Tον λέγαν Άρη και είχε αποφασίσει να το κάνει. Όλα θα τελείωναν σύντομα. Τα είχε σχεδιάσει στην εντέλεια. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μια πτώση, μια πρόσκρουση, μια διάλυση. Και μετά; Το τίποτε; Ή τα πάντα;Τα βράχια σχημάτιζαν μια πριονωτή κορνίζα στο θαλασσινό τοπίο που απλωνόταν ως τον ορίζοντα. Άνθρωπος κανείς στο οπτικό πεδίο. Το αυτοκίνητο από πίσω του είχε μείνει με ανοιχτή την πόρτα, σαν παρατημένη εκκρεμότητα που τον περίμενε ή τον φώναζε να γυρίσει πίσω.