Ο νικόλας και η ρηνιώ

Page 1

ουσ κυμάμαι και τουσ δυο ςαν χτεσ. ΢ε κείνο το φτωχικό αλλά πολφ φιλόξενο ςπιτάκι τουσ, ςε κάποιο δρόμο ζξω από τα Μζγαρα, χωμζνο μζςα ςε ζναν απζραντο ελαιϊνα. Ζνα μεγάλο δωμάτιο ςτθν ουςία που είχε μια ξεχωριςτι, ζντονθ μυρωδιά από το τηάκι που πάντα ζκαιγε ςτθ μια γωνία. Ζχω τθ μυρωδιά φρζςκου ψωμιοφ ακόμθ να με πλθμμυρίηει. Παράξενο αλικεια, οι μυρωδιζσ να είναι βαςικόσ άξονασ των μνθμονικϊν ταξιδιϊν. Λεσ και χωρίσ αυτζσ, οι εικόνεσ παραμζνουν αςπρόμαυρεσ, άτονεσ, άοςμεσ… ςτθν κυριολεξία. Σότε, ςτα μζςα τθσ δεκαετίασ του ’70, όταν επιςκεπτόμαςταν οικογενειακϊσ πάντα, το ηευγάρι αυτό από τα Μζγαρα, για τον αδελφό μου κι εμζνα, δεν ιταν κι ό,τι καλφτερο. Οι δικοί μου απολάμβαναν τθ ςυντροφιά, το εξαιρετικό φαγθτό και το μυκικό κραςί αλλά για μασ τουσ πιτςιρικάδεσ, όλεσ αυτζσ οι Κυριακάτικεσ ϊρεσ ιταν ατελείωτεσ και βαρετζσ. Σο ομολογϊ ανερυκρίαςτα, κακϊσ λζνε. Θζλαμε να γυρίςουμε ςτο μεγάλο και άνετο διαμζριςμά μασ, με τθν τθλεόραςθ και τα παιχνίδια και τα βιβλία μασ. Σι δουλειά είχαμε ανάμεςα ςτουσ μεγάλουσ και μάλιςτα ςε ζνα απομονωμζνο ςπίτι, μζςα ςτα χωράφια; Και με ποιον να μιλιςεισ και να ςου πει τι; Ο Νικόλασ, ζνασ άνκρωποσ χαρακωμζνοσ από τθ ηωι ςτο πρόςωπο αλλά όχι και ςτθ ψυχι, ζνασ βοςκόσ που τελικά ςε μεγάλθ θλικία ζνωςε τθ μοναξιά του με κείνθ τθσ καπάτςασ, φλφαρθσ και πάντα γελαςτισ Ρθνιϊσ. Ζτςι τουσ κυμάμαι. Εκείνοσ φοροφςε τθν κάπα του και μιλοφςε ελάχιςτα. Ζκανε τα ‘κελιματα’, μπαινόβγαινε ςτο ςπίτι για δουλειζσ, άκουγε τισ ςυηθτιςεισ των άλλων για πολιτικι, ποδόςφαιρο, τθν πρόοδο τθσ επιςτιμθ και τισ «κατακτιςεισ του ανκρϊπου» και όλα τα ςχετικά και δεν μιλοφςε. Μονάχα τον κυμάμαι να κοιτάηει τθ γυναίκα του, που ιταν και αρκετά μεγαλφτερι


του ςε θλικία, με αλθκινό δζοσ και λατρεία. Ο λόγοσ τθσ ιταν διαταγι αλλά δεν ιταν ποτζ αυςτθρι μαηί του. Ήταν τρυφερι και επαινετικι. Ο Νικόλασ, κοντά ςτα 55 ίςωσ τότε, παρζμενε ευκίνθτοσ, γριγοροσ και κετικόσ αλλά μονάχα ςε κείνθ. Η επικοινωνιακι του εμβζλεια δεν είχε περιςςότερο πλάτοσ ι βάκοσ. Δεν τον ενδιζφερε μάλλον κανείσ άλλοσ, τίποτε άλλο. Νομίηω πωσ εμάσ, τα παιδιά, δεν μασ αντιλαμβανόταν ςχεδόν ποτζ. Η μικρόςωμθ αλλά χαριτωμζνθ Ρθνιϊ ιταν θ ψυχι του ςπιτιοφ αλλά και τθσ ςυντροφιάσ. Θυμάμαι πόςο τθν εκτιμοφςε, τθν αγαποφςε κα ζλεγα ο πατζρασ μου και πόςο απολάμβανε τθ ηωθρι, λυρικι και τραγουδιςτι ςυντροφιά τθσ. Η φωνι τθσ ιταν χαρακτθριςτικι, ςχεδόν κοριτςίςτικθ. Η καρδιά τθσ ιταν ηεςτι και θ ψυχι τθσ μεγάλθ και ανάλαφρθ. Παρά τθν μικρι τθσ αναπθρία ςτο ζνα τθσ πόδι που τθν ανάγκαηε να κουτςαίνει ελαφρά, δεν ζδινεσ καμιά ςθμαςία ςτθν εξωτερικι εμφάνιςθ. Νομίηω πωσ όλοι οι ςυνδαιτυμόνεσ αυτϊν των Απριλιάτικων ςυνικωσ Κυριακάτικων ςυναντιςεων, μαγεφονταν από τθν παρουςία τθσ. Και ιταν όλοι τουσ γιατροί, ςυνάδελφοι του πατζρα μου μθχανικοί, επιχειρθματίεσ. Μζςα ςτο ταπεινό ςπίτι των Μεγάρων ζλαμπε μονάχα ζνασ ιλιοσ, αυτόσ τθσ Ρθνιϊσ και κανείσ δεν ικελε να το αλλάξει αυτό. Κανείσ δεν αναηθτοφςε τίποτε άλλο. Κανείσ δεν επεδίωκε να προβάλλει το εγϊ του. Σα φουςκωμζνα ‘εγϊ’ δεν χωροφςαν ςτο απζριττο αυτό ςπίτι. Δεν ξζρω τι απζγιναν αυτοί οι δυο μοναχικοί, ερωτευμζνοι ακρίτεσ των Μεγάρων. Καμιά φορά τουσ φζρνω ςτθ μνιμθ μου και δεν μελαγχολϊ αλλά χαμογελϊ. Η ομορφιά και θ χαρά που είχαν ςτθ ψυχι, ςτο άγγιγμα, ςτο βλζμμα και ςτθ φωνι τουσ, θ μυρωδιά του φρζςκου ψωμιοφ, το αναμμζνο τηάκι, τα αςτεία, τα ανζκδοτα, θ χαρά των δικϊν μου και των άλλων… ζνασ ολόκλθροσ κόςμοσ που χάκθκε πια… αλλά παραμζνει ηωντανόσ μζςα μου…

http://nimertis.blogspot.gr/

2


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.