Η δίχα για εκείνο ποτ κπύβεσαι…
Α
ν ππιν από σπιάνσα φπόνια, κάποιορ μοτ ζησούςε μια καλή ςτμβοτλή – κι επέμενε υοπσικά, είναι η αλήθεια – θα σοτ’λεγα: Πάψε να σκέφτεσαι και πιάσε να διαβάζεις. Και πιο πολύ: Να μελετάς έπειτα εκείνο που διάβασες. Και σελικά: Την τρίτη φορά, κράτα και σημειώσεις. Κι αν έχεις την πολυτέλεια του χρόνου, στοχάσου κιόλας. Ναι, ίςψρ έσςι να κασέληγα. Δεν είμαι καθόλοτ βέβαιορ αν θα είφα ατσό σο ύυορ πάνσψρ ατσό θα ήσαν σο νόημα. Η ‘κενσπική ιδέα’ ποτ λέγαν και οι δάςκαλοι σηρ εποφήρ μοτ. Αν ςήμεπα μοτ ζησούςε – πάλι πιεςσικά και πιο πολύ σούση ση υοπά – μια ανάλογη ςτμβοτλή – ‘καλήρ πνετμασικήρ τγείαρ’ να σην πψ – θα ήσαν: Κόψε το διάβασμα και πιάσε να στοχάζεσαι. Το πάψε να σκέφτεσαι δεν θα σο άλλαζα. Γιασί άλλο ππάγμα η ςκέχη κι άλλο ο ςσοφαςμόρ. Από ςκέχειρ δεν πάςφοτμε. Ο νοτρ έσςι κι αλλιώρ ςσον σομέα ατσό λεισοτπγεί όπψρ σο ένσεπο με σον πεπιςςετούμενο εγκλψβιςμένο αέπα. Τον αποβάλλει με σιρ γνψςσέρ ηφησικέρ και… οςμηπέρ ςτνέπειερ. Τι γίνεσαι όμψρ με σο ςσοφαςμό; Ποτ είναι σο διαμάνσι ποτ έφει πεπάςει από φίλια κύμασα για να πάπει σιρ γψνίερ και σιρ έδπερ σοτ και σην καθαπόσησά σοτ; Άνθπακα σον βπίςκειρ ςσα έγκασα σηρ γηρ και τπέπλαμππο ςσολίδι γίνεσαι μια μέπα ποτ σο βλέπειρ και σο θατμάζειρ. Και παίπνει σο υψρ από ση μια και ςσο δίνει ατσοκπασοπικό οτπάνιο σόξο από σην άλλη. Φψρ κι έσςι κι αλλιώρ. Όμψρ και όφι. Γιασί ο ςσοφαςμόρ ό,σι πποςλαμβάνει ακασέπγαςσο, θολούπα κι ίςκιο, σο μεσαβολίζει ςε υάςμα φπψμάσψν και
λαμπεπή βενσάλια ποτ είναι ικανή ςε μεσαμοπυώςει και μόνο με σην ομοπυιά σηρ. Έσςι θα σοτ’λεγα λοιπόν όποιοτ ζησούςε κάποια ςτμβοτλή καλά και ςώνει: Κάνε τη σκέψη σου ομορφιά και η ομορφιά θα σε σώσει, για να θτμηθούμε και σον μέγα Φίονσοπ. Κι ακόμα: Πρόσεχε πολύ με ό,τι διαβάζεις και κυρίως, με ό,τι μηρυκάζεις. Ναι, σο’γπαχα κιόλαρ κάποια φπόνια ππιν ςε μιαν ανάπσηςη κι αιςθάνθηκα πψρ ζοπίςσηκαν απκεσοί και άλλοι σο είδαν πολύ ετνοωκά κι έξτςαν σο κευάλι σοτρ. Η μεγαλύσεπη ετεπγεςία ποτ έκανα κάποσε ςσον εατσό μοτ ήσαν ποτ έκοχα σο διάβαςμα, λέει κάποτ ο Νίσςε. Όλα ατσά σα ξένα εγώ είφαν κασαπλακώςει σο δικό μοτ και δεν έπαιπνα ανάςα. Και ξαυνικά, ςήκψςα ξανά κευάλι κάσψ απ’σιρ πλάκερ! Δεν λέψ πψρ υσάςαμε ή θα υσάςοτμε ποσέ ςσα ύχη και ςσα βάθη ποτ άγγιξε ο γίγανσαρ ατσόρ αλλά και σι μαρ νοιάζει; Μήπψρ και σα δικά μαρ βάθη και ύχη είναι λίγα; Μοτ απέςει ποτ πολλέρ υοπέρ αναπψσιόμαςσε για σον Πλάσψνα, σο Μαπξ και σο Νίσςε και ςσα δικά μαρ σα νεπά είμαςσε ακόμα ςσα πηφά. Έξψ – έξψ, εκεί ποτ… πασώνοτμε και δεν σολμάμε να ξανοιφσούμε μπαρ και πνιγούμε. Άγνψςσα σα πελάγη και οι κοπτυέρ απάσησερ σοτ δικού μαρ πλανήση και θέλοτμε να κασανοήςοτμε σην παγκόςμια υιλοςουία και σα ξένα ςύμπανσα ςε βάθορ και ςε πλάσορ! Αν δεν είναι ππάξη ύςσασηρ διαυτγήρ και έςφασηρ δειλίαρ ατσό σόσε σι είναι; Γιασί νομίζψ δεν είναι από σεμπελιά ποτ απουεύγοτμε σο ςσοφαςμό. Είναι από δειλία. Να σο παπαδεφθούμε κάποια μέπα θα πποςυέποτμε δψπεά ςσον εατσό μαρ. Μοιάζοτμε δηλαδή με κείνον ποτ λαφσαπάει ση θάλαςςα αλλά δεν ξέπει να κολτμπάει. Βλέπει αλλά δεν σολμά. Οπέγεσαι αλλά δεν γεύεσαι. Κι ατσό από υόβο και δειλία, ίςψρ ακόμα και από δέορ. Κι έσςι μένει ςσην ακπογιαλιά καιπούρ ολόκληποτρ, ‘αδπανήρ και ασόυιορ’. Αρ πούμε όσι σο διάβαςμα ατσό μποπεί να ςοτ πποςυέπει: ένα ςππώξιμο να πέςειρ κι αρ μην ξέπειρ να κολτμπάρ! Το διάβαςμα ςε ππογτμνάζει, ςε εσοιμάζει και σελικά ςοτ δίνει ση ςππψξιά να πέςειρ. Όμψρ, σο κολύμπι - και απγόσεπα η βοτσιά ςσα βαθιά- είναι δική ςοτ τπόθεςη. Γιασί σο να είςαι με σο νεπό ψρ σα γόνασα δεν είναι η λύςη. Έφειρ μπποςσά ςοτ ση μεγάλη ππόκληςη κι εςύ απλά δποςίζεςαι. Αν δεν γετσείρ σο βίψμα ψρ σα εςώσεπά ςοτ μένειρ με σην αίςθηςη μονάφα. Και ζηλεύειρ και μιςείρ ακόμα όςοτρ σο απεσόλμηςαν. Όμψρ, σο ξέπειρ, ςσα βάθη είναι η αλήθεια κι όφι ςσο πλασςούπιςμα και ςσιρ διαυτγέρ σψν παιφνιδιών ςσα αβαθή και ςσα ςσεγνά. Και η δίχα για σην 2
αλήθεια είναι πιο βαςανιςσική κι απ’ατσή σοτ ςώμασορ ποτ φψπίρ νεπό, αυτδασψμένο, νεκπώνεσαι ςε μια βδομάδα. Η δίχα για εκείνο ποτ κπύβεσαι εκεί και ςε καλεί από σόσε ποτ ςαπκώθηκερ. Και δεν θα πάχει ποσέ να ςε καλεί ν’αυήςειρ σιρ αςυάλειερ σηρ παπαλίαρ. Με πίςκο βέβαια, με κίνδτνο μα πεπιςςόσεπο με σην τπόςφεςη επισέλοτρ, να βιώςειρ, σελικά… να ζήςειρ! Μα σόσε, θα μοτ ςτμπληπώςειρ, η ψπαία ςτμβοτλή αλλάζει: Πάψε να στοχάζεσαι και ζήσε! Κι έσςι είναι, πώρ αλλιώρ! Με ση διαυοπά πψρ όποιορ έφει υσάςει ςε σούσο σο κασώυλι, δεν έφει ανάγκη από ςτμβοτλέρ και γνώμερ και απόχειρ. Μονάφα βιώνει ολόκληπορ Και ςιψπά…
Νοε2015
http://nimertis.blogspot.gr/
3