθα νά σέ έπισκεφθώ πρωΤ - πρωΐ; — Μά... από αγάπη, φα ντάζομαι, λέει ό Δον Πά μπλο. "Υστερα από όσα κα ταβρόχθισες χθες τό βράδυ, έπαθες βαρυστομαχιά. Καί φοβήθηκες μήπως έπαθα κΓ εγώ τό ίδιο. Επειδή λοιπόν μέ αγαπάς... — Σταμάτα τις σαχλαμάρες!, τον κόβει ό χοντρός άστυνομικός. 9Ηρθα για νά σου ζητήσω συγγνώμη! Ό Δον Πάμπλο μένει κα^ τάπληκτος, στ5 αλήθεια τώ ρα. — Συγγνώμη; Καί για ποιο λόγο; ρωτάει. —- Επειδή εϊμσυνα τόσο ηλίθιος, ώστε νά νομίζω ότι ό Ζορρό κΓ εσύ ήσαστε ένα καί τό αυτό πρόσωπο, άπα ντά μέ ύψος ντροπιασμένου παιδιού ό σενιόρ Περέθ. Ό Δον Πάμπλο βάζει τά γέλια. — Μπά, ^μπά!, λέει.^ Καί ποια ατομική βόμβα τράντα ξε τό κεφάλι σου τόσο δυνα τά, ώστε νά σού βγάλη αυτή τήν έμμονη ιδέα πού είχες; -— ^Είναι πολύ όπτλό, εξη γεί μέ έξαψι τώρα, ό σενιόρ Περέθ. "Οπως θά ^διάβασες στις έφημερίδες, βρέθηκε τό πτώμα ενός "Άγγλου, στήν όχθη του Ρίο Πιράνια, κοντά στήν Κοΐμπρσ.
9
— Ναί, κάτι πήρε τό μάτι ■μου, λέει αδιάφορα ό Δον Πάμπλο. Καί λοιπόν; — Λοιπόν, ό ιατροδικα στής καθόρισε μέ άπόλυτη άκρίβεια τον χρόνο του θανά του του φουκαρά του Γκίλμορ. Τον έσκότωσαν πρό τρι ών ημερών, γύρω στίς δέκα τή νύχτα. Ό Δον Πάμπλο έξακολου θεί νά κάνη πώς δέν καταλα βαίνει. — Καί λοιπόν, επαναλαμ βάνει. — Καί λοιπόν, ξέρουμε δυο πράγματα, άπαντά ό α στυνομικός. Πρώτον, ότι τήν δολοφονία τήν διέπραξε αυ τός ό άτιμος ό Ζορρό, πού χάραξε τό σήμα του, τό ψη φίο Ζήτα, στο στήθος τοΓ μακαρίτη μέ τό μαχαίρι του Εφόσον όμως προ τριών η μερών άπό τις έξη τό από γευμα, μέχρι τίς^δύο τό πρωΐ εσύ ήσουν συνεχώς μαζί μου, στη δεξίωσι του έξοχωτάτου σενιόρ Ριμπέϊρα, δέν μπορεί νά είσαι έσύ ό Ζορρό. — Λοιπόν, αγαπητέ μου Περέθ, λέει ό Δον Πάμπλο, είσαι πραγματική μεγαλοψυ'ί'α. Τέτοιον καταπληκτικό συλλογισμό, ούτε ό μακαρ-Η της ό Αϊνστάιν δέν θά κατάφερνε νά κάνη! — Π άψε επί τέλους τίς. κοροϊδίες, διαμαρτύρεται ό χοντρός άστυνομικός. "Εγώ ήρθα νά σου πώ τον πόνο μου σαν σέ φίλο, κι" έσύ μέ δου λεύεις. — Τί πόνο καί κολοκύθια
ΖΟΡΡΟ
10 μου λες; Τί σοϋ συμβαίνει πά-
λι; —
Μεγάλες φουρτούνες, αναστενάζει ό σενιόρ Περέθ και τρέμει ή κοιλιά του. Αυ τός ό καταραμένος ό Γκίλμορ βλέπεις —Θεός σχωρέστον— δηλαδή, ήταν "Άγγλος υπή κοος. "Από τά χαρτιά που βρέθηκαν στα ρούχα του, φαί νεται πώς ήταν βετεράνος τής Αγγλικής αεροπορίας. Τώρα λοιπόν, ή "Αγγλική Πρεσβεία στο Ρίο έκανε πα ραστάσεις στην κυβέρνησι και ζητάει νά βρεθή καί νά τιμωρηθή παραδειγματικά ό δολοφόνος του. Καί καταλα βαίνεις τί σημαίνει αυτό... — Δεν έχω ιδέα, δηλώνει
κυνικώτατα ό Δον Πάμπλο. "Αλλά ό σενιόρ Περέθ δεν καταλαβαίνει τό πείραγμα. — Σημαίνει ότι ή γενική δ ι εύθυνσ ι ς τής άστ υνσμ ί ας μου έστειλε βνα έγγραφο, στο όποιο μου ψέλνει τον α ναβαλλόμενο καί, ούτε λίγο οΰτε πολύ, ^μού δίνει διορία πέντε ημερών γιά νά συλλάβω τον δολοφόνο. — Καί γι" αυτό χολοσκάς, βρε αδερφέ; λέει χαμογε λώντας ό Δον Πάμπλο. — Μέ κοροϊδεύεις πάλι; διαμαρτύρεται ό σενιόρ Πε ρέθ. — Καθόλου μάλιστα. "Α φού τον ξέρεις τον δολοφόνο ποιος είναι, δεν έχεις παρά
Τό μαχαίρι καρφώνεται στη μέση τον στήθους
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
νά στείλης νά τον συλλαβής, λέει μέ προσποιητή αφέλεια ό Δον Πάμπλο. — "Αλλη μιά τέτοια εξυ πνάδα άν πής, θά φύγω και δεν θά σου ξαναπώ καλή μέ ρα, δηλώνει φουρκισμένος 6 διοικητής τής αστυνομίας. —Μά τί θέλεις νά σου πω; διαμαρτύρεται 6 Δον Πάμπλο. Τί ξέρω εγώ από εγκλήματα και δολοφονίες; "Αν ήθελες νά σου έλεγα κάτι γιά έντο μα, μάλιστα. 5Αλλά οι κακο ποιοί, είναι δική σου ειδικότης. Ό σενιόρ Περέθ κουνάει τό κ εφάλ ι του θλ ι μ μένα. — Και δεν ξέρεις καί κά τι άλλο, λέει.
λ-— "Όχι, άλλά θά μου τό πής, νά τό μάθω. — Πρόσεχε όμως, γιατί τό κρατάμε μυστικό από τις εφημερίδες, λέει μέ έμπιστευτικό ύφος ό χοντρός άστυνομι κός. — Θά είμαι... τάφος, υπό σχεται ό Δον Πάμπλο. — Προ μηνάς περίπου, α πό τό στρατιωτικό αεροδρό μιο τής Πούντα Γκουάρθια έ κλεψαν ένα αναγνωριστικό α εροπλάνο. — Αεροπλάνο; λέει ό Δον Πάμπλο, γεμάτος αληθινή κατάπληξι. — Μάλιστα, φίλε μου. "Ε να ολόκληρο αεροπλάνο. "Ε γινε, καταλαιβαίνεται, φοδε-
20 ΡΡΟ
η ρή άναστάτωσι. Οί υπεύθυνοι πέρασαν από στρατοδικείο, άλλα τό αεροπλάνο έμεινε χαμένο. Πουθενά τά ίχνη του. Βέβαια ήταν ένα αεροσκάφος παληου τύπου, μέ έλικα, δι θέσιο, απ' αυτά πού μπήκαν σέ εφεδρεία. Γι* αστό κιόλας οί κλέφτες ή ό κλέφτης, κατάφεραν νά τό βγάλουν από τό υπόστεγό του, χωρίς νά γί νουν αντιληπτοί, επειδή δεν τό φρουρούσαν καί καλά, ό πως άπεδείχθη, ή μάλλον^ κα θόλου. Αλλά, πάντως, ήταν ενα στρατιωτικό αεροπλάνο. — Καταλαβαίνω, λέει ό Αόν Πάμπλο. Αεροπλάνο χά νεται, αεροπόρος βρίσκεται σκοτωμένος, κάτι πρέπει νά συιμβαίνη. — Έγώ τό σκέφθηικα, δη λώνει Θριαμβευτικά ό σενιόρ Περέθ. Καί δεν ξέρεις καί τό άλλο! — Λέγε λοιπόν καί μ5 έ σκασες ! — Στην πόρτα του ύπα στέγου, βρέθηκε ένα χαρτί, μέ τό καταραμένο τό Ζήτα. Τό σήμα του άναθεματισμέ νου τού Ζορρό! Καταλαβαί νεις τώρα την απελπισία μου; Σίγουρα αυτός ό άτιμος κά τι έτοιμάζει. Πρσσέλαβε φαί νεται τον Γκίλμορ γιά νά του φέρη τό αεροπλάνο κι* ύστε ρα τον έσκότωσε γιά νά του κλείση τό στόμα. Ό Λόν Πάμπλο κουνάει συλλογισμένος τό κεφάλι του. — Καί δεν υπάρχει, λές, κανένα στοιχείο γιά τη δολο φονία; ρωτάει. ■—Τίποτε απολύτως !, λέει
μέ απελπισία ό χοντρός άστυ νομικός. Κι* άν μιά απ’ αυ τές τίς ημέρες, μάθης ότι έπιασα... — Θά καταλάβω ότι έφα γες πιο πολύ από οσο μπο ρείς νά περιδρομιάσης γιά νά πνίξης τή στενοχώρια σου, τόν διακόπτει ό Δον Πάμπλο. — Τόν κακό σου τόν και ρό !, βρυχάται ό χοντρός α στυνομικός. Καί σηκώνεται ορμητικά, ρίχνοντας τήν πολυθρόνα του. Νυχτερινή έξόρμησι
ο
Τ ΔΟΝ ΠΑΜΠΛΟ ειναι βυθισμένος στη μελέτη. "Έχει νυχτώσει καί μέσα στη μεγάλη βιβλιοθήκη τής Άθιέντα ντέλ Σολ μόνο τό επι τραπέζιο φώς λάμπει καί φω τίζει τό σκυμμένο κεφάλι του Δον Πάμπλο καί τό χάρτη πού βρίσκεται απλωμένος μπροστά του. Ό Δον Πάμπλο, δέν είναι μόνο εξαιρετικά καλός έντομολόγος. Οί περιπλανήσεις του στή ζούγκλα του "Αλτο Αμαζόνας, τόν έχουν προικί σει μέ αφάνταστες γνώσεις, γιά ολόκληρη τήν απέραντη περιοχή. Καί, ανάμεσα στά άλλα πράγματα πού ξέρει, είναι καί κάθε ρυάκι καί πο τάμι κάθε καταρράκτης καί ρεύμα άπ3 αυτά πού κατά δε κάδες έρχονται καί χύνουν τά νερά τους στον μεγάλο Αμα ζόνιο. "Εναςάπό τούς παραπάτα μους του 5Αμαζόνιου είναι
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! καί ό Ρίο Περάνια. Τό ποτά μι πού έβγαλε στην όχθη του τό πτώμα τού Τζών Γκίλμορ. Ό Δον Πάμπλο σημειώνει στο χάρτη δύο σημεία, με τράει την μεταξύ τους άπόστασι μέ ένα υποδεκάμετρο ακρίβειας, ·κΓ υστέρα κάνει ένα λογαριασμό στο χαρτί. — "Οπως τό είπα, μουρ μουρίζει κάπως μεγαλόφωνα. ΤόΛ ρεύμα ξοκ ινάε ι οπτό τό κτήμα του σενιόρ Ριμπέϊρα. Περίεργο, μά την αλήθεια! Μήπως... Ή σκέψις πού πέρασε α πό τό μυαλό του είναι απί θανη! Τερατώδης! 3Αλλά ό Δον Πάμπλο, δεν είναι οπτό τους ανθρώπους που σταμα τούν μπροστά σέ μια σκέψι δσο απίθανη κι5 άν είναι. 5Α ποφασιστικά, κλείνει τό χάρ τη, ανοίγει την πόρτα τής βι δλ ι ο θή κ η ς κ αί φωνάζ ε ι: — Φερνάντο! 31 αστ ικά βήματα οακούγονται άπό την άλλη άκρη τού διαδρόμου καί ό γέρο - Φερ νάντο, ό πιστός υπηρέτης τής οικογένειας Ντελόρο, ένας α πό τούς δυο ανθρώπους πού ξέρουν τό μυστικό τής διπλής ύπσστάσεως τοΰ Δον Πάμπλο πλησιάζει. — Μέ φώναξες, πατρόν; ρωτάει. — Ναί, Φερνάντο. Σέ χρει άζαμαι. Πάμε στο δωμάτιό μου νά μέ βοηίθήσης. Απόψε θά κάνω μιά νυχτερινή έξόρμησι γιά νά μαζέψω μερικές πεταλούδες. Είναι ένα είδος πού βγαίνει μόνο τη νύχτα. — Σί πατρόν, λέει ό πι
13 στός Φερνάντο, και ακολουθεί τον κύριό του στο επάνω πά τωμα τού σπιτιού, οπού βρί σκονται οΐ κρεβατοκάμαρες. — "Ακούσε, Φερνάντο, τού λέει ό Δον Πάμπλο, μόλις βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιο. Απόψε ό Ζορρό θά βγή κυ νήγι. Αυτή τή φορά, όχι μό νο γιά νά τιμωρήση ένα έγκλη μ αιτία, αλλά και γιά νά σώση την τιμή του πού κάποιος τόλμησε νά κηλιδώση. Δεν φαντάζομαι νά μέ ζη,τήση κα νείς, δσο θά λείπω. "Αλλά, στην περίπτωσι πού ό σενιόρ Πεοέθ ή κάποιος άπό τούς ανθρώπους του, θελήση νά χώ ση τή μύτη του, σου εξήγησα τί θά πής: "Οτι έφυγα γιά νά μαζέψω κάτι πεταλούδες πού βγαίνουν αυτήν άκριβώς την εποχή και μόνο τήν νύχτα. Κατάλαβες; — Σϊ πατρόν, βεβαιώνει χαμογελώντας ό Φερνάντο. Μεΐνε ήσυχος! — Έν τάξει λοιπόν. Πή γαινε τώρα και καλή νύχτα. — Καλή νύχτα. Βάγια κόν ντίος! Ό Θεός μαζί σου, λέει ό γέρος υπηρέτης. Καί βγαί νοντας, κλείνει τήν πόρτα τού δωματίου πίσω του. Ό Δον Πάμπλο, μένοντας μ όνος, δ ι ευθύ νθηικε άποφασ ι στ ικά προς τόν τοΐχο πού βρί σκέτα ι πίσω άπό τό κρεβάτι του. Τά δάχτυλά του βρί σκουν καί πιέζουν δύο αδιό ρατα εξογκώματα πού σκεπά ζονται άπό τήν ταπετσαρία. Καί αμέσως συμβαίνει κάτι παράξενο! "Ενα κομμάτι τού τοίχου υποχωρεί άφίνοντας ί-
10ΡΡ0
14 να στενό άνοιγμά. Ό Δον Πάμπλο περνάει από την π ρω τότυπη εκείνη έξοδο, και τό κομμάτι του τοίχου γυρίζει στη θέσι του. "Οσο κι* άν ψάξη κανείς τώρα, δεν θά μπό ρεση ποτέ νά άνακαλύψη καί την παραμικρή χαραμάδα ε κεί πού υπήρχε προηγουμέ νως ή πόρτα. Ό Δον Πάμπλο κατεβαί νει την έντειχισμένη σκάλα, καί δέκα λεπτά αργότερα, α φού διατρέχει τον υπόγειο διάδρομο πού ξεκινάει από τό υπόγειο τοΰ σπιτιού, φθά νει σέ ένα κυκλικό δωμάτιο·, σκαμμένο εντελώς μέσα στο βράχο. Έδώ είναι τό μυστι κό του βεστιάριο. 5Από ένα
ράφι του βράχου παίρνει ένα αδιάβροχο σάκκο και τον· α νοίγει. Βγάζει τά ρούχα καί τά φοράει, ένα μαγιό από δέρμα τζάγκουαρ. Με γρήγο ρες κινήσεις περνάει στη ζώ νη του ένα πλατύ κυνηγετικό μαχαίρι καί παίρνει στο χέρι του ένα μαύρο μακρύ μαστίγιο από δέρμα ίπποποτάμου. "Υστερα, στερεώνει, στο κεφά λι του τη χρυσή του μάσκα. Καί τώρα, μέσα στο υπόγειο δωμάτιο, ό Δον Πάμπλο έ παυσε νά ύπάρχη. Στη θέσι του, βρίσκεται ό άνθρωπος μέ τη χρυσή μάσκα, ό Ζορρό τής Ζούγκλας, διώκτης των εγκληματιών καί προστάτης των αδυνάτων καί των κατα-
Τρ ρόπαλο τής Νάγια τον αφήνει άναίσθρτρ
15
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Βλέπουν τά αεροπλάνο έτοιμο νά ψύχη
τρεγμένων. Ό Ζορρό, πού μέ γρήγορο βήμα συνεχίζει την πορεία του ακολουθώντας τον υπόγειο διάδρομο, φτάνει επί τέλους σέ κάποιο άλλο υπό γειο, μέ χαμηλό ταβάνι καί άραχνιασμένους τοίχους, στο υπόγειο τής Κάζα ^ ντές "0μπρες, του Σπιτιού των "Ι σκιων, δπου βρίσκεται τό κα ταφύγιό του. Πάντσο ό... Γίγαντας! ΠΟΨΕ ό «Πάντσο νυ στάζει. Μολονότι τό /μυθιστό ρημα πού διαβάζει είναι έξαι ρετικά ενδιαφέρον, αυτός δεν μπορεί νά συγκέντρωση την
προσοχή του ,στό βιβλίο. Ή νύστα του είναι τόσο μεγά λη, ώστε αποφασίζει νά πάη νά κοιμηθή. Πρ'ιν από μια ώ ρα, άλλωστε, έκανε μιά έπιθεώρησι του πύργου καί διεπίστωσε ότι όλα ήταν εν τά ξει. "Αχ νά .μην είχε νά κάνη αυτή την έπιθεώρησι κάθε νύ χτα! Είναι· τό πιο φοβερό μέ ρος τής δουλειάς του. Αλλά ή άφοσίωσί του προς τον Ζορ ρό, τον άνθρωπο πού του έχει σώση κάποτε τη ζωή, είναι τέτοια, ώστε ό Πάντσο σφίγ γει τά δόντια του καί παίρνει κάθε βράδυ τό φανάρι του καί τριγυρίζει στούς πυργίσκους καί τούς διαδρόμους καί ατά
16 δωμάτια του τταλιου πύργου, -έρει ότι αυτός ό νυχτερι νός περίπατος είναι άπαραίτηιτος γιατί έτσι διατηρείται στον κόσμο ή άντίληψι δτι ό πύργος είναι στοιχειωμένος. Και όλοι φροντίζουν νά κά νουν τό σταυρό τους, δταν τις νύχτες βλέπουν φωτεινές ανταύγειες νά βγαίνουν από τά ερείπια του πύργου. Κάνοντας τΙς σκέψεις αυ τές, 6 Πάντσο νοιώθει τό κε φάλι του νά βαραίνη υπερβο λικά. Τά μάτια του κλείνουν και είναι έτοιμος νά άποκοιμηιθή. -αφνικά δμοχ;, ακούει κάπου ένα τρίξιμο. — Μάντρε ντε Ντίος!, φω νάζει καί τό μακροσκοπικό του σώμα τινάζεται ολόκληρο από φόβο. Τό χέρι του απλώνεται δι ατακτικά προς τό πιστόλι πού βρίσκεται πάντα δίπλα του, στο τραπέζι. Αλλά ό φό βος του δεν διαρκεί πολύ. Γιατ'ι ή πόρτα, πού ανοίγει, μόνο έναν επισκέπτη μπορεί νά άφήση νά περάση. Καί πραγματικά, στο άνοιγμά της, ό Πάντσο βλέπει νά εμ φανίζεται ό μεγάλος του φί λος, ό Ζορρό. Τώρα μόνο, ό Πάλτσο νοιώθει απόλυτα α σφαλισμένος. Μέ τό Ζορρό κοντά του, δεν φοβάται τίπο τε. Ό τρόμος, πού του είχε παραλύσει τά μέλη μιά στι γμή πιο πριν, χάνεται καί ό Πάντσο ξαναβρίσκει τή μι λιά του. — Καλά πού ήρθες, λέει στο μασκοφόρο εκδικητή. "Ο,τι ήμουν έτοιμος νά βγώ
γιά νά δώ ποιος γελοίος τόλ μησε νά έρθη στον πυργο.^ — ^Ηρθε κανείς; ρωτάει γρήγορα ό Ζορρό. — Δηλαδή... λέει ό Πάν τσο καί κομπιάζει, ακόυσα πατήματα καί κατάλαβα πώς κάποιος ήρθε. Μόνο πού συλ λογιζόμουν άν έπρεπε νά πά ρω τό πιστόλι μου ή όχι. Θά γινόταν, καταλαβαίνεις, με γάλο κακό, καί δεν θέλω νά προσελκύσαυμε την προσοχή κανενός. "Έτσι τελικώς απο φάσισα νά τούς τσακώσω μέ τά χέρια μου καί νά τούς πνί ξω γιά... — Μά ποιούς ήθελες νά πνίξης; ρωτάει ό Ζορρό χα μογελώντας πίσω από τή μά σκα του. — Αυτούς τούς άθλιους πού ήρθαν νά καταλάβουν τον πύργο, απαντάει ό Πάν τσο μέ φόρα. Ή φαντασία του έχει πά ρει δρόμο πολύ καί νομίζει ότι βρίσκεται σέ μάχη μέ φο βερούς κακοποιούς. — Θά τούς άψήσουμε νά ζήσουιν γι3 απόψε. Αέν πειρά ζει, τον διακόπτει ό Ζορρό. "Εχουμε άλλη δουλειά πολύ πιο σοβαρή νά κάνουμε. Ε τοιμάσου λοιπόν καί πάμε. — "Ετοιμος είμαι, λέει ό Πάντσο πού στη σκέψι δτι θά συνεργασθή μέ τον αγαπημέ νο του Ζορρό πού τον θαυμά ζει, γελούν καί τά ρούχα του. — Φεύγουμε λοιπόν, λέει ό Ζορρό. Καί άνοίγοντας μιά πόρτα, προχωρεί μέ γρήγορο βήμα σέ ένα σκοτεινό διάδρο μο.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ —Έ στακτού!, φωνάζει μέ αγωνία ό Πάντσο. Που φεύ γεις καί μ5 αφήνεις νά μέ κομ ματιάσουν.... δηλαδή νά κομ ματιάσω αυτούς τούς κακούρ γους; Ό Ζοιρρό στέκεται και άνά βει τό φανάρι του για ,νά μπο ρέση ό Πάντσο νά τον ψθάση. Ό μακροσκοπικός άνθρωπάκος, πού φοβάται καί τή σκιά του, τρέχει δσο του ε πιτρέπουν τά κοντά του πό.δια καί, μόνο δταν βρίσκεται δίπλα στον Ζορρό νοιώθει νά καλμάσουν κάπως οι χτύποι τής καρδιάς του. — Δίπλα στην πόρτα, ή ταν κάποιος κρυμμένος καί θέ λησε νά μέ άρπάξη από τό τον πόδι·, λέει. Άλλα δέν χτύπησα επειδή είπες ότι έ χουμε άλλη πιο σοβαρή δου λειά. ^ —Καλά έκανες, λέει ό Ζορ ρό γελώντας μέσα του. Οΐ δυο άνδρες διασχίζουν μέ βιαστικό βήμα αίθουσες καί διαδρόμους καί φτάνουν στον κεντρικό πύργο τού πα λιού κάστρου. Ό Ζορρό τρα βάει. ένα κρυμμένο μοχλό στον τοΐχο, πού φαίνεται ερειπω μένος, ανοίγει μια μυστική πόρτα πού κλείνει πίσω της. Τώρα, βρίσκονται στο κρυφό καταφύγιο τού Ζορρό τής Ζούγκλας. Ό σενιόρ Περέθ θά έδινε δέκα χρόνια από τή ζωή του άν μπορούσε νά βρεθή κΓ αυτός μέσα στο αερο δρόμιο τού μισητού του αντι πάλου. Αλλά ούτε τού είχε ποτέ περάσει από τό μυαλό νά έρευνήση τά ερείπια τού
παλιού πύργου. Ό σενιόρ Πε ρέθ, μ5 δλο πού δέν τό ομολο γεί σέ κανένα, είναι εξαιρετι κά προληπτικός. Πιστεύει στά φαντάσματα, καί τίποτε στον κόσμο δέν θά τον έπειθε νά πατήση τό πόδι του στο στοιχειωμένο πύργο.· Στή μέση τής μεταλλικής πλατφόρμας πού αποτελεί τό δάπεδο τού πύργου, αναπαύ εται έτοιμο τό Μαύρο Πουλί, τό μικρό αλλά ισχυρότατο έλικόπτερο τού Ζορρό. Καί ό Πάντσο ακούει καί δέν πι στεύει στ* αυτιά του, δταν ό μεγάλος του φίλος τού λέει: — Εμπρός, Πάντσο, ανέ βα. — Νά... ανέβω στο ελικό πτερο; ρωτάει ό Πάντσο κα τάπληκτος. — Άμ πού νόμισες; Στά ...Ίμαλάϊα; "Έλα, καί κάνε γρήγορα. Ό μικροσκοπικός άνθρωπά κος δέν περιμένει νά τού τό πούν αυτό δεύτερη φορά. Σκαρφαλώνει μέ ευκινησία πι θήκου στο ελικόπτερο καί εγκαθίσταται στήν καμπίνα τού πιλότου. Ό Ζορρό τρα βάει ένα μοχλό. ΚΓ αμέσως, ολόκληρο τό πάτωμα, μαζί μέ τό ελικόπτερο καί τούς ανθρώπους, αρχίζει νά κινήται. -Ανεβαίνει σάν τεράστιο ασανσέρ καί σέ λίγο οι δυο άνδρες βρίσκονται στήν κορυ φή ενός υψηλού πύργου, τυ λιγμένοι από τό νυχτερινό σκοτάδι. —Μάντ,ρε ντέ Ντίος, μουρ μουρίζει ό Πάντσο καί σταυ ροκοπ ιέται φροντίζοντας μη
τον δή ό Ζορρό. Πόσοι κακούρ γοι θά κρύβω νται μέσα στο σκοτάδι! "Οσο ψιθυριστά ικι* αν μί λησε όμως, ό Ζορρό τον α κούει. Καί, καθώς μπαίνει κύ αυτός στο ελικόπτερο, του λέει. — "Έχεις δίκηο, I Ιάντσο. "Αμέτρητοι είναι οι εγκλημα τίες πού κρύβονται στο σκο τάδι τής νύχτας. Εμείς όμως θά πάμε τώρα νά τούς ξετρυ πώσουμε και νά τούς τιμωρή σουμε όπως τούς -αξίζει. ^ — Ό Θεός νά ^ βάλη τό χέρι του, μουρμουρίζει ό Πάντσο και τά δόντια του χτυ πούν σάν... καστανιέττες από τό φόβο του, με όλο πού προσ ποθεί νά συγκρατηθή γιά^νά μή γίνη ρεζίλι στο μεγάλο του φίλο. — Τί είπες; ρωτάει ό Ζορρό. — Τί... τίποτε. Λέω ό... Θε.,.ός νά τούς βοηθήση πού θά πέσουν στά χέρια μας α παντάει ό Πάντσο. Καί καθώς τό μαύρο έλικόπτερο ξεκολλάει απαλά α πό την πλατφόρμα του σηκώ νεται κατακόρυφα στον αέρα, αρπάζεται από τό μπράτσο τού καθίσματος καί κρατιέται σφιχτά, ενώ κρύος ιδρώτας τον περιλούζει. Οι κακούργοι άαέ ΤΟ (μεγαλόπρεπο γραφείο του, ό Σενιόρ Έστεμπάν ντε Ριμπέϊρα πηγαινο έρχεται συνοφρυωμένος. Εί ναι υψηλός άνδρας, αλλά τό
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΰψος του δέν φαίνεται πολύ, έξ αιτίας τού όγκου του. Τό δέρμα τού προσώπου και των χεριών του φαίνεται κίτρινο, κάτω από τό φως τού πολυ ελαίου καί τά μάτια του, πού βρίσκονται πολύ κοντά τό ένα στο άλλο, τού δίνουν την έμφάνισι άρπακτικού όρνεου. Σέ μια στιγμή σταματάει τό ατελείωτο περπάτημά του και πλησιάζοντας τό βαρύ δρύινο γραφείο του, πιέζει έ να κουμπί. Περνούν μερικά λεπτά κι5 ύστερα ή πόρτα ανοίγει κι’ ορφανίζεται ένας άνδρας. Εί ναι μέτριου αναστήματος καί λεπτός, αλλά οί κινήσεις του έχουν την έλαστικότητα των κινήσεων τής γάτας και τό πρόσωπό του έχει την πιο ύ πουλη καί σκληρή έκφρασι πού μπορεί κανείς νά φαντασθή. — Λοιπόν, Χάϊνι; ρωτάει ό Ριΐμπέϊρα. — "Ολα έτοιμα, έξοχώτατε, όοπαντάει ό Χάϊνι. Τά παι διά περιμένουν κάτω. Τό τζιπ είναι έτοιμο γιά νά τρέξουμε αμέσως μόλις θά πέση τό α εροπλάνο. — Τό δικό μας, είναι έτοι<μο; ρωτάει ό Ριμπέίρα. — Τό επιθεώρησα εγώ ό ίδιος πριν από ^ λίγο, απα ντάει ό Χάϊνι. Είναι μια χα ρά. Ούτε τον καιρό πού ήμουν στή Λαυφτβάφφε δεν δούλεψα ποτέ μου μέ τόσο κέφι πάινω σέ μηχανή. "Ολα δουλεύουν ρολόϊ. Καί τό πολυβόλο βιδω μένο στή Θέσι του. Τράβηξα σύρματα και τά ένωσα μέ τό
Ό Ζορρό ακούει τά πάντα
κουμπί τής πυροδοτ ήσεως ε πάνω στο μοχλό του πηδα λίου. Μόλις πατήσετε τό κου μπί, θά χτυπήσετε δ,τι βρί σκεται μπροστά σας, στη γραμμή πορείας του άεροπλά νου. Δεν χρειάζεται ούτε σκό πευα ις, οΰτε υπολογισμοί. — Μπράβο, Χάϊνι, λέει ό Ριμπέϊρσ μέ ικανοποιημένο ύψος. "Έκανες καλή δουλειά. — Καί ποιος τρελλός 6ευ θά έκανε, άπαντά χαμογελώ ντας ϋπουλα ό Χάϊνι, δταν πρόκειται νά πάιρη μισό εκα τομμύρια δαλλάρια; Αυτές είναι δουλειές! — Σε πόσην ώρα θά ξεκι νήσετε; ρωτάει, σέ λίγο ό Χάϊνι. Ό Ριμπέϊρσ κυττάζει τό ρολόϊ του. — Αυτή τή στιγμή είναι δέκα και είκασιπέντε, λέει. Σέ τρία τέταρτα, περίπου, τό α εροπλάνο θά βρίσκεται επά νω από τήν Κοιλάδα τής Άνακόνδας. Θά πετάη μέ κατεύ θυνσι προς τά Νοτιοανατολι κά καί σύμφωνα μέ τις εντο λές πού έχει ό πιλότος του, θά βρίσκεται σέ ύψος τριών χιλιάδων μέτρων. Ό Χάϊνι χαμογελάει μέ θαυμασμό. — Αυτό θά πή νά είναι κά νεις πρόεδρος τής «1 Κομπα νία ντέ Άεροναβιγκάθιόν ντο Μπραζίλ». — έρει από πρώτο χέρι που θά βρίσικωνται τά α εροπλάνα του. Καί στην κα τάλληλη στιγμή, «κλικ» ένα κουμπάκι, καί τό μεταγωγικό τρώει τά «μούτρα του στον πά το τής κοιλάδας!
— Μαζί μέ τρία εκατομ μύρια δολλάρια σέ ράβδους χ,ρυσού, συμπληρώνει Θριαμ βευτικά ό Ριμπέϊρα. θυμά σαι πού δέν ήθελες νά συνεργασθής μαζί μου; — Μά πού νά φαντασθώ μέ ποιόν είχα νά κάνω; δια μαρτύρεται ό Χάϊνι. Τί μπο ρεί νά μέ ήθελε ό εξοχότατος ντέ Ριμπέϊρα, ένας απτό τούς πιο πλούσιους Βραζιλιανούς, άνθρωπος μέ τέτοια κοινωνι κή θεσι καί πρόεδρος τής με γαλυτέρας αεροπορικής έται ρείας; Ό Ριμπέϊρα παίρνει ύφος καθηγητού. — "Αγαπητέ μου, Χάϊνι, λεει. Στα Βς - Βς που ή σουν, σάς έμαθαν νά σκοτώ νετε μονάχα. Κανείς δέν σάς έμαθε καί νά κρύβεστε. Άπόδειξις δτι κι" εσύ μόλις κατάφερες νά γλυτώσης τήν κρε μάλα στην Ευρώπη, καί δτι σέ καταζητούν ακόμη δλες οι αστυνομίες του κόσμου. Ύπολοχαγός Χάϊνρτχ Σούλτς! " Εγκλη ματ ί ας πολέμ ου ! _Ό πρώην αξιωματικός τών Ές - Ές κάνει ένα μορφα σμό. — Δέν εΐναι ανάγκη νά τδ φωνάζετε, εξοχότατε, λέει, προσπαθώντας νά κρύψη μιά αστραπή πού περνάει οπτό τό βλέμμα του. — Μή φοβάσαι, Χάϊνι! Μαζί μου, είσαι σέ πλήρη α σφάλεια. Γ ιστί εγώ ξέρω νά κρύβωμαι καί νά κρύβω καί τούς ανθρώπους μου. Πές μου σέ παρακαλώ, ποιος μπορεί νά ύποψιασθή τον ίδιο τον
21 πρόεδρο τής αεροπορικής ε ταιρείας, για την κατάρριψι του αεροπλάνου που ναυλώθη κε για τή μεταφορά χρυσού άπό τΙς Ηνωμένες Πολιτείες στην Εθνική τράπεζα τής Βραζιλίας; —· Αυτό πού δεν καταλα βαίνω είναι πώς δεν φρόντι σαν νά του δώσουν συνοδεία άπό ένα τουλάχιστον μαχητι κό αεροπλάνο για προστα σία, λέει ό Χάϊνι. — Καλέ μου Χάϊνι, λέει συγκαταβατικά ό Ριμπέϊρα, είσαι περίφημο εκτελεστικό όργανό, αλλά, πίστεψε με, ποτέ δεν θά καταφέρης νά γί νης καλός οργανωτής. ’Έπρε πε νά καταλάβης ότι κι’ αυτό σ5 εμένα, οφείλεται. Ή κυβέρνησις ήθελε νά στείλη ένα καταδιωκτικό νά συνοδεύση το αεροπλάνο. Άλλα εγώ ε πόμενα δτι ή παρουσία τού πολεμικού αεροπλάνου θά προκαλοΰσε υποψίες, και θά καθιστούσε το πράγμα πιο επικίνδυνο. Ένώ χωρίς συνο δεία, είπα, κανείς δεν θά ύποψιασθή ένα μεταγωγιικό α εροπλάνο πού κάνει μια συ νηθισμένη εμπορική πτήσι. . — Καταπληκτικό!, μουρ μουρίζει ό Χάϊνι. — Τίποτε δεν είναι κατα πληκτικό, σταν ξέρει κανείς νά οργάνωση τή δουλειά του, άποφαίνετα! ό σενιόρ Ριμπέϊρα. — Ναί, άλλα νά πού βρή καμε τό μπελά μας μ5 εκείνο τον ηλίθιο τον Εγγλέζο, λέει ό Χάϊνι. Το βλέμμα τού σενιόρ Ρι-
μπέϊρα σπιθίζει. — Ό μίστερ Γκίλμορ, λέει υπόκωφα, ήθελε νά μοΰ κάνη τον έξυπνο. Νόμισε δτι ήταν αναντικατάστατος καί θέλησε νά ιμέ έκβιάση. 5Αλλά τιμωρήθηκε δπως τού άξιζε. Χωρίς ποτέ κανείς νά φαντοοσθή δτι βρήκε τον θάνατο μέ σα σ* αυτό τό γραφείο! — Εκείνη ή έμπνευσις τού Ζήτα στο στήθος ήταν μεγα λείο, αλήθεια, καγχάζει ό Χάϊνι. Ό σενιόρ Ριμπέϊρα χαμο γελάει ικανοποιημένος. — Αυτός ό ηλίθιος ό Περέθ, λέει, ξύπνιος καί κοιμι σμένος, βλέπει μπροστά του τό Ζορρό. Γιατί λοιπόν νά μήν τού δώσουμε τήν ίικανόποίησι νά έχη νά άσχολήται μέ^κάτι, αφού, μέ τον τρόπο τούτο, διώχνουμε ακόμη πιο μακρυά κάθε υποψία άπό πά νω μας; Άλλως τε το ίδιο κόλπο εφαρμόσαμε καί στήν κλοπή τού αεροπλάνου, μήν ξεχνάς. Μήν κυττάς πού δεν τό άνέφεραν οι εφημερίδες! — Εξοχότατε, υποκλίνο μαι, φωνάζει εύθυμα ό Χάϊνι, ένθουσ ιασμένος. Σ άς εΐμα ι άφοσιωμένος μέ σώμα καί ψυχή. — Κανείς δεν χάνει ποτέ όταν τά έχει καλά μέ τον Ριμπέϊρα, λέει ό άρχιεγκλημα τίας. Καί τώρα, Χάϊνι, άς αρ χίσουμε νά ετοιμαζόμαστε. Άνακεφαλαίωσε! — Πρώτον, λέει ό Χάϊνι μέ ύφος απότομο·, ανάβω τά φώ τα τού μυστικού διαδρόμου πρασγειώσεως. Τό σύτοκίνη-
ΖΟΡΡΟ
22 το, πού θά σάς μεταφέρη ώς έκεΐ, βρίσκεται στην πίσω πόρτα του σπιτιού, έτοιμο. — Θαυμάσια. — Δεύτερον, συγκεντρώνω τά παιδιά και φεύγουμε μέ τό τζίπ γιά την Κοιλάδα τής Άνακόνδας. Έκεΐ, περί μενού με. Στο μεταξύ ^έσεΐς,^ απογειώνεσθε καί φθάνετε επίσης πάνω από την κοιλάδα. Μό λις έμφανισθή τό μεταγωγι κό αεροπλάνο, τό χτυπάτε και τό καταρρίπτετε, καί ε πιστρέφετε αμέσως έδώ.^ Ε μείς, έχουμε πυροσβεστήρες.· Σβύνουμε τη φωτιά, μαζεύου με τό χρυσάφι και γυρίζουμε και τρυπώνουμε στο υπόγειο, δπου μένουμε ως πού νά κοπάση ή φασαρία. — Περίφημα, λέει ό σε νιόρ Ριμπέϊρα. Πήγαινε λοι πόν νά όινάψης τά φώτα του διαδρόμου προσγειώσεων. Καί αμέσως υστέρα θά ξεκινήσης. — Μάλιστα, έξοχώτατε. Καλή άντάμωσι και καλή τύ χη. "Ας ελπίσουμε πώς τίπο τε δεν θά έμποδίση τά σχέδιά μας. — Μήν άνησυχής. Τον Ριμπέϊρα δεν τον σταματάει καμμιά δύναμι, λέει ό άρχιεγκληματίας. Ό σενιόρ Έστεμπάν ντε Ριμπέϊρα όμως, πρόεδρος τής Κομπανία ντε Άεροναβιγκαθιόν ντο Μπραζίλ, σπου δα ία προσωπικότης στήν άνώ τερη κοινωνία τής Βραζιλί ας και εγκληματικός εγκέφα λος τής συμμορίας πού ετοι μάζεται νά δισπράξη την πιο
καταπληκτική ληστεία του αίώνος, δεν θά ήταν τόσο σί γουρος γιά τήν επιτυχία των εγκληματικών του σχεδίων άν ήξερε, στι πίσω από τις κλει στές γρίλλιες τού παραθύρου τού γραφείου του βρίσκεται ένας άνθρωπος πού φορεΐ γιά μοναδικό ρούχο ένα μαγιό α πό δέρμα τζάγκαυαρ και έχει τό ποόσωπό του σκεπασμένο εντελώς οστό μιαν αλλόκοτη ολόχρυση μάσκα... Τό «Μαύρο Πουλί» φτάνει ΤΡ Ο μικρό μαύρο ελι κόπτερό φτάνει σέ μερικά λε πτά πάνω από τήν απέραντη ιδιοκτησία τού σενιόρ ντε Ρι<μπέϊρα. Ό Ζορρό μπορούσε νά χρησ ι.μοττο ιήση αυτοκίνητο ή βενζινάκατο γιά νά φθάση ως έκεΐ. Αλλά τόσο τό ένα όσο καί τό άλλο μεταφο ρικό μέσα, θά έκανε κάποιο θόρυβο. Κι* ύστερα, ή είσο δος στο περιφραγμένο πάρκο πού περιβάλλει τήν τεράστια βίλλα του Ριμπέϊρα, μπορεί νά φυλαγόταν από φρουρούς. Ένώ τό μαύρο ελικόπτερα, μεστήν σιωπηλή μηχανή, μπο ρούσε νά πάη δπου ήθελε καί νά κατέβη παντού μεταφέρό ντας τον μασκοφόρο εκδικη τή. —Φτάσαμε, Πάιντσο, μουρ μουρίζει ό Ζορρό στον μακρο σκοπικό συνεργάτη του. Ό Πάντσο, δμως, δεν τού άπαντάει. Τά χέρια του έχουν πιαστή από τό σφίξιμο των μπράτσων του καθίσματος
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ και τό σαγόνι του δεν έννοεί να άνοιξη, από την σύσπασι των μυών πού του προκαλεΤ ό φόβος. — Μ5 άκους, Πάντσο; 8αναλέει ό Ζορρό. Φτάσαμε. "Ενα ακατανόητο μ αυγ γρητό βγαίνει από τή... μύτη του Πάντσο. Τό ελικόπτερο μένει γιά ,με,ριικές στιγμές μετέωρο πά νω από τό πάρκο του Ριμπέϊρα. Ό Ζορρό, με την περίερ γη ικανότητά του νά βλέπη σαν γάτα άκό>μη καί στο πυ κνό σκοτάδι, επιθεωρεί τό έ δαφος από ύψος πενήντα μέ τρων. Στο τέλος κρίνει δτι ή καλύτερη τοποθεσία γιά νά πρσσγειωθη είναι ένας ελεύθε ρος χώρος κοντά στη βίλλα, πίσω από την υψηλή δεξαμε νή πού τροφοδοτεί μέ νερό τό σπίτι. Τά χέρια του χειρίζο νται τους μοχλούς, καί τό μαύρο ελικόπτερο κατεβαίνει αθόρυβα σάν νυχτερίδα καί άκουμπάει μαλακά στο έδα φος. Πριν ακόμη τά φτερά του μεγάλου οριζοντίου έλικα άκινητήσουν, ό Ζορρό ανοίγει τήν πόρτα καί πηδάει ανά λαφρα χάμω. "Υστερα, πιά νει τον Πάντσο καί τον κατε βάζει κΓ αυτόν δίπλα του. — Είσαι έν τάξει; τον ρω τάει ψιθυριστά. Ό Πάντσο, πατώντας ξα νά σέ στερεό έδαφος, νοιώθει νά υποχωρούν τά συμπτώμα τα τής ...παραλύσεως πού έ νοιωθε δσην ώρα βρισκόταν μέσα σέ ελικόπτερο. Καί βέβαια είμαι!, α
23 παντάει όχι δμως καί μέ πο λύ σταθερή φωνή. Πού είναι οι άτιμοι; Αυτή τή φορά δέν θά μου ξεφύγουν. — Σιωπή!, διατάζει ό Ζορ ρό. Δέν ήρθαμε γιά νά ιπάτ σουμε κανόναν, προς τό πα ρόν τουλάχιστον, προσθέτει αινιγματικά. Γιά τήν ώρα, θά κάνουμε μια βόλτα γιά άναγνώρισι τού εδάφους. Καί κα τόπιν βλέπουμε. ^Προχωρεί πρώτος μέ τον Πάντσο ένα βήμα πίσω του καί κατ ευθύνέτα ι προς τή βίλ λα, πού υψώνει τον σκοτεινό δγκο της σέ άπτόστασι εκατό πενήντα μέτρων, περίπου. Τό μοναδικό φώς, σέ ολόκληρο τό κτίριο φαίνεται σέ ένα πα ράθυμο τού ισογείου άπό τις γρίλλιες τού όποιου βγαίνει δυνατή ανταύγεια. — Τό γραφείο τού σενιδρ Ριμπέϊρα, μουρμουρίζει ό Ζορρό. Τί νά κάνη άραγε ό ε ξοχότατος τόσο αργά; Φαί νεται πώς έγινε πολύ εργατι κός τώρα τελευταία. Κάνοντας τίς σκέψεις αυ τές καί έχοντας τήν προσο χή του συγκεντρωμένη στο παράθυρο, ό Ζορρό δέν βλέ πει μια σκιά, πού άποσπάσθηικε άπό τά σκοτάδια γύρω στο σπίτι καί άρχισε νά γλυστράη προς τό μέρος ταυ. "Ί σως, -μάλιστα, νά μην τήν α ντιλαμβανόταν παρά όταν θά ήταν πια πολύ αργά. "Αλλά τήν κατάστασι τήν σώζει ό Πάντσο. Τό κεφάλι του, όμοιο μέ... κεραία ραντάρ, γυρίζει συνε χώς δεξιά καί αριστερά, Ινώ
τά μάτια του, γουρλωμένα, προσπαθούν νά διαπεράσουν τό πυκνό σκοτάδι και νά άνακαλύψοον κάποιον από τούς πολυάριθμους ... φανταστ ικους εχθρούς, πού σίγουρα έπρεπε νά παραμονεύουν για νά επιτεθούν εναντίον του. Μόνο ή αφοσίωσή του στον μεγάλο του φίλο καί ό φόβος μήπως χάση την εκτίμηση τού Ζορρό, τον συγκροτούν και δεν λιποθυμάει. Σέ μιά στιγμή όμως, τό τρομαγμένο του βλέμμα συλ λαμβάνει κάποια κίνηση στη σκιά που περιβάλλει την έ παυλη Στην αρχή θέλει νά πείση τον εαυτό του ότι βλέ πει ανύπαρκτα πράγματα. Ντρέπεται νά πή τίποτε στο Ζορρό πού εξακολουθεί νά προχωρή ήσυχος. "Αλλά τήν επομένη στιγμή βεβαιώνεται. Ή σκιά εκείνη είναι κάποιος άνθρωπος! Κάποιος κακούρ γος, δίχως άλλο, πού θέλει νά τούς σκοτώση! Κύμα κρύου ίδρωτά λούζει τον ΓΊάντσο. Τά πόδια του λυγίζουν, 5Από τό στόμα του βγαίνει κάτι σάν σιγανό κακά ρισμα! Καί... λιποθυμάει! Καθώς πέφτει όμως, τά χέρια του, που τεντώθηκαν στο κε νό, άκούμπισαν σ,τό μπρά τσο τού Ζορρό. Στη στιγμή τό γατί σι ο μάτι τού μασκοΦ όρ ου εκ δ ικ ητ ο ύ άποσπ άτ α ι από τό φωτισμένο παράθυρο. Καί έκεΐ, άριστερά του, βλέ πει τήν σιλουέττα πού προ χωρεί σκυφτή κρατώντας στο χέρι ένα πιστόλι!
Ό Ζορρό δρά
I
·
Β Ο ΧΕΡΙ ΤΟΥ κινεί ται τόσο γρήγορα, ώστε τό μάτι θά ήταν αδύνατο νά τό παρακολούθηση. "Ενα ελαφρό σφύριγμα, και τό μαύρο μαστίγιο τινάζεται μέ δύναμη σάν κάτι ζωντανό, και τυλί γεται μέ καταπληκτική ακρί βεια στον καρπό τού αγνώ στου, παραλύοντάς του τό δάχτυλο. Τήν επόμενη στι γμή, ό Ζορρό, ακολουθώντας τό μαστίγιό του, βρίσκεται δίπλα στον άνθρωπο. Βλέπει τά χαρακτη ρ ι στ ικά του νά π α ί ρ νουν έκφ ρ ασ ι άπ ε ρίγραπτου τρόμου στο άντίκρυσμα τής αλλόκοτης χρυσής μά σκας. ΠρΊν όμως ό τρόμος τού έκδηλωθή μέ κάποια κραυγή, ή γροθιά τού Ζορρό χτυπά. Τά σφιγμένα του δάχτυλα βρίσκουν τον άνθρωπο στον κρόταφο. Καί ό Ζορρό μόλις προλαβαίνει νά τον πιάση και νά τον άκουμπήση άναίσθητο στο έδαφος, γιά νά μην γίνη θόρυβος. "Υστερα ό μα σκοφόρος εκδικητής γυρίζει νά 6ή τί γίνεται ό Πάντσο. Μέ μερικά ελαφριά χτυπήμα τα στο πρόσωπο, ό άνθρωπάκος συνέρχεται. Βλέποντας τη χρυσή μάσκα από πάνω του, καταλαβαίνει από ένστι κτο ότι ό κίνδυνος έχει περά σει. Καί ανακάθεται στο χώ μα κουνώντας τά χέρια του μέ έξαψι. —* Ποιος είναι- ό άτιμος; μουγγρίζει. Πού είναι νά τον τσακίσω; 0! άνανδροι! Μό
23 λις κατάλαβαν δτι τούς πήρα μυρωδιά, ήρθαν και μέ χτύ πησαν από π ίσο;) στο κεφάλι. "Ωχ! Τό κεφιαλάκι μου! — Μή σέ νοιάζει, τον κα θησυχάζει ό Ζορρό. Τούς τα κτοποιήσαμε όπως τούς άξιζε αυτούς. Αλλά, αν δεν ή σουν εσύ, θά την είχαμε πο λύ άσχημα! Ό Πάντσο δεν πίστευε στά αυτιά του. Τά λόγια του Ζορ μεθυστικό ρο φτάνουν σάν κρασί στο μυαλό του καί τον γεμίζουν ενθουσιασμό. "Ωστε λοιπόν ό μεγάλος του φίλος εκτιμά τις ικανότητες του και τό... θάρρος του! Τον θεωρεί άξιο του συνεργάτη! Τώρα θά δή τί πράγματα είναι σέ θεσι νά κάνη ό Πάντσο! 4Ο μ ικροσκοπ ικός άνθ ρωπάκος νοιώθει μέσα του γιγάντιες δυνάμεις. Και τρομά ζει μέ τό ίδιο του τό θάρρος καθώς ακούει τον εαυτό του νά λέη στο Ζορρό: — Νομίζω ότι καλύτερη δουλειά θά κάναμε, άν χωρί ζαμε! Έσύ νά πας από τη μια μεριά του κτιρίου, κι’ ε γώ από την άλλη. "Ετσι, θά ξεμπερδεύουμε πιο γρήγορα. — Δίκη ο έχεις λέει ό Ζορ ρό. Πήγαινε λοιπόν έσύ από άριστερά καί εγώ θά πάω^ α πό δεξιά. Θά συναντηθούμε όατό την άλλη μεριά τής βίλλας. Πρόσεχε όμως! Τά μά τια σου τέσσερα! Νά πηγσίνης διαρκώς μέσα στη σκιά, καί νά κινήσαι χωρίς θόρυβο. — Βασίσου σέ μένα, λέει περήφανα ό Πάντσο καί φου σκώνει τό στήθος του σάν γα
λοπούλα. Καθώς όμως, κάνει στροφή καί απομακρύνεται στο σκο τάδι, νοιώθει νά τον κυριεύει ό φόβος. Τά γόνατά του τρέ μουν, ή καρδιά του πάει νά σπάση από τούς δυνατούς παλμούς καί καταριέται τό θράσος του. — Τί ήθελα κι’ έμπλεξα ε γώ ό φουκαράς σ5 αυτή τη δουλε ιά!, μονολογεΐ. Καλά δέν καθόμουνα στο σπιτάκι μου, όπου δέν ερχόταν κανείς νά μέ ενόχληση; Αυτοί εδώ, μάτια μου, έχουν καί πιστό λια! Τον είδα εγώ εκείνον πού έρχόταν κ-οςτά πάνω μου. Μά ατελείωτο είναι τέλος πάντων αυτό τό σπίτι; Τί τά θέλουν τόσο μεγάλα σπίτια ο! άνθρωποι; Π-οΰ είσαι, κα λέ μου Ζορρό; Άααάχ, Παναγ... Ό φουκαράς ό Πάντσο δέν προλαβαίνει νά συμπλήρωσή την έπίκλησί του στην Πανα γία. Αές καί είχαν φυτρώσει μέσα από την ίδια τη νύχτα. Δύο πελώρια χέρια ^ τινάζο νται ξαφνικά καί, ενώ τό ένα τον πλησιάζει καί τον σηκώ νει από τό έδαφος, τό άλλο, του βουλώνει τό στόμα, γιά νά μή φωνάξη. Δέν υπάρχει λόγος, όμως. Γιστί, τη στι γμή πού ό Πάντσο νοιώθει τά χέρια νά τον αγγίζουν, λι ποθυμάει! Κεραυνοβόλα έπέμβσσι 2* στο
ΚΑΡΦΑΑΩΜΕΝΟΣ
παράθυρο, ό Ζορρό ά-
κούει τή συζήτησι των 56ο κα κούργων. Τό πρόσωπό του κάτω από τή χρυσή μάσκα σκυθρωπάζει και ένα κύμα θυμού τον πλημμυρίζει. Οι υ ποψίες του, λοιπόν, βγαίνουν αληθινές. Τό πτώμα του Τζών Πκίλμορ είχε ριχτή στο πο τάμι από τό κτήμα του Ριμπέϊρα. Καί τό χειρότερο, ό ίδιος ό Ριμπέϊρα είναι ό δρά στης τής δολοφονίας. Ό μάσκοφόρος εκδικητής ακούει τον Χάϊνι νά φευ γη από φό γραφείο, καί τήν πόρτα νά κλείνη. Πρέπει τώρα νά δρά ση κερουνοβόλα άν θέλη νά σώση τό αθώο πλήρωμα τρ-υ μεταφορικού αεροπλάνου α πό τον θάνατο, στον όποιο τό έχει καταδικάσει ό ίδιος όδιευθυντής του. Μέ αθόρυβες κινήσεις, κα τεβαίνει από τό παράθυρο καί ακολουθεί αργά καί προ σεκτικά τον τοίχο του κτι ρίου. Πρέπει, πρώτα, νά σμναντήση τον Πάντσο καί κα τόπιν νά κινηθή εναντίον των συμμοριτών. Γιατί μόνος τάυ πρέπει νά δράση καί πάλι. Κι5 άν ακόμη είδοποιήση τήν αστυνομία, ή βοήθεια της θά φτάση πολύ αργά. Τό έγκλη μα θά έχη γίνει, έστω κι’ άν οί κακούργοι δεν θά μπορέ σουν νά έπωφεληθούν από αύτό. Ξαφνικά, ό Ζορρό σταμα τάει· πετρωμένος μέσα στή σκιά. Στρίβοντας τή γωνία, βλέπει μέσα στο σκοτάδι κά ποια κίνησι. Τό διαπεραστικό του βλέμμα διαπερνά τό σκο τάδι. Καί βλέπει τον Πάντσο
πού τον μεταφέρει σαν δέμα, αναίσθητο προφανώς, ένας άγνωστος άνδρας. — Ό Χάϊνι!, μουρμουρί ζει ό Ζορρό. Τον τσάκωσε καθώς έβγαινε από τήν πόρ τα! Ό μασκοφόρος εκδικητής καταλαβαίνει ότι τού δίνεται μιά μοναδική ευκαιρία νά α νακάλυψη τό περίφημο υπό γειο όπου βρίσκονται συ γκεντρωμένοι οί συμμορίτες. Καί, χωρίς νά κάνη τήν παρα μικρή κίνησι, σκιά μέσα στις σκιές, ακολουθεί τον Χάϊνι, πού προχωρεί αμέριμνος μέ τό ανθρώπινο φορτίο στον ώ μο του. Ή παρακολούθησι δεν διαρκεΐ πολύ. Ό Χάϊνι κατευ θύνέται προς ένα από τά κτί ρια πού τριγυρίζουν τήν με γάλη έπαυλι. Είναι ίσως κά ποια αποθήκη. Ό συμμορί της στέκεται μπροστά στήν πόρτα, καί ό Ζορρό τον α κούει· πού χτυπάει συνθημα τικά. Τρία γρήγορα χτύπημα τα κι' δυο αργά. Ή πόρτα α νοίγει μιά στιγμή, άφίναντας μιά δέσμη φωτός νά ξεχυθή στο σκοτάδι, κι* ύστερα ξανα κλείνει. Ό Ζορρό, άφίνει νά περά σουν δυο λεπτά. "Υστερα προ χωρεΐ φθάνει στήν πόρτα, καί τό χέρι του χτυπάει μέ τον ρυθμό πού ακούσε προηγου μένως νά χτυπά η ό Χάϊνι. Βήματα άκούγονται από μέ σα. Ό Ζορρό υπολογίζει στον παράγοντα του αιφνιδιασμού. Καί δεν έχει άδικο. Μόλις ανοίγη ή πόρτα, ό Ζορρό μπαί
27
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ νει ορμητικά. Ό συμμορίτης, πού βρίσκεται μπροστά του, νομίζει πώς βλέπει εφιάλτη. Τό στόμα του ανοίγει διά πλατα. Κάποια κραυγή άρχί ζει νά σχηματίζεται στο βά θος του στήθους του. αλλά δεν προλαβαίνει νά φτάση έ ξω. Ό Ζορ-ρο τον απαλλάσσει από τον κόπο νά κλείση τό στόμα του και μέ μιά γρο θιά πού ξεκινώντας κάπου α πό τό ύψος των γονάτων του μασκοφό'ρου εκδικήσου, έρχε ται νά έκραγή κυριολεκτικά στην άκρη τού σαγονιοϋ του συμμορίτη. "Υστερα δρασκε λίζει τό σώμα του καί όρμάει στο δωμάτιο πού ανοίγεται πίσω από τό διάδρομο.
Μέ μιά ματιά συλλαμβάνει την κατάστασι. Οί συμμορί τες μέσα στο δωμάτιο είναι πέντε, δλοι κΓ όλοι. Οι τέσ σερις, κυττάζουν προς την πόρτα άπ5 όπου μπαίνει ό Ζορρό σάν σίφουνας. Ό πέ μπτος είναι σκυμμένος πάνω από τον Πάντσο, πού φαίνε ται νά εΐναι αναίσθητος πάνω σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας. Ό Ζορρό είναι πραγματι κά θυμωμένος, και βιάζεται. Τά μάτια του, ίδια μέ μάτια τζάγκουαρ παρακολουθούν τις αντιδράσεις των συμμορι τών. “έρει ότι πρέπει νά χτυ πήση πρώτα, εκείνον πού θά δείξη ότι συνέρχεται πιο γρήγορα από την κατάπληξί
'Η έλικα γίνεται χίλια κομμάτια
28
ΖΟΡΡΟ
του. Και τον βλέπει. Ό Χάϊτου, δπου φουσκώνει κάποιο νι, βετεράνος των ’Ές - "Ές, πιστόλι. Μια μόνη σκέψις κυ χώνει τό χέρι του στην τσέπη ριαρχεί τότε στο μυαλό του μέ αφάνταστη ταχύτητα. Άλ μ ικροσκοπικοΟ άνθρωπάκοο: λο τό χέρι του Ζορρό είναι άΌ Ζορρό κινδυνεύει! Ό Ζορ κόμη πιο γρήγορο. Τό μπρά ρό έχει την ανάγκη του! τσο του δεν φαίνεται σχεδόν Κοπανικώντας ξαφνικά τή καθώς τινάζεται μπροστά. δειλία του, ό Πάντσο γίνεται Αλλά, σαν προέκτασι τής κι θηρίο. Άνασηικώνειται ξαφνι νήσεώς του, κάτι αστραφτε κά, καί μή διαθέτοντας άλλο ρό σχίζει τον αέρα. Και τό όπλο, καρφώνει τά δόντια του μαχαίρι του καρφώνεται στη στον καρπό τοϋ συμμορίτη. μέση του στήθους του Χάϊνι. ’Τήν ίδια στιγμή, σάν άπάντη Ό Ζορρό δεν σκοτώνει σχε σι στην κραυγή πόνου πού δόν ποτέ. Αλλά τώρα ή καακούεται, τό μαύρο μαστίγιο τ άσ τασ ι ς έπ ι βάλλ ε ι δ ρ αστ ι σφυρίζει καί τυλίγεται στο κά ιμέτρα. Και ό Χάϊνι είναι λαιμό του κακούργου. Ό Ζαρ έγικληματίας πολέμου. ρό τραβάει τό μαστίγιο μέ Οΐ άλλοι συμμορίτες βλέ δύναμι. Καί ό συμμορίτης πέ πουν τή λαβή του μαχαιριού φτει μ ισοστραγγαλ ισιμένος. που προβάλλει από τό στή Ό Πάντσο νοιώθει πραγματι θος του Χάϊνι. Νομίζουν ότι κό πανικό μέ τό ίδιο του τό τώρα ό Ζορρό είναι άοπλος. θάρρος. Άναλογίζεται τί εκα Και τά χέρια τους κατεβαί νε. Καί... λιποθυμάει ξανά! νουν προς τίς τσέπες τους. Ό Ζορρό δέν χρειάστηκε Β λ αστ ή μ ι ε ς άκ ούγοντ αι. 5 Αλ παραπάνω από τρία λεπτά λά, άμέσοος τις αντικαθιστούν για νά δέση πρόχειρα τούς κραυγές πόνου. Τό μαύρο μασυμμορίτες. Τραβάει κατό στίγιο του έκδιικητου μέ τή πιν τό μαχαίρι από τό σώμα χρυσή μάσκα, μπαίνει στο τοϋ Χάϊνι τό σκουπίζει καί τό χορό σάν κάτι έμψυχο. Σφυ ξαναβάζει στη θήκη του. "Υ ρίζει μία., δύο, τρεις φορές; στερα, φορτοδνεται τον Πάν Και τρεΐς συμμορίτες ούρλιά τσο καί βγαίνει κλειδώνοντας ζαυν από τον πόνο τυφλωμέ την πόρτα πίαω του. Καιρός νοι από τά φοβερά χτυπήμα νά άσχοληθή λίγο καί μέ τον τα του πετσιού του Ιπποπό ταμου στο πρόσωπό τους. σενιάρ Ρ ιμπέϊρα. Ευτυχώς, μόλις κάνει· μερικά βήματα Εκείνη τή στιγμή ό Πάνστη νυχτερινή δροσιά, νοιώ τσιο αποφασίζει νά άνοιξη τά θει δτι ό Πάντσο αρχίζει νά μάτια του. Βλέπει τό Ζορρό συνέρχεται καί τον άφίνει που κεραυνοβολεί τους συμ στο έδαφος. μορίτες αμείλικτα. Βλέπει ε πίσης τον συμμορίτη, πού ή -— Γρήγορα, πήγαινε στο ταν σκυμμένος πάνω του, καί ? έλ ικ όπττ ε ρ ο!, , τον δ ιατ άσ σε ι. χώνει τό χέρι του -στή: ζώνη; 1 Μπές μέσα καί περίμενέ με,
Μήν κάνης τον παραμικρό θό ρυβο. Ό Πάντσο δέν περιμένει να του τό πή δεύτερη φορά. Δύο ηρωισμοί μέσα σέ μια βραδυά εΐναι πάρα πολύ για τον οργανισμό του. Τά πόδια του κάνουν φτερά καθώς τρέ χει προς την υψηλή δεξαμενή. Και ό Ζορρό νοιώθει πιο ήσυ χος, καθώς προχωρεί προς την έπαυλι. — Οι δυο μας τώρα σενιόρ Ριμπέϊρα, μονολογεί χα μογελώντας πίσω από τη χρυ σή του μάσκα. Συναγερμ 6ς γιο: τον Ζορρό Α Ν ώστόο-ο ήξερε τί εΐχε^ συμβεΐ στο μεταξύ, _δέν θά ήταν καθόλου ήσυχος, ί ήν ώρα πού αυτός πλησιάζει πάλι οπήν έπαυλη στο μεγά λο δημόσιο δρόμο πού οδηγεί στο Μανάους, ένας άνθρωπος στέκεται στη μέση τής α σφάλτου και κυττάει μέ μα νία τά χέρια του στο φως των προβολέων ενός αυτοκινήτου. Ό νεαρός αστυφύλακας, πού οδηγεί τό περιπολικό τής αστυνομίας, βλαστημάει καθώς πατάει μέ ολη του τή δυναμι τό φρένο, γιά νά σταμστήση χωρίς νά χταίτηση αυτόν τον τρελλό πού πετάχτηκε ξαφνικά στη μέση τού δρόμου. Αλλά, στον ό άγνω στος έρχεται καί άκουμπάει στο παράθυρο του αυτοκινή του, ό αστυνομικός βλέπει ότι τά χαρακτηριστικά του
είναι σκεπασμένα από τρόμο και τό στήθος του άνεβοικατέ βαίνει από τό λαχάνιασμα. — Τί συμβαίνει; Τί έγινε; ρωτάε ι. Ό άγνωστος, δέν διακρίνει ποιος είναι ό επιβάτης του αυτοκινήτου. — '0... Ζορρό!, καταφέρ νει νά άρθρωση λαχανιασμέ να. Τά μάτια του νεαρού γουρ λώνουν άπό την κατάπληξι. — Τί είπες; φωνάζει. -—* Ό... Ζοορό!, επανα λαμβάνει ό άλλος. — Που είναι, ποιος τον εί δε, ρωτάει έξαλλος ό αστυ νομικός. — Ριμπέϊρα... στη βίλλα, αρθρώνει ξεψυχισμένα ό ά γνωστος. Και πέφτει αναίσθητος ά πό την έξάντλησι και τον πα νικό. Ό νεαρός αστυνομικός δέν χάνει καιρό, ^ζεκρεμάει τό α κουστικό του ραδιοτηλεφώ νου. — Έδώ περιπολικόν τρία, λέει. Έδώ περιπ ολικόν τρία. — Λέγε τρία, ακούστηκε ή φωνή του αξιωματικού υπη ρεσίας. — Στήν βίλλα τού σενιόρ Ριμπέϊρα, λέει μέ έξαψι ό α στυνομικός, βρίσκεται ό Ζορ ρό. Πηγαίνω προς τά εκεί. Εί δοποίήστε τον διοικητή! * * * Μπαίνοντας στο γραφείο τού Ριμπέϊρα, ό Ζορρό παρα λίγο νά συγκρουσθή μέ τον άρχικακούργο πού ετοιμαζό ταν νά βγή. Ό Ριμπέϊρα κρσ
'Γαει στά χέρια του μια κ σ οκ α πιλότου και χοντρά γά ντια. — Για πού τόσο βιαστι κός, έξοχώτατε; λέει ό Ζορρό ειρωνικά. — Τί θέλεις εδώ μέσα; ρω τάει υπόκωφα ό Ριμπέϊρα. Ό αρχιληστής έχει χλωμιάσει περισσότερο από συ νήθως, αλλά προσπαθεί να διατηρήση την ψυχραιμία του. — Νά σε σκοτώσω, Ρ_ιμπέϊρα, λέγει ό Ζορρό. Πρώ τον επειδή είσαι βρωμερό κά θαρμα πού λερώνεις τον αέ ρα τοΰ κόσμου. ΚΓ υστέρα, γιατί θέλησες νά κηλιδώσης τή φήμη του Ζορρό. 40 κακούργος κλονίζεται σαν νά δέχτηκε ηλεκτρική έκκένωσι. "Αλλά, ταυτόχρονα, τά μάτια του πηγαίνουν στο ρολόϊ τοΰ τοίχου. Μιά λάμψι τρέλλας, περνάει από τό βλέμ μα του. — "Ατιμε, μουγγρίζει. Νο ιμίζεις δτι θά μεΛέμποδίσης; Κοα/είς δεν μπορεί νά με στα ιματήση ποτέ! Θά πε)θάνης κι* έσύ όπως ό ηλίθιος ό Γκίλ μορ. ~έρω δτι ήρθες νά με εκβίασης. Θέλεις κΓ έσύ με ρίδιο από τό χρυσάφι μου. *Αλλά μήν περιμένης! Ό Ζοροό καταλαβαίνει δτι έχει απέναντι του έναν παρά φρονα. "Αλλωστε, μόνο ^ετσι θα μπορούσε νά έξηγηθή ή ξαφνική αυτή στροφή τού Ριμπέϊρα προς τό έγκλημα. Ύ στερα από μιά ζωή ευυπόλη πτη. Πρέπει λοιπόν όχι νά ιόν σκοτώση, δπως ύπελόγι-
παραδώση ζε άλλα νά τον στήν δικαιοσύνη, γιά νά κλει στή σέ μιά φρενολογική κλι νική. Μόνο πού αυτό πρέπει νά γίνη γρήγορα. Πολύ γρή γορα. Γιατί τά αυτιά του άκοΰνε οστό πολύ -μακροά έναν ήχο πού τού είναι γνώριμος. Τό ουρλιαχτό των σειρήνων άστυνομ ικών αύτοκ ι νητων! Πώς διάβολο ειδοποιήθηκε ό Περέθ; Τό χέρι του μέ τό μαστίγιο υψώνεται. ’Αλλά, πριν προλάβη νά κατέβη, βλέπει μιά κίνησι πού κάνει τό πό δι^ τοΰ Ριμπέϊρα. Και ξαφνι κά, τό δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι1. — Ειδοποίησες τήν αστυ νομία, έ; ακούει τον Ριμπέϊρα πού φωνάζει, καθώς τρέχει έξω στο διάδρομο. 3Αλλά εγώ θά πάω! Θά τό γκρεμίσω τό αεροπλάνο μέ τό χρυσάφι! Χά, χά, χά. Κυκλωμένος
ο
ΘΟΡΥΒΟΣ τής έξώ πόρτας πού κλείνει καί κλει δώνει σμίγει μέ τον θόρυβο των αυτοκινήτων πού φρενά ρουν απότομα στο προαύλιο τής έπαύλεως. ^ Ό Ζορρό α κούει τον Ριμπέϊρα, πού έξηγεΐ μέ έξαψι στούς αστυνομι κούς δτι δέχθηκε τήν έπίθεσι τού Ζορρό, αλλά δτι κατάφερε νά ξεφύγη προκαλώντας βραχυκύκλωμα. — Τον έχω κλειδωμένο μέ σα, Περέθ!, φωνάζει ό Ριμπέϊρα. Κύτταξε νά τον πιάσης
αυτή τή φορά\ Γιατί διάφορε
νητα καί γρήγορά μέσα
στο
τιικά θά πάω ό ίδιος στον υ πουργό των εσωτερικών και θά απαιτήσω την άπόλυσί σου! — Μείνετε ήσυχος, σενιόρ Ριμπέϊρα, είπε ό Περέθ καί πρόσθεσε στους άνδρες του: — Γρήγορα; μέσα στην έ παυλη!, φωνάζει. Έσυ Ρικάρντο, θά μείνης φρουρός στην πόρτα. Κι3 όλοι σας^ τά •μάτια σας τέσσερα! Μόλις τον δήτε πυροβολήστε. Αλ λοίμονο σας, ανάσας ξεφυγη. Οι άνδρες του_ Περέθ όρ μουν στο σπίτι, -©κλειδώνουν την πόρτα καί μπαίνουν μέσα φωτίζοντας μέ τά φανάρια τους. Μόνο ό Ρικάρντο μένει φρουρός στην πόρτα μέ τό πι στόλι στο χέρι. Ό σενιόρ Ριμπέϊρα μέσα στην γενική σύγχυσι έχει έξαφανιστή. Ή αυλή είναι έρημη. Όχι εντελώς, όμως. Ξαφνι κά, τό κάλυμμα του κι-βωτίου άποσκευών του αυτοκινήτου του διοικητοϋ άνασηικώνεται άθόρυβσ. Καί, άπό τό στενό χώρο του, βγαίνει μιά σκιά. Είναι μιά σιλουέττα νεανική, σιλουέττα μιας νέας που φο ράει μαγιό. Τόπρόσωπό της είναι σκεπασμένο άπό πυκνό βέλο. "Όποιος θά τήν έβλεπε έικείνη τή στιγμή, θά τήν άνα·γνώριζε ώς τή Νάγκα μέ τό Βέλο, τή μυστηριώδη γυναί κα πού βοηθάει τό Ζορρό κά ρο ρά πού αυτός βρίσκεται σέ δύσκολη θέσι. "Αλλά κα νείς δεν τήν βλέπει επειδή κανείς δεν υπάρχει νά τή δη.
σκοτάδιι, μέ__κατεύθυνσι προςτήν πόρτα, -έρει ότι ό Ζορρό θά παραμονεύη κάπου, έτοι μος νά έπωφεληθή άπό^ τήν παραμικρή ευκαιρία πού θά δοθή γιά τήν δραπέτευσι. Κι3 τήν ευκαιρία θά του τήν δώση αυτή. Στο χέριι της κρατάει ένα "Ινδιάνικο ρόπαλο, φτια γμένο άπό γερό ξύλο, ντυμέ νο στή άκρη μέ δέρμα. Είναι ενα περίφημο όπλο σέ χέρια πού ξέρουν νά τό χρησιμο ποιήσουν. Ξαφνικά, ό Ρικάρντο, ό α στυφύλακας πού φρουρεί τήν πόρτα τής έπαύλεως, ακούει κάποιο θόρυβο πίσω του. Κά νει νά γυρίση, αλλά δεν προ φταίνει. Κάτι πολύ βαρύ πέ φτει στο κεφάλι του. Χιλιά δες άστρα ανάβουν μπροστά στά μάτια του. Καί, χωρίς νά μπσρέση νά βγάλη μιλιά, σω ριάζεται χάμω. Τήν ίδια στι γμή, στή νυχτερινή ησυχία άκούγεται ένα περίεργο μελω δικό σφύριγμα πού φτάνει εις τό εσωτερικό τής έπαύλε ως. — Ή Νάγια μέ τό Βέλο!, φωνάζει ένας αστυνομικός. —-λ Ή Νάγια μέ τό Βέλο, βρυχάται έξαλλος ό σενιόρ Περέθ. Κάτι θά μάς σκαρώνη πάλΐι αυτή ή άτιμη! Γρήγο ρα, τρέξετε στήν έξοδο! Μέ φωνές καί ποδοβολητά, οί αστυνομικοί τρέχουν προς τήν κυρία είσοδο τής έπαύλε ως. 9Αλλά ^κάτι τέτοιο περίμενε ακριβώς ό Ζορρό πού είχε τρυπώσει κάτω άπό μιά
Ή Νάγια, προχωρεί εύκί-
σκάλα, κοντά στήν πίσω πόρ
τα ταυ σπιτιού. Καί, ακού οντας τούς αστυνομικούς πού τρέχουν, ανοίγει·, αθόρυβα την πόρτα και βγαίνει έξω. Στά χείλη του πλανιέμαι κάποιο χαμόγελο. — Ποια να είναι άραγε αύ τή ή Μάγκα; μονολογεί. Καί γιατί αυτή ή άφοσίωσί της στο Ζορρό; Μήπως... "Αλλά όχι. Δεν «εΐνακ δυνατόν! Διακόπτει τις σκέψεις του καθώς ακούει μια πνιγμένη κραυγή, πού τή γνωρίζει πο λύ καλά. — Ό Πάντσο!, λέει. Κά τι του συμβαίνει! Τά γυμνά του πόδια πα τουν τό έδαφος, καθώς τρέχει αθόρυβα προς τό σημείο ό που έχει αφήσει τό ελικόπτε ρο. Τί μπορεί νά έχη συμβεΐ στον Πάντσο; Δεν άργεΐ νά τό άνακαλύψη. Βγαίνοντας από τή γω νία του οικοδομήματος τής μεγάλης δεξαμενής, βλέπει έ να θέαμα πού κάτω από άλ λες συνθήκες θά τον έκανε νά πε'θάνη στά γέλια. Τώρα ό μως, δεν είναι καθόλου καιρός για γέλια. Γιατί έχοντας πια σμένο τό ελικόπτερο μέ τά γερά του μπράτσα, ό Έλ Ρέϋ, ό ημιάγριος ξανθός γίγας, πού είχε δεχθή τόσο σκληρό μάθημα από τον Ζορρο πριν από λίγον καιρό, τραντάζει τό ελαφρό άερασκά φος, προσπαθώντας νά τό άνατρέψη, ενώ μέσα στην κα μπίνα, ό Πάντσο χοροπηδάει έξαλλος από τρόμο, σαν πο ντίκι πού πιάστηκε σέ φάκα και βλέπει από έξω τή γάτα.
Ό Ζορρό ^δέν έχει καιρό για χάσιμο. Ό τρελλός έγκλη ματίας πρέπει τώρα νά έχη φτάσει στο αεροπλάνο πού τον περιμένη. Καί, όταν μιά φορά άπογειωθή, κατόπιν δεν θά μπόρεση νά σώση τό μετά γωγικό πού πετάει ανύποπτο μέσα στη νύχτα. Αθόρυβα, πλησιάζει τό ε λικόπτερο από την άλλη με ριά καί κρυμμένος από τον όγκο του, καταφέρνει και μπαί νει στην καμπίνα. "Οταν ό Έλ ^Ρέϋ τον βλέπει,, είναι πια πολύ αργά. Τά φτερά του έ λικα χτυπουν τον άέρα καί τό Μαύρο Πουλί ξεκολλάει α πό τό έδαφος δημιουργώντας ένα δυνατό ρεύμα άέρσς. Ό Έλ Ρέϋ μένει στο έδαφος, κο-υνώντας άπελπ ισμ ένα τ ή γροθιά του. Άλλα ό Ζορρό δεν τον κυτ τάζει. Εκείνη τή στιγμή, δεν έχει μάτια παρά μόνο για μιά σειρά μικρών φώτων πού βλέπει σε .όιπόστασν τριών περίπου χι'λιομέ „ τρων στο έδαφος. Είναι ό μυ στικός διάδρομος προσγειώσεως πού έφτιαξε ό εγκλημα τίας Ριμπέϊρα για νά έξυπηρετήση τούς εγκληματικούς του σκοπούς. Αντιμέτωπος μέ τό θάνατο 0 ΖΟΡΡΟ δίνει,
στον
κινητήρα του όλες του τίς στροφές καί τό μαύρο ελικό πτερο πετάει σάν αστραπή προς τή φωτεινή λουρίδα. Τή στιγμή πού φθάνει όμως, ή
33
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ καρδιά του Ζορρό χοροπη δάει στο στήθος του. Γιατί βλέπει ότι· τό αεροπλάνο τοΟ εγκληματία έχει κΓ δλας ξε κινήσει καί βρίσκεται στη μέ ση τού διαδρόμου. Λίγο ακό μη καί θά ξεκολλήση από τό έδαφος. Ό Ζορρό καταλαμβάνεται· από απελπισία. Τώρα πια, τίποτε δεν μπορεί νά σώση τό καταδ ιικασ μένο μεταγωγικό μέ τό πολύτιμό του φορ τίο. Καταριέται τη μανία του νά μην χρηισι μοποιή σχεδόν ποτέ πολυβόλα δπλα. Τί δεν θά έδινε αυτή τη στιγμή, νά εΐχε στά χέρια του ένα αυτό ματο ! "Αλλά δχι! Υπάρχει^ ακό μη κάποια πΐιθανότης νά στα ματήση τον κακούργο. Ό Ζορ ρό δεν διαθέτει πολυβόλο, ό πως ό άρχιεγκληματίας. Δια θέτει όμως, τό ίδιο τό... ελι κόπτερό του.' Καί μέ λίγη τύχη ίσως... κάνει Χωρίς νά διστάση τούς αναγκαίους χειρισμούς. Τό μαύρο ελικόπτερο, σαν πειθαρχημένο άλογο, κατεβαί νει, κατεβαίνει, ζυγιάζεται, παρακολουθεί τό αεροπλάνο καί, σέ μιά στιγμή, κάθεται έπάνω του! "Ενας άνατριχα στικός κρότος μετάλλων πού συγκρούονται αντηχεί στο νυ χτερινό ουρανό. Τό σύστημα προσγειώσεως τού έλικοπτέρου έγινε κυμάτια. Αλλά τό ίδιο συμβαίνει και με τον έλι κα τού αεροπλάνου τού έγκλη
ματία. Ό Ζορρό δίνει περισ σότερες στροφές στον κινητή' ρα του, καί τό ελικόπτερο πη δάει ψηλότερα. Εΐναι καιρός Γιατί τό αεροπλάνο τού Ριμπέϊρα, πέφτει ακυβέρνητο καί χτυπάει σέ ένα πελώριο δέντρο. Μιά γλώσσα φωτιάς ξεπηδάει. στη στιγμή, καί μιά δυνατή έκρηξις συνταράζει» τή ζούγκλα. Ό τρελλός έγκλη ματίας δέν υπάρχει πια. Ό Ζορρό κάτω από τή χρυσή του μάσκα, χαμογελάει κα θώς ακούει πολύ ψηλότερα τον δυνατό ρυθμικό βόμβο κινητήρων. Τό χρυσάφι τής τραπέζης τής Βραζιλίας θά φθάση άσψσλώς στον προορι σμό του. — Συγχαρητήρια, Πάντσο. Μέ τή βοήθειά σου τά καταφέραμε μιά χαρά!, φω νάζει. Καί τότε ό Πάντσο θεωρεί δτι ή στιγμή είναι κατάλληλη γιά νά λιποθυμήση. Ό Ζορρό στρέφει τήν προ σοχή του στήν πορεία του. Αλλά τί συμβαίνει; Ή μηχα νή δέν φαίνεται νά λειταυργή κανονικά. Ό μεγάλος έλικας γυρίζει σπασμωδικά μέ τινάγματα. Τό Μαύρο Πουλί τραυ ματίσθηικε, φαίνεται, πιο βα ρεία από δσο φανταζόταν. Ό Ζορρό πρέπει νά κάνη κάτι καί μάλιστα γρήγορα, άν θέ~ λ η νά σώση τό πολύτιμο ελι κόπτερό του καί νά σωθή κι* αυτός μέ τον Πάντσο...
ΤΕΛΟΣ Άποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικού Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ζ
Ο
Ρ
ο
Ρ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΊΑ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ;
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
---------------------------------------------------------------------
—
---------------- ------------------------------------------------
"Έτος Ιον — Γόμος 1ος — Άρ. τεύχους 2 — Δραχ. 2 Γραφεία: Λεκκα 22 (εντός τής στοάς)., τηλέφ. 28-983 ! '
Δ.ημοτ:ογοοφ ·κός Δ)ντής: Σ. ΆνεμΌδουράς, Στ,ρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντή·ς; Γ. Γεωρ-γ:άδης, Σιφιγιγός 38. Ποοϊστ τυπογο.: Α. Χατζηιβασ: λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύονη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ* ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργιά'δπν, Λέκκα 22, Άθηναι.
Κάθε καινούργιο τεύχος του Ζορρό τής Ζούγκλας και μια καινούργια εκττληξις, μια πρωτότυπη συναρπαστική περιπέτεια! Διαβάστε όλοι τό 3ο τεύχος, που κυκλοφορεί την ερχό μενη Παρασκευή με τον τίτλο:
Ο ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ Θά μείνη αξέχαστο χάρις στή θυελλώδη δράσι του καί τά συγκλονιστική επεισόδιά του.
κερΛννγοα
ΣΚΥΛΙΑ ΤΟΥ 4ΜΑΟΛΟ)>:
ΜΑ! ΚΑΜΟΜΑΖ 46Ν 6ΙΜΑΙ Α*β ΜΑ Μ£ βΟΗΘΗΣΗ.., ΟΥΤ£ Ο/ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ Η£ ΤΑ ΜΛΓΑΠΛ ν. ΛΟΝ71Α . . Λ
ΛΐΛΑΟΑΟΖΑΥΛΛ ! ΤΙΑΜΑΛΙΑ / ρρ /ο μτ α ι πα τ ο κ λ ο μπχ ο ΚΤΥΠΗΜΑ ΛΠίΠΟΜΤΑί Μ€ ΑΗΥΠ£ΡΑ£ΠΙΣΤΗ. .
ΚΛ : ΑΡΧΙΚΑ ΟΡΜΟΥ* £ΑΝ VΨΰΥλ/ίΙ Ο ΛΑΠΤΑ/ΜΜΟΡΑΥΜΟΙ ΚΑΙ Ο ΜΙΤΟ. ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΖΛΗΑΛΙΑΚΠΟ ΑΤΥΠΑ ΠΑ/ΜΙΚΟ ΤΙΛ ΜΑΙ. <7; Τ9£0Ύ* το χαυ Η81 κ υ τ τ λ ! ριτει.
ΠίΡίεγΓοΦεγX ΓΟΥΝ.^·
ΙΥΜ6ΧΙ26ΤΑΙ
Ο ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ
Μήνυμα για τον Ζορρό Ζού ΖΟΡΡΟ 1 'ΐυ γκλας, ό άνθρωπος πού κά νεις δεν ξέρει την πραγματι κή του ταυτότητα, εκτός από δύο έμπιστους του ανθρώπους βρίσκεται σέ κίνδυνο. 5Αφού κατάψερε να εξόντωση τον λυσσασμένο από δίψα έκδικήσεως παράψρονα Ρ ιμπέϊρα καί να σώση τό αθώο πλήρω μα του αεροπλάνου πού μετέφερε τον χρυσό τής Τραπέζης τής Βραζιλίας, τώρα κιν δυνεύει νά συντριβή στο έδα
φος τής ζούγκλας μαζί μέ τον Πάντσο, τον κωμικό βοηθό του, πέφτοντας μέ τό ελικό πτερο από ύψος χιλίων μέ τρων. Ό έλικας, αντί να χτυ^ πάη ρυθμικά τον άέοα, περι στρέφεται σπασμωδικά λες καί ή μηχανή κοντανασαίνει καί δεν μπορεί νά τον γυρίση. Ό Ζορρό προσπαθεί νά σκεφθή κάποιο σχέδιο σωτη ρίας. Τό μυαλό του εργάζεται μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα, χω ρίς νά χάνη την ψυχραιμία του. Βέβαια, θά μπορούσε νά πη,δήση μέ αλεξίπτωτο. Αλ λά μέσα στο έλικόπτερ© βρί σκεται μόνο ένα αλεξίπτωτο
ΤΪΜΗ ΔΡΑΧ. #
4 και δεν μπορεί φυσικά νά σωθή ό ίδιος άφίνοντας τον Πάντσο νά σκοτωθή. -αφνικά ό μως, καθώς σκύβει για νά κυττάξη από κοντά τά όργα να διευίθύνσεως, άκουμπάει έπάνω στον Πάντα ο. κος που τοσο χρήσιμος του φάνηκε στον αγώνα του ενα ντίον των κακούργων, κάθεται αλύγιστος στο κάθισμά του κρατώντας με επίμονη τά μά τια του κλειστά. Τά χέρια του σφίγγουν με δλη του τή δύναμι τά μπράτσα του καθί σματος καί καταβάλλει όλη του τή θέλησι γιά νά μή λιποθυμήση από τον φόβο πού τον πλημμυρίζει. Σφίγγει τά δόντια του και από μέσα του λέει όσες προσευχές θυμάται ενώ τά πόδια του τεντώνονται καί μαζεύονται σπασμωδικά λες καί κινούνται από κάποιο ελατήριο, μόνα τους. Τότε μόνο ό Ζορρό καταλα βαίνει τό είδος τής βλάβης τού ελικοπτέρου καί, παρά τον κίνδυνο, μόλις κατορθώ νει νά συγκράτηση τά γέλια του. Γιατί την βλάβη την ποο καλεΐ ό πανικόβλητος Πάντσο. Πού καθώς τεντώνει τά πόδια του, πιέζει ασυναίσθη τα δύο χοντρά καλώδια πού ξεκινούν από τούς ισχυρούς συσσωρευτάς πού καταλήγουν στον ηλεκτρικό κινητήρα. Κά θε φορά πού τά καλώδια πιέ ζονται, χάνουν την επαφή τους μέ τούς άκροδέτες τού συσσωρευτού καί ό κινητήρ ί^κόβει» στερημένος από τό
ΖΟΡΡΟ ζίοογόνο ηλεκτρικό ρεύμα. "Οταν ό Πάντσο μαζεύη τά πόδια του, τά καλώδια κά νουν ξανά επαφή καί κύμα η λεκτρισμού ξεχύνεται στον κι νητήρα πού δίνει νέες στροφές στον έλικα. Ευτυχώς, ό Ζορ ρό κατάλαβε εγκαίρως τί συμ βαίνει. Πριν κάποιο από τά καλώδια, ή καί τά δύο, ξεκολ λήσουν τελείως. Όπότε τό Μαύρο Πουλί θά γκρεμιζόταν γιά νά συντριβή στη ζού γκλα. Μέ κοφτές σύντομες φρά σεις, ό Ζορρό διατάσσει τον Πάντσο νά κράτηση τά πόδια του μαζεμένα. Σφίγγει κατό πιν μέ την πένσα τή βίδα πού συγκρατεΤ τά καλώδια στη θέσι τους. Καί τό Μαύρο Που λί όρμάει προς τά εμπρός, καθώς ό κινητήρας του εφοδι άζεται τώρα κανονικά μέ ρεύ μα, ενώ ό Πάντσο, συγκεν τρώνοντας την προσοχή του στο νά κρατά η τά πόδια του .•μαζεμένα, αρχίζει ασυναίσθη τα νά άπλώνη καί νά μαζεύη τά κολημένα του μπράτσα! ★ ★★ Ό ιμικρός Ινδιάνος, πού τρέχει ρέσα στη ζούγκλα, δέν σταματάει ούτε στιγμή, γιά νά κυττάξη πίσω 'του. Ξέρει πώς τον κυνηγούν, καί τά μάτια του ,μεγαλωμένα α πό τον τρόμο, ψάχνουν μέ άγωνία μέσα στο σκοτάδι γιά νά ξεχωρίσουν τά εμπόδια, πού θά μπορούσαν νά τού κό ψουν τό βρόρο. Αυτοί πού τον κυνηγούν, είναι άγριοι Χι βάρος. Ή τρομερότερη φυλή κεφαλοκυνηγών τού Άραζα-
νιάυ. Κΐχϊ άν ΐ'όν^τπάαουν, τό Κεφάλι του, άφοΟ περάση ά* ττό ολόκληρη επεξεργασία μέχρι πού νά γίνη μικρό σαν πορτοκάλλι, θά πάη νά στολ ί ση την καλύβ α τού Κριπάλι, τού αρχηγού των αΐ μ οθό νών Χι βάρος. — Φύγε, τού είχε φωνάξει πάνω οστό τον ώμο του ό πα τέρας του, καθώς έβγαινε α πό την καλύβα πρόχειρα ώπλισμένος, την ώρα πού άκού στηκαν ξαφνικά μέσα στη νύ χτα οΐ φοβερές κραυγές των πολεμιστών Χι βάρος. ^ — Φύγε και μην -ξεχνάς τό Ζορρό! Κι5 ό μικρός Κίτο έβαλε φτερά στά πόδια του. "Ανοίγοντας μιά τρύπα στά κλα διά πού σχημάτιζαν τον τοί χο της καλύβας, είχε φύγει μέσα στη ζούγκλα για νά γλυτώση. Τι νά έγιναν άρα γε, οί δικοί του; Δέν έχει καιρό νά σκεφθη τώρα.Ό πα τέρας του, ό Κορίτο, ό αρχη γός της φυλής τών Άρόμπι, τού είχε αναθέσει κάποια α ποστολή. Πρέπει νά ειδοποί ηση τον Ζορρό! Μόνο εκεί νος θά μπόρεση νά βοηθήση τούς δικούς του. Θά προφθάση όμως; Ή ανάσα βγαίνει σφυρι χτά από τό στήθος τοΰ Κί το. "Ήδη, βρίσκεται πολύ μα κρυά από τό χωριό του. Και από τά άστρα πού άρχιζε νά διακρίνη στον ουρανό, κατα λαβαίνει ότι κοντεύει νά φθάση στην κορυφή τού λόφου. Ευτυχώς, δέν έχασε τον προ σανατοΑισμό του, μέσα στο
σκοτάδι. "Οταν φθάνει επί τέλους·, στην κορυφή, τά πόδια του μόλις μπορούν κα» τον κρα τούν όρθια. Μέ ένα στενα γμό άνακουφίσεως, πέφτει χάμω καί μένει ακίνητος με ρικά λεπτά, γιά νά συνέλθη. Ή ζούγκλά, γύρω του, είναι σιωπηλή. "Ακόμη και τά α γρίμια, που άύτή την ώρα βγαίνουν συνήθως γιά κυνήγι ό μαύρος πούμα και ό τζάγκουαρ μέ τό κίτρινο τρίχω μα, προτίμησαν απόψε νά λουφάξουν στη φωλιά τους. 4Ο κόσμος τής ζούγκλας κρατάει την αναπνοή του γιά νά^άκούση τί γίνεται τώρα έκεΐ όπου βρισκόταν τό ήσυχο χωριό τών "Αρόμπι και που τώρα γλεντάει ό θάνατος σκορπισμένος από τις λόγχες και τά φαρμακερά, βέλη τών Χι βάρος. ^ Ό μικρός^ Κίτο^ ωστόσο, δεν μένει γιά πολύ ακίνητος. Μόλις ή αναπνοή του αρχίζει1 να βγαινη κάπως πιο ήρεμα,, αρχίζει νά ψάχνη μέσα στο σκοτάδι. Μαζεύει χαμόκλαδα και ξερά φύλλα. Και μ* αυτά, σχηματίζει στό^ ξέφωτο τής: κορυφής τού λόφου κάποιο σχήμα. "Από ένα μικρό σακκούλι, πού κρέμεται στο λαι μό του, βγάζει υστέρα τό πιο πολύτιμο άπόκτημά του. "Ε να κουτί μέ «ξύλα τής φω τιάς», πού τού τό χάρισε ό πάτερ Έστεμπάν, ό Ιεραπό στολος πού είχε περάσει άπό τό χωριό τους εδώ καί πέντε φεγγάρια. Ό Κίτο ή
ταν περήφανος γιά τό πολύ-
'Τιμο δώρο του ιεραπόστολου» Και ττοτέ του ώς σήμερα δεν διανοήθηκε νά ξοδέψη ένα α τό τα μαγικά ξυλάκια τής φωτιάς, άίφου στη μέση τής πλατείας του χωρίου έκαιε πάντα ή φωτιά πού συντη ρούσαν μέ -μεγάλη φροντίδα δλοι οι Άρομπι. Νά όμως τώρα πού τό μαγικό κουτάκι βά του φαινόταν χρήσιμο. Μέ προσοχή, βγάζει οπτό τό κουτί ένο^ σπίρτο. "Υστε ρα, ακολουθώντας τον τρόπο πού του είχε δείξει ό πάτερ Έστεμπάν, τρίβει τό ξυλάκι- στην άκρη του κουτιού. Κι* άμέσως πλησιάζει τη μικρή
φλόγα, πού £επηδσει, στο οώ ρό τών χαμοκλαδών πού μά ζεψε. Σάν φλογερό φίδι, ή φω τιά άπλώνεται στά χαμόκλα δα καί φτάνει από τη μιά ά κρη τού χαμηλού σωρού, ώς την άλλη. "Ενα μεγάλο πύρι νο «Ζήτα» λάμπει τώρα στην κορυφή τού λόφου. "Ενα Ζήτα πού φαίνεται άπό πολύ μακρυά, μέσα στή νύχτα. Ό Κί~ το ξέρει ότι κάποιος θά τό δή. Καί ότι σε λίγο, εκατοντά δες παρόμοιες φωτιές θά ξε* πηδήσουν στίς κορυφές καί στις πλαγιές τών βουνών, ό λο καί μακρύτερα, ώς πού νά
■Φύγε Κίτο, φώναξε ό αρχηγός. Πήγαινε νά Φωινάξης τόν Ζορρό,
'Ο Κίτο άναψε τό σπίρτο καί έβαλε φωτιά στο σωρό 'τών κλαδιών *
τις δή ό Ζορρό. Μένει μια ατιγμή ακίνητός μέ τό βλέμ μα καρφωμένο στις φλόγες πού χοροπηδούν, κι’ ύστερα τρυπώνει ξανά στην πυκνή ζούγκλα, ακολουθώντας διεύθυνσι αντίθετη από εκείνην πού εΐχε έρθει. Πρέπει τώρα να κρυφτή καί να περιμένη. Στο απλοϊκό του μυαλό, δεν έχει την παραμικρή αμφιβο λία ότι ό Ζορρό θά τον βοηθήιση, αυτόν καί τούς δικούς του. Γιατΐ ό Ζορρό, όπως του έχει πή ό πατέρας του, ποτέ δεν αφήνει (αβοήθητους τούς αδύνατους και τούς κατατρε γμένους.
Ό Δον Πάμπλο ΛΟΝ Πάμπλο Ντείλόρο νοιώθει νυσταγμένος. Ολο τό βράδυ εΐχε ύποχρεωθή να παρακολούθηση τη διάλεξι ενός ψιλού του καθηγητου στο Τεχνολογικόν Ίνστι τούτον του Μανάους καί τό θέ μα, εντελώς αδιάφορο γι3 αυ τόν, του έφερε ακατανίκητη νύστα. Ή ώρα ωστόσο είναι μόλις δέκα καί, πριν πάη για ύπνο, θέλει νά ρίξη μια ματιά στην μεγάλη πεταλούδα πού μόλις τό απόγευμα προσέθε σε στην πλούσια εντομολογι κή συλλογή του. Είναι ένα ^σπάνιο έντομο, τού είδους
των «γιγάντων» που τά κ©> τάμαυρά της φτερά μοιάζουν -με κομμάτια βελούδου. Ό Δον Πάμπλο ανοίγει την ττόρ τα τής βιβλιοθήκης που του χρησιμεύει καί σαν πρόχειρο εργαστήριο, όπου οοκούη τό διαπεραστικό κουδούνισμα του Τηλεφώνου. Μέ γοργό βήμα πλησιάζει στο γραφείο του και σηκώ νει τό ακουστικό: — Εμπρός!, λέει. —Πάμπλο, εσύ; ακούει μια ηχηρή φωνή από την άλ λη άκρη τού σύρματος. Ε δώ Άλβάρες. < —-Καλησπέρα, γιατρέ μου, λέει ό Δον Πάμπλο εγκάρδια. Καιρό έχουμε νά ιδωθούμε. Τί χαμπάρια; -— "Όχι και τόσο ευχάρι στα, νομίζω, λέει μέ παράξε νη έκφρασι φωνής ό γιατρός, Ό Δον Πάμπλο νοιώθει μιάν ανατριχίλα στη ραχοί<οκκαλιά του. Κάτι του λέει τώς τό, τηλεφώνημα τού για τρού δεν απευθύνεται σ5 αυ τόν, αλλά στην δεύτερη του προσωπικότητα. Την προσω πικότητα πού μόνο ό γιατρός καί ό γέρο - υπηρέτης του ό Φερνάντο γνωρίζουν. —■ Δηλαδή; ρωτάει. Μή πως έχει τίποτε ή κυρία 5Αλβάρες; — 3Ά όχι, βιάζεται νά τον βεβαιώση ό γιατρός. 5 Από υ γεία είμαστε καί οι δυο πε ρίφημα. Μόνο πού αποφάσι σα νά αλλάξουμε σπίτι! Ό Δον Πάμπλο κάνει ένα μορφασμό απορίας. Τί έπαθε απόψε ό γιατρός; I όν πή-
ρευστό τηλέφωνο δέκα ή ώρα, για νά τού άνάγγείλη ότι πρό κειται νά άλλάξη σπίτι; "Η -μήπως... -— Μά γιατί; ρωτάει. Τί έχη τό σπίτι πού μένετε τώ ρα; — ΕΤναι πολύ υψηλά, λέει ό γιατρός. Επάνω στο λό φο! Καί καταλαβαίνεις, μέ τα χρανάκια^πού έχουμε στη ράχη μας, δέν μπορούμε πιά νά ανεβαίνουμε σνηφάρους. "Αλλαχό κυριώτερο είναι, ότι δέν μάς αρέσει ή θέα!... Τώρα μόνο καταλαβαίνει ό Δον Πάμπλο καί νοιώθει έ να κύμα ανυπομονησίας νά τον πλημμυρίζη. Ό γιατρός τον πήρε στο τηλέφωνο για νά^ τού π ή ότι είχε δή κάτι. Κάτι πού δέν φαινόταν ακόμα από την 'Αθιέντα ντέλ Σόλ, τό αγρόκτημα τού Δον Πάμ πλο, που βρίσκεται σέ χαμη λό έδαφος, αλλά που τό έβλε πε εκείνος, από τό σπίτι του επάνω στην κορυφή τού λό φου, στο Μανάους. Καί τί άλλο μπορούσε νά έβλεπε ό γιατρός παρά κάποιο πύρινο Ζήτα στην πλαγιά ενός βου νού; — Καλά, γιατρέ μου, λέει στο τηλέφωνο. Θά φροντίσου εγώ νά σάς βρω ένα ώραΐο σπίτι νά μετακοιμίσετε. Αύ ριο κι* όλα, θά περάσω από τό ιατρείο σας. —Ευχαριστώ πολύ, Πά μπλο παιδί μου, λέει ό για τρός. Θά σέ περιμένω. Καί τώρα καληνύχτα. Ό Δον Πάμπλο κλείνει τό τηλέφωνο καί -μένει συλλογι
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σμένος. Ό γιατρός δεν ήθελε νά του μιλήση καθαρά, έττειδή δπως πολλές φορές του εΐττε, φοβάται μήπως ό σενιόρ Περέθ, ό διοικητής τής αστυνο μίας του Μανάους, έχει βάλει νά παρακολουθούν τά τηλεφω νήματά του. Ό γιατρός ’Αλβάρες ξέρη πώς ό σενιόρ Περέθ υποψιάζεται δτι ό Δον Πάμπλο κΓ ό Ζορρό τής Ζού γκλας είναι τό ίδιο πρόσωπο. Αλλά δεν μπορεΐ νά τό από δειξη. Και δεν έχει ίκοομμιά δ'άθεσι νά τού δώση εκείνος τις αποδείξεις. Τη στιγμή εκείνη ένα δια κριτικό χτύπημα άκούγεται καί στήν πόρτα έμφανίζεται ό γέρο Φερνάντο. Τό βλέμμα του λάμπει καί μιλάει >μέ έξαψι. — Τό πύρινο Ζήτα φάνηκε ξανά στά βουνά, αφεντικό!, λέει. Κάποιος βρίσκεται σέ θανάσιμο κίνδυνο καί ικαλεΐ τον Ζορρό! — Τό ξέρω Φερνάντο, λέει 6 Δον Πάμπλο. Μόλις τώρα υου τηλεφώνησε ό γιατρός. 5Αλλά εγώ είμαι φοβερά κου ρασμένος. "Έχω τήν ιδέα δτι απόψε θά κοιμηθώ μονορρουφι μέχρι τό πρωί. Καί σέ πα ροοκαλώ νά μήν άφήσης κανέ να νά μέ ξυπνήση! ^— Μείνε ήσυχος αφεντικό, λέει^ό γέρο - υπηρέτης, χαμο γελώντας. Κανείς δέν πρόκειται νά σέ ενόχληση. — ΚΓ άν έρθη κανείς από τους φίλους μας καί έπιμείνη νά μέ δή; ρωτάει ό Δον Πά μπλο. — Θά τον ξεφορτωθώ λέ
9 γοντας δτι έφυγες προ ολί γου μέ τά εντομολογικά σου σύνεργα, άπαντά ήρεμα ό Φερνάντο. —Περίφημα! Καληνύχτα λοιπόν τώρα καί φαντάζομαι νά μήν αργήσω νά ξυπνήσω τό πρωί. Ή πόρτα κλείνει πίσω α πό τον Φερνάντο, καί ό Δον Πάμπλο κλειδώνει. "Υστερα, τό νυσταγμένο του ύφος χά νεται ξαφνικά καί τά μάτια του λάμπουν. Πλησιάζει απο φασιστικά στον τοίχο που βρίσκεται πάνω από τό κεφά λι του κρεβατιού του καί πι έζει μέ τον άντίχειρα δύο ση μεία τού σχεδίου τής ταπε τσαρίας. Χωρίς ν5 ακουστή ό παρα μικρός θόρυβος, ό τοίχος ύπο χωρεί σ’ ένα σημείο άφίνοντας ένα σκοτεινό χαμηλό ά νοιγμα. Ό Δον Πάμπλο βά ζει τό χέρι του μέσα, βρίσκει ένα διακόπτη καί τον γυρί ζει. "Υστερα, περνάει από τή μυστική πόρτα καί τό κομμά τι τού τοίχου έπανέρχεται στή^ θέσι του χωρίς ν' άφήση κανένα ίχνος στήν ταπετσα ρία. Μέ γρήγορο βήμα ό Δον Πάμπλο τώρα προχωρεί στον υπόγειο διάδρομο πού ανοί γεται μπροστά του. Ό Ζορ ρό, ό εκδικητής τής ζούγκλας θά βγή απόψε κυνήγι. Μόνο πού γιά πρώτη φορά ούτε πού θά κυνηγήση ξέρει, ούτε γιατί. Αυτοί πού τον καλούν δέν χρησιμοποίησαν τον τη λέγραφο τής ζούγκλας, τά ταμπουρίνος, τά τύμπανα,
10 που έστελναν άλλοτε προς κάθε κατεύθυνσι τις επικλή σεις και τις οδηγίες τους. "Ί σως όμως αυτό νά είναι κα λύτερο. Επειδή έτσι, ούτε ό σενιόρ Περέθ, ό άσπονδος φί λος του, πού έχει όρκιστή νά συλλάβη τον Ζορρό τής Ζού γκλας, θά εχη κανένα στοι χείο για νά κινηβή, και ό Ζορ ρό θά μπορή νά δράση ελεύ θερα. Διανύοντας τη μισή περί που άπόστασι πού τον χωρί ζει από τό τέρμα τού υπο γείου διαδρόμου ό Δον Πάμπλο φτάνει σε ένα κυκλικό δω*μάτ ιο σκαμ μένο ολόκληρο ■μέσα στο βράχο. Μέ γρήγο ρες κινήσεις, βγάζει τά ρού
ΖΟΡΡΟ χα του και φορεΐ ένα μαγιό από δέρμα τζάγκουαρ. "Υ στερα, περνάει στο κεφάλι του τή χρυσή μάσκα των "Ίνκας πού κρύβει τό πρόσωπό του. Περνάει στή ζώνη του έ να βαρύ κυνηγετικό μαχαίρι, παίρνει στο χέρι του τυλι γμένο τό τρομερό του μαύρο μαστίγιο από δέρμα ίπποπο τά μου καί συνεχίζει τήν πο ρεία του. Δέκα λεπτά αργότερα, βρί σκέται μπροστά σε ένα τοί χωμα από βράχο, πού φαίνε ται νά άποτελή τό τέρμα τής υπόγειας στοάς. Ό Δον Πάμπλο όμως, δεν σταματάει. Τό χέρι του πιέζει μέ δύναμι μιά προεξοχή τού γρανίτη.
Κάτω τον, ή ζούγκλα σημαδευόταν από πολυάριθμα πύρινα Ζήτα.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
Θέλουν νά τους βασανίσουν για νά μάθουν που είναι ό θησαυρός.
Καί ολόκληρος ό βράχος πε ριστρέφεται σε κάποιον αό ρατο άξονα χωρίς νά κάνη τον παραμικρό θόρυβο, για νά αποκάλυψη ένα ακανόνι στο άνοιγμα πίσω του. Ό Δον Πάμπλο περνάει καί ό βράχος επιστρέφει στη θέσι του. Ή υπόγεια στοά μένει έρημη. Ό Περέθ μαίνεται Α ΕΝ
υπάρχει τίποτε
πού νά νευριάζη περισσότε ρο τον σενιόρ Περέθ τον διοι κητή τής αστυνομίας του Μα νάους, από τό νά τον ξυπνή σουν σέ ακατάλληλες ώρες.
Λες όμως καί κάποιος δαίμο νας θέλει νά παίζη μαζί του, κάθε φορά πού είναι ιδιαίτε ρα νευριασμένος καί θέλει νά απόλαυση τον ύπνο του, κά^ ποιο εξαιρετικό γεγονός συμ βαίνει καί τό άσπρο τηλέφω νο πού βρίσκεται στο κοιμμοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του, συνδέοντάς τον κατ’ ευθείαν με την Διοίκησι τής αστυνο μίας, αντηχεί κουδουνίζο ντας διαπεραστικά καί κάνοντάς τον νά πεταχτή από τη θέση του αλαφιασμένος. Απόψε, ευτυχώς, δεν έχει κοι μηθή ακόμη, όταν άκούγεται τό κουδούνισμα του τηλεφώ νου. Είναι ωστόσο κουρασμέ νος καί μόλις έχει φορέσει
τις πυτζάμες του, έτοιμος νά απόλαυση τό μαλακό του κρεβάτι. Πνίγει μια βλαστήμια που του έρχεται στο στόμα και σηκώνει τό ακουστικό: — Έσεΐς^ εΐσθε, κύριε διοικητά; ακούει τή φωνή του όοστυνόμου Κορρέ ο. — Έγώ, πού νά μην ήμουνα!, γρυλ ίζει ό σεν ιό ρ Π ε ρέθ. Τί συμβαίνει, Κορρέο; — Λυπούμε άν σάς ξύπνη σα, κύριε διοικητά, λέει ό Κορρέο. Άλλα φαίνεται πώς έχουμε συνταρακτικά γεγονό τα απόψε. Ό σενιόρ Περέθ νοιώθει νά τού ψεύγη ό ύπνος αυτομά τως. Πάνω απ’ ολα τό καθή κον ! -—■ Τί συμβαίνει; ρωτάει, ενώ συγχρόνως φοράει την μ ιά κάλτσα του κρατώντας τό ακουστικό αιχμαλωτισμένο α νάμεσα στον ώμο του καί τον χοντρό του λαιμό. — Τό περιπολικό σκάφος Β—16, τον πληροφορεί ό α στυνόμος, περιμάζεψε στην όχθη τού Ποτουμόγιο ένα μι κρό Ινδιάνο Άρόμπι, έξηντλημένο, σέ κακή κατάστασι. Ό άρχιφύλακας Βάργκα τής δυνάμεως λαθρεμπορίου μου είπε μέ τό ραδιοτηλέφωνο ότι σύμφωνα μέ την κατάθεσι τού μικρού, οί Χιβάρι έπετέθησαν στο χωριό του ξαφνικά μέσα στη νύχτα. "Έγινε με γάλο κακό, όπως φαίνεται. Ό μικρός δεν ξέρει λεπτομέρει ες, επειδή ό πατέρας του, ό αρχηγός τών Άρόμπι, τον φυ γάδευσε μέ τήν εντολή νά ει
δοποίηση τον Ζορρό καί... — Τον Ζορρό! ξεφωνίζει ό σενιόρ Περέθ καί τινάζεται τόσο απότομα, ώστε τό άκου στικό ξεφεύγει καί πέφτει στο πάτωμα. —"Εμπρός, εμπρός!, φω νάζει. ό αστυνόμος Κορρέο, από τήν άλλη άκρη τού σύρ ματος. Τί συμβαίνει; Πάθατε τίποτε, κύριε διοικητά; λ— "Όχι, μουγγρίζει ό σε νιόρ Περέθ καταφέρνοντας νά πιάση επί τέλους τό ακουστι κό. Δέν έπαθα τίποτε. Θά πάθω όμως κάποια μέρα, μήν άνησυχής. "Έτσι νά κράτηση λίγο ακόμη αυτό τό κακό μέ τον _άτιμο αυτόν κατεργάρη τό Ζορρό, θά μου έρθη κόλ πος νά ησυχάσω. Άκούς εκεί. Νά πάη, λέει, νά ειδοποίηση τον Ζορρό. Καί τί έγινε ή α στυνομία βρέ ηλίθιοι; Ό σενιόρ Περέθ σταμα τάει, καθώς βλέπει τήν πόρ τα τού δωματίου του ν" άνοίγη καί τό πρόσωπο τής Ροζίτας τής αγαπημένης του κό ρης, νά προβάλλη ανήσυχο. — Τί έπαθες, πατέρα; ρω τάει ή Ροζίτα. Ό σενιόρ Περέθ τής κάνει νόημα καθησυχαστικό καί μι λάει στο ακουστικό: — Νά ετοιμάσετε τό μεγά λο ελικόπτερο, λέει κοφτά. Πέντε άνδρες μέ αυτόματα, άφθονα πυρομαχικά, γιά νυ χτερινή έπιχείρησι. Θέλω νά μου διαλέξης τούς πιο έξυ πνους άνδρες πού έχουμε. Καί, πού είσαι; Θέλω καύσι μα άφθονα. Θά κάνουμε κά που οκτακόσια χιλιόμετρα.
ΤΗΣ Νά ειδοποίησης τό σταθμό του Γιαπουρο να είναι έτοι μοι νά μάς άνεψοδιάσουν στην επιστροφή. "Έρχομαι αμέ σως ! Ο σενιόρ Περέθ βροντάει τό ακουστικό στη θέσι του, κι* αρχίζει νά ντύνεται μέ ό ση ταχύτητα του επιτρέπει ή κοιλιά του πού δεν λέει νά υποχώρηση παρά τό... βρισί δι πού τής τραβάει καθημερι νώς ό κάτοχός της. Λαχανιασμένος, στέκεται επί τέλους μπροστά στον κα θρέφτη του φοράει τό πηλίκιό του. —- Λοιπόν; ρωτάει ή Ροζίτα, θά μου πής τί συμβαίνει; — Δεν κατάλαβες, απα ντάει νευριασμένα ό σενιόρ Περέθ. Πάλι κάποια φασαρία έγινε ανάμεσα στις φυλές και πάλι θά άνσκατευτή ό άτιμος ό Ζορρό. Ή Ροζίτα χαμογελάει. — Θά έρθω μαζί σου φυ σικά, δηλώνει μέ τόπο πού δέν δέχεται αντιρρήσεις. "Αλλά ό διοικητής της αοτυνομίας προσπαθή νά την μεταπείση: — Γιατι δέν μου κάνεις τό χατήρι νά μείνης καί μιά φο ρά στο σπίτι; αναστενάζει. — "Αστειεύεσαι, μπαμπά; τον μαλλώνει ή κόρη του. Πώς φαντάσθηκες ότι θά μπο ρούσα νά σέ έμπιστευθώ σέ κανένα άλλον; Μην συζητάς άδικα! Τό ελικόπτερο δέν ξε κολλάει από τό έδαφος άν δέν βρίσκοομαι έγώ στη θέσι του πιλότου. — Ν'τίο μ ίο (Θεέ μου)!,
αναστενάζει ό χοντρός, αστυ νομικός. Τί θά έλεγε άν σέ έ βλεπε από καμμιά μεριά ή μσκαρίτισα ή μητέρα σου, για την ανατροφή πού πήρες; Πώς έγινες έτσι αγοροκόρι τσο; —- Δέν θά έλεγε τίποτε α πολύτως, απαντάει ή Ροζίτα. "Απεναντίας θά ένοιωθε μεγά λη υπερηφάνεια γιά την κόρη της! Πάντσο ό... τρομερός!
Μ
ΕΣΑ σέ ένα σύγχρο νο διαρρυθμισμένο δωμάτιο τής Κάζα ντές "Όμπρες, του στοιχειωμένου «Σπιτιού τών "Ίσκιων» όπως αναφέρουν χα μηλάφωνα ο! ιθαγενείς τής πε ριοχής τον πύργο, ό Πάντσο, ό μικρόσωμος βοηθός του Ζορ ρό τής Ζούγκλας βηματίζει πάνω - κάτω ανήσυχος. "Έχει περάσει μιά ώρα από τή στι γμή πού στή μακρυνή κορυ φή τής Σιέρροο Πακαραΐμα είδε τό πύρινο Ζήτα κι" ακό μη ό Ζορρό δέν φάνηκε. Ό Πάντσο^θά^ ήθελε νά βγή από τό δωμάτιό του καί νά τρέξη νά τον ειδοποίηση. "Αλλά δέν ξέρει ούτε ποιος είναι ό άν θρωπος μέ τή χρυσή μάσκα, ούτε που νά ψάξη νά τον βρή. "Άλλωστε καί νά ήξερε, δέν θά τολμούσε νά άνοιξη την πόρ τα του. "Όχι πώς φοβάται τά φαντάσματα. "Όχι. Ό Πάντσο ξέρει καλά ότι τό μοναδικό... φάντασμα πού υπάρχει στον παλιό ερειπωμένο πύργο £Ϊ-
ΖΟΡΡΟ
Ϊ4 ναι αυτός ό ίδιος! Οί ιθαγε νείς ξέρουν δτι μένε ι στά ε ρείπια τής Κάζα ντές Όμττρες καί, δταν τύχη να έμφανισθή καμμιά φορά ατό κοντι νό χωριό, άλοι παραμερίζουν στο πέρασμά του καί πολλοί κάνουν τό σταυρό τους, πίσω από τή ράχη του. "Ενας άν θρωπος πού τά έχει καλά με τά φαντάσματα δεν μπορεί παρά νά έχη πάρει κάτι από τις δαιμονικές τους ιδιότητες! "Άλλοι, πάλι, τον θεωρουν μισότρελλο. "Αλλά ό Πάντσο δεν νοιάζεται, καθόλου γιά τή γνώμη τού κόσμου. "Ίσα - ίσα όπως τού έξήγησε ό μεγάλος του φίλος, ό Ζορρό, αυτό τούς συμφέρει. Γιατί έτσι κανένας
δεν τολμάει νά πλησιάση στον έρ'ειπωμένα πύργο. Κανέ νας; Καί τί ήταν αυτός ό ύ ποπτος κρότος πού ακούσε τώρα δά, κάπου έξω από την πόρτα του; Ό Πάντσο χλωμιάζει καί τό χέρι του ανεβαίνει άσυναί σθητα στο στήθος του, σαν νά ήθελε νά συγκρατήση τούς παλμούς τής καρδιάς του. Πατώντας στίς -μύτες των πο διών, πλησιάζει στο τραπέζι όπου έχει ακουμπισμένο τό πιστόλι του, καί παίρνει τό όπλο στο χέρι του. Σίγουρα κάποιος κακούργος ετοιμάζε ται νά σπάση την πόρτα καί νά μπή νά τον σκοτώση. Τί ένας; Όλόκληρη συμμορία έ-
'Ο Ζορρό έρριξε μιά ματιά στην κρλν&σ τών ςχιχμσλώτρν?
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
χει ασφαλώς περί κυκλώσει τον πύργοι και αύτή τή στι γμή οι κακούργοι προχωρούν σιωπηλοί προς τό δωμάτιό του. Κρύος ιδρώτας άναβλύζει από τό μέτωπό, του, και τό πιστόλι στο χέρι του αρχίζει νά τρέυη. — Ζορρούλι μου!, ψιθυρί ζει. Πού είσαι; "Έλα λοιπόν νά γίλυτώσης τον φουκαρά τον Πάντσο άπό τή... σφαγή! Ό ύποπτος κρότος επανα λαμβάνεται. Τώρα ό Πάντσο δεν έχει πιά καμμιά αμφιβο λία. Νά! Τού φαίνεται πώς τό πόμολο τής πόρτας ^ γυρίζει αργά καί προσεκτικά, σάν νά θ'έλη κάποιος νά δακιμάοη
1$
αν ή πόρτα είναι κλειδωμένη. Τά γόνατά του λυγίζουν. "Έ φτασε ή τελευταία του ώρα. ' Ασυνα ί σθητ α, τό δ άχτυλό του συσπάται. Καί ό πυροβο λισμός ακούεται σάν βροντή μέσα στο στενό δωμάτιο. — Μ" έφαγαν, μαινούλα μουί, φωνάζει σπαρακτικά ό Πάντσο. Με χτύπησαν μπα μπέσικα ! Καί... πέφτει λιπόθυμος στο πάτωμα! Τήν ίδια στιγμή ένα συνθη μ σιτικό χτύπημα άκούγεται στήν πόρτα. Καί ό νυχτερι νός επισκέπτης, μήν παίρνο ντας άπάντησι, ξεναχτυπάει μετά άπό μερικά δευτερόλε πτα π ιό δυνατά.
16 — Πάντσο!, άκούγεται μια φωνή. Ό ήχος τής φωνής γνώρι μος. Και ό Πάντσο, ακόμη και μέ χαμένες τις αισθήσεις, την ακούει και συνέρχεται. Χωρίς να κινηθή άνοιγει προ φυλαχτικά ττρώτα το ένα το<υ μάτι, καί, μή βλέποντας κάνε να γύρω του, ανοίγει και τό άλλο. "Υστερα άνασηκώνεται καθιστάς και κυττάζει γύρω του παράξενε μένος. Ψάχνε ται να δ ή ττοΰ τον τραυμά τισαν, άλλα δεν βρίσκει τί ποτε. Στο μεταξύ, τά συνθη ματικά χτυπήματα έπσναλαμ βάνονται. -— Τους άτιμους!, μονολο γεί ό Πάντσο καθώς σηκώνε ται όρθιος. Θέλησαν νά μέ χτυπήσουν από πίσω, άναν δρα ! Δεν τόλμησαν νά έμφανισθούν μπροστά μου. Γιατι ήξεραν τί τούς περίμενε. -— Αμέσως !, φωνάζει και τρέχει στην πόρτα. Τήιν ξε κλειδώνει καί στο άνοιγμά τηο βλέπει ιμέ άνακούφισι τον άνθρωπο μέ τή χρυσή μάσκα. -— Τί συνέβη, Πάντσο; Γι ατί άργησες νά μου άνοιξης; "Ακόυσα έναν πυροβολισμό, λέει ό Ζορρό. ^?Ηρθαν κι’ εδώ μέσα α κόμα^! , άπαντάει ό Πάντσο κουνώντας τό χέρι του μέ έξαψι... 7Ηρθαν γιά νά μέ σκο τώσουν. —^ Μά καλά, τού λέει ό Ζορρό χαμογελώντας πίσω άπό τή μάο-κα του. Εγώ βρή κα την πόρτα κλειδωμένη! λ—Μπήκαν ,άπό κάπου άλ λου. Αυτό τό δωμάτιο έχει
ΖΟΡΡΟ κάποια μυστική πόρτα, λέει μέ πεποίθησι ό Πάντσο. Μέ πυροβόλησαν μπαμπέσικα, άπό πίσω! Άλλα δεν μέ πέ~ τυχαν. Καί επειδή κατάλαβαν τί σκοτωμός θά γινόταν, αφού όέν μέ χτύπησαν μέ τό πρώτο τό σκάσανε οί άνανδροι! Ό Ζορρό δέ θέλει νά κακό καρδίση τον αδύνατο άνθρωπάκο. — Δέν πειράζει, Πάντσο, του λέει. "Αλλη φορά θά τους τσακώσης... — Καί θά τούς πνίξω |ΐέ τά χέρια μου έναν - έναν, λεει μέ κωμική θηριωδία ό Πάν τσο. — Άσφοολώς! Απόψε έ χουμε άλλη δουλειά. Έτοιμα σέ μου τό Μαύρο Πουλί! — "Ετοιμο είναι, λέει ένθουσιασμένος ό Πάντσο. Τού άλλαξα όλο τό σύστημα προσ γειώσεως καί είναι τώρα σαν καινούργιο. Βενζίνη, μπατα ρίες, έν τάξει. λ — Πάμε τότε, λέει ό Ζορ ρό κι5 άνοίγοντας τήν πόρτα προπορεύεται στο λαβύρινθο τών διαδρόμων πού φέρνουν στον κεντρικό πύργο τού πα λιού κάστρου. ^ Ό Ζορρό είναι ευχάριστη μένος καί νοΊώθει συγκίνησι με τήν άφοσίωσι τού άνθρωπάκου πού βαδίζει δίπλα του προσπαθώντας νά φαίνεται γενναίος. Ό Πάντσο, μ’ ολο τον παθολογικό του φόβο, καταβάλλει κάθε δυνατή προσ πάθεια γιά νά εξυπηρέτηση τον μεγάλο του φίλο καί προ στάτη του. Καί μολονότι δέν θά τό πίστευε κανείς, όταν
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ δεν καπέχετσι οπτό φόβο, εΐναι περίφημος μηχανικός. Ό κεντρικός πύργος τής Κάζα ντές Όμπρες έχει διασκεοασθή από τό Ζορρό σέ α εροδρόμιο. Μιά χαλύβδινη κι νητή πλατφόρμα μπορεΐ νά κινήται πάνω - κάτω, σαν πε λώριο ασανσέρ μέσα στον στρογγυλό πύργο. Εκείνη τη στιγμή, ή πλατφόρμα είναι κάτοω Καί στο κέντρο της στέκεται πανέτοιμο τό μαύρο ελικόπτερο τού Ζορρό. Μικρό, άλλα μέ εκπληκτικά ισχυρή μηχανή, πού εΐναι συνδυα σμός κινητήρος έσοττερικής καύσεως και ηλεκτρικού μο τέρ, πετάει εντελώς αθόρυβα και μέ ταχύτητα απίστευτη για ελικόπτερο. — Ελπίζω νά επιστρέφω πριν ξημερώση, λέει ό Ζορρό καθώς τοποθετείται στη θέσι τού πιλότου. Καί χαμογελώντας προσ θέτει : — Μήπως έχης κέφι γιά νυχτερινό περίπατο; Ό άνθρωπάκος βασανίζε ται ανάμεσα στήν επιθυμία νά φανή γενναίος στο μεγά λο του φίλο καί στον τρόμο πού τον πιάνη στή ν άνάμ νη σί καί μόνο τής τρομερής του περιπέτειας τήν τελευταία φορά που συνώδευσε τον Ζορ ρό στήν έξόρμησί του. — Μά... ποιος θά φυλάη τον πύργο, άν φύγουμε καί οι δύο; καταφέρνει νά άρθρωση. ^—- "Έχεις δίκαιο, Πάντσο, λέει σοβαρά ό Ζορρό. Είμαι ανόητος^ πού δεν τό σκέφθηκα. "Εδώ μου χρειάζεσαι πα-
17 λύ περισσότερο. "Ας ανεβού με λοιπόν. Ό Πάντσο τρέχει σέ μιά συσκευή καί τραβάει ένα μο χλό. Ή χαλύβδινη πλατφόρ μας ανεβαίνει προς τήν οροφή τοΰ πύργου μέ ένα ελαφρό βουητό. Λίγο πριν φθάση στο τέρμα τής διαδρομής της ή στέγη τοΰ πύργου παραμε ρίζει ενώ αυτομάτως τά φώ τα σβύνουν. Τό ελικόπτερο, τώρα, βρίσκεται στήν κορυφή τού πύργου έτοιμο νά έξορμήση. — Λοιπόν, Πάντσο, όπως είπαμε, λέει ό Ζορρό. Τά μά τια σου δεκατέσσερα. ;— Μήν άνησυχής, λέει ό Πάντσο, ενώ τά δόντια του χτυπούν από φόβο, στή σκέψι δτι θά μείνη μόνος του καί θά ύποχρεωθή νά έπιστρέψη μόνος του στο δωμάτιό του, μέσα στο σκοτάδι. — Δ... δ... δ...έν θά πλ... πλησιάση κανείς εδώ, προσ θέτει. Καί τήν ίδια στιγμή σκύ βει. Ό ιμεγάλος οριζόντιος έλι κας τοΰ έλικοπτέρου μπαίνει σέ κίνησι καί ένα δυνατό ρεύ μα αέρα ταράσει τήν ταρά τσα. Ό Ζορρό δίνει περισσό τερες στροφές στή μηχανή, καί τό μαύρο ελικόπτερο ξε κολλάει μαλακά καί ανυψώνε ται κατακόρυφα. Σέ ύψος διακ οσίων μέτρων, αρχίζει νά κινήται κι" ό κάτακόρυφος έ λικας τής ουράς. Καί τό Μαύ ρο Πουλί εξαφανίζεται στα σκοτάδια πετώντας άνάλα-
ΖΟΡΡΌ φρα κι* αθόρυβα σαν νυχτε ρίδα.
Κυνήγι μέσα στη νύχτα _Α_ ΑΛΑ ό πιλότος του, 6 άνθρωπος μέ τά χρυσά μά τια, δεν μπορεί να πάρη καμμιά συγκεκριμένη κατεύθυνσι. Κάτω, σπαρμένα στίς δι άφορες .κορυφές καί πλαγιές των βουνών, βλέπει τά πύρι να Ζήτα. Κανένας δμως ήχος δεν υψώνεται από τή ζούγκλα για νά τον καθοδηγήση για την κατεύθυνσι πού πρέπει νά πάρη. Ό Ζορρό δένει πε ρισσότερες στροφές στον έλι κα τής ουράς. Καί το μαύρο ελικόπτερο, αρχίζει νά πετάη 51 α.γ ράφοντ α ς ά μ έτ ρη,τ ους κ ύ κλους, μέ δλο καί πιο μεγά λη ακτίνα, κατεβαίνοντας πιο χαμηλά πάνω από τά δέντρα. "Ίσως έτσι, θά μπόρεση νά άκούση κάτι, σέ περίπτωσι πού θά αρχίσουν νά μιλούν τά τύμπανα τής ζούγκλας. Ευτυχώς, τό ελικόπτερό του έχει κινητήρα εντελώς αθόρυ βο. Καί ή όξυτατη ακοή τού Ζορρό μπορεί νά συλλαβή πολ λούς ήχους από εκείνους πού γιά τά αυτιά ενός συνηθισμέ νου ανθρώπου θά ήταν τελείως αδύνατον νά γίνουν ακουστοί. Ό Ζορρό έχει αφημένη α νοιχτή την πόρτα τού θαλαμί σκου τού πιλότου καί συνε χώς μεγαλώνει την ακτίνα τών κύκλων πού διαγράφει πε τώντας. -αιφνικά κόβει τή μη χανή του, καί σκύβει προς τά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! έξω, ενώ τό ελικόπτερο αίωρεΐται ακίνητο στον σιέρα. Α δύνατα στην αρχή, αλλά πιο καθαρά κατόπιν φτάνουν στά αυτιά του μερικοί γνώριμοι ήχοι. Είναι χτύποι απτό τα μπούρι νος, άπό τά περίεργα πήλινα ή πέτρινα τύμπανα πού χρησιμοποιούν οι "Ερυθρό δερμοι γιά νά συνεννοούνται μεταξύ τους. Ό ασύρματος αυτός τής ζούγκλας του 5Α μαζόνιου μεταβιβάζει τις ει δήσεις με όση σιγουριά και ό ασύρματος των λευκών. Ο Ζορρό συγκεντρώνει τήν προσοχή του. Δεν πρέπει νά χάση ούτε μιά ηχητική συλ λαβή, άν θέλη νά συλλαβή τό μήνυμα. Ευτυχώς ό ελαφρός άνεμος πού φυσάει είναι προς το μέρος του. Καί έτσι κατορ θώνει νά άκούση μιά ολόκλη ρη φράσι: — ...στο χωριό τών "Αρόμπι... στην Μέσα ντε λάς Κα βέρνας..., λέει ή φράσι. Ό Ζορρό προσπαθεί νά ά κούση κι" άλλες πληροφορίες αλλά είτε επειδή ή μετάδοοτ σταμάτησε, είτε επειδή άλλα ξε ό άνεμος, δεν ακούει πια τίποτε. — Π ερ ί έργο μ οορ μ ουρ ί ζει. Τί δουλειά έχει τό χωριό τών Άράμπι με τήν Μέσα ντε λάς Καβέρνας; Ξέρει ότι ή ονομασία Μέσα ντε λάς Καβέρνας, πού ση μαίνει οροπέδιον τών Σπηλαί ων, έχει δοθή σέ μιά ορεινή κοιλάδα τής οποίας οι βραχώ δεις πλαγιές είναι γεμάτες άπό κάθε μεγέθους σπηλιές, σαν κεφαλοτύρι. Κάποτε είχε
— Τή μάσκα θά την βγάλω δτοον μου δώσης τήν άδεια.
άποπειραθή ό ίδιος νά εξερευ νήση τις σπηλιές εκείνες πού του είχαν φανή δχι περισσό τερες από μερί'-κές δεκάδες. "Υστερα όμως, ανακάλυψε δτι θά χρειάζονταν ολόκληρη τη ζωή του για νά έπισκεφθή κά θε μιά από τίς σπηλιές εκεί νες, γ^ιατι ό αριθμός τους ξεπερνούσε στην πραγματικότη τα τις... χίλιες πεντακόσιες, σύμφωνα μέ ένα πρόχειρο υ πολογισμό. Τό χωριό των *Αρόμπι λοιπόν απέχει αρκετά χιλιόμετρα από την περίεργη εκείνη κοιλάδα κι5 απ’ δ,τι ξέ ρει, κανένας άνθρωπος δέν πα τάει τό όροπέδιον πού καίεται από τον ήλιο καί δέν έ χει ούτε θάμνο για νά βρή κανείς λίγη σκιά. Αυτό ωστόσο είναι κάτι πού δέν τον απασχολεί προς τό παρόν. "Αν άκολουθήση τις οδηγίες των τα μπουρί νο·ς, πού ή τύχη έφερε στά αυτιά του, μπορεί νά φθάση στο χωριό των Άρόμπι <μέ τούς ο ποίους έχει πολύ φιλικές σχέ σεις. Καί, εκεί, θά πληροψορηθή ίσως τί συμβαίνει. Μέ μιά ματιά στον χάρτη πού έχει στο τοομπλώ μπρο στά του, ό Ζορρό αποφασίζει τί πορεία πρέπει νά άκολου θήση. 'Καί, μέ σβυστά φώτα, τό -μαύρο ελικόπτερο άρμάει εμπρός, τελείως αθόρυβα, σαν άρπακτικό' όρνεο πού διόκρινε τον στόχο του καί ε πιτίθεται. Ό Ζορρό ξέρει δτι έχει νά διανύση μεγάλη άπόστασι γιά νά φθάση στον προορισμό του. Κάθεται λοι
τικά στη θέσι του, βάζει σέ λειτουργία τον αυτόματο πι λότο, καί ανάβει τσιγάρο βυ θισμένος σέ σκέψεις.
πόν όσο μπορεί πιο αναπαυ
θά μπορούσαν νά την φτά
*
V
&αά ΤΗΝ ταράτσα του κτιρίου τής διοιικήσεως τής αστυνομίας, επικρατεί πυρετώδης κίνησι. Τό μεγάλο πε ριπολικό ελικόπτερο τού τμή ματος 5Αμέσου Έπεμβάσεως είναι έτοιμο καί οι δύο γκριζόλευκοι έλικες του περιστρέ φονται αργά επάνω από τά κεφάλια των ανθρώπων πού πηγαινοέρχονται γιά τις τε λευταίες ετοιμασίες. Πέντε άνδρες τής αστυνομίας ώπλισμένοι μέ αυτόματα περιμέ νουν τον ερχομό τού αρχηγού τους γιά νά ξεκινήσουν. Καί νά! Ή πόρτα τής τα ράτσας ανοίγει καί ό σενιόρ Περέθ όρμάει κυριολεκτικά στην ταράτσα καίτακόκκινος καί λαχανιασμένος. Ή σεβα στή του κοιλιά άνεβοκατεβαί νει καί βάζει σέ κόπο την πέ τσινη ζώνη του, από* την ο ποία κρέμεται ένα βαρύ υπη ρεσιακό περίστροφο στην πέ τσινη θήκη του. "Αλλά ό σενιόρ Περέθ δέν είναι μόνος του. Πίσω του, δροσερή καί χαριτωμένη μέ σα στο απλό της φουστάνι, ακολουθεί ή Ροζίτα, ή κόρη του, πού είναι πάντα χαμογε λαστή καί αγαπητή σέ όλους τούς άνδρες τής αστυνομίας. Ή Ροζίτα Περέθ είναι περί φημη πιλότος. Αίγοι άνδρες
ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ σουν στην τέχνη της διακυβερ νήσεως ενός αεροσκάφους. Καί, τις περισσότερες φορές, αυτή παίρνει την θέσι του πιλότου στο Ελικόπτερο τής αστυνομίας, όταν ό πατέρας της πηγαίνει σέ κάποια εξαι ρετική δύσκολη ή σημαντική αποστολή. Οι Αστυνομικοί πού βρί σκονται στήν ταράτσα, ανοί γουν τά μάτια τους μέ κατάπληξι. Γιατί αυτή τή φορά ή Ροζίτα Εμφανίζεται κρατώ ντας από τό χέρι ένα μικρό Ινδιάνο. Ό νεαρός Ερυθρό δερμος είναι δώδεκα ετών πε ρίπου, άλλα παρά τήν μικρή ηλικία του έχει ωραίο καλοδε μένο σώμα και περήφανο ύ φος. "Ενα φτερό αετού, καρ φωμένο στά κατάμαυρα μαλ λιά του, δείχνει ότι εΐναι γιος αρχηγού. Καί, μολονότι πρώ τη φορά άντικρύζει τόσους πολλούς μαζί «ανθρώπους μέ χλωμά πρόσωπα», δεν δεί χνει ούτε φόβο, ούτε περιέρ γεια. — Ευτυχώς πού σκέφθηκα νά τηλεφωνήσω στο φυλάκιο νά μάς στείλουν τον Κίτο μέ αεροπλάνο στο Μανάους, λέει ή Ροζίτα, στον πατέρα της. "Έτσι θά έχουμε έναν πολύ τιμο οδηγό τώρα, πού θά μάς χρειασθή πάρα πολύ. — Πραγματικά θά μάς εί ναι ανεκτίμητος, παραδέχτη κε ό σενιόρ Περέθ. Καί γυρίζοντας στους α στυνομικούς πού έχουν πά ρει κι* όλας θέσι στο ελικό πτερο ρωτάει: Πήρατε εφόδια για πε
21 ριπολία ζούγκλας; —Μάλιστα, κύριε διοικητά, άπαντά ό επί κεφαλής άρχι φύλακας. — Έν τάξει τότε. Μπορού με νά ξεκινήσουμε. Ή Ροζίτα, πρώτη, σκαρ φαλώνει μέ ευκινησία βετε ράνου αεροπόρου στη θέσι του πιλότου καί κάνει νόημα στον Κίτο νά κάτση δίπλα της. Τελευταίος, άνεβαινεί ό σενιόρ Περέθ καί αμέσως ή πόρτα τού ελικοπτέρου κλεί νει καί οι μηχανικοί άποσύρονται πιο μακρυά. Ή Ροζίτα τραβάει ένα μο χλό καί οί μεγάλοι έλικες του Ελικόπτερου άρχίζουν νά γυ ρίζουν πιο γρήγορα. Τό βου ητό τους ξεκουφαίνει καί δη μιουργεί ένα δυνατό ρεύμα άέρος. Με ρ ικά δεύτερόλ επτά κατόπιν, οί στροφές του αυ ξάνουν. Καί τό μεγάλο Ελι κόπτερο σηκώνεται στον άέρα απαλά καί ανυψώνεται κα τακόρυφα. Μένει για μερικές στιγμές ακίνητο, σαν νά αίωρήται αναποφάσιστο, κΓ ύ στερα ορμάει προς τά δυτι κά, για νά χαθή σέ λίγο μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας. Στο χωριό των ’Άρόμπι
Ά ΧΕΙ περάσει μία ώ ρα, περίπου, άπό τή στιγμή πού τό Μαύρο Πουλί, τό μι κρό άλλα ταχύτατο Ελικόπτε ρο τού Ζορρό, απογειώθηκε άπό τήν κορυφή τού πύργου τής Κάζα ντές 'Όμπρες. "Ως
22 τή στιγμή αυτή, το αθόρυβο αεροσκάφος πετούσε μέσα σε πυκνό σκοτάδι, επάνω α πό την αδιαπέραστα σκοτει νή ·μάζα τής ζούγκλας, -οοφνι κά όμως ό Ζορρό, πού είναι μισοξαπλωμένος στο κάθισμά του, ανακάθεται καί ξαναπαίρ νει στα χέρια του τή διακυβέρνησι του ελικόπτερου, πού ως τώρα είχε έμπιστευθή στον αυτόματο πιλότο. Τό βλέμμα του ερευνά μέ προσο χή τον ορίζοντα καί κάπου εμπρός του, στο βάθος, δια κρίνει μια κόκκινη ανταύγεια. — Φτάσαμε, μου φαίνεται μονολογεί. Καί κατευθύνει τό ελικό πτερο προς τά εκεί. Μερικά λεπτά αργότερα, τό Μαύρο Πουλί πετάει αργά, διαγράφοντας αθόρυβους κύ κλους έπάνω από τό χωριό των Άρόμπι. *Ή (μάλλον, ε πάνω από τό σημείο οπού βρισκόταν τό χωριό των Άρόμπι. Τά δόντια τού Ζορρό σφίγγονται σπασμωδικά, καί μιά αστραπή περνάει από τό βλέμμα του. Γιατί, από τό ωραίο χωριό, δεν απομένουν τώρα παρά μερικές φωτιές πού σβύνουν αφού έχουν α πανθρακώσει τις καλύβες των δυστυχισμένων ιθαγενών. Κανένα σημάδι ζωής δέν δια κρινής στην κεντρική πλατεία του χωριού, λές καί δλοι οι κάτοικοί του, έχουν έξαφανισθή. Ποιος εγκληματικός ε χθρός κατάστρεψε έτσι ολο κληρωτικά ^μιά φυλή ήσυχων καί ε ί ρην ικ ών Ί νδ ιάνων ; Ό Ζορρό χειρίζεται τούς
10ΡΡ0 μοχλούς των πηδαλίων, και τό μαύρο ελικόπτερο κατε βαίνει και άκουμπάει μαλακά σέ ένα ξέφωτο λόφο πιο έξω άπό τό χωριό. "Οπως καί νά έχη τό πράγμα, ποτέ δέν εί ναι περιττό νά παίρνει κανείς μερικές προφυλάξεις. Ό Ζορ ρό κατεβαίνει, άφίνοντας τήν μηχανή αναμμένη, ενώ ό με γάλος οριζόντιος έλικας στρι φογυρίζει αργά. Μπορεί νά χρειασθή νά φυγή πάλι βια στικά και θέλει νά είναι έτοι μος. Μέ άπε ι ρες προφυλάξε ι ς εντελώς άθόρυβα καί ενώ τό βλέμμα του, πού έχει τό χά ρισμα νά βλέπη ακόμη καί στο πιο πυκνό σκοτάδι, ερευ νά αδιάκοπα τά πάντα γύρω, ό εκδικητής μέ τή χρυσή μά σκα προχωρεί ανάμεσα στούς θάμνους καί στά δέντρα ώς πού φθάνει στην άκρη τού χωριού. Γύρω άπό τις καλύ βες, τά ινδιάνικα χωριά τού Αμαζόνιου έχουν ένα ψηλό φράχτη άπό ξύλα καί κλαδιά, δπως ακριβώς τά χωριά τών Ζουλού τής Νοτίου Αφρικής ’Λλλά^ τώρα, άπό τον φράχτη δέν μένουν παρά στάχτη καί καρβουνιασμένα κλαδιά. Ό έπιδρομεύς, όποιος κι5 άν ή ταν, έκανε τή δουλειά του μέ μεγάλη μεθοδικότητα. Τώρα πιά, ό Ζορρό δέν μπορεί^νά κρυφτή στη σκιά. Οι καλύβες, πού καίγονται άκόμη,^ φωτίζουν δλη τήν έκτασι του χωριού μέ τίς κόκκινες φλόγες τους, καί πουθενά δέν υπάρχει καμμιά καλύβα ρρ-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ θια πού θά μπορούσε νά προσ φέρη στον Ζορρό τό παραμι κρό προκάλυμμα. Ό άνθρω πος μέ τή χρυσή μάσκα απο φασίζει νά διακινδυνεύση. Μέ γρήγορο βήμα, πηδώντας τούς καρβουνιασμένους σω ρούς των ερειπίων, μπαίνει στη φωτισμένη ζώνη έτοιμος για άμεση δράσι. Πσιραδόξως δ,μως τίποτε δεν συμβαίνει. Στο κατεστραμμένο χωριό και στην γύρω του ζούγκλα βασιλεύει μια σιωπή θονα τού. Ό Ζορρό περνάει στην πρώ τη σειρά των καμμενών Καλυ βιών και νοιώθει σέ μιά στι γμή νά καταλαμβάνεται από φρίκη. Στήν κεντρική πλα τεία και στούς διαδρόμους πού χώριζαν άλλοτε τις κα λύβες βλέπει πτώματα. Πολ λά πτώματα σωριασμένα έκεϊ δπου τά χτύπησε ό θά νατος μέ φοβερά τραύματα από ακόντια, σπαθιά καί βέ λη. Υπάρχουν δμως και* δυότρείς άνθρωποι πού φαίνεται δτι σκοτώθηκαν από σφαίρες ! "Ωστε λοιπόν, ή «δουλειά» δεν έγινε μόνο από εχθρικές φυλές ιθαγενών. Μαζί μέ τούς επιδρομείς, πρέπει νά υπάρ χουν καί μερικοί λευκοί. Αυ τοί μονάχα μπορούν νά έχουν καί νά χρησιμοποιούν πυρο βόλα δπλα. Ό Ζορρό, μέ τή φρίκη ζω γραφισμένη στήν έκφρασί του, κάνει τον γύρο τών νεκρών 5Ερυθροδέρμων, προσ παθώντας νά άνακαλύψη κά ποιο ϊχνος πού θά τον ώδηγούσε στήν άνροκάλυψι τών έ
23 νοχων. Αέν μπορεΐ νά καταλάβη ούτε ποιος μπορεί νά έκανε μιά τέτοια σφαγή, ού τε γιά ποιο λόγο έγινε τό τρομερό έγκλημα. Σέ μιά στιγμή, σταματάει απότομα. Κάποιο από τά πτώματα κι νήθηκε! ζΉ μήπως έτσι τού φάνηκε, στο αβέβαιο φως τής φωτιάς; "Όχι! Νά πού ό άν θρωπος ξανακινήθηκε! Ό Ζορρό πλησιάζει βια στικά καί γονατίζει πλάϊ στήν βαρεία τραυματισμένη γυναίκα. Γιστί βλέπει τώρα δτι πρόκειται γιά μιά γυναί κα. Μιά πολύ γρηά καί ρυτι δωμένη Ινδιάνα, πού έχει ένα φοβερό τραύμα από λόγχη στήν κοιλιά. Είναι θαύμα πώς δεν έχει πεθάνει ακόμη, ύστε ρα από τήν φοβερή αιμορρα γία πού έχει ύποστή. Μέ μιά ματιά, ό εκδικητής μέ τή χρυ σή μάσκα, καταλαβαίνει δτι δεν μπορεί νά παράσχη καμμιά βοήθεια στήν έτοιροθάνα τη γυναίκα. Κάνει νά σηκωθή όδλλά τότε, ή ετοιμοθάνατη ανοίγει τά μάτια της. Τό βλέμμα της είναι θολό στήν άρχή, αλλά σιγά - σιγά ξε καθαρίζει καί καρφώνεται στον Ζορρό >μέ επιμονή. — Ζορ... ρό... ψιθυρίζει μέ προσπάθεια, καί στα σοσπασμένα άπό τήν αγωνία χαρα κτηριστικά της, απλώνεται εκφρασις γαλήνης. Ό Ζορρό κάνει μιά κίνησι, θέλοντας νά τής άνασηκώση τό κεφάλι της, αλλά ή γρηά
Ινδιάνα τον σταματάει, θέ λει νά μιλήση και ξέρει δτι
Ϊ4
ΤΟ μεγάλο ^ χωριό των Χιβάρος, έπικρατεΐ όργι-
ριθμες φωτιές, Αναμμένες στην κεντρική πλατεία, φωτί ζουν μέ τό κόκκινο φως τους τούς Χι βάρος πολεμιστές πού κάθονται ολόγυρα καί κουνούν τό σώμα τους στο ρυθμό ενός διεγερτικού σκο πού, ενώ μιά όμάς πάνοπλων χορευτών χορεύει στή μέστι τού κενού χώρου μέ μανία. Πίσω από τον κύκλο τών πολεμιστών, είναι συγκεντρω μένα τά γυναικόπαιδα τής φυλής πού τραγουδούν όλα μαζί σέ μιά τρομερή κακοφωνία. Μιά όμάς γυναικών επι βλέπει τό φαγητό πού ψήνε ται σέ μεγάλο πήλινο καζάνη πάνω σέ μιά φωτιά καί τά μάτια όλων γυαλίζουν όοτό τό οινοπνευματώδες ποτό πού κυκλοφορεί άφθονο. Οι Χι βά ρος πανηγυρίζουν. Απόψε, είναι νύχτα εορτασμού. Γιατί ή επιδρομή τους εναντίον τών Άρσμπι πέτυχε, καί πολλά κεφάλια τών εχθρών τους θά στολίζουν τίς καλύβες τών γενναίων πού τά έκοψαν. Καθισμένοι μπροστά σέ μιά καλύβα κάποιοι πιο πί σω από τούς Ινδιάνους, βρί σκονται δυο λευκοί. Ό ένας, ψηλός ^καί μεγαλόσωμος, έχει μαλλιά άχυρένια καί μιά ξαν θή γενειάδα έχει σκεπάσει τό πρόσωπό του μέ τά άγρια χαρακτηριστικά. Τά μάτια του είναι πολύ ανοιχτά γαλα νά καί φαίνονται χωρίς έκφρα σι, καθώς τό βλέμμα του Α κολουθεί τίς κινήσεις τών ίθα γενών. Ό άλλος, κοντός καί Αδύνατος, είναι μελαχροινός
αστική Ατμόσφαιρα. Πολυά
καί τό πολύ στενό του μέτο-
δεν έχει πολύν καιρό στη δ ιάθεα ί της. — 9Ηρθαν... Χιβάρος, ψΐη θυρίζει με φωνή ατού μόλις ακούγεται. Σκότωσαν πολλούς. Τούς άλλους ...πήραν μαζί τους. Είναι δύο χλωμά πρό σωπα μαζί... χωριό... — Μά γιατί; ρωτάει ό Ζορρό. — Θέλουν νά μάθουν... μυ στιικά θησαυροί)... Μέσα ντε λάς^ Καβέρνας..., ψιθυρίζει ή γριά με υπέρτατη προσπά θεια. Ό Ζορρό θέλει νά τής κά νη .μερικές ερωτήσεις ακόμη. *Αλλά δεν προφτάνει. Τά μά τια τής έτοιμοθάνατης θολώ νουν ξανά και τό χέρι της, πού έσφιγγε σπασμωδικά τό χέρι τού Ζορρό, πέφτει άτο νο. "Ενα ρίγος περνάει από τό βασανισμένο της σώμα, κι* ύστερα τίποτε. Είναι νε
κρή. Ό Ζορρό σηκώνεται όρθι ος καί ρίχνει μιά ματιά γύρω του, στην εικόνα τής κατα στροφής καί τού θανάτου. Ε κεί, δεν έχει πιά νά κάνη τί ποτε. *Α!λλά ή σκληρή έκφρασι του προσώπου του θά έ κανε τούς εγκληματίες, λευ κούς καί Ινδιάνους νά άνατριχιάσουν, άν μπορούσαν νά τον δοϋν. Ό εκδικητής μέ τή χρυσή μάσκα τούς ετοιμά ζει τρομερή τιρωρία! Στο χωριό των Χιβάρος
ττο του δίνει μια ζωώδη εκτωμένος ό μικρόσωμος μελαψρασι. "Αλλά ή έντύπωσις χρ οίνος. αυτή διαψεύδεται από τά μά — Άκουσέ με καλά, Πό τια ταυ πού μικρά και ευκί ντικα, λέει ό άλλος, μέ φωνή νητα, έχουν βλέμμα αφάντα απειλητική. "Άν μέ πήρες μα στης κακίας καί πονηριάς. ζί σου στην απόδραση δέν τό έκανες από... αγάπη γιά Σέ μια στιγμή ό μικρόσω μος λευκός γυρίζει στον σύν μένα. Σου ήμουν απαραίτητος τροφό του. επειδή μοναχός σου δέν είσαι — Δεν μπορώ νά καταλά σέ θέσι νά σκοτώσης ούτε βω λέει, πότε θά πάψουν αυ μυΐγα. "Εγώ «καθάρισα» τό τοί οί πίθηκοι νά γλεντούν δεσμοφύλακα στο λατομείο γιά νά δούμε τί θά γίνη μέ εγώ βρήκα δπλα, εγώ σέ βο τούς αιχμαλώτους. Δεν έξήγη ήθησα νά περάσης τά έλη, σες στον αρχηγό τους δτι κι" εγώ τράβηξα κουπί όταν φτάσαμε στο ποτάμι. "Όλ’ βιαζόμαστε; αυτά παιός θά τά έκανε; "Ε Ό άλλος τον κυττάζει μέ σύ μέ τά σπιρτόξυλα πού έ τά ψυχρά του μάτια. χεις γιά χάρτη; -εφορτώσου — Πότε επί τέλους θά καμε λοιπόν, καί πάψε νά μέ έταλάβης δτι οί Ινδιάνοι δεν νοχλής! ξέρουν τί θά πή βιασύνη; λέει. "Ασφαλώς εξήγησα σ" Μια έκφρασι κακίας, περ αυτόν τον μαντράχαλο δτι νάει άπό τό βλέμμα του Πό βιαζόμαστε. "Αλλά, πριν γί ντικα. νει, λέει ή τελική τους νίκη, — Μην τό παίρνεις επάνω δεν πρόκειται νά κάνουμε τί σου. Πατάτα!, λέει στον συν ποτε. Είμαστε λοιπόν υπο τροφό του ειρωνικά. Γιατι τά χρεωμένοι νά περιμένουμε. έκανες όλα αυτά; Μήπως γιά — Καί δεν σέ εκνευρίζει την ψυχή τής γυναίκας σου αυτή ή αναμονή; πού δολοφόνησες; "Όχι βέ — Τί θέλεις νά κάνω; λέει βαια! Τά έκανες γιά νά πάψυχρά ό άλλος. Νά απειλή ρης μερίδιο άπό τό θησαυρό σω τούς "Ινδιάνους δτι θά των "Ίνκας. Αοιπόν, άν έξακο τούς κάνω... «ντά»; λουθής νά θελης τό μερίδιο — "Άμ τέτοιος ώμος ήσου αυτό, σέ συμβουλεύω νά ξενα πάντα, λέει ό μικρόσω κουνήσης, αυτόν τον ηλίθιο μος λευκός. "Άν σ’ άφινα, θά 1 τον αρχηγό των πιθηκανθρώ σάπιζες ακόμη ατά κάτεργα πων, μια καί ξέρεις τη γλώσ τής Γουιάνας περί μένοντας νά σα τους. Γιατί, σέ προειδο τελειώση ή ποινή σου. ποιώ, αφού δέν μπορείς νά — * Ηταν τό πιο λογικό τό καταλάβης μόνος σου, οτι πού μπορούσα νά κάνω, λέει θά την πάθαυμε. Αυτές οί δου ό άλλος. λειές γίνονται γρήγορα. Άν — Αέν έπρεπε νά σέ πά πρόκειται νά περιμένουμε πό
ρω μαζί μου, επιμένει πείσμα
τε θά έρθη τό κέφι αυτών νά
Ϊ6 δουλέψουν, θά ξημερωθούμε. Κι5 ώς τότε, θά ερθη ή αστυ νομία και αντίο θησαυρός! Ό Πατάτας κουνήθηκε α νήσυχα πάνω στην πέτρα που κάθεται. — Λες νά έρθη ή αστυνο μία; λέει. —- "Όχι, θά κάθεται νά μάς περιμένη. /Από δώ πέρα περνούν συνεχώς περιπολικά ελικόπτερα. Δεν θά δουν φα ντάζεσαι τη φωτιά στο χωριό των Άρόμπι. Κι5 όταν τη δουν, τί νομίζεις ότι θά κά νουν; Έγώ σου είπα νά κά νουμε τή δουλειά μόνοι μας. Νά αρπάξουμε τον αρχηγό των, νά τον βασανίσουμε χω ρίς φασαρίες σε καμμιά γω νιά και νά τόν αναγκάσουμε νά μάς πή σέ ποια σπηλιά βρίσκεται ό θησαυρός. Άλλα εσύ ήθελες ολόκληρο στρατό. Και γιά νά τόν έξασφαλίσης, χάρισες καί την Μαριχουάνα πού βρήκαμε σ’ εκείνο τό φου καρά τό λαθρέμπορο πού σκότωσες στά σύνορα. — Νόμισα ότι στο σάκκο του είχε τρόφιμα, είπε υπολο γιστικά ό Πατάτας. — Αυτό δεν πειράζει έκα νε μεγαλόψυχα ό Πόντικας. Τί ένας παραπάνω, τί ένας λιγότερο. Αυτό πού έπείγει τώρα είναι νά ξεμπερδεύουμε τό γρηγορότερο. Νά πούμε στον άρχιπίθηκο ότι θά τού δώσουμε κι5 άλλη Μαριχουάνα άν άρχίση αμέσως την «ανά κριση» τών αιχμαλώτων. ΚΓ υστέρα, νά τού δίνουμε πριν νά είναι αργά. —Νομίζω πώς έχεις δίκαιο
λέει διατακτικά ό Πατάτας. Πρέπει νά τοΰ μιλήσω. Ό Περέθ επεμβαίνει Α ΕΝ εΐχε περάσει πα ραπάνω από μιάμιση ώρα μετά την άπαγε ίωσι τοΰ ελι κοπτέρου τής αστυνομίας, καί ή Ροζίτα, σκύβοντας ε μπρός, φώναξε μέ τό χέρι τε ντωμένο: — Νά τό χωριό τών Άρόμπίί, πατέρα. Νά κατεβοΟμε νά δούμε; — Τί νά δούμε; έκανε ερε θισμένος ό Περέθ. Κομμένα ερείπια; Θά πάμε κατ’ ευθεί αν στο χωριό τών Χιβάρος, άφοΰ ό νεαρός μάς λέει ότι έκεΐ πρέπει νά πήγαν τούς αιχμαλώτους. Καί πάμε γρή γορα μάλιστα, επειδή^ αυτά τά πύρινα Ζήτα πού είδα κα θώς ερχόμουν, μοΰ λένε ότι ειδοποιήθηκε ό καταραμένος ό Ζορρό. Γούστο θά έχη νά τόν βρούμε έκεΐ, πριν από μάς. — Ναί, άλλα δεν ακούεται πουθενά κανένα μήνυμα μέ τά ταμπουρίνος λέει ό άρχιφύλα κας. Πώς θά ξέρη ό Ζορρό κα τά που πρέπει νά τραβήξη, . χωρίς οδηγίες; — Δεν τόν ξέρεις εσύ τόν Ζορρό, λέει ό σενιόρ Περέθ. Αυτός όλα τά ξέρει κι5 όλα τά μαθαίνει. Αυτή τή φορά ό μως άν έχη την ανόητη έμπνευ σι νά άνακατευτή, θά τόν τσακίσω στά σίγουρα. Δεν πρόκειται νά μοΰ ξεφύγη!
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
φωτίζεται από λάμψεις φωτιάς. — Τό χωριό των Χι βάρος, αναγγέλλει ό άρχιφύλακας. Καί δλοι τεντώνουν τούς λαιμούς τους γιά νά διακρί νουν καλύτερα. — Φτάσαμε, λέει ό σενιόρ Περέθ. Θά κατεβοΰμε σέ άπόστασι πεντακοσίων περί που μέτρων από τό ύψωμα πού διακρίνεται στά δυτικά του χωριού. 5Από εκεί, θά προ χωρήσουμε μέ τά πόδια. Αύ τό τό αναθεματισμένο τό ελι κόπτερο κάνει πολύ θόρυβό καί δέν μπορούμε νά πλησιά σουμε περισσότερο! Ή Ροζίτα δέν άπαντά. Τώρα πού φτάσαν τόσο κοντά
Μ Ιβ
Ή Ροζίτα κρύβει ένα έλαφ'ρό χαμόγελο, σκύβοντας για να 5ή τάχα κάτι στο ταμττλώ διευθύνσεως, και δέν_ άπαντά στον ττατέρα της. -έρει δτι, πολλές άλλες φορές ό σενιόρ Περέθ καυχήθηκε δτι θά συλ λαβή τον Ζορρό τής Ζούγκλας αλλά δτι κάθε φορά ό εκδικη τής μέ τη χρυσή μάσκα τού ξέφευγε. Βέβαια, τον βοήθη σε λιγάκι καί ή Νάγια μέ τό Βέλο. ^ Άλλ’ αυτό δεν έχει κσμμιά σημασία... Μέ ένα επιδέξιο χειρισμό, ή Ροζίτα αναγκάζει τό βαρύ ελικόπτερο νά πάρη στροφή άλλάζαντας πορεία. Καί λίγο αργότερα, ή σκοτεινή ζού γκλα φαίνεται καί πάλι νά
27
— Έλ Ρέϋ ξερριζώση φτερά Ζορρό, μουρμούρισε ό ξανθός Υίγας,
στην στιγμή τής δράσεως, τά δόντια της είναι σφιγμένα και κάποια άδιορατή ανησυ χία κυριεύει τή σκέψι της. Ό πατέρας της καί οι άνδρες του, είναι έξη άνθρωποι, δλοι κι" δλοι. Θά μπορέσουν νά τά βγάλουν πέρα μέ τΙς δεκάδες των πολεμιστών. Χι βάρος; Κανένας δεν μπορεί νά προδι κάση την έκβασι μιας τέτοιας συμπλοκής, μολονότι, βέβαια, οι αστυνομικοί είναι (οπλι σμένοι, μέ αυτόματα καί ψη μένοι σέ περιπολίες τής ζού γκλας. Κι* ωστόσο, ένα βέ λος βουτηγμένο στο φοβερό «ικουράρε», τό δηλητήριο πού παραλύει πρίν σκοτώση, μπο ρεΐ νά... Κάτω άπό τά δυνατά χέ ρια της, τό βαρύ ελικόπτερο κατεβαίνει ομαλά σάν παιχνι δάκι και άκουμπάει μαλακά τό έδαφος. Οι αστυνομικοί, μέ τον σενιόρ Περέθ έπικεφα λής, πηδούν ένας - ένας αθό ρυβα άπό τό ελικόπτερο καί συγκεντρώνονται γύρω άπό τον αρχηγό τους. Ή Ροζίτα μένει στην θέσι της καί άπό την άνοιχτή πόρτα ακούει τον πατέρα της, νά δίνη οδηγίες στοές άνδρες του. — Δέν ξέρουμε τί θά συ ναντήσουμε, εξηγεί ό χοντρός άστυναμιικός. Θά προχωρήσου με σέ φάλαγγα κατ’ άνδρα ως πού νά φτάσουμε έξω άπό τό χωριό. Εκεί, θά προσπα θήσουμε νά καταλάβουμε πώς ακριβώς έχουν τά πράγματα. Καί θά δούμε αν θά μπούμε πυροβολώντας, ή θά έμφανισθούμε ειρηνικά, μέ τό κύρος
τού νόμου. Ό Κίτο θά μάς δ-είξη τό δρόμο, συμπληρώνει γυρίζοντας στον μικρό Ινδι άνο. Κι’ έκεΐνος, κουνάει κατα φατικά τό κεφάλι του, σοβα ρός καί αξιοπρεπής πάντα, όπως ταιριάζει στον γιο ενός αρχηγού. — Έσύ, Ροζίτα, λέει ό σε νιόρ Περέθ στην κόρη του, θά μείνης εδώ. Θά έχεις τό νοΰ σου. Καί, άν άντιληφθής κάτι ύποπτο, θά ζητήσης αμέσως ενισχύσεις άπό τό Μανάους μέ τό ραδιοτηλέφωνο. — Έν τάξει, πατέρα. Προ σεχε, σέ παρακαλώ, τού λέει ή Ροζίτοο. — Μην φοβάσαι. Θά ξε μπερδέψουμε γρήγορα, λέει ό σενιόρ Περέθ μέ πεποίθησι πού δέν νοιώθει. Καί κάνοντας νεύμα στους άνδρες του, ξεκινάει προς την κατεύθυνσι τού χωριού πού αντηχεί άπό τίς κραυγές. Ή μικρή όμάς μέ επικεφαλής τον Κίτο χάνεται σέ λίγο μέσα στα πυκνά φυλλώματα... Αιχμάλωτοι! 0 ^ΖΟΡΡΟ
τής ^ Ζού
γκλας είναι έτοΐιμος γιά δράσι. "Εχει αφήσει τό ελικόπτε ρό του νά αίωρεΐται ακίνητο επάνω άπό τό χωριό τών Χιβάρος, αφού προηγουμένως έκανε μερικούς κύκλους γιά νά κατατοπισθή. "Αθόρυβος εντελώς καί προστατευόμένος άπό τό σκοτάδι τής νύχτας, μπόρεσε νά παρακολούθηση
μέ κάθε ^ανεαι τής ^κ ινήσεις των Χιβάρος, καί να έπισημάνη τούς δύο λευκούς εγκλη ματίες πού κάθονται κάπως παράμερα. Στην άκρη της κεντρικής πλατείας, τό παρα τηρητικό βλέμμα του είδε δύο μεγάλες καλύβες, στην πόρτα τής κάθε μιας από τής όποιας βρίσκεται τοποθετημένος έ νας φρουρός. Σίγουρα, αυτές είναι οι καλύβες δπου έχουν κλείσει τούς αιχμαλώτους. "Αλλά αυτά δεν είναι τά μό να πράγματα πού παρατήρη σε. Μέ έκπληξί του, · διαπι στώνει ότι. αντίθετα προς τίς συνήθειες των κεφαλοκυνηγών καί ενώ συνήθως ύστερα οστό μια νικηφόρο επιδρομή τους σέ κάποιο χωριό, όλοι οι ά γριοι Ινδιάνοι σ υγκ ε ντ ρώνονται στην πλατεία τού χωριού για νά γιορτάσουν τη νίκη μέ άφθονο φαγοπότι, απόψε δέν συμβαίνει τό ίδιο. Τά μάτια του, πού έχουν την περίεργη ιδιότητα νά μπορούν νά δουν μέσα στο σκοτάδι, σάν μάτια γάτας, διακρίνουν περίεργες κινήσεις στά φυλλώματα δέν τρων καί θάμνων γύρω από τον υψηλό φράχτη πού τριγυ ρίξει τό χωριό. Κυττάζει μέ μεγαλύτερη προσοχή, καί δι ακρίνει ακαθόριστες σιλουέττες ανθρώπων πού ενεδρεύουν κρυμμένοι σέ διάφορα σημεία γύρω - γύρω στο χωριό. Ό Ζορρό^ ανατριχιάζει στη σκέψι τού τί θά μπορούσε νά συμβή άν δέν είχε την πρό νοια νά σταθή καί νά κάνη αυτή την άεροκατόπτευσι. Θά
έιτεφτε σίγουρα
στά χέρια
τών^ άγριον Χιβάρος καί τό κεφάιλι του θά μεταβαλλόταν χωρίς αμφιβολία σέ διάκοσμη τικό τής καλύβας τού αρχη γού τους. -έχωρα δηλαδή πού δέν θά κατάφερνε νά προ σφέρη καμμιά βοήθεια στους δυστυχισ μένους αιχμαλώτους, που άσ,φυκτιούν κλεισμένοι στις βρωμερές καλύβες. Άλλα, ξαφνικά, ή προσο χή τού Ζορρό στρέφεται προς ένα άλλο σημείο. Σέ κάποια μεγαλύτερη άπόστασι από τό χωριό, διακρίνει κι* άλλες ύ ποπτες κινήσεις στά φυλλώ,ματα των θάμνων. Πιάνει τούς μοχλούς κατευθύνσεως καί τό ελικόπτερο προχωρεί αργά προς τά εκεί. Εντελώς αθόρυβα, από ύψος εκατό μέ τρων ό Ζορρό παρακολουθεί τις κινήσεις πού γίνονται στο έδαφος. Καί διαπιστώνει ότι μια άλλη όμάς ανθρώπων προ χωρεΐ μέ προφυλάξεις μέσα στο σκοτάδι προς τό χωριό τών Χιβάρος. Ποιοι νά είναι άραγε; Μήπως μερικοί από τούς Άρό'μπι πού ξέφυγαν α πό την σφαγή καί την αιχμα λωσία καί έρχονται τώρα νά πάρουν έκδίκησι; Αλλά όχι. Κάτω από τό εξαιρετικά δυνατό φως πού στέλνει γύρω ή ανταύγεια άπό τίς φωτιές των ιθαγενών, ό Ζορρό βλέπει γιά μιά στι γμή κάποια λάμψη ανάμεσα στους άνδρες που προχωρούν. Καί ή λάμψι αυτή τον κατα τοπίζει αμέσως γιά την ταυ τότητα τών άγνωστων νυχτε ρινών επισκεπτών. Είναι
λάμψι κσλογυαλισμένου άτσα
λ'ΐόΰ, 'Ατσαλιόυ άττό τόυφέκιά η αυτόματα» Οί άνθρωποι έκείνοι, λοιπόν,, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά αστυ νομικοί. Ό Ζορρό θυμάται τώ ρα ότι; πρίν από λίγο, πάνω από την φασαρία των τράγουδιών και των τυμπάνων, είχε ακούσει κάτι και του φάνηκε σαν βουητό αεροπλάνου. Και καταλαβαίνει ότι ό σενιόρ Πε ρέθ με τούς άνδρες του είναι αυτοί πού προχωρούν μέσα στη ζούγκλα. Ό σενιόρ Περέθ ήρθε νά έπιβάλη τό νόμο. 5Αλ λά διατρέχει άμεσο κίνδυνο. Πρέπει ό Ζορρό νά τόν ειδο ποίηση για τούς Χιβάρος φρουρούς πού ενεδρεύουν στά σκοτάδια. Δεν προ φθάνει όμως νά κά νη τίποτε. Γιατί, εκείνη τη στιγμή, ακούεται ένα ξαφνι κό ξέσπασμα θριαμβευτικών κραυγών. "Από δέκα σημεΐα, οί άστυνομικοί δέχονται την άπροσδόκητη έπίθεσι αγρίων Χιβάρος. Καί πριν προλάβουν νά άντιτάξουν την παραμικρή άντίδρασι βρίσκονται δεμένοι με γερά φυτικά σκοινιά πού τούς εμποδίζουν νά κάνουν καί την ελάχιστη κίνησι. Μέ σα σε μερικά δευτερόλεπτα, όλα τελείωσαν χωρίς νά ρι χτή ούτε ένας πυροβολισμός. Ό Ζορρό δεν στέκεται νά 8ή περισσότερα.& Ό καιρός πού μένει είναι πολύ λίγος. Με γρήγορο χειρισμό, φέρνει τό ελικόπτερο σ3 ένα ξέφωτο όπου μόλις φτάνει για νά χωρέση τό αεροσκάφος. Κατε βαίνει κατακόρυφα καί, άφίνοντας τή μηχανή άναμιμένη,
πηδάέΐ στο έδαφος καί. οπέκεται μιά^ στιγμή γιά να παρακολουθή. Βρίσκεται σέ από στασι μικρότερη από εκατό μέτρα άπό τόν εξωτερικό φράχτη τού χωριού τών Χιβά ρος. Καί τώρα ό δρόμος προς τά έκεΐ είναι ελεύθερος. ^ Ο! φρουροί φαίνεται ότι περίμεναν ακριβώς νά συλλάβουν τούς αστυνομικούς, ακολουθώ ντας ασφαλώς τις οδηγίες τών δύο λευκών εγκληματιών πού φαίνεται νά βρίσκωνται επί κεφαλής τους. Τώρα, κου βαλώντας Θριαμβευτικά τούς αιχμαλώτους τους, μπήκαν ό λοι μαζί στο χωριό, όπου τούς υποδέχθηκαν καινούργιες κραυ γές ενθουσιασμού καί βρα χνές φωνές μίσους. Ό σενι^ όρ Περέθ κινδυνεύει στά σο βαρά! Ό Ζορρό προχωρεί γρήγο ρα, άλλα μέ κάθε δυνατή προ φύλαξι. Αέν αποκλείεται νά ύπάρχη ακόμη κάποιος φρου ρός, ή κάποια παγίδα. Καί τραβάει κοοτ5 ευθεΐαν γιά τό σημείο τού φράχτη όπου έχει έπισημάνει τις δυο μεγάλες καλύβες - φυλακές τών αϊχμα λώτων. Κάτω άπό τή χρυσή του μάσκα, οί μυς τού σαγονιού του είναι σφιγμένοι. Καί τό βλέμμα του αστράφτει ά πό τρομερό θυμό. Ή έικδίκησί του απέναντι τών κεφαλο κυνηγών, πού άφάνισαν την φυλή τών Άρόμπι, θά είναι τρομερή. Καί άκόρη πιο φο βερή ή τιμωρία τών δύο λευ κών. Αθόρυβα, ό Ζορρό φθάνει
τώρά ατόν φρα!)ξτή ΐτ&ύ ττεριβάλλει τό χωρίο. "Έχοντας ίτιάσει τούς αστυνομικούς, οι ιθαγενείς είναι πια βέβαιοι για την ασφάλεια τους οστό Κάθε κίνδυνο. Καί οί άγριες κραυγές πού ακούονται δεί χνουν ότι τό οινόπνευμα έχει καταναλωθή ακόμη σέ πολύ μεγάλη ποσότητα. Ό Ζορρό άκόυμπάει τό αυτί του στον" τοΤχο τής μιας καλύβας, πού ή ράχη της α ποτελεί μέρος του φράχτη. 5Ακούει ^ χαμηλόφωνες σμιλίες καί, που και που, κανένα βογ γητό. Βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Βγάζει από τη θήκη τό με γάλο .μαχαίρι του καί μέ δυο γερά χτυπήματα, κόβει, τά φυ τικά σχοινιά πού δένουν μετά ξύ τους δύο κατακόρυφους στύλους πού συγκροτούν ένα μέρος του «τοίχου». "Υστερα αρχίζει νά κόβει οριζόντια. Καί, μερικές στιγμές αργότε ρα, έχει δημιουργήσει ένα ά νοιγμα αρκετά μεγάλο γιά νά χωρέση ένα ανθρώπινο σώ μα. Οί αιχμάλωτοι, Άρόμπι, πού είναι σωριασμένοι ό ένας πάνω στον άλλον, μέ δεμένα χέρια καί πόδια, βλέπουν ξαψ νικά νά προβάλλη από τό ά νοιγμα του τοίχου ένα κεφάλι πού τό πρόσωπό του σκεπάζε ται από ·μιά χρυσή μάσκα. Σέ λίγο ό Ζορρό τής Ζούγκλας βρίσκεται όρθιος άνάμεσά τους. Φέρνει τό χέρι του στά χείλη γιά νά τούς δείξη δτι δέν πρέπει νά βγάλουν την παραμικρή .φωνή.
ΟΙ Άρόμϋ ι έκδικσϋνται ΪΪ ΑΝΩ
από πενήντα
άνδρες βρίσκονται μέσα στην καλύβα εκείνη. Καί ό Ζορρό πληροφορείται όστ" αυτούς δτι στη διπλανή καλύβα έ χουν κλεισμένα τά γυναικό παιδα. Ό, Καόλα ο θείος του Κίτο, έχει άναλάβει την αρχη γία των Άράμπι, επειδή ό πατέρας τού Κίτο σκοτώθηκε στη σύντομη μάχη πού έγινε στο χωριό. Καί ό Ζορρό τού εξηγεί ψιθυριστά τό σχέδιό του: — Έγώ τού λέει, θά Εξου δετερώσω τό φρουρό πού στέ κεται έξω όοπό την πόρτα. Κι’ υστέρα όλοι μαζί θά ορμή σου με έξω. Ό Καόλα κουνάει- τό κεφά λι του. ^— Είναι όμως καί τά χλω μά πρόσωπα, λέει, πού έχουν ραβδιά πού φτύνουν φωτιά. -— Μή σάς νοιάζει γι* αυ τούς, λέει ό Ζορρό. Θά τούς άναλάβω έγώ. Ό Ζορρό πλησιάζει αθόρυ βα στην πόρτα. Τό χέρι του, που κρατάει τό μαύρο του μα στίγιο, υψώνεται. Μένει μιά στιγμή υψωμένο, κι5 υστέρα τινάζεται ανάλαφρα. Καί ό φρουρός μισοστραγγαλισμένος έρχεται νά πέση μπροστά στά πόδια του. Τώρα ό δρό μος προς τά έξω είναι ελεύ θερος. Καί ό Ζορρό ακολου θούμενος από τούς Άρόμπι, βγαίνει απτό την κολύβα.
Μέ μιά ματιά ό Ζορρό^ ζυ* γίζει την κατάστασι. Μέ το μαιχαΐρι του ανοίγει μια τρύ πα στον τοΐχο^ τής διπλανής κοιλάδας πού είναι άδεια. "Ο λοι οι Χιβάρος βρίσκονται συγκεντρωμένοι στην πλατεία και οί καλύβες είναι τελείως άδειες. Οΐ ’Αράμπ ι μπαίνουν στην δεύτερη καλύβα. Κι5 ύστερα τό ίδιο γίνεται μέ την παρα κάτω και μέ την παρακάτω. Ή κυκλική κίνηση έ'χει συμπληρωθή. Ό Ζορρό βρί σκεται δίπλα στην καλύβα μπροστά από την όποια κά θονται οί δύο λευκοί. Καί πιο πέρα, ακόμη μια καλύβα, με γάλη καί τυλιγμένη μέ άνθρώ πίνα κεφάλια πού έχουν μέ γεθος πορτοκαλλ ιού. Είναι ή καλύβα τού αρχηγού, μέσα στην οποία πρέπει νά έχουν κλειστή οί αιχμάλωτοι αστυ νομικοί. Ό Ζορρό, τότε, σηκώνει τό χέρι του καί τό κατεβάζει. Την ίδια στιγμή, όμοιοι μέ σατανάδες, οί πενήντα Άρόμπι όρμούν μέ φοβερές κραυ γές άπτό τις καλύβες όπου ή ταν κρυμμένοι. Καί ό αγώνας μεταβάλλεται σέ αληθινή μά χη. Οί δυο λευκοί μέ ταυτόχρο νες σχεδόν κινήσεις τραβούν τά πιστόλια τους. Αυτή τήν κίνησι όμως περίμενε ό Ζορ ρό. Τό μαύρο του μαστίγιο τινάζεται δυο φορές μέ άστρα πιαία ταχύτητα. Καί οί δυο κακούργοι χάνουν τά πιστό λια από τά χέρια τους καί
άντικρύζουν τον άνθρωπο μέ
τήν χρυσή μάσκα. Στο χέρι του ό Ζορρό κρά-* τάει τό μαχαίρι του. Καί οί δυο έγκλήματίαι καταλαβαί νουν ότι δέν χρειάζεται κα! πολύ για νά βρεθούν νεκροί. Σηκώνουν λοιπόν τά χέρια ψη λά καί περιμένουν τρέμοντας. Ό Ζορρό βγάζει μια φω νή. Στη στιγμή, δύο ’Αρόμπι τρέχουν κοντά του. Καί μέ γρήγορες κινήσεις δένουν τά χέρια καί τά πόδια των δύο λευκών πού μοιάζουν τώρα σάν... λουκάνικα... Στο μεταξύ ή μάχη φθάνει στο τέλος της. Οί Χιβάρος δέν φέρνουν καμμιά άντίσταΗ σι. Καί για μια στιγμή σιω πή πέφτει πάνω στο μέχρι πριν άπό λίγο πολυθόρυβο χωριό των Χιβάρος. Εκείνη τή στιγμή όμως ό Ζορρό ακούει οστό κάπου έξω άπό τό φράχτη μια κραυγή τρόμου. Είναι γυναικεία κραυ γη καί δείχνει ότι κάποια γυ ναΐκα βρίσκεται σέ κίνδυνο. Μέ μερικά πηδήματα, βρί σκεται έξω άπό τό χωριό. Καί εκεί, μπροστά στην πύλη του φράχτη άντικρύζει ένα θέαμα πού τον κάνει νά παγώση: Μια γυναίκα, μια γυναίκα πού φορεΐ μονάχα ένα μαγιό, ένώ τό ^πρόσωπό της σκεπάζεται άπό ένα πυκνό βέλο βρίσκε ται πεσμένη στο έδαφος. Καί άπό πάνω της αίωρεΐται άπει λητικά τό κεφάλι ενός μεγά λου φιδιού. Ή Νάγια μέ τό βέλο, ή μυστηριώδης^ γυναίκα πού σίγουρα έχει για μια ά~ κόμη φορά έρθευ γιά νά τον βοηθήση, διατρέχει θανάσιμο
33
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Πουλί, τό μικρό αλλά ισχυρό ελικόπτερο του Ζορρό, κά ποια σκιά κινείται» μέσα στο σκοτάδι. Είναι ένας γιγαντό σωμος ξανθός άνδρας, ντυμέ νος μόνο μέ ένα μαγιό από δέρμα μαύρου Πούμα, πού σκυμμένος προσπαθεί νά κά νη κάτμ Ό 'Έλ Ρέϋ, πού θεω ρεί τον εαυτό του βασιλιά τής ζούγκλας, χαίρεται πού του δίνεται ή ευκαιρία νά έκδικηθή τον Ζορρό, πού τού κατα πατεί τά... οικόπεδα. Ό ’Έλ Ρέϋ έχει καταλάβει ση ή βύνοιμι τού Ζορρό βρίσκεται στο περίεργο εκείνο μηχανικό πουλί. Καί, θά έμπαινε από ψε μέσα, γιά νά δή πώς λει τουργεί καί ίσως - ίσως νά τό «Ιδαμάση» γιά λογαριασμό του. Αλλά ό μεγάλος έλικας πού γυρίζει» σιωπηλά, τον φοβ-ίζει». Καί τότε, μιά σκέψι τού έρχεται στο μυαλό. Μέ γρήγορες κινήσεις, ξετυλίγει ένα χοντρό σκοινί άπό αναρ ριχητικά κλαδιά καί δένει τήν μιά άκρη του σέ ένα δέντρο, ενώ τήν άλλη τήν τυλίγει πολ λές φορές γύρω άπό τον κατακόρυφο έλικα τής ουράς, πού είναι ακίνητος. — Νά δούμε τώρα πώς θά φύγη ό Ζορρό, γρυλλίζει μέ ίκανοποίηισι. Καί τελειώνοντας τό δέσιμο κρύφτηκε πίσω άπό μιά συ * ★ ☆ στάδα θάμνων. — Απόψε, μουρμουρίζει, Στο ξέφωτο όπου βρίσκε ται σταματημένο τό Μαύρο ό Έλ Ρέϋ τπάση Ζορρό!
κίνδυνο! Τότε ό Ζορρό τρα βάει τό μαχαίρι του καί χτυ πάει μέ δύναμι και ακρίβεια δίπλα στο κεφάλι του πού πέφτει άψυχο στο χώμα. Ή Νάγια στέκεται όρθια. Ό Ζορρό απλώνει τό χέρι του προς τό πρόσωπό της για νά τής βγάλη τή μάσκα. Άλλα ή Νάγια τραβιέται α πότομα προς τά πίσω. ,— Όχι, Ζορρό!, του λέει μέ μελωδική φωνή. Σέ παρα καλώ ! — Γειά σου σενιορίτα, καί ευχαριστώ, άπαντά ό Ζορρό. Καί ελπίζω νά έπαληθεύσσυν οι ελπίδες σας. Μέ γρήγορα βήματα ξαναγυρίζει στο χωριό καί βρίσκει τον Καόλα. — Ό Ζορρό φεύγει τώρα, του λέει. "Οταν ξημερώσει, νά έλευθερώσης τον σενιόρ Περέθ καί τούς άνδρες του. —Όχι πιο πριν, απαντάει χαμογελώντας ό Καόλα. — "Όχι πιο π-ρίν, απαντάει ό Ζορρό. Καί άν ή φυλή των Άρόμπι μέ ξαναχρειασθή δεν έχει παρά νά μέ καλέση. Ξέ ρετε πώς... * Ζωηρές ζητωκραυγές πλημ μυρίζουν τον αέρα, καθώς ό Ζορρό βγαίνει άπό τήν πύλη του χωρίου. Καί, βαδίζοντας γρήγορα προχωρεί προς τό μέρος όπου έχει αφήσει τό ελικόπτερό του.
Τ Ε Λ Ο Σ Άποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε,
Ο
Ζ
Ρ
Ρ
Ο
ΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ -
—
·
-_- . ·
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ —
Έτος Ιον — Τόμος Ίος -— 5Αρ. τεύχους 3 —- Αραχ. 2 >εΐα: Αέκκα 22 (εντός της στοάς)* τηλέψ. 28-933 Δημοσ'ογραφίκος Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστηροε 21 Ν. Σμύρνη. Οίκενομ'.κός Δ)ντής: Γ. Γεοργ1ιάδης, Σ'ψιγιγός 38. Ποοϊστ. τυπογο.: Α. ΧατΓηιβαστ λείου, Τα τ ασύλων 19 Ή. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΓ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, * Αθήνα ι.
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ *Η πιο συγκλονιστική περιπέτεια του Ζορρό της ζούγκλας
Διαβάστε όλοι το 4ον τεύχος πού κυκλοφορεί την έρχόμενη Παρασκευή Κάτι τό καταπληκτικό, κάτι πού δεν διαβάσατε ποτέ, I
θά οάς χαρίση συγκίνησι μέ την αγωνιώδη του δράσι.
&4θΥ4//ν κε^χν/γοζ
ΜΑ! Ε/λΑΗ οι ΜΊΟ Ηβ Ρ6ΥΓΟΥΚ
ΓΙΑΤΙ (ΜΑΣ ΜΕΟί ΧΙΝΟΥΜΟΣ ΣΤΟ ΠΡΟ£900 £ΛΙθΣ ΤΕΡΑ ςτ ιο υ εηεΦΑΛίταε τ α α πε γ ηογεε .
ψιηε μ ο υ . τ α > ΣΧΥΑΙΑ 70 εΐΜΑΣΑλ! ΜΑ! Ο/ Ληηο/ £///»/ ΑΥΤΟΙ ΜΟΥ Με €Ι9ίΑΝ. . α ρη ςτ α
ΟΣΟ ΓΙΑ Ε(ΜΑ ΑΑΤΤΤΑΐΜ Μ€ ΡΑ/λ/ε σο υ οΦειο9 τ η
ΧΗΙΑΖΣΤΑΙ ρυα
£8Η ΜΟΥ . Με Α£Αΐε ΤΜΗΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ Τ9Η εηεΦΑπτ^ ΜΛ! ΚΑΠΟΤΕ ΟΑ ££ΠΠΗΡδί9 ΤΗΜ ΥΠΟΧΡΕΟΣ* ΜΟΥ.
ΗΑΛΗ ΤΥΧΗ ΤΑΗΤΟΥΧΟΟ ΠΟΥ ΟΜΰί . Τ7δ£ ΖΥΝΜερΜΦίΛΟΙ ΗίΑΐ ΜΣ ΤΟΥΣ ίΓ ΜΟΥ.
αηεηρ οη εεπ
ιε εήιτΜΡΟΥΗο..
εηεφΑΗτει
,
-
Λ.
\ *}&*£&. \τ5„
-*
αν τ ί ο
συν ε χί ζ ε τ α ι
Ό Έλ Ρέϋ τήν παθαίνει 1/ ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ μέ τή χρυσή μάσκα, ό άνθρωπος στον όποιο καταφεύγουν όλοι οί αδύνατοι καί οι κατατρε γμένοι, είναι κατάκοπος. Ή πολύωρες προσπάθειες και οι συγκινήσεις του αγώνα του για νά σώση από τον άφανισμό τή φυλή των Άρόμπι (*) τον κούρασαν υπερβολικά. Έτσι, μέ άνακούφισι φθάνει στο σημείο όπου έχει αφήσει (*) Βλέττε προηγούμενο τεύχος τού Ζορρό τής Ζουγκλα'ς μέ τον τ ί τ λο: « Ό έλευθε ρωτ ή ς ».
τό Μαύρο Πουλί, τό μικρό αλ λά ισχυρότατο ελικόπτερό του, και συλλογίζεται μέ ευχαρίστησι δτι σέ δύο ώρες τό πολύ θά μπόρεση νά ξαπλωθή στο αναπαυτικό του κρεββάτι πού τον περιμένει στήν Άθιέντα ντέλ Σολ. Ή κούρασί του είναι τόσο μεγάλη και ή επιθυμία του νά γυρίση μιά ώρα πιο γρή γορα στο σπίτι του τόσο έ ντονη, ώστε γιά πρώτη φορά στήν επικίνδυνη καρριέρα του Ζορρό τής ζούγκλας, ή προ σοχή του είναι χαλαρωμένη και ή παρατηρητικότης του περιωρισμένη. "Έτσι την ώ ρα που ανεβαίνει στο έλικό-
Τ1ΜΉ ΔΡΑΧ. §
4
πτερό, δεν προσέχει οτι κάτι πού μοιάζει μέ φίδι ξεκινάει από την οπίσθια κατακόρυφη έλικα τού ελικοπτέρου καί χάνεται στους Θάμνους δί πλα. Ή μηχανη του έλικοπτέρου είναι αναμμένη καί ή μεγάλη οριζόντια έλικα περί στρέφεται αθόρυβα. Χωρίς νά κλείση την πόρτα, επειδή ή νύχτα εΐναι πολύ ζεστή, ό Ζορρό τραβάει ένα μοχλό. Ή έλικα αμέσως αρχίζει νά πε ριστρέφεται πολύ πιο γρήγο ρα. "Ίσως περισσότερο από δτι θά έπρεπε. Μέσα στην α νυπομονησία και την κούρασί του, ό Ζορρό εΐναι βιαστι κός. Καί τό μαύρο ελικόπτε ρο κάνει ένα πήδημα πρός τά επάνω, ξεπερνάει τις παρυφές των δέντρων και ξαφνικά ένα Φοβερό τράνταγμα κάνει τον Ζορρό νά τιναχτή πρός τά πίσω, ενώ ολόκληρο τό ελι κόπτερο τρίζει κα'ι ή αθόρυβη μηχανή βογγάη. Πριν ωστόσο προλάβη νά καταλάβη τί συμβαίνει, ό Ζορρό ξαναβρίσκεται στή θέσι του κανονικά. Τό έλικόπτε ρο έχει πάρει τήν οριζόντια θέσι του καί συνεχίζει τό κατακόρυφο άνέβασμά του. Μό νο που... σάν κάτι νά τό βα ραίνει στήν ουρά. Τί ήταν ε κείνο που τό έκανε νά γύρη τόσο απότομα; Ό Ζορρό αποφασίζει να έξετάση αμέσως τί συνέβη. ΜπορεΤ, καθώς άνυψωνόταν, νά χτύπησε σε κάποιο δέν τρο. Μπορεί νά έπαθε κάποια βλάβη από τή σύγκρουση. Κι" όπως δμως κάνει νά ση-
ΖΟΡΡΟ κωθή οπτό τή θέσι του, άκούει μιαν απελπισμένη άναρθρη κραυγή που έρχεται κάτω α πό τά πόδια του. Μιά κραυ γή πού, μολονότι δεν έχει τί ποτε τό ανθρώπινο, βγαίνει ωστόσο από ανθρώπινο στή θος. Ό Ζορρό σκύβει από τήν άνοιχτή πόρτα καί κυττάζει. Κι" αυτό που βλέπει, τον κά νει νά παγώση από φρίκη. Στήν πολυτάραχη ζωή του, έχει άντικρύσει τον θάνατο πολλές φορές. "Αλλά τό θέαμα πού βλέπει τοΰ προξενεί αγω νία. Γιατί τέσσερα μέτρα κά τω από τό ελικόπτερο, κρέμασμένο ανάποδα, βλέπει έ να ανθρώπινο σώμα νά σίωρήται στο κενό από ένα σκοι νί πού ή άκρη του φαίνεται νά ξεκινάη άπό τά παραμορ φωμένα πτερύγια τού μικρού ■έϊλίκα τής ουράς! Ό Ζορρό κυττάζει πιο προσεκτικά καί ή περίεργη ίκανότης του νά διακρίνη μέσα στο ^σκοτάδι, δπως ο! γάτες, τού επιτρέ πουν νά δή δτι ό άνθρωπος, πού κρέμεται άπό τό σκοινί, δέν είναι άλλος άπό τόν^ ά σπονδο εχθρό του, τον Έλ Ρέυ. Καί ό Ζορρό καταλαβαί νει τώρα τί ήταν τό φοβερό τράνταγμα πού ένοιωσε πριν άπό λίγο. Είναι φονερό πώς ό "Ελ Ρέϋ θέλησε νά τού σκα ρώση κάτι. Θά ήθελε ίσως νά καταστρέψη τό Μαύρο Που λί. "Αλλά ή εμπνευσις τού Ζορρό, νά άφήση άναμμένη τή μηχανή, είχε σάν άποτέλεσμα νά τρομάξη τον ξανθό γιγοτντόσωμο άγριάνθρωπο,
Ίτού ακεφθηκε τότε ^ νά δέση τό ελικόπτερο μ5 ένα σκοινί από ένα δέντρα, γιά νά μην του έπ'ίτρέψη νά άνυψωθή. Δέν ήξερε ό φουκαράς την τε ράστια ανυψωτική δύναμι τής μηχανής του! ^Αλλά ό "Ελ Ρέϋ, πού ^θεω ρεί τον εαυτό του βασιλιά τής ζούγκλας και πού μισεί τον Ζορρό επειδή έχει τή γνώμη πώς του καταπατεί τα... οίκό πεδα, όχι μόνο δεν κατάφερε νά κράτηση αιχμάλωτο τό Μαύρο Πουλί, αλλά και τιμω ρήθηκε με τήν απόπειρα του. Ό Ζορρό τον βλέπει κρεμα σμένο από τό ένα πόδι, ακί νητο νά αντίδραση, καί κατα λαβαίνει τί έγινε. Ό Έλ Ρέϋ δένοντας ένα σκοινί στο δέν τρο, δεν πρόσεξε καί άφησε τό πόδι του νά μπλεχτή σέ δυο κουλούρες σκοινιού. "Έ τσι καθώς τό ελικόπτερο τι νάχτηκε ψηλά, σπάζοντας τό σκοινί/ τον. άρπαξε κι" αυτόν καί τον κρέμασε στο κενό σαν τεράστιο αλλόκοτο εκκρεμές πού ουρλιάζει από τρόμο. Ό Ζορρό σκέπτεται ότι εί ναι ίσως τώρα ή ευκαιρία νά απαλλαγή από έναν εχθρό ε ξαιρετικά ενοχλητικό πού κά 8ε τόσο βρίσκεται μπροστά του. "Αλλά διώχνει αμέσως τή σκέψι αυτή από τό μυαλό του. Κάποια περίεργη συμπά θεία έχει δημιουργηθή από καιρό μέσα του γιά τον άγρι άνθρωπο αυτόν πού τόσο τον μισεΐ. Καί δεν μπορεί νά τον σκοτώση ή νά τον άφήση νά Οκοτωθή. Σκυμμένος άπό τήν πόρτα του έλικοπτέρου, του
κάνει μια κάθησυχσοτική χει ιρονομία. "Υστερα απλώνει τό χέρι του στον -μοχλό τής μηχα νής καί τον σπρώχνει ελαφρά. Ό μεγάλος οριζόντιος έλικας άρχιζει άμέσοος νά χάνη τα χύτητα. Καί τό Μαύρο Που λί κατεβαίνει αργά - αργά προς τά κάτω. Σέ λίγο, ό Έλ Ρέϋ μπορεί καί άκουμπά οπό έδαφος μέ τά χέρια πρώτα κι" υστέρα ξαπλώνεται ολόκλη ρος χάμω, καθώς τό ελικό πτερο κατεβαίνει ακόμη χα μηλότερα. Δέν -μένει όμως έτσι^ γιά πολύ. Τραβάει τό μα χαΐρι του καί μέ ένα χτύπη μα κόβει^ τό χοντρό φυτικό σχοινί. Είναι τώρα ελεύθερος. Στο μεταξύ, ό Ζορρό έχει Ι σορροπήσει τό ελικόπτερο σέ ύψος τριών μέτρων πάνω άπό τό έδαφος. Ό "Ελ Ρέϋ σηκώνεται όρ θιος καί κυττάζει τον Ζορρό πού είναι σκυμένος άπό πά νω. Κάτι σαν αμηχανία παι δεύει τήν απλοϊκή του σκέψι. Δέν καταλαβαίνει γιατί ό ε χθρός του μπήκε στον κόπο νά τού σώση τή ζωή τή στι γμή πού αυτός θέλησε νά τον σκοτώση. Τέτοια πράγματα δέν συμβαίνουν στή ζούγκλε όπου έχει ζήσει ολα του τά χρόνια. Ωστόσο, αυτή τή στιγμή νοιώθει πώς είναι χρεωμένος στον άνθρωπο μέ τή χρυσή μάσκα. Θέλει νά πή κάτ’, αλλά δέν μπορεί, επειδή τό λεξιλόγιό του είναι πολύ περιωρισμένο. Προφέρει ωστό σο σέ σπασμένη διάλεκτο τών Ινδιάνων»
-—' Έλ Ρέϋ θέν ξεχνάει! Καί Απομακρύνεται γρήγο ρα για νά χαθή σέ λίγο μέσα στους πυκνούς θάμνους. Ό Ζορρό κουνάει τό κεφά λι του καθώς ξανακάθεται στη θέσι του. — "Έτσι πού μου τά κατάφερες ούτε κι5 εγώ θά μπορέ σω νά σέ ξεχάσω, μονολογεί. Πώς θά γυρίση πίσω χωρίς πηδάλιο τώρα; -αφνι-κά όμως, μιά σκέψι πού περνάει από τό μυαλό του, τον κάνει νά χαμογελάση. — Θά πάμε λίγο μονόπα τα, μουρμουρίζει, αλλά θά τά καταφέρουμε. Ευτυχώς, δεν μάς κυνηγάει κανείς.
Τά χέρια του χειρίζονται τούς μοχλούς.^ Καί τό^ μαύρο ελικόπτερο γέρνει στο πλάϊ, αλλάζει κατεύθυνσι καί σέ λίγο χάνεται στον νυχτερινό ουρανό, προχωρώντας προς τό Μανάους. Ό αρχών τού υποκόσμου 0
ΣΙΝΙΟΡ
Ίγκνάσιο
Μεντόσα δεν έχει καθόλου κα λή φήμη στο Μανάους. "Ε χοντας έγκατασταθή στην τε λευταία αυτή μεγάλη πόλι τού 5Αμαζόνιου κατά τήν δι άρκεια τού πολέμου, κατάφερε νά απόκτηση πολλά χρή-
01 μυστηριώδεις σκιές, έσκυβαν κάθε τόσο κι* αφιναν κάτι στη ρίζα
κάδε δέντρου»
'Ο σενιόρ Μεντόσα καληνύχτησε τούς σωματοφύλακες του. ματα μέ διάφορες ύποπτες ε πιχειρήσεις. Καί, τώρα, θεω ρείται από την αστυνομία βα σιλεύς τού ύποκόσμου πού διευθύνει όλα τά καταγώγια τού λιμανιού καί τις χαρτοπαί'κτικές λέσχες. Πολλές δο λοφονίες αντιπάλων του οφεί λονται σ' αυτόν ασφαλώς. 5Αλλά ή αστυνομία ποτέ δέν κατάφερε νά συγκεντρώση α ποδείξεις έναντι ον του, και άναγχάζεται νά τον άφήση νά συνεχίζη ελεύθερος τις έπιχει ρήσεις του. Παρ' δλο που τον έχει ακουστά, ό Δον Πάμπλο Ντελόρο ποτέ δέν έτυχε νά τον γνωρίση προσωπικώς. Καί έ τσι παραξενεύεται καθώς δια βάζει την κάρτα που του φέρ
νει εκείνο τό πρωΐ στη βιβλι οθήκη του, στην Άθιέντα ντέλ Σόλ, ό πιστός υπηρέτης του ό γέρο - Φερνάντο. —- Τί θέλει αυτός άνθρω πος, Φερνάντο; ρωτάει. — Δέν ξέρω, αφεντικό. Εί πε μόνο δτι είναι ανάγκη νά σάς μιλήση. Ό Δον Πάμπλο άνασηκώνει τούς ώμους του. Δέν μπο ρεΐ νά μαντέψη τί μπορεί νά τον θέλη ό βασιληάς τού υπο κόσμου τού Μανάαυς. 'Αλλά ό μόνος τρόπος γιά νά τό μάθη είναι νά τον δεχθη. — Νά περάση, λέει στον Φερνάντο. Ό γέρος υπηρέτης βγαίνει άπό την βιβλιοθήκη καί, μια
8 >·
ίΐϋΐ!
στιγμή άργότερα, 6 Δον Πά μπλο άντικρύζει τον άνθρω πο πού βρίσκεται πίίσω από κάθε παράνομη έπ^ιχείρησι και κάθε έγκλημα τοΰ Μανάοος. Ό σενιόρ Μεντόσα είναι μέτριου αναστήματος, παχύς, μέ λαδωμένα μαλλιά κα'ι λε πτό μουστάκι. Πρέπει νά θεωρή τον εαυτό του για γόη. επειδή δεν παραλείπει νά χα μογελάση μέ ύφος γυναικοκα τακτητου στήν Μανουελίτα, μια νεαρή υπηρέτρια, πού περ νάει από τό διάδρομο εκείνη τή στιγμή, άλλα τό χαμόγε λό του δεν μπορεί νά κρύψη την έκφρασι τής κακίας πού είναι άπλω-μένη στο πρόσωπό του. — Μέ συγχωρήτε πού σάς ανησυχώ πρωΐ - πρωΐ, Δον Ντελόρο λέει αλλά ή ύπόΟε ιίπς πού μέ φέρνει ώς εδώ εί ναι πολύ σημαντική και δέν μπορεί νά περιμένη. -— Σάς ακούω, λέει ψυχρά ό Δον Πάμπλο καθώς τοΰ δεί χνει μια πολυθρόνα απέναντι από τό γραφείο του. Σέ τί μπορώ νά σάς φανώ χρήσι μος; — Θά είμαι πολύ σύντο μος, λέει ό σενιόρ Μεντόσα. θά θέλατε - νά μου πωλήσετε τήν "Αλτα Πλάνα; — Την "'Αλτα Πλάνα; λέει έκπληκτος ό Δον Πάμπλο. Φοβάμαι δτι σάς έχουν δώ σει λανθασμένες πληροφορί ες, σενιόρ. περιοχή, για τήν οποία μιλάτε δέν ανήκει σέ μένα. Έγώ έχω ένα κομ μάτι μόνο. Καί τό υπόλοιπο,
-**«=*«£=&
είναι ιδιοκτησία πέντε ή έξη άλλων, άν δέν κάνω λάθος. — "Εξη, τον διορθώνει ό Μεντόσα. Καί, λέγοντάς σας νά μου πουλήσετε τήν ’Άλτα Πλάνα, εννοώ τό δικό σας κτήμα φυσικά. Μέ τούς άλ λους. ιδιοκτήτες θά έρθω σέ χωριστή συμφωνία. Ό Δον Πάμπλο κουνάει τό κεφάλι του. — Σενιόρ Μεντόσα, λέει. Τό κτήμα μου τής ’Άλτα Πλά να βρίσκεται στην κατοχή τής οικογένειας μου δοτό πολ λές γενεές. Έπι πλέον, είναι ένα μεγάλο κτήμα πολύτιμο γεμάτο καουτσουκόδεντρα πού αποδίδει μεγάλο είσόδηρα. Γι* αυτό, δέν είμαι διατε θειμένος νά τό πουλήσω. Ό σενιόρ Μεντόσα χαμο γελάει βιασμένα. Τό ζήτημα του εισοδήμα τος θά τό κανονίσουμε, λεευ Αφήνω σέ σάς νά ορίσετε τήν τιμήν. "Οσο για τούς συν αισθηματικούς λόγους, δέν ε πιτρέπεται νά αποτελούν εμ πόδιο για μια καλή δουλειά στην εποχή μας. Θά μπορού σα νά σάς προσφέρω τιμή τριπλάσια από τήν αξία του μέρους. — Δέν καταλαβαίνω γιατί θέλετε τόσο πολύ νά άποκτή σετε τήν "Αλτα Πλάνα λέει ό Δον Πάμπλο. Θά έχετε τούς λόγους σας, βέβαια... — Ακριβώς. — Αυτό όμως πού δέν κα ταλαβαίνω,^ συνεχίζει ό Δον Πάμπλο, είναι γιατί δέν άπο τείνεσθε σέ κάποιον από τούς άλλους ιδιοκτήτες.
9
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ — Δεν Ντελόρο, λέει ό Μεντόσα, θά είμαι ειλικρινής μαζί σας. Δεν αποτείνομαι στους άλλους, για δύο λό γους: Πρώτον, επειδή έκανα ήδη μερικές βολιδοσκοπήσεις και πήρα αρνητική άπάντησι. Καί, δεύτερον, επειδή, άν μού πουλήσετε έσεΐς τό δικό σας κτήμα, θά ακολουθήσουν καί οί άλλοι το παράδειγμά σας. "Οπως σάς είπα, επιθυμώ νά άποκτήσω ολόκληρο τό όροπέδιο τής ΤΑλτα Πλάνα. — Λυπούμαι πολύ, σενιόρ, λέει ό Δον Πάμπλο καί ση κώνεται δείχνοντας δτι ή έπίσκεψις είχε τελειώσει. Ό σενιόρ Μεντόσα σηκώ νεται καί εκείνος. Καταλα βαίνει δτι ή πρότασίς του άπερρίφθη. Καί τό πρόσωπό του είναι αληθινή μάσκα κα κίας καθώς ρωτάει μέ χαμη λή φωνή: — Αυπάσθε; Καί γιατί λυπάσθε, Δον Ντελόρο; — 5Επειδή δεν θά ^μπορέ σω νά ικανοποιήσω τήν έπιθυμία σας, λέει ξερά ό Δον Πάμπλο. 4Η φωνή τού Μεντόσα τώ ρα γίνεται ακόμη πιο χαμη λή καί σφυριχτή. — Σάς βεβαιώνω δτι θά λυπηθήτε πολύ περισσότερο στο μέλλον, λέει. ’Ακους, λυ πάται ! Δεν ξέρετε τί σημαί νει λύπη, αγαπητέ Δον Ντε λόρο ! Ό Δον Πάμπλο νοιώθει τίς γροθιές του νά σφίγγωνται καί πολύ θά ήθελε νά περίποιηθή μ5 αυτές τό άποκρου στικό πρόσωπο του άρχιγκάγ
κστερ. Είναι δμως ύποχρεοομένος νά παίξη τον ρόλο του άγανακτ ισμένου αλλά φοβισμένου κατά βάθος αριστο κράτη επιστήμονας, διατηρών τας τήν προσωπικότητα μέ τήν οποία τον ξέρει δλος ό κόσμος. Περιορίζεται λοιπόν νά πάρη ^περιφρονητικό ύφος καί λέει: — Μέ απειλείτε δηλαδή, σενιόρ; — Πάρτε το δπως θέλετε, λέει ό Μεντόσα, καθώς προχω ρεΐ προς τήν πόρτα. 'Αλλά νά ξέρετε, δτι αυτό πού θέλω τό αποκτώ πάντα! Τό φυτήλι μέ τή φωτιά -Α. ΥΤΗ
τή ^ νύχτα, ή
ζούγκλα, είναι ιδιαίτερα σκο τεινή. Τό φεγγάρι, στο τελευ ταΐο του τέταρτο, έχει δύσει πολύ νωρίς, καί ύστερα από μια μόρα εξαιρετικά ζεστή, ό ουρανός εΐναι σκεπασμένος μέ κατά μ αύρα σύννεφα. Ούτε ή παραμικρή άνταύγεια φοοτός δέν έρχεται από τον ου ρανό και βαθύ πυκνό σκοτά δι κάνει τό δάσος νά φαίνε ται σαν μιά μαύρη άδιαπέραστη μάζα. Είναι εβδομάδες πού σέ ολόκληρο τό οροπέδιο τής 5'Αλτα Πλάνα ^ καί σέ δλη τήν περιοχή τού Αμαζό νιου δέν έχει πέσει σταγόνα βροχής. Ό ήλ^ιος μέ τίς κατακόρυφες ακτίνες του έχει άφαιρέσει καί τήν τελευταία σταγόνα υγρασίας άπό τό έ δαφος καί τά δέντρα φσίνον
10 ται ακονισμένα και μαραμένα σάν ετοιμοθάνατα. Οι σεριγκουόρος, οι άνθρωττσι πού μα ζεύουν το καουτσούκ από τά καουτσουκόδεντρα, ειδοποίη σαν άπό μέρες δτι ή κατάστα σις είναι πολύ επικίνδυνη, έπειδή ολόκληρο τό δάσος των καουτσουκόδεντρων, χ ιλ ιάδες στρέμματα πολύτιμων δέν τρων, έχει μεταβληθή σε ένα σωρό από κατάξερα ξύλα έτοίιμα νά ανάψουν σάν δαδιά μέ τον παραμικρό σπινθήρα. Απόψε όμως, οΐ σερινγκου ερος γύρισαν στις καλύβες τους ευχαριστημένοι. Γιά πρώ τη νύχτα, ύστερα άπό τόσες εβδομάδες, δεν θά υποχρεω θούν νά ξαγρυπνήσουν μέ βάρ
ΖΟΡΡΟ δειες γιά νά παρακολουθούν τό δάσος και νά δώσουν τό σύνθημα τού συναγερμού στην πρώτη έμψάνισι φωτιάς. Ευτυχώς, ό ουρανός σκεπάστηκε έπι τέλους αϊτό σύννεφα. Ή ζούγκλα φαίνεται νά άνασαίνη κάπως πιο ελεύθερα. Και όχτφαλώς ή βροχή θά ερθη νά δροσίση τή διψο σμένη γη νά ποτίση τά ξερά δέντρα. Ία αγρίμια έχουν φύ γει άπό πολλές ψέρες κατά τό Βοριά, ψάχνοντας νά βρουν νερό νά σβύσουν τή δίψα τους. Κι5 όσα έμειναν, είναι πολύ εξαντλημένα γιά νά μπο ροΰν νά κινηθούν. Καί, στην απόλυτη άπνοια πού 6ασι-
Τό χέρι του Πάντσο άττλώθηκε τρέμοντας προς τό περίστροφο.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
'Ο Δον Πάμττλο, ττίιεσε ένα σημείο ταπετσαρίας του τοίχου ύπεχώρησε. λεύει, δεν κουνιέται ούτε φύλ λο. ? ^ ^ ^· Κι5 όμως, μέσα στο πυκνό σκοτάδι, υπάρχουν μερικά όντα πού κινούνται δραστή ρια. Μαύρες σκιές πηγαινο έρχονται, σκύβουν, ξανασηικώ νονται φωτίζουν στιγμιαία με τά φανάρια τους τίς ρίζες των δέντρων και άφίνουν κά τι^ στο έδαφος, για νά προχω ρήσουν παραπάνω καί νά έπαναλάβουν την ίδια δουλειά. Μια κραυγή κουκουβάγιας άκούνεται σέ μια στιγμή μέ σα στην ήσυχία τής νύχτας. Στο άκουσμά της, οι μυστη ριώδεις σκιές αρχίζουν νά κατευθύνωνται προς ένα ώρι-
καί ενα κομμάτι
σμένο σημείο. Κάπου εκεί περνάει ο μεγάλος δημόσιος (δρόμος ατού προχωρεί προς τά σύνορα. ΚΓ έκεΐ δυο αυτο κίνητα ·μέ σβυσμένα φώτα πε ριμένουν. Σέ λίγο, οκτώ άνδρες βγαίνουν από τό δάσος καί συγκεντρώνονται μπρο στά στά αύτοκίνηιτα. Μια άλλη σκιά, ένας ακόμη άνδιρας, περιμένει έκεΐ. — "Ετοιμα αλα ρωτάει χα μηλόφωνα. — Σί, Τζέφφε, αρχηγέ, α παντάει χαμηλόφοτνα ένας άπ5 αυτούς πού βγήκαν από τό δάσος. Αφήσαμε τά δο χεία μέ τό θερμίτη σκορπι σμένα δίπλα σέ καμμιά πε-
Μ νηνταριά δέντρα. Και το φυτηλι το εχω εδω. —Μούϋ μποέν, ττσλύ καλά, απαντάει μέ βραχνή φωνή ό άνθρωπος πού τον άπεκάλε σαν Τζέψφε. "Ωρα λοιπόν νά άρχίση το γλέντι. Κι3 όταν τελειώσουν τά πυροτεχνήμα τα, θά δούμε τί θά έχη νά πή ό σενιόρ Φουέντα. 3Εμπάτε στά αυτοκίνητα. Φεύγουμε α μέσως. Οί μυστηριώδεις άνθρωποι μπαίνουν στ3 αυτοκίνητα. Και ό αρχηγός τους, σκύβει και σηκώνει από χάμω τήν άκρη ενός φυτηλιου πού προχωρεί κάτω από τούς θάμνους και χάνεται στο δάσος. Κρατάει την άκρη μέ τό ένα χέρι καί 'μέ^τό άλλο βγάζει τον ανα πτήρα του. Μιά μικρή φλογίτσα ξεπηδάει από τον ανα πτήρα καί^ μεταδίδεται αμέ σως στήν άκρη του φυτηλιου. Ό^ μυστηριώδης ^άνθρωπος άφίνει τότε τό φυτήλι 'νά πέση χάμω. Παρακολουθεί γιά μερικά δευτερόλεπτα μέ τό βλέμμα τήν πύρινη σφαίρα πού φαίνεται νά τρέχη ανάμε σα στους θάμνους, ως πού τή χάνει καθώς τό φυτήλι κρύ βεται πίσω από τά δέντρα. Γιά λίγες στιγμές, ακούεται ακόμα τό σιγανό σφύριγμά της καθώς σέρνεται σάν φαρ μακερό φίδι πού, τρέχει νά δαιγκώση τό θύμα του. ΚΓ ύ στερα, ήσυχία πέφτει πάλι στο σκοτεινό δάσος. Ό μυ στηριώδης άνθρωπος μπαίνει τότε κι3 αύτός σέ ένα αυτοκί νητο. Καί λέει στον οδηγό πού περιμένει εντολή:
ιορρό —* Πάμε τώρα, καί γρή γορα. Γιατί σέ λίγο τό δά σος θά έχη γίνει πολύ ανθυ γιεινός τόπος! Ό εμπρηστής καί ό άστυνό'μος ΣΕΝΙΟΡ Μάριο Περέθ, ό διοικητής τής αστυνο μίας τού Μανάους, είναι στίς κακές του αυτό τό πρωΐ. Γ ιά πρώτη φορά ύστερα οστό τό σα χρόνια πού τον ξέρουν οι υφιστάμενοί του, πήγε στο γραφείο του αξύριστος καί μέ τσαλακωμένη στολή. Τά μά τια του είναι κόκκινα καί ξαγρυπνισμένα καί τό πρόσωπό του τραβηγμένο καί κατσούφικο. Πηγαινοέρχεται μέσα στο γραφείο του σάν θηρίο στο κλουβί καί κάθε τόσο κυτ τάζει τό ρολόϊ του μέ ανυπο μονησία, εκνευρισμένος πού οι^ δείκτες δέν λένε νά προχω ρησουν σήμερα. Σέ μιά στιγμή, ένα δειλό χτύπημα άκούγεται στήν πόρ τα. — 3Εμπρός, γαυγίζει ό σε νιόρ Περέθ. Ή πόρτα ανοίγει καί παρουσ ιάζεται ό άρχ ι φύλακας τής υπηρεσίας. — Τί συμβαίνει, Γκομέθ; ρωτάει επιθετικά ό διοικητής. — 9 Ηρθε ό σενιόρ Μεντόσα, κύριε διοικητά, τον πλη ροφορεί ό άρχ ι φύλακας. ^ — Χμ ! Καιρός ήταν! Νά τον φέρης μέσα αμέσως. Ό άρχιφύλακας εξαφανίζε ται άφίνοντας τήν πόρτα μι
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σάνοιχτη καί γυρίζει σέ λί γο συνοδεύοντας τον βασιλέα τού υποκόσμου τον Μεντόσα. Ό σενιόρ Ίγκνάσιο Μεντόσα είναι πραγματική εικόνα τής άντιθέσεως, σέ^ σύγκρισι με τον διοικητή τής αστυνομίας. Φρεσκοξυρισμένος, μέ μάτι λαμπερό, μέ άψογα καλοσιδερωμένο κοστούμι καί εύθυ μο ύφος, μπαίνει στο γραφείο του κάνει μια ελαφρά κοροΐ δευα ική ύπάκλ ισ ι· μπροστά στον Περέθ. ^ — Υποβάλλω τά σέβη μου κύριε διοικητά, λέει μέ φανε ρό τόνο ειρωνείας στην φωνή του. — Πώς άπε φάσισες νά έρ6ης, Μεντόσα; λέει ό σενιόρ Περέθ.^ — "Οταν ό διοικητής τής αστυνομίας μοΰ κάνει τήν τι μή νά μέ καλέση, απαντάει ό Μεντόσα, έχω καθήκον, σάν έντιμος καί φιλόνομος πολί της νά τρέξω νά δω τ'ί μέ θέ λει. Αλλά οι δουλειές, βλέ πεις.... Κάτι παρουσιάσθηκε τήν τελευταία στιγμή καί μέ καθυστέρησε πολύ. Ελπίζω νά μέ συγχωρήσετε. Ό σενιόρ Περέθ δέν απα ντάει αμέσως. Προσπαθεί νά συγκράτηση τά νεύρα του. Αλλά τό πρόσωπό του γίνε ται κόκκινο σάν βρασμένος α στακός καί τά μάτια του γουρλώνουν λές καί τά φου σκώνουν από μέσα μέ κά ποιαν αόρατη τρόμπα. Καταφέρνει ωστόσο νά μήν έκραγή. Καί ή φωνή, που άκούγεται ήρεμη, λέει: Κάθησε, Μεντόσα. "Ε
13 χουμε νά μιλήσουμε. — Στή διάθεσί σας, κύριε διοικητά, "λέει ό Μεντόσα. Ό χοντρός άστυνομικός κάθεται στο γραφείο του καί μένει μερικές στιγμές αμίλη τος. — Μεντόσα, λέει στο τέ λος. Παίζεις τό πιο έπικίνδυ^ νο παιχνίδι τής εγκληματικής σου καρριέρας! "Εκφρασις βαθείας έκπλήξεως ζωγραφίζεται στο πλα τύ πρόσωπο τού άρχιγκάγκστερ. — Κύριε διοικητά!, λέει μέ έπ[τιμητικό ύφος. Μέ προ σβάλλετε ! Αέν ξέρω βέβαια τί λόγους έχετε νά εΐσαστε κάπως νευριασμένος, καί λυ πάμαι γι’ αυτό, ^άλλά νομί ζω δτι δέν μπορείτε νά μιλά τε μ3 αυτόν τον τρόπο σέ ένα φιλόνομο πολίτη. — "Ασε τά συνηθισμένα σου κόλπο κι3 ακούσε αυτά πού θά σου πω, φωνάζει αγρι εμένα ό Περέθ. Διαφορετικά, σέ κλείνω τώρα αμέσως μέ σα, καί νά δούμε πώς θά βγής. — "Αν πρόκειται νά μέ συλλάβετε θά τηλεφωνήσω στον δικηγόρο μου, λέει ό Μεντόσα δήθεν άγανακτησμέ νος. — Δέν θά τηλεφωνήσης σέ κανένα, γιατί δέν πρόκειται νά σέ συλλάβω, γρυλίζει ό χοντρός άστυνομικός, ενώ οΐ γροθιές του σφίγγονται καί ξεσφίγγονται μέ νευρικότητα. Σέ φώναξα γιά νά σέ προει δοποιήσω μονάχα. Καί σοΰ ξπσνσλσμ βάνω δτ ι πα ίζεις
ττολύ έτη κίνδυνο παιχνίδι. Δια κινδυνεύεις το κεφάλι σου, Μεντόσα. — Μήπως -μπορώ νά μά θω γιά ποιο λόγο; ρωτάει ει ρωνικός ό γκάγκστερ. — -έρεις πολύ καλά για τί. Μέχρι σήμερα, έχεις άρκεσθή στο νά ληστεύης τον κόσμο μέ τά χαρτοπαάγνια και τά καταγώγιά σου. 9Αλλ9 αυτό δεν μέ πολυενδιαφέρει, άψού υπάρχουν ηλίθιοι πού έρχονται και σου δίνουν τό παραδάκι τους μόνοι τους. Είναι γνωστόν επίσης, καί τό ξέρεις κι* εσύ κι* εγώ, ότι έ χεις ξεκαθαρίσει όχι λίγους από τους ανταγωνιστές σου, "Αν είχα αποδείξεις, θά σέ εί
χα στείλει στο Εκτελεστικό απόσπασμα, βέβαια. "Αλλά δεν έχω, κι9 έτσι -μπορείς άκόμη νά βρωμίζης τον αέρα μέ την παρουσία σου. Πρέπει όμως νά ομολογήσω, τώρα πού μιλάμε οι δυο μας, δτι δέν θά σέ έπιανα μέ μεγάλο μου κέφι», αλλά μόνο επειδή έτσι διατάσσει ό νόμος." "Ε γώ προσωπικά, δέν ένδιαφέρομαι άν ξεκαθαρίσης όλους τούς παλιανθρώπους του φυ ράματος σου... Ό σενιόρ Περέθ κόβει μέ μιά χειρονομία τη διαμαρτυ ρία πού θέλει νά προφέρη ό Μεντόσα. — Τώρα όμως, συνεχίζει, τά πράγματα άλλαξαν. Δέν
ΤΕντροιμοι οί 66ο άνδρες άντίκρυσοον μιά χρυσή μάσκα που προχω* ρομσε κατ’ επάνω τους»
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
'Ο Περέθ ξαπλωμένος στήιν άκρη της χαράδρας, είδε ξαφνικά τον Ζορρό πού έμφανίσθηκε πίσω άπδ ένα βράχο. ξέρω γιατί λύσσαξες νά από κτησης την "'Αλτα Πλάνα. Θά τό μάθω βέβαια μέ τον και ρό. Μπορείς νά μείνης ήσυ χος. Καί άν έπρόκειτο νά άγοράσης νόμιμα ολόκληρη τη Βραζιλία, δεν θά :μέ ένοια ζε. Έσύ δμως, επειδή οί ιδι οκτήτες τής περιοχής δεν θέ λουν νά την πουλήσουν άρχι σες τον αισχρότερο εκβιασμό πού μπορεί νά γίνη. Τί σου φταίνε τά δέντρα πού καίς, καί οί άνθρωποι πού έχασαν τη ζωή τους στούς εμπρη σμούς σου; "Οσο μιλάει ό σενιόρ Περέθ τόσο πιο κόκκινος γίνεται α πό τό θυμό πού τον κυριεύει άσ νγκ ράτητα. Ό Μ εντ ρσ α
αρχίζει νά φοβάται δτι α στυνομικός θά τον άρπάξη στά χοντρά του χέρια, πού τά δάχτυλά τους μοιάζουν μέ λου κάνικα, καί θά τον πνίξη. ίΥ αυτό προσπαθεί νά τον καθησυχάση. Μέχρι τώρα τό ύφος του ήταν ειρωνικό. Τώρα^ ό μως προσπαθεί νά δώση στην έκφρασί του όσο μπορεί μεγαλύτερη ευγένεια. — Κύριε διοικητά, λέει σο βάρος, λάς δίνω τό λόγο μου δτι δεν ξέρω γιά τί πράγμα μου μιλάτε. Ό σενιόρ Περέθ καγχάζει — Δεν μπορεί κανείς νά δώση κάτι που δεν έχει, λέει βραχνά. Κι* δσ© γιά τις δια βεβαιώσεις σου, τις γράφω
16 στα τταλιά μου παπούτσια. — Μά για σταθητε, λέει ό Μεντόσα, πραγματικά φοβισμένως καθώς βλέπει τον σε νιόρ Περέθ να σηκώνεται από τή θέσι του. — Γιά καθήστε, έπαλαμβά νει. Τί αποδείξεις έχετε για τί με κατηγορείτε; — Αποδείξεις! αφρίζει ό σενιόρ Περέθ. *Άν είχα απο δείξεις, δεν θά βροσκόσουν ε δώ αυτή τή στιγμή! ’Αλλά ξέρω δτι πίσω άπό^ τούς εμπρησμούς των δασών βρί σκεσαι εσύ, όπως ξέρω δτι με λένε Περέθ! — Αυτό δεν αποτελεί από δει ξι, διαμαρτύρεται ό Μεντό σα, πού νοιώθει τώρα δτι πα τάει στο έδαφος κάπως πιο στερεά. Δεν είναι ούτε καν ένδειξι. — Δεν είναι ένδειξι, έ; μουγγρίζει ό χοντρός αστυνο μικός. Δεν είναι ένδειξι τό δτι έπέμεινες φορτίικώτατα νά πεί σης τούς ιδιοκτήτες τής "Αλ τ α Πλάνα νά σου πουλήσουν τά κτήματά τους; — Καί ένας μεσίτης πού θέλει νά κερδίση τή μεσιτεία του από μ ιά αγοραπωλησία είναι φορτικός, απαντάει ό Μεντόσα θριαμβευτικά. Θέλω νά αγοράσω τήν 'Άλτα Πλά να. Πώς πρέπει: νά; κάνω; Νά περιμένω νά έρθουν οι ιδιο κτήτες νά με παρακαλέσουν; — Παράτα τίς εξυπνάδες, Φωνάζει ό σενιόρ Περέθ. -εχνάς, μου φαίνεται, δτι τούς απείλησες όλους δτι θά μετανοιώσουν πού δεν σου πουλά νε τά κτήματά τους; Καί, με
ΖΟΡΡΟ τά μιά έβδομάδα, αφοί) όπέρ ριψαν τίς προτάσεις σου, τό 'Άλτα Πλάνα αρχίζει καί καταστρέφεται από πυρκαϊές; Καίονται δέντρα αξίας εκα τομμυρίων δσλλαρίων καί γί νονται καπνός. Και είκοσι άν θρωποι έχουν χάσει μέχρι σή μέρα τή ζωή τους, ρρώτο κά ηκε τό κτήμα του Φουέντα. "Υστερα από μερικές ημέρες πυρκαϊά στο κτήμα του σε νιόρ Άρμαδίλις. Και ακολου θεί ή έκτασις του Δον Κιχάδας. Τρία τεράστια δάση κατεστράφησαν, γιά νά εκβία σης τούς ιδιοκτήτες τους νά σου πουλήσουν τά εδάφη τους. Ό σενιόρ Ίγκνάσυο Μεντό σα σηκώνεται όρθιος. Είναι τώρα βέβαιος ότι ή αστυνο μία δεν έχει τήν παραμικρή άπόδειξι εναντίον του. Καί ξαναπερνάει στην ειρωνική του έκφρασι. — Σενιόρ Περέθ, λέει. Δεν φταίω έγώ άν ή αστυνομία είναι ανίκανη νά άνακαλύψη ένα έγκλημα, έναν τρελλό εμπρηστή ίσως. Και δεν έχω καμμιά ύποχρέωσι νά κάθωμαι εδώ νά με βρίζουν. "Οταν βρήτε κάποια άπόδειξι ενα ντίον μου, μπορείτε βέβαια νά μέ συλλάβετε. Προς τό παρόν δμως, χαίρετε! Ό άρχιγκάγκστερ δεν στέ κεται νά δη τί αποτέλεσμα έφεραν τά λόγια του στον χοντρό αστυνομικό. Μέ δύο δέρματα βρίσκεται στήν πόρ τα. Καί βγαίνει από τό γρα φείο τού διοικητου. Στο γραφείο τής διοίκησε-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ως τής άστ υνομίας, θά θυ μούνται γιά χρόνια τις φοβε ρές βλαστήμιες του σενιόρ ΓΤερέθ εκείνη την ημέρα... Πετρέλαιο! 11
. 9 ΣΠΙΤΙ του Ίγκνα σιο Μεντόσα βρίσκεται στα π,ροά-στεια του Μανάους. "Ε νας ιδιωτικός δρόμος συνδέει τό απέραντο πάρκο του μέ τό δημόσιο δρόμο του Μανάους και στο κέντρο του πάρκου, υψώνεται ένα διώροφο βαρύ οικοδόμημα χτισμένο από μπετόν αρμέ, σαν φρούριο. Ό σενιόρ Μεντόσα ξέρει δτι δέν έχει πολλούς φίλους. Καί φρόντισε νά κάνη τό κατα φύγιό του δσο -μπορούσε πιο γερό. Ψηλός μαντρό τοίχος κλείνει ολόκληρο τό πάρκο καί τη νύχτα δύο πελώρια σκυλιά τριγυρίζουν ελεύθερα έτοιμα νά κατασπαράξουν όποιονδήποτε θά είχε την κα κή έμπνευισι νά μπή στο κτή μα απρόσκλητος. 5Αλλά κΓ αν οί άγριοι σκύλοι άφιναν τον επισκέπτη νά φθάση μέ χρι τό σπίτι, τρεΐς από τούς πιο άφωισιωμένους —επειδή πληρώνονται ηγεμονικά— αν θρώπους τού άρχιγκάγκστερ τριγυρίζουν στο ισόγειο τού σπιτιού, φρουρώντας τή σκά λα πού ανεβαίνει στο επάνω πάτωμα, στο ιδιαίτερο δια μέρισμα τού αφεντικού τους. Ή σκάλα εκείνη αποτελεί τή μόνη όδό επικοινωνίας μέ τό επάνω πάτωμα, κι5 έτσι ό σε νιόρ Μεντόσα μπορεί νά κοι
μάται ήσυχος σίγουρος δτι κανείς εχθρός δέν μπορεί νά φθάση ώς τό δωμάτιό του. Αυτό τό βράδυ, δπως γί νεται κάθε νύχτα, ό σενιόρ Μεντόσα επιβλέπει ό ίδιος τά μέτρα ασφαλείας πού παίρ νουν οι άνθρωποί του. Πρώτα κλείνουν τήν πόρτα τού υψη λού μαντρότοιχου καί κατό πιν ρεύμα υψηλής τάσεως δι οχετεύεται στα σύρματα πού περνούν από τήν κορυφή τού τοίχου. Κατόπιν λύνονται τά σκυλιά. Καί, τέλος, κλείνει ή πόρτα τού σπιτιού, καί οι τρείς συμμορίτες τής σωμα τοφυλακής του στρώνονται στο χώλ, μπροστά στη μεγά λη σκάλα γιά νά παίξουν χαρ τιά. Ό Μεντόσα καληνυχτίζει τούς ανθρώπους του καί ανε βαίνει στο επάνω πάτωμα. Στην κορυφή τής σκάλας, υ πάρχει ακόμη μια πόρτα, γιά πρόσθετη ασφάλεια. 'Άν κά ποιος απρόσκλητος επισκέ πτης κατώρθωνε νά πέραση τον μαντρότοιχο μέ τά ήλετροφόρα σύρματα, καί κατά φερνε νά έξουδετερώση τά σκυλιά, θά έπρεπε κατόπιν νά παραβίαση τήν βαρειά ε ξώπορτα τού σπιτιού. Κατό πιν θά ήταν υποχρεωμένος νά δώση μάχη μέ τούς συμμορί τες πού φρουρούν στο χώλ. Άλλα στην απίθανη περίπτω σι που ό κάποιος αυτός θά μπορούσε νά ύπερνικήση ό λα τά εμπόδια, θά είχε νά πα ραβιάση καί τήν πόρτα τής κορυφής τής σκάλας, πού α ποτελεί τήν μοναδική είσοδο
£ο ρρο στο επάνω πάτωμα. Καί ή πόρτα αυτή είναι από ατσά λι! Μέ πολλαπλούς σύρτες, πού κλειδώνουν αυτόματα, ό πως των χρηματοκιβωτίων τής τραπέζης είναι άπρόσβλη τη από σφαίρες και μόνο με κανόνι θά μπορούσε κανείς νά την παραβίαση. Ό σενιόρ Μεντόσα, κλείνοντας τον σύρ τη πίσω του, χαμογελάει ευ χαριστημένος. Πίσω από τό σους π ροφυλ ακτ ι κ ού ς φ ρα γμους, νοιώθει οτι είναι από λυτα ασφαλισμένος. "Αλλά τό ευχαριστημένο ύφος πού έχει στο πρόσωπό του, θά παρα χωρούσε ασφαλώς τή θέσι του στον τρόμο άν μπορούσε εκεί νη τή στιγμή νά δή τί συμ βαίνει επάνω .από τό κεφάλι του. *
Μ'ά κραυγή που δέν έχει τίπο τε τό ανθρώπινο βγαίνει άπδ το στήθος του Έλ Ρέϋ.
*
*
Στη «μεγάλη βιβλιοθήκη τής Άθιέντα ντέλ Σολ, είναι συγκεντρωμένοι τρεϊς άνδρες. Ό ένας, είναι ό Αόν Πάμπλο Ντελόρο, ό μεγαλύτερος κτη ματίας τού 'Άλτα Αμαζόνας γνωστός για τήν κσσμικότητά του και για τήν μεγάλη εντομολογική ^του συλλογή. Ό δεύτερος είναι ό γιατρός Άλόνσο Άλβάρες, οικογενει ακός φίλος των Ντελόρο από πολλά χρόνια. Και ό τρίτος, είναι ό πιστός γέρος υπηρέ της των Ντελόρο, ό Φερνάντο, πού μεγάλωσε τον Δον Πάμ πλο και τον άγαπά σαν παι δί του. Τά πρόσωπα και των τριών ανθρώπων είναι στενοχωρημέ να. Φαίνεται ότι τούς άπασχο
ΤΉΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ λεΐ κοπτοιο ττολϋ σοβαρό πρό βλημα. — ΚΓ όμως, λέει ό για τρός, ό Μεντόσα πρέπει νά είναι τρελλός για να συνέχι ση τούς εμπρησμούς και ύ στερα από την προειδοποίησι τού Περέθ. Δεν καταλαβαίνει δτι ή κατακραυγή τού κόσμου είναι μεγάλη καί ότι, αν γί νουν γνωστές οί υποψίες ή μάλλον οι βεβαιότητες τής α στυνομίας, θά τον λυντσά ρουν; "Αν οι δημοσιογράφοι μυριστούν τίποτε, ή εϊδησις θά σηκώση αληθινή έπανάστασι. Καί τότε, ούτε τά πο λιτικά μέσα, ούτε ολόκληρη ή αστυνομική δύνσμι δεν θά μπορέση νά γλυτώση τον Μεντόσα οστό τήν κρεμάλα. Μου φαίνεται περίεργο, λοιπόν, πώς, μέ τέτοιο κίνδυνο, ό Μεντόσα συνεχίζει τίς επιχειρή σεις του. Προχθές πάλι, κάη κε ή περιοχή τού Χερρέρα. — Καί οί πυροσβέσται τής δασοφυλακής; ρώτησε ό Φερνάντο. —Δεν μπόρεσαν νά κάνουν τίποτε, λέει μέ σιγανή φωνή ό Δον Πάμπλο. Πρώτον, έπει δή κατ' ανάγκην είναι δια σκορπισμένοι μιά καί δεν ξέ ρουν πού θά έκδηλωθή ή φω τιά κάθε φρρά. Καίδεύτερον, επειδή ή πυρκαίά φουντώνει απίστευτα μέσα σέ δευτερό λεπτα, καί δεν σβύνει μέ κα νένα από τά γνωστά μέσα. Υποπτεύομαι ότι οί άνθρω ποι τού Μεντόσα δεν βάζουν απλώς φωτιά στα ξερά δέντρα 'Ο Ζορρό, έττάτησε στο περβά άλλά χρησιμοποιούν καί κά ζι καί ερριξε μια ματιά μέσα ποια χημική ουσία. Ό νοΰς στο δωμάτιο.
20 μου πηγαίνει στον θερμίτη. Γιο γγι μόνο έτσι είναι δυνατόν νά αναπτύσσεται τόοο φοβε ρή θερμοκρασία. Μια μπουλ ντόζα, που χρησιμοποιούσαν οι σερινγκουέρος του σενιόρ "Αρμαδίλλιο, βρέθηκε, όταν έσβυσε ή πυρκαϊά, ένας σωρός λυωμένο μέταλλο! — Έγώ ωστόσο, έξακολου θώ νά μην καταλαβαίνω πώς σκέπτεται ό Μεντόαα, λέει ό γιατρός. ^ ^ Ναι, άλλα έγώ^ έμαθα τον λόγο για τον οποΐο θέλει νά απόκτηση την περιοχή τής "Άλτα Πλάνα, λέει ό Δον Πάμπλο, προφέροντας τις λέ ξεις αργά. — "Έμαθες; λέει με ενδια φέρον ό γιατρός. Πες μας λοι πόν, τί συμβαίνει; — Συμβαίνει ότι τό ορο πέδιο αυτό -κρύβει στά σπλά χνα του έναν άμυθητο θησαυ ρό... — Χρυσάφι; ρωτάει ό Φερ νάντο. — "Όχι. Όχι χρυσάφι. "Αλλά κάτι που σήμερα είναι πιο πολύτιμο κι" άπό τό χρυ σάφι, άπαντάει ό Δον Πάμ πλο. Ή "Άλτα Πλάνα, φίλοι μου, είναι μια άπό τίς πιο πλούσιες ίσως περιοχές τού κόσμου σέ πετρέλαιο! — Πετρέλαιο!* προφέρουν συγχρόνως οι άλλοι δύο. — Ακριβώς. Πετρέλαιο. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί ό Μεντόσα άδιαφορεΐ γιά κά θε κίνδυνο προσκειμένου νά άποκτήση αυτό που θέλει; — Καί πώς ξέρει αυτός ότι υπάρχει* πετρέλαιο εκεί;
ζ ο ρρο ρωτάει ό γιατρός. — Κάποιο τυχαίο γεγονός πού έμαθε, τοΰ έδωσε νά καταλάβη τί συμβαίνει, -έρει-ς τό μικρό ποταμάκι πού κατε βαίνει άπό τήν "Άλτα Πλάνα και χύνεται στον Ρίο Πόνέντε; — Ναί, λέει ό Φερνάντο. Είναι τό ποτάμι* πού τό λένε Λά Βάκα, ή γελάδα. Δεν ξέρω γιατί τού έδωσον αυτό τό ό νομα. — Γιατί εκεί πηγαίνουν καί πίνουν νερό οί άγελάδες άπό τό μεγάλο ράντσο τού Δον Παπάτος, λέει ό Δον Πάμπλο. Πριν άπό τρεις μή νες λοιπόν, ό Άντρές, ό επι στάτης τού Δον Παπάτος, βρήκε τριάντα άγελάδες ψό φιες. Τήν άλλη μέρα, είκοσι άγελάδες προστέθηκαν στον κατάλογο τών απωλειών. Καί άπό τότε επί δέκα μέρες, έ βρισκαν ψόφια τά ζώα, χωρίς νά μπορούν νά άνακαλυψουν τί ήταν εκείνο πού προκαλθύ σε τον θάνατό τους. Ό "Αν τρες όμως στο τέλος, ανακά λυψε τήν αιτία. Βρήκε δηλα δή, ότι* ψοφούσαν όσες άγελά δες έπιναν νερό άπό ένα ση μείο τού ποταμού καί κάτω. Όσες έπιναν σέ άλλο σημείο πιο υψηλά, δεν πάθαιναν τί ποτε. "Έτσι, έφραξαν τήν ό χθη καί τό κακό σταμάτησε. "Αλλά ό "Αντρές, άπό περιέρ γεια, συνέχισε τό ψάξιμο. Καί βρήκε ότι στην επιφάνεια του νερού, άπό ένα σημείο κι" έ πειτα, κυλάει πετρέλαιο. Πε τρέλαιο άναβλύζει προφανώς άπό κάποιο σημείο τής δ-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ χθης. Καί ή πηγή του βρίσκε του στην πλευρά του οροπε δίου τής "Άλτα Πλάνα. Δεν ξέρω πώς 6 Μεντόσα πληροφο ρήθηκε την ΰπαρξι» του πετρε λαίου άπδ τον "Αντρες και πώς τον κατάφερε νά μη μιλήση σέ κανένα για τό μυστι κό του. "Αλλά, τώρα, γι" αυτό θέλει, νά άποκτήση ολόκληρη την περιοχή. Καί δέν θά σταματήση παρά μόνο όταν πετύ χη αυτό που θέλει ή... — "Ή; ρωτάει 6 γιατρός. — "Ή άν πεθάνη, συμπλη ρώνει σκυθρωπά ό Δον Πάμπλο. Ό Φερνάντο κουνάει τό κε φάλι του. —Νομίζεις, αφεντικό, λέει δτι ή ύπόθεσις αυτή θά άπασχαλήση τον Ζορρό; — Ναι, Φερνάντο, απα ντάει. σοβαρά ό Δον Πάμπλο. Ό Ζορρό αποφάσισε νά έπέμ βη. Γιατί οι ενέργειες τοΰ Με ντόσα είναι ασυγχώρητα έγκληματ ι.κές. — Καί... πότε θά κινηθή ό Ζορρό; ρωτάει ό γιατρός. — Νομίζω δτι απόψε είναι κατάλληλη ή νύχτα, άπαντάει ό Δον Πάμπλο. Δέν έχουμε φεγγάρι; καί ό ουρανός είναι πολύ συννεφιασμένος. Ό γιατρός σηκώνεται καί κυττάζει τό ρολόϊ του. — "Εγώ είναι ώρα νά πη γαίνω, λέει. Ό Ζορρό ελπί ζω πώς θά είναι ιδιαίτερα προ σεκτικός. Έχω ακούσει δτι ό Μεντόσα μένει σέ ένα σπίτι φρούριο. — Ό Ζορρό έχει, μελετή σει όλα τά στοιχεία τής ύπο-
21
θέσεως, άπαντά ό Δον Πά μπλο. Καί θά είναι πιο προ σεκτικός από κάθε άλλη φο ρά, γιατρέ μου. Μην άνησυχήτε. Ό Ζορρό βγαίνει κυνήγι Α IΓΟ αργότερα ό Δον Πάμπλο ανεβαίνει στο δωμά τιό του. Κλείνει την πόρτα, κλειδώνει, και μέ σταθερό βή μα κατευθύνεται προς τον τοί χο πού βρίσκεται στο επάνω μέρος τού κρεβατιού του. Μέ τον άντίχειρά του, πιέζει ένα σημείο τής ταπετσαρίας. Καί αμέσως ένα κομμάτι τού τοί χου υποχωρεί και ένα στενό πέρασμα δημιουργείται στον τοίχο. "Αποφασιστικά, ό Δον Πάμ πλο περνάει από την μυστι κή πόρτα. Καί τό κομμάτι τού τοίχου ξαναγυρίζει στή θέσι του χωρίς νά άφίση στήν ταπετσαρία και τό παραμικρό σημάδι χαραμάδας. Ό Δον Πάμπλο κατεβαίνει μια σκάλα, στο πίσω μέρος τής όποιας αρχίζει ένας σκο τεινός διάδρομος. "Από ένα ράφι τού τοίχου, παίρνει ένα ηλεκτρικό φανάρι καί φωτί ζοντας τή στοά πού είναι σκαμμένη μέσα στο βράχο, προχωρεί μέ γοργό βήμα. "Ύστερα από πεντακόσια περίπου μέτρα ό διάδρομος ανοίγει σέ ένα κυκλικό δωμά τιο. Ό Δον Πάμπλο σταμα τάει εκεί. "Από ένα άδιάβρο χο σάκκο κρυμμένο είς τό καί
22 λωμα του βράχου, βγάζει ένα μαγιό άπό δέρμα τζάγκουαρ. Γδύνεται μέ γρήγορες, κινή σεις και φορεΐ τό μαγιό. "Υ στερα, περνάει στο κεφάλι -του μια μάσκα φτιαγμένη άπό χοντρό συμπαγές χ ρυσάφ ΐ;. Περνάει στη ζώνη του ένα βα ρύ μαχαίρι, καί στο χέρι, του παίρνει ένα μακρύ μαστίγιο φτιαγμένο άπό δέρμα ιππο πόταμου. Είναι έτοιμος τώ ρα. Στη θέσι του Δον Πάμπλο Ντελόρο του κοσμικού εκα τομμυριούχου, βρίσκεται ό Ζορρό τής ζούγκλας.... Ό άν θρωπος (μέ τη χρυσή μάσκα, στον όποΐο καταφεύγουν δλοι οί κατατρεγμένοι· καί οί αδι κημένοι πού ζητουν προστα σία και δικάιοσιύνη. Ό Ζορρό, μέ γρήγορο βή μα, διασχίζει τό δωμάτιο και μπαίνει στην στοά πού συνε χίζεται άπό την απέναντι πλευρά του. Καί ύστερα άπό δέκα λεπτά περίπου φθάνει στο τέρμα της. Μπροστά του 6 δρόμος κλείνει άπό τό γρα νίτινο τοίχωμα. 5Αλλά ό Ζορ ρό απλώνει τό χέρι του καί τά. δάχτυλά του πιέζουν μιά προεξοχή του βράχου. Μιά α όρατη ώς τή στιγμή εκείνη πόρτα σχηματίζεται τότε μπροστά του. Ό Ζορρό περ νάει άπό τό άνοιγμα, καί βρί σκεται, σέ ένα υπόγειο δωμά τιο σκοτεινό, χαμηλοτάβανο, γεμάτο σκόνες καί αράχνες. * * * Σέ άπόστασι ένάμισυ χι λιομέτρου περίπου άπό τήν Άθΐιέντε ντέλ Σολ, έκεΐ πού αρχίζει ή ζούγκλα, βρίσκεται
ΖΟΡΡΟ ένας μελαγχολικός σωρός ε ρειπίων. Κάστρο χτισμένο πριν άπό αιώνες άπό τους Ι σπανούς. Ό άλλοτε περήφα νος πύργος έχει τώρα καταφαγωθή άπό τό χρόνο και μόνο κουκουβάγιες καί φίδια τό κατοικούν. Ή τροπική βλά στησι τό έχει κυριεύση έντελώς κι5 επάνω άπό τά δέντρα μόνο ή κορυφή του κεντρικού πύργου υψώνεται, μέ τοίχους μαυρισμένους καί γκρεμισμέ νες επάλξεις. "Ολοι οί κάτοι κοι των γύρω χωριών, ωστόσο πιστεύουν δτι ό πύργος κατοικεΐται άπό φαντάσματα. Πολλές φορές τή νύχτα πε ρίεργα βογγητά άκθύονται ά πό έκεΐ, και άλλόκοτες ανταύ γειες φωτός φαίνονται να τρι γυρίζουν στα ερείπια. Ή Κά^ζα ντές 'Όιμπρες, τό «σπίτι των ίσκιων» όπως τό έχουν ό νο μάσει, είναι, σίγουρα στοί χε ιωμένο. Και κανένας δέν τολμάει νά ζυγώση νύχτα ή μέρα. Αυτό τό βράδυ ωστόσο, σέ ένα δωμάτιο τού παλιού πύρ γου υπάρχει φώς, καί μάλι στα ηλεκτρικό! Τό δωμάτιο, μοντέρνο διασκευασμένο, εί ναι άνετο καί ευρύχωρο. Και στήν πολυθρόνα, πού βρίσκε ται δίπλα στο τραπέζι, δέν κάθεται, κανένα φάντασμα, άλλα ό Πάντσο, ό βοηθός τού Ζορρό ό μιικροσκοπικός άνθρω πάκος πού τρέμει αδιάκοπα άπό τό φόβο του, λιποθυμάει μέ τον παραμικρό θόρυβο πού θά άκούση καί δέν παύει νά διηγήται φανταστικά του κα τορθώματα πού κάνουν τον
23 Ζορρό νά γελάη κάτω οπτό τή χρυσή του μάσκα. Ό Πάντσο έχει μανία μέ τά περιπετειώδη μυθιστορή ματα. Καί απόψε είναι πάλι βυθισμένος στο διάβασμα ε νός βιβλίου. "Αλλά είναι συγ χρόνως εξαιρετικά άνήσυχος επειδή ττρίν από λίγην ώρα του φάνηκε δτι κάποιος χτυ πούσε απ'5 έξω τον τοίχο του δωματίου του. "Αμέσως ή φα ντασία του φουντώνει. Καί άρ χίζει νά τρέμη ολόκληρος. — 9Ηρθαν για νά με σκο τώσουν, (μουρμουρίζει, -έρουν πώς δεν μπορούν νά τά βγά λουν πέρα μαζί μου καί θέ λουν νά μέ βγάλουν άπό τή μέση μέ μπαμπεσιά! Αυτά τά χτυπήματα, είναι ασφαλώς άπό λοστό *μέ τον όποιο ανοί γουν τρύπα στον το-ΐχο γιά νά βάλουν δυναμίτη καί νά μέ τινάξουν στον αέρα! Αλλά τά χτυπήματα σέ λί γο σταματούν καί ό Πάντσο, άνακσοφισμένος κάπως, ξσνακάθησε στην πολυθρόνα του καί παίρνει πάλι τό βι βλίο. Δεν προλαβαίνει δμως νά διαβάση δύο σελίδες καί τά χτυπήματα ξαναρχίζουν. Τό χέρι του Πάντσο, τινά ζεται αυτόματα στο περίστρο φ·ο που βρίσκεται δίπλα του, στο τραπέζι. Αυτή τή φορά, δεν μπορεϊ νά ύπαρξη ή πα ραμικρή ά μ φ * β ολ ία. Σ ί γου ρα κάποιος σκάβει τό τοίχο γιά νά βάλη δυναμίτη. Ό Πάντσο σηκώνεται καί, μέ βήματα πού προσπαθεί νά κάνη αθόρυβα, πλησιάζει τον διακόπτη τού ηλεκτρικού καί
σβύνει τό φως. "Ύστερα, πη γαίνει καί ανοίγει τό μικρό, στενό, καγκελλόφρακτο παρα θοράκι τού δωματίου καί προ σπαθεΐ νά κυττάξη έξω. "Αλ λά ό τοίχος είναι πολύ χον τρός καί δεν μπορεί νά δη τί ποτε,·· μέσα στο σκοτάδι. Τή στιγμή εκείνη, ένα χτύ πημα δυνατότερο άπό τά άλ λα ακούεται, σάν κάτι νά βρό ντηισε στον τοΐχο καί ακριβώς δίπλα στο παράθυρο. Ταυτό χρονα, μια πνοή άπό ζεστό αέρα μπήκε μέ ορμή άπό τό άνοιγμα του παραθύρου. Ό Πάντσο· τινάζεται προς τά πί σω έντρομος. Μέσα στο άρρω στημένο μυαλό του δηιμιουργεΐται ή έντύπωσις δτι τό χτύ πημα εκείνο είναι ή..., έκρηξκς του δυναμίτη! Καί ό ζεστός αέρας τά αέρια άπό τήν έκρη ξι. Θέλει νά φωνάξη άλλα δέν μπορεί, γιατί ο λαιμός του εί ναι φραγμένος άπό τό φόβο. Καί ό φόβος του γίνεται έ ξαλλος πανικός καθώς ακούει μέσα στο σκοτάδι νά χτυπούν στ5 άλήθεια αυτή τή φορά, τήν πόρτα τού δωματίου. Τό μυαλό του, άρνεΤται νά άνα-' γνωρίση δτι τά χτυπήματα τής πόρτας είναι, συνθηματι κά. Καί, καθώς πιστεύει δτι δέχετ α ι σ υνδυασ μ ένη έπ ίθεσ ι άπό δύο πλευρές, κι5 δτι... πε Βαίνει, ό Πάντσο νοιώθει τά πόδια του νά λυγίζουν. Τό πε ρίστροφο γλιστράει άπό τά δάχτυλά του καί βροντάει στο πάτωιμα, μαζί μέ τό σώμα του παθολογικά φοβιτσιάρη άνθρωπάκου πού λιποθυμάει. "Όταν συνέρχεται, καθώς έχει
24
τά βλέφαρά του κλεισμένα, ό Πάντσο βλέπει ένα κό'κκινο φως. — Παναγιά μου!, κλαψου ρίζει. Αέν σκοτώθηκα λοιπόν, Άλλα καίομαι! Οι κακούρ γοι έβαλαν φωτιά στον πύρ γο ! Ανοίγει τά μάτια του ωσ τόσο καί διαπιστώνει δτι τί ποτε τέτοιο δεν συμβαίνει. Τό φως του δωματίου, απλώς, εί ναι αναμμένο. Καί μέσα από τά κλειστά του βλέφαρα, του φάνηκε κόκκινο. "Οσο για κακούργους, ό Πάντσο δεν βλέπει παρά μιά μορφή πού σκεπάζεται από μιάν άλλόκο τη χρυσή μάσκα καί είναι σκυμμένη από πάνω του. Με γάλη άνακούφισις τον κυρι εύει. βλέποντας τον άνθρωπο μέ τή χρυσή μάσκα. — Ευτυχώς πού ήρθες, κα λέ μου Ζορρό, λέει, καί ανα κάθεται στο πάτωμα. Τά γουρ λωμένα ματάκια του κυττό ζουν ανήσυχα τριγύρω. — Τί ψάχνεις νά βρής; τον ρωτάει ό Ζορρό. — Την... έκρηξί', απαντάει ό Πάντσο. Αέν ξέρεις τί έγι νε; 9Ηρθαν οί άτιμοι νά μέ σκοτώσουν. Αλλά επειδή ξέ ρουν πώς δέν μπορούν νά τά βγάλουν πέρα μαζί ,μου, έσκα ψσν μιά τρύπα στον πύργο κι* έβαλαν δυναμίτη. "Έγινε μιά φοβερή έκρηξις καί από τό παράθυρο μπήκε μιά γλώσ σα φωτιάς καί καυτά αέρια. Καθώς βρισκόμουν μπροστά στο παράθυρο, τά αέρια μέ βρήκαν κατάμουτρα καί μέ πέταξαν χάμω. Φαίνεται δμως
ΖΟΡΡΟ
δτι ό τοίχος είναι, πολύ γε ρός. Ό Ζορρό χαμογελάει/ πίσω άπό τά μάτια του. Καταλα βαίνει τί συνέβη επειδή ξέ ρει δτι απ’ έξω άπό τό δωμά τιο του Πάντσο υπάρχει ένα μεγάλο δέντρο. Φαίνεται λοι πόν, δτι· κάποιο κλαδί τού δέντρου, σπρωγμένο άπό τον αέρα χτυπούσε τον τοίχο. Καί ή παθολογική φαντασία τού μακροσκοπικού άνθρωπάκου έπλασε τον μύθο τής δυναμιτιστικής άπσπείρας. — Ναί, λέει, ωστόσο. Φαί νεται δτι ό τοίχος είναι πολύ γερός. Αλλά τώρα δέν μπο ρούμε νά δούμε τί συνέβη. "Έ χουμε δουλειά. — Θά πάρης τό ελικόπτε ρο, ρωτάει ό Πάντσο. — Ναί, απαντάει ό Ζορρό. θέλω νά κάνω μιάν έπίσκεψι! — Είναι* έτοιμο, τον πλη ροφορεί ό Πάντσο. Τού πέρα σα καινούργια πισινή έλικα καί τό δοκίμασα τό πρωί. —Μπράβο, Πάντσο, λέει ό Ζορρό έπιδοκιμαστικά. Χωρίς εσένα δέν ξέρω στ" αλήθεια τί θά γινόμουν. Πάμε λοιπόν. Ό μακροσκοπικός άνθρωπό κος, φούσκωνεα άπό υπερηφά νεια, για την άναγνώρισι τής αξίας του άπό τον μεγάλο του φίλο. Καί οί δύο άνδρες βγαίνουν άπό τό δωμάτιο καί καπευθύνονται προς τον κεν τρικό πύργο τού οικοδομήμα τος, όπου περιμένει τό Μαύ ρο Πουλί, τό μικρό άλλα ίσχυ ρότατο έλικόπτερο τού Ζορ ρό. Λίγο αργότερα, τό Μαύ ρο Πουλί ξεκολλάει μαλακά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! άττό την κορυφή του πύργου και ανυψώνεται αθόρυβα στον νυχτερινό ουρανό. Ό Ζορρό ξεκινάει για κυνήγι. Νυχτερινός επισκέπτης
V Αη λ ΤΗιΝ
εξοχική άπομα κρυσμένη επαυλι του σενιόρ Μεντόσα, όλα είναι ήσυχα. Οΐ πιστοί άνθρωποι τού βασιλιά τού υποκόσμου τού Μανάους, αγρυπνούν παίζοντας χαρτιά στο μεγάλο χώλ της κατοικί ας - φρουρίου, ενώ ό ίδιος ό Μεντόσα στο δωμάτιό του, πί σω από την ασφάλεια της σι δερένιας πόρτας τού δευτέ ρου πατώματος, ετοιμάζεται νά κοιμηθή. Στο πρόσωπό του πλανιέται ένα σατανικό χαμόγελο. Γιατί βλέπει· τά σχέδιά του νά επιτυγχάνουν. Οι άπειλές τού διοικητοΰ της αστυνομίας δεν τού κάνουν την παραμικρή εντύπωση ε πειδή ξέρει ότι- δεν θά βρεθή καμ μ ι ά άπόδ ε ι ξ ι ς έναντ ίον του. Και κανείς δεν ξέρει ότι το έδαφος τής ”Αλτα Πλάνα κρύβει στα σπλάχνα του τον αμύθητο θησαυρό τού πετρε λαίου. "Έτσι οι ιδιοκτήτες μεγαλακτή,ματιές θά ύποχρεω θούν νά τού πουλήσουν τά κτήματά τους, πού θά έχουν γίνη άχρηστα ύστερα από τήν καταστροφή των καου τσουκόδεντρων. Αύριο πάλι, οί άνθρωποί του έχουν εντολή νά βάλουν φωτιά σε άλλο τμή μα τού δάσους. Καί κατόπιν σέ άλλο, ώς πού οί σκληρο
25 τράχηλοι καί υπερήφανοι ιδι οκτήτες νά συντρίβουν καί νά υποχρεωθούν νά συνθηκολο γήσουν. Τήν ώρα ωστόσο πού ό σε νιόρ Μεντόσα κάνει αυτές τις ευχάριστες σκέψεις, κάτι σάν άρπακτιικό όρνεο προβάλλει άθόρυβα από τον σκοτεινό ου ρανό. Ό σενιόρ Μεντόσα δεν υποπτεύεται τήν παρουσία του, επειδή κανένας θόρυβος δεν άκούγεται. Καί το πελώ ριο άρπακτ ικό όρνεο, πού μό λις διακρίνεται μέσα* στο σκο τάδι τής νύχτας, κατεβαίνει καί κάθεται μαλακά στήν τα ράτσα τού σκοτεινού φρου ρίου. Ό σενιόρ Μεντόσα πο τέ 5έν φαντάσθηκε ότι θά μπο ρέση ποτέ νά δεχθή έπίσκεψι από τον ουρανό. Έτσι ή τα ράτσα του είναι τελείως άφύλαχτη. Καί ό Ζορρό, πού πη δάει άθόρυβα από το ελικό πτερό του, δεν έχει καμμιά δυσάρεστη συνάντησι. Ό εκδικητής μέ τή χρυσή μάσκα προχωρεί ώς τό πα ραπέτο τής ταράτσας καί σκύ βει εξετάζοντας τούς τοίχους τού σπιτιού. Τά πάντα, στο μεγάλο σπίτι είναι σκοτεινά. Μόνο στο ισόγειο βγαίνει φώς από τά τζάμια τής εξώπορ τας. Καί στο δεύτερο πάτωμα τρία μέτρα ακριβώς κάτω α πό τό σημείο όπου στέκεται ό Ζορρό υπάρχει ένα επίσης φωτισμένο παράθυρο. Είναι τό παράθυρο τού Μεντόσα, στον όποΐο ό Ζορρό σκοπεύει νά κάνη μια έπίσκεψι,. Μέ σταθερά χέρια, ό Ζορρό ξετυλίγει τό μαύρο του μαστί
γιο. Ή πόρτα πού όδηγεΐ α πό το εσωτερικό του σπιτιού στην ταράτσα, είναι σιδερέ νια καί κλειδωμένη. Καί ό Ζορρό δεν άσχολεΐται καθό λου μ5 αυτήν. Μέ ^προσοχή τυλίγει την άκρη του μαύρου μαστιγίου του σέ ένα σωλήνα του έξαερισμού πού βγαίνει στην ταράτσα. "Υστερα, μ’ ένα πήδημα, βρίσκεται πάνω στο παραπέτο. Και μέ ευκι νησία πιθήκου, αρχίζει· να κατεβαίνη προς τό παράθυρο κρεμασμένος από τό μαστί-γιο. Φθάνοντας στο ύψος του παραθύρου, ό Ζορρό ρίχνει μια ματιά στο εσωτερικό του δωματίου. Ή νύχτα είναι ζε στή καί ό άρχιισυμμορίτης έ χει αφήσει τά τζάμια ανοι χτά. Εκείνη τη στιγμή, έχει γυρισμένη τη ράχη του προς τό παράθυρο καί σκυμμένος, λύνει τά κορδόνια των παπουτσιών του. Ό Ζορρό πατάει στο περ βάζι και πιάνεται μέ τό ένα χέρι από την κάσα. Μέ τό άλ λο, δίνει δύο ελαφρά τινάγματα στο μαστίγιο. Καί ό ειδι κά φτιαγμένος κόμπος, λύνε ται από τον σωλήνα. Ό Ζορ ρό μαζεύει μέ αργές κινήσεις τό μακρύ μαστίγιο και τό κου λοοριάζει. Είναι τώρα έτοι μος. Μέ ένα ελαφρό πήδημα βρί σκεται μέσα στο δωμάτιο. Καί, μέ φωνή ψυχρή σαν πάγο προφέρει: — Μπουένας νόθες, καλη σπέρα, σενιόρ Μεντόσα! Ό άρχισυμμορίτης τινάζε ται όρθιος και γυρίζει από
τομα προς τό ^παράθυρο. Ό Ζορρό ομολογεί στον εαυτό του ότι ο σενιόρ Μεντόσα εί ναι στ' -αλήθεια άνθρωπος πο λύ ψύχραιμος και ταχύς. Κα θώς γυρίζει ήδη, τό χέρι του ευθύς ανεβαίνει στο στήθος του. Καί βρίσκεται ώπλισμένο μέ ένα βαρύ πιστόλι «Λοΰγκερ». Άλλα ό Ζορρό είναι πιο γρήγορος ακόμη. Καί, πριν τό πιστόλι προφθάση νά βγή εντελώς από τη θήκη τής ,μασχάλης, τό μαύρο^ υ,αστίγ ιο τ ινάζετα ι σφυρ ί ζοντ α ς σαν ζωντανό φίδι και ή άκρη του τυλίγεται οδυνηρά γύρο άπό τον καρπό του συμμορί τη. Τά δάχτυλα του Μεντόσα παραλύουν απτό τό τσουχτερό χτύπημα. Καί τό πιστόλι ξε φεύγει άπό τά χόρια του καί πέφτει στο παχύ χαλί πού σκεπάζει τό πάτωμα ενώ στο πρόσωπό του αρχηγού τού υ ποκόσμου ζωγραφίζεται μια έκφρασις αφάνταστης κακίας. — Λοιπόν, σενιόρ Μεντό σα, λέει ό Ζορρό μέ ειρωνική φωνή. Δέν σέ φανταζόμουν, αλήθεια, τόσο λίγο κοινωνι κό. Έγώ ήρθα νά σου κάνω μια φιλική επίσκεψη κι5 εσύ μέ υποδέχεσαι μέ τέτοιο τρό πο; Ντροπή σου! Ποιος σού έδωσε τέτοια κακή ανατρο φή; Ό Μεντόσα έχει ξαναβρή την ψυχραιμία του. — 1 ί θέλεις άπό υένα; ρω τάει· μέ σφυριχτή φωνή. Άλλα καθώς μιλάει, τό χέρι του κινείται μέ φυσικό τητα προς τήν τσέπη τού σακκακιοΰ του, σαν νά θέλη
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ να βγάλη τσιγάοο. ΉΓ κίνησί Γ/ / * Λ του όμως μενεί; στη μέση. Με μεγαλύτερη δυναμι αυ τή τή ψαρά, τό μαστίγιο τι νάζεται ξανά και τον αρπάζει άπό τον καρπό. Ό Ζορρό τι νάζει τή λαβή του μαστιγίου καί ό άιρχι συμμορίτης σέρνε ται βίαια, χάνει την ισορρο πία του καί ιμέ μια κραυγή πόνου_πέφτεΐ' στο πάτωμα. Ό Ζορρό βρίσκεται μέ δυο βήματα άπό πίσω του. Τό πό 6ι του κλωτσάει τό πεσμένο πιστόλι και τό στέλνει στην άλλη άκρη του δωματίου. "Υ στερα, άρπάζει τό σακκάκι τού Μεντόσα άπό τό γιακά. Καί μέ ένα απότομο τράβη γμα, τό σχίζει σε δύο άπό πί
27 σω μέχρι κάτω, άφίνοντας τή ράχη του σκεπασμένη μόνο μέ τό πουκάμισο. Ό Μεντόσα έχει τώρα χάσει τελείως την ψυχραιμία του. Πανικόβλητος θέλει νά σηκωθή αλλά δέν προ λαβαίνει παρά νά βοεθή γο νατιστός. Γιιατί ό Ζορρό τρα βιέται πίσω μερικά βήματα. Καί τό μάστιγά του, πέφτει σφυρίζοντας στους ώμους του συμμορίτη κόβοντας σαν ξυ ράφι τό λεπτό μεταξωτό που κόμισα καί άποσπώντας άπό τό στήθος του μια κραυγή πληγωμένου θηρίου.__ Άλλα ό Ζορρό δέν φαίνε ται νά συγκινήται άπό την κραυγή εκείνη. Μά ρυθμικές κινήσεις τό μπράτσο του ση-
Μέσα σέ βνο δευτερόλεπτα, οι άστυνομικοϊ είχαν εξουδετερωθή.
τ
ΖΟΡΡΟ
28
κώνεται καί ξαναπέφτει, μιά δυό, τρεΐς, πέντε, δέκα φορές κάνοντας τον Μεντόσα να βγά ζη όλο και πιο σπαρακτικές κραυγές πόνου. Μάταια προσ παθει ό άρχ^συμμορίτης νά φυλαχθή σηκώνοντας τό χέρι του. Τό μαύρο μαστίγιο τον βρίσκει στη μασχάλη, στο λαιμό, στο στήθος, στη ράχη, στα πλευρά, κομματιάζοντας τό πουκάμισό του καί κάνο ντας τό αίμα του νά τρέχη από άπειίρα κόκκινα αυλάκια. Στο τέλος, κάθε δόνα,μι φεύγει· από τό σώμα του Με ντόσα, πού σωριάζεται στο πάτωμα βογγώντσς, άνίκανος καί νά φωνάξη ακόμη. Τότε ό Ζορρό σταματάει,. Μέ ήρε^ μες κινήσεις κουλουριάζει καί πάλι τό μαύρο μαστίγιο καί τό περνάει στο μπράτσο του. Πλησιάζεΐι ύστερα τον πεσμέ νο Μεντόσα καί τού δένει χέ ρια καί πόδια χρησιμοποιώ ντας τά κορδόνια των παπουτσιών του. — Καί τώρα σενιόρ Μεντό σα, λέει μέ την ψυχρή αμείλι κτη φωνή του, άκαυσέ με κα λά: Αυτό πού σου συνέβη ά~ πόψε, είναι μιιά μικρή τιμω ρία, για όσα εγκλήματα έκα νες. Δυστυχώς δέν σκοτώνω παρά μόνον όταν βρεθώ σέ α νάγκη. 5Αλλά ή τιμωρία αυτή δέν είναι τίποτε εμπρός σέ δ/τΐ' θά πάθης, άν έστω καί ένα φύλλο δέντρου καή απ’ εδώ κι’ εμπρός στήν "Αλτα Πλάνα, -έρω γιατί θέλεις νά άποκτήσης τήν έκτασι αυτή καί δέν σκοπεύω νά άφήσω νά περάση στά χέρια σου ένας
πλούτος πού θά σού δώση τε ράστια δύναμι γιά νά συνέχι σης πιο απρόσβλητος τά κα κούργη μ ατά σου. Πρόσεξε λοιπόν. Γιατί τήν ερχόμενη φορά πού θά μέ δής μπροστά σου, θά πρέπει νά καταλάβης ότι έφθασε ή τελευταία σου στιγμή! Στο χέρι σου είναι νά άποφύγης μιά τέτοια συνάντησι! Τ ώρα σ5 άφίνω, καί είμαι σίγουρος δτι θά μπόρε σης νά λυθής σέ κο?μμιά δε καριά λεπτά. Οί άνθρωποί σου θά σέ περιποιηθούν. Λέγοντας αυτά, ό Ζορρό τραβάει από τήν τσέπη τού Μεντόσα ένα κρίκο μέ πολλά κλειδιά. Βγαίνει ύστερα από τό δωμάτιό του, καί μέ γρή γορο βήμα κατευθύνειαι στη μικρή σκάλα πού βγαίνει στήν ταράτσα. Μιά ματιά στην κλειδαριά τής πόρτας του δείχνει ποιο είναι τό κλει δί πού πρέπει νά ταιριάζη. Καί δύο λεπτά αργότερα, βρίσκεται καθισμένος στο ε λικόπτερό του. Τό χέρι του τραβάει τον μοχλό τής έκκιννήσεως. Καί τό Μαύρο Που λί ανυψώνεται καί χάνεται στο σκοτάδι τής νύχτας. Ό Ζορρό... εμπρηστής!
ο
? ΣΕΝΙΟΡ Μάριο Περέθ δέν εννοεί νά τον ενοχλούν τήν ώρα τού ύπνου. Καί γι’ αυτό, άπλώνει τό χέρι του καί σηκώνει τό ακουστικό τού τηλεφώνου μέ μουγγρητό θυ μωμένου πούμα, στον τό έπό-
μενο διαττεράστικό κουδούνι σμα τον ξυπνάει». — Μηχάνημα του διαβό λου !, γρυλλίζει καθώς φέρνει τό ακουστικό στο αυτί του. ποιος είναι; — Κύριε διοικητά, έδω Πκομέθ, ακούει την φωνή του άρχι φύλακα τής υπηρεσίας. — Έ, τί συμβαίνει πάλι; Δεν μπορείτε ανίκανοι, νά κάνετε κάτι μοναχοί σας; Πρέ πει καί στον ύπνο μου νά μέ κυνηγάτε για ψύλλου πήδη μα; — Είναι κάτι» σοβαρό κύ ριε διοικητά, λέει ό Γκομέθ. Τηλεφώνησε ό Ίγκνάσιο Μεντόσα. — Ό Μεντόσα; Καί τί θέ λει.·; ρωτάει μέ ξαφνικό ενδια φέρον ό Περέθ, ^— θέλει, λέει, νά σάς πή κάτι πολύ σπουδαίο. Μιά πλη ροφορία γιά τούς εμπρη σμούς ! — Έ, πού είναι τώρα; — Περιμένει· στο τηλέφω νο. Νά σάς συνδέσω; ^ — Καί ρωτάς, βρε χοντρο κέφαλε; Τί περιμένεις; Ωρύ εται ό σενιόρ Περέθ. "Ενα «κλίκ» άκούγεται, κι* αμέσως ύστερα, από την άλλη μεριά τού σύρματος έρχεται μιά βραχνή φωνή. — Σενιόρ Περέθ εσείς ρω τάει. —^ Ό ίδιάς. Έσύ είσαι, Μεντόσα; — Έγώ, κύριε διοικητά. — Καί πώς έγινε έτσι ή φωνή σου; — Έπεσα θύμα τού Ζορρό, κύριε διοικητά, κλαψουρί
ζει ό Μεντόσα. "Αν 8ήτε τή ράχη μο^ ^ θά φρίξετε. Μέ έ δειρε μέ τό μαστίγιό του, ώς πού μέ άφησε αναίσθητο. Ό σενιόρ Περέθ χαμογε λάει. — "Όχι βέβαια δτι δεν σου χρειαζόταν, λέει·, αλλά γιά ποιο λόγο άπεφάσισε ό Ζορ ρό νά ένδιαφερθή γιά σένα; -—Είναι ό εμπρηστής! φω νάζει ό Μεντόσα. Αυτός βά ζει φωτιές στο δάσος! Ό σενιόρ Περέθ πού είναι κατά τά άλλα ένας ικανός καί έξυπνος αστυνομικός, έχει πάθει» ψύχωσι μέ τον Ζορρό. Καί μόλις ακούει τό όνομά του, ό νους του^παύει νά λειτουιργή κανονικώς. — ’Ά, τον άτιιμο!, μουγγρίζει·. Καλά τό έλεγα ότι εί ναι ό ^μεγαλύτερος εγκλημα τίας τής Βραζιλίας! Δέν -μού είπες όμως, γιατί σου έκανε αυτή τήν έπίσκεψι. -—- Επειδή ήθελε νά μέ εκ βίαση. Μου είπε οτυ όλος ό κόσμος πίστευε πώς έγώ εί μαι ό εμπρηστής. Καί ότι, αν δεν του παραδώσω εκατό χι λιάδες δολλάρια, μόλις μέ ει δοποίηση, θά φροντίση νά άφίση στον τόπο τής πυρκαί ας πειστήρια πού νά άποδεπ κ-νυουν ότι έγώ είμαι ό ένο χος. Καί ότι θά ειδοποίηση συγχρόνως τίς εφημερίδες καί τόν κόσμο γιά νά μέ λυντσά ρουν! Ή φωνή του Μεντόσα έχει έναν τόνου υστερισμού, κα τά τελευταία θώς προφέρει λόγια. Καί ό σενιόρ Περέθ πείθεται ότι ό άιρχκχυμμσρί-
Της ίου λέει τήν άλήθεια, και είναι πανικόβλητος. — Και τί σκοπεύεις νά κά νης; ρωτάει. — Τί νά κάνω; Λεφτά δεν έχω νά του δώσω, φυσικά. Ζητώ, λοιπόν την προστασία τής αστυνομίας. "Οπως κάθε πολίτης, πληρώνω φόρους κι3 έχω δικαιώματα! — Καλά - καλά, τον κόβει ό σενιόρ Περέθ. Πάφε νά κλαΐς σάν γυναικούλα. Θά πά ρουμε τά μέτρα μας. — Πώς; Πότε; φωνάζει πα νιικόβλητος ό Μεντόσα. Ό Ζορ ρό θά μέ σκοτώση! Πρέπει νά έχω άμέσως την προστα σία τής αστυνομίας! —- Π άψε σου είπα!, τον διακόπτει ό Περέθ. Τό πρωΤ θά τά κανονίσουμε. Χωρίς νά περιμένη άπάντη σι, κατεβάζει τό ακουστικό, καί βυθίζεται σέ σκέψεις. Αυ τή είναι ίσως ή μοναδική ευ καιρία γιά νά μπορέση νά συλ λάβη επιτέλους τον άσπονδο έχθρό του. Θά χρησιμοποίηση τον Μεντόσα γιά δόλωμα, καί πιθανόν ό Ζορρό νά τον σκο τώση. 3Αλλά αυτό δεν τον στενοχωρεΐ καθόλου. Θά λείψουν έτσι δυο εγκληματίες Υαυτοχρόνως. Τήν ίδια εκείνη ώρα, ό σε νιόρ Μεντόσα, τυλιγμένος ολό κληρος σέ επιδέσμους, χαμο γελάει σατανικά στους άνθρώ πους του πού στέκονται γύ ρω του. ^—"Έτσι, άμίγος, τούς λέει θά πιάσουμε μέ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Ή αστυνομία θά πιιάση τον Ζορρό καί εγώ
θά άπαλλαγώ αϊτό τις υποψί ες γιά τούς έμπρησμούς. ΟΙ ιδιοκτήτες τής "Αλτα Πλάνα, θά προθυμοποιηθούν τώρα, φαντάζομαι;, νά μού πουλή σουν τά κτήματά τους. ’Αντώ νιο! — Σί πατρόν; — Νά πας άμέσως νά ει δοποίησης τά παιδιά λέει ό Μεντόσα. Ή «δουλειά» θά γίνη απόψε κιι3 όχι αύριο ό πως λέγαμε. — Μά, πατρόν, είναι πο λύ αργά πιά. Δένγθά μάς πάρη ή νύχτα, παρατηρεί ό συμ μορίτης. — "Αν βιαστούν, θά προ λάβουν, επιμένει ό Μεντόσα. Καί πές τους ότι θέλω νά μού ανάψουν μια φωτιά, πού νά φαίνεται μέχρι τό Ρίο! — "Οπως νομίζεις, λέει ό Αντώνιο. Καί βγαίνει από τό δωμά τιο βιαστηικά. Παγίδα γιά τον Ζορρό ΚΟΡΗ του διοικητού τής αστυνομίας ή όμορφη Ροζίτα .είναι καθισμένη στο γραφείο τού πατέρα της. Ξα= φνικά, τό τηλέφωνο χτυπάει καί ή Ροζίτα παίρνει τρ α κουστικό: — Εμπρός; λέει. — Τον σενιόρ Περέθ, πα ρακαλώ ακούστηκε μιά φωνή. . Έ5ώ Μεντόσα. Είναι απόλυ τη ανάγκη. — Περιμένετε μιά στιγμή λέει ή Ροζίτα.
^ Σηκώνεται Ανοίγει τήν
πόρτα του διπλανού γραφείου και λέει στον σενιορ Περέθ πού είναι σκυμμένος ττίσω α ϊτό ένα χάρτη. — Πατέρα στο τηλέφωνο σέ ζητεί ό σενιόρ Μεντόσα. Είναι, λέει, απόλυτη ανάγκη. Ό διοικητής τής αστυνομί ας, παρά την σεβαστή του κοιλιά, είναι πολύ ευκίνητος. Μέ τρία βήματα βρίσκεται στο τηλέφωνο καί παίρνει το ακουστικό! Ακούει μερικά λε πτά, καί ύστερα λέει: — Έν τάξει. Θά κάνης όττως σου λέει. Καί μή^ φοβά σαι, θά είμαστε κι9 έμεΐς έκεΐ. Κατεβάζει τό ακουστικό καί γυρίζει στη Ροζίτα. — Αυτή τή φορά ό κυρ Ζορρό δεν θά μου γλυτώση. Τον έχουμε στή φάκα γιά κα λά! % — Τί συμβαίνει; ρωτάει ή Ροζίτα. — "Εκβιάζει τον Μεντόσα, τής λέει ό πατέρας της. Του έδωσε ραντεβού απόψε στο ε ξοχικό σπίτι πού έχει ό Με ντόσα στήν όχθη τής λίμνης Λεκόνα, όπου θά πάη λέει, γιά νά παροολάβη τά χρήμα τα. "Αλλά έκεΐ θά είμαι κι" ε γώ. Καί ό Ζορρό θά πιαστή σάν ποντίκι στή φάκα! Ή Ροζίτα δεν απαντάει, γιά μια στιγμή. — Θά μέ πάρης κι" έμένα μαζί σου; ρωτάει. — "Α, όχι! Αέει ό πατέ ρας της. Αυτή τή φορά θά καθήσης στ'^αύγά σου. Ή έπΐτχείρησις είναι πολύ επικίνδυ νη.. 'Όταν ό Ζορρό δή ότι πα=
γιδεύτηκε φανείς δεν ξέρει τί μπορεί νά κάνη. ""Αλλωστε, δεν θά χρησιμοποιήσουμε τό ελικόπτερο. Θά πάμε μέ αυ τοκίνητο. Υπάρχει περίφημος δρόμος γιά τή λίμνη. Ή Ροζίτα δέν^επιμένει. "Αναισηκώνει τούς ώμους της καί βγαί νει άπό τό γραφείο. * Ε να τέταρτο τής ώρας αργότε ρα όμως, βρίσκεται στο σπί τι της καί φωνάζει τήν γριά Καρμελίτα, τήν Ινδιάνα παρα μάνα της πού τήν μεγάλωσε στα χέρια της. __ — Καρμελίτα, τής λέει μέ έξαψι, μόλις τήν βλέπει. Ό Ζορρό κινδυνεύει! Ό πατέ ρας μου πείσθηκε στο λόγια τρϋ Μεντόσα καί θά του στήση παγίδα. "Εγώ δέν θά μπο ρέσω νά πάω απόψε μαζί του, κι" έτσι ή Νάγια δέν θά βρί σκεται έκεΐ γιά νά προστατεύ ση τον Ζορρό. Μπορούμε νά τον ειδοποιήσουμε; Ή γριά Ινδιάνα χαμογε λάει. — "Άς μήν άνηισυχή ή πε ριστέρα μου, απαντάει. Ή Καρμελίτα θά φροντίση. Θά στείλω τον έγγονό μου νά βρή τούς ανθρώπους τής φυ λής μου. Καί τά ταμπουρίνος θά μιλήσουν απόψε στή ζούγκλα. * * * Ό Ζορρό τής Ζούγκλας προχωρεί μέ προφυλάξεις μέ^· σα στή ζούγκλα. Ό Μεντόσα φάνηκε ακόμη πιο άμυαλος άπό όσο τον ένόμιζα καί συ νέχισε τό εγκληματικό του έρ γο παρά τήν προειδοποίηση Πρέπει λοιπόν τώρα νά πλη-
ρώση. Νόμισε ότι θά γλυτώση
μέ το να κρυφτή στην εξοχι κή του βιλλίτσα στη λιμνούλα. Λεκάνα. Άλλα ό Ζορρό έχει αυτιά καί μάτια παντού. Και τώρα ο Μεντόσα θά τιμωρηιθή όπως τού αξίζει. "Ενα μονάχα πράγμα άνη συχεΐ τον Ζορρό. Άπό τό σου ρουπο άκόμα, όλη ή ζούγκλα άντηχεΐ άπό ένα περίεργο μ ή νυμσ. Τά ταμπουρίνος έπανα λαμβάνουν συνεχώς: ό Ζορρό κινδυνεύει. Ό Ζορρό κινδυ νεύει. Τί νά θέλουν νά πουν ά ραγε; Πρέπει κάτι νά πληροφορήθηικαν οι φίλοι του. Μή πως τού έχουν στήσει καμμισ παγίδα; Αλλά, ικι' άν ακόμη συμβαίνει κάτι τέτοιο, ό Ζορ ρό δεν -μπορεΐ νά όπισθοχωρήση. Άν μιά φορά καί μόνο μείνη ένας εγκληματίας ατι μώρητος, οί κακούργοι τής ζούγκλας θά άποθρασυνθούν αφάνταστα. Και οι φίλοι: τού Ζορρό θά ττάψουν νά τού έ χουν εμπιστοσύνη. Δεν πείρά ζει- λοιπόν θά προχωοήση καί θά φροντίση νά πάρη περισ σότερα μέτρα προφυλάξεως. Μπροστά του, ό Ζορρό βλέ πει τό φωτισμένο παράθυρο τής μικρής βίλλας τού Μεντό σα. Τά μάτια του, συνηθισμέ να νά βλέπουν στά σκοτάδια διακρίνουν ξαφνικά μπροστά του, δύο σκιές. Είναι σίγου ρα άνθρωποι τού Μεντόσα πού τον φρουρούν. Τόσο τό χειρότερο γι’ αύτούς! Οι δυο συμμορίτες τού Μεντόσα, βλέ πουν ξαφνικά μπροστά τους μιά χρυσή μάσκα πού αίωρεΐ τσι ατό σκοτάδι. Καί, πριν
προλάβουν νά συνέλθουν άπό την έκπληξί τους, τό μαστίγιο τού Ζορρό τινάζεται1 δυό φορές καί τυλίγεται σέ δυό λαιμούς. Οί δυό συμμορίτες πέφτουν στο έδαφος μισοστραγγαλισμέναι. Ό δρόμος εΐναι ελεύθερος τώρα. Ό Ζορ ρό προχωρεί, φθάνει στήιν πόρ τα καί την ανοίγει. Αλλά φαί νεταΐ' ότι ό Μεντόσα τον περίμενε πραγματικά. Τό χέρι τού συμμορίτη σηκώνεται1 ώπλισμένο καί ένας πυροβολισμός άκούγεται. 9 Αλλά ταυτόχρονα σχεδόν, τινάζεται καί τό χέρι τοΰ Ζορρό. Κάτι που άστράφτει στο φως, σχίζει σφυρί ζοντας τον αέρα. Καί ένα βα ρύ μαχαίρι καρφώνεται στην καρδιά τού βασιλιά τού υπό κοσμου. Ό σενιόρ Μεντόσα δεν θά ξαναβλάψη ποτέ πια κανένα. Αλλά, εκείνη τη στιγμή, ό Ζορρό ακούει κάποιο θόρυβο. Μ" ένα πήδημα, βρίσκεται έ ξω. Βλέπει όμως, ότι εΐναι πε ριικυκλωμένος άπό αστυνομι κούς. Νά λοιπόν ποΰ τά τύ μπανα είχαν δίκαιο. Δυνατά χέρια τον αρπάζουν δοτό τά μπράτσα. — Έπί τέλους αγαπητέ μου Ζορρό, άκθύεται ή φωνή τού σενιόρ Περέθ, πού πάλλεταΐ' άπό χαρά θριάμβου. Θά δούμε τί κρύβεται πίσω άπό τη χρυσή σου μάσκα. Μιλώντας ό χοντρός αρχη γός τής αστυνομίας, άπλωνει τό χέρι του γιά νά τραβήξη τή^ μάσκα άπό τό πρόσωπο τού εκδικητού τής ζούγκλας. Άλλα την ίδια στιγμή, συμ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
βαίνει κάτι απίστευτο. Ό Ζορ ,ρό για ένα δευτερόλεπτό δεν πιστεύει στα μάτια του, κα θώς ένας ανθρώπινος σίφου νας πέφτει από ψηλά ανάμε σα στους αστυνομικούς καί τούς άνατρέπει με τρομερά χτυπήματα! Είναι ό Έλ Ρέϋ,
ό άγριάνθρωπος, πού οί ιθα γενείς θεωρουν βασιλιά τής Ζούγκλας! "Έχει πέσει από τά κλαδιά ενός δέντρου καί δρά κεραυνοβόλα, ενώ μουρ μουρίζει : — Έλ Ρέϋ δεν ξεχνάει! Έλ Ρέϋ δεν ξεχνάει.
ΤΕΛΟΣ Άττοκλειστικότης:
Γεν.
Έκδοτι και Έτπνειρτκτεις Ο.Ε.
I
"Έτος 1ο*ν —- Τόμος 1ος , Άριθ. τεύχους 4 — Δ ο αχ. 2 Γραφεία: Αέκκα 22 (έντός τής στοάς)* τηλέφ. 28-983
I
Δη-μοτιογραψΊκ-ός Δ)ντής: Σ. ^Α^εμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. ΐΠεωργιάδης, Σψιγιγός 38. ΠοΌΪστ. τυττογο.: Α. Χατύπιβασ:λείου, Ταταούλων 19 ·Ν. Σ·μύρ'νη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠ1ΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ’ Αθήνα ι.
I
»»»·“
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
Δεν έχετε ξαναδιαβάσει τέτοια συγκλονιστικό περι πέτεια. Αγωνία απ5 τδ ττρί?>το ως το τελευταίο λεπτό. Πλοκή έ ξοχους συναρπαστική.
*ί
Κβητν/γ κερΑγ/νοτ.
Τ£/Γδ**ΗΘΗΗ£ -κΦ/η/Λ 70Υ ή£ΡΑΥ*ΟΥ *€ ΤΗ* ΤΑΜ ΤΟΥ
Ρ
<Ρ€Κ ΤΟΥί Κ/ΥΟ *Λ ΛΥΤΤΑ59 ΤΗ* ΛΟ€ΙΑ ΤθΥ<£
ΜΖΗΓί
ίΙΗΑΙ Η Ψ5ΤΟΤΡΑ <Ρθ£ ΗΠΑΡΤΟ*·.
9-
ΟΛΑ δ/*Α! **- ΜΛ ΤΟ Η0*0 ΠΟΥ 06/1?, δΙΧΑΙ Ίβ:61.. 4 ΧΑ ΠΑΡΟ <7970ΗΡ9 ΟΗ9£ ΤΙ ΥΠΟΟΟΧΗ 09 ίΡΛΦΚε.. £€ £Αί /ΙΑΧΗ Η τι ο/9 τ η * ηα ΟΛ 20
Μ
ΘΑ £Α£ α9£? (ΑΤΑ /ΗΧδ/β//Α ΑΙΑ 7ΗΙ 70 49167*1' ΟΤΑΗ ΤΗ««”Ρ^ΛΡι(τί> γ -Λ
ήΑΤΙΤΑΙΝ.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΓΑΤΟΥ
Έξόφλησις χρέους
ο
ΖΟΡΡΟ τής Ζούγ κλας, ό θρυλικός Τιμωρός μέ τη Χρυσή Μάσκα, μόλις έχει εξόντωση τον φοβερό έγκληματί'α σενιόρ Μεντόσα, ρέσα στην εξοχική βίλλα του τελευταίιου στις όχθες τής λ ι·μ νο-ύλας Λεάνα(*). Την ώρα σμως ττού βγαίνει άττό το σπίτι για νά γυιρίση στο ελικόπτερό του, πού τό (*) Διάβοχτε τό προηγούμενο τεύ χος: «Ό Ζορρό συλλαμβάνεται».
έχει άφίσει :μέσα στην όργια στική ζούγκλα του Αμαζόνι ου, πέφτει στα χέρια του διευθυντοϋ τής άστυνομίας σε νιόρ Περέθ/ πού του έχει στη σει ένέδροο για νά τον συλλάβη. Μά και πάλι ό κοιλαράς α στυνόμος δεν καταφέρνει νά έκτελέση την επιθυμία του, πού είναι νά^άφαιρέση τη χρυ σή ράσκα των "Ίνκας από τό πρόσωπο του άσπονδου εχ θρού του, πού τον πιστεύει γιά τρομερό κοκοΰργο. Τη στιγμή πού απλώνει τό χέρι του γιά νά πραγματοποιήση αυτό τό όνειρό του,
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
ΖΟΡΡΟ πάνω άπό τό κλαδί ενός δεν τρου, πηδάει; σαν χρυχό βέ λος ένας γιγαντόσωμος άν τρας, ό βασιλιάς της ζούγκ λας, φωνάζ όντας: —3'Ελ Ρ έϋ δεν ξεχνάε ι!... Και ταυτόχρονα τά χαλύβ δινα μπράτσα του σκορπούν τον πανικό καί τον όλεθρο στους συγκεντρωμένους άστυ νομικούς πού τριγυρίζουν τό Ζορρό τής Ζούγκλας και τούς σκορπίζουν στη γη βίαια, πριν προλάβουν νά κάνουν τό παραμικρό για νά αμυνθούν. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δεν θέλει πολύ γιά νά καταλάβη πώς έχει κι" αυτή τη φορά σωθή απροσδόκητα... Ποτέ δεν θά περίμενε πώς ήταν δυνατόν ό "Ελ Ρέϋ νά διακινδύνευα η τη ζωή του γιά νά σώση αυτόν πού ως τώρα έχει μετά χειριστή χίλιοος —δυο τρόπους γιά νά πετύχη τον θάνατό του!... Βέβαια δεν λησμονεί δτι κι5 αυτός ό ίδιος τού έχει σώ σει τη ζωή και πώς ό γίγαν τας τής ζούγκλας τού ύποσχέ θηκε νά ιμήν άφίση άπλήρωτη αυτή του τήν πράξιν. Δεν είχε πιστέψει δμως πώς θά κρατούσε τον λόγο του.. Δέν μπορούσε νά καταλά βη τί λργής άνθρωπος ήταν αυτός ό "Ελ Ρέϋ, πώς σκε πτόταν και τι πίστευε γιά ό τι είναι δίκαιο και γιά δτι εί ναι νόμιμο ή παράνομο... Φυσικά δμως δέν είναι, και ρός τή στιγμή αυτή γιά νά καθήση και νά τά μάθη αυτά. Οί άστυνομ ικοί τού Πέρεθ όπως κι3 εκείνος ό ίδιος, έχουν
αρχίσει νά συνέρχωνται από τήν πρώτη τους έκπληξι. Βλέποντας δτι δέν έχουν νά κάνουν παρά μονάχα μέ έναν αντίπαλο, προσπαθούν νά άνασυνταχθούν γιά νά επιτε θούν. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας βλέπει; πώς πρέπει νά βοηθή ση κι3 αυτός τον ημιάγριο σω τήρα του, γιά νά μήν πληρώση μέ^ τή ζωή του τό ρεγάλο του τόλμημα. — Πίσω, *Έλ Ρέϋ! φωνά ζει. Πίσω! Στή ζούγκλα!.. Καί θέλοντας καί μή θέλον τας εξαπολύει μια τρομερή γροθιά στα μούτρα τού χόν τρο - Περέθ πού καθώς στέ κει μπροστά του έχει τραβή ξει εκείνη τή στιγμή τό πι στόλι του και είναι έτοιμος νά πυροβόληση τό λευκό γί γαντα τής ζούγκλας. "Ύστερα τό άλλο του χέ ρι πού κρατάει τό μαστίγιο, άνεβοκατεβαίνει κάνα - δυό φορές μέ τήν ταχύτητα τής ά στ ροπής, γιατί μερικοί από π ύς πεσμένους αστυνομικούς έχουν αρχίσει νά προσπαθούν νά ξανασηκώσουν τά πιστόλια τους πού έχουν πέσει ολό γυρά τους. Οί μανιασμένες, πονεμένες κραυγές τους, δείχνουν καθα ρά πώς τό μαστίγιο τού Ζορ ρό έχει βρή ακριβώς τον στό χο του..... Τήν άλλη στιγμγή κι3 αυ τός κή ό "Ελ Ρέϋ πηδούν πί σω από τον κορμό τού δέντρου από τό όποΐοείχε κάνει τήν εκπληκτική του έπίθεσι ό δευ τερος.
Δυά τποτολιές άκούγονται ή*ίσω τους. Οΐ γρηγορότεροι και πιο ψύχραιμοι από τούς αστυνο μικούς του Περέθ έχουν προ λάβει νά ξ αναπάρουν στα χέ ρια τους τά πιστόλια. ^ Οι σφαίρες τους όμως δεν είναι καθόλου εύκολο νά βρουν τον στόχο τους. Τό χοντρό δέντρο πού είναι μπροστά τους, υψώνεται πρα γμιαττκή ασπίδα πού προφυλάει τούς δυο φυγάδες από τά βλήματά τους. "Ωσπου νά σηκωθούν και νά τρέξουν πίσω άπ3 τό δέντρο, (έκεΐνοι έχουν χαθή κιόλας στην πυκνή ζούγκλα πού αρ χίζει λίγα βήματα παραπέ ρα, γιατί τρέχουν κζ οι δυο τους γρηγορότερα κι3 από ζαρκάδια. Την ίδια ακριβώς ώρα, ό καϋμένος ό Πέρεθ σηκώνεται μέ κόπο από κάτω καί κρατάει μέ οδυνηρή γκριμάτσα τή μασέλα του. ■—- Νά πάρη και νά σηικώση!, γρυλλίζει άγρια. Κάτι α κούω και τρίζει εδώ μέσα! Γροθιά ήταν αυτή ή κλώτση,μα μουλαριού; Μά κι3 ό θυμός τού Περέθ πάλι κρατάει δυο δευτερόλε πτα. "Υστερα τά μάτια του α στράφτουν άπό μανία καθώς κυττάζει προς τή ζούγκλα. —Πίσω τους!, ωρύεται. Πί σω^ τους γρήγορα! Πού θά μου πάνε!... "Οπου κι3 άν πάνε, όσο κι3 άν τρέξουν θά... τούς φτάσω και θά τούς σολ*
λάβω!.., Εμπρός.
^ 0! άνδρες του υπακούν χω ρίς δεύτερη κουβέντα. Οί δυο όμως άπ3 αυτούς παραπατάνε γιατί οί γροθιές τού "Ελ Ρέϋ τούς έχουν κά νει μεγάλα στραπάτσα καί δέν ρχουν συνέλθει ακόμα εν τελώς άπό τον δυνατό πονο κέφαλο. ^ "Υστερα κι3 ό Ιδιος ό Πε ρέθ πού λαχταράει νά μπορου σε νά πετάξη σαν πουλί γιά νά φτάση τούς δυο φυγάδες, είναι πάρα πολύ βαρύς γιά νά ραταφέρη κάτι τέτοιο... Σε τρία λεπτά τής ώρας καταλαβαίνει πώς ματαιοπο νεί. Όλόγυρα δέν ακούει τίποτ3 άλλο από τή συνηθισμένη βοή τής ζούγλας. Οί δυο γίγαντες πού κυνη γάει, τού έχουν οριστικά ξεφύγει καί δέν υπάρχει τρό πος νά τούς συλλαβή τώρα. Στέκεται. Γύρω του στέκονται καί οί άντρες του κι3 όλων τά στή θη άνεβοκατεβ αινούν βαριά ά πό τό λαχάνιασμα. Ό Περέθ... άκουυπάει την κοιλιά του στον κορμό ένός πλαγιαστού δένδρου γιά νά ξίεκουρσστή. ^—Πάει νά μου φύγη τό κε φάλι!, μουγγρίζει σφίγγον τας τις γροθιές του. Τί τού ήρθε αύτουνοΰ τού "ΕΛ Ρέϋ να έλεοθερώση τον άτιμο τό Ζορρό; Αυτός δέν είναι πο λύς καιρός πού μου έσωσε τή ζωή καί ομολόγησε πώς τό έ κανε μόνο γιά νά συλλάβω τό μασκοφόρο έγκληματία!... Τώρα δμως θά τον βάλω κι*
ίβΡΡβ 1»-1» 1Τ- ·,ΨΧΒ
ϊ*ί>*ιιι«*^ιΙ^<»«Β««£«ί*4β·Μ<ή»^^
αυτόν στο χέρι κι3 αν νομίζη
γίγαντα Έλ Ρέϋ, ίχ&υν
πώς θά ιμοΰ γλυτώση τον γελά σανέ!.... Καιρός είναι νά καθαρισθη αυτή ή περιοχή από μερικούς ηλιθίους πού νομί ζουν πώς ό καθένας μπορεί νά έπιβάλη κι5 αυτός από έ ναν δικό του Νόμο!... Και αφού ανασαίνει ακόμα μιά φορά τόσο βσθειά, πού τό στήθος του έρνεται στο ίδιο ύψος με την κοιλιά του, λέει ,μέ μισή καρδιά ατούς άνδρες του: —"Ας γυρίσουμε πίσω ! Δεν γίνεται τίποτα γιά την ώρα!... Και πραγματικά δεν γίνε ται τίποτα γιατί ό Ζορρό τής Ζούγλας ,μαζί με τον λευκό
φτάσει πάρα πολύ μακρυά τους. "Εχουν φτάσει σ3 ένα ξέφοοτο τής ζούγκλας κι5 εκεί σταματούν καί οι δυό τους; γιατί είναι προσγειωμένο α νάμεσα στά δέντρα τό Μαύρο Πουλί, τό υπέροχο αθόρυβο ελικόπτερο του Ζορρό. Οί δυό γίγαντες οττέκονται καί άναμετρώνται γιά λίγα δευτερόλεπτα με τό βλέμμα; χωρίς νά λένε λέξι. Τό βλέμμα αυτό πού άνταλάσσουν, είναι πάρα πολύ παράξενο. _ Ό Ζορρό τής Ζούγκλας νοι ώθει ένα αλλόκοτο συναίσθη μα νά σφίγγη την καρδιά
Τό μαχαίρι του βυθίζεται στην καρδιά του θηρίου.
9
Φθάνει στα πο&μπάλόαα έρείτπα της Ίκοντάμα.
του καθώς τά μάτια του χάναται μέσα στις γαλάζιες λι ,μνουλες των ματιών του Έλ Ρέϋ... Ό Έλ Ρέϋ πάλι, άνατριχιάζει ολόκληρος άττό ,μιά κρύα ανατριχίλα, χωρίς νά ξέρη γιατί... Ό Ζορρό άπλωνε ι τό χέρι του προς τον γιγαντόσωμο σωτήρα του, <μέ μια αυθόρ,μη τη κίνησι. Φαίνεται συγκινη μένος. —"Ελ. Ρέϋ, μουρμούριζευ δεν ξέρω ττώς νά σ’ ευχαρι στήσω γι’ αυτό πού έκανες... Ό Βασιλιάς τής Ζούγκλας όμως δεν δέχεται τή χειρα ψία.
Ξαφνικά τά μάτια του λάμ πουν άγρια. Κάνει, ένα γρήγορο κι’ άπό τομο βήμα προς τά πίσω. —ιΕλ Ρέϋ εξόφλησε λογαιρισσμό του σε Ζορρό! μουγ γρίζει θυμωμένα, Ζορρό έσω σε ιΕλ Ρέϋ, Έλ Ρέϋ έσωσε Ζορρό!... Ζορρό καλύτερα μην ξαναβγή μπροστά Έλ Ρέϋ, Ζούγκλα βασίλειο δικό μου!... Ζορρό δεν έχει καμμιά δουλειά!... Ό εκδικητής με τή χρυσή μάσκα τον παρατηρεί με πολύ μεγάλη έκπληξι. —Έλ Ρέϋ..., μουρμουρίζει. Δεν μπορείς πιά νά μείνης στή ζούγκλα υστερ’ άπό αυτό
πού Ικανές!,.. Ό Περέθ δεν θά σοϋ τό συγχώρηση ποτέ κοοΐ θά στ ε ίλη άττοσττάσματα νά σέ εξοντώσουν!.. Δεν θά ήσυχάση άν δεν σέ συλλαβή ή άν δεν σκοτώσουν οι άνδρες του... Ό λευκός γίγαντας της ζούγκλας δεν καταδέχεται ου τε ν9. δπταντήση.. Κάνει άίλλο ένα βήμα προς τά πίσω. —Έλ Ρέϋ μίλησε!, μουγ γρίζει. θυμωμένα. Έλ Ρέϋ δέν χρωστάει* πια τίποτα σέ Ζορρό!..... Και χωρίς νά πη ούτε μιά λέξι περισσότερη, άπλώνει τό χαλύβδινο χέρι του κι9 άρ πάζεται από ένα φυτικό σχοι νΐ πού κρέμεται άπό τό ψηλό κλαδί ενός δέντρου. Ό Ζορρό τον βλέπει· κατά πληκτος νά κάνη ένα τρομα κτικό άλμα και μέσα σέ μιά στιγμή νά σχίζη τον αέρα σάν πραγματικό βέλος πού τό έχει τινάξη ένα αόρατο τόξο. Σ9 ένα δευτερόλεπτο, ό Έλ Ρέϋ δέν υπάρχει πια. Τον έχει καταπιή ή παρθέ να ζούγκλα.... ή ,μητέρα του. _ Ό Ζορρό στέκεται ακόμα λίγο παρατηρώντας προς τό μέρος πού χάθηκε ό λευκός γίγαντας. —-Παράξενο!... ιμουρ μουρί ζει. Πολύ παράξενο. Ύστερα σκαρφαλώνει στο υπέροχο ελικόπτερό του καί σέ λίγο τό Μαύρο Πουλί α νεβαίνει ψηλά στον ουρανό, χαϊδεύοντας τον αέρα μέ την μοναδική ηλεκτρική μηχανή του,
Παράξενη συνάντησις ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ καί 8 χοντρο - Περέθ μαζί -μέ τούς άντρες του/ έχουν φθάσει στό αυτοκίνητό τους πού τούς έ χει φέρει ώς εκείνη την ερη μική βιλλίτσα τής λίμνης Λεάνα. Μπαίνουν όλοι μέσα καί παίρνουν τό δρόμο του γυρι σμού... Βσυβαμάροο επικρατεί άνά μεσά τους καί ή αιτία είναι· βέβαια ό Περέθ, πού αμίλη τος καί αγριωπός, έχει πέσει σέ βλοσυρές σκέψεις. . Κανείς άπό τούς υφιστα μένους του δέν είναι τόσο τρελ λός ώστε νά τον ενόχληση αύτη τη στιγμή... -έρουν όλοι τους θαυμάσια πόσο τρομερός είναι 6 θυμός του καί ειδικά έπάνω στούς υφισταμένους του, πού τούς έχει οπωσδήποτε στο χέρι·. Τό άμάξι- πηγαίνει αργά άργά, γιατί ό χωματόδρομος που είναι χαραγμένος παράλ ληλα μέ την 3Ανατολική όχθη τής λίμνης, εϊναι γεμάτος λακ κούβες. Ξαφνικά ό Περέθ αναγκά ζεται νά διακόψη τούς δυσά ρεστους συλλογισμούς του καί νά άνατιναχθή σάν νά τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. π αιτία για ολ αυτα, εί ναι· >μιά δυνατή κραυγή έκπλή ξεως πού άκούγεται .μες τ3 αυτί του ακριβώς καί πού— φυσικά δέν υπάρχει άλλος δί πλα του— την έχει βγάλει ό \
Ί
Ρ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Αστυνομικός πού οδηγεί το φορτηγό. Τα /μάτια του Περέθ βρί σκουν αμέσως τό «αντικείμε νο» ττού έκανε τον οδηγό νά ξεφωνίση. "Ενας άνθρωπος στέκεται ολόρθος μες τη μέση του δρό μου καί τό άμάξι τους τον έ χει πλησιάσει πάρα πολύ και αυτή τή στιγμή στέκεται α κριβώς μπροστά του για νά μήν τό χτυπήση. Είναι όμως άνθρωπος εκεί νο τό "Όν; περισσότερο ιμέ Μοιάζει σκελετό παρά μέ αληθινό και ζωντανό άνθρωπο... Είναι τό θλιβερότερο πλά σμα πού μπορεί νά χωρέση ή ανθρώπινη φαντασία καί αυ τός ακριβώς ήταν ό λόγος πού ανάγκασε τον σωφέρ τού α μαξιού νά βγάλη εκείνη τή φωνή, καθώς πλησίασε πολύ τον άγνωστο καί άντίκρυσε τή μορφή του καί τά κοκκοολιάρικα χέρια του... Ό Περέθ δέν μπόρεσε νά ξεφωνίση κΓ εκείνος, παρα τηρώντας μέ δέος τό άνθρώπι νο απολίθωμα πού φράζει τον δρόμο τους. Δέν σκέφθηκε ούτε μιά στι γμή νά τον διώξη μέ φωνές γιά νά συνεχίσουν τήν πορεία τού γυρισμού στην Άθιέντα ντέλ Σολ, όπως θά έκανε μέ όποιονδήποτε άλλον άνθρωπο τον εμπόδιζε. "Έπρεπε νάχη κανείς μιά μαρμάρινη καρδιά στά στήθια του γιά νά δη εκείνο τό πλά σμα καί νά μήν κάνη αμέσως τήν σκέψι πώς πρέπει νά τού
παράσχη βοήθεια. Ό χοντρο - Περέθ όχι μόνο δέν έχει σκληρή καρδιά αλλά στο βάθος του είναι ένα κα λοκάγαθο πλάσμα, γεμάτος/ τρυφερά αισθήματα, ικανός νά ξεσπάση σέ κλάματα μέ έ να ξένο δράμα. ""Αν συνήθως φέρεται άγρια καί απότομα, είναι ακριβώς γιατί δέν θέλει ν’ άφήση νά φανή ό πραγματικός εαυτός του.... "Οσον αφορά τούς δολοφό νους καί τούς καταπιεστάς, ό διευθυντής τής αστυνομίας Περέθ γίνεται πραγματικό θη ρίο όταν βρίσκεται αντιμέτω πος τους καί εκεί δέν δείχνει ποτέ καί δέν αισθάνεται τήν ανάγκη νά δείξη κανέναν οί κτο... Μόλις ό σωφέρ σταματάει ό Περέθ δίνει μιά, ανοίγει τήν πόρτα πού βρίσκεται στά δε ξιά του καί πηδάει στον δρό μο·. Μέσα σ’ ένα λεπτό στέκε ται μπροστά στον άγνωστο πού μη βρίσκοντας τί άλλο μπορεί νά κάνη, έχει άκαυμπήση βαρεία πάνω στο αμά ξι πού σταμάτησε τόσο κοντά του. Ό αστυνόμος πάει νά τού μιλήση άλλα τήν ίδια στιγμή βλέπει τον σκελετωμένο άν θρωπο· νά γέρνη ακόμα πιο πολύ μπροστά μέ τά μάτια βασιλεμένα. Καταλαβαίνει πώς έχει λι τροθυμίσει καί τον αρπάζει στά στι βαρά του μπράτσα γιά νά μήν πέση κάτω. Σέ λίγα δευτερόλεπτα τον
10
ΖΟΡΡΟ
"Ενα πιστόλι υψώνεται πάνω άπό το σκυμμένο κεφάλι του.
έχει βάλει νά ξσπλώση ανα παυτικά στη διπλανή θέσι του οδηγού καί ανεβαίνει. κι| αυτός πλάι* του για να μττορή να τον προσεχή. —Εμπρός, Πάιμπλο!^ ξε φωνίζει ανήσυχα. 'Άς κάνωμε γρήγορα μήπως μπορέσουμε και γλυτώσουμε αυτόν τον δυ ατυχία μένα. "Ενας νίγας βασανίζεται... 0
ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ
βασιλιάς τής ζούγκλας του 5Α μαζσνίου, ιΕλ Ρέϋ, έχει πιαστη άπό τό φυτικό σχοινί καί
μ’ ένα πήδημα έχει βρεθή μέ σο στο παρθένο δάσος —τό βασίλειό του. Ή καρδιά του χορεύει πα ράξενα στα στήθια τού Έλ Ρέϋ σήμερα. ■Νοιώθει κάτι πού ποτέ στη ζωή του ώς τώρα δεν έχει ξανανοιώσει. Πολλά ωστόσο περιστατι κά άπό τη ζωή του ολόκληρη μέσα σέ κείνη την οργιαστική ζούγκλα, τού ξανάρχονται α ναγκαστικά στο μυαλό. θυμάται πώς πολλές φο ρές εκεί πού ήταν εντελώς ή συχος, τον έπιανε μιά άνυπό φορη μελαγχολία και ένα φο βερό βάρος τού πλάκωνε τό
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!
11
Μεταφέρουν τον Ζορρό τής Ζούγκλας. ιΟ Έλ Ρέϋ τούς βλέπει.
στήθος, χωρίς όμως καμμία αίτια καί χωρίς νά ξέρη που νά τό άποδώση... θυμόταν πώς άξαφνα ή μελαγχολία καί τό βάρος αυ τό τοΰ περνούσαν, χωρίς νά άφήσουν καθόλου σημάδια. "Άλλες φορές, ένοιωθε ξα φνικά έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι ή στο στήθος ή σέ όποιόδήποτε σημείο του κορ μι ου του. Πόνους δυνατούς πού θά τούς δικαιολογούσε μόνο μια ξαφνική μαχαιριά, ένα χτύπη μα του γυμνού σώματος πάνω σέ βράχια, ένα φοβερό χτύπη μα από ρόπαλο στο πίσω μέ ρος του κεφαλιού...
Ουδέποτε όμως τον μαχσί ρωσαν ή τον χτύπησαν ιμέ τί ποτα στο κεφάλι τον Έλ Ρέϋ. Ουδέποτε πάνω στο σώμα του παρουσιάστηκε μια πλη γή ή ένα κοκκίνισμα πού νά δ'καιολογή αυτούς τούς μύστη ριώδεις πόνους... Πάρα πολλές φορές ένοιω θε μια φοβερή λύσσα γΓ αυ τό τό άλυτο μυστήριο πού γέ μιζε τή ζωή του. Στο τέλος όμως εΐχε κα ταλάβει πώς ήταν πολύ αδύ νατος μπροστά στή Μοίρα... Πώς τίποτα δεν μπορούσε νά κάνη για νά άντισταθή ~τή Δύναμι πού κυβερνούσε τή
ζωή^του... Είχε πάψει νά δίνη σημα σία στά αλλόκοτα αυτά γεγο νότα καί -μόνο έκανε υπομονή και περίδενε νά του πέραση δ,τι τον ένωχλοΰσε ή τον βα σάνιζε την κάβε φορά... Σήμερα δεν μπορεί νά καταλάιβη γιατί δλα αυτά ξανάρθαν μονομιάς στο μυαλό του... Δεν μπορεί νά το έξηγήση αλλά είναι βέβαιος πώς δλα - δλα γεννήθηκαν καί τον α ναστάτωσαν από τη στιγμή πού τά μάτια του συναντήθη καν^καί έμειναν καρφωμένα ο λόκληρα δευτερόλεπτα μέσα στά μάτια του εχθρού του, τοΰ Μασκοφόρου Εκδικητή, του Ζορρό τής Ζούγκλας... Καί από τότε ό γίγαντας αυτός των παρθένων δασών, συμπεριφέρεται μέ έναν τρό πο εξωφρενικό... Δεν μπορεί ούτε ένα λεπτό νά μείνη στο ίδιο μέρος. Ή καρδιά του σάν πουλί σπαρταράει μες στο φαρδύ χαλύβδινο στήθος του. Σάν πουλί φυλακισμένο πού λαχταράει νά βγή καί νά πετάξη μακρυά από τό κλουβί του... Πηδάει από τό ένα δέντρο στο άλλο, πιασμένος από φυ τικά σχοινιά, προσπαθώντας στήν τρελλή ταχύτητα πού (αναπτύσσει, νά ξεχάση τό φο βέρο βάρος πού έχει στά στή θια του... Παίρνει βουτιές από πολύ ψηλά στο ποτάμι Μπούλα καί κολυμπάει με δύναμι καί μέ ταχύτητα κροκοδείλου αντίθε
τα μέ τό ρεύμα, έπίτηδες γιά νά κουραστή καί νά σπάσουν τά νεύρα του — αλλά του κάκου. Δέν ξέρει τί έχει... Δέν μπορεί ούτε νά υποψία στή τί είναι αυτό πού τον βασανίζει... Καί δέν μπορεί ούτε ένα δευτερόλεπτο νά βρή ησυχία. Στο τέλος ξαπλώνεται πά νω στή χοντρή διχάλα ένός δέντρου καί καθώς έχει νυ χτώσει πιά γιά καλά, λαχα νιασμένος, μέ τήν καρδιά βαρειά ακόμα, καρφώνει τά μά τια του στ5 αστέρια που δια κρίνονται ανάμεσα στίς φυλ λωσιές καί ξεχνιέται σ’ αυτή τή στάσι... Τρομερό παραλή ρημα
Λκ* ΤΟ νοσοκομείο τής αστυνομίας συνέρχεται αργά τή νύχτα ό παράξενος καί πο λυβασανισμένος ά ν θ·ρωπος πού βρέθηκε μπροστά στο α μάξι τού Περέθ τήν ίδια η μέρα. Γύρω του είναι μαζεμένες δλες οί.... Αρχές του 5Αθιόν τα ντέ Σολ: Ό κ ο ιλαράς ό διευθυντής τής Αστυνομίας Μάριο Πε ρέθ, ό ^πλουσιώτερος κτημα τίας τού "Ανω ’Αμαζονίου Δον Πάμπλο Ντελόρο, ό διακεκρι μένος γιατρός Άλόνσο Άλβάρες καί ή κόρη τού Περέθ ή πανέμορφη Ροζίτα. Εκείνος ό οποίος βρίσκεται συμπτωματικά εκεί μέσα, ά-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ψοΰ είχε έρθει τυχαία για νά δή τον φίλο του, γιατρό Αλβάρες, είναι ό κτηματίας Δον Πάμπλος.' ΓΓ αυτόν όμως, ή αλήθεια πού δεν την ξέρει κανείς άλ λος εκτός από τον γιατρό, είναι πώς ό ίδιος ό ’Αλβάρες τού έχει τηλεφωνήσει νά έρθη, γιατί έχει βρή εξαιρετικά παράξενη την περίπτωσι ε κείνου του δυστυχισμένου σκε λετωμένου ανθρώπου... Καθώς ό τελευταίος αυτός λοιπόν συνέρχεται, μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου πού τον έχουν βάλει, περιφέρει ταραγμένος τά μάτια του στα διάφορα πρόσωπα πού γεμί ζουν τό δωμάτιό του. Δεν μπορεί νά αναγνώριση κανέναν από δλους αυτούς το ύ ς άνθρώπ ου ς... Ταραχή ζωγραφίζεται στο τραγικά άδυνατ καμένο πρό σωπό του. — Που βρίσκομαι; ψελλί ζει ξαφνικά. Τί θά μου κά νετε;... Δεν αντέχω άλλο στά βασανιστήρια!... Γιατί δεν μέ σκοτώνετε; Ό γιατρός σκύβει από πά νω του μέ τή συμπόνια ζωγρα φισμένη στην μορφή του. Παίρνει ένα βρεμένο πανί και τό άκουμπάει μαλακά πά νω^ στο μέτωπό του πού τό καίει ό πυρετός. ^ “Όλοι όσοι βρίσκονται εκεί μέσα άλληλο κυττάζοντα ι μ έ νόημα. Παρακολουθούν μέ άνυπομο νησία τις κινήσεις τού για
13 τρού ’Αλβάρες πού προσπα θεί νά τον κάνη νά συνέλθη τελείως γιά νά μπορέση νά τούς μιλήση... Τά λόγια πού έχει πή ώς τώρα, τούς έχει βεβαιώσει δ λους ότι κάτι τρομερό πρέπει νά έχη συμβή σε κείνον τον δυστυχισμένο. Τί όμως;... Ό μόνος πού δεν φαίνεται νά έχη πολύ μεγάλες απορί ες σχετικά μέ^ τό τί έχει αυ τός ό ξένος/ είναι ό Περέθ. — Θά είναι ασφαλώς κα νένας Ευρωπαίος κυνηγός!, λέει μέ βεβαιότητα. ’Από τή γηραιά ττ~ ρο μάς έρχονται τακτικά δερμάτων τον τελευταίοι καιρό καί πολλοί από αυτούς παθαίνουν τή ν ί δια δουλειά πού έχει πάθει κΓ αυτός ό φουκαράς... Παρατηρεί αχ οί άλλοι πού βρίσκονταιι στο δωμάτιο, πα ρακολουθούν δν'< μ" ενδιαφέ ρον τά λεγάμενα του καί ό ταν σιγουρεύεται γΓ αυτό, συνεχίζει μέ φωνή γεμάτη αυ ταρέσκεια: -— Χάνονται μέσα στις ζούγκλες καί άπό τον πολύ καιρό πού περνούν ολομόνα χοι, χωρίς τή συντροφιά άλ λων ανθρώπων καί Ανάμεσα στά άγρια θηρία, τούς έρχε ται κάτι^ σαν τρέλλα... Κουνάει·· τό κεφάλι του θλι βέρά καί συνεχίζει: ^ — Ευτυχώς ετούτον εδώ τον βρήκαμε εγκαίρως κΓ έ τσι σώθηκε!... ^ Στο μεταξύ κανείς δέν προ σέχει τή φλυαρία τού κοιλαρά Περέθ καί δλων τό ένδια
14
20 Ρ Ρ 0
φέρον είναι στίς προσπάθει ες πού καταβάλλει ό 'Αλόνσο Άλβάρες, νά συνεφέρη τον παράξενο άγνωστο της ζούγ κλας... Εκείνου τά μάτια όσο πά νε και ζωηρεύουν άλλα μέ ό λη την έκπληξι πού είναι ζω γραφισμένη στις κόρες τους, εξακολουθεί νά φαίνεται α νήσυχος... Ό Περέθ άνυπομονώντας ρωτάει1 τον ^γιατρό — Μπορώ νά του υποβάλ λω μια - δυο ερωτήσεις, σενιόρ ’Αλόνσο; Είναι κάτι τό τυπικό, για νά μη χάνω άλ λο τον πολύτι,μο καιρό μου μέ την αφεντιά του... Μια έξακρίβωσι τής ταυτότητάς του
καί νά πάω νά κυττάξω και τΙς άλλες μου υποθέσεις... Ό 3 Αλβάρες παρατηρεί προσεκτικά τον ασθενή και κουνάει αμφίβολα τό κεφάλι του. — Δέν φαντάζομαι νά καταιψέρη νά άπαντήση, κύριε α στυνόμε!, λέει ύστερα σοβα ρά. Είναι πολύ καταβεβλημέ νος ακόμα... Τό μυαλό του δεν θά δουλεύη κανονικά... — Θά κάνω μιά προσπά θεια... Ό Άλβάρες άνασηκώνει τούς ώμους μπροστά στην ε πιμονή τού αστυνόμου. λτό κάτω - κάτω δεν δια τρέχει κανέναν κίνδυνο ό άρ ρωστός του από μιά έρώτησι.
'Ρ Περέθ κάνει έτπθεώρησι στους άνβρες του,
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
Τη στιγμή που είναι έτοιμος νά του πετάξη τό μαχαίρι....
— Κουβεντιάστε μαζί του άν θέλετε κι’ άιν... μπορήτε!, του λέει ευγενικά. Ό Πιερέθ πλησιάζει στο κ,ρεββάτι του αρρώστου. -ερσβήχει... Δεν ξέρει πώς νά άρχίση τις ερωτήσεις, σε έναν άνθρω πο πού βρίσκεται στο κρεββάτι καί πού από τό πρόσω πό του φαίνεται τρομερά κα ταβεβλημένος. Στο τέλος του λέει: — Είμαι ό Μάριο Περέθ, 6 διοικητής τής αστυνομίας του Άθιέντα ντέλ Σολ... Ό σκελετωμένος άνθρωπος μέ μια σπασμωδική κίνησι α πλώνει τό .χέρι » ' προς τό 1μέρος>
του αστυνόμου. — Μην άφήσετε νά μέ βα σανίσουν άλλο!, στριγγλίζει ικετευτικά. Ό Περέθ μασάει νεοριασμέ νος τά μουστάκια του. — Δεν σε βασανίζει κα ■ νείς!, λέει στον άρρωστο μέ συγκρατηιμένο θυιμό. Έδώ θά σέ περιττοίη.8ουν· και θά γίνης καλά... ^Μπορείς νά μάς πής ποιος είσαι καί από που έρ χεσαι; Γ ίνετ α ι λ ίγων δ ευτ ε ρολέπτων σιωπή. Ό σκελετωμένος άνθρωπος ούτε καν φαίνεται νάχη ακού σει τά λόγια του άστυινόρου. Τό βλέμμα του λάμπει πα
16 ράξενα και είναι καρφωμένο ψηλά, σέ μια άπό^ τις γωνιές τής οροφής^ σαν νά βλέπη κά τι εκεί ττάνω, πού δλοι οί άλ λοι- πού βρίσκονται συγκεν τρωμένοι στο δωμάτιό του δεν μπορούν νά τό διακρίνουν... -αψνικά τά χείλια του σκάνε και μουρμουρίζει: — Ό "'Ανγικα τιιμωρεΐ τους βέβηλους!... Ή πόλις τοΰ Χρυσου δεν έχει χαιθή!... Κα θηγητά Τζέκινς, πρέπει νά φύγωμε!... "Έρχονται!... "Έρ χονται !... "'Ερχονται!... Θεέ μου!... Σωπαίνει γιά ,μιά στιγμή αλλά τό στήθος του άνεβοκατεβαίνει βαρειά από τό λα χάνισσμα Μοιάζει σάν νά υποφέρη ά ψαντασ τα... Σαν ένας θανάσιμος φόβος νά τον κάνη νά λέη άσυνάρτη τα λόγια, χωρίς κανέναν ειρ μό... 11 δ ρωτάς άναβλύζε ι μ ονομιάς στο πρόσωπό του καί σ" όλο του τό κορμί. Τά μάτια του στριφογυρί ζουν σάν γυάλινες χάντρες μέσα στις κόγχες τους, χω ρίς νά κυττάζουν συγκεκριμέ να πουθενά... "Ακόμα καί ό Περέθ κατα λαβαίνει πώς ότι και νά τον ρωηήση αυτή τή στιγμή, δεν πρόκειται νά πάρη άπάντησι. Τά χείλια του άρρωστου ανοιγοκλείνουν σάν νά λέη άπό μέσα του πολλά λόγια καί σάν νά προσπαθή νά φωνάξη καί δυνατά κάτι καινούργιο... Πνίγεται ... Φέρνει τά χέρια στον λαι
ΖΟΡΡΟ μό του μέ μιά τραγική κίνηΨελλίζει πάλι: — "Έρχονται!... Πάμε νά φύγωμε από δω πέρα! ν. Δεν θά ξαναβγουμε ποτέ στο φως. Είναι οί βασανιστές!... Τους οδηγεί τό φως του Χρυσου! Ή_άπληστία! -αφνικά ξεσπάει στά γέ λια. Φαίνεται τρομερά ξαναμμέ νος. - Τά μάτια του γυαλίζουν^ό πως τά μάτια ενός τρελλοΰ. Φωνάζει μέ τραγική ευθυ μία: — Δέν θά βρουν ποτέ τον υπόγειο δρόμο πού οδηγεί στον μεγάλο "'Ανγκα; Τρελλέ!... Τρελλέ!... Κι" εσύ δέν θά βρής ποτέ τον δρόμο πού οδηγεί στον "Ηλιο! Ό φλοι ός τής γής σέ έχει ξεχάσει!... Είσαι θαμμένος από τώρα!... Είσαι βαθειά στά σπλάννα της!... Μαζί! σου κι* έγώ... Σούλεγα νά φύγωμε... "Ώωχ.. Στο φοβερό του παραλήρη μα έχει αρχίσει τώρα νά βογγάη καί νά κάνη γκριμάτοες πόνου, σάν νά τον βασανί ζουν ψιοικτά μέ αόρατα βα σανιστήρια.... Ό γιατρός Άλβάρες παρα μερίζει τον Περέθ μέ τήν άνησυΎΐα καί τον οίκτο ζωγοα φισμένον στο πρόσωπό του καί άκουμπάει πάλι ένα βρε γμένο πανί στο μέτωπο τοΰ αρρώστου. Ή άψή του καί μόνο τον άνακουφίζει αμέσως καί ή με γάλη έξσψις περνάει στή στι γμή, αφήνοντας μόνο τό τρο
ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ μερό λαχάνιασμα στο στήθος του. Ό ’Αλβάρες κόβει μέ μια κίνησι του χέρι ου τον Περέθ πού ,μέ τά μάτια γουρλωμένα από την περιέργεια/ κάνει νά πλησιάση και πάλι στο προ σκέφαλο του αρρώστου. — ’Όχι άλλο!, λέει· κάπως ,απότομα. Τό μυαλό του βρί σκεται σέ φοβερή δοκιμασία. Πρέπειι νά του δώσω ένα δυ^ νατό υπνωτικό νά κοιμηθή άμέ σως... ’Άν τον βάλετε νά σκε φθή πάλι καί νά παιδέψη τό λογικό του, μπορεί νά τρελλα θή... Πρέπει νά ήρεμήση τε λείως πριν μπορέση νά μάς τά πή δλα... Ό Περέθ κάνει τό ϊδνο που κάνει πάντα σάν βρίσκεται σέ αμηχανία, δηλαδή μασουλάει τά μουστάκια του. — Βρε αδερφέ, μουρμουρί ζει νευριασμένος, δεν μάς εί πε μ ι ά κ ουβέντ α ! Π ο ι ό ς εΐ~ ναι και από που έρχεται!... Μπορεί νά πρέπει νά βοηθήσοο με τίποτα συγγενείς του... — Απαγορεύω σάν για τρός, έστω καί μιά έρώτησι!, λέει ξερά ο Άλβάρες. "Αν δεν μέ υπακούσετε, θά έχετε τήν ευθύνη γιά δ,τι του συμβή! -— Xμ !, κάνει ό Περέθ ξε ροκαταπίνοντας. "Οπως νομί ζεις, σενιόρ 'Αλόνσο!... Δέν ,έχω καμμιά δ;άθεοι νά πληρώσω τήν τρελλα αύτουνοΰ εδώ... Μοΰ φαίνεται πώς τοϋχει στρίψει κιόλας καί δέν τον γλυτώνεις πιά μέ τίποτα! — Τό μυαλό του βρίσκεται σέ^ φοβερή αναταραχή !, άπο κρίνεται ό Άλβάρες. Πιστεύω
δμως πώς δέν έχει πάθει α κόμα ανεπανόρθωτη ζημιά. "ΟλοΊ παρακολουθούν τή συζήτησι τού αστυνόμου καί τού γιατρού καί έτσι, κανείς άλλος έκτος άπό τον Δον Πάμ πλο Ντελόρο δέν βλέπει τά χείλια τού αρρώστου πού σκάνε καί δέν ακούει τις λέ ξεις πού ψιθυρίζει ανάλαφρα: — Δυστυχισμένε τρελλέ! Θάφτηκες ζωντανός!... Θά φτηκες γιά πάντα!...
Πετάει... πετώει... ό Πάντσο!
^ 0 ΔΟ>Ν Π άοπλο φεύ γει μέ βιαστικό βήμα άπό τήν κλινική τού αστυνομικού στα θμού Έλ Χόκλο'. Τό πρόσωπό του είναι πο λύ σοβαρό καί ανήσυχο. Βαθειές ζάρες έχουν χαρά ξει τό μέτωπό του... "Οταν φθάνη στο σπίτι του ανεβαίνει κατ’ ευθείαν στο ε πάνω πάτωμα πού είναι τά υπνοδωμάτια. Στον διάδρομο συναντάει τον άφωσιωμένο γεοο - ύπηρέ τη του Φερνάν'το, πού τον έ χει ακούσει καί τρέχει νά τον ύποδεχθή. Ό Φερνάντο πού έχει με γαλώσει άπό μωρό τον Δον Πάμπλο, όχι μόνο τον αγα πάει σάν αληθινό παιδί του αλλά έχει μάθει καί - νά τον καταλαβαίνη μέ τήν προοτη ματιά. — Πατρόν, μουρμουρίζει ανήσυχος, συμβαίνει τίποτα κακό;
ΐΰΡΡό
Πηδάει οπτό δέντρο σέ δέντρο μέ άσύλητττίϊ ταχύτητα.
Τό πρόσωπο του Δον Ντε λόρο ξαστερώνει μονομιάς και χαμογελάει στον πιστό του υπηρέτη. Δεν Βόλεϊ νά τον βάλη σέ ανησυχίες. — Τίποτα κακό, Φερνάν το!, του λέει. Απλώς θυμή θηκα πώςλ απόψε μέ ^τό γέ μισμα του φεγγαριού βγαί νουν κάτι σπανιότατες... κάμπιες πάνω στα φοινικόψυλλα πού τό πρω'ί κιόλας γίνονται πεταλούδες, άν δέν προφτάσης νά τις καρψιτσώσης πρίν μεταμορφωθούν ί... — 7Ω! Μάντρε ντε ντίας!, κάνει- ό καϋμένος ό Φερνάντο γουρλώνοντας τά μάτια του μέ θαυίμασμό. Κατάλαβα, Πα τρόν!... "Αν σάς ζητήση καί νε ις απόψε, θάχετε πάει στο κυνήγι αυτής τής εξωτικής κάμπιας!... — Ακριβώς/ Φερνάντο!... Και ό Δον Πάμπλο μπαί νει βιαστικά στο δωμάτιό του και πλησιάζει στον τοίχο πού βρίσκεται στο πίσω μέρος του κρεββατιου του. Έκεΐ τά δάχτυλά του άνα καλύπτουν δυο ανεπαίσθητα έξογκώματα κάτω άπό την ταπετσαρία και τά πιέζουν, Μιά μυστική πόρτα ανοί γει. Ό Δον Πάμπλο κατεβαί νει την στενή σκάλα πού βρί σκέτοι μπροστά του καί πί σω του ό τοίχος του δωμα τίου του ξανακλείνει αθόρυ βα. Σέ λίγο, έχει βρεθή στον σκο τεινό υπόγειο διάδρομο πού οδηγεί κατ’ ευθείαν άπό τό
ΪΗ2 20ΥΓΚΛΑ2 αγρόκτημα του τής "Αθιέντα ντέλ Σολ στο περιβόητο στοι χειω'μένο «Σπί'τι> των "Ίσκιων» πού κάνεις σέ ολόκληρη την περιοχή δεν τολμάει νά τό πλησιάση. Κάπου όμως λίγο πιο ύ στερα από τα μισά τής υπό γεια διαδρο-μής, ό Δον Πάμπλο σταματάει για νά βγάλη από τη μυστική κρύπτη των βράχων, τα σύνεργα πού του είναι απαραίτητα γιά νά μετσμορψωθή άπό... ανιαρός έν ταμολόγος σέ Ζορρό τής Ζούγκλας! Σ τον άνθρωπο πού τό ό νομά του τρέμουν αλον εκεί νοι πού δεν τά πηγαίνουν κα λά με τον Νόμο... "Ολοι εκείνοι πού συνηθί ζουν1 νά καταπιέζουν καί νά βασανίζουν τούς αδυνάτους καί τούς ανυπεράσπιστους άν θρ ώπους... Π ρ αΥμ ατικά, δτ αν φτάνπ στήν «!Κάζα ντές Όμπρες» δεν ροράει παρά .μόνο ένα μα γιώ άπό δέρμα τζάγκουαρ και τή χρυσή μάσκα των "Ίνκας στο πρόσωπό του. Στο χέρι κραττάει τό τρο μερό μαστίγιο του Ζορρό,πού ή έπιδεξιότης του στον χειρι σμό του, τό κάνει στά χέρια του πιο τρομερό όπλο καί άπό ένα έξάσφαιρο πιστόλι! Ό Ζορρό χτυπάει συνθη ματικά τήν πόρτα του «Σπι τιού^ των "Ίσκιων». Είναι κάτι πού έχει συνη θίσει νά τό κάνη, επειδή γνω ρίζει πόσο φοβιτσιάρης είναι ό κωμικός βοηθός του πού βρί σκεται εκεί μέσα καί δεν θέ-
ιΗ Ροζίτα μένει μέ τό μ<χγιώ...
λει να τόν τρομάξη μέ μια ξαφνική παρουσία του. 5 Αλλα — όπως άλλωστε συμβαίνει αρκετές φορές — δέν παίρνει καμμιά άπάντησι, ούτε και τή δεύτερη φορά που επαναλαμβάνει τό χτύπημα. "Ετσι αποφασίζει· και μπαί νε' μέσα στο στοίχειωμένο σττίπι. Στο μοντέρνα επιπλωμένο όμως δωμάτιο του Πάντσο Γίγαντα — όπως φωνάζουν οι Ινδιάνοι τής περιοχής τον μι κρόσωμο βοηθό του — δέν βρίσκει αυτόν τον τελευταίο. Ωστόσο, ό Ζορρό τής Ζούγκλας δέν προλαβαίνει ν’ άνηισυχήση. ’Από τό εσωτερικό του πα λιού ερειπωμένου πύργου- α κούει κάτι ρυθμικούς, μεταλ λικούς ήχους. Καταλαβαίνει ότι ό Πάν τσο βρίσκεται στον κεντρικό πύργο και μαστορεύει τό «Μαύρο Πουλί», τό υπέροχο ελικόπτερό του, τοΰ οποίου ό Πάντσο είναι... αρχιμηχα νικός. Πηγαίνει^ λοιπόν προς τά έκεΐ, περνώντας ανάμεσα ά πό τά πανάρχαια ερείπια. Δέν άργεΐ νά φτάση. Μέσα ιστόν κεντρικό πύρ γο τό φως είναι αναμμένο και όπως ακριβώς τό έχει υποθέ σει ό Ζορρό, ό Πάντσο Γί γαντας είναι καθισμένος κά τω άπό την κοιλιά τού ελι κόπτερου πού είναι τοποθε τημένο πάνω σέ μια ψηλή βάσι. Μ3 ένα σφυρί κόπανάει μια μεγάλη βίδα πού βρίσκεται
πλάϊ στον αριστερό τροχό. Ταυτόχρονα μ’ αυτή τή δουλειά, τραγουδάει, κιόλας μιά... δική του σύνθεση σέ δικά του στιχάκια: «Πώς θάθελα να είχα έναν καί δυο καί δέκα πειρατές, για νά... τούς ρίξω ξύλο πού νά μήν τό ξεχάσουνε πο(τές! Πώς θάθελα νά μού ριχτούνε φονιάδες άπ’ όλες τις γωνιές, γιά νά^τούς... ,διαλύσω μ’ ετούτες τις μπουνιές!...» Ό Ζορρό μέ πάρα πολύ με γάλη δυσκολία συγκροτεί τά γέλια του. —Δέν ήξερα πώς έχεις καί .. . καλλ ιτεχνικές ικανότητες, Πάντσο!, τού φωνάζει εύθυ μα. Αυτό πού γίνεται τότε μέ σα σέ μιά στιγμή, καθώς ό Πάντσο Γίγαντας ακούει ξαφ νικά την... φωνή τοΰ Κυρίου του, είναι άδυνατον νά περι γραφή : — Πρώτα - πρώτα αφήνει μιά υστερική στριγγλιά, πού κανένα... τράμ στήν ιστορία, δέν τήν πέτυχε ποτέ, στρίβο ντας μέ φόρα γωνία. Δεύτερον πετιέται άπό τή θέσι του σαν ελατήριο καί μ’ ένα εκπληκτικό πήδημα πού θά τό ζήλευε καί πίθηκος, παίρνει μιά μεγαλόπρεπη... βουτιά μέσα σ’ έναν τεράστιο κάδο γεμάτον νερό, πού βρί σκεται στο πλάι τοΰ ελικό πτερου. Σέ μιά στιγμή βρίσκεται στον πάτο τοΰ κάδου, ενώ τά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ νερά τινάζονται ώς... την κο ρυφή του πύργου. "Υστερα βγάζει. — πάλι για μια στιγμή— το κεφάλι του στήν επιφάνεια και τσι ρίζει υστερικά: — ΕΤμαι ψαράκι- στη γυά λα μου, παιδιά! Στήν ψυχή τής γιαγιάς μου, δεν είμαι ό Πάντα ο Γίγαντας! Τον Πάν τσο Γίγαντα τον είδα νά ψεύγη προ ολίγου προς τό χωριό Κοΐμπρα!... Και μ5 αυτά τά τελευταία λόγια... ξαναβουτάει στον κάδο τό κεφάλι του... παρασταίνοντας τό ψάρι! Αυτή τή φορά ό μασκοφό ρος Εκδικητής, ό θρυλικός Ζορρό τής Ζούγκλας, δεν κα ταφέρνει νά μην ξεκαρδιστή στα γέλια μέχρι πού κοντεύει νά πνιγή. Στό τέλος όμως φοβάται μήπως ό Πάντσο πνιγή στ5 αλήθεια μέσα στό νερό από την τρομάρα του και τρέχει καί τον αρπάζει από τά μαλ λιά. Τον σηκώνει ψηλά σάν νά είναι παιχνιδάκι καί τον κα τεβάζει στό δάπεδο, πλάϊ στον κάδο. Ό Πάντσο Γίγαντας τον κυττάζει μέ γουρλωμένα μά τια. Δεν μπορεί νά πιστέψη πώς βλέπει μπροστά του τον Ζορ ρό καί πώς —επομένως— δεν έχει πιά νά φοβάται από τί ποτα ! — Τί έπαθες; τον ρωτάει εκείνος χαμογελώντας. Κά νεις μπάνιο μέ τά ρούχα; Ό Πάντσο κουνάει τό κε
21 φάλι- του δεξιά αριστερά καί χτυπάει τ* αυτιά του μέ τις παλάμες γιά νά βγουν τά νε ρά. — "Α μπά!, λέει μετά. 3 Από άφη ρ ημόδα!... Β λέπ ε ις έκεΐνο τό σφουγγάρι στό κά θισμα; "Ηθελα νά τό βρέξω γιά νά πλύνω τή ρόδα... Τό λοιπόν -αντί νά τό βουτήξω στό νερό καί νά κάτσω στην καρέκλα, έβαλα τό σφουγγά ρι στήν καρέκλα καί πήδηξά στον κάβο! Ό Ζορρό γιά δεύτερη φο ρά σκάει στά γέλια. — Τέτοια αφηρημάδα δέν είχα ξανακούσει!, λέει μέ θαυ μασμό. — Καί που εΐσ’ ακόμα!, του απαντάει ό Πάντσο μέ άσυνηθιστη ειλικρίνεια. >Κάνε μου κΓ άλλες τέτοιες λαχτά ρες νά εμφανίζεσαι, στά κα λά - καθούμενα καί θά γελά σουμε πολύ! 3 Αλλά ό Ζορρό μ5 όλο πού δ ιασκεδ άζε ι άφάντασμ α μέ τον μιπκροσκοπικώτερο... Γί γαντα τής περιοχής, πρέπει νά τρέξη προς τό ίμερος εκεί νο τής ζούγκλας πού υποθέ τει πώς κάποιος άνθρωπος κινδυνεύει... Αέει λοιπόν στον Πάντσο: — Τό «Μαύρο Πουλί» εί ναι έτοιμο γιά πτήσι; — Πανέτοιμο!, αποκρίνε ται περήφανα ό Γίγαντας. Τώ ρα του κοπάναγα την τελευ ταία βίδα! Είναι τής ώρας! Φρεσκότατο! — Εμπρός λοιπόν! "Ας τό άνεβάσωμε στήν κορυφή του πύργου γιά νά ξεκινήσω
22 Ό Πάντσο μέ τρομακτική σοβαρότηΝ-οο, σαν άρχιμηχανικός πού εΐναιι, κατεβάζει δυο μοχλούς. Τό λαμαρινένιο δάπεδο αρ χίζει νά σηκώνεται όλο μαζί προς τά επάνω, μέσα οστό τό σαν φουγάρο εσωτερικό τού πύργου. Το ελικόπτερο ^φθάνει στην κορυφή και τά φώτα σβύνουν σ^ έναν καινούργιο χειρισμό των μοχλών από τον Πάντσο Γίγαντα. "Υστερα ανοίγει· τό επίσης λαμαρινένιο κάλυμμα τού πύρ γου και από πάνω ζωγράφιζε ται ό άστροφώτ ιστός ουρα νός. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας σκαρφαλώνει πάνω στο υπέ ροχο μεταλλικό πουλί, πού μπορεί μέσα σ’ ελάχιστα λε πτά τής ώρας νά τον φέρη στά πιο απόμακρα σημεία τής ζούγκλας, έκεΐ πού υπάρ χει. ανάγκη νά έπιβάλη τον Νόμο καί τή Δικαιοσύνη.... Χειρίζεται· τά διάφορα κου μπιά καί ό καταικόρυφος έλι κας αρχίζει νά στροβιλίζε ται δαιμονισμένα, χωρίς τον πα ρα μ ικρό θόρυβο. Αυτό τό θαύμα τής σύγχρο νης τεχνικής είναι έτοιμο νά ύψωΐθή στον αέρα... Ό Πάντσο Γίγαντας τού κουνάει άπό κάτω τό χέρι σε χαιρετισμό. — Καλό κατευόδιο!, τού φωνάζει. Καί νά τό προσέχης λιγάκι παραπάνω τό φσυκαριάριικο, γιατί τοϋχεις άλλάξει τήν πίστι στά τρακαρί σματα! ’Έπρςπε νάχε τρο
ΖΟΡΡΟ χαία στή ζούγκλα καί τά κου βεντιάζαμε!... Ό Ζορρό χαμογελάει. ^— Πάω γιά μιά άνίχνευσι μόνο, τού άποκρίνεται κρα τώντας γιά λίγο τον μοχλό άνυψώσεως. Θές νάρθης μαζί μου γιά βόλτα; ;— "Α πά πά!, ψελλίζει 6 Π άντσο καί σταυροκοπ ιέτα ι. Καί ποιος ό λόγος σέ παρορκαλώ; Μήπως τό χωματάκι πού πατάω δεν εΐναι πιο σί γουρο; Τσάο καί νά μού γρά Φης!· ν Καί μ’ αυτά τά λόγια ση κώνει τό σφυρί πού κρατάει ακόμα στο χέρι του καί κο πανάει άλλη μ.ιά μ’ ολη του τή δύναμι σ’ εκείνη τή βίδα πού τον βασανίζει εδώ καί τό ση ώρα. — Παλιόβιδα!, τσιρίζει μέσ’ άπό τά δόντια του. Πώς στράβωσες έτσι; Θά γαντζώση σέ καμμιά ρόδα καί θάχου με καινούργιες ζημιές! Αντί όμως νά γαντζώση στή ρόδα ή βίδα πού λέει ό Πάντσο καί αντί νά γίνη άλ λου είδους ζημιά, καθώς στρίβη γιά νά φύγη άπό κάτω ά πό τήν κοιλιά τού ελικόπτε ρου, ή βίδα γαντζώνει στην... τιράντα, του! Καί καθώς έπίσης τήν ίδια ώραι ό Ζορρό τής Ζούγκλας τραβάει τό «ιστίκ» άνυψώσεως, τό ελικόπτερο σηκώνεται μέ ταχύτητα στον άέρα καί ό Πάντσο Γίγαντας... χάνει τή γή άπό κάτω άπό τά πό δια , του!.... "Ενας άλλος στή θέσι του, θά ξεσπούσε ασφαλώς σέ α-
23
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γριά ούρλιαιχτά τρόμου... Ακόμα και ό γενναιότερος άντρας θά φώναζε καλώντας σε βοήθεια τον πιλότο του έλιικαπτέρου, ξέροντας μάλι στα ττώς εύκολα θά μπορούσε νά τον άκούση, αφού τό υπέ ροχο σκάφος του είναι εντε λώς αθόρυβο... Ό Πάντσο Γίγαντας όμως δεν βγάζει ,μιλιά! Γιά νά πούμε την αλήθεια, ανοίγει, τό στόμα του γιά νά φωνάξη την πρώτη στιγμή, μά όσο κΓ άν ζορίζεται, μό νο αέρας βγαίνει από τό στό μα του και ήχος κανένας! Κάτι έχει σταθή στο λα ρύγγι του καί εμποδίζει τή φωνή του νά βγή παραέξω. Τά -μάτια του στριφογυρί ζουν σάν ρουλεμάν .μέσα στις κόγχες τους, έτσι όπως βλέ πει καί τή γη νά στριφογυρί ζει κατασκότεινη, φοβερή, κά τεο από τά πόδια του, σε πολ λών δεκάδων μέτοων ύψος, που όσο πάει μάλιστα καί μεγαλώνει. Καί τελικά, λουσμένος ο λόκληρος από έναν κρύο ιδρώ τα, καταφέρνει νά ψιθυρίση μονάχα αυτό: — Ό Πάντσο Γίγαντας... πετάει! Καί λιποθυμάει, αφού πρέ πει νά ομολογήσουμε .όλοι ότι καί πολύ κράτησε! Ή πόλις του γρυσου. Τι ΡΕΠΕΙ ^ νά
πούμε
δυο λόγια γιά την ξαφνική έξόρμησι τού μασκοφόρου ύ*
περασπιστή τών αδυνάτων στη ζούγκλα. Ό Δον Ντελόρο —πού α ποτελεί μέ τον Ζορρό ένα πρόσωπο— είναι ό^ καλύτε ρος γνώστης όλης τής περιο χής τού "Ανω ’Αμαζόνιου. Δεν υπάρχει ποταμάκι, κα ταρράκτης, λιμνούλα, λόφος, πεδιάδα, πού νά μην γνωρίζη την ύπαρξί τους καί την α κριβή τους τοποθεσία. Δεν υπάρχει ούτε «μιά περι οχή -μέ αρχαία ερείπια πού νά μην τήν ξέρη ό Ζορρό τής Ζούγκλας. Καί είναι κατασπαρμένη από έρείπια αρχαίων πολιτει ών τών " I νκας ή χώρα τού "Ανω 5Αμαζόνιου, γι'ατί σ’ εκεί να τά μέρη ήκμασε ό θαυμαστότερος πολιτισμός τών προ γόνων τών σημερινών ερυθρο δέρμων... "Ετσι λοιπόν, μόλις ακού σε ό Δον Πάμπλο τον άτυχή εκείνον άνθρωπο στήν κλινική τού Έλ Χόκλο, νά μιλάη γιά τήν Πόλι τού Χρυσού, κατά λαβε αμέσως πώς εννοούσε τήν Ίκοντάμα, τήν ^ πανάρχαια πάλι τών Χρυσών Θεών τών "I νικάς, πού σ' αυτήν υ πήρχαν ολόχρυσα. —όπως λέει· ό θρύλος-— όλα τά αγάλ ματα τών θε<ών τους. Βέβαια τά χρυσά αγάλμα τα δεν βρέθηκαν ποτέ. Πολλές φορές όμως έπιστή μονές ή τυχοδιώκτες ξεκίνη σαν μέ αντικειμενικό σκοπό καί φιλοδοξία τήν άνακάλυψί τους... Κανείς ποτέ δέν πέτυχε... Πολλοί δεν γύρισαν κιόλας
24 άπό την αποστολή αυτή... Μήπως λοιπόν 6 καθηγη τής Τζένκινς πού άνέφερε ό σκελετω μ ένας άνθ ρωπος, εί ναι ένας άπ9 αυτούς τους επι στήμονας πού ψάχνουν για τις πανάρχαιες, χρυσές θεότητες τών νικάς. Κ αθόλου άττ ίθ'αν ο... Και μήπως έχει μείνει φυ λακισμένος στα ερείπια τής Ίικοντάμα, που ό Ζορρό τής Ζούγκλας γνωρίζει θαυμάσια την ύπαρξί τους; Πώς όμως έχει φυλακισθή; Γ ιατί ό σκελετωμένος άν θρωπος μιλούσε συνεχώς για βασανιστήρια καί ζωγραφιζό ταν τέτοιας τρελλός τρόμος στο βλέμμα του; 'Όλ9 αυτά είναι μυστήρια πού έχουν βάλει σε μεγάλη υποψία τον Εκδικητή τής ζούγκλας και δέν θά ήσυχάση άν δεν πάρη μιά άπάνΤησι στίς απορίες του... ΓΓ αυτό ξεκίνησε μέ τό έλικοπτερο προς τά Δυτικά, που απλώνεται ή σιωπηλή κοι λάδα του Μαύρου Κόνδορα... Ό Πάντσο Γίγαντας όπως είδαμε τον ακολουθεί... κατά πάδας, μόνο οχι όρμώμενος α πό τους ίδιους λόγους μέ τ9 αφεντικό του αλλά επειδή τον μάγκωσε ή βίδα από τήν τι ράντα ! Και είναι μάλιστα μιά τι ράντα ελαστική, πού σε κάθε κούνημα του Μαύρου Πουλί ου τεντώνει καί ξαναμαζεύει καί όλο λες πώς ό καϋμένος ό Πάν τσο θά σκάση κάτω στή γή σάν καρπούζι!... Ευτυχώς δέν τον νοιάζει
ΖΟΡΡΟ καθόλου για 6λ9 αυτά, γιατί είναι· λιποθυμία μένος! Δέν αποκλείεται μάλιστα τελικώς νά άντέξη ή τιράντα του σ9 αυτό τό εκπληκτικό ταξίδι καί νά σωθή ό Πάντσο οπότε θά έπρεπε νά μάθουμε οπωσδήποτε τή μάρκα αυτής τής τιράντας! Πάλη θανάτου ΖΟΡΡΟ τής^ ζούγ κλας πλησιάζει μέ τό ελικό πτερό του τή γή. Σιγά - σιγά οι ρόδες του άκουμπάνε στο (μαλακό χώμα τού ξέφωτου κι9 ό μ ασκοφόρος "Εκδικητής πηδάει από τή θέσι του καί... μένει μέ τό στό μα ανοιχτό, βλέποντας τον Πάντσο Γίγαντα νά κοιμάται μακαρίως, ξαπλωμένος κάτω άπό τό ελικόπτερο! Μέ τό ξάπλωμα μάλιστα τού έχει ξεγαντζωθή καί ή τιράντα άπό τή -βίδα και ό Ζορρό είναι άδύνατον νά βάλη μέ τον νού του πώς έχει βρεθή έικεΐ πέρα ό Πάντσο. Πάει νά τρελλαθή. Σκύβει τρομαγμένος άπό πάνω του καί νοιώθει μεγάλη άνακούφισι βλέποντας πώς είναι ζωντανός. Τον αρχίζει στα χαστουκάκια καί σέ λίγο ό μικροσκοπικός βοηθός του είναι... περδί κι. —Πάντσο!, φωνάζει ό Ζορ ρό. Πώς βρέθηκες εδώ πέρα; —- Δέν ξέρω!... Δέν θυμά μαι!, μουρμουρίζει ό δύστι/*
ΤΗΣ ΙύΥΓΚΑΑΐ χος. Θυμάμαι πού... πού πετούσα στον αέρα!... Σαν που λί!... "Υστερα... — "Υστερα; — Δεν ξέρω! Νομίζω^ μ" έπιασε μια νύστα άλλο πράμα καί τδρριξα στον ύπνο! Ό Ζορρό καταλαβαίνει πώς θά χάση πολύν από τον πολύτιμο χρόνο του, για νά μάθη πώς έχει συμβή αυτό τό απίθανο γεγονός. — Καλά, λέει βιαστικά. Τό σπουδαίο είναι πού είσαι καλά... Μείνε τώρα εδώ, μέσα στο ελικόπτερο, νά ,μέ περιμένης... Μην άνησυχήσης.... Θά περιμένης πολύ... Στο μέ ρος πού πηγαίνω δεν υπάρχει κανένα ξέψωτο κι5 έτσι δεν μπορούσα νά προσγειώσω τό Μαύρο Πουλί.... Αναγκαστικά θά δ ιανύσω τον υπόλοιπο δρόμο με τά πόδια. Ό Πάντσο τον κυτ τάζει με γαυρλωμένα ·!μ άτ ι α. — Έτσι... ξυποληταρία; τσιρίζει. Θά σου μπή κανέ να αγκάθι, χριστιανέ μου! — Ένοια σου! Δεν θά.... πατάω κάτω!, τού λέει ό Ζορ ρό χαμογελώντας. -— Μπορείς καί πετάς κι* εσύ έτσι σάν κι* εμένα; —"Όχι, τόσο μακρυά δεν μπορώ!, ομολογεί ό μασκο φόρος Εκδικητής. Σε κοντηνότερες όμως αποστάσεις κά τι καταφέρνω! — Δεν είναι τίποτα! Σι γά - σιγά θά μάθης!, τον βε βαιώνει ό Πάντσο με μετριο φροσύνη. Κι* ό Ζορρό αρπάζεται από ένα φυτικό σχοινί καί μ5 ένα
έ/κπληκτικό πήδημα, χύνεται σάν σίφουνας μες στην κατασκότεινη ζούγκλα... Ταξιδεύει έτσι με πελώρια πηδήματα από δέντρο σέ δέντσο, ακολουθώντας μιά κατεύ θυνσι, γιά την όποια φαίνεται πώς δεν έχει καμμιά άμψιβολία_πώς είναι σωστή. -αφνικά όμως εκεί πού πη δάει από τό ένα δέντρο στο άλλο καί κάνει ν' άρπαχτή α πό ένα καινούργιο φυτικό σχοινί γιά νά πηδήξη στο δι πλανό, βλέπει δυο φλογισμέ να μάτια νά τον κυττάζουν α πό πολύ κοντά μες στη νύ χτα. "Ενα όσταίσιο μουγγρητό σχίζει την ήρεμία τής ζού γκλας. Είναι ένα τρομερό τζάγκου αρ σκαρφαλωμένο πάνω σ" ε κείνο τό κλαδί πού βλέποντας τον Ζορρό κάνει με αστραπι αία ταχύτητα την έπ,ίθεσί του. "Άνθρωπος καί ζώο σ" ένα θανάσιμο ' αγκάλιασμα πέ φτουν άπ5 τό ψηλό κλαδί. Ευτυχώς κάτω άπ* τά αι ωνόβια δέντρα ή γη είναι στρωμένη με τέτοιο παχύ χα λί από φύλλα, πού ό μασκο φόρος "Εκδικητής δεν παθαί νει τίποτα, γιατί έστω καί νά ζαλιζόταν γιά λίγο μ’ εκείνο τό φοβερό θηρίο στην αγκα λιά του, σίγουρα θά έχανε τή ζωή του μέσα σ" ελάχιστα δευτερόλεπτα... Τό χέρι όμως τοΰ Ζορρό έ χει τραβήξει κιόλας τό μα χαίρι· από την πέτσινη θήκη τής ζώνης του. Μιά τρομερή πάλη ζωής ή
θανάτου αρχίζει· τότε, καθώς τό κορμί τού τζάγκουαρ έχει τυλιχτή γύρω άττ5 τό σώμα του Ζορρό και τά τρομερά νύ χια του ψάχνουν στα σκοτει νά γιά τον λαΐ'μό του... ■Πρώτο όμως τό ατσαλένιο νύχι πού κρατάει στο χέρι του ό Ζορρό τής Ζούγκλας, προ λαβαίνει και καρφώνεται βαθειά στην καρδιά του θηρίου. Το τζάγκουαρ κεραυνοβο λημένο πέφτει· καί σφαδάζει στο έδαφος. Ό μασκοφόρος Εκδικητής παίρνει μια - δυο βαθιές α ναπνοές καί ξεκινάει πάλι συ νεχίζοντας τό εναέριο ταξίδι του, μόνο πού αυτή τή φορά είναι πιο προσεκτικός... Αιχμάλωτος
Λ
ΕΝ άργεΐ νά φτάση στα πανάρχαια ερείπια τής Ίκοντάμα. Δεν πλησιάζει όμως αμέ σως κοντά. -έροντας ότι κάτι ασυνήθι στο, ίσως νά ^ συμβαίνη αυτό τό .βράδυ εκεί πέρα, κάθεται κρυμμένος πίσω από μιά φου ντωμένη φυλλωσιά καί παρα κολουθεί μ’έ τά εκπληκτικά μάτια του, πού μπορούν νά βλέπουν ακόμα καί τή νύχτα. Δεν κινιέται δμως τίποτα μέσα στά ερείπια. Δεν άκούγεται ό παραμι κρός θόρυβος ή ό παραμικρός ψίθυρος... Ό Ζορρό αποφασίζει νά βγή από την κρυψώνα του. Σέ λίγο βαδίζει ανάμεσα
στά χαλάσματα τής παλιάς, δοξασμένης πολιτείας των "Ίνκας. Πάλι δεν διακρίνει τίποτα τό ύποπτο ή δ-έν ακούει κανό ναν θόρυβο στη νυχτερινή σι γαλιά. Προχωρεί ως τόσο περισ σότερο. -έρει πού βρίσκεται ή κεν τρική πλατεία τής Ίκοντάμα καί πώς έκεΐ υπάρχει μιά υ πόγεια τάφρος πού προχωρεί αρκετές δεκάδες μέτρα κάτω από τό έδαφος. Δέν μπορεΐ νά ξεχάση τά λόγια του παράξενου άνθρώ που, πού φώναζε γιά κάποιον πού βρίσκεται στά σπλάχνα τής γής...^ Ό άτρόμητος Τι μωρός δέν διστάζει ούτε νά χωθή μέσα σ5 αύτήν τήιν τάφρο καί νά προχωρήση άθόρυβα προς τό βάθος της, >μές στο σκοτάδι. Μέ τό πλεονέκτημα πού έ χει νά μπορή νά βλέπη όσο σκοτεινά κι5 άν είναι, αισθά νεται Εμπιστοσύνη στον εαυ τό του. Ξαφνικά όμως σταματάει. Κάτι έχει ακούσει ή τον γέ λασαν τ’ αυτιά του; Γυρίζει τό κεφάλι ολόγυρα. Μπρος καί πίσω στον υπό γειο διάδρομο δέν υπάρχει ψυ χή. Κι5 δμως ό ψίθυρος πού τον σταμάτησε ξανακούγεται. Ό Ζορρό βλέπει ξαφνικά δεξιά του, στη ρίζα του τοί χου, μιά μικρή τρύπα. ^ Καθώς ξανακούει τον πα ράξενο θόρυβο, σιγουρεύεται πώς έρχεται ακριβώς απ’ αυ τήν την τρύπα.
27
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Σκύβει αμέσως μέ λαχτά ρα και μέ μάτια ττού λάμπουν και στήνει τ5 αυτί του. Να-Π... Είχε δίκιο... Άκούγονται υπόκωφες ομιλίες... Ό Ζορρό προσπαθεί απε γνωσμένα να ξεχωρίση τά λό για... Στην προσπάθεια του αυτή δεν αντιλαμβάνεται τη σκιά πού πλησιάζει σιγά-σιγά από πίσω του... Δεν καταλαβαίνει την πα ρουσία ούτε δταν ή σκιά αυ τή σταματάει ακριβώς από πάνω του... Ούτε δταν ένα χέ ρι πού κρατάει ενα πιστόλι σηκώνεται άπε ιλητ ικά στον αέρα... ^'Οταν δμως τό χέρι αυτό πέφτει με φόρα και ή κάννη
του πιστολιού προσγειώνεται αλύπητα πάνω στο κρανίο του πού τρίζει έπικίνδυνα, ό Ζορρό βγάζει ένα πνιχτό βογ γητό καί βυθίζεται στά μαύ ρα σκοτάδια τής ανυπαρξίας. Τό ιιυστήοιο του ’Έλ Ρέϋ 0
ΕΛ ΡΕΎ'^ πετιέται
ξαφνικά όρθιος επάνω στήν διχάλα τού δέντρου πού είναι ξαπλωμένος. Φέρνει τά χέρια στο κεφά λι του καί μια δυνατή κραυγή πόνου βγαίνει από τό φαρδύ του στήθος. "Υστερα τραβάει τό μα-
Κρατάει στην αγκαλιά του τή Μάγια μέ τό Βέλο..,
28 χαΐρι του μέ λύσσα καί στρι φογυρίζει μέ μανία, σίγουρος δτι κάποιος τον έχει χτυπή σει στο κεφάλι, πλησιάζο ντας τον χωρίς νά τόν εχη άντιληφβή. Τίποτα όμως! Ψυχή δεν υπάρχει όλόγυρα. "Οσο κι·* αν ψάχνη δεν μπο ρεΐ νά άνακαλύψη κανέναν καί στο τέλος σιγουρεύεται πώς πραγματικά δεν υπάρχει άν θρωπος σ’ ολόκληρη την πεΡι°χή· Μά τότε; Εκείνο τό τρορερό χτύπημα; Τό κεφάλι του α κόμα καυδουνάει άπό τόν πό νο. Ή ζαλάδα του είναι τόσο μεγάλη πού ακόμα παραπα τάει καί δεν ρπαρεΐ νά σταθή καλά στά πόδια του!... Ό βασιλιάς τής ζούγκλας λυσσασμένος άπό τό κακό του για τό τρομερό μυστήριο πού κυκλώνει τη ζωή του χω ρίς νά -μπορή νά τό ξεδιαλύνη αρχίζει πάλι την περιπλάνησί του μέσα στη ζούγκλα. Πηδάει άπό δέντρο σε δέν τρο με φανταστική ταχύτητα. Τρέχει σάν τρελλός, χοορίς νά ξέρη καί χωρίς νά τόν εν διαφέρει πού πηγαίνει. Κ ύ άξαφνα αναγκάζεται- νά σταματήση ενώ τά ,μάτια του μένουν ανοιγμένα διάπλατα άπό τήν έκπληξ ι: Κάπου εκεί μπροστά του, είναι σταρ στημένο τό Μαύρο Πουλί, τό υπέροχο ελικόπτε ρο τού Ζορρό τής Ζούγκλας. Μονομιάς τραβάει τό μαχαί ρι του καί μια φλόγα θριάμ βου τρεμοπαίζει στίς κόρες
ΖΟΡΡΟ των ματιών του. — ^Ήρθε ώρα φανή, ποιος βασ ι λ ιάς ζούγκλας!, μαυγγρίζει μέ θυμό. Ζούγκλα, βα σίλειο δικό ,μαυ!... Καί χύνεται προς τό ρέρος τού ελικοπτέρου άλλα δταν σκαρφαλώνει πάνω σ’ αυτό, δεν βλέπει μέσα παρά μόνο· τόν... γενναιότατο Πάντσο Γίγαντα. Ό Πάντσο κυττάζει κΓ αυ τός τόν πελώριο Έλ Ρέϋ καί περιμένει νά δή άν θά πρέπει νά λιποθυμίση ή νά κάνη τλ ποτ5 άλλο καλύτερο. — Πού είναι Ζορρό; γρυλλίζει ό βασιλιάς τής ζού γκλας. Ό Πάντσο ψελλίζει μισο πεθαμένος: ■—Πάει τσά... τσά... τσά... τσάρκα! Καί βλέποντας πώς ό Έλ Ρέϋ κ ρατ άε ι άνασ ηκ ω μένο στον αέρα εκείνο τό τρορερό μαχαίρι του... λ ιπαθυμάει! Ό βασιλιάς τής ζούγκλας γυρίζει γύρω - γύρω μανια σμένος. Κάτω στο χώρα βλέπει τό τε τά πατήρατα τού Ζορρό καί κοντά τους εκείνο τό φυ τικό σχοινί πού είχε άρπάξει ό .μασκοφόρος Τ ιμωρός. Χωρίς νά χάση καιρό ξανα βάζει τό μαχαίρι στή θήκη του, κρεμιέται κι5 ό ίδιος απ’ αυτό τό σχοινί καί άρχίζει πάλι τό εναέριο ταξίδι του, ακολουθώντας ρ'5 έναν θαυμα στό τρόπο τά ίχνη τού Ζορρό. Δεν κάνει περισσότερη ώ ρα άπ5 όση είχε κάνει εκείνος για νά φτάση στά ερείπια τής
■ίτυχΑ&ύίϊΧτΰ'ϊζααΆ Α-Άΐ
3 ίκοντάμά. Και μόλις φθάνει βλέπει κάτι που τον αφήνει άναυδο: Κάτω απτό τά πόδια του—■ γιατί βρίσκεται ακόμα άνεβασ μένος σ' ένα δέντρο— περνούν τέσσερις ϊνδιάνοι κρατώντας ένα φορείο καί έττάνω στο φορείο είναι ξαττλω μένος, ακίνητος, ό Ζορρό τής Ζούγκλας!... Προς την 31 κοντάρια 0
ΚΟΙΛΑΡΑΣ άστυνό
μος Μάριο Περέθ, πτάνω στην ταράτσα τού αστυνομικού σταθμού Έλ Χόκλο, επιθεω ρεί τούς άντρες του, πρίν από τήν έπιβύβασί τους στο ελι κόπτερο τής αστυνομίας. Φαίνεται εξαιρετικά ικανο ποιημένος απ' αυτούς. — Γρήγορα!, λέει μέ το αιώνια αγριωπό ύφος του. Μόλις λάβαμε ραδιοτηλεγρά φημα από την κεντρική διοίκησι τού Ρίο, νά ένδιαφερθού με για τήν αποστολή τού κα θηγητού Τζένκινς που ξεκίνη σε νά άνακαλύψη τις χρυσές θεότητες τής Ίκοντάμα κι3 έ χει έξαφανισθή... Ευτυχώς που ό άγνωστος αυτός που έπεσε στον δρόμο μας, μίλη σε για τον Τζένκινς!... 'Ασφα λώς θά είναι από τους άνθρώ πους τής αποστολής του!... Πρέπει όμως νά βιαστούμε καί νά ένεργήσωμε μέ σύνε ση για νά μήν άπότύχουμε! 37Αν τον βρούμ-ε ζωντανό, θά κάνουμε τήν τύχη -μας! Ή Ε ταιρεία του προσφέρει Ινα έ-
^μ β μ μ μ &ι&*οο&4&^ι&αΛίια&&κΐ**
κατομμύρια βολλάρια γιά τήν άνακάλυψί Του! Τά μάτια τών αστυνομικών λάμπουν από απληστία μες στή νύχτα. Ό Περέθ μ ουρ μ οορ ίζε ι: — Φυσικά, τό .μεγαλύτερο μέρος τής άμοιβής θάναι δι κό μου άν τον βρούμε, μά θάχετε νά στάρετε καί τού λό γου σας μεγάλο μερίδιο!.... Συνεννοηθήκαμε; Καί τώρα άς τού δίνουμε πριν έμφανισθή καί ή κόρη μου καί ζη τάει νά ξανακάνη τήν πιλοτίνα!... Τους ζυγούς λύσατε! Οί άντρες του πηδάνε γρή γορα - γρήγορα στο πίσω μέ ρος τού ελικόπτερου καί ό ί διος —παρά τήν παχυσαρκία του— κάνει ένα ευκίνητο πή δημα στή θέσι τού πιλότου καί... τρακέρνει πάνω στή Ρο ζέτα που είναι ήδη καθισμένη εκεί πέρα καί τού χαμογε λάει ! Ό Περέθ κοντεύει νά πάθη αποπληξία. —- Έσυ εδώ!, μουγγρίζει απελπισμένος. Πώς βρέθηκες; — Έγώ έφερα τό ραδιοτή λεγράφημα από τή λήψι! / τού θυμίζει γελώντας ή άμορ φη κόρη του. -έχασες πώς αντικαθιστούσα τον τηλεγρα φητή που είναι άρρωστος; Ό χΟντρο - αστυνόμος ση κώνει τά χέρια προς τον ούρα νό μ3 έγκαρτέρησι. — Στο τέλος θ3 άντικαταστήσης κι* εμένα, κόρη μου! ( Υρυλλίζει απαρηγόρητος. Τι ήθελες καί γεννήθηκες κορίτσι μέ μυαλά αντρικά! 3Εμπρός! 3Άς ξεκινήσουμε τώρα!... Πρ|
13 ττει νά βιοοσίτοΟμε! Ξέρεις τι κατέύθυνσι θ' άκολουθήσης γιά 1-ήν Ίκοντάμα; —- Και βέβαια... πατερούλη! Καί σέ λίγα λεπτά τό έλι κόπτερο τής αστυνομίας ση κώνεται στον άέρα μ’ έναν δαιμονισμένο θόρυβο πού κά νει τά τζάμια όλου του κτι ρίου νά τρίζουν έπικίνδυνα... Τό αύτόγυρο περνάει όλη την κοιλάδα του Μαύρου Κόν δορα καί κατευθύνεται πάνω από την άπροσπέλαστη ζού γκλα. Τό χέρι τής Ροζίτας, που είναι λεπτό καί κατάλευκο δεί χνει.πώς μόνο πιάνο μπορεί νά παίζη ή νά σχεδιάζη κεντή ματα, δείχνει στον χάρτη κά τι κόκκινα σημαδάκια καί Λ χοντρά - Περέθ σκύβει δίπλα της. — Έ6ω εΐναι ή Ίκοντάμα, πατέρα!, τού λέει ή νέα. Δέν υπάρχει όμως κανένα μέρο^ κοντά γιά ν* άκουμπήσουμε το έλικόπτερο. 'Όλα τά ξέφωτα πού υπάρχουν, βρίσκονται σέ μ εγάλη άπόστασ ι... , -— Τί νά κάνουμε!, γρ λίζει ο Περέθ. θά πάμε σ’ έ να απ' αυτά καί τον υπόλοι πο δρόμο θά τον διανύσωμε μέ τά πόδια.*. ^ Προογματικά σέ λίγο τό αύ τόγυρο τής αστυνομίας έχει πρσσγειωθή. σ\ ένα ξέφωτο τής παρθένας ζούγκλας, πού ευτυχώς δέν εΐναι τό ίδιο πού έχει αφήσει τό «Μαύρο Που λί» ό Ζορρό. Ό Περέθ κυττάζει ανήσυ χος την κόρη του*
ζΰΡΡΰ
Λ
Δέν φαντάζομαι νά θές
νά διασχίρης αυτή τή ζού γκλα μαζί .μας!, τής λέει. — "Οχ'ι, αποκρίνεται ή κοπέλλα. Θά μείνω εδώ μέ τό ε λικόπτερο, νά τό Φυλάω καί νά σάς περιμένω κιόλας. -— "Αν σομβή τό παραμι κρό νά τό άπογείωσης γιά νά μη διατρέχης κίνδυνο!, τής λέει ό αστυνόμος. Νάχης τά μάτια σου δεκατέσσερα! — "Ενοια σου, πατέρα!... 'Αλλά ή ωραία Ροζίτα, δέν έχει πραγματικά σκοπό νά μείνη στο αύτόγυρο καί νά περιμένη. ^ Μόλις ή αποστολή τού Πε ρέθ εξαφανίζεται μέσα στά πυκνά δέντρα τής ζούγκλας, αρχίζει νά γδύνεται... Σέ λίγο έχει μείνει μ5 ένα μαγιώ καί τό πρόσωπό της είναι σκεπασμένο μ" ένα πυ κνό βέλο... Είναι ή Νάγια μέ τό Βέλο! Η υυστηριώδης γυναίκα πού εμφανίζεται στή ζούγκλα τις πιο κρίσιμες στιγμές, γιά νά σώση τον Ζορρό... Πώς ^ξέρει όμως ή{ Νάγια αυτή τη στιγμή ότι ό Ζορρό βρίσκετα^ εδώ γύρω, στά ε ρείπια τής Ίκοντάμα;... Ό αγριόγατος 0 ΑΓΡΙΟΓΑΤΟΣ νάι ένας φοβερός κακούργος ιτού κανείς δέν ξέρει από πού έχει έρθει, γιά νά^ στήση σαν δηλητηριώδης αράχνη τά δί χτυα του, μέσα στήν παρθένα
ΪΗ1 ίθΥΡΚΛΑί Ι!ίΓ>ι·ΐ!ι^Μίί1' I ι ΙΓι
ζούγκλα τσύ Άνω
Άμαζο*
Μου,. Πολλές φορές ωστόσο ή α στυνομία έχει έττιχειρήσει νά τόν συλλάβη αλλά χωρίς νά τό κατόρθωση... Ό "Αγριόγατος ττού διαθέ τει και μια συμμορία άττό καμμιά εικοσαριά πολεμοχα ρούς ίνδιάνους, έχει τρομερή Ικανότητα νά «μυρίζεται» τά καραβάνια πού περνούν μέσα στη ζούγκλα και αλλοίμονο σ" εκείνα άπ" αυτά πού θά πέσουν στά χέρια του... Τά εγκλήματα του φοβε ρού αυτού ανθρώπου είναι ά πειρα,.. Στην περίπτωσι δμως τού κοόθηγητοΰ Τζένκινς, ό "Αγρι όγατος φέρθηκε ακόμα πιο έ ξυπνα. Κατάλαβε πώς ό Τζένκινς θά έψαχνε γιά τις «χρυσές θεότητες» καί αποφάσισε νά τον άναγκάση νά τις ξετρυπώση από την πανάρχαια κρυ ψώνα τους γιά λογαριασμό του... Καθώς λοιπόν ό άπαίσιος αυτός κακούργος βρίσκεται στην περιοχή τής ερειπωμέ νης Ίκοντάμα, οί άντρες του τον ειδοποιούν πώς κάποιος πλησιάζει και ό κάποιος αυ τός εΤναί ό Ζορρό τής ΖούΥκΛας, ό θρυλικός μοοσκοφόρος Εκδικητής. Ό "Αγριόγατος έχει δλον τον καιρό νά στήση στήν εν τέλεια τήν παγίδά του. "Έτσι 6 Ζορρό πέφτει στά χεριά του και οί άνθρωποί του τον μεταφέρουν τώρα πάνω σ" έ^ να φορείο, ενώ ό ϊδιος άκο-
Μ
πΗ**»*—ι »ί·^ιί*ΙΐΊιΊί·ίιι1^ιΙ«ίΙίΐίΗ-ιηηΐ'"·111Ι'ίικήΠ1ιιιΓΐι· ιι...............
Αουθει άπό πίσω*
Θά είχε σκοτώσει κιόλας τον Ζορρό, άν δεν ήθελε να μάθη πώς ό προστάτης των κατατρεγμένων τον έχει ανα καλύψει. Στο μεταξύ δμως καί ο Ζορρό —πού έχει συνέλθει· έντελώς άπό τό χτύπημα αλ λά ξαπλωμένος στο φορείο ε ξακολουθεί νά προσποιήται τον λιπόθυμο— θέλει νά μάθη άπό τον "Αγριόγατο τό μυστικό του...·: Περιμένει τήν κατάλληλη ευκαιρία νά τον άναγκάση νά τού πή πού βρίσκεται ό κα θηγητής πού κρατάει αιχμά λωτο... Κανείς δμως άπό τούς δυο τους δεν καταφέρνει νά έκτελέση τά σχέδιά του. -αφνικά, έκεΐ πού οί Ινδιά νοι μεταφέρουν τό φορείο μέ τον Ζορρό, ένα λευκό καί ζω ντανό βέλος σχίζει τον αέρα άπό ψηλά καί πέφτει επάνω στά κεφάλια των... αχθοφό ρων τού "Αγριόγατου! Εΐναι ό "'Ελ Ρέϋ! Οί φοβερές γροθιές τού βα σιλιά τής ζούγκλας σκορπί ζουν τον πανικό στούς συμμο ρίτες. Ό "Αγριόγοπος πού έρχε ται λίγο πιο πίσω καί παρα κολουθεί μέ μανία τή σκηνή, τραβάει τό πιστόλι του καί σημαδεύει έτοιμος νά τιμωρήση σκληρά τον ημίγυμνο γί γαντα γιά τήν έπέμβασί του: "Αλλά ό Ζορρό τον βλέπει καί βγάζοντας ένα θυμωμένο μουγγρητό, πηδάει μ" ένα τε ράστιο άλμα άπ" τό φορεΐό
που έχει ξεφυγει άττ9 τά χέ ρια των Ινδιάνων κι* αρπά ζοντας ένα φυτικό σχοινί, ρί χνεται καταπάνω του. Ό Αγριόγατος καταλα βαίνει πώς άν σταθή να άντιμετοοπίση αυτόν τον τρομερό άνθρωπο, έστω και μέ τό πι στόλι·, είναι χαμένος. Πετάει λοιπόν πανικόβλη τος τό όπλο στα χόρτα και χύνεται σαν ζαρκάδι προς την πλατεία της ερειπωμένη πολι τείοος. Ό Ζορρό τρέχόντας σαν τον άνεμό ρίχνεται πίσω του, έτοιμος νά του έξακοντίση τό μαχαίρι του... Δεν προλαβαί νει όμως νά τον φτάση. Καθώς περνάει την άκρη τής ζούγκλας, δυο Ινδιάνοι ο πλισμένοι μέ μαχαίρια πέ φτουν ξαφνικά στους ώμους του. Ό Ζορρό σάν μανιασμένο θηρίο αρπάζει τον ένα από τον καρπό καί μ3 ένα τρομερό ζίου - ζίτσου τόν τινάζει στον αέρα. Ό δεύτερος δεν προλαβαί νει νά άποφύγη την τρομακτι κή γροθιά του καί κεραυνο βολημένος βρίσκεται τρία μέ τρά παραπέρα, αναίσθητος στη γη. Ό Ζορρό έχει απαλλαγή άπ3 αυτούς. Ό "Αγριόγατος όμως έχει γίνει άφαντος! Ό Τιιμωρός μέ τό μαστίγιο τρέχει στην πλατεία τής Ίκοντάμα πού είδε γιά τελευ ταία φορά τόν αρχιληστή... Δεν βλέπει όμως ψυχή πια έκεΐ πέρα...
Ή Νάνισ τραυματίζεται Ομ ΩΣ ενώ ό Ζορρό ζ2 χει έλευθερωθή^ καί ενώ ό 3Έλ Ρέϋ, ξεμπερδεύοντας γρήγο ρα μέ τούς αντιπάλους του ε τοιμάζεται νά τρέξη πίσω α πό τόν εχθρό του γιά νά λύ σουν τις διαφορές τους; (α κούει από τήν εντελώς αντίθε τη πλευρά οστό εκείνη πού Ε φυγε ό μασκοφόρος "Εκδικη τής, μια γυναικεία κραυγή πό νου. Δέν διστάζει ούτε στιγμή καί μ3 ένα εκπληκτικό πήδη μα όρμάει προς τό μέρος πού άκουισε τή φωνή. Μέ δυο δρασκελιές καί πα ραμερίζοντας τά φυλλώματα μέ τά άκατάβλητα μπράτσα του, βλέπει τή Νάγια μέ τό ,βέλο, νά αγωνίζεται μ3 δλη της τή δύναμι γιά νά ξεφύγη από τά χέρια δυο Ινδιάνων πού τής έχουν έπιτεθή. Οί ληστές, μανιασμένοι α πό τήν λυσσώδη άντίστασι μιας γυναίκας, μάχονται μέ κτηνοοδ ία εναντίον της γιά νά τήν υποτάξουν. Αίμα τρέχει ποτάμι από τόν ώμο τής νέας καί ή θέα του καί μόνο έξερεθίζει τόν 3Έλ Ρέϋ πού μέ μια οργισμέ νη κραυγή ρίχνεται εναντίον των παλιανθρώπων εκείνων. Είναι ή στιγμή πού ή Νά για μήν μπορώντας ν3 άντέξη περισσότερο, σωριάζεται κά τω λιπόθυμη. Οί 5υό Ινδιάνοι δμως ξε-
σποΟν σέ τρομαγμένες φονές
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
την ίδια στιγμή, βλέποντας τον τρομερό "'Ελ Ρέϋ νάρχεται κοπαπάνω τους. Ούτε σκέπτονται να τά βά λουν ,μ’ εκείνον τον εξαγριω μένο γίγαντα, παρά άφίνουν τή Νάγια καί χάνονται με με γάλα πηδήματα στη ζού γκλα. Ό 3Έλ Ρέϋ σκύβει επάνω από την λιπόθυμη κοπέλλα και την κυττάζει θαμπωμένος από την ομορφιά της. Στο τέλος την παίρνει, στην άγκαλιά του και προχωρεί >μές στην παρθένα ζούγκλα, πηγαίνοντας προς την κατεύθυνσι που κυλάει τό ποτάμι Μπούλα... Ό γιγαντόσωμος *Έλ Ρέϋ έχει ξεχάσει καί τον Ζορρό και κάθε τι άλλο. Ή ψυχή του είναι γεμάτη άπό την ομορφιά της Νάγια μέ τό Βέλο... "Ενας η-ρωας ακόμα!...
ο
ΠΑΝΤΣΟ Γίγαντας ξυπνάει. Χασμουριέται. Τε ντώνεται μέ πολύ ραχάτι καί απλώνει τό χέρι του στα δε ξιά του, όπου προσπαθεί ψηλαφίζοντας στα τυφλά, νά βρή κάτι.
Στο τέλος επειδή δεν τό βρίσκει, ανοίγει τά μάτια του. Τινάζεται ξαφνιασμένος. — Θεέ καί Κύριε!, μουρ μουρίζει κατάπληκτος. Δεν είμαι στον πύργο!... Κι/ ήθε λα νά ετοιμάσω τό... πρωινό μουί,.Γ ΚΓ ακόμα είναι νύ χτα βαθειά!... Μονομιάς θυμάται την τε λευταία επίσκεψι του 3Έλ Ρέϋ καί τό άνασηικιωμένο α πάνω άπό τό κεφάλι του φο βερό μαχαίρι καί τοΰρχεται ν ά ξαναλ ι π οθυ μ ίση! Στο τέλος όμως μετανοιώνει. Σκέπτεται πώς εκεί πέρα, ολομόναχος, δεν εΐναι καθό λου ασφαλής. Χίλιες φορές καλύτερα νά τρέξη στη ζούγκλα καί νά βρή τον Ζορρό. Κοντά του νοιώθει πάντα τόση ασφάλεια! Λέει λοιπόν τσ ι ρ ιχτά: — Δέν μπορώ νά τον άφήσω άλλο μόνον του τον κακο μοίρη ! Θά πάω νά τον βοηθή σω !.... ’Ί σως χρειαστή νά ξεπαστρέψουμε καί καμμιά π ενηνταρ ι ά ληστές ! Καιί μιά καί δυο, πηδάει απ’ τό Μαύρο Πουλί καί χύ νεται μέσα στη σκοτεινή ζού γκλα. ..
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡ IΔΗΣ ΆττοκΑειστικότης: Γεν. Έκδοτι και Έτπχειρήσεις Ο.Ε.
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ "Ετος Ιον — Τόμος 1ος — 5Αρ. τεύχους 5 — Δοαχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22 (εντός τής στοάς), τηλέψ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Ο'ιικ ό νομικός Δ)ντής: Γ. ιΠεωργ ιώδης, Σιφιγγός 38. Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηιβασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΈΠΙΤΑΓΑ1: ιΓ. Πεωργ ιώδηιν, Λέκκα 22, ’Αθηνοπ.
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
Ποτέ δεν έχετε διαβάσει ττιό άγρια, ττιό αδυσώπητη μάχη μεταξύ δύο ανθρώπων. Επεισόδια πού κόβουν την αναπνοή ένώ ό θάνατος παραμονεύει κάθε λεπτό. Φροντίστε ΟΛΟΙ νά εξασφαλίσετε τό έρχόμενο τεύχος.
1*βηΓΑ<Η ΚεΡΑΥΛίΟΣ ΧΑί ύ/19£ ΑΑΤί #α ΜίετήΆ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ψετεηκ η π ρ λ ΞΜΑΑ/ΝΕ/ ΤΟ» ££ 4Υθ
719£ ΤΑΒ/ύΕ/ΕΙ
ΙΤΗ 2ΟΥΓΗΠΑ ΛΨΕ1Ε ΟΠΛΑ; '■ ο
εαοοΗΛαεε £42!
-:$Μ^4!Ηα&0&Ϋ(
ο τριηηοε / δ (» ηροκντ/α »* Μ( (ΑΜΑΟΗ.. ΑΦθΥ ΤΤΑΡ2 ο τ ι <χ -
η2 α π ' τ ή » περίφερα* τπε
τρεηηπι.. θ α /λ *»/»® Αηηο ΔΡΟΜΟ π α ρ α α α ρ ι τ ο μ τ τ ι ι ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ. αο αμζ
/
*ηιτΗη&
ΚΑΙ ££ ΑΙΓΟ
*ηοΛγ (υ μο α α τ α /τ ατ α Φ£
ΡΛ..ΜΙ (4901 6Α£φΑ»Τ(£. * (Ι»Α/ (ΑΤΑ £9Ρ0. .
5
ΧΥΜ6ΧΙΖ0ΤΑΙ
ΒΟΡΡΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΛ-ΡΕΎ.
ΚατορθώΜ.ο-το: τζΊ Πάντσο Οπο ιο ς
θά
τον ΐ-
βλεπε, «ασφαλώς δεν θα μττο ρούσε νά π;στέψη ατά μά τια ταυ! ΚΓ δμως είναι αυτός! Είναι ό Πάντσο Γίγαντας ΤΓού τρέχει ολομόναχος !μέσα στη φοβερή και γεμάτη «κινδύνους ζούγκλα τού ’Άντο Αμαζόνιου! Μέσα στη ζούγκλα αυτή πού στο κάθε σου βήμα ε νεδρεύει κν* από ένας φρι χτός -θάνατος, ύπουλος, μυ
στηριώδης, αθέατος... Στη ζούγκλα πού και ό γενναιότερος άντρας θά δί σταζε νά την περάση μόνος του. "Οσο γιά τον Πάντσο, αυ τός δεν έχει διστάσει γιά •δυο λόγους. Πρώτον γιατί οΰ τε υποπτεύεται τους θανάσι μους αύτούς (κινδύνους πού τον απειλούν... Δεύτερον, γιατί φοβόταν περισσότερο εκεί πού είχε μείνει ολομόναχος στο έλικό πτερό τού Ζορρό τής Ζούγ κλας, μέ την εντολή νά περιμένη αυτόν τον τελευταίο καί πού είχε επί πλέον δεχτή καί ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ.0
4 την έπίσκεψι του φοβερού καί τρομερού Έλ Ρέϋ, του βασι λιά τής ζούγκλας, ό όττοΐος μέ τό άνατριχιαστικό Του μα χαίρι υψωμένο πάνω από το κεφάλι του, τον είχε κάνει νά . . . λιποθυμήση. (*) Επειδή λοιπόν ό Πάντσο Γίγαντας, ή μόνη εποχή που δεν φοβάται τίποτα είναι όταν βρίσκεται· στο πλευρό τού άφεντικσΰ του τού Ζορρό, ό που αισθάνεται τή μεγαλύτε ρη δυνατή ασφάλεια, αποφά σισε ξαφνικά νά τρέξη νά τον βρή, γιά νά πάψη έπί τέ λους νά νοιώθη αυτήν τήν τρο μάρα στήν άγρια ερημιά πού είχε άπομείνει ολομόναχος.^ "Ολα τά πάρα πάνω δεν (έχουν καμμιά σχέσι^ μέ τό δρόμο πού ακολουθεί ό Πάν τσο Γίγαντας μέσα στή ζούγ κλα. Δεν έχει κάνει καν τον κόπο νά σκεφθή μήπως ακολουθεί λανθασμένο δρόμο καί μή πως από εκεί πού πηγαίνει· δεν είναι δυνατόν νά συναντήση τον Ζορρό. Χωρίς νά είναι εντελώς χα ζός- ό Πάντσο, δεν εΐναι βέ βαια καί καμμιά μεγαλοφυΐα >άπ5 αυτές πού γράφουν τά μυθιστορήματα. Είδε τον Ζορρό νά φεύγη προς τή ζούγκλα, ρίχτηκε κι* αυτός από πίσω, ακριβώς άπό τό ίδιο μέρος. 5Από κεΐ καί πέρα, όπως θά είναι γνωστό σέ όσους άπό τούς αναγνώστες μας έ (*) Δόιοαυε τ'ό τηροηιγούμενο τεύχος: «Τό ικυττιικΌ τού ’Αιγιριόη γ»οατου».
ΖΟΡΡΟ χουν έξερευνήσει τίς ζούγλες τού Άμαζονίου —καί στής Αφρικής συμβαίνει τό ίδιο — μέσα στο παρθένο δάσος δέν υπάρχουν δρόμοι· καί βέλη πού νά δείχνουν πού πρέπει νά στ ρίψης. "Ετσι ό Πάντσο, έστριβε πάν τότε όπου έβρισκε πιο βολικά. "Οταν είναι καμμιά πολύ πυκνή λόχμη καί αγκαθωτή μάλιστα, δέν έχει καμμιά διό>θεσι νά περάση από μέσα ή έστω κι9 από κοντά —όταν ειδικά πιο δεξιά υπάρχει ά νοιγμα ^τού μπορεί νά τον διευκολύνει αφάνταστα. "Ετσι ακριβώς τρέχει ό Πάντσο Γίγαντας: "Οπου βρή πιο εύκολα! Καί έτσι ακριβώς κάνει βόλτες χωρίς νά μπορή νά τό φανταστή καί βρίσκεται συ νεχώς στο ίδιο σχεδόν μέ ρος, ενώ έχει τήν ιδέα πώς τραβάει ολόισια καί πώς ο πού νάναι θά πρέπη νά συυσν τήση τον Ζορρό. 3Αντί γι9 αυτόν βλέπει ξα φνικά νά πηδούν μπροστά του από ενα δέντρο, δυο ΐνδιάνοι μέ πολύ άγριες φά τσες. Παρ9 όλη τή γενναιότητά του, ό Πάντσο Γίγαντας χλωμιάζει από τήν τρομάρα του αυτή τή φορά καί αρχίζει νά τοέμη σάν τήν καλαμιά πού τήν δέρνουνε οί βοριάδες. Ωστόσο δέν θέλει καί νά δείξη έλλειψι κοινωνικότητος καί γι9 αυτό υποκλίνεται πο λύ τυπικά. —Σάς χαιρετώ καί υπο-
κλίνομαί.,, βορε^ιοδυτ ι κώς, &γαπητοί μου κύριοι!, τούς λέει δλο χαμόγελο. Πώς τα ■πηγαίνετε ίάπό υγεία —-αν βεβαίως ιδέν είναι αδιακρι σία ττού ρωτάω; Ό ένας Ινδιάνος γρυλλίζει ττολύ άγρια: — Τ ιάχο μάχο άχάϊο! Κ ι ’ ^ ό άλλος; ^ — Άμόλα καλούμπα! Ό Πάντσο γίγαντας δμως ττού δεν καταλαβαίνει τά ιν διάνικα, παραξηγιέται. — Τί ττά νά πή «ιάμόλα κα λούμπα», τσιρίζει. Αητό ήρ θαμε νά πετάξουμε; Έγώ σάς έρώτησα περί την υγεία σας! Ξαφνικά δμως οί δυο αγρι άνθρωποι· τραβάνε από ένα τσεκούρι ό καθένας τους —τά θρυλικά ινδιάνικα «τόμαχοουκς»— πού βρίσκονταν κρε μασμένα στη ζώνη τους καί βαδίζουν προς τό ρέρος του ιμέ φοβερά μουγγρητά, σαν νάναι άγρια θηρία καί όχι άν θρωποι. Ο Πάντσο γίνεται άσπρος σαν κιμωλία. —Παιδιά!, φωνάζει μέ φρί κη καί οπισθοχωρεί. Απαγο ρεύεται ή... κοπή δέντρων εδώ πέρα, σ5 αυτό τό μέρος! "Αν σάς πιάση ό σενιόρ Περέθ, θά πληρώσετε πρόστι μο μέ περικεφαλαία! "Αλλά οι Ινδιάνοι δεν τον άκοϋν. Προχωρούν άκόρα πιο γρή γορα εναντίον του καί υψώ νουν τά τρΡμερά Τσεκούρια τους πάνω οστό τά κεφάλια τους.
Ό Πάντσο θάπρεπε κανο νικά νά τό βάλη ατά πόδια, όπως θά έκανε ασφαλώς κάθε άλλος στη θέσι του. Αυτός δμως δεν έχει τόσο κουράγιο. ^ Κάνει τό ίδιο πού κάνει τις περισσότερες φορές σέ κάτι τέτοιες περιπτώσεις: Λιποθυμάει! λ Πέφτει στο παχύ στρώμα τών φύλλων του δάσους, τέζσ! Μέ τη λιποθυμία του δμως αυτή τη φορά δεν γλυτώνει καί τον κίνδυνο τού θανάτου, όπως είχε γίνει την άλλη φο ρά πού είδε τον 'Ελ Ρέύ μέ τό μαχαίρι υψωμένο πάνω από τό κεφάλι του. Γιατί τώρα οί δυο Ινδιάνοι φτάνουν πολύ αγριωποί από πάνω του καί κυττάζονται α ναμεταξύ τους μ1 ένα τέτο ο βλέμμα, πού, άν τό έβλεπε ό Πάντσο Γίγαντας, θά κατα λάβαινε αμέσως τή σημασία του, παρ’ όλη του την κουτα μάρα καίι θά... ξαναλιποθυμουσε! ΓΓ αυτόν ακριβώς τον λό γο δέν αλλάζει τίποτα μέ τό πού δέν τό βλέπει. ΚΓ έτσι οι δυο Ινδιάνο·: μέ τά πρόσωπά τους τά βαμμένα μ5 ένα σωρό χρωματιστές γραμμές καί βούλες πού τά κάνουν άπΌκρουστ'κά καί ψρικ ιαστ ιικά, φτ άν ο υν άκ ρ: β ώ ς πάνω άτά τό κεφάλι του καί ό ένας τους «άνασηκώνει τό τσεκούρι του μέ υ'ά αργή καί επίσημη κίνησι. Δέν τό κατεβάζει μέ φόρα. 3Αργά - αργά πλησιάζει
τον αναίσθητο Πάντσο Γίγαν τα τό τρομερό δττλο του θα νάτου καί αγγίζει τον λαιμό του έτσι δττοος είναι ξαπλωμέ νος. Ή πράθεσις του κακούρ γου είναι ολοφάνερη: Παίρνει σημάδι γιά νά κό ψη τό κεφάλι τού Πάντσο πέρα - πέρα, μέ μια τσεκου ριά ! Ό σύντροφός του μέ μάτια γουρλωμένα διάπλατα καί διψασμένα γιά αίμα καί γιά θάνατο, αρχίζει νά χοροπηδάη ολόγυρα στον πρώτο, μέ άγρια ουρλιαχτά καί κοφτές κραυγές πού λές καί δέν βγαί νουν άπό λαρύγγι ανθρώπου αλλά θηρίου τής ζούγκλας.
Ό δήμιος έχει σημαδέψει αρκετά καλά. Σηκώνει πάλι αργά - αργά τό τσεκούρι απάνω στον λιπσθυμισμένο Πάντσο καί εί ναι ολοφάνερο πώς αυτή τή φορά δταν θά τό κατεβάση μέ δυναμι ό κακομοίρης ό βοη θός καί άρχι μηχανικός τού Ζορρό, δέν θά υπάρχει πιά σ’ αυτόν τον κόσμο... Το κοφτερό ατσάλι τής λε πίδας στην τελευταία, άπό το μη κίνησι τού ίνδιάνου φο νιά, άστραποβολάει τρομαχ τικά στο φώς τού ήλιου.. Καί τό «τόμαχοουκ» πέφ τει σφυρίζοντας καί χτυπάει μέ αφάνταστη άρμη, ακρι βώς στο σημείο πού έχει ση-
Τό ατσάλι άστραποβολάει τρομαχτικά στο φώς τού ήλιου,
Τά «τόμαχοουκς» σχίζουν τον αέρα την Υδια στιγμή.
μαδέψει ό δήμιος... Μόνο πού στο σημείο αυτό, δεν βρίσκεται πια ό λαιμός του ανεκδιήγητου Πάντσο Γί γαντα ! Ούτε μισό δευτερόλεπτο πριν ή κόψη τοΰ τσεκουριού περάσει στο σημείο πού θά του χώριζε τη ζωή στα δύο, ό Πάντσο έχει πεταχτή ξαφ νικά απ’ τη θέσι του σάν ελα τήριο, σκασμένος στά γέλια! Οι Ινδιάνοι βγάζουν μιά φω νή έκπλήξεως και εκείνος πού ιάπό μιά τρίχα δεν έχει γίνει δήμιός του, κάνει με τή σειρά του ένα πήδημα προς τά πί σω, από τή σαστισμάρα του. Ό Πάντσο ευγενικός πάντα
μουρμουρίζει χασκογελώντας ακόμα: —Μέ συγχωρήτε πού σάς τρόμαξα, παιδιά!... ?Ηταν όμως ένα φίδι πάναθεμά το στήν αμασχάλη μου καί μέ γαργάλισε δπως κουνήθηκε!^ ...Χί, χί! Δεν έχει καλαμπου Ρι; Καί δείχνει· μάλιστα συγ χρόνως ανάμεσα στά χόρτα και στά φύλλα, κάτι πού σα λεύει ακόμα. —Νά, το! φωνάζει θριαμ-* βευτικά. Νά, το!.. Πολύ παιγ νιδιάρικο φιδάκι! Και σκύβει ό καλός σου και χωρίς πολλές κουβέντες αρπάζει τό ψίδι από τον λαι~
μό καί τό τινάζει προς το μέ ρος των Ινδιάνων, για νά.. τό δούνε πού είναι παιχνιδιάρι κο! ^ Ουρλιαχτά φρίκης και τρό μου αντηχούν καθώς τό ψίδι βρίσκεται στον αέρα καί τα ξιδεύει προς τό μέρος των δο λοφόνων, γιατί αυτοί γνωρί ζουν πολύ καλά πώς τό ερπε τό αυτό είναι ένα από τά πιο δηλητηριώδη φίδια πού υπάρ χουν στην περιοχή καί πώς άρ κεΐ ένα δάγκωμά του γιά νά τούς στείλη στον άλλον κό σμο μέσα σέ λίγα λεπτά τής ώρας! Είναι όμως ταυτόχρονα καί πολύ γρήγοροι καί ικανοί πο λεμιστές, όπως άλλωστε όλοι όί ινδιάνοι, όλων των φυλών τού Νέου Κόσμου. Μέσα σέ μια στιγμή αντι μετωπίζουν τον φοβερό κίν δυνο. I ά ατσαλένια χέρια τους κινιώνται μέ την ταχύτητα τής αστραπής. Δυο «τόμαχοουκς» σκίζουν τον αέρα την ίδια ακριβώς στιγμή... Υό λεπτό φιδάκι πού βρί σκεται στον αέρα, τό πετυ χαίνουν τά «τόμαχοουκς» μέ την αστραφτερή τους κόψι καί τό χωρίζουν σέ τρία κομμά τια πού πέφτουν καί σπαρτα ρούν κάτω στα φύλλα!... Ό ΓΊάντσο Γίγαντας, πού παρίσταται μάρτυς αυτής τής εκπληκτικής έπιδεξιότητος των Ινδιάνων στον χειρισμό τού τσεκουριού, γουρλώνει τά ματάκια του καταφοβισμένος καί από καθαρή αφηρημάδα,
αντί νά λιποθυμίση, τό βάζει στα πόδια καί χάνεται σ’ ένα δευτερόλεπτο μέσα στήν ορ γιώδη βλάστησι. Οί δυο Ινδιάνοι δεν αργούν καθόλου νά αρπάξουν τά τσε κούρια τους καί νά ριχτούν πίσω του. "Οσο δμως εκείνοι είναι όλσκληροι άντρες μέχρι εκεί πάνω, τόσο αυτός είναι μικροσκοπικός καί μπορεί εύκο λώτατα νά περνάη ανάμεσα στις πυκνές λόχμες, πού οί διώκτες του στήν συνέχεια εί ναι υποχρεωμένοι νά στέκωνται καί νά τις κόβουν μέ τά τσεκούρια τους γιά νά περά σουν. "Έτσι, δέν περνάει πολλή ώρα καί ό απίθανος ΓΊάντσο Γίγαντας βρίσκεται έκτος κιν δύνου1. Δηλαδή βρίσκεται έκτος κιν δ όνου από τούς δύο εκείνους κοκκινόδέρμους φονιάδες, πού είχαν βαλθή νά τού κόψουν τό κεφάλι σάν νά ήταν αριστο κράτης τής Γαλλίας τον και ρό τής Γαλλικής Έπαναστάσεως. "Οσο γιά άλλου είδους κιν δύνους, ή ζούγκλα νάναι καλά καί ποτέ δέν θά λείψοσνε γιά κανόναν από τούς ήρωές μας! Γιατί ό Πάντσο, έχει φτά σει μέ τό ξέφρενο τρέξιμό του, ακριβώς στα ερείπια τής αρχαίας 5! κοντάμα. Ό Ζορρό στήν παγίδα 0 ΘΡΥΛΙΚΟΣ
μ ασκό
φόρος Εκδικητής τής ζούγ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κλας τρέχει προς τά ερείπια τής αρχαίας Ίκσντάμα, μετά από την λιγόλεπτη πάλη του με τούς δυο Ινδιάνους πού τού έπετέθηκαν πάνω από κάποιο δέντρο για νά τον σκοτώσουν. 'Ωστόσο, δσο βάστηξε αυτή ή πάλη, ήταν αρκετό χρονικό διάστημα για νά του ξεφύγη ό άρχικακούργος ό Αγριόγατος/ τον όποιον ήτοίν έτοιμος νά τιμωρήση με τό μαχαίρι του, όπως τού άξιζε. Ό Ζορρό γιά τελευταία φορά τον είδε όταν έτρε χε προς τά ερείπια τής Ίκοντάμα. Προς τό ίδιο μέρος έτρεξε καί αυτός τώρα. Δεν υπήρχε όμως ψυχή που θενά γύρω. Δεν άκουγόταν απολύτως τίποτα. Ό μασκοφόρος Εκδικητής ένδιαφερόταν περισσότερο νά βρή τον χαμένο καθηγητή Τζένκινς, πού υπολόγιζε δτι θά βρισκόταν ασφαλώς μέσα σέ κάποιο υπόγειο, πού θά συγκοινωνή μέ τή στοά, στήν οποία γιά πρώτη φορά τον χτύπησαν στο κεφάλι καί τον έπιασαν αί χμάλωτο. Φοβάται πώς ό Αγριόγα τος ξεφεύγοντάς του, θά τρέξη νά πάρη τον καθηγητή από τό μέρος πού τον κρατάει φυ λακισμένο, καί θά τό κάνη αυτό, γιατί ό καθηγητής τού είναι πολύτιμος γιά τήν άνακάλυψιν των χρυσών αγαλμά των τών αρχαίων θεών τών ’Ίνκας. Τρέχει λοΊπόν μ’ δλη τή γρηγοράδα πού έχουν τά πό
£ δια του προς τήν Τδια στοά πού πήγε καί τήν πρώτη φο ρά. Τό δτι σ’ εκείνο τό μέρος τον χτύπησαν καί τον αιχμα λώτισαν, δεν είναι λόγος πού μπορεί νά κάνη τον Ζορρό τής Ζούγκλας νά δ ι στάση, έστοο καί· μιά στιγμή. ίΠροκειμένου νά σώση τή ζωή ένόζ ανθρώπου ό μασκο φόρος Εκδικητής, δεν θά λογαριάση έστω κΓ άν πρόκει ται νά δώση γι’ αυτό τή δι κή του. Έξ άλλου, δέν έχει σκοπό νά ξαναπέση θύμα παγίδας. Προσέχει πολύ στον δρό μο πού περνάει, δσο κΓ αν τρέχη μ’ δλη του τή γρηγορά δα. Δέν συναντάει δμως κανό ναν κίνδυνο καί φτάνει σ’ εκεί νη τήν κατασκότεινη υπόγεια στοά. _ Ό Ζορρό έχει καί τό προ τέρημα τών τρομερών ματιών του πού βλέπουν στο σκοτά δι όπως καί τής νυχτερίδας. Δέν διστάζει λοιπόν ούτε καί τώρα. Μιά καί δυο χώνεται στή στοά, κρατώντας σφιχτά στο χέρι τό μαίστίγιό του καί προ χωρεί στο βάθος της. Πάλι δέν ακούει τον παρα μικρό ήχο. Τέλος, φτάνει στο ίδιο άκρι βώς σημείο πού τον χτύπη σαν καί τον αιχμαλώτισαν. Κυττάζόντας ολόγυρα καί αφού σιγουρεύεται δτι δέν υπάρχει ψυχή καί βέν παρα μονεύει κανείς μέσα στο σκο τάδι., ξανασκύβει στήν ίδια
10
ΖΟΡΡΟ
τρύπα απ’ σίτου είχε ακούσει εκείνον τον παράξενο θόρυβο πού έμοιαζε μέ ομιλίες. Τώρα όμως δεν ακούει τό παραμικρό. —"Αν τον κρατούσαν εδώ μέσα τον καθηγητή, μουρμουζει μέσ’ απ’ τά δόντια του/ τότε αυτό θά πή τον πήραν.. "Ισως όμως και νά μην τον είχαν αιχμάλωτο έ5ώ... "Ισως κάποιος απ’ αυτούς τούς Ιδι ους νά είχε μιλήση για νά τον ακούσω και νά σκύψω νά μέ χτυπήσουν. Στέκεται και σκέπτεται. Πάλι στηλοόνει τ’ αυτιά του και δεν μπορεί ν’ άκούση τον παραμικρό ύποπτο ήχο μέσα στην απόλυτη σιωπή.
Χιλιάδες σκέψεις στριφο γυρίζουν στο δαιμόνιο μυαλό του. «"Αν εκείνες οι ομιλίες πού ακόυσα προηγουμένως», συλ λογίζεται, «ήταν κόλπο, τότε αυτό μπορεί νά σημαίνη ότι ό καθηγητής Τζένκινς Ισως βρίσκεται πολύ μακρυά από τούτο τό μέρος... Σ’ αυτήν την περίπτωσι θά είναι δυ σκολότερο νά τον βρω..». Άνασηκώνει τούς ώμους του και τά χείλια του σφίγ γονται μέ πείσμα. —Όπωσδήποτε, δέν έχω νά κάνω τίποτ’ άλλο, έκτος άπό τό νά ψάξω! μουρμουρίζει. Και μέ την άπόφασι αυτή
Νοιώθει τό έδαφος νά χάνεται κάτω άπό τά πόδια του.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!
ξεκινάει πάλι μέσα στο σκο τάδι. Τά υπερφυσικά μάτια του τον βοηθούν αφάνταστα. "Ενας άλλος θάτοαν αδύνα τον να ιβοοδίση σ' αυτό τό μέρος χωρίς να κ,ρατάη φως, στά χέρια του... Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δ μ ως βαδίζει άφοδα κα ι πα τάει σίγουρα. Ό υπόγειος διάδρομος τρα βάει πολύ σέ μάκρος. Κάθε τόσο ό μ ασκό φόρος Εκδικητής σταματάει καί στη νει πάλι τ’ αυτιά του. "Υστερα, μην άκοάγοντας καί πάλι τίποτα, συνεχίζει ί όν δρόμο του, προσπαθών τας μόνο να κάνη αθόρυβα τά
11
βήματά του. "Έτσι κΓ άλλοι ως τά ξυ πόλητα πόδια του τον βοη θούν σ’ αυτό και δπως δεν υπάρχουν κάτω ξερά φύλλα παρά μόνο πέτρες και χώμα τα, προχωρεί χωρίς ν’ άκούγεται καθόλου, λες και είναι τ γ ραγμ ατ ικό φάντασμ α... Ό ίδιος δεν θά μπορούσε νά π ή πόσο μάκρος έχε- αυτή ή φοβερή ύπαγεια σήραγγα. Δεν θά μπορούσε νά πή ούτε πόση ώρα προχωρεί ε κεί κάτω... Είναι τόσο άπορροφημένος στους κινδύνους πού πιθανόν νά τον παραφυλάνε ·μέσα στο σκοτάδι, πού δεν τον άπασχολεΐ τίποτ’ άλλο.
VI Καμμιά -άλλη σκέψις δεν περνάει από τό μυαλό του. Λες πώς ό χ,ρόνος έχει στα ματήσει γι’ αυτόν καί δεν έ χει κανένα ενδιαφέρον πιά. Τώρα έχει πάψει νά πη γαίνει καί όλόϊσια αυτός ό διάδρομος καί στρίβει πότε δεξιά καί πότε αριστερά. Χωρίς κανένα δισταγμό πάντοτε προχωρεί ό Ζορρό τής Ζούγκλας. Πάντοτε χωρίς νά δημιουργή τον παραμικρό ήχο στο πέ ρασμά του... Συνεχώς έτοιμος νά άντιδράση αστραπιαία στην πα ραμικρή ύποπτη κίνησι, στην πρώτη υποψία παγίδας πού θά πέση στην άντίληψί του. Καί δεν ξεχνάει κάθε τόσο νά στέκεται καί νά στηλώνη μέσα στο σκοτάδι τά εξαιρε τικά ευαίσθητα αυτιά του, μέ τήν ελπίδα ότι κάτι θά μπό ρεση νά άκούση μέσα σ" εκεί νη _τήν απόλυτη σιωπή. Τίποτα όμως... Πάντοτε τίποτα... ζαφνικά... Ό θρυλικός Ζορρό τής Ζούγκλας σταματά. Κάποιος ήχος ήρθε μιά στι γμή στ5 αυτιά του. Κάποιος παράξενος ήχος σαν κάτι νά έχη μετακινηθή στά σκοτει νά/ εκεί κοντά του... Μιά στιγμή μονό... "Υστερα πάλι τίποτα... Ό Ζορρό περιμένει μά πε ριμένει άδικα... Βλέπει ότι μερικοί μέτρα εμπρός του ό διάδρομος στρί βει καί πάλι... "Ίσως ό παράξενος ήχος ν"
ακούστηκε έκεΐ από πίσω... "Ίσως άν ^προχωρήση ώς τη γωνία τού διαδρόμου νά μάθη τί ήταν αυτό πού τον προκάλεσε... ΚΊ άν είναι παγίδα; Δέν υπάρχει εκδοχή πού νά μήν περάση από τό δαιμόνιο μυαλό του. ^ Δέν υπάρχει τίποτα πού νά μήν τό σκεφθή... "Ομως δέν υπάρχει καί τί ποτα ικανό νά τον σταματήση στην άπόφασί του! "Ακόμα κι" άν πρόκειται για παγίδα, θά βαδίση μπρο στά!. Μέσα στο στόμα του λύκου... Σφίγγει τό φοβερό του μαστίγιο στο χέρι καί προχω ρεί... Φτάνει στη γωνία. Μένει ακίνητος γιά μερικά δευτερόλεπτα προσπαθώντας νά καταλάβη ακόμα καί μέ τό ένστικτό του άν ύπάρχη κάτι πού νά παραμονεύη έκεΐ άπό πίσω... Ή αίσθησίς του τον προει δοποΊεΐ πώς κάτι δέν πάει κα λά. ■Περιμένει κι" άλλο μά δέν γίνεται τίποτα.... "Ανυπόμονα βγαίνει άπό τη γωνιά του μέ τό μαστίγιο έτοιμο... Στηλώνει τά αστραφτερά του μάτια μέσα στο σκοτάδι τού υπογείου. Τά υπερφυσικά μάτια του πού μπορούν νά βλέπουν εδώ μέσα πού τά ανθρώπινα μά τια είναι άχρηστα... , Καί πάρα λίγο νά τού ξεφύγη μιά κραυγή έκπλήξεως..
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ μια κραυγή θριάμβου, σ' έκεΤ νο που βλέπει. Λίγα μέτρα πιο μπρος, στην άκρη του διαδρόμου, κά ποιο σώμα είναι· ξαπλωμένο στην ξερή γη. 5Από πάνω του είναι σκυμ μένα, άλλα δυο κορμιά. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δι ακρίνει καθαρότατα ένα μα χαίρι πού κρατάει ό ένας απ' αυτούς τούς δύο. Ή λεπίδα του μαχαιριού είναι ακουμπισμένη στον λαι μό του ανθρώπου πού βρίσκε ται ξαπλωμένος κάτω. Ή περίπτωσις είναι φανε
ρή... "Αν ό άνθρωπος αυτός μιλήση... "Αν κάνη κάποια κίνησι τό κορμί του πού ό θόρυβός του νά ειδοποίηση τον Ζορρό, τό μαχαίρι αυτό πού κρατά ό έ νας από τούς δύο φρουρούς του, θά μπηχτή στον λαιμό του και θά τον άπαλλάξη μιά και καλή από τά εγκόσμια. Ό Ζορρό χαμογελάει σατα νικά κάτω από τή χρυσή μά σκα του... Οι άνθρωΤτοι αυτοί δεν μπορούν νά υποπτευθούν καν δ/τι υπάρχει κάποιος πού νά μπορή νά β,λέπη στο σκοτάδι όπως ή νυχτερίδα. Ασφαλώς εκείνον δεν θά τον βλέπουν τούτη τή στι
γμή· Π ρέπει λοιπόν νά έκμεταλλευθή γρήγορα τό γεγονός, πώς είναι αθέατος και πώς δεν έχει· προκαλέσει ώς αυτή τή στιγμή κανόναν θόρυβο πού νά μπορούσε νά τον προδώση.
Σηκώνει τό μαστίγιο σιγά - σιγά καί πρσχοορεΐ κΓ άλ λο. .. Τό οκοτάδι δεν πρόκειται νά τον κάνη ν' άστοχήση.. Τό τρομερό του μαστίγιο μέ τό πρώτο χτύπημα θ' άρπάξη από τό χέρι τού φονιά τό μαχαίρι μέ τό όποιο άπειλήταΐ' ή ζωή του καθηγητου Τζένκινς—γιατί 6 Ζορρό ούτε στιγμή δεν άμφιβάλη για τό ποιος θά είναι αιχμάλωτος... Αλλά τά πράγματα δεν συ μ β α ίνουν άκ ρ ι β ώ ς έτσι... "Οπως ό μασκοφόρος Έκδι κητής περπατάει αθόρυβα στο σκοτάδι, νοιώθεια ξαφνι κά τό έδαφος νά χάνεται κά τω από τά πόδια του... Κάνει μιά απεγνωσμένη κί νησί νά άποφύγη τό πέσιμο.. Νά συγκρατηθή από κάπου.. Είναι όμως αργά... Δεν γίνεται τίποτα, γιατί βρίσκεται πιά στο κενό.. Νοιώθει τό κορμί του νά πέφτη βαρύ προς τά κάτω σέ μιά άβυσσο... Ή κρυάδα τού θανάτου τυ λίγει μέσα σέ μιά στιγμή τήν ατρόμητη καρδιά του. Πόσο κρατάει αυτό τό πέ σιμο, ό ίδιος τουλάχιστον 5έν μπορεΐ νά τό π ή... ^ Κάθε χιλιοστό τού δεύτερο λέπτου, είναι ένας ολόκληρος χρόνος... Ξαφνικά νοιώθει ένα φοβε ρό πόνο σ’ ολόκληρο τό κορ μί του... Κάπου έχει χτύπησει... Μονομιάς βυθίζεται σ' ένα απέραντο, μαύρο ωκεανό, πού
ΖΟΡΡΟ τον καταπίνει στην αχόρταγη αγκαλιά του.... Τό λάθος της Μάγια
11
ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ Ν ά για μέ τό Βέλο, συνέρχεται σιγά - σιγά και βρίσκεται α κόμα στην στιβαρή αγκαλιά του Έλ Ρέϋ, του βασιλιά τής ζούγκλας. Γιά μιά στιγμή, όπως τά μάτια της ανοίγουν καί τον κυττάζει νά είναι σκυμμένος από πάνω της, μουρμουρίζει κατάπληκτη, μέ μιά κίνησι φοβερής αμηχανίας: —Δον Πάμπλο!...
Ό Έλ Ρέϋ σουφρώνει τά φρύβια του κα>1 την παρατη ρεί μέ την ίδια άν όχι περισ σότερη απορία. —Δον Πάμπλο!, μουρμου ρίζει· ανάμεσα στά δόντια του. Ποτέ δέν ξανάκουσα αυ τό τό όνομα! Ή Νάγια όμως δέν μοιά ζει νά τον άκούη. Τό ρωτάει μ3 ένα αλλόκοτο ύφος, σάν νά μην έ'χη ξυπνήση ακόμα από την νάρκη της: —Πιατι δέν φοράτε τή μά σκα σας; Γιατ'ι μου φανερώ σατε τό πρόσωπό σας, Δον Ντελόρο; Ό βασιλιάς τής ζούγκλας κυττάζει ανήσυχος ολόγυρα. Δέν μπορεί νά καταλάβη τί
Τον βλέπει νά σωριάζεται και νά σπαρταράη.,.
ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ
II
— Σεισμός, μανούλα μου! Έ8μ κατρακύλησε τό Συμπαν!
ποτά από τό παράξενο φέρσι μο και τά πιο παράξενα λό για αυτής τής πανέμορφης νέας. —Ποιος είναι ό Λόν Ντε λάρο; μουγγρίζει ατό τέλος. Δεν ξανάκουσα δνο·μά του!.. Είμαι ό Έλ Ρέϋ... Είμαι βα σιλιάς τής ζούγκλας! Πρά σινο βασίλειο δικό μου! Ή Ν άγιοι ψελλίζει άθελα χωρίς νά μπορή νά πιστέψη στ5 αυτιά της: —Ό Έλ Ρέϋ!... / Κι* ύστερα άπό λίγο: —5ΌχΉ ... δεν είναι δυνα τό ν_! -έρει πολύ καλά την ϋπαρξι του βασιλά τής ζούγκλας . ή κοπέλλα,
Έχει άκούσει πολλές φο ρές νά γίνεται λόγος γι5 αυ τόν... -έρει πώς αύτός ό Έλ Ρέϋ ελευθέρωσε τον Ζορρό άπ^ τά χέρια τού πατέρα της, τού άστυνόμου Περέθ... Αλλά δέν είναι δυνατόν 6 Λόν Πάμπλο Ντελόρο νά είναι συγχρόνως και ό Έλ Ρέϋ. Ό Έλ Ρέϋ βρίσκεται συ νεχώς στη ζούγκλα, ενώ ό Δον Πάμπλο ελάχιστες φορές λείπει άπό τό αγρόκτημά του καί είναι έξ άλλου τόσο κου ραστικός καί άνόρ έκτος... Μά είναι πάλι δυνατόν νά μοιάζη τόσο πολύ του πάμπλουτου κτηματία άν δέν εί ναι αυτός ό ίδιος;
ΖΟΡΡΟ
10
Ή 'Νάγιαι πάει νά τρελλοοθή. Την ίδια στιγμή ό Έλ Ρέϋ σκύβει κοντά της γεμάτος τρυφερότητα και τής λέει: —'Ελ Ρέϋ αρέσεις πολύ λευκό κορίτσι μέ τό βέλο.... Νάγια μείνει για πάντα μέ 'Ελ Ρέϋ... Βασίλειο Έλ Ρέϋ δικό της βασίλειο!.. Ή κοπέλλα τρομάζει. Τά μάτια της γυρίζουν ο λόγυρα σαν νά ζητούν βοή θεια, άλλα καταλαβαίνει σ’ ένα δευτερόλεπτο πώς καμμιά βοήθεια (δεν μπορεΐ νά περί μόνη από πουθενά, όσο βρίσκεται· στά χέρια αυτού του χαλύβδινου γίγαντα. —Τρελλάθηκες,^ Έλ ^Ρέϋ, Φωνάζει μέ φρίκη. "Άφησε με! Πρέπει να φύγω!... Πρέπει νά κάνω γρήγορα!.... Ό γίγαντας κουνάει τό κε φάλι του πέρα δώθε καί τά μάτια του γυαλίζουν άγρια. —Δεν ψύγης !, μουγγρίζει κοφτά. Μείνεις μέ Έλ Ρέϋ! —Μά πρέπει νά φύγω !, βογγάει πάλι αυτή. Πρέπει νά κάνω γρήγορα ! "Άφησέ με ! Σέ παρακαλώ ! Πρέπει νά τρέ ξω.. Πρέπει νά τρέξω νά τον β οηθήσω !... Ρωτάει μονολεκτικά! —Ποιόν; —Τον Ζορρό! αποκρίνεται θαρραλέα καί μέ μοναδική ει λικρίνεια ή Νάγια μέ τό Βέ λο. Πρέπει νά τον βοηθήσω γιατί θέλουν νά τον σκοτώ σουν οι ίνδιάνοι καί τον κυνη γάει κι5 ό αστυνόμος Περέθ! —Νάγια καλά πληροφορη μένη! { λέει ό γίγαντας μέ
θαυμασμό καί μέ ζήλεια. Πε ρέθ πιάσει Ζορρό, κρεμάση! Έλ Ρέϋ βασιλιάς ζούγλας! Ή νέα καταλαβαίνει πώς μέ τά λόγια δέν πρόκειται νά κάνη τίποτα. Αποφασίζει λοιπόν νά βά λη τά μεγάλα μέσα, μ5 δλο πού ξέρει πώς αυτός ό Έλ Ρέϋ δέν εΐναι καθόλου εύκο λος αντίπαλος. Προσπαθεί νά τού ξεφύγη μέ τον αιφνιδιασμό καί ξαφνι κά τινάζεται μέσα από τά στιβαρά^ του χέρια. Δέν είναι όμως καθόλου εύ κολο. Ό γίγαντας κλείνει τά χέ ρια του κι5 ή Νάγια βρίσκε ται αιχμαλωτισμένη σ’ αυτά. Μοιάζει σάν ένα αδύναμο πουλάκι μέσα στά χαλύβδι να μπράτσα του. "Οσο κι" άν τινάζεται κι5 άν άφρίζη δέν καταφέρνει νά του ξεφύγη. Ό Έλ Ρέϋ γελάει άγρια μέ τις προσπάθειές της καί καταφέρνει νά την κρατάη αίχμάλωτή του, χωρίς νά καταβάλη καμμιά προσπάθεια. —-"Άφησέ με!, ουρλιάζει ή Νάγια απελπισμένη καί σι γά - σιγά, χωρίς ή ίδια νά τό καταλαβαίνη ή αντί στάσίς της αρχίζει νά λιγοστεύη, βλέ ποντας πώς δέν είναι δυνα τόν νά ξεφύγη άπό τά ατσα λένια χέρια πού τήν κρατάνε. ^—"Άφησε με, Έλ Ρέϋ!... Δέν θέλω νά μείνω μαζί σου! —Έλ Ρέϋ θέλει! αποκρί νεται ξεροκέφαλα ό γίγαντας. Ζούγκλα, βασίλειο δικό μου! Έλ Ρέϋ ό,τι θέλει γίνεται σέ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ζούγκλα! Μείνεις μαζί μου! Έσύ, Νάγια, γυναίκα Έλ Ρέϋ!... —"Αφησε με!, ξεφωνίζει κατατρομαγμένη ή νέα και σπαράζει άλλη μια φορά με δυναμι προσπαθώντας νά του ξεφύγη αλλά του κακού·. Ό γίγαντας γελάει. Τό ένα του χέρι υψώνεται προς τό πρόσωπο τής καπέλλας/ πού τό σκεπάζει τό πυ κνό βέλο. —Νάγια γίνει γυναίκα μου!, ξαναλεει μέ βεβαιότη τα. Έλ Ρέϋ πρέπει νά ξέρη πρόσωπο γυναίκας του! Ή νέα βγάζει μιά καινούρ για κραυγή απελπισίας. —Μη!.. "Αν πειράξης τό βέλο νά ξέρης πώς θά σέ σκο τώσω, Έλ Ρέϋ! Τά μάτια του γίγαντα α στράφτουν από -θυμό. —Νάγια μικρό θηρίο, μουγ γρύζει σκληρά. Νάγια, μικρό ώραΐο θηρίο! Έλ Ρέϋ εξημε ρώσει Νάγια! Νάγια υπα κούει Έλ Ρέϋ, βασιλιά τής ζούγκλας! Καί τό ατσαλένιο χέρι του αυτή τήν φορά αποφασιστικά αρπάζει τό βέλο τής νέας γιά νά τής ξεσκεπάση τό πρόσω πο... Μά δεν προλαβαίνει. Κάτι τρομερό καί παράξενο μαζί συμβαίνει τήν ίδια στι γμή. Ό Έλ Ρέϋ νοιώθει σάν τό έδαφος πού πατάει νά ύποχωρή κάτω από τά πόδια του μέσα σέ μιά στιγμή. Αισθάνεται σάν νά βρίσκε ται σέ μιά άβυσσο και νά
17 πέψτη ·μέσα σ’ αυτήν μέ τρο μερή ταχύτητα. Τινάζει τά χέρια του λαφια σ μένος, προσπαθώντας νά συγκρατηθή... Φυσικά ή Νάγια βρίσκει τήν ευκαιρία νά πηδήξη μακρυά από τήν αγκαλιά του. Τον βλέτρει νά σωριάζεται στά χορτάρια καί νά σπαρταράη πάνω σ’ αυτά μ5 έναν πε ρίεργο τρόπο... Μ5 ολον τον τρόμο της δέν φεύγει τρέχοντας από κοντά του, τόσο παράξενο είναι τό θέαμα πού άντικρύζει... Ό Έλ Ρέϋ εξακολουθεί νά έχη τήν αϊσθησι πώς πέφτει μέσα σέ μιά άβυσσο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ξαπλωμένος επάνω στά χορ τάρια τής όχθης του ποταμού Μπούλα... "Οσο γιά τήν Νάγια πού τον παρακολουθεί ακόμα μέ γουρλωμένα μάτια, θά ένοιωθε τρομερώτερη έκπληξι γιά τήν αλλόκοτη αυτή σκηνή, άν ή ξερε πώς αυτή τήν ίδια στι γμή, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο μακρυά, στά ερείπια τής αρχαίας Ίκοντάμα, ό Ζαρρό τής Ζούγκλας έχει πέσει σέ μιά καταπακτή καί βυθίζεται σέ μιά μαύρη άβυσσο πού δέν ξέρει τό τέρμα της... Κι5 έξαφνα, ό Ζορρό φτάνει στον πυθμένα τής αβύσσου καί χάνει τίς αισθήσεις του μέσα σ' ένα φοβερό πόνο πού αγκαλιάζει1 ολόκληρο τό χα λύβδινο κορμί του. Τήν ϊδια στιγμή ό 'Ελ, Ρέϋ ό λευκός βασιλιάς τής ζούγ κλας βγάζει μιά κραυγή πό-
...Πέψτει στην αγκαλιά του Ζορρό τής Ζούγκλας!...
νου και τά μάτια του (βασιλεύ ουν! Μένει ακίνητος στα χόρτα ρια τής όχθης τού ποταμού Μπούλα.... Φυσικά ή ,Νάγια δεν ξέρει τίποτα από όλα αυτά πού έ χουν συμβή... Τίττοτ’ άλλο δεν μπορεί νά πέραση από τό μυαλό της, παρά μόνο πώς .κάποιο- φίδι δηλητηριώδες ί'σως θάχη δαγκώση τον λευκό γίγαντα και τον σκότωσε μέσα σέ λίγες στιγμές.... Ή καρδιά της γεμίζει συμπόνοια. Ξεχνάει τό θυμό πού είχε πρ οηγου μένως έναντ ί ον του καί τρέχει καί σκύβει κοντά του για νά δη άν μπορή ακό μα νά κάνη τίποτα γι’ αυτόν. Ψάχνει παντού τό σώμα του αλλά δεν βλέπει πουθενά νά ύπάρχη ή παραμικρή άμυχή... Κατάπληκτη σιγουρεύεται στο τέλος ότι κανένα φίδι δεν τον έχει δαγκώσει.. Μά τότε; Τί άλλο μπορεί νά έχη επί δραση τόσο τρομερά πάνω σ5 αυτόν τον ακατάβλητο άνθρω πο; Τό μυαλό της δεν μπορεί νά χωρέση καμμιά άλλη αί τια. Μάλιστα σέ μιά στιγμή ό γίγαντας τών δασών αρχίζει νά σαλεύη. Τά μάτια του ανοιγοκλεί νουν ενώ κάνει πόνε μένους μορφασμούς, σάν νά πονάη σ' όλο του τό κορμί. Ή Νάγια με τό βέλο βγά-
ζει μια μικρή ,κραυγή τρόμου. Θυμάται πώς μόλις ό Έλ Ρέϋ συνέλθη εντελώς, Οά τήν άρπάξη πάλι ατά σιδερένια χέρια του. Γυρίζει προς τή ζούγκλα κΓ αρχίζει να τρέχη^ μ5 δλη τήν δύναμι των ποδιών της... Στήν όχθη του ποταμού ό γιγαντόσωμος ΊΒλ Ρέϋ ξανα βρίσκει σιγάαιγά τίς αισθή σεις του... Χωρίς ελπίδα ΖΟΡΡΟ τής ζούγ κλας λίγο - λίγο αρχίζει νά συνέρχεται.. Καθώς όμως τά μάτια του ανοίγουν, δεν βλέ πει ολόγυρά του τίποτα, έ κτος από τό μαύρο χάος που τον τυλίγει... Μέσα σε μια στιγμή τά ξαν^θυμάται άλα καί κάνει μια απότομη κίνησι για νά πε ταχτή όρθιος. Δυνατοί πόνοι τον σφάζουν αυτήν τή στιγμή καί ό μ ασκό φόρος Εκδικητής δεν μπορεί νά άποφύγη ένα δυνατό βογγη τό που ξεσχίζει τά στήθια του. Τό κορμί του τον πονάει ο λόκληρο. "Έχει τήν αΤσθησι πώς δεν έχει μείνει οϋτ5 ένα κόκκα λο γερό μέσα σ’αυτό... Νοιώθει νά βγαίνη ή ψυχή του μέσα σε φοβερά βασανι στήρια κολάσεως. 'Ωστόσο τελικά ό άνθρωπος αυτός μέ τήν ακατάβλητη καρ διά, καταφέρνει νά νικηση τους πόνους του καί νά σηκωθή όρθιος...
'Η Νάγια μέ τό Βέλο βρίσκεται κρεμασμένη στον αέρα!
20 Πόση ώρα έχει περάσει α πό· τότε πού έπεσε εδώ κάτω; Μήπως κι* άν έχουν περά σει ώρες πολλές κι* άν ακόμα ό ήλιος βρίσκεται ψηλά στο στερέωμα καί στέλνει κατακόρυφες τις ακτίνες του στην παρθένα ζούγκλα τού Αμα ζόνιου, αυτός μπορεί να τό κα ταλάβη; Καμμιά -αχτίδα φωτός δεν θά φτάση ποτέ εδώ κάτω στά σπλάχνα τής γης πού βρίσκε ται... Ούτε τη μέρα ούτε τη νύχ τα... Υπάρχει όμως καμμιά έξο δος γιά νά βγή απ’ αυτόν τον φρικτό τάφο; Ή καρδιά του σφίγγεται σ’ αυτήν την ερώτησι κι* αι σθάνεται κάτι αόρατα παγω μένα δάχτυλα ν’ αγγίζουν τον λαι'μό του.. Προχωρεί προσεκτικά κυττάζον'τας ολόγυρα —μέ τά υ περφυσικά μάτια του πού τού επιτρέπουν νά βλέπη και σ’ αυτή τη σκοτεινιά — γιά νά μην ξαναπέση σέ καμμιά και νούργια παγίδα, σαν1 αυτή πού δέν πρόσεξε προηγουμέ νως... Πριν ττατήση τό πόδι του, τό χτυπάει πρώτα κάτω/ γιά νά καταλάβη -από τον ήχο του άν ή γή^ είναι συμπαγής ή τό μέρος είναι- κούφιο πίσω από την έπιφάνειά της... Φαίνεται όμως πολύ δύσκο λο νά υπάρχη καμμιά κατα πακτή εδώ κάτω... "Ολο τό έδαφος είναι στ ρω μ/όνο μέ γλυστερές πέτρες
ΖΟΡΡΟ πού άνάμεσά τους άναβλύζει νερό... Ή υγρασία είναι φοβερή και περονιάζει^ τά κόκκαλα. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας ύ στερα από μιά πρόχειρη έ ρευνα, καταλαβαίνει πώς εί ναι θαμμένος ζωντανός! Καμμιά έξοδος δέν υπάρχει από πουθενά! Είναι πεσμένος μέσα σ’ ένα φοβερό λάκκο πού έχει σκα φτή μέσα στο πετρώδες έδα φος μόνο και μόνο γιά παγίδα. Βρίσκεται δμως τουλάχι στον έξη μέτρα πάνω από τό κεφάλι του ή οροφή τού λάκ κου καί ή καταπακτή είναι καί πάλι κλεισμένη, όπως πρίν πα τήση πάνω σ' αυτήν.. Τό μοναδικό όπλο πού τού έχει άτττο μείνει μαζί μέ τό α χρείαστο εδώ μέσα μαστίγιό του, τό ατσαλένιο του μαχαίρι, ούτε αυτό μπορεί νά τού δώση καμμιά βοήθεια. ^ Ό Ζορρό καταλαβαίνει πώς είναι χαμένος. "Οταν τό παίρνει άπόφασι, κάθεται στο υγρό έδαφος κι* άκουμπάει τήν πονεμένη πλά τη στον κατακόρυψο τοίχο τού λάκκου. «"Ας περιμένουμε...», συλ λογίζεται. «Ευτυχώς θά έρθη ή ασφυξί α πολύ π ιό πριν α πό τήν πείνα καί έτσι τό μαρ τυρί ο δέν θά είναι πολύ με γάλο !...». Ό κακούργος έν δράσει
Μ
ΟΛΙΣ ό Ζορρό τής Ζούγλας έχει γκρεμιστή μέσα
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σ' εκείνη την καταπακτή, ό άνθρωπος πού κρατούσε τό μα χαίρι στον λαιμό του θύμα τός του πού είναι ξαπλωμέ νο στο δάπεδο του σκοτεινού διαδρόμου, πετιέται όρθιος με μια άγρια φωνή χαράς καί θριάμβου. Ό άνθρωπος αυτός είναι ό "Αγριόγατος, ό φοβερός κα κούργος τής ζούγκλας τού "Α μαζονίου, πού καμμιά άστυνο μία δεν έχει καταφέρει ποτέ να τον συλλάβη. —"Ά!, ουρλιάζει σαν άγ ριο θηρίο. Πολύ σπουδαία φά κα, έ καθηγητά Τζένκινς; Κα λά λέγαν πώς ο Ζορρό τής Ζούγκλας μπορεί νια βλέπη και μέσα στο σκοτάδι!.. "Ο σα περισσότερα λοιπόν γνωρί ζεις για τον εχθρό ^σου, τόσο πιο χρήσιμα σου είναι!.. Πι άστηκε σαν τό έξυπνο πουλί, από τη μύτη!... Σέ λίγες ώ ρες θάχη σκάση μέσα στον λάκκο^του και κανείς ποτέ δεν θά βρή ούτε τά κοκ καλά του! Και θές νά σου πώ κάτι; Πολ λοι έχουν την περιέργεια νά μάθουν ποιος είναι αυτός ό περιβόητος Ζορρό τής Ζούγλας!· "Εγώ ιδέν έχω καμμιά τέτοια περίεργε ια!... Μοΰ φτάνει νά ξέρω πώς ό τυχο διώκτης αυτός, δέν υπάρχει πιά στη ζωή, για νά ανακα τεύεται στίς επιχειρήσεις τών άλλων ανθρώπων πού δέν τον ενδιαφέρουν! Ό "Αγριόγατος θριαμβολο γεί γιά την επιτυχία του. Ό καθηγητής Τζένκινς, τό θύμα του, ακούει χωρίς νά λέη λέξι, όσο κΓ άν ή άγανσ-
21 κτησι βράζει μέσα στην ψυ χή του. Στο τέλος ψιθυρίζει μέσα άπ" τά δόντια του: —Είσαι ένας κακούργος! "Ενας άπαίσιος κακούργος πού δέν έχει ούτε ιερό ούτε ό σιο. —Ψέματα!, ξεφωνίζει · σαρ καστικά ό "Αγριόγατος. "Έ χω ιερό τό χρυσάφι και πι στεύω στον Θεό τής Βίας!... Αυτά τά δυο μαζί μπορούν νά έξασφαλίσουν στον άνθρωπο την ευτυχία! Είναι τά μόνα πού μπορούν νά μάς κάνουν ευτυχισμένους! —Είσαι μιά διεφθαρμένη ψυχή! —Είσαι1 ένας ηλίθιος μέ περικεφαλαία!, γρυλλίζει θυ μωμένος ό κακούργος. Κρίμα στη μόρφωσί σου, αλλά — βλέπεις — οί περισσότεροι πολύ μορφωμένοι άνθρωποι έχουν σαλεμένο από τις πολ λές γνώσεις τό μυαλό! Φωνά ζεις ^ και μέ κατηγορείς πού κυ νηγάω τό χρυσάφι! Μήπως κι" εσένα ή κίτρινη λάμψις του δέν σ" έφερε σ’ αυτή τή ζούγκλα; Μήπως κι" εσύ δέν ήρθες στον "Αμαζόνιο κυνη γώντας ^τά χρυσά αγάλματα τών Θεών τών "Ίνκας; —"Εμένα δέν μ" ένδιαφέρει τό χρυσάφι, λέει ήσυχα. Μ" ενδιαφέρει ή ιστορία ενός αρ χαίου πολιτισμού... Τά αγάλ ματα αυτά δέν είναι πολύτι μα επειδή είναι από χρυσό.. Είναι1 πολύτιμα γιατί τά έ χουν φτιάξει άνθρωποι πρίν από χ ι λ ι άδ ες χ ρόν ια! —Είναι όμως καί οπτό χρυ~
σό! γαυγίζει θριαμβευτικά ό Αγριόγατος καί τά μάτια του λάμπουν από απληστία, σαν νά βλέπη κιόλας μπροστά του τά χρυσά αγάλματα των 3Ίνκας... —Δεν θά σ5 άφίσω νά τ5 άγγίξης!... Δεν θά σοΰ δείξω ποτέ τον δρόμο νά τά βρής! "Ο,τι κι* άν μού κάνης!... Ή φωνή του είναι πολύ ήρεμη, αλλά καί γεμάτη ψυ χρή βεβαιότητα. Ό Αγριόγατος καταλαβαί νει την ακλόνητη άπόφασι τοΰ επιστήμονα καί σφίγγει τίς γροθιές του μέ μανία. —Αυτό θά τό δούμε! μουγ γρίζει μέσ’ απ’ τά δόντια του. Κι5 εγώ σου λέω πώς θά μου πής οπωσδήποτε πού βρί σκόντα ι τά χρυσά αγάλματα κι1 αφού (δέν δέχεσαι, μέ τό καλό, μερίδιο γιά την άνακάλυψί τους, δέν θά πάρης τί ποτα όταν τά βρούμε! Ό Τζένικινς δέν του δίνει σημασία. Κυττάζει προς τό μέρος πού έχει κλείσει ή καταπα κτή πάνω από τον Ζορρό τής Ζούγκλας. Δέν μπορεί νά ξεχάση πώς έ νας άνθρωπος βρίσκεται εκεί μέσα καί πρόκειται νά πεθάνη ζωντανός... — Σε συμβουλεύω νά έλειυθερώσης αυτόν τον άνθρωπο πού έρριξες μέσα στήν κατα πακτή, γιατί, άν δέν τό κάνης μόλις έλευθερωθώ, θά σέ κα ταδώσω στήν αστυνομία γιά τό φριχτό κακούργημά σου! Τά μάτια του Αγριόγατου γυαλίζουν άπσίσια.
—-Τότε αυτό σημαίνει πώς δέν θά έλευθερωθής ποτέ σου Τζένκινς!... Καί, ενώ μιά ανατριχίλα διατρέχει άθελα τό κορμί τού γενναίου έπιστήμονα/ μιά δι αφορετική λάμψις φωτίζει προς στιγμήν τά γεμάτα κα κία καί άπληστία μάτια του δολοφόνου. Γυρίζει καί λέει στον Τζένκινς μέ ξαφνική έμπ νεύσι: —Έκτος άν κάνουμε μιά διαφορετική συμφωνία, καθηγηιτά! Τό ύφος του είναι τρομερά παράξενο. Χωρίς νά τό θέλη ό αιχμά λωτός του στηλώνει τά μάτια προς τό σημείο πού υποθέτει πώς θά βρίσκεται τό πρόσω πο τού συνομιλη'τού του, μές τό σκοτάδι. Λέει: —Τι είδους συμφωνία; —θά ελευθερώσω τον Ζορ ρό τής Ζούγκλας καί θά σου χαρίσω κι3 εσένα τήν ζωή, άν μού· πής πώς θά βρώ τά χρυσά αγάλματα! —"Αδικα ελπίζεις Αγριό γατε ! Μανία ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του κακούργου. "Ενας τέτοιος άγριος θυ μός πού μπορεί καί νά κατάφερνε νά φοβίση τον καθη γητή άν μπορούσε νά τον δια κρινή. —Λοιπόν είναι ή τελευταία σου λέξμ γρυλλίζει. —Ακριβώς. —Μέ τήν επιμονή σου παίρ νεις στον λαιμό σου καί τον άνθρωπο αυτόν πού οι ίνδιαμ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! νοι της περιοχής τον ονομά ζουν υπερασπιστή των αδυ νάτων καί των κατατρεγμέ νων! Ό απαίσιος κακούργος με ταχειρίζεται κάθε είδους μέ σον για νά καταφέρη εκείνο πού θέλει, ακόμα καί τή συγκίνησι πού για την δική του την καρδιά είναι συναίσθημα εντελώς άγνωστο, μά πού ό ίδιος έχει-ακουστά δτι υπάρ χει στις ςκαρδιές των άλλων ανθρώπων.. Ό καθηγητής πραγματικά είναι ή μόνη φορά πού φαίνε ται! νά διστάζη μιά στιγμή.. "Υστερα δμοος σφίγγει τά δόντια καί τις γροθιές του και μουρμουρίζει αποφασιστι κά: —Δεν μπορώ νά κάνω τί ποτα γΓ αυτόν, όσο κΓ άν θά τό ήθελα.. Είναι αδύνατον νά ξεχώσω τό χρέος μου απέ ναντι στην επιστήμη μου... Ό Θεός άς τον λυπηθή καί άς τον βοηθήση!... Ό 5Αγριόγατος νοιώθει τή λύσσα νά του δαγκοονη άγρια τήν καρδιά, καθώς βλέπει νά άποτυγχάνη καί ή τελευταία ταυ προσπάθεια γιά νά συγκι νήση τον αιχμάλωτό του. •Είναι τόσος καιρός πού τον έχει στά χέρια του και του κάνει τά πιο φρικτά βασανι στήρια κι* όμως ή ψυχή του άδάμασ'του έπιίστήμονα, δεν λέει νά λυγίση.. Φοβάται καί μήπως πεθάνει επάνω στούς φρικτούς πό νους καμμιά φορά και τότε
2Β θά έχουν πάει δλα οριστικά χαμένα.... * Αλλά, όχι... Στο τέλος δεν μπορεί παρά νά λυγίση... Τό ανθρώπινο κορμί δεν εΤ ναι από σίδερο... Μανιασμένος γυρίζει στούς άντρες του καί φωνάζει με άφρούς στο στόμα: —Π άρτε τον πάλι, στή φυ λακή του!... Καί θά τά ξαναποϋ'με πολύ γρήγορα! Δυο ίνδιάνοι πού στέκονται πίσω από τον Τζένκινς καί παρακολουθούν όλη τή συζήσι, άρπάζουν τον αιχμάλωτο από τά χέρια κΓ από τά πό δια καί χάνονται στο βάθος τού διαδρόμου... Ό Πάντσο... καί ό Μίτος! Μ Α ΕI ΜΑ Σ Τ Ε άσυγχώρητοί!... "Εχουμε ξεχάσει τον καϋμένο τον Πάντσο Γί γαντα, τον βοηθό τού Ζορρό τής Ζούγκλας! Καί τόν έχουμε ξεχάσει μά λιστα κάπου εκεί κοντά κιί αυτόν, ακριβώς τή στιγμή πού, κυνηγημένος από δύο ε ρυθροδέρμους πού θέλουν νά τού κόψουν τό κεφάλι, φτάνει στά ερείπια τής άρχαίας ιν διάνικης πολιτείας Ίκοντάμα. Ό Πάντσο Γίγαντας μένει μέ τό στόμα όλάνοιχτο καθώς άντικρύζει εκείνα τά ερείπια γ:ά πρώτη φορά. —'ΓΊώ! Πώ!, κάνει με πολύ μεγάλο θαυμασμό καί χάσκει
κυριολεκτικά,
24 Μετά άπό μερικά δευτερό λεπτα ξαναβρίσκει τη λαλιά του και λέει: —-Σεισμός, μανούλα μου όχι παΐξε - γέλασε! Έδώ κα τρακύλησε τό Σόμπαν! Πώς δεν το πήρα εϊδησι εγώ! Θάγινιε την ώρα πού ήμουνα στον αέρα, όταν πετούσα προς τά έδώ! Προχωρεί λίγο ακόμα/ σκαρφαλώνει σέ μιά κολώνα και βλέπει δλο τό πανόραμα τής γκρεμισμένης Ίκοντάμα. Δάκρυα τοϋρχονται σά μά τια. —'Βρέ τούς φοοκαριάρηδες τούς σεισμόπληκτους! κλα ψουρίζει κατασυγκινη μένος. Πρέπει νά βάλουμε καμμιά νέα φορολογία στά γουναρικά τών καστόρων γιά νά τους ένισχύσωμε. θά τό πώ τού Ζορροϋ! Αυτός είναι πι'τσούλα γιά κάτι τέτοια. Σταματάει τη φλυαρία του καί τά μοπάκια του γουρλώ νουν άπό την έκπληιξι. Τσιρίζει: ^-Φσσσς! Φυχούλα μου! Κείνο τό καμπαναριό ήρθε κα πάκι! "Έχουνε γίνει μεγάλες .ημιές τό λοιπόν! Δεν θάθελα γιά τίποτα/ νάμαι δήμαρ χος σ5 αυτόν τον τόπο! Μά πού στον δαίμονα είναι οί σεισμοπαθείς; 4 Βάζει τό χέρι του χωνί καί φωνάζει: —Έ! Παιδιά! Βγήτε άπό τις τούκες σας! Δεν κουνιέ ται τίποτα πιά! Ό σαματάς τέλος! Δεν παίρνει άπάντησι καί ττρλύ παραξενεύεται
ζ ο ρρο Ξαναφωνάζεΐ': —Καλέ! Βγήτε άπ" αυτά τά χαλάσματα! Θά καταντή σετε άρχαΐοι! Τίποτα. Ό Πάντσο Γίγαντας πει σματώνει καί πηδάει άπό την κολώνα του. "Αρχίζει^ νά πηγαιοέρχεται πέρα - δώθε άνάμεσα στά παμπάλαια ερείπια. "Από την έκπληξί του γιά τό παράξενο αυτό μέρος, έχει ξεχάσει άκόμα καί τούς φό βους του κι5 άκόμα κι" εκεί νους τούς δύο τρομαχτικούς ερυθρόδερμους, πού τό πήγαν φιρί - φιρί νά τον άποκεψαλίσουν. Φυσικά δμώς, όσο κΓ άν ψάχνη, δεν βλέπει πουθενά ψυχή ζωντανή. Βλέπει μόνο κάτι μεγάλα χάσματα στο έδαφος πού έ χουν γίνει πραγματικά άπό παλαιούς σεισμούς καί μουρ μαυρίζει μέ δέος καί Θαυμα σμό: _ —Τούς κατάπιε ή γής όλουνούς! Μωρέ δέν έμεινε ού τε έστω καί ένας γιά νά... μα γειρεύη νά τρώνε οί άλλοι! -αφνικά σωπαίνει άλλη μιά φορά καί τά μάτια του ξαναγουρλώνουν. Μπροστά του χάσκει Θεώρατη ή είσοδος μιας υπόγειας σήραγγας. Είναι μιά σκοτεινή τρύπα καί πίσω της δέν μπορεί νά δ ι ακρινή τίποτα. Ό Πάντσο ί ίγαντας φέρνει τό δάχτυλο στο στόμα καί στέκεται* άναποφάσιστός. "Οσο μαύρο είναι τό άνρμ
γμα τής σήραγγας, τόσο μαϋ ρος είναι κΓ ό τρόμος πού τρυ πώνει στην καρδιά του. Ο τρόμος πάντως δεν έχει καμμιά σχέσι με τή σήραγγα πού φαίνεται τόσο αθώα μέ τό μάτι, ώστε ούτε τον Πάντσο δεν μπορεί νά φοβίση. Αλλά είναι οι δυο ίνδιάνοι πού τον κυνηγούσαν καί πού έχουν φτάσει στα ερείπια τής παλιάς πολιτείας καί ψάχνουν μ αν ι ασ μ ένο ι νά άν αχ αλ ύ ψουν τον αρχιμηχανικό του Ζορρό. Ό Πάντσο λοιπόν-δεν χά νει καιρό καί τρυπώνει μέσα στην σκοτεινή τρύπα. «"Αντί νά λιποθυμίσω», συλ λογίζεται, «καλύτερα νά κρυφ τώ πρώτα! Λυτοί οί ... μπο γιατζήδες, δεν τόχουν γιά τί ποτα νά ·μέ κόψουν κομματά κια όπως καί τό κακό·μ οι ρο εκείνο τό φιδόπουλο !...». "Οσο προχωρεί προς τό βά 8ος, τόσο βλέπει ότι ή στοά πού προχωρεί κάτω από την επιφάνεια τής γής, δεν τελει ώνει . Στο λιγοστό φώς πού φτά νε ιΐ ακόμα από την είσοδό της ώς τό μέρος πού βρίσκεται ό ΓΊάντσο Γίγαντας, στέκεται καί κυττάζει μέ έμβρίθεια ο λόγυρά του, γιά νά καταλάβη πάνω - κάτω σέ τί μέρος βρί σκεται . —Καλαμπούρι έχει ετούτη ή σπηλιά!, τσιρίζει μόνος του μεσ" άπ" τά δόντια του. Πιο μακρόστενη δεν έχω ξαναδή ποτέ μου! -αφν.κά τά ματάκια του στριφογυρίζουν. Καινούργια εκπληκτική έμ
πνευσις έχει περάσει από τό απίθανο μυαλό του. —Μαμακούλα μου!, μουρ μουρίζει μέ κομμένη χολή. Θές νά είναι ό ...Λαβύρινθος πού λέει ή ιστορία; Αύτό τό τελευταίο τό έχει συλλογιστή γιατί στο σημείο πού έχει φτάσει ή στοά παύ ει απότομα νά τραβάη ολόι σια καί χωρίζεται σέ τρεις δρόμους! Ό Πάντσο Γίγαντας πού είναι καί τρομερά διαβασμέ νος, όπως γνωρίζει ό αναγνώ στης/ τά ξέρει άπ" έξω κΓ ανακατωτά δλ" αυτά τά πρά γματα. —Χωρίς άμφιβολία! λέει βεβαιωμένος. Είναι ό λαβύ ρινθος πού φύλαγε ό Ηρα κλής τον Κέρβερο καί μπήκε ό Μέγας Ναπολέων κρατών τας εκείνο τό... κομποσκοίνι πού τό λέγανε... «μύτη τής Πηνελόπης», γιά νά βρή τά σαράντα παλληκάρια άπό τη Λειβαδιά, πού του είχανε στεί λει φόρο οι £ I σπανοί! "Απάνω σ" αύτό τό πιο φρι κτό ιστορικό άνακάτωμα πού έχει γίνει ποτέ στοάς αιώνες, τά μάτια τού Πάντσο Γίγαν τα πέφτουν σέ μιά μεγάλη κουλούρα σχοινί πού έχουν φέ ρει εκεί μέσα οί άνθρωποι του "Αγριόγατου καί είναι πεταμέ νο σέ μιά γωνία. Τά ματάκια του αστράφ τουν άπό χαρά. —Νά καί μιά... «μύτη», τσ ι ρ ίζ ε ι κ ατ ενθουσ ι ασ μένος. Δέν μου μένει παρά νά συ ναντήσω καί τήν... Πηνελόπη τώρα καί νά είναι καμμιά ώ-
26 ραία λέει καί να μέ... άγαπήση χωρίς ελπίδα! Χτυπάει τό κούτελό του μέ την παλάμη του καί μουρμου ρίζει άκατάτταυστα: -—Μπά! -έχασα την αρ χαία εκείνη συνταγή ή όχι; Βέβαια! Κάπως έτσι» είναι: «Παίρνετε, λέει, τή μιά άκρη τής... «μύτης τής Πηνελόπης» καί την δένετε προσεκτικά κόμπο στην είσοδο του Λαβυ ρίνθου! Τραβάτε δυο - τρεις ψαρές γερά, για νά βεβαιωθήτε πώς ό κόμπος έχει δεθή κα λά καί υστέρα κάνετε μερι κούς γύρους, για νά μην ύπάρχη άμφιβόλια πώς δέν λύ νέτα! από καμμιά μεριά... Ό ανεκδιήγητος Πάντσο Γίγαντας, όλα όσα λέει, τά έκτελεΐ κιόλας κατά γράμμα καί έχει δέσει γερά τό σκοι νί πού βρήκε από τή μιά του άκρη σ’ έναν βράχο καί τρα βάει μ’ όλη του τή δύναμη αλλά τό σχοινί είναι δεμένο γερά καί δέν λύνεται. Κι* ό Πάντσο χώνεται σ" έναν από τούς τρεΐς δρόμους τής στοάς, παίρνοντας μαζί του τήν άλλη άκρη του σχοι νιού καί συγχρόνως άπαγγέλη χωρίς διακοπήν τή... συν ταγή του: —^Παίρνετε δυο ασπράδια αυγού... "Άϊ στην ευχή! Μπερ δεύτηκα! Παίρνετε λοιπόν τήν άλλη άκρη τής «μύτης τής Πηνελόπης» καί τραβάτε γιά τά... βαθιά... Κι5 όσο πηγαί νετε, τόσο κρατάτε συνεχώς τό κομποσχοίνι καί άμολάτε καλούμπα!... Ό Πάντσο σ’ αυτά τά τε
λευταία λόγια στέκεται σαν νά τον έχει χτυπήση κεραυ νός. Τά ματάκια του γουρλώ νουν εις τό τετράδιπλο από τή φρίκη. —Καταστροφή! τσιρίζει πανικόβλητος. Εκείνος ό... μπογιατζής πού μού έλεγε «άμόλα καλού μπα», θά έννούσε ότι θάρθη σ5 αυτό εδώ τό μέ ρος ? Μά τότε! Τότε θά μέ πιάσουν καί θά μέ κάνουν κομ ματάκια σαν τό φιδάκι!.. "Άαααα!... Καί μέ τό καταπληκτικό αυτό συμπέρασμα παίρνει μιά τρεχάλα άνευ προηγουμένου, μέσα στά κατασκότεινα εκεί να βάθη καί δέν κρατάει ση μάδι ούτε πού πέφτει καί τσα κίζεται ούτε που ξανασηκώνεται καί συνεχίζει τον., μαύρο δρόμο του. Καί ξαφνικά ή γή υποχω ρεί κάτω άπ'τά πόδια του καί ..πέφτει στήν αγκαλιά του... Ζορρό τής Ζούγκλας, πού έ χοντας ακούσει τον σαματά, μόλις προλαβαίνει νά σηκωθή από κεί πού καθόταν περί μέ νοντας τον θάνατο για νά τον άρπάξη. —Υπέροχε Πάντσο!, φω νάζει ,μ<έ συγκίνηισι. "Έφερες καί σχοινί μαζί σου; Είσαι Θεός! Σωθήκαμε! Ό Πάντσο Γίγαντας πού μόλις ακούει τή φωνή του Ζορρό όλοι του οι φόβοι εξα φανίζονται μονομιάς, λέει μέ εκπληκτική άπάθεια καί απί θανο ύφος: —Μά τί έγινες, καλέ Ζορράκα; Σέ είχανε ετοιμάσει...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γιά τή σαλαμούρα; Έγώ δη λαδή 6α ττρέπη νά αναστα τώνω τή ζούγκλα για νά σέ βρω; Τι σόϊ μασκοφόρος Εκ δικητής είσ’ εσύ, όταν κάθε σαι- και μουχλιάζεις σ5 ένα τέ τοιο λαγούμι, τή στιγμή πού έγώ βαρέθηκα νά σκοτώνω ίν διάνους στον απάνω κόσμο; Άλλα ό Ζορρό μ* δλη τήν ευγνωμοσύνη πού νοιώθει γιά τον αγαθό βοηθό του, δεν έ χει καιρό νά κάνη τίποτα αυ τή τή στιγμή γιά νά τον βοηθήση. Κοίτσιλσ βαίνει άτι πρέπει νά βιαστή γιά πάρα πολλούς λόγους. Αρπάζει τό σχοινί πού έ χει φέρει μαζί του ό ΓΊάντσο
27 καί τό τραβάει, τό τραβάει ώσπου τεντώνεται. Λέει του συντρόφου του: —Ανέβα στον ώμο μου νά σκαρφαλώσουμε απάνω. ^—θά... τά καταφέρης; ρω τάει μέ πολύ στιφό ΰφος ό ΓΊάντσο. "Όχι, γιατί άν δεν μπορής εσύ νά σ’ ανεβάσω ε γώ! Ό Ζορρό τον άρπάζει χα μογελώντας καί τον καθίζει μέ τό ζόρι; στον ώμο του. "Υστερα μ* ένα πήδημα άρπάζεται από τό τεντωμένο σχοινί πού μπορεί νά τό διακρίνη μέσα στο σκοτάδι καί μέ τέσσερις χεριές δλες - ό λες, έχει φτάσει στήν κατα πακτή πού τό σχοινί δεν τήν
Γιά μια στιγμή ο! δυο γίγαντες άναμετρώνται μέ τό βλέμμα...
ΖΟΡΡΟ
ΧΒ
έχει άφίσει νά κλείση καλά. Ό ακατανίκητος τι μωρός τών κακών/ σπρώχνει με τό έ να του χέρι τό καπάκι της καί σε δύο δευτερόλεπτα ακόμα, μέ μια δυνατή έλξη βρίσκον ται κι5 αυτός κι* ό κωμικός βοηθός του έξω από τον τάφο εκείνον...
ΕΛ
του... Σ ωχηρ'α
Ό θυμός του ’Έλ Ρέϋ 0
σίλειό του... Τό ακατανίκητο τζάγκουαρ, τό τρομερότερο θηρίο τής ζούγκλας του 3 Αμαζόνιου, κρύβεται τρομοκρατημένο στις φυλλωσιές, καθώς βλέ πει τον Έλ Ρέϋ νά περνάη τόσο θυμωμένος μπροστά
ΡΕΎ·
σηκώνε
ται. από τά^ χόρτα τής όχθης του ποταμού Μπούλα πού βρί σκεται πεσμένος και κρατάει τό κορμί του ολόκληρο πού έ χει την άίσθησι ότι του τό σουβλίζουν φρικτοί πόνου Σιγά - σιγά αυτή ή άίσθησις —τό μαρτύριο αυτό — του περνάει... Δεν περνάει όμως κι9 ό θυ μός πού αστράφτει μέσα στίς γαλάζιες κόρες των ματιών του... —Τί μυστήριο είναι αυτό πού κυβερνάει ζωή Έλ Ρέϋ; μουρμουρίζεν μεσ’ απ’ τα δον τια του. Δεν μπορώ βασανί ζομαι άλλοι... Πρέπει νά μά Π ρέπει νά μάθω !... θω !... Αυτός ό Ζορρό μάγος !>. Αυ τή ή Νάγια Μάγισσα! Πρέ πει νά σκοτώσω καί δύο!... Τόπε Έλ Ρέϋ ψυχή έλευθερωθή!.... Μέ γοργό βήμα, μέ σφιγμέ νες γροθιές, μέ στήθια μέσα στά όποΐα κοχλάζει ό πιο τρο μέρος θυμός, ό γιγαντόσωμος βασιλιάς τής ζούγκλας χύνε ται προς τό καταπράσινο βα
ΖΟΡΡΟ φαίνεται πο λύ τυχερός αυτή τή φορά, γι ατί/ καθώς ό Αγριόγατος μέ τέσσερις από τούς ανθρώπους του, μεταφέρουν τον καθηγη τή Τζένκινς, δεμένον χειροπό δαρα, σ’ ένα ώρισ;μένο τμήμα τών φοβερών εκείνων υπογεί ου, όπου έχουν στήσειι τά σύ νεργα τών άπανθρώπων βασα νιστηρίων τους, πέφτει μαζί μέ τον Πάντσο ακριβώς επάνω στο δρόμο τους..... Τά μάτια του Έκδικητοΰ λάμπουν από άγρια χαρά. Τή φορά αυτή βρίσκεται σέ πολύ πλεονεκτικότερη θέσι.... Τή φορά αυτή ούτε ό Άγρι ό γάτος ούτε κανένας από τήν παρέα του θά μπορούσε νά βάλη μέ τό νοϋ του πώς ό Ζορρό τής Ζούγκλας είναι έκεΐ μέσα στο σκοτάδι και τούς παραμονεύει έτοιμος νά τούς τιιμωοήση σκληρά γιά τά έγκλήματά τους. "Ολοι τον έχουν γιά ξεγραμ μένον οριστικά αστό τον κα τάλογον τών ζωντανών.. Κι’ ό μασκοφόρος Τι μωρός ετοιμάζει αθόρυβα τό μαστίγιό του και μέ τό άλλο χέρι
3Ρ
Οι διακοπές του καλοκαιριού άρχ ισαν! "Οσοι θέλετε να περάσετε τό καλοκαίρι σας ευχάριστο, έπισκεψθήτε το βιβλιοπωλείο του «Μικρού "Ηρωος», Αέκκα 22, εντός της Στοάς,
Θά.βρήτεέκεΐ ΟΛΑ τά βιβλία γιά παιδιά και για νέ ους, που έχουν έκόοθή στην Ελλάδα από τούς μεγάλους καί μικρούς εκδοτικούς οΥκους: — Μυθιστορήματα. — Εγκυκλοπαιδικά βιβλία. — * Ιστορικά αναγνώσματα. — Εικονογραφημένα. — 'Ομαδικά παιχνίδια γιά τό βουνό καί τή θάλασσα. Γιά κάθε ηλικία καί κάθε γούστο καί ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ. Κάθε επισκέπτης πού θά άγοράζη βιβλία αξίας άνω των 10 δραχμών, θά παίρνη καί ένα
Δ Β Γιά κάθε 10 δραχμάς πού θά πληρώνη γιά νά άγοράση βιβλία θά παίρνη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ ένα τεύχος Μ. "Η ρώο ς (ή των άλλων εκδόσεων μας: Μικρός Ταρζάν, Γκρέκο, Ζορρό τής Ζούγκλας, Κάλ κλπ.) τής άρεσκείας του! Μην παραλείψετε νά έπισκεψθήτε τό βιβλιοπωλείο
:
:
ΛΕΚΚΑ 22, εντός τής στοάς
: :
βουλώνει τό στόμα του.. Πάν τσο Γίγαντα ττού έρχεται πί σω του, για νά τον προλάβη νά μην πετάξη καμμιά κου βέντα. —Σσσσς !, κάνει ανεπαί σθητα. Ετοιμάσου νά επιτε θούμε, Πάντσο! ΚΓ όσο νά δώσω τό σύνθημα (μή βγάλης «κίχ». Σύμφωνοι; Και μ5 αυτά τά τελευταία λόγια του άφίνει τό στόμα οπότε ό Πάντσο ξεφωνίζει πο λύ θυμωμένος: —ΚΓ ητανε ανάγκη νά μου βουλώσης τό στόμα γιά νά μη μιλήσω; Δεν καταλαβαί νω νά τό κάνω μόνος μου; Γιά κάνα βλάκα με πέρασες; Τό^τί γίνεται εκείνη τη στι γμή είναι άνώτερον πάσης πε ρι γραφής. "Άγρια ουρλιαχτά/ στριγγλιές καί φοβερές βλαστή μιες άικούγονται μέσα στο σκοτάδι. Οί ληστές ετοιμάζονται νά έπιτεθούν προς τό μέρος πού ακούστηκε ή φωνή, αλλά ό Ζορρό τής Ζούγκλας δέν τούς άφίνει. Ευτυχώς βρίσκεται πολύ κοντά τους καί τό μαστίγιο του άρχίζει νά δουλεύη. Πρώτο θυμα^ πέφτει ό Α γριόγατος, πού τό χέρι του έχει κιόλας τραβήξει τό πι στόλι του στά σκοτεινά καί ετοιμάζεται ν’ άρχίση τούς πυροβολισμούς, βέβαιος δτι θά πετύχη τον στόχο του μέ τίς πολλές, έστω κΓ άν δέν βλέπη, αφού δέν τον χωρίζουν παραπάνω άπό δύο βήματα άπό τούς αντιπάλους του.
Ακόμα ^ ούτε^ φαντάζεται πώς ,μπορεί νά είναι ό Ζορρό τής Ζούγκλας ό ένας άπ’ αύ τούς. Τού δίνεται όμως πολύ γρή γορα ή ευκαιρία νά τό καταλάβη, όταν ή άκρη τού μαστιγίου τού μασκοφόρου Εκ δικητή τυλίγεται στον καρ πό τού χεριού του, κάνσντάς τον ν" άφίση τό πιστόλι του νά κυλήση στο πέτρινο δάπε δο καί ό ίδιος ν’ άφίση ένα ά γριο ουρλιαχτό πόνου. Οί ίνδιάνοι πολεμιστές κά νουν νά επιτεθούν στά σκοτει νά αλλά δέν καταφέρνουν τί ποτα παραπάνω άπό τό νά μπερδευτούν μεταξύ τους μές στο σκοτάδι καί τό μαστίγιο τού Ζορρό αρχίζει τότε νά πέφτη αλύπητα επάνω στά γυμνά κορμιά τους καί νά τούς^ χαράζη τίς σάρκες. Είναι αδύνατον νά περιγρα φούν οί κολασμένες φωνές τών ληστών την ώρα εκείνη τής δίκαιης τιμωρίας τους. Καί μέσα απ’ αυτό τό παν δαιμόνιο, φωνάζει καί ό Πάν τσο Γίγαντας, τά εξής... μνη μειώδη λόγια: —Απάνω τους, Ζορρό! Α πάνω τους καί μή σέ μέλει! "Εγώ σοΰ προστατεύω... τά νώτα! Καί πραγματικά μ^έσα σέ δευτερόλεπτα οί κακούργοι έ χουν διαλυθή. "Έχουν έξαψανιστή τρέχοντας στο βάθος εκείνης τής υ πόγειας σήραγγας. Πρώτος καί καλύτερος τόχει βάλει πάλι στά πόδια ό "Αγριόγατος καί ό μασκοφό
ρος 3Εκδικητής αυτή τή φορά δεν έχει διάθεσι νά τον κυνηγήση, γιατί βλέπει πώς ό δεμένος χειροπόδαρα καθηγη τής Τζένκινς, βρίσκεται σέ κα κά χάλια... -Προτιμάει νά περιττοιηθή τον άτυχο επιστήμονα· και νά άναβάλη για αργότερα τήν τιμωρία του απάνθρωπου κα κούργου.... Τον λύνει γρήγορα - γρή γορα καί τον παίρνει στον ώμο του. "Υστερα ακολουθώντας τον ...μίτο τού Πάντσο Γίγαντα, δηλαδή τό δεμένο από τήν εΐ σοδο τής σήραγγας σχοινί, βαδίζουν γρήγορα καί έκ τού ασφαλούς προς αυτήν. Μόλις φθάνουν στο ύπαι θρο, τού κάκου ό Ζορρό προ σπαθεί νά δ ι ακρ ινή κανόναν άπό τούς ληστές τού Αγριό γατου στά γύρω έρείπια. Τρομοκρατημένοι οί κακούρ γοι καί ρέ πρώτο καί καλύ τερο δπως είπαμε τον αρχη γό τους, έχουν σπεύσει νά έξαψανισθούν. Ό καθηγητής Τζένκις μουρ μαυρίζει αδύναμα/ χωρίς νά καταλαβαίνη καλά - καλά τί συμβαίνει, γιατί δεν ξέρει βέ βαια τίποτα περί «Ζορρό»: —Πού μέ πηγαίνετε; Τί θά μέ κάνετε; "Ασφαλώς θά φαντάζεται πώς έχει πέσει στά χέρια άλ λου, τρομερωτέρου κακούρ γου, που τον έκλεψε από τον "Αγριόγατο γιά νά κερδίση αυτός τά χρυσά αγάλματα των "Ίνκας. Ό Ζορρό όμως τον καθη
συχάζει μέ δυο λόγια: Μείνετε ήσυχος, καθηγητά Τζένκινς!... Δέν έχετε πιά νά φοβηίθήτε τίποτα! ΕΤσθε έλεύ θέρος! Ό κακομοίρης εκείνος δέν μπορεί νά πιστέψη τ" αυτιά του. Κάνει μιά κι νησί συγκινημένος καί μουρμουρίζει: —Ό Θεός νά σ" εύλογή... —"Ά μ ήν!, τσ ι ρί'ζ ε ι ό Π άντσο Γίγαντας. Γιατί άν δέν σ" εύλογήση Ζορράκο μου, νά δούμε πώς θά τά βγάλης πέ ρα μ" αυτόν τον ψηλό! Ό Ζορρό στέκεται κατά πληκτος. Βλέπει προς τό μέρος πού τού δείχνει ό Πάντσο καί κά νει μιά κίνησι γεμάτη έκπληξι., "Απέναντι του στέκει τρο μερός, μέ τό φονικό του- μα χαίρι γαντζωμένο γερά στο δεξί χέρυ ό £Ελ Ρέϋ ό βα σιλιάς τής ζούγκλας. Ό μασκοφόρος "Εκδικητής ούδέπΡτε τον έχει δή πιο τρο μερόν άπ" αυτή τήν στιγμή. Ό Έλ Ρέϋ φωνάζει τρο μαχτικά: —Ζορρό, υπερασπίσου τή ζωή σου! Ό ένας άπό τούς δυο πεθάνη τώρα! Έλ Ρέϋ θέλει, λύσει μάγια βασανίζουν ζωή του! —Είσαι τρελλός!, φωνάζει ό Ζορρό μέ μιά παράξενη άνατριχίλα σ" ολόκληρο το κορμί του. Δέν υπάρχουν τί ποτε μάγια!... Δέν έχω τίπο τα μαζί σου!.... —Μ" έχεις μαγέψει!, ουρ λιάζει ό £Ελ Ρέϋ. Οί ζωές μας είναι παράξενα δεμένες μ I-
να αόρατο νήμα!.. Ιο νήμα αυτό θά κόψω τώρα μέ το μα χαίρι μου! Υπερασπίσου γι ατί σέ σκοτώνω! Μέ τά τελευταία αυτά τρο μερά λόγια, χύνεται εναντίον του Ζορρό πού αναγκάζεται ν’ άφίση τον καθηγητή ατό έδαφος καί νά τραβήξη τό μα χαίρι του. Γιά μιά στιγμή οί δυο γί γαντες τής ζούγκλας τού "Ά νω Άιμκχζονίου, στέκουν ό έ νας απέναντι στον άλλον και άναμετρώνται μέ τό βλέμμα. Ό ίδιος θυμός λάμπει και στών δύο τά μάτια. Ό Ζορρό έχει μανιάσει, ξαφ νικά γιά τήν άδικη εχθρότητα πού επιμένει νά του δείχνη ό 'Ελ Ρέϋ και έχει αποφασίσει νά τον τιμωρήση σκληρά. Ό άγριος πολεμιστής έχει ξυπνήσει· μέσα του.. Κάθε ιδέα πού είχε προη γουμένως νά λύσουν μέ λόγια τις διαφορές τους, έχει ξεχαστή. Ό Ζορρό έφορμά πρώτος έ ναντίον του Έλ Ρέϋ! Τό ατσαλένιο μαχαίρι του διαγράφει μιά αστραπιαία και αστραφτερή τροχιά στον αέρα και ή λεπίδα του άναζη τάει τά στήθια του λευκού γί γαντα. Εκείνος δμοος τήν ύστατη στιγμή έχει πηδήξει σάν αί λουρος στο πλάϊ... Τό μαχαίρι του Ζορρό καρ φώνει μονάχα τον αέρα. Ό 'Ελ Ρέϋ έχει αυτή τή φορά σειρά νά έπιτεθή. ■Πηδάει μπροστά μ" ένα τε
ράστιο άλμα και βρίσκεται
μέτωπο μέ μέτωπο μέ τον 2ο0 ρό. Τό οπλισμένο χέρι του ση κώνεται ψηλά μέ τρομερή δύναμ ι. Τά μάτια τους διασταυρώ νονται σάν λεπίδες σπαθιών. Τότε ό βασιλιάς τής ζούγ κλας Έλ Ρέϋ κάνει μιά άνεξή γή'τη κίνησι προς τά πίσω. Καθώς τό βλέμμα του βυ θίζεται σ’ εκείνο τού Ζορρό, νοιώθει όλα τά μέλη του νά παραλύουν. Παραλύουν και τά δάχτυλά του κι" ανοίγουν και τό μαχαίρι κυλάει στά χορτάρια!... Ή άτσαλένια γροθιά όμως τού Ζορρό πού δέν μπορούσε βέβαια νά φαντασθή πώς ό 'Ελ Ρέϋ θά διστάση νά τον χτυπήση τήν τελευταία στι γμή, συνεχίζει τον δρόμο πού είχε άπ3 τήν αρχή καί πέφτε^ι μέ δυναμι στο στομάχι τού λευκού γίγαντα. Μ3 έ'ναν πνιχτό βόγγο ό 'Ελ Ρέϋ τινάζεται στά χορτάρια και μένει άκίνητος. Τήν ίδια όμως ώρα κι3 ό Ζορρό/ χωρίς καμμιά αιτία βγάζει όμοιο πονερένο βόγγο καί κρατώντας τό στομάχι του γονατίζει στή γη, ενώ ή γη στριφογυρίζει ολόγυρά του σάν νάχη φάει κι3 εκείνος γρο θιά στο ίδιο μέρος. ^—-Θεέ μου!, μουρμουρίζει. Δέν μπορώ νά καταλάβω... Τή λύσι όμως τή δίνει ά ξαφνα ό ... Πάντσο Γίγαντας πού έχει σκύψει πάνω από τον άναίσθητο βασιλιά τής ζούγλας καί δείχνει μέ γουρλωμένα μάτια τό φυλακτό πού βρίσκε
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
13
ται στο στήθος του τελευταί ου. — Κύττα, Ζορρούλι!, φω νάζει τσιριχτά. Δέν έχει πλάκες; Τό μεντσγιό του είναι άπαράλλαχτο μέ τό δικό σου. Ό μαισκοφόρος Εκδικητής τινάζεται όρθιος καί τρέχει καί σκύβει επάνω από τον Έλ Ρέϋ, την ώρα πού αρχί ζει νά σαλεύη... Παίρνει στα χέρι α του τό μένταν ιόν για τό όποιο έκανε κουβέντα ό Πάντσο και πιέζει ένα κουμπάκι πού βρίσκεται στο επάνω -μέ ρος του. Πιέζει κΓ ένα όμοιο κουμπί πού έχει τό δικό του. Δυο φω τογραφίες κρατάει στα χέρια του. Δυο ίδιες φωτογραφίες τής ίδιας γυναίκας! Ή μητέρα!, ψελλίζει ό Ζορρό καί γίνεται κάτασπρος σαν πεθαμένος. Είναι ό.. δί δυμος αδερφός μου, πού έχει χαθή άπό μικρός μέσα στη ζούγκλα!... Ό Έλ Ρέϋ!.. Αυ τός πού ήθελα νά σκοτώσω! Ή Μάγια κινδυνεύει
Η
ΝΑΓΙΑχ μέ^τό Βέλο
τρέχει -μ* όλη τη δύναμί της προσπαθώντας νά άπομακρυν θή, όσο γίνεται περισσότερο άπό τίς όχθες του ποταμού
Μπούλα, από φόβο οτ ι θά την κυνηγήση ό Έλ Ρέϋ μόλις συνιέλθη τελείως. Καί ξέρει πώς ό βασιλιάς τής ζούγκλας είναι άσυναγώνιστος στην ταχύτητα, έστω κΓ άν ρπορή κΓ αυτή νά τα ξιδεύει άπό δέντρο σέ δέντρο μέ τό σύστημα των πιθήκων. "Οταν άπομακρύνεται πε ρισσότερο, άποψασίζει νά κα τευθυνθή πάλι προς τά ερεί πια τής Ίκοντάμα, γιατί έχει τήν ιδέα πώς εκεί θά πρέπει νά βρίσκεται ό Ζορρό καί ί σως νά βρίσκεται σέ κίνδυνο. Στρέφει λοιπόν προς εκεί νο τό μέρος.. Αλλά ξαφνικά/ έκεΐ πού τρέχει άνυποψίαστη μπλέκεται μέσα σ3 ένα απλω μένο δίχτυ πού κλείνει αμέ σως καί ή Νάγια μέ τό Βέ λο βρίσκεται κρεμασμένη στον αέρα. Πίσω άπό τά ψυλλώματα ξεπροβάλλει τότε ό Αγριόγατος, μαζί μέ δυο τρεΐς Ινδιάνους πολεμιστές. Τά μάτια τού κακούργου λάμπουν άπό έναν τρομερό θρίαμβο, καθώς πλησιάζει τήν αιχμάλωτη. —Σπουδαίο κυνήγι!, μουρ μουρίζει. Γιά νά δούμε τί θά πή τώρα ό σενιόρ Ζορρό!... Έχω ακούσει πώς σου έχει μεγάλη άδυναμία, γιατί τον έχεις σώσει αρκετές φορές, ό μορφούλα μου!...
ΤΕΛΟΣ Γ. Μ ΑΡΜΑ Ρ ΙΔΗΣ Άπακλειστικότης:
Γεν.
’Εκδοτικαι Επιχειρήσεις Ο.Ε.
-«Μ» * ♦
■&·
ΟΡΡΟ
*
ΑΔΙΛ1Α ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥ ΓΚΛΑ1 ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
* *
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
'Έτος Ιον — Τόμος Ίος — *Αρ. τεύχους 6 — Δροτχ. 2 Γραφείο:: Αέκκα 22 (έντος τής στοάς)„ τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’Ανεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σιφιγγός 38. Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταούλω'ν 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, ’Αθήναι.
Μ Τώρα πού
άπ ©καλύφθηκε το τρομερό
αρχίζει ένα πραγματικό
δραματικό
μυστικό., τώρα
αριστούργημα
πρωταγωνιστές τον ΖΟΡΡΟ ΤΉΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
μέ
καί τον
ΕΛ ΡΕΎ·.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΓΑΑΑΖI ΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ Στό ερχόμενο μια περιπέτεια ασύγκριτη. Κάθε σελίδα κάτι
καινούργιο!
Κάθε φύλλο ένας καταπέλτης εκπλήξε
ων... καί ό... ΠΑΝΤΣΟ ΓΙΓΑΝΤΑΣ ασυναγώνιστος! ! ! ' ΜΗΝ ΤΟ ΧΑΣΗ ΚΑΝΕΙΣ !
ί*
ΗΑΟΤΑΝΥ Η£Ρ4Υ/νθΣ. Α! ΜΑΤΟί ΕΡΧΟΝΤΑΙ! ΟΛΟΚΛΗ 17ΡΗ ΤίεΡ/ΟΥΧ/β ΑΏΟ £Λ6φΑΝ· ΤΟΰΟΝΤΑ.. ΚΑΙ Η'ΑΥΤΗΤΗ ΦΰΤΟΓΡΑφίΚΗ ΜΗΧΑΝΗ·0ηηο ΜΠΟΡΟ ν α 7X0791° οΐονε Θ£Λ9Λ2ΡΐΙ ΘΟ ΡΥΒΟ !
01191 ΞΑΦΝΙΚΑ ΙΤΙΑ ΞΑΝΘΗ ο υε απα ΏΕΦηι α ώο ψη α α . ΔΑΪΗΟΝα Γ<Η ΤΑΝΤΟΥ. ■ ώΪα ϊ ΚΑΠΑ ΏΟΫ 7 τε ΤΗΝ .ΠΡΙΝ Σε Ακοηον-η πο υ τη *ηπα ρπιβ'^Μί^ οηη.
χΟΡ/ί. ΘΟΡΥ&Ο 70 ΕΝΑ 4ΗΛΗ ΤΗΡ/Α£Μ£ΝΟ Α6/ΙΟ£ Ν£7» το Αηηο Φβ υ Γο υ ν ηηο τ η I ΜΗΧΑΝΗ ΖΚΟ Τ9ΝΟΝΤΑ£^ Κι τοη
ΒηΐφβΗτεΖ.
Μ
ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΣΑ) 3ΡΑΙΑ.' ΠΑ Ηπο υ α ν Α! /ν α αηονΡΑντζ 0Η9Ζ ΘΑ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙ19 Η£ ΤΝ Η-ΗΛΑΜΗ
ΧΥΝΡΧΙΖέΤΝΙ
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ
Στά χέρια τοϋ Αγριόγατου Ν Α ΑρίΠΟΝ, ττου ή ττρκνίέμοΐρίφιη Μάγια με τό Βέ λα, βρίίσκεπν δ'τψινιιίκά αίχμάλ-ΟΟΓΠΓΙΐ ίΤΟυ Ό·.,. δν'Ου 'ΚΟΟΚούργου τής ζαύγκΛ^ς, του Άγρ'ιόγαΤαυ (*). Τό ττόος βρέθηκε σ’ εκείνο τό μέριας ό φονιάς αυτός, την ώρα τπαύ ή Νάγυα έτρεχε μ’ (*) Διάβασε τό προηγούμενο τ εΟχ-ο ς : «ΖοΡ'ΡΟ έναντι ον "Ε·λ Ρ·έϋ».
όλη. τή δόνα μι τοαν ποδιών της τττρός τά ιέρίείττΐΐία τής άρχαίας Ίκιαντάμα, είναι πολύ εύκολο Μα έξηγηθή: Ό δολοφόνος αυτός πιριυ ό μαΐσίκαφήρος Εκδικητής, ο θρυλικός Ζορίρΐό τής Ζούγκλας τον είχε εξαναγκάσει να φυ γή τρέχοντα ς και πτανιΐκό'βλητιας τήριός τό κιοτπατπράοηριο βα σίλειο του Άμαζανίαυ, είχε σταματήσει!! κάπτατε τή φυγή ταυ, όταν κατάλαβε ττώς ό γί γαντιας μέ τή «χρυσή μάσκα» δεν τόιν άκοίλαυβσυ'σε. Είχε αταμίατήσεΐ' καί είχε * ττροσττίαίθήκτειι νά μαζέψη ττά-
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ.
0
4
ΖΟΡΡΟ
λ» γύρω του τούς ανθρώπους . ζόταν στο πΐρόσωπό του καί ταυ, πού είχαν κ γ 3 εκείνοι τρα- "λττά μάτια του άστραφτε μιά λάμψ'ΐς λύσσας... ττη επέ φυγή, μαζί μέ τον τρο μερά αφεντικό τους. Οί γροθιές του ήταν σφι Δεν άργησε να σγη ματίση γμένες μέ τόση 1 μ ανία, πού κ,αι πάλι μια ομάδα άττό πλητά νύχια ταυ είχαν χωθή μέ , ρω μένους ληστές τπού έσερνε σα στό κρέας ταυ.. μαζί του μέσα στη ζούγκλα, Έβαλε, μέ κοφτές διατα γιιά νά τον βαηθουν στα απο γές καί μέ σκοτεινή έκφιρασίι, μερικούς ια(πό τούς άντρες τρόπαια εγκλήματα του. Καί αυτοί οι τελευταίοι εί του νά προσέχουν ολόγυρα χαν κάπως ησυχάσει καί εί καί μέ τούς υπόλοιπους πού χαν ξίαινιαβιρή τό κουράγιο έμειναν κοντά του, προσπά τους, μή βλέποντας τον Ζορ θησε νά βρή κάποιο σχέδιο, ρό τής Ζούγκλας να τούς κυμέ τό όποιο θά έπρεπε αυτή τη φρρά νά εξόντωση οριστι νηγάη. , κά τό Ζορρό τής Ζούγκλας. Θά προτιμούσαν χίλιες φο ρές ό άφειντιΙκός τους ό ’Αγρι^ —Τό μοναδικό ευτύχημα όγατος, να τα είχε βάλει μέ στην προκειμένη πεφίπτωσι, Την επίσημη άστυνομία —δη είπε ατούς ληστές μ' ένα χα λαδή μέ τόιν Περέθ καί τούς μόγελο θριάμβου πού σχήμα τίστηκε ξαφνικά στά χείλια άντρες του δλαυς-—- παρά μό νο μέ τον γίγαντα πού φάρου του, είναι ότιι ό Ζορρό τώρια σε τη χρυσή μάσκα των 'Ί ν δεν είναι, μόνος ταυ! 'Έχιει ικάς, τόιν θρυλικό Ζορρό, πού μαζί του κι' έναν άνθρωπο γέ στ’ όνομά του τρέμουν όλοι α ρο ταλαιπωρημένο άπό τά βα νεξαιρέτως σί φονιάδες κι5 οί σανιίστήριία, μέ ελάχιστες δυ άνθρωποι πτού καταπιέζουν νάμεις, πού δχιι μόνο δεν θά και εκμεταλλεύονται τούς α μπαρέση σέ τίποτα νά τού δυνάτους, σ' ολόκληρη την πε φανή χρήσιμος αλλά άσφά λως θά τον δυσκαλεύη κ,ιόιρκοχή του Αμαζόνιου. ■Ίΐας σέ κάθε του κίνησιι!.. Θά Ωστόσο δεν μπορούσαν τού δένει κυριολεκτικά τά χέ καί νά μήιν υπακούσουν. ρια καί δεν θά μπορή νά μάς 'Ήξέραν πολύ καλά πώς ^αντιμετώπιση όπως άν ήταν ■δεν τό εΐχε γιά τίποτα νά βγά μόνος του κι3 ελεύθερος... λη τό πιστόλι ταυ καί νά σκοτώση στη στιγμή τον πρώτο Αύτά τά λόγια λέει ό Αγ ριόγατος, δχι τόσο έπεάή έπού θά τολμούσε νά του κά νη κουβέντα γιιά υποχώρησα... ΓΓφΙθυμεΐ νά δώση στους μπρά βους του νά καταλάβουν τον Ό 5Αγριόγατος σταμάτη σε. σ'" ένα ξέφωτο. τρόιπιο παύ αναλύονται τά "Ενας τρομερός θυμός — σχέδιά του, άλλα έπειβή έπού κανείς από τούς ληστά<? ^τσι θά τούς δώση θάρρος καί πού τόιν τριγύριζαν δεν θυμο κουράγιο για νά τά βάλλουν ί τιαν νάχε ξαναδή — ζωγραφι μέ τόν τρομερό εχθρό τους,
α&χΒβ&αβίί
^στηούονίΐαξ τπώς είναι δυνα τόν νά τόν καταβάλουν... Δεν προλαβαίνει δ μ ω ς ό **Α γριόγατας ,νά προχωρήση πα ατά έγκλη μ οιτ ικ ά ιρακ άτω του σχέδια. Μιά -κραυγή άκούγεται μέ σα από τη ζούγκλα καί άπιό τα δέντρα πού τριγυρίζουν το ξέφωτο. Είναι μιά σιγανή συνθημα τική κραυγή, ττού τήν γνωρί ζουν πολύ καλά δλοτ οι λη στές : ΕΤναΐι ή είδοποίησις άττό τους ανθρώπους, πού ό Τδιιος ό "Αγριόγατος έχει βάλει νά ττρΡσέχσυν, δτιι κάποιος έρ χεται. Πετιιέταιΐ όρθιος καί τρέχει τηρός τα μέρος πού άκοιύστηκε ή συνθηματική κραυγή. Ένας άπτό τούς άντρες του, πηδάει εκείνη άκριπβώς τή στιγμή στη γη, άττό ένα ττανύ ψήλο δέντρο τπού είχε σκαρφαλώσει, στην καρφή του. Δείχνει- μέ το χέρι κάπου καί ψελλί ζε ιι ταραγ μένος · -—Έρχεται, άτπδ εκεί κάτω! "Έρχεται τρέχσντας προς τα έδώ!... Εΐνα ι μια γυναίκα... Είναι ριά γυναίκα ττίού δεν φΟράει τί,ττοτ" άλλο άττό ένα μαγιό... Είναι εκείνη ή^γυναί κα, "Αγριόγατε!... Είναι ή Νάγιία μέ τό Βέλο! Ή φωνή του τρέμει άττό τον φόβο... "Οσο σχεδόν φοβούνται ε κείνοι ττού δέν τά πηγαίνουν καλά μέ τόν νόμο, τόν Ζορρό, ,άλλο τόσο φοβούνται καί τήγ^
■Λί-^
&-8Μ8&^
Νάγια με τα Βέλο. Τά μάτια ωστόσο τΟυ κα κούργου- αστράφτουν άττό μιά αλλόκοτη άλλα θριαμβευτική λάμψι: —Ή Ν άγ κα!... μ ουρ μ ουρί ζει. Τόσα τό καλύτερο λσι.ττόν!.... "Ακριβώς αυτή μάς χρειαζόταν τούτη τή στιγμή! Γρήγορα τό δίχτυ!... Κοανηθήτε λοιπόν, ηλίθιο-1! Πρίν νά ψτάση !... Καί προσέξτε πο λύ, γιατί τήν θέλω όπωσδήπο τε ζωντανή!.... Θέλοντας καί μ ή οι ερυθρό δερμαι ληστές του "Αγριιόγαταυ- καί παρ' άλαν τόν τρόμο πού τούς εμπνέει αυτή ή γυ ναίκα για τήν οποία λένε δτι είναι μάγισσα, αναγκάζον ται νά τρέξουν νά έκτελέσουν τις διίαταγές του. Έτσι σέ λίγα λεπτά τής ώρας, πού ή Νάγια μέ τό Βέ λο έχεικ φτάσει στιδ σημείο πού τής έχουν στήσει τήν πα γίδα, καθώς τρέχει άνυποψία στη για νά φτάση στήιν " I κοντά μα, νά βοη'Βήση τόν Ζοιρρό —αν χρειάζεται τή βο ήθεια· της -— πέφτει σ" ένα κρυμμένο στις φυλλωσιές δί χτυ. .. Δέν προλαβαίνει νά κάνη τίποτα για νά έλευθίειρωθή... Ή παγίδα αυτή είναι ή πιΐό άποτελεισματιΐκή άπ" όσες στήνονται συνήθως μέσα στη ζούγκλα. Κανείς δέν μπορεί νά γλυτώση άπό τό δίχτυ, πού σέ τυλίγει μέσα σέ μιά στιγμή καί σέ σηκώνει ψηλά στον α έρα... 'Π,οΜθενά δέν μπορείς νά παράξενη αυτή γυναίκα, τή
στηρίίχτης για νά άντισταθής 1<αί να αντίδρασης.... ζΓό μαχαίρι σου δέν μπο ρείς να το τραβήξης γιΐά να σχίσης τό δίχτυ, γιατί είσαι τόσο σφ·ηχτιο|δε μένος από παν τού, πού δέν ρπορεΐς να κίνη σης το χέρι σου/ πού έξ αλ άλου ιμπαρεΐ να ιεΐναι ιμπείρδεμέ νο κι5 απομακρυσμένο από τό σημείο πού χρειάζεται... Ή Νάγιία βλέπειι μέ τρόμο τον φοβερό κακούργο Αγρι όγατο νά εμφανίζεται π'ίσχο α πό τά φυλλώματα μαζί μέ δυό:—-’-ηρεΐς πολεμιστές του. Τον ακούε ιι παγωμένη νά μουγγρίζη θριίαμ βευτ κκά: Σπουδαίο κυνήγι! Γιά νά δούμε τί θά πη ό Σενιόρ Ζορ^
ρό!... ’Έχω άκούσει.' πώς σου. Ιχει μεγάλη αδυναμία, γιατί τδΓν'-έχεις σώσει πολλές φο ρές, όμορφούλα μου!.. Κι5 αμέσως κάνει νόημα ατούς ανθρώπους του πού στέ καυιν πλάϊ του. / —ΊΊη γαίνετε νά κόψετε τό δίχτυ καί νά την κατεβάσετε! δ'ιίατάζειι μέ σκληρή φωνή. Πάρ τε της τό μαχαίρι κ-αί π'ροσέξ τε μην σάς ξεφύγη γιατί πε ριττό νά σάς πώ τί έχετε να πάθετε μετά!... 3 Ανατ ρ ι χ ιάζοντας από την τρομερή απειλή πού υπάρχει στα λόγια τού αρχηγού τους πλησιάζουν τη λευκή γυναί κα. Σέ δύο λεπτά οι διαταγές
—- Μήν κινηθήτε! Έν όνάματι τον Νόμου σάς συλλαμβάνω!#..
* /
του Αγριόγατου έχουν εκτε λεστή. Ή Νάγισο μέ το Βέλο βρί σκεται σφιΐχτσδεμόνη μέσα στο δίχτυ, ανίκανη να κάνη το παραμικρό για νά ξεφύγη άπτ* αυτή τη δύσκολη θέσΐι. Το μυαλό της τρέχει πρώτα ■σίτον σενιόρ Ζορρό πού ίσως νάχη ανάγκη την βοηθέιά της αυτή τη στιγμή κι* εκείνη δεν μπορεί νά του τήν ττροσφέρη. “Ύστερα συλλογίζεται τον πατέρα της, σεινιόρ Περέθ, τον διοικητή τής αστυνομίας του Μανάους, πού θά πρέπιη κι5 έκιεΐινος αυτή τήν ώρα νά βρίΐσκειται μέσα στή ζούγκλα και κοντά στα Ερείπια τής αρ
χαίας Ίκοντάμα. Τί θά γίνη άλήθειία άν συ ναντηθούν οί δρόμοιι άλων αυ τών των ανθρώπων μαζί: του Ζορρό, του πατέρα της, του Αγριόγατου, του Έλ Ρέϋ καί της_ ίδιας; Είναι τρομερό καί μόνο πού το σκέπτεται1.... Είναιι τρομερό και μόνο πού σκέπτεται! πώς είναι, δυνα τον νά συναντηθή μέ τον πα τέρα της καί νά είναι εκείνος ό πρώτος πού θά ξεσκεπάση το πρόσωπό της από το πυ κνό βέλο πού τής το κρύβει. Ή Νάγια είναι σίγουρη, πώς, άν συμβή κάτι τέτοιο, ό σε^ό,ρ Πείρεθ ασφαλώς θά πά 'θη συγκοπή καρδίας μέσα σέ
μια στιγμή, πράγμα πού έκείνη δεν θά μπόρεση ποτέ να συγχωιρήίστη στόιν εαυτό της. Την ώρα πού δλες αυτές οι σκέψεις περνάνε απτό το μυα λό της, οί Ίνδιάνοΐι του 2Αγγρ',όγατου τΐή φορτώνουν σ2 ένα πρόχειρο φορείο και ξεκά νουν μέσα στη ζούγκλα. Ή Μάγια βλέπεκ δτι, ό αρ χιληστής δεν κατευθύνεται αυτή τή φορά προς τήν Ίκοντάμαι... Που πηγαίνεΐι; Τί σατανικά σχέδια περ νούν πάλι από τό μυαλό του; Λεν μπΡρεΐ νά καταλάβη καί μόνο ανησυχεί τρομερά χιά τήν τύχη του Ζορρό και τή δική της.... Μετά χήν άποκάλυψι
ο
ΖΟΡΡΟ τής Ζούγ κλας έχει> άπομείνει για με ρικά δειυιτερόλεπτα σαν στήλη άλατος, μέ δυο μεντ'αγιόν στα χέρια του, δυο μενταγίίόν που έχουν 5υό όμοιες φωτογρα φ^ίες, τής ίδιας γυναίκας, πού ,εΐναι· ή μητέρα του Δον Πάμ πλο Ντελόρο... Ό Δον Πάμπλο —πού εί ναι ένα και τό αυτό πρόσωπο μέ τον Ζαρρό τής Ζούγκλας, τον θρυλικό Μασκοφόρο Εκ δικητή— έχει- ανακαλύψει μ2 ρυτόν τον τρόπο ένα απίστευ το μυστικό, πού ούτε άπ2 τή φαντασία του ήταν δυνατόν X \ Λ γ ποτέ να του πέραση : Ό Έλ Ρέϋ, ό γιγαντόσω μος βασιλιάς τής Ζούγκλας,
πού ήταν συγχρόνως ό χειρό τερος έχθρός του μέσα στο πράσινο βασίλειο του 2Αμαζο νίου, είναι ό δίδυμος αδερφός του Κάρλος Ντελόρο,, ό όποι ος ,από μικρός είχε έξαψανι,σθή στη ζούγκλα καί κανείς από τότε δεν είχε αμφιβολία πώς είνακ νεκρός εδώ καί πά ρα πολλά χρόνια!... ^Πραγματικά ό Ζορρό, σκυμ υέινσς άπό πάνω του, καθώς ό 2Ελ Ρέϋ συνέρχεται- άπό τή γροθιά στο στομάχι πού τού έχει/ δώσειι ό πρώτος, τώρα μόλις παρατηρεί την τρομερή ομοιότητα πού έχουν τά χα ρακτηριστικά του ξανθού γί γαντα... "Οσο περισσότερο τόν έξετάιζει, τόσο πιό πολύ βε βαιώνεται πώς μ σκάζουν με ταξύ τους σαν δυο σταλαγμα τιές νερό. Μια μόνο χτυπητή διαφο ρά έχουν: Ό Έλ Ρέϋ είναιι κατάξ,άν θος. Τά μαλλιά του έχουν τό χρώμα τού στιαχυού. 'Ο Ζορρό τής Ζούγκλας είνιακ μελαχροινός σάν κοράκι. Αυτός ακριβώς είνακ ό λό γος πού κανείς ώς τώρα δεν έχει καταφέρει» νά πρασέξη^ τήν τρομερή ομοιότητα του άρ'χρντα τής ζούγκλας μέ τόν Δον Πάμπλο Ντελόρο, έκτος άπό τήν ΝάγιΙα μέ τό Βέλο πού γιά μιά στιγμή νόμισε πώς έβλεπε τόν ανιαρό έντομολογο.... ^ 3Αλλά ό 2Ελ Ρέϋ αρχίζει νά συνέρχετακ αυτήν τήν ώ ρα.*.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
9
Τά βλέφαρά ταυ τρεμοπαί Ό καθηγητής Τζένκινς εΐζουν... _γσΐι ό μόνος πού κάνει ένα βή Ό ΓΊάντσο Γίγαντας, πού μα μπροστά. ώς γνωστόν δεν λείπει άττό Στο άδυνατιίσμένο από τις την παρέα, τρέχει κοντά στο κακουχίες πρόσωπό του/ εί Ζορρό και τον σκουντάει1 στον ναι ζωγραφ-ισμένος τρομερός αγκώνα. θυμός. —'Έϊ!, τσιρίζει». Φωτογρα —-Δεν ξέρω τί λέτε γκά κα ,φίες θά κυττάτε τώρα; "Έχω κουργήματα πού έχει κάνει ό στον πυργιο νά σου δείξω όσενιόρ - Ζορρό, κύριε Άστυ^ λόκληρο άλμπουμ από τά καλ νόμε, λέει επίσημα, ~έρω μό λιστεΐα γκά την άνάδειξι τής νο πώς εμένα αυτός ό άνθρω «μις Αμαζόνιος»! Αέν πάμε πος μέ ελευθέρωσε από τους νά του δίνουμε, μη σηκωθή α βασανιστές μου, από τον α πάνω ό ψηλός και υστέρα κα παίσιο κακούργο ’Αγριόγατο, λά ξε μπερδέματα; πού γυρνάει ελεύθερος τόσον 5Αλλά δεν προλαβαίνει- νά καιρό σ' αυτές τις ζούκγλες τού άπαντήση ό Ζορρό τής κάτω από τη μύτη μας! Μού Ζούγκλας. έσωσε τη ζωή χωρίς κανένα Μιά βροντερή, φωνή άκούαντάλλαγμα! γείται. τήιν ίδια στιγμή που Τού ΓΊερέθ τό πρόσωπο τους κάνει δλους ν* ανατιναχ φουντώνει σέ ένα δευτερόλε τούν τρομαγμένοι. πτο καί γίνεται κατακόκκιινο. Μιά φωνή πού δεν είναι κα Μασάει τά μουστάκια του θόλου άγνωστη: για νά μήν άρχίση τις φωνές, —Μήν κινηθή κανείς γιατί γιατί ό καθηγητής είναι πρό θά πέση ά μ έσω ς νεκ ρό ς!... σωπο άξιοσέβαστο καί μέ με Έν όνο μ ατ ιι τού νόμ ου σε γάλες επιρροές καί δεν τον συλλαμβάνω —επί τέλους— συμφέρει καθόλου νά τά βάσενιόρ Ζορρό σέ συλλαμβάνω λη μαζί του. κΓ εσένα, κύριε Έλ Ρέϋ! ^Ηρ —Σενιόρ, λέει μόνο καί μέ θε ή ώρα νά πληρώσετε τά θιγμένη αξιοπρέπεια, είμαι υ κακούργη μ ατά σας! ποχρεωμένος νά επιβάλω τον Ό Ζορρό μένει άναυδος. Νόμο, παρά τίς διαβεβαιώσεις Ό Έλ Ρέϋ συνέρχεται κΓ σας, γιατί αυτή είναι ή δου αυτός τελειωτικά καί κυττάλειά μου! Θά είμαι όμως ευ ζει με μεγάλη δυσάρεστη έκτυχής νά έρθετε στο δικαστή πλίηξιι τούς αστυνομικούς τού ριο καί νά καταθέσετε υπέρ σενιιόρ Πιερέθ που έχουν κά αυτού τού δολοφ... αυτού τού νει ένα ήμιικυκλιιο μέσα στή ανθρώπου, όλα όσα μού εί ζούγκλα κΓ έχουν όλοι στραμ πατε ! μένα τά όπλα τους εναντίον Ή φωνή τού Τζένκιινς τρέ τους, έτσι πού άν κάνουν τήν μει όοτό οργή. πα|ραμικρή κίνηση νά είναι —Ασφαλώς καί θά έρθω, πραγματικά χαμένοι... σενιιόρ ΓΊερέθ! μουγγρίζει.
10
ΖΟΡΡΟ
Καί νά εΐσαστε βέβαιος οτι θά τ’ ακούσετε καλά για τηιγ ανικανότητά σας νά συλλάβετε έναν πραγματικό κα κούργο σιάν τον Αγριόγατο, τόσον καιρό! Θά ζητήσω νά στείλουν τον άντ ικαταστάτη ρσς στο Μανάους!... ΊΊαρ5 όλη τή δύσκολη θέσο πού βρίσκεται ό Ζο.ρρό τής Ζούγκλας, ένα χαμόγελο εί ναι ζωγραφισμένο στίς άκρες των χαλιών του. Διασκεδάζει·· αφάνταστα1 αύ τή τή στιγμή μέ τή μανία του αγαθού άστυνομικαύ Περέθ, τού άσπονδου., φίλου του... ι ό πρόσωπο του τελειυταί ου αυτού αλλάζει χρώματα μέ
εκπληκτική ταχύτητα, σάν νάναι... φωτεινή διαφήμισις! Τά μάτια του στριφογυρί ζουν1 οάν σβούρες... Σφίγγει τά δόντια του πού τρίζουν απαίσια από τή φο βερή μανία πού δεν μπορεΐ νά την καταπολέμηση. Θέλει, νά ριχτή και νά ξεσκ.ίση εκείνον τον άδυνατισμέ νο άνθρωπάκο πού έχει τό θράσος νά του λέη τέτοια λό για, τή στιγμή πού έχει έρ θει στή ζούγκλα ακριβώς γιά νά τον βρή · καί νά τον έλευθερώση από τον Αγριόγατο. Φυσικά δεν μπορεΐ νά έκτε λέση την επιθυμία του και αυ τός ακριβώς είναι, ό λόγος
σε πνίξω, μωρέ; —- "Όχι καλέ!... Πώς σοΟ ήρθε τέτοια ιδέα; — Θές νά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
'Ο Έλ Ρέϋ δεν είναι
1!
εύκολος στόχος για τούς αστυφύλακες...
φίσει να τοϋ πεση το μενταπού τον κάνει τόσο έξω φρεγιδν τοΰ Βασιλιά τής ζούγ νών. κλας/ πού εξακολουθεί τώρα Αύτός είναι- και ό Λόγος να μένη κρεμασμένο δπως πού ό Ζορρό διασκεδάζει μα πάντα στο φαρδύ καί χαλύβ ζί του παρά τή δύσκολη θέσι δινο στήθος του. πού βρίσκεται; ενώ ό Έλ Ρέϋ Καί ό πρώτος πού κινείται κυττάζει, ολόγυρα σαν φυλα κισμένο ζώο, τις κάννες τών ύστερα άτπό τά άπειλητιικά λόγια τού καθηγητοΰ Τζένκινς πυροβόλων οπλών πού είναι στραμμένες εναντίον του καί είναι... ό φοβερός καί τρομε εναντίον του Μασκοφόρου Έκ ρός Πάντσο Γίγαντας! Με τή μεγαλύτερη φυσικό διικητού... τητα ό βοηθός καί αρχιμηχα Ό Έλ Ρέϋ, ούτε στιγμή νικός τού Ζορρό τής Ζούγ δεν φαντάζεται πώς ό άνθρω κλας γυρίζει1 καί αρχίζει νά πος με τή χρυσή μάσκα πού προχωρή μέ δλο του τό πάστεκειι στο πλάι του, είναι ό σο προς τό μέρος πού είναι δίδυμος αδερφός του. στα μ στημένο τό εκπληκτικό Στην εκπληξί του ό Ζορρό. για την αναπάντεχη εμφάνι '^θόρυβο ελικόπτερό τους, τό «Μαύρο Πουλί». σή του σενιορ Περέθ, έχει ά-
ΖΟΡΡΟ Τρουακτιικό ουρλιαχτό πε τριπίθαμος ά^θρωπάκος και ρισσότερο παρά ανθρώπινη θυ πάλι δέν δείχνει νά τον λογάμ θυμένη φωνή άκούγεταιι τό “ριάζη καθόλου εκείνον πού εί ναι τουλάχιστον διπλός του. τε : —-Που πας εσύ; Μουγγρίζει πάλι κάνοντας ένα απειλητικό βήμα προς τό Θέλει καί δεν θέλει —τό ση είναι ή έντασις τής άγρι μέρος τού Πάντσο: οφο:νάρας τοϋ Περέθ —ο Πάν—Στάσου ακίνητος στή θέ τσο κοντοστέκεται. σι. σου! Γυρίζει καί κυττάζει παρα Ό Πάντσο τρομάζει, ξενε μένος τον μεγαλόσωμο κι —'Γκατί; ψελλίζει μένοντας αγριωπό αστυνομικό διοικητή ακίνητος και χάνοντας τό τής Άθ; ιόντα ντέλ Σόλ. χρώμα του. Είναι κανα - ζου ζούνι απάνω μου; Διώξτε το Ρωτάει δείχνοντας μέ τό δάχτυλο τό στήθος του: γρήγορα! Μπορεί νά μέ τσιμ —Ποιος; Έγώ; πήση! —Έσυ βέβαια!, γρυλλίζε\ Ό Περέθ πάει νά πάθη μανιασμένα ό Περέθ. Γιά τποΟ συγκοπή. τοβαλες; — Μέ κοροϊδεύεις άτιμε; ουρλιάζει. Θά σέ σκοτώσω Ό Πάντσο του απαντάει στο ξύλο! μέ τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια: —Πάω στο ποτάμι νά πλύ . . Ό Πάντσο πάει νά λιπονω τά πόδια μου! "Έχουνε ιθυμίση βλέποντας τον σενιόρ δρώσει καί μυρίζοον!... Περέθ νάρχεται έτσι απειλη Ό Περέθ λυσσάει και ό τικός έναντι ον του. "Υστερα όμως ξεχνιέται Ζορρό τής Ζούγκλας ξεκαρ και άιντϊ νά χάση τις αισθή δίζεται στα γέλια. Δέν είναι δυνατόν νά βάσεις του, ψιθυρίζει μέ πολύ μεγάλη έκπληξι: λη μέ τό νοΟ του ό γιγαντό σωμος αστυνομικός, πώς ό —Νά σέ κοροϊδέψω; Στήν ψυχή τής γιαγιάς μου, σοΰ Πάντσο μιλάει σοβαρά αυτή τή στιγμή. λέω σκέτη τήν αλήθεια, κύριε ένωμοτάρχα! "Άν δέν πιιστεύΝομίζει βέβαια ότι τον κο ης, έλα κι" εσύ νά δής πού ροϊδεύει και τά μάτια του πεθά τά... πλένω! τ ουν κυρ κολεκτ ιικά φωτιές. Τό χέρι του κάνει και μια Ό Ζορρό δέν μπορεί νά συγ ενστικτώδη. κίνησι προς τό κρατηθή. πιστόλι του αλλά ξαναγυρίζει Γελάει θορυβωδώς κΓ από άμέσως στή θέσυ του. τό τρελλό κέφι πού κάνει έχει Πιθανόν άν δέν υπήρχαν τό ξεχάσει καί νά προσέχη γύ σοι> μάρτυρες, ό Περέθ νά σκό ρω του/ γιατί όλου έχουν τό τωνε τον Πάντσο γιά την... σο άφοσιωθή στον Περέθ καί αύθάδειά του. στον Πάντσο Γίγαντα, πού θά Περισσότερα νεύρα τού- μπορούσε ακόμα καϊ νά δρα ,προκαλεΐ τό γεγονός δτι ένας πέτευση μ" ένα ξαφνικό, με-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γάλ,ο πήδημα προς τά δέντρα τής ζούγκλας πού είναι στο,., πλάι του. Ό άστυνόμος αρπάζει από τον λαιμό τον άτυχο Πάντσο. —Θές να σέ πνίξω μωρέ; ουρλιάζει ξέφρενα. —Όχι, καλέ, τσιρίζει ό Γίγαντας μισοπεθαμένος από την τρομάρα του. Πώς σου ήρ θε τέτοια ιδέα; Ό Περέθ τον παιρατάει. και υψώνει· τά χέρια στον ουρανό, γιατί φοβάται μήπως πάνω στον τρομερό θυμό του τον πνίξη στ5 άλήθε ια... Ό Πάντσο άνασηκώνει τούς ώμους. Δέ|ν καταλαβαίνει απολύ τως τίποτα. Συλλογίζεται πώς όπωσδή ποτέ εκείνος ό πελώριος άν τρας θάναι ^τρελλός καί τό καλύτερο πού έχει να κάνη εΐ ναι_νά φύγη από κοντά του. -εκινάειι λοιπόν καί πάλι μ5 εκείνο τό αδιάφορο βήμα του, προς την ίδια κατεύθυνσι πού είχε πάρει καί προη γουμένως. Ό Περέθ απλώνει τη χε ρούκλα του με άσπρους άφρούς στο στόμα καί τον ξα ναπιάνει. —Που πας; μουγγρίζει* καί τά μάτια του έχουν αρχίσει, νά κοκκινίζουν... -—Πάλι· τά Τδια τσιρίζει ό Πάντσο Γίγαντας. >Γιά νά πούμε την αλήθεια ό θυμός είναι ένα αίσθημα πού πολλές φορές νικάει κΓ αυτόν τον φόβο άκό'μα —δέν αποκλείεται νά τό έχετε προ^ σέξει καί στον εαυτό σας,
13 ..Ό Πάντσο Γίγαντας λοιπόν, τόσο θυμώνει — καί μέ τό δίκιο του— πού έξανί'σταται μέ τόν τρόπο τού Περέθ. ^ —"Άκου νά σου πω!, τσι ρίζει άξαφνα. Σου είπα πού πάω καί πολύ σου πέφτει! ’Άν δεν ήθελα δέν σούλεγα! ΚηδεμόΜας μου είσαι; Πάω τσάρκα στο κάτω τής γραφής. Πάω., πάω πού έχω ραντε βού μέ τό κορίτσι μου!... Ε σύ τί θές από μένα; Ό Περέθ μοαάζει σάν νά τόν έχει χτυπήσει κεραυνός καί νά τόν έχει άπολιθώση. ^— Τί θέλω; ? γρυλλίζει υ πόκωφα. Τί^λές δτιι θέλω, διά βολε; Δέν είπα πώς σάς συλ λαμβάνω; Πώς πας νά φύγης; Ό Πάντσο Γίγαντας γουρ λώνει κάτι ματάρες άλλες τό σες. —"Ά! ξεφωνίζει μέ δίκαιη αγανάκτησή. Νά λέμε την α λήθεια: Είπες πώς συλλαμβάνης τόν Ζορρό καί τόν 'Ελ Ρέϋ... Γιά μένα δέν είπες λέξι καί νά μη λές άλλα τη μιά φορά κΓ άλλα την άλλην γι ατί θά βγάλης κακό όνομα καί δέν θά μπορής νά... ψωνίσης μέ γραμμάτια! "Έχω μάρτυρας καί τά παιδιά πώς έμένα δέν μέ συνέλαβες!.... Νά: Καί ό κύριος από κεΐ — καί δείχνει τόν Τζένκινς — πού μοιάζει σάν... μπαγιάτι κος μπακαλιάρος, μπορεί νά σού τό βεβαίωση! "Ακόμα καί τά παιδιά τής παρέας σου, μ5 όλο πού εϊσαστε κολλεγιά, πρέπει νά τό παραδε χτούν. Έ, παιδιά; "Αλλά ό Περέθ δέν μπορεί
14
ΖΟΡΡΟ
νά άνεχτή περισσότερο τον Γί γοαπα λ καί τον άστυνό μο καϋμένο τον Πάντσο Γίγαντα . Περέθ, είναι μια μοναδική ευ και τυφλωμένος οστό θυμό, βέ καιρία γιά νά γλυτώση από βαιος δτι ό άνθρωπάκος τον τά χέρια τής αστυνομίας. κοροϊδεύε ι< συνεχώς, σ-ηικώνει Μιά και δυο λοιπόν κάνει τό χέρι για νά τον χτυπήση. ένα ξαφνιικό άλμα στά δέντρα Την ίδια στιγμή δμως κινεΐ πού βρίσκονται πίσω του και τα:Γ. ό Έλ Ρέϋ. τή στκγμή πού άκούγανται λυσσασμένες φωνές από τήν Ό βασιλιάς τής ζούγκλας, πλευρά των άστυνομιικών και δεν διασκεδάζει μ5 δλη αυτήν τή στιγμή πού πέφτουν και τήν ιστορία, δπως ό Ζορρό. κάνα δυο πυροβολισμοί προς Ό ξανθός γίγαντας δεν ξέτό μέρος πού πήδηξε, εκείνος ,ρει τον Πάντσο, ούτε έχε'ΐ· βρίσκεται κιόλας άρπαγμένος καμμιά ιδέα γ&ά τά καμώμα από τά φυτικά σχοινιά πού τά του και τον τρελλδ φόβο κρέμονται παντού μες τή του. ζούγκλα από τά κλαδιά των Ξέρει μόνο πώς δλη αυτή ή δέντρων και ταξιδεύει μέ τήν φασαρία καί ή προσοχή φανταστική ταχύτητα των πι στραμμένη προς τον Πάντσο θήκων. ..
Κςχι τότε συμβαίνει καταπληκτικό στην ιστορία γεγονός...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
'Ο ανεκδιήγητος Πάντσο αρχίζει ν’ ανυψώνεται ιτρός τον ουρανό.
Ό Περέθ, ό Πάντσο καί... τά λοιπά! ^ ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ δλοι οΐ αστυνομικοί του Περέθ στρέ φουν μέσα σέ μια στιγμή τά ρττλα τους ττρός τό μέρος πού έχει φύγει ό λευκός γίγαντας και αρχίζουν να πυροβολούν νά τον σκοτώσουν. Τους δύο πρώτους πυρο βολισμούς ακολουθούν έτσι καί άλλοι πολλοί, πού όμως έχουν δλοΐ' τους τό Τ5ιο απο τέλεσμα^ Δεν είναι καθόλου εύκολος στόχος ένα σώμα πού 'όστουα κρύνεται μέ τέτοια ταχύττ^α σέ μια όργιαστιική βλάστησι
σάν τής ζούγκλας του Α μαζόνιου, κάνοντας εκείνους πού τον σκοπεύουν, μια νά τον βλέπουν καί μια νά τον χάνουν. Φυσικά καί ή προσπάθειά τους μόνο κρατάει· πολύ λίγο. Ούτε πέντε δευτερόλεπτα δεν κάνει; νά έξαψανιισθή τε λείως από τά μάτια τους ό Έλ Ρέϋ. Ό Περέθ γυρίζει μανιασμέ νος καί χειρονομώντας απει λητικά μέ την ανικανότητα των άνδρών του, μ* όλο πού κι* ό ίδιος έχει ρίξει·· τέσσερις πυροβολισμούς μέ τά περί στροφά του, χωρίς νά μπόρε ση νά πετύχη τό γιγαντόσω μο βασιλιά τής ζούγκλας.
16
ΖΟΡΡΟ
—Τά μάτια σας χίλια στο καί οι δοό καί μάλιστα χωΖο ρ ρό! ου ρλιάζε ι. Τ ουλάχ ι _ ρίς νάχουν τήν ελπίδα πώς στόν μάς έμεινε αυτός για εΐνα ι. δυνατόν νά τούς ξαναπιάσουν... νά... Σταματάει. Κανείς άπό τούς αστυφύ Τά μάτια ταυ γίνονται ο λακες ^δέν τολμάει όχι νά πή λοστρόγγυλα και ξεχνιούνται μ ιά λέξι αλλά ούτε καί νά ανοιγμένα διάπλατα μέ μια κυττάξη στά μάτια τον έξαέκφρασιι τελείας άπογνώσεως. γριωμένο διοικητή τής αστυ Αυτό βέβαια, κρατάει μό νομίας τού Άιθίιέντα ντέλ Σολ. νο ένα δευτερόλεπτο, καθώς Καί άξαφνα, ό Περέθ —ό βλέπει τό λυγερό κορμί του αφηνιασμένος Περέθ— βλέ Ζορρό νά χάνεται πετώντας πει μπροστά του τόν... Πάνάπό δέντρο σέ δέντρο, άπό τσο Γίγαντα, πού μήν έχον την άλλη πλευρά εκείνης πού τας φυσιΐκά τό θάρρος νά άέφυγε ό Έλ Ρέϋ. ποτολμηση νά τρέξη, τή στι Την αμέσως επομένη στιγμή πού βλέπει τόσα όπλα γμή ό Περέθ αρχίζει νά πυρο γύρω του, έχει μείνει στον βολή μέ αληθινή μανία εναν τόπο καί είναι ό ρόνος πού τίον του Μασκοφόρου Τι μω κυττάζει τόν αστυνομικό στά ρού αλλά χωρίς ελπίδα συγ μάτια, άλλά μ’ ένα βλέμμα χρόνως. πού πιο τρομαγμένο καί θλι βερό εΐνα ι αδύνατον νά γίΜαζί του αρχίζουν νά βά νη.... λουν και οι υπόλοιποι αστυ νομικοί, μά ούτε κι3 εκείνοι Μονομιάς άσπροι άφροί πετυχαίνουν τον κινούμενο λύσσας άναβλύζουν άπό τις στόχο πού έξαιφανίζεται μέ άκρες των χειλών τού Περέθ. σα στη ζούγκλα. Τά χέρια του άφίνουν τά Γιά μερικές στιγμές άπόπιστόλια του νά ξαναπέσουν λυτη σιωπή γίνεται μέσα στο στις θήκες τους καί.... σχη παρθένο δάσος τού Αμαζό ματίζονταν δυο πελώριες καί νιου. τρορερές γροθιές.... Ό Περέθ κυττάζει τούς άν Τά δόντια του τρίζουν.. τρες του καί άντιστοίχως οι Ό όγκος του κινείται α άντρες του κυττάζουν τον Πε πειλητικά εναντίον τού Πάνρέθ, αλλά χαμηλά, στις μπό τσο Γίγαντα. τες του! ■> Τά μάτια του πετούν πρα Κανείς απ’ όλους δέν μπο γματικές αστραπές! ρεί νά καταλάβη πώς συνέβηΜουγγρίζειι μέ απερίγρα σαν τά τρομακτικά γρήγορα πτη λύσσα· αυτά γεγονότα, ώστε άπό ε —'Καί τώρα οί δυό μας!.. κεί πού οί δυο γίγαντες τής 5Εσύ κΓ έγώ \... ’Εσύ, άθλιε, ζούγκλας βρίσκονταν άνυπεπού είσαι αιτία που μου ξέράσηπστοιι στά χέρια τους, “■φυγαν καί οί δύο... τώρα νά έχουν δραπετεύσει Ό Πάντσο τόν κυττάζει μέ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ φρίκη καί τσι\ρίζει κατατρομαγμένος: —Σου ξέφυγαν οι μεγάλοι και τώρα θά τά βάλης μέ τόΤΓ παιδάκι σου; Καί τότε συμβαίνει το κα ταπληκτικό στην ιστορία γε γονός, αντί νά λιποθυμήση ό Πάντσο Γίγαντας από τον φό βο του, πού στο κάτω - κάτω αυτή- είναι ή δουλειά του, νά λιποθυμίση ό ... Περέθ από τό κακό του καί νά πέση κά τω ξερός! Στη στιγμή οι άντρες του τρέχουν καί τον άνασηκώνουν, ενώ ό δυστυχής ό Πάντσο Γί γαντας σκύβει από πάνω του μέ τρομερή περιέργεια. —Γιά δες πλάκες! τσιρί ζει μέ γουρλωμένες τίς ματάρες του. Τον χτύπησε ήλίασι κΓ όμως φοράει καπέλλο! Τά καλά τής συνήθειας... 0^ ΖΟΡΡΟ
τής Ζούγ
κλας δεν μπορεί νά πάη πο λύ μακρυά... Έκτος από τον Πάντσο Γίγαντα ό όποιος έχείι άπομείνει στά χέρια τού σενιόρ Περέθ καί τον όποιον άφού δέν διατρέχει κανέναν πραγματικό κίνδυνο, θά μπο ρούσε νά τον έλευθε-ρώση αρ γότερα από τον άσπονδο ... φίλο του, έχει μείνει και τό εκπληκτικό ελικόπτερό του τό «Μαύρο Πουλί» στήν άκρη ε κείνου τού ξέφωτου... Στο ελικόπτερο αυτό από μιας άρχής δέν έχει δώσει πολύ μεγάλη σημασία, δ
ρέθ, γιατί ένα αύτόγυρο δέν εΐναΐι καί τόσο τρομερά αξιο πρόσεκτο φα ινόμ ενο... 3Άν μπορούσε όμως ό χσντροαστυνόμος νά φαντασθή τί είδους μηχανή είναι αυτή πού βρίσκεται- σ’ εκείνο τό ξέφωτο και πόσο πολύτιμη είναι στο έργο τού θρυλικού Ζορρό, τότε άσφαλώς πρώτα γι3 αυτήν καί ύστερα γιά οτιδή ποτε άλλο θά είχε ένδιαφερθή· Κι3 άν όταν συνέλθη από την όλιγόλεπτη λιποθυμία του πάει στο «Μαύρο .Πουλί»; Ασφαλώς τότε τό κατα πληκτικό αυτό μηχάνημα δέν πρόκειται- νά ξαναπετάξη μέ τόν Ζορρό τής Ζούγλας στη θέσι τού πιλότου... καί άσφα λώς ό καϋμένος ό Πάντσο Γί γαντας θά χάση τή δουλειά του, αφού βέβαια δέν θά χρει άζεται πιά... μηχανικό ό Μασκ ο φόρ ος 3 Εκδ ιικ-ητή ς! ■Γι3 οουτούς λοιπόν τούς σπουδαίους λόγους, ό σενιόρ Ζορρό δέν πάει- όπως είπαμε μακρυά μές τό πράσινο βα σίλεια τής ζούγκλας. Μόλις τόν χάνουν από τά μάτια τους οι αστυφύλακες του Περέθ και παύουν νά πυ ροβολούν, εκείνος κάνει μιά μεγάλη στροφή, μέσα από τά πυκνόφυλλα δέντρα και ξα ναγυρνάει στο ξέφωτο από την πλευρά πού έχει μείνει τό ελικόπτερο... Τώρα όλου οί αστυνομικοί ώς καί ό Πάντσο Γίγαντας ακόμα καί ό καθηγητής Τζένκινς, είναι, σκυμμένοι πάνω από τόν λιποθυμισμένο σε-
ιόΡΡύ
"Ενας άνθρωπος κρατάει £να δί'καννο και είναι κρυμμένος στις φυλλωσιές...
νιόρ ΓΤε/ρέθ και κάνου>ν ότι μπορούν για νά τον συνεφέρουν. Ζορρό βαδίζει γρήγορα άλλα άθόρυβα προς τό «Μαύ ρο Ποουλί». Κανείς δεν κυττάζει προς τό μέρος του. Κάνεις δεν θά μπορούσε νά φανταστή ότι- αυτός ό άν θρωπος πού μόλος τον πυρο βολούσαν μανιασμένα δέκα ό πλα μαζί, θάγη' τό θράσος νά ξαναφανή μέσα στο ξέφωτο. Και νά τό περίμεναν, πάλι δεν θάταν εύκολο νά τον δουν. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής φροντίζει νά βρίσκεται1 συ νεχώς τό ελικόπτερο, ανάμεσα σ5 αυτόν και στους άντιπάλους του.... Τελικά μ3 ένα πήδημα αίλιούιρου βρίσκεται απάνω στο «Μαύρο Πουλί» και χωρίς κα νείς νά τον έχη άντιληφθή, α κόμα, θρονιάζεται στη θέσι του πιλοταυ και βάζει; μπρος τη μηχανή μέσα σέ δύο δεύτε ρόλεπτα. "Οπως είναι γνωστόν, ή μη χανή τού εκπληκτικού αυτού ελικόπτερου, είναι τελείως α θόρυβη. Τό υπέροχο ηλεκτροκίνη το αεροσκάφος λοιπόν, υψώ νεται στον αέρα καί ακόμα κανείς από τούς άστυνομίικούς τού Περέθ δεν τό έχει άντιληφθή. "Οταν μάλιστα έρχεται· καί στέκεται ακριβώς επάνω από τά κεφάλια τής... εκλεκτής όμηγύρεως, γίνεται ακόμα δυσ^ολώτερο νά τό δούν, γιατί
ΐΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κανείς δεν είναι εύκολο νά ση κώση στα καλά - καθούμενα τό κεφάλι του νά κυττάξη τον ουρανό, στιγμή κατά την ο ποία ό φοβερός καί τρομερός προϊστάμενος τους βρίσκεται μισολιπόθυμος κάτω στά χόρ τα... Ό Ζορρό δεν χάνει την ευ καιρία πού του παρουσιάζε ται. ^ Ρίχνει· ένα συρματόσχοινο μ’ ένα γάντζο σιγά - σιγά, ώσπου φτάνει άκρίιβώς επά νω άττπό τά «κεφάλια των άνθιοώπων. Εκείνη τη στιγμή όλων ή τπροσοχή είναι στραμμένη στά ,μάτια του Χοντρό - Περέθ πού έχουν αρχίσει νά τρεμο,παίζουν, -ενώ ακατάληπτες^.. βλαστήμιες βγαίνουν συνεχώς από τά μισόικλειστα χείλια του. θά πιάσω καί τον άτιμο τον Ζοιρρό καί τον παλιάνθρω πο τον Έλ Ρέϋ καί τή σκύλα τή Νάγια!, μουγγρίζει ανά μεσα σ' όλα τ' άλλα. Ό Ζορρό στο μεταξύ ση μαδεύει μέ τον γάντζο του ν' άγγίξη τό κεφάλι τού καθηγητοϋ Τζένκινς, γιατί καταλα βαίνει πώς μπορεί νά του έχη πολύ περισσότερη εμπι στοσύνη παρά στον Πάντσο Γίγαντα. Πραγματικά ό γάντζος άκουμπάο σιγά πάνω στο κε φάλι του επιστήμονα. Αυτός ό τελευταίος τήν πρώτη στιγμή κάνει μιά ανε παίσθητη κίνησι έκπλήξεως καί παρά λίγο νά ξεφωνίση. Προλαβαίνει όμως καί ύ-
Το γερμανικό κλειδί ττου έχει Ττε^άξει 6 Πάντσο^ βρίσκει τον
φονιά στο κεφάλι.
ιύρρύ ψώνοντας τά μάτια, βλέπει τον Ζορρό νά σκύβη έξω από τό εκπληκτικό του άεροσκά- -
φος.
Δοογκώνευ τά χείλια καί κα ταφέρνει νά μ ή βγάλη λέξι... Ό Μοοσκοφόρος Τι.μωρός του κάνει ένα νόημα πολύ εκ φραστικό... Άφίνιει συγχρόνως τον γάνζτο νά κατέβη ένα μέ τρο χαμηλότερα. Ό καθηγητής Τζένκινς πι άνει γρήγορα τον γάντζο καί τον περνάει από.... την ζώνη του Γίγαντα, τη στιγμή ακρι βώς πού αυτός ό τελευταίος δίνει τίς συμβουλές του στούς αστυνομικούς του Περέθ, για νά τον κάνουν γρηγοροότερσ καλά: —Παιδιά, τούς λέει τσιρι χτά. Χρειάζεται) προσοχή ό κύριος αστυνόμος, γ ατί βρί σκεται κΓ απάνω στην... άνάπτυξ γ !.... "Αν τ ου έρχωντ α ι ταχτικά τέτοιες λιποθυμίες, νά τρώη πολλές βιταμίνες καί νά του κάνετε ενέσεις, γι ατί θά... πετάιξη στον ουρανό καί θά τον χάσετε! Πάνω ακριβώς στις τελευ ταίες αυτές λέξεις, ό ανεκδι ήγητος Πάντσο Γίγαντας αρ χίζει νά ανυψώνεται προς τον ουρανό μέ αστραπιαία ταχυτητα, χωρίς όμως κανείς άπό τούς άντρες του Περέθ νά τον άντιληφθή, γιατί1 καί κανένας δεν έδινε τόση ώρα σημασία στίς κουταμάρες του. Καί είναι αλήθεια πώς ό καϋμένος ό Πάντσο βγάζει μια πολύ τσιριχτή στριγγλιά την πρώτη στιγμή πού χάνει,, τό έδαφος άπό τά πόδια του\
“Όμως καθώς στρέφουν καί κυττάζονται οι αστυνομι κοί, δεν μπορούν νά καταλά βουν ποιος έχει φωνάξει. Κανείς δεν συλλογίζεται νά σηικώση κεφάλι πρός τον ου ρανό, γιατί δεν είναι βέβαια φυσιολογικό πράγμα νά πετάξη κάποιος σάν πουλί.. —Έσύ έκανες έτσι; ρωτά νε ό ένας τον άλλον μέ πολύ μεγάλη περιέργεια καί γουρλωμένα μάτια. —"Οχι!... Μήπως έσύ; ^ Καθώς αναρωτιούνται. μέ τόση κατάπληξη ό ^Πάντσο Γίγαντας κερδίζει ολοένα ύ ψος κΓ γη γίνεται ένα πράσι νο χαλί κάτω άπό τά πόδια του... Έκτος άπό την ασύλληπτη τρομάρα του πού βρίσκεται στον ουρανό, έχει υαζί καί την φυσιολογική περιέργεια γιά τό γεγονός, γιατί έτσι όπως είναι αρπαγμένος άπό τό πίσω μέρος τής ζοονης του δεν μπορεί νά δη τό ελικό πτερο καί μέσα στον τρελλό του φόβο ούτε μπορεί νά σκεφθή πώς είναι ό άφεντικός του ό Ζορρό μέ τό άθόρυβο αύτόγυρό του... Αέει λοιπόν: — ,Γιά κύττα, φίλε μου! Αυτά είναι τά καλά τής συ νήθειας! Πέταξα τή μια φο ρά καί τώρα πετάω καί δεύ τερη ! Ρίχνει άλλη μιά ματιά κά τω ιστήν απέραντη άγρια ζούγκλα καί τό πρόσωπό του γίνεται κάτασπρο σάν χαρτί. — Μόνο πού ακόμα δεν τό έχω συνηθίσει... καί τόσο κα-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ λά!, ψελλίζει· μέσ3 άπ3 τά δόντια π: ου πού χτυπάνε σαν νάχη παγωνιά. Δεν τόχω συ,νηθίση πολύ καλά καί ζαλί ζομαι ακόμα έτσι ψηλά!... θά... θά... θά λ ι γτ γο Θ υ μ ήσω! Καί επί τέλους πραγματοττιοιιεΤ την άπειλή του καί... χάνει τις αισθήσεις του τη στιγμή σχεδόν πού κοντεύει νά άρπάξη τό χέρι του Ζορρο τής Ζούγκλας, γιατί ό τε λευταίος αυτός δλη αυτή τήν ώρα ανεβάζει! σιγά - σιγά τό συρματόσχοινο μέ τον γάντζο και ό Π άντα ο Γίγαντας πλη σιάζει στο άθόρυβο αεροσκά φος χωρίς νά τό έχη άντιληφθή. Μοιάζει σαν τό μικρό έντο μο που κρέμεται από τον ιστό τής αράχνης και αυτή τό τρα βάει λίγο - λίγο προς τό μέ ρος της γιά νά τό φέρη στο στό'μα της... Ό θυμός του Περέθ
ο
Λ3 αυτά όμως γίνο νται όπως είπαμε στον ουρα νό/ άπάνω από τήν παρθένα ζούγκλα του 'Αμαζόνιου. Κάτω στή γή καί ακριβώς μέσα στο ξέφωτο πού λίγο πιρ πρίν ό αστυνόμος Περέθ καί οι άντρες του κρατούσαν υπό τήν απειλή των όπλων τους τον Ζορρό καί τον 3Έλ Ρέϋ, τώρα δεν υπάρχουν πα ρά μόνο οί άστυνομικοί καί άνάμεσά τους ό ,Περέθ πούάνασηκώνεται αυτή τή στιγμή από τή γή πού είχε πέσει καί
21 είναι ακόμα μισοζαλισμένος. ·' Π αρ3 όλη τή ζαλάδα του ό μως, δεν ξεχνάει ποιος τον έ χει φέρει σ3 αυτή τήν κατάστασι, που είναι; κάπως γε λοία καί τον ρεζιλεύει στούς άντρες του... Γυρίζει τό κεφάλι γύρω γύρω μανιασμένος καί καθώς τά ξαναθυμάται ολα, καινουρ γιος θυμός αστράφτει στο βλέμμα του. — Πού είναι; μουγγρίζει τρομερά. Οι αστυνομικοί ανοίγουν τρομαγμένοι τον κύκλο ολό γυρά του, κυττάζονταιι μετα ξύ τους μέ φρίκη καί κυττάνε μετά καί τον προϊστάμενό τους τον Περέθ: — Πού είναι λοιπόν; Δεύτερο ομαδικό κύτταγμα κΓ υστέρα άνασηκώνουν όλοι μαζί τούς ώμους, σάν καμμιά ομάδα παιδιών τού σχολείου πού κάνουν... σουηδική γυ μναστική, υπό τήν καθοδήγησι του δασκάλου των... Ό Περέθ νοιώθει κάτι σάν τρέλλσ νά τού χαϊδεύη τό μυαλό καί χωρίς νά καταλαβαιίνη τί κάνει, άνασηκώνει κΓ εκείνος τούς ώμους σε μιά στιγμή καί ψελλίζει: — Τί σημαίνει αυτό; 01 άστυνομικοί ξανασηκώνουν τούς ώμους τους γεμάτοι τρόμο καί ό Περέθ γυρίζει καί καρφώνει· τό φλογερό βλέμμα του πάνω στον καθη γητή Τζένκινς πού στέκει λί γο παρά μέρα. — Πού είναι αυτός ό... ο τριπίθαμος; τον ρωτάει μέ χαζό ύψος.
22 Ό Τζένκινς σοβαρώτατος άνασηκώνει τους ώμους. Ό Περέθ κάνει ττάλιι κι* αυ τός τό ίδιο καί μονομιάς τό άσπρο πρόσωπό του γίνεται ολοκόκκινο σαν παπαρούνα. — Που είναι μωρέ αυτό τό... ιτλάσμα; ούρλιαζει· προς τό μέρος των άνδρών του μέ αφάνταστη μανία. Μιλήστε γιατί χαθήκατε! Τί έγινε; "Ενας απ’ όλους τολμάευ ν’ άνοιξη τό στόμα του: — Έδώ ήτανε, αιενιόρ! — Μέ φώτισες, ηλίθιε! Α κριβώς έπτειδή βρισκόταν έδώ σέ ρωτάω τί έγινε! ’Άν σάς ξέφυγε, άν από δώδεκα άν τρες ξέφυγε αυτός ό τζουτζές, θά βάλω νά σάς μαστιγώσουν όλους μέχρι αίματος! "Ενα ρίγος φρίκης περνάει τίς__ ραχοκοκκαλιές όλονών. -έρουν πώς είναι ικανός νά πραγματοπαιήσιη χωρίς καθυ στέρησιΐ την απειλή του ό Περέθ απάνω οπόν θυμό του. Κάποιος πάλι· απ’ όλους τους αποφασίζει ν’ άνοιξη τό στόμα του. ■— Σενιόρ... ψελλίζει. Σενιόρ.... Καί σταματάει καταψοβισ μένος. Ό Περέθ γιά νά... του δώση κουράγιο, τον αρπάζει μέ τη χερούκλα του από τον για κά καί τον τινάζει σάν σά εί ναι: κουρέλι!. ^ —- Λέγε!, ουρλ ιάζε ι άγρ ια μέσα στ’ αυτί του. Λέγε: Τί «σενιόρ» καί «ξε-σενιόρ»; Τί τρέμεις;^ Τί τρέμετε όλοι σρς^ Γυναικούλες είσαστε; Τώρα 5ά δεν ήταν έδώ πέρα αυτός
ΖΟΡΡΟ ό τζουτζές; Τί έγινε; Χάθηκε μέσ’ απ’ τά μάτια σας χωρίς νά τό καταλάβετε; Δέν τον είδατε νά φεύγη; Πιρός τά που πήγε; Μιλήστε!... Σ εν ιόρ... σενιόρ... ψελλ ί ζε ι. ό δυστυχής που δεινοπα'θεί στα χέρια του τρομερού αφεντικού. Σενιόρ Περέθ, λέ νε πως ένας τέτοιος νάνος... ζή μονάχος του στο .«Σιτήι των ’Ίσκιών!»... ’Ίσως νάναι αυτός!... Μου φαίνεται πώς είνα ι πραγ ματ ι κά αυτός!... — ’Έ! λοιπόν; — Λοιπόν, .σενιόρ... αυτό τό σπίτι... ή «Κάζα ντές ’Όμ πρες»... — Μίλα τπρίν χάσω την υ πομονή μου!.... —Λένε πώς είναι στοτχειω μέ-νο! — Δέν λένε! Είναι!, γιρυλ λίζειι ό χοντρο - Περέθ μέ βε βαιότητα, γιατί/ εξουσία εξουσία, αλλά είναι άνθρω πος τού λαού τού Αμαζόνιου καί σέβεται όλες αυτές τίς παραδόσεις καί τά στοιχειά είναι πράγματα γιά των ό ποιων την ύπαρξι δέν έχει κσμμιά άμφιιβολία! Γουρλώνει τά μάτια ό κα κομοίρης ό αστυνομικός που βρίσκεται στα χέρια του. Ό Περέθ μουγγρίζει πάλι σάν λιοντάρι: — Καί πού είναι όμως στοιχειίωμένο, · τί βγαίνει μ’ αυτό; — Αυτός ό άνθρωπάκος κατοικεί έκεΐ μέσα!.,. Όλομό ναχος!... — Τόχω ακουστά! — Λοιπόν γιά νά έξαφσ-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ νιστή έτσι μέσ’ απ’ τά μά τια μας θα ττή ττ'ώς... Κομπιάζει. Ό Περέθ γρυλλίζει μέ γουρλωμένα πάντοτε τά μά τια του: — Τί θά ττή ! Μίλα καμμιά ψαρά! Θά μέ σκάσης! — Θά τηή πώς είναι κιΓ αυ τός στοίχε ιό!... "\ σως ναναι φάντασμα! "Ίσως ναναι καλλικάντζαρος! "Ενα ρίγος φρίκης διατρέ χει όλους τούς αστυνομικούς του Περέθ καί μόνο ό καθηγη τής Τζένκινς κυττάζει μέ οί κτο τούς ανθρώπους αυτούς πού αντιπροσωπεύουν τον Νό μ ο στην Άθιέντα ντέλ Σολ... Ό Περέθ άφίνει τον άστυ φύλακα καί σαλιώνει μέ τη μακρυά του γλώσσα τά χείλι\α του πού έχουν ξεραθή α πό τον φόβο. — "Ωστε... "Ωστε δέν τον είδε κανείς σας νά φεύγη; μουρμουρίζει και κυττάζει ο λόγυρά τους μέσα στη ζού γκλα. — Κανείς, σενιόρ! — Χμ!... Καλά!.... ΚΓ ό Περέθ μ5 αυτά τά λό για σκουπίζει τον κρύο ιδρώ τα πού έχει άναβλύσει στο μέτωπό του. — "Οταν τελειώσω μ5 αυ τή τήν ύπόθεσι, θά πάω στην «Κάζα ντές Όμπρες», νά τον συλλάβω μοναχός μου! Μα κάρι νάναι και άεριίκό/ θά του περάισω τί ς χε ιροπέδες!... Καί ρίχνει, ένα θριαμβευτι κό βλέμμα στον καθηγητή] Τζένκινς για νά τον πείση πώς είναι ικανός νά κάνη αυ
23 τό πού είπε, ενώ στήν πρα γματικότητα ό τρόμος του εί ναι τόσο φανερός πού ό έπιστήμσνας βεβαιώνεται ότι δέν πρόκειται νά τό κάνη πο τέ... Ό Περέθ μέ μιά ανυπόμο νη κίνησι καί ξαναβρίσκοντας τον καλό έαυτό του, ουρλιά ζει: — Γρήγορα στή ζούγκλα! Προς τή Δύσι!... ’Από έκεί πού ξέφυγε ό Ζορρό!.... ’Ά! Αυτή τή φορά θά τον κυνηγή σω ώς τον θάνατο! Δέν θά γυ ρίσω στήν Άθιέντα ντέλ Σολ, αν δέν τον σέρνω πίσω μου δεμένο μέ σχοινιά!... Καί ή ομάδα του ολόκληρη ξεκινάει στή ζούγκλα, ενώ ό καθηγητής Τζένκινς πηγαίνει κΓ εκείνος μαζί του, χωρίς νά διαμαρτυρηθή πού τόν σέρ νουν έτσι σ’ αυτά τά χάλια πού έχει... Τό αίνιγμα ίου Γαλάζιου ποταμού ΖΟΡΡΟ τής Ζού γκλας βρίσκεται1 στο υπέρο χο ελικόπτερό του τό «Μαύ ρο Πουλί» μαζί μέ τόν κωμι κό βοηθό του, τόν τρομερό καί φοβερό Πάντσο Γίγαντα, πού πραγματικά θαυματούρ γησε σ’ αυτή τήν περιπέτειά τους. ’Έχει στρέψει τό έκπληκτι κό ηλεκτροκίνητο αυτό γύ ρο προς τήν κατεύθυνσι τής Ά θιέντα ντέλ Σολ. Φαίνεται έξαιίρετικά ευχα ριστημένος.
24 Κοοΐ πραγματιΐκά γι,ά τον Ζορρό τής Ζούγκλας δλα έ χουν τελε ι ώσε ι· κ αλά. Τον καθηγητή Τζένκινς για τον όττοΐον καί έχει κάνει τή νυχτερινή έξοδό του, τον εχει αφήσει άσψαιλή στα χέρια τού Περέθ. Τον Πάντσο Γίγαντα που άκόμα δεν μπορεί νά καταλάβη πώς βρέθηκε μαζί του σ" αυτή τήν επικίνδυνη περιπέ τεια/ κατάφερε καί τον άπόσπασε χωρίς μεγάλο κόπο ά πό τά χέρια τού... άσπονδου φίλου του, τού αστυνομικού διοικητού τής Άθτέντα ντέλ Σόλ. Ό "Έλ Ρέϋ πού είχε συλληφθή κΓ εκείνος απτό τον Πε ρέθ, κατάφερε νά ξεφύγη και κρύβεται τώρα ασφαλής,^ στο απέραντο, παρθένο βασίλειό του, τή ζούγκλα τού Άνω Ά μαζονίου. Ύττό άλλες συνθήκες δεν θά γύριζε ποτέ στο κτήμα του και θά έψαχνε αμέσως νά βρή τον "Έλ Ρέϋ... Τώρα πού ή μοίρα το έφε ρε έτσι· νά άνακαλύψη πώς εΤ ναι δίδυμος αδερφός του, δεν έχει άλλη επιθυμία από το νά συναντηίθή μαζί του τό γρηγορώτερο, για νά του πή τό μεγάλο μυστικό τής ύπάρξεώς τους... Πρέπει νά τον πάρη από τή ζούγκλα πού ζή ολομόναχος σάν αγριάνθρω πος και νά τον ξαναφέιρη στο κτήμα τού πατέρα τους, όπου ή μι'σή του περιουσία τού α νήκε ι·... "Αναβάλλει όμως για τό αυριανό βράδυ αυτή τήν έπι-
ΖΟΡΡΟ χείρησι ό Ζορρό. " Αυτή τή στιγμή παίρνει πιΐά νά ξημερώση και ό Περέθ —έτσι πιστεύει· ό Μασκοφό ρος "Εκδικητής— δεν μπορεί νά μείνη περισσότερο στή ζούγκλα μαζί με τον ταλαιπω ρημένο καθηγητή Τζένκινς... _Θά γυιρίση ασφαλώς στο "Έλ Χόχλο και ή πρώτη του δουλειά θά είναι νά έξαχριιβώ σιη άν έχη γυρίσει κι" αυτός... Τό φεγγάρι πού φώτιζε τίς τελευταίες ώρες τής νύχτας τον ουρανό έφεγγε και σχε δόν σάν ,νάταν μέρα τή ζού γκλα, έχει κρυφτή πίσω άπό τά αιωνόβια δέντρα. "Ομως τό φώς τού ήλιου αρχίζει νά χαράζη οπό την αντίπερα πλευρά τής ζου-, γκλας... — Πάντσο/ λέει σοβαρά ό Ζορρό στον κωμικό φίλο του, είλικρινά θριάμβευσες σ’ αυ τή μας τήν εκστρατεία! "'Αν αυτή τή στιγμή όλα έχουν πάει καλά, σ" εσένα τό χρω στάω! "Εσύ μ" έσωσες άπό τό κατασκότεινο υπόγειο πού μ" είχαν ρίξει νά σαπίσω!... "Εσύ έκανες καί τον Περέθ νά πάψη νά μάς προσέχη και κα ταφέραμε νά διαφύγω με κΓ ό "Έλ Ρέϋ κιι" εγώ!... "Εσύ μου έδωσες τήν ιδέα ν" άνακαλύψω ένα πάρα πολύ μεγάλο μυ στι.κό τής ζωής μου!... Ό Πάντσο Γίγαντας τον ακούει μέ πολύ μεγάλη συγκί νησί. ΚΓ ό Τδιιος ήταν ευχάριστη μένος άπό τον έαυτό του. Λο γαριάζοντας τά υπέρ καί τά κατά άπό τή στιγμή που συ-
ΤΗΣ
ν-ήλθε από την τελευταία του λιποθυμία, βλέπει πώς πρέ πει να τά έχη καταφέρει κα λά... Πάντως δεν περίμενε νά έ χη. κάνει και τόσα πολλά κα τορθώματα και καθώς ακούει τον Ζορρό νά τού τά όσταρ.ριθμή όλα μαζί, τού φαίνο νται αμέτρητα και ατέλειωτα. Τά ματάκια του λάμπουν άπό τον θρίαμβο. Ωστόσο θέλει και νά ψσνή μετριόφρων, γιατί έχει α κούσει ότι αυτό είναι πολύ κοίλο πράγμα. Λέει: — Δεν βαρυέσαι! Τέτοιες άγδρσγαθ ί ες εΐνα ι... δ ιασκέδασι γιά -μένα!... "Οταν θά ξανάρθης στη ζούγκλα, Ζορράκο, νά πέρασης άπό τον πύργο νά μέ πάρης κι5 εμέ να! Θέλω νά δώσω ένα καλό μπερντάχι σ’ εκείνον τον λη στή τόν "Αγριόγατο καί ύστε ρα νά τόν παραδώσω στον Περέθ νά τόν κρεμάση! — "Εν τάξει!, συμφωνεί ό Ζορρό. "Άν έχω καιιρό θά σέ βοηθήσω κι" εγώ! Ό Πάντσο Γίγαντας κάτι πάει νά πή πάλι αλλά ό Ζορρο τού κάνει νόημα μέ τό χέ ρι νά σωπάση . Τεντώνει τ" αύτιά του καί σκύβει άθελα άπό τό «Μαύ ρο Πουλί» κυττάζοντας κάτω, προς την πλευρά τής ζού γκλας πού μόλις πρίν λίγο έ χουν αφήσει... — Τί τρέχει, παιδάκι; τού λέειι τσαχπίνικα ό Πάντσο, πού γνωρίζει ως γνωστόν κο^α τις άδυναμίες τού αφεντικού
του... ΕΤδες μήπως εκείνη την ...πιτσιίρίκα πού τριγυρίζει τις ζούγκλες μέ τό μαγιώ; — Σσστ!, κάνει, ό ΛΑασκο φόρος "Εκδικητής σιγά. Τά ταμπουρίνος!... — Θάναι γιά τό... κήρυ γμα!^ λέει ό Πάντσο άδιάφορα. -ημείρώνειι Κυριακή! Ό Ζορρό αναγκάζεται νά τού βούλώση τό στόμα. — Δέν πρόκειται γιά κα νένα κήρυγμα!, τού λέει α νυπόμονα. "Αφησε με ν" ακού σω τό μήνυμα... "Έχει πολύ ενδιαφέρον!... _Πραγμοτπκά ό θρυλικός "Εκδικητής μέ τή Χρυσή Μά σκα των "Ίνκιας, ακούει, αυ τά πού μεταδίδουν αδιάκοπα τά ταμπουρίνος, κάτω στή ζούγκλα. λ ^ · Τό εντελώς αθόρυβο σκά φος στο όποιο επιβαίνει, τόν βοηθάειι ν" άκούη καθαρώτατα τά χτυπήματα τους καί νά καταλαβαίνη τήν πρωτό γονη γλώσσα τους... Καί νά, τί λένε τά τα μπου ρί νος : «Ό Ζορρό νά πάη στο Γα λάζιο ,Ποτάμι!... Ό Ζορρό, όπου κι" άν βρίσκεται, νά τρέ ξη γρήγορα στο Γαλάζιο Πο τάμι.. . Ή Μάγια μέ τό Βέλο βρίσκεται σέ κίνδυνο! Μόνο ό Ζορρό μπορεί νά τήν σώση!...» Ό Μασκοφόρος "Εκδικητής χλωμιάζει μέσα σέ μια στι γμή κι" ό Πάντσο Γίγαντας πού τόν βλέπει χωρίς νά μπο ρή νά καταλάβη τήν γλώσσα των ταμπουρίνος, τού λέει α νήσυχος :
Ϊ6 — Χλώμιανες! Φαίνεται πώς σέ ζαλίζει το εναέριο ταξίδι! Να πάρης μια... δραμαμίνη! Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δεν τον ακούει. Ακούει άλλη μια φορά τά συνθηματικά χτυπήματα των ταμπούρι νος, πού επαναλαμ βάνουν τά ίδια ακριβώς λόγία.... Τό χέρι- του πού κρατάει τό τιμόνι του ελικόπτερου, κάνει μια απότομη κίνησι. Τό υπέροχο σκάφος αλλά ζει πορεία ,μέσα σέ μιά στι γμή·
3Από κεΐ πού τραβούσε ο λοταχώς προς την Άθιέντα ντέλ Σολ, μέ μιά ταχύτητα πράγματι φανταστική για ε λικόπτερο, στρέφει προς την κοοτεύθυνσι του Γαλάζιου Πο ταμού, πού πέφτει στά βό ρεια τής μεγάλης ζούγκλας τού 3Άνω Αμαζόνιου καί βρί σκέτοι πολύ κοντά στις έκβο λές τού ποταμού Μπούλα. Και τά δυο αυτά ποτάμια, είνα ι φυσ ικ οί παραπάτα μ οι τού "Αμαζσνίου, όπως και ε κατοντάδες άλλα ποτάμια τής περιοχής. Ό Πάντσο Γίγαντας, πού κάτι καταλαβαίνει από άερο ναυτική πορεία, παραξενεύε ται!. Κυττάζει μέ έκπληξι μιά τήν πυξίδα και τον χάρτη, μιά κάτω από τά πόδια τους τά μέρη πού περνάνε καί μιά τον Ζορρό. -— Γιά πού μέ τό καλό; τού λέει τσιριχτά όπως τό συ νηθίζεΐ'. Θ3 άρχίσης νά... δου
λεύης και τή μέρα τώρα; Πρέ πει νά ξέρης πώς ή πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη ί Ό Μασκοφόρος Εκδικητής τού απαντάει λιγόλογα: — Πηγαίνουμε στο Γαλά ζιο Ποτάμι! — Καί τί πάμε νά κάνου με έκεΐ πέρα; Αυτό δέν εί ναι μέρος γιά... μπάνιο, για τί, όταν θά βγούμε άπό μέ σα, θά είμαστε μπλέ! — Κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει!, μουρμουρίζει ό Ζοιρρό μέσ3 άπ3 τά δόντια του. Πρώτη φορά τά ταμπού ρίνος μιλάνε γιά τή Νάγια.... Οι ίνδιάνοι 5έν τολμούν ποτέ νά πλησιάσουν τό Γαλάζιο Ποτάμι γιατί τό θεωρούν ώς ιερό... Λένε πώς μόνο οι ψυ χές μπορούν νά παίρνουν τό μπάνιο τους έκεΐ πέρα... Ό Πάντσο Γίγαντας σταυροκοπιιέται γιατί... πρώτη φο ρά στή ζωή του τρομάζει! — Χριστός κι3 "Απόστο λος!, τσιρίζει. Καί τί δου λειά έχουμε έμεΐς, καλέ, νά πάμε νά κολυμπήσουμε τις... ψυχές μας;^ Ό Ζορρό τον παρατηρεί χωρίς νά δίνη σημασία στά λόγια του. Τό βλέμμα του ενώ φαίνε ται νά κυττάζη τον κωμικό σύντροφό του, είναι χαμένο στο κενό. Ψιθυρίζει καί μοιάζει σαν νά μιλάη στον εαυτό του: — "Αφού οΐ ίνδιάνοι. δέν πλησιάζουν τό Γ αλάζιο Πο τάμι, πώς ξέρουν αυτοί πού ■ηρ&ίζουν τά ταμπουρίνος δτι ν>? Νάγια κινδυνεύει σ3 αυτή
27
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ την περιοχή; Είναι μυστήριο. "Ίσως να πρόκειται γιιάυπογίδα άλλα θά τό μάθαυ'με... Ό ΓΊάντσο Γίγαντας με μια σοβαρότητα καταπληκτι κή σκουντάει με τό δάχτυλο τό πελώριο καί γεμάτο άτσα λένιες Τνες μπράτσο του Ζορρό. — "Ακου!, του λέει, -έρεις κάτι, Ζορράκο; Έγώ προ σωπικώς τά συχαίνομακ τά αινίγματα! "Αν είναιι παγίδα όπως λες, δεν θέλω νά τό μά θω! Νά μου λείπη ! Ή μαμά μου μου έλεγε όταν ζουισε — Θεός σχωρέστην την καϋμένη: «Μεταξύ ενός πετυχημέ
νου γλυκίσματος καί μιας ε πικίνδυνης παγίδας, νά προ τιμάς γυιέ μου, τό γλυκό!» Ό Μασκοφάρος Εκδικητής δεν μπορεί νά μην χαμογελάση μέ την εκπληκτική πρα γματικά συμβουλή τής μητέ ρας του ΓΊάντσο Γίγαντα. — Καλά, του λέει γιά νά τον καθηισυχάση. Δεν πρόκει ται νά μάθης τή λόσι του αι νίγματος... Θά σ’ άφήσω στο ελικόπτερο γιά νά είσαι α σφαλής! — Στο ελικόπτερο μ’ άφη σες και τήν άλλη φορά!, τσι ρίζει τρομοκρατημένος ό Πάν τσο. Στο ελικόπτερο μέ άφη-
Τό υπέροχο ελικόπτερο του ζ.ορρο είναι των οπλών.,,
άτρωπο στις
σφαίρες
ΖΟΡΡΟ
28 σες, πάλι άλλα ήρθε έκεΐνος ό ψηλός μ5 έναν σουγιά κι* ή θελε νά μ5 άνοιξη!... — Κι3 υστέρα τί έγινε; ρωτάει ό Ζορρό μ5 ενδιαφέ ρον γιατί δεν του τό είχε πή αυτό ό σύντροφός του ως τώ ρα. — "Υστερα... υστέρα... υ στέρα, νύσταζα πολύ φαίνε ται κΓ αποκοιμήθηκα! Δεν θυμάμαι!... Ό Ζορρό τής Ζούγκλας κα ταλαιβσίνεΐί πολύ καλά τί θά συνέβη ύστερα καί χαμογε λάει κάτω άπό τή χρυσή μά σκα του. Αλλά έχουν φτάσει πολύ κοντά στον προορισμό τους... Λέει βιαστικά στον κωμι κό φίλο του γιά νά τον καθησυχάση ακόμα περισσότερο: — Λοιπόν γιά νά μην κινδυνεύης ούτε .άπό τον... ψηλό με τον σουγιά, αυτή τή φορά δεν θά τό προσγειώσω με τό «Μαύρο Πουλί» άλλά θά μείνης μαζί του στον άέρα και θά περιίμένης τήν επιστροφή μου! ΕΙσ’ ευχαριστημένος; — Μαύρη ευχαρίστησι!, κάνει κλαψιάρικα ό Πάντσο Γίγαντας. "Αλλά τέλος πά ντων! Τό κάνω μόνο γιά σέ να και νά τό ξερής! Μήπως έχουν σωθή οί μπαταρίες κι5 έρθω κάτω; — Μη φοβάσαι! "Έχει άκόμα ρεύμα γιά δέκα μέρες! — ’Άν κάνης έντεκα, καή καμε!, φωνάζει μέ τρόμο ό τρομερός Πάντσο Γίγαντας. Νά γυρίσης γρήγορα, τ' άκούς;
Προς τό Γαλάζιο Ποτάμι ΠΕΡΕΘ μέ τούς άν τρες του καί έχοντας μαζί τους καί τον καθηγητή Τζένκινς, τρέχουν στη ζούγκλα αλλά δεν συνεχίζουν γιά πο λύ τήν ίδια κατεύθυνσί' πού έχουν πάρει στην αρχή. ωαφνικά άκούγοινταιι μέσ' απ' τό δάσος τά συνθηματι κά χτυπήματα των ταμπούρι νος. Ό Περέθ στέκεται καί τά μάτια του γυαλίζουν άγρια. — Ραμίρεζ!, ουρλιάζει προστακτ ιίκά. "Ενας άπό τούς άντρες του πού τά χαρακτηριστικά του δείχνουν πώς είναι Ινδιά νος, έρχεται καί στέκεται «κλαρίνο» μπροστά του: — Δ ιατάξτε, σεν ιό ρ! — Μετάφρασε μου γρήγο ιροο τί λένε τά ταμπουρίνος! Ό Ινδιάνος πού ό άφεντικός του τον ονόμαζε Ραμίρεζ στέκεται καί ακούει. "Ολοι οί άλλοι έχουν σταθή ακίνητοι όλάγυίρα καί κά νουν σιωπή γιά νά μπορή ό Ραμίρεζ νά μη χάνη ούτε τον παραμιίκρό ήχο. Στο τέλος ό τελευταίος αυ τός κάνει τή μετάφοασι πού του έχει ζητήσει ό Περέθ. — Σενιάρ, λέγει γρήγοραγρήγορα, νά τί λένε τά τα μπουρίνος: «Ό Ζορρό νά πάη στο Γαλάζιο Ποτάμι!... Νά για μέ τό Βέλο κινδυνεύει!... . Μόνο Ζορρό μπορεί νά τήν
σωση!...» Ό
χοντρο - αστυνομικός
βγάζει μια κραυγή θριάμβου κοοι τά μάτια του γυαλίζουν από ευτυχία. — Καί ιμόνον ό Περέθ μπο ρεΐ νά μαγκώση τον Ζορρό!, ουρλιάζει ξεχνώντας πώς μό λις προηγουμένως τοΰ ξέφύ γε μέσ5 από τά χέρια του ό Μασκοφορεμένος 5 Εκδικητής. από τούς Φυσικά κανείς άντρες του δεν τολμάει νά του τό ύπενθυμίση. Ό διοικητής τής άστυνομί'ας τής ’Αθιέντα ντέλ Σολ, βγάζεΐι κα ινούργ ι α δ ιαταγή μέ βροντερή φωνή: — Πίσω στο ελικόπτερο! Θά πάμε μ5 αυτό στο Γαλά ζιο Ποτάμι! Θά μάς όδηγήση ή κόρη μου ή Ροζίτα! Κάνει νά φυγή κιόλας προς τό μέρος πού έχει πή αλλά έ νας άρχιφύλακας τον συγκρο τεί πιάνοντάς τον από τό μπράτσο. — Σενιόρ, λέει μέ σεβα σμό, τό Γαλάζ ι ο Π οτάμ ι ^ πέ φτει π ιό κοντά από τό μέρος πού βρισκόμαστε τώρα, πα ρά τό ελικόπτερό μας. Έξ άλλου εκεί πέρα δεν υπάρχει κοντά καί ξέφωτο γιά νά τό προσγειώσουμε καί αναγκα στικά θά περπατήσω με πά λι1... Ό Περέθ κυττάζει τον ύψι στάμενό του προστατευτικά καί συλλογίζεταια. Στο τέλος στρίβει τό μου στάκι του καί λέει συγκατα βατικά: — Καλά τά είπες, Φερνάντος! Νά μου θυμίίσης νά σου κάνω πρότασι γιά προάγω* Υη!
— Γράθια, σενιόρ! (Εύχαριστώ κύριε!) Τά μάτια τοΰ καηΐμένου τοΰ Φερνάντες αστράφτουν α πό χαρά κΓ ό Περέθ δίνει νέο σύνθημα: — Εμπρός γιά τό Γαλά ζιο Ποτάμι!... Καί ξεκινούν πάλι ολοι τρέχόντας. Ή παγίδα Ο «Μαύρο Πουλί» βρίσκεται μετέωρο μερικά μέ τρα πάνω από τίς κορφές των πιο ψηλών δέντρων πού γέρ νουν τούς λυγερούς κορμούς των πάνω από τά γαλήνια νε ρά του Γαλάζιου Ποταμού. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δί νει τίς τελευταίες του οδηγί ες στον Πάντσο Γίγαντα: — Θά μείνης εδώ καί θά περιιμένης τήν επιστροφή μου χωρίς νά κουνήσης καθόλου τό «Μαύρο Πουλί» από τή θέσι του... "Οταν σου φωνά ξω, θά πετάξης τό συρματό σχοινο μέ τον γάντζο κάτω. Κατάλαβες; — Έγώ κατάλαβα! Έσυ, άν φας τον γάντζο στο κεφά λι, τί γίνεται; Ό Ζορρό φωνάζει ανυπό μονα: — Θά τον κατεβάσης σι γά - σιγά! —Τώρα μάλιστα! Επειδή προηγουμένως μοΰ είπες νά τον πετάξω! Νά καταλαβαινόμαστε! ^— Λοιπόν σ3 αφήνω! Μήν κάνης καμ,μιά τρέλλα!,.,
Τιρέλλα 'έγώ; ^ Και τί; Τρελλός είμαι νά κάνω τρελλα; Λεν τρελλάιθηκα! Ό Ζορρό καταλαβαίνει πώς δεν μττορεΐ νά περιμένη και πολύ σοβαρή συνεννόησι μέ τον Πάντσο. Βγαίνει άπτ5 τή θέσι του και παίρνει μια καταπληκτι κή βουτιά προς τό ποτάμι, α πό πολλά μέτρα ύψος. Τό υπέροχο κορμί του σχη μάτιζειι ένα μεγαλόπρεπο τό ξο στήν αρχή. Μοιάζει σάν μιά χρυσή α στραπή στο φως του ήλιου πού μόλις έχει» κάνει τήν έμφάνισί του στο στερέωμα. "Υστερα περνάει ανάμεσα στά φυλλώματα των δέντρων και κάθετο εντελώς πιά, χύ νεται προς τό νερό... Τήν ϊδ ι α στ ι γμή άκούγεται» βουερός πυροβολισμός... Ό Ζορρό, πριν ακόμα τό σώμα του άγγίξη τήν επιφά νεια του ποταμού, τινάζεται στον αέρα σάν νά τον χτύπη σε κεραυνός. ^ Μιά κραυγή πόνου βγαίνει άπό τό λαρύγγι του καί, κα θώς αμέσως υστέρα βουτάει στο ποτάμι, τά νερά βάφο νται κόκκινα σ’ έκεΐνο τό μέ«■--α λ Λ
ρος...
" Ενας άνθρωπος κ ρατάε ι ένα δ ικανό καί είναι κρυμμέ νος στά φυλλώματα τής όχθης βγάζε ιι κιΓ εκείνος μιά κραυ γή, αλλά θριάμβου. Πετιέται όρθιος καί τό ό πλο καπνίζει ακόμα στο χέ ρι του. Τά έγκληματικά του μά τια λάμπουν απαίσια,
Περιμένει στό μέρος πού είδε νά χάνεται τό κορμί του Ζορρό καί πού τώρα έχει άπομείνει μιά μικρή κόκκινη κηλίδα, νά δή τον Μασκαφόρο Εκδικητή νά ξαναβγαίνη στην επιφάνεια, γιά νά του ρίξη καί τή δεύτερη σφαίρα του... Τούτη τή φορά τό σημάδι θά είναι ακίνητο καί πολύ πιο εύκολο... Παίρνει άπό τώρα σκοπευ τική γραμμή στην κηλίδα καί περιμένει μέ τό δίκανο στον ώμο. Στό μεταξύ αυτό υπάρχει καί άλλος πού έχει ανησύχη σε ιι μέ τον πυροβολισμό καί ό άλλος αυτός είναι ό καημέ νος ό Πάντσο Γίγαντας πού δεν αντέχει στούς ξαφνικούς κρότους. Ανατινάζεται άπό τή θέσι του καί παραλίγο νά πέση κΓ εκείνος άπό τό «Μαύρο Πουλί» στό Γαλάζιο Ποτάμι. Καθώς όμως σκύβει έτσι, προλαβαίνει νά δή τον κα κούργο στήν όχθη καί τον Ζορρό νά πέφτη στό νερό, ό πως καί τήν κόκκινη κηλίδα σ’ αυτό τό τελευταίο... Νοιώθει τρομερή άγανάκτησι νά του φουσκώνη τά στήθια. — Μπά τον ηλίθιο!, τσι ρίζει μανιασμένος γιά τον δο λοφόνο. -έχωρα πού δεν εί ναι ή εποχή κυνήγι ου τώρα, στραβομάρα έχει κιόλας; Π ή ρε κοτζαμάν Ζορρό γιά... μπε κάτσα! "Ημαρτον, Θεέ μου! Κοζι άν τον πέτυχε στη... ψτε ρ--νγα, πάει καλά! "Αν τού-
ΤΗί ίόΥΓΚλΑί
§1
χη κάνέι. δμως καμμιά τρύπα άθελα τή σκανδάλη του δίστο κεφάλι, θάχσυμε ψαλμούς καννου. καί έξσπτέρυγα! Κύττα πλά - '-' Ή σφαίρα του όρμάει 6εςί Κι" δσο δεν χωνεύω τά προς τον ουρανό καί... παίρ μαύρα!... νει άπο τό χέρι του Πάντσο . Ό Πάντσο θά συνέχιζε πο τό^ δεύτερο σιδερένιο εργα λύ ακόμα την ακατάσχετη λείο πού κρατάει. φλυαρία του. άλλα βλέπειι κά Ό Πάντσο βγάζει μιά φωτι πού τον άναγκάζη νά χορο νούλα φρίκης καί πέφτει κι5 ττηδήξη για δεύτερη φορά οπή εκείνος ανάσκελα μέσα ατό θέσι του. «Μαύρο Πουλί», λιπόθυμος! ιΒλέπει τον δολοφόνο νά Δυσάρεστη έκπληξι σημαδευη πάλι μέ τό δίκαννο στο σηρεΐο πού βρίσκεται ό Ζορίρό κάτω από τά νερά. —“ Θά του ρί'ξη πάλι! / τσι Αγριόγατος βγαίνει ρίζειι. Κι* αν προλάβη νά δή τήν ίδια στιγμή μαζί μέ τούς πώς είναι άνθρωπος, έχει κα ληστές^ του άπό ^τά φυλλώμα λώς... "Αν δμως... τα τού ποταμού πού είναι . Ό Πάντσο σωπαίνει γιατί κρυμμένοι. βλέπει σ" ένα κιβώτιο μπρος ^ "Εχει αφήσει ^μόνο τον κα του- κάτι σιδερένια κλειδιά λύτερο σκοπευτή του γιά νά και άλλα έργαλεΐα πού είναι χτυπήση τόν Ζορρό. γιά τις έπιδιορθώσεις τόυ σκά Τό δτι ό άνθρωπος αυτός φους. έπεσε μέ τή σειίρά του νεκρός 1Αρπάζει ένα μέ τό ένα χέ- · άπό την... αστοχία τού Πάν ρί κι* ένα μέ τ" άλλο καί πετσο Γίγαντα, δέν τόν ενδια τάει τό πρώτο προς τά κάτω φέρει. σκύβοντας έξω άπό τό έλι_ 'Αρκεΐ πού ό Μασκοφόρος κόπτερο, σημαδεύοντας νά "Εκδικητής δέν υπάρχει πιά. πέση πλάϊ στον κακούργο Ή κόκκινη κηλίδα στο πο γιά νά τον άναγκάση ^νά κυττάμι βεβαιώνει πώς έχει σκο τάξη ψηλά καί νά τού φωνάτωθή... Τό δτι τό κορμί του ξη τό λάθος του!... δέν ξσνάνεβήκε στήν επιφά Ωστόσο τό γερμανικό κλει νεια, δείχνει δτι τό δυνατό δί πού έχει πετάξει ό Πάντσο ρεύμα τού Γαλάζιου Ποτα βρίσκει τον δολοφόνο ακριβώς μού τόν συνεπήρε... Σέ λίγο στη μέση τού κεφαλιού του. θά τσακιστή τό νεκρό κορμί "Ενας κρότος αηδιαστικός του στούς κοπαρράκτες πού άπό κόκκαλα πού σπάνε άχύνονται τρία μίλλια παρα κούγεται. κάτω, μέσα στή μεγάλη κοί Μιά τρομαχτική κραυγή τη τού "Αμαζονίαυ... φρίκης. ^ Υπάρχει δμως τό έλικόΌ φονιάς πεφτει άνασκε- πτ ερο έπάνω άπό τά κεφάλια λα καί όπως πέφτει ποοτάει τύυς.
Ό Αγριόγατος έχει· προλάβει να διακρίνη τον Παν-* τσό Γίγαντα. "Αρχίζει να του φωνάζη να κατέβη να πσραβοθή, άλλόιώς θα τον... καταρρίψη! Ό καημένος ό Πάντσο πο λυ πιθανόν να υπάκουε από την τρομάρα του άλλα είναι λιπτοθυιμ ισ,μένος καί δεν α κούει τίποτα! Ό απαίσιος ληστής μαντά ζει και διατάζει όλους τούς άντρες του νά πυροβολήσουν τό αύτόγυρο. Πολλές ομοβροντίες πέ φτουν καί ταράζουν την ηρε μία τής ζούγκλας, άλλα τό υπέροχο ελικόπτερο του Ζορρο μένει στη θέσι του πάντα, γιατί είναι άτρωτο στίς σφαΐ ρες των όπλων. Στο τέλος κΓ ό "Αγριόγα τος απελπίζεται! καί διατάζει τούς άντρες του νά ξεκινή σουν. — Πάμε στην αίχμάλωτή μας τώρα!, ουρλιάζει·. Τώρα πού δεν υπάρχει στη μέση ό Ζορρό, κανείς δέν θά μπόρε ση νά έλευθερώση τον Τζένκινς όταν θά ξαναπέση στά χέρια μου!... Αυτή ή μικρή
εΐναι οπτουβαΤο δόλωμά γιο: να πιάσω τό ψάρι πού θέλω! Μέσα στά μάτια του γυα λίζουν τά άπαίσια σχέδιά τού και χαρά του θριάμβου πού τά σχέδια αυτά βαδίζουν ό πως ακριβώς τά έχει υπολο γίσει. "Ως ένα σημείο όμοος για τί καθώς φτάνουν στο μέρος πού έχουν αφήσει τή Νάγισ μέ τό Βέλο δεμένη χειροπό δαρα καί μέσα στο δίχτυ της, υπό τήν φρούρησι δυο άνδρών, βρίσκουν τούς Ινδιά νους αυτούς νεκρούς μέ σπα σμένα τά κεφάλια καί ή μυ στηριώδης γυναίκα τής ζού γκλας έχει γίνει άφαντη!...^ Καταλαβαίνει^ ό καθένας τή λύσσα του "Αγριόγατου. Τό πρόσωπό του γίνεται κάτασπρο από τή μανία καί τά ουρλιαχτά του πού διατά ζουν τούς ληστές του νά σκορ π ι στ συν καί νά ψάξουν· είναι περισσότερο ουρλιαχτά θη ρίου παρά ανθρώπου... "Οσο κι" άν ψάχνουν όμως δέν μπορούν ν’ άνακοελυψαυν ούτε ίχνος τής Νάγιας μέ τό Βέλλο...
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΙ ΆιτοκΛειστικότης:
Γεν
Έκδστικαί Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Οι άναγνώστες μας που έπιθυμαΰν ν’ άποκτήσουν τά προηγούμενα τεύχη των εκδόσεων μας, «Μικρού "Ηρωος», «Γκρέκο», «Υπεράνθρωπου», «Ταρζάν» κλπ. μπορούν νά τά ζητήσουν από τά γραφεία μας, Λέκκα 22, Αθήνας και άπό τά άκόλουθα καταστήματα διαφόρων πόλεων τής ΈλΧάδοο τού Εξωτερικού: ΠΞϊΡΑΙΕΥΣ: Βιβλιοπωλεϊον Άθαν. Τουφεξή, όδός Βε νζόλου κ ο γ ϊ Ευριπίδου γωνία, έναντι Εμπορικής Σχολής. ΝΙΚα ΙΑ: Νικολάαυ.
Β ιβλιοπωλειον Παν.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: γνατίας 67.
Β ιβλιοπωλειον
ΠΑΤΡΑ1: Βιβλιοπωλεϊον Νικ. κο) άου 16. ΒΟΛΟΣ: τάλη 48.
Χρηστάρα,
Βιβλιοπωλεϊον
Πλ.
'Αγ.
Άνδρέα Ρέκου, Έ-
Παπαχρήστου, 'Αγ. Νί
Ίωάν.
Λιαναρίδη,
Κ.
Καρ-
ΛΑΡΙΣΑ: Χαρτοπωλεΐον Π. Σακκά, Κεντρική Πλατεία ΚΟΡΙΝΘΟΣ:
Βιβλιοπωλεϊον Άλμπάνη.
ΛΟΥΤΡΑΚΙ:
Βιβλιοπωλεϊον Άλμπάνη.
ΚΑΒΑΛΑ: Βιβλιοπωλεϊον Άθ. Παπαδογιάννη, Πλ. “Ο μόνοιας. ΔΡΑΜΑ: Βιβλιοπωλεϊον Ίωάν. Γιανοππούλου. ΚΟΖΑΝΗ: γίου 4.
Βιβλιοπωλεϊον Θ. Παπαϊωάννου,
ΚΑΡΔΙΤΣΑ: Πάππα 50.
Βιβλιοπωλεϊον Ίωάν.
Β
Γεωρ
Τσοπελάκου,
Σ.
ΦΑΡΣΑΛΑ; Βιβλιοπωλεϊον Άθαν. Τσανακόπουλου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ: Πρακτορεΐον Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου. ΧΑΡΤΟΥΜ: ΛΕΥΚΩΣΙΑ: κωνος 20.
Πρακτορεΐον Έφημερ. Αθηναϊκού Τύπου. Βιβλιοπωλεϊον
%
Άγγελοι; Πολίτη, Αεύ-
Ζ
Ο
ΟΜΑΔί Α!
Ρ
Ρ
ο
I Β Δ 1Α ΖΟΥΓΚΑ Α1 ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
’Έτος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεύχους 7 — Δροοχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22 (εντός τής στοάς),, τηλέφ. 28-983 Δημοα'ογραιφ'κός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, ΣψιγΎός 38. Ποοϊστ. τυπογο.: Α. ΧαιΤηβασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΪ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, * Αθήνα ι.
ΡΠ'ΤΟ ΗΟΝΤ/λ/Ο ΠΟΤΑΜΙ ΑΧΟΓ· Γ£ΤΑ! ο ΧΡο 701 Μ!ΑΣ ΑΑΓΣΙ' 4'Α£.. ΧΑΟΡΙ Μη9 ΣΧβΑΑ 77£ <ΡΤ£/ ΣΤΗΗ 0*ΘΗ· |---- -------------ΑΚΟΛΟΥΘΑ Η£ ' Κ/ΤΟ! Η ΠΡΟΑΙΣΘΗ ΣΗ ΜΟΥ ΒΓΗκε ΑΤ)Η
ΘΙΗΗ. ΗΡΟΗΗ€ ΙΤΜΗ
το ββηβ-Νε π α ποα/ή. ΠΡ£Πει Λ'Λ ΓηΥΤΡΣ°Η£ ΤΗΝ ΤΗΝ ΤΟ V α π ' τη χέρι η α τ τ η ς τ η ς ΨΟΗΐΐΙβΣ.
βΑ.’ Ο £ΜΙΚΗ τρί τον ΠΟΓΚΟ.. Φ/Γ6Τ6.
ΟΜ°Σ Η ΤΑΚΤΟΥ ΣΥΗΕΡΚεΤΑ! ΤΟ ΧΤ/ΠΗΜΑ ΧΑ! Φ9ΗΑΦ/ΑΟΡΣ ΤΗΣ _____ ΜΠΟΥΡ. Η 7ΑΜ'
?
χγλΗΕΧίΖΘΤήΙ
ΤΟ ΑΟΚΑΝΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Τή μοιραία στιγμή. . . ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ ο βασιλιάς τής ζούγκλας *Έλ Ρέϋ, πηδώντας από δέντρο σέ δέντρο με την καταπλη κτική ταχύτητα τών πιθή κων, χάνεται μέσα στο α πέραντο, παρθένο δάσος ενώ πίσω του αντηχούν άκόμα οι πυροβολισμοί τών άστυνομιικών του Περέθ (*) και οί σφαίρες σφυρίζουν κοντά του,
ανάμεσα στα πυκνά φυλλώ ματα. Φυσικά, μόλις ό ξανθός γί γαντας παύει νά είναι όρατός από τά -μάτια τους, οι αστυ νομικοί σταματούν νά τον πυ ροβολούν. Ό/Έλ Ρέϋ έχει σωθή άπ5 τά χέρια τού χοντρο - Περέθ, χάρις στην απροσδόκητη βο ήθεια τού χαζού βοηθού τού Ζορρό τής Ζούγκλας, Πάντσο Γίγαντα. (*) Διάβασε ττραηγούμενο τεΰγοε: «Τό αίίνίγμο του γαλάάσυ ττοταυοΟ».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
4 Πολλά ερωτηματικά υπάρ χουν ακόμα μες στο σκοτι σμένο μυαλό του, καθώς τα ξιδεύει μ5 αυτόν τον εκπλη κτικό τρόπο μέσα στην οργι αστική βλάστησι του "Άνω ’Αμαζονίαυ. Τό μυστήριο που κυβερ νάει τη ζωή του δεν τό έχει λύσει ακόμα και ολοένα και πιο πολύ βυθίζεται μέσα στο άλυτο αίνιγμά του... Τό καταπληκτικό μυστικό τής ύπάρξεώς του, τό δτι δη λαδή είναι δίδυμος αδερφός του Ζορρό τής Ζούγκλας, του ανθρώπου πού θεωρεί ώς τον μεγαλύτερο εχθρό του και έπιζητεΐ τον θάνατό του με κάθε τρόπο, δεν έχει- σταθή τυχερός νά τό μάθη, δπως τό έμαθε μόνο ό Ζορρό/ γιατί τήν τελευταία στιγμή εμφανίσθη κε ό αστυνόμος Περέθ με τήν πρόθεσι νά τούς συλλα βή και τούς δυό... "Ενα μεγάλο μέρος λοι πόν από τό μυστήριο θά λυ νόταν γιά τον άτυχο Έλ Ρέϋ πού τή ζωή του κυβερνούν μυ στηριώδεις δυνάμεις, άν ό χοντρο - Πε,ρέθ αργούσε λί γα λεπτά τής ώρας νά φθάση στο μέρος πού ό Ζορρό εί χε αφήσει τό υπέροχο ελικό πτερό του, τό «Μαύρο Που λί». Αλλά τούτη τήν ώρα ό ξανθός γίγαντας μέ τό άγαλματένιο σώμα δεν ένδιαφέρέ τσι ούτε γιά τό μυστήριο τής ζωής του ούτε γιά τις αόρα τες δυνάμεις πού τον κυβερ νούν. .. Ένα άλλο αίσθημα πιο
ΖΟΡΡΟ δυνατό έχει ριζώσει στήν καρ διά του, ένα αίσθημα πού γεννήθηκε μσλ ις άντίκρυσε τήν παράξενη γυναίκα μέ τό βέλο, τή θρυλική Νάγια τής Ζούγκλας. Ή ομορφιά της τον θάμπω σε από τήιν πρώτη στιγμή καί από κείνη τήν ώρα δεν μπορεί νά τήν βγάλη από τή σκέψι του καί δεν έχει καμμιά άλ λη τόσο δυνατή επιθυμία στήν καρδιά του, δσο τό νά τρέξη νά τήν βρή... Ό Έλ Ρέϋ ξαναγυρίζει λοιπόν ολοταχώς προς τό ία λάζιο Ποτάμι, εκεί όπου μέ τόσο παράξενον τρόπο έχασε τις αισθήσεις του καί ή πα νέμορφη κόρη τού ξέφυγε τρέ χοντας στή ζούγκλα. Ακόμα κι5 ώς τώρα πού ό "Έλ Ρέϋ ταξιδεύει μέ τήν τα χύτητα των πιθήκων μέσα στο παρθένο δάσος γιά νά τήν βρή, δέν είναι βέβαιος γιά τά αισθήματα πού έχει στην καρδιά του... θέλει νά έκδικηθή τή Νά για, έπειδή τήν θεωρεί άκόμα σάν μάγισσα; Πραγματικά ό Έλ Ρέϋ εί χε βεβαιωθή μιά στιγμή πώς ή Νάγια είναι μάγισσα, αυ τή πού κυβερνάει τή ζωή του καί τον βασανίζει δλ’ αυτά τά χρόνια. Βεβαιώθηκε γι’ αυτό δταν, έτοιμος νά τής βγάλη τό βέ λο πού σκεπάζει τό πρόσω πό της, ένοιωσε τον κόσμο νά χάνεται από τά μάτια του κι* έχασε τίς αισθήσεις του μέ τήν φοβερή έντύπωσι τού άν-
1ί*{&^ΐβ£3ε5^!ΆΧΧη<>ί&Γ*ΤζτΓ?ϊ^Ζί^ίί!ϊίϊ2^<,'~.-&&&ί&Λ&~&2αέί&1ϊ£ΖΪ. α·.ίΒΆ»#&*~&
θρώ'ίΐου ΐΐου /βυθίζεται σέ μια άβυσσο» Παρ' όλο πού τρέχει να την βρή για νά την έκδικηθή όμως, στην καρδιά του δεν υ πάρχει τόσος θυμός εναντίον της, πού θά έφτανε για νά την σικοτώση... Χιλιάδες σκέψεις τυραννοΰν τό ψυαλό του που δεν τον ο δηγούν πουθενά και μόνο μία κυριαρχεί πάνω σ' όλες τις άλλες: Νά συΜαντήση την όμορφη Νάγια με τό Βέλο! Ύστερα θά δ ή καί θά άποφασίση τί θά κάνη... -αφνικά όμως έκεΐ που πη γαίνει σταματά. _ Ό *Έλ^ Ρέϋ έχει διακρίνει κάτι σημάδια μέσα στη ζού γκλα, πού γιά έναν άλλον πι θανόν νά μην έλεγαν τίποτα, γι’ αυτόν όμως πού είναι ό ίδιος παιδί τής ζούγκλας, λέ νε πάρα πολλά πράγματα... Στον γιγαντόσωπο 'Έλ Ρέϋ, όλα μπορούν νά τού μι λήσουν μέσα στο παρθένο δά σας τού 'Άνω Άμαζονίου: Κι' ένα σπασμένο κλαδί, κι' ένα πεσμένο πράσινο ψύλ λ ο κι' ένα ζώο πού φεύγει φο βισμένο χωρίς νά ύπάρχη φα νερός λόγος κι' ένα μικρό α νακάτεμα των κιτρινισμένων φύλλων πού σχηματίζουν όλό κλήρο χαλί πάνω στον φλοιό τής γής, ακόμα κι' οί μυρω διές πού ταξιδεύουν στόιν α έρα... Καθώς βλέπει τά σπασμέ να κλαδιά ψηλά, στά δυο άντι κρυνά δέντρα, καθώς βλέπει τό άνακάτεμσ του χαλιού των
ί.,·*»ίΐΒ«.
κιτρινισμένων φύλλων νά στα* ματάη σ' ένα σημείο κατα λαβαίνει... «Τό δίχτυ!», συλλογίζεται αμέσως. «Χρησιμοποίησαν τσ δίχτυ γιά νά αιχμαλωτίσουν κάποιον, σ' αυτό εδώ τό μέ ρος!...» Τά ρουθούνια του ανοιγο κλείνουν σάν τού λαγωνικού καί στριφογυρίζει ολόγυρα σάν ν' άναζητάη τό θήραμα. -αφνικά τά μάτια του α στράφτουν ακόμα μιά φορά. — Ή Νάγια!, μουγγρίζει μέσ' απ' τά δόντια του. Οι γροθιές του σφίγγονται μέ μανία. Κυττάζει άλλη μιά φορά όλόγυρα προσπαθώντας μέ την πρώτη ματιά άν είναι δυνα τόν, ν' άντιληφθή ποιόν δρό μο ακολούθησαν αυτοί πού έχουν αιχμαλωτίσει τη λευκή κοπέλλα. Καί τά μάτια τού 'Έλ Ρέϋ μπορούν νά διακρίνουν καλύ τερα κι’ από του γερακιού. Δέν υπάρχει καλύτερος Ι χνηλάτης απ' αυτόν μέσα στη ζούγκλα τού 'Άνω Άμα ζονίου. Μονομιάς ρίχνεται στά ί χνη των ληστών του Αγριό γατου, πού έχουν βαδίσει προς τά Νότια, στις όχθες του Γαλάζιου Ποταμού. Στά τρομερά ρουθούνια του πού συναγωνίζονται στην όσφρησι τά καλύτερα λαγω νικά, υπάρχει πάντοτε διάχυ τη στην ατμόσφαιρα ή μύρου διά τής Νάγιας μέ τό Βέλο καί τον οδηγεί χωρίς νά έχη ανάγκη νά καθυστερή ψάχνο
-•ΪΛΪΚ ****"* 1 ιιι ιιΐ'ι —1' ν*~ΐΐ1ίί^*ίίιΛ^ίι*-*·^'■>|Γ[|Γ*«~Ϊ 4αηΐϊ“ΚΊΒ-.·>ι-ι&νι
Φτας για τά ΐχν?ι πού έχουν αφήσει στο πέρασμά τους ο! ληστές του Αγριόγατου.,. Τά ίχνη αυτά ό ’ΊΞλ Ρέϋ θά μπορούσε να τ’ άκαλουθήση αλλά θά χασομερούσε^ άρ ’κ-ετά. Οι ίνδιάνοι όσο είναι καλοί ιχνηλάτες, τόσο ξέρουν και νά μην αφήνουν καθόλου σημάδια στο πέρασμά τους, για νά μην μπορέσουν νά τούς παρακολουθήσουν· οι έχθροί τους... Και ασφαλώς κανείς άλλος από τον Έλ Ρέϋ, τον γυιό τής Ζούγκλας δεν μπορεί ν’ άκαλουθήση μέ σιγουριά τά ίχνη ίνδ ιάνων ληστών... Ή πορεία του μες στη
ζούγκλα 6έν κρατάει πέριάάό τερο από εΤικοσι λεπτά τής ώρας. "Ενας^ άλλος θάθελε πολλές ώρες για νά διάσχιση αυτή την άπόστασι μέσα στο παρ θένο δάσος. -αφν ικά κ οντοστέκ εται. Άπο μακρυά άκούγεται το άπαλό φλοίσβισμα τού ποτά μου... Στα ρουθούνια του φτάνει πιο έντονη ή μυρωδιά τής Νά για. Τό κορμί» του άνα ρίγα ολό κληρο, όπως θ’ άναριγούσε τό κορμί ενός τζάγκουαρ, σαν ένοιωθε πώς πλησιάζει σέ μέ ιρος πού βρίσκεται εχθρός...
Τά κεφάλια των δολοφόνων συγκρσύοινται... "Ενα αηδιαστικό τρίξι μο άκονγεται.
ΐΉί ζβΥΓΚΑΑΐ
'
9
Ή Νάγια δεν προλαβαίνει νά φωνάξη...
Τα μάτια του προσπαθούν νά τρυπήσουν καί τά φυλλώιματα έν ανάγκη, για νά δουν από πίσω στο σημείο πού θά βρίσκεται ή αιχμάλωτη γυ ναίκα. Φυσικά αυτό δέν είναι δυ νατόν νά γίνη, αλλά το βλέμ μα του βασιλιά τής ζούγκλας ανακαλύπτει κάτι σημαδάκια άόρατα γιά τά «μάτια όποιου δήποτε άλλου... Πιάνει ένα φυτικό σχοινί και πηδάει μ5 αυτό αθόρυβα σ* ένα άλλο δέντρο καμμιά δεκαριά μέτρα παρακάτω. Στέκεται πάνω σ' ένα κλα δί κι' ύστερα σκύβοντας, ά νοιγε ι μέ τό χέρι του μια τρυ πα μέσα στά πυκνά φυλλώ
ματα καί κυττάζει κάτω... Τά μάτια του λάμπουν άγρια; Μέσα σέ μιά λόχμη βρί σκονται κρυμμένοι δυο Ινδιά νοι ληστές. Κρατούν στά χέρια τους τουφέκια τελευταίου τύπου καί φρουρούν άγρυπνα τη Νά για μέ τό Βέλο, πού εΐναι πε σμένη στο έδαφος πλάϊ Τους, τυλιγμένη γερά μέ τό ίδιο δί χτυ πού την αιχμαλώτισαν. ^ Ό Έλ Ρέύ^ δέν διστάζει ούτε στιγμή, μόνο πού ρίχνει μιά τελευταία ματιά όλόγσ* ρα, γιά νά βεβαιωθή πώς δέν υπάρχουν άλλοι Ινδιάνοι λη στές, τουλάχιστον έκεΐ κοντά
ώστε νά μπόρόΰν νά έπεμβουν αμέσως. "Υστερα αρπάζει ένα και· νούργιο φυτικό σχοινί πού υ πάρχει δίπλα του και μ9 ένα εκπληκτικό άλμα ρίχνεται οπό κενό, προς το μέρος των Ινδιάνων. Τό κορμί του σχηματίζει ένα τρομακτικό τόξο στον α έρα, σαν νά μην είναι ανθρώ πινο σώμα, αλλά χαλύβδινο ελατήριο. Σέ δυο δευτερόλεπτα έχει πηδήξει ανάμεσα στους δο λοφόνους πού φρουρουν τή Νάγια. Είναι αδύνατον νά περι γραφή ή^έκπληξις και ό τρό μος αυτών τών τελευταίων, νά δουν έτσι ξαφνικά νά πέψτη απ' τον ουρανό ανάμεσα τους ό βασιλιάς τής Ζούγκλας 5Έλ Ρέϋ, πού δεν υπάρχει κανείς Ινδιάνος στην περιοχή πού νά μην τον γνωρίζη πολύ καλά και νά μην ξέρη έπίσης τί σημαίνει νά τά βάλη κα νείς μαζί του... Ωστόσο ό ένας τους κα ταφέρνει νά ύψωση τό τουφέ κι· του προς τό στήθος του ξανθού γίγαντα. Ό τρόμος του και ή έπιθυ μία του νά ρίξη γρήγορα, ξέ ροντας τί θά πάθη άν δεν προ λάβη, κάνουν την κίνησί του αστραπιαία. Ομως ό 3Έλ Ρέϋ είναι πο λύ γρηγορότερος. Μια τρομακτική κλωτσιά με τό γυμνό του πόδι στο χέ ρι του κακούργου,^ κάνει τό τουφέκι νά τιναχτή πολλά μέ τρα μσκρυά καί τον Ινδιάνο
ληστή ν* αφήση να τού ξεφύ^ γη ένα λυσσασμένο ουρλια χτό πόνου. Ό δεύτερος όμως σ3 αυτό τό μεταξύ, βλέποντας πώς έ χει καιρό, έχει σηκώσει τό ό πλο του καί τό δάχτυλό του πιέζει τή σκανδάλη, άφού ση μαδεύει τόν βασιλιά τής Ζού γκλας στην καρδιά. Ό 3Έλ Ρέϋ καί πάλι άποδεικνύεται πιο γρήγορος κι9 από την άστραπή: Σκύβει μονομιάς άντιλαμβανό μένος την κίνησι τού Ιν διάνου καί ή σφαίρα σψυρλ ζει επάνω από τό κεφάλι του. Την άλλη στιγμή αρπάζει αητό την κάννη τό όπλο του κακούργου καί μέ μια δύναμι άκατανίκητη τό τραβάει καί τό αποσπάει οπτό τά χέ ρια του. Τό σηκώνει αμείλικτος, έ τοιμος νά τό μεταχειριστή σαν ρόπαλο γιά νά συντρίψη τό κεφάλι του αντιπάλου του. Ταυτόχρονα όμως κι* ό πρώ τος από τούς δυο φρουρούς τής Νάγια, έχει τραβήξει τό μαχαίρι του καί λ βλέποντας πώς ό 3Έλ Ρέϋ τού έχει γυρι σμένη την πλάτη, χύνεται ε ναντίον του μ3 ένα πήδημα α γριόγατου. Τό ώπλισμένο του χέρι υ ψώνεται αστραπιαία πάνω α πό τή ράχι τού βασιλιά τής ζούγκλας, πού δέιν έχει άντιλη φθή τόν θανάσιμο κίνδυνο πού διατρέχει... Ή μακρυά, ατσαλένια λε πίδα, αστράφτει- στο φώς τού ήλιου. Σ3 ένα δευτερόλεπτο το
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πολύ, ό ’ΊΞΑ Ρέϋ θά πέση νε κρός !... ^Λλλά οχι..; Ξαφνικά κάτι κινιέται -μέ σα στο χαλί των φυιλλων πού σκεπάζει τή γη. Ό ληστής μέ τό μαχαίρι χάνει την ισορροπία του, βγά ζει μια κραυγή λύσσας, προ σπαθεί τού κάκου να συγκρατηθή αλλά δεν τά καταφέρνει καί σωριάζεται δίπλα στον σύντροφό του πού βλέπει μέ φρίκη τό Τδιο του τό δπλο νά υψώνεται σαν ρόπαλο τρομε ρό πάνω άπό τό κεφάλι του... Ό βΈλ Ρέϋ γύριζες ξσφνια σ μένος τό κεφάλι καί μέ μιά ματιά μόνο, καταλαβαίνει τί έχει συμβή: Ή Νάγια μέ τό Βέλο πού βρίσκεται δεμένη, παρ9 όλο πού δεν είχε ευχέρεια κινήσε ων, κατάφερε νά σηκώση και τά δυο δεμένα πόδια της και μ’ αυτά νά σπρώξη δυνατά τον δολοφόνο πού έτοιμαζόταν νά σκοτώση τον ξανθό γί γαντα. Ό Γυιός τής Ζούγκλας νοι ώθει ένα κύμα ευγνωμοσύνης νά όρμάη στήν καρδιά του γι* αυτή τήν υπέροχη γυναίκα πού τού έχει σώσει τή ζωή, άλλά και μιά παράξενη υπε ρηφάνεια, μαζί, πού ένδιαφέρ θηκε γι9 αυτόν ή Νάγια καί δεν άφησε νά τον σκοτώσουν. Ωστόσο βέν υπάρχει τώρα καιρός γιά νά τής έκφράση τήν ευγνωμοσύνη του... Οί δυο Ινδιάνοι φονιάδες βρίσκονται πεσμένοι έκεΐ μπροστά του καί έτοιμάζονται τώρα νά σηκωθούν και
9 νά^τοΰ επιτεθούν πάλι καί οι δυό μαζί... ^ Ό ^Ελ Ρέϋ δεν τούς δίνει τον καιρό. Σκύβει άπό πάνω τους και τούς άρπάζει καί τούς δυο συγχρόνως άπό τά μαλλιά. 9Εκείνος πού κρατάει τό μα χαΐιρι, κατατρομαγμένος, προ σπαθεΐ νά χτυπήση μ9 αυτό τον λευκό γίγαντα. Δεν προλαβαίνει. Ή δύναμής τού Έλ Ρέϋ εί ναι ακατανίκητη... Τά χέρια του μέ τά χα λύβδινα μπράτσα, κινιούνται σάν έμβολα μηχανής. Τά κεφάλια των δύο δολο φόνων συγκρούονται μέ ορμή καί ένα άηδιαστικό τρίξιμο άκούγεται καθώς τά κόκκαλά τους σπάνε, ταυτόχρονα μέ τή διπλή κραυγή φρίκης καί άγωνίας πού βγαίνει άπό τά λαρύγγια τους καί σχίζει τον αέρα, χωρίς δμως νά συνεχι στή γιά πολύ, γιατί οί δυό Ινδιάνοι είναι κιόλας νεκροί! Ό Έλ Ρέϋ τούς άφήνει νά κυλήσουν άπό τά χέρια του. (Γυρίζει προς τό μέρος τής Νάγιας καί γιά πρώτη φορά τραβάει τό μαχαίρι του... •Μέ γοργές κινήσεις τήν άπαλλάσσει άπό τά δεσμά τηζ'
,
Κάνει δσο μπορεί γρηγορώτερα γιατί φοβάται πώς ό πυροβολισμός πού έρριξε ό ένας άπό τούς Ινδιάνους, μπο ρεί νάχη άκουστή άπό τούς συντρόφους των ληστών καί νά τρέχουν αυτή τή στιγμή εναντίον τους... "Όμως οί υπόλοιποι ινδι
10
ΖΟΡΡΟ
άνοι του Αγριόγατου και ό ίδιος 6 άρχηγός τους/ βρί σκονται κρυμμένοι σέ αρκε τή απόσταση από έκεΐ αυτή τη στιγμή, ενεδρεύοντας τον Ζορρό τής Ζούγκλας πού τον περιμένουν νά φανή... Του έχουν στήσει ύπουλη παγίδα... "Έχουν στείλει σήμα μέ τά ταμπουρίνος, δτι ή Νάγια τής Ζούγκλας κινδυνεύει στο Γα λάζιο Ποτάμι... -έρει ό "Αγριόγατος πώς ό ρασκοφόρος "Εκδικητής δεν -μπορεΐ ν" άφήση αβοήθητη τήν γυναίκα εκείνη πού τόσες φορές τον έχει σώσει άπό βέ βαιο θάνατο... Είναι βέβαιος πώς ό μυ
στηριώδης καί θρυλικός ιπ πότης τής ζούγκλας, θά τρέξη αμέσως νά έλευθερώση τή Νάγια... Και αυτό θά είναι ό τελειωτικός θάνατός του!... Έξ άλλου στο σημείο ε κείνο του ποταχοϋ κοντά στήν όχθη -μέ τήιν οργιώδη βλάστησι πού είναι κρυμμένοι οί λη στές, 8έν είναι εύκολο νά φτάση άπό μακρυά κανένας θόρυβος, οσο δυνατός κι" άν είναι... Χιλιάδες ζωές διαδηλώνουν μέ μιά τρομακτική βοή τήν παρουσία τους μέσα στήν .παρθένα ζούγκλα του "Αμα ζόνιου. Υπάρχουν κάτι πουλιά πού τά λένε Κράχτες, επειδή ξε-
Μόλις προλαβαίνει νά κρυφτή...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
— Κάποιοι έρχονται., σενισρ, άττ’ την πλευρά του Γαλάζιου Ποταμού!
λαρυγγιάζσνται ολόκληρη μέ ρα -με διαπεραστικές φωνές, χωρίς νά σταματούν ούτε στι νμή, μέχρι σημείου που μπο ροϋν νά σέ τρελλάνουν άν τύχουν κοντά σου... Ωστόσο ό "Ελ Ρέϋ άρπάζει τή Νάγια στά χέρια του/ γιατί δεν ξέρει πώς ό Αγρι όγατος βρίσκεται σέ τόση α πόστασή από τό σημείο εκεί νο πού εΐναι αυτός 'μιέ την λευ κή γυναίκα.. Ή μυστηριώδης κοπέλλα μέ τό βέλο προσπαθεί νά άμυνθή αλλά ό βασιλιάς της Ζούγκλας δεν τής δίνει τον καιρό νά κάνη τίποτα. Τά μπράτσα του είναι α
κατανίκητα καί ή Νάγια δεν μπορεί ούτε νά κουνηθή εκεί μέσα, καθώς τή σηκώνει κΓ αρχίζει νά τρέχη μαζί της μέ σα στη ζούγκλα... Νοιώθει δίκαιη οργή νά πλημμυρίζει την καρδιά της, γιατί δέν μπορεί νά καταλάβη τί είδους ευγνωμοσύνη εί ναι αυτή πού δείχνει ό "Ελ Ρέϋ, λίγα δευτερόλεπτα με τά από τή στιγμή πού του έχει σώσει τή ζωή... Ό 3Έλ Ρέϋ δέν τρέχει γιά πολλή ώρα... Μόλις καταλαβαίνει δτι έ χει άπομακρυνθή αρκετά καί δέν κινδυνεύει γιά τήν ώρα νά τούς φθάσουν οί ίνδιάνοι τού
12 Αγριόγατου, σταματάει. Αφήνει τή Νάγια κάτω στη γή και στέκει μπροστά της καί την κυττάζει θαμπω μένος στα ολόμαυρα μάτια της*'\ Στα δικά του ζωγραφίζε ται ή περιέργεια κι5 ό πόθος νά δη τό πρόσωπό της ολό κληρο... Αέν προλαβαίνει όμως... Τό ένστικτο τον αναγκάζει ξαφνικά ν5 άνασηκώση τό κε φάλι ψηλά προς τον ουρανό. Ναί, δεν υπάρχει αμφιβο λία πώς εκείνο που περνάει αθόρυβα αλλά με τρομερή τα χύτητα πάνω οστό τά ψηλά δεν τρα τής ζούγκλας και διευθύ νεται προς τό I αλάζιο Ποτάπ μι, είναι τό ελικόπτερο του θρυλικού Ζορρό τής Ζούγκλας τό εκπληκτικό αθόρυβο ελι κόπτερό του. τό «Μαύρο Που λί»! Τά γαλάζια μάτια τού Έλ Ρέϋ γεμίζουν μονομιάς θανά σιμό μίσος... Έκεΐινα όμως τής Νάγια κ αθ ρε φ τ ίζσυν ξαφν ική ευτ υχία. Στις ώρες τής αιχμαλωσί ας της ε!χε περάσει σκληρή αγωνία ή τελευταία αυτή γιά τήν τύχη τού Ζορρό/ πού ήξε ρε ότι θά κινδύνευε κι3 από τούς ληστάς κι5 από τούς α στυνομικούς τού Περέθ... Τώρα βλέπει· τον μασκοφόρο Εκδικητή μέσα άπό τό κρυστάλλινο κουβούκλιο τού «Μαύρου Πουλιού» καί ως διά μαγείας εξαφανίζεται όλη της ή αγωνία.
ΖΟΡΡΟ "Ωστε ό Ζορρό δεν έχει πά βει τίποτα!... Έχει καταφέρει νά πέρα ση σώος καί αβλαβής ανάμε σα σ' όλες τις σκοτεινές δυ νάμεις πού κρύβονται στήν ζούγκλα τού "Ανω Αμαζό νιου καί ακόμα κι' οπτό τούς αστυνομικούς τού πατέρα της... Τρελλή πραγματικά άπό τή χαρά της ή Νάγια ετοι μάζεται νά φωνάξη μ3 όλη της τή δόνα μι γιά νά τήν άκούση ό Ζορρό... ^ Ξέρει πως ό τελευταίος αυ τός μπορεί ν άκούση μιά φω νή πού έρχεται έξω άπό τό ελικόπτερό του, τού όποιου ή τελειότατη μηχανή δεν κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Δεν προφταίνει όιμως. Ό Έλ Ρέϋ καταλαβαίνει τούς σκοπούς της. Καθώς ή Νάγια ανοίγει τό στόμα γιά νά φωνάξη, ό ξαν θός γίγαντας άπλωνει με τή γρηγοράδα τής άστραπής τήν τεράστια.παλάμη, του καί τής τό κλείνει. Τά μάτια του αστράφτουν άπό θυμρ. Κρατώντας πάντοτε σφι χτά τό στόμα τής νέας γυναί κας πού τού κάκου αγωνίζε ται νά έλευθερωθή, τήν παρα σέρνει μαζί του μέσα σε κάτι πολύ πυκνά φυλλώματα, έτσι πού είναι πια αδύνατον νά τούς διακρίνη ό Ζορρό οστό τό ελικόπτερό του. Σε δευτερόλεπτα τό «Μαύ ρο Πουλί» έχει χαθή πίσω ά πό τις κορυφές των αιωνόβι ων δέντρων καί ό Έλ Ρέϋ κυτ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τάζει θριαμβευτικά την Νάγια μέ το Βέλο και ελευθερώνει τό στόμα της. — "Έλ^Ρέϋ βασιλιάς ζού γκλας!, λέει περήφανα. Ή Νάγια δ μ ως βράζει άττό θυμό καί άγανάκτησι. — Μετάνοιωσα χίλιες φο ρές πού έσωσα τη ζωή σου!, του λέει «μέ πείσμα. Νά βλέ παμε τί βασιλιάς θά ήσουν άν άφινα εκείνον τον Ινδιάνο νά σε μαχαιρώση!... Ό γιγαντόσωμος άντρας χλωμιάζει τρομερά σ’ αυτά τά λόγια. Ωστόσο κρατάει την ψυ χραιμία του. Λέει ψυχρά: — Νάγια δεν έσωσε "Έλ Ρέϋ!... Νάγια ήθελε ελευθε ρώσει οστό ληστές, Έλ Ρέϋ! Νάγια αντάλλαξε μέ ζωή "Έλ Ρέϋ έλευθερία της! — "Έστω !, αποκρίνεται ή νέα μέ πείσμα. "Έστω!... "Α φού αντάλλαξα λοιπόν την ε λευθερία μου μέ τη ζωή σου, πρέπει τώρα νά μ" άφήσης ε λεύθερη!... "Άφησε με νά φυγω!... — Νάγια θέλει νά πάη σέ Ζορρό; — Είναι δικαίωμά μου νά ■ πάω όπου θέλω!... Τραμερός θυμός άνεβαίνει μονομιάς στο πρόσωπο του γίγαντα τής ζούγκλας. — Νάγια δχι μέ Ζορρό!, μουγγρίζει άγρια. Νάγια μέ Έλ Ρέϋ! Έλ Ρέϋ βασιλιάς ζούγκλας! "Έλ Ρέϋ Ισκοτώσει Ζορρό!... 3— "Όχι!... "Όχι!... Δεν θά σ’ άφήσω έγώ νά τό κάνης!
— Νάγια πολύ αδύνατη έμποδίση "Έλ Ρέϋ! "Έλ Ρέϋ κυβερνάεΐ' ζούγκλα!... Νάγια γυναί’κα δική μου! — Ποτέ!... Μ" δλο πού ή μανία του "Έλ Ρέϋ είναι ολοφάνερη, ωσ τόσο σφίγγει τά δόντια του γιά νά μπόρεση νά συγκρατηθή ώς τό τέλος. — Νάγια ύπακούση !, λέει σκληρά. "Έλ Ρέϋ δαμάση μι κρό φίδι Νάγια! Καί πρώταπρώτα, θά δη πρόσωπό της! Τά μάτια τής νέας πετούν φωτιές. — Σέ προειδοποίησα κι<* άλλη ^ φορά, "Έλ Ρέϋ!, του σφυρίζει απειλητικά. Άν τό κάνης αυτό, θά σέ σκοτώσω οπωσδήποτε! Καί του ξανθού γίγαντα τά μάτια αστράφτουν άπό θυμό ιμέ τη σειρά τους. — Τώρα Νάγια μάθη, βα σιλιάς δέν φοβάται κανέναν μέσα ζούγκλα! Λάμπει τόση αποφασιστι κότητα στά μάτια του πού ή κοπέλλα επιχειρεί νά ξεφυγη πηδώντας απρόοπτα άπό κοντά του. ^ Ό "Έλ Ρέϋ όμως είναι πο λύ γρήγορος... Τό αριστερό του χέρι α πλώνεται καί αρπάζει τη Νάγια άπό τον καρπό τού δι κού της χεριού. Τη ^σφίγγει μέ τόση δύναμι πού μιά μικρή κραυγή πό νου ξεφεύγει άπό τά χείλια > — Ναγια, μικρή μάγισσα! Υρυλλίζει ό "Έλ Ρέϋ μανια σμένος. Αυτή τή φορά όμως της·
ΖΟΡΡΟ
14 δχι κάνεις μάγια!„. Αυτή τή φορά, 3Έλ Ρέϋ δή ττρόσωττό σου! Τό χέρι του άπλώνεται α ποφασιστικά. Ή κοπέλλα του κάκου άπο τραβιέται. Ό λευκός γίγαντας σφίγ γει τόσο πολύ το χέρι της που κρατάει αιχμάλωτο ·μέ τ5 άριστερό του- χέρι, πού ή Νά για αναγκάζεται από τούς πόνους νά μείνη ακίνητη. Και τότε άλλη μια φορά τό χέρι του γιγαντόσωμου βασι λιά τής ζούγκλας, αγγίζει τό βέλο πού σκεπάζει τή μορφή της... Μά γιά άλλη μια φορά ε
πίσης κάτι τρομακτικά συμ βαίνει ακριβώς τή μοιραία έκείνη στιγμή: "Ενα τρομαχτικό ουρλια χτό πόνου βγαίνει- από τό λα ρύγγι του ατσαλένιου ^γίγαντα τής ζούγκλας, του 3'Ελ Ρέϋ! Ό ϊδιος άνατινάζεται στο παχύ στρώμα τών ξερών φύλ λων πού σκεπάζει τό έδαφος, άφίνοντας ελεύθερη τή Νάγια πού, παρ’ δλη της τήν λαχτά ρα νά τό βάλη στά πόδια γιά νά γλυτώση τήν ιάπο-κάλυψι τής μορφής της, είναι και η έκπληξίς της ακόμα μεγαλύ τερη καί μένει μαρμσρωμένη στο ίδιο σημείο, κυττάζοντας
"Ενας πύρινος κύκλος θανάτου ανοίγει γύρω από τούς ινόιάνονς
ληστές...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
...— *Ή μττάς και μέ πέρασες γιά... παράσιτο τής τηλεοράσεως;
μέ γουιρλωμένα μάτια τον ’Έλ Ρέϋ, πού κυλιέται σπαράζο ντας στα χορτάρια/ κρατώ ντας το στήθος του... Τά αισθήματα φιλανθρωπί ας τής Νάγιας είναι πολύ με γσλύτερα από τον φόβο της. Σκύβει άιμέσως επάνω α πό τον βασιλιά τής ζούγκλας σίγουρη ότι κάποια σφαίρα τον έχει χτυπήσει, γιατί σχε δον αμέσως ακούει από μακρυά καί τον κρότο κάποιου πυροβολισμού. Μέ τά «μάτια όμως άκό-μα περισσότερο γουρλωμένα τώ ρα, σιγουρεύεται ότι ό *Έλ Ρέυ δεν είναι χτυπηιμένος που θενά! ^ Στο σημείο 5έ που κρατάει
τό στήθος του μέ τό δεξί του χέρι, μορφάζοντας οπό τούς πόνους, έκεΐ δέν υπάρχει- ού τε ή παραμικρή αμυχή! Κι’ όμως εξακολουθεί νά κυλιέται στο έδαφος σπαρά ζοντας σάν νά πρόκειται νά πεθάνη! Ή Ηάγια δέν προλαβαίνει νά έξετάση πιο πολύ την κατοπληκτϊκή αυτή περίπτωσι του "Έλ Ρέϋ... ^ "Από <μακρυά, από την ί δια κατεύθυνσι πού έφτασε ό κρότος τού πυρο-βολισμοΰ, ά κου γεται τώρα και μια κραυ γή πόνου, ανθρώπου πού βρί σκεται σέ επιθανάτια αγω νία και ·μετά οπό λίγο πολλές ομοβροντίες, σάν νά γίνεται·
ΖΟΡΡΟ
16
πραγματική ράχη μες στη ζούγκλα... "Αθελα ή Νάγια με τό βέ λο κάνει τή σκέψι πώς προς εκείνη την ίδια κατεύθυνσι εί χε δη νά πηγαίνη και τό ελι κόπτερο του Ζορρό... Χωρίς νά ξέρη γιατί ένας ξαφνικός τρόμος τρυπώνει στην καρδιά της σ' αυτή τή σκέψι καί τήν κάνει νά άνατριχιάση -ολόκληρη... Μονομιάς ιάφίνει τον "Ελ Ρέύ νά σπαρταράη ^ στή γη καί χύνεται μέσα στήν παρθέ να ζούγκλα... Τρέχει όσο μπορεί πιο γρή γορα ανάμεσα στά πελώρια, αιωνόβια δέντρα. Συγχρόνως έχει καί τον νού_ της.... “έρει πολύ καλά τί κίν δυνοι απειλούν τον όστρόσεικτο οδοιπόρο τής ζούγκλας του Αμαζόνιου... Μέσα από κάθε συστάδα θάμνων, μέσα από κάθε πυ κνή λόχμη, πάνω από κάθε ■κλαδί δέντρου, μπορεί νά ξεπροβάλλη άξαφνα ό θάνατος «μέ χίλιες μορφές... Καί .νά πού καθώς τρέχει· λαφιασμένη, ακούει λυσσασμέ νες φωνές μέσ' απ' τά δέντρα. Μόλις προλαβαίνει νά κρυ φτηΌ τρομερός ληστής Άγρι όγατος, μαζί μέ τούς ανθρώ πους του, περνούν μόλις με ρικά μέτρα από μπροστά α πό τήν κρυψώνα της πού εί ναι ένας πυκνός θάμνος καί κατευθύνονται ολοταχώς προς τό μέρος πού τήν έχουν αφή σει αιχμάλωτη, στή φύλαξι
των δυο φρουρών της πού τούς έχει συντρίψει- ό °Έλ Ρέϋ.^ Μόλις εκείνοι φεύγουν, ή Νάγια βγαίνει οπτό τή φυλ λωσιά του θάμνου της καί α κολουθεί τον αντίθετο δρόμο. Δεν αργεί νά βρεθή πάνω από τό πτώμα του ληστή πού εχει πυροβολήσει τον Ζορρό τής Ζούγκλας καί πού βρίσκε ται- πεσμένος στή γή μέ σπα σμένο τό κεφάλι άπ' τό έργα λείο πού έπεσε του Πάντσο Γίγαντα καί... κάτω από τό υπέροχο ελικόπτερο τού Ζορ ρό, πού ακίνητο επάνω στον ουρανό καί λίγα μέτρα πιο ψηλά από τις κορφές τών δέν τρων, μοιάζει- νά μην έχη κα νόναν επιβάτη.,. Καθώς λοιπόν ή Νάγια μέ τό Βέλο στέκει ακίνητη, ανα ποφάσιστη, γεμάτη αγωνία, προσπαθώντας νά καταλάβη τί είχε απογίνει ό Ζορρό καί δεν βρίσκεται στο ελικόπτερό του καί καθώς κυττάζει- άλλη μια φορά, απελπισμένη, προς τό «Μαύρο Πουλί», βλέπει νά ξεμυτάη άπ5 αυτό τό τελευ ταίο καί νά κυττάζη προς τά κάτω, τό κεφάλι τού θρυλι κού... Π άντσο Γ ί γαντα! Πσγάνα. . . ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ δι ευθυντής τής Άθιέντα ντέλ Σολ, Περέθ, τρέχει μαζί μ' ένα απόσπασμα δώδεκα άνδρών του, προς τήν κατεύ θυνσι τού Γαλάζιου Ποταμού γιατί έχουν ακούσει τά τα-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! μπουρίνος που μετέδωσαν ότι ή Νάγια κινδυνεύει σ’ αυτή την περιοχή και καλούν τον Ζορρό σέ βοήθεια. Ό Περέθ είναι· άποφασισμέ νος νά συλλαβή και τον Ζορ ρό και τή μυστηριώδη Νάγια μέ τό Βέλο που πολλές φο ρές ώς τώρα τον έχει γλυτώ σει την τελευταία στιγμή ■μέσ’ από τά χέρια του... Μαζί -μέ τον εξαγριωμένο Περέθ και τό απόσπασμά του ακολουθεί ·μέ πολύ μεγάλη δυσκολία καί ό ταλαιπωρημέ νος καθηγητής Τζένκινς, ο ά τυχος επιστήμων πού έπεσε στα χέρια του Αγριόγατου καί υπέμεινε φρικτά βασανι στήρια ώσπου τον ελευθέρω σε ό Ζορρό της ζούγκλας μέ τή βοήθεια του... Πάντσο Γί γαντα! Τόσος είναι ό θυμός του α στυνόμου εναντίον του Ζορρό καί τής Πάγιας, πού ούτε καν συλλογίζεται τήν φοβερή κατάστασι πού βρίσκεται ό δυ στυχής επιστήμων καί πώς κινδυνεύει σέ κάθε του βήμα νά σωριαστή κάτω αναίσθη τος.... Καί πραγματικά ό Τζένκινς μένει όλο καί πιο πίσω απ’ όλους τούς άντρες του α ποσπάσματος καθώς τρέχουν καί στο τέλος του έρχεται μιά σκοτοδίνη καί πέφτει α ναίσθητος μέσα στά χόρτα... ΚΓ ό Περέθ τρέχει μπρο στά καί ούτε αυτός ούτε κα νείς από τούς άνδρες του αντί λαμβάνεται τό παραμικρό! Ό χοντρο - αστυνόμος δέν έχεί' πάψει ούτε στιγμή νά
γκρινιάζη καί νά απευθύνεται· προς εκείνον τον αστυνομικό άπό τούς άντρες του, πού ή καταγωγή του είναι ινδιάνικη καί τού έξήγησε καί τό μήνυμα των ταμπόυρίνος. — Ραμίρεζ!, μουγγρίζει άγρια καί λαχανιασμένος φο βερά γιατί έτσι παχύσαρκος πού είναι κοντεύει· νά σκάση άπό τήν τρεχάλα. —- Διατάξτε, σενιόρ! —· Που δαίμονα είναι αυτό τό Γαλάζιο Ποτάμι; Λέν θά φτάσουμε ποτέ; — Θέλουμε άρκετόν δρόμο ακόμα, σενιόρ! Καί ύστερα από λίγο 6 Πε ρέθ πάλι γκρινιάζει: — Ραμίρεζ! — Τί διατάζετε, σενιόρ! — Νά φτάσουμε σ’ αυτό τό ποτάμι κσμμιά φορά, βρε πουλάκι μου! Πού πήγες καί τό τρύπωσες τέλος πάντων! Τά μάτια τού καημένου τού Ραμίρεζ γουρλώνουν άπό τήν έκπλ,ηιξι καί γίνονται άλλα τό σα. — 5 Εγώ τοβαλα τό ποτάμ, εκεί κάτω, πατρόν; μουρμου ρίζει άναυδος. "Αμα μποροΰσα^θά^τό είχα βάλει κΓ έξω άπό τήν πόρτα μας στο "Ελ Χόκλο, γιά νά κάνουμε τό μπάνιο μας! Ό Θεός έχει το ποθετήσει όλα τά ποτάμια τής Βραζιλίας! Τό μούτρο τού Περέθ κοκ κινίζει άπό θυμό·: — Καί ό Θεός είναι μ’ αυ τόν τον κακούργο τον Ζορρό ή μαζί μου; μουγγρίζει σφίγ γοντας τίς γροθιές του. 9Η ταν άνάγκη νά πάη τόσο μα-
18
Η ζωή στη ζούγκλα τού Άιιαζ< *νίου είναι σκληρή καί τταραξεντ
κρύα αυτά τό Γαλάζιο Ποτά μι, για νά ξελιγωθώ;.. — Φτάνουμε πια, σενιόρ! — Πες το, μούβγαλες την ψυχή! Ό χοντρο - Περέθ ωστόσο δεν προλαβαίνει νά γκρινιάξη περισσότερο. Οΐ δυο ανιχνευτές τής ο μάδας του πού πηγαίνει μπρο ατά, γυρίζουν τρέχοντας προς τό ίμερος του, μέ γουρλωμέ να τά μάτια. Μέ νευρικές χε ιρονομ ί ες καί σιγανή φωνή για νά μήν ακουστούν μακρυά, αναφέ ρουν : — Κάποιοι έρχονται, σε νιόρ από τήν πλευρά του Γα λάζιου Ποταμού! — Έπί τέλους!, γρυλλίζει ό Περέθ θριαμβευτικά καί σφίγγοντας μέ μανία τις γρο θιές του. Ό Ζορρό καί ή Νάγια θά εΐνιαι! — "Όχι, σενιόρ! Ό αστυνόμος αναπηδάει μανιασμένος. — Τί όχι, βρέ ζωντόβολο; μουγγρίζει. Γιατί δηλαδή νά μήν είναι αυτοί πού έρχονται; Σέ πειράζει εσένα; — Δέν Θέλω νά πω αυτό/ πατρόν!... — Καί τί θές νά πής; Πές το πού νά πάρη καί νά σηκώση! — Θέλω νά πω, πατρόν, πώς αυτοί πού έρχονται είναι πολλοί. Τά μάτια του -Περέθ λά μπουν από εύχαρίστησι. — Πολλοί!, επαναλαμβά νει θριαμβευτικά. Τότε νά σου πω εγώ ποιοι είναι, βλα-
ΐΗΣ ΖόΥΓΚΛΑΪ
κόμούτρο! Είναι πάλι ό Ζορρο καί ή Μάγια, μόνο πού •είναι αιχμάλωτοι τοϋ^ Αγρι όγατου καί των ληστών του ! Κι* έτσι μ3 ενα σμπάρο θά πιάσου με πολλά τριγώνια!... Καί αυτόν τόν... βρωμοπίθη κο πού παρασταίνει τόν σωτήρα των φτωχών καί κατα τρεγμένων καί αυτή την κό ρη... γορίλλα (! ) πού τόν υ ποστηρίζει καί τόν Άγριόγσ το γιά νά βουλώσωμε τό στό μα εκείνου του ήλιθ... Σ ταματάε ι ίδαγκώνοντ ας τη γλώσσα του καί στριφο γυρίζει τά μάτια του γιά ν’ άνσκαλύψη τόν καθηγητή αλ λά άδικα. — Που είναι αυτός ό Τζέν κινς; γκρινιάζει θυμωμένος. Κανείς όμως δεν μπορεί νά τού άποκριθή καί ούτε είναι ώρα^ γιά νά ψάξουν νά τόν βρουν. 'Ό Περέθ αναγκάζεται ν3 άναβάλη γι* αργότερα τήν φροντίδα του Τζένκινς καί δίνει γρήγορα, με κοφτή καί σιγανή φωνή τις διαταγές του. ^ Ό διευθυντής τής αστυνο μίας ^τής ’Αθυέντα ντέλ Σολ δεν είναι καθόλου εύκολος αντίπαλος καί μόνο χάρις στις πραγματικά εκπληκτι κές του ικανότητες ό Ζορρό κΓ ό Έλ Ρέϋ του έχουν ξεφύ γει ώς τώρα, ενώ ή Νάγια 6α σίζεται στο μεγάλο της μυ στικό, πού φυσικά ό αγαθός άστυνόμος δεν μπορεί καν νά τό βάλη με τόν νοϋ μου, έστω κι3 άν φωνάζη καμμιά φορά κ(χλαμπουρίζοντας καί μισο-
Τό μοτέρ δουλεύει καί τό συρ ματόσχοινο τούς ανεβάζει οπό Μοούρο Πουλί...
20 σοβαρά - μ ισοαστεΐα, πώς «τέτοιο αγοροκόριτσο πού έ χει γίνει ή κόρη του ή Ροζίτα, πιο καλά νάκανε παρέα μέ την Νάγια μέ τό Βέλο!»... Αυτή, τη στιγμή οι άντρ-ες του άποσπάσματός του, μέ, γρήγορες κινήσεις καί ύπα κούοντας σάν αυτόματα στις διαταγές που τούς δίνει· χα μηλόφωνα, πιάνουν τά πόστα γύρω - γύρω σ’ ένα μικρό ά νοιγμα ανάμεσα στή βλάστη ση που αποτελεί κάτι σάν φυσικό διάδρομο· για τούς ο δοιπόρους τής ζούγκλας καί δέν υπάρχει αμφιβολία πώς ή ομάδα των οδοιπόρων πού έ χουν έπισημάνει· οι ανιχνευ τές του, θά περάση από έ~ κεΐ... •Είναι καιρός.... Μόλις οί αστυνομικοί του Περέθ πιάνουν τις θέσεις τους από μακρινά, μέσ’ απ’ τά φυλ λώματα των δέντρων καί των θάμνων, αρχίζουν νά ξεχωρί ζουν καί1 μιά νά φαίνωνταιν μιά νά χάνωνται στήν αρχή, τά άτομα πού αποτελούν τή συνοδεία πού περιμένει ό Πε ρέθ... Μέ τά δάχτυλα στις σκαν δάλες των οπλών τους καί πε ρι μένοντας μόνο ένα παράγ γελμα τού αρχηγού τους, οί άντρες τού Περέθ περιμένουν αμίλητου καί αθέατοι... ιΠερνούν μερικά λεπτά χω ρίς ν’ ακουστή τίποτα, έκτος από τούς συνηθισμένους θο ρύβους τής ζούγκλας... "Υστερα αρχίζουν ν’ άκουγωνται καί τά βήματα —τά βιαστικά βήματα των όδοιπό
ρων εκείνων πού σχεδόν τρέ χουν μες στο παρθένο· δάσος. Τέλος άκούγονται καί οι αγριοφωνάρες εκείνου πού π η γαίνει· μπροστά από τούς άλ λους καί πού συνεχώς τούς διατάζει νά βιαστούν... Σέ λίγο ό Αγριόγατος πρώτος μπαίνει στον κύκλο του θανάτου πού του έχουν στήσει οί αστυνομικοί του Περέθ. Ό τελευταίος αυτός τον αφήνει νά προχωρήση λίγο ακόμα... Οί άντρες του έχουν διατα γή νά μην πυροβολήσουν άν δέν δώση αυτός τό σύνθημα... Τίποτα λοιπόν δέν γίνεται ακόμα... Οί ληστές μέ επικεφαλής τον απαίσιο αρχηγό τους, π ροχωρούν ανυποψίαστο ι... Ή Νάγια και ό Πάντσο ΣΗΚΩΝΕΙ λοιπόν τό κεφάλι της ψηλά ή Μάγια μέ τό Βέλο καί βλέπει τον Πάντσο Γίγαντα νά κρέμεται· σχεδόν μέ τό κεφά λι έξω από τόν... ιπτάμενο ε ξώστη του καί νά τήν κυττάζη μέ γουρλωμένες ματάρες. Ή Νάγια δέν έχει ξανασυναντηθή μέ τόν Πάντσο Γίγα ντα άλλα έχει ακουστά για τόν άνθρωπάκο τού σπιτιού τών ίσκιων καί τής φτάνει ή περιγραφή καί μόνο πού έχει ακούσει για νά τόν γνωρίση. — Πάντσο, τού φωνάζει ωστόσο γιά νά βεβαιωθή κιό-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ λσς αν είναι αυτός. Τί κάνεις εκεί πάνω; — Πρόγνωσι καιρού για αύριο!, τής λέει αυτός χωρίς νά τταύιη να την κυττάζη μέ τον ίδιο πάντοτε θαυμασμό. Τς! Τς! Τς!... Σαν νάχη δί κιο ό Ζορρό μου φαίνεται, νά τραβιέται στίς ζούγκλες για τά μαύρα σου τά μάτια! Σέ εγκρίνω.... άνεπιφυλάκτως !... Ή Νάγια φωνάζει ανυπό μονα μέ λαχτάρα: — "Ωστε γνωρίζεις τον Ζορρό, καλέ μου Πάντσο; Ό Πάντσο Γίγαντας ξεραί νεταΐ' στα γέλια, τόσο πολύ που παραλίγο νάρθη κάτω α πό τό ελικόπτερο. Στο τέλος σταματάει τά γέλια του καί λέει: — Ωραίο ήταν αυτό! Καί άν δεν τον ήξερα, καλέ κυρία μου, πώς θά βρισκόμουνα ε δώ πάνω στη θαλαμηγό του; *Ή μπας καί μέ πέρασες γιά ...παράσιτο τής τηλεοράσεως; Παρά τό όμολογουμένως καταπληκτικό καλαμπούρι του Πάντσο Γίγαντα, ή καη μένη ή Νάγια δέν έχει κανέ να κέφι νά γελάση. — Που είναι τώρα ό Ζορ ρό; ρωτάει μέ αγωνία. — Παίρνειι τό μπάνιο του θαρρώ!... Δέν μου λές, καλέ μίς Ζούγκλα, άδερφούλα μι κρότερη δέν έχεις; Ή Νάγια φουσκώνει καί ξεφουσκώνει αλλά δέν μπορεί νά κάνη καί τίποτα άπό κεΐ κάτω που βρίσκεται. Αναγκάζεται νά μη δείξη τον θυμό της καί νά κάνη πο λιτική γιά νά μάθη έκείνρ πού
21
την ένδιαφέρει. — Καλέ μου Πάντσο, φω νάζει, πρέπει νά βρούμε γρή γορα τον Ζορρό! Μπορεί νά κινδυνεύη αυτή τή στιγμή!... Ό Πάντσο Γίγαντας κου νάει τό κεφάλι του πέρα - δώ θε. — Π ιο πολύ κί νδυνο δ ιατρέ χει άν τον βρής, τής λέει, για τί μπορεί νά σέ άγαπήση καί νά σέ παντρευτή!... Καί όχι πού είσαι άσχημη αλλά γιά νύφη δέν κάνεις μιά φορά. Έδώ ή Νάγια δέν μπορεί νά παραβλέψη τήν γυναικεία της αξιοπρέπεια καί τον έγωϊσμό καί φουρκίζεται/ ξε χνώντας προς στιγμή καί τή βιασύνη της. —Καί γιατί δέν κάνω; του φωνάζει^ αγριεμένη. — Είναι νά τό ρωτάς; χα χανίζει ό Πάντσο. Έσύ, τρο μάρα σου, δέν έχεις ένα φου στάνι νά φορέσης! Τί προί κα θά τού δώσης; ... Κυπα ρισσόμηλα; — ΓΓατί1; Μήπως εκείνος έχει πιο πλούσια γκαρνταρόμπα; γρυλλίζει αγριεμένη ή Νάγια καί γίνεται κατακόκκινη. Ό Π άντσο Γίγαντας ξερό καταπίνει σ' αυτό τό τελευ ταίο καί κουνάει τό κεφάλι του αμφίβολα. Στο τέλος όμως πάλι τή βρίσκει τήν άπάντησι: — Στο κάτω τής γραφής, τής λέει, ή μάσκα πού φοράει, είναι τουλάχιστον χρυσή, είκοσ ι τεσσάρων καρατ ιών καί είναι καί άντίκα πού μεγαλώ νει τήν άξ,ίσ της! Τή φόραγε ί
'*
:
’
1
22 ένας Ινδιάνος ιερέας του θεού "Ηλιου δταν έβγαινε τις νύ χτες με πανσέληνο/ για νά <μή.... μαυρίζη το δέρμα του! Ή Νάγια πάει να σκάση. Βλέπει οτιι μέ την τροττή πού πάει νά πάρη ή συζήτη ση 6έν θά τελείωση ποτέ. *Αποφασίζει λοιπόν νά τε λεί ώνη .μ5 αυτόν τον φλύαρο άνθρωπάκο. — Μά κουταμάρες θά λέ με τώρα, φωνάζει μέ θυμό, τη στιγμή πού ό Ζορρό μπορεί νά -κ ινδυνεύη; Ό Πάντσο Γίγαντας τής' χαμογελάει γιά νά τής δώση θάρρος. — "Αμττα! Δεν κινδυνεύει καθόλου!, τής λέειι μέ βεβαι ότητα. Ή Νάγια τον κυττάζει πε ρίεργη: — Πού τό ξερεις; ^ — Τον εΤ6α μέ τά μάτια μου πού τον πυροβόλησε εκεί νος πού έχει πέσει τέζα!, α ποκρίνεται θλιμμένα ό Πάν τσο. Τον πήρε γιά... «μπεκά τσα ό βλάκας επειδή έπαιρ νε βουτιά από τό ρημάδι αυ τό καί τον είδε στον αέρα! —Τον πυροβόλησε!, στριγ γλίζεί; ή Νάγια κατατρομα γμένη καί γίνεται χλωμή σάν νεκρή. — Ναι, μάτια μου! Τί σου λέω; ΚΓ έπεσε καί^στό ποτά μι καί δέν ξανα βγήκε στον άφρό: *Ή θά σκοτώθηκε άπό τή σφαΐρα ή θά πνίγηκε άπ5 τό νερό ή θάπιασε φιλενάδα καμμιά τσιπούρα καί σέ ξέχασε καί δέν θέλει νά ξαναβγή! "Οπως καί νάχη τό
ΖΟΡΡΟ πράμα, δέν κινδυνεύει! Ή Νάγια άφήνει νά τής ξε φύγη μιά κραυγή τρόμου. Κυττάζει ολόγυρα σαστι σμένη. είναι Αυτή πού συνήθως τόσο δραστήρια καί αποφα σιστική, τώρα είναι τόσος ό φόβος καί ή απελπισία της, πού τάχει εντελώς χαμένα. — Καί τί κάθεσαι έκεΐ πά νοο, φωνάζει άγρια του Πάν τσο. Δέν είσαι φίλος του έσύ; — Εδω «μου είπε να κά τσω καί νά μήν τό κουνήσω! Κι5 έγώ θ5 ακούσω έκεΐνον πού εΐναι φίλος μου κΓ δχι εσένα πού μπορεί νά θέλης καί τό κακό του! — Έγώ, τό κακό του Ζορρό; — Σιγά, γιατί θά μέ πά ρουνε τά δάκρυα!, τσιρίζει ό Πάντσο κοροϊδευτικά. Καί που σέ ξέρω στά τελευταία; Μήπως έχεις συστατικά γράμ ματα; ΚΓ αν είσαι κατασκοπίνα; Προχτές διάβαζα γιά τή Μά τα Χάρι!... — Βρε δ·έν λυπάσαι, τον φίλο σου; γρυλλίζει μ’ άπελπισία ή Νάγια. Μπορεί νά πεθαίνη αυτή τή στιγμή!... Ό Πάντσο Γίγαντας κου νάει αρνητικά τό κεφάλι· του. — "Αν πέθαινε θά πόναγε, τής λέει μέ βεβαιότητα. ΚΓ άν πόναγε θά φώναζε κΓ αν φώναζε θά τον άκούγαμε! Αυτό θά πή νά σου κόβη! Ή νέα καταλαβαίνει δτι καμμιά βοήθεια δέν μπορεϊ νά περιρένη άπό τον άνθρω πάκο αυτόν, άκόιμα κΓ αν τον
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
καταφέρη νά κατέβη στη ζού γκλα. ΓΓ αυτό αλλάζει· άπόψασι καί του λέει: — "Εχεις δίκιο, Πάντσο! Σκέφθηκα πώς είναι καλύτε ρα νά μεΡνης εκεί ττάνω! Νά μέ παρ ακόλουθης μέ το ελι κόπτερο... Θά ψάξω ώς πέρα στους καταρράκτες τό ποτά μι >μήπως τον άνακαλύψω... "Αν τον βρω νάσαι κοντά.... "Ισως χρειαστή νά τον άνεβάσης επάνω... Ό Πάντσο Γίγαντας διστά ζει< ακόμα. ^ — Μού είπε νά μην τό κου νήσω από δω!, τσιρίζει. — Δεν είναι· μακριά τό μέρος πού θά πάμε... "Αν δεν τον βρω ώς τούς καταρρά κτες ξαναγυρίζεις... ^— "Εστω!, λέει ό Πάντσο Γίγαντας μεγαλόψυχα. Θά σου κάνω τό χατήρι επειδή κατά βάθος είσαι συμπαθητι κιά!... Εκείνος γιατί κάθε ται συνέχεια έτσι άνάσκελα; Αυτός ό τελευταίος για τον όποΐσν ^μιλάει 6... άρχιμη χανικός του Ζορρό τής ζού γκλας, είναι ό Ινδιάνος λη στής πού έχει σκοτωθή από τό βαρύ έργαλεΐο πού του έ πεσε του Πάντσο από τό ελι κόπτερο. — Δεν κάθεται άνάσκελα αλλά τούχουν σπάσε; τό κε φάλι μ* αυτό τό γερμανικό κλειδί! Ποιος τό πέταξε; Ό Πάντσο τό βλέπει- κΓ αρχίζει νά τρέμη. — λαλά!, ψελλίζει. Ε γώ τού τόρριξα, δχι δμως γιά νά τον χτυπήσω! "Ηθελε νά ξανατουφεκίση τον Ζορρό πού
23
ήταν μες στο νερό κΓ ήθελα νά τό πετάξω δίπλα του γιά νά μέ δη καί νά του φωνάξω πώς δεν ήταν μπεκάτσα παρά άνθρωπος!... Τί θά γίνη τώ ρα; -έρεις κανένα βότανο νά κ α,λ υτ ε ρεύη καθόλου τού ς... πεθαμένους; — "Όχι, μουγγρίζει ή Νάγια καί τά μάτια της άστρά φταυν. Καί νά είχα δμως, δεν θά σου τδδινα ποτέ γΓ αυτόν εδώ Π.. Πάμε τώρα! Βάλε μπρος!... Ό Πάντσο Γίγοασας ξεκι*νάεΐ' τή μηχανή μέ δυο χειρι σμούς κάτι μοχλών1 καί μουρ μουρίζει μέσ’ απ' τά δόντια του: — Στριμμένο θηλυκό!... Συμπλοκή ωΑΦΝΙΚΑ ό χοντρό Περέθ πετιέται πίσω άπό τον κορμό τού δέντρου πού ή τον κρυμμένος ώς αυτή τή στι γμή, μέ τό πιστόλι στο χέρι. _ — "Αλτ!, φωνάζει άγρια. Έν όνο μάτι τού Νόμου, μήν κινηθή κανείς! Είστε περικυ κλωμένο ι!... Δεν προφταίνει νά πή τίποτ' άλλο καί δυο σφαίρες βουίζουν σαν άγριομ έλιασες στ5 αυτιά του, ενώ ακούει α μέσως ύστερα τούς κρότους δυο πυροβολισμών. Αυτός ό Αγριόγατος είναι ένας φοβερός κακούργος, α τρόμητος πραγματικά μπρο στά στον θανατο. Μέ τήν πρώτη λέξΐ' πού έ χει πή ό Περέθ, χωρίς τον π$
24
ραμικρό δισταγμό, άν καί ξε ρή πώς σ5 αυτήν την απόπει ρα παίζει τό κεφάλι του, ρί χνεται μπρούμυτα στα χορ τάρια κι5 αρχίζει νά πυροβο λή μανιασμένα κατά του Πε ρέθ, ουρλιάζοντας συγχρόνως στους άντρες πού τον άκολου θούν, νά ανοίξουν πυρ... Κάνεις δεν τολμάει νά τον παρακούση... Ό κακομοίρης ό Περέθ μό λις προλαβαίνει νά τραβηχτή πίσω από τον κορμό του δέν τρου του/ όπου έρχονται καί σφηνώνονται σφυρίζοντας τέσ σέρα - πέντε καυτά μολύβια. Ό Περεθ ^τότε ουρλιάζει κι1 έκεΐνος ·μέ τη. σειρά του μ*ιά διαταγή. "Ένα πύρινος κύκλος θανά του ανοίγει γύρω από τούς ληστές πού αρχίζουν με άγρι ες κραυγές πόνου νά σωριάζωνται σωρηδόν στη γή, από τά πυρά των αστυνομικών. ^ Ό 5Αγριόγατος ούτε αυτή τή φορά δεν χάνει τό θάρρος του. -— Μαζ ί μ ου !, ου ρλ ι άζε ι προς τούς Ινδιάνους του. , *Ένα μπουλούκι όλοι μαζί, ρίχνονται προς μία κατεύθυνσι τού κύκλου πού έχουν άνοί ξει^ ολόγυρά τους τά όργανα τού νόμου. ^ Ωσπου νά φτάσουν κοντά ατούς αστυνομικούς, οί μ ίσοι και περισσότεροι απ' αυτούς, έχουν κιόλας σωριαστή στο έδαφος νεκροί. Οί υπόλοιποι δίνουν μάχη σώμα μέ σώμα μέ τούς άν τρες τού Περεθ για νά κατα
ΖΟΡΡΟ φέρουν νά διασπάσουν τον κλοιό... Πίσω τους οί άλλοι άστυνο μικοί τρέχουν νά λάβουν ένεργό μέρος στή μάχη. Ό Περέθ ξεφωνίζει συνεχώς διαταγές πού έκτελοονται στή στιγμή καί οί αστυνομικοί κάνουν πραγματ ικά θραΰσι. Ό Αγριόγατος έχει κατα φέρει μέ μερικούς από τούς ανθρώπους του νά διασπάση τον κλοιό τού Περέθ. Καθώς απομακρύνονται ό μως τρέχοντας, οί σφαίρες τών οργάνων τού Νόμου, σκορ πίζουν τον όλεθρο άνάμεσά τους... Όλ αρχιληστής Άγριόγατος είναι ό μοναδικός πού κα ταφέρνει καί ξε φεύγε ι τελικά καί χώνεται στήν πυκνή βλάστησι τής ζούγκλας καί χάνε ται... Πίσω του ρίχνονται οί α στυνομικοί μέ επικεφαλής τον εξαγριωμένο Περέθ, πού είδε τον Χάρο μέ τά μάτια του α πό τίς πιστολιές τού ληστή καί δεν θέλει νά τον άφήση νά τού ξεφύγη. Τελικά όμως δέν καταφέρ νουν ν’ άνακαλύψσυν τά ϊχνη του. Ό άνθρωπος αυτός ξέρει πολύ καλά τή ζούγκλα τού Άμαζονίου καί είναι στά πό δια πολύ ταχύτερος από τούς εκπροσώπους τού Νόμου. "Ετσι ό σενιόρ Περέθ, Α ναγκάζεται- στο τέλος θέλο ντας καί μη, νά παραιτηθή άπό τήν καταδίωξι τού άντιπά λου του. Γυρίζει άργισμένος καί μέ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πρόσωπο πάντοτε κατακόκκινο και αρχίζει να ψάχνη ανά μεσα ατά πτώματα των Ινδι άνων πού έχουν γεμίσει τη ζούγκλα.... Δυστυχώς όμως γΓ αυτόν, δεν βρίσκει* ανάμεσα τους ού τε έκεΐνο του Ζορρό, ούτε κΓ έκεΐνο τής Νάγια τής Ζού γκλας... — Εμπρός!, λέει κοφτά στους άντρες του. Περιττό νά ψάξουμε περισσότερο!... Δεν π ρόκε ι ■τα ι νά ανακαλύψου με κανόναν απ’ αυτούς πού κυ νηγώ... 3Άς έπιστρέψωμε τό ταχύτερο στο ελικόπτερό μας.... "Έχω αφήσει την κόρη μου ολομόναχη τόσες ώρες καί μ3 όλο πού έχω απεριόρι στη εμπιστοσύνη στο θάρρος καί την εξυπνάδα της, φοβά μαι μήπως τής συμβή τίποτα κακό!... Κανείς φυσικά δεν φέρνει άντίρρησι στην ωραία αυτή ιδέα. Στη στιγμή ξεκινούν μέσα στην πυκνή ζούγκλα προς την κατεύθυνσι πού έχουν άφή σει τό ελικόπτερό τους καί πού ό αστυνόμος Περεθ περι μένει νά συναντήση τήν όμορ ψη κόρη του... Ό θυμός του ’Έλ Ρέϋ ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ βασιλιάς τής ζούγκλας, Έλ Ρέϋ, αρχίζει σιγά - σιγά νά συνέρχεται καθώς βρίσκεται πεσμένος στο χαλί τών ξερών ψύλλων, πού σκεπάζει τό με
γαλύτερο τμήμα τής άτέλεΓωτης ζούγκλας τού "Άνω Α μαζόνιου. Τά μάτια του ανοιγοκλεί νουν κ Γ άνακ άθετ α ι λ ί γο - λ ί γο/ χωρίς νά πάψη πάντοτε νά κρατάει τον αριστερό του ώμο καί χωρίς νά μπορή νά άποφύγη κάτι γκριμάτσες 6υ νατού πόνου... Δεν μπορεί νά καταλάβη τί γυρεύει πεσμένος στή γή τήν πρώτη ώρα... Προσπαθεί τού κάκου νά θυμηθή ποιος τον χτύπησε καί γιατί... Καί ξαφνικά όλα ξανάρ χονται/ μονομιάς στο μυαλό του, σάν νάνοιξε άξαφνα μέ σα σ3 αυτό ή πόρτα τής Λη σμονάς καί χύθηκαν στον εγκέφαλό του όλες οι άναμνή σεις από τό πρόσφατο πα ρελθόν... Τά μάτια του αστράφτουν. Οι γροθιές του σφίγγονται μέ ανείπωτη λύσσα... Πετιέται^όρθιος γιά νά τρέξη προς τήν ζούγκλα, μουρ μουρίζοντας μέσ3 άπ3 τά δό ντια του: — Μάγισσα!... Είναι μάγ ι σσα!... Πρέπε ι*, 3' Ελ Ρ έϋ, σκοτοόση!... Δεν μπορεί όμως νά τρέξη... Κοντοστέκεται... Κάτι σφίγγει παράξενα αλλά τρομερά τό στήθος του καί τον εμποδίζει νά πάρη α ναπνοή ... Κοντεύει νά πνιγή... Τά^ μάτια του γουρλώνουν καί φέρνει τά χέρια στον λαι μό μέ απελπισία...
"Ανασαίνει βαθειά... λαχανιασμένα... ζαφνικά τον πιάνει μια α περίγραπτη λύσσα. *Όλ" αυτά τά παράξενα γεγονότα που τον βασανίζουν στη ζωή του, οίλ’ αυτά τά τρο μακτικά συναισθήματα που νοιώθει, χωρίς νά ύπάρχη καμμιά αιτία ορατή για τά 1 μάτια του, κοντεύουν νά τόν τρελλάνουν. Γιά νά ξεθυμάνη τόν τρο μερό του θυμό, άρχιζει νά τρέ χη ολόγυρα σαν τρελλός, νά χτυπάη μέ τις γροθιές του ■τούς κορμούς των αιωνόβιων δέντρων/ νά κόβη μέ τό μαχαι ■ρι του τά φυτικά σχοινιά πού έχουν σχηματισθή μέ τούς αι
ώνες καί κρέμονται από τά πανύψηλα δέντρα, νά πηβάη μέ εκπληκτικά πηδήματα α πό τό ένα στο άλλο πιασμέ νος οστό λυγερά κλαδιά καί φυλλωσιές, μ’ έναν τρόπο πού θά μπορούσε νά φέρη ίλιγγο ακόμα καί σ’ εκείνον πού θά τόν έβλεπε... Ούτε ό ίδιος δεν μπορεί νά πή πόση ώρα κρατάει αυτή "του ή τρέλλα... Στο τέλος πέφτει τσακι^ σμένος στην πελώρια διχάλα ένός πανάρχαιου δέντρου... Τό κορμί του άνεβοκατεβαί νει ολόκληρο από την σφυρι χτή αναπνοή του, σάν νάναι κανένα λαχανιασμένο σκυλί... Τό κορμί του είναι ίδρωμέ
— Έτπ τέλους!... Τά ΐ£ρά σημάδια!...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ νο_ολσκληρο άττό την άγωνία. -αφν ΐ'κά άνστ ινάζεται... Μέσα στη ζούγκλα πέφτουν δυο απανωτοί πυροβολισμοί, σ’ ένα μέρος πού δεν θά πρέ πει νσναΐι πολύ μακρυά από εκεί πού βρίσκεται... Κι5 α μέσως τούς πυροβολισμούς αυτούς ακολουθούν και άλλοι ώσπου σέ λίγες στιγμές μιά κανονική μάχη ανοίγει μέσα στο παρθένο δάσος... Τά πουλιά πετοΰν τρομα γμένα καί περνούν πάνω άπό τό κεφάλι τού βασιλιά τής ζούγκλας, φεύγοντας μακρυά άπό τίς σφαίρες... Κι* ό ΛΈλ Ρέϋ πετιέται σέ μια στιγμή άπό τό δέντρο του καί μέ μιά πολεμική λάμψι στά μάτια πηδάει μ5 ένα τρομερό άλμα στο πλαϊνό κι’ άπό κεΐ άρχίζει νά ταξιδεύη μέσα στή ζούγκλα μέ τον γνωστό, ταχύτατο τρόπο του. Νοιώθει άκατανίκητη τήν ανάγκη νά κάνη δ,τι δήποτε, άκόμα καί νά κινδυνεύση τή ζωή του> γιά νά απαλλαγή άπό τίς τρομερές σκέψεις πού βασανίζουν τό μυαλό του... Τά ιερά σημάδια 0
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Τζέν
κινς έχετ πέσει λιπόθυμος μές στά χόρτα τής ζούγκλας, μή μπορώντας στή φοβερή κατά στασι πού βρισκόταν, νά πα ρακολουθήση τό τρέξιμο τού αστυνόμου Περέθ καί των άνδρών του. Στο μεταξύ καί οί τελευ
27 ταΐσι αυτοί, τόσο βιάζονταν νά φτάσουν στο Γαλάζιο Πο τάμι/ πού δέν είχαν καθόλου στον νου τους τον καθηγητή καί δέν παρατήρησαν τήν άπαυσία του, παρά πολύ άργότερα... Ό επιστήμων λοιπόν συ νέρχεται τώρα, ενώ ό ήλιος έχει ανέβει στο κέντρον τού ουρανού καί οί φλογερές του (άκτΐνες τρυπούν τίς φυλλω σιές τών δέντρων καί πυρπο λούν τά πάντα... Ό Τζένκινς είναι λουσμέ νος στον ιδρώτα τή στιγμή πού τά μάτια του άρχίζσυν νά τρεμοπαίζουν — σημάδι πώς αρχίζει νά ξαναβρίσκει τίς αισθήσεις του.... ^ Άνασηκώνεται σιγά - σιγά στον άγκώνα του καί κυττάζει ολόγυρα: μέ γουρλωμένα μάτια, προσπαθώντας νά θυμηθή τί τού συμβαίνει καί πού βρίσκεται... Κυττάζει ολόγυρα καί ξα φνικά κερώνει, ένώ ένα παγω μένο χέρι τού σφίγγει τήν καρδιά σάν άτσαλένια τανά λια. Μπροστά του καί σέ άπόστασι δχι περισσότερο άπό μισό μέτρο, στέκει υψωμένο τό κεφάλι ενός τρομερού καί γρήγορου δηλητηριώδους φιω δίου, τού τρομερώτερου στήν περιοχή, πού άπό τό δάγκω μά του δέν υπάρχει τρόπος νά γλυτώσης τον θάνατο — έναν θάνατο μέσα σέ φρι χτούς πόνους.. Είναι ένα «νάγια»! Ό επιστήμων τό γνωρίζει πολύ καλά καί ξέρει πώς τί-
28 ποτά δεν μπορεί να τον γλυ τώση αυτή τή στιγμή... Τό φίδι σφυρίζει δαιμονι σμένα... Τα κατ ακόκκ ινα χάντ ρ ι να καί γεμάτα κακία μάτια του κυττούν μ5 έναν απίστευτα σα τανικό τρόπο τον καθηγητή.. Το κεφάλι του λικνίζεται για λίγο δεξιά κΓ αριστερά.. Είναι έτοιμο νά χυθή μέ την ταχύτητα τής αστραπής καί νά δσγκώση! Κρύος ιδρώτας περί λούει τον καθηγητή. Ή καρδιά του πάει νά στα ματήση... Δεν θά του χρησιμεύση σέ τίποτα νά τιναχτή, νά προσπαθήση νά φύγη, νά κάνη οτιδήποτε... Το «νάγια» θά προλάβη νά χτυπήση οπωσδήποτε καί τό χτύπημά του θάναι τρομε ρό .... Μόνο ή ακινησία μπορεί νά τό ξεγελάση καί 6 καθη γητής μένει νεκρικά ακίνητος μέ τά μάτια εξογκωμένα από τή φρίκη του θανάτου... Μά ό λαμπρός επιστήμων γνωρίζει· —δυστυχώς γι’ αυ τόν— πολύ καλά αυτό τό φί δι και τις συνήθειές του... Γνωρίζει) πώς ούτε μέ τήν α κινησία μπορεί νά τό ξεγελά ση πιά... Τό λίκνισμα του κε φάλιου του δεξιά - αριστερά, σημαίνει πώς έχει άντιληφθή τήν κίνησί του, καθώς σηκώ θηκε άπό τή λιποθυμία του... Ή ζωή του μετριέται σέ δευτερόλεπτα... Άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη τό «νάγια» θά χυθή σαν
ΖΟΡΡΟ σφαίρα στο μάγουλό του και τά φαρμακερά δόντια του θά μπηχτούν στή σάρκα του... Όποιαδήποτε κίνησι κΓ άν κάνη, απλώς θά συντόμευση αυτό τό δάγκωμα... Τά κόκκινα μάτια του φι διού, που τον κυττάζουν, εί ναι τά μάτια του θανάτου ! Ή ζωή έχει άπό τώρα στα υστήσει γιά τον Τζένκινς κΓ ένας λαρυγγισμός τρόμου του ξεφεύγει άθελα οστό τό λαρύγ νι, καθώς ακούει τό τελευταίο θυμωμένο σφύριγμα του «νά για»... Τό ερπετό τινάζεται ολό κληρο προς τά εμπρός... Τήν ίδια στιγμή τό ράμφος ενός μεγάλου πουλιού πού ά πό μερικά δευτερόλεπτα τώ ρα ταξιδεύει στον αέρα μέ τρομερή ταχύτητα εναντίον του, ανοίγει και αρπάζει ολό κληρο τό κεφάλι τού «νάγια» μέσα του καθώς κλείνει! Φτεροκοπώντας δυνατά τό πουλί ανυψώνεται στον αέρα. Τό «νάγια χτυπιέται λυσ•σοοσμ ένα άλλ ά μ άταια... Είναι καταδ ικασ μ ένο! Ή ζωή στή ζούγκλα^ τού Ά μ αζον ίου είναι σκληρή καί παράξενη... Κάθε ψυχή παραμονεύει ύ πουλα μιάν όόλλη, δλες^ τις ώρες τής νύχτας και τής μέ ρας... Ό Τζένκινς τινάζεται όρθι ος μέ τά μάτια γουρλωμένα ακόμα και κυττάζει σάν χα μένος τό παράξενο σύμπλε γμα τού μεγάλου πουλιού και τού «νάγια» πού χτυπιέται άπελπισμένα μέσα στο ράμ-
.»*ί»·ίί<£ί®>8ΐ*ώ«>4β*β!ίϊ»»*»ίάΒ»»···*»»»«·™»»
τού πρώτου. ό πουλί κάνει κύκλόυς και ανεβαίνει, ολοένα στα ύ ψη, γιά ν άφήση από κεΤ πά νω τό ψίδι να πβση καί νά τσακιστή στη γη, νά κατέβη υστέρα καί νά τό ψάη μέ την ησυχία του... Έκτος όμως άπό τον καθη γητή Τζένκινς καί δυο άλλα ολοκόκκινα μάτια παρακολου θουν τό πουλί... Είναι ένα πούμα κρυμμένο σέ -μιά πυκνή φυλλωσιά,, πού παρακολου θώντας εκείνη την πτήση γλεί φει τά μουστάκια του μέ τη μακρυά του γλώσσα καί τό γυαλιστερό του κοντό τρίχω μα/ ανατριχιάζει μέ την προ σμονή ενός γεύματος πού θά τού έρθη άπό τον ουρανό... Ό επιστήμων μ5 έναν ακό μα λαρυγγισμό φρίκης καί τρόμου ρίχνεται τρέχοντας μέσα στή ζούγκλα. Τό τρέξιμό του εΐναι άστα θές. Λές δτι κάθε στιγμή θά έρ θη κάτω γιά νά μήν ξοα/ασηκωθή. ΈΤναι ένα σωστό ανθρώπινο ερείπιο. Ή καρδιά του δεν έχει συ νελθεί ακόμα άπό τή φρίκη τού θανάτου πού τον άγγιξε σχεδόν μέ τά παγωμένα, σκε λετωμένα του δάχτυλα... Λυγμοί αναταράζουν τό α δύνατο στήθος του, πού μ9 ό λο πού ξέρει πώς εΐναι άσκο ποι, εΐναι αδύνατον νά τούς συγκρατήση... -αψνικά σταματάει σάν νά τον έχη χτυπήσει κεραυνός. Τά μάτια του πετούν ά-
στρατιές καθώς καρφώνονται σ’ ένα σημείο, λίγα μέτρα μπροστά στά πόδια του. Μέ μιά κραυγή αλλόκοτή όρμάει προς αυτό τό σημείο. Σκύβει πάνω άπό μιά πέ τρα στή ρίζα ενός δέντρου. I ά δάχτυλά του αχόρταγα ψάχνουν τήν πέτρα καί τά μα κρυά, βρώμικα νύχια του, σκα λίζουν άπό τό χώμα κάτι χα ρακιές πού έχει έκεΐ πάνω. Τά μάτια του γυαλίζουν ά πό άγρια χαρά καί θρίαμβο. Μέσα σέ μιά στιγμή έχει ξεχάσει βόλους του τούς φό βους, ενώ τά δάκρυα άπό τούς λυγμούς του, βρίσκονται ά κό'μα στά στεγνωμένα άπό τον ήλιο καί τίς κακουχίες μάγουλά του... — Έπί τέλους !, ^ γρυλλίζει πανευτυχής! Τά ιερά ση μάδια ! Ή φωνή του τρέμει καί τρέ μει καί τό κορμί του όλόκληρο άπό μιά άνεξήγητη συγκίνησι. Σηκώνει τό κεφάλι καί κυτ τάζει προς τήν κατεύθυνσι πού δείχνει μιά άπό τίς σκα λισμένες στήν πέτρα γραμ μές. — Άπό κεΐ!... ψελλίζει πά λ ι^ άθελα. Άπό κεΐ ό Ναός!.. Τό λένε τά ιερά σημάδια!... Τά ιερά σημάδια των ’Ίνκας δέν μπορούν νά λένε ψέμα τα!... Μέ νέα ορμή ρίχνεται προς τήν καινούργια κατεύθυνσι πού τού έχουν δείξει τά «ιε ρά σημάδια»/ όπως τά άποκαλεΐ. Ανάμεσα στή ζούγκλα πρα
10
339*8»
γματικά ύττάρχ^ι κάτι σάν Α νοιγμα, σαν μονοπάτι πού έ χει έκατοντάδες χρόνια νά χρησιμοττο.ιηθή κι έχει κλεί σει άπό την οργιαστική βλά· στησι.... Ό Τζένκινς ττεντακόσια μέ τρα περίπου πιο πέρα, στα ματάει μπροστά σ' έναν βρά χο πού έχει επάνω σκαλισμέ να κάτι αλλα σημάδια... Νέα^ κραυγή χαράς βγαί νει από τό στήθος του και ξε κινάει· και πάλι τρέχοντας... Ούτε μια στιγμή δέν γυρί ζει τό κεφάλι του πίσω... "Αν τόκανε ξαφνικά, μπο ρεί νά προλάβαινε νά δή τον άνθρωπο πού τον παρακολου θεί αθόρυβα... Τον άνθρωπο με τά γεμά τα μοχθηρία καί λύσσα μά τια... Τον φοβερό Αγριόγατο! Συνεργείο Διασώσεως Η
ΝΑΓΙΑ μέ τό Βέλο
τρέχει στην ^δχθη του Γαλά ζιου Ποταμού. Πάνω από τον ουρανό, την παρακολουθεί σι γά - σιγά καί άθόρυβα τό εκ πληκτικό έλικόπτερο του Ζορ ρό τής ζούγκλας. Πιλότος του είναι ό εξω φρενικός Πάντσο Γίγαντας, πού τά ματάκια του εξερευ νούν μέ μεγάλη προσοχή τήν περιοχή του ποταμού καί τό πρόσωπό του έχει ύφος εξαι ρετικά έπίσημο καί σοβαρό* Κάθε τόσο σκύβει καί ξε φωνίζει στην κοπέλλα δ,τι τού
!6Μβ
καττέβει στδ κεφάλι,, όπως αυτή τή στιγμή πού τής λέει: , — Μωρή Μάγια, θά τελει ώσουμε καμμιά φορά μ' άύτη τήν ιστορία; Θά μέ δουν από τή ζούγκλα τίποτα γνωστοί καί θά μέ περάσουν γιά... γυναακά, δτι σ’ έχω πάρει άπό πίάω! Φυσικά ή κοπέλλα δέν τού απαντάει. Ούτε τον άκούει καν. Ή καρδιά της σπαράζει άπό^ τήν άγωνία: γιά τήν τύχη τού Ζορρό. Καί τέλος άπό μακρυά ά κούει τον θόρυβο πού κάνουν οί καταρράκτες τού Γαλάζιου Ποταμού καί ή άγωνία της παλλαπλασ ιάζεται. "Αν τό ρεύμα έχει παρασύ ρει ως έδω τον Ζορρό καί τον έχει γκρεμίσει στούς καταρ ράκτες, δέν υπάρχει πιά καμ μια έλπίδα. Σέ δυο λεπτά άκόμα έχει φτάσει. "Ενας τρομακτικός θόρυ βος καί λευκοί άφροί γεμί ζουν τον άέρα. — Ψυχή μου, μεγαλείο!, τάιρίζει άπό τό... θεωρείο του ό Πάντσο Γίγαντας. "Αν άνάψσυμε μιά μεγάλη φωτιά παραπάνω καί ζεστάνουμε τό νερό τού ποταμού, ξέρεις τί φίνο... χαμάμ πού θά γίνη έβώ πέρα μέ τόσους άτμούς; ’Αλλά ή Νάγια βγάζει μιά δυνατή κραυγή αυτή τή στι
γμής Το απλωμένο της χέρι δεί χνει κάτι, πάνω σ' ένα άπό τά βράχια πού ξεπετούν στο χείλος άκριβώς τού καταρ*
ΫΗΪ Ζ&ΥΡΚΜΙ ράκ^τ\. Καί 1*6 κάτι αύτό εί ναι ένα κορμί ξαπλωμένο κι5 ακίνητο, πάνω στον βράχο! Το κορμί ενός ημίγυμνου γίγαντα, πού φοράει μόνο έ να μαγκώ άπό δέρμα τζάγκου αρ καί μια χρυσή μάσκα στο πρόσωπο!... Τό κορμί του Ζορρό τής Ζούγκλας! Είναι ζωντανός; Είναι νεκρός;... Ό Πάντσο Γίγαντας βλέ πει ·κΓ εκείνος τό αφεντικό του καί τσιρίζει: — Νά> χάλια! Εμείς έ χουμε ξελιγωθή να τον γυιρεύ ο με κι5 αυτός τόχει ρίξει στην ήλιοθεραπεία! — Προς θεού, Πάντσο!, φωνάζει ή Νάγια άπελπισμένη άπό τη βλακεία του. Μπο ρεί ό Ζορρό νά είναι νεκρός! — Φυρανες/ φουκαριάρα μου άπό τη ζέστη!, τσιρίζει ό Πάντσο. Καί που ξανάδες εσύ πεθαμένον νά θέλη νά κά νη... σοκολατένιο δέρμα; — "Αχ!, Θεέ μου!... Ρίξε μου ένα συρματόσχοινο, Πάν τσο! Γρήγορα!... Ό Πάντσο ξύνει τό κεφάλι του διατακτικός. — Πρέπει νά τό πώ του Ζορρου πρώτα, τής λέει, για τί δεν είναι, δικό μου! — Γρήγορα, ανόητε!, ξε φωνίζει ή Νάγια εξαγριωμέ νη. Δεν βλέπεις πώς τό νερό ψηλώνει όλοένα στον βράχο •κι* αν τον παρασυρη μαζί του στον καταρράκτη, θά σκοτω®η; Αυτή ή τελευταία απειλή πιάνει τόπο. Ό Πάντσο Γί-
*ΒΚ&Τ1»ι·«Ι·ιίΗΓι ■1 Ιίΐ<ί'ί·Β81·<Ι» -*νΐ«·^Ιί»«ί
γονέας / πραγματικά τρομάζει καί πιάνοντας ένα συρματό σχοινο, πετάει την άκρη του στην Νάγια μέ τό Βέλο* Σέ λίγο αυτή ή τελευταία, σαν αράχνη κρεμασμένη άπό τον ιστό της, στήν άκρη του συρματόσχοινου, άκουμπάεΐ πάνω στον βράχο που βρίσκε ται ό Ζορρό τής Ζούγκλας α ναίσθητος. Δυο λεπτά αργότερα ό Πάντσο Γίγαντας βάζει σ* ένέργεια τό μοτέρ καί βρίσκο νται καί οί τρεις τους πάνω στο υπέροχο Μαύρο Πουλί. .Ό Ζορρό έχει ένα τραύμα από σφαίρα στον αριστερό ώμο. Στο μέρος που είναι δέν φαίνεται νά του έχη σπάσει κανένα κόκκαλο, αλλά έχει χά σει πολύ αίμα καί είναι έξα ντλη μένος. Ή Νάγια κυττάζει τον μασκοφόρο Εκδικητή .μέ άγάπη. Θέλει πολύ νά μείνη για νά τον βοηθήση αλλά σκέπτε ται πώς ίσως αργήσει κιό λας, γιατί αν φτάση ό πατέ<ρας της πριν άπ5 αυτήν στό έλικόπτερό τους, θάναι χαμέ νη... Ούτε μπορεί νά ζητήση ά πό τον Ζορρό νά τήν πάη ε κεί πού είναι τό αυτό γύρο τής άστυνομίας, γιατί ό μασκο φόρος Τι μωρός θά καταλάβη τήν ταυτότητά της. 'ΓΓ αυτό βάζει τον Πάντσο νά τήν ξονακατεβάση μέ τό συρματόσχοινο στή ζούγκλα κΓ άφίνει τον Ζορρό στις ψρο ντίδες τού κωμικού βοηθού
%%
του, άφοΟ^ βεβαιώνεται { ττώς
Ό Ζορρό βμως δσο κι* άν
βέν διατρέχει» κίνδυνο ή ζωή του*.. —Στο καλό!, τής φωνάζει οπτό ψηλά ό Πάντσο Γίγαντας πολύ ϋυγκινημένος. ΚΓ δταν ξαναιβγής τσάρκα, νά φέρης και καμ·μιά φιλενάδα σου! Ή Νάγια γελάει! — ’Ένοια αου, Πάντσο! ^ — λ Καί ...πού εΐσαι: Νά μην είναι ττολύ ψηλή, έτσι;
κυττάζη κάτω, δέν μπορεί νά άνακαλύψη κανένα ίχνος τής Νάγιας. Τά φυλλώματα των δέντρων είναι τόσο πυκνά, πού τον εμποδίζουν νά 8ή. 5Αποφασίζει νά κατέβη καί νά ψάξη πεζός, παρά τίς αντί θετες συμβουλές τού Πάντσο Γίγαντα. Αισθάνεται τον έαυτό του αρκετά γερό. Μέσα στο Μαύρο Πουλί υ πάρχουν όλων των λογιών τά φάρμακα καί τά δυναμωτικά καί πραγματικά ό Ζσρρό έχει άνακτήσει πολλές από τις δυ νάμεις του μέ τή βοήθεια τους. Ή πληγή του βέβαια τον πονάει άκομα, αλλά αυτό δέν τό συλλογίζεται ό άκατάβλη τος γίγαντας. Πάντως δέν τρέ χει πιά αίμα, ύστερα από τά φάρμακα πού τής έχει βάλει καί ή σφαίρα έχει βγή άπό την πίσω μεριά χωρίς νά πει*ράξη κανένα κόκκαλο. Σέ δυό λεπτά λοιπόν βρί σκεται μέσα στο παρθένο δά σος, δίνοντας στον Πάντσο τίς τελευταίες του όδηγί'ες. Καί δέν άργεΐ ^στ’ αλήθεια ν’ άνακαλύψη τά ϊχνη τής Νά γιας καί νά τά παρακολουθήση μέ μεγάλη ταχύτητα γιά νά_τήν προλάιβη. -αφνικά όμως έκεΐ πού τρέχει σαν ζαρκάδι, καθώς έ χει φτάσει σ’ ένα ξέφωτο, νοι ώθει έναν τρομερό πόνο νά τον συγκλονίζει ολόκληρον καί ,μιά κραυγή ξεφεύγει άθελα άπό τό λαρύγγι του. "Εχει πιοοστή μέσα σ* ένα
Τό δόκανο του θανάτου ^ ΖΟΡΡΟ τής ζού γκλας έχει συνελθεί και α κούει από τό στόμα του... άρ χι μηχανικού του όλα τά συμ βάντα. Τά μάτια του γεμίζουν α νησυχία. — Δεν έπρεπε νά την αφή σης νά φύγη!, λέει στον Πάν τσο με θυμό. Είναι επικίνδυ νο... Στην περιοχή τριγυρί ζουν οι ληστές τού Άγριόγα του και ή αστυνομία, πού θά την κυνηγήσουν καί οί δυό... Ό Πάντσο Γίγαντας απα ντάει αγέρωχα: — Έγώ ποτέ μου δεν κρά τησα... γυναίκα μέ τό ζόρι! ~Αν θέλη άς κάτση, άν δεν τής αρέσει, τή βόλτα της! Την κατέβασα μάλιστα και μέ τό ασανσέρ! — Ώ ραΐα!, μ ουρ μουρ ίζε ι ό Ζορρό. Πάμε λοιπόν νά την βρούμε!... Τό υπέροχο αθόρυβο έλικό πτερό ξεκινάει καί πετάει πά νω από την παρθένα ζούγκλα.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
τρομερό ατσαλένιο δόκανο, οπτό έκεΐνα ττού στήνουν οι κυ νηγοί αγρίων θηρίων για νά πιάνουν τά τζάγκουαρ, τά πούμα καί τά κούγκαρ. Την πρώτη στιγμή του έρ χεται* σχεδόν λιποθυμία από τούς πόνους. "Υστερα μουγγρίζοντας α πό λύσσα για την τύχη του, πιάνει το ατσαλένιο δόκανο καί προσπαθεί νά τό λυγίση. Είναι δμως τόσο εξοφλη μένος πού είναι αδύνατον κά τι τέτοιο. Την ώρα πού τρίζει τά δό ντια του μην ξέροντας τί νά κάνη, ακούει βήματα καί φω νές. Είναι ό Περέθ μέ τούς α στυνομικούς του, πού έκεΐ πού γύριζαν για τό ελικόπτερό τους, θυμήθηκε τον καθηγητή Τζένκινς πού εξαφανίστηκε μυστηριωδώς καί άναογκάστη
κε νά ξαναγυρίση γιά νά τον βρή. — Σάς λέω πώς ακόυσα μιά κραυγή πόνου!, μουγγρί ζει ό Περέθ στούς άντρες του. Ψάξτε λοιπόν, ηλίθιοι... Ό Ζορρό κάνει μιά τελευ ταία προσπάθεια νά ξεφύγη από τό> δόκανο εκείνο του θα νάτου αλλά είναι αδύνατον καί πάλι κι’ όχι μόνο αυτό αλλά δεν καταφέρνει ούτε αυ τή τή φορά νά μήν μουγγρίση από τον πόνο. "Έτσι, τήν άλλη στιγμή βλέπει τον Περέθ νά τον πλτ| σιάζει μέ τό περίστροφό του στά χέρια κΓ ένα τρομερά ά γριο βλέμμα... — Ώ, σενιορ Ζοορό!, του φωνάζε ι εί ρωνικ ά βλέποντ άς τον αιχμαλωτισμένο μές στήν άτσαλένια άρπάγη. Τί' ατυ χία ήταν αυτή πού σάς βρή κε !...
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΤ
Ά-ττοκλειστικότης: Γεν
’Εκδοη καί Επιχειρήσεις Ο Ε.
Καταπληκτικές
Ζ Ο
Ρ
Ρ
ο
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑ! ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ’Έτος Ιον — Τόμος 1ος — Άρ. τεύχους 8 — Δροοχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22 (εντός τής στοάς), τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. ’ Ανεμο δουράς, Στρ. Πλσστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστ. τυπογο.: Α. Χατζηδασι λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ : Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, * Αθήνα ι.
01 άγωνίες τελειώνουν!
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ είναι το όοιστουργημα του έτταμένου τεύχους μας. Κάτι που δεν ξαναδιάβασε ττοτέ κάνεις άιτο τους ά-ναγνώστες μας. Μια ιιεγάλη και ίπτέραχη ττεριττέτεια, στον τρομερό ναό τών αρχαίων Ινδιάνων μέ τον εκπληκτικό πολιτισμό!
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ Ζορρό — ’Έλ Ρέϋ — ή Μάγια με τό Βέλο — ό 5Α γριόγατος, 6 καθηγητής Τζένκινς καί ό Περέθ. δλοι σέ συναγερμό! ΚΓ ό Πάντσο Γίγαντας στό... ρεπερτοοιό του ι ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
ΗΑΟΤΑΙ/ν ΚΕΡΑΥΝΟΙ: Η&εηεε ψρτοΓΡβψ/εϊ ε εογ ΤΡΑβΗΕΟΥΝΕ ΝΕΡ/ΗΕΣ ΟΤΑΝ π α ς σ τ /ς Φ/π α ν ε ς τ ο υ κ ο γ -
δΟΗΘΗΑ.' ) ΕΝΤΑ3£ / ΒΟΗΘΕ/Α! \ ΤΑ//ΤΟΥ ΠΕΣ ΤΟΥΣ Να ' ΑΣ. ΤΟΥΣ ΜΑΣ ΑΦΗΣΟΥ/Υ
*
·
ηβε η ον ναητΛίΗ Τ! 2'εχΑνε λ/β 7ΗΑ/ ΥΠοΨί^ετΗχ.
το οτι δ ο // €/λ£ οπή* ΝΑ ΕΙ ΤΗΣ .. Α£Ν ΠΑΕΙ ΦΑ/ΤΤΠ ΕΤΗ ΖΟΥΓΗΑΑ ΥΰΡ/Σ ΟΑΑΑ. ΔΕΗ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ ΤΙ Είλί
ΑΡΓΟΤΕΡΑ ■
0Η9Σ κητβ/ΐήββ οτι ήβτι
ηεριερτο ς υ ν ε β α ι ν ε και ΤΗΗ ΑΥΰΠΟΥΘΗίΑ.
$
τεηοζ
*ΖΤΟ ΗΑΠΟ ΚΑΠΤΑΙΝ ΚΕΡΑΥ ΝΕ. Η ΤΑΝΤΟρ κΑ/Ο! Φιηοι τ η ς . χ τ η ζ ο υ τ κ α α βΑ Σ' ΕΧΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ό//\θ
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ
Πιλότος μέ τό στανιό ΤΊΑΝΤΣΟ Γίγαντας ο έχει ττάίρει παστρικές διατα γές από τό μεγάλο αφεντικό του, τον θρυλικό Ζορρό τής Ζούγκλας, πριν εκείνος τρέξη για ν’ άνακαλύψη τή Νάγια μέ τό Βέλο(*) Πρέπει να ψάξη μέσα στο απέραντο εκείνο πράσινο βα σίλειο και ν’ άνακαλύψη τό κοντυνότερο ξέφωτο, για να προσγειώση τό υπέροχο «Μαϋ Δ 'άΐβα'τε τό τηοοηιγ*: ύμενο τεύχος: «Τό δόκανο τοΟ θανάτου»
ρο Πουλί»/ γιατί τό τελευ ταίο αυτό έχει ήδη πολλές ώρες πού βρίσκεται στον αέ ρα καί κοντεύει νά του έξαντληιθή ή καύσιμη ύλη. _"Οσο γιά τό μασκοψόρο Εκδικητή, αυτός ξέρει νά βρή καί περπατώντας τό πιο κοντινό ξέφωτο κΓ έτσι δεν έ χει φόβο νά χαθή μέ τον κω μικό καί ανεκδιήγητο βοηθό του. Ό Πάντσο Γίγαντας λοι πόν όδηγεΐ τό θαυμάσιο αυτόγυρο καί συνεχώς μουρ μουρίζει άπο μέσα του, για τί είναι τρομοκρατημένος. Συγκεκριμένα δέν έχει τί ποτα γιά νά φοβάται καί αυΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. ·
4 τό ακριβώς είναι που του έχει προκαλέσει την... τρομά ρα του! —Σπίτι μου σπιτάκι μου —μοναχικό πυργάκι μου!, μου!, μουρμουρίζει μονάχος μεσ’ απ' τά δόντια του μέ τά ματάκια του γουρλωμένα σαν χάντρες από τον φόβο. Πολύ μεγάλη ησυχία βλέπω παν τού και δεν μ* αρέσει αυτό!.. Φύλλο δεν κουνιέται, θύελλα δεν προ βλέπεται!... Αετοί— γεράκια δεν υπάρχουν, μά καί να υπήρχαν δεν μπορούν νά μου κάνουν τίποτα έδω μέ σα που είμαι!... Στον ουρα νό είμαι, δοσοληψίες μέ Ιν διάνους, στα καλά - καθούμε να, δεν μπορεί νά έχω!... Άπ’ όπου και νά μέ κυττάξης, βλέπεις ασφάλεια εκατό τοίς εκατό!... Αυτό λοιπόν δέν μ* άοέσει καθόλου!.... Τό θεωρώ πάρα πολύ ύποπτο! Παγώ νει τό αίμα μου που τό συλ λογιέμαι !.;. "Αχ! Θά πεθάνω από την τρομάρα μου, μαμακούλα μου γλυκέιά, ε γώ ό γενναιότερος πάντων των γιγάντων!... ΛΚα1 μ* αυτά ψάχνει συνε χώς γιά τό ξέφωτο που έ χει διαταχθή ν’ άνακαλύψη άλλά τού κάκσυ. Τό πράσινο χαλί, πού α πλώνεται μεγαλόπρεπο κάτω από τό «Μαύρο Πουλί», δέν «σπάει» πουθενά γιά νά άφήση ένα άνοιγμα πού νά χρησιμεύση στο ελικόπτερο ως χώρος προσγειώσεως. —Όρίστε μας!, τσιρίζει μέ την ευκαιρία αυτή ό αρχι μηχανικός τού Ζορρό τής
ΖΟΡΡΟ Ζούγκλας. Χαθήικοανε και τά ξέφωτα τώρα!... Και αν τε λεί ώση, λέει, ή καύσιμη ύλη δσο ακόμα βρίσκομαι στον ουρανό και πέσω μέ τό Μαύ ρο Πουλί κάτω, μετά θά πρέπη^ νά γυρίσω μέ τά πόδια στον Πύργο! "Υστερ’ απ’ αυτή τή και νούργια τρομακτική του «κο τσάνα» παίρνει λιγάκι ύψος παραπάνω, γιατί σάν επι στήμων μηχανικός πού είναι έχει φυσικά καί πολλές άλλες γνώσεις καί ξέρει πώς δσο πιο ψηλά άνέβη, τόσο πιο με μάλη ορατότητα θά έχη καί θά δη από μακρυά τό κοντύ νατε ρο ξέφωτο γιά νά πάη ολοταχώς προς τά έκεΐ. Ξέχωρα δ μ ως από τ ις γνώ σεις γιά νά καταφέρης κάτι, χρειάζεται καί ίκανότης. Ό Πάντσο δέν μπορεί κα θόλου στά ψηλά γιατί πα θαίνει ίλιγγο. Μόλις λοιπόν παίρνει ύψος θολώνουν τά ματάκια του καί βλέπει τή γη νά στριφογυρίζη σάν σβούρα κάτω από τά πόδια του. Αυτό γεμίζει τήν ψυχή του μαύρο τρόμο καί αναγκάζε ται.. νά χαμηλώση καί πάλι τό έλικόπτερο, πριν νά άνα καλύψη εκείνο πού θέλη καί γιά τό όποιο ανέβηκε καί ψη λό:. Στά τελευταία δμως δέν— θά μπορούσε μέ κανόναν τρό πο νά γίνη διαφορετικά — ανακαλύπτει καί τό ξέφωτο καί δλες του οι ανησυχίες πά νε περίπατο.
Χο.ροπηδάει κατ αχαρούμε-
1ΉΙ 2ΘΥΓΚΜΙ; νος μέ&α &ΐ?ό έλικόπτερο και πάνω στη θέσι του, ενώ τα ματάκια ταυ δεν παύουν νά στριφογυρίζουν σαν σβούρες. —Ζήτω!, ξεφωνίζει. Εκα τό ψαρές ζήτω! Χίλιες φορές ζήτω! Καί αύτοθαυμάζεται: — Τί σοΰ είμαι!, λέει μέ καμάρι. Τις είπα τις ζητω κραυγές μαυ σέ χοντρά καί ξεμπέρδεψα! "Ενα χιλιάρικο κι9 ένα κατοστάρικο! Σκέψου νά καθόμουν χίλιες ε κατό φορές νά φωνάζω ένα «ένα «ζήτω». Ή γλώσσα μαυ θάβγαζε μαλλιά καί εις τό έξης δ,τι ,κι9 άν έλεγα θά ήτανε... τρίχες! Την ώρα τής φλυαρίας του τό ελικόπτερο κατεβαίνει χω ρίς νά κάνη ούτε τον παρα μικρό θόρυβο, προς τό μέ ρος πού υπάρχει τό ξέφωτο. Ό Πάντσο εξακολουθεί νά είναι καταχαρούμενος καί νά λέη: —Τό ξέφωτο πού ήθελε ό Ζορρό!... Αυτό είναι ξέφωτο μιά φορά! Γύρω - γύρω δέν τρα καί στη μέση άγρια ρα δίκια!... Έφτασα στο ξέφω το!.... Παύει νά χοροπηδάη καί γουρλώνει πάλι τά ματάκια
β**»!·-, &&·Η**β>ΐίΜ-Τ*ΙίΤ<ΠΤ?τήΐ
V .Ο
Κι2 άν μοΟ έιτιτεθή κανέ νας από έκείνους τούς δεινο σαύρους παύ διάβαζα προχ τές στο βιβλία καί μέ κάνει μιά μπουκιά μέ τό ελικόπτε ρο; Τά δόντια τού Πάντσο Γί γαντα πιάνουν νά χτυπούν α πό την τρομάρα. Μιά καί δυο, εκεί πού τό «Μαμρο Πουλί» κόντευε ν9 άγ γίξη στην γή, εκείνος ξανατραβάει τον μοχλό άνυψώσεως καί νάσου πάλι στον ουρά νό! Μάλιστα παίρνει μιά τέ τοια φόρα καί φτάνει τόσο «ψηλά, πού αρχίζει νά τσιρίζη απαρηγόρητος: —9Αμάν! Μαμακούλα μου! Ζαλίζομαι!.... •Καί ξαναχαμηλώνει. Τό «Μαύρο Πουλί» δηλαδή τραβάει τόσα μαζί του, πού είναι ν9 άπορής πώς δέν αρ χίζει.... νά βουΐζη καί νά χαΧάη τον κόσμο, δπως δλα τά άλλα ελικόπτερα! Τό ατέλειωτο υπόγειο
Τ Ο ΘΡΥΛΙΚΟ
κορί-
τσι τής Ζούγκλας, ή Νάγια του. μέ τό Βέλο, τρέχει όσο μπο Καί τώρα πού έφτασα, ρεί γρηγορώτερα ^ μέσα στο τσιρίζει, τί θά κάνω ολομό παρθένο δάσος τού 9Άνω 9Α ναχος έδώ πέρα; Καί πώς θά μαζόνιου, προσπαθώντας νά τό προσγειώσω δηλαδή; Κι* φτάση στο ελικόπτερο τής άάν μου ριχτούν τίποτε άνθρω | στυνομίας τής 'Αθιέντα ντέλ ποι από τη ·μεριά τής ζαυγ-| 4 Σόλ, πριν από τον αστυνόμο λας, σάν την άλλη φορά πού# ;'1 Περέθ... ήρθε εκείνος ό ψηλός καί φαρ-^ ■“ Ή μεγάλη της ανησυχία 5&ς ό βΕΑ Ρέϋ; Ρ-ήπως φοανή άργοπορημενη
*ίώ και ό^ΓΤερέθ άνακαλύψη ατό ■μεταξύ την ,άπουσία της και καταλάβη πώς ή -μύστη,ριώδης γυναίκα, πού έχει τόσες ψα ρές σώσει αητό τά χέρια ταυ τον Ζορρό τής Ζούγκλας, εί ναι ή ίδια ή κόρη του ή Ροζίτα, την κάνει νά μην ένβι•αψέρεται γιά τίπατ’ άλλο παρά μόνο γιά την ταχύτητα τού ταξιδιού της.... "Οποιος περνάει μέ τά πό δια την άγρια ζούγκλα δέν πρέπει νά παύη νάχη καί τον νού του γιατί χιλιάδες κίνδυ νοι θανάτου παραμονεύουν σε κάθε βήμα. Ή Νάγια, έτσι πού τρέ χει χωρίς σχεδόν νά βλέπη μπροστά της, παραλίγο νά
ιτέση μόνη της μέσα ατό όλάνόιχτο στόμα του κροκοδεί λου πού την έχει στήσει μέ σα στά ψηλά χόρτα καί βλέ ποντας την πώς έρχεται ολο ταχώς επάνω του, την περι μένει... Τελευταία στιγμή κατα φέρνει καί σταματάει τό λει> κό κορίτσι, μέ μιά στριγγλιά
Φρίκης.
Ό (κροκόδειλος .βλέποντας πώς ό ... μεζές στάθηκε και πώς δέν τον χωρίζουν ούτε δυο μέτρα άπ5 αυτόν, τινάζε ται μπροστά καί σ' ένα δευ τερόλεπτο τά τρομερά δόν τια του κλείνουν μέ απαίσιο πάταγο... Κλείνουν όμως στον αέρα
Παρά λίγ® νά χ&»θή μόνη της στο στόμα τον τέρατος, όπας τρέχ®ιϊ
γιατί τό. λυγερό κορίτσι έχει την ετοιμότητα να πηδήση στο πλάι ένα δευτερόλεπτο πριν από την έπί,θεσι του τέ ρατος.... Φυσικά ό κίνδυνος δεν έ χει πάψει νά είναι άμεσος. Ό τεράστιος κροκόδειλος στρίβει μ5 ένα αηδιαστικό ξ,ε φύσημα θυμού καί μέ μια φο βερή γρηγοράδα. "Αν μέ την ουρά του, πού φτάνει τά έξη μέτρα χτυπήση τη Νάγια πριν προλάβη νά τραβηχτή, θά την τινάξη \μέ σπασμένα πλευρά πάνω σέ κανένα δέντρο και υστέρα θά χυΐθή επάνω της νά την κα= ταβροχθίση. Τό κορίτσι τής ζούγλας, μέ
τη φρίκη του θανάτου στην» ψυχή, κάνει ένα τεράστιο, α πελπισμένο πήδημα. “Ύστερα άμέσως καί δεύ τερο. Ή ουρά τού τέρατος περ νάει δέκα εκατοστά μπροστά της, βουΐζσντας από τη με γάλη ταχύτητα. Τό απαίσιο θηρίο βλέπον τας τη λεία του νά του ξεφεύγη γιά δεύτερη φορά, ρίχ χνεται μέ καινούργια μανία εναντίον της. Ή Νάγια ρίχνεται κύ εκεί νη προς τη ζούγκλα μ5 δλη τη δύναμι των ποδιών της, φροντίζοντας νά τρέξη προς τό σημείο εκείνο τού παρθέ νου δάσους, πού οί κορμοί
•των δέντρων είναι πολύ πυ κνοί ό ένας κοντά στον άλλον φυτρωμένοι. Τό ογκώδες τέρας ττού την κυνηγάει θά δυσκολευτή πολύ νά ττεράση ανάμεσα απ’ τούς κορμούς καί θά παραιτηθή γρήγορα από την προσπά θεια του. Ή Νάγια λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα σταμαηάει μέ τό στήθος νά πονάη από τή μεγάλη προσπάθεια πού έχει κάνει καί από την αγω νία. Είναι ασφαλισμένη πια άπό έκεΐνο τό τρομαχτικό τέ ρας. ^ Τά πνευμόνια της άνεβοκατεβαίνουν λαχανιασμένα. Τέλος, μέ μιά ανάσα ακόμα ίτιό βαθειά, γυρίζει νά φυγή. Τότε μιά καινούργια φωνή φρίκης βγαίνει από τό στό μα της. Ένα άλλο στόμα μέ τρο μαχτικά, σουβλερά δόντια εί ναι ανοιγμένο λίγα μέτρα μπροστά της.... Δυο άλλα μάτια γεμάτα ίάχικία, σαν μικρές κόκκινες σπίθες, την κυττάζουν μέσα στά δικά της μάτια... Είναι ένα μεγαλόσωμο κούγκαιρ πού έχει πηδήσει α πό κάποιο -κλαδί δέντρου καί ετοιμάζεται νά τής έπιτεθή. ί ό κούγκαρ είναι τό τρο μερότερο καί πιο ευέλικτο θηρίο τής Νοτίου "Αμερικής, μαζί μέ τό τζάγκαυαρ καί τό πούμα. Ή Νάγια μέ τό Βέλο, πού μόλις έχει γλυτώσει από τό άπαίσιο στόμα του κροκοδεί
λ ου, κάνει νά φέρη τό χέ£Η της στη λαβή τού μαχαιριού της, επειδή ξέρει πολύ καλά δτι από τό κούγκαρ δεν μπο ρεΐ νά ξεφύγη μέ τό τρέξιμο. , Δεν προλαβαίνει δ μ ως νά φουχτώση τό μαχαίρι... Τό αιλουροειδές θηρίο μ" ένα άγριο μουγκρητό ρίχνε ται σάν σφαίρα εναντίον της, μ’ όλάνοιχτες τις μασέλες.. Στόν^δρόμο συναντάει ένα άλλο σώμα... Ένα βαρύ, γι γάντι ο σώμα; μπρούτζινο από τον ήλιο.;. "Ενα χέρι τυλίγεται γύρω από τον λαιμό τού κούγκαρ καί ένα δεύτερο χέρι κρατάει κάτι άστραφτερό, άνεβοκατεβσίνει άστραπιαΐα στον αέρα. Εΐναι^ ό "Ελ Ρέϋ, ό? Βασι λιάς τής Ζούγκλας, εκείνος πού έχει πηδήξει άπό τό κλα δί τού δέντρου την τελευταία στιγμή για νά σώση τή ζωή τής Νάγια μέ τό Βέλο. Ή νέα μένει ακίνητη μέ τά μάτια γουρλωμένα άπό την έκπληξι... Στο μεταξύ ό γιγαντόσω μος βασιλιάς τής ζούγκλας έ χει νά δώση μιά φοβερή μά χη μέ τό άγριο θηρίο πού εί ναι ι θανάσι μα άγκαλ ιασμένο μαζί του... Τό χέρι του, πού^ άνεβσκατέβηκε μέ τό μαχαίρι, αστό χησε. Τό κούγκαρ στριφογυρίζει μανιασμένο καί καταφέρνει νά τού ξεγλυστρήση. Κυλιώνται καί οί δυο μαζί άνθρωπος καί ζώο, μέσα στα ψηλά χόρτα πού φυτρώνουν
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σ° έκ-εΐνο τό σημείο της ζούγ κλας. Τό κούγκαρ μουγγρίζει λυσ σασμένα. Τά τρομερά νύχια του άνα ζητούν τον λαιμό του Έλ Ρέϋ και προσπαθούν να τον ξε σχίσουν σ’ όποιοδήποτε μέ ρος του σώματός που... Ό βασιλιάς της ζούγκλας προσπαθεί νά τού καρψώση τό μαχαίρι του στην καρδιά. Ή Νάγια δεν εΐναι καθόλου αχάριστη ούτε άγνωμων... θά ήθελε πολύ νά μείνη για νά ευχαρίστηση τον Έλ Ρέϋ που της σώζει γιά άλλη μιά φορά τη ζωή... Δεν θά δίσταζε και νά τ( βοηθήση Ακό^α στη δύσκολ πάλη του, πηδώντας κΓ έκε νη με τό μαχαίρι της πάνα στο λυσσασμένο κούγκαρ. "Όμως ξέρει πώς δεν υ πάρχει τρόπος νά συνεννοηθή μέ τον παράξενο καί ημιάγριο έκεΐνον άνθρωπο της ζούγκλας Ξέρει πώς, μόλις αφήσει τό κούγκαρ νεκρό μέσ’ απ’ τά /χέρια του, θά ριχτή πάνω της καί πρώτη του δουλειά θά εί ναι νά τής βγάλη τό βέλο πού φοράει γιά νά δ ή τό πρό σωπό της. Λυτό όμως δέν πρέπει νά γίνη ποτέ.... "Ύστερα από ένα τελευταίο δισταγμό, ή κόρη τής ζούγ κλας μ9 ένα πήδημα φεύγει μακρυά άπο τό σύμπλεγμά του Έλ Ρέϋ και του θηρίου κΓ Αρχίζει νά τρέχη πάλι προς τη ζούγκλα μ5 δλη της την γρηγοράδα. Ό Έλ Ρέϋ την βλέπει και
ή μανία πλημμυρίζει την ψυ χή του πολύ πιο δυνατή... Τό χέρι του, πού κρατάει τό θηρίο από τον λαιμό/ σφίγ γεται μ* δλη την τρομακτική δυναμι του γίγαντα. Τό κούγκαρ σπαρταράει καί μουγκρίζει φρικτά. Τά μάτια ταυ γεμίζουν αί μα.... Τά νύχια του τινάζονται δεξιά* κΓ Αριστερά, του κα κού, προσπαθώντας νά βρουν ανθρώπινη σάρκα καί νά την ξεσχίσουν.... Τό Ατσαλένιο μπράτσο τού βασιλιά τής ζούγκλας Ανε βοκατεβάζει ακόμα δυο φορέ' . Γη δεύτερη ή Αστραφτερή _πίιδα χώνεται στήν καρδιά /ου θηρίου πού μ3 έναν τε λευταίο άγριο ρόγχο πέφτει νεκρό.... Ό Έλ Ρέϋ πετιέται όρ θιος καί τά μάτια του αστρά φτουν θριαμβευτικά. Γιά λίγες στιγμές, μ* δλη τή βιασύνη του, στέκει καί κυττάζει Αγέρωχα τό τρομε ρό θηρίο πού έχει σκοτώσει, ενώ τό πελώριο, χαλύβδινο στήθος Ανεβοκατεβαίνει γορ γά άπό τό λαχάνιασμα. "Ύστερα γυρίζει καί ρίχνε ται προς τή διεύθυνσι πού έ χει πάρει ή Νάγια στή φυ γή της. Ξέρει δτι ή νέα δέν θάχη πάει Ακόμα μακρυά. Ξέρει δτι δέν είναι δυνα τόν νά τού ξεφύγη, γιατί ε κείνος μπορεί νά ταξιδεύη μέ σα στή ζούγκλα μέ ταχύτητα
ΖΟΡΡΟ τουλάχιστον τριπλάσια άπό τή_δική της. -έ'ρει πώς δεν είναι δυνα τόν ούτε νά την χάση, γιατί (θάχη άφίσει τόσα σημάδια στο πέρασμά της καί θάναι τόσο πρόσφατα πού τό πε πειραμένο μάτι του δεν θά γελαστή. 'Πραγματι-κά άκολου β ε ί τον σωστό δρόμο πίσω άπό τη Νάγια μέ τό Βέλο, μόνσ πού δεν προλαβαίνει νά πάη μακ'ρυά, γιαττι ξαφνικά βρί σκεται μπρος στά έρείπια \ί ής * I κοντάμα, της άρχαίας ινδιάνικης πολιτείας των *Ίνκας! Ό Έλ Ρέϋ άναγκάζεται νά σταιματήση στην όοκρη τής
ζούγκλας και νά κυττάξη ο λόγυρα κι5 ώς πέρα στά με γαλόπρεπα παλιά χαλάσμα τα. Ή Νάγια δεν φαίνεται που θενά.. Ασφαλώς θά του έχη κρυ φτή προσπαθώντας νά γλυτώση σ’ αυτόν εδώ τον χώ ρο, πού παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα γιά νά κρυ φτή κανείς. Ό Βασιλιάς τής ζούγ κλας σψίγει τά δόντια μανια σμένος και φοβερός θυμός ζω γραφίζεται στις γαλάζιες κό ρες τών ματιών του... Τό βλέμμα του καρφώνε ται στο χώμα και δεν αργεί πάλι νά άνσκαλύψη τά άνε-
παρ άξενη κόρη τής ζούγκλας εχει χωθή στον υπόγειο λαβύρινθο...
11
παίσθητα αχνάρια ττού έχουν αφήσει εκεί πέρα τα πόδια τής παράξενης κοπέλλας μέ το βέλο, πού έχει αναστατώ σει την καρδιά του.... Τά ακολουθεί γρήγορα... Συγχρόνως έχει και άγρυ πνο τον νοΰ του, μήπως ή γυναίκα αυτή πεταχτή πίσω από τίποτα χαλάσματα μέ τό μαχαίρι της στη φούχτα και του έπιτεθή. Δεν έχει καμμιά εμπιστο σύνη στη Νάγια ό Έλ Ρέϋ, ενώ από την άλλη πλευρά ξέρει πώς εΐναι πολύ επικίν δυνη καί την έχει και για μάγισσα. Ωστόσο ή κοπέλλα δεν εί ναι πουθενά κρυμμένη καί ού
τε έχει σκεψθή νά του έπιτεθή. "Οσο πάνε τ* άχνάρια της γίνονται πιο σβυσμένα, γιατί τό έδαφος γίνεται πετρώδες καί χόρτα φυτρώνουν ανάμε σα στις ρωγμές πού αφήνουν οΐ πανάρχαιες πέτρες... "Αν ήταν ένας άλλος, ακό μα καί ϊνδιάνος απ’ αυτούς πού φημίζονται γιά την τρο μερή τους τέχνη στην ιχνη λασία, θά σταματούσε ως ε δώ, μη ρπορώντας νά άκολουθήση πέρα πέρα μέ βεβαι ότητα, τον δρόμο που έχει πάρει ή Νάγια. ^ Ό 'Βλ Ρέϋ δμως/ ο γιγαν τόσωμος βασιλιάς τής ζούγ κλας, δεν απογοητεύεται...
ζ ο ρρο
Τα τρομερά μάτια του όχι μόνο βλέπουν στο έδαφος άλ λα και μαντεύουν, θά μπορού σε νά πή κανείςν Βέβαια αναγκάζεται νά βαδίζη τώρα πολύ πιο σιγά, γιά νά εΐναι σίγουρος πώς ακο λουθεί τον σωστό δρόμο. "Έτσι φτάνει στο τέλος μπροστά σ5 ένα σκοτεινό ά νοιγμα, πού βρίσκεται ανά μεσα στά ερείπια της άρχαίας Ίκσντάμα... Εΐναι τό ίδιο υπόγειο τού νελ πού είχαν μπή και ό Ζορρό της Ζούγκλας και ό κωμι κός βοηθός του καί ό φοβε ρός ληστής 6 Αγριόγατος, όπου εΐχε αίχμαλωτισμέναν τον καθηγητή Τζένκινς.... Φυσικά ό Έλ Ρέϋ δεν τό ξέρει αυτό... -έρει μόνο πώς ή παράξε νη κοπέλλα μέ τό βέλο^ πού κυνηγάει, έχει χωθή έδώ μέ σα.... Καί ξέρει πώς ό θρύλος μι λάει γιά θάνατο^ σε όλους ό σους έχουν τολμήσει νά μπούν ιστόν υπόγειο ιερό διάδρομο τού θεού 'Άνγκα, πού ξεκι νάει από τά ερείπια τής γκρε μισμένης Ίκοντάμα.... Στήν ψυχή του γεννιέται ένα παράξενο συναίσθημα. Δεν μπορεί νά καταλάβη άν έχη μΐσος στήν καρδιά του γιά τή Νάγιά, πού τή νο μίζει γιά μάγισσα, ή αγάπη Ώς τώρα ερχόταν μέ τήν πρόθεσι νά τήν άναγκάση νά τον υπακούση, ικ,αι νά γίνη γυναίκα ταυ ή νά τήν σκοτώση και —οπωσδήποτε — νά τής βγάλη τό βέλο γιά νά
ίδή τό πρόσωπό της.... Τώρα όμως νοιώθει ένα α τσαλένιο χέρι νά σφίγγη τήν άτρόμητη καρδιά του.... Ό κίνδυνος τον όποιον δι ατρέχει ή ^κόρη τής ζούγκλας μέσα σ’^ εκείνη τήν τρομερή στοά πού έχει μπή, τον κάνει νά ^αισθάνεται τύψεις.... ^ ~Αν χάση τή ζωή της θά /είναι έξ αίτιας του γιατί άπό τον φόβο της μή τήν φτάση έχει μπή έκεΐ μέσα... Ό 5Ελ Ρέϋ δεν διστάζει πε ρισσότερο. Μπαίνει κι* αύτός στήν υ πόγεια σήραγγα κι’ αρχίζει νά προχωρή μες τό σκοτάδι>, πού γιά τά παράξενα μά τια του μέ τήν μαγική δύναμι^πού έχουν καί τά μάτια τού δίδυμου αδερφού του τού Ζορρό(*) -— δεν είναι αδια πέραστο, όπως γιά τούς άλ λους ανθρώπους. Έδώ όμως δεν τού χρησι μεύει τό ότι μπορεί νά βλέπη, στο νά ακολουθήση τον ίδιο δρόμο πού έχει πάρει κι* ή Μάγια... Κάτω τό έδαφος είναι σκέ τος βράχος.... "Οσο πηγαίνει μάλιστα γί νεται καί πιο υγρός καί γλυστερός... 5Αδύνατον έδώ πέρα νά μεί νη έστω καί τό ελάχιστο ί χνος άπό τό πέρασμα άλλου άνθρώπου... Ό βασιλιάς τής ζούγκλας βάδιζειι μονάχα μέ τό ένστι κτο του καί κάθε φορά πού (*) Διάβασε λ τό 7 ο τεύχος: «ΓΓό αίνιγμα του Γαλάζιοι» Πο ταμού»,
ΤΗ! ΖΟΥΓΚΛΑΣ φτάνει σέ διασταύρωσι 56ο στοών, στέκεται και φωνάζει τό όνομα της Ν άγιας, καλώντας την να γυρίση πίσω. Δεν παίνρει ωστόσο κσμμιά άπάντησι... Τότε προχωρεί πάλι δλο και πιο βαθειά. Και ό ατελείωτος εκείνος υ πόγειος καί ολοσκότεινος δι άδρομος, ολοένα κατηφορίζει. Λες καί οδηγεί στα έγκα τα της γης!... Ζορρό, βγάλε τή μάσκα! ΖΟΡΡΟ της Ζούγ ο κλας ουδέποτε έχει βρεθή σέ δύσκολώτερη θέσι: Τό πόδι του είναι πιασμέ νο σ’ ένα άτσαλένιο δόκανο από ικεΐνα πού στήνουν οί κυνηγοί τών άγριων θηρίων μέσα στη ζούγκλα καί όχι μόνο δεν μπορεί νά τό λυγίση για νά ξεφύγη απ’ αυτό, α φού εΐινα ι τ ραυ μ ατ ισμένος πρίν λίγες μόλις ώρες στον ώμο καί εξαντλημένος, αλλά άπέναντι του στέκει μέ τό πιστόλι στο χέρι ό χοντρο Περέθ, ό φανατικός διώκτης, διοικητής τής αστυνομίας τής "Αθιέντα ντέλ Σόλ. Ό Περέθ λοιπόν του λέε^ι ειρωνικά, όπως θά θυμάται ό άναγνώστης: —^Ω, σενιάρ Ζορρό! Τί α τυχία ήταν αυτή πού σάς όρη κε! ..Ό μασκοφόρος Εκδικητής δμως δεν άφρίζει από τό κα κό ταυ, οί/τε κάνει σάν ττσγι-
δευμένο αγρίμι, όπως περίμενε ό αστυνόμος. Ό άνθρωπος αύτός, πού δί χως κανένα κέρδος έχει αφιε ρώσει τή Λζωή του στήν προ στασία των αδυνάτων καί των κατατρεγμένων καί για νά τό πετύχη αύτό έχει έρθει αντι μέτωπος καί μέ τούς κακούρ γους, άλλά^ καί μέ τούς αν θρώπους τού νόμου, ξέρει πώς μιά μέρα πολύ πιθανόν νά τεθη τέρμα στο έργο του... Ξέρει πώς είναι ανθρώπινο κάποτε νά μήν τού χαμογελάση ή τύχη, δσο κΓ άν τις πράξεις του πρέπει νά τίς έγ κρίνη ό "Ανώτατος Κριτής πού υπάρχει στον ουρανό. Ό Ζορρό λοιπόν έχει απο φασίσει πώς ή στιγμή αυτή του μοιραίου τέλους θά φτάση.... Τδχει άποφασίσει καί θά άν*τι μετωπίση πάντοτε μέ άξ ιοπρέπε ια την άποκάλυψί σου, όταν δεν ύπάρχη κανείς τρόπος νά γίνη διαφορετικά. Χαμογελάει λοιπόν καί τώ ιρα στον χοντρο - Περέθ κάνοντάς τον εκείνον νά γουρλώση τά μάτια κατάπληκτος. — Περέθ, τού λέει, έφτα σε δπως βλέπω ή μεγάλη ώ ρα πού περίμενες πάντα! Ή ώρα πού επιτέλους 0ά μέ συλ λάβης καί θά πάρης από τον Κυβερνήτη τήν προαγωγή σου! Ό Περέθ γελάει χοντρά.^ Κάνει ένα βήμα προς τά πίσω καί κυττάζει^ τον Ζορρό μέ φόβο, ένώ εκείνος εΐναιώ•πλισμένιος καί ό άλλος άο
ΖΟΡΡΟ πλος και πιασμένος στο δό κανο. — Κάτι ετοιμάζεις, σε,νιόρ Ζορρό!, του λέει. Διαφο ρετικά δεν θά ήσουν τόσο κε φάτος ! ^ — 3Ά! Δεν έχεις δίκιο, Περέθ!, του λέει ό Ζορρό τής Ζούγκλας ιμέ ττολύ μεγάλη (εγκαρδιότητα. Έγώ πάντοτε χαιρόμουν με Τις έπιτυχίιες σου! Ό χοντρο - ΓΊερεθ κουνάει τό κεφάλι του πάνω - κάτω. — Πάντως σενιιόο Ζορρό, λέει <μέ ειλικρίνεια, νά ξερής ότι θά ’μοΰ λειψής πολύ μετά πού... θά σε κρεμάσουνε!... Έχω συνηθίσει νά σε κυνη γάω συνεχώς καί θά μου κα-
κοφανή, στην άρχή τουλάχι στον, πού δεν θά^υπάρχης!... — Με συγκινεΐς βαθύτατα, Περεθ!... Δεν θά ξεχάσω πο τέ την καλή σου καρδιά! — Καί νά ξερής, ξαναλέει ό χοντρο - αστυνόμος, ότι α πό πάντα σε υποψιαζόμουν ότι είσαι ό Δον Πάμπλο Ντε λόρο, σενιόρ Ζορρό! Βγάλε τώρα τη μάσκα σου γιά ν’ άποδιειχτή πώς είχα δίκιο! Ό Ζορρό τής Ζούγκλας τον κυττάζει ψυχρά μέσ’ άπό τις τρύπες τής χρυσής του μάσκας. — Έλα, Περέθ, νά μου βγάλης Την προσωπίδα! / του λέει ήρεμα. Ό αστυνόμος διστάζει.
Κοελέ Ζορράκο{... Λέν εφυγες άκόμα;
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Χαμογελάει υστέρα αμέ σως προσποιητά, για νά μή δείξη πώς φοβάται μ9 όλη την τόσο πλεονεκτική θέσι του. ΚΓ όμως αυτός ό καταπτλη ,κτιικδς άνθρωπος ό Ζορρό, τουχει φύγει τόσες πολλές φορές ιμέσ^ άπό τά χέρια του, πού δέν είναι δυνατόν· νά π ιστέψη πώς μπορεί νά τον σολ λάβη. Κάνει ένα βήμα κι5 άπλώνει τό χέρι του για νά βγάλη τη μάσκα του Ζορρό αλλά σταματάει ικΓ άποτραβιέται πάλι. Πνέτα ι τότε , μονομιάς ο λοκόκκινος γιατί έχει καταλά βει Ιτόσο γελοίος έχει γίνει
15
καί υψώνει το πιστόλι του στο στήθο ς του μ ασκό φόρου Εκ δικητή. — Μόνος σου νά βγαλής τη ιμάσκα!, του λέει άγρια. Καί γρήγορα!... Σέ διατά ζω... — ΚΓ άν δέν υπακούσω θα μέ σκοτώσης; —Βεβαίως! Γιατί κρατάω τό πιστόλι; — Καί θά χάσης τη διασκέδασι νά δής νά μέ κρεμά νε; Ό Περέθ θυμώνει πάλι. — Δέν πρόκειται νά δια σκεδάσω δταν θά σέ κρεμά νε, σενιόρ Ζορρό!, του λέει ψυιχρά. Δέν μου είσαι· καί τό-
ί<§ σο αντιπαθής δσο φαντάζε σαι !... Όμολογώ μάλιστα πώς μερικές φορές με έχεις βοηθήσει καί ττώς πολλοί άττό κείνους πού έχεις... δολο φονήσει, ήταν μεγάλα παλιόμοι/τρα που τούς χρειαζόταν κρεμάλα!... 'Ωστοσο είσαι έ κτος Νόμου κι5 έχω καθήκον... Ό Περέθ σταματάει από τομα τον συγκινητικό αυτόν λόγο του καί γουρλώνει τά μάτια του τόσο πολύ, πού πα ρά λίγο νά του πεταχτούνε άπό τις κόγχες τους. ^Αλλά^ καί ^ στ5 αλήθεια ε κείνο πού βλέπει κανόναν δέν θά ιμπορούσε ν’ άφήση άσυγκίνητον, τόσο εκπληκτικό καί υπερφυσικό πού είναι; Βλέπει τον Ζορρό τής Ζούγκλας νά σηκώνη ξαφνικά τά χέρια του ψηλά καί αμέ σως ύστερα νά... ανυψώνεται ολόκληρος μέ τρομακτική τα χύτητα προς τον ουρανό!... — 3Έϊ!, ξεφωνίζει μισοτρελλαμένος. Σενιόρ Ζορρό! — Καλή αντάμωση φίλε μου Περέθ!, τού φωνάζει ό μασκοφόρος Εκδικητής πού έχει φτάσει κιόλας· στην κο ρυφή τού ψηλότερου δέντρου.. Ό χοντρο - άστυνόμας βλαστημώντας φρικτά υψώ νει το πιστόλιι του καί πυρο βολεί μανιασμένα... 5Αλλά ό Ζορρό έχει χαθή ανάμεσα στά πυκνά φυλλώ ματα των πυκνών δέντρων καί οι σφαίρες τού Περέθ βουί ζουν θυμωμένα άλλά άνώφελα στον σέρα».
ΖΟΡΡΟ Έκεΐ ψηλά στον ουρανό...
ο
ΠΩΣ ξαναχαμηλώνει τήν τελευταία φορά τό υπέ ροχο ελικόπτερο τού Ζορρό τής Ζούγκλας μέ τον ανεκδι ήγητο Πάντσο Γίγαντα στο τιμόνι, αυτός ό τελευταίος πού δέν είναι ούτε μισό λε πτό που φώναζε ότι ζαλίζε ται στά ψηλά, άνασηκώνει πάλι τό «στίκ» καί τό κατα πληκτικό αυτόγυρο παίρνει καινούργιο ύψος. Ό Πάντσο άλλοιθωρίζει άπό τήν τρομάρα του, καθώς βλέπει μπροστά του μιά θά λασσα ολόκληρη άπό κορφές δέντρων, τις όποιες περνάει σύρριζα, νά χυμούν εναντίον του λές καί θέλουν νά τον συν τρίψουν!... Αυτό ώφείλεται στο δτι τό «Μαύρο Πουλί» έχει άφήσει ξαφνικά τό ξέφωτο καί ξαναπιάνει τή ζούγκλα καί ευτυχώς που τό υψόμετρό του ήταν τέτοιο πού νά περνάη επάνω άπό τις κορυφές των δέντρων, γιατί αλλοιώς θά εΐχε τσακιστή σ’ αυτά... Ή τρομάρα τού καημένου τού Πάντσο, πού δέν είναι ή... κατασκευή του γιά τέτοιου είδους περιπέτειες, είναι α περίγραπτη. Τά χέρια του, χωρίς νά ξέ ρουν τί κάνουν καλά - καλά, αρχίζουν νά πιέζουν τά διά φορα κουμπιά καί τούς διά φορους μοχλούς πού υπάρ χουν μπροστά του. Ή καρδιά του κοντεύει νά
ΐΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑ! στοοματτήση η τουλάχιστον βρίσκεται στα πρόθυρα τής λιποθυμίας, πού θά εΐναι τό ίδιο καταστρεπτική σ5 αυτή την περίπτωσή Τάχει εντελώς χαμένα. — Μαιμακούλα μου γλυ κεία!, ψελλίζει μέσ’ άπ3 τά δόντια του. Πώ ποό! Τρικυ μία νά ίδούν τά , μάτια σου πού έπιασε!... θά... ρπατάρουμε!... Που δαίμονα είναι ή... άγκυρα;^ Βρίσκει τον μοχλό πού εί ναι για τό συρματόσχοινο με τον γάντζο και τον τραβάει ολόκληρον. Τό συρματόσχοινο πού εί ναι για νά άνεβάζη διάφορα Αντικείμενα ατό ακάψος, ε νώ αυτό βρίσκεται στον αέ ρα, κατρακυλάει στο κενό. Κ>αι ακριβώς αυτός ό γάν τζος είναι πού βλέπει ξαφνι κά ό Ζορρό επάνω από τό κε φάλι· του καί αναγνωρίζοντας τον μέσα σ5 ένα χιλιοστό του δευτερολέπ τ ου, άνασηκ ώνε ι τά δυο του χέρια καί τον άρπάζει!..; Ή δυναμι πού έχει τό «Μαύρο Πουλί» είναι φυσικά συντριπτική. Συντριπτικός όμως εΐναι καί ό πόνος πού νοιώθει ό Ζορρό τής Ζούγκλας, καθώς ξεριζώνεται ολόκληρος από τή γή, ραζί μέ τό δόκανο πού τού έχει γαντζωιμένο τό πό δι !.... Γιά μιά στιγμή ό μασκο φόρος Εκδικητής^ φαντάζεται ότι· τό κόκκαλο δεν θά κράτη ση καί θά κοπή στά δυο... "Ωστόσο σφίγγει τά δόντια
.μανιασμένα καί καταφέρνει νά μή βγάλη μιλιά άπό τό στό μα του, παρά -μόνο, άκούγοντας τον Π&ρέθ νά ούρλιάζη άπό κάτω άπό τή ζούγκλα, τού φωνάζει έκεΐνα τά κοροϊ δευτικά λόγια πού εΐναι ήδη γνωστά. 3Άς μήν ξεχνάμε όμως πώς ό Πάντσο Γίγαντας είναι φο βερά πελαγωμένος ακόμα. Ό κίνδυνος λοιπόν δεν έ χει περάσει καθόλου γιά τον Ζορρό τής Ζούγκλας! Καί είναι ένας φοβερός κίνδυνος θανάτου! Ό άνεκδιήγητος άρχιρηχα νικός τού μ ασκό φόρου Εκδι κητή, δεν έχει μυαλό νά άνυψώση περισσότερο τό σκάφος κι3 άν τό άνυψώση τή μιά στι γμή, τήν άλλη ξαναφήνει τό «στίικ» γιά νά γυρίση δυο τρεΐς διακόπτες καΠμ3 αυτόν τον τρόπο τό «Μαύρο Που λί» βουτάει· προς τό παρθένο δάσος καί λες πώς τώρα θά καρφωθή άνάμεσα στά αιω νόβια δέντρα!... Φυσικά πολύ χειρότερα τήν έχει ό Ζορρό πού κρέμεται τόσο χαμηλά καί κινδυνεύει κάθε στιγμή νά τσακιστή ε πάνω στις ψηλότερες δενδρο κορφές. Ό Μασκοφόρος Εκδικητής αντιμετωπίζει κάθε στιγμή τον τραγικώτερο Θάνατο, κα θώς βλέπει πώς πηγαίνει μέ τροιμερή ταχύτητα πάνω σ3 ένα σύμπλεγμα δέντρων... Κλείνει τά μάτια του καί όταν τά ξανανοίγει σε δυο δευτερόλεπτα βλέπει πώς κρέ μεται ψηλά στον άέρα και
ζάρρό ιτώς -μ* ένοτν ξαφνικό και αδέ ξιο χειρισμό του Πάντα ο Γί γαντα, έχει γλυτώσει άλλη μια φορά από μιά τρίχα τή ζωή του... Έκτος όμως απ' αυτό καί τα χέρια του Ζορρο τής Ζού γκλας αρχίζουν νά μην κρατάνε άλλο... Ή έξάντλησίς του είναι φο βερή... Ή ταχάτης του «Μαύρου Πουλιού» κάνει απίστευτα δύ σκολη την προσπαθείά του. Νοιώθει τά χέρια του νά γλυστροΰν μοιραία από δευ τερόλεπτα σέ δευτερόλεπτα καί καταλαβαίνει πώς δεν θ’ άντέξη παραπάνω από μισό τό πολύ λεπτό ακόμα... Πάνω σ5 αύτή ακριβώς τή στιγμή ό Πάντσο Γίγαντας μέσα στους άλλους μοχλούς πού ανεβοκατεβάζει1, ^τραβάει προς τά πίσω κΓ εκείνον πού βάζει σέ κίνησι τό μοτέρ τού συρματόσχοινου. Ό Ζορρο βλέποντας πώς ανεβαίνει ολοταχώς προς τό ελικόπτερο, παίρνει κουράγιο κΓ αποκτά καινούργια δύναμ1"* Σφίγγει1 τά δόντια καί κρα τιέται λίγες στιγμές ακόμα. Είναι δραματική ή προσ πάθεια του καί θανάσιμη ή αγωνία του. Τό κρεμασμένο από το σχοινί κορμί του αγγίζει τό εκπληκτικό σκάφος... , Βλέπει μπροστά του τή σι δεριά τού δεξιού τροχού καί άρπάζετα ι άπελπ ισμένα άπ5 αυτήν. Σχεδόν έχει σωθή, γιατί
μπορεΐ και νά καθηση ακόμα πάνω στα σταυρωτά σίδερα. Την ίδια ώρα ό Πάντα ο Γί γαντας τον παίρνει χαμπάρι .μέκτ’ από τό κρυστάλλινο κου βουκλιο όδηγήσεως καί βγά ζει- τό κεφάλι του άπ5 έξω άγανακτ ισ μένος. — "Ε! Σύ! Τζαμπατζή!, τσιρίζει αυστηρά. Δεν ντρέ πεσαι νά καβαλλάς από πί σω για νά μην πληρώνης ει σιτήριο; Κι5 έξ άλλου τό ό χημα δεν είναι τής συγκοινω νίας ! Δεν προλαβαίνει νά π ή πε ρισσότερα, γιατί βλέπει τη χρυσή μάσκα του «τζαμπα τζή» καί μαρμαρώνει. — Καλέ Ζορράκο!, τσιρί ζει κατάπληκτος. Έσύ ’σαι; Δεν έφυγες ακόμα; Έγώ θαρ ρουσα πώς είχες φύγει από ώρα! Ό ιμασκοφόρος Τι-μωρός καταφέρνει νά τού πή ιμέ σβυ σμένη φωνή: — Σταμάτησέ το, ανό ητε!
ν Λττ.
ΐΗί ΈύΥΓΚΑΑΣ
Οι χρυσοί
0, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Τζέν .κ-ινς τρέχει ,μέ την ψυχή στο στόμα μέσα στην άγρια ζούγκλα... Ακολουθεί πάντα τά «ιε ρά σημάδια» πού πρίν άπό πολλές έκατοντάδες χρόνια έχουν χαράξει οί ϊνδιάνοι " Iνκας πάνω στους βράχους... Ή λαχτάρα του είναι κάτι πού δέν εΤναι δυνατόν νά πε-
Χέρια υψώνονται καί δείχνουν τό έκπληκτικό εκείνο 6>ν.
ρι γραφή... Τον καίει όλοκληρον ο πυ ρετός άπό τίς κακουχίες και την κούρσα ι καί όμως δεν τον καταλαβαίνει καί συνεχίζει σαν τρελλός τον δρόμο του... Δεν καταλαβαίνει ούτε άκόιμα πώς σσο πάει δλα γί νονται1 παράξενα σιωπηλά γύρω του... Πραγματικά ή ζούγκλα εί ναι απίθανα μυστηριώδης καί τρομερή σ’ αυτό εδώ τό μέ ρος... Τά πουλιά που χαλούσαν τον κόσμο λίγο πιο πριν, δεν άκσύγονται πιά... Τά μουγγρητά τού κούγκαρ καί τού πούμα έχουν πάψει ά πό ώρα ν’ άκούγωνται.... Κάθε λογής φωνές ζώων καί φτερουγίσματα ακόμα πουλιών, έχουν κι’ αυτά στα ματήσει... Μόνο μια υποχθόνια βοή άκούγεται, πού όσο ή ώρα περνάει καί σσο όλοι οί άλ λοι θόρυβοι όλοι σταματούν, τόσο εκείνη γίνεται δυνατώτερη καί πιο ξεκάθαρη... Ξαφνικά ό δόκτωρ Τζένκινς στέκεται.... Βγάζει ένα μαντήλι. Σκουπίζει τό ίδρωμένο ί ου πρόσωπο καί κυτ τάζει ο λόγυρα (μέ φοβισμένη κατιά. Πρώτη φορά τώρα καταλα βαίνει τήιν βαθειά κι’ αφύσι κη σιωπή πού τον τριγυρίζει. Πρώτη φορά ακούει· τήν αλ λόκοτη υποχθόνια βοή καί προσπαθεί τού κάκου νά κσταλάβη τήν ανεξήγητη προέλευσί της...
Τά μάτια του γυαλίζουν άπό φόβο... Στο βλέμμα του βλέπεις καθαρά τή σκέψι πού κάνει νά ξαναγυρίίση πίσω... ^Ομως στο βάθος τής καρ διάς του ^υπάρχει ιμιά λαχτά ρα πού είναι μεγαλύτερη άπ’ ολ αυτα.... Ό άνθρωπος αυτός έχει σπατάλη σε ι τή ζωή του ολό κληρη για ένα όνειρο... Τώρα είναι πιο κοντά στο όνειρο αυτό άπό κάθε άλλη φορά... Τίποτα δέν θά τον κάνη νά υποχώρηση... ' Σφίγγει τά /δόντια καί προχωρεί... Προχωρεί αργά καί προσε κτικά... "Όσο πηγαίνει τόσο ή βοή άπό τά έγκατα μεγαλώνει καί γεμίζει τον άέρα τής ζούγκλας... Ωστόσο ό Τζένκινς δέν ξε χνάει· καί τά «ιερά σημάδια» πού τού δείχνουν συνεχώς τον δρόμο... Ή βλάστησις γίνεται όλοέ να περισσότερο οργιαστικής Στο τέλος φτάνει μπροστά σ’ ένα αδιαπέραστο δάσος άπό φυλλάδεντρα, πού σχήμα τίζουν ένα παραβάν, πίσω α πό τό οποίο δέν βλέπεις απο λύτως τίποτα/ άκούς όμως ε κείνη τήν τρομακτική βοή^πού δέν σ’ άφίνει πιά ν’ άκούσης τίποτ’ άλλο. Μ5 έναν τελευταίο διστα γμό ό καθηγητής Τζένκινς κυτ τάζει ολόγυρά του... Ό άνθρωπος πού τον πα ρακολουθεί άπό καμμιά έκα-
ΤΗΙ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ταστή μέτρα μακρυά, ό άπαί σιος κακούργος Αγριόγατος, κρύβεται στη στιγμή πίσω από τούς κορμούς των δέν τρων. , Ό Τζένκινς ησυχάζει... "Αποφασιστικά πια, χώ νεται1 στα υπέροχα, όλοπράσινα φυλλόδεντρα. Ή καρδιά του χτυπάει δυ νατά και τά μάτια του είναι συνεχώς γουρλωμένα από θαυ μασμό. "Ενα ατέλειωτο δάσος άπό φύλλα καί τί’ποτ" άλλο έχει ανοιχτή τώρα στον δρόμο του. Είναι κάτι απίθανο. Κάτι πού ό καθηγητής Τζένκινς ποτέ άλλοτε δεν έχει συναντή σει καί ούτε φανταζόταν πώς θά μπορούσε νά ύπάρχη: Λες καί είναι μονάχα φύλλο όλουθε, χωρίς οϋτ’ έναν κορμό πά νω στον όποΐο νά άκουμπάνε, χωρίς κανένα κλαδί πού νά κρέμονταυ μόνο κάτι μικρά, λεπτά καί ολοπράσινα κοτσά νια, πού ή μιά τους άκρη κρα τάει τά πλατειά φύλλα καί ή άλλη χάνεται πάλι ανάμεσα στά άλλα φύλλα!... Κι" δσο προχωρεί ό σοφός καθηγητής, τόσο τά φύλλα γίνονται π ιό υγρά, ώσπου στο τέλος στάζουν χιλιάδες στα γόνες. Κι" ό τρομακτικός θόρυβος ολοένα καί δυναμώνει... — Καταρράκτης!, ψυθορί ζει άθελα ό Τζένκινς καί αρ χίζει νά βαδίζη πιο βιαστικά, μέ ανυπομονησία, γιά νά βγή άπό κεΐνο τό καταπληκτικό φυλλρδοοσος.
21 Καί πραγματικά στο τέ λος τά φύλλα άρχίζουν νά άραιώνουν... Στον άέρα υπάρχει ένα πε λώριο σύννεφο γεμάτο υδρατ μούς τώρα, πού μουσκεύει τά πάντα... Τό έδαφος είναι λασπώδες καί τά πόδια του Τζένκινς χώ νανται πιο βαθειά άπό τούς αστραγάλους. Σέ δυο λεπτά βρίσκεται μουσκεμένος ως τό κόκκαλο, στή βαισι- ενός πελώριου κα ταρράκτη, πού κατρακυλάει τά άφρισμένα νερά του άπό ύψος πολλών δεκάδων μέτρων. Τό πρώτο πράγμα πού βλέπει ό σοφός καθηγητής μέσα στήν πηχτή όμίχλη τών υδρατμών, πού κάνει ως καί τήν άναπνοή ακόμα δύσκολη καί όχι μόνο τήν όραση είναι κάτι χαρακιές πάνω στον ό λο ίσιο βράχινο τοΐχο πού υ ψώνεται πάνω άπό τό κεφάλι του, φτάνοντας σέ ύψος ώς τήν επιφάνεια τού Γαλάζιου Ποταμού/ πού καταλήγει σ" εκείνον τον καταρράκτη... Τά μάτια του άστράφτουν. Σάν τρελλός έχει· γίνει ά πό τή χαρά του... Προχωρεί έκεΐ πού τού λέ νε κι" αυτή τή φορά τά «ιερά σημάδια» τών ιερέων "Ίνκας... Τώρα βρίσκεται εντελώς κάτω άπό τά νερά τού καταρ ράκτη, πού σχηματίζουν μπρος του μιά αδιαπέραστη χ ουιρτίνα... Ό θόρυβος είναι τόσο δυ νατός πού λές πώς τά αυτιά δέν θ" άντέξουν καί θά σπά σουν άπό στιγμή σέ στιγμή,,
22 "Άξαφνα ό Τζένκινς στα ματάει στην ολοσκότεινη εί σοδο ίμιας πελώριας σπηλιάς πού ανοίγεται μέσα στον βράχινιο τοΐχο. Τά μάτια του γυαλίζουν γιατί τά «ιερά σημάδια» υ πάρχουν κι" εδώ... Αδίστακτα ό σοφός επι στήμων χώνεται μέσα στη μεγαλόπρεπη σπηλιά καί προ χωιρεΐ στο σκοτάδι... Ή καρδιά του είναι γεμά^ τη φόβο αλλά και γεμάτη με λαχτάρα καί προσμονή για κάτι τό υπέροχο... Μοιάζει σάν υπνωτισμένος αυτή τή στιγμή κι" άν δεν ήταν έτσι ίσως θά στεκόταν αδύνατον νά βρή τόσο θάρ ρος για νά προχωρήση εδώ μέσα.... Έκεΐ πού τον κυκλώνει τό πιο κολασμένο σκοτάδι απ’ άλες τίς μεριές, ξαφνικά στο βάθος εμπρός^ του, διακρίνει ένα άμυβρό φως... Μέ τρομερό χτυποκάρδι προχωρεί προς τά έκεΐ... Ό δρόμος είναι· μακρύς καί δύσκολος. Ή σπηλιά είναι γεμάτη σταλακτίτες καί σταλαγμί τες. Τό έδαφος είναι βραχώδες καί τά βράχια μυτερά κι" ε πικίνδυνα... "Ενα πέσιμο μπορεί νά κομματιάση κυριολεκτικά τον άτυχο διαβάτη πού θά γλοστρήση.... Ωστόσο ό Τζένκινς βαδί ζει μέ πολλή προσοχή καί κρατιέται άπό τούς Αστρα φτερούς σταλακτίτες πού κρέ
ΖΟΡΡΟ μονται άπό τήν όραφή. Τό φώς πλησιάζει ολοένα προς αυτόν δσο έκεΐνος βα δίζει... Δεν άργεΐ νά βεβαιωθή πώς —όπως τό φαντάστηκε άπό τήν άρχη— πρόκειται για τό φώς τής ημέρας... Ή σπηλιά τελειώνει έδώ. Βγαίύει σέ μιά άνσιχτή κοιλάδα, σπαρμένη ,μέ έρείπια: Τά έρεί’πια ένός αρχαίου ναού... Του μυθικού ναού τών *Ίνκας, μέ τίς Χρυσές Θεότη τες !... Ό Τζένκινς στέκει στην έ ξοδο τής σπηλιάς καί τά μά τια του δέν χορταίνουν νά κυττάζουν τά χαλάσματα πού άλλοτε αποτελούσαν ένα άπό τά μεγαλοπρεπέστερα οίκοδο ρήματα τού αρχαίου πολιτι σμού τών ’Ίνκας. Τά πόδια του τρέμουν πε ρισσότερο άπό τή συγκ'ίνησι πού άντικρύζει επί τέλους τον ναό τών ονείρων του... Βαδίζει τρικλίζοντας προς τά έκεΐ... Ό επιστήμων ξέρει πού βαδίζει, σάν νάχη ξανάρθει πολλές φορές σ’ αυτό τό μέ ρος, σάν νάναι κι* ό^ ίδιος έ νας άπό τούς παλιούς εκεί νους ιερείς πού ξανάζησε ξα φνικά καί έρχεται νά προσκύ νηση τούς θεούς του... Π ε ρνάε ι τό γκρεμ ισ μ έ νο προαύλιο τού ναού μέ τά π ε σύ ένα, πέτρινα αγάλματα καί προχωρεί τπρό^ τό κεντρικό τμήμα τού κτισμοττος, πού σώζεται ακόμα σχεδόν Ανέ παφα.,.,
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Μια πανύψηλη και μεγάλο πρεπη είσοδος, από τεράστι ους, σκαλισμένους ογκόλι θους, παρουσιάζεται μπρο στά του. Γιά μερικές στιγμές ό Τζέν κινς μένει ακίνητος και κυττάζεΐ' μέ θαυμασμό τό κολοσ σιαίο αυτό έργο που έγινε πριν από πολλές εκατοντά δες χρόνια καί πού σώζεται ακόμα σχεδόν ανέπαφο, πά νω από- τούς αιώνες, τίς θύ ελλες καί τούς σεισμούς... "Ανεβαίνει τά πλατεία, πέ τρινα σκαλοπάτια καί φτάνει στην μεγάλη είσοδο. "Οσοι πιο κοντά ζυγώνει, τόσο μικρότερο δείχνει τό α νάστημά του μπροστά οπόν μεγαλόπρεπο ναό των 'Ίνκας πού τό μυστικό του κρύβεται από τον υπόλοιπο κόσμο, πίσοο από τό υδάτινο φράγμα τού καταρράκτη του Γαλάζιου Ποταμού.... Τέλος μπαίνει στον ναό... Μια απέραντη σάλλα στ ρω μένη μέ ίσιες πλάκες άπλώνε ται μπρος του. Οί θόλοι της είναι πανύψη λοι, τόσο πού σου προκαλούν τρόμο... Στην οροφή υπάρχουν κυ κλικά ανοίγματα απ’ όπου πέφτει τό φως του ήλιου σάν χρυσός καταρράκτης/ μέσα στην ατέλειωτη σάλλα... Καί τά ανοίγματα αυτά είναι1 μέ τέτοια τέχνη τοπο θετημένα στην οροφή από τούς άρχαίους ιερείς των *Ίνκας, ώστε καθένα απ' αυτά, ρίχνει σέ διαφορετικό σημείο τής σάλλας τον χρυσό καταρ
23 ράκτη του... Καί σέ κάθε ση, μείο πού πέφτει τό φως του ήλιου, υπάρχει κΓ από ένα τεράστιο, ολόχρυσο άγαλμα, αρχαίας θεότητας!... Τό καταπληκτικό είναι πώς, επειδή ασφαλώς ό ήλιος δέν στέκεται όλη τή μέρα στο ίδιο σημείο γιά νά φωτίζη τό ίδιο άγαλμα μέσα από τό ί διο κυκλικό άνοιγμα τής ορο φής, τά άνοίγματα έχουν τοποθετηθή μέ τέτοιον άριστουρ γηματιικό τρόποι, ώστε από τό καθένα φωτίζονται διαδο χικά ^δλα τά αγάλματα, τό ένα ύστερα από τό άλλο μέ τήν πάροδο τής ή μέρας, ενώ από όλα μαζί φωτίζονται όλα μαζί επίσης τά χρυσά είδω λα, όλες τις ώρες τής μέρας! Είναι απίστευτη ή μεγα λοπρέπεια πού έχουν τά δώ δεκα τεράστια εκείνα αστρα φτερά αγάλματα, πού λές καί οί αιώνες πού έχουν περά σει, δέν κατάφεραν νά τ' άγγίξουν καθόλου μέ τό φθορο ποιό χέρι τους..._ Ό καθηγητής Τζένκινς προ χωρεΐ τ ρεκλ ί ζόντας. Τάχει χαμένα. Ή τρομερή συγκίνησις κοντεύει νά τον σκοτώση... 'Έχει χλομιάσει σάν πεθα μένος καί τά χείλια του κινιώνται καί ψιθυρίζουν ακατά ληπτες λέξεις. Στο τέλος στέκεται στο κέντρον τής μεγάλης σάλλας καί ανάμεσα στις δώδεκα χρυσές θεότητες των 'Ίνκας. Ψιθυρίζει άθελα κάτι λό για πού έχει διαβάσει σ' ένα παλιό σύγγραμμα), τρ σύγ~
14 γραμμα πού τον έκανε νά έρθη ώς εδώ καί ν" άναζητήση τά έκπληκτικά αυτά αγάλμα τα: — «Ό Θεός "Ηλιος στεψα νώνει τους δώδεκα γυτούς του!... Ό Ύγρός Τοΐχος τους κρύβει δοτό τά βέβηλα βλέμματα!...» Εκστατικός ψελλίζει πάλι ό Τζένκινς μέ γουρλωμένα μά τια: — Ό «Υγρός Τοίχος»!... Ό καταρράκτης πού κλείνει την είσοδο τής σπηλιάς! "Έ πρεπε να τό καταλάβω!... -αψνικά αναγκάζεται νά σταματήση. Κάποιος σιγανός ήχος πού άκούγεταί1 πίσω του τον κά νει νά στ ραφή τρομοκρατημέ νος. Μιά κραυγή φρίκης ξεφεύ γει άπ" τά χείλια του και τά μάτια του γεμίζουν θανάσιμη άγωνία. Αέν χρειάζεται παραπάνω από μιά ματιά γιά ν" αναγνώ ριση τον άνθρωπο πού στέκει μερικά βήματα μακρυά του, μέ τό πιστόλι στο χέρι: Είναι ό "Αγριόγατος! Ό φοβερός ληστής έχει κα ταφέρ'ει νά τον άκολουθήση και νά φτάση κι" εκείνος στον σκοπό του, δηλαδή στά δώδε κα χρυσά αγάλματα των "Ίνκας... "Ενα απαίσιο γέλιο χα λάει τή στιγμή αυτή τήν νε κρική ησυχία πού επικρατού σε ώς τώρα μέσα στον ναό... Ένα γέλιο πού καμπανί ζει στούς ψηλούς πέτρινους τοίχους και έπ αναλαμβάνεται
ΖΟΡΡΟ πολλές φορές μέ τρόπο υπο βλητικό. — Μπράβο, καβηγητά!, ουρλιάζει ό "Αγριόγατος. "Εκ πλήρωσες τό όνειρο τής ζωής σου!... Βρήκες επί τέλους τις Χρυσές Θεότητες! Αυτό δεν ήθελες; Μπορώ νά σέ συγ χορώ πριν σέ σκοτώσω ! — Θά μέ σκοτώσης!, ψελ λίζει ό επιστήμων άνατριχιά ζοντας. ^— Καί βέβαια.!... ^Έσύ δέν χρειάζεσαι* άλλο! "Ο,τι ονειρεύτηκες τό πραγματο ποίησες ! "Ήθελες ν" άνακαλύψης τις Θεότητες τού Ή λιου! Τις βρήκες! Νά τες! Είχα κι" εγώ όμως ένα όνει ρο καί εΐναι ή σειρά μου νά τό πραγματοποιήσω! — "Εσύ όνειρο!, μουρμου ρίζει μέ τραγική είρωνίά ό Τζένκινς. — Μάλ ι στα !, λέε ι θρ ιαμ βευτικά ό "Αγριόγατος. Είχα τό όνειρο νά αποκτήσω τό χρυσάφι τών άγαλμάτων πού θά άνεκάλυπτες εσύ!... Καί γι" αυτό πρέπει νά άπαλλαγώ άπ" όλα τά εμπόδια!... Χαιρετισμούς στον άλλον κό σμο, Τζένκινς! — Μή!... Μή!... ψελλίζει ό άμοιρος επιστήμων καί ο πισθοχωρεί ένα βήμα άπλώνσντας τό χέρι μπροστά, σάν νάναι δυνατόν μ" αυτό νά στα μστήση τις δολοφονικές σφαί ρες τού "Αγριόγατου. "Έκεΐνος όμως δέν συγκινεΐται... Μ" ένα φρικτό χαμόγελο γεμάτο σαδισμό/ υψώνει τό πιστόλι, σημ οδεύει τον καθτγ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γητή και πυροβολεί. Όλόκληρος ό αρχαίος να ός αντιβουίζει τρομακτικά α πό τον κρότο τής έκπυρσοκρο τήσεως πού άκούγεται χίλιες ψορές πάνω στους πέτρινους τοίχους.... ϋσαν γίνεται ησυχία, ό καθηγητής Τζένκινς εΐναι πε σμένος πάνω στίς πέτρινες πλάκες του δαπέδου και ό Αγριόγατος προχωρεί προς τό μέρος του μέ το πιστόλι πάντα στο χέρι και ·μ’ ένα μει δίαμα άνείπωτου θριάμβου στην άπακρουστί'κή μορφή του. Ξαφνικά όμως στέκεται Μ' έναν μορφασμό γε μ σ τον ανησυχία κυττάζει ολόγυ ρα... Κάτι του φάνηκε πώς έχει άκούσει μέσα από τά βάθη του ναού. Κάτι σαν ένα σιγα νό σύρσιιμο... Δεν βλέπει όμως τίποτα... Ωστόσο ή άπέροαπη σάλλα αρχίζει! νά σκοτεινιάζη μ5 έναν απίστευτα γοργό τρόπο. Ή χρυσές ακτίνες του ή λιου πού ώς αυτή τή στιγμή έκαναν τά αγάλματα νά α στραποβολούν, εξαφανίζονται μέ τήν ϊδια ταχύτητα... Ό Αγριόγατος στριφογυ ρίζει στή θέσι πού βρίσκεται μέ τά μάτια γουρλωμένα. Σαν ένα ατσαλένιο χέρι ή αγωνία σφίγγει τήν γεμάτη κακία καρδιά του... Μές στο σκοτάδι έχει τήν έντύπωσι πώς ξανακούει εκεί νο τό σιγανό σύρσιμο ^καί πώς κάτι σκιές πιο μαύρες άπ* τό φόντο τής σκοτεινής
σάλλας, κινούνται πίσω άπό τά χρυσά άγάλματα... "Ενας λαρυγγισμός φρίκης βγαίνει- από τό στόμα του... Κάνει νά οπισθοχώρηση άλλά ξαφνικά έχει* τήν έντύ πωσι δτι ολόγυρά του κινού νται μετέωρες κάτι αλλόκο τες σπίθες... Δεν άργεΐ νά κατολάβη πώς δεν είναι πραγματικές σπίθες, παρά μάτια πού εί ναι καρφωμένα επάνω του καί πώς τον πλησιάζουν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι άπ’ δλες τις μεριές... Ό τρόμος πού νοιώθει ό α παίσιος κακούργος εΐναι τό σο δυνατός πού τού δένει τά πόδια καί δεν μπορεί νά κά νη ούτε ένα βήμα από τό μέ ρος πού βρίσκεται. Δεν σκέπτεται καν νά χρη σιμοποίηση τό πιστόλι του... Νοιώθει νά παραλύη κάθε του δύναμις... Κάθε του σκέψι-ς... Νοιώθει τά κρύα δάχτυλα τού θανάτου νά τον αγκαλιά ζουν από παντού. Και ταυτοχρόνως ένα ομα δικό ψιθύρισμα σιγανό οπήν αρχή, πού δσο πάει και δυ ναμώνει αρχίζει νά γεμίζη τον εκπληκτικό εκείνον ναό. Εΐναι κάτι σαν ψαλμδς πού άνεβαίνει- οστό τό βάθος των αιώνων για νά ξανακουστή σ’ εκείνο τό μέρος... ΚΓ άκούγεται αμέσως με τά κιΓ ένας φοβερός κρότος σόον νά σχίζεται ό ουρανός στή μέση και ύστερα αμέσως καί δεύτερος, πού άντι βουί ζει φοβερά στον αρχαίο ναό..
Η Τά γόνατα του Αγριόγα του λυγίζουν. Βλέπει φοβερές μορφές νά τον κυττάζουν μες στο σκο τάδι, σέ -μια ξαφνική, φευγα λέα λάιμψι-, πού είναι ανεξή γητο πώς διέκοψε τό σκοτά δι για μια στιγμή... Τό τέλος πλησιάζει. . . 0
ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ
βασιλιάς τής ζούγκλας Έλ Ρέϋ τρέχει πάντοτε μέσα στην κατασκότεινη υπόγεια σήραγγα αλλά τό σκοτάδι δεν τον εμποδίζει νά βλέπη και νά προχωρή γρήγορα. Είναι; ωστόσο φανερό πώς δεν έχει ακολουθήσει τον ί διο δρόμο πού ακολούθησε ή Νάγια μέ τό Βέλο. Εκείνος βαδίζει τόσο γρή γορα μέ την ευχέρεια πού έ χει νά βλέπη σάν νυχτερίδα, ώστε θάπρεπε ασφαλώς νά την είχε φτάσει τώρα άν α κολουθούσε την ίδια στοά. Πάντως είναι αποφασισμέ νος νά μην σταματήση άν δέν φτάση στο τέλος εκείνου του τρομερού υπόγειου διαδρό μου... Δέν μετράει την ώρα πού περνάει γιατί δέν τον ενδια φέρει. Ό μόνος πόθος που έχει ιμέσα στην ψυχή του αυτή τη στιγμή, είναι νά βρή τη Μά για μέ τό Βέλο. Μόνο μια φορά σταματάει έκεΐ πού τρέχει- και μιά κραυ
γή πόνου βγαίνει από τό λα ρύγγι του... ^Σκύβει και πιάνει τό κα λάμι του δεξιού του ποδιού. Νοιώθει σάν νά τον έχει χτυπήσει μέ τρομερή δόνα μι στο κοκ καλό, ένα ισχυ ρό α τσάλινο δόκανο... "Οσο όμως κι* άν ψάχνη τό πόδι του δέν φαίνεται νάχη καμμιά πληγή.... καμμιά αφορμή πουθενά... Μανιασμένος τρίζει τά δό ντια του. αλλά Κιυττάζει ολόγυρα δέν βλέπει τίποτα ώς πέρα... Συνεχίζει μέ. περισσότερη αποφασιστικότητα τον δρόμο του... Βοίδίζει πολλή ώρα. Ό άπίίστευτος υπόγειος διάδρομος κατηφορίζει ολοέ να και όσο πάει γίνεται πιο στενός. Στο τέλος ό 'Έλ Ρέϋ α ναγκάζεται νά σκύβη για νά μη χτυπήση τό κεφάλι, του στην οροφή τού διαδρόμου, πού έχουν άρχισει νά κρε μούν μικροί σταλακτίτες.... "Υστερα αρχίζει νά άκούη μιά ακαθόριστη ύποχθόνια βοή, πού δέν μπορεί νά βάλη μέ τον νου του άπό πού προ έρχεται. Άπό μακρυά ξεχωρίζει κά τι σάν φώς... Π αραξενεμένος συνεχίζε ι την καταπληκτική πορεία του. Φτάνει σ5 ένα σημείο πού ό διάδρομος πλαταίνει ξαφνι κά, σχηματίζοντας μιά κυκλι κή υπόγεια στοά/ στην όποια
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ βγαίνουν από ολόγυρα τα στόμια σκοτεινών, υπογείων διαδρόμων... Μόνο τό ένα απ’ αυτά τά στόμια δεν είναι σκοτεινό και απ’ αυτό προέρχεται καί τό ψώς πού τον οδήγησε μακρυά. Ό γιγαντόσωμος ’Έλ Ρέϋ προχωρεί προς τό -μέρος του. Δέν προλαβαίνει όμως νά κάνη παραπάνω άπό δυο βή ματα. Ξαφνικά, άπό τά στόμια των γύρω διαδρόμων βλέπει νά ρίχνωνται εναντίον του έ να πλήθος κοκκινόχρωμοι άν θρωποι μέ τρομερά άποκρουστικά πρόσωπα πού φορουν χρυσές μάσκες, περίπου σαν κι’ εκείνη πού φοράει ό Ζορ-
27 ρό τής Ζούγκλας. Ό ’Έλ Ρέϋ δέν προλαβαί νει νά τραβήξη τό μαχαίρι του. Δεκάδες χέρια τον άρπάΖουν απ’ όλες τις μεριές και τρομεροί αλαλαγμοί γεμί ζουν τό μυστηριώδες υπόγειο. Ό βασιλιάς τής ζούγκλας γεμάτος θυμό μοιράζει μερι κές γροθιές δεξιά κΓ αριστε ρά. Πολλοί άπό τούς άντιπάλους του τινάζονται μακρυά σάν νά τούς έχη χτυπήσει κε ραυνός, μέ δυνατά ουρλιαχτά πόνου. Στην άρχή όλοι υποχωρούν μπρος στην τρομακτική 0ύναμι: του γίγαντα.
Είναι ρί σκλάβοι των Ιερέων πού χτυπούσαν τά ταμπούρινος..,
28 Μια στιγμή όμως και ϋστε ρα χύνονται πάλι εναντίον του μέ ακόμα μεγαλύτερη μα νία. Ό Έλ Ρέϋ μ* δλη την άντί στασί του δεν είναι δυνατόν νά γλυτώση. Ό άγώνας του είναι πολύ άνισος. Σέ λίγα λεπτά βρίσκεται δεμένος μέ χοντρά φυτικά σχοινιά και ανίκανος χιά την παραμικρή κίνησι. Τότε οί άντπταλοί του τον φορτώνουν μέ θρίαμβο στους ώμους των καί παίρνουν μιά άπό τις ολοσκότεινες στοές πού ανοίγονται γύρω άπό τήν υπόγεια, κυκλική σκάλα. *Ασκραλως δέν φαντάζονται πώς ό αιχμάλωτός τους βλέ πει θαυμάσια μέσα στο σκο τάδι και ι παρακολουθεί λεπτό ,μερώς τον δρόμο πού άκολουθουν... Δέν βαδίζουν πολύ. Φτάνουν σέ μιά άλλη φαρ δύτερη στοά και υστέρα ανε βαίνουν κάτι σκάλες καί περ νούν άπό μιά θολωτή πόρτα. Τόν πετούν τέλος μέσα σ’ ένα στενό κελλί χωρίς καθό λου παράθυρα καί μιά βα ριά, πέτρινη πόρτα κλείνει πίσω τους. Ό Έλ Ρέϋ άπομένει ολο μόναχος, μήν μπορώντας νά κάνη τήν παραμικρή κίνησι έτσι όπως είναι δεμένος. Μπορεί όμως νά συλλογί ζεται, καί 6 βασιλιάς τής ζούγκλας, πού γνωρίζει όλα τά μυστικά της, ξέρει ότι έ χει πέσει αιχμάλωτος των άπογόνων των αρχαίων ιερέων
ΖΟΡΡ0 των "Ίνικάς, πού έχουν διατη ρήσει τή θρησκεία τους καί ζοΰν σέ κάποιον κρυμμένον άπό τόν άλλο κόσμο ναό, λα τρεύοντας τούς Δώδεκα Γυι ούς τού "Ηλιου καί τόν Θεό τής_ Καταιγίδας τόν "Ανγκα. -©ρει πώς τίποτα δέν είναι ικανό νά τόν γλυτώση άπό τά χέρια τους καί πώς οί άπαί σιοι ίερεΐς θά τόν θυσιάσουν για νά έξευμενίσουν τόν Θεό τής Καταιγίδας... Ωστόσο περιμένει μέ άπάθεια τό τέλο^ του ^ καί παύει μάλιστα να τό σκέπτε ται, καθώς στο μυαλό του ξα νάρχεται τό μυστήριο τής ζωής του καί ή μορφή τής μυστηρ ι ώδσυς Νάγιας... Θά έχουν περάσει καί πε ρισσότερες άπό δυο ώρες πού μένει έτσι φυλακισμένος σ’ ε κείνο τό κελλί. Ή βοή τού καταρράκτη εί ναι ό μόνος θρρυβος πού φτά νει. έκεΐ κάτω... Μοιάζει σάν μιά υποχθό νια άπειλή πού έρχεται άπό τά_τάρταρα. -αφνικά ή πόρτα του άνοίγει χωρίς καμμιά προειδοποί ησή Οί^ Ινδιάνοι ίερεΐς μέ τίξ χρυσές μάσκες μπαίνουν και τόν αρπάζουν πάλιν στά χέ ρια τουςχ Περνούν κάτι διαδρόμους καί στο τέλος μπαίνουν σέ μιά μεγάλη, σκοτεινή σάλλα, πού τήν κοσμούν δώδεκα χρυ σά άγάλματα, τά όποΐα ό μως μόλις διακρίνονται αυτή τή στιγμή. Εκείνο πού φαίνεται πε°
ρισσότερο τώρα, ^ εΐναι ένα άλλο άγαλμα —βέκοττο Τρί το— ττου^ μπροστά του είναι στο ι βαγμ ένα κλ αδ ι ά, πού σχηματίζουν ένα μεγάλο βά θρο. /Πάνω στο βάθρο είναι δε μένη σ’ έναν πάσαλο μια η μίγυμνη γυναίκα. Είναι ή Νάγια -μέ τό Βέ λο! Ό ’Έλ Ρέϋ δεν προλαβαί νει νά συνέλθη από την έκπληξί του καί βλέπει νά τόν οδηγούν σ’ ένα μέρος πλάϊ οπό βάθρο εκείνο, όπου υπάρ χουν καί άλλοι δυο αιχμάλω του δεμένοι χειροπόδαρα. Καί οί αιχμάλωτοι αυτοί εΐναι ό Αγριόγατος καί ό κα θηγητής Τζένκινς... ολοζώντα νος ! Πραγματικά ό άμοιρος κα θηγητής φάνηκε καί τυχερός μια φορά, γιατί την ώρα πού τόν πυροβολούσε ό "Αγριό γατος καί καθώς αυτός ύπο χωρούσε την ίδια στιγμή τρο μοκρατημένος στα σκοτεινά, είχε σκοντάψει σέ μια πλάκα πού έξεΐχε από τις άλλες και εΐχε σωριαστή άνάσκελα, ε νώ ή σφαίρα τού κακούργου περνούσε πάνω από τό κεφά λι του! Κι’ οσο για τή Νάγια, δεν είναι δύσκολο νά καταλάβη ό άναγνώστης πώς βρέθηκε αίχμάλωτη τών ιερέων *Ί νκας, άφου εΐχε εισχωρήσει κι3 έκείνη στόν υπόγειο λαβύριν θο, πού ένώνει τήν άρχαία Τκοντάμα μέ τόν ινδιάνικο ναό τού Ήλιου τής ίδιας έ
^ Καί, βπως μόνο^6 *ΈΑ Ρέϋ τό ξέρει άκόμα καί όπως μό νο αυτός μέ Τά υπερφυσικά μάτια του μπορεί νά τό βλέπη, ολα είναι έτοιμα γιά τή μεγάλη θυσία, ότό πελώριο χάλκινο άγαλμα τού τρομερού ’Άνγκα, γιά νά τόν εξευμενί σουν καί νά άφήση πάλι τόν ήλιο νά ξανάρθη στόν ναό!... Γιατί τό σκοτείνιασμα τής πελώριας σάλλας μέ τά χρυνά αγάλματα ώφείλεται στήν καταιγίδα πού έχει ξεσπάσει άπό ώρα στή ζούγκλα καί ε κείνοι οι φοβεροί κρότοι πού φτάνουν ως εδώ μέσα/ είναι οί κεραυνοί πού σχίζουν τόν κατάμαυρο ουρανό... Είναι μιά από εκείνες τις ξαφνικές θύελλες πού σαρώ νουν ταχτικά τίς ζούγκλες τού ’Άνω 5Αμαζόνιου... 'Ένας ιερέας, πού μοιάζει γιά επικεφαλής όλων τών άλ λων καί πού τό κεφάλι του εί ναι, χωμένο ολόκληρο μέσα σέ μιά χρυσή περικεφαλαία, πλη σιάζει στο βάθρο μέ τά κλα διά πού είναι δεμένη επάνω η Νάγια. ^ Πέφτει ατά γόνατα κι’ άρ χιζε ι νά κάνη παράξενες κινή σεις μέ τά χέρια καί νά φωνά ζη ακατάληπτα γιά τούς άλ λους λόγια, στήν ξεχασμένη γλώσσα τών ^Ινκας. Τά λόγια αυτά μόνο ό κα θηγητής Τζένκινς τά καταλα βαίνει, που έχει μελετήσει βαθειά τόν άρχαΐο πολιτισμό τών *Ίνκας. Τά καταλαβαίνει καί ανα
νοχης..,
τριχιάζει όλόκληρος.
.— θά ΐήν κάψουν! .., Θά μάς κάψουν ζωντανούς δλδυς! γυρίζει και λέει στους άλλους δυο συντρόφους της αίχμαλω σίας του. Τά λόγια του άρχι ειρέα λένε: «Δεξου τις ψυχές τους., μεγάλε 'Άνγκα!... Οι φλόγες πού θά βγουν απ’ τά κορμιά των βέβηλων θά φτά σουν στον ουρανό καί θά ξα ναβάψουν τον δίσκο του "Η λιου! ...» Μιά φοβερή βλαστήμια ξε φεύγει άπό τό λαρύγγι τού Αγριόγατου, πού προσπαθεί μάταια νά έλευθερώση τά χέ ρια του άπό τά δεσμά του. Ό Έλ Ρέϋ απομένει εντε λώς αμίλητος, με σφιγμένα χείλια και με μιά έκφρασι πε ρί φρονήσεως πετρωμένη στο πρόσωπό του. Τά μάτια του είναι καρφω μένα στη Νάγια μέ τό Βέλο. "Απ' έξω οστό τον ναό α χού γονται πολλά ταμπούρι νος πού ηχούν πότε πένθιμα καί πότε χαρούμενα... Δαυλοί άνάβουν γύρω άπό τούς αιχμαλώτους. "Ενα φριχτό μπαλέττο άπό ιερείς μέ χρυσές ^μάσκες, πού ;βγάζουν τρομερές λάμψεις στις τρεμάμενες φλόγες των δαυλών, χορεύει ασταμάτητα μέ ρυθμικές κραυγές, ένώ ό άρχ ι ερέας εξακολουθεί νά προσεύχεται στον τρομερό Θεό τής Καταιγίδας... Ή πιο θανάσιμη άγωνία σφίγγει τις ψυχές. "Ολοι καταλαβαίνουν δτι τό τέλος πληισιάζει αμείλι
κτα...
Ή Νάγια στίς φλόγεςI..* ,
II ΑΡΑΠΑΝΩ άπό μΑ
σή ώρα διαρκεΐ ό τρομακτικός αυτός χορός τοΰ θανάτου. -αφνικά ό πρώτος χορευ τής αρπάζει έναν δαυλό άναμένο, τον όποΐο αρχίζει νά παίζη τρελλά στά χέρια του, νά τον πετάη ψηλά καί νά τον ξαναπιάνη... ^ "Υστερα αρχίζει νά τον πε τάη στους άλλους χορευτές κι*Λ έκεΐνοι πάλι τον ξαναπετούν μέ ταχύτητα καί μέ γορ γές στροφές στον αέρα... Είναι ένα τρελλό παιχνίδι τής φωτιάς, πού υπογραμμί ζεται άπό τίς ρυθμικές φωνές δλων των συγκεντρωμένων μέ σα_στόν ναό ιερέων. -αφνικά ό πρώτος χορευτής πηδάει καί στέκει άκίνητος σαν άγαλμα μπροστά στον αρχιερέα πού σηκώνεται άργά - άργά καί παίρνει επίση μα τον δαυλό άπό τό χέρι τού χορευτή. Μέ μιά κίνησι θριάμβου, κολλάει τη φλόγα στή βάσι τοΰ ικριώματος άπό τά στοι βαγμένα κλαδιά, πάνω στο όποΐο είναι ή Νάγια... Τά ξερά ξύλα παίρνουν άμέσως φωτιά... ^ Ό άρχιερέας μέ μιά άπερί γραπτή μανία άρχίζει νά βάζη φωτιά καί σ* άλλες γω νιές τού βάθρου. Μέσα σέ δυο λεπτά όλόχληρο τό ικρίωμα είναι πνι γμένο στίς φλόγες πού τινά ζονται ψηλά καί αγκαλιάζουν
ΐΗΙ ζόΥΝίΑΑ
ΐή δύοινχη νέα, ττού δέν μίτορεΐ να σαλέψη άπό τήν θέσι της καθώς είναι δεμένη στον πάσαλο... Μια υστερική φωνή φρίκης βγαίνει οστό τό λαρύγγι της... Οί ιερείς ξεσπούν σέ ιαχές θριάμβου... Τήν ίδια στιγμή κάτι λα μποκοπάει μέσα στή λάμψι τής μεγάλης φωτιάς: ■Είναι· ένα κορμί γιγάντιο &άΐ γεροδεμένο σαν του 5Α πόλλωνα, πού κατεβαίνει γορ γά άπό τήν πανύψηλη οροφή του ναού π>ρός τά κάτω, πετώντας στον αέρα! Στο πρόσωπό του φορεΐ μια όλόχρυσή μάσκα σαν κι5 έκείνη των Ιερέων των "Ιν-
&ας!... Τό ιμπρούτζινο κορμί του είναι σχεδόν γυμνό... Τρομερές φωνές αντηχούν μές στον ναό. Χέρια υψώνον ται και δείχνουν τό εκπληκτι κό έκεΐνο "Ον. — Ό "Ανγκα!, ουρλιά ζουν οί ϊνδιάνοι. Ό θεός "Ανγκα είναι θυμωμένος!... Καί μονομιάς ρίχνονται σέ μια απίστευτη φυγή! Τσακί ζονται κυριολεκτικά στήν έ ξοδο του ναοί) για νά καταφέ ρουν να βγουν άπό κεΐ μέσα, πριν πέση στο κεφάλι τους ή οργή του φοβερού θεού... Μά ένώ έκεΐνοι ξεφωνίζουν πώς εμφανίσθηκε ό "Ανγκα μέ σάρκα καί οστά, οί αιχμά λωτοι πού μένουν ολομόναχοι μέσα στήν απέραντη σάλλα, ψιθυρίζουν καί οί τρεις μ3 ένα στόμα καί μέ διαφορετικά συ 'ναΐίσθήματα ό καθένας τους:
—Ό Ζορρό!.,. Ό 2®μρό τής Ζούγκλας!... Ό σωτήρας ατό τον ουρανό..ΐ
Κ
ΑΙ είναι στ3 αλήθεια ό μασκοφόρος Εκδικητής αλ λά πώς βρέθηκε εκεί πέρα α κριβώς στήν κατάλληλη στι γμής Γιά νά τό μάθωμε άς τον παρακολουθήσω με άπό τήν ώρα πού βρίσκεται σκαρφα λωμένος στή σιδεριά του τρο χού τού «Μαύρου Πουλιού», διατάζοντας τον κωμικό σύν τροφό του Πάντσο Γίγαντα, νά σταματήση τό υπέροχο ε λικόπτερο. Ό τελευταίος αύτός πού ό ταν είναι κοντά στον Ζορρό δέν φοβάται πια τίποτα, ξα ναβρίσκει· όλο του τό θάρρος καί υπακούει στήν διαταγή χωρίς χασομέρια. Έτσι ό μασκοφόρος 3Εκδι κητής καταφέρνει καί ανεβαί νει πάνω στο σκάφος, γιατί λίγο ακόμα καί θά παρέλυε εντελώς γιά νά πέση καί νά τσακιστή στή γή, πού βρίσκε ται πολλές δεκάδες μέτρα κά τω άπ3 τά πόδια του. — Πάντσο, είναι ή πρώτη του κουβέντα, σ3 ευχαριστώ, φίλε μου! Μού έσωσες πάλι ίτή ζωή! , — Δέν βαρυέσαί/ καλέ!, κάνει ό Πάντσο Γίγαντας κοκ κινίζοντας άπό ντροπή. Τί φί λον θάμαστε; "Αλλη φορά μού τή σώνεις εσύ καί... πα τσίζουμε !
Ό Ζορρό χαμογελάει...
πρός τόν ναό, άλλά ξαφνικά
,— Πόλρ καλά!, λέει^ Και Τώρα άς ψάξουμε για τή Νάγια... Δεν μπόρεσα να την ,βρώ... Μέ σταμάτησε αυτό τό απαίσιο δόκανο... Τό δόκανο στο μεταξύ έ χει ανοιχτή κι5 έχει πεταχτή άητό τό έλικόπτερο. - Ό Ζορρό τής Ζούγκλας πε ριττοιεΐταΐ' μόνος τό πσνεμένο του πόδι. Ό Πάντσο Γίγαντας λέει: -— Αυτή ή κοκκόνα πού λες, πάει νά ψέρη τή μικρότε ρη Ααδελφή της για μένα! Μου τό ύποσχέθηκε! , —- Ναι, αλλά πρέπει νά την βρούμε, Πάντσο, γιατί ε δώ πέρα είναι πολύ επικίνδυ να... *Όο γ ο όμως κι* αν ψάχνουν, πάλι κανένα ίχνος τής Νάγια δεν μπορούν ν" άνακαλύψουν. Επάνω όμως πού 6 θρυλικός Ζορρό κοντεύει νά άπογοητευθή, ακούει από μακρυά τά ταμπούρινος των ~Ινκας, πού άναγγέλουν τή θυσία μιας κόρης στον 'Άνγκα. Τό αίμα του παγώνει. Χωρίς χρονοτριβή αλλάζει πορεία προς τό μέρος πού άκουγονται τά τύμπανα. Δεν άργεΐ νά φτάση. Βλέπει τον ναό καί προσ γειώνει τό έλικόπτερο άνομε οχχ στά χαλάσματα. Ό Πάντσο Γίγαντας στό
ξεπετάγονται εμπρός του τέσ σερις σκλάβοι τών ιερέων, έκεινοι οι ίδιοι πού χτυπούσαν ως τώρα τά ταμπσυρίνός άπο τό προαύλιο. Κρατούν όλοι μαχαίρια καί είναι αποφασισμένοι νά έμπσ δ ίσουν τόν Ζορρό νά προχώρήση περισσότερο. Εκείνος όμως μοιάζει μέ κεραυνός. Ή αγωνία του για την τύχη τής Νάγια, τόν έχει κάνει τόσο τρομερόν όσο δεν ήταν ποτέ. 5Αντί νά περιμένη την έπίθεσιι τών Ινδιάνων πού τόν τριγυρίζουν, τούς επιτίθεται αυτός πρώτος. Μέσα σε λίγα λεπτά κοίτοΥταν καί οί τέσσερις νεκροί ανάμεσα στά ερείπια! Ό Ζορρό φτάνει ως τή με γαλόπρεπη είσοδο τού ναού. Κανείς δεν εΐν5 έκεΐ πέρα. Μέσα όμως ακούει- ουρλιαχτά άγρια καί βλέπει μέ μια μό νο ματιά δλη την εικόνα τού θανάτου καί τή Νάγια επά νω στό ικρίωμα... Καταλαβαίνει πώς δεν θάναι καθόλου εύκολο νά τά βάλη μέ ολόκληρο τόν στρατό τών ιερέων "Ίνκας. Θυμάμαι τότε τά άνοιγμα τα πού είδε στη σκεπή τού πελώριου ναού/ καθώς ερχό ταν μέ τό έλικόπτερο. Δεν χάνει καιρό καί ξαναγυρίζει στό «Μαύρο Πουλί». Ό Πάντσο πού τόν βλέπει χτυπάειτά χέρια. — Τά βλέπεις πού στάλεγα; τσιρίζει. "Αναβλήθηκε τό
μεταξύ ωρύεται — Θά πιάση μπάρα, Ζορίράκο! Ό διαιτητής θά ανα βολή τον αγώνα: Ό μασκοφόρος Τ ιμωρός τρέχει χωρίς να τόν άκούει
μάτς, έτσι*;
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
’Αλλά ό Ζορρό δεν του δί νει σημασία. Σ’ ένα λεΊΓτό τό υπέροχο αθόρυβο έλικόπτερο βρίσκεται πάνω από την ορο φή του ναού και ό γίγαντας μέ τη χρυσή μάσκα κατεβαί νει σ5 αυτήν με τό συρματό σχοινο. Είναι καιρός γιατί σκύβο ντας άπό ένα από τά κυκλι κά Ανοίγματα, βλέπει τή Νά για ζωσμένη; στις φλόγες. Αέν χάνει στιγμή καί πιασμέ νος πάντοτε άπό τό συρματό σχοινο με τό ένα χέρι, κατε βαίνει στο κενό καί βρίσκε ται μέσα στή φωτιά, κοντά στή νέα!... Τήν ώρα πού οι ίερεΐς σκορ πίζουν μέ τρομαγμένα ούρλια χτά, ό Ζορρό μέ δυο μαχαι ριές μόνο κόβει τά δεσμά τής λιπόθυμης Ν άγιας καί τήν παίρνει στήν άγκαλιά του, ενώ ό Πάντσο Γίγαντας έκτε λώντας μέ προθυμία τίς οδη γίες τού αφεντικού τουν μόλις νοιώθει νά τού τραβάνε τό σχοινί, τούς Ανεβάζει καί τούς δυο επάνω... Ό Ζορρό άφίνει τήν αναί σθητη κοπέλλα στή φροντίδα τού Πάντσο Γίγαντα καί ξανακατεβαίνει στον ναό μέ τό μαχαίρι στά^ χέρια. Αέν άργεΐ νά έλευθερώση άπό τά δεσμά τους τον 'Έλ Ρέϋ καί τον καθηγητή Τζένκινς.
— Πιαστήτε γερά οπό τον γάντζο!, τούς λέει. Θά μάς άνεβάση καί τούς τρεΐς τό μοτέρ. Γρήγορα γιατί οί ιε ρείς θά δούν τό ελικόπτερο καί θά καταλάβουν τί έγινε! θαρρώ πώς ξαναγυρίζουν κι όλας !... Πραγματικά καινούργια ουρλιαχτά φτάνουν στ* αυτιά τους στή στιγμή. Ό Αγριόγατος μέ τά μά τια πεταγμένα άπό τίς κόγχες, ξεφωνίζει: — Εμένα θά μ5 άφήσης έτσι δε μ έναν στά χέρια τους, σενιόρ Ζορρό; 1 — Θά σού άξιζε!, άποκρί νεται μασκοφόρος Εκδικη τής. Ή ψυχή σου είναι πιο μαύρη άπό τή δική τους!... Ωστόσο θά σού δώσω μιά ευκαιρία νά σωθής, άν μπορέσης! ^ Καί^μέ μιά κίνηισι τού μα χαιριού κόβει τά δεσμά τού Αγριόγατου. “Όσο νά πετάξη εκείνος τά σχοινιά άπό πάνω του, ό Ζορρό, ό 'Έλ Ρέϋ κΓ ό Τζένκινς έχουν βγή οπό τό άνοι γμα τής όροφής καί φτάνουν στο «Μαύρο Πουλί»... Μέ τήν ψυχή στο στόμα ό Αγριόγατος τρέχει προς τό βάθος τής σάλλας, ένώ πίσω του Αντηχούν τρομακτικά ουρ λιαχτά...
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΤ Άποκλειστικόττις: Γεν. Έκδοτι
καί Επιχειρήσεις Ο.Ε.
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
1 ΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ "Έτος Ιον — Τόμος 2ος — Άρ. τεύχους 9— Δραχ. 2 Γραψεΐα: Λέκκα 22 (εντός τής στοάς), τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιά'δης, Σψιγγός 38· Προϊστ. τιπτογρ.· Α. Χατζηιβασ:λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑ! ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, * Αθήνα ι.
ΖΤΟΝ /νε/\ρθ /1ΑΡΧΟΜ
ΟΠΗΟΥ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗ ΤΟΝ ΒΟΤΑΝΟΥ! .
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ, ΦΑΛ/ΗΗΒ Τ7<2Σ ΗΤΑ/γ ΑΥΤΟ π ο υ τ ο χ ε τ Φορει ε/χε ΑίΑΒοεείζτιζ ΒΦΗΜερ/ηεχ... ε/γΗε /ρ γ α ν ο ν ο τ αις β ο ς V
•Μ. |Μ
χν/νεχ/ζ,ετρ/
Το χέρι του Θεοϋ
ο
ΑΠΑΙΣΙΟΣ κακούρ γος 5 Αγριόγατος, ρίχνεται τρομοκρατημένος προς τό βάθος τοϋ^ ολοσκότεινου αρ χαίου ναού των 5Ί νκας. Πίσω του άκουει νά τρέχουν μανιασμένοι οι άττόγονοι των ιερέων μέ τις χρυσές μάσκες πού τον κυνηγουν για νά τον -σκοτώσουν η για νά τον κά ψουν ζωντανό μττροστά στο χάλκινο άγαιλμα του τρο μερού θεού "Ανγκα.... Οί ^ I νκας έχουν καταλά
βει πώς ό άνθρωπος, πού εμ φανίσθηκε από τον ουρανό και τούς έκλεψε τή Νάγια -,μέ τό Βέλο 'μέσ’ από τά χέρια τους είναι ό Ζορρό της Ζούγ κλας, γιατί, βγαίνοντας έξω άπό τον ναό γεμάτοι φρίκη καί δέος, είδαν τό καταπλη κτικό, αθόρυβο ελικόπτερό του νά στέκεται μετέωρο στον ηλεκτρισμένο αέρα, πάνω α πό τον ναό(*). Ξαναγύρισαν λοιπόν μέσα, ουρλιάζοντας μανιασμένοι άΔ 6\οζ:~ ζ τό προηγούμενο τεύχος: «Τό '^υατ :<6 τού ναού των ’Ί νκας».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. Ο
4
πό την τρομερή λύσσα τους νά χάσουν τόσους αιχμαλώ τους μέσ" άπ3 τά χόρια τους. . .'Ωστόσο στον ναό δέν βρί σκεται πια παρά μονάχα ό "Αγριόγατος. 'Ο απαίσιος δολοφόνος/ δεν έχει φύγει μαζί μέ τούς άλ λους πού βρίσκονται ήδη στο έλικόπτερο τού Ζορρό τής Ζούγκλας. Ό μασκοφόρος Τιιμωρός δεν τον πήρε μαζί του, μόνο τού έλυσε τά χέρια, δίνοντάς του την ευκαιρία, άν είναι ι κανός, νά γλυτώση τό μοιραίο τέλος.... Γι3 αυτό λοιπόν ό κακούρ γος ρίχνεται μ3 δση δύναμι έχει στά πόδια του, προς τό σκοτεινό βάθος τού ναού. Μόνο από κεΐ μπορεί νά ψύγη γιά την ώρα, άσχετο άν δεν ξέρη πώς υπάρχουν υπό γεια πού αρχίζουν άπ3 αυτό τό μέρος καί συγκοινωνούν μέ την αρχαία Ίκοντάμα... Πίσω του ό ναός έχει γεμίσει· μέ τό πλήθος των αίμοβόρων ιερέων των "Ίνκας, πού από γενεά σέ γενεά παραδίδουν σ3 αυτό τό μυστικό μέρος, τη θρησκεία των «χρυσών θεών» τους. Ό "Αγριόγατος καταλα βαίνει πώς δέν ύπάρχη περίπτωσις νά τούς κρυφτή. Είναι τόσοι πολλοί/ πού, ό που καί νά χωθή, κάποιος θά τον άνακαλύψη. Ό Υδιος ό ληστής όμως α νακαλύπτει ξαφνικά κάτι άλ λο κα'ι τά μάτια του αστρά φτουν από χαρά: Καθώς μέ τό τρέξιμο τά
ΖΟΡΡΟ χέρια του χτυπούν στά πλευ ρά του, αγγίζει τή λαβή τού πιστολιού του πού κρέμεται στή θήκη του! Οί ίερεΐς "Ίνκας, όταν τον έπιασαν και τον έδεσαν, δέν τού είχαν άφαιρέσει τό πιστό λι του, γιά τον άπλούστατο λόγο ότι οί πρωτόγονοι αυτοί άνθρωπο δέν έχουν ξαναδή ποτέ πιστόλια στήν κρυμμό νην από τά μάτια τού κόσμου αυτή κοιλάδα πού ζούν και δέν μπορούσαν νά φανταστοΰ πώς είναι δυνατόν νά ύπάρχη ένα τέτοιο όπλο. Ούτε μπορούν νά βάλουν μέ τό μυαλό τους πώς είναι δυ νατόν νά ύπάρχη ένα τέτοιο όπλο. Ό "Αγριόγατος πάλι δέν είχε καν ελπίσει ότι ήταν δυ νατόν νά μήν τον αφοπλίσουν καθώς τον αιχμαλώτισαν. 'Όπορς λοιπόν τώρα αγγί ζει τό πιστόλι του, μιά άγρια χαρά γεμίζει τό στήθος του. Αρπάζει τό περίστροφο καί μανιασμένος στρέφεται προς τό μέρος τών ιερέων πού τον κυνηγούν. Είναι καιρός. Οί "Ίνκας, πού ξέρουν πο λύ καλύτερα άπ" αυτόν τον ναό τους, έχουν κερδίσει δρό μο τρέχοντας στά σκοτεινά καί έχουν φτάσει πολύ κοντά του, τήν ώρα πού ό ληστής έχει κι·3 εκείνος φτάση μπρος σ" ένα σκοτεινό άνοιγμα πού δέν ξέρει πού οδηγεί... Αευκοί άφροί έχουν γεμί σει τό στόμα τού κακούργου από τή λύσσα. Σηκώνει τό χέρι του καί πυ-
•ροβολει ^ τρεις φορές ιμέσα στον σωρό των αί μοβ όρων ϊερεών. Κραυγές πόνου και φρίκης ξεσχίζουν τον αέρα καί σκε πάζουν για μια στιγμή την τρομακτική βοή τής καται γίδας, πού αντηχεί ώς εδώ μέσα μ* ένα άνατριχιαστικό μεγαλείο. Τρεΐς ίερεΐς σωριάζονται σπαράζοντας στο πέτρινο δά πεδο μπροστά στα πόδια των ;άλλων και τούς εμποδίζουν νά προχωρήσουν, ενώ ό Α γριόγατος γυρίζει καί μπαί νει στο σκοτεινό άνοιγμα. Κραυγές τρομερής λύσσας όακούγονται άλλη ,μιά φορά. Οί υπόλοιποι ίερεΐς σκύβουν επάνω από τούς χτυπημένους και δέν μπορούν νά καταλάτ βουν τί έχουν πάθει· καί πώς είναι δυνατόν νά μην άναΉ·νέουν% Καθώς ψάχνουν τά κορμιά Τους μέ θανάσιμη έκπληξη τά χέρια τους γεμίζουν αίματα καί οί καρδιές τους γεμίζουν μέ ιερό τρόμο. "Έχουν δη καί τίς γλώσσες τής φωτιάς πού τινάχτηκαν άπό τό χέρι τού κακούργου καί σιγουρεύονται δτι έχουν νά κάνουν μέ ένα τρομερό Όν πού μπορεί άπό μακρυά νά σκορπίζη τον θάνατο καί πού δέν είναι δυνατόν αυτοί νά τά βάλουν μαζί του. Κανείς δέν τολμάει νά τρέ ξη πίσω του στο σκοτεινό ά νοιγμα. αναποφάσιστοι Στέκουν καί στο μεταξύ αυτό άπό πί σω άπό τό άνοιγμα ό κακούρ
γος 8Αγριόγατος κερδίζει δρόμο.,.. Έχει βρεθή σε μιά υπό* γεια σήραγγα πού δσο πάει άνηφορίζει καί πού ό σατανυ κός δολοφόνος δέν μπορεί & κάμα νά φανταστή που είναι δυνατόν νά όδηγή. Τό μόνο πού καταλαβαίνει για τήν ώρα, είναι πώς δαο τρέχει ^ τόσο απομακρύνεται άπό τούς διώκτες του καί αυ τό, φυσικά, είναι τό σπουδαι ότερο πού τον ενδιαφέρει... Καί ή στοά μέσα στήν ό ποια έχει βρεθή δέν πηγαίΐνει ολόισια. "Έχει πολλές διακλαδώ σεις κι" άλλοτε άνηφορίζει κι" άλλοτε κατηφορίζει. Τό έδαφος κάτω είναι σκληρό καί πετρώδες καί τό τρέξιμο μέσα στην απόλυτη σκοτεινιά είναι επικίνδυνο, γιατί, άν πέση, μπορεί νά σκίση δλο του τό κορμί στα μυτερά βράχια πού ξεπετουν σαν μαχαίρια στά τοιχώματα καί στο έδαφος... Ωστόσο ό "Αγριόγατος αυτόν τον κίνδυνο ούτε καν τον συλλογιέται καί μόνο τρέ χει δσο μπορεί γρηγορότερα για νά όπτοφύγη τή σύλληψί του ^άπό^ τούς τερατόμορφους ίερεΐς τών "Ίνκας. Τιά ώρες ολόκληρες βαδί ζει^ χωρίς νά ξέρη που θά φτάση καί πότε θά φθάση. Ούτε βάζει μέ τον νοΰ του πώς, άν βάδιζε π ιό ψύχραιμα καί υπολογίζοντας καλύτερα τον προσανατολισμό του μέ τίς διάφορες στροφές πού παίρνει, θά έπρεπε ήδη νά εί*
φτάσει στην αρχαία Μκ,οντάμα... Μόνο στο τέλος, ττού νοιώ θει ξαφνικά τις δυνάμεις του νά λ ι γοστεύουν τρομερά καί δτι δεν μπορεί πια νά βαδίζη τόσο γρήγορα, στέκεται και στήνει τό αυτί του για νά άκούση αν τόιν κυνηγούν ακόμα οι εχθροί του. , Δέν έχει ,καμμιά αμφιβο λία δτι θά τον κυνηγουν. Λεν ξέρει πώς οί 'Ίνκας έ χουν τρομάξει τόσο πολύ ιμέ τό πιστόλι του/ τό όποιο τό θεώρησαν ώς όπλο υπερφυσι κό.. 5Ακούει τον απόμακρο ήχο από τις βροντές που σέρνον
ται στον ούρανο ιμέ Τήν κα* ταιγίδα ικιαί δέν έχει άμφιβ<> λία πώς είναι οί "Iνικάς πού τόν_ κυνηγούν ακόμα. -εκινάει και πάλι ιμέ γουρ λωμένα από τη φρίκη μάτια και βαδίζει παραπαί όντας καί κινδυνεύοντας σέ κάθε του βήμα νά πέση κου νά τσακι στή στά μυτερά βράχια. Κάποτε όμως ό άέρας άρ χιζε ι νά καθαρίζη ^άπως πε ρισσότερο. Μιά ευχάριστη υγρασία χτυπάει τά ρουθούνια του. Ή καρδιά του χτυπάει δι) νατά καθώς ή ελπίδα γεννιέ ται μέσα σ’ αυτήν... Γυρίζει ολόγυρα σάν φυ-
Ρίχνει τρεις άπανωτούς πυροβολισμούς στο σωρό.,.
λακισμένο θηρίο, για να 6εβαιωθή άπό ποιά μεριά τής υπόγειας στοάς έρχεται ή .μεθυστική αυτή μυρωδιά του υπαίθρου... Νομίζει ότι στο βάθος δια κρίνει κάποιο αδιόρατο φως. Με μιά ζωώδη κραυγή θρι άμβου ρίχνεται προς τά ε κεί. Καί πραγματικά, στον διανύη μερικές δεκάδες μέτρα α κόμα, το *φώς φαίνεται πια καθαρά. Ή χαρά τής σωτηρίας τον κάνει νά ξεχάση τήν τρομερή του κούρασι πού ώς τώρα τον έκανε νά τρεκλίζη... ^ Χύνεται προς τά έξω μέ άπίστευτη ζωντάνια.
Ό υπόγειος δρόμος του ξα φνικά αρχίζει νά φαρδαίνη καί γίνεται μιά πελώρια /μισό σκοτεινή στοά, πού στην ά κρη της υπάρχει τό γκρίζο άνοιγμα πού βγάζει στή ζούγκλα καί πού έχει αυτό τό θαμπό καί μουντό χρώμα, ε πειδή ή καταιγίδα μαίνεται ακόμα στο πράσινο βασίλειο. Ό άνεμος σφυρίζει μέ τρο μακτική δύναμι ανάμεσα στά αιωνόβια δέντρα καί απειλεί νά τά ξερριζώση ολόκληρα καί νά τά σηκώση μαζί του ψηλά, μέ τήν ακατανίκητη ορ μή του... "Όλα τά θηρία έχουν κρυ φτή τρομαγμένα στίς φωλιές τους κι* δσα δεν έχουν φωλιές
I -^·>·ι* ι! · 1*<ί·>1ί ιΐ ίΐιίι
που νά μπορούν νά τούς έγγυ ήθούν απόλυτη ασφάλεια, έ χουν φύγει για μακροά έδώ και πολλές ήμερες, καθώς το αλάθητο ένστικτό τους τά έ χει ^ειδοποιήσει για τη θεο μηνία πού θάρχόταν... Ό Αγριόγατος με μια με γάλη κραυγή θριάμβου, χύνε ται στο μεγάλο άνοιγμα τής σπηλιάς καί βγαίνει στη μα νία τής θύελλας, χωρίς νά τον ένδιαφέρη πού μέσα σέ μια στιγμή γίνεται μούσκεμα καί πού ό άγριος αέρας του μα στιγώνει αλύπητα τό πρόσω πο... ^'Κυττάζει μέ μια πρωτοφα Ίλή έκπληξι γύρω του. Τό μέρος είναι ανοιχτό. Δεν είναι ή ζούγκλα όπως εΐχε υποθέσει μόνος του. Δεν υψώνονται τά αιωνό βια δέντρα έξω άπό την σπη λιά εκείνη μέ τις δαιδαλώδεις/ υπόγειες στοές... Έδώ είναι ή Ίκοντάμα! Είναι ή αρχαία πολιτεία πού είχε ανακαλύψει μετά α ϊτό πολλούς κόπους καί μό χθους κι5 άπ' όπου χρειάστη κε τίς γνώσεις τού καθηγητου Τζένκινς γιά νά φτάση ώς τον ναό των 'Ίνκας μέ τίς χρυσές θεότητες... Ό τρόπος δμως^πού έφτα σε κόντεψε νά του στοιχίση τη ζωή, γιατί αναγκάστηκε νά μπή ολομόναχος σ’ εκείνον τον ναό πού τον κατοικούν οί φοβεροί ιερείς των αρχαίων ινδιάνων. Γιά μερικά δευτερόλεπτο έχει μείνει ακίνητος καί κυττάζει παντού, χωρίς νά μπορή
νά πιστέψη πώς δεν όνειρεύ^ εται... Τό στόμα του άνόιγοκλε{νει καί χωρίς νά τό καταλα βαίνει μονολογεί σαστισμέ νος : — Ή Ίκοντάμα!... Βρί σκομαι στην Ίκοντάμα!... Αυτή ή σπηλιά οδηγεί κατ' ευθείαν στις χρυσές θεότητες. Δεν έχω πιά ανάγκη τον Τζένκινς!... Δέν έχω πιά ανάγκη κανέναν!... Μόνος μου θά φτάσω άλλη μια φορά στον ναό!... Μόνος μου θά έπισκε φθώ τά ολόχρυσα αγάλματα τή δεύτερη φορά!... Μόνος μου άλλα μ’ έναν ολόκληρο στρατό γιά νά εξοντώσω ό λους αυτούς τούς ηλιθίους Ιν διάνους πού παρά λίγο νά μέ στείλουν στον άλλο κόσμο! Ό θρίαμβος φουσκώνει σι γά - σιγά, ολοένα καί περισ σότερο μέσα στη σατανική καρδιά του. Σαν τρελλός αρχίζει νά τρέ χη καί ^ νά χοροπηδάη ολό γυρα στά χαλάσματα τής αρ χαίας ινδιάνικης πολιτείας, ενώ ή καταιγίδα τον χτυπάει άλύπητα στο πρόσωπό καί σ’ όλο του τό κορμί. λ Ό Αγριόγατος όμως δέν τής δίνει σημασία... Αψηφάει στον θρίαμβό του όλα τά στοιχεία τής φύσεως... Τά μάτια του λάμπουν σάν τού τρελλοϋ άπό τή χαρά καί τήν_ απληστία... -αφνικά στέκεται άνεβασμένος πάνω σέ μια παμπά λαια κολώνα, πού έχει άντ ιαπαθή καί σέ πολλές άλλες
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ παρόμοιες θύελλες ως σήμε ρα από τό βάθος των χρόνων... Τραβάει τό πιστόλι του και τό ικυττάζει <μέ βλέμμα πού άστράφτει τρομακτικά... "Υστερα ξεσπάει σ3 ένα σαρδόνιο, υστερικό γέλιο και γυρίζει τό κεφάλι προς τον ολόμαυρο ουρανό, πού τον αύλακώνουν λευκές άστραπές σαν νά «μην είναι ·μέρα παρά κανονική νύχτα... — 3Ά... Ζορρό τής Ζούγ κλας !, βρυχάται μέ τρομερή φωνή. Μ3 ελευθέρωσες καί μ* άφησες νά ζήσω, ενώ μπο ρούσες νά μ3 εγκατάλειψης στά χέρια εκείνων των σατα νάδων!... "Έννοια σου λοιπόν καί θά βρής τή δίκαια άνταμοιβή σου γι3 αυτή σου τή χριστιανική πράξι!... Θά σε σκοτώσω, Ζορρό, για νά σ3 ευχαριστήσω! Ναί!... Θά σέ σκοτώσω μ5 έτούτο έδώ τό πιστόλι και μέ τό ίδιο μου τό χέρι!... Θά πεθάνης! ...Θά πεθάνης!... Δεν μπορεί νά συνέχιση περισσότερο γιατί τά γέλια του τραντάζουν ολόκληρο τό κορμί του και τον κάνουν νά πνίγη ξαφνικά στον βήχα... Μ3 δλ’ αυτά επιμένει νά γελάη ασταμάτητα έκεΐ πάνω στήν κολώνα του, με τό όπλο τού θανάτου στο δολοφονικό του χέρι, ώσπου μιά στιγμή, ένας εφιαλτικός κρότος άκούγεται, σάν νά σκάη ό ουρα νός και νά χωρίζεται σέ δυο κομμάτια... Μιά ολόλευκη πυρακτωμέ νη Ακανόνιστη γραμμή -— τό
9 Χέρι τού Θεού — ξεκινάει α πό ιμέσα από τό μαύρο Διά στημα και ρίχνεται βροντερά προς τή γη... Τό δάκτυλο τής Θείας Δι καιοσύνης έχει σημαδέψει κα λά τον "Αγριόγατο, επάνω στήν όρθια κολώνα, στά ερεί πια τής Ίκοντάμα... Ό κεραυνός τον χτυπάει στο χέρι πού κρατάει τό πι στόλι και ιμέσα σέ χιλιοστά τού δευτερολέπτου ό φοβερός ληστής θρυμματίζεται καρ βουνιασμένος και χάνεται σάν νά έσβυσε άξαφνα στον άέρα!... Ή θύελλα εξακολουθεί γιά πολλή ώρα ακόμα νά λυσσομανάη επάνω άπό τήν απέ ραντη, παρθένα ζούγκλα... Είναι τρομερά οργισμένες σήμερα οΐ αόρατες Δυνάμεις πού κυβερνούν τό Σόμπαν. Ό Περέθ επιστρέφει... Μ ΕΧΑΣΑΜΕ όμως τον σενιόρ Περέθ, διοικητή τής άστυναμίας τής 3 Αθ ιόντα ντέλ Σολ, σέ μιά πραγματικά πο λύ δυσάρεστη θέσι: Μάχη σ πάμε ίνει μέ ένα πιστόλι στο χέρι καί νά κυττάζη σάν ηλί θιος, μιά ψηλά στον ουρανό καί μιά κάτω στή γή, μπρο στά στά'πόδια του. Δέν μπορεί όμως νά διακρί νη τίποτα, ούτε στήν πρώτη κατεύθυνσι ούτε στή δεύτερη. Καί ή διαδικασία αυτή κρατάει αρκετή ώρα. Τόση τουλάχιστον, δση
ΖΟΡΡΟ
ιυ χρειάζεται για νά τον πλησι άσουν δυο από τούς άντρες του, χωρίς εκείνος — μες στην απελπισία του — νά τούς έχη πάρει καθόλου εϊδησι. Τον παρατηρούν πού ψά χνει «μια στα ύψη και μιά κάπ τω, με γουρλωμένα τά μάτια και γουρλώνουν και εκείνοι τά δικά τους άλλα τόσα. Κυττάζονται μεταξύ τους κι’ άνασηικώνουν τούς ώμους αμήχανα. . Ξανακυττάνε και τον χον τρά - Περέθ. Ό ένας δεν άντέχει στο τέλος και ρωτάει:
— Χάσατε τίποτα, σενιόρ; Ό αστυνόμος αναπηδάει έντρομος γιατί δεν τούς είχε ακούσει καθόλου πού πλησί αζαν καί, όπως γυρνάει με τό πιστόλι στο χέρι, παρά λίγο νά άψήση στον τόπο τον ένα τουλάχιστον από τούς δυό τους. "Ομως τη γλυτώνουν και οι δύο άπό τρίχα. — "Αν έχασα τίποτα, η λίθιοι!, μουγγρίζει ^μανια σμένος. Καί βέβαια έχασα! 1 Ολόκληρος Ζορρό βρισκόταν αυτή τη στιγμή έδω πέρα! Οί άντρες του κυττάζονται σαστισμένοι.
Αρχίζουν νά κατεβαίνουν
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
— Και τώρα πού βρίσκε ται, σενιόρ; Δύσκολη, τρομερά δύσκο λη έρώτησι για τον κακομοί ρη τον Περέθ, πού δεν έχει την άπάντησί της. Άνασηκώνει κΓ εκείνος ·μέ τη σειρά του τούς ώμους. — 9 Ηταν εδώ πέρα! / γρυιλ λίζει με πείσμα σαν μικρό παιδί πού του πήραν τό παι χνίδι του. Καί δείχνει με τό δάχτυλο τον λάκκο πού υπάρχει μπρο σ,τά στα πόδια του καί πού πριν ελάχιστα λεπτά τής ώ ρας βρισκόταν τό δόκανο καί μέσα στο δόκανο ό Ζορρό τής Ζούγκλας!
11
— Τί ήταν έκεΐ πέρα, σενιάρ; — ,Ό άτιμος ό Ζορρό! — Σ τή » λ ακκ ού'β'α; — Ναί μωρέ! Στη λακκού βα ήτανε κΓ ύστερα σηκώθη κε ξαφνικά στον αέρα κΓ ε ξαφανίστηκε!... "Αν περνού σε κανένα ελικόπτερο εκείνη την ώρα, δεν θά παραξενευό μουν καθόλου... "Ομως δεν περνούσε τίποτα, διαφορετικά καί νά μην τό^ έβλεπα, θάκσυγα τον κινητήρα πού θά χα λούσε τον κόσμο... Κοπιάζονται όλοι μέ μάτια γουρλωμένα. Φοβούνται μήπως ό κακο μοίρης έχει τρελλαθή από την
Απελπισία, πού για .μια φο ρά ακόμα του ξεφεύγει ό Ζορ ρό μέσα από τα χέρια του. Στο μεταξύ πλησιάζουν και οι υπόλοιποι αστυνομικοί τής ομάδας του, που είχαν σκορπιστή να ψάξουν για τον μ ασκαφόρο έκδ υκητή. Παρακολουθούν κι’ αυτοί την παράξενη σκηνή ;μέ την ίδια τρομερή εκπληξι πού τό έκαναν και οι συνάδελφοί τους. "Ενας τους λέει: — Γιά νά πώ τήν αλήθεια κι* εμένα ιμοΰ φάνηκε μια στι γμή πώς εΐδα κάτι νά πετάη στον ουρανό, σενιόρ Περέθ! Στήν αρχή τό πήρα γιά ελι κόπτερο, ασφαλώς όμως θά γελάστηκα, γιατί δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο!... Ό Περέθ τον άγριοκυττάτ ζει. — Καί άν δεν ήταν έλικό πτερό, τί άλλο φαντάζεσαι πώς μπορεί νά ήταν; μουγΥρίζευ λ—- "Ίσως νά ήταν ή... ψυχή τής θείας μου τής Ματθίλδης/ σενιόρ! Ό χοντρο-άστυνόμ ος κον τεύει νά πάθη συγκοπή από τό κακό του ιμ* αυτά πού α κούει. Διατάζει τούς άντρες του μέ .μανιασμένες* κραυγές άλ λη- ιμιά φορά νά ψάξουν γιά τον μασκοφόρο Εκδικητή. Τού κάκου όμως ψάχνουν παντού, γιατί ό Ζορρό τής Ζούγκλας έχει φτερουγίσει·, δπως γνωρίζει ήδη ό αναγνώ στης. Ό Περέθ έχει τελείως ά-
πογοητευθή καί συλλογίζε ται συγχρόνως οτι έχει άπομακρυνθή πάρα πολύ άπό τό σημείο πού άφησαν τό ελι κόπτερό τους καί θά χρεια στούν ώρες όλάκληρες πορεί ας ώσπου νά ξαναγυρίσσυν σ3 αυτό. Σκέπτεται τήν όμορφη κό ρη του Ροζίτα, πού τήν έχουν αφήσει νά περιιμένη στο αύτόγυρο. Είναι βέβαιος πώς ή ^Ρο ζίτα θάχη ανησυχήσει τόσες πολλές ώρες πού λείπουν^ καί ετσίι αγοροκόριτσο πού είναι, δεν θά τόχη γιά πολύ, νά κά νη καμμιά τρέλλα καί παρα κούοντας τίς διαταγές του, νά φύγη άπό τό έλ ικόπτερο καί νά χωθή στή ζούγκλα ψάχνον τας νά άνακαλύψη τον πατέ ρα της! Τρελλός τρόμος γεμίζει τήν ψυχή του σ3 αυτή τήν ι δέα, γιατί όπως είναι καί φυ σικό ό αγαθός στο βάθος τής καρδιάς του Περέθ, λατρεύει κυριολεκτικά τήν κορούλα του. Στα τελευταία λοιπόν, κα ταλήγει στην άπόφασι νά γυρίση πίσω στο «μέρος πού ά φησαν τό αύτόγυρο, έστω κι* άν θά επιστρέψη εντελώς ά πρακτος/ αφού καί τον καθη γητή Τζένκινς ακόμα πού τον βρήκε, τον ξανάχασε! Βάζει τίς φωνές καί αρχί ζει καί τά σφυρίγματα μέ μιά μεγάλη σφυρίχτρα πού βρί σκεται στην τσέπη του καί κρέμεται διαρκώς άπό ένα χα κί κορδόνι. Σέ λίγα λεπτά οΐ άντρες του έχουν όλοι συγκεντρωθή.
13
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό Περέθ μέ βροντερή φω νή τούς δίνει το πρόσταγμα νά πάρουν τον δρόμο τής ε πιστροφής. - εκ ινουν. Πρώτος - πρώτος πηγαί ο χοντρο - Περέθ καί, δ α προχωρεί, τόσο περισσότε ρο άδηιμονεΐ νά φτάση στό μέ ρος πού βρίσκεται ή Ροζίτοο καί βιάζει όλο καί πιο πολύ τό βήμα του. 'Όμως ή άπόστασις είναι ,μεγάλη καί ή πορεία μέσα στην παρθένα ζούγκλα του Αμαζόνιου πολύ δύσκολη — εξαντλητική ώρισμένες φο ρές... Σέ λίγο μάλιστα ,μαζεύον ται καί ολόμαυρα σύννεφα πά νω στον ουρανό. Πλησιάζει .μια. από έκεΐνες τις τρομερές θύελλες, πού α πειλούν νά ξερριζώσουν ο λόκληρο τό απέραντο δάσος ,μέ τή μανία τους.. Ξαφνικά πάνω από τά κε φάλια τους άκούγονται σπα ρακτικές, υστερικές κραυγές... Καθώς σηκώνουν τά ιμάτια, άντίικρύζουν κοπάδια ολόκλη ρα άπό λογής - λογής που λιά τού Άμαζσνίου, πού φεύ γουν ρακρυά κρώζοντας κα τατρομαγμένα... λ . Οι άνδρες τού Πέρεθ χλω,μιάζουν άπό τον φόβο τους. Οί καρδιές σφίγγονται. Γνωρίζουν πολύ καλά όλοι τους τί σημαίνει νά βρεθής ανυπεράσπιστος μέσα στή ζούγκλα, σέ ιμιά τέτοια θεο μηνία σάν αυτή πού πλησιά ζει... Καί όλο βιάζουν τό βήμα
τους για νά φτάσουν στό έλικόπτερο αλλά ή θύελλα πλη σιάζει ιμέ τρομερή ταχύτητα καί σιγουρεύονται στό τέλος οτι δέν θά προλάβουν. Ό άνεμος λυσσομανά καί ουρλιάζει άγρια ανάμεσα στά φυλλώματα. Οί κορυφές τών πανύψηλων δέντρων λυγίζουν νικημένες άπό τήν ορμή του καί λές δτι στό τέλος θά αγγίξουν τό έ δαφος... Οί καταρράκτες τού ουρα νού άνοίγουν ξαφνικά πάνω άπό τά κεφάλια τους καί τούς λούζουν. Ό Περέθ σταμάτησε άγκο μ αχώντας. Θά μείνουμε σ3 αυτό τό μέρος πού οί κορμοί τών δέντρων είναι χοντροί καί πυκνοί, λέει άποφασιστικά. 'Έτσι κΓ άλλοιώς καί νά κα ταφέρω με νά φτάσουμε στό ελικόπτερο, δέν θά μπορέ σουμε νά απογειωθούμε μ* αυτή τή θύελλα πού θά μάς τσάκιση άμέσως... Θά περι μένουμε νά περάση ό χαλα σμός... Έδώ θά βρισκόμαστε σέ άσφάλει/α... Ό Θεός νά προφυλάξη τή ιμικρή μου Ροζίτα!... Θύελλα.... ι Ο ΥΠΕΡΟΧΟ καί εντελώς άθόρυβο ελικόπτερο τού Ζορρό τής Ζούγκλας άπομακρύνεται ιμέ μεγάλη τα χύτητα άπό τό μυστικό εκεί νο ρέρος τού παρθένου δά σους, δπου είναι χτισμένος ό αρχαίος ναός τών Ηνκας, μ|
ΖΟΡΡΟ
14 τις χρυσές, ινδιάνικες θεότη τες... Επιβάτες του είναι ό ίδιος ό Ζορρό τής Ζούγκλας, ή πα νέμορφη Νάγια μέ τό Βέλο, ό Έλ Ρέϋ ό βασιλιάς τής Ζούγ κλας, ό καθηγητής Τζένκινς καί ό ανεκδιήγητος βοηθός του Ζορρό, ό θρυλικός Πάντσο Γίγαντας! Υπάρχει δηλαδή απαρτία καί είναι ή πρώτη φορά πού τό Μαύρο Πουλί σηκώνει τό σους πολλούς επιβάτες. 'Ωοτόσο ή θεοιμηνία έχει ξεσπάσει τρομακτική πάνω από τήν απέραντη ζούγκλα. Είναι φανερό πώς ή πτήσις του αύτόγυρου είναι τρο μερά επικίνδυνη καί πώς θά-
ναι σαν αυτοκτονία άν προσ παθήσουν νά φτάσουν μακρυά... Ό Ζορρό τής Ζούγκλας κυττάζει κιόλας κάτω από τά πόδια του για νά βρή ένα ιμέρο^ πού νά προσγείωση τό σκάφος. Καθένας από τούς επιβά τες του βασανίζεται καί από διαφορετικές σκέψεις... Ή Νάγια σκέπτεται τον τρομακτικό κίνδυνο πού δια τρέχει. ^ Συλλογίζεται. άτι> ό πατέ ρας της μπορεί νά εχη φτά σει κιόλας στο ,μέρος πού άφησαν τό ελικόπτερό τους καθώς δεν θά τήν βρήκε έκεΐ, νά ψάχνη τώρα μέσα στή
Σερσέ λά φάμ!# τσιρίζει ό Πάντσο Γίγαντας,
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
Πηδουν έτσι από δέντρο σέ δέντρο.
ζούγκλα για νά την άνακαλύψη. Πώς θά μπόρεση σέ μια τέ τοια περίπτωσι νά κοοταφέρη νά μην άποκαλυφθη τό 8ανάσιμο μυστικό της, δτι αυτή ή ίδια, ή κόρη του αστυνόμου Περέθ, είναι καί ή θρυλική Νάγια με τό Βέλο, πού ό πα τέρας της τήν κυνηγάει εδώ και πολύν καιρό νά τή συλλα βή; Καί ή νέα ξέρει πολύ καλά δτι ό Περέθ είναι άνθρωπος του καθήκοντος. Ξέρει πώς. αν άνακαλύψη τήν τρομερή αλήθεια, δέν θά διστάση νά συλλαβή και νά όδηγήση στο εκτελεστικό α
πόσπασμα τήν ίδια τήν κόρη του, έστω καί άν πρόκειται μετά νά αύτοκτονήση καί κεί νος ό ίδιος! "Αν τήν ρωτούσε δηλαδή κάνεις εκείνη τήν ώρα, θά έ λεγε νά πετάξουν ολοταχώς πρό>ς τό μέρος πού βρίσκεται προσγειωμένο τό ελικόπτερο του Περέθ, έστω και άν ό κίν δυνος μιας πτώσεως και ενός φρικτοΰ θανάτου θά τούς α πειλούσε στο ταξίδι τους κά θε στιγμή. . . "Αλλα πράγματα εντελώς στριφογυρίζουν μές στο μυα λό τού γιγαντόσωμου Έλ Ρέϋ, πού κάθεται σέ μια ά κρη χωρίς νά μιλάη καθόλου,
16 μέ τό βλέμμα ταυ χαμένο στο κενό. &* ·
Μιισεΐ θανάσιμα τον Ζορρο τής Ζούγκλας, άλλα είναι καί απαρηγόρητος συγχρό νως, γιατί του χρωστάει γιά άλλη μια ψορά τή ζωή του καί επομένως δεν μπορεί νά του κάνη κακό... Μισεί θανάσιμα τή Νάγια μέ τό Βέλο, άλλα δέν μπορεί οϋτε νά σκεφθή νά την άγγίξη αφού καταλαβαίνει πώς ή κοπέλλα άγαπάει τον Ζορρό καί αυτός χρωστάει στον Ζορρό τή ζωή του... 5Από την άλλη τον βασανί ζουν συνεχώς τά μυστηριώδη γεγονότα που γεμίζουν τή ζωή του. Τό μυαλό του γυρίζει... Κινδυνευείι νά τρελλαθή καί είναι καί καταδικασμένος σε άπραξία, που του φέρνει α πελπισία άκόμα μεγαλύτερη. Γι·ατί ό γιγαντόσωμος βα σιλιάς τής ζούγκλας είναι δί καιος καί τίμιος. Δεν θά δε χτή ποτέ νά βλάψη τον ευ εργέτη του. Προτιμάει νά βασανίζεται1 ό ίδιος καί αυτό, μέσα στο πρωτόγονο σχεδόν μμαλό του, γίνεται ιμιά τιτάνια πάλη χω ρίς τέλος... "Οσο γιά τον καθηγητή Τζένκινς, αυτός δέν έχει καμμιά ανησυχία. "Εχει αποκτήσει άπόλυτη εμπιστοσύνη στον Ζορρό τής Ζούγκλας/ πού τον έχει σώ σει τόσες φορές από δυσκο-
ΖΟΡΡΟ λώτερες στιγμές. Δέν φοβάται καθόλου τή θύ ελλά, ίσως καί επειδή δέν γνω ρίζεΐν ακριβώς τήν έκτασί της καί τήν τρομακτική της δύ~ ναμι. Αυτός όλη τήν ώρα θαυμά ζει τό κάθε τι. Θαυμάζει τό άθόρυβο αυ τό θαύμα που είναι τό ελι κόπτερο του Ζορρό καί είναι ένα τελειότατο μηχάνημα που του ερεθίζει τήν επιστημονι κή του περιέργεια... Τέλος, γιά νά φτάσουμε καί στον πέμπτο επιβάτη τού Μαύρου Πουλιού, ό κακομοί ρης ό Πάντσο Γίγαντας δέν αισθάνεται καθόλου καλά. Τά ματάκια του μιά γουρλωμένα άπό τήν τρομάρα καί μιά βασιλεύουν σάν νά πρό κειται νά λιποθυμίση άπό στιγμή σέ στιγμή. Δέν τολμάει1 δμως καί νά λιποθυμίση τελειωτικά, γιατί λαχταράει μέ τή σκέψι τού τί μπορεί νά συμβή μετά, κα θώς βρίσκονται στον αέρα καί ή θύελλα μαίνεται. Ό Ζορρό καθώς ψάχνει γιά νά βρή μέρος νά προσγειωθή, ρίχνει καί καμμιά μα τιά στον καημένο τον φίλο του. — Τί έχεις, Πάντσο Γί γαντα; τού λέει γελαστά γιά νά τού δώση θάρρος. Δέν σέ βλέπω καλά! — "Α, κάνει εκείνος μέ πε ριφρόνηση γιατί δέν είναι δυ νατόν, βέβαια καί νά παρα δεχτή δτι φοβάται. Είναι τού φυσικού μου! "Επρεπε νά σού τοχω πή: Εμένα, ξέρεις, μέ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πειράζει ή θάλασσα! Μ3 όλο πού ή ώρα κάθε άλ λο είναι παρά αστεία, ό μα σκοφόρος Εκδικητής δεν μπο ρεΐ νά μή γελάση με την εκ πληκτική δικαιολογία πού βρήκε νά τού π ή ό Πάντσο. — Μά έμεΐς τώρα δεν βρι σκόμαστε στη θάλασσα, πα ρά στον αέρα!,.του λέει. — "Ετσι λες; τσιρίζει ό Πάντσο Γίγαντας τρομοκρα τημένος. Γιά δες λιγάκι, έξω τί... πυκνός καταρράκτης νε ρού κατεβαίνει από τον ουρα νό καί πές μου άν πετάμε στον αέρα ή άν πλέουμε σε θάλασσα ί... 5Από μιά μεριά δηλαδή, δεν έχει καθόλου άδ'κο ό κα κομοίρης ό ΠάντσοΠγσντας. Καί μάλιστα τό ταξίδι έ χει αρχίσει και γίνεται πρα γματικά οδυνηρό, γιατί κα θώς τό ηλεκτροκίνητο σκάφος μπαίνε ι^μέσα σε περιοχές η λεκτρικών εκκενώσεων από τούς κεραυνούς, παθαίνει βρα χυκυικλώματα καί χάνει άποτόμως πολλές δεκάδες μέ τρα από τό ύψος του, γιά νά ξανανέβη αμέσως πάλι, ύ στερα από έναν επιδέξιο χει ρισμό τού Ζορρό τής Ζούγ κλας, και νά ξαναπέση κα αμέσως σχε θώς θά βρεθή δόν, σέ καινούργια ηλεκτρική έκκένωσι... Ό Πάντσο Γίγαντας δεινοπαθεΐ. -Κοντεύουν νά τού βγουν τά άντερά του.^ — Δεν είναι διασκέδασι αυτή!, τσιρίζει κάθε τόσο. Φέρε μου ληστές νά σού τούς
17 ξεπαστρεύω δέκα - δέκα!... Φέρε μου θηρία νά τά δαγκώ νω στον λαιμό! Φέρε μου κρο κοδείλους νά τούς γδέρνω ζων τανούς και νά κάνω μέ τό δέρμα τους πέδιλα!... "Ομως μέ τή θύελλα πώς νά τά βάλω σέ παρακαλώ, όταν μάλιστα μέ πιάνει καί ή θάλασσα; — Υπομονή!, του λέει ό Ζορρό τής Ζούγκλας πού τον λυπάται. — Τί υπομονή; τσιρίζει ό Πάντσο Γίγαντας υστερικά. Νά είχες τουλάχιστον καί καμ μιά... δραμαμίνη! Ό Ζορρό όμως δέν του α παντάει αυτή τή φορά. Κάτω από τά πόδια τους, μέσα στή φοβερή ομίχλη καί τήν κοσμοχαλασιά/ σάν νά τού φαίνεται πώς διακρίνει ένα μεγάλο πλάτωμα, μέσα στο όποιο δέν υπάρχουν δέν τρα καί μπορεί νά προσγείω ση τό Μαύρο Πουλί. Χωρίς νά διστάση άρχίζη νά έλαττώνη τό ύψος του, κρατώντας μέ τό ατσαλένιο του χέρι τό πηδάλιο, γιά νά μήν^ άφήση καμμιά απότομη πνοή τού τρομερού άνεμου νά πρτάξη τό σκάφος έπάνω στά δέντρα καί νά τό συντρίψη.,, "Ολοι καταλαβαίνουν πώς τό ταξίδι τους έχει, πάρει τέ λος καί παρακολουθούν μέ κομμένη τήν αναπνοή τήν κρί σι μη κάθοδο. Δέν είναι καθόλου εύκολη ή προσγείωσις, έστω κΓ άν τό ελικόπτερο υπό άμαλάς συνθήκας, δέν* έχει παρά νά κατέβη σιγά - σιγά καί ν3 ά-
8
ΖΟΡΡΟ
Ί σφαίρα βρίσκει σχοινί...
τό φυτικό
κουμπήση την κοιλιά του κά τω στη γη. Ή δόναμις του ανόμου εί ναι κάτι ασύλληπτο στη φαν τασία. Κάθε στιγμή που περνάει, δεν ξέρει κανείς άν τούς όδηγή στη σωτηρία ή στον θάνα το! ... Ό Πάντσο Γίγαντας κάνει προσευχές από μέσα του και τά χείλια του ανοιγοκλείνουν συνεχώς σαν να πιπιλάη καραμελλα! Τελικά νοιώθουν ένα δυνα τό τράνταγμα. Τό Μαύρο Πουλί έχει κολ λήσει στο έδαφος. Παρ’ δλ’ ^αύτά δεν μένει ακίνητο, παρά έξακολουθεΐ νά κλυδωνίζεται τρομερά. Ό αέρας ^ τό φέρνει δώθε πέρα, απειλώντας νά τό άναπσδογυρίση από στιγμή σέ στιγμή! Ό Ζορρό τής Ζούγκλας φωνάζει μ’ ολη του τή δύναπ >μι/ γιατί μόλις έτσι μπορεί νά ακουστή ή φωνή του πάνω από τό δαιμονισμένο θόρυβο πού κάνει ή θύελλα: ^ — Θά μείνω με εδώ μέσα ώσπου νά περάση ή θεομη νία... Πουθενά δεν θά είμαστε περισσότερο ασφαλισμένοι... Κανείς δεν του αποκρίνε ται τήν πρώτη στιγμή. Ό Τζένκινς κιι’ ό Πάντσο Γίγαντας, δέν έχουν φυσικά κανόναν λόγο νά μή συμφω νήσουν αμέσως μ5 αυτό πού έχει πή. Ό Έλ Ρέϋ όμως καί ή Νάγια μέ τό Βέλο, σκέπτονται τελείως διαφορετικά...
ΤΗί 20ΥΚΛΑΪ
Ό γιγαντόσωμος. βασιλιάς τής ζούγκλας σαλεύει ανήσυ χα στη θέσι του και καρφώ νει τά (μάτια του στον Ζορρο. — Έλ Ρέϋ φύγεις!, λέει με την πρωτόγονη γλώσσα του. Ό Ζορρό χλωμιάζει κάτω άττό τη μάσκα του. "Εχει άττσφασίσει να μιλήση μέ τον 3Ελ Ρεϋ σήιμερα. Νά του άποκαλύψη τό τρομε ρό μυστικό τής ζωής του. Νά του ττή πώς αυτοί οι δύο είναι δίδυμα αδέρφια, πώς τό ϊδιο αίμα κυλάει στις φλέβες τους και πώς δεν πρέπει ποτέ πια νά ξανασηκώσουν χέρι ό ένας εναντίον τοΰ άλλου... θέλει νά του πή ακόμα πολλά πράγματα... Νά τοΰ πή πώς ή μισή πε ριουσία του πατέρα τους α νήκει σ’ εκείνον καί πώς δεν έχει παρά νά έρθη στην 5Αθιέντα ντελ Σολ γιά νά πάρη αυτό πού δικαιούται... Πώς μπορεί όμως νά φάνε ρώση έστω καί τό ελάχιστο άπ5 δλα αυτά στον λευκό γί γαντα, μπροστά σ’ όλους τούς άλλους έπιβάτας του Μαύρου Πουλιού; Πώς μπορεΐ νά άποκαλύψη καί τό δικό του μυστικό καί την ταυτότητά του/ καταστρέφοντας δλα όσα έχει δη μιουργήσει καί κινδυνεύοντας καί νά βρεθή στο εκτελεστικό απόσπασμα; Τό μόνο πού ήλπιζε ήταν νά μείνουν ως τό τέλος μα ζί, ώστε όταν πέραση ή θύ ελλα καί ή Νάγια μέ τον κα-
Βλέπει άξαφνα μπροστά της τον
Περεθ!...
20 θηγητή Τζένκινς φύγουν ά πό τό αύτόγυρο, νά καυβεντιάση μέ τον αδερφό του... Βλέπει όμως τώρα μέ σφι γμένη καρδι-ά, πώς αυτός ό τελευταίος είναι αποφασισμέ νος νά φυγή... Καί βλέπε ιι τό τραμερώτε,ρο μΐσος μέσα στο άστραφτε ρό του βλέμμα καθώς τον κυτ τάζει... ? Ανατριχιάζει όλόκληρ ο ς και ή καρδιά του σφίγγεται περισσότερο από την απελ πισία. Κάνει μια τελευταία προσ πάθεια: — Έλ Ρέϋ, φωνάζει κι* αυτός γιά νά ακουστή πάνω άπό τη βοή τής κοσμοχαλα σιάς, δεν μπορείς νά φυγής μ5 αυτή τή θεομηνία!... Εί ναι τρομερά επικίνδυνο νά βρε θής στη ζούγκλα... Τά δέν τρα πέφτουν κάθε τόσο κε ραυνοβολημένα καί .μπορεί έ να άπό αυτά νά πέση επάνω σου νά σέ τσάκιση... ζέρει πώς είναι άστεΐες οί δικαιολογίες πού του λέει, ειδικά γιά τον Έλ Ρέϋ, πού είναι ό μόνος πού δεν κινδυ νεύει ασφαλώς, βγαίνοντας μ5 αυτή τή θεομηνία στο ύ παιθρο... ^ Και πραγματικά ό ξανθός γίγαντας^ φουσκώνει περήφα να τά στήθη του και μουγγρίζει .μέ περιφρόνησι: — Ζούγκλα βασίλειο Έλ Ρέϋ!... Έλ Ρέϋ δεν φοβάται Θύελλα!... Δέν φοβάται τίπο τα! ... ^ Ό ^ Ζορρό κάτι πάει πάλι νά πή γιά νά κάνη μιά τε
20ΡΡΟ λευταία προσπάθεια νά τον κρατήση. Ό λευκός γίγαντας δμο»ς δέν του δίνει καιρό. Λέει μέ πείσμα: — Έλ Ρέϋ χρωστάει ζωή του σέ Ζορρό!... Στενοχωρημένος άποκρΚ έ τσι ό μασκοφόρος Εκδικη τής: — -έχασε το, Έλ Ρέϋ!... — Έλ Ρέϋ δέν ξεχνάει ποτέ! Ζορρό έσωσε έμένα... Τώρα εγώ ελεύθερος ή όχι; — Καί βέβαια είσαι ελεύ θερος, Έλ Ρέϋ!... Ό βασιλιάς τής ζούγκλας λέει ξερά: — Τότε εσύ άνοιξης, φύ γω άπό σιδερένιο πουλί!... Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δέν μπορεί νά κάνη διαφορε τικά. ^ Μ’ όλο πού ξέρει πώς δέν είναι καθόλου εύκολο νά ξανασυναντήση τον Έλ Ρέϋ καί μ5 όλο πού ήθελε τόσο πολύ νά του άποκαλύψη ποιος εί ναι, αναγκάζεται νά,τό άναβάλλη γιά άλλη φορά. Ανοίγει την πήρτα τού κρυστάλλινου κουβουκλίου του ελικοπτέρου/ λέγοντας: ^— Είσαι ^ ελεύθερος, Έλ Ρέϋ... Μπορείς νά φυγής!... Ό Πάντσο Γίγαντας ξεφω νίζει τσιριχτά: λ— Μήν^ αρχίσετε τά «πε ράστε πρώτος», γιατί θά πουντιάσουμε!... "Αντε, ψη λέ ! Δίνε του στα γρήγορα! Τί περιμένεις; Μέ τό τρία ό ποιος δέν πέραση... καίγε ται !...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Και πραγματικά ό ΊΞΑ Ρ·έϋ καθυστερεί. Έχει σταθή για μερικά δευ τερόλεπτα μπροστά στον Ζορ ρό της Ζούγκλας. Τά μάτια των δυο ξάδερ φων έχουν διασταυρωθή σαν πυρωμέ/ες λόγχες... Στο βλέμμα του Έλ Ρέϋ λάμπει τό μίσος, αλλά μαζί και κάποια ανεξήγητη ταρα χή που νοιώθει νά τον κυριεύη ολόκληρον, καθώς τον κυττάζουν τά δυο ολόμαυρα μάτια του Ζορρό... Κάποιο πρωτόγονο συναί σθημα κατρακυλάει μέσα του καί τον αναστατώνει, γέμιζαν τας μ’ ένα παραπάνω (μυστή ριο τη ζωή του... Λύσσα τον κυριεύει ακόμα και γΓ αυτό... Αυτή ή απίστευτη γαλήνη πού χύνεται γιά μιά στιγμή στν καρδιά του άπό τή ματιά του μασκοφόρου Εκδικητή, τον κάνει τό επόμενο δευτε ρόλεπτο νά άφρίση περισσό τερο... Έκεΐνος θέλει νάχη μόνο τό ιμΐσος στήν ψυχή του γιά τον Ζορρό τής Ζούγκλας!... ΤΡτΓοτ’ άλλο... Μ’ ένα φοβερό μουγγρητό, σαν \άναι άληθινό θηρίο, δί νει μιά καί πηδάει μέσα στον χαλασμό των στοιχείων τής φύσεως... Σ’ ένα δευτερόλεπτο έχει φτάσει ως τά πρώτα δέντρα τής ζούγκλας καί χάνεται μέ σοι σ’ αυτήν,,,
21 Ό Ζορρό καί ή Νάγια έΐ Ε·Ν προλαβαίνει ό μως νά χαθή ό Έλ Ρέϋ καί ή Νάγια μέ τό Βέλο έκδηλώνει καί εκείνη την ίδια επιθυμία, μέ φωνή που τρέμει φανερά άπό την ανησυχία... — Ζορρό, λέει στον μασκοφόρο Εκδικητή, πρέπει νά φύγω... Πρέπει νά φύγω κΓ εγώ καί νά τό κάνω- μά λιστα γρήγορα, γιατί δ ιατρέ χω μεγαλον κίνδυνο... Ό μασκοφόρος Τ ιμωρός τήν παρατηρεί μέ πολύ με γάλη έκπληξη "Αν γιά τον Έλ Ρέϋ ήταν σίγουρος ότι κανέναν κίνδυ νο δεν διατρέχει; μέσα στη μανία τής θύελλας αυτής τού 5Αμαζόνιου, γιά τήν Νάγια δεν μπορεΐ νά πή τό ίδιο. — Δεν μπορείς νά φύγης! τής λέει τρομαγμένος. Θά χαθής γιά πάντα μέσα στη φο βερή άνεμοθύελλα! Κάποιο δέντρο θά πέση στον δρόμο σου καί θά σέ τσάκιση... — Δεν θά σου πώ κΓ ε γώ σάν τον Έλ Ρέϋ πώς εί μαι· βασίλισσα τής ζούγκλας καί πώς δεν φοβάμαι- τίπο τα... "Ομως κΓ άν έχω μιά ε λάχιστη πιθανότητα νά γλυ τώσω*1 μέσα σ’ αυτόν τον χα λασμό, πρέπει νά φύγω χω ρίς δισταγμό, γιατί άν μεί νω... τότε θά είμαι οριστικά χαμένη!... Ό Ζορρό καταλαβαίνει ότι δεν μπορεΐ νά τήν ρωτήση ΐϊξν ρισσότερα,
22 Ή σιωπή της θά αφορά α σφαλώς τό μυστικό τής ταυ τότητάς της, πού δεν έχει τό δικαίωμα νά την ρωτήση γι’ αυτό, πριν μόνη της νά αποφασίση κάποτε νά τού τό φανέρωση... Καταλαβαίνει ωστόσο πώς ή Νάγια πρέπει νά φύγη ο πωσδήποτε για νά μιλάη έ τσι... Μά του είναι αδύνατον νά την άφήση ολομόναχη μέσα στη μανία των στοιχείων τής φυσεως. Παίρνει την άπόφασί του γρήγορα, όπως εξ άλλου τό συνηθίζει ό μασκοφάρος Εκ δικητής: — Θά σε συνοδεύσω, όμορ φη Νάγια!, τής λέει-. — Μά δεν μπορείς, τού α ποκρίνεται με τά μάτια με γάλωμά να από την ανησυχία. Έχεις τον καθηγητή Τζένκινς νά φροντίσης και τον φίλο σου τον Πάντσο! Αυτός ό τελευταίος που ή κουβέντα τού Ζορ-ρο, τον έ χει βάλει ήδη σε καινούργιες τρομάρες ■—- γιατί μόνο κον τά του αισθάνεται ασφαλής και δεν φοβάται τίποτα — βάζει τις τσιριχτές φωνές του: — "Ακου νά σού πώ, κοκκόνα μου: Δεν με λένε σκέτο «Πάντσο»! Γιατί μού τρως τό «Γίγαντα», πού είναι- τό κα λύτερο καί δίνει· δλη τή... γοη τεία στ’ όνομά μου; Ή γυναίκα δεν δίνει ση μασία στον Πάντσο. Λέει άποφασιστικά στον Ζορρό τής Ζούγκλας:
ΖΟΡΡΟ — "Όχι!... Θά^μείνης νά προστατεύσης τους φίλους σου... Πρέπει νά φύγω μόνη μου... Ό Ζορρό ωστόσο δέν άλ λαζε ι· τις αποφάσεις του ποτέ. — 0ά έρθω μαζί σου! / τής λέει μέ τρόπο πού δέν έπ[δέχεται- άντίρρησι. Ό Πάν τσο μαζί μέ τον καθηγητή Τζένκινς θά μείνουν εδώ καί θά μέ περιμένουν... Λεν δια τρέχουν καινέ ναν άπολύτως κ ί νδυνο!... Κ Γ άν παρουσ ιαστή δ,τι δήποτε, ό ...μηχανι κός μου ξέρει νά άπογειώση τό σκάφος καί νά ξεφύγη άπό κάθε εχθρό πού θά θελήση νά τούς βλάψη!... "Έτσι δέν είναι, Πάντσο; Ό άνθρωπάκος τού άποκ ρ ίνετα ι νευρ ι ασμένος: — Εμένα ρωτάς; Έσύ σαι- τ’ αφεντικό! — Δέν σού είναι εύκολο νά βάλης αμέσως μπρος καί νά απογείωσης τό σκάφος/ μ όλ ι ς παρουσ ι-αστ ή. κ ί νδυνος γιά σένα καί για τον κύριο καθηγητή; —- Έξσρτάται! Ό Ζορρό κυττάζει ανυπό μονα τον βοηθό του. — 5Από τί έξαρτάται πά λι; ρωτάει μισοσκασμένος. — "Αν είμαι· εντάξει-, βέ βαια, θά /μπορέσω!, του λέει ό Πάντσο ατάραχος. "Αν ό μως είμαι λιποθυμία μένος; Ό Ζορρό τον κυττάζει μ5 απελπισία: — Καί γιατί νά έχης λι ποθυμήσει πάλι, αθεόφοβε; — ΊΞσύ δέν είπες ότι θά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ παρουσιαστή.... κίνδυνος; Άλλα ό καθηγητής Τζένικινς σταματάει1 αυτή τήν πρω τοφανή συζήτησή Λέει του Ζορρό' —Πήγαινε, φίλε ιμου ! Μήν άνησυχής καθόλου! ΚΓ άν ό ψίλος σου από δώ είναι λι ποθυμία μένος όπως λέει, θά τον συνεφέρω αμέσως εγώ καί θά σηκώσουμε τό ελικόπτε ρο.... Άν καί δεν θά παρθυ σιαστή κανένας κίνδυνος μέ σα σ' αυτή τή θεομηνία ώσ που νά γυρίσης! ΚΓ ό Πάντσο Γίγαντας έ χει πάλι τήν τελευταία λεξι, απαρηγόρητος: — Δεν <μάς φτάναν τά υ πόλοιπα;, έχουμε τώρα καί προφήτες!... ΚΓ άν αυτό πού προφητεύει είναι αλήθεια, έ χει καλώς... Άν όμως όχι... κλάψε με, μανούλα μου γλυ κεία! ... Ό Ζορρό στο μεταξύ έχει πηδήσει στή γη από τήν α νοιχτή πόρτα του κουβου κλίου· καί πιάνει» καί τή Νάγια πού πηδάει άιμέσως ύστε ρα. Ό Πάντσο Γίγαντας, από Ιμέσα, (δίνει μια μέ μεγάλα νεύρα καί κλείνει τήν πόρτα του αυτόγυρου. _ — Πού ξανακούστηκε, τσι ρίζει ήρωας μέ ύπαληψι ν! άφίνη τούς φίλους του γιά τό χατήρι μ ιάς μαυροιμ άτας ; Ό Τζένκινς τού λέει γιά νά τον παρηγόρηση: — Δεν μάς άφίνει! Μή φο βάσαι! Θάρθη πάλι γιά νά μάς πάρη καί νά μάς όδηγήση σέ ασφάλεια!,..
23 Ό Πάντσο τον κυττάζει μέ περιφρόνησι καί τσιρίζει κορ δωμένος σαν διάνος: — Καλέ, ένας λόγος πού φωνάζω, είναι πώς αυτή ή κακκόνα μού είχε τάξει νά μέ γνωρίση μέ τή... μικρή τήν αδελφή της! Τώρα μου τήν κοπανάει καί φεύγει κΓ όταν τήν ξαναδής εσύ, σφύρα μου κΓ έμενα! Οί γυναίκες δεν έχουν λόγο!.... Ένώ δμως ό Πάντσο μέ τον καθηγητή Τζένκινς πιά νουν φιλοσοφική συζήτησι γιά τις γυναίκες, ό Ζορρό τής Ζούγκλας μαζί μέ τή Νάγια ξεκινούν μέσα στή μανία των στοιχείων γιά τό μέρος δπου ό Περέθ έχει αφήσει τό έλικό πτερό του. Ό μασκοφόρος Εκδικητής δεν μπορεΐ νά χρησιμοποίηση τήν ικανότητα που έχει νά ταξιδεύη πηδώντας άπό τό ένα δέντρο στο άλλο, γιά δυο λό γους : Πρώτον έχει μαζί του καί τή Νάγια, πού δεν θά τά κατάφερνε νά τον παρακολού θηση καί δεύτερον ή θεομηνία είναι τέτοια, που δεν μπορεΐ νά άποφασίση νά τήν βαλη νά σκαρφαλώση ^ στον ώμο του, γιατί μπορεΐ νά ξεφύγουν τά χέρια της σε κάποιο πήδημα καί νά πέση άπό δε κάδες μέτρα ψηλά, νά σκοτωθή " Ετσ ι εΐνα ι ύπ οχρεω μ έν ο ι νά τρέχουν μες στή ζούγκλα, ένώ ό λυσσασμένος άέρας τούς μαστιγώνει τό πρόσωπο καί τό χαλάζι τούς χτυπάει μέ μια απίστευτη μανία, σάν
24
να είναι· ένα υπερφυσικό στοι χειό, πού μάχεται απεγνω σμένα να τους τύφλωση... Δεν μιλούν καθόλου σ’ όλη την τρομερά δύσκολη διαδρο μή τους: Ό Ζορ-ρο θέλει να π ή πολ λά στην κοπέλλα ,μέ τό υπέ ροχο σώμα πού τού έχει σώ σει τάσες ψαρές τή ζωή... "Ομως καταλαβαίνει πώς ή Νάγια βιάζεται... Βιάζεται Θανάσιμα και οι κουβέντες θά την καθυστερή σουν... Κάνει λοιπόν δσο πιο γρή γορα μπορεί καί σάν τέλειος γνώστης τής περιοχής, κατα φέρνει νά άνακαλύπτη τον σωστό δράμα, μέσα σ’ αυτή την πρωτοφανή κοσμοχαλα σιά... Περνάει μια ολόκληρη ώρα καί υστέρα δεύτερη. Ούτε για μια στιγμή σ’ ό λο αυτό τό διάστημα δεν έ χουν σταθή νά πάρουν ανά σα. Ό Ζορρό θαυμάζει τήν αντοχή τής υπέροχης αυτής γυναίκας... Ούτε άντρες δεν θά μποσουσαν νά άντέξουν σ’ έναν τέτοιο τρομακτικό μαραθώ νιο.... Κι’ όμως αυτή όχι μόνο έ χει άντέξει, αλλά ούτε μιά φο ρά δεν έχει ανοίξει τό στό μα της για νά παραπονεθή... Στο τέλος ωστόσο ό και ρός αρχίζει κάπως νά καλυτερεύη... Ό όρμή τής θύελλας αττάεΐι... Σ’ ράτές τις ζούγκλες οί
ΖΟΡΡΟ αλλαγές του καιρού εΐναι άπ ί στειυτα άπότ ομ ες. -αφνικά ξεσπάει ή μπά ρα καί ξαφνικά πάλι σταμα τάει, για νά λάμψη ένας πειλώοιος, πυρακτωμένος ήλιος στον ουρανό... Τό ίδιο γίνεται καί τώρα... Άπό τή στιγμή πού ό και ιρος αρχίζει νά παρουσιάτη τά πρώτα σημεΐα καλυτερεύσεως, δεν περνούν παραπά νω άπό δέκα λεπτά και πάνω οπτό τή μουσκεμένη ζούγκλα πού έχει μετατραπή σε σω στή λίμνη, λάμπει ό δίσκος τού ήλιου! Τώρα ό Ζορρό λέει στή Νά για κι’ ανεβαίνει στον ώμο του καί ένα εκπληκτικό ενα έριο ταξίδι αρχίζει για τήν παράξενη κόρη τής ζούγκλας, πού νοιώθει ένα αίσθημα α πέραντου θαυμασμού γιά τον Ζορρό —χωρίς νά είναι και ή πρώτη φορά πού τό νοιώθει... Αλλά χωρίς νά τό ξέρουν και οι δυό, μερικές εκατοντά δες μέτρα πιο μπροστά τους βρίσκονται κι’ άλλοι άνθρω ποι, πού μέ τό φτάξιμο τού καιρού αποφασίζουν νά συνε χίσαυν κι’ εκείνοι τό ταξίδι τους προς τό έλικοπτερο τής αστυνομίας. Ή Νάγια κινδυνεύει... ^ΟπΩΣ θά
κατάλαβε
ήδη ό αναγνώστης, πρόκειται γιά τον χοντρο - Περέθ καί τούς άντρες του. Ό διοικητής τής άστυναμμ
ΤΗΣ ΖύΥΓΚΑΑί ας τής Άθιέντα ντέλ Σολ έχει δώσει τό σύνθημα για τό ξεκίνημα}/ άττό την ττρώτη στιγμή κιόλας ττού ό καιρός άρχισε να δείχνει σημεία καλυτερεύσεως. Έχει δώσει τις διαταγές του για τή διάταξι πού θ’ ιόοκολουθήσουν κατά τή νέα πορεία: Οί δυο άντιχνευτές θά πη γαίνουν πάλι μπροστά και θά ύπάρχη καί ένας τής οπισθο φυλακής πού θά μείνη αρκετά πίσω ώστε νά τρέξη νά τούς ειδοποίηση δον συιμβή ό,τι δή ποτε. .. Ό Περέθ όδηγή τό κύριο σώμα από επτά άνδρες... Ό χοντρά - αστυνόμος τρέ χει δσο περισσότερο του επι τρέπει* τό ογκώδες σώμα του καί ενώ έχει λαχανιάσει τρο μερά καί κοντεύει νά σκάση, δεν έννοεΐ νά σιγανέψη τήν ταχύτητά του ή νά μικρύνη τουλάχιστον τον διασκελισμό του... Αυτό συμβαίνει γιατί ή φω τιά πού καίει στην καρδιά του είναι πολύ μεγαλύτερη. Ή μεγάλη αδυναμία του κατά βάθος αγαθού Περέθ είναι ή κόρη του ή Ροζίτα. , Καταλαβαίνει πώς άν πά θη τίποτα ή τελευταία αυτή, ούτε εκείνος θά μπορέση νά ζήση μετά... Καί δσο πιο πολύ πλησιά ζει τώρα στο μέρος πού τήν έχει αφήσει, μέ τό ελικόπτε ρο, τόσο περισσότερο ανησυ^ χει. ν Τον βασανίζουν κακά προ αισθήματα... Λ
Ιδρώνει καί ξιδρώνει άλλά ολοένα καί πιο πολύ ταχύνει τό βήμα του, ώσπου κο ντεύουν νά σκάσουν καί οί άντρες του πού τον ακολου θούν, κι5 άς είναι πολύ πιο αδύνατοι δπτ’ αυτόν... -αφνικά όμως εκεί πού τρέ χουν, άκούγονται φωνές. Ό Περέθ σταματάει λά φι ασ μένος. Είναι ό αστυφύλακας πού έχει αφήσει για δπισθσφυλακή. Τρέχει μέ γουρλωμένα μά τια προς τό μέρος τους καί δυσκολεύεται νά τούς φτάση έτσι δπως τρέχουν κι* αυτοί. — Τί τρέχει; Χουανίτο; ρωτάει ό χρντρο - αστυνόμος. — Ό Ζορρό τής Ζούγκλας σενιόρ!, αποκρίνεται εκείνος φτάνοντας κοντά του μέ κρε μασμένη έξω τή γλώσσα, σάν λ αχ αν ιασ μ ένο σκ υλ ί. — Ό Ζορρό τής Ζούγ κλας; Πάλι αυτός!, γρυλλίζ'ει 6 -Περέθ λυσσασμένος πού αυτό τό νέο τον εμποδίζει νά φτάση γρήγορα στην κόρη του/ ενώ υπολείπονται ακόμα ελάχιστες εκατοντάδες μέτρα απ’ ο,τΐι υπολογίζει. — Μάλιστα, σενιόρ... Καί μαζί του... Ό αστυφύλακας όογκομαχάει. Ό Περέθ λυσσαει: —* Τί γίνεται μαζί του; Μίλα λοιπόν, ηλίθιε! — Μαζί του είναι... καί ή Νάγια... Ή Μάγια μέ τό Βέ λο, σενιόρ!... — "Α1 / % · ··■ 9Από τό λαρύγγι του Πε-
ρέθ βγαίνει αυτή τή φορά μια κραυγή θριάμβου. Δυο τέτοια τρυγόνια μ5 έ να σμπάρο, αξίζουν τον κό πο γιά μια μικρή καθυστέ ρησή ακόμα!... Δίνει γοργά τις διαταγές του γιά τήν καινούργια ένέδρα ττού θά στήσουν, άφοΰ ό λαχαν ιασμένος αστυφύλακας τού εξηγεί ακριβώς τήν πο ρεία ττού ακολουθεί ό .μασκο φόρος Τιμοο{ρο«ς μέ τήν μυστη ριώδη κόρη τής ζούγκλας... Καί δεν έχουν πολύν καιρό στη διάθεσί τους γιά νά καταστρώσουν τήν ένέδρα τους. Ή ταχύτητα, μέ τήν οποία ταξιδεύει ό Ζορρό από δέν τρο σέ δέντρο, τον φέρνει τρο -μακτικά γρήγορα κοντά τους. "Οπως - όπως προλαβαί νουν νά κρυφτούν μέσα στους φουντωτούς θάμνους, τσαλαβουτώντας μέσα στις λίμνες των νερών πού . έχει αφήσει στο έδαφος ή φοβερή θύελλα. Ό Ζορρό τής ζούγκλας εμφανίζεται και προχωρεί α νυποψίαστος προς τό μέρος τών αστυνομικών. Έκεΐνοι κρατούν ακόμα καί τήν αναπνοή τους. Καί ό μασκοφόρος Τι μω ρός μέ τήν πανέμορφη καπέλ λα στην πλάτη του, πλησιά ζει· ολοένα... Ό Περέθ ίέτοιμάζεται νά δώση τό σύνθημα γιά νά πεταχτούν όλοι μαζί οι άντρες του καί νά συλλάβουν τό θρυ λικο ζευγάρι τής ζούγκλας. -αφνικά όμως καί χωρίς κα νέναν λόγο, ό μασκοφόρος Τι μωρός σταματάει σ’ ένα δέν
τρο καμμιά τριανταριά μέτρα από τό μέρος πού είναι κρυμ μένοι οί αστυνομικοί του .Πε ρέθ. Χωρίς λόγο βέβαια γι’ αυ τούς. Σ τήν πραγματ ικότητα υ πάρχει λόγος καί αυτός είναι ή Νάγια μέ τό Βέλο πού έχει πή τοΰ Ζορρό νά σταματή σουν. Ή πανώρια κοπέλλα βλέ πει πώς έχουν φτάσει πολύ κοντά στο μέρος πού ό Περέθ έχει αφήσει τό ελικόπτερο τής αστυνομίας. ’Άν τήν άκολουθήση πε ρισσότερο ό Ζορρό, υπάρχει κίνδυνος νά άνακαλύψη τήν ταυτότητά της, πράγμα πού δέν επιθυμεί ακόμα τουλάχι στον.... — Έδώ πρέπει νά χωρί σουμε!, τού λέει μέ ήρεμη φωνή. Ό μασκοφόρος Εκδικητής τήν κυττάζει στά υπέροχα μάτια της καί κυττάζει καί τριγύρω του ανήσυχος. — ^ Είσαι βέβαιη πώς δέν διατρέχεις πιά κανέναν κίν δυνο; τή ρωτάει. — Απολύτως κανέναν, Ζορρό!, τού αποκρίνεται μέ πεποίθησι. Β ρίσκομαι πολύ κοντά στο καταφύγιό μου!... — 'Ωραία λοιπόν τότε!, κάνει ό άντρας μετά από έ ναν τελευταίο δισταγμό. Α φού εΐν’ έτσι δέν θά σέ συνο δεύσω πιο πολύ, κόρη τής ζούγκλας!... Θέλω όμως μιά μέρα νά ίδώ τό πρόσωπό σου, πού είμαι βέβαιος ότι θάναι
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
27
τό ωραιότερο πού έχω δή στη ζωή μου[... — Πώς μπορείς νά είσαι βέβαιος χωρίς νά τό έχης δή; — Τό προαισθάνομαι... Ή κοπέλλα νοιώθει τά μά γουλά της νά κοκκινίζουν άνάλαφρα καί μουρμουρίζει γρήγορα - γρήγορα μέ μια τα ράξεν η σ υγκ ίνησ ι: — Σ' ευχαριστώ για όλα/ Ζορρό! Και τώρα πρέπει νά φύγω! Γύρισε κι* εσύ πίσω στον καημένο τον Πάνισο πού θά σε περιμένει μέ λα χτάρα... Ή Νάγια και ό Ζορρό σψίγ γουν τά χέρια καθώς άποχαιρετιώνται. Ή κίνησι-ς αυτή βεβαιώνει
τον Περέθ πού κρυμμένος πί σω από τις φυλλωσιές τών θάμνων τούς παρακολουθεί, ότι· ετοιμάζονται νά χωρίσουν. Μεγάλος θυμός ανάβει μέ σα του. — Τούς προστατεύει ό Σατανάς ό αφεντικός τους!, μουρμουρίζει μέσ' απ' τά δόντια του. "Ομως δεν θά μου ξεφύγουν! Τούς θέλω και τούς δυο! Την ίδια στιγμή ό Ζορρό ρωτάει γιά τελευταία φορά τή Νάγια: -— Είσαι όμως σίγουρη ότι δέν διατρέχεις τον παραμικρό κίνδυνο; Ή ζούγκλα είναι τό σο υπουλη... — Μή φοβάσαι!... Κι* ή
Είναι αμέτρητοι...
28
περιπέτεια αυτή τελείωσε καλά όπως κι1 οί προηγούμε νες! "Ολα είναι ήσυχα κι5 α κίνδυνα... •Μια τρομερή φωνή δοκούγεται καί είναι ή φωνή του Περέθ, πάνω ακριβώς σ3 αυ τά τά αισιόδοξα λόγια τής νέας: — "Αλτ! Μήν κουνηθήτε και οί δυο σας, πιτσουνάικια μου, γιατί σάς έκανα κόσκι νο ! Και μαζί μ5 αυτόν ξεπετά γοντα ι καί οί δέκα άντρες του ανάμεσα από τά φυλλώ ματα των θάμνων πού είναι κρυμ μένοι. Αλλά ό Ζορρό τής ζούγ κλας δεν έχει καμμιά διάθεσι νά παραδοθή στον Περέθ. Του έχει ξεφύγει· κι* άλλες φορές μέσα σχεδόν από τά χέρια του καί όχι νά τούς χωρίζη καί μια άπόστασις τρι άντα σχεδόν μέτρων. 4Αρπάζει με τό ένα χέρι α πό τή μέση τή Νάγια ·—τήν ώρα πού αυτή ή τελευταία άφίνει μιά μικρή φωνή τρό μου άντικρύζοντας τον πατέ ρα της— καί μέ τό άλλο άρπάζεται από ένα φυτικό σχοι νί. Κάνει ένα τεράστιο άλμα καί βρίσκεται σε μιά στιγμή στον αέρα. Ταυτόχρονα άκούγεται ή αγριοφωνάρα του Περέθ γιά δεύτερη φορά: — Πυρ!... Απάνω τους, χαραμοφάηδες!... Δέκα πιστόλια μαζί έκπυρ σοκροτουν τήν ίδια στιγμή. Καμμιά από τις δέκα σφαί
ΖΟΡΡ Ο ρες δέν πετυχαίνει τό κορμί του γίγοα/τα πού σχίζει τον αέρα μέ καταπληκτική ταχύ τητα. Μιά όμως βρίσκει τό σχοινί πού ό Ζορρό κρατάει στο χέ ρι του γιά νά κάνη τό τρο μερό εκείνο πήδημα. Τό σχοινί σπάει. Ό Ζορρό καί ή Νάγια γκρε μίζονται στο κενό. Ευτυχώς βρίσκουν άλλα κλαδιά δέντρων κατά τήν πτώ σι^ τους, γιατί στο μέρος έκείνο ή βλ άστρα ις είναι πρα γματικά οργιώδης καί δέν φτάνουν κατ’ ευθείαν στο έ δαφος, οπότε ό θάνατός τους θά ήταν περισσότερο άπό βέ βαιος. Μόνο ή Νάγια χτυπάει τήν τελευταία στιγμή τό κεφάλι της σ' ένα χοντρό κλαδί. Ό Ζορρό τήν βλέπει νά πέφτη λιπόθυμη μέ μιά κραυ γή πόνου καί όρμώντας προς τό μέρος της τήν παίρνει στήν αγκαλιά του. Είναι καιρός. Μέσα άπό τά δέντρα εμ φανίζονται πάλι οί άντρες του Περέθ πού τούς βλέπουν κι3 αρχίζουν νά τούς πυρο βολουν. Μέ τήν αναίσθητη Νάγια στά στ ι βαρά του χέρια, ό Ζορρό τής ζούγκλας άρχιζει νά τρέχη, προσπαθώντας νά κρύβεται πίσω άπό τούς κορ μούς των δέντρων, γιά νά άποφεύγη τίς σφαίρες. Αυτές οί τελευταίες σφυ ρίζουν σάν άγριομέλισσεξ πάνω άπό τό κεφάλι του και πλάϊ στ3 αυτιά του.
Κάθε^ δευτερόλετττρ ό θά Σέ τταρακαλώ ^ Ό μασκοφόρος ^ Τιμωρός νατος τον χαϊδεύει >μέ τά πατην παρατηρεί κατάπληκτος. χωμένα του δάχτυλα. —Μά Οι αστυνομικοί είναι Τελικά όμως χιά μια φορά ακόμα καταφέρνει νά γλυτώακόμα πολύ κοντά!, τής λέει ανήσυχος, χωρίς νά πάψη νά ση. Ή ταχύτης των ττοδιών τρέχη κρατώντας τή Νάχια του είναι εκείνη που τον σώστά χέρια του. νει, χιατϊ μέσα σέ λίχες στι — Μη σέ νοιάζει χι,’ αύτ τούς*... Δεν πρόκειται νά μέ γμές έχει αφήσει πολύ πίσω τούς διώκτες του πού παύουν βρουν... "Άφησε με καί ψύχε νά τον βλέπουν καί νά σπατα γρήγορα!... λούν άσκοπα τά πυρομαχικά Ό Ζορρό διστάζει ακόμα. τους. Βλέπει όμως τό πρόσωπο 4Ωστόσο δεν έχει πάψει τής Νάχιας πού είναι συσπα καί ό Ζορρό ακόμα νά άκούη σμένο άπό την αγωνία καί κα τις αγριοφωνάρες του Περέθ ταλαβαίνει πώς πρέπει νά ύπού κοντεύει νά λυσσάξη κα πακούση. νονικά από τό κακό του. Την άφίνει κάτω στο έδα Ό κίνδυνος είναι κοντά. φος. Ό Ζορρό τρέχει συνεχώς Πίσω άκούγονται τά βήμά χωρίς νά ξέρη τί άλλο μπορεί τα τών αστυνομικών πού τρέ νά, κάνη. χουν μές στη ζούγκλα καί οί ^ Ή Νάγια με τό Βέλο αρ άγριοφωνάρες τού Περέθ. χίζει νά συνέρχεται μέσα Δέν έχουν καιρό για λόστά χέρια του. για...._ ^ Ευτυχώς δεν είναι χτυπη Ό Ζορρό βλέπει πώς όσο μένη σοβαρά. καθυστερούν, τόσο ό κίνδυνος Ό μασκοφόρος Τι μωρός για τη Νάγια θά μεγαλώνη... πού είχε ανησυχήσει, την βλέ — Ύποσχέσου μου πώς πει καί τά μάτια του λάθά προσεχής!, τής λέει μονό. — Σοΰ τό υπόσχομαι, Ζορ μΐτόυν άπό χαρά. Ή πανέμορφη κόρη κυττάρό!... Καί τώρα, φύγε!... ζει ολόγυρα καί με μιά μα Ό μασκοφόρος Εκδικητές τιά βλέιτει ΐτώς δεν έχουν άάττοφασιστικά δίνει ένα ττηκόμα άπομακρυνθή άπό τό δη μα καί παίρνοντας καινούρ μέρος πού έχουν αφήσει τό ε για κατεύθυνσι αρχίζει νά λικόπτερό τους. τρέχη μες στη ζούγκλα. "Άν προχωρήσουν όμως πε Ή Νάγια στέκει μιά στι ρισσότερο, ό Ζορρό θά δη τό γμή καί τού ρίχνει μιά τελευ έλικόπτερο καί θά καταλάβη ταία ματιά καθώς χάνεται, καί πάλι τό μυστικός της... &, ι ^ "Ύστερα γυρίζει καί συνε— Δεν πρέπει νά^ έ,ρθηςΛ Ιχίζει τον δρόμο της τρέχοντας άλλο μαζί μου!, του λέει. Γ' κι* εκείνη κι9 αναζητώντας τό έλικόπτερο τού πατέρα της.*, φύγε! "Άφησε με καί φύγε!
Α^·«*Μ^«ΑΐΜ>·ΐΰ·|ΜΒ^^^ΒΜ|^^·Μά··>ΜΜ^Μ·>ΜΜΜ^ΜΐΙ^··^ΒΜΝ»»
^ Κάι ιτραγ μ αττικά δεν άργεΐ νά Το διακρινή άνάιμεσα στα αιωνόβια δέντρα μέ τά πυκνά φυλλώματα, πού πίσω τους ανοίγεται ένα άρκετά μεγά λο ξέφωτο. Τρέχει μέ λαχτάρα προς αυτό. Δεν θέλει πορά μερικά μέ τρα νά τό φτάση. Ή σωτηρία της φαίνεται πιά εντελώς σίγουρη... Κάνει τή σκέψι δτι έφτασε πριν από τον πατέρα της μό λις ένα η δύο λεπτά, χρόνος όμως περισσότερό απο αρκε τός γιά νά μην προδωθή τό μυστικό τής ταυτότητάς της. Φτάνει. "Ανοίγει την πόρτα τού αυ~ τόγυρου μέ λαχτάρα καί κά νει· νά όρμήση μέσα αλλά την ΐδια στιγμή τής ξεφεύγει μια φωνή φρίκης καί μένει μαρμα ρωμένη γιά ένα δευτερόλεπτο μέ τά μάτια γουρλωμένα. Μέσα εκεΐ, βλέπει τόν... πατέρα της τόν Περέθ, νά τήν σημαδεύη μ" ένα πιστόλι κα τάστηθα καί μ’ ένα θριαμβευ τικό χαμόγελο στά χείλια του» Κάνει νά γυρίση τρομσκρα τηιμένη νά^ φύγη αλλά τήν ί δια στιγμή βλέπει πώς είναι κυκλωμένη από άλλρυς τρεΐς οπλοφόρους αστυφύλακες καί πώς έρχονται συνεχώς καί οί άλλοι οστό τό δάσος... Σκέπτεται πώς εΐναι ορι στικά^ χαμένη... Καί πραγματικά δέν ύπάρ χει οστό πουθενά ελπίς γιά νά ξεφύγη.,..
Ό θάνατος ένεδρεύει ψ 1- ΗΝ ώρα πού συμ βαίνουν αυτά, λίγα χιλιόμε τρα πιο πέρα Αναπαύεται μές τή ζούγκλα ένα άλλο ελικό πτερο, τό υπέροχο «Μαύρο Πουλί», ή αθόρυβη ιπτάμενη μηχανή τού Ζρρρό τής Ζούγ κλας. Καί όπως είναι γνωστό στον αναγνώστη, μέσα στο «Μαύρο Πουλί» βρίσκονται ό σοφός καθηγητής Τζένκινς μαζί μέ τόν ανεκδιήγητο αρ χιμηχανικό τού Ζορρό, τόν Πάντσο Γίγαντα.. "Οση ώρα διαρκούσε ή τρο μακτική εκείνη θύελλα πού α πείλησε νά ίσοπεδώση ολό κληρη τή ζούγκλα, ό κακομοί ρης ό Πάντσο έτρεμε από τό φόβο του σαν τό καλάμι πού τό χτυπάει ό αέρας. Κάθε φορά πού τό αυτόγυ ρο^σ" ένα όστότομο χτύπημα τού λυσσασμένου, βοριά, έ γερνε από τή μια πάντα, ό άνθρωπάκος χλόμιαζε μέχρι θανάτου καί έβαζε όλα του τά δυνατά γιά νά μήν λιποθυμήση, επειδή είχε καί ξέ νον άνθρωπο μπροστά καί ό πως εΐναι φυσικό, ντρεπότανε καί λιγάκι. Τό μαρτύριο αυτό βάστηξε ώρες ολόκληρες —δσο δηλαπ δή βάστηξε και ή καταιγίδα. "Οσο γιά τόν καθηγητή Τζένκινς, αυτός είχε μιά υπέ ροχη ευκαιρία νά παρακολού θηση τό μεγαλείο τής θύελ λας μέσα στη ζούγκλα.
Πρ^μαΤικά τό ^ καθάριο Κρυστάλλ ινο καυβούκλ ιο του «Μαύρου Πουλιού», τού έπέτρεπε νά θαυμάζη δλή τή με γαλοπρέπεια τής μανίας τής φύσεως, δλη τή λύσσα των στοιχείων πού παλεύουν με ταξύ τους για την έπικράτηάι, σαν τά άγρια θηρία... Χωρίς νά διατρέχουν τον παραμικρό κίνδυνο μέσα σ' ε κείνο τό θαυμάσιο καταφύγιο (μπορούσαν νά παρακολουθούν Τις φλογισμένες γραμμές των κεραυνών πού κατρακυλού σαν από τον ουρανό και σώ ριαζαν στη γή πελώρια δέν τρα, -με φοβερό πάταγο... ^ "Ολ' αυτά βέβαια,^ όπως είπαμε, ένδιέφεραν μόνο τον καθηγητή Τζένκινς, πού από τον θαυμασμό του είχε ξεχά σει και τήν κούρασι καί τις Ταλαιπωρίες του και εΐχε άπομείνει μέ τά μάτια γουρλω μένα νά κυττάζη αχόρταγα.. Ό Πάντσο Γίγαντας σέ κάθε κεραυνό πού χυμουσε ε ναντίον τής γής από τον ου ρανό, έσκυβε τό κεφάλι του τρομοκρατημένος και τό έ χωνε στά μηχοτνήμοΓΓα τού «Μαύρου Πουλιού». "Υστερα γιά νά μή δείξη στον σύντροφό του πώς ή τρο μάρα του ήταν πού τον είχε κάνει νά σκύψη, άπλωνε τό χέρι του στά διάφορα ταιμπλώ του σκάφους καί τσίριζε δυ νατά, επίτηδες γιά νά τον άκούη ό άλλος: —- Γ ιά κύττα! Μου φάνη κε πώς είχε ξεκολλήσει ετού το τό συρματάκι!... Θά γίνη *ς$μμιά ζημιά στά τελευταία
μ* αυτόν τδν παλιόκαιρο! Και υστέρα ξανάσκυβε πά λι σ' έναν καινούργιο, τρομα κτικό κεραυνό καί τσίριζε πά-^ λ ι μισοπεθαμένος: — Γώρα δα έσφιξα μιά βίδα που ξεβιδωνόταν σιγάσιγά και θά παθαίναμε ζη μιά !... Φυσικά ό Τζένκινς ούτε τού έδινε καμμιά σημασία. Εκείνος ένδιαφερόταν πολύ περισσότερο γιά δ,τι συνέβαινε. έξω από τό σκάφος πα ρά μέσα σ' αυτό. Είχε μείνει ακίνητος μέ τά μάτια γουρλωμένα/ νά θαυμά ζη την άγρια μεγαλοπρέπεια τής θύελλας, ώσπου ό Πάντσο τον πρόσεξε αυτός στο τέ λος. Άπόμεινε κι' αυτός μέ τά ματάκια του γουρλωμένα και τσίριξε: — Κύττα τον, μάτια μου! "Εχει κοκκαλώσει από την τρομάρα του ό κακομοίρης! Έχει ανάγκη από παρηγο ριά! Έ! Ψιτ!.... Θειε!... Ό Τζένκινς δέν τον άκουσε μέ τό πρώτο. Ό πάταγος τής καταιγί δας είναι φοβερός. Ό Πάντσο δμως νομίζει οτι ό πανικός έχει κάνει τον καθηγητή νά μην μπορή ούτε νά κινηθή ούτε ν' άκούση. μέ Τον σκουντάει λοιπόν τό χέρι δυνατά και ό Τζένκινς γυρίζει και τον παρατηρεί έκ πληκτος. —Μή φοβάσαι, καλέ θεΐε!, τού φωνάζει ό Πάντσο Γί γαντας μέ σπουδαίο ύφος.
η Αυτό που βλέπεις δέν είναι τίποτα!^ — Είναι μια τρομακτική καταιγίδα!, ψελλίζει ό επι στήμων. Δεν έχω ξαναδή πο τέ μου τίποτα μέ τόσο μεγα λείο I.... , Ό Πάντσο σκάει στα γέ λια. Κρατάει την κοιλιά του. — Καταιγίδα!, τσιρίζει στο τ&λος υστερικά. Αυτό ε μείς εδώ τό λέμε ψιχάλα! Είναι τά π.ρωτάβρόχια αυτή την εποχή, καλέ! Δεν σοϋ το χαύνε πή; Ό Τζένκινς τον κυττάζει μέ,τόσο γουρλωμένα μάτια πού κινδυνεύει νά μη μπορή νά τά κλείση ιμετά. — Σοβαρά; μουρμουρί ζει. "Έχει δη και πιο δυνατές καταιγίδες απ’ αυτήν εδώ; — Ούουαυου!, κάνει ό βο ηθός τού Ζορρό μέ μια κυκλι κή κι νησί τού χεριού του. Νά δής, παιδί μου, καταιγίδες μέ πολύ μεγάλες πλάκες! Νά μή σού .μείνη άντερο ! Νά σού πω τί έπαθε ένα ξαδερφάκι μου γιά νά καταλάβης: Κοι μήθηκε στην ανατολική όχθη τού 'Αμαζονίου καί ξύπνησε στή Δυτική! — Πώς..., Πώς έγιν* αυτό; — Τον σήκωσε ό αέρας μα ζί μέ τό σπίτι του και τον ,με τακόμισε! — Δέν... Δέν είναι δυνα τόν! — Αυτό τού είπανε κι* ε κεί πού βρέθηκε τό σπίτι του στή δυτική ^όχθη: «Δέν είναι δυνατόν, τού λένε, νά μείνετε έδώ πέρα, γιατί δέν είναι δι
Ϊ5ΡΡ& κό σας τά οικόπεδο! —* Καί.<4 καί τί έγινε* Ό Πάντσο Γίγαντας ξύνει τό κεψάλι του πελαγωμένος. Στο τέλος λέει, τσιριχτά: —- Δεν ξέρω! Ή υπόδεσις είναι ακόμα στά δικαστήρια! *Αλλά αυτή είναι ή εύθυμη πλευρά τής υποθέσεως. 3Από τήν άλλη ί ο «Μαύρο Πουλί» κινδυνεύει συνεχώς νά άναποδαγύριστη άπό τον ίσχυ ρό άνεμο καί νά πόθη ανεπα νόρθωτες ζημίες στην επάνω προπέλα του. Ευτυχώς αντέχει ώς τό τέ λος στή .μανία τού άνεμου καί σιγά - σιγά ή καταιγίδα παίρνει νά κοπάζη. Σέ δέκα λεπτά άπ3 αυτή τή στιγμή έχει σταματήσει εντελώς καί. διαλύουν καί τά σύννεφα στον ουρανό, γιά νά βγή ένας λαμπρός ήλιος... Ό καθηγητής έχει άλήη μιά ευκαιρία.νά θαυμάση τήν καταπληκτικά αυτή γρήγορή αλλαγή τού καιρού μέσα στή ζούγκλα τού 'Αμαζονίου» 3Αλλά δέν τού μένει πολύς καιρός γιά θαυμασμό. -αφνικά, σαν τά μυρμήγκια πού βγαίνουν αμέσως μετά τή βροχή ένα σωρό .μικροσκοπικοί ίνδιάνοι εμφανίζονται άπό τά γύρω δέντρα καί προχω ρούν κρατώντας στά χέρια τους τόξα καί δόρατα πρός τό έλικόπτερο. Είναι αμέτρητοι. Ό καθηγητής Τζένκινς ξε φωνίζει ,μέ φρίκη: ^— Οί πυγμαίοι ίνδιάνοι! .4 Τά παιδιά!... Ή ιρομερώτε* ρη φυλή του ’Αμαζονίου!...*
33
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Γρήγορα, καλέ μου Πάντσο! 5Απογείωσε τό «Μαύρο Που λί», γιατί αν πέσουμε στα χέρια τους δεν μάς γλυτώνει τίποτα!.... "Αλλο πού δεν θέλει ό Παν ίσο. Όρμάει στίς μηχανές καί βάζει μπρος. Τό ελικόπτερο υψώνεται πε ρίπου μισό .μέτρο άπό τή γη χωρίς κανένα θόρυβο καί... ξανακάθεται κάτω. —- Ή μπαταρία τέλος!/ τσιρίζει ό Πάντσο Γίγαντας.
Δεν κουνάει πιά! Ό Τζένκινς γίνεται άσπρος σαν νεκρός. Οί ίνδιάνοι «τά παιδιά» πλη σ ιάζουν όλ οένα. — Τί θά κάνουίμε τώρα; ψελλίζει ό επιστήμων μέ φρί κη* Ό Πάντσο Γίγαντας έχε; πανιάσει καί ψελίζει μέσ5 απ' τά δόντια του: — Έσύ τί θά κάνης, λε βέντη μου! Έγώ... λιποθυ μάω καί ησυχάζω! Καί... χά νει τίς αισθήσεις του!
Τ Ε Λ 0 Σ Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΤ Άποκλειστικόττκ:
Γεν.
Εκδοτικά! Έπιγειο^σεις ΟΕ
ΓΙΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ τά
τ γϊό
διαλεκτά αναγνώσματα
είναι:
Κάθε Τρίτη κυκλοφορεί
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Πατριωτικές περιπέτειες Κάθε Πέμπτη κυκλοφορεί ό
ΓΚΡΕΚΟ Ποδοσφαιρικές Περιπέτειες Κάθε Παρασκευή κυκλοφορεί ό
ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Περιπέτειες Ζούγκλας
Ζ Ο Ρ Ρ ο ΔΟΜΑΔ1ΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΑΑ1 ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Έτος Ιον — Τόμος 2ος — Άρ. τεύχους 10 — Αραχ. 2 Γραφεία: Αέκκα 22 (έντός της στοάς)„ τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντή·ς: Γ. Γεωργιώδης, Σφιγγός 38. Προϊατ. τυπογρ.: Α. Χατζηβ<χσι λείου, Τατασύλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑ,ΓΑΙ: Γ. Γεωργ ιάδην, Αέκκα 22, ’Αθηναι.
Αέν χρειάζονται λόγια! 'Ο τίτλος είναι αρκετός! ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΤΕΥΧΟΣ:
ΠΑΜΙΣΟ Ο
ΤΡΟΜΕΡΟΣ
ΑΠΟΛΑΥΣΙΙ! Μια υπέροχη περιπέτεια γεμάτη δυνατές [}
συγκινήσεις
αλλά και ακράτητα γέλια!
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
φοζ ΤΤΟ/ν ΟΥΡΡ/ΫΟ ΦΕΥΓΕ//χρχ=Ρ/ν/)ΓΥρ/Ζ£/ ...
ρρχίχεχ: Τ/Σ ΣβχΡΕΑ/ρΡΕΣΣΟΥ ΡΡΡΕ/Υ.
ΣΟΘΡρΟΛΟΓΰ ΤΩΡΑ... ΑΥΤΗ
ΑΣτε/εγο^ον/γ τότε..
τη
Γ7Ρ/Ί£> ΣΜΩρΟΖ > ίόΰΣ ρ η τ έ μ /?/ ζτευζ:
Φορρ 7ο/ν ε/αΑ
Λεΰ-
^
,
ΤΗ/ν ΠΡΑ'Σ/Λ/Ρ ΡΓε/)ΛΡΔΡ ΠΟΥ ε/ΔΕΣ.
ΣΎ/νεχ/^ετρι
ΠΑΝΤΣΟ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ!
Ό Ζορρό σέ τρομερό κίνδυνο ΝΑΠΑ μέ^τό βέλο μόνο για μια στιγμή οπισθο χώρησε πανικόβλητη, όπως είδαμε, αντικρίζοντας τον πατέρα της, άατυνσμο Περέθ, μέσα στο ελικόπτερο πού πή γαινε να μπή. Στρέφοντας τό βλέμμα της καί πίσω, άντίκρυσε τούς υπόλοιπους άστυνΡμΐικούς να πλησιάζουν μέ πιστόλια στα χέρια, έχοντας την περί κυκλωμένη από πα ντού. (Β)(*) (*) Δ:άιβοΰσιε το π,οοη·γούμενο υέ τίτλο «Ή Ν'όγια κ’-νδ^νεύε;».
ί ήν αμέσως επόμενη στιγ μή, κάνει μια κίνησι πού άσφαλώς κανείς δεν θά την πε ρί μενε: Γελώντας πρόσχαρα σηκώνειι τό χέρι της καί βγάζει τό... βέλο πού τής καλύπτει τό πρόσωπο. —Πατέρα: μου! Μοϋκοψες τη χολή !, λέει εύθυμα. Γιά μια στιγμή μου φάνηκε πώς είχε ξαναγυρίσει αυτός ό τρο μερός άνθρωπος.... Ό Πέρεθ έχ·ει_ μείνει μέ τα μάτια γουιρλωμένα σαν φινι στρίνια. "Έχει μείνει ακίνητος σάν άγαλμα από τήν έκπληξι καί
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. 0
4 δεν μπορεί νά πιστέψη αυτό πού βλέπει. Ή Ροζίτα βρίσκει την ευ καιρία νά συνέχιση ία5 ένα ξεφύση μ σ άνακουφ ί σεω ς: —Ούφφφ!... Είναι οιιως άντρας μέ τά δλα του! Πρέ πει νά τό παραδεχτής, πατέ ρα μου! Κακούργος—•κακούρ γος αλλά τό λέει η καρδιά του!... "Εναν τέτοιο γαμπρό θάθελα νά μου βρής πού παι δεύεσαι!... "Όχι κάτι... σάν τον Δον Ντ ελό ρο!.... —"Έννοια σου καί δεν λές πολύ διαφορετικά ποάγματα!, (**) γουλλίζει σάν άπόπληκτος ό Περέθ. "Άα" τα ό μως τώρα αυτά και δόσε λό γο γιά σένα!... Τ* εΐν’ αυτά πού βλέπω; Μίλησε πρ]ν τρελλσθώ!... Μίλησε γιατί θά σέ πνίξω μέ τά Τδια μου τά χέρια! Ή Ροζίτα κυττάζει μέ τρο μερή έκπληξι μιά τον πατέρα της καί μιά τούς αστυφύλα κες πού την τριγμοί δουν και πού δεν είναι κι* εκείνοι λιγώτερο κατάπληκτο ιέ Λέει σ" έναν άπ" αυτούς τούς τελευταίους: — Μήπως... τοελλάθηκε ό καηυένος ό μπαμπάς; Αυτός ό δύστυχος δεν προ λαβαίνει ν* απάντηση. Ό Περέθ αρπάζει άγοια αϊτό τό μπράτσο την κόοη του καί την τραντάζει μέ δύ(**) _ζΩς γνωστόν ό Πεοέθ. ιΓ ολο που δέν εγ· ι καΜίτά σποδέ ιδ: γ:1 αυτό, ώστθσ'ο ύποπτενέτα: δτ: ό Θο^λ’ΐκος Ζαο,εδ της Ζούγ κλα ο και ό Δίαν Ν'τείλάοο εΐναι ένα τηοθοωττο.
ΖΟΡΡΟ ναμι, κάνοντάς την νά άφήση μιά κραυγή πόνου. Ή Ροζίτα άποτραβιέται ;μ" ένα απότομο τίναγμα από τό χέρι του καί του ξεφεύγει. Τά ολόμαυρα, σάν Σπα ν, ολικά μάτια της πετουν φω τινές Θυμού! "Ολο τό πρόσωπό της έ χει γίνει κατ αικό.κκινο από τήν οργή. Τό βλέμμα της είναι πρα γματικά τρομερό, τόσο, πού κάνει τον πατέρα της νά νοιώ ση χωρίς νά τό Θέλη έναν με γάλο Θαυμασμό γιά τήν κό ρη του. Αυτή ή τελευταία ωστόσο δέν κάνει τίποτ" άλλο αυτή τή στιγμή από τό νά... προσ ποιητοί ! Παίζει Θέατρο! — Τί έκανε λέει; ξεφωνί ζει! μέ μιά στριγγιά Φωνή σάν νά είναι καμμιά γριά μάγισ σαν "Υστερ’ απ’ αυτό η_ γλώσ σα της αρχίζει· νά τοέγη ρο δάνι, οδηγούμενη μόνο από τήν οργή και όχι άπό τή λο γική, σάν όλες τΙς Θεομόσιμες γυναίκες τής περιοχής της όταν θυμώσουν πάρα πο λύ; — Δέν μου λές, κύοιε! Μπορείς νά μου πής τί έπαθες και Φέρεσαι υ" αυτόν τον τρόπο; "Έ; "Ή μήπως σου πέ ρασε καμμτά σοΦή ιδέα άπό τό κεφάλι; "Έ; "Έχει γούστο νά μού πής πώς υποπτεύεσαι τήν κόρη σου δτι· είναι ή... Νάνια μέ τό Βέλο! "Έ; Αυ τό δέν είναι; Πές μου πώς δέν τό βρήκα ! *Άς γελάσω, Μα-
«ΙΜ—ΙΤΜ
Μ»ιι*ι ΐΡΐ^η^ϋ <νΝ^ιΐ^ΐρ· Τ·ΒΗ^Τΐ·^'ι,ΐ,· ί1’ΐιΙιτΐΒΤΜ>1ιίΜΐ
ντόνα μια! Μωρέ για κυττσ ένας αστυνομικός να σου πεζίτα, προσπαθεί μέ κάθε τρό πο νά την κάνη νά σταματήτύχη!.... Έσύ δέν είσαι γιά ση αλλά του κακού! δώί Πρέπει να σέ σχείλωμε Τί νοήματα καί καθησυχαστο εξωτερικό νά μάς άντ προσωπεύσης σέ κανένα... φε στικές χειρονομίες τής κάνει: στιβάλ άστυνομικής έττιδείΤί «καλά, σώπα» τής λέει. ξεως! Χά! Χά! Καλέ γιά Τί «καλά, σταμάτα πια, κύστατε! Γυρνάει τη ζούγκλα μικρή μου!...» μέ τα μεροκάματα για νά πια Ιί «σκασμός, επί τέλους»! ση τρεΐς νομάτους: Ιόν ΖορΤί «σώπα! θά μέ τρελλάρό τον "Ελ Ρέϋ και τή Νάγια νης !... Λυπήσου με!»... με τό Βέλο κι3 επειδή γυρίζει Τίποτα! συνεχώς άπρακτος, σκέψθηΉ Ροζίτα τά λέει δλα δσα κε νά συλλάβη... γιά Νάγια έχει νά πή καί δέν σταματάει την κόρη του, νά πάη έπΐ τέ επειδή λυπάται τον πατέρα λους και μιά φορά κάτι στον της, αλλά μόνο καί μόνο επει Κυβερνήτη του!... Καλά πού δή τής έχει τελειώσει 6 αέ δέν έχεις καί γιο, νά τον μαρας. γκώσης γιά Ζορρό!... Κύπτα Καί τότε, παίρνει· βαθειά τε χάλια. Δέν τό βρήκα; Ή αναπνοή καί... ανοίγει· τό στο Νάγια μέ τό Βέλο δέν είμαι; μα της γιά νά ξαναρχίση! Μέ συλλαμβάνει· ό πατέρας ^ Ό αστυνόμος Περέθ καί αί μου! Τί κάθεστε, έσεΐς, βλά τέσσερις αστυφύλακες πού κες; Πιάστε σκοινιά νά μέ δέ την τριγυρίζουν, όπτλώνουν κα σετε, γιατί μπορεΐ νά σάς τατρομαγμένοΊ τις παλάμες ξεφύγω! -έρετε ποιά είμ’ ε τους καί... τής βουλώνουν τό γώ; Ή Νάγια μέ το Βέλο!... στόμα! *Έ;_ Δέν εΤμαυ πατέρα μου; Πέντε χέρια πέφτουν τό έ "Εχει λαχανιάσει γιατί, να απάνω στο άλλο μέ την παρ' δλο πού φαίνεται απί ταχύτητα τής άστραπής στά στευτο, δλ5 αυτά τά έχει πή κατακόκκινα χειλάκια της καί μέ μιά αναπνοή καί μέσα σέ όλη ή .φωνή πού πήγαινε νά δέκα δευτερόλεπτα! βγάλη, μένει φυλακισμένη μέ Ή γλώσσα της είναι μιά σα στο ωραίο της στόμα! άστραπή, ένα πολυβόλο πού γ— Σώπα/ Ροζίτα μου ε ρίχνει χίλιες σφαίρες στο δευ σύ !, τής λέει^ό Περέθ καθησυ τερόλεπτο! χαστικά. Σώπα, μικρούλα Κάτι πού δέν έχει ξαναγίμου!... Δέν θά σέ πειράξει νει καί πού δέν είναι δυνατόν κανείς!... Κανείς δέν σέ ύπο νά χωρέση στη φαντασία! πτεύθηκε! "Αν είναι ποτέ δυ "Οσο γιά τον Περέθ, άπορή; νατόν τέτοιο πράγμα! Έσύ κατακόκκινος έχει γίνει κατά-|§| είσαι τό αίμα του! Τό αίμα χλωμός. μου είσαι! Δέν είσαι; *Όλη την ώρα πού μιλάει Ή Ροζίτα δέν μπορεί ν*
I ■ .
>-4ί^ί^:^^»νί^·;Γ*ν^*νΛ.-«Ι»ίι^ιηί^ι^ΜΐΐΓΐ·ίί^’'Βίτ·ήί·ί><τ«>ι< - —Ά
▼ ^ ■ Η
I
■■
^ ^ « · *τ *
I
. 1
»
I
σι του πατέρα της, άλλα άνασηκώνει τούς ώμους μ3 έναν τρόπο σαν του απαντάει: - 4Ποϋ θές νά ξέρω εγώ;» Ό Περέθ γίνεται κατακόκκινος πού έστω και μέ δεμένο τό στόμα ή τετραπέρατη κό ρη του τά κατάφερε νά τον πειράξη, μά συνεχίζει με α φάνταστο ήρωϊσμό τις γλύ κες του: — 3Έλα, μικρή μου κορού λα! Χωρίς παρακάλια, θά μας έξηγήσης γιατί είσαι ή Μάγια με τό Βέλο χωρίς νά εΐσαι; 3Έ, γλύκα μου; Δηλα δή θέλω νά πω... Κοπαλαβαίνεις τί θέλω νά πω, δεν κα-
καταλαβαίνω πουρνά πάρη και νά μέ σηκοόση!... Δη λαδή.... Μαλάκωσε, καρδού λα μου! Δεν σέ κατηγορεί κανείς, γιατί, άν σέ κατηγορήση, θά έχη^ νά κάνη μαζί μου και νά είναι βέβαιος όχι δεν θά καλοπεράση!... *Απλώς θέλουμε νά μάς πής γιά νά μάς φύγη ή περιέργεια! Έ! Ναι πού νά πάρ' ή ορ γή ! Αυτό είναι! Τώρα τό εί πα καλά: Νά μάς φύγη ή πε ριέργεια! Αυτό ακριβώς ήθε λα νά πω από την αρχή και τό παρεξήγησες, Ροζίτα μία κορασόν! (Καρδιά μου). ~έρεις, έμεΐς οι άντρες είμαστε
Τάστόχρονα, μέ τό πόδι της ξεκολλάει τ© σύρμα.,.
'Ο
Τζένκινς
ττροστταβεΐ νά τον συνεφέρη...
και λίγο περίεργοι! Δεν μοιάζουμε μ’ εσάς τις γυναί κες πού δεν εί'σαστε ούτε μια στάλα!... Θέλουμε νά μαθαί νουμε! Γι^αύτό θά μάς έξηγήσης! Πώς έβαλες με τό νού σου πώς ήταν ποτέ δυνα τόν νά σέ κοττηγορηση κα νείς; Πάδρε ντέλ Ντίος! Πες μου, καρδούλα μου! Μίλησε! Τραβήξτε τά χέρια σας από τό στόμα της γιά νά μιλήση, ηλίθιοι] Πώς θέλετε νά μάς πή τί έγινε, άφου τής κροπάτε τό στόμα;^ Πραγματικά οί αστυφύλα κες του σενιόρ Περέθ, έντρο μοι άποτ ράβουν τά χέρια τους από τό στόμα τής Ροζί-
τας και έτσι βγάζει κι* ό ίδι ος ό Περέθ τό δικό του πού είναι κάτω - κάτω! Ή Ροζίτα φαίνεται ακόμα πολύ θυμωμένη καί ό σενιόρ Περέθ τής χαμογελάει γιά νά τής δώση κουράγιο. — Λοιπόν; -— Τί λοιπόν καί ξελοιπόν; του απαντάει σφυριχτά σάν κόμπρα. Δέν καταλαβαίνεις πιά τίποτα εσύ; Τί σόϊ αστυ νόμος είσαι; —Πές μου, καρδούλα μου! άποκρίνεται ήρωϊκά καί ίδρω κοπώντας ό καημένος ό Πε ρέθ. Μην μέ προσέχης εμένα. Δέν είμαι... στίς φόρμες μου σήμερα καί δέν μπορώ νά σκε
φθώ καλά! ^—- "ΕΙ... Δέν μέ είδες, καρ λέ στην αγκαλιά του Ζορρό; — Δηλαδή θές νά πής πώς... Τά μάτια του Περέθ γουρ λώνουν και πάλι. Γιά άλλη μια φορά πάει νά άγριέψη. Γιά άλλη μιά ψορά σφίγ γονται οι γροθιές του. Γιά άλλη μιά φορά τρίζουν τά δόντια του. Στο τέλος ημερεύει γιατί συλλογιέται ξαφνικά πώς μπο ρεΐ νά ξαναγριέψη κι3 ή κόρη του. Λέει:^ — Θές νά πής πώς εσύ ή σουν πού κρατούσε στά χέρια αυτός ό κακούργος κΓ έτρε χε μες στο δάσος; — Ναί! — Λοιπόν τότε, εσύ θά πρέπει νά είσαι καί η Μάγια! — "Οχι! — Και ποια είσαι; — Ή κόρη σου ή Ροζίτα! ίΐάδρε ντέλ Ντίος! — Καί τί γύρευες στην αγκαλιά αυτού τού τέρατος; —- Γ ι ά νά το ν ξεγελάσω! —- Νά τον κάνης τί; — Νά τον ξεγελάσω! Δεν κατάλαβες ακόμα; Κρίμας πού είσαι και διοικητής τής αστυνομίας!... —Μά μίλησε! 5Εξηγήσου! Θά μέ σκάσης! — Καλέ, δεν μέ είχες άφη σει εδώ στο ελικόπτερο γιά νά τό προσέχω; — Ναί! ***** Λοιπόν ήρθε αύτός ό
κακούργος πού λές! Ό Ζορ ρό! — Καί; Τήν ώρα πού μιλάει ή Ρο ζίτα μέ τό πόδι της τραβάει· ένα εξωτερικό σύρμα πού υ πάρχει στην κοιλιά τού αύτόγυρου, πού συνδέει τή μπατα ρία μέ τήν επάνω προπέλα. Κανείς δεν τήν παίρνει εΤδησι. Καί, εννοείται, άτι δεν στα ματάει καθόλου τή διήγησί της γιά νά κάνη αυτή τή δου λειά: — Καί πρώτη μου δουλειά φυσικά, μόλις τον είδα νάρχεται· από μαικρυά, μέ κάτι πελήρια πηδήματα καί μέ τό τρομερό του μαστίγΐο στο χέρι, ήταν νά ακολουθήσω τή διαταγή σου, μίο πάδρε! —· 5Εγώ δέν σέ διέταξα νά κάτσης νά σέ πάρη στήν άγκα λιά του, καρδερίνα μου. Ε γώ σου είπα μέ τον παραμι κρό κίνδυνο πού θά δής νά απογείωσης τό ελικόπτερο γιά νά βρεθής σέ ασφάλεια! — Αυτό έκανα! — Θά μέ τρελλάνης! — Δηλαδή αυτό πήγα νά κάνω!, εξηγείται καλύτερα ή Ροζίτα. — Καί γιατί δέν τοκανες; — Δέν απογειωνόταν τό ελικόπτερο! ■— Τί έκανε, λέει; Γιατί δέν απογειωνόταν; — Μακάρι νάξερα! Προσ πάθησα μέ κάθε τρόπο νά τό βάλω μπρος αλλά δέν εννοού σε ν3 άκούση! Ό επάνω κι νητήρας δέν γύριζε καθόλου! — Λοιπόν;
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό Περεθ την κυττάζει με μισόκλειστσ μάτια. Ή κοπέλλα συνενίζει: — Λοιττόν 6 Ζοοοό πλησί αζε σ’ αυτό τό μεταξύ! — Καί; — Κόντευε ττιά νά φτάση στο ελικόπτερο... — ΚΓ έπειτα; — Θά μ’ έβλεπε καί μπο ρεί νά με γνωοίζη πώς εΤμαι η κόρη του διοικητού τής άστυνομίας καί νάθελε νά έκδι κηθή έπάνω μου τά δσα του κόβεις έσύ κυνηγώντας τον συνεχώς! Μπορεί νάθελε νά με μαστίγωση η καί νά μέ σκοτώση! — Λέγε παρακάτω! Μ* έ σκασες ! — Λοιπόν τότε μου πρωτόϊρθε η ιδέα!, — Ποιά ιδέα; — Νά κάνω τη Νάγια! — Καί πώς θά την έκανες; —Θάβγαζα τά οουχα μου καί θάμενα μέ τό κοστούμι του μπάνιου που φοοώ πάντο τε άπό μέσα όταν έρχομαι στη ζούγκλα! Θά φορούσα κΓ ένα πανί στο πρόσωπό μου γρήγορα - γρήγορα... — Καί τί θά κέρδιζες μ’ ολ συτα; Ή Ροζίτα ξε Φυσάει μ* άπογοήτευσι πολύ ιιενάλη. — *Ω!^ Μίο^πάδοε! Δεν εΐσαι καθόλου έξυπνος! Μά... αυτό πού κέρδισα μόνο! Ό Ζοορό θά νόμιζε πώς είμαι ή Νάγια! Ή Νάγια ένει σώ σει τόσες Φοοές τη ζωή του Ζορρό!... "Ετσι δχι μόνο δεν θά μέ μαστίγωνε άλλά θά μέ
9 προστάτευε καί έναντίσν ο ποιοσδήποτε κινδύνου! "Αλ λαξα λοιπόν μέσα σέ μιά στι γμή καί μόλις πρόλαβα... Ό τρομερός αυτός άνθρωπος έ φτασε στο σύτόνυρο καί μ* ένα πηδηυσ βρέθηκε πάνω... — Λοιπόν; — Λοιπόν έγινε καί κάτι πού δεν εΐχα ποοβλέψει!... — Μπά; Καί ποιο ήταν αυτό; — Ό Ζοροό ένθουσιάστηκε πού μέ βοήικε κι5 ήθελε καί καλά καί σώνει νά μέ πάρη στή ζούγκλα καί νά μέ παντρευτή! — Χίλιοι δα ιμ όνοι. Αυτό πάει πολύ, Μαντόνα μία! — ^Νά μήν ξεχνάς πώς μέ περνούσε γιά τή Νάγια μέ τό Βέλο! —^Δέν τό ξεχνάω άλλά δεν ξεννάω κιόλας πώς δέν ήσουν ή Νάγια παοά έσύ! Λοιπόν; — Φυσικά... Δέν δέχτηκα! —- "Ελα! Μή ιιου τό λές νιατί θά τοελλαθώ!, γρυλλίζει μέ μανία ό χοντοο - Περέθ. Πές μου τί έγινε υστέρα καί πώς βρέθηκες στήν άγκαλιά του! — Λοιπόν, ό Ζοροό, μ ίο πάδρε, δέν έπαιρνε άπό λό για! Μου τό λέει μιά, του άπαντώ «δχι». Μου τό λέει δυο, του φέρνω δικαιολογία πώς δέν μπορούσα σήμερα καί νά τό κανονίζαμε γιά άλλη φο ρά... Μου τό λέει τρεις, κα θώς του αποκρίνομαι πάλι δχι, μ* αρπάζει στά χέρια του καί ξεκινάμε! — Ξεκινάτε!... Τί θές νά μάς πής;
ιυ
ΖΟΡΡΟ
^ Ό Περέθ άψρίίει οπτό τή λύσσα του. Ή Ροζίτα φαίνεται- κι* έκείνη οργισμένη ακόυα στην άνάμνησι των όσων διηγείται. — Νά: *Όπως μάς βρήκα τε στη ζούγκλα! Μέ^ πήρε στα χέρια του κι* άφοϋ πήδη σε από τό έλικόπτερο, άρχι σε νά τρέχη ! Έγώ λιπόθυμη σα εκείνη την ώρα, καθώς παρακαλουσα τή μία Μαντόνα νά μέ λυπηθή και νά σάς φα νέρωση στον δρόμο μας! Ό Περέθ τρίζει τά δόντια: — "Έτσι γίνανε τά πρά γματα; — 9 Ακριβώς! — Αές την αλήθεια;
Συναντούν όμως
— Μίο πάδρε! !... Τά μάτια του χοντρο - α στυνόμου γυαλίζουν άγρια. Θριαμβευτικά. — Θά έξακριβώσω άν λες αλήθεια!, γρυλλίζει. Είπες πώς ό κινητήρας του έλικοπτέρου δεν γύριζε, έτσι; — Ναι... δηλαδή... — Τί δηλαδή; Τ’ είχε πάθει και δεν γύριζε; Τό πρόσωπο τού πατέρα τής Ροζίτας είναι κατακόκκινο καί αρχίζει σιγά - σιγά νά χλωμιάζη καθώς βλέπει τή διστακτικότητα τής κόρης του. "Αρχίζει δηλαδή πάλι νά τήν υποψιάζεται καί ή καρδιά του ραΐζει.
τον κρυσταλλένιο τοίχο...
11
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Πετουν τά πέτρινα τσεκούρια και τά δάρατά τους...
— ζέρω κΓ εγώ; κάνει ή τετραπέρατη νέα μισοκακά μοιρα. "Ίσως ή θύελλα νά προ ξένησε καμμιά ζημιά... Ό Περέθ μουγγρίζει σαν λιοντάρι: —Λοιπόν ή έξακρίβωσις τής αλήθειας είναι εύκολη: "Αν ή προπέλα δεν γυρίζει, αύτό θά πή πώς λες την α λήθεια! "Αν όμως γυρίζη,^ θά άποδειχτή πώς^ μου διηχήθη κες ένα παραμύθι καί πώς εί σαι ή Νάγια μέ τό Βέλο! Καί τότε —μά την πίστι μου! — θά σέ κρεμάσω μέ τά ίδια μου τά χέρια στην πλατεία! Ή Ροζίτα δείχνει πολύ άνήσυχη σ’ αυτή τή δήλωσι
τού εξαγριωμένου, πατέρα της. — Μά... μ.ίο πάδρε!, μουιρ μουρίζει σαστισμένη. Μπορεί εκείνη την ώρα νά είχε πάθει τή ζημιά τό ελικόπτερο καί άργότερα νά διωρθώθηκε! Μπορεί τώρα ό κινητήρας νά γυρίζη πάλι! Θά πή αύτό πώς... Ό Περέθ δέν τήν αφήνει νά συνέχιση. Γαβγίζει άγρια μέ τό αΐμα του άνεβασμένο άλλη μιά ψο ρά ολόκληρο επάνω στο κε φάλι του: — Νά εύχεσαι, κορούλα μου, νά μην διορθώθηκε μόνη της ή βλάβη, γιατί αυτό θά
σου στοιχίση τό ωραίο σου κεφαλάκι! Προσευχήσου πά λι στη Μαντόνα πού σέ α κούει δλη την ώρα, νά μην διωρθώ&ηκε μόνη της ή βλά βη, γιατί αυτό θά πηγαίνη νά πή πώς είσαι ή Νάγια μέ τό Βέλο!... Καί εξαγριωμένος τελείως, σόον τρελλός, μέ τά πιο άλλο κότα συναισθήματα στην καρδιά του, όρμάει στο εσω τερικό του ελικόπτερου, ενώ τό πρόσωπό του τή μια γίνε ται κατακόκκινο καί την άλ λη χλωμό σαν του πεθαμένου. Μέ χέρια πού τρέμουν από ταραχή αρπάζει τούς διάφο ρους μιοχλούς καί προσπαθεί νά βάλη μπρος τό σκάφος. Γιά μιά στιγμή ένας δυνα τός θόρυβος κινητήρος άκούγεται κι* ολόκληρο τό Ελικό πτερο αρχίζει νά τραντάζε ται. Ό Περέθ ασπρίζει έντελώς. Κοντεύει νά πάθη συγκο πή από τή φρίκη πού άπλώνεται στήν καρδιά του. Αέν προλαβαίνει όμως νά πάθη τίποτα, γιατί γρήγορα αντιλαμβάνεται πώς ή ^προ πέλα πού έχει αρχίσει νά^γυρίζη είναι εκείνη τής ουράς. Ή καρδιά του ξανάρχεται στή θέσι της κι’ αρχίζει πά λι τις προσπάθειές του. 'Όσο όμως κι* άν παιδεύε ται, ό έλικας πού στέκει άπά νω από τό κεφάλι του ακίνη τος^ δεν λέει ούτε νά σαλέψη/ αφού μέ τό συρματάκι πού ξεκόλλησε ή Ροζίτα μέ τό πόδι της, δέν μπορεί νά τρο-
φοδοτηθή μέ ρεύμα! Στά τελευταία βγάζει ένα μαντήλι καί σκουπίζει τον ίδρωτα πού τον έχει λούσει ολόκληρον. Ανασαίνει βαθειά μέ άνακούφισι. Τό στρογγυλό πρόσωπό του φωτίζεται από χαρά. "Έχει βεβαιωθή πώς ή Ρο ζίτα λέει... τήν αλήθεια (! ) καί πώς επομένως δέν είναι ή Νάγια! — Μικρή μου Ροζίτα!, ψελλίζει γυρνώντας ευτυχι σμένος προς τό μέρος της. "Ελα νά σέ φιλήσω, παιδί μου! Ή κοπέλλα δμως εννοεί νά παίξη τον ρόλο της ως τό τέ λος. Τά όμορφα μάτια της α στράφτουν από θυμό καί έτοι μάζει τά νύχια της σάν γά τα. -— Νά μέ φιλήσης!, στριγ γλίζει μανιασμένη. Γιά τόλ μησε νά μέ πλησιάσης, μ ίο πάδρε, καί νά δής πού θά σου ξεσχίσω όλο τό πρόσωπο μέ τά νύχια μου! Θά σου βγά λω τά μάτια! — Κόρη μου!... — Κόρη σου! _Δέν είμαι ή κόρη σου έγώ!... Είμαι ή Νά για μέ τό Βέλο, πού θά μέ κρεμασης στήν πλατεία... "Αφησέ με νά φύγω! Θά μείνω στή ζούγκλα, πού είναι τό σπίτι μου! Τά θηρία θά μου φερθούν καλύτερα από τον πατέρα μου πού μέ λατρεύει! ! Μαντόνα! Μαντόνα!... Κάνει νά τό . βάλη κιόλας στά πόδια, αλλά ό χοντρο -
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Περέθ μ* δλον τον δγκο του προλαβαίνει καί ρίχνεται α πάνω της μέ τό μούτρο του ολοκόκκινο από τη συγκίνησι και τη μεταμέλεια. — Κορούλα μου! Γλυκεία μου μικρή Ροζίτα! Έσύ εΐ σαι ή παρηγοριά τής ζωήι μου!, τής^ λέει μέ φωνή ποί τρέμει. Πως θά ζήσω εγώ άν μ8 εγκατάλειψης και δεν μ’ άγαπάς έσυ; -— Έσυ ήθελες νά μέ κρεμάσης, υίο πάδρε! _ — *Ω, μικρή μου Ροζίτα! Συγχώρεσε τον δυστυχισμένο σου πατέρα! "Άν σέ κρε μούσα θά σκοτωνόμουν κΓ έγώ μετά! #— ΚΓ εγώ τί θά κέρδιζα μ* αυτό; Μήπως... θά πήγαι να προς τό καλύτερο; — Πώς μπορείς νά είσαι τόσο σκληρόκαρδη, κόρη μου; Δεν είσαι άνθρωπος εσύ; Δεν έχεις καρδιά στο στήθος σου; Δέν καταλαβαίνεις τί ευθύνες έχει ό πατέρας σου καί τί δύσκολη πού είναι ή θέσις του; Τί φταίω εγώ άν σέ βρή κα μ5 ένα μαγιώ "ίδιο μ* εκεί νης τής τρομερής γυναίκας καί μ3 ένα βέλο στο πρόσω πο πάλι ίδιο μέ τό δικό της; Τί ήθελες νά υποθέσω; — Την αλήθεια! Πώς ντύ θηκα έτσι για νά ξεγελάσω τον Ζορρό! — Μά τόσο εύκολο ήταν νά καταλάβω ένα τέτοιο πρά γμα; — Εύκολο - δύσκολο, έγώ δέν ξέρω! Είσαι άστυνοιιικός τό έπάγγελμα! Δέν ...κολλάς χερούλια σέ μπρίκια! “Ένας
αστυνομικός πρέπει νά τά κα ταλαβαίνη όλα καί μάλιστα πιο εύκολα πρέπει νά κατα1λαβαίνη... τά δύσκολα! — Συγχώρησέ με, μίο κορασόν! Ή Ροζίτα άποφασίζει νά ύποχωρήση. Κουνάει τό κεφάλι της μέ τρόπο πού τονίζει δτι του κά νει πολύ μεγάλη χάρι καί με τά του δηλώνει: — Δέν επιμένω περισσότε ρο, μίο πάδρε/ αλλά και δέν σέ συγχωρώ ακόμα! Θά σέ συγχωρήσω μόνο όταν συλλά βης την πραγματική Νάγια μέ τό Βέλο γιά νά τής βγά λω τά μάτια μέ τά νύχια μου. — "Έννοια σου καί δέν θά μου ξεφύγη! Θά την κυνηγή σω σαν λυσσασμένο σκυλί! Τώρα όμως άς κυττάξωμε νά βάλουμε μπροστά αυτόν τον δαίμονα! Πρέπει νά έπιατρέ ψω με τό γρηγορώτερο στο *Έλ Χόκλο!... Ή Ροζίτα κυττάζει τον πα τέρα της άνήσυχη. Τά μάτια του άστυνομου λάμπουν τόσο τρομερά!... ΚΓ ό Περέθ μουρμουρίζει ανάμεσα στά σφιγμένα δό ντια του: — Ό Ζορρό τής Ζούγκλας ήταν έδώ ^τώοσ δά!... Θέλω νά δώ άν ό Δον Πάμπλο Ντε λ όρο είναι στο σπίτι του μό λις θά γυρίσω!... ΚΓ έχω μια γνώμη πώς αυτή τη φορά δέν θά τά καταφέρη νά είναι!... ΐΚΓ άρχίζονταις άπ’ αυτόν/ θά γραπώσω καί τη μουσίτσα αύτή τη Νάγια! "Έννοια σου. “Ύστερα άπ" αυτόν τον
Ζ ΟΡΡΟ βλάβη διορθώνεται άμέσως. Μόλις κάνουν τήν σύνδεαι καί τήν άσφαλίζουν καλά γιά νά μήν τούς ξεκολλήση πάλι ενώ θά βρίσκωνται στον άέρα, ή προπέλα παίρνει μπρος μέ δα ι μ ον ι σ μένο θό ρυβ ο. Σέ δυο λεπτά υστερ* άπ’ αυτό έχουν ξεκινήσει και τρέ χουν γιά τήν Άθιέντα ντέλ Σολ, ενώ τά μάτια του Πε ρέθ λάμπουν αινιγματικά καί θριαμβευτικά συγχρόνως καί ή Ροζίτα, πού ούτε έχει βά λει ποτέ μέ τον νού της, πώς είναι δυνατόν ό Ζορρό τής Ζούγκλας νά έχη καμμιά σχέσι μέ τον καλοκάγαθο Δον Πάμπλο Ντελόρο, δέν μπορεί
.·>···'■
σύντομο μονόλογο ττού ή Ροζίτα δεν κατάφερε νά τον άκούση, άρχίζουν όλοι μαζί να ψάχνουν για τή βλάβη. Και δέν αργούν νά τήν άνακαλύψουν. Ένας αϊτό τούς αστυνομι κούς, βρίσκει σε μια στιγμή το ξεκολλημένο σύρμα και βάζει τις φωνές. Ό Περέθ ούτε βάζει μέ τό νού του ιτώς έχει ξεκολλήσει τό σύρμα αυτό. Δεν είναι καθόλου περίερ γο έξ άλλου νά τό έχη^ κάνει ή ακατανίκητη ορμή του ανέ μου που σαρώνει τά πάντα στο διάβα του. Τό ευχάριστο είναι δτι ή
Τρέχει κι* έκεΐνος καταπάνω τους.,.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
Τό κεφάλι του Έλ Ρέϋ είναι βαρύ άττό σκέψεις...
να κοτταλάβη που όφείλεται αυτή ή χαρά πού -καθρεφτίζει ή μορφή του πατέρα της, άφου ό καημένος έχει άποτύχει οίκτ,ρά ατήν εκστρατεία του αύτή μες στη ζούγκλα... Κρυστάλλινη
φυλακή 0 ΘΡΥΛΙΚΟΣ Πάντ-σο Γίγαντας, όπως είδαμε/ έχει τη... φαεινή έμπνεύσι νά... λι ποθυμήση καί έτσι παύει νά τον ένδιαφέρη —προς τό πα ρόν τουλάχιστον, τί θ’ άπογίνη μέ τήν τρομερή φυλή των πυγμαίων, τά παιδιά πού κυ κλώνουν το Μαύρο Πουλί όττ"
όλες τις μεριές. Ό καθηγητής Τζένκινς ό μως, πού είναι μαζί του μες στο ελικόπτερο, δεν καταφέρ νει κι5 εκείνος νά λιποθυμήση όπως ό απερίγραπτος νάνος καί αυτό τον κάνει νά νοιώθη σάν νά κάθεται πάνω σέ α ναμμένα κάρβουνα καί κάτι χειρότερο. Τά μάτια του είναι γουρλωμένα από 'έναν υπερφυσικό τρόμο... Καί δεν έχει άδικο νά φο βάται τόσο πολύ, γιατί ό λαμπρός έπιστήμων ξέρει θαυ μάσια τί 9ά πή νά πέση κα νείς στά χέρια αυτών των μι κροσκοπιών τεράτων, πού θα
16 τούς θανατώσουν άσφαλώς μέ τα^ φρικτότερα βασανιστήρια *| πού μποοεΐ να βάλη ό νους 4 του άνθοώπου... Γ Μέ την ψυχή στο στόμα όομάει καί σκύβει πάνω από ί τον πεσμένο Πάντσο Γίγαντα καί μέ χαστούκια καί μασάζ, προσπαθεί να τον κάνη νά συνέλθη, για νά προσπαθήση άλλη μιιά φορά νά κάνη το καταπληκτικό ελικόπτερο του Ζοοοο τής Ζούγκλας ν’ άπονε ιωθή. Δέ·ν είναι δμως κι* εύκολη δουλειά νά συνεφέοη κανείς τον Πάντσο μόλις έχει λιπο θυμήσει... Καί στο μεταξύ οί Ινδιά νοι· πυγμαίοι πλησιάζουν ο λοένα. · Είναι άδυνατον νά φανταστη κανείς τί κόλασι πραγμα τικη δημιουργούν μέ τίς υστε ρικές κραυγές τους καί τά ά γρια ουρλιαχτά που βγαίνουν από τά λαρύγγια τους. "Όπως μάλιστα έχουν λε πτές καί διαπεραστικές φωνίτσες σάν τών μικρών παι διών/ τό πανδαιμόνιο που 5 ημιουογούν μπορεί χωρίς καμμΐ!ά υπερβολή νά κάνη τό μυα λό του ανθρώπου νά σαλέψη αητό την θέσι του... Ό καθηγητής ^ζένκινς βλέ πει έπί τέλους τον Πάντσο Γίγαντα ν3 άνοινοκλείνη τά ματάκια του καί τό πρόσω πό του φωτίζεται γιά μιά στι γμή μονάχα... ^Υστεοα τό αίμα παγώνει στις φλέβες του καί τον κυρι εύει ή πιο μαύρη άπελπισία. Ό Πάντσο συνέρχεται μέν
ΖΟΡΡΟ άλλα καί δέν προλαβαίνει πιά νά κάνη τίποτα γιά νά σω θούν. Τά παιδιά έχουν κιόλας φτάσει μέ τά καταπληκτικά γιά τό μπόι τους πηδήματα πού κάνουν, στο Μαύρο Πουλί. Πηδάνε σάν αληθινά κατσί κια, την ώρα πού ξεφωνίζουν υστερικά. Στά νέοια τους κρατούν καί κραδαίνουν άγρια, τσε κούρια καί δόοστα πέτρινα, γιαπί δέν ύπάονει μέταλλο μέσα στη ζούγκλα καί ούτε βγαίνουν ποτέ έ£ο:> σπ3 αυτήν οί Ινδιάνοι πυγμαίοι, γιά νά ακολουθήσουν τήν πρόοδο του πολιτισμού. Ό καθηγητής όπισθογωρεΤ μιέ Φοίκη —άν μποοή νά πή κανείς έτσι γιά τον πεουωοισυένο χώρο μέσα στον όποΐο βρίσκεται. Βλέπει άπ* δλες τίς μεριές διαβολικές μικοές μορφές μέ φλογισμένα μάτια κοίτακόκκινα. νά πηδουν εναντίον του. Βλέπει τά δόρατα καί τά τσεκούρια νά υψώνονται ά γρια επάνω από τό κεφάλι του. Μιά τρόμεοή Φωνή φοίκυ'καί τρόμου ξεφεύγει άπ3 τό λαούγγι του. πού τήν ακούει ακόμα κι3 ό Πάντσο Γίγαντας μέσα στον χαλασμό πού γί νεται καί πετιέται όρθιος μέ τά ματάκια του γουρλωμένα. — Τί συμβαίνει; τσιρίζει λαΦιασμένος. Μίληοο κα νείς ( \ !) Τήν ίδια δμως στιγμή γί νεσαι κάτι τρομακτικό άλλά
ταυτόχρονα καί άλλόκοτο: Οι οπταίσι-οι πυγμαίοι έτσι όπως πηδούν εναντίον τους... τρακέρνουν στον αέρα ό ένας μετά τον άλλο και τσακίζο νται υστέρα κάτω στη γη ό που σωριάζονται μέ σπαρα κτικά ουρλιαχτά! "Οπως δηλαδή θά έχη κα ταλάβει ήδη ό αναγνώστης, δεν χτυπούν ακριβώς στον α έρα, παρά στο κρυστάλλινο, άθραυστα περίβλημα τοΰ κο«υ βουκλίου του υπέροχου έλικό πτερού. Τά παιδιά όμως δεν έχουν ξαναδή τίποτε γυάλινο ποτέ. Δεν μπορούν νά φαντα στούν την πραγματικότητα. Νομίζουν πώς ένας αόρα τος/ μαγικός τοίχος υψώνεται γύρω από τον Πάντσο Γίγα ντα και τον καθηγητή Τζένκινς πού τούς βλέπουν ολοκά θαρα, αλλά δεν μπορούν νά τούς πλησιάσουν και μάλι στα χτυπούν άσχημα μέ τήν ορμή πού είχαν βάλει στα πη δήματά τους και κυλιώνται κάτω μέ λυσσασμένες κραυ γές πόνου καί τρόμου. Ωστόσο μέσα στο Μαύρο Πουλί υπάρχει κΓ ένας άλλος πού ξεφωνίζει υστερικά κΓ αΰ τός —όπως θά τόχη καταλά βει ό καθένας, είναι ό φοβε ρός καί τρομερός Πάντσο Γί γαντας. Βλέποντας άξαφνα τά μικροσκοπικά εκείνα πλάσματα νά έρχωνται μέ φόρα καί νά τρακέρνουν πάνω στο άθραυ στο τζάμι τοΰ αύτόγυρου, βά ζει τις φωνές: — Χριστούλη μου, κάτι...
κουνουπάρες! Π άσε τήν άν~ τλία^τού ντί - ντί - τί, καλέ! 3Βκεΐ πίσω σου είναι!... Θά τά ξεπαστρέψουμε στο φί καί στο πί! Φυσικά ό σοφός καθηγη τής δέν δίνει σημασία στις βλακείες του. Κυττάζει. μέ φρίκη τά α παίσια αυτά ανθρώπινα πλά σματα, που ωστόσο δέν έχουν τίποτα τό ανθρώπινο πάνω τους... Οί τελευταίοι1 που δέν προ λαβαίνουν νά συγκροτηθούν κΓ έρχονται καί πέφτουν μέ τά μούτρα πάνω στον διαφα νή τοίχο τού κουβουκλίου του Μαύρου Πουλιού, τού δίνουν τήν ευκαιρία νά δη άπό πολύ κοντά τά φοβερά χαρακτηρι στικά των προσώπων τους ·— πριν αυτά τά τελευταία χτυ πήσουν καί πλατύνουν αηδια στικά πάνω στον τζαμένιο τοΐχο... Κι5 ό Πάντσο πού δέν χά νει τήν -ευκαιρία νά μήν πετά ξη τήν... κοτσάνα του, .τσιρί ζει καί πάλι σέ μιά στιγμή μέ τά ματάκια του γουρλωμένα- μέχρις έξορύξεως: ^—- Πάδρε ντέλ Ντί-ο! Αυ τός ό τελευταίος πού... πατικώθηκε ή μούρη του στο τζά μι, μού φάνηκε σάν ένα ξαδερφάκι μου άπό τήν Πέρα Χώρα! Στο ρεταξύ οι πυγμαίοι τά παιδιά έχουν αρχίσει νά όπ ισθοχωρουν τρομοκρατημέ νοι και μέ ουρλιαχτά ακόμα φαβερώτερα άπό τήν ώρα πού έκαναν τήν επί θεοί τους... Δέν μπορούν νά χωνέψουν
II
ίόρρΰ
\έν έχει παρά νά ττηδηξη άλμα
έπι κοντώ...
τό πρωτάκουστο πάθημά τους. Στις πρωτόγονες ψυχές τους φυτρώνει ,ή ιδέα πώς έ χουν νά κάνουν μέ θεούς και όχι μέ ανθρώπους. Στο τέλος ρίχνονται σέ ά τακτη φυγή και χάνονται πά λι μέ αλαλαγμούς ατά πρώ τα δέντρα τής ζούγκλας... Αέν φεύγουν όμως... Μένουν έκεΐ από πίσω καί περιμένουν κυττάζοντας τό Μαύρο Πουλί μέ τά κατακόκκινα ματάκια τους/ πού είναι μάτια θηρίων. Χτυπάνε μεταξύ τους τά πέτρινα όπλα τους, πού είναι τόσο πολλά ώστε κόβουν έ ναν αληθινά διαβολεμένο θό ρυβο. Καθώς βλέπουν πώς οί «θεοί» πού βρίσκονται στο έλικόπτερο δέν κάνουν τίποτα εναντίον τους, ξαναπαίρνουν σιγά - σιγά θάρρος. ’Αρχίζουν νά βγαίνουν ανάμεσα άπό τις φυλλωσιές στην άκρη του ξέφωτου καί νά πλησιά ζουν τό υπέροχο, αθόρυβο αύτόγυρο. Μόνο πού τώρα δέν επιτί θενται κατά κύματα, μά μόνο βαδίζουν σιγά - σιγά καί έ τοιμοι στην παραμικρή ύπο πτη κίνησι εκ μέρους των «θε ών», να^τό βάλουν στά πόδια. — -ανάρχονται!, ψιθυρί ζει τρομοκρατημένος ό καθη γητής Τζένκινς. Και τούτη τή φρρά θάναι τό τέλος! Την πρώτη φορά τή γλυτώσαμε οπτό τον τρόρο πού τούς προκ άλεσε ό αόρατος τοίχος!... Θά σπάσουν τό τζάμι του κου
ΐΗΣ ΖΟΥΚΑΑΙ βουκλίου και θά μάς κομμα τιάσουν! ... "Όλ* αυτά τά λέει^ μέσ’ α πό τά δόντια ταυ καί ό Πάντσο Γίγαντας δεν τά ακούει με τή φασαρία που γίνεται κΓ δλας από τά πέτρινα ό πλα των πυγμαίων, πού ούτε μιά στιγμή δεν έχουν πάψει νά τά χτυπάνε. Ό κύκλος πού έχουν σχη ματίσει γύρω από τό Μαύρο Πουλί, στενεύει ολοένα πε ρισσότερο. Ό Πάντσο Γίγαντας τούς βλέπει και χαμογελάει, γιατί έτσι όπως βαδίζουν σιγά -σι γά τά ανθρωπάκια, ούτε βά ζει μέ τόν νού του πώς μπο ρεί νά έχουν κακό σκοπό. — Γιά κύττα τους τι πλά κες πού^ έχουνε!, λέει τού καθηγητή τσιριχτά. Νάτανε όλοι σί άνθρωποι στο μπόϊ τους, εγώ θάμουνα... γίγαντας χωρίς καλαμπούρι! "Αν πή γαινα στο σκολειό τους, θά ήμουνα ό... ξυλάρας τής τάξεως! Τό χωράει τό μυαλό σου; ^ Ό Τζένκ ι νς δεν τού απαν τάει. Κιυττάζει μέ φρίκη τούς τρομερούς πυγμαίους πού τή στιγμή άκρι*βώς αυτή, στα ματούν και μένουν εντελώς α κίνητοι γύρω από τό Μαύρο Πουλί, σέ ενσν κύκλο μέ άκτί να περίπου δέκα μέτρα από αυτό. ί ά κατακόκκινα ματάκια τους κυττάζουν τό ελικόπτερο μέ τρόμο ανακατεμένο μέ άμφι βόλια. Παύουν νά χτυπούν ακόμα
η
_— Τί συμβαίνει; μουνγρίζει
άνανοοκτισμένος. Εσείς, Περέθ;
καί τά πέτρινα δπλα τους και μοιάζουν με τίποτε φρικτά άγαλματα, γεννήματα κάποιου τρομερού εφιάλτη. Απειλητική σιγή θοονάτου απλώνεται· στή ζούγκλα. Τά παιδιά παρατηρούν μέ μΐσος μαζί καί τρόμο τό Μαύρο Πουλί. Κυττάζονται καί μεταξύ τους σάν νά προσπαθούν νά πάρουν θάρρος ό ένας άπό τον άλλον. Τέλος ένας πού είναι πιο ■σωματώδης άπό όλους — αυ τός θά φτάνη στον ώμο τού... Πάντσο Γίγαντα! — δίνει μιά διαταγή μέ ένα κίνημα τού χεριού του. Σίγουρα είναι, ό αρχηγός γιατί σ’ αυτή τήν κίνησί του, ξεσπάει μονομιάς και νούργια θύελλα άπό ουρλια χτά καί λυσσασμένες κραυ γές. "Ομως οι πυγμαίοι- δεν γουν τώρα πια από τή θέσι τους. Ό κύκλος τους ούτε ανοί γει ούτε κλείνει περισσότε ρο... Μόνο πού τά πέτρινα τσε κούρια καί τά δόρατα πού κρατούν, εκτινάσσονται μέ α πίστευτη δύναμι άπό τά κον τά άλλά τρομερά μυώδη χέ ρια τους. Μιά ^πραγματική βροχή ά πό δαύτα, κατευθύνονται ό λα μέ^ απίθανη εύθοβολίά, ο λοταχώς προς τά κεφάλια τού Τζένκις καί τού Πάντσο Γί γαντα. Αυτοί οί τελευταίοι δεν μπο ρούν νά μ ή σκύψουν τρομο
κρατημένοι, βλέποντας τα νά συννεφιάζουν τον ουρανό άπό πάνω τους. Ό Πάντσο τσιρίζει απελπι σμένος: — Αρχίσαμε τόν πετρο πόλεμο! Θά μάς γεμίσουν καρούμπαλα! Ή τρομακτική ωστόσο αυ τή βροχή, σταματάει καί πά λι στον τοίχο τού άθραυστου τζαμιού τού αύτόγυρου. Τό εκπληκτικό πραγματικά σε άντοχή τζάμΐ', δεν παθαί νει τίποτα. Μέ έναν θόρυβο πού σάν μαχαιριά σφηνώνεται ^στ’ αυ τιά των δυο επιβατών τού σκάφους, πέφτουν πάνω στο διαφανές έμπόδιο. Γίνεται άληθινός χαλασμός. Τού Πάντσο Γίγαντα τού φαίνεται σάν νά έχη σκάσει στά δυό ή γη πού πατάει, γιατί μαζί μέ τήν απίστευτα βροντερή αύτή βροχή, γίνε ται καί σεισμός!... Ωστόσο, μόνο πολλά άπό τά τσεκούρια καί τά δόρατα σπάνε στο τέλος καί τό τζά μι τού Μαύρου Πουλιού όχι! (Πάλι μέ τρόμο καί δέος βλέπουν οί πυγμαίοι τά όπλα τους νά σταματάνε μέ θόρυ βο στον άέρα, πάνω στον «μαγικό» τοίχο καί νά διαλύωνται μάλιστα σέ κομμάτια πολλά άπό αυτά... Πόίλι ετοιμάζονται νά υπο χωρήσουν. Άλλά ή άγριότητά τους είναι τόση πού κατανικούν τόν φόβο τους. Βλέπουν πώς συμβαίνουν πράγματα τρομερά καί άνε-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ξήγητα γΓ αατούς, δεν βλέ πουν όμως και καμμιά έπιθε τική ^κίνησι από μέρους των έχθρών τους. Μένουν λοιπόν στη θέσι τους ενώ ένας ψίθυρος απορί ας διατρέχει τις τάξεις τους. βουντάι καί νά προχωρή σουν μπροστά για νά ξ ανα πάρουν τά πέτρινα δόοατα καί τά τσεκούρια πού έχουν μείνει γερά... Την Τδ ια στιγμή δμως κα'ι ένώ ό Πάντσο Γίγαντας έχει φτάσει πιά πάρα πολύ κον τά στά πρόθυρα τής λιποθυ μίας, ένας πραγματικός γί γαντας ξεπροβάλλει στο ξέφωτο από τά τελευταία δέν τρα τής ζούγκλας. Είναι ό θρυλικός Ζορρό, ό μασκοφόρος Εκδικητής! Ό Ζορρό, ταξιδεύοντας μέ τήν απίστευτη ταχύτητα των πιθήκων μέσα στή ζούγκλα, από τή στιγμή πού έγκατέλειψε τή Νάγια μέ τό Βέλο, δεν έχει χρειαστή περισσότε ρο από δεκαπέντε λεπτά για νά φτάση στο μέρος πού άφη σε τον βοηθό του μέ τον κα θηγητή Τζένκινς μέσα στο Μαύρο Πουλί. ΚΓ έχει φτάσει σέ έκεΐνο τό ξέφωτο δυο λεπτά πιο πριν από τή στιγμή αυτή πού κά νει τήν έμφάνισί του. "Εχει δή τούς πυγμαίους ανάμεσα από τά φυλλώματα των δέντρων, νά προχωρούν κρατώντας τά πέτρινα όπλα τους προς τό ελικόπτερο. ΚΓ από πολλή ώρα πιο πριν τούς έχει άκούσει άπό τά τρομακτικά τρυς ουρλια
21 χτά κα'ι έτρεχε <μέ τήν ψυχή γεμάτη φρίκη γιά τήν τύχη τών συντρόφων του, ώσπου νά έξαικρ ι β ώση δτ ι οί τελευ ταίο ι ^αύτοί ζουν ακόυα. Βλέπειπούς πυγμαίους πού σταματούν ολόγυρα άπό τό ελικόπτερο καί τούς ακούει πού σωπαίνουν. Άπό τίς κινήσεις τους κα ταλαβαίνει στή στιγμή τί σχεδ ιαζουν. Τα μάτια του άστράφτουν. Τό ότι ετοιμάζονται νά πετάξουν τά δόρατα και τά τσεκούρια τους ενάντιον του Πάντσο καί του Τζένκινς, τον ευνοεί πάρα πολύ, γιατί έ τσι θάναι άοπλοι όταν έπιχει,ρήση νά περάση άνάμεσά τους γιά νά φτάση καί κεί νος στο ελικόπτερο. Πιστεύει πώς μόλις τό κα ταφέρει αυτό θάχουν σωθή ό λοι, γιατί φαντάζεται πώς ό Πάντσο δεν έχει απογειώσει τό υπέροχο μηχάνημα, εΐναι επειδή άπό τήν τρομάρα του είναι1 ανίκανος νά κάνη ό,τιδήποτε... Τρέχει πίσω στή ζούγκλα. Οί κινήσεις του είναι, γρή γορες καί ανυπόμονες σάν του πούμα που παραμονεύει τό θύμα του... Αρπάζει ένα ίσιο καί μα κρύ χοντρό κλαδί ένός δέντρου καί τό τσακίζει μέ άπίστευτη ευκολία μέ τά ατσαλένια του χέρια. Βγάζει τό μαχαίρι του καί μέ καταπληκτική γρηγοράδα τό καθαρίζει άπό τά παρα κλάδια του καί του κόβει τή λεπτή άκρη του,
22 Είναι, έτοιμος και ταυτόχρο ν·α έχει ακούσει και τά ούρλια γτά των παιδιών και τον φο βερό κρότο των πέτρινων ο πλών τους πάνω στο τζαμένιο κουβούκλιο. Όρμάει μέ την φυγή στο στόμα στην άκρη τού ξέφωτου. "Από έκεΤ βλέπει μέ μεγά λη άνακούφισι ότι τό άθραυστα γυαλί του Μαύρου Που λιού έχει, άντέξει. Παίρνει φόρα τότε και κρα τώντσς τό χοντρό του κλαδί σαν ρόπαλο, ρίχνεται εναντί ον των επιδρομέων! Ό Πάντσο Γίγαντας πρώ τος τον διακρίνει την ώρα που ετοιμαζόταν νά λιποθυμήση καί τά ματο^σ του γουρλώ νουν. "Ωρύεται: —Ό Ζορρός! Κύττα, θεΐε, νά δής πού θά τούς βάλη... γκολ! Καί ό Τζένκινς κυττάζει καί κεΐνος μέ γουρλωμένα μά τια. Κάτι τρομερό γίνεται σ" αυτό τό ξέφωτο τής ζούγκλας μέ μάρτυρες μόνο αυτούς τούς δυο: Ό μασκοφόρος "Εκδικητής ρίχνεται σάν αφηνιασμένος ε νάντιόν τών πυγμαίων. Κι" έκεΐνοι δμως δέν πτοουνται από τό γιγάντιο ανά στημα του καινούργιου εχθρού πού παρουσιάστηκε καί πού είναι τρεΐς φορές σχεδόν σόον τό δικό τους, ούτε όήτό τό γεγονός πώς είναι άοπλοι, ε νώ ό Ζορρο τής Ζούγκλας κρςχτάει Ικείνρ τό τρομερό ρό
ΖΟΡΡΟ παλο. Μ" ένα βλέμμα άναμετρώνται καί βλέποντας πώς είναι άσυγκρίτως πιο πλεονεκτική ή θέσις τους λόγω του μεγά λου αριθμού τους, ρίχνονται καί κείνοι καταπάνω του, μέ καινούργια τρομακτικά ουρ λιαχτά ! "Εξ άλλου οί πυγμαίοι έ χουν απίστευτη δύναμι, άνάλογα μέ τό άνάστημά τους. "Ενας δοτό αυτούς μπορεί εύκολα νά νικήση έναν μεγα λόσωμο άντρα, δυο φορές σάν τό δικό του τό μπόϊ. Είναι βέβαιο πώς άν ό Ζαρ ρό πέση στά χέρια τους, δσο κι" άν είναι γίγαντας κι" δ σο κι" άν κρατάη τό ρόπαλο, δέν θά ζήση! Ό Τζένκινς χλωμιάζει σάν νεκρός πού τον βλέπει, γιατί έχει διαβάσει πάρα πολλά γιά τήν τρομερή αυτή Φ * τών Ινδιάνων πυγμαίων καί ξέρει πόσο μεγάλο κίνδυνο διατρέχει ό σωτήρας του. — Είναι τρελλός!, ψελλί ζει καί κρύος ίδρωτας κα τρακυλάει από τό μέτωπό του. Ό Πάντσο Γίγαντας δέν τό παραδέχεται1. — "Όχι καί τρελλός! / του λέει προσβεβλημένος. Πολλές Φορές βέβαια, λέει τού κεφα λιού του αλλά τυχαίνει νά πή καί σωστές κουβέντες! Τον έ χω άκούσει μόνος μου! Ό Τζένκινς άπό τήν άγωνία του κάνει μιά τρέλλα: "Ανοίγει άπό μέσα τήν πόρ τα τού τζαμένιου κουβουκλίου.
Βγαίνει ό μισός έξω και
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
23 -> —
■
- _
■
- ,
|
1.1
- ||
-|
ουρλιάζει μέ δλη του τή δύάπό δυόμισυ μέτρα! νοομι: ν Μ’ αυτόν όμως τον τρόπο — Πίσω!... Πίσω προς Λ πηδάει επάνω άπό όλους τούς Θου, Ζορρό! Είσαι χαμένος! άντιπάλους πού μέ τή φόοα Ή Φωνή του χάνεται ανά πού έρχονται άντίθετα, δέν προλαβαίνουν νά βαστήξουν μεσα στο πανδαιμόνιο άττό τΐς φωνές των πυγμαίων. Φρένο καί περνάνε όλοι κάτω άπό τον ^μασκοφόρο Τι μωρό! Τά δυο στρατόπεδα πού Γυρνούν βέβαια νά τον κα έρχονται αντίθετα, έχουν πλη ταδιώξουν μέ μανιασμένα σιάσει στα τρία μέτρα! Μια ουρλιαχτά άλλά ό Ζορρό βρί στιγμή μεσολαβεί μόνο. “Ύ σκεται πια μακρυά τους. στερα ό Ζορρό θά μπλεχτή Μέ πέντε δρασκελιές έχει σέ μάχη σώμα μέ σώμα μέ Φτάσει στο Μαύρο Πουλί καί κεΐνα τά τέρατα και ασφαλώς έχει πηδήσει στο εσωτερικό θά ύπακύψη! άπό τήν πόρτα πού κρατάει — Πάει-!, ψελλίζει με άάνοιχτή ό κατάπληκτος δόπελπισία ό Τζένκινς. Χάθη κτωρ Τζένκινς! κε! "Υστερα κλείνει άμέσως Αλλά οχι!... ^ πίσω τους μέ τήν άσφάλεια. Δεν έχει χαθή ό υπέροχος 3Απ’ έξω ξεσπά μανιασμέ υπερασπιστής των αδυνάτων. νη θύελλα. Οί Ικανότητες του εΤναι άΤά παιδιά έξαγριωμένα ά φάνταστες, τόσο πού ποτέ πό τό πάθημά τους, ξεχνούν δέν θά περνούσαν από τή σκέακόμα καί τούς φόβους τους. ψι του κσθηγητου Τζένκινς. Όρμούν κοντά στο Μαύοο Ό Ζορρό τής Ζούγκλας άΠουλί, άρπάζουν τά τσεκού κριβώς εκείνη τήν κρίσιμη στι ρια τους καί χυμώντας έπάνω γμή, παύει νά κρατάη σαν στον «ιάόρατο τοΐχο» προσ ρόπαλο τό μακρύ του κοντά παθούν νά τον σπάσουν! ρι καί τό στηρίζει μέ τή μύ Τό άθραυστο τζάμι άνθίτη στη γη, μπρος άκιριβώς σταται άπεγνωσμένα. στά πόδια τών έπερχαμένων Ό Ζορρό αρπάζει τούς μο πυγμαίων... χλούς καί τά κουμπιά που βρί "Ύστεσα πατάει μέ δόνα μι σκονται στο ταμπλώ όδηγήκαί πηδάει ψηλά! σεως καί προσπαθεί νά άπα "Οσο κΓ άν γιά τά τρομε γε ιιώση τό Μαύρο Πουλί. ρά έκεΐνα τερατάκια, αυτό 3Εκείνο όμως δέν κουνιέ πού γίνεται είναι απίστευτο ται. και καταπληκτικό, όσο και Ό Πάντσο Γίγαντας πού άν ό Τζένκινς γουρλώνη κΓ έχει βρή τό θάρρος του αφού έκεΐνος τά μάτια του άπό θαυ βρίσκεται μαζί μέ τον Ζορ μασμό, ό Ζορρό δέν έχει κά ρό καί άσχετο άν 6 κίνδυνος νει· τίποτα περισσότερο, άπό τού θανάτου εΤναι τώρα πολύ τό νά πηδήξη άλμα έπι κοντώ καί μάλιστα όχι πιο ψηλά μεγαλύτερος, τσιρίζει προσ-
ΖΟΡΡΟ
24 βλημένος: — Μάς ήρθες για έξυπνος, Ζορρούλι; ’Άν ήταν νάπαιρνε μπρος, έδώ θά καθόμουν τόση ώρα; Τώρα θά τό εΐχα φτάσει στο Δέλτα του * Αμα ζόνιου ! Ό μασκοφόρος Τ ι μωρός τον παρατηρεί τρομαγμένος γιιά πρώτη φορά. Αυτό είναι κάτΐ' πού δεν τό εΐχε υπολογίσει. — Γιατί; μουρμουρίζει άνήσυχος. Τί έχει ττάθει; — Του έχει· τελειώσει ή μπαταρία!, έξηγεΐ ό... ^άρχι μηχανικός με σπουδαίο ύ φος. Δένβλέπεις ττού δεν τρο φοδστοΰνταί! οι κινητήρες; Καί οΐ επιθέσεις των παι διών γίνονται δλο και πιο λυσσασμένες. Και οι ήρωές μας βρίσκον ται φυλακισμένοι μέσα σέ μια κρυστάλλινη φυλακή, πού δεν θά ρπορέση νά άντέξη επ’ ά πειρον στά χτυπήματα των πυγμαίων. Τό άθραυστο τζάμι αρχί ζει* κιόλας νά τρίιζη επικίνδυ να κάτω άπό τη λύσσα των χτυπημάτων των πέτρινων ό πλων... Καί οί άπαίσιοι ,μακροσκο πικοί Ινδιάνου βλέποντας πώς ό «μαγικός τοίχος» δεν μπο ρεί νά τους κάνη κανένα κα κό, γίνονται όλο και πιο επι θετικοί καί άγριοι·... Δευτερόλ επτά μ ετ ρ οϋν τ ή ζωή του Ζορρό τής Ζούγκλας, τοΰ Πάντσο Γίγαντα καί του κρθηγηττή Τζένκινς 9 9 Ρ
Μια παράξενη πορεία... I
ενώ ή ζωή τών τριών άπό τούς ήρωές ^μας, έχει φτάσει σέ τόσο κρίσιμο σημείο, ό μόνος ίσως πού θά μπορούσε άκό·μα νά τούς πρσσφέρη κάποια βοήθεια, ό βασιλιάς τής ζούγκλας Έλ Ρέϋ, βρίσκεται πολύ μακρυά τους αυτή τή στιγμή. Βρίσκεται μέσα στο παρ θένο, καταπράσινο βασίλειό του καί προχωρεί ασταμάτη τα, όλο προς τήν ίδια κ απεύ θυνα ι. Δεν πηδάει άπό κλαδί σέ κλαδί, μ* δλο πού θά μπορού σε άσφαλώς νά τό κάνη. Προχωρεί αργά μέ τό κε φάλι βαρύ άπό σκέψεις. Ή καρδιά του είναι σφι γμένη καί νοιώθει απέραντη δυστυχία νά γεμίζη τή ζωή του. Φεύγει πολύ μακρυά άπό τό ·μέρος έκεΐνο τής ζούγκλας όπου μπορεί κάθε μέρα νά συναντήση τον Ζορρό... Καί νά τον συναντήση τώ ρα πιά, ξέρει πώς δεν έχει δικαίωμα νά' τον σκοτώση... Δεν φεύγει ωστόσο γιά πάντα... Δεν ταξιδεύει προς άγνω στη κατεύθυνσι. "Εχει τον σκοπό του εκεί πού πηγαίνει καί ξέρει πολύ καλά γιά πού βαδίζει. "Ένας σκοπός παράξενος πού δέν μπορεί κανείς εύκολα νά τον φανταστή... &
ί
Λ.
ΤΗΪ 20ΥΓΚΑΑΪ σιλιάς της ζούγκλας, Υπατεύει δτι μπορεί μέ το ταξίδι του αυτό να σώση την ψυχή του... Νά πάψη νά βασανίζεται σαν κολασμένος οπτό τά πα ράξενα αυτά γεγονότα πού τον κάνουν νά κοντεύη νά τρελλαθή. Και δσο βαδίζει, τόσο άπο μακρύνεται από τό μέρος έ- ' κείνο πού κινδυνεύουν οί άλ λοι ήρωες τής ιστορίας μας... Καί κάθε τόσο τά χείλια του άνοίγαυν καί ψιθυρίζει άθελά του μερικά παράξενα λόγια: — Ό Θεός "Ηλιος!.../Ο Θεός "Ηλιος μπορεί νά κάνη τό κάθε τί!... Αυτό λένε τά ινδιάνικα ταμποορΐνος κάθε φορά πού είναι1 πανσέληνος, άπό τότε πού θυμάμαι τον κόσμο!... "Ίσως οί Ινδιάνοι νά ξέρουν... Οί Ινδιάνοι πρέ πει νά ξέρουν...
Ό Περέθ τολμά Τθ
ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ
τής άστυνομίας φτάνει στο *Ελ Χόκλο καί προσγειώνεται στήν^ ταράτσα του μεγάρου τής "Ασφαλείας. Ό χοντρο - Περέθ είναι υ περβολικά βιαστικός. Ή κόρη του ή Ροζίτα πού τον βλέπει έτσι, κάτι καταπ λαβαίνει, γιατί ή τετραπέρα τη κοπέλλα γνωρίζει πολύ καλά τον πατέρα της. — Τΐ^ έχεις μ ίο πάδρε; τον ρωτάει. Ετοιμάζεσαι πάλι γιά καινούργιΐο ταξίδι; — Αέν πρόκειται γιά κα~
Ϊ5 νένα ταξίδι!, τής άποκρίΜεται μασημένα. Μιά δουλειά έχω πάρα πολύ βιαστική, Ροζίτούλα μου! — Νάρθω μαζί σου; Ή νέα είναι έκτος άπό έ ξυπνη καί τρομερά περίεργη. Ό πατέρας της δμως χαμό γελάει πονηρά καί στρίβει τό μουστάκι του. — "Όχι!, τής λέει. Πρό κειται γιά μιά υπόδεσι πα ράξενη ! Θά σου κάνω έκπληξι δταν γυρίσω! —Τί είδους έκπληξή; — Μά... δταν σου την πώ, τί έκπληξι θάναι; Πάντως μπορώ νά σού πώ άπό τώρα κάτι! Θά σου φέρω κάποιον πού τόσον καιρό ψάχνω μέσα στίς ζούγκλες γιά νά τον βρώ! — Καί τώρα έχει βγή άπό τη ζούγκλα πιά; — "Έ λοιπόν όχι!, τσιρί ζει ό Περέθ θριαμβευτικά.Δέν μπορεί νάχη βγή άκόμα καί γι^αύτό θά τον περιμένω νά βγή καί νά γυρίση εκεί πού ξέρω δτι θά γυρίση, γιά νά τον γραπώσου! — Νά... νά τον γραπώσης! Δηλαδή μιλάς γιά τον Ζορρό, μ ίο πάδρε; ^ — Δεν άποκλείεται! — Καί που θά πάς γιά νά περιμένης τον Ζορρό έξω άπό τη ζούγκλα; — Στην... "Αθιέντα ντέλ Σόλ! —- Στην Άθιέ...! Σοβαρο λογεΐς; κάνει· σαστισμένη ή Ροζίτα καί κυττάζει τον πα τέρα της μέ κάτι μάτια πε λώρια.
Τά δικά του εξακολουθούν νά λάμπουν οπτό εναν μεγάλο Θρίαμβο. — Φαίνομαι νά άστειεύωμαι; Ή κοπέλλα κουνάει τό ω ραίο της κεφάλι πέρα-δώθε. λ— "Όχι!, λέει μετά. Μι λάς σοβαρά!... Μά στην *Αθιέντα ντέλ Σολ, τί δουλειά έχει ό Ζορρό της Ζούγκλας; Στήν "Αθιέντα ντέλ Σολ εγώ δεν γνωρίζω άλλον που νά μπορή νά είναι ό Ζορρό... εκ τός από τον Δον Πάμπλο Ντε λόρο! Και ή Ροζίτα λέγοντας αυ τά ξεκαρδίζεται κυριολεκτικά στα γέλια, γιατί ακριβώς ό Ντελόρο είναι ό τελευταίος στον κόσμο που υπάρχει πιθανότης νά εΤνοοι ό Ζορρό— κατά τη γνώμη της. Τότε ό Περέθ μουγγρίζει μέσα από τά δόντια του: — "Αφού λοιπόν, κόρη μου, φαντάζεσαι πώς ό Ντελόρο εΤναι ό μόνος που είναι πιθα νόν νάνσι ό Ζορρό... τότε α σφαλώς θά βρεθής ποό ακόμα μεγαλυτέρας έκπλήξεως! Δεν της λέει τίποτ" άλλο γιά νά την κάνη ακόμα πιο περίεργη, μόνο σκύβει, τή φιλάει στο μέτωπο και φεύ γει τρέχ όντας. Κατεβαίνει τέσσερα - τέσ σερα τά σκαλοπάτια πού κα τεβάζουν από την ταράτσα του αστυνομικού στάθμου στο ισόγειο καί μετά όομάει προς τό μέρος τών σταύλων. Σε δυο λεπτά έχει σελλωθη τό άλογό του καί ό Περέθ κομπάζει μανιασμένα προς
την ’Αθιέντσ^ντέλ Σόλ. Δεν άργεΐ νά φτάση. Πηγαίνει όλόϊσια γιά τό κτήμα του Δον Πάμπλο Ντε λόρο. Μπαίνει μέσα άπό τη με γάλη δίφυλλη πόρτα, πού μέ νει πάντα ανοιχτή στο αγρό κτημα του φιλόξενου αυτού άνθρώπου. Φτάνει κι* έξω άπό τό αρ χοντικό τού Δον Πάμπλο καί έχει τρέξει τόσο πολύ καί με τέτοια λύσσα άπό τή στιγμή πού προσγειώθηκε τό έλικόπτερό του/ ώστε έχει λουστή ολόκληρος στον ιδρώτα, άπό τήν κορφή μέχρι τά νύχια. "Ανασαίνει λαχανιασμένα σάν σκύλος. ^ Ή άναπνοή βγαίνει σφυρι χτή άπό τό χοντρό στήθος του καί πάει νά τον πνίξη. Παρ' όλα αυτά τά μάτια του εξακολουθούν πάντοτε νά λάμπουν θριαμβευτικά. ζεπεζεύει πηδώντας άπό τή σέλλα τού άλογου του, μέ μιά ευκινησία πού θά όρκιζό σουν πώς είναι αδύνατον νά κρύβεται μέσα σέ ένα τέτοιο κορμί σάν τού Περέθ. 'Ένας υπηρέτης έχει τρέξει κιόλας καί έχει αρπάξει τά χαλινάρια τού άλογου του. Πηγαίνει γιά τον σταύλο σέρνοντας καί τό ζώο πίσω του,^χωρίς νά ξεχάση νά ύποκλιθή βαθειά καί νά βγάλη καί τό καπέλλο του, στον έξοχώτστο άστυνομικό διευ θυντή τής περιοχής. Ό Περέθ όμως πού άλλες φορές είναι ευγενικός μαζί μέ όλους τούς υπηρέτες τού
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ άσπονδου φίλου του Δον Ντε λόρο, σήμερα δεν δίνει καμμιά σημασία σ’ αυτόν παρά όρμάει στην κεντρική είσοδο του αρχοντικού καί κρεμιέ ται όλόκληρος σχεδόν από τό σήμαντρο, μέ αποτέλεσμα παρά λίγο νά τό ξεκολλήση. Ευτυχώς ό γερο-Φερνάντο του ανοίγει αμέσως—θάλεγες ότι τον περίμενε πίσω α πό την πόρτα! —Μπουένος ντίας, σενιόρ Περέθ!, φωνάζει μέ χαρά καί υποκλίνεται βαθειά. Ποιος καλός άνεμος σάς έφερε άητό δώ;
Ό Περέθ κάνει μια κίνησι αυστηρή.
27 — "Αστ’ αυτά! "Άστ* αυ τά!, του φωνάζει. *Άστ* αυτά καί πές μου που είναι ό κύ ριός σου! — 'Ο κύριός μου, σενιόρ; — Ναί, σενιόρ!, μου-γγρίζει κοροϊδευτικά ό Περέθ.Την ίδια γλώσσαμιλάμε μου φαί νεται ! Ό Δον Πάμπλο που εΐναι; — Ό... ό Δον Πάμπλο; ψελλίζει ηλίθια ό Φερνάντο καί φαίνεται, φοβισμένος. Γιά τον Περέθ φυσικά δέν χρειάζονται περισσότερες α ποδείξεις. Τό στήθος του φουσκώνει. Έπί τέλους ^ έχει φτάσει στη σύλληψι του φοβερού αυ-
Καταπίνει τό δηλητηριασμένο βέλος...
28 του άνθρώπου, που νωρίς να τον άντιπαθή καί τόσο πολύ, ώστόσο τον έχει κάνει ρεζίλι σε δλον τον κόσμο καί μόνο συλλαμβάνοντάς τον θά βγή στους δρόμους με το μέτωπο ψηλά. * Αρπάζει, τό γερο-Φερνάντο άπό τό γιακά καί τον τσοακουνάει άνυπόιιονσ. — Τον Δον Πάυπλο, πανά θερά σε!, γρυλλίζει. Λυό Φο ρές σου ^ τό είπα! Δεν βλέ πε ις που βιάζομαι; Πρέπει νά τον δω άμέσως! — Μά, σενιόρ... — Τί μά, 6ρε; Θές νά σε καρυδώσω έπι τέλους; Μίλη σε γρήγορα! Είναι ζήτημα ζωής καί θανάτου! Καταλα βαίνεις; Ό Φερνάντο του ξεφεύγει θυμωμένος και αυτός τώρα καί τινάξει τα ρούγα του μέ Αξιοπρέπεια. — Σενιόρ Πεοέθ, λέει έπίσημα, δεν μπορείτε νά δητε τον κύριό μου! — Μπά! Καί γιατί; μο-υνγρίζει ό Περέθ και κοκκινί ζουν τα μάτια του. Μήπως θαορεΐς πώς εΤμαι... σπραβός καί δεν μπορώ νά τον δω; — *Όχυ σενιόρ, μά κοι μάται ! ^ — ^Κοιμάται, έ; Χά! Χά... Τί μου λές! Πότε τό σκέφθηκες αυτό; "Ωστε κοιμάται, έ; Λοιπόν πάμε νά τον ξυπνή σουμε! Έκτος καί άν βαρυέσαι νάρθης μαζί μου όπότε πηγαίνω μόνος μου! Και τραβάει κιόλας προς τό δωμάτιο του Δον Πάμπλο, άφου δέν χρειάζεται βέβαια
ζ ο ρρο
οδηγό γιά^νά πάη. Ό Φερνάντο κατατρομαγμέ νος αυτή τη φορά τρέχει άπό πίσω του και τον αρπάζει ά πό τό μανίκι.. — Σενιόρ!, φωνάζει μέ φωνή πού τρέμει. Δεν^μπορεί τε νά πάτε στο δωμάτιο του κυρίου! ' _ Ό Περέθ του τρίζει τα δόν τια σάν λύκος. — Δέν μπορώ; γρυλλίζετ Κι5 εγώ σου λέω πώς μπορώ κσ] παραμπορώ! Γιά κουτσό μέ περνάς νά μην μπορώ νά άνέβω μιά σκάλα; — Μά, σενιόρ, ό πατρον είπε νά μην τον ένοχλήσωμε δσο κοιμάται, γιά κανόναν λόγο! Ό γοντρο-άστυνάμος δμως ανεβαίνει κιόλας τρία - τρία τά σκαλοπάτια. Κοντεύει νά φτάση στο κε φαλόσκαλο. Γαβγίζει: —ΚΓ εγώ σου λέω πώς δέν θά τον ένσχλησω! *Α πλώς θά μπώ στο δωμάτιό του! — Θά ξυπνηση, σενιόρ! Κοιμάται έλαΦοειά ό πατρον! — Μόνο πού τώρα δέν κοι μάται ! — Πώς σενιόρ; ,— Αυτό^πού σου λέω. Φερ νάντοί^Σου τοπα πώς τέλειω σαν τα ψέματα! Ό κύριός σου ^λείπει καί έσύ λές δτι κοιμάται... γιατί δέν συλλο γίστηκες νά μου πής γιά πιο καλά δτι μαζεύει... πέταλούβες!... Θά μπώ λοιπόν στο δωμάτιό του ή θέλεις ή δέν θέλεις και συ καί κείνος και
του καλοκαιριού άρχισαν! "Οσοι θέλετε νά περάσετε τό καλοκαίρι σας ευχάριστα, έπισκεψθητε τ© βιβλιοπωλείο τοΰ «Μικρού "Ηρωος», Αέκ= κα 22, εντός τής Στοάς,
«ΦΘΗΝΟ ΒΙΒΛΙΟ» Θά βρήτε έκεί ΟΛΑ τά βιβλία γιά παιδιά καί για νέ ου ς, που έχουν έκδοθή στην Ελλάδα άπό τους μεγάλους καί μικρούς έκδοτικούς οϊκους: — Μυθιστορήματα. ~ Εγκυκλοπαιδικά βιβλία. — * Ιστορικά άναγνώσματα. — Εικονογραφημένα. — Όμαδικά παιχνίδια γιά τό βουνό καί τή θάλασσα. Γιά κάθε ήλίκία καί κάθε γούστο καί ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ. Κάθε έπισκέπτης που θά άγοράζη βιβλία άξίας άνω των 10 δραχμών, 6ά παίρνη καί ενα
II
ΛΩΡΟ Γιά κάθε 10 δραχμάς που θά πληρώνη γιά νά άγοράση βιβλία θά παίρνη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ ενα τεύχος Μ. "Η ρώο ς (ή των άλλων έκδόσεών μάς: Μικρός Ταρζάν, Γκρέκο, Ζορρό τής Ζούγκλας, Κάλ κλπ.) τής άρεσκείας του! Μην παροιλείψετε νά έπισκεφθήτε τό βιβλιοπωλείο
«ΦΘΗΝΟ ΒΙΒΛΙΟ» ΑΕΚΚΑ 22, εντός τής στοάς
4ΕΦ
85^
^ιι»Η>—ί—Μΐί^ΜίΜΙι—ί^ι——.Μιι^ίΜίί·»^—
θά τόν περιμένω, γιά νά τ6ν δώ^ όταν θα ρέεται!... Ό Φερνάντο έχει, γίνει ά σπρος σαν τά γένια -του. Λέει μέ φωνή ψυχρή και έπίσημη. .άλλα και κάπως άβέ βαιη: . _ —Δεν θά τολμήσετε νά του κάνετε τέτοια προσβολή, σενιορ! Θά πώ στον πατρόν ό τι· τον είπατε ψεύτη! Ό γερο-ύπηρέτης έχει στα θή ακριβώς μπροστά στην πόρτα τής κρεββατοκάμαρας του Δον Ντελόρο, γιατί εκεί έχουν φτάσει μέ την κουβέν τα. Του φράζει την είσοδο μέ τό κορμί του, λέγοντας: —, Δέν θά μπήτε^! Δέν θά τολμήσετε νά τό κάνετε αυ τό! Ό Περέθ τον κυττάζει άΥρια° , Διστάζει κάτω οπτό τό φο βερό βλέμμα του γέρο - Φερνάντο αλλά μόνο γιά μιά στιγμή. *Ύστερα μουγγρίζει άποφασιστικά: •—Θά τολμήσω! Καί, άρπάζοντας τον γέ ρο Φερνάντο τού δίνει ένα δυνατό τράβηγμα καί έλευθερώνει τον δρόμο του. Μετά άρπάζει καί τό πό μολο τής πόρτας καί άνοίΥει. Ό Φερνάντο φ-αυρώνει τά χέρια μέ άπελπισία καί ψελ λίζει μοναχός του: — Τί συμφορά!... Δυστυχι σμένε πατρόν!... Μιά τρομερή κραυγή έκ~ ιτλήξεως άκούγεται τότε άπό τό έσωτερικ© τής κρεββατο-
ν-Λ) V*·
ύ
Ό ^ Φερνάντο, μέ γάυρλωμένα μάτια πετιέται στο άνοι γμα. Βλέπει τον Περέθ ^νά στέ κεται σαν άγαλμα πάνω άπό τό κρεββάτι τού Δον Ντελόρο. Καί βλεπει καί τον... Δόν Ντελόρο, νά πετιέται κατα τρομαγμένος άπό τον ύπνο του, μ5 εκείνη τήν άγριοφωνάρα τοΰ^ Περέθ καί νά κυττάζη κι* εκείνος μέ γουρλωμένα μά τια τον άστυνόμο. — Τί συμβαίνει; μουγγρίζει άγανακτιαμένος. Έσεΐς, Περέθ; Στο δωμάτιό μου; Πώς μπήκατε μέσα; Φερνάν το! Φερνάντο! Πού δαίμονα εΐναι ό Φερνάντο; "Αλλά ο, γερο-Φερνάντο, μ5 δλο πού ξέρει πώς ό άφεντικός του απλώς προσποιείται, κοντεύει πραγματικά νά τρελ λαθή καί συλλογίζεται: «Πώς βρέθηκε στο κρεββάτι μέ τά νυχτικά του; Δέν εί ναι ούτε ένα λεπτό που δέν είχε γυρίσει άκόμα!...» ’ΑλΑά τό πώς βρέθηκε εί ναι άπλούστατο ,γιατί έπάνω στή στιγμή πού κι* εκείνος καί ό Τζένκινς καί ό Πσντσο Γίγαντας φαίνονταν γιά όριστικά χαμένοι, 6 Ζορρό τής Ζούγκλας παρατήρησε ένα σύρμα πάνοο στο ταμπλώ όδη γήσεως, ^πού ήταν ξεβιδωμέ νο καί τό σύρμα αυτό δέν εί χε ξεβιδωθή μόνο του... "Όπως θυμάται ό άναγνώ στης, ό αδιόρθωτα φοβητσιά ρης Πάντσο Γίγαντας, τήν ώ ρα τής μεγάλης κοσμοχαλα*
σιάς , ύπτό
τή^ θύελλα τή§
ζούγκλας, δλο έσκυβε μέσα στις μηχανές σέ κάθε βροντή και ολο γιά δικαιολογία στον Τζένκινς, γιά νά μην καταλά6η δτι φοβόταν, του έλεγε πώς είχε διακρίνει, μια βλά βη καί βίδωνε ή ξεβίδωνε κα τά την αρέσκειά του ο,τι έ βρισκε, χωρίς νά ξέρη τί κά νει οπτό την τρομάρα του, ^ΕτσΐΛ< είχε ξεβιδώσει τό σύρμα τής μπαταρίας πού κι νούσε μέ τή δύναμί της τούς κινητήρας! Ό Ζορρό βίδωσε άμέσως άυτή τή βίδα καί σ’ έναν α πότομο χειρισμό του τό Μαύ ρο Πουλί τινάχτηκε στον αέ ρα, γκρεμίζοντας από πάνω του οσους απαίσιους πυγμαί ους , ήταν σκαρφαλωμένοι σ3 αυτό... Λίγο άργότερα πετούσε μέ την υπερδιπλάσια ταχύτητά του άττό τό ελικόπτερο τού Περέθ προς την Άθιέντα ντέλ Σολ/ κερδίζοντας . τήν απόστασι πού βρισκόταν μπρο στά, ό χοντρο-άστυνόμος... *Ετσι βρέθηκε μόλις δυο δευτερόλεπτα πριν από τον Περέθ στο κρεββάτι του! Δηλαδή τήν ώρα πού ό ά σπονδος φίλος του άνέβαινε τρέχοντας τά σκαλιά, δεν ή ταν άκόμα μέσα στήν κρεββατοκάμαρά του! "Αν ό άφωσιωμένος γεροΦερνάντο δεν εΐχε καθυστερή σει τον άστυνόμο δσο τον κα θυστέρησε, ασφαλώς ό Ζορ ρό τής Ζούγκλας θά ήταν υ ποχρεωμένος ή νά παραδοθή Λ νά μείνη γιά πάντα μέσα
στή ζούγκλα... ^ , Τώρα, δ μ ως^ δεν έχει νά φΟ* βηθή πάλι τίποτα,, τουλάχι^στον προς τον παρόν καί βρί σκει μάλιστα γιά ακόμα μια φορά τήν ευκαιρία νά γλεντή ση μέ τήν... απελπισία τού χοντρά - Περέθ... Πάντσο... ό τρομερός! ΟΛΑ Τ’ ΑΛΛΑ καλά ί Ετούτο δμως είναι πραγμα τικά άνω ποταμών: Μπορεί νά φανταστή κανείς ποιος εΐναι αυτός πού βαδί ζει ολομόναχος κάτω από τον τροπικό ήλιο, μέσα στήν ά γρια καί παρθένα ζούγκλα τού *Αμαζόνιου; Νά σάς τον πούμε εμείς άν δέν τον φαντάζεστε: ^ Είναι ό θρυλικός Πάντσο Γίγαντας! Είναι ό ίδιος ό Πάντσο Γί γαντας καί δχι καμμιά... άπομίμησις. Βρίσκεται μάλιστα στήν πιο άγρια περιοχή τής ζούγ κλας, σ* ένα μέρος πού μόνο οί θεότρελλα τολμηροί θά μπο ρούσαν νά αποφασίσουν νά πάνε έτσι ολομόναχοι! Καί βαδίζει ολόισια μπρο στά σά νά μην καταλαβαίνη τί τρομεροί κίνδυνοι παραμο νεύουν σέ κάθε του βήμα... Καί ή μαύρη αλήθεια εΐναι δτι στ* αλήθεια δέν τούς κα ταλαβαίνει !.. Τό παρθένο δάσος έχει πο λύ ειδυλλιακή έμφάνισι αυτή τήν ώρα.
5»!^ώ^δ£ΛΪί«*Λ^τΐ*4νΛ«»>*4ίίΛΛ*Λ· 7^ ^·>ΛΧΐ^β<ύ^αίί^ά»^ΐίύ6Βύίΐώί^65»*^>λ«2ώϋ
Κοντεύει
μεσημέρι,
'θ ήλιος βρίσκεται- ψηλά στον ουρανό άλλα στά μέρη πού οι φυλλωσιές των δέντρων είναι πολύ πυκνές, δέν τον α φήνουν νά φθάση ώς τή γή και ή δροσιά πού υπάρχει δ] πλα στά τρεχούμενα νερά του 5Αμαζόνιου, είναι κάτι τό α πίστευτο καί τό μαγευτικό. Θάταν καλύτερο κι5 από τόν ίδιο τον Παράδεισο ετού το τό μέρος, άν πίσω άπό τις υπέροχες καί δροσερές πρασινάδες/ δέν παραμόνευαν ύπουλα τά τρομερώτερα θη ρία! "Αν μέσα στά ρηχά νερά του πΡταμου δέν ενέδρευαν τά φρικτώτερα τέρατα! "Αν πάνω στά κλαδιά κΓ επάνω άπό τό κεφάλι- του κα ημένου τού Πάντσο, δέν σέρ νονταν τά συχαμερώτερα ερ πετά!... "Αν μέσα στά πυκνά δέν τρα δέν παραφυλούσαν οι πιο άγριοι ϊνδιάνοι τής περιοχής τού "Ανω * Αμαζόνιου! ■Κι* ό Πάντσο, πάει καί πάει... αυτό τοπαμε νομίζω. Λοιπόν τό ύφος του είναι αγέρωχο. Θρίαμβος λάμπει στά μά τια του. · Γιά την ώρα τίποτα δέν έ χει συμβή πού νά τόν τρομά|η καί τάχει πάρει δλα γιά παιγνίδι. Ξαφνικά όμως..,
Κερώνει.
Τά ματάκια του γουρλώ νουν άπό την τρομάρα καί τό πρόσωπό του πανιάζει μέσα σέ -μια στιγμή.
Μιτρός του στέκει 8να *Όν„ Δηλαδή ένα μικρό πιθηκάκι όλο κι* όλο —- μή βάζετε κακό στο νού σας! Γ ιά τόν Πάντσο Γίγαντα όμως τί πιθηκάκι καί ξεπιθηκάκι! Αυτός είναι Ικανός νά γυρίση νά δή τόν ίσκιο του καί νά λιποθυμήση! ^ Στ ό _ μεταξύ δεν έχει δ ή ^α κόμα ότι άπό πίσω του σέρ νεται ένας τεράστιος κροκό δειλος μέ όλάνοιχτη τη στομάρα του, έτοιμος νά τόν καταβροχθίση ! Κ αί δέν^ έχει δη ούτε ότι δεξιά του, πίσω άπό ένα χοντρό δέντρο, είναι ένας φοβερός ίνδιάνος πού τόν ση μαδεύει μέ τό τόξο τ^ τεντω μένο καί μέ μιά άγρια έκφρα σι στο πρόσωπο, τρομακτική. Βλέπει όμως τό πιθηκάκι καί κάνει αλαφιασμένος ένα πήδημα προς τά δεξιά γιατί νομίζει ότι ό πίθηκος θά τού ριχτή! — Μαμά μου!, τσιρίζει. Θά μέ ...τσιμπήση !· Ωστόσο μέ τό πήδημα αλ λάζει θέσι καί ό ίνδιάνος, πού θά άφηνε τό βέλος, αλλάζει σκόπευση Ό πίθηκος γιά νά γλεντήση ξαναπηδάει μπρος του κι* ό Πάντσο ξαναπηδάει κΓ αύ τός δεξιά. Αυτή τή φορά ό ίνδιάνος έχει αφήσει τό βέλος, άλλά μέ τό πήδημα ό Πάντσο τή γλυτώνει, Τό δηλητηριασμένο βέλος περνάει πλάϊ του καί ό θρυλι κός νάνος δίνει μιά στράκα σ* εκείνο τό μέρος μέ τό χέρι του καί τραβάει ένα γερό σ&σ
33
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ μπίλι στον εαυτό του, τσιρίζοντας: — Μπάμπουρες πετάνε έ6ώ ττέοα! ~ίτ Στο μεταξύ τό πιθηικάκι γρυλλίζει κωμικά καί χοροττηδάει μπροστά του. Στο μεταξύ και ό Ινδιάνος λυσσώντας βάζει σαν άστρα πή άλλο βέλος στο τόξο του. Στο μεταξύ καί ό κροκόδει λός είναι πια άκριβώς πίσω άπό τον Πάντσο κι* ανοίγει τη στομάρα του για να τον καταπιη! Ό πίθηκος πού τον βλέπει κάνει σαν τοελλός για νά βο ηθήση τον Πάντσο νά τον δη. Πηδάει, τσιρίζει, γαλάει τον κόσμο, κάνει και τουμπες άκόμα. Ό Πάντσο τά -χρειάζεται μ’ δλα αυτά τά καμώματά του. Πηδάει πάλι στο πλάϊ. Ό Ινδιάνος έχει ξανσσηιμαδέψει· και ξαναφήνει τό βέλος του με τό Φοβερό δηλητήριο. Ό κροκόδειλος ανοίγει πε ρισσότερο τό στόμα του γιά νά καταπιη τό νάνο αλλά κα
θώς έκείνος φεύγει μέ τό πή δημα άπό τή θέσι του, κατα πίνει... τό δηλητηριασμένο βέ λος, πού καρφώνεται μέ φόρα στον ουρανίσκο του! "Ένας τρομερός: ρόγχος βγαίνει άπό τό λαρύγγι του. “Ένα τρομακτικό τίναγμα και μ-ιά τεράστια στροφή είς τον άέρα κάνει ή ουρά του, μ’ ένα σπασμό σά νάναι στ οι χειό τής κολάσεως! Μέ τό γύρισμα αυτό, ή μακρυά ουρά του τέρατος περ νάει πάνω άπό τό κεφάλι τού νάνου και δίνει ένα τρομερό χτύπημα στο κεφάλι του ψηλόσωμου Ινδιάνου, πού του τό συντρίβει κυριολεκτικά! Ό πίθηκος κάνει καινούρ γιες τουμπες θριαμβευτής. Ό Πάντσο γυοίιζει έντοομος και βλέπει τον κροκόδει λο νά πέφτη κάτω ξερός καί τά μάτια του νά θολώνουν. — Μαντόνα μία!/ ξεφωνί ζει στρίγγλικα. Μέ είδε καί ασΦασε άπό τό φόβο του τό κακόροιρο! Στο έξης θά λέ γομαι : «Πάντσο ό Τρομε ρός» !
ΤΕΛΟΣ
Γ
^ττοκλειστίκότης: Γεν
ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ
"Ε^δοη. καί Έτηγ^ιρήο-εις ΟΕ
Ζ Ο ΕΒΔΟΜΑΔ1Α1
Ρ
Ρ
Ο
ΊΑ ΖΟΥΓ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ "Έτος Ιον — Τόμος 2ος — Άρ. τεύχους 11 — Δραχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22 (εντός της στοάς), τηλέψ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντης: Γ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38. ΠροΤστ. τιπτογρ.: Α. Χατζηδασι λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ -ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γβωογιάδην, Λέκκα 22, *Αβή-νσι.
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:
Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ Κάτι πού θα ένθουσιά ση δλαυς! Πρωτοφανές μυστήριο! Συγκλονιστική πλοκή! *Αγωνία!
Ο ΘΕΟΣ ΗΛΙΟΣ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ Καί άκράτητα γέλια! τεύχος!
Μή χάση κάνεις το έρχόμενο
*ΪΓ
I
φοζ ΣΤΟΜ Ο νΡ/Ηνθ ΤΟ ΜΟΝΟ
ΠΟν ΦΗ/ΝΕ 7777
£/ΝΑ/ Τ'ΑΖΤΕΡΦ . ■·
Λ ί^τίΤν
_
ΑΦ//ΕΤΕ ΤΗ ΑΣΓΕίΑ! Σ/ΑΗ ΜΗ 77 ΠΟ ν' ΕΜΟΙΑΣΑ ΜΕ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΔΙΣΚΟ!
χΛΧΛβΜβΡ&·
ΚΑΙ ΠβΑ< ΧΑΧΑΑΜΑΡΕΖ
ΟΜΟΕ ΕΚΕΙ ΗΟΝΤΑ ΥΠΗ ΟΝΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΡΧΙΖΑΝ ΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ/ Γ/β ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΏΝ ΠβΙΑίΗΝ.
Ο ΘΕΟΣ-ΗΛΙΟΣ ΕΚΑΙΚΕΙΤΑΙ
Άτάκ Όάννα ΟΥ πηγαίνει τάχα ό γιγαντόσωμος βασιλιάς τής ζούγκλας ’Έλ^Ρέϋ, όπως βα δίζει μέσα στο καταπράσινο, βασίλειο του; Καί τί σημαί νουν τά παράξενα λόγια πού μουρμουρίζει χωρίς κι* ό ίδι ος να τό καταλαβαίνη, μέσ3 απ’ τά δόντια του: — "Ισως οι Ινδιάνοι να ξέ ρουν!... Οί Ινδιάνοι ιερείς πρέ πει νά ξέρουν!... _ Είναι πολλές ώρες πού ό ’Έλ Ρέϋ βαδίζει σκεπτικός μέσα στη ζούγκλα.
Είναι πολλές ώρες πού α κολουθεί συνεχώς αυτήν την κατεύθυνσι. Τό κεφάλι του είναι σκυμ μένο καί τά μάτια του δεί χνουν βαθειά συλλογή. Χιλιάδες βασανιστικές σκέ ψεις τον τυραννουν. 3 Από τη στιγμή πού πήδηξε από τό ελικόπτερο του Ζορρό (*) —τό υπέροχο Μαυ ρο πουλί— καί χάθηκε μέσα στή ζούγκλα, δεν έχει κατα^ψέρει νά βρή ούτε μιας στι γμής ησυχία... (*) Διάβασε το· ποοηΐνούμε-νο τευΥος: «Οάντσο ά τχ>θιαεοός»! λ
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ.·
4 Τό τρομερό μυστήριο που γεμίζει τη ζωή του τον ανα στατώνει μέχρι τοέλλοος. Ό πόθος για να καταλάβη κάτι1/ για να βρη τη λυσι του μυστηοίου αυτού, για νά δώση «μια έξήγησι στα υπερφυ σικά φαινόμενα πού του τα ράζουν1 την πνευματική του ήσυχίϊσ ικαΐ απειλούν νά τον τοελλάνουν, ανάβει στην καρ διά του ολοένα καί περισσό τερο... Πέρ" άπ" αυτά όλα σμως, που πηγαίνει αυτή τη φορά ό νιγαντόσωμος βασιλιάς τ^ ζούγκλας, πού τριγυρίζει σάν χαμένος μέσα στο παρθένο βασίλειό του; "Έχει τον σκοπό του καί ξέρει που πάει!... Πηγαίνει σέ μιά χώρα που έΐλάχιστοί άνθρωποι στον κό σμο γνωρίζουν την ύπαιρξί της.... Εκείνος όμως γνωρίζει πο λύ καλά που βρίσκεται... 9Εκείνος οπτό τη χώρα αύ τη έχει ξεκινήσει τη Γωή του —τουλάχιστον από τότε πού θυμάται, τον κόσμο!... Είναι ένα ιμέρος χαμένο σέ μιά από τις ανεξερεύνητες ζούγκλες του "Άνω "Αμαζό νιου. Τό κατοικούν ινδιάνοι ιερείς μιας πανάρχαιας φυλής πού έχει έικλείψει καί αυτοί απο τελούν την τελευταία συνέ χει ά της: Οί Τσέκοι. Αρχηγός τους είναι ένας γέρο - ιερέας ό Άτάκ Όάννα πού τδνομά του θά πη: Γρήγορη "Αστροπτή. Ό Άτάκ Όάννα είναι ό
ΖΟΡΡΟ πρώτος πατέρας πού γνώρισε ό Έλ Ρέϋ ό βασιλιάς τής ζούγκλας. -έρει όμως ότι δεν είναι πραγματικός πατέρας του. ^ -έρει πώς τον βρήκε απλώς μέσα στη ζούγκλα, μωρό άκόμα, πεινασαένον καί κουρέ λι ασμένον, νά κλαίη μέσα σέ κάτι άγριους θάμνους. Τό κλάμα τού μικρού παι<διου ώδήγησε τον "Ατάκ "Οάννα καί τον έκανε νά ψάξη α νάμεσα στούς θάμνους καί νά τον άνακσλυιίπι. Ό "Ατάκ "Οάννα είναι σο φός άργηγόο καί δίκαιος... · ^ "Έχει καλή καρδιά, γιατί τό καταστάλαγμα τής ανθρώ πινης σοφίας είναι ή Καλωσυνη! Πολλές φορές στη ζωή του πού βρέθηκε σέ αδιέξοδο κα θώς τρόμεοά πράγματα τού συνέβαινοον μέ τον πιο αλλό κοτο καί μυστηριώδη τρόπο, ό "Έλ Ρέϋ έτρεξε νά ζητήση τη συμβουλή τού Άτάκ "Ο άννα... Καί κάθε τέτοια φορά, ό ποώτος ίεοέαις τού θεού Ή λιου των Τσέκων, κατάφεονε νά γαληνεύη τό πάθος πού έ πνιγε., την ιϋιυχή του. "Οταν ξσνάφευγε άπ" αυ τόν γιά νά γυρίση πάλι στην απέραντη / παρθένα ζούγκλα, είχε περισσότερο κουράγιο καί μεγαλύτερη άποφασιστικότητα. "Έπρεπε όμως νά τελεί ώνη πιά... Τό κακό είχε προχωρήσει πολύ... Ή ζωή του είχε γίνει ένα πραγματικό μαρτύριο...
Όσο πήγαινε ό "Έλ^ Ρέϋ,^ . 2έβ>ει πώξ ποτέ δέν θά προ ή ζούγκλα γινόταν πυκνώτερη & βώση το μυστικό σέ κανένας και όλο και πιο άγρια. $'| ακόμα και άν τον κόψουν καμ Οί ιμυριάδες κορμοί τώνλ I (ματάκια. -αφνικα ο γιγαντοσωπος δέντρων μπλέκονταν μεταξύ %? τους και σχημάτιζαν σέ πολ- > • "Ελ Ρέϋ έκεΐ πού προχωρεί πάντοτε βυθισ] μένος στις σκέ λες μεριές αδιαπέραστα οχυ ρά για κάθε περίεργον καί ; ψεις του, ακούει άπό ,μακρυά τά ιερά τύμπανα των Τσέκων. τολμηρό οδοιπόρο... Τά γνωρίζει πολύ καλά αύ-^ Ό Έλ Ρέϋ όμως δεν είχε ·όνομαστή τυχαία «βασιλιάς Τ τά τά τύμπανα. Είναι τά πιο παράξενα πού τής ζούγκλας». υπάρχουν σ3 όλες τις ζού Τη γνώριζε ολόκληρη από γκλες τού "Ανω 3Αμαζονίου. τη ίμια της μεριά ώς την άλλη. Είναι φτιαγμένα άπό τό Γνώριζε καί τά πιο από δέρμα κάποιου ιερού ζώου κρυφα μονοπάτια της, που των "Ινκας, που δεν υπάρχει δεν τά ήξεραν έκτος άπ3 αυ πια καθόλου τό είδος του πά τόν, παρά μόνο τά τζάγκουαρ^καί τό πούμα. νω στη γη. "Εχει έκλείψει τελείως ό I νώριζε σέ ποια σημεία πως καί πολλά άλλα παμπά της ενέδρευε ο κίνδυνος α λαια ζώα. γρίων θηρίων ή δηλητηρια Πολλά κομμάτια όμως άπό σμένων ρυτών, από ©κείνα που τά δέρματα αυτών των ζώων, σκορπούν τό δηλητήριό τους διατηρούνται ακόμα καί απ3 στον αέρα καί όταν περνάς αυτά είναι κατασκευασμένα άπό πολύ κοντά τους, πέφτεις τά τύμπανα των ιερέων τού νεκρός!... Ήλιου. "Ετσι καί τώρα ό γιγαντό Είναι απίστευτο τό πόσες σωμος άρχοντας του παρθέ εκατοντάδες χρόνια διατηραυ νου δάσους, γνωρίζει πολύ νται αυτά τά δέρματα χωρίς καλά ότι έχει φτάσει κοντά νά χαλούν καί χωρίς νά μετά στον προορισμό του. βάλλεται ή ηχητική τους... Κανείς άλλος άπ3 αυτόν Καί ακριβώς ή ηχητική δεν έχει1 μπή στην περιοχή τους αυτή είναι πού τά κάνει των Τσέκων κι3 άν κανείς πέ τόσο παράξενα καί τόσο πο ρασε ποτέ, δεν ξαναγύρισε πια ζωντανός... λύτιμα. Τό μυστικό των ιερέων τού "Εχουν ένα καταπληκτικό, υπερφυσικό ίσως ιδίωμα, κά ήλιου πρέπει νά είναι θανάσι τι πού μπορείς νά τό παιρομα κρυμμένο... "Οσο για τον "Ελ Ρέϋ, τόν μοιάσης μονάχα μέ τοΰ έγγαστ ρί μυθου την ικανότητα νά μόνο ζωντανό άνθρωπο πού μιλάη σ3 ένα μέρος καί νά ά~ τό γνωρίζει, ό 3Ατάκ Όάννα κούγεται ή φωνή του δοτό άλ~ του έχει απόλυτη εμπιστοσύ λοΟ! νη.
Κι* Αλήθεια: Τά τύμπανα αύτά τών Τσέκων Ιερέων, άικούγσνται σάν νά ήχουν αϊτό εντελώς διάφορο σημείο από εκείνο πού τά χτυπούν στην πραγματικότητα! Αυτή τή στιγμή παραδεί γματος χάριν, πού ό ~Ελ Ρέϋ έχει πλησιάσει πάρα πολύ κοντά στο ίμερος πού βρίσκε ται ό ιμυστ ικός Ναός του ή λιου, τά τύμπανα «μακού» — σπως τά λένε οι Ινδιάνοι— άτ κούγονται σάν νά τά χτυπούν κάπου πολύ μακ,ρυά καί μό λις φθάνει ο αντίλαλός τους σ9 αυτό εδώ τό μέρος. Αυτό τό ιδίωμα τών «ρακού» είναι1 πολυτιμώτατο γιά
τούς ΤαέκΟυψ πού θέλουν κρατήσουν ιμυστ ική τήν Το ποθεσία πού είναι χτισμένος ό ναός τους. Ή σημασία όμως τών ήχων πού φτάνουν τώρα στ9 αυτιά τού "Έλ Ρέϋ, είναι πολύ δυσάκ ιρεστη.. Ό βασιλιάς τής ζούγκλας κοντοστέκεται. Τά μάτια του γουρλώνουν σπ9 τήν εκπληξι. Τό· πρόσωπό του ασπρίζει σάν νά έφυγε με μιας ολο τό αί|μα άπό μέσα του. Ναιώθεΐ' έναν δυνατό πόνο στην καρδιά του. Μουρμουρίζει σιγά, σάν νά μιλάη στον έαυτό του:
"Αρχίζει νά τρέιχη ιμ9 $λη τη δύναμι τών ποδιών τ@υ.
— Μαντόνα μία! Είδε ό κουτός τον κροκόδειλο κι’ έπαθε κλαπάτσα!
— Ό 5Ατοοκ Όάννα πεθαίνιει!... Ό *Ατοοκ Όάννα βρί σκεται στά τελευταία του!... Αέν μπορεί νά τό πιστέψη. Στήνειι τ' αυτί του ν’ ά~ κοόση πάλι τά μηνύματα, μέ την ελπίδα πώς ίσως έκανε λάθος την πρώτη φορά. Αλλοίμονο... Ό 'Έλ Ρέϋ είναι σχεδόν α δύνατον να κάνη λάθος σε ό,τι δήποτε συμβαίνει μέσα στην αδιαπέραστη ζούγκλα. I ό μήνυμα των «ιρακού» τό λέει καθαρά/ πώς ό μεγάλος ίερεύς Άτάκ Όάννα, έτοιμάζεται νά πάη νά βρή τούς προγόνους του... Ό λευκός γίγαντας όταν
βεβαιώνεται πιά πώς δεν υ πάρχει λάθος, άφίνει νά τού ξεφύγη μιά μικρή κραυγή πό νου και ύστερα αρχίζει νά τρέχη μ' όλη τή δόνα μι των ποδιών του... Ό Πάντσο ό τρομερός... 0 ΠΑΝΤΣΟ Γίγαντας έχε^μείνει άπολιθωμένος μπρο στά στον νεκρό κροκόδειλο πού τον σκότωσε κατά λάθος τό δηλητηριασμένο βέλος τού Ινδιάνου ληστού. Και είναι έτσι άπολιθωμένος 6 κακομοίρης, επειδή τού
περνάει ή Ιδέας δτι ό τερατώ δης κ,ροκόδε ι λ ας... τ ρόμ αξε πού τον είδε ικι3 έπαιθε συγκο πή ! "Έχει δηλώσει λοιπόν με ιΚωμικοτραγικό ύφος, οτι άπό δω κι3 εμπρός θά λέγεται: «,Πάντσο 6 Τρομερός»! . ^ Κι3 απάνω ακριβώς σ3 αυ τή τη δήλωσί του γυρίζει καί βλέπει τον ινδιάνο ληστή πού έχει χτυπηιθή άπό τήν ουρά του κροκοδείλου τή στιγμή που σπαρταρούσε κι3 έχει ιμείνει στον τόπο!... λ—- Μαντόνα μία!, φωνάζει με την τσιριχτή του φωνή καί μέ τά ματάκια του· πάντοτε γουρλωμένα σάν φιλιστρίνια καϊκιού. Μαντόνα μία! Τί θα νατ ιικό έπεσε σήμερα!... Αυ τός εδώ ό κουτός εΐδε τον κρο κόδειλο κι’ επαθε κλαπάτσα! Αέν περίμενε νά 6ή κι3 εμέ να για νά καταλάβη πώς δεν ε?χε νά φοβάται τίποτα!... Γΐιά νά δώ: Μήπως γίνεται τί ποτα γιά νά τήν γλυτώση; Γιατί κρί μας είναι! Φαίνεται καί νεαρούτσικος! Μιλώντας έχει σκύψει άπό πάνω άπό τον πεθαμένο και τον ψαχουλεύει· γιά νά δή άν χτυπάη ή καρδιά του. Μέ πολύ μεγάλη σοβαρό τητα βγάζει τό ιατρικόν του πόρισμα: — ^Καρδιά σταματηιμένη εντελώς! Γιά κλάματα! Σφυ γμός επίσης!... Μάτ.ι θολό καί πεισματάρικο που δεν λέει νά ξεκαλλήση δλο άπό τό ίδιο μέρος!... Νύχια ακάθαρ τα Γ.. ζύνει τό κεφάλι του και ψά
χνει νά βρή τί θεραπεία! μπο ρεί νά κάνη τού αρρώστου του. Στο τέλος λέει: —Χρειάζεται πρώτα - πρώ τα άλλαγμα έλατήριο! Κατό π ιν γρασάρισμα ολόκληρος μια φορά κι3 υστέρα κομμα τάκια... "Οταν γίνουν 6λ3 αυ τά μέ μεγάλη προσοχή, τότε θέλει.... πέταμα, γιατί πάλι 6έν_θά δουλεύει! -ύνει τό κεφάλι του. — Τί νά σου κάνω, καλόπαιδο; μουρμουρίζει συγκινημένος. Είσαι - πολύ βαριά! καί δεν έχω καί τή συνταγή τής μαγειρικής μαζί μου, γιά νά σου βρώ κανένα πατζαροζοΰμι νά πιής!... Μεταξύ μας όμως, δεν μου φαίνεται πώς έχεις καί τίποτα σπουδαίο!.. Τό λάθος είναι στη... γέννα! Γιατί καί πριν νά γεννηθής δεν θά αισθανόσουν καλύτερα άπ3 ό,τι νοιώθης τώρα! Ψέμα τα; .Πες πώς δεν ήρθες καθό λου σ3 αυτόν τον μάταιο κό σμο ! Γουρλώνει ξαφνικά τά μά τια του καί λέει μέ θαυμα σμό: — Τ3 είν3 αυτό; Μαμαικούλα μου! "Ενα τόξο! Δικό σου είναι καλέ; 3Αλλά ξέχασα πώς εσύ δεν μιλάς ούτε μέ τ ίποτα!... Τό πα ί ρνω δανε ι κό! Πάντα ήθελα νάχω ένα τέτοιίο^τόξο αλλά μέ τή δ ιατί μησ; είναι πανάκριβο! "Οταν τό χρεσστής νά μου γράψν νά σού τό στείλω! Αιεύθυνσις: Κάζα ντές 'Όμπρες, πληροφορίαι παρά τώ θυρωρώ! Καλέ παιδί: Νά πάρω
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κι* αυτά τά βέλη; Βέβαια! Τό|ξο χωρίς βέλη είναι σαν άλογο... χωρίς δαχτυλίδι! Πράγματα άσυμβί βαστα! Πάω γιατί άργησα κι* ευχα ριστώ πολύ!... Μετά άπ* αυτά τά τερατώ δη παίρνει τό τόξο στο χέρι, παίρνει και τη φαρέτρα με τά δηλητηριασμένα βέλη, χωρίς νά ιμπορη νά φανταστή τί φο βερό κίνδυνο θανάτου κουβα λάει στη ράχι του, την κρε μάει στον ώμο δπως είπαμε και από δώ πάνε κι* οί άλλοι. Ή μαύρη αλήθεια είναι πώς ή ζούγκλα αρχίζει νά τ’ άρέσει. *Όσον καιρό καθόταν ιμέσα στην Κάζα ντές "Ομπρες — τό σπίτι των Ησκιων δηλα δή πού είναι ή μόνιμη και έπ ίση μ η κατοικία του έτρεμε νά βχή στο παρθένο δάσος. Καθώς αμως έφυγε κανα δυο φορές μαζί με τον Ζορρό στην άρχή, είδε πώς είχε ά δικο. Συλλογίστηκε δτι καί μέσα στο σπίτι του πού έμενε, πά ντα τρελλαμένος άπό τον φό βο ήταν καί τά βράδια πού Φυσούσε 6 βοριάς καί σφύρι ζε άνάμεσα στις γκρεμισμέ νες^ πολεμάστρες καί δημιουρ γούσε παράξενους θορύβους καί ψιθυρίσματα, τού ερχό ταν κάθε τόσο λιποθυμία. Είπε λ ο ιτιάν πώς τί νά κά θεται καί νά φοβάται στο σπίτι του πού είναι καί πλη κτικά, τί νά βγή καί νά φο βάται πάλι στη ζούγκλα/ πού είναι μιά μαγεία καί μιά χα ρά θεού!
9 "Ετσι τ* αποφάσισε. Ωστόσο ό λόγος πού βρί σκεται στο δάσος τώρα είναι άλλος. Θέλησε απλώς νά εξυπη ρέτηση τον Ζορρό τής Ζού γκλας, τον θρυλικό Μασκοφόρο Εκδικητή. Αυτό έγινε όταν γυρνούσαν άπό την τελευταία τους περιπέτεια ιμέ τό Μαύοο Που λί τρέχοντας ολοταχώς γιά την ’Αθιέντα ντέλ Σόλ. ^ Ό Ζορρό σ’ όλη τη διαδρο μή ήταν πολύ σκεπτικός καί διαοκώς μουρμούριζε μονο λογώντας, δτι πρέπει οπωσ δήποτε νά άνακαλύψη τον Έλ Ρέϋ τό γρηγορότερα, γιατί θά ήταν φοβερό νά συμβή τί ποτα κακό άνάμεσά τους, πρίν εκείνος μάθη την «αλή θεια»... Φυσικά ό Πάντσο Γίγαντας δεν έχει ιδέα γιά ποια αλή θεια μιλούσε ό άφεντιικός του. Εκείνος κατάλαβε μόνο πώς ό Ζορρό ήθελε πολύ νά βρή τον "Ελ Ρέϋ κΓ αυτός ή ξερε πώς ό "Ελ Ρέϋ βρίσκε ται μέσα στίς ζούγκλες. "Εβαλε λοιπόν τό κεφάλι του κάτω την άλλη μέρα τό πρωί καί είπε: — Θά κάνω κάτι .μεγάλο! Θά κάνω κάτι πού θά μείνη στην ιστορία, νά τό μαθαί νουνε τά παιδιά στά σκολειά τους, μαζί μέ την ιστορία τού Ηρακλή καί τής Χιονάτης μέ τούς επτά νάνους! Θά πάω νά βρώ αυτόν τον μαντράχα λο/ νά τον φέρω τού Ζορρού δώρο γιά τά γεννέθλιά του! Θά πάω μόνος μου στη ζού
20ΡΡ0 γκλα καί θά τον φέρω! Καθώς ακούσε τον ίδιο τον εαυτό του νά λέη πώς θά πή γαινε ιμόνος του στη ζούγκλα πού έχει τόσα θηρία... λιπο θύμησε ! "Οταν συνήλθε όμως ε!χε ξεχώσει γιατί φοβήθηκε, φορ τώθηκε την πολύχρωμη κι4 α χώριστη μπέρτα του καΓι βγή κε χωρίς νά ξέρη που πηγαί νει, γιά νά πάη νά βρή τον 9Έλ Ρέϋ! Κατά την γνώμη του, άφου ό *Έλ Ρέϋ βρισκόταν στη ζού γκλα, έφτανε νά μπή στη ζούγκλα, ^γιά νά τον βρή. Θά του έλεγε πώς τον ή θελε ό Ζορρό και θά γύριζε
πίσω. Γ/ Γ· Λ Λ ΛΓ0 Οσο όμως δεν τον έβρι σκε, τόσο προχωρούσε στά ενδότερα χωρίς νά έχη την αϊσθησι τού κινδύνου καί χω ρίς νά ρπορή νά φανταστή δτι άπό τρίχα γλύτωσε χίλι ες φορές τον θάνατο, είτε για τί παρά λίγο νά τον γρατζού νιζε ένα δηλητηριασμένο άγκάθι, είτε γιατί ένα πούμα έκεΐ πού τον παραφύλαγε πα ρατήρησε ένα άλλο θήραμα πού είχε πολύ περισσότερο —καί νσστί'μώτερο— κρέας καί τον παράτησε αυτόν καί τέλος πάντων γιά πολλές άλ λες τέτοιες αιτίες. "Οταν νύχτωσε μονάχα, τό-
11
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
— "\ ιιιι \ Μια μτταμτταλού!
τε άρχισε νά τρέμη οπτό το φόβο του για τά καλά και ευ τυχώς ττού όταν φοβήθηκε τό σο ττού δεν μπορούσε νά άνθέξη πιο πολύ, λιποθύμησε ικοαι συνήλθε τό ιάλλο π,ρωΐ τά χαράματα! Ή αυγή «άκαυστικώς» και «όπτικώς» εΐνακ ένας αληθι νός παράδεισος -μέσα στη ζούγκλα. Μια πανδαισία άπό χρώμα τα, φωνές καί μουσικές. Ό Πάντσο πήρε τον δρό μο τραγουδώντας χαρούμε νος : "Όλα ιρία — όλα λα — τη γαζώνουμε τρελλά!
Είμαι ήρως! Είμαι βράχος! Και κανέναν δεν φοβάμαι —όταν βρίσκο,μαι μονάχος! "Έτσι έχει φτάσει σ’ εκεί νο τό ίμερος όπου παραλίγο νά β;ρή οίκτρό θάνατο άπό τον κροκόδειλο και τον Ινδιά νο Ληστή αλλά ή καταπληκτι κή του τύχη άφ" ενός κΓ εκεί νο τό χαριτωμένο πιθηκάκι άφ" ετέρου, τον έχουν σώσει. Και παίρνει λοιπόν τό τόξο και τά δηλητηριασμένα βέλη τού Ινδιάνου καί ξεκινάει καί πάλι γιά νά... βρή τον "Έλ Ρέϋ. Και τό δτι πηγαίνει άκ,ρι^ βώς προς τήν κατεύθυνσι πού
12 πάει «και ό Έλ Ρέϋ, δέν^ είναι ■καί τόσο συμπτωματικό. Ό μικροσκοπικός Πάντσο Γίγαντας εξ ένστικτοι; αποφεύ γει τά ανοιχτά μέρη καί προ τιμάει νά είναι συνεχώς κρομιμένας στα σημεία εκείνα πού έχει, την πιο πυκνή βλάστησι. Έτσι, βαδίζοντας ολοένα προς τά έκεΐ πού ή ζούγκλα πυκνώνει, πηγαίνει άναγκα στικά προς την τοποθεσία πού βρίσκεται ό μυστικός ναός των Ινδιάνων ιερέων. Πριν όμως από τή χώρα των Τσέκων, υπάρχουν οι δι εσπαρμένες φυλές των αγρί ων Ινδιάνων ληστών >μέ τά δη λητηριασμένα βέλη και τά φο βέρά πολεμικά τσεκούρια, τά «τόμαχοουκς»... 17Ενας από τους Ινδιάνους αυτούς βρίσκεται από ώρα τώρα πίσω από τον Πάντσο Γίγαντα και τον παρακολου θεί, χοορίς αυτός ό δυστυχής νά τον έχη άντιληφθή. ΚΓ ό Ινδιάνος ολοένα καί πλησιάζει τον Πάντσο. Όλοένα τον πλησιάζει καί πιο πολύ... Τά μάτια του είναι αγρια^. Γεμάτα, μί Κ ατακ όκκ ινα.... σος... Στο χέρι του κρστάει ένα απαίσιο «τόμσχορυκ» καί ό σκοπός του νά ζυγώση τον Πάντσο από πίσω καί νά του άνοιξη τό κεφάλι στά δυο, είναι περισσότερο από όλοφά νερος. Σαν φίδι προχωρεί χοορίς τον παραμικρό θόρυβο. Λες και δεν αγγίζει στή
γή ό έξάσκη μένος στις παρα κολουθήσεις ιμές στή ζούγκλα άνθρωπος. Ό Πάντσο πάει και πάει ανύποπτος εντελώς. Μάλιστα καθώς ολόγυρά του βλέπει άξαφνα κάτι έξωτικά υπέροχα λουλούδια >μέ χιλιάδες χρώματα, αρχίζει τά χαρούμενα επιφωνήματα. — Ψυχή <μου!, ^λέει ιμέ θαυμασμό. Νά ·μήν είχα δου λειά τώρα, λέεΐ/ νάκοβα όλ5 "αυτά τά λουλουδάκια και νά κότσε ρ να ένα ανθοπωλείο στην παρακάτω γωνία, λέει, νάκανα χρυσές δουλειές! Τί τά θές τί τά γυρεύεις! Τό μυα λό υπάρχει μά δέν υπάρχουν οι ευκαιρίες!... Μέ τά λεφτά πού βγάζω και τό φαΐ πού τρώω, θά καταντήσω στο τέ λος σαν σκιά!... "Αλλά θά μου πής πάλι: «Στο σπίτι τών... "Ίσκιων δέν κάθεσαι, κουτομόγια;» "ΊιιιΊ Μιά... μπάμπαλού! Και δέν έχει άδικο ό Πάν τσο Γίγαντας αυτή τή φορά πού ξεφωνίζει έτσι. Πάνω σ" ένα κλαδί δυο .μέ τρα μπροστά του, στέκει ένα εκπληκτικά χοντρό πουλί πού τό κεφάλι του είναι ολόκλη ρο χαμένο μέσα στο φτέρω<μά του καί ξεμυτάει όατ5 αυ τό -μονάχα τό ράμφος του. Ό Πάντσο γνωρίζει πώς τό^ πουλί αυτό, ή «μπάμπα λού», έχει νοστιμώτατο κρέ ας... ^ Καί ό βοηθός τού Ζορρό τής Ζούγκλας ^ έχει τρελλές πείνες,^ γιατί όλη τή χθεσινή μέρα έχει ξεχάσει νά βάλη
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κάτι στο στόμα του. — Τό τόξο!, τσιρίζει». Τραβάει οστό τη φαρέτρα ένα δηλητηριασμένο βέλος, ικαι μέ χέρια πού τρέμουν από τή λαχτάρα προσπαθεί νά τό πέραση στο τόξο. Δεν έχει ιδέα πώς γίνεται αυτή ή δουλειά. Ο υδέπ οτ ε έχε ι ξαν σρ ί ξ ε ι βέλος. Μουρμουρίζει παρακαλε στικά ενώ του τρέχουνε τά σά λισ του, μιλώντας βέβαια στη... μπάμπαλου: ■ — Στάσου εκεί, ρωρή, γιατί μ ή νομίσης πώς ξέρω καί καλό σημάδι!... Μή χορο πηδάς, π ανάθεμ ά σε ! Θά μου κάνης χαλάστρες! Στο μεταξύ ό Ινδιάνος λη στής .μέ τήν ευκαιρία πού ό Πάντσο σταματάει, τον πλη σιάζει μέ μεγάλη ταχύτητα καί χωρίς καθόλου θόρυβο. Τά δέκα μέτρα πού τον χώ ρηζαν στήν αρχή από τον Πάντσο, γίνονται πέντε, τέσ σερα... τρία... Ετοιμάζει κιόλας τό τόμαχοαυκ, σηικώνοντάς το ψη λά πάνω από τό κεφάλι του γιά νά χτυπήση... Τά μάτια του αστράφτουν. Τά δόντια του τρίζουν από μανία!... Ό Ζορρό στη ζούγκλα Τη ν προηγούμενη νύ χτα ό Ζορρό πήγε στήν Κά ζα ντές Όμπρες, στο παλιό μισογκρεμισμένο κάστρο πού
113 δλοι λένε πώς είναι στοίχειωμένο καί γΓ αυτό κανείς στήν περιοχή δεν τολμάει νά τό πλησιάση. Μέσα στο ερειπωμένο αυτό οικοδόμημα ζη 6 Πάντσο Γί γαντας ό βοηθός του καί εί ναι καί τό «κρυφό αεροδρό μιο» τού υπέροχου αυτόγυρου τού μ ασκό φόρου Εκδικητή. "Ακριβώς (μάλιστα τό «Μαυ ρο Πουλί» είναι ό λόγος πού ό Ζορρό πήγε στήν Κάζα ντε "Όμπρες. Τό ελικόπτερο έχει πάθει ■μεγάλες άβαρίες κατά τήν τε λευταία τριήμερη περιπέτεια του στήν παρθένα ζούγκλα τού_ Αμαζόνιου. Ξέρει πώς ό Πάντσο Γίγα ντας είναι καλός μηχανικός καί μπορεί νά τού έπιδιωρθώ ση τις βλάβες μόνος του αλλά άφ' ενός είναι καί λιγάκι κου τός ό κακομοίρης —νά μήν άνακοινωθή παραέξω!— καί δεύτερον ίσως νά χρειαστούν ανταλλακτικά πού δεν τά έχει καί πού ό Ζορρό θά πρέπει νά τά παραγγείλη μέ τον μυ στικό τρόπο πού έχει φερει καί όλα τά υπόλοιπα ώς τώ ρα. Μιά έκπληξις δμως πρώτου μεγέθους —αφού ποτέ άλλη Φορά δεν είχε ξανασυμβή τό ίδιο πράγμα —περίμενε τον μασκσφόρο Τι μωρό στο Σπί τι των "Ίσκιων: Ό Πάντσο Γίγαντας έλει πε άπ" αυτό! Τήν πρώτη στιγμή τού ήρ θε ένας ωκεανός από απαισι όδοξες σκέψεις τού Ζορρό. Τήν ξέγραψε κιόλας άπό
τούς ζωντανούς καί παραλί γο ν* άρχίιση νά τον κλαίη. "Εφερε άνω κάτω ολόκλη ρο τό παλιό κάστρο —πήγε ακόμα καί στις πιο απόμερες καί σκοτεινές, ερειπωμένες γωνιές του, πού ήξερε πώς ό νάνος δεν πλησίαζε ποτέ δι’ ευνόητους λόγους—αλλά του κάκου... "Υστερα ό Ζορρό, μετά την πρώτη του ταραχή —γιατί ό μασκοφόρος Εκδικητής αγα πάει πάρα πολύ τον φοβητσιά ρη βοηθό του, πού τον υπηρε τεί μέ τόση άφοσίωσι καί κα ταφέρνει καί τον κάνει- νά γελάη στις πιο δύσκολες στι γμές τους— κάθησε νά τό σκε
φθή τό πράγμα πιο ψύχραι μα. Ή απουσία του Πάντσο Γίγαντα ήταν μεγάλο μύστη ριο. Στο δωμάτιό του δεν ύπήρ χε καμιμιά ανωμαλία. ^ Στο εργαστήριο τό ίδιο. Τό Μαύρο Πουλί βρισκόταν ανέπαφο στή θέσι- του καί μά λίστα ήταν καί πλυμένο άπό τις λάσπες καί μέ καινούργια λάδια στή μηχανή. •«ΓΕχεί' γούστο νά βγήκε μόνος του στή ζούγκλα γιά βόλτα», συλλογίστηκε ό Ζορρο κινδυνεύοντας νά τρελλαθή. «"Εχει γούστο νά έπαψε νά είναι τόσο φοβητσιάρης
Τρία ζευγάρια άτσαλένα χέρια την αρπάζουν άπό τά μπράτσα.
13
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!
— 'Η ψυχή σου... είναι φυλακισμένη!...
καί να τον δω σέ λίγο νάρχε τα-ι καί να -μου λέη πώς βγήκε λίγο νά πάρη αέρα!...» Άπόμεινε στο δωμάτιο τού Πάντσο μέ την προσωρινή άπόφακτι νά τον περιμένη νά γυρίση. μιά πού δεν μπορού σε νά κάνη τίποτ’ άλλο γιά την ώρα. Περίμενε - περίμενε, τίπο τα! Ό Πάντσο δεν φαινόταν. -αφνικά τά μάτια τού μασκεφόρου Έκδικητοϋ έλαμψαν περίεργα. Τά φρύδια του άνασηκώθηκσν από την απορία τόσο πο λύ... πού φάνηκαν από τό έπάνω μέρος τής χρυσής μά σκας των "Ί νκας πού Φοράει
πάντα!
Επάνω σ' ένα τραπεζάκι έκεί μπροστά του, ό Πάντσο τό χρησιμοποιεί γιά κομοδί νο, πλάϊ στο κρεββάτι του, είναι ένα κλειστό φάκελλο! Άπ’ έξω γράφει μέ χον τρά γράμματα^ «Νά δοθή του... Ζορρου!» Κ ι* από κάτω μέ κεφαλαία: «ΙΔΙΟΧΕΙΡΟΣ»! Τό παίρνει· μέ ανυπομονη σία καί τά βάζει μέ τον· εαυ τό του πού δέν τό πρόσεξε τόσες ώρες εκείνο τό γράμμα. "Ίσως νά χρειαζόταν νά κάνη πιο γρήγορα γιά νά σώση τον δύστυχο φίλο του... "Ίσως τώρα νά εΐναι πολύ άργά. Τά χέρια τοο έτρεμαν κα θώς έσκιζε τό φάκελλο κΓ
16 βγάζε άπό μέσα τό λευκό γαρτί. Τέλος ξεδίπλωσε τό σημεί ωμα καί διάβασε αυτά: «Ζορράκι·, ακόυσα έχτες νά λες πώς θές τον μαντράχαλο τον *Έλ Ρέϋ καί λοιπόν αποφάσι σα νά πάω στη ζούγκλα καί νά τον βρω καί νά σου τον φέρω δώρο γιά τά γεννέθλιά σου! -Μόνο ειδοποίησε με μ5 ένα σημείωμα άν θέλης νά... σου τον ^ τυλίξω καί νά σου τον στείλω σπίτι η βά έρθης νά τον βρης εδώ! *Ό,τι προτιμεΐς! Μετά τιμής ΠΑΝΤΣΟ ΓΙΓΑΝΤΑΣ «αρχιμηχανικός!» Ό Ζοόοό μόλις διάβασε τό καταπληκτικό αυτό γράμ μα ένοιωσε την καοδιά του νά στα-ματάη άπό την άγωνία. Κατάλαβε ότι τώρα πια, μόνο υέ πάρα πολύ μεγάλη τύχη θά μπορούσε νά γλυτώση τη ζωη του άτυχου φίλου του, πού έχοντας πληρη ά γνοια του κίνδυνου, πήγε μό νος του μέσα στη φοβερή ζούγκλα του Άμαζονίσυ... ^■Όί-ς νά διστάση ούτε στι γμη ό μασκοφόρο^ Τιμωρός, χωρίς νά σκεΦθη ότι χθες α κόμα γύρισε άπό τη μεγάλη του περιπέτεια στη ζούγκλα καί πώς εκείνο τό ίδιο μεση μέρι είχε όιρμήσει μες στο δωμάτιό του ό Περέθ, όταν μόλις εΐγ·ε προλάβει νά πέση στο κρεβάτι· του. τρέχει· στο Μαύρο Πουλί Αλαφιασμένος. Ούτε εδώ συλλογίζεται δτι
ΖΘΡΡΟ τό υπέροχο αυτό μηχάνημα ί σως έχει ανάγκη άπό έπιδιόρθωσι πρίν άπό την καινούρ για του πτησι·, μετά άπό τό τες ταλαιπωρίες πού πέοοτσε μέσα στην τρομακτική χθεσι νή θύελλα... Ανεβαίνει στη θέσι του πι λότου πατώντας τον μοχλό πού άνεβσζει τό σκάφος στην κορφή του πύργου της Κάζα ντες *Όμπρες. ’Από εκεί πάνω τό αθόρυ βο πουλί τον ουρανών, υψώνε ται μέ εκπληκτική ταχύτητα καί ρίχνεται προς την κατεύθυνσι της ζούγκλας... Αλλά κΓ άν ψάχνη ολόκλη ρη τη νύχτα κΓ άν τά υπερ φυσικά μάτια του μπορούν νά βλέπουν καί μέσα στο σκο τάδι σάν νά είναι μέρα, μ* δΧ αυτά δεν μπορεί νά άνοοκαλύιίιη τον Ράντσο Γίγαντα, πού έχει λιπσθυμίσει όπως εΤδαμ,ε καί εΐναι χαμένος κάτω άπό πυκνούς θάμνους... * Ωστόσο άκόμσ κΓ όταν έοχεται τό ποωΐ ό Ζορρό δεν τό βάζει κάτω. Δεν θά Φυγή άπό τη ζού γκλα άν δεν βρη έστω καί νεκρόν τον άγαπημένο του βο ηθό. Δεν σκέπτεται· την έπικίνδυνη απουσία του άπό τό κτήμα του. Έχει· εμπιστοσύνη στον πι στό του γέρο - Φερνάντο δτι θά τά καταφέρη νά τον δικαιολονόση άν χρειαστη. Τέλος άπό ψηλά διακρίνει κάτι πού Τσως είναι ένα Τχνος πού θά τον όδηγηση κοντά στον κωμικό φίλο του;
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Βλέπει τον νεκρό Ινδιάνο ληστή, ιτού σκοτώθηκε από το χτύπημα τής ούράς τού κρο κοδείλου και φυσικά καί τό σκοτωμένο τέρας πού είναι πεσμένο κοντά του. Αποφασίζει νά κατεβή στη ζούγκλα καί νά ψάξη μέ τά πόδια εκείνη την περιοχή. Ψάχνει γιάΛ ένα ξέψωτο ν3 άφήση τό Μαύρο Πουλί καί δεν αργεί νά τό βρή κι3 αυτό λίγο παρακάτω. Σέ δυο λεπτά βρίσκεται κοντά στο πτώμα του Ινδιά νου ληστή καί τό εξετάζει μέ πολύ -μεγάλη περιέργεια. Βλέπει ότι έκεΐνο πού τον έχει σκοτώσει εΐναι ή ουρά τού κροκοδείλου, δεν μπορεί όμως νά ίδή τί είναι έκεΐνο πού έχει σκοτώσει· τον τερα τώδη κροκόδειλο. Τέλος βλέπει1 λίγο αίμα πού έχει- τρέξει από τό στό μα τού τέρατος όπως τό κε φάλι του έχει γείρει στο πλάι. Ό Ζορρό πιάνει μέ τά ηρά κλεια χέρια του τις δυο μα σέλες του νεκρού κροκοδείλου καί υστέρα από μεγάλη προσ πάθεια καταφέρνει· καί τις α νοίγει. Βλέπει τό βέλος πού είναι καρφωμένο στο βάθος τού λαι μου του καί ανατριχιάζει. -Γνωρίζει πολύ καλά ό μα" σκοφόρος Εκδικητής τά τρο μερά αυτά δηλητηριασμένα βέλη των άγριων ινδιάνοον λη στών. 'Αφίνει τον κροκόδειλο καί παρατηρεί πάλι μέ πολύ με γάλη περιέργεια τον ίνδιάνο. Ψάχνει του κάκαυ μέ τό
17 βλέμμα ν3 άνακαλύψη τό τό ξο μέ τό όποιο ρίχτηκε έκεΐ νο τό βέλος πού σκότωσε τον κροκόδειλο. ξαφνικά τά μάτια του πετουν αστραπές. <<" I σως ό Πάντσο νά ήταν εδώ, συλλογίζεται. "Ίσως ε κείνος νά πήρε μαζί του τό τόξο μέ τά δηλητηριασμένα βέλη!... *Ω!...^ Πάδρε ντέλ Ντίος!... Θά τον προλάβω ά ραγε τον δύστυχο;» Αρχίζει μέ μανία πραγμα τική νά ψάχνη ολόγυρα. Τά μάτια του πετουν α στραπές. ένα σημείο τής γής πού τά χορτάρια έχουν αφήσει λί γη γη ξεσκέπαστη καί τό χώχα είναι γυμνό, βλέπει1 τό α ποτύπωμα ενός παπουτσιού. Δεν υπάρχει αμφιβολία... Μόνο ό Πάντσο θά μπσροϋ σε νά ψοράη παπούτσια σ’ αυτό τό μέρος, πού όλοι οί υ πόλοιποι γυρνούν ξυπόλητοι. Γυρίζει κΓ αρχίζει τρέχο ντα ς νά ακόλουθή τά ίχνη πού έχει αφήσει· στο πέρασμά του ό ανεκδιήγητος βοηθός του. Δεν είναι καθολου δύσκολο γι’ αυτόν πού είναι ένας άρι στός ιχνηλάτης, καθώς μάλι στα καί τά ίχνη είναι πολύ πρόσφατα. Βλέπει μέ ανησυχία πώς ό Πάντσο έχει πάρει τον δρόμο γιά τη μυστική χώρα τών ιε ρέων τού Ήλιου, όπου υπάρ χουν φήμες πώς όποιος πήγε δέν ξαναγύρισε ποτέ ζωντα νός!... Ή καρδιά του σφίγγεται καί βιάζει τά βήμα του.
ΖΟΡΡΟ
18
Είναι τόσο βιαστικός πού δεν βλέπει την παγίδα —μια παγίδα πού ίσως αν δεν βια ζόταν νά μπορούσε νά την πα ρατηρήση, στη διαρύθιμησι των χόρτων μπροστά του, τό έμπειρο μάτι του... 5Από τό βάρος τού κορμιού του ή γη βουλιάζει άξαφνα... Τά χόρτα πού είναι άπλωμένα μαζί με κλαδιά στο έδα φος, τσακίζουν καί σπότνε. Πέφτει πολύ άσχημα στην προσπάθεια πού κάνει μά ταια νά συγκρατηθη. Βρίσκεται1 μέσα σ’ ένα με γάλο καί βαθύ λάκκο καί τό κεφάλι του χτυπάει με φόρα σε μια πελώρια πέτρα. Τά μάτια του βασιλεύουν. Χάνει τίς αισθήσεις του.' Είναι ^μέσα σε μιά παγίδα από εκείνες πού στήνουν οι κυνηγοί αγρίων θηρίων, γιά νά πιάνουν ζωντανά μεγάλα ζώα/ δπως τό «γκριζλί» — η τρομερή γκρίζα αρκούδα του ’Άνω ’Αμαζονίου... Νέα εκστρατεία 0, ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ τής ά-
Κάποιο βαρύ άτιικείρενο τον χτυπάει στο πίσω μέρος τού κε
φαλιού του.
στ υνομίας τής Άθιέντα ντέλ Σολ, γύρισε πραγματικά μα νιασμένος στο Διοικητήριο τού ’Έλ Χόκλο. Δεν -μπορούσε ακόμα νά χω νέψη τό πάθημά του. Πώς ήταν δυνατόν νά έχη γελαστή τόσο πολύ;^ Μάσαγε τά μουστάκια του, δάγκωνε τά χείλια, έσφιγγε τίς γροθιές του, βλαστημού σε δυνατά αλλά μ’ δλα αυτά δεν γινόταν τίποτα.
Τη ς χϋΥΚΑΑΐ Ό καϋμός του δεν μπορού σε να του πιεράση. Μπήκε στο γραφείο του, κλείστηκε μέσα και είπε νά μήν τον ενόχληση κανείς, μα κάρι νά έπρόκειτο νά τινα χτούν στον αέρα. -άπλωσε στη βαθειά πολύ θ’ρόνα του, άκοόμπησε τις ττο δάρες του πάνω στο γραφείο και έμεινε σ' αυτή τη στάσι μασουλώντας ακόμα τά^ μου στάκια του και πιπιλώντας τά δάχτυλά του πού είναι κοντά και χοντρά σάν λουκά νικα! Ξαφνικά άνοιξε ή πόρτα του γραφείου και κάποιος μπήκε χωρίς νά χτυπήση. ΤΊετάχτηκε με γουρλωμένα μάτια επάνω ό Περέθ και τό πρόσωπό του μέσα σε μιά στιγμή έγινε από κατάχλωρο - κατσκόκκινο! 5 — Ποιος δαίμονας είναι; ούρλιαζε μέ ,μανία. Δεν είπα νά μήν άνοιξη κανείς καί νά μήν τολ,μήσετε νά μέ... 3Εσύ είναι, γλυκεία μου Ρσζίται; Νόιμισα πώς ήταν κανείς απ’ αυτούς τούς χαμάληδες! Ή κόρη του του χαμογέ λασε κοίθώς ό χοντρά - Περέθ ξαναιγυριζιε στήν αρχική του θέσι μέ τις ποδάρες του επά νω στο γραφείο. — Δέν πρέπει νά μιλάς έ τσι γιά τού^ς άντρες σου, μ,ίο πάδρε!, του είπε χαϊδευτικά. Σκέψου νάναι αυτοί χαμάλη δες, τί θάσαι εσύ πού είσαι ό άρχηγός^τους!... Ό Περέθ ξαναχλώμιασε. — Ραζίτα!, μουγγρίζει τρήμοντας. Πώς μιλάς έτσι
'Η κόρη του ΠερέΒ παίρνει τό τραίνο για τό 'ΊΞλ Πάσ©0
ΖΟΡΡΟ στον ττατέρα σου, κόρη μου; — Δεν ήθελα να ττώ τίπο τα) κακό γιά σένα, .μίο πάδρε, φώναξε ή κσπέλλα χαμογε λώντας. Προσπάθησε μόνο νά σου δώσω νά καταλάβης δτι δεν κάνει νά λες τέτοια πρά γματα γιά τούς ανδρες σου! — Τους ανδρες μου!, τσί ριξε 6 Περέθ κατακόκκινος. Τούς άντρες! Που τούς είδες τούς άντρες; Αύτοί είναι ρε μάλια!... "Έπρεπε νάγω άληθινους άντρες στις^ διαταγές μου και τότε θά σου έλεγα ε γώ, κόρη μου, άν θά εξακο λουθούσαν νά τριγυρίζουν στη ζούγκλα εκείνα τά τέρατα, ό Ζαρρό και ό Έλ Ρέϋ και ε κείνη η... ή... Μάγια τέλος πάντων! Ή κοπέλλσ δεν μπορεΐ νά συγκράτηση Τά γέλια της. — Μά γιατί δεν τούς χω νεύεις τόσο πολύ τέλος πά ντων ; Ό Περέθ κοντεύει νά πά θη αποπληξία. — 'Γιατί δεν τους χωνεύω; γρολλίζει. Τίι σόϊ ερώτησις είναι κι* αυτή; Πώς δηλαδή νά τούς χωνέψω; Δεν είναι εκτός νόμου αυτοί, κόρη μου; Δεν είμαι αστυνόμος εγώ, κα λή ,μου Ροζίτ'α, γλυκεία μου κοιοαύλα, πού νά μέ πάρη και νά μέ σηκώση, έπρεπε δηλα δή,, κατά τη γνώμη σου νά τούς αγαπώ; Πώς τό καταλα βαίνεις αυτό; — Δεν εΐπα τέτοιο πρά γμα, μ,ίο πάδρε! Νά τούς κυνηγήσης καί νά τούς πιάσης αλλά... ψύχραιμα! — Ψύχραιμα, έ;
— "Ακριβώς! "Αν μπορέσης τούς έπιασες! "Αν δεν μπόρεσης, σου ξεφύγανε! Αυ τό είναι! — Αυτό είναι έ; Μπράβο, Μπράβο, Ροζίτα!... Καί για τί μέ πληρώνει τό Κράτος σέ παρακαλώ; — Γιά νά φοράς τη στολή, μ ίο πάδρε καί νά λέμε πώς υπάρχει αστυνομία στον τό πο! Ό Περέθ πάει νά πνίγη α πό τό κακό του πού ακούει τέτοια τρομερά πράγματα α πό τό στόμα τής κόρης του πού την έχει μονάκριβη καί πού τής έχει τόσο μεγάλη α δυναμία. — "Ασε ρε, μικρούλα μου ! λέει απαρηγόρητος. "Ασε -με γιατί δεν μπορώ νά έχω καί άλλες πίκρες αυτή τή στι γμή!... Αρκετά σκ ασμένος είμαι!... — Σκασμένος; 7Ω, μίο πά δρε! Μπορώ νά κάνω τίποτα ή καϋμενσύλα, γιά νά γλυκά νω τον πόνο σου; — "Απα! Δέν γίνεται τί ποτα !... Τ ίποτα!... Χίλιοι σατανάδες ! Θά τοβαζες πο τέ μ έ τόν νοΟ σου, γλυκεία Ρο ζίτα; —Τί πράγμα μίο πάδρε; ^—- Πάει! Είναι οριστικό! Είναι άμετάκλητο! Πρέπει νά τό παραδεχτώ αυτή τή φορά, όσο κι" άν ήμουνα βέβαιος! Είναι σαν νά θέλω νά παραδε ντώ πώς εγώ δέν είμ" εγώ! — Μά τί πράγμα τέλος πάντων; ρωτά κατάπληκτη γιά τά λόγια του ή μοναχοκό ρη του.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ — Κι* δ μ ως τηρείτε! νά παραδεχτώ πώς έτσι είναι! Τέλ ε ι οχτ ε! Η μ ουνα τ.ρ ελλό ς! Αυτό "ναι δλο! "Ήμουνα θεότρελλος! Τό κατάλαβες... φο ραδίτσα μου; — Μίο πάδρε! — Τί θές νά μάθης, μικρό μου; Δεν καταλαβαίνεις τί τού λέω; Τελείωσε: Ό Ζορρό δεν είναι ένα καί τό αυτό ποό σωττο μέ τον Δον Πάμπλο Ντελόρο! — Παλιά δουλειά! — Τί! ! — Είπα: Παλιά δουλειά! — Δεν ντρέπεσαι πια, Ρο ζ ίτα μία, νά πηγαίνης συνενώς κόντρα στον δυστυχισμέ νο τον πατέρα σου; Πώς πα λιά δουλειά, άφοο μόλις σή μερα καί μάλιστα πριν λίγη ώρα βεβαιώθηκα γι’ αυτό! — Έγώ δ μ ως έχ ω β εβαιωθή εδώ καί καιρώ! 9Ηταν πο τέ δυνατόν ό Ζορρό κι* αυτός ό... χλιαρός τόπος νά έχουν καμ·μιά σχέσι ό ένας μέ τον άλλον; — Χά! Αυτό είναι ίσα ίσα ή πονηριά του, του κανά για. Μ’ αότό πάει νά μάς ξεγελάση αλλά δέν θά τό φάη! ^ — Μά τώρα δά δέν έλεγες, μίο πάδρε, πώς δέν έχει καμμιά σχέσι μέ τον Ζορρό της Ζούγκλας; ^— Ναί..% Βέβαια] "Έχεις δίκιο!... Βλέπεις τί έπαθα μ" αυτόν; Τόσον καιρό δέν είχσι καμμιά αμφιβολία πώς ήταν έκεΐνος!... Τώρα στά καλά καθούμενα, δέν έχω πια καμμιά αμφιβολία πώς δέν είναι!
Τό θεωρείς » . εύκολο νά τό' ον-
21 νηθίσω; "Ολο τό ξεχνάω καί μου ξεφεύγει!... "Α, τον άτι μο, δέν θά τον πιάσω; "Α! Αυτό είναι! Τά μάτια του σενιόρ Περέθ αστράφτουν άγρια. "Ακόμα καί ή κόρη του η Ροζέτα που. τον ξέρει τόσο καλά, τρομάζει1. Μουουουρίζει: — Τί τρέχει, <μίο πάδρε; — "Αφού δέν είναι ό Ντε λόρο, μσυγγρίζει ό Περέθ, τότε θά πή πώς δέν βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο κτήμα του στήν 5Αθ ιόντα ντέλ Σόλ! — Μά... φυσικά! ^ — Φυσικά έ; Καί λοιπόν τότε θά πή ότι βοίσκεται μέ σα στή ζούγκλα! — Μά... φυσικά! ΓΥ αυτό τον λ,ένε καί Ζορρό τής ζού γκλας!... "Ολο εκεί δέν τον συναντάς, μίο πάδρε; —^Ναυ δλο εκεί άλλα έλε γα πώς τό κρησφύγετό του ή ταν στο κτήμα του Ντελόρο! Τώοα όμως πού ό Ντελόρο δέν είναι· ό Ζορρό, θά πή πώς ούτε τό κτήμα του είναι τό καταφύγιο αυτού τού κατα ραμένου ! — Μά βέβαια δέν θάναι! -— Καί ό Ζορρό θάναι στή ζούγκλα! — Δέν τδπαμε; Ό Περέθ δέν απαντάει αυ τή τή φορά. Βάζει τίς φωνές. Χτυπάει τά χέρια του στο γραφείο. Πατάει τά κουδούνια πού είν’ εκεί πάνω. Ή πόρτα άνοιγει,
22 Μπαίνει ένας υπαξιωμοτη1κός. — Έξω!, ουρλιάζει μα νιασμένος ό Περεθ. Έξω, ηλί θιε! Δεν είπα νά μή μ3 ένοχλή ση κανείς; — Μά... σευιόρ!.... Εσείς χτυπήσατε τό κουδούνι!... Χτυπήσατε συναγερμό! — Συναγερμός θά πή νά βγήτε έξω κι* όχι νάρθετε μέ σα!.... Νά επανδρώσετε τό ελικόπτερο άμέσοος!... Μην κάθεσαι! Μην κάθεσαι στι γμή γιατί θά σέ λαρυγγώσω! -εκινάμε γιά τη ζούγκλα! Ουδέποτε στην Ιστορία ό γοντ.ρο - Περεθ είχε έκμανή τόσο φοβερά. Τρέμοντας καί κατάχλωμος υποχώρησε καί εξαφανί σθηκε ό ύπαιξιωματικός. Άπ3 έξω άκούγονται άλ λα κουδούνια καί σειρήνες. Τρέχουν οι άντρες με τά όπλα τους στά χέρια. Ή Νάγια κυττάζει τον τρο μερό πατέρα της σάν χαμέ νη. —Πού θά πας, μ ίο πάδρε; ρω'τάει αναστατωμένη. — Θά πάω στην ζούγκλα, κόρη μου! Τώρα που εΐν* αυ τός στά σίγουρα εκεί πέρα, θά πάω καί θά τον βρω!.... Καί τώρα μάλιστα πού ξέρω πώς δεν είναι ό Ντελόρο, άν θές νά σου πω τό μυστικό, μέ πολύ μεγαλύτερη χαρά θά τού φυτέψω μια σφαίρα από μαικρυά γιά νά ησυχάσω οπό δαυτον! Ή άποφασιστικότης του Περεθ εΐναι κάτι που δέν θά μπορούσε κανείς να τό περι-
ΖΟΡΡΟ μένη άπ3 αυτόν. Ή Ροζίτα έχει γίνει κατά χλομη αλλά ή μανία τού πα τέρα της είναι τόση που δέν τό προσέχει. — Μίο πά... πάει νά πή, ε κείνος όμως την κόβει απλώ νοντας ανοιχτή την παλάμη του μπρος στο στόμα της: — Τσιμουδιά! Μή μού πής νά όδηγήσης τό έλικόπτερο γιατί θά σέ κλείσω σέ κανένα κελλί... Τ3 ακόυσες, Ροζίτα μία; Τήν άλλη φορά παρά λίγο νά σέ πάρω γιά Νάγια καί νά σέ καθαρίσω!, -εμπέρδεψε! Δέν έχει νά ξανάρθης μαζί μας !... Ορκίστη κα νά δώσω τή ζωή μου γιά την Υπηρεσία. 3Όχι καί τή δική σου όμως!... Θά κάτσης στο σπίτι σάν καλό κορίτσι καί θά περί μένης νά σού φέρω τή συμπάθειά σου τόν Ζορρό, μέ τά σίδερα στά χέρια! Ε ξηγηθήκαμε ; — *Ω, μίο πάδρε!... — Τσιμουδιά!... ^— Καλά! Τότε κι5 εγώ θά φύγω! Ό Περεθ κοντοστέκεται. λ— Θά φύγης; Καί πού θά πας; ρωτάει μέ όπορία. Ή κοπέλλα προσποιείται τή θυμωμένη καί τήν προσπο·ι είται υπέροχα. Τά μάτια της πετουν κα νονικές αστραπές. ^ — Νομίζεις ότι κι3 εγώ δέν είμαι άνθρωπος, μίο πάδρε; Φωνάζει υστερικά. Νομίζεις ότι μπορώ νά κάθωμαι συνε χώς κλεισμένη μέσα σ3 ένα άστυνομικό φυλάκιο καί νά πε ριμένω νά δω άν θά γυρίση
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ζωντανός ό πατέρας μου η θα μοΟ τον φέρουν ...ξεκοιλιασμένον από κανένα ινδιάνικο τόμσχοουκ; Ό Περέθ ξεροκαταπίνει σ’ αυτό τό σημείο. Γουρλώνει τά μάτια του καί φέρνει1 τό χέρι στην κοι λιά του ενώ νοιώθει νά παγώνη τό αΐιμα του. Πάει νά πή: — Ροζίτα μία... Ή κόρη του όμως έχει πάοει φωτιά. Τίποτε δεν την συγκροτεί. -—- Θά πάω στη θεία μου τήν Καρμελίτα!, φωνάζει. Θά πάρω τό τραίνο καί θά πάω νά μείνω μαζί- της! ΚΓ όταν σ' άφήση καμμιά φορά ή ύπη ρεσία σου έρχεσαι κΓ εσύ νά μέ δης και νά δής καί τήν καϋ μένη τήν ξαδέρφη σου! Τό πρόσωπο του χοντρο Περέθ φωτίζεται. Άπό κεΐ πού είχε ανησυ χήσει, ανακουφίζεται· τελείως καί λάυπει άπό χαρά. — Νά πας, κόρη μου !, τσιρίζει. Νά πας μέ τήν ευχή μου!... Καί ποιος σου είπε νά μήν πας; ΚΓ εγώ άλλο πού δεν θέλω!... Νά πάψης πιά νά φοράς παντελόνια καί νά γυρίζης στις ζούγκλες! Νά γίνης σάν όλα τά κορίτσια!... Νά πας !^ ΚΓ όταν βάλω στο χέρι αυτόν τον άτιμο τον Ζορρο, θάρθω κΓ εγώ στή θειά σου νά σέ πάρω καί νά πάμε ένα μεγάλο ταξίδι1 οί διυό μας! Νά γνωρίσης τον κό σμο! Θέλεις; Ή Ροζίτα κουνάει θλιβερά τό κεφάλι της.
η — Δηλαδή αυτό τό ’ταξίδι δεν θά τό κάνω ποτέ μου!, μουρμουρίζει. — Γιατί; -—- Γιατί κΓ εσύ δέν προ βλέπω ποτέ νά πιάσης τον Ζορ-ρό 1... Ό Περέθ μουγγρίζει σάν αρκούδα αλλά δέν έχει καιρό νά πή περισσότερα. Κ οονάε γ μ όνο άπ ε ι λ ητ ικά τή γροθιά του καί χύνεται έ ξω μανιασμένος, γιατί τό άεράγημα τον περιμένει έτοιμο στο ελικόπτερο. Σέ δυο λεπτά βρίσκονται όλοι στον αέρα καί ή Ροζίτα μέ τήν ανησυχία ζωγρσφισμέ νη στο πρόσωπο τρέχει πρός τον σιδηροδρομικό σταθμό... Αυτός που πεθαίνει... II ΕΛ
ΡΕ·Υ·
φθάνει
οπόν μυστικό ναό του Θεού Ήλιου. Είναι χτισμένος σ’ ένα τε χνητό ξέφωτο πού είχαν δη μιουργήσει κάποτε οί Τσέκοι, κόβωντας δέντρα ακρι βώς στο πιο πυκνό σημείο τής ζούγκλας, ώστε κανείς νά μην μπορή νά ύποπτευθή έκεΐ πέρα τήν ύπαρξι ενός ναού. Σάν όρθιοι τοΐχοι υψώνο νται ολόγυρα οί πανύψηλοι κορμοί τών αιωνόβιων δέν τρων. Μες στή μέση τής πλα τείας πού ανοίγεται μπρο στά άπό τήν είσοδο του με γαλόπρεπου ναού, βρίσκεται ένα πέτρινο βάθρο.
24 -Πάνω σ’αύτό είναι ξοπτλω μένος ένας μεγαλόσωμος άν θρωπος μέ άσπρα μαλλιά. Γύρω του είναι μαζεμένοι» καμμιά πενηντάρια Τσεκ οι ιε ρείς/ μέ τά πρόσωπα και ολό κληρα τά κορμιά τους γεμά τα από τά πολύχρωμα «ιερά σημάδια» τού θεού "Ήλιοι/. Στις τρεις άκρες της ίδιας πλατείας, είναι τρεις άλλοι ιερείς πού βροντούν ρυθμικά μέ τά χέρια τους τρία πανάρχκχΐ'οό «ρακού». Ό ήχος των αλλόκοτων τυ μπάνων άκούγεται σαν νά έρ χεται άπό κάπου πολύ μα κρινά, πού μόλις άκούγεται. "Οταν βρίσκεται1 κάνεις μπρο στά σ5 αυτό τό θαύμα και το βλέπει μέ τά μάτια του, φα ντάζεται πώς πρόκειται για «τρυκ» —πώς ίσως δηλαδή οί άνθρωποι εκείνοι κινούν τά χέ ρια τους χωρίς ν’ αγγίζουν τά «ρακού» καί τά τύμπανα η χούν στην πραγματικότητα άπό μακ,ρυά... Μόνο πού δέν 6ά «μπορούσε ποτέ νά ύπάρχη τέτοιος συγχρονισμός στις κι ν ή σεις καί στον ήχο... Ό γιγαντόσωμος "Ελ .Ρέϋ άφοβα ζυγώνει στο μέρος των συγκεντρωμένων ιερέων. Κι* εκείνοι όμως τον βλέ πουν χωρίς έκπληξι ή ανησυ χία. Τού ανοίγουν αθόρυβα καί χωρίς κουβέντα χώρο, νά πέ ραση άνάμεσά τους καί νά φτάση στο πέτρινο βάθρο πού αναπαύεται ό ’Ατάκ Όάννα. Ό βασιλιάς τής ζούγκλας στέκεται μπροστά σέ δυο νέρρς άντρες πρυ είναι μπρρ-
20ΡΡ0 στά απ’ όλους τούς ιερείς, γονατισμένοΊι εμπρός άπό τό βάθρο... Έκεΐνοι σηκώνουν τά κεφάλ ια. Τά ματιά τους συναντούν τά δικά του. Τά μάτια τού ενός είναι φιλικά καί θλιμμένα. Τού δευτέρου τον κυττάζουν γεμάτα κακία! Ό "Ελ Ρέϋ 5έν τό προσέ χει. Κυττάζει τον ξαπλωιμένο Άτάκ Όάννα πού ένα άνεπα^ί σθητο χαμόγελο σκάει στο πρόσωπό του καθώς τον έχει άντιικρύσει. Τά χείλια του σαλεύουν χω ρίς δύναμι. "Ενας ψίθυρος άκούγεται1: —-Καλώς ήρθες, "Ελ Ρέϋ... Τόνομα αύτό έγώ σού τό έδω σα!... Θέλω νά τό ψιθυρίσω τελευταία φορά πρίν φύγω!... Στούς άνεμους θά πετάξη ή ψυχή μου πάνω άπ’ τ5 αστέ ρια γοργά!... Τ’ όνομα αυτό θά χαοαχτή άνάμεσα στους Γαλαξίες: ^"Ελ Ρέϋ!... — Άτάκ Όάννα!..., ψελ λίζει ό γίγαντας σνγκινηιμένος νοιώθοντας ένα φοβερό συναίσθημα στήν καρδιά του. Έκεΐνος όμως τον κόβει μέ μια ελάχιστη κίνησι τού χε ριού: —{Σέ δευτερόλεπτα -μετρι έται η ζωή μου!... Πρέπει νά προλάβω νά πω όσα έχω στην ψυχή μου... Ή ψυχή πρέπει νά πετάξη ανάλαφρα κι5 έλεύθερη. "Αν έχουν μείνει λόγια άνείπωτα -μέσα της, θά την βαραίνουν ςηρ ταξίδι τών
ΤΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑ! στεριών!.... Ξέρω τί__σού συμ βαίνει, ’Έλ Ρέϋ!... Ξέρω πώς ή ψυχή σου είναι φυλακισμέ νη. σ’ έναν νόμο βαρύ!... Τό ξέρω άπσ πάντα!.... Τώρα θά {τό ττώ !.... Ό γίγαντας τής ζούγκλας νοιώθει- νά πνίγεται. Μέ μάτιια γουρλ,ωμένα' καί καρδιά πού πάει νά σταματήση από την άγωνία ακούει τά τρομερά λόγια τού Άτάκ Όάννα. — Μίλησε!, ψελλίζει τρέμοντας μέ την ψυχή στο στό μα. Πες τί, μέ βασανίζει... — Πριν άπ’ αυτό θά πώ γιά τους δυο γυιούς μου!... Ακούσε, 4,Ελ; Ρέϋ: Ό ^Όντι είναι ό πρωτότοκος πού θά γίνη αρχιερέας τού ’Έκον, τού Θεού του "Ήλιου! Ό Χήθ εί ναι- ό δευτερότοκος!... Τού πρώτου ή καρδιά/ λευκό περίίστέρι... Τού δεύτερου γεράκι που διψάει γιά αίμα!... Στον άρίζοντα μαζεύονται μαύρ α σύννεφα!... Τό βλέπω!...^Τό χέρι σου, Έλ Ρέϋ, μπορεί νά σταιματήση την καταιγίδα!... Κατάλαβες; Σκύβει ό άγαλμστένιος γί γαντας τό κεφάλι μέ σεβα σμό. — Κατάλαβα, Άτάκ Όάννα!... . -— Τά Καλά Πνεύματα στον δρό-μο σου γιά πάντα, γυιέ^ μου... Τώρα γιά σένα... Ή ώρα περπατάει^ μέ απλω τά βήματα δταν είναι γιά τό τέλος... ’Έλ Ρέϋ τεντώνει^ τ’ αυ τιά του καί σφίγγει τις γρο θιές.
25 Πάει νά τρελλαθή άπό την άγωνία. Φοβάται μήπως πεθάνει ό ρεγάλος του δάσκαλος, πριν προλάβη νά τού πή τό τρο μερό μυστικό... Ή ^κοττάστασις πραγματι κά τού γέρου είναι φοβερά κρί σι·μη. Β αρυανασαίνε ι... Πνίγεται... Φέρνει τά χέρια στον λαΐ'ιμό γιά νά μπορέση νά πάρη ανάσα καί νά συνεχίίση. Τά μάτια του γουρλώνουν... Μέ άγωνία ψάχνουν γιά τό προσφιλές πρόσωπο τού 47Ελ Ρέϋ... ( — Ή ψυχή σου... ψελλίζει καί κομπιάζει κάθε τόσο καί σταματάει κι* όλο λές ότι τά λόγια πού είπε είναι τά τε λευταία. Ή ψυχή σου... είναι φυλακισμένη.... σ’ ένα Νόμο! ’Έλ Ρέϋ!... Ή ζωή σου είναι δ ι πλή !... Άν απνέε ι ς γιά κ εΐνον!... Γιά κείνον... χτυπά ή καρδιά σου... Άν σταματήση νά ζή... δλα θά σκοτεινιά σουν... καί γιά σένα.... γιά πάντα !... ^— Άτάκ Όάννα!... Τ’ είν’ αυτά πού λές; Ή καρδιά τού ’Έλ Ρέϋ φτε ρουγ ίζε ι ανήσυχα. Τά μηνίγγια του χτυπάνε δυνατά... Ό ετοιμοθάνατος γέρος συνεχίζει >μέ κόπο: — Κάτω απ’ τ άστρο των διδύμων γεννήθηκες!... Είναι νόμος πανάρχαιος καί τρομε ρός !... Είσα ι δε μ ένο ς!... Τέλειωσε!... — Μέ ποιόν; Τί μέ δένει;
ουρλιάζει- 6 ’Έλ Ρέϋ μ’ ένα ξέσπασμα. Ό Άτάκ Όάννα βασι λεύει. Τά βλέφαρά του γέρνουν κουρασμένα. Μέ τρομερή προσπάθεια σαλεύει τά χείλια του. Ό ’Έλ Ρέϋ σκύβει ^ κοντά του τ* αυτί για ν’ άκούση τά λόγιαν — Σέ^ δένουν... τ’ αστέ ρια!... Είναι Νόμος!... Ψά ξε νά τον 6ρής!.... Τά «ιρακού» αρχίζουν νά τταίίζουν γρηγορώτερα. Ό ήχος τους άκούγεται πάντα άπόμάκρος αλλά σάν νά άιλλάζη συνεχώς τό μέρος άπ’ οττου έρχεται. Σάν νά μετοοκινηταΐ'. Οι ιερείς αρχίζουν έναν γορ γο κα! άγριο χορό γύρω άπό τό πέτρινο βάθρο. Είναι εκπληκτικό τό πώς καταλαβαίνουν στη στιγμή οι πρωτόγονοι σχεδόν αυτοί άν θρωποι, πότε ό θάνατος έχει έπέλ,θε; οριστικά. Τά μάτια του Άτάκ. Όάννα είναι γυάλινα... Ό πρωτότοκος γυιός του, Όντι Όάννα, κάνει ένα βήμα προς τό μέρος του, δπως ορί ζει ό Νόμος, γιά νά προλάβη ν άγγί'ξη κάτι1 άπό τό πνεύ μα του γέρου αυτός που θά γίνη αρχιερέας!... -αψνικά όμως άκούγεται τρομερή κραυγή: — Μήν ζυγώσης! Αρχιε ρέας θά γίνη ό Χήθ Όάννα! ’Έχει τή δύναμι του Ηλιου μέσα του! Τά πάντα παγώνουν...
Ό Όντι- γυρίζει και κιυττά ζει προς τό μέρος του αδερ φού του, που τόν παρατηρεί άγρια, θριαμβευτικά. Οι ιερείς έχουν κάνει κύκλο γύρω του έτοιμοι νά τον έμπο δίσουν άν δεν ύπακούση. Είναι φανερό ότι ο Χήθ έ χει συνωμοτήσει μαζί τους. Ό ’Έλ Ρέϋ θυμάται τά λό για τού Άτάκ Όάννα: «Έσύ μπορείς νά σταματή σης τήν καταιγίδα...» Όργισμένος κάνει ένα βή μα μπροστά άλλά ξαφνικά κάτι τόν χτυπάει· με δύναμι στο πίσω μέρος του κρανίου του. "Ενα βαρύ, σιδερένιο αντι κείμενο... Ό βασιλιάς τής ζούγκλας βυθίζεται σέ μιά ολοσκότεινη ανυπαρξία^ καθώς σωριάζε ται στο χώμα... Ή θεία Καρμελίτα [ΙΑΙΝΕΙ στο τραίνο ή όμορφη κόρη του δκοικητου τής αστυνομίας, Περέθ, κάθε ται σέ μιά ωραία θέσι κοντά στο παράθυρο και ό συρμός ξεκινάει·. Ή Ροζίτα αφήνει τό βλέμ μα της νά πληνηθή έξω στους άπέραν'τ ου ς κάμπους. Φαίνεται εντελώς ήρεμη. Σάν νά μήν άπασχολή τίπο τε πιά τό μυαλό της, τώρα πού πάει —έπι τέλους— νά τό ξεκούραση λιγάκι, μακρυά άπό τις περιπέτειες, στό^ κτή μα τής θείας Καρμελίτας, στο χωριό Έλ Πάσο.
27 Τό τραΐνο σιγά - σιγά ά φηνε ι· τούς κάμπους καί πλη σιάζει προς την περιοχή του Άμαζονίου, την καταπράσινη αυτή περιοχή που κλείνει έ ναν ολόκληρο, απέραντο μυ στικό κόσμο, έναν κόσμο ά γριο και πρωτόγονο, έναν κό σμο φοβερό και υπέροχο μα ζί, τή Ζούγκλα! Στήν άκρη τής ζούγκλας του "Άνω "Αμαζόνιου κάνει τήν πρώτη του στάσι τό τραΐ νο που πηγαίνει στο "Έλ Πό σο. "Οταν σέ πέντε λεπτά ξε κινάει και πάλι γιά νά συνέ χιση τό ταξίδι του, οι έττιβάτες πού ταξίδευαν στο ίδιο
βαγόνι μαζί της, βλέπουν μέ έκττληξι δτι ή όμορφη Ροζίτα άπουσιάζει άπ" αυτό... Ή κόρη τοΰ^Περέθ έχει κα τέβει στον πρώτο σταθμό, ε νώ χρειάζεται πολλούς ακό μα γΐιά νά φτάση ώς τό *Έλ Πάσο!... Ναι, γιατί ή κόρη του α στυνόμου δεν έχει σκοπό νά πάη στο Έλ Πάσο και στή θεία της τήν Καρμελίτα! Δεν περνούν ούτε δεκαπέ ντε λεπτά τής ώρας ακόμα και ή πεντάμορφη Ροζίτα, .με ταμορφωμένη σέ Νάιγια μέ τό Βέλο, διασχίζει τρέχοντας τή ζούγκλα... Σκοπός της είναι νά βρή
'Η γή υποχωρεί κάτω απ’ τά πόδια του
ΖΟΡΡΟ
28 τον Ζορρό καί νά τον είδοποι ήση δτι ό Περέθ έχει βγή κυ νήγι για νά τον συλλαβή η έ στω και νά τον σκοτώση... Πού ακριβώς θά τον βρή δέν ξέίρει. Πάντως στα ενδότερα της ζούγκλας, έκεΐ κοντά στις ό χθες τού "ΑμαζονίΙου, έχει δή ττολλές φορές τον μασκοφόρο Έικδικηΐτή καί φαντάζεται ττώς κάττου έκεΐ θά συνηθίζη * νά τριγυρνάη... ^ Τρέχει1 ως^ το βράδ^ι άλλα δέν ιαπορεΐ νά άνακαλύψη ού τε ίχνος τού Ζορρό της Ζού γκλας. "Ανεβαίνει σ" ένα δέντρο και περνάει τή νύχτα της ξα πλωμένη πάνω σέ μιά μεγά λη διχάλα του. Τό πρωί συνεχίζει πάλι τον δρόμο της. "Από πολύ μακιρυά ακούει τούς παράξενους ήχους τυ μπάνων πού δέν μπορεΐ νά καταλάβη τί λένε καί αυτό την παραξενεύει καί θέλει νά πλησιάση περισσότερο μή πως κι." ακούσει πιο καθαρά. "Αδύνατον όμως νά καταφέ ρη νά πλησιάση στο σημείο άπ" όπου έρχεται ό ήχος των «ρακού». "Εκεΐ πού πηγαίνει κι" έ χει την έντύπωσι πώς ζύγωσε πάρα πολύ, ξαφνικά καταλα βαίνει ότι δέν έχει πλησιάσει καθόλου. Τό μυστήριο αυτών τών τυμπάνων πού ως τώρα α γνοεί την ύπαιρξί τους καί την καταπληκτική τους ιδιότητα, κοντεύει1 νά την τρελλάνη...
Ό Πάντσο τό παραξηλώνει Ε ΤΟΝ Πάντσο Γί γαντα αυτά πού λέγαμε! Αύτός ·μέν προσπαθεί νά σημαδέψη μέ τό δηλητηρια σμένο βέλος τή «μπάμπαλού» πού χοροπηδάει πάνω στο κλαδί τού δέντρου, ό δέ Ινδιά νος ληστής άπό πίσω του, μέ τό τόμαχοουκ άνασηκωμένο στον αέρα, ετοιμάζεται νά τού χωρίση τό κεφάλι στά δύο, χωρίς νά τον νοιάζη άν πρόκειται νά άπογοητευθή εντελώς άπό τό... περιεχόμε νό του... Ό φουκαράς ό Πάντσο τό λοιπόν παιδεύεται· φοβερά γιά νά σημαδέψη μ" έκεΐνο τό τό ξο πού δέν έχετ ]δέα ούτε πώς τό κρατάνε/ ένώ άπό τήν άλλη ή πείνα του τον κάνει νά... παρακαλάη τή μπάμπα λού νά μήν πετάξη καί τού φύ γη, παρά νά καθήση νά φάη τό βέλος! Τελικά όμως επειδή άπογοητευεται πώς είναι δυνατόν νά σημαδέψη καλύτερα, άφίνει πιά τό βέλος, βασιζό μενος στήν τύχη. Ή μπάμπαλού ωστόσο ού τε κουνάει άπό τή θέσι της καί μάλιστα κρώζει κοροϊδευ τικά. Ό Πάντσο φωνάζει μ" άπελπισίά: — "Όμμες!^ 'Πίΐσω του όμως, ούτε δυο μέτρα άπόστασι, ^άκούει μιά άλλη κραυγή, πολύ πιο άπελπισμένη άπό τή δική του...
άργ ισαν! "Οσοι θέλετε νά περάσετε το καλοκαίρι σας ευχάριστα, έπισκεφθήτε τό βιβλιοπωλείο του «Μικρού "Ηρωος», Λέκκα 22, έντός τής Στοάς,
«ΦΘΗΝΟ Θά βρήτε έκεΐ ΟΛΑ τά βιβλία για παιδιά και γιά νέ ους, που έχουν έκδοθή στην Ελλάδα άπδ τους μεγάλους και μικρούς εκδοτικούς οίκους: — Μυθιστορήματα. — Εγκυκλοπαιδικά βιβλία. — * (Ιστορικά άναγνώσματα. — Εικονογραφημένα. — 'Ομαδικά παιχνίδια γιά το βουνό και τή θάλασσα. Γιά κάθε ήλικία και κάθε γούστο και ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ. Κάθε επισκέπτης που θά άγαράζη βιβλία άξίας άνω των 10 δραχμών, θά παίρνη και ένα
Γιά κάθε 10 δραχμάς πού θά πληρώνη γιά νά άγοράση βιβλία θά παίρνη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ ένα τεύχος Μ. "Ηρωος (ή των άλλων εκδόσεων μας: Μικρός Ταρζάν, Γκρέκο, Ζορρό τής Ζούγκλας, Κάλ κλπ.) τής άρεσκείας του! Μην παραλείψετε νά έπισκεφθήτε τό βιβλιοπωλείο
ΑΕΚΚΑ 22, έντός τής στοάς
Στύβει κοψοχολιασμένος και έτοιμος νά... λιποθυμίση. Βλέπει έναν άπαίσιό ίνδιάνο νά σωριάζεται1 στή γή μπροστά στά πόδια του! Βλέπει πώς στο μάτι αυ τού του τελευταίου εΐναι μπηγμένο τό... βέλος του! Ωστόσο ούτε οστό , τό νού του νά περάση πώς εΐναι δυ νατόν νά είναι αύτό τό βέλος. Πώς νά φανταστη πώς τό σο άτζαμίδικα τό κρατούσε, πού τό βέλος αντί νά πάη μπροστά πήγε προς τά πίσω καί σκότωσε τον Ινδιάνο λη στή την ώρα ακριβώς πού ε κείνος θά του χώριζε στά δύο τό κεφάλι; Τσιρίζει γεμάτος άνησυχία: — Μαντόνα μία! Μία... άγκίιθα του μπήκε στο μάτι:.! Σαν άλτρουϊστής πού εί ναι άφίνει τη μπάμπαλού στή’' ησυχία της καί σκύβει επάνω από τον πεθαμένο λη στή. Τον σκουντάει στο μπράΤσο με τό πόδι του. Καλέ!, του λέει. Εκείνος δεν σαλεύει. . Ό Πάντσο Γίγαντας έπιμένει: —* Καλέ σύ! Γιά πες άν βλέπης θολά! χ Ξύνει τό κεφάλι του κα θώς ό άλλος έξακολουθει νά μένη σιωπηλός καί - λέει: — I ώρα έγώ ξέρω τί του χρειάζεται αύτουνου! Λίγο... κολλύριο στο άλλο του μάτι για νά μην... κόλληση! "Αντε τράβα νά βοής φάρμακα σ* αυτόν τον παλιότοπο!... Πώ
ιτώ! ©έ μου τί ώροΐα τσεκ ουράκι! ^Καλέ θειε! Νά τό πά ρω γιά δανεικό; Καθώς ό πεθαμένος δυσκο λεύεται νά τού άπαντήση, ό Πάντσο Γίγαντας τό θαυμά ζει ακόμα: — Καλλιτέχνημα σωστό! "Αν φας ένα χτύπημα στο κε φάλι μέ δαύτο, αποκλείεται νά ζητήσης δεύτερο, όπως άν ήτανε παγωτό! Τό παίρνω καί φεύγω αφού δεν μιλάς! Ευχαριστώ πολύ|... Καί προχωρεί παρακάτω χωρίς νά τού καίγεται καρφάκι γιά τίποτα!... Προχωρεί όμως είναι μιά κουβέντα... Χτες δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του όλη μέρα... Σήμερα δεν έχει επίσης μασήσει τίποτα άπό τό πρωί. Τά δόντια του κοντεύουν νά ξεχάσουν γιά ποιά δουλειά βρίσκονται μέσα στο στόμα του! ^Ψάχνει ^δεξιά κτ* άριστερά μήπως βρή τίποτα για νά φάη άλλα δεν υπάρχει τίποτα. Κάτι πουλιά πού περνότνε πάνω άπό τό κεφάλι του, τά παρακαλάει να κατέβουν νά τά πιάση αλλά έκεΐνα δεν φα^νοντ α ι δ ι ατ εθ ε ι μένα νά τού κάνουν τή χά;ρι. Τά πόδια του τρεκλάνε... Τά μάτια του άλλοιθωρίζουν... Φοβεροί πόνοι στο στομά χι κοντεύουν νά τον τρελλάνουν... ΚΓ όλο κυττάζει δεξιά - ά ριστερά κΓ όλο τίποτα δεν βλέπει.
>>*έ·&Μί·&-*·£Μ·!α>«»<ώΙίΜ ^-^«ώ>ϊχίο«Λ»<^νΑο^Λ*!~ώ»ι»· '.· &&»*
—* ΤΙ διάτανο!, τσιρίζει* Α πελπισμένος. Μαγέρικα δεν έχει καθόλου έδώ πέρα; Που τρώει:... όλος αυτός ό κόσμος, -αφνικά τά μάτια του πέ φτουν σέ κάτι παράξενα δέν τρα έκεΐ προς τά δεξιά του. Κάτι δέντρα πού δεν έχει ξαναδή όμοια ποτέ... _ Είναι ψηλόλιγνα, λυγερό κορμα μέ λεπτά κλαδιά κατα πράσινα, φύλλα κόκκινα από τή μιά μεριά και από την άλ λη κίτρινα καί κάτι καρπούς μπλέ, πού στο σχήμα μοιά ζουν μέ μήλα. Γέρνουν τά λυγερά κλαδιά από τό βάρος των καρπών. ^ ’Αλλοιθωρίζουν τρισχειρό τερα τά ματάκια του Πάντσο Γίγαντα. —Μαντόνα μ ί α!, τσ ιρίζε ι. 5Από την πείνα μου άρχισα Υά τά βλέπω όλα... τεχνικολόρ! "Ύστερα όμως όρμάει προς Το μέρος εκείνων των δέντρων μέ την ίδια λαχτάρα πού ^πέ φτουν στο νερό οί οδοιπόροι της έρημου. "Αρπάζει ενα δοτό έκεΐνα τά μπλε φρούτα καί τού τρα βάει την πρώτη δαγκωνιά μέ τόση ταχύτητα καί βουλιμία, πού παραλίγο νά φάη καί τό μεγάλο του δάχτυλο. Τό στόμα του γεμίζει μέ μπλέ ζουμιά. —- Π ανάθεμά το!, μουρ μουρίζει ό Πάντσο. Είναι κα τά πώς φαίνεται.... μελανοδο χεΐα! Τό δέντρο πού βγάζει τά καλαμάρια! Αλλά δέν πά νάναι! Έγώ θά πιώ με λάνι τρισχειρότερα άπ’ δτι
&ν ήμουνα οτυττόχαιρτο! Καί πράγματι τρώει ένά καί δύο^καί τιρία καί τέσσερα μπλέ μήλα καί την κάνει τα ράτσα, χωρίς νά μπορή νά φαν*ταστή/ πώς τά φρούτα αυ τά όποιος τά φάει, άναβει τό μυαλό του καί γίνεται γεν ναίος σάν τον "Ηρακλή καί τον Θησέα, τούς μυθικούς ήρωες! Καί πραγματικά κάποια μεταβολή νοιώθει από την αρ χή μέσα του, κάποια ζέστη πού κυκλοφορεί στο αίμα του πού όσο πάει γίνεται πιο καυ τό, δέν μπορεί όμως βέβαια νά φανταστή περί τίνος πρόκειτου... Μόνο πού αφού την τηλώνει 'πως εϊπαιμε, παίρνει βαθειά ανάσα, φουσκώνει τά στήθια του τόσο πού παραλίγο νά... τού σκάσουν καί λέει \ι ένα ύφος τρομακτικά... στιφό: — Έ καί νάχα... δυο τρεις κροκοδείλους νά τούς δέσω φιόγκο! ^ ΚΓ επειδή δέν έχει, ξεκι νάει καί τραβάει μπροστά σφυρίζοντας τό «μαμά ϊο κε ρά» ! Ό Θεός - "Ήλιος εκδικείται Η ΝΑΓίΑ μέ το βέλο έχει πλησιάσει —χωρίς νά τό ξέρη—τρομερά κοντά στον ναό τού Ήλίαυ. Ξαφνικά ακούει φωνές καί οδηγημένη απ' αυτές πλησιά ζει ακόμα περισσότερο για νά δή ξαφνικά, καθώς φτάνει
στο σημείο πού τά κομμένα δέντρα σχηματίζουν τή μεγάλη, πλατεία, τούς Ιερείς του Ήλιου νά ρίχνουν κάτω άναί σθηΐτο τον Έλ Ρέϋ κα ι νά τον δένουν χε ιροπόδ α ρ α. Για νά δή τούς ιερείς νά συλλαμβάνουν έναν από τούς συντρόφους τους —τον Όντι 3 Ο άννα— και νά τον δένουν χειροπόδαρα κι*5 αυτόν! Ή νέα δεν ξέρει τί νά κάνη ούτε τίι νά υπόθεση. Ακούει τά ουρλιαχτά και τις κραυγές των Ινδιάνων, τούς βλέπει νά χοροπηδάνε σάν στοιχειά γήρω από τούς αιχμαλώτους των και δεν «μπο Ρ'έΤ νά καταλάβη γιατί γίνο νται όλ5 αυτά, γύρω άπό τό μεγάλο πέτρινο βάθρο, πάνω στο οποΐο βρίσκεται ξαπλω μένο ακίνητο, ένα σώμα... Ούτε καί έχειι τον καιρό νά προσπαθήση νά καταλάβη, γιατί ξαφνικά τρία ζευγάρια ατσαλένια χέρια την αρπά ζουν άπό τά μπράτσα! Ή Νάγια τινάζεται απελ πισμένα ενώ >μιά κραυγή τρό μου φεύγει άπ5 τό λαρύγγι της. Δεν καταφέρνει όμως νά ξε Φάγη, Είναι. ο! τρεΐς Ινδιάνοι πού χτυπούσαν τά «ρακού» κα' πού την άντελήφθησαν τή στι γιμή πού εμφανίσθηκε στο ξέφωτο, καθώς έφτασε άπό τήν δική τους πλευρά... Τού κακού λοιπόν προσπα θεί νά έλευθερωθή ή όμορφη Νάγια. Οΐ Ινδιάνοι· τήν σέρνουν μέ τή βία προς τό κέντρο της
πλατείας, Σέ δυο λεπτά βρίσκεται μπροστά στον Χήθ Όάννα πού τήν κΟττάζει μέ «μάτια γεμάτα θρίαμβο. — Αυτή θάναι ή γυναίκα τού "Ελ Ρέϋ!, ουρλιάζει δυ νατά γιά νά τον ακούσουν ό λο· ϋ. Αυτός είναι ό άνθρωπος πού ό πατέρας μου τού είχε εμπιστοσύνη απόλυτη! Πρόδωοε τό μυστικό τού ναού μας! Ό θεός "Ηλιος θά έκδι κηθή! Τήν Ιδια στιγιμή ό λευκός γίγαντας συνέρχεται άπό τό χτύπημα και ανοίγει τά μά τια του. Βλέποντας τή νέα δίπλα του, μουρμουρίζει έκπληκτος: -—· Νάγια!... Κραυγή θριάμβου και μί σους ξεσηκώνεται ανάμεσα στους ιερείς, καθώς τό όνομα αυτό πού προφέρει ό Έλ Ρέϋ τούς βεβαιώνει πώς ό Χήθ Όάννα έχει δίκιο... ^Δεκάδες χέρια αρπάζουν τή Νάγια μέ τό Βέλο. Σέ δευτερόλεπτα βρίσκε ται δεμένη ^ χειροπόδαρα και ξαπλωμένη επάνω στο πέτρι νο ^βάθρο τής θυσίας, στο ό ποιο· βρισκόταν λίγο πιο πριν ό νεκρός Άτάκ Όάννα!... Ό Χήθ φοράει στο κεφάλι του μιά φριχ'τή χρυσαφένια μάσκα πού παρασταίνει τό πρόσωπο τού ^Θεού 4Ηλιου. "Ολοι οί ί>ερεΐς μαζεύονται ολόγυρα, μαζί μέ τούς αΙχμα λώτους των πού είναι ανίκα νοι νά δώσουν τήν παραμικρή βοήθεια, καθώς είναι δεμένοι .μέ γερά σχοινιά.*.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
Ό Χήθ στέκει όρθιος, φο βερός, πάνω από την έντρο μη Νάγιια πού τον παρατηρεί με φρίκη. — Θεός "Ηλιος τώρα εκδικείται!, ουρλιάζει ό δευ τερότοκος γυιός του 5Ατάκ Όάννα. Καί των τριών τους τό αίμα θά τρέξη εδώ πάνω, για νά έξευμενίσωμε την όργη του Θεού μας! ^ "Ενα πελώριο μαχαίρι, βα ρύ σοτν πέλεκιυς, βρίσκεται στα χέρια του. Ή Μάγκα πού τό βλέπει νοιώθει την καρδιά της νά πα γώνη. Τ Ε
Ενα ουρλιαχτό τρόμου ξε φεύγει από τά χείλ,ια της. Ό 'Έλ Ρέϋ απεγνωσμένα προσπαθεί νά σπάση τά δεσμά του αλλά τό μόνο· πού κα ταφέρνει είναι νά γεμίσουν τά χέρια του αϊιματα!... Τό τρομερό μαχαίρι - πέλε κυς υψώνεται φοβερά πάνω απ’ τό κεφάλι της αιχμάλω της Μάγιας. ^"Υστερα! πέφτει μέ ορμή ενώ μιά ομαδική κραυγή ξεση κώνεται από τό πλήθος τών ιερέων, πού τά μάτια τους λάμπουν δ ι αβολ ικά... Ο Σ
Γ. ΜΑΡΜΑΡΆ ΔΗ Τ Άττοκλειστικότης:
Γεν.
Έκδοτι καί Έπι νε >. ρήσε > ς Ο.Ε.
ΓΙΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ τά
τ γι ό
διαλεκτά αναγνώσματα
είναι:
Κάθε Τρίτη κυκλοφορεί
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Πατριωτικές περιπέτειες Κάθε Πέμπτη κυκλοφορεί ό
ΓΚΡΕΚΟ Ποδοσφαιρικές Περιπέτειες Κάθε Παρασκευή κυκλοφορεί ό
ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Περιπέτειες Ζούγκλας I
. —.
.μ .
«·». ---- --------- ______1
^*ι
^^^—I
1
"'Έτος Ιον — Τόμος 2ος — Άρ. τεύχους λ 2 — Δραχ. 2 Γοα&εΐα: Α*εκκα 22 ίεντοΓ τηο στοατοΐ. τηλ&ώ. 2&-083
ι
Δράσι, ττερητέτεια, άγωνία, γέλιο, τρόμος, ΣΤΟ ΠΙΟ ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΟ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ ΑΝΑΚΑΤΩΜΑ!! !
ΗΠΙΟΙ! Θά σάς γοητεόση ασφαλώς ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
| (
Φ9Σ ΧΓΟ/ν ΟΥΡΕΩΟ
Γ7Υ)/Δ//)! ΕΤΩ &Ρ Ρ/Ρ/Λ/ο /Ι/ΓΌ /]ΗΟΛ?/1. /ΕΩΣ ΤΟ =Α/νθΔ Ο / ΟΠΩΣ
ΘΕχ!
ή/)/ ξ ρ φ ρ /ρ ρ ο/νεεροχ, Κΐ'ΟΜΟΧ Ε/Μ#/ β£3ν<οε. ρ >ρ τ / ΕιΔ <9...
ΟΑΡΧΕ/ν Λ/Ο/Ωθε/ /ν/}
τονχετο/ /9ρ ο ε/νΕ ηρ~ Ρβ=Ε/νθ ΦΩΣ...
ΗΟΥΚΑΡΑΤΣΑ Ο ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
Ό Πάντσσ θριαμβεύει ΟίΙΟΙΟΣ
μπορούσε
τον δή αυτή τή στιγμή, θά κέρωνε χωρίς αστεία. Είναι ό ΓΊάντσο Γίγαντας. Είναι ό θρυλικός Π άντα ο Γίγαντας, ό ανεκδιήγητος βο ηθός του Ζορρό τής Ζούγκλας που ταξιδεύει ολομόναχος μέ σα. σ' αυτή τήν τελευταία, α ψηφώντας τούς κίνδυνους ό λων των ειδών, πού μπορούν νά παρουισισσθοΰν ξαφνικά σ’ έναν οδοιπόρο... Και δεν είναι απλώς ό Παν τσο Γίγαντας, όπως θά μπο ρούσε νά πή κανείς αλλά εί
ναι καί οπλισμένος σάν άστακός! Στον ώμο του κρέμεται μιά φαρέτρα πού περιέχει δηλητηριασμένα βέλη τ—μόνο που νά πούμε αυτό— δεν^ ξέ ρει ότι οί αιχμές τους είναι βουτηγμένες σέ φοβερό, θα νατηφόρο δηλητή ρ ι ο! Στο ένα του χέρι κρατάει τό τόξο πού πήρε από έναν π εθα μ ένο ληστή... Στή ζώνη του είναι κρεμα σμένο ένα φοβερό ινδιάνικο τσεκούρι «τόμαχοουκ» πού τό πήρε οοπό τόν δεύτερο Ινδι άνο ληστή, τόν όποΐον σκότω σε τή στιγμή πού εκείνος θά τόν δολοφονούσε, σημαδεύσωΤΙΜΗ ΔΡΑΧ.4
ΖΟΡΡΟ
τας μπροστά καί χτυπώντας κατά λάθος πίσω, ττου έστεκε ό φονιάς... Και τό σπουδαίο είναι δτι δλ* αυτά τά φοβερά καί τρο μερά όπλα που έχει επάνω του ό· Πάντσο Γίγαντας, είναι ασορτί μέ την εξαιρετικά ά γρια, πολεμική φυσιογνωμία του! Στ* αλήθεια αυτή τή φορά ό θρυλικός βοηθός του Ζορρό, δέ μοιάζει καθόλου γιά φοβι σμένος. Κυττάζει δεξιά κι* άρύστε ρά μ3 ένα μάτι τόσο τρομα κτικό, που όποΊονδήποτε και νά κυττούσε, θά τον έκανε νά νοιώση ένα παγερό άνατρίχιασμα τρελλου τράμου!... Βλέπει τά δέντρα και τούς θάμνους καί τούς κάκτους καί ...τις πέτρες ’ ακόμα, σάν νά έχη προηγούμενα μαζί τους! Σάν νά τον έρεθίζη ή παρου σία τους καί μόνο! Σάν νά πρόκειται νά χυμήξη άξαφνα απάνω τους και νά τά άρπάξη μέ τά χέρια του καί νά άρχίση νά τά ξεριριζώνη καί νά τά σπάη και νά τούς βάζη φωτιά, γιά νά καταιστρέψη τά πάντα!... Καί έπειδή άσφαλώς ώρισμένοι άπό τους αναγνώστες μας θά δυσπιστούν μέ τά πα ραπάνω, άς κάνουν υπομονή νά δουν τι γίνεται... παρακά τω! Ό Πάντσο Γίγαντας έκεΐ πού πρΟχωρεΐ, βλέπει επί τέ λους έκεΐνο πού τόση ώρα προσπαθεί νά άνακαλύψη: Εναν εχθρό — ή μάλλον -είναι καί δύο γιά νά είμαστε
περισσότερο ακριβείς καί δί καιοι . Είναι δυο Ινδιάνοι τής ίδι ας φυλής των ληστών πού ή ταν κΓ εκείνος ό τελευταίος πού ήθελε νά σκοτώση τον ,Πάντσο, μέ αποτέλεσμα νά (σκοτωθή ιό ίδιος άπό την τρο μερή... δεξιότητά·του στο τό-
ξοΙ"Ολοι
οί άντρες τής φυλής αύτής, πού είναι οί σίμοβόροι Καϊόβας, βλέποντας τον νεκρό σύντροφό τους/ έχουν βγή στη ζούγκλα δύο — δύο ή τρεις ·— τρεις και γυρεύουν νά άνακαλύψουν εκείνον πού τον σκότωσε μέ τό δηλητηρι ασμένο βέλος, γιά νά εκδικη θούν. Φυσικά δέν φαντάζονται πώς μπορεί νά είναι ό πολύς Πάντσο Γίγαντας εκείνος πού έκανε τη δουλειά. Τό ινδιάνικο δηλητηριασμέ νο βέλος πού έχουν βρή στο (μάτι τού συτρόφου των, ξέ ρουν πολύ καλά σέ ποια γει τονική φυλή ανήκει και θέλουν νά πιάσουν τον ίδιο τον δρά στη πού τριγυρίζει στα μέρη τους—όπως πιστεύουν ■—γιά νά τον θανατώσουν μέ τον φο βερό «άργό θάνατο» πού εί ναι τό φρικτώτερο βασανιστή \ριο πού έχουν επινοήσει ποτέ οί άνθρωποι καί ύστερα, μέ ξεκίνημα αυτήν τήν έκτέλεσι νά επιτεθούν καί νά εξοντώ σουν ολόκληρη τήν εχθρική φυλή... Νά, λοιπόν, ό λόγος, που οί φοβεροί αυτοί άγριοι λη στές πού σκοτώνουν ακόμα καί γιά διασκέδασι όποιον
περνάει κονία άπό τά λημέ ρια τους, δεν κάνουν καμμιά επιθετική ικίνησι^αύτή τή στι γμή εναντίον του Πάντσο Γί γαντα... ■Ναι.. "Αλλά κάνει αυτός! Μάλιστα! Ό Πάντσο Γίγαντας βλέττει Ινδιάνους -μπροστά του και το ιμάτΐ' του γίνεται θολό από τή μανία. Τό μουστακάκι του τρέμει από τήν οργή. Τά δόντια του τρίζουν. Οί γροθιές του σφίγγονται ιμέ τέτοια δύναιμι πού τά κόκκαλά του κάνουν «ικράκ» καί ένα νύχι του., σπάει! — Θά τούς σκοτώσω! Θά τούς διαλύσω!.. μουγγ,ρίζει μεσ’ άπ5 τά δόντια του. Πολ λά μούχαυν κάνει ώς τώρα! Σήμερα θά πάρω έκδίκησ; ίστόρική!.. Πούναι οί.. δημο σιογράφοι νά πάρουνε συνέντευξιι μετά τή νίκη; Καί μια καί δυο, τινάζει τά πόδια πίσω για νά πάρη φό ρα καί ξεκινάει τρέχοντας. Τήν πρώτη φορά αποτυγ χάνει, είναι αλήθεια όμως ότι δεν φταίίεΐ' αυτός, παρά έχει καθαρή ατυχία. Τίν ώρα πού ξεκινάει, τό αχώριστο σάλι του πού έχει πάντοτε ριγμένο στον ώμο, πιάνεται στο κλαδί ενός δέν δρου καί όπως ό Πάντσο τό κρατάει από τήν άλλη άκρη του/ στέκεται απότομα, σάν ποντίκι πού τδχουν δέσει «από τό πόδι. "Υστερα τό σάλι τού ξε φεύγει από τό χέρι του μέ
τή φόρα πού είχε καί πέφτει
μπρούμυτα. Χτυπάει τήν «άρχοντική μύτη» του κάτω στή γη καί βγάζει ένα τσιριχτό πόνου άλ λά μόνο προς στιγμήν. "Υστερα πετιέται πάλι ε πάνω πιο πεισματωμένος άπ' ότι τήν πρώτη φορά. "Οσο γιιά τούς Ινδιάνους πού καθόλου δεν έχουν πάρει στά σοβαρά τον «τρομερό» τους αντίπαλο, έχουν ξεκινή σει κΓ άπσμακρύνωνται σιγά —σιγά, ψάχνοντας πάντοτε γιά τον Ινδιάνο πού όπως φαν τάζονται έχει σκοτώσει τον σύντροφό τους. Ό «Πάντσο Γίγαντας τσατί ζεται. —Φτοϋ, σκωληκΟμυρμηγκότιρυπα!, τσ ιρίζε υ άγρ ιομένος. 3Άν νομίζουνε ότι θά μου ξεφύγουνε, τούς γελάσανε ! Τώρα 8ά τούς δείξω εγώ! "Αρπάζει στή στιγμή τό τό ξο του, του περνάει ένα δη λητηριασμένο βέλος από τή φαρέτρα, τεντώνει τή χΟρδή καί τήν ξαμολάει. Φτερωτό τό βέλος μ5 έναν στριγγό ήχο, σάν νά γκρινιάζη γιά τήν άτζαμωσύνη τού τοξότη του, φεύγει προς εντελώς· διαφορετική κατεύθυνσι- άπό εκείνη πού λογά ριαζε ό Πάντσο Γίγαντας. Τινάζεται άπ3 τή δεξιά με ριά τϋυ ξύλου του τόξου καί πάει καί καρφώνεται σφυρί ζοντας στον λεπτό κορμό ε νός δένδρου καταπράσινου. Μέ μάτια γουιρλωμένα ό Πάντσο Γίγαντας βλέπει ένα θέαμα όντως εκπληκτικό καί πρωτάκουστο:
Τά φύλλα του δέντρων; κι τρινίζουν -μέσα άέ μιάΑ στι γμή κι* άρχίζουν >νά τοίζ πέ φτουν σάν να είναι φθινόπω-
ρ°! Τά κλαδιά του· μαυρίζουν και γέρνουν προς τά κάτω κα τσιασμένα σάν τά δάχτυλα τής γρηας.^ Ό κορμός του γέρνει κι’ ε κείνος -στο πλάϊ ολόμαυρος καί σκεβρώνει, σφυρίζοντας, παράξενα, σάν σαμπρελλα που χάνει τον άέρα της! Καί όλα αυτά φυσικά γί νονται από τό... τρομερό δη λητήριο πού έχει στην αιχμή του τό ινδιάνικο βέλος, ό άνόητος Πάντσο όμως ούτε
ρν -
μπορεί νά τό βάλη μέ τό νϋΟ του. Γουρλώνει μόνο τά μάτια άλλα τόσα καί μένει, άλαλός -μέ .τό στόμα ανοιχτό! Μουρμουρίζει: —Τό φουκαριάρικο τό δάτ ρεσε.. φυλλοξήρα! "Αν κολλή σουνε καί τ' άλλα δέντρα, πάει ή ζούγκλα! Θά καταντήση οικόπεδο κΓ ό Ζόρρό θά πρέπει νά γίνη στεριανός σάν εκείνον τον άλλον, τον αρ χαίο! "Αμα συμβή τίποτα έγώ θά υποβάλω αμέσως την παραίτησί μου. Στο μεταξύ όμως ό άνεκδι ήγητος Πάντσο Γίγαντας δεν
40 Περεθ τό παίρνΕΐι Αγριεμένος,
'Ο Γίάντσο βλέττει θέοομο εκπληκτικό καί πρωτάκουστο
προλαβαίνει νά πή περισσό τερα. Οί δυο Ινδιάνοι ληστές έ χουν δή τάν απίθανο τύπο νά τεντώνει τό τόξο του καί πα ρακολουθώντας την τρομακτι κή μεταμόρφωσι του δέντρου δεν θέλουν καί πολύ νά κατα λάβουν οτι αυτός είναι που είχε τό δηλητήριο στά βέλη του καί έπαμένως αυτός έχει σκοτώσει τον σύντροφό τους καί άδικον έβαλαν τούς Καϊοβας πώς ήταν υπαίτιοι. Μονομιάς απερίγραπτη μα νία τους καταλαμβάνει. 'Εκεΐ πού είχαν ξεκινήσει για νά φύγουν στην άιρχή, σταμοττουν κρί γυρίζουν προς
τά πίσω. Αλλά καί ό Πάντσο Γίγαν τας δέν είναι πια εκείνος πού ξέρατε!.... Τούς ποάρνει τό μάτι του πού έτοιμάζονται νά του έ= πιτεθουν καί γίνεται θηρίο άνήμερο. ^Αρπάζει τό σάλι του πού έχει .μείνει κρεμασμένο άπό τό κλαδί του δέντρου, τό τυ λίγει στον λαιμό του ,με δυο κινήσεις γιά νά μην του ξεφύγει πάλι καί τό χάσει καί ξύνει ρέ τά πόδια του τη γη, σαν άλογο πού ετοιμάζεται νά ριχτή μπροστά μέ γοργό καλπασμό. Τόσο έχει πάρει φωτιά*
πού άτό τά ρουθούνια τσυ..44 βγάζει καπνούς καθώς ξεφυ σάει !... “Ύστερα τραβάει τό^τρσ-^ ίμερο «τομαχσουκ» άπό τό ζου νάιρι* του και μην τον είδατε! Δίνει μια καί ρίχνεται έναν τίον των δυο άγριων ίνδιάνων Την ίδια στιγμή πού κι" εκεί νοι· έτοιμάζονται νά του επι τεθούν. Το τρέξιμο πού κάνει ό α φηνιασμένος βοηθός του Ζορρο τής Ζούγκλας, είναι κάτι τό άπίθανο καί τό αφάντα στο! ... 5Αφού πίσω του/ αφήνει μια λευκή γραμμή σαν τά... <<τζέτ», δηλαδή τά αεριωθού μενα αεροπλάνα! * Αφήνει έκτος απ’ αυτήν καί τήν πολεμική του κραυ γή, πού είναι ένα τρομερά στρίγγλιικο ουρλιαχτό, τό ό ποιο πρώτη φορά τό χρησι μοποιεί, άφού δήν έχει πολε μήσει ποτέ άλλοτε! Καί φυσικό είναι οτι μ* δλ5 αυτά τά απίθανα αλλά αλη θινά γεγονότα, ακόμα καί οι τρομεροί καί άγριοι Ινδιάνοι Καϊόβας, τρομάζουν κάπως καί άνακόπτουν τήν επιθετική τους όρμή... ^Όπως ιμάλιστα βλέπουν τόν Πάντσο Γίγαντα νά έρχε ται σάν άληθινή σφαίρα εναν τίον τους, πανικοβάλλονται. ν0 ένας τραβάει τό άστρα φτερό του μαχαίρι καί ί ο , εξα κοντίζει μέ τέχνη καί δύναμι έναντι ον τού παλαβού Πάν τσο,, Μια φωτεινή αστραπή — ή άστρατπή τού ατσαλιού —
σχίζει τό (διάστημα; μέ κοτίεύθυνσι τό στήθος του Πάντσό Γίγαντα. Έκεΐνος δμως άπλωνε ι τό χέρι καί αρπάζει τό ινδιάνικο μαχαίρι στον αέρα, σάν νάναι άλλος Ηρακλής, ττού εκα νε εκείνους τούς άπίθαναυς άθλους καί τόν θαύμασε κό σμος καί ντουνιάς!... Χωρίς νά σταματήση τό τρέξιμό του, τό κουνάει απει λητικά προς τό μέρος των λ η στών. —Τώρα θά σάς γδάρω ζωντανούς μέ δαύτο γιά νά σάς βάλω γνώισι!, τούς φω νάζει μέ τρομερή φωνή. Εκείνοι δμως δεν κάθονται νά τούς γδάρη ό Πάντσο. Τό- άπίθανο κατόρθωμά του πού τό έχουν παρακολουθή σει μέ γαυρλωμένα μάιτια, τούς έχει πείσει τί μπορεί νά κάνη ό κατά τά άλλα μικροσκοπικός έκεΐνος άνθρωπάκος καί γι5 αυτό, φρανίμως ποιοΰιντες, προτιμούν νά τό βά λουν στά πόδια, γιά νά ανα βάλλουν τό τέλος τής ζωής τους! • ΚΓ δπως όλοι οί ίνδιάνοι του κόσμου τρέχουν σάν ζαρ κάδια κΓ εκείνοι μάλιστα οι δυο έχει τύχει νά είναι από τούς πιο γοργοπόδαρους πού υπάρχουν, ό Πάντσο δεν κα ταφέρνει νά τούς φτάση, πα^ ρά μόνο πού Τού βγαίνει ή γλώσσα ιάπό τήν τρεχάλα καί σκάει. — Καλά!, μουρμουρίζει λαχανιασμένος σάν σκύλος ράτσας. Λεν θά σάς πετύχω καμμιά άλλη φορά, κιτρινιά
9
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ρηδες; Θά τά λογαριάσουμε τότε! Κ Γ αφού βλέπει πώς εκεί νους έτσι κΓ άλ,λσιώς δεν μπο ,ρεΐ νά τούς φθάση πια, ξανα φορτώνει τό σάλι του κανονι κά στον ώμο και ξεκινάει πά λι γιά νά βρή τον Ζορρό τής Ζούγκλας... Ή ώρα του θανάτου θ
ΖΟΡΡΟ
της Ζαύ-
γκλας δμως συνέρχεται αυτή την ίδια στιγμή, ιμέσα στην φοβερή παγίδα! γιά τά άγρια θηρία που έχει πέσει. Τό χτύπημα στο πίσω μέ ρος Του κεφαλιού του, επάνω στήν πέτρα καθώς έπεσε άπό ψηλά ανάσκελα, τον έχει κρα τήσει πολλή ώρα άναίσθητον. Τώρα καθώς βλέπει τά τοι χώμοέτα του μεγάλου λάκκου τόσο ψηλά, κυριεύεται άπό μανία. Είναι τρομακτικά δύσκολο αν όχι- αδύνατον νά βγή άπό κεΐ μέσα. Γιά νά πηδήξη καί νά φτάση νά γαντζωθή μέ τά χέρια του άπό τό χείλος Τού λάκκου ούτε νά τό συλλογιστή, για τί είναι πάρα πολύ ψηλά. Γιά νά μαγκώση κάπου τό μακρύ του μαστίγιο καί νά άναοριχηθή απ' αυτό, πρέπει νά βρεθή καί αυτό τό «κάπου» καί αυτό ακριβώς εΐναι πού λείπει στήν προκειμένη περίπτωσι... Ό μασκοφόρος Εκδικητής ώστόισο, κάθε άλλο παρά άπό εκείνους πού τά χάνουν εύκο
λα εΐναι. Μιά που δεν έχει νά περιμένη βοήθεια άπό πουθενά, αποφασίζει ότι πρέπει νά έλευθερωθή μέ τίς δικές του δυνάμεις... Καταλαβαίνει ότι αυτό σημ αίνε ι μεγάλη καθυστέρησ ι άλλά’ εΐναΐΊ καλύτερα νά έλευ θειρωθή άργά, παρά νά μείνη γιά δλη του τή ζωή θαμμένος σ' εκείνον τον λάκκο... Μιά καί δυο τραβάει τό α τσαλένιο μαχαίρι του. Αρχίζει νά σκάβη μιά τρύ πα στον δρθιο τοΐχο της φυ λακής του, ένα μέτρο πάνω άπό τή γή κΓ ύστερα μιά δεύ τεοη άλλο ένα μέτρο πιο ψη>λά. Εύτυχώς τό χώμα είναι αρκετά μαλακό καί δεν άργεΐ πολύ νά τελείωση τή δουλειά του. "Οταν αυτό γίνεται, πα τάει τό πόδι του μέσα στην πρώτη τρύπα που έχει άνοι ξε! καί πιασμένος άπό τή δεύ τεοη σκαρφαλώνει προς τά ε πάνω. Ανοίγει τέλος μιά τρίτη τρύπα ακόμα πιο ψηλά καί μεταχειριζόμενος σαν σκαλοπατάκια αυτές τίς τρεις τρύ πες, καταφέρνει καί βρίσκε ται πιασμένος άπό τό χειΐλος τού λάκκου. Μέ μιά δυνατή έλξι των χε ριών του ό Ζορρό βρίσκεται έξω άπό 'τήν φυλακή του. Δεν προλαβαίνει δμως νά χαρή γιά ποίλυ την ελευθε ρία του... Καθώς στρέφει τό βλέμ μα του γιά νά δή ττοιά κα-
ΖΟΡΡΟ τεύθϋνΌΐη πρέπει να άκολουθήίση για να .συνέχιση τον δρόμο πού είχε πάρει ψάχνοτοος για τον Πάντα ο Γί γαντα!, ακούει ένα τρομακτι κό μουγκρητό. Γυρ ΐζε ι τ α ρ αγ,μ όνο ς καί βλέπει .με γουρλωμένα μά τια ένα πραγματικά εφιαλτι κό «γκριζλί», την φοβερή καί τρομερή γκρίζα αρκούδα τού "Άνω "Αμαζόνιου/ πού προ χωρεί εναντίον του, όρθια στα πισσινά της πόδια σαν άν θρωπος καί .με τά όλοκόκκί'να φ-λογιαμένα μάτια της καρ φωμόνα στα δικά του... Ό Ζορρό τής Ζούγκλας ξέ ρει πώς δεν μπορεί να φύγη...
-έρει ότι παρά τον όγκο της ή γκρίζα αρκούδα είναι ένα από τά ταχύτερα πλά σματα πού^ υπάρχουν σ5 έικεΐνες_ τις ζούγκλες. -έρει έπί,σης ότι όσο δυνα τός κι’ άν είναι, δεν υπάρ χει καμμιά ελπίδα να νικήση. τήν γκρίζα αρκούδα σε μια πάλη σώμα μέ σώμα. Ό κίνδυνος είναι τρομα κτικός. Ό θάνατός του σχεδόν βέ βαιος...^ 4 Ωστόσο ό θρυλικός μασκο φάρος Εκδικητής πολλές φορές ως τώρα έχει άντιμετωπίσει τον θάνατο καί εί ναι έτοιμος νά τον άντιμετω-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Ή φοβερή άρκούδα σκοντάφτει επάνω του...
π ίση και τώρα; άκόμα μία... Τραβάει τό μαχαίρι ταυ καί περιμένει... Ή στιγμή είναι φοβερή καί μ" δλα αυτά ή ψυχραιμία του ανθρώπου πού τ5 όνομά του έχει γίνει θρύλος στις ζούγ κλες του "Άνω Άμαζονίου, είναι πραγματικό: έκπληκτική. Ό Ζαρ,ρό εχει αποφασίσει τήν τακτική πού θά άκολουθήση στή θανάσιμη πάλη του. -έρει πώς από τή στιγμή πού τό γκριζλί θά καταφέρη νά τον χτ-υπήση μέ ένα άπό τά τρομερά του πόδια ή άπό τή στιγμή πού θά τον άρπάξη στήν άνατριχιαστική αγ
καλιά του, τίποτα πιά δεν θάναι ικανό νά τον γλυτώση σ' αυτόν τον κόσμο... Ή ευκινησία καί ή έτοιμότης του πνεύματός του, εί ναι τά μόνα πού μπορούν νά τον σώσουν. Λυγίζει τά γόνατά του καί περιμένει σφίγγοντας γερά τό μαχαίρι στο χέρι του. Ή φοβερή καί τρομερή αρκούδα κοντοστέκετα ι. "Ανοίγει τό πελώριο στόμα της καί ένα τρομακτικό μούγκρισμα βγαίνει άπό κεΐ μέ σα. Τά απαίσια, κόκκινα μά τια του, μοιάζουν σάν νά πετούν φλόγες.
Τά φρικτά του δόντια εί ναι ικανά ιοαι μόνο μέ τή θέα τους να παγώσουν τό αίμα στις φλέβες ενός γενναίου άντρα... Τό γιγάντιο άνάστημά του άρκεί για να σιβυση όποιαδήττοτε ελπίδα ενός άντιπτάλου.. "Όχι όμως καί του Ζ ορ ρό. Τό μουγκρητό τής αρκού δας δεν τον πτοεί. Μένει άκίνη'τος. Ούτε ελάχιστα δεν σαλεύ«ΐ' και έτσι ή άπσπειρα νά τον τρομοκράτηση, που έχει κά νει τό γκριζλί, αποτυγχάνει. Εκείνο τότε φαίνεται νά μανιάζη άπό τό κακό του. Ποιο είναι λοιπόν αυτό τό άνόητο Ανθρώπινο πλάσμα, που έχει τή θρασυτηΤα νιά ιστέκη· μπρος του και νά μην προσπαθή νά σωθή διά τής ψυχής; Μήπως έχει σκ,οπό νά τό αντιμετώπιση; Λυσσασμένο τό τρομακτι κό θηρίο κάνει ένα κίνημα μέ τό χέρι του, τάχα πώς θ’ άρπάξη, τον αντίπαλό του. Είναι ένα κίνημα πού γίνε ται προς εκφοβισμόν.., Τό γκριζλί θέλει νά κάνη τον Ζορρό νά τό βάλη στά πό δια, γιατί έτσι θά καταλάβη τον σεβασμό στην φοβερή δόνα μ ί του πού πρέπέι νά τρέ φη ,ενα ανθρώπινο σκουλήκι απέναντι του... Ό ιμασκοφάρος Εκδικητής όμως ούτε αυτή τή φορά δεν σαλεύει άπό τή θέσι του. Τά μάτια του είναι καρφω μένα όλόΐσια στά μάτια τού
άπαίάιου θηρίου, πού αυτή τή φορά πια μανιάζει κυριο λεκτικά καί γίνεται πραγμα τικά εκτός εαυτού. Αποφασίζει νά τιμωρήση χωρίς άλλη χρονοτριβή τήν α ναίδεια εκείνου τού ηλίθιου πλάσματος, πού έχει τό θρά σος νά στέκη απέναντι του καί νά μήν τρέπεται σε φυγή. Μ3 άνα Ιδεύτερο φοβερό μουγγρητό, ρίχνεται εναντίον του μέ ασύλληπτη ταχύτητα. Μέ ακόμα μεγαλύτερη τα χύτητα: κι3 ευκινησία όμως ό Ζορρό τής Ζούγκλας, κάνει έ να μεγάλο πήδημα στο πλάϊ. Τό γκριζλί απλώνει τά πε λώρια τριχωτά του χέρια γιά νά άρπάξη τον μασκοφόρο "Εκδικητή αλλά έκεΐνος έκτος άπό τό πήδημα σκύβει κιό λας στή γη καί τά τρομακτι κά άρπάγια τού τέρατος περ νούν επάνω άπό τό κεφάλι του. Ό Ζορρό μένει πάλι στο σημείο πού βρίσκεται κι3 αυ τή τή φορά, χωρίς νά προσπαθήση ούτε τώρα νά σιωθή διά τής φυγής. Αυτή τή φορά έχει σταίθή ακριβώς πάνω στο χείλος τού μεγάλου λάκκου πού είναι πα γίδα γιά τά άγρια θηρία... Τό γκριζλί μουγκρίζει τό σο τρομακτικά, πού όλα τά πουλιά πού κρύβονται στίς φυλλωσιές των δέντρων, ση κώνονται στον αέρα μέ τρο μαγμένα ξεφωνητά καί εξαφα νίζονται ιμακρυά... Μένει άκίνητο γιά μερικά δευτερόλεπτα. Μετράει πάλι τήν άπόστα-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! σι άπό τον μικρό άλλα τρομε ρά ενοχλητικό άντβταλό του, ττού δεν ξεπερνάει τά τρία μέ τρα... Μέ τα φοβερά νύχια των πί σω Ίτοδιών του, έτσι όπως στέκει όλη την ώρα όρθιος πά νω σ3 αυτά, σαν άνθρωπος/ ξύνει μανιασμένο τη γή, τι νάζοντας μαικρυά τά χώματα και ξεριζώνοντας τά χορτά ρια. Υπολογίζει την καινούργια του έπίθεσι... Προσέχει ώστε νά μην δώση πάλι στον θρασύ αντίπα λό του την ευκαιρία νά πηδήση στο πλάϊ και νά ξεψύγη άπό τά έφιαλτικά του «χέ ρια»... Ή νοημοσύνη τής γκρίζας άρκούδας είναι· κάτι τό κατα πληκτικό και πολλές φορές φτάνει εκείνη του ανθρώπου άν δεν την ξεπερνάει κιόλας... Είναι αδύνατον νά την ξε1γελάση δυο φορές μέ τον ίδιο τρόπο και ό Ζορρό τό ξέρει πολύ καλά αυτό... Ετοιμάζεται λοιπόν κι5 ε κείνος νά αντιμετώπιση την καινούργια έπίθεσι πού θά εί ναι πολύ πιο τρομερή καί έπικίΜδυνη άπό την πρώτη. Καί πραγματικά... Τό Θεώρατο γκριζλί ξεκι νάει... Δέν χύνεται όμως ορμητικά όπως την πρώτη φορά ώστε νά δώση την ευκαιρία^ στον Ζοίρρό νά του ξεγλυστήσει άπότομα καί μέ τη φόρα του,ί’ νά^ μην μπορή νά σταματήση | © γιά νά τον άρπάξη. Ροδίζει σιγά-οπγά, γιά νά
13 φτάση κοντά του περπατών τας... Τά άτσαλένισ σύρματα πού δένουν τά μέλη του γι γάντι ου κορμιού του, είναι σέ διέργερ σι... Τό ίδιο καί τού Ζορρό, πού δέν άπομακρύνεται.,. Περιμένει... Τό γκριζλί ζυγώνει... Ζυ γώνει ολοένα... Ή άπόστασις πού τούς χω ρίζει γίνεται τέτοια πού ό μα σκοφόρος Εκδικητής δέν θά μπορέση πιά νά ξεφύγη πη δώντας δίπλα, όπως την πρώ τη φορά. Τά άπλωμένα τιτά νια χέρια τής άρκούδας, ξε περνάνε τά πέντε μέτρα σέ πλάτος καί ή άπόστασις του άπό τον Ζορρό δέν είναι κολάκαλά ούτε δύο! Τό τέρας αφήνει ένα μούγγρισμα θριάμβου. Είναι βέβαιο πιά ότι αυ τή τή φορά θ’ άρπάξη τον άσήμαντα άνθρωπο πού τόλμη σε νά άνσμετρηθή μαζί του καί θά τον συντρίψη!... ^ Ρίχνεται μπρος μέ μανία τέτοια, ώστε λευκοί άφροί έ χουν έμφανισθή στο άποκρουστικό στόμα του, γιατί τίπο τα δέν υπάρχει πού νά έρεθί'ζη περισσότερο τό θηρίο αυ τό τής περιοχής τού "Άνω Α μαζόνιου, όσο τό νά άψηφούν τήν τρομερή του δύναμι. Ό Ζορρό τό ίδιο γρήγορα κι" αύτός πέφτει κάτω μπρο στά ατά πόδια τής αρκούδας καί τό σώμα του κολλάει κυ ριολεκτικά στή> γή. Τό γκριζλί τον χάνει έξα φνα καί ταλαντεύεται,
14
ΖΟΡΡΟ
Σκοντάφτει κιόλας πάνω στο πεσμένο κορμί του αντι πάλου του και αναγκάζεται νά κάνη άλλο ένα -βήμα για να βρή την ισορροπία του... Τό τελευταίο δμως αυτό βήμα, είναι μοιραίο... Τό γκριζλι πατάει στον άέρα, γιατί πίσω άπό τό πε σμένο σώμα του Ζορρό τής Ζούγκλας, βρίσκεται ό μεγά λος λάκκος. ®Ένα καινούργιο μουγγρητό, τρομερώτερα απ’ ολα τά προηγούμενα βγαίνει άπό τό στόμα του και σκάει μέ βρό ντο στη γη, τέσσερα μέτρα κάτω... Ό Ζορρό πετιέται όρθιος
την ίδια στιγμή πού καί τό γκριζλι έχει· ξανασηκωθή και μουγγρίζει μανιασμένο και χοροπηδάει προσπαθώντας— του κάκου νά φτάση στο χεί λος τού λάκκου καί νά άνσρρι χηιθή έξω, γιά νά τιμωρήση τον θανάσιιμο εχθρό του... Ό Ζορρό ωστόσο δεν κά θεται νά χασομερήση περισ σότερο, παρακολουθώντας τό φυλακισμένο τρομερό θηρίο. “έρει πολύ καλά την φυσι κή εξυπνάδα τού γκριζλι καί ξέρει ότι αυτό τό τελευταίο 6έν θ^άργήση ν’ άνακαλύψη τις τρύπες πού ο ίδιος έκανε στον τοΐχο τού λάκκου μέ τό μαχαίρι του και πώς θά κα-
Τθ ατσάλι συνάντησε μόνο την πέτρα και πέταξε σπίθες
15
ΤΗΙ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
* Αρπάζει τό μαχαίρι, στον αέρα, σαν άλλος Ηρακλής!... ταφέρη νά άναρριχηθή άπ5 αύτές... Τό βάζει λοιπόν στα πόδια μ5 όση περισσότερη ταχύτη τα μπορεί ν’ ανάπτυξη, για νά είναι πολύ μακρυά όταν θά γίνη αυτό... Κουκαράτσα, ό ασύλληπτος II ΡΕΠΕΙ όμως κανονι κά νά παρακολουθούμε όλους τούς ήρωες τής ιστορίας μας, για νά μη χάνουμε τη συνέ χεια της. ^ Ας δούμε λοιπόν τι κάνει καί που βρίσκεται καί ό σε-
νιόρ Περέθ, ό διοικητής τής Αστυνομίας τής Άθιέντα ντέλ Σολ πού έχει βγή με πολύ ά γριες διαθέσεις αυτή τή φορά στη ζούγκλα, Αποφασισμέ νος νά θριαμβεύση οπωσδή ποτε καί νά μ ή γυρίση πίσω στο διοικητήριό του τού Έλ Χόκλο, δον δεν συλλαβή του λάχιστον τον έναν από τους τρεις «μπελάδες» του, δηλα δή τον Ζορρό τής Ζούγκλας η τον Ελ Ρευ η εκείνη τη «μουσίτσα» —όπως τήν άποκαλεΐ—τή Νάγια μέ τό Βέ λο!... Καί ό σενιό'Ρ Περέθ αυτή τή στιγμή βρίσκεται στο ελι κόπτερό του, μαζί μέ τφ πς>-
Ϊ6
ΖΟΡΡΟ
λυάριθμο απόσπασμα πού έ — Ένα Τ/ ? σήμα!... χει κινητοποιήσει, για νά τά ι ,σοι; καταφέρη να τά βγάλη πείρα Ό πιλότος πού έχει ακό μέ τη δύσκολη όμολογουμένως μα τ* ακουστικά στ* αυτιά αποστολή του. του, γουρλώνει τά μάτια. — Τί θά πή «τί σόϊ», μουρ Δεν θά βρίσκεται δ μ ως για μαυρίζει; "Ενα σήμα από τήν πολλή ώρα ιμέσα σ’ αυτό—-6η λ ο: δη τό· ελικόπτερο. κεντρ ική Δ ι οίκηισ ι!... Δηλαδή Ό λόγος είναι πού έχουν στέλνουν μιά είδοποίησι γιά όλα τά αγήματα τής περιο φτάσει στο σημείο έικεΐνο τής χής τού "Άνω Αμαζόνιου!... ζούγκλας πού ό ίδιος έχει διατάξει. — Μπά!... Καί τί λέει τό Τώρα χαμηλώνουν. σήμα; "Αντε τέλος πάντων, Σέ λίγο θά προσγειωθούν. άς τό ακούσουμε γιά νά σου Τό άπόσπαισιμα θά βγή στη γίνη τό κέφι! ζούγκλα. — Έμενα, σενιόρ ΔιοικηΌ Περέθ νοιώθει μεγάλη τά; — Ναί! Εσένα πού νά πά άνακούφισι κάθε φορά πού κυττάζει τον πιλότο του καί ρη καί νά σηκώση! γαυγίζει βλέπει ότι αυτός δεν είναι ή ό Περέθ τρομερός στήν όψι. κόρη του -ή Ροζίτοο. Μή μού αντιμιλάς καί πάρε Έπι τέλους έχει μιά φορά αμέσως τό σήμα πού λές γιά τό κεφάλι του τελείως ήσυχο νά ξεμπερδεύουμε μ5 αυτή καί μπορεί νά λειψή δσο θέ τήν ιστορία! λει μέσα στο παρθένο δάσος. ! Ό πιλότος μένει ακίνητος. χωρίς νά φοβάται ότι μπορεί Στ* αυτιά του μέσα από τά νά τής συμβή τίποτα... άκουστικά του, άκούγονται Οί ρόδες τού αύτόγυρου άμικροί, διακεκομμένοΐι ήχοι, κουμπάνε κάτω. πού είναι τό σήμα πού στέλ Σέ μιά διαταγή τού χοντρο νει ή κεντρική Διοίκησι. ^Πεοέθ, οι άντρες τού απο Εκείνος ακούει τούς διακε σπάσματος του αρχίζουν νά κομμένους ήχους καί γράφει πηδάνε ένας - ένας στή γη. λέξεις σιγά - σιγά σ’ ένα χαρ Τέλος κάνει νά πηδήξη κι5 τί πού έχει δίπλα του. ό ίδιος αλλά ό πιλότος πού Τέλος βγάζει· τ’ άκουστικά έχει μείνει τελευταίος στή θέκαί δίνει τό χαρτί στον σε σι του, τού φωχάζει τήν τελευ νιόρ Περέθ πού στέκει άγριεταίΙα στιγμή: μένος πάντοτε μπροστά ταυ: —Σεν’ό'Ρ' Διοικητά! ι? — 4Ορίστε, σενιάο ! —Τί διάβολο τρέχει; μουγ Τό αρπάζει άπό'τομα ό Πε Υρίζει ό Περέθ πού έχει άγιοι ρέθ καί διαβάζει τά παρακά έψει από τώρα/ επειδή πρέ τω συνταρακτικά, μέ δυνατή πει νά εΐναι αγριεμένος συνέ φωνή: χεια σ* αυτή τήν έπιδρομή «Κεντρική Διοίκησι ειδο πού κάνει τούτη τή φορά. ποιεί ότι·
ΐΗΪ ΖύΥΓΚΑΑ2
Κουκαράτσα, ό έπωνομαζό μένος "Ασύλληπτος και ό ο ποίος είχε συιλληφθή καί έγικλειισιθή στις φυλακές του Σάο Πένια, δραπέτευσήν! Τελευταίες πληροφορίες (α ναφέρουν δτι δραπέτης κατηιυ "Άνω θύνθη προς περιοχήν "Αμαζόνιου, δπου μάλλον είσε χώρησε εις άνεξερεύνηιτον τμή μα τής ζούγκλας, διά να άποφύγη την εκ νέου σύλληψίν του. *Όλα τά αγήματα των έν λόγω περιοχών, να κινητοποι ηθοΰν διά την σύλληψίν τού απαίσιου καί επικίνδυνου κα κούργου. ..» "Οταν ό χοντρά - Περέθ τε λειώνει την άνάγνωσι τού πα ραπόνω μηνύματος, δίνει μια γερή στράικα με την παλάμη του στο κούτελό του. — Νά πάρη καί νά σηκώση!, μουγγρ’ίζει μανιασμέ νος. Είχαμε όλους τούς άλ λους, τώρα έχουμε κι5 αυτόν! "Ολοι οί εγκληματίες τού κό σμου-δηλαδή πρέπει νά περά σουνε από τά χέρια μου ήθε λα νάξερα; ( ! ! ) Τί' νά κά νουμε όμως; "Άς τον συλλάβω κι’ αυτόν! Κομμάτια νά γίνη! Καί μέ μιά πηδιά βρίσκε ται κάτω απ' τό αυτόγυιρο ε νώ ό πιλότος τον ακολουθεί. ι ό άγημα είναι παρατα γμένο μπροστά του καί ό χοντρά - αστυνόμος κάνει έπιθεώρησι. —- Πάμπλο!, φωνάζει στο τέλος αυστηρά. Κι5 εσύ, Πκσνζάλες κι" εσύ, Ραμίρεζ, θά μείνετε έδώ πέρα νά φυλά
τε τό έλικόπτερο! — Μά... σενιόρ, ψελλίζει ό Ραμίρεζ κ ο γγ άπληστος, ποτέ άλλοτε δεν έμεινε κανείς για τήν φρούρησι τού αύτογύρου!... — Θά γίνεται αυτό πού λέω πού νά πάρη καί νά σηκώση!, ουρλιάζει ό Περέθ έ ξω φρενών καί κοκκινίζοντας. "Αλλη φορά δέν τό φρουρού με, τώρα θά τό φρουρήσω με! Κέφι μου ! "Οταν θά γίνης καί τού λόγου σου, ηλίθιε, διοικητής σαν κι3 εμένα, τότε νά κάνης κι3 εσύ τό δικό σου τό κέφι! Σάς άφίνω φρου ρούς επειδή δραπέτευσε ό Κουκαράτσα κι3 αυτός είναι πολύ φίνος πιλότος! Κι3 άκό μα επειδή ή διαταγή οπό τή γενική Διεύθυνσι λέει νά τον συλλάβουμε κι3 όχι νά τού δωρήσουμε έλικόπτερο νά πάη όπου θέλει! Κατάλαβες, Ραμί-ρεζ; — Μάλιστα, σενιόρ! — Πώς τόπαθ ε ς !... Κ αί να προσέχετε λοιπόν, νάχετε τά μάτια σας οχτακόσια, μήν μπας καί σάς κλέψει τό αύτόγυρο αυτός ό κανάγιας, για τί μετά θά γυρίσω ποδαρό δρομο στο 3Έλ Χόλκο καί τρισαλλοίμονο στον υπεύθυ νο! Οί υπόλοιποι ξεκινάμε! 3Εμπρός μαρς!... Καί ελπί ζω νάχετε πάρει μαζί σας καί σχοινιά για νά δέσουμε γερά τούς αιχμαλώτους μας. Καί τό άπόισπασμα τού χοντρο - Περέθ ξεκινάει πρα γματικά μέσα στή.ν παρθένα ζούγκλα, όπου ελπίζει ό α στυνόμος άτι θ3 άνοκαλύψη
£ ψ'δ
κοοι θά συλλαβή οπωσδήποτε τους Ζορρό — Έλ Ρέϋ και Νάγκχ. Αυτός όμως ό Κουκαρά τσα, ποιος είναι πάλι; Μέ δυο λόγια πρέπει να έξηγήσωμε στον αναγνώστη για την ταυτότητα αύτου του... αξιόλογου προσώπου. Ό Κουκαράτσα λοιπόν εί ναι ένας κακοποιός πού δεν έχει άφησε ι βρωμαδοϋλειά γιά βρω μοδουλ ειά πού νά >μήν την κάνη. Έχει κάνει όλων των λο γιών τά εγκλήματα πού μπο ρεί νά φανταστή ό ανθρώπι νος νους. "Ολων των λογιών τις άπά τες.
— "Όποιον Φάω κατά λό φος, δέν φέρω εύ&ύνιι! __
Κάθε είδους ληστεία, εκβι ασμό, λαθρεμπόριο, παραχά ραξη πλαστοπροσωπεία και δ,τι άλλο υπάρχει πού «μπορεί νά ξεχνιέται αυτή τη στιγμή% Τό πραγματικό του όνομα είναι Τζούλιο 5Απάτι —πού στά Ελληνικά θά λέγαμε γιά τό δεύτερο συνθετικό δτι εί ναι όνομα καί πράγμα αλλά ατά Ιταλικά δεν έχει, φυσι κά την ίδια έννοια. Τό Κουκαράτσα του τό έ χουν βγάλει παρατσούκλι ε δώ και πολλά χρόνια, γιατί όπου κΐι’ άν πάη, όπου κι* άν βρίσκεται, έχει συνεχώς ^ στ ά χείλια του τον σκοπό του πα οίγνωστου αύτου τραγουδιού «Λά κουκαράτσα», ακόμα καί την ίδια τη στιγμή πού διαπράττει τά έγκληματά του! Σιγά - σιγά όμως, έγινε τόσο γνωστός μέ τό παρα-
ΤΗ 2 20ΥΚΛΑ2 τσοΟκλι του, ώστε τό ττραγμσττ ΐικό του όνομα ξεχάστηκε εντελώς. Αυτός λοιπόν ό φοβερός άνθρωπος —6 Κουκαράτσα ό "Ασύλληπτος—είναι ττού δρα ττέτευσε από τις φύλακες του Σάο Πενία κα'ι υπάρχουν υ πόνοιας ότι έχει χωθή για νά κρυφτή μέσα στις αδιαπέρα στες ζούγκλες τής περιοχής του "Ανω "Αμαζόνιου... "Ενας άλλος Θησέας. . .
Ξ ΕΧΑΣΑΜΕ ομως τή
δύστυχη Νάγια μέ τό Βέλο και την ξεχάσαμε στη δρσμα τιικώτερη ακριβώς στιγμή στη ζωή της!... "Οπως θά θυμάται ό ανα γνώστης, ό άπαίσιος Χήθ Όάννα, φορώντας τή χρυσή περικεφαλαία του θεού Ή λιου, έχει μπροστά του την όμορφη κόρη τής ζούγκλας, δεμένη χειροπόδαρα πάνω σ’ ένα πέτρινο βάθρο... Υψώνει από πάνω από τό ξαπλωμένο κορμί της ένα πε - λώριο μαχαίρι - πέλεκυ και σημαδεύοντας τον λαιμό της, τό κατεβάζει πάλι ορμητικά. "Ακούγεται ένας ξερός κρό τος και μια ομαδική κραυγή από τό πλήθος ^ τών ιερέων πού είναι «μαζεμένο άλογορα. (*) "Ακούγεται και μια τρομε ρή κραυγή γεμάτη λύσσα, Γην τελευταία στιγμή μια κραυ γή πόνου ξεφεύγει άπ’ τό στό
μα καί...
(*) Διάβασ-ε
τέθνος·: κείται^.
τό ΊηοσηίΥούιχενο
«'Ό Θεόςΐ "Ηίλιος
εκδι
πού βιγοοίνιε ι μέσα άπό τή χρυσή περικεφαλαία και φυσι κά άπό το στόμα τοϋ έγκλημάτικού δευτερότοκου γιου του 3Ατάκ Όάννα... Ό λόγος είναι στι τό τρο μερό (εργαλείο του θανάτου δεν έχει- κόψει πέρα - πέρα τό κεφάλι τής πανέμορφης νιέαις, όπως θά ^ ήθελε ο Χήθ και όπως θά ήθελαν όλοι ε κείνοι σΐ φανατισμένοι, ιερείς πού τριγυρίζουν τον βωμό τών θυσιών... Καί ό λόγος —τελευταία — που δον έχει κοπή τό κε φάλι τής Ν άγιας μέ τό Βέλο εΐναι ότι ή θαρραλέα κοπέλλα την τελευταία στιγμή πού έ πεφτε τό βαρύ μαχαίρι - πέλεκυς, κύλησε σάν βαρελάκι πάνω στον βωμό μέ ταχύτη τα, φεύγοντας άπό τό σημείο πού εΐχε σημαδέψει ό Χήθ Ό άννα ! Τό άτσάλι συνάντησε μό νο την πέτρα καί πέταΐξε σπί θες καί κομματάκια πέτρινα δεξιά κι* άριστερά!... Εννοείται στι αύτό δεν κα λ,υτέρεψε καθόλου τή θέσι τής Νάγιας./ μόνο πού ανέβαλε για ,μεριικά δευτερόλεπτα ί σως τον θάνατό της... Γιατί άπό πουθενά δεν περι-μένει βοήθεια. Καί ό γιγαντόσωμος 3Έλ Ρέϋ ακόμα ό βασιλιάς τής ζούγκλας πού παρακολουθεί1 μέ φρίκη αύτό τό τρομερό έγκλημα, δεν μπορεί ωστόσο νά κάνη τίποτα για νά τό έμπσδ'ύση... Τά χέρια του είναι γεμάτα αίματα άπό τίς απεγνωσμέ
νες προσπάθειες πού κάνει νά τά έλ&υθ'ερώση άπό τά δεσμά τους..% Όλόγυιρα του είναι δεκά δες ιερείς πού τον κυκλώνουν καί πού τον κρατούν αιχμά λωτο κι* αυτόν καί τον φυισιο λογικό αρχηγό τους τον 3Όνπι Όάνναί... Καί όχι μόνο δεν μπορ-εϊ νά βαηθήση τή δύστυχη Νάγια νά μήν τήν αποκεφαλίσουν αλλά αμέσως μετά θά άκολουθήση κι3 εκείνος τήν ίδια τύχη κι3 ύστερα καί ό παιδι κός του φίλος ό Όντι!... Ό φοβερός ιάδελφοκ τόνος Χήθ Όάννα, θά κράτηση έτσι τήν αρχηγία ανάμεσα στους ιερείς ^ τού Θεού 1 Ηλίου!... Καί νά: Δύο ιερείς όρμούν κιόλας καί άνίασηκώνσυν τή Νάγια κάτω άπό τό πέτρινο βάθΐροπού έχει πέσει, καθώς κατρα κύλησε ορμητικά γιά νά άπο φύγη τον φοβερό θάνατο... Τήν .σηκώνουν ό ένας άπό τά χέρια καί ό άλλος άπό τά πόδια. Τήν ανεβάζουν πάλι επάνω στό θυσιαστήριο... Τήν ξαπλώνουν χωρίς ή καϋμένη νά μπορή νά κάνη τό παραμικρό γιά νά αντίδραση. Ό Χήθ 3Οάννα ξαναπιάνει τό τρομερό ιμαχαίρι - πέλεκυ. Τά μάτια του αστράφτουν τρομακτικά μέσα άπό τίς τρύπες τής φοβερής περικεφα λ αία ς του... Οϊ ιερείς πάλι σωπαίνουν οστό ολόγυρα... Ή προσμονή τού θανάτου καί τού αίματος υπάρχει σέ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ δλες τις φυσιογνωμίες τις γε -μστες σαδισμό... Τό φοβερό όργανο του ο λέθρου υψώνεται καί πάλι ε πάνω άπό τό κεφάλι του θύ ματος. Τώρα ή Νάγια δεν θά μπο ρέση νά έπαναλάβη εκείνο πού έκανε την πρώτη φορά γιά νά γλυτώση... Δυο Ιερείς την κρατουν γε ρά άπό τά διυό πλάγια και την καθηλώνουν ακίνητη, πά νω στην ψηχρή πέτρα πού θά δεχτή τό αίμα της... Ή Νάγι α κλείνει τά μάτια της άπελπισμένη και περιμέ νει μετρώντας τά δευτερόλε πτα πού θά την φέρουν στον θάνατο... Ό Χήθ Όάννα σημάδευες πάρα πολύ προσεκτικά που θά χτυπήση. Σαδιστικά άφίνει καί περ νούν καί μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω, γιά νά απόλαυση την άγωνία του θύματός του καθώς καί όλων των ιερέων γύρω, πού περιμένουν νά άλλαλάξουν θριαμβευτικά στη θέα του αίματος... Ό "Ελ Ρέϋ κάνει μιά τε λευταία προσπάθεια γιά νά σπάση τά δεσμά του αλλά δεν καταφέρνει άλλο άπό τό νά νοιώση έναν τόσο τρομερό πόνο, πού ξεφωνίζει δυνατά, δαγκώνοντας τά χείλια του μέχρι αίματος. Μιά κραυγή πόνου καί έκ πλήξεως μαζί βγάζει την ίδια στιγμή μ’ αυτόν καί ό δολο φόνος Χήθ 1 ^άννα, την ώρα πού κρατάει πάνω άπό τό κε φάλι του τό πελώριο μαχαί
21 ρι - πέλεκυ. Τόσο μεγάλος καί τσουχτε ρός εΐναι ό πόνος πού παρα λίγο τό τελευταίο αυτό νά του ξεφύγη καί νά πέσει στά πόδια του καί κόψη κανένα δάχτυλο! Κατεβάζει τον πέλεκυ με τό ένα του χέρι, εξαγριωμέ νος καί μέ τό άλλο κρατάει ένα... μέρος του κορμιού του που βρίσκεται πίσω του!... — Πάιός... Ποιος τό έκανε αυτό; γρυλλίζει μανιασμένος, γιατί ή αιτία γιά τήν ξαφνι κή κραυγή του καί γιά τήν νέα άναβολή τής έκτελέσεως, εΐναι ότι μιά πέτρα τον έχει χτυπήσει μέ μεγάλη φόρα καί δύναμι στο ίδιο εκείνο μέρος πού... κρατάει μέ τό χέρι του! Σ ιγή, απλώνεται ολόγυρά του, γιατί κανείς δεν μπορεί νά κοπαλάβη τί εννοεί ό νέος παράνομος άρχιερέας. Μανιασμένος αυτός καί μ’ ένα άγριο μουγγρητό, τρίζει καί τά δόντια άπό τή λύσσα του καί ξανασηικώνει ψηλά μέ όρμή τό μαχαίρι - πέλεκυ. Τούτη τή φορά όμως δέν προλαβαίνει νά τό κράτηση παρά πολύ ψηλά στον αέρα όπως πρίν, ούτε είχε καί σκο πό νά τό κάνει... Έκτος αυτού, μιά δεύτε ρη πέτρα μεγαλύτερη άπό τήν πρώτη έρχεται καί τον χτυπάει στο δεύτερο... ήμισυ τού ίδιου μέρους που τον χτύ πησε καί ή πρώτη κι’ ό Χήθ ούρλιαζει άπό τον πόνο καί τή μανία καί πάλι παραλίγο νά τον ξεφύγη τό όργανο τού
Μ Θανάτου και πάλι μέ το ένα του χέρι κρατάει τό μέρος ττού χτυπήθηκε. — ^Οποιος τόκανε αυτό θά πεθάνη !, ουρλιάζει κυττά ζοντας ένα γύρο μέ τρομερό θυμό. "Ολους εκείνους πού συμπαθούν τον αδερφό μου τους ξέρω!... Έσύ τόκανες, Σίντα; Ό ηλικιωμένος ιερέας πού ακούσε τ* όνομά του πέφτει στα γόνατα ιμέ τό αίμα κομ μένο οπτό την τρομάρα. ^ — "Οχι, Χήθ Όάννα!, ψελ λίζει τρομοκρατημένος. — Κρατάτε τον!, προστά ζει 6 Χήθ τρομερός στον θυ μό του. "Αν δεν έπαναληψθή αυτή τή φορά, θά πή ότι τό εκοτνε αυτός κια'ι τότε θά άκολουθήση τήν τύχη των άλλων εχθρών μου!... Αέν έχει σβύσει όμως κα λά - καλά ή άγρια φωνή του καί άκούγείται μια άλλη φω νή, τσιριχτή καί παράτονη άλλα συγχρόνως θριαμβευτι κή καί όατειλητική καί δυνατή τόσο πού τήν ακούει κι’ ό τε λευταίος Ινδιάνος πού βρίσκε ται- στήν πλατεία τού ναού τού θεού Ήλιου: — Μπάτε στη σειρά κατ’ ανάστημα, διαβόλου φάρα, γιατί πρόκειται νά σάς σκο τώσω όλους κανονικά καί δέ θέλω ανωμαλίες! ^ ^Ολα τά κεφάλια μαζί, γυ ρίζουν γεμάτα έκπληξι καί τρόμο τήν πρώτη στιγμή προς τό μέρος τής Φωνής. Βλέπουν λοιπόν ένα θέαμα πού άσφαλώς δεν πρόκειται νά τό ξεράσουν ποτέ όσα
ζ ο ρρο χρόνια καί νά περάσουν: Πάνω σέ μια άπό τις κολώνες πού υψώνονται στήν είσο δο τού ναού τού Ήλιου, στέ κεται ολόρθος ό Πάντσο Γί γαντας ! Καί νάταν ένας Πάντσο Γί γαντας όπως όλες τίς άλλες φορές δεν θάταν καί τάσο σπουδαία ύπόθεσις. Τώρα όμως ό απίθανος αυ τός νάνος έχει τέτοιον οπλι σμό πάνω του, πού εΐναι νά χάνης τον νού σου: 3Από τον ώμο του κρέμε ται ή φαρέτρα μέ τά δηλητηρ ι ασ μένα βέλη. "Από τον δεύτερο ώμο του είναι περασμένο τό τόξο. 3Από τή ζώνη του είναι κρε μ,ασμένο ένα τσεκούρι ινδιά νικο κι* ένα μαχαίρι αστρα φτερό, επίσης ινδιάνικο, βε~ ριτάμπλ. Καί στο χέρι τελικά κρα τάει ένα μαντήλι καί τό μα ντήλι αυτό είναι πού τό έχει χρησιμοπΡιήσει σαν σφεντό να για νά πετάξη εκείνες τίς δυο πέτρες τού Χήθ !... Γιατί πρέπει νά γίνη γνω στό εδώ, πώς άν ό Πάντσο Γίγαντας είναι- εντελώς ανίδε ος πώς ρίχνουν τό' τόξο, ό μως στη σφεντόνα είναι πρα γματικός άσσος, αφού άπό μικρός δεν έκανε ποτέ του κα νένα άλλο παιχνίδι... Καί τώρα, άς δούμε τί γί νεται παρακάτω^ άφοΰ ό Πάν τσο Γίγαντας είπε αυτά τά ιστορικά λόγια καί άφού ή πρώτη έκπληξις τών Ινδιάνων καί Ιδιαίτερα τού τρομερού Χήθ, περνάει καί 6 πιο· άγίρί^ - Τ I 3 Ι
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! ος θυμός ξαναγυρίζει και πλημμυρίζει τά στήθια ταυ: Ό παράνομος άρχ ιερέας, υψώνει το ελεύθερο χέρι ταυ γιατί στο άλλο εξακολουθεί πάντοτε νά κροτάη τό τρόμε ρό μαχαίρι —πέλιεκυ— καί δείχνει τον νάνο επάνω στην κολώνα ουρλιάζοντας: — Πιάστε τον ζωντανό!... Τον θέλω ζωντανό νά του κό ψω τό κεφάλι!... — Σε κάτι πράγματα πού βρίσκεις ευχαρίστησι!, τσι ρίζει ό Πάντσο Γίγαντας πε ρίλυπος. Τά ένστικτά σου είναι φριχτά καί θά σε 65ηγή σσυν σίγουρα σε κακά ξεμπειρ δέμ ατ α !... Μπ ο ρεΐς νά μου πής, μωρέ αγαθέ, ^όταν του κόψης του κοριτσιού τό κεφά λι, πού θά βάλη μετά εκείνη τά μάτια της γιά νά βλέπη καί τό στόμα της γιά νά τρώη; Δοκίμασες τού λόγου σου νά ζήσης χωρίς κεφάλι; Τώρα θά σοΰ τό κόψω εγώ με τούτο έδώ τό τσεκούρι, γιά νά δούμε άν θά τά καταφέρης! Υπερασπίσουν άνανγρε! Ό Πάντσο Γίγαντας, ό γενναίος των γενναίων, επιτί θεται άκάθέκτος! Φυλαχτήτε καί οί ρέστοι, γιατί όποιον φάω κατά λάθος, δεν φέρω ευθύνη!.-.. * Αμήν! Και μ5 αυτά τά λόγια ό άπίίθανος Πάντσο Γίγαντας πού έχει φάει εκείνους τούς καρπούς κΓ έχει γίνει στ’ α λήθεια γενναίος σαν άλλος Θησέας, πηδάει μ5 ένα τερά στιο πήδημα άπό την κολώ να του καί ρίχνεται έναντίρν... §λων μαζί των ίνδιρνων
ιερέων τού θεού Ήλιου! Εννοείται φυσικά ότι αυ τοί οί τελευταίοι δεν τον έ χουν φοβηθή καθόλου, παρά τά μεγάλα του λόγια. Ξέχωρα άπό τό ότι είναι έ νας καί μόνος καί κάπως δύ σκολο νά τον λογαριάσουν τόσοι πολλοί πού είναι αύτοί, είναι καί τό μπόϊ του τέτοιο πού δεν τούς γεμίζει τό μάτι... Έξορμούν λοιπόν κι’ αυ τοί εναντίον του άπό την άλ λη μεριά, γιά να τον συλλά βουν ζωντανόν, όπως τούς έ χει διατάξει ό αρχηγός τους καί ό λόγος αυτός τούς έχει κάνει νά μην κρατούν όπλα, παρά νά έτοιμάζωνται ν5 αρ πάξουν τον Πάντσο μέ τά χέ ρια τους! * Η άιπάσ τασ ι ς άνά μ εσα ατά δυο «στροπάπεδα» μι κραίνει, έτσι μέ καταπληκτι κή ταχύτητα. Ό Πάντσο Γίγαντας όμως όσο κΓ άν βλέπη τούς αντι πάλους του νά τρέχουν ενα ντίον του δεν πτοεΐται κΓ άνεμίζει τό τόμαχαουκ πάνω άπό τό κεφάλι του, στριφογυ ρίζσντάς το μέ αληθινή μα νία. Φυσικό είναι επομένως, ό σο σίγουροι κύ άν είναι οί ίνδιάνοι· ότι θά τον αρπάξουν εκείνοι ωστόσο πού βρίσκο νται στο κέντρο τού μετώπου καί πού ό Πάντσο πηγαίνει καταπάνω τους, νά κοντοστα θούν λιγάκι-, μιά καί αύτοί είναι άοπλοι καί βλέπουν έ να φοβερό καί τρομερό τσε κούρι;, πού 'μπαρέί Ιτσι γΓ
τϋΡΡΟ άστεΐο ν’ άνοιξη ένα κεφάλι ιστά δύο —πού κάνεις άπ’ ό λους εκείνους δεν θέλει νά είναι* το δικό του, έστω κι5 δον υστέρα οι σύντροφοί τους θ5 αρπάξουν τον θεότρελλο νά νο πού έχει τό θράσος νά τά βάλη μέ όλους αυτούς. Ό Πάντσο πάντως δεν σταματάει. ’Όχι μόνο αυτό αλλά δα ο ζυγώνει·, τόσο δυναμώνει τή φόρα του. "Ενας μικρός πανικός παιραίτηρεΤται στο μέσον του μετώπου τών ιερέων πού εί ναι άοπλοι πάντοτε κι9 έ χουν διαταγή νά συλλάβουν ■ζωντανό τον νάνο. Τό τσεκούρι στριφογύριζε: ιμέ τέτοια λύσσα στο χέοι του' πού οί... δύστυχοι τό α χούνε νά βουΐζη! Ουρλιαχτά τρόμου άκούγσνταιι. Οί μεσαίοι σπρώχνονται -σπρώχνονται καί ή τρομάρα τους εΐναα τόση ώστε δηιμιουργείται κάτι σάν δ ιάδρσ ιμός ανάμεσα τους καί -μέσα σ’ αυτόν χύνεται ό φοβερός καί τρομερός βοηθός τού Ζορ ρό τής Ζούγκλας, κραδαίνοντας πάντοτε τό τσεκούρι του πού έχει πάρει λάφιυρο από τον Ινδιάνο ληίστή. ' Ωστόσο ,έάσς άπ’ ,όλους δεν προλαβαίνει νά τραβηχτή καλά. Τό στριφογυριστό τσεκού ρι τού -Πάντσο Γίγαντα πέ φτει στον ώμο του καί του κόβει τό χέρι πέρα - πέρα! Ουρλιαχτά φρίκης καί τρό μου γεμίζουν τρν αέρα,
Ό ιερέας πέφτει κάτω σπαρταρώντας ιμέσα στο αί μα του κΓ ό Πάντσο τσιρί ζει : — Είπα νιά τραβηχτήτε, κανάγηιδες! Μιλάω, δεν κάνω μπουρμπουλήθρες ! Π ίσω! Πάω νά κόψω τό κεφάλι έκείνου τού παιδιού μέ τή μου τσούνα ! —μουτσούνα εννοεί όπως καταλαβαίνει ό καθέ νας, τήν χρυσή περικεφαλαία τού θεού Ήλιου, πού φοράει στο κεφάλι του ό Χήθ Ό άν να, ο δολοφόνος αρχηγός τών κακών ιερέων. Κι’ ό Χήθ όμως ό ίδιος, πού είναι γενναίος επειδή στηρίζεται στις πλάτες τών ανθρώπων του καί όχι επει δή είναι καί στην πραγματι κότητα, νοιώθει τρελλό τρόμο καθώς βλέπει ότι ό ηρωικός Πάντσο Γίγαντας έχει ξεπεράσει σχεδόν όλους τούς ιε ρείς του, χωρίζοντάς τους ατά δύο. Φοβάται πώς άν περάσει καί τούς τελευταίους καί ρι χτή εναντίον του εκείνος ό μι κρόσωμος άλλα τρομερός καί φοβερός άνθρωπος, δεν θά την γλυτώση στο φινάλε!... Ο υρλ ι άζε ι λ ο ιπόν λοσσ ασμένος, αναιρώντας τήν πρώ τη του διαταγή πού τον ήθελε ζωντανό: — Σκοτώστε τον! Σκοτώ στε , τον τον σκύλο!... Τσεκούρια καί μαχαίρια κά νουν ώς διά μαγείας τήν έμοά νισί τους ατά χέρια τών Ινδι άνων ιερέων. "Ενα απ’ αυτά προσπαθεί νά τον χτυπηση άπό πίσρ)
αλλά τό '.μ,όνο πού καταφέρ νει είναι νά του σπάση τό κάτω μέρος τής φαρέτρας ταυ και νά τού χυθούν τά βέ λη στο χώρα. Καθώς δμως οί υπόλοιποι ρίχνονται πίσω του, φοβερά ουρλιαχτά πόνου και τρόμου άκούγοντσι. Οΐ -ξυπόλυτοι ιερείς που έ χουν πατήσει τά δηλητηρια σμένα βέλη τού Πάιντσο, σπαρταράνε κάτω στο έδα φος από τό κεραυνοβόλο δη λητήριο και πεθαίνουν μέσα σέ φρυκτούς πόνους. Οί άλλοι- πού έτρεχαν νά συλλάβουν τον Πάντσο, σκο ντάβουν επάνω στους πεσρένους συντρόφους τους καί σω ριάζονται κι5 έκεΐνοι κάτω κι5 έτσι πίσω από τον άνεκδιήΥήτο ήρω'α, δημιουιργεΤόαι ένα κενό πού τού επιτρέπει νά άπορακρυνθή από τούς διώκτες του ,μ-έ τή φόρα πού τρέχει. Ό Χήθ^Όάννα, ^ γεμάτος λύσσα πού ένας τέτοιος φαι νσμ,ενικά άσήραντος ,άνθ'ρωπάκος τσΰ έχει χαλάσει τό... γλέντι πού θά έκανε κόβοντας τρία κεφάλια —ρεταξύ τών οποίων καί τού αδελφού του, βλέπει τον Πάντσο Γίγαντα νά πηδάη ρέ γουρλωιμένα μά τια εναντίον του, κραδαίνοντας πάντα τό τρομερό του τσεκούρι... Με τρορερή ρανία καί ρέ την ψυχή γεμάτη κακία, υψώ νει άλλη ριά φορά τό μαχαίρι - πέλεκυ πάνω από την ξα πλωμένη Νάγια ρέ τό Βέλο, πού ή δύστυχη πίστεψε προς
στιγμήν ότι θά γλύτωνε... Θέλει νά τής κόψη τό κε φάλι για νά έκδικηθή καί ύ στερα νά γυρίση νά αντιμε τώπιση τον τρομερό εχθρό του, ώστε ό,τι καί νά γίνη, ε κείνος νά μην έχη καταφέρη έκεΐνο πού θέλει, δηλαδή νά έλευθερώση την αίχράλωτή του!...
"Απρόοπτη συνάντησις. . . ΟλΑΩΣ έχομε αφήσει τον Ζορρό νά τρέχη μέσα στην παρθένα ζούγκλα καί πρέπει νά ρίξουμε καί σ5 αυ τόν ριά ματιά, νά δούμε πού πάει καί τί κάνει... Κατ' αρχήν ένδιαφέρεται νά άπομακρυνθή άπό τό ρέρος πού βρίσκεται τό φοβερό καί τρομερό γκριζλί, γιατί άν ξαναπέση στην περιοχή του, δύσκολα γλυτώνει γιά δεύτερη φορά... "Οταν τελικά τό κατορθώ νει αυτό —δηλαδή νά βεβάιωθή ότι βρίσκεται έκτος κιν δύνου άπό την άγρια, γιγαντιαία αρκούδα— τότε στα ματάει καί κυττάζει ολόγυρά του γιά νά κατατοπιστή πού βρίσκεται επειδή θέλει πάλι νά^ τρέξη ν’ άνακαλύψη τον Πάντσο Γίγαντα, πριν νά εί ναι πιά πολύ αργά γΓ αυ τόν... Ό θρυλικός μασκοφόρος Εκδικητής μ3 όλο πού έχει βρεθή σέ θανάσιμο κίνδυνο λίγη ώρα πρίν καί ,μ’ όλο πού
γιά νά σωθή οριστικά χρειά-
26 στήκε νά τρέξη δσο γρηγορώτερα μπορούσε, ούτε μια στιγμή δεν έπαψε νά προσε χή τον δρόμο πού ακολουθού σε σ' αύτό τό διάστημα καί έτσι ξέρει· που βρίσκεται κΓ αυτή την ώρα, ρίχνοντας μό νο μιά τελευταία κατατοπι στική- ματιά όλόγυρά του. "Από μακρυά ακούει μιά αλλόκοτη βοή, σ<άν νά ουρ λιάζουν πολλοί άνθρωποι μα ζεμένοι. Τά μάτια του γεμίζουν α νησυχία. "Ανατριχιάζει. <<ΕΤναι ή χώρα τού Άτάκ Όάννα, του Ιερέως του Ή λιου», συλλογίζεται. «"Έχω ακούσει δτι εκεί πέρα γίνο νται ανθρωποθυσίες όταν οι ιερείς θέλουν νά εξευγενίσουν τον Θεό τους και συνήθως... ό Θεός τους θυμώνει όταν πατάει κανένας ξένος στον τόπο τους, πού θέλουν νά τον κρατουν μυστικόν απ’ όλους τούς άλλους ανθρώπους τής περιοχής...» Ό Ζορρό άφουγκράζετα ι πάλι και ή ανησυχία του μεγαλ ώνε ι, καίθώς ι μ εγ α λ ώνε. και ή μακρυνή εκείνη βοή που ακούει. Σκέπτεται πάλι: «Δεν ξέρω πολύ καλά που βρίσκεται αυτός ό ναός τους μά ϊισως ιμέ βοηθήση αυτή ή βοή για νά τον βρω... "Ίσως νό πρόκειται νά γίνη πάλι κοςμμιά τέτοια θυσία!... "Ί σως νά πρόκειται ακόμα και γιά τον ίδιο τον φουκαρά τον Πάντσο Γίγαντα!... Ό Θεός νά μέ βοηθήση μόνο νά προ
λάβω!...» Καί ό Ζορρό ,μιά και δυο αρχίζει νά τρέχη προς τό μέ ρος απ’ όπου έρχονται οί μα κρονές φωνές. Δεν προλαβαίνει όμως νά κάνη παραπάνω από δυο βή ματα και ξάφνου μένει ακίνη τος. Κερωμένος. Μπροστά του/ πίσω από τον χοντρό κορμό ενός δέν τρου, έχει ξεπεταχτή ένας άνθρωπος, πού κρατάει στο χέρι του ένα ,μεγάλο δίκαννο. Τό δίκαννο είναι στραμμέ νο στο στήθος τού Ζορρό τής Ζούγκλας. Τά μάτια τού αγνώστου λάμπουν θριαμβευτικά. Είναι γεμάτα κακία και σαδισμό. Δεν χρειάζεται παραπάνω από μιά ματιά γιά νά καταλάβης πώς πρόκειται γιά ένα υποκείμενο από τό όποιο δεν μπορείς ποτέ νά περιμένης οίκτο και δεν πρέπει νά φα ντάζεσαι πώς έστω καί γιά μιά στιγμή μπορεί νά διστάση μπροστά στον θάνατο!... } — Τί· βλέπω! Τί βλέπω!, ουρλιάζει ό τερατώδης εκεί νος τύπος, κοπιάζοντας τον Ζορρό τής Ζούγκλας σαρκα στικά. Μάσκα φοράει ό κύρι ος; "Ήρθανε οι άπόκρηες και δεν τό πήρα μυρωδιά; "Ή μή πως κι* είσαι εκείνος ό μέγας καί πολύς Ζορρό τής Ζού γκλας, πού λένε δτι κάνεις τά κατορθώματα σ" ετούτα τά μέρη; Ό Ζορρό δεν μιλάει. Τά μάτια του είναι καρ-
φωμένα σ’ έκεΐνα του αγνώ στου. Περιμένει να δή τί θά του π ή παρακάτω και τί σκοπούς έχει, για νά δράση ανάλογα. Πάντως για νά προσπαθήση νά κάνη καμμιά απόπειρα νά άφοπλίση τον αντίπαλό του, ούτε τό σκάπτεται για την ώρα. Τον βλέπει ολοκάθαρα πώς δεν είναι από τούς τύπους πού^ ιμπαρεΐς εύκολα νά άστει ευθής μαζί τους. Και ό Ζαρρό ξέρει νά είναι επιθετικός καί ατρόμητος ό ταν χρειάζεται άλλά δεν έχει ύπ' όφιν του ποτέ καί νά κά νη πράξεις «αυτοκτονίας», ό
Τί βλέπω!
πως θάναι άν προσπαθήση νά δοκιμάση αυτή τη στιγν * τις δυνάμεις του αγνώστου, χωρίς νά υπάρχη σοβαρώτερος λόγος... Ό άλλος ξαναλέει τό ίδιο σαρκαστ ικά πάντοτε: ^— Βέβαια! Είσαι ό Ζορ ρό! Αυτή πού φοράς είναι ή περίφημη μάσκα των "Ινκας —ισκέτο χρυσάφι!... Στις α ναπαραδιές πού βρίσκομαι καλή είναι κι* αυτή/ άν βε βαίως δέν βρούμε τίποτ* άλλο πού νά μάς άποφέρη περισ σότερα κέρδη!... Ό Ζορρό έξακολουθεί νά μήν λέη λέξι. Ό άλλος τον κυττάζει από
Είσαι 6 Ζορρό τής Ζούγκλας;
ΖΟΡΡΟ
25 την κορφή ως τά νύχια, σαν νά λογαριάζη τον αντίπαλό του. 1 Απλώνει τό χέρι και παίρ νει άπό τή ζώνη του Ζορρό τής Ζούγκλας τό μαχαίρι του. Τό περνάει στη δική του ζώνη και υστέρα παίρνει άπό τον μασκοφόρο Εκδικητή και τό θρυλικό μαστίγιο πού έχει κρεμασμένο στή μέση του. — Και τώρα, του λέει, νά άπαντήσης στίς έρώτήσεις μου, γιατί άν συνέχισης νά παρασταίνης τον μουγγό, μπορεί νά νευριάσω καί νά πατήσω τή σκανδάλη κατά λάθος, οπότε θά γίνης μακα ρίτης ! Μου φαίνεται πώς εί σαι ένας παράνομος πού σέ κυνηγάει ή αστυνομία, έτσι δεν είναι; — "Έτσι είναι!, του απο κρίνεται ό μασκοφόρος Εκδι κητής ήσυχα. — Χμ... Καί λένε ακόμα δτι προστατεύεις τούς άδυνά τους καί κάτι άλλες τέτοιες τρίχες!... Ναι ή όχι; — Ναί! — Δηλαδή μ* αυτή τή ο κά ιολογία τή γαζώνεις θαύ μα και θησαυρίζεις εις βάρος των άγ'αθών! Ψέματα; — "Έτσι είναι, λέει πάλι ό Ζορρό χαμογελώντας στον άγνωστο σάν νά είναι πρώ τος φίλος του/ θέλει καί φι λοσοφία; Εκείνος γελάει καί τό γέ λιο του είναι σφυριχτό καί σκληρό σάν τής κόμπρας. — Καί λοιπόν για νά τήν
γαζώνης καλά τόσα χρόνια, θά πή δτι θάχης μαζέψει ένα αρκετά καλό κομπόδεμα τό σον καιρό, έτσι δεν είναι; — Φυσικά! — Δεν μου φαίνεται νά παραιφοβάσαι πού κρατάω όπλο καί σέ σημαδεύω!, τού λέει κατσούφιικα ό άλλος. — Δεν φοβάμαι καθόλου! παοαδέχεται ό Ζορρό χωρίς περιστροφές, κ ινδυνεύ όντας νά δυσαρεστήση τον συνομι λητή του. — Χμ... Κι9 άν σέ πυροβο λήσω άξαφνα; — Θά... πεθάνιω! — 'Απλο-ύστατο, έτσι; κά νε^ι ό άλλος μέ θαυμασμό ζα ρώνοντας τά φρύδια του. Αοιπόν άκου νά σου πώ, φίλε: Μου κάνεις τον γενναίο καί ε μένα δεν μέ νοιάζει καθόλου αν είσαι η οχι!... Αν εχης ακούσει τ’ όνομά μου, θά ξε ρής ασφαλώς δτι κι3 εγώ δέν συνη|θί ζων άστε ιεύομαι... Μέ λένε Κουικαράτσα!... Ό Ζορρό χωρίς νά τό θελη αισθάνεται μια ανατριχίλα νά διαπερνά τό κορμί του. Τού είναι παραπάνω από γνωστό αυτό τό δνομα. ^έρει πώς έχει νά κάνη υ Σ τον τρομερώτερο ίσως κα κούργο πού έχει γίνει σ3 έκεΐνα τά μέρη καί καταλαβαί νει δτι πλέον τά πράγματα είναι στ3 άλήθεια τρομερά δύ σκολα. Ωστόσο τίποτ’ άπολύτιως πάνω στήν δψι του δέν δεί χνει τις σκέψεις πού πέρα σαν από τό μυαλό του. — Σέ ξέρω πράγματι εκ τ\
^
·>Λ
3^
Β
ΪΓ
Α
άρχισαν! “Όσοι θέλετε νά περάσετε τό καλοκαίρι σας ευχάριστα, έπισκεφθήτε τ® βιβλιοπωλείο του «Μικρού "Ηρωος», Αέκ22, έντός τής Στοάς,
«ΦΘΗΝΟ ΒΙΒΛΙΟ» Θά βρήτε έκεΐ ΟΛΑ τά βιβλία γιά παιδιά και γιά νέ©υς, πού έχουν έκδοθή στην Ελλάδα άπό τους μεγάλους καί μικρούς εκδοτικούς οίκους: — Μυθιστορήματα. — Εγκυκλοπαιδικά βιβλία. — ιστορικά αναγνώσματα. -— Εικονογραφημένα. —- "Ομαδικά παιχνίδια γιά το βουνό καί τή θάλασσα. Γιά κάθε ήλικία και κάθε γούστο και ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ. Κάθε έπισκέπτης πού θά άγοράζη βιβλία άξίας άνω των 10 δραχμών, θά παίρνη καί ένα
^ΩΡΟ Γιά κάθε 10 δραχμάς πού θά πληρώνη γιά νά άγοράση βιβλία θά παίρνη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ ένα τεύχος Μ. "Η ρώο ς (ή των άλλων έκδόσεών μας: Μικρός Ταρζάν, Γκρέκο, Ζορρό τής Ζούγκλας, Κάλ κλπ.) τής άρεσκείας του! Μήν παραλείψετε νά έπισκεψθήτε τό βιβλιοπωλείο
«φ θ ΛΕΚΚΑ 22, έντός τής στοάς
φήμιίς!» τοΟ λέα μόνο μΐ πο λύ μεγάλη ήρεμία, πού κά νει άλλη μια φορά τον άντίπσλό φου νά τον ,θοουιμοοση. Είχα άκούσει μάλκτΐα δτι βρίσκεσαι στις φυλακές του Σάό Πένι-α!... . , Ό Κουκαράτσα χαμογε λάει σκληρά: Λέει γ. σαρκαστικά^ — Τό πιστεύεις δτι δεν έΐμαι; —Δραπέτευσες; ^— 3Αιςριβώς! Βαρέθηκα έΓ<εΤ μέσα! "Οταν θά πας Κι* έσύ στη φυλακή., τότε θά δής τί πληκτικά πού είναι! ,— Σκέπτομαι νά μην πάω ποτέ μου! —- Κι* έγώ έτσι σκεπτό μουν!... Καμμιά φορά όμως 6έν έρχονται τά πράγματα ό πως τά λογαριάζει κανείς!..,. "Ακου, ,.Ζορρό! Μεταξύ δυο ίτάλ ιανθρώπων δεν χωράνε κο Ροϊδιές! Δεν θά σου ζητή σω Λ*ά μόύ δώσης όλους τούς Θησαυρούς πού έχεις μαζέ ψει μέ τόσων χρόνων κόπους. Είμαι κι* έγώ ικανός νά μα ζέψω άλλα τόσα δταν θά φύ γω μακρυά από τούτο τό μέ ρος πού μέ κυνηγάει ή αστυ νομία !... Γιά νά φύγω όμως μου χρειάζονται χρήματα!... Μου χρειάζεται ένα μεγάλο ποσόν γιά νά μπορέσω νά φτάσω στήν Ευρώπη! Και τό ποσόν αυτό θά μου τό δώ σης έσύ! Έχεις καμμιά άντίρρησι; — Πολλές! Ό κακούργος Κουκαράτσα έκεΐ πού χαμογελούσε σαρκα στικά βέβαιος δτι εΐχε πετύ
χε ι λαυράκι μέσα <ηή ζού γκλα, ξυνίζέι ξαφνικά τά μούτρα του μέ κακά προάι^ σΟήματα. Λέει: — Τί εϊδ ου ς άντ ι ρ ρή σ ε ι ς I —- Λεν πρόκειται νά σου δώσω δεκάρα, Κουκαράτσα! — Θά προτίμησης νά πεθάνης γιά ένα ποσόν πού γιά σένα δέν έχει καμμιά αξία; Ό μασκοφόρος Εκδικητή; τού χαμογελάει: — Κουκαράτσα, λέει ήσυ χα, μέ παρεξήγησες. Έγώ δέν, είμαι παλιάνθρωπος, ό πως φαντάστηκες και έπομέ νως δέν είμαστε συνάδελφοι! Έγώ δέν πλουτίζω κλέβοντας τά χρήματα των φτωχών και των κατατρεγμένων καί ή πε ίΡΐόυάίά μου θά ή4*αν πολύ μεγάλη αν δέν την μοίραζα τόσα χρόνια σ* όλους αυτούς πού έχουν άτπόλυτη άνάγκη άπό βοήθεια!... Συνεπώς αυ τή τη στιγμή δέν έχω καθό λου χρήματα νά σου δώσω καί γιά νά είμαι ειλικρινής, δέν θά σού έδινα ακόμα κι* αν είχα, γιατί τομάρια σόον κι* έσένα όχι μόνο δέν τά βο ηθάω αλλά τά πιάνω καί τά στέλνω τού φίλου μου τού Πε ρέθ —κι* αύτός άς φέρνεται άχάριστα!—ή άν μου μπουν περισσότερο στο ρουθούνι, τά στέλνω καί στον άλλον κόσμο! Ό Κουκαράτσα κουνάει τό κεφάλι του πέρα - δώθε μέ χτυπητή, στενοχώρια ζωγρα φισμένη στο άντιπαθητικό του πρόσωπο. — Τς, τς, τς!, κάνει πε-
μας δ ισφέ,ραυν ριζικά!... Θά αναγκαστώ μέ ττολύ μεγάλη μου- λύπη νά σέ σκοτώσω, Ζσρρό! Ούτε για νά γλυτώσης τη ζωή σου δεν θά μου δώσης ,μερικά χρήματά; —■ Οΰτε! Ό Κουκάράτσα σηκώνει •ιούς ώμους. Τόσο τό χειρότερο για σένα! / λέει. Τότε λοιπόν πρέ πει νά σέ σκοτώσω οπωσδή ποτε, γιατί θάσαι και επι κίνδυνος νά σ’ άφήσω! Τώρα τά πιστεύω ολ* αύτά που λέ νε γιά σένα, δτι δηλαδή εί σαι τίμιος! Ή βλακώδης ει λικρίνεια σου τό άπτοδεικνύει /μέ το παραπάνω! Ετοιμά σουν νά πεθάνης! τό δίκαννο, τό Σηκώνει στήνει καταπάνω στο πρόσω π6 τού Ζορρό τής Ζούγκλας καί αρχίζει νά πιέζη τη σκαν δάλη... Ηρωισμοί μέ τή σέσουλα.». 0 ΧΗΘ Ο ΑΝΝΑ
λοι-
πόν υψώνει τό τρομερό μα χαίρι - πέλεκυ γιά νά αφαί ρεση τη ζωή τής Μάγιας μέ τό Βέλο καί νά εκδικηιθή Ιτσι τον Πάντσο Γίγαντα πού έπετέθη τόσο σφοδρά καί τού έχει κάνει μεγάλες χαλάσπρες καί τού έχει έπιφέρει μεγάλες Απώλειες ανάμεσα στον στρα τό του. Αέν προλαβαίνει όμως. Τήν ΐδια στιγμή ένα ζω ντανό βέλος έξακοντίζεται έ-
;εχ Ρέο Ιχ£ι βρή τήν ευκαιρία ιΐού δλοι οί άνθρω ποι τού Χήθ έχουν τρέξέι^ ε ναντίον τού Πάντα6 καί μόνο δυο απ’ αυτούς έμειναν νά τον φυλάνε καί τούς ξέφυγε. Μολονότι είναι δεμένα τά χέρια του, ό βασιλάς τής ζούγκλας έχει φτάσει μέ δυο πηδήματα πλάϊ στο πέτρινο βάθρο Ακριβώς στην κρισιμώ τερη στιγμή γιά τή ζωή τη.. Μάγιας. Μ3 ένα τρίτο πήδημα τινά ζεται σάν βέλος καί τό κεφά λι του συναντάει τό στομάχι τού δολοφόνου. Μιά τρομερή κραυγή βγαΐ νει από τό λαρύγγι εκείνου τού τελευταίου καί κατρακυ λάει στή γή κουβάρι, ενώ τό Απαίσιο μαχαίρι φεύγει άπό τό χέρι του καί τινάζεται μά κρυά. Καί^ ό/Ελ Ρέϋ όμως δεν μπορεί νά κάνη τίποτ5 άλλο παρά νά κυλήση κι* έκείνος στή γή όπως είναι δεμένα πλάϊ στον στυγερό κακούρ γο μέ τή χρυσή περικεφα λαία. Ταυτόχρονα οί φρουροί του πού τον έχουν κυνηγήσει α πό τήν πρώτη στιγμή πού τούς ξέφυγε, πηδούν Απάνω του. Δυό πελώρια μαχαίρια υ ψώνονται πάνω από τό κορ μί τού πεσμένου βασιλιά τής ζούγκλας. *Ενα ουρλιαχτό πόνου καί «φρίκης, ουρλιαχτό θανάτου^ Ακούγεται τότε. Γιά μιά στιγμή μένει Α* ό
κινητός σί μιά πσράξενή ατά σι.σαν στοιχειό, ό ένας άπό τούς δυό ιερείς, κάθώς ένα μαχαίρι βρίσκεται μονομιάς μπηγμένο στον λαιμό του πέρα - πέρα!... "Ύστερα το μαχαίρι ικοέτρα καλάει άπό τό χέρι του καί πέφτει στη γη ενώ σωριάζε ται κΓ εκείνος πίίσω του μ’ έ ναν επιθανάτιο ρόγχο. Ό /δεύτερος, μανιασμένος θέλει να καρψώση τον "Ελ Ρέύ με τό δικό του μαχαΐΡΐ-β Ό Πάντσο Γίγαντας όμως έχει τά μάτια του τέσσερα. Τρέχσντας σαν τον άνεμο Φτάνει εγκαίρως και δίνει >μιά γερή κλωτσιά στο καλάμ ι τού δολοφόνου! Έκεΐνος ουρλιάζει άπό τον πόνο καί χοροπηδάει σαν σαλτιμπάγκος. "Έτσι δπως χοροπηδάει ό Πάντσο Γίγαντας του δίνει μια κουτουλιά στην κοιλιά κΓ έκεΐνος χάνει την ισορροπία του καί πέφτει ανάσκελα. Στο μεταξύ ό Χήθ μπουσουλάει πεσμένος στο έδα φος, προσπαθώντας νά συνέλθη άπό την τρομερή κεφα λιά πού του έχει δώσει ό 3Έλ
Ρέϋ. Οί ιερείς όμως όλοι, πού τούς είχε περάσει ό φοβερός καί τρομερός Πάντσο Γίγα ντας στο τρέξιμο για νά φτάση ώς τούς αιχμαλώτους, ε πανέρχονται. Δέκα μαζί απ’ αυτούς, ρί χνονται προς τό μέρος πού είναι- ξαπλωμένη καί δεμένη ή Νάγια μέ τό Βέλο, νά την
κατασπαράξουν.
.,
Ό Εκπληκτικός Πάντσά μέ μια τσιριχτή πολεμική κραυ γή χύνεται καταπάνω τους κραδαίνοντας τό τρομερό του τσεκούρι. Σαν αστραπή μοιάζει μέ την απίστευτη ταχύτητα πού αναπτύσσει! Φωτιές θαρρείς θά βγάλη στο ακατανίκητο χέρι του τό τσεκοΰρ ι.! Δυο ,- τρία κεφάλια ολόγυ ρά του ανοίγουν καί οί ιδιο κτήτες τους σωριάζονται μέ άπαίσια ουρλιαχτά στή γη, πριν καλά - καλά προλάβουν1 όλοι νά δουν περί τίνος πρό κειται καί πριν αρχίσουν νά υποχωρούν τρομοκρατημένοι. Είναι άπίστευτο αλλά άλη θινό αύτό πού γίνεται: "Ενας νάνος μέ τήν πρω τοφανή πολεμική του ,μανία, κάνει νά υποχωρούν μπρος του δέκα γιγαντόσωμοι Ινδι άνοι ιερείς πού κρατούν κΓ εκείνοι ίδια τσεκούρια μ" αυ τόν! ■ΚΓ όπως ό Πάντσο είναι καί κοντός καί δεν τούς φτά νει κιόλας καλά, χτυπάει ό που βρή χαμηλώτερα καί α νοίγει κοιλιές καί κόβει ώς καί... πόδια! Γίνεται μακελλειό! ΚΓ ό Πάντσο Γίγαντας μέ σα^ στήν ώρα αυτή τής μέθης τού πολέμου, θυμάται έκεΐνα τά φρούτα μέ τό μαύρο ζου μί πού τον ,έχουν κάνει ηρώα καί ημίθεο, καί... ,μή χειρότε ρα καί Τσιρίζει θριαμβευτι κά: — ΓΓ αύτό νά δής καί οί
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
σουητιές θ3 άμολάνε μελάνι! "Άλλη φορά θά πίνω τρία κα λαμάρια στην καθησιά μου, μαζί μέ τά βουλώματα! Θά γίνω πολύ καλύτερος άπό τον Ζορρό, τον "Ελ Ρέϋ καί τούς ρέστους καί θά... παντρευτώ την άδερφούλα τής Μάγιας που λέει πώς έχει! 5Αλλά οι Ιερείς συσπειρώ νονται και έπιτίθενται αυτή τη φορά άρμηίτικώτερα. Ό Πάντσο δσοκΓ αν εί ναι δυνατός και ανυπέρβλη τος και μέχρι τρέλλας γεν ναίος, δεν ρπορεΐ νά τους νικήση όλους. Ό άγων ας είναι· άνισος. Ό Χήθ συνέρχέται καί ση κώνεται όρθιος, ψάχνοντας μέ τό τρομακτικό βλέμμα του ν3 άνσκάλυψη τον Πάντσο Γί γαντα. 3Αντί γΓ αυτόν όμως βλέ πει μπρος του νά στέκη ό... άδελφός του ό Όντι Όάννα! Και ό Όντι κρατάει ένα μεγάλο ξύλινο ρόπαλο στο χέρι του, που χωρίς πολλά χασομέρια τό υψώνει πάνω άπό τό κεφάλι του και τό κα τεβάζει πάνω σ’ εκείνο τού Χήθ! Ό δολοφόνος άδειρφός, πέ φτει αναίσθητος χω,ρίς νά βγάλη «κιχ» άπό το στόμα του. Είναι ή στιγμή· ακριβώς
πού μαχαίρια καί τσεκούρια είναι, υψωμένα πάνω άπό τον Έλ Ρέϋ καί άπό τη Νάγια μέ τό Βέλο... Ό θάνατός τους είναι σί γουρος καί θάρθη σέ δεύτερό λεπτά... 3Αλλά δχι! Ή φωνή τού "Οντι Όάν να άκούγετσι βροντερή: — Ακίνητοι I... Πρώτος ι ερέας τού θεού ' Ηλιου θά γίνη ό Όντι Όάννα!... "Εχει μέσα του τή δύναμι τού Θεού του! Γ [ Γ1>| --------- --------- ---
||||Μ^
Κοκκαλωμένοι τον βλέπουν οι ίεοεΐς νά στέκη ορθός, πε ρήφανος,, μέ τό πόδι άκουμπισμένο πάνω σ'τό στήθος τού πεσμένου άδερφοΰ του... Τότε μια ζητωκραυγή βγαί νει άξαφνα άπ3 όλο αύτό τό πλήθος, που πάραδέχεται χω ρίς πολλές διατυπώσεις γιά αρχηγό του, τον "Οντι Όάννα —τον δυνατότερο!... Οί ηοωές μας έχουν όριστι κά σωθή καί σέ λίγο τά χέοια του Ελ Ρευ οσο και τ Μάγιας μέ τό Βέλο, είναι πια εντελώς ελεύθερα άπό τά δεσμά τους... Όσο γ'ιά τον κακούργο Χήθ, είναι σίχιμάλωίτος τού άδερφοΰ του καί περιμένει τήν κρίσι του καί τήν παρα δειγματική του τιμωρία...
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ Άττοκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ζ ο
Ρ ?
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ο
1ΑΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Έτος Ιον — Τόμος 2ος — "Αρ. τεύχους 13 — Δοαχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22 {έντός της στοάς), τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλοστηρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντή·ς: Γ. Γεοοργιάδης, Σφιγιγός 38. Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζηιβασι λείου, Ταταουλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, ’ Αθήνα ι.
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ! Κάτι απίστευτο! και μεγάλους!
Κάτι που θά μαχεύση όλους, μικρούς
Κάτι πού δεν ξαναδιαβάσατε!
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΟΡΡΟ! ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
ψοχ ΧΤΟ/ν ΟΥΡΡΎΟ
ΚΛ/ Τ0Τ£ /νθ/οθ£/ Μ/β βΚΡΤβΝΙΚΗΤΗ ΑΥΝΑΜΙ ΝΑ ΤΟΝ ΤΡ/ΙΒβΗ Ι7ΡΟΖ ΤΗΝ ΑΝΟ/ΗΓρ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ Δ/ΣΚΟΥ.
σ
ΚΑΛΩΣ ΡΡΟΣΣ,ΓΡ'/τνε! ΡΚΟΥΣΑΡίε ΤΗΝ <ΡΩΝρ ΣΟν, Μ/9/ Ο/Α&ΡΧΡΜε ΤΗΝ ΤΚΠΡ/ ΧΤΟν
Ό Περέθ κάνει τό θαύμα του... * ? Κουκαράτσα λοιπόν ό επιλεγόμενος 5 Ασύλληπτος, έχει σηκώνει τό δίκανο, έχει καρφώσει τις δυο του κάννες στο στήθος του Ζορρό τής Ζούγκλας ικαΐ είναι έτοιμος νά ττιέση τη σκανδάλη γιά νά σκοτώση τον μασκο-φόρο Εκ δικητή... (*) "Οσο γενναίος κι5 άν εΤν’ (*) Δ■ άβσσε τό προηγούμενο τεύχος: «',Κουκσοάτσσ, ό ασύλ ληπτος».
αυτός ό τελευταίος, δεν μπο ρεί νά μη νοιώση ιμιά παγω μένη ανατριχίλα νά τον δισπερνάη μπροστά στον θάνα το... Δεν περίμενε πώς ό αντί παλός του θά έφτανε τόσο γρήγορα και μέ τέτοια Απο φασιστικότητα, στο σημείο νά τον σκοτώση. Ετοιμάζεται βέβαια νά κάνη την τελευταία απόπειρα του, πού ξέρει όμως έκ των προτέρων ότι δεν μπορεί νά πετύχη... Ό θάνατος αγγίζει κιόλας την καρδιά του μέ τά κοκκαΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. φ
4
ΖΟΡΡΟ
λένια του δάχτυλα, %1 Ό Ζορρό τής Ζούγκλας Ό Κουκαράτσα χαμογε- 5 γρυλλίζοντας οπό θυμό, έτσι λάει ψυχρά, »μ* ένα χαμόγελο \ μάζεται νά ριχτή πίσω του γεμάτο σαδισμό/ δέν μττορεΐ ' γιά νά τον πιάση. όμως νά κρύψη και τον θαυ- 4 > , Ό Περέθ όμως βλέπει τήν κίνηισί- του. μασμό του για την αταραξία Παρά τον όγκο του ό άστυ του αιχμαλώτου του μπρος νόμος είναι καταπληκτικά ευ στον θάνατο... κίνητος. ^Οπωσδήποτε το δάχτυλό Πηδάει μπροστά του. του δέν προλαβαίνει να ττατήΔυο πιστόλια — λες και ση_τή σκανδάλη... Ξαφνικά ξεφυτρώνουν ώς τοχει ή μέρα σήμερα, νά τον άπειλοΰν όλο από... δύο κάνδιά μαγείας από τά γύρω νες, κρατάει στά χοντρόχερά δέντρα... ό χοντρο - Περέθ του καί τά καρφώνει μπροστά και οΐ άντρες του. στον μασκοφόρο Εκδικητή. Τό πρόσωπο του άστυνό— Πού πάς; ουρλιάζει ά μου είναι μονάχο του μια τρο γρια άναψοκοκίκινίίζοντας. Τέ ιμακτική απειλή γιά τό τί θά λειωσαν τά ψέμματα! Ή πάθη ό ληστής άν επιχείρη σταδιοδρομία σου λήγει ε ση παρά τήν έμφάνισί τους δώ! νά σκοτώση τον Ζορρό τής Ό Ζορρό τής ζούγκλας Ζούγκλας. αισθάνεται τρομερό θυμό νά Αλλά ό Κουκαράτσα δέν φουντώνη στο στήθος του. είναι από τούς ανθρώπους —Ό άνθρωπος αυτός πού πού τά χάνουν εύκολα. σού ξεφεύγει, Περέθ, μουγ Ή έτοιμότης του είναι κα κρίζει, δείχνοντας μέ τό δά ταπληκτική... χτυλο προς τό μέρος πού Μονομιάς κάνει ένα σάλτο φεύγει ό Κουκαράτσα, είναι και βρίσκεται πίΐσω από τον ένας τρομερός κακούργος! Ζορρό τής Ζούγκλας. — Ξέρω! Ξέρω!,, λέει ό Τήν ώρα πού οι αστυφύ Περέθ χαμογελαστά καί θρι λακες του Περέθ διστάζουν αμβευτικά μαζί. νά πυροβολήσουν, μήπως σκο — -έρεις ποιος είναι καί τώσουν τον Ζορρό άντΐ γιά τον άφίνεις νά φύγη; τον Κουκαράτσα, άκούγεται — "Αν πιάσω εκείνον θά ή βραχνιασμένη φωνή τού χάσω εσένα καί σέ προτιμώ χοντρο - αστυνόμου: χίλιες Φορές, Ζορρό/ πρά — Προσοχή! Θά σάς ξεγμα πού πρέπει καί νά σέ τι φύγη... ό Ζορρό! Τά μάτια μά, μ ίο άμίγο! σας δεκατέσσερα! — Εκείνος είναι ένας άΌ Κουκαράτσα τον α παίσιος δολοφόνος πού έχει κούει κι* έτσι, δίνει ένα θεώκάνει όλων τών λογιών τά ρατο σάλτο και ρίχνεται ιμέ εγκλήματα, ηλίθιε!, γρύλλίσα στά πυκνά δέντρα πού άζει ό μασκοφόρος Εκδικητής πλώνονται δίπλα του...
ώδκ λυΦΟ'ΟΦμόνος, "Άφηίσέ με νά τρέξω νά τον πιάσω και νά σοΰ τον φέρω! Σοΰ δίνω το λόγο μου ότι θά ξαναγορίσω και θά σού φέρω καί τον Κου κα ράτσα! -—- Δέν... σφάξανε!, του άποκρί'νεται <μέ ειρωνικό χαμό γελο ο Περέθ. Δέν τρελλάθηκα νά σ3 άφήσω νά φυγής! 3Αρκετά κόπιασα μου φαίνε ται γιά νά καταφέρω νά σέ βάλω στο χέρι!... Και (μάλι στα, αν θές νά ξερής, τώρα που είμαι βέβαιος πια, πώς είχα κάνει λάθος πιστεύοντας πώς είσαι ένα και τό αυτό πρόσωπο »μέ τον πολύ καλό -μου φίλο τον Δον Πάμπλο Ντελόρο, σέ συλλαμβάνω και μέ πολύ μεγαλύτερη χαρά και ικαη/οποίησι! Ό Ζορρό στριφογυρίζει τά ιμάτια ιμέ απελπισία, κοι τάζοντας πάντα προς την πλευρά πού έχει χαθη εκεί νος ό άποκροοστικός κακούρ γος, ό Κσυκαράτσα, πού ό Περέθ επιμένει νά τον άγναη. — "Ωστε κατά τη γνώμη σου, πίθηκε μοσγγιρίζει οργι σμένος πάντοτε, είμαι χειρό τερος και πιο επικίνδυνος α πό τον Κσυκαράτσα και προ τιμάς νά συλλαβής εμένα πα ρά αυτόν; Τού Περέθ τά όλοστρόγχο λα ιμάτια γυαλίζουν θριαμ βευτικά. — Ό Κσυκαράτσα είναι ένα μεγάλο παλιοτόμαρο, μ ίο σμιγό!, λέει ιμέ απάθεια πού δα «μανίζει τον Ζορρό της Ζούγκλας. Συμβαίνουν όμως δυο πράγματα που θά σοΰ
ϊ τά έξηγήσω πριν σου βγάλω τή μάσκα, γιά^νά^δώ τό προ σωπό σου, πού είμαι σίγου ρος ότι θά είναι πολύ... γοη τευτικό καί συμπαθητικό! Πρώτον καί κύριον, εκείνος δέν θά ιμοΰ ξεφύγη, όπου νά πάη! 3'Ετσι καί βγω μέ τούς άντρες ΐμου στη ζούγκλα, θά τον μαγκώσω μέσα σέ μιά (μέρα! 3Εσύ άν μού ξεφύγης τώρα, μπορεί νά κάνω κι3 έ να χρόνο πάλι νά σέ ξαναβρώ!... Καταλαβαίνεις ότι αυτό δέν μέ συμφέρει!... Ε σένα· προσπαθώ νά σέ βάλω στο χέρι εδώ καί πάρα πολύν καιρό!... Ο! ανώτεροι μου έχουν αρχίσει νά μέ κυττάζουν στραβά κάθε φορά πού τούς λέω ότι δέν μπόρε σα νά σέ συλλάβω γιά τον ένα η γιά τον άλλον λόγο καί οί συνάδελφοί μου μέ κοροϊ δεύουν μέ τις ματιές τους καί μέ μερικά υπονοούμενα, πά ντοτε όταν άναφέρεται μποο στά μας τ3 όνομά σου!... "Ολ3 αυτά θά τελειώσουν σή μερα! Μέ αντιλαμβάνεσαι;.. Γιά τον Κσυκαράτσα κανείς δέν θά πή κουβέντα καί κα νείς δέν θά μέ κυττάξη στρα βά. Μόλις πριν πέντε λεπτά -έλαβα τό σήμα πώς βρίσκε ται μέσα σ3 αυτή τη ζούγκλα. Κανείς άστυνόμος στον κόσμο δέν συλλαμβάνει τούς καταζητουμένους, πέντε λεπτά με τά τη λήψι τού σήματος!.... Μ3 εννόησες, μ ίο άμίγο; Ό Ζορρό τής Ζούγκλας κουνάει θλιμμένα τό κεφάλι
τοο. "Εχει καταλάβει καί ηολυ
καλά δτι ό Περέθ έχει τόσο -μεγάλο (μεράκι νά τον συλλα βή έίτί τέλους, ττού τίττοτ* άλλο δεν -είναι δυνατόν νά τον ένδιαφέρη περισσότερο. Ρίχνει άλλη μιά τελευταία ματιά λοι,ττόν προς το -μέρος πού χάθηκε ό αιμοβόρος Κου καράτσα και αποφασίζει κι* αυτός δτι πρέπει νά τον ξεγράψη προς το παρόν και νά κυττάξη πόας θά καταφέρη πάλι νά ξεφύγη του Περέθ. Ή δουλειά τή φορά ετού τη δεν είναι καθόλου εύκολη. . Μέ ένα κυκλικό βλέμμα πού ρίχνει στη ζούγκλα ολόγυρά του, βλέπει μέ μια ανατριχί λα δτι είναι -μάλλον αδύνατον νά πετύχη κάτι τέτοιο.
Τί κνττάτε,
01 Αστυνομικοί του ΓΊ&ρέθ
Ιχόυν δλσι στραμμένα τά δ-· πλα τους έναντίον του καί βρίσκονται σε διάφορες απο στάσεις, άπό κοντά του, έτσι πού στην παραμικρή κίνησι πού θά επιχείρηση, είναι κα ταδικασμένος νά πέση κάτω, κόσκινο άπό τί-ς σφαίρες τους. , .. Ό Περέθ καταλαβαίνει τί ιδέες περνάνε οστό τό ιμυοαλό του. ^ λ Τά μάτια τού παχύσαρκου αστυνόμου γυαλίζουν θριαμ βευτικά καί κοροϊδευτικά μαζί. Γλεντάει »μέ την αμηχανία καί την Ανησυχία τού Ζορρό. Για πρώτη φορά κΓ έκεΐ-
ξόανα; -και δέν κάνετε αυτό πού σάς λέει;
ΐΗί ζβΥΓ^ΑΑί
9
Μέ μια γροθιά ανάμεσα στα μάτια στέλνει τον Κσυκαράτσα...;
νος βρίσκεται σέ μια τόαο πλεονεκτική Θέσι, ττού νά μπορή νά διασκεδάζη μέ τον τρομερό του αντίπαλο. "Αν δοκόμα δεν έχει άηΧώ σει τό χέρι του γιά να του βγάλη την -περίφημη χρυσή .μάσκα/ είναι επειδή τις στιγιμές αυτές τις χαίρεται δσο δεν χάρηκε ποτέ τίττοτ’ άλ λο. — Λοιπόν; λέει σαρκαστι κά μ5 ένα πλατύ χαμόγελο πού άρχιζει από τό ένα του αυτί και τελειώνει στο άλλο. Λοιπόν,, μ ί ο άμίγο; Πώς τη βλέπεις την κατάστασι; Σέ περιμένουμε νά κάνης την άΐτόπειρά σου γιά νά ςεψύγης.
Έσύ ξέρεις τό κόλπο! Θά πιαστής από ένα φυτικό σχοι νι και θά γίνης αεροπλάνο! Γιατι δέν τό δοκιμάζεις; Τό δοκίμασες καί άλλοτε ιμέ επι τυχία! ... Ό Ζορρό τής Ζούγκλας προσποιείται ότι τον έχει πά ρει τό παράπονο και αυτό τό κάνει για νά κερδίοη καιρό κουβεντιάζοντας μέ τον Περέθ,^ μήπως στο μεταξύ κατεβάση καμμιά καλύτερη Ι δέα. —■ Περέθ,^ του λέει του α στυνόμου, νά τό ξέρης δτι δεν εισ* εντάξει! Σύμφωνοι! Κέρδισες τό παιχνίδι! Μ1 έπιασες! Δεν μπορώ νά σοΰ
ξεφύγω ιτιά και το βλέπω κι* έγώ όλσκά&σρα όπως τό βλέ πεις (κι* εσύ!... Δεν πρέπει ό μως να κοροϊδεύης μ3 αυτόν τον τρόττο και να μιέ ειρωνεύ εσαι! Κι* αν είμαι εκτός Νό μου, μην ξεχνάς πόσες φορές σ’ έχω βοηθήσει, να βάλης στο χέρι παλιοτόμαρα, πού μόνος σου δεν θά τά κατάφερνες ποτέ! Ό Περέθ... συγκινεΐται και μοιάζει σαν αισθηματικό πα χύδερμο. — Δίκιο έχεις!, αναγνω ρίζει άντρίικια. Κι3 έβγαλες κι·5 άπό τη μέση άλλα πσλιόμουτρα πού για μένα θά ήταν ττολύ .μεγάλος μπελάς, αλλά βλέπεις δεν είσαι ό Νόμος ε σύ γιά νά έχης τό δικαίωμα νά σιικάζης καί ,νά καταδιικάζης μόνος σου και γι5 αυτό πρέπει νά τιμωρηθής γι3 αυ τούς τούς ανθρώπους πού σκό τωσες έστω κι* άν έγώ σου τό χρωστάω ύποχρέωσι! "Ο ταν θά σ,έ κρεμάσουν καί σέ θάψουνε, θά σου φέρνω τα χτικά στον τάφο σου λουλού δια! Είσ* ευχαριστημένος, μίο άμίγο; -—- Καταμσγεμένος!, ανα στενάζει ό Ζορρό τής Ζού γκλας, πού τού κάκου όλη αυ τή την ώρα προσπαθεί νά έφεύρη έναν τρόπο νά ξεφύγη άπό την τρομερά δύσκολη θέσι πού βρίσκεται. Κι* ό Περέθ πού ό θρίαμ βός του δέν περί γράφεται/ κά νει κι* .άλλες έξομολογήσεις στον αιώνιο άντίπαλό του: -— Πού λές, μίο άμίγο κι*
σέ συμπαθούσα πάντοτε
πάρα πολύ; γιατί πάντοτε έπ ίσης πίστευα πώς ήσουν ό Δον ΓΙάμπλο! — Μά πώς σου πέρασε τέ τσια ιδέα; — Νά: "Ανθρωποι είμα στε, κάνουμε όλοι λάθη! Με τά άπό πολλά καί πολλά εί χα καταλήξει σ3 αυτό τό σιΑ υπέρασμα!... — Μά είναι πάρα πολύ χοντρό! Μου φαίνεται μάλι στα πώς μέ προσβάλεις κιό λας ! —Σέ προσβάλω; Καί για τί; 3Ίσα - ίσα πού ό Αόν ,Πάμπλο αυτός είναι πολύ έντιμος καί καλός άνθρωπος, πού έχει σκορπίσει ολόκλη ρες περιουσίες γιά τούς φτωχούς καί τούς δυστυχισμένους τού τόπου! — Δέν θέλω νά πώ αυτό. — 3 Αλλά; — Νά: Έχω ακούσει πώς είναι λιγάκι μαλθακός! Κα θόλου ζωηρός δηλαδή καί.,, πώς νά τό πώ: Νά: Δεν μοιά ζει γιά παλληκάρι καί άφο βος μπροστά στον θάνατο ό πως είμ3 έγώ! Κάθε άλλο μά λίστα! — Σ3 αυτό έχεις δίκιο!, παραδέχεται άντρίικια κι* ό Περέθ. Μά νόμιζα ότι τό έκα νε ακριβώς γιά κόλπο. "Ωστε έχεις ακουστά γιά τον Δον Πάμπλο^ ε; , — Οϋ! Καί ποιος δέν τον ξέρει;^Μάλιστα μια φορά τον έχω δ ή καί σ* ένα χορό!... ^— Τί μού λές! Τί μού λές! "Ωστε είσαι κι* εσύ τής άριστοκρατίας μας γιά νά πη
γαίνης στις φιέστες!.,.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ — Καλά τώρα! Μου φαί νεται είναι φανερό πώς τρέ χει γαλάζιο αΐμα στις φλέβες μου!... Λοιπόν πού λές_, σ3 ε κείνον τον χορό, διαρκώς κου τσαμπολεύαμε με τις σενιορίτες αυτόν τον Δον Πάμπλο Καί διαρκώς κ,ρυφόγελα πί σω από την πλάτη του!... — "Επρεπε νάμουν εγώ έκεΐ πέρα καί θά τούς έβαζα στη θέσι τους όλους καί όλες πού έλεγαν αύπά τα λόγια καί κ ρ υφογελ ο υσαν έτσι!, μουγγρίΐζει ό Περέθ κατακόκκινος άπό θυμό. Μακάρι νά ήταν όλοι σαν τον Δον Πά μπλο Ντελόρο! Κανείς στην Άθιέντα ντέλ Σολ δεν είνα< άξιος νά παραβληθή μαζί του σέ τίποτα! Έγώ θά ήμουν ευτυχής άν μπορούσα νά τον κάνω καί γαμπρό μου, δίνοντάς του τη μονάκριβη κόρη μου! Ό Ζορ,ρό τής Ζούγκλας χα μογελάει κάτω άπό τη χρυσή μάσκα του. < — Φαντάζομαι, λέει σοβα ρά υστέρα, πώς κΓ έκεΐνος δεν θάλεγε όχι, γιά νά παντρευτή αυτή τήν υπέροχη καλλονή, τή σενιορίτα Ροζίτα!... Του Περέθ τά ολοστρόγ γυλα μάτια πετιώνται έξω ά πό τίς κόγχες τους, τόσο πο λύ πού παραλίγο νά του πέ σουν στο χώμα. -—■ “έρεις καί τήν Θυγατέ ρα μου; μουγγρίζει κατάπλη κτος. Μά ποιος δαίμονας εί σαι λοιπόν; Αδύνατον νά τό βάλη ό νους μου! ΚΓ αφού δεν μπορώ νά τό βρω μόνος
9 μου, Θά σου βγάλω τή μάσκα καί θά τό μάθω! Τί τό απλού στερο; Δεν εΐν* έτσι; —Βέβαια!, του λέει ό Ζορρό άτάραχος. Στο χέρι σου δεν είμαι; Ό Περέθ κοντοστέκεται. Ή άπάθεια του αιώνιου έχθρου του, του κάνει τρομε ρή έντάπωσι. ιΠερίμενε νά τον δή περισ σότερο συγκινημένο .τή στι γμή πού θά του αποκάλυπτε τό πρόσωπο. Μπορούμε νά πούμε ότι τον τρομάζει κιόλας κάπως ή ψυχραιμία αυτή του Ζορρό, τήν κρίσιμη* αυτή στιγμή. Μήπως έχει τίποτα στον νοΟ του; Μήπως κανένα τρελλό, α πίθανο κόλπο πάλι, σαν τά τόσα καί τόσα πού του έχει κάνει καί μέ τά όποια του έ χει ξεφύγει ώς τώρα σ’ ένα σωρό άλλες παρόμοιες ή σχε δον παρόμοιες περιπτώσεις; 5Αλλά τί κόλπο μπορεί νάχη σχεδιάσει; Νά τον άρπάξη καί νά τον βάλη μπροστά του σάν άσπί δα, άπειλώντας τούς άντρες του μέ τή ζωή του —όπως έ κανε κάποτε άλλοτε— δεν είναι δυνατόν, γιατί τώρα οί άστυφύλακες βρίσκονται γύ ρω - γύρω. ^ Ό Π ερέθ τό βλέπ ε ι κ αθαρά πώς ό άντίπαλός ταυ βρί σκεται στήν άπόλυτη δικαιο δοσία του. ΚΓ όμως έχει ...τράκ! Ή συγκίνησίς του καθώς άπλώνει τό χέρι του προς τό μέρος τής μάσκας του Ζορρό
ΖΟΡΡΟ
10 τής Ζούγκλας, είναι καταφα νής... Ο .μασκοφάρος Εκδικητής στέκεται εντελώς ακίνητος μέ τό πρόσωπο ψυχρό σαν πάγο... Τό χέρι τού Περέθ ζυγώ νει ακόμα περισσότερο τή μά σκα των νικάς... Θρόμβοι κρύου ιδρώτα κά νουν την έμφάνισί' τους στο χοντρό πρόσωπο του αστυ νόμου. Οί άστυφύλαικες κι*- αυτοί κρατούν την αναπνοή τους, γιά να υπερασπίσουν τον άρ χηγό τους στην παραμικρή ύποπτη κίνησι του εχθρού. Φυσικά ό Περέθ γιά νά φγάλη τή μάσκα του Ζορρό,
έχει άναγκσστή νά βάλη στη θήκη του τό ένα από τά δυο του πιστόλια. Στή ζούγκλα αυτή τή στι γμή επικρατεί ιερή σιωπή. Κανείς δεν λέει λέξι. Οι άντρες του Περέθ κρατάνε καί τήν αναπνοή τους. Και τά πουλιά έχουν... πά ψει νά κελαϊδάνε! Καί ένώ^ όλοι περιμένουν ότι ασφαλώς ό Ζορρό τής Ζούγκλας, κάποια κίνησι θά κάνη τήν ώρα πού 6 χοντρά άστυνόμος θά έπιχειρή^ νά του άφαιρέση τή χρυσή μά σκα, τήν κίνησι αυτή τήν κά νη... ό ϊδιος ό Περέθ! Και τί κίνησι! ! -αφνικά βγάζει μιά παρά-
— Τί κάνεις εκεί, μωρή;
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
— Μην κάνης τέτοια βλακεία, ηλίθιε! ’Άν τό κόψης Θά πέσω καί θά τσακιστώ!
ξένη κραυγή σαν κρώξιρο πουλιού αητό τό λαρύγγι του καί -μετά, σαν... πραγματικό πουλί, σηκώνει ψηλά τό χέ ρι με τό οποίο θά έβγαζε τη μάσκα του αντιπάλου του και αρχίζει νά... ανυψώνεται κάθετα στον αέρα! Μπροστά σ’ αυτό τό θαύ μα όλων τά ,μάτια γουρλώ νουν και γεμίζουν έκπληξι και δέος. Οί αστυφύλακες πού άν έκανε τίποτα παρόμοιο ό Ζορρό θά τον γέμιζαν σφαί ρες, τον αφεντικό τους δεν σκέ πτονται νά τον πυροβολή σουν αλλά καί δεν μπορούν νά φανταστούν τί πρέπει νά
κάνουν γιά νά τού δώσουν μια βοήθεια. ΚΓ ό Περέθ πάει καί πάει ψηλά καί φτάνει καμμιά εικο σαριά μέτρα πάνω από τον φλοιό τής γης, όπου... στα ματάει. Σταματάει δυο «μέτρα πα ρακάτω άπό τό φουντωμένο κλαδί τού πελώριου αιωνό βιου δέντρου πού βρίσκεται εκεί. Καί τότε παρατηρούν όλοι ότι- ό αστυνόμος κρέμεται σάν ώριμο φρούτο, άπό τό χέρι του, που είναι δεμένο ιμέ μια θηλιά άπό τον καρπό! Καί πριν κάνεις εννοήσει τη συμβαίνει κΓ απάνω στη
12 δεύτερη άγριοφωνάρα του Περέθ πού τάση ώρα πού α νέβαινε, τού είχε κοπή ή λα λιά άπό την τρομάρα του, τά πυκνά φύλλα πάνω άκριβώς άττό τό κεφάλι του αστυνό μου, στο κλαδί του δέντρου παραμερίζουν καί κάνει· την έμφάνισί της για μια στιγμή ή μορφή του Έλ Ρέϋ! ... Δυο πυροβολισμοί αντη χούν τότε καί σκίζουν τή γα λήνη τής ζούγκλας σαν μα χαιριές. Τά βόλια βουίζουν σάν άΥρισμέλισσες γύρω άπό τό κεφάλι τού Κυρίου τής Ζού γκλας. Τό κεφάλι του εξαφανίζε ται! καί πάλι· μέσα στις φυλ λωσιές. Ό Περέθ ουρλιάζει γιά τρίτη φορά πολύ δυνατότε ρα άπό τις άλλες δυο# καθώς άρχίζει πιά καί νά πονάη καί καθώς βλέπει τήν αστραφτε ρή, άτσαλένιά λεπίδα ,ένός μαχαιριού, νά πλησιάζη τό σχοινί απ’ όπου κρέμεται ο λόκληρος. Ή λεπίδα^ ωστόσο δεν κό βει τό σχοινί'. Μόνο άκούγεται ή άγρια φωνή τού ^'Ελ Ρέϋ, πού εί ναι κρυμμένος πάντα μέσα στά φυλλώματα καί κρατάει τό μαχαίρι στο ^χέρι του: — "Αν πάλι πυροβολήσης " Ελ Ρ έϋ κόψε ι σχο ινί!... — Μή κάνεις τέτοια βλα κεία, ήλίιθιε!, σκούζει ασπρί ζοντας ό Περέθ. "Αν τό κό ψης θά... πέσω καί θά τσακι στώ ! “Ένα γέλιο άκούγεται μέσ’
άπό τά πράσινα φύλλα. — "Ελ Ρέϋ δεν είχε σκεφτή τέτοια πράγματα !, λέει ό βασιλιάς τής ζούγκλας. Περέθ φωνάζει ανθρώπους του μή ρίξουν, γιατί εγώ κό ψει σχοινί! Ό χάντρο - αστυνόμος υ ποφέρει τρομερά, καθώς τό μεγάλο βάρος τού κορμιού του κάνει τό σχοινί νά χώνε ται βαθειά ώς τό κόκκαλο τού καρπού του. Μέ υπεράνθρωπες προσπά θείες καταφέρνει καί σηκώνει καί τό δεύτερο χέρι του καί πιάνεται καί μ3 αυτό άπό τό σχϋι,νί'. Ανακουφίζεται κάπως. Γυρίζει, προς τά^κάτω καί ξεφωνίζει μέ τό μούτρο κατακόκκινο άπό τον θυμό: — Μήν ξαναπυροβολήση κανένας ήλίθιος καί μέ γκρεμοτσακίση άπό δω πάνω τού τος ό σατανάς, γιατί ύστερα θάχετε νά κάνετε μαζί μου βλάκες! Ό Πάντσσ τά κατάφερε
π
Ρ IΝ προχωρήσουμε όμως παρακάτω στη δραμα τική συνέχεια αύτής τής εκ πληκτικής σκηνής, δεν πρέ πει νά καταλάβουμε πώς βρέ θηικε σάν άπό μηχανής θεός ό^Έλ Ρέϋ/ πάνω σ’ εκείνο τό δέντρο καί πάνω άπό τό κε φάλι του Ζορρό τής Ζού γκλας, ώστε νά μπορέση νά έπέμβη άκριβώς στην κρισι μότερη γΓ αυτόν στιγμή;
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ * Ασφαλώς ναι... Λοιπόν τον "Έλ Ρέϋ^ τον έχουμε αφήσει λίγο πιο μακρ,υά από εκείνο το μέρος, στη χώρα του Άτάκ Όάννα, πού έγινε πραγματικό ,μακελ λειό για τή διαδοχή τής θέσε ώς του ώς άρχιερέως, ανάμε σα στους χυτούς του, μέ υ παίτιο φυσικά τον μικρότερο, τον Χήθ Όάννα, μέ τά άπταί σια , κ ακ ούργα έναπ ικτα... Ό *Έλ Ρέϋ, δεμένος ακό μα χειροπόδαρα, είχε σώσει τή ζωή τής Νάγιας μέ τό Βέ λο, τήν ώρα πού θά τήιν απο κεφάλιζε ό Χήθ, παίρνοντας μια βουτιά καί χτυπώντας τον δολοφόνο στήν κοιλιά μέ τό κεφάλι του. 5Από τότε όμως έχει μείνει κάτω στο έδαφος, άφου εξα κολουθεί νάναι δεμένος. Δεν θά είχε γλυτώσει κι* αυτός τον θάνατο από τους άλλους εξαγριωμένους ιερείς, αν τήν ύστατη στιγμή ό Όντι Όάννα δέν χτυπούσε μ" ένα ρόπαλο τον αΐμοβόρο α δερφό του και δέν πρόσταζε δλους τούς ιερείς νά μείνουν ακίνητοι. "Αμέσως λοιπόν ό Όντι Όάννα, διατάζει νά λύσουν τον "'Ελ Ρέϋ καί τή Νάγια μέ τό Βέλο. Ό νέος αρχιερέας των πι στών τού Θεού Ήλιου, άφαιρεΐ από τό κεφάλι τού αναί σθητου αδερφού του ^τή χρυ σή περικεφαλαία τού άρχιερέως και τή φοράει αυτός. Ύστερα χωρίς νά πή τίπο τα, κάνει μόνο μιά αυστηρή χειρονομία, δείχνοντας μέ τό
13 δάχτυλο τον Χήθ Όάννα, πού βρίσκεται ακόμα πεσμένος κάτω, μπροστά στά πόδια του. Σέ μιά στιγμή οι Ιερείς πιάνουν τον Χήθ και τον δέ νουν χειροπόδαρα, έτσι που δταν συνέλθη δέν θά μπορή ούτε νά σαλέψη. Οταν τελειώνει κΓ αυτό, ό "Όντι· δείχνει πάλι, μέ τον ί διο τρόπο και τέσσερις άλ λους ανάμεσα στους ιερείς, πού τούς γνωρίζει καλά πώς είναι οί πιστοί φίλοι τού Α δερφοί) του, αυτοί πού ύπακί νηισαν ολόκληρη εκείνη τήν ανταρσία μαζί μέ τον Χήθ. Οί τελευταίοι αυτοί πού δέν είναι αναίσθητοι όπως ό άρχηγός τους, προσπαθούν νά ξε φύγουν άλλά δέν τά κα ταφέρνουν. Οι τρεις είναι κοντά καί σι υπόλοιποι συνάδελφοί τους πέφτουν επάνω τους σάν λύ κοι καί τούς αρπάζουν. Ό τέταρτος πού είναι κά πως ξέμακρα πάει, νά τό βάλη στήν τρεχάλα άλλά ό Πάντσο Γίγαντας πού στέκεται παράμερα μαζί μέ τον *Έλ Ρέϋ καί τήν Νάγια μέ τό Βέ λο, πετιέται καί τού βάζει... μιά τρικλοποδιά! “Ώσπου νά ξανασηκωθή ό ίνδιάνος, οί άλλοι τον έχουν αρπάξει κΓ αυτόν καί τον δέ νουν μέ άστραπισϋα ταχύτη τα. Τότε ό Όντι Όάννα προ χωρεί μέ επίσημο βήμα προς τούς τρεΐς ξένους πού βρί σκονται μαζεμένοι σ" ένα μέ ρος, υπό τήν Ιπιτήρησι των
14
ζ ο ρρο
Ινδιάνων ιερέων. Στέκει μπροστά τους. Τούς κυττάζει γιά λίγο α μίλητος μέσα από τις ολό χρυσες τρύπες τής περικεφα λαίας τους. "Υστερα λέει μέ φωνή δυ νατή και επίσημη: — "Οσοι ξένοι έρχονται σ’ αυτόν τον τόπο και μαθαί νουν τό μυστικό του ναού του 4 Ηλ ίου π εθαίνουν!... Ό Έλ Ρέϋ ασυναίσθητα κάνει μια κίνησι. άνησυχίας και τά ματάκια του Πάντσου Γίγαντα, πού έχοντας φάει τον «καρπό τής γένναιότητος» έχει γίνει δεύτερος Ήρακλ ή ς, γουρλώναυν. "Ομως ό 'Όντι Όάννα κά
νει μια καθησυχαστική κίνησι μέ τό χέρι του... ^— Ό 'Έλ Ρέϋ, φωνάζει πάλι μέ τήν Τδια δυνατή φω νή, έχει αποκτήσει από τον πατέρα του τον 'Ατάκ Όάν να τό δικαίωμα νά έρχεται και νά φεύγη σποτε θέλει, γιατί ό *Έλ Ρέϋ ήταν ό γεν ναιότερος άνθρωπος πού πά τησε στήν περιοχή μας καί μεγάλωσε ανάμεσα μας καί δεν θά προδώση ποτέ τήν ϋπαρξι του ναού μας!... Ό Πάντσο Γίγαντας γυρί ζει καί λέει στή Νάγια πού στέκει δίπλα του, μέ τήν τσι ριχτή φωνή του: —Ό ψηλός πέρασε στις εξετάσεις! Εμείς νά δούμε
Χέρια απλώνονται άπ’ όλες τις μεριές.,,,
15
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Που πας; ουρλιάζει άγρια ό Περέθ.
τί θά κάνουμε τώρα!... "Αν ξερής τό μάθημα... θά μ’ άφήσης ν5 αντιγράψω; Ωστόσο ή πανώρια κοπέλλα δεν προφταίνει ν’ άπταντήση στη βλακεία του Πάιντσο. Ό Όντι Όάννα ξαναιλέει: — Κανείς όμως από τούς τρεις ξένους μας δεν θά πεθάνη, γιατί καί οί τρεις μάς βοήθησαν νά νικήσουμε τον έπαναστάτη καί επίορκο άπέναντι στον πατέρα του, Χήθ Όάννα!..; Χρωστάμε ευγνωμοσύνη καί στους τρεΐς καί δεν μπορούμε νά ξεπλη ρώσουμε την ευγνωμοσύνη μας μέ θάνοττο!... —Πολύ σωστά!, λέει συμ ψωνώντας ΓίγαΤ ϋ 6 Πάιντσο £
ντας, προς το μέρος πάντοτε τή ς Ν άγι ας μ έ τό Βέλο. Δεν μου λες, αλήθεια, γόησσα, πού θά βρούμε την όοδερφούλα σου πού λέγαμε; Γιατί θαρρώ πώς έφτασα πια σε ήλι.κία νά παντρευτώ! Ή Νάγια δμως δεν του α παντάει, γιατί ό Όντι Όάν να κυτ τάζει τώρα προς τό μέρος τους καί ^ ιδιαίτερα προς τό μέρος του Πάντσο. —"Όπως ο πατέρας μου όταν ήταν αρχιερέας, λέει, έ δωσε στον "Ελ Ρέϋ τό δικαίω μα νά έρχεται έλεύθερα δποτε θέλει στη μυστική χώρα μας, έτσι κι* εγώ τώρα πού είμαι αρχιερέας τού θεού Ή λιου, θά δώσω αυτό τό δκκαί-
16 οαμα στον ηρώα αυτόν! Ό Όντι δείχνει μέ μια με γαλόπρεπη κίνησι τον Πάν τσο, άττλώνοντας τό χέρι μέ τεντωμένο τό δάχΤυιλο προς τό μέρος του. Ό Πάντσο Γίγαντας ξα φνιάζεται .καί γυιρίζει και κυτ τάζει, πίσω του. — Για ποιόν ηρώα λέει, καλέ; τσιρίζει·. Λεν είν’ εδώ! Θά... κρύφτηκε! Ό Όντι Όάννα χαμογε λάει κάτω οστό την περικεφα λαία του, πράγμα δηλαδή που κανείς ποτέ δεν θά τό μά θη, αφού κάνεις δέν τό είδε. — Εσένα λέω, ,μακροσκο πικέ γίγαντα!, κάνει στον Πάντσο, γεμάτος θαυμασμό για την παλληκαριά του. — Ποιόν, εμένα; τσιρίζει αυτός σαν άπόπληκτος. — Ναι... Πώς είναι τ’ όνο μά σου; — Π άντ σ ο Γ ί γαντας!... Τριαντατρία κιλά! — Λοιπόν σ’ εσένα, Πάν τσο Γίγαντα, εγώ ό Όντι Ό άννα, άρχιερεύς του θεού Ήλάου, δίνω τό δικαίωμα να έρχεσαι ελεύθερα στον μυστι κό ναό μας, δποτε θέλεις! — Δέν πρόκειται νά ξανάρβω!, του άπαντάει ό Πάν τσο μέ ειλικρίνεια. Τουλάχι στον όσο νά... φτιάξετε τούς δρόμους δέν θά μέ*ξαναδήτε! Φουσκαλιάσανε τά ποδαράκια μου! Ό Όντι Όάννα χαμογε λάει για δεύτερη φορά/ πρά γμα πού ίσως δέν ξανασυνέβη ουδέποτε στην ιστορία σέ άλλον ίνδιάνο ιερέα.
ΖΟΡΡΟ Ξαναλέει: — Όπως ό πατέρας μου ονόμασε τον ’Έλ Ρέϋ τον γεν ναιότερο άνδρα πού έφθασε ποτέ στη γη του Ήλιου, έτσι κΓ εγώ ονομάζω τον Πάντσο Γίγαντα, ακόμα γενναιότερον! Ό Πάντσο χοροπηδάει και τά ματάκια του αστράφτουν από χαρά και περηφάνεια. — Νέο ρεκόρ!, τσιρίζει πανευ'τυχής. Τό προηγούμε νο κατείχε ό 'Έλ Ρέϋ από τό.. 1810! — Όσο γιά τη λευκή κό ρη, λέει ό Όντι Όάννα, άπευθυνόμενος προς τή Νάγια μέ τό Βέλο, θά τήν άφήσω ε λεύθερη, άν ύποσχεθή πώς δέν θά μιλήση σέ κανέναν πο τέ, γιά τό μυστικό του ναού του Ήλιου! — Κάτι τρέχει- στά γύφτι κα!, τσιρίζει ό Πάντσο Γί γαντας χασκογελώντας. Καί ή Εϋα είχε ύποσχεθή νά μή φάη μήλο αλλά... δέν έφτυσε ούτε τά κουκούτσια! Πού άκούστηκε γυναίκα νά κρατάη τό λόγο της; Ευτυχώς δλ5 αυτά ό Πάν τσο τάχει φωνάξει στά ίσπα νικά, πού ό Όντι Όάννα δέν τά καταλαβαίνει κι* έτσι δέν τον βάζει σέ σοβαρές σκέ ψεις, όπως θά ήταν δυνατόν νά γίνη..^ Ή κοπέλλα γυρίζει καί τού λέει μέ φωνή σφυριχτή σαν τού φιδιού: —Καί θές καί νά... σέ παν τρέψω μέ τήν άδερφή μου, πα λιάνθρωπε, έ; — Ό, Μαντόνα μία! Τ$
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! εΐχα ξεχάσει!, τσιρίζει άπαιρηγόριγτος ό Πάντσο Γίγα ντας. Μετά λοιπόν άτττ5 δλ3 αυτά τά συνταρακτικά γεγονότα, ό 'Όντι Όάννα θέλει νά διορ γάνωση μιά μεγάλη γιορτή προς τιμήν των φίλων του. Αυτοί οι τελευταίοι όμως καί οι τρεις βιάζονται νά φύ γουν, γιατί ό καθένας έχει τούς λόγους του. Σέ λίγα λεπτά τής ώρας λοιπόν, δυο αποστολές ξεκι νούν άπό τον ναό τού θεού Ήλιου. Ή μιά είναι οι τρεις ήρωές μας. Ή άλλη πιο πολυάριθμη, σΠΓΟτελείται άπό τούς αίχμα λώτους τού Όντι —τον άδερ ψό του Χή'Θ Όάννα καί τούς τέσσερις φίλους του— μαζί μέ δέκα ιερείς πιστούς στον Άτάκ Όάννα καί στον πρω τότοκον γυιό του, πού τούς συνοδεύουν. Ό Όντι Όάννα δεν θέλει νά χύση αδελφικό αίμα. Δεν καταδικάζει σέ θάνα το τον Χήθ καί τούς δικούς του , όπως θά έπρεπε, άλλά τούς στέλνει εξορία, σ’ έναν πολύ μακρυνό τόπο πού θά τούς οδηγήσουν οι άλλοι ιε ρείς πού τούς συνοδεύουν καί θά τούς ιάφήσουν έκεΐ.,. Φυσικά έμεΐς θά παρακο λουθήσουμε τούς τρεΐς ήρωες μας. Ό Έλ Ρέϋ πού ξέρει, κα λύτερα απ’ δλους τον δρόμο, πηγαίνει μπροστά. Ή Νάγια κΓ ό Πάντσο τόν Ακολουθούν περπατώντας ό
σο γρηγορωτερα μπορούν για νά φτάσουν τόν γιγαντόσωμο βασιλιά τής ζούγκλας μέ τις πελώριες δρασκελιές του. Έκεΐνο πού κάνει έντύπωσι στή Νάγια —ή οποία ά πό την πρώτη στιγμή πού ξε κίνησαν είχε ανησυχήσει— είναι πώς ό *Έλ Ρέϋ ούτε γυ ρίζει νά την κ,υττάξη,^ένώ την τελευταία φορά πού είχαν συναντηθή, ήθελε νά την πάρη γυναίκα του καί μάλιστα διά τής βίας! Δέν μπορεί νά ξερή ή πα νώρια κοπέλλα τί! τρομερή πά λη γίνεται μέσα στην καρδιά τού λευκού γίγαντα... Καί ό 3'Ελ Ρέϋ βαδίζει όλο ένα καί πιο γρήγορα. Ή Νάγια για νά απασχό ληση αλλού τό μυαλό της, ρωτάει τόν Πάντσο Γίγαντα πού βαδίζει πλάϊ της: — Έσύ, φτωχέ μου Πάν τσο, πώς βρέθηκες μές στη ζούγκλα ολομόναχος; Ό Πάντσο όμως πού είναι φοβερά άγίριος καί... γενναί ος, δυσαρεστεΤται μέ τόν τρό πο της. — Δέν είμαι καθόλου φτω χός, γόησσα!, τής λέει μέ στόμφο. Έγώ είμαι ό πιο ήρωας άντρας ποϋχει περάσει ποτέ άπ3 αυτές τις ζούγκλες. Δέν άκουσες πού κατέρριψα τό ρεκόρ τού 'Έλ Ρέϋ; — Τό ακόυσα καί σέ συγ χαίρω για την παλληκαριά σου πού την είδα καί μέ τά μάτια μου!, λέει ή Νάγια πού τόν κυττάζει πραγματι κά μέ θαυμασμό καθώς θυμά ται πώς όρμοϋσε 6 άνεκδιήγη
ϊΰΡΡό
Ανοίγει άξαφνα τά μάτια του
και κερώνει...
τος νάνος σαν σίφουνας, ε ναντίον των γιγαντόσωμων Ιν διάνων Ιερέων -και σκόρπιζε τον όλεθρο ανάμεσα τους. — Μερσί!, .αποκρίνεται ό Πάντσο γεμάτος αξιοπρέ πεια. — 'Αλλά δεν μου είπες ωστόσο τί βγήκες νά κάνης στη ζούγκλα!, τον ξαναρωτάει μ' επιμονή ή Νάγια, άφοϋ κΓ αυτή με τη σειρά της Θέλει νά μάθη για τον Ζορρο, πού κινδυνεύει από τον πατέ ρα της τον ΓΤερέθ. — Βγήκα για μια δουλειά, τής αποκρίνεται αόριστα ό Πάντσο Γίγαντας. — Τί δούλειά; Ό νάνος την κυττάζει καταγσνακτισ μένος. —Πές μου μια γυναίκα πού νά μην είναι περίεργη!, τσι ρίζει ενοχλημένος από την έρώτησι. Λοιπόν βγήκα γιά νά κάνω έξυπηρέτησι τού... Ζαρροϋ! Ευχαριστήθηκες τώΡσ' — Έξυπηρέτησι; Τί έξυπηρέτησι; Ό Πάντσο πάει νά σκάση. — Τον ακόυσα πού έλεγε πώς έπρεπε οπωσδήποτε νά συνάντηση τον 'Έλ Ρέϋ καί βγήκα νά του τον βρω καί νά του τον φέρω! Αυτό 5ναι ό λο! Τί κατάλαβες πού τάμαθες; ' Ή Νάγια μέ τό Βέλο γουμ λώνει τά όμορφα μάτια της, άφου ξέρει πώς ό Ζορρο καί ό Έλ Ρέϋ πρέπει· νά μισού νται θανάσιμα... Αλλά δεν προλαβαίνει νά ρωίτήση τίποτα ή πανώρια
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ καπέλλα, γιατί ό γιγαντόσω μος βασιλιάς τής ζούγκλας πού πηγαίνει μπροστά, έχει κΓ εκείνος ακούσει» τά λόγια πού φώναξε ό Πάντσο Γίγα ντας καί σταματάει, άπότα μα, σαν να τον χτύπησε κε ραυνός. 'Γορίιζει προς τά πίσω καί καρφώνει τον Πάντσο μέ τό βλέμμα. — Τί είπες; γρυλλίζει καί ή φωνή του τρέμει από ταρα χή καί ανυπομονησία. Πώς ό Ζαρρό τής Ζούγκλας γύρευε εμένα; — "Ετσι είπα... συνάδελ φε ηρώα !, του απαντάει σο βαρά - σοβαρά ό Πάντσο Γί γαντας. — Καί τί μέ γύιρευε νά μέ κάνη; _ — Τουρσί! -έρω 5γώ, Χρι στιανέ μου, τί σέ ήθελε εκεί νος; Έγώ ακόυσα πού^ σέ χρειαζότανε, φίλος ·μου είναι ας πεταχτώ, λέω, ως τη ζού γκλα νά τού βρω εκείνον τον ψηλό νά τού τον φέρω!... 5Αλλά ό "Ελ Ρέϋ δέν προ λαβαίνει νά ρωτήση περισσό τερα πράγματα τον Πάντσο. ’Απτό κάπου εκεί κοντά του μέσα στη ζούγκλα, άκούγοντσι ξαφνικά φωνές. ή I Νάγια μέ τό Βέλο ψελ λίζει ^ τόσο σιγά πού κανείς δέν είναι δυνατόν νά την άκούση* — Ό πατέρας μου!... Ό "Ελ Ρέϋ όμως πού δέν μπορεί νά αναγνώριση έτσι μέ την πρώτη τη φωνή τοΰ Περέθ/ τούς κάνει νόημα νά σωπάσουν καί μ’ ένα σάλτο
όορπάζεται από τό κλαδί ένας δέντρου. Σκαρφαλώνει· γρηγορώτερα κι5 από πίθηκος. Σέ ελάχιστα δευτερόλεπτα βρίσκεται1 στην κορφή του ττα νοψηλου δέντρου. "Από έκεΐ κυττάζει ολόγυ ρα και δεν αργεί να δη τον Περέθ μέ τούς άντρες του, πού έχουν στη μέση τον Ζορρό τής Ζούγκλας. Είναι. ακριβώς ή στιγμή πού ξεφεύγει τρέχοντος ό Κουκαράτσα, ό 5Ασύλληπτος καί ό Περέθ έχει καθηλώσει τον Ζορρό, διατάζοντας τον να μείνη ακίνητος. Ό βασιλιάς τής Ζούγκλας ακούει τον Ζορρό νά φωνάζη τού αστυνόμου πώς πρέπει νά μήν άφήση νά τούς ξεφύγη αυτός ό φοβερός κακούργος άλλα δεν κάθεται ν5 άκούση καί τίς σαρκαστικές απαντή σεις τού χοντρο - αστυνόμου τής Άθιέντσ ντέλ Σολ. Γυρίζει, προς τούς δυο συν τροφούς του καί μοιάζει σαν κανένα τζάγκου'αρ πού παρα μονεύει επάνω στο κλαδί τού δέντρου του καί οχι για άν θρωπος. — Κρυφτήτε !, τούς λέει μέ σιγανή αλλά γρήγορη φω νή καί μαζί μέ μια εκφραστι κή χειρονομία. * Ή Μάγια αρπάζει τον Πάν τσο καί τον τραβάει, μέσα σ5 έναν πυκνόφυλλο θάμνο, ενώ εκείνος τής φωνάζει καταγανακτισμένος: — Τίΐ κάνεις έκεΐ, μωρή; "Ασε με νά... Δέν προλαβαίνει νά πή άλ
λο, γιατί ή κοπέλλα τού βου λώνει τό στόμα μέ τήν παλά μη της καί τον κρατάει τόσο σφαχτά πού δέν μπορεί νά σα λέψη... Σ'τό μεταξύ ό^ Έλ Ρέϋ έ χει άρπαχτή άπό τα φυτικά σχοινιά πού κρέμονται, άπό τά δέντρα καί ταξιδεύει μέ ταχύτητα βέλους προς τήν κατεύθυνσι πού φεύγει ό Κου καράτσα. Τή φορά αυτή ό απαίσιος κακούργος δέν έχει ούτε τό δίκαννό του καί όπως βλέπει άξαφνα τον βασιλιά τής ζού γκλας νά πηδάη εμπρός του σαν νά πέφτη άπό τον ουρα νό, άφίνει νά τού ξεφύγη ένα υπόκωφο μουγγρητό τρόμου. Ό "Ελ Ρέϋ όμως δέν έχει, πολύν καιρό νά άσχοληθή μα ζί του. Κάνει ένα βήμα προς τό μέρος του καί είναι τρομακτι κός πάνω στον θυμό του. Ό Κουκαράτσα κάνει νά τρσβή,ξη τό μαχαίρι του τρί ζοντας τά δόντια άπό τή λύσσα. Ό "Ελ Ρέϋ ^δέν τού δίνει τήν ευκαιρία νά τό χρησιμο ποίηση. Αρπάζει τό δολοφονικό χέ ρι του καί τό στρίβει σάν νάναι κανένα άδύναμο καλαμά κι. Τό μαχαίρι πετιέται μακρυά. Ό Κουκαράτσα μέσα στη λύσσα του σκύβει πάνω άπό τό μπράτσο τού "Ελ Ρέϋ κι* έτοιμάζεται- νά κσρφώση τά δόντια του μέσα στη υάρκα του αντιπάλου του.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό γίγαντας των παρθένων δασών όμως, καταλαβαίνει α στραπιαία τίς προθέσεις του. Τεντώνει άμέσως τά άτσα λένια «ποντίκια» του χεριού του και κινεί απότομα τό μπράτσο του προς τό στόμα του κακούργου. "Ενας (αηδιαστικός κρότος άκουγεταΐ'. "Ενα ουρλιαχτό πόνου με τά. Τέσσερα πέντε δόντια του _ Κουκαράτσα ξεφεύγουν άνά ρεσα απ’ τά χείλια του καί κατρακυλάνε στη γη! Τό στόρα του γεμιίζει αί ματα μέσα σε μια στιγμή! Ό 5'Ελ Ρέϋ του τραβάει και μια γροθιά ανάμεσα στά μάτια και τον στέλνει νά σω ριαστή ακίνητος κάτω στο έ δαφος, μ’ ένα στερνό βόγγο. Τον άφίνει χωρίς νά ένδιαφερθη περισσότερο γΓ αυ τόν καί φεύγει τρέχόντας πά λι καί πηδώντας από κλαδί σε κλαδί. Ξέρει ότι ό Κουκαράτσα θά κάνη ώρες ολόκληρες νά συνέλθη από την τρομερή γροθιά πού του έχει δώσει. Τώρα βιάζεται- νά πάη νά βοηθήση και τον Ζορρό. Μέ τον τρόπο αυτόν θά ξεχρεώση άλλη μιά φορά τις υποχρεώσεις του απέναντι στον άνθρωπο πού του έχει σώσει δυο φορές ώς τώρα τη ζωη. σέροντας από πριν τό ση μείο ακριβώς πού βρίσκεται ό μασκοφόρος Εκδικητής κυ κλωμένος από τον Περέθ καί τούς άνθρώπους του, παχαί
21 νει ολοταχώς προς τά εκεί. Σκαρφοολώνει σ5 ένα δέν τρο μακριυά άκάμα άπό τό σημείο πού θέλει νά φτάση τελικά, για νά μήν τον δουν οί αστυφύλακες νά φτάνη ώς εκεί τρέχ όντας -μές στή ζού γκλα καί πάρουν θέσεις για νά αντιμετωπίσουν την έπίθεσί του. Πηδώντας λοιπόν άπό τό ένα δέντρο στο άλλο, εντε λώς αθόρυβα, μέ μιά μοναδι κή τέχνη κΓ ευκινησία, φτά νει τέλος επάνω άπό τό κεφά λι του Ζορρό τής Ζούγκλας καί του Περέθ. "Έτσι ακούει τά τελευταία τους λόγια, βλέπει τον χον τρό - αστυνόμο νά ετοιμάζε ται νά ^βγάλη τή χρυσή -μά σκα· του Ζορρό καί άποσπώντας ένα -φυτικό σχοινί, τό κά νει θηλειά καί πιάνεα τον χον τρο - Περέθ άπό τό χέρι καί τον ανεβάζει επάνω στο δέν τρο. Μυστηριώδης απαγωγή -ΠΩΣ είναι γνωστό ή Νάγια μέ τό Βέλο καί ό πο λυθρύλητος Πάντσο Γίγαντας βρίσκονται· μερικές εκατοντά δες -μέτρα παραπέρα τήν ώρα πού συμβαίνουν αυτά επάνω στο δέντρο μέ τον "Ελ Ρέϋ καί τον Περέθ καί κάτω στή γή μέ τον Ζορρό καί τούς α στυφύλακες. Περιμένουν χωρίς νά ξέ ρουν τί γίνεται, γιατί δεν μπο ροΟν νά ίδουν άπό τρ σημείρ
22 πού βρίσκονται. 3ΑικοΟν βέβαια τις άγριοφω νάρες του χοντρο - αστυνό μου, τη στιγμή πού τον αρ πάζει* ή θηλειά του βασιλιά τής ζούγκλας καί τον ανεβά ζει ατό πανύψηλο κλαδί του. Δεν μπορούν όμως καί να καταλάβουν τούς λόγους πού ξεφωνίζει· έτσι, ό Περέθ. Ό Πάντσο Γίγαντας δεν κρατιέται. ^— ζέρεις_κάτπ; τής λέει τής Μάγιας, ζ.έρεις^τ’ εΐιμ’ ε γώ; Ό γενναίος των γενναί ων! Επιτρέπεται, να κάθωμ’ εδώ πέρα την ώρα πού γί νονται φασαρίες λίγο πιο πέ ρα; "Αν γίνη καυγάς χωρίς ε μένα θά πεθάνω οατ’ τη ντρο πή μου!... Ή Μάγια κρυφογελά — Κάτσε!, του κάνει ή συχα. Δεν είναι σπουδαία πράγματα! Μπορεί νά τά καταφέρη μόνος του κΓ ό Έλ Ρέϋ χωρίς τη βοήθεια σου!.. "Αν δούμε πώς ό κίνδυνος γί νει μεγάλος τότε τρέχεις! — Δίκιο έχεις!, παραδέ χεται κορδωμένος ό Πάντσο. Δεν προλαβαίνουν νά πουν αυτά τά τελευταία καί άκου γσνται καί οι δυο πυροβολι σμοί πού έρριξαν οί άστυφύλακες τού Περέθ βλέποντας τό χέρι, τού λευκού γίγαντα πάνω στο ψηλό κλαδί, μαζί μέ τό μαχαίρι.^.. — Τώρα μού φαίνεται πώς άγριέψανε τά πράγματα!, λέει 6 Πάντσο πού ή πόλεμό χάρη μανία του δεν έννοεΐ νά λ ιγοστέψη καθόλου, θά τρέ-
I»!
ΖΟΡΡΟ Ή Μάγια δεν μιλάει τήν πρώτη στιγμή. ΚΓ έκείνη έχει άνησυχήσει για τούς πυροβολισμούς. Ή καρδιά της τρέμει γιά την τύχη τού Ζορρό. Ωστόσο δεν άκούγονται άλλοι πυροβολισμοί καί άκούγονται καί πάλι» οί τρο μαγμένες αγριοφωνάρες τού Περέθ. Ή κοπέλλα τώρα αρχίζει κΓ ανησυχεί γιά τον πατέρα της. „ — Ας τρέξουμε μαζί!, λέει, τού Πάντσο. — Καί τί δουλειά έχεις ε σύ μαζί μου όταν πρόκειται γιά πόλεμο; τσιρίζει ό Πάν τσο Γίγαντας δοσαρεστημένος. Έγώ είμαι άντρας καί ήρωας κΓ εσύ μιά...' χαμηλο βλεπούσα γόησσα .μέ.. φερε τζέ ! Μάχη θά πάμε νά δώ σουμε ή καμ-μιά χοροεσπε ρίδα; Ή Νάγια δεν παρεξηγεΐται. βέβαια μέ τά λόγια τού άνεκδ ιήγητου Πάντσο Γ ί γαντα. Συλλογιέται» όμως καλύτε ρα καί θυμάται ότι ό "Ελ Ρέϋ τούς έχει πή νά μην κου νήσαυν άπ5 αυτό τό μέρος. Ξέρει δτι μέσα στη ζού γκλα τον σπουδαιότερο ρόλο τον παίζει ή καλή συνεννόη σής. Φεύγοντας από έκεΐ πού θάρθη νά τούς συναντήση ό γιγαντόσωμος φίλος τους, μπορεΤ νά διατρέξουν σοβαρώτατο κίνδυνο κΓ αυτοί άλ λα κΓ ΙκεΤνος πού Θά καθυ-
23
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ στέρηση ψάχνοντας νά τους βρή. ' Επάνω π ού συλλ ο γ ί ζετ α ι δλ’ αυτά τά πράγματα και δεν ξέρει ποιά άπόψασι νά πάρη, ακούει κάτι ύποπτους και περίεργους θορύβους πί σω από τά δέντ.ρσ, κοντά τους. Στρίβει νά Ιδη άλλα δεν προλαβαίνει νά κάνη ούτε μιά κίνησι, καθώς τά χέρια κάτι θεώρατων Ινδιάνων όπτλώνονται προς τό μέρος τους. Ό ΓΊάντσο Γίγαντας πού ακούει την υστερική στριγγλιά της, δεν προλαβαίνει κι* εκείνος νά φέρη μεγάλη αντί στάση μ* όλο τον ηρωισμό του, γιατί άλλοι θεώρατσι Ινδιάνοι- έχουν πέσει κι* επά νω σ’ αυτόν και τον όοδράχνουν άπ’ όλες τις μεριές. Ό ΓΊάντσο τινάζεται, χτυ πιέται, φωνάζει, άπειλεΐ όλ’ αυτά δμως πάνε στον βρόντο. Σέ λίγα δευτερόλεπτα κι5 εκείνος και ή Νάγια μέ τό Βέλο — πού ένα πανί στο στόμα της δεν την αφήνει νά στριγγλίξη δεύτερη φορά — εΐναι;: δεμένοι χειροπόδαρα. Οι (μυστηριώδεις άπαγωγεΐς τους τούς παίρνουν στά χέρια καί αρχίζουν νά τρέ χουν μέσα στην παρθένα ζούγ ικλα, προς μιά κατεύθυνση πού ή Νάγια δεν μπορεΐ νά καταλάβη γιά που θέλουν νά πάνε. Στο μεταξύ απομακρύνον ται βέβαια από τό μέρος πού θά τρέξη ό Έλ Ρέμ — πιθα
νόν μέ τον Ζαρρό μαζί -— γιά νά τούς βρουν. Μιά τρελλή απελπισία γεν ν,έται μέσα στην καρδιά της. "Ολο τον τελευταίο καιρό προσπαθεί νά συνάντηση τό ρασκοφόρο Εκδικητή καί πόα τότε την τελευταία στιγμή κάτι συμβαίνει καί δεν τής έπ,τρέπει νά εκτελέση τον σκοπό της. Του «κάκου στήνει τ’ αυ τιά της, μήπως καταφέρει ικσί πάρει κανέναν ήχο από -μακρυά, πού νά τής δίνη νά καταλάβη τίποτα, σχετικά μέ τήν τύχηι τού ανθρώπου εκείνου πού τόν θαυμάζει πε ρισσότερο άπό κάθε άλλον σ' αυτόν τόν κόσμο... Ούτε άλλος πυροβολισμός άκούγεται ούτε άλλη φωνή. Σέ λίγο μάλιστα βλέπει δτ, έχουν άπομακρ,υνθή τόσο πολύ, ώστε απελπίζεται ^τε λείως καί παύει νά κουράζε ται άδικα. Μόνο ό ΓΊάντσο Γίγαντας θά ήθελε νά π ή ένα σωρό άνοησίες απειλώντας τούς άπαγωγεΐς τους, μέ τήν εύκαι^ ρία πού έχει γίνει· τόσο α τρόμητος. Είναι δμως τό φίμωτρο καί σ’ αύτσυνοΰ τό στόμα καί τόν εμποδίζει νά εκτελέση τήν επιθυμία του κι* έτσι χά νομε όλα τά τόσο εύθυμα σχόλια πού θά έκανε... Τό ταξίδι Τους δέ, στήν ά γνωστη αυτή περιοχή τής ζούγκλ ας, συνεχ ίζεΤ α ι <πάν-
τα στον ίδιο ρυθμό.
ΖΟΡΡΟ
24 Ό θάνατος του Ζορρό!
Μ
ΕΣΑ στον τρομερό θυμό του ό χοντρό - Περέθ δέν συλλογίστηκε πώς άν γκρεμιζόταν άπό εκεί πάνω τρού κρέμεται δέν θά ξα1να ση κωνόταν ποτέ πιά, ώστε ε κείνος ό «ηλίθιος» ττού θά πυ ροβολούσε νάχε «'νά κάνη μαζί του» όπως είχε άπειλήσει. Ωστόσο καί κάνεις οστό τους άντρες του -—- που όλοι όσο κι* άν τον φοβώνται τον άγαπουν κατά βάθος — δέν τολμάει νά παρακούση τη δι αταγή του1 και νά πυροβόλη ση. Ό Περέθ γυρίζει έξαγριω>μένος προς τον Έλ Ρέϋ που εξακολουθεί νά βρίσκεται· μέ σα στις φουντωτές φυλλωσιές εκείνου του κλαδιού. —Πού βρέθηκες έδώ εσύ; γρυίλλίζεΐι κατακόκκινος άπό τον θιυμό του. —Σπίτι Έλ Ρέϋ έδώ πά νω, σ5 αυτό δέντρο!, αποκρί νεται είιρωνικά ό γίγαντας θέλησα φιλοξενήσω λίγο λευ κό αστυνόμο καί ανέβασα α πάνω! ... —Νά μάς λείπη κι5 ή φι λοξενία σου καί τό... ασαν σέρ σου!, γρυλλίζει άγρια ό χοντρό - άστυνάμος. Νά ,μέ ξανακατεβάσης γρήγορα κά τω και ήσυχα - ήσυχα/ γιατί θά βρής τό μπελά σου! —Έλ Ρέϋ θά κατεβάση λευκό άστυνόμο! Λευκός άστμνό,μος πιο πρίν, αφήσει
Ζορρό ελεύθερο! Ό Περέθ λυσσάει άπό τό κακό του. — Μ5 εκβιάζεις δηλαδή, ά θλιε; ουρλιάζει. . Έλ Ρέϋ δέν καταλαβαίνει καλά γλώσσα σου, δέν ξέρει τί θά πή αυτό!.. —Θά πή πώς άν σέ πιάσω καμμιά φορά στά χέρια -μου, θά βάλω νά σέ κάνουν χίλια κοιμ μάτια! —Προς τό παρόν, Έλ Ρέϋ έχεί' στά χέρια του λευκό ά στυνόμο ! Ό -Περέθ πάει νά τρελλαθή άπό τό κακό του. Πώς θάχανε πάλι τον Ζορ ρό τής Ζούγκλας <μεσ3 άπό τά χέρια του δέν ήταν δυνα τό νά βάλη μέ τον νοϋ του. Τόσος είναι ό θυμός του πού αδιαφορεί καί για τον κίνδυνο καί για τούς πόνους του καί άφηνει τό αριστερό του χέρι — τό ελεύθερο —· άπό τό σχοινί πού τον κρατάει κρεμασμένον άπ3 τό δεξί. Σάν άστραπή τό χέρι του κατεβαίνει στη λαβή του πι στολιού του πού κρέμεται στη θήκη απ’ τη δεξιά με ριά, αφού τό δεξί πιστόλι είχε βάλει στη θήκη ό Περέθ για νά έτοιμαστή νά βγαλη τη ράσκα τού Ζορρό, λίγο πιο πριν. Ό Περέθ παρά τον όγκο του — όπως έχουμε πή πολ λές φορές ως τώρα — έχει καταπλ ηικ τ ικές ι κ ανότη τ ε ς. Κρεμασμένος έτσι στον β έρα, ένας άλλος δέν θά μπο'ροήσε νά πετυχη ένα τέτοιο
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ θυκτκόλ ώτατο γύιμναισμ σ!... Ό ΓΊερέθ αχι μόνο το πε τυχαίνει· αλλά είναι καί τα χύτατος. Τό πιστόλι βρίσκεται, στο χέρι του ώς διά μαγείας και σημαδεύει κιόλας τον Έλ Ρέϋ, ένώ ό κόκκορας σηκώ νεται ήδη γιά νά πυροβόλη ση, αφού ό ΓΊερέθ δέν σκό πευε ιι νά τον απειλήση τον άν τίπαλό του αλλά νά τον σκοτώση αμέσως, αφού είναι, σέ θέσι κανονικής άμυνας. Νά όμως πού δέν τον σκο τώνει·. Καί δέν τον σκοτώνεΐι γιά τον άπλούοτατο λόγο δτι ό ΊΞλ Ριέϋ ίκρατάει την άκρη ένός σχοινιού καί τού χαμο γελάει τόσο γλυκά πού δέν θά τού γελούσε ούτε άν ήτανε... ο αδερφός του. Ό ΓΊερέθ είναι· άνθρωπος έξϋπνος και δραστήριος μέ καταπληκτική ετοιμότητα πνεύματος. Δέν θέλει δηλαδή φιλοσο φία γιά νά καταλάβη δτι μό λις πυροβόληση θά είναι σάν ν5... σύτσκτονή. Φυσικά ό Έλ Ρέϋ δέν θά μπορή νά έξακολαυθή νά κρατάη τό σχοινί καί δταν ό Περέθ τον έχει σκοτώσει... "Οταν όμως ό λευκός βασι λιάς τής ,ζουγκλας άφήση τό σχοινί, τότε καί ό χοντρό αστυνόμος θά πέση από κεί νο τό υψ-ος καί θά τσακιστή! —Ό λευκός αστυνόμος γι ατί δέν πυροβολεί; τον ρω τάει σαρκαστικά ό Έλ Ρέϋ. . . Ό ΓΊερέθ πάει νά πνιγή α πό τό κακό του.
’?έπει πώς δέν μπορεί νά τίποτα. Ετοιμάζεται νά βάλη τό στόλι στη θήκη του. Ό Έλ Ρέϋ τού λέει καί πάλι ειρωνικά: —Σενιόρ ΓΊερέθ, δώσει αυ τό πιστόλι σέ ιμένα! —Τί στην ευχή τό θέλεις; κάνει ό αστυνόμος κουτοπό νηρα. Αφού εσύ δέν μεταχει ρίζεσαι ποτέ σου τέτοια ό πλα ! —Μεταχειρίζεται όμως ό λευκός αστυνόμος καί ό Έλ Ρέϋ έχει μάθει πώς ό λευκός άστυνόμος είναι σπουδαίος σκοπευτής!, αποκρίνεται κο ροΐδευτικά πάντοτε ό λευκός γίγαντας. Ό ΓΊερέθ δέν μπορεί νά κά νη διαφορετικά. Βλέπει πώς ό άλλος κρατάει τή ζωή του στά χέρια του. Βγάζει λοιπόν πάλι· τό πι στόλι πού είχε μισο·μπή στή θήκη του καί τού τό πετάει. Ό }Έλ Ρέϋ τ’ αρπάζει στον αέρα καί τ’ άκουμπάειι επάνω στον κορμό τού δέν τρου δίπλα του. —Καί τώρα, λέει τού Περέθ, ό λευκός άστυνόμος νά πή στούς άντρες του νά πετάξουν τά όπλα τους μακρυά. Ό ΓΊερέθ φουντώνει άλλη μιά φορά καί στο ιμεταξύ κα ταφέρνει καί ξαναπ ιάνετα ι καί μέ τά δυο του χόρια από τό σχοινί, γιατί τό 5εξί του χέρι κόντευε νά του βγή από τήν άρθρωσι τού ώμου. —Τί δαίμονα θές νά κάνης έπί τέλους; γρυλλίζει. Τί σο
τανικό σχέδιο έχεις στο άτι μο το μυαλό σου; Ό Έλ Ρέϋ χαμογελάει μέ όλες αύτές τις βρισιές του άγανΟοκτ ισμένόυ Π ερέθ. Απαντάει μέ τό πάντοτε ήρεμο και απαθέστατο ύψος του: —"Αν ό λευκός αστυνό μος έχει περιέργεια στ’ αλή θεια νά μάθη τί σχέδιο έχει ό Έλ Ρέϋ, δεν έχει παρά νά ιύπακούη γρηγίσρώΤερα στις διαταγές πού τού δίνω καί τότε ή περιέργεια του θά ιικανοποιηιθή πάρα πολύ γρη γορότερα, παρά άν χάνουμε καιρό σέ λόγια! —Δ ιαταγές!, ου ρλ ι άζε ι ό άστυνόμος τρίζοντας τά δόν τια από τή λύσσα πού τού καίει τά σωθηκά. Διαταγές ε σύ σ’ εμένα; Μήπως τρελλάθηκες, ηλίθιε; Καταλαβαί νεις τι λες; Έγώ είμαι ό Νόμος. —Ναι άλλά ό λευκός άστυ νόμος ξεχνάει και τον., νόμο τής βαρύτητος ! τού απαντάει απαθώς ό Έλ Ρέϋ, πού άποδειικνύεται. μ’ αυτόν τον τρόττο καί εγκυκλοπαιδικά μορ φωμένος ! "Αν άφήσω αυτό τό σχοινί πού κρατώ στά χέ ρια μου... Ό Περέθ ξεσπάει γεμάτος κρύο Ιδρώτα: —"Αν τ’ άφήσης κι·’ άν τ’ άφήσης... Νά μην τ’ άφήσης καθόλου, βλακέντιε! Καί μά λιστα δέν τό δένεις πρόχει ρα σέ κανένα _κλαδάκι γιά καλού - κακού; -έρεις τί σού συμβαίνει καμμιά ψαρά; Μπο ρεΐ ακόμα.... και νά ψτερνι-
στής!... —«Καί μάλιστα ό Έλ Ρέϋ είναι και λιγάκι... συνα χωμένος!, τού ομολογεί μι σοκακόμοιρα ό γίγαντας. Αοι πόν; Περιμένω τον σενιόρ Περέθ νά διστάξη τούς άνδρες του νά πετάξουν τά δπλα τους και όλοι σ’ ένα μέρος! Ό χοντρό αστυνόμος γυρνάει στους αστυφύλακες πού περιμένουν μέ τά μάτια γαυρλωμένα κάτω στη γή, νά δούν την έξέλιξι τής πε ρίεργης εκείνης καταστάσεοος. —Τί κυττάτε, ξόανα; ουρ λιάζει μ’ όλη του* τή δύναμι. Γιατί δέν κάνετε αυτό πού σάς λέει ό... ξυπόλητος; Θέ λετε νά μέ σκοτώση, έ; "Ο ταν θά κατέβω κάτω θά λο γαριαστούμε !... Οι άστυφύλακες τρέμοντας από τό φόβο τους/ πη γαίνουν όλοι σ’ ένα σημείο καί αφήνουν τά όπλα τους κά τω. —Εντάξει; τσιρίζει ό Πε ρέθ. Τελείωνε γρήγορα, Έλ Ρέϋ, γιατί κοντεύουν νά μού κοπούν τά χέρια άπό τούς ώμους και νά πέσω στη γή και χωρίς ν’ άφήσης τό σχοι νί σου. Ό λευκός κύριος τής Ζούγ κλας γελάει δυνατά. —Τό ίδιο παθαίνουν καί τά φρούτα όταν ωριμάζουν, σενόρ Περέθ! τού λέει διασκε δάιζοντας. "Αν έκανες γρηγορώτερα όλα όσα σού έλεγα, θά είχαμε τελειώσει! Πες τώρα σους ανθρώπους σου νά τό ,βάλουν στά πόδια τρέ χοντος προς τά δυτικά και νά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ μάς άφήσουν ήσυχους! ^ —Μά.. 0ά 'μου ξεφύγη αυ τός ό άτιμος ό Ζορρό! —-;Γι* αυτό ακριβώς γίνε ται όλη αυτή ή ιστορία!, ξε φωνίζει κι’ ό Έλ Ρέϋ θριαμ βευτικά. Καΐλα πού το κα τάλαβε ό λευκός αστυνόμος! Ό Περέθ απογοητευμένος, λυσσασμένος κυρι ολεκτ ιικά, ξεθεωμένος από τους πόνους πού του έχουν εξάντλησει· ό λη του την αντοχή, ξεσπάει πάλι στους δύστυχους τούς άντρες, σαν νά φταΐνε αυτοί για την περιπέτειά του: —"Αντε, 6ώδ ι α! Κ ουνηθητε[ Κάντε ότι σάς λέει· πριν μου βγή ή ψυχή! Τροχάδην! Μάρς!...
27 Οί άστυφύλακες χωρίς δεύ τερη κουβέντα τό βάζουν στά πόδια και μέσα σε δύο λε πτά έχουν έξαφανιστή άπό τά μάτια τους. Άκούγεται όμως άκό(μα τό ποδοβολητό τους καθώς άπομακρύνωνται. Ό Περέθ σπαράζει: —’Άφησέ με νά κατέβω στη γη! Ν’ άγγίξαυν τά ποδαράκια μου κάτω... Ό Έλ Ρέϋ γυρίζει προς τό μέρος του Ζορρό πού μέ νει ακίνητος στη θέσι του και του φωνάζει στά ινδιάνικα, πού γνώριζεΐ' ότι ό χοντρό Περέθ δέν τά ξέρει: —Φύγε, ισενιόρ Ζορρό! Τρέξε προς τη λίμνη ’Άχουα
Ξαφνικά τον ξεφεύγει μια παράξενη κραυγή...,
28 Λα Σάφα και θά συνάντησης στον δρόμο σου τον Πάντσο Γίγαντα καί τη Νάγια μέ το Βόλο!... ^ Βαθειά συγκινημένος στόκε ται καί τον κυττάζει για μια στιγμή ό Ζορρό τής Ζούγ κλας. —*ΚΓ εσένα; τον ρωτάει στην ίδια γλώσσα. ΚΓ εσένα Έλ Ρέϋ; Που θά σέ συναν τήσω! "Έχω νά σου πώ κά τι πού είναι τάρα πολύ σο βαρό ! Την ώρα πού του μιλάει ό μασκοφάρος Εκδικητής πα ρατηρεί τήν τρομερή ομοιό τητα που υπάρχει πραγμα τικά ανάμεσα στους δοό τους. "Αν ήταν καί ό ΊΞλ Ρέϋ μελαχροινός, θά έμοιαζαν σάν δυο κουταλιες νερό... Ό 5Ελ Ρέϋ ωστόσο του α ποκρίνεται- με ψυχρή φωνή: —Δεν έχουμε τίποτα νά πούμε ο! δυό μας, Ζορρό;... Ό Έλ Ρέϋ ξεπλήρωσε μόνο ένα χρέος απέναντι σου!.... Τώρα εΐν’ ελεύθερος νά φυγή μσκ,ρυ-ά!. .. Νά μήν ξαναενοχλήση πιά κανόναν! Ούτε τό σενιορ, Ζορρό, ούτε τή Νά για με τό Βέλο! —Πριν ψύγης ήθελα νά σου μιλήσω!.. Γιά σένα βγή κα σήμερα στή ζοόγλα! του φωνάζει- ό Ζορρό. Ό Έλ Ρέϋ μαυγγρίζει: —Φύγε! Τρέξε προς τή λί μνη γρήγορα! Κι5 ο Περέθ όμως τήν ίδια ώρα ουρλιάζει μ* δλη του τή δύναμι από τούς πόνους καί βλαστημάει καταγανακτισμέ
Ζ0ΡΡ0 νος πού ο! δυό γιγαντόσω μοι άντρες κάθονται και συ ζητούν, τήν ώρα πού αυτός υποφέρει. Ό Ζορρό λοιπόν αναγκά ζεται- νά άπομαικρυνθή, γιατί λυπάται κι5 αυτός τον Περέθ Μέσα σ’ ένα λεπτό έχει χαθή στή ζούγκλα, όπου· αρ χίζει νά πηδάη άπό δέντρο σέ δέντρο, χαπευθυνόμενος προς τή Λίμνη "Αχουα Λά Σάφα.... Δέν άργεΐ νά φτάση κοντά στο μέρος όπου στέκονταν ό Πάντσο .Γίγαντας μέ τή Νά για, όταν τούς έπετέθησαν ε κείνοι οΐ γιγαντόσωμοι Ινδιά νοι καί τούς έδεσαν χειρο πόδαρα. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας . βλέπει μέ τά μάτια γοαρλωμένα άπό τή. φρίκη, τά ίχνη των Ινδιάνων κάτω στο χώ μα. Βεβαιώνεται ότι πρόκει ται- γι’ αυτούς άπό τά ξυ πόλητα πόδια τους πού έχουν άφησει βαθειά σημάδια κάτω στο φρέσκο χώμα κΓ ανάμε σα στά χορτάρια. Μέ μιά -ματιά καταλαβαί νει πώς οί εχθροί πρέπει νά ήταν πολλοί. Μέ τήν καρδιά γεμάτη α νησυχία παίρνει άπό πίσω τ* αχνάρια χωρίς τον παρα μικρό δισταγμό. Παρ' όλο πού φοβάται ό τι έτσι- μπορεί πάλι νά χάση τή συνάντησι μέ τον Έλ Ρέϋ πού τόσο πολύ τήν ή θελε, δεν μπορεΐ ν3 άφήση α βοήθητους τον Πάντσο καί τύ Νάγια, δυό ανθρώπους τόσο
ΫΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑ
ιίβγΛπτΤΤούς
πού του έχουν
σταθή πολύτιμοι τόσες πολ λές φορές... ^έρει πολύ καλά ότι όλοι οι ίνδιάνοι- πού γυρνάνε -μέσα σ’ αύτές τις ζούγκλες του "Ά νω "Αμαζόνιου, δεν άστειεύον ται_ καθόλου... -έρει ακόμα πώς μια και ,ό Έλ Ρέϋ θέληση νά ερθη να τον βρή, δεν θά διστάση νά άκολουθήση κι5 αυτός τά αχ νάρια του, πίσω από τά αχ νάρια των Ινδιάνων πού έχουν συλλάβει- τη Μάγια και τον Πάντσο... Τρέχει μέ πολύ μεγάλη τα χύτητα. Πολλές φορές πηδάει- κι" α πό δέντρο σέ δέντρο γιά νά κερδίζη χρόνο καί νά -μικ,ραί^η την άπάστασι πού θά τον χωρίιζη από το απόσπασμα των άπαγωγέων. Σ" αυτό τον βοηθάει πολύ; τό ότι τά χνάρια αυτά είναι τόσο φρέσκα, ώστε δεν υπάρ χει· καμμιά δυσκολία στο νά τά διακρινή. Μπορεί νά τά παρακόλου θή έκ τού ασφαλούς, ακόμα -κι.3 από τον άέρσ, τη στιγμή πού πηδάει από τό ένα δέν τρο στο διπλανό. Καί εκείνο πού επιδιώκεινά πετύχη, -μέ την τρομερή ταχύτητα πού έχει αναπτύξει δεν αργεί νά τά καταφέρη: "Από μακρυά, βλέπει τήν άπ ο στολή των Ινδιάνων πού προχωρεί μέσα στο πράσινο βασίλειό. Παρά λίγο νά του ξεφύγη μια κραυγή θριάμβου.
,. Αρχίζει νά τούς παροχο-
λουθή πιο σιγά και πιο προ σεκτικά αυτή τή φορά.. Δέν θέλει νά τον άνακαλύψουν οι παρατηρητές τους καί νά κάνη νά κινδυνεύσουν οί ζωές τών φίλων του... Θέλει- όταν θά κάνη τήν τε λιική του έπίθεσι, νά είναι, έξασφαλισμένη ή ασφάλεια τής Μάγιας καί του Πάντσο Γίγαντα. Καί ό Ζορρό δέν μπορεί βέ βαια νά ύπολογίση καθόλου στή βοήθεια τού Πάντσο, άν πρόκειται γιά τή -μάχη πού μπορεί νά έπακολουθήση. [Γιατί ό θρυλικός μασκοφό ρος "Εκδικητής δέν έχει, τήν παραμικρή ιδέα γιά τή φοβε ρή μεταβολή πού έχει γίνει στον ανεκδιήγητο σύντροφό του-, από τή στιγμή πού... κατεβράχθησε τά «μήλα τής γεν ναιότητας»... 13Αλλά δέν προφταίνει ω στόσο νά φτάση πάρα πολύ κοντά στην άποστολή έκείν-ων τών τυχοδιωκτών. -αφνικά ένας Ινδιάνος πετι,έται-' μπρος του, καθώς ό μασκοφόρος Τ ιμωιρός έχει φτάσει- μπροστά στή λίμνη ’Άχουα λά Σάφα. Ό Ινδιάνος κρατάει στά χέ ρια του ένα πελώριο τόξο καί πριν ό "Εκδικητής τής Ζούγκλας προλάβει νά κάνη τήν παραμικρή κίνησι, ένα βέ λος πού βρίσκεται- περασμέ νο στο τόξο αυτό, φεύγει φτερουγί-ζοντας γοργά από τή χορδή του καί σκίζει τον αέρα προς τό μέρος τόυ Ζορ ρό...
Ό μασκοφάρος Έκδιχητής
«Γ363
'κάνίΐ νά τό Αττοφύγη άλλά εκείνο εΐναι πολύ γοργότερο βατό τον άνεμο. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο £ιέ τά μάτια γουρλω μένα όσιό την κατάπληξι, ό θρυλικός Ζορρο βλέπει τό βέλος νά Καρφώνεται μέ όρμή^στό πε λώριο, άτσαλένιο στηβος του, , Μια τρομακτική , κραυγή “Πάνου ξεφεύγει από τό λα ρύγγι τσμ.. 'Γιά μια στιγμή μένει ορ θός, ακίνητος, σαν ^άγαλμα και παρακολουθεί μέ τήν ί δια πάντοτε, ,.κατάπληξι και μέ, κΟνένάν τρόμο στο βλέμμιά^τό ορθ.ιο βέλος πού εΐναι βαθ^ια καρφωμένο στο στήθθθγΓρυ..,., ΤΥΟπερα και μέ μια έκπληκτική πραγματικά ταχύτητα, όλα γύρω άρχίζουν νά χάνον ται άπό τά θολωμένα μάτια ^ου. Ούτε μπορεί νά διακρίνη τούς ώπλισ μένους και άπαίσιους Ινδιάνους πού βλέπον1:άς τον νά πέφτη, χτυπημέ νος στο στήθος, εξαφανίζον ται. τρέχοντας μέσα στήν πυ κνή βλάστησι τής ζούγκλας. «Δεμένος άπ* τ’ άστρα».
0 ΕΛ
ΡΕΎ'
παρά
τις φωνές και τις άττειλές του χσντρο - Περέθ πού κρέμεται άπό ένα πανύψηλο κλαδί τού δέντρου σαν ώριμο φρούτο, περιμένει άκόμα μερικά λε4ττά, γιά νά είναι· βέβαιος όό Ζορρο θά έχη άπομά-
κρυνθή^
ώστε νά μήν
κινβυνεύη πια καθόλου νά τον- φτάσουν Οί άστυφύλσκες. βεβαιώνεται Τέλος, όταν γι’ αυτό, κυττάζει κι5 άλλη μια φορά προς τό μέρος ό που έξαφανίστηκαν οί αστυ φύλακες γιά νά δή πτήπως κα νέίς τους ξανα γύρισε κρυφά γιά νά τον πυροβόληση μόλις θά -άφηνε τον Περέθ. Δέν βλέπει ψυχή ζωντανή ολόγυρα άλλα ξέρει κιόλας πώς δέν υπάρχει ίδανικώτερο μέρος άπό τή ζούγκλα γιά νά κρυφτή κανένας πού νά μ ή φαίνεται οστό λίγα έστω μέ τρα, άπόστασι. Θά μπορούσε νά άφήση τον Περέθ κρεμασμένον άπό τό δέντρο γιά μεγαλύτερη α σφάλεια του άλλα λυπάται κιόλας τον χοντρό αστυνόμο. Αποφασίζει νά δ ιαικ ινδυνεύση. Τον κατεβάζει άργά - άργά προς τή γη καί φροντίζει νά είναι καλά κρυμμένος, έ τσι πού νά μή δίνη στόχο. Λίγο λίγο υποχωρεί προς τον κορμό τού αιωνόβιου δέν τρου, κρατώντας πάντα τήν άκρη τού φυτικού σχοινιού. ^ *Όταν ό Περέθ φτάνει πε ρίπου δυο μέτρα πάνω άπό τή γή, τον άφηνε * νά σκάση κάτω καί ό ίδιος αρπάζει έ να άλλο φυτικό σχοινί καί δί νοντας ένα τρομερό σάλτο πηδάει σ’ ένα άλλο δέντρο δέκα μέτρα ιμακροά καί ύστε ρα σ’ ένα τρίτο. Μέ δυο πηδήματα μέσα σέ τρία δευτερόλεπτα, έχει· άπομακρυνθή άπό κάθε κίνδυνο.
ΪΗί ίβΥΡΚΛΑί
1Αρχίζει
νά. τρέχη μέσα
στή ζούγκλα γιά. νά ψτάαή στο μέρος πού άφησε τη Νά για και τον Πάντα ο Γίγαντα. Δεν έχει σκοττό νά φανε,ρωθή στον Ζαρρό τής Ζούγ κλας. θέλει νά βεβαιωθή πώς και ή κοπέλλα με τον νάνο δεν διατρέχουν πιά κινδύνους και υστέρα νά έξαφανισθη γιά πάντα μέσα στη ζούγκλα, ψά χνοντας νά άνακαλύψη αυτόν πού «δένει τή ζωή του μαζί μέ τον νόμο των άστρων», ό πως τού έχει πή ό Άτάκ Όάννα λίγο πριν ξεψυχήση.... Μά έξαφνα εκεί που πη γαίνει πηδώντας σάν πίθηκος από τό ένα δέντρο στο άλλό, νοιώθει έξαφνα ένα τρομακτίη κό πόνο στο στήθος. Του κόβεται ή άνοττνοή...
Φέρνει άξαφνα τό χέρι στο φαρδύ στερνό του καί μέ γουιρλωμένα .μάτια κυΤτάζει Ρτό ίδιο μέρος, περί μένοντας να ίδή καρφωμένο ένα βέ λος!... Τίποτα όμως, δεν υπάρχει κι* αυτό μεγαλώνει ακόμα τή θανάσιμη έκπληξι τόυ άτυ χου Έλ Ρέϋ,.ί Δέν μπρρεΐ ν’, άντισταθή σ’ εκείνον τον φοβερό πόνο.
Νοιώθει τά μάτια του νά βασιλεύουν καί 6 κόσμος σκο Τεινιάζει όλόγυρά Τόυ... Τά χέρια του παραλύουν. Τά δάχτυλά του ανοίγουν άθελα...
Σάν ,σέ όνειρο καταλαβσί^ νει τό φυτικό σκόινί νά Τόύ ξεγλιστράει άνάμεσά τους.
II
Ύστερα νοιώθει πώς γκρέ μίζεται... ^ ^ Καταλαβαίνει ότι στο φο1 βερό του πέσιμο χτυπάει στον ώμο σέ κάποιο κλαδί...: Ύστερα χτυπάει μέ την κοιλιά στην άκρη κάποιοι) άλλου κλαδιού φουντωμένου: Ολ^ αυτά τά χτυπήματα δέν τού φέρνουν άπολύτως κανόναν πόνο. ΕΤναι όπως συμβαίνει μέ σα στ* όνειρο, πού όλα γί νονται στη φαντασία μας, χώ ρίς τίποτα νά είναι άλήθεια; Μέ τον ’ίδιο τρόπο καταλα βαίνει καί ότι βροντάει στο τέλος κάτω στη γή καί μένει όλότελα άκίνητος... *Έχει την αϊσθησι πώς βρί Οκεται στο βυθό μιας ολό μαυρης λίμνης... Ό ϊδιος ποτέ δέν θά μπο ρούσε νά πή πόση ώρα ή πό^ σες ώρες ολόκληρες μένει σ5 άύτό τό μέρος. Δέν νοιώθει άπολύτως τί ποτα αυτόν τον καιρό... Τιά έναν άλλό πού θά εσιςϋ βε κοντά του καί θά κυττθύ σε τό κέρινο πρόσωπό του/ θάτσν χωρίς αμφιβολία νε κρός. "Ωμως μέσα στά γιγάντιά στηθεία του ή καρδιά του άρ~ γοχτυπ άει... Τόσα άνεπαί'σθητα ττόύ άν έβαζες καί τό αυτί σου, δύ σκολα θά μπορούσες νά τό άντιληφθής... Τέλος, ό βασιλιάς τής ζούγ κλας αρχίζει νά σαλεύη άνάλαφρα κάτω στή γή καί ό σο πάνε ζωηρεύουν οί κινή σεις του. _____„
Τά .μάτια τον τρεμοπαί ζουν.,. 5Ανοίγόυν..< Κοπάζει ολόγυρα και στην αρχή είναι φανερό πώς δέν μπορεί νά καταλάβη πού βρίσκεται καί τι γυρεύει έκεΐ κάτω πού είναι ξαπλωμένος. Προσπαθεί νά θυμηθή άλ λα του κάκου. Τό μυαλό του είναι φοβε ρά αναστατωμένο. Κάνει μια απότομη κίνησι νά πεταχτή όρθιος καί τότε μιά τρομερή κραυγή πόνου, ξεσκίζει τό λαιρόγγι του... Τά μάτια του γουρλώνουν άπαίσια. Καταλαβαίνει πώς μιά βα θε:ά πληγή είναι ανοιγμένη έκεΐ πέρα, πού τον πόνεσε τό σο έφιαλτικά στήν απότομη κίνησι του, ώστε δέν τον άφη σε νά καταλάβη τούς πόνους σ’ ολο τό άλλο του κορμί, πού είναι τόσο πολύ χτυπη μένο από τό πέσιμο... Καταλαβαίνει πώς είναι τραυματισμένος, μισοττεθομέ νος σχεδόν άπό τό σίδερο αυ τό πού εξακολουθεί νάναι καρφωμένο κοντά στήν καρ διά του άλλά δέν βλέπει: ά^ παλύτως τίποτα στο θεώρατο, ατσαλένιο του στήθος. Πάει νά τρελλαθή. Σιγά - σιγά τά θυμάται όλα.^ Τά χείλια του μουρμουρί ζουν: •—Πάλι!... Πάλι τό φοβε ρό αυτό .μυστήριο!... Πνίγο μαι1! ... (Καταφέρνει μέ τρομερή δυσκολία νά σταθή όρθιος
πάνω ατά πόδια του. Κυττάξει όλόγυρα χωρίς ούτε νά καταλαβαίνη τί ψάχνη νά άνακαλύψη μέ τά μά τια τρυ. Νομίζει πώς τά βλέπει ό λα μέσα άπό ένα γκρίζο σύν νεφο καί πώς όλα, γυρίζουν αργά - ^άργά γύρω του, έτσι πού του φέρνουν κάτι σαν τρέλλα στο τέλος καί κλείνει τά μάτια κρατώντας τά μηνΐγγια του. Αρχίζει. νά περπατάς πα ραπατώντας, έτσι, μέ κλει στά τά μάτια, χωρίς νά ξέρη αλλά καί χωρίς νά τον ένβιαφέρη πού πηγαίνει. Μιά μονάχα επιθυμία είναι στήν καρδιά του: Νά τρέξη! Νά τρέξη καί νά φύγη μακρυά άπό εκείνο τό μέρος... Πολύ μακριά. Καί νά μήν ξαναγυρίση ποτέ άπό έκεΐ πού θά φτάση. Νά συρθή κάπου σάν τό πληγωμένο σκυλί καί νά πεθάνη ολομόναχος, χωρίς κανέναν κοντά του.. Ή ψυχή του είναι γεμάτη άπό τό παράπονο γιά τήν παράξενη ζωή του, πού δέν μπορεί νά τήν άφιερώση όπως αυτός θέλει... 'Πού «είναι- δεμένος μέ τ’ άστρα» όπως τού είπε κι’ ό Άτάκ Όάννα λίγο πρίν ταραδώση τό πνεύμα... Καθώς μάλιστα ή ψυχή τού Έλ Ρέϋ είναι σχεδόν πρω τόγονη, άφού έχει» ζήσει όλη του τή ζωή μέσα στις ζούγ κλες άνάμεσα στά άγρια θη ρία καί μόνα δάσκαλο του
33
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τον σοφό Άτάκ Όάννα, ττού τοΟ εξήγησε ότι είναι άνθρω πος καί διαφέρει) απ' τ' άλλα ζώα καί του έμαθε και όλους τους φυσικούς νόμους, νοιώ θει αύτή τή στιγμή τό αΤμα του να βράζη «μέσα στις φλέ βες του. Σαν τό πληγωμένο θηρίο θέλει· κι* αυτός να σπαράξη ότι υπάρχει γύρω του. Νά μπήξη τά νύχιία του στο «κρέας κάποιου άνυπεράσπ ιστού άντιπάλου! Νά σκοτωθή. Νά πάρη έκδίκησι για ότι του βασανίζει· τόσο απαίσια την ψυχή... 5Αντί για όλ' αυτά ανοί γει; άξαφνα τά μάτια του καί κερώνει. _ Μπροστά τρυ κοίτεται άκίνητος/ με κλειστά τά μά τια, μέ τό πρόσωπο κέρινο και μ* ένα βέλος καρφωμένο κατάστηθα 6 Ζαρρό τής Ζούγ κλας, ό θρυλικός μασκοφόρος
* Εκδικητής!... "Ενας Αλλόκοτος λαρυγγι σμός του ξεφεύγει και τά μά τια του γουρλώνουν μέ φρίκη. Δεν κυττάζει τον Ζαρρό «μέ τόσο ενδιαφέρον άλλά τό βέλος πού είναι, καρφωμένο στο φαρδύ του στήθος. "Υστερα φέρνει τό χέρι άσυναίσθηΐτα και στο δικό του στήθος, πού ένας φοβε ρός πόνος τό κάνει· ακόμα νά καίη. Ό Έλ Ρέϋ παραπατάει. Τρέμει ολόκληρος από συγκίνησι. Τά χείλια του τρεμίζουν κι* έκεΐνα καί μέ φωνή πού την διακόπτει ή πιο θανάσι μη κατάπληξη ψελλίζει άθε λα τά τελευταία λόγια του Άτάκ Όάννα: «Κάτω άπ*· τ' άστρο των διδύμων γεννήθηκες!.... Είναι νόμος πανάρχαιος και τρομερός.... Είσαι δεμένος! Τελείωσε!...».
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡίΔΗΣ
-«*»■
ί
Α ^ 8 Α I Α Β Β Β Α 1 Α ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Έτος Ιον — Τόμος 2ος -— ’Αρ. τεύχους Μ — Δραχ. 2 ■ία: Αέκκα 22 (έντός τής στοάς)., τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα: 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Πεωργιάδης, Σψιγγός 38. Προϊστ. τιπτογρ.: Α. Χατζηιβοτσιλείου, Ταταουλων 19 Ν. Σμύρ'νη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθήναι.
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ: "Ενα Αριστούργημα πού Θά μιλάτε γι’ αύτό παλύν καιρό:
Ο ΖΟΡΡΟ ΤΙΜΩΡΕΙ!... Μια υπέροχη περιπέτεια γεμάτη αγωνία και συγκίνησι. Γεμάτη απρόοπτα που Θά μαγεύσουν τον άνετγνώστη Γεμάτη κωμικά έπειδόδια που Θά φέρουν δάκρυα άπο τά γέλια!
Ο ΖΟΡΡΟ ΤΙΜΩΡΕΙ!... ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
09Ζ _Γ Τθ(ν Ο ΥΡ#/ν.ο
ποιοι ε/πτε ηοηΥ^ερ,γο
ΜβΤΟΙΚΟΙ.
Επ™«άοΜεχ'.
ν*-ν
ΚΙΝΟΥΜΕΟΠ !
__
6
ΠΟΥ ΜΕ ΠΆΤΕ
ΖΥΙΥΕΥ)Ζ.£γ Αι
Ο ΖΟΡΡΟ ΤΙΜΩΡΕΙ!...
Παρ’ ολότελα... θ, ΙΠ ΕΡΕΘ
είναι
σέ
κακά χάλια. Μόλις έχει σηκωθή άπό κά τοο πού τον βρήκαν οι άνδρες του, υστέρα άπό τόσες φοβε ρές στιγμές πού πέρασε κρε μασμένος απ’ τό χέρι, είκο σι μέτρα πάνω άπ5 τό φλοιό τής γής... (*) ίο χερν του στον καρπό όπου ήταν δεμένο τό σχοινί, [ --) Διοιθοο·: τό προηγούμενο τ ζΟ χο ς : 'Ο θά ν α τ ε ς τ ου Ζορρ ό».
τον πονάει τρομερά. Βλαστημάει και ξεφωνίζει άκατάπαυστα, σάν νά ιμήν εΐ ναι άνθρωπος παρά μηχανή ειδική γιά νά ....λέη βρισιές. Ωστόσο^ σάν βλέπει πώς δεν μπορεί νά κάνη, καί τίπστ> άλλο καί άφου ρίχνει ό λα τά βάρη στήν... άνικανότη τα των άνδρών του, μ’ ένα σωρό προσβλητικά λόγια γιά τή διανοητική κατάστασι καί γιά τή γενναιότητά τους, σηκώνεται καί ξεκινάει, παίρ νοντας τον δρόμο στή ζούγ κλα, μέ τό πείσμα ζωγραφιΤίΜΗ ΔΡΑΧ. #
4 σμένο στο πρόσωπο άλλα μέ την άπόφασι να γυιρίση στο ελικόπτερο και νά έπιστρέψη στον αστυνομικό σταθμό τοΟ Έλ Χόκλο καί μόνον δταν συνέλθη εντελώς άπό τίς κακουχίες να ξαναβγη στή ζούγκλα/ για νά κ,υνηγήση Ζορρό, ΝάΎισ καί Έλ Ρέϋ! Φυσικά οί άνδρες του καμμιά άντίίρρησίι δεν έχουν κι* αυτοί νά γυρίσουν πίσω στο φυλάκιό τους, γιοάτΐ πρέπει νά ξέοη ό αναγνώστης ττώς κάτι Μεξικάνοι καί Βραζιλιά νοι :<αί όλοι οι άττό κεΐ μίεοιά, είναι άνθρωποι πού άγαπΓχνε πάρα πολύ την ανά παυα τ τους!... Επίσης, φυσικά, ή απο στολή βαδίζει σε τάξι μάχης μέσα στη ζούγκλα καί καμμιά σημασία δεν έχει άν τδ άπόαπασμσ πάει· γιά επιχει ρήσεις ή γυρίζει απ’ αυτές. Οί ϊνδιάνοι ληστές καί ό λων νών λογιών οί κακοποιοί πού μπορεΐ νά τολμήσουν νά τά βάλουν ακόμα καί μέ την επίσημη αστυνομία προκειμένου νά κάνουν τη δουλειά τους, δεν ένδιαφέρονται άν θά σ* ήσουν την ένέδρα τους στον... πηγαιμό ή στην επι στροφή. Μποός λοιπόν πάει ή έμπ ροσί Ο'Φυλακή κ αί άκολ ουθ εΐ ή οπισθοφυλακή άπό τό κύ ριο Σώμα. Καί αυτός άκοιβώς είναι καί ό λόγος πού ή στριγγλιά αυτή γγ’ άκούγεται ξαφνικά ποοέρχεται άπό τήν εμπρο σθοφυλακή του άποσπάσ μασ
ΖΟΡΡΟ τός καί άΗτό έναν έκ τών δυο αστυφυλάκων πού άποτελεΐται αυτή! Τή στριγγλιά δέ αυτή, την ακολουθεί μ ιά κα ι νούργ ι α βλαστήμια του εξαγριωμέ νου σενιόρ Περέθ, πού τή λέει προκαταβολικούς επειδή ίσως φοβάται· μήπως δεν προ λάβει νά πή όσες θέλει μετά. Τώρα όσο γιά Τον λόγο πού άκούγεται· ή στριγγλιά πού άναΦεραμε στήν αρχή, είναι όπτλός: Ό ένας άπό τούς δυο α στυφύλακες πού πάνε μπρο στά, έχει δη ανάμεσα στους θάμνους πεταμένο σάν κάτι τό άχοηστο, ένα... άνθρώπινο σώμα! Καθένας θά τό καταλάβη πολύ καλύτερα πόσο πιο χα ρούμενη θά ήΤσν ή στριγγλιά του αστυφύλακα, άν μά θη πώς τό σώμα τού ανθρώ που πού είναι πεταμένο ατούς θάμνους, είναι τού λή σταρχου Κουκαράτσα καί πώς ό άνθρώπος ολόκληρος είναι ό Κουκα ράτσα ό ίδιος! Ό Περέθ πάντως τρέχει γρήγορα - γρήγορα ειδοποιη μένος άτσ τή· Φωνή τού άνθρώπου του καί είναι έτοι μος νά ξαναβρίση. Αντί γι’ αυτό όμως, γε λάει όλόκληοο τό πρόσωπό του, δταν βλέπει μέ ποιον έ χει νά κάνη. —Μπά! Μπά! Μπά! τσί ριζε γ καταχαρούμενος. Σάν τά μάραθα!... Ό άξ ιάσιμος κυρ ιος... Λα Κ ουκαράτσα! τον Π ι άστε τον καί δέστε χειροπόδαρα, παιδιά, πρίν
ξυττνήση άπό τον ύπνο πού Ό Κουκαράτσα δέη/ καταβρίσκεται, για νά γελάσουμε | λαβαίνει από λεπτό χιούμορ όταν θά ξυπνήση δε ξένιος, έ- % χοντρού ανθρώπου, νώ κοιμήθηκε λυτός! ,ι ^ Ούτε καν σκάνε τά χείλ.,α Έθω δηλαδή βλέπει κανείς] ? του σέ χαμόγελο! ότι ό σενιόρ ΓΤερέθ μ!5 όλο,·< "Αντίθετα σφυρίζει σαν δηπού είναι χοντροφτιαγμένος" λητηριασμένο φίδι καί κάνει μια κίνησι σαν νά θέλη νά απο τη φυσι, ωστοσο σταν^ τό βάλη’ στά πόδια. έρχεται στα κέφια του, ξέρει, Μ’ αυτό όμως γίνονται δυο καί λέει- χαριτωμένα πρά πράγματα: γματα» Πρώτον παρά λίγο νά ξεΚι" οι άντρες του πού εί-, φύγη άπ" τά χέρια αυτών ναι Βραζιλιάνοι βέροι, από έ-; κείνους που πίνουν τον καφέ) που τον κρατούνε και να φαη μέ τις μεγάλες κούπες, κά-ί τα -μούτρα του καί δεύτερον νουν τον Κουκαράτσα τό π (ανακαλύπτει πώς τά πόδια του είναι δεμένα! πετυχημένο ζωντανό δέμα, .μπορεί νά ύποστηριχτή, πού ® Ό Π ερέθ τον παρατηρεί έγινε ποτέ! καί τό πρόσωπό του παίρΚι’ όταν τελειώνει κι" αύτή| |νει ,μίιά έκφρασι τρομερά λυακόμα ή διαδικασία, ό ΠερέθΙ' /πημένη. -Τς. τς. τς.., κάνει όαταρηχαλαλίζει τό μισό νερό τουί παγουριου του καί αφού γε-ϊ I γόρητος. "Αν θέλετε νά τρέΚουκαράτσα, μίζει ολόκληρη την κούπα! ξετε, σενιόρ του, τής δίνει μιά καί την ά-^ πρέπει νά μάς τό πήτε για δειάζει πάνω στην πρόσοψιτ νά σάς λύσουμε! του _ . - κακούργου, -τον - - - δόποιονί < - -Λ - - · * —Παλ ι ογού ρουνο!, σκού κρατάνε δυο χωροφύλακες ά-: ζε ι λυσσασμένος από τό κακό πό τά χέρια προσπαθώντας-/ του 6 κακούργος αλλά αυτό του κακού να τον στήσουν βγαίνει εις βάρος του, γιατί όρθιο. ό ένας από τούς δύο (αστυ φύλακες πού τον κρατάνε Ό Κουκαράτσα γουργου ρίζει σαν συναχωμένος κρο τού τραβάει μια αγκωνιά μες κόδειλος καί τινάζει τό πρό στο στόμα καί τού πετάει κό σωπό του ξαφνιασμένος. τω τά υπόλοιπα δόντια πού "Ανοίγει τά μάτια και τά τού είχαν άπομείνει από τή γουρλώνει διάπλατα. γροθιά τού Έλ Ρέϋ. “5Απ3 ότι βλέπω, σενιόρ,^ Τον παίρνουν καί τά αίμα τού λέει ό Περέθ πίνοντας τόι τα καί είναι γιά κλάματα. υπόλοιπο νερό, μια πού βρε-! Ανοιξε τά στραβά θηκε τό .παγούρι στο χέρι 1 · σου!, τού λέει ό άστυφύλατου, άπ" ότι βλέπω θά σάςϊ; > κας ήσυχα - ήσυχα. Δεν είκόψαμε από ωραίο όνειρο, γι-| , ναι^ κανένα γουρούνι μπροατί φαίνεστε μάλλον μουτρωί ' στά σου, παρά ό σενιόρ Πε μένος πού σάς ξυπνήσαμε. * 4 ρέθ ό διοικητής τής άστυνο\
1/
'
\
Λ
ί
ιΚνιΛΊΡίΜΜιΜη «μίας τής ’Αθιέντα ντέλ Σόλ! Ό Περέθ κυττάζει τον υ φιστάμενό του καί γουρλώ νει τά ,μάπτα του. -—ΜΙλάσκο, του λέει άπό 5ώ καί πέρα θά γράφης τις Προσκλήσεις στα έπίσημα Πρόσωπα τής παροικίας ! -ήρεις Ικαί διατυπώνεις θαυ μάσια! —Γκράτσ ια, σενιάρ! -—Τον κακό σου το φλάρο. Ό Περέθ γίνεται μονομιάς κατσκόκκινος όσιό τον θυμό του κάπως άργοπορημένα βέ βαια άλλα αυτό δέν έχει ση μασία άν σκεφτή κάνεις οτι υΤτάργουν καί βραδυφλεγείς βόμβες.
— Μπάϊ Μπά! Μπά!
λο Κουκαράτσα!
ΙϋΡΡϋ
—Μττρός!, ουρλιάζει, Βλά κες! Ηλίθιοι*! Π άρτε αυτό τό σκυλί και ξεκινάμε!. Κι* άν κάνη πώς λέει καί μιά κοϋ βέντα, τσακίστε του τά τΤα'ίδια! Τό κατάλαβες, άθλιε; προσθέτει αρπάζοντας άπ" τον γι'οοκά καί τραντάζοντας τον τον Κουκαράτσσ. , .. Εκείνος ό δύστυχος που έ χει άπρμείνει χωρίς δόντι, άπ οκρίΐνετα ι κοψοχολ ιασ μένος καί ψευδά: -—Θί, θενόδ Πεδέθϊ . —Πάμε λοιπόν γιά τό έλα κόπτερο! Βγήκαμε γιά να ττιάσουμε τον Ζορρό καί πιάσαμε τον Κουκαράτσα! Παρ’
Ιάν τά μάροοθα! '0 άξιότίιμος κύριος..,
ΤοΟ πετάει τά υπόλοιπο: δόντια πού του είχαν μείνει απ’ τή γρο* θιά του "Έλ Ρέυ!
ολότελα, καλή5 ν κι5 ή Πανα γιώταν να! Και ξεκινούν ττάλι μέ τον αιχμάλωτό τους, ενώ τό μόνο (μυστήριο άάομένει, πού είχε ακούσει ό Περέθ αυτήν τήν Ελληνική τταροι'μία!... Ό... Ηρακλής! ί Τ'
1 ΩΡΑ θά πάμε στον Πάντσο Γίγαντα και τή Νάγισ μέ το Βέλο, πού τούς έχουν αιχμαλωτίσει· εκείνοι οι θεώρατοι Ινδιάνοι και τούς ,μεταφέρουν δεμένους χειρο πόδαρα ιμέσα στη ζούγκλα. Πρέπει- λοιπόν να πούμε
πώς ο Πάντσο Γίγαντας και ή πανώρια καπέλλα, έχουν μια τύχη καταπληκτική σ5 αυτή τήν περί’πτοοσ-ι — και χαλάλι τους εδώ πού τά λέμε δηλαδή — γιατί ώς τώρα δλο ατυχίες τούς παρουσιά ζονται ! Ποιά είναι ή τύχη τους; Μά, δτι έκεΐ πού τούς πη γαίνουν τρέχοντας οι πολεμόχαροι Ινδιάνοι, πού άγνω στο γιατί τούς αιχμαλώτισαν καί που τούς πάνε, ξαφνικά σταματάνε! Σταματάνε καί πέφ'τουνε μονομιάς μπρούμυτα, ξαπλώ νοντας κάτω καί τούς δύο αιχμαλώτους τ-'"
£00Ρ0 Δεν βγάζουν τσιμουδιά άύτοί ιτού συνήθως είναι τό σο φωνακλάδες, παρά συν εννοούνται* μέ νοήματα! Ό λόγος γιά ολ5 αυτά τά καμώματα είναι ότι μερικές δεκάδες μέτρα ιμπρος τους, σ’ ένα ξέφωτο, είναι σταμ σ τημένο τό υπέροχο ελικόπτε ρο του Ζορρό τής Ζούγκλας, τό αθόρυβο Μαύρο Πουλί! Φυσικά οι Ινδιάνοι δεν ξανάχουν δή ελικόπτερο. Κανείς δεν -μπορεί νά πή μέ βεβαιότητα άν τό περνά νε γιά θηρίο ή γιά στοιχειό ή άν βλέπουν πώς είναι μη χάνημα άλλα φοβώνται νά τό ζυγώσουν μήπως καί είναι κρυμμένοι /μέσα άνθρωποι πού τούς κάνουν κακό. Πάντως λένε - λένε καί δέν λένε νά σταματήσουν — μέ νοήματα όπως είπαμε. Λ'Αν ό Πάντσο Γίγαντας ήτανε λιγάκι εξυπνότερος θά καταλάβαινε από τά καμώ ματά τους ότι συζητούν άν θά πρέπη νά επιτεθούν σ’ εκεί νο τό μηχάνημα ή όχι! Όπωσδήποτε ό νέος... Η ρακλής, δηλαδή ό Πάντισο Γί γαντας πού έχοντας φάει έ να οπτό τά «φρούτα τής γεννα ιότήτος» έχει καταρρίψει ρεκόρ παλληκαριάς στη ζούγ κλα, δεν κάθεται μέ σταυ ρωμένα χέρια... ή μάλλον γιά νά είμαστε ειλικρινείς, κάθεται ακριβώς ,μέ σταυρω μένα χέρια αφού έτσι τού τά έχουν δέσει αλλά στριτζώνε ται καί προσπαθεί νά τά λύ ση, βάζοντας όλες του τις
δυνάμεις στην προσπάβειά του. Τά σχοινιά .μπαίνουν στις σάρκες του καί τον πονάνε άλλα κάτι τέτοια γιά τούς ήρωες είναι άηδίιες! Ό Πάντσο Γίγαντας δέν δίνει καμιμιά σημασία καί ^μά λιστα όπως έτσι πού είναι πεσμένος μπρούμυτα, βλέπε, μια κοφτερή πέτρα άρχίζει νά τρίίβη τά σχοινιά πού δέ νουν τά χέρια του εκεί πάνω. Ευτυχώς γΓ αυτόν ή θεά τύχη έχει φαίνεται άποφασίσει νά τον σώση: Οι Ινδιά νοι κουβεντιάζουν καί ξανακουβεντιάζουν την περίπτωσι τού ελικοπτέρου καί δέν μπο ρούν νά καταλήξουν σέ ορι στική άπόφασί/ άν πρέπει νά κάνουν έπίθεσι ή νά τό βά λουν στά πόδια γρήγορα καί αθόρυβα^!... Τελικά τό σχοινί άρχίιζει τά κρίτς κρίτς πάνω στην κο φτέρη πέτρα. "Έτσι ακριβώς τρίζει καί ή καρδιά τού Πάντσο από την αγωνία. Τρέμει δηλαδή επειδή φο βάται μήπως δέν προλάβη νά κόψη τό σχοινί καί οί Ινδιά νοι τον σηκώσουν καί πάλι στά χέρια καί ξεκινήσουν.... "Αλλά έτσι καί πηγαίνει ,μακρυά ή συνιεννόη'σις των άπαγωγέων τους, τό σχοινί τών χεριών του ξανακάνει «κρίτς» καί ύστερα ξανακάνει πάλι τρίτη φορά καί μετά κά νει τέλος πάντων καί «κράκ» καί κόβεται. Έ ι*—» ο ο ο ο
Ποιος βλέπει τον Θεό και
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
δεν τον φοβάται είναι τούτη τη στιγμή. Ό απίστευτος Πάντσο Γί γαντας πετιεται όρθιος με μια τρομακτική κραυγή κι9 αρπάζοντας ένα μαχαίρι άπ’ τό ζουνάρι του διπλανού του ϊνδιάνου, κάνει μια έτσι και κόβει και τά σχοινιά τής Νά γιας μέ τό Βέλο. Ό πρώτος άπό τούς Ινδι άνους πού έχει συνελθεί άπό την έκπληξί του και κάνει νά σηκώση ένα τσεκούρι τομαχόουκ πάνω άπό τό κεφάλι του κοριτσιού δέχεται τό μαΥαίρι στο στήθος και ή λεπΓ δα του καρφώνεται ώς την καρδιά του! —"Αν φτάσης στο ελικό πτερο, μωρή, λέει ό Πάντσο Γίγαντας μέ ιυεγάλη σοβαρό τητα στη Νάγια, θά πάρης καί... πτητικό επίδομα! Τρέχα! Και πρέπει νά σημειωθή ά σφαλώς, δτι για νά τά πή δλ’ αυτά έχει βγάλει τό φί μωτρο πού του είχαν βάλει οί ινδιάνοι στο στόμα όταν τον έδεσαν... Την άλλη στιγμή άργίζει νά τρέχη προς τό ΑΑαύρο Που λί. Στην άρχή κερδίζει άπόστασι γιατί ό Πάντσο έχει ε νεργήσει μέ τέτοια κεραυνο βόλ α ταχύτητα, πού κανείς δέν πρόλαβε νά κουνήση. Εΐναι δμιως Φανερό πώς δεν θά μπόρεση νά φτάση ώς τό έλικόπτερο άν τον κυνηγή σουν οι ϊνδιάνοι, γιατί τά μικοοσκοπικά ποδαράκια του δέν του επιτρέπουν νσ μπο-
ρή νά τούς συναγωνιστή στο τρέξιμο. Και πραγματικά δέν έχει κάνει αυτός δέκα μέτρα προς τά έμπρος καί ή Νάγια πέν τε και οι Ινδιάνοι τούς κό βουν στο κυνήγι. Ή Νάγια φτάνει τον Πάν τσο Γίγαντα πρίν άπό τούς ληστές.-. Καί τότε γίνεται κάτι άνευ προη γουμένου: Ή λυγερόκορμη, πανώρια κοπέλλα, αρπάζει στά στιβσρά της χέρια τον νάνο καί τρέχει μαζί του σάν τον ά νεμο προς τό Μαύρο Πουλί! Καί ή Νάγια μέ τό Βέλο όχι μόνο μπορεί νά συναγωνισθή τούς Ινδιάνους στο τρέξι μο αλλά μπορεί καί νά τούς άφήση πολύ πίσω, άκόμα καί τώρα πού κρατάει καί τον Πάντσο— ό όποιος τό λέ με προς τιμήν του δτι εΐναι εξαιρετικά ελαφρός! Καί νά, τους καί τούς δυο ακριβώς μπροστά στο Μαύ ρο Πουλί, ενώ οί Ινδιάνοι άπαγωγεΐς τους έχουν μείνει κσμμ-ιά δεκαριά μέτρα πίΐσω. Δέκα μέτρα πού εΐναι ό μως παραπάνω άπό αρκετά, γιατί άπό τη στιγμή πού ή Νάγια άνοιγει την πόρτα, ττε τάει μέσα στο αύτόγυρο τον νέο... Ηρακλή καί μπαίνει κΓ αυτή κλείνοντας πάλι πί σω της, δέν υπάρχει πιά κα νείς κίνδυνος άπό τούς Ινδιά νους ! Μπορούν νά πετάνε τά τόμαχαουκς καί τά άκόντιά τους έπάνω στά τζάμια τού Μαύρου Πουλιού κΓ εκείνα νά
ΖΟΡΡΟ
10 μην παθαίνουν ούτε γρατζου-
νιά! Έκτος αυτού, το ελικόπτε ρο δεν πρόκειται νά μείνη για πολύ σ3 αυτό τό μέρος, για να δοκι.μάση αν οί Ινδιά νοι θά μπορέσουν τελικά νά τού κάνουν καμ,μιά ζημιά.. Μόλις μπαίνουν εκεί μέσα ό ηρωικός Πάντσο Γίγαντας γυρίζει προς τό μέρος πού είναι ή θέσις τού πιλότου και ξεφωνίζει: —"Άντε, Ζοράκο! Δίνε του, μη μάς άνθίξουν κανένα κεφάλι! Ή Νάγια τον κυττάζει κα τάπληκτη πού τον ακούει νά μιλάη έτσι.
Γουρλώνει τα υπέροχα μάτια της. —Που τον βλέπεις τον Ζορ ρό; του λέει. Ό ΠάΜΤσο τότε για πρώ τη φρρά κυττάζει στο κάθι σμα του πιλότου και βλέπει ότι δεν κάθεται κανείς επά νω. —Μπ ά!, κάνε ι σ α σ τ ισ μέ νος. Πώς του ήρθε του Ζορ-ρού και δέν^εν εδώ; Αυτός συνήθως έκεΐ πέρα κάθεται. —-Ναι, αλλά τώρα θά λείπη!... —Και πώς παρατάει έτσι τό όχημα μες στη μέση του ξέφωτου. Θέλει νά του τό ση-
Κόβει μέ μια μαχαιριά τά σχοινιά...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
Του καρφώνει τό μαχαίρι στην καρδιά!...
κώση ό... γεροονός τής Τρο χαίας; ^ , Η Ναγια ωστόσο ανησυ χεί. % Τά τόμαχαουκς και τ5 α κόντια καί μεγάλες πέτρες σπάνε πάνω στο κρύσταλλο τού κουβουκλίου του Μαύρου Πουλιού, με τέτοιον διαβο λεμένο θόρυβο, που δσο καί να ξερής δτι το κρύσταλλο αυτό είναι όόθιραυστο, φοβά σαι πώς από στιγμή σε στι γμή θά διαλυβή /με μιάς όλόκληρο. Ή κοπέλλα ψάχνει για νά δή πώς μπορεί νά τό βάλη μπρος νά ξεκινήσουν αλλά δεν καταλαβαίνει σχεδόν τί
ποτα από τή θάλασσα αυτή τών κοΜμτηών πού υπάρχει μπροστά της. Ή ίδια είναι περίφημη πιλστίνα αύτογύρου συνηθισμέ νου, δπως εκείνου τής αστυ νομίας, πού κινείται με βεν ζίνη. Ετούτο τό υπέροχο ηλεκ τροκίνητο μηχάνημα, οδηγεί ται ,μέ ένελώς διαφορετικά συστήματα/ πού ή κοπέλλα ούτε νά φσιντασθή δεν μπορεΐ. Δεν υπάρχουν μοχλοί πη δαλίων καί «στίκ» καί άλλα τέτοια πράγματα, παρά ένα τιμονάκι ,μονάχα σαν τού αυ τοκινήτου καί μιά θάλασσα
από κουμπιά πού μ9 αυτά γί νονται δλοι οι χειρισμοί τής όδηγήσεως. Βλέπει- λοιπόν πώς μόνη της είναι αδύνατον νά τό ξεκινήρτι τό εκπληκτικό αυτό ελικόπτερο. Φωνάζει του Πάντσο: —"Άσε τις φλυαρίες και άπογείωσέ το νά γλυτώσου με! "Αν πέσουμε στά χέρια τους αυτή τη φορά, θά μάς κάνουνε κομ μαλάκια! —Τί έκανε λέει; κάνει ό Πάντσο Γίγαντας μέ γουρλωμένα μάτια. Νά τό άπογει ώσω; —Ναί!.. Τί σου φαίνεται περίεργο; -έρω καλά πώς μπορείς και νά τό απογείω σης και νά τό όδηγήσης! Σ3 έχω δ ή και άλλοτε! —Καλά! Φέξε μου καί γλύστρησα! Πώς ξέρω νά τό οδηγήσω, ξέρω! Τί σόϊ άρχιμηχανικός 9ά ήμουνα ά μα δεν ήξερα; —Λοιπόν; —Λοιπόν... Νά, κάνει ό Πάντσο Γίγαντας μασημένα. Μέ πειράζει., μέ πειράζει τό ύψος. Παθαίνω ναυτία! —Είσαι στά καλά σου, καλέ; ^ ξεφωνίζει ή Νάγια μέ τά μάτια γουρλωμένα πάλι. Τή ναυτία θά σκέπτεσαι τη στιγμή πού θέλουν νά μάς πιάσουν καί νά μάς κάνουν κιμά; Ό Πάντσο όμως διστάζει. Δέν τολμάει νά ζυγώση στη μηχανή. —Κι* άν του Ζορρού του έχει πάθει καμμιά βλάβη; τσι ρίζει. Που ξέρω εγώ τί συντή-
ρηάι του έχει κάνει; -έρεις... "Ο Ζορρός εΤν*αι καλός — κοίλος σέ όλα όολλά από πι λότος έχει μεσάνυχτα! Ι δρώνω καί παθαίνω κάθε φο ρά ώσπου νά τό διορθώσω τό έρημο, όπως τό καταντάει. —Βρέ κάνε γρήγορα! Θά μάς λιανίσουν! —·ΚΓ άν πέσουμε από ψη λά καί σκάσουμε κάτω σαν καρπούζια; Τί ψυχή θά πα ραχώσουμε στον Θεό; Ή Νάγια ξαφνικά γουρλώ νει τά μάτια της περισσότε ρο από κάθε άλλη φορά. Μόλις αυτή τή στιγμή βλέπει ότι δ φοβερός καί τρο μέρος Πάντσο Γίγαντας, τρέ μει ολόκληρος άπό τον φόβο του καί τό πρόσωπό του έχει γίνει κάτασπρο! Κινδυνεύει νά λιποθυμίση! Ή κ απέλλα πάει νά τρελλάθη. Τί μπορεί νά σΜμθαίνη; Δέν είναι 5 λεπτά τής ώρας πού ό νάνος τάβαλε μ3 ένα λόχο γεροδεμένους Ινδιά νους καί αφού σκότωσε καί έ ναν, τήν ελευθέρωσε μεσ3 άπ3 τά χέρια τους καί τής έσωσε τη ζωή! -Πώς είναι δυνατόν τώρα νά φοβάται ν3 άπαγειωθή μέ τό θαυμάσιο έλιικόπτερο του Ζορ
ρό;
"Όσο δμως κι3 άν ή Νάγια μέ τό Βέλο δέν τά καταλα βαίνει όλ3 αυτά, είναι πρά γμα όπλούστατο: Ό Πάντσο Γίγαντας έφα γε τό «φρούτο τής γένναιότητος», τό χώνεψε, πάει κα λά!
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ *Από τή στιγμή όμως πού το χώνεψε έντελώς, πέρασιε και ή έπίδρσσίς του στον όρ γανισμό του! Ό φουκαράς ό Πάντσο, ξανάγινε μέσα σέ μια στι γμή ό παλιός καλός" Πάντσο, ό φοβητσιάρης αλλά με τήν πλάκα του! Κι5 έτσι τώρα είναι έτοι μος νά λιποθυμίση καί., μύγα νά κάτση πάνω στή μύτη
του!^ Θέλει νά βάλη μπρος καί ν* απογειωθούν αλλά είναι α δύνατον. Τά χέρια του δεν τον υ πακούνε ! Τρέμουν σάν παλαβά! . . .
Τό άστρο των Διδύμων Όε Λ ΡΕΎ' εχει σταθή σάν κεραυνόπληκτος πάνω από τό σώμα τού Ζορρό τής Ζούγκλας. “Ένα βέλος είναι καρφωμέ νο στο στήθος αυτού τού τε λευταίου, που είναι ξαπλω μένος στή γή, κοντά στήν όχθη τής λίμνης "Αχουα Αά Σάφα. Τό πρόσωπό του εΐναι κά τασπρο.... Τό ίδιο χρώμα έχει καί τό πρόσωπο τού Έλ Ρέϋ. Καθώς ψιθύρισε τά τελευ ταία λόγια τού μεγάλου δα σκάλου του, τού ’Ατάκ Ό άν να, άπέδειξε πώς έχει κατα λάβει τήν τρομερή αλήθεια πού ό σοφός ιερέας τον εΐχε ρυμβρυλεύσιει νά μάθη...
13 Κυττάζει τό πρόσωπο τού Ζορρό καί βλέπει τήν τρο μακτική ομοιότητα πού έχουν τά χαρακτηριστικά του μέ τά δικά του! Τή βλέπει για πρώτη φο ρά, γιατί όταν υπάρχουν πρά γματα πού δεν μπορούμε νά τά βάλουμε με τό νού μας, ακόμα καί όταν τά βλέπουμε με τά Υδια μας τά -μάτια εΐναι αδύνατον νά τά παρατηρήσουμ ε ! ^Υστερα τό βλέμμα του σιγά - σιγά κατεβαίνει στον λαιμό καί από έκεΐ στο γιγάντιο στήθος τού Ζορρό. Βλέπει τό μενταγιόν πού κρέμεται άπ’ τό-ν λαιμό του καί αναπαύεται πάνω ατό στέρνο του, δίΗτλα άπό τό σημείο πού έχει κοορφωθή τό βέλος. Πρώτη φορά επίσης παρα τηρεί αυτό τό μενταγιόν, πού ένα όμοιο του μέ μια φωτο γραφία κλεισμένη μέσα, κρέ μεται καί από τον δικό του τον λαιμό συνεχώς από τότε πού θυμάται τον κόσμο!... Μέ χέρι πού τρέμει φανε ρά, πλησιάζει καί παίρνει στά δάχτυλά του τό μένταγιον τού μασκοφόρου Εκδι κητή πού φαίνεται νεκρός... Πατάει ένα κουμπάκι καί τό μενταγιόν ανοίγει. Μιά 'μιικρή άθελη κραυγή έκπλήξεως φεύγει οίπο τά σφιγυένα του χείλια., μ* ό λο πού τό περίμενε πώς ή φωτογραφία 'πού θάβρισκε ε κεί μέσα θάταν ή Υδια μέ τή δίκη του. Κυττάζει ,μέ φρίκη έκεΐνο
ΖΟΡΡΟ
14 τό Ακίνητο σώμα καί φέρνει άθελα τό χέρι στα μάτια/ σαν νά τον τρομάζει και μόνο πού τό βλέπει. Σάν νά πιστεύη πώς εΐναι μόνο ένα όραμα και θέλει νά τό διώξη από εμπρός του.. “Όμως δεν είναι όραμα, γι ατί όταν βγάζει πάλι τό χέ ρι του άπό τά μάτια, ό Ζορρό της Ζούγκλας εξακολουθεί νά βρίσκεται εκεί πέρα, πε σμένος στη γη, άκίνητος, μέ τό βέλος καρφωμένο στο φαρ δύ του στήθος καί τό πρό σωπό του τόσο άσπρο πού προκαλεΐ τρόμο... -αφνιικά ό · βασιλιάς τής ζούγκλας βγάζει μιά δεύτε
Τό χέρια τον
ρη κραυγή φρίκης. ■Γιά πρώτη φορά του περ νάει άπό τή σκέψι ή ιδέα πώς ό άνθρωπος πού έχει μπρο στά του καί πού σύμφωνα μέ όλα τά σημάδια δεν μπορεί παρά νά είναι ό δίδυμος άδερ φός του, είναι νεκρός! —Ή! .../Οχι!, ψελλίζει χωοις νά τό θέλη. Δεν μπο, ρεΐ νά εΐναι αλήθεια αυτό!.. Μέ μιά κίνησι σάν άξαφνα νά παρέλυσαν τά γόνατά του πέφτει μπροστά στο άκίνη-' το σώμα... Τό χέρι του πιάνει άπό τον καρπό τό χέρι του Ζορρό τής Ζούγκλας, ενώ ή καρδιά του κοντεύει νά σπάση μέσα
τρν Οπμκρννε!
15
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Μια αΦελη κραυγή έκττλτίξεως του ξεφεύγει...
στο στήθος του. Μέσα σέ μια στιγμή γίνε ται άκόμα πιο πελιδνός απ' ότι ήταν ώς τώροε Ό σφυγμός του μ α σκό φό ρου Εκδικητή δεν άκούγεται καθόλου. Σκύβει άκόμα περισσότε ρο, λαχανιασμένος ό Έλ Ρέϋ καί άκουμπάει το αυτί του πάνω στο πληγωμένο στήθος. Γιά δευτερόλεπτα δεν μπο ρεί νά καταλάβη άν δεν έχη σταματήσει και ή δική του καρδιά άκόμα! Κάι τότε άκούει κάτι σαν ανεπαίσθητο, υπόκωφο μουρμαύρισμα...
"Οχι...
Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δεν είναι άκόμα νεκρός! Ή γενναία καρδιά του δεν έχει σταματήσει όλότελα... Βρίσκεται όμως σέ φοβερή κατάστασι. Είναι τόςτο άσθενικός ό κάθε χτύπος της/ πού καθώς τον άκούς λές Ττώς ασφαλώς πρόκειται νάναι ό τ'ελευταΤος και δεν θά άκούσης άλλον πιά.... Ό Έλ Ρέϋ μέ μάτια πού άστράφτουν πετιέται όρθιος. Μέσα σέ μιά στιγμή έχει βρή όλη την ένεργητικότητά ταυ0
Είναι άτό τη στιγμή που καταλαβαίνει πώς ή ζωή σύ-
16 του του Ανθρώπου πού κατά πάσα πιθανότητα είναι δίδυ μος Αδερφός του, κρέμεται Α πό τα δικά του τα χέρια! Στέκεται για ένα — δυο δευτερόλεπτα και κυττάζει ο λόγυρα, λαφιασ μένος, ανήσυ χος. , Θέλει να βειβαιωθη πώς 6 Ζορρό δεν θά κινδυνεύση έ στω Από κανένα άνοίμ' άν τον Αφήιση: για λίγο όλομόναχον σ’ εκείνο το ,μέρος... δΩστόσο καταλαβαίνει πώς δεν είναι ώρα για διστα γμούς.... 'Γιά νά τον πά,ρη στα χέ ρια καί νά τον μεταφέρη ο πουδήποτε, δεν εΐναι δυνα τόν... Μόλις τον πάει δέκα βήμα τα στην κατάστ'ασι πού εί ναι, από τό τράνταγμα και μόνο θά ξεφυχήση... Πρέπει νά του βνάλη τό βέλος από τό στήθος άλλα κι* αυτό γιά νά τό κάνη, πρέ πει νά έχη κάποιο θίαυματουιο γό βότανο πού φυτρώνει μέ σα στη ζούγκλα σ* ένα μέ ρος πού τό ξέοει μόνο αυτός καί πού βρίσκεται Αρκετά μακρυά από τό σημείο πού είναι τώρα... Οί ώοες του Ζορρό είναι μετρημένες. Ό *Έλ Ρέϋ τό* βλέπει ολο κάθαρα στο χρώμα του προ σώπου του. Τό βλέπει στην Ακινησία του — ή σνίσπνοή του είν τόσο σιγανή, ώστε είναι Αδύ νατον, δσο κι* άν προσέξης νά δής τό στήθος του ν* άνε-
Ζ0ΡΡΟ βοκατείβα'ίνη, έστω κι* έλάχιστα... Κι* αν εΐναι νά τον Αποτελειώση κοτνένα Αγρίμι, δεν μπορεί έκεΐνος νά κάνη τίπο τα γιά νά τον προφύλαξη. •Πρέπει νά τρέξη γιά τό θαυ'μ στούρνο βότανο κι* ό Θεός βοηθός... Μιά και δυο ξεκινάει.... •Και ό αρχών του πράσι νου βασιλείου, ξεκινάει φυσι κά μέ τον τρόπο τον δικό του. Πιάνεται από τό κρεμα σμένο φυτικό σχοινί κάτω Α πό ένα δέντρο και σκαρφά λωνε ι μέ κατάπληΐκτική τα χύτητα... "Ύστερα Αρχίζει να ταξιδεύη Από δέντρο σέ δέντρο γοργός σαν .Αστραπή... Γιά έναν άλλον Ασφαλώς ή Απόιστασις Από τή λίμνη "Α χού α Λά Σάφσ, ώς τό μέρος πού φύεται τό θαυματουργό γιά τις πληγές βότανο, θά ή ταν τρομερά μεγάλη και θά Απαιτούσε ώρες πορείες μέ σα στην πυκνή ζούγκλα. Γιά τον *Ελ Ρέϋ όμως, τόν γιγαντόσωμο βασιλιά της, δεν χρειάζονται παραπάνω α πό δέκα λεπτά γιά νά φτάση. Μέ χέρια πού τοέμουν Από ανυπομονησία, κόβει τΐς πιο τρυφερές κορφές Από τό βό τανο αυτό πού γεμίζει μιά ολόκληρη έκτασι μέ τό πα ράξενα πράσινο χοώμσ του και μέ τό εξωτικό άοωμά του και τό περνάει στη ζώνη του. Ό Έλ Ρέϋ δέν^ έχει καρμιά Αμφιβολία γιά τά απο τελέσματα πού φέρνει στις πληγές αυτό τό βότανο,..
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό ίδιος θά είχε πεθαίνει., πολλές φορές ώς τώρα άν δεν το είχε ανακαλύψει... -Πάντοτε μ" αυτά έχει θε ραπεύσει τίς πληγές του υ στέρα ά'ΐτό τήν -συχνή πάλη του με τά τρομερά θηρία τής παρθένας ζούγκλας ή απτό τις μάχες Ττού έχει δώσει με Ινδιάνους ληστές ή άκόιμα και Άμερικανούς καί Εύρωπαίους τυχοδιώκτες πού έρχον ται ν’ αναζητήσουν τον ττλου το μέσα στις ανεξερεύνητες εκτάσεις τού ατέλειωτου- δά σους του Αμαζόνιου.... Λεν στέκεται ούτε -μια στι γμήι -περισσότερο σ" έκείνο το μέ|ρος. "Αμέσως αρπάζεται από ένα φυτικά σχοινί γιά νά ξαναρχίση τό καινούργιο, ξέ φρενο ταξίίδι Του, γιά τον γυ ρισμό. Σέ άλλα δέκα λεπτά έχει επιστρέφει στις όχθες τής λίμνης που βρίσκεται βαρειά τραυματισμένος ό Ζορρό. ^ Καθώς φτάνει, ένα φοβε ρό καρδιοχτύπι πάει νά τον τρελλάνη... χ Ή ιδέα ότι υστερ" άπ’ αυ τό τό^ απελπισμένο τρέξιμο μπορεί ινά γυρίση καί νά δή τον... αδερφό του κομματια σμένο από κανένα κούγκαρ ή από κανένά πούμα, τού φέρνει φρίκη... π αγωνία του όμως τε λειώνει· μόλις φτάνει.... ϋ Ζορρό βρίσκεται ακρι βώς στη θέσι που τον έχει α φήσει . Ό "Έλ Ρέϋ μ" ένα τελευ-
17 ταΐο σφίξιμο οπή καρδιά, πη δάει κοντά του κρατώντας καί την αναπνοή του καί σκύ βει το αυτί του άλλη μιά φο ρά πάνω στο χαλύβδινο στή θος τού μασκοφόρου "Εκδι κητή. συγκλονιστική Είναι μιά στιγμή πού ό γίγαντας νών παρθένων δασών, κάνει μέ ξαφνικά τρόμο τη σκέψι: «Όπωσδήποτε θάναι νε κρός!...» Καί ακούει ολοκάθαρα τον χτύπο τής καρδιάς τοΰ Ζορ ρό τής Ζούγκλας, πολύ όυνατώτερο άπ" δτι πρίν είκο σι λεπτά, πρίν φυγή γιά τό βότανο! Ό μασκοφόρος Τιμωράς έχει \μιά σιδερένια, άίληίθινά κράσι. Όποισσδήποτε άλλος στη θέσι του έκτάς ίσως από τον ίδιο τον Έλ Ρέίλ θά εΐχε άπό πολλή ώρα υποκύψει στό μοι ραίο μ" εκείνο τό φοβερά ιν διάνικο βέλος μπηγμένο στη μέση, του στήθους του. όμως ό οργανι "Εκείνου σμός του πάλεψε σκληρά μέ τάν θάνατο καί στο τέλος ά ρ χισε σιγά - σιγά νά τάν διώ χνει... Ό "Έλ Ρέϋ βγάζει μέ χε ιρ ία πού τρέμουν πάλι αλλά αυτή τή φορά άπά τή χαρά καί τή βιασύνη, τά βλαστά ρια άπά τά βότανα πού έχει κόψει καί πού έχει περασμέ να στή ζώνη του. Τά κόβει μικρά - μικρά κομματάκια καί τ" άκουμπάε ι όλα επάνω σ’ ένα μεγά λο ψύλλο πού έχει πέσει έ-
λ
4~
/“
20ΡΡ0
'Η φυλλωσιά στόχος στις
έκείινη σφαίρες
γίνεται τους...
ικεΐ δίπλα άπό κάποιο δέντρο. Σηκώνεται καί κυττάζει γύ ρω του ανυπόμονα. Πηδάει σ" ένα δέντρο και μέ τρεΤς γερές έλξεις φθάνει ψηλά σ' ένα κλαδί του. Κόβει μια μεγάλη καρύδα καί ξανακατεβαίνει. Βγάζει τό μαχαίρι του. "Ανοίγει την καρύδα στά γρήγορα καί μέ γοργές καί δυνατές κινήσεις καθαρίζει τό μισό κομμάτι της άπό τό περιεχόμενό του. Τρέχει μετά στη λίιμνη. Γεμίζει τη μισή καρύδα μέ νερό καί πηγαίνει πάλι κο ντά στον τραυματία. Είναι άδύνατον νά ψανταστή κανείς σέ πόση λίγη ώ ρα έχει κάνει όλες αυτές τις δουλειές ό Έλ Ρέϋ. "Ασφαλώς κάτι λιγώτερο οπό διυό λεπτά τής ώρας! Πιάνει τό βέλος άπό τη ρίζα του καί μέ μιά ^απότο μη κίνησι τό αποσπάει σάν νά είναι καμμιά άγκίθα! Ό Ζορρό μέσα στον βαρύ ύπνο μέσα στον ό'ποΐο βρί σκεται, ταράζεται κάπως καί κάνει μιά μικρή κίνησα καί ιμ,αά γκρι μάτσα ^ πόνου ζωγρα ψίζεται για μιά στιγμή στο πρόσωπό του, Ό Έλ Ρέϋ δεν τον προσέ χει καθόλου. Μέ πυρετώδη βιασύνη κά νει τη δουλειά του. Ρίχνει νερό επάνω στην πληγή του στήθους του Ζοιριρό πού αρχίζει πάλι νά τρέχη λίγο αΐμα καί ύστερα σκουπίζει καί τό νερό καί τό οοΐμα μέ χλωρά φύλλα κά-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! ποιου ειδικού φυτού. Άμέσω μετά παίρνει τά μικρά κομματάκια του βότα νου πού έχει φέρει από τόσο 'μακρυά και τά στρώνει επά νω στην πληγή και τά πιέζη σ* αυτήν \μέ τόση δυναμι, πού τά χείλια του τραυματία τρα βιώνται και πάλι, σημάδι δτι εχει πονέσει πάρα πολύ μέ σα στον τραυματικό ύπνο του... Ό ’Έλ Ρέϋ σταματάει λαχανι·ασμένος, σάν νά έκανε καμμ,ιά βαριά, χει.ρονακτική έργοασία. Τό λαχάνιασμα όμως δεν είναι από τήν κούρασι παρά οπτό τήν αγωνία. ~Αν έπρόκειτο για όποιονδήποτε άλλον, δεν θά είχε ού τε κάν άνησυχία, παρά θά ήταν ευχαριστημένος πού πρόλαβε... Αυτό τό θοουματαυργό βό τανο δεν τόν έχει π,ροδώσει ποτέ! Είναι εντελώς βέβαιος δτι ό Ζορρό θά γίνη καλά καί «μάλιστα τρομερά γρηγορό τερα άπ5 δ,τι γίνεται κάνεις καλά συνήθως, ύστερα από έναν τέτοιο τρομερό τραυμα τισμό... Παίρνει στά χέρια το·υ τον μασκσφόρσ Εκδικητή, προ σέχοντας νά <μήν τον κουνηση άπότομα καί νά μήν του πέ σουν καί τά βότοινα επάνω α πό τήν πληγή του. Τον μεταφέρει μόνο λίγα μέτρα παρακάτω, σ’ ένα μέ ρος πού τό σκιάζει ή πυκνή φυλλωσιά ενός αιωνόβιου δέν τρου.
— '0 Ζορρό!
Τό>ν ξαπτλώνει έκεΐ και τον οοφίνει πάλι·. Για -μια φορά ακόμα κυττάζει ολόγυρά του. Και τώρα δεν βλέπει πά λι κανόναν κίνδυνο. Είναι ανάγκη νά ξαναφύγη. και νά ξαναφήση τον Ζορρό_τής Ζούγκλας 'μόνον του. ζιέρει πώς ιμέ τό βότανο πού του βάλε πάνω στην πλη γή θά γίνη όπωσδήποτε κα λά, χρειάζεται όμως και νά δυναιμώσηι γιά νά μπόρεση νά σηκωθή γρήγορα και νά περ πατήση. Ό ’Έλ Ρέϋ σκέπτεται πώς •είναι απαραίτητο νά βρή κυ νήγι και φυσικά δεν μπορεί νά τό περιμένη. νά περάση α πό τό μέρος εκείνο που βρί σκονται γιά νά τό σκοτώση... 3Αποφασίζει και πάλι ν’ άφήση τον μ ασκό φόρο Τι μω ρό στην τύχη του γιά μερι κά λεπτά. ’Ίσως αυτή τη φορά νά καταφερη νά γυρίση και γρη γορότερα ιάπτό την προηγού μενη άν πετύχη κάπου έκεΐ κοντά κανένα θήραμα... Μιά και διυό λοιπόν, άφου κατέληξε σ’ αυτή, την από φαση χάνεται μέσα στη ζούγ
κλα... Ό Περέθ κάνει διάνα!
*
ΧΟΝΤΡΟ - ΠΕΡΕΘ όπως ξανάπσμε, έχει άποφασίσει, νά άφήση γιά σήμερα τό κυνήγι του Ζορρό καί του ’Έλ Ρέϋ καί νά γυρίση στο
’Έλ Χόκλο ιμόνο μέ τον αιχ μάλωτό του τον Κουκαράτσα. Ή σύλληψις αυτού του τε λευταίου είναι μιά πάρα πο λύ σημαντική έπιτυχίσ. Γιά τον Κυβερνήτη μάλι στα καί γιά τήν πολιτεία ο λόκληρη, ασφαλώς είναι πιο μεγάλη έπιτυχία ή σύλληψις αυτού τού απαίσιου κακούρ γου/ παρά άν εΐχε πιάσει τον Ζορρό ή τον ’Έλ Ρέϋ! Μόνο ή... προσωπική του ευχαρίιστησις θά ήταν μεγα λύτερη άν εΐχε πιάσει έναν άπ’ αυτούς τούς δυό... ή έ στω καί τη Νάγια μέ τό Βέ λο!... Πάντως ό Πειρέθ μ’ όλο πού πή,ρε την άπόφασι τής επιστροφής, δέν μπορεί καί νά τό δείξη στους άντρες του τόσο γρήγορα. Κάνει πώς ψάχνει ακόμα γιά τον Ζορρό λίγο άκόμα καί προχωρεί πιο βαθειά μές στην παρθένα ζούγκλα, ακο λουθούμενος από τό άπόσπτα σμά του καί από τον ληστή Κουκαράτσα: πού είναι, δεμέ νος χειροπόδαρα, έτσι πού δέν ιμπορεί ούτε νά σαλέψη... Ό χοντρο - άστυνόμος εί ναι βέβαιος ότι ό μασκοφό ρος Εκδικητής θά βρίσκεται πάρα πολύ μακρυσ τους αυ τή τη στιγμή καί γι’ αυτό λ ο γαριάζει μετά άπό μιά ώρα πορεία περίάσυ, νά δώση τό σύνθημα τής επιστροφής.. Ακριβώς σ’ αυτή τήν ώ ρα, κυττάζει, τό ρολόι του καί
σταματάει. Σηκώνει τό χέρι του ψηλά καί άνοιγε ι τό στόμα του γιά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ να φωνώξη... Άκούγεται· πραγματικά μιά δυνατή κραυγή άλλα μό νο πού δεν έχει βγή άπό τό στόμα τό διικό του! Αυτό τό τελευταίο παρα μένει όλάνοιγτο από την εκπληξι και τη σαστισμάρα, γιατί ή φωνή έχει ακουστή άπό κσμμιά πενηντάρια μέ τρα π ιό μπροστά καί είναι όλη κι* όλη μια λέίξι: -— Ό..; ό Ζορρό! Ό Περέθ αναπηδάει σαν να τον κλώτσησε μουλάρι. Τα μάτια του άστράφτουν. Τά μουστάκια τσυάνεβοκατε,βαίνουν νευρικά άπό την τρομερή συγκίνησι που του φέρνει έκεΐνσ τό όνομα κάθε φορά πού τό ακούει... — Έ!, κάνει σαν άπόπληικτος. Τί έκανε ό Ζορρό; Ποιος μίληισε *παλι γι’ αυτόν τον Ζορρό; "Ενας άπό τους άντρες του πού στέκουν πλάϊ του, του λέει* — "Από την έμπ,ροσΟοφυλ ακ ή, σεν ιόρ Π ερέθ!... Πραγματικά τήν ίδια στι γμή άκούγεται δεύτερη φορά ή φωνή άπό έναν άπό τούς δυό άντρες τής εμπροσθοφυ λακής του αποσπάσματος: -— Ό... ό σε ν ιόρ Ζορρό!.. Έδώ!... Ό Περέθ πάει νά παλαβώση. Δεν μπορεΐ νά τό π ι στέ ψη'Ριά μερικά δευτερόλεπτα μένει έντελώς ακίνητος σαν
άγαλμα ή ςτάν νά έχουν κσρ-
21 φωθή τά πόδια του κάτω στή Υη...
•— Μάδρε ντέλ Ντίος!, μουρμουρίζει με φωνή πού τρέμει. "Άνοιξε ή τύχη μου σήμερα. Τή μιά ό Κουκαοάτσα... Τώρα ό Ζορρό!... "Υ στερα νά βρούμε καί τον *Έλ Ρέϋ καί λέει μετά... νά βοου με καί τή Νάγια μέ τό Βέλο, γιά νά... συμπληίρωθή ή ευ τονία μου! Ξαφνικά τή χαρά του δια δέχεται μιά τρομερή ανησυ χία καί φόβος. Άναπηίδάει σαν νά τον τσί μπησε μύγα. πάλι. — Καί τί φωνάζει <οό Ζορ ρό έδώ», ό ηλίθιος αυτός; γρυλλίζει. Καί τί κάνει ό ά τιμος ό Ζορρό έκεΐ; Κάθεται καί μέ περιμένει νά πάω νά τον συλλάβω; Γυρίζει ατούς άντρες του μανιασμένος. — Γρήγορα!, μουγγρίζει. Κάντε γρήγορα, παλιοβλά κες, γιατί άν σάς βεΦύγη, θάχετε νά κάνετε μαζί μου με τά καίκαλύτερα νά άνοιξη ή νή καί νά σάς καταπιή! Μέ μιας όλοι μαζί ρίχνον ται προς τό μέρος τής έμπρο σθ ο Φυλακής.
Καί ό Πεοέθ δεν αργεί πα ,ροπάνω άπό δυο λεπτά τής ώρας, νά βρεθή μποοστά σ’ ένα θέαμα πού ποτέ του δέν θά τό πεοίμενε: Σέ μιά σκιά κάτω άπό τίς πυκνές Φυλλωσιές των δέντρων, βρίσκεται ξαπλω μένος ό θρυλικός μασκοφόρος Εκδικητής.
Είναι ξαπλωμένος άνάσκε-
22
ΖΟΡΡΟ
λα κοοί είναι άκ,ίΐνητος. ν:; νου δέντρου, νά τους κυττάΤό χρώμα του προσώπου Γ ζη μ* ένα τρομερό βλέμμα. του εΐναι κάτασπρο σαν του Ό χοντρά - άστυνόμος εΤπεθαμένου. ι ναι ωστόσο τρομερά γρήγο Τό στήθος του είναι ολό ρος στή σκέψι καί στή δράκληρο γεμάτο ξεραμένα αϊμα σι. τα, που δείχνουν πώς είναι ή — Καλά τό εΐπα!, μουρ μουρίζει μέσ’ άπ’ τά δόντια βαοειά τραυματισμένος ή νε κρός ! του μέ ένα σατανικό χαμόγε 'Ο Π ερέθ πάει νά τρελλαλο καί μιά λάμψι* στο βλέμ θή. μα. Σήμερα είναι ή μέρα πού Ζυγώνει πιο κοντά. θά καθαριστή η ζούγκλα όΣκύβει επάνω από τον ά λόκληρη!... Πρώτα ό Κουσπονδο εχθρό του. καράτσα, ύστειρα ό Ζορρό Παραμερίζει μέ τό χέρι καί τώρα αυτός ό άτιμος ό του λίγο τά βότανα πού βρί Έλ Ρέϋ!... Επάνω του, τε σκονται πατημένα πάνω στην μπέληδες! Ρίξτε του! Σκο πληγή καί βλέποντας την τρύ τώστε τον άν δεν μπο.ρήτε νά πα πού έχει κάνει τό βέλος τόν πιάοίετε ζωντανό! Μή σάς έκεΐ από κάτω, νοιώθει χωρίς ξεφύγη μονάχα, γιατί μετά νά τό θέλη μια δυνατή ανα θάχετε νά κάνετε μαζί μου! τριχίλα νά του δαπερνάη Μέ τά τελευταία του λό ολόκληρο Το κορμί. για, πέφτουν (μαζεμένοι καμ— Δεν την γλύτωνε ι!, ψελ μιά δεκαριά πυροβολισυο-ί. λίζει ανάμεσα, άπό τά δόντια Ή φυλλωσιά του δέντρου του. ’Άν δεν τάχει τινάξει μέσα οπήν οποία βρίσκεται ό κιόλας. Θά τά τινάξη μέσα σέ Έλ Ρέϋ, γίνεται στόχος δλίγα λεπτά τής ώρας!... λων τών οπλών τών άστυφυ,Ποιός τού έχει βάλει αυτά λάκων. τά παλιόχορτα πάνω στην Ό γιγαντόσωμος βασιλιάς πληγή του; Ποιανού τού εί τής ζούγκλας ωστόσο, δεν πανε πώς οι πληγές άπό τά είναι πιά έκεΐ! βέλη θεραπεύονται μέ... μαϊ Κανείς δεν μπορεί νά τόν ντανό; διακιρίνη πού εΐναι καί τί έχει — Ό Έλ Ρέϋ!... γίνει!... Λύτη ή κραυγή άκοόγεται Οι άστυφύλακες, τρομοκρα τήν ίδια στιγμή άπό κάπο’άν τημένοι άπό τις απειλές του απ’ τούς ανθρώπους τού Π ε άγριου άφεντικού τους, ου ρέθ πού εκείνη τή στιγμή ρούν προς τό μέρος του δέν στέκει πλάϊ του ακριβώς. τρου εκείνου μέ τά τουφέκια *0 Π ερέθ άνατ ινάζετα ι. στά νέρια. Γυρίζει καί βλέ4τει πρα —Σ κοτώστ ε τον!, ου ρλ ι ά γματικά τόν γιγαντόσωμο ζει κι* ό Π ερέθ άλλη μιά φοβασιλιά τής ζούγκλας μέσα ,ρά'. Μή σάς ξεφύγη, παλιρστη φυλλωσιά ένας άντικρντεμπέληδες!
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Και τρέχει κι* ό Ιδιος μέ γο πιστόλι στο χέ,ρι, ρίχνο ντας μια τελευταία ματιά στον Ζορρό τής Ζούγκλας καί βεβαιωμένος δτι για πέντε λε ιττά τουλάχιστον, δεν υπάρ χει καμμιά περίπτωσις νά σηκωθή και νά φύγη από κεΐ πέρα ένας άνθρωπος τόσο βαριά τραυματισμένος, πού μοιάζει περισσότερο για πε θαμένος παρά γιά ζωντανός! "Άλλοι απανωτοί πυροβο λισμοί γεμίζουν τον αέρα τής ζούγκλας εκείνη τή στιγμή. ? Ό "Έλ Ρέϋ έχει έμφανισθή σ’ ένα δέντρο πολύ μοκρύτερα. Οί σφαίρες βουίζουν σάν άγριομέλισσες δίπλα στ’ αυ τιά του άλλά καμμιά δεν τον ...δαγκώνει μέ τό> κεντρί της. Οί αστυφύλακες τού Πε ρέθ δεν φημίζονται καί τόσο πολύ γιά την... σκοπευτική τους δεινότητα, ξέχωρα από τό δτι πρέπει νά ομολογήσου με δτι καί ένας στόχος πού τρέχει μέ τέτοια ταχύτητα καί σ’ ένα μέρος μέ κακή ο ρατότητα σάν την ζούγκλα, εΐναι πάντοτε τρομερά δύσκο λος!... Όπωσδήττοτε, μέ πρώτον καί καλύτερον τον Περέθ, συ νεχίζεται· ή δίωξίς εκείνου του τρομερού άγρι ανθρώπου. Ο ί πυροβ ολ ι σ μ οί πέ Φτουν χωρίς καμμιά τσιγκουνιά κά θε φορά πού εμφανίζεται ένα κομματάκι άπό τό κορμί του ανάμεσα άπό την πυκνή βλά στησι τής παρθένας ζούγ κλας. "Αλλά 6 "Ελ Ρέϋ δχι μόνο
23 δεν χτυπιέται άπό καμμιά άπ’ αυτές τις σφαίρες αλλά καί μέσα σ’ ελάχιστα δευτε ρόλεπτα έχει όστομσκρυνθή τόσο πολύ, πού οί άστυφύλα κες τον χάνουν εντελώς άπό τά μάτια τους... Καί ό λόγος πού ό ’Έλ Ρέϋ τρέχει τόσο γρήγορα εί ναι απλός, όπως άπλός είναι καί ό λόγος πού ό βασιλιάς τής ζούγκλας στάθηκε νά τον δουν οί άνδρες τού χον τρό - Περέθ. "Ήθελε νά τούς τραβήξη μακρυά άπό τό μέρος πού βρίσκεται ό αναίσθητος Ζορρο... Καί αυτό άσφαλώς τό κατάφερε αφού ό' Περέθ κι" οί άστυφύλακές του τον άκολού θησαν. Τώρα κάνει μια εκπληκτι κά γρήγορα στροφή μέσα στη ζούγκλα πηδώντας άπό δέντρο σέ δέντρο. Πηγαίνει πάλι άπό άλλον δρόμο προς τό μέρος πού έ χει αφήσει τον μασκοφαρεμένο Εκδικητή. Θά φτάση ασφαλώς εκεί, πριν άπό τον Περέθ καί τούς άντρες του. Πραγματικά έτσι καί γί νεται. Ένώ ό χοντροί - αστυνόμος μαζί μέ τούς έλαφρώς «μπου νταλάδες» άστυφύλακές ταυ, ψάχνουν μές στο παρθένο δά σος γιά νά βρούν τον γίγα ντα Έλ Ρέϋ, έκεΐνος έχει ξαναγυιρίσει, πηδώντας σάν τον άνεμο άπό δέντρο σέ δέντρο στις όχθες τής λίμνης Άχουα Λά Σάφα, πού βρίσκε
ΖΟΡΡΟ ται η μάλλον πού πρέπει νά βρίσκεται ό Ζαρρό... Και ή αλήθεια είναι ^ ότι ο μασκοφόρος Τι μωρός δεν βρί σκεται πια εκεί! Λεν είναι στο μέρος πού τον άφτ>σε ό *Έλ Ρέϋ, τόσο πληγώ μ έναν πού βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου! Ό βασιλιάς τής ζούγκλας μένει κοκκαλωμένος. Δεν μπορεί νά καταλάβη τίποτα. Πάει νά τρελλαθή. Κυττάζει ολόγυρα καί ξανακυττάζει αλλά τίποτα. Κυττάζε' καί σε άλλα ση μεία άπ3 αυτά πού θυμάται πώς άφησε τον Ζαρρό, κά νοντας τη σκέψι πώς μέσα στην ανησυχία του μπορεΐ νά έχη κάνει καί λάθος. Πάλι τίποτα δεν μπορεΐ να δη. 3Απελπισμένος παύει νά ψάχνη για τον Ζορρό και κυτ τάζει πάλι ολόγυρα από τό μέρος πού τον άφησε γιά Τχνη... Ούτε ετούτη τη φορά φαί νεται τυχερός. Δεν υπάρχει τό παραμικρό ίχνος πού νά δείχνη την πα ρουσία άνθρώπου σ3 εκείνο τό σημείο! Δεν υπάρχει ούτε ένα πά τημα, έστω ακόμα, και τού ί διου τού Ζορρό, πόύ νά δεί χνη ότι ζωντάνεψε άξάφνα και σηκώθηκε νά φύγη άκούγοντας τούς πυροβολισιμούς. "Ολα δείχνουν πώς ό βα σιλιάς τής ζούγκλας πρέπει νά... έξαερώθηκε σάν φάντα
σμα καί νά χάθηκε!
Καί σάν νά μην φτάνουν δλ’ αυτά, πέφτουν πάλι δυο τρεΐς πυροβολισμοί καί οι σιψαΐ ρες σ φυρίζουν έπ ι κ ίνδονα κοντά στον "Ελ Ρέϋ. Ό Περέθ ,κΓ οΐ άνθρωποί του ξαναγυρίζουν. Βροχή πέφτουν οι σφαίρες ολόγυρα του.^ Δεν μπορεΐ νά μείνη ούτε στιγμή παραπάνω σ3 αυτό τό μέρος πού κάθε δευτερόλεπτο κινδυνεύει νά βρή τον θάνα το. Μιά καί δυο πηδάει πάλι σ’ ένα φυτικό σχοινί καί αρ χίζει κι3 έτούτη τή φορά τον τρελλό δρόμο του μέσα στη ζούγκλα. Τό μυστήριο τής έξαφανίσεως τού Ζορρό, είναι ένα πύ ρινο ερωτηματικό μες στο μυαλό του. Φεύγει κι3 ακούει πίσω του τις τρομερές βρισιές τού χοντρά - Περέθ, που έχει φτά σει δπως φαίνεται στο σημείο πού έφησε τον Ζορρό καί δέν τον βρίσκει κι3 εκείνος, πι στεύοντας πώς ό Έλ Ρέϋ κα τάφερε καί τον ξεγέλασε καί τού τον πήρε... Ελευθερωτές... ιϋ ΑΝΑΠΑΜΕ στον άμο.ιρο τον Πάντσο Γίγαντα πού βρέθηκε νά χάση την ένέργειά του έπάνω του τό φρούτο τής γέννα ιότητος, άκριβώς πάνω στην κρισιμό τερη στιγμή, ένω δηλαδή κι αυτός καί ή Νάγια μέ τό Βέ λο βρίσκονται φυλακισμένη
μέσα ατό υπέροχο Μαύρο Πουλί και από γύρω τους έ να σωρό φοβεροί Ινδιάνοι, κάνουν ότι μπορούν για να σπάσουν τό άθραυστο κρύ σταλλο του κουβουκλίου του καί να τους πιάσουν νά τους κομματιάσουνε!... "Οπως θά θυμάται ό ανα γνώστης, 6 φουκαράς ό Πάντσο προσπαθεί νά βάλη μπρος τό ελικόπτερο άλλα τρέμουν τόσο πολύ τά χέρια του άπό την τρομάρα, που δεν τά καταφέρνει1! Ή Νάγια βλέπει με φρίκη πέντε Ινδιάνους που κρατούν ατά χέρια τους μια πελώρια πέτρα καί έρχονται σιγά - σι γά, μέ τον σκοπό ασφαλώς νά χτυπήσουν μ3 αυτήν τό διαφανές κουβούκλιο τού Μαύ ρου Πουλιού. Καταλαβαίνει ότι τό κρύ σταλλο δεν θά μπόρεση ν’ άνθέξη καί σ’ αυτό τό χτύπημα, γιατί δεν θά άντεχε άκόμα κι3 άν ήταν τό πιο ανθεκτικό άτσάλι σ® αυτό τό πάχος. —· Πάντσο!, φωνάζει τοΰ νάνου μέ την ψυχή στο στό μα. 3Αφού δέν μπορείς εσύ νά τό άπογειώσης, λένε μου έμενα ποιά καί ποια κουμπιά νά πατάω γιά νά ξεκινησωμε!... Γρήγορα!^ — Πάτα κείνο κεΐ πέ... κεΐ πέ... κεΐ πέρα!, ψελλίζει ό δύστυχος τραυλίζοντας. Συγχρόνως τής δείχνει καί μέ τό δάχτυλο ποιο λέει. Ή Νάγια χωρίς κανέναν δι ; σταγμό τό πατάει^ αμέσως. Ένα σιγανό σφύριγμα ά-®* κούγετοα.
Μονομιάς ένα σύννεφο τρι γυρίζει τό Μαύρο Παυλίι! "Ενα λευκό σύννεφο που μεγοολώνει - μεγαλώνει σαν γίγαντας καί μέσα σέ δευτε ρόλεπτα σκεπάζει τά πάντα καί δέν μπορούν πια νά δουν τίποτ3 απολύτως ολόγυρά τους, εκτός άπό τους λευκούς του άτμούς! Ή Νάγια μέ τό Βέλο έχει γουρλώσει τά μάτια. Πάει νά τρελλαθή. —- "Γΐ... τί εΐν3 αυτό πάλ^ι; ψελλίζει κυττάζοντας τον Πάντσο Γίγαντα σάν κεραυ νόπληκτη. — Ντί ντί τί'!, τής άπακρί νεται εκείνος τόσο κίτρινος πού λές πώς τώρα θάρθη κά τω τέζα. Καί στο μεταξύ άκούγονται καί τά λυσσασμένα ξε φωνητά των Ινδιάνων πού τρελλοί ,άπό τήν τρομάρα τους καί μισοπνιγμένοι άπό τό πυκνό σύννεφο τού έντομοκτόνου, τρέπονται σέ ά τακτη φυγή μέσα στή ζούγ κλα... Ή Νάγια μέσα σέ μιά στι γμή καταλαβαίνει καί σκάει στά γέλια. 3 Αγκαλ ι άζε ι τον Γ1 ά ντσο Γίγαντα γεμάτη συγκίνησι καί τον φιλάει. ^ . ’Εκείνου τότε τά ματάκια του γλαρώνουν καί... λιποθυ μάει, γιά πρώτη φορά όμως άπό άλλη αιτία καί όχι άπό τήν τρομάρα του! Ή Νάγια τρομάζει. Κλείνει τό κουμπάκι τοΰ ντί - ντί - τί1, ώστε άν ξ’αναπλησιάσουν οί Ινδιάνοι νά
16 μπόρεση, νά τό ξα νονοί ξη, γιατί άν περιιμένη νά τελείω ση καί μετά έρθουν πάλι, δεν θά -μπορή νά τούς δίωξη. *Αμέσως ύστερα καί ενώ τό νέφος του έντομοκτόνου δεν βιάζεται καθόλου νά δια λυθή, ή πανώρια κοπέλλα σκύ βει απάνω από τον Πάντσο Γίγαντα καί με καμμιά δέκα ριά χαστούκια τον κάνει... περδίκι... Ό Πάντσο ανοίγει τά μα τάκια του, την κυττάζει γλαρωμένος καί της λέει καταμα γεμένος: — Είσαι ή Νάγια η ή α δερφή της; — "Οχι, ή ίδια! ,^τού απο κρίνεται· χαμογελώντας ή νέα. Ή άδερφούλα μου δεν φοράει βέλο! —^ Μπά \ Καί πώς θά την γνωρίσω τότε; * — Θά σου την συστήσω εγώ I — Μου δίνεις τον λόγο σου; — Ναί, αν μου πής τί νά κάνω γι-ά νά σηκώσω αυτό τό έλικόπτερο άπό δώ πέρα! —- Εύκολη δουλειά!, φω νάζει ό Πάντσο Γίγαντας μέ σα στον ενθουσιασμό του. Δεν έχει παρά νά πατήσης ε κείνο τό κουμπάκι. Ή Νάγια τό πατάει καί τό Μαύρο Πουλί μένει ακίνη
το. — Τώρα θά πατήσης κι5 έκεΐνο τό άλλο κουμπάκι! τής ξαναλέει1 ό Πάντσο Γί γαντας. Ή Νάγια τό πατάει κι*
αυτό καί τό έλικόπτερο δεν σαλεύει. — Τώρα γύρισε κΓ εκείνο τον μοχλό προς τά δεξιά μί ση στροφή! -— Τον γύρισα!... — Μπράβο σου! Πίεσε κΓ έκεΐνα τά δυο κουμπιά! — Τά πιέζω! — Φτάνει! Ή Νάγια τον κυττάζει σάν άπόπληκτη. —■ Τί φτάνει; τον ρωτάει. Πότε θά υψωθούμε; Ό Π άντσο μ.5 όλη την τρο μάρα του σκάει στά γέλια. — Πιο ψηλά θές, καλέ; τής κάνει ανάμεσα στά χαχα νητά του. Γιά κύττα καί λί γο κάτω! Ή κοπέλλα κυττάζει π,ρα γματικά κάτω καί βλέποντας τις κορυφές τών αιωνόβιων δέντρων νά λικνίζωνται ανά λαφρα στην πνοή του ανέμου άφίνει νά τής ξεφύγη μιά δυ νατή φωνή έικπλήξεως. Ή Νάγια ,μέ τό Βέλο πού ώς γνωστόν είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπο μέ τήν κόρη του άστυνάμου Περέθ τή Ρο ζίτα, έχει συνηθίσει νά 6άζη μπρος τό δικό τους έλικό πτερό τό όποιο χαλάει κύριο λεκτικά τον κόσμο γιά νά άπογειοοθή καί έτσι τώρα ούτε τό κατάλαβε δτι ή μηχανή του Μαύρου Πουλιού είχε αρ χίσει νά εργάζεται καί τούς είχε κιόλας σηκώσει ψηλά στον ουρανό! 'Ωστόσο ή νέα γυναίκα δεν είναι άπό κείνες πού φοβώνται εύκολα καί ξαναβρύ-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σκει σέ μιά στιγμή την ψυ χραιμία της. — Και τώρα πώς θά τό αδη'γήσω; ρωτάει τον Πάντα ο Γίγαντα ό όποιος έχει πέσει άπότομα στο διπλανό μέ του πιλότου κάθισμα και έ χει πάσει ανάσκελα για νά μην βλέπη κάτω, επειδή τον πιάνει ναυτία! Τελικά, επάνω στα μαθή ματα πού μετά άπό πολλές προσπάθειες τής Πάγιας μέ τό Βέλο, δέχεται ό Πάντσο νά τής δώση, ή κοπέλλα βά ζει ξαφνικά καινούργιες φω νές: —- Ό Ζορρό! Και δείχνει μέ τό δάχτυλό της προς τά κάτω, οπού πρα
27 γματιικά σκύβοντας αυτή τή φορά κΓ ό Πάντσο Γίγαντας, βλέπει τον ρασκοφάρο Εκ δικητή, ξαπλωρένον στή γή, άκίνητον, κάτω άπό μιά πυ κνή φυλλωσιά/ αρκετά μέτρα δεξιά τους. —~Ας κατέβουμε αμέσως! φωνάζει ή Νάγια ρέ τό Βέλο ανήσυχη άπό τήν άκινησία του ρασκοφόιρου Τι μωρού. — *Άς κατέβουμε γιά τό χατήρι του Ζορροϋ!, λέει κι5 ό Πάντσο Γίγαντας μέ γεν ναιότητα πού όταν είναι στα καλά του, μόνο γιά τον Ζορ ρό τής Ζούγκλας είναι δυνα τόν νά δείξη. Μέσα άπό τό παρθένο δά σος λίγο πιο πέρα, άκούγο-
...Μέ τις γροθιές και μέ τό μαστίγίο, τούς έτρεψε σέ φυγή!..,
28 νται ντουφεκιές, σαν να δίνε ται αληθινή μάχη. Είναι οι αστυφύλακες του Περέθ πού ρίχνουν εναντίαν τού *Έλ Ρέϋ, ό οποίος τούς παρασύρει μακρυά άπδ τό ση μεΐο πού βρίσκεται 6 Ζορρό τραυματισμένος και άναίσθη τος. Τ6... αεροπορικό συνεργείο των έλευθερωτών δουλεύει π ο λύ γρήγορα τότε... Ό βαριά τραυματισμένος γίγαντας μέ τη χρυσή μάσμα, μεταφέρεται στο ελικό πτερό του καί... γίνεται μεγα λοπρεπής ή άνάληψίς του ατούς ουρανούς! "Οταν μετά άπό ένα λε πτό θά φτάση στο ίδιο μέ ρος ό *'Ελ Ρέϋ καί δεν θά τον βρή, θά μείνη άπολιθωμέ νος και δεν θά μπορή νά καταλάβη τί έχει συμβή, πριν νά τό βάλη πάλι στά πόδια για τό έσωτερικό τής^ ζούγ κλας, κυνηγημένος άπό τούς αστυφύλακες τού Περέθ... Κι* όταν μετά άπό τον Έλ Ρέϋ θά φτάση και ό χοντρο άστυνόμος στο ϊδιο εκείνο μέρος... Τόμπολα! * * ΤΑΝ ό Περέθ φθά νει ατό σημείο έκεΐνο πού εί χε αφήσει τον Ζορρό τής Ζούγκλας και δεν τον βρίσκει νομίζει ότι τού τον έχει πάρει ό "Έλ Ρέϋ και ξεσπάει σ’ ε κείνες τις φοβερές βλαστή μιες που είπαμε πώς ακούσε
ΖΟΡΡΟ φεύγοντας αυτός ό τελευταί ος. Τούτη τη φορά δέν τά βά ζει μόνο μέ τούς άντρες του παρά και μέ τον έαύτό του. — Τί ηλίθιος πού είμαι κι1 έγώ!, σκούζει μέ σπάνια •ει λικρίνεια. Παράτησα αύτόν τον άτκμο κι* έφυγα γιά νά κυνηγήσω τον άλλον άτιμο, χωρίς τουλάχιστον νά σκεφθώ νά τού βγάλω μιά στι γμή τή μάσκα νά ίδώ τό πρό σωπό του!... .Καί τώρα... Τώ ρα άντε ξαναβρές τόνε πάλι. Θέ^ μου τί βλακεία! Αλλά καί φυσικό είναι, μάδρε ντέλ Ντίο! "Οταν περιτρι γυρί ζομαι· οστό τόσους ηλίθιους, θά κολλήσω λιγάκι κι* εγώ! Κουνηθήτε, βλάκες! Ψάξτε καλά! Μπορεί νά τον ξετρυ πώσετε άπό κανένα θάμνο! Καί ψάχνουν μέν πραγμα τικά οι άστυφύλακες, ύπακού όντας στις διαταγές τού έξαγριωμένου αφεντικού τους άλλά δέν βρίσκουν ούτε τό παραμικρό ϊχνος πουθενά. Κι’^ό Περέθ είναι ^καθισμέ νος πάνω σ’ έναν βράχο. ΚΤ είναι βαλαντωμένος ά πό τή ζέστη καί τό τρέξιμο πού δέν είναι για άνθρώπαυς μέ τό δικό του πάχος. Κι* έχει βγάλει τό μαντή λι του καί σκουπίζει τό κα ταμουσκεμένο πρόσωπό του. — Νά μήν τού βγάλω τή μάσκα!, γρυλλίζει συνεχώς. Καί νά τον έχω τόσον κοντά μου! Άπό δω έκεΐ δά πέρα! *Έτσι νάπλωνα τό ξερό μου, που μουρχεται νά κόψων μά τή Σάντα Ροζίτα, θά είχα
“Οσοι θέλετε νά περάσετε τό καλοκαίρι σας ευχάριστα, ίτπσκεφθήτε τό βιβλιοπωλείο του «Μικρού "Ηρωος», Λέκ•«ο 22, έντός της Στοάς,
Θά βρήτε εκεί ΟΛΑ τά βιβλία για τταιδιά και γιά νέ ους, που έχουν έκδοθή στην Ελλάδα αστό τούς μεγάλους *αί μικρούς εκδοτικούς οίκους: — Μυθιστορήματα. — Εγκυκλοπαιδικά βιβλία. — Ιστορικά αναγνώσματα. — Εικονογραφημένα. — Όμαδικά παιχνίδια γιά τό βουνό και τή θάλασσα. Γιά κάθε ήλικία και κάδε γούστο καί ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ. Κάθε επισκέπτης πού θά άγοράζη βιβλία άξίας άνω των 10 δραχμών, θά παίρνη καί ένα
Γιά κάθε 10 δραχμάς πού θά πληρών η γιά νά άγαράση βιβλία θά τταίρνη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ ένα τεύχος Μ. "Ηρωος (ή των άλλων εκδόσεων μας: Μικρός Ταρζάν, Γκρ&* κα, Σορρό τής Ζούγκλας, Κάλ κλιτ.) τής άρεσκείας του! Μην παραλείψετε νά έτησκεψθήτε τό βιβλιοπωλείο
ΛΕΚΚΑ 22, έντός τής στοάς
ώ*
βγάλει τή μάσκα ίου καί 0ά ήξερα τουλάχιστον μέ ποιόν έχω να κάνω, κι5 αν μοΰ τδσκαγε!... Και όμως δέν τό άπλωσα το ,καυλάδι μου!... "Αχ! Θέλω σκότωμα!... Αύτός ό Ζορρό τής Ζούγκλας μουχει γίνει... καρκίνος, μά τον Σαν Σεμπάστισν! ,Βρέ ζώα!... Προσέξτε ιμή σάς ξεφύγη ό ..Κουκα ράτσας, για τί θά σάς στήσω όλους στη γραμμή καί θά σάς έκτελέσω! Τ' ακούσατε; Τρέμ όντας καί κάτασττροι σάν πεθαμένοι οί φουκαράδες οί άστυφύλακες μπροστά σέ τέτοια άπειλή, μαζεύονται δΑοι τους γύρω - γύρω από τον απαίσιο ληστή, έτσι που τον κλείνουν απ' όλες τις με ριές καί παύει να τον βλέπη ό σενιόρ Περέθ... "Ετσι, ό χοντρο - αστυνό μος άναγκάζεται νά ξοτναγυρίση στους συλλογισμούς του για τον Ζορρό τής Ζούγκλας. Τά χέρια του που τρέμουν φανερά, στρίβουν ένα τσιγά ρο έδώ καί τόση ώρα καί τό τσιγάρο είναι ακόμα... ξέστριφτο. Μια τού ξεφεύγει τό τσι γαρόχαρτο, μια του ξεγλυστράει ό καπνός, μια τού κολλ άε ι· τό τσ ι γαιρόχ άρτο στη γλώσσα καί* τού μένει ό καπνός στη φούχτα καί ούτω καθεξής. Κι' δλο μουρμουρίζει και παραμιλάει σ' αυτό τό διά στημα : — "Αν δεν ήμουνα τόσο βλάκας, μία Μαντόνα, τώρα
θάξερα ποιος είναι ό κανέ¥ γιας ό Ζορρό τής Ζούγκλας! Θάχα δ ή τό πρόσωπό του γιά τό όποΐο έχω πιή τόση χολή ως τώρα!.. "Αν καί... Νά με πάρη καί νά μέ σηκώση άν δέν μοΰ θύμισε κάποι ον έτσι όπως τον είδα, έστω και μέ τη χρυσή μάσκα!... Τό χρώμα τών ματιών του εί ναι τό μόνο πού δέν είδα α φού τα είχε κλειστά άλλά εί μαι βέβαιος ότι .θάταν μαύ ρο!... Μπά!... μπά!... Ό Περέθ ανατινάζεται καί μόνο μέ την ιδέα πού τού έ χει περάσει. — Δέν είναι δυνατόν!, ψελ λίζει. Τί βλακεία πάλι αυτή; ’Αφού την άλλη φορά ανέβη κα τρέχοντας στο σπίτι του στην Άθιέντα ντέλ Σολ καί ήταν εκεί πέρα!... Αφού τό πήρα άπόφασι πώς 6 Δον Πάμπλο Ντελάρο δέν είναι ό Ζορρό τής Ζούγκλας, δπως πίστευα πάντοτε!... Κι' ό μως!... Πού νά μέ πάρη και νά μέ σηκώση, θυμάμαι σάν αυτή τή στιγμή ότι φαινόταν άπό τό πρόσωπό του, πού τό είχα έδώ μπροστά του!... Ό Περέθ κάνει μιά κίνηση σάν νά θέλη νά διώξη ένα ό ραμα άπό τά μάτια του. Ψελλίζεκ ^ -— Θυμάμαι τό στόμα του, τό τετράγωνο σαγώνι του... Τό τσουλούφι του!... "Ω, Μαντόνα μία! Δέν μπορεί νά κάνω λάθος! Τό τσουλούφι τού Δον Πάμπλο/ ήταν πάνω άπό τή χρυσή μάσκα τών αρχαίων ϊνδ ιάνων ί ερέων!... Ναί! Καί πάω τό κεφάλι
ίβΥΓϋΛΑί μοϋ στοίχημα!.,; Αάτό ήταν, Τό βλέπω ζωντανέ μπρός στά '£ΐάτια μου ακόμα και τώρα! "Ενα τσοΡλουφάκι έτσι κι5 έ τσι και τά κατσαρά του μαλ λιά στο ίδιο στυλ... Τί βλά κας καί τί' ήλίθιος καί τί ζώον πού είμαι!... θά μου ττής ιτώς την άλλη φορά... Πετιέται ορθιος. —- Μωρέ δράστην την άλ λη φορά!, τσιρίζει. Ετούτη 4η φορά είμαι βέβαιος πώς τό πρόσεξα πολύ καλά καί έτσύτη τη φορά ό,τι κι3 άν γί>νη, άκόμα κι3 άν γίνεται α έρας καί τρέχει στο σπίτι του πριν οστομένα, δεν θά μπόρεση νά τό έπαναλάβη!.. Γιατί έτούτη τη φορά έχει ε κείνη τη φοβερή πληγή στο στήθος του οστό τό ινδιάνικο βέλος, πού άκόμα κι3 άν βρή ένα μαγικό βότανο νά του τό κάνη καλά ιμέσα σ’ ένα λε πτό, πάλι θά μείνη τό σημά δι του καί θά τό ίδώ! 3Άαα! Δεν μου γλυτώνεις, κύριε Ζορ ρό τής ^Ζούγκλας!... Μωρέ ποιος εΐναι ήλίθιος; Έγώ; Έγώ είμαι μεγαλοφυΐα!... *Έϊ! ^ Σεΐς! ^ Κοπρόσκυλα! Μπρος γιά τό έλικόπτερο! Τροχάδην! Χωρίς δεύτερη συζήτησι οί άστυφύλακες πετιώνται όρ θιου παίρνουν στά χέρια τους τον Κουκαράτσα καί ξεκινά νε μ3 όλη τή γρηγοράδα πού μπορούν νά σηκώσουν τά πόδια τους. Ό Περέθ καταφέρνει καί πάει μπροστά, έπειδή πετάει άπό τή χαρά του καί τά όλοστρόγγυλα μάτια του λά-
α
μπουν διαβολικά, Μισή ώρα ιορατάει ή πο^ ρεία τους. 3Από μακρυά βλέπουν τό έλικόπτερο στο μέρος ακρι βώς πού τοχουν αφήσει, Σέ κάτι λιγώτρρο από πέ ντε λεπτά άπό την στιγμή αύ τή, βρίσκονται όλοι μέσα καί τό έλικόπτερο βρίσκεται στον αέρα. Κάνει τέτοιο τρομερό Θό ρυβο πού όλα τά πουλιά τής ζούγκλας πετάνε μακρυά πα νικόβλητα. Ωστόσο ό Περέθ Θριαμ βεύει. "Οσο περνάει ή ώρα, αντί ν3 άνησυχή καθόλου,^ τόσο πε ρισσότερο σιγουρεύεται ότι δεν είναι δυνατόν νά κάνη λά θος ! Μπροστά στά μάτια του δέν εχει τίποτα3 άλλο ολη αυτή την ώρα, άπό τό τσου λούφι του Ζορρό τής Ζούγ κλας καί δέν έχει καμμιά άμφιβολίσ πώς είναι αυτό τό ί διο μέ του Δόν Πάμπλο ΝΤε λορο ! —Δέν μου ξεφεύγεις! Δέν μοΟ ξεφεύγεις πια μέ τίπο τα!^ Τό έλικόπτερο πάει μετά άπό άλλη μίση ώρα πτήσι καί προσγειώνεται πάνω στην ταράτσα του άστυνομικού σταθμού τού *Έλ Χόκλο, Οί άστυφύλακες παίρνουν τον Κουκαράτσα καί πάνε καί τον πετάνε σ3 ένα κελλί. Ό Περέθ σκαρφαλώνει στη ράχι ένός αλόγου καί καλπά ζει μ3 όλη του τή δύναμι προς την 'Αθιέντε ντέλ Σόλ,
Φθάνει σέ λίγο στο κτήμα τού Δον Πάμπλο Ντελορο. -επεζεύει εξω οπτό την πόρ τα του σπιτιού του και άψοϋ δένει στά πεταχτά τό άλογό του στο ξύλο πού βρίσκεται έκεΐ άττ3 έξω, τρέχει και χτυ πάει μέ γρήγορα καί δυνατά χτυπήματα. Δεν περνάνε ούτε πέντε δευ τερόλεπτα καί του ανοίγει ό γέρο - Φερνάντο/ ό άφασιωμένος ως τον θάνατο υπηρέ της του Δον Πάμπλο. —- Πάλι εσείς, σενιόρ, μουρμουρίζει μέ άγσνάκτησι, πού ασφαλώς θά ώφείλε'ται στον τρόπο μέ τον όποιον έ χει χτυπήσει ό Περέθ. — Γιατί, Φερνάντο; τού λέει ειρωνικά ό αστυνομικός. Μέ βλέπεις κάθε -μέρα καί ,μέ βαρέθηκες; — Λέν ήθελα νά πώ αυτό, σενιόρ!... Σέ τί' μπορώ νά σάς φανώ χρήσιμος; — Στο νά μέ όδηγήσης άμέσως, αυτή τη στιγμή στόν κύριό σου, Φερνάντο! — Άμέσως αυτή τή στι γμή δεν γίνεται, σενιόρ! —- Καί γιατί §έν γίνεται; σκούζει ακόμα θριαμβευτικά ό Περέθ. —Γιατί, σενιόρ, 6 πατρόν (άφεντικό) δέν έχει ντυθή α κόμα καί βρίσκεται στο δω μάτιό του!... Ό Περέθ μασσυλάει τά μουστάκια του. Τά μάτια του πετουν φω τιές. — Λεν έχει ντυθή; μαυγγρίζει. Τέτοια ώρα, Φερνά
ντο; Τώρα ξόττησε;
Μάλιστα, ^ σενιόρ, Ή Νόμοι τής Πολιτείας, του βί^ νουν καθαρά τό δικαίωμα νά κοιμάται καί νά ξυπνά όποια ώρα θέλει! —- Μά δέν τού δίνουν τό δικαίωμα νά κάνη κάτι άλλα πράγματα πού κάνει ό κύριός σουν Φερνάντο!, γρυλλίζει ά γρια ό Περέθ καί παραμερί ζοντας άξαφνα τον γέρο - υ πηρέτη, ρίχνεται σαν σίφου νας προς τό εσωτερικό τού σπιτιού. — Σενιόρ Περέθ!, ξεφωνί ζει εκείνος έντρομος καί τρέ χει πίσω του. Σενιόρ Περέθ, τί κάνετε; Σάς είπα πώς ό κύριος δέν έχει ντυθή άκόμά! Περιμένετε νά σάς αναγγεί λω! — Δέν περιμένω τίποτα, εξυπνάκια μου!, τσιρίζει 6 α στυνόμος θριαμβευτικά, χω ρίς νά πάφη νά τρέχη μ<έ τέ τοιον τρόπο πού ο ηλικιωμέ νος Φερνάντο δέν μπορεί να τον φτάση. Δέν περιμένω τί ποτα, γιατί προτιμώ νά τον δω πριν ντυθή!... Ό Φερνάντο δέν προλαβαί νει νά του πή τίποτ’ άλλο. Μια πόρτα άνοιγει μπρο στά άηό τον έπερχόμενο Πε ρέθ, πού είναι τού δωματίου τού Δον Πάμπλο. Ένας άνδρας μέ μονάχα τό κάτω ίμερος τής πυτζάμάς του έμφανίζεται στο άνοιγμα αυτής τής πόρτας. — Τί τρέχει; φωνάζει αυ στηρά. Τί ψασαρίσ είναι αυ τή; Ό Περέθ βαστάει φρένο
καί στέκει .μέσα σέ μια στι*
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
γμή κεραυνοβολημένος. Ό άνθρωπος πού βρίσκε ται μπρος του είναι ό Τδιος ό Δον Πάμττλο Ν τελάρο! Είναι ατημέλητος, φανερό οτι μόλις έχει σηικωθή άπό τό κρεββάτι του. Τα δλόμαυρα μαλλιά του ττετάνε έδώ κι* έκεΐ. Τό πελώριο στήθος του εί ναι γυμνό και ολοκάθαρο! Καμμιά πληγή!... Κανένα σημάδι. Ό Περέθ κάτι ττάει νά ττή άλλα 6 κόσμος ολόκληρος σκοτεινιάζει γύρω του. Γουρλώνει τά μάτια καί... κατρακυλάει πίσω στις σκά λες! Εάτυχώς πού βρίσκεται ό Φερνάντο έκεΐ πέρα καί τον παίρνει μέ πάρα πολύ κόπο στην αγκαλιά του...
νιόρ Ζορρό έκανε την έμφάνισί του στη ζούγκλα! Ό Περέθ πετιέται απάνω μέ γουιρλωμένα μάτια καί τρέ μει ολόκληρος: — Τί έκανε λέει; — Μάλιστα, σενιόρ!... Μιά σπείρα κακοποιών... λευ κών κακοποιών... έπεσε πάνω στούς άγρότες πού βρίσκο νται λίγο πριν απ’ τη ζούγ κλα τά κτήματά τους καί "■^ύς λήστεψαν άπ5 όλα τους τά υπάρχοντα καί ήθελαν νά βάλουνΦωτιά καί στά σπίτια τους! Τότε έκανε την έμφάνι σί του ό σενιόρ Ζορρό καί μέ τό μαστίγιό του μονάχα καί μέ τις γροθιές του, έτρεψε σέ φυγή τούς μισούς καί άφησε τούς άλλους μίσους άπό τούς κακοποιούς στά χέρια των α γροτών πού... Ό Περέθ δεν θέλει ν5 άκούση περισσότερα. Ό Ζαροό τιμωρεί! Γίνεται- άσπρος, ύστερα κίτρινος, μετά κατακόκκινος καί μετά πάλι άσπρος μέσα 0 ΔΥΣΤΥΧΟΣ ό Πεσέ έλάχιστα δευτερόλεπτα ρέθ δεν μπορεί ούτε νά κοιολ αυτα. ,μηθή ούτε νά φάη ούτε νά Στο μεταξύ ουρλιάζει, κιό πιή. λας προς τό μέρος τού υφι Τώρα λοιπόν ό χοντρο - α σταμένου του: στυνόμος κάθεται στο γρα — Νά πάρη καί νά σηκώφείο του και μοιρολογάε ση!... Θά μου τό πλήρωση! Ή πόρτα ανοίγει και μπαί Θά μου τό πληρώσετε!... ζε νει μέσα ένας αστυφύλακας κουμπί στήτε κΓ έτοιμάστε πού χαιρετάει μέ σεβασμό. μου τό έλικόπτερο! 5Αμέ —- Σενιόρ Περέθ, άναφέρει σως!... Τό απόσπασμα ναρσέ στάσι προσοχής. Ό σε θη μαζί μου γιά τή ζούγκλα! Τ Ε Λ Ο Σ Γ. ΜΑΡΜ.ΑΡ ΙΛΗ^
Αιτ®κλιΐϊηΐϊ4τις; Γ«ν. ’ΕκΙβτίικαΙ
ΟΜ-.
ρ
ρ
ο
I Α 1 Α Β 1 ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 2ος -— ’Αρ. τεύχους 15 -— Δραχ. 2 Γραφεία: Αέκκα 22 (εντός τής στοάς), τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρσ 21 Ν, Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεω,ργ ι άδη ς, Σψιγιγός 38Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηιβασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, Αθήνα ι.
φοζ ΣΤΟΠ ΟΥΡΑΝΟ Α γηΟ ΘΗΡ/ΗΕΕ... ΑΣ ΤΟΝ ΕΞΕΤΑΣΟΥΜΕ...
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΚΓΟ ΔΙΑΣΤΗ ΜΑ Ο ΖΗΤΗΜΕΝΟΣ ΔΙΣ ΚΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΝΟΥ ΠΗ ΡΑΝ ΤΟΝ ΑΑΡΣΕΝ*
ΤΟΝ ΕΚΑΝΕΣ Νβ
I
ΣΕ ΤΑΣΗ, ΟΤΙ ΜΑΤ) 3ΕΒΜΕΙ ΕΙΔΕ ·, ----- ΜΜ/Α ΤΕΓΰ/ή ~
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
^ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟIV ΠΕΙΡΑΣ Ε, ΑΝ . ΤΗΝ ΘΥΜΟΤΑΝ!
ΣΕ ΠίΓΟ Ο ΔΡΟΣΕΡΟΣ ΑΕΡΑΣ ΣΥΝΕΦΕΡΝΕΙ ΤΟΝ ΤΑΡΣΕΝ...
ς πγ ο υ ρ ν
θ α ς γν ε π -
ΤΟΜΟΥ ΝΑ Γ/Η ΤΟΝ ΔΙΣΚΟ... ΔΕΝ &ΥΜΑΜβ/ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ! ΤΟΣΟ ί/ΟΑΥ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ . Σ. — ΑΥΤΟΝ/
Ο ΠΕΡΕΘ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΗ... ΝΛΓΙΑ!
Το μυστήριο τοϋ Ζορρό II ΩΣ όμως ό βαρειά ηρΙαυμ,Ό'τισμενος Ζορρό τής Ζούγκλας, μέ ένα ολόκληρο ινδιάνικο βόλος στη ιμέση τού στήθους του, βρέθηκε στο κρεββάτι του χωρίς νά έχη απολύτως τίποτα όταν έφτα σε στην Άθ ιόντα ντέλ Σολ, ό Περέθ —αφού όλοι ξέρ'ουμε ότι 6 Ζο,ρ,ρό καί ό Δον Πάμττλο Ντελάρο άποτελεΐ ένα και τό αυτό πρόσώπο; (*) γ-') Δ’άιβ-ατε τό ιτοοηγούμενο τ εΟχο ς: «Ο ΖΟ Ρ ΡΩ Τ! ΜΩΡΕ 12>.
Αυτό τό μυστήριο για να έξηγηίθή, πρέπει νά διηιγηθή κάνεις τα γεγονότα μέ τη σει ρά τους. Π ρέπε ι. νά ξαναγυιρίσου·με στη Νάγια μέ τό Βόλο και στόν Πάντσο Γίγαντα, την ώρα πού αυτοί οι τελευταίοι παίρνουν μέ τό υπέροχο ελι κόπτερο τού Ζορρό τον ίδιοκμήΗ-η του, άναίσθη',το άττό το πολύ αίμα που έχει χάσει, και τον γλυτώνουν μ5 αυτόν τον τρόπο άπό τά χέρια τού ε ξαγριωμένου Περέθ, πού έχει· φάει τη ζούγκλα μέ τό κουτά λι- γιά νά τον βρή! Λοιπόν όταν τό έκπληκτιΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. §
4 κό Μαύρο Πουλί απογειώνε ται ήσυχα - ήσυχα χωρίς νά κάνη οΰ]τε τόν· παραμικρό θό ρυβο, αρχίζει νά πετάη έ^πό^ νω από τΙς κορυφές των δέν τρων και ό ανεκδιήγητος ,Πάν τσο Γίγαντας αρχίζει, πάλι νά τρέμη ολάκερος όταν βλέπη πόσο... ,βαθειά είναι από κάτω απτό τά πόδια τους ή ε πιφάνεια τής γης!... Τό τιμόνι τής όδηγησεως πάει κι* έρχεται άπό τη με γάλη τρεμούλα μέσα στο χέ ρι του. Τό ελικόπτερο —κατά φυ σική συνέπεια, πάει κι* έρ χεται κι* αύτό και κάνει πε ρίεργα μικρά λουπιγκ στον αέρα σάν νάναι μεθυσμένο και κινδυνεύει κάθε τόσο νά χΤυπήση, καί στην κορυφή κα νενός δέντρου νά γίνη ζημία ή και δυστύχημα, όπως ό Πάν τσο Γίγαντας δεν λέει μέ κα νόναν τρόπο νά δώση περισ σότερο ύψος γιά... ευνόητους λόγους... Ή Μάγια αναγκάζεται και παίρνει αυτή τό τιμόνι άπό τά χέρια του, μ5 όλο που θά προτιμούσε νά περιποιήται τον Ζοφρό, γιά νά καταφέρη νά τον κάνη νά συνέλθη. Ό Πάντσο Γίγαντας εξα κολουθεί νά τρέμη καί μετά που δεν κρατάει πιά τον τι μόνι·, παρ’ όλο που ή Μάγια οδηγεί πολύ σταθερά τό Μαύ ρο Πουλί. Ό φόβος του είναι τόσος που δεν μπορεί νά προσφέρη καμμιά βοήθεια στον Ζαρρό. Το βλέμμα του πάει συνε χώς στή Μάγια πού υψώνει
Ζ0ΡΡΟ ακόμα τό ελικόπτερο γιά νά μήν ύπάρχη φόβος συγκρούσεως μέ κανένα δέντρο. Βλέπει τό υψόμετρο μέ γουρλωμένα τά ματάκια του καί κοντεύει νά του έρθη συγκοπή. — Καλέ σύ!, τσιρίζει κατατρομαγμένος. Θά τό πας στα σύννεφα; Ελικόπτερο είναι! Δεν είναι σπούτνικ. "Αν θές νά πας στο φεγγάρι, πές ιμου νά κατέβω εγώ καί τράβα μόνη σου! Ή Μάγια δεν τον άκίούει. Του λέει μόνο, ενώ τού κάκου ψάχνει τόση ώρα μέσα σ’ εκείνη τή θάλασσα, τών^ κου μπιών καί τον διακόπτουν νά βρή έκεΐνο πού θέλει: — Που είναι ό μηχανικός πιλόησς; — Τί νά τον κάνης; τσιρί ζει ό Πάντσο Γίγαντας. Αυ τός δεν ξέρει τον δρόμο νά μάς πάη σπίτι μας! — Θέλω νά σταματήσω τό σκάφος στον αέρα! — "Α! "Ολα κζ όλα !ν ξε φωνίζει στριγγά ό καϋμένος ό Πάντσο Γίγαντας. Τρέλλες δεν θέλω! "Οταν είναι σταματημένο είναι τρισχιειρότερα! Παθαίνω ναυτία! Μου φαίνεται πώς είμαι ακροβά της όοθιος έπάνω σέ σκοινί καί πώς άπό στιγμή σέ στι γμή θά γλυστρήσω καί θά γίνη τό μοιραίο. Νά μου λείπη τό βύσσινο! Ή Μάγια είναι άπελπισμέ νη. — Βάλε, καλέ, τον μηχα νικό πιλότο, νά σταθή τό σκάφος!, φώναζει ανήσυχη.
ΪΉΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
&ΜΜ·Μ03ΜΜΜ8Μ@άΙ·Η·&*λϊέΕΪ
Πρέπ&ι νά κάνουμε^ κάτι γιά
φτουν άγρια. Και γι' αυτό
τόν Ζορρό! Δεν βλέπεις τα χάίλια πού έχει; θές νά πε θάνη ατά χέρια μας; — Όχι!, τσιρίζει με τρό μ ο ό νάνος. Λεν το θέλω τέ τοιο πράγμα! Νά μέ κάψη ή Παυαγίτσα! — Λοιπόν τελείωνε! "Αν δεν σταματήσουμε τό ελικό πτερο νά δούμε τί μπορούμε νά κάνουμε γιά νά τόν συνεφέρουμε, θά πεθάνη! Ό Πάντσο πάει νά σκάση. Βρίσκεται στην περίπτωσι πού τη λένε «μπρος γκρεμός και πίσω, ρέμα». Δεν ξέρει τί νά κάνη. Στο τέλος τούρχ'εται- ιδέα φαεινή και λέει: τ— Νά τό κάτσουμε κάτω στή γη, καλέ σύ! 9Εκεί πέ ρα μπορείς νά τού κάνης όσα γιατροσόφια θέλεις! Ή Νάγια όμως λέει γρή γορα και ανυπόμονα: — "Αν κατέβουμε κάτω θά μάς πιάση ό Περέθ! — Π ιό καλά έχω νά μέ πιάση ό ,σενιόρ Περέθ, τσιρί ζο ό άνοικονόιμητος Πάντσο, παρά νά σκάσω κάτω σάν καρπούζι! Ό μπασκίνας αυ τός φωνάζει - φωνάζει και κά νει τόν άγριο αλλά κατά βάθός μού φαίνεται πώς έχει χρυσή καρδιά! Είμαι βέβαι ος πως άν σέ πιάση εσένα πού είσαι καί... νοστιμούλα, θά σου φερθή τόσο καλά σάν νά ήταν ό... μπαμπάς σου ό ίδιος! — Πολύ τό φοβάμαι κι* έγώ αυτό!, γρυλλίζει ή Νά-
προτιμώ νά ,μείνομμ’ εδώ πά νω!... Δεν έχω καμμιά διά θεοι για... πατρικές τρυφερό τητες!... Τί θά γίνη; Θά μου δείξης τον μηχανικό πιλότο ή θ5 άφήσης τόν φίλο σου τόν Ζορρό νά πεθάνη; Ό Πάντσο Γίγαντας γο,υιρ λώνει τά ματάκια του απαρη γόρητος. "Οχι... Δεν τό θέλει καθόλου νά πεθάνη ό Ζορρό. Είναι τό τελευταίο πρά γμα στον κόσμο πού θά μπο ρούσε νά ύποφέρη. Τόν Ζορρό τόν Αγαίπάει., τόν θαυμάζει και στα τελευ ταία είναι ό μόνος άνθρωπος πού όσο βρίσκεται κοντά του και τού μιλάει·, δεν αισθάνε ται κανόναν φόβο και νοιώθει ασφάλεια! Τρέμοντας λοιπόν τής δεί χνει τόν μηχανικό πιλότο πώς λειτουργεί και ή Νάγια τόν βάζει αμέσως σέ κίνησι. Τό Μαύρο Πουλί σέ λίγα δευτερόλεπτα έχει μείνει με τέωρο στον αέρα, Ακίνητο πά νω από τίς κορυφές των αίω νόβιων δέντρων τής παρθένας καί αδιαπέραστης ζούγκλας τού Αμαζόνιου. Ό Πάντσο γιά νά μη βλέπη κάτω καί τόν πιάνει ή ναυτίά του, ξαπλώνει ανάσκε λα στη θέσι τού πιλότου καί κυττάζει προς τά επάνω ενώ συγχρόνως ενώνει, τά χεριό στο στήθος του καί άρχιζε* νά προσεύχεται γεμάτος α πελπισία καί κατάνυξι: — ΦΩ, Μαντόνα .μία! Βά-
για μέ μάτια πού
Αστρά
βία»
.ίώϋβ
στα καλά μην Ιρθαυιμ,ε κάτω.
σ^υχή, ό Ζφρό
'Άψησέ .μας λίγη ώρα νά σου 'Κίραττάμε αυτόν τον μικρούτσι 'Κίο χώρο οστό τον ουρανό .Σου. Παραιτούμεθα, από κάθε δι καίωμα ττού θά μάς προσφέρη τυχόν... ένοικιοστασιακός νόμος και θά ξεκινήσουμε για τό σπίτι* έτσι καί άνοίξσυνε τά μάτια αύτού τοΰ Ζορρού!... ■φουικαρισρη τού Κάνε νά τ' άνοιξη τό γρηγορώτερο, Μαντόνα μία, γιατί όσο ττιό γρήγορα συνελθεί, τόσο γρηγορώτερα θά σου άδειάσουμε καί τή γωνιά! Την ώρα ττού ό Πάντσο Γί γαντας κάνει αυτή την πρωτάκ σύρτη. και .έξωψρενική προ
συνέρχεται σιγά - σιγά με τις στοργικές περιποιήσεις τής Μάγιας μέ τό Βέλο... Τά .χείλια του κινιαύνται σαν νά θέλη νά μιλήση αλλά καμμιά λέξι, δεν βγαίνει ανά μεσα τους, τόσο δυνατά πού νά τήν άκούση ή κάπέλλα που είναι σκυμμένη δίΤτλα του. Ή κοπέλλα του στάζει, λί γο δροσερό νερό στο στόμά και τού δροσίζεΐ' καί τό μέτωττο. Ό μασκοφόρος Τιμωρός ά νοιγε ι τά μάτια του... Τά βλέφαρά του τρεμοπαί ζουν για λίγο καί είναι φανε ρό ότι άκόμα δεν βλέπει τίπο
(0 Ζορρό ανοίγει τά μάτια του*..
άρχιζει. νά
'Ο ΈΑ Ρέϋ μεταφέρει τον Ζορρό οπτό τό·ν υπόγειο διάδρομο
Ια άκόΐμα και τις στιγμές πού τά μάτια ταυ είναι α νοιχτά... Σιγά - σιγά επανέρχεται στις αισθήσεις του. Τέλος καρφώνει τό βλέμ μα του ττάνω στο πρόσωπο τής Ν άγιας μέ τό Βέλο πού σκύβει πάνιτα από πάνω του γεμάτη στοργή και ανησυχία αλλά και χαρά πού τον βλέ πει νά ξαναβρίσκη τις αίσθή σεις του. Το χέρ ι τ ου κ άνε ι μ ιά κ ίνησί, σαν νά Θέλη νά τό φέρή στο μέτωπό του αλλά την ί δια στιγμή μιά μικρή κραυ γή του ξεφεύγει καί τό πρό σωπό του κάνει μιά γκρ(μά
τσα πόνου. — Φρόνιμα!/ τού λέει ή Νάγια μέ τρυφερή φωνή. Μήν κάνεις κινήσεις πού σου φέρ νουν πόνους Ζορρό! Χρειάζε ται τέλεια ακινησία γιατί εί σαι βαριά τραυμα'τισ μένος. "Ολα όμως θά πάνε καλά... Δέν έχεις πια κανέναν φόβο.. Του μιλάει σαν νά είναι γιαπρός καί νά ξέρη άν ό μα σκοφόρος Εκδικητής έχει ή όχι στ5^ αλήθεια φόβο από τό τραύμα του. Του λέει ό μως όσα του λέει για νά του δώση κουράγιο και νά τον κάνη νά μείνη ήσυχος. Τό βλέμμα τού Ζορρό παί ζει ολόγυρα ανήσυχο, ,
^ Καθώς βλέπει τον Ράντσο Γίγαντα νά κάθεται· ανάσκε λα στη θέσι του πιλότου, α νησυχία ζωγραφίζεται στα μάτια του-, άκάμα περισσό τερη. — Τί... τί έχει... ό Πάντσο; ψελλίζει βραχνά. Ό Πάντσο Γίγαντας έτσι δπως κάθεται, και καθώς — όπως είναι γνωστό το Μαύρο Πουλί δεν κάνει κανόναν θό ρυβο απολύτως, ακούει· τά λόγια του Ζορρό, μόνο δεν •μπορεί νά φανταστή πώς εί ναι αυτός που μίλησε, για τον λόγο δτι τον φαντάζεται ακόμα λιποθυμισμένον. Λοιπόν λέει τής Νάγιας μέ την τσιριχτή φωνή του, χωρίς καί νά στρέψη καθόλου τό κε φάλι του προς τό μέρος της, γιατί φοβάται μήπως κουνήση απότομα καί... πέσει τό έλικόπτερο! —■ Καλέ συ, ΝάγιαΠ.. Πώς έγινε έτσι χοντρή ή φο> νή σου; Μπάς κΓ έχεις α μυγδαλές; Ή κ'οπέλλα μ3 δλη την α νησυχία της γιά την υγεία τού Ζορρό, δεν μπορεί νά μην χαμ,ογελάση στην καινούργια αυτή... κοτσάνα του ανεκδιή γητου Πάντσο Γίγαντα. Μαζί της αμως, χαμογε λάει καί^ ό τραυματίας, πού τά αστεία έκεΐνα λόγια του αμίμητου βοηθού του, εΐναι ή καλύτερη άπόδειξις δτι δεν έχει τό παραμικρό, δπως εί χε φοβηθή την πρώτη στι
γμή.
-— Που βρισκόμαστε; ρω τάει σιγά - σιγά την κοπέλ°
λα που εΐναι· κοντά του κόπα χαρούμενη καθώς τον έχει δ ή νά χαμογελάει. -— Πάνω από τη ζούγκλα! του αποκρίνεται μέ συγκίνησι· πού κάνει τη φωνή της νά τρεμη ανάλαφρα... Πάνω α πό τό σημείο εκείνο πού χτυ^ πήθηκες... Σταματήσαμε τό ελικόπτερο γιά νά προσπαθή σω νά σέ φέρω στις αισθή σεις σου... Τώρα πού έγινε αυτό δεν μάς ιμένει τίποτ’ άλλο παρά νά σέ όδηγήσωμε στην Κάζα ντές "Οιμπρες —· στο σπίτι των Ησκιων. Έικεΐ θά μείνης ξαπλωμένος ώσπου νά συνέλθης εντελώς... Ό Πάντσο Γίγαντας από τό μέρος πού εξακολουθεί πάντα νά μένη ξαπλωμένος, άκούγσντας τά τελευταία αυτά λό για, συνέρχεται καί ζωηρεύει κάπως. — Σπίτι μου —σπιτάκι μου καί φτωχοκαλυβάκι μου! τσ ιρ ίζε ι κατενθουσ ιασμένος. Μπρος, παιδιά! -εκινάμε γιά εκεί!... Καί πάει νά βάλη μπρος τό ελικόπτερο.Ό Ζορρό τής Ζούγκλας ό μως τον σταματάει μουρμου ρίζοντας: — Μιά στιγμή, Πάντσο!.. Ό νάνος τον κυττάζει παραξενεμένος καί γεμάτος κα κά προαισθήματα, γιατί κά θε καινούργια ιδέα είναι γΓ αυτόν μιά παράτασις αυτής τής... εναέριας καταστάσεως πού δεν τού αρέσει καθόλου... — Τί τρέχει1, Ζορρέ; τού λέει κατσούφικα. Θέλεις νά
κάνης τον σταυρό σου; Μή
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σέ νοιάζει* κι* είμαι κοίλος πι λότος! Κανείς δεν θέλει πε ρισσότερο από μέ^α νά μή φάμε τά μούτρα ιμαςΐ Ό Ζοριρό όμως τον σταμα τάει και πάλι καθώς πάει για άλλη ,μιΐά φορά νά ξεκινηση. Ό Έλ Ρέϋ... ψελλίζει μέ κόπο. Ό Πάντσο Γίγαντας γουρ λώνει. ξανά τά ματάκια του. ■— Ε!... Τιτρεγει μ αυ τόν; εΐναι πολύ καλά στην υ γεία του καί σου στέλνει· τούς χαιρετισμούς του και ευχές για ταχεία άνάρρωισι... — Που... Που βρίσκεται; Ό Πάντσο ανυπόμονα του δείχνει μέ τό δάχτυλο τό α πέραντο πράσινο χαλί πού α πλώνεται1 κάτω από τά πόδια τους καί πού φυσικά ό Ζοριρό δεν μπορεί νά τό δη έτσι· που εΐναι ξαπλωμένος άνάσκελα. — Στη ζούγκλα!, του λέει λακωνικά. Καί άμέσως υστέρα έτοιμάζετσι πάλι νά βάλη μπρος τό σκάφος... Ό Ζορρό δ μ,ως γιά μ.ιά φο ρά άκόιμα τον σταματάει: — Πρέπει... Πρέπει, νά τον δρουμε!... Ό Πάντσο Γίγαντας γίνε ται πιό άσπρος κΓ από τον άσβεστη. — Μου φαίνεται· πώς άντί νά βρούμε αυτόν θά βοουμε τον μπελά μας στο τέλος!, ψελλίζει μέ άγανάκτησι. Κα λέ Ζορράκο!... Που θά τον βρούμε τώρα αυτόν έκεΐ που έχει πάει·; Εΐναι τά..» δέντρα
μπροστά καί δέν φαίνεται κα Βόλου! Ό Ζοροό παρά τούς πό νους του δέν μπορεί πάλι νά μην χαμογελάση. Λέει τάχα άδιάφορα: — Γ ιατί δέν θές νά ψά ξουμε νά τον βρούμε/ Πάν τσο;·* Δέν φαντάζομαι νά φο βάσαι!... Ό νάνος του αποκρίνεται ξερά - ξερά —- Δέν φοβάμαι μόνο σκιάζομαι!... Παιδάκι μου ένδί'αφέρομαι γιά την υγεία σου. Αύτό ’ναι δλο!... ΗΞχεις μαύ ρο χάλι καί θέο νά ψάξουμε νά βρούμε τον άλλον τον ψηΑέα; *Άσε νά συνέλθης λιγά κι μέ τό καλό!... *Έχεις και ρό νά κανονίσης τίς ύποθέσειο σου! Ό Ζοροό δμως επιμένει: — Πρέπει νά τον βρούμε τώρα!, λέει απευθυνόμενος περισσότερο ’πρός τη Νάγια. ΚΓ έκείνη ωστόσο παίρνει τό μέρος του Πάντσο Γίγα ντα σ’ αυτή την πεοίπτοοσι, /μόνο πού εκείνη πραγματικά μονάχα γιά την υγεία του μασικαφόροο Τι'μωρου φοβά ται. ^ —* Δέν νομίζεις πώς έχει· δίκιο 4 Ράντσο; μουρμουρί ζει ιά-ρουχη. ΕΤισαι σέ κακό χάλι.,. Δέν έχεις δυνάμεις για καινούργιες περιπέτειες... — Πρέπει... ψελλίζει ό Ζορ ρά. Φοβάμαι... πώς θά φύνη ιμακρυά... Καί τότε... Δέν θά μπορέσουμε πιά νά τον βρού με!... Κ αί δέν πρέ^πεί1 νά Φυ γή!... Δέν πρέπει νά φυγή πριν νά του μιλήσω...
20ΡΡ0 — Μεγάλο μεράκι!, τσιρί ζει ό Πάντα ο Γίγαντας πικαρισμένος. Τέτοια λαχτάρα δεν ξανάδα άλλη φορά μέ τά μπιρμπιλωτά μου τά ματά κια. Ζώνει- καί καλά νά θέλη νά κουβεντιάση μ3 εκείνον τον άχαρο ξυλάρα! Όρίστε! 3Αφοΰ επιμένεις, μίλησέ του! "Από κάτω μας περνάει!... Καί τό έκπληικτικώτερο ό λων σ3 αυτή την· περίπτωση είναι ότι 6 Πάντα ο δεν άστει εύεται! Στ3 αλήθεια περνάει ά'πό κάτω από το Μαύρο Πουίλί ε κείνη την ώρα ό 3Έλ Ρέϋ, ό γι γανίτόοωμ ος βασ ιλ ι ας τής
'Ο
Φερνάντο πέφτει
ζούγκλας!... Ό νάνος τον έχει δη τυ χαία μια στιγμή που έσκυψε κάτω... Είναι λίγη ώρα μετά πού 6 3Έλ,^ Ρέϋ γύρισε στο μέρος που είχε αφήσει τον τραυμα τισμένο Ζορρό καί δεν τον βρήκε. Τώρα φεύγει μέσα στο καταπράσινο βασίλειό του κυ νηγημένος άπό τούς άντρες τοϋ ΓΊερέθ, αλλά χωρίς νά έχη κονέναν φόβο δτι μπορεί νά τον πιάσοσν/ γιατί εκεί μέσα στη ζούγκλα του "Αμα ζόνιου κανείς δεν μπορεί νά τον άνακαλύψη όταν θέλη νά
στα γόνατα δακρυσμένος τό χέρι...
καί τού αρπάζει
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
'Ο Έλ Ρέϋ βάψει τά μαλλιά του μαύρα...
κρυφτή ή νιά ξεφύγη... Μέ τά λόγια τού Πάντσο ή Νάγια πετιέται ορθή καί κυτ τάζει- κΓ έικείινη κάτω, ενώ ό νάνος τσιρίζει κατατραμαγμέ νος καί ττάλι: — Σιγά, ,,μωρή! Τί χορο πηδάς έτσι; Που βρίσκεσαι; Στοϋ παποΰ σου τ’ αμπέλι; Θά τό... μπατάρης! Ή Νάγια ωστόσο δεν τον ακούε ι. Βλέπει πώς ό Πάντσο Γί γαντα δεν αστειευόταν λέγο ντας ότι ό Έλ Ρέϋ περνάει κάτω άπό τό Μαύρο Πουλί. Σκύβει λοιπόν καί του φω νάζει καί σέ λί,'γο ό ξανθός γίγαντας βρίσκεται εκεΐ πά
νω μαζί τους καί ξεκινούν ό λοι μαζί για την Κάζα ντές Εμπρός... Στόν Ζορρό τής Ζούγκλας φαίνεται περίεργο πού ό Έλ Ρέϋ τούς ακολουθεί χωρίς καμμ ι ά άντ ίρρηισ ι... Δεν μπορεί νά βάλη μέ τον νού του στην άρ'χή ότι ό δίδυ μος αδερφός του έχει μάθει τό τρομερό μυστικό τής συγ γένειας του... ΚΓ όμως σιγά - σιγά άρχί ζε ι νά" τον κ αταλ αβα:ίνη... Ό τρόπος μέ τόν οποίον τόν κυττάιζει, δεν είναι ό ίδιος όπως τις άλλες φορές που ξαναϊδωθήκανε... Στά μάτια, του δεν ύπάρ-
12 χει πια τό μίσος... 'Κάτπ σάν τρυφερότητα τρώει να φανη στιγμές - στι γμές, πού υστέρα αμέσως χάνεται πάλι κάτω άπό τή μάσκα τής αδιαφορίας που θέλει νά δείξη ό γιγαντόσω μος^ βασιλιάς τής ζούγκλας. Στη συνέχεια τό υπέροχο Μαύρο Πουλί φτάνει στην ά κρη τής ζούγκλας μέσα σέ ε λάχιστα λεπτά τής ώρα. Ή Νάγια με μάτια δαικρυσμένα —άλλα χωρίς νά ψαίνωνται ικάτω άπό τό πυκνό βέλο της— καθώς βλέπει νά έρχεται ή ώρα τού αποχωρι σμού, προτείνει στον Ζορρό τής Ζούγκλας νάγμεί'νη μαζί του' στο σπίτι των "Ίσκιων, για νά τον περιποιήται πού είναι πληγωμένος. Ό μασκοφόρος Τι μωρός όμως άρνείται. Κι" εκείνος θάθελε πολύ νάχε κοντά του την υπέροχη κοπέλλα πού τόσες φορές τού έχει σώσει τη ζωή, στις δύ σκολες στιγμές πού θά περάση0 Δέν έχει· δικαίωμα όμως νά πρσδώση τό μυστικό του... Τό Σπίτι των "Ίσκιων εί ναι ένα ενδιάμεσο καταφύγιο και εκεί μέσα δέν θά βρή τις (ανέσεις που είναι απαραίτη τες γιά την άνάρρωσί του. "Απ’ αύτό' πρέπει νά μετά φερθή στην "Αθιέντα ντέλ Σόλ, στο κτήμα του, άπό τον υπόγειο, μυστικό διάδρομο, πού ή Νάγια μέ τό Βέλο δέν μπορεΐ νά μάθη την ύπαρξί του*, Ή κοπέλλα πάλι δεν επι
μένει καθόλου, γιάτί καταλα βαίνει πολύ καλά ότι ό Ζορ ρό είναι υποχρεωμένος^ νά δι αφύλαξη τό μυστικό τής ταυ τότητάς της, όπως έξ άλλου κάνει κι5 αυτή ή ίδια... Θεωρεί περιττό νά του πή και γιά τον πατέρα της τον Περέθ πού έχει 6γή στη ζούγ κλα και ψάχνει σάν λυσσασμέ νος νά τον βρή γιά νά τόν συλλάβη... Βλέπει ότι θά χρει'αστή αρκετός καιρός γιά την άνάρ ρωσί του άπό τό φοβερό του τραύμα και ξέρει πώς ώς τό τε θάχη περάσει ό μεγάλος θυμός τού πατέρα της, πού θά έχη καταφέρη νά παρηγορηίθή μέ τά συγχαρητήρια πού θά πάρη γιά τή σύλληψι τού Κουκαράτσα. "Έτσι λοιπόν, τού εύχεται μόνο περαστικά και κατεβαί νοντας άπό τό εκπληκτικό έλ ικόπτερο, χάνετα ι μέσα στη ζούγκλα και ξαναπαίρνει τρέχοντας τόν δρόμο προς τό σημείο εκείνο όπου έχει αφή σει τά ρούχα της, γιά νά άλλάξη καί άπό κεϊ νά τραβήξη τό ταχύτερον γιά τό σπίτι τής θείας της τής Καίρμελ,ίτας, μήπως κάνει κανένα τη λεγράφημα ό Περέθ γιά νά εΐν" εκεί καί νά τού στείλη ά-
πάντησι...
__Άπό την άλλη πλευρά, ό Έλ Ρέϋ μέ τόν Πάντσο ΓίΙγαντα καί μέ τόν τραυματισμέ νο Ζορρό, φτάνουν στην Κά ζα ντές "Ομπρες. Ό γιγαντόσωμος βασιλιάς τής ζούγκλας λέει κι5 εκείνος πώς πρέπει νά φύγη..
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Νοιώθει ΐτώς ίσως ό αδερ φός του δέν θέλει νά φανέρω ση την πραγματική του ταυ τότητα, που πάντοτε με τό ση επιμέλεια κρύβει άπό τ' •μάσκα του... 5 Αλλά ό μασκοφόρος Τιμώ ρός. έχει άλλη γνώμη. Ξέρει ττώς απτό τον δίδυμο άδειρφό του δεν μπορεί πια νά κρύψη τό θανάσιμο μυστι κό _του... -έρεί' κι* εκείνος πώς οι δυό τους είναι δεμένοι με τό τρομερό· μυστήριο μερικών δι δύμων άδερφών, που έχουν γεννηθή κάτω άπό έναν υπερ φυσικό νόμο καί μένουν για πάντα δεμένοι στη ζωή καί στον θάνατο... Ξέρει πώς άπό δώ καί πέ ρα πρέΤτει νά είναι τρομερά προσεκτικός... 3Άν τύχη καί σκοτωθή αυ τός, την Τδι'α στιγμή θά πεθάΐνη κΓ ό Έλ Ρέϋ όπως άν σκοτωθή ό Έλ^Ρέϋ, τήν Τδια στιγμή θά πεθάνη κΓ αυτός. Δεν έπιτρέπεται λοιπόν νά υπάρχη κανένα μυστικό άπολύτως μεταξύ τους. Πρέπει και οΐ δυο νά τά γνωρίζουν δλα - δλα ό ένας γιά τόν άλλον, ώστε νά μπο ρούν σέ κάθε περίτπτωσι νά φροντίζη ό καθένας καί γιά τόν εαυτό του άλλά και γιά τήν δεύτερη ζωή πού έξαρτάται άπ* αυτόν... Ό Ζοοοό λοιπόν παρακαλεΐ τόν Έλ Ρέϋ νά τόν μεταφέρη ως τό σπίτι· του, άπό τόν μυστικό διάδρομο τής Κάζα ντές "Όμποες... Εκείνος δέν άρνεΐταη..
Τό πρόσωΤτο του *ΊΞλ Ρέϋ είναι σοβαρό. Δείχνει πώς τόν απασχο λούν χιλιάδες σκέψεις. Γ ιά τόν Ζορρό τής Ζούγ κλας είναι Ητραγματικά πολύ πιο εύκολο νά συνηθ'ίση στήν ιδέα του δίδυμου άδερφοϋ πού θάχη άπό δώ κι* εμπρός. Σ® εκείνου τήν καρδιά δεν φύτρωσε κορμιά φορά τό μί σος... Αυτόν που πρέπει νά άγαπάη καί νά προστατευη άπό δώ κΓ εμπρός, ποτέ δέν άποπε ισώθηκε νά τόν σκοτώση... Ποτέ δέν πόθησε τόν θάνα τό του... Ύστερα ο Έλ Ρέϋ είχε σκεφθή νά κάνη- γυναίκα του τή Νάγια μέ τό Βέλο καί ή θελε νά μονομαχήση μέ τόν Ζοοοό γιά τήν άγάπη της... Τώρα ούτε αυτό δέν μπορεί νά τό κάνη, άφοϋ στο κάτω κάτω καί ή νίκη του σέ μιά ,μονομαχία δέν πρόκειται νά του δώση τίποτε άλλο βρα βείο άπό τόν θάνατο!... Τώρα πρέπει νά παρσιτηθή σπ* δλα!... Στή θέσι που είχε πάοει τό μίσος μέσα στήν καρδιά του πρέπει· νά βάλη τήν αγά πη ! Στή θέσι που είχε πάρει ή αγάπη πρέπει νά βάλη τήν αδιαφορία! Τό μυαλό του γυρίζει... Ή λέξις «καθήκον» κυριαρ χεί σέ κάθε του σκέψη καθώς λίγη ώρα άργότεοα άπό τά παροπτάνω γεγονότα, κρατάει προσεκτικά στά χέρια του τόν Ζορρό καί τον μεταφέρει
10ΡΡ0
14 στο κτήμα του τής ’Αθιέντα ντέλ Σόλ, άπό τον μακρύ υ πόγειο διά&ρομο, το·0 όμοιου την υπαίρξι είναι ό πρώτος άνθρωπος μετά τον γέρο Φερνάντο πού την μαθαίνει... "Οσον αφορά τώρα τον Ζορρό, ή ικατάσ'τασίς του κα λυτερεύει μέ καταπληκτική ταχύτητα. Το· βότανο πού του έβαλε στην πληγή ό "Έίλ Ρέϋ, εΐναι στ5 αλήθεια θαυματουργό. Πριν πέραση πολλή ώρα, έχει άρχισε γ καί μπορεί νά μιλήση, μέ μεγαλύτερη εύκολίία και χωρίς νά κουράζεται. Λέει στον ξανθό γίγαντα μέ λίγα λόγια τήν ιστορία τής ζωής του.
Του έξηγεΐ μέ όσο περισσότερη μετριοφροσύνη μπο ρεί, τούς λόγους πού τον έκα ναν νά τάξη τή ζωή του στο πλευρό των δυστυχισμένων και κατατρεγμένων... Τού λέει πώς ό όρκος πού έχει δώσει τον αναγκάζει νά συνέχιση κΓ από δω κι5 ε μπρός το έργο πού έχει άναλάβει, γιατί όλοι οι αδύνα τοι άνθρωποι τής π'εριφερείας τοΰι *Άνιω Άμαζονίόυ έχουν τήν ανάγκη του... Μόνο πού τώρα πρέπει νά ρωτήση κι3 αυτόν —του Έλ Ρέϋ— δον συ μ φωνή νά συνέ χιση νά Τηροσφέρη τή βοη θέ ιά Του στους κατατρεγμέ νους, γιατί τώρα είναι γνω-
παρασταίνει τον
τι
υστέρα;
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
— ’εζν όνόματι του Νόμου., βγάλε τον... φερετζέ!
στον και ατούς 6υό τους πώς άν πάβη τίποτα, τις συνέπει ες θά τις ύποστή καί ό άλ λος... Ό Έλ Ρέϋ χαμογελάει πι κρόχολα σ' αυτά τά λόγια. — Ή ζωή πού κάνω είναι επίσης ριψοκίνδυνη σάν τή δι κή σου, Ζορρό!, λέει· .με α πάθεια. Κι* εγώ ιμπορεί νά σκοτωθώ κάποια στιγμή και νά σέ τραβήξω κι5 εσένα στο θάνατο... "Οσο γιά σένα κι5 άν πεθάνης και ιμέ πάρης .μα ζί |σου, θά ιμ-οσ προσφέρης έκδουλεύσι!... Ό Ζορρό δεν αποκρίνεται. Καταλαβαίνει πώς κάποια μεγάλη πίκρα κρύβεται στή
ζωή τού 'Έλ Ρέϋ γιά νά μιλάη έτσι... Υποπτεύεται κιόλας πώς ή πίίκρα του αυτή έχει κάποια σχιέσι ιμ' αυτόν κια'ΐ μέ τή Νάγια... Ελπίζει όμως πώς μέ τον καιρό θά βρουν τρόπο νά δι ορθωθούν 6λ5 αυτά καί γι’ αυ τό δεν λέει τίποτα... Μόνο σάν φτάνουν στήν Άθιέντα ντέλ Σόλ, ό μόνος πού μαθαίνει και πάλι· τήν α λήθεια, είναι ό άφοσιωμένος γέρο - Φερνάντο. Ό πιστός υπηρέτης ήταν στην υπηρεσία του πατέρα του Δον Πάμπτλο οπτό τότε πού χάθηκε στη ζούγκλα ό
10 δεύτερος γυιός του κυρίου του. Ή στιγμή πού ό γερο-Φεο νάντο πρίωτοβλέπει μέσα στο δωμάτιο του Δον Πάμπλο τον *Έλ Ρέϋ είναι συγκινητική, γιατί ό άφοσιωμένος υπηρέ της άναγνωοίζεΐ' μέ την πρώ τη ματιά τον ξανθό γίγαντα τής ζούγκλας! Μ3 δλο ττού βλέττει τραύμα τισμένο τον αφεντικό του, πά νω στο κρεββάτι του, ττου τον έχει ξαπλώσει ό δίδυμος α δερφός του, πέφτει στα γόνα τα μπροστά στον *Έλ Ρέι Τά μάτια του γεμίζουν μ ο νομιάς με ρυάκια ολόκληρα δακούων! Του άρπάζει τό χέρι μέ τό γέρικο χέρι του που τρέμει από συγκίνησι και τό γεμί ζει *υέ Φιλιά... Ό γίγαντας τον παρατη ρεί σαστισμένος καί στενοχω ρη μένος. Ό Δον Πάμπλο άπό τό κρεββάτι του πόνου του πους κυττάζει χαμογελώντας συγκινη μένος. — Ό Φερνάντο σέ γνώοί σε, Κάρλος!, λέει στον *Έλ Ρέϋ μέ φωνή που τρέμει α νάλαφρα. ^— Κάρλος!, ψελλίζει ό γίγαντας τής ζούγκλας παραξενεμένος. Τί θά πή αυτό; Μήπως... Μήπως είναι τ3 ό νομά μου; — 3Ακριβώς!... Είναι τ3 ό νομά σου! ΚάΡλος Ντελόρο. — Κάρλος ιΝ'τελόρο!, ψελ λίζει μέ παράξενα συναισθή ματα στην ψυχή του ό γίγα ντας.
ΙΟΡΡΟ Κι3 υστερ3 άπό λίγο ξαναλέει: — *Έχω ακουστά τ3 όνο μα: Πάμπλο Ντελόρο!... Ή φήμη του έχει φτάσει ώς τό εσωτερικό τής ζούγκλας... Λέ νε πώς είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος, πού έχει σκορπά σει όλόκληιρες περιουσίες γιά νά σ,ύνδράμη. τούς .φτωχούς καί τούς κατατρεγμένους!... Πάμπλο Ντελόρο!... Ό δίδυμοο αδερφόν μου!... Ποτέ δέν^ θά^ μπορούσε νά περάση άπό τό μυαλό μου!... Ό Φερνάντο εξακολουθεί νά εΐναι πεσμένος στά γόνα τα μπροστά στον *Έλ Ρέϋ. ^ Κρατάει τό χέρι- του κι3 είναι πνιγμένος στά κλάμα τα. Ή συγκίΐνηοίς του είναι τόσο μεγάλη πού δέν μπο ρεί ν3 άρθρωση λέξ' και δέν μπορεί νά κάνη ούτε μιά κίνησ ι. Ό Δον Πάμπλο μουρμου ρίζει: — Ό Φερνάντο θά σου δεί ξη τά άπέραντα κτήματά μας τής "Αθιέντα ντέλ Σόλ! ^Θά δείξη στον χαμένο του κύριο πού ξαναβρίσκει, τά ράντσα, τά κτισίματα, τούς σταύλους, τά βοσκοτόπια πού μάς ανή κουν, τό ποτάμι πού περνάει άνάμεσσ —όλα όσα αποτε λούν ακόμα ιδιοκτησία τών Ντελόρο καί τά μισά άπό τά όποια εΐναι δικά σου! ,— Δικά μου!, λέει όΊΞλ Ρέϋ συνοφρυωμένος καί μέ τον συνηθισμένο άγριο τοόπο του. — Βέβαια δικά σου, Κάρ
ΤΗ1 ΖΟΥΓΚΛΑ! λος!... Είσαι γυιός του πατέρα ιμας όσο κι’ εγώ!... Ή μιισή περιουσία είναι δική σου! Ό λευκός γίγαντας πού έχει ζήσει ολόκληρη τή ζωή του ιμέσα στην παρθένα ζούγ κλα, ξεσπάει στά γέλια. — Δεν μου χρειάζεται εμέ να κοαμιμιά περιουσία!, λέει ταραγμένος μετά από τά νευ ριικίά γέλια του. Εμένα τό σπί τι μου και τά βασίλειό μου εΐναι ή ζούγκλα του Αμαζό νιου! Σ' αυτό άρχισα καί σ’ αυτό θά τελειώσω τή ζωή μου!... Τίποτα (δεν μπορεί να μέ τραβήξη μακρυά από τη ζούγκλα!... ΕΤιμαι δικό της παιδί!... Ό γέρο - Φερνάντο ύψωνε ται· μπροστά του μ5 έναν ε πιβλητικό, ιόόλλ όκ στο τ ρόπο. — Δεν εΐσθε παιδί καμΐμίάς ζούγκλας, πατρόν !, λέει έπίσημα. Εΐσθε παιδί του μακαρίτη του Δον Ντελόρο και αδερφός του Δον Πάμπλο Ντελόρο!... ΚΓ εγώ είμαι ό πιστός και άφοσιωμένος μέχιρι θανάτου υπηρέτης σας, ό φτωχός Φερνάντο, πού αυτή ή στιγμή εΐναι ή πιο ευτυ χισμένη τής ζωής μου! ..Ό ’Έλ, Ρέϋ σφίγγει τήν καρδιά του. "Ολα αυτά τον έχουν συγκινήσει πάρα πολύ. Ή φωνή Του αίματος είναι τρομερά δυνατό, συναίσθημα καί εΐναι πολύ - δύσκολο νά καταφερη κανείς νά τής αντί σταθή. Ωστόσο, ό λευκός γίγαν τας τής ζούγκλας καταλαβαί
νει πώς δέν έχει καμμιά θέσι έκεΐ μέσα... Δέν ξέρει ούτε καν πώς νά φερθή εις τούς ανθρώπους ό ταν βρεθή ανάμεσα τους... Λέει: — Ό αδελφός μου έχει τό πρόσωπό του κρυμμένο μέ χρυσή μάσκα... Κανείς δέν ξέρει πώς ό Ζορρό καί ό Δον Πάμπλο Ντελόρο είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπο ! Ό Έχ Ρέϋ έχει φανερώσει τό πρό σωπό του!... Δέν μπορεί νά παρουσιασθή πουθενά καί νά δ ΐΌκδ ικήση περ ιουσίες!... Ό σενιόιρ ΊΊερέθ θά τον συλλάβη καί θά τον ρίξη στη φυλακή όταν τον δή μπροστά του!.. Ό Φερνάντο τά χάνει καί δέν ξέρει τί νά πή στον χα μένο κύριό του πού ξαναβρί σκει. Γυρίζει καί ρίχνει μια μα τιά στον Δον Πάμπλο σά νά ζηΐτάη από αυτόν βοήθεια για νά άποστομώση τον Κάρλος Ντελόρο... Ό Πάμπλο όμως κι3 εκεί νος δεν ξέρει τί νά πή σ3 αυ τήν τήν τελευταία δικίαιολογία του αδελφού του. Είναι πράγματι πολύ σο βαρό αυτό πού έχει πή. Εΐν^αι αδύνατον νά έμφανισθή στήν 5 Αθ ιόντα ντέλ Σολ, τουλάχιστον προς τό παρόν πού θεωρείται έκτος νόμου, ό πως καί ό θρυλικός Ζορρό τής Ζούγκλας...
3Αλλα... Τήν τελευταία στιγμή κά τι έρχεται νά συμμαχήση μέ τον Δον Πάμπλο πού θέλει νά πάψη ό δίδυμος αδελφός
16
Τα ρούχα της έχουν φαντα !
ζ 5ρρο
γίνει
ά
του νά είναι μόνο ένας αγρι άνθρωπος πού γυρίνε1 στις ά τ γ άτητες ζούγκλε ς... Κι3 αυτό τό κάτι είναι ,μιά ιδέα πού ό ίδιος ό Έλ Ρέϋ τη δίνει στον ϊδίο τον Δον Πά μπλο, λέγοντας: — "Αφού δεν .μτηορώ νά έμ φανιαθώ/ καλύτερα ·να .μείνω εκεί πού βρίσκομαι και τώρα. Ευτυχώς δεν έχω καμμιά άντίρρησι για τον τρόπο με τον οποίον διαχειρίζεται την πε ριουσία ίμας ό άδειλφός ιμου! Μόνο... "Άν καμμιά φορά, Δον Πάιμπλο, χρειαστής την βοή θεια του 3ΛΒλ Ρέϋ, ξέρεις που θά .με βιρής και είσαι ικανός νά ιμέ συνάντησης γρήγορα! Ό Φερνάντο λέει ικετευτι κά στον Δον Πάιμπλο: — Μην τον άφήισετε νά ξα ναφύγη, πατ ρόν! Ό 5'Βλ Ρέϋ φαίνεται νά βιά ζεται... Αποφεύγει ακόμα και νά ικυττάζη >μέσα ιστό δωμάτιο και σε ό,τιδήποτε βρίσκεται ολόγυρά του. Μοιάζει νά φοβάται ότι μπορεί νά τον αίχ,μαλωτίση τό περιβάλλον αυτού τού σπι τι ου πού μπορούσε νά ήταν δικό του... Φοβάται· μήπως σκλαβώση την καρδιά του. Δέει γρήγορα - γρήγορα: —Νά προσέξης ιμονάχα τον σενιόρ Περέθ, Δον Πάιμπλο! "Εκείνος ανατινάζεται παραξενεμενος. Ή ιδέα πού άναφέραμε πα ραπάνω, αυτή τη στιγμή καρ φώνεται στο .μυαλό του και λέει ανυπόμονα:
ΤΗΣ
ζ ο ύ γκ λ α!
—>Νά προσέχω τον Περέθ; Δεν ικαταλα1βαίνω γιατί μου το λες αυτό, αδελφέ ,μου... — Ό Περέθ είδε τον Ζορρο τής Ζούγκλας τραυματι σμένο ;μέ ένα βέλος καρφωμέ νο στο στήθος!, λέει ό λευκός γίγαντας. Πρέπε'ι λοιπόν τώ ρα εσύ να προσέξης νά μην μάθη ό Περέθ πώς έχεις ένα τραύμα στο ίδιο ίμερος ώσ που νά έποοίλωθή τελείως!... Ό Δον Πάμπλο χαμογε λάει παράξενα, καθώς βλέπει τον "Έλ Ρέϋ νά κατευθυνεται προς την είσοδο του ,μυστι κού ύπαγε 0ου διαδρόμου. — Μια στιγμή, Κάρλος!, τού λέει μιλώντας του επίτη δες συνεχώς ιμέ τό πραγμα τικό του όνομα/ για νά τον κάνη νά συνιηθ'ίση στην ιδέα πώς έτσι τον λένε στ" αλή θεια.... Ό Έλ Ρέϋ κοντοστέκεται·. (Γυρίζει και τον κυττάζει απορημένος. Ρωτάει: — Τί< συμβαίνει; Ό Δον Πάμπλο κουνάει πι κρόχολα τό κεφάλι του. — "Έχω ύποιχρέωσι νά σού τό πω, Κάρλος!, μουρ μουρίζει. "Άν .με κρεμάσουν, την ίδια στιγμή θά πεθσνης κΓ εσύ!... Αν φυγής, τώρα, ό Περέθ θά μ,έ συλλάβη ο πωσδήποτε καί... ή ζωή μας θά τελ,ειώση στην κρεμάλα σέ λίγες μέρες!... Ό Έ!λ Ρέϋ γίνεται· κστάχλωιμος. Δεν καταλαβαίνει ακριβώς τί νά θέλη νά πή ό αδερφός του αλλά βλέπει πώς είναι
*Η Πάγια σκύβει και τού φω νάζει...
Δ σοβαρός και ειλικρινής... —- Γικχτι νά σέ πισιση ό Πειρέθ; λέει μέ φωνή αβέβαιη. Είναι εϋικολο να μη βγής στο δρόμο καί να μή σέ δή... .Κι* αν έρθη στο σπίτι σου, είναι εύκολο νά βγής μ,έ μια ρόμπα καί νά δήλωσής πώς έχεις κάποια άρρώστετα!... Τό βό τανο πού σου έβαλα στην πληγή σου, κάνει θαύματα! Σέ λίγες μέρες θά είσαι έντε λώς καλά και δέν θ' ό&τομείνεί' ούτε ίχνος από τό τραύ μα! ... — Τό πιστεύω, λέει ό Δόν Πάμπλο, γιατί ήδη μου έχει κάνει τόσο καλό, πού μπορώ καί μιλάω εύκολα καί δέν πονάω καθόλου πιά!... Αλλά ό Περέθ όπου νάναι θάριθη εδώ πέρα, άψου λές πώς μέ είδε μέ τό βέλος καρφωμένο στο στήθος! Ό ΈΙλ Ρέϋ όσο πάει καί νοιώθει μεγαλύτερη έκπληξι. Λέει κάπως ειρωνικά: — Είναι τόσο σπουδαίος αστυνομικός πού θά κάταλάβη ότι είσαι ό Ζορρό ικαί θάρ θη κατευθείαν εδώ; — Είναι οπωσδήποτε έξυ πνώτερας άπ5 δ,τι φαίνεσαι!, λέει ό Δον Πάμπλο χαμογε λώντας ήρεμα. Τό έχει κατα λάβει από αρκετόν καιρό ότι είμαι ό Ζορρό τής Ζούγκλας! — Καί γιατί δέν> σέ συλ λαμβάνει ; ^— Δέν έχει δίποδείξεις! Είναι όμως πεπεισμένος ότι ό Ζορρό κι5 έγώ είμαστε ένα καί τό αυτό πρόσωπο! Κάθε φορά πού συναντιόμαστε στη ζούγκλα, ή πρώτη του δου
10ΡΡ0
λειά είναι νά πάρη τδ ελικό πτερό του καί νά τρέξη εδώ πέρα όσο γρηγορότερα μπο ρεί, γιά νά διαπίστωση δτι α πουσιάζω! Δέν ξέρει ότι έ χω τό Μαύρο Πουλί τό όΦποΐο είναι εντελώς αθόρυβο καί α κόμα δέν τό έχει ανακαλύψει ό Περέθ^. Ούτε μπορεί να βάλη μέ τό νού του δτι υπάρχει, αυτό γύρο πού νά μήν κάνη καθόλου κρότο!... ’Έτσι ό καϋμένος έχει μπερδευτή !... Κάθε φορά πού έρχεται λα χανιασμένος καί μέ βρίσκει στο δωμάτιό μου, παθαίνει κάτι σαν αποπληξία!... Ό Δόν Πάμπλο σταματάει γιά μιά στιγμή. "Έχει π ή πολλά λόγια μα ζεμένα καί όσο κι" άν είναι καλύτερα, έχει πολύ κουραστή. Ωστόσο κάνει κουράγιο καί συνεχίζει: — .Πάντως δέν χάνει τό κουράγιο του!· .. Κάθε φορά την παθαίνει, ,μά την έπόμενη έρχεται πάλι τ,ρέχοντας έστω κΤ άν φοβάται πώς θά την ξ αν σπάθη... Τό ίδιο θά κάνη καί τώρα... — Λές νά έρθη νά σέ δη; μουρμουρίζει ό "Είλ Ρέϋ ανή συχος. — Είμαι εντελώς βέβαιος ότι θά έρθη!... Αφού όπως λές^ μέ είδε μ,έ τό βέλος στο στήθος, θά είναι κιόλας στον δρόμο μέ τό ελικόπτερό του γιά την Άθιέντα ντέλ Σολ! — Μά... Μέ τήν πληγή αυ τή στο στήθος, δέν θά μπορέ σης νά τού κρυφτής. Τό κα λύτερο πού έχεις νά κάνης
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ είναι ν* άνέίβης πάλι στο ΜαΟ ρο Πουλί και νά φύγης μα κριά! Ό Φερνάντο θά τοΟ πή πώς έφυγες για ταξίδι!... Ή ιδέα του Έλ Ρέϋ δεν είναι άσχημη... "Αν δεν εΐχε περάσει έκείνη ή άλλη Ιδέα από τό μυ·σλό του Δον Πάμπλο, ασφα λώς αυτό θά έκανε και μό νος του μαθαίνοντας δτι ό Πειρέθ έρχεται ολοταχώς γιά να τον βρή... Τώρα όμως, κάνει πώς ή ιδέα του αδερφού του δεν του αρέσει... — "Αν φύγω, λέει τού "Ελ Ρέϋ, ό Περέιθ θά ύτποψιαστη ακόμα περισσότερο και θά ζητήση νά ,έρθη νά με βρή ό που κι* άν έχω πάει!... "Αν φύγω στο τέλος θ’ άνακαλύψη οπωσδήποτε την αλήθεια. Ό λευκός γίγαντας τον κυττάζει παράξενε,μένος. — Καί τί· άλλο μπορείς νά κάνης; Ό Δον Πάμπλο διστάζει μια στιγμή... ■Κάνει ότι διστάζει. Τέλος λέει: _— Μόνος μου τίποτα!... Έκτος άν μ,έ βοηθήσης εσύ, Κάρλος!... ^— Νά σέ βοηθήσω; Πώς; Δεν καταλαβαίνω τί .μπορώ νά κάνω σ’ αυτή την περίπτωσι.... Ο Δόν Πάμπλο χαμογε λάει : — Θά καταλάβης αμέσως. Σου ζητώ νά πάρης τη θέσι μου ώσπου νά γίνω εντελώς καλά!... "Ετσι θά ^ ξεγελα στή ό Περέθ κρι θά ξεγελα
21 στή μια γιά πάντα!... Ό "Ελ Ρέϋ γουρλώνει τά μάτια του με απορία. — Νά πάρω τη θέσι σου; ψελλίζει και κυττάζει τον Δόν Πάμπλο μ’ ένα ύφος πού δεί χνει ότι φοβάται μήπως έχει τρελλαθή ό δίδυμος αδερφός του. — Ακριβώς!, άποκρίνεται ό άρρωστος ατάραχα. *0 γέρο - Φερνάντο τον κυττάζει με μάτια πού άστρα φτουν. * Εκείνος έχε ι καταλάβει... Ό Γέρος έχει καταλάβει α πό την αρχή και κυττάζει. μιά τον έναν καί μιά τον άλλον τούς δυο γίγαντες πού έχει μπρος του καί σιγά ένα ευτυ χισμένο μειδίαμα ζωγραφίζε ται1 στο πρόσωπό του... Ό "Ελ Ρέϋ ωστόσο κο ντεύει νά τρελλαθή ό ίδιος. — Νά πάρω τη θέσι σου; ξαναλέει άπό φόβο μήπως δεν ακούσε καλά την πρώτη Φορά. Αές δηλαδή, νά παρου σιαστώ εγώ στον σενιόρ Πε ρέθ γιά.. Δόν Πάμπλο; — Ακριβώς; — Καί... έκεΐνος θά μέ 5ή καί δεν θά μέ γνωρίση πώς δεν είμαι, ό Δόν Πάμπλο πα ρά ό"Ελ Ρέϋ; Ό αδερφός του δεν του α ποκρίνεται. Ό γέρο - Φερνάντο μέ μά τια πού αστράφτουν θριαμ βευτικά, φωνάζει: — Δέν θά σέ αναγνώριση, πατρόν!... Τό πρόσωπό σου μέ τό πρόσωπο του Δόν Πάμ πλο, είναι φλόϊδιο!,., Μοιρ-
22 ζετε σαν δυο σταλαγματιές νερό! — Μα είστε τρελλοί λοι πόν; μαυγγίρίζει ό "Έλ Ρέϋ παραξενεμένος. Εγώ είμαι κατάξανθος καί ό Πάιμπλο... ■Για πρώτη φορά, χωρίς νά τό καταλάβη καλά - καλά, ό "ΊΞλ Ρέϋ έχει μιλήσει με τό μ,ικρό του όνομα μόνο, γις τον αδερφό του.. Συγκινηιμένος καθώς έχει προσέξει αυτή τη λεπτομέ ρεια ό Δον Πάμπλο του λέει: — Δεν έχεις παρά νά βάψης άμέσως τά μαλλιά σου μαύρα!... Γιά μερικές στιγμές ό 3Έλ Ρέϋ τον κυττάζει μαρμαρωμέ νος. Αυτή ή σκέψι. ώς τώρα ού τε είχε περάσει καθόλου από τό μυαλό. Βλέπει· μέ τρομερή ,έκπληξι μόλις αυτή τή στιγμή, λε πτομέρειες πού καθόλου δεν είχε προσέξει) πιο ποίν... Ή ^ίδέα του νά βάψη τά μαλλιά του, όπως έχει πή < Πάμπλο, τον αναγκάζει νά προσπαθήση. νά εξακρίβωση μέ τό βλέμμα, τι ελπίδες επι τυχίας θά έχη ένα τέτοιο επι χείρημα... 'Καί έτσι μόλις τώρα βλέ πει κΓ εκείνος γιά πρώτη φο ρά, πράγματα πού ούτε του είχαν περάσει καθόλου σπ’τό μυαλό ώς τώρα νά τά έξετάση... Βλέπει δτιι πραγματικά έ χει μιά τρομακτική όμοιότητα μέ τον Δον Πάμπλο Ντε λορο. .. Βλέπει ότι επάνω στο προ
ΖΟΡΡΟ σωπό τους δέν υπάρχει τίπο τα πού νά έχη έστω καί τήν ελάχιστη διαφορά... Προσπαθεί νά φανταστή τή μορφή του αδερφού του μέ ξανθά μαλλιά καί τότε βλέ πει εμπρός του τό δικό του τό πρόσωπο, σάν νά κυττάζη μέσα σε καθρέφτη! Μέσα σ’ αυτό τό σιωπηλό, έξεταστικό βλέμμα πού κρατάει αρκετά, έχει παιρθή καί ή άπόφασις γιά τό παράτολ μο σχέδιο!... Κ Γ έτσι όταν 6 χοντρο Περέθ φτάνει στο σπίτι του Δον Πάμπλο Ν'τελόρο —ό πως ήδη ξέρει ό αναγνώστης — καί τρέχει αφηνιασμένος επάνω στο δωμάτιό του, βλέ πει έκθαμβος μπρος του τον ΐδ,κο τον Δον Πάμπλο Ντελό ρο, πού δεν έχει ούτε αμυχή ατό πελώριο στήθος του, στο σημείο εκείνο πού τό πρωί ό Ζορρό τής Ζούγκλας είχε κασ φωιμένο ένα ολόκληρο ινδιά νικο βέλος!... Καί ό καϋμένος αστυνομι κός,γιά μιά φοοά ακόμα φεύ γει μέ την ουρά κάτω από τά σκέλια γιά τό Έλ Χόκλο, βέ β^ος καί πάλι ότι εντελώς άβάσιμα πιστεύει γιά τον Δον Πάμπλο πώς έχει κάποια σχέσι μέ τον περιβόητο Ζορ ρό τής Ζούγκλας.
Ό Περέθ συλλαμβάνει τή Νάγια!... Α3 ΑΥΤΑ άμως, εν νοείται, ώς τή στιγμή πού τού άνάγγειλαν στι ό Ζορρό
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τής Ζούγκλας έκανε την έμφά νισί του στα γύρω χωριά, τι μωρώντας μια σπείρα κακο ποιών πού είχε πέσει στους δύστυχους αγρότες καί τους λήστευε. Μόλις ακούει τέτοιο πρά γμα ό Περέθ, δίνει ουρλιάζο ντας τις διαταγές του και σέ λίγο τό... ταλαίπωρο ελικό πτερο τής αστυνομίας που τον τελευταίο καιρό δεν προ λαβαίνει νά... κρυώση ή μη χανή του, παίρνει πάλι μπρο στα καί ξεκινάει γιιά τή ζούγ κλα. Οι συλλογισμοί του σενιόρ Περέθ είναι αυτή τη φορά όλόσωστοι — γιατί δπως εί πε καί ό Δον Πάμπλο, ό χαρντω'ιμενος αύτός άστενόρος είναι περισσότερο έξυπνος όΡτ5 δ,τι δείχνει στην ποαγμα τικότηΤα. Καί νά, τί' συλλογιέται ό Περέθ: «"Οσο ό Ζοροό τής Ζούγ κλας είχε ένα βέλος στο στη θος τό π,ρωΐ κΓό Δον Πάμπλο Ντελάρο ήταν... περδίκι τό μεσημέρι, αυτό σήμαινε δτι ό Ζο'οοό ήταν άλλος καί ό Δον Πάμπλο άλλος... "Οταν όμως ό ίδιος ό Ζορ^ ιθό πού είχε τό βέλος τό πρωΐ, εμφανίζεται τό άπόγευμα μέ σα στη ζούγκλα καί τά βάζει μ* ένα... φόρτωμα παλιανθρώ πους καί τους διαλύει, αυτό πάει νά πή δτι... κάτι λάκ κο έχει ή φάβα!... *Ή τό... βέλος ήτανε ψεύτικο... ή ό Ζορρό ήτανε ψεύτικος... ή τά μάτια) μου κάνανε πουλάκια! Αυτά δμως δλα θά τά έξα
23 κριβώσω πολύ γρήγορα!...» Καί τό ελικόπτερο πετάει πάντοτε προς τή Ζούγκλα χα λώντας τον κόσμο. Δεν αργεί πάρ·α πολύ νά φτάση. Ό Πςρέθ από την αναφο ρά πού πήρε στα χέρια του άπό τον αστυφύλακά του, ξέ ρει ακριβώς τό ίμερος πού έ γινε ή συμπλοκή του Ζοροό μέ τούς ληστές καί έτσι ξέ ρει που πρέπει νά κατευθυνθή _όλοταχώς. -έρει επίσης δτι οι χωρι κοί λατρεύουν τον μασκοφόρο Εκδικητή καί ορκίζονταν στ’ όνομά του. Μόλις δουν άπό ,μαικρυά τό ελικόπτερό του θά προσπαθή σουν ,μέ κάθε τρόπο νά τον κούψουν. ΚΓ^ό Περέθ δμως έχει βά λει τούς κατασκόπους του σέ ολα τά σημεία τής ζούγκλας, για νά μπορή νά βάλη ατό χέρι τον αιώνιο αντίπαλό του σέ μια περίπτωσι σάν την τωρινή. Πραγματικά άπό ψηλά βλέπουν τό χωριό στήν άκρη τής ζούγκλας, οπού ό Ζορρό έπετέθη εναντίον τών ληστών. Κατεβαίνουν ιμέ τή ,μεγαλύ τερη δυνατή ταχύτητα. Ό πιλότος, φοβισμένος α πό τίς αγριοφωνάρες του προϊσταμένου του, κατευθύ νει τό σκάφος μέ τέτοια φόρα στήν πλατεία του χωριού, ώστε ή προσγείώσις γίνεται εντυπωσιακή: Οι αγρότες πού γεμίζουν τήιν πλατεία καί πού βλέπο ντας τό έλικόπτερο νάρχεται
24 είχαν πλησιάσει, τρέχουν κατατρρμαγμένσι ν9 άπομακρυν θουν. ^ Καί δεν έχουν άδικο γιατί δλα δείχνουν δτι τό σκάφος του αποσπάσματος του Πε ρέθ, θά... καρφωθή στη γή. Κι5 ό ίδιος ό Περέθ για μια στιγμή γουρλώνει, τά μάτια του τρομοκρατημένος αλλά απάνω σ’ αυτό, τό ελικόπτε ρο βαστάει απότομα φρένο στον αέρα από έναν υπέροχο χειρισμό του πιλότου του και κάθεται κάτω σάν... κλώσσα!... 'Όλοι αναπνέουν μέ άνακούφισι κι* αναστενάζουν βαθειά. Ό πιλότος μόνο, που από μιας αρχής δεν εΐχε καμμιά αμφιβολία για τό τέλος πού θά είχε ή προσγείωσίς του, γυρίζει χαμογελαστός προς τό μέρος του Περέθ. —Μείνατε ΐκανοπο ι ημ ένο ς από... ταχύτητα, σενιόρ; τον ρωτάει τρομερά περήφανος. ■Κι* ό προϊστάμενός του ουρλ ι άζε ι κατακόκκ ιυος: —- Δέκα μέρες φυλακή, γιατί ριψοκινδύνεψες τή ζωή των άνδρών του αποσπάσμα τος γιά νά κάνης χιούμορ! — Μά... σενιόρ!, ψελλίζει σαστισμένος ό πιλότος. Ό Περέθ όμως είναι ανέν δοτος : — Δεν ξέρω τίποτα, δεν ακούω τίποτα, δεν θέλω νά ξαναπής λ έξι! Είπα καί έλάλησα και ή ποινή γράφτηκε στα πρακτικά!... Τώρα κά ντε δλοι... πηδηχτή κατάβα ση γιά νά δούμε πώς θά βά
ΖΟΡΡΟ λουμε στο χέρι αυτόν τον άρχισατανά τον Ζορρό! Οί άστυφύλακες λοιπόν του χοντρο - Περέθ πηδάνε πραγματικά στή γή γρήγο ρα - γρήγορα και 6 ίδιος ό αστυνόμος τούς ακολουθεί γιά νά βρεθή κι9 αυτός κι9 ε κείνοι κυκλωμένοι δλοι από τούς χωριστές, πού χωρίς πολλές περιστροφές τούς πά νε σ’ ενα μαντρί αλόγων,πού έχουν πεταμένους μέσα και δεμένους χειροπόδαρα, πέντ’ έξη λευκούς ληστές, πού στον σενιόρ Περέθ δεν είναι καθό λου άγνωστα τά μούτρα τους. — Σενιόρ, τού λένε οί χω ριστές μέ δάκρυα στά μάτια, οί άνθρωποι αυτοί μάς μα στίγωσαν και] μάς βασάνισαν γιά νά μάς αναγκάσουν νά τούς παραδώσουμε όλες μας τις οικονομίες... Ευτυχώς πού έφτασε στήν ώρα ό σενόρ Ζορρό και τούς συν έλαβε ό λους καί μάς τούς παρέδωσε —αυτούς εδώ ζωντανούς καί εκείνους έκεΐ κάτω τούς δυο, πεθαμένους, γιατί πήγαν νά τον πυροβολήσουν ! Ό Περέθ αλλάζει πέντε χρώματα μέ ταχύτητα, πού άν τήν χρονομετρούσε κανείς, άσφαλώς θά αποτελούσε παγ κόσμιο ρεκόρ! — Τί έκανε λέει; γρυλλίζει σάν λυσσασμένο σκυλί. "Α, τον άτιμο!, "Α, τον κα νάγια Ε.. Δεν θά τον πισσω στχέρια μου αυτόν τον σα τανά τον σενιόρ Ζορρό σας; Μέ γσυρλωμένοο μάτια τόν κυττάζουν οι χωρικοί ολόγν-
— Παρεξηγήσστε, σενιόρ! τολμάει κουι του λέει ένας ά'ττ' οουτούς στο τέλος. Εμείς εν νοούσαμε πώς αυτοί εδώ οι ληστές είναι πού έγκλημάτι σαν άπέναντί μας και άττέναντι στον Νόμο μέ τη λη στεία πού... Ό Περέθ δεν του αφήνει νά π ή περισσότερα. Τον διακόπτει μέ καινούρ για τρομακτικά γαυγίσματα: — ΤΓ_λές, βρε ηλίθιε; ξε φωνίζει. ξέρεις, άμοιρε, πώς λέγεται τό έγκλημα του κα ταραμένου αυτοί) τού Ζσρρό; Λέγεται «ύπεξαίρεσις τής Έ ξουσίας, πλαστοπρασ ωπείας των οργάνων τής Τάξεως καί φόνος δύο άτόμων έκ προμε λέτης !» Ποινή: Θάνατος μέ «ΘήΤα» κεφαλαίο! — Μά... ό σενιόρ Ζορρό... μάς υπεράσπισε./ σενιόρ!... ~Αν δεν τούς είχε σκοτώσει, 8α ιμάς εΐχαν ληστέψει καί μπορεί και νά μάς σκότω ναν! — Καί νομίζεις πώς έχει κορμιά σημασία αυτό, βρε κοθώνι; "Αν σάς σκότωναν οι ληστές, μετά θά ερχόταν ή α στυνομία —δηλαδή _ εγώ μέ τούς άντρες μου—και θά τούς συλλαμβάναμε! "Ετσι λέει ό Νόρος πώς πρέπει νά γίνε ται ! "Αίμα ό καθένας παρα σταίνει τον Νόμο, τί θά γίνη ύστερα; *Επανάστασ ι ς! "Αν ταρσία !... Κίνημα!... Μύλος Τό κατάλαβες; — Μά... μάλιστα, σενιόρ! — Πάει καλά! Κατάλαβες λοιπόν πώς αυτό πού έκανε
ό Ζορρό νά σάς σώση, δεν ήταν σύμφωνο μέ τον Νόμο; — Μάλιστα, σενιόρ! — Καί κατάλαβες πώς α φού ήταν παράνομο αύτό πού έκανε ό καταραμένος ό Ζορ ρό, πρέπει νά τον συίλλάβω; — Βεβαίως, σενιόρ! — Και θά μου πής λοιπόν προς τά πού πήγε γιά νά τρέξουμε νά τον πιάσουιμε; — "Όχι, σενιόρ! Ό Περέθ παραλίγο νά πά θη αποπληξία σ3 αυτή την τε λευταία άπάντησι. “Ύστερα από τέτοια... κα τανόηοι πού έδειξε εκείνος ό χωριστής, ό χοντρο - αστυνό μος είχε βεβαιωθή πώς τον τούμπαρε. Νά, δμως/ πού αυτός ό ί διος δεν κατάλαβε καλά τις προθέσεις τού χωριάτη. Πρώτη του σκέψις είναι ν3 άπλώση τά χοντράχερά του καί νά τον άρπάξη από τον λαιμό... θυμάται δμως εγκαίρως στι αυτό τδχει κάνει καί πολ λές άλλες φορές μέ χωριάτες ό Περέθ, άλλα ποτέ δεν έχει φέρει αποτέλεσμα. 5Αλλάζει λοιπόν σκέψι καί αποφασίζει νά φερθή περισ σότερο πολιτικά. ΐΠαίρνει μελιστάλαχτο ύ φος. Λέει: — Καί γιατί δεν θά μου τό πής, καλέ μου άνθρωπε, αφού τό παραδέχεσαι δτι κα>τάλαβες πώς ό άτιμος ό Ζορ ρό είναι ένας παράνομος καί ένας κοινός δολοφόνος;
-— Γιατί έσείς ό ίδιος το είπατε, σενιόρ! — Έγώ!... Τί δαίμονα εί πα πάλι έγώ; Μπας και τ,ρελ ίλάθηκες η πας να τρελλάνης εσένα; Έγώ είπα μάνα πώς ό Ζορρό είναι φονιάς και έ κτος νόμου καί πώς πρέπει να παραδοβή στην αστυνομία —δηιλαδή σ’ έμενα* πάλι! — Δεν είπατε «μόνο αυτό, σενιόρ! Ό Περέθ κάνει υπομονή πού δεν ξανάκανε ποτέ άλλο τε στη ζωή του καί αυτό του λάχ ιστόν είναι προς τιμήν του. — Καί τί άλλο είπα λοι πόν; ρωτάει μέ καταπληκτι κά μελιστάλακτο ύφος. — Είπατε καί γιατί ό σε νιόρ Ζορρό είναι δολοφόνος! ~ Μπά; Δηιλαδή τί είπα; Ό Περέθ κοντά στά άλλα έχει *μπή καί σε πραγματική περιέργεια πού θέλει νά καταλήξη εκείνος^ ό άνθρωπος, τον όποιον ,άκουνε όλοι οι χω ριάτες ένα γύρο όπως ψέγουν μαζευτή καί όλοι οί άντρες τού αστυνομικού απόσπασμα τος του Περέθ. — Είπατε, σενιόρ, πώς ό σενιόρ Ζορρό είναι παράνο μος, επειδή σκότωσε τούς λη στές χωρίς νάχη δικαίωμα! — Μωρέ μπράβο! Έσύ εί σαι σπουδαίος! "Αινθρωπ-ος μέ μυαλό! Μάντρε ντέλ Ντίο ! Αυτό άκριιβώς είπα*! Λοιπόν; — Λοιπόν, σενιόρ, είπατε πώς σύμφωνα μέ τούς νόμους ό σενιόρ Ζορρό έπρεπε νά άφήση τους ληρπές νά μάς λη στέψουν καί νά μάς σκοτώ
σουν, για νά τούς πιάσετε μετά εσείς, πού είσαΐστε εξου σιοδοτημένος γΓ αυτό! Ό Περέθ θαυμάζει πάλι: — Μωρέ κι* έγώ πού έλε γα πώς είσαστε όλοι αγράμ ματοι σ’ έτούτο τό μέρος! Λοιπόν; — Λοιπόν, σενιόρ, άφού έ πρεπε- νά μάς είχαν σκοτώσει οι ληστές σύμφωνα μέ τούς Νόμους, αυτό θά π ή πώς εί ναι παράνομο πού ζούμε καί πώς τό σωστό καί τό ταχτικό είναι νάμαστε σκοτωμένοι α πό τούς ληστές! 5Αφού όμως ...νσμίμως έχουμε πεθάνει πώς θά σου πουρέ, σενιόρ, που πήγε ό σενιόρ Ζορρό; Ό Περέθ έχει μείνει μέ τό στόμα όλάνοιχτο καί τά μά τια του καρφωμένα χαζά μέ σα στα μάτια εκείνου τοΰ τετραπέρατου άλλά καί τολ μηρού συγχρόνως χωριάτη, γιατί τό χρώμα τού Περέθ αρχίζει σιγά - σιγά να μετα βάλλεται προς τό σκούρο κοκ κινο... — Λοιπόν, δίνετε άσυλο σ’ αυτόν τον ληστή, έ; σκούζει μανιασμένος. Πολύ καλά! "Αν δέν σάς κρεμάσω όλους μια μέρα στην πλατεία τού χω ριού, νά μή μέ λένε Περέθ! Καί αν νομίζετε πώς μέ τό νά μή μοΰ λέτε πού πήγε, θά μου γλυτώση,, είσαστε πολύ γελασμένοι! Έγώ ξέρω που πήγε καί δέν έχω καν ανάγκη τις πληροφορίες σας! "Αν σάς ρώτησα τοκσνσ μόνο γιά νά δώ άν είσαστε νομιμόφρο νες η οχι ! Καί μ5 αυτά τά τελευταία
27 λόγιά ό Πειρέθ, διατάζει τούς μίσους οπτό τούς άντρες του να πάρουν τούς αιχμαλώτους και νά γυρίσουν στο 3Έλ. Χόκλο ,μέ τό ελικόπτερο, τό ό ποιο θά ξανάρΟη μετά γιά νά τούς πάρη άπό τη ζούγκλα, πού πρόκειται νά μπούνε πά λι γιά νά ψάξουνε νά βρούνε τον πανταχοΰ παρόντα, σενιόίρ Ζορρό!... Ό ίδιος επικεφαλής του δευτέρου τμήμάτος των άνδρών του/ ξεκινάει μέ βήμα ταχύ προς τή ζούγκλα, δπου ελπίζει νά μην έχει καταφέ ρει ν’ άπομαικρυνθή ακόμα άρκετά ό φοβερός «πονοκέφα λος» του, ό σενιόιρ Ζορρό.
Μά μόλις φτάνουν ατά εν δότερα του αδιαπέραστου, πράα ινου βαισ ι λ ε ίου, άναγκά ζεται νά στΡίλη τούς άνδρες του χωριστά. Μόνο άν σκορπίσουν δλοι ;μές στη ζούγκλα, είναι δυνα τόν νά βρουν τά ίχνη τού μασκοφόρου 3 Βκδ ικητή. Παίρνουν διαταγή, ό πρώ τος πού θά ϊδή τον σενιόρ Ζορ ρό, νά πυροβόληση ή έπάνω του ή έστω καί στον αέρα, γιά νά ειδοποίηση καί τούς άλλους σέ ποιο μέρος βρίσκε^ τοοι... Ό Περέθ πηγαίνει κι3 εκεί νος σέ μιά^ώρισμένη κατεύθυνσι, κρατώντας τό πιστόλι
ζ ο ψψο
28 του στο χέρι, γιατί δεν εμπι στεύεται ατά χέρια του μο νάχα, προκειμενού νά άντιμε τωπίση έναν αντίπαλο σαν αυτόν που ψάχνει νά βρή μέ σα στη φοβερή ζούγκλα. Ψάχνει μέ τό μάτι ολόγυ ρα καί μέ τό χέρι παραμερί ζει τούς θάμνους πού βρίσκει στο διάβα του/ για νά κυττάζη .μήπως κρύβεται, κανείς α πό κεΐ πίσω... Καί πάει καί πάει καί περ νάει ώρα —κανείς δεν ένδιαφέρεται νά μάθη ακριβώς πό ση. Τό γεγονός είναι πώς εκεί πού ψάχνει νά βρή τον άσπον 5ο εχθρό του, τον Ζορρό τής ζούγκλας, κάνει έτσι καί βρί σκεται αντιμέτωπος μέ μιά κοπέλλα πού έρχεται μέσ’ από τη ζούγκλα απ’ την αντί θετή ακριβώς μειριά μ5 αυτόν, φορώντας ένα μαγιό από δέρ μα τζάγκαυαρ καί ένα πυκνό βέλο πού κρύβει τό πρόσωπό της. ΕΤναι δηλαδή, όπως δεν θάμεινε κανείς πού νά μην τό κατσλάβη, ή θρυλική κόρη τής Ζούγκλας, ή Νάγια- μέ τό^Βέλο! Ό ΊΊερέθ δεν χάνει καιρό. , Τά μ άτ ι α του γυαλ ί ζο υν άγρια καί θριαμβευτικά μα ζί. , Το πιστόλι του κατευθύνεται προς τό στήθος τής νέας, τήν ώρα πού εκείνη καθώς τον βλέπει άξαφνα μπροστά της, άφήνει νά τής ξεφόγη μιά μι κρή καί υπόκωφη κραυγή τρό μου καί κάνει· τό βάλη στα πόδια.
Ή Νάγια κακκαλώνει. Ή κοπέλλα ξέρει θαυμά σια τή σκοπευτική δεινότητα του πατέρα της καί πώς έ κτος αυτου είναι καί ταχύτα τος, παρά τό μεγάλο του πά χος πού θάπρεπε κανονικά νά τον κάνει δυσκίνητο. — Καλώς τηνε!, φωνάζει ό Περέθ. Μικρούλα μου, αυτή τή φορά δεν μου γλυτώνεις! Σ’ έπιασα, εσένα πού σ' ά ρεσε ι νά χώνης τήν ούρίτσα σου έκεΐ πέρα πού δέν σέ σπέρνουνε!... Εσένα πού έ χεις γίνει κατ' έπανάληψιν αιτία νά μου ξεφύγη άπό τά χέρια μου αυτός 6 Ζορρό τής Ζούγκλας!... Γελάει χονδρά καί συνε χίζει : — Έδώ πού τά λέμε είμαι λιγάκι τυχερός τον τελευταίο καιρό!... Σέ κάθε μου έξοδο πού βγαίνω νά πιάσω αυτόν τον καταραμένο, δέν τον πιά νω βέβαια, πιάνω όμως κάτι καλά κουμάσι'α! Τήν πρώτη φορά τον Κουκαράτσα, τώρα τήν περίφημη Νάγια μέ τό βέλο!... Σιγά - σιγά νά καθα ρίζη αυτή ή βρωιμοζούγκλα! Μπρος!... Έν όνόματι του Νόμου, κυρά μου, βγάλε τόν ...φερετζέ!... Ό Ζορρό κΓ ο! ληστές __ Ρ! Ν προχωρήσουμε όμως παρακάτω, είμαστε υ ποχρεωμένοι νά δούμε πώς βρέθηκε στη ζούγκλα ό θρυ λικός μασκοφόρος Έκδικη-
"Οσοι θέλετε νά -περάσετε τό καλοκαίρι, σας ευχάριστα, Ιπισκεψθήτε τό βιβλιοπωλείο τοΟ «Μικρού "Ηρωος», Λέκκσ 22, έντός της Στοάς,
Θά βρήτε έκεϊ ΟΑΑ τά βιβλία για παιδιά και για νέ ους, πού έχουν έκδοθή στην Ελλάδα άπό τούς μεγάλους και μικρούς έκδοτικούς οίκους:
-— Μυθιστορήματα. — Εγκυκλοπαιδικά βιβλία.
— Ιστορικά άναγνώσματα. —- Εικονογραφημένα.
— * Ομαδικά παιχνίδια για τό βουνό και τή θάλασσα. Για κάθε ήλικία και κάθε γούστο και ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ. Κάθε έπισκέπτης πού θά άγοράζη βιβλία άξίας άνω των 10 δραχμών, θά παίρνη και ενα
Για κάθε 10 δραχμάς πού θά πληρώνη γιά νά άγοράση βιβλία θά παίρνη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ ενα τεύχος Μ. ρωος (ή των άλλων εκδόσεων μας: Μικρός Ταρζάν, Γκρέκο, Ζορρό τής Ζούγκλας, Κάλ κλπ.) τής άρεσκείας του! Μην παραλείψετε νά έπισκεφθήτε τό βιβλιοπωλείο
ΛΕΚΚΑ 22, έντός τής στοάς
1Μί^ΙΙΙΜΪ*10ΙΙΊΐίίΙΥ<Ι·ΐΕ<ίΜΐΙ
ΐής^ πού #Ααι ξέρουμε; βπως τό ήξερε καί ό δύστυχος 6 σε νιόρ Περέθ, δτι το πρωί τής ίδιας μέρας βρισκόταν ένα τρομερό ινδιάνικο βέλος καρ φωμένο (μες στη μέση τού στήθους του. Λοιπόν πέρα στο κτήμα του Δον ΝτελόρΟ/ στην "Αθιέντα ντέλ Σολ, δεν είχε κα λά - καλά φύγει ό απελπι σμένος και κατανίτροπιασ,μένος σενιόρ Περέθ, μετά τή νίλα πού έπαΟε μπαίνοντας διά τής βίας στο δωμάτιο του Δον Πάμπλο και βρίσκοντας εκεί αυτόν τον τελευταίο, χω ρίς καμμιά γρατζουνιά στο στήθος του.;. Καλπασμός άλογου άκούστηκε νάρχεται από μακρυά, ένώ ό/'Ελ Ρέϋ ύστερα οφτο την έπ ιτυχηιμ ένη άντ ιικ ατ άστασι του Δον ,Πάμπλο πού έκανε, ετοιμαζόταν νά πάρη πάλι τον δρόμο γιά τή ζούγ κλα, ξεβάφοντας τά μαλλιά του0 Ένα λεπτό άργότερα, έ νας καβαλλάρης, ξεθεωμένος, μέ τά μάτια γουρλωμένα από τή φρίκη και τον τρόμο, έπε φτε έξω από τήν πόρτα του σπιτιού του Δον Ντελόρο. Είχε ξεφύγει από τό χωριό έκεΐνο πού λεηλατούσαν οι ληστές καί ξέροντας δτι ό Δον Πάμπλο Ντελόρο ήταν ένας φιλεύσπλαχνος άνθρω πος πού βοηθούσε τούς δυ στυχισμένους καί καθώς ή 3Αθιόντα ντέλ Σολ ήταν πολύ πιο κοντά στον δρόμο του α πό τον αστυνομικό σταθμό του ’Έλ Χόκλο> έτρεξε νά πα
ρσκαλέση νά στείλουν γίρήγορα βοήθεια... Ό καβαλλάρης αυτός έφυ γε απογοητευμένος, σάν του είπαν πώς ό Δον Ντελόρο εί ναι βαριά άρρωστος καί δεν μπορεί νά κάνη τίποτα. "Έστειλαν όμως έναν άλ λον καβαλλάρη στην άστυνομίά. Ταυτόχρονα σχεδόν, από τον μυστικό διάδρομο πού ο δηγούσε έξω από τήν Κάζα ντές "Όμπιρες/ ξεκινούσε ό σενιόρ Ζορρό... Ό σενιόρ Ζορρό πού δέν ήταν όμως ό Δόν Πάμπλο Ντελόρο! Κάτω άπό τήν ολόχρυση μάσκα των "Ί νικάς αυτή τή φορά, κρυβόταν ό γιγαντό σωμος βασιλιάς τής ζούγ κλας ό Έλ Ρέϋ ή Κάρλος Ντελόρο! "Ολα αυτά τά επεισόδια είχαν έρθει πολύ ευνοϊκά στον Δόν Πάμπλο, γιά νά κατορθώ ση νά κάνη πολύ στενότερες τις σχέσεις του μέ τον αδερ φό του, πού ήταν ακόμα σα στισμένος οπό τήν καταπλη κτική περίπτωσι τής μοίρας του καί εξακολουθούσε νά μην μπορή εύκολα νά συνα ναστροφή ανθρώπους, αφού εΐχε περάσει ολόκληρη τή ζωή του μέσα στη ζούγκλα καί ανάμεσα στά θηρία- καί τούς Ινδιάνους ληστές. Τον παρακ άλεσε νά πάη αύτός ως Ζορρό, νά έπιβάλλη( τήν τάξι καί νά σκορπίση τούς παλιανθρώπους πού λή στευαν τούς χωριάτες. Ό Δόν Πάμπλο είχε πεΐ-
ίΗ% Ζ&νηλΑΪ
ραη/ της άξί&ς τ&ϋ
ιι
Αδερφού
του καί δέν είχε κοαμμισ άμφιβολίά πώς θά μπορούσε κι* 'έκιεΐνος νά τά καταφέρη άλλο τόσο καλά οσο κι5 αυ τός 6 ίδιος. ι ου είπε λοιπόν γιά νά τον ττείΐση τελικά, δτι άν σέ μιά τέτοια* περίπτωσι δεν έ κανε την έμφάνισί του ό σεΫιδρ Ζορρό νά τιμωρήση τους κακούργους, οι αγαθοί χωριά τες.δέν θά τό ξεχνούσαν, „ Ό μασκοφόρος Εκδικητής θά έχανε την απόλυτη έμπιστοσύνη τους πού1 είχε ως τώρα... Ό 'Έλ Ρέϋ δέχτηκε χωρίς δυσκολία τον ρόλο του... Κι9 έκεΐνος 6 ίδιος άν ακουγε δτι λήστευαν φτωχούς έργάτες, θάτρεχε ασφαλώς νά τιμωρήση τούς ληστές κι’ έτσι; τώρα ή μόνη διαφορά θά ήταν πώς τη δόξα του άπ’ αυτή την ηρωική πράξι, θά τήν έπαιρνε ό Ζορρό τής Ζούγκλας, μαζί μέ τόσες καί τόσες άλλες... Βγαίνοντας άπό τήν άλλη άκρη, του διαδρόμου, δεν πέ ρασε άπό τήν Κάζα ντές Όμ πρες, νά πάρη τό έλικόπτερο καί τον Πάντσο Γίγάντα. Δεν είχε καμμ ιά ανάγκη άπό τήν β-οήθειά του, άν καί ό Δον ^Πάμπλο του είπε πώς μπορούσε άφοβα νά τά χρη σιμοποίηση καί τά δυο —-μέ πιλότο φυσικά τον Πάντσο, άφού^ αυτός ό ίδιος δεν θάξερε νά άδηγήση τό υπέροχο Μαύρο Πουλί. ς άλλου τό χωριό στο 6= ϊτοίο είχαν έπιτεθή οι ληστές
δέν ήτάν ί€^80Χου μοαφυά, ΟΈλ Ρέϋ^μέ τήν χρυσή προσωπίδα του Ζορρό τής ζούγκλας, πέρασε ανάμεσα οστό τούς έρημους αγρούς, τρέχοντας γρηγορώτερα κι’ άπό ζαρκάδι καί όπως ήδη ξέρει, ό αναγνώστης, έφτασε εγκαίρως στο μέρος πού έ πρεπε... Πώς ή Νάγια δέν έγινε... Ροζιτα
.
Η. ΙΣΤΟΡΙΑ τής πα
νέμορφης Ροζίτας, τής κόρης του χοντρο - Περέθ, είναι γνω στή: Ή κοπέλλα μέ τά υπέρο χα μαύρα μάτια —πού άν τό μάθαινε 6 ποοτέρας της άσφα λώς θά πάθαινε συγκοπή—: είναι ένα καί τό αυτό πρόσω πο μέ τή θρυλική Νάγια ιμέ τό Βέλο, την Κόίρη τής Ζούγ κλας. Κι9 όλοι ξέρουν ακόμα πώς ή Νάγια ξεκίνησε τάχα γιά νά πάη στή... θεία της τήν Καρμελίτα. Πώς στά μισά του δρόμου βγήκε άπό τό τραίνο καί χώ θηκε στή ζούγκλα/ γιά νά βρή τον σενιόρ Ζορρό και νά τον είδοποιήση ότι διατρέχει φοβερόν κίνδυνο άπό τό από σπασμα του πατέρα της..., *Όλα όσα έγιναν παρακά τω κι9 αυτά είναι γνωστά. Δέν μένε η παρά νά δοΰμέ τή έγινε καί ή Νάγια μέ τό Βέλο, καθώς χώρισε άπό τον Ζορρό^ καί τον 9Ελ ^Ρέϋ, έξώ άπό τήν Κάζα ντές 'Όμπρες:
Ξεκίνησε ολοταχώς^για νά
λύτερο νά κάνη, άναγκάατη-
πάρη Τον δρόμο του γυρισιμού. Σκοπός της ήταν νά ξανα πάρη τό τραίνο και νά συνέ χιση τό ταξίδι, της ώς τό κτή μα τής θείας της και εκεί πέ ρα πια νά πέραση μερικές μέ ρες σάν νά μη συνέβαινε τί ποτα, ώσπου νά τήν έπιθυμουσε ό πατέρας της και νά τής έστελνε μήνυμα νά γυρ ί ση κοντά του ή νά πήγαινε εκείνος ό ίδιος νά τήν πάρη. "Επίτρεπε, φυΐσικά, νά^ φτάση τώρα στο σημείο πού είχε κρύψει τά ρούχα της καί όταν θά τά φορούσε, τότε θά πή γαινε νά πάρη καί τό τραίνο. Φτάνοντας όμως σ’ έκεΐνο τό μέρος,^ είδε ότι... τά ρού χα της είχαν γίνει άφαντα! Τί είχαν γίνει; Τά είχε βρή κανένας καί τά πήρε; Τήν είχαν παρακολουθή σει καί τής τά έκλεψαν έπίτηβες γιά νά τά παραδώσουν στον πατέρα της τον Περέθ, οπότε ήταν οριστικά χαμένη. Τίποτα δεν μπορούσε νά είναι βέβαιο!... Ή Μάγια, τρελλή από α πελπισία, έψαξε καί ξανάψαξε ολόγυρα αλλά δεν μπόρε σε νά άνίακαλυψη τό παρα μικρό. Καί τό μόνο τό όποιο ήξε ρε καλά εκείνη τήν ώρα/ ήταν πώς δεν γινόταν με κανόναν τρόπο νά ξαναγίνη ή Ροζίτα -—τουλάχιστον-— γιά τήν ώ ρα, ασο δεν είχε τό φόρεμά Της!Λ
κε νά ξαναγυρίση από κει που ήρθε : Στή ζούγκλα1 Δεν ήξερε πού πήγαινε καί τού κάκου προσπαθούσε νά σκεφθή έναν τρόπο γιά νά γλυτώση άπό τό αδιέξοδο που βρισκόταν. Επίσης 6 Ζορρό ήταν βάρειά τραυματισμένος καί δέν θά μπορούσε νά έρθη σε βο ήθεια της, διαφορετικά ήξερε τον τρόπο νά τον καλαύσε νάρ θη καί κείνος στη ζούγκλα νά τήν βρή... Έτσι λοιπόν όπως γύριζε άσκοπα μήν ξέροντας τί νά κάνη καί ενώ ή απελπισία της όλο καί μεγάλωνε, είχε καί τήν... έξαιρετική τύχη α πό πάνω, νά πέση ^καί μες στα χέρια τού πατέρα της, τού χοντρο - Περέθ, ό όποιος έκανε μεγάλες χαρές πού την είδε καί τη διέταξε νά βγάλη τό βέλο της πού τό άποκάλε σε... φερετζέ!
Μήν έχοντας λοιπόν τί κα
Τό... Ζίου — Ζίτσου 1Κ. Α1 τώρα πού τά πράγματα μπήκανε οπωσδή ποτε σέ ταξί, ας δούμε τί α πογίνεται μέ τον Περέθ καί τη Νάγια μέ τό Βέλο, πού βρίσκονται αντίπαλοι, ολο μόναχοι μές ^ στήν παρθένα ζούγκλα, αφού ό χοντρο - α στυνομικός έχει σκορπίσει τούς άντρες τού άποσπάσματός του γιά νά βρούν τον υσ σκοφόρο Εκδικητή.
Ή νέα πού
ώς αύτή τή
33
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ στιγμή ήταν μαιρμαρωμένη α πό την έκπληξί της καί απτό τή φρίκη ττού ένοιωσε βλέ ποντας άξαφνα μπρος της τον τρομερό πατέρα της, νά την σημαδεύη μέ τό πιστόλι του, ξαφνικά φαίνεται νά συ νέρχεται καί του χαμογελάει κάτω άπό τό φερετζέ της. Του λέει -μέ αλλαγμένη φυ σικά τή φωνή της: — Γιατί θέλετε νά βγάλω τον «φερετζέ», σενιόρ; Δεν φοβόσαστε μήπως αυτό σάς άπαγοητεύσει; " I σως νά εί μαι... πολύ άσχημη; Ό Περέθ καγχάζει άγρια: — Ναί! Κ’Γ είχα μιά σκα σίλα! ■"Ηθελα νά δω άν θά σου πηγαίνει μιά θηλιά στο λαιμό καί νάσαι κοεμασμένη μέ τή γλώσσα έξω! Ή Μάγια γελάει δυνατώτε ρα. — Ελάτε, σενιόρ!, του λέει ευθυ!μα. Δέν εΐστε τόσο κακός που θέλετε νά δείξετε! Για νά μέ κρεμάσουν πρέπει νάχω κάνει σοβαρά εγκλή ματα ! — Ε! Κι αυτα που εχεις κάνει εσύ, κυρά .μου, τί έγκλήμ ατα εΐναι;... Π λακατζ ίδ ι κα; Δέν τά παρατάς αυτά; — Καί δέν φοβάστε, σε νιόρ, του λέει, μήίπως πάθετε καί τώρα τό ίδιο, που κά θεστε καί περιμένετε νά βγάκαι δεν τον τραβάτε μέ τό Ι
διο σας τό χέρι; Του Περέθ τά μάτια άστρα φτουν. — Μωιρέ καλά λές!, γρ,υλλίζει. Θάναι καί... συμβολικό. Ό Νόμος ξεσκεπάζει τό "Εγ κλήμα! Κρίμα νά μην ήταν έ δω Ττέρα οί φωίτορεπάρ'τερς νά μου τραβήξουν καμμιά δυο φάσεις!... Καί λέγοντας αυτά απλώ νει τό χέρι του καί τά χοντρά του δάχτυλα που μοιάζουν σάν λουκάνικα, άγγίζουν τον Φερετζέ. Τότε ακριβώς ό Περέθ αφή νει μιά κραυγή τρόμου. Νσιώθη έναν φοβερό πόνο καί καταλαβαίνει νά γίνεται αεροπλάνο! Ή Μάγια του έχει άρπάξει άστραπιαία τό χέρι καί μ’ ένα υπέροχο ζίου - ζίτσου τον έχει ξεφορτωιθή! "Υστερα ρίχνεται τρέχοντας μέ δλη τήν δύναμι τών πο διών της, μέσα στή ζούγκλα. 3Αλλά ό Περέθ δέν πρόκει ται νά μεί,νη γιά πολύ στή γη πού σωριάζεται βλαστηιμώντας καί ουρλιάζοντας ά γρια γιά νά μαζευτούν καί οι άντρες του πού βρίσκονται γύρω... Ή θέσις τής Μάγιας έξακο λουθεί νά είναι πάρα πολύ δύ σκολη. Αω μόνη μου τον... φερετζέ
ΤΕΑ Ο I
Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ
Άποκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικού Επιχειρήσεις Ο.Ε,
ΟΡΡΟ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑ! ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ’Έτος Ιον — Τόμος 2ος — Άρ. τεύχους 16 — Δραχ. 2 Γραφεία: Αέκκσ 22 (εντός της στοάς), τηλέφ. 28-983
ί
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδπς, Σφιγ<γός 38. Προϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζηδασιλείου, Ταταούλοον 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑ!: Γ. Γεωργιάδην, Λέκ-κα 22, Άθηνα:.
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ Μια ονειρώδης ττεοιττέτε α. γεμάτη οπτό τά τπό άπρόοττ^α' έττεισόδισ. την ττιό καταρρακτώδη δράσι, την με γαλύτερη άγων ία καί την ττιό συνταρακτική... ττλάκα! !
§11
Μην τό χάση -κανείς! ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ
ώΩζ ΣΤο/γ ΟΥΡΑΝΌ
£ /,ιυΐηοιν ΑΑ ΤΟΝ Σβ ΜΑΕΙ ΛΕΣ το μ ς ρ ς η ο σ ο υ ;
ν π α! γ /
αιά β ο /\ ο
ε η α ν έ ς στ α
ΡοΥΛΑ ΣΟΥ.
ΕΧΕΙΣ Φ ΟΡΕΕΚ/ Αη/ΑΠΟαί! ΤΟ ΟΖΑ ΡΕΑΝ/ τον ΝΑΡΔΟΝ.
<
, η* 'ΠΡΕΤΗ
ΕΑΡ ΠΑΡΣΕΕ.. 7Υ ΦΕΥ Γ/V) Ύ ΦΟΡΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΤ ΠΗΙ) ΘΑ ΣΑΣ Π£ ΠΑ/\ I ! ,Σ Τ/ΠΟ ΤΑ... ΟΜΕα ΔΕΝ
ΗΑΤΑ ΑΑ ΒΑΙΝΕ ,ΓΤΰΖ 3/ΑΒΟΛΟ ΓΥ~ " '·™ Ρ/ΣΕ ΤΟΣΑ ΗΗΑΚ> ΜΟ V ΑΝΆ/70ΔΑ ·μ
3
τ έ λο ς
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΙΑ ΑΥΟ!
Σωτηρία | | ΖΟΡΡΟ τής Ζούγ κλας τρέχει μέσα στην παρ θένα ζούγκλα, πηδώντας από δέντρο σέ δέντρο μ5 έναν πρα γματικά έκττληκτικόν τρόίπο. Κάνεις δεν θά μπορούσε νά φανταστή δτι κάτω άτηό τη χρυσή ιμάσκα των ιερέων "Iνικάς, κρύβεται, στ5 αλήθεια ό Έλ Ρέϋ κιαι όχι ό ΤδιΟς ό Ζορρό! Κι5 όμως έτσι είναι! Ό άνθρωπος αυτός είναι ό γ ι.γαντόσωμ ος 6ασ ι λ ιάς τής ζούγκλας.
Τά ξανθά του μαλλιά είναι τώρα μαύρα! Μεταμφ ιεσμένος έτσ ι έχε ι τιμωρήσει μερικούς κακούρ γους (*) πού θέλησαν νά λη στέψουν τούς δύστυχους χω ριστές και τώρα γυρίζει μέ τάν τρόίπο πού μόνο αυτός κι* ό αληθινός Ζορρό ξέρουν νά ταξιδεύουν μες στο παρθένο δάσος, πηδώντας μέ τερά στια άλματα από τό ένα δέν τρο στο άλλο και έξουβετερώ νσντας έτσι, την άπόστασι> (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος: «Ό Περέθ συλλαμβάνει τη... Νάγια!»
4
κατά τρόπο εκπληκτικό. Το πώς ό *Έλ Ρέϋ από ξανθός βρέθηκε μελαχροινός καί φορώντας τή χρυσή ,μά σκα τών ’Ίνκσς του Ζορρό ίκαί κρατώντας καί τό μαστίγιό Του·, βρίσκεται στη ζούγ κλα αντί γι(ά εκείνον, ένώ ό αληθινός Ζορρό είναι· Τραυ ματισμένος βαριά στο κρεβ'βόττι του σπιτιού του στη^ν Άθϊέντα ντέλ Σολ, είναι, κάτι πού είναι η δη γνωστό στον αναγνώστη. Τώρα ό 9'Ελ Ρέϋ, πού δεν είναι άλλος δοτό τον δίδυμο Αδερφό του Δον Πάμπλο Ντε λόρο, γυρίζει στο κτήμα τού Αδερφοί) του γιά νά τού πή στι1 έτειλείίωσε όπως έπρεπε Την άποσταλή του και μέ την άπόφασι. νά έιπιστρέψη .μετά γιά πάντα στην απέραντη ζούγκλα, δπου Θά περάση καί 'την υπόλοιπη ζωή του... 'Ωστόσο άς μήν φτάσουμε τόσο μακρυά, γιατί καί στην ζωη γίνονται· πάρα πολλά πράγματα κάθε τόσο, πού .μάς κάνουν ν’ αλλάζουμε θέ λοντας και μη τίς αποφάσεις μας... Πολλές φορές τό μέλλον μάς επιφυλάσσει. γεγονότα πού ποτέ δεν θάταν δυνατόν ούτε από την φαντασία μας νά περάσουν. Λοίπόν^ό 9Έλ Ρέϋ ^η ό με ταμφιεσμένος Ζοορό, εκεί πού τρέχει γοργός σάν τον άνεμο μέσα στη ζούγκλα, ξαφνικά σταματάει. Μένει1 κοκκαλωμένος πάνω σ' ένα δέντρο, τή στιγμή πού ||πρόκ ειτο ν’ άρπάξη ένα φυ
ΖΟΡΡΟ
τικό σχοινί γιά νά κάνη τό τεράστιο καί εκπληκτικό άλ μα του στό επόμενο δέντρο. Τά μάτια του γουρλώνουν κάτω άπό τή χρυσή μάσκα του. Τ’ αύτιά του τεντώνονται ανήσυχα· · · Κάτι φωνές έχει ακούσει· μέσα στό παρθένο δάσος, λί γο μακρύτερα άπό τό σημείο πού βρίσκεται. Δέν προλαβαίνει ωστόσο νά κάνη κόπο γιά νά κσταλά βη ποιοι είναι εκείνοι πού φωνάζουν, ούτε τον λόγο γιά τον οποίο ξεφωνίζουν έίτσι. Απότομα μέσα στή γαλή νη ξεσποϋν μανιασμένοι πυρο βολισμοί πού κι9 αύτοί όμως κρατούν γιά πολύ λίγο κι* ύστερα σταματούν. Ό ’Έλ Ρέϋ χωρίς νά διστάση περισσότερο —καθώς έχει· άρπαξει γερά τό· φυτικό σχοινί, κάνει ένα πήδημα καί τό κορμί Του σχηματίζει μιά Απίστευτη· τροχιά στον άέρα, ώσπου νά βρεθή σ’ ένα άλλο δέντρο πού είναι· καμμιά ει κοσαριά μέτρα πιο πέρα. Τά πόδια του, μαθημένα, χωρίς ικανέναν κόπο σκαλώ νουν πάνω στή χοντρή διχά λα εκείνου του δέντρου, δπου ό γίγαντας Των δασών στέκει ολόρθος καί άφουγκράζεται πάλι. Άκούγεται· μιά αγριοφωνά ρα πού τούτη τή φορά δέν του χρειάζεται καθόλου ούτε καν σκέφις γιά νά καταλάβη σέ ποιόν ανήκει. Είναι ή φωνή του χοντρο Περέθ, του διοικητοΰ τής ά-
ΤΗ£ 10ΫΪΉΛΑ2 στυνομΐας τής Άθιέντσ ντέλ ΣόΑ ί — 5Από κεΐ, χασομέρηδες! όύρ> ιάζει δ εξαγριωμένος α στυνόμος μ’ όλη του τη δύναμι. "Απτό κεΐ τπέρα έφυγε τρέχσντας ή άτιμη!... "Ωωωχ. "Ωωωχ!... τό χεράκι μου! Μαντόνα μία! Πάω στοίχημα ότι. μου τό ξεκόλλησε !... "Ωχ ! Ακόμα εδώ εϊσαστε, βλάκες; 5Από ικει! 3Αϊτό κιεΐ!... Τη θέλω ζωντανή, τ5 άκοΰτε; Νά μου τη φέρετε ζωντανή έστω κι* άν χρειαστή νά... τη σκο τώσετε!... Ρίίχτε της στο ψα χνό! Μη τη λυπάστε! Είναι μια μάγισσα! Δεν εΐνα.ι γυ ναίκα αυτή!... Είναι ιμιά μά γισσα πού θέλει φωτιά!... Ό Περέθ^ εξακολουθεί νά βρίζη και νά φωνάζη όσο πιο δυνατά μπορεί, δτι τοΰρχεται στο κεφάλι. Τραβάει τρομερούς πόνους οστό το χέρι του πού πραγμα τικά παρά λίγο νά του τό ξεκολλήση ή Νάγια ρέ τό Βέ λο, μ’ έκεΐνο τό ζίου - ζίτσου πού του έκανε λίγο πρίν! Μαζί ιμέ τούς πόνους βέ βαια, ό μεγολυτερος λόγος για τον φοβερό θυμό του, εί ναι πού την έπταθε από ιμιά γυναίκα* Παρ' όλο που κανείς από τους άντρες του δεν βρισκό ταν μπροστά εκείνη τη στι γμή για νά γίνη εντελώς ρεζίλι, ωστόσο πάλι αυτός δεν μπορεί ούτε στον εαυτό του νά συγχωρήση ενα τέτοιο πά βήμα καί πάει νά τρελλαθή. "Οσο περνάει ή ώρα, αντί νά συνέρχεται καί νά του περ
νάη, τόσο μανιάζει πιο πο λύ, γιατί τόσο περισσότερο τό συλλογίζεται καί δεν μπο ρεί νά τό χωνέψη. Στο μεταξύ οι άντρες του; δεν κάθονται άργυί. Βλέποντας άτια που τούς έδειξε ό προϊστάμενός τους δτι έφυγε ή Νάγια μέ το Βέ λο, σχεδιάζουν ολόκληρη κυ κλωτική κίνησι γιά νά την βάλουν στην ιμέση καί νά τη συλλάβουν ζωντανή, δπως τό ζήτησε ό Περέθ. 5Από την άλλη όμως μεριά καί ό "Ελ Ρέϋ πού έχει α κούσει τίς πρώτες φωνές του Περέθ καί ύστερα τούς πυρο βολισμούς πού έρρι'ξαν οί ά' · τρες του καθώς τούς διέταζε νά... βαρέσουν στο ψαχνό, δεν έχει σταθή στο ίδιο μέρες. νΟσο γιά τούς άστυφύλΓ κες, έρριξαν τίς σφαίρες στο·: αέρα γιά νά ευχαριστήσου·, τον προϊστάμενό τους καί ν:: δείξουν δτι... τό πήραν ζεστά τό πράγμα αλλά στ’ άλήθε:κανείς τους δεν διέκρινε τή; τολμηρή ικόρη τής ζούγκλα~ "Ετσι μέσαι στο παρθέ δάσος έγινε ένα προοτοφαν'.; «ανακάτεμα. *Αστυφύλακες τρέχουν γ" ρω - γύρω άπό δώ κΤ δαπό κ κυκλώνοντας μιά όλόκληά ■ περιοχή. Ό μεταμφιεσμένος σέ ρό "Ελ^Ρέϋ, τρέχει κι' εκιεά: * προς τό ίδιο μέρος, μέ σκοτ ^ νά έλευθερώση την Νάγια υ.': τό Βέλο, πού έχει καταλάβ. δτι κινδυνεύει. 'Όσο γιά τη Νάγια, τρ Χ€ΐ· πιραγματικά τρομαγμένη
χωρίς νά ξέρη άπό που ττρέ- ινίσω άττό μια συστάδα θά ττει νά πάη για νά γλυτώση. μνων. Τρέχει γρήγορα άλλά το Στέκεται έγκαίρως καί ευ μέρος αυτό τής ζούγκλας δεν τυχώς γι' αυτήν πού τά κα τής είναι γνωστό. τώτερα όργανά τάξεως τής Κανείς δεν ιμττορεί νά τρέ'Αθιέντα ντε Σολ/ δεν Φημί χη όλόϊσια μέσα στο παρθέ ζονται ούτε γιά την ευφυΐα νο δάσος, άν δεν τό γνωρίζει τους, ούτε γιά την γρηγορά πολύ καλά. δα τους ούτε γιά τη... λεπτό Ειδικά όταν τρέχης χωρίς τητα των αισθήσεων τους! ΓΈτσι ό Αστυφύλακας ε νά προσεχής και χωρίς προ σανατολισμό, τις περισσότε κείνος δεν την παίρνει καθό ρες φορές θά κάνης κύκλους λου εϊδησι καί περνάει τόσο δίπλα της, πού πάρα λίγο δλο στο ίδιο μέρος! νά τής πατήση τά γυμνά δά Τό ίδιο /παθαίνει τώρα και χτυλα του ποδιού της. πού ε η άτυχη νέα. ξέχουν πίσω όσιό τον θάμνο .Την πρώτη φορά παραλί γο νά. πέση στην άγκαλιά έ- πού έχει κρυφτή. Ή φωνάρα του αντηχεί ^ός Αστυφύλακα του πατέρα +ης, καθώς βγαίνει μέ φόρα μέσ’ στ5 αυτί της τόσο δυνα-
ΐ"·—
Κ€Ι χασομέρησαI ΆιΛ κ®ΐ έφυγε ή... &τιμη!
τη πού παραλίγο νά της στά ση τ* ακουστικά της τύμπα να: — Νάγια!... Παραδώσου, γιατί θα ,σέ σκοτώσουμε! Δεν υπάρχει τρόπος νά γλι> τώσης! Τό εΐπε... ό σενιόρ Περέθ! Μέ πολύ δυσκολία συγκρο τείται ή Νάγια καί δεν του αρπάζει τό πιστόλι πού κρατάει νά του τό σκάση στο κεφάλι. Τον άφίνει καί περνάει κι’ εκείνη φεύγει προς την αντί θετη: κατεύθυνση. ^3ΑΑλά δεν πάει πολύ παρα κάτω καί πέφτει πάλι επάνω 0'έ άλλον άστυφύλακα πού κι*
αύτός όζπό φοβερή καί τρομε ρή στραβαμάρα δεν ιμπορεΐ νά τήν δή καί φεύγει από δί πλα της, κυττάζοντας πέρα νά τήν άνακαλύψη. Μ’ ολη τήν άν ικανότητα του άστυνομικοΰ άποσπάσμα τος, ή Νάγια καταλαβαίνει δτι διατρέχει κίνδυνο ή ζωή της. ~Αν τήν διακρινή κανείς μπορεί νά τήν τραυιματίση άπό ιμακρυά. ^Αν αυτός πού θά τήν δ ι α κρινή έστω καί για μιά στι γμή είναι ό πατέρας της, α σφαλώς ή σφαίρα του θά τήν άφήση στον τόπο, γιατί ό Πε ρέθ είναι δεινός σκοπευτής.
Ή κοπτέλλα άρχιζε ι νά ττη-4 γαίνη σιγώτερα και πιο προ σεκτικά. Καταλαβαίνει ήδη τον κλοιδ νά σφίγγεται ολοένα περισσότερο γύρω της. "Ακούει τις φωνές των α στυφυλάκων πού συνεννοού νται. μεταξύ τους και ξέρει πώς στο τέλος ό κύκλος θά κλείση τόσο, πού άναγκαστι κά θά την σιυλλάβουν. Σικέπτεται· ν3 άνέβη σέ κα νένα δέντρο νά κρυφτή. ^Οί αστυφύλακες όμως άκρι βώς γι3 αυτό αργούν, γιατί ή κρυψώνα αυτή είναι- πάντα ή πιο πρόχειρη μέσα στη ζούγ κλα καί την ξέρουν καλά. "Αν την διακρίνουν σκαρφα λυμένη πάνω στο δέντρο πού θά καταφυγή, τότε πια είναι πού θά ιμοιάζη σάν ποντίκι στη φάκα καί δεν θά μπαρή νά γλυτώση »με τ&ιτοτα. Οί φωνές τού Περέθ αρχί ζουν ν3 άκούγοντοπ πιο κοντά της. "Οπως είναι- φανερό ό πα τέρας της έχει συνελθεί κά πως από τούς πόνους τού χε ριού του καί έχει εκστρατεύ σει κι3 εκείνος εναντίον της, ,μέ όλο τό μένος τού πολέμου πού έχει ανάψει μέσα του γι’ αυτήν. Απελπισία άρχιζει νά τί κατοίλαμβάνη. ^Πίσω από τούς κορμούς των αιωνόβιων δέντρων, βλέ πει- σιλουέττες αστυφυλάκων, μια νά φαίνωνται καί ,μιά νά χάνωνται. Οι άντρες τού Περέθ βαδύ ζουν αργά άλλά μέ σύστημα»
Ό κύκλος τους γύρω της έχει μικρύνει πάρα πολύ. Ή Νάγια τού κακού ψά χνει νά βρή κανέναν πολύ πυ» κ·νόν θάμνο για νά κρυφτή ε κεί μέσα. 3Ακόμα /κι3 άν έβρισκε ό μως, την τελευταία στιγμή θά τό μετάνοιωνε, γιατί θά καταλάβαινε ότι οί άντρες τού πατέρα της δέν είναι πια καί τόσο βλάκες για ν3 άφήσο-υν ένα τέτοιο μέρος χωρίς νά τό ψάξουν στο πέρασμά ιούς. Στην απελπισία της συλ λογίζεται πιο πολύ τον πατέ ρα της καί τήν δυστυχία του σάν θά άνακαλύψη πώς ή Νά για είναι ή ίδια ή κόρη του. "Αρχίζει νά σκέπτεται άν μπορή νά βρή τρόπο νά σκοτωθή καί νά κα-ταστρέψη έντε λώς τό πρόσωπό της συγχρό νως, έτσι πού ό Περέθ νά .μην μπόρεση νά τήν γνωρί^
Λ
Τέτοιος τρόπος όμως δέν μπορεί νά βρεθή σ3 αυτό τό μέρος κι3 αυτή τήν ώρα. ^ Οί στιγμές πού απομένουν είν3 ελάχιστες. Τώρα όταν ακούει τήν γριοφωνάρα τού Περέθ/ τής φαίνεται σάν νά τήν άκούη μέσα στ3 αυτιά της... -αφνικά όμως ακούει καί μιά άλλη αγριοφωνάρα. Αυτή τήν τελευταία τήν έχει βγάλει κατά λάθος ένας αστυφύλακας καθώς βλέπει άξαφνα μπροστά του τον Ζορρό τής Ζούγκλας. Δέν προλαβαίνει νά βγσλη καί δεύτερη φωνή.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Δέν προλαβαίνει ούτε νά κίνηση, τό δάχτυλό του επάνω στην σκανδάλη του πιστολιού που κρατάει. Ό τρόμος του είναι τόσο μεγάλος πού βλέπει· τον μασκοφόρο Εκδικητή, τον τρο μερότερο δηλαδή άνθρωπο άπ9 όσους έχει ακουστά πώς υπάρχουν στον κάσμο, ώστε μένει άκίνητος, σαν μαρμαρω μένος. ^ Ό Ζορρό του δίνει τότε μια ιμέ τη λαβή του μαστιγίίου του στο κεφάλι καί ό άστυφύ λαικας πέφτει... για ύπνο. Ό μασκοφόρος Τιμωρός, τον αρπάζει χωρίς χασομέρια και τον τραβάει· μέσα σ9 έ ναν θάμνο. Τον κρύβει σ9 αυτόν. Στο μεταξύ βμως οί άλλοι έχουν ακούσει τή φωνάρα πού έβγαλε τήν πρώτη στιγμή ό συνάδελφός των άπό τήν τρομαιοα του. Ετοιμάζονται* νά τρέξουν προς τό (μέρος έκεΐνο. Ό Περέθ δελαιρυγγι άζεται. -— Προσέξτε, βλάκες!... Μήν χαλάσετε τον κύκλο, για τί τότε είναι πού θά μάς ξεφύγη! Ό -Περέθ είναι ασφαλώς έ ξυπνος πού συλλογίστηκε κά τι τέτοιο, δέν μπορεί όμως νά βάλη μέ τό νου του/ μέ τί τρομερό άντίπαλο έχει νά κά νη. Μιά στιγμή αργότερα άκούγεται δεύτερη άγριοΦωνά ρα καί είναι ένας άλλος άστυ φύλακας σ9 ένα άλλο σημείο του κύκλου, πού καθώς περ νάει άπό έναν χοντρό κορμό Γ
9
αιωνόβιου δέντρου, βλέπει ά ξαφνα έμπρός του τον Ζορρό τής Ζούγκλας. Ό μασκοφόρος Τιμωρός, κάνει καί μ9 έκεΐνον τό Υδιο πού έκανε μέ τον προηγούμε νο. Σέ -ένα δευτερόλεπτο δη λαδή, ό αστυφύλακας βρίσκε ται κρυμμένος μέσα σ9 έναν πυκνό θάμνο καί ό μεταμφιε σμένος σέ Ζορρό, 9Έλ Ρέϋ τρέχει... γιά άλλον! Οί άστυφύλακες άρχίζουν νά τρομοκρατΟυνταιι. Ό γιγαντόσωμος μασκο•φόρος καταφέρνει καί κρύβε ται τόσο θαυμάσια μέσα στήν όργιαστική βλάστησι, πού δέν μπορεί νά τον διακρίνηι κοονείς τους άπό καμιμιά μεριά. Ωστόσο καί ή Νάγια μέ τό Βέλο κάτι έχειι πάρει εΤδησι άλλά οι εκπρόσωποι του Νόμου τήν πλησιάζουν ακό μα ολοένα. — Ό πρώτος πού θά τήν 6ή, νά φωνάδη άμέσως γιά νά τρέδουμε δλοι κοντά του!, ουρλιάζει· ό Περέθ. — Μου φάνηκε πώς είδα σενιόρ... Ψελλίζει ό αστυφύ λακας πού βαδίζει κοντά του. Ό Πεοέθ κάνε'ι ένα σάλτο πού κανείς δέν θά τό πίστευε άπό εναν άνθρωπο στο καλού πΐι του. Βρίσκεται κοντά στον άν θρωπό. του. —- Τί είδες; μουγγρί'ζει. Που τήν είδες; Μίλα γρήγο ρα! — *Όχι έκεΐνη, σενιόρ!... Μου φάνηκε πώς είδα..,
ΖΟΡΡΌ — Τί μωρέ άθλιε; Καμμιά ...πέρδικα; — "Όχι, σενιόρ!... Μου φά νηκε πώς είδα) τόν... τόν... σε νιόρ Ζορρό! Ό Περέθ αυτή τη φορά α ναπηδάει σάν νά τόν χτύπη σε κεραυνός πάνω στο κεφά λι. Τά μάτια του γουρλώνουν. Τά χείλια του τρέμουν.· Κάτι προσπαθεί νά πή άλ λα είναι εντελώς αδύνατον νά τά ικαταφέρη. Τό πρόσω'πό του —κατά τη συνήθειά του— άρχίζει πάλι- ν5 άλλάζη διάφορα χρώ ματα ! — Τόν... τόν... τόν ποιόν;
γρυλλίζει στο τέλος. Μίλα καλά, μωρέ! Τόν είδες τόν Ζορρό τώρα ή στον ύπνο σου έχτές τό βράδι; -— Τώρα... τώρα, σενιόρ! Θάρρεψα πώς τόν είδα που πηδούσε από τό ένα δέντρο στο άλλο, κρεμασμένος σαν άράχνη άπό την άκρη ένόο σχοινιού! ^ Όλ Περέθ δέν προλαβαίνει νά πή τέποτ’ άλλο. ^ιΓιά τρίτη φορά μιά κραυ γή τρόμου άστυφύλακα τούς ξαφνιάζει. Είναι ό τρίτος στή σειρά που τρομοκρατείται άπό τήν ξαφνική παρουσία του μ ασκό φόρου Εκδικητή, λίγο πριν
Τόν κρύβει μες τούς φουντωτούς θάμνους
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
πέση αναίσθητος άίπό το χτύ πημα αυτού του τελευταίου. Ό Περέθ αυτή τη φορά δεν μπορεί νά συγκρατηθή. Γιά την Νάγια, για όττοιονόήττοτε μπορεί νά κάνη υ πομονή και νά φερθή ως τό τέλος μέ βάσι ένα λογικό σχέδιο. Μέ τον Ζορρό όμως όχι! Μέ τον Ζορρό τον πιάνει μια άλλόκοτη μανία καί θέ λει νά χμμήξη μπροστά σάν ταύρος κΓ δ,τι ,βγή. "Ετσι καί γίνεται;. , — Ποθ ητόν είδεςηλίθιε; Μίλα γρήγορα; / ούρλ ιάζε ι. Προς τά που πήγαινε; — Προς τά εκεΐ, σενιόρ!,
1!
ψελλίζει κατατροιμαγμένος ό άστυψυλακας καί του δείχνει τήν κοττεύθυνσι μέ τό δάχτυ λο. ^ — Επάνω του λοιπόν! Και μ" έναν βρυχηθμό λ:ον ταριοΟ, ρίχνεται προς τό μέ ρος εκείνο, ένω οι άντρες του θέλοντας και μη τον ακολου θούνε άγκαμσχώντας καί μέ τά πιστόλια στά χόρια. Οσο για τή Νάγια μέ τό Βέλο, ξεχνιέται ! Κάνεις δεν ένδιαφέρεται πιά γΓ αυτήν! Μόνο πού ό Ζορρό τής Ζούγκλας —πού είναι ό 'Έλ Ρέϋ στην προκειμένη περίπτωσι— δέν είναι εύκολο νά
12
συλληφθή άπό τούς άστυφύλοοκες μέσα στο πράσινο· βα σίλειό του, γιατί μπορεί νά άναπτύξη πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ αυτούς. Κάνει εν αν τεράστιο κύκλο με δυο πηδήματα άκόμα και επιστρέφει1 στο ίδιο μέροςι στο όποιο όμως πια δεν υ πάρχουν οί αστυφύλακες και ό ΓΊερέθ, πού έχουν φύγει· τρέ χοντας για νά τον συναντή σουν. ^ Βρίσκει τη Νάγια χωρίς καιμμιά δύσκολία. ^ Ή κοπέλλα έχει βγή από τον πρόχειρο κρυψώνα της καί τον περιμένει, γιατί τον έχει δη από πριν πού πηδού σε ολόγυρα, από δέντρο σέ δέντρο» Τον κυττάζει μέ τρομερό θαυμασμό άλλα καί μέ μεγά λη απορία. Τά μάτια της γουρλώνουν ακόμα περισσότερο όταν βλέ πει ότι στο στήθος τού μασκοφόρου γίγαντα δεν ύπαρ χε ι ούτε τό παραμικρό σημαδάκι άπό τόΛ βέλος πού τό ϊδιο πρωί είχε κιαρψωθή ε κεί πέρα... -— Ζορρό I, λέει τρελλή ά πό *τή χαρά. "Οτα:ν ακόυσα τούς αστυφύλακες νά φωνά ζουν πώς σέ είδαν, φαιντάστη κα πώς τούς είχε σαλέψει τό λογικό!... Πώς είναι δυνατόν αυτό; Το πρωΐ ήσουν σχεδόν ετοιμοθάνατος άπό την αί,μοραγία!... Τόσο λοιπόν θαυματουργό ήταν τό... βότα νο πού σου έβαλε στην πλη γής σου ό *Έλ Ρέϋ; Ό... ψευτο - Ζορρό χαμο
ζύΡΡύ γελάει άλλα μέ πικρόχολη διάθεση άπέναντι τού ϊδιαυ τού εαυτού του. — Ναί... λέει σιγά - σιγά. Φαίνεται ότι τό φάρμακό του ήταν πραγματικά θαυματουρ γό! Καί προσθέτει βιαστικά για νά τελειώνη αυτή ή συζήτησις πού όπως φαίνεται τον ενοχλεί: — 5Αλλά άς τ' άφήσουμ5 αυτό... Για την ώρα... Πρέπει νά φύγουμε άπ* εδώ τό γρηγορώτερο... Και ό Περέθ μπο ρεΐ νά έπιιστρέψη κΓ αυτοί πού έχω κρύψει μέσα ατούς θάμνους μπορεί νά ξυπνή σουν άπό στιγμή σέ στιγμή και νά μάς άρχίσαυν στίς πι·στολιές! Ή Νάγια φυσικά δέν έχει καμμιά άντίρρησι σέ ό,τι· λέει ό... Ζορρό τής Ζούγκλας πού τον θαυμάζει σαν θεό. Είναι έτοιμη νά ξεκινήση ό,τι ώρα τής πή και νά τον άκολουθήση όπου τής πή. Τον κυττάζει· όπως τό σκυ λί τον αφέντη του. Μέσ5 άπό τις τρύπες τής μάσκας του ό ^Ελ Ρέϋ παρα κολουθώντας εκείνο τό βλέμ μα, συγκινεΤται. Πόσο θάθελε νότον γι5 αυ τόν έκεΐνο τό βλέμμα καί όχι για τον αδερφό του, πού αύτή τη στιγμή παίζει τον ρόλο_του!... -αφν ικά συνέρχεται. Γυρίζει τά μάτια του αλ λού. Τής λέει άδιάφορα: — Ανέβα στον ώμο μου 1
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Ή Μάγια τον παρατηρεί άνήσυχη. Μ5 δλο που βλέπει, ολοκά θαρα πώς ό Ζορρό δεν έχει απολύτως τίποτα, δεν μπο ρεί νά ξεχάση δτι τό ίδιο πρωΐ τον βρήκε μ* ένα βέλος καρφωμένο μες ατό στήθος του... ^ Ό "Ελ Ρέϋ ^καταλαβαίνεΊ; τή σκέψι και τον δισταγμό της καί τής χαμογελάει πάλι. γιά νά τής δώση κουράγιο. — "Ελα!, τής λέει. Γρή γορα!... Ή κοπέλλα δεν διστάζει άλλο. Σ* ένα λεπτό βρίσκεται σνεβασμένη στον ώμο του κι* δ βασιλιάς τής ζούγκλας αρ χίζει πάλι τό έκπληκτικό έναέριο ταξίδι του, έχοντας κρεμασμένη επάνω Του καί τή Μάγια με τό Βέλο. *Ωστόσο φαίνεται δτι το φορτία αυτό δεν τό λογαριά ζει καθόλου... Τά καταφέρνει, τό ίδιο κα λά όπως καί πριν που δεν εί χε καθόλου φορτίο·... Έτσι, σέ λίγο βρίΐσκονται μακρυά άπό τό απόσπασμα του Περέθ καί επομένως μα κρυά άπό κάθε άμεσο κίνδυ νο γιά τη Νάγιά μέ τό Βέλο. Ό Τάϊ Άόβα ΈΐΝΑΙ
περίπου η ί
δια ώρα. Μόνο που δεν βρι σκόμαστε πιά στη ζούγκλα άλλά -στο κτήμα τού Δον Πάμπλο Ντελόρο στην *Αθι|ντα ντέλ Σολ,
Ό Δον Πάμπλο ό ίδιος 6ρί σκεται στο πόδι! Είναι πολύ αδύνατος ακό μα άπό τό τραύμα του και την αιμοραγίά πού είχε. _ Ωστόσο εΐναι τόσο καλά, δσο νά κα^α φερνή νά δε ίχνη δτι δεν έχει τίποτα. Τό βότανο πού του έβαλε στην πληγή του ό Έλ Ρέϋ. εΐναι κάτι, περισσότερο άπό θαυματουργό. "Αν δεν ήταν αυτό, άσΦά λως ό Δον Πάμπλο μπορούσε νά ,μήν ζουσε καν αύτή τή στιγμή αλλά και νά ήταν ζωντανός, άσφαλώς θά ήταν κατάκοιτος καί μεταξύ ζωής καί θανάτου. Υπάρχουν δμως μερικά φυ τά μέσα στήν παρθένα ζούγ κλα/ πού έχουν άληθινά έκπ ληκτικές φαρμακευτικές ιδι ότητες. Οι έπιστήμονες δεν τά έ χουν άνακαλυψιει άλλά τά ξέ ρουν οι ίνδιάνοι τής περιοχής καί γενικώο οι άνθρωποι, έκεΐνο! πού ζούν μέσα στή ζούγ κλα.·.. /Ο "Ελ ΡέΟ^πού μεγάλωσε μέσα στο άπέραντο ποάσινο βασίλειο, έμαθε δλ’ αυτά τά βότανα άπό τον μεγάλο του δάσκαλο, τον άργιεοέα τού Ήλίου, Άτάκ Όάννα. Πιθανόν λοιπόν ό Δον Πάυ μπλο Ντελόρο, νά είχε άκόμα ανάγκη νά μείνη στο κρεβ βάτι του γιά κανά - δυο μέ σες, παο* δλο τό βότανο τού "Ελ Ρέϋ, γιά νά άνακτήση έντελώς τις δυνάμεις του. Θεωρεί δμως απαραίτητη αύΐ'η τη βόλτα πού κάνει τώ*
ρσ μέσα στο κτήμα του και έν συνεχεία τον περίπατό του ως την κεντρική ιτλατεΐα τής Άθιέντα ντέλ Σολ, πού είναι· γεμ άτη άπό... ώρα ιόκοσ μ ο αλλά καί,., άπτό αστυφύλακες του Περέθ... Ό λόγος άπό την αρχή πού σηκώθηκε καί έχει κάνει ολη αυτή τή διαδρομή ό Δον Ητελόρο, είναι ακριβώς να τον δουν οι άστυφύλακες. Ξέρει πώς οπωσδήποτε μό λις γυρίση ό σενιόρ Περέθ, θά ,μάθηι άπό τούς άντρες του οτι ό Δον Πάιμπλο έθεάθη στην πλατεία τής 3Αθ ιόντα ντελ Σολ,, τήν ίδια άκιριιβώς ώρα πού εκείνος ό... άτιμος
ό Ζσρρο βρισκόταν μέσα στή ζούγκλα! Έτσι ό χοντρο - αστυνό μος, θέλοντας καί ,μή αυτή τή φορά θά βεβαιωθή ότι είναι μεγάλη γράφα νά πιστεύη πώς ό Δον Πάμπλο καί ό Ζορ ρό άποτελοΰν ένα καί τό αυ τό πρόσωπο!. Στο μέλλον θά... ορκίζεται ότι τά δυο αύτά άτομα δεν έχουν καμ μ ιά σχέσι. μεταξύ τους! Γιατί καί στο παρελθόν ό μόνος λόγος πού τον έκανε ν* άρχίιση νά υποψιάζεται· τον Δον Πάιμπλο, είναι άκιριβώς ότι ποτέ δεν έτυχε νά σηιμειοοθή ή παρουσία του σ’ ένα μέρος, ταυτόχρονα μέ τήν πα
'0 Πάνταο.,. τό τσούζει !.ίΡ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
1$
Μεγάλη "τιμή για μένα να σάς βλέπω έδώ...
ραυσία του Ζορρό τής Ζούγ κλας σέ ένα άλλο. "Αλλά άς παρακολ ουθήσωμε τον Δον Πάμπλο. Μέ σιγανό βήμα έκανε τη βόλτα του στο κτήμα του μέ σα, όπου έπισκέφθηκε μερι κές οικογένειες υπηρετών του που τό θεωρούσαν ως τή με γαλύτερη τιιμή πού μπορούσε νά τούς γίνη, να βλέπουν τον ίδιο τον Αόν Ντελόρο μέσα στο σπίτι τους. Είναι κάτι πού δεν συνηθί ζεται να τό κάνη κανένας άλ λος από τούς κτηματίες τής ίδιας περιοχής, πού κρατούν σέ μεγάλη άποστασι όλο τό υπηρετικό προσωπικό τους
και σπάνια άπειυθύνουν έστω και έναν λόγο στούς φτωχούς αυτούς .ανθρώπους, άφίνοντας στούς λογιστές και τούς τα μίες τους νά δ ιεκπεραιώνουν αυτές τις υποθέσεις... Μόλις ό Δον Πάμπλο κου ράστηκε άπό τον μικρό αυτόν περίπατο, βρίσκεται μπρος του ό γέρο - Φερνάντο, πού άνήσυχος τον ακολουθούσε τόση ώρα οστό ,μακρυά μέ τό αμάξι του. Ό Δον Πάμπλο μπαίνει, σ’ αυτό και φτάνει όπως είπαμε στην πλατεία τής Άθιέντα ντέλ Σόλ. Ο! ωραιότερες σενιορίτες τής κωμοπόλεως, πού συνή-
16
ΖΟΡΡΟ
σκέτου στήν πλατεία τής *Αθως κάνουν δτι· δεν βλέπουν θιέντα ντέλ Σόλ/ πού είναι τούς νεαρούς κυρίους στον συγχρόνως καί ή μοναδική σ* δρόμο καί περνούν με πόζα ολόκληρη τήν κωμόπολι! και με τά μάτιοο χαμηλωμένα "Ετσι, έκεΤ μέσα, μπαίνει» στο πεζοδρόμιο, σκοτώνονται οποιοσδήποτε! αυτή τή φορά, ποια νά πρώτο Πελάτες τού «Χρυσού Πε χαιρετήση τον Δον Πάμπλο! τεινού» είναι οί μεγαλύτεροι Κι* ωστόσο καμμιά άπ* παλιάνθρωποι πού υπάρχουν αυτές 6έν έχει αληθινή έκτίστον τόπο καί συγχρόνως κι* μηαΐι στο άτομό του... οί μεγαλύτεροι αριστοκράτες Εκείνες προτιμούν τούς τής περιοχής κι* οοκάμα καί ρωμαλέους καί τούς ατρόμη οί αστυφύλακες τού "Ελ Χότους καμπαλέρας τής περιο κλο, μέ τακτικώτερον ^άπ5 ό χής λους τον χοντρο - Περέθ, πού Ό Δον Πάμπλο αντίθετα λένε πώς ή κοιλιά του είναι είναι τόσο μαλθακός καί α σάν βαρελάκι, ακριβώς άπό ποφεύγει τόσο φανερά καιί τό... πολύ κρασί πού περιέ τον παραμικρό κίΜδυνο ή τήν χει ! παρσμ’.ίκιρότερτι σωματική κόΌ Δον Πάμπλο μπαίνει πωσι —ως καί τή γυμναστι κή άκόμα! — ώστε τον κου λοιπόν στον «Χρυσό Πετεινό» καί ό Μιγκουέλ ό ταβερνιά τσομπολεύουν μέ κ,ρυφόγελα ρης, τρέχει —ή καλύτερα οί κοπέλλες τής *ΑΘ! ιόντα ντέλ Σόλ. τσακίζεται*— νά τον περίΌ λόγος λοιπόν πού του ποιηθη. χαμογελούν τώρα, είναι τά Γεμάτος υποκλίσεις σκου πλούτη του καί τίάοτ* άλλο! πίζει στήν ποδιά του τά βρω Εΐναι πώς οί πατεράδες μόχερά του καί πισωπατώτους τις έχουν... έξαρκίΐσει νά ντσς σάν νά είναι κανένας κάνουν ότι μποοουν για νά βασιλιάς, τον οδηγεί ώς τό κινήσουν τό ενδιαφέρον του, τραπέζι πού κάθεται συνή γιατί αυτός είναι· ό πλουσιώθως. τερος άνθοωπος τής περιοχής Φυσικά ή γλώσσα του δεν καί επομένως ό πιο περιζή παύει* νά μιλάη σάν νά τήν τητος γαμποός! έχει άκον.ΐσμένη γΓ αυτή τή Ό Δον Πάμπλο χαιρετάει δουλειά: κι* αυτός τις σενιορίτες μέ χ —λ Μεγάλη τιμή γιά μένα μιά κλίσι του κεφαλιού του να σάς^ βλέπω εδώ μέσα, στο άπό τό ύψος τής αμαξάς του ταπεινό .υαγαζάκι μου. Δον καί μ* ένα γοητευτικό χαμό . Πάμπλο!... Ή μεγαλύτερη γελο. ευτυχία είναι νά έχη κανείς Τέλος ή άμαξα του Δον λ |2| πελάτες^ σάν καί τού λόγου Πάμπλο σταματάει έξω άπόΐ σας, διότι έτσι κανείς δεν τον «Χρυσό Πετεινό», δηλαδή1” “ μποοεΐ νά πή πώς στον «Χρυ τήν μεγάλη ταβέρνα πού βρί σό Πετεινό» μαζεύονται.... μό
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!
νο παλ ιάνθρωρτο ι!... Λέειι καί οΗλΛοο ττολλά τέ τοια. Ό Δον Ντελόρο μόνο κου νάει τό κεφάλι του άφηρημένα κάνοντας ότι τον ακούει, μ3 ένα ,μόνιιμο χαμόγελο στις άκρες των χειλιών του. Στην πραγματικότητα τά άετίσια μάτια του παρατη ρούν μέ κάθε λεπτομέρεια ό λα όσα συιμίβαίνουν εκεί μέ σα. °Όλα τά πρόσωπα πού υ πάρχουν εκείνη^ τη στιγμή μέ σσ στη μεγάλη σάλλα τής ταβέρνας. Τά περισσότερα νέα πού ενδιαφέρουν τον... Ζορρό τής Ζούγκλας, έδώ μέσα τά μα θαίνει πάντα ό Δον Πάμπλο Ντελόρο... Έδώ μέσα συζητούν γιά τις παλιανθρωπιές τους οι διάφοροι τύποι πού συχνά ζουν στον «Χρυσό Πετεινό», άνάμιεσα σέ δυο κούπες κρασί. Έδώ μέσα οί φτωχοί και οί καΐτατρεγμένοι λένε τά πα ράπονά τους, πίνοντας κΓ αυ τοί μέ τις τελευταίες δεκάρες πού υπάρχουν στις τσέπες τους, γιά νά ξεχάσουν τις συμφορές τους... 'Ό,τν ενδιαφέρει ολόκληρη την περιοχή τού 'Άνω Άμαζονίαυ, μπορεί κάνεις νά τά μάθη σ’ αυτή τήν ταβέρνα τής *ΑΘ ιόντα ντέλ Σολ. Έδώ θ' άκούσης γιά τον τάδε κακούργο πού έκανε μια ληστεία σ' ένα ,χωριό πολλές ώρες μ,ακρυά άπό τήν κωμόπολι...
Έδώ θά συζητηθή μιά δο λοφονία πού άνεκαλύφθη στή ζούγκλα ή ή λεηλασία πού 'διοργάνωσαν οί Ινδιάνοι λη στές^ τής περιοχής... Λίγες ώρες αργότερα ό Τι μωρός μέ τη χρυσή μάσκα τών 'Ί νικάς, θά βγή νά σκορπίση τον τρόμο ατούς παρα νόμους και τήν παρηγοριά στους φτωχούς ανθρώπους πού έχουν τή βοήθεια του. Ό ταβερνιάρης χωρίς νά του πή τίποτα ό Δον Πάμπλο —ξέρει πολύ καλά άπό μό νος του τί προτίμησι έχει ό ε κλεκτός πελάτης του— τσακί ζεται πάλι νά πάη νά του φέρη υιά κανάτα άπό τό καλύ τερο κρασί του καί μιά κού πα καί νά τ' άκ'ουμπήση μπρο στά του, επάνω στο τραπέζι. Συγχρόνως τού λέει καί τά τελευταία νέα πού έχει πρόχειρα, γιατί ό Μιγκαυέλ δέν παραλείπει ποτέ τίποτ' απ' ό,τι μπορεί νά ευχάριστή ση τούς εκλεκτούς του πελάτες. — Δον Πάμπλο, σκύβει καί τού μουρμουρίζει στ5 αυ τί —καί αυτό τό κάνει γιά νά δώση αξία στην ε’ίδησι, ε πειδή δέν υπάρχει κανείς πού νά μην τήν γνωρίζη μές στον «Χρυσό Πετεινό»— ό Τάϊ 5Αόβα ξανσίγόρισε!... Β,ρίσκεται μέσα στή ζούγκλα! Ή εκπληιξις πού δείχνει ό Δον Πάμπλο άκούγοντας αυ τό τό νέο, δέν είναι καθόλου ψεύτικη, όπως θά μπορούσε κανείς νά υπόθεση. Ή φρίκη πού λάμπει σέ μιά στιγμή στις κόρες τών
ματιών τοι/, δεν είναι- προσ ιτοί ησις. "Ολοι γνωρίζουν πολύ κα λά τό^σνομα του Τάϊ^ Άόβα, πού είναι ασφαλώς ό φοβε ρότερος Ινδιάνος κακούργος πού Εμφανίστηκε ποτέ στην περιοχή... "Ολοι ξέρουν τι άπαί'σια εγκλήματα έχει κάνει ό δίχως έλεος αυτός άνθρωπος. "Ολοι μπορούν να υποθέ σουν τί θά κάνη ό Τάϊ Άόβα εδώ πού ήρθε αλλά ό Λόν Πάμπλο (μπορεΐ νά είναι τε λείως βέβαιος γι3 αυτό καί δεν έχει· ανάγκη νά καταφυγή σέ υποθέσεις... Γιατί 6 αίτιος πού ,μιά μέ ρα ή βασιλεία του απαίσιου Ινδιάνου τελείωσε, γι3 αυτήν την περιοχή, είναι ό Ζορρό τής Ζούγκλας!... Τό πρόσωπό του είναι πά ντα χαρακωμένο από τό μαστίγιο τού μασκοφόιρου Τιμώ ρσυ... Στ3 αυτιά του Λόν Πάμπλο άντηχούν αυτή τη στιγμή τά τελευταία (λόγια του Ινδιά νου, πού τά είχε ξανακούσει πριν από πολλούς ό Ζορρό τής Ζούγκλας: — Ό Τάϊ 5Λάβα θά ξαναγυιρϊση!... Ό Τάϊ Άόβα θά έικδιικηθή!... Ό Ζορρό θά πεθάνη μέ φρικτό θάνατο!... Ό Ζορρό θά πεθάνη από τά χέ ρια του !.. Ό Τάϊ Άόβα ώρκίστηκε! Φυσικά 6 Δον Πάμπλο δεν ανησυχεί καθόλου γιά τον ε αυτό του. "Άλλοτε περίίμενε μέ ανυ πομονησία πότ ε ό "Αόβα θά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ξ αναγύριζε στην ττεριοχή του γιά νά τον συλλάβη ικαί ■ να τον στείλη στον δήμιο. ίΑνϋπομονούσε γιατί ξέρει ττώς οπτού ικΓ άν βρίσκεται ό απαίσιος αύτός κακούργος, ασφαλώς αθώοι· καί δυστυχι σμένοι άνθρωποι θά πληρώ νουν την καταστρεπτική μα νία του... 5Αλλά κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν ό Τάϊ Άόβα τό σον καιρό, όίπιό τότε δηλαδή πού έφυγε διωγμένος άπό τον σενιόρ Ζορρό... Τότε γιατί ανησυχεί ό Δον Πάμπλο, αφού καθόλου δεν φοβάται τον φοβερό Ινδιάνο; 'Απλούστάτα γιά τον δί δυμο αδερφό του τον Κάρλος Ντελόρο, πού βρίσκεται αυ τή τή στιγμή μέσα στήν παρ θένα ζούγκλα, στήν απόλυτη διάθεσί' εκείνου του σατανι κού δολ οφόνου!... "Άν ό μεταμφιεσμένος σέ Ζορρό 'Έλ Ρέυ ήξερε τίποτα γιά τον Άόβα, καί ήξερε ακό μα όπως αυτός, ό'τι ό Ινδιά νος έχει 'ξαναγυρίσει στήν πε ριοχή αυτή, ό ^Δόν Ντελόρο δέν θ’ ανησυχούσε καθόλου. "Έχει απόλυτη εμπιστοσύ νη στίς ικανότητες καί στίς δυνατότητες τού Κάρλος... 5 Από τίς δυο - τρεΐς φορές πού βρέθηκε αντίπαλος μα ζί του, πριν άνακαλύψουν πώς είναι δίδυμα άδερφια,^ έχει καταλάβει πώς μπορεί νά του έχη την ίδια εμπιστοσύνη πού έχει· στον ίδιο τον έαυτό του. Ό "Ελ Ρέϋ χωρίς άμφιβο-
λία ιμπορεΐ νά σιυντρίψη δέκα σαν τον Τάϊ *Αόβα.
20
Άλλα (μττοιρεΐ να τό κάνη σε μια μάχη σώμα μέ σώμα η έστω >κΤ αν ξερή ακόμα ό αντίπαλός του είναι κοντά καί θά κάνη 6,τι -μπορεί για νά τον σκοτώση... Ό αδελφός του όμως δεν ξέρει απολύτως τίποτα!... Και τούτη τή στιγμή βρί σκεται στο έλεος τού Θεού, ιμέσα στην παρθένα ζούγκλα, στη διάθεοι τού ύπουλου σαν Φ ίδ ι ί νδ ιάνοο καικ ούργου-!... Θά ίγορΡση άραγε ποτέ α πό κει πού τον έστειλε αυτός ό ίδιος ή τον έχει στείλει σε βέβαιο θάνατο; Ό Δον Πάρπλο γίνεται κα τάχλωμος και ό ταβερνιάρης πού τον βλέπει, γυρίζει από την άλλη (μεριά για να χαμογελάση, γιατί δίνει την έξήγη σι πού θά έδιναν όλοι εκεί μέ σα/ στον φόβο πού δείχνει ό Ντελόιρο, καθώς ακούσε γιά τον Τάί Άόβα. — Είπες πώς ό Άόβα βρί οκεται κιόλας ιμέσα στη ζούγ -κλα; ρωτάει ό Δον Πάμπλο. — Μάλιστα, Δον!... "Έτσι είπαν!... Ό Ρενάτο ό ιππο κόμος τού Δον Βελάσκεζ, λέει πώς τον είδε μέ τά μά τια του σήμερα τό πρωί, έξω από τό χωριό Κουάνα! Ό Πάμπλο ανατριχιάζει ολόκληρος άλλη μια φορά. -έρει πώς τό χωριό Κουά να είναι πάρα πολύ κοντά σ" έκεΐνο τό χωριό πού έπετέθησαν οί ληστές κι* έστειλε τον αδερφό του γιά νά τούς συλ λαβή. Και τώρα μόλις καταλα βαίνει την τρομερή αλήθεια:
ΖΟΡΡΟ
"Ολη ή ύπόθεσις αυτής τής ληστείας, δεν είναι παρά μια σκευωρία! Ασφαλώς ό άπαίσιος Τάί Άόβα τή δ .οργάνωσε καί κα νόνισε έτσι πού νά διαδοθή αμέσως σ5 όλη την περιοχή, γιά νά τό μάθη ό Ζορρό^ τής Ζούγκλας καί νά βγή νά τιμ,ωρήση τούς ληστές... Αυτά θά πή πώς ή παγίδα τού Τάί είναι έτοιμη καί στη μένη...^ Αυτό θά πή πώς ό Κάρλος Ντελόρο πολύ πιθανόν νά βρί οκεται κιόλας στα χέρια του αύτή τή στιγμή. — *Ω, Θεέ μου!7 ψελλίζει κστάχλωμος σαν νεκρός. Μια παράξενη αδιαθεσία στο στο μάχι μου!... Ό Μιγκουέλ ό ταβερνιά ρης, γυρίζει πάλι από την άλλη μεριά γιά νά κρυφογελάση. Ό Δον Ντελόρο του λέει αύστηρά: — Μήπως τό κρασί σου δεν είναι καλό σήμερα, Μιγκουέλ; Μήιπως είχε τίποτα μέσα; "Ολη ή διάθεσις γιά είρωνία φεύγει< στη στιγμή άπτό τό ^μούτρο τού ταβερνιάρη. Αλλοίμονο του άν δυσαρεστήση τον καλύτερο πελά τη του καί τον χάση!... , — Μά... Δό'ν Πάμπλο, ψελ λίζει καί κρύος Ιδρώτας κα τρακυλάει στο μέτωπό του, δέν... δέν... αφού δεν τό δο■κ ιμάσατε ακόμα!... "Εκείνος κάνει τον έκπλη κτο. Γουρλώνει τά μάτια του.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Κσττάζει τήν άδεια του κούπα. Τήν δείχνει καί στον Μιγκουέλ, άπλώνοντάς την προς τό μέρος του. — Πώς δεν τό δοκίμασα!, γρυλλίζει. 9 Αφού ή κουττα ιμου είναι άδεια! — Ναί... μά ή κανάτα εί ναι·... καταγεμάτη, Δον Πάμπλο!, μουρμουρίζει παγωμέ νος άπό τήν τρομάρα ό τα βερνιάρης. Δεν... δεν γεμίσα τε ούτε ιμιά φορά τήν Κουττα σας! Ό Δον Ντελάρο κάνει πώς για πρώτη φορά παρατηρεί τήν κανάτα με τό κρασί πού είναι πρατ/μ ατικά ξέχειλη. Δείχνει νά ήσυχάζη γιά τήν ττερίπτωσι· τής δηλητηριάσεως άλλά τό πρόσωπό του ε ξακολουθεί νά 'προδίίδη τήν άνησυχίσ και τόν τρόμο του. Λέει: — ^Εχεις δίκιο, Μιγκουέλ... Νά ·μέ συγχωρής... Πρέ πει δμως νά φύγω! Δεν ξέρω τί μέ πείραξε... ΊΤετάετ ένα ιμεγάλο νόμι σμα πάνω στο τραπέζι, πού κάνει τά μάτια του ταβερνιάρη νά λάμψουν σάν νά είναι γλοιμπάκια. Τό φουντώνει μονομιάς — γιαπί είναι τουλάχιστον ήλίθιο ν1 άΦινης γιά πολύ ένα νόιμισμα εκτεθειμένο πάνω σ’ ένα τραπέζι του «Χουσου Πε τεινού» —και σκοτώνεται πά λι νά συνοδέ όση μέ υποκλί σεις τόν Δον Πάμπλο ως τήν πόρτα τής ταβέρνας. Φωνάζει ευχές γιά νά γίνη γρι^/ορα καλά ό εκλεκτός πε
21
λάτης του πού πληρώνει μια καράφα κιρασί στήν τριπλή της άξια χωρίς... νά τήν πιή καί μόλις αυτός ό τελευταίος ανεβαίνει στήν αμαξά του καί εκείνη απομακρύνεται μέ τα χύτητα παίρνοντας τόν δρό μο γιά τό κτήμα των Ντελόρο, χαχανίζει δυνατά/ κατα χαρούμενος: — Δεν ξέρει τί τόν πείρα ξε τόν κακομοίρη!... Έγώ δ μως ξέρω!... -έρω καί φταίω έγώ γι’ αύτό, γιατί του τό είπα πολύ απότομα!... Είμαι ένας απαίσιος χωριάτης, χω ρίς δ :·όλ ου τρόπ ου ς!... Ό Πάντσο τό τσούζει! ΑΙΡΟΣ εΐναι δμως, μου φαίνεται, νά δούμε τί' κά νει κι* εκείνη ή ψυχή ό Πάν τσο Γίγαντας! Λοιπόν βρίσκεται μέσα στήν Κάζα ντές "Ομπρ-ες ο πού —όπως είναι πασίγνωστον— έχει τό στέκι του. 9Από τήν ώρα πού έχει γυ ρίσει κατά τό μεσημεράκι, έ χει τρελλά κέφια. Δεν είναι· καί μικρό πράγμία γιά έναν τόσο άπίθανο φοβητσιάρη σάν τόν Πάντσο, νά έχη γλυτώσει άπό τόσες καί τόσες τρομερές περιπέ τειες σάν αυτές πού πέρασε καί νά βοίσκεται· τώρα σέ πλή ρη άσΦάλεια μέσα στο σπιτ ΐικό του! Ή ευτυχία πού νοιώθει τόν κάνει νά πετάη, σέ σημείο πού άν του τό ζήτρυσε κσνείς λ
22
τώρα δά, θά μπορούσε νά συ ναγωνιστή και τό... Μαύρο Πουλί! Το σπουδαιότερο είναΐ' δτι ό -Πάντσο Γίγαντας, μέ το πέ ρασμία τής έπίδράσης του φρούτου τής «γενναιόάητος» πού έφαγε πριν λίγες μέρες, δεν έπαψε καί νά θυμάται τά —τρελλά πραγματικά— κα τορθώματα πού έκανε όταν ήταν γενναίος σάν τον Ηρα κλή καί βάλε! Καί ευκολότατο είναι πλέ ον νά καταλάβη κανείς τή χα ρά καί την ύπερηφάνειά τουκαθώς τά ξαναφέρνει στη μνή μη του. — Γιά σκέψου!, λέει φωνοοχτά κι* άς είναι ολομόνα χος. Αύτό ’ναι φρούτο μιά φορά!... Πρέπει νά πάω .μ-ιά ιμέρα στη ζούγκλα, νά κόψω μερικά νά τά κάνω κομπό στα! ... Καί ύστερ* από λίγο: — Για θυμήσου πώς χύθρ κα με τό τσεκούρι έναντίον Εκείνων των μαντραχαλάδων πού έρχονταν όλοι κατοττάνω μου νά μέ φάνε!... Καί στη θύμησι αυτού τού τρομερού πραγματικά Επει σοδίου... λιποθυμάει άπό τον φόβο του, καθώς ξαναβλέπει μέ τη Φαντασία του τίς φά τσες των Ινδιάνων ληστών! -αφνικίά όμως καί άφού αρ χίζει κάπως νά συνέρχεται1— έχει περάσει κανά τεταοτάικι άπό την ώρα, πού λιποθύμη σε— ακούει κάτι σάν τριξί ματα, κάτι ήχους πού δεν θά μπορούσε νά τούς προσδιορίοη καί ξυπνάει.
ΖΟΡΡΟ Πετιέται όπτάνω καί τρέ χει τρομοκρατημένος στο πα ράθυρο, όπου έχει φτιάξει ε πίτηδες μιά χαραμάδα γιά νά κατασκοπεύη τον έξω κό σμο. Δεν βλέπει κανέναν. Ό αέρας μόνο έχει άγριέψει καί παρασέρνει κάτι ξερά κλαδιά. Αυτά είναι πού έκαναν τούς ήχους πού τρομοκράτη σαν τόν καϋμένο τον Πάντσο Γίγαντα. Ό νάνος γελάει περιφρονη τικ,ά. —- ΒρωμοΦρύγανα!, μοορ μουρίζει ζσοώνοντας τά φρύ δια. Θαρρείτε, πώς μπορείτε νά τρομάξετε τόν Πάντσο πουφαγε στην καθησιά του, δέκα Ινδιάνους άρχιλήστσοχους; "Ε!... Καί νά φτιάξω λίγη άπό κείνη την κομπό στα ! Θά σάς πώ εγώ μετά τί έχει νά γίνη!... Βγαίνω κι* έξω άτόν δρόΙμο μόνος μου καί σάς βουτάω καί σάς πετσ:* υέ/τσ στη σό μπα! Μ* αυτή την τρομακτική α πειλή (!) ό Πάντσο Γίγα ντας ξαναγυρίζει στό δωμά τιό του! Παίρνει ένα μπουκάλι άπό ένα ντουλάπι κΓ ένα ποτήρι άπό ένα άλλο καί τραβάει γιά τό κεντρικό μέρος του πύργου τών Ησκιων, πού βρί σκέται τό ύπέροχο Ελικόπτε ρο του Ζοροό τής Ζούγκλας, τό Μαύρο Πουλί1. Στέκεται μέ τό χέρι στη μέση καί τό κυττάζει -άπό μακίρυά κουνώντας τό κεφάλι του πέρα - δώθε.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Μοιάζει άπελπισμένος. — Που νά ττιάσης. πού ν’ οοφήσης!, τσιρίζει όλομόνοοχος. Αυτός ό Ζορ-ρός, τδχει κάνει σμπαράλια! Καί νά τδχε τουλάχιστον κΓ ασφαλι σμένο, θά του πληρώνανε ,καιμ μια ζημιά! • Συλλογιέται1 λιγάκι ιουττά ζοντας το ελικόπτερο απ’ την κορφή ώς τις ρόδες —γιατί τό Μαύρο Πούλί δεν έχει... νύχια. — "Ας πιω κανένα ποτη ράκι, λέει στο τέλος, νά ξελαμπικάρη τό ιμ,υαλό μου καί νά δώ άπό που πρέπει νά πιάσω την αρχή! Αλήθεια είναι πώς ό Πάν τσο Γίγαντας δεν ξέρει τί θά πή πιοτό κΓ άς τον βλέπει κανείς αύτή τη στιγμή νά συρπεριφέρεται σάν μεθύστα κας πρώτης κατηγορίας. Τή μπσυκάλα όμιως αυτή του τήν έχει χαρίσει μερικές μέρες προηγουμένως ένας χωρικός οικογενειάρχης, πού ό Πάντσο Τού πήγε μέσα σ’ ένα πέτσινο σακκούλι χρήμα τα, πού τού τά έστελνε ό Ζορρό τής Ζούγκλας, ξέρο ντας πώς είχε ανάγκη γιά νά ζήση τή γυναίκα του καί τά παιδιά Του. Ό Πάντσο είχε δεχτή τό μπουκάλι με τό κρασί μετά από μεγάλη πί’εσι* τού χωρισ τή καί αφού ό τελευταίος αυ τός εΐχε άπειλήσει νά τού ε πί στρέψη καί τά λεφτά ακό μα, άν δεν τό δεχόΤσν. Τδχε (κρύψει στο ντουλάπι τρΟ δωματίου τον καί τον
2ί
πρώτο καιρό ούτε τό θυμόταν. Οταν όμως άνοιξε τό ντου λάπι μιά, τό άνοιξε δυο καί τό βλέμμα του έπεφτε κάθε τόσο στο μπουκάλι μέ τό πο τό/ τού μπήκε σιγά - σιγά ή ιδέα νά·. τό δοκιμάση. "Ολο όμως,, τή στιγμή πού τό άποφάσιζε, αμέσως πάλι άλλαζε γνώμη καί άνέβαλλε τήν έκτέλεσι τής άποφάσεως. Χωρίς νά ξέρη γιατί, τού φαινόταν πολύ μεγάλο τόλμη μα νά πιή κρασί. Τώρα δμως πού γύρισε α πό τέτοιες τρανταχτέρές πε ριπέτειες, καθώς πρωτάνοιξε τό ντουλάπι του κΓ είδε πάλι τό μπουκάλι1, αποφάσισε ορι στικά πώς ένας άνθρωπος πού μπορεί καί κάνει τέτοια ήιρωϊκά κατορθώμ στα, π ρέπει νά πίνη κρασί1. Καί αποφάσισε νά τό δο κιμάση καθώς θά επισκεύαζε τό έλ ιικόπτερο, ώστε νά γίνη κάτι παρόμοιο μ* αυτό πού λένε «χαρά καί εργασία»! Καί λοιπόν αύτή τη στι γμή ακριβώς πού τάχει μπλέ ξει·, μην ξέροντας άπό πού πρέπει ν’ άρχίση, πετάει πέ ρα τον φελλό άπό τήν μπουκάλα καί γεμίζει τό ποτήρι του. Τό γεμίζει ξέχειλο, ώς α πάνω. "Οπως ξανάπαμε ό Πάν τσο Γίγαντας δεν έχει ιδέα τί πάει νά πή κρασί, αφού ποτέ του δεν ξανάπιε. Λεν ξέρει δηλαδή, δχι νά ξεχωρίση τό δυνατό ποτό ά πό τό άδυνατο/ άλλα ούΥξ το
24
ποτό άπό τό νερό! *Έτάι όπως τό γέμισε τό ττοτήρΊ, του δί’νει* ,μιά καί αρ χίζει νά τό κατεβάζη μονο ρούφι ! Είναι απερίγραπτο αυτό πού γίνεται. Τό ποτήρι εκεί πού έχει •μείνει (μισό, του τινάζεται ά ξαφνα από νά χέρια καί πάει και γίνεται θρύψαλλα δέκα μέτρα παραπέρα. Μά κραυγή Ινδιάνου πόλε μιστού την ώρα πού κάνει ε πίθεση βγαίνει από τό στό μα του. Τά μάτια του γουρλώνουν καί στριφογυρίζουν μέσα στις κόγχες τους τρελλά, σαν μπίλ λ ι ε ς το υ ρουλ εμάν. Τά γόνατά του λυγάνε μέ σα σέ μια στιγμή καί βρίσκε ται καθισμένος κάτω τόσο· α πότομα, πού αυτό είναι σω τήριό μόνο για τή μπαυκάλα μέ τό ποτό πού δεν σπάει·, γιατί βρίσκεται στα πόδια του. — Μ άμ α μ ί α !, γρυλλ ίζε ι ό Πάντσο Γίγαντας μέ θαυ μασμό καί άγανάκτησι όμως μαζί. Καί κυττάζαντας ολόγυρα κ ατατρομαγμένος, συνεχίζε ι: — Ποιος μέ βάρεσε μπα μπέσικα, στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου; ^Οπως όμως ό καθένας θάχη καταλάβει... κανείς δεν χτύπησε στο πίσω μέρος τού κεφαλιού του τον Πάντσο Γί γαντα άίλλά άπλούστατα, εν τελώς άιμαθος όπως είναι στο ποτό... τον βάρεσε κατακέφα λος όπως συνηθίζεται νά λέν§
ΖΟΡΡΟ
σ3 αύτές τις περιπτώσεις. Σιγά - σιγά ή μεγάλη ζα λάδα του περνάει ή τουλάχι στον νομίζει ότι του περνάει καί απ’ αυτό παίρνει θάρρος καί άποφαισίζει νά τραβήξη μια δεύτερη γουλιά από τή μπουκάλα τώρα, αφού όπως είπαμε πιο πρίν τό ποτήρι· τού έφυγε απ’ τά χέρια κΓ έχει σπάσει. Ό Πάντσο καί τούτη τή φορά, πάλι τρώει τήν κατα κεφαλιά του από τό δυνατό κρασί. "Όχι όμως τό'σο δυνατή 6πω° τήν πρώτη φορά. Στήν τρίφτη γουλιά μάλι στα αρχίζει νά τό συνηθίζη. Στήν τέταρτη δίποδε ιικνύει ότι* πολύ εύκολώτερα θά γινό ταν ήρωας τής οινοποσίας, παρά των περιπετειών! Τά μάτια του αρχίζουν νά στριφογυρίζουν μες στίς κόγ χες τους σάν ρουλεμάν. Βλέπει άστρα νά χορεύουν βάλς καί φσξ τρότ Καί νά σχη ματίζουν εμπρός του όλων των λογιών τούς αστερι σμούς. Μιά μουσική γλυκεία άρχΐ ζει νά παίζη στ’ αυτιά του μέσα. Ό Πάντσο Γίγαντας, μ* αύτό τό κόλπο, χωρίς νά τό καταλάβη έχει άνακαλύψει έ ναν νέο τρόπο νά γίνεται· γεν ναίος. Φυσικά όχι όπως μ9 εκείνο τό εκπληκτικό φρούτο πού σέ κάνει Ηρακλή άίπό τή μιά στιγμή στήν άλλη. Πάντως τον κάνει νά μή φο β§τα)ΐ τουλάχιστον τύν ί^κιο
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
21 1
του καί τό παραμικρό τρίξι μο πού άκούγεται έξω από την Κάζα ντε "Ομπρες. Παρατάει κάτω τη μπουκάλα κι-5 εκείνη έχει φτάσει στη .μέση χωρίς υπερβολές. Σηκώνει τά μάτια και τά καρφώνει πάνω στο έλικόπτε ρο του μασκοφόρου Έκδικητη. Στην άρχή τό βλέπει πάρα πολύ θολό. Λέει: — Θέλει καί πλύσιμο! Σηκώνεται. Κάνει μια μικρή βόλτα καί τό κοιτάζει άπό γύρω - γύ ρω. ’Αναστ ενάζε η πα ί ρνε ι ένα κουτί με εργαλεία άπό ένα συρτάρι καί κάνει ν’ άνέβη άπό τήν εξωτερική σκάλα του σκάφους. Την ίδια στιγμή δμως στα ματάει. Έχει άκούσει κάποιον κρό το. Ό κρότος προέρχεται έξω άπό τήν Κάζα ντές Όμπρες. Στήν άρχή ό Πάντσο Γί γαντας δεν μπορεί νά καταλάβη τί είδους κρότος είναι αυτός. Σέ λίγο άντιλαμ,βάνεται ότι^ πρόκειται για βήματα πού πλησιάζουν τό Σπίτι των " I σκιών. Έξ αιτίας του κρασιού λοιπόν· ό ,Πάντσο Γίγαντας, δεν λιποθυμάει δπως θά έκα νε άλλη φορά. Ούτε τρέχει νά κρυφτή πί σω άπό κανένα έπιπλο. Ούτε αρπάζει τό μαχαίρι του, ούτε τρέχει νά βρή τό
πιστόλι· του γιά νά... φάη τούς επιδρομείς! Μόνο γκρινιάζε ι μ ονάχος του: — Ποιος νάναι πάλι τέ τοια ώρα; Τί σόϊ στοίχειωμένο σπίτι εΐν* ετούτο δώ, ό ταν έρχεται τόσος κόσμος καί μάλιστα δ,τι- ώρα τού καπνί ση τού κσθένος; Γιά μια στιγμή σταμα τάει. Κυττάζει ολόγυρα .ανήσυ χος. λ Σάν νά τού φαίνεται πώς έχει πάρει πολύ θάρρος... Πηγαίνει νά θυμηθή ότι πρέπει... νά φσβηιθή κανονικά μ3 εκείνον τον ξένο πού πρέ πει νά πλησιάζη . βΑρπάζει γρήγορα - γρή γορα τη μπουκάλα άπό δί πλα, τής τραβάει άλλη μια ρουφηξιά καί κροταλλίζει τά χείλια του ευχαριστημένος, πού άφ’ ενός τού αρέσει ή γεύσις του καί άφ5 ετέρου τον κάνει νά πάψη εντελώς νά φοβάται καί μάλιστα τρέχει νά δη ποιος είναι. Είναι λοιπόν ό Ζορρό τής ζούγκλας. Ό θρυλικός μαοκοφόρος Εκδικητής, πού ως γνωστόν ανησυχεί τρομερά γιά τον α δερφό του πού βρίσκεται μέ σα στη ζούγκλα μέ τό δικό του πρόσωπο καί κινδυνεύει θανάσιμα άπό τον Τάϊ 3Αόβα, έρχεται νά πάρη τό αθό ρυβο ελικόπτερό του. Μ3 αυτό θά τρεξη σέ ελά χιστο χρονικό διάστημα στη ζούγκλα γιά νά προλάβη κα νένα άτύχημα...
16 Ό Πάντσο Γίγαντας χά σκει ^ μόλις τον βλέπει. Τά ματάκια του γλαρώ νουν. ! ιάε:_νά τρελλαθή. -— Έσύ 5σαι, καλέ Ζορρέ; του λέει με τό στόμα όλάνοιχτο από τή σαστισμάρα. Ό μασκοφόρος Τι μωρός χαμογελάει: — Δεν ,μέ βλέπεις; — Μά επειδή σέ βλέττω ε-ΐνοα όλη ή φασαρία !, του αποκρίνεται στα ίσια ο Πάντσο. "Αν δεν σ’ έβλεπα δεν θά είχα απορία, ούτε θά μου φαινόταν τίποτα περίεργο!.. Έσύ όμως αντί νά είσαι α νάσκελα τώρα, με οξυγόνα και τέτοια, μου γυρίζεις και κάνεις τσάρκες; "Η ,μήπως όατό αφηρημάδα, ξέχασες δτι σέ τραυματίσανε σήμερα τό πρωί; — Μακάρι νά μπορούσα νά τό ξεχάσω, καλέ μου Πάν τα ο !, λέει ό Ζορρό τής Ζούγ κλας προχωρώντας μαζί μέ τον ανεκδιήγητο βοηθό του προς τό μέρος πού βρίσκεται τό Μαύρο Πουλί. — Μακάρι1 νά μπορούσα νά τό ξεχάσω αλλά, δεν μ’ α φήν η αυτό!... Ή πληγή επου λώθηκε κιόλας «μέ τό θαυμα τουργό βότανο του "Ελ Ρέϋ άλλά οί δυνάμεις δεν επανέρ χονται ,μ' αυτό... θά χρεια στούν μέρες γιά νά ξαναγίνω όπως ήμουν! λ— Καί νά τρως μπιφτέκια τής ώρας!, του λέει ό Πάν τσο πού ένιδι αφόρετα ι< είλικρι νώς γιά τόν Ζορρό. — Πολύ καλά! Καί τώρα
ΖόϊΡΟ έσύ, έτοίμασέ μου τό Μαύρο Πουλ,ί γιά πτήσι*! — Τρελλός είσαι, καλέ Ζορράκο; του φωνάζει ό Παν τσο Γίγαντας άγαναιέτισμένος. Συμπληρώνεις ώρες γιά πτητικό επίδομα σ’ αυτά τά χάλια που έχεις τώρα έσύ,ς — "Ασε τά λόγια «καί εί ναι ζήτημα ζωής καί θανάτου, μουρμουρίζει ταραγμένος ό μασκοφόρος Εκδικητής, κα θώς θυμάμαι πώς κάθε δευ τερόλεπτο πού περνάει·, κιν δυνεύει ή ζωή του δίδυμου α δερφού του, πού τόν ξαναβρή κε μετά από τόσα χρόνια. Ό Πάντσο όμως είναι καί πιωμένος καί δεν μπορεί μέ κανόναν τρόπο νά συγκρατήση τή ,γλώσσα του. — Τό ξέρω πώς είναι ζή τημα ζωής ή θανάτου τό άν θά ξαναγυρίσης πίσω μέ τέ τοια ,χάλια πού φεύγεις!, τσιρίζει αυστηρά - αυστηρά σάν γιατρός Εθνικής κατη γορίας. Σέ συμβουλεύω νά κάτσης σπίτι σου καί στο κρεββάτι, άκινησία γιά δέκα μέρες. Αναλαμβάνω τήν ευ θύνη άν πάθης τίποτα ! Ό Ζορρό τής Ζούγκλας βλέπει άξαφνα τή μπουκάλα τού ποτού πού έχει πάει κά τω από τή μέση καί κάνε^ι τήν πολύ σοφή σκέψι ότι ενώ μέ τόν Πάντσο Γίγαντα δέν μπορείς νά συνεννοηθής κΓ όταν είναι' ξεμέθυστος, περιτ τό νά προσπαθής νά τό κά νης όταν είναι καί μεθυσμέ νος από πάνω. Τρέχεγ λοιπόν μόνος του προς τό Μαύρο Πουλί.
27
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Μέ δυο δρασκελιές άνεβαί νει· τή σκάλα του και υστέρα την άνε βάζει ;κι3 εκείνη έττά νω. ^Μ3 έναν δεύτερο διακόπτη βάζει ^ μπρος την αθόρυβη ένπελώς μηχανή του κ·αί δοκι μάζει τις προπέλες του. 'στερα φωνάζει του Πάν τσο Πγαν'τα ν’ άνοιξη τον άλλο διακόπτη πού βάζει σ’ ένέργειαι τον τεράστιο ανελ κυστήρα πού ανεβάζει τό ε λικόπτερο ώς την κορυφή του πύργου. 5Εκείνος κουνάει τό κεφάλι του πέρα - δώθε καί μουριμου ρίζ<ει ιμέσ·* άπ3 τα δόντια του: — Έγώ, νίπτω τά κουλά μου! "Αν δεν θές να άκούσης
έκείνους πού σου μιλάνε γιά τό καλό σου, κακό τού κεφα λιού σου θά κάνης! <Καί μ3 αύτά τά τελευταία λόγια, τό παίρνει άπόφασι καί κατεβάζει επί τέλους τον διακόπτη πού τού εΐπε ό Ζορρό. Τό έλικόπτερο ,μαζί μ3 όλό κλήρο τό πάτωμα τού πύρ γου, αρχίζει ν3 άνασηκώνεται καί φτάνει σιγά - σιγά ώς την κορυφή τού πανύψηλου πύργου. Σε λίγο ό θρυλικός μασκοΦόρος Εκδικητής μαζί μέ τό ύπέροχο, αθόρυβο αύτόγυρό του, άπογειώνεται δοτό τήν κορυφή τού πύργου καί κατευθύνεται ολοταχώς προς
Τό δάχτυλο του Άόβα, τραβάει τη σκοδνβάλη...
ΙΟΡΡΟ
28
την παρθένα ζούγκλα, γιά νά βρή τον δίδυμο αδερφό του, τον Κάρλος Ντελάρο... Καθώς όμως -φεύγει μέ τρο μακτική —γιά ελικόπτερο— ταχύτητα, μια ιδέα πού περ νάει άξαφνα άπό τό μυαλό του, τον αναστατώνει.. Μια κρύα άνατριχί/λα περ νάει τή ραχοκιοκκα/λιά του ά πό πάνω ώς κάτω. Άπό την ώρα που ξεκίνη σε, συλλογιζόταν πώς υπήρ χε και περί'πτωσις νά μην προλάβη ζωντανόν τον δίδυ μο άδερ-φό του. Μες στη φοβερή του αγω νία γιά την τύχη εκείνου/ δεν συλλογίζονταν καθόλου τόν εαυτό του. Έ'τσι είχε ξεχάσει την λε πτομέρεια πώς δεν ήταν δυ νατόν ποτέ νά βρή ττεθαμένον τόν Κάρλος, γιατί την ίδια στιγμή που θά πέθαινε εκείνος, θά τελείωνε άμέσως καί ή δική του ζωή!... Άρα ό δίδυμος αδερφός του ζουσε ακόμα! •Γι* αυτό δεν υπήρχε ή πα ραμικρή αμφιβολία... Ήταν όμως. ελεύθερος; Μήπως τόν είχαν αϊχμαλω τίσει οι κακούργοι συιμμορίτες του Τάϊ Άόβα; Κ ι* άν δεν τόν είχαν ακόμα βάλει στο χέρι, μήπως έπρόκειτο νά τόν πιάσουν αύτή τή σ'τιγμή πού ό Ζορρό τής Ζούγκλας μέ τό Μαύρο Που λί βρίσκεται· στον ουρανό; Ό μασκοφόρος Εκδικη τής μετανοιώνει- τρομερά πού αυτή τή φορά δέν πήρε μα
ζί του τόν Πάντα ο Γίγαν/τα. Άν κάποια στιγμή, κα θώς έχουν στήσει ένέδρα στον Κάρλος, τόν χτυπήσουν —άκόμα κι5 άν δέν τόν σκοτώ σουν άμέσως, άφου ό Τάϊ Ά όβα είχε απειλήσει, «φρικτόν θάνα’το»— 6 Ζορρό θά χάση κι* αυτός τις αισθήσεις του τήν ίδια στιγμή! Τί θά γίνη τότε άν τήν ώ ρα αύτή εξακολουθεί νά όδηγή ακόμα τό ελικόπτερο; Ασφαλώς θά πέση άπό κεΐ πάνω πού βρίσκεται· καί ,θά τσακιστή, έκτος άν π.ρολάβη, νά βάλη τόν μηχανικό πιλότο... Θάναι δυνατόν άμως νά προλάβη; •Κι* άν πέση πάλι αύτός μέ τό Μαύρο Πουλί καί τσακι στή στή γή, πάλι δέν θά πεθάνη τήν ίδια στιγμή κι5 6 Κάρλος, πού υπό άλλας συν θήκας θά μπορούσε ίσως νά ξεφύγη ά^ττό τούς δημίους του; Σφίγγει τις γροθιές μή βρίσκοντας καμμ ιά άπάντησΐ’ ατά έρωάήματά του. — "Ο,τι κι* άν γίνη, ψιθυ ρίζει μέσ* άπ* τά σφιγμένα δόντια του, ό θάνατος θάναι γιά δύο!... Είμαστε δεμένοι γιά πάντα εγώ κι* εκείνος ! Καί ό Πάντσο μπερδεύεται! ΙΕ I ΠΑΜΕ^ λοιπόν ότι ό Ζορρό τής Ζούγκλας άπο-
ΟΙ διακοπές του καλοκαιριοΟ ®υνεχίζ©ντθ8! "Όσοι θελέτε νά περάσετε το καλοκαίρι σας ευχάριστα, έπισκεφθήτε τδ βιβλιοπωλείο του «Μικρού νΗρωος», Αίκκ® 22, έντός τής Στοάς,
«ΦΘΗΝΟ ΒΙΒΛΙΟ» Θά βρήτε έκεΐ ΟΛΑ τά βιβλία για παιδιά και γιά νέ ους, πού έχουν έκδσθή στην Ελλάδα άπό τούς μεγάλους καί μικρούς έκδοτικούς οϊκους: -— Μυθιστορήματα. — Εγκυκλοπαιδικά βιβλία. — Ιστορικά Αναγνώσματα. — Εικονογραφημένα. — Όμαβικά παιχνίδια γιά τό βουνό καί τή θάλασσα. Γιά κάθε ήλικία καί κάθε γούστο καί ΣΕ ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ.
Κάθε έπισκέπτης πού θά άγοράζη βιβλία άξίας άνω των 10 δραχμών, θά παίρνη καί ενα
ΔΩΡ Γιά κάθε 10 δραχμάς πού θά πληρώνή γιά νά άγόράση βιβλία θά παίρνη ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΩΡΕΑΝ ένα τεύχος Μ. "Ηρωος (ή των άλλων έκδόσεών μας: .Μικρός Ταρζάν, Γκρέκο, Ζορρό τής Ζούγκλας, Κάλ κλπ.) τής άρεσκείας του! Μην παραλείψετε νά έπισκεφθήτε τό βιβλιοπωλείο
«ΦΘΗΝΟ ΒΙΒΛΙΟ» ΑΕΚΚΑ 22, έντός τής στοάς
λειώθηκε Μαύρο Πουλί άπό τον ψηλότερο πύργο τής Κάζα ντές 'Όμπρες.. Ό Πάντσο παίρνει τη μπουκάλα του άπό τό δεξί χέιρι· καί τραβάει πάλι προς τό δωμάτιό του. Μια καί τό έλικόπτερό... πέταξε, στην κυριολεξία, ή ,δουλειά πού είχε έρθει, να κάύη σ’ αυτό, δεν υπάρχει πια. Δεν στενοχωριέται καθό λου γι' αυτό.
Απεναντίας ευχαριστιέται Κιόλας/ γιατί τό κρασί που ήπιε, έκτος άπό ευθυμία, του έχει φέρει καί μια ακατάσχε τη τεμπελιά.
— Ώραίια πού είναι ή ζωή ιίιέ... τσίπουρο!, μουρμουρί ζει κατ ευχαριστημένος καί κ ατασυγκ ινημένϋς. Καί πάνω σ' αύτό άκριβώς... χτυπάει συνθηματικά ή πόρτα του Σπιτιού των Η σκιων. Συνθηματικά όταν λέμε γιά την - Κάζα ντές *Όμπρες πού 8έν την πλησιάζει κανείς άλλος έκτος άπό τον Ζορρό τής Ζούγκλας καί τον ίδιο τον Πάντσο Γίγαντα, εννοού με τον τρόπο μέ τόν οποΐο χτυπάει ό Θρυλικός μασκοφόρο^ Εκδικητής. Ο Πάντσο κοκκαλώνεΐν
Γιά άλλη μια φορά φέγγουνε τά ματάκια του άπό Την έκπληξι.
•— Μυστήρια μέρα κι* ή σημερινή !, μουρμουρίζει, μέσ* άπ* τά δόντια του καί χαμο γελάει κοροϊδευτικά. Συνεχίζει: > ~ "Ετσι εΐναι όταν πίνης
πολύ κι/ είσαι άμαθος! Δέν Θά σταματήσω όμως Π ^ Μου κάνει κέφι! Είναι πολύ διασκεδ αστικό! Σκάει, στά γέλια. Ξαναλέει: — "Εχω ακούσει ότι σου φαίνεται σαν νά βαρούν κουδουνάκια καί σαν ν' άκούς έ να σωρό άλλους κρότους ό ταν μεθάς... Ποτέ όμως δεν φανταζόμουν οί κρότοι αυτοί νά βαράνε καί... συνθηματι κά! Μπράβο τους! Καί πάει πάλι νά προχωρήση. Οί κρότοι ξανακούγονται τότε στην πόρτα καί άκούγονται καί πάλι συνθηματι κά. Ό Πάντσο μαρμοορώνει δεύτερη φορά καί τσιρίζει μ -— Παναγιά μου Γρηγορούσα! Δεν είναι τών... τρι ών αστέρων! Μου φοη/ηκε πως τ' άκουσα στ’ άλήθεια! -αφνικά σκάει- πόςλι. στά γέλια. — Βρε τα κάνει τό κρασάτ κι·! Μπράβο του άλλη μια φο ρά! Παραλίγο νά γελαστώ! Γιατί άν ήταν τό χτύπημα στ’ αλήθεια/ θάπρεπε νά τόκανε ό Ζορρός καί αυτός, μά τια μου, σκαρφαλώνει στά σύννεφα! Αυτή τή στιγμή ξε κίνησε μόλις, άπό τόν... πύρ γο τού "Αϊφελ! Τήνϊδια ώρα πού τά λέει αυτά ή πόρτα άνοίγει. μόνη της με μια γερή κλωτσιά καί εμφανίζεται ό... Ζορρό τής Ζούγκλας. Ό Πάντσο τόν κυττάζέΐ σάν άπόπληκτος.
VI ΚυΤτάξέι καί μέσα στό μπουκάλι του χωρίς νά μπτορή νά καταλάβη τίποτ’ άπ" αύτό τό φαινόμενο. Στο Τέλος όμως τό κατα λαβαίνει απότομα δττως φαί νεται καί τά ματάκια του άστ,ράφταυν θριαμβευτικά. Φωνάζει: — " ΑινΙτ ιικάτοΤττίρ ι*σ μάς!.:. Κυττα πλάκες ! "Ήθελα νάξερα τί μάρκα είναι, αυτό τό κράση για νά σκαρώσω μερι κές φάρσες σέ κάτι Ινδιάνους πού ξέρω... -— Γιατί δεν μ" ανοίγεις; του λέει· στο μεταξύ ό Ζορρό τής Ζούγκλας ελαφρώς θυμω μένος. Δεν άκουγες τά χτυπήματά μου; Ό Πάνίτ,σο άΤισ έκπληξι σέ έκπληξι τό πάει. — Κ αλέ σάν νάχης δίκιο!, ψελλίζει. "Αντικατοπτρισμός πού νά... χτυπάη την πόρτα, δέν είχε ξανακουστή! "Οταν θάρθη ό αληθινός Ζορρός, θά του ζητήσω νά μου έξηγήση πώς γίνεται αυτό! 'Ο "Έλ Ρέϋ πού κρύβεται κάτω από τη μάσκα καί κά τω άπό τη μορφή του Ζορρό της Ζούγκλας, παθαίνει- με γάλη γκάφα στά λόγια αυτά Τάδ Πάντσο Γίγαντα καί γουρ λώνει καί τά δικά ταυ μάτια μέ απέραντο θαυμασμό. —- Πώς ξέρεις πώς δέν εί μαι ό αληθινός Ζορρό; μουρ μούριζε ι κατάπληίκτος. Ό Πάντσο κάνει μια κίνησι σκέτη περιφρόνηση — Καί μήπως μέ πέρασες για κοονα - χάνο; λέει κατα-ή, ·' γανακτισμένος. "Εγώ είμαι ^■
παραμορφωμένος!... "Έχω τέ λειώσει τρία σχολεία θετικών σπουδών καί ένα ...μαγειρΓ κής! "Έλεγες νά μην ξέρω τί εστϊ άντΓκα'τοτττρισμός; Ε σύ/ χρυσέ μου καί πού μοϋ μιλάς τώρα, είναι παρά φύ ση/! Χτυπάς πόρτες, μιλάς; τί σόϊ φυσικό φαινόμενο εί σαι.; Βγάζεις σκάρτα.;. χί λια βιβλία μέ τά καμώματά σου! Ό Ζορρός —δηλαδή ό "Έλ Ρέϋ πού κάνει τον Ζορρό—* θυμώνει. -— Μ" έπρηξες μέ τη φλυα ρία σου!, μ ουγγρί ζε ι. Καί βλέποντας τό μπουκά^ λι κι" εκείνος συνεχίζει: — Μέθυσες; Που είναι τό Μαύρο Πουλί.; — Καλέ τρελλάθηκες; τσι ρίζει ό Πάντσο Γίγαντας τρο μαγμένος. Τώρα δέν τό πή ρες κι-" έφυγες; "Αφού έσυ^ κανονικά, δέν είσ" εδώ! Πώς μου άπευθύνης τον λόγο; Ό "Έλ Ρέϋ μουρμουρίζεΐι μέσ" άπ" τά δόντια του: -— Καλά μου φάνηκε πώς είδα τό ελικόπτερο νά χάνε ται πίσω άπό τις κορυφές τών δέντρων... "Εκείνο ήταν! Μά είναι- τρελλός νά σηκωθή άπό τό κιρεββάτι του σ" αυτή τήν κατάστασι; Καί που πή γαινε άραγε; Ό Πάντσο τσατίζεται. 4— Τί μουρμουράς έκεΐ πέ ρα; τσιρίζει αυστηρά. Σου τόχω πή κι’ άλλοτε νά μην τό ξεκινάς έτσι- απότομα... ^ Τί άπόγινε; Μήπως τό τράκαβες σέ καμμιά κουκουνάρα
20Μ0 -................... ι_ _ _ _ _ π* - ητίΜΐίΐι -
γ ,ιπ γ Ίι
ήρθες τώρα νά μοβ κάνης πλάκα· Ό Έλ ,Ρέϋ όμως έχει κα ταλάβει τί συμβαίνει·. "Έχει καταλάβει πώς μό λις πριν λίγο ό Πάντα ο είδε τον αδερφό τον ντυμένο Ζορρο... Δέν πρέπει να του 5ώση νά καταλάβη πώς οι Ζορρό εί ναι... Δύο!... Του λέει μόνο: :— "Ελα μαζί μου! Ό Π άντ σο έικπλ ήσσετ α ι. -—· Γιά πού ιμέ τό καλό; ρωτάει μέ γουρλωμένα μάΤια. ^ Ό βασιλιάς τής ζούγκλας ξέρει πολύ καλά γισιτί ό Παν τσο είναι απαραίτητο νά πάη μαζί' του... Είναι ό μόνος εκτός από τον Ζορρό πού ξέρει νά όδηγάη τό Μαύρο Πουλί καί άν ο αδερφός του πάθη τίποτα στην κατάστασι πού βρίσκε ται; μόνο αυτός μπορεί νά τον ,φ©ρη, γρήγορα καί άνετα πίσω... ^ "Οσο για τό ότι 6 -Πάντα ο θά ττιστεύη ασφαλώς πώς τό Μαύρο πουλί θά βρίσκεται· κάπου εκεί έξω, άφού μόλις τώ(ρσ ξέρει ότι έφυγε ό Ζορρο τής Ζούγκλας από τόν πύρ γο τής Κάζα ντές "Ομπρες, θά βρή εύκολα κάποια δικοοι ολογία νά του πή. Ευτυχώς ό ανεκδιήγητος βοηθός του μασκοφόραυ Έκ6ικητή/ δέν φημίζεται για την
έ&Λτνςχδα του,.*
Ό Τάϊ Ά66<χ σημαδεύει ψηλό* 0 ΖΟΡΡΟ
ΐης Ζούγ-
κλας —καί γιά νά τόν ξεχωρΒσοομε έτσι, όπως έχουν μπλε χτή τά πράγματα, πρέπει νά πούμε οτι ό αληθινός Ζορρό τής Ζούγκλας —φτάνει σέ λίγα λεπτά πάνω από τό άδι.απέραστο παρθένο δάσος, σ3 ένα σημείο πολύ κοντά μέ τό χωριό Κουάνα... Προσγε ι ώνε ι τό αύτ οχυρό σ3 ένα μικρό ξέφωτο ανάμεσα σ.τά αιωνόβια δέντρα, πού α ποτελεί ιδανική κρυψώνα. Ό λόγος πού έχει έρθει κοντά στο χωριό Κουάνα ό Ζορρό, είναι ακριβώς ότι· ό α παίσιος Τάϊ 3Αόβα βρίσκεται εδώ, σύμφωνα μέ τις πληροφο ρίες του. Φαντάζεται πώς ήδη ό α δερφός του θά πρέπει νά βρί σκεται στα χέρια τού κάκούρ γου, ^ ^ ^ , Πρέπει νά μάθη σέ ποιό' σημείο βρίσκεται ,άΚριβώς γιά νά προσπαθήση νά τόν ελευθερώση. Λ Αρχίζει χωίρΐς δισταγμό νά προχωρή προς την κατεύθϋνσι τού χωριού Κουάνα. Τό βήμα του είναι γρήγο ρο. Βαδίζει -χωρίς τόν πάράμί κρό δασταγμό καί χωρίς νά λογάρι άζη τόν κίνδυνο. Καί όμως ό κίνδυνος ύπάό Χέι... Πίσω δοτό τα φουντωτά θά μνα παραμονεύει ό ύπουλος
Τάϊ ’Αοβ®, πού έχει §ή
τό
33
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
έλικόπτερο του μαστοφόρου Έκδικηίτή νά χαμηλώνη προς τό μέρος της ζούγκλας. Στα χέρια του κρίατάει· μια κιαιραιμπίνα πού υψώνεται, και σημαδευει μέ προσοχή... Ό κακούργος δεν σημα δεύει στην καρδιά τον Ζορρό τής Ζούγκλας. Ή σκοπευτική του γραμ μή πάει πολύ ψηλότερα, στον δεξιό του ώμο... Ό Τάί ’Αόβα έχει τον λό γο του πού δεν θέλει να σκο τώση τον θανάσιμο εχθρό του. Του εχει ύποσχεθή νά πε ΤΕ
θάνη μέ φρικτό θάνατο... θέλει νά κρατήση τόν λό γο του και θέλει τον αντίπα λό του στα χέρια του, ζων τανό... : 7; Ό Ζορρό προχωρεί κι* άλ λο προς τό ,μέρος του. Ξαφνικά τό δάχτυλο του ’Αόβα τραβάει τη σκανδάλη. Ό πυροβολισμός αντηχεί τρομερά μέσα στην παρθένα ζούγκλα και σβύνει κάθε άλ λον θόρυβό της... Ό Ζορρό βγάζει μιά κραυ^γή πόνου και τινάζεται σάν νά τόν χτύπησε κεραυνός... Ο I Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ
Άποκλειστικότης: Γεν.
οτικαΐ Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΓΙΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ τά
τ γ ιο
διαλεκτά αναγνώσματα είναι: Κάθε Τρίτη κυκλοφορεί
8
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Πατριωτικές περιπέτειες Κάθε Πέμπτη κυκλοφορεί ό
ΓΚΡΕΚΟ Ποδοσφαιρικές Περιπέτειες Κάθε Παρασκευή κυκλοφορεί ό
ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Περιπέτειες Ζούγκλας
ΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ "Έτος Ιον — Τόμος 3ος — Άρ. τεύχους 17—Δραχ. 2 Γραφεία: Λέκ-κα 22 (εντός τής στοάς), τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής:. Γ. Γεωργιάδης, Σφιγιγός 38. ΓΙροϊστ. τυττογρ.: Α. Χατζηδασιλείου, Τατσούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργισδην, Λεκχα 22, Άβηναι. 6^
-α
<5*59/ ΡΠΙΤΗΡΗΤΗΣ...
ΗΪΤΧΓΗ
€ν α ι α π ο τ π 9οο. εχητοπΗχΡ!Α ΓΠ/ΤΗΡΗ79Μ Υ5ΑΘ(λ/ΑΙ ΑΡΟ ο π ο ί ο υ ς //*·/?/ ΡIΟΡ/ΣΜεΜΟΣ ££ΜΑΜ τιηΑΝΗΤΗ Το υ τ α π α =ια . ο αιοριιριοί Μο υ ε/ίβ-
ΜΑ ΣΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΑΜΗΤΗ ΓΗ, ήπιεπει υ π αρ μ ο έ ν ας α π ο ρ θ μ ό ς π ο υ <57*59/ ετο/Μοε μ α ΑΝΑΥΙΑΠΥΨΗ ΤΗΜ ΑΠΗηθΡ£ΥΗ6 ΝΗ ΣΥΝΤΑΓΗ- ΠΡίΠεί ΝΑ τοΝ ΣΤΑΗΑΤΗΣ9 ΑΑΑΟΙΟΣ ΟΡΟΙ Ο ΤΑΠΑΣ!ΑΣ ΘΑ ίΗΡΑΓΗ .
* ■ - :..·
...
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΤΙ ΤΟΥΣ ?Μ£ΥΑ/)θΥ£ <Γ εηπετΡΑΜτίδλΥΟΥΖ- π α τ ο υ ς δ ι ο ρ ι σμ ο ύ ς , μ ι γ ατειπε σ τ η γ η . ΟΥΜΑΜΗ! ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΓΡΙΑ'δ ΤΟ
ο Σε τεΡΑΣνο Βα θ μ ό ς υ Φυ ϊ α ς ΑΜεΤη/ΓΜΟΥΟΣ ΑΓΗΣφΑΠΟΣ ΣΟΥ ΘΑ ΣΤΟΠΑΒΗ ΟΠΗ 7Η ΜΟΡΦ&ΣΗ ΠΟΥ ΥΑΑΡΥΓΙ ΣΤΗ ΓΗ. ΟΤΑΝ ΦΤΑ Γ χη ς
τε Στβηη·!?
16 α μ α π ο γ Η η ς τ α ΜΡ/6ΣΗ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΗ-. ΘΑ ΣΟΥ Γ)ΧβΤΐΤΥ·
εχει.ΘΑ ηε,'λ γ η ς 5ο
γ η ι-
Γ/ή ΣΤΗ, ΦΡΟΥΡΟΙ ΤΗΣ είΓΗΝΗΣ ΤΟΥ ΓΑΠΑΒΙβ ·
ζΡ γη γίβΘΗΠΟΧΤβΙΟΫ■
. χ/Υ/ελίζεΐΑΣί ■ ·
Ο ΙΙΕΡΕΘ ΛΙΠΟΘΥΜΑΕΙ!
Στη ζούγκλα χωρίς... κομπόστα! 0 ΠΑΝΤΣΟ
ΓΙΓΑΝ-
ΤΑΣ κυΤτάζε ι μέ γουιρλωμένα -μάτια εκείνον πού πι στεύει για Ζορρο τής ζούγ κλας, ενώ στην πραγμα τικότητα δεν εΐιναι άλλος από τον- 'Έλ Ρέϋ, τον δίδυμο α δερφό του. (*) Ό Ζορρο σπάνια ζητάει α πό τον Πάντσο νά άφήση την Κάζα ντές Όμπρες καί νά (*) Διάβασε το προΓγούυι·;νο τευνοζ. «ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΙΑ ΔΥΟ».
πάρη τις ζούγκλες, μαζί το·υ. Άφ’ ενός αυτό γίνεται ε πειδή ξέρει τί τρομερός φο βητσιάρης πού είναι ό κοντο πίθαρος φίλος του και δεύτε ρον επειδή σπάνια έπίσης εί ναι- δυνατόν νά του προσφέρει καμμιά ουσιαστική βοήθεια. Νά όμως πού τώρα, του έ χει ζητήσει νά τον ακολουθή σω · Πού θέλει νά πάνε τάχα; Καί είναι ό καϋ μένος ό νά νος πλασμένος γιά περιπέτει ες πού νά περιέχουν κινδύ νους; Τα ματάκια του γι’ αυτόν ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. »
4 άκριβώς τον λόγο είναι έτσι γουρλωμένα. Τα χέρια του καί τά κοντά ποδαράκια του αρχίζουν νά τρέμουν σαν τά καλάμια πού τά φυσάη ό άνεμος. Τά χείλια, του τρέμουν κι5 αυτά μαζί ιμέ τά σαγόνια του και μάλιστα τόσο πολύ, πού δεν .μπορεί νά άρθρωση λέξι παρά πάνω, υστέρα από ε κείνο τό. πρώτο: «Για που με τό καλό;» πού πρόλαβε και είπε του Έλ Ρέϋ. Ό γιγαντόσωμος βασιλιάς τής ζούγκλας πού είναι με ταμφιεσμένος σε Ζορρό, κατα λαβαίνει τόν φόβο του. Δεν χρειάζεσαι και πολύ γιά νά δή οτι ό Πάντσο Πγαντας κοντεύει νά βγάλη τή χιρυισή από την τρομάρα του. Δεν μπορεί δμως νά έννοήση πώς είναι δυνατόν νά συμβαίνη κάτι τέτοιο. Έκεΐνος την μοναδική φο ρά πού είχε δοσοληψίες μέ τόν απίθανο βοηθό του αδερ φού του, γνώρισε έναν Πάν τσο Γίγαντα, γεννσιότερον α πό τόν πιο γενναίο άντρα πού ■μπορεί νά βάλη ό νους τού ανθρώπου! " Εναν Π άντσ ο Γ ί γαντα ποώ έκανε τόσα κατορθώμα τα, πού εΐναι άρκετά γιά νά τρελλαθή κανείς καί μόνο άν τά συλλογιστή. 3Αλλά δεν είναι περίεργος ό λόγος πού γίνεται δλη αυ τή ή παρεξήγησις. Ό Πάντσο Γίγαντας, δπως ξέρει ήδη ό αναγνώστης, είχε φάει κατά λάθος από τόν άκαρπο τής γενναιότητας»
ζ ο ρρο
καί δλη ή φυσική δειλία του πέρασε κΓ έγινε σε μιά στι γμή γενναίος σαν τόν Ηρα κλή καί άφοβος μπροστά στον θάνατο. Μιά ώ,ρισμένη στιγμή δμως τά φρούτα εκείνα πού έφαγε χωνεύτηκαν καί έχασαν τήν έπ.ίδρασί τους στον οργανι σμό του. "Έτσι ό Πάντσο ξανάγινε ό γνώριμος Πάντσο, τρελλά φοβητσιάρης/ μέχρι σημείου πού νά διεκδική παγκόσμιο ρεκόρ. Τώρα γιά νά πάρουμε καί τήν άλλη πλευρά, ό Έλ Ρέϋ δεν μπορεί νά πή τού Πάντσο τί τόν θέλει μαζί του, μέσα στο πράσινο βασίλειο τής ζούγκλας. Δεν μπορεί νά τού πή δτι τόν θέλει γιά νά τόν βοηθήση στήν άνακάλυψΊ τού Ζορρό, άφού ό ϊδιος τού παρουσιάζε ται γιά Ζορρό αυτή τή στιγρη. Λ Τού λέει λοιπόν βιαστικά βιαστικά: _— Δεν έχω καιρό νά σοΰ εξηγήσω,. Πάντσο! Έλα! Π ρέπει νά κάνουμε δσο μπο ρούμε πιο γρήγορα! Ό ”Ελ Ρέϋ μιλάει έτσι, γιατί δεν είναι1 δυνατόν νά πιστέψη σε ποιό βαθμό είναι φοβητσιάρης ο Πάντσο Γίγα ντας, πού τόν έχει γνωρίσει τόσο μεγάλον ηρώα. Έκεΐνος δμως από τά λό για αυτά τού βασιλιά τής ζούγκλας, αρχίζει νά τρέμη ακόμα πιο πολύ. — Δέν... δεν μπορώ αυτή τή στιγμή, Ζαρράκο!, τού
λέει πρασιταβώντας του κα κού νά φσνή αδιάφορος και να χαμογελάση. — Δεν μπορείς αυτή τή στιγμή!, κάνει κατάπληκτος ο "Ελ Ρέϋ. Τί Οές νά πής .μ* αύτό; Θάρθης αργότερα μό νος σου; Ό ιΠάντσο άποκρίνεται μέ αξιοπρέπεια: —- Γιατί όχι; Φτάνει νά μου άφήσης τή διεύθυνσι ί Για -μια στιγμή ό "Ελ Ρέϋ φαντάζεται πώς είναι· δυνατόν ό Πάντσο νά αστειεύεται. — "Έλα!, του λέει* πάλι. "Αφησε τ* αστεία! .Πρόκειται ' πραγματικά για πολύ σοβσ;ρή και βιαστική δουλειά! Μή -χασομεράς! Είναι ζήτημα α κόμη κι* άν ,θά προλάβουμε! -—Γίνεται κανένας πλειστη ριασμός καί πουλάνε κανόναν κροκόδειλο; ρωτάει ό Πάντσο Γίγαντας, μέ γουρλωμένα τά ματάκια του. —- "Ελα! Κάποιος κινδυ νεύει και πρέπει νά τον σώ σουμε!, του φωνάζει «απελπι σμένα ό "ΕΑ Ρέϋ για νά τον συγκίνηση. Του νάνου όμως δεν ιδρώ νει τ* αυτί του. "Αποκρίνεται σοβαρά - σο βαρά και μέ τρομερό πραγματ ικό ενδιαφέρον: —- "Αν δεν.πάμε νά τον σώ σουμε, ίσαμε τί μπορεί νά 'ττάθη; (!) Ό βασιλιάς τής ζούγκλας - άρχιζει νά χάνη την υπομονή Του. Συλλογιέται ^ ν* άρπάξΐ] στον ώμο του τον- Πάντσο Π
γοτντα καί να τον κάνη αερο πλάνο. ( "Αν δέν τό κάνη τελικά/ είναι επειδή φοβάται μήπως ό αληθινός Ζσρρό δέν φέρεται ποτέ έτσι στον νάνο και αυ τός ό τελευταίος καταλάβη τήιν διαφορά. — Μπορεί νά . τον σκοτώ σουνε!, του λέει. Του νάνου του καϋμένου του κόβεται· ή αναπνοή. 5Αφού υπάρχει σκοτωμός στή ιμέση., κάτι πολύ σοβαρό καί επικίνδυνο ασφαλώς θά συμβαίνη καί δέν αποκλείε ται νά μπλεχτούν . πάνω σέ τρομερό μπελά όπως τήν τε λευταία φορά που ξσνα βγήκε στή ζούγκλα... ζητώντας πε ριπέτειες. Τά -ματάκια του λοιπόν λ ' -μπουν ξαφνικά από μια κατ πλ ηκτ ική πραγ ματ ικ ά ί δέο ^ — Δέν άφίνουμε, λέει, ν τον σκοτώσουνε καί υστερ νά άναλάβουμε τήν... κηδείο Θά βγάλουμε τήν ύποχρέαχ:, μ" αυτόν τον τρόπο! Ό "Ελ Ρέϋ πάει νά παλσβώση. Είναι ήδη αργά ίσως γ νά πραλάβη νά σώση τον γ δερφό του καί μαζί «μ* αυτυ / καί τήν ίδια του τή ζωή. — ιΠάντσο/ φωνάζει έκνν , ρισμένος, άν φοβάσαι ναρθηε -μαζί μου νά μου τό τής γ ά νά φύγω μόνος μου! —· Νά φοβάμαι!, τσίριζε ό Πάντσο Γίγαντας καί χορο πηδάει προσβλημένος ίσου. κεί πάνω. Έγώ νά ψοβάμσ ; Δέν Οάμαστε καλά! Έσύ, κα λέ Ζαρράκο, που ζής; Λέν ρ>
δες τί θόρυβος ικαί κακά έγι νε γύρω άπό το δνομά μου, για τά τρείλλά μου κατορθώ ματα τον τελευταίο καιρό; Σου λέω μονάχα δτι μοΰ γί νανε είκοσι προτάσεις γάμου άπτο κορίτσια καλών οικογε νειών, για την ττατροτταράδο τη λεβεντιά μου! — Καί λοιπόν τώρα για τί. δεν ρργεσαι μαζί μου; του λέει μπαϊλντισμένος ό βασι λιάς της ζούγκλας. — Δεν είναι που δεν έρ χομαι ! Τό κουβεντιάζομε τώ ρα! Ακόμα δεν γύρισα, κα τάλαβες; Λέω άν άξίζη τον κόπο νά ξαναφύγω πάλι! Σκέψου νά ξεκινήσουμε γιά νά μή σκοτώρ^^ε, Λέει, έ
ναν άνθρωπο και νά τον εχου νε καθαρισμένον δταν θά φτά σουμε! Τότε είναι πού δεν θά προλάβουμε ούτε γιά την κη δεία νά φροντίσουμε καί θά είναι· τό μεγάΛο άδικο! Ό ψευτο - Ζορρο απελπι σμένος σωπαίνει. Σκέπτεται μήπως υπάρχει κανένας άλλος τρόπος νά κά νη εκείνο πού θέλει, χωρίς νά ύπολογίζη^ καθόλου στη βοή θεια αυτού του τρομερού φα φλατά καί φοβητσιάρη. Δεν μπορεί όμως νά σκεφθή τίποτα. Ό Πάντσο Γίγαντας εΐναι απαραίτητος, γιατί είναι ό μόνος πού μπορεί νά όδηγήσή τό Μαύιρρ Πουλί.
■· 4 ν
Λύτη τή φ@ρά ό καϋμένος ό Πάντσο τον άκολουθεΐ πραγματικά.
— Νάγια!
Ξανοογυρίζει λ οπτόν προς τό μέρος του. — Πάντσο, 1ό 0 λέει έπιτι μητικά/ -μου φαίνεται δτι φο βάσαι ! ^ Ό νάνος φαίνεται τρομερά προσβλη μένος. ~ "Αμα ξαναπής τέτοιο πράγμα, του λέει, θά σου κό ψω και την καλή μέρα, Ζαρρά <κο! 5Αλλά ξέρω γιατί το λές! Έττειδή έγινα κΓ εγώ ήρως, φοβάσαι ρήπως σέ^ ξεπερασω σε δόξα καί ζηλεύεις. —- "Αν είναι· έτσι, μουγγρί ζει ό "Ελ Ρέϋ, τότε έλα μαζί >μου στη ζούγκλα για νά άττο δείξης οτι είσαι γενναίος! "Ερχομαι μαζί σου ευ
χαρίστως!, τού αποκρίνεται κορδωμένος ό Πάντσο Γίγαν τας. Ό "Ελ Ρέϋ ξεφυσάει ευχα ριστημένος αλλά δεν Ίτρολα» βαίνει νά χάρη για τιάρα πο λύ. Ό νάνος συνεχίζει άπτόητος: —- "Ερχομαι μαζί σου άλ λα οχι στη ζούγκλα, βρε τται δάκι μου! Πάμε κάπου άλ λου ! ^ Πλήττω έκεί^ μέσα I "Ο λο δέντρα έχει καί τά δέντρα έχουνε δλο φύλλα καί τίττοτ* άλλο! Ό λευκός γίγαντας των παρθένων δασών, βλέπει πώς
δέν γίνεται δουλειά μέ τον νάνο. "Αποφασίζει λοιπόν νά' βάλ,η τά μεγάλα ιμέσα. — Πάντσο, τού λέει μέ φωνή παγωμένη/ βλέπω δτι δεν είσαι εκείνος που ήσου να!... — "Όχι! Ό ίδιος είμαι!, τσιιρίζει ό ,Πάντσο Γίγαντας μέ γουρλωμένα τά ματάκια του. Το γράφει καί ή ταυτό τητά μου! Στάσου άμα θές· να πάω νά σου τή φέρω! — Δέν είσαι πια ό φίλος μου πού μέ. βοηθούσες όταν είχα ανάγκη! Φεύγω μόνος μου κΓ δταιν θά ξαναγυρίσω θά φροντίσω νά μή μέ ξαναδής πιά^! Ό Πάντσο Γίγαντας αυτή τή φορά πάει νά μιλήση αλ λά δέν μπορεί νά βγάλη ούτε -μιά λέξι από τό λαρύγγι του. Τά μάτια, του έχουν γουρ λώσει καί κοντεύουν νά γίνουν μεγάλα σαν πιατάκια του καφέ. Καταλαβαίνει δτι τό πρά γμα δέν σηκώνει περισσότερο Κουβέντα καί αναβολές. ^— "Έλα καλέ!, ψελλίζει μέ κομμένη τήν ανάσα στο τέλος. Τό πίστεψες που άατει ευόμουνα; "Εγώ νά φοβηθώ νά έρθω μαζί σου στή ζούγ κλα; Καί τί άλλη καλύτερη διασκέδασι άπό αυτή έχω ε γώ; Έγώ ούτε σέ θέατρο πάω, ούτε σέ κινηματογρά φο, προκειμένου νά βγω τσάρ κα στή ζούγκλα, νά στραγγα λίσω καμμιά δεκαριά κροκό δειλους καί νά σκοτώσω κα·μ-
:μιά είσοσοορισ Ινδιάνους, γιά
νά ξυπνήσουνε τά αΤμ:ατα! —- "Εμπρός λοιπόν !> λέει ό Έλ Ρέϋ προσπαθώντας νά μή δείξη τί χαρά τάυ πού τόν κατάφερε. — "Άντε!, τού λέει ό Πάν τσο Γίγαντας μέ τον ίδιο_τρό πο. "Ακόμα έδώ είσαι; -εκίνα εσύ ! "Εγώ θάρχομαι άπό πίσω, για νά μή σου ριχτή κανείς ύπουλα καί σέ δολοφονήση ! “έρεις άπό ζούγκλα; Πίσω άπό κάθε δέντρο κρύβε ται κι" άπό μιά μπαμπεσιά! Ό Έλ Ρέϋ δέν έχει άντίρ ρησι.^ Φτάνει νά έρθη μαζί του 6 ανεκδιήγητος Πάντσο Γίγαν τας καί άς πηγαίνη- καί πί σω καί μπροστά κι" όπου θέ λει -εκινάει λοιπόν στή στι- γ,μρ· "Ανοίγει τήν πόρτα τής Κά ζα ντές Όμπρες, βγαίνει κι" αρχίζει νά τρέχη τηρος τή ζούγκλα. Δέν έχει κάνει όμως ούτε πενήντα βήματα. Γυρίζει, κυττάζει, ή πόρτα του Σπιτιού των "Ίσκιων εί ναι· κλειστή-κι" ό Πάντσο Γί γαντας δέν φαίνεται πουθε νά! Άγανακτισ μένος .καί τρο μερά περίεργος μαζί ξανα παίρνει τρέχοντας και τώρα τον δρόμο τού γυρισμού. Σέ μερικά δευτερόλεπτα έχει φτάσει καί πάλι στην πόρτα τής ^ Κάζα ντές "Όμ πρες πού είναι κλειστή. Τήν ανοίγει ατά γρήγορα καί μπαίνει.
- Βρίσκει τόν
Πάντσο Π*
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
9
βασίλειό του... γαντα στο δωμάτιό του, κουρ νιοοσμέινο έπάνω στο κρεββάΔεν πηγαίνουν όμως πάρα τι του να τρέμη ολάκερος. παλύ μοτκρυά. Μόλις φτάνουν στά πρώτα Τον κυττάζει >μέ γουιρλωμέ δέντρα τής ζούγκλας, σταμα να μάτια. Ό νάνος ^προσπαθεί δλη τοΟν. Ό Έλ Ρέϋ κυττάζει ολό αυτή τήν ώρα νά σαλιώση τό δάχτυλό του για νά γυρίση γυρά του παράξενε μένος. Μοιάζει σαν κάτι νά ψάχνη τη σελίδα ένος βιβλίου. Δεν τό καταφέρνει όμως, νά βοή... Δεν τά καταφέρνει όμως. γιατί ή γλώσσα του εΐναι εν τελώς ξερή και δεν έχει ούτε Φωνάζει άνησυχος: μια ιδέα σάλιο. — Νάγια! — Τί κάνεις έκεΐ; ρωτάει.· Δεν παίρνει όμως καμμιά τρελλός. από την έκπληξι ό άπάντησι. λευκός βασιλιάς τής ζούγ Πιο άνησυχος Ακόμα· ξαναφωνάζει τήν παράξενη κόρη κλας; —- θά διαβάσω ένα αστυ τήο ζούγκλας. νομικό μυθιστόρημα!, του Ούτε αυτή τή φορά παίρ λέει ό Πάντσο Γίγαντας. νει άπάντησι... — Τρελλάθηκες; Γιατί δεν Κυττάζει τον Πάντσο πού ήρθες μαζί μου; στέκεται δίπλα του καί κυτΌ Πάντσο πετάει άπογοτάζει μέ τοόμο τήν μυστηρι ητευμένσς τό βιβλίο του πά ώδη ζούγκλα πού απλώνεται νω στο κρεββάτι και ψελλί μποός τους. ζει: — Τί τρέχει τον ρωτάει ό νάνος άψ-ελέστατα. ^Εχασες — Μπά! Καλέ, τό ξέχατίποτα; σα! Είδες έκεΤ αφηρημάδα! Ό "Έλ Ρέϋ όμως δεν έχει Και έλεγα κΓ έγώ που εΐχα καμμιά διάθεσι νά καθήση ραντεβού και τί ώρα! καί νά πιάση πάλι τήν κου Ό "Έλ Ρέϋ^ έχει γίνε^ι καβέντα !μέ τον φλύαρο νάνο. τακόκκινος από τον θυμό του άλλά ευτυχώς πού εΐναι ή Μέ τήν καρδιά σφιγμένη μάσκα του μπροστά στο πρό οπτό ξαφνική αγωνία, τοέχει σωπό του και δεν φαίνεται. στο σηιμεΐο πού άφησε τή Νά Ό βασιλιάς του παρθένου για μέ τό Βέλο, τήν ώρα πού δάσους λέει άγρια: ήρθαν ως έδώ καί πού εκείνος — θάιοθης μαζί μου Πάν πήγε για τήν Κάζα ντές *Όμτσο, ναι ή δχι! μποες. —Ναί!, κάνει αναστενά Ψάχνει γιά νά Ανακαλύιϋη ζοντας ό καϋμένος ό Πάντσο ίχνη κάτω στο χώμα, πού θά Γίγοαπας και αυτή τή φορά τον όδπγήσουν νά καταλάβη άκολουθεΐ πραγματικά τον τί συνέβη καί άν ή νεαοή κό λευκό κύριο τής ζούγκλας/ ρη τής ζούγκλας διατρέχει κα στο άπέραΥτο, καταπράσινο νένσν σοβαρότατο κίνδυνο.
10
ΖΟΡΡΟ
Δεν βλέπει όμως τό παρα μικρό. "Όλα μέσα στο παρθένο δάσος ολόγυρα είναι ήσυχα. Κάτω στη γη δεν υπάρχει τό παραμικρό ίχνος πού να λέηι για την έξαφάνισι τής παράξενης κόρης. Καλύτερος ιχνηλάτης από τον λευκό γίγαντα τον βασι λιά τής ζούγκλας, δεν υπάρ χει σ’ ολόκληρο τό παρθένο πράσινο βασίλειο. "Άν είχε συμβή δ,τι δήπο τε στη Νάγια, άν τής είχαν έπιτεθή και την είχαίν άπταγάγει, άν ή ίδια τό είχε βάλει ξαφνικά στά πόδια και είχε φύγει τρέχόντας, ό Έλ Ρεϋ θάττβ§3Χ£.4σφα;λώξ_ν3
Τόν αρπάζει και
κρίνη τώρα καί νά δή αμέσως προς τά πού πήγε. "Οσο κι* άν ψάχνει όμως, δεν βλέπει άπολύτως τίποτα. Τό παρθένο δάσος εξακο λουθεί νά είναι ήσυχο καί ή ρεμο, έδω στις αρχές του, πού τά άγρια θηρία δεν τολ μούν εύκολα νά πλησιάσουν/ γιατί τά διώχνει ή παρουσία τού άνθρώπου... Ό Πάντσο Γίγαντας ώστό σο δυσανασχετεί με τά καμώ ματα τού ”ΕΧ Ρέϋ, πού τον πιστεύει, φυσικά, γιά τον
Ζορρό. — Καλέ, τού φωνάζει. Με ξεσήκωσες άπό τό κρεββατάκι μου, πού ήμουνα ξατλωμέ;^να.^Ο!βά-
τον πετάει στον &μο του σαν δέμα.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
Πηδάει από δέντρο σε δέντρο μέ τό'ν Πάντσο στον ωμο του.
σω τό βιβλιαράκι μου και αλί αυτά, για ναρθαυμε ως έδώ πέρα και ν5 άρχίσης νά κυττάς δον είναι... ποτισμένα τά δέντρα της ζούγκλας; Ό ”Ελ Ρέϋ του άπσκρίνεται βιαστικά, γιατί δεν .θέλει νά του ψύγη .και ό νάνος και νά ψάχνη - μετά και γΓ αυτόν: — Ήταν ή Νάγια εδώ!.. Ή Νάγια ,μέ τό Βέλο!... Την είχα αφήσει νά :μέ περιμένη, την ώρα πού ήρθα νά σέ φέ ρω κι* εσένα! Ό Πάντσο Γίγαντας σκάει στά γέλια. — Είδες πού στάλεγα; κάνει ανάμεσα στά χαχανη τά του. ~έρω που έχει πάει ή
ξεμυαλισμένη.! ^ Ό Έλ Ρέϋ τον κυττάζει μέ γουρλωμένα μάτια. Δεν ξέρει άν πρέπει νά πι στέψη, ή όχι τον ανεκδιήγητο αυτόν νάνο πού δεν φαίνεται ναχη καμμιά σοβαρότητα αλ λά πού είναι ικανός και γιά τά πιο απίθανα κατορθώμα τα. Στο τέλος τον ρωτάει γε μάτος _αγωνία: — -έρεις, είπες, πού έχει πάει; Τό λες στ5 αλήθεια, Πάντσο; Μίλησε λοιπόν! Που πήγε; — Πήγε νά φέρη... την άδελφή της!, του λέει ό νάνος μέ μιά τέτοια σοβαρότητα
12
πού ό "'Ελ Ρέϋ ξεγελιέται για άλλη μ ιό: ψαρά ακόμα), μην ξέροντας άν ή κ οπέλλα έχει ή δχι όοδερφή. — Πάει νά φέρη την αδερ φή της; ρωτάει μέ πάντοτε γουρλωμένα από την έκπληξι τά μάτια του. —- Μάλιστα! ^ — Πού τό ξέρεις; Καί τί νά την κάνη την αδερφή της αυτή την ώρα .εδώ πέρα; — Μου τό έχει ύποσχεθή! Ό "Έλ Ρέϋ πάει νά τρελλαθή. — Μίλησε!, φωνάζει ά γρια. Τί σου υποσχέθηκε; Ό Πάντσο τον κυττάζει κι5 εκείνος έκπληκτος καί παραξενεμένος πάρα πολύ. Δεν έχει συνηθίσει νά τού μιλάη καί νά τού φέρεται μ5 αυτόν τον τρόπο ό μασκοφό ρος Εκδικητής. Ωστόσο αποκρίνεται γρή γορα: ^ -— Μου ύποσχέθηκε όταν 9ά ξανάρθη νά ψέρη καί την άδειρφούλα της για μένα, γιά νά γίνουμε δυο ζευγάρια άγα πημένα! Είδες; Τό ταίριαξα καί σάν ποιηματάκι! Ό Πάντσο όμως, μπορεί πραγματικά νά τό ταιριάξη σαν ποιηματάκι αυτό, όπως λέει αλλά ό γιγαντόσωμος βασιλιάς τής ζούγκλας κατα λαβαίνει την ίδια στιγμή πώς δεν μπορεί νά δώση καμμιά βάσι στα λόγια καί στο λο γικό τού νάνου, πού είναι πραγμ ατ ικ,ά έξωφρεν ικός. Προσποαθεΐ τού κάκου νά
σκεφθή τί μπορεί νά απογίνε ή Νάγια μέ τό Βέλο. Στό τέλος αποφασίζει πά λι νά τρέξη στο μέρος πού τον καλεΐ τό καθήκον του, δη λαδή στό χωριό Κουάνα, πού ό δίδυμος αδερφός του, ό πρα γματικός Ζορρό τής Ζούγ κλας, κ ινδυνεύε ι θανάσιμα.., Και όπως . είναι γνωστόν στον αναγνώστη, δεν είναι μό νο τό καθήκον του πού τον καλεΐ εκεί πέρα... . Είναι καί ή ανάγκη... "Άν ξαφνικά θανατώσουν τον Ζορρό όπου κι5 άν βρίσκε ται, τήν ίδια στιγμή θά πεθάνη κι3 ό ίδιος όσο μακρυά κι5 άν είναι άπό τον αδερφό του... —-__*Έλα!, λέει τού Πάν τσο. ζεκινάμε! Ό Πάντσο Γίγαντας πού όλη αυτή την ώρα . είχε πι στέψει πώς θά γλύτωναν τό επικίνδυνο ταξίδι μέσα στήν παρθένα ζούγκλα, νοιώθει πο λύ μεγάλη άπογοήτευσι. Τά ματάκια του γουρλώ νουν. Τό πρόσωπό του πανιάζει. Τά πόδια του τρέμουν. "Ανοίγει τό στόμα του νά μιλήση καί δεν τά καταφέρ νει. Ό ψευτο - Ζορρό τόν βλέ πει έτσι καί δεν μπορεί νά καταλάβη τί έχει πάθει. Τού λέει — Τί τρέχει; — Δέν... δεν θά περιμέ νουμε τά κορίτσια καλέ; ρω τάει ό Πάντσο Γίγαντας, κα-
ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ ταφέρνοντας νά 6ρη τή λαλιά τόυ. Ή άητσκρισις όμως του βα σιλιά τής ζούγκλας τον απο γοητεύει: -— “Όχι, Πάντσο!^ Δέν θά τις περιμένουμε! Πρέπει νά τρέξσυμε το γρηγαρώτερο νά σώσουμε τον άνθρωπο πού κινδυνεύει! Ό ψευτο - Ζορρό μ5 αυτά τά τελευταία λόγια, κάνει πάλι νά ξεκινήση αλλά ό νά νος τον τραβάει από τό χέρι γιά άλλη μιά φορά. ·■—Καί μέ τά πόδια θά πά με; του λέει παράξενε μένος. — Μέ τί ήθελες νά πηγαί ναμε; — Μέ τό ελικόπτερο, κα λέ! Τί τό έκανες; Πόση ώοα εΐναι πού έφυγες μ’ αυτό; Τό γκρέμισες μήπως πουθενά; Πες μου το γιά νά τό κλαίω! Τά μάτια του “Έλ Ρέϋ, κά τω από τή χρυσή μάσκα του Ζορρό λάμπουν· παράξενα1. Μιά ιδέα του έχει έρθει. Λέει του Πάντσο: — “Όχι!... Δέν τό έχο:> τό Μαύρο Πουλί! — Τί τό έκανες; Τό πού λησες; — "Όχι!... Τό δάνεισα! —* Τό δάνεισες; Τοελλάθ'ηκες, καλέ; Μιλάς·σοβαρά τώ ρα ή μήπως και μέ κοροϊδεύ εις; —“Όχι! Δέν σέ κοροϊδεύω καθόλου. Σου μιλάω πάοα πολύ σοβαρά, δτι τό δάνει σα ! — Μά χαζός εΐσαι; Θά σου κάνουν καμμιά ζημιά πού δέν θά διορθώνεται! Αυτό δέν εί
ναι καραβάνα σαν έκεϊνο τό άλλο τό ελικόπτερο του χον τρό >- Περέθ! Αύτό εΐναι πο λύ λεπτή μηχανή και πρέπει 'νά ξερής πολύ καλά τον χει ρισμό της! Ό Ζορρό λέει μισοκακό μοιρα: — “Έχεις δίκιο, Πάντσο! Αυτό ακριβώς σκέψθηκα κΓ εγώ και γΓ αυτό σέ φώναξα ! — Δηλαδή τί σκέφθηκες; — Μόλις του τό δάνεισα κΓ έφυγα, συλλογίστηκα πώς δέν έπρεπε νά του τό δανείνω! — Στο μεταξύ όμως έκεί νος εΐνε φύγει, έ; λέει ό Πάν τσο Γίγαντας μέ τά γουρλωμένσ του τά ματάκια. — Δυστυχώς! — “Έ, τότε πολύ αργά τό σκέφθηκες αυτό πού ’σκέφθη κες!, φωνάζει ό νάνος απαρη γόρητος. Ό «αρχιμηχανικός» του Ζορρό τής Ζούγκλας, αν εί ναι κάτι πού τον ένδιάφέοει περισσότερο από κάθε τι άλ λο σ* αυτόν τον κόσμο, εΐναι τό Μαυοο Πουλί καί πάει νά τρελλαθή στή σκέψι πώς μπο ρεί νά τού πάθη τίποτα καί νά μήν τό ξαναδή μιά ωραία μέρα... ΚΓ ό Ζοορό —ό ψευτο Ζορρό δηλαδή, πού εΐναι στήν πραγματικότητα 6 *Έλ Ρέϋ — του λέει μισοκακόμοιρα πάντοτε: ^—- Ακριβώς γΓ αυτό σε φώναξα, δέν σου εΐπα; · Γιά νά πάμε νά τον βρούμε αυτόν που τού δάνεισα* τό ελικόπτε ρα, νά τού τό πάρουμε πίσω,
14
ΖΟΡΡΟ
πριν τό σπάση σπουθενά! ^ — Και πώς θά πάμε^ νά τον βρούμε; τσιρίζει ό νάνος μέ γουρλωμένα ακόμα περισ σότερο τά ματάκια τομ. Θά πετάξουμε σάν πουλάκια στον αέρα και θά τον μαγκώ σουμε πάνω από τά σύννεφα; — "Οχι... "Εννοια σου! ~έ ρω που πηγαίνει! — Και γιατί δεν πας μό νος σου; Μήπως δεν ξέρεις νά τό όδηγήσης για νά τό φέρης πίσω; Ό "Ελ Ρέϋ έχει κάνει την πιο μεγάλη υπομονή τής ζω ής του σήμερα αλλά δεν μπο ρεί νά συγκρατηθή καί π ιό πολύ. 'Αρπάζει τό λοιπόν τον
Πάντσο Γίγαντα στόν ώμο του σέ μια στιγμή μέ τό ένα χέρι καί μέ τό άλλο κρεμιέ ται άπό ένα φυτικό σχοινί και κάνει ένα απίθανο άλμα στο κλαδί ενός δέντρου. Άπ’ αυτό κάνει ένα άλλο πήδημα άκόμα μεγαλύτερο άπό τό πρώτο, σέ άλλο δέν δρο. Ό Πάντσο Γίγαντας μέ τη μισή του ψυχή οπόν άλλο κόΌμο άπό τήν τρομάρα του, ούρλ ι άζε ι σάν γουρ ο υνάκ ι που τό σφάζουνε. Ό "Ελ Ρέϋ όμως δεν τον ακούει καθόλου καί συνεχίζει τό τρομακτικό ταξίδι του μές στή ζούγκλα, έχοντας πάρει τήν κατεύθυνσι πρός τό χω-
Πηδάει άπό τό παράθυρο σέ μια χωριάτικη καλύβα
15
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
δτι
θά
καρφώση
τό
ριό Κουάνα. *Όσο για τον νάνιο, αύτουνοΟ οι φωνές του, πού λέγα με, δεν κρατούν περισσότερο άπό δυο - τρία δευτερόλε πτα, όσο δηλαδή κρατάει τό πρώτο .καί τό δεύτερο πήδη μα. Υστερ’ άπ5 αυτά... λιπο θυμάει και ήσυχάζει τελείως, αφήνοντας τον γιγαντόσωμο βασιλιά τής ζούγκλας νά τον μεταφέρη σαν δεματάκι εκεί όπου θέλει... Κι' ό ~Ελ Ρέϋ τρέχει σή μερα όσο πιο πολύ μπορεί... 'Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τό σο βιαστικός, ταξιδεύοντας μέσα στην ατέλειωτη ζούγ κλα του ’ Αμαζόνιου...
μα- χαίρι
σ την 'Κιαρ'δ ι ά του.
Βασανιστήρια ΖΟΡΡΟ τής Ζούγ κλας —ο αληθινός Ζορρό τής Ζούγκλας— έχει πέσει λα βωμένος στα χέρια του τρο μερού ληστή Τάϊ 5Αό6α. Ό Τάϊ 5Αόβα ο ίδιος έχει πυροβολήσει ψηλά στον ώμο τον θανάσιμο· έχθρό του, για νά τον τραυματίση και νά τον σκοτώση με φοβερά βασα νιστήρια. Φυσικά ό απαίσιος κακούρ γος, δέν ήξερε ότι ό Ζορρό ήταν ήδη βσρειά τραυματι σμένος άπό ένα ινδιάνικο βέ λος στο στήθος... "Αν τό ήξερε πιθανόν νά
16
ΖΟΡΡΟ
περισσότεροι— δέν έχουν βέ είχε άνα βάλει για μια - 5υό βαια ιδέαν ιατρικής καί άρμίοες την έκδίίκησί του. κουνται στο νά κάνουν διάφο Άλλα δ Ζορρό άττό τη στι γμή του τραυματία μου του, ρα ξόρκια γιά νά φύγουν οι άρρωστε ιες των... πελατών δεν λέει να συνέλθη! Βρίσκεται σέ αφασία και τους. •κινδυνεύει να πεθάνη, Υπάρχουν δμως καί άρκε ^ Ό Τα! Άόβα βλέπει καί τοί πού γνωρίζουν την υπαρξι θαυματουργών πραγματι την πρώτη πληγή στο στή κά βοτάνων —σαν έκεΐνο πα θος του έχθρου του και κατα ραδείγματος χάριν πού έβαλε λαβαίνει την γκάφσ του. Ωστόσο, όπως είπαμε καί ό "Είλ Ρ έϋ στην πληγή τοΰ α παραποιώ, έχει αποφασίσει δερφού του. Ό Τάϊ Άόβα λοιπόν, α καί εχει όρκιστή νά τον σκοφού μάζεψε —μέ τό ζόρι φυ τώση οπωσδήποτε μέ βασα σικά καί μέ την απειλή τών νιστήρια καί δεν θέλει να παόπλων —.όσους περισσότε τήση τον δρκο του. ρους μπόρεσε απ' αυτούς, Πώς δ μ ως μπορείς νά σκοτώσης μέ βασανιστήρια, έναν τούς ύποσχέθηκε πώς άν ό Ζορρό τής Ζούγκλας πεθάνη-, άνθρωπο πού βρίσκεται σέ κωματώδη κατάστασι καί δέν θά τούς σκοτώση κι* αυτούς όλους! νοιώθει τίποτ’ απ’ δτι γίνεται Εύκολο νά καταλάβη κα γύρω του; νείς τήν τρομάρα των δυστυ Ό κακούργος άναγκάζεται χιαμενών μάγων... αντί ν5 άρχίση βασανίζοντας "Ολοι ξέρουν πολύ καλά τον Ζορ-ρο τής Ζούγκλας —δ δτι ό Άόβα δέν πρόκειται νά πως τόσο πολύ λαχταρούσε διστάση νά έκτελέση τήν τρο — ν5 άρχίση νά τον περιποιιμερή άπειλή του. ήται σάν... αδερφός του, πα Βάζουν λοιπόν όλα τους σχίζοντας νά τον συνεφέρη Τά δυνατά γιά νά κάνουν τον καί νά τον κάνη καλά. μασκοφόρο Τιμωρό ν3 άνοιξη Μόνο αν κάνη καλά τον μα τά μάτια του. σκοφόρο Εκδικητή, θά μπορέση μετά καί νά έκπληρώση Ή αλήθεια είναι πώς οί τον δρκο του. δύστυχοι Ινδιάνοι καί νά μήν Φέρνει τούς μάγους από τούς είχαν απειλήσει μέ θά τά γύρω ινδιάνικα χωριά καί νατο, πάλι θά έκαναν ό,τι μπο τούς διατάζει νά κάνουν δ,τι ρουσαν γιά τον θρυλικό Ζορ μπορούν για νά συνεφέρουν ρό τής Ζούγκλας. τον αιχμάλωτό του. Ό άνθρωπος αυτός πού τ’ οι "Οπως είναι γνωστό, όνομά του προκαλεΐ κυριολεμάγοι των Ινδιάνων είναι συγ κτικά τον τρόμο αέ όλους χρόνως. καί γιατροί τής φυ * τούς παλιανθρώπους καί τούς παρανόμους τής περιοχής λής τους. Πολλοί απ’ σΰτούς —σί του Άνω Αμαζόνιου, λα
ΤΉΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ τρεύεται αντίθετα άπ’ όλους τούς ταπεινούς καί φτωχούς και κατατρεγμένους τής ίδι ας περιοχής. “Έτσι ό Ζορρό καταφέρνει για μια φορά ακόμα μέσα στην ίδια μέρα, νά γλυτώση από σίγουρο θάνατο. 'Όλες ο! ιατρικές γνώσεις των μάγων μπαίνουν σ5 ενέρ γεια. ^ . -Πολλά θαυματουργά βότατα μαζεύονται γιά νά μπο ρέσουν νά κλείσουν τήν πλη γή του γρήγορα και νά στα ματήσουν τήν αιμορραγία. Πολλά δυναμωτιικά ζουμιά οπό πουλιά μπαίνουν μέ κό πο στο στομάχι του, περνών τας μέ τό ζόρι από τό κλει σμένο του στόμα... Τό αποτέλεσμα είναι πώς στο τέλος ό Ζορρο τής Ζουγ κλας άνοι γε ι τά μάτια του και ξαναβρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς, αντί νά βρε θη μέ τούς πεθαμένους, όπως θά ήταν τό πιο φυσικό. Οί γιατροί του τό πανηγυ ρίζουν αυτό σάν πολύ μεγάλη έπιτυχία. Οί δύστυχοι δέν ξέρουν τον λόγο γιά τον όποιον ό Τάϊ Άόβα θέλει νά κάνη καλά τον Ζορρο... Λέν τούς είπε τίποτα ό κα κούργος, ξέροντας πώς οι ίνδιάνοι των γύρω χωριών συ μπαθούν τον μασκοφόρο Εκ δικητή. *Έτσ ι / ξαναφέρνοντάς τον στις αισθήσεις του, νομίζουν μέ τό δύκιο τους ότι τον έχουν σώσει και τό πανηγυρίζουν ξέφρενα.
'ΌΥαν καταλαβαίνουν τό λάθος τους όμως, εΐναι πολύ αργά πιά γιά νά κάνουν ό,τι δήποτε, γιατί ό Τάϊ 'Αόβα τούς άπομακρύνει όλους από τον τραυματία. Τώρα ό Ζορρο βρίσκεται ανυπεράσπιστος στα τρομε ρά του χέρια... Τό τέλος του είναι σίγου ρο... ΚΓ ωστόσο ό φοβερός λη στής, μόλις βλέπει πώς ό τραυματίας μπορεί νά μεταφερθή οπό εκείνο τό μέρος, χωρίς κίνδυνο γιά τήν υγεία του, διατάζει καί τον βάζουν σ* ένα φορείο καί τον πάνε σ’ ένα άλλο μέρος τής ζούγκλας, πολύ μακρυιά οπό τό χωριό Κ συάνα. Ό Τάϊ Άόβα είναι πολύ έξυπνος καί πολύ ύπουλος... Καταλαβαίνει· πολύ καλά πώς όλοι ο «γιατροί» του, πού φώναξε νά κάνουν καλά τον Ζορρό, θά ένδιαφερθούν γΓ αυτόν καί πολύ πιθανόν νά προσπαθήσουν νά έμποδίσουν την. θανάτωσί του μέ τά βασανιστήρια. Φέρνει λοιπόν τον θανάσι μο εχθρό του σ* ένα μέρος πού δέν τό ξέρει κανείς. Τώρα ό Ζορρό. τής Ζούγ κλας δέν μπορεί νά περιμένη βοήθεια από πουθενά... Ό Τάϊ Άόβα τρίβει τά χέ ρια του γεμάτος σαδιστική χαρά καί τά μάτια του λά μπουν άγρια... Διατάζει τούς τέσσερις λη στές πού έχει μαζί του, νά έτοιμάσουν τά σύνεργα γιά τά τρομερά βοοσανιστήρια
18
Τού
ΖΟΡΡΟ
κόβει
τις άκρες λιών του.
των
μαλ
πού έχει στον νού του νά έπι βάλλη· στον Ζορρό τής Ζούγ κλας. Κι" εκείνοι πρόθυμοι έκτε λουν τις οδηγίες του ενώ ό Ταϊ Άόβα παρακολουθεί συ νεχώς άγρυπνά τον αιχμάλω τό του και βλέπει με εξαιρε τική Τκανοποίιησι δτι πάει συ νεχώς προς τό καλύτερο, μέ ,μ ι ά γριηγοράδ α π ραγ μ ατ ι κ ά καταπληκτική. Κάνεις άλλος άνθρωπος ί σως σ’ αλον τον κόσμο δεν θά μπορούσε νά κινηθή καν ύστε ρα από δυο τέτοιους τρομε ρούς τραυματισμούς ιμέσα στην ίδια μέρα... . .Ό οργανισμός όμως τού γιγαντόσωμου Ζορρο, είναι πραγματικά σιδερένιος. Ό θάνοπος είναι πάρα πο λύ δύσκολο νά τον νικήση... Ενας φυσιολογικός άνθρω πος στη θέσι του θά είχε ύ^ ποκύψει προ πολλού στα τραύ μ ατά του κι* αυτός είναι ικα νός νά σηκωθή και νά σταθή στά πόδια του άν ό Τάϊ 5Αόβα διατάξη νά τον λύσουν... Δεν έχει φυσικά καμμιά τέτοια δ ι άθεοι ό αίμοβόρος ληστής... Αυτός χαίρεται διαβολικά βλέποντας τόσο καλά τον έχθρό του... 'Όσο πιο γερός έχει γίνει, τόσο περισσότερο θά καταλάβη τούς φρικτούς πόνους πού τού ετοιμάζει... ΓΥ αυτό δεν βιάζεται κα θόλου ν* άρχίση νά τον βασα νίζη... ’Αφίνει καί περνάει όλόκλη ρη ή ημέρα...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ! Το βράδι βάζει πάλι τούς ανθρώπους του νά ρίξουν δυναμαΥΠκους ζωμούς μέσα στο στόμα τού αιχμαλώτου, πού δεν μπορεί νά κάνη τίποτα γιά ν’ άντισταθή στις θελή σεις του Τάϊ Άόβα, έτσι ό πως είναι αίχμαλωτισ μένος μέσα στα σχοινιά του... Τό άλλο πρωΤ ό Ζορρο τής Ζούγκλας αίσθάνέτα ι έ ξα ι ρε τικά ζωηρός και δυνατός! Χωρίς υπερβολή θά μπο ρούσε ν’ άρπαχτή πάλι άπό τά φυτικά σχοινιά άν τον- έ λυναν καί νά τούς ξεψύγη μέ τρία - τέσσερα ρακρυνά πη δήματα, γιά νά χαιθή μες στο μυστηριώδες, παρθένο δάσος. Την Ιδια ώρα καί τά σύνερ γα των βασανιστηρίων είναι έτοιμα... Ό Τάϊ Άόβα διατάζει νά ρεταφέρούν τον αιχμάλωτό του στο ρικρό ξέφωτο πού έ χει διαλέξει ό ίδιος καί μπρο στά στη μεγάλη φωτιά πού έχει βάλει ν’ ανάψουν. Κυττάζοντας τό χλωμό, ο πωσδήποτε, χρώμα του ποοσώπου του Ζορρο τής Ζούγ κλας, γιά μια στιγμή φαίνε ται νά διστάζη καί τό δικό του τό πρόσωπο γίνεται κατακόκκινο άπό τον θυμό του.. * Δεν είναι ικανοποιημένος άπό τόσο καλά πού εΤναι ό αίχράλωτός του. Θάθελε νάναι ολόγερος καί δυνατός όπως πάντα, γιά νά νόιώση πολύ πιο φοβερούς τούς πόνους τών βασάνων του καί γιά νά άντέξη περισ σότερη ώρα σ’ αυτά, ώστε νά χαρή κΓ έκεΐνος περισσότερη
Η
%
Πλησιάζει
στα
μάτια τον
πυρακτωμένη τον άκρη.
την
10
ώρα την έκδίικησί του... Γιά λίγο διστάζει. Συλλογιέται ν’ άφήση νά περάση, μια μέρα, για νά γίνη 6 Ζορρό Φελείως καλά καί νά χαιρή την έκδίκησί του ό πως ακριβώς την θέλει... Δεν μπορεί όμως... Ή λαχτάρα του νά τον δή νά σπαράζη, άπο τους πόνους είναι τοσο μεγάλη, που τον κάνη νά βιάζεται εφιαλτικά. Κοντεύει νά τρελλαθη από την ανυπομονησία του... Ή ^λύσσα της έκδικήσεώς του είναι τέτοια, πού λευκοί άψραί κάνουν την έμφάνισί τους στις άκρες των χειλιών του, καθώς οί τέσσερις λη στές του φέρνουν τον δεμένον αιχμάλωτό του κοντά στη φω τιά... Παίρνει1 ένα -μακρύ σίδερο καί τό χώνει μέ μανία μέσα στά ξύλα πού καίγονται. Τρίζει τά δόντια του από κακία. — "Εφτασε ή ώρα νά πλη ρώσης δ,τι μου έκανες/ Ζορ ρό!, ουρλιάζει μ’ όλη του τη δύναμ ι. Ό μασκοφόρος Εκδικητής τον κυττάζει μέ περιφρόνησι καί χωρίς νά νοιάζεται καθό λου γι’ αυτόν... Έχει αποφασίσει, ότι θά πεθάνη ^ καί έχει άποφ σσίσει νά πεθάνη σαν άντρας, χωρίς νά βγάλη ούτε ένα βογγητό πού θά κάνη τον αιμοβόρο Τάϊ Άσβα νά νοιώση ικανοποίησι άγρια... Αυτός ό τελευταίος πηγαί νει κοντά στον αιχμάλωτό
του.
Ζ0ΡΡΟ ΕΤναι χειρότερα λυσσασμέ νος ,άπό τις άλλες φορές. Τον έχει έξαγριώσει περισ σότερο τό περιφρονητικό βλέμ μα πού τού έχει ρίξει ό Ζορρο τής Ζούγκλας. Τυφλός από τον θυμό του σηκώνει τό χέρι του καί τον χτυπάει μ’ δλη του τη δύνα μ ι στά μούτρα. Ό Ζορρό δεν βγάζει λ έξι άπτό τό στόμα του, μ’ όλο πού θολώνει τό μυαλό του άπο τον πόνο. Ό Τάϊ ’Αό’βα όμως ουρλιά ζει σαν δαίμονας καί χοροπη δάει κροτώντας τό χέρ^ι του καί ξεφωνίζοντας συνεχώς άπό τούς πόνους. Μέσα σέ μιά στιγμή τό χέρι του αυτό έχει γεμίσει αίματα, καθώς σκίστηκε με τό χτύπημα πάνω στη χρυσή μάσκα πού φοράει ό Ζορρό τής Ζούγκλας! Είναι αδύνατον νά περι γραφή ή λύσσα, ό θυμός καί ό πόνος .τού απαίσιου κακούρ γαυ. Οι τέσσερις Ινδιάνοι λη στές πού είναι μαζί του,^ υ ποχωρούν τρομοκρατημένοι βλέποντάς τον... Εκείνος τραβάει τό μα χαίρι του άπο τή ζώνη του μέ μια μεγάλη κραυγή μίσους καί^ τό υψώνει σαν αστραπή έπάνω από τό κεφάλι τού Ζορ ,ρο πού κλείνει τά μάτια του. Ή τελευταία του σκέψις φτερουγίζει στον δίδυμο άώ δερφό του/ πού αύτή τή στι γμή θά πεθάνη κι’ εκείνος μα ζί του...
— Συγχώρεσέ
με, "Ελ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ρέϋ!, ψιθυθίζει σιγά - σιγά μέσ' άΐτ5 τά δόντια του. Ή μοίρα στάθηκε τ γιο δυνατή α πό μάς... Τό χέρι όμως του Ινδιάνου κακούργου δέν κατεβαίνει πο τέ,... Την τελευταία στιγμή, κα ταφέρνει νά συγκράτηση τό πάθος του καί τό τρομερό του μΐσος, πού τά άφύπνισε ολα μαζί ό δυνατός καί ξαφνι κός πόνος πού ένοιωσε στο χέρι του... — "Όχι!, βογγάει τρομε ρά. *Όχι! Δεν θά σέ σκοτώ σω τώρα, γιε σκύλου!... Δεν θά σέ σκοτώσω ούτε όταν θά μέ έκλιπαρής με άγριες κρσυ γές νά τό κάνω!... Θά πεθάνης πολύ αργότερα!... Θά πεθάνης μέ τον αργό θάνατο. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας α νατριχιάζει ολόκληρος σ’ αυ τά τά λόγια. Τό ήξερε δτι ό Τάϊ Άόβα θά τον βασανίση. Όποοσδήποτε δεν μπορεί νά μή νοιώσηι αυτή την κρύα άνατριχίλα άκούγοντάς τον νά τό λέη... Γνωρίζει πολύ καλά τά ψρι κτά ινδιάνικα βασανιοπήρια, πού οι ίδιοι οί Ινδιάνοι τά ο νομάζουν «αργό θάνατο». ΐΊάντως ή άνατριχίλα του εΐναι τόσο άνεπαίσθητη που ούτε αυτή τη φορά ό Τάϊ Ά όβα μπορεΐ νά την διακρίνη. 'Εκεΐνος -μέσα στην τρομα κτική λύσσα του, βλέπει σάν ένα κομμάτι μάρμαρο τον θα νάσιμο έχθρό του. Λότό κάνει όπως είναι φυ σικό την λύσσα του νά. μεγα
21 λώση ακόμα περισσότερο. — Θά δη!/ ουρλιάζει μαπ νιασμένος. Θά δής γρήγορα δτι δέν μπορείς νά κρατήσης γιά πολύ αυτή, την περηφανεια πού κρατάς τώρα!... Θά δής δτι θ' άρχίσης νά ξεφωνίζης σάν κολασμ,έίνος καί θά παρακαλάς νά σέ άποτελειώσω, χαρίζοντας σου τη γαλήνη μέ τον θάνατο!... Θά δής, γιέ σκύλου! Ό Ζορρό πάλι δέν του α ποκρίνεται. 'Περιμένει τη. μοίρα του μέ σφιγμένα τά δόντια. Ό Τάϊ Άόβα, μανιάζει ο λοένα καί πιο πολύ. Έχε ι γ ίνε ι κατ ακόκκ ι νος απτό τη λύσσα του. Σχεδόν μελανός. Απότομα άρπάζει τη χρυ σή μάσκα πάνω άπό τό πρό σωπο του Ζορρό τής Ζούγ κλας καί τού την αποσπά!.. Λύτη τη στιγμή ό θρυλικός μοοσκαφρρος * Εκδικητής δέν μπορεί νά μην κάνη, μια φάνε ρή κίνησι φρίκης, πού γίνεται περισσότερο άπό ένστικτο.. Τό τρομερό μυστικό τής ταυτότητάς του έχει φανερωθή... Γι’ αυτόν αυτό είναι χειρό τερο κι* άπό τον ' θάνατ ο... Ή άπελπισία τον κυριεύει καί σφίγγει τά δόντια του μα νιασμένα άλλα !φυσικά τίπο τα δέν μπορεΐ νά κάνη... Ούτε μιά τόση δά κίνησι.. Ο! Ινδιάνοι ληστές του Τάϊ Άόβα τον έχουν δέσει τόσο σφιχτά, πάνω σ' έναν κάθετο ττάσαλο μπηγμένον στη γή, μπροστά στη μεγάλη φωτιά,
22 ώστε τά σχοινιά μπαίνουν τό σο βαθειά στο κρέας του, πού κοντεύουν να φτάσουν στά κόκκαλά του... Ωστόσο τό πρόσωπο του Ζορρό —δηλαδή τό πρόσωπο του Αόν Πάμπλο Ντελόρο-^δέν λέει τίποτα για τον Τάϊ Άόβα, πού ούτε μια φορά στη ζωή του δεν έχει τύχει νά συναντηθή μαζί του, όταν δεν φορούσε τη χρυσή μάσκα των *Ίνκας... Του κάκου προσπαθεί λοι πόν νά βρή ποιος είναι ό αιχ μάλωτός του. ΓΤ αυτόν σάν άνθρωπος έξοοκολουθεΐ νά παραμένη ά γνωστος καί τού είναι γνω στός μονάχα σάν Ζορρό της Ζούγκλας... Σάν ό μασκοφόρος Εκδι κητής πού τον χωρίζει μαζί του τό πιο θανάσιμο και λυσ σασμένο μίσος... Πετάει μακρυά τή μάσκα χωρίς ούτε νά νοιαστή μέσα στή λύσσα του πού είναι α πό ολοκάθαρο χρυσάφι. Τρίζει τά δόντια του άλλη μια φορά. ■Παίρνει· μέσα από τις μεγά λες φλόγες τής φωτιάς^ τό πυ ρωμένο ^ σίδερο πού είχε χώ σει εκεί μέσα καί τό φτάνει μέ μιά απότομη κίνησι μπρο στά στά μάτια του Ζορρό... Ό μασκοφόρος Τι μωρός κλείνει τά μάτια από ένστι κτο... 'Άν ό Τάϊ Άόβα πλησίαζε περισσότερο τό πυρακτωμέ νο σίδερο, ή προφύλαξις αυ τή του Ζορρό θά ήταν μά ταιη,,,,
ΖΟΡΡΟ Ευτυχώς γι’ αυτόν ό λη στής τήν τελευταία στιγμή κρατάει σέ άπόστασι τό κατακ όικκ ινο μ ακ ρ ύ σ ί δερο... Δεν θέλει νά τον τύφλωση ακόμα. Ό «αργός θάνατος» των Ινδιάνων, τά φοβερά αυτά βα σανιστήρια πού έχουν εφεύ ρει οί άξιοι απόγονο ι των 'Ίν καος καί των * Αζτέκων, δεν αρ χίζει ποτέ μέ πόνους παρά μέ ψυχολογικά βασανιστή ρ ι α... Τούς αρέσει πρώτα νά κου ρελιάζουν τήν ψυχή του θύμα^ τός τους καί μετά τό κορμί τους, ώσπου, τέλος, νά τού χαρίσουν τον θάνατο... Ό Ζορρό τής Ζούγκλας τό ξέρει αυτό... -έρει όλες τις μεθόδους πού άκολουθοΰν οί φοβεροί αυτοί άνθρωποι, πού εξακο λουθούν σ' αυτές τους τις εκ δηλώσεις νά διατηρούν όλη τήν άγριότητα των βαρβάρων προγόνων τους... * Ωστόσο τό κλείσιμο των ματιών του έχει γίνιει από έν στικτό. Τού Τάϊ Άόβα τά μάτια λάμπουν από τρομακτική ικα νοποίησι. Μιά φωνή θριάμβου βγαί νει από τό λαρύγγι του, νο μίζοντας πώς έχει καταφέρει νά φοβήση τον αιχμάλωτό του... Οί άλλοι τέσσερις Ινδιάνοι ληστές έχουν άποτραβηχτή τρομαγμένοι παράμερα καί παρακολουθούν μέ μεγαλωμό νες τις κόρες τών ματιών τους τό φοβερό μαρτύριο πού άρχίζε ι
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Στίς μαύρες ψυχές τους πού μοιάζουν με του άρχηγοΰ τους, δεν υπάρχει· κανέ νας οίκτος. "Αν όμως δεν πλησιάζουν κοντά, δεν είναι επειδή λυ πούνται» τον Ζορρό αλλά για τί φοβούνται ακριβώς τον Τάϊ ’Αόβα, μήπως πάνω στον ξέ φρενο θυμό του, γιατί μπο ρεί να άπτοτύ'χη κάποιο από τά τεχνάσματά του νά τρομο κράτηση τό θάμα του, γυρίσηι καί κάνει κακό σέ κανό ναν απ’ αυτούς... Ό φοβερός κακούργος εί ναι απολύτως ικανοός γι3 αυ τό.. Κατά τά άλλα, οι τέσσε ρις ληστές του παρακολου θούν με πρόσωπα αλλοιωμέ να από μιά έκφρασί' σαδιστικής ίικοτνοποιήσεως τή σκηνή. Στίς κόρες των ματιών τους δεν βλέπεις τίποτ3 άλ λο οστό την ανυπομονησία γιά ν3 αρχίσουν τά πραγματικά βασανιστήρια... 3 Από τή. λαχτάρα ν’ ακού σουν τις σπαρακτικές φωνές του αιχμαλώτου... 3 Από τήν άρρωστημένη προσμονή νά δουν τό καυτό σίδερο νά μπήγεται τσιρίζοντας στή σάρκα του Ζορρό καί νά δουν τους καπνούς α πό τό ανθρώπινο κρέας ν’ α νεβαίνουν ψηλά καί ν3 ακού σουν γιά μιά φορά ακόμα τίς τρομερές φωνές τού πόνου καί τής αγωνίας του... Ό Τάϊ 3Αόβα όμως δεν βιά ζεται καθόλου... Τώρα διασκεδάζει μ3 δλη τρμ την ψυχή...
23 Τώρα γλεντάει τήν έκδίκησί του πού τήν περίμενε μέ αληθινή μανία τόσα χρόνια.. Ξαναβάζει τό πυρακτωμέ νο σίδερο ανάμεσα στά α ναμμένα ξύλα... Τραβάει από τό ζωνάρι του ένα μαχαίρι μέ μακρυά, γυριστή λεπίδα καί αρχίζει νά χοροπήδάη σάν αληθινός διάβολος γύρω από τον δε μένο στον πάσαλο αιχμάλω τό του... "Αγριες κραυγές πού μοιά ζουν πάρα; πολύ· μέ ζώου καί καθόλου μέ άνθρώπου, βγαί νουν άπό τό λαρύγγι του. Καί κάθε τόσο κάνει μέ τό μαχαίρι κάτι κινήσεις, σότν νά πρόκειται νά τό μ πήξη μέ ορμή στο στήθος ή στον λαι μό ή σέ κάποιο πόδι ή χέρι του θύματός του. Ό Ζορρό δμως έχει άποφα σίσει νά ,μήν ικανοποίηση τον σαδι'σμό τού παράφρονος αυ τού κακούργου. Έχει σφίξει τά δόντια του καί έχει τεντώσει δλα του τά νεύρα, ώστε νά μην χαλα ρώσηι ούτε μιά στιγμή καί ξεχαστή καί ξανακλείαει έ στω καί τά μάτια του μπρο στά στον θάνατο, όπως πρίν μέ τό κοουτό σίδερο... Κυττάζει μέ τρομερή περί φρόνησι τον βασανιστή του, που βλέποντας το αύτό λυσσάει ολοένα καί πιο πολύ καί ολοένα περισσότερο καί οι κι νήσεις του γίνονται ξέφρενες καί άγριες καί τρομερές. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δ μως παραμένει άκλόνηΤος... Τρ πρόσώπρ του είναι ψη-
24 χρό σαν πάγος. "Όλα τά φοβερά καί τρομε ρά καμώματα του Τάϊ Άό6α, μοιάζουν σαν νά γίνωνται σ’ έναν άλλον κόσμο πολύ μακρυά άπ' αυτόν και δεν είναι Ικανά ούτε έλάχιστα νά τον έπηρεόσαυν. Ό Ινδιάνος κακούργος ττάει νά τρελλαβή τελείως α πό τη λύσσα του. Οί άσπροι άφροί πού έ χουν βγή από τις άκρες των χειδιών του, κάνουν τό πρό σωπό του ακόμα πιο άποκρουστικό -και τερατώδες... Τό φοβερά γυαλιστερό α τσάλι του μαχαιριού του, κά νει τρομακτικούς κύκλους θα νατού στον άέρα, περνώντας μέ άστραπιαία ταχύτητα χι λιοστά μόνο κοντά στο δέρμα του Ζορρό της Ζούγκλας. Εκείνος δμως ούτε τά μά τια του δεν άνοιγοκλείνει μ’ ολ αυτα... Ό Τάϊ Άόβα στέκεται μα νιασμένος καί οπισθοχωρεί άπό κοντά του πιερι τά πέντε μέτρα. Τον κοπάζει μέ ασυγκρά τητη μανία. ^Αξαφνα υψώνει τό τρομε ρό χέρι του κα'ι τινάζει μέ ορ μή τό μαχαίρι εναντίον του αίχμαλώτου του. Τό ατσαλένιο όπλο του θα νότου γίνεται μιά ευθεία φω τεινή γραμμή στον αέρα... Μοιάζει μέ μιά αστραπή πού έχει ξεκινήσει άπό τό χέρι του καί πάει νά συντρί ψη τον Ζορρό τής Ζούγκλας πού περιμένει δεμένος στον ατμίλο του, άνίικραΛος νά σαλέ
ΖΟΡΡΟ ψη για νά τήν άποφύγη... Ό Τάϊ Άόβα, μαζί μέ τό τίναγμα του μαχαιριού βγά ζει άπό τό στόμα του καί μιά τρομακτική κραυγή λύσσας, πού θά μπορούσε μόνη της αυτή νά παγώση τό αίμα στις φλέβες καί του πιο γεν ναίου άντρα... 'Ωστόσο ό Ζορρό τής Ζούγ κλας ούτε οιύτή τη φορά δεν άνοιγοκλείνει τά μάτια του μιά στιγμή! Περιμένει μέ τό στήθος τεντωμένο καί τό κεφάλι ψη λά τον θάνατο πού όρμάει φτερωτός προς τό μέρος του. *Όμως δχι... Το μαχαίρι δεν τον βρί σκε ι.... ■Πάει καί καρφώνεται στον ξύλινο πάσαλο, τόσο κοντά στο κεφάλι του άπό πάνω, πού του κόβει τις άκρες άπό τίς τρίχες των μαλλιών του! Ό μασκοφόρος Εκδικητής ούτε αυτή τή φορά δεν σα λεύει καθόλου... Τά μάτια του κυττούν όλάϊ σια καί άφοβα στα μάτια τον αντίπαλό του, μέ μΐσος ακόμα μεγαλύτερο κι* άπό τό δικό του... Για μιά στιγμή ό Τάϊ Άόβα νοιώθει ν’ άνα'τριχιάζη ά θελα εκείνος/ καθώς συλλο γιέται, τί θά μπορούσε νά του έκανε αύτή τήν ώρα ό αιχμάλωτός του άν ξαφνικά έλευθερωνόταν!... Ή σκέψις αυτή καί ή άθέ λη ανατριχίλα τον εξαγριώ νουν τρομερά... Τά δόντια του τρίζουν μέ τρση δυνοομι πού λ|ς δπ θά
25
σπάσουν... Τά μάτια ταυ στριφογυρί ζουν μες στις κόγχες τους και το χρώμα του προσώπου του γίνεται τελείως μελανί. Όρμάει πάνω στο θάμα του μουγγρίζοντας σαν λιον τάρι... 4Αρπάζει το καρφωμένο στον πάσαλο μαχαίρι του και τό άπαςπτά μέ ίμια απότομη κίνησι. Μην μπορώντας υστέρα νά συγκράτηση τή λύσσα του αυτή τή φορά, τό καρφώνει μ8 δλη του τή δύναμι στο μπράτσο του Ζορρό τής Ζούγ κλας. Τό αΤμα άναβλύζει καί πη δάει σαν συντριβάνι άπό τό χέρι του μασκαφόρου ΤιμωροΟ... Έκεΐνος όμως άπό τή μα νιασμένη και ξέφρενη εκφρασι του Τάϊ ’Ασβα τήν ώρα πού χτυπούσε, έχει κ ατ αλ άβ ε ι πώς αυτή τή φορά τό χτύπη μα δεν θά σταματήση τήν τε λευταία στιγμή, μερικά χιλι οστά μπροστά άπό τή σάρκα του, όπως συνέβη όλες τις προηγούμενες... "Εχει έτοιμαστή γιά νά τό δεχτή... Έχει δαγνώσει τά χείλια του καί άπ5 τό στόμα του δεν βγαίνει ό παραμικός ή-
χος... Νοιώθει τό μυαλό του νά σκοτεινιάζη αλλά . δεν σα
λεύει.. Μένει άκλόνηίτος σάν βρά χος στή θέσι του. Ό ίνδιάνος τινάζεται πίσω μέ μανία άκόμα μεγαλύτερη.
• Τρέμει όλάκληρος άπό τό κακό του. Τρέμει φρικτά άπό τήν κορ φή ώς τά νύχια. Μοιάζει μέ επιληπτικός αυτή τή στιγμή... Ρίχνεται άξαφνα πάνω στο θύμα του γιά δεύτερη φορά. Τά τρομερά του δόντια, τά πλαισιωμένα άπό τά κόκκινα χείλια του καί τούς απαίσι ους, άσπρους άφρούς τής λύα σας του, μπήγονται βαθειά στο κρέας τού Ζορρό τής Ζούγκλας, μέσα στο στήθος του... Τρομερός πόνος συγκλονί ζει γιά δεύτερη φορά τον μασκοφόρο Εκδικητή, πού αυ τή τήν ώρα του μαρτυρίου του τό πρόσωπό του είναι α κάλυπτο... Τό πρόσωπο του Δον ΓΊάμπλο Ν’τελόρο..·. Μά ούτε τώρα κάνει τήν παραμικρή γκριμάτσα έστω/ αύτό τό^ πρόσωπο! Ό Τάϊ Άόβα πηδάει προς τά πίσω λαχανιασμένος. Τό στόμα του είναι άπαίσιο, σάν άληίθινοϋ διαβόλου. Οι άσπροι άφροί πού τό κυκλώνουν έχουν άνακατευθή τρομακτικά μέ τό αίμα του Ζορρό τής Ζούγκλας. Τά μάτιια του · κακούργου γιά μια στιγμή, πάνω κι5 άπ' αύτό τό άσβυστο μίσος του άκόμα, ^ καθρεφτίζουν έναν στιγμιαίο θαυμασμό γύ αυ τόν τον άνθρωπο πού έχει άπέναντί του καί πού έχει τό σο άπίστεύτη ψυχική δύνα μη.. Μέ άττελπισία καταλαβαί νει πώς τό σχέδιό του νιά έ
16 ναν άργό μαράυρικό θάνατο τοϋ Ζορρό, έχει οριστικά άποτύχει·! Τό αΐμοο ττού τρέχει από τις δυο καινούργιες πληγές του, θά του φέρη γρήγορα λι ποθυμίΐα και ύστερα πια ό μα σκοφόρός 1 Εκδικητής δεν θά κατάλαβα ίνη τίποτ’ άπ3 δ,τι τοϋ κάνη... ^ "Ήδη τοϋ έμεινε πια πολύ λιγοστό αίμα στο κορμί του ύστερα από τους δυο θανάσ ι μους τραυματισμούς του... Τά μηνίγγια του Τάϊ Άόβα βουίζουν. Στά μάτια του λάμπει· ή άπσψασις τής καταστροφής και του ολέθρου... Φοβάται πώς άν χάση τις αισθήσεις του ό Ζορρό, δεν θά μπόρεση πια νά τον συνεφέρη... Ουρλιάζει σαν πραγματι κός μανιακός: — Τώρα θά πεθσνης, γιέ σκύλας!... Ήρθε ή τελευ ταία σου στιγμή!... Καί τό χέρι του πού τρέ μει φοβερά από τή λύσσα, άρπαζε ι< τό μακρύ, πυρακτω μένο σίδερο μέσα αητό τή με γάλη φωτιά πού χοροπηδάει μπροστά στον πάσαλο πού εΐναι δεμένος ό αιχμάλωτος... οκ τέσσερις ληστές πού παρακολουθούν τό τρομερό μαρτύριο, χοροπηδούν σαν α ληθινοί σατανάδες καί ουρ λιάζουν μ’ όλη τους τή δύνα μη ένώ τα μάτια τους καθρε φτίζουν δλη τήν σαδιστική χαρά πού υπάρχει στήν κα τά μαύρη ψυχή τους...
20ΡΡ0
Ή Νάγια έτ ιατρέψει...
II
ΡIΝ όμως προχωρή σουμε παρακάτω πρέπει νά δούμε τί άπόγινε καί ή Νά για μέ τό Βέλο, ή πανέμορφη κόρη τής Ζούγκλας... Γιστί, άλήθεια, δεν βρισκό ταν στο μέρος πού τήν άφησε ό ψευτο - Ζορρό, πηγαίνοντας νά συνάντηση τον Πάντσο Γί γαντα μέσα στήν Κάζα ντές Όμπρες; Ή αιτία είναι άπλούστ σ τη: Ή Νάγια έφυγε μόνη της! Έφυγε μέ τρόπο πού νά μην άφήση ίχνη, γιά νά μήν μπορέση νά τήν άκολουθήση ό άνθρωπος πού τον πίστευε γιά τον Ζορρό τής Ζούγκλας. Ή Νάγια από τήν πρώτη στιγμή πού τον συνάντησε είχε καταλάβει δτι κάποιος άλλος σοβαρός προορισμός είχε φέρει στην ζούγκλα τον μασκοφόρο Εκδικητή καί ό χι τό νά άπασχολήται μαζί της... »ΓΥ αυτό αποφάσισε νά φυ γή από τον δρόμο· του καί νά τον άφήση νά έκτελέση αυτόν τον προορισμό του. Κρεμάστηκε άπό τό φυτικό σχοινί πού κρεμόταν άπό ένα δέντρο καί μέ δυο - τρεΐς αι ωρήσεις μπόρεσε νά φτάση ώς τό διπλανό. Άπό κεΐ έκανε πάλι τό ί διο καί ύστερα γιά τρίτη καί γιά τέταρτη φορά... "Όταν απομακρύνθηκε άρ
17
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κετά άπό τό μέρος πού την είχε αφήσει ό <μ ασκό φάρος Τ ι μωρός/ άρχισε νά τρέχη μέσα στη ζούγκλα, πατώντας πά νω ατά χλωρά χόρτα, για νά μην άφίνη καθόλου ίχνη και μάλιστα στις μύτες των πο διών της. "Έτσι απομακρύνθηκε άκό μα· περισσότερο. ’Ά ρχ ισε νά κ ατευθύνετα προς την άκρη του παρθένου δάσους, μέ την άπόφασι να 6γη άπ5 αυτό καί νά πάη έπί τέλους στην θεία της την Καρμελίτα., πριν την ζηΤηση ό πατέρας της, ό άστυνό'μος Περέθ καί δεν είναι εκεί... Γίά νά τό κάνη αυτό χρει αζσταν βέβαια καί ένα φόρε
μα, ,μιά πού τό δικό της είχε έξαφανιστή από τό μέρος πού τό είχε αφήσει... Αυτό δεν ήταν κάτι δύσκο λο γι* αυτήν... Φτάνοντας στο πρώτο άπορακρυσ μένο αγρόκτημα έξω από τη ζούγκλα, πήδησε ,μέσα σέ μιά φτωχ'πκή χωριάτι κη καλύβα καί βρήκε ένα α πλό φορεματάκι για νά φορέση. Κανείς δεν την εΐβε ^ούτε πού μπήκε ούτε πού βγήκε... Φυσικά ή Νάγια σέ μερι κές μέρες θά αποζημίωνε πλουσιοπάροχα την φτωχή ίδιοκτήτρια του φορέματος... 'Ωστόσο γιά την ώρα καδάλλησε σαν λαθρεπιβάτις
Τον πετάει σαν δέμα.
28 στο βαγόνι μέ τά κάρβουνα του τραίνου —αφοί) μαζί μέ τά ρούχα της είχαν χαθή και τά χρήματά της— και έφτα σε στο Αγρόκτημα τής θείας της τής Καρμελίτας, πού εί ναι έξαδερφή του Περέθ και ό .μόνος άνθρωπος στον κόσμο ιτοϋ ξέρει την αλήθεια για την ταυτότητα τής θρυλικής Νάγιας μέ τό Βέλο../
ζ ο ρρο
Μια άπόστασι πού ένας ο δοιπόρος τής ζούγκλας θά ή θελε τουλάχιστον δυο μέρες για νά τήν διανύση, αυτός την έχει διασχίσει· μέσα σέ λίγες μόνο ώρες. ΚΓ ό Π άντσο, πού δεν πρέ πει ποτέ νά τον ξεχνάμε, δεν παύει νά κοιμάται σ' όλο αυ τό τό διάστημα. Στο τέλος λοιπόν ό Έλ Ρέϋ φτάνει στά πρόθυρα τού Ό δεύτερος χωριού Κουάνα. Ζορρό Οί χωριάτες πού βρίσκει στον δρόμο του, τρέχουν κον τά του άφοβα μόλις τον Ανα 0 ΔΕΥΤΕΡΟΣ Ζορρό, γνωρίζουν. πού δεν είναι στην πραγμα Ή ευτυχία λάμπει στά μά τικότητα, παρά ό θρυλικός τια τους πού βλέπουν μπρος λευκός βασιλιάς τής Ζούγ τους τον μασκοφάρο Εκδικη κλας τού "Άνω 5Αμαζόνιου, ό τή τής Ζούγκλας, τον άνθρω Έλ Ρέϋ/ τρέχει μέσα στο κα πο πού άπειρες φορές έχει ταπράσινο και ατέλειωτο βα βοηθήσει όλους τούς φτωχούς σίλειό του, κουβαλώντας ώς και τούς κατατρεγμένους σαν γνωστόν στην πλάτη του τον κΓ_αύτούς... Ανεκδιήγητο βοηθό τού πρα -έρουν πώς ποτέ ό Ζορρό γματικού Ζορρό, τον νάνο δέν πρόκειται νά τούς κάνη Πάντα ο Γίγαντα. κακό. Ό Πάντα ο εξακολουθεί νά 1 Κυριολεκτικά τον λατρεύ είναι λιποθυιμισμένος, ουν σαν νά μην είναι άνθρω "Οπως είναι μια σταλιά ό πος άλλα Θεός... κακομοίρης, ελάχιστα δίνει Οί πιο πολλοί Από τούς βάρος στον κολοσσό πού λέ χωριάτες και τούς αγρότες γεται Έλ Ρέϋ και πού τώ δλης τής περιοχής τού "Ανω ρα έχει τη στολή και τη μορ Άμαζονίου, θά μπορούσαν φή τού Ζορρό τής Ζούγκλας. καί τή ζωή τους Ακόμα νά Τό καταπληκτικό ταξίδι δώσουν γΓ αυτόν. πού κάνει ό ψευτο - Ζορρό πη — *Ω, σενιόρ Ζορρό!, τού δώντας Από δέντρο σέ δέντρο, φωνάζουν πανευτυχείς. Κατατον φέρνει πολύ γρηγορώτεφέρστε λοιπόν καί ξεφύγατε ρα στο σημείο πού θέλει νά από τά χέρια τού τρομερού φτάση, δήλαδη κοντά στο Τάϊ Άόβα καί τών τεσσάρων χωριό Κουάνα, πού ξέρει δτι^4 Απαίσιων συμμοριτών του; πρέπει νά κρατούν αιχμάλω-^ Ό "Ελ Ρέϋ καταλαβαίνει το τον δίδυμο Αδερφό του. πώς πρέπει νά φερθή μέ προ
σοχή για να μην υποψίαστ οΟν οι άπλ οίκοι αυτοί άν θρωποι την αλήθεια σχετικά μέ την διπλή προσωπικότη τα. ^ . — Κατάφερα και τούς ξέφυγα μέ πολύ κόπο, λέει. Άλ Αά θέλω νά μάθω που είναι τό ίμερος πού μέ είχαν πάει την πρώτη φορά, γιατί .μέ ο δήγησαν ώς έκεί μέ κλειστά τά μάτια... θέλω νά βρω αυ τό τό ίμερος γιά νά άνακαλύψω τό λημέρι τους... Μήπως κανείς άπό σάς, μπορεί νά μου πή άν είδε τον Τάϊ^ Άόβα, . ποιόν δρόμο ακολούθησε καθώς μέ πήρε άπό δώ πέ ρα; „ Ό Έλ Ρέϋ ριψοκινδυνεύει πού λέει πώς ό Τάϊ Άόβα τον πήιρε άπό κείνο το μέρος, αφού δέν τό ξέρει θετικά πώς έτσι είναι... “Όπως γιά νά του πουν άμέσως μόλις τον είδαν γιά τον Ινδιάνο άρχιλη στη και ότι- του ξέφυγε, υπο θέτει ότι δέν μπορεί νά είναι διαφορετικά. . Και πραγματικά έχει δί κιο. Οΐ χωρικοί του Κουάνα δείχνουν μεγάλη διάθεσι νά τον οδηγήσουν ν' άνακαλύψη τον Τάϊ Άόβα. ^Ομως δέν μπορούν νά έξη γήσουν ένα άλλο πράγμα καί γι* αυτό τον κυττάζουν συνε χώς μέ γουρλωμένα μάτια... Δέν μπορούν νά καταλά βουν πώς γίνεται- ό Ζορρό τής Ζούγκλας νά στέκεται όρθιος πάνω στα πόδια του σάν νά μην συιμβαίνη τίποτα
τον είδαν ξαπλωμένον στό φορείο, χλωμόν σάν πεθαμέ νο καί μ1 ένα φοβερό τραύμα στον ώμο άπό τό οποίον ετρε χε συνέχεια τό αίμα σάν άνοιχτή βρύση... Καί δέν μπορούν νά κατα λάβουν ακόμα περισσότερο; πώς είναι δυνατόν νά μην φαίνεται ούτε καν τό παρα μικρό σημαδάκι άπ’ αυτήν την πληγή... Δέν βάζουν όμως τό κακό μέ.τόν νού τους. Είναι τόσο απλοϊκοί, πού δλ\ αυτά τά αποδίδουν άπλώς στις υπεράνθρωπες ίκα νότητες τού μασκοφόρου Τ μωρού πού τούς έχει· στείλει ό καλός Θεός στη γή, γιά νά τούς προστατεύη άπό τούς διάφορους κακούργους πού ξετρυπώνουν κάθε τόσο σ' αυ τόν τον άγριάτοπο. Μέ γουρλωμένα λοιπόν μά τια δέν κάνουν άλλο παρά νά κυττάζουν τον υποτιθέμε νο Ζορρό τής Ζούγκλας. Είναι άδύνατον ν' αρθρώ σουν καί μιά λέξί γιά νά τού άπαντήσουν στην έρώτησί του, τόσο άπέραντος είναι ό θαυμασμός πού κυριολεκτι κά τούς έχει- άπολιθώσει. Φυσικά στό τέλος καί κα θώς ό Ζορρό τής Ζούγκλας τούς ρωτάει γιά δεύτερη φο ρά, τού άπαντούν: — Πώς, σενιόρ Ζορρό.*. Τούς είδαμε καί τούς παρα είδαμε άπό πού πήγαν, οι φο βέροι ληστές πού σάς είχαν αιχμαλωτίσει!... Πήραν τον δρόμο τής ζούγκλας πού
τή στιγμή πού τό ίδιο πρωί
παίρνουν συνήθως οί κυνηγοί
ίορρΰ
Των Αλιγατόρων! Μέ την χαρακτηριστική δχύτη έκφρασι πού ξέρουν νά λένε γιά νά κατευθύνουν τους ντόπιους Οι άπλοϊκοΐ χωρι κοί ^ δίνουν πραγματικά στον "Ελ Ρέϋ νά καταλάβη θαρμά σια την κατεύθυνσι ττού έ χουν πάρει οι απαίσιοι άπαγωγεΐς του αληθινού Ζσρρο. Τους λέει ένα γρήγορο ευ χαριστώ και ξαναφεύγει τρέχονΤας./ κάτω πάνΤάτε άπό τά βλέμματα τού απέραντου θαυμασμού τους. Δεν έχει προχωρήσει ούτε δυο χιλιόμετρα μέσα στην παρθένα ζούγκλα. ζσφνικά κάτι πού βλέπει τον κάνει νά σταματήση. Είναι το Μαύρο Πουλί, το υπέροχο έλικόπτερο του δί δυμου άδ&ρφού του. Μέ λαχτάρα τρέχει πρός τό μέρος του, μέ τον... κοιμώμενο μακαρίως ^ πάντοτε Πάντσο Γίγαντα πάνω στον ώμ© του. Στο αύτόγυρο όμως .μέσα δέν εΐναι κανείς. "Αλλά αυτό δεν τον ένδιαφέρει και τόσο. Στή^ στιγμή άφίνει κάτω τον ιΠάντσο καί... τον αρχί ζει στα χαστούκια, όπότε 6 φοβερός καί τρομερός νάνος συνέρχεται αμέσως. Πετιέται όρθιος. — Παναγίτσα μου!,, φω νάζει. Πέσαν απάνω μου λη^στές και μέ χτυπάνε μέ τσε κούρια νά μου κόψουν τό κε φάλι. Καλά πούναι... σκληρή η πέτσα μου κι* άκόνιστα τά τσεκούρια I Πάω νά φύγω !
Καί χωρίς Αστεία κάνει νά τό βάλη στα πόδια, Ό "Ελ^ Ρέϋ δμως τον άρ* πάζει άπό τον ώμο και τον σηικώνει ψηλά. ^—- Γρήγορα, Πάντσο!, τοΰ^ φωνάζει. "Ας μπούμε στο Μαύρο πουλί και άς απογει ωθούμε!^ Ό Πάντσο μόλις τον βλέ πει ησυχάζει αμέσως και χα μογελάει κορδωμένος. — Τό πίστεψες πού θάφευ γα; τού λέει χσσκογελώντας. Άστει εύθηκα... παταγωδώς! Πώς τό βρήκες τό τσαμένο μου, Ζορράκο; —και λέει έ τσι* δείχνοντας μέ τό βλέμμα το αύτόγυρο. Για νά σου πώ τή μαύρη μου αλήθεια, έγώ τό εΐχα ξεγράψει μιά φορά! _—- Γρήγορα!, ουρλιάζει ό "Ελ Ρέϋ πού όσο περνάει ή ώρα τον ζώνουν τά μαύρα φί δια. Γρήγορα!... Ξέρεις τι πάει νά πή γρήγορα; Και γιά νά μη χάνη τά λό για του σάν την άλλη φορά, τον αρπάζει και τον πετάει· σάν δέμα μέσα στο Μαύρο Πουλί, άφού βέβαια προηγου μένως ανοίγει την εξωτερική του πόρτα. Τού Πάντσο καθόλου δεν τού κακοφαίνεται αυτή ή με ταχεί ρησι. Εΐναι τόσο χαρούμενος πού βρήκαν τό Μάϋρο Πουλί και πού, έπομένως/ θά γυρίσουν πίσω οπήν Κάζα ντές "Ομ·^ πρες, σύμφωνα μ’ δ,τι πι στεύει, πού τά πάντα τά γλεντάει... — "Εξοχα!, φωνάζει κα θώς κουτραυβαλιάζεται στο
Ιαωτέριι&ό Του έλκκάτττερου, Βάλαμε καί... άσαγσέο καθώς βλέπως, για νά μην κούραζα μαστέ ν άνεβαίνιουμε! ^ Ό Έλ Ρέϋ πηβάεικι5 αυ τός άμεσως μετά, δίπλα- τού. —- Βάλε μπρος!, του φω νάζει. -εικινάμε! Ό Πάντσο τον κυτ τάζει με γουρλωμένα τά ματάκια του όπως ττάντα όταν κάτι τοΟ φαίνεται εντελώς έξοοφρενικό. — Γιατί; ται ρίζει. Έσύ δεν ξέρεις νά όδηγάς; Ό ψευτο - Ζορρό, τόσο εί ναι βιαστιικός και άγανακτισμένος ιμέ τις καθυστερήσεις ττου του κάνει κάθε τόσο ό Πάντσο Γίγαντας μέ τή φλυα ρία του, πού ξεχνιέται καί ξεφωνίζει άπότσμα, λέγοντας ^—^κατά λάθος—την άλήθεια: — "Όχι! Δεν ξέρω! ^ — Μ*ττά!,, κάνει κατάπλη κτος άκόμα περισσότερό τώ ρα ό Πάντσο. Καί πώς αυ τό; Έσύ είχες γίνει άσσος ιτιλότος; Ό *6λ ΡέΟ καταλαβαίνει
τή
. του. Μπόρεΐ νάείχά γίνεις του λέει τού Πάντα ό ατά γρήγορα, αλλά τώρα ξέχαάα! — ^έχασες; Σοβαρολο γείς. Καί πώς έγινε αυτό; — Νά’· "Έφαγα ένα φρού το που το λένε «Αωτό τής ζούγκλας» καί πού όταν τά φας τά ξεχνάς όλα! — *Έλα, Παναγιά μου!. Σοβαρά; Βρε ζούγκλα κι5 αυτή εδώ πέρα νά σού πετύχη! Βγαίνουν κάτι... Δημη τριακά πού είναι νά τρελλαθής ο" αυτό τό δάσος, Ζορράκο !. Την άλλη φορά έφαγα έγώ ένα πού έγινα τόσο άντρειωίμένος ώστε... Σταματάει καί γίνεται μο νομιάς όλοκάκκινος γιατί αυ τό πού εΐπε δεν ήθελε ποτέ νά τό μαρτυρήση. ^ Και* 6 Έλ Ρέϋ όμως μ5 αυ τά τά δ>υό λόγια του τά κα ταλαβαίνει όλα καί έτσι εξη γεί καί τό μυστήριό τών τρο μερών κατορθωμάτων πού έ κανε ό Πάντσο Γίγαντας.
ΕΚΑΟΘΕΝΤΑ ΤΕΥΧΗ 1) Ή Χρυσιη, Μάσκα 2) Ή Μάγια Δρά 3) Ό Έ-λευβε'ρωτη'ς 4) *0 ΖοΑοό συλλαμβάνει αι 5') Το .μυστικό τού Αίνο;όγατου
% 6) Ζαριό© εναντίον "Ελ Ρέϋ 7) Το αίνιγμα: τού ΓαίλάΟου ποταμού. 8) Το δόκανο τού ^θανάτου 9) Τό μυστήριο του Ναού τών *Ί νικάς.
10) Ή Νίάγια κινδυνεύει 1 ιΐ) Πάντσο 6 τρομερός1 1ί2) Ό Θεός) "Ηλιος εκδικείτο* 13) Κουκαοάιτσα: ό ασύλληπτος 14) Ό1 θάνατος τού Ζορρό 15) Ό Ζορρό· τιιμωρεΐ 16) -Ο Πίερέθ συλλαμίβάνει τη
Μάγια.
17) 18)
Θάνατος για δύο Ό Περέθ1 λιποθυμάει
Χαμογελάει κάτω άττό τη ^ρυσή μάσκα πού του σκεΙτάζει· τό πρόσωπο. . Ό βασιλιάς τής ζούγκλας ξέρει περίφημα την ύπαρξι του φρούτου αύτου για τό όττοΐο του μιλάει ό νάνος και πού φυτρώνει* όλο σε διάφορε τικά σημεία μέσα στο άδιδιαπεραστο παρθένο δάσος καί μόνο κατά τύχη καί πο λύ σπάνια ,μπορείς νά το πετύχης, όπως καί τον λωτό τής ζούγκλας έξ άλλου πού του άνέφερε... — Λοιπόν, του λέει ανυ πόμονος βάλε μπρος νά φεύ γουμε! Ό Πάντσο δεν φέρνει άντίίρρησι αυτή τή φορά; Θέλει νά ξεχαστοϋν τά λόγια πού ανταλλάχτηκαν με ταξύ τους καί έτσι τόν συμ φέρει νά γίνη ό,τι δήποτε άλ λο έκτος άπό τό νά έξακολου θήσουν την συζήτησι. Πιάνει τούς μοχλούς όδηγήσεως καί χε τρίζόμενος στην έντέλεια σάν μηχανικός πού είναι τά διάφορα κουμπιά του καντράν, κάνει τό Μαύρο Πουλί καί άφίίνει τή γή καί ύψώνεται πάνω άπό τό πρά σινο βασίλειο τής ζούγκλας του ~Ανω Άμαζονίου. Σέ λίγο οί οί κορυφές των δέντρων βρίσκονται δεκάδες μέτρα κάτω άπ’ τά πόδια τους,.. Άπό δω πάνω δέν έχουν παρά νά κυττάξουν κάτω μέ προσοχή καί θά .μπορέσουν νά διακρίνουν τόν Τάΐ Άαβα, όπου κι άν βρίσκεται μέ τόν
αιχμάλωτό του...
Ό ΈΧ Ρέϋ τό &ατάλαβαί~“ νει αυτό καί βάζει τόν Πάν τσο Γίγαντα νά σταματήση τό ελικόπτερο στον άέρα. Ό νάνος —μ* όλο πού δέν καταλαβαίνει τίποτα εκείνος, αφού περίμενε νά πάνε όλοτα χώς γιά την Κάζα ντές "Όμ πρε ς — υπακούει ωστόσο στον αφεντικό του —όπως πιστεύει πώς είναι ό μεταμ φιεσμένος Έλ Ρέϋ. Έκεΐνος σκύβει· γιά νά κυτ τάξη μέσα στην άδιαπέραστη ζούγκλα αλλά τήν ίδια στι γμή συμβαίνει κάτι τρομερό. Ό ψευτο - Ζορρό άφίνει νά τού ξεφύγη μιά τρομερή κραυ γή πόνου... Τά μάτια του γουρλώνουν καί στριφογυρίζουν μ5 απελ πισία στίς κόγχες τους... Ό Πάντσο τόν άκούει, τόν βλέπει κι* ό ίδιος ό καϋ μένος εχει άπαμείνει μαρμαρωμένος σάν τέλειο άγαλμα τής άπορίας άλλά καί τής βλακείας.
Ξαφνικό
τόν άστυνόμο Πεέθ, ένώ ό άναγνώστης πρέπει, νά ξέρη ότι ό τελευταίος αυτός εξα κολουθεί νά γυρίζη μέσα στή ζούγκλα, ψάχνοντας γιά τόν αιώνιο εχθρό του τόν Ζορρό. Καί ξαφνικά, έκεΐ πού πη γαίνει», άκούει ένα πράγματι κό πανδαιμόνιο από λυσσα σμένες φωνές καί παράξενους κρότους/ πού όμως δέν κρατάει καί πάρα πολύ...
'Ωστόσ© ό Π&ρέθ ττού 4-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
ναι ένας άνθρωπος μέ μεγά λες ικανότητες έχει ήδη προσ διορίσει την κατεύθυνσι οστό την οποία άκούστηκαν οί φω νές αυτές. Τρέχουν πραγματικά σαν τσακάλια και εΐναι άπίθανος και άφάνταστος ό τρόπος πού τό καταφέρνει αυτό ό ί διος 6 Περέθ. Δεν άργούν νά φτάσουν σ’ ένα σημείο τής ζούγκλας πού υπάρχει ένα μικρό ξέφωτο. Στην κυριολεξία δεν αργεί νά φτάση μόνο ό ϊδιιος ό Πε ρέθ σ* αυτό, γιατί έχει δώ
σει/ διαταγή νά χωριστούν οί άντρες του καί νά σκορπι στούν κι* οποίος άνακαλύψη πρώτος τό παραμικρό, νά φω νάξη... Ό χοντρο - αστυνόμος λοι πόν, άσχετο άν είναι αρχη γός, ανοίγει τό στόμα του νά φωνάξη «καθώς φτάνει σ' αυ τό τό ξέφωτο αλλά καθώς πέφτουν τά μάτια του στη γη, μένει κόκκαλο. Κάνει μια δεύτερη προσ πάθεια για νά φωνάξη άλλά τά μάτια του γλαρώνουν καί ...πέφτει κάτω λιπόθυμος!...
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ Ά-ττοκλειστικότης: Γεν. Εκδοτικά! Έτη χειρήσεις Ο Ε.
<β
ΠΡΟΣΟΧΗ
ί
*Η Διεύθυνσις του περιοδικού σας όνακοινοΐ δτι από σήμεοον πωλαύνται στο βιβλιοτ-ωλεΐο μας «ΤΟ ΦΘΗ ΝΟ ΒΙΒΛΙΟ» αί κατωτέρω εκδόσεις μας., μέ μειωμένη τιμή:
* 0
* *■»
«Τζόε \(ίΚάλ»
Ντϊκ»
..............
.......................................................
«Δέκα τρία»
....................................
<9
«Κιεοαννός» «Ταρζάν»
*>
«Ταγκό ρ» ............................................... «Μικρός Μπουολοτιέοης» «Μικρός Ιππότης» ................... «Μάτι» .........................................
«■* <<* <>
·?.5 *> Κ &
............................................ ...............................................
«Διαμάντι»...................... «Τό
Γέλιο»
......................
.........................
1
δρχ.
» » » » » » » //» »
»
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
*λ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 3ος — 5Αρ. τεύχους 18 — Δραχ. Γραφεία: Αέκκα 22 (εντός τής στοάς), τηλέψ. 28-<
2
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδ ουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. ΓΊροϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζη-βασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑί ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, * Αθήνα».
1
ι *" ·ί ΣΤΟ
ΕΡΧΟΜΕΝΟ
Κάτι που κανείς και ποτέ δέν διάβασε ακόμα παρόμοιο, Μια μεγάλη εκπληξις για τους ψιλούς του περιπετειώ δους αναγνώσματος. Μια μεγάλη έκπληξις γιά τον ίδιο τον Περέθ!
ΕΡΧΟΜΕΝΟ
Α Πί/ΓΟΡΕγΜΕΝβ Γ/ΝΓβΓΝ οηοι Μβί έ β ρ ο υ Με ορ α ν
ΠΝΗ ΩΥΤΗ Η Σ/ΝΤβΓΗ ΘΑ ΙΗΜ Λ ΝΗ ΤΗΝ ΚβΊΩίΤΡΟψΗ ΤΟ/· ΓβΓβΞίβΙΠ 'β/ΤΟ τιροέδχε
Η ΤΡΡβεΤίβ ΤΗβίΚΜ/ΗΤΙΚΗ ΗΗ· λβΑ/Η ΗΤΩΝ 670/ΜΗ λ/β Η£ ΣΤε/ΩΗ.. ΩΙΪ ΤΟΝ ΧεΝΤΡ/ΘΟ β/βεΡΝΗΤΩΤΟ ΠΩβΝΗΤΗ, ΣΤΗ/ ΗΠΟΜεΜββΡΡΙΜίΝΗ ΓΑ!
^
Μββατβ εεο/β τητε [ Α
Η ΖΟΥΓΚΑΑ ΑΝΑΣΤΑΤΗ
Η ΛΙΠΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΕΘ... ^ ί ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
τής
Αστυνομίας τής Άβ κέντα ντέλ Σολ, σιενιόρ Περέθ, έχειι ττέσεΐΐ! λΗίτπόθυιμος .μιέσια στη ζούγκλαν όπως ήδη γνώριζε ι ό άνοτγνώστης, απλώς καί μό νσν έπεκίδή είδε κάτιι άξαφνου πού του έτηραξένησε τριορακτι κή κατάπληξιν.. (*). Τί όμως είιναιι το κάτι αυ τό; '.*) Δ·6βο:τε τ;,Οχος ;;·έ τίτλο;
άο' υνόμοςο.
τό ττ οο ηγούμενο «'Ο κα’νούογος
Γι,ά νά τό πούμε πρέπει νά ανατρέξουμε -με δυο λόγια στο πρόσφατο παρελθόν, για τί άλλοιιιώς κινδυνεύει ό καθ 'μένρς ό χοντρο - Πειρέθ νά παρεξηγηθή και νά κάνη τον κόσιμ(ο νά πιίστέψη· ττώς έχει άδύνατη κ,οορβκιά καί πώς δεν κάνειιι γϋά άσπυνορι(κός διαικη τής. Αυτό σμως δεν είναι άλήθορο. Ό Πέρεθ είναι πραγματικό σκυλί στη δουλειά του. Ουδέποτε φσβήθηκ £ κακο ποιό καί τάβαλε πάντα μέ έπιπτυιχίια μέ δλοίυς τούς παλ-ιαν θρώπαυς πού παιρουσιάσπηικαν
4 στην περιοχή ταυ, αδιαφορών τας για τη ζωή του, μπροστά στο καθήκον του... "Ομως τις τελευταίες αυ τές ημέρες έχουν γίΐνει τρομε ρά πράγματα, εις βάρος δχι του θάρρους του άίλλά τής νο ημοσύνης του. Πράγματα τά οποία παρά λίγο νά τρείλλάνοιυν τον κατά τά άλλα ίκανώτατο άστυνομιικό. Πράγματα τά όποια του άναποδαγύρΜσανι δλα έκιεΤνια ιτου ττίΐστευε ακράδαντα μέχρι τώρα, άκόμα καί την μεγα λύτερη πεττό-ίθησι της ζωής του, οτ.ιι δηλαδή 6 θρυλικός Ζορρό τής Ζούγκλας καί ό Δον Πάμπλο Ντελόρο, απο τελούν ένα και τό αυτό πρό σωπο! Κι3 άλήθειίοο:^ ^ "Ύστερα άπό τά γεγονότα των τελευταίων αυτών ήμε ρων, ό δυστυχής Περέθ, ανα γκάστηκε — γιά νά μην τρελ λαθή — νά παραδεχτή ότι ό Δον Πάμίπλσ καί ό Ζορρό τής Ζούγκλας, δεν έχουν καμμιά απολύτως σχεσιν ό ένας μέ τον άλλον! Καί θά τον διικαιολογήση απόλυτα για τήν αλλαγή αυ τή των πεπο:θησεών του, ό ποιος έχεΐι παρακολουθήσει τις συνθήκες κάτω άπό τις όποιες ό καϋμένος αστυνόμος αναγκάστηκε νά άλλάξη ιδέες. Γιατί όταν ό Πεοέθ βλέπη τή μαά στιγμή τον δουλικό μα σκοφόρο Τι|μωρό μ* ένα πελώ ριο ϊνδιίάνιίκο βέλος καρφωμέ νο στή μέσηι του στήθους του Καί τήν άλλη στιγμή — υστέ
ΖΟΡΡΟ ρα άπό δυο ή τρείς ώρες μό νο — βλέπει τον Δον Πάμπλο Ντελόρο μέ γυμνό τό στήθος καί χωρίς νά έχη ούτε μια γρατζουνιά εκεί πάνω, πρέ πει νά είναι τό λιγώτερο ηλί θιος γιά νά έπιμένη ακόμα πώς είναι ό ΐδιισς άνθρωπος που κρύβεται κάτω άπό τούς δυο αυτούς τίτλους... ΗΞτσι λοιπόν ό άτυχή ς Πε ρέθ, ύστερα άπό ολόκληρα χρόνια κατά τά όποια δέν άμφέβαλε καθόλου από μέσα του πώς γνώριζε πολύ καλά τήν ταυτότητοο του Ζρρρό τής Ζούγκλας, έφτασε στο σημείο νά ορκίζεται καί νά στσιχηματίζιείι τό κεφάλι του, δτι ό Δον Πάμπλο Ντελόρο δέν εί ναι ό περ ιβόητος οουτός μασκο φόρος Τιίμωρός! Καί μόλις άποκίρυστάλλωσε αυτή τήν καινούργια γνώ μη, πού ώστόσο ήταν τό ’ίδιιο άκράδαντη καί ακλόνητη δαο καί ή άλλη, ή παλιά, πέφτει μέ τά μούτρα μές στο παρ θένος δάσος πάνω στον Ζορ ρό τής Ζούγκλας καί διαπι στώνει μέ τά ΐδιία του τά μά τια δτιι... ποάγματι αυτός εί ναι 6 Δον Πάμπλο Ντελόρο! Νά, λοιπόν, πού φτάσαμε χωρίς νά τό καταλάβουμε στο σημείο καί στά αϊτιια τής λι ποθυμίας του χοντρο - Πε,ρέθ. Γιιοττί πραγματικά ό δυστυ χος άστυνομιικός Διοικητής τής 'Αθιέντα ντέλ Σόλ, μόλις βγαίνει στο μικρό ξεΦω!το ά πό τά πυκνά δέντρα τής ζούγ κλας, βλέπει τόν μασκοΦόρο Τιμωρό δεμέναν πάνω σ* έναν πάσαίλο καρφωμένο στή γή!
Καί ό Ζρρίρό τής Ζούγκλας 61η/ φοράει αυτή τή φορά τή χρυσή του μάσκα στο πρό σωπο, τό οπαίο έτσι μένει α κάλυπτο και δεν τον δυσκο λεύει/ καθόλου νά τό άναγνωρίάη πώς είναι του ευγενικού άρχοντα και «μεγαλακτημστίσ τής Άθιέντσ ντέλ ^ Σολ, τού Δον Πάμπλο Ντελόρο! Και ή χρυσή μάσκα των ι ερέων 'Ίνκας με την οποίαν συνήθως σκεπάζει τή μορφή του ό μασκοφόρος Εκδικη τής, βρίσκεται εκεί δίπλα, λίγα μέτρα πιο πήρα, ^πεταγμένη στή γη, Λάπό την ξέ φρενη, ίμιαν ία τού Τάϊ 5Αόβσ, πού δπως είναι γνωστό την άπόσπασε βίαια από τό προ σωπτο τού Ζσρρό... Και τό από δέρμα τζάγκαυ α)Ρ ,μαγιό πού φοράει ό δεμέ νος στον πάσαλο άνθρωπος, είναι χωρίς αμφιβολία αυτό του Ζορρό, πού επίσης τό γνω ρίζειι θαυμάσια ό ΓΊερέθ. Καί ή πέτσινη θήκη τής ζώνης του μέσα στην οποία συνήθως υπάρχει τό τρομερό του μαχαίρι), είναι κι5 αυτή ή ίδια λαβή πού ό άτυχος αστυ νόμος τόσες καί τόσες φορές έχεο δη και τη γνωρίζε* πια πολύ καλά!... Κορμιά αμφιβολία επομέ νως ατίι ό Ζορρό και ό Δον Πάμπλο είναι ένα και τό αυτό πρόσωπο!... 3Αλλά είναι ό,μως δυνατόν νά συμβαίΐνη στ5 αλήθεια καί νά είναι πραγματικότητα, αυ τό πού ό ιΠερέθ τούτη τή στι γμή τό βλέπει μέ τά ίδια του τά μάτια;
Ό ϊδιρς μπορεί νά όρκοστή ότι δχιΐ! Μπορεί νά πάη και τό κεφά λι» ταυ στοίχημα γι’ αυτό! Γ ιατί ϊδιρς έχει διαπι στώσει πάλι μέ τά ίδια του τά «μάτια πριν από λίγες ώ ρες ότι .,δέν υπάρχει ^ καμμιιιά περίπτωσι για νά είναι, τό ίδιο πρόσωπο 6 Ζορρό κι* ό’ Δον Πάμπλο! Καί καταλαβαίνει λοιπόν τήν τρέλλα σάν ένα παγωμέ νο χέρι νά τού ανασκαλευη τό μυαλό! Και τά μάτιια του στριφο γυρίζουν μέσα στίς κόγχες τους από τόν τρόμο καί τή φρίκη... Και σαλεύει τά χείλια του γιά νά πή μιΐά λέξ,ιι αλλά δεν μπορεί, γι,ατί ό λαιμός του έ χει κλείσει από έναν μεγάλο κόμπο... Καί χλωμιάζει σάν πεθα μένος γιατί πιστεύει ότι στ1 αλήθεια έχει» τρελλαθή καί βλέπει πράγματα άλλα άντ’ άλλων από τή μιά στιγμή στην άλλη, πού δεν υπάρχει καμριά πκθαινότης νά συμβαί νουν καί νά υπάρχουν στην πραγματ ιικότητα... Καί ό άνθρωπος εκείνος πού στέκει απέναντι του, δε μένος πάνω σπαν πάσαλο τοΰ μαρτυρίου του καί πού είναι ό Ζορρό τής Ζούγκλας, βρί σκεται σέ θλιβερή όληθινά κοτάστασι... Μένει εντελώς ακίνητος μέ τό κεφάλι πεσμένο στο πλάι καί μ’ ένα χρώμα κέρινο, σάν νά είναι νεκρός... Τό σώμα του είναι
μώλωπες και γεμάτο αΤιμάτα, από τά βασανιστήρια πού του έκανε ό άπαίάιος Τάϊ Άόβα καίι αητό της θυό τρομερές πληγές ττού δέχτηκε την ίδια μέ ρα — την τηρώτη από τό ιν διάνικο βέλος και τη δεύτερη άτηδ τη σφ,αΐρα αυτιού του σα τανικού ληρττου... Και ό Περέθ πού ξαναβλέ πει στο ίδιο εκείνο στηβος την ίδια πληγή πού δεν μπόρεσε νά δη την προηγουμένη· μέρα πάλι, στο ϊδιίΐο στήθος επάνω! σιγοΜρεύεταηι δτι> έχει τρελλα θή οπωσδήποτε καί... πέφτει κάτω λιπόθυμος, χωρίς να μπόρεση νά κάνη αύτ’ ένα βή μα περισσότερο προς τό^ μέ ρος τού αίωνίου αντιπάλου
του καί χωρίς νά μπόρεση νά βγάλη ούτε «κιχ» απτό τά στόμα ταυ γιά νά ειδοποίηση τοιυλάχισπον τούς άνδρες του νά τρέξσυν προς το μέρος του γιά νά τον βοηθήσουν... Αλλά φυσικά ή λιποθυμία του δεν κρατάεΐι ώρες... Είναι- περισσότερο μιά σκο' ταδίΐνη πού έχείιι κάνει τά μά τια ταυ νά θολώσουν καί νά μή μπορή νά διακρίΐνη τί γί νεται/ γύρω του... Δεν βρίσκεται, εντελώς στην άνυπαρξίά παρά έχει* συνε χώς την αϊσθηισ ι δτι κολυμ πάει! μέσα σέ^ μιιά απέραντη λίμνη μέ μαύρα, νερά καί προσπαθεί τού κάκου νά βρή από κάπου γιά νά ττιαστή...
Ζϋλλάβετε αμτον έκεϊ πέρα και στα γρήγορα
— Τί τ γγ 'ρίζεις £τσ . καλέ;
Τέλος καί ενώ... ετοιμάζε ται» νά συνέΐλθη καί μόνος του, τον· βριάκουιν καί οι άνορες του ττιού φτάνουν1 σ’ εκείνο το μέρος... * Ακου γανταιι τ<ρ αραγμένε ς φωνές. Κανείς βέβαια δεν μπορεί νά βάλη μέ τον νιου του άτι5 ολους τους, ότι ό φοβερός καί τρομερός αυτός άνθρωπος πού είναι ό σιενιόρ Περεθ ό διοικητής τους, είναι δυνατόν ποτέ νά έχη... λιποίθυμί σει! Όλο*> πιστεύουν μέ την πρώτη ,ματιά δτι ό χοντρο άστυνιάμρς έχειΐ! δολοφανηθή καί βιρίσικιεταιΐι τώρα νεκρός, έκεΐ μπροστά ατά μάτια τους. Όρμουν επάνω του γεμά-
Σέ βάρεσε... φνλλοςήρ·α;
τοί' αγωνία αλλά ησυχάζουν αμέσως καθώς τον βλέπουν νά σαλευη... Ησυχάζουν αμέσως γιά τη ζωή του αλλά καί πάλι είναι εντελώς βέβαιοι ότι» θάναι τραμματιΐσ μένος βαρετά γιά νά είναιι πεσμένος τέζα κάτω. Καί σκύβουν λοιπόν όλοι δοτό πάνω του καί μέ χέρια πού τρέμουν από ανυπομονη σία καί μέ μάτια πού γυαλί ζουν από την αγωνία καί την ανησυχία, ψάχνουν γιά νά βρουν... την πληγή! Εννοείται ότι δεν βρίσκουν τίποτα καί αυτό τούς κάνει τρελλούς από την απορία. ^ "Ωσπου κι5 ό Περεθ άπό τά πολλά χέρια που τάν... πα
I σπστευαυν και τον αναποδο γυρίζουν, ξυπνάει: εντελώς κοοϊΐ πετιέται επάνω ουρλιάζοντας« άγιριια και^ μέ πρησμένες τις ■■ φλέβες του λαιμού του από τη δύναμη» πού έχει β όαλιεΐ' στη φωνή του: — Τίπκάνετε, μωρέ βλά κες; "Αφήστε εμένα στην ησυ χία μου και συλλάβετε αυτόν εκεί πέρα και στα γρήγορα! Και από πεθαμένος είναι- ίκ;α νος νά σηκωθή καί νά έξατμισθή στον αέρα καί νά τον χά σουμε! Οί καϋρέναι οί αστυφύλα κες τον κυττάζουν καί γίνον ται ακόμα πιό άσπρα τά πρό σωπά τους. Τώρα καταλαβαίνουν τί έ χει ό προϊστάμενός τους. — Τρελλάθηικε!, ψιθυρίζει ό ένας σ,τ3 αυτί τού άλλουνσύ. — Τον χτύπησε ό ήλιος καί τούκανε χαλ άστρα στο μυαλό!, ψιθυρίζει ό άλλος μέ ειλικρινή λύπη. Ό Περέθ μανιάζει. — Τί κάθεστε, βρε μουλά ρια; γαυγίζει λυσσασμένα. Δεν σάς είπα νά πάτε καί νά τον αρπάξετε κιΓ από χέ ρια κι»* άπό πόδια γιά νά μή μάς ξεφύγη ; — Μά... Μά... Ποιόν, σενιόρ Περέθ; — Ποτόν; κράζει σαν νυ χτοπούλι ό χαντρο - αστυνό μος μέ άφρούς λύσσας στο στόμα του. Τί ποιόν, κοθώνια; Θέλει καί ρώτημα ποιόν; Αυτόν εκεί πέρα! Καί λέγοντας αυτά, δεί χνει μέ τό τεντωμένο χέρι του
Ιναν ξύλινο πάσσλο πού στέ
κει μπηγμένος στη γή, πέν~ 5 τε μέτρα μακρύτερά τους! | Οί αστυφύλακες γυρίζουν καί κυττάζουν τον πάσαλρ μέ φρίκη καί υστέρα κυττάζανται καί μεταξύ τους μέ φρίκη καί μέ νόημα. — Τρελλάρα σύννεφο!, ψελλίζει κάποιος άπό όλους άθελά του. ^Αλλά ό Περέθ δεν τον άκούειι... Δεν τον ακούει γιατί κι" αυτός κιύττάζει τώρα τόν πάσάλο, πού έχει δείξει στους άντρες του. Καί βλέπει ότι είναι ένας σκέτος πάσαλος καί τίΚτοτ5 άλλο!^ Καιί ότι ό φοβερός καί τρο μερός Ζορρό τής Ζούγκλας δεν βρίσκεται πιιά δεμένος ε κεί πάνω! Καί ή χρυσή μάσκα των ι ερέων "Ί νκας, δέν υπάρχει πιά ούτε αυτή πεταμένη έκεΐ δί πλα άπό τόν πάσαλο στο έ δαφος ! ^ Καί φαίνεται λοιπόν πώς είχε ονειρευτή ^μόλις προηγαυ μένως, πού είδε τόν Ζορρό δεμένρν πάνω στον πάσαλο καί πού είδε επίσης ότι ό Ζρρ ρό αυτός, ήταν ό Δον Πάμπλο Ντελόρο! Καί ή σκέψης αυτή τόύ ξα ναφέρνει στο μυαλό του την ι δέα τής τρέλλ&ς... Καί οί κόρες τών ματιών του αναποδογυρίζουν άπελπι ~τικά καί πέφτουν από την πίσω μεριά καί τά δυο μάτια του μένουν γιά μηά στιγμή
όλάνοιχτα κιΐί όλόααττρα, σαν
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ δυο τρυπίτσες γεμάτες μέ γάλα! Κί Γ Οοητείροο κλείνουν τά βλέ φαρα και παίρνει τούμητα κι* ό Περέθ καί... ξαναπέφτει λι πόθυμος > σάν νά πρόκειται για τό... δεύτερο ήριχρόνισ! Καί οι φουκαράδες άστυφύ λάκες πού τον κυκλώνουν και ιτου έχουν ιδρώσει ρ* δλ* αυτά τά πράγματα, τον παίρνουν κάπως Ανακουφισμένοι στά χέρια τους — γιατί έξακσλσυ Βουν πάντοτε νά τον φοβώνται έστω και τρελλό— καί Α ποφασίζουν νά πάρουν τον δράμα του γυίριίσμου γιά τδ ΈΑ ΧάκΑο που είναι ό άστυνρμικάς τους σταθμός... Έτσιι καί γίνεται... Η ΤΙΜΩΡΙΑ
ο
ΜΩΣ άν ηρώμε κάθε Φορά τόση ώρα μέ τον Πεοέθ, δεν θά μάς μειίνη στο τέλος καθόλου ικαιίρός νά μιλήσωμε καί γιά τους άλλους της ίστο ρίας μας. Καί δέν πρέπει νά ξεχνάμε πώς είχαμε αφήσει1 τον Τάΐ 9Αάβα τη στιγμή που ύψωναν τας τδ πυρακτωμένο σίδερό ταυ πάνω άπό τδν δεμένο στόν πάσαλο Ζορρδ της Ζούγκλας, εΐχε Αποφασίσει νά τδν θανα τώση έκείίνη Ακριβώς τη στι γμή... Γιά νά Βουμε δμως πώς δέν έγινε αυτό τελικά, πρέπει νά παρακαλαιθήισωμε δυο άλλους άπδ τους πρωταγωνιστές της περιπέτειας ιμ'ας, ώστε νά μην μπλέξουν τά γεγονότα καί
9
Λόγω τυπογραφικής Αβλεψίας, είς τδ προηγούμενον τεύχος του έξωφύλλου του ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ έτέθη ό-, τίτλος «Ο ΚΑΙ ΝΟΥΡΓΙΟΣ ΑΣΤΥΝΟ ΜΟΣ» άντί του όρθου «Ο ΠΕΡΕΘ ΛΙΠΟΘΥ ΜΑΕΙ».
ψάχνουμε υστέρα γιά την ά κρη. 01 δυδ αυτοί ηρωες γιά τους όποιους γίνεται κουβέν τα, εΤναΐι ό Πάντσο Γίγαντας — ό Ανεκδιήγητος Πάντσο Γίγαντας, άοχιμηχανιικδς του Ζορρδ της Ζούγκλας ■— καί ό γιγαντόσωμος δίδυμος άδερ φας αύτοϋ του τελευταίου, ό θρυλικός ΈΑ Ρέϋ. Καί φυσιικά πρέπει νά τους παρακολουθήσουμε άπδ τδ στη μειο που τους είχαμε Αφήσει. Καί τους είχαρε αφήσει ψη λά στδν αέρα, μέσα στο έκπληκτικό έλιικόπτερο του Ζρρ ρό, τδ Μαύρο Πουλί/ τή στι γμή που δ ΈΑ Ρέϋ, ντυμένος μέ την Αμφίεσιν τοϋ πρα γματικού Ζρρρό καί μέ τή χρυσή μάσκα των ιερέων “Ί νκας στο πρόσωπο, είχε Αφήσειι μιιά τρομερή κίραυγή πό νου εντελώς ξαφνιΐκά καί χω ρίς Φανειοό λόγο καί Αφορμή. ~Αν όμως ή άφοομή τής φοβερής κραυγής δέν φαιίνε-
10
ΖΟΡΡΟ
ται να ύπάρχη, στην πραγμα τιικότητα έχει) την αιτία της. ΕΤναι ή ώιροο αυτή που ό άπσί'ισιίος Ταί ’Αόβα έχειΐ/ οορχίΐσειι νά βασανίζη τον δίδυ;μΐο αδερφό του, που τον κ.ρστάειι αιχμάλωτο κ(αιΐ δεμένο πάνω στον ξύλινο πάσαλο... Είναι1 ή στιγμή που ό αιμιαβόρός κακούργος, τρελλός αητό τη λύσσα του, έχει- μπή ξει) το ιμίαχαίιρίι του στο μπτιρά τσο του Ζαρίρό... Ό Πάντισο γίγαντας παρά λίγο νά λιπιοθυμήση ό καϋμένος μ3 έκειίνη την αγριοφω νάρα που έβγαλε ό... έπιβάτης του, νοιώθοντας εντελώς ξαφνικά καί απροετοίμαστα τον Τδιο ακριβώς πόνο στο
μπράτσο, σαν νά του εΤχο^ν μπήξει κπι3 αύτουνοΰ ένα· μα χαίρι) έκεΐ πάρα. Καί καταλαβαίνειι ό καθέ νας τί μπορεί νά συιμιβή άν λι[ποθυμήση μια τέτοια ώρα ό θίρυλπίκός Πάντσο Γίγαντας: Τό έλ ιικότπτερρ ακυβέρνητο ξαφνικά θά πέση, καί θά τσα κιστή στη γη, ό Πάντσο καί ό Έλ Ρέϋ φυσιΐκά θά σκοτω θούν καί την Τδια στιγμή θά πεθάνη καί ό Ζορρο τής Ζούγ κλας πάνω στον πάσαλο του μαρτυρίου του! 5Αλλά ό απίθανος αρχιμη χανικός αυΤου τού τελευ ταίου βέν λιποθυμάει ευτυ χώς Δεν λιποθυμάεΐι έπειδή προ
Τούς συντρίβει τσ κεφάλια...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
λαβοίΐνει νά δη δτι ό ψειυτο Ζαρ-ρο απέναντι ταυ βρίσκε τιαιιι όλρμόναχος και κρατάει τό μπράτσο του με μια συσττα σκ τρομερού πέ /ου πάνω στο πρόσωπα του. — Τί τσιρίζεις έτσι, καλέ; του κάνει* κρατώντας κβ αυ τός την καρδιά του ττου πα ραλίγο νά σταματήση για μ.:ά στιγμή. Μύγα σέ τσίμπησε; 'Ή μή μπας και δοκιμάζεις τη φωνή σου για νά βγής στην όπερα; Άλλα σ’ αυτή τήν περίπτωση νά ειδοποιός τον κόσμο, τρομάρα μου! Δεν σοΰ φταίμε εμείς τίποτα! Θάρρεψα πώς σέ βάρεσε ήλίασι ή... φυλλοξήρα!
11
Μά ώσπου νά πή δλ’ αυ τά ό εξωφρενικός νάνος, έρ χεται! ή στιγμή πού ό απαί σιος Τάϊ Άόβα έχιειι χυθή πά νω στον αιχμάλωτό του καί μπήγε π τά λυσσασμένα του δόντια μέσα στο στήθος του. Ό ’Ελ Ρέϋ αφήνει μΐιά δ ευ τερη κραυγή πόνου άλλα αυτή τή φορά πιο συγκροτημένη άπό τήν πρώτη. Ό λευκός γίγαντας τών παρθένων δασών έχει καταλά βει! καί έχει- κιβ εκείνος προεττοιιμιαστή τώρα για τό δεύ τερα χτύπημά... Έχιειι καταλάβει δτι> ό φρυ κτός ληστής έχει* άρχίάει τά βασανιστήρια τού δίδυμου ά-
·τ«ι·: μέ ξεχάση πώς εΐ,μαι καί φί ζέρευ ότι στά χτυπήματα λος του καί νά ,μέ δαγκώση πρώτον! Τό προσγειώνω στή έκεΐνα πού αγγίζουν το αΐμα στιγμή! του Ζορ'ρό, θά ναιώση κι* αυ Καί όπως ό φόβος είναι τό τός όλους τους πόνους, άκιρν πιό μεγάλο συναίσθημα πού βώς όπως εκείνος — και ο ,μπορεί νά κυρυαρχήση στην λόγος πού δέιν ένοιωσε τό πρώ καρδίΐά του Πάντσο Γίγαντα, το φοβερό χαστούκι που έδωδεν χασομεράεΐι καθόλου να σε ό Τάϊ 5Αόβα οπόν αδερφό θέση σέ εφαρμογή έκεΐνο πού τρυ/ ήταν πώς δεν άγγιζε το αίμα του έκεΐνο τό χτύπημα... εΐπε.^ Μάλιστα στέκεται καί τυ Ό Έλ^ Ρέϋ γίνεται κατά χερός: χλομος σαν νεκρός από τώρα, Κάτω απ’ τά πόδια τους κάτω άπό τη χρυσή μάσκα άίακιρίνευ ένα μικρό ξέφωτο του Ζορρό τής Ζούγκλας. καί αφήνει/ τό Μαύρο Πουλί —- Δεν θά προλάβω!, ψελ νά κατρακυλήση μέ φάρα λίζει) και κρύος ιδρώτας άναπρός τά έκεΐ. βλύζευ άπό τό μέτωπό του. "Ολα τελείωσαν! Δεν θά προ Τό υπέροχο σκάφος κάνει λάβω!... μΐιά καταπληκτική βουτιά ’Αλλά την ώρα πού ψιθυρί στον αέρα, κάτω οστό τά επι ζει αυτά τά λόγια, ό Πάντσο δέξια χέρια τρύ αρχιμηχανι Γίγαντας έχει> άρχισες νά τρέκού του Ζορρό. ιμη όλόκληρος απτό τον φόβο Ό Έλ Ρέϋ κάνει νά ριχτή του. πρός τά μέρος του για νά τον Του περνάει1 ή ιδέα δτι ό έμποδίση... >μεγάλος του ο Ζορρό έχει... Δεν έχει μκοπό νά παραιιτη λυσσάξει* και δτι όπου νάνοι θή άπό τις προσπάθειές του θά ριχτής νά^τόν δαγκώση! ώς την τελευτά ία στιγμή καί ιΠιά νά λέμε την αλήθευα παρ’ όλους τούς ξαφνικούς δεν έχει καί άδικο νά κάνη πόνους πού ένριωσε καί πού τέτοια σκέψη δταν βλέπη ζπήγαν νά τον τρελλάναυν, ναν άνθρωπο στα καλά καθού ούτε δευτερόλεπτο δεν έπαψε μιενα νά χοροπηδάη , και νά νά έχη καρφωμένα τά μάτια ούρλιάζη καί νά παίρνη τέτου στον φλοιό τής γής, μή τοιΡο έκφρασι μανίας τό πρό πως άνακαλύψη κανένα ίχνος σωπό του. ' του άπαίΐσιιου Τάϊ Άόβα καί —· Ούτε τό νύχι του ο του αδερφού του... "Έτσι, την ύστατη στιγμή, σπρίου κόρακα πού έχω για φυλαχτό δεν θά με σώση αυ σταματάει την προσπάθεια τή τη φορά!, τσιρίζει» ό καϋπού πήγε νά κάνη γιά νά έμμένος μέ άπόγνωσι. Λύσσαξε^^ ποδίση τον Πάντσο Γίγαντα. στή... διαπασών! Κι" δπωςί ^ ^ Καί την σταματάει άκρι-έχειι φάει κι* έκεΐνον τον λωτό^ ^ βώς γιατί βλέπει^ στή μέση έκείνου τού μικρού ξέφωταυ τής... Αφηρημάδας, μπορεί νά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πού είδε κ·Γ 6 νάνος, τον ΤσΤ Άόβα, νά υψώνη το πυρακτω ,μένιο σίδερο πάνω απτό τδ κε φάλι* του δεμένου εμπρός του Ζοοιρό της Ζούγκλας, δηλαδή του δίδυμου αδελφού του... Φρυκτός θάνατος τους α πειλεί ταυτόχρονα καί τους δυο τους, μέσα σε ελάχιστες στιγμές... Ό 9Ελ Ρέϋ καταλαβαίνει άτι δεν μτπρρεΐ νά λ,ογαριάση ούτε «οιΜ&ΰνιοιυς ούτε τίίττοτε άλλο... 'Όπως το Μαύρο Πουλί κστεβαίΜειι μέ τοσυερή ταχύ τητα τπρος τη φλούδα τής γης άπτό τον ουρανό, ανοίγει την έδωτεο-ιική τπόιρτια του υπεο Ο χου έλιΙκόπτερου καί πηδάει στο κενό/ σημαδεύοντας να πέση έπάνω σίτον απαίσιο ληστή που ττάιειι νά σκοτώση τον αδελφό του. Ό Πάντσα Γίγαντας τσιρί ζει του κακού, μιέ γουρλωμένες τις ματάρες του: — Μην κατεβαίνετε στίς στάσεις, όταν1 το σχήμα βρί σκεται άκόιιια έν... κινήσει *... *Έΐ! Ζορίρέ!... Πάει! Ζωή σέ λόνου μου! Καί κάνει! τον σταυρό του ,μέ κατσνυξιι. Ωστόσο ό υττοτ ιβέμενος Ζοσοό δεν... πάει, δττως είπε ό Πάντσο. Τς Μαυοο Πουλί έχει φτά σει οπέ ττολυ χαμηλό ύφος, τό σο, πού ό άοχιιμη,χανικός του μόλις προλαβαίνη νά ττατήση Φρένο μετά τον σταυοό ττού εκανε, για νά μην το διάλυση κάτω στή γη.
Ό ^δλ ΡΙϋ λοιπήν ττέφτεί1
ιμ’ δλο του το βάρος ττάνω στον φοβερό ληστή Τάΐ Άόβα, τήν ώρα ττου αυτός ό τε λευταίος τίναζε μπροστά τό πυρακτωμένο σίδερό του, για νά τό κααφώση άνάιμεσα στά μάτια του αιχμαλώτου. Τό σίδερο του θανάτου κυ λάει* οπτό τά χέρια του και ό Τάΐ ’Αόβα άφήνει μ>ιά τρομα κτική στριγγλιά έκπληξεως και τρόμου, ττού θυμίζει πε ρισσότερο νυφίτσα παρά άν θρωπο. Ό κακούργος δεν είχε α κούσε ι> το ιταραυικρό, άφσυ δττως εΐναιι γνωστό τό Μαύρο Πουλί δεν κάνει ούτε τον έΑαγΧχτο ήχο δταν πετάη... Τό Τδιο καί οί τέσσερις Ιν διάνοι συμιμοοίίτες του, πού παρακολουθούν τά βασανιστή ρισ του Ζορρό τής Ζούγκλας. Ό άργιληΐστής κουτρουβα λάει μ.ισοζαλιισυένος στή γη κάτω άπό τό βάρος των χε ριών του Έλ Ρέϋ άλλα τό ύ ψος καί ή βιασύνη του πηδή ματος του γιγαντόσωμου βα σιλιά της ζούγκλας είναι τέ τοια, πού ούτε σ’ αυτόν έπκτρέπουν σταθερότητα καί ί σο ροοπία. Κατοακϋλάεΐ) κ?Γ ό Τδιος στή γή, μερικά μέτρα υακρύτερα άπό τον Τάΐ Άόβα, ό όποιος βλέποντας άβσΦνσ 8,νιαν ...δεύτερο Ότττοιοάλλαχτο Ζορρό απέναντι του, άφήνεί μ:ά κσ'νούίογΜα κο^αυγή φρί κης καί τρόμου καί χωρίς νά σ^εφθή οτ'. είναι δυνατά/ νά Φεοη χσμίυ'νά άντίστασι σ* σύτό τό... όπερφυσικό ΤΟν, δίνει μια, πετϋέται όρθιος ϋΐ?
ΖΟΡΡΟ άρχιζε ι να τρέχη προς τη με ριά τής ζούγκλας, γαύγιζαν τας σαν λυσσασμένο σκυλί. Τρελλός από τον θυμό ταυ ό "Ελ Ρέϋ και χωρίς να εχη 6η τούς άλλους τέσσερις Ιν διάνους συμμορίτες πού βρί σκόνται πιο πίσω, ρίχνεται μ * αυτός σέ καταδίωξι του κακούργου. "Οσο για τούς τέσσερις .ίνδιάνους πού πσρακολούθη ο αν με την τρομερότερη εκπληξι της ζωής τους τή σκη νή, όρμουν κι’ εκείνοι με τή σειρά τους ύστερα, πίσω α πό τούς πρώτους δύο, για να υπερασπίσουν τον αρχηγό τους... "Οσο κΓ άν τούς εχη φα
"Αλλος
ένας
νεί άπίθανη ικαι τρομερή ή έπιέμβασις του γίγαντα εκεί νου πού έπεσε από τον ούρα νό, ωστόσο δεν διέφυγε τής προσοχής τους πώς ήταν έ νας 'Κ,α’ί μόνον και επομένως τέσσερις αυτοί1, μαζί με.'τόν Τάϊ ’Λόβα-, πέντε, δεν θά δυ σικολεύονταιν- καθόλου να τον καταβάλλουν!... 5 Αλλα εκτός από αυτούς, τον Άόβα καί τον ψευτο πραγματικός Ζορρ,ο της Ζου γκλας ικιαι ό ανεκδιήγητος Πάντσο Γίγαντας καί πρέπει νά δούμε τι κάνουν ικ-Γ αυτοί πριν πάρουμε από πίσω τούς τρωτούς πού κυνηγιώντα; μέ σα στο παρθένο δάσος.
αηδιαστικός
κρότος άκοόγεται..,
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Ό κοικοΰργος δέν είχε
Ό αιχμάλωτος Ζοριρό, ο δε'μένος στον στυλό των βα σανιστηρίων, χωιοίς νά ιμι.τορή νά κάνη ούτε την τταοχμι :<·ρή κα-νηισ :·■, προσπαθεί ,μά ό λες του τις δυνάμεις νά μην λ ιιττοθυμήση και νά κράτηση τις αισθήσεις του. Καταβάλλε.· <μ·..ά πραιγματΐ);<ά 1 υπεράνθρωπη προσπά θεια γιά νά πό καπωρθώση αυτό. Όποιοσδήποτε άλλος σ1τη θέσΐι του, οχι ]μόνον αυτό δέ θά μπορούσε νά καταφέρη αλλά άσφαλώς άπό ώιρα θά είχε πα,ραδώσειι και το πνεύ μα «μετά οπτό τόσα; τραμ άχτι κά βασαν:ιστή-ρ;α, και από τό σες φοβερές πληγές που του
15
ακούσει
τό
παραμικρό...
έχουν πάρει· σχεδόν άλο τό αίμα μάσα από τό ταλα.πω μη;μόνο κιορμί του... Εκείνος, αρως, σαν άληθ Γνός ημίθεος, στέκεται ιμέ τό κεφάλι- υψωμένο, ενώ όλα άρ •χίζουν νά γίνωνται 8'αλά γύ ρω ταυ Χαΐ τά μάτ!·α του βα σΑεύοον... Κάθε στιγμή νοιώθει σά νά βυθίζεται1 ,μιέισα σ’ ένα ο λόμαυρο. σύννεφο — τό σύν νεφο τής άινυιπαιριξ ί ας... Καί την ύστατη ώρα, σφίγ γειι τά δόντια που /μέ πείσμα καί ολα ξαναγίνονται όλόγυ ,ρα καθαρά καί βλέπει τό πα αθένο δάσος που τόν κύκλω νε;-· από παντού, ώσπου νά ξαναρχίση εκείνη ή τρομειρή
ΖΟΡΡΟ
16 ζάλη πού απειλεί <νά τον κά νη νά χάση τις αισθήσεις του. "Άν ό Ζορρό τής Ζούγκλας έπι|μένειι τόσο πολύ ινά ιμήν λιποθυμίση, είναι» γιατί, ψο·βά ταιι· πώς ,μίπορεΐ αυτό νά άποβή ιμοιιραΐο για τον δίδυΐμο αδελφό του, πού αγωνί ζεται! αυτή τή στιγμή για νά σώση αυτόν απτό τον θά νατο... Ξέοει πολύ καλά τι τρομε ρός δεσμός τούς (σύνδεεΐι αυ τούς τούς δύο.... -έρειί' πώς άν αυτός χάση τις αισθήσεις του, δεν απο κλείεται» γιά 'ΐιερικά δεύτερο λεπτά νά χάση ικα>ί ό Έλ Ρέϋ τον ,κόάιμιο από τά μά τια του... ^^ο’.ικές στιγμές πού ασ φαλώς θά άποβούν «μοιραίες γι’ αυτόν/ ;μιιίά τέτοια ικρίσιμη ώρα πού δίνει πάλη θα νάτου ·μέ τούς ιάπαίσιους κα ίκιοποιιούς του Τάϊ Άόβ,σ και μέ τό-ν ΐΐδ ιο δ* ια βολικό αυτόν κακούργο... Είναι: αφάνταστο πόσο πεϊ συνσ χρειάζεται1 γιά νά -άπο ρή νά κρατιέται- σέ διαύγεια πνεύματος ό Ζορρό τής Ζού γκλας... Καί είναι απίστευτο το πόσο υποφέρει και τι κολα σμένους πόνους πού νοιώθει σ’ ολόκληρο τό λκορμί του γιά νά τό κατοοθώση... Μά νά μην ξεχνάτε πώς είπαμε δτι εκτός «από αύ^όν υπάρχει άκόμα και ό... Πάντσο Γίγαντας, πού δσο καί άν είναι: ανεκδιήγητος και Φο
ναι ένας ότπό τούς «ήρωες» τής ιστορίας μας. Και ό ιΠάντσο Γίγαντας βρίσκεται καί αυτός σέ άλη θιινά τραγική κατάστασι-, δπως και ό Ζοιρρό και ό Έλ Ρέϋ ικαι άν λάβη μάλιστα κοάζεις ύπ’ δψ-ιν του και το . .θάρρος τού νάνου, μπορεί νά ίσχυριστή σοβαρά πώς εί ναι σέ τραγικώτερη θέση μ’ δλο πού δέν τον απειλεί κα νείς ουσιαστικός κίνδυνος! Μά, τί έχε γ. πάθει ό κακο μοίρης ό Πάντσο Γίγαντας * 9Από τή στιγμή πού ττηδηξε πάνω από τό έλικόπτερο ό Έλ Ρέϋ, μέ την άμφ-ί*εισίι τού Ζορρό/ έπαψε νά θέ~ λη πλέον νά τό προσγειώση. Έδωσε μιά στο πηδάλιο σνυψώσεως καί τό σκάφος τι νάχτηικε πάλι ψηλά καί σκα ρφάλωσε ώς δτά μίαγείας πά νω στις υψηλότερες κορυφές τών αιωνόβιων δένδ-οων 9Από κεί πάνω ό νάνος βλέ πει κάτω ιάπό τά πόδια του -καί... τον πιάνει φρίκη ! Γιατί βλέπει τον άνθρω πο πού πιστεύει ακράδαντα δτιι είναι ό Ζοιρρό τής Ζούγ κλας, νά ρίχνεται σαν μανι ασμένος πάνω σ’ έναν άλλον άνθρωπο, σά νά θέλη νά τον φάηι ζωντανό ! ΚαμΙμ-ιά αμφιβολία πλέον δτι/ ό Ζορρό ό κακομοίρης έ χει1 στ9 αλήθεια λυσσάξει! 9 Αλλά άν ήταν νά φάη τον άλλον καί νά τού περάση,, πήγαινε καλά! Νά, όμως, πού τέσσερις άλλαιι άνθρωποι ρίχνονται πί
βητσιάρης, δεν παύει νά εί-
σω ταυ καί τον κυνηγάνε ,μέ~
' ι
ί
> *
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ σα -στη ζούγκλα. Για ταν νάνο ή έξήγησις εί ναι όστλούστατη και τά πρά γματα έξ άλλου «είναι ολοκα θαρα ικαΐ δέν μπορεί κανείς όσο ικι’ άν είναι χαζός, να κάνη λάθος: Οΐ τέσσερις αυτοί είναι φί λοιι τού πρώτου και βλέπον τας τον κίνδυνο πού διατρέ χει ή παρέα τιομς, όρμούν πί σω από τον... Ζορρό τής Ζού γκλας για νά γλυτώσουν τον σύντροφό τους και νά ξεκά νουν ,τον... λυσσασμένο μασκιοφάρο Τ ΐιμοαρ,ό! Ό Πάντσο όμως έτσι θά τούς ,άφήση αυτούς ; Και τι νά κάνη γ:ά νά τούς εμπαδίιση; Την καλή διιάθεσίι την έχει και γΓ αυτό ,π'αρσκαλείταμ ό ιάναγνώστης νά μην έχη την παραμικρή άρφίβολία. Ό Πάντσο λατρεύει κυρι ολεκτικά τον Ζορρό τής Ζού γκλας, όσιο κι5 άν τού πηγαί νη κόντρα ικιαιμίμιά φορά κιι.’ άν καλαμπούριζη τις άλλες. "Αν ό μασκιαφόρος Εκδι κητής χσθή, το παν στον κό σμο αυτόν θά έχη χαθή και γιά τον κακομοίρη τό νάνο. Τι νά ικάνιη όμως και τι φταίει- άλήθειια ό δύστυχος, άν ή φύσις τον έχη κάνει τό σο φοβιτσιιάρη; . . Θέλει -νά βοηθήση αλλά τού είναι «αδύνατον νά τό κά νη! "Αν κάνη πώς κατεβαίνει στη ζούγκλα γιά νά τρέξη κι·* αυτός μιέ τή σειρά του πί σω από τούς ληστές τού Τάϊ Άάβα, ξέρει πολύ καλά ότι
μόλις ζυγώσει κοντά τους, 6ά ...λιιποθμμίση! — Τί συμφορά είναι αυτή πιαυ ,μέ βρήκε!, τσιρίζει ό ά μοιρος (μέ τά {ματάκια του γεμάτα δάκρυα. Γιατι νά μιήν έχω ένα μπουκαλάκιι καρπό στα από κείνο τό σπουδαίο φρούτο,, νά πηδήξω από ■ δώ πάνω κάτω καί νά τούς κάνω αυτούς τούς τέσσερις Ινδιά νους από μια ρπαυκουνιά; Απαρηγόρητος κυττάζει κάτ}ω ιμέ γουιρλωρένα μάτια καί οσφραίνεται σάν σκύλος — Μωρέ όχι φρούτο δεν υπάρχει, λέει, παρά ούτε ή μυρουδιά του δέν φτάνει ώς εδώ πάνω, μήπως καί μοϋκο 6ε τουλάχιστον αυτή την τά σί προς... λιποθυμίαν πού έχω! "Οπως βλέπει ό καθένας ό ιΠάντσο Γίγαντας έχει του λάχιστόν τό «γνώθι σ’ αυ τόν»^! ... Είναι όμως κάτι πού δέν φθάνει νά βοηθήση τον Έλ Ρέϋ αυτό τό πράγμα. Ό Πάντσο απαρηγόρη τος πάντοτε καί άπογοητευ μένος συγχρόνως πάει καί Φέρνει τό δόλιο τό Μαύρο Πουλί. Μ:ιά τό βλέπει κανείς πολύ ψηλότερα πάνω από τά αίωνόάια δέντρα, μηιά τό βλέ πει νά κατεβσίνη σάν καθέ του έφορρήσεως καί λέει ό τι τώρα δά θά πέση κάτω στη γη καί θά διαλυθή όρι ο* ικά μαζί άέ τόιν πιλότο του, ιμιά κάνει κάτι απίθανα «λούπιγκ:» πάνω από τις δεν δροκορφές, καθώς ό Πάντσο
6
Λήν κατεβαίνετε στις στάσεις ταν..; το όχημα βρίσκεται εν κινήσει!
Ζ&ΡΡ6 ψάχνει απεγνωσμένα νά ίδή κάτω στη γή ανάμεσα στα «δέντρα*, μ ια άτι Ιάμακρ άνετο, και χάνεται από την περιοχή έκείνη, έτσι* πού θάλεγεο ό τι όοκστικά έφυγε καί δεν προ κιειται νά ξαναγυρίση... "Υστερα άρως ξανάρχεται για νά άριχΟση πάλιι τά απί θανα «λαάπιγκ». του ΓΊάντσο Γ ίγαντα. Και άλα αυτά τά καταφέρ νει τό εκπληκτικά αυτό σκά φος, χωρίς νά δημιουργή τον παραμ ιερότερο Θόρυβο, σάν >ά ρήν υπάρχη στην πραγμα τικότητα, παρά νά είναι ένα όνειρο των αιθέρων... Κι* έτσι- τώρα μπορούμε νά ξαναγυριίσουμε στόν^ "Ελ Ρέϋ πού κυνηγάει τον απαί σιο Τάϊ Άόβα. καί ατούς τέσ σερις συμμορίτες τού Τάί Άόβα πού κυνηγούν τον "Βλ ρέϋ. Μ’ αυτή την ίδια σειρά τρέ χουν γιά λίγο μέσα στ ή ζούγ κλα ολοι αυτοί οι άνθρωπο;. Ό Έλ Ρέϋ φυσικά είναι· δ' πλά γρηγορώτερος από τον τρομερό κακούργο πού καταδ ιώκε ι. Ό Τάϊ Άόβα δεν έχει κά νει παραπάνω από εκατό μέ τρα καί 6 βασιλιάς της ζούγ κλας έχει κάνει παραπάνω α πό διακόσια. Ό ληστής άντιλαμ δ άνετοι ότι· δεν υπάρχει τρόπος νά ξε φυγή... Βλέπει — ακούε: άπό τον κρότο των βημάτων τού τρο μερού εχθρού του — άτι ...ό δεύτερος Ζαρρό τον έχει φθάσιει καί πώς απτό στιγμή σέ
ΤΗί 20ΥΤΧΛΛ2 στιγμή βά τον όορττάξη από πίσω καθώς τρέχει;... Έξ άλ λου μπροστά του βρίσκεται τώρα καί ή όχθη ενός ορμητι κού π’αταρου... Καλύτερα είναι λοιπόν νά τον Αντιμετώπιση κατά μέτω παν, γιατί άν 6 Ζορ!ρό μπόρε ση καί τον πιάση από πίσω, δεν του ξεφεύγει μετά μέ τί ποτα. •Παίρνει λοιπόν την ηρωική Απάφασι καί στέκεται. Τραιβάειι ένα άλλο μαχαίρι που έχει, στη ζώνη του —1 έ να τρομερό μαχαίρι μέ μα κρύ ά λαμα — και περιμένει μέ μάτια γεμάτα κακία κιαί λύσσα τον μαστοφόρο Εκδι κητή, πού έρχεται μέ ασυγ κρότητη φάρα εναντίον του. Ό Ζοιρρό όμως ούτε μια στιγμή δεν σταματάει από την Αποφασιστικότητα πού δείχνει ή στάσις του Τάί Άόβα. Δείχνει κ·ιί έκεΐνος ανάλογη αποφασιστικότητα, στην πρό θεσί του νά έπιτεθή θυελλώδης. Στο χέρι του δέν κραταει κανένας είδους όπλο. Ούτε φαίνεται όμως νά λ ο γαριάζη καθόλου έκεΐνο που κραταει ό Απαίσιος ληστής. Ό Τάϊ Άόβα χωρίς νά το 6έλη, καταλαβαίνει μά κρυά δα νά κατεβαίνη στην καρδιά του, στη θέα τού μεγαλοπρε που γίγαντα πού έρχετα-' μέ τέτοια μανία εναντίον του. Γιά μια στιγμή ρμως κυ ριαρχεί μέσα του αυτό τό συ ναίσθημσ. Αμέσως ύστερα τον κατα
ματια του...
λαμβάνει κι·* εκείνον μαά άττε ρίγραπττη λύσσα καί ρίχνεται πρώτος ενάντιάν τοΟ εχθρού του, μέ την άποφασιι να ξεμπερδεύη ;μιά καί καλή μαζί του, αφού εκείνος είναι εντε λώς άοπλος... Στο μεταξύ οι ύπόλο,πο; τέσσερις ίνδιάνοι πού τον α κολουθούν έχουν μείνει πολύ πίσω... Ό ψεύτο - Ζορρό έτρεξε μέ ασύλληπτη ταχύτητα καί τούς έχει αφήσει αρκετή α ητό,στασι... Τό χέρι τού κακούργου Τάϊ Άόβα πού κρατάει τό δολο φονικό ,μιαχαίρΐί, υψώνεται καί ξαναπέφτει μέ την ταχύτητα τής αστραπής, ψάχνοντας για τήν καρδιά τού μασκοφόρου ' Εκδικητή. Δεν συναντάει* όμως τίποτ’ άλλο από τον άδειο αέρα/ δι ότι ό εκπληκτικός βασιλιάς τής ζούγκλας έχει πηδήξει στο πλά’ί μέ ενα τεράστιο άλ μα καί δέν είναι πιά στο μέ ρος πού σημάδευε ό Άόβα ό ταν χτύπησε... Αυτός ό τελευταίος άφηνιά ζεΐι κυριολεκτικά. Γίνεται- έκτος εαυτού. Κάνει μιά δεύτερη λυσσα σμένη επίθεση ακόμα π ιό τα χύτερη καί πιο άγρια από τη πρώτη. ΚιΓ αυτή τη φορά όμιωο α ποτυγχάνει/ καί μάλιστα πε ρισσότερο παταγωδώς άπο τήν πρώτη... Τώρα τό οπλισμένο μέ το ■ δολοφονικό ι μαχαίρι χέρι του. δέν συναντάει τον άερα κα θώς πίέφτειι μέ άρμη για νά
καιρφωθή στη σάρκα τού Ζοροό... Συναντάει τό ατσαλένιο μπράτσο που σηκώνει κεραυνοβόλα ό Ζρρρό γιά νά άμυνθή! ^ Είναι σά νά ανναντάη μέ όλη την ορμή πού έπεσε, ένα πραγματ!|κό ατσαλένιο κομμά τι... Τό μαχαίρι ξεφεύγει από τά δάχτυλά του καί μια άγρια κραυγή πόνου ξεφεύγει από τό λαρύγγι του. Ό Ζορρό — ό μεταμφιε σμένος σέ Ζορρό "Ελ Ρέϋ — απλώνει τό τρομερό του χέρι καί ή γο-ο9ι ά του συναντάει μέ τή δύνσμι ταυ κεραυνού τό πρόσωπο τού Τάϊ Άόβα. ΕΤνακ τόση ή λύσσα καί ή άγανάκτησις μαζί τού γίγαν τα εναντίον αυτού τού άθλιου πού μέσα σ’ αυτή τή γροθιά έχει βάλει όλη την απίστευ τη δύναμί του. . Τό αποτέλεσμα είναι νά ά κουστή ένα αηδιαστικό τρίξι μο καί ό συχαμερός κακούρ γος ίνδιάνος νά σωριαστή νε κρός μέσα σέ μιά στιγμή, μέ τό κρανίο του ραϊσμένο! Άλλα ό ψευτο - Ζορρό δέν προλαβαίνει νά πάρη ανάσα. Άπό πίσω του έρχονται μέ μανιασμένες κραυγές οι άλ λοι τέσσερις συμμορίτες του Άόβα. ^ ^ Κανείς άπό αυτούς δέν φαν τάζεται ότι ό τρομερός αρχη γός τους έχει βιρή τή δίκαιη τιμωρία των έγκλημάτων του καί δέν υπάρχει πιά σ’ ετού τη τη ζωή... Δέν είναι καί εύκολο φυσι-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κά νά το φαντοοσθοΰν, άφοΰ είδαν μέ τά .μάτια τους τά ί δια, τον Τάϊ Άόβα νά τρώη μια γροθιά και νά σωριάζε ται· κάτω... Και ποτέ ,μιά γροθιά δεν σκοτώνει έναν άνθρωπο — έ τσι τουλάχιστον ξέρουν αυ τοί... "ράβουν λοιπόν τά μαχαί ρια τους καί με λυσσασμένες Φωνές ρίχνονται εναντίον του μσσικοφόρου... Αλλά οΰτε αυτή τή φαοά δεν υποχωρεί καί δεν νοιώθει: τήν παραμικρή λιποψυχία... Ούτε καν συλλογίζεται νά άυυνθή στην συντονισμένη έπίθεσι τών· τεσσάοων Ινδιά νων ληστών. '-τίθεται, επιτίθεται κι* ε κείνος έναντίον τους καί μάλι στα μέ άκόμα μεγαλύτερη μα νία από τη δική τους! Μέσα σέ μπά στιγμή, χω ρίς κανείς άττό τά άντίπαλα στρατόπεδα νά τό καταλάβει βρίσκονται δλοι μαζί στά χέ οια... 01 τέσσερις ίνδιάνοι πού κρατουν καί τά μακιρυιμάνικα μαχαίρια τους, του κώκου αά δίνουν νά δρουν την ευκ αιοία νά τά καρφώσουν στο στήθος του Ζοριρό... Ό φοβερός καί τρομερός αυτός άνθρωπος δεν βρίσκε ται ούτε χιλιοστό του δευτε ρολέπτου στο ίδιο μέρος. • θυυόο του είναι κάτι τό τρομακτικό... Οι γροθιές του πέφτουν δου ΐζοντας ολόγυρα καί... ουαί καί άλλοίυονο σ’ εκείνον που θά τύχη νά αμναντησονν ρίς
τον δ,ρόμον τους... "Αλλος ένας άηδ ιαστ ι κός κρότος άκούνεται... *Ένας άκόμα ίνδιάνος έχει πέσει· στο έδαφος μέ τό κρα νίο συντριιμμένο από τό τιτά νιο χτύπημα τού Ζορρό τής Ζούνκλαο!... Οί βρωμεροί συμμορίτες του νεκρού πια Τάϊ Άόβα έ χουν φρυάξει. "Αν ήξεραν δτι ό αρχηγός τους δέν βρίσκεται πια στη ζωή„. θά βιάζονταν νά έξσφα νιστουν τοέχονπας .μέσα στην παρθένα ζούγκλα, γιά νά νλυ τώσουν άττό αυτόν τον άφηνι ασμένο κολοσσό ,μέ τον οποί ον έχουν νά κάνουν. Ωστόσο επειδή ακριβώς πιστεύουν πώς άν φύγουν καί ό Τάϊ Άόβα σηικωθή επάνω, θά έχουν νά κάνουν μαζί του υστέρα, οπότε καλύτερα νά άνοιξη ή γή νά τούς καταπιή νΤ αυτό συνεχίζουν νά έπ.ιτίθενται έναντίον τού "Ελ Ρέϋ καί τά ατσαλένια μαχαίρια τους σχηματίζουν εκτυφλωτι κές αστραπές στόν αέρα, κα θώς άνεβοκατεβ αίνουν πιροσπαθώνταΓ νά βοούν τή σάρ κα τού μ ασκό φόρου Έκδικητου... Ή πάλη αυτή κρατά ελά χιστα. _Κοατά ελάχιστα γιατί ό "Ελ Ρέϋ είναι μ.ιά πραγματι κή θύελλα πού σαρώνει, τούς αντιπάλους του. "Αποφεύγει ιμέ ,μκά εκπλη κτική άνεσι καί ευκολία όλες εκείνες τίς μαχαιριές... Καί ξαφνικά τά γι γάντια χεριοε τομ με τα άτααλ|νι·α
22 νεύρα, Απλώνονται μπροστά. 4Αρπάζουν δυο άπό τούς συμμορίτες άπό τά ,μαλλιά... !0ϊ άθλιοι· δεν ποολαβαί\-ουν νά φέρουν καμμιά αντίσταγτ : .. Τά χέρια τού γίγαντα κλεί νουν σαν έμβολα μηχανής. Ενας καινούργιος ξερός και άηδιαατ:<κός κρότος άκου γεται. πολύ δυνατότερος τού τη τή φορά άπό τίσ προηγού μενες. Τά δυο κεφάλια των Ινδιά νων κακούργων, σπάνε σάν καρπούζια άπό τό τρομαχτι κό χτύπημα... Μιά σπαρακτική διπλή φω νή κάτι· μεταξύ κραυγής κα-ΐ ρόγχου ξεφεύγει! άπό τά δυο τους λαρύγγια, πού κοατάει ουως μιά μόνο στΊγιμή... Τό έπά μ -εν ο δευτ ερόλεπ τ ο οι Ινδιάνο* ληστές δεν 6ρίσκο νται· πια σ' αυτόν τον κόσμο. Ό 'Έλ Ρέϋ ανοίγει· τά χα λύβδινα χέρια του- και τά τέ ρατα αυτά που δεν θά μπο ρέσουν πιά νά βλάφουν κανό ναν θνητό, -κατρακυλούν «Φοχα στή γη... Ό λευκός γίγαντας των παρθένων δασών πού αυτή τή στιγμή είναι1 ρεταμφ'εσίμένος σέ Ζορρό, γυρίζει γιά νά άντΐιυετωπίση τον τελευταίο άν τίπαλό του... Έκεΐνος όμως δέν είναι* τρελλόε. Άπό τήν αρχή πού είδε τό τρομακτικό αυτό θέαμα του κολοσσού, πού μέ ένα χτύπη υ-α συνέτριΦε τά κεφάλια των δύο συντρόφων του, γούρλωσε τά μάτιρ' τόσο πού έλεγες δ» * I )
ΖΟΡΡΟ τι- θά του πεταχτούν, έξω α πό τις κόγχες τους και μιά άηδναστική κραυγή φρίκης, σάν κράξιμο κουκουβάγιας βγήκε άπό τό λαρύγγι του Τό χρώμα τοΰ προσώπου του έγινε μονομιάς κατακίτρι νο σαν τού κερι'ού... "Ύστερα γύρισε καί ρίχτη κε ιμέ -μιά καινούργια κραυγή σάν κλάμα προς τήν παρθένα ζούγκλα. Τή στιγμή πού ό 'Έλ Ρέϋ κυττάζει ολόγυρα γιά νά τον διακρίνη καί νά τον άρπάξη στά τρομερά χέρια του αυ τός βρίσκεται κιόλας αρκετά μακρυά, τρ έχοντας τυφλά 5ί χως νά ξέρη πού πηγαίνει, μέ τό μυαλό του Αναστατω μένο, βυθισμένο μέσαστον π ιό μαΰροτρόμο πού ,μπορεΐ νά γεννηθή μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου. 'Κι’ ό γίγαντας δέν έχει καμμιά δρεξι νά χάση χρόνο γιά νά τον κυνηγήση... Ό καρδιά του βρίσκεται δλη αυτή τήν ώρα κοντά στον δίδυμο αδελφό του πού τον έ χει· δη σέ τόαο ά6λ:ΐσ κατάστσσι-, υποοστά στον μανία σμένο Άόβα τή στιγμή πού τον βασάνιζε, ώστε άνησυχή τρομερά γιά τήν τύχη του. Ή αγωνία του γιά κείνον τον έχει κάνει νά ξεχάση εν τελώς ότι μαζί μέ τον Δον Πάμπιλο κινδυνεύει νά πεθάνη κΤ αυτός τήν Ίδια ακριβώς ώοα... Τρέχει λοιπόν προς τό μέ ρος που τον άφησε δερένον πάνω στον πάσαλο του μαρ τυρίου του.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Δεν του χρειάζονται παρά μεοικές δρασκελιές για νά φθάση ώς τό μικρό ξέφωτο. Χρειάζεται άμως δλη ταυ η αυτοκυριαρχία καί δλη του ή έτοιίμότης του πνεύ,ματος του ανθρώπου ττού έχειι πέρα σετ δλη του τη ζωή ανάμεσα στους τρομερούς κινδύνους του παρθένου καταπράσινου βασιλείου, για νά ,μήν προδό ση την παρουσία του στον α στυνόμο Περέθ, πού κΓ εκεί νος τρέχει την ίδια στιγμή προς την ίδια κατεύθυνση ο δηγημένος από τά άγρια ούρ λιαχτά των ινδιάνων ληστών, πού άκούγσνταν πριν από λί γο, πάνω στη ;μάχη τους μέ τον ακατανίκητο 5Έλ Ρέϋ. Πραγματικά/ μέσα σ’ ένα δέκατο του δευτερολέπτου ό γίγαντας τής ζούγκλας βλέ πει» τον Περέθ καί σταματάει άπότουα τό τρέξιμό του. Κρύβεται αστραπιαία πί σω από τον χοντρό κορμό ε νός .μεγάλου, αιωνόβιου δέν τρου. Ό Περέθ περνάει, από εμ πρός του καί τρέχει ολοτα χώς, προς τό ξέφωτο πού βρί σκεται ό Ζορρό τής Ζούγκλας Ή καρδιά του ”Ελ Ρέϋ τρέ με:·... ^ Τρέμει από ανησυχία για τον αδελφό του καί όχι από φό>βο για τη δική του τύχη. αέρει δτι ό Ζορρό δεν φο ράει μάσκα αυτή τη στιγμή. Ακούει από .μ-ακροά καί τούς άλλους αστυφύλακες του Πεοέθ πού τρέχουν από ολό γυρα.*.. Αέν μπορεί νά έμποδίση ε
23 πομένως τον χοντρο - αστυ νόμο νά προχωρήση προς τό ξέφωτο ^ γιατί σέ μιά φωνή αυ του τού τελευταίου, θά ειδο ποιηθούν δλσι αυτοί καί θά τρέξουν στη στιγμή προς την κατευθυνσ,ί τους... Ό "Ελ Ρέϋ καταλαβαίνει δτι σέ μία τέτοια περίπτωση δεν θά προλάβη νά λύση τον αδελφό του καί νά φύγουν μα ζί... Πολλοί τρομακτικοί κίνδυ νοι απειλούν καί τούς δυο τους σέ ·μιά τέτοια περίπτωσι Μέσα από τό μυαλό του βασιλιά τής ζούγκλας, περ νούν όλες αυτές οι σκέψεις μέ ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη ά πό τής αστραπής. Σκέπτεται, δτι ακόμα κι5 άν καταφέρη ιμέ τον Ζορρό στον ώυο νά ξεφύγη από τούς αστυφύλακες τού εξαγριωμέ νου Περέθ, πάλι αυτός ό τε λευταίος θά έχ,η δή τό πρόσω πο τού αδελφού του καί επο μένως δέν θά έχη προσφέρει καμιμιιά ουσιαστική έξυπηοέτησι σ’ αυτόν τον τελευταΐον. Μήπως άμως μπορεί νά τού έγγυηθή κανείς ότι ακόμα καί τη ζωή τού Δον Πάμπλο θά καταφέρη νά την σώση, παίρ νοντάς τον στά χέρια καί τρέ χ όντας σαν τρελλός -μέσα στο δάσος; Μήπως 5έν εΐδε,μέ τά ίδια του τά μάτια πριν από ένα δύο λεπτά ,μόλις, σέ τί τρουε ρή έξάντλησίι βρίσκεται ό Ζορ ρό τής Ζούγκλας; Ασφαλώς θά ξεψυχήση μέ τά πρώτα τραντάγματα ,μιάς τέτοιας φυγής, στο άγριο, κα
24 τ αττ ράσ ινο β ασί λε ιο... Τί ιμίττορεΐ νά κάνη λοιπόν; Κοςμμιιά λύσις δεν είναι δυ νατόν νά περάση άιπό το μυσ λό του. θέλοντας και μή ακολουθεί απτό πίσω, αθέατος/ τον Περέθ, περιμένοντας νά σκεφθή κάτι στο δραμο και νά τό θέ ση αμέσως σ* έφαρ'μογή. Κατά ·τά φαινόμενα όμως ούτε υπάρχει λ6σι·ς καμιμία, έκτος από ;μία και [μοναδική: λ Νά σκοτώση τον Περέθ πε τώντας του από (μακρύά τό αλάθητο ι μαχαίρι του στην καρδιά, έτσι πού ό χοντ,ρο αστυνόμος νά «μην προλάβη νά 'βγάλη ούτε ένα «αχ», για νά ειδοποίηση τούς άντρες του... ΕΤναι δμως Ικανός ό "Ελ Ρέϋ γιά μιά τέτοια δολοφονι κή πράξι; ;°χι- Λ 5Ασφαλώς 6χι. Γιά μιά στιγμή μονάχα πού περνάει από τό ,μυαλό του, τη διώχνει, μακρυά μέ φρίκη και εξακολουθεί πάντα νά τρέχη αθόρυβα και αθέα τος πίσω από τον αστυνόμο. Ή άπόστασις ώστόσο πού χωρίζει τον ΓΊερέθ άπό' τό μ,:· κρό ξέφωτο πού βρίσκεται ό δεμένος ιστόν πάσσαλο Ζ ορ ρό, δεν είναι πιά μεγάλη. Ό *Έλ Ρέϋ δεν έχει την ευ καίρια νά σκεφθή πιά τίπτοτ' άλλο. Ό «αστυνόμος φτάνει* στά τελευταία δέντρα του παρθέ νου δάσους, σ’ εκείνο τό ση μείο. Τό §έφωτο όπτλώνετρι μττρρ
10ΡΡ0 στά στά έκθαμβα μάτια του. Ό γιγαντόσωμος βασιλιάς τής ζούγκλας νοιώθει την α πελπισία νά δαγκώνη φαρμα κερά την καρδιά του και στέ κεται μ αρμ αρωμένος ιμερ ικά μέτρα πίσω άπό τον Περέθ; Βλέπει ιμέ φρίκη ότι. κι·* ε κείνος έχει δη Τον δεμένο στον πάσαλο τού μαρτυρίου, Ζοο ρό... Ή τρέλλα του σοολεύει τό μυαλό. Του κακού, αυτή την ύστα τη ώρα/ προσπαθεί νά βρή τη λυσι, νά συλλογιστή κάτι πού θά σώση τόν αδελφό του άπό την τραγική θέσι πού βρίσκε ται. ^Αλλά τή λύσΐ' πού δεν μπο ρεΐ νά βρή αυτός έκείνη την ώρα, τη δίνει μόνος του ό χσν τρο - Περέθ. Μέσα σε μιά στιγμή τά μά τια του άνσίγαυν διάπλατα ά πό την έκτττληξΐ) καί άπό τη φρίκη — στη σκέψιι πώς θά τρελλαθή — καί ύστερα τά γόνατά του λυγίζουν και σω ριάζεται κάτω! Τό πρώτο δευτερόλεπτό ό 3Έλ Ρέϋ δεν είναι δυνατόν νά καταλάβη τι έχει συμβή. Τά μάτια του γυρίζουν ο λόγυρα μέσα στο παρθένο, πράσινο βασίλειο, γιατί κά νει τή σκέψιι πώς Τσως ένα φτε οωτό βέλος νάχη καρφωθή στη ,ράχι του αστυνόμου αυ τή την ώρα, ένα βέλ,ος πού μπορεΐ νά τίναξε μέ τό τόξο του ένας αθέατος πίσω άπό τις πυκνές φυλλωσιές Ινδιά νος. Τά Εκπληκτικά μάτια όμως
ΤΗΪ ΐόΎΟίΑΑΪ του ’Έλ Ρέϋ δεν μπορούν νά ανοβκοοολύψουιν την παραμικρή ύποπτη κίίνησι ατά φυλλώμα τα... ν Υστερα και ό Περέθ σω ριάστηκε στη γή χωρίς ούτε ό παραμικρός στεναγμός νά βγη άττό τά χείλια του και χωρίς τό κορμί του νά τ;ναχτή καθόλου, όπως θά συνέβακνε σ' ένα ξαφνικό κάρφω μα του βέλους επάνω του. ’Που νά περάση από το μυ αλά του .καημένου Του Έλ Ρέϋ πώς ό χοντρο - αστυνο μικός ...λιποθύμησε, μόνο πού εΐδε τον αδελφό του δεμένον
πάνω στον πάσαλο; ^ Αέιν του χρειάζεται όμως νά τό καπολαβή. Ό Έλ Ρέϋ έχει πρακτικό ττ νεύμα. Αναβάλει γ;ά αργότερα νά καταλάβη οτιδήποτε. Αυτή τη στιγμή του προσ φέρεται μ:ά καταπληκτική εύ ικαιρία, έκιεΐ πού είχε φθάσει στο τρομερότερο άΐόιέξοδο. "Αν καθήση μερικά δευτεοόλεπτα ακόμα για νά συλλογιστή, ή ευκαιρία αυτή σιέ λίγο ίσως νά έχη π ε,τάξει... Όρμάει με τεράστιες διρα σκελιές προς τό μέρος του Περέθ. Περνάει μ3 ένα πήδημα πά νω από τό σώμα τού πεσμέ νου αστυνομικού, χωρίς νά έν διαφερθή καν νά δή τί έχει... Χύνεται πάνω στον καρφω μένο στη γή πάσαλο, πού πάνω του είναι δεμένος ό Ζορ οό. Τό μαχαίρι του 6ρίσκέτα ι ώς 5ιά μαγείας στο ατσαλέ
νιο χέρι τοΰ βασιλιά τής ζού γκλας. Ό βαρειά τραυματισμένος Ζορρό/ φαίνεται σά νά μην βρίσκεται πιά σ’ ετούτο τον κόσμο. Τό -κεφάλι του είναι γερμέ νο στο πλάϊ πάνω στον ώμο, τά μάτια του κλειστά καί τό χρώμα τού προσώπου του πραγματικά απελπιστικό... Ωστόσο ό Ζορρό τής Ζού γκλας αυτή τή στιγμή δεν έ χει χαμένες τίς αισθήσεις του! Μέ σφιγμένα τά δόντια, μέ μιά μανία κι’ ένα πεΐσμα τρο μαχτικό, πού είναι απίστευτο ότι μπορεί καί βρίσκεται μέ σα στην καρδιά καί στη σκέψι- ενός ανθρώπου τόσο βα σανισμένου καί τόσο άδυνατισμένου από την συνεχή αιμσραγία, έχει συναίσθησι τοΰ τί είναι καί τί πρέπει· νά κά νη... Προσπαθεί μέ κάθε τρόπο νά άπομακρύνη τούς μαύρους κύκλους πού τον τριγυρίζουν από παντού καί προσπαθούν νά τον κάνουν νά βούλιάξη μέ σα στην άνυπαρξία... Στο μυαλό του γυρίζει συ νεχώς ή σκέψις πώς δέν πρέ πει μέ κανέναν τρόπο νά λιποθυμήση, γιατί αυτό είναι σίγουρο δτι θά στοιχίση ιή ζωή τού αδελφού του, πού τό σα χρόνια τον είχε χαμένον καί τον βρήκε τώρα κάτω οπό τίς δραματικές συνθήκες πού είναι ήδη γνωστές σέ όλους. Ό Έλ Ρέϋ φυσικά δέν μπο ρεΐ ούτε νά τά δή ούτε νά τά ψανταστή αλ’ αυτά.
Εκείνος βλέπει μόνο δτι πρέπει νά λύση γρήγορα τον άδελφό του καί νά τον πάρη μσβζί τ,ου. Το .μαχαί-ρι ητού κίρστάει στο χέρι του, λες και έχει ε πάνω του φτερά. 'Ανεβοκατ.ε βαίνει με μερι κές γοργές κινήσεις καί τά σχοινιά πού κρατούν δεμένον τον Ζορρό τής Ζούγκλας, πέ ψτουν στο έδαφος. Ό ίδιος ό Ζορρό γέρνει χω ρις νά πολακαταλαβαίνη τί γίνεται, πάνω στο,/ ώμο του άδελιφοΰ του... Εκείνος τον φορτοόνεται σι γά - σΐιγά καί προσεκτικά γά νά μην τον τραντάξη π ο λύ καί την τελευταία στ'γμή καθώς τά μάτια του πέφτουν πάνω στη χρυσή μάσκα του Ζορρό που βρίισκεται πεσμέ νη στο έδαφος λίγο παραπέ ρα- πηγαίΚ/ει ως εκεί καί την ποίίρνει. Ύστερα από αυτό στέκε ται. Κυττάζει ολόγυρα αναπο φάσιστος καί μ.έ την άτελπι σία στο μυαλό. Δεν μπορεί νά βοή ποιόν δρόμο πρέπει νά άκολουθήση_γιά νά ξεφύγη... πέρει πώς δεν μπορεί να τρέξη, ^γιατί ό αδελφός του ασφαλώς δεν Θά άντέξη σέ τέ τοια ταλαιπωρία στο χάλι πού βρίσκεται.. Κι’ ωστόσο τά τρομερά έξησκημένα αυτιά του, πού μπορούν νά ακούσουν ακόμα καί τό σύρσιμο του φιδιού πά νω ατά χόρτα από πενήντα μέτρα μοκκρυά, τ3 αυτιά του
άρχοντα των παορθένων δα σών πού έχουν την ικανότητα νά τον ειδοποιούν χιά κάθε κί νδυνο πού μπορεί νά τον άπε; λήση μέσα ατό καταπράσινο άγριο, βασίλειό του, τον ει δοποιούν καί τώρα δτι οι α στυφύλακες τού χοντρο - Πεαεθ πλησιάζουν άπ’ όλούθε ολόγυρα καί δτι δεν μπορεί νά φύγη από πουθενά, εκτός κι5 άν χρησιμοποίηση όλη τη δύναμι τών ποδιών το·υ, οπό τε όμως θά πεθάνη ό αδελφός του πού βρίσκεται πλαγια σμένος στον ώμο του καί α μέσως υστέρα κι5 εκείνος ό ί διος. Τό δίλημμα είναι φοβερό. Τό μυαλό τού *Έλ Ρέϋ στα ματάεΐι για άλλη μια φορά. Συλλογιέται μόνο πώς άδι κα πίστεψε για μια στιγμή δτι είχε καταφέρει κάτι... "Ολα τελειώνουν σέ λίγο. Άπό τη στιγμή πού ό πρώ τος αστυφύλακας τού χοντρο ύ] ερέθ 8ά ξεπροβόλλη πίσοο από τά πρώτα δέντρα τού ξέ οωτου, 5έν θά ύπάρχη πά καμμιά ελπίδα... Καί οι αστυφύλακες τού Πε οέθ δέν βρίσκοντα: καθόλου υ.σχουά... Ό Έλ Ρέϋ τούς ακούει μέ παγωμένη την κσοδιά, νά πλη σ άΓουν ολοένα καί πεοσσότεοο... Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ...
Ο
ΞΑΦΝΙΚΑ, εκεί πού ό 'Έλ Ρέϋ κυττάζει ολόγυρά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ του τέλεια απελπισμένος και μέ την βεβαιότητα πώς κα νείς όρόιμος δεν υπάρχει πιά γιά νά ξεφύγη το πεπρωμένο νοιώθει Μάτι νά του γαργαλάη τη μύτη, κάτι· πού κρέ μεται μπροστά του καί πάνω από τό κεφάλι του, γ'ΐά την ακρίβεια, ένα αληθινό... σύρ μα τόσχο ;νο! . Από ψηλά επί πλέον άκούγετα·; καί ή τσιριχτή καί αιίωνίίως γκρινιάρι.κη φωνή του άνεκδιήγητου Π άντσο Γ \<γζ ν τα, που βρίσκεται στό ε:ο του, υέ 5υό λόγ.α πά νω στό Μαύοο Πουλί, τό έ<πληκτκώτερο ελικόπτερο πού υπάρχει στον κόσμο!— "Αντε! Π.άισσυ :</ άυέ
27 6α, Ζορρέ! θά τό ...καταντή σουιμε καί νοσοκομειακό τώ ρα! Ή έτο ιιμάτης τού "Ελ Ρέϋ φαίνεται· σε όλη της τή ιμεγαλοπρέπεια αυτή τή στιγμή! 5Από έκεΐ πού ήταν τέλεια απελπισμένος ,μέσα σ’ ένα χι λιαστό του δευτερολέπτου γί νεται άλλος άνθρωπος. Τά υπέροχα μάτια του άστ ράφτ ο υν έ :π λ η :<τ ά πίσω από τις δυο τρύπες τής χρυ σής μάσκας του. Τά γιγάντια χέρια του κι νούνται· πάλι σαν έμβολα μη·
χζνής-.
Δεν έχε1 κομμ ά άναγκη να άναορχηθή... . . Ό *Έλ Ρέϋ δεν τό ξέρε· βέ
Υψώνεται στα πισινά του πόδια...
28 βαια αυτό και ετοιμάζεται· ν’ άρχίσιη να σκαρφαλώνη πάνω σ' εκείνο τό σχοινί, προσέχον τας νά μην τραντάζη- και τον αδελφό του· άλλα την ίδια στι γμή καταλαβαίνει ότι. ανέβαί νει 'μόνος του προς τ' απάνω/ ιμέ ιμεγάλη .μάλιστα ταχύτη τα. Άκιούγιεται καί ή θριαμβευ τική φωνή του Πάντσο Ρίγαν τα έπΐ πλέον: — Μάνα μ.ου - μανίτσα μου! Μην ωθείτε τις θύρες, παρακαλώ! Άνοίγουσι αυτο μάτως!... "Ολα δουλεύουν αύ τάματα σ’ αυτό τό μηχανικό θαύμα... πού έχει και αρχι μηχανικό θαύμα επίσης! Πε ράστε, παρακαλώ! Ένα ο ένας, νά <μήν παρατηρηθή συ νωιστ σιμός! Καί ό Έλ Ρέϋ^δέν εχει^νά ποοσθέση τίποτ’ άλλο σ’ ολα αυτά, γικχτΐ ώσπου να τελε:.ώση ό Πάντσο Γίγαντας αυτά τά λόγια, έχει φτάσει κι’ ε κείνος στο Μαύρο Πουλί και πατάει ήδη επάνω στο έξωτε ο,κό σκαλοπατάκι πού έχει στο σηαεΐο από όπου κατε βαίνει- τό συρματόσχοινο! Περνάει τον άδελφό του με προσοχή .μέσα άιπό τήν άνο-Γ. Υΐή πόρτα καί κάνει νά μπή κι* εκείνος. Τήν ϊδι>α στιγμή όμως δλσ σκοτεινιάζουν γύρω του... Ό κόσμος χάνεται άπό τά μάτια του μέσα σ’ ένα δευ τερόλεπτο. Γέρνει προς τά έξω, προς τή μεριά δηλαδή πού ανοίγε ται! τό κενό/ γιά νά πέση νά τσακιστή κάτω, στο δάπεδο
ΙύΡΡΟ τού ξερού ξέφωτου. Όλα αυτά συμβαίνουν γι ατΐ ό αληθινός Ζορρό, ό δί δυμος αδελφός του, έχει χά σει τις αισθήσεις του τήν ί δια ακριβώς στιγμή! Ωστόσο ένα αδύνατο χε;ρά κι απλώνεται >μέ άππίστευτη ταχύτητα αλλά καί μέ έκπτληκτική· φυσικότητα καί άκου γεταιΐ1 πανεύθυμη, συγχρόνως ή φωνή τού απίθανου Πάντσο Γίγαντα: — Όχι. άιπό κεΐ, κουτεν τέ! ’Από δώ μπαίνουν γιά μέ σα! -έχασες τά κατατόπια, Ζορρέ; Καί τον άρπαζε ι τήν ύστα τη στιγμή άπό τή ζώνη τού μαγιό πού φοράει καί ό Έλ Ρέϋ γέρνει προς τήν έσωτερι κή πλευρά αυτή τή φορά καί σωριάζεται μέσα στο ελικό πτερο που άπό τό ,μεγάλο βά ρος τού σώματός του, κλυδω νίζεται δυνατά πάνω στον άέρα. — "Αντε νά τό .../μπατάρουμε νά ξεμπερδεύουμε!, λέ ει γκρινιάζοντας πάλι ό άνεκ διήγητος Πάντσο ιμέ γουιρλωμένα τά ματάκια του. Καί χύνεται προς τό πη δάλιο καί γιά νά ισορρόπηση τό ελικόπτερο τό βάζει μπρο στά κΓ εκείνο χάνεται μέσα στο γαλάζιο άπειρο χωρίς κανόναν θόρυβο, σαν παραμυ θένιο. — Ό,ρτσα!, φωνάζει Ορι α μβευτικά ό Πάντσο Γίγαν τας, που καταλαβαίνει δτι έ χει. πετύχε* στήιν αποστολή του καί δτι επιτέλους θά γυ ρίσουν στήν Κάζα ντές Όμ-
ΤΗί ΙΟΫ^ΑΑ πρες νά ήσυχάση τό κεφαλάκι του και νά πατήση στερεά στη γή τά ποδαράκια του. Το .μικρό ξέφωτο στο όποιο εχει .μείνει ό χοντρο - Περέθ νά προσπαθή- νά άνασηκωθή από τό έδαφος και στο όποιο /όρμοΰν την άλλη στιγμή οι α στυφύλακες του, μένει μακ,ρυά πίσω από τό υπέροχο έλ ικόπτερο... Κανείς δέν ύψωσε απ’ ό λους αυτούς τά μάτια του πά νω στον ουρανό νά τό διακρίνη, γιατί κανείς θόρυβος δέν ακούστηκε από την πλευρά του. ώστε νά προκαλέση την προσοχή... 0
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
0 ΦΟΥΚΑΡΑΣ
ό Πε-
ρέθ πού ξαναλιπτοθύμησε, ξανασυνέρχεται αυτή τή στιγμή Κυκλωμένος άπό τούς άν τρες του άν θίγει τά μ άτια του καί κυττάζει τά ανήσυχα πρόσωπά τους που είναι γυρ μένα γεμάτα ένδιαφέρον απτό πάνω του. Στην αρχή προσπαθεί νά θυμηθή τί τρέχει. Μετά πού τά θύμαται ολα κινδυνεύει νά ξαιναλιποθυμιίση για τρίτη φορά, καταρρίπτοντας τό ρεκόρ καί του Πά ντσου Γίγαντα άκόμα! Ωστόσο καταφέρνει καί συγκρατιέται. Λέει χαζά στους ανθρώ πους του πού τον τριγυρίζουν. — Δέν ...δέν εΐναι στον πά σάλο;
— Ποιος, σενιόρ; —- Θά ονειρεύτηκα !, μουρ μαυρίζει ό χοντρο - αστυνό μος απαρηγόρητος. ? Ηταν τό σο μεγάλη ή λαχτάρα μου νά τό δω αυτό τό πράγμα, πού φαίνεται ότι τό είδα... στον ύπνο ;μρυ! — Έτσι θάγινε, σενιόρ!, λέει κάποιος άπό τούς αστυ φύλακες πού βρίσκονται γύ ρω του για νά τού κάνη ευχαρίστησι. Τό μούτρο όμως τού Πε ρέθ γίνεται κατακκόκινο σαν πατζάρι. — Είσαι ό π'ό ηλίθιος πού υπάρχει στον κόσμο! ούρλιά ζει σάν άπόπληκτος. — "Οπως... διατάξετε, σε νιόρ! -— Βρέ αγράμματε, ήταν δυνατόν νά κοιμάμαι τήν ώρα πού περπατούσα; — "Ο,τι πήτε σεις, σενιόρ ιμουρμουρίζε ι τρομοκρατημέ νος ό κακομοίρης ό άστυφύλακας. Ό Περέθ φρυάζει ακόμη, περισσότερο. — Λέω πώς σου χρειάζε ται πέταμα άπό τήν αστυνο μία γιατί ρεζιλεύεις τό Σώ μα!, ουρλιάζει ό χοντρο - α στυνόμος μή ,μπορώντας νά συγκρατηΐθή άλλο. Λοιπόν ε γώ σέ βεβαιώνω πώς δέν εί ναι1 δυνατόν νά ικοιμώμουνα καί νά περπατούσα! — ’Έχετε δίκιο, σενιόρ!. ψελλίζει καταϊδρωμένος ό δυ άτυχος αστυφύλακας. Άσφα λώς δέν θά περπατούσατε έφ’ όσον ,κοιμώσαστε! Θά εϊσα»
στε πουθενά ξαπλωμένος!
16
-- ------- -
—* Τό χοντροκέφαλο σου είναι κλούβιο σαν τό προπέρ σινο αυγό!; ούρλιαζε: ό Πε ρΐΞ)3
μέ
ασυγκράτητη
έπιθυ-
μάα νά άρπάξη από τό λαιμό εκείνο τόν άμοιρο καί νά ςεσπάση έττάνω του όλα τα πα θήματα του τόν τελευταίων ή μερών. Ό αστυφύλακας τρέμει ο λόκληρος απτό την τρομάρα του μπροστά σέ τέτοια έξαφι> πού δεν έχει ξαναδή ποτέ του στον αφεντικό του καί δεν τολμάει .νά κάνη ούτε την πα .ραμικρή κίνησή ή νά πή έστω και μία λέξι παραπάνω, για Υι έχει καταλάβει — επί τέ λους ! — πώς κάβε φορά πού άνοίγει τό στόμα του, επι δεινώνει τή θέσι του! — Δεν κοίίμώιμουνα, χοντρά κέφαλε, παρά περπατούσα! Και αφού περπατούσα δεν μπορεί νά εΐδα όνειρο και ε πομένως είναι αλήθεια πώς εΐδα δεμένο πάνω σέ τούτον ε δώ τόν πάσαλο τόν Ζορρό τής Ζούγκλας, χωρίς τή μάσκα του! Καί γι’ αυτό δεν χωράει άμφιίβολία πώς ότι κι3 άν έγι νε τίς άλλες φορές, αυτή την τελευταία, ξέρω πια πολύ κα λά ποιος είναι* ό κανάγιας αυτός πού επιλέγεται Ζορρό τής Ζούγκλας! Καί άφού τό ξέρω καί αφού είναι καί σέ τέτοια ιμαύρα χάλια πού δέν θά ,μπορή ούτε τό δαχτυλάκι του νά σαλέψη αυτή τη στι γμή, θά τόν αρπάξω από τό γιακά καί θά τόν παραδώσω κατ’ εύθεΐαν στον δήμιο πού έχει αναδουλειές τόν τελευ ταίο καιρό, για νά ήσυχάση
6 τόπτός! Γυρίζει, κυτταζει θριάμβευα Τικά τούς ανθρώπους του πού εξακολουθούν νά τόν κυττάζουν τρομοκρατηιμένοι καί προσθέτει*: — "Εμπρός, ιμάρς! -εκινά >με! Αυτή τή φορά είναι ή τε λευταία πού πηγαίνω νά πιάσω τον παλιάνθρωπο αυτόν! Μόλις τόν δω νά τεντώνεται στην άκρη τού σχοινιού, θά έχω πια νά κάνω μονάχα μέ τόν άλλο τόν αγύρτη, τόν ’Έλ Ρέϋ κι3 εκείνη τή -μουσί τσα τη Νάγια μίέ τό Βέλο, για νά τής πάρω τό Βέλο της καί νά τό χαρίσω τής... Ραζίτας! Μπρος είπα! Κουνηθήτε λοιπόν, πριν σάς αρχίσω στις κλωτσιές! Καί «μ3 αυτά τά τρομερά καί φοβερά λόγια πού ό Περέθ λέει* σέ επίσης τρομερά θριαμβευτικό τόνο, ξεκινούν όλοι μαζί για την 3 Αθ τέντα ντέλ Σόίλ μέ βήμα ταχύ μές στη ζούγκλα... Ό καϋμένος ό Περέθ δέν μπορεί νά φανταστή σ3 αυτή τη στιγμή τού θριάμβου του, τί πίκρες τού επιφυλάσσει ή ιμοίρα... Γιατί γυρίζοντας στον άσστυνομιικό σταθμό τού ’Έλ Χό κλο, βρίσκει έκεΐ μια διαταγή πού τόν ειδοποιεί ότι έρχεται ένας «καινούργιος αστυνόμος» στην Άθΐιέντα Ντέλ Σολ, λό γω τής κλασσικής του αδυνα μίας νά συλλαβή τόν «εκτός Νόμου» Ζορρό τής Ζούγκλας, Ό Περέθ χλωμιάζει από τό νέο αυτό καί μονολογεί δυνα τά άφρίζοντας:
ίί
ΤΗί ϊύΎΓΚΑΑΪ Σάν 0ά τόν πιάσω θά^ δούνε πώς ό άσ'ίυνάμοζ Περέθ, άρ παξε απτό τον γιιακά τον Ζόρρό τής Ζούγκλας και τον έ^ει κλεισμένον μιέσα σ’ ένα πέτρινο δωμάτ'ΐιο μέ χοντρά κάγκελα στο παράθυρο και ότι αύριο θά τον κρεμάσουμε στην κεντρική πλατεία τής Άθιέντα ντέλ Σόλ! "Ολ’ αυτά τά λέει στη δια δρομή πού κάνει πάνω στ5 ά λογό του έπί κεφαλής τού α ποσπάσματος του ό χοντρο Περέθ. "Οταν όμως φτάνουν στο κτήμα του Δον Πάμπλο, δεν μπορεί πιά νά πή τίποτ’ άλ λο... Γιαπτ τούτη την φορά δεν χρειάζεται στσν^ Περέθ ν' άνέβη ώς τό δωμάτιο του οικο δεσπότη γιά νά διαπίστωση άν είναι ή άν δεν είναι αυτός ό τελευταίος ,μέσα στο κτή μα του... Τον βλέπει άξαφνα μπρο στά του σάν φάντη μπαστού νι, την ώρα πού χύνεται μέσα από την μεγάλη πύλη του ράντσου, μέσα σ’ ένα πελώ ριο σύννεφο σκόνης... Τον βλέπειι νά είναι σκυμ μένος πάνω άπό μερικούς α γρότες από τούς ανθρώπους του κτήματός του καί νά τούς όδηγή πως πρέπει νά καλλιερ γήσουν τη γή σ’ έκεΐνο τό μέ ρος, γιά νά έχη επιτυχία ή φυτεία τού βαμβακιού πού σκέπτονται νά φτιάξουν... . Και ό Δον Πάμπλο Ντελόρο δεν φοράει παρά ένα πλα τύγυρο μόνο στο κεφάλι του,
άπς> τό οττοΐο βγαίνουν μονά
χα μερικές άπτό^τις ολόμαυ ρες μπούκλες των μαλλιών του. "Ενα παντελόνι μόνο φο*· ράει καί τό στήθος του είναι ολόγυμνο, ηλιοψημένο/ μπρού τζινο... Ό Περέθ κυττάζει αυτό τό στήθος σάν άπόπληκτος... Τό άλογό του στέκεται σάν μαρμαρωμένο κάτω άπό τό στιβαρό τράβηγμα ~ των χαλιναριών πού κάνει άξαφνα ό αναβάτης τόυ. Υψώνεται, πάνω στά πισσινά του πόδια καί ένα πονειμένο χλιμίντρισμα βγαίνει άπό^ τά ρουθούνια του πού πετούν ζεστούς αχνούς άπό την τρεχάλα. . — Καλώς ήρθες, σενιόρ Περέθ στο κτήμα μου!, τού λέει χαμογελαστά ό Δον ΙΠάμπλο υψώνοντας τά μά τια καί βλέποντάς τον. Ποιος κοίλος αέρας σ’ έφερε οπτό 6ώ; *Αλιλά ό Περέθ δεν είναι· δυνατόν ν’ άνθέξη καί σ’ αυ τό _οοκόιμα. -αφνικά γέρνει άπό τό ά λογό του καί έρχεται καπάκι στην αγκαλιά τού Δον Ντελόρο!... Τά μάτια του είναι κατάκλειστα... Ό κόσμος έχει χαθή πιά γι’ αυτόν καί τό τελευταίο πράγμα πού σκέπτεται πριν νά λιποθυμίση, εΐναι ένα τραΐ νο πού έρχεται άπό μακρυά γιά την ’Αθιέντα ντέλ Σόλ/ καί πού κουβαλάει μαζί του τον καινούργιο * Αστυνόμο τού
~Βλ Χάκλο.,.
Τού φαίνεται μάλιστα την ώρα πού βυθίζεται1 ατά μαυ,ρα σκοτάδια της άνυπαρξίας, πώς άκούει άπτό μακρυά τό άνατριχιαστικό σφύριγμα ε κείνου του μοιραίου τραίνου καί σέ μια στιγμή τα σκότα δια αυτά γίνονται ένα πελώ ριο άσπρο σύννεφο πού τον κυκλώνει· άπδ πάντόύ και που δεν είναι τίποτ5 άλλο από τους ατμούς τής γιγαντιαίας μηχανής του ίδιου τραίνου Τ Ε
που έχει φτάσει· στάν σταθμό τής/Αθιέντα ντέλ Σολ... Υστερα τίποτα πια... Ό χσντρο - ΓΊερέθ με πα γωμένο Ιδρώτα πάνω στο προ σωπό του πού είναι σαν φεγ γάρι./ βρίσκεται στα χόρια τών άνδρών του αναίσθητος καί εκείνοι τον μεταφέρουν μέσα στο σπίτι· του Δον Ντελόρο, πού δείχνει έξαιρετικά ανήσυχος για δ,τι! συμβαίνει στον... μουσαφίρη του... 0 Σ Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ
Άττοκλειστικότης; Γεν.
>οτικαΐ Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ΠΡΟΣΟΧΗ II! Σέ λίγο., μια μεγάλη εκπληξις! Μια εκδοσις πού θά κάνη δλα τα Ελληνόπουλα να χοροπηδήσουν άπό τη χα ρά τους !
Περιμένετε τη
ΕΙϋϋΗΞΒ Θά έχετε λεπτομέρειες πολύ σύντομα!
ΠΡΟΣΟΧΗ Οί άναγνώστες μας πού έπιθυμαύν ν’ άποκτήσουν τά προηγούμενα τεύχη των έκδόσεών μας, «Μικρού "Ηρωος», «Γκρέκο»,
«Υπεράνθρωπου»,
«Ταρζάν»
κλπ.
μπορούν
νά
τά ζητήσουν άπό τά γραφεία μας, Λέκκα 22, Αθήνας καί άπο τά άκολουθα καταστήματα διαφόρων πόλεων τής Έλλάδοο $..» * τού Εξωτερικού: ·* ΠΣΊΡΑΙΕΥΣ: Βιβλιοπωλεϊον Άθοον. Τουφεξή, όδός Βενιζέλου καϊ Ευριπίδου γωνία, έναντι Εμπορικής Σχολής. ΝΙΚα ΙΑ:
Βιβλιοπωλεϊον
Παν.
Χρηστάρα,
Πλ.
'Αγ.
Νικολάου. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: γνατισς 67.
Βιβλιοπωλεϊον
ΠΑΤΡΑΙ: Βιβλιοπωλεϊον Νικ. κολάου 16. ΒΟΛΟΣ:
Βιβλιοπωλεϊον
Άνδρέα Ρέκου,
Έ-
Παπαχρήστου, 'Αγ. Νι-
Ίωάν.
Λιαναρίδη,
Κ.
Καρ-
τάλη 48. ΛΑΡΙΣΑ: Χαρτοπωλεΐον Π. Σακκά, Κεντρική Πλατεία ΚΟΡΙΝΘΟΣ: ΛΟΥΤΡΑΚΙ: ΚΑΒΑΛΑ:
Βιβλιοπωλεϊον ’Αλμπάνη. Βιβλιοπωλεϊον ’Αλμπάνη.
Βιβλιοπωλεϊον Άθ. Παπαδογιάννη, Πλ. 'Ο-
μονοίας. ΔΡΑΜΑ:
Βιβλιοπωλεϊον
ΚΟΖΑΝΗ:
Ίωάν.
Βιβλιοπωλεϊον Θ.
Γιαννοπουλου.
Παπαϊωάννου,
Β. Γεωρ
γίου 4. ΚΑΡΔΙΤΣΑ:
Βιβλιοπωλεϊον
Ίωάν.
Τσοπελάκου,
Σ.
Πάππα 50. ΦΑΡΣΑΛΑ: Βιβλιοπωλεϊον Άθαν. Τσανακόπουλου. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ:
Πρακτορεΐον Εφημερίδων Αθηναϊκού
Τύπου. ΧΑΡΤΟΥΜ: ΛΕΥΚΩΣΙΑ: κωνος 20.
Πρακτορεΐον Έφημερ. Αθηναϊκού Τύπου. Βιβλιοπωλεϊον
Αγγέλου Πολίτη,
Λεύ-
Ζ
Ο
Ρ
Ρ
ο
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ Ζ0ΪΓΚΑΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕ! ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ "Ετος Ιον — Τόμος 3ος — Άρ. τεύχους Γραφεία: Αέκκα 22 (εντός τής στοάς),
I
1 9—Δραχ. 2 τηλέφ. 28-983
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στ,ρ. Πλαστή ρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάβης, Σφιγτγός 38. Προϊατ. τυπογρ.: Α. Χατζηδασι λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Αθήναι.
η\£35=3&ίϊΞ*£=ίΠ3£=1£3£3£2££ί£3Ξ1 ΣΤΟ
ΕΡΧΟΜΕΝΟ:
Μια
,έο\ χρυσή εποχή αρχίζει
για τον Ζορρό τής
Ζούγκλας! Μια περιπέτεια πού δεν διαβάσατε ποτέ όμοια της!
ΙΑ* ΐ]
ίί
θά κατάχτηση όλες τ«ς καρδιές των φίλων τής πραγματικής περιπέτειας... Θά προκαλέτη δυνατές συγκινήσεις καί χείμαρρους
από γέλιο:!...
ιί 4.»
ΣΤΟ
ΕΠΟΜΕΝΟ
βγΗΜΜΜ/ ΝΟΜΟ (ΜΗΝ ΔΥΝΑΊΟ ΑεΡΑ Αβ Η£ *Τ)Ρ°ΧΜΗ
\ήΗι ΞβφΝίηη ηερη/ποη/) *τοπ [ ΔΡΟΜΟΥ* ται Γη *.
■Γ ΔΕΗ ΠΡΕΧΙΕΓΜ&ΛβΝΡΜβίΡΟ. ' ^ ΠΡΕΠΕΙ ΜΕ) ΗΠ09 ΤΗ ΜΟΡΦΡίμ ^ ΤΗ! ΠΙ!
3
.θ£ΓΜ(ΦΥ>ηο* ΜΟΥ (ΧΕΔΟΜ
(ΕΕΡΡΑΓΗ Μ£ ΤΗΜ ΠΡΡΤΗ ΕΠΟ ΨΗ ■ . ΜΘΡ* ΟΠΗ Η ΜΟΡΦ9ΣΗ ΤΗ* ΤΗ£ £/£ΗΠ ΟΕ ΖΤΟΗ (ΤΚΕΦβΠΟ ΥΙΟΥ.
ΤΡΟΜΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΓΗ
ΠΑΡΑΔΟΣ I Σ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
ΚΑΎ-ΜΕΝΟΣ ό Περέθ φθάνει στο ’Έ'λ Χό<κλο σέ μαύρα. χάλια. Στον Έλ Χό χλο, όπως εΐνα γνωστό, βρί σκεται ό άσιτυνομ ικας σταθ μός τής Άθιέντα ντέλ, Σόλ, όπου ό Περέθ είναι διευθυν τής, εδώ /και πολλά χρόνια. Νά, όμως, πού αυτή τή στι γμή επιοτρέφοντας στο Διοι κητήριό του, ξέρει ότι δεν θά είναι πια τό αφεντικό έικεΐ μέ σα... Αυτός πού έβαζε τή φωνή
και έτρεμαν όλοι όσο βρίσκον ταν στο ’Έλ Χόκλο καί σέ... ακτίνα έινός χιλιομέτρου άπ’ α;ύτό, τώρα 9ά είναι1 υπαχρκω μένος νά σταθή με σεβασμό καί ύπακοή μπροστά σέ κά ποιον άλλον, πού ακόμα δεν τον έχει δη, ούτε ξέρειι ποιος είναι... Αλλά ό ιΠερέθ είναι τύπος υπηρεσιακού ανθρώπου, πού πρώτ’ άπ’ όλα σέβεται τις διαταγές τής Διοίκησε ως. Μπορεί ή καρδιά του νά εί ναι βοριά πληγωμένη άπό την άντικατάστασί του στά καθή ιΚοντα τού διοικητού τής α στυνομίας τής Άθιέντα ντέλ
ΖΟΡΡΟ
Σολ, δεν σκέπτεται ι όμως να ση ιμέτραι, φάρδος αληθινού έπαναστατήση, ούτε να αυθα, βαρελιού κι3 ,ένα μπράτσο διάση, ούτε να δείξη ανυπα χοντρό, σάν δέντρο εκατό χρο κοή, ούτε να κάνη τον έξυπνο νών, πού νά δίνη γροθιά σέ στον ξαφνικό προϊστάμενό βουβάλι καί νά τό στέλνη του, επειδή αυτός είναι παλιό στον άλλον κόσμο! τερος στην περιοχή και ξέρει Τρέμοντας σχεδόν άπό τή ασφαλώς, καλύτερα δλα τά συγκίνησι που θά αντιμετώ μιυΐστικά τής ζούγκλας καί πιση έναν τέτοιο τρομακτικό τώιν ιθαγενών Ινδιάνων... άνθρωπο, .μπαίνοντας στο «πρώην γραφείο του», ό Πε "ΌΧ1;·· Ό δύστυχος Περέθ, μέ σττα ρέθ χτυπάει τήν πόρτα καί ραγμό ψυχής «άλλα (μέ γενναιπεριμένει νά άκούση μ*ιά... οφροσύνη, είναι άποφασισμέβροντή, πού θά του λέη νά νος νά πειθάρχηση παραδει πέραση... γματικά και νά κάνη ο ,γ γ γ μπο Ή φωνή ωστόσο πού άκου ρεί για νά διεοκολύνιη τον και γεται νά προφέρη τή λέξ,ι νούργιο διοικητή τής αστυνο «έμπρός», είναι καθαρή καί δυνατή αλλά δεν έχει τίποτα μίας, ιστό δύσκολο έργο που θά έχη νά φέρη σέ πέρας... τό ξεχωριστό καί προπαντός δέν μοιάζει καθόλου μέ βρον Προχωρώντας λοιπόν αυτή τή ή μέ τΡποται παρόμοιο. τή στιγμή πιρός τό γραφείο Ό Περέθ παίρνει· περισσό σου Διοικητηρίου του Έλ Χότερο θάρρος καί ανοίγει. ικλο, προσπαθεί νά βάιλη με Μπαίνει στο δωμάτιο αυτό τον νοΰ του, πώς θάναι πάνω κάτω ό «καινούργιος αστυνό που μέχρι καί τήν τελευταία φορά πού μπήκε ήταν βασι μος» που έχει στείλει ή κεν λιάς κανονικός έκεΐ μέσα καί τρική Διοίκησές. (*) ... γουρλώνει τά μάτια του ά Καί επειδή αυτός ό ίδιος πό τήν εκπληιξι... είναι χοντρός καί ψηλ,ός, πρα γματικά πελώριος, στή φαν Απέναντι του, στέκεται καί τον κοττάζει ,άπό τή μέση τασία του ζωγραφίζεται ή ει κόνα ενός σντος πραγματικά τού δωματίου, ένας άνθρωπος, τρομερού, πού θά πρέπη νά πού θά είναι τό λιγότερο.... μπαρή καί νά εΐναιι ικανός, νά μισός άπό τον Περέθ! καταφέρη περισσότερα πρά- >/ Πραγματικά... γμαται απ’ αυτόν, ,μιέ τούς : Ό καινούργιος αστυνόμος διαιδολειμένους Ζορρό καί "Έλ ■ όχι μόνο δέν έχει καμμιά σχέ Ρέϋ... ^ Χ Λ ν. σι μέ υπερφυσικό δν, μά είναι Ό άνθρωπος αυτός πού έ-λ"“ κάτι λιγώτερο άπό ένας κανό χει φαντοί στη ό Περέθ, πρέπει Ιάι' νικός άντρας, άληθινά «μισή νά έχη μπόι περίπου... δυόμι-λρ μερίδα» δπως θά μπορούσε -------------- £&&& νά πή κανείς. (*) Διάβασή τό προηγούμενα Είναι ένας λεπτός άνθρωτεύχος: «Ή ζούγκλα ανάστατη» πάκος λίγα κοντήτερος σέ ύ"**'
ψοζ άπό τον Περέθ και τρο μακτικά άδύνατος, σαν τσί χλα ! Έχει μαικρυά και μυτερά στις άκρες μουστάκια, ττού άνε βαίνουν προς τά πάνω σαν τσιγκέλια. Έχει πυκνά, μαύρα καί ,κα τσαρά μαλλιά πού πέφτουν στα σβέρκο του σαν νά είναι γυναίκα κι5 όχι άντρας. Έπί -πλέον φοράει -τη στο λή τού άστυνόμου, μέ χρυσά σειρήτια στους ώμους, πρά γμα πού δείχνει πώς είναι δυο βαθμούς ανώτερος από τον Περέθ και επομένως αυ τός ό τελευταίος τού ώφείλει δυο φορές σεβασμό καί ύπαικοή!... Ό χσντρο-αιστυνσμος πάει νά τρελλαθή άπό την εκπληξι. πού νοιώθει στη θέα του καπνούργ ιου προϊσταμένου του. Έκεΐνο όμως πού δεν κα ταλαβαίνει εξετάζοντας τό μπόϊ καί την ήμφάνισι τού άλλου-, άπό άπόψεως έπιβλητκκότητας, τό <νοιώθει την πρώ τη στιγμή πού τά μάτια του συναντούν τό βλέμμα, τού και ναύργιου αστυνόμου του Έλ Χάκλο και τής Άθιέντα ντέλ Σόλ. Κι5 αληθινά είναι σαν νάχη δή δυο ζωντανές φωτιές κιί ό χι δ-υό' ανθρώπινοι μάτια ό καύμένος ’ό Περέθ! Σέ μιά στιγμή νοιώθει μιά άναιτριχίλα νά διοιπερνάη ο λόκληρο τό κορμί του. Τά μάτια εκείνα είναι τό σο διαπεραστικά καί φωτει νά, σάν νά έχουν άάραπες α
κτίνες πού κιυττάζουν κατ' ευ θείαν ,μέίσα στο μυαλό τού Πε ρέθ και κλέβουν τις πιο από κρυφες σκέψεις πού έχει εκεί μέσα! Ό καύμένος ό χοντρο - α στυνόμος κοκκινίζει· ολόκλη ρος άπό τήιν ντροπή του, μέ σα σέ μιά στιγμή. Τότεό άλλ ος χ αμογελ άε ι ανεπαίσθητα. Τό στόμα του κινιέται καί τά τσιγκελάκιαι πού έχει γιά μουστάκια, χορεύουν παράξε να- στις άκρες των χειλών του. Λέει: — Είσαι ό Περέθ; — Μά... μά... μάλιστα !, ψελλίζει ό πρώην διοικητής του Έλ ΧόιΚλο κομπιάζοντας καί κρύος ίδρωτας αρχίζει νά κατίρακυιλιάη άπό τό φαρδύ, καμπυλωτό μέτωπό του. Ό άλλος χαμογελάει ακό μα π ιό πλατεία. — ΕίμαΊ ό χαινούογ στ Διοικητής σου, Περέθ!, του δηλώνει ύστερα μί έναν τρό πο σάν νά τον ειρωνεύεται ο λοκάθαρα καί σάν μ’ εκείνα -μόνο τά δυο λόγια, νά θέλη νά τού θυμίση στ: αυτός είναι ένας άνυκανος πού έστειλαν εκείνον τον άλλον, τον πολύ Ικανώτερο γιά νά τον άνσπληρώση καί γιά νά τά βολή μέ όλους τούς κακούργους τής περιιαχής πού ό Περέθ δέν μπό ρεσε ποτέ νά σταματήση τή δράσι τους, όπως του Ζο-ρρό, τού Έλ Ρέϋ κύ εκείνης τής τρομερής καί παράξενης γυ ναίκας/ τής Ν άγιας μέ τό Βέ λο.,,
. Ό Γίερέθ καταλαβαίνει ττο*
λύ καλά τό νόημα των λόγων του ανώτερου του ,άλλά δεν έχει ιτιά δικαίωμα να θυΐμώση, σπως Ικανέ άλλοτε... Υποχρεώνεται ,μόνο να χτυ πήση τά ταίκούνια του ζωηρά καϊννά καθήση «κλαρίνο». Φέρνει ;μέ δύναμι τό χέρι· στο γείσο του. πηληκίου του και μουρμουρίζει μέσ3 άπ3 τά δόντια του: — Στις διαταγές σας, οενιόρ!... Ό άλλος χαμογελάει^ συνε χώς. Μοιάζει σάν νά διασκεδάζη^άψάνταστα (με την ιστορία του χοντροαιστυινόμου πού έ
χει άιτέναντί του και νά μήν θελη νά χάση γρήγορα αυτή την έξ αιρετική διασκέδασι. Λέει πάλιι: — Μου είπαν πώς είσαι πειθαρχικός και κοώός συνερ.γάτης, ΓΊερέθ! "Ελπίζω νά τά πάμε καλά οι δυό μας! Τί λες; Τό προστατευτικό ύψος που έχει πάρει ό προϊστάμε νός του, κάνει τον χοντρο - Γίε ρέθ νά κοκκινίσή ακόμα πε ρισσότερο. Πήγςοίνει νά σκάση οστό τό κακό του. _ Παρακαλάει την Παναγία από ρέσα του νά τον βοηθήση νά κράτησή τή στάαι πού
— Αυτό είναι τερατώδες! Νά μή σκεφθης νά μάθης πώς τόν Διοικητή σοοί ,
τηρείτε ι νά κρατάη ένας στρα τιώτης ,μπροστά ατούς ανώ τερους του. Αποκρίνεται τσουρουφλι σμένος, σαν νεοσύλλεκτος φαντάρος ιμπροστά στον λο χαγό του: — Σάς ευχαριστώ πολύ, σενιόρ!... "Εχω -μάθει νά κά νω πάντοτε ότι με διατάζουν οί άνώτεροί ιμου! Ό καινούργιος αστυνόμος φαίνεται ενθουσιασμένος μ’ αυτή τή δήλωοι του Περέθ. Τα τρομερά μάτια του α στράφτουν από άγρια ίκανοποίηισι καί κάθε ϊχνος είρωνίας ^φεύγει από τό άδύνατο, γωνιώδες πρόσωπό του. — Μπράβο, Περέθ!, λέει
αγέρωχα. "Αν ξερής νά υπα κούς στις διαταγές των άνωτέρων σου χωρίς αντιρρήσεις, δεν χρειάζομαι τίποτ’ άλλο από σένα!... "Ελεγα νά σε... αντικαταστήσω αλλά βλέπω πώς .μπορώ νά δοκιμάσω νά συνεργαστώ μαζί σου γιά τό μέλλον!... "Εχουμε πολλή καί δύσκολη δούλειά νά κάνουμε ! "Εχομε νά παλέψουμε μέ τρο μερούς κακούργους, πού πρέ πει» νά τούς ξεκαθαρίσουμε ό μως στά γρήγορα καί οχι νά περάσουν άλλα τόσα χρόνια, κυνηγώντας τον Ζορρό τής Ζούγκλας καί τον "Ελ Ρέϋ!... Κατάλαβες^ Περεθ; — Κατάλαβα, σενιόρ!, μουγγρίζει σάν συναχωμένη
Τό ότι ό Περέθ δέν Ιχει φάλαινα ό χαντρσ * άστυνό^ δικαίωμα νά πή ούτε μιά κου μος. — Αυτό μ3 ευχαριστεί Ι8ιβέντα γιά νά άπο3ντήση στά Ριίτερα!... Ή Κιεντρ ΐικιή Δ ιο ί τηροσβλητιικά λόγια του άνωτήρου του, αυτό είναι πού τον Κηρτ μ3 έστειλε εδώ πέρα, ε πειδή ένας κοινός αστυνομι κάνει νά σκυλιάζη κυριολε κός σαν ικι3 εσένα, δεν μπορεί κτικά καί νά μή,ν μπορή νά πάρη ούτε ανάσα. να τά βάλη μέ τέτοιους κσ> κρύργους σαν αυτούς πού σου Κι3 όσο γιά τον καινούρ γιο άστυνάμο, αύτός έχει αρ άνάφερα καί έτσι ό κόσμος χίσει πάλα- νά γλεντάη μέ τον κοροϊδεύει την αστυνομία καί χάνει την εμπιστοσύνη του υφιστάμενό του, βλέποντας τον θυμό πού βράζει μέσα του στο Σώμα καί στην ασφαλεία καί πού ό Περέθ δέν κατα πού μπορεί νά του δώση... "Ο ταν φύγουν -αυτά τά τρία κα φέρνει1 νά τον κρύψη μ3 όλες κοπο ιά στοΐίχιεΐα άπό τη μέ του τις προσπάθειες. ση, τότε δεν άποκλείεται νά Του ξαναλέεΐι: ξαναιμείνης εδώ πέρα στο 3Έλ — Νά πας τώρα νά έπιθεωΐθήσης όλους τούς άστυφυλα Χόκλο ώς διευθυντής, μιά που κές άν είναι στίς υπηρεσίες δεν θάχης νά μανής τπά παρά τους καί στίς σκοπιές τους ό μέ τούς .. .μιεθυσμένους καί μ5 πως πρέπει καί ινά ερθης με αυτούς πού θά τσακώνονται τά νά μου άναιφέρης !... στήιν κεντριίκή πλατεία τής —· Μά... μάλιστα, σενιόρ... 3 Αβ ιόντα ντέλ Σολ! Μ5 αυ τούς έλπίζω ότι θά μπορής νά — "Υστερα θέλω νά μου κά τά βγάζης πέρα., χοοίρϊς νά ένης αναφορές γιά έναν - έναν χης ανάγκη άπό την βοήθεια ξεχωριστά, άν είναι ευσυνεί μου! δητοι στη δουλειά τους καί τί Ό άτυχης ό Περέθ τ3 α ίκανότήτες έχε ό καθένας τους κούει όλ3 αυτά καί παρακαπροκειμένου νά αυγκροτήσωλάει άπό «μέσα του ν3 άνοιξη με αποστολή γιά τά ενδότε ή γη νά τον καπαπιή μιά για ρα τής ζούγκλας, νά συλλά πάντα άλλά τό έδαφος παρα βου με τον Ζορρό, τον Έλ μένει1 στερεότατο κάτω άπό Ρέϋ καί τή Νάγια... τά πόδια του, μ3 όλο του τό —* Μάλιστα/ σενιόρ... τρομεοό βάρος. Ό Περέθ κινδυνεύει νά σω ριαστή κάτω. Τό κάτω χείλος άρχίζει νά Λίγο ακόμα νά κρατήσουν τρέμη μαζί μέ τό σαγόνι του οί διαΤαιγές του ανώτερου άπό τό κακό του. ταυ στό· κοροϊδευτικό καί υπε Τά μάτια -του πάνε νά περοπτικό αύτο ύφος, κινδυνεύει ταχτοΰν ιάπό τις κόγχες τους. Ή καρδιά του έχει πιίάσει χω-ρίς υπερβολή, νά πάθη νά χτυπάη μέ τέτοια ταιχύτη , συγκοπή καιρδίας. τα, πού κινδυνεύει άπό στι- Η Κάνει υπομονή ακόμα μέ γμή σέ στιγμή νά σττάστι. τά δόντια.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Άλλα .και ό προϊστάμενός του γλειντάει όσο μπορεί πε ρισσότερο, χωρίς νά του καί γεται: καρφάκι για τά βασα νιστήρια τπού περνάει αυτή τη στιγμή ό χουτρο - Περέθ. Στα μάτια του λάμπει ό σσδισμός και φαίνεται ότι· ό άνθρωπος αυτός στο βάθος τής ψυχής το·υ κρύβει μια τρο μακτική καΐκια, πού τον κάνει απίστευτα επικίνδυνο άντίπα λο για όλους τούς εχθρούς τους. Ό Περέθ κουνάει πρώτα τή θεόρατη κοιλιά του, γιΐά νά γυρίση και νά βγή από τήν πόρτα; του γραφείου πού άλ λοτε ήταν διίκό του καί τώρα ανήκει σ5 έναν άλλον. Ή φωνή όμως του καινούρ γιου αστυνόμου τον άναγκάζε νά μείνιη πάλι μ,αιρμαρωμένος στή θέσι του: — Που πηγαίνεις, Περέθ; — Νά έκτελέσω τΙς διατα γές σας, σενιόρ! — Δεν θά φεύγης ποτέ έ τσι από μπροστά μου, Πε ρέθ! Θά ζητάς τήν άδεια γιά νά φύγης ή θά περυμένης νά σου πώ εγώ, ότι· πρέπει νά μή μείνης άλλο στο γραφείο μου! Ό χοντρο- άστυνόμος σφίγ γει τις γροθιές μανιασμένα. Δέν μιλάει όμως. Ένώ θά είχε όλη τήν καλή διάθεσι νά πιάση εκείνον τον άινθρωπάικο από τον λαιμό και νά τον πνίξηΐ/ ωστόσο σκύβει τό κεφάλι; καί μουρμουρίζει μέ φωνή πού μόλις άκούγεται: — Μάλιστα, σενιόρ... Εκείνος χαμογελάει θρι
αμβευτικά καί προχωρεί ώς τό μέρος πού στέκεται ό Πε ρέθ, σαν νά τον προκαλή ακό μα περισσότερο. — Λές κάθε φορά «σενιόρ» ...ικαα σταματάς!, του λέει μέ ύφος τρομερά διΛταρεστημένο. "Έχει γούστο νά μου πής ότι μιπήικες στο γραφείο τού διοιίκητού σου, χωρίς προη γουμένως νά φροντίσης νά μάθης ούτε τό όνομά μου!... Ό φουκαράς ό Περέθ πάει νά τρελλαθή. Ψελλίζει κατ αΐδρωμένος: — Δέν... δέν τό συλλογί στηκα καθόλου, σενιόρ Διοικητά! Τά μάτια τού άλλου άστρα φταυιν από προσποιητό θυμό, πού όμως ό δύστυχος Περέθ 5έν μπορεί νά νοιώση πώς δέν είναι εκατό τά εκατό άληθινός. Τά χέρια του σφίγγονται σέ γροθιές. — Αυτό είναι· τερατώδες!, ουρλιάζει μέ τις φλέβες τού λαιμού του πεταγμένες από τή δύναμι τής φωνής. Νά μην σκεφθής νά μάθης πώς λένε τον διοικητή σου! Φαίνεται πώς ό πολύς καιρός πού έμει νες σ’ αυτό τό μέρος ώς διευ θυντής, σ’ έκανε νά ξεχάσης, πώς πρέπει· νά φέρεσαι1 απέ ναντι στούς ανώτερους σου, Περέθ! Θά σέ κάνω όμως ε γώ νά τό θυρηθής γρήγορα, έννοια σου!... Γιά δέκα μέρες θά μείνης σέ περιορισμό στο κτίριο τού Διίοικίήτηρίου και 5έν θά βγής καθόλου στην Άθιέντα ντέλ Σολ και ή ποινή
10
Ζ0Ρ*0
αυτή θά γραφή και στο μη τρώο σου!... Ό Περέθ κλείνει τα μάτια του. 5 Από μέσα του παρακα λάει με δλη τή δυναμι τής ψυ^ χής του: «Μαντόνα μία... Δώσε μου δύναμι να μην τον αρπάξω στα χέρια μου!... Φώτκσέ με να συγκρατηθώ λίγο ακόμα, ώσπου νά -μου π ή νά βγώ απ’ αυτό το δωμάτιο!... "Αν άπλώσω το χέρι μου... πάειι!... Δεν τον γιλυτώνει πια τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο και θά τε λειώσω στην κρεμάλα τή ζωή μου!... Δεν παρακσλάω γ ι ά τον εαυτό μου άλλα γιά την δυστυχισμένη μου κορουλα
τή Ροζίτα, πού θά πεθάνη κι* έκείνη μετά από τή στενοχώ ρια της!...» Ό καινούργιος αστυνόμος βλέποντας τον Περέθ νά τον ιουττάζη μέ ύφος αποχαυνω μένο καί απόμακρο, σάν του τρελλοΟ, καταλαβαίνει·, δτκ αρκετά τού «έπεβληθη» γιά πρώτη φορά πού τον εΐδε. Λέει· μέ κάπως μαλακώτερο τόνο: — Λοιπόν τόνομά μου εΐναι>, σενιάρ ’Βστεμπάν/ ντι Λόρκα ϋ Μιράντα ΓΊκονζάλες! Πρόσεξε μήν τό ξεχάσης πάλι, Πιερέθ καί δεν τό ξέρεις τήν άλλη φθ:ρά. πού θά μπής στο γραφείο μου!... — θά... φροντίσω νά τό θυ
Είναι θαύμα πώς ανοιγοκλείνει τά μάτια του...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
1!
— Στο ττσυέμττλο μας, ήρθε καινούργιος αστυνόμος, ττατρόν!
μάμαι σεινισρ... σενιόρ... ψελ λίζει ό φουκαράς ό χοντ,ρο. Π'ερέιθ 'Κ-οαι μην .-μπορώντας ν’ άντέξη περισσότερο αρπάζει, την πόρτα που βρίσκεται πλάϊ ταυ, την ανοίγει καί πετιέται έξω άναψοκοκκ ινισμένος, ενώ ό καινούργιος άστυνό μο·ς ^μένοντας μόνος του μέ σα στο γραψεΐο, σκάει στα γέλια ριήν ,μπορώντας να κρατηθή περισσότερο. Γιά λίγο όμως μόνο κρα τούν/ τά γέλιισ του. "Υστερα τά ιμάτια του α στράφτουν π ιό άγρια και πιο σατανικά από κάθε άλλη φο ρά και προχαρεΤ προς το μέ ρος ενός μεγάλου, ανάγλυφου
χάρτη τής περιοχής τής ’Αθιιέντα ντέλ Σολ και της ζούγ κΐλας πού απλώνεται από κεΐ καί πέρα, ώς τον άτέλειωτο Αμαζόνιο... Βάζει τό δάχτυλό του πά νω σ’ ένα σημείο τού χάρτη εκείνου και τό προχωρεί προς μιά κατεύθυνσι προς τά βο ρειοδυτικά, ώσπου τό οπαμα τάει σέ κάποιο άλλο σημείο. -— ’Εδώ!, ψιθυρίζει μέσ’ απ’ τά δόντια του. Σ’ αυτό τό μαύρο σημείο πού σημαί νει «ανεξερεύνητη ζούγκλα». Δεν μπορεί νά κρύβεται που θενά άλλου!... Αυτός ό ηλί θιος ό Περέθ θά μέ βοηθήση πολύ...
ΥΠΟΨΙΕΣ
ΕΣΑ σέ κάποιο μυ στικό δωμάτιο τοϋ κτήματος των Ν τελάρο, βρίσκεται· ό ση μερινός ιδιοκτήτης του, Δόιν Πάμπλο Ντελόρο, μαζί μέ τον δίδυμο αδερφό του τον ’Έλ Ρέϋ, τον λευκό κύριο τής ζούγκλας του "Άνω Αμαζό νιου. Ό Δον Πάμίπιλο πού είναι ένα καί τό αυτό πρόσωπο με τον θρυλιικό μασκοφόρο Έκδιικιη'τή, τόιν Ζορρό τής Ζούγ κλας, βρίσκεται σέ φοβερά χά λια ακόμα... Οΐ πληγές του πού θά εί χαν σίγουρα όδηγήσει στον τάφο όπαιίσνδήποτε άλλον άν θρωπο στη θέισι του, έκτος α πό τον Έλ Ρέϋ φυσικά, πού θά μπρρουσε ν’ άντέξη άλλο τόσο σσο κι* σύτός στά φο βερά αύτά τραύματα, τον έ χουν κάνει πραγματικό κου ρέλι· καί σκιά του παλιού ε αυτοί) του, του ακατανίκητου ΤιιμιοσροΟ μέ τη μάσκα... Είναι, θαύμα πώς έχει δυναμι κιι’ ανοιγοκλείνει τά μα τιάσου. Είναι· θαύμα πως καταφέρ νει» καί κινεί τά χείλια του γιά νά μιλάη στον αδερφό του πού βρίσκεται υστό προσ κέφαλό του καί στον πιστό κι5 άφφσιομένο γέρο - υπηρέ τη του τον Φερνάντο, πού πη γαινοέρχεται μέσα στο κρυ φό δωμάτιο, κουβαλώντας ό λα έκεΐνσ πού τον διατάζει ό Έλ Ρέϋ καί πού είναι άπαραιΗ-ηττα γιΐά νά ξαναβρή γρή
γορα τις δυνάμεις του ό αγα πημένος του κύριος... Ωστόσο καί1 έτσι πού εί ναι αυτή τη στιγμή ό Δον Πάμπλο, βρίσκεταιι σέ άπείρως πιό καλή κατάστασ ι- απ’ δ,τι ήταν όταν έφτασε έκεΐ μέσα πάνω στά στιβαρά μπράτσα του αδερφού του καί τον ξάπλωσαν πάνω στο κρεββάτι πού είναι ακόιμα^ Εκείνη την ώρα δεν είχε σχεδόν την αίσθησι τής πραγματ Κκότητας. Ζουσε σαν σ’ ένα όνειρο α νάμεσα στη ζωή καί στον θά νατο... Έχουν περάσει όμως πα ραπάνω από είκοσιι τέσσερις ήρες από τότε... Ό "Ελ Ρέϋ γιά^άλλη μια φορά έφυγε καί γύρισε στη ζούγκλα σ’ αυτό τό διάστημα καί γιά άλλη ριά φορά ξαναγύριίσε στο κτήμα του Δον Ντελόρο, ντυμένος πάντοτε μέ την άμφίεσι: του Ζορρό τής Ζούγκλας καί φροντίζον τας νά τον δουν οί χωρικοί τής περιοχής γά νά φτάση στ’ αυτιά του Περέθ, νά τά χάση ακόμα πιό πολύ απ’ δ,τιι ήδη τά έχει χαμένα. Ό λόγος πού έκανε αυτή τη βόλτα ό Έλ Ρέϋ, 5έν ήταν τόσο νά έξαπστηθή ό κακο μοίρης ό χοντρο - αστυνόμος Μάριο Περέθ, πού κοντεύει νά τρελλαθή κυριολεκτικά μέ την περίπιτωσι τοϋ Ζορρό τής Ζούγκλας, ϊδιίαίτερα μάλιστα μετά από τό τελευταίο παιχνίδΐι πού του έπαιξε ό ’Έλ Ρέϋ, παρουσιαζρμενος στη θέσι του Δον Πάμπλο μέσα
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
στο κτήμα αυτού του τελευ ταίου και συζητώντας μέ τους εργάτες του... ' Απλώς πήγε ώς την περι οχή πού φυτρώνει εκείνο τό θαυματουργό βοτάνι γιΐά τις πληγές καί τό χόρτο αυτό είναι πού έχει κάνει αληθινά τό θαύμα του κΓ εχει ξσναφέ ρει στον κόσμο τόν Δόν Πάμπλο, έκιεΐ πού θάταν πολύ άμφ'ίβολο αν θά τά κατάφερνε νά νικήση τον Θάνατο στίς έπόμενες ώρες... Μαζί μέ τό βοτάνι βέβαια, έχουν θαυματουργήσει αυτή τή φορά καί τά βυναιμωτικά ζουμιά καί τά μπιφτέκια πού πάει κιαι φέρνει συνεχώς ό γέ ρο - Φερνάντο, ό π [Ιστός υπη ρέτης του Δόν Π άμπλο... "Ετσι: αύτός ό τελευταίος νοιώθει τήν ζωή νά ξανσγυρίζη στο στήθος του μέ τρομε ρή γρηγοράδα καί κάθε στι γμή πού περνάει καταλαβαί νει νά δυνσιμώνη περισσότε ρο... Ωστόσο εξακολουθεί νά είναι: άκόμα τόσο αδύνατος, πού δεν υπάρχει περίίπτωσις νά σηΐκωθή όσιό τό κρεββάτι του, πρΙν περάσουν άκόμα τό λιγώτερο δυο μέρες. "Αν βέβαιια δεν υπήρχαν αλ’ αυτά τά φάρμακα καί οι φροντίδες/ θά χρειαζόταν νά καθηση περισσότερο από δυο μήνες σιτό κρεββάτι του πό νου, ώσπου νά συνέλθη όσο προβλέπεται νά συνέλθη τώ ρα μέ δυο μόνο εικοσιτετρά ωρα... Ό Δόν Πάμπλο έχει κατα λάβει δπ δεν υπάρχει, πια
κανείς λόγος ν’ άνησυχή για τή ζωή του. Τό ενδιαφέρον του λοιπόν δλο έχει στ,ραφή τώρα στον δίδυμο αδερφό του, πού βλέπει πολύ ανήσυχο και μελαγχολιικό, σαν νά βιάζεται νά φύγη άπό τό πατρικό τους σπίτι και νά μήν ξαναγυρίιση ποτέ... Καί πραγματικά αυτό άκριβώς περνάει άπό τό μυα λό του λευκού γίγαντα καί ό λόγος πού εΐναι ανήσυχος, εΐναι γιατί φοβάται μήπως αν θά μείνη περισσότερο, δεν έχει ύστερα τή δύνάμι νά φύ γη μσκρυά και γιά πάντα ό πως θέλει... Οΐ περιποιήσεις και ή απέ ραντη αγάπη πού τού δείχνει ό γέρο - Φερνάντο, ή συμπά θεια και ή ευγνωμοσύνη πού λάμπει στο βλέμμα του άδερ φου του κάθε φορά που τον κυττάζει στά μάτια, έχουν αρχίσει νά τάν κάνουν νά νοιώθη παράξενα ρίγη συγκινήσεως, πρωτόγνωρα γι’ αυτόν τόν γιγαντόσωμο άγριάνθρω πο των παρθένων δασών... Κι’ ό Δόν Πάμπλο πάλι μέ τή σει'ρά του, θέλει νά βρή τήν ευκαιρία, νά του μιλήση καί νά του π ή πώς δέν είναι καθόλου σωστό νά σκέπτεται τή φυγή άλλά ψάχνει άδικα νά βρή μιά καλή ευκαιρία γιά ν’ άνοιξη αυτή τή συζήτησι... "Βλ Ρέύ δεν πήγαινες κοντά του, παρά μονάχα γιά νά παρακολούθηση τήν πο ρεία τής άνάρρωσής του, σάν νάνου γιατρός...
ϊύρρο Ύστερα άμέσως ξαναφεύ γει* καί πηγαίνει. και στριφο γυρίζει σαν Λιοντάρι στο κλαυ 6ί/ μέσα στον σκοτεινό υπόγειο διάδρομο, που οδηγεί α πό τό κτήμα των Ντελόρο, στη φοβερή καί τρομερή Κά ζα ντές Όμπρες, τό στοιχειω’μένο σπίτι πού κανείς δεν τολμάει νά τό πλησιάση τή νύχτα και πού —κατά διαβο λεμενη είρωνία τής τύχης— τό κοποιικιεΐ ό πιο φοβητσιά ρης άνθρωπος πού γεννήθηκε ποτέ πάνω στον πλανήτη, μας, ό θρυλικός Πάντσο Γί γαντας... Ωστόσο ώριισμένες ώρες πού του έχει πή ό γέρο - ύπη
ρέτης των Ντελόρο, ό Φερνάν το, είναι, υποχρεωμένος νά βρίσκεται στο κτήμα, μεταμ φιεσμένος σέ Δον Πάμπλο, δηλαδή φορώντας απλώς τά ρούχα του δίδυμου αδερφού του και έχοντας βαμμένα τά μαλλιά του μαύρα... 1Π ρέπει οί άνθρωποι τού κτήματος νά βλέπουν τον α φεντικό τους στά μέρη καί στις ώρες πού έχουν μάθει νά τον βλέπουν πάντοτε. Καί εΐναιι ακριβώς μια απ’ αυτές τις στιγμές καί τώρα, πού έρχεται ένας σκονισμέ νος καβαλλάρης από τήν κεν τρική πύλη τού πλούσιου ράν τσου των Ντελόρο.
"Αλλ© καί τοΟτο
\
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
Τρομερά τζάγκουαρ πηδούν πάνω στον διαφανή πύργο του...
Πηδάει στο λεπτό από τή σέλλα του αλόγου του στη γη και βλέποντας τον Δόν Πάμπλο —ή τουλάχιστον τον υ ποτιθέμενο Δόν Πάμπλο σ' έ να μέρος μαζί μέ μερικούς έρ γάτες, τρέχει προς τό μέρος του. — Κάτιι κακό θά συμβαίνη,^ πατρόν!, λέει λαχανια σμένος. ^ Ό "Ελ Ρέϋ τον κυττάζει α νήσυχος καί μαζί παραξενεμένος. Δέν μοιάζει φοβισμένος αυτός ό άνθρωπος πού προ φητεύει κακά γεγονότα. Πε ρισσότερο φαίνεται σάν άν θρωπος πού κουβαλάει ένα
νέο πού θά πρέπει νάνοι ενδι αφέρον και θέλει άπλώς νά προξενήση κατάπληιξι σ3 εκεί νους πού θά τό ακούσουν, γιά νά άνταμιοιφθή έτσι πού τό έμαθε πρώτος. — Τί σέ κάνει νά πιστεύης^πώς θά συίμιβή κάτι κακό; τού λέει κυττωντας τον στά μάτια. — Στο παυέιμπλο μας ήρ θε καινούργιος αστυνόμος, πατρόν!, φωνάζει ό αγγελιο φόρος καί κυττάζει θριαμβευ τικά γύρω του τούς αγρότες πού τον παρακολουθούν πρα γματικά -με γουρλωμένα μ ά τι α; Ό σενιιόρ Μάριο Περέθ, μπήκε κάτω από τις διαταγές
ΙΟΡΡΟ
αυτού τού καινούργιου άκττυ-Μ νόμου καί είναι πυρ και ,μανίαΙ^ γι’ αυτό! Να τον άγγίξης $£ μονο, είναι ιικανος να εκραγη σέ χίίλια καμιράτια! Ό Έλ Ρέϋ μ* όλο πού κα ταλαβαίνει ατι αυτό τό νέο εΐναιι στ5 αλήθεια κάπως σο βαρό, ωστόσο δεν καταφέρνει να μην χαμογελάση ανάλα φρα κάτω άπ5 τά μουστάκια του, όταν συλλογίζεται. τον τρομερό θυμό του χοντρό Περόθ πού βρέθηΐκε ξαίφνικά από αφεντικό— υφιστάμενος. Ό άγγελιαφόρος παίρνει φόρα από την επιτυχία του πρώτου νέου που έχει φέρει. Αποφασίζει νά ,μπή γρήγο ρα καί στο δεύτερο. Λέει ιμέ φωνή πού τρέμει α πό 'τή συγκίνιηισι1: — Ό νέος αστυνόμος φαί νεται πώς έχει μύστικές δια ταγές και σχέδια ώριίσμένσ πού πρέπει νά άκιολουθήση! Μόλις ήρθε άρχισαν αμέσως οι επιχειρήσεις! — 5 Επ;ι χειίρήσε ις; Ό ψεύτοι - Δον Πάμπλο δεν μπορεΐ νά μήν κάνη, άπορημέ νος πραγματικά, αυτή τήν έρώτηισι. Ό άγγελιαφόρος άλλο πού δεν θέλει ν’ άρχίίση νά λέη ό λα δαα ξέρει πραγματικά καί ... ξεκινάει- μιέ φόρα: — "Ολη ή αστυνομική δύναιμις τού Έίλ Χόκλο ξεκίνη σε πριν από μιιιά ώρα, παιτρόν. Μέ επικεφαλής τον καινούργιο άστυνάμο, ύπ αρχηγό τον Π ε ρέθ και όλους τούς υπόλοι πους πού διαθέτει τό ποοέμπλο μας, ξεκίνησαν καί μπή-
χαν στη ζούγκλα από τά βομειοδοτικά του ^Βλ Χόκλο... Κανείς δον ξέρει που πηγαί νουν... δεν είπαν λέξιι σε κανέναν για τήν παραςενη αυτή αποστολή τους... Μόνο κά ποιος αστυφύλακας πού τον ρώτησαν στο χωριό, τήν ώρα πού περνούσε από τήν ταβέρ να γιά νά γυρίση στο σταθ μό — γιατί έμειναν τρεις δλοΊ κύ όλοι γιά νά φρουρουν τό Διοικητήριο — είπε ότι πρόκειται· γιά «μυστική άπο στολή» ικαιί δεν έχει δικαίωμα νά πή ούτε μκιά λεξι σέ κανέναν, γιατί άλλοιώτικα. θά θεωιρηΐθή ώς προδοσία καί ό και νούργιος αστυνόμος θά τον κρειμάρ-η!... "Ολα αυτά τά τρομερά νέα τά έχει πή σχεδόν μέ μιά άνατπνοή ό αναπάντεχος άγγε λιαφόρος πού βρέθηκε στο κτήμα των Ντελόρο. Ό ενθουσιασμός του πού έχει κάνει στ’ αλήθεια τόση μεγάλη έντύπωσι τό νέο του, δεν περ ι γράφεται. ^ Ό ^3Έλ Ρέϋ έχει ακούσε ο τή διήγησί του μέ μισόκλειστα -μάτια καί φαίνεται νά σκέπτεται σοβαρά... Ό άγγελιαφόρος αρχίζει σ’ αυτό τό μεταξύ νά δίνη καί τις υπόλοιπες πληροφορίες πού ξέρεις στους εργάτες πού τόν ρωτούν καί νά προσθετή και! λεπτομέρειες βγάλμένες από τό μυαλό του, γιά νά κά νη τή διήγησί Του δσο τό δυ νατόν πιο ενδιαφέρουσα. λ Ό γι γ αντόσωμος β ασ ι λ ι ά ς τής Ζούγκλας δεν έχει καμμιά δι/αθ'εσι ν5 άκούση τηε,ρισσότ^
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ρα πράγματα. "Αφήνει τούς αγρότες νά ■κουβεντιάζουν περίεργοι μέ τον αγγελιοφόρο και ό ίδιος γυρίζει στο σττίΐτι και μπαίνον τας απτό την κιυρία είσοδο, προχωρεί καιΐ φθάνει τελικά στο μυστικό δωμάτιο ττού βρί σκέται ό αδελφός του, πάνω στο 'Κιρεββάτ ι τού άτονου. Ό "Βλ Ρέϋ ξέρει ^πώς τον Δον Πάμπλο — ττου δεν εΤναυ άλλος άιττό τόν θρυλικό Ζορρό τής Ζούγκλας ·— τον ενδιαφέρουν αφάνταστα όλες οι! (κινήσεις τής άστυνίομίας τού τόπου. Τόν ένδικα φέρουν γιατί ύττά ρχαυν κακούργοι ττού ή αστυ νομία καί ό Περέθ δεν είναι ικανοί νά σταματήσουν τήιν δράσι τους καί ώσπου νά κια ταφέρουν εκείνοι νά σταθούν στους παλιανθρώ έμπόδιιο πους αυτούς/ την πληρώνουν στο μεταξύ οι αθώοι και φτω χοί αγρότες, πού ύφίστανται επιδρομές καί λεηλασίες τρο μερές... Σ" αυτές τις περιπτώσεις ό Ζορρό τής Ζούγκλας κάνει την έμφάνισί του γιά νά τι«μωιρήση μόνος του τούς άπαί σιους ληστές, πού προσπα θούν νά πλουτίσουν μέ την δυ ατυχία των κατατρεγμένων άν θρώπων τής περιοχής... Ό Δον Πάμπλο Ντελάρο μπαίνει στον μυστικό υπόγειο διάδρομο πού οδηγεί στην Κά ζα ιντές Όμπρες καί από κεί μέ τό υπέροχο αθόρυβο έλιικό πτερό του τό Μαύρο Πουλί, βγαίνει στην ατελείωτη ζουγ κλα γιά νά άνακαλύψη καί νά
τιμωρήση τούς ένοχους καί γιά νά έπιστρέψη τό προϊόν τής ληστείας τους ατούς δι καιούχους του. Αυτά όλα οδηγούν τώρα τόν "Βλ Ρέϋ κοντά στον δίδυμο αδελφό του. Μ’ όλο πού ό ίδιος δεν βλέ πει τήιν ώρα νά γίνιη καλά ό Δον Πάμπλο γιά νά φυγή ε κείνος από τό αγρόκτημα τής "Αθιένιτα ντέλ Σολ, ωστόσο καταλαβαίνει, άτι οι πτωχοί καί οι κατατρεγμένοι τού τό που, δεν πρέπει ποτέ νά χά σουν την εμπιστοσύνη τους στον Ζορρό τής Ζούγκλας, γι ατί τότε θά χάσουν καί την τελευταία έλπίδα πού τούς ά πομέινει, έτσι όπως ζοΰν άπομακρυσμένοιι από τόν πολιτι σμένο κόσμο, στις άγριες δια θέσεις των ληστών πού παρου σιάζανται κάθε τόσο. "Αν λοαπταν τώρα είναι μπά από τις περιπτώσεις πού ό Ζορρό τής Ζούγκλας πρέπει νά κάνη την έμφάνισί του, πρέ πει ό κατάκοιτος στο κρεββά τι του Δον Πάμπλο νά τό μάθη καί νά πάρη τις αποφά σεις του... "Οταν άκούη από τό στόμα τού δίδυμου αδελφού του τά νέα, κουνάει σκεπτικός τό κε φάλι του. Σκέπτεται χωρίς νά μιλάη. Μιά ζάρα σχηματίζεται στο μέτωπό του... — Δεν μπορώ νά καταλά βω τίποτα, λέει στο· τέλος. Τό μόνο γιά τό οποίο στενοχωριέ μαι είναι ό καημένος ό Περέθ. Αισθάνομαι κάπως ένοχος πού έφθασε αυτός ό καινούργιος
1*
Τ6 Μαύρο Πουλί αρχίζει νά χάνη ύψος.,.
ιόΡΡο αστυνόμος στην ’Αθιέντα ντέλ Σόλ... "Αν δέν ήμουν εγώ ή κεντρική Διοίκησές τής Άστυ νσμίας, δεν θα σκεφτόταν πο τέ νά-αντικαταστήση τον πα λιό αστυνόμο μας... Μά δλοι ρίχνουν στην ανικανότητα του Π'ερέθ τό δτιι δεν μπορεί να συλλαβή* τον Ζορρό τής Ζουγ κ,λας. Ασφαλώς θά πιστεύουν ότΐι ό καινούργιος πού έστει λαν τώρα θά φανή πολύ ίκα νότερος απτό τάν κακομοίρη χοιντ,ρο - αστυνόμο ιμας!... Ό Έλ Ρεϋ χαμογελάει. — Θά καταλάβουν όμως γρήγορα την Κουταμάρα τους, λεειι .με βεβαιότητα. Ό Ζορρό τής Ζούγκλας δεν πιάνεται ά πδ κανόναν άστυναμο!... Ό Ζορρό είναι, ένα Πινευμα καί οχιιι άνθρωπος! Είναι τό Πνευ μα τής Ελευθερίας καί του Δικαίου!... Έχετ όλους τούς φτωχούς ανθρώπους τής περί ο χής μέ τό μέ|ρος του, έτοι μους νά τον ειδοποιήσουν την κάθε στιγμή, για τον κάθε κίνδυνο πού διατρέχειι... Ό Δον Πάμπλο συγκινημέ νος για την ιδέα πού έχει* γι’ αυτόν ό δίδυμος άδελφός του καί μη θέλοντας νά συνεχίιση νά του λέη τέτοια κολακευτι κά λόγια, μουρμουρίζει ανά μεσα στά δόντια του: — Δέν μπορώ νά καταλά βω πού ,μπορεί νά πηγαίνουν από εκείνη την πλευρά πού ξε κίνησαν!... Καμμιά φορά δέν θυμάμαι- — τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό — νά έμφανί σθηκαν από εκείνα τά μέρη τής Ζούγκλας!... Πώς είναι δυνατόν λοιπόν νά πηγαίνουν
ΤΗΙ ΖΟΥΓΚΛΑ!
γιά να ,μέ συλλάβουν, από έ να δρόμο πού έχω νά έμφΌονισθώ ολόκληρα χρόνια; Υπο ψιάζομαι ότι- κάτι πολύ περίε ργο συμβαίνει!... Όπωσδήπο τε, ό καινούργιος αστυνόμος μας, είναι, τό λιγότερο μυ στηριώδης, άν 6χιι< τίποτε άλ λο!...^ Ό Έλ Ρέϋ κουνάει τό κεψά λι, του καταφατικά. Συ μ φοοινεΐ απόλυτα με δλα όσα έχει πή ό τραυματίας. — Καί μένα -μου φαίνεται περίεργη αυτή ή κίινησις!, θά πάω νά ίβω τί' ακριβώς συμ βαίνει... Θά πάω ώς Έλ Ρέϋ. Κν άν χρειασθή νά κάνη την έμφάνισί του ό Ζορρό τής Ζούγκλας, θά ρου τό πής ό ταν γυρίσω καί σου πώ τί τρέχε ρ... Ό Δόιν Πάμπλο είναΐι τρο ρερά συγκ ινηιμένος μέ την άφωάίωσι πού του δείχνει ό α δελφός του στις κιρίσιιμες αύ τές στιγμές. πού είναι τόσο βαρεία τραυματισμένος. —/ ετ ~\ /■ · · -ερει οτι1 οϊ ^'Γ-Λ Ελ γΡευ εχει συνηθίσει νά ζή ελεύθερος μέ σα στο παρθένο καταπράσι^ νο βαίσίλεισ τής ζούγκλας/ χω ρΐς νά υπακούη ποτέ του σε κανέναν άρχηγό... -έρει πώς τά ένστικτά του είναι φασίολο γιικά άγρια καί πρωτόγονα, ά φαυ πέρασε όλη του τή ζωή, δ χιι μέ τούς ανθρώπους παρέα αλλά -μέ τά άγρίιμια τής ζούγ κλας... Γν αυτό του προξενεί όχι μόνο συγκίνησ ι ,μά καί κατάπληξιι τό γεγονός πώς ό άν θρωπος αυτός δίνει τόση ση μασίσ στη συγγένεια του αί
Ταξιδεύει μέ φανταστική ταχύ τητα μέσα στη ζούγκλα...
20
ματος που έχουν οι δυό τους και κάνει δ,τι μπορεί για νά τον βοηθήιση, καθώς τον βλέ πει έτσι ανήμπορο καθηλωμέ νο πάνω σ’ ένα κρεββάτΐ;... Ωστόσο δεν έχει· πάλι τον •καιρό νά καθήιση και νά προσ πάθηση νά -βιρή την λύσι γιά άλα αυ'τά τά ερωτήματα. Ό 3Έλ Ρέυ βρίσκεταΐι κιό λας στο πτάδιι, έτοιμος νά ξεκινήιση γιά τον υπόγειο διά δρομο που 8ά τον βγάλη στο σπίτι· των "Ίσκιων. Καί από κεΐ στη ζούγκλα... Ό τραυματίας δεν μπορεί νά έχη άντίρρησί' στο σχέδιο του αδελφού του. Κ ιι εκείνος νοιώθει ζωηρή ανησυχία γιά το τι ,μπορεί νά συμβή στο .μέρος πού πηγαί νει το αστυνομικό απόσπα σμα-, μέ τόσο μεγάλη δύναμι άνδρών μάλιστα, πού ποτέ άλ λοτε δεν θυμάται. νά έχη ξεκινηση από τό "Έλ Χόικλο. "Έτσι ό "Έλ Ρέϋ παραδίδεται· γιά μεριικά λεπτά τής ώρας στά έμπειρα χέρια του γέρο - Μπερνάρντο καί ξανα παίρνει) τό αρχικό χρώμα των μαλλιών του. "Οταν δηλαδή χώνεται μέ σα· στον υπόγειο διάδρομο του σπιτιού των Ντελάρο δέν εί ναι αυτή τή φορά ο Ζορρό τής Ζούγκλας παρά ό γιγαντόσω μος βασιλιάς της, ό Έλ Ρέϋ. Και δέν χτυπάει την πόρτα τού Πάντσο Γίγαντα γιά νά τον πάρη μαζί του στο παρ θένο δάσος, παρά περνάει τρέχοντας ολοταχώς όσπ’ έξω και κατευθύνέταν μέ τραμακτι
κή ταχύτητα. προς τό βορειο δυτικό άκρο τής ζούγκλας... ΝΕΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΣΟ...
ΚΙ ΊΊΟΡ'ΕΙ πάντως ό βα σιλιάς τής ζούγκλας νά άγνοή τον Πάντσο Γίγαντα και νά περνάη τρέχοντας έτσι από τό «στέκι» του, τήν Κάζα ντές "Όμπρες, δέν συμβαίνει όμως τό "ίδιο ιμέ τον ανεκδιήγητο άρ χι μηχανικό τού Ζορρό. Γιατί ό καταπληκτικός αυ τός νάνος επειδή είναι ένα ζε ατό μέση μεράκι μέ μπόλικο ήλιο·/ τό σημερινό, έχε: βγή καί τήν έχει· αράξει, στον πρώ το εξώστη των ερειπίων του σπιτιού των "Ίσκιων καί ρεμ βάζει... Συνήθως δέν βγαίνει από τό «καβούκι» το-υ, ό απίθανος αυτός φοβητσιάρης. Προτιμάει νά μενη διπλό τριπλσκλε.ιβωμένος στά έργα στήριά του καί νά διαβάζη... τά αστυνομικά του μυθιίστορή ματα, παρά νά (μέινη εκτεθεί ιμέ νος στους κινδύνους τού υπαί θρου, πού δέν εΐναΐι καί λίγοι σ" ετούτα τά μέρη, εδώ πού τά λέμε μεταξύ μας... Πάντως δταν καμμιά φο,οά τού πετυχαίνει> κάποΊα πολύ υπέροχη μέρα σάν καί τή ση με-ρινή καί επειδή από τήν μπροστινή πλευρά τής Κάζα ντές "Όμπρες πού βλέπει προς τή ζούγκλα, έχει μιά πο λύ ανοιχτή έκιτασι καί μπορεί νά δή από μακρυά τον πρώ το κίνδυνο πού θά παρουσία-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
στη κοοι νά τρέξη να κλειβωθή αμέσως, πρίν τον πληισιά ση, τολμάει καί βγαίνει, εκεί στόιν εξώστη τον ερειπωμένο του πάγιου πύργου, έτοιμος νά το βοολη στα πόδια καιί νά γκρεμιιστή .μέσα στο δωμάτιό του, στο πρώτο φτερνιά μα μύ γαις πού θά πέραση επάνω α πό τό κεφάλι του. Κι* έτσι λοιηόιν συμβαίνει και σήμερα, οπότε βλέπει1 τον "Ελ Ρέϋ νά έρχεται τοέχόν τας από την πλευρά πού έρχε τσν.: ό άφεντιικός του ό Ζο.ρρό, και νά συνεχίζη τρέχοντας πάντα, προς τό κσιΤαπράσινο παρθένο δάσος μέ τις χίλιες φωνές καί τά χίλια χρώμοπα. Ό Πάντσο Γίγαντας μέ την πρώτη τινάζεταιι όρθιος καί τά ματάκια του στριφογυρί ζουν σαν ρουλεμάν. —"Αλλο καί τούτο πάλι!, τσιρίζει μονάχος του κάνον τας τό σημείο του σταυρού από την έκπληξι. Αυτός ό... ξυπόλητος μου φαίνεται πώς ήταν ό "Ελ Ρέϋ/ τό Πσ·:ι5ί τής Ζούγκλας, πού... νοστιμεύε ται τη Ν'άγια με τό βέλος!... Πού βρέθηκε άπό τούτη τή μεριά; Φυσ:|κά δεν υπάρχει κανείς για νά δώση ,μιά όποιαδήποτε άπάντη;σ ι' στην ερ ώτησ ί του. Ό Πάντσο Γίγαντας ξύνει την κεφάλα ταυ μέ πολύ με γάλη αμηχανία καί περιέρ γεια. Πετ.ιέται για δεύτερη φορά σά νά τον έχη κτυπτήσει αλο γόμυγα. — Φτου... σκουλ ικ ο μυρμη γκρτρυΗτα!, ξεφωνίζει στρίγ
2Ϊ
γλικίοο. Αυτός θά μπορούσε νά μου πή μέ σιγουριά!... Μόνον αύτός καί κανένας άλλος! Λέ νε πώς ξέρει τή ζούγκλα όπως την τσέπη του καί λένε, πώς τό μαγιό του δεν έχει βέβαια καμμιιά τσέπη, άλλα αυτό δέιν έχει καί μεγάλη σημασία!... Τρίβει ανάποδα τά χεράκια του άπό την απελπισία, Τόσο πολύ, πού παραλίγο νά τσα κ ίσηι τις παλάμες του. — Κύττα πώς τρέχει!, συ νεχίζει νά μονολογή γρινκάζον τας. "Αντε φτάστονα! Σπίθες βγάζουν ο*ΐ πτέονες του άπό την ταχύτητα!... "Αν κάνω πώς πιάνω νά τρέξω κιι5 εγώ έτσι θά γεμίσουν τά πσδαρά κια μου αγκίθες! Δέ σφάξα νε! Αυτός, μάτια μου, είναι πουλί. Ή λέξίς «πουλί» τού φέρνει στο νού τό «Μαύρο Πουλί» τό υπέροχο αθόρυβο ελικόπτερο πού έχει στην απόλυτη διάθε σί ταυ δσο λείπεγ 6 Ζορρό τής Ζούγκλας. Τά ματάκια του στριφογυ Ρ'ίζουν ακόμα μ ιά φορά άπό την τολμηρή πραγματικά Ι δέα πού τού έχει κατέβει στο κεφάλ ι. Στο τέλος όμως, τό κουνά ει αυτό τό τελευταίο ολόκλη ρο πέρα - δώθε, απογοητευ μένος για δεύτερη φορά. αυτό το μεταξύ ο Ελ Ρέϋ έχει κιόλας φθάσει στα πρώτα δέντρα τής ζούγκλας. Χάνεται πίσω άπ’ αυτά. Ό Πάντσο Γίγαντας χάνει την πολυτέλειια πού είχε ώς τώρα νά μπορή νά τον παρσ κολρϋθή μέ το μάϊϋ
22 Κατσουφιάζει·. — Γιά δες!, .μονολογεί και πάλ,ιι μέ θυμό. ^Ηταν ,μ,ιά θαιυ μάσια ευκαιρία που δύσκολα ξανάρχεται! 9 Ηταν ανάγκη νά είναι έτσι βιαστικός, ματά κια μου; Του κάκου ξανακυττάζει προς το μέρος που εξαφανί σθηκε ό λευκός γίγαντας. Τίπστ’ άπ5 αυτόν δον ξανα φαίνεται πιιά προς τό μέρος εκείνο. Ό κακομοίρης ό Πάντα ο εΐ ναι άπ αιρηγόρη,τος. — Θά ιμου έλεγε πού έχει τό... μποστάνι με τά μαγκιόρα αυτά φρούτα και θά πή γαινα!... Ψυχή μου!... Θά γέ μιζα μπουκάλια καί μπουκά λια με κομπόστα καί άντε πιά στε με μετά! Θά γινόμουνα τόσο μεγάλος ήρωας πού άσφαλώς θά με αγαπούσε ή α δελφή τής Νάγιας μέ τό βέ λο και θά ερχόταν νά με ζητήση άπό τον... Ζορρό! Το μυαλό του φτερουγάει στο Μαύρο Πουλί. "Αν τό καβαλήση αυτή τή στιγμή και στκωθή στον αέρα σε μιά στιγμή θά βρεθή πά νω άπό τή ζούγκλα καί θά μπόρεση νά παρακολούθηση τόιν ξανθό γίγαντα στον δρό μο που έχει πάρει μέσα στήν ανεξερεύνητη ζούγκλα. "Αν τον βρή πάλι θά κατέ βη μ.ιά στιγμή χαμηλά καί θά τον ρωτήση εκείνο που θέλει νά μάθη... Ό φόβος του δεν του έπιτρέπείι εύκολα νά άπο φασίση ένα τέτοιο σοβαρό τόλμημα,
ΖΟΡΡΟ Τό πάει καί τό φέρνει γιά ώρα. Όνειρεύεται ένα μπσυκαλά κι με κομπόστα άπό τό φρου το τής γενναιότητας πού νά του βγάζη τό βούλωμα νά φέρ νη λίγο στά χείλη του και νά γίνεται γενναίος σάν τον Η ρακλή καί περισσότερο! Ό πειρασμός είναι τρομε ρά μεγάλος... —Θά τον δώ άπό ψηλά καί θά του φωνάξω νά μοΟ πή τό μυστικό χωρίς νά προσγειωθώ καθόλου! μουρμουρίζει τέλος μονάχος του μέ γουρλωμένα τά μάτια, σημάδι πώς είναι κατενθουσιασμένος μέ την φα εινή ιδέα του. "Ετσι, δεν θά κιν δυνέψω καθόλου, αφού δεν θά άγγί'ξω τή γή καί δεν θά μπο ρή νά μέ πιάση κανείς άλλος εκτός άπό τά κουνούπια! Μιά καί δυο πετιέταιι όρ θιος άφου πήρε μ5 αυτόν τον τρόπο την άπόφασίν του. "Υστερα τρέχει προς τον κεντρικό πύργο τής Κάζα ντές "Ομπρε εκεί πού είναι— άς πούμε — τό γκαράζ του εκπληκτικού Μαύρου Πουλιού. Σέ δυο λεπτά άκόιμα τό ε λικόπτερο έχει άνέβη μαζί μέ τό πάτωμα τού πύργου μέχρι την οροφή τού τελευταίου. "Υστερα τό υπέροχο μηχά νημα, εντελώς άθόρυβα ανε βαίνει στον1 αέρα καί ρίχνεται προς τήν κατεύθυνση τής ζού γκλας, έινώ στο τιμόνι του κά θεται ό άνεκδιήγητος Πάντσο Γίγαντας καί πρόθεσί του ν’ άνακαλύψη τον "Ελ Ρέϋ γιά νά τον ρωτήση γιά τό θαυιμα
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ!
τουιργό φρούτο τής γενναιότη τας!... 5Αλλά δεν προλαβαίνει να χαρή πολύ την εμπνευσί του. -αφνίικά, εκεί πού πηγαίνει ακούει την αθόρυβη μηγονή του Μαυιρου Πουλιού να βγάζη κάτι παράξενους και δονηισυ χητικούς ήχους. Τρομάζει. Τα ματάκηα του γουρλώ νουν και τό .μούτρο του παίρ •νει ενα. χρώμα κάτι μεταξύ κί τρίνου καί πρασίνου. Κόβει κατά τό ρολόι τής βενζίνας και καταλαβαίνει, γιατί ό Πάντα ο Γίγαντας, ό πως πολλές φορές ώς τώρα τάγουμε πή, μπορεί νά εΐναιι φοβητσιάρης μέ πατέντα, εί ναι· όμως σπουδαίος μηχανι κός και πολύ καλός πιλότος/ πού με μια ματιά μπορεί νά διακιρίΐνη τί συμβαίνει πάνω στο σκάφος... Βλέπει λοιπόν και τώρα οτι ή καύσιμη ύλη έχειι τελει ώσει. 5Από στιγμή σέ στιγμή τό Μαύιοο Π ουλί θά πέση σπή γη καί θά τσακιστή, εκτός άν ό πιλότος του πραλάβη καί τό ποοσγειώση, πριν χαθούν καί τά τελευταία ίχνη τής καύσι μης ύλης από τήν ηλεκτρική μηχανή του... Καί φυσικά ό φόβος τού ά μεσου θανάτου εΐναιι πολύ με γαλύτερος από τόν φόβο τής ζούγκλας καί των θηρίων. Μέ στραβά μάτια σχεδόν ό Πάντσο Γίγαντας καί πριν τό άποφασίση αυτός ό ίδιος ορι
23
στικά, τό χέρι του έχει αρπά ξει τόν μοχλό κατευθύνσεως καί τόν έχει στρίψει προς τά κάτω μέ φόρα. Τό Μαύρο Πουλί αρχίζει νά χάνη ύψος, ενώ ή μηχανή του συνεχίζει νά τρίζη σάν συ ναχωιμένη, από τήν ελλειψι τής απαραίτητης γιιά νά κιινη θή δύναμης... Τά δέντρα μοιάζουν σάν νά ορμούν καταπάνω στον· φου καρά τόν Πάντσο νά τόν συν τρίψουν. Μ’ ολη σμως τήν τρομάρα του δεν καταφέρνει, νά σταμα τήση τήν απότομη κάθοδο τού ελικόπτερου, γιατί από τήν άλλη τό τρίξιμο τής μηχα νής γίνεται ολοένα πιο έπικίν δυνο. Μόλις τήν τελευταία στι γμή πού βλέπει ξαφνικά τό έ δαφος νά άπέχη ελάχιστα μέ τρα κάτω από τά πόδια του καί πώς χωρίς νά τό καταλάβη καλά - καλά, τό εκπληκτι κό σκάφος των αιθέρων, έχει περάσεϋ άνάμεσα όπό τις φυλλωσιές των αιωνόβιων δεν τρων, χωρίς —γιά πολύ καλή τύχη του— νά χτυπήση που θενά, ανυψώνει τόν μοχλό μέ μιά ένστικτη περισσότερο κίνησιι καί αποφεύγει τό τρακά ρισμα καί τη... δ ιάλυσι!... Τό Μαύρο Πουλί άκουμπάει μαλακά στή στρωμένη μέ ξερά φύλλα γή καί ή μηχα νή του βγάζει εναν τελευταίο αναστεναγμό... άνακουφίοεως καί ύστερα σταματάει εντε λώς νά δαυλεύηι! Ό Πάντσο Γίγαντας κατα
14
λ σοβατίζει· δτι άν είχε: αργήσει και ένα έστω δευτερόλεπτο νά ψτάση στη γή, θα είχε αυ τή τή στιγμή γίνει μακαρίτης μ·έ άλες τίς τιμές! Ή ιδέα κα-1 μόνο αυτή τον κάνει φυσικά νά λιίποθυμίση, γιατί άν δεν λιποθυμούσε καί σ' αυτή τήν περίπτωσΐ/ δεν θά ήταν ό Πάντσο Γίγαντας, μά κανένας άλλος!... ■Καί' ενώ αυτός κοιμάται μακαρίως έτσιι δπτως πέφτει πάνω στο τιμόνι του, από τήν ανεξερεύνητη καί άγρια ζούγ κλα ολόγυρα αρχίζουν νά μα ζεύονται· κάτι, τρομέρά θηρία, πού τούς έχειι κινήσει τήν πε ριέργεια τό παράξενο αυτό πουλί πού έχει έρθει άπό τον ουράνιό για νά άκου μ π ήσ η κου ρασμένο άπό τό ταξίδι του κάτω στη γή... .Καί πρώτη τους δουλειά ό λων αυτών των θηρίων, όπως είναι ψυσιικό, είναι νά δουν άν τό πουλί αυτό... τρώγεται!... Μουγγρίσματα δυνατά καί τρομακτ ικ ά άκιαύγοντ αι, πού εΐνιαίι αδύνατον όμιως νά διακόψαυν τον βαθύ ύπνο του Πάντσο Γίγαντα, πού Θά τε λείωση μόνο όταν πέραση ή κανονική ώρα τής κάθε λιπο θυμίας του... Τρομερά τζάγκουιρ πηδούν πάνω στόιν διαφανή πύργο τού1 Μαύρου Πουλιού άπό τά γύρε) δέντρα καί δοκιμάζουν τά βάντκα τους πάνω στο μέ ταλλο του μεγάλου έλικα.. τρομακτ ικοί Κροκόδειλοι στήιν δψι καί στο μέγεθος, έρ πουν στη γή καί καρφώνουν χά πελώρια δόντια τους ατούς
ζ ο ρρο
σιίδερένιιους γάντζους τού σκά φους πού έχουν σ'τερεωθή στη λ γη... Δυο φοβερές γκρίζες άρκοΰ δες, άπό τή μανία τους πού βλέπουν ένα άλλο θηρίο με γαλύτερο σέ μέγεθος απ’ αυ τές, προσπαθούν νά ξεκολλή σουν τόΐν οπίσθιο μικρό έλι κα τού σκάφους, μέ αποτέλε σμα όμως μονάχα νά κόψουν τά χέρια τους στό> κοφτερό του άτσόλι καί νά γίνουν πύιρ καί μανία, οπότε πέφτουν ε πάνω οπό αύτόγυρο καί προσ ποθούν νά τό διαλύσουν αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ό θυμός τους όμως δεν περνάει·. Τά φοβερά καί τρομερά αυτά θηρία υπομονετικά πε ριμένουν, βλέποντας τον Πάν τσο Γίγαντα ακίνητον πάνω ατό τιμόνι τού σκάφους/ μέ σα άπό τό διαφανές περίβλη μα τού κουβουκλίου του... Μέ^το ζωώδες αλλά αλά θητο ένστικτό τους, έχουν καταλάβείι τελικά, ότι άπό τό παράξενο οσο καί τρομερό αυτό πουλί πού έχει* κατεβει ράσο ξαφνικά άπό τά ύψη, μέ σα στο παρθένο κι5 απάτητο ιβασίλειό τους, μόνο τό έσωτε ιΡ'.ικό του... τρώγεται! Κι5 ό κακομοίρης ό Πάν τσο, πού χωρίς νά τό υπο πτεύεται τόν... λιγουρεύονται τόσα... εκλεκτά θηρία τής ζούγκλας τού "Ανω Αμαζό νιου, σαλεύει· μέσα στον ύπνο του, σάν νά πρόκειται· άπό στιγμή σέ στιγμή νά ξελιπτρθυμίση,,,
ΤΜί 20ΥΓΚΛΑΪ Η «ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ»...
ΦΟΥΚΑΡΑΣ ό Πεο ρέθ δεν ιμπτοιρεΤ νά καταλάβη ένια τπράγμα, περισσότερο α πό ό,τι δήποτε άλλο: ιΓιατΐ ό καινούργιος αστυ νόμος καί προϊστάμενός του, άρνήθηικε νά πάρουν το ελι κόπτερο της Υπηρεσίας^ γά -νά ξεκινήσουν γι' αυτή την άττοστολή τους καί έπέμ-ειινε νά διασχίσουν μέ τα πόδια την ιάτπάτητη ζούγκλα του· "Ανω ' Αμαζόνιου καί ειδικά προς τήν κατεύθυνσι αυτή πού α κολουθούσαν, πού υπάρχει τό ι μοναδικό ανεξερεύνητο τμή μα της, πού κάνεις ποτέ δον τολμάει νά πληισιάση, γιατί •όσοι·, έχουν έρθει πιρός αυτήν τήν πλευρά ως τώρα, δεν έ χουν έπιατρέψει πο'τέ γιά νά πουν στους άλλους περίερ γους τι είδαν σ' αυτό τό πα ράτολμο ταξίδι- τους... Καί δαν γιά όλους τούς άλ λους αστυφύλακες, τό ταξίδι αυτό μέ τά πόδια :μέσα· σ' αυ τή τή φοβερή ζούγκλα, είναι μια ταλαιπωρία, γι' αυτόν τον ίδιο είναι ένα πραγματι κό βασανιστήριο, γιατί έτσι χοντρός πού είναι- ό καϋμένος δεν σηκώνει· μάκρυνες πορεί ες μέσα σ’ αυτό τό καμίνι, τής ζέστης πού φλογίζει τά πά ντα γύρω τους... Ωστόσο δεν μπσοεΐ νά κά νη καί τίποτ' άλλο εκτός από τό νά ακόλουθή, ύπακούοντας σαν καλός στρατιώτης πού
είναι, στις διαταγές τού α νωτέρω του. Και όχιι μόνο αυτό αλλά φωνάζει κιόλας άγρια σ’ εκεί νους από τούς αστυφύλακες πού καθυστερούν λιγάκι: στον δρόμο, γιά χίλιες - δυο αιτί ες... "Οσο γιά τον λεπτό καί πραγματικά διαβολεμένο σενιόρ Έστεμπάν ντ-ί Αάρκα ύ Μιράντα Πκονζάλες, αυτός προχωρεί απτόητος μπροστά καί ολοένα μάλιστα επιταχύ νει· τον βηματισμό του. Τά λαμπερά μάτια του α στράφτουν άγρια καθώς κυττάζει γύρω του καί μ-οιάζει< σαν νά γνωρίζη τά πάντα ε δώ γύρω καί παρακολουθεί άγρυπνα, τον δρόμο πού ακο λουθούν, γά νά μην γίνη κα νένα λάθος στην πορεία τους. Ό Περέθ δεν- είναι· καθό λου κουτός, όπως έχουμε π ή πολλές φορές ώς τώρα. "Αν είχε νά κάνη μέ όποιονδήποτε άλλον έκτος από τον θρυλικό Ζαρρό τής Ζούγ ,κλας καί τον ακατανίκητο 'Έλ Ρέϋ, πολύ πιθανόν νά ήταν θριαμβευτής καί νά τούς είχε σύλλαβει από πολύν και ρό. Δεν είναι καθόλου εύκολο νά τον ξεγελάσης... Τό κιυριώτερο δέ, είναι τρο μερά φιλύποπτος καί δέν παραλείπεΐι ποτέ νά λεπτολογή τό παραμιικρότερο φαινόμενο πού γι' αυτόν είναι- ή ανεξή γητο ή έστω καί ελαφρώς πα ράξενο... "Ετσι καί τώρα. Βλέποντας τόν σενιόρ Γκον
ζάλες, δον μπορεί τό μυοαλό του να μην άρχίση πάλι νά... παιρνη στροφές. Συλλογίζεται.: «Πώς μπαρεΐ αυτός ό άν θρωπος πού «μόλις χτες έφτα σε απτό τ’ ανατολικά, νά γνωρίζη τόσο καλά τη ζούγκλα εδώ στη βορειοδυτική άκιρη του "Ανω 5Αμαζόνιου; Γι.ατί ετούτος, -μάτια μου, μοιάζει σαν ν’ άναγνωρίζη καί τό τε λευταίο δέντρο απ’ όπου περ νάμε καί τά «μάτια του δεν άφίνουν τίποτα πού νά μην τό εξετάζουν, γιά νά βεβαιώνε ται δτι προχωρούμε σωστά! Τί’ μυστήριο είναι λοιπόν αυ τό πού κρύβει ό καινούργιος αστυνόμος μας; Τί πηγαίνου με νά κάνουμε εκεί πού πά με; "Η θά πρόκειται γιά κά ποια πάρα πολύ σπουδαία καί απόρρητη κρατική υπόθε ση ή... θά πρόκειται γιά καμμιά άκόμα πιο σπουδαία α πάτη καί πρέπει1 νάχω τά μά τια μου χίλια, είδιικά γιά την δεύτερη αυτή περίπτωσι!...» Καί καθώς ή ώρα περνάει καί χώνονται ολοένα καί πιιό βαθειά στα άνεξερεύνητα ση μεία τής ζούγκλας του "Ανω ? Αμαζόνιου, χωρίς ό Περέθ νά μπορή νά δώση κάποια απάν τηση σέ κανένα απ’ δλ’ αυτά τά ερωτήματα πού γεννάει τό ίδιο τό μυαλό του, αρχίζει καί κάνει1 άλλους συλλογι σμούς καί του παρουσιάζον ται καινούργιες απορίες: «Που πηγαίνουμε τάχα ; Χωρίς άμφι/βολίσ κοντεύομε νά φτάσουμε σ’ εκείνο τό ση μεΐο του χάρτη πού είναι...
βαμμένο μαύρο καί πού όσοι έφτασαν κατά καιρούς ώς ε δώ, κανείς ποτέ δεν τούς εί δε νά ξαναγυρίζουν πίσω!... Γιατί θά είμαστε έμείς πιο τυ χεραί νά γυρίίσωμε αυτή τη φορά; Μήπως ή ζωή μας -βρί σκεται σέ τρομερόν κίνδυνο θανάτου; Καί μήπως έχω ύποχρέωσι νά σταματήσω αυ τόν τον άνθρωπο πού μάς ο δηγεί καί νά προστατέψω τη ζωή τών άνδρών μου;...» Ό Περέθ έχει. Ιδρώσει; καί ό μισός από τον ιδρώτα του ώφείλεται στην τρομερή ζέ στη κΓ ό άλλος μισός στην ψο βερή αγωνία του... ^αναλέει μόνος του, από μέ σα του, μέ άπόγνωσι: «Δυστυχώς ρμως ή πρώτη μου υποχρέωσης είναι νά υπα κούω τυφλά αυτόν τον άνθρω πο καί νά μήν συζητώ καθό λου τίς διαταγές του!... "Ε χω υποχρέωση νά πεθάνω τή στιγμή πού θά μου τό διά ταξη!...» Λοιπόν ή αλλόκοτη εκείνη πορεία συνεχίζεταΐι υ’ αυτόν τον τρόπο στήν απάτητη ζούγ κλα. Τό παρθένο πράσινο βασί λειο ολόγυρά τους αρχίζει νά παίρνη παράξενη μορφή σ’ αυτό τό μεταξύ... Οί αστυφύλακες μέ γουρλωιμένα μάτια παρατηρούν ο λόγυρά τους πράγματα πού δεν τά ξανάδαν ποτέ άλλη φο ρά στά παρθένια δάοη τής περιοχής τους... Τά δέντρα εδώ είναι άλλοι ώτιικα απ’ δ,τι. σ’ όλες τής άλ λες ζούγκλες γύρω από τήν
17
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Τραβάει τό μαχαίρι του καί υποχωρεί...
Άθιέντα ντέλ Σολ. Οι κορμοί τους είναι· τπό λεπτοί και ίσιου κιΓ ανεβαί νουν σε απίθανα υψη, σαν να προσπαθούν να τρυιπήσουν τον ουρανό. Τά φύλλα τους είναι πολύ πιο πυκνά καί πολύ πιο βσθειά πράσινα, σαν νά ύπάρχηι πολύ περισσότερο νερό μέσα σ' αυτή τή γή, πού βρί σκόνται οι ρίζες τους. Έκτος απ' ολ' αυτά και μια παράξενη ,μυρουδιά είναι διάχυτη στον αέρα, παντού, πού κανείς δεν μπορεί ακό μα να την προσδιορίση τί α κριβώς μυρωδιά είναι, μά πού άν^ ρωτούσες τον πρώτο από τούς αστυφύλακες πού βρί
σκονται σ' αυτή την παράξενη αποστολή, θά σου έλεγε πώς μοιάζει, καταπληκτικά μέ την τσουχτερή μυρωδιά του θεια φιού... "Υστερα προσέχουν όλοι οτι, καί τά ξερά φύλλα· πού έστρωναν ώς λίγο πιο πριν τό έδαφος τής ζούγκλας, δεν υ πάρχουν πια. Ψηλά χόρτα όλοπράσινα υ ψώνονται ώς πέρα, πού οί άν~ δρες του αγήματος του σενυορ Μιράντα Γκονζαλες, >μπαί νουν ιμέσα σ' αυτά ώς τή .μέ ση... Ό Περέθ προσέχει μέ ξε χωριστή άνησυχία οτι δεν είναι1 πια μονάχα αυτός πού φοβάται καί πού παραξενεύ
ΖΟΡΡΟ
εται για τό είδος της άποστο λ.ής τους... Στα -μάτια τών άνδιρών του διακρίνει τον πιο τρελλό τρό μο... Οί κόρες γυαλίζουν δσττό έ να ιερό δέος... Τά βλέμματα στρέψουν ο λόγυρα κστατρομ αγμένα, σάν των άγριμιών... "Ολα όσα, υπάρχουν γύρω τους, είναιι τόσο άλλοιώτικα και τόσο ττιό παράξενα από όσα γνώριζαν ώς τώρα!... — Να παρ’ ή οργή!, μουγ γρ-ίζεΐ' μέσ’ απ’ τά δόντια του ό χοντρο - Περέθ καταλαβαί νοντας τον ιδρώτα του νά κατραικιυλάη από τό μέτωπό του. Που μάς οδηγεί λοιπόν αυτός ό άνθρωπος; Μοιάζει σάν νά είναι- ό ίδιος ό Σατανάς καί νά μάς πηγαίνει ολοταχώς για την... κάλασι!... Καί δέν έχει, άδικο ό καϋμένος ό Περέθ νά συλλογίζε ται τέτοια πράγματα... Πέρα μακρυιά, στο βάθος, ανάμεσα στους κορμούς τών τελευταίων δέντρων, διακρί νουν άξαφνα κάτι παράξε νους, λευκούς υδρατμούς πού σέρνονται πάνω στη γη, σάν νά βρίΐσκεται. σ’ εκείνο ακρι βώς τό μέρος ή είσοδος τής κολάσεως. Οί αστυφύλακες μέ φωνές εκλήξεως καί φόβου, σταμα τούν άπτάτομ α, τ ρομ οογμ ένο11. Τά χέρια τους τεντώνονται άθελα καί τά δάχτυλά τους δείχνουν πιρός έκεΐνο τό μέρος. Ή φωνή του σενιόιρ Γκονζάλες άκούγεται δυνατή, ηχηρή, θυμωμένη:
— Εμπρός, ηλίθιοι! Ποι ος σάς διέταξε νά σταματή σετε; Τά μάτια του πετουν κόκ κινες φλόγες... Τό τσ ι γκελωτό μ αυστάκ ι του πηγαινοέρχεται μέ τό ε πάνω του χείλος από τον τρο μερό του θυμό. "Ολοι αναγκάζονται νά ξε κινήσουν καί πάλι, παρ’ όλο πού οί καρδιές χορεύουν τρελ λά από τόιν φόβο τού αγνώ στου πού ανοίγεται, μπροστά τους... Τώρα έτσι πού βαδίζουν, λες καί οί λευκοί έκεΐνοι υ δρατμοί στο βάθος, πού κα νείς δέν μπορεί νά πή μέ βε βαιότητα πώς είναι υδρατμοί καί δέν είναι σύννεφα πού έ χουν πέσει κάτω στη γη ή τίποτε ζωντανά πλάσματα ε νός φανταστικού κόσμου, μοι άζαυν σάν νά προχωρούν έκεΐνα προς τό μέρος τής συ νοδείας καί οί κινήσεις τους μο ι άζουν τ ρομ ε ρ ά άπε ιλητ ι κές καί υπερκόσμιες... Καί ξαφνικά καταλαβαί νουν δλοι μαζί οί άντρες εκεί νου τού αποσπάσματος, μ’ έ ναν εντελώς ανεξήγητο συγ χρονισμό, πώς κάθε φωνή καί κάθε θόρυβος τής ζούγκλας, έχει σταματήσει εδώ καί πολ λή ώρα! Βαδίζουν πια μέσα σέ μιά απόλυτη σιωπή! Αές καί δέν συμβαίνουν στην πραγματικότητα δλ’ αυ τά τά πράγματα αλλά σάν νά ζούν εναν φοβερό εφιάλτη ό λοι μαζί/ την ίδια ώρα... Γιΐά άλλη μιά φορά τά πό
δια Τους άρνουνται νά τούς ύΊτακ θύσουν και όί απλοϊκοί άνθρωποι τού νόμου σταμα τούν θέλοντας και μή με την ανάσα κομμένη απτό την αγω νία. Για άλλη .μια φορά άκούγε ται άγσινακτ ιισ μόνη καί σιφυιρι ψ'τή σαν του φιδιού ή φωνή τού αενιόιρ Μιράντα. Γκονζάλες: — Προχωρήτε λοιπόν, βλά κες!... Νά παρ’ ή οργή νά πάρη! "Ανδρες εΤσαστ’ έσεΐς ή γυναικούλες; ΤΡΟΜΟΣ ΑΓΤ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΓΗ!...
,
0 ΕΑ ΡΕΎ; δεν
εχει
αργήσει καθόλου νά ανακάλυ ψη τ’ αχνάρια τής συνοδείας τού καινούργιου αστυνόμου, μέσα στην ανεξερεύνητη ζουγ κλά τού "Ανω Άμαζονίου. Ή ζούγκλα για τον γιγαν τόσωμο βασιλιά τής δεν εχει κανένα μυστικό. Ό "Βλ Ρέϋ θά μπορούσε ν’ άνακάλύψη με βεβαιότητα τον δρόμο πού ακολούθησαν οι α στυφύλακες τού σενιόρ Γκονζάλες, ακόμα κΓ άν αυτοί οί τελευταίοι, είχαν περάσει α πό· κείνο τό μέρος πριν από μήνες και όχι πριν από λί γες μόνο ώρες. Έξ άλλου τό εκπληκτικό ταξίδι τού λευκού γίγαντα μέ σα στην παρθένα, ζούγκλα, μέ τά τρομερά του πηδήματα α πό τό ένα δέντρο στο άλλο, τον εχει/ κάνει νά κερδίση πο λύ χρόνο καί πολλή άπόστα
σι άπο τούςΛ ανθρώπους πού παρακολουθεί. 5Αλλά δεν άργεΐ καίι ό ’Έλ Ρέϋ ακόμα νά νοιωση μιά παγερή ανατριχίλα νά τού δισπερνάη ολόκληρο τό υπέ ροχο κορμί του, καθώς κατα λαβαίνει μέσα σέ μιά στιγμή ή μάλλον καθώς τού περνάει ή πρώ'τη υποψία γιιά τον τέλι κό προορισμό πού πρέπει νάχουν οί αστυνομικοί μ’ αυτόν τον δρόμο πού ακολουθούν... •Κυττάζειι ολόγυρά του βέ βαιος δτΐί 5έν μπορεί παρά νά έχη κάνει λάθος... — ΚΓ όμως!, μουρμουρί ζει στο τέλος μέσ’ απ’ τά δόντια του, χωρίς νά τό Βέλη. ΚΓ όμως!.. Πουθενά άλλου δεν μπορούν νά πηγαίνουν α πό τούτον τον δρόμο, παρά μόνο έκεΐ!... Μιά σκιά τρόμου περνάει από τά γαλάζια μάτια του άτρόμητου γίγαντα! — Τί πηγαίΐνουν όμως νά κάνουν εκεί πέρα; ψιθυρίζει πάλι σαν νάχη τρελλαθή ξα φνικά και μιλάει μόνος του. Τί δουλειά έχει ή αστυνομία στη Χαμένη Γ ή καί πώς έμαθε αυτός ό καινούργιος α στυνόμος για τήν υπαρξί Της; Φυσ ιικά καιμμ. ι ά άπάιντησ ι δεν μπορεί νά βρή καί νά δώση μόνος του σ’ αυτά τά ερωτήματα. Τό μόνο πού είναι ολοφά νερο, είναι πώς τό μέρος πού ό βασιλιάς τής ζούγκλας τό ονόμασε «Χαμένη Γή», φαίνε ται ότι ακόμα καί σ' αυτόν
τον ίδιο ττροκαλεΐ τό δέος...
Ύ\\ μπορεί νά είν* αυτό τό μέρος άραγε; Κοο^είς δεν ξέρει; Ώσηάσα καί μ3 όλο πού για τον "Ελ ,Ρέϋ είναι γνωστό τί κολοοσίμιένοι κίνδυνοι τον παραμονεύουν άπό δώ καί πέ ρα σέ κάθε του βήμα, δεν δι στάζει περισσότερο. Θά τρέξη, κι3 έκεΐνος πίσω από τούς αστυφύλακες για νά 8ή τί» πάνε νά κάνουν καί γιά νά τούς δώση βοήθεια άν χρει άστή/ γιατί είναι βέβαιος ότι άύτόί δεν μπορεί νά έχουν την παραμικρή υποψία γιά τό τί θά συναντήσουν στον τρομε ρό τόπο πού πηγαίνουν... Εξακολουθεί τον δρόμο του Φαχυνόντας τό βήμα του. . Στο τέλος υποχρεώνεται νά πάψη πιά νά πήδάη από δέντρο σέ δέντρο όπως έκανε ώς τώρα καί αρχίζει νά τρέχη μ" όλη τη δύναμι των πο διών του ανάμεσα στά ψηλά χόρτα πού φυτρώνουν όλόγυ-
ρα.
Αυτό γιατί τά δέντρα έ χουν άρχισειι νά γίνωνται πο λύ ψηλότερα καί πολύ άροοιότερα κι* έχουν πάψει νά κρέ μονται τά άγρια, φυτικά σχοι νιά άπό τά κλαδιά τους, πού χρησιμεύουν στον λευκό κύ ριο τής ζούγκλας γιά^τά κα ταπληκτικά πηδήματα του... Καθώς τρέχειηπιό γρήγο ρος κι!* άπό^έλάφι^ό 9Έλ Ρέϋ, δεν παραλείπει νά βεβαιώνε ται ,μέ γοργές ματιές, πώς ε ξακολουθεί πάντοτε νά ακό λουθή τον σωστό δρόμο.. Τά ίχνη τής διαβάσεως του αστυνομικού άποσπάσμα
τος είναι ολοφάνερα παντού^
Τά πατημένα χορτάρια φαί νονται ολοκάθαρα καί δεν θά χρειαζόταν νά έχη κανείς γνώ σεις ιχνηλάτου τής ζούγκλας γιά νά βεβαιωθή αμέσως πώς άπό δώ πέρασαν οί άντρες τόύ σενιόρ Γκονζάλες πρίν ά πό λίγο... Τέλος σταματάει άλλη μια φορά. Στο άδρό πρόσωπό του ζω γραφίζεται ό δισταγμός... 3 Από δώ καί πέρα ούτε αυ τός ό ίδιος ό λευκός κύριος τής ζούγκλας, έχει προχωρή σει ποτέ περισσότερο... Ως έδώ έχει φτάσει κι* άλ λη φορά άλλά ποτέ δεν πήγε πιο πέρα... Τούς λευκούς ατμούς ^ πού στροβιλίζονται στη γη λά γες δεκάδες μέτρα, παρακά τω, τούς έχει άνπκρύσει κι3 άλλοτε... Ωστόσο ξέρει ό ^Ελ Ρέϋ τί θά συνάντηση κι* άν προχωρήση ακόμα... Γι* αυτόν δεν υπάρχουν μυ στικά μέσα στο παρθένο βα σίλειο τής ζούγκλας.... Ό μεγάλος του δάσκαλος ό *Ατάκ Όάννα, πρίν πεθάνη, του έχει; μιλήσει γιά τη Χαμένη Γή... Του έχει πή γιά τούς τρο μακτικούς κινδύνους πού θά συνάντηση όποιος τολμήση νά εισχώρηση ^σ3 αυτήν... Τού έχει πή πώς οί Θεοί διάλεξαν αυτό τό μιικρό κομ| μάτι τής^ γης, γιά νά είναι τό I μόνο πού δέν θά έπσκέπτον ται τά βέβηλα πόδια των άν θρωποί και γιι* αυτό τό έ-
«33*
χουν σκι&ήάάει καί υιέ
τούς® ζάλες νά χαθούν. ί4
πυκνούς, λευκούς ύδρατΓμούς,'δτ Δεν διστάζει περισσότερό, γιά νά το κρύψουν κΐ·* άττό " Μέ ,μάτια ττόϋ άστράφτόυν/ άπό άποψασιιστιικότήτα και τών άνθρώπων τά μάτια... Ό "Ελ Ρέϋ ήξερε οτι ποτέ θάρρος, προχωρεί μέ σταθε ο Άτάκ Όάννσ δεν έλεγε κά ρό βήμα προς τό μέρος τών λευκών ύδρατ μών... τι πού νά άτποδε ιχθή πώς ή “Όταν φθάνει σ’ αυτούς έταν ψέμα... Ό "Ελ Ρέϋ ήξερε ττώς δλα ξακριβώνειι πώς δεν πρόκειται δσα τοΰ είπε ό μεγάλος του γιά υδρατμούς παρά γιά κά δάσκαλος γιά τη Χαμένη Γή, τι πού μοιάζει *μέ σύννεφο άήταν ή καθαρή αλήθεια... πό καπνούς και πού είναι τό Γι’ αυτό ποτέ του δεν κασο άποπνιικτιικό, ώστε κινδυ τέβηικε έκεΐ πέρα... νεύει νά πάθη άσφοξία... "Οχι γιατί θά^ φοβώταν "Ομως δεν κρατάει πολύ ή τους κιίνδυνίους πού τοΰ άνάαγωνία του... φερε ό δάσκαλός του άλλα ε Οϊ άλλόκστοΐι εκείνοι κα πειδή ένοιώθε πώς άν τό έκα πνοί δέν συνεχίζουν πολλά νε θά πήγαινε αντίθετα μέ μέτρα πιό πέρα... την θέληστ των Θεών ! Αρχίζουν πάλι ν’ αραιώ Νά, δμως/ πού τώρα πολ νουν καί μπρος του ανοίγεται λών άνθρώπων ή ζωή κινδυ άξαφνα τό όλόψαυρο στόμα ένός (μεγάλου κρατήρα ηφαι νεύει άμεσα!... στείου ! Νά, πού κάποιος έχει· πα ρασύρει σ’ ένα μέρος απαγο Ό "Ελ Ρέϋ ούτε αυτή τή ρευμένο, τόσους αστυφύλα φορά δέν παραξενεύεται... κες, πού άν δεν τούς βοηθήΚαί τώρα ήξερε τί έπρόση κανείς, άσφαλώς δεν πρό κειτο νά συνο^ντήση,.. κειται νά ξαναγυιρίσουν ποτέ "Όπως πάντα δλα δσα του ζωντανοί από τή Χαμένη Γή. έχει πή ό Άτάκ Όάννα πρίν Ό Έλ Ρέϋ βλέπει^ ολοκά άφήση αύτόν τον κόσμο, είναι θαρα τά ίχνη, από τά πατή άκριβή ώς την τελευταία τους ρ ατά τους, πού προχωρούν λεπτομέρεια. καί χάνονται έκεΐ πού αρχί Αδίστακτα, άφοβα ό λευ ζουν νά στριφογυρίζουν σάν κός Κύριος τής ζούγκλας, περ ύπερκόσιμια οντα οί λευκοί υ πατά ώς τό χείλος του κρα δρατμοί πού μυρίζουν θειάφι. τήρα καί φτάνοντας έκεΐ πέ Δεν έχε ιι πολλά πράγματα ρα, μέ τον άπλούστερο τρό νά διαλέξη... πο, άιρχίζει νά κατεβαιΥη στό "Η θά προχωρήση και θά εσωτερικό του!... πρασπαθήση νά σώση όλους Μοιάζει αυτή τή στιγμή αυτούς τούς ανθρώπους από σάν τον μυθικό Ηρακλή πού βέβαιο θάνατο ή θά γυρίση κατέβηκε στον *Άδη γιά νά πίάω και θ’ άφήση όλους τούς ποιλέψη μέ τον Κέρβερο!... άστυφύλακες τοΰ σενιόιο Γκον Καί πραγματικά σάν τήν
πύλή του Άδη μοιάζει έτού τος ό ολόμαυρος κρατήρας πού δεν ,μπορείς νά δ ι ακρινής Το βάθος του... Σέ λίγη ώρα ό Έλ Ρεϋ κατεβαίνει! πια χωρίς νά βλέπη τίΤτοτα, ούτε από πάνω ούτε οστό κάτω άπ5 τά πόδια του... Ένα μαύρο χάος τον τυλί γει· άπό ποαΛτου. Ωστόσο δεν νοιώθει τόιν πα ραμιικρό φόβο ή ατσαλένια καρδιά του γίγαντα. Εξακολουθεί την κατάβασι έχοντας τό χέρι στη λαδή τού μαχαιριού του, έτοιμος σέ κά θ'ε στιγμή νά αντιμετώπιση όποΊΐονδήίττοτε κίνδυνο τού παρουσιαίστή... Αέν θά μπορούσε ούτε ό ί διος νά πή πόση ώιρα κατε βαίνει έτσι» μέσα στο απόλυ το σκοτάδι, σάν νά προσπαθή νά ψτάση στο κόντραν τής γης!·.. ι:αφνΐ(κά κάπου μπροστά του σκάει; ένα παράξενο φως. " Οσο πληισ ιάζε ι, κ ατ αλ αβαινεί, δτι επί τέλους έχει φτά σει σέ κάποια έξοδο τής τρο μερής αυτής υπόγειας σήραγ γας πού έχει περάσει... 1 Πραγματικά, ένας θόλος άνοίγεται μπρος του. Ό Έλ Ρέϋ στέκεται! έκεΐ καί κυττάζιεί' έξω μέ γουρλωμένα μάτια. αλο που ό Άτάκ Όάννα δέν εΐχε παραλείπει ούτε αυτή τη λεπτομέρεια νά τού πή, είναι τόσο απροσδόκητο αυτό τό θέαιμα ύστερα από κείνη τη σκοτεινιά, πού κα νείς δέν μπορεί νά μην μείνη
μαρμαρωμένος την πρώτη στιγμή πού τό άντικρύζει... Μιά πλατεία κοιλάδα πνιγ μόνη στη βλάστησιι καί στά πιο παράξενα, πολύχρωμα λουλούδια απλώνεται μπρος στά μάτια του! Καί μόνο επάνω ψηλά, ό ουρανός της, είναι σκεπασμέ νος μέ ατέλειωτα σύννεφα καί πουθενά δέν μπορείς νά δ ι α κρινής τό παραμιίκρό γαλά ζιο κομμάτι... Ό "'Ελ Ρέϋ βλέπει^ πάλι μπροστά του τά αχνάρια α πό τά βήματα τής συνοδείας τού σενιόρ Γκονζάλες... Έστε λοιπόν εΤνατ γεγο νός αναμφισβήτητο, πώς οί αστυφύλακες κατέβη,καν ζων τανοί στην κόλασιι!... Ό γίγαντας των δασών μέ την ατσαλένια καρδιά, προ χωρεί πάλι προς τά εμπρός,, ακολουθώντας τά αχνάρια αυτά καί θέλοντας νά πιροσφέ ρη ώς τό τέλος τις υπηρεσίες ταυ στον αδερφό του, σώζον τας τούς αστυφύλακες τού Περέθ, όπως θά έκανε κι9 ε κείνος ό ίδιος, άν δεν βρισκό ταν β α·ριά τραυιμ ατ ι σμ ένος στο κρεββάτι· του. Σέ λίγο έχει αφήσει πολύ πίσω τό άνοιγμα εκείνης τής σπηλιάς καί βρίσκεται) κύκλω μένος άπό παντού από την όρ γιαστική^ βλάστησι τής μυστι κής αύτής κοιλάδας, πού οί Ινδιάνοι ιερείς την άποκαλούν Χαμένη, Γή... "Άξαφνα... "Άξαφνα ένας τρομακτικός κρότος άκούγεταί;... Ό "Έλ Ρέϋ χοροττηδαΕί σάν
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
να τον χτύπημε μαστίγιο για τί άπό ένστικτο καταλαβα ίνευ πολύ καλά δτι ό δαιμονισμέ νος αυτός κρότος ακούστηκε μόλις λίγα -μέτρα πιο πέρα οστό τό σημείο πού .βρίσκε ται. Και δεν χρειάζεται νά ψάξη πολύ για νά άνακαλύψη α πό που έχείι προελθεί αυτός ό κρότος, πού δεν είναι στην πραγματικότητα κρότος, αλ λά ένας τρομακτικός βρυχηθ μός άπό ένα ψρικτό τέρας πού στέκεται λίγο μέτρα μσκρ-υά του... "Οσο κΓ άν είναι γενναίος κι’ άν δεν τον τρομάζει καθό λου ή ιδέα του θανάτου, ό Έλ Ρέϋ δεν καταφέρνει νά μην νΟιώση ένα παγωμένο δάχτυ λο φρίκης ν3 άγγίζη την καρ διά του στη θέα αυτού του ε φιαλτικού τέρατος... Τραβάειίι τό μαχαίρι του μέ μια αστραπιαία κίνηισι καί υ ποχωρεί γιά νά βρη την ευ καιρία νά συνέλθη άπό την έκπληιξ,ί του καί νά άμυνθη ύστερα ψύχραιμα,... Δεν έχει ξαναδη ποτέ στη ζωή του ένα τέτοιο τέρας..
Δεν φανταζόταν ποτέ πώς μπορούσε νά ύπάρχη κάτι τέ τοιο σ3 αυτόν- τον κόσμο!... Καί ενώ τό φρικιαστικό αυ τό ον, ρίχνεται εναντίον του, ό βασιλιάς τής ζούγκλας βλέ πει·, μέ απελπισία πώς δέν υ πάρχει κανένα σημείο τού κορμιού του πού νά μπσρή νά βυθιίσηί τό μαχαίρι του γιά νά τό σκοτώση! ΌλόΚληρο τό· οσταίσιο σώ,μα του είναι σκεπασμένο άπό μια πανοπλία τόσο άστρσφτε ρή καί σκληρή, πού είναι βέ βαιο πώς μέ τό πρώτο χτυπη μα τό μαχαίρι θά διαλυθή ε πάνω της!... Ό Έλ Ρέϋ βλέπει πώς δέν μπορεί νά κάνη τίποτα... Εΐναιι. αδύνατον νά Υλυτώση άπό τά νύχια αυτού τού δντος... Ξαφνικά άντιμετωπίζει τον θάνοτο, στην έπίθεσι τού σα τανικού τέρατος... Ή σκέψ-ι του πετάει σέ κά ποιον άλλον πού αυτή τη. στιγμή βρίσκεται πολύ μακρυά του άλλα θά πεθάινη μα ζί του, τό Τδιο άκριβώς δευτε ρόλεπτο μ5 αυτόν...
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ
Ά-τοκΆειστικότης; Γεν. Έκδοτικαί Επιχειρήσεις Ο.Ε.
I Α I Α ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ τεύχους 20—Δραχ. 2 "Ετος Ιον — Τόμος 3ος — Γραψεΐα: Λέκκα 22 (έντός της στοάς), τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάιδης, Σφιγιγός 38. Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηιβασ:λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22; * Αθήνα ι.
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:
Ο ίΙΑΝΤΣΟ ΑΦΑΝΤΟΣ Περιττή ασφαλώς είναι κάθε διαφήμισις για ενα τέτοιο αριστούργημα, ττού οι άναγνώστες μας θά τό περιμένουν με κομμένη την άναττνοή...
Ο ΠΑΝΤΣΟ ΑΦΑΝΤΟΣ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ
.11 - ■'
1
% * * ί
ΑΠΗΞΟΡεΥΛΤΗ/νΝ Ττγ/ντΑΓΝ Τ2ΡΡ Πιβ ζ$Ρ2 ΟΡΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΡ /9 τ ο υς , 77/ κηηεε τ ε χ ν ε ς τ ο υς
ΤΗ ΗΗΧΗΜΙΚΗ ΚβΙ ΧΗΜΙΚΗ ΠΡΟ-
οαο τογί/ κι οηρ β/τβ Μόζι ΗΕ το
λ ικε ϊ η η ν
Γλ /ο ι ϊ ι ι
ΚΡΙ ζΡΦλίίΡϊβ ΑΠΟ /ΟΟχίΠ.ΗβΥίΡΑ ΜΟΥ ΗΡΘΕ Η ΤΗΟΕΠήΘΗΓίΚΗ
Ε/ΞΗΣΗ· .. ΐ’ΕΝβ ΜΚΡΟΜΙΜΙ ΚΟ ε ρ ρη ς τ η ρ /ο στ η ν ε ρ υ ο ρ ΚΗ ΕΙΧΕ) Μ ΗΡλίΣΕΙ 776/ΡΗΜβ Τβ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ Χ9ΡΙΣ Νβ ΤΟ ΞΕΡΟΥ*.
ΚΑΘΕ ΗΕΡβ ΜΗ/ ΝΥλΤΕ) ΒΦΗ~ . Νβ 9ΝΟΙΛΤΟ ΤΟΝ ΕΓ/ΪΕώββΟ μ ο υ ηβ γ}βθε π ε ρ /π τ ο ς -η , πο* ΚβΠΟ/Οί ΕΠ/ΣΤΗΝ9Ν Οβ ΑΡΧΙΣΕ ΝΗΝΆΚΡΟΥΠΤΗ ΓΗ Χυ ΝΓΗΓΗ.
ΗΜΕΣΟΣ ΗΕΤβΚίΝΗΘΗΚβ ΤΗπ ε π η ο η τ /κ ο ι χ' ε κ ε ί ν η τ η ν ΠΕΡΙΟΧΗ ■
,
V
V
Χ/ΛΈχι2£ΤβΙ ■
Ο ΠΑΝΤΣΟΑΦΑΝΤΟΣ
ΣΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΓΗ
Γ'κοινζάΣΕΝΙΟΡ λες, ό καινούργιος αστυνόμος πού ήρθε να άντιιχαταστήση τον Μόρ ι ο Περεθ στη διοίκησι τής έπαργίας Μανάος, ε ξακολουθεί να ωρύεται σαν λυσσασμένος, καθώς οι άστυ φυλακές του διστάζουν νά περπατήσουν μέσα στην πα ράξενη έκείινη ζούγκλα μέ την νεκρική σιωπή πού τούς έχει οδηγήσει... (*) {*)
τΈΰΐγ·:ς:
Γη*.
ΔιάΙβαΤι τό πτο: ηγούμενο «ΓΠοάυ,ος άττ-’ τή Χοΐυένη
'Όσο για τον καϋμένο τον χ άντρο - Περέθ πού έχει άπομείνείι στις διαταγές αυτού του φοβερού ανθρώπους, είναι υποχρεωμένος παρά τις επι φυλάξεις του νά υπάκουη κα ι να βάζη κΓ αυτός -μέ τή σει ρά του τούς άντρες του νά προχωρούν μπροστά/ πιρος τό άγνωστο... Δεν παρατειίνετα ι όμως γιά πολύ ή αλλόκοτη αυτή πο ρεία μέσα στη σιωπηλή ζούγ κλα. ααφινικά μπροστά τους υ ψώνεται ένας αδιαπέραστος τοίχος από λευκούς υδρατ μούς, σάν νάνΙατ ένα πελώριο
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. «
4
σύννεφο που έχει πέσει κάτω στη γη!... Οι αστυφύλακες μέ τον Πε ρέθ επικεφαλής, γουρλώνουν τα μάτια καΤατρομσγμένοι... Δεν /μπορούν νά βάλουν μέ τό μυαλό τους τί .μπορεί νά εΤναι έκεΐ πήρα κι3 δτηως άπό αρκετή ώρα τώρα έχουν χά σει. την ψυχράι(μία τους, τό κάθε τι που τους φαίνε'ται πα ράξενο, τους γεμίζει τρόμο... Ό σενιορ Γκονζάλες ωστό σο ουρλιάζει και πάλι: — Εμπρός, φοβητσιάρη δες I Ακολουθήστε με!... Δεν πρόκειται νά πάθετε τίποτα! Μέ βλέπετε έμενα νά φοβά μαι; Έχω ξανάρθει πολλές φορές σ3 αυτό τό μέρος καί τό ξρρω καλά! Ακολουθήστε με χωρίς φόβο άλλά γρήγο ρα! Ή Αποστολή -μας πρέπει νά εκτελεστή άστραπ ια ίά!... Ο! άστυφύλακες φαίνονται πραγματικά νά καθησυχάζουν κάπως ,μέ τά λόγια του άρχη γου τους. Έσο κι3 άν όλα τους φαί νονται περίεργα, ή διαβεβαίωσίς του πώς ξέοει τό μέρος και πώς τό έχει έπισκεφθή κι3 άλλες πολλές φορές, είναι ο πωσδήποτε καθησυχσσΤική. *Όάο γιά τον χοντρο - Πε ρέθ, εκείνου τό κεφάλι του, που όπως είπαμε περιέχει αρκετή ποσότητα μυαλου, δουλεύει· ασταμάτητα: «Δεν έχω κορμιά άντίρρησι πώς ξέρεις το μέρος, σενιόρ!», συιλλογίίζε'ταΊ'. «Βλέ πω μάλιστα πώς τό ξέρεις πολύ καλά καί δεν μπορώ νά καταλάβω πώς εΤναι δυνατόν
ΖΟΡΡΟ
νά τό ξέρης, άφου υποτίθεται ότι γιά πρώτη φορά έρχεσαι στο Μανάος, νά άναλάβης υ πηρεσία!... 3Αλλά μή φοβά σαι κ>α1 ό Μάριο Περέθ δέν είναι1 βλάκας όπως τόιν νομί ζεις!... 3,Αν δέν εΐσαι εντάξει και χρειαστή νά σέ σταματή σω, νά εΐσαι βέβαιος οτι οί αστυφύλακες θά υπακούσουν έμενα καί όχι την αφεντιά σου!...» Ό Περέθ λοιπόν είναι άπο φασισμένος νά τά παίιξη όλα γιά όλα άν τίποτα του φανή περ ιΐσσότερο ύποπτο, χωρ ις νά λογάριάση συνέπειες. Και πραγματικά οί αστυ φύλακες τον τρέμουν τον Πε ρέθ καί αυτόν μονάχα άναγνω ιρίζουν γιά αρχηγό τους... Οί απλοϊκοί αυτοί άνθρω πον πού έχουν ντυθή τή στο λή του νόμου γιά νά επιβάλ λουν τήν τάξι ατό Μανάος, δέν έχουν καί τόσο μεγάλη γνώσι στούς βαθμούς, τήν ΐεραρχίία καί τή σημασία της. "Αν τρέμουν αυτή τή στι γμή τον σενιορ Γκονζάλες, εί ναι επειδή βλέπουν καί τον ϊδιο τόν αρχηγό τους τον Πε ρέθ, νά τόν φοβάται! "Αν ό Περέθ άποφασίση νά πάψη νά υπάκουη τόν σε-· νιόιο Γκονζάλες καί διατάβη τούς άντρες του νά τόν πιά1σουν καί νά τόν δέσουν χει ροπόδαρα, δέν θά διστάσουν ούτε δευτερόλεπτο νά έκτελέσουν τή διαταγή του. 3Αλλά πώς είναι δυνατόν νά μην ύπακούση, πριν ό α νώτερος του του δώση μιά
ΐΗΪ ΖΟΥΓΚΛΑ!
σοβαρή άφορμή για νά το κάΜπορεί οι αστυφύλακες του νά μή γνωρίζουν πολλά για την αξία και τή σημασία τής ιεραρχίας, ή Υπηρεσία του διμ-οος τά γνωρίζει δλα και άν ό σενιόρ Γκονζοιλες αναφέ ρει δτ; ό Περέθ έστασίασε, δεν γλύτωνε ΐ' ,μιέ τίποτα τον τουφεκισμό!... Κάνει λοιπόν υπομονή ό χοντρο - αστυνόμος. Υπομονή γαϊδουρινή πρα γματικά. 1 Σκύβει τό κεφάλι> καί έπαναλορβάνιει με την τρομερή φωνή του τις διαταγές του 6ιοικητοΰ του, έπι βλέποντας ώ στε οι άντρες του νά τίς έικτελουν δλ,οι κατά γράμμα και γρήγορα. Σ’ ένα λεπτό έχουν φτάσει δλοι μέσα στο σύννεφο εκείνο των πυκνών, λευκών υδρατ μών... Στήν άρχή ό κόσμος χάνε ται1 από τά μάτια τους... Μια τρομερή ομίχλη κρύβει τά πάντα ολόγυρά τους καί δέν μπορούν νά διακρίνουν ούτε δυο μέτρα ολόγυρά τους. "Οσο προχωρούν δμως καί ενώ ο! καρδιές τους πάνε νά σταματήσουν άπό τήιν αγω νία, αρχίζουν πάλι νά διακρί νουν όλοένα καί καθαρώτερα, ώσπου βλέπουν πώς βρίσκον ται μπροστά σ’ έναν κρατή ρα. Ο σενιόρ Γκιονζάλες, ίσως έπειδή καταλαβαίνει πώς ό τρόμος τών αστυφυλάκων μπροστά στο μυστήριο εκεί νου του κρυμμένου βουνού,
& είναι μεγαλύτερος άη αυτόν πού τούς εμπνέει ό ίδιος, τούς έξηγεΐ δτι πρόκειται νά κστέβουν στά σπλάχνα του κρατήρα εκείνου καί δτι. ώσ που νά βρεθούν στο τέρμα του θά εΐναι τόσο σκοτεινά πού δέν θά βλέπουν τίποτα ο λόγυρά τους. Τούς δίατάσσει νά κρατούν ό ένας τον άλλον άπό τύ χέ ρι για νά μή χαθούν. Εκείνος θά πηγαίνη πρώ τος καί θά φέγγη τον δρόμο τους μ5 ένα δυνατό ηλεκτρικό φανάρι. "Έτσι καί γίνεται. .Γιά μια φορά ακόμα ό Περείθ μ’ δλα τά αλλόκοτα συναι σΒήματα πού άλληλοσυγκρού ονΤαι μέσα του, αναγκάζεται νά υπαικούση αμίλητος καί νά άναγκάση καί τούς άνδρες του νά κάνουν τό ίδιο. Καί ή κατάβασις αρχίζει μέσα στά τρομερά έγκατα του βουνού. Οι αστυφύλακες είναι τόσο φοβισμένοι, πού άν δέν ένοιω θαν κοντά τους τήν παρουσία του χοντρο - ΓΊερέθ^ καί άν δέν άκσυγαν συνεχώς τίς α γριοφωνάρες του, θά γύριζαν νά τό βαλουν στήν τρεχάλα γιά νά ξαναβγουν στήν επι φάνεια τού κόσμου... ’Αντί γι’ αυτό δμως,^ φτά νουν τελιικά στά κατάβαθα τού κρατήρα... "Ενα παράξενο φώς διαδέ χεται τή σκοτεινιά... "Ενα φώς δυνατό — έκτυφλώτι',κό μπορεί νά πή κανείς, άφού έρχεται ιστείρα άπό τέ τοιο κολασμένο σκοτάδι, ^
Βρίσκονται, όλοι ο5 έναν ίμτ^λό, μεγαλόπρεπο θόλο, που (μοιάζει ατά μάτια τους σαν νάναι ό προθάλαμος τοΰ Κά τω Κόσμου!... Ό σενιορ Γκσνζάλες ουρ λιάζει πάλι άνυπόμανα: — Εμπρός!... -εκιινάνε καί τά βήματά τους μοιάζουν σαν των μεθυόμένων; Ό Γικονζαλες μέ τόίν Περέθ πηγαίνουν μπροστά. "Άξαφνα μπρος τους ανοί γεται μια φανταστική κοιλά δα, σκεπασμένη μέ ατελείω τα σύννεφα... Ή Ατμόσφαιρα ολουθε μυ ρίζει θειάφι... Παγωμένοι οι άνδρες τοΰ
Προατταθεΐ τον
νόμΡυ προχωρούν όπου τούς δδηγεΐ ό μυστηριώδης και νούργιας αστυνόμος. Εκείνος χώνεται μέσα στήν’ πυκνή, οργιαστική -πράγματι ικά βλάστηση, μέ τά πελώριοί δέντρα; πού λες πώς ζοΰν τό σα χρόνια, όσα καί ό γερασμένος πλανήτης μας. "Ολη ή συνοδεία χάνεται σέ λίγο μέσα στα πελώρια φύλλα... Καί τά φύλλα αυτά γί νονται δλο καί πιο πυκνά, ό λο καί πιο πυκνά, ώισπσυ στό' τέλος οί άνθρωπΟΦ δυσκολεύοντ α ι να προχωρήσουν... Ή αγωνία σφίγγει τίς κσ,ρ &ιές... Οί άμοιροι αστυφύλακες
νά άναπνεύση·.-,
ΤΗί ΙΘΫΓ,ΚΛΑΙ
Χώνεται στη σχισμάδα του βράχου
αρχίζουν νά έχουν τό παράξε να συναίσθημα πώς έχουν πά ψει να είναι οονθρωπο-ι, παρά έχουν γίνευ δέντρα καί πώς αυτά όλα τα φύλλα βγαίνουν σπ5 αυτούς τούς ίδιους... 1Η τρέλλα στρι φογορίζει στο μυαλό τους. Δεν μπορούν νά δουν ό έ νας τον άλλον από την κόλα ση αυτή των πελώριων φύλ λων... Ο Πε,ρέθ έχει- Ιδρώσει σάν νά έπεσε ολόκληρος μέσα σε ίμια λίιμνη. Σε ρυάκιία καί όχι σέ στα γόνες τρέχει συνεχώς ό ιδρώ τας άπό τό πρόσωπό του καί δ^ι- τόσο από τη ζέστη όσο άπα την αγωνία του.
Προσπαθεί του κακού νά διακρίνιη τάν σενιόρ Πκονζάλες πού ώς αυτή τή στιγμή βάδιζε στο πλά'ί τ ου. Στο τέλος δεν μπορεί νά /κράτηση περισσότερο. Φωνάζει: — Σενιόρ Γικονζάλες!... Δεν παίρνει κορμιά απάν τηση Ό τρόμος τού Περέθ τταλ» λαπτλ α σ ιάζετα ι. Πσλλαπλασ ι όζοντα ι καί τά απαισιόδοξα συναισθήματα του. ;— Σενιόρ Γκονζάλες!, ούρ λιάζει καί πάλι, ;μ’ όλη τή δύναμ-ΐι των- πνευμόνων του. ,Μά δεν παίρνει καμμ-ιά άπάντησ ι από τον άλλόκοτο
I -
καί τρομ&.ρον αυτόν άνθρωπο. Αντίθετα άλλες φωνές αν τηχούν στ* αυτιά του: — Σ εν ιό ρ Περέθ!... , — Βοήθησέ μας/ σενιόρ ΠερέΘ !... — Πνιγόμαστε!... Ή ψυχή του έχει αρχίσει να βασανίζεται σαν νάναι κο Ξασμένος και βρίσκεται στον "Αδη... Δεν μπορεί νά κάνη τίπο τα για νά βοηθήση κανέναν... Νοιώθει μονάχα ένα τιτά νιο, ατσαλένιο χέρι, νά του σψίγγη σαν τανάλια την καρ διά, απειλώντας νά τού την σοντ,ρίψη... Πνίγεται κι* ό ίδιος... ^ Φέρνει απελπισμένος τά χέρια στον λαιμό του καί τά μάτια του γουρλώνουν. Προσπαθεί του κάκου νά κρατηθή στις αισθήσεις του. Προσπαθεί του κάκου νά άναπνεύση... Ό αέρας είναι βαρύς ολό γυρά του καί αυτός ό Τδιος •είναι που τον κάνει νά πνί γεται... *Ό*ττου κι* άν άπλώνη τά χοντρά και δυνατά σάν του Ηιρακλή χέρια του, δεν μπο ρεί νά πιάση τ ίποτ’ άλλο έ κτος από κείνα τά ατέλειωτα κολασμένα φύλλα, που γεμί ζουν όλη την έκτασι... Σιγά - σιγά ένα χάος τον καταπίνει καί παύει πια νά αισθάνεται καί κάθε αγωνία και τρόμος ή καί απλή άνησυ χί>α άκόμα, έξαφανίζονταΐι φΐτό τήν ψμχή τον...
____________
Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
0
ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ
βασιλιάς τής ζούγκλας Έλ Ρεϋ, αντιμετωπίζει τον φοβειρώτειρο κίνδυνο θανάτου ή μάλλον τή βεβαιότητα ίου θανάτου του, γιατί είναι φα νερό πώς θάναι εντελώς μά ταιο νά προσπαθήση νά αντί μετωπίση τό προϊστορικό τέ ρας πού χύνεται αυτή τή στι γμή εναντίον του νά τον κατασπαράξη. Κι* όμως εκείνος δεν σκέ πτεται: νά παραβίαση τά 6ΐτλα. Μέ τό αστραφτερό μαχαίρι· στο ακατανίκητο χέρι· του, στέκεται απέναντι στο τέρας, άφοβος/ μέ προτεταμένα τά γενναία του στήθια. —έρε ι πώς θά πεθάνη στο τέλος, μά θέλει νά πεθάνη σάν αληθινός άντρας, σάν α ληθινός ήρωας τών παρθένων δασών, που δλη του τή ζωή την πέρασε μέ διαρκείς μά χες καί αγώνες, μέ θηρία φο βερά καί μέ ανθρώπους ακό μα φοβερότερους από τά θη ρία... Θά παλέψη ώς τό τέλος έ στω καί χωρίς ελπίδα, μόνο μέ τό χρέος πού νοιώθει άπέ•ναντι στον δίδυμο αδερφό του ■νά τό κάνη αυτό, αφού ξέρει πώς ό θάνατός του θά σημάνη την ίδια στιγμή καί τον θά νατό εκείνου... "Ελ Ρεϋ λοιπόν κάνει ένα έλαστικό πήδημα αίλούρον στό πλάϊ, τήν ώρα πού
§
ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ
τό φ-ριικ,τό "Ον τής κολάσεως, ρίχνεσαι έναντίον του και α πλώνει .κιόλας τό απαίσιο ττό 5ι του με τά ατσαλένια νύχια για νά τον ξε,σχίση. Μέ τή φόρα πού έχει τό ογκώδες τέρας, περνάει· τον βασιλιά τής ζούγκλας αλλά καταλαβαίνοντας κι* έκεΐνο την τελευταία στιγμή τον ε λιγμό τού αντιπάλου του, τι νάζει. την τρομακτική ουρά του για νά τον θερ'ίση μ9 αυ τήν. .. Και πραγματικά ή ουρά του τέρατος εΐναι φοβερή. Είναι μακρυά και γεμάτη ατσαλένιες πλάκες πού την καλύπτουν δπως οι πανοπλί ες τού μεσαίωνα. "Ενα χτύπημα καί ο όνο νά ικαίτάφεονε νά δόση μ* αυτήν στον Έλ Ρέϋ, θά έφτανε γιά νά τον συντρίψη κυριολεκτικά. 5Αλλά ό γιγαντόσωμος κύ ριος των παρθένων δασών είνα καί ευκίνητος σαν αίλου ρος. Βλέποντας τήν ουρά τού τέρατος νά υψώνεται εναντίον του υέ Αστραπιαία ταχύτητα, πηδάει» κι9 εκείνος Ακόμα γρη γορότερα Απ9 αυτήν. Εΐναι. ένα πήδημα πού α σφαλώς θά τό ζήλευε κι* ό πρωταθλητής τού κόσμου στο άλμα εις ύψος! Ό "Ελ Ρέϋ περνάει ολό κληρος έπάνω από τήν τρόμε ρή ουρά τού τέρατος, πού στριφογυρίζει μανιασμένο στή θέσι του. "Ενα αγοκο σφύριγμα βγαί νεν Από τά ρουθούνια του, μαζί μ* ένα σύννεφο καπνού...
Λες κι9 είναι πραγματικό τέρας τής κολάσεως και ξε βράζει άπό τό στόμα του κα πνούς και φλόγες... Πασά τον ογκο του τό Α ποτρόπαιο θηρίο, είναι έξαιρετικά και εκπληκτικά γρήγο ρο· στις κινήσεις του. Ό "Ελ Ρέϋ μόλις προλα βαίνει· νά κάνη ένα Ακόμα πή δημα προς τά πίσω καί εκεί νο έχει στρέψει κιόλας προς τό ίμερος του γιά δεύτερη φο ρά. Τά έφΦαλτ.ιικά του νύχια ξύνουν λυσσασμένα τό έδα φος καί αποσπούν άπ9 αυτό μεγάλους ογκόλιθους. Ό "Ελ Ρέϋ βρίσκει ευκαι ρία νά κάνη άκόιμα ένα τρίτο πήδημα καί νά φτάση κοντά στή ρίζα ενός πελώριου βράΧ°υ.
Δεν έχει κανένα συγκεκρι μένο σχέδιο Αμυνης ό βασι λιάς τής ζούγκλας. "Ολες οί κινήσεις πού κά νει, δέν έχουν κανέναν ιδιαίτε ρο σκοπό. Προσπαθεί απλώς νά απο μακρύνεται! δσο τό δυνατόν περισσότεοο άπό τον τερατώ δη αντίπαλό του, καταλαβαί νοντας δτΐι ,\ι αυτό δεν Απο μακρύνεται κι9 Από τον κίνδυ νο. Τά μάτια τού φοβερού "Ον τος είναι απαίσια καί κατακάκικινσ, σαν φωτιές. Είναι καρφωμένα έπάνω στο μκκρασκοπικό πλάσμα καί πού έχει απέναντι του πού έξακολουθεϊ νά μένη δοθιο καί άτρομο, παρά τήν πρώτη του έπίθεσι.
10
ΖΟΡΡΟ
Είναι απερίγραπτη ή μα νία του καθώς ρίχνεται για δεύτερη· φ'ορά έναντι ον του "Ελ Ρέϋ να τον κατασπαράξη·4 Ό βασιλιάς τής ζούγικλας, με τό αΐμσ παγωμένο στις φλέβες του μπροστά στο έφι αλτικό πραγματικά θέαμα που παρουσιάζει εκείνο τό ογκώδες τέρας, όπως ρί'χνεται κάτ απάνω του, ετοιμάζεται νά πηδήξη πάλι στο πλάι, α φού δεν μπορεί νά συλλογιστή κανέναν άλλον τρόπο για νά άιμυνθή εναντίον του. Την τελευταία στ ι γμή ό μως διακρίνει) αστραπιαία κά ποια σχισμή πού υπάρχει πά νω στον βράχο στον όποιον
έχει άκουμπήσει. Μέ μ:ά ξαφνική λαχτάρα ό *Έλ Ρέϋ, αντί νά^ πηδήξη στο πλάι, χώνεται μέσα σ5^ αυτή τή σχισμή, που ευτυχώς εί ναι αρκετά φαρδειά και χω ράει το κορμί του νά πιεράση. Ό λευκός γίγαντας κατα λαβαίνει πώς άν πρόκειται για κορμιά σπηλιά πού αρχί ζει πίσω από κείνο τό άνοι γμα του βράχου, έχει σωθή οριστικά. Ή καρδιά του σκιρτάει δυ ναίτά, γιατί ούτε εκείνος τό περίμενε ποτέ νά σωθή άπο τά φοβερά νύχια εκείνου του Όντος. Μά δυστυχώς οί π,ροβλέ-
Χώνει τό κολασμένο ττόβι του στη σχισμή τού βράχου
ΤΗ2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Καρφώνει τό ατσαλένιο μαχαίρι του οστό την κάτω ,μεριά του ττοδιοΟ
ψει»ς του δεν βγαίνουν αληθι νές. Κορμιά σπηιλιά δεν υττάρχιει πίσω απτό τή σχισμή, ττού είναι μια απλού στατη σχισμή πάνω στόιν συμπαγή βράχο καί δεν προχωρεί παραπάνω άπό δυο· μέτρα. Ό ”Ελ Ρέϋ βρίσκεται λοι πόν σφηνωμένος μέσα σ' ^ έκείάη τή φάκα, μην μπορών τας νά σαλέψη γιά νά πάη παραμέσα καί μη μπορών τας ασφαλώς νά ξαναβγή ε δώ, γιατί θά πέση πάνω στο φοβερό τέρας τής Χαμένης Γης... Οι στιγμές είναι, κάτι πε ρισσότερο από κρίσιμες. Τό άποτρόπαιο θηρίο δεν
έχει- σκοπό νά παραιτηθή α πό τήν προσπάθεια του νά συντ/ρίψη τον θραισύτατο αν τίπαλό του, πού έχει ^τήν τρελλή ιδέα ότι μπορεί νά του ξεφυγη. Τό φριικιαστιικό πόδι του μέ τά ατσαλένια νύχια χώνεται ιμέσα στή σχισμή πού έχει χωθΐη^ ΚίΓ ό 5'Είλ Ρέϋ καί προ χωρεί σιιγά - σιγά μέσα σ5 αύτή. Ό λευκός γίγαντας βλέπει ιμέ καινούργια φρίκη τον νέο κ'ίνδ,υ νο π ού παιραυσ ι άζ ε τα ι καί πού είναι φοβερώτερος αυτή τή φορά, γιαίτί δέν μπο ρεί νά σαλέψη όοπό τή θέσι πού βρίσκεται,... Τό άπστράπάιο χέρι προ-
χωρεΤ ολοένα. Αέν μένουν πιά παρά ελά χιστα εκατοστά γά να τον ψτάση... Τά ατσάλινα νύχια του εί ναι τόσο μσκρυά, πού ένα απ’ αυτά νά ψτάση στο στήθος του, θά τον περάση σοαν σπα θί από τή μιά ,μεριά στην άλ λη και θά τον ρίξη σέ ,μιά στι γιμή νεκρόν! Ή τελευτάία ελπίδα του 'Έλ Ρέϋ είναι τό -μαχαίρι τ ο ιλ
Στο λιγοστό ψώς όμως πού φτάνει απ’ έξω στο μέρος πού βρίσκεται, δεν μπορεί νά δΐίακρλη ούτε ένα εκατοστό ακάλυπτο δέρμα πάνω σ5 ε κείνο τό αποτρόπαιο πόδι... ' Ολόκληρο, ως την άκρη του, είναι σκεπασμένο μέ κά τι αστραφτερές πλάκες, σάν ατσαλένιες. "Αλλά ούτε περισσότερος καιρός για σκέψεις και υπο λογισμούς υπάρχει·. Τό πόδι εκείνο έχει φτάσει πιά σέ άπόστασι έλάχιστων εκατοστών από τό κοριμί του. "Ενα δευτερόλεπτο ακόμα και τά φοβερά νύχια τού τέ ρατος θά δώσουν οριστικό τέ λος στη ζωή του λευκού γί γαντα. Φτερωτή περνάει μια τε λευταία σκέψι από. τό μυα λό τού "Ελ Ρέϋ: «Τό επάνω μέρος τού πο διού του είναι θωρακισμένο! 'Από κάτω όμως ^ μπορεί νά μήν ύπάρχη αυτός ό θώρα κας !» Δεν προλαβαίνει πιά νά σκύψη γά νά Ιδη.
^ Στην τάχη ανεβοκατεβάζει τό οπλισμένο χέρι του καί χτυπάει μ" όλη του τή δύναμι απ’ τό κάτω του ίμερος, τό αποτρόπαιο πόδι τού προϊ στορικού τέρατος. Αυτό πού επακολουθεί εί ναι ανώτερο από κάθε φαντα σία. Λες κύ έχει γίνει σεισμός ιμέσα σέ μά στιγμή, που κά νει ολόκληρη τή γή νά τρέμη εκεί γύρω... Ό "£λ Ρέϋ μόλις προλα βαίνει νά καταλάβη οτι τό Iμαχαίρι του βυθίστηκε μέσα στη σάρκα τού φρυκτού θηρ'ίου. "Υστερα: τό εφιαλτικό πόδι αυτού τού τελευταίου εξαφα νίζεται από μπροστά του, ε νώ -μέ τή φόρα πού άπ©τρα βιέται, παίρνει μαζί του κι5 ένα (μεγάλο Κομμάτι από τον βράχο, πού ώς τώρα έκρυβε τον βασιλιά τής ζούγκλας! Μέ φοβερό πάταγο κατρα κυλάει αυτός 6 βράχος στ ή γή και σέ χιλιάδες κομμάτια. Ό Έλ Ρέϋ ωστόσο έχει μείνει σχεδόν ακάλυπτος, άφού τώρα ό βράχος πού τον προστάτευε άπό τά -μάτια του- τέρατος έχει καταρρεύσει. Βλέπει τό καλαϊσμένο "Ον νά χοροπηδάη φοβερά και νά σφυρίζη μανιασμένο άπό τον πόνο πού τού προξένησε αυ τή ή μικρή ^ατσαλένια «αγκί θα» πού του έμπηξε στο πό δι» ό ασήμαντος αντίπαλός του. Τινάζει τό πόδι του και τό χτυπάει- επάνω στον βράχο.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ για νά ττέση ή «Αγκίθα» έκείνη. ■Καινούργια κομ,μάτια του θεόρατου βράχου καταρρέ ουν. Ό κίνδυνος είναι μεγάλος γιά τον 17Βλ Ρέϋ. "Αν μείνη περισσότερο στο Τδιο μέρος, θά πολτοτποιηθή το κορμί του κάτω άττό τά πελώρια βιοάχια πού χτυ' πιουνται πέρα - δώθε από τή μανία του έφιαλτικοΰ "Οντας. Μά καί νά α·ήν ^.νδύ^ευε ά μεσα πάλι θάπρεπε νά φυγή τό γρηγορότερο. Τό τέρας μπορεί πια νά τον βλέπη. Μόλις του περάση ό πρώ τος μεγάλος πόνος και ή λύσ σα του, θά θελήση νά έκδιικηθή άμέίσως εκείνο τό μηίδαμ ινό πλάσμα πού τόλμησε νά τό κάνη νά πόνεση τόσο πο λύ. Ό βασιλιάς της ζούγκλας βλέπει πώς τό τερατώδες θη ρίου είναι τόίσο έξαγρ ιωιμένσ, πού πιθανόν νά μην τον δη κιόλας αν φυγή γρήγορα, μέ σα στην τρομακτική έξαψι του θυροϋ του. Δεν τό συλλογιέται πιο πολύ. Μιά και δυο δίνει ένα πελώοιίο πήδημα και αρχίζει νά τρέχη κατά τή ζούγκλα, ξέ ροντας πώς άν προλάβη και φτάση ώς έκεί καί χωθή ανά μεσα ατά πυκνά δέντρα, τό τέρας δεν θά μπορή πιά νά τον άκολουθήση και θά σωθή. ^έν έχει κάνξ,ι δμως παρά
13
κσμιμ'ΐά πενηνταριά μέτρα μό νο. “Ένας καυτός αέρας φτά νει στ* αυτιά του τήν Υδια στιγμή καί καταλαβαίνει πώς τό θηρίο τον έχει πάρει στο κυνήγι καί ό άέρας αυτός είναι ή φλογισμένη του ανάσα. Στρέφει τό κεφάλι του λαφιασμένος. Ή ζούγκλα είναι τό λιγό τερο τρακόσια μέτρα μακρυά του καί τό τέρας δεν απέχει άπ’ αυτόν παραπάνω άπό εί κοσι... Καί ή άπσστασις αυτή λι γοστεύει άπό στιγμή σέ στι γμή μέ άστοαπιαία ταχύτη τα, γιατί σέ κάθε είκοσι βή ματα του Έλ Ρέϋ, τό άπσίσιο τέρας κάνει μονάχα ένα καί διανύει τήν Υδια άπόστασι! Ό βασιλιάς τής ζούγκλας νοιώθει πώς αύτή τή φορά εί ναι οριστικά χαμένος. Και1 πάλι μ5 απελπισία ή σκέψίΐς του φτερουγίζει στον δίδυμο αδερφό του, πού θά νί νη αφορμή νά πεθάνη κι* ε κείνος ακριβώς τήν Υδια στι γμή... Εξακολουθεί πάντα νά τρέ γη μ* δλη τή δύναυι τών πο διών του, μέ τά νεύρα τεντω μένα σέ σημείο πού κινδυνεύ ουν νά σπάσουν... Ή τοομακτική του αυτή τηοοσπάθεια, δέν γίνεται μέ τον σκοπό νά δοκιμάση νά γλυτώση. Ξέρει πώς κάτι τέτοιο εί ναι άδυνατο. Είναι όμως έ£ω άπό τον χσ ρακτήρα του νά καθήση καί
ΖΟΡΡΟ
14
νά π ερωμένη μοιρολατρικά τον θάνατό του. Προτιμάει- νά Αγωνιστή ως την ύστατη στιγμή, έστω και ιμιάτοοίΌΟ κ*αι νά τελείωση ή ζωή του την ώρα πού θά βρί σκεται στην πιο δυνατή υπερεντασι του αγώνας του... Καθώς φτερουγίζει κυριολε κτιικά έτσι δμως τρέχει γρήγαρώτερα κ»ΐ'* από ελάφι-, ό κύ ρος των παρθένων δασών, α ποχαιρετάει τον αέρα τής ζούγκλας και τά δέντρα, πού ιμέσα στήιν αγωνία τής ψυχής του, του φαίνεται» πώς έχουν ικαρφωθή σ’ ένα μέρος πολύ ιμακρυά του και δεν τά πλη σιάζει καθόλου ,μ όλο το τρέ ξ'ΐμό του...
Κάθε χτύπος τής καρδιάς του μετράει και τη στιγμή του τέλους... Σέ κάθε του βήμα περιμέ νει νά πέση ο5^μ·ε:ίΐλ ι«κτο πάνω του τό ατσάλινο κι1* άποτρόπαισ πόδι εκείνου του τρομα κτικού τέρατος, νά τον συντρί ψη μέσα σ’ ένα δέκατο του δευτερολέπτου... Νά τον συνθλίψη... Πόσες τέτο-ιες στιγμές περ νούν; Πόσα βήματα προλαβαίνει νά κοινή ακόμα ό γιγαντόσω μος νΕλ Ρέϋ; Ό ίδιος είναι αδύνατον νά τό πή... Μόνο πού άξαφνα, αντί νά νοιώση πάνω στη σάρκα του
Μέ Φοβερό πάταγο κατρακυλάει ρ βράχος,.,
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
15
Είναι φανερό ότι θά τον φτάση...
τά ατσαλένια άρπάγκχ του τέρατος, Ακούει- έναν κολασμέ νο βρυχηθμό... ^Ενα τρομακτ ικό σ φ-ύρ ι γ,μα... 4Η γή τρέμει για μια άκόμα φορά κάτω αητό τά πόδια του σαν να γίνεται σεισμός... Γυρίζει τό κεφάλι άθελα προς τά πίσω, μόνο επειδή τον υποχρεώνει μια θανάσιμη περιέργεια νά τό κάνη... Αυτό πού βλέπει τον κά νει νά μαρμαρώση στη θέσι πού βρίσκεται μέσα σ’ ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου.. Νά μείνη άφωνος, μέ τό στόμα ανοιχτό καί τα μ,άτια γοορλωιμένα, χωρίς^ νά μπορη νά πιστεψη στην εικόνα πού
του παρουσ ι όζουν... ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ...
]||[ Ο ΙΟΣ άλλος θά μπο ρσυσε νά ήταν αυτός, έξω α πό τον θρυλικό Πάντσο Γί γαντα; Πριν νά πάμε όμως στό άνεκδ ιήγητο αυτό πρόσωπο τής ιστορίας μας, πρέπει νά τον ανακαλύψου με στη θέσι πού τον αφήσαμε την περα σμένη φορά... *Ά\... Μάλιστα! Λοιπόν ό φουκαράς ό Πάνταο βρίσκεται λιπόθυμος μέ σα στο διαφανές κουβούκλιο
16
του Μαύρου Πουλιού, τού εκ πληκτικού δηλαδή ηλεκτροκί νητου· έλικοπτεραυ τού Ζοριρό τήο Ζούγκλας. «Β-ρίσκεται· στο Μαύρο Που λΐ» όμως, είναι μονάχα μια κουβέντα... Γιαιτι ό άτυχης Πάντσο έ χει. σταματήσει μέσα στη μέ ση τής παρθένας ζούγκλας καί τού έχει τελ-εΐ'ώσει ή καύ σιμη ύλη πού χρειάζεται ή η λεκτρική .μηχανή τού σκάφους για νά πάρη μπρος καί είναι· επί πλέον και περικυικλθυμέ νος από τά φρικτώτερα θηρία πού υπάρχουν σ’ αυτήν τήν περιοχή καί έχουν σκσρφαλώ σει κιόλας δλ’ αυτά πάνω στο ελικόπτερό του, περιμένοντάς τον νά ξυπνήση γιά νά τόν... φάνε! -Περιμένοντας δέ, τά άπαί σια αυτά ζωντανά, δεν κάθον ται. τουλάχιστον ήσυχα, πα ρά κάνουν έναν σαματά άνευ προηγουμένου! 0 υρλ ι όζουν, σ φυιρ ίζο υν, μουγνρίζόυν, οι κροκόδειλοι χτυπάνε τίς πελώριες, κοκκαλένιες ουρές τους πάνω στα μέταλλα τού σκάφους, τά πεινασιμένα τζάγκουαρ προσ παθούν μέ τά δόντια τους νά ξεκολλήσουν τά εξαρτήματα πού βρίσκονται στήν έξ,ωτερι κή πλευρά τού “σκάφους καί πολλά άλλα τέ’τοια. Καιμμ,.ά φορά λοιπόν ό Πάντσο Γίγαντας, ενοχλημέ νος κατά τά φαινόμενα καί α πό τη δαιμονισμένη φασαρία πού γίνεται, ανοίγει τά ματά κια του- νωρίτερα άπ’ δ,τι· θά τρ έκανε άν βρισκόταν σ’ έ
ΖΟΡΡΟ να μήρος μέ μεγάλη ησυχία. Τά ανοίγει καί φυσικά, ή πρώτη δουλειά πού κάνει μ’ αυτά, είναι νά κυττάξη έναν γύρο από τό διαφανές κου^ βούκλιο τού Μαύρου Που λιού. Ή κυκλική αυτή ματιά τού είναι υπεραρκετή γιά νά κατατοπιστή μέ τήν κατάστασι> δπως έχει διαμορφωθή. Ό Πάντσο δηλαδή, πού φη μίζεται γιά τή δειλία του, ό πως άλλοι αντίθετα φημί ζονται γιά τήν παλληικσριά τους, αντιλαμβάνεται πώς τό μισό τουλάχιστον ζωϊκό βασί λείο τής ζούγκλας περιμένει αυτόν μέ... ανοιχτό τό στόμα γιά νά ξυπνήση! Δεν τού χρειάζεται καί πε ρι,σσότερο γιά νά βγάλη έναν αναστεναγμό, νά γείρη πάλι στή θέσι πού βρισκόταν μέ κλειστά τά μάτια καί νά... ξσ ναλιποθυμίίση! Απελπισμένοι οι κροκόδει λοι μπερδεύουν τίς ουρές τους καί τραβιώνται ποιος θά πετάξη τόν άλλον πάνω από τό σκάφος, γιά νά περάσουν έ τσι μέ παιχνίδια τήν ώρα τους, όσο νά συνέλθη πάλι ε κείνο τό περίεργο ον πού βρί σκέτοι μέσα στο άόίρατο κου τί καί πού τό καταλαβαίνουν από τό ένστικτό τους ότι θά είναι πολύ ορεκτικός μεζές, παρ’ όλα τά κόκκαλά του. "Ρή/α τζάγκουαρ δαγκώνει τό διπλανό του στ’ αυτί κΓ εκείνο αγριεύει, γιατί μ’ όλο πού τό πρώτο ήθελε απλώς ν’ άστε'ίευθή, τούμεινε τό αυ τί του άλλουνρύ στο στόμα!
Άρχινάει λοιπόν ένας καυ γάς που δέν είχε ξαιναγίνει άνάμεσα σε τζάγκουαρ στην Ιστορία. Κ ουτ ρσυβ αίλ ιάζο ντ α ι από πάνω από τό διαφανές κου βούκλιο κάτω στά χορτάρια και συνεχίζουν εκεΐ πέρα τή φαγΟιμάρα τους καί άπάινω στον καυγά αρπάζει τό ένα τζάγκουαρ τό κομμάτι τού αυτιού πού τού είχε κόψει τό άλλο καί τό τρώει αυτό! Σ' εκείνο τό σημείο γίνε ται. τόσο διαβολεμένο πανδαι μόνιο, που ό κακομοίρης ό Πάντσο Γίγαντας δέν είναι δυνατόν νά συνέχιση τή λιπο Βυμ,ία του καί... ξάνα ξυπνάει. Γουρλώνει τά ματάκια του σαν φλυτζανάκια τού καφέ σε μέγεθος. —- Πώς καί δέν μέ... κολα τσίσανε ακόμα; αναρωτιέται καί μέ τό δίΐκ'ΐο του, κυττά ζοντας όλο αυτό τό θηριομάνι πού είναι μαζεμένο γύρω του. Γότε όμως μονάχα, παρατη ρεΐ για πρώτη φορά πώς εί ναι μέσα στο διαφανές αλλά άθραυστο κουβούκλιο τού έλι κόπτερου τού αφεντικού του Ζορρό τής Ζούγκλας, καταλα βαίνοντας ατι, επομένως, βρί σκεται σέ πλήρη ασφάλεια, όσο τουλάχιστον δέν ξεμυτάει από κεΐ μέσα... Καί τότε πάλι, πάνω σ' αυτό τό επίκαιρο σημείο, θυ μάται τον λόγο πού τον α νάγκασε νά κατεβαση τό Μαΰ ρο Πουλί μέσα στη ζούγκλα καί ό λόγος αυτός εΐν·αι· ότι τό ρολό'ί τής καύσιμης ύλης
έδειξε πώς ή τελευταία αυτή είχε σωβή! Λοιπόν αυτό δέν φαίνεται νά στενοχωρή καθόλου τον... άεράλυκο τον Πάντα ο Γίγαν τα. Μια καί δυο σηκώνεται άπό τή θέσι του καί μέ γρή γορες κινήσεις —έπειδή καί μόνος του καταλαβαίνει ότι κινδυνεύει νά λιποθυμίιση από στιγμή σέ στιγμή, μόνο καί μόνο πού βλέπει όλα εκείνα τά τέρατα νά τον κυκλώνουν από παντού σκύβει έπάνω α πό τή μηχανή. Μέ πεπειραμένα καί γοργά δάχτυλα ό αρχιμηχανικός τού Ζορρό, αποσυνδέει τήν άδεια πιά φιάλη τής συμπεπυκνωμέινης καύσιμης ύλης καί την αφήνει παράμερα. "Υστερα ανοίγει ένα κιβώ τιο πού βρίσκεται κάτω από τό κάθίίσμσ τού δεύτερου πι λότου. Άπό μέσα βγάζει μιά δεύ τερη ίδια φιΐάλη, πού διαφέ ρει άπό τήν προηγούμενη μό νο στο ότι αυτή είναι γεμά τη. Ό Πάντα ο Γίγαντας τήν τοποθετεί χωρίς καθυστέρησι καί δοκιμάζει τούς διακόπτες. Τά κόκκ ι να πράε ιδ οπ ο ιη τ ι κά φωτάκια ανάβουν. Ή μηχανή είναι έτοιμη νά πάρη μπρος... Τό υπέροχο Μαύρο Πουλί δέν περιμένει παρά μόνο τον κατάλληλο χειρισμό τού πι λότου του για νά εγκατάλει ψη τό έδαφος καί νά πετάξη χωρίς τον παραμικρό θόρυβο στον ουρανό.,.
ίόρ^ά
Τό τέρας έχει αρπάξει τό σκά φος μέ τ’ άτσαλένια του νύχια!
Ό Πάν'τσο έτοιμάζεται κι όλας νά το απογείωση αλλά τό χέρι του σταμοίτάει.. Ή καρδιιά του δεν του πη γαίνει νά κίάνη τέτοιο πρά γμα, γιατί είναι πάρα πολύ εύαίίσθητος. ’Άν ξεκι-νήση τώρα, άλα τά θηρί'α που είναι σκαρφαλωμέ να επάνω στο σκάφος, θά 6ρε Βουν ,μαζί :μ’ αυτό ψηλά στον αέρα καί υστέρα, καθώς θά άρχίση νά φεύγη ,μέ ταχύτη τα, θά γκρειμοτσακιστούν άπό μεγάλο ύψος καί θά γί νουν κομμάτια. Μπορεί τά θηρία νά είχαν άνέβει πάνω στο Μαύρο Που λί μέ σκοπό νά τον καταβρο χθίσουν. Αάτό δεν τό εξετάζει ό ίπποτιικώτατος Πάντσο Γίγαν τας. ’ Εκείνος λυπάται τά θηρία δεν θέλει νά τά σκοτώση μέ τέτοιον σκληρό τρόπο καί γι’ αυτό βάζει τό κεφάλι του κά τω νά βρή τη λύισί' γι’ αυτή τη δύσκολη πεΙρίστασι·. Καί δεν άργεΐ, γιά τον λό γο οτι καί ή λύσις εΤναι άπλούστατη. Γυρίζει· έναν μοχλό καί τό εξωτερικό του εκπληκτικού πραγμ,άτιικά σκάφους, αρχί ζει σιγά - σιγά νά θερμαίνε ται σάν ναναι ψηστιέρα! Τό τελειώτατο σκάφος έ χει αυτό ,τό^σόστημα της θ;ερ μάνσεως τού εξωτερικού του, γιά την περίπτωσι πού θά βρε θή σε μ.ιά φοβερή παγωνιά ή σέ εξαιρετικά ψυχρά κλίμα τα, οπού θά κινδυνεύει από την ψύξΐ' νά πάθη ζημίιες.
ΓΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Στην πουρούσα περίστασι δμως ή ζέστη χρησιμεύει μό νο γιά να διώξη τούς ανεπι θύμητους έπιισκιέπτες. Τά άγρια θηρία νοιώθοντας να φλογίζονται άξαφνα άπό κάτω τά πόδια τους, αρχί ζουν να πηδάνίε άπό κιεΐ πά νω τρομοκρατημένα καί σέ δευτεροίλεπτα έχουιν έξαψάνι στη μέαα στην παρθένα ζούγ κλα. Ό Πάντσο Γίγαντας ξεκαρ δίζεται στα γέλια μέ τό θέα μα. Καμαρώνει για λίγες στιγμές τό θέαμα των τραμαγμέ νων θηιρί'ων πού έξαφανίζονται πίσω άπό τη βλάστησι μέ ά γρια ξεφωνητά καί ουρλιαχτά και εΐνάι τρομερά περήφα νος γιά τό κατόρθωμά του — καί δικαίως αυτή τη φορά, ώφείλομε νά άμοιλογήσωμε... "Υστερα ξαναγυρίζει στη θέσι του. Στρέφει τον μοχλό αντίθε τα απ’ δ,τι τον είχε κάνει την πρώτη φορά καί ή θέρμανσής του σκάφους σταματάει. Κατόπιιιν αυτού ό Πάντσο βάζει μπρος στά γρήγορα .καί το έλιικόπτερο υψώνεται αθό ρυβα σάν νά μην είναι πρα γματικό ελικόπτερο παρά.... οφθαλμαπάτη, πάνω άπό την απέραντη ζούγκλα. Καί μόλις αυτή τη στιγμή γιά πρώτη φορά ό άνεκδιήγη τος Πάντσο Γίγαντας κάμει τον κόπο νά βάλη τό ,κεφάλι του κάτω καί νά συλλογιστή γιά ποιόν λόγο βρίσκεται αυ τός μέσα στο έλικόπτερο του Ζορρό καί γιά ποιόν λόγο τό
1$
-—Τί βλακεία! Αντί ν’ ανοί ξω ταχύτητα, άνοιξα τό... ντί · ντί - τί!
ίόΡΡΰ ελικόπτερο βρίσκεται μέσα στη ζούγκλα... Θυμάται μέ δυο κουβέντες τον "Βλ Ρέϋ και τό φρούτο της., γενναιότητας, πού τόσο μεγάλο (μεράκι τού έχει, καθή σει νά τό κάνη... κομπόστα! — Νά!, λέει μόνος του γιά νά διικακολογήση την επιμονή του. "Αν τώρα είχα βάλει* μια κουταλίτσα μόνο στο στόμα μου, δεν θά λιποθυμούσα1 και δεν θά πάθαινα τέτοιο ρεζ.λίικι μπ,ροστά σέ τόσα θημία τής ζούγκλας! Κατόπιν αυτού τού έξωφρε νικού συλλογισμού, αποφασί ζει: νά εξακολούθηση την προσ πάθειά του γιά την άνακά« λυψιι τού "Βλ Ρέύ. — Τώρα -φάγαμε τον γάϊδαιρο και θ’ άφήσωμε την ου ρά; μουρμουρίζει- άλλη μιά φορά μόσ' απ’ τά δόντια του ό εκπληκτικός νάνος. Καλά ή ι τανε νά μην άφηνα τό σπιιτά-' κ.ι μου γιά καινούργιες περι πέτειες, όπου παραλίγο ν’ άποδε.ιχτή ότι δεν έχω άδικο εγώ νά φοβάμαιι... πού καί πού!... Μιά πού έφτασα ώς έδώ, δεν άξίιζέΐ' νά γυρίσω πί σω άπρακτος!... Ό "Ελ Ρέύ ό μαντράχαλος, όσο γρήγορα. κι>5 άν τρέχη*/ πάω τό κεφάλι μου στοίχημα πώς δεν μπο ρεί νά φτάκτη αυτό τό μηχά νημα!... Επομένως θά τον φθαρτοί... θυμάμαι κιόλας πώς πήγε προς τά εκεί, πού εΐναι. κι* αυτό κάτι.!... Μ’ αυτά τά τελευταία λό για βάζει πλώρη ατό Μαύρο Πουλί προς τά δυτικά άκριβώς καί ύστερα αφού τελειώ
νει μ5 αυτό κάθεται καί ξύνει τό κεφάλι του. — Μά πήγε από κ»εΐ; λέει, πάλι μονάχος του. * Εκείνο πού δεν μπορώ νά θυμηθώ μέ απόλυτη σιγουριά, είναι άν πήγε ακριβώς από ,κεί πού πάω κι’ έγώ τώρα ή... εντε λώς αντίθετα!...^ Απομένει ξανά σκεπτικός μετά άπ5 αυτό τό τελευταίο εξωφρενικό του. Τελικά άνασηκώνει τούς ώ μους του. — Δεν βαρυέσα;! # λέει αδι άφορα. Μά κι’ αντίθετα ακό μα νά πήγε, δεν υποτίθεται πώς θά τραβάη όλο στα ίσια. Δεν είναι... τραμ για νά τρέχη πάνω σέ γραμμές!... "Έ τσι καί πιάρη στροφή, πάλι θά τραικάιρωμ ε!... Καί μέ τον σούπερ —αισι όδοξο αυτόν συλλογισμό, ό ανεκδιήγητος νάνος συνεχίζει αυτό τό άκαταλόγ'ΐστο ταξί δΐ' πρός τό άγνωστο. Επειδή όμως τούς χαζούς ...τούς βοηθάει ή τύχη, πηγαί νει^κατά σύμπτωαιν εντελώς, προς τη σωστή διεύθυνσι γιά νά φτάιση στη Χαμένη Γή, τό μέρος δηλαδή πού βρίσκονται αστή^τή στιγμή πολλά από τά κύρια πρόσωπα τής ίστο ρίας μας, όπως^ό γιγαντόσω μος βασιλιάς τής ζούγκλας ό ’Έλ Ρέϋ, ό διοικητής τής α στυνομίας τού Μανάους σενιόρ Γκονζάλες, ό πρώτος δι ευθυντής της Μάριο Πειρέθ, ό λη ή αστυνομική δύναμις τού "Ελ Χόκλο καί... άλλοι πολ λοί !... Καί έφ’ όσο-ν πηγαίνει σοα-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ στα ό καϋιμένος 6 Πάντσο Γί γαντας, δέν αργεί και να φτά ση, όπως είναι φυσικό. Την άττόστασι πού ό 'Έλ Ρέϋ χρειάστηκε μερικές ώρες για νά Την διανύση και ό Γκσν ζάλες μέ το απόσπασμά του τις διπλάσιες, τό Μαύρο Που λί γ*ά νά την κάνη δεν χρει άζεται τπαραττάνω άττό πέντε λεπτά! Καί τότε... Τότε ό Πάντσο Γίγαντας α φήνει νά του ξεφύγη ιμιά δυνα τη φωνή έκπλήξεως καί τά ματάκια Του γουρλώνουν καί γίνονται άλλα τόσα. Για νά καταλάβη ακριβώς ό αναγνώστης τής αιτία που προκσλεσε τό*σο μεγάλη έκπληξι του νάνου, πρέπει νά πούμε πώς ό Πάιντσο παθαί νει ίλιγγο στά ρεγάλα ύψη καί επομένως τό ελικόπτερο •κάτω από τούς επιδέξιους χετ ρισμούς του, πιε το θα ε σε πο λύ χαμηλό ύψος. Μόλις πού ή κοιλιά το·υ· περνούσε καιμμιά δεκαριά μέ τρα παραπάνω από τίς κορ φές των ψηλότερων, αιωνόβια ων δέντρ,οον... Φυσικά λοιπόν, όλη αυτή την ώρα του εναέριου ταξ-τ διού του, τά σύννεφα βρίσκον ταν στη Θέσι τους πάνω στον ουρανό καί πολύ ψηλότερα βέ δαια, απ' αυτόν καί τό ελι κόπτερό του. Νά όμως, πού άξαφνα τά είδε απλωμένα κάτω απ’ τά πόδια του! Αυτό τό πράγμα είναι κά τι πού θά ^παραξένευε όχι μό νο τρν ανεκδιήγητο Πάντσο
21
Γίγαντα αλλά καί τον καθένα. Μόνο πού δον συν έβαινε σ’ εσάς ή σ’ έμενα, θά σηκώνα με αμέσως τά κεφάλια μας καί θά βλέπαμε ότι υπάρχουν καί τά άλλα σύννεφα πάνω στον ουρανό καί επομένως έκείνα πού βρίσκονται κάτω, θά ύπάιρχη κάποιος ιδιαίτε ρος καί ίσως καί παράξενος λόγος για νά εΐν’ εκεί... Ό Πάντσο όμως μέ την πα ροιμιώδη κουταμάρα του, θε ωρεί περιττό νά κάνη τέτοιου είδους έξέτασι. Γ Γ αυτόν, όοφοϋ τά σύννε φα έχουν Φτάσει εκεί κάτω, αυτό θά π ή ότι χωρίς νά τό πάρη, είδηΐσι πέταξε τόσο ψη λά, πού τά ξεπέρασε κατά πολύ σέ ύψος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν έχει νά κάνη τίποτ’ άλλο, παρά νά χαμηλ,ώση στά γΙρήγορα τό Μαύρο Πουλί, ώστε νά βοεθή καί πάλι κάτω από τά σύννε φα καί κοντή'τερα στη γή, γιά νά μην κίνδυνεύη νά πά θη από Τον ίλλιγο. Δέν χάνει καιρό. Τό χέρι του κατεβάζει τό «ίάτίιχ» πού κρατάει καί τό υ πέροχο άθόρυβο σκάφος παίρ νει βουτά στο κενό. Ή άπόστασις πού τό χωρί ζει από τά... κάτω σύννεφα, δέν είναι πολύ μεγάλη. "Οπως μάλιστα ό νάνος έ χει δώσει σχεδόν κάθετη κλίσ ιστό ελικόπτερο, εκείνο δέν κάνάι παραπάνω από τρία μέ τέσσερα δευτερόλεπτα νά χω θή ιμέσα στά ατέλειωτα λευ κά σύννεφα. Τώρα είναι πού δέν βλέπ&ι
22
πια τί^ττοτ3 άλλο από όλόσσπρους αχινούς να αίωροϋνται δεξιά, άριστερσ, κιάτω κι* α πάνω του. Καί τό Μαύρο Πουλί εξα κολουθεί πάντα νά κατεβαίνη ολοένα. Ό νάνος πού δον θέλει καί πολλά πράγματα για νά τρο μάξη μέχρι λιποθυμίας, έχει καί τούτη τή φο»ρά φτάσε» πόιοα πολύ κοντά σ’ αυτήν. Ή πρόθεσίς του μάλιιστα νά λιπτοθυμάΙση· γίνεται ολοέ να καί πιο επίμονη, καθώς τά σύννεφα ιμέσα στα οποία βοί σκεται δεν λένε νά τελειώ σουν. Για νά κσταλάβη ό άναγνώ στης τί άκ,ριβώς συμβαίνει, πρέπει νά σημειωθή έδώ δτι τά μυστηριώδη αυτά σύννε φα/ είναι εκείνα πού σκεπά ζουν την Χαμένη Γή ! "Από έναν παράξενο φυισι κο νόμο, μένουν γ;ιά πάντα α κίνητα, πάνω από την άγνω στη χώρα πού βρίσκεται σέ μεγάλο βάθος καί ακριβώς αυτός είναι ό λόγος πού κα νείς ποτέ δεν ιμπορεΐ νά την άνακΐαλύψη, αφού τά ατέλειω τα σύννεφα δεν φεύγουν ποτέ άπό πάνω της γιά νά άποκαλυφθή. Ό Πάντσο δεν μπορεί νά ύποψι.αΚΓτή ποτέ τήιν τρομερή αλήθεια, πώς δηλαδή τούτη τή στιγμή είναι ό πρώτος «γνήσιος» εξερευνητής πού ανακαλύπτει αυτή τή μυθική χώρα..^ •Κα* άκόιμα κ γ 3 όταν κστεβαί νειι πιά άπό τά αιώνια σύννε φά της, πάλι βέν βάζει μέ τον
ΖΟΡΡΟ νου του πώς είναι δυνατόν αυτή ή χώρα νά είναι όντως μυθική καί νά έχουν παιδευτή έξερευνητές ίκιαί έξερέυνητές γιά χρόνια όλόικληιοα, χω (ρίς νά μπορούν νά την άνακα λύψουν! 'Απλούστατα είναι βέβαι ος πώς επί τέλους ξανακατέβηκε κοντά στην επιφάνεια τής γης, πού λίγο έλειψε νά τήν άφήση οριστικά έκ,εΐ πά νω πού έφτασε. 3Αλλά κι3 άκόιμα δεν είναι ευχαριστημένος άπό τό ύψος πού βρίσκεται καί κρατάει πατημένο τέρμα τό «σ’τίικ» τού Μαύρου Πουλιού, μέ άποτέλεΐσμα αυτό τό τελευταίο νά κατεβαίνη συνεχώς, πλη σιάζοντας τή γή τής παράξε νης, χαμένης πεδιάδας... -Καί ή γή αυτή, έτσι πού κρατάει τό τιμόνι τού ελικο πτέρου ό ανεκδιήγητος νάνος, έρχεται ,μέ τρομακτική ταχύ τητα καταπάνω του έτσι πού λέο πώς άπό στιγμή σέ στι γμή θά συντριβή. Μά ό Πάντσο Γίγαντας καμμιά ορεξι δεν έχει νά γί'νη κομμάτια κάτω στο έδαφος, άψού μάλστα οτι' έχει κάνει, τό έχειι κάνει ακριβώς γιά νά ,μήιν κίνδυνε6η νά πέση άπό ψηλά. Σταθεροποιεί λοιπόν τό ελικόπτερο σ3 ένα λογικό ύ ψος, πού όταν είναι γ:3 αυ τόν «λογικό», θά ήταν πολύ χαμηλό γιά δπιοιονδήποτε άλ λον πιλότο. Φρρνει τό «,σ'τίικ» σέ οριζόν τια θόοκ καί κιυτ τάζει όλο γύ ρα κάτω άπό τά πόδια του,
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ για νά κατατοπιστή σχετι κά ιμέ το καινούργιο μέρος πού έχει βιρεβή. "Οσο ικΓ αν κυττάζη δέ, τού είναι· αδύνατον να θσμηθη πώς μττοιρεΐ νάχη ξαναδή ικι·/ άλλη ψο-ρά αυτό το μέρος. Τα γουρλωμένα ματάκια του, τού κίάικου προσπαθούν ν’ αναγνωρίσουν τή,ν παραμικρότερη λεπτομέρεια . Κί Γ άξαφνα βλέπει κάτι σ’ ένα σημείο τής πεδιάδας πού βρίσκεται λίγο πρίιν από τό ατέλειωτο, παρθένο δάσος... Είναι κά,τι παράξενο... Σαν ένα πελώριο ζώο, πού δεν έχει ξαναδή ούτε σαν αυ τό όμοιο, νά τρέχη πάνω στον φλοιό τής γής, κυνηγώντας έ να άλλο πολύ μικρότερο, πού μόλ ι ς δ ιακιρίίνεται. Καταπ ερίεργας ό Πάντα ο Γίγαντας παίρνει ένα ζευγάριισχυρά κιυάλια άνοίγοντας έ να συρτάρι καί κρατώντας ιμέ τό ένα του χέρι τό «ίστίικ» τής όιδογήσεως, μέ τό άλλο τά στήνει στα μάτια του καί κυτ τάζει πάλι κάτω. 5Από αφηρημάδα όμως τά βάζει ανάποδα στα μάτια του ό ανεκδιήγητος νάνος. Αντί μ αυτόν τον τρόπο τά κυάλια νά τού φέρουν πό κοντά τά αντικείμενα, τού τά άπαμακρυνουν πολύ περισσό τέρά, όπως εΐναι φυσικό με τό λάθος πού έχει κάνει. — Για βάλε μέ νού σου! / μουρμουρίζει μονάχος του πα ρ αξενεμένος. Π ολ ύ γελ άσ τ η κσ! Παρά είμαι ψηλά ακό μα! ... 5
Καί τό χέρι του πού κρσ-
23 τάει τό «στίικ» τό χαμηλώνει άκόιμα μια φορά προς τά ε μπρός, ενώ μέ τό άλλο κρατάει πάντοτε τά κυάλια στα μάτια, γΐιά νά βλέπη τό πε ρίεργο ζώο πού τού κίνησε τήν προσοχή καί πού τώρα τό βλέπει πολύ μικρότερο, χω ρίς νά μπιορή νά καταλάβη γιατί1. ΚαταλαβαίΙνει ό καθένας πώς μέ τή βλακεία πού έχει κάνει ό Πάντσο Γίγαντας, πη γαίΐνει φιρί - φιρί για νά τσα κιοτή κΓ αυτός καί τό ελικό πτερο μαζί του, στη γη. Ένώ δηλαδή μέ τ’ αναπο δογυρισμένα κυιάλια του βλέ πει πώς αυτή ή τελευταία α πέχει άκόιμα τουλάχιστον κσμ μια εκατοστή μέτρα κάτω απ’ τά πόδια του, έκεί'νη, είναι ζή τημα άν είναι- δέκα μέ δεκα πέντε. Εκείνο όμως πού έχει δή μέ γυμνό μάτι ό νάνος από τό σο ψηλά, δεν είναι άλλο από τό τρομακτικό τέρας τής κολάσεως πού κυνηγάει τον 'Έλ Ρέϋ! Καί καθώς ό Πάντσο Γί γαντας τό έχει πλησιάσει ε πικίνδυνα ιχωρίς νά τό κατα λαβαίνει, ακούει άξαφνα τά απαίσια μουγγρητά του. Αυτό τον κάνει νά ,κατατρο οάξη καί νά βγάλη Τά κυάλια άπό τά μάτια του. Αυτό πού βλέπει τον κάνει νά παράλυση ολόκληρος άπό τήιν τρομάρά του. Τό αποτρόπαιο τέρας πού πλησιάζει πιιά επικίνδυνα τον ’Έλ, Ρέϋ γιά νά τόν ξεαχίση, είναι περισσότερο άπτ5 δ,τι
24
ΖΟΡΡΟ
μπορεί νά άνθέξη ή καρδιά νά κρατάη σάν ποοιχν ιδΑκι του κ<οοκαμΙοί(ρη τοΰ Πάντσο μιά τέτοια ισχυρή μηχανή Γίγαντα. σόον τοΰ Μαύρου Πούλιοΰ καί Πάει νά φωνάξη άλλα ή φω νά υήν τό άφήση νά πετάξη... νή έχει παγώσει· μέσα στο Τό μυαλό του είναι Αδύνα βάθος τοΰ λαρυγγιού του. τον νά χωρέση κάτι τέτοιο... Μηχανικά —<τό ιμόνο πού Καί περιττό είναι σ1 αυτό καταφέρνει νά κάνο κΓ αυτό τό σημείο, νά προσθέσωρε περισσότερο άττό ένστικτο— ότι εκείνο πού έχει δη ό με προσπαθεί νά σταματήση την γαλόσωμος βασιλιάς τής ζούγ κοοτάβασι του σκάφους και κλας ό *Ήλ Ρέϋ καί πού τον καταφέρνει· πραγματικά νά έκανε νά γυιοίίση προς τά πί ίσιώση τό «στίκ» που κρίατάει σω καί νά μείνη άφωνος καί πάντοτε. μαρμαρωμενος σόον ^ άγαλμα "Υστερα —έπίίσης .μηχανι άπό την έκπληξη είναι ακρι κά— προσπαθεί νά τό άναβώς αυτό, δηλαδή τό κολασμέ σηκώνη πάλι προς τά επάνω, νο ^τεοας τής κολάσεως, πού για νά άπομακρυνθή άπό αυ κράτα μέσα στα ιέφισλτικά τό τό φοβερό πλάσμα... του άρπάγία αιχμάλωτο τό Τούτη τη φορά όμως δεν Μαύρο Πουλί. μέ πλότο τον τά καταφέρνει... ανεκδιήγητο Πάντσο Γίγαντα. Μ3 όλο πού τό «στΐκ» ύαιώνεταιι, έξακιάλουθεΐ τό Μαύρο Η ΤΡΟΜΕΡΗ Πουλί νά μένη Ακίνητο στη ΑΛΗΘΕΙΑ θέσι του, μην ύπακούοντας στον αυθόρμητό χειρισμό του ΤΓ Ο ΜΥΑΛΟ τοΰ καϋπιλότου του. Ό λόγος πού τό σκάφος μένου του Πεοέθ, κάπως αρ δεν άνυψώνεταπ, είναι πολύ χίζει νά δαυλέ ύη, καθώς ό ιδι τρομερότερος απ’ αυτό τό οκτήτης του αρχίζει κΓ αυτός ίδιο τό γεγονός... νά συνέρχεται άπό την παρά ξενη λιποθυμία του πού έ Τό κολασμένο τέρας, έχει μοιαζε μέ τον θάνατο... άρπάξε'ι μέ τά Ατσαλένια νύ Μηχανικά κουνάει τά χέ χια του τό σκάφος του Ζορρό, άπό τά σίδερα των τρο ρια του πέρα - δώθε... Ψάχνει υπό την έπίιρρειο; χών του και ή δύναμίΐς του είναι τόσο τρομακτική ικαιί υ ακόμα τοΰ ύπνου του, ν* άναπερφυσική, πού τό ,κρατάει καλύψη τά κολασμένα εκείνα, α ί χμαλωτ ισιμέιν ο ολόκληρο ατέλειωτα φύλλα, πού τον μην άφίνοντάς το νά ύψωθή είχαν πνίξει άπό πολτού και προς τον ουρανό... δεν τον άφιιναν νά τηροχωρήση, Μάρρος τρόμος πληρμυρίτην ώρα πού τό μυαλό του ζεΐ' την καρδιά τοΰ κακοιμοίίρη 'η σταματούσε και ή καρδιά του τοΰ νάνου, μόλις βλέπει τό^ πήγαινε νά σπάση άπό τον Τξράστιρ πρδι τού τέρατος/* βαρύ και παράξενο αέρα, πρύ
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑ τελικά τον εκ αίνε νά χάση τις αισθήσεις του... Μά δεν υπάρχουν πια φύλ λα ολόγυρά του... Τά χέρια του δεν μπορεί νά τά κίνηση. έλεύθερα και κα θώς προσπαθεί νά τό πετύχη, όοκούει κάτι μεταλλικούς ή χους πού τον τρομάζουν. Ό χοναιρο - αστυνόμος α λαφιασμένος ανοίγει τά μά τια του. "Οχ., δεν βρίσκεται πιά μέ σα σ’ εκείνη τήιν εφιαλτική ζούγκλα από τά πελώρια, πα ,ράξενα φύλλα πού πήγαιναν νά τον πνίξουν... Βρίσκεται, όμως σ5 ένα μέ ρος πού είναι επίσης παρά ξενο καί έπίσης κολασμένο! Βρίσκεται στο βάθος μιας σπηλιάς και τά χέρια του και τά πόδια του είναι καρφωμέ να από τούς βράχινοος τοί χους της μέ χοντρές σιδερέ νιες αλυσίδες!... Καί ό δυστυχής ό Περέθ βλέπει πώς δεν είναι μόνος του μέσα στήν απέραντη αυ τή σπηλιά, πού φωτίζεται α πό ένα έξώκσσμο καί αλλόκο το φως... Πλάι* του είναι δεμένος μέ άλυσσίδες ίδιες σάν τις δι κές του, ένας άλλος άνθρω πος, πού τό πρόσωπό του φω τίζεται μυατηριακά από τό αλλόκοτο φώς τής σπηλιάς αλλά πού ο Περέθ δέν θυμά ται νά τό έχη ξαναδή ποτέ του... 'Πλάϊ καί σ’ αυτόν είναι δε μένος άλλος... Καί πιο δίπλα είναι κι5 άλ
λος, ύστερα κι5 άλλος... κι' άλλος... Όλάκληρη ή σπηλιά είναι γεμάτη από ανθρώπους, άλυισοδ'εμόνους, πού ό .Περέθ σιγά - σιγά, καθώς ξανάρχε ται ολοένα καί περισσότερο στον εαυτό του, παρατηρεί πώς είναι γυμνοί από τή μέση κι5 επάνω καί πώς φορούν μο νάχα τά παντελόνια τους, πού είναι καί τά παντελόνια τής άστυνομ ικ ή ς τους στολής!... Ναί... Δέν υπάρχει άμφιβο λία γι’ αυτό!... Όί αλυσοδεμένοι έκεΐνο ι άνθρωποι, είναι οί αστυφύλα κες τού ’Έλ, Χόκλο! Είναι οι άνδρες τού άποσπάσματός του!... Οι άνδρες τού άποσπάσμα τος τού σενιόρ Γκονζάλες!... Πιά πρώτη φρρά είναι πού έχει έρθει αυτός ό τελευταίος στο μυαλό τού Περέθ από τή στιγμή πού άρχισε νά συνέρ χεται. Θυμός ανέβαίνε ι μονομ ιάς στήν καρδιά του καί οι γρο θιές του σφίγγονται μανια σμένα. Ψάχνει μέ τό βλέμμα νά άνακαλύψη μέσα στήν υπο χθόνια εκείνη σπηλιά, τον τρο μερό σσο καί μυστηριώδη αύτόν άνθρωπο, πού ήρθε νά άναλάβη την αρχηγία τής α στυνομίας καί τούς παρέσυ ρε όλους σ’ εκείνο τό κολα σμένο μέρος, γιά νά καταλή ξουν σιδηροδέσμιοι σ’ αυτή τη φοβερή σπηλιά, σάν βαρυ ποινίτες καΤάδιικοι... Ωστόσο είναι αδύνατον νά
κοοτσφέρη νιά δισκρίνη τον σενιόιρ Πκονζάλες... ’Αντι γι' <χύτό αρχίζει ν' άκουη κι5 άλλους θλιβερούς ή χους όπτο σίβερα πού σέρνον ται στα βράχια... Κι* άλλοι άνθρωποι αρχί ζουν· ν' αναστενάζουν καί νά μουγγρίζουν ή νά βγάζουν φωνές έκπλήξιεως... Ό Περέθ δέν άργεΐ νά κα ταλάβω δτι όλοι οι άνδρες του συνέρχονται αυτή τή στι γμή, όπως συνήλθε κιΐ' εκείνος άπό την λιποθυμία του καί ό λοι μέ τρομερά δυσάρεστη έκ πληξί άνακαλύπτουν πώς βρί σκόντα:: αιχμαλώτου, άλυσοδεμένο:·, μιέσα σ' εκείνη την κολασμένη σπηλιά, πού φω τίζεται· άπό τό μυστηριώδες, έξώκοσμο φώς... Κι* όσο ή ώρα περνάει καί συνέρχονται και περισσότεροι άπο τούς αστυφύλακές του, τόσο ό θόρυβος και άι φωνές και οι αναστεναγμοί μεγαλώ νουν, ώσπου στο τέλος έχει ξεσηκωθή μια φοβερή βοή πού πολλαπλασιάζεται άπό τον αντίλαλο τής υποχθόνιας σπηλιάς απίστευτα... Ό Περέθ ετοιμάζεται νά βάλη την αγριοφωνάρα ’του σ' ένέργεισ... Καταλαβαίνει ότι πρέπει νά δώση λίγο κουράγιο στούς άντρες του αύτή τή δραματι κή πραγματικά στιγμή... Πρέπει νά τούς δηλώση την παρουσία του έχει ανά μεσα τους καί νά τούς π ή πώς θάναι καλό νά κάνουν υπομο νή ώσπου νά δουν τί ακριβώς συμβαίνει καί πώς θά μπορέ
σουν ν' άντ(δράσουν όλοι μαζί γιά νά ξεφύγουν άπό τή δύ σίκαλη θέσι πού έχουν βρεθή. Δέν προλαβαίνει! όμως ν’ άνοίίξη τό σ'τόμα του. ζ-αφνιικά ένα φώς δυνατότε ρο καί κινούμενο αυτή τή φο ρά, έρχεται άπό τό βάθος του σπηλαίου καί πλησιάζει όλοέ να προς τό μέρος πού βρίσκε ται ό χοντρά - Περέθ. Τό φώς αυτό το κ,ρατάει στο χρρι του ένας άνθρωπος, πού βαδίζει μπροστά άπό μια συνοδεία κσμμιά δεκαριά προσώπων. "Οταν ζυγώνει πολύ κοντά στον-Περέθ, ό αστυνόμος μας καταλαβαίνει αμέσως που ώφεί'λοντιακ οι καινούργιες κραυ γές έκπλήξεως καί φρίκης πού έχουν ξεσηκωθή ανάμεσα αϊτούς άντρες του. Ό άνθρωπος εκείνος πού κρατάει στο χέρι του τό φα νάρι μ!έ τό δυνατό φώς, δέν εΐναΐι άλλος άπό τον μυστη ριώδη σενιόρ Πκονζάλες, τον νέο διοικητή τής αστυνομίας του Μσνάαυς! Ό Περέθ ανοίγει τό στό μα γιά νά βγάλη κι' αυτός μιά φωνή φρίκης άλλά ή έκπληιξ,ϋς του είναι τόσο υεγα λή πού κάνει τή φωνή νά παγώση στο λαρύγγιι του καί νά μ ή βγή ποτέ της μέσ’ απ’ αυτό... Στο μεταξύ ό σενιόρ Γκον ζάλες έχει φτάσει άκριιβώς μπροστά του. Στέκεται καί υψώνει τό φανάρι του πάνω άπό τό προ σωπσ του χοντρο - αστυνό μου.
27
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
'Ο Περέθ δεν βγάζει λέξι οπτο τά χείλια του...
Δεν έχει πιά εκείνο τό ά γριο ύψος, όπως από την πρώτη στιγμή πού τον τηρωτόειδε ό Περέθ στο γραφείο του... Τώρα γελάει ολόκληρος αλλά μ’ ένα γέλιο σαρδόνιο καί σατανικό καί τά μάτια του πετουν φλόγες! — Καλώς όρισες, Περέθ!, λέει του χοντρού αστυνομικού κοροϊδευτικά. Έ,σύ καί οι άν τρες σου θά μίέ βοηθήσετε πάρα πολύ νά τελειώσω τή δουλειά μου!... Είχα άλλους σκλάβους πριν από σάς αλ λά αυτοί σιγά - σιγά πέθαναν!.., Ή δουλειά εΐναι εξαν τλητική σ’ αυτό τό κολασμέ νο μέρος καί κανείς δεν μπο
ρεί ν5 άντέξ,η δουλεύοντας μέ σα στις αναθυμιάσεις των ο ρυχείων!... Δηλαδή ούτε κιΓ εσείς δεν πρόκειται νά ζήσετε γιά πολύ... ΣΤό μεταξύ ό μως θάχειτε ξεθάψει άρκετά διαμάντια μέο4’ απ’ τή γη!... Αρκετά γιά νά έχω συγκεν τρώσει μαζί μέ τά προηγού μενα μιά κολοσσιαία περιου σία, πού θά μου έπιτρέψη νά ζήσω τή ζωή μου σάν μεγι στάνας του πλούτου!... Αλ λά δλ’ αυτά έχης καιρό νά τά δής καί νά γνωρίσης τις συνθήκες τής δουλειάς σου τής καινούργιας!... Σ ωπαίνε ι λαχανιασμένος γιατί από τον θρίαμβό του ολα αυτά τά έχει π ή σχεδόν
28
μέ μ,ιά άναπτνσή. Ό Περέθ αισθάνεται έναν φοβερό θυμό να τον πνίγη. "Αν ήταν ©λεύτερο το χέρι του αυτή τή στιγμή, θά μπο ρούσε, αγνοώντας κάθε κίν δυνο, νά συντρ'ίίψη μέ μια γρο θιά του τόιν άσήρατνο άλλα και φοβερό συγχρόνως εκεί νον άνθρωπο. —Τέρας !, μουγγρίζε-ι μέσ5 άπ5 τα δόντιια του. Έσύ, έ νας άνθρωπος του νόμου, νά κατάληξης νά κάνης τέτοια τε ο:·11 ερά ένκίλή μαία ... Ό άλλος σκάει στα γέλια άξαφνα. — Δίίκ’ο έχεις, Περέθ!, γρυλλίζει σαρκαστικά μέσ1 απ’ τά γέλια του. Τό ξέχασα και ενώ ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ·σ5 έβαλα δίΗτλα του, για νά τά κουβεντιάσετε κα λύτερα σαν συνάδελφοι πού εΐόαστε!... Νά σου συΟπήσω από δώ, δεξιά σου, τον σενιόρ Γκονζάλες! Είναι ό καινούογιός σΡυ διοικητής και πού έρχόταν στο Μανάας για νά ένεργήίση ανακρίσεις σχε τικά μέ κάτι κακούργους πού δρουν στην περιοχή σου! Ό Περέθ κυττάζει μέ τρα μ αΐκ,τική έκιπληξι τον άγνω στο εκείνον άνθρωπο πού εί ναι αλυσοδεμένος στο πλάϊ του και πού ήταν ό πρώτος πού εΐχε προσέξει κΐαθώς συ νήλθε άπό την παράξενη λιποθυίμίά του. Κάπως αρχίζει τώρα πιά νά πσίρνη μορφή στο μυαλό του ή τρομερή άλήθεια... Και ό άπαίίσηος κακούργος πού στέκει δρθιος απέναντι
ζ ο ρρο
του μέ τό φώς στά χέρια, συ νέχιζε ι· θρ ίαμβευΤικά: — Ερχόταν άλλα έπεσε στα χέρια μου στον δρόμο, Περέθ!... Καταλαβαίνεις τή χαρά μου!... Καί π,ρέπει νά παραδεχτής ότι τό σχέδιό μου κανείς άλλος δεν θάταν σέ θέσι νά τό φανταστή, ούτε κανείς άλλος θά εΐχε τό κου ράγιο νά τό έκτελέοη !... Μέ μια κυκλική κίνησι δεί χνει όλους τούς αλυσοδεμέ νους άστυφύλακιες στο εσωτε ρικό τής σπηλιάς και συνεχί ζει: — Που άλλου θάβρισκα μαζεμένους τόσους γεροδεμέ νους σκλάβους για τή δουλειά μου; Μόλις έμαθα ττώς ερχό ταν στο "Βλ Χόκλο γιιά νά άναλάβη τή διοίκηση άποφάσιίσα νά έρθω στη θέσι του καί νά σάς φέρω έδώ σόον τά πρόβατα!... Καθώς βλέπεις τά κατάφερα πολύ κίαλά και ώφ/είλω νά σέ συγχαρώ, Πε ρέθ, για την πειθαρχία πού δείχνεις στους άνωτέρους σου!... Ό χοντρο - άστυνόμος μουγγρίζει σαν βώδι τρελλός άπό τή λύσσα. Τινάζει τά χέρια για ν’ άρπάξη άπό τον λαιμό τον άπαίσιο εκείνον άνθρωπο, ξε χνώντας πώς είναι αλυσοδε μένος. Δεν τόιν ξεχνούν όμως και οι αλυσίδες του, πού τεντώ νονται ώς τό σημεΐο πού φτά νει· τό μήκος του και ύστερα δεν επιτρέπουν στά χοντρό ν ερά του νά φτάσουν παρα πέρα.
Ό κακούργος άγριεύει ξα φνικά* I ά μάτια του πετοΰν ά στραπτες. Κάνει ένα βήμα πίσω. Ηλίθιε!, σκούζει. ^ Δεν κατάλαβες λοιπόν τί σου εί πα; Ή ζωή σας εΐναγστά χέια μου!... Μου ανήκετε δοι 1 Εϊσαστε σκλάβοι μου! Θά ζήσετε δσο χρειάζεται για να ξεθάψετε τά διαμάν τια που μοΰ είναι απαραίτη τα!, άπό τό ορυχείο μου!.;. "Υστερα θά πεθάνετε !... Για νά μην πεθάνετε λοιπόν από τήρα, χρειάζεται ,μονάχα να εΐοΌ&τηε πειθαρχικοί! Και χρειάζεται νά θυμάστε πώς υπάρχουν κχχι πολλά άλλα π,ρά-γιματ α, π ολ ύ χ ε ι ρ ό'τ ερσ άπό τον θάνατο!... Αυτή την κίνησ.ιι που έκανες τώρα θά τήν πλήρωσής καί θά γί'νης στ^ΥΙΧιράνως πα,ράδε ι γμ α γι ά τούς άντρες σου, πού πρέπει νά βάλουν ,μυαλό άπό τό δικό σου τό πάθηιμα! Σωπαίνει και κάνει νάηιμσ σ’ έναν άπό τούς άντρες πού τον ακολουθούν νά προχωρήση. Έκεΐνος στη στιγμή βγαί νει μπροστά, απέναντι άπό τόν Περέθ. Στο χήρι του ξεδιπλώνεται Ινα μακρύ μαστίγιο. Ό χοντρο - αστυνόμος άνατριχιάζει ολόκληρος αλλά δεν προλαβαίνει ουΤε νά σκεφθή τ Γπ οτα π ερ ιισσότερ ο... Τό μσστίίγιο βουίζει στον αέρα άπειλητικά και πέφτει κοφτερό σάν μαχαίρι πάνω στο γυμνό στήθος του Περέθ.
Ένα ουρλιαχτό πόνου ξ>ε* φεύγει άπό τό λαρύγγι· τού δύστυχου άστυνόιμου. Δεν μπόρεσε νά συγκρατη θή, γιατί τό χτύπημα ήταν τό σο ξαφνικό, πού δεν είχε τον καιρό νά προετοιμαστή ψυ χικά για νά τό δεχτή καί νά σφίξη τά δόντια του... Μιά κραυγή θριάμβου^βγαί νει άπό τό λαρύγγι τού κα κούργου στο ξεφωνητό τού αιχμαλώτου του. "Αλλά ό Περέθ τό έχει πά ρει άπόφασι τώρα πιά. Ό χοντρο - αστυνόμος τοΰ Μανάους είναι γενναίος δσο έλάχ ιστοί άνθρωπο η στον κό σμο. — Κτήνος !, βρυχάτσι σάν λιοντάρι προς τό μέρος τοΰ βαίσανιστόύ του. Μιά συρβου λή σου δίνω μονάχα!... Σκό τωσε με για νά μην τύχη καί πέσης στα χέρια μου! Τότε θά μετανοιώσης γιά όλα^τά εγκλήματα σου αλλά θά είναι άργά! Λύσσα τρομερή φουσκώνει τό στήθος τού άλλου. "Άσπροι άφροί κάνουν την έρφάνιίσί1 τους στίς άκρες τών χειλιών του. — Τώρα θά σοΰ μάθω νά μην είσαι) αυθάδης!, ουρλιά ζει μανιασμένος. Τώρα θά. σέ κάνω νά ζητάς έλεος! Χτύπα τον!... Χτύπα τον αλύπητα! Αυτά τά τελευτα-ΐα λόγια τά έχει φωνάξει στον κτηνάν θρωπο πού κρατάει στα πε λώρια χέριία του τό μαστίγιΐο. Κι* εκείνος δέν τοΰ χαλάει τό χατήρι. Μέ μιά έκφροοσι σαδ'ιστι*
κής χα^άς ατό πρόσωπό του; ύψωνε ι τό ,μαστί'γι'ο πού προσ γειώνεται γιά ^δεύτερη φορά ατό στήθος τού Περέθ. Ό άάτΜνήμος όίμως τώρα δεν βγάζει> λέξυ άπό τά χεί λια του, που μένουν έρμιητ μ &ά κλειόμενα. Τό κρρμ,ί του άπομένει ο λόρθο, έτοιμο νά δεχτή όλα τά χτυπήματα που θά προστρξη ό δολοφόνος. Τά μάτια του κυττάζαυν κατάματα τον ψευτο - Γκονζάλες καί είναι τόσο τρομερό αυτό τό βλέμμα, πού εκείνος άθελα κάνει ένα βήμα προς 4ά πίσω, φοβισμένος. Ωστόσο τό μαστίγιο άνεβρκατεβαινεί άλλες δυο φο^ ρες και εξακολουθεί νά χαράζη αίμάτινες ^γραμμές πάνω στο παχύ άτήθος τοΰ δύστυ χου Περέθ, πού όμως δέχεται άδιίάμιαρτύρηιτα και μέ περίφρόνησκ τό μαρτύριό του. Ξάφνίικά ό κακούργος υψώ νει τό χέ)ρι του. — "Αρκεί!, ουρλιάζει άνη(συχα. Φτάνει αυτό γιά πρώ το μάθημα καί νά τό έχουν ύπ’ όψιν τους όλοι εκείνοι που λογαριάζουν νά παρακούσουν τις διαταγές μου!... Π άρτε το άπόφασι πώς δεν γίνεται πια τίίτιχπα!... Κ'ανείς δεν μπορεί νά σάς σώση, καμ,μια ελπίδα δεν έχετε νά ξεφύγε° τε άπό τούτο τό μέρος!... Μέ τά τελευταία αυτά λό για γυρίζει καί^ προχωρεί προς τό βάθος τής σπηλιάς, άπ* όπου ήρθ;ε. Στέκει μόνο άλλη μια φο
ρά παρακάτω άνάμ&σα στους
σιδε,ρρ&εμένοος^ στους βράχμ νους τοίχους τής σπηλιάς Α1 στυφύλακες. Σηκώνει· τό φανάρι του και τούς έξΡτάζεΐι μέ ίκαινοποί ησι ζωγραφισμένη στο άποκ,ρούστιικό πρόσωπό του. —- Ή δουλειά θ’ άρχίση ά πό αμριο!, δηλώνει μέ ύφος -εργοδότου πού προβαίνει σέ ανακοινώσεις. "Ως τότε ξεκουραιστήτε γιά νά ανακτήσε τε δυνάμεις!... θά σάς χρει αστούν! ... Κι" αυτά είναι τά τελευ ταία του λόγια. Υστερα φεύγει οριστικά.. Ό Περέθ αφήνει νά του ξεφύγη ένας στεναγμός άνακου φδσεως καί γέρνει τό κεφάλι του στον ώμο εξαντλημένος. "Αν οι αλυσίδες του δεν τον κρα'τούσαν υποχρεωτικά όρθιον, αύτή τη στιγμή άσψα λώς θά σωριαζόταν κάτω ε ξαντλημένος καί μισοπεθαμέ νος άπό τούς πόνους. Ό άνθρωπος ^ πού βρίσκε ται δεμένος πλάϊ του, μουρ μουρίζει κοντά στ" αυτί του, μέσα σ’ εκείνο τό παράξενο ήμίίφως: — Σενιόρ Περέθ, σέ συγ χαίρω γά την γενναιότητά σου!... "Απέδειξες πώς είσαι ένας αληθινός άντρας, άξιος ^ά δι ευθύνης την αστυνομία του Μανάους!... Σ" αυτά τά λόγια πού ό Περέθ τά άκούη άπό τον πρα γματικόν πια σενιόρ Γκονζάλες/^νοιώθει τόσο μεγάλη πε*
ρηφάνειαι καί
χαρά, πού ο!
ι^ισοί πόνοι του τουλάχιστον
Ο ΠΑΝΤΣΟ
ΐξαφαΜίζοντάι· κιάι νοιώθει μο νρμιιος πολύ καλύτερα! ΚΓ ό αιχμάλωτος διοικη
ΑΦΑΝΤΘΣ
τής Του έξακαλουθεΐ μέ σιγανή ψοο?νή:
πάντα
—- Μόνο αυτό πουκανες σήμερα δεν πρέπει νά τό ξανακάνης!... Μην τον πρακοολής!... Μέ το νά σέ σκοτώση 6έν κερδίζεις τίποτα καί επί πλέον αφήνεις πια στο έλεος του δλους τούς άντρες σου ία* άν έχης χρέος .να ζήσης, τό εχης άπτένανΤί τους!... Πρέπει νά ένεργήσωμε ^μέ σύνεσι καί νά βασιστούμε στον χρόνο για νά τούς ελευ θερώσουμε άπτ1 αυτό τό τέ ρας... Ό Περέθ κυττόζε ι μέ θαυ μασμό και μ* ευγνωμοσύνη τον άνθίρωτπο πού του εΐπε αυτά τά λ,άγι σ. — Σενιόρ, μουρμουρίζει μέ τή σειρά του, άν εγώ είμαι γενναίος και άξιος για διοι κητής, όπως είπατε, εσείς πάντως εΐσΤε άξιος τουλάχι στον γιά νά διοικείτε έμενα καί σάς ευχαριστώ πού μου θυμίσατε τό καθήκον μου!... Και οΐ δυο αυτοί άντρες πού μέ τις πρώτες λέξεις πού αντάλλαξαν έχουν συμπαθή» σει αρκετά ό ένας τον άλλον κι* έχουν έκτιμήσεί! ό καθένας του άλλου τά προσόντα, συ νεχίζουν νά κουβεντιάζουν χα μηλόφωνα, προσπαθώντας νά καταστρώσουν τά σχέδια γιά τις .μελλοντικές τους προσπά θείες νά έλευθερωθούν καί νά Ελευθερώσουν τούς άντρες τονς..,
V. ΑΛΩΣ
την ώρά πού αυτοί οί δύο καί δλοι μαζί οί άστυφύίλακες τού 'Έλ Χόκλσ βρίΐσκιοντα-ι· σέ τέτοια δραμα τική θέσι καί δυο άλλοι άπό τούς ήρωες μας δεν βρίσκον ται σέ καθόλου καλύτερη. Ό *Έλ Ρέϋ καί ό Πάιντσο Γίγαντας περνούν δραματι κές στιγμές, καθώς ^εκείνο τό εφιαλτικό τέρ'άς τής κολάσεως κρστάει μέ τά ατσαλέ νια του άρπάγια τό Μαύρο Πουλί μέσο: στο άττοΐο βρί σκεται ό νάνος καί δεν τό ά φηνε ι νά άνυψωθή προς τον ουρανό. Ό Έλ Ρέϋ θά μπορούσε νά βρή εύκαιρία αύτη τη στι γμή κιαί νά τρέξη^ προς τή ζούγκλα πού την έχει πλησι άσει) κιόλας αρκετά, γιά νά σωθή... Δεν- θέλει όμως νά τό κά νη αυτό. Λεν μπρρεΐ ν* άφήση στην τύχη του τον δύστυχο Πάντσο, μ" δλο πού βλέπει, πώς δεν είναι δυνατόν νά τού προσφέρη καί καμμ-ιά βοή θεια. Ό νάνος πάλι βρίσκεται στά πρόθυρα τής λιποθυμί ας άλλά πρίν λιπιοθυμίση τε λικά, αποφασίζει νά δσκιμάση μιά τελευταία φορά την τύχη. του. 1 Απλώνει τό ,χέ,ρα του- γιά νά πιάση τον μοχλό τής ταχύ τητας καί νά τάν κ στ ε βάση στό φοΰλ.
__; ι __ ,
2θί»Ι>0 ΠιΐΘτεύ’ει πώς όσο δυναμό Λ.Γ αν είναι το τέρας δεν θά μ,ττάρέση νά κράτηση την τε λειότατη .μηχανή του Μαύρου Πουλιού όταν ττάρη όλες τις στροφές της, γιατί τότε τό ελικόπτερο ασφαλώς θά σηκώση μαζί του στον αέρα: ο λόκληρο τό τερατώδες θηρίο. Μόνο πού ό Πάντσο από την τρομάρά τθυ δεν πιάνει τόν μοχλό τής ταχύτητας, παιρά καθώς παλεύει τό χέρι του στα στραβά, κατεβάζει έναν άλλο μοχλό... ΕΤναιι ή στιγμή πού τό κο λασμένο τέρας έχει αρχίσει μέ μιά υπερφυσική δύναμι νά κατεβάζη το έλικόπτειρο προς τό μέρος πού βρίσκεται τό τερατώδες στόμα του μέ τά άπαίάια δόντια... "Ενα «στάφ» άκουγεται. Άπό την ουρά του Μαύρου Πουλιού πετάγεται ένα λευ κό πυκνότατο σύννεφο/ πού γεμίζει μονομιάς τό ανοιχτό στόμα τού τέρατος καί ικατεβαίΙνει ώς τά πνευμόνια του. Φοβερό είναι αυτό πού ε πακολουθεί. Τό προϊστορικό θηρίο βγά ζει ένα εφιαλτικό μουγγρητό καί κάνει μια σπασμωδική κί(νη|σΐ'. Τό Μαύρο Πουλί του φεύ γει άτπ’ τό κολασμένο του πιό δι καί τινάζεται προς τόν ου ρανό. — Μπά, βλακεία κι5 άφηρημάδσ!, τσιρίζει, τήν ίδιά ώρα ό Πάντα ο Γίγαντας μέ γσυρλωμένα τά ματάκια του. Αντί γιά ν* άνοίξω τήν ταχύ
τητα, άνοιξα τό..* ντί * ντί τί! ^ Και ό ανεκδιήγητος νάνος δεν καλαΐμπουρίΐζει αυτή τή φορά^ γιατί τό έλικόπτερο του Ζορρό τής Ζούγκλας εί ναι εφοδιασμένο μέ άλα τά σύγχρονα μέσα καλλιέργειας καί τίς νύχτες, ,χωρίς ν5 άκου γεται καθόλου, έχει πετάξει πολλές φρρές πάνω από τά χωράφια καί τ5 αμπέλια τών φτωχών κτηματιών/ γιά νά ψε κάση τά σπαρτά μέ τά απα ραίτητα γιά τή αυντηρησί τους φάρμακα. ’Αλλά γιά τήν ώρα τό Μαΰ ρο Πουλί φεύγει σαν σφαίρα άφήνοντας μιά λευκή ουρά πί σω του. Σ5 αυτό τό υεταξύ τό κο λασμένο τέρας πού έχει κατα πιή μιά σεβαστή ποσότητα ντί - ντί - τί, πάει νά σκάση. Κυλ ιέται κάΗιω ζαλ ι σμ έν ο καί ή γη κουνιέται ολόγυρά του σαν νά γίνεται σεισμός. Ό "Ελ Ρέϋ καταλαβαίνει πώς θά συνέλθη γρήγορα καί άν τόν βρή πόλι μπροστά του, δεν τόν σώνει πια τίπο τα... 5Εξ άλλου κι* ό Πάνπσο Γί γαντας έχει σωθή καί δεν υ πάρχει λόγος νά μείνη πιό πολύ σ' αυτό τό μέρος. Φτερά βάζει1 στα πόδια του. Λ Τρέχει γρηγορώτερα κι5 α πό τό γοργοπόδαρο έλάφι. Σέ δευτερόλεπτα έχει φτά σει στή ζούγκλα καί .μέ με γάλη άνακούφισι χώνεται άνάμεσα στα πυκνά, αιωνόβια δέντρα της—
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
^ Ό φριικπτος κίνδυνος του θα ναύτου ξχει περάσει 6ρΦατικά. Μα σ’ αυτή την άγνωστη ζούγκλα πού βρίσκεται ό λ ευ κιος γίγαντας, ξέρει πώς 6 κίνδυνος τού θανάτου παρα μονεύει κάθε στιγμή πολύ πιο ύπουλος καί μυστηριώδης άπό οπουδήποτε άλλου... Στ* αυτν.ά του αντηχούν α κόμα τα τρομερά λόγια του Άτάκ Όάννια για την απάτη τη Χαμένη Γη... 'Προχωρεΐ λοιπόν μέ σύνεσι καί προσοχή μες στο άγνω στο παρθένο δάσος. Καί προχωρεί χωρίς νά άλλάζη τίποτα στον δρόμο του καί χωρίς νά καταφέρνει καί ν’ άινακαλύψη τ’ αχνάρια τής συνοδείας του Περέθ, πού ψά-
χνει... Ή πορεία του κρατάίει όλο κλήρες ώρες... Κ1/ άξαφνα φτάνει σ’ ένα μεγάλο ξέφωΤο, για νά νοίω ση καί πάλι μιά καινούργια τρομερή έκπτληιξι ό λευκός κύ ριάς τής ζούγκλας.
’Εκεΐ μέσα είναι προσγει ωμένο μεγαλόπρεπα το Μαύ ρο Πουλί, σιωπηλό, μυστηρι ώδες... Ό πιλότος του όμως, ό ΠάνΤάο Γίγαντας, δεν βρί σκεται μέσα σ’ αυτό καί όσο κι’ άν ψάχνη νά τον βρή ό ’Έλ Ρέϋ κ.ι’ όσο κι’ άν τού Φώνα
ζε υ ούτε φωνή ούτε άκρόασις άπό τον άνεκβιήγητο νάνο... Ό Πάντα ο έχει γίνει κυρι ολεκτικά άφαντος!..
Τ Ε Λ 0 Σ
Γ. ΜΑΡΜΑΡ ΙΔΗΣ Ά-τσκλειστι^οτης: Γεν. Έκί οτικαΐ Επιχειρήσεις Ο.Ε.
ι
ΕΕ ΑΙΓ μιά έκδσσις πού θά συγκλονίση τά Ελληνόπουλα! γο κυκλοφορεί ό θρυλικός
Σέ λί
9999999999999 όσα ερωτηματικά τόσα γράμματα! Μπορείτε νά μαντέψε τε τον τίτλο; Στο έπόμενο τεύχος θά μάθετε καί τον τίτλο και το περιεχόμενο τής νέας έκδόσεως, πού θά σάς ένθουσιάση!
9 9 9 9 1
9 9 9 9 9 9 9 9
* * % * * * * *{ * * *ι
!
4-
ΒΔΟΜΑΔΙΑ8Α ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑ! ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 3ος — Άρ. τεύχους Γραφεία: Λέχκα 22 (εντός τής στοάς),
21 — Λραχ. 2 τηλέφ.
28-983
Δημοσιογραφικός Δ)ντής; Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστήρα 2) Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Προϊστ. τιπτογρ.: Α. Χατζηοασίλείου, Τατασύλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθηναι.
ν~*·ν
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:
Ο ΕΜΠΟΡΟΙ ΙΟΙ "Ενα .καινούργιο άριστούργημα περιπετειών, δροεσεως πλοϊκής καί αγωνίας, πού θά ένθουσιάση όλους τους Ανα γνώστες μας.
ι
ΙΟΙ ΣΤΟ
Τί
ΕΠΟΜΕΝΟ
♦ * * * *
ΑΠΗΓΟΡΕΥΝΑΝΝ τντ/τ/ιηρ ΚΑ! ΠΕΗ ΗΤΑΝ ΧΥΣΗΟΠΟ Α/’ΑΜ, Κβί]ΥΨ9 ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Μβ! ΤΟ ΧΗΜΙΚΟ Τ2Ρ1ΗΜΣ ΛΑ ΓΡΥ ΤΗIV 9Ρβ ΠΟΥ ΕΡΓΑ20 ΤΑ/Γ-
-%λ —^
-Λ 4-—■ ΜΑ! ΕΧΕ/ ΤΙΣ άΟΙΕίΣ Γ/Α ΤΗ
ΑΑΓΑΡ97/ £ ΗΗΐ, ΤΙ ΘΑ ΑΓΗ βΠ ΑΪΤΟ ΤΟ Πβ-
ΡΑΣΗΕΥβΙΠβ Λη £1
Σ/λ/ΤΑΓΉ ΕίΝ Σ£ΡΗ 0Μ9£ 77
ΘΑ ε/ΤΑΧΟηΟ/ΘΗΣΗ-. Γβ/ν τα ΑΝΑΜΙΞΗ|^#αν4'Μ
εΠΡ£17£ Νβ 6Ν6ΡΓΗΣ9 ΓΡΗΓΟΡΑ I . ΠΡΟΣΠΟΙΗΟΗΚΑ ΟΤΙ ΠγηοΟΥΜΟΥΣΑ,
ΓεΧΛΈΧ/ΖέΤΑΙ ■
Ο ΕΜΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΜΕ ΤΟ ΜΑΣΤΙΓΊΟ ΣΤΟ ΧΕΡΙ... ϋ. Ν ΟΜΩΣ 6 κτηνώ δης κακούργος ττού παρουσι άστηκε ώς Γκονζάλες στο 'Έ'λ Χόικλο, δεν έχει πάρει εΤδηισί' τίποτε από τή συνωμο σία τού Περέθ ιμέ τον πραγμα τικιό Γκονζαιλες, που άποφάσι σαν νά προσπαθήσουν μέ κά θε τρόπο νά ξε φύγουν από τή Φοβερή θέσι πού βρίσκονται και νά γλύτώσουν και τούς άντρες τους μαζί, ωστόσο έ χει1 κι* εκείνος πάρει όλα τά
μέτρα προφυλάξεως, ώστε να μή ιμπορή νά πετύχη καμμιά απολύτως απόπειρα των αιχ μαλώτων του. (*) Την άλλη μέρα τό πρωΐ, άπό εκείνη τή φοβερή μέρα τού ίμαστιγήματος τού χοντρο-^Περέθ, ό ϊδιος ό φοβερός δολοφόνος παρουσιάζεται στο ολοσκότεινο σπήλαιο, μαζί μέ τούς συμμορίτες του. Γιά τον Περέθ, τον πρα γματικό Γκονζάλες καί όλους τούς άτυχεϊς αιχμαλώτους αυ (") Δ ι άβατε τό ττοεη γούμενο τεύχος: «'Ο Πάντσο άφαντος».
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
4 του του τέρατος, δεν ύπαρχε · καιμιμίιά διαφορά μεταξύ μέ ρας <καί νύχτας καί κανένας τους δεν θά μπορούσε νά ττή άν είχε ξημερώση, γιατί από πουθενά δεν μπαίνει ς οος μέ σα σ’ εκείνο 'τό τρομερά υπό γειο σπήλαιο. Καί τά ρολόγια ακόμα πού είχαν ατά χέρια τους ώρισμέ νοι' απ’ αυτούς, είναι άχρη στα, έφ’ δσον δεν μπορούν νά ικυττάξουν τούς δείχτες σ’ αυτή τη σκοτεινιά, πού παρα μένει ή ίδια δλες τις ώρες τής μέρας και τής νύχτας...λ Ό καταχθόνιος κακούργος ωστόσο μπορεί ν άδιακοίινη τΙς ήρες στο μέρος πού βρί σκεται ικαι νά καινόν ίζη δπως εκείνος· θέλει τό πρόγραμμα τής «δουλειάς». Ο! συμμορίτες του κάτω από τά ουρλιάσματα πού βγά ζει αυτός ό τελευταίος αντί για διαταγές, λύνουν^τούς άίστυνομ ικσύς του Γίερέθ από τής άλυσίδες τους. Τούς λύνουν δυως από την μοκρυά, κοινή αλυσίδα πού ενώνει δλους μαζί καί πού περνάει από τις άλλες άλυσι 5ες πού είναι δεμένα τού κά θενός τά χέρια. ’Έτσι αυτές οι αλυσίδες μαζί μέ τις άλλες πού κρα τούν αιχμάλωτα καί τά πόδια των ανθρώπων του νόμου, μέ νουν πάντοτε στή θέσι τους* για νά τούς εμποδίσουν νά κά νουν τήν παραμικρή απόπει ρα νά ξεψύγο'υν. — ’ Ει μπρος !, ουρλιάζει άλ λη (μιΐά φορά ό κακούργος μέ λυσσασμένη φωνή. Κουνηθή-
ΖΟΡΡΟ τε, παλιοτεμπέληδες! Δεν πρόκειται νά σάς ταΐζω τσάΐμτηοο εδώ μέσα πού ήρθατε! Πρέπει νά δουλέψετε κιόλας! Οι άντρες του, θέλόντας νά δείΐξουν πώς τά λόγια τού άρχ,ηγού τους έχουν μεγάλη ση μασία, σηκώνουν στή π ιγμή ,τά μαστίγια πού κρατούν στα χέρια Τους. Οί μακρυές, τρομε-ρές ου ρές τους, σφυρίζουν απαίσια καθώς σχίζουν τον αέρα, γιά νά πέσουν πάνω στή γυμνή σάρκα ικαι νά τή σκίσουν, γε ΐμΐΐζοντας αίματα τούς δυστυ χ ισμένους άνθρ ώπους. .Ουρλιαχτά πόνου γεμίζουν τήν άτμάσφαιρα. 10 Περέθ σφίγγε ι μανι ασμέ νος τά δόντια καί τίς γροθιές του. ιΕΤναι1 έτοιμος νά προκαλέ-^ ση γιά μια φορά ακόμα τό τέ ρας εκείνο μέ τήν ανθρώπινη μορφή, άδιαφορώντας γιά τον κίνδυνο πού θά δ ι ατοέξη ή ζωή ,του άν τό κάνη αυτό. "Ομως τήν τελευταία στι γμή θυμάται τά λόγια τού άτ νωτέρου του, τού σενιόο ! κονζάλες, πού βρίσκεται κι’ αυ τός αιχμάλωτος στά χέρια έκείνου τού κακούργου. Θυμάται δτι πρέπει νά κά νη υπομονή μεγάλη καί νά άνεχθή τά πάντα, προκετμένου νά τού δοθή ή ευκαιρία νά πολεμήση γιά τούς άντρες του καί νά. τούς έλευθερώση από τά χέρια τού δολοφόνου. Δεν λέει λοιπόν ούτε λέξι. · Συγκροτείται επιστρατεύ οντας δλη που τήν αυτοκυρι αρχία γιά νά τό καταφέρη.
Στο ιμεταοξύ 61 συμμορίτες έχουν αρχίσει νά σπρώχνουν προς την έξοδό τους αιχμα λώτους. Υπομονετικά έκείνοι ΰπα κούουν και άφίνουν τους βα σανιστές τους νά τους οδηγή σουν άπου θέλουν. Στο τέλος τής ουρείς βαδί ζουν ό Περέθ και ό σεινάρ Γκονζάλες καί ακόμα πιο πί σω, με ,μιιά λάυψ. τρομερού θριάμβου· στά ;μάτια ό απαί σιος κακούργος. Βγαίνουν δλοι· έξω από τό υγρό και σκοτεινό σπήλαιο που χρησιμεύει γ.ά κοινή φυ λακή τους. (Προχωρούν σ’ έναν ατέλει ωτο υπόγειο διάδρομο, τό ί διο σκοτεινό καί τό ίδιο υ γρό ιμέ τή φυλακή τους. ΓΌσο πάνε μάλιστα τό μέ ρος .μυρίζει περισσότερο αι σθητά θειάφι, καί στο τέλος ή μυρουδιίά αυτή γίνεται τόοο έντονη, πού οι αιχμάλωτοί άρ χίΐζουν νά αναπνέουν μέ πολύ μεγάλη δοισκ ολ ί α. Ό Περέθ έχει γουρλώσει τά ιμάτια του άπό τον τρόρο, άο'χείτα άν αυτό δεν φαίνεται ούτε άπό τάν ανώτερο του πού βαδίζει πλάϊ του, ούτε άπό τον κακούργο άρχισυμιμοιρίτη. — Δ'άβολε!, ψελλίζει μέ λύσσα, ιμεσ3 απ’ τά δόντια του. Μ3 αυτές τις απαίσιες άναθυιμ ι άσεις εδώ _ μέσα, πό σο εΐναι- δυνατόν νά ζήσουν οι άντρες >μας; "Οχ: περισσότε ρο άπό ιμερ-ικές μέρες!... *Ό χοντρά - άστυνόυος τά
νά τον άκουση μόνο ό σενορ Γκονζάλες πού περπατάει1 στο πλάϊ του. Δεν έχει λογαριάσει όμως τό αντίλαλο και την καταπλη ικτική ηχητική τού υπογείου διαδρό-μου. "Οσα λέε ι τ ακ ου ε. ι και ο άπαίίσιος κακούργος πού έρ χεται πίσω και σκάει στά γέλια ενθουσιασμένος, σαν νά ακούσε κανένα σπουδαίο α στείο. — Και βέβαια λίγες .μέ ρες, Περέθ!., ουρλιάζει σαν ,.μανιακός. Τί νόμισες; Πώς έχω σκοπό νά περάσω τή ζωή ,μόυ σ3 αύτό τό έρημο μέρος; Κάνεις λάθος! Λίγες ,μέρες φτάνουν για νά μαζέψετε την π ο σότητ α των δια μ ο: V τι ών π ί; ύ' έχω άνάγκη. "Υστερα εσείς θά πεθάνετε κι5 εγώ θά πάω1 στόν^ κόσμο νά ζήσω... Σου' τό είπα κι3 έχτές άλλα βλέπω δτι τό ξέχασες πολύ γρή γορα ! Μήπως νομίζεις πώς σου /τό έλεγα για νά σέ τρο μάξω; Και ούτε υπάρχει καμ μιά ελπίδα γιά όλους εσάς νά σωθήτε . δραπετεύοντας Κι3 αύτό σου τό είπα άλήθεσ και πρέπει- νά τό πιστέψετε γιατί είναι καλύτερα νά τό έ χετε πάρει άπόψασι και νά) μ ή βασανιζόσαοπε -μ3 ελπίδες πού δεν είναι δυνατόν νά έπ αλ ηιθε ύσ ουν ποτέ. Ό άστυινόμος δεν του απο κρίνεται*. Ό σενιόρ Γκονζάλες ούτε αυτός δέν λέει λέξι. Δεν είναι φρόνιμο α θυ.μώ νουν τον απαίσιο αυτό κα
ττή αύτά πολύ σιγά, για
κούργο, που καί μόνο για νά
Α
διαβιιοεδάση είνακ
ίκάν&ς νά
Βρίσκονται οτδτν πυθμένα
αφαίρεση ιμιά ζωή... , Έξ άλλου δεν πρέπει να Τον αφήνουν να βλέττη πώς δεν έχουν χάσει -τις ελπίδες Τους. Οσο πιο πολύ απογοητευ μένους κ·α 1 έγκ αταλ ε ι μ ένους στη μοίρα τους τους βλέπει, τόσο λιγώτερο θά τους προ σεχή, γιατί δεν θά περιμένη πώς είναι ίικαινοί νά κάνουν κανένας είδους απόπειρα. ■Καμμιά φορά ό υπόγειος δ· ι άδρο μας τελ ε ιών ε>·. ΟΙ πρώτοι από τους αστυ νομικούς βγαίνουν σ’ ένα μέ ρος πού δεν έχουν ξαναδή πο τέ όμοιο.
μιάς τρομακτικής καί <5ητίστευτης πραγματικά χαράδρας. Είναι τόσο στενή και τόσο ψηλή, πού είναι αδύνατον νά δουν ώς την κορυφή τηςν Οί δυο οιρθιοι τοίχοι της δε ξιά καί αριστερά, θαρρείς καί ενώνονται πολλές εκατον τάδες μέτρα πάνω από τά κε φάλια τους. Καί οί δυο αυτοί τοίχοι εΐναι στρωμένοι μέ μά καταπιράσ ι νη τ απ ετσ α ρά α. Ό αέρας γίνεται λιγάκι ππό φρέσκος καί καθαρός καί οί δύστυχοι αστυνομικοί τον αναπνέουν μέ πραγματική ά-
Τό§?η «Ιναι ή άττογοήτΐίκτί' τον πού παραλίγο νά τον , τά δάικ»να.
πάρουν
«>>Ι^ΒίΙ«Μ·ΒΙ>ΜΙ»^ι«ΙΙ·Τ»ΙΙ·ΐΙ»ί»ι·ΙΙ·ιι»ι^·ι»Μ«ί1ι»ι»1>Ι>ι·1<ίΙΜΒίί*»Μ^»·1ΙάώίίΐίίΜΙΙ*!»ίή4ΐΜ^ί^«^|ΐ*^Μ»·ΙΐΜΜ,Μ«««Μ»Μ8Ι8»>«»»>^»8««»»η·8>ΒΪ>!'
Ρίχνονται καταφτάνω του μέ όολ ναλαγμούς. νακουφισΐ1. Ή ττοιρεία συνεχίζεται πάν τα μέ τον ίδιο τρόπο. Μέ φοβερή δυσκολία περ πατούν οί αιχμάλωτοι·, πού τά πόδια τους είναι δεμένα μέ βαρειές όολυσίδες. Ή πιο μεγάλη δυσκολία \ \ ι7Γ" . Λ είναι γιατί το εοαφος στο βάθος έκόνης τής τρομερής χαράδρας, είναι στρωμένο μέ μεγάλες, γλυστερές και επι κίνδυνες πέτρες, που αν κά νεις γλυστρήσει και πέσει πά νω τους, μπορεί νά ξεσχιστή ολόκληρος μέσα σέ μια στι γμή.
Ν ε ρ ό κατρακιυλόοει κελλα·* ρυζαντας συνέχεια κάτω άπ’
φύτες τις πέτρες, πού σέ πολ
λές μεριές ή επιφάνεια τους εΐναι- καλυμμένη μέ ένα κσταπράσινο στρώμα μούχλας, σάν βελούδο, πού τις κάνει α φάνταστα γλυστερές. Ωστόσο ο! συμμορίτες φαί νεται πώς έχουν κάνει πολλές φορές αυτόν τον δρόμο καί έχουν βρή τον καλύτερο δυνα τό τρόπο νά περπατούν πάνω σ' αυτές τις μουχλιασμένες πέτρες χωρίς νά γλυστρούν. "Έτσι βαδίζουν μέ καταψα νώς μεγαλύτερη ευχέρεια από τούς αστυνομικούς του Περέθ. Αυτά έχει- ώς συνέπεια νά είναι καί περισσότερο απαι τητικοί μέ τούς αιχμαλώτους των. Τούς φαίνεται πώς αυτο|
οί δύστυχοι άργόίταρουν τρο μερά καϊ ΐ_ά μαάτίγια δόολεύ ουν για άλλη μια φορά Κ α ιναήργι α άποκ ρουστ, κά σφυρίγματα αντηχούν στον α έρα καί καινούργιας πσνεμένες κραυγές. Γιά μια οοκίόμα ψαρά ό Πε~ ρέβ αναγκάζεται νά σφίξη τις γροθιές καί τά δόντια του γιά νά μη γυρίση καί έττιτέ θη άγαναικτια μένος εναντίον τού άπταίίσιου κακούργου πού έρχεται πίσω του... Μια τέτοια πράο:ο ασφα λώς θά σημάνη τό τέλος της ζωής του, γιατί 6 φοβερός ε κείνος άνθρωπος έχει πάντα τό χέρι έτοιμο κοντά στη θή κη τοΰ πιστολιού του... ■Καμμιά φορά πάντως τό μαρτύριο αυτό τελειώνει. Καί φυσικά.. τελειώνει γιά ινά άρχίιση ευθύς αμέσως ένα άλλο χειρότερο... Ό δρόμος .-μέσα στην άπλ θανη χαράδρα, έχει φθάσε.' στο τέλος του. Οι. συμμορίτες που βαδί ζουν μπροστά σάν οδηγοί1, στρίβουν σ* ένα παρακλάδι τής χαράδρας,.που άνοίγετατ αριστερά τους. Μόλις στρίβουν στο ίδιο μέρος καί οι πρώτοι άπό τους, αστυφύλακες αιχμαλώ τους, βλέπουν τις αλλόκοτες άναθρμιάσεις τού θειαφιού νά στροβιλλίζοντα ι παράξενα στον αέρα. Δεν είναι μόνο θειάφι ο! άναθυριάσεις αυτές άλλα πολ λά μαζί παράξενα άέρια, πού ποτέ ο! άνθρωποι τού νόμου
δεν ταχσυν ξαναδήμ*
Μοιάζει, σάν τόν πραθάλο^ μ6 τής κολάσεως αυτό τό μέ ρος πρυ έχουν φτάσει τώρα. Θί αναθυμιάσεις έχουν δε κάδες χρώματα που αλλά ζουν όλη την ώρα γιά νά τά διαδεχτούν άλλα κύ άλλα. Τό άρωμα πού βγάζουν εί ναι ισυγκεχυμένό καί βαρύ καμ κυίριαρχεΐ μέσα σ’ αυτό εκείνο τόύ θειαφιού, πού δεν λείπει από πουθενά μέσα στην μυστηριώδη Χαμένη Γή. Αίγα βήματα μπροστά τους ξεσηκώνονται από μέσα από κάτι φοβερά ραίσματα πάνω στα βράχια, ο: αναθυ μιάσεις αυτές. Μόλις οι αιχμάλωτα, σπιρώ γμένοι καί πάλι από τό χέ ρι καί τους βούρδουλες τών οδηγών τους αναγκάζονται νά^ φτάσουν σ5 έκίεΐνό. τό σήμεΐο, βλέπουν >/ ανοίγεται μπρος τους καί πίσω άπό τό πσραπέτσισ μα τών πολύχρω μων αναθυμιάσεων, ένας με γάλος χώρος... Στην αρχή καί μέ τις πρώ τες ματιές, κανείς δεν μπο ρεί νά καταλάβη τί. χώρος είναι αυτός. Καί μόνο σάν λίγο - λίγο αρχίζουν καί τό καταλαβαί νουν οί αλυσοδεμένοι αστυνο μικοί, ό;<ους άξαφνα κραυγές έκπλήξεως νά ξεσηκώνονται γιά μιά στιγμή στον αέρα. Καί δέν έχουν άδικο νά νοιώθουν τέτοια τρομερή έκ πληξη γιατί βρίσκονται ο3 έ να μέρος, πού ασφαλώς είναι δύσκολο νά ύπάρχη σέ κσμμιά άλλη γωνιά τής γής. Είναι και πάλι μέσα σ5 I*·
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ να απέραντο (σπήλαιο ιμέ πα νύψηλους βόλους., σαν κάποι ας χαμένης Βυζαντινής Εκ κλησίας. Ύπιό κανονικές δηλαδή ο'υν' θήκες, μια και δεν υπάρχει καμμιά άλλη διέξοδος, από τό στενό άνοιγμα που μπήκαν καί πού βλέπει στον σκοτεινό πυθμένα τής χαράδρας ^ πρέ πει νάνοι· κι5 εδώ πέρα τό ίδιο σκοτεινά όπως καί στην άλλη σπηλιά πού χρησίμευε για φυ λαϊκή τους. Έδώ όμως δεν συμβαίνει τίάοτα τέτοιο. Ενα παράξενο καί φανταχτερό φως γεμίζει την ατμό σφαιρα. Καί δεν είναι καθόλου δύ σκολο νά καταλάβη κανείς α πό που προέρχεται. "Ολοι οι τοίχοι του σπη λαίου ώξ τις πιο πανύψηλες άκρες των θόίλων του, είναι γεμάτοι από μικρά - μικρά πολύχρωμα πετράδια, πού α στράφτουν τρομακτικά καί συγκεντρωμένα όλα μαζί μέ τις εκπληκτικές ακτινοβολίες τους, δίνουν ένα φώς άπίστευ το μέσα στη σπηλιά πού εΐνα·ι ανοιγμένη στα έγκατα τής γή’ζ· ^ Για μια ατιγμή όλα σωπαί νουν. Μέ ανοιχτά τά στόματα α πό την έκ;πληιξ;ΐ καί τον θαυ μασμό έχουν άποιμείνει όλοι οι αιχμάλωτοι αστυφύλακές, σκιόιμία καί ο·ι ίδιοι οι σενιόρ Περέθ καί Γικίονζάλες. . 'Καί μέσα στη λ-ύ ο στιγμή αυτή σιωπή π’ απλώνεται γύ
9 ιρω, άκούγείται καθαρά τό δια βολικό γέλιο του άρχικακούρ γου. — Καταλάβατε τώρα για τί είναι αρκετές μερικές μέ ρες για νά μου μαζέψετε όσα διαμάντια μου χρειάζονται·; ουίρλιάζξΐ σαρκαστικά. Γιατί βρισκόσαστε μέσα στο πλου σιότερο αδαμαντωρυχείο πού υπ άρχε ι σ5 ολ ον τ ον κίόσ μ ο ! Γ ι ατί δεν έχετε π αρά νά χτυ πάτε μιά φορά μέ τήν άξίνα σας στον βράχο καί νά σωριά ζεται κάτω ολόκληρη φτυα ριά άπ’ αυτά τά πολύτιμα πε ηρά'δια, πού τό καθένα τους ιμΙονάχα αξίζει «μιά ολόκληρη περιουσία... Ή ζωή σας θά τελείωση πολύ γρήγορα έξ αιτίας των δηλητηριωδών άνα θυμιάσεων πού θά αναπνέετε καί πού περνάνε από τις χα ραμάδες τών βράχων!. Στο μεταξύ όμως εγώ θά έχω μα ζέψει μαζί μέ τά προηγούμε να, ολόκληρους σωρούς διαμαντιών, πού θά τούς μοιρά σω μαζί μέ τούς πιστούς μου φίλους, πού ιμέ βοήθησαν! Εμπρός τώρα! Άρχίστε τη δουλειά, γιά νά μην αρχίσουν αυτοί τό μαστίγωμα! Ενας συμμορίτης πέρασε γρήγορα - γρήγορα μπροστά άπ’ όλους τούς αιχμαλώτους καί τούς μοίρασε άξίνες καί κάτι ειδικά πέτσινα τσουβά λια γιά νά τά γεμίζουν μέ διαμάντια. "Υστερα όλοι ξαναβγήκαν έξω από τό άνοιγμα πού οδη γεί στη χαράδρα. "Ενας μόνο έχει άπομείνε:
10
ΖΟΡΡΟ
■μαζί ,μέ τούς αιχμαλώτους. Κρστάει ατό ένα του χέρι ένα ιμαντήλι ττού τόχει φέρει ατό στόμα του για να άναττνέη όσο το δυνατόν λιγώτερες από τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις και ·μέ τό άλλο ένα αυτόματο5 έτοι,μος να σκορπίΡη τον θάνατο στην πρώτη ύποπτη ,κίίνησι πού θά δη από τό ,μέρος των ανθρώ πων τού Περέθ. — "Εμπρός!, ουρλιάζει κκ5 ©Κείνος ιμιά πού φεύγοντας ό ψευτο - Γκονζάλες τον έχει αφήσει... διοικητή. Οί αστυφύλακες πριν τπάσουν τις σξίνες στα χέρια τους, γυρίζουν καί κοπάζουν
ερωτηματικά και ,μέ φόβο τον αρχηγό τους, τον χοντρά - Πε ρέυ. "Ολοι τους είναι γενναίοι άντρες, αποφασισμένοι νά δώ σαυν καί τη ζωή τους ακόμα για την Υπηρεσία, άρκεΐ νά τούς τό διατάξη αυτός πού έ χουν συνηθίσει νά υπακούν. Ό ιΓΤερέθ μένει γιά λίγο σιωπηλός καί δισταιΚτ ικός καί ύστερα σκύβει τό κεφάλι του ,μέ πραγματική συντριβή. — Κάνετε ο,τι σάς είπαν κου ό Θεός βοηθός!, λέει άπλά.^Δέν μπορούμε νά κάνου με τίποτα!... Καί πρώτος αυτός αρπά ζει την άξίνα καί δίνει ,μιιά
Πηγαίνει στο χωριό των Ίροκέζων...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
11
Οί λευκοί τούς μαστιγώνου στον βράχο πού άστραφτοκοπάει. Διαμάντια, τινάζονται άπ5 αυτό τό χτύπημα καί κατρα κυλάνε μέ υπέροχες αναλα μπές στη γη. Οι άντρες του κάνουν κι* ε κείνοι τό ίδιο μέσα σε μια στι γμή. Κανείς το.υς δεν έχει· καμμιά ελπίδα γιατί ή τελευταία ελπίδα όλων αυτών των άνθρώ ιτων, ήταν ό Περέθ ό αρχη γός τους... 3'Αν όμως οποιοσδήποτε απ’ αυτούς έβλεπε από κοντά εκείνη την ώρα τη φυσιογνωμδα του χοντρο - αστυνόμου, μονομιάς όλες οι ©λπίδες θά ξαναγυρνούσαν στην καρδιά
αλύπητα!...
του. Γιατί ό Περέθ κάθε άλλο παρά απελπισμένος είναι ό πως θέλησε νά δείξη μέ τον τρόπο του, για νά ξεγελάση ακόμα καί τούς άντρες του. Τά μάτια του λάμπουν ά γρια καί κυττάζει ολόγυρα ε πιθεωρώντας τό κάθε τι μέ σχολαστική προσοχή. Βαθεΐες ζάρες έχουν χαραχτή στο μέτωπό του... Καί ό πραγματικός σενιόρ - Γκονζάλες πού βρίισκετα,ι πάντοτε κοντά στον Περέθ είναι ό μόνος πού μπορεί νά διακρίίνη τά χαρακτηριστικά του κατωτέρου του καί νά κα ταλάβη πώς αυτός ό άνθρω πος δεν έχει αποφασίσει νά
παραδοθή χωρίς -μάχη στην .μοίρα του... Πιάνει ιλαιτίάν κι* ©κείνος την ,όΰξί'να κι5 αρχίζει νά δου λεύει στο πλάϊ τού χοντρο αστυνόμου. "Οταν οι ελπίδες δεν έχουν χαθή, ,μπορεΐ νά υπομένη πολ λά βάσανα, χωρίς ούτε έναν αναστεναγμό. "Έξω από την εκπληκτική αυτή σπηλιά .με τά διαμάντια που βρίσκεται στη ρυιστηριώ δη Χαμένη, Γη, ό απαίσιος κα κσΰργος μέ τους συμμορίτες του, περιμένουν. ^ Στην αρχή στή φυσιογνω μ ία του άρχ[κακούργου είναι ζωγραφισμένη ή ανησυχία. Σιγά - σιγά όμως, όσο α κούει τις άξίνες νά δουλεύουν ασταμάτητα από τήν πλευρά του μυθικού σπηλαίου, ή λάμ ψις τού θριάμβου ξαναγυρί'ζει στά γεμάτα κακία και α πληστία μάτια του. «Ή δουλειά πάει- καλά!», συλλογίζεται. "Ολα θά γί νουν καί θά τελειώσουν όπως τά έχω σχεδιάσει!...» 'Καΐ ένα κολασμένο χαμό γελο ανθίζει στις άκρες των χειιιλιών του, πού θά πάγωνε το αΐ,μα ακόμα καί των συμμο ριτών του πού στέκονται πλάϊ του άν ίμπορούσαν νά τό δια κρίνουν. 4 Αέν* μπορούν όμως, γιατί δεν τούς τό επιτρέπει ό σατα νικάς αρχηγός τους. -έρει νά κρύβη πολύ καλά τά ισυναοισθηματά του, γιατί είναι πιο ύπουλος κι5 από τό ψίδι...
ΤΟΥ ΠΑΝΤΣΟ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ...
Ε
ΙΠΑΜΕ πώς ό γιγαν τόσωρος βασιληάς τής ζούγ κλας ο *Έλ Ρέϋ, φθάνει σ’ ένα ξέφωτο στή Χαμένη Γή, ύστερα από τή σωτηρία του από τό απίστευτο εκείνο τέ ρας τής κολάσεως που του έπετέθη νά τον ξεσχίση καί βλέπει σταματημένο καί προ σγειωμένο με άλες τις τιμές τό εκπληκτικό έλι,κόπτερο του Ζαρρό. ^ Καί είπαμε ακόμα ότι τό μεν ελικόπτερο τό βλέπει, αλ λά δεν μπορεί νά δή καί τον ανεκδιήγητο Πάντσο Γίγαντα που έχει γίνει κυριολεκτικά άφαντος, γιατί όσο κ γ ’ άν ψάχνη ολόγυρα, είναι αδύνατον νά τον διακρίνη πουθενά, αυ τόν ή έστω κανένα ίχνος του. Γ ιά νά έξηγηθή όμως πώς έγινε αυτό, πρέπει νά παρακολουθήσωρε τον ίδιο τον Πάν τσο καί νά δούμε πώς τάχει καταφέρε ι πάλ ι· έτσ ι... Λοιπόν ό Πάντσο αφού α πό αφηρημάδα καί... βλακεία όπως ό ίδιος έχει πή, κατάφερε νά έξουδεΤερώση τό προϊ στορικό θηρίο γεμίζοντας του τό στόμα μέ... ντί - ντί - τί, βρίσκεται ελεύθερος στον ου ρανό, μέσα στο Μαύρο Πουλί. Τό πώς γλυτώνει τήν λιπο θυμία αυτή τή φορά υστέρα από τέτοια ψυχική ταραχή ό πρωταθλητής τής τρεμούλας Πάντσο Γίγαντας, είναι κάτι πού ποτέ δεν πρόκειται νά έξηγηθη.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Όπωσδήποτε αισθάνεται τρομερή άνακούφισι βλέπόν τας τό τέρας τής φρίκης νά χάνεται πίσω του και να μι κρά ίνη από την άπόστασι τό σο πού γίνεται στο τέλος μι κρό σαν σκνίπα! "Υστερα (μπαίνουν καί οί κορφές των αίωνόβιοον δέν τρων ανάμεσα σ’ αυτόν καί στο προϊστορικό θηρίο καί δεν τό βλέπει πια καθόλου, πράγμα πού τον ησυχάζει· τε λείως. Ό 'Πάντσο αναπνέει μέ άφάντ αστη άνακούφ ισ ι. Ετοιμάζεται νά καθήση καί νά έργαστή πάνω στους αεροναυτικούς χάρτες του, για νά ξαναβρή τόν προσανα τολισμό του πού τόν έχει χά σει τελείως καί νά προσπαθή ση κατόπιν αυτού νά ξαναγυρίάηι στην Κάζα ντές "Ομπρες καί νά ξαπλώση επί τέ λους στην πολυθρόνα του. άπ όπου δεν· σκοπεύει· νά ξανασηκώθή γιά πολύν καιρό, ώ σπου νά ξεχάση εντελώς αυ τή τή φοβερή περιπέτεια πού έχει· περάσει, τή φοβερότε ρη άσφαλώς άπ* όλες τις τε λευταίες. Στο μεταξύ πού κάνει ό λες τις απαραίτητες πράξεις γιά νά βρή τό «στίγμα» τού Μαύρου .Πουλιού, αυτό τό τε λευταίο πετάει πάνω από τή παρθένα ζούγκλα, σχεδόν άκοβέρνητο, αφού ό Πάντσο τού έχει βάλει τόν «μηχανικό πιλότο» καί τό έχει άφήσει νά^πηγαίνη όπου θέλει αυτό. παφνικά σκύβει τό κεφάλι γρυ κρτω.. κςχί τά ματάκια
13 του αστράφτουν από χαρά. Εκείνο πού έχει δή τόν κάνει νά φτάση καί πάλι στά πρόθυρα τής λιποθυμίας, τού τη τή φορά όμως από τήν ευ τυχία του! Ταί έχει δή πάνω στά κλα διά κάτι πανύψηλων δέντρων, μερικά φρούτα πού κρέμονται βαρειά προ τή γή καί πού ό ανεκδιήγητος νάνος είναι εν τελώς βέβαιος ότι τά έχει ξαναδή. — Τό φρούτο τής Γενναιό τητας!, ουρλιάζει κσταχαρού μένος. Ζήτω... θά κάνω δέκα κιλά κομπόστα! Θά γεμίσω ολόκληρο τό ελικόπτερο μέ δαύτα καί θά κάνω ακόμα κι5 εμπόριο!... Τώρα θά δής! Αυτή τήν τελευταία απει λή δεν ξέρει ούτε ό ίδιος πού τήν απευθύνει. Όπωσδήποτε, χύνεται πά νω στο μηχανικό πιλότο καί τόν ελευθερώνει. Παίρνει τό πηδάλιο στά χέ ρια του καί1 κατευθύνει τό σκάφος γιά νέα προσγείωσι. Σέ λίγο τό υπέροχο Μαύ ρο Πουλί κάθεται μέσα στο ξέφωτο έκεΐνο, στή μέση τής ζούγκλας. Ό Πάντσο Γίγαντας πετιέ ται έξω, κρατώντας στά χέ ρια του έναν πέτσινο σάκκο, μέ την άπόφασι νά τόν γέμι ση μ’ εκείνα τά όνειρεμένα φρούτα πού τόν κάνουν μόλις τά φάει νά γίνεται γενναιό τερος καί από τόν μυθικό Η ρακλή. Μόλις,πατάει τά ποδαράκια του κάτω, σηκώνει τό κε φάλι καί καρφώνει τά μστά-
10ΡΡ® κια του πάνω ατά βαρυφορτωμένα άπό κόκκινα φρούτα κλαδιά τών αίωνοβίοον δέν τρων. — Περίεργο πράγμα ! , τσιρίζει ανάμεσα από τά δον τια του, μέ μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας στο κωμικό πρόσωπά του. "Οσο ήμουν πάνω στο Μαύρο Πουλί, τάβλεπα και μου φαινόντουσαν πολύ χαμηλά! Τώρα που· πή γαν και σκαρφάλωσαν εκεί πάνω καί πώς θά σκαρφα λώσω κι5 έγώ γιά νά τά κό ψω; χ Τό πρόβλημά του είναι πραγματικά μεγάλο. "Οσο κοντοστούπης είναι αυτός, τόσο πανύψηλα είναι
δλα έκεΐνα τά δέντρα τ% ζούγκλας. Τά δέ κόκκινα φρούτα τής ... γενναιότητος, είναι σκαρ φαλωμένα πάνω στά ψηλότε ρα κλαδιά τους, ενώ οί κορ μοί τους είναι λεΐοι καί ίσιοι έτσι πού αποκλείεται ό νάνος νά μπρρέση ποτέ ν’ άνέ'βη ε πάνω τους. Τόση είναι ή απογοήτευ α ίς του σ’ αυτή την τελευ ταία· έξακρΐβωσι, που παρά λίγο νά τον πάρουν τά δά κρυα. Σαν κάθε άνθρωπο όμως πού δεν υπάρχει τρόπος νά κάνη διαφορετικά έτσι κι’ αυτός τό παίρνει στά τελευ ταία άπόφασι.
Ένα πύρινο «Ζ» είναι αναμμένο οπήν πλαγιά τον λόφον,
15
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
:·:·:·'·;·;·:·:·[<·ί·ί·νΜ·:·:·?
$*&§
'Ο γέρο-Φερνάντο τσν κυττάζει μ* απελπισία ν* άνοίγη την πόρτ® — Νάχα τώρα τον "Ελ Ρέϋ η τον Ζαρράκο, λέει ανάμεσα άπό τα δόντια του, άσφαλως θά μου έκαναν τή μικρή αυτή έκδούλευσι, νά ανέβουν και να μου κόψουν μερικές οκάδες!. Μια όμως πού είμαι μόνος μου, καλύτερα νά του δίνω, πριν μου ριχτή καί κανένα... έντομο σαν εκείνο πού καθά ρισα μέ τό ντί - ντί - τί! Άλ λα νά βάλω σημάδι, γιά νά μπορέσω νά ξαναβρώ τό μέ ρος μέ τά φρούτα! Καί μια καί δυο βγάζει έ να σουγιαδάκι καί., χαράζει στον κορμό ενός δέντρου έναν μ ϋκρό σταυρό! "Υστερα ευχαριστημένος κάνει νά ξαναγορίση στό υ
πέροχο ελικόπτερό του αλλά εκεί μένει γιά μιά ακόμη φο ρά μαρμαρωμένος! .Κάτι· περίεργα όντα βρί σκονται έκεΐ μπροστά! Κάτι άνθρωποι πού έχουν παρουσιασθή σαν νά άνοιξε έξαφνα τό καπάκι τής γής καί νά πετάχτηκαν άπό μέ σα! Ό Πάντσο Γίγαντας ούτε πού τούς έχει δή κοκάλου ού τε πού τούς έχει άκθύσει! Δέν μπορεί ούτε νά σαλέψη άπό την τρομάρα του καί αυ τή τή φορά δέν έχει καθόλου άδικο ό κακομοίρης. Τά πλάσματα αυτά πού του έχουν κλείσει τήν ύπ@·χώρησι προς τό Μαύρ© Πφυλί
16 είναι κατά πάσαν πιθανότητα άνθρωποι. Τά Κεφάλια τους είναι σκε πασμένα με κάτι αλλόκοτες κουκούλες, πού αφήνουν μόνο δυο τρύπες στην θέσΐ' των μα τιών τους, για νά μπορούν νά βλέπουν οί ιδιοκτήτες τους. Ό ΓΊάντσο χάνει κάθε διάθεσι πού είχε νά φτάση στο έλιικόπτεοο, μέσα σε λιγώτερο από τρία δευτερόλεπτα. Αρχίζει· νά υποχωρή τρο μοκρατημένος καί τρομάζει ο λοένα περισσότερο καθώς 6λέ πει δτι οί διαθέσεις τους εί ναι καθσρά έχθρ ικές !... Κ αί π ρ άγ,μ ατ ικά: Τά τρομερά εκείνα όντα δεν στέκονται ούτε στιγμή μό λις βλέπουν τον ΓΊάντσο Γί γαντα νά υποχωρή ρίχονται κοπαπάνω του μέ αλαλαγμούς γμούς. Ό ΓΊάντσο μη μπορώντας νά κάνη τίποτ’ άλλο, ετοιμά ζεται φυσικά νά λιποθυμήση. Την τελευταία στιγμή όμως βλέπει έξαφνα μπρος του μιά σκοτεινή τρύπα και μπαί νει μπουσουλώντας ιμέσα σ' αυτήν, βρίσκοντας πώς αυτό είναι πάρα πολύ καλύτερο α πό τή λιποθυμία εκείνη τήν ώοα. Κι5 αλήθεια... Μόλις οί διώκτες του φτά νουν ικΓ έκείνοΊ στήν ίδια τρυ πα καί προσπαθούν νά χω θούν μέσα γιά νά συλλάβουν τό νάνο, βλέπουν πώς είναι- α δύνατον- νά τό καταφέρουν. Ό ΓΊάντσο Γίγαντας είναι τόσο πολύ μικροσκοπικός πού χώρεσε νά μπή εκεί μέ
ΣΟΡΡΟ σα καί μάλιστα μέ ευκολία. Εκείνοι όμως δεν χωρούν νά βάλουν ούτε τό κεφάλι τους καλά - καλά στή μικροσκοπική αυτή καί κατασκότεινη τρύπα. * Καί έπειδή ασφαλώς όλοι θά έχουν μπή στήν απορία, τί^ είδους τρύπα είναι τέλος πάντων αυτή; Ό ΓΊάντσο Γίγαντας του λάχιστον δεν τά καταφέρνει νά τό βρή καί νά δώση άπάντησι σ’ αυτό τό ερώτημα, ό σο κΓ άν σπάη τό κεφάλι του. Μέ τον τρελλό τρόμο πού είχε τήν ώρα πού χωνόταν ε κεί μέσα., δέν πρόσεξε απο λύτως τίποτε άλλο. Καί τώρα βρέθηκε μέσα σ’ ένα στενό καί σκοτεινό χώρο, είναι αδύνατον νά καταλάβη τί σόϊ πράγμα εΐν' αυτό. Μάλιστα μπορούμε νά προσθέσωμε ότι ό ΓΊάντσο αφού δέν μπορεί νά έννοήση τί μέ ρος είναι αυτό πού έχει βρεθή, μπορεί όμως νά προχωρήση μπροστά, γιατί πίσω του πολύ κοντά, ακούε: τις φωνές των διωκτών του καί από έν στικτο καταλαβαίνει ότι θά είναι πολύ καλύτερα νά άπομακρυνθή άπ’ αυτούς όσο γί νεται πιο πολύ. Δύσκολα όμως μπορεί καί μπροστά νά προχωρήση. Ακόμα κΓ αυτός πού ό πως είπαμε είναι πολύ μικροσκοπικός, χωράει μέ πολύ ζό ρι νά περνάη από τή σκοτει νή τρύπα καί έπί πλέον ό δρό μος του είναι εκπληκτικά α νηφορικός. Μά τί σόϊ τρύπα νά είναι·
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ αύτή πού έχει χρησι-μεύση στον Πάντσο Γίγαντα για νά σωθή την τελευταία στιγμή από τούς μασκοφόρους ή (κα λύτερα τούς... κουκουλαφόρους διώκτες του; Αυτό όπως είπαμε προσ παθεί να καταλάβη κΓ εκεί νος άλλα έμεΐς στο μεταξύ είμαστε υποχρεωμένοι νά δού με τί' κάνουν καί τά άλλα προ σωπα της ιστορίας μας... Η ΡΟΖ!ΤΑ... για νά πάρωρε μέ τη σειρά, άς δούιμε τί γί νεται ή Ροζίτα, πού έχομε τον περισσότερο καιρό νά δοΰ με τί κάνει. Οπως θά θυμάται ό ανα γνώστης/ ή κόρη του άστυνόιμαυ Περέθ, που ως γνω στόν είναι·, ένα και τό αυτό πρόσωπο ,μέ τή .μυστηριώδη κόρη τής ζούγκλας τή Νάγια με τό Βέλο, κατέφυγε στή θεία της Καρμελίτα που μέ νει σ’ ένα αγρόκτημα μακρυά από τό Έλ Χόκλο πού βρίσκεται τό φυλάκιο καί ή πε ριοχή δράσεως του πατέρα της. Ή Ροζίτα πήγε έκεΐ γιά νά βρή ένα άλλοθι·, σε περίπτωσι που θά έπρεπε νά από δειξη που βρισκόταν τον καιρό πού ή Νάγια μέ τό Βέλο δρου σε μέσα στή απέραντη ζούγ κλα τού 'Α μαζών ίου. Ευτυχώς όμως δεν χρειά στηκε τίποτα τέτοιο. Ό πατέρας της ό χοντρό Περέθ δεν βρήκε ευκαιρία ού
17 τε μιά στιγμή νά κοίθηση ή συχος γιά νά σκεφθή λιγάκι καί την κόρη του. ^Ηταν ράλι στα καί εύχαρι στημένος . πού ή τελευταία αυτή είχε φύγει εκείνον τον καιρό από κοντά του καί έ τσι δεν είχε κΓ αυτήν νά τήν προσεχή, μιά εποχή πού είχε τόσες άλλες σκοτούρες καί τρεχάματα άλλά καί,, στενο χώριες.., "Έτσι λοιπόν όταν ή κ·οπέλλα έμαθε πώς ό πατέρας της έφυγε πάλι στή ζούγκλα καί -μάλιστα πώς αύτή τή φο ρά δον ήταν εκείνος αρχη γός τού αποσπάσματος πα ρά ένας νέος αστυνόμος πού είχε φτάσει στό Μσνάους γιά νά τον άντικαταστήση, κατάλαβε πώς έπρεπε νά γυρίση κοντά του. Ή Ροζίτα ήξερε πολύ κα λά τον χαρακτήρα τού πατέ ρα της καί κατάλαβε από τήν πρώτη στιγμή που έμα θε τό νέο, ότι ό Περέθ θά περ νούσε πολύ δυσάρεστες ώρες αναγκασμένος νά υπάκουη σέ διαταγές ενός ξένου, σ’ έ να μέρος που ώς τώρα ήταν ό ανώτερος άρχοντας.... 'ΚΓ ακόμα καταλάβαινε πώς αυτή ήταν ή μόνη πού μπορούσε νά τού δώση κά ποια μικρή παρηγοριά,, για τί ό χοντρό - Περέθ κυριολε κτικά λάτρευε τήν μοναχοκό ρη του καί όχι λίγες φορές πού ήταν στενοχωρημένος στό παρελθόν/ ξεχνούσε τά βάσανά του σ’ ένα χαμόγελό της.
Λοιπόν άποχαιρέτησε βια-
18
'Ο Έλ Ρέϋ τινάζεται άλλα τοι
κάκου προσπαθεί να ξεφύγη...
10ΡΡ0 στικά τη θεία Καρμελίτα και (παίρνοντας φυσικά .και λε πτά άπ5 αυτήν γιά τό εισιτή ριο καί καινούργια ρούχα, ξαναγύρισε στο Μανάους καί πήγε κατ5 ευθείαν στο Έλ Χόκλο γιά νά συνάντηση τον πατέρα της. "Οταν έμαθε πώς ή απο στολή που είχε ξεκινήσει· πριν δυο ήμερες γ:ά τή ζούγκλα, δεν εΐχε επιστρέφει ακόμα κι5 όχι μόνο αυτό αλλά δεν εί χαν λάβει καί ^τήν παραμι κρή είδησι που βρίσκονταν καί τί έκαναν οι άντρες του αποσπάσματος ανησύχησε φοάερά — όπως ήταν φυσι κό. "Ηξερε πώς οι αποστολές στή ζούγκλα δεν κρατούσαν ποτέ πολύν καιρό. Κι’ αν άκό>μα κρατούσαν κάποτε λί γο παραπάνω από τό συνη θισμένο, πού ήταν λίγες ώρες ό ασύρματος τού ελικοπτέ ρου μετέδιδε τά νέα συνεχώς^, μαζί .μέ τήν ακριβή θέσι τοΰ αποσπάσματος ,μέσα στο παρθένο δάσος. Μέ τήν ευκαιρία αυτή έμα θε ή (Ροζίτα. ότι τούτη τή ψορα ούτε καν τό ελικόπτε ρο είχαν πάρει μαζί τους φεύ γοντας^κάτω από τήν αρχη γία τού σενιόρ Γκονζάλες οι αστυνομικοί από τό Έλ Χό κλο γιά νά χωθούν μέσα στήν ατέλειωτη ζούγκλα. Αυτό τής έκαμε πού με γάλη έντύπωσι αλλά δεν εΐπε τίποτα. 9Εξ άλλου ήξερε ^ καί ,ότι δεν μπορούσε νά γίνη τίπο τα.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Δυο - τρεις άνθρωποι εί χαν άπομείνει ,μόνο ώς φύλα κες στον αστυνομικό σταθμό. Ολους τούς άλλους είχαν πάρει -μαζί τους φεύγοντας, ό σενιόρ Γκονζάλες καί ό πα τέρας της. Καμμιά βοήθεια δέν ήταν δυνατόν νά δώσουν αυτοί οΐ τρεΐς, σέ περίπτωσι πού τό απόσπασμα κινδύνευε, γιατί, όπως ώριζαν οι κανονισμοί, τουλάχιστον τρεΐς έπρεπε νά μείνουν ώς τό τέλος για νά φρουρούν τον σστυνομ ικό σταθμό. Ενισχύσεις πάλι από την Κεντρική Λιοίκησι δέν γινότοα/ νά περιμένη, άν δέν ερχό ταν έστω καί μιά εΤδησι· πού νά λέη πώς τό απόσπασμα κινδυνεύει μέσα στη ζούγκλα καί τό είδος του κινδύνου πού διατρέχει. Έκ πείρας όμως γνωρίζει ή Ροζίτα —- ή θρυλική Νά για μέ τό Βέλο — πώς όταν έρθη ή εϊδησις του κινδύνου, τό κακό έχει γίνει· πιά καί τό μόνο πού μπορεί νά κάνη τό απόσπασμα μέσα στη ζούγκλα, είναι νά βρή καί νά τιμωρήση τούς ενόχους. Εκείνη, όμως δέν θέλει την τιμωρία των ενόχων. Εκείνη θέλει τον πατέρα της ζωντανό καί ή καρδιά της πάει νά σπάση από την άγων ί α. "Ολη αυτή ή περίπτωσις του αποσπάσματος πού απο τελεί συγχρόνως καί όλη τή δυναμι του φυλακίου καί πού έφυγε ιμέ τά πόδια για νά πάη στη ζούγκλα, χωρίς συγ
19
— Λαίλαπας, σίφουνας, θεο μηνία σάς έρχεται στα κεφάλια σας!...
κεκριμένο σκοπό και χωρίς κανείς νά ξέρη. τό παραμικρό για την κατεύθυνσι του, είναι κάτι πού· δέν έχει ξαναγίνει ποτέ άλλη φο,ρά και γι’ αυτό την κάνει νά φοβάται κάποιον κίνδυνο... Δεν χρειάζεται περισσότε ρο για νά πάρη την άπάφασί της. Μιά και δυο ξεπορτίζει κι’ αυτή· από τον .μυστικό δρόυο πού έχει κι’ ακολουθεί πάντα σ’ αυτές τίς περιπτώ σεις γιά νά μην την πάρη κα νένα μάτι — καθώς είναι και νύχτα/ εννοείται, ή ώρα πού φεύγει — χώνεται μέσα στην παρθένα ζούγκλα και παίρνει μιά κατεύθυνσι προχωρώντας μ’ όλη την ταχύτητα των πο διών της. Ή κατεύθυνσι αυτή πού έ χει πάρει ή Ροζίτα δέν είναι τυχαία. Λίγα παρακάτω, στη ρίζα ένας δέντρου, βρίσκεται μιά θεώρατη πέτρα. Ή κοπέλλα τρυπώνει τό χέ ρι της στο κοίλωμα πού σχη ματίζει κάτω απ’ τη βάσι της ή πέτρα καί χωρίς νά άργήση τραβά από έκεΐ ένα μα γιώ από δέρμα τζάγκουαρ καί ένα χοντρό βέλο... Δέν ;αργεί καθόλου νά άλλάξη. Σέ λίγα δευτερόλεπτα μό νο τό φόρεμα πού φορούσε ώς αυτή τη στιγμή έχει πά ρει τή θέσι πού είχε τό μαγιώ κάτω από τήν πέτρα κι5 αυτή φοράει τό μαγιώ μ’ έ να ατσαλένιο μαχαίρι περα σμένο στή θήκη τής ζώνης
καί μέ τό βέλο πού τής σκε πάζει τό όμορφο πρόσωπο από τά αδιάκριτα μάτια πού μπορούν νά τήν δοΰν στο τα ξίδι της μές στο παρθένο δά σος. "Οπως είναι ευνόητο, αυτή ή μεταμφίεσις τής Νάγιας εί ναι καινούργια, γιατί τήν πα λιά τής τήν είχαν κλέψει —· ασφαλώς τίποτε φτωχοί Ινδι άνοι πού τήν ανακάλυψαν κα τά τύχη. Ή κοπέλλα καί πάλι περ πατάει όσο μπορεί πιο γρή γορα μέσα στή ζούγκλα. Καί ούτε τούτη τή φορά δέν ταξιδεύει στήν τύχη αλ λά πηγαίνει προς τό χωριό των Ίροκέζων, πού είναι φί λοι της, γιατί τούς έχει βο ηθήσει σ’ ένα σωρό περιστάσεις. Οί Ίροκέζοι, σέ άντίθεσι μέ τούς άλλους Ινδιάνους τής περιοχής πού είναι αγρότες τώρα πιά, αυτοί εξακολου θούν νά είναι κυνηγοί αγρίων θηρίων. Μ’ αυτόν τον τρόπο γυρί ζουν νύχτα μέρα μέσα στή ζούγκλα καί κατά πάσα πι θανότητα θά πρέπει νά έχουν δή τήν αποστολή τής αστυ νομίας τού ’Ελ Χόκλο. "Ετσι θά πούν στή Νάγια τήν κατεύθυνσι πού ακολού θησε τό μυστηριώδες από σπασμα πού χώθηκε στή ζούγκλα χωρίς ν’ άφήση κα νένα ίχνος καί καμμιά εϊδησι. Ή κοπέλλα πραγματικά φτάνει στο χωριό τών ίνδιά-
21
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ νων φίλων της κατά τά χαρά ματα. Οι άτρόμητόι κυνηγοί κά νουν μεγάλη χαρά πού τη βλέπουν και την οδηγούν α μέσως στον Μάτε Νέρα,, πού σημαίνει. Μαύρο Γεράκι καί είναι ό μεγάλος αρχηγός τής φυλής. Ή Νάγια κάθεται στη σκη νή του Μάτα Μέρα καί οί δυο τους γιά .μιά ακόμη φορά καπνίζουν τό «τσιμπούκι» τής Ειρήνης καί τής Φιλίας. Ό γενναίος αρχηγός των ίνδιάνων μ’ αυτόν τον τρόπο τιμά τη Νάγια μέ τό Βέλο, με τρόπο πού δεν έχει τιμηθή ποτέ άλλη γυναίκα από τη φυλή των Ί ρακέζων, αφού τό επίσημο αυτό κάπνισμα στήν καλύβα του αρχηγού, ^γί νεται μόνο μεταξύ άνδρών, πού ό αρχηγός τούς έχει έκτιμήσει γιά τή γενναιότητά τους καί τούς χάριζε■ τήν έμ πιστοσύνη καί τή φιλία του. Λίγο αργότερα ή Νάγια μέ τό Βέλο τρέχει καί πάλι μέσα στήν παρθένα ζούγκλα. Στήν αρχή τού καινούργιου ταξιδιού της τήν συνοδεύουν, δύο λυγερόκορμοι» Ινδιάνοι, πού μετά από διαταγή τού Μάτα Νέρα τήν πηγαίνουν στο μέρος πού είδαν γιά τε λευταία φορά τό απόσπασμα τού Έλ Χόκλο. Σν^δόν μεσημέρι" έρχεται γιά νά φτάσουν ως αυτό τό σημείο, μ’ όλο πού τρέχουν ασταμάτητα κΓ ακούραστα μέσα στο άγριο καί πρωτό γονο δάσος.
1 Ακόμα καί οι άτρόμητόι I
1 *
Ίροκέζοι κυνηγοί δεν έρχον ται παραπέρα απ' αυτό τό μέρος, γιατί ή ζούγκλα άπό δω καί πέρα γίνεται τρομε ρά άγρια, ανεξερεύνητη καί γεμάτη κινδύνους πού προτι μούν νά τούς αποφεύγουν... Κυττούν μέ ανησυχία τή Νάγια, πού δεν δείχνει δια τεθειμένη νά υποχώρηση, πα ρά αντίθετα Φαίνεται καθαρά ότι θά χωθή μέσα σ’ αυτήν τήν ανεξερεύνητη κόλασι, απ’ όπου πολύ δύσκολα ξαναγυρίζει κανείς ζωντανός. Τής δείχνουν τήν κατεύθυν σι πού ακολούθησε τό άπόσπασμα τήν τελευταία φορά πού αυτοί οί ίδιοι- τό εΐδαν μέ τά μάτια τους, δηλαδή πρίν δύο ημέρες... Ή Νάγια τούς ευχαριστεί καί αδίστακτα ακολουθεί κι’ εκείνη τήν ίδια κατεύθυνση Γιά λίγα λεπτά μένουν α κίνητοι στη θέσι τους οί δύο γιγαντόσωμοι Ινδιάνοι καί τήν κυττάζουν μ’ ανησυχία αλλά καί θαυμασμό... Δέν μπορούν νά καταλά βουν σέ γυναίκα ένα τέτοιο θάρρος πού ούτε οί άντρες δέν τό έχουν καί γΓ αυτό οί Ίροκέζοι πιστεύουν πώς ή Νάγια μέ τό Βέλο δέν είναι μιά άπλή γυναίκα, παρά ένα πνεύμα τού Καλού πού έχει κατέβ-ει στον κόσμο γιά νά βοηθάη τούς φτωχούς καί τούς 5 υσ τυχ ισ μ ένου ς. Ωστόσο ή κόρη τού Περέθ μέ τήν άμφίεσι αυτή πού τήν έχει κάνει θρύλο σ’ εκείνα τά παρθένα δάση τού ’Άνω Α μαζόνιου, προχωρεί χωρίς §?
22 σταγμό άλλα δχι και χωρίς νάναι σχολαστικά προσεκτι κή, μέσα στο μυστηριώδες δάσος, πού δσο πάει γίνεται πιο πυκνό και πιο μυστηριώ δες. Ή κοπέλλα δεν έχει* ξανάρ θει_ποτέ απ' αυτό τό μέρος. -έρει οτι οδηγεί σε ανεξε ρεύνητα τμήματα τής φοβε ρής ζούγκλας τού "Ανω Α μαζόνιου πού και οί τολμηρό τεροι εξερευνητές δεν τόλμη σαν ποτέ να τα έπισκεφθούν.. Ωστόσο ξέρει πώς τά μέ ρη αυτά είναι ακόμα πολύ μακρυά απ’ αυτό που βρίσκε ται αυτή τη στιγμή. Ελπίζει νά άνακαλύψη τον πατέρα της μαζί ^μέ τό απόσπασμα των άνδρών τής αστυνομίας, πρίν χρειασθή νά φτάση ώς έκεΤ κάτω. Καί γιά την ώρα είναι σί γουρη οτι ακολουθεί τον σω στό δρόμο, γιατί τά άχνάρια από τό πέρασμα τού απο σπάσματος είναι ακόμα φα νερά κάτω στο έδαφος. "Οσο πάει δυσκολεύεται νά τά δ ι ακρινή, γιατί ή βλά στησις είναι· τόσο πυκνή, πού αναγκαστικά κάνεις γιά νά περνάη, πρέπει νά σπάη τά κλαδιά των δέντρων και έτσι είναι δύσκολο νά είναι βέ βαιη άν τά σπασμένα κλα διά πού διακρίνει οφείλονται στο πέρασμα των αστυνομι κών του Έλ Χόκλο ή σέ καμμιά αγέλη αγρίων ζώων. Όπωσδήποτε ή πεπειρα μένη κοπέλλα από τό ύψος πού εχει τό σπάσιμο των κλ«$ιών καταλαβαίνει οτι
ΖΟΡΡ© μάλλον τά έχει σπάσει αν θρώπινο χέρι και προχωρεί αδίστακτα πάντα στον προ© ρισμό της. Πολλές ώρες βαδίζει έτσι ολομόναχη. "Ολες οί αισθήσεις της βρίσκονται σέ διέγερσι καί τά άτσαλένια νεύρα της είναι τεντωμένα, έτοιμα σέ κάθε στιγμή νά δεχθούν καί ν’ άντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. "Ισως κανένα άλλο αίσθη μα έκτος άπό τήν αγάπη στο πατέρα της δέν θά τήν έκα νε νά ριχτή σ’ αυτή τήν θα νάσιμη περιπέτεια, πού βα δίζει τώρα χωρίς τον παρα μικρό δισταγμό. Δέν ξέρει καν πόσες ώρες έχουν περάσει άπό τήν στι γμή πού ξεκίνησε. Ή βλάστησις εδώ είναι τό σο οργιαστική, που ό ήλιος δέν καταφέρνει ποτέ του νά φτάση κάτω στή γή. Υπάρχει διαρκώς ένα σύθαμπο, ακόμα καί τις μεση μεριάτικες ώρες, πού δέν σοΰ επιτρέπει άν δέν έχεις ρολόϊ στο χέρι σου, νά καταλάβη αν είναι πρωΐ ή άπόγευμα, άν ή μέρα έχει αρχίσει πρίν λίγο ή άν κοντεύη νά φτάση στο τέλος της. "Αξαφνα ή Νάγια στέκε ται. Τεντώνει τ'* αυτιά της καί τά μάτια της καθρεφτίζουν ζωηρή ανησυχία. Άπό κάπου μακρυά σαν νάχη ακούσει κάτι φωνές... Μήπως γελάστηκε; Καθόλου απίθανο νά είναι κάποιο άγρι§> ζώο, πρύ φ)
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ κραυγές του νά μοιάζουν τό σο πολύ μέ του ανθρώπου, ώ στε νά ,μπορούν νά ξεγελά σουν τον καθένα. Αυτά εξ άλλου είναι κάτι πάρα πολύ συνηθισμένο μέσα στην άγρια καί πάντοτε μυ στηριώδη ζούγκλα.
Αλλά νά... Οι ψωνές ξανακούγονται πάλι σε λίγο καί ύστερα άκούγονται καί γιά τρίτη φο ρά! ... Ή Νάγια δεν γιελιέται... Δεν μπορεί νά είναι φωνές ανθρώπων πού βαδίζουν μέσα στην Τδια άνεξερεύνητη ζούγ κλα μ* αυτήν. Ή γενναία γυναίκα δέν δι στάζει ούτε αύτή τη φορά νά πλησιάση προς τό μέρος άπ5 όπου προέρχονται οί φωνές, αυτές, αλλάζοντας την κατεύθυνσι πού εΐχε ή πορεία της ώς τώρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο τίς α κούει σιγά - σιγά πιο καθα ρά. Δέν περνούν τρία λεπτά καί δέν έχει πιά καμμιά αμ φιβολία πώς πρόκειται γιά ανθρώπους. Ή έλπίδα πώς μπορεί νά είναι τό απόσπασμα μέ τον πατέρα της καί τον καινούρ γιο άστυνό'μο, φουντώνει στην καρδιά της καί τά μάτια της γευίζουν λαχτάρα, μ* όλο πού κατά βάθος, ένα αλλόκο το συναίσθημα την κάνει νά μην μπορή νά πιστέψη πώς είναι δυνατόν τόσο γρήγορα καί τόσο εύκολα, χωρίς κανένέναν σοβαρό κίνδυνο, νά έχη φτάσει στην επιτυχία.,,
23 Έξ άλλου όσο πλησιάζει* άκόμα, τόσο ή ανησυχία της μεγαλώνει, γιατί τώρα έκτος από τίς φωνές μόνο, μπορεί νά βγάλη καί άλλα συμπερά σματα. Καταλαβαίνει δηλαδή πώς οί περισσότερες άπό τίς φω νές αυτές είναι βίαιες διατα γές πού ώρισμένοι άνθρωποι τίς φωνάζουν κοφτά καί άλ λες είναι ουρλιαχτά πόνου, πού ή Νάγια δέν αργεί νά κα ταλάβη άκόμα την έξήγησί τους... Τη βοηθούν σ5 αυτό κάτι απαίσιοι, σφυριχτοί ήχοι πού φτάνουν στ’ αυτιά της κα θώς έχει ζυγώσει πιά πάρα πολύ καί πού ή κοπέλλα δέν έχει την παραμικρή αμφιβο λία πώς είναι ήχοι μαστιγίου πού πέφτει άλύπητα πά νω σέ γυμνή ανθρώπινη σάρ κα!.... Μιά κρύα ανατριχίλα κα τεβαίνει στήν καρδιά της καί τά ιμάτια της καί τό πρόσω πό της γεμίζουν συμπόνοια, χωρίς καν νά έχη δη ακόμα ποιοι εΐν’ αυτοί πού υποφέ ρουν. Προχωρώντας προσεκτικά κι* αθόρυβα παρά τή λαχτά ρα της νά φτάση όσο τό δυ νατόν γρηγορώτερα, φθάνει σ5 ένα σημείο πού παραμερίζον τας μέ τά χέρια της τίς πυ κνές φυλλωσιές των θάμνων, ■μπορεί νά δη επί τέλους ά πό πού προήρχοντο οί φω νές καί οί κρότοι πού άκουγε ώς τώρα. Είναι ·μιά αποστολή π®ύ
24 βαδίζει μέσα στην παρθένα ζούγκλα. ένας Μπροστά πηγαίνει .μεγαλόσωμος άνθρωπος, ψη λός κι* εξαιρετικά παχύς, που είναι- ντυμένος μ5 ένα λευκό παντελόνι καί μιά άσπρη ε πίσης κάσκα. Τό στήθος του είναι γυμνό καί τρο-χωτό' σάν ουρακοτάγκου. Τό παχύ καί πλαδαρό προ σωπό του είναι τόσο όητ©κρου στικό, πού δεν χρειάζεται περισσότερο άπό μιά ματιά για νά καταλάβη κι* ό πιο κοινός άνθρωπος, πως αυτός ό τερατώδης τύπος εΤι·αι· ή αί τία γιά δλην την φρίκη πού ακολουθεί πίσω του... Καί ή φρίκη είναι μια μ α κόυα σειρά .από μαύρους σκλάβους, πού περπατούν κρατώντας με κόπο κάτι με γάλα δέματα πάνω στά κεφά λια τους. Πλάϊ τους βαδίζουν άλλοι λευκοί πού τούς μαστιγώνουν αλύπητα! Οι κακόμοι,ροΓ· οι μαύροι ουρλιάζουν άπό τον πόνο καί. σωριάζονται στο έδαφος μέ τις πλάτες ξεσχισμένες άπό τό αλύπητο μαστίγωμα. Τότε οι απαίσιοι λευκοί στέκονται άπό πάνω τους καί τούς ξαναρχίζουν στο ξύ λο μέ φοβερά ουρλιαχτά, ώ σπου νά τούς καταφέρουν νά ξανασηκωθούν καί νά ξαναπά ρουν τό δέμα πάνω στο κε φάλι τους καί νά προχωρή σουν παραπαίοντας καί έτοι μοι νά έρθουν κάτω λίγο πα
ραπέρα,
ΖΟΡΡΟ Ό άποκρουστικός χοντράνθρω πος πού πηγαίνει μπροστά, γυρίζει κάθε τόσο καί κυττάζει αυτή την τρομερή σκη νή πού ξετυλίγεται πίσω του καί... χαμογελάει εύχαριστη.μένος ·μά καί λίγο ανήσυχος ταυτοχρόνως. —"Ησυχα, διάβολοι!/ φω νάζει εύθυμα στούς λευκούς άντρες του. "Οχι νά υοΰ τούς ξεπαστρέψετε κιόλας πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, γιατί μά τήν πίστι μου θά σάς βάλω νά τά φορτωθήτε τού λόγου σας... Καί μετά άπό αυτό σκάει στά γέλια καί τό ίδιο κάνουν καί οί λευκοί τύραννοι πού έρ χονται άπό πίσω. "Ενα κόκκινο σύννεφο θυ μού τριγυρίζει τό μυαλό τής Ν άγιας. Τά υπέροχα μάτια της α στράφτουν. Οί γροθιές της σφίγγονται μέ μανία. Τό θέαμα είναι άπό εκεί να πού είναι αδύνατον νά τά άντέξη ή καρδιά της. Στο μεταξύ ή αποστολή αυτή πού μοιάζει σάν ένας ζωντανός πίνακας τής κολάσεως, βαδίζει άσταμάτητα μέσα στή φοβερή ζέστη τής απάτητης ζούγκλας τού "Ανω Αμαζόνιου. Ή κοπέλλα γεμάτη ανησυ χία καί αγωνία γυρίζει τό βλέμμα της προς τήν άλλη πλευρά πού κατεοθυνόταν ώς τώοα... "Υστερα κυττάζει πάλι προς τό μέρος πού βαδίζουν φκφρι ρί φταίσιοι κσκούρ-
ΪΗί ΖΟΥΓΚΛΑΣ γοι κοοι έκείνοι οΐ δυστυχισμέ νοι σκλάβοι. Είναι φανερό πώς διστάζει. Δέν μπορεί ν' άποφασίση ποιόν δρόμο θ' άκαλουθήση.. Ή καρδιά της σπαράζει α πό τό δράμα αυτών των βα σανισμένων ανθρώπων και ταυτόχρονα πάει νά την τρελ λάνη ή άγωνία για τόν. αγα πημένο της πατέρα. Τούτο όμως τό δράμα πού βλέπει μέ τά μάτια της είναι πιο ζωντανό! "Αν υστέρα οπτό μια ή δυο μέρες η από λίγες ώρες σπο δέ ιχτή πώς άδικα άνησύχησε για τόν πατέρα της καί για την αποστολή του, θά .μετανοιώση πικρά πού άφησε αυ τούς τούς δύστυχους σκλά βους, χωρίς την παραμικρή βοήθεια, τη στιγμή πού δέν υπήρχε κάνεις άλλος ολόγυ ρα για νά τούς βοηθήση. Βλέπει καί έναν ακόμα α πό τούς άμοιρους αχθοφόρους νά σωριάζεται κάτω καί τόν βασανιστή του νά στέκη από πάνω του καί νά τόν μαστιγώνη αλύπητα καί αυτό είναι τό τελειωτικό χτύπημα πού τήν άναγκάζει νά πάρη τήν άπόφασί' της καί ν’ άκαλουθή ση αυτήν τήν παράξενη συ νοδεία, μέ τήν άπόφασι νά τιίμωρήση όπως τούς άξιζει εκείνους τούς άπαίσιους δο λοφόνους καί ύστερα νά τρέξη πάλι γιά νά άνακαλύψη τόν πατέρα της... Κανείς άπό τούς λευκούς δολοφόνους ή τούς μαύρους δούλους δέν παίρνει εΤδησι τήν παρουσία τής θρυλικής
κοπέλλας, πού περπατάει δί πλα τους σάν σκιά άνάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές, χω ρίς νά κάνη τόν· παραμικρό θόρυβο... Ο ΖΟΡΡΟ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
ΔΟΝ ΠΑΜΠΛΟ Ντε λορο πηγαίνει όλο προς τό καλύτερο, καθώς τά τραύμα τά του θεραπεύονται γιά μιά φορά ακόμα μέ καταπληκτι κή ταχύτητα, άπό τά θαυμα τουργά βότανα πού του έχει φέρει ό δίδυμος άδελφός του. "Ενας άλλος λόγος πού κά νει τόν Δον Πάμπλο νά καλυτερεύη μέ τόση γρηγοράδα/ είναι 6 πόθος του νά σηκωθή άπό τό κρεββάτι καί νά τρέξη στήν παρθένα ζούγκλα... Γιατί όλοι γνωρίζουν, ό Δον Πάμπλο αποτελεί ένα καί τό αυτό πρόσωπο μέ τόν θρυλικό Ζαρρό, τόν μασκαφόρο Εκδικητή τής ζούγκλας, πού αυτή τή στιγμή ξέρει ότ: μέσα στο καταπράσινο βα σίλειό του διαδραματίζονται τρομερά γεγονότα, πού δέν Βάπρεπε μέ κανέναν τρόπο νά άπουσιάζη εκείνος... "Οσο μάλιστα περνάει ό καιρός καί ό δίδυμος άδερφός του ό "Ελ Ρέύ δέν επιστρέ φει, τόσο περισσότερο μεγα λώνει καί ή λαχτάρα του τραυ ματία. Τόσο πιο πολύ μεγαλώνει καί ή άνησυχία του... "Οπως είναι γνωστό υπάρ χει μιά παράξενη καί ύπερ-
φυσική σχέσις πού δένει: τά δύο αδέρφια. Ό θάνατος του ενός θά φέρη τον θάνατο καί του άλλου και οι πόνοι τους είναι κοι νοί.-. "Ολ5 αυτά είναι ανεξίτηλα γραμμένα στά αστέρια και καμμιά δύναμις δεν μπορεί νά τά σβύση. Ό Δον Πάμπλο καταλαβαίνη ότι κάτι παράξενα συ ναισθήματα πού νοιώθει, τη δεύτερη μέρα ειδικά τής α πουσίας του Έλ Ρέϋ, έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία... Νοιώθει σάν φυλακισμένος μέσα στο κορμί του... Νοιώθει την πνοή του θα νάτου νά πλανιέται γύρω του χωρίς αιτία και τυραννιέται σάν νά παλεύη μέ κάποιο υ περφυσικό τέρας, πού κινδυ νεύει: από στιγμή σέ στιγμή νά τον συντρίψη. Ό Δον Πάμπλο ξέρει πώς δλ' αυτά δεν μπορεί νά προέρχωνται από τά τραύματά του, άφοΰ πηγαίνει συνεχώς προς τό καλύτερο και αφού νοιώθει τις δυνάμεις του νά γυρνάνε μέ εκπληκτική ταχύ τητα, μέσα στο δεμένο μέ α τσάλινες ϊνες κορμί του... Δέν χωράει αμφιβολία πώς ό νΕλ Ρέϋ βρίσκεται σέ τρο μερό κίνδυνο θανάτου όλες αυτές τις στιγμές και ύστε ρα, καθώς ξεφεύγει από τά νύχια του χάρου ό δίδυμος άδερφός του, ανασαίνει κι5 αυτός πάλι ελεύθερα καί τό καταλαβαίνει χωρίς νά τό νοιώθη πώς έχουν πάρει και νούργια αναβολή...
Τήν τρίτη ήμερα τό πρωΐ ό Δον Ντελόρο είναι εντελώς καλά. Φυσικά οι πληγές του δέν έχουν πάψει νά είναι επικίν δυνες, όμως αυτός ευχαρί στως θά έτρεχε τώρα στή ζού γκλα έστω και μέ κίνδυνο τής ζωής του. "Ένα πράγμα μόνο τον κρατάει ακόμα καί τον κάνει τελικά νά άποφασίση νά πε ρί μένη άλλη μιά .μέρα τουλά χιστον. Θυμάται πώς τήν περασμέ νη φορά μέ τό νά βγή στή ζούγκλα χωρίς νά έχη έπανακτήση τελείως τις δυνάμεις του, έγινε εύκολο σχετικά θή ραμα γιά τον κακούργο Τάϊ 5Λάβα καί παρά λίγο μ’ αυ τόν τον τρόττο νά γίνη αίτια νά πεθάνη καί ό άδερφός του. Δέν έχει καμμιά ορεξι νά συμβή πάλι τό ίδιο καί νά κινδυνεύση ό Έλ Ρέϋ εξ αι τίας του... Νά, όμως, πού πολλές φο ρές έρχονται περιστατικά πού μάς κάνουν νά αλλάξουμε έσπ ευσμένά τ ί ς άπ οφάσ ε ι ς πού ή λογική μάς ώδήγησε νά πάρωμε... ν τρίτη μέρα πού όπως είπαμε ό Δον Ντελόρο ξύπνη σε έντελώς καλά, καθώς ξεκί νησε γιά τή συνηθισμένη του βόλτα στο αγρόκτημα, γιατί οί άνθρωποί ταυ έχουν αρχί σει νά ανησυχούν μέ τήν α σθένεια πού τον κράτησε δυο ολόκληρες μέρες μέσα στο σπίτι του, φθάνει στο ψηλό τερο υποστατικό πού βρίσκε
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ται κοντά στην είσοδο του κτήματός του, τής Άθιέντα ντέλ Σολ και πού τό ονομά ζουν «πύργο», ακριβώς για τό ύψος του και επειδή άπ’ αυτόν μπορεί κανείς άν άνέβη στη γαλαρία του νά δη ό λη την εκτασι τής επαρχίας τού Μανάους, με τη ζούγκλα ν’ Απλώνεται ώς πέρα, κα θώς καί μέ τά βουνά καί τούς λόψους πού ποικίλουν τήν ω ραία αυτή χώρα μέ τά άφθο να παραπόταμα τού 3 Ανω Α μαζόνιου, πού τήν κάνουν νά όργιάζη πραγματικά από τή βλάστησι... Ό Δον Ντελόρο λοιπόν, μόλις άνεβαίνη στή γαλαρία
27 τού «πύργου» Ακούει ανήσυχες φωνές. Βλέπει μερικούς από τούς εργάτες του, πού αντί νά τον καλοσωρ ί σουν καταχ αρ ο*6μενοι, δείχνουν στον απέναντι λόφο, χειρονομώντας ζωηρά. Τά μάτια του γουρλώνουν στή στιγμή καθώς κυττάζει κΓ εκείνος προς τό ίδιο μέ ρος. , ■ "Ενα πύρινο «Ζήτα» είναι αναμμένο στήν πλαγιά τού λόφου, πού φαίνεται ολοκά θαρα απ’ αυτό τό μέρος καί πού οι καπνοί, του από τά φρέσκα ξύλα πού τό σχημα τίζουν, Ανεβαίνουν αργά — άργά στον ουρανό, γιά νά έ-
Λέν υπάρχει ούτε τό παραμικρό τερο ίχνος από τρ Μαύρο Πουλί
28 νωθούν σ’ ένα ολόμαυρο Απει λητικό σύννεφο... — Ποιος ξέρει ποιοι δυ στυχισμένοι καλούν τον σενιόρ Ζορρό.., μουρμουρίζει μέ θλίψι κάποιος από τούς άνθρώττους τομ που στέκει πλάϊ του, κυττάζ όντας μέ σοβαρό πρόσωπο το πύρινο «Ζ». Τού Δον Πάμπλο τά μά τια αστράφτουν άγρια/ γιατί έκτος -Απ’ αυτό τό κάλεσμα τού δευτέρου εαυτού του, πού βλέπει εκεί απέναντι, στην πλαγιά τού λόφου, φτάνει κι* ένα άλλο κάλεσμα στ* αυ τιά του, πού έχουν την ευαι σθησία των αυτιών τού λα γού. Είναι τά «ταμπούρίνος», τά μικρά τύμπανα των ιθα γενών της περιοχής, πού μέ τούς γρήγορους, ρυθμικούς ήχους τσυς' μεταφέρουν δλα τά μηνύματα σέ Απίστευτα μεγάλες Αποστάσεις, γιατί επαναλαμβάνονται· από ενδι αμέσους σταθμούς, πού ύπάρ χουν διεσπαρμένοι σ’ όλόκλη ρη τη χώρα τού "Ανω Αμα ζόνιου... Και ό Δόν^ Πάμπλο ξέρει θαυμάσια τη γλώσσα τών ταμπουρίνος και αυτή τη στι γμή πού Ακούει τον απόμα κρο ήχο τους, ψιθυρίζει Ανά μεσα στα χείλη του τό νόηιμα πού έχουν, τόσο σιγά, πού κανείς Απ’ αυτούς πού βρί σκονται πλάϊ του δέν μπορεί νά τον Ακούση : — Βοήίθησέ μας, σενιόρ Ζορρό!... Ό «"Εμπορος του Θανάτου» έχει φτάσει στην Α πάτητη ζούγκλα τού Μαύρου
ΖΟΡΡΟ Κόρακα... Ό «"Εμπορος τού Θανάτου» σέρνει πίσω του την καταστροφή και τον θά νατο... Κάθε βήμα του είναι χαραγμένο μέ αίμα... Μόνο έσύ μπορείς νά σταματήση^ τον μοιραίο δρόμο.. Βοήθησε άλλη μιά φορά τους δυστυχι σμένους, σενιόρ Ζορρό !».^ ^ Πολλές φορές έχει λάβει τέτοια μηνύματα ό μασκοφό ρος Εκδικητής.. Ούτε μιά δεν έχει παραλείψει νά δώση τη βοήθεια πού τού ζητούν. Ή κραυγή της Απελπισί ας πού έχει φτάσει στά αυ τιά του μέ τή γλώσσα τών ταμπουρίνος τον έχει Ανα στατώσει... Ποιος ξέρει ποιος Απαίσιος κακούργος είναι πάλι αυτός πού οί ίνδιάνοι μέσα στον τρόμο τους Αναγκάστηκαν νά τού δώσουν τό ονομα «Έμπο ρος τού Θανάτου»... Ή φράσι : «·Κάθε βήμα του είναι χαραγμένο μέ αί μα», αντηχεί συνεχώς μέσ’ στ* αυτιά του... Κάτι φοβερό συμβαίνει στο πράσινο βασίλειο, προς τήν κατεύθυνσι τής ζούγκλας τού Μαύρου Κόρακα... Δέν έχει πια δικαίωμα νά μείνη περισσότερο στο κτή μα του... Γιά λίγες, στιγμές μόνο μέ νει μαζί των μέ τούς Ανθρώ πους^ του και τίποτα στο προ σωπό του δέν δείχνει τά πραυ μϋπτκά του αισθήματα. Χαμογελάει ^ ατούς αγρό τες του καί τούς δίνει διάφο ρες οδηγίες καί συμβουλές για τη δουλειά τους.,.
ΐΗί 28ϋ Ν*ΑΑΪ ίαϋ»
"Υστερα τόύς χαιρετάει δΊτως πάντα και φεύγει, Μόνο Ττόύ αυτή τη φορά δεν πηγαίνει νά συνέχιση την περιοδεία του μέσα στο άπέραντο κτήμα του άλλα ξ,αναγυρνάει στο σπίτι του για νά βρή τον πιστό μέχρι θανάτου γέρο - υπηρέτη του, τον Φερνάντο νά τόν περιμένη γεμά τος άνηισυχία στην πόρτα.. Ό γέρο - Φερνάντο ξέρει κι9 αυτός θαυμάσια τη γλώσ σα τών ταμπουρίνος, σάν άν θρωπός που γεννήθηκε καί με γάλωσε σ9 αυτήν την περιοχή. Έχει λοιπόν ακούσει το κάλεσμα προς τον μασκοφόρο Εκδικητή, τόν κύριό του καί καταλαβαίνει τόν λόγο γιά τόν όποιο τόν βλέπει νά έπιστρέφη μέ βιαστικό βήμα στο σπίτι... Προσπαθεί μέ πεταγμένα τά μάτια άπό την άγωνία νά τόν συγκρατήση1 άπό την άπόφασί' πού εΐνσι βέβαιος 6τι έχει πάρει.... -—- Μήν το κάνη αυτό, πατρόν! -φωνάζει σχ'εδόν κλσίγοντας άπό τη στενοχώρια του. Έτσι £ανάφυγες καί πρίν τρεΐς ήμερες καί γύρι σες τόσο κοντά στον θάνατοπου ακόμα δεν τό πιστεύω πώς σέ βλέπω στ9 αλήθεια ορθιον πάνω στά πόδια σου! Ό Δον Πάμπλο του χαμο γελάει μέ συγκίνησι. — Δεν μπορούμε ν9 αφήσουμε αυτούς τούς δυστυχι σμένους ^ χωρίς βοήθεια, ό ποιοι κι5 άν είναι, Φερνάντο! μουρμουρίζει*
Ναί, ττατρόν!... Μά κΥ
άλλοι κι* άλλοι στό μέλλον, πολύ περισσότερό άπ9 αυτούς πού υποφέρουν καί κινδυνεύ ουν Τώρα, θά χρειαστούν τή βοήθεια σου καί τί θά γίνη όταν δέν υπάρχεις εσύ γιά νά τούς τη δώσης;... ΓΥ αυτούς τούς ίδιους πρέπει νά μείνης ζωντανός!... ^ Ό Δον Πάμπλο χαμογε λάει μέ την πολιτική τού υπη ρέτη του αλλά προχωρεί πάν τότε προς τή σκάλα πού οδη γεί στον δεύτερο όροφο πού εΐναι τό δωιμάτιό του... Ό Φερνάντο τόν ακολουθεί τρέχοντος άπό πίσω του σάν γέρικος σκύλος. — Φίλε μΟυ, ’ λέει ό Δον Ντελόρο, δέν πρέπει νά λές τέτοια λόγια... Πάντα υπάρ χει κίνδυνος όταν φεύγω γιά νά βοηθήσω τούς κατατρεγμέ νους κι’ άφού υπάρχει κίνδυ νος, υπάρχει πάντα καί ή περίπτωσις νά μήν επιστρέφω! Σκεπτόμαστε κάθε φορά αυ τούς πού υποφέρουν τώρα καί άφίνουμε στό έλεος τού Θεού εκείνους πού πρόκειται νά πο νέσουν στό μέλλον!... Λυτός φροντίζει καί στέλνει πάντο τε στή γή ανθρώπους πού νά προστατεύουν τούς δυστυχι σμένους καί κατατρεγμένους κι9 άν χαθώ εγώ, οπωσδήπο τε θά βρεθή κάποιος άλλος πού θά πάρη τή θέσι μου! Ό γέρο - Φερνάντο τόν κυτ τάζει ·μ9 απελπισία ν* άνόίγη τήν^πόρτα τού δωματίου του. Ξέρει πώς δέν έχει πια ελ πίδα νά τόν συγκρατήση.
Τά μάτια του γεμίζουν δά κρυα άττο τήν άττελτπσία για
τί Ακόμα προχτές έβλεπε σέ ϋτοια^ χάλια τόν ^ κύριό του, πού δέν μπορεί νά τηστέψη πώς είναι δυνατόν τώρα νά σηκωθη καί νά τρέχη στις ζούγκλες. "Οταν τελικά ό Δον Ντελό ρο φεύγει απτό τη μυστική είάοδο του δωματίου του και κατεβαίνει τη μυστική σκάλα πού οδηγεί κάτω από τή γη, ένόμισυ χιλιόμετρο μακρυά στήν Κάζα ντές Όμπρες — τό περίφημο Σπίτι των "Ισκι ων, πού είναι κατοικία των..., φαντασμάτων μονάχα και του ...Πάνταο Γίγαντα —ό γέροΦερνάντο είναι βέβαιος ότι δέν πρόκειται νά ξαναδή παΊέ πια τον κύριό του... ζ "Αλλά κΓ ό Δον Ντελόρο όταν φθάνη στήν Κάζα ντές "Όμπρες μέ τήν άμφίεσι του Ζορρό της Ζούγκλας και μέ τή χρυσή μάσκα των "Ίνκας πάνω στο πρόσωπό του καί δέν βρίσκει εκεί πέρα, ούτε τον ανεκδιήγητο Πάντσο Γί γαντα/ ούτε τό έκπληκτικό, Αθόρυβο έλικόπτερό του τό Μαύρο Πουλί, μένει μαρμαρω μένος από τήν σαστισμάρα Του. Του κάκου φωνάζει τον «τρό Ρερό» βοηθό του καί τού κα κού άνεβαίνει στον ψηλότερο πύργο τού Σπιτιού των "Iξτκιων, γιά νά κυττάξη πέρα στή ζούγκλα καί πάνω στον Ρύρανό. Δέν υπάρξει ούτε ίχνος Α ϊτό τό θαυμάσιο σκάφος του ή από τον θεόχαζο... Αρχιμη χανικό του... , Γιά μερικές στιγμές μένει
Αναποφάσιστος ό μασκοφάρος
Εκδικητής.
"Απ' ^τό^ πρώτο δευτερόλέ^ πτο πού είχε Αποφασίσει νά πάη νά βοηθήση εκείνους πού ζητούσαν τή βοήθεια ^του, εί χε συλλογιστή τό Μαύρο Που λί καί είχε υπολογίσει τά πάντα, μέ τή βοήθεια που θά τού προσέφερε τό ταχύτατο καί Ασφαλέστατο αυτό μετα φορικό μέσον... Μ" εκείνο θά έφτανε ξεκού,ραστα μέσα σε λίγα λεπτά στο σημείο πού ονόμαζε τό μήνυμα καί ό θρυλικός Ζορρό θά βρισκόταν γιά μιά φορά α κόμα έπί τόπου, μέ τρόπο μυ στηριώδη, πού κανείς δέν θά μπορούσε νά έξηγήση... Τώρα, όμως, πώς θάταν δυ νατόν, έξαντλημένος^ άπό τά πρόσφατα τραύματά του ^ α κόμα νά κάνη-τόσο μεγάλο δρόμο μέ τά πόδια, γιά νά πε άση μέσα ο γτ γ\ όλόκληρη τή ούγκλα καί νά φτάση έκεί πού έπρεπε; "Αρχίζει νά συλλογίζεται σοβαρά τά λόγια τού γέρο Φερνάντο... "Ίσως θάναι τρέλλα καί^ έν τελώς παρόλόγο νά ξεκινήση γιά μιά τόσο Αμφίβολη περι πέτεια/ πού δέν εχει ακόμα τίς δυνάμεις νά τήν άναλάβη. Συλλογιέταΐι άλλη μιά φο ρά τον αδελφό του πού ίσως πλήρωσή κΓ έκείνός μιά όποιτδήποτε λανθασμένη κΓ Αψυ χολόγητη Απόφασί του... ΚΓ δμως ή σπαρακτική φω νή .των ταμπουρίνος δέν έννοεί νά σβύση Από τήν Ακοή του.
8Αιτ©φαοΊστικά 6 μασ&οφό βος Τΐ'μωρός ξεκινάει τρέχαντας γιά την παρθένα ζούγκλα που Απλώνεται, λίγο πιο πέοα άπό την Κάζα ντές ’Όμήρες...· «θά προχωρήσω όσο κατα λαβαίνω άτι έχω δυνάμεις!» συλλογίζεται, «Δεν θά προσ παθήσω νά ξεπεράσω τον ε αυτό μου, μά άν δω ότι μπο ρώ, τότε μόνο θά προσπαθή σω... Ό Θεός βοηθός!..» Ό ατρόμητος και Θρυλικός Ζορρό τής Ζούγκλας βρίσκε ται και πάλι μέσα στο καταπράσινο βασίλειο του "Άνω 'Αμαζονίου, έτοιμος νά προσψέρη και τη ζωή του ακόμα, γΆ νά βοηθήση τούς κατατρε γμένους και νά τιμωρήση ό πως τούς αξίζει τούς κακούρ γους πού βασανίζουν και σκο τώνουν τούς δυστυχισμένους ιθαγενείς... Κατευθύνεται ολοταχώς γιά τη ζούγκλα του Μαύρου Κό ρακα, γιατί δεν υπάρχει πε ριοχή πού νά μην την γνωρίζη σ5 όλη εκείνη την ατελεί ωτη δασωμένη έκτασι, ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ !
ο
I ΦΟΒΕΡΟΙ εκείνοι Αγριάνθρωποι μέ τις κουκού λες στο κεφάλι, όταν βλέπουν ότι δεν μπουρουν νά πιάσουν κυνηγώντας τον Πάντσο Γί γαντα, πού χώθηκε μέσα σ* Ικείνη τήν... μυστηριώδη τρύ πα, πάνε νά σκάσουν άπό το κακό τους. 5 Νά, όμως/ πού κάποιος οσΓ
#ύτούς έρχεται τρέχσντας τήν
ίδια στιγμή και κάτι φωνάζει προς τούς ύπολοίπους, κου νώντας ζωηρά τά χέρια του πέρα - δώθε% Μονομιάς όλοι οι άλλοι τρυ πώνσυν μέσα στά πυκνά θάμ να πού τριγυρίζουν το ξέφωτο, φροντίζοντας κιόλας; βιαστικά - βιαστικά, νά εξα λείψουν δοτό τό έδαφος τά ί χνη τών ποδιών τους... Μια απόλυτη ησυχία άπλώ νεται μέσα στη ζούγκλα άπό κεΐ και υστέρα... Γιά μερικές στιγμές άπομέ νει ανεξήγητο τό πώς και για τι αδέιασαν μονομιάς τό ξέΦωτο έκεΐνοι ό! τρομεροί άν θρωπος και γιατί παραιτήθη καν άπό την προσπάθεια τους νά συλλάβουν τον Απίθανο αύ τον νάνο... Μά καθώς περνούν δυό-τρία λεπτά σέ κάποια πλευρά του ξέφωτου τά θά μ να παραμερί ζουν... ι “Ένας άνθρωπος, σωστός γίγαντας έχει κάνει την έμφά νισί του και ό άνθρωπος αυ τό^ 5έν είναι παρά ό *Έλ Ρέϋ που βλέποντας μπρος του ξσ φνικά τό έλικόπτερό, πού ξέ ρει ότι πρέπει νά τό έχη φέρη ό Πάντσο Γίγαντας ως έδώ/ μένει μαρμαρωμένος στην αρ χή οπτά τήν έκπληξι.,. “Ύστερα, Αμέσως — όπως ήδη ξέρει ό Αναγνώστης —άρχίζεΐι να ψάχνη γιά νά άνακάλυψη τον ανεκδιήγητο νάνο ...Αλλά του κακού! Ό Πάντσο, τοπαμε και τό ^αναπαμέ πώς έχει γίνει ά φαντος !. Ό *Έλ Ρέϋ, παρσξενεμέ*
ύ νος, μέ χιλιάδες ^ περίεργες σκέψεις στό μυαλό του, γυρΓ ζεί #ιγά - σιγά προς το ελι κόπτερο καί κάθεται πάνω στην ρόδα τόυ για νά συλλογιστη την κατάστασι και νά πάρη αποφάσεις, Όπωσδήποτε έχει άψαιρεθή ασυγχώρητα και τό κατα λαβαίνει πολύ αργά/ δταν ξα φνικά κάτι θηλιές πέφτουν βροχή επάνω του καί τον άρπάζΟυν από χέρια καί πόδια. Ό Έλ Ρέϋ τινάζεται πάνω άλλά του κακού προσπαθεί νά άμυνθή και νά ξεφύγη. Μέσα σέ ελάχιστες στιγμές ό λευκός Κύριος τής Ζούγκλας είναι τυλιγμένος σάν πακέττο μ5 ένα σωρό σχοινιά καί άνίκοα/ος νά κάνη την· παραμι κρή κίνησι.. -Γύρω του έχουν μαζευτή καμμιά τριανταριά' δντα που φορούν στά κεφάλια τους κου κουλές καί τον κυττάζουν σά νά προσπαθούν κΓ εκείνα νά πάρουν άπόφασι τί θά τον κά νουν. Χοροπηδούν καί ξεφωνί ζουν καί χορεύουν καί τράγου δάνε καί κάμουν χίλια καμώ ματα γιά νά άποδείξουν τη χαρά καί τον ενθουσιασμό
τους% λ ^ Μά ξαφνικά, έκεΐ πού ή κα τάστασις έχει γίνει τόσο κρί σιμη γιά τον "Ελ Ρέϋ κι3 έκεΐ πού οι μυστηριώδεις αυτοί άν θρωποι έχουν έρθει γιά τά κα λά στο κέφι- καί οΐ κινήσεις τους αρχίζουν νά γινωνται Α πειλητικές, άκούγεται μιά τρο μερή στριγγλιά νά σχίζη τον
άέρα!
Μιά στριγγλιά πού ^ είναι τόσο δυνατή, ώστε άκούγεται πάνω άπ5 όλο τον σαματά πού κάνουν οι αγριάνθρωποι καί τούς άναγκάζει νά σταμα ι ήσουν καί νά τεντώσουν τ' αυτιά καί τά μάτια τους. Κυττούν... ξανακυττούν. Τί ποτά! Ετοιμάζονται νά ξαναρχί σουν τό γλέντι τους βέβαιοι πώς θάταν κανένα παράξενο πουλί πού στρίγγλισε έτσι καί χάθηκε ύστερα μέσα στην οργιαστική βλάστησι καί άν τε βρές το! Μά τότε ακριβώς άκούγεται γιά δεύτερη φορά μιά φω νή πού είναι τόσο τσιριχτή καί διαπεραστική, πού κανείς δέν αμφιβάλλει πώς τήν έχει βγάλει από τό λαρύγγι του τό ίδιο πλάσμα που έβγαλε καί τήν πρώτη στριγγλιά... Μόνο πού τώρα δέν είναι σκέτη στριγγλιά, παρά είναι φοονή πού έχει άρθρωση φω νήεντα καί σύμφωνα, πού άν τά ένώσης όλα μαζί/ λένε τά έξης: —Σταυροκοπηθήτε, παλιό μασκαρεμένες μαϊμούδες καί σάς έρχομαι! Λαίλαπας, σί φουνας, θεομηνία, καταιγίδα, σάς έρχεται στά κεφάλια σας Τρώω τό φρούτο τής ...άντρει οσύνης καί φτύνω τά κουκού τσια ατό κεφάλι σας! Σκορ πάτε πριν νά κλαΐτε γιά τό χάλι σας!... Θά γίνη τής τα λαιπωρημένης! Βαράτε διάλυσι! Έγω ό Πάντσο ό Π ρω τος, τής Άνατολικομεσημβρι νοδυτικής ζούγκλας, είπα καί
έλάλησα καί οποίος δέν φύγη
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
33
θάναι βλάκας μέ περικεφα λαία!.. "Άλλο ένα και καλή χώνεψι!... Χριστέ μου, πλάκα πού θά γίνη!... "Ολ’ αυτά τά καταπληκτι κά, επειδή δεν θά ύπάρχη κα θείς που νά τά έχη καταλάβη, τά έχει ξεστομίσει ό ανεκδιή γητος Πάντσο Γίγαντας! Καί ό Πάντσο Γίγαντας
βρίσκεται καβαλλημένος πά νω στο κλαδί ενός πελώριου καί πανύψηλου δέντρου/ του πιο ψηλού πού υπάρχει· στήν περιοχή (■!) καί τρώει πρα γματικά φρούτα τής γενναιό τητας., τό ένα ύστερ' από τό άλλο! Πώς^ βρέθήσε εκεί πάνω ό τρομερός καί φοβερός νάνος;
ΤΕΛΟΣ Γ. ΜΛΡΜΑΡ I ΔΗ I Ά-ττοκλί ΐστϊ; Γί··ϋ. Εκδοτικά* ’Επι γειρήσεΐζ Ο.Ε
« © Σέ τρεις περίπου έβδομάδες, κυκλοφορεί ένα ανάγνω σμα που γοήτευσε τά Ελληνόπουλα καί άφησε εποχή:
Πρόκειται για τον Θρυλικό Υπεράνθρωπο, τον άνθρω πο πού ήρθε από κάποιον άλλο πλανήτη προικισμένος μέ έκπληκτικές ικανότητες: Πετάει χωρίς φτερά, έχει δύναμι χιλίων ελεφάντων είναι άτρωτος στις σφαίρες καί στα χτυπήμοσα, έχει μάτι πού βλέπει ακόμη καί στο πιο μαύ ρο σκοτάδι καί έ'χει έναν πολύτιμο βοηθό... τον ατρόμητο Κοντοστούπη, τον πιο γενναίο στη φαντασία καί πιο δει λό στήν πραγματικότητα άνθρωπο του κόσμου! Καί, κά θε ^φορά πού ή άνθρωπότης κινδυνεύει, ό Υπεράνθρωπος δρά κεραυνοβόλα καί συντριπτικά! Καί μαζί του δρά καί... λιποθυμάει ό τρομερός Κοντοστούπης! Σέ τρεις περίπου έβδοιμάδες, κυκλοφορεί
Θά γοητεύση καί θά ένθουσιάση!
Ρ ι
Δ I Α I
\
Ρ § Α ΖΟΥΓΚΛΑΣ
$
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ♦ % V
Ετος Ιον — Τόμος 3ος — Άρ. τεύχους 22—Δραχ. 2 εϊα: Αέκκα 22 (εντός της στοάς)., τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουράς, Στρ. Πλαστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής: Γ. Γεωργιάδης, Σψιγγός 38· Προϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβσσ: λείου, Τατσούλοον 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠ1ΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Αέκκα 22, Άθηναι.
«Ρ*
ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:
Μια ονειρώδης περιπέτεια γεμάτη μέ όλα τά στοιχεία πού θά μαγέψουν καί τον απαιτητικότερο αναγνώστη. Κά θε περιγραφή θά είναι κατώτερη από την πραγματικότητα. ί“4Λ χάση κανείς τό επόμενο τεύχος:
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ
* *
ΑΠΝΓΟΡΞ ΥΜεΝΡ ΣΥΝΤΑΓΗ
ΛΟΗΘΗίΤε Με 4£Ν ΑΙΣΘΡΜΟΗΠΙ Λ/9/7/9.
ΜΣβ£Πβ8 / 4(ΝΠ£ΐ/>»2& Ζί ΧβΝ6Νβ \ ΧΥΗΗΠΘΝ Τ8ΡΝ) ΛΌΖθκθΗέΙθ\ Μ€ ΖΎΥλ9Ρ£!Σ
Κγριε.' Η
ποιοι ε/Νβι
ΜΥΤΟί ΦΡΑλί ά£Μ ΤΟΝ €λ9 ΞΑΝΜΗ
Λ ηοηγ πο υ ζ ο ζ
-/^-/γ ΙΝΓΣ/9 ~0 Τ \~-17£/Ρ/9ΜΡ) ΙΟΥ
ΘΑ ΗΥΤΤΟΥΣΑΜ ΜΜ ΜΑΘΟΥΝ ΠΜ Η£ΝΑ Αηηπ 4εκ θ α ΗΑΟΑυ/βΜ
τίποτε. £Γ9 ο μ 9ι εηρεπε ν ρ >
Μ£ιΝ9 £*£/ ΠΑ ΝΑ ΠΑΡΑηΟΠΟΥ&ϋ ΤΙ ΘΑ ΣΥΜΑΗ.
χχΝεχ / ζειηΐ...
Η ΚΟΙΑΑΑΑ ΜΕ ΤΑ ΦΙΑΙΑ
Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΝΑΠΑ... Λ'ΕΧΑΣ ΑΜΕ
τή Νά-
για με το βέλο νά βαόίζη μέσοτ στην τρομερή ζούγκλα του Μαύρου -Κόρακα, ΐταρακολουβώντας τή συνοδεία των άπσί σιων βασανιστών μέ τά μσστί για καί τών δυστυχισμένων μαύρων αχθοφόρων, πού σι πλάτες τους είναι χαρακωμέ νες τρομακτικά άπό τό· μα στί γω μα καί γεμάτες αΤμσ τα... (*) _(*)
Δ -άίβ'ασε τό πιοοηγούμ'&νο
τείχος1: «?Ό "Εμπορος νάιτ .
του θα-
"Ας ακολουθήσω με λοιπόν κι* έμεΐς τήν πανώρια κοπέλλα/ για νά δούμε τί σκοπό έ χει πηγαίνοντας πίσω απ’ αυτή τή συνοδεία, αναβάλ λοντας γι’ αυτόν τον λόγο άκόμα καί τον αρχικό της σκο πό, δηλαδή νά φτάση κοντά στον πατέρα της, πού έχει τή διαίσθησι ότι κινδυνεύει.... 5Ασφαλώς δεν μπορεί νά σχεδιάζη τίποτ’ άλλο άπό τό νά βοηθήση τούς δυστυχισμέ νους μαύρους νά ξεφύγουν ά πό τήν τυραννία του άπσκρου στικου λευκού κυρίου τους πού πηγαίνει μπροστά, οδη γώντας τους μέσα άπό τό γε μάτο θανάσιμες παγίδες παρΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
4 θένο δάσος... Μέ ττοιό μέσον δμως έχει βάλει· στον νοΰ της πώς εΤναι δυνατόν αυτή, ολομόναχη, να τά βάλη μέ τόσους φοβερούς ■κακούργους; Όπωσδήποτε, ή άτρό'μητη κοπέλλα έχει κατάστρωση το σχέδιό της μες στο «μυαλό της και δεν θά διστάση νά τδ έκτελέση. Βαδίζει ιάσταμάτητα, συ νεχώς μέ τον ϊδιο ρυθμό, πού λές ότι το κορμί της Είναι δε μένο μέ ϊνες ατσαλιού καί δεν ξέρει τί θά πή κούρασι. Οι ώρες κυλούν καί ή ζούγ κλα γίνεται ολοένα πιο πυκνή καί ολοένα πιο μυστηριώδης. Οί κραυγές των δυστυχία μέ νων άνθρώπων πού τά μαστίγια χαρακώνουν τίς πλάτες τους, σιχίζοντας βαθειά τή σάρκα τους, δέν έχουν πάψει ούτε λεπτό ν’ άκούγονται γε μάτες άπόγνωσι καί φρίκη. κραυγές Οί λυσσασμένες των βασανιστών τους πού τούς προτρέπουν νά προχω ρούν συνεχώς, ούτε αυτές δέν έχουν σταματήσει στιγμή. Ή ιμαρτυρική πορεία συνε χίζεται μ’ αύτόν τον τρόπο ώς τό βράδι. Ή Νάγια άνυπομονεΐ. Στο μυαλό της υπάρχει συ νεχώς ό πατέρας της καί συλ λογίζεται μέ τρόμο ότι αυτή ή καθυστέρησίς της πιθανόν νά άπσβή μοιραία γι’ αυτόν. Ωστόσο 6έν μπορεί ν* α φή ση στήν τύχη τους καί ό λους αυτούς τούς άμοιρους μαύρους, πού άν βέν^τούς 6ο•ηθήσει είναι ασφαλώς κατα
Ζ0ΡΡΟ δικασμένοι· στά χέρια τών κα κούργων πού έχουν πέσει... Σ’ όλο αυτό τό διάστημα ή παρουσία τής κοπέλλας δέν έχει γίνει- αντιληπτή από κα νόναν. Ούτε άπό τούς λευκούς δημίους, ούτε άπό τούς μαύ ρους δούλους. Ή Νάγια γλυστράει ϊδια σκιά πίσω άπό τίς φυλλω σιές καί άπό τούς κορμούς τών πυκνών δέντρων, χωρίς νά κάνη τον παραμικρότερο θό ρυβο. Σάν ή νύχτα πέφτει ολο σκότεινη πάνω άπό τήν άδιαπέραστη ζούγκλα, ό άντιπαθητικός λευκός πού πηγαίνει μπροστά σταματάει. Σέ μιά διαπεραστική φωνή πού βγάζει καί πού είναι ή διαταγή του νά κατασκηνώ σουν γιά νά περάσουν έκεΐ τή νύχτα, σταματούν όλοι. Τά μαστίγια σφυρίζουν ά ν ατριχι αστικά μερικές φορές άκόμα καί οί δύστυχοι μαύροι άφίνουν τίς αποσκευές πού κρατούν όλες σ’ ένα μέρος. ιΚ ατόπ ιν πε ρ ι ορ ίζωντα ι έπίσης σ’ ένα μέρος όλοι μα ζί. Τά χέρια καί τά πόδια τους δένονται μέ γερά σχοι νιά/ γιά νά μήν άποπειραθούν νά δραπετεύσουν μές στο σκοτάδι. Έκτος άπ’ αυτή τήν προφύ λαξι όμως καί δυο λευκοί μέ νουν φρουροί κοντά τους μέ τά τουφέκια τους έτοιμα καί προσέχουν άγρυπνα τούς δού λοος/ έτοιμοι νά πυροβολή σουν στήν πρώτη ύποπτη κίνησι πού θά παρατηρήσουν.
0ί ύττάλσιποι ( μαζεύονται δλοι κοντά Οπόν άρχηγό τους, Άπό ένα κιβώτιο των απο σκευών πού μετέφερε κάποιος μαύρος, βγαίνουν τά τρόφι μα που είναι απαραίτητα για τό δείπνο των λευκών. Στους μαύρους δίνουν μό; νο λίγο νερό, για να μην σκά σουν από τη δίψα κι" αυτό φυσικά δεν γίνεται από οίκτο, μά γιατί ακόμα τούς είναι χρήσιμοι και γιά την επόμε νη μέρα οί δύστυχοι αχθοφό ροι. Ή ,Νάγια μέ τό Βέλο τα παρακολουθεί όλ’ αυτά, στις φλόγες τής μεγάλης φωτιάς Ίτού έχουν ανάψει οι συγκεν τρωμένοι λευκοί, πού κι’ αυ τοί πάλι μέ τή σειρά τους, έ χουν ανάψει τη φωτιά γιά νά μπορούν νά παρακολουθούν καλύτερα τις κινήσεις τών σκλάβων τους αλλά καί γιά νά μην άφήσουν τά άγρια θη ρία νά πλησιάσουν στην κατασκήνωσί τους καί νά τούς επιτεθούν. Οι ώρες τής νύχτας αρχί ζουν νά κυλάνε μ’ αυτόν τον τρόπο. Ή ,Νάγια κρυμμένη καλά πίσω άπο τή φυλλωσιά ενός φουντωτού θάμνου, περιμένει άνυπόμονα. Τέλος τό δείπνο τών λευ κών τελειώνει· καί οί τελευ ταίοι αυτοί πέφτουν νά κοιμη θούν. Δεν άργεί νά τούς πάρη ό ύπνος. Μένουν άγρυπνοι μόνο οί δυο φρουροί πού φυλάνε τους αιχμαλώτους.
,Ή Μάγια 8έν κάνει κάμμιά ένέργεια. -έρει ότι σέ μιά τέτοια πε ρίπτωση κάθε βιασύνη μπο ρείς νά είναι καταστρεπτική. ^Ωρες ολόκληρες περνούν καί ή ατρόμητη κοπέλλα κά θεται ολομόναχη μες στη ζούγκλνα, άκούγοντας τούς ή χους τών βημάτων τών δια φόρων θηρίων πού τριγυρί ζουν εκεί κοντά, έχοντας μυριστή τή μυρωδιά των άνθρώ πων αλλά μην τολμώντας νά πλησιάσουν πάρα πολύ , στο ση'μεΐο πού βρίσκονται/ επει δή τά φοβίζουν οι φλόγες τής μεγάλης φωτιάς. λΉ πρώτη βάρδια τών φρου ρών έχει αλλάξει πιά καί οί δυο καινούργιοι πού ήρθαν στη θέσι τών πρώτων, αγου ροξυπνημένοι όπως είναι μέ σα στη νύχτα, αρχίζουν από πολύ νωρίς νά κουτουλάνε. Δεν κοιμώνταί. βέβαια αλ λά δεν είναι καί νηφάλιοι, ώστε νά προσέχουν πολύ προς τό μέρος τών δυστυχι σμένων μαύρων. Έξ άλλου αυτοί οι τελευ ταίοι ούτε κινιούνται καθόλου. Κουρνιασμένοι ρλοι μαζί σ’ ένα μέρος, κοιμώντα· βαθειά, τσακισμένοι όπως είναι από την κούρασι καί άπό τίς τρο μερές ταλαιπωρίες πού έχουν περάσει. Τά κορμιά τους, ξεσχισμέ να άπό· τό μαστίγιο τών βα σανιστών, φλέγονται άπό τον πυρετό. Ό ύπνος τους μοιάζει πε ρισσότερο μέ θάνατο...
Ή
Νάγια
καταλαβαίνει
■Μ>1'Μβα«ΜΜάΒΜΪΪΜ*&ΐΜ πώς έχει φτάσει ττιά ή ώρα πού πρέπει νά δράση... Άφίνει τη θεσι της και προ χωρεΐ μερικά βήματα ακόμα προς το -μέρος τής κατασκηνώσεως. Σταματάει. Δεν μπορεί νά προχωρήση περισσότερο. Ή ανταύγεια τής φωτιάς φτάνει ώς οούτήν τώρα και άν κάνη ακόμα κι* ένα βήμα έ στω, θά κινδυνεύη νά την δια κρίνουν σι δυο φρουροί. Αυτό δεν την κάνει νά υ ποχώρηση. ■ Εξετάζει μιά φορά την έκτασι καί την άπόστασι πού πρέπει νά διανύση και πέφτει μπρούμυτα.
λ "Αρχίζει νά σέρνεται οτή Υη άάν πραγματικός φίδι. Τό υπέροχο κορμί της εί ναι ίάπιστευτα έξασκημένο. Καθώς έρπει κάτω στά χόρ τα, βέν κάνει τον παραμικρό τερο θόρυβο. Φυσικά προχωρεί πολύ σι γά. αέρει ότι στο πρώτο λά θος της πού θά κάνη τούς φρουρούς των μαύρων νά κυττάξουν κατά τό μέρος της, θά είναι οριστικά χαμένη... Κάθε τόσο σταματάει καί σηκώνει μέ προφύλσςι τό κε φάλι της πάνω απ' τά χόρτα πού την κυκλώνουν. Οί δυο λευκοί κάθονται πάντοτε ακίνητοι στις θέσεις τους καί τά γλαρωμένα μά-
τια τους κυττάζουν κι* αυτά συνεχώς στο ίδιο σημείο. Κάβε τόσο μέσ5 άπ3 τη ζούγκλα άκούγονται άγρια μουγγρητά των κούγκαρ καί των τζάγκουαρ και τοΰ πού μα, ττού παραμονεύουν ύπου λα τά θύματά τους έχοντας βγή γιά κυνήρι. "Αν έξαφνα συμβή κάτι πού νά άναγκάση τούς δύο φρου ρούς νά πεταχτουν άπό την προσωρινή αυτή νάρκη στήν οποία έχουν πέσει, ή θέσις τής κοπελλας θά εΐναι θανά σιμα επικίνδυνη, γιατί οί α παίσιοι αυτοί κακούργοι δεν θά διστάσουν νά τήν πυροβο λήσουν. Αλλά ή Νάγια με τό Βέλο
•είναι ατρόμητη μπροστά στόν θάνατο κι·3 ιεχει αποφασίσει νά -φτάση ως τον σκοπό της, χωρίς νά λογάριάση τήν περίπτωσι δτι μπορεί νά χάση καί τή δική της ζωή. Κάθε φορά πού βγαίνει στή ζούγκλα καί οποίον κι* άν πρόκειται νά βοηθήση, πάντα ή ζωή της κινδυνεύει, τή μ ιά φορά πιο πολύ καί τήν άλλη λιγώτερο. ■Πόντο - πόντο πλησιάζει ολοένα τούς δυο μισοκοιμισμένους φρουρούς. ^ Συγχρόνως πλησιάζει α κόμα περισσότερο προς τό μέρος πού βρίσκονται οί δε μένοι χειροπόδαρα μαύροι. Μ' όλο τό θάρρος της/ δέν
Ιΐνσι βέβαια ασυγκίνητη αυ τή την κρίσιμη ώρα. Ή καρδιά της χτυπάει δυ νατά. Δεν φοβάται για τή δική της ζωή, ^άλλά καταλαβαίνει πώς θά είναι αμαρτία για Ο λους αυτούς τούς δυστυχισμέ νους, νά φτάσουν τόσο κοντά στην άπελευθέρωσί τους και νά τούς την στέρηση μιά κα κή τύχη. Τελικά φθάνει κοντά σ’ έ ναν μεγαλόσωμο δούλο πού κοί’μάται με τό στόμα ανοι χτό, ακίνητος σαν νεκρός. Ή Μάγια άκοομπαει τό χέ ρι της στην καρδιά του άνάλα φρα και μόλις έτσι βεβαιώνε ται οτι ό άνθρωπος αυτός ζή. Κόβει γρήγορα - γρήγορα τά σχοινιά πού τον κρατούν αιχμάλωτο και προχωρεί στο δεύτερο δίπλα σ’ εκείνον, χω ρίς ό πρώτος νά έχη. ξυπνήσει επειδή ελευθερώθηκε άξαφνα. Ή Νάγια ελευθερώνει καί τον διπλανό του κι’ ύστερα εν συνεχεία καί τρίτον καί τέ ταρτον. Κάποιος απ’ όλους ξυπνάει τή στιγμή πού ή θαρραλέα κοπέλλα τού κόβει τά σχοι νιά του κι’ εκείνη κάτι του ψι θυρίζει στ’ αυτί. "Υστερα ενώ ή κόρη τής Ζούγκλας συνεχίζει νά έλευθερώνη καί τούς υπόλοιπους, ο μαύρος εκείνος αρχίζει νά σκουντάη τούς διπλανούς του καί νά τούς μιλάη πολύ σιγά μες στ’ αύτί τους καί μέ νοή ματα —πού εΤναΙ άκόμα πιο αθόρυβα— οπήν τρεμάμενη Ανταύγεια της φωτιάς πού
φίάνει ώς τό .μέρος τους, Σέ δέκά λεπτά ακόμα/ 6έν έχει μείνει ούτε ένας από τούς δύστυχους σκλάβους ξύ πνιος, ιέκτός ιάπό έναν πού δεν πρόκειται νά ξυπνήση ποτέ, γιατί έχει ύποκύψει στις τρο μακτικές κακουχίες καί στις μαστιγώσεις καί ή βασανισμέ νη ψυχή του έχει πετάξει ε λεύθερη στον ουρανό... ιΓιά νά γίνουν όλ’ αυτά, δέν. έχει δημιουργηθή ό παραμι κρός θόρυβο. 01^ φρουροί δέν έχουν άντιληφίθή τίποτα καί εξακολου θούν νά βρίσκωνται σ’ εκείνη τήν άβάσταχτη νάρκη πού κά νει τά κεφάλια τους νά γέρ νουν ολοένα ^μπροστά, μέ κίν δυνο νά σωριαστούν κάτω καί νά μείνουν κουλουριασμένοι καί αποκοιμισμένοι οριστικά σπή Υή· ^ Αυτό όμως πού δέν παθαί νουν μόνοι τους, τούς βοηθούν νά τό πάθουν οί μαύροι σκλά βοι. Ξαφνικά πετιώνται όρθιοι σάν μανιασμένα θηρία καί ρίχνονται εναντίον των βασα νιστών τους. Ή δουλειά γίνεται κι’ αυτή τή φορά τόσο τέλεια, κάτω α πό τίς οδηγίες τής Νάγιας μέ τό Βέλο, πού όλα τελειώ νουν χωρίς κι’ αυτή τη φορά ν’ άκου στη τίποτα. Οί δυο φρουροί δέν προλα βαίνουν νά καταλάβουν τί γί νεται καί νά συνέλθουν από την υπνηλία τους. Όλόμαυρα, άτσαλένια χέ ρια απλώνονται οπούς λαι μούς τους μ| μιά τέτοια γρη
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γοράδα, σαν νά τάχει γεννή σει τό σκοτάδι. Τά μάτια τους γουρλώνουν και τά χέρια τους κινιώνται σπασμωδικά αλλά μάταια. Του κάκου προσπαθούν νά βγάλουν έστω κΓ έναν ήχο α πό τό λαρύγγι τους. Μέσα σέ λίγα δευτερόλε πτα δεν υπάρχουν πιά στη ζωή. Τά όπλα τους περιέρχονται στά χέρια των δύστυχων μαύ ρων, πού αυτή τη στιγμή τούς χαμογελάει ή ελευθερία. Τό μίσος τους εΐναι τρομε ρό εναντίον των λευκών πού κοιμώνται λίγο πιο πέρα, μέ σα στή μεγάλη σκηνή. Είναι αποφασισμένοι νά χυ θουν εκεί μέσα καί νά πάρουν έκδίκησι .από τον Απαίσιο έ μπορο τού θανάτου τον χον τράνθρωπο πού εΐναι Αρχη γός τής φοβερής αυτής απο στολής. ιΓιατί ό σατανικός αυτός άνθρωπος ιέχει γεμάτα τά κιβώτιά του μ' φοβερά ναρ κωτικά τά όποΐα πουλάει στά διάφορα πρωτόγωνα χωριά τής ζούγκλας, στις πιο απά τητες περιοχές της και γεμί ζει μέ χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες από τούς φύλαρχους και τούς χωριάτες, πού δεν μπορούν πιά νά κάνουν χωρίς τά ναρκωτικά και βρίσκουν σιγά - σιγά φοβερό Θάνατο Από την έπίδρασί τους καί ο λόκληρα τά χωριά τους ξε κληρίζονται. Οί μαύροι ξέρουν τί υπάρ χει στά κιβώτια πού μεταφέ ρουν καί θέλουν νά εκδικηθούν
9 γιά τό κακό πού έχει γίνει στούς άλλους Αδερφούς τους καθώς καί στούς Ινδιάνους πού έχουν τά χωριά τους σ' εκείνες τις ζούγκλες. Θέλουν νά Εκδικηθούν καί νά καταστρέψουν καί νά σκορ πίσουν στούς πέντε Ανέμους τό περιεχόμενο των κιβωτίων γιά νά μήν φτάσουν ποτέ σέ χέρια άλλων Ανθρώπων καί τούς κάνουν δυστυχισμένους καί τούς χαρίσουν τον βασα νιστικό θάνατο των ναρκωτι κών... Ό νόμος τής ζούγκλας εί ναι σκληρός... Ή Μάγια τό ξέρε( αυτό καί δέν διστάζει νά τον έφαρμόση... — Εμπρός!, λέει στούς μαύρους πού στέκουν ολόγυ ρά της καί τήν κυττούν ιμέ τέ τοιο σεβασμό καί δέος, σαν νά μήν εΐναι άνθρωπος, παρά καμμιά θεά τής νύχτας. Ε μπρός!... Τιμωρήστε τους ό πως τούς Αξίζει!... 'Άν ζήσουν, θά σπείρουν κι5 Αλλού τον όλεθρο καί τή δυστυχία! Αυτό περίμεναν. Μέ μανιασμένες κραυγές χύνονται μές στή^ σκηνή τών λευκών βασανιστών πού ώς αυτή τή στιγμή κοιμώνται βα θειά, μήν έχοντας άντιληφθή τό παραμικρό απ' ότι συμβαί νει γύρω τους. Καί οΐ πιο πολλοί απ’ αυ τούς δέν προλαβαίνουν ούτε νά ξυπνήσουν καν καί Από τον εναν ύπνο μετακομίζουν στον άλλον — τον Αιώνιο... Μά κΤ εκείνοι πού ξυπνούν δέν προφταίνουν νά προβάλ
10 λουν καμμιά άντίστασι στους επιδρομείς. Ό Απαίσιος έμπορος του θανάτου, ό φρικτός χοντράν θρωπος πού έχει βυθίσει στον θάνατο ολόκληρες περιοχές, χωρίς κανέναν οίκτο, ενδια φερόμενος μόνο νά πλουτίση ο ίδιος, βρίσκει αυτή τη φο ρά τη δίκαιη τιμωρία του και δεν πρόκειται πια νά βλάψη κανένα άνθρωπο κι5 ούτε νά μαζέψη άλλο χρυσάφι κι* άλ λα πολύτιμα πετράδια... Σ έ δέκα λεπτά τό πανηγύ ρι του θανάτου έχει τελειώσει οριστικά καί .ένα άλλο πα νηγύρι Αρχίζει ευθύς αμέσως. Οΐ δύστυχοι μαύροι γιορτά ζουν την αναπάντεχη απελευ
ΖΟΡΡΟ θέρωσή τους μέ πραγματικά πρωτόγονο τρόπο. Μέσα σέ μιά στιγμή τό κι βώτιο των τροφίμων έχει κυ ριολεκτικά αδειάσει καί οί α φανισμένοι από τήν πείνα σκλάβοι δεν έχουν αφήσει τί ποτα μέσα.... "Υστερα χορτασμένοι κά πως καί νοιώθοντας τις δυνά μεις τους νά ξαναγυρίζουν στά δυνατά κορμιά τους, ρί χνουν κι* άλλα ξύλα στή φω τιά κι* αρχίζουν νά χορεύουν γύρω από τις φλόγες της, τούς Λάγρ·ιούς χορούς τής μα κρύ νής τους πατρίδας... Ή ευτυχία^ πού λάμπει στις κόρες των ματιών τους εΐναι τόσο μεγάλη πού δεν
"Ολόμαυρα, άτσαλένια χέρια απλώνονται στους λαιμούς τους...
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
περιγράφεται. Ή Νάγια με τό^Βέλο ώστό σα καταλαβαίνει δτι ή απο στολή της έχει τελειώσει σ’ εκείνο το μέρος και δτι πρέπει τώρα νά συνέχιση τον δρόμο της, που τον διέκοψε για νά δατελευθερώση τούς μαύρους. Βλέπει τούς τρελλούς άττό ευτυχία άνθρώπους νά χορο πηδάνε γύρω άπ’ τη φωτιά με τραγούδια και σκέπτεται δτι πρέπει νά ξεκινήση αυτή τή στιγμή κιόλας γιά νά κερδίση τις ώρες πού απομένουν ώς τό ξημέρωμα. "Ισως ό πατέρας της νά έχη^ μεγάλη ανάγκη από τή βοήθεια της καί ίσως οι ώρες αυτές νά σταθούν μοιραίες
11
γιά τήν ζωή του/ άν τις άφήση νά κυλ ή σουν άνώφ ελα... Κάθε στιγμή χαμένη μέσα στήν παρθένα ζούγκλα του "Ανω Αμαζόνιου, μπορεί νά σημαίνη κΓ άττό έναν θάνα το!... ΤΟ ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ
ΪΪ ΡΈΠΕΙ
νά
πούμε
πώς δεν είναι καθόλου υπερ φυσικός ό τρόμος με τον όποι ον ό κοντοστούπης Πάντσο Γίγαντας, έφτασε στήν κορ φή του ψηλότερου δέντρου τής περιοχής, έστω κΓ άν τά χαμηλώτερα κλαδιά του άρχί-
12 ζουν πολλά μέτρα πάνω από την επιφάνεια τής γης. \Απλώς ό ανεκδιήγητος νά νος φάνηκε τυχερός... "Ας μην ξεχνάμε δτι την τελευταία φορά πού είχαμε νά κάνουμε μαζί του, τον α φήσαμε μέσα σε μια κατασκό τεινη ....τρύπα, στην οποία χώθηκε για νά γλυτώση από έκεΐνα τά φοβερά «κουκουλο φόρα» πλάσματα που τον κυ νηγούσαν μέ φανερά εχθρικές διαθέσεις. Και άς θυμηθούμε ότι τά πλάσματα αυτά, προσπάθη σαν αλλά δεν μπόρεσαν νά μπούν κι3 έκεΐνα στην «τρύ πα» μαζί του, γιά νά τον κυ νηγήσουν, έπειδή δεν χωρού σαν. Τό βέβαιο εΐναι πώς ή πα ράξενη αυτή «σπηλιά» δεν ή ταν παρά μιά κοινή —κοινό τοπη— κουφάλα, στον πελώ ριο κορμό ενός άπο κείνα τά αιωνόβια δέντρα, τού ψηλότε ρου τής περιοχής! Καί καθώς ή κουφάλα έκεί νη είχε φάει μέ τά χρόνια πού πέρασαν τό εσωτερικό όλόκλη ρου τού πελώριου δέντρου, εί χε φτάσει ώς την κορφή του επάνω, είχε γίνει δηλαδή ένα είδος καμινάδας πού φτάνει ώς τή στέγη τού σπιτιού καί βγαίνει στά κεραμίδια! "Έτσι λοιπόν 0 ύπερτυχε ρός Πάντσο Γίγαντας πού σκαρφάλωνε χωρίς τελειωμό, •μην μπορώντας νά ψανταστή πού βρίσκεται καί πού πη γαίνει καί έχοντας σκάσει α πό την άγωνία του πού βαστούσε τόσο πολύ εκείνη ή ε
πικίνδυνη καί δύσκολη άνά'βασις μέσα στο πηχτό σκο τάδι, βγήκε καμμιά φορά πά νω στά πρώτα φύλλα τοΰ πα νύψηλου δέντρου καί βλέπον τας τόσα μέτρα κάτω από τά πόδια του τή γή έτσι απότο μα, παραλίγο νά λιποΟυμίση καί νά έρθη κάτω ξερός! "Αν δεν λιποθύμισε είναι γιατί μέ τή γή πού τήν εΐδε σάν πιάτο τόσο χαμηλά, είδε καί κάτι άλλο πού καί μόνο ή θέα του κατάφερε νά τού δώση ένα θάρρος πρωτοφανές γιά τον Πάντσο: Τά περίφημα φρούτα τής γενναιότητας, άφθσνοΰσαν πά νω στά κλαδιά τοΰ δέντρου του! Δέν είχε παρά νά άπλώση τό χέρι του έτσι καί νά μαζέψη όσα απ’ αυτά ήθελε! Καί μόνο λοιπόν μέ τήν ι δέα, όπως είπαμε, πώς θά γι νόταν πάλι ατρόμητος, σέ μιά στιγμή μάλιστα έτσι κρίσιμη σάν κι* αυτήν, πήρε θάρρος προκαταβολ ικώς! ^ νΑπλωσε πραγματικά τό χέρι του, πήρε ένα απ' αυτά τά θαυματουργά, ομολογούμε νως φρούτα τής ζούγκλας τοΰ "Ανω 'Αμαζόνιου καί τό κατα βρόχθισε χωρίς περιστροφές. 5Αμέσως πήρε καί δεύτερο. "Οταν τέλειωσε μ3 αυτό, άρπαξε στά γρήγορα καί τρί το καί τό καταβρόχθισε κι3 αύτό, γιά νά ακόλουθήση τέ ταρτο καί ύστερα πέμπτο! Ό φουκαράς ό Πάντσο, λογάριασε δηλαδή ότι άν φάη πάρα πολλά μαζεμένα, πολύ πιθανόν νά παραγίνη γενναΐ-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ος η νά γίνη για πάρα πολύν καιρό, να κράτηση ας πούμε ή περίοδος πού θά κάνη τούς άθλαυς του, άλλο τόσο όσο κράτησε κ·Γ εκείνη τοΰ Ηρα κλή, πού δέν αποκλείεται νάφαγε κΓ εκείνος κανένα τέ τοιου είδους καρπό καί έμει νε διάσημος από τότε στην ιστορία! Και ακριβώς, για νά μην τά πολυλογούμε, πάνω στη στιγμή αυτού τού «λουκουλείου γεύματος» των φρούτων τής γενναιότητας άπό μέρους τού Πάντσο Γίγαντα, φάνη καν κάτω άπ’ το απίστευτο φρούριό του οι αγριάνθρωποι μέ τις κουκούλες —πού είχαν έξαφανισθή πάλι ώσπου ν5 ά~ νέβη, ό νάνος έκεΐ πάνω. Φανήκαν κι5 ακούστηκαν οι άγριες φωνές τους. Στην αρχή ό φουκαράς ό Πάντσο ιΓίγαντας, ενοχλημέ νος άπό τά φύλλα τού δέν τρου του, δεν μπορούσε νά διακρίνη τί ακριβώς έκαναν οί δ ιαβολάνθρωποι. Καταλάβαινε ότι μέ κά ποιον τά είχαν μάλλον ή πι θανόν νάπαιζαν κανένα παι χνίδι ■—-έτσι σκεπτόταν ό Πάν τσο Γίγαντας— καί γΓ αυτό βρίσκονταν όλοι μαζί ένα κου βάρι κάτω στή γή, σάν νά πά λευαν. Τελικά τά πράγματα ξεκα θάρισαν κάπως. Ό νάνος είδε καθαρά πώς οι «κουκουλάνθρωποι» παρά τησαν στή μέση ένοα/ σωματώ δη άνθρωπο δεμέναν σάν κου βαρίστρα πραγματικά άπό τά πολλά σχοινιά πού ήταν
1$ τυλιγμένα γύρω του και εκεί να! άρχισαν νά χοροπηδούν μανιασμένα γύρω του όπως τό συνηθίζουν όλοι οί άγριάν θρωποι σ’ όλα τά μέρη τού κόσμου, ότι λογής κι* άν εί ναι ! — Μυστήριο!, μουρμούρι σε ό (Πάντσο τήν πρώτη στι γμή πού τό είδε αυτό. Δέν... ζαλίζονται έτσι πού στριφογυ ρίζουν; Καί ύστερα παρατηρώντας καλύτερα τον άνθρωπο πού ήταν δεμένος μέ τά σχοινιά, ξανάπε: — Σάν γνωστός μού φαί νεται αύτός, μά τήν πίστι μου ! Κάποτε ξανάδα έναν τέ τοιο τύπο πού γυρνούσε στή ζούγκλα έτσι μέ τό μαγιώ κι* έψαχνε νά βρή ποτάμι γιά νά ...κάνη βουτιά!... Άπό τά λόγια του φαίνε ται καθαρά ότι τό μυαλό τού Πάντσο Γίγαντα είναι σκοτι σμένο καί αυτό πάει νά πή ότι τό «φρούτο τής γενναιό τητας» έχει αρχίσει νά «ενερ γεί» στον οργανισμό του καί τού έχει σκοτίσει προσωρινώς έτσι τή σκέψι... Στο μεταξύ ό χορός καί τό πανηγύρι των αγριάνθρωπων γύρω άπό τό πεσμένο καί δε μένο κορμί τού Έλ Ρέϋ, συνε χίζεται πάντα μέ ολοένα γρηρ γορώτερο καί άγριώτερο ρυθ μό. Ό Πάντσο ξαναξύνει τό κεφάλι του. — Χοροδιδασκαλείο θά εί ναι!, μουρμουρίζει μοναχός του μέ θαυμασμό. Καί δέν ήξερα τή διεύθυνσι νάρθω.
ΖΟΡΡΟ
14 που ήθελα νά ξέρω χορό, γιά να μή μπας και μου συατήση την άδερφούλα της εκείνη ή Νάγισ!... "Αν θελήσω νά ξανάρθω, θά θυμάμαι δτι είναι κάτω από ένα δέντρο, μες στη ζούγκλα! "Ετσι θά τό βρω αμέσως! Μά ή σκέψις του ξαστερώ νει σιγά - σιγά. Τά μάτια του που έχει πέ σει· μπροστά τους ένα πα ράξενο σύννεφο και δεν τον α φήνει νά διακρινή καθαρά, κα θαρίζουν λίγο - λίγο καί τό σύννεφο διαλύεται... — Μπά!, λέει πάλι ξύνοντας τό κεφάλι του. Δεν είναι χοροδιδασκαλείο, γιατί δεν έχει καθόλου ντάμες καί
μονάχα καβαλιέρους!... Μπά. Τώρα κατάλαβα τί γίνεται! Κλαΐνε έναν της οικογένειας! Φαίνεται· πώς έχει πεθάνει ε κείνος ό ψηλός πού τον έχουν στη μέση καί τώρα κάθονται καί τον μοιρολογάνε!... Βρε τον φουκαρά! Δεν τίς αντέχω τέτοιες σκηνές, έπειδή είμαι πάρα πολύ ευαίσθητος στην ψηχή! .Πρέπει νά θυμηθώ νά τούς στείλω συλλυπητήρια σε μιά κάρτα... ή τό πολύ σε δυο επειδή είναι πολλοί... Ό Πάντσο τρίβει τά μάτια του γιά νά τά καθαρίση από τά δάκρυα καί άσχετον πού δεν είναι· καθόλου δακρυσμέ νος. Μόλις όμως τελειώνει με
Το δικό τον μαχαίρι καρφώνεται στον λαιμό του φονιά
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Τούς έρχεται
ί»
ό πεπιεσμένος άέρας στα μούτρα!...
τό τρίψιμο των ματιών του, κάτι καινούργιο πού βλέπει του κάνει πάλι έντύπωσι. Βλέπει άτι ό άνθρωπος πού είναι δεμένος άνάμεσα ατούς άλλους, σαλεύει! — Πάει! θά τό χάσω καί σιγά καί τό πολύ πού είχα!, ψιθυρίζει μέ μοναδική είλικρί νεια. Καλέ, πουλάκι μου, αυ τός είναι ολοζώντανος, τής ώρας! Τί> τον μοιρολογάνε; Μπάς καί βιάζονται γιά νά γλυτώνουν ώρα από την κη δεία; έπειδή οΐ γιατροί τον έχουν άποψασισμέναν; Ωστόσο άτι κι5 άν κατεβάζη τό χαζό κεφάλι του Πάντσο Γίγαντα, οι στιγμές πού περ νούν -φέρνουν τον ’Έλ Ρέϋ πο
λύ κοντά στο τέλος του, για τί οι μυστηριώδεις άνθρωποι μέ τις κουκούλες, ανήκουν σέ μια θρησκευτική αϊρεσι τών Ινδιάνων, πού λέει πώς πρέπει αυτοί, μέ τά κεφάλια σκεπα σμένα καί τά μάτια κλειστά μπροστά στο αΐμα καί στον Θάνατο, νά θανατώσουν ώς τον τελευταΐσν άλους.. τούς λευκούς πού έχουν πατήσει τό πόδι τους στήν χώρα αυτή, πού τούς ανήκει δικαιωματι κά, άφού ήταν πάντοτε ή χώ ρα τών Ινδιάνων καί οί λευκοί είναι κατακτηταί!... -αφνικά άμως καί τό κεφά λι τού Πάντσο Γίγαντα ξαστε ρώνει ξαφνικά καί αυτό έχει ώς συνέπεια νά Ιδη τον δεμένο
16 *Έλ Ρέϋ καί να τον αναγνώρι ση ποιος είναι ! Μόλις τότε άφίνει αυτή την τρομερή κραυγή πού ακούσα με στο προηγούμενο τεύχος και πού αναγκάζει τούς «κουκουλαφόρους» Ινδιάνους να σταματήσουν τον χορό τους και να ψάχνουν ολόγυρα χω ρίς νά μπορούν νά διακρίνουν τίποτα!... Και τότε ό Πάντσο, στ ή βιασύνη του και τή μεγάλη του επιθυμία νά σώση τον *Έλ Ρέϋ από τά χέρια εκείνων των αγριάνθρωπων πού κυνηγού σαν κι5 αυτόν τον ίδιο μόλις προηγουμένως, άρπάζει ακό μα ένα φρούτο κι5 αρχίζει να τό τρώη γρήγορα - γρήγορα, για νά γίνη άκόμα περισσό τερο... γενναίος, μήπως δεν τού φτάνει τόσο όσο έχει· γί νει ως τώρα γιά νά τά βάλη ιμέ τόσον κόσμο. Και έχει δίκιο νά τό λογά ρι άζη τό πράγμα αν θέλουμε νά είμαστε δίκαιου γιατί, ό πως τδχουμε ξαναπή κι* άλλο τε, άλλο τό νά είσαι γενναίος σάν Ηρακλής και άλλο νά είσαι τρελλός γιά δέσιμο! Ό Πάντσο μέ τό νά γίνη γενναίος δεν θέλει νά χάση τή ζωή του, αλλά νά σώση εκεί νη τού φίλου του τού Έλ Ρέϋ! > Και τότε μόνο ή γενναιό τητα έχει τή θέσι της και τή σημασία της, όταν συνοδεύ εται καί από τή λογική. ιΓιατί γιά νά χάση κανείς τή ζωή του δεν χρειάζεται νά είναι γενναίος καί φτάνει καί περισσεύει νάναι θεότρελλος.
ΖΟΡΡΟ "Αλλο πράγμα τώρα άν έ νας, πού δεν είναι γενναίος, δεν μπορεί ποτέ νά κάνη αυτό τό σπουδαίο κατώρθωμα πού κάνει ό ,Πάντσο Γίγαν τας, ό οποίος —σημειωτέον — βρίσκεται σε ύψος τουλά χιστον τριάντα μέτρων πάνω δοτό τή γη, τή στιγμή πού άπαγγέλλει εκείνον τον περίφη μ ο μ ονόλογο πού γράφτη κε ήδη. * Αρπάζει ένα φυτικό σχοι νί πού κρέμεται πλάϊ του καί τραβώντας τό μαχαίρι του — πού τό έχει μόνο γιά φιγούρα στή θήκη τής ζώνης του ό Πάν τσο τον καιρό πού... δεν τρώει φρούτα γενναιότητας— άφίνει τό κορμί του νά κατρακυλύση μέ τήν ταχύτητα τής α στραπής προς τό έδαφος καί ακριβώς προς τό μέρος πού βρίσκονται οί άθλιοι εκείνοι δολοφόνοι μέ τίς κουκούλες. Καθώς κατεβαίνει δέν πα ραλείπει κιόλας νά τσιρίζει ά κόμα κι5 άλλα άπ5 όσα είπε πριν ξεκινήση: — Εμπρός! Σάς κηρύτ τω τον πόλεμο έπισήμως κι’ ελάτε νά τά βγάλετε πέρα μέ τήν όρμή τής καταιγίδας καί τή φωτιά τής αστραπής, πού συμπεπυκνωμένα σέ ένα, μάς κάνουν τον Πάντσο Γίγαντα τον ημίθεο, πού θά τον γρά φουν οι ιστορίες καί στά οπι σθόφυλλα! "Ενας - ένας πού θά πεθαίνη νά φωνάζη έναν α ριθμό γιά νά θυμάμαι πόσοι μού μένουνε ακόμα!... Φυσικά κανείς δέν άκούει τά εξωφρενικά λόγια τού Παντσο,
ΤΗΣ ίόΥΓ&ΛΑΣ Ο! «κουκοι/λοφόροι», πού στην αρχή κάπως θορυβήθη καν βλέποντας εκείνον τον άν θρωπο άνεβασμένον πάνω στο πανύψηλο δέντρο πού δεν τό χωράει ή φαντασία τους πώς είναι δυνατόν νά έφτασε, τώ ρα που τον ξαναβλέπουν νά κατεβαίνη προς ιτά κάτω κά νουν χαρά μεγάλη, γιατί βλέ πουν πώς είναι ολομόναχος και επομένως δεν έχουν νά φοβώνται τίποτα απ’ αυτόν! Μιά καί δυο λοιπόν, ρί χνονται όλοι ·μαζί προς τό μέ ρος του .μέ άγρια ουρλιαχτά καί μέ άπλωμένα τά χέρια γιά νά τον γραπώσουν. Ό ιΠάντσο πού ήταν έτοι μος ν’ άφήση τό σχοινί του καί νά πηδήξη, κάτω καί πριν άκόμα σταματήση ή φόρα πού έχει, δίνει μόνο μιά μέ δύ να μ ι κάτω στο έδαφος μέ τά πόδια του καί κρατώντας παν τα τό σχοινί, κάνει ένα θεώρατα σάλτο καί περνάει επά νω απ’ όλους τούς αντιπάλους του ερχόμενος ιάντί'θε'ια μ’ αυ τούς, κρεμασμένος από την άκρη του σχοινιού του σάν α ράχνη από τον ιστό της. — Νά ερχόσαστε ένας ένας άν Θέλετε νά σάς κόψω τά λαρύγγια!, τσιρίζει ό φο βερός καί τρομερός νάνος. Έτσι όλοι μαζί, μέ δυσκολεύε τε, καλέ χαζοί! Τί κάνεις ε σύ εκεί πέρα, άλητήριε; Λυτό τό τελευταίο τό έχει πή σ’ έναν από τούς δολοφό νους πού έχει άπομείνει πάνω από τον δεμένο ’Έλ Ρέϋ καί βλέποντας τον κίνδυνο νά την γλυτώση, Θεωρεί κ αλό νά τον
σκοτώση από τώρα γιά νά ξεμπερδεύη! Έχει υψώσει ένα πελώριο μαχαίρι πάνω από τό κεφάλι τού λευκού γίγαντα, πού αυ τή τή στιγμή πιστεύει όριστι κά ότι έχει έρθει ή τελευταία του ώρα, γιατί δέν μπορεί νά σαλέψη ούτε τόσο δά γιά νά άμυνθή, έτσι όπως τον έχουν τυλιγμένον μέ τά σχοινιά... 0 ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ / 0
ΓΕΝΝΑΙΟΣ των γεν
ναίων είναι σ’ αυτή τήν περίπτωσι ό Πάντσο Γήγαντας έ στω κι’ άν είναι... έρζάτς, δη λαδή ήρωας! Ό δολοφόνος δέν προλαβαί νει νά κατεβάση τό μαχαίρι του πάνω στον ανυπεράσπι στο ’Έλ Ρέϋ. Σάν αστραπή ό νάνος έχει ριχτή επάνω του καί τό δικό του μαχαίρι καρφώνεται στο λαιμό τού φονιά πού βγάζει έναν αηδιαστικό ρόγχο καί σωριάζεται κάτω σφαδάζον τας. Ό Πάντσο Γίγαντας .μοιά ζει μ έ άφην ι ασ μένο * άλογο ή άκόμα καλύτερα μέ αφηνια σμένη τίγρι. 01 κινήσεις του, ή ταχύτη τά του, ή άφοβία του, ή μα νία του εναντίον των «κούκου λοφόρων» πού Θέλουν νά σκο τώσουν τον φίλο του, είναι πράγματα πού κανείς ποτέ, όσο αισιόδοξος κι’ άν ήταν, δέν θά μπορούσε νά τά περιμένη απ’ αυτόν τουλάχιστον!
ιβ
'Ο Πάντσο Γίγαντας κάνει το «σάλτο μο.οτάλε» εναντίον των κακούργων.
Πρόκειται γιά μιά πραγμα τική θεομηνία πού έχει πέσει πάνω ατά κεφάλια των φονιά δων και όχι για έναν ασήμαν το νάνο και μάλιστα τον πιο φοβητσιάρη πού έχει πλάσει ή φύσις! Την πρώτη στιγμή δηλαδή, πού 6 πρώ'τος φονιάς πέφτει νεκρός άπό την τρομερή μα χαιριά του/ ό Πάντσο σκύβει αστραπιαία και μέ τό ίδιο χέ ρι πού κρατάει τό ένα μαχαί ρι, αρπάζει καί τό άλλο άπό κάτω, εκείνο δηλαδή πού κρα τούσε ό δήμιος για νά σκοτώση τον ’Έλ Ρέϋ και πού δεν είναι στην πραγματικότητα μαχαίρι αλλά ένα κανονικό σπαθί σε μήκος. Μέ τήν πρώτη ματιά ό νά νος έχει δη οτι αυτό θά του είναι πολύ χρήσιμο σε μιά μά χη μ5 εκείνα τά τέρατα. Π ραγματικά... Στήν πρώτη ευκαιρία ξε φορτώνεται τό δικό του τό μαχαίρι, πού^δέν του χρειάζε ται πιά, αφού έχει τό άλλο. Οι φονιάδες μανιασμένοι του επιτίθενται καί πάλι βλέ ποντας μέ άλη|θινή λύσσα ότι τούς ξεγέλασε μ5 εκείνο τό α πίστευτο πήδημα καί τούς έ χει ξεφύγει μέσ’ άπ5 τά χέρια τους. ^ Αλλά δέν κάνουν παρά ε λάχιστα βήματα. Μέ μιά τσιριχτή πολεμική κραυγή ό απίθανος νάνος, τι νάζει τό μαχαίρι του ορμητι κά κι5 εκείνο πάει καί βυθίζε ται, ώς τή λαβή στήν καρδιά τού πρώτου άπό τούς δολο φόνους μέ τις κουκούλες, πού
ΐΗί ΖόΥΙ'ΚΑΑί κινεί την επίθεσι. Εκείνος σωριάζεται στη γή με μια πνιχτή φωνή πόνου καί •μια φοβερή βλαστήμια, γιατί καταλαβαίνει δτι δεν υπάρχει περίπτωσις νά ζήση περισσό τερο μέ μια τρύπα στην καρ διά του! "Οσο για τούς υπόλοιπους όπως έρχονται πίσω ακριβώς άπ’ αυτόν κι* εκείνος σωριά ζεται μονομιάς μπροστά στα πόδια τους, πέφτουν κι* εκεί νοι επάνω του και κουτρουβαλι όζοντα ι πριν προλάβουν νά πηδήξουν πάνω από τό κορμί του και μπερδεύονται καί γί νονται όλοι ένα άνθρωποανακάτεμα εκεί μέσα στην τρόμε ρή ζούγκλα του Μαύρου Κό ρακα καί μπροστά στον τρο μερό και φοβερό Πάντσο Γί γαντα ! Σ’ όλο αυτό τό διάστημα —όπως είναι φυσικό— ό γι γαντόσωμος Έλ Ρέϋ παρακο λουθεί αυτή τή σκηνή τελείως σαστισμένος καί τά μάτια του κοντεύουν νά του πεταχτούν άπό τις κόγχες του εξ αιτίας τής έκπληξης καί τού θαυμασμού του γιά τά απί θανα κατορθώματα αυτού τού μακροσκοπικού καί συνήθως τόσο φοβητσιάρη νάνου. Δέν παύει όμως μ5 αυτό καί ν’ άνησυχή. ιΒλέπει πώς οι εχθροί τού Πάντσο είναι πάρα πολλοί. Καταλαβαίνει δτι ό μακρο σκοπικός νάνος δέν είναι δυ νατόν νά τά βγάλη πέρα μέ δλους αυτούς ώς τό τέλος, ό σο κΓ άν είναι γενναίος, για τί καί ή σωματική του δυνα-
— ’Έϊ! Ζορρέ!...
μις είναι τέτοια Ίΐού αν θά τον πιάσουν μια στιγμή στα χέρια τους οί εχθροί τους, δεν ίθά μπόρεση πια να κάνη τί ποτα, δση κι5 άν είναι ή... αν τρειοσύνη του... ΓΤ αυτό του φωνάζει άνήσυ χος καί μέ την καρδιά του ιμισοστα μ στημένη οπτό την α γωνία: _ — -Πάντσο!... Γρή γορα !.. Έλ ευθέρωσέ με!... Ό νάνος στέκεται και τον κυττάζει μέ ύφος προσβλημένο και σουφρώνοντας θυμωμέ νος τά φρύδια του. — Έσύ/ παιδάκι μου, δια σκεδάζεις καλά μου φαίνετα·. Θά σ’ άρέση τό θέαμα!, τού λέει τσιριχτά. 5Εδώ έχω να παλέψω μέ τόσους λέοντες κι5 έσύ μου λές νά κάθωμαι νί νά... ξετυλίγω κουβαρίστρες! "Άσε νά τελειώσω πρώτα μέ τά παιδιά!... "Αλλά τά... «παιδιά» είναι κιόλας κοντά. Ό Έλ Ρέϋ 5έν αποκρίνε ται στον Π άντσο γιατί άν τον απασχόληση περισσότερο ε κείνος μέ τη βλακεία του εί ναι πιθανόν νά σταθή νά τον αρπάξουν οί «κουκουλοφόροι». Δυο όπτ5 αυτούς έχουν κιό λας πλησιάσει πάρα πολύ τον Π άντσο Γίγαντα. Τά ώπλισμένα μέ μαχαίρια χέρια τους υψώνονται πάνω α πό τό κεφάλι του. Ό νάνος δμως σάν ανεμο στρόβιλος πραγματικός τινά ζει τό σπαθί του μέ δύναμι. Δυο κραυγές αγωνίας καί όατελπισίας άκούγονται κα θώς έκείνο τό χέρι άνεβοκατε-
βαίνει μέ ταχύτητα μεγαλύ τερη οπό τής αστραπής, παίρ νοντας μαζί του δυο ζωές. Οί υπόλοιποι γιά μιά φο ρά άκόμα υποχωρούν τρομο κρατημένοι. μπροστά σ’ αυτή την ανθρώπινη θύελλα πού λέγεται Πάντσο Γίγαντας! Ό Πάντσο αυτή τή φορά κάνει κάτι πού φέρνει λιπο θυμία... στον "Ελ Ρέϋ! (Πραγματικά ό γιγαντόσω μος βασιλιάς τής ζούγκλας βλέποντας τον νάνο νά όρμάη μέ τό σπαθί στο χέρι εναντίον τού όγκου όλόκληρου εκείνου των εχθρών του τον έχει ξεγραμμένον από την πρώτη στιγμή κιόλας. Τό ίδιο μ’ αυτόν πιστεύουν βέβαια καί οί άνθρωποι μέ τίς κουκούλες καί τά δολοφονικά ένστικτα. Μέ κραυγές θριάμβου έπιτί θενται κι5 αυτοί εξ άντιθέτου γιά νά ξεμπερδεύουν πιά μ’ αυτό τό θρασύτατο π λα σ μ α τάκι πού μέ τ’ άστεία - α στεία, έχει βγάλει απ’ τή μέ ση τρεΐς ολόκληρους συντρό φους τους! — Νά. ^όμως, πού κανείς δεν μπορεί νά φανταστή ώς που είναι, δυνατόν νά φτάση ή ενέργεια αυτού τού τρομερού φρούτου τής γενναιότητας... Ό (Πάντσο δεν είναι άνθρω πος αυτή τή στιγμή. Τίποτα στον κόσμο δεν υ πάρχει πού θά ήταν δυνατόν νά τον τρομάξη. ^Μές στις ίδιες τίς φλόγες τής κολάσεως θά μπορούσε νά μπή μέ τό σπαθί του στο
ΤΗΙ ΖΟΥΓΚΛΑΣ . χέρι, για νά κυνηγήαη τούς... σατανάδες! Θύελλα πραγματική, κοπαι γίδα ξεσπάει στα κεφάλια των δολοφόνων. ^ Τό σπαθί έκεΐνο λες καί δέν είναι κάτι που τό κρατάει στα χέρια του ένα ανθρώπινο πλάσμα άλλα σαν νά είναι ή ρομφαία ένός αρχαγγέλου που έχει έρθει στη γη για νά τιμωρήση τους κακούς. Θραύσι πραγματική σκορ πάει γύρω του. Βουίζει καθώς στριφογυρί ζει πάνω ατό τό κεφάλι του! Τά χέρια καί τά πόδια καί τα κεφάλια των φονιάδων τής ζούγκλας —αυτά τά τελευ ταία τυλιγμένα μέσα στις κουκούλες τους σάν νά πρόκει ται διά.... τουριστικούς λό γους, πέφτουν βροχή γύρω άπ5 αυτόν τον ήμίθεο πού ο νομάζεται ,Πάντσο Γίγαντας.. 'Και ξαφνικά καταλαβαί νουν όλοι εκείνοι οι απαίσιοι άνθρωποι πώς τούς περιμένει 6 χαμός ώ^ τον τελευταίον, άν εξακολουθήσουν την προσπά θεια τους νά συλλάβουν εκεί νον τον μαινάμενο νάνο ή νά τον μαχαιρώσουν. Τό σπαθί του είναι τόσο μακρύτερο από τά κοινά μα χαίρια τους, πού ισοφαρίζει καί ξεπερνάει μάλιστα κατά πολύ^τή διαφορά τού μικρού χεριού του άπό τά πολύ με γαλύτερα χέρια των «κουκουλοφόρων». Ό ιΠάντσο ούτε κουράζε ται, ούτε μειώνει καθόλου τή μαχηιτική του δισθεσι όσο περ νάει ή ώρα,
11 "Αντίθετα γίνεται ολοένα πιο άγριος. Θέλει νά ξεμπερδεύη μαζί μ" αυτούς τούς δολοφόνους πού έχει μπλέξει. ΓΓ αυτόν πού βρίσκεται τώρα μέσα ατούς κόκκινους ατμούς τής οργής και τής λύσσας πού τού έχει φέρει τό εξαιρετικά... πρωτότυπο γεΰ1μα του, οί αντίπαλοί του δέν είναι καθόλου πολλοί, όπως είναι γιά τον *Έλ Ρέύ καί γιά τούς ίδιους τούς αντιπάλους του. Αυτός —λόγω τιμής δηλα δή— θάθελε νάχη ^ τώρα δά πέντε χιλιάδες τέτοιους μέ κουκούλες απέναντι του και νά κόβη κεφάλια χωρίς διάκο πή, ώσπου νά μή μείνη κανείς καί νά μείνη μόνο αυτός στο τέλος ανάμεσα σ3 όλα τά θύ ματά του- μέ τό σπαθί στο χέ ρι, γιά νά βγάλη «μια αναμνη στική... φωτογραφία! Οί φονιάδες μέ τίς κουκού λες πού έχουν βρή στα καλά καθούμενα τον μάστορά τους, ξαφνικά παρατούν τίς προσ πάθειες νά ,τόν δαμάσουν καί μια καί δυο ρίχνονται μ’ όλη τή δύναμι των ποδιών τους προς τή ζούγκλα, βλέποντας πώς μόνο διά τής φυγής μπο ρεί νά γλυτώσουν τό μοιραίο. Ό Ράντσο δέν τό βάζει ^κά τω όμως καί ρίχνεται κι3 ε κείνος άπό πίσω τους. Φωτιές βγάζουν οί ξυπόλη τες φτέρνες του όταν χτυπά νε πάνω σέ καμμιά ...αδέσπο τη πέτρα, επειδή στη ζούγκλα ςτυνήθοος δεν υπάρχουν κςρ&ς*
22 Αου πέτρες, παρά μόνο... ά γρια χόρτα. Του κάκου ό Έλ Ρέϋ του φωνάζει νά γυρίση πίσω για νά τον έλευθερώση. Ό Πάντσο Γίγαντας είναι μανιασμένος μέχρι εκεί που δέν παίρνει άλλο. Θέλει νά καθαρίση τους λ ο γαριασμούς του ως τό τέλος μ’ εκείνους τούς άπαίσιους δο λοφόνους τής ζούγκλας και πραγματικά καταφέρνει στο τέλος νά μην τού γλυτώσουν παρά έλάχιστοί. Κατακουρασμένος και μ5 έ να καταματωμένο σπαθί στο ακατανίκητο χέρι του, ό φο βερός καί τρομερός νάνος, ξαναγυρίζει στο τέλος στο μέ ρος πού άφησε τον γιγαντό σωμο "Ελ Ρέϋ, γιά νά τον έ λευθερώση από τά δεσμά του.. Οσο κι* άν γουρλώνη κι5 άν ξαναγουρλώνη όμως τά μά τια του, δέν -μπορεί νά δη που θενά έκεΐ γύρω τον βασιλιά της ζούγκλας! Μι ά φορά στο σημείο πού τον είχε 6ή την τελευταία φο ρά νά βρίσκεται δεμένος χει ροπόδαρα καί τυλιγμένος σάν κουβαρίστρα με τά σχοινιά του, δέν εΐναι πιά τώρα. Καί ούτε πουθενά πιο πέ ρα έχει κατρακυλήσει. Έχει γίνει κυριολεκτικώς άφαντος! λ Ό νάνος νοιώθει τύψεις νά τον τυραννάνε. Καταλαβαίνει ότι με τό νά φύγη από κείνο τό μέρος την ώρα πού ό Έλ Ρέϋ είχε ανάγκη τη βοηθέ ιά του καί
ΖΟΡΡΌ νά τον άφήση όλομόναχο στην τύχη του, πιθανόν νά έχη πάθει καί κανένα άτύχημα ανε πανόρθωτο. Μουρμουρίζει απαρηγόρη τος ό ανεκδιήγητος νάνος: — (Πάει! Θά τον κατάπιε κανένας κροκόδειλος γιά με ζέ καί δέν έφτυσε ούτε τά σχοινιά! Αυτό δέν πρέπει νά τό πώ τού φίλου μου τού Ζορρού, γιατί θά στεναχωρηθή! Μού φαίνεται πώς τον συμπα θούσε τον μακαρίτη κι* έδώ πού τά λέμε, ήταν καί συμ^παθηιτικός μαντράχαλος!... Άνασηκώνει τούς ώμους του μετά άπ’ αυτόν τον σύν τομο επικήδειο καί ανεβαίνει στο Μαύρο Πουλί. — Παραχαζέψαμε!, μονο λογεί μέσ’ άπ’ τά δόντια του. Απορώ τί' ευχαρίστησι βρήκε αυτός ό κροκόδειλος νά φάη γιά μεζέ έναν τόσο σκληρόπε τσο άνθρωπο σάν αυτόν τον ψηλό!... Δέν βαρυέσαι!... Πε ρί όρέξεως... κολοκοθόπηττα. Καί τό υπέροχο άθόροβο ελικόπτερο τού Ζορρό τής Ζούγκλας, κάτω άπό τούς ε πιδέξιους χειρισμούς του, υ ψώνεται σιγά - σιγά στον α έρα... Καί απομακρύνεται μάλι στα γρήγορα τόσο, ώστε νά μην δή τούς ανθρώπους πού έρχονται τρέχοντας μετά άπό λίγα μόλις δευτερόλεπτα στο μέρος έκεΐνο καί πού δείχνουν μέ έκπληκτες καί κάπως τρο μαγμένες χειρονομίες στη θέσι πού βρισκόταν λίγο π ιό πριν τό Μαύρο. Πουλί καί πού δέν υπάρχει τώρα πιά...
23
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣ I ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ
ΓΗΣ
ΕΣΑ στο υποχθόνιο άδαμαντωρυχεΐο πού βρίσκε ται στη μυστηριώδη Χαμένη Γή, οί αστυφύλακες τού χον τρό - ΓΤερέθ έχουν μεταμαρφω θή σέ πραγματικούς είλωτες. Κάτω από τις φοβερές λ ου ρίδες των μαστιγίων είναι υ ποχρεωμένοι νά δουλεύουν α σταμάτητα για νά πλουτίση ό απαίσιος κακούργος πού παρουσιάστηκε πριν από λί γες μέρες στο Έλ Χσκλο ως Γ κονζάλες. Υπομονετικά και ό ίδιος ό Περέθ και ό πραγματικός σενιόρ Γκονζάλες που βρίσκεται κΓ αυτός ανάμεσα στούς αιχ μαλώτους, δουλεύουν για νά πάρουν μιά διορία ώς την ή μερα τού θανάτου τους πού τούς τον έχει ύποσχεθή ό κα κούργος, μήπως σ’ αυτό τό μεταξύ καταφέρουν νά βρούν έναν τρόπο νά ελευθερωθούν και νά ελευθερώσουν καί τούς άνδρες τους, απέναντι στούς οποίους αισθάνονται βαρύ τό καθήκον τους. Μά τίποτα δεν βρίσκουν πού νά μπορούν νά κάνουν. Κανένα σχέδιο δεν είναι εύκολο νά καταστρωθή, γιατί ό απαίσιος δολοφόνος πού κυ βερνάει τή ζωή τους, έχει λά βει όλα του τά μέτρα, ώστε νά μην ύπάρχη καμμιά ελπί δα καί κανένα πεδίο δράσεως γιά τούς αιχμαλώτους του. 1 Ωστόσο τή δεύτερη μέρα τό π ρωΤ καί ένώ αυτοί έργά-
ζονται συνεχώς σάν πραγμα τικοί σκλάβοι, άπό κάπου μα κρυά άκούγονται κάτι μυστη ριώδεις κραυγές. Κανείς δεν μπορεί νά καταλάβη τίι άκρι'βώς συμβαί νει. Ωστόσο ό ψευτο - Γκονζά λες, θέλει νά μάθη οπωσδή ποτε τί συμβαίνει σ’ αυτή τήν περιοχή πού κανονικά δεν έ πρεπε νά υπάρχουν άλλοι ζωντανοί άνθρωποι έκτος απ’ αυτόν καί άπό τούς αιχμαλώ τους του. •Γεμάτος ανησυχία καί φό|βο μήπως έχει ά'νακαλυφθή άπό άλλες δυνάμεις στρατού ή αστυνομίας τό μυστικό αυ τό κομμάτι τής γης, στέλνει μιά ομάδα ανθρώπων του γιά νά άνιχνεύσουν προς τό μέ ρος απ’ όπου έρχονται οί φω νές καί νά ίδοΰν περί τίνος πρόκειται, μέ τή διαταγή νά γυρίσουν αμέσως και νά τού πουν. Τό απόσπασμα τό οποίο ξεκινάει άπό τό σπήλαιο τού αδαμαντωρυχείου, πού βρίσκε ται στο βάθος τής τρομερής εκείνης χαράδρας, φθάνει στή ζούγκλα πού απλώνεται πίσω άπό τούς πρόποδες τού βρα χώδους βουνού. Δεν προχωρεί πολύ εκεί μέ σα. Έξω - έξω είναι προσγει ωμένο τό υπερτέλειο έλικόπτε ρο τού Ζορρό. Πλάϊ σ’ αυτό, πεσμένος κάτω στή γή, δεμέ νος χειροπόδαρα, είναι ένας άληθινός γίγαντας καί σ’ όλη τήν περιοχή, σπαρμένοι καί διαμελισμένοι κυριολεκτική
24 κάτι άνθρωποι πού φορουν ατά κεφάλια τους κάτι παρά ξενες κουκούλες. 5Απ5 αυτούς τούς τελευ ταίους δεν έχει άπομείνει κα νείς ζωντανός. Ό μόνος ζωντανός είναι ό δεμένος γίγαντας. Αυτόν τον αρπάζουν λοιπόν ατά χέρια μιά καί δεν μπορεί νά φέρη καμμιά άντίστασι καί τον παίρνουν μαζί τους. Τό ελικόπτερο δεν μπορούν νά τό πάρουν, ούτε έχουν την παραμικρή ιδέα πώς είναι δυ νατόν νά τό οδηγήσουν καί γι5 αυτό τό άφίνουν στη θ'έσι του, με σκοπό νά τρόξουν καί νά πουν γι5 αυτό στον αρχη γό τους οπότε έκείνος μπορεί νά τούς πή τί βά κάνουν σχε τικά. Πραγματικά έτσι καί γίνε ται. Την ώρα πού ό Πάντσο Γί γαντας μεθυσμένος από την τρομερή νίκη του, κυνηγάει στή ζούγκλα τούς τελευταί ους από τούς αντιπάλους του, πού φεύγουν πανικόβλητοι, τό απόσπασμα ξσναγυρίζει στο αδαμαντωρυχείο με τον αιχμάλωτο Έλ Ρέυ καί οί συμμορίτες αναφέρουν στον άρχηγό τους για τό ελικόπτε ρο. Τά μάτια τού φταίσιου κα κούργου λάμπουν άγρια. Ένα ελικόπτερο είναι πα ραπάνω άπ3 δτι χρειάζεται γιά τά φοβερά σχέδιά του καί μοιάζει σάν νά τού τό έχει στείλει μες στά χέρια του ό σατανάς ό κύριός του... Χωρίς χρονοτριβή διατάζει
ΈΜΡΨύ τούς άντρες του νά τον όδηγη σουν στο μέρος πού βρίσκε ται. Έτσ ι καί γίνετα ι... Σε λίιγο φτάνουν στο μέρος τής συμπλοκής αλλά στο με ταξύ ό Πάντσο Γίγαντας ό πως είδαμε, έχει ήδη πάρει τό Μαύρο Πουλί καί έχει άπο μακρυνθή καί ό κακούργος μέ νει με τή χαρά αλλά καί με τήν αγωνία, ποιος νά είναι τάχα αυτός πού τό πήρε. ^ Φοβάται δτι οποίος κι5 άν είναι θά έχη ασφαλώς κάποια σχέσι με τον καινούργιο αιχ μάλωτό του καί θά τον αναζητήση οπωσδήποτε, πράγμα πού θά τού δημισυργήση ίσως κινδύνους... «Κινδύνους αλλά καί ελπί δες συγχρόνως δτι μπορεί νά ξαναβρώ αυτό τό περίφημο ελικόπτερο, πού τόσο μου χρειάζεται, γιά νά φορτώσω τά διαμάντια καί νά παρατή σω έδώ πέρα, στά κρύα τού λουτρού... τούς καλούς μου συνεργάτες!...», συλλογίζε ται. Καί μ5 αυτές τις σκέψεις ξαναγυρίζει στο αδαμαντωρυ χείο καί βάζει τούς άντρες του νάχουν τον νοΰ τους, δι πλασιάζοντας τίς σκοπιές τους... ...ΠΑΝΤΣ ί ΑΔΑ [
« ν (ΚΑΗΜΕΝΟΣ ό Πάν τσο Γίγαντας περνάει αληθι νή Όδύσσεια τίς έπόμενες ώ ρες, πού, άν υπήρχε ένας "Ο μηρος νά τήν συνθέση είφκώς
ΐΗί 16 ΥΝίΛΑί γι’ αυτόν/ θά την ονόμαζε βέ βαια... Παντσιάδα! Άπό τή στιγμή πού μπαί νει στο ελικόπτερο του Ζορρό και τό άπογειώνει μέ την άπό φασι νά γυρίση στο σπιτάκι του, μια πού έχει έκτελέσει την άποστολή του, αντιλαμ βάνεται μέ ανησυχία ότι έ χει... χάσει τον προσαναΐτολι σμό του! Μέ τό νά γυρίζη άπό δώ κι’ άπό κεΐ τόσες ώρες μέσα σ’ αυτό τό τελείως άγνωστο μέρος, έχει φτάσει νά μην ξέρη που πηγαίνει κι’ άν ή το ποθεσία αυτή είναι Βόρεια, Δυτικά, Ανατολικά ή Νότια άπό την... Κάζα ντές ’Όμπρες, δηλαδή τό περίφημο Σπίτι των ’Ί σκιών, πού είναι ή κατοικία του, ένάμισυ χιλι όμετρο άπό τό κτήμα του Δον Πάμπλο Ντελόρο, τήν Άθιέντα ντέλ Σόλ. Ή αλήθεια είναι πώς και νά μήν τά είχε μπερδέψει τό σο άπό τήν άρχή, πάλι θά έ χανε τον προσανατολισμό του εδώ πέρα στή Χαμένη Γή, πού άπό μιά άνεξήγητη ιδιο τροπία τής φύσεως, ή πυξίδα δέν δείχνει πραγματικά τον Βορριά αλλά ένα άλλο σημείο μέ πάρα πολύ μεγάλη άπόκλ ι σ ι!... ’Έτσι ό κακομοίρης ό νά νος πηγαίνει - πηγαίνει καί μακάρι νάξερε ·κι’ 6 ίδιος πού ! :Καί σάν νά μ ή φτάνουν όλ’ αυτά, έρχεται πολύ γρήγορα καί τό τέλος τής γέννα ιότητός του, πού προήλθε άπό τά φρούτα πού έφαγε μέχρι σκα σμού !
Αυτή τή φορά, ή γένναιότης έχει κρατήσει πολύ λιγό τερο άπό τήν προηγούμενη καί ό λόγος είναι ότι άκριβώς έφαγε πάρα πολλά καί... τά συνήθισε ό οργανισμός του! Έτσι ξαφνικά καί έκεΐ πού πηγαίνει ό νάνος, κυριεύεται άπό μαύρο τρόμο, μόνο καί μόνο μέ τήν ιδέα ότι βρίσκε ται στον άέρα, έχει τό κενό κάτω άπ’ τά πόδια του, δεν ξέρει πού πηγαίνει καί πώς θά γυρίση στον τόπο του καί επί πλέον βρίσκεται καί σ’ έ να άγνωστο μέρος μεγάτο θα ν άσ ι μου ς κ ι νδύνου ς ! "Ολα’ αυτά είναι έτσι μα ζεμένα, περισσότερα άπ’ όσα μπορεί νά άντέξη ένας φυσιο λογικός Πάντσο Γίγαντας, άπ αλλαγμένος άπό τίς επιδρά σεις των παράξενων φρούτων /τής ζούγκλας τού ’Άνω Άμα ζονίου. Μόλις προλαβαίνει μέ δυο κουβέντες νά βάλη τον «μηχα νικό πιλότο» καί... λιποθυ μάει ! Πόση ώρα μένει έτσι λιπο'θυμισμένος; Κανείς δέν τό ξέρει άφοΰ δέν υπάρχουν μάρτυρες σ’ αυ τήν τήν περίπτωσι. Πάντως άν υπήρχε ό "Ομη ρος πού λέγαμε καί πιο πρίν, θά περιέγραφε άσφαλώς υπέ ροχα, τίς περιπλανήσεις τού Μαύρου Πουλιού μέ τον κοι μισμένο Πάντσο Γίγοα/τα, πά νω άπό τίς άπέραντες καί άνεξερεύνητες ζούγκλες τής Χα μένης Γης... Κι’ όταν καμμιά φορά ξυ πνάει άπό τήν λιποθυμία του,
αρχίζει καινούργιος τρόμος καί πολύ χειρότερος από τον προηγούμενο, αφού τώρα έ χει επί πλέον καί την έννοια ότι τού τελειώνει ή καύσιμη ύλη τού Μαύρου Πουλιού καί θά πρέπει να προσγειωθή τό γρηγορώτερο, άν 6έν θέλη να τό διαλύση κά;τω στη γη καί να διαλυθή κΓ αυτός μαζί του γιατί αυτά τά πράγματα έτσι πάνε! Αλλά πού νά προσγειωθή. Σ’ αυτή την σκέψι κάνει ό/·τι θάκανε ό καθένας, αφού δεν υπάρχει καί τίποτ’ άλλο πού νά μπορή νά κάνη κανείς: Σκύβει καί κυττάζει από κάτω άπ’ τά πόδια του νά δη τί γίνεται... Βλέπει τό λοιπόν μιά απέ ραντη κοιλάδα, πού τό παρά δοξο μ’ αυτήν, είναι τό χρώ μα της, πού ό Πάντσο Γίγαν τας τουλάχιστον, δεν τό έχει ξαναδή ποτέ του σέ άλλη κοι λάδα. Ωστόσο δεν έχει καί χρό νο γιά χάσιμο. Τό ότι υπάρχει ή κοιλάδα αυτή, είναι μεγάλη δουλειά, τη στιγμή πού τελειώνει ή καύσΓμη ύλη του καί μπορεί νά κατέβη άμέσως χωρίς κιν δύνους νά τσακιστή. Μιά καί δυο τό υπέροχο ε λικόπτερο τού Ζορρό τής Ζούγκλας χάνει ύψος κι’ έρ χεται ν’ άγγίξη τήν επιφάνεια τής γής. Λεν τού μένουν πιά παρά μόνο ελάχιστα μέτρα πού ό σο πάνε λιγοστεύουν κι5 αυ τά. Ό Πάντσο ρίχνει μιά τε
λευταία ματιά γιά νά δή άν άκούμπησε κάτω ή όχι καί τότε... Τότε τά ματάκια του γουρ λώνουν σάν πιάτα καί στριφο γυρίζουν σάν ρουλεμάν. Κοντεύουν νά πεταχτούν έ ξω οπό τις κόγχες τους. Καί είμαστε υποχρεωμένοι νάόμολογήσωμε ότι τούτη τή φορά, όχι ό Πάντσο Γίγαντας άλλά ό πιο γενναίος άνθρω πος τού κόσμου νά βρισκό ταν στή θέσι του, πάλι τον ίδιο τρόμο καί τήν ίδια φρί κη περίπου μαζί του θά ένοιω θε, γιατί τέτοια κοιλάδα δεν ξανάγινε ποτέ πάνω στή γή! θναι μιά κοιλάδα που εί ναι ολόκληρη γεμάτη μέ φί δια! Φίδια τεράστια^ πολύχρω μα, δράκοντες πραγματικοί, βόες, κροταλίες, κόμπρες, συ σφιγκτήρες, όλων των λογιών τά ερπετά, μικρά, μεγαλα, μικρούτσικα καί πελώρια, δη λητηριώδη, καί μή, τόσα πολ λά, πού βρίσκονται κυριολε κτικά τό ένα επάνω στο άλ λο καί δεν μπορείς νά διακρί νης σ’ ένα σημείο τή γή καί γι’ αυτό κΓ ό καϋμένος ό Πάν τσο Γίγαντας είδε κάπως δια φορετικά τό χρώμα αυτής τής κοιλάδας από ψηλά, αφού δεν ήταν τό χρώμα τής κοιλάδας άλά τών φιδιών μέ τά όποια είναι σκεπασμένη άπ’ άκρη σ’ άκρη! — Μα μακού λα μου, σκου λήκια!, τσιρίζει ό φουκαράς ό Πάντσο, ό όποιος δέν είναι πολλή ώρα πού άν γινόταν διαγωνισμός γιά τον μεγαλύ
ΤΗ 2 ΖΟΥΓΚΛΑΣ
27
τερο ηρώα του κόσμου, θάβγαινε οπωσδήποτε πρώτος! Πάει νά λιποθυμίση από την τρομάρα του άλλα ένα πε λώριο τέρας πηδάει προς τά επάνω για ν' άρπάξη τή ρόδα του Μαύρου Πουλιού πού κα τεβαίνει προς τή γη, πιστεύ οντας άαφαλώς μέ τή φιδ ί σια του νοοτροπία δτι θά προ κειται για τίποτα φαγώσι μο. Ένστικτωδώς ό Πάντσο τι νάζει τό χεράκι του καί ανυ ψώνει τό «στίκ» τού ελικο πτέρου. Έκεΐνο τινάζεται λίγα μέ τρα ψηλά αλλά ταυτόχρονα ανάβει ένα κόκκινο ηλεκτρικό φωτάκι, βαράει κΓ ένα κου
δούνι σαν σειρήνα, ή έως τώ ρα εντελώς άθόρυβη μηχανή του κάνει ένα «τσάφ - τσάφ». τό ρολόϊ πού δείχνει την πο σότητα τής καυσίμου ύλης βγάζει έναν αναστεναγμό και τό σκάφος ξανακατεβαίνει κάτω καί κάθεται πάνω στά φίδια χωρίς νά ζητήση καθό λου συγγνώμη! Εκείνα σφυρίζουν μανια σμένα, άγανακτισμένα γι' αυ τή την ανήκουστη τόλμη τοΰ παράξενου εκείνου πτηνού. Χύνονται δλα μαζί καταπά νω του για νά τό φάνε. "Οσα όμως απ' αυτά δαγ κώνουνε τό ατσαλένιο έξωτερικό του, φτύνουνε τά δόντια τους, σφυρίζοντας μέ τέτοιον
ιΗ αλυσίδα έχει σπάσει ’
ΖΟΡΡΟ τρόττο που σημαίνει ότι βλα στημάνε. Τά άλλα πού φαίνονται λι γάκι πιο τυχερά και δαγκώ νουν τις ρόδες, δεν την παθίαί νουνε έτσι. Άκούγονται κάτι «μπάμ» και οί ρόδες παραδίδουν τό πνεύμα. "Ενας βόας πού τρώει την έξάτμισι του πεπιεσμένου α έρα στα μούτρα, πέφτει ανά σκελα, λιπόθυμος, σφυρίζον τας πένθιμα. Οι ρόδες τού Μαύρου Που λιού γίνονται μεζεδάκια! Σε λίγες στιγμές δεν υ πάρχει ούτε κομματάκι έλαστικοΰ για δείγμα επάνω τους. Δεν θέλει να ίσχυριστή κά νεις δτι τά φίδια τρελλαίνονται για τό καουτσούκ άλλα ό ταν σκεφθής πώς τόσα χρό νια μέσα σ5 εκείνη την κοιλά δα δεν έχουν κανένα άλλο Φαΐ, παρά τό καθένα τρώει την κοιλιά τού άλλου πού έ χει πέσει από πάνω του, εί ναι και τό λάστιχο, βέβαια, κάποια ποικιλία! Μιά κόμπρα κΓ ένας κρο ταλίας τραβάνε από τις δυο άκρες ένα κομμάτι σαμπρέλλα, ποιος θά τό πρωτο-φάει και ξαφνικά έκεΐνο σπάει στη μέση και τούς έρχε,ται και των δυονών στά μούτρα με φόρα και γίνεται τέτοιο γλέντι πού γελάνε καί οί όχιές! Αυτά μέτά φίδια. Κι5ό μόνος πού δεν γλεντάει καθόλου, εί ναι ό Πάντσο Γίγαντας. Ό κακομοίρης έχει γίνει πιο άσπρος από άγραφο χαρ
τί καί κάνει προσευχές καί ξόρκια προσπαθώντας νά μη λιποθυμήση. Αλλά τά τέρατα αυτής τής ανήκουστης κοιλάδας έ χουν σκαρφαλώσει επάνω στο διαφανές κουβούκλιο τού Μαύ ρου Πουλιού καί κάνουν παρέλασι μ’ αυτόν τον τρόπο πάνω από τό κεφάλι τού α νεκδιήγητου νάνου. Μέ τό ένστικτό τους, μόνο πού τον βλέπουν καταλαβαί νουν δτι ό Πάντσο δέν είναι σάν τά άτσαλένια εξαρτήμα τα τού σκάφους καί θά μπο ρούσαν νά τον καταβροχθί σουν μιά χαρά. Δέν βρίσκουν όμως άπό πού μπορούν νά μπούν έκεΐ μέσα πού είναι κΓ αυτός γιά νά έκτελέσουν την επιθυμία τους. Ό Πάντσο αυτές τίς στι γμές λιποθυμάει καί ξελιποθυμάει τουλάχιστον εκατό φορές στη γραμμή! Αυτό τού συμβαίνει γιατί ό τρόμος του είναι μεγαλύτε ρος άπό κάθε προηγούμενη φορά καί την ώρα πού λιπο θυμάει, υποσυνείδητα θυμά ται τά φίδια καί άπό·τη λα χτάρα συνέρχεται καί πάλι γιά νά προσπαθήση νά βάλη μπρος τό Μαύρο Πουλί καί νά φύγη άπ5 αυτή την καταρα μένη κοιλάδα, βλέπει όμως πάλι τά τέρατα καί... ξαναλιποθυμάει! Τέλος, μιά άπ’ όλες αυτές τίς φορές, ό απίθανος νάνος Ικαταφέρνει καί παίρνει, την καινούργια συμπεπυκνωμένη μπαταρία πού πρέπει νά βά-
λη στη θέθι· τής παλιάς για νά μπόρεση να ξεκινήση πά λι τό σκάφος. Μόλις γίνεται αύτό/ πα τάει δυό-Τρεΐς μοχλούς άλαψι «χαμένος. Δεν έχει. καμμιά διάθεσι καί καθόλου καιρό νά προσέξη ώστε ή άπογείωσις νά γίνη μέ όλους τούς κανόνες. Βιάζεται νά άπομακρυνθή τό συντομότερο απ’ αυτά τά κολασμένα τέρατα τής φοβε ρής κοιλάδας. Βλέπεις λοιπόν τό Μαύρο Πουλί και γίνεται σφαίρα πού τινάζεται προς τόν ουρανό. Τά φίβια πού είναι καβαλημένα επάνω του, ούτε προ λαβαίνουν νά άποχαιρετήσοον τ ’ αδέρφια καί τούς άλλους συγγενείς από κάτω. Κατατρομαγμένα, λαφιασμένα, κατρακυλάνε πάνω στά λεΐα μέταλλα κι’ έρχον ται κάτω από τρομερό ύψος, για νά σκοτωθούν κι5 αυτά καί τά άλλα πού τά τρώνε στό κεφάλι τους! "Ολα τά υπόλοιπα βρί σκουν τήν ευκαιρία ενός κα λού γεύματος κι’ εμείς δεν έιχομε πια άλληι δουλειά μέ την κοιλάδα των φιδιών, γιατί τό υπέροχο ελικόπτερο μέ τή φόρα^τΓού^χεί' πάρει, έχει φτά σει σέ μια στιγμή πάνω στον ουρανό τής Χαμένης Γης, δη λαδή στά μαύρα σύννεφα πού Τή σκεπάζουν ολόκληρη από Τή μια μεριά ως τήν άλλη. Πετάγεται άπό τήν πάνω μεριά τους καί μοιάζει· σάν τ6ν μκτσττνιγμένο που έχει
φτάσει έπί τέλους στην έπιφάνεια τής θάλασσας καί πετιέται μέ πολύ μεγάλη λα χτάρα πάνω άπό τό νερό γιά νά άναπνεύση. Ό Πάντσο Γίγαντας βλέ πει τή γνωστή του ζούγκλα καί., πάει ή καρδιά του στή θέσι της. Αναπνέει μέ μεγαλύτερη άνεσι. Τά ματάκια του γουρλωμέ να βλέπουν καί αναγνωρί ζουν ακόμα καί τήν τοποθεαία πού απλώνεται κάτω άπό τά πόδια του. ^— Γιά δές!, τσιρίζει όλο^ 'μόναχος καί μέ απέραντο θαυμασμό. Τίποτα δεν ήταν -αλήθεια απ’ αλ’ αυτά! 'Απλώς κοιμόμουνα φαίνεται κΓ ονειρεύτηκα! Δέν προλαβαίνει νά τελεί ωση τή φράσι του καί βλέ πει ένα τρομαχτικό στήν όψι ερπετό πού έχει άπομείνει ε πάνω στό διάφανο κουβούκλιό τού έλικοπτέρου. Τόν κυττάζει κΓ εκείνο μέ τά ρου μπ ι νέν ι α, όλ ο κοκ κ ι να ματάκια του καί τινάζει έξω τή διχαλωτή του γλώσσα! ' Ό Πάντσο πάει νά πεθάνη τήν πρώτη στιγμή άπό τήν τρομάρα του. "Υστερα όμως θυμάται πώς πριν, λίγο είχε νά κάνη μέ τόσο πολλά τέρατα, πού αυτό τό ένα τώρα δέν μπο ρεί νά τόν φτάση μέχρι λι ποθυμίας. — Σπάσου καί θά σου δεί ξω έγώ, βρωμοσκούλικο! τσι*
(>ί£ει θυμωμένος και άρπάζει τό κουμπί του μ τ ι * ντΐ - τΐ και τό πατάει! Παλιά μας τέχνή κόσκινο δηλαδή! Ενα λευκό, πηχτό σύννε φο άτμού έντομσκτόνου βγαί νει άττό το πίσω μέρος του Μαύρου Πουλιού και τυλίγει όλόκλήρο τό σκάφος. Τό φίδι — τό τελευταίο φίδι που έχει μείνει επάνω του άπό τά τόσα — αναπνέ ει το ντί - ντί - τι καί άλλοιθωρίζουν τά χάντρινα ματά κια του. Κουλθυμιάζεται καί πέφτει κάτω άναίσθητο καί δέν τό ξαναβλέπει πιά κανείς άπό αυτή τη στιγμή. Καί μόλις τό σύννεφο τού έντομσκτόνου άραιώνει καί δι αλύεται καί ό Πάντσο μπο ρεί νά δη ελεύθερα κάτω άπό τά πόδια του, βλέπει τον με γάλο του φίλο, τον Ζορρό τής Ζούγκλας, που προχωρεί υιέ βιαστικό βήμα προς την Χαμένη Γη. Καθώς τό αεροσκάφος του εΐναι έντελώς αθόρυβο καί κα θώς κΓ έκεΐνος φαίνεται τό σο βαστικός, δέν έχει άντιληφθή την ύπαρξι τού Μαύρου Πουλιού έπάνω άπό τό κεφά λι του καί πηγσίνει στά ί σια. Τού Πάντσο Γίγαντα τά μάτια κοντεύουν νά τού πεταχτούν έξω καί νά τού πέ σουν κάτω νά τά χάση, άπό τή^μεγάλη χαρά του.
Ανοίγει τό.. καπό μέ τό
χέρι του καΙ^ φωνάζει .μέ τήν στριγγιά καί τσιριχτή φωνή του: —* Έϊ! ΖορρέΓ.. "Αντε; χρυσέ μου!... Μαύρα μάτια κάναμε νά σέ δούμε! Κοντέ ψανε νά μάς φάνε τά σκου λήκια !... Ο ΓΙΓΑΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
__ 0
ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ
κα-
κούργος πού έχει μετατρέψει σε είλωτες τούς αστυνομικούς του Περέθ καί τού σενιόρ Γκσνζάλες, κυττάζει μέ πολύ μεγάλη χαρά τον Έλ Ρέϋ. — Στον ουρανό τον γύ ρευα καί στη γη τον βρίσκω! μουρμουρίζει μέ άγρια λάμψι στις κόρες τών γεμάτων κα κία ματιών του: Αυτός μόνος του θά κάνη ΐτερισσάπερη δουλειά, άπ3 δση όλοι οί υ πόλοιποι μαζΗ... Καί συνεχίζει μέ μια επι τακτική χειρονομία προς τό μέρος των άνδρών του: — Βάλτε τον στο ορυχείο, άμέσως! Περάστε του τις α λυσίδες ! Πραγματικά μέσα σέ λίγα λεπτά, ό γιγαντόσωμος Έλ Ρέϋ, μέ τις άλυσίδες στά χέ ρια καί στά πόδια, βρίσκε ται στο πλάι τού Περέθ, τού σενιόρ Γκονζάλες καί των άλ λων αστυνομικών, μ3 ένα κα σμά στά χέρια κΓ αυτός, γιά νά έργαστή μέσα στό υπο χθόνιο άρυχεΐο! Ό Πεοεθ που τον βλέπει
γουρλώνει κάτι μάτια άλλα τό ©α. —- Έλ Ρέϋ, μουγγρίζει μ5 αύστηρή φωνή... έν όνόματπ του Νόμου σέ συλλαμβάνω! Ό ^λευκός γίγαντας δεν μπορεί νά μην ξεσπάση στα γέλια πάνω σ’ αυτό. — Ό σενιόρ Περέθ είναι πολύ αισιόδοξος!, λέει μετά μέ σοβαρή φωνή. Ό σενιόρ Περέθ δεν πρόκειται νά συλ λαβή ποτέ πιά κανέναν άλ λον, γιατί δέν μπορεί νά φυ γή ζωντανός από δώ μέσα! Ό σενιόρ Περέθ θά πεθάνη έδώ μαζί μέ τον Έλ Ρέϋ καί μαζί μέ όλους τούς άλλους άντρες του!... Ό σενιόρ Γικονζάλες πού ακούει αυτά τά λόγια, κυττάζει μέ συμπάθεια τον λευκό γίγαντα. Έχει, βέβαια, ακουστά για τον περίφημο Έλ Ρέύ, α φού εΐναι ένας από τούς λό γους πού τον έχει στείλει στο Έλ Χόκλο ή κεντρική Διοίκησι τής άστυνομίας τής χώ ρας. Ομως τό πρόσωπο τού παράξενου αυτού άνθρωπου τού προκαλεΐ τή συμπάθεια καί τού εμπνέει τήν εμπιστο σύνη1. Έχοντας μάλιστα ύπ" όψιν του κι* αυτός ότι ό θά νατός τους παρουσιάζεται ώς βέβαιος, δέν μπορεί νά θυμά ται καί τόσο ζωηρά τό αστυ νομικό του καθήκον αυτή τή στιγμή καί δέν μπορεί νά μ ή Οαυμάση τήν ήρεμία καί τή γαλήνη μέ τήν όποια ό Έλ Ρέϋ Αντιμετωπίζει τό μέλλον
καί τήν Ιδέα του θανάτου»
Επίσης βλέπει όλοκάθαρά πώς ό άνθρωπος αυτός δέν> τρέφει κανένα μΐσος γιά τον Περέθ, πράγμα πού φαίνεται άπό τή φωνή του καί από τή φυσιογνωμία του ολόκληρη. Καί είναι ^τό λιγώτερο πα ράξενο γιά έναν κακοποιό νά μή μισή τον αστυνομικό πού τον κυνηγάει, συνεχώς νά τόν συλλαβή καί πού ακόμα καί μια τέτοια στιγμή σαν κΤ αυ τήν, έπ ι μένε ι νά άσκ ή ση.. τ ά καθηκοντά του! Ταυτόχρονα μέ τόν σενιόρ Γκσνζόλες,^ έχει καί ό απαί σιος κακούργος ακούσει τά λόγια τού Έλ Ρέϋ καί τά αντιπαθητικά μάτια του έχουν πετάξει αστραπές θριάμβου. Τό γεμάτο σαδισμό καί σαρκασμό γέλιο του αντηχεί παράξενα καί επαναλαμβάνε ται^ στους τοίχους τού φοβε ρού σπηλαίου. — "Ακούσατε τί είπε ό μέγας Έλ Ρέύ; ουρλιάζει, Χωνέψτε το πώς δέν πάρχει καμμιά ελπίδα! Καί κυττάξτε νά μου ξεκολλήσετε όσα πε ρισσότερα διαμάντια μπορεί τε άπ" αυτόν τόν βράχο! "Έ τσι μπορεί νά σάς λυπηθώ καί νά σάς σκοτώσω γρήγο ρα, χωρίς νά υποφέρετε πο λύ! Καί ύστερ" άπ" τά τελευ ταία λόγια πού δείχνουν τήν (υπερβολική.,. γενναιοδωρία του, τό τέρας φεύγει άπό ε κεί μέσα καί άκούγεται μόνο τό γέλιο του γιά λίγο ακόμα/
ν* άντηχή στίς υποχθόνιες έ-
κείνες στοές, τής Χαμένης Γήξ. λ 'Καί άπό τη φρίκη πού νοι-5 ώθουν όλοι, κανείς δεν κατα φέρνει νά προσέιξη τό παρά ξενο χαμόγελο πού έχει άνθί σε ι στα χείλια του γιγαντό σωμου Έλ Ρέϋ. ιΓιστί ό βασιλιάς τής ζούγ λας ·κάθε άλλο παρά έχει χά σει τις έλπίίδες του κι5 αν μί λησε έτσι προηγουμένως, ή ταν ακριβώς γιά νά ξεγελάση τον άπαίσιο κακούργο... Αφήνει και περνάει αρκε τή ώρα χωρίς νά πή και χω ρίς νά κάνη τίποτα, πού νά δέίχνη πώς κάνει σχέδια μέ σα στο μυαλό του... Δουλεύει κΓ αυτός μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους καί ή άξίνα κάνει όχι χρυσές άλλά.. διαμοοντένιες , δουλειές στα άκάτανίκηΓτα χέρια του! Κάποτε ή ώρα τής εργασία ας τελειώνει. Οί φρουροί φωνάζουν νά σταματήσουν καί τούς παίρ νουν καί τούς όδηγουν πίσω οπή φυλακή τους, όπου τούς δένουν στήν μακρυά αλυσίδα
πού περνάει άτώ τον βράχο καί φεύγουν. Τώρα οί αιχμάλωτοι έχουν μείνει μόνοι. Τότε ό Έλ Ρέϋ σηκώνεται όρθιος, παίρνει μιά βαθειά άνάσα καί υστέρα τεντώνει μέ δυναμι τά χέρια του... . Ή αλυσίδα πού δένει αυ τά τά τελευταία, στενάζει α πελπισμένα. Οί κρίκοι άνοίγουν σιγά - σιγά καί τέλος άκούγεται ένα δυνατό «κραχ», Ή αλυσίδα έχει σπάσει! Ό βασιληάς τής Ζούγκλας έχει τά χέρια του έλευθερα! Σ’ ένα λεπτό άρπαζει καί λυγίζει καί την αλυσίδα πού δένει τά πόδια του καί είναι εντελώς ελεύθερος μέσα στην Τδ.ια φυλακή μέ τούς άλυσοδε μένους αστυφύλακες, τον Περέθ καί τον σενιόρ Γκονζάλες... Οί δυό αυτοί μάλιστα πού είναι κοντά του καί τον βλέ πουν, έχουν γουρλώσει τά μά τια τους άλλα τόσα, μή μπο ρώντας νά πιστέψουν σέ τέ τοια τρομακτική δυναμι..
ΤΕΛΟΣ
Άποκλειστικότης; Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΣ
ΠΡΟΣΟΧΗ! Σέ δύο περιττού εβδομάδες, κυκλοφορεί ένα ανάγνω σμα που γοητεύατε τά Ελληνόπουλα καί άφησε έποχή:
0 ΥΠΕΡΆΝΘΡΩΠΟΣ Πρόκειται για τον Θρυλικό Υπεράνθρωπο, τον άνθρω πο που ήρθε από κάποιον άλλο πλανήτη προικισμένος μέ εκπληκτικές ικανότητες: Πετάει χωρίς φτερά, έχει δύναμι χιλίων έλεφάντων είναι άτρωτος στις σφαίρες καί στα χτυπήματα, έχει ,μάτι που βλέπει άκόιμη καί στο πιο μαύ ρο σκοτάδι καί έχει έναν πολύτιμο βοηθό... τόιν άτρόμητο Κοντοστούπη, τον πιο γενναίο στη φαντασία καί πιο δει λό στην πραγματικότητα άνθρωπο τού κόσμου! Καί, κά θε φορά πού ή άνθρωπότης κινδυνεύει, ό Υπεράνθρωπος δρά κεραυνοβόλ α καί συντριπτικά! Καί μαζί του δρά καί... λιποθυμάει ό τρομερός Κοντοστούπης!
0 ΥΠΕΡΆΝΘΡΩΠΗΣ Θά γοητεύση καί θά ένθουσιάση!
*
ΟΡΡΟ
\ * } * 4 ( 4 4
ΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Ετος Ιον — Τόμος 3ος — Άρ. τεύχους Γραφεία: Λέκκα 22 (εντός της στοάς),
23—Δραχ. 2 τηλέψ. 28-983
Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαστηρα 21 Ν. Σμύρνη. Οικονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σφιγγός 38. Γίροϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβασι λείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΐ ΕΠΙΤΑΓΑΙ; Γ. Γεωργιόδην, Λέκκα 22, ’Αθήναι.
ί - -Λϊ'-β'
ι
^ -
^.1
ΙΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ:
Εΐναι τό τέλος της τρομερότερης περιπέτειας τού Ζοορό τής Ζούγκλας., του "Ελ Ρέϋ καί τή^ Νάγιας... Τό τέλο^ τής περιπέτειας τού άνεκδιηγητου Πάντσο Γίγαντα, πού 8ά σάς κάνη -να γελάσετε μέ την καρδιά σας.
ΟΖΟΡΡ ΣΤΟ
ΕΠΟΜΕΝΟ
| 4
4 4
4 4
ΑημΓΟΡΕ'/ΜΕΑ/ί/ ΓΥνΤΕΓμ
εχει γο πτ ο ΗΤΑλ/ ΚΑΝελ/ΑΖ χβτοεηοποι, α χ α
Ρ9Τΐ£ΜΑΐ ΗΗΠ91 εη/ΤΗάεε η ο υ εχπε το ηε/ΡΑ-
Α/ΙΗΘε/Α ΠΟΠΥ
Δ£λΥ ΛΑΡ/όίΑ/ 6Γ° ΘΥΜΑΜΗΙ\ τα εΐοεε/ε ο» μ α ρ ο α α πα ΎΛ/ΚΑ ΑΠ'ΤΗΜ ΑΠΟΘΗΚΗ.
περιεΡΓο.
Λ^\
ΑΟΡΑΤΟΙ ε/ΔΑ ΤΟ ΧΡΑΡΟ ίΠΐ ΖΤΗΜΟΜΑ λΤΑ ΨΑΧΜΗ Μ9 ρ >ρ η
ετβ Ηπο/πβηιΕ β/το
πο υ
Ηοεηε.
Α/ΟΧ91 Δ£,\'ε/π -πε η η τ* ΛΡΗ Γ/ 'Α'ΤΟ .ΡΎΑΓΥΑΙΤΗΧΑΛΆ Η Π ΡΟΚΑ) ρο ΤΗΟείΙΑΘΗ Ώ ΧΡΙ ΤΗ ΙΙΛ'ΤβΓΗ ΠΟΥ ε/λϊ ίτο μ γη η ο τ ο υ ■
»Μ'*
^γΝέχίζετβι- ·
Ο ΖΟΡΡΟ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ
Κ ΑI Π Α Λ ι ΣΤΗ ΧΑΜΕΝΗ
ΓΗ
/\ ΕΝ ΕI ΝΑ I ττοτέ δυ νατόν* ή φωνή του άνεκδιήγηταυ Πάντσο Γίγαντα νά μτπερ δευτή μέ κανένας άλλου άνθρώπτου. 'Γ·Γ αυτό και ό Ζορρό τής Ζούγκλας πού βαδίζει ανυπο ψίαστος μέσα στο παρθένο δάσος, χωρίς ν άκούση τον παραμικρό θόρυβο, αφού τό εκπληκτικό έλικάπτερο μέ τον ■νάνο δόν κάνει καθόλου κρότο, σηκώνει λαχταρισ μένος τά μά τια του καί βλέπει για πρώτη
φορά τό Μαύρο Παυλί καί τόν Πάντσο πού είναι σκυμμένος άπ’ έξω καί τού φωνάζει (*). Ή χαρά του δεν περί γρά φεται. 5Από την αρχή που ξεκίνη σε γι’ αυτή τήν περιπέτεια φοβάται τά πρόσφατα τραύ ματά του καί δεν έχει εμπι στοσύνη στις δυνάμεις του... Αύτός ό σιδερένιος άνθρω πος, τρέμει τήν κούρασι και άνησυχεΐ φοβερά γιατί ξέρει πώς τή στιγμή πού θά άναγκασθή νά πολεμήση, δεν θά (*) Δ:ά6ασε τό ποο-πνού μονο τεΟνος: «Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΑ ΦΙΔΙΑ». .
ΤΙΜΗ ΔΡΑΧ. #
4
ΖύΡΡΌ
ττολεμήση μόνο γιά τον έαυ- Μαύρου Πουλιού — καί δεύ τδ του άλλα και γιά τον δί τερον (επειδή ποτέ άλλοτε δυμο αδελφό του τον *Έλ Ρέϋ. δέν έχει φύγει άπό τήν Κάζα Ξέρει άτι ό θάνατός Υου θά ντές Όμπρες χωρίς νά τό ξε φέρηι την ίδια στιγμή και τον ρή αυτός. · 9Ητο:ν λοιπόν βέβαιος ότι θάνατο εκείνου και αυτό τον έγει κάνει χίλιες φορές νά διασφαλώς κάποιος εχθρός θά είχε καταλάβει τό περίφημο στάση άν ττρέπει νά εξακολού ισπίΥι τών Ησκιων μέ τή συμ θηση τόν δρόμο του προς τό μορία του, θά είχε άπαγάγει άγνωστο καί προς την περι τόν καημένο τον Πάντσο καί πέτεια ή νά γυρίση στη φάρ μα του καί νά περιμένη απλώς θά τόν εΐχε αγκαζάρει ύποχρε ωτικώς σαν πιλότο τής συμ πώς θά τά καταφέρη ό βΈλ μορίας, μια πού εκείνοι δέν Ρέϋ στην περιπέτεια του έκεΐ νος έχει ριχτή... Θάξεραν νά οδηγούν τό ελικό πτερο. Νά όμως, που ξαφνικά ή α νέλπιστη έμφάνισις του απί ΐΓΓ αυτό δέν περίμενε ποτέ νά δή τόν Πάντσο μόνο του θανου Πάντσο Γίγαντα με τό μέ τό έλικόπτερο, πάνω άπό έλικόπτερο του, λύνει πάρα τό κεφάλι του. πολλά προβλήματα μέσα σε Ηι’ αυτό κάνει τόσο πολύ μια στιγμή. ■ «εγάλη χαρά πού τόν βλέπει. (Πραγματικά... ι — Πάντσο!, φωνάζει* εν Τό υπέροχο αυτό αεροσκά θουσιασμένος. "Έλα! Κατέβα φος πού σχίζει τους αιθέρες κάτω! μέ ταχύτητα άσυνήθιστη καί Ό νάνος γουρλώνει τά μα τρομερή για έλικόπτερο, μπο τάκια του άλλα τόσα. ρεΐ νά τόν μεταφέρη μέσα σέ — Καί ν' άφήοω τό Μαύρο λίγα λεπτά τής ώρας καί1 χω Πουλί έδώ πάνω; τσιρίζει πα ρίς νά κοπιάση καθόλου, έκεΐ ράφωνα. πού γιά νά φτάση περπατών — Όχι, μωρέ αθεόφοβε! τας θά του χρειάζονταν ολό Νά προσγειωθής εννοώ ! Γρή κληρες μέρες καί θά έφτανε α γορα ! σφαλώς καταβεβλημένος από — Πες έτσι!, γκρινιάζει ό τά πρόσφατα, τρομερά τραύ ιάνεκδιήγητος πιλότος. Άφοΰ ματά του. υπάρχει λέξί. ειδική, τί μού Ό Ζοίρρό δεν ήλπιζε καθό λες «κατέβα κάτω»; Σκέψου λου ότι θά μπορούσε νά συ νά πηδούσα απ’ έξω, νάβλεναντούσε τόν κωμικό φίλο καί πα μετά πώς θά ξανανεβαί αρχιμηχανικό του. ναμε ! Τό είχε οριστικά χαμένο, — Προσγείωσε το έπιτέπρώτα γιατί ξέρει ότι ό Πάνλους!, φωνάζει ανυπόμονα ό τσο Γίγαντας είναι απίστευτα δειλός καί ανάξιος γιά νά κα μασκοφόρος ’ Εκδ ικητής. — “Όπως αγαπάς, άψεντιταφέρη μια σωστή δουλειά— » έξω άπό τις επισκευές τοΟ ® κό!, φωνάζει κΓ ό Πάντσο Γί
β
κς μέ μεγάλη προθυμία
Ε
ττές μου που προτιμάς! Μήπως στο Σπίτι των "'Π σκιών; Μήπως στο Γαλάζιο Ποτάμι; Μήπως στο γήπεδο του Πανζσυγκλιακού πού έχει και μάτς; Ό Ζορρό κάνει. ...γαϊδουινή, υπομονή γιατί ξέρει πο ύ καλά τον Θεόκσυτο βοηθό του. — "Όχι. Π του λέει μέ άπελ πισία. Έβώ να τό προσγείω σης, αυτή τή στιγμή, για ν" ανέβω κΓ εγώ! — Μπά! Μπά!... Μά δεν μου λες έτσι τόση ώρα, Ζορράκο μου; κάνει ό νάνος γε λώντας μέ τήν ...κουταμάρα του αφεντικού του! Αντί να μου πής πώς θές. ν" άνέβης εσύ, μου λες νά κατεβάσω τό έλικόπτερο! Είνα ι. π ρά μ ατα αυτά; Γραμματική δεν σε μά θανε στο σχολείο πού πήγες, χρυσέ μου; Θές ν" άνέβης λοι πόν, έτσι; Ώραΐα! Νά σου ρίξω τό σχοινί νά σκαρφαλω τής! Ό Ζορρό τής Ζούγκλας α ναστενάζει* Είναι τόση ή βιασύνη του και ή αγωνία και ή ανησυχία του για τήν τύχη τού δίδυμου άδελψού του αλλά καί όλων των άλλων πού κινδυνεύουν ά γνωστο ακόμα γΓ αυτόν πώς καί που, από έναν τρομερό κα κούργο, πού για πρώτη φοο^ νοιώθει τήν επιθυμία ν3 άρπαξη έκεΐνόν τον χαζό βοηθό του και νά του ρίξη ένα γερό χέρι ξύλο, μήπως καί συνέλθη λι γάκι κΓ όεπαφασίση νά βάλη μυαλά, _
Καί στ* Αλήθεια τόν εί χε αυτή τή^στιγμή στά χεριά του, θά τού άστραφΤε όπωσβήποτε ικάνθο-δυκ> χαστούκια αλλά βλέπεις ό νάνος είναι έξασφαλισμένος καμμιά δεκα πενταριά μέτρα πάνω από τό κεφάλι του! Όπωσδήποτε ό Πάντσο Γί γαντας βέν παίρνει χαμπάρι άπό τίποτα. ^ — "Όχι! Νά μη μου ρίξης τό σχοινί, παρά νά προσγειωθής εδώ μπροστά μου! —Γιατί τό προτιμάς έτσι; Ό Ζορρό πάει νά σκάση. Ό νάνος τον κυττάζει μέ γουρλωμένες τίς ματούκλες του και δεν καταλαβαίνει τί ποτα. Στο στήθος τού μασκοφόρου Εκδικητή βράζει ό θυμός: καί καταβάλλει ύπεράνθρωπε ς προσπάθειες για νά μήν ξε σπάση σέ φωνές, οπότε ξέρε: πολύ καλά οτι θά., άργήση ακόμα περισσότερο νά συνεν νοηθή μέ τον απίθανο βοηθλ του. ^ — Τό προτιμάω, του λέΐ’ σχεδόν κλαίγοντας άπό τό κα κό του, επειδή έχω βγάλει κέ τι φουσκάλες στά χέρια μα > καί δεν μπορώ νά σκαρφαλώ σω μέ τό σχοινί! — Φουσκάλες; κάνει άνή-συχος ό Πάντσο. Κάηκες; -— Ναι!... — Πού κάηκες; -— Σέ μια φωτιά! — "Αναμμένη ή ...σβυστή; —"Αναμμένη./ βλάκα! Καίε. ή σβυστή φωτιά;
—- "Αμα εγώ είμαι βλάκας πού δεν έχω βάλει τό χέρι μου
β η Μβ ΜΜ
&
μάσω, έσύ τ! είσαι πού τό έ
Μβ »»«Η»
και §έν τούς μέτρημά κ&\ μΐ?Φ ρεΐ νά Ασαν και περισσότεροι,
βαλες σέ αναμμένη και κάηκες; Ό Ζορρό άναστεναζει. — Έν τάξει!, του λέει. Κα τέβα τώρα!,... Δηλαδή, προσ γείωσε τό έλικόπτερο ν5 άνέ^ βω έγώ!..; — Χμ... Μήπως έχει τίίτοτα θηρία εκεί κοντά στους θά μ νους; —Όχι, δεν έχει "Έλα! Δεν ντρέπεσαι νά φοβάσαι; — Έγώ νά φοβηθώ; Γιά ρώτα καί τον ’Έλ Ρέϋ τον ξυλάρα, νά .σου πή πόσους έφα γα γιά νά τον σώσω! ΜακελΛιό έγινε! Θά σκότωσα ίσαμε τρεΐς χιλιάδες νομάτους —αν
^ “ Τι |χ6υ λρς!^Έλα κάτώ να μου τα διήγήβης! — Αμέσως!, τσιρίζει ό ά νεκδ-ιήγητος νάνος, ενθουσια σμένος πόύ ο μεγάλος του φί λρς έδειξε νά τον θαυμάζη για τά κατορθωμάτά του. !Καί αυτή τη ψαρά, ^ωρίς άστεΐα έκανε τους απαραίτη τους χειρισμούς καί τό όπέροχο Μαύρο Πουλί άκούμπησε στη γη, πλάϊ στο Ζορρό τής Ζούγκλας, πού άνςατνέει μέ ανακουφισι;.., Μόνο την τελευταία στιγμή πρύ παρατηρεί κατάπληκτος τά γυμνά μέταλλα άπ’ τις ρό δες του έλικοπτέρου, ρωτάει
"ΚΤΛ
Γιατι §εν ίλβν&ρώνβσρι μέ τον ίδιο τρόπο, σένιόρ Περέθ;
I
1Ή* Ζ0ΥΓΚΑΑ1
Τά σίδερα έχουν νικηθη αϊτό την τρομακτική του δύναμι!...
μέ γουολωμένα μάτια: — Τι ρόδες τι τις έκανες, βρε Πάντα ο; — Τις πούλησα για ν α γοράσω βενζίνα!, του άπαντάει άγανακτισ μένος ό νάνος. Δεν άκούς ττού σου λέω πώς έγινε μακελλιό, Ζορράκο μου; "Αμα θά τ' άκούσης να σου τά διηγηθώ δλα μ.έ τό ξί και μέ τό κάπα, τότε θά πήξης σάν γιαούρτι τής τσανάκας! Προς τό παρόν ανέβα νά φύγουμε γιά την Κάζα ντές "Ομπρες, γιατί βαρέθηκα πια τις περι πέτειες! Θέλω νά πάω κάπου νά περάσω ειρηνικά τά γερατιά μου! Ό Ζορρό άνεβαίνε; στο ε λικόπτερο πλάϊ στον άνεκδιή
γητο βοηθό του ·— γιά καλό κακό— καί μετά του λέει: — Δεν πρόκειται νά πάμε στην Κάζα ντές Όμπρες, γιά την ώρα, Πάντσο! Ό νάνος τον κόβει ανήσυ χα και τά ματάκια του στρι φογυρίζουν. "Οσο κουτός κι5 άν είναι, τον έχει, μάθει αρκε τά καλά πιά τόν μεγάλο φί λο του. Κάτι πού δεν τού αρέσει κα θόλου διακρίνει στίς λαμπερές κόρες των ματιών τού Ζορρό τής Ζούγκλας. —Και πού πάμε; τόν ρω τάει. ανήσυχος. Μήπως στην πλάζ γιά κολύμπι; — Ούτε!... — Στα παλιατζίδικα γιά
β καινούργιες ρόδες; —» Ούτε!,.. Πάντσο, εΐπεξ πώς συνάντησες τον "Ελ Ρέϋ; —* Ναί! , — Ωραία! Θά γυρίσουμε λοιπόν σ’ έκεΐνο τό μέρος που βρίσκεται!,.. Που τον άφησες για -τελευταία φορά; . Ό Πάντσο χοροπηδάει άπδ την τρομάρα του τόσο ψηλά, πού παρά λίγο νά οπάση τό κεφαλάκι του στο επάνω μέ ρος του .καβουκιού τού Μαύ ρου Πουλιού. Τά ματάκια του στριφογυ ρίζουν σάν μπίλλιες τού ρου λεμάν μέσα στις κόγχες τους: Χλωμιάζει σάν. πεθαμένος. Και μόνο ή Ιδέα ότι μπο ρεί νά ξαναγυρίση μέσα σ’ ε κείνη την καταραμένη κοιλά δα μέ τά πελώρια έκεΐνα. τέ ρατα και μέ τους αγριάνθρω πους καί μέ τά φίδια, πάει νά λιποθυμήση άπό τον φόβο του. - ^— Τον άφησα,^ ψελλίζευ Τον άφησα... Τον άφησα σ' έ να μέρος! — Σέ ποιό μέρος; — Δέν ξέρω πώς τό λένε! Δέν τδχει ό χάρτης! —Μίλα, Πάντσο!, τού λέει αυστηρά ό Ζορρό καί άνυπόμονα. Πρέπει νά πάμε οπωσ δήποτε εκεΐ πέρα, νά βρούμε τον Έλ Ρέϋ! Κινδυνεύει ή ζωή του! Ό Πάντσο ξαφνικά χαμο γελάει. *Όλη ή ανησυχία τού περ νάει μονομιάς. —"Α!^Τόν "Ελ Ρέϋ θές νά βρής; τοΰ λέει ειρωνικά. Για-
ΐ» δέν μου τό λές άττσ τήν άρ-
χή, 2σρρέ, νά συνεννοηθοΟμέ; Ό μασκοφόρος /Εκδικητής πού γνωρίζει κι* έκεΐνος πο λύ καλά τον απίθανο βόηθο του; κυττάζει μέ . άνησυχία την νέα εκφρασι πού έχει, πά ρει ό Πάντσο Γίγαντας. — Τί τρέχει; τού λέει. Τί μου κρύβεις; — Τίποτε δέν σού κρύβω! Θά σου τά πω χύμα, γιατί βα ρυέμαι νά τρέχω τζάμπα, πί σω σ' εκείνο τό μέρος! Θές νά μάθης τί άπόγινε ό ξυλάρας; _ / , Ό Ζορρό χλωμιάζει^ κατώ ;άπό τη χρυσή μάσκα των "I νκας πού τοΰ σκεπάζει τό πρό σωπο. — Ναί!, Αποκρίνεται. Τί άπόγινε; — Τον έφαγε ένας κροκό δειλος!, τοΰ λέει, ό Πάντσο σοβαρά - σοβαρά. Ό Ζορρό ξέρει ότι ό Πάν τσο Γίγαντας έχει χίλια έλοοττώματα άλλα ψέματα δέν λέει^ ;Γι αυτό τον1 λόγο γίνεται ακόμα πιο άσπρος μέσα σέ μιά στιγμή καί αισθάνεται την καρδιά του πού πηγαίνει νά σταματήση. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο όμως θυμάται, μιά λεπτσμέ·* ρεια πού τον κάνει νά ξαναγεμίση έλπίδες. «Πώς εΐναι δυνατόν νά έχη πεθανει», συλλογίζεται «άΦρύ είμαι ακόμα ζωντα νός; Οχι!... Άσφαλ ώ ς ικάποιο λάθος θά έχη κάνει ό ΠάντσοΓ.. Ό "Ελ Ρέϋ ζή !...» .Πάλι όμως ή Αμφιβολία τρυ πωνει στη γενναίά καί εύγε-
9
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ νική καρδιά τού γίγαντα. «Κι* άν δμως όλ9 αυτά δέν ήταν αλήθεια; Κι9 άν ύπάρχη- κάποιο λάθος στους χρη σμούς και στην έξήγησί τους; Κι9 άν δεν ακόλουθή ό ένας τον άλλον στον θάνατο; Τότε αυτός δεν θά ζή ιτιά!... Και ττώς είναι δυνατόν νά ζή, αλή θεια, αφού ο Πάντσο Γίγαν τας τον είδε νά τον τρώη έ νας κροκόδειλος;» 'Νέα άττελτπσία τον κυρι εύει. Είναι αδύνατον νά ττεριγρα ψή πόσος πόνος πλημμυρίζει την ψυχή του. Όστε ό δίδυμος άδερφός του πού τον είχε γιά χαμένο τόσα χρόνια καί πού έκανε τόση χαρά δταν τον ξαναβρήκε ανέλπιστα, δεν υπάρχει π ιά; -αναχάθηκε ό ρ ι στ ικά; 4Αρπάζει τόν Πάντσο Γί γαντα και τόν τραντάζει άνυπόμονα. — Πάντσο!, φωνάζει. Μου λές την αλήθεια; — Ναί, -ΊΓαιδάκι μου! Εί μαστε κοτζάμου άντρες! — Τόν είδες έσύ τόν κρο κόδειλο νά τρώη, τόν “Έλ Ρέϋ; — Όχι! ,Τόν είδα ^μετά, πού σκουπιζότανε μέ την πε τσέτα ! — Μην κοροϊδεύεις, Πάν τσο! Λεν ντρέπεσαι; Πές μου άν στ* άλήθεια είδες τό τέρας νά τρώη τόν “Έλ Ρέϋ! — Όχι, χρυσέ μου! Δεν τόν είδα ^βέβαια! 9Άν τον έ βλεπα, θά του έδινα καναπιάτο ραδίκια, ν9 άφήση τόν άν θρωπο !
—-Και πώς
έβγαλες
το
συμπέρασμα πώς τόν έφαγε; — Διά τής... είς άτοπον άπαγωγής! — Δηλαδή; — Νά: Ήμουν εγώ έκεΐ κι9 ήταν κι9 ό Έλ Ρέϋ! Ήταν κι9 οί αγριάνθρωποι πού ήθελαν νά σκοτώσουν τόν *Έλ Ρέϋ! Ήταν — πόσοι σοϋ είπα; Κοντά οχτώ χιλιάδες μέ δέ κα!... Λοιπόν έγώ ξέρω πώς τό συμπαθούσες πάντα αυτό τό παιδάκι καί ράγισε ή καρ διά μου! Λέω, θά διαβάση ό Ζορρός στά πένθη τόν θάνα τό του καί θά τά βάψη μαύ ρα ! 9Απάνω τους, Πάντσο καί τούς φάγαμεΓ..»^ — Καί τούς ρίχτηκες ! —Μάλιστα! Που τόξερες; *Άν ήσουνα έκεΐ, μη μ9 άφίνης καί σου τά λέω άδικα! Θά μαλλίάση ή γλώσσα μου! — Όχι, δεν ήμουνα!... Τό φαντάστηκα πώς θά τούς έπετέθης! -έρω τί γενναίος πού είσαι! — Μην κοροϊδεύης! "Επεσ9 άπάνω τους σάν άλλος * Ηρακλής! Νά πάμε νά σου δείξω! ^— (Καλά]... Λέγε παρα κάτω, τί άπόγινε μέ τόν “Έλ Ρέϋ!.... # — Λυτά! Λοιπόν πέφτω άπάνω στις είκοσι χιλιάδες τούς άγρι ανθρώπους καί τούς τρέπω^σέ φυγή! “Έμεινε ό 9Έλ Ρέϋ 'μονάχος καί δεμένος σάν κουβαρίστρα... Έγώ κυ νηγούσα τούς τριάντα χιλιά δες πού σούλεγα! “Ήθελα νά τούς ξεκάνω όλους άλλά στο τέλος μου φαίνεται πώς μου ξέφυγαν δυο - τρεις!
ΖΟΡΡΟ
10 — Λοιπόν; — Νά: Γυρίζω έκεΐ που ά φησα τον ξυλάρα καί βλέπω έρη'μιά! Κι3 ένας κροκόδει λος παραπέρα, καθότανε και γλειφότανε καί καθάριζε τά δόντια του μέ μια οδοντογλυ φίδα σαν... μπαστούνι! Ό Ζορρό φαίνεται ν’ ανή συχη πάλι πολύ σοβαρά. — Δεν βρήκες τίποτα Τχνη από τον 5Έλ Ρέϋ; μουρμου ρίζει— Τίποτα! Ούτε την κάρ τα του! — Κανένα κοκ καλό; Αίμα τα; — Μπά! "Οπως φαίνεται
θά τον κατάπιε ολόκληρον! -—- Καλά..ν ■ΚΓ ό Ζορρό κάνει μια απο φασιστική χειρονομία μ5 αυ τή τη λέιξι. Τά μάτια του νάνου λά μπουν από ευτυχία. — Πάμε για τό σπίτι; φω νάζει ευχαριστημένος. — "Οχι! Πάμε σ3 έκεΐνο τό μέρος που άφηΐσες για τε λευταία φορά τον 3Έλ Ρέϋ! Ό Πάντσο Γίγαντας πάει κάτι νά πή αλλά δεν τά κατα φέρνει. Μένει μέ τό στόμα ανοιχτό καί τά μάτια γυαλένια. Πάει νά λιποθυμία η από τήν τρομάρα του...
Το υπέροχο σκάφος βυθίζεται στους μυστηριώδεις υδρατμούς..,
11
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
Τό τρομερό χέρι του άρχοντα τής ζούγκλας, πέφτει βαρύ... Ο ΣΕΝΙΟΡ
0
ΓΚΟΝΖΑΛΕΣ
ΓΙΓΑΝΤΟΣΩΜΟΣ
Έλ Ρέϋ λοιπόν, βρίσκεται ε λεύθερος, αφού έσπασε τις α λυσίδες πού τον κρατούσαν ■αιχμάλωτο -καί ό χο^τρο - Περέθ και ό σενιόρ Γκσνζάλες πού -εξακολουθούν να είναι δε μένοι μέ τις δικές τους αλυ σίδες, τον κυττάζουν, όπως είδαμε, με γουρλωμένα τα μάτια, από την έκπληξι καί τον θαυμασμό. Ό Περέθ όμως τον κυττάζει συγχρόνως καί μέ κάτι πού μοιάζει περισσότερο μέ κακία... -—* "Ωστε γΓ αυτό είπες
πώς δεν υπάρχει σωτηρία καί θά πεθάνωμε όλοι!, μουγγρίζει. Για νά έλευθερωθής καί νά φυγής μόνος σου καί νά μάς άφήσηις εμάς στο έλεος αυτού τού κακούργου! Ό Έλ Ρέϋ μ* όλο πού δεν έχει καμμιά τέτοια διάθεσι αυτή τη στιγμή/ δεν μπορεί νά μην χαμογελάση ειρωνικά. -— Καί γιατί δεν ελευθερώ νεσαι κι5 εσύ μέ τον ίδιο τρό πο, σενιόρ ΓΊερέθ; ρωτάει μέ προσποιητή αφέλεια. Τό ύψος τού χοντρού αστυ νόμου· όμοος σ5 αυτή τήν ερώ τηση είναι τέτοιο, πού κάνει ακόμα καί τον διοικητή του πού βρίσκεται πλάϊ του νά
12 χαμογελάση κάτω άττ5 τά μου στάκκχ του. Τά μάτια του γουρλώνουν. Τό πρόσωπό του κοκκινίζει σαν άπόπληκτο. Κιυττάζει δεξιά αριστερά, μιά προς το μέρος του σενιόρ Γκονζάλες καί μιά προς τό μέρος των άνδρών του, σάν νά προσπαθή νά πάρη άπ5 αυ τούς καμμιά βοήθεια. ’Αλλά τί βοήθεια μπορούν νά τού προσφέρουν έτσι ό πως βρίσκονται όλοι δεμένοι με τις Αλυσίδες; *Αναγκαστικά λοιπόν ξανα γυρίζει ^πρός τον "Έλ^ Ρέϋ, που περιμένει την άπάντησί του με τό ειρωνικό του χαμό γελο. -— Γιατί... Γιατί... ψελλίζει καί σταματάει πάλι. άναβλύθρόμβοι ιδρώτα ζουν άπό τό μέτωπό του. Δεν ξέρει τί νά πή καί έ νας κόμπος έχει, σταθή στον λαιμό του, που τον εμποδίζει νά μιλήση. Τέλος όμως ξαναρχίζει για δεύτερη φορά την προσπάθεια του: — Γιατί... μουρμουρίζει με απίστευτη ειλικρίνεια, δεν έχω εγώ τη δόνα μ ί σου! Πώς θά σπάσω έτουτες τις άλυσιδάρες, όπως τό έκανες του λόγου σου; Ό Έλ Ρέϋ όσο - κι’ άν προσπαθή νά συγκράτηση, αυτή τη φορά σκάει στά γέ λια. — Νά κάνης γυμναστική, σενιόρ Περέθ!, λέει εύθυμα. "Έτσι θά δυναμώσης καί θά σου πέσουν καί τά πάχη σου
ζ ο ρρο
και θά καταφέρης νά σπάσης καί της Αλυσίδες! Ό σενιόρ Γκσνζάλες χαμο γελάει περισσότερο τώρα. Πνιχτά γέλια αστυφυλάκων άντηχουν μες στο σκοτάδι. — Σκάστε, ζώα!, ουρλιά ζει ό Περέθ εξαγριωμένος. Συμμαχείτε μ’ αυτόν τον πα λιάνθρωπο έναντι ον του προϊ σταμένου σας; Νεκρική σιωπή γίνεται άμέ σως μες στη σπηλιά, σημάδι του πόσο τρέμουν όλοι οί α στυφύλακες τον χοντρο - Πε ρέθ. Αυτός ό τελευταίος, άπό τον θυμό του έχει πάρει μεγά λη φόρα. -— Κι5 εσύ, "Ελ Ρέϋ, μσυγγρίζει, νά ξερής, αυτό που κά νεις θά τό πληρώσης ακριβά! "Ως τώρα, μπορώ νά σου τό ομολογήσω ότι παρ' όλο πού ήσουν εκτός νόμου, σου έτρε φα κάποια έκτίμησυ γιά την πραγματική γενναιότητά σου μά καί γιατί δεν θυμάμαι καμ μιά φορά τέλος νά πήρες τό μέρος κανενός άθλιου σάν αυ τόν που μάς κρατά αιχμαλώ τους καί μάς έχει μετατρέψει σέ αληθινούς σκλάβους! Τό ότι όμως αυτή τη φορά μάς άφήνης στά χέρια του, δεν πρόκειται νά σου τό συγχω ρήσω! Θά σέ κυνηγήσω σάν λυσσασμένο σκυλί και θά σέ σκοτώσω όπου κι5 άν πάς! — Καί πώς θά φύγης άπό 6ώ μέσα γιά νά έκτελέσης την απειλή σου; ρωτά καί πά λι μέ άφέλεια ό λευκός γίγαν τας.
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ό Περέθ κοντεύει νά λυσσάξη. — Ό θεός είναι μεγάλος και αγαπάει τή δικαιοσύνη!, μουγγρίζει. Αυτός θά^μας βοηθήση νά ελευθερωθούμε! — Καί γιατί θά έπρεπε νά σέ έλευθερώσω εγώ; ρωτάειπάλι ό βασιλιάς τής ζούγ κλας. Γιά νά με... συλλάβης μετά, σενιόρ Περέθ; — "Όχι. θά σ' Αφήσω νομί ζεις; γρυλλίζει άγρια ό χον τρά - Αστυνόμος μέ την έξο χη ειλικρίνεια του πού είναι όμολογουμένως τό μεγαλύτε ρο του προτέρημα. ΚΓ ο γενναίος "Ελ Ρέϋ Α ναγνωρίζει αυτό τό προτέρη μα του Αντιπάλου του και δεν μπορεί γιά μιά ακόμα φορά νά κράτηση τά γέλια του. — Είσαι τέρας άχαριστίας, σενιόρ!, του λέει μέ πρα γματικόν θαυμασμό. Αλλά σου άρέσει νά λες την αλή θεια και γι’ αυτό θά σ’ ελευ θερώσω ! Καί ένώ ό Περεθ γουρλώνει γιά άλλη μιά φορά τά μάτια του άπό την τρομερή έκπληξι πού νοιώθει, ό γίγαντας άρπαζε ι τις Αλυσίδες πού δέ νουν τά χέρια του καί Αρχί ζει νά τις τεντώνει... Σέ λίγα δευτερόλεπτα άκούγεται ένα ακόμα «κράκ». Τά σίδερα έχουν υποχωρή σει καί έχουν νικηθή άπό την τρο μακτ ική του δόνα μι!... Ό Περεθ έχει νικηθή κι* αυ τός κι* έχει Αττομείνη Ακίνητος σαν άγαλμα, άπό την ψυχι κή βύναμι έκείνου χοΟ άνθρώΤΓΟν.
1» ^ "Όσο γιά τον Έλ Ρέϋ 6έν δίνει, καμμιά σημασία στην έκπληξί του. 1 Αρπάζει καί τίς Αλυσίδες πού δένουν τά πόδια του καί σέ λίγο έχουν Ακολουθήσει κι* έκεΐνες την τύχη των πρώ των... Ό σενιόρ Περέθ είναι τε λείως έλεύθερος —αν μπορή κανείς νά τό πή αυτό, άφοϋ βρίσκεται Ακόμα όπως καί ό λοι ο! άλλοι μέσα στη σπη λιά - φυλακή, του τρομερού κακούργου πού τούς κρατάει αιχμαλώτους ^καί Αφού οί συ μ μορίτες αυτού τού τελευταίου φρουρούν την έξοδό της... Μά ο σενιόρ Περέθ αίσθάνεται σάν έλεύθερος, Αφού δεν νοιώθει πια τις άλυσσίδες νά του δένουν τά χέρια καί τά πόδια. — Εμπρός!, του λέει χα μογελώντας ο *Έλ Ρέϋ. Τώρα νά μέ συλλάβης, σενιόρ Πε ρέθ! Εκείνος αυτή τή, στιγμή θά μπορούσε^ νά διεκδίκηση τον τίτλο του πιο πετυχημέ νου άγάλματος^τής σάστισμά ρας πού μπορεί νά γίνη ! — Νά σέ συλλάβω!, ψελ λίζει στο τέλος. Καί πώς διά βολο νά σέ συλλάβω; Δέν έχω καμμιά Αρμοδιότητα νά τό κάνω... τουλάχιστον έδώ μέ σα! Ό Περέθ ξοτνασαίνει. Μέ τά τελευταία του λόγια έχει βρή τή διέξοδο πού γύ ρευε γιά τήν Αδυναμία του νά έκτελέση τήν απειλή του.
"Όμως τήν Τδια στιγμή Ακούγετφ ή φωνή τοϋ σενιόρ
14
ΖύΡΡΟ
Γκονζάλες πού εξακολουθεί να είναι αιχμάλωτος, καρφωμέ νος μέ τις αλυσίδες του εκεί δίπλα: — Ό Περέθ δεν μπο.ρεΐ νά σέ συλλαβή,, "Ελ Ρέϋ, γιατί ό αρχηγός του άποσπάσματος ειμ εγω!... Κι εγω είμαι ο διοικητής ολόκληρης της περιοχής, επιφορτισμένος νά επιβάλλω τον νόμο κατά την κρίσι μου/ σε κάθε περίπτωσι που παρουσιάζεται! Τά δικαι ώματά μου είναι απεριόριστα σ’ αυτήν την επαρχία καί σέ περίπτωσι έξεγέρσεως ή άλ λης σοβαρής ανάγκης, έχω τό δικαίωμα νά επιστρατεύσω καί όσους από τούς κατοίκους τού τόπου καταλαβαίνω ότι
μου χρειάζονται γιά *ιήν αντι μετώπισή τής ανάγκης αυτής! Λοιπόν, Έλ Ρέϋ: Έν όνο μά τι τού Νόμου σέ επιστρατεύω καί άπ5 αύτή τη στιγμή ανή κεις στάς τάξεις τής αστυνο μίας τού "Έλ Χόκλο καί είσαι υποχρεωμένος νά υπακούς τυ φλά στις διαταγές μου, γιατί είμαι ό διοικητής σου! Ό Περέθ δεν μπορεί νά συγκράτηση τήν έκπληξί του σ’ αυτά τά λόγια καί αφού γιά μιά στιγμή μένει μέ τό στόμα: όλάνοιχτο, τήν άλλη στιγμή ξεφωνίζει μέ γαορλωμένα τά κακομοίρα τά μάτια του, πού έχουν δεινοπαθήσει. — Τί έκανε, λέει; — Σιωπή, Περέθ!, τον κό-
Άρχίζουν νά υποχωρούν από βράχο σέ βράχο....
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
1»
Είναι ή θρυλική Νάγια!
6ε ι αυστηρά ό σενιορ Γκονζάλες. Πώς τολμάς νά φέρνης άντίρρησι στα λόγια μου; Καί ενώ ό χαντρο - άστυνό μος μένει ακίνητος σαν άγαλ μα, ό Γκονζάλες συνεχίζει μι λώντας προς τον Έλ Ρέϋ, 'μέ τό ίδιο πάντοτε επίσημο ΰφος: — 5Αϊτό τη στιγμή τής έπι στοατεόσεώς σου/ "Έλ Ρέϋ, κάβε προηγούμενο πού είχες μέ τον Νόμο, σδύνεται αλλά καί κάθε άνυπσκοή σου στίς διατοτ/ές μου, σημαίνει λιπο ταξία κα.1 τιμωρείται μέ θάνοττο!... Σέ διατάσσω νά έλευ θερώσης καί τούς υπολοίπους «συναδέλφους» σου, μέ τον ί διο τρόπο πού ελευθέρωσες
•καί τον Περέθ! Ό λευκός κυρίαρχος τής ζούγκλας, ό γιγαντόσωμος "Έλ Ρέϋ έχει άπομείνει μαρ■μαρωμένος καί κυττάζει μέ απέραντο θαυμασμό εκείνον τον άνθρωπο ή μάλλον τη σκιά του ανθρώπου πού του μιλάει. Ό αποφασιστικός τόνος καί ή σταθερότης τής φωνής του σενιορ Γκονζάλες, του έ χουν κάνει τρομερή έντύπωσι. Κλείνει μιά άπίστευτη ψυ χική δ,ύναμι μέσα του αυτός ό άνθρωπος. “Ένα ρίγος διατρέχει τή ρα χοκοκκαλιά του γίγοντα. "Ενα παράξενο ρίγος πού δεν έχει ξανανοιώσει ποτέ καί άμέσως αισθάνεται την άνάγ-
16 κη να ύπακούαη! Σαν μαγνητισμένος προχω ρεί προς το μέρος του καί α πλώνει τά ατσαλένια του χέ ρια για να πιάση τις αλυσί δες που τον κρατούν αίχμάλωτο. Ή φωνή όμως του σενιόρ Γκονζάλες τον σταματάει καί πάλι. — "Όχι εμένα, Έλ Ρέϋ... ιΠ,ρωτα τους συναδέλφους σου!... Είναι φυσικό ότι γρή γορα θά κουραστής και δεν θά μπορέσης νά μάς έλευθερώσης όλους, πριν πέραση αρκετή ώρα γιά νά ξεκουρα στούν τά χέρια σου καί νά συ νεχίσης... Έχω καθήκον νά μείνω τελευταίος!... Ό θαυμασμός του λευκού γίγαντα μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ σ' αυτά τά λόγια. Τόν κυττάζει γιά άκόμα μιά φορά, ακίνητος από την έκπληξι καί υστέρα υποχωρεί γρήγορα καί προχωρεί προς τό μέρος πού βρίσκονται οί αιχμάλωτοι αστυφύλακες. Την ώρα πού τά τρομερά, ατσαλένια χέρια του βασιλιά τής ζούγκλας αρχίζουν νά δουλεύουν, άκούγεται καί πά λι, ήρεμη καί αποφασιστική ή .φωνή του σενιόρ Γκονζάλες: — Περέθ, νά άναλάβης τή φρουρησι. τής έίσσδου καί νά διοργάνωσης τήν άμυνά μας., σέ περίπτωσι πού ό εχθρός θά προσπαθήση νά μπή εδώ μέσα. Π άντως ό,τι καί αν συ μ βή στο τέλος, νά μήν ξεχάσης ποτέ ότι τά λόγια μου είναι διαταγές καί ισχύουν άκόμα καεί μετά τόν θάνατό μου!...
Ε©!?Ρ© "Αν συμβή νά σκοτωθώ, θά ά ναλάβης τήν άρχηγία καί δεν θά λησμονήσης ότι ό Έλ Ρέϋ θά είναι τελείως έλεύθερος, μόλις βρεθήτε ελεύθεροι ό λοι ! — Μά... μάλιστα, σενιόρ!, ψελλίζει, ό δύστυχος ό Περέθ καταϊδρω μένος καί ενώ κιν δυνεύει νά καταπιή τή γλώσ σα του... Στο μεταξύ ό "Ελ Ρέϋ νοι ώθοντας μιά παράξενη συγκί νησί πού όμοια της δεν έχει ξανανοιώσει, συνεχίζει τό άπελευθερωτικό έργο του. 5Αλλά τά πράγματα γίνον ται ακριβώς όπως τά προέβλεψε ό σενιόρ Γκονζάλες. *Όσο κΓ άν ή δύναμις του λευκού γίγαντα είναι τρομα κτική, σχεδόν υπερφυσική, οι αλυσίδες πού δένουν τούς αιχ μαλώτους, δεν εΐναι παιχνίδι νά σπάσουν... Άκόμα καί τά /ατσαλένια χέρια του βασι λιά τής ζούγκλας νικιώνται στο τέλος καί άφου έχει έλευθερώσει άλλους τρεις... Στον τέταρτο, μ5 όλη του τήν προσπάθεια, τό μέταλλο αντιστέκεται· καί δεν άνοίγει... Τέλος καταφέρνει καί σπάει καί τήν αλυσίδα αυτού τού τελευταίου, πού του δέ νει τά χέρια άλλά καταλαβαί νει ότι. δεν μπορεί νά κάνη τό ίδιο καί μ’ αυτή τών ποδιών του... Γεμάτος Ιδρώτα από τήν προσπάθεια καί λαχανιασμέ νος σάν σκυλί, πέφτει σέ μιά πέτρα νά ξεκουραστή. Μέ τούς τρεΐς ελευθερωμέ νους άντρες του 6 Περέθ έχει
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ πάει κΓ έχει σταθη πίσω άπ" την είσοδο τής σπηλιάς, πε ρί μένοντας... "Αλλοίμονο σέ οποίον συμ μορίτη άποφασίση νά μπή μέ σα αυτή την ώρα... Βέβαια οί άνθρωποι του νό μου δεν έχουν τά ντουφέκια τους, άλλα τά κομμάτια από τις αλυσίδες που υπάρχουν ακόμα κρεμασμένα άπό τούς καρπούς τους, είναι τρομερά όπλα στά χέρια τους, γιά μιά μάχη σώμα μέ σώμα... ^ Ωστόσο ή αγωνία όλων δεν περ ιγράφεται..,. "Από τη στιγμή πού γιά όποιονδήποτε λόγο ό πρώτος συμμορίτης θά άποφασίση νά μπή στή σπηλιά, μπορεΐ αυ τός νά τεθή έκτος υάχης σέ μιά στιγμή, θά ειδοποιηθούν όμως οί άλλοι καί ό κίνδυνος θά είναι πιά τρομερός γιά ό λους, άφου οί κακούργοι διαθέ τουν πυροβόλα όπλα... Ό Έλ Ρέϋ μετά άπό δέκα λεπτά άνάπαυσι σηκώνεται καί ελευθερώνει· τον άστυφύλακα πού έχει ήδη ελεύθερα τά χέρια του καί άλλον έναν... "Υστερα όμως γιά νά ξεκουραστή καί νά έλευθερώση κι." άλλον, χρειάζεται νά ξεκουραστή ένα τέταρτο καί με τά, είκοσι λεπτά... Είναι φανερό πώς θά χρει αστούν ώρες ολόκληρες ώσ που νά ελευθερωθούν όλοι... "Οσο πάει καί περισσότε ρο ή άγωνία βαραίνει τις καρ 6 ίές. Ένώ μέσα στή σπηλιά έ χει τρομερή υγρασία καί σχε τικό κρύο, όλοι τους είναι ί-
17 δρωμένοι, έτσι· πού τά πρόσω πά τους γυαλίζουν παράξενα μέσα στο σκοτάδι τής σπη λιάς.^ ■Κάθε ώρα πού περνάει ό λο καί1 πιο πολλοί αστυφύλα κες βρίσκονται πλάι στον Πε ρέθ, κοντά στήν είσοδο, έτοι μοι νά άντιμετωπίσουν τον απαίσιο εχθρό... Ό σενιόρ Γκονζάλες κανά δυο φορές δίνει πραγματικό κουράγιο σέ όλους. — Ψυχραιμία, φίλοι μου!, λέει μέ σιγανή φωνή. Κατά πάσα πιθανότητα θά πρέπει νά περάση όληι ή νύχτα καί νά μήν εμφανιστούν οί εχθροί μας!... Δέν έχουν κανέναν λό γο νά έρθουν πριν άπό τό χά ραμα πού θά είναι γιά νά μάς πάρουν καί νά μάς οδηγή σουν στο ορυχείο... "Ως τότε ό "Έλ Ρέϋ θά έχη τον καιρό νά μάς έλευθερώση όλους... Καί μετά τά λόγια του όλοι παίρνουν θάρρος, γιατί επί σης ολοι έχουν άποκτήση μιά τρομερή εμπιστοσύνη σ" εκεί νον τον άνθρωπο... Ο ΖΟΡΡΟ ΚΓ Ο Γ!ΑΝΤΙΟ
ΖΟίΡΡΟ τής Ζούγ κλας δέν άφίνει. τον Πάντσο Γίγαντα νά λιποθυμίση. "Αρκετά έχουν καθυστερή σει. Ή άγωνία του γιά τον δί δυμο αδερφό του έχει πιά φτά σει στο κατακόρυφο καί θέ λει νά έκμεταλλευθή άκόμα καί τά δευτερόλεπτα γιά νά
II
— Μια θέσι και φύγαμε! Δεν παίρνει άλλους! Πλήρεεεες!
ΙΟΡΡΟ τρέξη κοντά του. Τώρα πια είναι βέβαιος ότι ό Έλ Ρέϋ ζή. Αφού ό Πάντσο Γίγαντας δεν τον είδε μέ τα Τδια του τά μάτια νά τον τρώη ό κροκό δειλος —όπως είχε νομίσει στην αρχή— δεν έχει καμμιά αμφιβολία πώς ό λευκός γί γαντας βρίσκεται ακόμα στη ζωη..; , , Μάλιστα ξέρει δτι δεν θά είναι ούτε καν τραυματισμέ νος, γιατί Θά είχε νοιώσει κΓ αυτός τον ίδιο πόνο μ’ εκεί νον, τήν ίδια στιγμή του τραυ ματισμοϋ του. "Οσο για τον «Έμπορο του θανάτου» πού ήταν ή άρχική αίτια για τήν οποία ό Θρυλι κός μασκοφόρος Εκδικητής έ χει ξεκινήσει κΓ έχει φτάσει στήν παρθένα ζούγκλα του Μαύρου Κόρακα, δεν τον άπα σχολεϊ πια καθόλου, γιατί προχωρώντας έχει δή τά ίχνη του μακελλιού στή σκηνή έκείνου του παλιανθρώπου, πού τον έσφαξαν μαζί μέ όλους τούς συμμορίτες του οί πρώ ην σκλάβοι του, οί βασανι σμένοι μαύροι άχθοφόροι- του. Ό Ζορρό δεν μπόρεσε νά καταλάβη πώς έγινε αυτό τό μακελλιό... Γνώρισε όμως στο πρόσω πο του απαίσιου νεκρού κα κούργου τον άνθρωπο πού άποκαλοΰσαν στήν περιοχή Έ μπορο τού θανάτου καί αυτό τού έφτασε γιά νά καταλάβη ότι βρήκε τη δίκαιη τιμωρία του. Έτσι τώρα έχει ρίξει όλο του τό ενδιαφέρον στή σωτη
ΤΗί 10 ΥΓΚΛΑ1 ρία του αδερφού του, πού πι στεύει ακράδαντα, ο τ ί για να μην έχει έ μ φαν ι στη ακόμα, θά βρίσκεται σε φοβερό κίν δυνο. ' Αρπάζει λοιπόν, για νά μην πολυλογούμε, τον ανεκδι ήγητο νάνο (άπό τον γιακά και τον τραντάζει, μή αφή νοντας τον νά... έκτελέση το σχέδιό του και νά λιποθυμί ας. — Μπρος!, του φωνάζει. Λέγε!... — "Π νά πώ; ψελλίζει ε κείνος μισοκακόμοιρα. Θές νά σου πώ την ιστορία τής χήνας πού έκανε χρυσά αύ— "Όχι, νά μου πής άμέσως που είδες γιά τελευταία φορά τον Έλ Ρέϋ, γιατί θά σέ πετάξω άπό τό ελικόπτε ρο κάτω! — Τρελλάθηκες, καλέ; θά σκοτωθώ! — Χαλά πού τό κατάλα βες!... Κάνε λοιπόν γρήγορα, γιατί πρώτη φορά είμαι τόσο πολύ θυμωμένος μαζί σου! — Δέν... δεν περιμένουμε λιγάκι- μήπως σου περάση; Ό Ζορρό όμως έχει πολύ αγριέψει καί γιά νά τρομοκραήση τον Πάντσο Γίγαντα —πού δεν θέλει καί πολύ γιά νά φσβήθή οσο χρειάζεται— τον αρπάζει- έτσι όπως τον κρατήση τόν Πάντα ο Γίγαντα τον σηκώνει σαν κούκλα, πλη σιάζοντάς τον προς τό ανοι χτό τμήμα τού κουβουκλίου τού Μαύρου Πουλιού. λ Ό Πάντσο ξεφωνίζει τρελλός άπό την τρομάρα του:
Πέφτει
ένας μασκοφόρος γαντας!...
γί
ΖΟΡΡΟ — "Άσε τί«ς πλάκες, ψηλέ, και τό σακκάκι έχει αρχίσει νά ξηλώνεται! ’Άν πέσω κά τω δεν θά σου ξαναμιλήσω ποτέ!... Ό Ζορρό μ5 δλο τον θυμό του παρά λίγο νά σκάση στά γέλια, οπότε δεν θά ξεμπέρ δευε ποτέ μέ τον διαβολεμένο νάνο. "Ομως καταφέρνει και συγ κροτείται μέ τό ζόρι καί ό ταν ξαναμιλάη, ή φωνή του εί ναι καί πάλι γεμάτη αγριάδα. — Στο τρία σ’ αφήνω!... "Ενα!... Δύο!... — Έκεΐ πέρα είναι!, ουρ λιάζει ό Πάντσο κάτασπρος ο'άν χαρτί όητό την τρομάρα του. — Που έκεΐ πέρα; — Πίσω απ’ τά σύννεφα! Στο... υπόγειο! Ό μασκοφόρος Τ ιμωρος τον κυττάζει κατάπληκτος. ^ — Ποιο υπόγειο; μουρμου ρίζει χωρίς νά καταλαβα,ίνη. Ποια σύννεφα; — Νά: Εκείνα έκεΐ κάτω! Καί του δείχνει μιά εκτασι κ αλυ μ μένηι από ύδρ ατ μούς που δεν σ’ άφήνουν νά δής τίποτ* άλλο. Ό Ζορρό λέει σαστισμέ νος : —- Σ’ εκείνη την ομίχλη; -—^Όμίχλη τη λ£ς τώρα πού εΐσαι από πάνω!, στριγ γλίζει ο νάνος μέ κομμένη τη χολή. "Οταν όμως εΐσαι από κάτω, τότε βλέπεις πώς είναι σύννεφα! Αλλά τί καταλα βαίνεις; Μέ βάζεις καμμιά φο ρά μέσα στο ελικόπτερο; Δέν άκούς τη... ραφή πού τρίζει;
Θά σου μείνει τό σακκάκι στο χέρι καί τί νά τό κάνης όταν δέν εΐμ’ έγώ γιά νά τό φορέ σω; Ό μασκοφόρος Εκδικητής φέρνει πραγματικά στο έσωτερικό του σκάφους τον Πάν τσο άλλά έξακολ ουθεί νά τον κυττάζη μέ τρομερή έκπληιξι. — Λες ότι πρέπει νά κατέβουμε κάτω απ’ αυτούς τούς · ■ υδρατμούς; μουρμουρίζει στο τέλος, προσπαθώντας νά χωνέψη αυτό τό ανήκουστο πρά γμα* Ό Πάντσο γουρλώνει τά ή δη γουρλωμένα ματάκια του άλλο τόσο. — ’Όχι!, τσιρίζει στρίγγλικα. Έγώ ίσα - ίσα σου λέω ότι δέν πρέπει νά κατέόουμε καί ότι πρέπει νά γσρίσαμε στήν Κάζα ντές *Όμπρες νά πάρουμε κανένα τσάι. Έσύ επιμένεις νά πας έκεΐ πού έφαγε ό κροκόδειλος τον άλλο ξυλάρα! — Καί υπάρχει τίποτα κά τω από κείνους τούς ύδρατ^' μ ους; — Υπάρχει καί παραύπάρ χει! Υπάρχει μιά μεγάλη κοιλάδα κι* ένα μεγάλο ήφαί στειο κι* ένα μεγάλο δάσος κι’ ένα μεγάλο ποτάμι καί μιά μεγάλη λίμνη καί κάτι με γάλα τέρατα καί κάτι πάρα πολύ μεγάλα... σκουλήκια, πού μασήσανε τά λάστιχα α πό τις ρόδες μας, σάν νά ή ταν από... κρέμα σαντιγύ! 1 Γύρισε με εμένα σπίτι καί μετά έσύ πήγαινε νά κάνης τό κέφι σου! Τά χείλια του Ζορρό σφίγ-
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ γοντα ι άποφασ ιστ ι κά και σφίγγονται καί οί γροθιές του πάνω στο «στίκ». — Δεν έχω καιρό!, μουρ μουρίζει. "Ισως είναι κιόλας πολύ αργά! "Ύστερα, πρέπει νά μου δείξης τό μέρος ακρι βώς που έχασες τον Έλ Ρέϋ. — Δεν τον έχασα καθόλου έγώ!, τσιρίζει απαρηγόρητος ό καϋ μένος ό Πάντσο Γίγαν τας. Σου εΐπα καί σου ξανα έλα πώς τον έφαγε ένας τόοοοσος κροκοδε ιλαρός! Νά καταλαβαίνουμε τί λέμε! Δεν είμαστε παιδάκια. "Αλλά δ Ζορρό της Ζούγ κλας έχει βάλει κιόλας πλώρη προς τό πεδίο έκεΐνο πού κα λύπτεται άπό τούς μυστηρι ώδεις υδρατμούς, πού είναι στην πραγματικότητα τά σύννερα πού· σκεπάζουν τη Χαμέ νη Γ ή ...· — "Ας ελπίσομε μόνο δτι θά τον προλάβομε ζωντανόν!, μουρμουρίζει γιά τελευταία φορά ό μασκοφόρος Εκδικη τής. Διαφορετικά... Διαφορε τικά μπορεί νά σε πάρω· κι5 εσένα στον λαιμό μου, φτω χέ μου Πάντσο! — Τί έκανε λέει!, τσιρίζει εκείνος αφανισμένος άπό την τρομάρα του. Δεν θέλω^ νάρθω μαζί σου! Παραιτούμαι! Χάνω καί τη σύνταξι! "Αφησέ με εδώ! —- "Ακούσε, Πάντσο:, του λέει διακόπτοντάς του ό Ζορ ρό. "Αν μέ δής άπότομα νά παρατάω τό «στίκ» καί νά πέφτω αναίσθητος, όποια ώ ρα καί νάναι αυτή, πάρε το Ιον στά χέρια σου καί αδήγη
11 σε πάλι τό έλικόπτερο στην Κάζα ντές "Ομπρες, γιατί αυ τό θά πή πώς δεν υπάρχει πια λόγος νά μένουμε εδώ πέρα! "0 γενναίος άντρας επίτη δες έχει πή στον φοβητσιάρη σύντροφό του ότι μπορεΐ νά πόση αναίσθητος καί όχι νε κρός, γιά νά μην τον τρΟμάξη ακόμα περισσότερο. ΊΟ ΙΠάντσο ψελλίζει μέσ’ όστ’ τά δόντια του: — "Οχι! Δεν θά τό πάω στην Κάζα ντές "Ομπρες, πα ρά θά πάω νά κάνω παρέα... στά σκουλήκια! Γιά τρελλό μέ πέρασες; — Νά μή φοβηθής άν μέ δής νά πέφτω αναίσθητος καί νά μην τά χάσης καθόλου ! —2. Άστεΐο πράγμα! Γιατί; -αναφοβήθηκα κι3 άλλο9Αλλά ό Ζορρό δέν έχει καιρό νά τού άπαντήση. Τό Μαύρο Πουλί έχει χα μηλώσει πάρα πολύ. Άρχίζέι νά χώνεται μέσα σ' έκεΐνο τό μυστηριώδες πε δίο των υδρατμών καί ό α τρόμητος πιλότος του τό πη γαίνει πάρα πολύ σιγά. Δεν μπορεΐ νά έχη άπόλυτη εμπιστοσύνη στά λεγάμενα τού Πάντσο Γίγαντα καί φο βάται μήπως φτάσουν άξαφνα στη γη καί τρακάρουν. ^ Μέ την ταχύτητα πού πη γαίνουν καί νά γίνη αυτό, δέν πρόκειται νά πάθουν τίποτα, παρά θά εΐναι σάν μιά κανο νική προσγείωσι. 9Αλλά τό έλικόπτερο δέν αγγίζει πουθενά.
Κατεβαίνουν ολοένα., Βυ*
22 Θίζονται μέσα στους υδρατ μούς... Δεν βλέπουν τίποτ" άλλο άττ’ αυτούς ολόγυρά τους. Ό μασκοφόρος Εκδικητής αρχίζει νά βεβαιώνεται ότι ό κωμικός- βοηθός του έχει αυτή τή φορά δίκιο καί ότι δεν εί δε καμμιά παραμυθένια χώρα στον ύπνο του. Μάλιστα καί τά τελευταία ίχνη των αμφιβολιών του, δεν αργούν νά έξατμισθούν κι5 αυ τά. Το σκάφος βγαίνει άξαφνα από τούς υδρατμούς. Ό Ζορρό βλέπει με τά μά τια του ότι πρόκειται γιά πραγματικά σύννεφα πού σκε πάζουν μιά δλόκληρη χώρα, πού οργιάζει άπό βλάστησι. Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Π ΗΧΤΟ σκοτάδι κρατεί ακόμα μέσα στή
επι σπη λιά, πού πριν λίγο ήταν ή φυ λακή των ανθρώπων τού νό μου... 1 Ωστόσο έξω έχει άρχίσει νά ξημερώνη... Είναι, ή στιγμή πού ό λευ κός γίγας τής ζούγκλας, ό θρυλικός Έλ Ρέϋ, έχει σπά σει τις αλυσίδες καί του τε λευταίου αιχμαλώτου αστυνο μικού, πού είναι ό διοικητής τής περιοχής, σενιόρ Γκονζάλες. Ή φοβερότερη νύχτα αγω νίας όλων αυτών τών ανθρώ πων εχει περάσει πιά, χωρίς
ΖΟΡΨΟ ευτυχώς, κανένα δυσάρεστο απρόοπτο. Καί τώρα πού είναι όλοι ελεύθεροι,, δεν ύπαρχει πιά καμμιά άγωνία! Τώρα πού ξέρουν ότι μπο ρούν οπωσδήποτε νά αγωνι στούν, γιατί δεν είναι δεμένα τά χέρια τους, νοιώθουν μιά άγρια χαρά όλοι νά φουσκώνη στά στήθια τους. Ή μοα/ία τής έκδικήσεως πού καίει μέσα τους γιά τά όσα βάσανα πέρασαν, είναι τρομακτική. "Αν έβλεπε αυτή τή στιγμή τά μάτια τους μόνο ό τρομε ρός κακούργος πού τούς έχει βασανίσει, θά ένοιωθε ένα κρύο ρίγος τρόμου νά κατρακυλάη στή ραχοκοκκαλιά του. * Ωστόσο είναι όλοι τους ψύχραιμοι καί πειθαρχικοί. Καταλαβαίνουν ότι 6 σενι όρ Γκονζάλες, όΓΊερέθ καί ό "Ελ Ρέϋ, μπορούν νά ξέρουν πολύ καλύτερα απ’ αυτούς τί είναι τό καλύτερο νά κάνουν γιά τήν περίστασι καί τί εί ναι τό λιγώτερο έπικίνδυνο. Κι* ό σενιόρ Γκονζάλες μέ τή σειρά του, πού όπως ήδη έχει αποδείξει, είναι ένας δί καιος καί μεγαλόψυχος άν θρωπος καί έχει· απεριόριστες διοικητικές ικανότητες, κατα λαβαίνει ότι έκεΐνος πού πρέ πει νά πάρη στά χέρια του αυτή, τή στιγμή τήν άρχηγία τών επιχειρήσεων, γιά νά Αν τιμετώπιση, έναν φοβερό κα κούργο σάν αυτόν πού τον εί χε αιχμαλωτίσει, είχε πάρει τή θέσι, του καί δέν είχε δι στάσει νά παρουσιαστή στο
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ Έλ Χόκλο μέ τ5 όνομά του, γιά νά παγίδευση ολόκληρο τό αστυνομικό απόσπασμα, δεν είναι ούτε αυτός οϋτε ό Περέθ, άλλα ό γιγαντόσωμος βασιλιάς τής ζούγκλας ό Έλ Ρέϋ. Ό χοντρο - Περέθ, βέβαια, πάει νά σκάση από τό κακό του, όταν ακούει αυτή την άπό'φασι τού διοικητού του, αλ λά ό Γκονζάλες δεν μπορεί αυτή τή στιγμή νά σκεψθή τον υφιστάμενό του, γιατί πρόκειται γιά τή ζωή τόσων άνδρών του και νοιώθει, την ύποχρέωσι νά κάνη γι' αυτούς ό,τι νομίζει ότι. είναι προτιμώτερο και συμψερότερο. Έτσι χωρίς πολλές κουβέν τες ό Έλ Ρέϋ 'μπαίνει αρχη γός τής ομάδος καί καταστρώ νει τό σχέδιό του, νοιώθοντας βαθειά μέσα του έναν απέ ραντο θαυμασμό γι’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο πού δι οικεί τήν αστυνομία τού Μανάους. Κάτω από τις οδηγίες του, ό ίδιος καί άλλοι πέντε κα λά έξάσκημένοι άντρες τού α ποσπάσματος, περνούν τον ■βράχο πού χωρίζει τή σπη λιά οπό τό εξωτερικό της μέ ρος πού όδηγεΐ στά ορυχεία. Έκεΐ άπ5 έξω θά είναι α σφαλώς οι φρουροί των κα κούργων. Π ρέπει λοιπόν νά τούς αίφνιδ'ίάσουν και αυτό θά γίνη μέ ένα ώρισμένο σχέδιο και άναλόγως μέ τον αριθμό αυ τών τών φρουρών. Ό Έλ Ρέϋ πηγαίνει μπρο
στά,
23 Γλυστράει αθόρυβα σάν ίσκιος στά βράχια καί βρί σκεται έξω από τή σπηλιά. Στέκεται στή Θέσι του καί κρουφοκυττάζει. Στον ορίζοντα έχουν αρχί σει νά σκάνε οι πρώτες άνταύγειες τής αυγής και αυτό τού επιτρέπει νά διακοίνη μερ κά μέτρα μακρυά του μέσα στο μισοσκόταδο. Βλέπει μέ ευχαρίστησι πώς μόνο δυο ένοπλοι φρου ροί στέκουν έκεΐ απ’ έξω γιά νά φυλάνε τήν έξοδο. Κι’ αυτοί όμως ακόμα εί ναι βαρειά κοιμισμένοι. Ή βεβαιότης πώς δέν έ χουν· τίποτα νά φοβηθούν από τούς άλυσοδεμένους αιχμαλώ τους των καί ή βεβαιότης επί σης ότι μέσα σ’ αυτή τή χα μένη κι’ έρημη άπό άλλους ανθρώπους κοιλάδα, δέν μπο ρούν νά περιμένουν ξαφνικές καί δυσάρεστες επισκέψεις, τούς έχουν κάνει νά πιστεύουν ότι εντελώς άδικα κάθονται νά φυλάνε εκείνα τά βράχια καί πώς δέν έχουν νά χάσουν τί ποτα παίρνοντας έναν ύπνο... Καί όμως, νά πού κινδυνεύ ουν νά χάσουν τή ζωή τους, γιατί ασφαλώς δέν πρόκειται νά γλυτώσουν τήν κρεμάλα αν πέσουν στά χέρια τής Δικαιο σύνης. Ό Έλ Ρέϋ μέ νοήματα δί νει ατούς πέντε άνδοες πού τον ακολουθούν νά καταλά βουν ότι πρέπει νά τον πλησι άσουν καί όταν αυτό γίνεται, τούς εξηγεί ψιθυριστά ότι οι δυο εκείνοι φρουροί, δέν πρέ πει νά βγάλουν λεξι από τό
14 στόμα τους ξυπνώντας, για νά μην ειδοποιηθούν και οι άλλοι τιού ασφαλώς θά βρίσκωνται κάπου κοντά. Τον έναν τον αναλαμβάνει αυτός μόνος του καί οι άλλοι πέντε είναι περισσότεροι από άρκετοί για τον δεύτερον... (Κάνουν μερικά βήματα έρπόντας προς τό μέρος των συμμοριτών. Φαίνεται οτι, και οι προφυ λάξεις που παίρνουν είναι πολλές, γιατί εκείνοι δεν δεί χνουν καμμια διάθεσι νά ξυ πνήσουν... Ό Έλ Ρέϋ δίνει τέλος τό σύνθημα μέ μιά κ,ίνησι τού χεριού του κι* ό ίδιος πηδάει μ5 ένα τεράστιο άλμα δίπλα στον έναν από τούς κοιμισμέ νους. ^ Έκεΐνος δέν προλαβαίνει νά κουνηθή καν από τη θέσι του... Αέν προλαβαίνει ούτε νά ξυπνήση, από τον ένα ύπνο του, πριν βρεθή στον άλλον. Τό τρομερό χέρι τού άρ χοντα τής ζούγκλας πέφτει βαρύ επάνω στο κεφάλι του πού τρίζει επικίνδυνα... Γέρνει οστό τό άλλο πλάϊ από κείνο πού ήταν ως τώρα μ’ ένα παράξενο τίναγμα τού κορμιού του καί συνεχίζει... τό ροχολητό του! "Όσο γιά τόν δεύτερο κα κοποιό, ούτε αυτός έχει πε ράσει καλύτερα από την επί σκεψή τών άλλων πέντε αστυ φυλάκων, πού τά κομμάτια από τις αλυσίδες πού κρατούν στα χέρια τους, πέφτουν αλύ πητο έπάνω οπό κρφάλι τρν»,Γ
ΖΟΡΡ0 , 'Μ’ ένα ανεπαίσθητο βογγητό, κατρακυλάει πάνω στα βράχια καί τά μάτια του γλα ρώνουν !... Οί αστυφύλακες σ' ένα και νούργιο νόημα τού 'Έλ Ρέϋ, παίρνουν τά όπλα τών δυο α ναίσθητων κακούργων. Αυτοί οί δυο μένουν εκεί έξω μέ τά όπλα στά χέρια καί οί υπόλοιποι μαζί μέ τόν "Έλ Ρέϋ ξαναγυρίζουν στη σπη λιά. Έκεΐ ό γίγαντας τών παρ θένων δασών αναφέρει στον σενιορ Γκονζάλες όλα όσα έ γιναν. Τού λέει ότι αν θέλουν νά δραπετεύσουν αυτή τή στι γμή, είναι τελείως ελεύθεροι νά άπομακρυνθούν. Μά ό διοικητής τής άστυνομίας τού Μανάους έχει άλ λη γνώμη. Δεν μπορούν νά φύγουν καί ν’ αφήσουν εκείνον τόν α παίσιο κακούργο νά πάη όπου θέλει ανενόχλητος, μ’ έναν ο λόκληρο θησαυρό άπό δια μάντια, γιά νά συνέχιση τά κακουργήματά του σ’ έναν άλλον τόπο. Σάν αστυνομικοί είναι υπο χρεωμένοι όχι νά δραπετεύ σουν αλλά νά συλλάβουν τούς συμμορίτες! Το οτι είναι άοπλοι αυτοί, ενώ οί κακούργοι ώπλισμένοι σάν αστακοί,/ αυτό είναι λε πτομέρεια. λ Πρέπει μέ κάθε τρόπο νά τήν παρακάμψαυν. Έξ άλλου κανείς δέν έχει άντίρρησι καί κανείς δέν <$>&? βατςπ τη μάχη.
ΖΟΥΓΚΛΑΣ Ή έκδίκησις αυτή την ώρα είναι μεγαλύτερη επιθυμία ό λων... 'Ο "Ελ Ρέϋ αρχίζει νά έξηγη -μέ γρήγορες φράσεις τό σχέδιο μάχης πού θ’ άκολουθήσουν. Δεν προλαβαίνει όμως νά προχωρήση... Απ’ έξω άκούγονται άξα φνα πυροβολισμοί καί άγριες φωνές! Οί συμμορίτες έρχονταν την ίδια στιγμή για νά σηκώ σουν τούς άστυφύλακες άττό τη φυλακή τους καί νά τούς Οδηγήσουν στο ορυχείο... 01 άστυνο μ ι κοί φ ρου ροί τούς πυροβόλησαν γιά νάτούς σταματήσουν καί γιά νά ειδο ποιήσουν συγχρόνως τούς άλ λους μέσα στή σπηλιά γιά τό γεγονός. —* Νά πάρ5 ή οργή ! # μουγ γρίζει ό χοντρο - Περέθ μανία σμένος. Αυτό τό τέρας βιάζε ται νά γεμίση τις τσέπες του με διαμάντια καί ήθελε νά μάς βάλη νά πι άσου με δου λειά άπό τά χαράματα! Ε μπρός λοιπόν!... "Ας τού δώ σομε ένα μάθημα!... Μ1 αυ τές εδώ τις αλυσίδες πού κρα τά με στα χέρια μας, θά τούς διαλύσωμε! Κάνει κιόλας νά όρμήση μπροστά αλλά δ Έλ Ρέϋ προ λαβαίνει καί τον αρπάζει α πό τό χέρι, — "Αν θέλω με νά πολεμή σομε καί νά χάσομε τή ζωή μας, είμαι σύμφωνος μαζί σου, σενιόρ Περέθ!, λέει γρή γορα καί άποφασιστικά. Μά θά θερίσουν τούς άντρες σας
μέ τά ντουφέκια καί τά αυτό ματά τους!... Δεν μπορούμε νά τά βγάλουμε πέρα μέ τά χέρια!... Ό Περέθ τον κυττάζει σάν άπόπληκτος. Δεν έχει άκόμα καταφέρει νά χονέψη καλά - καλά, πώς είναι δυνατόν αυτός, ό "Ελ Ρέϋ, πού έπρεπε νά τον έχη μαγκωμένον από τον γιακά, νά τού πηγαίνη καί κόντρα καί νά θέλη νά τού έπιβάλλη τή γνώμη του, όσον άφορά τή μά χη πού θά δώσουν οί «αστυ φύλακές του»! Αλλά ό σενιόρ Γκονζάλες πού καταλαβαίνει τήν ψυχολο γία τού Περέθ επεμβαίνει. — Πρέπει νά σώσωμε τούς άντρες μας πριν άπ5 δλα!, λέει αποφασιστικά καί αύστη ρά. Τί νομίζεις πώς πρέπει νά κάνομε, Έλ Ρέϋ; — Νά υποχωρήσω με !, α ποκρίνεται αδίστακτα ό γί γαντας. Δέν μπορούμε πιά νά έχομε άπαίτησι νά τούς συλλάβομε, τώρα πού ξύπνησαν καί πού κρατούν στά χέρια τους ταχυβόλα όπλα!... Θά μάς θερίσουν! — Καί άν υποχωρήσω με; — θά τούς κρατήσουμε σέ δπτόστασι μέ όσα όπλα έχο με! Έστω κι5 ένα καί δυο! Ή χαράδρα είναι πολύ στενή καί αύτό^ μάς ευνοεί!... θά υποχωρούμε καλυμμένοι πίσω απ'* αυτούς πού θάχουν τά όπλα... ΚΓ όποιος απ’ αυτούς πέφτει, κάποιος άλλος θά παίρνη τό όπλο του!... Είναι ό μόνος τρόπος γιά νά σω-
Μ βουν δσο τό δυνατόν περισσό τεροι ! — Αυτό θά γίνη!, λέει χω ρίς δισταγμό ό σενιόρ Γκονζάλες. Είναι τό πιο λογικό!... Εμπρός! Ή άπάφασις έχει παρβή από τον αληθινό αρχηγός Κανείς πια δεν μπορεί νά φέρη άντίρρησι. Οι αστυνομικοί με επικεφα λής τους Έλ Ρέϋ, ΊΊερέθ καί Γκονζαλες, όρμούν έξω από τή σπηλιά. Είναι ή στιγμή που ό ένας από τους δυο αστυφύλακες που έχουν καθηλώσει με τά ντουφέφια τούς συμμορίτες στ5 απέναντι βράχια, πέφτει μέ τό κεφάλι σπασμένο... Εκεί αντίκρυ τους έχουν μαζευτή όλοι μαζί οι κακούρ γοι καί μια βροχή αληθινή α πό σφαίρες .ξεφτάει τις κορυ φές των βράχων, πού καλύ πτουν τούς ανθρώπους τού Νόμου. Ό Περέθ λυσσασμένος όρμάει καί παίρνει τό ντουφέκι του νεκρού άστυφύλακα καί το γυρίζει εναντίον των κακούρ γων. Τό δάχτυλό του πατάει τρεΐς φορές τή σκανδάλη καί ισάριθμες βροντάει τό όπλο στην... άκλόνητη αγκαλιά του. Δυο συμμορίτες πού μόλις φαίνονται πίσω απ’ τά βρά χια, πέφτουν ανάσκελα^ ουρ λιάζοντας καί βλαστημώντας. Ό Περέθ είναι τρομερός σκοπευτής, όπως έχουμε πή καί άλλοτε. Μόνο πού 5έν είναι δυνατόν νά συνέχιση νά βάλλη.
±6ΡΡ0 Βροχή σκάνε τά βόλια στην κορυφή- τού βράχου του καί δέν τού επιτρέπουν νά ξεμυ τίση, γιατί θά πέση αμέσως νεκρός. — Ύποχώρησι!, διατάζει ό Έλ Ρέϋ μέ κοφτή φωνή. Ό χοντρο - άστυνόμος μέ μιά γρήγορη κίνησι μάζευες τή φυσιγγιοθήκη τού νεκρού συμμορίτη καί σέρνεται προς τά πίσω ύπακούοντας ! Οί αστυφύλακες αρχίζουν νά υποχωρούν από βράχο σέ βράχο, πυροβολώντας κιόλας συνεχώς τούς συμμορίτες. Αυτοί οι τελευταίοι τούς ακολουθούν, πυροβολώντας μέ μανία τούς εχθρούς τους. Μά όσο κι’ άν υπερέχουν α φάνταστα σέ δύναμι πυράς, οι άλλοι είναι καλά καλυμμέ νοι καί δέν μπορούν νά τούς βρούν οί σφαίρες τους. Τό- ίδιο γίνεται κι’ από τήν άλλη μεριά. Έτσι ή μάχη συνεχίζεται ολο καί μέ περισσότερη μα νία αλλά... χωρίς θύματα, τουλάχιστον προς τό παρόν... Οί αστυνομικοί οπισθοχω ρούν ολοένα προς τό πίσω μέ ρος τής στενής χαράδρας/ πού οδηγεί στο ηφαίστειο... Μά ξαφνικά καταλαβαίνουν ότι δέν θά μπορέσουν νά φτά σουν ποτέ ώς εκεί... Τά πυρομαχ ικά τά δικά τους ήταν οστό τήν αρχή ελά χιστα, αφού δέν ήταν παρά οί σφαίρες πού είχαν επάνω τους οί δυο φρουροί τους... Σέ λίγο δέν τούς έχει μεί νει πια καμμιά σφαίρα! Οί συμμορίτες διστάζουν
ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ
27
Βυθίζεται ως τή λαβή τό μαχαίρι του στην καρδιά τοϋ κακούργου
άκόμα νά βγουν και να τούς κυνηγήσουν, όσο κι* αν εκείνοι υποχωρούν συνεχώς, γιατί φο βώνται μήπως πρόκειται γιά παγίδα καί αν έξαφνα πεταχτουν άκάλυπτοι, τούς θερί σουν οί αντίπαλοί τους... Άλλα πόσο θά κρατήσουν οι δισταγμοί τους; Ασφαλώς όχι πολύ... Στο τέλος θά κα ταλάβουν ότι πραγματικά τούς έχουν τελειώσει τά πυ ρομαχ ικά καί τότε θά ριχτούν επάνω τους νά τούς κομμα τιάσουν ή... ή νά τούς γυρί σουν καί πάλι σ’ έκεΐνο τό φο 6ε ρό ορυχείο καί νά τούς ξαναρίξουν σάν σκλάβους, μέ τις αλυσίδες στά χέρια καί στά πόδια, στη σκληρή δου
λειά, πού θά τούς φέρη πάλι· στον θάνατο, αργά όμως καί μαρτυρικά... ^Οχΐι!... Αυτό Ιθά είναι πολύ χειρότερο, τώρα πού γνώρισαν έστω καί γιά λίγες στιγμές τη γλυκά τής ελευθε ρίας... “Όλοι τους προτιμούν τον θάνατο... Αλλά τό τέλος φαίνεται ότι —όποιο κι* άν είναι— προ κειται νάρθη γρηγορότερα άπ5 ό,τι τό περιμένουν όλοι τους!... , Ξαφνικά από πίσω τους ό πως υποχωρούν αντηχούν άλ λοι πυροβολισμοί καί σφαίρες σφυρίζουν σάν θυμωμένες μέ
ΖΟΡΡΟ
28 λισσες επάνω άπό τά κεφάλια τους... Κατάφερε λοιπόν ό απαί σιος άρχικακούργος κι9 έστει λε άλλους ανθρώπους του στά νώτα τους; Ό χαμός τους είναι όριστι κός, γιατί βρίσκονται μέσα σ' έναν αμείλικτο κύκλο θανά του... ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΤΕΛΟΣ
Τ
ΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ έτσι νομίζουν την πρώτη στιγμή οί δυστυχισμένοι αστυφύλα κες τού Μανάους, γιατί πού μπορούσαν ποτέ να φαντα στούν ότι ήταν δυνατόν νά τούς έρθη Απρόβλεπτη βοή θεια σ5 αυτό τό τρομερό μέ ρος πού δεν γνωρίζει κανείς στον κόσμο την ύπαρξί του; Κι* όμως!... Πριν προλάβουν νά καταλά βουν καλά - καλά περί τίνος πρόκειται,, βλέπουν κάτι ολό μαυρα κορμιά νά ξεπηδάνε πίσω άπό τά βράχια με μιά ορμή τρομακτική καί κρατών τας αυτόματα όπλα στά χέ ρια τους,^ νά (επιτίθενται ε ναντίον τών κακούργων πού ετοιμάζονται νά ριχτούν έπάνω στούς ανθρώπους τού Νό μου! Κι* άνάμεσά τους —ή μάλ λον πρώτη καί καλύτερη, οδη γώντας αυτούς τούς εξαγριω μένους μαύρους στή μάχη κι5 Ανάμεσα στις σφαίρες καί στον θάνατο είναι μιά γυναί κα ! Μιά γυναίκα πού τό πρόσω
πό της ολόκληρο εκτός άπό τά μάτια, είναι σκεπασμένο μ* ένα πυκνό βέλο!... Ή θρυλική Νάγια! Μέσα σε -μιά στιγμή λοι πόν ή κατάστασις άπό έκεϊ πού ήταν σίγουρη υπέρ τών ληστών, έχει γυρίσει εναντίον τους, γιατί αυτοί οι καινούρ γιοι καί σχεδόν ...ούρανοκατέ βατοί σύμμαχοι, πολεμούν μ* έναν απίστευτο φανατισμό, οδηγημένοι άπό τήν υπέροχη γυναίκα. "Αλλά πώς όμως βρέθηκεν ή Νάγια μέ τό Βέλο κι* αυτοί οί μαύροι πολεμιστές σ’ αυτό τό μέρος, τήν κρίσιμη αυτή ώρα; Δέν είναι καθόλου δύσκολο νά έξηγηθή... "Οπως θά θυμάται ό ανα γνώστης, ή κόρη τής ζούγκλας έσωσε άπό τά Απαίσια χέρια τού «έμπορου τού θανάτου» καί τών συμμοριτών του, τούς δυστυχισμένους μαύρους σκλά βους, οί οποίοι τιμώρησαν ό πως έπρεπε τούς λευκούς κα κούργους... Μετά Απ’ αυτό τδρριξαν στον χορό καί στό τραγούδι γύρω άπό τή φωτιά, γιά νά γιορτάσουν τή νίκη τους. Ή Νάγια μέ τό Βέλο όμως είχε τελειώσει τό έργο της καί έπρεπε νά φυγή άμεσως γιά νά συνέχιση τον δρόμο της... καθήκον Τήν καλούσε τό προς τον πατέρα της, άφοΰ όπως είναι γνωστόν ή Νάγια είναι ένα καί τό αυτό πρόσω πο μέ τήν πανέμορφη κόρη τού Περέθ, τή Ροζίτα. Πραγματικά ή κοπέλλα ση
ώώθτίκέ, νά φύγη> .. Ανησυχών τας τρομερά για τον άνθρωπο που την έφερε στον κόσμο. , /Αλλα οΙ; μαύροι σκλάβοι πού τώρα ήταν έλεύθεροι άν θρωποι έ£ αιτίας της, δεν την άφιναν με κανένάν τρόπο να φυγή)! Ή /ευγνωμοσύνη τους γι’ αυτή την άγνωστη «θεά» τής ζούγκλας πού τούς χάρισε τη ζωή και την ελευθερία, ήταν απεριόριστη. Φουσκνε μέσα στα στήθια του τά βασανισμένα καί τούς έσπρωχνε αμείλικτα νά κάνουν κι3 εκείνοι κάτι για χάρι της, για νά ξεπληρώσουν τό άνεκτίμητο καλό πού τούς είχε κάνει. νΟλοι τους θάδιναν ευχαρί στως τή ζωή τους Καί την ψυ χή τους άκόμα για τή Νάγια μέ τό Βέλο! Ό άρχηγός των μαύρων, έ νας πανύψηλος πολεμιστής, δήλωσε πώς ο! κίνδυνοι μέ σα στή νύχτα κάί στήν τρο μερή αυτή περιοχή τής ζούγ κλας, ήταν τέτοιοι, πού τον έκαναν νά μήν μπορή ν3 άφήση τήν κοπέλλα νά ξεκινήση μόνη της... Θά την συνώδευαν όπου κι5 άν π ήγαινε και δεν θά τήν ά φιναν παρά μόνο σάν έβλεπαν μέ τά μάτια τους ότι δεν δ (έ τρεχε πιά κοτνέναν κίνδυνό... Ή ιδέα αυτή δεν φάνηκε άσχημη στήν θρυλική κόρη τής ζούγκλας. Συλλογίστηκε σέ μιά στι γμή πως δεν μπορούσε νά ξέρη τί κίνδυνοι άπειλοΰσαν τον
εΐχε χοοθή μ9 Ιναο όλάκληρο ά* πόσπασμά, κάτω άπό μϋθ4τ| ριώδεις συνθήκες. Οΐ μαύροι αυτοί φίλοι τής/ μέ τά τελειότατα ταχυβόλα όπλα των λευκών κακούργων πού πήραν στήν κατοχή τους^ ήταν ή καλύτερη βοήθεια πού θά μπορούσε νά έλπίση σ3 έ να τέτοιο μέρος. Δέχτηκε λοιπόν χωρίς δυ σκολία τήν πρότασι καί μάλι στα μ’ ευγνωμοσύνη. Καί άπ3 την ϊδια στιγμή ή γιορτή σταμάτησε και οί φω τιές σβύστηκαν. Τά όπλα καί τά πυρομαχικά μαζεύτηκαν καί ή Νάγια μπήκε επικεφαλής τού «στρα τού της», παίρνοντας για άλ λη μιά φορά τον δρόμο πού είχε περάσει τό απόσπασμα τού πατέρα της, καί πού τον εΐχε διακόψει για νά ελευθε ρώσει τούς σκλάβους. Δεν άργησαν νά ξαναβροϋν τά ϊχνη των αστυνομικών. Καί δεν άργησαν νά βρε θούν μπροστά στο φοβερό στόμιο τού βουνού, πού άνάμέσα άπό τις δυνατές αναθυ μιάσεις του, οδηγούσε στον χαμένο κόσμο των άδαμάντορυχείων καί των τεράτων... Καθαρά πάλι μίλησαν· τά ΐχνη καί βέν άφησαν αμφιβο λία πώς οι αστυνομικοί εΐχαν κατέβει μέσα άπό κείνη την κόλασι... Ή Νάγια ^ κατάλαβε στή στιγμή τον κίνδυνο άπό τις α ναθυμιάσεις καί έβαλε τούς μαύρους νά κόψουν κομμάτια άπό τά ήδη καταξεσχισμένα
άγαπημένο πατέρα της, πού
ρούχα τους καί νά βάλουν στή
Ιδ
ΐύρ*β
ιιιιιιιι Λΐιΐ'ίΒΐιιΐίΐιη ■ΐι»π»ί·»Β»τ·*^ι»?η«Τ!*«Λ■»»»»<ί·^^-«ί^ήι»1>Β^*τ»ί<έίί^ι»={Μ^
ϊκ&η] 1·όυς, γιά νά άνοτττγέ^υν όσο γινόταν λιγότερο δηλητή ριο, *ί Ή κατάβασής άρχισε καί ή ατρόμητη καπέλλα πήγαινε όσο γινόταν γρηγορότερα, κα ταλ«βαίνοντας πώς όσο λιγώ τ-ερή ώρα έμεναν έκεΐ μέσα, τόσο καλύτερο θα ήταν. "Έτσι κατάψεραν να φτά σουν στη Χαμένη Γη, χωρίς να χάσουν τις αισθήσεις τους, όπως είχαν πάθει οι αστυνο μικοί, παρασυρμένοι από τον διαβολικό κακούργο που τούς παρέσυρε στην παγίδα... Φυσικά για να γίνουν όλ’ αυτά, είχαν περάσει όλόκλη:ρες ώρες, απ’ τη στιγμή πού ξεκίνησαν . απ τη ζούγκλα, ώσπου νά βρεθούν σ’ αυτό τό τρομερό μέρος... Χάραζε πια καί από μακρυά ακόυσαν πυροβολισμούς. Έτσι ή Νάγια μπήκε έπικεφοολής καί όδηγημένη από Τον θόρυβο τής μάχης, όδήγησε τούς μαύρους της στο μέ ρος τής συμπλοκής... Καί όμως είδαμε έχει φτά σει άκριβώς στην κατάλληλη στιγμή! ^Εκπληκτοι οί αστυφύλακες κΓ ό ^Ελ Ρέϋ κΓ ό ΓΊερέθ κΓ ό σενιόρ Γκονζάλες, βλέπουν τό θαύμα έκείνης της γυναίκας κΓ εκείνων των μαύρων μέ τά χαρακωμένα από τό μαστίγιο κορμιά, νά ρίχνωνται λυσσα>σμένα εναντίον των κακούρ γων. ΟΙ τελευταίοι υποχωρούν Κατατρομοτγμένοι κάτω από "τις βιαστικές διαταγές τού αι μοφόρου αρχηγού των. "Ενας
^έφτ-ουν 6ύρλιάξόν*6φ Μά &ηωξ φαίνεται αυτό εί ναι παγίδα! Καθώς ή Νάγιά προχωρεί πάντοτε πρώτη μ ένα πιστό λι στο χέρι, τρεις ληστές πε τάγονται άξαφνα πίσω απ’ τά βράχια πού είχαν μείνει κρυμ μένοι καί την άρπάζουν απ’ τά μπράτσα. Τής παίρνουν» αστραπιαία τό πιστόλι καί τά αυτόματά τους καρφώνον ται στο στήθος της. -— “Ένα βήμα ακόμα, ούρλιάζει κάποιος καί αυτή ή γυ ναίκα θά πεθάνη! Ό απαίσιος καί άνανδρος κακούργος πού σκέφτηκε αυ τόν τον σατανικό εκβιασμό, έχει ποντάρει μέ επιτυχία πού ούτε κι* ό ίδιος καλά - καλά δεν θά την περίμενε. Οί μαύ ροι. κερώνουν! Κοκκαλώνουν στη θέσι τους σαν άγάλματα. Δέν τολμούν νά κάνουν την παραμικρή κίνηση από φόβο μήν πάθη τίποτα έ| Νάγισ.^ — >Π ε τάξτε τά όπλα!, ουρ λιάζει θριαμβευτικά ό κακούρ γ0ζ\ Οί μαύροι πολεμιστές, όλοι ανεξαιρέτως, τά πετούν χω ρίς τον παραμικρό δισταγμό. Ό Περέθ ωρύεται μέ απόγνωσι καί άγανάκτησι: λ-— Ηλίθιοι! Τί κάνετ’ έ κεΐ; Για μια γυναίκα πού κα ταζητείται θα σκοτωθούμε ό λοι; Πάρτε τά όπλα πριν νά είναι άξ>γά! Πολεμάτε τους! *Αλλά κανείς δέν κινιέται! / ΚΓ 6 φοβερός αρχιληστής ρίχνεται μέ τούς συμμορίτες τους γρήγορα - γρήγορα προς τό μέρος των άοπλων μαύρων*
ΤΗΖ ΖΟΥΓΚΛΑΖ *ρ1ν ΙΤββλΑίβυν μ \ μι?ταν0ΐώ &ύΜ*>ι — Τί βίτέροχα! ■ Ουρλιά ζει μάλιστα καί τά μάτια του λάμπουν άγρια; Μου φέρατε Κι’ άλλους εργάτες και μάλι στα άπό τούς καλύτερους! , Ζϊέν προλαβαίνει όμως νά χαρή περισσότερο τον θρίαμ βό του... Άπό ένα δέντρο πού βρί σκεται στο μέρος πού οί τρεις συμμορίτες κρατούν τη Νάγια, πέφτει ένας μασκοφό ρος γίγαντας μέ μια χρυσή μάσκα στο.πρόσωπο! Μια φωνή έκπλήξεως άκούγεται. "Ενα πιστόλι υψώνεται προς το μέρος του όολλά τό μαστίγιο πόύ κρατάει ό μα σκοφόρος Εκδικητής, ό θρυλι κός Ζορρό τής Ζούγκλας σφυ ρίζει άγρια καί τό πιστόλι έκεινο έξαφανίζεται από τό χέ ρι του ιδιόκτητου του/ ενώ αν τηχεί ένα τρομερό και λυσσα σμένο ουρλιαχτό πόνου. Μια γροθιά καί μια κλω τσιά άπό μέρους τού ήμίγυ μνού γίγαντα, είναι αρκετές για νά πάνε... κουτρουβα λώντας νά κυλιστούν ατά μυ τερά βράχια οί άλλοι δυο κα κούργοι που απειλούν τη νέα. Την ΐδια στιγμή ό άρχικα κούργος ξεφωνίζοντας σάν μα νιακός δίνει τό σύνθημα καί μια φοβερή ομοβροντία άκο* λουθεί άλλα ό σενιόρ Ζορρό έχει προλάβει καί αρπάζοντας τή Νάγια, κατρακυλάει μαζί της άπό τήν άλλη πλευρά, ένώ οί σφαίρες σφυρίζουν πά νω ώφι6ώς άττ τό σημείο πού
4ρί#κ6ν/τάι. <<άί 61 Βν6 ϊδυξ
ωξ άύτή Τή στιγμή./*
^Αλλά ιή Νάγια είναι κρυμ μένη καί δεν κινδυνεύει πιά.. όί μαύρόι αρπάζουν τά ό πλα τους άπό κάτω άδι αφο ρώντας για τδν θάνατο. Οί κινήσεις τους εΐναι πιο γοργές άπό τής έξαγριωμένης τίγρης... ^ .. , Οί ληστές πού έχουν μείνει Ακάλυπτοι, ούτε προλαβαί νουν καλά -, καλά νά κρυφτούν. Τά αυτόματά τούς θερί ζουν!. Κι’ όσοι γλυτώνουν για λίγο πηδώντας πίσω άπό τά βράχια, σέ δευτερόλεπτα μέ σα ρίχνονται σάν μαύροι δαί μονες έπάνω τους οί «στρατί ώτες» τής Νάγιας, μέ τά αυ τόματα στα χέρια... Τήν Τδια στιγμή ό Ζορρό τής Ζούγκλας βυθίζει ώς τη λαβή τό μαχαίρι του στήν καρδιά του απαίσιου κακού ργ6υ πού εΐναι ο αΐτιος για ό λη αυτή τή φρίκη. Οί τελευταίοι συμμορίτες βγαίνουν άπό τά βράχια κα^ τατρομαγμένοι, μέ τά χεριά ψηλά... 1 Ωστόσο ό σένιόρ Περέθ, ό Γκονζάλες καί οί αστυφύλα κες, δέν προλαβαίνουν νά συνέλθουν άπό τήν εκπληξί τους. Βλέπουν Ινα παράξενο α ερόπλοιο νά κατεβαίνη μέσα στη χαράδρα, χωρίς νά κάνη τον παραμικρό θόρυβο καί τό παράξενο αυτό σκάφος πού μοιάζει μέ ελικόπτερό, τό ο δηγεί ένας ακόμα πιο παράξε νος πιλότος, πού μοιάζει σάν κάτοικος άττο άλλον πλανήτη/
η
Αλλά πού βέν είναι παρά I-
νας^, νάνος άπό τον δικό μας. Εΐναι ό θρυλικός Πάντα ο Γίγαντας καί σ) ένα νόημα του Ζορρό, ό "Έλ^ Ρέϋ καί ή Νάγια τρέχουν προς τό μέρος ίου. Σέ δευτερόλεπτα έχουν σκαρφαλώσει στο Μαύρο Που λί, τό ίδιο που έφερε ώς εκεί τόν μασκοφόρο Εκδικητή και τον ανεκδιήγητο βοηθό του, άκριβώς στην ώρα πού έπρε πε και οστό τό όποΐο, μέ τό συρματόσχοινο κατέβηκε ό Ζορρό τής Ζούγκλας πάνω στό δέντρο έκεΐνο, γ·ά νά σώση τη Νάγια και μαζί της ό λους τούς άλλους άπό τά χέ ρια των άπα,ίσιων κακούργων. Ό ίδιος ό μασκοφόρος Τιμωρός τρέχει μέ τη σειρά του προς τό μέρος του σκάφους, ένώ ό Πάντσο Γίγαντας ουρ λιάζει μέ την τσιριχτή του φωνή: ;— "Άλλος για τόν Πάνω Κόσμο! Μια θέσι καί φύγα με Γ.. Αέν παίρνει άλλους! Πλήρεεες! ιΚαί μέ μια τιμονιά του α πότομη, μόλις ό Ζορρό πη δάει κΓ αυτός μέσα, τό υπέ ροχο ελικόπτερο ανυψώνεται και^ σέ λίγο έχει χαθή πίσω άπ" τά σύννεφα. "Ασπροι καί μαύροι μαζί έχουν άπο μείνει κερωμένοι
σάν Αγάλματα, κάτω
στή φσ δερή χαράδρα, νά κοιτάζουν προς τό μέρος άπ5 όπου χά-5 θηκε. Ό Περέθ είναι ό μόνος θυ μωμένος. Σφίγγει Τίς γροθιές του καί μουρμουρίζει κινώντας τες προς την ίδια κατεύθυνσι πού κυττάζουν καί τά μάτια όλων των άλλων: — Μου ξεφυγαν πάλι!... Αλλά που θά μοΰ πάνε!... Θά τούς βάλω στό χέρι όπωσ δήποτε! ^. . Ό σενιόρ Γκονζάλες πλάι του χαμογελάει παράξενα. -— ΆφοΟ αυτοί οι τρεις εί ναι πού καταζητείς, Περέθ^ του λέει καί γΓ αυτούς σε κατηγορούν ότι είσαι δον ικα νός νά τούς συλλάβης τόσον καιρό, δεν συντρέχει λόγος νά μείνω με περισσότερο στό "Ελ Χόκλο! Καί σκύβοντας πιο πολύ στό αυτί του γιά νά μήν τον άκούσηι κανένας άλλος, τού ψιθυρίζει: —«Καί εύχομαι· νά μήν τούς συλλάβης ποτέ! Όπότέ ό Περέθ είναι ό τε λευταίος που... λιποθυμάει σ* αυτή την ιστορία, τήν ώρα που ό Πάντσο Γίγαντας τάχει /τετρακόσια και όδηγει τό Μαύρο Πουλί μέ αληθινή μα εστρία.
ΤΕΛΟΣ ΆποχλεισΤικότηξ: Γεν. Εκδοτικά) Επιχειρήσεις ό.ϋ. ν
* -*
Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΑΗί
ΣΕ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ Την ερχόμενη Παρασκευή.. κυκλοφορεί επιτέλους τό θρυλικό ανάγνωσμα που θά συγκλονίση τόν παιδόκοσμο τής Ελλάδος! Κυκλοφορεί: ·*
ΟΥΠΕΜΝβΡ&ΠΟΣ 'Ο μεγαλύτερος., γενναιότερος, δυνατώτερος, πιο έκπληκτικός και πιο πρωτότυπος ήρως δλων των έποχών, ό άνθρωπος πού εχει τη δύναμι χιλίων ελεφάντων, πού πετάει ταχύτερα άπό τά πουλιά., πού είναι άτρωτος. Καί ό δειλότερος ήρως δλων των εποχών., ό θρυλιχ-' Κοντοστούπης/ θά σάς δώσουν ενα ανάγνωσμα γεμάτο -*·γωνία, γέλιο, δροσιά, αίνιγμα, μυστήριο, δράσι! Αγοράστε δλοι την ερχόμενη Παρασκευή άπό τά πε ρίπτερα τό πρώτο τεύχος τού «Υπεράνθρωπου», πού εχει τόν τίτλο:
ΥΠΕΡΑΝΟΡΟΠΕ,808! Η ΓΗ ΚΙΝΑΥΝΕΥΕΙ! Κανένας δεν πρέπει νά χάση τό πρώτο τεύχος τού Υ περάνθρωπου !
όποιος δεν τό άγοοάση. θά εχη νά κάνη
μέ τόν... Κοντοστούπη καί αλλοίμονο του! Υπάρχει φόβος νά θυμώση ό Κοντοστούπης καί νά... λιποθυμήση!
ζ ο ρρο
Ε ΒΔ
ΔΔ1ΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΖΟΥΓΚΛΑ! ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
"Έτος Ιον — Τόμος 3ος — Άρ. τεύχους 24—Δροεχ. 2 Γραφεία: Λέκκα 22 (έντός τής στοάς), τηλέφ. 28-983 Δημοσιογραφικός Δ)ντής: Σ. Άνεμοδουρας, Στρ. Πλαοστήρα 21 Ν. Σμύρνη. Οίκονομικός Δ)ντής; Γ. Γεωργιάδης, Σφιγτ/ός 38. ΓΊροϊστ. τυπογρ.: Α. Χατζηβασιλείου, Ταταούλων 19 Ν. Σμύρνη ΔΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠ1ΤΑΓΑΙ: Γ. Γεωργιάδην, Λέκκα 22, Άθήναι.
ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ ΤΕΥΧΗ ΖΟΡΡΟ 1. Ή
Υρυση
2. Ή
Νάγια δρά.
μάσκα
1 3.
Κουκαράτσα ό ασύλληπτος
14. 'Ο θάνατος τού Ζορρό
3. Ό 51Ελευθερωτ *273 4 ής
15. 'Ο
4. Ό
16. Ό Πεοεθ συλλιαμβ. τη, Νάγια
Ζορρό
συλλαμβάινιετα ι
Ζορρο τ ι μωρεΐ.
5. Τό μυστικό τού Αγριόγατου
1 7. Θάνατος , γ ;ά... δύο.
ό.
18. Ό
καινούργιος
7. Τό αίνιγμα τού ποταμού
19. Ή
Ζούγκλα ανάστατη,
8. Τό
20. Τρόμος άπ’ τη γαμένη Γη
Ζοορό εναντίαν Έλ - Ρέϋ
δόκανο
τού
θανάτου
9. Τό μυστ. τού ναού τών’Ίνκας Π 10. Ή Νάγ ι α κ ι νδυνεύε ι 1 1 . Πάντσο ό τρομερός 12. Ό Θεός-Ήλιος έκδικεΐτσιι
21. Ό
Αστυνόμος
Πάντσο άφαντος!
( 22. Ό έμπορος
τού θανάτου
: 23. Ή κοιλάδα μέ τά φίδια 24. 'Ο Ζορρο επιτίθεταιι.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙ 1ΥΝΤΑΓΜ ποτέ ά£Μ ΗήΤΗ/ΐββε η εχΥεβΗ
ΕΥΤΧΧ.9Σ ΜΕΧΡΙ Τ9Μ ΠΕΤ/λΠ!
ψρο ν πχη ε πί ση ς υη ϊε χ η ςη Η! ΟΠΗ ΤΗΝ /ΣΤΟΡΙΤ). ΜΑΠΗΡ' ΗΗ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ λ/β ΣΗΠΟΣ!ΖΟΥΜ6 οηει τα α ν θ ρ ώπιν ε ς υ πη ρ .-ε ις ηηο πειρ ρ μ η τ ρ η ν ο τ ε ρ α η π ΤΙΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥΣ.
τ η χυμ τ πγ -Η πη ρ οπο ηον 8 ΟΟΡΕΣ. ΤΗΝ -ΗΜΕΡΕ) ΧΧ(ΔθΥ χε 0/10 ΤΟ ΓΗΑΗΕΙΗ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΗΠΟΠ6ΙΡΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΗΚΑ ηγΦΗ ΤΗΣ ΧΤ//ΤΑΤΜ£ - - -
ΥΟΥλΛΕ Νβ ΥίβΧΗΣΤΡΕΨΟΥΗ6
ΑΠΟ οΗ*
λ Π! η 'ργΓΟ ΠΡΕΠΕΙ Υβ ΙΥλ/εχι Ζ£Τ/)1 Η εηΑΓΡΥΠΜΗΣΙλ I ΓΙΑ Α'/9 ΗΠΥΡΑ ^9 &ΠΙΖΗ1Η
τε/?οχ.
.