ISTORIES ME TON ANEMO

Page 1

ΝΙΚΟΥ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ιστορίες με τον άνεμο

Αφηγείται ο Ζωγράφος – Τραγουδιστής Καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος Εικονογραφούν ο Σέργιος Φίλιος ντι Πάολα κι η Ιωάννα Άντριους

1


Στον Άνεμο που δεν ξέρουμε από πού έρχεται και γιατί.

Ευχαριστώ πολύ τους: Σοφία Γιαννοπούλου Ευτυχία Ιωάννου Μαριάννα Προδρομίδου Μαρίζα Ντεκάστρο για την συμπαράσταση και ενθάρρυνση τους τον Μιχάλη Κόκορη για την ζωγραφιά του και ιδιαίτερα τον Δημήτρη Νόλα επειδή το όνομα του έχει επτά γράμματα.

Υπομνήσεις α)’’Το βασίλειο της Φαγίας’’ είναι διασκευή του ομώνυμου παραμυθιού του Τζιάνι Ροντάρι απο την συλλογή ‘’Παραμύθια από το τηλέφωνο’’. β) Το όνομα Τελαβέλ στην ιστορία ‘’ο Μάστορας’’ είναι δανεισμένη από τη Λιθουανική Μυθολογία. γ) Το τέλος της ιστορίας ‘’Ο Άνθρωπος με το δάχτυλο για μύτη ‘’ είναι βασισμένο σ’ ένα ανέκδοτο που αναφέρει ο Γ. Κάμινγκς σε βιβλίο του , όπου πραγματεύεται την ‘’προσαρμοστικότητα του παιδιού στη ζωή’’, 1880. Δεν θυμάμαι τον τίτλο. δ) ‘’Ο Τζίτζικας’’ είναι διασκευή του ομώνυμου μύθου του Αισώπου. ε) Η ιδέα για την ‘’ένορκη δήλωση’’ είναι παρμένη από το βιβλίο του Ρ.Σ.Ράσπε ‘’Οι αλλόκοτες ιστορίες του Βαρόνου Μινχάουζεν’’

2


Η Γνωριμία με τον Άνεμο «Ο Άνεμος θα διαρκεί όσο και η Αθανασία μας. Είναι φτιαγμένος από υλικά απλά μα διαλεχτά, που φθείρονται δυσκολότερα και από το μετρό του Παρισιού». Παράφραση φράσης του ADOLFO BIOU CASARES, «Η εφεύρεση του Μορέλ».

Εμένα δε μου έμαθαν να πετάω οι κόρες του αυτοκράτορα Γιάο όπως στον αυτοκράτορα Σουέν, ούτε χρησιμοποίησα φτερά από κερί όπως ο Ίκαρος και ο Δαίδαλος. Δεν ανέβηκα σε βλήμα πυροβόλου όπως ο Μινχάουζεν, ούτε σε ιπτάμενα χαλιά όπως οι Μάγοι της Ανατολής. Δεν κατασκεύασα αερόστατο όπως ο Σιρανό Ντε Μπερζεράκ και ο πλοίαρχος Νέμο, ούτε ιπτάμενο αλογάκι όπως ο Κυβερνήτης Πάουλους. Δε συμμάχησα με τελώνια όπως ο Αλλαδίν. Δε με άρπαξαν αγριόχηνες όπως το μικρό Νιλς Χόλγκερσον ή προϊστορικά πτηνά όπως τον Σεβάχ τον Θαλασσινό. Δε φόρεσα φτερωτές μπότες όπως ο Παπουτσωμένος Γάτος, ούτε ανέβηκα σε φτερωτό άρμα όπως ο προφήτης Ηλίας. Εμένα μου’μαθε να πετάω ο άνεμος. Ο άνεμος που δεν ξέρουμε από πού έρχεται και γιατί. Δε θυμάμαι ακριβώς τη ημέρα. Μπορεί να ήταν Δευτέρα, Τρίτη ή Τέταρτη. Θυμάμαι μόνο πως είχαμε σχολείο το απόγευμα και γι’αυτό δε θα μπορούσε να είναι Πέμπτη, Παρασκευή ή Σάββατο. Εκείνο λοιπόν το πρωινό έμοιαζε να’ναι Κυριακή όπως και κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε λεπτό ολότελα δικό μας. Βέβαια, αυτό το πρωινό ήταν Κυριακή για μας αλλ’όχι και για τους μεγάλους. Αυτοί, όπως και κάθε εργάσιμη μέρα, έπρεπε να βάλουν τάξη στην πόλη και στα πράγματα τους. Οι μαγαζάτορες τοποθέτησαν στη σειρά τις πραμάτειες τους και τις άπλωσαν στις βιτρίνες τους. Οι γραφιάδες ξεσκόνισαν τα γραφεία τους και καθάρισαν τους κοντυλοφόρους τους. Οι υπάλληλοι φόρεσαν καθαρές μπλούζες κι έπλυναν τα χέρια τους. Οι καφετζήδες ζέσταναν το νερό για τον καφέ και οι ταβερνιάρηδες έστρωσαν μ’επιμέλεια τα τραπέζια τους. Οι εργάτες καθάρισαν τ’αυτοκίνητα, έπλυναν και σκούπισαν τους δρόμους και οι νοικοκυρές ταχτοποίησαν τα σπίτια, άπλωσαν τα πλυμένα ρούχα και ετοίμασαν το μεσημεριανό φαγητό. Εμείς μαζευτήκαμε στην πλατεία…σ’αυτή που υπάρχει ένα σιντριβάνι…μ’ένα μαρμάρινο λιοντάρι που βγάζει νερό από το στόμα και από τα αυτιά του…προς τις τρεις κατευθύνσεις…Δεν μπορεί να μην το έχετε δει. Παίζαμε στο πεζούλι του σιντριβανιού και χαζεύαμε τα περιστέρια που'καναν κύκλους στον αέρα…ώσπου κάποιος είχε μια ιδέα. Να παίξουμε θέατρο το σημερινό μας μάθημα στην ιστορία, δηλαδή τα ταξίδια του Οδυσσέα και πιο συγκεκριμένα το ταξίδι αυτό όπου οι σύντροφοι του Οδυσσέα σκίζουν τους ασκούς του Αιόλου νομίζοντας πως κρύβουν χρυσάφι. Έτσι ξεχύθηκαν οι μέχρι τότε φυλακισμένοι άνεμοι, βούλιαξε το καράβι και όλοι χάθηκαν εκτός από τον Οδυσσέα.

3


Μείναμε σύμφωνοι μ’ ενθουσιασμό μα όλοι τους ήθελαν το ρόλο του Οδυσσέα, ακόμα και τα κορίτσια. Έτσι παίξαμε το γνωστό «α-μπε-μπα-μπλόμ» και ο τυχερός κλήρος έπεσε σε μένα. Πήραμε νάιλον σακουλές απ’τον μπακάλη και τις φουσκώσαμε να μοιάζουν με ασκούς. Ρίξαμε δυο μεγάλες σανίδες στο σιντριβάνι για πλοίο και στη μέση ορθώσαμε ένα σκουπόξυλο για κατάρτι. Με λίγα κουρέλια φτιάξαμε τα πανιά και όταν όλα ετοιμαστήκαν πήραμε τις θέσεις μας, εγώ στο τιμόνι και οι άλλοι στα κουπιά. Μετά κάναμε τον καβγά μα μόλις σκίσαμε τους ασκούς άρχισε να φύσει ο Άνεμος. Στην αρχή δεν ήταν πολύ δυνατός. Έπαιρνε όμως τα καπέλα των περαστικών και εμείς διασκεδάζαμε να τους βλέπουμε να τα κυνηγούν. Σε λίγο όμως δυνάμωσε ο Άνεμος κι επειδή σήκωνε τη σκόνη του δρόμου τρέξαμε όλοι κάπου να προφυλαχτούμε. Σκορπίσαμε προς όλες τις κατευθύνσεις σαν τα περιστέρια. Εγώ κρύφτηκα σε μια πόρτα κι έμεινα λίγη ώρα να βλέπω τι γινόταν στην πλατεία. Ο Άνεμος δυνάμωνε συνεχώς και παράσερνε σχεδόν ότι έβρισκε μπροστά του. Τα κρεμασμένα ρούχα απ΄τις αυλές και τις ταράτσες, τους κουβάδες του μπακάλη που ακούμπησε μπροστά στην πόρτα του, τα τραπεζομάντιλα του ταβερνιάρη, τις εφημερίδες του περιπτερά…μέχρι και τα κόκκινα κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών. Μέσα σε λίγη ώρα η πόλη έγινε πιο ακατάστατη απ΄ότι ήταν κάθε πρωί. Τόσο ακατάστατη όπως ένα σπίτι μετά από μια μεγάλη γιορτή. Βγήκα από την κρυψώνα μου και προσπάθησα να τρέξω στο σπίτι μου. Μα δεν πρόλαβα να κάνω τρία βήματα. Ο Άνεμος με πήρε και με σήκωσε ψηλά σαν να ήμουν πούπουλο. Καθώς με σήκωνε όλο και πιο ψηλά εγώ έβλεπα την πόλη μου να μικραίνει και να μικραίνει ώσπου έγινε μια μικρή γαλάζια κουκίδα κι ύστερα χάθηκε εντελώς. …………………………………………………………………………………….. Τι είναι ο Άνεμος; Από πού έρχεται και γιατί; Στοιχηματίζω πως για τον περισσότερο κόσμο ο Άνεμος δε υπάρχει παρά μόνο για να φυσάει και πως κανένας δεν έζησε μαζί του μια τόσο περίεργη περιπέτεια όπως εγώ.

Η ιστορία του εγωιστή Θεού «… Ο Θεός είναι ένας αφέντης» λένε οι Τάταροι στην ταμάρικη γλώσσα τους. Λένε ότι είναι ένας εγωιστής αφέντης γιατί δε θέλει να κάνει παρέα με τους άλλους Θεούς παρά επιθυμεί να είναι πάνω απ’ όλους τους άλλους στον κόσμο…» Μάρκο Πόλο, «Τα ταξίδια»

Ο Άνεμος έτρεχε γρήγορα σαν τον άνεμο κι ώσπου να πεις κύμινο φτάσαμε στην Άκρη του Κόσμου. Πέρα απ’ την Άκρη απλώνεται το απέραντο το Μαύρο Αβανοβίνολο, δηλαδή το Κενό, το Άδειο, η Μοναξιά. Σ’ αυτήν τη Μοναξιά περνούσε και ο Θεός τις ώρες του, που δεν περνούσαν, ώσπου αποφάσισε να βρει έναν τρόπο να μη νοιώθει πια μόνος. 4


Με λίγα λόγια αποφάσισε να φτιάξει τον Κόσμο σε 7 μέρες. Την Πρώτη Μέρα άνοιξε τα μάτια του κι έγινε Φως. Τη Δεύτερη Μέρα έφτιαξε τον Ουρανό, τα Σύννεφα και τους Ανέμους. Την Τρίτη Μέρα εφεύρε το Νερό και μ’ αυτό έκανε τις Θάλασσες, τους Ποταμούς, τις Λίμνες, τη Βροχή και τη Δροσιά. Την Τέταρτη Μέρα επινόησε το Χώμα και μ’ αυτό κατασκεύασε τη Γη, τα Βουνά και τις Πεδιάδες. Την Πέμπτη Μέρα σχεδίασε τα Φυτά και τα Ζώα και τα σκόρπισε στον Ουρανό, στο Νερό και στο Χώμα. Και την Έκτη Μέρα…Αλήθεια τι έκανε την Έκτη Μέρα; Την Έκτη Μέρα σηκώθηκε νωρίς το πρωί γεμάτος λύπη σαν ένα σπίτι αδειανό, σαν ένα όργανο χωρίς χορδές, σαν ένα τραγούδι χωρίς λόγια, σαν ένα λουλούδι χωρίς μυρωδιά, σαν… Λυπόταν γιατί δεν είχε παρέα, κάποιον να τον συντροφεύει τις ατέλειωτες ώρες της Μοναξιάς που ’τανε άδεια και σκοτεινή όπως το Μαύρο Αβανοβίνολο. Σκέφτηκε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και ξαναξανασκέφτηκε και στο τέλος του ήρθε η ιδέα να φτιάξει τον Άνθρωπο, δηλαδή τον Άνδρα και τη Γυναίκα. Σήκωσε τα μανίκια του και ξαναστρώθηκε στη δουλειά. Πήρε απ’ τους βράχους και έφτιαξε τα κόκαλα. Πήρε απ’ το χώμα κι έφτιαξε το κορμί πήρε απ’ τα χόρτα κι έφτιαξε τα μαλλιά πήρε απ’ το νερό κι έφτιαξε το αίμα πήρε απ’ τα σύννεφα κι έφτιαξε το μυαλό πήρε απ’ τη δροσιά κι έφτιαξε τον ιδρώτα πήρε απ’ τα ποτάμια κι έφτιαξε τα δάκρυα και τέλος πήρε απ’ τα φεγγάρι και τον ήλιο κι έφτιαξε τα μάτια. Εδώ ο Θεός κοντοστάθηκε να πάρει μιαν αναπνοή. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και κοίταξε από πιο μακριά τα δημιουργήματά του όπως ο πατέρας κοιτάζει τα παιδιά του, όπως ο γλύπτης κοιτάζει τα γλυπτά του και όπως ο Νάρκισσος κοιτάζει στο ποτάμι το πρόσωπό του. Ύστερα φύσηξε απαλά τον Άνεμο και ο Άνθρωπος πήρε ζωή. Ο Θεός ένιωσε περήφανος, γιατί ο Άνδρας και η Γυναίκα ήταν τα καλύτερα απ’ όλα τα δημιουργήματά του. Γεμάτος χαρά έβαλε τον Άνδρα στη μιαν άκρη του κόσμου και τη Γυναίκα στην άλλη άκρη. Την Έβδομη Μέρα ο Θεός ονόμασε τον Κόσμο Παράδεισο, τον Άνδρα Αδάμ και τη Γυναίκα Εύα και μετά ξεκουράστηκε. Από τότε κάθε μέρα περνούσε τις ώρες του κάνοντας παρέα πότε με τον Αδάμ και πότε με την Εύα κι έτσι δεν ένιωθε τη σκοτεινή Μοναξιά, όπως παλιότερα όταν ζούσε στο Μαύρο Αβανοβίνολο. Ο Αδάμ και η Εύα τον υποδέχονταν πάντα σαν τον αφέντη και τον περιποιόντουσαν σαν φίλο μοναδικό γιατί, όπως είπαμε, δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους αφού ο ένας ζούσε στη μιαν Άκρη του Παραδείσου και η άλλη στην άλλη Άκρη. Μα έλα που η περιέργεια, η πρώτη και η πιο ισχυρή απ’ όλες τις επιθυμίες, έγινε η αιτία να συναντηθούν, ο Αδάμ και η Εύα, στο κέντρο του Παραδείσου κάτω από το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού. Τα μεγάλα φρούτα

5


κρέμονταν φωτεινά, έτοιμα να σκάσουν από τη γνώση. Αυτοί πήραν και γεύτηκαν απ’ το νόστιμο φως τους και τότε άστραψε ο ουρανός και 5 κεραυνοί τους χτύπησαν καταπρόσωπο. Έτσι γεννήθηκαν οι 5 αισθήσεις: από τη λάμψη η όραση, από τη φωτιά η αφή, από το θόρυβο η ακοή, και από το κάψιμο η όσφρηση και η γεύση. Ο Θεός άκουσε το θόρυβο και είδε τη λάμψη. Έτρεξε αμέσως κοντά τους μα μόλις ο Αδάμ και η Εύα τον είδαν άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις: Ποιος είναι; Ποια είναι τα ονόματα αυτών που υπάρχουν; Ποιος τα ’φτιαξε; Τι υπήρχε πριν από αυτούς; Τι θα υπάρχει μετά; Τι, ποιο, γιατί, πώς, πού, πότε… Ο Θεός έγινε έξω φρενών. Κατάλαβε πως από τώρα πια δε θα μπορούσε να κάνει μόνος του κουμάντο στη διατήρηση και λειτουργία αυτού του Κόσμου. Τα ερωτήματα του Αδάμ και της Εύας τον υποχρέωναν να δώσει εξηγήσεις κι όταν αυτοί θα μάθαιναν πώς και με ποιο τρόπο λειτουργεί, θα είχανε δική τους γνώμη και θα του έκαναν κριτική. Αν πάλι αρνιόταν να δώσει εξηγήσεις, ο Αδάμ και η Εύα θα τις έψαχναν μονάχοι τους και θα σταματούσαν να του κάνουν παρέα, να τον περιποιούνται και να τον λατρεύουν. Και τότε, πάνω στο θυμό του, τους έδιωξε απ’ τον Παράδεισο κι έμεινε πάλι μόνος, συντροφιά με τη σκοτεινή Μοναξιά του Μαύρου Αβανοβίνολου. Ύστερα προσπάθησε να βρει μια λύση αλλά δεν τα κατάφερε. Απ’ το θυμό του και την ανημποριά του έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε μέρες πολλές, τόσες που η Γη πλημμύρισε κι ο μόνος που σώθηκε ήταν ο Νώε και η Κιβωτός του. Δεν ήθελε να τους ξαναφωνάξει γιατί θα ’πρεπε να τους ζητήσει συγνώμη αλλά ο εγωισμός του ήταν απέραντος όπως το Μαύρο Αβανοβίνολο. Έκλαιγε με δάκρυα πικρά σαν μπιζέλια, σαν μια βρεγμένη ομπρέλα κλειστή, έκλαιγε, έκλαιγε ώσπου μαράθηκε και πέθανε σαν το Μεγάλο Πράσινο Δέντρο. Πέθανε μόνος του ανάμεσα στα αστέρια, στα βουνά, στα ποτάμια, στις λίμνες, στον ουρανό και στα ζώα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, μη μπορώντας ν’ αντέξει τη σκοτεινή Μοναξιά. Ε, μα την αλήθεια, δε θα ’θελα για τίποτα στον κόσμο να βρίσκομαι στη θέση του. Εσείς;

Ο χαμένος Παράδεισος «Ο καλός Θεός δεν παίζει ζάρια» Αϊνστάιν

Όταν πέθανε ο Θεός, ο Άνθρωπος έγινε κύριος κληρονόμος Θεός αυτού του Κόσμου. «Εγώ μπορώ να τον κάνω πάλι Παράδεισο», είπε και χωρίς πολλή σκέψη ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Πρώτα χώρισε την πόλη από την επαρχία τους αστούς από τους χωρικούς τους μαγαζάτορες από τους αγρότες. Ύστερα χώρισε την εργασία από τη σχόλη τις επιστήμες από τις τέχνες το επάγγελμα από την ασχολία. Μετά χώρισε το μυαλό από το κορμί

6


τη σκέψη από την κίνηση τη λογική από το συναίσθημα. Πήδηξε ψηλά από τη χαρά του και φώναξε: «Τώρα ο κόσμος είναι λίγο καλύτερος» και χωρίς πολλή σκέψη συνέχισε τη δουλειά του. Πρώτα χώρισε Ύστερα χώρισε Μετά χώρισε

τους πλούσιους από τους φτωχούς τους εργοδότες από τους εργαζομένους τους λευκούς από τους έγχρωμους. τους άνδρες απ’ τις γυναίκες τους γέρους απ’ τα παιδιά τα παιδιά απ’ τα παιχνίδια τους. το χώμα απ’ το νερό τη χαρά απ’ το γέλιο τη λύπη από το κλάμα.

Πήδηξε ψηλά απ’ τη χαρά του και φώναξε: «Τώρα ο κόσμος είναι αρκετά καλύτερος» και χωρίς πολλή σκέψη ρίχτηκε πάλι στη δουλειά. Πρώτα χώρισε Ύστερα χώρισε

Μετά χώρισε

τα μικρά από τα μεγάλα τα αδύνατα από τα δυνατά τα χαμηλά από τα ψηλά. τα έξω από τα μέσα τα πάνω από τα κάτω τα εδώ από τα εκεί τα δεξιά απ’ τ’ αριστερά τα βόρεια από τα νότια τα κρύα απ’ τα ζεστά τα μπλε από τα κόκκινα τα μαύρα από τα άσπρα. το παρόν από το μέλλον το μέλλον από το παρελθόν το παρελθόν από το παρόν.

Πήδηξε ψηλά απ’ τη χαρά του και φώναξε: «Τώρα ο κόσμος είναι πολύ καλύτερος». Αυτός είναι ο δικός μου Παράδεισος. Εγώ δε συμφωνώ μαζί του. Δεν είναι αυτός ο δρόμος που οδηγεί στον Χαμένο Παράδεισο. Δε μου αρέσει αυτή η ιστορία. Βοηθήστε με να τη σβήσω και με πολλή σκέψη να την ξαναγράψουμε αλλιώς μαζί, απ’ την αρχή, απ’ το σημείο εκείνο που λέει πως πέθανε ο Θεός κι ο Άνθρωπος έγινε κύριος και κληρονόμος Θεός αυτού του Κόσμου.

7


Τα μοναχικά αστέρια Στο κομμάτι του εαυτού μας που το ονομάζουμε Ευτυχία

Όταν χωρίζουμε με τον άνεμο κάθομαι στο μπαλκόνι μου και κοιτάζω τ’ αστέρια. Εκατομμύρια χρωματιστά αστέρια σ’ όλα τα μεγέθη και σ’ όλες τις ηλικίες, σεργιανούν στον ατέλειωτο ουρανό. Εκεί, λοιπόν, μες το σκοτάδι, που ποτέ δε γεννήθηκε και ποτέ δε θα πεθάνει, ζούσε και το δικό μου αστέρι. Ένιωθε μόνο, όπως εγώ στο μπαλκόνι μου. Τ’ άλλα αστέρια περνούσαν δίπλα του βιαστικά ή αργά, δύο δύο, τρία τρία, ή πολλά πολλά, σιωπηλά, συζητώντας ή γελώντας χωρίς να το κοιτάζουν, χωρίς να του χαμογελούν. Αυτό, αμήχανο, με τα χέρια στις τσέπες, ανοιγόκλεινε τα φωτεινά του μάτια μήπως και το προσέξουν, ώσπου… Ναι. Ένα άλλο αστέρι σε μια άλλη μεριά του χαμογελούσε περιμένοντας. Έμειναν λίγο ακίνητα καθώς τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ύστερα άρχισαν μ’ όλη τους τη δύναμη να τρέχουν το ’να προς το άλλο. Έτρεχαν τόσο που το φως τους άφηνε πίσω τους γλυκιά ρυθμική μουσική. Έτρεχαν ανάμεσα στο πλήθος μήπως και χαθούν, έτρεχαν ώσπου έπεσαν με λαχτάρα το ’να στην αγκαλιά του άλλου. Τότε έλαμψε ο ουρανός απ’ το φως σαν να ’γινε έκρηξη κι όλοι σταμάτησαν για να δουν τι συμβαίνει. Μ’ αντί τα δυο αστέρια να ενωθούν σε μια αγάπη αιώνια, όπως θα νομίζετε, έγιναν χιλιάδες κομμάτια και σκόρπισαν σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Α! έκανε το πλήθος και γω πετάχτηκα απ’ την καρέκλα μου ξαφνιασμένος, έμεινα λίγο ακόμα στο μπαλκόνι μου μέχρι που οι λάμψεις τους χάθηκαν κι ύστερα πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα. Η ζωή από τότε κυλάει στον ουρανό όπως και πρώτα. Οι περαστικοί περπατάνε το δρόμο τους δύο δύο, τρείς τρείς ή πολλοί μαζί, βιαστικά ή αργά, σιωπηλά, συζητώντας ή γελώντας χωρίς να κοιτάζουν ή να χαμογελούν στα μοναχικά αστέρια που ψάχνουν παρέα. Κι εγώ; Εγώ ακόμα περιμένω να συναντηθώ με το δικό μου αστέρι. Μπορεί να κρύβεται στο μπαλκόνι απέναντι ή να με περιμένει στη γωνία του δρόμου της χαράς ή της λύπης μου. Τώρα που ξέρω τι συμβαίνει όταν τ’ αστέρια συγκρούονται δεν είμαι καθόλου, μα καθόλου, βιαστικός. Θ’ αφήσω να με οδηγήσει κοντά σου ο άνεμος που δεν ξέρουμε από πού έρχεται ή γιατί.

8


Η χώρα με τις 7 Κυριακές «Και ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση». Βίβλος

Καθώς ο άνεμος ήταν μεθυσμένος κι΄ εγώ δεν ήξερα καλά τους δρόμους γυρίσαμε προς τα πίσω, εκεί δηλαδή όπου δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνον σκοτάδι, και το σκοτάδι που κρυβόταν στο σκοτάδι. Όταν λοιπόν ο Θεός άνοιξε τα μάτια του έγινε φως. Ήταν η στιγμή που αποφάσισε να φτιάξει τον κόσμο. Την πρώτη μέρα έφτιαξε την Κυριακή. Την δεύτερη μέρα έφτιαξε πάλι μια Κυριακή. Την τρίτη μέρα έφτιαξε ακόμα μια Κυριακή. Και κάθε μέρα μέχρι την έβδομη μέρα έφτιαχνε κι από μια Κυριακή. Έτσι έγινε η χώρα με τις 7 Κυριακές. Τ’ όνομά της ήταν Παράδεισος και όπως όλοι σας ξέρετε εκεί έβαλε ο Θεός τον άνδρα και τη γυναίκα να κατοικήσουν. Όταν όμως αυτοί έφαγαν τον καρπό της γνώσης από το δέντρο του καλού και του κακού ο Θεός τους έδιωξε και τους έστειλε σε μια άλλη χώρα όπου δεν υπάρχει Θεός και οι μέρες δεν είναι πάντα Κυριακή αλλά Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Δηλαδή, με λίγα λόγια και απλά, στις 7 μέρες υπήρχε μόνο μια Κυριακή. Από τότε ο άνθρωπος είναι ο Θεός αυτού του κόσμου και δουλεύει κάθε μέρα σκληρά, κάθε Δευτέρα, δηλαδή, και κάθε Τρίτη κλπ., για να φτιάξει το δικό του παράδεισο όπου η κάθε μέρα θα είναι πάλι Κυριακή. Στο μεταξύ ο άνεμος ξεμέθυσε και έτσι πήραμε πάλι το σωστό το δρόμο για τη χώρα του 7.

Το χτήμα «Εκεί που η λύσσα του Νοτιά, όργωνε την ερημιά, φέραμε νερό κι αγάλια, βγήκανε τα πορτοκάλια». Ράσελ Χόμπαν

Πριν φτάσουμε στη μακρινή χώρα 7 σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε στο χτήμα του Επιμηθέα. Ο Επιμηθέας, άνθρωπος γλυκός και φιλόξενος, μας έστρωσε να φάμε και να πιούμε κι ύστερα, δίπλα στο τζάκι όπου η φωτιά έπαιρνε χίλιες μορφές και χίλια χρώματα, μας διηγήθηκε την παράξενη ιστορία του, τότε που το χτήμα δεν ήταν ακόμα χτήμα μα ξερή και άγονη γη. «Δεν είναι ζωή αυτή», σκεφτόνταν ο Επιμηθέας. «Το μέρος αυτό δεν κάνει για χτήμα. Το νερό είναι πολύ μακριά. Χωρίς νερό το έδαφος είναι σκληρό και άγονο. Τίποτε δε μπορεί να φυτρώσει. Ούτε δέντρα, ούτε χορτάρι. Και χωρίς χορτάρι και νερό δεν μπορούν να ζήσουν τα ζώα. Και χωρίς τα ξύλα των δένδρων δεν μπορώ να φτιάξω σπίτι να μείνω».

9


«Θα φύγω», έλεγε και ξανάλεγε. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να μείνω εδώ επειδή έμενε ο πατέρας μου και ο παππούς μου και ο παππούς του παππού μου. Θα πάω να βρω ένα μέρος πιο εύφορο, με πολλά νερά, με πυκνή βλάστηση και με όλων των ειδών τα ζώα». Ετοίμασε, λοιπόν, τα λιγοστά του πράγματα και ξεκίνησε για το ταξίδι. Περιπλανήθηκε μέρες πολλές, βδομάδες, μήνες. Όπου κι αν έφτανε, πάντοτε κάτι έβρισκε που να μην του αρέσει και ξανάφευγε. Ώσπου έφτασε στο χτήμα του Προμηθέα. - Πόσο μ’ αρέσει το χτήμα σου Προμηθέα, είπε ο Επιμηθέας. Είναι όπως το ονειρευόμουν. Έχει απ’ όλα. Γύρισα όλον τον κόσμο. Μα τέτοιο χτήμα δεν ξανάδα. Θα ’θελα τόσο να μείνω μαζί σου. Μπορώ; - Μα βέβαια, είπε ο Προμηθέας. Να μείνεις. Άλλωστε πάντα ήθελα ένα βοηθό για τις δουλειές μου. Υπάρχουν πάντοτε αρκετές. Όχι φυσικά όπως παλιότερα. Τότε, δηλαδή, που το χτήμα ήταν ξερή και άγονη γη. - Ξερή και άγονη γη; αναφώνησε ο Επιμηθέας. Μα τι λες; Δεν ήταν πάντα ωραίο, γόνιμο και πλούσιο; Πες μου καλέ μου, Προμηθέα. Πες μου. - Να σου πω, είπε ο Προμηθέας. Στο μέρος αυτό έμεναν ο πατέρας μου και πριν απ’ αυτόν ο παππούς μου…Ζούσαν φτωχικά γιατί η γη ήταν άγονη και ξερή. Το νερό ήταν μακριά. Χωρίς νερό, το χώμα είναι σκληρό. Τίποτα δεν μπορούσε να φυτρώσει. - Και μετά; και μετά; ρώτησε μ’ αγωνία ο Επιμηθέας καθώς θυμήθηκε το δικό του χτήμα. - Μετά…Στην αρχή ήθελα να φύγω, μα φοβήθηκα μήπως χάσω κι αυτό που έχω. Έτσι έσκαψα αυλάκια κι έφερα νερό. Με το νερό μαλάκωσε το έδαφος. Ύστερα φύτεψα χορτάρι, λουλούδια και δένδρα. Έτσι μπόρεσα και έφερα ζώα. Κότες, για να παίρνω αυγά. Αγελάδες για γάλα, πρόβατα για μαλλί και κρέας, άλογα και βόδια και σκύλους. Με τα βόδια όργωσα τη μαλακιά γη και φύτεψα σιτάρι, καλαμπόκι κι άλλα δημητριακά. Με τα άλογα κουβαλούσα ξύλα και πέτρες, κι έχτισα το ωραίο μου σπίτι. Τους σκύλους τους έβαλα να φυλάνε το σπίτι από τους κλέφτες και τα άγρια ζώα. Στο μεταξύ μεγάλωσαν και τα λουλούδια… - Ωραία…ωραία…έλεγε ο Επιμηθέας. Έκανα άσχημα που άφησα το χτήμα μου. Ας είναι. Το ταξίδι μου άξιζε τον κόπο. Τώρα νομίζω πως πρέπει να γυρίσω πίσω. Αν μείνω εδώ, στα χτήματά σου, Προμηθέα, θα νιώθω πάντα ξένος. Έτσι ο Επιμηθέας γύρισε πίσω. Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Και οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι. Το χτήμα του ομορφαίνει συνεχώς. Τώρα έχτισε και το σπίτι. Με πέτρα και κόκκινο κεραμίδι στη στέγη. Κι είμαι βέβαιος πως αν περάσετε ποτέ από μπροστά θα σταματήσετε να θαυμάσετε. «Ω! τι ωραίο χτήμα» θα πείτε.

10


Η χώρα του 7 «Πριν πεις κάτι γύρισε τη γλώσσα σου εφτά φορές. Ίσως μετά να μην έχεις τη διάθεση να το πεις». Λαϊκή παροιμία

Επιτέλους! Φτάσαμε στη χώρα του 7. Ανυπομονώ να σας την περιγράψω γιατί είναι από τις πιο περίεργες χώρες που επισκεφτήκαμε μέχρι τώρα με τον άνεμο. Πριν απ’ όλα, όμως, πρέπει να σας πω ότι για να περάσει κανείς τα σύνορα πρέπει να ’χει μια σχέση με το 7. Για μένα δεν ήταν δύσκολο γιατί ήμουν 7 χρονών, αλλά για τον άνεμο… Καλά το μαντέψατε. Έμεινε απ’ έξω και με περίμενε. Στη χώρα του 7 δεν μπορεί κανείς να βρει τις 24 ώρες, ούτε τα 4 σημεία του ορίζοντα. Δεν μπορούν να ζήσουν τα τριφύλλια, ακόμη κι αν είναι τετράφυλλα, ούτε τα τριαντάφυλλα. Στη χώρα του 7 δεν υπάρχουν σαρανταποδαρούσες, ή εκατόγχειρες ή δικέφαλοι αετοί. Δεν ισχύουν οι Δώδεκα Εντολές, δε βασιλεύουν οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου, δε συναντάς τις τρεις Χάριτες, τις Εννέα Μούσες ή τους τριακόσιους του Λεωνίδα, ούτε βέβαια κινδυνεύεις από τους 40 κλέφτες ή τη Λερναία Ύδρα. Αυτή όπως ξέρετε έχει 59 κεφάλια Αυτά όμως δε σημαίνουν ότι δε βρίσκεις στη χώρα του 7 πράγματα ενδιαφέροντα και συναρπαστικά. Θα προσπαθήσω να σας απαριθμήσω τα κυριότερα απ’ όσα συνάντησα αν και, για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, δεν έμεινα παρά μόνον 7 μέρες. Η χώρα του εφτά, ή αλλιώς Επτάνησος, μοιάζει με μια μεγάλη ιπτάμενη βάρκα και αποτελείται από 7 νησιά, την Κέρκυρα, την Ιθάκη, τους Παξούς, τους Αντίπαξους, την Λευκάδα, την Κεφαλονιά και την Ζάκυνθο. Η Επτάνησος είναι χτισμένη στον έβδομο ουρανό, πάνω σε 7 λόφους όπως η Ρώμη, η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη. Περιτριγυρίζεται από 7 τείχη με 7 πύλες όπως η Ιερουσαλήμ. Γύρω της περιστρέφονται 7 πλανήτες: ο Πλούτωνας, ο Άρης, η Αφροδίτη, ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ερμής και η Σελήνη. Η γη δε φαίνεται από τη χώρα του 7 αλλά βλέπεις με ευκρίνεια τις 7 φάσεις της Σελήνης: 7 φάσεις, μια φάση κάθε μέρα, 7 μέρες το χρόνο. Γιατί ο χρόνος εδώ διαρκεί μόνο 7 μέρες, όσες έχει σε μας η εβδομάδα, όσες μέρες χρειάστηκε ο Θεός να δημιουργήσει τον κόσμο. Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που όλα εδώ ζουν μόνο 7 μέρες. Την έβδομη μέρα, την Κυριακή, δεν αναπαύονται αλλά πεθαίνουν. Προσωρινά, φυσικά, γιατί ξαναγέννιουνται πάλι τη Δευτέρα. Γεννιούνται και πεθαίνουν στο πολύχρωμο φως του Επτάφωτου Λυχναριού που αντικαθιστά τον ήλιο, τη μέρα, και το ηλεκτρικό, όταν έχει σκοτάδι. Πολύχρωμο επειδή περιέχει τα 7 χρώματα του ουράνιου τόξου: το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο, το πράσινο, το μπλε, το λουλακί και το βιολέ. Από τα αξιοθέατα τα πιο αξιόλογα είναι τα 7 Θαύματα του Κόσμου: οι πυραμίδες της Αιγύπτου, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, ο ολύμπιος Δίας του γλύπτη Φειδία, ο Κολοσσός της Ρόδου, ο Ναός της Αλικαρνασσού και ο Φάρος της Αλεξάνδρειας. Υπάρχει όμως και το δαχτυλίδι της Στέλλας μες τους 7 κύκλους, αυτό που έχασε στην αμμουδιά της Τορώνης. Οι πιο διάσημοι κάτοικοι είναι οι 7 σοφοί της αρχαίας Ελλάδας: ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Πιττακός ο Μυτηλιναίος, ο Βίας ο Πριηνεύς, ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος, ο Εμπεδοκλής ο Συρακούσιος και ο Αναξαγόρας ο Λακαιδεμόνιος. 11


Συναντά όμως κανείς και άλλα γνωστά πρόσωπα: τους 7 Σαμουράι, τους 7 νάνους, τους 7 ιππότες της αποκάλυψης, τις 7 μωρές παρθένες, τον κοντορεβιθούλη και τα 6 αδέλφια του, τις 7 κόρες του Δράκου, τις 7 νέες και τους 7 νέους που έστελναν κάθε χρόνο για θυσία οι Κρητικοί στον Μινώταυρο, τα 7 βασιλόπουλα που η μάγισσα μεταμόρφωσε σε 7 κύκνους, τον Γιεχωσουά, ή Ιησού του Ναυή, γιατί γκρέμισε την Ιεριχώ σε 7 γύρους, τον Σεβάχ τον Θαλασσινό και τον Οδυσσέα γιατί έκαναν από 7 ταξίδια και την Ευτυχία γιατί το όνομά της έχει 7 γράμματα. Λέγεται επίσης ότι εδώ έγραψε ο Μπετόβεν την έβδομη συμφωνία του, ότι εδώ έκανε ο Ηρακλής το έβδομο κατόρθωμά του, ότι εδώ είπε ο Μινχάουζεν το έβδομο ψέμα του, ότι εδώ επινόησε η Χαλιμά την έβδομη ιστορία της, ότι εδώ ξεκουράστηκε ο Θεός την έβδομη μέρα της δημιουργίας, ότι εδώ συνάντησε η Αλίκη τον κηπουρό Νο 7 που έβαφε κόκκινα τα άσπρα τριαντάφυλλα και ότι εδώ ήταν ο έβδομος ουρανός, όπου το φτερωτό άλογο Μπουράκ μετέφερε τον Μωάμεθ στο Νυχτερινό ταξίδι. Ζώα υπάρχουν πολλά, μα υπερτερούν σε αριθμό οι γάτες γιατί είναι εφτάψυχες. Υπάρχουν όμως και οι 7 παχιές με τις 7 ισχνές αγελάδες, ο φοβερός εφτακέφαλος δράκος του Δρακόρ που ήθελε να σκοτώσει ο πρίγκιπας Γκάλοου, μια ανάπηρη σαρανταποδαρούσα με 7 γερά πόδια και μια πονηρή αλεπού που για να επισκεφτεί τη χώρα μεταμφιέστηκε σε εφταπόδαρη αλεπού. Η κυριότερη τροφή για τους ανθρώπους είναι το εφτάζυμο ψωμί και για τα ζώα τα εφτάφυλλα μαρούλια και τα 77φυλλα λάχανα. Η πιο αγαπητή τέχνη είναι ο κινηματογράφος – η έβδομη, δηλαδή, από τις τέχνες. Αγαπούν όμως πολύ και τη μουσική γιατί έχει 7 νότες: ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα, σι. Το αλφάβητό τους αποτελείται από 7 φωνήεντα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω. Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να μάθω τη γλώσσα τους αλλά τελικά τα κατάφερα και για να σας το αποδείξω θα σας μεταφράσω ένα τραγούδι που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή στη χώρα του 7 και που το τραγουδούσανε με συνοδεία εφτάχορδου λαούτου και εφτάχορδης λύρας. Με μια βάρκα στ’ ανοιχτά κι όλα τα πανιά ψηλά ξεκινήσαμε εφτά για να πάμε εκεί, αλλά… Είχε μόνο απανεμιά δε φυσούσε στα πανιά πήραμε όλοι κουπιά για να πάμε εκεί, αλλά… Πέσαμε σ’ ένα βοριά και φουσκώσαν τα πανιά μα δε φύγαμε σωστά για να πάμε εκεί, αλλά… Κάποια μέρα στα βαθιά με σκισμένα τα πανιά

12


καταλάβαμε κι οι εφτά δεν υπάρχει εκεί, αλλά… Ρεφραίν Λίγο εδώ, λίγο εκεί λίγο τ’ άλλα, λίγο αυτά έτσι είναι η ζωή μια βαρκάδα στ’ ανοιχτά. Όπως σας είπα, ήδη, έμεινα μόνο 7 μέρες. Έφτασα στις 7 Ιουλίου, 7 η ώρα το πρωί και έφυγα στις 7 Ιουλίου 7 η ώρα το βράδυ. Βγήκα από την πύλη ή θύρα 7, γοητευμένος απ’ αυτά που είδα και έμαθα αλλά και με πάρα πολλές απορίες. Συνάντησα τον άνεμο που μου υποσχέθηκε να με πάρει του χρόνου που θα γίνω 8 χρονών να γνωρίσω τη χώρα του 8 όπου βρίσκονται και τα 8 αδέλφια: ο Βοριάς ή Τραμουντάνα, ο Μαΐστρος, ο Ζέφυρος ή Πονέντες, ο Γαρμπής, ο Νοτιάς, ο Σιρόκος, ο Λεβάντες και ο Γραικός.

Το παιδί θαύμα «Ντροπή σου», είπε ο βάτραχος. «Εγώ, όταν ήμουν γυρίνος, δεν είχα ουρά». «Ακριβώς όπως το φαντάστηκα!», είπε ο γυρίνος. «Δεν υπήρξες ποτέ σου γυρίνος». Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, «Μύθοι»

Ο Άβελ – Έχει ένα ποδήλατο έχει μια γάτα έχει όμορφα ρούχα έχει ωραίο σπίτι έχει γαλανά μάτια. Ο Άβελ – Μαθαίνει αγγλικά μαθαίνει χορό μαθαίνει πιάνο μαθαίνει ιππασία μαθαίνει κολύμπι. Ο Άβελ – Πηγαίνει σχολείο πηγαίνει φροντιστήριο πηγαίνει σινεμά πηγαίνει σε πάρτι

13


πηγαίνει διακοπές. Ο Άβελ – Ξέρει να διαβάζει ξέρει να μιλάει ξέρει να σκέφτεται ξέρει να γράφει ξέρει να συζητάει. Ο Άβελ – Μπορεί να τρέχει μπορεί να ζωγραφίζει μπορεί ν’ απαντάει μπορεί να μαθαίνει μπορεί να τρώει. Αλλά Ο Άβελ - Δεν έχει φίλους δεν έμαθε να παίζει δεν πηγαίνει βόλτα δεν ξέρει να γελάει δεν μπορεί ν’ αγαπάει. Είμαι περήφανος για το γιο μου, λέει και ξαναλέει ο πατέρας του και Θεός.

Ο τζίτζικας ‘’…Η γη μας είναι σαν μια κυψέλη κι οι άνθρωποι κουράζονται σαν τις μέλισσες να τη γεμίσουν μελί. Μα εγώ είμαι ένα αγριομέλισσα…’’

Τρέχαμε με τον άνεμο όταν μας προσπέρασε ένα ωραίο τραγούδι. Χαμηλώσαμε κι είδαμε μες στα στενοσόκακα της μυρμηγκούπολης έναν τζίτζικα με μια βαλίτσα. Έκανε κρύο μα ούτε που τον ένοιαζε. Τραγουδούσε και κάθε τόσο έκανε πήδους χορευτικούς, χοπ-χοπ, στο ρυθμό της μουσικής του να ζεσταθεί. Τον πήραμε και μείς από πίσω, χοπ-χοπ, χοροπηδώντας μέχρι που τον είδαμε να ανεβαίνει τα σκαλιά ενός μεγάλου αρχοντικού. Κρυφτήκαμε στη γωνία και περιμέναμε με τα αυτιά ανοιχτά ώσπου το τραγούδι σταμάτησε, ακούστηκε ο χτύπος μιας πόρτας, βήματα μέσα στο σπίτι κι η πόρτα που άνοιξε. Φασαρία. Κα τότε είδαμε πρώτα τη βαλίτσα του τζίτζικα να εκσφενδονίζεται στο δρόμο σαν μια τεράστια μαύρη χιονοστιβάδα κι ύστερα τον ίδιο ν’ακολουθεί κατρακυλώντας στις σκάλες σαν μια πράσινη χιονόμπαλα ώσπου έφτασε και έπεσε πάνω στη βαλίτσα. Αυτή άνοιξε και όλα χυθήκαν μέσα στις χιονολάσπες και στα χιονολασπόνερα. Μα η κακοτυχία του τζίτζικα δεν 14


τελειώνει εδώ. Τέσσερις γεροδεμένοι μέρμηγκες με στολές υπηρέτη πεταχτήκαν έξω από το αρχοντικό, τον άρπαξαν από το γιακά, τον σήκωσαν όρθιο κι ένας συγγραφέας ξέρει τι θα γινόταν στη συνέχεια, αν δεν εμφανιζόταν στην κορυφή της σκάλας μια ωραία μερμυγκίνα με βασιλική κορόνα και βασιλικό ύφος. Οι υπηρέτες άφησαν τον τζίτζικα εκεί που τον βρήκαν, πάνω στη βαλίτσα και στα λασπόνερα, και στάθηκαν προσοχή. -Μεγαλειοτάτη, τόλμησε να πει ο πρώτος. -Αυτός ο άθλιος τζίτζικας κτυπάει κάθε χειμώνα την πόρτα μας και ζητιανεύει το φαί μας, συνέχισε ο δεύτερος. -Που όταν εμείς με τόσο κόπο μαζεύουμε όλο το καλοκαίρι αυτός ο άχρηστος τεμπέλης μόνο να τραγουδάκι ξέρει, ολοκλήρωσε ο τρίτος. -Μεγαλειοτάτη, ο άθλιος τζίτζικας, κόπος, καλοκαίρι, τραγούδι, τεμπέλης, μαζεύουμε, τα γνωστά, επανέλαβε ο τέταρτος. Μέχρι εδώ η ιστορία μας είναι γνωστή. Την έχει γράψει ο Αίσωπος τόσες χιλιάδες χρόνια πριν. Τα μυρμήγκια δεν αγαπάνε τον τζίτζικα και δε θέλουν να του δώσουν φαγητό γιατί όταν αυτοί δουλεύουν, αυτός τραγουδάκι. Τον διώχνουν βάναυσα λέγοντάς του: ‘’Αφού το καλοκαίρι τραγουδούσες τώρα μπορείς να χορεύεις’’. Μα να που οι καιροί αλλάζουν. Μαζί και οι ιστορίες. Και μάλιστα έτσι που ο Αίσωπος δε θα μπορούσε να φανταστεί και ίσως και να μη συμφωνούσε αν ξαναδιάβαζε την ιστορία του. Η βασίλισσα έριξε μια ματιά στους υπηρέτες και φώναξε θυμωμένη βασιλικά σαν να μην είχε διαβάσει Αίσωπο ποτέ. -Μα δε ντρέπεστε καθόλου; Ποιός είναι αυτός που σας είπε ότι ο τζίτζικας είναι άχρηστος και τεμπέλης. Μάθετε επιτέλους, και μια για πάντα, ότι χάρις στο δικό του τραγούδι εμείς μπορούμε κι υποφέρουμε τη βάρια δουλειά του καλοκαιριού. Ύστερα άπλωσε βασιλικά το χέρι στο μαύρο από τις λάσπες τζίτζικα και του είπε γλυκά σαν μελί. - Τζίτζικα, είσαι καλοδεχούμενος. Καλώς ήρθες στ’αρχοντικό μας. Υπάρχει νερό ζεστό για να πλυθείς, ρούχα καινούργια, και φαγητό για όλους. Από σήμερα το τραγούδι σου θα μας συντροφεύει στη μοναξιά του χειμώνα. Κι ο τζίτζικας πλύθηκε και ξανάγινε πράσινος. Ύστερα διάλεξε τα καλύτερα ρούχα. Μαύρο κοστούμι σμόκιν γυαλιστερό, άσπρο δαντελένιο πουκάμισο, βελούδινο βυσσινί παπιγιόν δεμένο με χάρη στο σκληρό κολάρο, παπούτσια για κλακέτες, λουστρίνια μαύρα πάνω από κάλτσες μεταξωτές, στερεωμένες ψηλά στη γάμπα με λεπτές καλτσοδέτες. Πήρε και το βιολί κι άρχισε το τραγούδι του που κράτησε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι και που στάθηκε η κυριότερη αίτια να'χει γεμάτο στομάχι και ζεστό κρεβάτι μέχρι τότε. Εγώ κι ο άνεμος μπαινοβγαίναμε στ’ αρχοντικό των μυρμηγκιών από τις χαραμάδες κι ακούγαμε το τραγούδι του τζίτζικα: Άλλοι αγαπούν την τεμπελιά το τραγούδι ή τη δουλειά μα εγώ νομίζω πως εδώ στον κόσμο τούτο το μικρό είναι καλό, είναι σωστό

15


όμορφο είν’ και θαυμαστό αυτό που κάθε ζωντανό μες στην κάρδια του φυλακτό έχει κρυμμένο… Εγώ κι ο άνεμος βγαινομπαίναμε στ’αρχοντικό των μερμηγκιών από τις χαραμάδες και βλέπαμε τον τζίτζικα να τραγουδάει και να χορεύει, ωραίος μέσα στο σμόκιν του, πραγματικά ωραίος, σίγουρος ότι ήρθε στον κόσμο για να τον στολίσει και όχι για να τον χορτάσει. Κι όσο για τον Αίσωπο…

Η χώρα των μολυβιών «…Θα τους κόψω εις δυο μέρη των καθένα, έτσι θα γίνουν αφ’ ενός μεν ανίσχυροι, αφ’ ετέρου δε χρησιμότεροι δι’ ημάς αφού θα είναι αριθμητικός περισσότεροι…» Πλάτων, Λόγος Αριστοφάνους, Συμπόσιο

Καθώς ο Άνεμος πήρε μια μεγάλη στροφή εγώ γλίστρησα κι έπεσα. Έτσι βρέθηκα σε μια έρημη χώρα. Κι όταν λέμε έρημη χώρα εννοούμε Έρημη Χώρα. Δεν υπήρχαν δέντρα, ούτε σπίτια, ούτε ζώα, ούτε άνθρωποι, ούτε … ούτε … ούτε … Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα κι όσο κι αν κοίταξα δεξιά ή αριστερά επάνω ή κάτω δεν μπόρεσα να δω απολύτως τίποτα. - Αχά! Είπα στον εαυτό μου. Αυτή τη φορά χάθηκες για τα καλά. Ο Άνεμος μάλλον δεν πήρε χαμπάρι που έπεσες και ένας θεός ξέρει πόση ώρα θα κάνει για να σε ξαναβρεί. Πήρα λοιπόν δρόμο. Ας πούμε δρόμο, γιατί ούτε δρόμοι υπήρχαν. Πήρα λοιπόν το δρόμο μπας και συναντήσω κάποιον να μου πει τουλάχιστον που βρίσκομαι. Μετά από καμιά ώρα περπάτημα είδα κάτι να κινείται πέρα μακριά. Δάνεισα λίγο ακόμη κουράγιο στον εαυτό μου, γιατί ήμουν πολύ κουρασμένος, και τι να δω. Ε, τι να δω; Καμιά κατοσταριά μολύβια, όλων των ειδών και σ’ όλα τα μεγέθη, να τραγουδούν λυπημένα το εξής τραγούδι: Γκάπα Κούπα ξουρσουρού Γκούπα Κάπο ξαρσερού Σρικαρού κουρεσιπού Κόπα Γκόπον πουρσμουπού. Αν καταλαβαίνετε κάτι να το πείτε και σε μένα. Εγώ το μόνο που κατάλαβα είναι ότι πρόκειται για ένα τραγούδι θλιβερό. Ακούγοντας, λοιπόν, ένα τέτοιο τραγούδι καταλαβαίνεις εύκολα ότι τα μολύβια που το τραγουδούν ήταν λυπημένα και επομένως βρίσκεις λογικό το γεγονός ότι, εφόσον ήταν λυπημένα, τραγουδούσαν ένα θλιβερό τραγούδι, όπως αυτό. Αυτό όμως δε με βοήθησε καθόλου να

16


καταλάβω που βρίσκομαι και επειδή δεν υπήρχε τρόπος να συνεννοηθούμε σκέφτηκα ότι αν έβρισκα ένα κομμάτι χαρτί θα μπορούσα ίσως να γράψω ή να ζωγραφίσω το πρόβλημά μου και τότε τα πράγματα μάλλον θα ήταν πιο εύκολα για μένα. Αλλά όσο και αν έψαξα δε βρήκα. Έτσι άφησα τα μολύβια και ξαναπήρα το κουράγιο μου και το δρόμο μου. Δηλαδή ποιο δρόμο… Σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει τίποτα είναι φυσικό και λογικό να μην υπάρχουν ούτε δρόμοι. Ίσως με ρωτήσετε πώς εξηγείται το γεγονός ότι υπάρχουν μολύβια. Δεν εξηγείται, όπως δεν εξηγούνται και μια σειρά από άλλα γεγονότα σ’ αυτή την ιστορία, όπως θα δείτε παρακάτω. Συνεχίζω λοιπόν: Παίρνω δρόμο, αφήνω δρόμο. Θα περπατούσα ίσαμε μια ώρα όταν έφτασα μπρος σ’ έναν ποταμό. Κοιτάχθηκα, λοιπόν μέσα στα καθαρά νερά του για να βεβαιωθώ ότι εγώ υπάρχω και ύστερα χωρίς πολλή σκέψη έκανα μια βουτιά και πέρασα απέναντι κολυμπώντας. Μέχρις εδώ, σκέφτηκα, σ’ αυτήν τη χώρα που τίποτα δεν υπάρχει, εγώ συνάντησα 100 μολύβια κι έναν ποταμό. Έχει καλώς. Ξαναπήρα το μουσκεμένο κουράγιο μου και το δρόμο ώσπου συνάντησα… Τι λέτε πως συνάντησα; Θα ’ταν καμιά ώρα δρόμος απ’ το ποτάμι όταν συνάντησα καμιά κατοσταριά χαρτιά όλων των ειδών και σ’ όλα τα μεγέθη να τραγουδούν λυπημένα το εξής τραγούδι: Σραπ Σαρσαριπρά Σροπιζρό Σγορουπίνα Σπαπ Σαπραρισά Σρίπερε Ριζγιπιγνά Δεν ξέρω εσείς τι καταλαβαίνετε, αλλά εγώ κατάλαβα τα ίδια που κατάλαβα όταν άκουσα το τραγούδι των μολυβιών. Ότι τα χαρτιά ήταν λυπημένα γιατί το τραγούδι ήταν θλιβερό και το ανάποδο. Αυτήν τη φορά, όμως, στάθηκα πιο τυχερός γιατί, καθώς έψαχνα στις τσέπες μου βρήκα ένα μολύβι. Άρα, θα μπορούσα να συνεννοηθώ επιτέλους με τα χαρτιά γιατί θα έγραφα ή θα ζωγράφιζα σ’ ένα απ’ αυτά το πρόβλημά μου. Αλλά το μολύβι ήταν μούσκεμα και δεν έγραφε. Επομένως το ποτάμι και το νερό έφταιγαν που τα μολύβια δεν μπορούσαν να συναντήσουν τα χαρτιά και τα χαρτιά τα μολύβια γιατί τα μούσκευε, είπα στον εαυτό μου. Πήρα, λοιπόν, για τέταρτη φορά το δρόμο που δεν υπήρχε και το κουράγιο μου, που στο μεταξύ είχε στεγνώσει, ώσπου έφτασα σ’ ένα βουνό. Έβαλα το κουράγιο μπρος κι ανέβηκα στην κορυφή του μήπως και δω από ψηλά που βρίσκομαι. Ε, να μην έκανα και μια ώρα μέχρι να φτάσω στην κορυφή; Τόσο θα έκανα. Και όταν έφτασα τι είδα! Τι είδα; Τι είδα; Να τι είδα. Μια χώρα έρημη περικυκλωμένη από πολύ ψηλά βουνά όπου δεν υπήρχε τίποτα απολύτως εκτός από ένα ποτάμι που τη χώριζε στη μέση, 100 μολύβια από τη μια μεριά και 100 χαρτιά από την άλλη. Αλλά ο άνεμος πουθενά. Λέτε να μην πήρε ακόμα χαμπάρι ότι έπεσα; Κάθισα απελπισμένος να ξεκουραστώ και καθώς δεν μπορούσα να βρω μια λύση άρχισα να πετάω πετραδάκια στον ποταμό. Στην αρχή το καθαρό νερό του έγινε θολό, ύστερα άρχισε να βράζει και στο τέλος άσπρισε και πάγωσε εντελώς. Ε, λοιπόν, τα πετραδάκια που πετούσα ήταν γυψόλιθος, γιατί όλο το βουνό ήταν γυψόλιθος, και μες στο νερό γίνανε

17


γύψος και έτσι το ποτάμι… κι έτσι έπαψε να υπάρχει το ποτάμι. Μόλις τα μολύβια και τα χαρτιά το πήρανε μυρουδιά πέρασαν απ’ την άλλη μεριά κι αγκαλιαστήκανε. Έγιναν χαρές μεγάλες κι ύστερα τραγουδώντας ρίχτηκαν στη δουλειά. Τα μολύβια ζωγράφιζαν πάνω στα χαρτιά και η χώρα άρχισε να γεμίζει με σπίτια, δρόμους, κήπους, φώτα, ζώα, πουλιά, δέντρα, σπίτια, δρόμους, κήπους, αυτοκίνητα, φυτά, ζώα, πουλιά κλπ. Μόλις είδα τι γινόταν πήρα το ξεκούραστο κουράγιο μου και το δρόμο και άρχισα να κατηφορίζω προς τα κάτω το βουνό. Μέχρι να φτάσω στη χώρα θα περάσει σίγουρα μια ώρα. Γι’ αυτό, στο μεταξύ, σας γράφω το τραγούδι που τραγουδούσαν τα χαρτιά και τα μολύβια: Τα χαρτιά είναι πλατιά τα μολύβια στρογγυλά κι όταν είναι ενωμένα τότε είναι ευτυχισμένα. Γράψου λένε τα χαρτιά γράψε λένε τα μολύβια για ωα φτιάξουμε τον κόσμο με χαρές και πανηγύρια. Τα χαρτιά είναι λευκά τα μολύβια έχουν μελάνι κι όταν βρίσκουμε τη λύση όλ’ ανθίζουνε στη φύση. Γράψου λένε τα χαρτιά γράψε λένε τα μολύβια για ν’ αλλάξουμε τον κόσμο με χαρές και πανηγύρια. Δεν ξέρω, βέβαια, τι καταλάβατε εσείς αλλά εγώ αυτήν τη φορά και δρόμο πραγματικό βρήκα για να γυρίσω και όλα τα λόγια τα κατάλαβα, όπως κατάλαβα ότι το τραγούδι ήταν χαρούμενο όπως τα χαρτιά και τα μολύβια ήταν χαρούμενα όπως το τραγούδι. Μόλις με είδε ο αρχιμόλυβος με ρώτησε γραφτά στον αρχιχαρτή τι με βασανίζει. - Έχασα τον άνεμο, του είπα. - Τον άνεμο; Το μόνο εύκολο, μ’ απάντησε και ευθύς ζωγράφισε πάνω σ’ ένα χαρτί τον άνεμο. - Μα ο δικός μου ο Άνεμος, του φώναξα, γράφεται με Α κεφαλαίο κι όχι με α μικρό. - Συγνώμη, μουρμούρισε, είμαι απρόσεκτος. Έσβησε το μικρό άλφα και ζωγράφισε πάνω σ’ ένα χαρτί τον άνεμο. Φεύγοντας με τον Άνεμο, ακούγαμε το χαρούμενο τραγούδι της χώρας των χαρτιών και των μολυβιών που τώρα ήταν μια χώρα που δεν της έλειπε τίποτα εκτός από ένα ποτάμι:

18


Με χαρτιά χωρίς μολύβια με μολύβια χωρίς χαρτιά άδειος θα ’τανε ο κόσμος και γεμάτος μοναξιά.

Τα φλογισμένα αστέρια «Το ασημένιο αστεράκι λαμπυρίζει ακόμα και στο σκοτάδι και διακρίνεται ευκρινέστατα από οποιοδήποτε σημείο της τραπεζαρίας». Χούλιο Καρτ

Όταν χωρίζουμε με τον άνεμο κάθομαι στο μπαλκόνι μου και κοιτάζω τ’ αστέρια. Εκατομμύρια χρωματιστά αστέρια σ’ όλα τα μεγέθη και σ’ όλες τις ηλικίες σεργιανούν στον ατέλειωτο ουρανό. Μα που και που, εντελώς ξαφνικά, βλέπεις κάποιο αστέρι ν’ αρπάζει φωτιά και να πέφτει. Τα αστέρια αυτά τα λένε «πεφτάστερα». Λένε επίσης πως αν εκείνη τη στιγμή προλάβεις να κάνεις μιαν ευχή, η επιθυμία σου θα πραγματοποιηθεί. Κάπου αλλού, στην μακρινή χώρα των Ινδιάνων Καϊόβα, πιστεύουν πως για κάθε άνθρωπο υπάρχει στον ουρανό κι ένα αστέρι. Πιστεύουν επίσης πως κάθε φορά που ένα αστέρι παίρνει φωτιά και πέφτει κάποιος άνθρωπος θα πεθάνει. Αυτό το βράδυ βλέποντας ένα τέτοιο αστέρι ευχήθηκα μ’ όλη μου την ψυχή: «Ποτέ και κανένα αστέρι να μην ξαναπέσει στη γη». Μα η ευχή μου δεν εκπληρώθηκε. Τ’ αστέρια συνεχίζουν να πέφτουν και να φέρουν έτσι το θάνατο στους ανθρώπους. Μα και την Ελπίδα. Δεν έχετε παρά να σηκώσετε το κεφάλι σας ένα βράδυ και να κοιτάξετε τον ουρανό. Εκατομμύρια χρωματιστά αστέρια, σ’ όλα τα μεγέθη και σ’ όλες τις ηλικίες, σεργιανούν λες και περιμένουν τη σειρά τους να πάρουν φωτιά και να πέσουν.

Το βασίλειο της Φαγίας «Ουδέν σχόλιον». Κων/νος ο 2ος, Βασιλεύς των Ελλήνων

Στη μακρινή και αρχαία χώρα της Φαγίας, στα ανατολικά του δουκάτου του Καλοποτού βασίλεψε πρώτος ο Φαγάς ο Χωνευτής. Τον έλεγαν έτσι γιατί αφού έτρωγε τα μακαρόνια του, ροκάνιζε και το πιάτο και το χώνευε θαυμάσια. Τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο Φαγάς ο δεύτερος, ο επονομαζόμενος ΄΄Πολυκούταλος΄΄. Αυτός έτρωγε σούπα με πολλά κουτάλια. Δυό βαστούσε αυτός, δυό βαστούσε η Βασίλισσα, δυό ο Πρωθυπουργός, δυό ο Στρατηγός, δυό ο Πατριάρχης, δυό ο Ναύαρχος και, για να μην πολυλογούμε, όλος ο κόσμος βαστούσε από δυό κουτάλια και τον τάιζε. 19


Μετά απ’ αυτόν, με τη σειρά, ανέβηκαν στο θρόνο της Φαγίας, που ήταν τοποθετημένος στην κορυφή ενός τραπεζιού, ο Φαγάς ο Τρίτος, ο επονομαζόμενος και ΄΄Ορεχτικός΄΄. Αυτός έφαγε όλα τα ζώα, τα πουλιά και τα ψάρια μέχρις ενός. Ο Φαγάς ο τέταρτος ήταν ο επονομαζόμενος ΄΄Δωσ’ μου φυτό τη μασέλα να κινήσω΄΄. Αυτός δεν άφησε φυτό για φυτό. Ότι ήτανε πράσινο και φύτρωνε το ’τρωγε. Δεν τον ένοιαζε αν ήταν γλυκό, πικρό, ξινό, τσουχτερό ή αγκαθωτό. Από το πιο μικρό χορταράκι, μέχρι το πιο μεγάλο δέντρο όλα τα έφαγε. Έτσι το βασίλειο έμεινε χωρίς φυτά. Αλλά ο Φαγάς ο πέμπτος, ο ΄΄Πειναλέος΄΄, ήταν τρομερός. Έτρωγε πέτρες, ξύλα, και σίδερα ακόμα. Αυτός έφαγε και το στέμμα που ήταν χρυσό. Ο θόρυβος που έκανε το στόμα του καθώς έτρωγε ακουγόταν μέχρι την Αμερική, ίσως και πιο μακριά ακόμα. Μέχρι τον Πειραιά, ή τη Θεσσαλονίκη. Ποιος ξέρει; Ο Φαγάς ο έκτος, ο ‘’λαίμαργος’’, έφαγε τα χωράφια, τα λιβάδια και τους δρόμους. Στην εποχή του υπήρχε μεγάλο συγκοινωνιακό πρόβλημα. Δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν γιατί δεν είχε δρόμους. Κι αυτός για να λύσει το πρόβλημα επινόησε πρώτος τα «μονά ζυγά». Απαγόρευσε δηλαδή την κυκλοφορία και στα μονά και στα ζυγά. Ο Φαγάς ο έβδομος, ο ‘’Δώστε μου να πιω διψάω’’, ήπιε τα ποτάμια, τις λίμνες και τις θάλασσες. Κι όταν τέλειωσε το νερό, έφαγε το χιόνι κι έπινε τη βροχή πριν προλάβει να φτάσει στη γη. Ο Φαγάς ο όγδοος, ο ‘’ατσάλινη μασέλα’’, έφαγε τα βουνά. Η χώρα της Φαγίας από μακριά έμοιαζε με φαλακρό κεφάλι. Ο Φαγάς ο ένατος, ο επωνομαζόμενος ΄΄Μετά από μένα το χάος’’, έφαγε ότι απόμεινε. Δηλαδή τους ανθρώπους, το τραπεζομάντιλο, το τραπέζι και το θρόνο. Έτσι όταν ήρθε στη βασιλεία ο Φαγάς ο δέκατος, ο επωνομαζόμενος ‘’Να πάρει η ευχή. Δεν έμεινε τίποτα για μένα’’, δεν είχε τίποτα να φάει και πέθανε από την πείνα. Έτσι χάθηκε η δυναστεία, αλλά και το βασίλειο της Φαγίας. Όταν είδαμε τι συμβαίνει τρέξαμε μακριά να γλιτώσουμε. Για πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο πολύ στη ζωή μου. Κι ο άνεμος το ίδιο. Αργότερα, όταν επέστρεψα στη χώρα μου, κατάλαβα ότι υπάρχουν πολλές χώρες σαν το βασίλειο της Φαγίας. Αλήθεια όμως, δε σας ρώτησα. Έχετε δει ποτέ άνεμο φοβισμένο;

Η χώρα των Σοφών «…Όλοι μιλούν στ’ αγοράκια για το σεξ αλλά κανένας δεν τους λέει για τις Κυριακές…» ΡΑΣΕΛ ΧΟΜΠΑΝ «Το λιοντάρι του Γιαχίν-Μποάζ και του Μποάζ-Γιαχίν»

Στη χώρα των Σοφών δε φυσάει ο Άνεμος παρόλο που οι Σοφοί δε δουλεύουν. Κάθονται και σκέφτονται ζητήματα σοβαρά και δύσκολα και κάνουν συνέδρια για να βρουν τη λύση τους.

20


Όταν φτάσαμε σ’ αυτήν τη χώρα γινόταν ένα μεγάλο συνέδριο με θέμα «Η θέση της Κυριακής μέσα στην εβδομάδα». Για την ακρίβεια εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τότε που υπάρχει αυτή η χώρα, όλα τα συνέδρια έχουν το ίδιο θέμα γιατί δεν κατάφεραν ακόμα να βρουν μια ικανοποιητική λύση. Μια και βρεθήκαμε εκεί πήγαμε κι εμείς με τον άνεμο ν’ ακούσουμε από περιέργεια τη συζήτηση. Τη Δευτέρα, ο πρώτος σοφός είπε ότι η Κυριακή πρέπει να μπει στο τέλος της εβδομάδας, γιατί ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο σε έξι μέρες και ξεκουράστηκε την έβδομη που ήταν Κυριακή. Την Τρίτη, ο δεύτερος σοφός είπε ότι είναι πιο πρακτικό ν’ αρχίζει κανείς την εργασία του μετά από μιας μέρας ανάπαυση και γι’ αυτό πρότεινε, να μπει η Κυριακή στην αρχή της εβδομάδας. Την Τετάρτη, ένας τρίτος σοφός είπε ότι έξι μέρες εργασίας χωρίς ανάπαυση είναι πολλές και πρότεινε η Κυριακή να μπει στη μέση της εβδομάδας ώστε να εργάζονται τις πρώτες μέρες, να ξεκουράζονται μια μέρα την Κυριακή και να συνεχίζουν ξεκούραστοι τη δουλειά τους τις άλλες τρεις τελευταίες μέρες. Την Πέμπτη συζήτησαν αυτή την άποψη που φάνηκε να έχει και τους περισσότερους οπαδούς αλλά δημιουργήθηκαν μικροδιαφωνίες ως προς τη θέση της Κυριακής μέσα στην εβδομάδα. Άλλοι σοφοί πρότειναν να μπει ανάμεσα στην Πέμπτη και στην Παρασκευή, άλλοι ανάμεσα στη Δευτέρα και την Τρίτη, άλλοι ανάμεσα στην Παρασκευή και στο Σάββατο και άλλοι ανάμεσα στην Τρίτη και στην Τετάρτη. Την Παρασκευή ένας άλλος σοφός πρότεινε να μην υπάρχει καθόλου Κυριακή, η εβδομάδα να έχει 7 μέρες εργασίας, γιατί η «εργασία είναι υγεία» ενώ η «τεμπελιά μητέρα κάθε κακίας». Το Σάββατο ένας τελευταίος σοφός πρότεινε να δουλεύουν μόνο μια μέρα και να ξεκουράζονται έξι, δηλαδή η εβδομάδα, αντί για έξι μέρες εργασίας και μια Κυριακή, να έχει έξι Κυριακές και μόνο μια μέρα εργασίας. Βέβαια, στην περίπτωση που η πρότασή του θα γινόταν δεκτή έπρεπε να συζητήσουν ποια από τις μέρες εργασίας θα κρατούσαν. Αυτός πάντως πρότεινε να κρατήσουν το Σάββατο γιατί είναι συνήθως ημιαργία και γιατί οι πληρωμές γίνονται πάντα το Σάββατο. Το συνέδριο δε σταμάτησε τις εργασίες του την Κυριακή γιατί οι σοφοί δεν μπόρεσαν ακόμη να καταλήξουν σε μια λύση ικανοποιητική. Συνέχισαν, λοιπόν, να συζητούν κι αυτή την Κυριακή και την επόμενη Δευτέρα και όλες τις μέρες που ακολουθούσαν και, επειδή το θέμα ήταν πολύ δύσκολο, είναι εύκολο να προβλέψει κανείς πως θα περνούσαν πάρα πολλές Κυριακές μέχρι να συμφωνήσουν σε κάποια ικανοποιητική λύση. Εμείς, όμως, με τον άνεμο φύγαμε γιατί έπρεπε να συνεχίσουμε το δρόμο μας και νομίζω πως καθώς προχωρούσαμε αμίλητοι σκεφτόμαστε το ίδιο πράγμα. Μια παλιά λαϊκή παροιμία που λέει: «Δείξε μου πόσες Κυριακές έχει η εβδομάδα σου για να σου πω ποιος είσαι».

21


Ο Μπάμπαλολα και η Κουίντιτι ‘’…Δε θα εκπλησσόμουν αν η ιστορία του Μύθου που παρέθεσα ήταν μυθική, απάνθισμα ουσιαστικής αλήθειας και τυχαίων Λαθών…’’ Χόρχε Λούι Μπόρχες, ‘’Μορφές ενός μύθου’’

Στην Αφρική που ο ήλιος κάνει τους μαύρους ανθρώπους πιο μαύρους, και τους λευκούς, μελαψούς η νύχτα είναι πηχτή σαν το γιαούρτι αν του ρίξουμε καρβουνόσκονη. Στην Αφρική τα χρόνια έρχονται και φεύγουν και οι άνθρωποι περιμένουν με υπομονή να γεράσουν Όπως τα παιδιά στο σχολειό περιμένουν τις διακοπές του καλοκαιριού. Στην Αφρική ο ουρανός είναι λευκός όπως το βαμβάκι στις βαμβακοφυτείες κι η χαρά διαδέχεται τη λύπη όπως η δύση την ανατολή με χορούς τραγούδια και σκληρή δουλεία. Η κατσίκα Κουίντιτι γεννήθηκε στην Αφρική. Γεννήθηκε και γέννησε 4 κατσικάκια. Τέσσερα ήταν τα παΐδια της κατσίκας Κουίντιτι και η ευτυχία τους κυλούσε όπως το νερό στο ποτάμι. Ο Μπάμπαλολα ήταν το αφεντικό της κατσίκας Κουίντιτι ήταν το αφεντικό της Κουίντιτι και των τεσσάρων παιδιών της. Ο Μπάμπα όπως τον φώναζαν αλλιώς είχε 4 παΐδια τέσσερα μαύρα παιδιά σαν κι αυτόν ευτυχισμένα όπως τα κατσικάκια της Κουίντιτι. Ο Μπάμπαλολα έδινε στην κατσίκα Κουίντιτι και στα παιδιά της νερό, χορτάρι και στέγη για να μένουν τη νύχτα και η Κουίντιτι έδινε στον Μπάμπα και στα μαύρα παΐδια του το γάλα και το μαλλί της για να μην πεινούν και για να μην κρυώνουν. ‘’Αν βασιλεύει ο ήλιος είναι γιατί υπάρχει ο ουρανός. Αν τραγουδάκι το ποτάμι είναι γιατί υπάρχουν οι μαργαρίτες. Αν το πράσινο δένδρο πέθανε είναι γιατί έμεινε μόνο του. Μη σκέφτεσαι κακό για τους άλλους αν δε θέλεις να πάθεις κακό απ'τους άλλους’’, έλεγε ο σοφός μαύρος άντρας Μπουντού. Τα παιδιά της κατσίκας Κουίντιτι μεγάλωναν

22


μαζί με τα μαύρα παιδιά του Μπάμπαλολα και το γάλα της κατσίκας Κουίντιτι ήταν πάντοτε αρκετό και περίσσευε. Μα μια μέρα το μεγαλύτερο από τα 4 παιδιά του Μπάμπαλολα ζήτησε ν’αγοράσουν ένα άλογο. ‘’Θέλουμε άλογο’’ είπανε τότε τα 4 παιδιά στον Μπάμπα. ‘’Και τι να το κάνουμε τ’άλογο’’ απάντησε ο Μπάμπα. ‘’Εμείς δε χρειαζόμαστε άλογο. Έχουμε την κατσίκα Κουίντιτι και τα παιδιά της, το γάλα τους είναι αρκετό και περισσεύει’’. ‘’Θέλουμε άλογο, θέλουμε οπωσδήποτε ένα άλογο’’ έλεγαν και ξανάλεγαν τα 4 μαύρα παιδιά στον Μπάμπαλολα ώσπου συμφώνησε κι αυτός να πάρουν άλογο, να δώσουν την Κουίντιτι στο παζάρι και να πάρουνε άλογο και το τι απογίνουν τα 4 κατσικάκια όταν λείψει η Κουίντιτι αυτό κανείς δεν το σκέφτηκε. Ούτε ο Μπάμπα ούτε τα 4 μαύρα παιδιά του. ‘’Αν το ελεφαντάκι απόχτησε μακριά προβοσκίδα είναι γιατί αγαπούσε να μαθαίνει. Η περιέργεια είναι η αιτία της μάθησης, Η φρονιμάδα η αρετή του γνωστικού κι η καλοσύνη η πηγή της ευτυχίας. Μη σκάφτεσαι κακό για τους άλλους αν δε θέλεις να πάθεις κακό απ’τους άλλους’’, έλεγε και ξανάλεγε ο σοφός μαύρος άντρας Μπουντού. Το φεγγάρι γέμισε και κάθε που το φεγγάρι γέμιζε στην πολιτεία που κρύβεται πίσω από το βουνό γινόταν ένα παζάρι όπου πουλάς και αγοράζεις ότι σου αρέσει: όπου πουλάς την Κουίντιτι κι αγοράζεις ένα άλογο. Αν σου αρέσει. Έτσι όταν το φεγγάρι γέμισε πήρε ο Μπάμπαλολα την Κουίντιτι και ξεκίνησαν να πάνε στο παζάρι στην πόλη που κρύβεται πίσω από το βουνό. Ο Μπάμπαλολα αγαπούσε την Κουίντιτι μα τα παιδιά του θελαν άλογο και ο Μπάμπα αγαπούσε τα παιδιά του. Θα ‘δινε λοιπόν την Κουίντιτι και θα’παιρνε άλογο για τα παιδιά του. Ταμ-Ταμ-Ταμ στη ζούγκλα περπατάν η κατσίκα Κουίντιτι

23


κι ο Μπάμπαλου και παν στο παζάρι ταμ-ταμ-ταμ που αγοράζουν και πουλάν. Μπάμπα μου, τι θα δώσουμε για να πάρουμε άλογο για τα παιδιά σου ρωτούσε η Κουίντιτι μα ο Μπάμπαλολα δεν της απαντούσε μόνο αναστέναζε κι έκλαιγε γιατί ο Μπάμπα αγαπούσε την Κουίντιτι μα αγαπούσε και τα παιδιά του. Δε βλέπω τι θα δώσουμε για αγοράσουμε άλογο ρωτούσε και ξαναρωτούσε η Κουίντιτι τον Μπάμπα. Είμαστε χρήσιμοι ο ένας στον άλλο κι αγαπημένοι γιατί μου δίνεις στέγη και τροφή και εγώ το γάλα μου και το μαλλί. Είμαστε χρήσιμοι ο ένας στον άλλο Μπάμπα μου, έλεγε και ξαναλέγε η Κουίντιτι στον Μπάμπα. Μα ο Μπάμπα αναστέναζε κι έκλαιγε αναστέναζε και δεν απαντούσε στη κατσίκα Κουίντιτι που τον ρωτούσε και τον ξαναρωτούσε. Αναστέναζε κι έκλαιγε γιατί ο Μπάμπα αγαπούσε την Κουίντιτι μα αγαπούσε περισσότερο τα παιδιά του. Ταμ-Ταμ-Ταμ όλο κλαίν και δεν μιλάν η κατσίκα Κουίντιτι κι ο Μπάμπαλου και παν στο παζάρι ταμ-ταμ-ταμ που αγοράζουν και πουλάν. Όταν ο Μπαμπαλόλα κι η Κουίντιτι έφτασαν στο παζάρι στην πολιτεία που κρύβεται πίσω από το βουνό στο παζάρι που πουλάς κι αγοράζεις ότι σου αρέσει πριν ο Μπάμπαλολα προλάβει να πουλήσει την Κουίντιτι, πούλησε η Κουίντιτι τον Μπάμπα κι αγόρασε ένα άλογο. Και καθώς παράγγειλαν τα παιδιά του Μπάμπα αγόρασε άλογο η Κουίντιτι μα έδωσε το Μπάμπα για αντάλλαγμα. Έδωσε τον Μπάμπα η κατσίκα Κουίντιτι για ν’αγοράσει άλογο και γύρισε στο χωριό της κλαίγοντας χωρίς τον Μπάμπα γιατί αγαπούσε η Κουίντιτι τον Μπάμπα αλλά αγαπούσε πιο πολύ τα κατσικάκια της.

24


Κλάψαμε τα παιδιά του Μπάμπα για τη συμφορά κλάψαμε που η Κουίντιτι πούλησε το Μπάμπαλολα για να τους πάρει άλογο. Έκλαψε κι η Κουίντιτι γιατί αγαπούσε το Μπάμπαλολα μα αγαπούσε πιο πολύ τα κατσικάκια της. Ταμ-Ταμ-Ταμ όλοι κλαίν και δεν μιλάν η κατσίκα Κουίντιτι και του Μπάμπα τα παιδιά στο χωριό ταμ-ταμ-ταμ-τουμ τον Μπάμπαλολα θρηνούν. Ο ζεστός άνεμος της Αφρικής με σήκωσε ψηλά σαν πούπουλο. Με σήκωσε τόσο ψηλά που η Αφρική χάθηκε από τα μάτια μου και μαζί μ’αυτήν και η φωνή του σοφού Μάγου Μπουντού.

Ο Πολεμιστής «Εσείς είχατε πάει για ύπνο κι ονειρευόσασταν κιόλας γιορτές, ελέφαντες και μεταξωτά φουστάνια». Χούλιο Κορτάσαρ Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα

Στο βασίλειο της Καταστροφής που βρίσκεται πέρα απ’ το μεγάλο ωκεανό των Αισθήσεων και τόσο πιο μακριά όσο πιο δυνατή είναι η αγάπη μας για ότι είναι ζωντανό και ωραίο, ζούσε ο Μεγάλος Αυτοκράτορας Χιτσολίνι ο παντοδύναμος. Από τις χίλιες γυναίκες που παντρεύτηκε καμιά, μα καμιά, δεν του ’δωσε γιο να τον διαδεχτεί στο θρόνο και να απολαύσει τα πλούτη, τις ανέσεις και τα μεγαλεία που χρόνια τώρα, υπομονετικά, σαν τα μυρμήγκια, μάζευαν και έδιναν στον αυτοκράτορα οι άνθρωποι του βασιλείου του. Χίλιοι ντελάληδες τριγύριζαν το βασίλειο κάθε μέρα, από την πιο μεγάλη πολιτεία ως το πιο απόμακρο χωριό, κι έταζαν δώρα και τιμές σ’ αυτόν που θα ’βρισκε τον τρόπο να αποκτήσει ο Μεγάλος Αυτοκράτορας γιο. Μα ότι κι αν του πρότειναν, ότι κι αν δοκίμασαν από γιατρικά, μαγικά και προσευχές πάντοτε οι γυναίκες του Αυτοκράτορα γεννούσαν κόρες και ο Πρώτος Αρχιτέκτονας του Παλατιού σχεδίαζε και έχτιζε καινούργιες κάμαρες για να χωρέσουν τα μωρά. Έτσι περνούσαν τα χρόνια, εύκολα και αδιάφορα χωρίς να νοιάζονται για το μεγάλο πρόβλημα του Χιτσολίνι του παντοδύναμου, που γερνούσε και γερνούσε και η δυστυχία του μεγάλωσε όσο ένιωθε να πλησιάζει η μέρα που θ’ άφηνε αυτή τη ζωή κι αυτό το βασίλειο. Κι όταν κάποτε έπεσε άρρωστος από γηρατειά αποφάσισε ότι ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει διάδοχο ήταν να παντρέψει τη μικρή αγαπημένη του κόρη την πανέμορφη Εκθουθία με τον καλύτερο υπήκοο του βασιλείου του. Ξεχύθηκαν πάλι στη χώρα ντελάληδες, χίλιοι και χίλιοι αυτή τη φορά, και στο παλάτι έφταναν κάθε μέρα υποψήφιοι γαμπροί από τα πέρατα του βασιλείου του, που τα σύνορά του άρχιζαν από την καρδιά μας και τελείωναν στο πιο σκοτεινό 25


σκοτάδι. Έγιναν διαγωνισμοί και εξετάσεις για μήνες ολόκληρους κι έτσι διαλέχτηκαν οι καλύτεροι γαμπροί που παρατάχθηκαν μπροστά στο θρόνο του Χιτσολίνι την τελευταία Κυριακή, ντυμένοι αστραφτερά, όπως αρμόζει σε υποψήφιους αυτοκράτορες. Ο Μεγάλος Αυτοκράτορας Χιτσολίνι ο παντοδύναμος κάθισε στο μαύρο θρόνο δίπλα στη μικρή αγαπημένη του κόρη Εκθουθία. Οι σάλπιγγες ήχησαν και οι υποψήφιοι γαμπροί άρχισαν να αναγγέλλουν με τη σειρά τα χαρίσματά τους, ν’ ακούσουν ο Αυτοκράτορας και η Εκθουθία και ν’ αποφασίσουν. Πρώτος μίλησε ο Μουσικός. Ήταν ντυμένος φτωχικά και στο χέρι του κρατούσε μία λύρα. - Κρατώ σε τούτο το όργανο, είπε και έδειξε τη λύρα του, τους ήχους όλου του κόσμου. Εγώ είμαι αυτός που δίνει το τραγούδι στους ανθρώπους. Εγώ είμαι αυτός που δίνει το κελάηδημα στα πουλιά, τους θορύβους και τους κρότους στα αντικείμενα, στο νερό και στον άνεμο, τη σιωπή και τη νύχτα. Χωρίς εμένα όλα θα ’ναι βουβά σαν άψυχα. - Δε μ’ αρέθει ο Μουθικόθ, φώναξε η Εκθουθία, και οι φρουροί άρπαξαν το μουσικό και τον πέταξαν στο δρόμο. Δεύτερος μίλησε ο ζωγράφος. Ήταν ντυμένος φτωχικά και στα χέρια του κρατούσε ένα πινέλο. - Κρατώ σε τούτο το εργαλείο, είπε και έδειξε το πινέλο του, τα χρώματα όλου του κόσμου. Εγώ είμαι αυτός που δίνει φως στον ήλιο, εγώ είμαι αυτός που δίνει κόκκινο στην ανατολή, πράσινο στα φυτά και γαλάζιο στη θάλασσα και τον ουρανό. Χωρίς εμένα όλα θα είναι γκρίζα και σκοτεινά. - Δε μ’ αρέθει ο Δωγράφοθ, φώναξε η Εκθουθία, και οι φρουροί άρπαξαν το ζωγράφο και τον πέταξαν στο δρόμο. Τρίτος μίλησε ο Μάστορας. Ήταν ντυμένος φτωχικά. Πιο φτωχικά απ’ όλους και στα χέρια δεν κρατούσε τίποτα. - Δεν έχω τίποτα άλλο από τα χέρια μου, είπε. Αλλά εγώ είμαι αυτός που έφτιαξε αυτόν τον κόσμο. Δεν ξέρω να βάζω ήχους, ούτε χρώμα στα πράγματα αλλά εγώ είμαι αυτός που τα έφτιαξε. Έφτιαξα τον ήλιο τα λουλούδια, τα σπίτια, το πινέλο του ζωγράφου και τη λύρα του μουσικού. Χωρίς εμένα τίποτα δεν υπάρχει. - Δε μ’ αρέθει ο μάθτοραθ, φώναξε η Εκθουθία, και οι φρουροί προσπάθησαν να τον αρπάξουν να τον πετάξουν στο δρόμο. Αυτός όμως ήτανε δυνατός. Τους πέταξε όλους κάτω κι έφυγε μόνος του. Τέταρτος μίλησε ο πολεμιστής. Ήταν ντυμένος φανταχτερά. Η ασπίδα του γυάλιζε στον ήλιο όπως και το σπαθί του. Το καπέλο του ήταν γεμάτο χρωματιστά φτερά και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα όμορφο άλογο με πλούσια χαίτη και γυαλιστερό τρίχωμα. - Δεν έφτιαξα τίποτα, ούτε αυτά που κρατάω, είπε. Δεν ξέρω να φτιάχνω, ξέρω όμως να καταστρέφω. Με το σπαθί μου μπορώ να πάρω τους ήχους από το μουσικό, τα χρώματα από το ζωγράφο και τα χέρια από το μάστορα. Με το σπαθί μου όλα όσα υπάρχουν θ’ ανήκουν για πάντα στον Αυτοκράτορα Χιτσολίνι.

26


- Αυτόθ μ’ αρέσει, φώναξε η Εκθουθία. Τον πολεμιστή θέλω να παντρευτώ. - Μπράβο, μπράβο φώναξε ο βασιλιάς. Σωστά διάλεξες. Τον καλύτερο. Και τότε έγιναν οι γάμοι που βάστηξαν μέρες και μέρες και ο Μεγάλος Αυτοκράτορας Χιτσολίνι έζησε χρόνια και χρόνια και όχι μόνο δεν πέθανε αλλά απόχτησε κι εγγονό, τον Ιζνοουγκούντ. Ο Άνεμος γύρισε να με πάρει κι εγώ θέλησα να ’ρθουν μαζί μου κι ο μουσικός κι ο ζωγράφος κι ο μάστορας. Μ’ αυτοί αρνήθηκαν. Τώρα η χώρα μας, μας έχει περισσότερη ανάγκη από πρώτα, μου είπαν.

Ο Άνθρωπος με το δάχτυλο για μύτη «- Μα αυτή είναι η μύτη του αφεντικού μου!» αναφώνησε τρομαγμένη η υπηρέτρια. «Δώστε τη μου αμέσως να του την πάω». Τζιάνι Ροντάρι «Παραμύθια από το τηλέφωνο»

Την πρώτη φορά που τον συνάντησα ήταν εντελώς τυχαία. Κρατούσε στα χέρια του ένα χωριάτικο ψάθινο καλάθι, φορούσε ένα παντελόνι γεμάτο μπαλώματα, με τιράντες που δεν είχανε όμως το ίδιο χρώμα, ήταν κοντός και το κεφάλι του ήταν φαλακρό σαν το φεγγάρι. Το πιο περίεργο όμως απ’ όλα ήταν το δάχτυλο που είχε για μύτη. Δηλαδή στη θέση της μύτης, αντί για μύτη, είχε ένα δάχτυλο, ένα μεγάλο δάχτυλο ποδιού. Πετάξαμε για λίγο αμίλητοι κι ύστερα έβγαλε μια σοκολάτα από το καλάθι του και μου έδωσε τη μισή λέγοντας: - Όπου ακούς πολλά κεράσια, πάρε μικρό καλάθι. Τον ευχαρίστησα και πήρα τη σοκολάτα, χωρίς να καταλαβαίνω τι σχέση έχει με τα κεράσια, μα καθώς την ξετύλιγα αυτή γλίστρησε απ’ το χαρτί και κόλλησε πάνω στο καθαρό μου πουκάμισο. Μάταια προσπάθησα να το καθαρίσω. Πώς θα εμφανιστώ έτσι στο σπίτι μου; Η μητέρα μου θα μου βάλει τις φωνές. Όλη αυτή την ώρα ο άνθρωπος με το δάχτυλο για μύτη έτρωγε με πολλή αφοσίωση τη σοκολάτα του κάνοντας φοβερό θόρυβο, χρατς – χρουτς, μα όταν με άκουσε να κλαίω που δεν μπορούσα να καθαρίσω το πουκάμισό μου μού είπε: - Τι έχεις και κλαις; Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε συνέχισε: - Ένα λεκέ από σοκολάτα στο πουκάμισό σου; Σιγά τα λάχανα. Δεν είναι τίποτα, μικρέ μου. Αντί να κλαις βάλε το μυαλουδάκι σου να δουλέψει και θα δεις πως υπάρχει μια λύση. Για παράδειγμα, αν ο λεκές δε βγει στο πλύσιμο, τότε βαφτίζουμε όλο το πουκάμισο μέσα στη σοκολάτα κι αυτό παίρνει το χρώμα του λεκέ. Άλλος τρόπος είναι να κόψουμε το λεκέ μ’ ένα ψαλίδι και να βάψουμε μετά την τρύπα στο ίδιο χρώμα με το πουκάμισο. Κατάλαβες τώρα; Υπάρχει απάντηση για όλα. Έβγαλε τότε απ’ το καλάθι δυο μήλα και μου έδωσε το ένα λέγοντας. - Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι.

27


Έπειτα δάγκωσε το μήλο δυνατά, χρατς, και χωρίς να πάρει αναπνοή, με το στόμα γεμάτο, συνέχισε να λέει: - Απάντηση υπάρχει για όλα και λύση για το κάθε τι. Αν φτάσεις αργοπορημένος γύρισε το ρολόι σου πίσω και είσαι στην ώρα σου. Αν πάλι βιάζεσαι να περάσει η ώρα, γύρισέ το μπροστά. Αν πρέπει να σηκώσεις κάτι πιο βαρύ από σένα και δεν μπορείς, άφησε να σε σηκώσει αυτό. Έτσι έμαθαν οι άνθρωποι να ανεβαίνουν στα άλογα, οι γάτες ν’ ανεβαίνουν στα δέντρα και οι ψύλλοι στους ανθρώπους. Αν θέλεις να τρέξεις γρήγορα πέταξε από πάνω σου ό, τι έχεις περιττό. Αν πάλι δεν έχεις κάτι περιττό, τότε βρες, γα να ’χεις να πετάξεις όταν θα χρειαστεί να τρέξεις. Αν πιάσει βροχή και δε θέλεις να βραχούνε τα ρούχα σου, βγάλτα μέχρι να περάσει η βροχή. Αν σου πέφτουνε τα μαλλιά, δέστα κόμπο από μέσα κι αν αυτά εξακολουθούν να σου πέφτουν, θα ’ναι γιατί είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα, οπότε αγοράζεις ένα σκούφο να μη κρυώνει το κεφάλι σου το χειμώνα και περιμένεις την Άνοιξη που όλα θ’ ανθίσουν και πάλι. Αν δε βρίσκεις χτένια θα ’ναι γιατί δεν άφησες γένια κι αν αρχίσεις να βγάζεις καπνό να είσαι σίγουρος πως έχεις πάρει φωτιά. Αν ντρέπεσαι, άλλαξε χρώμα αλλά για να ξεχωρίζεις από τις παπαρούνες δεν πρέπει ποτέ να κοκκινίζεις. Κι αν τελικά το πουκάμισό σου δεν καθαρίσει με τίποτα, μην κοιτάξεις το ρολόι σου. Είναι ώρα ν’ αλλάξεις πουκάμισο. Το παράξενο ανθρωπάκι με το δάχτυλο στη μύτη, μιλούσε και σταματημό δεν είχε. Κάθε τόσο έβγαζε από το καλάθι διάφορες λιχουδιές και τις δάγκωνε με μανία, χρουτς – σκρατς – σκρουτς. Μου ’δινε και μένα, δεν έχω παράπονο. Μα κάθε φορά έλεγε κι από μια παροιμία ή ένα στιχάκι. «Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη». «Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι». «Πέρα δώθε πήγαινε, έλα μου ξεφούσκωσε η σαμπρέλα». «Όποιος γυρίζει, μυρίζει». «Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη». Έπειτα χωρίς αναπνοή συνέχισε την κουβέντα του, ώσπου, όπως είναι φυσικό, κάποια στιγμή στραβοκατάπιε, γιατί όταν τρώμε μήλο δεν πρέπει να μιλάμε και άρχισε να βήχει. Γκουχ – γκουχ κοκκίνισε σαν τομάτα τόσο που νόμιζες ότι θα σκάσει. Τότε άρπαξα κι εγώ την ευκαιρία να τον ρωτήσω: - Δε μου λες. Αυτό που έχεις εδώ τι είναι; - Γκουχ – γκουχ. Ποιο αυτό, μου απάντησε. - Το δάχτυλο, στη μύτη έχεις ένα δάχτυλο. - Α, το δάχτυλο; Γκουχ – γκουχ. Το δάχτυλο είναι από λάθος, μα θα σου πω το πώς και τι. Κάποτε ξυριζόμουνα και το ξυράφι γλίστρησε και μου ’κοψε τη μύτη. Πήγα να πιάσω τη μύτη μα μου ’φυγε το ξυράφι και πέφτοντας μου ’κοψε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μου. Με πήγαν στο νοσοκομείο μα όταν έγινα καλά είδα πως από λάθος μου ’βαλαν τη μύτη στο πόδι και το δάχτυλο στη μύτη. Μα, όπως σου είπα, όλα έχουν μια λύση, για όλα υπάρχει μια απάντηση. Κι εγώ από τότε κάθε που θέλω να φταρνιστώ δεν έχω παρά να βγάλω την κάλτσα μου. Α, τσου, φταρνίστηκε δυνατά κι ένα ρεύμα αέρα τον πήρε από κοντά μου και τον πήγε μακριά. Καθώς έφευγε τον άκουγα που τραγουδούσε:

28


Στης δυσκολίας την πολιτεία τρέχει και παίζει η φαντασία τυλίγει απλώνει μακρύ καλώδιο γελάει κοροϊδεύει το κάθε εμπόδιο Ευαίσθητη, ευθεία γριφώδης, θαυμασία πολύπλευρη, βαθειά είναι η φαντασία Στης φαντασίας την πολιτεία τα βρίσκει σκούρα η δυσκολία σβήνει, ρουφιέται σαν το μελάνι πέφτει στην τρύπα απ’ το τρυπάνι Αγροίκος, τηγάνι μουντζούρα, ανία ανόητη, κοτσάνι είναι η δυσκολία. Από τότε δεν τον ξανάδα για δεύτερη φορά, ούτε για Τρίτη, ποτέ πια… Έμαθα όμως, πως με λίγη φαντασία υπάρχει μια απάντηση για όλα, μια λύση για το καθετί.

Ο Μάστορας «…Την ιστορία τη λένε κι αλλιώς. Δεν μπορούν να υπάρξουν δυο ίδια πράγματα στον κόσμο…» Χόρχε Λούι Μπόρχες «Παραβολή του παλατιού»

Μου συνέβη όταν έσβησα το φως. Ένα ταξίδι στην αρχή του κόσμου. Τότε που δεν υπήρχε τίποτα εννοώ απολύτως τίποτα. Ούτε ο άνεμος. Ξαφνιασμένος έψαξα να βρω κάτι. Ένα μονοπάτι. Ένα σημάδι. Ένα φως. Μα δεν μπόρεσα να βρω τίποτα. Κουνιόμουν αλλά δεν ήξερα αν μετακινιόμουν. Όπου κι αν πήγαινα ήτανε ίδια κι απαράλλαχτα με πριν. Δεν ξέρω αν περνούσε ο χρόνος. Δεν έβλεπα αρχή ή τέλος, πάνω και κάτω, πίσω και μπρος, δεξιά κι αριστερά, τώρα κι ύστερα, εδώ κι εκεί. Έμεινα, λοιπόν, μέσα στο τίποτα ώσπου άκουσα ένα φοβερό θόρυβο κι ύστερα είδα μια λάμψη τόσο δυνατή που έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τ’ άνοιξα το τίποτα είχε χωρίσει στα δυο, στο μαύρο και το άσπρο. Να κάπως έτσι: Άρχισα τότε να προχωράω πάνω στη γραμμή που χώριζε τον κόσμο στα δυο κι από μακριά έφταναν στ’ αυτιά μου ήχοι σαν να ’φτιαχνε κάποιος κάτι. Ήχοι σφυριού που χτυπάει τ’ αμόνι, ήχοι πριονιού που κόβει σανίδες, ήχοι φτυαριού 29


που ανακατεύει τη λάσπη, ήχοι βαριοπούλας που σπάει πέτρες, ήχοι, ήχοι, ήχοι… Προχώρησα τότε προς τα εκεί απ’ όπου έρχονταν οι ήχοι και κάθε τόσο συναντούσα και κάτι καινούργιο. Εμφανίζονταν, έτσι ξαφνικά, μαγικά σε κάθε ήχο που άκουγα. Πρώτα ο ουρανός και η γη, ύστερα η δύση και η ανατολή, μετά η θάλασσα και η στεριά, ο ήλιος, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, τα ζώα, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, τα ψάρια, το χιόνι, το κρύο, η ζέστη, η νύχτα, η μέρα, η λύπη, η χαρά και άλλα… Πολλά απ’ αυτά που ξέρουμε και δεν ξέρουμε, απ’ αυτά που μάθαμε και δε μάθαμε, απ’ αυτά που είδαμε και δεν είδαμε ακόμα. Όσο πλησίαζα οι ήχοι δυνάμωναν ώσπου τον είδα. Ήμουνα σίγουρος πως έρχονταν οι ήχο από κει. Έτρεξα αμέσως κοντά του. Ήταν ψηλός, με μπράτσα δυνατά, ζωσμένος με μια μεγάλη ποδιά σαν αυτήν που φοράνε οι μαστόροι, μουντζουρωμένος και λασπωμένος. Και πολλά εργαλεία σκορπισμένα τριγύρω του. - Καλημέρα, του είπα. Με λένε ζωγράφο – τραγουδιστή. Εσένα πώς σε λένε; - Με λένε Τελαβέλ και είμαι ο Μάστορας, μ’ απάντησε αυτός χωρίς να σταματήσει τη δουλειά του. - Και τι κάνεις εδώ; τον ρώτησα. - Μια στιγμή να τελειώσω και θα σου πω. Άφησε τότε τα εργαλεία του κάτω, πήρε νερό και χώμα, κι έφτιαξε τους ανθρώπους. Μετά τους έστησε όρθιους, σηκώθηκε και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Τότε φύσηξε ο άνεμος κι οι άνθρωποι ζωντάνεψαν κι άρχισαν να τρέχουν δεξιά κι αριστερά ώσπου σκόρπισαν σ’ όλη τη γη. - Λέγε, τώρα. Σ’ ακούω, μου είπε. - Τι κάνεις εδώ, τον ρώτησα πάλι. - Μα φτιάχνω τον κόσμο, μου είπε με απορία. Δε βλέπεις; Μόλις τελείωσα. Δηλαδή, όχι ακριβώς. Τώρα πρέπει να τον προσέχω όπως ο κηπουρός τον κήπο του. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα να γίνουν ακόμα. Αν σταματήσω, όλα θα πεθάνουν. Και τότε θα πρέπει να τα ξαναφτιάξω απ’ την αρχή. - Δηλαδή, όλα αυτά είναι δικά σου; - Δικά μου; Όχι δα. Εγώ τα έφτιαξα αλλά δεν είναι δικά μου. Μου τα παράγγειλαν. - Και τότε ποιανού είναι, τον ρώτησα ξαφνιασμένος. - Αυτουνού είναι. Του Πλου – ο – σί. Και μου ’δειξε με το χέρι του ένα σοβαρό κύριο που καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα πίσω από ένα γραφείο και κάπνιζε ήρεμα το τσιγάρο του. Αντίθετα με το μάστορα αυτός ήταν καθαρός, φορούσε ένα μαύρο κοστούμι και δε φαινόταν καθόλου, μα καθόλου, κουρασμένος. - Αυτός με πληρώνει να του τα κάνω όλα αυτά, συνέχισε ο μάστορας. - Κι αυτός. Από πού ήρθε αυτός; - Μα εγώ τον έφτιαξα, μου ’πε περήφανα ο Τελαβέλ. Κι αυτόν και τα λεφτά του και την καρέκλα του και το γραφείο του. Χωρίς αυτόν δε θα γινόταν καμιά παραγγελία, και εγώ δε θα είχα τι να κάνω. Κανείς δε θα μου ζητούσε να κάνω κάτι.

30


- Δε σε καταλαβαίνω, του είπα. Μα την αλήθεια δε σε καταλαβαίνω. Γιατί δεν κάνεις ότι κάνεις μόνο για σένα; Αυτός ο κόσμος αξίζει πιο πολύ κι από τα πιο πολλά λεφτά. Ο Τελαβέλ άνοιξε μ’ απορία το στόμα του. - Δηλαδή; με ρώτησε. - Δηλαδή, συνέχισα, δε χρειαζόσουνα αυτόν και τις παραγγελίες του για να φτιάξεις τον κόσμο. - Δεν το σκέφτηκα ποτά έτσι, ψιθύρισε. Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; - Μα είναι απλό. Εσύ τον έφτιαξες, εσύ μπορείς να τον ξεφτιάξεις. Τότε θα γίνουν όλα πάλι δικά σου. - Δεν ξέρω αν είναι σωστό. Κι αν είναι σωστό, δεν είναι καθόλου εύκολο. Τότε ο Πλου – ο – σί γύρισε και μας κοίταξε. - Μα που να πάρει ο άνεμος, φώναξε. Ποιος είναι αυτός που σε καθυστερεί απ’ τη δουλειά σου, Τελαβέλ; Ύστερα σήκωσε το χέρι του κι έγινε θόρυβος μεγάλος. Είδα μια λάμψη τόσο δυνατή που έκλεισα φοβισμένος τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα ήμουν πια πολύ μακριά. Άκουγα όμως τους ήχους των εργαλείων του, ήξερα πως ο Άνεμος στεγνώνει όπως πάντα στο μέτωπο του τον ιδρώτα κι αναρωτιόμουν αν κατάλαβε αυτά που του είπα. Ανυπομονούσα να πάρω μιαν απάντηση. Μα ο Άνεμος που πάει παντού, που πάει κι έρχεται, γυρίζει πάντα με τα χέρια αδειανά. Ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα ο μάστορας Τελαβέλ, να διεκδικήσει τον κόσμο που του ανήκει. Και τότε είμαι βέβαιος πως όλοι θα το καταλάβουμε, γιατί ο Άνεμος θα φυσήξει αλλιώς.

Η γιαγιά και ο άνεμος «-Όλα τα πράγματα έχουν ένα τέλος. - Ένα ευχάριστο τέλος;» Δε θυμάμαι που το διάβασα

Τα ταξίδια τέλειωσαν και γω γύρισα σπίτι. Η πόλη ήταν ταχτοποιημένη σαν να μην πέρασε ποτέ ο άνεμος αλλά η μητέρα μου φορούσε μαύρα και έκλαιγε. - Μητέρα γιατί κλαις; τη ρώτησα. - Γιατί όσο έλειπες πέθανε η γιαγιά, μου απάντησε. - Μα, μητέρα, η γιαγιά δεν πέθανε. Ζει. Είναι μαζί μας. Υπάρχει γύρω μας. Τα κόκαλά της ξανάγιναν βράχοι, το κορμί της χώμα, το μυαλό της σύννεφα, τα μαλλιά της χόρτα, ο ιδρώτας της δροσιά, τα δάκρυά της ποτάμια και τα μάτια της ήλιος και φεγγάρι. Κοντοστάθηκα για να πάρω μιαν αναπνοή και συνέχισα. - Και η ψυχή της, μητέρα, η ψυχή της έγινε άνεμος. - Άστα αυτά, μου ’πε η μητέρα μου. Είναι ώρα να πας στο σχολείο. Ετοιμάστηκα κι έτρεξα να προλάβω το σχολικό λεωφορείο. Μα στο δρόμο σκεφτόμουν αυτά που είπα στη μητέρα μου: «Η γιαγιά δεν πέθανε. Υπάρχει γύρω μας. Τα μαλλιά της ξανάγιναν χόρτα, τα δάκρυά της ποτάμια και η ψυχή

31


της άνεμος. Γι’ αυτό ήξερε τόσες πολλές ιστορίες όσες κι ο άνεμος». Στο μεταξύ φτάσαμε στο σχολείο. Έσφιξα πάνω μου τον άνεμο και του ψιθύρισα στ’ αυτί. - Ανάμεσα στις μορφές του ονείρου μου βρίσκεται και η δική σου, άνεμε, που, σαν και μένα, είσαι οι πολλοί κι ο κανένας. Καθώς ανέβαινα τις σκάλες ο άνεμος μου ’στειλε ένα χαμόγελο. Το παλιό γνώριμο χαμόγελό του που τόσο αγαπούσα. Ο δάσκαλος μπήκε στην τάξη κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Το σημερινό μας μάθημα ήταν η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Βρισκόμαστε στο σημείο που οι σύντροφοί του σκίζουν τους σάκους του Αιόλου νομίζοντας ότι κρύβουν χρυσάφι, και οι μέχρι τότε φυλακισμένοι άνεμοι ξεχύνονται και βουλιάζουν το καράβι. Όλοι χάθηκαν εκτός από τον Οδυσσέα, που έφτασε τελικά στην Ιθάκη… Τι είναι ο Άνεμος; Από πού έρχεται και γιατί; Στοιχηματίζω πως για τον περισσότερο κόσμο ο Άνεμος δεν υπάρχει παρά μόνο για να φυσάει και πως κανένας δεν έζησε μαζί του μια τόσο περίεργη περιπέτεια όπως εγώ. Αλήθεια, όμως δε σας ρώτησα. Έχετε δει ποτέ άνεμο να χαμογελάει;

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ Αυτές οι ιστορίες δεν είναι παρά ασκήσεις, γυμνάσματα. Θα ήταν λάθος να πω ότι αποτελούν κάτι άλλο από ασκήσεις, γιατί πιστεύω πως τίποτα δεν τελειώνει. Αν τις ξανάγραφα σήμερα θα τις ξανάγραφα αλλιώς, το ίδιο και αύριο και του χρόνου…. ‘’Γυμνάσματα τέτοιου είδους τα κάνει κάνεις για τον εαυτό του και στη καλύτερη περίπτωση για τους φίλους του,’’ όπως λέει και ο Μπόρχες. Δικοί μου φίλοι είναι τα παιδιά, τα μικρά παιδιά και σ΄αυτά απευθύνω τις ιστορίες μου. Τα μεγάλα παιδιά, όπως λέει και ο Ροντάρι, ‘’είναι σε θέση να διαβάζουν Τολστόι, Χο-τσι-μίνχ, τα πρωτόλεια του Λέβι, Μπαλζάκ, Προυστ και να κολυμπούν στην ανοιχτή θάλασσα χωρίς σωσίβια…….’’ Βέβαια, θα απορήσετε, αν τα παιδιά διαβάζουν όλα αυτά, τότε τι μένει για να διαβάσουν οι ενήλικες; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Το μυαλό μας, των ενηλίκων, είναι γεμάτο με γεωμετρικά σχήματα, χωρίς φαντασία και χωρίς ικανότητα μετασχηματισμού και προσαρμογής. Είναι γεμάτο με τετράγωνα, τρίγωνα, ρόμβους και στη καλύτερη περίπτωση με κύκλους. Το μυαλό των παιδιών είναι σαν μια γραμμή. Μια γραμμή που μπορεί την κάθε στιγμή να σχηματίσει το πιο πολύπλοκο σχήμα παραμένοντας στην ουσία μια γραμμή. Έτσι τα σχήματα δεν είναι παρά προσωρινοί μετασχηματισμοί αυτής της γραμμής, άπειροι μετασχηματισμοί, σε ατέλειωτες ποικιλίες που γράφονται και σβήνουν χωρίς ν΄ αφήσουν ίχνη για να ξαναδώσουν την αρχική ελαστική γραμμή. Φυσικά τα παιδιά μεγαλώνοντας χάνουν αυτή την ελαστικότητα της φαντασίας τους. Τα σχήματα παύουν να διαλύονται και να μετασχηματίζονται. Παγώνουν σε μορφές απλές, συσσωρεύονται και τα καταπιέζουν, τα περιορίζουν, όπως ακριβώς συμβαίνει και με μας τους ενήλικες. Τα αφηγήματα αυτά αποτελούν ασκήσεις. Ασκούμαι να επαναφέρω την ελαστικότητα στην φαντασία μου, να σπάσω τα παγωμένα σχήματα, να επιστρέψω στην ευμετάβλητη κατάσταση του παιδιού, όμοια όπως ένα αρτηριοσκληρωμένο σώμα προσπαθεί με τη γυμναστική να ξαναποκτήσει την παλιά του ευλυγισία. Αθήνα 1993 Υ.Γ. Αν τα παιδιά χάνουν την ελαστικότητα της φαντασίας τους αυτό οφείλεται κύρια σε μας, τους ενηλίκους.

32


Στο σχολείο, στην οικογένεια, στο στρατό, στην εργασία, στις κοινωνικές υποχρεώσεις και στους κάθε λογής κανόνες και ρυθμούς που έχουμε εφεύρει για να ακινητοποιήσουμε την κίνηση. Αυτό εμείς το λέμε αγωγή και τάξη. Ο άνθρωπος φτιάχνει το κόσμο ‘’κατ΄ ομοίωσαν του’’ και επειδή ο κόσμος ανήκει σε μας τους ενήλικες φτιάχνουμε τους νεότερους αντίγραφα της δικής μας εικόνας. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε αλλιώς. Πέρα λοιπόν από κάθε σοβαροφάνεια και με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς προφάσεις και δικαιολογίες ευχηθείτε στον εαυτό σας, τα παιδιά σας, να μην μεγαλώσουν ποτέ. Γιατί μόνον έτσι μπορούμε να ελπίζουμε σ΄έναν κόσμο, καινούργιο και θαυμαστό, σαν αυτόν που όλοι επιθυμούμε και οραματιζόμαστε.

Οπισθόφυλλο ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ Στην πόλη των Αθηνών ΕΛΛΑΔΑ Όλοι εμείς που υπογράφουμε, σαν άνθρωποι που αληθινά πιστεύουν στην αλήθεια και στο κέρδος, βεβαιώνουμε επίσημα πως όλες οι περιπέτειες του φίλου μας ‘’Ζωγράφου – Τραγουδιστή’’, όπως και οι χώρες που επισκέφτηκε, είναι αληθινές όσο αληθινά είναι κι ένα κίτρινο τρόλεϊ’, ένα πιάτο γεμάτο κεφτέδες κι ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα. Όλοι εσείς, λοιπόν, που πιστέψατε τις δίκες μας περιπέτειες που είναι εκατό φόρες πιο καταπληκτικές, ελπίζουμε να δώσετε πιστή και εμπιστοσύνη και στο συνάδελφο μας ‘’Ζωγράφο – Τραγουδιστή’’. η Ο όρκος δόθηκε στο δημαρχείο των Αθηνών, την 4 του περασμένου Ιανουαρίου. Λόγο απουσίας του εξοχότατου Δημάρχου, ο Αναπληρωτής Δήμαρχος, Διονύσης ο Λυκάνθρωπος. Υπογράφουν: Δον Κιχώτης, Άλικη, Μινχάουζεν, Αλαντίν. Γκιούλιβερ, Σιρανό ντε Μπερζεράκ, Ρα’ι’νέκε η Αλεπού, Μάρκο Πόλο, Αλί Μπαμπά, Γίλης ο Γεωργός (από το Χαμ), Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ, Γκαραμπόμπο ο Αόρατος, Ο Γάτος του μύλου, Κοντορεβιθούλης, Καραγκιόζης, Νασρεντίν Χότζας, Κοκκινοσκουφίτσα, Τρυποκάρυδος, Σέρλοκ Χόλμς, Ιζνοουγκούντ, Ο Σπύρος της Μαρίας.

33


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.