Μελίνα, η αρχή

Page 1

Γλιστρούσε προς τη θάλασσα, ωστόσο σ’ αυτό δεν έδωσε καθόλου σημασία. Ένα ζευγάρι μαύρα, ζωώδη μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της. Σ’ όποιον κι αν ανήκαν, περίμενε. Ένιωσε το σώμα της να συμπιέζεται και να μυρμηγκιάζει, κάτι που όμως δεν ανέκοψε εκείνο το ακατανόητο αίσθημα της ανείπωτης ολοκλήρωσης που την είχε κατακλύσει. Βυθιζόταν στο νερό. Ένιωσε την αντίθεση της θερμοκρασίας του παγωμένου νερού πάνω στην καυτή της σάρκα... H Μελίνα είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι με καθημερινά προβλήματα… μέχρι τη μέρα που εγκαταλείπει το πατρικό της. Γρήγορα ανακαλύπτει την πραγματική της φύση: μισή αλλόμορφη και μισή μάγισσα. Έστω και καθυστερημένα βρίσκει την αγέλη της. Στις φλέβες της κυλάει δηλητήριο χωρίς αυτή να είναι η μοναδική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει· μια ομάδα βρικολάκων πατάει επί πτωμάτων στην αγωνιώδη καταδίωξη του μοναδικού απόγονου του Κωμικού...

ISBN 978-960-9499-08-8

ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Τιτλος: Μελίνα, Η αρχή

Συγγραφεασ: Αποστολίδη Σοφία

Σειρα: Ελληνική λογοτεχνία [1358]0910/05 Copyright© 2010 Αποστολίδη Σοφία Πρώτη έκδοση: Σεπτέμβριος Αθήνα, 2010 Η γενική επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος ISBN 978-960-9499-08-8

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα

Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ocelotos@otenet. gr

www. ocelotos. gr


Στη μητέρα μου, Αντωνία, που προσπαθεί ακόμη να με μάθει ότι η υπομονή είναι αρετή και στις φίλες μου Ρόζα, Ρούλα, Βίκυ και Μαίρη


Υπάρχουν νύχτες που οι λύκοι είναι σιωπηλοί και μόνο το φεγγάρι ουρλιάζει... George Carlin, 1936-2008, Αμερικάνος κωμικός)

Οι φόβοι σου σβήνουν, οι αναμνήσεις σου ξεθωριάζουν όμως εκείνο το χαμόγελο, εκείνο το άγγιγμα... στέκονται στο χείλος μιας αβυσσαλέας απόδειξης: Ζεις... το σώμα σου αρνείται ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή αρνείται να παραδοθεί στην αγκαλιά του σκοτεινού σου αγγελιοφόρου σάρκα και πνεύμα σε πλήρη αντίθεση παρασύρεσαι στον βυθό σου... απλά περιμένεις...




Θ

Απρόσμενη συνάντηση

α πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Η αγέλη του Μάρκου βρισκόταν κοντά στο όρος του Ζάρα. Ο Ιούλιος, ο Νικ και ο Φράνκο κυνηγούσαν. Σαν πιο αδύναμοι έπρεπε να τραφούν αμέσως μετά την μεταμόρφωσή τους. Ο Μάρκο, ο αρχηγός της αγέλης, ήταν αρκετά δυνατός για να εξαρτάται απ’ αυτό, οπότε τους περίμενε σε μια απόμερη παρυφή του Νέστου. Μ’ ένα ξερόκλαδο σχεδίαζε κάποια αόριστη πορεία στο χώμα. Ο αέρας ανακάτευε τα εβένινα μαλλιά του, ενώ τα μαύρα μάτια του φαίνονταν κουρασμένα κάτω από το φως της σελήνης. Ήταν μέσα Αυγούστου και σε δύο βδομάδες θα ξεκινούσαν το εξάμηνό τους στη Σχολή Εκμάθησης Αλλομορφισμού και Μαγείας (ΣΕΑΜ). Είχαν προγραμματίσει να γυρίσουν στην Αθήνα με τη μορφή τους, σα λύκοι. Ήταν σίγουρα, πολύ πιο γρήγορος τρόπος από το πούλμαν, που ήταν το μοναδικό μεταφορικό μέσο που μπορούσαν να πληρώσουν αλλά και το μόνο διαθέσιμο σ’ εκείνα τα μέρη. Το ταξίδι τους θα διαρκούσε μέχρι το ξημέρωμα. Η αντανάκλαση μιας γνώριμης μορφής στο νερό διέκοψε τις σκέψεις του Μάρκου, κάνοντάς τον να γυρίσει. Ένας άντρας στεκόταν πολύ κοντά του, κρυμμένος ανάμεσα στις σκιές του δάσους. Τα μάτια του έλαμπαν στο σκοτάδι. Αν και πανέμορφα, υπήρχε κάτι το μοχθηρό μέσα τους. «Μάρκο», τον προσφώνησε ο άντρας με απαλή χροιά.


8

σοφία αποστολίδη

Η φωνή, όπως και το παρουσιαστικό του, έμοιαζαν να είναι ιδιαίτερα οικεία στο αγόρι. Ωστόσο ήταν επιφυλακτικός απέναντι του. «Όμορφη νύχτα για να τρέξεις με την αγέλη, δεν συμφωνείς;» μίλησε πρώτος ο νεοφερμένος. Όμως δεν πήρε καμία απάντηση. «Μάλλον σε κάνει να νιώθεις άβολα η παρουσία μου...», συνέχισε εκείνος. «Δεν το νομίζω», βιάστηκε να τον διακόψει ο Μάρκος. Δεν ήταν σίγουρος για το πού πήγαινε αυτή η συζήτηση ή για ποιο λόγο γινόταν, ωστόσο η παρουσία του άντρα και μόνο ήταν τελείως ανορθόδοξη. Δεν συνήθιζε να συναναστρέφεται με μαθητές, όπως ήταν ο Μάρκος και η αγέλη του. Τί έκανε σε εκείνα τα μέρη; Ήταν μια τυχαία συνάντηση ή σήμαινε κάτι άλλο; «Δεν έχω κανέναν λόγο να αισθάνομαι άβολα, ούτε εγώ ούτε η αγέλη μου», συνέχισε πιο ανήσυχος αυτή τη φορά ο Μάρκος. «Ναι... σωστά. Η αγέλη... Περίεργο πράγμα πώς ενεργεί αυτός ο... μηχανισμός κάτω από τον οποίο λειτουργείτε». Στο πρόσωπό του για κάποιο λόγο είχε αποτυπωθεί ενθουσιασμός τον οποίο εμπλούτιζε με διάφορες ανεπαίσθητες κινήσεις των χεριών του. «Από την πρώτη στιγμή. Τη στιγμή της “ένωσης”...», συνέχισε ο άντρας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία λέξη. «Αν το σκεφτείς, είναι εκπληκτικό... Η προστασία που τους προσφέρεις... Δεν λειτουργεί όμως όταν η αγέλη είναι μακριά σου, μακριά από τον αρχηγό τους...» Τα μάτια του Μάρκου άνοιξαν διάπλατα όταν επιτέλους κατάλαβε το σκοπό του. Ο νεοφερμένος είχε εντοπίσει την υπόλοιπη αγέλη του Μάρκου πριν από τον ίδιο, την ώρα που κυνηγούσαν. Το αγόρι κατηγόρησε τον εαυτό του για το ασυγχώρητο λάθος του. Έπρεπε να είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε εκθέσει την αγέλη του στη βούληση ενός βρικόλακα κι αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει και το πιο υποτιμητικό. Κάθε αλλόμορφος, από τη φύση του είναι υποχρεωμένος να υποδουλώνεται στη θέληση των βρικολάκων όταν οι δεύτεροι τους το επιβάλλουν. Εκτός από τους πιο δυνατούς που, όχι μόνο έχουν τη δύναμη να αντισταθούν, αλλά μπορούν να εμποδίσουν και τους πιο αδύναμους στο να υποκύψουν.


μελίνα

9

Ο βρικόλακας απέναντί του, είχε τώρα υποδουλώσει τους φίλους του. Ο Μάρκος δεν περίμενε ποτέ να του συμβεί κάτι τέτοιο και τώρα ένιωθε το θυμό και την αηδία να ξεχειλίζουν από κάθε του κύτταρο. Όμως έπρεπε να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Τί θες;» γρύλισε μέσα από τα δόντια του ο Μάρκος. Και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε, «άφησέ τους ήσυχους! Ζήτα μου ό,τι θέλεις αλλά μείνε μακριά τους!» Με τρεις δρασκελιές πλησίασε το βρικόλακα σε απόσταση αναπνοής. Κάτι, με το οποίο κανείς από τους δύο δεν φάνηκε να είναι εξοικειωμένος. «Ηρέμησε, αυθόρμητε φίλε μου», είπε ο βρικόλακας πισωπατώντας. «Δεν επιθυμώ να διακόψω το ταξίδι σας. Αντιθέτως».

Λ

Πρώτη φορά

ύκοι: Σαρκοφάγα θηλαστικά που φημίζονται για την αγριότητά τους και την προτίμησή τους να ζουν σε αγέλες. Ωστόσο, έχουν γραφτεί ιστορίες και για μοναχικούς λύκους. Λύκους που απαρνήθηκαν την αγέλη τους και κήρυξαν τους εαυτούς τους ανεξάρτητους. Η Μελίνα έμοιαζε να είναι ένας από αυτούς. Δεν ήξερε πως μπορούσε κανείς να αποστασιοποιηθεί από την συνήθη ομαδοποίηση, ούτε την πραγματική σημασία μιας τέτοιας πράξης. Παρ’όλα αυτά, ήταν η μοναδική που μετά τον πρώτο χρόνο της στη ΣΕΑΜ δεν είχε βρει ακόμη την αγέλη της. Κανένα από τα μέλη μιας αγέλης δεν μπορούσε να εξηγήσει το πώς διάλεγαν ο ένας τον άλλον και κατάφερναν να λειτουργήσουν σαν πραγματική ομάδα υπό έναν αρχηγό. Έμοιαζε με την πραγματική φιλία μόνο που ήταν πιο εύκολο να βρεθεί και καταλάβαινες αμέσως σε ποια αγέλη έπρεπε να ενταχθείς. Η Μελίνα είχε πάει για το πρωινό της τρέξιμο. Καθώς κατέβαινε την υπόγεια διάβαση πεζών στην Ιερά οδό, που ένωνε τις δύο πλευρές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Βοτανικό, σκεφτόταν πάλι το πώς είχε ξεκινήσει όλη η ιστορία.


10

σοφία αποστολίδη

Οι γονείς της δεν ήταν αλλόμορφοι ούτε και κανένας άλλος από το περιβάλλον της. Έτσι δεν είχε ιδέα για την ύπαρξη της ΣΕΑΜ. Θυμόταν ότι είχε τσακωθεί πάρα πολύ άσχημα με τον πατέρα της κι είχε πάρει την απόφαση να φύγει από το σπίτι. Περπατούσε για ώρες άσκοπα στους δρόμους ώσπου τα βήματά της την οδήγησαν στον προαστιακό σιδηρόδρομο. Πήρε το πρώτο τρένο που έφτασε στην αποβάθρα. Το ήξερε αυτό το δρομολόγιο. Το έπαιρνε κάθε καλοκαίρι για να πάει με τις φίλες της στη θάλασσα των Αγίων Θεοδώρων. Είχε μάθει την περιοχή καλά, έτσι μετά από μια μικρή βόλτα στην πόλη κατέβηκε προς την παραλία. Ήταν μέσα Νοέμβρη και έκανε πολύ κρύο. Ήλπιζε ότι κανείς δεν θα ήταν αρκετά τολμηρός για να επιχειρήσει έναν περίπατο στη θάλασσα. Πέρασε το Ξύλινο Μπαρ και δέκα λεπτά αργότερα κατέληξε στο σημείο όπου συνήθιζε να κάθεται με τις φίλες της. Μια γατούλα την είχε πάρει στο κατόπι. Έμοιαζε πεινασμένη κι έτσι της έδωσε μια μπάρα σοκολάτας που ήταν ξεχασμένη στην τσάντα της. Η ακτή ενωνόταν με ένα μικρό παρκάκι από πεύκα και περιτριγυριζόταν από βουνά σε ακτίνα λίγων μόνο χιλιομέτρων. Κάθισε στο βράχο, κάτω από ένα γέρικο πεύκο και ατένισε το τοπίο. Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά της απέραντη κι επιβλητική. Η αρμύρα ερέθιζε τα ρουθούνια της. Ο κρύος αέρα μαστίγωνε το πρόσωπό της αλλά δεν την ένοιαζε το κρύο, το σώμα της είχε αναπτύξει πολύ μεγάλη θερμοκρασία. Βράδιασε. Το φεγγάρι, τ’ αστέρια και τα λιγοστά απομακρυσμένα φώτα της πόλης πίσω της ήταν οι μόνες πηγές φωτός. Της άρεσε η αίσθηση που της έδινε το σκοτάδι καθώς απλωνόταν γύρω της, όμως ήταν αρκετά αργά ώστε να ανησυχεί για τυχόν αλήτες που μπορεί να κυκλοφορούσαν σε απόμερα μέρη όπως αυτό. Δεν συνήθιζε να μιλάει για τα αισθήματά της, τουλάχιστον όχι σε άλλους ανθρώπους. Προτιμούσε τα ζώα ή το φεγγάρι (όταν το παρατηρούσε για αρκετή ώρα, μπορούσε να δει την απάντησή του σε κάποια από τις πολλές εκφράσεις που έπαιρνε το φανταστικό του πρόσωπο). Δεν είχε σκοπό να γυρίσει σπίτι της. Ο πατέρας της ήταν καλός άνθρωπος αλλά δεσποτικός και μισαλλόδοξος, με συχνές εξάρσεις θυμού, που την έ-


μελίνα

11

βρισκαν στο επίκεντρό τους λόγω της αδυναμίας που της είχε. Κι αυτό το απόγευμα είχε υπερβεί τα όρια. Την είχε χτυπήσει, επειδή δεν είχε πλύνει τα πιάτα. Δεν μπορούσε να βγάλει λογική απ’ αυτά που της έλεγε. Είχε σε κάτι να κάνει με το πόσο κουραζόταν η μητέρα της από τις δουλειές του σπιτιού, τις οποίες κατά κύριο λόγο έκανε η Μελίνα. Όταν του είπε ότι θα τα έπλενε αργότερα, εκείνος άρχισε να τη σπρώχνει και να της φωνάζει ακόμη πιο δυνατά αποκαλώντας την αχάριστη και ό,τι άλλο του ερχόταν στο μυαλό. Προσπάθησε να μην δώσει σημασία και να πάει στο δωμάτιό της. Ο πατέρας της όμως δεν την άφηνε με τίποτα. «Όσο ζεις κάτω απ’ αυτό το σπίτι θα κάνεις ό,τι σου λέω εγώ και θα το κάνεις την ώρα που σου το λέω!» της φώναξε. «Αφού βιάζεσαι τόσο πολύ γιατί δεν λες στο γιο σου να τα πλύνει;» απάντησε η Μελίνα. «Μη μου βγάζεις εμένα γλώσσα γιατί θα σε βάλω κάτω και θα σε πατήσω σα σκουλήκι!» συνέχισε εκείνος με αμείωτη ένταση. «Χρειάζεται να σου θυμίζω ότι είμαι κόρη σου και όχι δούλα σου;» «Είσαι ό,τι θέλω εγώ να είσαι! Μου ανήκεις! Θα γλύψεις όλο το σπίτι και θα το κάνεις τώρα!» αντιγύρισε ο πατέρας της με επιτακτικό τόνο. «Ε, λοιπόν, όχι! Παραιτούμαι!» είπε η Μελίνα και βάζοντας όλη της τη δύναμη προσπάθησε να τον σπρώξει μακριά της για να περάσει. Εκείνος όμως τη στρίμωξε στην γωνία κι άρχισε να τη χτυπάει. Ξανά και ξανά. Δεν κατάλαβε πώς τα κατάφερε ούτε κι αν τη βοήθησε το ότι μητέρα της μπήκε στο σπίτι εκείνη τη στιγμή, αλλά βρέθηκε ν’ανοίγει την εξώπορτα του σπιτιού και να τρέχει. Δεν έφτασε πολύ μακριά όταν συνειδητοποίησε ότι τα είχε κάνει πάνω της. Έτσι, ντροπιασμένη, σταμάτησε στην αυλή της καλύτερής της φίλης, που έμενε τρία τετράγωνα πιο κάτω, για να «δανειστεί» ένα από τα παντελόνια που είχε στην απλώστρα της. Θα μπορούσε να είχε αναζητήσει κάποια φίλη για να κουβεντιάσει, αλλά απλά ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν την ενδιέφερε. Ήθελε να μείνει μόνη της.


12

σοφία αποστολίδη

Καθώς ξανασκεφτόταν όλα τα γεγονότα, κοιτάζοντας το φεγγάρι, ένιωσε να ξεχειλίζει από συναισθήματα πολύ δυνατά. Απογοήτευση, θυμό, απελπισία, πόνο, φόβο. Ένιωσε τη θερμοκρασία ν’ ανεβαίνει παρά τις ενδείξεις γύρω της που έδειχναν το αντίθετο. Βημάτιζε ανήσυχα πάνω στις ακατάστατες σουβλερές πέτρες της ακτής και την επόμενη στιγμή... Πόνος. Πραγματικός πόνος. Από τα κόκαλα ως τα ζωτικά της όργανα. Η θερμοκρασία αυξανόταν ολοένα και περισσότερο, σε βαθμό που την τρέλαινε. Ψίθυροι γαργαλούσαν τ’ αυτιά της αλλά κανείς δεν στεκόταν αρκετά κοντά της ώστε κάτι τέτοιο να ήταν εφικτό. Ο αέρας είχε σηκώσει χώμα και το φυσούσε στο πρόσωπο της αλλά εκείνη ένιωθε τους κόκκους σα χαλίκια που τη χτυπούσαν. Θυμόταν αμυδρά ότι πριν από λίγα μόλις λεπτά κάτι έκανε, κάτι έλεγε. Παραπάτησε κι ένιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Γλιστρούσε προς τη θάλασσα, ωστόσο σ’ αυτό δεν έδωσε καθόλου σημασία. Ένα ζευγάρι μαύρα, ζωώδη μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της. Σ’ όποιον κι αν ανήκαν, περίμενε. Ένιωσε το σώμα της να συμπιέζεται και να μυρμηγκιάζει, κάτι που όμως δεν ανέκοψε εκείνο το ακατανόητο αίσθημα της ανείπωτης ολοκλήρωσης που την είχε κατακλύσει. Βυθιζόταν στο νερό. Ένιωσε την αντίθεση της θερμοκρασίας του παγωμένου νερού πάνω στην καυτή της σάρκα, ενώ τα αιχμηρά βράχια που βρίσκονταν κάτω από το νερό την έκοβαν ανελέητα. Μια ακατανίκητη επιθυμία την είχε πλημμυρίσει. Δεν ήταν πείνα, αλλά ούτε και δίψα. Μια λέξη επικρατούσε στο μυαλό της που θα μπορούσε να ικανοποιήσει αυτό το αίσθημα: Αίμα. Προσπάθησε να σπρώξει το σώμα της προς την επιφάνεια μα δεν τα κατάφερε. Πνιγόταν, αλλά δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Πάλεψε για λίγο με τα άγρια κύματα κι έπειτα αφέθηκε. Όταν ξύπνησε, κατάλαβε ότι τα κύματα την είχαν ξεβράσει στην ακτή, λίγα μέτρα πιο πέρα από το σημείο που είχε πέσει. Ο αέρας ήταν κρύος, έτριψε για λίγο το δέρμα στα μπράτσα της για να ζεσταθεί. Δέρμα;


μελίνα

13

Ήταν γυμνή. Αλλά πριν προλάβει να δώσει στον εαυτό της το χρόνο να επεξεργαστεί αυτήν την πληροφορία, η άκρη του ματιού της ανίχνευσε μια κίνηση. Ένας άντρας, περίπου δύο μέτρα ψηλός, με μαύρα μαλλιά, που σκέπαζαν τους ώμους του, στεκόταν με την πλάτη του γυρισμένη σε εκείνη. Έβγαλε την μαύρη του καμπαρντίνα και την έριξε στις πέτρες κοντά της. «Φόρεσέ την», την πρόσταξε με τραχιά φωνή. Η Μελίνα υπάκουσε κι έπειτα αναζήτησε στο βλέμμα του εξηγήσεις. Μια κίνηση για την οποία μετάνιωσε αργότερα. Τα μάτια του δεν είχαν ασπράδι. Μια σκούρα καφέ απόχρωση, που με δυσκολία ξεχώριζες, περιέβαλε τη μαύρη κόρη του ματιού του. Ένιωσε το σαγόνι της να πέφτει και το αίμα της να παγώνει. «Χαράζει σε λίγο. Καλύτερα να φύγουμε», άκουσε τα λόγια του αλλά δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει. Είχε μείνει άναυδη. Το επόμενο λεπτό, που τόσο ευγενικά της παραχώρησε ο ξένος για να συνέλθει, δεν την βοήθησε ιδιαίτερα. Πήρε τα μάτια της από τα δικά του και προσπάθησε να εστιάσει στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Πρέπει να ήταν μεσήλικας. Ένας αρκετά γοητευτικός μεσήλικας... Αλλά αυτό δεν είχε καμιά απολύτως σημασία. «Τι... τι... τι... είσαι;» τον ρώτησε με τσιριχτή φωνή, ενώ ο άντρας άρχισε να προχωρεί. Το μυαλό της ήταν ακόμα μουδιασμένο και το σώμα της κουρασμένο. «Αλλόμορφος. Τώρα πάμε», αποκρίθηκε εκείνος. «Να πάμε; Να πάμε πού; Χα! Ξέρεις δεν συνηθίζω ν’ ακολουθώ ξένους... αλλόμορφους, όταν ξυπνάω γυμνή σε παραλίες τα ξημερώματα! Πού πήγαν τα ρούχα μου;» είπε σαρκαστικά η Μελίνα, δίχως να μπορεί να κρύψει το θυμό της. Κοίταξε γύρω της ερευνητικά και ξαφνικά θυμήθηκε.... «Σε είδα! Λίγο πριν πέσω από τα βράχια! Ήσουν εκεί! Με παρακολ... Περίμενε... Όταν λες... αλλόμορφος... Εννοείς...;» Ένα δικό του βήμα ισοδυναμούσε με τρία δικά της, έτσι σχεδόν έτρεχε προκειμένου να συμβαδίσουν. Το σώμα


Γλιστρούσε προς τη θάλασσα, ωστόσο σ’ αυτό δεν έδωσε καθόλου σημασία. Ένα ζευγάρι μαύρα, ζωώδη μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της. Σ’ όποιον κι αν ανήκαν, περίμενε. Ένιωσε το σώμα της να συμπιέζεται και να μυρμηγκιάζει, κάτι που όμως δεν ανέκοψε εκείνο το ακατανόητο αίσθημα της ανείπωτης ολοκλήρωσης που την είχε κατακλύσει. Βυθιζόταν στο νερό. Ένιωσε την αντίθεση της θερμοκρασίας του παγωμένου νερού πάνω στην καυτή της σάρκα... H Μελίνα είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι με καθημερινά προβλήματα… μέχρι τη μέρα που εγκαταλείπει το πατρικό της. Γρήγορα ανακαλύπτει την πραγματική της φύση: μισή αλλόμορφη και μισή μάγισσα. Έστω και καθυστερημένα βρίσκει την αγέλη της. Στις φλέβες της κυλάει δηλητήριο χωρίς αυτή να είναι η μοναδική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει· μια ομάδα βρικολάκων πατάει επί πτωμάτων στην αγωνιώδη καταδίωξη του μοναδικού απόγονου του Κωμικού...

ISBN 978-960-9499-08-8

ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.