O Μπεν ήταν διαφορετικός. Και τα άλλα παιδιά το ήξεραν. Κάποια δεν τον έπαιζαν και τον κορόϊδευαν. Έλεγαν πως ήταν μεγάλος και αδέξιος. Έλεγαν πως ήταν περίεργος. Ο Μπεν ήταν μεγαλύτερος από τα περισσότερα παιδιά στο σχολείο του και ήταν λιγάκι αδέξιος. Αλλά δεν ήταν και τόσο παράξενος.
Του άρεσε να τρέχει στην αυλή του σχολείου, βγάζοντας δυνατές κραυγές. Τρελαινόταν να ανεβαίνει στα δέντρα και να τσακώνει τα έντομα που ζουζούνιζαν τριγύρω του. Κι εκεί που έτρεχε, έπεφτε καμιά φορά στα τέσσερα και χοροπηδούσε πάνω κάτω στην παιδική χαρά. Αλλά αυτό δεν του φαινόταν περίεργο του Μπεν. Του άρεσε να παίζει έτσι.
Πολλά πράγματα του άρεσε του Μπεν να κάνει. Του άρεσε να πηδάει μέσα από ένα στεφάνι και να κάνει ποδήλατο με τα μάτια κλειστά. Μπορούσε να ισορροπήσει ένα ψάρι στη μύτη του – ακόμη και να περπατήσει σε σχοινί. Και κανείς δεν μπορούσε να χορέψει όπως αυτός.
Αλλά ο Μπεν πάντα έβρισκε για κάτι το μπελά του. Του ήταν κάπως δύσκολο να ξυπνάει πρωί- πρωί, ειδικά τους ατελείωτους, κρύους μήνες του χειμώνα. Κάποιες φορές έχανε το λεωφορείο για το σχολείο και κάποιες άλλες κοιμόταν πάνω στο θρανίο- έτσι απλά, μέσα στη μέση του μαθήματος! Η δάσκαλα του τον μάλωνε μπροστά σε όλους- και κάποιες φορές τον έστελνε και στο γραφείο του διευθυντή.
Ο Μπεν το μισούσε το γραφείο του διευθυντή. Ο διευθυντής ήταν ένας ψηλός άντρας με χοντρά, σκούρα φρύδια και ένα μεγάλο μουστάκι τόσο χοντρό που τον έκανε να μοιάζει με θαλάσσιο ελέφαντα. Κοιτούσε κάθε φορά τον Μπεν και του έλεγε: «Βενιαμίν, ξέρεις γιατί είσαι εδώ σήμερα;» Ο Μπεν κοίταζε κάτω στο πάτωμα, γύριζε το κεφάλι και έλεγε «Χρμφφφ» «Βενιαμίν!» ρώταγε και πάλι ο διευθυντής «Τι τρέχει με σένα; Γιατί δεν μπορείς να συμπεριφερθείς όπως όλοι οι άλλοι;» «Χρμμμφφ» ξανάλεγε ο Μπεν. Καημένε Μπεν... Ποτέ δεν ήξερε τι να πει.
Προσπάθησε να γίνει σαν τους άλλους, αλλά όλα πήγαιναν στραβά. Όταν τα άλλα παιδιά μπαίναν στη γραμμή για να πιουν νερό, ο Μπεν προσπαθούσε να πιει κι αυτός, μα τους πιτσιλούσε τελικά όλους. Κάποια παιδιά χασκογελούσαν και κάποια βάζαν τα κλάματα επειδή είχαν βραχεί. Η δασκάλα τότε έτρεχε έξω και τον έστελνε στο γραφείο του διευθυντή- ξανά. Μετά ο διευθυντής σήκωνε τα χοντρά του φρύδια, έβγαζε τα γυαλιά και κουνούσε το κεφάλι αναστενάζοντας.
Προσπαθούσε να ντυθεί σαν τα άλλα παιδιά. Προσπαθούσε ακόμη και να φάει σαν αυτά. Τίποτα δεν έπιανε. Δεν ήταν σαν κι αυτά. Προσπαθώντας να τους μοιάσει γινόταν περισσότερο δυστυχισμένος. Ο Μπεν ήταν διαφορετικός, όπως λέγαν όλοι.
Μια μέρα του είπαν να περάσει από το γραφείο. Εκεί ένας άντρας με ένα σκούρο γκρι κοστούμι άρχισε να του κάνει ερωτήσεις. «Μπεν», τον ρώτησε, «Γιατί επιμένεις να είσαι διαφορετικός;» «Χρμμμφ» απάντησε ο Μπεν «Προσπαθείς να τραβήξεις την προσοχή των άλλων μ΄αυτό τον τρόπο;» συνέχισε ο άντρας. «Χρμμμφ», είπε ξανά ο Μπεν. Μετά από λίγο, ο άντρας έβγαλε τα γυαλιά του. Έτριψε τα μάτια του και είπε «Μπεν δεν έχεις κανέναν λόγο να μην φέρεσαι σαν όλα τα άλλα παιδιά. Θέλω να πας έξω και να παίξεις μαζί τους. Αν κάνεις ότι κάνουν, θα καταφέρεις να γίνεις αποδεκτός.»
Ο Μπεν έτρεξε έξω. Καθόλου δεν του άρεσε να τρέχει φορώντας ρούχα κι ένιωθε παράξενα μ΄ αυτά. Αλλά ήθελε τόσο να βγει στην αυλή. Όλοι στην παιδική χαρά φώναζαν χαρούμενοι. Κάποια παιδιά παίζαν στην τσουλήθρα. Ο Μπεν προσπάθησε να τσουλήσει κι αυτός, αλλά κόλλησε.
Η Λόρα, το κορίτσι που κάθονταν δίπλα του στο θρανίο, ήταν στις κούνιες. Ο Μπεν αποφάσισε κι αυτός να κουνηθεί, αλλά όταν κάθισε η κούνια έσπασε. Ένα αγόρι έτρεξε να φέρει τη δασκάλα. «Τώρα την έβαψα» σκέφτηκε. Η κυρία Τρέινορ θα τον έστελνε στο διευθυντή στα σίγουρα κι ο διευθυντής θα τηλεφωνούσε ξανά στους γονείς του. Το ήξερε ότι θα τιμωρηθεί. Αλλά δεν ήρθε η δασκάλα του. Ήταν η κυρία Σεμπρούν, η δασκάλα της τετάρτης, από την διπλανή τάξη που φάνηκε να έρχεται. «Ο Μπεν έσπασε την κούνια μας» πήρε το λόγο η Λόρα. «Πάντα κάνει ζημιές και πάντα μας ενοχλεί. Πρέπει να τον στείλετε στον διευθυντή. Αυτό κάνει πάντα η κυρία Τρέινορ.»
Ο Μπεν ρουθούνισε και αναστέναξε. Έτοιμος ήταν να πάει στο γραφείο του διευθυντή πάλι. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια! Ξαφνικά κάτι τον φαγούρισε. Άρχισε να ξύνει το χέρι του. Η κυρία Σεμπρούν κοίταξε τον Μπεν να βγάζει ένα έντομο από το παλτό του. «Βενιαμίν» είπε η κυρία Σεμπρούν «Πρόσεξε με σε παρακαλώ!». Ο Μπεν γύρισε και την κοίταξε. Άρχισε να ισιώνει τα ρούχα του. Συνειδητοποίησε πως δεν πρόσεχε. ‘Εβαζε τα δυνατά του για να ακούσει αλλά εκεί, πίσω της, πάνω από το φράχτη κρεμόταν ένα κλαδί, γεμάτο κόκκινα μούρα με πράσινα φύλλα. Ο Μπεν άπλωσε να πιάσει το κλαδί και άρχισε να μασουλάει μούρα και φύλλα. Η κυρία Σεμπρούν χαμογέλασε. Περπάτησε στην άλλη άκρη της παιδικής χαράς και δεν είπε λέξη. Και δεν τον έστειλε στο διευθυντή!
Το ίδιο βράδυ ο Μπεν κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Έβγαλε έξω τα κάτω του δόντια και τα έτριξε. Σκέφτηκε πως είναι γερά και κοφτερά. Κοίταξε τα αυτιά του, τα μάτια του, τη μύτη. Χτένισε τα μαλλιά του μακριά απ’το πρόσωπο του και κάθισε εκεί να κοιτιέται για αρκετή ώρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί του έλεγαν όλοι να μοιάσει με τα άλλα παιδιά. Πριν πάει για ύπνο, έβγαλε τα ρούχα του και τα έβαλε στο ντουλάπι. Έβγαλε τα παπούτσια και έκανε το ίδιο. Δεν τα χρειαζόταν πια.
Το επόμενο μεσημέρι, την ώρα της γυμναστικής, ο Μπεν ισορρόπησε ένα ψάρι στη μύτη του. H Λόρα και οι φίλοι της μαζεύτηκαν γύρω του για να δουν. Ποτέ δεν είχαν δει κάποιον να κάνει κάτι τέτοιο. Όταν τελείωσε μάλιστα κάποια παιδιά χειροκρότησαν. Φυσικά ο Μπεν βρήκε τον μπελά του που έφερε ένα ψάρι στο σχολείο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Αποφάσισε ότι οι συμβουλές που του έδιναν δεν ήταν τελικά και τόσο καλές, δεν θα προσπαθούσε πια να γίνει σαν όλους τους άλλους. Ήταν διαφορετικός και σ’ αυτό τίποτα το κακό δεν υπήρχε. Του άρεσε μάλιστα κάπως. Ίσως, αν επικεντρωνόταν στα πράγματα που έκανε καλά, θα έβρισκε έναν τρόπο να μη κάνει ζημιές. ‘Ηξερε ότι υπήρχαν πράγματα που έκανε πολύ καλά.
Κανένας άλλος δεν μπορούσε να ισορροπήσει ψάρι στη μύτη τού ή να κάνει έτσι ποδήλατο. Και κανένας δεν μπορούσε να χορέψει σαν αυτόν. Ήταν κι άλλα πράγματα που οι γονείς του, οι δάσκαλοι του κι ο διευθυντής δεν θα καταλάβαιναν. Αλλά αυτός κατάλαβε. Ο Μπεν λυπήθηκε που δεν καταλάβαιναν, αλλά χάρηκε κιόλας που μπορούσε και πάλι να είναι ο εαυτός του. Κι ένιωσε όμορφα.
Barry Louis Polisar David Clark Εκδόσεις: Rainbow Morning Music United States 1992
Μετάφραση- Σχόλια: Νάστα