δροσοπούλου 74 + 81. δύο πολυκατοικίες, δύο εναλλακτικές μορφές οικειοποίησης του χώρου. καραγιάννη α
οιονεί κατοίκηση. δροσοπούλου 74 + 81. δύο πολυκατοικίες, δύο εναλλακτικές μορφές οικειοποίησης του χώρου. καραγιάννη αθανασία ερευνητικό θέμα προπτυχιακού προγράμματος επιβλέπων καθηγητής_τζιρτζιλάκης γεώργιος
βόλος, ιανουάριος 2021 τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών πανεπιστήμιο θεσσαλίας
ευχαριστώ τον γ.τζιρτζιλάκη για την πολύτιμη και συνεχή του καθοδήγηση. τους γονείς μου για τη μόνιμη υποστήριξή τους.
φωτογραφία από το μπαλκόνι της δροσοπούλου 74 προς τα μπαλκόνια της δροσοπούλου 81.050519.
Η βασική ιδέα είναι πως η καθημερινή ζωή δεν χαρακτηρίζεται μόνο από συνεχείς προσαρμογές αλλά και από συγκρούσεις, που συνδέονται με διαδικασίες συλλογικής και ατομικής συνειδητοποίησης και άρα με τη δυνατότητα χειραφέτησης μέσα στην ίδια την καθημερινότητα.
Lefebvre. 1991
Κ00_υπόθεση εργασίας περίληψη/abstract
περίληψη Με το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα προβάλλεται επιτακτική η ανάγκη μιας νέας πολιτικής συνείδησης που έχει σκοπό να επαναδιατυπώσει έννοιες που μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ως προς τον κοινωνικό βίο και τις κοινωνικές αφηγήσεις. Όπως έχει αναφέρει ο Γ. Τζιρτζιλάκης, ο όρος “μετα-αρχιτεκτονική” 01 χαρακτηρίζει τη νέα συνθήκη των πόλεών μας. Είναι αυτή η συνύπαρξη των μεγάλων αρχιτεκτονημάτων και των μνημείων με τις νέες συνθήκες κατοίκησης, που οδηγούν την πόλη πέρα από την αρχιτεκτονική. Οι χωρικές εγκαταστάσεις και τα προσωρινά καταφύγια δεν είναι παρά η βασική έκφανση της μετα-αρχιτεκτονικής. Η παρούσα ερευνητική εργασία προσπαθεί να διερευνήσει τα όρια, τις μεταβολές και τις συνυπάρξεις που παρουσιάζει η περιοχή της Κυψέλης, μια γειτονιά του κέντρου της Αθήνας, σε περίοδο κρίσης, μέσω δύο παραδειγμάτων πολυκατοικιών: Δροσοπούλου 74 + 81. Η Κυψέλη είναι μια από τις γειτονιές, που μπορεί να χαρακτηριστεί συνοικία. Ιδιαίτερο γνώρισμά της αποτελεί η χρόνια συνύπαρξη ντόπιων, μεταναστών και προσφύγων, καθώς και η σύγχρονη κατοίκησή της –κυρίως- από μεσαία και χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Συγκαταλέγεται στις παλιές περιοχές του κέντρου της Αθήνας και συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ώστε να αποτελέσει ιδανικό προς μελέτη παράδειγμα τόπου συνάντησης, επικοινωνίας και πεδίου διαμόρφωσης συλλογικής και συμμετοχικής συνείδησης. Η σταδιακή απομάκρυνση των μεσαίων στρωμάτων άφησε χώρο για τη στέγαση νέων ομάδων, συχνά σε ακατάλληλες, ανεπαρκείς και κακοσυντηρημένες κατοικίες, ή ακόμη και σε χώρους που δεν προορίζονται για κατοικία. Η παρουσία των μεταναστών αναδεικνύεται ως διαδικασία που αντισταθμίζει την απαξίωση του οικιστικού αποθέματος, συνεισφέροντας στις λειτουργίες
κατοικίας και επιχειρηματικής δραστηριότητας 02 , στη ζωντάνια του δημόσιου χώρου και στην αίσθηση της γειτονιάς. Η ανθρωπολογική έρευνα που επιχειρείται στην παρούσα μελέτη, περιλαμβάνει επιτόπια παρατήρηση των συνθηκών κατοίκησης παράλληλα με συγγραφή των ευρημάτων της έρευνας. Έννοιες όπως αυτή της εθνογραφίας, του πολιτισμού, του εθνοτισμού, της πολυπολιτισμικότητας, καθώς και η κατεξοχήν μεθοδολογία της κοινωνικής ανθρωπολογίας, η επιτόπια έρευνα, περιγράφονται με σαφήνεια, αλλά και με τρόπο κατανοητό, που δεν περιορίζεται στην αναπαραγωγή διαφόρων επιστημονικών αναφορών, αντιθέτως ενθαρρύνει τον διάλογο για τον τρόπο μελέτης των ανθρώπινων κοινωνιών που μεταβάλλονται με την πάροδο των χρόνων και όπως είναι φυσικό, εξελίσσεται και η κοινωνική ανθρωπολογία, η οποία, αποσκοπεί στη μελέτη τους. Η πόλη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα αυτοτελές αρχιτεκτονικό έργο, όχι μόνο λόγω της σύστασής της, δηλαδή των αρχιτεκτονικών- υλικών κατασκευών που την απαρτίζουν, αλλά λόγω των μεταβολών της στο πέρασμα του χρόνου. Οι νέοι συλλογικοί χώροι κατοίκισης σχεδιάζονται και κατοικούνται με εναλλακτικούς τρόπους. Μια μέθοδος ανάλυσης με ποιοτικά καθώς και ποσοτικά υλικά είναι το βασικό εργαλείο που θα χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση των μεταβολών της πόλης της Κυψέλης. Οι προτάσεις εκφράζουν πειραματισμούς σε οργανωτικό και προγραμματικό επίπεδο, όπου η αρχιτεκτονική περιγράφει συλλογικές μορφές ζωής που στοχάζονται τη σχέση του κοινού με το ιδιωτικό, εφαρμόζουν εναλλακτικά μοντέλα στέγασης και ιδιοκτησίας, και αναπτύσσουν συλλογικούς τρόπους σύνθεσης και παραγωγής του χώρου. Συγκριτική μέθοδος ανάλυσης ανάμεσα στις συνεχείς και βίαιες αλλαγές και στις κανονικές τους διαδο-
χές μέσα στο χρόνο. Σταθερό στοιχείο σε αυτή την έρευνα αποτελούν τα μνημεία της πόλης που τα χαρακτηριστικά τους μένουν αμετάβλητα. Με τον όρο μνημεία, χαρακτηρίζονται εκείνα τα οικοδομήματα καθώς και τα αντικείμενα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον βάσει των εκάστοτε χαρακτηριστικών τους και θα αναλυθούν στα κεφάλαια που ακολουθούν.
01_Tzirtzilakis Y. The Installation as a Dwelling Machine. Towards a Post-Planned Condition of the Objects. Claudia Zanfi (επιμ.). Going Public 04. Maps, Confines and New Geographies, Silvana Editoriale. Milano. 2004. σ. 131-141 02_Μπαλαμπανίδης Δ., Πολύζου Ι., «Αναχαιτίζοντας τάσεις εγκατάλειψης του αθηναϊκού κέντρου: η παρουσία των μεταναστών στην κατοικία και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες». 2015. athenssocialatlas.gr
abstract The issues of immigration and refugee crisis highlight the need for a new political consciousness aiming to reconsider our values concerning the already known terms of social life and narratives. As G.Tzirtzilakis mentions, the term of “meta-architecture” characterizes our cities’ new condition. The coexistence of great architectural buildings and monuments, with the new conditions of living are leading the city beyond architecture. Spatial facilities and temporary shelters are the basic manifestation of meta-architecture. This research tries to investigate the boundaries, the changes and the concurrence in the area of Kypseli, a neighbourhood in the center of Athens, during a period of general crisis, through two examples of polykatoikias: drosopoulou 74 + 81. Kypseli can be characterized as district with a special feature; the coexistence of locals, immigrants and refugees through the years, as well as, its inhabitation from middle and lower economic levels. It is one of the oldest areas of Athens city center which gathers all the characteristics to become case study as a place of gathering, communication and collective consciousness. The middle class who has gradually left Kypseli, opened the road for new groups to live in. Most of the times, the inhabited spaces are unsuitable, inadequate and poorly maintained, even places that weren’t supposed to be used as residences. The presence of immigrants and refugees is compensating for the devaluation of the empty spaces, and at the same time, contributing to residential and working subjects, the use of public space and the general sense of neighbourhood. This anthropological research includes in situ observation of living conditions along with writing the findings. Concepts as ethnography, culture, ethnicity, multiculturalism, as
well as the methodology of social anthropology, are clearly described in a non limited way of reproduction of various scientific references, on the contrary it encourages dialogue on how to study human societies that change over time. Social anthropology, which aims to study this values, is evolving over time. The city can be considered as an independent architectural work, not only because of its composition, referring to the constructions and materials that shape her, but also, because of its changes over time. The new collective living spaces are designed and inhabited in alternative ways. The main tool that will be used so as to evaluate the changes in the city of Kypseli is the analysis with qualitative and quantitative materials. The new proposals express organizational and programmatic experimentation, where architecture describes collective lifestyle living and at the same time reflects the relationship between the public and the private, applies alternative housing and property models and develops collective ways of composing space. A comparative method of analysis was used between continuous and violent changes and their normal successions over time. Constant element in this research are the monuments of the city whose characteristics remain stable. With the term monument we characterize the buildings as well as the objects that present a particular interest and will be analyzed in the following chapters of the research.
φωτογραφία από το εσωτερικό πολυκατοικίας.050519.
η γραμμή του ορίζοντος
Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο’ η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης Γη. Τώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα και αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Αυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη, όπως συνέβαινε με την Έρση. Αν ήσουν η ωραιότερη στην Ελλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Υφήλιο και να σε παντρέψουν μ’ ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη, γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. [….]
Βακαλόπουλος Χ. H Γραμμή του Oρίζοντος. Eστία. 1991
K01_κυψέλη. συνυπάρξεις της ετερότητας.
Κ01.Υ01_προσφυγικό/μεταναστευτικό. ελλάδα Tο προσφυγικό, καθώς και το μεταναστευτικό ζήτημα, έχουν πολλές και διαφορετικές γενεσιουργές αιτίες και ταυτόχρονα ποικίλες μεταβλητές που έχουν επηρεάσει την εμφάνιση, την ανάπτυξη και την ραγδαία τους επιδείνωση. Τη δεκαετία του ‘30 στην Ελλάδα κατέφθασαν 1.200.000 πρόσφυγες, το ένα τέταρτο του ελλαδικού πληθυσμού. Εν συνεχεία, τη δεκαετία του ‘60 δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων έφυγαν για εργασία στη Γερμανία, ύστερα από Ελληνογερμανική συμφωνία. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, παρατηρείται ένα νέο κύμα προσφύγων από τις Βαλκανικές χώρες προς την Ελλάδα. Οι πολιτικές- αναπτυξιακές επιλογές στη μεταπολεμική Ελλάδα διαμόρφω-
σαν ένα “Αθηνοκεντρικό” μοντέλο που εξαπλώθηκε με τρομερούς και ανεξέλεγκτους ρυθμούς. Η διαρκής συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων εκφράστηκαν στο χώρο, όχι με τις μεταλλαγές, που σημειώθηκαν στο εσωτερικό του αστικού ιστού με τη συνεχή και τρομακτική εξάπλωση, αλλά πυροδότησαν και την εξάπλωση άλλων μικρότερων εξωαστικών πυρήνων που προϋπήρχαν, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση και τη βίαιη ενσωμάτωση σ’ ένα ενιαίο και ανοργάνωτο σύνολο. Αυτό το μοντέλο επικράτησε σχεδόν σε όλες της μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.01 Η Ελλάδα πέρασε την περίοδο της αστικοποίησης με πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτό των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, καθώς δε δημιουργήθηκαν “νέες πόλεις” εντός της,
ούτε οι παρεμβάσεις έφτασαν σε τέτοια κλίμακα ώστε να μεταβάλλουν ριζικά -και σε μικρό χρονικό διάστημα- την ήδη υπάρχουσα δομή της πόλης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε να πληθαίνουν τα δείγματα της «πολυτοπικής» εθνογραφίας και στην Ελλάδα. Η επανεξέταση των εννοιών του χώρου και του τόπου στην εθνογραφική έρευνα έχει ενθαρρύνει τη μετακίνηση από καθιερωμένα, κλασικά πλέον είδη ανθρωπολογικής έρευνας προς άλλες νέες, κινητές και ρευστές κατασκευές της εθνογραφίας. Το άνοιγμα προς τις έρευνες της μετανάστευσης και άλλων μετακινούμενων πληθυσμών, που δημιουργούν εικόνες πολιτισμικής διαφοράς στη σύγχρονη Ελλάδα, έχει καθιερώσει νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις στο ζήτημα της
συγκρότησης εθνοτικών ταυτοτήτων και της σύνδεσής τους με εθνικές πολιτικές. Επομένως, οι παρατηρήσεις για την πόλη της Αθήνας, δεν μπορούν να γίνουν σε σύγκριση με κάποιο πρότυπο πολεοδομικής οργάνωσης και εξέλιξης, αλλά μέσα από τα ίδια τα δικά της ιδιαίτερα γνωρίσματα. Στις μέρες μας, λόγω του Εμφυλίου στη Συρία παρατηρείται νέο κύμα, ακόμα μεγαλύτερης έκτασης, με έντονο αντίκτυπο στον ελλαδικό χώρο, και πιο συγκεκριμένα στο Αιγαίο, που αποτελεί βασική είσοδο των προσφύγων και των μεταναστών στην Ευρώπη. Η εν εξελίξει κρίση αποτελεί παροξυσμό ενός προϋπάρχοντος φαινομένου που προέκυψε μέσα στη συγκυρία των διαδοχικών κρατικών καταρρεύσεων και πολέμων στην
ευρύτερη περιοχή της κεντρικής και δυτικής Ασίας. Η σημερινή έκφραση της προσφυγικής κρίσης συμπλέκεται με το φαινόμενο της οικονομικής μετανάστευσης και γίνεται δυσδιάκριτη από αυτή, αποτελώντας ένα νέο, μείζον και ιστορικό γεωπολιτικό δεδομένο που με τη σειρά του παράγει σημαντικές γεωπολιτικές αλλαγές στο χάρτη. Αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης ήταν να δημιουργηθούν στις χώρες υποδοχής προβλήματα στέγασης τα οποία έπρεπε να λυθούν με τρόπο παραγωγικό. Ένα εκατομμύριο πρόσφυγες/μετανάστες και μετανάστες πέρασαν από τις ακτές των νησιών του Αιγαίου αναζητώντας ασφάλεια στην Ευρώπη από το 2015. Πέντε χρόνια μετά την κρίση υποδοχής των νεοεισαχθέντων στην Ευρώπη, έχε
γίνει κατανοητό πως όσο αφήνεται μια τοπική κοινωνία να επωμιστεί ένα δυσανάλογο βάρος, χωρίς συντονισμένες και μακροπρόθεσμες πολιτικές και με περιορισμένο επιμερισμό της ευθύνης, διαιωνίζεται το πρόβλημα. Και αυτό αφορά εξίσου τους πρόσφυγες/μετανάστες που εγκλωβίζονται σε μια αβεβαιότητα, όσο και τις τοπικές κοινωνίες που νιώθουν ένα αυξανόμενο αίσθημα εγκατάλειψης και αδιεξόδου. Ο πιο συνηθισμένος δρόμος εισόδου στην Ευρώπη είναι μέσω της Τουρκίας στην Ελλάδα, από τα ανατολικά σύνορα της χώρας. Τα συγκροτήματα πολυκατοικιών που έχουν δημιουργηθεί σε όλες αυτές τις χρονικές περιόδους για να καλύψουν τις νέες ανάγκες, συγκεντρώνουν τα λειτουργικά, αισθητικά και ιδεολογικά χαρακτη-
ριστικά της εποχής του μεσοπολέμου. Βασικό προβληματισμό των αρχιτεκτόνων αποτελεί η διαδικασία ενσωμάτωσης τους συγκροτήματος σε αστική κλίμακα, μέσα από την ενσωμάτωση πολλαπλού προγράμματος που αναφέρεται τόσο στις κατοικίες όσο και στη πόλη και αντίστοιχα τη σχεδιαστική μεταβολή της μορφής του. Η εξαναγκαστική συμβίωση αποτέλεσε το υπόβαθρο μιας οργανωμένης κοινοβιακής συγκατοίκησης που δεν την έτρεφε μόνο η ανάγκη, αλλά και το όραμα ενός κόσμου πιο δίκαιου και ανθρώπινου. Οι “ομάδες συμβίωσης” κατοικούν την εξορία ως μια μικρή ουτοπία γεννημένη στις συνθήκες της εξαίρεσης, στις συνθήκες της καταστροφής του “κανονικού”, έξω από την κοινωνία αλλά και μέσα της ταυτόχρονα.02
Το «προάστιο» εκτίθεται ως μια διαδικασία κατασκευής ενός χώρου εκτόπισης, αποκλεισμού αλλά και προσδοκίας, ο τόπος του «μέσα και του έξω» από την κοινωνία. Η αμφισημία που αναλύεται εδώ είναι καθοριστική για την κατανόηση των προβλημάτων ενσωμάτωσης της δεύτερης γενιάς που αντιμετωπίζει κάθε κράτος. Το σχήμα «αποκλεισμένος και συνάμα μη αποκλεισμένος» είναι κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της σύνθετης πραγματικότητας που βιώνεται από τη γενιά αυτή: κλειδί το οποίο μπορεί να βοηθήσει και όσους εύκολα προστρέχουν σε κατάχρηση των όρων «γκέτο» για περιοχές που κάθε άλλο σαν no man’s land μπορούν να περιγραφούν. Αντιθέτως τα «προάστια» δεν είναι οι τόποι του αποκλεισμού, όπως μια ερμηνεία
του συρμού μπορεί εύκολα να συνάγει. Είναι το κοινωνικό σύνορο του αποκλεισμού και της ενσωμάτωσης. Εκεί δηλαδή που η απειλή του μεν εκφυλίζει την προσδοκία της δε. Εκεί που η βλέψη της ανόδου καθιστά πιο ανυπόφορη τη ματαίωση.03 Ο χώρος δημιουργείται ως σχέση μεταξύ των αντικειμένων, προκαλώντας σχέσεις εξάρτησης ή ανεξαρτησίας. Ο ρόλος των πόλεων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, στη διαμόρφωση κοινοτήτων που να προωθούν τη συμπερίληψη αλλά και την ελπίδα για τα μέλη τους, δεν υπήρξε ποτέ τόσο σημαντικός. Σήμερα, πάνω από 25 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο έχουν αναγκαστεί να φύγουν από τις χώρες τους για να σωθούν από τη βία και τις διώξεις. Όταν οι πρόσφυγες φτάνουν σε μια νέα χώρα, σχεδόν δύο στους τρεις εγκαθίστανται στον αστικό ιστό. Οι πόλεις βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας προσφυγικής ανταπόκρισης, γι’ αυτό ολοένα και περισσότερες πόλεις επιλέγουν να υποδεχθούν τους πρόσφυγες και να επενδύσουν στην ενδυνάμωσή τους και στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων και των δεξιοτήτων τους.04 Βάσει στοιχείων του IOM [International Organization of migration], το 2000 οι μετανάστες παγκοσμίως ήταν 150.000.000, ενώ σήμερα 210.000.000. Οι πρόσφυγες/μετανάστες αποτελούν το 3% του πληθυσμού παγκοσμίως.
01_Γεωργακόπουλος Τ. Κατοικώντας την εξαίρεση στο Αρχιπέλαγος. Το Αιγαίο: μια διάσπαρτη πόλη, Κατάλογος 10η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής -Μπιενάλε Βενετίας. Πρόλογος. 02_Σταυρίδης Σ. Κατοικώντας την εξαίρεση στο Αρχιπέλαγος. Το Αιγαίο: μια διάσπαρτη πόλη, Κατάλογος 10η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής -Μπιενάλε Βενετίας. σ. 164 03_Βεντούρα Λ. (επιμ.) Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα: Διαδικασίες αφομοίωσης, ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού. Αθήνα. Νήσος. 2011 04_https://www.unhcr.org/gr/cities-withrefugees
foreign population usually resident in greece/ source_national statistic service
Κ01.Υ02_τοποθέτηση της κυψέλης στον χάρτη Η Κυψέλη βρίσκεται στην έκτη δημοτική κοινότητα -πρώην έκτο δημοτικό διαμέρισμα- του Δήμου Αθηναίων, με πληθυσμό περίπου 65.000 κατοίκους. Βρίσκεται βόρεια του κέντρου της πρωτεύουσας, ανατολικά της οδού Πατησίων, βόρεια του Πεδίου του Άρεως και οροθετείται: δυτικά από την οδό Πατησίων, νότια από την οδό Ευελπίδων, ανατολικά από το Αττικό Άλσος[Τουρκοβούνια], βορειοανατολικά από τον Δήμο Γαλατσίου και βόρεια από τον λόφο Ελικώνος. Σύμφωνα με την πολεοδομική νομοθεσία υποδιαιρείται σε συνοικίες, οι οποίες αντίστοιχα, υποδιαιρούνται σε γειτονιές: Πλ. Αμερικής [Αγ. Νικόλαος, Αγ. Τριάδα, Καλλιγά, Αγ. Μελετίου, Αμερικής]
Πλ. Αττικής [Άγιος Παντελεήμονας, Αριστοτέλους, πλ. Αττικής, πλ. Βικτωρίας] Άνω Κυψέλη [Αγ. Ζώνης, Αλεπότρυπα, Αγ. Αθανάσιος, Κυπρίων] Κυψέλη [Φωκίωνος Νέγρη, πλ. Κανάρη, Αγ. Γεώργιος, Πολύγωνο] Νέα Κυψέλη [ν. Κυψέλη Ι, 2. ν. Κυψέλη ΙΙ]
Κ01.Υ03_χρονικές/χωρικές μεταμορφώσεις
Η Κυψέλη εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης του Δήμου της Αθήνας το 1887, του οποίου αποτέλεσε μέρος ήδη από το 1840 μέσω του διατάγματος περί συγχώνευσης του Δήμου Αθηναίων. Ο πρώτος ορισμός των ορίων της συνοικίας έγινε το 1908. Αποτέλεσε περιοχή κατοικίας μεσοαστικών και αστικών στρωμάτων, πράγμα που αποτυπώνεται στο αρχιτεκτονικό στίγμα της περιοχής. Ως εξοχικό, πλούσιο συνοικισμό των Αθηνών, που κατοικείται από μεγαλοαστούς, χαρακτηρίζει την Κυψέλη το 1909 το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό. Περιοχή όπου τα κτήματα καταλάμβαναν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και οι κατοικίες ήταν μεγαλοαστικές, νεοκλασικές, πέτρινες, μεγάλου μεγέθους, δύο ή τριών ορόφων κάθετης ιδιοκτησίας. Οι επαύλεις χτίστηκαν στις αρχές του
20ού αιώνα, ως κατοικίες της εύπορης μεσαίας και ανώτερης τάξης, καθιστώντας την Κυψέλη ανερχόμενη συνοικία της μπουρζουαζίας και κέντρο της νυχτερινής ζωής. Στα βόρεια της συνοικίας ήταν εγκατεστημένα χαμηλότερου εισοδήματος κοινωνικά στρώματα που διατηρούσαν λαχανόκηπους και περιβόλια. Οι μονοκατοικίες των δεκαετιών 1920 και 1930, σε συνδυασμό με την έντονη ανοικοδόμηση μέσω του μηχανισμού της αντιπαροχής, είχαν ως αποτέλεσμα ένα ιδιαιτέρα ανομοιόμορφο οικιστικό απόθεμα στην περιοχή. Μεγάλο μέρος αυτού, μέχρι και σήμερα, αποτελείται από μονοκατοικίες και πολυκατοικίες στιλιστικών επιρροών Art Nouveau, Art Deco και Bauhaus. Το 1940, μετά τον πόλεμο
και τη μάχη των Δεκεμβριανών στην Αθήνα, η περιοχή υπέστη μεγάλες φθορές αφού ολόκληρα κτίρια γκρεμίστηκαν για τη δημιουργία οδοφραγμάτων. Εκείνη την περίοδο διαμορφωθήκαν οι συνθήκες για τη φυγή των αστικών στρωμάτων προς πιο ασφαλείς για εκείνους περιοχές, όπως το Κολωνάκι και το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Μεταξύ 1950-1970, στην περιοχή επικράτησε έντονη ανοικοδόμηση για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών που προέκυψαν μετά τις καταστροφές, κυρίως – και σε αυτή την περίπτωση- μέσω του συστήματος της αντιπαροχής. Δημιουργήθηκε ένας ιδιαιτέρα πυκνοδομημένος ιστός, ο οποίος πλάι στην περιβαλλοντική υποβάθμιση λόγω νέφους, ώθησε τα εύπορα οικονομικά στρώματα να αναζητή-
σουν καλύτερες συνθήκες ζωής στα προάστια. Η μαζική εκροή κατοίκων από την περιοχή, οδήγησε στην εγκατάλειψή της, στην υποβάθμιση του κτιριακού αποθέματος, των κοινωνικών υποδομών και του δημόσιου χώρου. Σε αυτό το εν αναμονή κτιριακό απόθεμα, εγκαταστάθηκαν αργότερα οι πρώτοι μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Βασικοί λόγοι ήταν το χαμηλό κόστος διαβίωσης, η κομβική θέση της περιοχής και η εγγύτητα με το κέντρο, που διευκόλυναν την προσέγγιση του τόπου εργασίας. Η «αριστοκράτισσα» της Αθήνας, άρχισε να υποβαθμίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είναι μια εξέλιξη που δύσκολα θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς κοιτώντας την Κυψέλη του
’50, ’60 και ’70. Εκείνο το κράμα της παλιάς αίγλης και του εργατικού υποβάθρου, των πολυτελών ο ρ ο φ ο δ ια μ ε ρ ισ μ ά τ ων της Φωκίωνος Νέγρη και της Δροσοπούλου, των ιδιωτικών κατοικιών των νησιωτών που έρχονταν τον χειμώνα στην Αθήνα, και ενδιάμεσα, των πολυκατοικιών χωρίς ταυτότητα που κτίστηκαν με τις αντιπαροχές του ’60. Μέχρι και το 1980 η Κυψέλη αποτελούσε κέντρο της αστικής τάξης και της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας. Μετέπειτα άρχισε να αλλάζει, παράλληλα με την αλλαγή που συντελούταν στο πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο στην Ελλάδα. Με την προαστιοποίηση τις δεκαετίες ’80- ́90, τη σταδιακή εγκατάλειψη των κτιρίων και την υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, μεγάλο οικιστικό απόθεμα έμεινε
ανεκμετάλλευτο, αποτελώντας πρόσφορο έδαφος για την εγκατάσταση μεταναστών -από το 1990 και έπειτα- από τις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες (Αλβανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Πολωνία κ.ά.) και -κατά την δεκαετία του 2000- από χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Η περιοχή άρχισε να μεταλλάσσεται τόσο κοινωνικά όσο και χωρικά. Οι μετανάστες εντάχθηκαν σε αυτό το σύστημα άτυπης κοινωνικής «συγκατοίκησης», καθιστώντας την περιοχή της Κυψέλης μια συνοικία έντονα πολυπολιτισμική. Από το 1990 έως σήμερα, η παρουσία μεταναστών στην Κυψέλη έχει συμβάλει θετικά στην τοπική κοινωνία και οικονομία ποικιλοτρόπως. Η οικιακή εργασία των μεταναστριών καθίσταται σημαντικός παράγοντας πολιτισμικής αλλαγής: διασπά την
οικιακή εργασία σε πολλαπλές εκδοχές και μετασχηματίζει τους έμφυλους οικιακούς ρόλους, τις ταυτότητες και τον ίδιο τον οικιακό χώρο, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής πολλαπλότητας. Από το 2008 με το ξέσπασμα της κρίσης σηματοδοτήθηκε η βίαιη πτώση του βιωτικού επιπέδου των κατοίκων της περιοχής. Οι μετανάστες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια επέλεξαν αντίστοιχο τόπο και τρόπο εγκατάστασης, λόγω της συγκέντρωσης των ομοεθνών τους. Σήμερα, η κοινωνική σύνθεση της περιοχής αποτελείται από τις πιο χαμηλές τάξεις, τους ηλικιωμένους -παλιούς κατοίκους που επιλέγουν να μην αποχωριστούν την Κυψέλη και τους μετανάστες, δημιουργώντας έναν κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό στον οποίο οι τελευταίοι διαμένουν σε υπόγεια ή ισόγεια διαμερίσματα και στα ρετιρέ παραμένουν οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής -που συνήθως είναι και ιδιοκτήτες των ακινήτων. Από το 2000 και μετά, νέα μεταναστευτικά ρεύματα -κυρίως από χώρες της Αφρικής- εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, αντικαθιστώντας τους παλαιότερα εγκατεστημένους μετανάστες στην πιο χαμηλή βαθμίδα της κοινωνικής δομής. Πολλοί από τους μετανάστες της δεκαετίας του 1990 είχαν ήδη καταφέρει να ενταχθούν στην κοινωνία των ντόπιων και «ανέβηκαν ορόφους», με τη διπλή έννοια του όρου, δηλαδή και στην κοινωνική διαστρωμάτωση αλλά και αλλά και με την έννοια ότι από τη διαμονή στα υπόγεια μεταφέρθηκαν στους μεσαίους ορόφους. Οι έννοιες του επιπολιτισμού (acculturation), της «ευθύγραμμης» και της «τεθλασμένης» διαγενεακής αφομοίωσης έχουν έρθει στο προσκήνιο. Μέσα στα χρόνια το οικιστικό απόθεμα της Κυψέλης έχει περάσει από διαφορετικές και διαδοχικές χρήσεις. Η μετακόμιση αρκετών κατοίκων της Κυψέλης στα προάστια και η εισροή μεταναστών,
συνέβαλαν στη δημιουργία της αίσθησης ότι πρόκειται για μια επικίνδυνη περιοχή. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι η συνθήκη αλλάζει. Περισσότεροι κάτοικοι της πόλης επιλέγουν να μετακομίσουν στην περιοχή, ανακαλύπτοντας μια νέα γειτονιά τελείως διαφορετική από αυτή που είχαν φανταστεί. Έντονα σημάδια της παλιάς της αίγλης παραμένουν εμφανή σε διάφορες γωνιές. Σήμερα, οι μη γηγενείς κάτοικοι αποτελούν το 25% του πληθυσμού της περιοχής.
Το τραμ τερμάτιζε με θόρυβο στην πλατεία Κυψέλης. Τα σπίτια αραιά, με αυλές και σαν αξιοθέατα τα αυτοκίνητα. Η συνοικία είναι προάστιο, έχει αρχίσει να σκαρφαλώνει στον λόφο. Το σκηνικό έχει στηθεί: ένα διώροφο σπίτι, Σκοπέλου και Καυκάσου γωνία. Μπροστά του απλώνεται μια μεγάλη αλάνα, κατηφορική ως εκεί που τελειώνουν τα μαγαζιά.
Καλιότσος Π. Ποιους θα δαγκώσω άμα λυσσάξω. Η αυτοβιογραφία μου σαν μυθιστόρημα. Καστανιώτης. Αθήνα. 2009. σ.38
Φωκίωνος Νέγρη, η κάθοδος προς την Ι. Δροσοπούλου, μετά την Επτανήσου, 1969.
γάντια Στη σιχασιά μας για κάποια ζώα κυριαρχεί ο φόβος μη μας αναγνωρίζουν απ’ το άγγιγμά μας. Εκείνο που τρομοκρατεί στα βάθη του ανθρώπου είναι η σκοτεινή του επίγνωση πως κάτι ζει μέσα του που είναι τόσο γνώριμο στο σιχαμερό ζώο ώστε μπορεί να τον αναγνωρίσει. Κάθε σιχασιά είναι αρχικά μια σιχασιά επαφής. Μάλιστα το αίσθημα αυτό δεν το υπερνικά παρά μόνο με μιαν αλματώδη, υπερακοντιστική χειρονομία: θα σφιχταγκαλιάσει, θα καταβροχθίσει το σιχαμερό στοιχείο, ενώ η ζώνη της λεπτότατης επιδερμικής επαφής παραμένει ταμπού. Μόνον έτσι ικανοποιείται το παράδοξο του ηθικού αιτήματος που ζητά απ’ τον άνθρωπο ταυτόχρονα να ξεπεράσει αλλά και να εκλεπτύνει στο έπακρο την αίσθηση της σιχασιάς. Δεν του επιτρέπεται ν’ απαρνηθεί την κτηνώδη συγγένεια με το πλάσμα στου οποίου το κάλεσμα αποκρίνεται η σιχασιά του: πρέπει να κυριαρχήσει επάνω του.
Μπένγιαμιν Β. Μονόδρομος. μτφρ. Νέλλη Ανδρικοπούλου. Άγρα. 2004
Κ02_ποια κατοικία; in situ παρατήρηση στην κυψέλη
Κ02.Υ01_δροσοπούλου 74_030519 παράσιτο
Η πόρτα της πολυκατοικίας άνοιξε με δυσκολία καθώς το κλειδί -που οι ιδιοκτήτες του ενός εκ των δύο διαμερισμάτων του έκτου ορόφου είχαν αφήσει στο γραφείο πριν μέρες- μάγκωνε και η πόρτα ήταν βαριά. Η μυρωδιά του χώρου ήταν έντονη. Μια πολυπολιτισμική οσμή από φαγητά διαφόρων εθνικοτήτων πλημμύριζε τον χώρο. Το ασανσέρ μικρό και κλειστοφοβικό με σπασμένα πλακάκια στο εσωτερικό του, συνοδευόμενο από μια τελείως διαφορετική μυρωδιά από αυτή της εισόδου. Ο θάλαμος ανέβαινε αργά προς τους πάνω ορόφους προκαλώντας αίσθημα ανασφάλειας. Πρώτη επαφή με το χώρο. Ανακαίνιση σε ένα σπίτι που δεν είχε κατοικηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Μερικές φωτογραφίες και η αποτύπωση θα γινόταν τις επόμενες μέρες. Στον εξωτερικό χώρο του έκτου ορόφου, πέρα από τις πόρτες των δύο κατοικιών, υπήρχε και μια τρίτη, ξύλινη, που θύμιζε πόρτα εσωτερικού χώρου και από την οποία ακούγονταν ομιλίες. Βάσει γενικής κάτοψης του κτιρίου, δεν ήταν σπίτι. Μάλλον κάποιο μικρό, αυθαίρετο δωμάτιο. Σε όλους τους ορόφους της πολυκατοικίας, οι μυρωδιές φαγητού εναλλάσσονταν συνεχώς σε συνδυασμό με τις δυνατές φωνές και τις γλώσσες.
H καθαριότητα έχει γίνει αντιληπτή ως αντανάκλαση της διαδικασίας του πολιτισμού.01 H φαινομενολογία ως όρος έχει εισαχθεί από τον 18ο αιώνα, για να δηλωθεί η διδασκαλία της αισθητής εμπειρίας, δηλαδή το πώς παρίστανται τα πράγματα μέσω των αισθήσεων, το πώς φαίνονται. Ο Ε. Κant, ανέλυε τη φαινομενολογική διάσταση των αισθητών πραγμάτων της εμπειρίας, σε αντιδιαστολή με τις a priori προϋποθέσεις της, των μορφών του χώρου, του χρόνου και των κατηγοριών του νου. Ο επιθετικός προσδιορισμός “ωραίος” -μαζί με τις λέξεις “όμορφος”, “χαριτωμένος”, “θαυμάσιος”, “υπέροχος” και άλλες παρόμοιες εκφράσεις- χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσουμε κάτι που μας αρέσει, εμπερι-
έχοντας πάντα την υποκειμενική οπτική αντίληψη. Δίνεται η εντύπωση, λοιπόν, πως με την έννοια αυτή ό,τι είναι ωραίο ισοδυναμεί με ό,τι είναι και καλό, και πράγματι σε πολλές ιστορικές περιόδους δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερα στενή σχέση Ωραίου και Καλού.02 Κάθε πολιτισμός, παράλληλα με τη δική του αντίληψη περί Όμορφου, ανέπτυξε και μια δική του ιδέα για το Άσχημο. Διάφορες αισθητικές θεωρίες, από την Αρχαιότητα ως το Μεσαίωνα, αντιμετωπίζουν το Άσχημο ως το αντίθετο του Ωραίου, μια δυσαρμονία που παραβιάζει τους κανόνες εκείνης της αναλογίας στους οποίους βασίζεται το φυσικό ή ηθικό Κάλλος, ή μια στέρηση που αφαιρεί από ένα ον αυτό που εκ φύσεως θα έπρεπε να έχει. Η συμπαρουσία των δύο αντιθετικών εννοιών,
εκφράζει τη δυνατότητα που είναι πάντοτε παρούσα και επαληθεύεται περιοδικά, της εισβολής του χάους στην αρμονική ομορφιά. Η εύρεση της ισορροπίας ανάμεσα στις δύο αντιθετικές πλευρές αποτελεί το κλειδί για την επίτευξη της καθολικής αρμονίας. Εκείνο που μεμονωμένα μπορεί να θεωρηθεί άσχημο, μοιάζει όμορφο στο πλαίσιο της γενικότερης τάξης. Αυτό συμβαίνει επειδή η τάξη στο σύνολό της είναι ωραία, και από αυτή την οπτική γωνία αποκαθίσταται ακόμα και το τερατώδες που συμβάλλει στην ισορροπία της τάξης. Όπως αναφέρει και ο Γ. Τζιρτζιλάκης στην προσπάθεια προσέγγισης του όρου υπονεωτερικότητα: Η “αδυναμία” και το “ανεπανόρθωτο” λειτουργούν εδώ ως μεταφορά, δηλαδή ως υποκατάστατο του σημαίνοντος, εφόσον, με
ψυχαναλυτικούς όρους, ορίζουν κάτι μέσω ενός άλλου πράγματος. Εκτός των ανωτέρω, έχει άτυπα καθιερωθεί μέσα στις κοινωνίες ένας παραλληλισμός του όμορφου με το καθαρό και του άσχημου με το βρώμικο. Οι σχετικές διακρίσεις μεταξύ όμορφου και άσχημου, τάξης και αταξίας, καθαρού και βρώμικου, ιερού και το βέβηλου αποτελούν σημαντικά δομικά στοιχεία του χώρου, αλλά και της εν γένει διάρθρωσης της κοινωνίας. Μέσα από τις τελετουργίες που σχετίζονται με τις υποκειμενικές έννοιες της καθαριότητας και της βρωμιάς, ο πολίτης προσπαθεί να διατηρήσει μια συγκεκριμένη “πραγματικότητα”, η οποία μπορεί να οριστεί ως γεωκοινωνική θέση του στο χάρτη των κοινωνικών σχέσεων- κοινωνικού συνόλου. Όπως
αναφέρει και ο Serres στο βιβλίο του Το παράσιτο, δεν είναι λογοπαίγνιο, είναι πολύ απλά η ίδια λέξη: το ίδιον [propre] είναι το καθαρό [propre] και η ιδιοκτησία είναι η καθαριότητα. Άρα τι δεν είναι βρόμικο; Ότι είναι δικό μου. Η πλύση εξακολουθεί να είναι μια κοινωνική πράξη, ο καθαρισμός του χώρου σου είναι μια χειρονομία υποδοχής, θρησκευτική, ερωτική, συλλογική, φιλόξενη. Ενώ ο ξενιστής θεωρείται καθαρός, το παράσιτο θεωρείται βρώμικο και καθαρό μόνο για τον εαυτό του.03 Ο Douglas 04 στο έργο του υποστηρίζει ότι ο κοινωνικός κόσμος έχει μια δομή που αποτελείται από τα όρια και τους κοινωνικούς φορείς και όλα γίνονται αντιληπτά μέσω αυτών των σχημάτων. Mέσω της ηθελημένης βρομιάς και διαταραχής, επιτυγχάνε-
ται εν τέλει η οργάνωση του περιβάλλοντος. Η καθαριότητα και η βρομιά έχει αποδειχθεί ότι είναι μεγάλης ιστορικής σημασίας για τη δημιουργία, μετατόπιση ή και εξάλειψη των ορίων μεταξύ των υψηλότερων και χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων του Δυτικού κόσμου, αλλά σε μεγάλο βαθμό και του Ανατολικού.
παράσιτο το [parásito] [λόγ.: I1, II: ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. παράσιτος < γαλλ. parasite (στη νέα σημ.) < αρχ. παράσιτος• I2: κατά τη σημ. του αρχ. παράσιτος] Ο42 : I1. ζωικός ή φυτικός οργανισμός που τρέφεται και αναπτύσσεται σε βάρος άλλου: Kαθάρισαν το χωράφι από τα παράσιτα, για να σπείρουν. Πολλές εντερικές διαταραχές οφείλονται σε παράσιτα. 2. (μτφ.) άτομο που ζει σε βάρος των άλλων: Δε δούλεψε ποτέ• σ΄ όλη του τη ζωή ήταν ένα ~ της κοινωνίας. II. (πληθ.) ηλεκτρομαγνητικές ή άλλες διαταραχές που παρεμβάλλονται σε ένα σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στον πομπό και στο δέκτη και αλλοιώνουν ή και διακόπτουν το σήμα, την επικοινωνία: Παράσιτα σε ραδιόφωνο / ασύρματο / τηλεόραση / τηλέφωνο / ραντάρ. Ο σταθμός έχει πολλά παράσιτα και δεν ακούγεται καθαρά. || (έκφρ.) μην κάνεις παράσιτα, μη χαλάς τη συζήτηση με άσχετες παρεμβολές, παρεμβάσεις.05
Το παράσιτο αποτελεί ένα πραγματικό δυικό’ τέρας, μια μείξη βιολογικού μικροοργανισμού και ενός αόριστου υπεράνθρωπα απειλητικού στοιχείου. Ο δυισμός αυτός δεν είναι τυχαίος, αφού ο όρος «παράσιτο» εσωκλείει και τις δύο καταστάσεις.06 Ο ορισμός του παράσιτου αποτελείται από δύο σκέλη: της λειτουργίας και του χώρου. Τα παράσιτα παραβιάζουν τα όρια, την έννοια του χωρικού ανήκειν. «Εισβάλλουν και αποικούν», δηλαδή έρχονται απρόσκλητα και τρώνε το σώμα ενός άλλου οργανισμού, που χαρακτηρίζεται ξενιστής τους. Παίρνουν τα πάντα και δεν δίνουν τίποτε, ενώ ο ξενιστής δίνει τα πάντα και δεν παίρνει τίποτε. Βεβαίως, ο πρώτος κλέβει’ ο δεύτερος, άραγε, δίνει όντως κάτι; Και τι δίνει ο ένας, τι κλέβει ο άλλος;07 Παρατηρείται
μια ανισότητα γειτνίασης στη σχέση παράσιτου-ξενιστή καθώς το παράσιτο παραβιάζει την έννοια της φιλοξενίας. Το παράσιτο ενεργεί, τρώει [σιτώ], τοποθετούμενο «δίπλα σε-« [παρά] κάτι ή κάποιον.08 Το θέμα δεν είναι μονάχα να ζει από κάποιον, είναι να ζει μέσα σε κάποιον. Μέσω αυτού, από αυτόν και μέσα σ’αυτόν. 09 Ο Michel Serres το 1980, κλείνοντας έναν κύκλο, κατέγραψε μια εκτενή προβληματική επί του θέματος στο βιβλίο του Το παράσιτο, θεμελιώνοντας ουσιαστικά τον παρασιτισμό ως την πλέον αρχέγονη και αναπότρεπτη κοινωνική σχέση, αυτή της μονόπλευρης ωφέλειας. Παράσιτο και ξενιστής διατρέχουν ως ρόλοι το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και η παρατήρηση της λειτουργίας τους επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις φιλοξε-
νίας. 10 Η μεγάλη διαφορά μεταξύ παράσιτου και φιλοξενούμενου έγκειται στα αρχικά όρια που έχει θέσει ο φιλοξενών και τα οποία παραβιάζει ο παράσιτος, εν αντιθέσει με τον φιλοξενούμενο που συμμορφώνεται. Η ύπαρξη- επιβίωσή του εξαρτάται πλέον από την άρνησή του να αναγνωρίσει τα δεδομένα όρια του ξενιστή, δημιουργώντας μια νέα σχέση των ορίων. 11 Αυτή η άρνηση δεν σημαίνει ούτε αδιαφορία, ούτε καταστροφή, αλλά ένας συμβιβασμός που έχει ως αποτέλεσμα την μεταμόρφωση του τόπου(site). Στόχος αυτής της μεταμόρφωσης είναι η διατήρηση της παρασιτικής σχέσης. Αν η επίδραση του παρασίτου είναι τόσο ισχυρή που έχει αποτέλεσμα την καταστροφή του ξενιστή, τότε αυτομάτως καταστρέφεται και η ίδια η παρασιτι-
κή σχέση.12
“Ο χώρος στον οποίο ζούμε, ο οποίος μας βγάζει έξω από τους εαυτούς μας, στον οποίο αλλοιώνεται η ζωή μας, ο καιρός και η ιστορία μας, ο χώρος που μας αγκαλιάζει και μας γκρινιάζει, είναι από μόνος του ένας ετερογενής χώρος. Με άλλα λόγια, δεν ζούμε σε ένα κενό, μέσα στο οποίο θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε άτομα και πράγματα. Δεν ζούμε μέσα σε ένα κενό που θα μπορούσε να χρωματιστεί με ποίκιλες αποχρώσεις του φωτός, ζούμε μέσα σε μια σειρά από σχέσεις που οριοθετούν τοποθεσίες που είναι μη αναστρέψιμες μεταξύ τους και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επικαλυφθούν η μία από την άλλη.” Foucault _1986
Το φαινόμενο του παρασιτισμού παρατηρείται, όχι μόνο στα βιολογικά συστήματα, αλλά και στις παρασιτικές στρατηγικές της αρχιτεκτονικής. H ύπαρξη υφιστάμενων έργων καθίσταται βασική προϋπόθεση για το νέο έργο (διακειμενικότητα), το οποίο προσκολλάται σαν παράσιτο στις υφιστάμενες δομές, τις εκμεταλλεύεται, τις υπονομεύει, τις διαβάλλει και, με τρόπο συχνά ανεπαίσθητο, καταλήγει να τις αναζωογονεί. Η αταξία, η ασάφεια, ο θόρυβος δεν είναι πια ατυχήματα του ορθού λόγου, αλλά συστατικά στοιχεία του. Όπου υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας, υπάρχουν και παράσιτα. Στην περίπτωση της χρήσης του όρου στην αρχιτεκτονική, ή πιθανόν όχι μόνο στην αρχιτεκτονική, αλλά στο νεότερο συμβολικό και φαντασιακό της
περιόδου που ζούμε, το παράσιτο δεν έχει ακριβώς αυτή την αρνητική μορφή, που εμφανίζει το βιολογικό παράσιτο.13 Είναι κάτι που αναπτύσσεται κατ’αντίθεση πάνω σε κάτι υφιστάμενο και κυρίαρχο, προκειμένου να δηλώσει την ανάγκη του αρχιτέκτονα ή του ενοίκου να το παραβεί μορφικά, δομικά και πολλές φορές και λειτουργικά. Βασικό χαρακτηριστικό του παράσιτου είναι ότι υιοθετεί ένα μέρος του τρόπου λειτουργίας και μια πτυχή της μορφής του ξενιστή, ενώ παράλληλα, βρίσκει τον τρόπο να τα οικειοποιηθεί. Το διάγραμμα των χωρικών σχέσεων έχει γίνει τόσο πολύπλοκο -και συνεχώς μεταβαλλόμενοώστε καθίσταται αδύνατο να μεταφραστεί σε μια σταθερή χωρική διάταξη.
Ο ιδιοκτήτης παρουσιάζεται ως ξενιστής, κατά του οποίου στρέφεται το παράσιτο. Ο ξενιστής έχει άμεση σχέση με την ιδιοκτησία, από την οποία έχει άμεση εξάρτηση το παράσιτο καθώς η ύπαρξή του δε νοείται χωρίς ιδιοκτησία. Το όλο εγχείρημα βασίζεται στην αμφισημία της γαλλικής λέξης hôte, που σημαίνει συνάμα τον ξενιστή και τον φιλοξενούμενο. Ένας ιδιοκτήτης μπορεί να είναι φιλοξενούμενος σε ένα άλλο σύστημα, στο οποίο με τη σειρά του παρασιτεί. Και αυτό γιατί το θεμελιώδες δεν είναι ούτε η εικόνα ούτε η πληρότητα του νοήματός της, δεν είναι ούτε η αναπαράσταση ούτε τα καθρεφτίσματά της, το θεμελιώδες είναι και παραμένει το σύστημα των σχέσεων. Θεμελιώδης είναι πάντοτε ο συσχετισμός ξενιστή προς ξενιστή.14 Το
παράσιτο είναι ο εγγυητής για τη βιωσιμότητα του ξενιστή και δεν έχει σκοπό να τον εξοντώσει, παρά το γεγονός ότι οι ξενιστές μπορεί στο τέλος να οδηγηθούν στο θάνατο, ή να μην καταφέρουν να εξελιχθούν, λόγω της προσβολής που θα έχουν υποστεί. Αναφερόμενοι στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ παράσιτου και ξενιστή, περιγράφουμε μια στενή σχέση, μόνιμη και υποχρεωτική, όπου το ένα –τουλάχιστον- μέλος αδυνατεί να ζήσει χωρίς το άλλο, σε μία σχέση συμβιωτικής αμοιβαιότητας. H ιδέα του παράσιτου, προέκυψε αναζητώντας ένα στοιχείο που μπορεί να “εισχωρεί”, να ανατρέπει, να προσαρμόζεται και να επαναλαμβάνεται/αναπαράγεται, μέσα στα κενά ενός δεδομένου/μονότονου -ίσως σκοτεινού- και πολλές φορές αδιάφορου
σκηνικού μιας πόλης. Για να υπάρξει παράσιτο θα πρέπει ο ξενιστής να έχει τη δυνατότητα να το δεχτεί και να το διατηρήσει ενσωματωμένο. Επομένως, τα παράσιτα μπορεί να αντιτίθενται στη βασική δομή του κύριου οργανισμού, είναι πιθανό, όμως, να εξυπηρετούν σε κάτι μεγαλύτερο, στην συνολική ανάπτυξη του οικοσυστήματος. Στην πραγματικότητα, τα παράσιτα αποτελούν τα μισά από τα είδη των οργανισμών που υπάρχουν στον πλανήτη. Είναι αυτά που ενισχύουν τη δημιουργία συνεχούς συστήματος μεταξύ των ειδών. Κατηγοριοποιούνται βάσει του οικοδεσπότη τους σε ενδοπαράσιτα, τα οποία κατοικούν μέσα στον οικοδεσπότη τους και εξωπαράσιτα, τα οποία εξαρτώνται από άλλο οργανισμό αλλά δεν βρίσκονται μέσα στον
οικοδεσπότη τους. Ο παρασιτισμός προϋποθέτει την παρέμβαση σε ένα δεδομένο τόπο (site) και τον συνδυασμό της μεταμόρφωσης και της διατήρησης. Η βασική λογική είναι η παραβίαση των υποδομών και η χρήση τους προς όφελός του. Τα πραγματοποιούμενα παραδείγματα είναι ίσως λίγα γιατί η συγκεκριμένη στρατηγική είναι αντίθετη στις δύο κυρίαρχες λογικές επέμβασης σε υπάρχον κτίριο, από τη μια μεριά της καταστροφής και της ανακατασκευής και από την άλλη της πλήρης μεταμόρφωσης.15
Για τον L. Woods, οι πόλεις, από πάντα, έπρεπε να αποδέχονται το νέο, το διαφορετικό, το αναπάντεχο, το ενοχλητικό, καθώς σήμερα, αναγκάζονται να συγκρουστούν στον ίδιο τους το πυρήνα, σε μεγαλύτερο βαθμό έντασης, πιο γρήγορα από ποτέ και σε μια πρωτοφανή κλίμακα.16 Όπως έχει αποδεχτεί, οι πόλεις και οι κοινωνίες δεν είναι έτοιμες να δεχτούν και να αφομοιώσουν τις παρασιτικές μορφές ως λύση στα σύγχρονα προβλήματα των πόλεων. Συνήθως εμποδίζουν και την υλοποίηση αλλά και την εξέλιξη των παραδειγμάτων κατοίκησης. Οι νέες μορφές που εισάγονται στο δομημένο χώρο, είναι ικανές για προσαρμογή χωρίς -όμως- να επηρεάζουν τη σταθερότητα της υπάρχουσας δομής. Η φυσική διαδικασία ανάπτυξής τους, επιτρέπει
μια ατελείωτη εξέλιξη με παράλληλη εμφάνιση νέων-πρόσθετων χώρων. Η δημιουργία μιας παρασιτικής παρέμβασης κοινωνικό-οικονομικού χαρακτήρα, προσπαθεί να εξελιχθεί αυτόνομα, με τη χρήση εύκολα συναρμολογούμενων- χαμηλού κόστους, ανακυκλώσιμων υλικών και αντικειμένων ευρείαςκαθημερινής χρήσης. Σε αντίθεση με τις υπερκατασκευές, που χαρακτηρίζονται από στασιμότητα και μονιμότητα, αυτές οι παρασιτικές παρεμβάσεις αποτελούν μικρές- ελάχιστες μονάδες, απαρτιζόμενες από μεταβλητά στοιχεία, με ευελιξία στην κατασκευή, ώστε να εξυπηρετούν τις εκάστοτε ανάγκες του χρήστη. Δημιουργούνται χώροι οικείοι και εύκολα προσβάσιμοι. Η κατοικία για τους πρόσφυγες- μετανάστες, ανέκαθεν απο-
τελούσε ένα θραύσμα χώρου και χρόνου σε κάθε τόπο. Η κατοίκησή τους χαρακτηρίζεται από την κίνηση, χωρική και χρονική, την αστάθεια, τη ρευστότητα αλλά και την αρμονία με το υφιστάμενο περιβάλλον.
01_Vigarello G. Le Propre et le sale : l’hygiène du corps depuis le Moyen Âge. Paris, Seuil 1985 02_Ουμπέρτο Έκο, Ιστορία της ομορφιάς, σ. 8 03_Serres M. Το παράσιτο. (μτφ. Ηλιάδης Ν. επιμ. Καββαθάς Δ.) Σμίλη. Αθήνα. 2009. σ.289 04_Douglas M. The idea of a Home: A kind of space, Social Research. 1991 05_www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/ triantafyllides 06_Βογιατζάκη Δ. Η ελάχιστη δομή. Σκηνές της καλύβας. Καλύβες και παράσιτα: η περίπτωση του λύκου. Κριτική. Αθήνα. 2014. σ. 62 07_Serres M. Το παράσιτο. (μτφ. Ηλιάδης Ν. επιμ. Καββαθάς Δ.) Σμίλη. Αθήνα. 2009. σ.11-12 08_Σαμοσατεύς Λ. Περί παρασίτου ότι τέχνη η παρασιτική», Άπαντα Λουκιανός Σαμοσατεύς, τομ.4, μτφ. Φιλολογική ομάδα Κάκτου. Κάκτος/Οι Έλληνες. Αθήνα. 1994. σ.171 09_Serres M. Το παράσιτο. (μτφ. Ηλιάδης Ν. επιμ. Καββαθάς Δ.) Σμίλη. Αθήνα. 2009. σ.23 10_Βογιατζάκη Δ. Η ελάχιστη δομή. Σκηνές της καλύβας. Καλύβες και παράσιτα: η περίπτωση του λύκου. Κριτική. Αθήνα. 2014. σ. 62 11_Benjamin, άρθρο: Parasitism in Architecture, Ephemeral structures in the city of Athens, σελ. 47 12_Σημεία από συζήτηση με τον κ. Κώστα Μωραΐτη, καθηγητή στη σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, στον τομέα Αρχιτεκτονικής Γλώσσας, Επικοινωνίας και Σχεδιασμού. 13_Benjamin. όπ. σελ. 47. 14_Serres M. Το παράσιτο. (μτφ. Ηλιάδης Ν. επιμ. Καββαθάς Δ.) Σμίλη. Αθήνα. 2009. σ.27 15_Benjamin, άρθρο: Parasitism in Architecture, Ephemeral structures in the city of Athens, σελ. 48 16_Woods L. Radical Reconstruction. New York: Princeton Architectural Press. 1997. σελ. 19
Κ02.Υ02_δροσοπούλου 74_050519
οικειοποίηση_ιδιοποίηση_appropriation_hijacking
Λίγες μέρες μετά, σε ένα ραντεβού στο γραφείο, οι ιδιοκτήτες του ακινήτου μας ενημέρωσαν ότι προσπάθησαν να προσεγγίσουν την αποθήκη που ανήκει στο διαμέρισμα, στο υπόγειο της πολυκατοικίας, αλλά στάθηκε αδύνατο. Κάποιος από το εσωτερικό της αποθήκης πρόβαλε αντίσταση και η πόρτα δεν κατάφερε να ανοίξει. Οι διαχειριστές της πολυκατοικίας μας πληροφόρησαν πως πριν κάποια χρόνια, μετανάστες μπήκαν στις από καιρό εγκαταλελειμμένες αποθήκες του υπογείου για να βρουν στέγη. Η πολυκατοικία –που ως επί το πλείστων- κατοικείται από μετανάστες, δεν αντέδρασε στη συγκεκριμένη ενέργεια. Το μόνο που έπραξε ήταν το κλείσιμο της πρόσβασης από το υπόγειο στο εσωτερικό του κτιρίου, μέσω καγκελόπορτας που τοποθετήθηκε στη σκάλα. Πλέον η πρόσβαση των κατοικιών του υπογείου γίνεται αποκλειστικά από μια μικρή πόρτα αριστερά της κεντρικής εισόδου. Παρά την πεποίθηση περί υποβάθμισης και γκετοποίησης της Κυψέλης, οι μετανάστες «χτίζουν» με τους ντόπιους εμπειρίες συνύπαρξης και επανασημασιοδότησης του αστικού γίγνεσθαι στη γειτονιά, διαμορφώνουν ιδιαίτερους τόπους, πρακτικές ένταξης και διαπραγματεύσεις του ανήκειν.
Η έλευση μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού προσφύγων και μεταναστών, αποτελούσε ανέκαθεν ένα γεγονός που διατάρασσε τις δεδομένες συνθήκες που υπήρχαν έως και εκείνη τη χρονική στιγμή. Μέσω αυτής της διαταραχής γεννάται μια νέα κανονικότητα. Η ανατροπή αφορά και στο ίδιο το κράτος ως θεσμικό δημιούργημα, αφορά όμως και στους πολίτες που κατοικούν σε αυτό. Στις μέρες μας, παρατηρείται ένα ολόκληρο δίκτυο σχέσεων και διαδρομών που ορίζει τις ροές μετακίνησης σε περίοδο κρίσης. Σε πολλές από τις χώρες υποδοχής έχει δημιουργηθεί ένα πολύπλοκο σύστημα στην προσπάθεια κατασκευής χώρων βραχυπρόθεσμης αλλά και μακροπρόθεσμης εγκατάστασης. Παράλληλα, σε χώρες που έχει αγγίξει η
οικονομική κρίση -όπως το παράδειγμα της Ελλάδας- οι συνθήκες είναι ακόμα πιο δύσκολες και οι τρόποι ένταξης των ομάδων γραφειοκρατικοί και χρονοβώροι. Το ίδιο και οι μόνιμες μετακινήσεις τους. Η κατοικία και το κατοικείν συνδέονται άμεσα με τη διαχείριση των ορίων, τα οποία δημιουργούνται πάνω στο φόβο και το διαχωρισμό. Η ύπαρξή τους όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η περιοχή στην πλειοψηφία της κατοικείται από στρώματα με κοινά υλικά συμφέροντα και ανασφάλειες. Οι πρακτικές συνύπαρξης είναι αναγκαίες για το σπάσιμο αυτών των ορίων. Οι κάτοικοι, με τη δράση τους στο χώρο, μπορούν να διαμορφώσουν συνθήκες οικειοποίησης και συνύπαρξης. Η πόλη ανήκει στους κατοίκους της και με αυτό ως δεδομένο, η δημιουρ-
γία ενός περιβάλλοντος πιο ευνοϊκού για τη ζωή, παράλληλα με την αισθητική διάθεση είναι τα δύο σταθερά χαρακτηριστικά της νέας αρχιτεκτονικής και φαίνονται μέσα από κάθε έρευνα που βλέπει την πόλη ως ανθρώπινη δημιουργία. Οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης που προκαλούν έντονη κινητικότητα στις πόλεις παρουσιάζουν μια πολυδιάστατη ερμηνεία. Τα προσωρινά καταφύγια, η αυθαίρετη δόμηση, οι ανακυκλώσεις αντικειμένων και οι φορητές- νομαδικές κατοικίες είναι ένα είδος νέας αρχιτεκτονικής, απόρροια των νέων συνθηκών, που προκαλεί διασπορά της πόλης. Η εναλλακτική κατοίκηση δεν είναι κάποια περιχαρακωμένη περιοχή, αλλά η ίδια η συνθήκη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η συνθήκη της σύγχρονης ζωής.
Εφόσον ο άνθρωπος ξεκίνησε να σκέφτεται την ανεστιότητα, έφερε στην επιφάνεια την επανεξέταση του όρου κατοίκηση. Η εναλλακτική κατοίκηση, λόγω των συνθηκών εκτάκτου ανάγκης, αποτελεί την ίδια τη συνθήκη της αρχιτεκτονικής. Αυτό που καλείται να πετύχει ο σύγχρονος άνθρωπος είναι η εξοικείωση με την κινητικότητα, την αποκοπή του από την έννοια του “ανήκειν” και τις ασταθείς διαμονές του. Για την ένταξή του στο νέο κοινωνικό σύνολο που καλείται να αντιμετωπίσει, απαιτείται εγκόλπωση του παρελθόντος του. Η συνεχής αναζήτηση νέων τόπων μέσω του κατακερματισμού του χάρτη σε υποσύνολα, μας οδηγεί μοιραία σε μια κατασκευασμένη λατρεία του τόπου, καταλήγοντας τοπικιστές ασήμαντων τόπων λόγω
01
των αναμνήσεων που έχουμε δημιουργήσει σε αυτούς. Οι γεωγραφικές αλλαγές και οι μετεγκαταστάσεις πληθυσμών σε άλλα μέρη, καθιστούν εύθραυστες τις ταυτότητες, αμφισβητούν την πολιτισμική καθαρότητα και θέτουν υπό αμφισβήτηση τον όρο ταυτότητα. Για να καταφέρει μια μονάδα να λειτουργήσει ως μέρος του συνόλου θα πρέπει να καταφέρει να απαρνηθεί τις μνήμες, καθώς και τις κοινωνικές και πολιτισμικές αντιφάσεις που προκαλούν διχασμό. Όπως σημειώνει ο Ζ. Κοτιώνης: “Σε μια εποχή κατίσχυσης της γενικής, οικουμενικής μικρο-μπουρζουαζίας, όπου ποσοστιαία οι κάτοικοι των δυτικών κοινωνιών διαθέτουν στέγη και εστία, προστασία και ασφάλεια περισσότερο από ποτέ άλλοτε, καθώς οι “άλλοι” καταβαραθρώ-
νονται στην ένδεια των πολέμων, της φτώχειας και της προσφυγιάς, ο κλονισμός της εστιότητας και η ριζική έκθεση σε μια εξωτερικότητα παρουσιάζεται ως η μόνη πραγματική δυνατότητα.”02 Η ταυτότητά μας διαμορφώνεται μέσω της συναναστροφής με άλλους, των απόψεών μας για εκείνους και των απόψεών τους για εμάς. Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να αποσαφηνιστεί και η ικανότητα του ατόμου που κρίνει να εκτιμήσει τα χαρακτηριστικά του άλλου, καθώς θα πρέπει να συμφιλιωθεί η υποκειμενικότητα της αντίληψης, του γούστου και της εμπειρίας της επίδρασης με μερικά αντικειμενικά χαρακτηριστικά του ατόμου που κρίνεται. Το εγώ και ο άλλος αποτελούν έννοιες που ενεργοποιούν την ατομική, καθώς και την κοινωνική ζωή,
μέσω της διατύπωσης των αναγκών των δύο πλευρών. Πάντα όμως υπάρχουν κάποιες σταθερές αναφορές όπως η γλώσσα, οι αξίες, οι παραδόσεις και το γεωγραφικό περιβάλλον. Η ρήξη και η διαφορετικότητα καθιστούν αμφισβητήσιμη την πολιτισμική καθαρότητα. Υπάρχει μια φιλοσοφική σκέψη που εκφράζεται πιο ριζοσπαστικά από τον Heidegger, ο οποίος ήδη από το 1951, και άρα μετά το τέλος και του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου που παρουσιάζεται ανεπάρκεια κάθε προσπάθειας εκδήλωσης ανθρωπισμού, έκρινε πως η πραγμάτωση του ανθρώπινου “είναι” επέρχεται πιο λογικά περισσότερο μέσω της αναζήτησης εστίας και λιγότερο κατά την ύπαρξη αυτής. Πιο συγκεκριμένα, η σκέψη του
Heidegger ήταν η εξής: μέρος του ανθρώπινου “είναι”, είναι η ανακάλυψη της πατρίδας. Βασική όμως προϋπόθεση αυτής της ανακάλυψης είναι η αναζήτηση, που επιτυγχάνεται πιο εύκολα όταν είναι κανείς ανέστιος. Ως εκ τούτου, ο Heidegger πίστευε πως μέρος του ανθρώπινου “είναι”, είναι η ανεστιότητα, το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Συγκεκριμένα όπως φαίνεται και από το βιβλίο “...η υποτιθέμενη ανακάλυψη της πατρίδας επιτείνει στην πραγματικότητα την ανεστιότητά του, αφού δεν του επιτρέπει να κατοικήσει αυθεντικά στη θνητή, δηλαδή πεπερασμένη, ουσία του. Στο είναι του ανθρώπου ανήκει η νοσταλγία για μια πατρίδα που δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί. Σε αυτή τη νοσταλγία έχει μάλιστα τις ρίζες του και το φιλοσοφικό σκέ-
πτεσθαι. Σκεπτόμαστε διότι αισθανόμαστε από παντού εκπατρισμένοι, διότι πουθενά δε νοιώθουμε ότι είμαστε στο σπίτι μας παρά μόνο όταν είμαστε καθοδόν προς το είναι μας, προς την καθαυτό πατρίδα μας.“03 Παράλληλα, μετατόπισε την έννοια τη χρήστη στην έννοια του κατοίκου. Πρόκεται για μια κρίσιμη μεταβολή, με την έννοια ότι αναθεωρείται το φαντασιακό του μετα-νεωτερικού ανθρώπου, από το σώμα-μηχανή σε έναν στοχασμό οντολογικής φύσης, γύρω από την κατοίκηση του «επάνω στη γη, υπό τον ουρανό». 04 Όταν ο κάτοικος μπει στη στοχαστική διαδικασία και την βιώσει, τότε θα καταφέρει να εισαχθεί στην κατοίκηση. Η άποψη αυτή βεβαίως ελέγχεται τόσο για την σημειολογία της εποχής στην οποία εκφράστη-
κε (έξι χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μετά από τρομακτικές καταστροφές ιστορικών διαστάσεων, βομβαρδισμούς πόλεων και σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις), όσο και για το ίδιο το περιεχόμενό της, αφού αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως εκ των προτέρων ανέστιους και θέτει ως θέσφατο την αναζήτηση εστίας, αλλά και εν γένει πατρίδας από αυτούς. Μια τέτοια άποψη μπορεί να εκφραστεί ακόμα και σήμερα, είναι δηλαδή διαχρονική, παρά το ότι εκφράστηκε πριν από σχεδόν 65 χρόνια. Ως εκ τούτου, αποτελεί, έστω και μεμονωμένα, μια διαφορετική γνώμη που αντιμετωπίζει με ριζοσπαστικό, έως και αμφιλεγόμενο ως προς την ευαισθησία του τρόπο, έννοιες όπως η εστία και η πατρίδα. Ο Rem Koolhas αναφέρ-
θηκε στην κατάργηση της ταυτότητας των πόλεων και καθιέρωσε τον όρο «Γενική Πόλη» (Generic City). Σε άρθρο του αναφέρει: «Η Γενική Πόλη είναι η πόλη που έχει απελευθερωθεί από την αιχμαλωσία του κέντρου, από το ζουρλομανδύα της ταυτότητας. Η Γενική Πόλη θέτει τέρμα σε αυτό τον καταστροφικό κύκλο εξάρτησης: δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της παρούσας ανάγκης και της παρούσας ικανότητας. Είναι η πόλη χωρίς Ιστορία. Είναι αρκετά μεγάλη για όλους. Είναι εύκολη. Δεν χρειάζεται συντήρηση. Αν γίνει πολύ μικρή, απλά επεκτείνεται. Αν παλιώσει, απλά αυτοκαταστρέφεται και ανανεώνεται. Είναι το ίδιο συναρπαστική -ή βαρετή- παντού. Είναι «επιφανειακή» -σαν ένα στούντιο του Χόλυγουντ, μπορεί να παράγει μια νέα ταυτότητα κάθε
Δευτέρα πρωί.»05 Μέσω του άρθρου θέλει να παρουσιάσει μια παγκόσμια συνθήκη, στην οποία το ιστορικό κέντρο της πόλης, παύει να αποτελεί ένα οικουμενικό πρότυπο σχεδιασμού. Η πόλη σταδιακά απελευθερώνεται από την ταυτότητα που της είχε αποδοθεί και παραμένει διαθέσιμη σε όλα τα νέα ενδεχόμενα μελλοντικού σχεδιασμού. Βασικοί παράγοντες, η έννοια της μεταβολής, της ευελιξίας και της προσθήκης. Κατά έναν περίεργο τρόπο, για να κατοικήσουμε οφείλουμε να είμαστε συνειδητά «ανέστιοι», «φερέοικοι», «υπερόριοι» - όχι γηγενείς. Εξού και η δυσκολία να ριζώσουμε, να είμαστε το «ίδιο».06 Σύμφωνα με την άποψη του Pier Vittorio Aureli, «Γενική Πόλη”, είναι η κατάσταση του μόνιμου πολιτιστικού και κοινωνικού ξεριζω-
μού που επηρεάζει τον αστικό χώρο. Ως εκ τούτου, ο όρος γενική πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς ανώφελο ενθουσιασμό ή απελπιστική απόγνωση, αλλά με την επίγνωση ότι οποιαδήποτε αντίληψη της δημόσιας σφαίρας που θέλει να αντιμετωπίσει ό,τι είναι πραγματικά «κοινό» σήμερα, πρέπει να διατυπωθεί μέσα από την πραγματοποιημένη φύση της μοντέρνας και σύγχρονης (γενικής) πόλης.07 Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας συνθήκης, η «No-Stop City» που αποτελεί την επανάληψη μιας βασικής μονάδας, μιας πόλης 500.000 κατοίκων, αποτελούμενη από οκτώ πλάκες, διαστάσεων 500μ. χ 500μ. και ύψους 25μ., με την κάθε πλάκα να αποτελεί μια αυτόνομη πόλη, μέσα στην πόλη. Μια αυτόνομη πόλη, που δεν χαρακτηρίζεται από κάποια συγκε-
κριμένη δραστηριότητα ή πρόγραμμα, αλλά από ένα σύνολο πολλαπλών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων.08 Στη «No-stop city υπάρχουν συνεχόμενες, επαναλαμβανόμενες δομές, στη λογική μιας ατέρμονης πόλης, διαμορφωμένης σύμφωνα με τα πρότυπα της υπεραγοράς και του εργοστασίου, με τα στοιχεία υποδομής να εντάσσονται στο υπάρχον πλέγμα και τις λειτουργίες να τοποθετούνται στα ελεύθερα πεδία σε μια προσπάθεια ομοιογένειας του αποτελέσματος. Δεν υπάρχει σαφής καταμερισμός της ιδιοκτησίας όπως συμβαίνει στα συνήθη αστικά κτίσματα. Η εντροπία, η καταστροφή, η αβεβαιότητα και η πτώχευση, αποτελούν την κόκκινη γραμμή που αφήνει πίσω οριστικά οτιδήποτε γνώριμο. Με αυτούς τους όρους, αυτό
που συμβαίνει στον τόπο, είναι ένας πόλεμος με οικονομικούς όρους και αυτό που ενώνει τους γηγενείς με τους νεοεισαχθέντες είναι η κοινή μοίρα να ανασυνταχθούν μέσα από τα συντρίμμια. Όπως είναι λογικό, οι μετανάστες δεν αποτελούν μια ενιαία ομάδα. Στο εσωτερικό τους υπάρχουν ταξικές διαστρωματώσεις που εκφράζονται και χωρικά. Οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες εγκαθίστανται στην παλιά συνοικία της Κυψέλης που διαθέτει κατά βάση υπόγεια και πιο φθηνά διαμερίσματα λόγω της ελλιπούς συντήρησής τους. Η χωρική τους κατανομή εκφράζεται και καθ’ ύψος εντός της ιδίας πολυκατοικίας με μετανάστες αφρικανικής καταγωγής να διαμένουν στο υπόγειο, στους μεσαίους ορόφους οι πλήρως ενταγμένοι
-κυρίως- αλβανικής καταγωγής και στα ρετιρέ́ οι εναπομείναντες Έλληνες. Αυτό είναι μια τρομακτική κίνηση της πολυκατοικίας μέσα στον χρόνο. Μέσα από το ίδιο κουφάρι, κάτω από τα ίδια γεωμετρικά χαρακτηριστικά, χωρίς να έχει αλλάξει λίγο πολύ τίποτε, θα μπορούσες να δεις έναν κοινωνικό οργασμό.09 Οι κινήσεις και οι μεταναστεύσεις του ατόμου επηρεάζουν τις κινήσεις του συνόλου. Συμπυκνωμένες οικογένειες σε μια κατοικία, κατοικίες με τουρίστες, κατοικίες χωρίς κατοίκους, άνθρωποι που ζουν κάτω από το συνεχή φόβο της έξωσης διαμορφώνουν νέα τοπία καθημερινότητας που συνδιαλέγονται και αντικρούονται, για να διαμορφώνουν ένα σύνολο σχέσεων και πραγματικοτήτων που χαρακτηρίζονται από
τις διαφοροποιήσεις, τους αποκλεισμούς, τις ασυμμετρίες. Οι καταστάσεις αλλάζουν φάση, τα συστήματα αλλάζουν κατάσταση μέσα από μεταβατικές φάσεις ή καταστάσεις. Το σύστημα αυτό καθαυτό δεν είναι ποτέ σταθερό. Η ισορροπία του είναι ιδεατή, αφηρημένη, δεν προσεγγίζεται ποτέ. Μόλις ο κόσμος γεννιέται αρχίζει ο μετασχηματισμός του. Μεταλλαγές του χώρου, της κοινωνίας και της ζωής, που δεν αποτελούν μια εδραιωμένη κατάσταση, όπως και η ίδια η κρίση και οι αντιπρόσωποί της, δεν έχουν επιβάλλει μια σταθερή́ σειρά νέων δεδομένων. Τα φαινόμενα που περιγράφονται από τις αντιδράσεις είναι φαινόμενα σε μετασχηματισμό, σε συνεχή εξέλιξη, που υποδηλώνουν τάσεις και κατευθύνσεις της κάθε αντίδρασης.
Όπως αναφέρει σε κείμενό του ο Ζ. Κοτιώνης, το αθεμελίωτο δεν είναι μια ειδική συνθήκη της κατοίκησης. Αθεμελίωτος δεν είναι μόνο αυτός που για να επιβιώσει μετακινείται. Μαζί με αυτόν, αθεμελίωτος είναι και εκείνος που διεκδικεί τη μονιμότητα στην εγκατάσταση γιατί ξαφνικά καταλαβαίνει ότι, αν και σταθερός, κατοικεί εκτός ενός πεδίου αντιληπτικής μονιμότητας. Επομένως, αν το αθεμελίωτο εκληφθεί ως συστατική συνθήκη της επιβίωσης, τότε ο προσδοκών τη θεμελίωση, ο κατά φαντασίαν μόνιμος κάτοικος, ο θεμελιωμένος, υφίσταται τη δραματική επίπτωση της αθεμελίωτης συνθήκης του πλήθους, παραμένοντας ωστόσο μέσα σε αυτό, όπως ο κάτοικος που στροβιλίζεται μέσα στις δίνες του καιρού. […] Όσο πιο αθεμελίωτη είναι
η ζωή, τόσο πιο ανυπεράσπιστη είναι μπροστά στη δύστροπη σταθερότητα του υλικού κόσμου.10 Ίσως πραγματική αποστροφή προς τα πράγματα να είναι αποστροφή προς το έχειν. Καλύτερα να μην έχω τίποτε σημαίνει τότε: καλύτερα να μην υπάρχουν πράγματα. Ίσως δεν νευριάζω με τα ίδια τα πράγματα αλλά με το γεγονός ότι έχουμε πράγματα δικά μας. Για να μην παρεξηγηθώ σε αυτό το σημείο, «δικά μας» πράγματα δεν είναι όσα έχουμε αλλά είναι εκείνα τα πράγματα που μας έχουν. Εμείς δεν έχουμε ποτέ τα πράγματα. […] Πράγματι είναι σωστό: γιατί δεν θέλω να έχω τίποτε’ και δεν θέλω να έχω τίποτε επειδή, αν έχω κάτι, αυτό που θα έχω δεν θα το έχω σαν κάτι που θα ελέγχω εγώ αλλά επειδή αυτό θα με ελέγχει και θα απαιτεί
από εμένα κάποια συμπεριφορά δέσμευσης σε αυτό. Η δέσμευση δεν είναι δέσμευση ιδιοκτησίας […]11 Τα πράγματα είναι εκεί, υπαγορεύουν και ελέγχουν τις κινήσεις μας. Μια νέα πραγματικότητα χωρίς πράγματα θα ήταν κάτι ασύλληπτο για τον άνθρωπο που έχει μάθει να συσσωρεύει παντού αντικείμενα ακόμα και αν δεν τον βοηθούν σε κάτι ή δεν μπορούν να καταναλωθούν. Τα αποθηκεύει για το ανήκειν. Όπως αναφέρει ο Bodin, κάθε χειμώνα ονειρευόταν τι θα φτιάξει το καλοκαίρι που έρχεται στην αμμουδιά, ετοιμάζοντας από πριν μερικές μικρο-κατασκευές, συστατικά της σύνθεσής του. Όταν επιτέλους ερχόταν στην Ελλάδα, συναρμολογούσε όσα έφερε μαζί του σε μια προσχεδιασμένη σύνθεση όπου ενέτασσε όσα απρόβλεπτα καινού-
ρια στοιχεία έβρισκε επί τόπου. Όλα όσα προηγήθηκαν είναι αρχιτεκτονική. 12
Το υπόγειο είναι ένα ξεκίνημα, είναι μια ευκαιρία σε κάποιον που δεν έχει τη δυνατότητα να πάρει πιο ακριβό διαμέρισμα, του δίνει τη δυνατότητα να ξεκινήσει από κάπου. Αυτή η δυνατότητα που του παρέχεται: να είναι μεν στον υπόγειο, αλλά να είναι στον ίδιο χώρο με τους υπολοίπους της πολυκατοικίας, ώστε να έρθουν σε επαφή. Τελικά αυτό είναι το ζητούμενο. Άρα το υπόγειο που λέγεται Κυψέλη, δίνει τη δυνατότητα της επαφής σε ανθρώπους από διαφορετικούς πολιτισμούς και σε κουλτούρες από διαφορετικούς τόπους” . Μαρτυρία μετανάστη από το Κονγκό. Ντοκιμαντέρ “Το υπόγειο”.
01_Τζιρτζιλάκης Γ. Η ετεροτυπία της καλύβας. Η ελάχιστη δομή [σκηνές της καλύβας]. Ο χωριάτης και η μηχανή. Για μια ελάσσονα αρχιτεκτονική. Κριτική, Αθήνα. 2014. σ.24 02_Κοτιώνης Ζ. Συμβιώσεις. Χωρίς εστία, χωρίς ταυτότητα: Τέσσερις εικόνες για το μετα-ουμανιστικό υποκείμενο. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα. 2015. σ.52 03_Heidegger M. Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι . [Εισαγωγή-μτφ] Γιώργος Ξηροπαϊδης. Πλέθρον. 2008 04_Τζιρτζιλάκης Γ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ.122 05_Koolhaas R. «The Generic City», Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, £πιμ. Αίσωπος Γιάννης, Σημαιοφορίδης Γιώργος, Metapolis press, Αθήνα, 2001, σελ 257-258 06_Τζιρτζιλάκης Γ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ.124 07_Aureli P.V. More and More About Less and Less: Notes Toward a History of Nonfigurative Architecture. Log 16. 2010 08_Aureli P.V. More and More About Less and Less: Notes Toward a History of Nonfigurative Architecture. Log 16. 2010 09_Καρύδης Δ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ. 224 10_Κοτιώνης Ζ. Κατοικία: Σχεδιάζω, Κατασκευάζω, Σκέπτομαι. Ποια Κατοικία; Το πεδίο και το πρόσωπο. University Studio Press. Θεσσαλονίκη. 2015. σ. 136-137 11_Αντονάς Α. Ο πολτός των πραγμάτων. Αντίποδες. Αθήνα. 2020. σ.41 12_Φιλιππίδης Δ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ.64
Κ02.Υ03_δροσοπούλου 74 + δροσοπούλου 81_080519 οικειότητα_intimacy_familiarity
Ένας άντρας βγήκε από τη μικρή πόρτα του υπογείου ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο. Η κατάσταση στην πολυκατοικία ήταν πάλι η ίδια και οι μυρωδιές ακόμα περισσότερες. Η πόρτα ενός διαμερίσματος στο ισόγειο είχε Χριστουγεννιάτικο στολισμό. Ο μήνας ήταν Μάιος. Το ασανσέρ ήρθε, ο θάλαμος είχε έντονη μυρωδιά ιδρώτα προκαλώντας δυσφορία. Από το μπαλκόνι της Δροσοπούλου 74 ήταν ορατή η απέναντι πολυκατοικία, Δροσοπούλου 81, που κάθε όροφός της είχε δύο διαμερίσματα –τουλάχιστον στην όψη που ήταν ορατή. Κατά ένα παράξενο τρόπο κατοικούνταν και είχε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, μόνο η αριστερή πλευρά. Στη δεξιά δεν κατοικούσε κάποιος, τουλάχιστον όχι με την κλασική έννοια που έχουμε στο μυαλό μας. Οι μπαλκονόπορτες ήταν ανοιχτές, γεγονός που υποδήλωνε ζωή. Ο χώρος μέσα ήταν πλήρως άδειος, εκτός από μια απλώστρα και κάποιες καρέκλες στο μπαλκόνι, δίνοντας την αίσθηση βοηθητικού χώρουυπαίθριου καθιστικού κάποιας άλλης κατοικίας. Στον κάτω όροφο υπήρχαν μόνο σκοινιά απλώματος. Μπορεί να είχαν φύγει πρόσφατα οι κάτοικοι του διαμερίσματος ή μπορεί να κατοικείται περιστασιακά και «παράνομα». Στην ταράτσα υπήρχαν ίχνη από παρέες που γινόντουσαν αντιληπτά από τον τρόπο τοποθέτησης των καθισμάτων. Το σημαντικότερο όλων ήταν ένα τραπέζι ping pong, πιθανότατα κοινόχρηστο, πλήρως εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες. H ιδέα του κοινόχρηστου διαμερίσματος εμφανίστηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1917, ως προϊόν ενός «νέου συλλογικού οράματος για το μέλλον» και ως απάντηση στην κρίση στέγασης στις αστικές περιοχές. Ένα κοινόχρηστο διαμέρισμα συνήθως το μοιράζονταν από δύο έως επτά οικογένειες. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της δωμάτιο, που χρησίμευε σαν καθιστικό́, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρα, για όλη την οικογένεια. Οι διάδρομοι, η κουζίνα, το μπάνιο και σαλόνι μοιράζονταν ανάμεσα σε όλους τους κατοίκους. 01
Η κατοίκηση ορίζεται στο Λεξικό των Liddell και Scott ως “διαμονή σ’έναν τόπο”, εκ του “κατ-οικέω, διαμένω, διαβιώ ως κάτοικος, εγκαθίσταμαι, αποικώ σε Ηροδ., Ευρ.”. “οικέω”, “οίκος” (ο-ίκος), εκ του ίκω, ικνούμαι, που σημαίνει “έρχομαι, καταφθάνω σε έναν τόπο”. Υπ’αυτή την έννοια, “ο-ίκος”, σημαίνει εις τον χώρον μου φθάνω: “Οίκον= οίκονδε, οίκαδε, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ. [...] απ’οίκου, μακριά απ’την πατρίδα, στον ίδ.”02 Έχει επικρατήσει σε όλους τους λαούς, η πρωταρχική μορφή κοινωνικοποίησης και οικείωσης του χώρου να επιτυγχάνεται από την οικεία του ανθρώπου, την εστία του. Στο χώρο που ξέρει καλά, που έχει γνώριμα όρια και κάθε φορά τον υποδέχεται και τον διαμορφώ-
νει. Στην αρχαιότητα είχε επικρατήσει ο όρος εστία, από την φωτιά που έκαιγε στο κέντρο της οικείας και καλούσε τους πάντες γύρω της, καθώς και γιατί πίστευαν πως οι εφέστιοι θεοί προστάτευαν τους οικούντες ανθρώπους και πρόσθεταν στο χώρο θαλπωρή. Η εστίασπίτι είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου: της γειτονιάς, της πόλης και κατ’ επέκταση αυτού που ο καθένας μας αποκαλεί πατρίδα. “Η πατρίδα έτσι είναι σε μεγέθυνση αυτό που είναι ο μικρόκοσμος της πατρικής μας εστίας”.03 Το σπίτι είναι -και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο- ζωντανός οργανισμός, κυρίως λόγω της συχνής εναλλαγής των προσώπων που το κατοικούν. Αν χάσει τη ζωντάνια του, τότε θα μεταμορφωθεί σε ένα τείχος με άμεση απόρροια την αποξένωση,
την απομόνωση και των εγκλεισμό του ανθρώπινου είναι εντός του. Για τον άνθρωπο του ουμανισμού η εστία αποτελούσε το κέντρο του κόσμου, εν αντιθέσει με τον μετα-ανθρωπιστικό άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση της εστίας του. Όπως έχει αναφέρει σε κείμενό της η Σ. Αντωνακάκη, σπίτι μας δεν είναι μόνο ο οικείος τόπος της καθημερινής ζωής – η κατοικία μας- αλλά και άλλοι τόποι στους οποίους αφιερώνουμε χρόνο πολύτιμο και δημιουργικό [..]04 Τέτοιους τόπους συμβίωσης μέσα στην πόλη αποτελούν τα τοπόσημα, οι κόμβοι, οι έντονα φορτισμένες με μνήμες περιοχές, καθώς και η ίδια η πορεία του ατόμου. Οι ασταθείς διαμονές των σύγχρονων κοινωνιών δυσχεραίνουν την αναγνώριση του κατοική-
σιμου περιβάλλοντος και της έννοιας του ανήκειν. Ο αρχιτέκτονας αρχίζει να εξαφανίζεται και τη θέση του παίρνει ο κάτοικος με την τυχαιότητα της χρήσης του χώρου και την ανακύκλωση κοινότυπων αντικειμένων. Γι’αυτό, μην αναζητάτε εδώ αισθητικές, μορφολογικές ή πολεοδομικές μεγαθεωρίες, αλλά μετασχηματισμό των τρόπων με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε την αισθητική, τη μορφή, την πόλη και την κατοίκηση, και προπάντων τις σχέσεις τους με την καθημερινή ζωή.05 Με τον όρο «κατοίκηση» ή «κατοίκηση ενός χώρου» δεν αναφερόμαστε στο πεδίο της στέγασης σε κάποιο οίκημα, στην κατοικία αλλά ο όρος αφορά στις δραστηριότητες χρήσης και βίωσης ενός χώρου στα πεδία της καθημερινότητάς του. Συνδέεται με την
οργανική νοηματοδότηση του χώρου, ως παράγωγο της διαδικασίας συνδιαλλαγής ανάμεσα στο χώρο, το χρόνο & τον χρήστη του. Η κατοικία, που αποτελεί κάλυκα της οικειότητας, υπόκειται μέσα στον χρόνο σε ένα πλήθος από μεταμορφώσεις και αναγκαίες προσαρμογές, ενώ παράλληλα, έχει «υποχρέωση» να εμπλουτίζει την καθημερινότητα των κατοίκων. Ο άνθρωπος κατοικεί όταν μπορεί να προσανατολιστεί μέσα σε ένα περιβάλλον και να ταυτιστεί με αυτό ή όταν νιώθει ότι το περιβάλλον που βιώνει έχει νόημα. Κατοίκηση σημαίνει κάτι περισσότερο από στέγαση. Σημαίνει ότι οι χώροι που εκτυλίσσεται η ζωή είναι τόποι με την πλήρη σημασία του όρου. Χώροι σε αχρηστία, εγκαταλελειμμένοι ή κενοί, ακατοίκητα διαμερίσματα χωρίς συντήρηση, που
με την εγκατάσταση των μεταναστών επανεντάχθηκαν στην αγορά κατοικίας και στη ζωή της πόλης διαμορφώνοντας σταδιακά νέες πραγματικότητες. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες είναι σαν το κάδρο ενός ζωγραφικού πίνακα. Παρέχουν έναν ορισμένο «χώρο» όπου η ζωή μπορεί να λάβει χώρα, αλλά δεν καθορίζουν τα υπαρξιακά νοήματα, που έχουν βαθύτερες ρίζες. Αυτά καθορίζονται από τις δομές της ύπαρξής μας μέσα στον κόσμο, από τις δομές του είναι εντός του κόσμου, που ανέλυσε ο Heidegger στο έργο του «Είναι και Χρόνος», το 1926. Ανατρέχω στην αρχαιολογία του όρου που επιχείρησε ο Agamben, συμπληρώνοντας τις αναγνώσεις του Heidegger (Είναι και ο χρόνος) και του Foucault (Η επιμέλεια του εαυ-
τού). Ξεκινώντας από το ίδιο το αρχαίο ρήμα «χρήσθαι», υποστηρίζει ότι η σημασία του εξαρτάται περισσότερο από την έννοια με την οποία συνδέεται: η καθαυτό «χρήσις» είναι μια «μορφή-της-ζωής» και γι’ αυτό μας υποχρεώνει να «εργαστούμε πάνω στις έννοιες της έξις, του habitus και της συνήθειας». Δεν διαφεύγει, επίσης, της προσοχής του το γεγονός ότι η νεωτερικότητα προσέδωσε στον όρο μια στεγνά χρησιμοθηρική φόρτιση, μεταλλάσσοντας το αρχικό του νόημα.06 Οπτικοποίηση, συμπλήρωση και συμβολισμός είναι οι πλευρές της γενικής διαδικασίας εγκατάστασης. Και η κατοίκηση, με την υπαρξιακή έννοια της λέξης, εξαρτάται από αυτές τις λειτουργίες. Όταν η κατοικία αναγνωριστεί και κατανοηθεί ως βιωματικό, ατομικό και
συμβιωτικό κύτταρο της ανθρώπινης κοινότητας, το πρόσωπό της είναι το πρόσωπο της μοναχικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, της μικρό – και μακρο-συλλογικότητας.07 Η ετεροτοπία κατοίκησης ορίζεται με σαφήνεια αν αναλογιστεί κανείς τις διαφορές της από τον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης του χώρου όπως τον γνωρίζαμε. Τείνει να αποτελεί ένα “πέρασμα” προς το διαφορετικό, παρά μια παγιωμένη συνθήκη. Το ξένο αντικατοπτρίζει μια νέα συνθήκη με διαφορετική ταυτότητα. Η καθημερινή ζωή τείνει να πολωθεί μέσω της σφαίρας του ιδιωτικού και του δημόσιου. Αυτές οι δύο σφαίρες που αναπτύσσονται, βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους, χωρίς να μπορούν να εξαλείψουν την πόλωση. Η πόλη είναι το περιβάλλον όπου είναι πιθανό να συναντη-
θούν οι ξένοι. Ένα ιδιαίτερο είδος ξένου, μοναχικού, αποκομμένου από το παρελθόν, που ήρθε από μακριά. Όπως έχει πει ο Defoe, οι ξένοι εισέρχονταν σαν μια «ετερόκλητη μάζα» χωρίς κάποια κοινωνική τάξη ανάμεσά τους. Ξένοι μπορεί να είναι είτε οι αλλόφυλοι-αλλοδαποί που παρουσιάζονται σε ταυτοσημία με τους παρείσακτους είτε οι άγνωστοι. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει πλήρης επίγνωση των χαρακτηριστικών της ομοιογένειας της ομάδας ώστε να κριθεί ποιος ανήκει σε αυτή και ποιος όχι. Εν αντιθέσει με τη δεύτερη περίπτωση όπου δεν μπορούν να αναγνωριστούν τα χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση δε μπορεί να υπάρξει κατάταξη του ξένου. Η ακριβής διαφοροποίηση των μόνιμων και των προσωρινών μεταναστών στην
πόλη είναι δύσκολη και μας αφήνει με την απορία ως προς την εμπειρία βίωσης της διαμονής. Το σπίτι μεταμορφώνεται σε τόπο όπου επιτελείται η πρόσληψη του ξένου μέσα στα όρια αυτού του χώρου που χωρίς την υποδοχή του ξένου θα παρέμενε ένας κλειστός χώρος που θα απέκλειε τον ξένο (και συνακόλουθα τον οικοδεσπότη) από τον κόσμο. Ό,τι προέρχεται θύραθεν, από την πόρτα του σπιτιού, έρχεται από έξω, προσλαμβάνεται, οικειοποιείται και μεταμορφώνει με την παρουσία του ξένου το κλειστό στον κόσμο εσωτερικό του σπιτιού σε ανοιχτό συν-χωρητικό τόπο κοινωνίας με τον άλλο. Με αυτό τον τρόπο παύει ο ξένος να είναι φυλετικά και εθνικά ξένος [...].08 Ποια είναι η νοηματική μετάπτωση από το ξέ-
νος προς το ξένιος, από τι υποκινείται το γλίστρημα προς το εχθρός;09 Η κοινωνία της οικειότητας οργανώνεται γύρω από δύο αρχές, τη μια εκ των οποίων θα ορίσω ως ναρκισσισμό, ενώ τη δεύτερη, ως καταστροφική gemeinschaft. […] Ο ναρκισσισμός, ας το υπενθυμίσουμε, είναι η προσπάθεια για ικανοποίηση του εγώ που την ίδια ακριβώς στιγμή παρεμποδίζει την πραγμάτωση αυτής της ικανοποίησης. Η gemeinschaft, η ακέραιη και ελεύθερη συγκινησιακή επικοινωνία με άλλους είναι δυνατή κυρίως σε μια ιεραρχική κοινωνία.10 Η κοινότητα είναι η συλλογική ταυτότητα. Όσοι είναι μέλη της ομάδας δημιουργούν μια εικόνα του εαυτού τους ως μέλος της ολότητας μέσω της έκφρασής τους στον χώρο –δημόσιο ή ιδιωτικό. Ο Viollet-le-Duc χαρακτηριστικά αναφέρει ότι στην τέχνη της αρχιτεκτονικής, το σπίτι είναι αυτό που καλύτερα χαρακτηρίζει τα έθιμα, τα γούστα και τις συνήθειες ενός λαού. Ο ρυθμός, όπως και η διαρρύθμισή του, αλλάζουν πάρα πολύ αργά. Πολλά μπορεί να πει κανένας για το πως αυτή η οργάνωση του χώρου, με την πλήρη ακαμψία, μπορεί να αναπαράγει συνθήκες καθημερινής ζωής, οι οποίες δεν οδηγούν στην υπέρβαση, συνθήκες που ενταφιάζουν ακόμα περισσότερο αυτές τις συνθήκες κατοίκησης.11 Όπως αναφέρει ο Σταυρίδης, αναφερόμενος στις μεταλλάξεις της πόλης και ορμώμενος από τις Μπιενάλε 2002 και 2012, κακέκτυπο και αντιπαράδειγμα, η πρώτη, ο απόλυτος ρεαλισμός, μια εξοντωτική καταγραφή της πραγματικότητας, έχει πλησιάσει την πραγματικότητα και την έχει αναλύσει και το αποτέλεσμα προκάλεσε τρόμο στον θεατή, άρα μπορούμε να αναφερόμαστε σε κακέκτυπο. Η λέξη «κακέκτυπο» προέρχεται από την τυπογραφία και αφορά σε ελλαττωματικά
αντίτυπα που παρήχθησαν από λάθος στη διαδικασία εκτύπωσης. Η επαφή με το κακέκτυπο, τροφοδοτεί τη νοητική διαδικασία και ενεργοποιεί τη διαδικασία υπόθεσης ενός προτύπου. Η δεύτερη παρουσιάζει φρέσκιες ιδέες, όραμα, οπτασία, ελεύθερους συνειρμούς της φαντασίας. Ένα υβρίδιο χώρων αναψυχής και κίνησης, προσωρινής διαμονής και βιαστικής διάσχισης, αστικού εδάφους αλλά και υπεδάφους. Μια υβριδική σύντηξη κτιρίων και πλατειών, τροχιών και περιπάτων. Ένα παράδειγμα που διασπείρεται σε αποκαλυπτικές συγκρίσεις. Που επικαλείται τύπους χώρων για να ενεργοποιήσει ποιητικά την ασυμβατότητά τους.12 Η σημερινή αντιμετώπιση του χώρου ενοποιεί όλα τα συστατικά του στοιχεία και τον αντιμετωπίζει ως μια σύνθεση ετερόκλητων πραγμάτων. Δε μπορούμε να νοήσουμε ένα τοπίο ή μια εικόνα σαν μια μονοδιάστατη κατάσταση. Σχεδιάζοντας με τον ίδιο τρόπο κτίρια, έπιπλα, αντικείμενα και ρούχα ελέγχουμε με τον ίδιο τρόπο και το τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε η σύγχρονη επιδίωξη αποβλέπει σε δημιουργίες με όσο το δυνατόν περισσότερες ιδιότητες.13
Στην Κυψέλη, με την in situ αντίληψη της αρχιτεκτονικής που δεσπόζει κατά πλειοψηφία στα κτίριά της, εστιάζουμε τη μελέτη σε χώρους που ο χρόνος δεν είναι προκαθορισμένος με ακρίβεια καθώς ο χώρος είναι εν λειτουργία. Η παρατήρηση γίνεται σε πραγματικό χρόνο, που βοηθάει στην ακριβέστερη κατανόηση των μεταλλάξεων και της κινητικότητας των κατοίκων. Η έρευνα αφιερώθηκε κυρίως στις πρακτικές του χώρου, στους τρόπους που υπάρχουμε στον τόπο και στους τρόπους εγκαθίδρυσης ώστε να τις βιώσουμε επανεισάγοντας σε αυτές την έννοια της κινητικότητας. Δημιουργείται μια νέα τυπολογία κατοίκησης, καθώς ο τύπος συνεπάγεται παραλλαγές και παραβάσεις των γνωστών κανόνων. Αυτά καθιστούν τους νέους τύ-
πους ξεχωριστούς μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς. Όπως έχει αναφέρει και Σ. Αντωνακάκη, ο τύπος δεν παραπέμπει σε ανιαρές και σχολαστικές επαναλήψεις αλλά σε διαφορετικές άπειρες εφαρμογές του, σε παραλλαγές, προσαρμογές και διαφοροποιήσεις, οι οποίες αναδεικνύουν «την αληθινή ουσία, το κοινό και το κύριο».14 Συνεπώς, κατά κάποιον τρόπο και το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο αναδιαμορφώνεται. Παρ΄ όλα αυτά, η βασική πεποίθηση είναι ότι κατασκευάζοντας μια ιδιοτυπία, υπερέχει το συλλογικό. Οπότε τι γίνεται στην περίπτωση –για να βάλουμε άλλη μια παράμετρο της δυστοπίας- που κάποιος κατασκευάζει έναν κόσμο από μόνος του? Τι γίνεται όταν πλέον δεν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση και η παραγωγή μιας πό-
λης, μιας ουτοπίας αφορά έναν και μόνο του? Η παραγωγή μιας ιδιωτικής ουτοπίας τι σχέση έχει με το πραγματικό? Επηρεάζει το πραγματικό ή – κατά κάποιο τρόπο- είναι τελείως αμέτοχη και δεν συμμετέχει στη ζωή της πόλης?15 Ο δημόσιος άνθρωπος ως ηθοποιός: η εικόνα, οσοδήποτε γλαφυρή κι αν είναι, παραμένει ανολοκλήρωτη, διότι πίσω απ’αυτήν βρίσκεται δίνοντάς της υπόσταση μια πιο βασική ιδέα. Πρόκειται για την έννοια της έκφρασης ως παράστασης του συναισθήματος, και από τούτην απορρέει η ταυτότητα του ηθοποιού: ο δημόσιος ηθοποιός είναι ο άνθρωπος ο οποίος παριστάνει συναισθήματα.16 Το παράσιτο έχει έναν έντονα θεατρικό ρόλο εντός της πόλης και πιο συγκεκριμένα –στην περίπτωση μελέ-
της- εντός των κτιρίων. Το παράσιτο είναι ένας διεγέρτης. Αντί να μετασχηματίζει ένα σύστημα, αντί να αλλάζει τη φύση του, τη μορφή του, τα στοιχεία του, τις σχέσεις του και τις τροχιές του, μεταβάλλει την κατάσταση του συστήματος. […] Το παράσιτο υπεισέρχεται, εισέρχεται στο σύστημα σαν στοιχείο διακύμανσης. Το εξάπτει [excite] ή το παροτρύνει [incite], το βάζει σε κίνηση ή το παραλύει.17 Οι άνθρωποι, συνειδητά ή ασυνείδητα, είναι ποιητές, είτε ως περιπατητές είτε ως ρήτορες. Το προϊόν δεν έχει επιβληθεί στους πολίτες, χάνει την δύναμη κάτω από τα πόδια τους. Ο απλός άνθρωπος είτε ενεργητικά είτε παθητικά επαναστατεί, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα επιβολής, ώστε να εκφραστεί με τον δικό του τρόπο και να πραγματο-
ποιήσει τις πνευματικές, ψυχικές και σωματικές του δυνατότητες στον μεγαλύτερο βαθμό, προκειμένου να αισθανθεί την πληρότητα της εσωτερικής του ισορροπίας. Όπως επισημαίνει ο Ντε Σερτώ, ο πεζός μπορεί να χρησιμοποιήσει τον χώρο διαφορετικά από τον τρόπο που του υποδεικνύεται, δημιουργώντας νέες πιο βολικές διαδρομές, αφήνοντας στην άκρη αυτές που ήδη υπάρχουν και έχουν σχεδιαστεί. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και ο κάτοικος-χρήστης ενός χώρου. Αξιολογεί-μετατρέπει-μεταλλάσσει τα δεδομένα που του δίνονται δημιουργώντας νέους χώρους, σαν ένα collage αντικειμένων. Αντικείμενα καθημερινής χρήσης και έπιπλα δημιουργούν, κάθε φορά που χρησιμοποιούνται, μια νέα εικόνα που θα μας οδηγήσει στην ταξινόμη-
σή τους και στην κατάταξή τους ως εργαλεία παραγωγής και μεταβολής του χώρου. Το πιο οικείο ή πιο επίσημο γεγονός, εάν συμβαίνει στο κρεβάτι ή σε μια καρέκλα, έπιπλα που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον μας στο οποίο τα σώματα μας ενεργούν και αντιδρούν, για μας τα αστικά ζώα, τα έπιπλα είναι το αρχικό μας έδαφος.18 Παράδειγμα «how-to» εγχειριδίου νομαδικής κατοίκησης αποτελεί το Nomadic Furniture (1973) του Victor Papanek. Διαφορετικά αποτελέσματα χώρων προκύπτουν από τη χρήση εύχρηστων υλικών. Δημιουργούνται βασικές μονάδες για τις λειτουργίες και η εσωτερική διαμόρφωση προκύπτει μέσω των δραστηριοτήτων. Αντίστοιχη περίπτωση και όσα αναφέρονται στο βιβλίο του Ken Isaacs, «How to built
your own living structures (1974). Σε αυτό παρουσιάζονται ο σχεδιασμός, η κατασκευή καθώς και η συναρμολόγηση για ένα έπιπλο μέχρι ολοκληρωμένα οικιστικά περιβάλλοντα. Ευμετάβλητες κατασκευές για κάθε χώρο που παραμένουν ανοιχτές σε κάθε είδους μετατροπή, καθώς ο σχεδιασμός τους βασίζεται στην ανοιχτή διάταξη. Τελευταίο παράδειγμα που αξίζει να αναφερθεί, Το Total Furnishing Unit του Joe Colombo, το οποίο περιλαμβάνει μια σειρά κατάλληλα εξοπλισμένων «επιπλωμένων μονάδων» (κουζίνα, ντουλάπα, ύπνος και ιδιωτικότητα, μπάνιο) ελεύθερα τοποθετημένων μέσα στις διαθέσιμες περιοχές. Εύκαμπτες και με δυνατότητα να προσαρμοστούν στα διάφορα είδη χώρων ή στις διαφορετικές απαιτήσεις.
01_http://en.wil<ipedia.org/wil<i/Communal_apartment 02_Henry George Liddell και Robert Scott, Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (1989). Εκδόσεις Πελεκάνος. Αθήνα. 2007. 03_Τζιρτζιλάκης Γ. Η ετεροτυπία της καλύβας. Η ελάχιστη δομή [σκηνές της καλύβας]. Ο χωριάτης και η μηχανή. Για μια ελάσσονα αρχιτεκτονική. Κριτική, Αθήνα. 2014. σ.36 04_Τζιρτζιλάκης Γ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ. 134 05_Φατούρος Δ. Κατοικία: Σχεδιάζω, Κατασκευάζω, Σκέπτομαι. Ποια Κατοικία; Το πεδίο και το πρόσωπο. University Studio Press. Θεσσαλονίκη. 2015. σ.31 06_Τζιρτζιλάκης Γ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ.122 07_Μιχαηλίδης K. Η εστία του ανθρώπου. Το έραν και το είναι. Εκδόσεις των φίλων. 2000 08_Τζιρτζιλάκης Γ. Η ετεροτυπία της καλύβας. Η ελάχιστη δομή [σκηνές της καλύβας]. Ο χωριάτης και η μηχανή. Για μια ελάσσονα αρχιτεκτονική. Κριτική, Αθήνα. 2014. σ.24 09_Παπαδόπουλος Λ. Κατοικία: Σχεδιάζω, Κατασκευάζω, Σκέπτομαι. Ποια Κατοικία; Το πεδίο και το πρόσωπο. University Studio Press. Θεσσαλονίκη. 2015. σ.124 10_Σενετ Ρ. Η τυρρανία της οικειότητας. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό. VI. Ο άνθρωπος ως ηθοποιός. Μτφ. Μέρτικας Γ. επιμ. Λυκιανρδόπουλος Γερ. Νεφέλη. Αθήνα. 1999. σ.282,284 11_Καρύδης Δ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ. 225 12_Σταυρίδης Σ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ. 316 13_Σιδέρη Α.Β. Διπλωματική εργασία για το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Αρχιτεκτονική ‐ Σχεδιασμός του χώρου, κατεύθυνση Α: σχεδιασμός – χώρος ‐ πολιτισμός. Αθήνα. 2009. σ.34 14_Αντωνακάκη Σ. Κατοικία: σχεδιάζω, κτσκευάζω, σκέπτομαι. (επιμ.) Λαδά Σ. Κατοικία και κατοίκηση. Τυπολογία και επεξεργασία ορίων. University Studio Press. Θεσσαλονική. 2015. σ. 60-61 15_Παπαλαμπρόπουλος Λ. Αθήνα: Από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγμα. Σοδα. Αθήνα. 2019. σ. 184 16_Σενετ Ρ. Η τυρρανία της οικειότητας. Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό. VI. Ο άνθρωπος ως ηθοποιός. Μτφ. Μέρτικας Γ. επιμ. Λυκιανρδόπουλος Γερ. Νεφέλη. Αθήνα. 1999. σ.143 17_Serres M. Το παράσιτο. (μτφ. Ηλιάδης Ν. επιμ. Καββαθάς Δ.) Σμίλη. Αθήνα. 2009. σ.385-386 18_Cache B. 1995. σελ. 30
τα αντικείμενα / the objects
γραμματοκιβώτιο στην οδό κονδρικτώνος. μαρία παπαϊωάννου. 2018.
δροσοπούλου 81 παράσιτα
δροσοπούλου 81 ο χώρος σε χρήση
τα ψηλά βουνά
«Έφτασαν στο Χλωρό αργά το δειλινό. Οκτώ καλύβες μέσα στα πεύκα τους περίμεναν. Να το μικρό χωριό τους!» »Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τους φάνηκαν! Για να μπει στην πόρτα ένας άνθρωπος έπρεπε να σκύψει το κεφάλι. ”Μα τι; Εδώ θα καθίσουμε;” ρωτούσαν άλλοι. ”Τι πόρτες είναι τούτες! ” είπε ένας. ”Έτσι, με μια κάμαρα μόνο θα περάσουμε; ” ρωτούσαν άλλοι. ”Πού είναι το κρεβάτι; ” ”Δεν έχει ούτε μια καρέκλα! ” » Οι καλύβες αλήθεια δεν είχαν τίποτα από αυτά. Η κάθε καλύβα ήταν μια μικρή κάμαρη με κλαριά, ίσα ίσα να φυλάγει τον άνθρωπο από τον αέρα και τη βροχή».
Παπαντωνίου Ζ. Τα ψηλά βουνά. Αθήνα. 2013 [1918]. σ.33
Κ03_αντί επιλόγου δροσοπούλου 74 + δροσοπούλου 81_181020
Επιστροφή στην Δροσόπουλου, ένα χρόνο μετά για αξιολόγηση της νέας συνθήκης. Έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας στη Δροσοπούλου 74 δεν υπήρχε κανείς, όπως συνήθιζε. Παρά τη μισή ώρα που πέρασε παρατηρώντας την είσοδο, η ησυχία που επικρατούσε ήταν ασυνήθιστη. Δεν υπήρξε κανείς να αλληλεπιδράσει με τον χώρο. Μετά από αρκετή ώρα, ένας ένοικος βγήκε. Η συζήτηση μαζί του ήταν αναπόφευκτη και οι πληροφορίες πολύ σημαντικές. Η συνθήκη της πολυκατοικίας είχε αλλάξει. Οι –παράνομα εγκατεστημένοι- κάτοικοι των αποθηκών είχαν αποχωρήσει και οι αποθήκες είχαν επιστρέψει στους ιδιοκτήτες τους για χρήση. Η μικρή πόρτα αριστερά της εισόδου ήταν πλέον μόνιμα κλειστή, με λουκέτο. Όλη αυτή την ώρα, η είσοδος της Δροσοπούλου 81 αντίστοιχα ήσυχη. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, μόνο η είσοδος. Οι φωνές από τα ανοιχτά παράθυρα των ορόφων γέμιζαν το δρόμο. Η ζωή σε αυτή την περίπτωση αντί να μειωθεί είχε αυξηθεί. Οι ήχοι το αποδείκνυαν. Όσο ήταν ορατό από το δρόμο, τα γνώριμα μπαλκόνια της αριστερής πλευράς της πολυκατοικίας ήταν ακόμα πιο γεμάτα από αντικείμενα καθημερινής χρήσης, σε ένα νέο κολλάζ, διαφορετικό από το γνωστό. Σκεπάσματα κρεμόντουσαν στα κάγκελα, κλουβιά με πουλιά κρεμασμένα στους τοίχους και ακόμα περισσότερες γλάστρες και σκοινιά με απλωμένα ρούχα όλων των μεγεθών και χρωμάτων. Μια υπόσχεση για τις αλλαγές που θα ακολουθήσουν και θα συνεχίσουν να ακολουθούν, δημιουργώντας συνεχώς νέους χώρους, νέες συνθήκες και νέες μορφές ζωής.
Πρόκειται για έναν τρόπο εθνογραφικής έρευνας, συχνά συνυφασμένο με το ρεύμα της μετανεωτερικότητας, που «απομακρύνεται από τη μια και μοναδική εγκατεστημένη στο χώρο κοινότητα, καθώς και από τις τοπικές καταστάσεις» της καθιερωμένης ανθρωπολογικής διερεύνησης, και εστιάζεται στην «εξέταση της κυκλοφορίας πολιτισμικών νοημάτων, αντικειμένων και ταυτοτήτων σε διεσπαρμένο χρόνο-χώρο». 01 Η εθνο-
γραφία του Marcus απαιτεί παρακολούθηση των εν κινήσει διαδικασιών παραγωγής του χώρου και λιγότερο της μελέτης των επιτόπιων φαινομένων. Ως παρατηρητής στέκεσαι εκτός της κατοικίας, αλλά εντός του μπαλκονιού. Η διαφάνεια λόγω της ιδιαίτερης υλικότητάς της, λειτουργεί είτε ως οπτικά ημιδιαπερατή επιφάνεια, είτε ως κάτοπτρο. 01_Marcus 1998, Ethnography Through Thick and Thin. σ.79
βιβλιογραφία έντυπη + ηλεκτρονικές πηγές
έντυπη βιβλιογραφία • Αραβαντινός Α. Συγκρότηση της κατοικίας σε οικιστικές ενότητες. Πολεοδομικός Σχεδιασμός, για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου. Αθήνα. Συμμετρία. 2007 • Barth F. «Introduction» και «Pathan Identity and Its Maintenance». Ethnic Groups and Boundaries: The Social Organisation of Culture Difference, London. Allen & Unwin. 1969 • Βαΐου Ν., Καλαντίδης Α., Καραλή Μ., Κεφαλέα Ρ., Λαφαζάνη Ο., Λυκογιάννη Ρ., Μαρνελάκης Γ., Μονεμβασίτου Α., Μπαχαροπούλου Α., Παπασημάκη Κ., Τούντα Φ., Φωτίου Θ. και Χατζηβασιλείου Σ. Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές μεταβολές στην πόλη: Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας. Αθήνα. L-Press και ΕΜΠ. 2007 • Βαΐου Ντ., Μαντουβάλου Μ. & Μαυρίδου Μ., 2000, Η μεταπολεμική ελληνική πολεοδομία, μεταξύ θεωρίας και συγκυρίας. 2ο συνέδριο Εταιρίας Ιστορίας της Πόλης και της Πολεοδομίας «Η πολεοδομία στην Ελλάδα από το 1949-1974». Βόλος. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. 3-4 Δεκεμβρίου 1999 • Βαΐου Ντ., Λαφαζάνη Ο. & Λυκογιάννη Ρ. Πρακτικές συνύπαρξης στις γειτονιές της πόλης. Συναντήσεις στην Κυψέλη. Φύλο, Μετανάστευση, Διαπολιτισμικότητα. Αθήνα. Νήσος. 2013 • Βεντούρα Λ. (επιμ.). Μετανάστευση και κοινωνικά σύνορα: Διαδικασίες αφομοίωσης, ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού. Αθήνα. Νήσος. 2011 • Burns t., Masoud K. και Rydgen T. The Social Construction Of Xenophobia And Otherism. EU Workshop on Racism and Xenophobia: Key Issues, Mechanisms, and Policy Opportunities. April 5-6. Brussels. 2001 • Cache B. Earth moves : the furnishing of territories, μτφ. by Boyman, A. The MIT Press, Michael Speaks Publication Cambridge. 1995 • De Certeau Μ. Επινοώντας την καθημερινή πρακτική: Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν. (μτφρ) Καψαμπέλη Κ. Αθήνα. Σμίλη. 2010 • Kaplan D.H. και Chacko Ε. «Placing immigrant identities». Journal of Cultural Geography. 32:1. 2015 • Λέφας Π. Αρχιτεκτονική και κατοίκηση-από τον Heidegger στον Koolhaas. Αθήνα. Πλέθρον. 2008
• Lefebvre H. Δικαίωμα στην Πόλη-Χώρος και Πολιτική. Αθήνα. Κουκίδα. 2007 • Lynch K. The Image of The City. Cambridge, Massachussets, London. The MIT Press. 1990 • Lynch K. What time is this place, Appendix. Cambridge, Massachussets, London. The MIT Press. 1976 • Μανωλίδης Κ. «Συνέδριο: Μεταβολές και Ανασημασιοδοτήσεις του Χώρου στην Ελλάδα της Κρίσης, Νοέμβριος 2013, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Π. Θεσσαλίας, Βόλος». Γεωγραφίες. • Παπαταξιάρχης Ε., Τοπάλη, Π., Αθανασοπούλου Α. Κόσμοι της οικιακής εργασίας: Φύλο, μετανάστευση και πολιτισμικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα. Αθήνα. Αλεξάνδρεια. 2009 • ΣΑΔΑΣ-Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων. Athens 2002: Absolute Realism. Αθήνα. ΣΑΔΑΣ-Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων. 2002 • Said E. Χωρίς πατρίδα- εις μνήμην. (μτφρ) Ψωμιάδου Ε. Θεσσαλονίκη. Παρατηρητής. 2003 • Senet R. Η τυραννία της οικειότητας, Αθήνα. Νεφέλη. 1999 • Stephen C., Miller M. The Age of Migration: International Population Movements in the Modern World. Basingstoke, Hampshire. Palgrave Macmillan. 2003 • Τζιρτζιλάκη Ε. Εκ-τοπισμένοι, αστικοί νομάδες, στις μητροπόλεις: σύγχρονα ζητήματα για τη μετακίνηση, την πόλη και τον χώρο. Nissos Academic Publishing. Αθήνα. 2009 • Τρουμπέτα Σ. (επιμ.). Το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα: μελέτες και διαβάσεις συνόρων. Αθήνα. Παπαζήσης. 2012 • Τσιμουρής Γ. «Φαντασιακές γεωγραφίες και διεθνικές μεταναστευτικές κοινότητες: νέο φαινόμενο ή παλιό σε συνθήκες ύστερου καπιταλισμού;». Στο Μ. Σπυριδάκης (επιμ.) Μετασχηματισμοί του χώρου: Κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Αθήνα. Νήσος. 2009
ντοκιμαντέρ Κοσσυφίδου Ε., Μήλιου Π. Μικροπόλεις «Κυψέλη, το υπόγειο», Ελλάδα. ΕΡΤ. 2011
άρθρα, δημοσιεύσεις, διαδικτυακές πηγές • Κέντρο Τεχνολογικής Έρευνας Ηπείρου και Ιόνιων Νήσων. Κεφ.7. ‘Παρασιτισμός και Αμοιβαιότητα’, ημερομηνία πρόσβασης 27 Ιούλιος 2020, http:// kte.teiep.gr/pdf/oik_plith/perie.pdf • Lebbeus W. Radical Reconstruction. New York. Princeton Architectural Press. 1997 • Migration in Greece: A Country Profile 2008. IOM. International Organization for Migration , τελευταία πρόσβαση 18_01_2021 • Ντάφλος Κ. Ο παρασιτισμός στην αρχιτεκτονική την τέχνη και το διαδίκτυο. Περιοδικό ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ. τεύχος 35. Αθήνα. 2002 • Pitouropoulos-Kontonis_Filippos_Ere_2019, τελευταία 15_12_2020 • citymovement.wordpress.com/tag/parasitic-architecture/, πρόσβαση 15_12_2020
πρόσβαση τελευταία
• www.domusweb.it/en/architecture/2010/05/10/parasitical-architecture. html, τελευταία πρόσβαση 18_01_2021 • www.thehumanstory.net, τελευταία πρόσβαση 18_01_2021 • www.unhcr.org/gr/, τελευταία πρόσβαση 15_12_2020 • squathost.com/lelas_k/, τελευταία πρόσβαση 21_01_2021
παράρτημα κείμενα παρατηρήσεων + σκίτσα
κείμενο βίωσης του χώρου. μανώλης. δροσοπούλου 74.
κείμενο βίωσης του χώρου. ελίνα. δροσοπούλου 74.
σκίτσο βίωσης του προσωπκού του χώρου. ενήλικας μετανάστης από τη νιγηρία. δροσοπούλου 74.
σκίτσο βίωσης του χώρου. ενήλικας μετανάστης από το πακιστάν. δροσοπούλου 81.
σκίτσο βίωσης του χώρου. ενήλικας μετανάστης από την ινδία. δροσοπούλου 81.
drosopoulou 74 + 81. two polykatoikias, two alternative ways of space appropriation. karagianni a