το τριμμένο τζην παντελόνι και τα αθλητικά παπούτσια, στάθηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα. Ο φρουρός μέσα στο κουβούκλιο του έριξε μια γρήγορη ματιά κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Ο άνθρωπος στεκόταν ακίνητος λίγα μέτρα έξω από την είσοδο του τμήματος. Κοιτούσε ευθεία εμπρός, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Ο φρουρός αποφάσισε να ρωτήσει. «Σι θέλετε;» «Θέλω να πω την αλήθεια», απάντησε αμέσως ο άνθρωπος χωρίς να αλλάξει στάση. Ο αστυνομικός τον κοίταξε κάπως καλύτερα. Δεν φαινόταν ακριβώς για άστεγος ή αλήτης αλλά δεν έδειχνε και για νοικοκυραίος. Κάποιος εκκεντρικός καλλιτέχνης, κάποιος μυστήριος από αυτούς που έχει γεμίσει ο τόπος πλέον. «Τι θέλεις;», ρώτησε πάλι ο φρουρός με μισό χαμόγελο. «Θέλω να πω την αλήθεια», επανέλαβε με το ίδιο ηχόχρωμα και ένταση φωνής ο άνθρωπος. «Για ποιο πράγμα;», ρώτησε ο αστυφύλακας και βγήκε έξω από το κουβούκλιο για να περιεργαστεί καλύτερα τον άνθρωπο. Μπας κι είχε κανένα μπλέξιμο; Μπας κι ήταν κανένας από αυτούς τους παλαβιάρηδες που ζώνονται εκρηκτικά, μπουκάρουν στα εστιατόρια και στα βαγόνια του μετρό και όποιον πάρει ο Φάρος; Και τι έκρυβε σε αυτή την κουμπωμένη καπαρντίνα; Εκείνη τη στιγμή πλησίασε την είσοδο του τμήματος ένας υψηλόβαθμος αστυνομικός. Ο φρουρός τον χαιρέτησε, άρχισαν να κουβεντιάζουν. Ο άνθρωπος με την καπαρντίνα δεν είχε μετακινηθεί ούτε ίντσα από τη θέση του. «Πήγαινε πάνω στον αξιωματικό υπηρεσίας», του είπε κάποια στιγμή αυστηρά ο αστυφύλακας γιατί ήθελε να συζητήσει κάτι πιο προσωπικό με τον ανώτερό του. Ο άνθρωπος υπάκουσε και σαν ρομπότ άρχισε να βαδίζει εμπρός.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, έφτασε στον πρώτο όροφο και αναζήτησε το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Σο βρήκε, κοίταξε μέσα, άδειο. το διάδρομο πηγαινοέρχονταν διάφοροι, ένστολοι και με πολιτικά. «Σι θέλετε;», τον ρώτησε κάποια στιγμή μια ένστολη κοπέλα. «Σον αξιωματικό υπηρεσίας. Θέλω να πω την αλήθεια», απάντησε και εκείνη σούφρωσε τα φρύδια της. «Λείπει τώρα. Μπείτε, καθίστε και περιμένετε», είπε και ο άνθρωπος μπήκε στο άδειο γραφείο και κάθισε ήσυχα στον άδειο καναπέ απέναντι από το γραφείο του αξιωματικού. Πέρασε πάνω από μισή ώρα και κανείς δεν είχε εμφανιστεί. Κάποια στιγμή πρόβαλε το κεφάλι ενός αστυνομικού. «Ακόμα να έρθει;», είπε το κεφάλι. Ο άνθρωπος δεν απάντησε. Σο κεφάλι εξαφανίστηκε. Λίγη ώρα μετά μπήκε μια ένστολη κοπέλα με αρκετούς φακέλους κάτω απ’τη μασχάλη της. «Περιμένετε τον αξιωματικό υπηρεσίας;» Ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι του. «Μπορεί να αργήσει… γιατί δεν έρχεστε αύριο; Είναι κάτι επείγον;» «Θέλω να πω την αλήθεια», απάντησε εκείνος και η κοπέλα τον κοίταξε σαστισμένη. «Μπορείτε να του μιλήσετε και αύριο. Αν είναι κάτι πολύ σημαντικό, μπορείτε να πάτε πάνω στον υποδιοικητή», του είπε και ο άνθρωπος αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του και χωρίς να την κοιτάξει την προσπέρασε και βγήκε στο διάδρομο. Ανέβηκε τη σκάλα στον δεύτερο όροφο και έπειτα στον τρίτο. Αναζήτησε το γραφείο του υποδιοικητή. Ήταν στο τέλος του διαδρόμου, αριστερά. Φτύπησε την κλειστή πόρτα. «Ανοίξτε και μπείτε», άκουσε τη φωνή μιας κοπέλας. Τπάκουσε. «Θέλετε τον κο Λάμπρου;», τον υποδέχθηκε μια ένστολη κοπέλα καθισμένη πίσω από ένα γραφείο. «Θέλω να πω την αλήθεια», είπε εκείνος. Η κοπέλα του έριξε μια καλύτερη ματιά. Δεν μπορούσε να αποφασίσει. «ε πέντε λεπτά έρχεται, καθίστε να τον περιμένετε», είπε τελικά και ο άνθρωπος κάθισε στην μοναδική άδεια καρέκλα του δωματίου. Έπειτα από 25 λεπτά σιωπής, η πόρτα άνοιξε και ένας υψηλόβαθμος αστυνομικός μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο.
«Σι έγινε Κανέλα; Όλα όκ;» «Μάλιστα… ο κύριος σας περιμένει» Ο αξιωματικός έριξε μια ματιά στον άνθρωπο, δεν τον αναγνώρισε. «Εμένα θέλετε;», τον ρώτησε. «Θέλω να πω την αλήθεια», απάντησε εκείνος. Ο αξιωματικός έβγαλε το καπέλο του και κοίταξε την κοπέλα. Εκείνη σήκωσε τους ώμους της. «Πώς λέγεστε;» Σο τηλέφωνο χτύπησε. Η κοπέλα σήκωσε το ακουστικό. «Ναι…, ναι εδώ είναι… μια στιγμή…», είπε και έδωσε το ακουστικό στον άντρα. «Ναι… ναι κ. υπουργέ… μα, τώρα μόλις… τώρα μόλις έφυγα από εκεί… εντάξει… εντάξει… μην ανησυχείτε…», είπε και κοπάνησε το ακουστικό εκνευρισμένος στη συσκευή. «Γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ!», είπε, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και την ξανάκλεισε με δύναμη. Η κοπέλα έκανε έναν μορφασμό. «Δεν έρχεστε αύριο καλύτερα; Δεν είναι ήσυχη μέρα σήμερα», είπε στον άνθρωπο. Εκείνος την κοίταξε ανέκφραστος. «Αν είναι να καταθέσετε κάτι… θέλω να πω αν είναι να πείτε κάτι εμπιστευτικό δεν πάτε ως την εισαγγελία; Είναι στο απέναντι κτήριο… τρίτος όροφος… ή δεύτερος; θα σας γελάσω… ρωτήστε το θυρωρό… πάντως νομίζω θα είναι εκεί η εισαγγελέας τώρα… για να δω, τι ώρα είναι… ναι, την προλαβαίνετε…», είπε η κοπέλα και παρακολούθησε τον άνθρωπο να σηκώνεται ανέκφραστος και να αποχωρεί από το δωμάτιο. Ο άνθρωπος κατέβηκε τα σκαλοπάτια ως το ισόγειο, βγήκε από το κτήριο της αστυνομίας, διέσχισε τη λεωφόρο και έφτασε έξω από την είσοδο ενός πολυώροφου κτηρίου. Μπήκε και σε λίγο βρέθηκε μπροστά από έναν θυρωρό που έτρωγε ένα σάντουιτς και διάβαζε αθλητική εφημερίδα. Ο θυρωρός του έριξε μια βαριεστημένη ματιά και ξαναχώθηκε στην εφημερίδα του. Ο άνθρωπος στεκόταν ακίνητος. «Σι θέλετε;», ρώτησε τελικά ο θυρωρός με το μισό σάντουιτς στο στόμα. Χίχουλα έπεφταν από το στόμα του. «Θέλω να πω την αλήθεια» «Σώρα, σώθηκες», σχολίασε ο θυρωρός και κάγχασε. Ο άνθρωπος έμεινε ανέκφραστος.
«Ποια αλήθεια;», ρώτησε έπειτα από λίγο ο θυρωρός μασουλώντας και το υπόλοιπο σάντουιτς ενώ κέτσαπ και μουστάρδα λέρωναν το πουκάμισό του. «Γαμώ την Παναχαϊκή μου!», έβρισε ο θυρωρός και έσπευσε να καθαριστεί. Ο άνθρωπος τον κοιτούσε με το ίδιο, ακίνητο βλέμμα. «Σι κοιτάς; Ανέβα στον τρίτο, στην κα Μάλιου… στο δαίμονα… χάλια έγινα…», συνέχισε να λέει ο θυρωρός τρίβοντας και λερώνοντας χειρότερα το πουκάμισό του. Ο άνθρωπος προχώρησε, βρήκε το κλιμακοστάσιο και άρχισε να ανεβαίνει. Έφτασε στον τρίτο όροφο, αναζήτησε το γραφείο της κας Μάλιου, το βρήκε, χτύπησε την πόρτα. Δεν πήρε απάντηση. Έπειτα από λίγο ξαναχτύπησε. Δεν πήρε απάντηση. Έπειτα από λίγο ξαναχτύπησε. Σα ίδια. «Η κα Μάλιου δεν είναι τώρα εδώ», άκουσε μια φωνή. Ήταν μια νεαρή κοπέλα που τον πλησίαζε από το βάθος του διαδρόμου, στ’αριστερά του. Ο άνθρωπος σταμάτησε να χτυπάει την πόρτα και έμεινε ανέκφραστος στη θέση του. «Σι θέλετε;», τον ρώτησε η κοπέλα. «Θέλω να πω την αλήθεια», είπε αυτός. «Μισό λεπτό», είπε εκείνη και έτρεξε πίσω στο γραφείο της γιατί χτυπούσε το κινητό της. Ο άνθρωπος έμεινε στην ίδια θέση, όρθιος, ακίνητος έξω από την κλειστή πόρτα της κας Μάλιου. Η κοπέλα ξαναγύρισε έπειτα από πέντε λεπτά. «Μπορείτε να πάτε στο άλλο γραφείο, στον κο Βλάχο», του είπε και του έδειξε με το χέρι της το τέλος του διαδρόμου από την άλλη πλευρά. Ο άνθρωπος γύρισε το σώμα του και άρχισε να βαδίζει προς το τέλος του διαδρόμου. Βρήκε το γραφείο του κ. Βλάχου, η πόρτα κλειστή, χτύπησε, άκουσε ‘εμπρός’ και την άνοιξε. Μέσα ένα γραφείο, καθισμένος ένας κουρασμένος άντρας. Σον κοίταξε κάπως απορημένα. «Παρακαλώ», του είπε. «Θέλω να πω την αλήθεια», απάντησε ο άνθρωπος. «Καθίστε», είπε ο κος Βλάχος. Ο άνθρωπος κάθισε σε μια από τις δυο άδειες καρέκλες του δωματίου. «Πρόκειται για την υπόθεση Σσανόπουλου έτσι;», ρώτησε ο κος Βλάχος. Ο άνθρωπος δεν απαντούσε. Ο κουρασμένος άντρας ξεφύσηξε και έγειρε το σώμα του στην πλάτη της καρέκλας. «Έχει κλείσει η υπόθεση. Ό,τι μπορέσαμε κάναμε… η Μάλιου κι εγώ… ξέρετε… ο φάκελος έχει ήδη φύγει από μένα… καλύτερα αν θέλετε να μιλήσετε να πάτε κατευθείαν στον υπουργό...»
Ο άνθρωπος τον κοιτούσε ανέκφραστος. «Δεν είναι στο χέρι μας πλέον… είναι πολιτική η απόφαση… εμείς ό,τι είχαμε να κάνουμε το κάναμε… το είπα στο τηλέφωνο και χτες που μιλούσα με το δικηγόρο σας… το δικηγόρο που έχετε βάλει όλοι σας εννοώ… καλύτερα να πάτε στον υπουργό… μην κλείσετε ραντεβού… πηγαίντε αύριο κιόλας… πηγαίνετε κατευθείαν, όπως είστε… κατά τις 9 το πρωί… θα τον πετύχετε σίγουρα… εγώ δεν έχω πλέον δικαιοδοσία, ούτε η Μάλιου, ούτε η Βισβάρδη… καταλαβαίνετε…» Ο κος Βλάχος έγραψε κάτι σε μια σελίδα ενός μπλοκ και έπειτα την έσχισε και την έδωσε στον άνθρωπο. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και πήρε το χαρτί. «Δώστε το αυτό στον υπουργό», είπε και έκλεισε το φάκελο. «Καλημέρα σας» Ο άνθρωπος κοίταξε ανέκφραστος το χαρτί, το δίπλωσε, το έβαλε στην τσέπη της καπαρντίνας του. «Ζέστη δεν έχει; Θέλω να πω… η καπαρντίνα…», είπε ο κος Βλάχος λίγο πριν ανοίξει την πόρτα ο άνθρωπος. Εκείνος δεν απάντησε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο. Σην επόμενη ημέρα, περίπου στις εννιά το πρωί βρισκόταν έξω από το κτήριο που στεγαζόταν το υπουργείο. Δίπλα στην είσοδο υπήρχε ένα κουβούκλιο με έναν ένστολο. «Σι θέλετε;», τον ρώτησε ο αστυνομικός. «Θέλω να πω την αλήθεια», απάντησε ο άνθρωπος. «Σι πράγμα;» Μια κυρία πλησίασε τρέχοντας τον αστυνομικό και έσκυψε να πει κάτι εμπιστευτικά στο νεαρό άντρα. Εκείνος έβαλε τα γέλια. «Έλα! Απίστευτο!», είπε. «Ναι σου λέω!», είπε εκείνη. Έπειτα έσκυψε ξανά και είπε κάτι ακόμα στο αυτί του ένστολου άντρα. Νέα γέλια. «Δεν γίνεται, αυτό… δεν υπάρχει!», είπε αυτός χασκογελώντας. «Μα, ναι σου λέω!», είπε πάλι η γυναίκα και έπειτα γύρισε και παρατήρησε τον άνθρωπο με την καπαρντίνα, το τριμμένο τζην παντελόνι και τα αθλητικά παπούτσια. «Ο κύριος;» «Θέλω τον κύριο υπουργό», είπε και έβγαλε το χαρτί από την τσέπη του. Σο ξεδίπλωσε και το έδωσε στην γυναίκα. Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της και με βλέμμα απορημένο πήρε το χαρτί, το διάβασε και το κράτησε στη χούφτα της. «Ελάτε μαζί μου», είπε ξαφνικά και προηγήθηκε μπαίνοντας στο κτήριο αφού πριν χτύπησε φιλικά στον ώμο τον αστυνομικό.
«Με συγχωρείτε που σας άφησα να περιμένετε εκεί έξω», είπε απολογούμενη η γυναίκα μπαίνοντας στο ασανσέρ μαζί με τον άντρα. Ο άντρας δεν απάντησε. Βγήκαν από το ασανσέρ στο τελευταίο πάτωμα του κτηρίου. Πάτησαν σε κάποιο ακριβό χαλί, έφτασαν έξω από μια διπλή, βαριά ξύλινη πόρτα. Τπήρχαν και δυο γραφεία με δυο κοπέλες έξω από την πόρτα. «Καλημέρα», είπε η γυναίκα. «Καλημέρα κα Ράνια», είπε η μια. Η άλλη δεν είπε τίποτα. Και οι δυο συνέχισαν να εργάζονται προσηλωμένες στις οθόνες των υπολογιστών τους. «Καθίστε λίγο εδώ», είπε η γυναίκα και έδειξε στον άνθρωπο έναν μεγάλο, δερμάτινο μαύρο καναπέ. «Θα σας φωνάξω σε λίγο». Ο άνθρωπος κάθισε στον καναπέ. Απέναντί του ήταν τα δυο γραφεία με τις κοπέλες. Η μια ήθελε να τον ρωτήσει. «Σον κο υπουργό θέλετε;» «Θέλω να πω την αλήθεια», απάντησε αυτός και η κοπέλα δεν έβγαλε ξανά μιλιά. Πέρασαν 45 λεπτά. Έπειτα το ένα φύλλο από τη μεγάλη πόρτα άνοιξε. Η γυναίκα βγήκε και έκανε νόημα στον άνθρωπο. «Ελάτε», του είπε. Ο άνθρωπος σηκώθηκε, περπάτησε πάνω στο χαλί και μπήκε πίσω από τη γυναίκα στο γραφείο του υπουργού. Εκείνος συνομιλούσε με κάποιον στο τηλέφωνο. «Καθίστε», είπε η γυναίκα. Τπήρχαν μεγάλες πολυθρόνες μπροστά από το γραφείο του υπουργού. Ο άνθρωπος διάλεξε μια και κάθισε. Η γυναίκα κάπου χάθηκε. «Και πιστεύω πως θα είμαστε εντός χρονοδιαγράμματος», είπε ο υπουργός μετά από μικρή σιωπή. «Βεβαίως θα χρειαστεί να περάσει η τροποποίηση από τη βουλή… είναι κανονισμένο για τον άλλο μήνα… έτσι… έτσι… φυσικά… φυσικά…» Ο υπουργός έριξε μια ματιά στον άνθρωπο καθώς μιλούσε. Σου χαμογέλασε. Ο άνθρωπος δεν χαμογέλασε. Ο υπουργός είπε ακόμα μερικά ‘φυσικά’, ‘βεβαίως’, ‘έτσι’, ‘οπωσδήποτε’, ‘αλίμονο’, ‘πέραν πάσης αμφιβολίας’, ‘απαραιτήτως’ και έπειτα ολοκλήρωσε τη συνομιλία. «Καλημέρα σας. Είστε καλά;», είπε εύθυμα ο υπουργός και χωρίς να περιμένει απάντηση έστρεψε την προσοχή του στο χαρτάκι του πάνω στο γραφείο του. Έπειτα κοίταξε τον άνθρωπο. Έπειτα ξανά το χαρτάκι του. Έπειτα ξανά τον άνθρωπο. «Αυτό έλεγα πριν στην Ευγενία καλέ μου φίλε», είπε τελικά. «Σο θέμα έχει φύγει από τη δικαιοδοσία μου… καταλαβαίνω βέβαια κι εσάς… οι οικογένειές σας…
το εργοστάσιο… όμως… το θέμα έχει ανέβει πιο ψηλά πλέον… θέλετε να σας προσφέρω κάτι;», ρώτησε ευγενικά ο υπουργός χαμογελώντας. «Θέλω να πω την αλήθεια», είπε ο άνθρωπος. Ο υπουργός κούνησε το κεφάλι του στοχαστικά. «Κι εγώ αυτό θέλω», κατένευσε. «Και θα το κάνουμε μαζί… ελάτε… θα πάμε στου Μαξίμου», είπε και εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή της από το πουθενά η γυναίκα. Πλησίασε τον υπουργό, του ψιθύρισε κάτι, διαφώνησαν για λίγο, ο υπουργός επέμεινε, της έδειξε το χαρτάκι, εκείνη ξεφύσηξε, ο υπουργός κοίταξε τον άνθρωπο, χαμογέλασε. «Θα έρθετε μαζί μου», του είπε τελικά. Έπειτα από αρκετή ώρα ο άνθρωπος καθόταν δίπλα στον υπουργό, στην πολυτελή μαύρη Μερτσέντες. Σο αυτοκίνητο κατευθυνόταν προς το Μέγαρο Μαξίμου. Η γυναίκα είχε μείνει πίσω στο υπουργείο. «Αυτή η υπόθεση δεν έπρεπε να πάρει αυτή την τροπή», είπε ο υπουργός απολογητικά. Ο άνθρωπος δεν σχολίασε. «Είστε στεναχωρημένος, το καταλαβαίνω… όλοι σας ζορίζεστε… το ξέρω…», συμπλήρωσε ο υπουργός και μετά σήκωσε το κινητό του που χτυπούσε επίμονα. Σο αυτοκίνητο έφτασε στην πύλη. Ένας φρουρός κοίταξε από το παράθυρο, ο υπουργός τον χαιρέτησε, ο φρουρός έκανε νόημα να επιτραπεί αμέσως η είσοδος στην μαύρη Μερτσέντες. Έπειτα από λίγη ώρα ο υπουργός μαζί με τον άνθρωπο βρίσκονταν στο ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού. Μια κυρία ντυμένη με ένα αυστηρό ταγέρ πρότεινε στον άνθρωπο να καθίσει κάπου. Ο υπουργός χωρίς να πει τίποτε άλλο άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο του πρωθυπουργού. «Θέλετε να σας προσφέρω κάτι;», τον ρώτησε ευγενικά. «Θέλω να πω την αλήθεια», είπε εκείνος. Η γυναίκα δεν σχολίασε τίποτα και κάθισε ξανά στη θέση της. Σο τηλέφωνο χτυπούσε. Σο κινητό της χτυπούσε, μια άλλη συσκευή χτυπούσε. Η γυναίκα μιλούσε συνεχώς, μια εδώ και μια εκεί. τα ενδιάμεσα πληκτρολογούσε κάτι στον υπολογιστή της. Πέρασαν περίπου 40 λεπτά. Η βαριά πόρτα άνοιξε, εμφανίστηκε μια κοπέλα και κάλεσε τον άνθρωπο. Εκείνος σηκώθηκε και την πλησίασε. Εκείνη του έκανε χώρο να περάσει και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Σον υποδέχθηκε ένας νεαρός που φορούσε πουκάμισο και τζην παντελόνι, όχι τριμμένο σαν το δικό του. Ο νεαρός του χαμογέλασε πλατιά και του πρότεινε το χέρι. το άλλο κρατούσε κάτι χαρτιά. «Καλημέρα. Βλέπω κι εσείς δεν προτιμάτε τη γραβάτα, έτσι;»
Ο άνθρωπος δεν χαμογέλασε αλλά έσφιξε το χέρι του νεαρού. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα πιο κει ήταν ο υπουργός. Τπήρχαν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι μέσα στο χώρο. Ο νεαρός τον οδήγησε σε μια γωνιά και του προσέφερε θέση σε έναν καναπέ. Ο άνθρωπος κάθισε. Απέναντί του κάθισε ο νεαρός. «Δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορούμε να το λύσουμε, συμφωνείτε; Υτάνει να το θέλουμε», είπε ο νεαρός και σε λίγο εμφανίστηκε η κοπέλα με ένα δίσκο. Τπήρχαν κούπες με καφέ και κάτι μπισκότα. Ο άνθρωπος πήρε τη μια κούπα και ήπιε μια γουλιά καφέ. Μπισκότο δεν δοκίμασε. «Θέλω να πω την αλήθεια», είπε ο άνθρωπος και ο νεαρός τον κοίταξε λίγο συννεφιασμένος. Έπειτα το βλέμμα του έγινε σκεφτικό. «Αυτό ακριβώς θέλω κι εγώ ξέρετε», είπε τελικά αφού περίμενε λίγη ώρα. Ο άνθρωπος παρέμενε σιωπηλός. «Θέλω να πω την αλήθεια», ξανάπε ο άνθρωπος και ήπιε όλο τον καφέ του. Ο νεαρός κοίταξε για λίγο τα χαρτιά του. Μετά σήκωσε το κεφάλι του. «Θα φέρω νέο σχέδιο νόμου. Μέσα στο μήνα. Θα υπερψηφιστεί και όλα θα τακτοποιηθούν. Λίγη υπομονή. Και καλή θέληση», είπε και περίμενε την αντίδραση του ανθρώπου. Αυτός ξεκούμπωσε την καπαρντίνα του. Ο νεαρός τον κοιτούσε απορημένος. Ο άνθρωπος δεν φορούσε πουκάμισο ή μπλούζα ή οτιδήποτε. Από τη μέση και πάνω ήταν γυμνός. «Θα πω την αλήθεια», είπε ξαφνικά και σηκώθηκε όρθιος. Έβγαλε την καπαρντίνα του και μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα όλων στην αίθουσα αποκαλύφτηκε η γύμνια του. Όχι ακριβώς. το στήθος και η πλάτη ήταν χαραγμένα κατάσαρκα δυο μηνύματα με κεφαλαία γράμματα. «Να φωνάξουμε την ασφάλεια», είπε ψιθυριστά ο νεαρός στην κοπέλα ενώ έκανε νοήματα σε όλους για διατήρηση ψυχραιμίας. «Αυτή είναι η αλήθεια», είπε ο άνθρωπος. Ένα πυρογράφημα πάνω στο στήθος του έλεγε με κεφαλαία γράμματα ‘ΣΟ ΜΟΝΟ ΠΟΤ ΤΠΑΡΦΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΓΑ ΕΝΑΓΚΑΛΙΜΟ’. Σο άλλο στην πλάτη του έγραφε ‘ΣΙΠΟΣΑ ΔΕΝ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ ΑΠΟ ΣΟ ΣΙΠΟΣΑ’. Ξαφνικά ο άνθρωπος πήρε την καπαρντίνα του και τη φόρεσε ξανά. Έβαλε το χέρι του σε μια από τις τσέπες και άρχισε να ψάχνει κάτι. Εκείνη τη στιγμή οι πόρτες της αίθουσας άνοιξαν διάπλατα και κάποιοι ένστολοι με προτεταμένα όπλα έκαναν την εμφάνισή τους. Μοιράστηκαν σε κάποιες θέσεις μέσα στο χώρο και σημάδευαν τον άνθρωπο. Οι κινήσεις τους έμοιαζαν σαν χορογραφία μπαλέτου. «Να βλέπω τα χέρια σου!», φώναξε ένας.
«Βγάλε το χέρι από την τσέπη. Εδώ, εμένα κοίτα!», φώναξε ένας άλλος. Ο άνθρωπος γύρισε το βλέμμα του και τους κοίταξε. Ήταν αρκετοί και είχαν κατακλύσει το χώρο. Ο νεαρός με το πουκάμισο και το τζην και οι άλλοι είχαν σταθεί από πίσω τους σε μεγάλη απόσταση. Όλοι κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα. «Είπα την αλήθεια», είπε ο άνθρωπος και συνέχισε να ψαχουλεύει την τσέπη του. «Βγάλε σιγά σιγά το χέρι. Όχι απότομες κινήσεις!», άκουσε αλλά δεν υπάκουσε. Προσπάθησε να βγάλει με μια γρήγορη κίνηση το χέρι του και εκείνη τη στιγμή τα όπλα εκπυρσοκρότησαν. Σέσσερις σφαίρες τον πέτυχαν και μια αστόχησε και χώθηκε στον τοίχο από πίσω του. Ο άνθρωπος έπεσε αιμόφυρτος στο ακριβό χαλί του δωματίου. «Είπα την αλήθεια», πρόλαβε να ψελλίσει πριν κλείσει τα κουρασμένα μάτια του. Ένας από τους ένστολους τον πλησίασε με προσεκτικές κινήσεις και το όπλο να σημαδεύει ακόμα τον πεσμένο άνθρωπο. Έβαλε το χέρι του μέσα στις τσέπες της καπαρντίνας. Η μια ήταν άδεια. την άλλη βρήκε μια μικρή φωτογραφία. Δυο νεαρά αγόρια αγκαλιασμένα, χαμογελαστά. Ύστερα από καιρό ανακάλυψαν την ταυτότητα και των δυο. Ο ένας ήταν ο άνθρωπος με την καπαρντίνα. Σο άλλο αγόρι ήταν ο αδελφός του που είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν στο θάλαμο κάποιας εντατικής μονάδας. Σούτη η φωτογραφία ήταν η απαθανάτιση μιας ευτυχισμένης στιγμής σε κάποιο σπίτι, στην εφηβική τους ηλικία. Πίσω από τη φωτογραφία υπήρχε μια φράση. Τίποτε ιερότερο από την αλήθεια ***