ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, όπως επίσης και οι χώροι που αναφέρθηκαν σε αυτό, είναι απολύτως φανταστικά και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, την οποία συναντήσαμε αρκετές φορές όταν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου περιηγηθήκαμε στην ελληνική κοινωνία...
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Διορθωσεισ-Επιmελεια Copyright© 2010 Πρώτη Εκδοση ISBN
Οι κληρονόμοι του κυρίου Τζων Βασίλης Στεφάνου Ελληνική Λογοτεχνία Όλγα Παλαμίδη Μαρία Παπανικολάου Περικλής Νικολάου
Βασίλης Στεφάνου Αθήνα, Δεκέμβριος 2010 978-960-9499-34-7
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Με αγάπη σε όλους τους αναγνώστες...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μια ενδιαφέρουσα γνωριμία —Αλήθεια, εσείς δεν έχετε παιδιά, κύριε Τζων; ρώτησα τον ηλικιωμένο, ψηλόλιγνο, συμπαθή κύριο, που καθόταν απέναντι μου, φουμάριζε την πίπα του και απολαμβάνοντας παράλληλα τον ζεστό νες καφέ του, συζητούσε μαζί μου. Ούτε μία ώρα δεν είχε περάσει από τη στιγμή που πάτησα το ποδάρι μου στο κατώφλι του μοναδικού καφενείου του μικρού ψαράδικου χωριού κι ένιωθα σαν να ήμουνα εκεί μέσα ατέλειωτες ώρες. Ο μαγαζάτορας, εκείνος ο γελαστός σγουρομάλλης καφετζής, που ετοίμασε τον καφέ μου, ήταν αυτός που μου πρότεινε να καθίσω μαζί με τον κύριο Τζων, μια και τα λιγοστά τραπέζια της αίθουσας του καφέ του ήταν γιομάτα από τους ντόπιους, που έπιναν τσίπουρο, έτρωγαν μεζέδες και συζητούσαν μεγαλόφωνα. Η πρότασή του, αν και αρχικά με αιφνιδίασε, παράλληλα μου άρεσε και ακολούθησα τη συμβουλή του. Το τραπέζι στο οποίο καθόταν ο μοναχικός και διαφορετικός από τους άλλους θαμώνας του καφενείου, βρισκόταν ακριβώς πίσω από ένα μεγάλο σιδερένιο, διάπλατα ανοιγμένο παράθυρο, που έβλεπε φάτσα στην ατέλειωτη παρθένα –κατά τους πρώτους υπολογισμούς μου– παραλία του μικρού παραθαλάσσιου χωριού. Ένας ακόμα από τους λόγους που ήθελα να καθίσω με αυτόν τον κύριο ήταν γιατί μόνο εκείνος έστρεψε το βλέμμα του επάνω μου και με περιεργάστηκε, όταν με είδε να μπαίνω στο μαγαζί και να χαιρετώ άπαντες. Ήταν πολύ ευγενικός από την πρώτη στιγμή. Όταν τον ρώτησα αν μπορώ να καθίσω στο ίδιο τραπέζι μαζί του, χαμογέλασε 7
8
βασιλησ στεφανου
πλατιά και μου απάντησε πως τα τραπεζοκαθίσματα δεν ήταν δικά του και πως κουμάντο σ' αυτά έκανε μόνο το αφεντικό του μαγαζιού. Το ότι ήθελε κουβέντα μαζί μου το έδειξε όμως αμέσως, αφού πρώτος εκείνος με ρώτησε από πού έρχομαι και αν πήγα για διακοπές στο χωριό τους. Πολύ σύντομα αναπτύχθηκε μια πολύ καλή –και επί πολλών θεμάτων– συζήτηση μεταξύ μας, η οποία πήρε μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν του είπα ότι είμαι συγγραφέας και πως ο σκοπός της επίσκεψης στα μέρη τους ήταν να ηρεμήσω, να ξεκουραστώ, να σκεφτώ και να γράψω καμιά ιστορία που θα πουλήσει... —Όχι, δεν έχω δικά μου παιδιά... Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έχω, απάντησε τελικά στην ερώτησή μου, καθώς συνέχιζε να με κοιτάζει βαθιά και εξερευνητικά στα μάτια. Έχω όμως είκοσι τέσσερα ανίψια, που αν προσθέσεις και τα δικά τους παιδιά... υπολογίζω σήμερα να φτάνουν τα σαράντα! Το τελευταίο νούμερο, αυτό της αναφοράς στα παιδιά των ανιψιών του, ο κύριος Τζων το είπε με μεγάλη έμφαση. Παράλληλα όμως στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα περίεργο χαμόγελο, που μου φάνηκε ότι περιείχε και κάποιο ερωτηματικό. —Ιστορία που θα πουλήσει ψάχνεις, νεαρέ, ε; Μπορεί, λες, να τη βρεις εδώ που ήρθες; Πού ξέρεις όμως καμιά φορά; Έχω και εγώ βέβαια μια, μα... ίσως, μα ναι, ίσως και να βρίσκεσαι στο κατάλληλο μέρος... Τον παρακολουθούσα που μ' ένα ειδικό μικρό μεταλλικό εργαλείο, το οποίο κράταγε στα χέρια του, πίεζε και έστρωνε τον μυρωδάτο καπνό στην πίπα του και τον περίμενα να τελειώσει, για να δω τι άλλο έχει να μου πει και τι σόι ιστορία ήταν αυτή στην οποία αναφέρθηκε. Εκείνη, λοιπόν, τη μικρή σε διάρκεια στιγμή, ήρθαν στον νου μου τα τελευταία λόγια του εκδότη μου: «Αν και τούτη τη φορά δεν καταφέρεις να πείσεις το αναγνωστικό σου κοινό ότι υπάρχεις και δημιουργείς, για μένα θα θεωρηθείς στυμμένο λεμόνι και καλά θα κάνεις να ψάξεις να βρεις άλλη δουλειά». Μέχρι να βρω την άλλη δουλειά –πράγμα δύσκολο στην εποχή μας–, έπρεπε να κάνω οπωσδήποτε κάτι· τι όμως; Οι
οι κληρονομοι του κυριου τζων
προσπάθειές μου για τη συγγραφή μιας νέας ιστορίας που θα πουλούσε μ' έφερναν συνεχώς πίσω και οι λιγοστές οικονομίες μου είχαν σχεδόν εξανεμιστεί. Όλοι οι λογαριασμοί σε τράπεζες, κάρτες, φώτα, νερά κ.λπ. είχαν αρχίσει να μένουν απλήρωτοι και γι' αυτόν τον λόγο αποφάσισα με πόνο ψυχής ν' αποχωριστώ τις αντίκες μου. Όταν δέχτηκα την πρόταση του εκδότη μου, να περάσω το καλοκαίρι μου στο συγκεκριμένο χωριό, είχα φτάσει πλέον στο αμήν. Η οικονομική κρίση, που έπληττε κάθε μικρομεσαίο συμπολίτη μου, όχι μόνο είχε αγγίξει κι μένα, αλλά σχεδόν με είχε διαλύσει. Τα λιγοστά χρήματα που μου είχαν απομείνει δεν έφταναν πια για ονειρεμένες διακοπές με μεγάλες συγκινήσεις. Έπρεπε λοιπόν να διαλέξω ανάμεσα στο μικρό μου διαμέρισμα, όπου θα ψηνόμουν όλο το καλοκαίρι, και στο απομακρυσμένο ψαράδικο χωριό, στου οποίου το καφενείο βρισκόμουν τη συγκεκριμένη στιγμή... Το δωμάτιο στο οποίο με οδήγησε η υπεύθυνη του ξενοδοχείου, ήταν πράγματι πολύ καλό και με όλες του τις ανέσεις. Ήταν το μοναδικό από τα δεκαπέντε του συγκροτήματος –όπως εκείνη μου εξήγησε– που δεν είχε ζητηθεί και θα έμενε κατά πάσα πιθανότητα ελεύθερο καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. —Είναι το καλύτερό μας δωμάτιο, μου είχε πει η ξανθιά γαλανομάτα οδηγώντας με σε αυτό. Είναι το δωμάτιο που κάθε Σεπτέμβρη χρησιμοποιεί ο εκδότης σας, το αφεντικό μας δηλαδή... Εκείνος μου τηλεφώνησε και μου είπε πως θα ’ρθετε σήμερα. Η ίδια κοπέλα μου υπέδειξε και το καφενείο, όταν τη ρώτησα τι άλλο υπάρχει στο χωριό εκτός από τα λιγοστά σπίτια και το μικρό ξενοδοχείο και η ίδια μου είχε πει εν περιλήψει για τα ενδιαφέροντα που μπορούσε να συναντήσει κανείς σ' αυτό το απίθανο ησυχαστήριο. Μόνο για τον κύριο Τζων δεν μου είχε αναφέρει τίποτα! Τον κοίταζα καθώς άναβε την πίπα του και ρούφαγε τον καπνό της με ικανοποίηση και σκεφτόμουν τι σχέση μπορούσε να έχει αυτός ο αρχοντάνθρωπος με τούτη τη σχεδόν έρημη περιο-
9
10
βασιλησ στεφανου
χή, όπου εγώ αποφάσισα, θέλοντας και μη, να περάσω τους δύο επόμενους μήνες του καλοκαιριού μου. Και τη σκέψη μου να διάβασε πάντως εκείνος, τόσο μέσα δεν θα έπεφτε... —Αναρωτιέσαι για μένα τι κάνω εδώ, έτσι δεν είναι, νεαρέ; είπε ξαφνικά και με κοίταξε περιμένοντας την απάντησή μου. —Για να είμαι ειλικρινής ναι, κύριε Τζων... αποκρίθηκα, χωρίς πολλή σκέψη. Πάντως τουρίστας σαν εμένα εσείς δεν είστε, γιατί θα είχα ενημερωθεί σίγουρα και για σας από την υπεύθυνη του ξενοδοχείου. Τώρα όμως, μια και το 'φερε η κουβέντα και θαρρώ πως τα είπαμε όλα, ήρθε η ώρα να μου πείτε και εσείς τι κάνετε εδώ, πού μένετε; —Θαρρείς πως τα είπαμε όλα! Ορθός ο χαρακτηρισμός, φίλε μου... Θαρρείς όμως... Για να τα πούμε όλα, αν εννοείς τα δικά μου όλα, εγώ θαρρώ πως οι δύο μήνες των διακοπών σου δεν θα φτάσουν! Τώρα όμως, για να σε βγάλω από την έγνοια για το πού μένω και πού κοιμάμαι τα βράδια και για να μη σου το πει κανένας άλλος, θα σου εξηγήσω. Έτσι θα ξέρεις και πού θα με βρεις, αν κανένα απόγευμα –πράγμα σπάνιο– δεν με δεις να κατεβαίνω στο καφενείο. Έβγαλε από το τσεπάκι του μεταξωτού γιλέκου του ένα σκαλιστό –ολόχρυσο– πολύ όμορφο ρολόι, άνοιξε το καπάκι του και κοίταξε την ώρα. Ο ήλιος του Ιούνη εκείνη τη στιγμή άφηνε τα παιχνίδια, που όλο το απόγευμα έπαιζε με κάτι λευκά σύννεφα και έγερνε να κρυφτεί πίσω από έναν μεγάλο καταπράσινο λόφο. Ο κύριος Τζων, αφού τακτοποίησε το ρολόι στη θέση του, κοίταξε κατά κείνη τη μεριά και δείχνοντας με το δάχτυλό του είπε: —Εκεί πίσω από τον λόφο είναι το σπίτι μου, εκεί πίσω... Και όπου να ’ναι η κυρά μου θα στείλει τον οδηγό μας να με πάρει. Δεν μου επιτρέπει να μένω πολύ αργά έξω, όχι πως φοβάται μην παραστρατήσω, αλλά να, θέλει κι κείνη η καημένη να με νιώθει κοντά της. Σαράντα χρόνια είναι αυτά, φίλε μου, σαράντα ολόκληρα χρόνια είμαστε παντρεμένοι με την Ειρήνη μου κι ούτε μια νύχτα δεν έμεινε ο ένας μακριά απ’ τον άλλο!
οι κληρονομοι του κυριου τζων
Τα μάτια του κυρίου Τζων έλαμψαν στην αναφορά του ονόματος της συζύγου του, το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο πλατύ, ενώ στα χαρακτηριστικά του προσώπου του φάνηκε αμέσως μια βαθιά ικανοποίηση, που μαρτυρούσε πόσο ευτυχισμένος ένιωθε εκείνη τη στιγμή. —Και να σκεφτείς ότι όταν πριν από κάμποσα χρόνια της είχα πει να φύγουμε για την Αυστραλία δεν ήθελε. Στενοχωριόταν που θ’ αφήναμε πίσω τους συγγενείς, τ’ ανίψια μας και τα παιδιά τους, στενοχωριόταν για τους φίλους, τους γνωστούς, έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες και μου ξεφούρνιζε κάθε τόσο. Ακόμα και για τη γη των προγόνων μας μου ’λεγε, που θα την αφήναμε, γιατί να ξεριζωθούμε κ.λπ. Είδα κι έπαθα τότε να την πείσω να φύγουμε... »Τώρα, σήμερα, αν τη ρωτήσεις να σου πει αν είναι ευχαριστημένη από την τότε μεγάλη απόφασή μας, ίσως και να μη σου απαντήσει, κατά βάθος όμως εγώ ξέρω ότι είναι... Είναι πολύ νέα η Ειρήνη μου, μη νομίζεις πως είναι χούφταλο σαν εμένα. Καμιά δεκαριά χρόνια την περνώ εγώ την κυρά μου, φίλε μου...» Τον άκουγα να μου μιλά και μέσα μου παρακαλούσα να μην τελειώσει αυτή η συζήτηση. Ο άνθρωπος που είχα απέναντί μου παρουσίαζε αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον για κάποιον που έχει μάθει να ακούει. Ήταν πράγματι ποταμός. Τα μέχρι στιγμής λεγόμενά του έδειχναν ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν βάση ακόμα και σ’ έναν μη έμπειρο συγγραφέα, για να στήσει έστω την αρχή για μια καινούργια ιστορία! Ένιωσα ξαφνικά πολύ τυχερός που είχα απέναντί μου αυτόν τον άνθρωπο. Ανατρίχιασα μάλιστα στη σκέψη ότι γυρίζοντας στην Αθήνα από τις διακοπές μου αυτή τη φορά, μάλλον δεν θα συναντούσα ξανά το πρόβλημα της επιβίωσης. Φαντάστηκα ότι αφού από την πρώτη κιόλας μέρα έκανα τέτοια γνωριμία, ποιος ξέρει τι άλλο θα συναντούσα στο χωριό, που με δυσκολία αποφάσισα να πάω. Με αργές κινήσεις ο κύριος Τζων άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του από το τραπέζι και να τα τακτοποιεί στις τσέπες του σακακιού του, που ήταν τοποθετημένο με επιμέλεια σ’ ένα κά-
11
12
βασιλησ στεφανου
θισμα πλάι του. Με κοίταξε με μια φευγαλέα ματιά κι έστρεψε ξανά το βλέμμα του προς τη μεριά του καταπράσινου λόφου, που εκείνη τη στιγμή, μέσα απόπου ένα είχε μικρόξεπεράσει σύννεφο σκόνης, φάνηκε Η οικονομική κρίση κάθε όριο να άγγιξε ξεπροβάλει ένακαλά σκουρόχρωμο αυτοκίνητο. για τα και τον Στέφανο. Τα δάνεια δεν πεΣήκωσε το χέρι του κι έκανε νεύμα στον μαγαζάτορα να πληρίμεναν και οι λογαριασμοί έπρεπε να πληρωθούν. Ο σιάσει. Από τη τσέπη τουανσακακιού του έβγαλε παραεκδότης τουμέσα το ξέκοψε: δεν γράψεις καλή το ιστορία φουσκωμένο πορτοφόλι από το οποίο τράβηξε προσεκτικά μην ελπίζεις σε άλλοτου, δάνειο από μένα... έναΟαρκετά μεγάλο χαρτονόμισμα και το ακούμπησε μυστηριώδης κύριος Τζων, θα αποτελέσει πάνω απλάστο μια τραπέζι. πηγή έμπνευσης για τον απελπισμένο συγγραφέα ή Ο καφετζής, που είχε ωστόσο έρθει κοντά μας, πήρενα το αποχαρμήπως η ζωή κρύβει μυστικά που περιμένουν τονόμισμα και με μια υποκλιτική κίνηση που φανέρωνε απεριόκαλυφθούν; ριστο σεβασμό κοίταξε τον Αρχοντάνθρωπο περιμένοντάς τον να του μιλήσει. —Τα γνωστά, κυρ Θωμά... Ξέρεις εσύ..., είπε και συνέχισε. Κοίταζε το ράφι με τις στοιβαγμένες αντίκες, που Άντε να δούμε τι κόσμο θα έχουμε φέτος στο χωριό, καλή αρχή περίμεναν τονπως παλιατζή... βλέμμααπό τουτον έπεσε στομας πάντως φαίνεται κάναμε, ανΤο κρίνουμε πρώτο βάζο. Το είχε αγοράσει στο παζάρι με ενάμισι ευρώ. επισκέπτη, εσύ τι λες; «Καλύτερα το κρατήσω...» σκέφτηκε, βάζο —Πάντα είναινακαλοί οι ξένοι μας κύριε, Τζων. «ένα Τουλάχιστον λιγότερο δενδεν θαμας μουέχει στερήσει τίποτα μέχρι τώρα εμάς ενοχλήσει κανείς·παραπάνω όσο για τον από πρώμια φραντζόλα ψωμί». Το έκρυψε κι αυτό στο μπαούλο το μας επισκέπτη, αφού το λέτε εσείς, που συζητήσατε μαζί του γιαγιάς καιέτσι η σκέψη ταξίδεψε… καιτης γνωριστήκατε, θα ’ναι του σίγουρα... Ένιωσα λίγο άβολα εκείνη τη στιγμή που δυο άτομα, τα οποία πριν από μερικές ώρες μού ήταν εντελώς άγνωστα, συζητούσαν για μένα. Δεν είπα κουβέντα, κοιτούσα έξω από το παράθυρο όπου είχε παρκάρει το ακριβό, γκρίζο σκούρο τζιπ και παρακολουθούσα τον περιποιημένο νεαρό οδηγό του, καθώς προσπαθούσε να αφαιρέσει τη σκόνη από το αστραφτερό αυτοκίνητο μ’ ένα φτερό. —Θα περάσουμε υποχρεωτικά έξω από το ξενοδοχείο σου, κύριε, με κοίταξε και περίμενε. —Στέφανος... Στέφανος Βασιλείου... Συγγνώμη που δεν σας συστήθηκα τόσες ώρες που συζητάμε κύριε, Τζων... δικαιολόγησα αμέσως την αμέλειά μου. —Έλεγα ότι θα περάσουμε υποχρεωτικά έξω από το ξενο-
οι κληρονομοι του κυριου τζων
δοχείο σου, κύριε Στέφανε, και μήπως ήθελες να σε αφήσουμε εκεί. —Όχι, ευχαριστώ πολύ, κύριε Τζων. Είναι νωρίς ακόμα για μένα να κλειστώ στο ξενοδοχείο, λέω να περπατήσω λίγο στην παραλία πριν μαζευτώ για ύπνο. Άλλωστε, ξεκουράστηκα πάρα πολύ από το ταξίδι μου όλες αυτές τις ώρες που συζήτησα μαζί σας∙ ξεκουράστηκα τόσο πολύ, που έχω όρεξη ακόμα και για ξενύχτι... —Την όρεξη για το ξενύχτι φύλαξέ την... Θα σου χρειαστεί σίγουρα όλο αυτό το διάστημα, που σκοπεύεις να μείνεις στο χωριό μας. Φυσικά, θα σου χρειαστεί αν αποφασίσεις τελικά ν’ ασχοληθείς με κάτι που έχω να σου προτείνω. Η ανατριχίλα που διαπέρασε εκείνη τη στιγμή το κορμί μου ήμουν σίγουρος πως δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ ξανά στη ζωή μου. Για δευτερόλεπτα ένιωσα ότι χιλιάδες βολτ ηλεκτρισμού κατέλαβαν το σώμα μου. Συνήλθα όμως ευτυχώς γρήγορα από το σοκ κι άπλωσα το χέρι μου να χαιρετήσω τον κύριο Τζων, που εντωμεταξύ είχε σηκωθεί από το κάθισμά του και με κοιτούσε από την κορυφή ως τα νύχια. —Καλό σου βράδυ, φίλε μου..., είπε κοιτώντας με ακόμα μια φορά εξερευνητικά. Καλό σου βράδυ, κυρ Θωμά..., συνέχισε γυρίζοντας προς τον καφετζή. Καλή σας νύχτα, χωριανοί..., φώναξε δυνατά, σηκώνοντας το αριστερό του χέρι, καθώς με το δεξί τοποθετούσε στο κεφάλι του ένα ζαχαρί –όμοιο με το χρώμα του κουστουμιού του, ελαφρύ για την εποχή– καπέλο που πάνω από το μπορ, στολιζόταν με μια ανοιχτόχρωμη φαρδιά καφετιά κορδέλα. Ο όχλος που δημιουργήθηκε από τα καληνυχτίσματα των θαμώνων του καφενείου σκέπασε παντελώς τον δικό μου χαιρετισμό. Η φωνή μου δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου, όμως ο κύριος Τζων, που μου χαμογέλασε εγκάρδια, είχε σίγουρα διαβάσει στα χείλη μου την καληνύχτα που του ανταπέδωσα.
r
13