Μια γλυκόπικρη γεύση ΝΟΥΒΕΛΑ Π ΟΛ Α Σ Α Ρ Ρ Η Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς
Μια γλυκόπικρη γεύση
Πόλα Σαρρή
Μια γλυκόπικρη γεύση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2012 Πρώτη Εκδοση ISBN
Μια γλυκόπικρη γεύση Πόλα Σαρρή Ελληνική λογοτεχνία [1358]0112/03 Shutterstock photos Πόλα Σαρρή Αθήνα, Ιανουάριος 2012 978-960-9607-32-2
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
αφιερωμένο στην αγάπη άνευ όρων
Είναι αυτονόητο, τόνισα στη Λου, η φιέστα — του έρωτα κάποτε τελειώνει. Δεν της άρεσε. Με κοίταξε θυμωμένα και βγήκε από το δωμάτιο. Πόσο μετράνε τα χρόνια της αθωότητας, των περιπετειών, της αναζήτησης, της γνώσης απ’ τα λάθη; Πόσο μετράει το τίμημα της συνέπειας κακών επιλογών, της ουτοπίας μιας αμέριμνης ζωής; Σε λίγο η κόρη μου θα μπει κι αυτή στο παιχνίδι και θα καταλάβει, συλλογίστηκα. Σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Είναι μια καινούργια μέρα με φρέσκα γεγονότα έστω κι αν στα περισσότερα καραδοκεί η θλίψη. Υπάρχει πάντα μια πεισματικά αισιόδοξη στάση στη φαντασία μου, ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί. Κληρονομικό γαρ το χάρισμα. Η συζήτηση με τη Λου με έβγαλε για λίγο απ’ τη
μια γλυκοπικρη γευση
™9
σκέψη της απώλειας του μπαμπά. Γυρίζοντας στο παρελθόν με τ’ αγαπημένα πρόσωπα, η μνήμη μου με παρασύρει στα καλύτερα κομμάτια, στις στιγμές από βελούδο. Έχω εξαφανίσει όλα τα υπόλοιπα ως διά μαγείας. Προσπαθώ ν’ αξιολογήσω τα γεγονότα και να πετάξω ό,τι βαραίνει τον ψυχισμό μου. Πήρα το αυτοκίνητο, όπως συνηθίζω συχνά, κι άρχισα να οδηγώ χωρίς προορισμό, με δυνατή μουσική. Σκεφτόμουν τον κόσμο στην κηδεία. Είναι δυνατόν να τον αγαπούσαν όλοι αυτοί! Είχαν έρθει από περιέργεια ή από απλή υποχρέωση; Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Χάρης. Στεκόταν σιωπηλή φιγούρα απαξίωσης απ’ το παρελθόν. Δεν μου κάνεις, τελειώσαμε. Με το βλέμμα στο κενό με ρώτησε: — Τι παράπονο έχεις από μένα; — Απλώς δεν θέλω δεσμεύσεις, του είχα απαντήσει. Με πνίγουν. Δεν θέλω εξάρτηση. Θέλω ελευθερία με όλο το νόημα της λέξης. Μου αρκεί η αγάπη άνευ όρων που προσφέρεται πλουσιοπάροχα απ’ τους γονείς. Μου αρκούν οι φίλοι μου. Προσπάθησε ν’ απομακρυνθεί. Πρώτα συνεχή τηλέφωνα, μετά σιωπή. Κατάλαβα… Δεν είμαι και το πιο σπουδαίο άτομο επί της γης, σκέφτηκα. Ουδείς αναντικατάστατος.
10™ πολα σαρρη
Ξαφνικά, τη μέρα της κηδείας, εμφανίστηκε μπροστά μου. Φαίνεται ότι η αδιαφορία μου και το πέρασμα του χρόνου δεν τον είχαν αποτρέψει από μια πιθανή επανασύνδεση. Η παρουσία του δεν με άγγιξε εκείνη τη δύσκολη στιγμή που έχανα ό,τι πολυτιμότερο είχα. Τον μπαμπά μου. Σ’ όλη του τη ζωή ήθελε μόνο να δίνει. Πρόσφερε αλτρουιστικά, χωρίς φανφάρες, πάντα ήρεμα κι αθόρυβα. Αθόρυβος ήταν κι ο θάνατός του. Δεν τον πρόλαβα. Τρέξε, βήχει, κόβεται η αναπνοή του, άκουσα. Του έκλεισα μόνο τα μάτια. Αυτή η στιγμή δεν φεύγει. Τη διώχνω, αλλά δεν φεύγει. Ο βαθιά μορφωμένος και καλοκάγαθος αυτός άνθρωπος, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε τα νεανικά του χρόνια στη Σχολή της Χάλκης, ταξίδεψε πολύ κι άραξε στην Ελλάδα. Κοσμογυρισμένος και χορτασμένος, παντρεύτηκε τη μαμά, συνοικέσιο γαρ, με είκοσι χρόνια διαφορά ηλικίας. Για εκείνη δεν ήταν ο έρωτας της ζωής της. Το τόνιζε συχνά αυτό, υποκριτικά και χωρίς σεβασμό. Λίγος της έπεφτε ο μπαμπάς. Τι έπαρση, Θεέ μου! Τέλος πάντων, επαναλάμβανε εγωιστικά ότι δεν παντρεύτηκε τον μεγάλο της έρωτα. Έπρεπε
μια γλυκοπικρη γευση
™11
όμως να παντρευτεί, να κάνει παιδί. Αυτό υπαγόρευαν τα αστικά πρότυπα. Ήταν και κείνη γεννημένη στην Πόλη. Έφυγε μικρό παιδάκι, το στερνοπούλι της οικογένειας με άλλα πέντε αδέλφια, τέσσερα αγόρια και μια αδελφή. Το χαϊδεμένο λοιπόν παιδί της οικογένειας είχε όλα τα πρωτεία. Το «εγώ» και η αλαζονεία είχαν αφήσει τα σημάδια τους. Η επικριτική της διάθεση για όλους και για όλα τρυπούσε κόκαλα. Ειρωνεία και χιούμορ τη συνόδευαν παντού. Τα καφεδάκια με θείτσες και το «περάστε, καθίστε, γλυκάκι;» ήταν η καθημερινή ασχολία στο σπίτι-καφενείο, όπως το ονόμαζα εγώ. Τα πολίτικα εδέσματα έκαναν απ’ το πρωί γλυκιά ατμόσφαιρα για τη μαμά-παιδούλα. Τη χαρωπή, φιλόξενη, αλλά συγχρόνως και κυριαρχική μαμάκα. Ο μπαμπάς δούλευε, ψώνιζε, κι εκείνη μαγείρευε αδιάκοπα. Σκέτη Λωξάντρα. Ο αρχηγός λοιπόν, γένους θηλυκού, δέσποζε στο σπιτικό. Τα κουδούνια ηχούσαν όλη μέρα, πόρτα, τηλέφωνα ανοιχτά. Ποιος τολμούσε να πει ότι ζαλίστηκε; «Το ανοιχτό σπίτι είναι ευτυχία», έλεγε. «Τι τα θέλουν τα σπίτια άμα τα έχουν κλειστά; Να πάνε να μείνουν στα ξενοδοχεία». Είχε έτοιμη την απάντηση. Ο ανάλαφρος τρόπος που περνούσε τη ζωή της
12™ πολα σαρρη
πολλές φορές ήταν ανυπόφορος για τους δύο συγκατοίκους της, τον άντρα της και το παιδί της. Εκείνη πέρασε τη ζωή της με γέλια, βίζιτες, σχόλια και ιμάμ μπαϊλντί. Υπήρχαν διαλείμματα πένθους, βαθιάς μελαγχολίας, όταν πέθαιναν τ’ αδέλφια της. Κάθε φορά όμως εύρισκε τον εαυτό της και προχωρούσε. Ο μεγάλος της εχθρός ήταν ο ύπνος. Τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ήταν αρκετές. Όσο περνούσε η ηλικία, μεγάλωναν τα άγχη και οι φοβίες της. Με περίμενε κρεμασμένη στο μπαλκόνι να γυρίσω, άυπνη. Αυτή ήταν η μαμά μου. Το τέλος της με άνοια, ο θάνατος ήταν λύτρωση για όλους. Όταν πέθανε ο μπαμπάς, μεγάλωσε, ωρίμασε λίγο, έπεσαν τα φτερά της κι απέκτησα καλή παρέα. Κατέβηκαν οι τόνοι κι αλλάξαμε ρόλους. Εκ των υστέρων την ευχαριστώ για τις αξίες, τη δύναμη και την αισιοδοξία που μου έδωσε ν’ αντιμετωπίζω την πικρή γεύση της ζωής. Δυστυχώς, είμαι γεμάτη τύψεις για την κακή και απαξιωτική συμπεριφορά που συχνά εισέπρατταν και οι δύο από ένα κακομαθημένο μοναχοπαίδι που του τα έδωσαν όλα κι αυτό δεν μοιράστηκε ποτέ τίποτα μαζί τους.
μια γλυκοπικρη γευση
™13
Συμβαίνει να είναι μια αυταπάτη ότι γνωρίζουμε καλά τους δικούς μας ανθρώπους. Απλά τους εξιδανικεύουμε. Συνειδητά ή όχι αυτό είναι μια άλλη ιστορία. «Δεν ήταν ιδανικά τα πράγματα μαμά», είπε η Λου. «Ένα πρωτοθυμηθώ! Κλειδί υπήρχε ποτέ Ήταν βράδυ ιη να γιαγιά μπαίνοντας στο σπίτιδεν αιφνιδιάστηκε... μια σκληρή γι’ αυτήν!» πάνωδοκιμασία μου, ή υπήρχε αλλά δεν έκανα τον κόπο Ακούγοντας τη Λου, όπως κρατούσα ένα γιαούρτι μού έπενα το βγάζω απ’ την τσάντα μου. Τη σχολική τσάσεντα απ’και τα χέρια. Γέμισε κρέματσάντα. το πάτωμα. αργότερα τηνάσπρη «ενήλικη» Χτυπούσα το κουδούνι και το δάχτυλο δεν έφευγε αν δεν Κωνσταντινούπολη – Αθήνα, παρελθόν και παρόν, άνοιγε η πόρτα. έτρεχαν αλαφιασμένοι ν’ παίζουνΓονείς γλυκόπικρα μεταξύ τους. ανοίξουν στην πριγκίπισσα φωνάζοντας: τώρα! τώρα! Μετά τη βίαιη εισβολή μου στο σπίτι, κατευθυνόμουν αμίλητη στην τραπεζαρία. Έβρισκα στο τραπέζι τριών ειδών φαγητά και μετά δύο ειδών γλυκά για επιδόρπιο. Καθόμασταν και οι τρεις και πάντα οδηγούσα την κουβέντα εκεί που ήθελα. Συνέχεια με ρωτούσε η μαμάκα –τρεις και τέσσερις φορές– αν μ’ αρέσει το φαγητό, αν είναι καλό, κι άλλες τόσες εγώ της έλεγα: «το έχεις πετύχει, είναι ISBN 978-960-9607-32-2 εξαιρετικό». Το πρόσωπό της έπαιρνε μια γλυκιά έκφραση. Γι’ Εαυτήν, η μαγειρική και η επιβράβευση Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ ο σ ε λ ότ ο ς ήταν το παν. Η ουσία της ζωής της. Στη συνέχεια
Τ
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr πολα σαρρη
14™
μάς ενημέρωνε για το τι είπε η θεία Κατίνα στο τηλέφωνο, πότε θα συναντηθεί με την ξαδέλφη της τη Χάιδω, ποια γέννησε, ποιος είναι στα τελευταία του, κ.λπ., κ.λπ. Η ενημέρωση ήταν λεπτομερέστατη και στο τέλος, απαραίτητα, γλυκό του κουταλιού βύσσινο ή κυδώνι. «Τέλειο, φώναζα», τέλειο. Όταν άρχιζαν οι διηγήσεις, τη διέκοπτα συχνά λέγοντάς της «πάμε παρακάτω» ή «δεν μ’ ενδιαφέρει!». Ο μπαμπάς συνήθως έτρωγε σιωπηλά. Τη σκυτάλη μετά έπαιρναν τα νέα της πολυκατοικίας. Η κυρία Φρόσω, η Πολίτισσα του δευτέρου, κάθε πρωί απολάμβανε πασταφλόρα, που έπαιρνε την πρώτη θέση δίπλα στον πρωινό καφέ και τα κουλουράκια τη δεύτερη. Ο καφές βέβαια ελληνικός, βρασμένος από τη μαμά μου με ιδιαίτερη τέχνη. Η ιεροτελεστία αυτή γινόταν πάντα στο σπίτι της. Ούτε λόγος γι’ αλλού. Μα πώς θα πήγαινε σε σπίτια αφιλόξενα! Εκείνη όμως μοναδική! Πηγαινέλα, πηγαινέλα, έφερνε κι άλλα, κι άλλα, για να σ’ ευχαριστήσει. Αυτή η εικόνα ήταν αισθητή, ειδικά στα τραπέζια. Η καρέκλα της κενή, εκείνη όρθια να περιποιείται. Έφευγε το άγχος της μόνο αν σ’ έβλεπε να μην μπορείς ν’ αναπνεύσεις απ’ το μπούκωμα. Τότε χα-
μια γλυκοπικρη γευση
™15