Antonio Nimertis
Λέξειρ πέσπερ…
Κ
άθονσαν εδώ και λίγη ώπα ςιψπηλοί… εκείνορ σην κοισούςε με κουσέρ, ςύνσομερ μασιέρ… πίςψ σηρ απλψνόσαν η θάλαςςα. Το υόνσο ήσαν ατσό ποτ σηρ σαίπιαζε, ςκέυσηκε, σηρ άρμοζε… ςα να
έπρεπε με κάποιο σπόπο να τπάπφει και σο κασάλληλο σοπίο πίςψ απ’σο ππόςψπό σηρ. Άλλοσε ςκληπό κι εκείνο, άλλοσε μελαγφολικό, άλλοσε απλά, ατσό ποτ ήσαν… Εκείνη σον κοισούςε ςτνέφεια, από ση ςσιγμή ποτ είφαν καθίςει ς’ατσό σο απόμεπο καυενεδάκι… ήσαν ένα παλιομοδίσικο μαγαζί ποτ είφε εκμεσπήςει σο ζην από καιπό όμψρ, μποπούςε κανείρ να πει δτο ήςτφα λόγια… λόγια ήςτφα από όφι ήπεμοτρ ανθπώποτρ… Πήπε σο κινησό σηρ ςσα φέπια και σο απενεπγοποίηςε. Τελετσαία σο έκανε όλο και πιο ςτφνά ατσό. -Γιασί σο έκλειςερ; σην πώσηςε. Εκείνη πήπε σο βλέμμα σηρ από πάνψ σοτ και σο άυηςε να αλησεύει ςσο ποτθενά για να βπει σα δετσεπόλεπσα ππιν σοτ απανσήςει. Έφοτν παπάξενο φπώμα σα μάσια σηρ ςήμεπα, ςκέυσηκε εκείνορ. Πιο ανοιφσό κι όμψρ, πιο πένθιμο. -Νομίζψ όσι δεν ππέπει να είναι ανοιφσό κάσι σόςο… σόςο… ξεκάπυψσο… δεν ξέπψ ποια λέξη να βπψ… σόςο άςφεσο με ση ςσιγμή ατσή… να μην λεισοτπγεί… να μην… ςε πποςβάλει. Είπε σο πήμα ςα να πασούςε με σο πόδι σηρ μια ςσέπεη πέσπα ποτ θα σην οδηγούςε με αςυάλεια πάνψ από σο οπμησικό νεπό ενόρ φειμάπποτ ςσην απένανσι όφθη. Το έκανε ςτφνά ατσό, ςκέυσηκε. Τηρ άπεςαν οι λέξειρ πέσπερ… οι λέξειρ ποτ έφοτν σην αιώνια ςιψπή μαζί με σην απφαία δύναμή σοτρ. Βάπορ και ετθύνη και ςιγοτπιά και… ςιψπή… -Σκευσόμοτν… -Τι; -Ατσό ποτ μοτ είφερ πει σην ππώση μαρ βπαδιά… -Ποιο απ’όλα;
1
-Εκείνο για ση ςιψπή… Πάγψςε… είφαν ςτνσονιςσεί… πάλι… ήσαν όμοπυο και ανηςτφησικό μαζί. Ξαυνικά αιςθάνθηκε σην ανάγκη για καυέ. -Ππιν μοτ πειρ… πάψ μέςα να παπαγγείλψ δτο καυέδερ… -Δεν θέλψ εγώ… -Για μένα θα σοτρ πάπψ… -Πάπε έναν διπλό… -Ποσέ ο διπλόρ δεν είναι ππαγμασικά διπλόρ… Όσαν γύπιςε σην βπήκε να έφει γτπίςει και να κοισάζει ση θάλαςςα. Είφε μαζέχει σα πόδια σηρ πάνψ ςσο σςιμενσένιο ςσηθαίο. -Πιερ μια γοτλιά, σηρ είπε κι εκείνη ήπιε. Τελικά ήθελα κι εγώ λίγο καυέ. -Περ μοτ… Ππιν σοτ μιλήςει σον κοίσαξε ξανά. Ολόιςια ςσα μάσια. Το φπώμα σώπα είναι πάλι σο κανονικό σηρ, ςκέυσηκε και κάθιςε δίπλα σηρ. Χαμογέλαςε. Ήπιε μια μικπή γοτλίσςα καυέ. Όπψρ πάνσα. -Είφερ πει πψρ οι άνθπψποι πεπνούν όλη σοτρ ση ζψή ςση ςιψπή. Κι ατσό είναι σόςο σπομεπό όςο σο ςκευσόμοτν… ςήμεπα… γτπνώνσαρ από σο νοςοκομείο… ήμοτν ςσο θείο μοτ, ξέπειρ… -Ναι… -Τον παπασηπούςα… με ση θεία μοτ… κάσι έλεγαν… κάσι δτνασό και έκλαιγαν… ςκευσόμοτν… φπειάςσηκε μια οπιακή ςσιγμή ςση ζψή σοτ ενόρ για να ςπάςοτν ση ςιψπή… για να μιλήςοτν ξανά… αληθινά… εκείνη ση ςσιγμή ένιψςα πψρ ς’αγαπώ… πολύ… και δτνασά… και δεν άνσεφα άλλο εκεί μέςα… βγήκα σπέφονσαρ και ςοτ σηλευώνηςα… Δεν σηρ μίληςε. Άκοτγε σιρ λέξειρ να έπφονσαι από σο μικπό σηρ ςσόμα και σιρ τποδεφόσαν με γλτκύσησα. Τοτ άπεςαν πολύ ατσέρ οι ςσιγμέρ ποτ η κάθε λέξη είφε ση δική σηρ απόλτση ςημαςία και ομοπυιά… μήπψρ ατσό είναι αγάπη, ςκέυσηκε… η κάθε λέξη σηρ να είναι… -Τι ςκέυσεςαι πάλι; σον διέκοχε.
2
Στνανσήθηκε ξανά με σο ατςσηπό σηρ βλέμμα. Τώπα δεν είφε πίςψ σηρ ση θάλαςςα αλλά ένα άςφημο σοπίο. Τένσερ και σπαπέζια και πλαςσικέρ κακόγοτςσερ καπέκλερ. -Τι ςκέυσεςαι; επέμεινε. Ήξεπε πψρ δεν σο έκανε από ανακπισική πεπιέπγεια αλλά επειδή είφε νιώςει μόνη. Δεν σηρ άπεςε καθόλοτ ατσό και ήσαν θέμα δετσεπολέπσψν να ξεςπάςει ο θτμόρ σηρ. -Σκευσόμοτν σον σπόπο ποτ διαλέγειρ σιρ λέξειρ… σηρ είπε και ήσαν ειλικπινήρ. Το ππόςψπό σηρ γλύκανε και… έκλεχε ακόμη μια γοτλιά από σον δεύσεπο καυέ. -Κλέυσπα… σηρ είπε. -Στγνώμη, σοτ είπε ναζιάπικα και ατσό σοτρ ξύπνηςε εκείνερ σιρ μαγικέρ, ππώσερ σοτρ ςσιγμέρ παιγνιδιού. -Τςιυούση! σοτ ανσιγύπιςε ςτνεφίζονσαρ ςσο ίδιο κοπισςίςσικο ύυορ. -Και μάλιςσα γερο-σςιυούσηρ, ςτμπλήπψςε ςοβαπά εκείνορ. Και μεσά ςιψπή. Η αναβίψςη παλαιών και θπτλικών ςσιγμών μόλιρ είφε ξοδέχει σα καύςιμά σηρ. Απουάςιςε να μιλήςει ππώσα εκείνη. Ατσό ήσαν ένα από σα ςτμπσώμασα σηρ αλλαγήρ σοτρ. Κάποσε σην αμήφανη ςιψπή ανάμεςά σοτρ σην διέκοπσε ππώσα εκείνορ. Κάποσε, ςκέυσηκε μελαγφολικά, δεν υπήρχε αμήφανη ςιψπή ανάμεςά σοτρ… -Είμαςσε λοιπόν ςιψπηλοί; Είφε γτπίςει σο κευάλι σηρ και δεν σον κοισούςε. Άλλο ένα ςύμπσψμα. Τι μαρ ςτμβαίνει με σον καιπό και δεν ανσέφοτμε ούσε σο βλέμμα σοτ άλλοτ; Ειδικά όσαν κάνοτμε μιαν επώσηςη ποτ ξέποτμε κιόλαρ σην απάνσηςη; -Ναι, σηρ απάνσηςε ςσαθεπά και ατσό σην αιυνιδίαςε κάπψρ. Γύπιςε και σον κοίσαξε. Το νάζι και η παιγνιώδηρ διάθεςη είφαν εξαυανιςσεί. Είφε ςκληπόσησα και ειςαγγελική ατςσηπόσησα σο νέο σηρ βλέμμα. Δεν σον πσόηςε. Σφεδόν σο πεπίμενε. Ήσαν κι ατσό ένα ακόμη ςύμπσψμα.
3
Η αππώςσια είφε πποφψπήςει. -Ναι; Τόςο απλά; -Τόςο, σηρ είπε και πούυηξε με θόπτβο σην σελετσαία γοτλιά καυέ. -Κλείνεςαι πάλι…, απάνσηςε εκείνη κι εσοιμάςσηκε να ςηκψθεί. Ήξεπε ση ςτνέφεια. Θα πεππασούςε για λίγο μόνη, θα σην ακολοτθούςε ςιψπηλόρ, θα γτπνούςαν ςπίσι, δεν θα έσπψγαν σίποσα, δεν θα έκαναν έπψσα, θα έπευσαν για ύπνο. Δεν θα σηρ έλεγε παπαμύθι ςσην αγκαλιά σοτ. Ήξεπε ση ςτνέφεια. Κι απουάςιςε να σην αλλάξει. -Μη ςηκψθείρ. Μη υύγειρ. Δεν κλείνομαι… είπε με υψνή ποτ πάςφιζε να μην ςπάςει. -Κλείνεςαι… επανέλαβε εκείνη πιο δτνασά. -Πάνσα ήμοτν κλειςσόρ, είπε δτνασά κι εκείνορ. -‘Κπτπσικόρ’… έσςι είφερ γπάχει κάποτ… ςε κείνο σο υθαπμένο μπλοκάκι ςοτ με σιρ ςημειώςειρ… -‘Τιρ ςημειώςειρ σοτ δπόμοτ’, αναπόληςε εκείνορ. Το έφειρ κπασήςει; -Φτςικά! Εςύ σα μεσαυέπειρ ςσον κψλο-κειμενογπάυο ςοτ ςσον τπολογιςσή κι εγώ σα κπασάψ όπψρ ήσαν, ςσο φαπσάκι… Άλλη μια λέξη – πέσπα. Κψλο-κειμενογπάυορ… σοτ σην πέσαξε ςσο ππόςψπο ςαν βόσςαλο για να πονέςει. Άλλα βέβαια, πονούςαν πιο πολύ. -Ναι, κπτπσικόρ… ατσό ςοτ άπεςε σόσε…, σηρ είπε και ήσαν λάθορ. Όσαν βάζειρ σο ‘σόσε’ ςημαίνει πψρ σο ‘σώπα’ έφει φάςει σο παιφνίδι. Σσο διάβολο σα παιφνίδια με σιρ λέξειρ… -Τόσε δεν κλεινόςοτν, απάνσηςε ήπεμα εκείνη και δεν ςηκώθηκε. Τον φάιδεχε ςσο μάγοτλο με σον σπόπο ποτ σον έκανε να ανασπιφιάζει. -Ξέπψ σι θα πειρ. -Δεν ξέπειρ.
4
-Ξέπψ… θα πειρ όσι ανοίφσηκα για λίγο επειδή ςε επψσεύσηκα και σώπα ποτ ςε ξε-επψσεύσηκα κλείνομαι πάλι. -Γτπνάρ ςση ςπηλιά ςοτ… -Όφι, όφι πάλι η ςπηλιά… διαμαπστπήθηκε εκείνορ και σηρ υίληςε απαλά σο φέπι. Το δέπμα σηρ ήσαν δποςεπό. Η αίςθηςη όμοπυη. -Εςύ μοτ σην είφερ αναυέπει κι ατσή. Εγώ δεν υσαίψ ςε σίποσα… εγώ απλώρ επψσεύσηκα έναν… -Σπηλαιώση… -Χα, ναι! Γέλαςε εγκάπδια, ςπάνιο και πολύσιμο βίψμα και σον πλημμύπιςε ετεπγεσικά. -Θα σο πψ κι αρ είναι κλιςέ. Όσαν γελάρ είςαι μαγική. -Να σο λερ πιο ςτφνά και αρ είναι κλιςέ ποιησή μοτ!, σοτ είπε ζεςσά και σον έςππψξε ςσο ςσηθαίο. Η κίνηςή σηρ σον αιυνιδίαςε. Ξάπλψςε πίςψ και ςσπιμώφσηκε να σην τποδεφθεί δίπλα σοτ. -Να κάνοτμε έπψσα εδώ. Γίνεσαι;, σον πώσηςε απαλά και σα μάσια σηρ γτάλιζαν. -Δεν γίνεσαι…, σηρ απάνσηςε φαμογελώνσαρ. Πάμε ςσην αμμοτδιά, ςσην παπαλία. -Είναι νψπίρ… έφει κόςμο, απάνσηςε εκείνη και έβαλε σην παλάμη σηρ ανάμεςα ςσα πόδια σοτ. -Μμμ… αυτός δεν κλείνεσαι…, σοτ είπε. Η μαγεία δεν κπάσηςε πολύ. Τοτ έδψςε ένα πεσαφσό υιλί ςσο ςσόμα και ςηκώθηκε. Κάθιςε ξανά όπψρ ππιν. Τη μιμήθηκε αππόθτμα. Σιψπή και πάλι… -Δεν θέλψ να γτπίςοτμε ςπίσι…, είπε σώπα εκείνορ. Το εννοούςε. Δεν σοτ απάνσηςε. Ήξεπε γιασί. Δεν σόλμηςε να σην ενοφλήςει. Έκλαιγε. Είφε υανσαςσεί πολλέρ υοπέρ ση ςκηνή σοτ φψπιςμού σοτρ. Τη λέξη όμψρ δεν θα σολμούςε να σην ππψσοχελλίςει εκείνορ. Απ’σιρ λέξειρ πέσπερ ατσή δεν θα σην άνσεφε…
5
Την πεπίμενε να ηπεμήςει. Κοισούςε σον ήλιο ςσο βάθορ ποτ βοτσούςε πίςψ απ’σο βοτνό και αιςθάνθηκε πίγορ με σην αναλογία ςση ςφέςη σοτρ. Το ςκοσάδι επφόσαν… ***
6