ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
Η Άνοιξη άργησε να έρθει
3ος Μαθητικός Διαγωνισμός υγγραφής Παραμυθιού
ΠΡΩΣΗ ΕΚΔΟΗ ΙΟΤΝΙΟ 2015 ΤΓΓΡΑΦΕΙ: ΟΙ ΜΑΘΗΣΕ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΘΗΣΡΙΕ ΣΟΤ ΔΗΜΟΣΙΚΟΤ ΧΟΛΕΙΟΤ ΑΗΡΟΤ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ diktyoparamythia.blogspot.gr ΧΕΔΙΑΜΟ – ΔΙΟΡΘΩΕΙ-ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΕΛΙΔΟΠΟΙΗΗ: ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ storytellerdome.blogspot.gr ΕΚΔΟΕΙ: ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ E-mail: politismos@dipe-v-thess.thess.sch.gr, mizki4@yahoo.gr
ISBN:
ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
Τπάρχει, κάπου μακριά, μια όμορφη πολιτεία, που τη λένε Αγαποχώρι. Εκεί όλοι οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, ζούνε πολύ αγαπημένοι. Υέτος ο χειμώνας έπεσε βαρύς στο όμορφο χωριό. Σα χιόνια σκέπασαν τα σπίτια απαλά και δεν έλεγαν να λιώσουν. Σο κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Σα παιδιά κοιτούσαν πίσω απ’ τα παράθυρα λυπημένα. Ο ουρανός ήταν μελαγχολικός. Ήλιος δε φαινόταν πουθενά, αν κι ο Μάρτης είχε πατήσει για τα καλά.
Ένα πρωινό έκαναν συνέλευση στο σχολείο. Έπρεπε να βρούνε γρήγορα μια λύση. Είχαν βαρεθεί να μην μπορούν να βγουν έξω για παιχνίδι. -Δεν αντέχω άλλο κλεισμένη συνεχώς μέσα στο σπίτι, είπε η Ευαγγελία, η αρχηγός. -Βαριέμαι, φώναξε ο Γιάννης, το μυαλό της παρέας, πάνω στο καροτσάκι του. Θέλω να μου κάψει τα μάγουλα ο ήλιος! -Άδικα φορέσαμε το βραχιολάκι του Μάρτη, ακούστηκε κι ο Παύλος που διάβαζε πολλά βιβλία . -Καιρός για δράση, είπε και η Άννα, η θαρραλέα της παρέας. Αυτά κι άλλα πολλά είπαν τα παιδιά τη μέρα εκείνη. Και η απόφαση πάρθηκε με μια φωνή. Θα πήγαιναν να βρουν το νησί της Άνοιξης. Θα την παρακαλούσαν να έρθει γρήγορα στο Αγαποχώρι.
Σην άλλη μέρα, πρωί - πρωί, πήραν το δρόμο για το νησί. Διέσχισαν ένα βαθύ ποτάμι με τη βάρκα του μπαρμπα Κωνσταντή. Υτάσαν γρήγορα στην ακτή. Πρώτα έβγαλαν το καροτσάκι του Γιάννη. Μετά οι τρεις φίλοι τον πήραν αγκαλιά και τον ακούμπησαν στο καροτσάκι απαλά. Κι αμέσως άρχισαν το παιχνίδι.
Ξαφνικά, κάποιος θόρυβος ακούστηκε, από τους θάμνους... Ένας λύκος γκριζωπός και κουρασμένος εμφανίστηκε μπροστά τους και τους ρώτησε: υγγνώμη αν σας τρόμαξα παιδιά μου! Άκουσα παιδικές φωνές κι έτρεξα προς τα εδώ. Έχω χάσει τη φίλη μου την Κοκκινοσκουφίτσα μέσα στο δάσος! Μα πρέπει να την πάω στη γιαγιά της! Πόσο θα φοβάται μόνη της! Μήπως την είδατε πουθενά; Μπα, δεν την έχουμε δει. Μη λυπάσαι τόσο καημενούλη μου, είπε η Ευαγγελία. Κι εσείς τι γυρεύετε, μικρά παιδιά, μόνα στο δάσος; Πάμε να βρούμε το νησί της Άνοιξης, αποκρίθηκε ο Γιάννης. Άργησε να έρθει στο χωριό μας. Πάμε να τη βρούμε και να της το πούμε. - Α! κρίμα … Είστε πολύ μακριά. Λάθος μονοπάτι πήρατε. Θέλετε να σας βοηθήσω να βρείτε το δρόμο σας;
- Ναι, ναι, απαντούν με ένα στόμα τα παιδιά. Μόνο ο Γιάννης, ο συνετός, ρωτάει: - ταθείτε, γιατί να τον εμπιστευτούμε; Λύκε, έχουμε ακούσει πως είσαι κακός. Μπορεί να θέλεις να μας φας. Μπορεί να έχεις φάει και την Κοκκινοσκουφίτσα! - Όχι, δεν είναι αλήθεια αυτό, ξέσπασε σε κλάματα ο λύκος. Όλοι με κατηγορούν χωρίς να με ξέρουν καλά. Δεν κάνουν τον κόπο να με γνωρίσουν. Δεν είναι όλοι οι λύκοι ίδιοι. Ούτε οι άνθρωποι είναι. Κι ο λύκος έκλαιγε με λυγμούς… Σα παιδιά τον κοιτούσαν συμπονετικά. Σον παρηγόρησαν κι αποφάσισαν να κάνουν μια συμφωνία. Εκείνος θα τους έδειχνε το δρόμο για τη θάλασσα. Κι αυτά θα τον βοηθήσουν να βρει την Κοκκινοσκουφίτσα.
Κι έτσι ο λύκος κι η παρέα των παιδιών πήραν το μονοπάτι για τη θάλασσα. Κάποια στιγμή το καροτσάκι του Γιάννη δεν μπορούσε πια να κινηθεί μέσα στην πυκνή βλάστηση. Σότε τα παιδιά πήραν στους ώμους τους τον φίλο τους. Σο καροτσάκι το ανέβασαν στη ράχη του λύκου. Κι όλα μέλι γάλα. τα μισά του δρόμου εμφανίστηκε ένα μικρό νανάκι. Σους κοίταξε φοβισμένα και είπε : - Για πού το βάλατε παιδιά, μ’ ένα λύκο συντροφιά; - Α! μην ανησυχείς καλέ μας νάνε. Γίναμε φίλοι τώρα πια! Θα μας βοηθήσει να βρούμε το νησί της Άνοιξης κι εμείς θα τον βοηθήσουμε να βρει την Κοκκινοσκουφίτσα. Έπρεπε να την πάει στη γιαγιά της εδώ και μέρες, μα χάθηκε στο δάσος. Κι η γιαγιά της θα ανησυχεί. Ο μικρός νάνος ικανοποιήθηκε από τις απαντήσεις των παιδιών. Σους είπε μάλιστα ότι η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήταν μόνη. Σην είχαν βρει οι επτά νάνο, τα αδελφάκια του, και την φρόντιζαν στο σπιτάκι τους. Έτσι, όλοι μαζί κίνησαν για να τη συναντήσουν.
Έφταςαν ςε ζνα όμορφο ςπιτάκι, με περιποιθμζνο λαχανόκθπο. - Τακ τακ... χτφπθςαν τθ μικρι πορτοφλα. - Ροιοσ είναι; ρϊτθςε μια γλυκιά κοριτςίςτικθ φωνοφλα. - Εγϊ, ο φίλοσ ςου, ο καλόσ λφκοσ. Ροφ χάκθκεσ και τρελάκθκα από τθν αγωνία μου; Η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ζνα κοριτςάκι χφκθκε ςτθν αγκαλιά του λφκου. Κλάψαν λίγο, αλλά μετά μπικαν μζςα ςτο ςπιτάκι, ζφαγαν, ιπιαν και χορτάτοι κοιμθκικαν. Τθν άλλθ μζρα, πριν βγει ο ιλιοσ, θ ςυντροφιά πιρε το δρόμο για τθ κάλαςςα. Σαν ζφταςαν εκεί, είδαν τθν άκρθ του πιο όμορφου ουράνιου τόξου που είχαν δει ποτζ. - Το ουράνιο τόξο είναι μαγικό. Θα μασ οδθγιςει ςτο νθςί τθσ Άνοιξθσ , είπε ο μικρόσ νάνοσ, που ιτανε ςοφόσ.
Άρχιςαν λοιπόν να ςκαρφαλϊνουν. Χρϊματα παραμυκζνια ηάλιηαν τα μάτια τουσ. Γλιςτροφςαν και γελοφςαν πάνω ςτισ αχτίδεσ του ουράνιου τόξου. Χωρίσ να το καταλάβουν, παίηοντασ και γελϊντασ, ζφταςαν ςτθν άκρθ του. Και τότε άρχιςαν να πζφτουν ο ζνασ πίςω από τον άλλο και κατρακφλθςαν πάνω ςε ζνα λουλουδζνιο τραμπολίνο που μοςχομφριηε γιαςεμί και τριαντάφυλλο. Έριξαν μια ματιά γφρω τριγφρω. Ω! μα τι όμορφο νθςί ιταν αυτό! Ρράςινο, πράςινο παντοφ. Και λουλοφδια όλων των λογιϊν και των χρωμάτων ξεπρόβαλλαν πάνω ςτο πράςινο χαλί. Ρεταλοφδεσ πετοφςαν παντοφ. Ρουλάκια κελαθδοφςαν μελωδικά. Ριο πζρα μια λιμνοφλα με κάταςπρουσ κφκνουσ. Ανάμεςα ςτα δζντρα μια πανζμορφθ κοπζλα χόρευε ξυπόλθτθ. Πλοι ζμειναν μαγεμζνοι από τθ χάρθ κι από τθν ομορφιά τθσ. ϋΕτρεξαν γφρω τθσ και πιάςτθκαν όλοι μαηί χζρι με χζρι, χορεφοντασ ςτον τρελό τθσ Άνοιξθσ ρυκμό.
Ο λφκοσ πζταξε το καροτςάκι του Γιάννθ και πιρε τον ίδιο ςτθ ράχθ του επάνω. Κι αφοφ ςτροβιλίςτθκαν και παραηαλίςτθκαν απ’ το χορό κι απ’ τθ χαρά τθσ Άνοιξθσ, ξάπλωςαν κατάχαμα ςτο γραςίδι. Τότε τθσ είπαν το λόγο του ερχομοφ τουσ. - Ξεχάςτθκα χορεφοντασ κι άργθςα να ζρκω, αποκρίκθκε εκείνθ. Και μ’ ζνα χαμόγελο γλυκό και ζναν τρόπο μαγικό, τουσ ζςτειλε όλουσ πίςω ςτο Αγαποχϊρι . Σαν ζφταςαν εκεί, τι να δουν! Ο ιλιοσ ζλαμπε και φάνθκε το πρϊτο χελιδόνι. Κι ο καλόσ λφκοσ πιγε τθ μικροφλα τθν Κοκκινοςκουφίτςα πίςω ςτθ γιαγιά τθσ. Κι ζηθςαν αυτοί καλά κι εμείσ καλφτερα.
Σο παραμφθι ζγραψαν και εικονογράφηςαν οι μαθητζσ και οι μαθήτριεσ τησ Α΄τάξησ του Δημοτικοφ χολείου Αςςήρου.
Τπεφθυνη εκπαιδευτικόσ: Μάλαμα Άννα
ISBN: