Τρύπωσε στο τσιμέντο, εκεί, μέσα σε μια ρωγμή που το φάρδος της ζήτημα αν χωρούσε μια τρίχα, και άνθισε, έβγαλε φύλλα και το λουλούδι του κατακόκκινο, πόση δύναμη πρέπει να είχε άραγε;
Στα βράχια επάνω, στους γκρεμούς μέσα, οι ρίζες τους σαν από σίδερο τρύπησαν και φύτρωσαν, και είδαν το φως.
Πέρασε τα κλειστά παράθυρα, τα τείχη, και ζέστανε με τις ακτίνες του αυτός ο ήλιος του χειμώνα!
Λέξη λέξη ενώθηκαν οι στεναγμοί και σαν τραγούδι κύλησαν πάνω και μέσα στις καρδιές αυτών που τους άκουσαν.
Αγάπες που τα ρούχα που φορούσαν ήταν υφασμένα με το ακατάλυτο του χρόνου κι όμως χάθηκαν στην πρώτη ψιχάλα.
Δεν ήταν μάταιες οι υπάρξεις τους, πάσχισαν πολύ για να τις δουν, να τις ακούσουν, να τις νιώσουν οι άνθρωποι!
... και όσοι τα έζησαν, τα ένιωσαν, τα αισθάνθηκαν, είπαν: «Κράτησαν λίγο, μα σαν να ήταν για πολύ, γι’ αυτό δεν ήταν μάταιο, υπήρξαν κι άξιζε που “καήκαμε” μαζί τους...»