Ροδούλα Ζορµπά Ελένη Καρακατσάνη Ελευθερία Μπαφαλούκα Έλσα Παντοπούλου Κίρκη Ραφαηλίδου Ρόη Σκάρα
7:30 µ.µ. στην οδό
Μασσαλίας Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν
7:30 μ.μ. στην οδό
Μασσαλίας Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
Τιτλος: 7:30 μ.μ. στην οδό Μασσαλίας Συγγραφεiσ: Ροδούλα Ζορμπά
Ελένη Καρακατσάνη Ελευθερία Μπαφαλούκα Έλσα Παντοπούλου Κίρκη Ραφαηλίδου Ρόη Σκάρα
Φωτογραφια Εξωφυλλου: Γιώργος Κόκκιος Φωτογραφιεσ Ψευδοφυλλων: “Mens Rea (a.k.a. Αντώνης Παπαχρυσάνθου)” Σειρα: Ελληνική Λογοτεχνία [094] Copyright© 2009 Ροδούλα Ζορμπά, Ελένη Καρακατσάνη, Ελευθερία Μπαφαλούκα, Έλσα Παντοπούλου, Κίρκη Ραφαηλίδου, Ρόη Σκάρα Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Νοέμβριος 2009 ISBN 978– 960-98931-5-2 Η γενική επιμέλεια της έκδοσης έγινε από το επιτελείο των εκδόσεων οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσία (Ν.2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς Βατατζή 55, 114 73 Αθήνα • •
Τηλ.: 210 6431108 e–mail: ocelotos@otenet.gr
•
www.ocelotos.gr
Ροδούλα Ζορμπά Ελένη Καρακατσάνη Ελευθερία Μπαφαλούκα Έλσα Παντοπούλου Κίρκη Ραφαηλίδου Ρόη Σκάρα
7:30 μ.μ. στην οδό
Μασσαλίας Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Αθήνα 2009
Ροδούλα Ζορμπά
Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Εργάζομαι ως τεχνολόγος- ακτινολόγος σε δημόσιο νοσοκομείο, ενώ παράλληλα σπουδάζω Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτή είναι η πρώτη μου λογοτεχνική απόπειρα επικοινωνίας εκτός του ασφαλούς φιλικού κύκλου.
Photo: Rain fell within loss
Παραβολή Κόψε κλωνί βασιλικό μαύρα είν’ τα μάτια π’ αγαπώ και δυο φύλλα από το δυόσμο σ’ αγαπώ κρυφά απ’ τον κόσμο.
Τ
ο πράγμα φάνηκε με την άρση της αυλαίας. Δε θα’ ταν ποτέ μια απλή περίπτωση. Η κυρία Παρασκευή ανήκει σ’ αυτούς τους ανθρώπους που κατάφεραν να είναι το επίκεντρο αδιάπτωτου ενδιαφέροντος, σ’ όλη τους τη ζωή. Πρώτο παιδί νομάδων Σαρακατσάνων, γεννημένη σ’ ένα ημιορεινό χωριό της Θράκης, όπου από χρόνια είχ’ επιλέξει για μόνιμο ενδιαίτημα ο τότε αρχηγός της οικογένειας, ο παππούς ο Κούκκος, με κριτήρια την καταλληλότητα της περιοχής για τη νομή των ζώων και την απουσία κουνουπιών, οχληρών για τους ίδιους. Στο φυσικά προκύπτον δίλημμα, ανάμεσα στο νομάδα που κληρονόμησε μαζί με τ’ άλλα γονίδια και στη μονιμότητα που βρήκε απ’ τα πατρογονικά της, νίκησε ο νομάς κι έτσι έφυγε στα δεκαεπτά της για περισσότερο απλόχωρες –για σώμα και νου– πολιτείες. Έφυγε προς αναζήτηση της γνώσης, κουβαλώντας μια φυσική περηφάνια, μια έκτοτε μελαγχολική ματιά –απομεινάρι του αποχωρισμού απ’ την οικογένεια– το πιο ισχυρό ατού της το χαμόγελο και λίγα ρούχα σε μια βαλίτσα. Mε όχι ιδιαίτερη ευκολία, αποφάσισε να πάρει μαζί της και το όνομα Βούλα, με το οποίο την καλούσαν οι δικοί της, εφόσον 7
Ροδούλα Ζορμπά
πρώτα στο λήμμα «βούλα» του λεξικού βρήκε την εξής ερμηνεία: «το στρογγυλόσχημο σημάδι με χρώμα, που διαφέρει από την υπόλοιπη επιφάνεια». Οι λέξεις που την έπεισαν ήταν: σημάδι, χρώμα, διαφέρει. Για το άγνωστο που ανοιγόταν μπροστά της περισσότερο αδημονούσε παρά φοβόταν κι έβγαλε εισιτήριο απλό. Όμως παρά την αδημονία, η απομάκρυνση έγινε σταδιακά και το ταξίδι μέχρι να φτάσει στην Αθήνα, όπου και παρακολούθησε τη σχολή Δημόσιας Υγιεινής, της πήρε τρία χρόνια με ενδιάμεσους σταθμούς, πρώτα την Κομοτηνή κι έπειτα τη Θεσσαλονίκη. Το επίρρημα «πολύ» έβαλε μπροστά για φλάμπουρο κι ετοιμάστηκε να ρουφήξει τη νέα ζωή, κρατώντας σα φυλαχτό από το παρελθόν τη ντοπιολαλιά της και τη συγκίνηση που νιώθει όποτε ακούει κλαρίνο. «Η ζωή είναι ποτάμι! Άλλοι καμώνονται τους φυσιολάτρες και στέκονται κοιτώντας το κι άλλοι πέφτουν στη ροή του, σα φύλλο από πλατάνι, για να τους ταξιδέψει» έλεγε και θαρρούσες πως την έβλεπες να στάζει πριν βουτήξει πάλι, ή «Ο καφές τότε μόνο είναι πραγματική απόλαυση, όταν τον συνταιριάξεις με κουβέντα δίπλα σ’ ένα φίλο. Διαφορετικά, είναι της παρηγοριάς!» Με τέτοιες κοσμοθεωρίες, που δεν ήταν φληναφήματα, δεν είναι περίεργο που γινόταν εύκολα αγαπητή και τόσο απαραίτητη στην απογείωση της παρέας, όσο κι η ουρά στο χαρταετό. Με τους άντρες που έδειχναν ερωτικού είδους ενδιαφέρον, έπαιρνε άλλη μορφή. Βουτούσε με σύντομες φιλάρεσκες κινήσεις στο θαυμασμό τους και σύντομα τους αποχαιρετούσε, κερδίζοντας έτσι μέσα τους την άφθαρτη εικόνα που ακολουθεί κάθε ανικανοποίητο έρωτα. 8
Παραβολή
Όλ’ αυτά τα παιχνιδίσματα συνεχίστηκαν μέχρι τη στιγμή που μια σαϊτιά του Έρωτα την ένωσε με τον Τάσο. «Αυτός ο έρωτας ήρθε για να μετουσιώσει τη ζωή μου, ήρθε για να μ’ αναστήσει» αποφάνθηκε, μη μπορώντας ν’ αποφύγει την πεποίθησή της για το σημαδιακό των ονομάτων. Άρατε πύλες, λοιπόν. Επένδυσε στην πεποίθηση και δόθηκε ολοκληρωτικά. Οι επόμενες κινήσεις ήρθαν τόσο φυσικά όσο η μέρα ύστερ’ απ’ τη νύχτα. Συγκατοίκηση, γνωριμία με γονείς, αρραβώνες. Όταν τέτοιες επενδύσεις αντιμετωπίζονται ως μοναδικές, δύσκολα δέχεσαι την περίπτωση λάθους, ακόμα κι αν και στραβός θα το ’βλεπε. Έτσι πεισματάρικα, έσπρωξε δέκα χρόνια κοινής ζωής, που ευτυχώς δεν έφτασε ποτέ στο γάμο – όπως θα παραδεχόταν αργότερα– και τα πέταξε στο γκρεμό, πριν προλάβουν εκείνα να το κάνουν. «Το ζάρι για μένα έχει ριχτεί» αποφάσισε γι’ άλλη μια φορά το σαρακατσάνικο κεφάλι της, όταν τελείωσε αυτή η ιστορία. Από τότε γλυκοκοιτάχτηκε, χόρεψε αντικριστούς χορούς κι έζησε τις αλγηδόνες του έρωτα και μ’ άλλα ταίρια, μα με κανένα δεν πέρασε την πόρτα του υμεναίου. Στο μεταξύ οι σπουδές είχαν τελειώσει προ πολλού κι αφού έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, «τακτοποιήθηκε» σε μια θέση στο Δημόσιο, απ’ όπου και πήρε σύνταξη πριν από ένα χρόνο, σε ηλικία εξήντα ετών. Η επιστροφή πίσω στα πάτρια εδάφη δεν της πήρε τόσο πολύ, όσο η αναχώρηση πριν σαράντα τρία χρόνια. Με λίγες κινήσεις βρήκε γρήγορα τη βολή της. Η ευστοχία άλλωστε ήταν ανέκαθεν η άμυνα των μεγαλυτέρων απέναντι στο χρόνο. Το πρώτο που έκανε ήταν να μετατρέψει έναν εγκαταλειμμένο στάβλο, που υπήρχε δίπλα στο πατρικό της, απ’ τον καιρό που είχανε τα ζωντανά, σε σπίτι. Τον καθάρισε, τον ασβέ9
Ροδούλα Ζορμπά
στωσε, έβαλε μέσα λιγοστά έπιπλα κι ένα πετρογκάζ, κρέμασε στους τοίχους του ζωγραφιές που ’χε φτιαγμένες απ’ τα νιάτα της κι άνοιξε τα παράθυρα να κοπιάσει το φως. Το τελευταίο που άλλαξε ήταν το όνομά της. Ζήτησε από δικούς και φίλους να τη φωνάζουν Παρασκευή. Και σ’ όποιους ρωτούσαν το «γιατί», απαντούσε: «Γιατί Παρασκευή σημαίνει την προετοιμασία πριν τον ερχομό του Σαββάτου. Και εγώ προετοιμάζομαι...»
10
Mάνη(τα) για ζωή
Ο
ήλιος στη Μάνη είν’ εκτυφλωτικά κυρίαρχος. Αυτή η φωτοχυσία σε ξαναγκάζει να θωρείς λακωνικά. Πάει να πει: εδώ δε χωρούν ραχατλίδικα τηράγματα. Οι εικόνες πιάνουνται στα βρόχια των ματιών, με γοργούς βλεφαρισμούς. Πέτρα και χώμα. Γκρι και καφέ. Εικόνες που αποδίδουν όλες τις αποχρώσεις του καφέ. Απ’ το πιο ανοιχτό, που κοντεύει στο χρυσό, μέχρι το σκοτεινότερο, που σε ξεγελάει για μαύρο. Από το χρώμα που ’χει τ’ άχυρο, το στάρι, το ήλεχτρο, μέχρι κείνο της τερακότας και του κεραμιδιού, της κανέλας, του καφέ και του ταμπάκου, που απολαμβάνουν οι Μανιάτες στο μαγαζί της πλατείας, τ’ απόγιομα, την ίδια ώρα που οι γυναίκες κι οι θυγατέρες τους κάνουνε ρούγα στα σκαλιά του σπιτιού τους. Πέτρα και χώμα. Τους δόθηκε τόσο πολύ, σ’ αντίθεση με το νερό. Ένα παλιό στιχάκι το’ λεγε καλύτερα: «Νερό δε βγαίνει πούπετα σ’ όλη τη μέσα Μάνη δένδρον ή φύλλον ή κλαδί δεν είναι ούτε ένα. Δεν βρίσκουν ίσκιο να σταθούν Θεούρια τα καημένα». Η ανυδρία είν’ η κατάρα του τόπου. Την ξορκίζουν τα νερά της βροχής, που άλλα τα μαζεύουν σε στέρνες κι άλλα γίνουνται ρέματα, αυτά που οι ντόπιοι λένε χαμαμπούς. Όσα νερά δεν πέφτουν γραμμή στη θάλασσα, βγαίνουν σαν υπόγειοι πο11
Ροδούλα Ζορμπά
ταμοί στα διάφορα σπήλαια της περιοχής, κυρίως του Δυρού. Σαν η τύχη λοιπόν σε ρίξει σε τούτη την άγονη κόχη να ζήσεις, το μόνο που’ χεις ν’ αντιτάξεις είναι το πείσμα. Τουλάχιστο έτσι το’ δαν οι Μανιάτες κι αρχίνησαν να μάχουνται, σκυμμένοι ολημερίς πάνω απ’ την κακοτράχαλη γη τους. Και έτσι με τον ιδρό τους, πλάι στο τόσο καφετί βάλαν τ’ ασημοπράσινο της ελιάς, που γίνηκε το ιερό τους δέντρο. Γι’ αυτό σαν έρθει ο καιρός να την τρυγήσουν, δεν τη ραβδίζουν όπως αλλού, για να μην την πληγώσουν. Από την πέτρα πάλε, υλικό δοκιμασμένο από Φράγκους και Βυζαντινούς στ’ απόρθητα κάστρα, πήρανε κάμποση και φτιάσανε σπίτια-πύργους για να ζουν, με μικρά παράθυρα για να μην περνούν τα βόλια των εχθρών, και περιτριγυρισμένα από μαντρότοιχους. Κι απ’ όση περίσσεψε φτιάσανε τ’ αυστηρά κι άκαμπτα ήθη τους, για ν’ αντιμάχουνται όσους επιβουλεύουνταν την τιμή και την περηφάνια τους. Έννοιες βαρυσήμαντες γι’ αυτούς, που εξαιτίας τους ξεκληρίστηκαν ολάκερες οικογένειες. Αυτό το συνήθειο άλλωστε ήταν ένας σοβαρός λόγος που κάθε Μανιάτης περίμενε μ’ απαντοχή το σερνικό παιδί. Για να συνεχίσει την έχθρα και το γδικιομό σε ζητήματα τιμής κι οικογενειακών διαφορών. Ευτυχώς όλο τούτο το κακό συνήθειο πήρε τέλος, όταν και τούτοι οι επαρχιώτες ξενιτεύτηκαν μέσα κι έξω απ’ τη χώρα. Μ’ αφορμή ετούτα τα θανατικά γεννήθηκε ένα μοναδικό στο είδος του τραγούδι, το μοιρολόι. Το σέρναν από τα σπλάχνα τους μέχρι τα χείλη γυναίκες μεσοκαιρίτισσες και ασπρομάλλες, για να ξεπροβοδίσουν τις ψυχές των νεκρών τους που, όπως πίστευαν απ’ τους αρχαίους χρόνους, παίρναν το δρόμο για το Ταίναρο, όπου κι οι πύλες του Άδη. Άσκοπο όμως θα’ ταν να μιλώ για τούτον τόπο, σα δε μολογούσα τον πιστότερο σύντροφο κάθε ντόπιου μα και κάθε 12
Ο κήπος της υπομονής
περαματάρη. Είν’ επιβλητικός, τόνε βλέπεις όπου κι αν σταθείς στη Μάνη, τραχύς και άνυδρος μεριές-μεριές, στέκει παράδειγμα προς μίμηση και βιγλίζει κατά το πέλαο. Ο Ταΰγετος είν’ το σημείο αναφοράς για κάθε Μανιάτη. Είν’ η περηφάνια κι ο δάσκαλός του. Αυτόν παρακολουθεί από μικρό παιδί και μαθαίνει πώς να σταθεί σε τούτη ζήση. Έτσι, υψώνεται, είναι πάντα έτοιμος, αντέχει σ’ ότι καιρό κι αν κάνει, και κοντολογεί για να μην ξοδιάζεται αναίτια. Κι άμα λιποψυχήσει, πάλε το βουνό γίνεται συντρέχτης κι εμπνευστής του. Γι’ αυτό κι απ’ τους αρχαίους χρόνους στην ψηλότερη κορφή του, τον Προφήτη Ηλία, πήγε κι έστησε βωμό για να θυσιάζει στο θεό του φωτός, τον Απόλλωνα, κι όχι όπως θα περίμεναν όσοι στρεβλά μάθαν την ιστορία, στο θεό του πολέμου Άρη. Γιατί οι Λάκωνες δεν ήσαν πολεμοχαρείς, μα ετοιμοπόλεμοι. Το δωδεκάθεο έδωκε τη σκυτάλη στους αγίους της χριστιανοσύνης κι έτσι το έθιμο ξακολουθεί, στο ίδιο σημείο μέχρι τις μέρες μας. Μόνο που αντί για τον Απόλλωνα προστρέχει στον Αϊ– Λιά και παραμονή της γιορτής του κάνει τάματα, ταΐζοντας με λιβάνια δυο μεγάλες φωτιές που καίνε ίσαμε το ξημέρωμα. Είναι ειπωμένο και νωρίτερα πως τούτο το βουνό το θωρείς απ’ όπου κι αν βρίσκεσαι στη Μάνη. Ακόμα κι αν βρεθείς αποταχιά στη ράχη του. Τότε, με την ανατολή, καβαλητός σαν στέκεσαι απάνου του, με στυλωμένη τη ματιά κατά την Καρδαμύλη, χαζεύεις τον ίσκιο του να ξεπροβάλλει μες στη θάλασσα. Μ’ ένα ματσάκι τσάι περασμένο στ’ αυτί, γιομάτος αποθαυμασμό, κατηφορίζω. Άλλο δεν έχω να σας πω. Φτάνω ταχιά. Καλήν αντάμωση.
13
Τι γίνεται σ’ αυτήν την πόλη, στις κατ’ ιδίαν σχέσεις των ανθρώπων της; Τι υποπίπτει στην αντίληψή µας και τι όχι; Τι οµολογείται και τι όχι; Τι είναι όνειρο και τι πραγµατικότητα, τι ζωή και τι φαντασία, τι παρόν και τι µέλλον; Ένα πλέγµα από στιγµές και εικόνες όπως αποτυπώνονται από µια παρέα που γράφει και συν-γράφει στο ισόγειο της οδού Μασσαλίας. ο φθινόπωρο που ακολούθησε αυτό το πυρωμένο καλοκαίρι, έχει μεσιάσει κι ο τόπος δεν ήπιε μέχρι ώρας στάλα νερό. Ένα αποκάρωμα τυλίγει ζωντανά κι άψυχα. Το ξύλινο σπίτι, στο έβγα του χωριού, ακινητεί. Φαίνεται φτιαγμένο για δυο, που όμως από καιρό έχουν αλλάξει διαμονή, όπως τουλάχιστον δείχνει το κομμάτι της στέγης που λείπει. Ένας ξύλινος φράχτης το ορίζει και περιορίζει τον κραυγαλέα παρατημένο κήπο του που απλώνεται δεξιά κι αριστερά του, χωρισμένος από ένα πλακόστρωτο μονοπάτι που οδηγεί ίσιατου στα ξεχαρβαλωμένα σκαλιά τηςΘεό βεράντας. ...Πάνω καθόταν ο Μωυσής και έδινε στο – που έμοιαζε με το Σατανά – δέκα εντολές χαραγμένες σε πλάκα... Κατά μήκος του φράχτη, στα πλάγια της καγκελόπορτας, οι βεργόλιγνοι κορμοί αναρριχητικών, βουκαμβίλιας ...Ο βαρύς του σκελετός και ταδυο μεγάλα του ρουθούνιαμιας τον έκαναν να μοιάζει με νονόκιτης νύχτας κι ας ήταν ένας απλός περιπτεράς... ενός γιασεμιού, στέκουν κατάξεροι και ντροπαλοί για τη ..Όταν η κυρία Μυρσίνη πέταξε τα υπολείμματα από το φάρμακο και τη σύριγγα, γύμνια τους. έβαλε από ένα πιο ποτήρι κόκκινο κρασί και στους δυο τους... Λίγο πίσω τριανταφυλλιές, σίγουρα διαφόρων χρωμά...Δεντων ξέρω ποιος τρόμαξε περισσότερο όταν εμφανίστηκε ξαφνικάτους από την άλλοτε, παλεύουν να διατηρήσουν την απειλητική μπαλκονόπορτα, εκείνη πάντως μίλησε πρώτη... στάση προτάσσοντας ακόμη τ’ άψυχα αγκάθια τους. ...Ήταν νύχτα αργά όταν έφτασε ονεραντζιές Κ. Εσείς την ίδια κολυμπούσατε στην Ιβίσκοι, πασχαλιές, κι στιγμή ακακίες ήσαν κάποτε ανυπαρξία του χρόνου... συγκάτοικοι εδώ και το μόνο που το θυμίζει πια είναι κάτι ...Μεξερόκλαδα, τη γεύση ενόςπου υπέροχου επαγγελματικού φιλιού δεν ανήκενα σε φαίμένα, κάνουν τις γούβες που τα που φιλοξενούν γύρισα έντρομος να αντικρίσω την « Ώρα της Κρίσεως» εκφρασμένη στα μάτια νονται αφύσικα μεγάλες. της κόρης μου... Σε μια γλάστρα ξεχασμένη, στη βάση της σκάλας, υπάρχει φυτεμένο –κόντρα στο τόσο καφέ– ένα πράσινο παχύφυλλο. ISBN 978-960-98931-5-2 Μια υπομονή ζει πεισματικά στη σιωπή. «Τι χρώμα έχει η εγκατάλειψη;»
Ο κήπος της υπομονής
Τ
14
Ο κήπος της υπομονής
«Το καφέ του διψασμένου χώματος και των ξεραμένων φύλλων.» «Τι χρώμα έχει η ελπίδα;» «Το πράσινο της υπομονής.» Το τραγούδι που ακούστηκε απ’ το περαστικό αυτοκίνητο, πέρασε από ένα άνοιγμα του φράχτη και την καλησπέρισε: «Θα περιμένω και ας μη ’ρθεις στον κήπο της υπομονής θα γίνω δέντρο και ασκητής και θα σωπαίνω».
15