Συλλογή παραμυθιών 2013 - Μέρος 3ο

Page 1


΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ ΢ΦΟΛΙΚΟ΢ ΔΙΑΓΩΝΙ΢ΜΟ΢ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ 2013

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕ΢: ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢ ΓΡΑΥΕΙΟ ΠΟΛΙΣΙ΢ΣΙΚΩΝ ΘΕΜΑΣΩΝ 2Ο ΔΗΜΟΣΙΚΟ ΢ΦΟΛΕΙΟ ΠΕΤΚΩΝ ΦΟΡΗΓΟΙ: ΔΕΔΔΗΕ 2Ο Δ. ΢. ΠΕΤΚΩΝ



΢ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ ΠΡΩΣΗ ΕΚΔΟ΢Η ΢ΕΠΣΕΜΒΡΙΟ΢ 2013 ΢ΦΕΔΙΑ΢ΜΟ΢ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΢ΕΛΙΔΟΠΟΙΗ΢Η ANNET DOME 2013, ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢ ANNET DOME ΢ΤΓΓΡΑΥΕΙ΢: ΟΙ ΜΑΘΗΣΕ΢ ΑΠΌ ΣΑ ΔΗΜΟΣΙΚΑ ΢ΦΟΛΕΙΑ ΠΟΤ ΢ΤΜΜΕΣΕΙΦΑΝ ΢ΣΗΝ ΕΚΔΗΛΩ΢Η ISBN:


Η Ρούλα Κρεμαζηρούλα που έγινε δενηράκι Τξ παοαμύθι έγοασαμ ξι μαθηηέπ ηηπ Γ΄ ηάνηπ ηξρ 2ξρ Δημξηικξύ ζςξλείξρ Αζβεζηξςτοίξρ. Ο δάζκαλξπ ηηπ ηάνηπ : Τζίκαπ Αοζέμηπ


Μια φορά κι ένα καιρό σε μια τάξη ενός μεγάλου σχολειού ζούσε μια μικρή μαύρη κρεμάστρα που αγαπούσε πολύ τα παιδιά. ΢τέκονταν πάντα σε μια γωνιά δίπλα στην Πρασινούλα τη ντουλάπα, απέναντι της ήταν κρεμασμένος ο Ασπρούλης ο πίνακας και ο Ελλαδούλης ο χάρτης .Ανάμεσα τους κάθονταν στα θρανία τα παιδιά.

Κάθε μέρα φορούσε διαφορετικά ρούχα, άλλοτε ήταν ταιριαστά και άλλοτε αταίριαστα. Μια μέρα είπε η Πρασινούλα . -Πολύ σου πάει σήμερα το ντύσιμο Ρούλα- Κρεμαστρούλα . Αυτά τα ρούχα να τα φοράς συνέχεια! -Αχ! Θα το’ θελα πολύ. Δυστυχώς, όμως όπως βλέπεις τα φοράω μόνο για λίγες ώρες , γιατί το μεσημέρι τα παιδιά μου τα παίρνουν όλα και με αφήνουν γυμνή. Καμιά φορά μπορεί να σταθώ τυχερή όταν κάποιο παιδί ξεχάσει να πάρει τη ζακέτα ή το μπουφάν του και να μείνω ντυμένη μέχρι την άλλη μέρα ενώ εσύ…

-Σι εγώ; - Εσύ είσαι τυχερή και σε ζηλεύω.

- Γιατί με ζηλεύεις;



- Γιατί ποτέ δε μένεις γυμνή .Έχεις στα ράφια σου πάντα πολύχρωμα κουτιά, όμορφες ζωγραφιές, επιτραπέζια παιχνίδια ,τέμπερες , μαρκαδόρους και άλλα πολλά… Κι έτσι κουβεντιάζοντας ,άλλα και σύγχρονος ακούγοντας και βλέποντας τα παιδιά να κάνουν τα μαθήματά τους … Ντριν… ντρίν … Ντρίν … Ακούστηκε το κουδούνι. Σα παιδιά ετοίμασαν τις τσάντες τους και τραγουδώντας Σα τα τατά… Σα τα τατά Σι ωραία τι χαρά! ΢αββατοκύριακο παιδιά! Ξεκούραση και ξεγνοιασιά! Πήγαν να πάρουν τα ρούχα τους που ήταν κρεμασμένα στη κρεμάστρα. « Σι κρίμα πάλι γυμνή θα μείνω το ΢αββατοκύριακο» σκέφτηκε η ΡούλαΚρεμαστρούλα. ΢ε λίγο λοιπόν η τάξη και η Κρεμαστρούλα είχαν αδειάσει μόνο ένα μπουφάν είχε μείνει κρεμασμένο. -Ω! τι ωραία δε θα κρυώσω αυτό το ΢αββατοκύριακο… Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη σκέψη της και να σου το παιδί που είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του τρέχοντας προς τη κρεμάστρα αρπάζοντας το απότομα. Η Κρεμαστρούλα άρχισε να γέρνει μια δεξιά και μια αριστερά ώσπου δεν άντεξε και έπεσε κάτω. Ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να ακούς ένα καρπούζι όταν το κόβεις στη μέση.



Απόλυτη ησυχία επικράτησε για λίγα λεπτά. Έντονη φάνηκε ζωγραφισμένη η αγωνία στα πρόσωπα των φίλων της. « Κρεμαστρούλα , είσαι καλά μίλησε μου», είπε η Πρασινούλα. « Δεν μπορώ » , είπε χαμηλόφωνα η Κρεμαστρούλα. -Σι έπαθες, πες μου σε παρακαλώ; -Δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου νομίζω πως έχουν σπάσει. -Κάνε κουράγιο θα σε βοηθήσω εγώ . Η Πρασινούλα ντουλάπα προσπάθησε να βοηθήσει τη Κρεμαστρούλα μα μάταια , είχε τόσα πολλά πράγματα πάνω της που ούτε ένα βήμα δεν μπόρεσε να κάνει από το πολύ βάρος της. Δεν το έβαλε όμως κάτω και αμέσως ζήτησε βοήθεια από τον Ασπρούλη πίνακα. «Ε! εσείς απέναντι κάτι έπαθε η Κρεμαστρούλα μπορείτε να με βοηθήσετε;» Ο Ασπρούλης προσπάθησε να πάει προς το μέρος όπου ήταν πεσμένη η Κρεμαστρούλα , αλλά δεν τα κατάφερε γιατί ήταν καρφωμένος στον τοίχο. « Δεν μπορώ. Δε βλέπεις πως είμαι καρφωμένος στο τοίχο άσε που αν ζοριστώ περισσότερο θα μπερδευτούν οι λέξεις και ποιος ακούει το δάσκαλο και τα παιδιά . Αλλά μια στιγμή να ρωτήσουμε τον Ελλαδούλη». «Ωχ! Πονάω πολύ κάτι πρέπει να κάνετε δεν αντέχω άλλο» Φώναξε η Κρεμαστρούλα. «Ελλαδούλη μπορείς να βοηθήσεις τη Κρεμαστρούλα» είπε ο Ασπρούλης. « Θα το ’θελα πολύ , αλλά είναι αδύνατο να μετακινήσω τα βουνά, τις πεδιάδες, τις λίμνες και τα ποτάμια που κρατάω.



Και ζτςι θ καθμζνθ θ Κρεμαςτροφλα ζμεινε αβοικθτθ πεςμζνθ ςτο πάτωμα πονώντασ και κλαίγοντασ .Μάταια προςπακοφςαν οι φίλοι τθσ να τθν παρθγοριςουν . Ξαφνικά ακοφςτθκε το κλειδί ςτθν κλειδαριά τθσ πόρτασ να ξεκλειδώνει. «Κάντε θςυχία, νομίηω ότι κάποιοσ ζρχεται », είπε ο Ελλαδοφλθσ που ιταν κρεμαςμζνοσ κοντά ςτθ πόρτα. Η πόρτα άνοιξε, ιταν ο επιςτάτθσ του ςχολείου μπικε μζςα κι άρχιςε να κακαρίηει. «Αχ! Τα παλιόπαιδα, πάλι ζριξαν τθν κρεμάςτρα κάτω». Ρλθςίαςε να τθ ςθκώςει ,αλλά ζκπλθκτοσ βλζπει ότι θ κρεμάςτρα είχε ςπάςει. «Αα! Βλζπω ότι αυτι τθ φορά δε γλφτωςεσ και πρζπει να ςε μεταφζρω ςτθν αποκικθ» είπε ο επιςτάτθσ.


«Πχι, όχι! Θζλω να μείνω εδώ με τουσ φίλουσ μου και με τα παιδιά », φώναηε θ Κρεμαςτροφλα . Μάταια όμωσ ο επιςτάτθσ δεν άκουγε οφτε τθν Κρεμαςτροφλα , αλλά οφτε τουσ φίλουσ τθσ που και αυτοί τον παρακαλοφςαν να τθν αφιςει ςτθ τάξθ. Η αποκικθ βριςκόταν ςτο πίςω μζροσ του ςχολείου, ιταν μικρι και είχε αρκετά πράγματα ςτοιβαγμζνα το ζνα πάνω ςτο άλλο. Ο επιςτάτθσ δεν άργθςε να φτάςει ςτθν αποκικθ. Άνοιξε τθν πόρτα και τθν άφθςε ςε μια γωνιά και είπε: «Εδώ κα μείνεισ μαηί με τα άλλα αντικείμενα μζχρι να δοφμε τι κα κάνουμε με ςασ». Έκλειςε τθν πόρτα και πιγε να ςυνεχίςει τθ δουλεία του. Σκοτάδι και θςυχία παντοφ… « Εεε! … είναι κανείσ εδώ;» ,ρώτθςε θ Κρεμαςτροφλα.


Δεν απάντθςε κανείσ. «Μιλιςτε μου ςασ παρακαλϊ , φοβάμαι …» Μετά από λίγο ακοφςτθκε μια φωνι . «Ποια είςαι εςφ ;» «Είμαι θ Ροφλα – Κρεμαςτροφλα» «Εγϊ είμαι ο καναπζσ Βολευτοφλθσ ,είμαι ο πιο παλιόσ εδϊ μζςα . Πρζπει να κάνεισ υπομονι μζχρι να ςυνθκίςεισ το ςκοτάδι ». Πράγματι μετά από λίγα λεπτά θ Κρεμαςτροφλα άρχιςε να διακρίνει κάποια αντικείμενα που ιταν κοντά τθσ. «Εγϊ είμαι ο Μυςτικοφλθσ » ,είπε ζνα ςκονιςμζνο μπαοφλο. «Εςφ εκεί ςτο βάκοσ ποια είςαι ;» ,ρϊτθςε θ Ροφλα βλζποντασ μια ςκαλιςτι κορνίηα. «Είμαι θ ΢καλιςτροφλα» τθσ απάντθςε. Μετά είδε ζνα τουμπερλζκι να ςτζκεται μοναχικό … «Γεια ςου, είμαι θ Ροφλα Κρεμαςτροφλα . Πϊσ ςε λζνε;» «Με λζνε Καφετοφλθ.» τθσ απάντθςε διςτακτικά. «Καφετοφλθ, ποια είναι αυτι;» ,ρϊτθςε ζνα χαλί που λαγοκοιμόταν πιο πζρα και αναςτατϊκθκε από τθ ςυηιτθςθ. «Είναι μια καινοφρια ςυγκάτοικοσ ,που τθν ζφεραν εδϊ πριν από λίγο. Είναι κρεμάςτρα και τθν λζνε Ροφλα – Κρεμαςτροφλα». Αφοφ τθν καλωςόριςαν, ενδιαφζρκθκαν να μάκουν πϊσ βρζκθκε ςτθ αποκικθ. Η Ροφλα τουσ είπε τθν ιςτορία τθσ . ΢τθ ςυνζχεια με τθ ςειρά είπε το κάκε αντικείμενο τθ δικι του ιςτορία.



Οι μζρεσ περνοφςαν και θ Ροφλα νοςταλγοφςε τθν τάξθ και τουσ φίλουσ που είχε εκεί. Με τουσ καινοφριουσ φίλουσ τθσ μιλοφςαν για το μζλλον τουσ. Ζνιωκαν αβεβαιότθτα και φόβο μιπωσ μείνουν για πάντα ς’ ζνα ςκοτεινό και ςκονιςμζνο δωμάτιο. Μοναδικι τουσ ελπίδα ιταν να βρεκεί κάποιοσ τρόποσ να ςταλοφν προσ ανακφκλωςθ. Ώςπου κάποια μζρα άνοιξε θ πόρτα και άφκονο φωσ φϊτιςε τθν αποκικθ . Προσ μεγάλθ τουσ ζκπλθξθ δεν ιταν ο επιςτάτθσ ,αλλά ο δάςκαλοσ κ. Γκριηοφλθσ. Άρχιςαν να αναρωτοφνται τι ςυμβαίνει. Ο κφριοσ Γκριηοφλθσ αφοφ κοίταξε όλα τα αντικείμενα που ιταν εκεί πιγε προσ το μπαοφλο και το τουμπερλζκι. Με τθ βοικεια του επιςτάτθ τα μετζφεραν ςτθ τάξθ. «Μα τι γίνεται τϊρα; Είναι για καλό αυτό που ςυμβαίνει;» ,ρϊτθςε με ανθςυχία ο Βολευτοφλθσ. «Ίςωσ μασ πάνε για ανακφκλωςθ και όχι για ςκουπίδια… » του απάντθςε θ Ροφλα. «Για ανακφκλωςθ αποκλείεται , αφοφ δεν γίνεται να ανακυκλωκεί το μπαοφλο και το τουμπερλζκι » είπε φοβιςμζνθ θ κορνίηα. Δεν πρόλαβαν να ςυνεχίςουν όταν ξανάνοιξε θ πόρτα. Σότε πιραν τθν ΢καλιςτροφλα και τον Βολευτοφλθ «Για κακό ςκοπό πρζπει να τουσ πιραν. Ωχ ! Θεζ μου ,δεν πρόκειται να τουσ ξαναδϊ ποτζ ,ποτζ.» ςκζφτθκε θ Κρεμαςτροφλα. Πζραςε αρκετι ϊρα και δεν ερχόταν κανζνασ. Άκουςε το κουδοφνι και τισ φωνζσ των παιδιϊν κατάλαβε πωσ κα ςυνζχιηε να μζνει εκεί μθ γνωρίηοντασ για πόςο καιρό. Φόβο, μοναξιά αλλά και κυμό ζνιωκε. Όλο το βράδυ δεν ζκλειςαν μάτι αναρωτϊντασ για το που μπορεί να πιγαν οι φίλοι τουσ.



Σθν επόμενθ μζρα ο κφριοσ Γκριηοφλθσ επζςτρεψε πάλι ςτθν αποκικθ πιρε το χαλί και κακϊσ ζφευγε κοντοςτάκθκε μπροςτά από τθν Κρεμαςτροφλα, τθν κοίταξε από πάνω μζχρι κάτω, ζμεινε για λίγο ςκεφτικόσ ,μετά άπλωςε το χζρι του και τθν πιρε. Σθν μετζφερε ςτθ τάξθ τθν άφθςε ςε μια γωνιά κι άρχιςε το μάκθμα. Σα παιδιά δεν τθσ ζδωςαν καμιά ςθμαςία και θ Ροφλα απογοθτεφτθκε. Σϊρα είχαν άλλθ κρεμάςτρα να κρεμάνε τα ροφχα τουσ και αναρωτιόταν για ποιο λόγο να βρίςκεται εκεί. Μόνο οι φίλοι τθσ χαρικαν πολφ . «Ποφ ιςουν Κρεμαςτροφλα, ανθςυχιςαμε, είςαι καλά;» ,είπε θ Πραςινοφλα . «Μασ ζλειψεσ », φϊναξε δυνατά για να μπορζςει να ακουςτεί ο Αςπροφλθσ. «Μα εςφ είςαι πολφ βρόμικθ και τα χζρια ςου είναι ακόμθ ςπαςμζνα», είπε ο Ελλαδοφλθσ. Η Κρεμαςτροφλα τα είχε χάςει δεν ιξερε τι να πει, από τθ μια χαιρόταν που είχε βρεκεί με όλουσ τουσ φίλουσ τθσ από τθν άλλθ δεν γνϊριηε τθ τφχθ τθσ. Οι ϊρεσ περνοφςαν, θ αγωνία τθσ μεγάλωνε ϊςπου χτφπθςε το τελευταίο κουδοφνι τθσ θμζρασ. Σα παιδιά ςχόλαςαν. Γριγορα όλα ζφυγαν χωρίσ να τθσ ρίξουν μια ματιά. Μόνο ο Γκριηοφλθσ ζμεινε πλθςίαςε προσ το μζροσ τθσ. «Ωχ! Ήρκε το τζλοσ μου» ,ςκζφτθκε θ Ροφλα. Αυτόσ όμωσ άπλωςε το χαλί, ζβαλε πάνω το μπαοφλο, δίπλα τον Βολευτοφλθ και τον Καφετοφλθ. ΢τάκθκε και τα κοίταξε. Ζπειτα απευκφνκθκε ςτθ κρεμάςτρα και είπε: «Για να δοφμε τι κα κάνουμε με ςζνα» Κρφοσ ιδρϊτασ τθν ζλουςε.



Σθν πιρε από τθ γωνία και τθ ζβαλε πάνω ςτο χάλι. Άρχιςε να βάηει ςτα ςπαςμζνα τθσ χζρια κοντάρια και να τα ντφνει με πράςινο γκοφρζ , ζπειτα τφλιξε το κορμί τθσ με ζνα καφζ γκοφρζ . Μετά από λίγθ ϊρα είχε μεταμορφωκεί ςε ζνα πράςινο δζντρο. Ο δάςκαλοσ απομακρφνκθκε τθ κοίταξε και ςκζφτθκε : «Είςαι τζλεια. Σίποτα δεν είναι τελικά για πζταμα». Κλείδωςε τθν πόρτα κι ζφυγε. « Σι ιταν αυτό τϊρα;» ,απόρθςε θ Ροφλα. « Δεν ξζρω τι ςκοπεφει να κάνει, αλλά ζχεισ γίνει πιο όμορφθ από ποτζ» ,είπε θ Πραςινοφλα. «Αφριο κα ξθμερϊςει καινοφρια μζρα για ςζνα να μου το κυμθκείσ» , είπε ο Αςπροφλθσ. Μόλισ το φωσ του ιλιου μπικε ςτθν τάξθ όλοι ξφπνθςαν και με μεγάλθ αγωνία περίμεναν το χτφπθμα του κουδουνιοφ που κα ζφερνε τα παιδιά και το Γκριηοφλθ ςτθ τάξθ. Μεγαλφτερθ αγωνία είχε θ Ροφλα και εφκολο είναι να καταλάβει κανείσ γιατί … Σο κουδοφνι χτφπθςε, θ πολυπόκθτθ ϊρα ζφταςε, θ τάξθ γζμιςε παιδιά. Σο πρϊτο που κοίταξαν ιταν θ Ροφλα Κρεμαςτροφλα. Σα μάτια τουσ γζμιςαν με καυμαςμό και απορία. Σθν απορία τουσ τθν ζλυςε ο Γκριηοφλθσ μόλισ μπικε ςτθν τάξθ. Ζδωςε ςτα παιδιά τισ πολφχρωμεσ κορδζλεσ και αυτά τισ κρζμαςαν ςτα κλαδιά τθσ. Σότε τουσ ανακοίνωςε πωσ το δζντρο αυτό κα γίνει δζντρο τθσ φιλαναγνωςίασ .Σουσ είπε να φζρουν το αγαπθμζνο τουσ βιβλίο από το ςπίτι για να το κρεμάςουν .


Πολφ περιφανθ αιςκάνκθκε θ Ροφλα και για αυτι τθσ τθν επιτυχία τθν ςυγχάρθκαν οι φίλοι τθσ. Ποιοσ να το ζλεγε ότι εκεί που δεν τθ πρόςεχε κανείσ τϊρα ζχει γίνει το κζντρο τθσ τάξθσ. «Σι να τα κάνουν άραγε όλα αυτά τα βιβλία;» είπε θ Ροφλα «Αφριο κα ξζρουμε. Πάντωσ ό,τι και να είναι, κα είναι για καλό» είπε ο Ελλαδοφλθσ. Πρωί - πρωί ζτρεξαν όλα τα παιδιά γφρο τθσ κρατϊντασ από ζνα βιβλίο ςτο χζρι τουσ. Σι όμορφα εξϊφυλλα! ΢κζφτθκε θ Ροφλα. Ο Γκριηοφλθσ τουσ μοίραςε από ζνα μανταλάκι για να κρεμάςουν τα βιβλία τουσ ςε κάκε κορδζλα. ΢το τζλοσ τθσ ζβαλαν ζνα ςτζμμα και τθν ονόμαςαν βαςίλιςςα τθσ γνϊςθσ. Βζβαια και τα άλλα αντικείμενα είχαν το ρόλο τουσ όπωσ το μπαοφλο που κα γζμιηε με τισ ςοφίεσ των παιδιϊν. Κάκε μζρα γφρο από τθ Ροφλα τα παιδιά διάβαηαν, ηωγράφιηαν, ζγραφαν, τραγουδοφςαν και δραματοποιοφςαν. Σελικά θ Ροφλα ζγινε θ ΢ΣΑΡ τθσ τάξθσ και ζμεινε ζτςι για πολλά χρόνια. Ήταν πάντα όμορφθ, χρωματιςτά ντυμζνθ και με τουσ φίλουσ τθσ τα βράδια ζλεγαν τισ ιςτορίεσ που άκουγαν.























«Ανιζλα, θ μάγιςςα που αγαποφςε τα βιβλία»

Γαλανόσ Δθμιτριοσ-Χρυςοβαλάντθσ Μαρκόπουλοσ Χριςτοσ Μπίμπα Αριςτείδθσ Παραςκευάσ Ακανάςιοσ ΟΛΟΗΜΕΡΟ/1ο Δθμ. ΢χολείο Μενεμζνθσ 2012-13


Μια φορά κι ζναν καιρό …ςε μια μακρινι πολιτεία ηοφςε θ Ανιζλα , μια παράξενθ μάγιςςα που αγαποφςε τα βιβλία. Όλα τα βιβλία …εκτόσ από τα βιβλία που περιείχαν βία. Κακετί βίαιο και τρομακτικό τθν αρρϊςταινε. Σα βιβλία με βίαιεσ ςκθνζσ και αφθγιςεισ τθν ζκαναν να βγάηει ςπυράκια και μποροφςε ακόμθ και να πεκάνει από αυτό! Ήταν αλλεργικι ςτθ βία!!! Μια μζρα αποφάςιςε να ανοίξει βιβλιοπωλείο όπου κα πουλοφςε βιβλία που κα καλλιεργοφςαν τθν καλοςφνθ και τθν αγάπθ ςτουσ ανκρϊπουσ και ιδιαίτερα ςτουσ μικροφσ αναγνϊςτεσ, τα βιβλιόφιλα παιδιά… Δεν πρόςεξε όμωσ ότι εκεί κοντά , ςτθν απζναντι γωνία του δρόμου, υπιρχε κι ζνα άλλο βιβλιοπωλείο που τα περιςςότερα βιβλία που πουλοφςε καλλιεργοφςαν τθ βία και τθν επικετικότθτα… Σα εξϊφυλλά τουσ ςτθ βιτρίνα ςυναγωνίηονταν ςτισ άγριεσ ςκθνζσ και ςτισ τερατϊδεισ μορφζσ που εικόνιηαν. ΢τθν αρχι δεν είχε πελατεία θ Ανιζλα… Σα περιςςότερα παιδιά ςτριμϊχνονταν ςτθ βιτρίνα του απζναντι βιβλιοπωλείου για να καυμάςουν και να μιμθκοφν τισ επικετικζσ ςυμπεριφορζσ των θρϊων που εικονίηονταν ςτα εξϊφυλλα των βιβλίων τθσ…


Η Ανιζλα προςπακεί να τραβιξει τα παιδιά με τα ζντονα χαροφμενα χρϊματα τθσ βιτρίνασ τθσ και με ιρωεσ των παραμυκιϊν που τα καλοφν να διαβάςουν και κάτι άλλο… Ώςπου δειλά δειλά αρχίηουν οι λιγοςτοί αρχικά πελάτεσ να πλθκαίνουν… Ο βιβλιοπϊλθσ από απζναντι εξοργίηεται και ςκζπτεται ςυνεχϊσ τι να κάνει για να ξαναποκτιςει τον ζλεγχο τθσ αγοράσ … Καλεί λοιπόν τθν Ανιζλα ςε τςάι με ςκοπό να τθ δθλθτθριάςει… --Καλωςόριςεσ , Ανιζλα! Ζλα να πιοφμε το τςάι που ςου υποςχζκθκα… --΢’ ευχαριςτϊ που με προςκάλεςεσ. Είςαι πολφ ευγενικόσ!! -- Κάκιςε! Πάω να φζρω το τςάι και τα βουτιματα.. Ο βιβλιοπϊλθσ ςε λίγα δευτερόλεπτα επιςτρζφει με το δίςκο και αφοφ ζχει ρίξει δθλθτιριο ςτο φλιτηάνι τθσ καλεςμζνθσ του. Κακϊσ απολαμβάνουν το ηεςτό ρόφθμά τουσ , θ Ανιζλα τον ρωτά: -- Μιλάμε τόςο καιρό και ακόμθ δεν ξζρω το όνομά ςου! Αλικεια πϊσ ςε λζνε; --Σο όνομά μου είναι ΢εμπάςτιαν. Σα βλζφαρα τθσ Ανιζλα βαραίνουν και ςε λίγο κοιμάται κουλουριαςμζνθ ςτθν καρζκλα τθσ.


Αμζςωσ τθν αρπάηει από τθν μπλοφηα τθσ και τθ ςζρνει ςτο μπουντροφμι του μαγαηιοφ του, ζνα κεοςκότεινο δωμάτιο ςτο υπόγειο. Από ζνα μικρό παρακυράκι μπαίνει λιγοςτό φωσ κι ζτςι μπορεί κανείσ να ξεχωρίςει τα χιλιάδεσ βιβλία ςτα ράφια που καλφπτουν όλουσ του τοίχουσ του χϊρου. --Ποφ βρίςκομαι !! Σι ράφια είναι όλα αυτά; μονολογεί θ παράξενθ μάγιςςα. Παίρνει ζνα βιβλίο ,παίρνει κι άλλο, κι άλλο … κι άλλο … Σα ξεφυλλίηει κι ζντρομθ ανακαλφπτει πωσ το κζμα τουσ είναι θ βία. Δε νιϊκει καλά. Όλα γφρω τθσ γυρίηουν…. Νιϊκει πωσ χάνεται ςε μια δίνθ … Σα πρϊτα εξανκιματα ζχουν ιδθ βγει… Σο πρόςωπό τθσ τα χζρια τθσ , τα πόδια τθσ…. ζχουν γεμίςει κοκκινίλεσ. Πανικόβλθτθ καλεί ςε βοικεια…-- Ανοίξτε μου! Δε νιϊκω καλά …Θα πεκάνω!!!! --Εγϊ κα ςε βοθκιςω ! ακοφςτθκε μια φωνι να τθσ απαντά. --Ποιοσ είςαι εςφ; --Είμαι γιατρόσ… Πεσ μου τι νιϊκεισ;.


--Βοικα με, ςε παρακαλϊ, αλλιϊσ κα πεκάνω . Διάλυςε τθ ςκόνθ που ζχω ςτθν τςζπθ μου ςε λίγο νε.. ρό! Σον ικετεφει ξζπνοα… Είμαι αλ..λε..λεργι..κι… --Ζλα, πιεσ το φάρμακο . Θα ςυνζρκεισ … --΢’ ευχαριςτϊ… ιδθ νιϊκω καλφτερα …Μα νομίηω πωσ ακοφω βιματα.. --΢ταματιςτε !!! φωνάηει ο ΢εμπάςτιαν --Ωχ!! μασ ανακάλυψε! Μθν πανικοβάλλεςαι, τθσ ψικυρίηει ο γιατρόσ, που ιταν τυχαία εκεί, για να γιατρζψει το άρρωςτο ςκυλάκι του βιβλιοπϊλθ. --Ναι … όμωσ φοβάμαι πολφ …. Μα , γιατί …. Δεν προλαβαίνει να ολοκλθρϊςει, όταν δζχεται ζνα ιςχυρό χτφπθμα ςτο κεφάλι… Ο ΢εμπάςτιαν ςζρνει με το ηόρι το γιατρό ζξω από το υπόγειο. Όταν ξυπνάει θ Ανιζλα, βλζπει τθν πόρτα του κελιοφ τθσ μιςάνοιχτθ . Βγαίνει ζξω και ακολουκϊντασ το καμπό φωσ που ζφτανε ωσ εκεί κάτω, ακοφει φωνζσ από ζνα άλλο δωμάτιο. Προχωρά προςεκτικά προσ τα εκεί … Πιςτεφει πωσ κα προδοκεί από τουσ χτφπουσ τθσ τρικυμιςμζνθσ τθσ καρδιάσ! ΢κφβει να δει και ξεχωρίηει ζντρομθ τον ΢εμπάςτιαν. Είναι ζτοιμοσ να ςκοτϊςει το γιατρό, για να μθν αποκαλφψει ςε κανζναν ό,τι είδε ςτο υπόγειο του βιβλιοπωλείου του… ---Μόνο ζτςι κα εξαςφαλίςω τθ ςιωπι ςου! του λζει . Σο πρόςωπό του είναι κάτωχρο.. Σότε μθν ξζροντασ κι θ ίδια θ Ανιζλα ποφ βρικε το κάρροσ, φωνάηει με όλθ τθ δφναμθ τθσ ψυχισ τθσ: ---Όχι!!!



---Θζλουμε λοιπόν να μασ γράφεισ ιςτορίεσ με «καλό» τζλοσ και τα βιβλία που κα γράφεισ και κα πουλάσ από δω και πζρα ςτο βιβλιοπωλείο ςου να μιλοφν για τθν αγάπθ και τθν αδελφοςφνθ …. Να μθ δθλθτθριάηουν τουσ μικροφσ αναγνϊςτεσ τθσ πόλθσ μασ με μίςθ , βίαιεσ και απάνκρωπεσ ςυμπεριφορζσ όπωσ αυτζσ των τερατόμορφων θρϊων των βιβλίων που πουλοφςεσ ωσ τϊρα και προςπακοφςαν τα καθμζνα παιδάκια να μιμθκοφν βάηοντασ πολλζσ φορζσ ςε κίνδυνο και τον ίδιο τον εαυτό τουσ.. ---Δθλαδι να γίνω ςυγγραφζασ; Αυτό είναι το όνειρο τθσ ηωισ μου!!! ---Και γιατί δεν ζγινεσ; ---Γιατί όταν ηιτθςα από τον εκδοτικό οίκο να γράψω …. μου είπαν αυταρχικά: «Δουλειά ςου είναι να βρίςκεςαι ςτο βιβλιοπωλείο και να πουλάσ τα βιβλία που ςου δίνουμε εμείσ και μόνο εμείσ. Σίποτα παραπάνω.. Σο τι βιβλία κα πουλάσ είναι δικι μασ ευκφνθ κι επιλογι! Κατάλαβεσ;» Δεν μποροφςα να αρνθκϊ γιατί κα καταςτρεφόμουν οικονομικά… Και βλζπετε ζχω οικογζνεια… ---΢ου υπόςχομαι να κάνεισ το όνειρο ςου πραγματικότθτα!! Σο οφείλεισ και ςτα παιδιά ςου…, του λζει θ Ανιζλα ( που ζπρεπε πια να χρθςιμοποιιςει και τα μαγικά τθσ φίλτρα αν χρειαηόταν για να πείςουν τουσ εκδοτικοφσ οίκουσ…).


---΢ασ ευχαριςτϊ , είμαι ςίγουροσ πωσ όλοι μαηί κα τα καταφζρουμε…! Όμωσ ξελφςτε με , μοφδιαςαν τα χζρια μου… ---Χα, χα ,χα! Δίκιο ζχεισ , του είπε ο γιατρόσ και ελευκζρωςε τα χζρια και τα πόδια του… Σθν άλλθ μζρα ο ΢εμπάςτιαν ζπιαςε δουλειά … ΢ε λίγο καιρό το βιβλιοπωλείο του ζγινε το καλφτερο τθσ περιοχισ αν όχι του κόςμου… και τα βιβλία που ζγραψε ο ίδιοσ ιταν τα πιο πολυδιαβαςμζνα και αγαπθτά ςτισ παρζεσ των παιδιϊν … Όςο για το βιβλιοπωλείο τθσ μάγιςςασ Ανιζλα ; Σο γκρζμιςαν και ςτθ κζςθ του ζγινε Παιδικι Χαρά!!! Η μαγικι ςκόνθ τθσ πρωτότυπθσ μάγιςςασ ςκόρπιςε πράγματι τθν αγάπθ και τθ χαρά ςτα παιδιά… Άλλωςτε τι μάγιςςα κα ιταν ! Ζτςι ζηθςαν αυτοί καλά κι εμείσ καλφτερα , αφοφ για άλλθ μια φορά βλζπουμε πωσ αν κζλουμε κάτι και ενωμζνοι προςπακοφμε .. πάντα ι … ςχεδόν πάντα… τα καταφζρνουμε! «Η ιςχφσ εν τθ ενϊςει» ,είπε εξάλλου κι ο μεγάλοσ επικόσ ποιθτισ, ο Όμθροσ.. Είχε δίκιο!;



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.